Nicci French ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Μετάφραση: Ουραν ία Τουτουν τζή Εκδόσ εις Δ ιόπτρα
Τίτλ ος Πρωτοτύπου: WAITING FOR WEDNESDAY © Joined-Up Writting, 201 3 ● © Για την ελ λ ην ική γ λ ώσ σ α σ ε όλ ο τον κόσ μο: ΕΚΔ ΟΣΕΙΣ Δ ΙΟΠΤΡΑ, 201 3 Απαγ ορεύεται η αν απαραγ ωγ ή ή αν ατύπωσ η μέρους ή του σ υν όλ ου του βιβλ ίου σ ε οποιαδήποτε μορφή, χ ωρίς τη γ ραπτή άδεια του εκδότη. ISBN: 97 8-960-364-7 02-7 ● Ηλ εκτρον ική έκδοσ η: Ιαν ουάριος 201 4 Μετάφρασ η: Ουραν ία Τουτουν τζή ● Επιμέλ εια Δ ιόρθωσ η: Ροδάν θη Παπαδομιχ ελ άκη ● Προσ αρμογ η εξωφύλ λ ου: Γιώργ ος Παν αρετάκης ● Ηλ εκτρον ική Σελ ιδοποίησ η: Ελ έν η Οικον όμου Εκδόσεις Δ ιόπτ ρα ● ΕΔ ΡΑ ● Αγ . Παρασ κευής 40, 1 21 32 Περισ τέρι, Τηλ .: 21 0 380 52 28, Fax : 21 0 330 04 39 ● Υ ΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ● Στ οά τ ου Βιβλίου ● Πεσ μαζόγ λ ου 5, 1 05 64 Αθήν α, Τηλ .: 21 0 330 07 7 47 ● www.dioptra.gr ● e-mail:
[email protected] ●
[email protected]
Με αγ άπη στους Πατ και Τζον
1 Δ εν υπήρχ ε καν έν α απολ ύτως σ ημάδι που ν α φαν ερών ει ότι κάτι δεν πήγ αιν ε καλ ά. Ήταν απλ ώς μια σ υν ηθισ μέν η μον οκατοικία, σ τριμωγ μέν η αν άμεσ α σ ε άλ λ ες, κι έν α σ υν ηθισ μέν ο απριλ ιάτικο απόγ ευμα Τετάρτης. Είχ ε έν αν σ τεν όμακρο κήπο όπως όλ α τα άλ λ α σ πίτια που ήταν χ τισ μέν α σ τη σ ειρά σ ’ εκείν ον το δρόμο. Ο κήπος του σ πιτιού που βρισ κόταν αρισ τερά του ήταν από χ ρόν ια παραμελ ημέν ος. Ήταν πν ιγ μέν ος σ τα αγ ριόχ ορτα, σ τις τσ ουκν ίδες και σ τους βάτους, εν ώ σ την πιο μακριν ή του άκρη υπήρχ ε έν α πλ ασ τικό σ κάμμα γ ια άμμο, γ εμάτο πια με βουρκόν ερα, κι έν α παιδικό ποδοσ φαιρικό τέρμα πεταμέν ο σ τη μια άκρη του. Ο κήπος του σ πιτιού που βρισ κόταν από την άλ λ η πλ ευρά ήταν σ τρωμέν ος με πλ άκες και χ αλ ίκι, και είχ ε φυτά μέσ α σ ε κεραμικές γ λ άσ τρες και πτυσ σ όμεν ες καρέκλ ες, που τις δίπλ ων αν κάθε χ ειμών α οι ιδιοκτήτες και τις φυλ ούσ αν σ την αποθήκη τους. Υ πήρχ ε ακόμη μια ψ ησ ταριά καλ υμμέν η με μουσ αμά, που μπορούσ αν τα καλ οκαιριν ά βράδια ν α τη σ ύρουν ως το κέν τρο του κήπου.
Αλ λ ά ο κήπος εκείν ης της μον οκατοικίας είχ ε μια πελ ούζα και η χ λ όη ήταν φρεσ κοκομμέν η, γ ια πρώτη μάλ ισ τα φορά μέσ α σ τη χ ρον ιά. Λευκά άν θη λ αμπύριζαν σ τα κλ αριά μιας γ έρικης μηλ ιάς. Οι τριαν ταφυλ λ ιές και οι άλ λ οι θάμν οι σ τα ακριν ά παρτέρια είχ αν κλ αδευτεί τόσ ο άγ ρια, που έμοιαζαν γ υμν ά. Δ ίπλ α σ την πόρτα της κουζίν ας άν θιζαν σ ειρές από πορτοκαλ ιές τουλ ίπες. Υ πήρχ ε έν α μον ό αθλ ητικό παπούτσ ι με τα κορδόν ια του δεμέν α κάτω από το παράθυρο, άδεια αν θοδοχ εία, μια ταΐσ τρα γ ια πουλ ιά με λ ίγ ους σ πόρους ακόμη σ κορπισ μέν ους σ την επίπεδη επιφάν ειά της και δυο άδεια μπουκάλ ια μπίρας δίπλ α σ την ξύσ τρα γ ια τις μπότες. Η γ άτα διέσ χ ισ ε αργ ά τον κήπο και σ τάθηκε γ ια λ ίγ ο δίπλ α σ την πόρτα με το κεφάλ ι της αν ασ ηκωμέν ο σ αν ν α περίμεν ε κάτι. Μετά χ ώθηκε επιδέξια σ το ειδικό πορτάκι της και μπήκε σ την κουζίν α με το πλ ακόσ τρωτο δάπεδο, το τραπέζι – αρκετά μεγ άλ ο ώσ τε ν α μπορούν ν α καθίσ ουν τουλ άχ ισ τον έξι άτομα– και τον ουαλ έζικο μπουφέ, που ήταν πραγ ματικά πολ ύ μεγ άλ ος γ ια εκείν ο το δωμάτιο και παραφορτωμέν ος με πορσ ελ άν ες και διάφορα μικροπράγ ματα: σ ωλ ην άρια ξεραμέν ης κόλ λ ας, λ ογ αριασ μούς ακόμη μέσ α σ τους φακέλ ους τους, έν α βιβλ ίο μαγ ειρικής αν οιγ μέν ο
σ τη σ ελ ίδα μιας σ υν ταγ ής γ ια λ εμον άτη πεσ καν δρίτσ α, έν α ζευγ άρι κάλ τσ ες σ ε κουβάρι, έν α χ αρτον όμισ μα των πέν τε λ ιρών , μια μικρή βούρτσ α μαλ λ ιών . Από μια μεταλ λ ική βέργ α επάν ω από την κουζίν α κρέμον ταν τηγ άν ια και άλ λ α μαγ ειρικά σ κεύη. Υ πήρχ ε ακόμη έν α καλ άθι με λ αχ αν ικά δίπλ α σ το ν εροχ ύτη, καμιά δωδεκάδα ακόμη βιβλ ία μαγ ειρικής τοποθετημέν α σ ’ έν α μικρό ράφι, έν α βάζο με άν θη που είχ αν αρχ ίσ ει ν α μαραίν ον ται και ν α γ έρν ουν θλ ιμμέν α προς το περβάζι του παραθύρου, κι έν α σ χ ολ ικό βιβλ ίο, αν οιχ τό, επάν ω σ το τραπέζι. Στον τοίχ ο ήταν αν αρτημέν η μια λ ίσ τα με δουλ ειές, γ ραμμέν η με κόκκιν ο μαρκαδοράκι. Υ πήρχ αν , τέλ ος, έν α κομμάτι μισ οφαγ ωμέν ου τοσ τ, κρύο πια, σ ’ έν α πιάτο επάν ω σ ε μια από τις επιφάν ειες της κουζίν ας, και δίπλ α του έν α φλ ιτζάν ι τσ άι. Η γ άτα βύθισ ε με μια απαλ ή κίν ησ η το κεφάλ ι σ το μπολ της, που ήταν ακουμπισ μέν ο σ το πάτωμα, έφαγ ε έν α ή δύο κομμάτια γ ατοτροφής, έπειτα έτριψ ε τη μουσ ούδα με την πατούσ α της και σ υν έχ ισ ε την περιήγ ησ ή της σ το σ πίτι· βγ ήκε πρώτα από την κουζίν α, της οποίας η εσ ωτερική πόρτα ήταν πάν τοτε αν οιχ τή, και προσ πέρασ ε τη μικρή τουαλ έτα σ τα αρισ τερά γ ια ν α αν εβεί τα δυο μικρά σ καλ άκια. Περπάτησ ε λ οξά γ ια ν α αποφύγ ει
έν α σ πασ μέν ο γ υάλ ιν ο μπολ και έκαν ε το γ ύρο της δερμάτιν ης γ υν αικείας τσ άν τας που ήταν παρατημέν η κάτω, σ το δάπεδο του χ ολ . Η τσ άν τα ήταν όρθια και αν οιχ τή, και το περιεχ όμεν ό της διάσ παρτο σ τα δρύιν α σ αν ίδια του δαπέδου. Κραγ ιόν και πούδρα προσ ώπου, έν α αν οιχ τό πακέτο χ αρτομάν τιλ α, κλ ειδιά αυτοκιν ήτου, μια βούρτσ α μαλ λ ιών , έν α μικρό μπλ ε ημερολ όγ ιο με μια πέν α σ τερεωμέν η επάν ω του, έν α κουτί παυσ ίπον α και έν α σ ημειωματάριο σ πιράλ . Λίγ ο πιο πέρα ήταν έν α αν οιχ τό μαύρο πορτοφόλ ι και γ ύρω του σ κόρπιες μερικές κάρτες μέλ ους (ταξιδιωτικά γ ραφεία, Βρεταν ικό Μουσ είο). Στη μια πλ ευρά του κρεμ τοίχ ου ήταν κρεμασ μέν ο σ ε κορν ίζα έν α αν τίγ ραφο από έν αν πίν ακα του Βαν Γκογ κ και σ το δάπεδο, με σ πασ μέν η την κορν ίζα του, ήταν πεσ μέν ο έν α οικογ εν ειακό πορτρέτο: έν ας άν τρας, μια γ υν αίκα και τρία παιδιά, όλ οι τους χ αμογ ελ ών τας πλ ατιά. Η γ άτα βρήκε πέρασ μα αν άμεσ α σ ε όλ α εκείν α τα σ υν τρίμμια και προχ ώρησ ε ως το καθισ τικό, σ την μπροσ τιν ή πλ ευρά του σ πιτιού. Στο δάπεδο δίπλ α σ το κατώφλ ι κειτόταν έν α χ έρι, τεν τωμέν ο. Ήταν παχ ουλ ό και σ φιχ τό, με τα ν ύχ ια κομμέν α κον τά και μια χ ρυσ ή βέρα σ τον παράμεσ ο. Η γ άτα το μύρισ ε και μετά έγ λ ειψ ε βιασ τικά τον καρπό.
Μισ οσ καρφάλ ωσ ε επάν ω σ το πεσ μέν ο κορμί με τη μαύρη φόρμα εργ ασ ίας και τη γ αλ άζια μπλ ούζα, κι έχ ωσ ε γ ουργ ουρίζον τας τα ν ύχ ια της σ το μαλ ακό σ τομάχ ι. Αποζητών τας λ ίγ η προσ οχ ή, έτριψ ε τη μουσ ούδα της σ το κεφάλ ι με τα σ κούρα κασ ταν ά μαλ λ ιά που είχ αν ήδη αρχ ίσ ει ν α γ κριζάρουν κι ήταν πιασ μέν α πίσ ω σ ε μια χ αλ αρή αλ ογ οουρά. Οι λ οβοί των αυτιών της γ υν αίκας ήταν σ τολ ισ μέν οι με μικρά χ ρυσ ά σ κουλ αρίκια. Γύρω από το λ αιμό της κρεμόταν μια λ επτή αλ υσ ίδα με έν α μεν ταγ ιόν . Το δέρμα αν έδιδε μια μυρωδιά από τριαν τάφυλ λ ο αλ λ ά και κάτι άλ λ ο ακόμη. Η γ άτα έτριψ ε το κορμί επάν ω σ το πρόσ ωπο της γ υν αίκας και κύρτωσ ε τη ράχ η της. Έπειτα από λ ίγ ο εγ κατέλ ειψ ε την προσ πάθεια, πήγ ε σ την πολ υθρόν α και άρχ ισ ε ν α πλ έν εται καθώς το τρίχ ωμά της ήταν τώρα μπερδεμέν ο και κολ λ ούσ ε. Η Ντόρα Λέν οξ βάδιζε αργ ά επισ τρέφον τας από το σ χ ολ είο. Ήταν κουρασ μέν η. Ήταν Τετάρτη και είχ ε Φυσ ική την τελ ευταία ώρα, κι έπειτα μάθημα τζαζ σ τη μαθητική λ έσ χ η. Εκείν η έπαιζε σ αξόφων ο – παράταιρες, διάσ παρτες ν ότες, όμως η καθηγ ήτρια της μουσ ικής δεν έδειχ ν ε ν α εν οχ λ είται. Η ίδια είχ ε σ υμφων ήσ ει ν α πάει μόν ο και μόν ο επειδή επέμεν ε
ο φίλ ος της ο Μάικ, τώρα πια όμως ο Μάικ δεν έδειχ ν ε ν α είν αι και πολ ύ φίλ ος της και σ ιγ οψ ιθύριζε και χ αζογ ελ ούσ ε με άλ λ α κορίτσ ια, που δεν φορούσ αν σ ιδεράκια ούτε ήταν έτσ ι κοκαλ ιάρικα και ν τροπαλ ά αλ λ ά ζωηρά και γ εμάτα καμπύλ ες, με μαύρες δαν τελ ωτές τιράν τες, ασ τραφτερά χ είλ η και λ αμπερά μάτια. Το σ χ ολ ικό σ ακίδιο της Ντόρα, βαρύ από τα βιβλ ία, τραν ταζόταν σ την πλ άτη της· επάν ω σ την κν ήμη της έν ιωθε την τσ άν τα της μουσ ικής ν α κουν ιέται πέρα-δώθε, και η πλ ασ τική τσ άν τα που επίσ ης κουβαλ ούσ ε –γ εμάτη με μαγ ειρικά σ κεύη και έν α τεν εκεδέν ιο κουτί με τα καμέν α κέικ που είχ ε φτιάξει το πρωί σ το μάθημα της Τεχ ν ολ ογ ίας Τροφίμων – είχ ε αρχ ίσ ει ν α σ κίζεται. Έν ιωσ ε αν ακούφισ η βλ έπον τας ότι το αυτοκίν ητό τους ήταν σ ταθμευμέν ο δίπλ α σ το σ πίτι. Αυτό σ ήμαιν ε πως η μητέρα της είχ ε επισ τρέψ ει. Δ εν της άρεσ ε ν α γ υρίζει σ ε έν α άδειο σ πίτι, με όλ α τα φώτα σ βησ τά και μια βαριά σ ιωπή σ ε όλ α τα δωμάτια. Η μητέρα της έδιν ε ζωή σ τα πράγ ματα: έβαζε σ ε λ ειτουργ ία το πλ υν τήριο πιάτων που γ έμιζε το χ ώρο με τον υπόκωφο ήχ ο του, και ίσ ως έψ ην ε κι έν α κέικ σ το φούρν ο ή τουλ άχ ισ τον είχ ε έν α κουτί μπισ κότα έτοιμο γ ια την Ντόρα μόλ ις επέσ τρεφε, εν ώ το ν ερό έβραζε σ το τσ αγ ερό. Έκαν ε τα πάν τα
ν α αν αδίδουν μια αίσ θησ η φουριόζικης τάξης, που η Ντόρα την έβρισ κε καθησ υχ ασ τική. Μόλ ις άν οιξε την αυλ όπορτα και προχ ώρησ ε προς το μικρό, πλ ακόσ τρωτο μον οπάτι του κήπου, πρόσ εξε πως η πόρτα του σ πιτιού ήταν αν οιχ τή. Να είχ ε άραγ ε και η μητέρα της μόλ ις φτάσ ει; Ή μήπως ο αδελ φός της; Αλ λ ά άκουγ ε και έν αν ήχ ο, έν αν ηλ εκτρον ικό παλ λ όμεν ο ήχ ο. Μόλ ις πλ ησ ίασ ε περισ σ ότερο, παρατήρησ ε ότι το μικρό παράθυρο δίπλ α σ την πόρτα, που σ υν ήθως ήταν σ κεπασ μέν ο με πάχ ν η, τώρα ήταν σ πασ μέν ο. Υ πήρχ ε μια τρύπα σ το τζάμι και έδειχ ν ε ν α έχ ει σ πάσ ει προς τα μέσ α. Καθώς έμειν ε γ ια λ ίγ ο ν α κοιτά το αν απάν τεχ ο εκείν ο θέαμα, έν ιωσ ε κάτι σ το πόδι της και κοίταξε προς τα κάτω. Η γ άτα τριβόταν σ τα πόδια της. Πρόσ εξε πως είχ ε αφήσ ει έν α λ εκέ σ το χ ρώμα της σ κουριάς επάν ω σ το καιν ούριο της τζιν παν τελ όν ι. Προχ ώρησ ε μέσ α σ το σ πίτι και άφησ ε τις τσ άν τες που κουβαλ ούσ ε ν α γ λ ισ τρήσ ουν σ το πάτωμα. Στο δάπεδο του χ ολ ήταν διάσ παρτα κομμάτια από το σ πασ μέν ο παράθυρο. Αυτό θα έπρεπε σ ίγ ουρα ν α επιδιορθωθεί το σ υν τομότερο. Τουλ άχ ισ τον δεν ήταν εκείν η υπεύθυν η γ ια τη ζημιά. Μάλ λ ον θα την είχ ε κάν ει ο αδελ φός της, ο Τεν τ. Έσ παγ ε σ υν εχ ώς πράγ ματα: φλ ιτζάν ια, ποτήρια, παράθυρα, καθετί εύθραυσ το. Υ πήρχ ε επίσ ης μια μυρωδιά. Κάτι
καιγ όταν . «Μαμά, γ ύρισ α!» φών αξε. Πιο πέρα σ το πάτωμα υπήρχ ε ακόμη μεγ αλ ύτερη ακατασ τασ ία – η μεγ άλ η οικογ εν ειακή φωτογ ραφία, η τσ άν τα της μητέρας της και μικροπράγ ματα σ κορπισ μέν α παν τού. Ήταν σ αν ν α είχ ε περάσ ει από το σ πίτι μια θύελ λ α παρασ ύρον τας αν τικείμεν α και πετών τας τα κάτω. Σε μια φευγ αλ έα σ τιγ μή, η Ντόρα είδε την αν ταν άκλ ασ ή της σ τον καθρέφτη που κρεμόταν επάν ω από το τραπέζι: μικρό ωχ ρό προσ ωπάκι, λ επτές κασ ταν ές κοτσ ίδες. Προχ ώρησ ε ως την κουζίν α, όπου η μυρωδιά ήταν πιο έν τον η. Άν οιξε την πόρτα του φούρν ου και αμέσ ως ξεχ ύθηκε προς τα έξω, σ αν καυτή αν άσ α, έν α σ ύν ν εφο καπν ού που της προκάλ εσ ε βήχ α. Πήρε έν α γ άν τι φούρν ου, τράβηξε από μέσ α έν α ταψ ί και το άφησ ε σ το επάν ω μέρος της κουζίν ας. Μέσ α σ το ταψ ί υπήρχ αν έξι κατάμαυρα, καρβουν ιασ μέν α και σ υρρικν ωμέν α μπισ κότα, παν τελ ώς κατεσ τραμμέν α. Η μητέρα της έφτιαχ ν ε μερικές φορές μπισ κότα, γ ια ν α τα βρουν επισ τρέφον τας από το σ χ ολ είο. Η Ντόρα έκλ εισ ε την πόρτα του φούρν ου και έσ βησ ε το γ κάζι. Ναι, αυτό ήταν . Ο φούρν ος είχ ε ξεχ ασ τεί αν αμμέν ος και τα μπισ κότα είχ αν καεί. Ο παλ λ όμεν ος ήχ ος που είχ ε ακούσ ει
ήταν ο σ υν αγ ερμός φωτιάς. Ο σ υν αγ ερμός και ο καπν ός είχ αν τρομάξει τη Μιμί κι εκείν η άρχ ισ ε ν α τρέχ ει πάν ω-κάτω σ πάζον τας πράγ ματα. Όμως γ ιατί είχ αν καεί τα μπισ κότα; Φών αξε πάλ ι τη μητέρα της βγ αίν ον τας από την κουζίν α. Είδε σ το δάπεδο, σ το κατώφλ ι, τη γ ροθιά με τα δάχ τυλ α ελ αφρώς κυρτωμέν α, όμως σ υν έχ ισ ε ν α τη φων άζει μέν ον τας ακίν ητη. Έπειτα προχ ώρησ ε σ το χ ολ , εξακολ ουθών τας ν α καλ εί τη μητέρα της. Η πόρτα του μπροσ τιν ού δωματίου ήταν μισ άν οιχ τη. Είδε πως κάτι υπήρχ ε από μέσ α, έσ πρωξε την πόρτα και μπήκε σ το δωμάτιο. «Μαμά;» Στην αρχ ή, έτσ ι αν όητα, ν όμισ ε πως είδε λ εκέδες από κόκκιν η μπογ ιά σ τον απέν αν τι τοίχ ο και σ τον καν απέ και πασ αλ ειμμέν η μπογ ιά ακόμη και σ το δάπεδο. Μετά το χ έρι της αν έβηκε ως το σ τόμα και άκουσ ε έν α μικρό βογ κητό ν α βγ αίν ει από τον ίδιο της το λ αιμό κι έπειτα ν α ξεχ ύν εται σ το φριχ τό εκείν ο δωμάτιο και ν α γ ίν εται μια παρατεταμέν η κραυγ ή που δεν είχ ε σ ταματημό. Έβαλ ε τα χ έρια της σ τα αυτιά γ ια ν α μην ακούει άλ λ ο τον ήχ ο, όμως τώρα η κραυγ ή ήταν μέσ α της. Δ εν ήταν μπογ ιά αλ λ ά αίμα, ποτάμια ολ όκλ ηρα από αίμα και μια σ κοτειν ή λ ίμν η δίπλ α σ ’ εκείν ο το πράγ μα που
κειτόταν σ τα πόδια της. Έν α μπράτσ ο τεν τωμέν ο, έν α ρολ όι σ τον καρπό που έδειχ ν ε ακόμη την ώρα, έν α οικείο κορμί μέσ α σ ε μια γ αλ άζια μπλ ούζα και μια μαύρη φόρμα, έν α μισ οφορεμέν ο παπούτσ ι. Όλ α αυτά που της ήταν τόσ ο γ ν ώριμα. Αλ λ ά το πρόσ ωπο δεν ήταν πια πρόσ ωπο, καθώς το έν α μάτι έλ ειπε και το σ τόμα ήταν θρυμματισ μέν ο και έμοιαζε σ αν ν α της φων άζει χ ωρίς ήχ ο πίσ ω από τα σ υν τρίμματα των σ πασ μέν ων δον τιών . Ολ όκλ ηρη η μια πλ ευρά του κεφαλ ιού είχ ε διαλ υθεί και ήταν μια μάζα από αίμα, χ όν δρους και σ πασ μέν α οσ τά, λ ες και κάποιος είχ ε προσ παθήσ ει ν α κατασ τρέψ ει εν τελ ώς εκείν ο το κεφάλ ι.
2 Το σ πίτι βρισ κόταν σ το Τσ αλ κ Φαρμ, δυο δρόμους πιο πέρα από το θόρυβο του Κάμν τεν Λοκ. Απέξω ήταν σ ταθμευμέν α έν α ασ θεν οφόρο και πολ λ ά αυτοκίν ητα της ασ τυν ομίας. Μια κίτριν η ταιν ία είχ ε ήδη τοποθετηθεί περιμετρικά και κάποιοι περασ τικοί είχ αν σ ταθεί γ ια ν α δουν τι σ υν έβαιν ε. Η υπασ τυν όμος Ιβέτ Λον γ κ έσ κυψ ε κάτω από την ταιν ία και κοίταξε το σ πίτι, έν α οίκημα της ύσ τερης βικτοριαν ής εποχ ής, με μικρό μπροσ τιν ό κήπο κι έν α τζαμωτό παράθυρο που προεξείχ ε. Ήταν έτοιμη ν α περάσ ει μέσ α, όταν είδε τον επιθεωρητή Μάλ κολ μ Κάρλ σ ον ν α βγ αίν ει από έν α αυτοκίν ητο, και σ τάθηκε ν α τον περιμέν ει. Έδειχ ν ε πολ ύ σ οβαρός και απορροφημέν ος σ τις σ κέψ εις του, μέχ ρι που την είδε και τη χ αιρέτησ ε με έν α ν εύμα. «Μπήκες ήδη μέσ α;» «Μόλ ις έφτασ α», αποκρίθηκε η Ιβέτ. Έκαν ε μια μικρή παύσ η και μετά πρόσ θεσ ε απερίσ κεπτα: «Είν αι ασ τείο ν α σ ε βλ έπω χ ωρίς τη Φρίν τα». Η έκφρασ η του Κάρλ σ ον έγ ιν ε σ κλ ηρή. «Εν ν οείς πως είσ αι ικαν οποιημέν η που δεν μας
βοηθά πια». «Δ εν ... δεν ήθελ α ν α πω αυτό», τραύλ ισ ε η Ιβέτ. «Ξέρω καλ ά ότι δεν σ ου άρεσ ε ν α βρίσ κεται σ τα πόδια μας», είπε ο Κάρλ σ ον . «Όμως αυτό το θέμα λ ύθηκε. Ο αρχ ηγ ός αποφάσ ισ ε ότι έπρεπε ν α φύγ ει, και η ίδια παραλ ίγ ο ν α σ κοτωθεί σ τη διαδικασ ία. Αυτό ήταν και το σ ημείο που σ ου φάν ηκε ασ τείο;» Η Ιβέτ κοκκίν ισ ε αλ λ ά δεν απάν τησ ε. «Πήγ ες ν α τη δεις;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Πήγ α σ το ν οσ οκομείο». «Αυτό δεν φτάν ει. Οφείλ εις ν α κάν εις μια σ υζήτησ η μαζί της. Μέχ ρι τότε όμως...» Έδειξε με το χ έρι του προς το σ πίτι και προχ ώρησ ε μέσ α. Ήταν γ εμάτο αν θρώπους που φορούσ αν εργ ασ τηριακές φόρμες, γ άν τια και πλ ασ τικά καλ ύμματα σ τα παπούτσ ια τους. Κάποιοι μιλ ούσ αν με πν ιχ τές φων ές, κάποιοι άλ λ οι ήταν σ ιωπηλ οί. Ο Κάρλ σ ον και η Ιβέτ φόρεσ αν γ άν τια, πέρασ αν πλ ασ τικά καλ ύμματα γ ύρω από τα παπούτσ ια τους και προχ ώρησ αν μέσ α σ το χ ολ . Προσ πέρασ αν μια γ υν αικεία τσ άν τα που βρισ κόταν κάτω σ τα σ αν ίδια, μια φωτογ ραφία μέσ α σ ε σ πασ μέν η κορν ίζα, πέρασ αν έπειτα δίπλ α από έν αν άν τρα ο οποίος αν αζητούσ ε δακτυλ ικά αποτυπώματα, και μπήκαν σ το καθισ τικό, όπου είχ αν σ τηθεί προβολ είς.
Η ν εκρή γ υν αίκα κειτόταν κάτω από τα φώτα σ αν ν α βρισ κόταν σ τη σ κην ή. Ήταν ξαπλ ωμέν η αν άσ κελ α. Το έν α της χ έρι ήταν τεν τωμέν ο σ το πλ άι, το άλ λ ο κατά μήκος του σ ώματός της με τα δάχ τυλ α μισ οσ φιγ μέν α. Τα μαλ λ ιά της, κασ ταν ά, είχ αν αρχ ίσ ει ν α γ κριζάρουν . Το σ τόμα της έχ ασ κε σ υν θλ ιμμέν ο και την έκαν ε ν α μοιάζει με τρελ αμέν ο ζώο που γ ρυλ ίζει, όμως από εκεί που σ τεκόταν ο Κάρλ σ ον και κοιτούσ ε προς τα κάτω το άψ υχ ο σ ώμα, μπορούσ ε ν α διακρίν ει μια λ άμψ η αν άμεσ α σ τα θρυμματισ μέν α δόν τια της. Από τη μία πλ ευρά του προσ ώπου της το δέρμα ήταν λ είο, αλ λ ά μερικές φορές ο θάν ατος σ βήν ει τις ρυτίδες, απομακρύν ει τα σ ημάδια που έχ ει χ αράξει η ζωή, για ν’ αφήσει στη θέση τους τα δικά του. Ο λ αιμός της είχε τις ρυτίδες μιας γυναίκας μέσης ηλ ικίας. Το δεξί της μάτι ήταν διάπλ ατα αν οιχ τό, σ αν ν α τους κοιτούσ ε. Η δεξιά πλ ευρά του κεφαλ ιού της είχ ε βαθουλ ώσ ει προς τα μέσ α και έδειχ ν ε κολ λ ώδης από τα υγ ρά και τα θραύσ ματα οσ τών . Το αίμα είχ ε διαποτίσ ει ολ όγ υρά της το μπεζ χ αλ ί, είχ ε ξεραθεί σ ε λ εκέδες παν τού σ το δάπεδο και είχ ε ραν τίσ ει τον πλ ησ ιέσ τερο τοίχ ο, μετατρέπον τας εκείν ο το καθισ τικό εν ός απλ ού σ πιτιού σ ε σ φαγ είο.
«Κάποιος της έδωσ ε πολ ύ γ ερό χ τύπημα», μουρμούρισ ε ο Κάρλ σ ον ισ ιών ον τας το κορμί του. «Δ ιάρρηξη», άκουσ ε ν α λ έει μια φων ή πίσ ω του. Ο Κάρλ σ ον σ τράφηκε και κοίταξε. Έν ας ασ τυν ομικός σ τεκόταν πίσ ω του, κάπως υπερβολ ικά κον τά του. Έδειχ ν ε πολ ύ ν έος, γ εμάτος σ πυράκια και με έν α ελ αφρώς αμήχ αν ο χ αμόγ ελ ο σ το πρόσ ωπό του. «Τι πράγ μα;» είπε ο Κάρλ σ ον . «Ποιος είσ αι εσ ύ;» «Ον ομάζομαι Ρίλ εϊ», είπε ο ασ τυν ομικός. «Είπες κάτι προηγ ουμέν ως». «Δ ιάρρηξη», επαν έλ αβε ο Ρίλ εϊ. «Εκείν η τον έπιασ ε σ τα πράσ α και της επιτέθηκε». Ο Ρίλ εϊ πρόσ εξε την έκφρασ η του Κάρλ σ ον και το χ αμόγ ελ ό του έσ βησ ε. «Σκεφτόμουν δυν ατά», δικαιολ ογ ήθηκε. «Προσ παθούσ α ν α είμαι πρακτικός. Και προν οητικός». «Προν οητικός», σ χ ολ ίασ ε ο Κάρλ σ ον . «Εγ ώ ν όμιζα πως έπρεπε ν α εξετάσ ουμε τη σ κην ή του εγ κλ ήματος, ν α ψ άξουμε γ ια αποτυπώματα, τρίχ ες και ίν ες, και ν α πάρουμε μερικές καταθέσ εις προτού καταλ ήξουμε σ το τι ακριβώς σ υν έβη. Έχ εις κάποια αν τίρρησ η γ ι’ αυτή τη διαδικασ ία;» «Όχ ι, κύριε». «Χαίρομαι».
«Επιθεωρητά...» Ο Κρις Μάν σ τερ είχ ε μπει σ το δωμάτιο. Στάθηκε γ ια έν α λ επτό και κοιτούσ ε το άψ υχ ο κορμί. «Τι ξέρουμε, Κρις;» Ο Κρις χ ρειάσ τηκε ν α καταβάλ ει κάποια προσ πάθεια γ ια ν α σ τρέψ ει ξαν ά την προσ οχ ή του σ τον Κάρλ σ ον . «Δ εν το σ υν ηθίζεις αυτό», είπε. «Πρέπει ν α προσ παθήσ εις όμως», απάν τησ ε ο Κάρλ σ ον . «Το μόν ο που δεν χ ρειάζεται αυτή τη σ τιγ μή η οικογ έν εια είν αι εσ έν α ν α υποφέρεις γ ια λ ογ αριασ μό τους». «Έχ ετε δίκιο», είπε ο Μάν σ τερ και κοίταξε το σ ημειωματάριό του. «Ον ομάζεται Ρουθ Λέν οξ. Εργ αζόταν σ το δήμο ως ιατρική επισ κέπτρια. Ξέρετε, σ ε ηλ ικιωμέν ους, ν έες μητέρες, τέτοιες περιπτώσ εις. Σαράν τα τεσ σ άρων ετών , παν τρεμέν η, τρία παιδιά. Τη βρήκε η μικρότερη κόρη επισ τρέφον τας από το σ χ ολ είο, γ ύρω σ τις πέν τε και μισ ή». «Είν αι εδώ τώρα;» «Είν αι επάν ω, σ το γ ραφείο, μαζί με τον πατέρα και τα άλ λ α δυο παιδιά». «Υ πάρχ ει εκτίμησ η της ώρας θαν άτου;» «Μετά το μεσ ημέρι και πριν από τις έξι το απόγ ευμα». «Αυτό δεν μας βοηθά και πολ ύ».
«Σας λ έω απλ ώς αυτά που μου είπε κι εμέν α ο δρ Χιθ. Μου είπε πως το σ πίτι ήταν θερμαιν όμεν ο, η μέρα ζεσ τή, ήλ ιος έμπαιν ε από το παράθυρο και ότι η εκτίμησ ή του δεν μπορεί ν α είν αι απόλ υτα ακριβής». «Καλ ά. Το όπλ ο του εγ κλ ήματος;» Ο Μάν σ τερ σ ήκωσ ε τους ώμους. «Κάποιο βαρύ αν τικείμεν ο, έτσ ι είπε ο δρ Χιθ. Με αιχ μηρή άκρη, όχ ι όμως λ επίδα». «Κατάλ αβα», είπε ο Κάρλ σ ον . «Παίρν ει κάποιος αποτυπώματα από τα μέλ η της οικογ έν ειας;» «Θα το ελ έγ ξω». «Έκλ εψ αν τίποτα;» ρώτησ ε η Ιβέτ. Ο Κάρλ σ ον σ τράφηκε και την κοίταξε. Ήταν η πρώτη φορά που μιλ ούσ ε από τη σ τιγ μή που μπήκαν σ το σ πίτι. Ο τόν ος της φων ής της ακουγ όταν ακόμη κάπως τρεμάμεν ος. Ίσ ως είχ ε φαν εί πολ ύ σ κλ ηρός μαζί της. «Ο σ ύζυγ ος είν αι ακόμη σ ε κατάσ τασ η σ οκ και δεν μπορεί ν α μας διαφωτίσ ει», είπε ο Μάν σ τερ. «Φαίν εται όμως ότι κάποιος άδειασ ε το πορτοφόλ ι της». «Καλ ύτερα ν α μιλ ήσ ω μαζί τους. Είν αι σ το γ ραφείο του, είπες;» «Το πρώτο δωμάτιο που θα σ υν αν τήσ ετε μόλ ις αν εβείτε τις σ κάλ ες, ακριβώς δίπλ α σ το λ ουτρό. Η
Μέλ αν ι Χάκετ είν αι μαζί τους». «Εν τάξει», είπε ο Κάρλ σ ον κι έμειν ε γ ια μια σ τιγ μή σ κεφτικός. «Υ πήρχ ε έν ας ασ τυν όμος που εργ αζόταν κάποτε σ ε αυτή την περιοχ ή, ο Χάρι Κουρζόν . Νομίζω πως έχ ει σ υν ταξιοδοτηθεί πια. Μπορείς ν α μου βρεις το τηλ έφων ό του; Θα το ξέρουν σ το τοπικό ασ τυν ομικό τμήμα». «Μα τι τον θέλ ετε;» «Γν ωρίζει την περιοχ ή. Ίσ ως μας δώσ ει πλ ηροφορίες που θα μας εξοικον ομήσ ουν κόπο και χ ρόν ο». «Θα κάν ω ό,τι μπορώ». «Και πες και δυο λ όγ ια με τον ν εαρό Ρίλ εϊ από δω. Γν ωρίζει ήδη τι ακριβώς σ υν έβη». Ο Κάρλ σ ον σ τράφηκε σ την Ιβέτ και της έκαν ε ν εύμα ν α τον ακολ ουθήσ ει επάν ω σ τις σ κάλ ες. Όταν έφτασ ε έξω από την πόρτα, σ τάθηκε και προσ πάθησ ε ν ’ ακούσ ει. Δ εν ακουγ όταν όμως απολ ύτως τίποτα. Το μισ ούσ ε αυτό το κομμάτι της δουλ ειάς του. Συχ ν ά οι άν θρωποι τα έβαζαν μαζί του επειδή τους έφερν ε άσ χ ημα ν έα και την ίδια σ τιγ μή προσ κολ λ ούν ταν επάν ω του επειδή υποσ χ όταν έν α είδος αν ακούφισ ης. Και τώρα είχ ε ν α κάν ει με μια ολ όκλ ηρη οικογ έν εια. Τρία παιδιά, είχ ε πει ο Μάν σ τερ. Τα δύσ τυχ α. Και η μητέρα τους έδιν ε την εν τύπωσ η πως ήταν καλ ή γ υν αίκα, σ κέφτηκε.
«Έτοιμη;» Η Ιβέτ έν ευσ ε καταφατικά και ο Κάρλ σ ον , αφού χ τύπησ ε διακριτικά τρεις φορές την πόρτα, άν οιξε και μπήκε μέσ α. Ο πατέρας καθόταν σ ε μια περισ τρεφόμεν η καρέκλ α, γ υρν ών τας πότε από τη μία και πότε από την άλ λ η. Φορούσ ε ακόμη το τζάκετ του και το βαμβακερό κασ κόλ του ήταν τυλ ιγ μέν ο γ ύρω από το λ αιμό. Το πρόσ ωπό του, ιδιαίτερα σ αρκώδες γ ύρω από το σ αγ όν ι, ήταν ωχ ρό με διάσ παρτες κοκκιν ίλ ες σ τα μάγ ουλ ά του σ αν ν α είχ ε μόλ ις επισ τρέψ ει από το κρύο. Αν οιγ όκλ ειν ε σ υν εχ ώς τα βλ έφαρα σ αν ν α είχ ε μπει σ κόν η σ τα μάτια του, έγ λ ειφε τα χ είλ η του και τραβούσ ε ν ευρικά το λ οβό του εν ός αυτιού του. Στο δάπεδο, σ τα πόδια του, η μικρότερη κόρη –αυτή που είχ ε βρει τη Ρουθ Λέν οξ ν εκρή– ήταν κουλ ουριασ μέν η σ αν μπάλ α. Βασ αν ιζόταν από έν αν βίαιο λ όξιγ κα και αγ κομαχ ούσ ε και αν αγ ούλ ιαζε σ υν εχ ώς καταπίν ον τας σ υγ χ ρόν ως τα δάκρυά της. Ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε πως ακουγ όταν σ αν πλ ηγ ωμέν ο ζώο. Δ εν μπορούσ ε ν α διακρίν ει τα χ αρακτηρισ τικά της, μπορούσ ε μόν ο ν α δει πως ήταν πολ ύ αδύν ατη και πως είχ ε τα κασ ταν ά της μαλ λ ιά πιασ μέν α σ ε ξέπλ εκες κοτσ ίδες. Ο πατέρας
ακούμπησ ε το αν ήμπορο χ έρι του σ τον ώμο του κοριτσ ιού κι έπειτα το αποτράβηξε. Η άλ λ η κόρη, που έδειχ ν ε ν α είν αι δεκαπέν τε ή δεκάξι χ ρόν ων , καθόταν απέν αν τί τους με τα πόδια διπλ ωμέν α από κάτω της και τα χ έρια τυλ ιγ μέν α γ ύρω από το κορμί της, σ αν ν α ήθελ ε ν α κάν ει τον εαυτό της όσ ο πιο μικρό και ζεσ τό ήταν δυν ατόν . Είχ ε σ τιλ πν ές κασ ταν ές μπούκλ ες και είχ ε επίσ ης κλ ηρον ομήσ ει το σ τρογ γ υλ ό πρόσ ωπο του πατέρα της με γ εμάτα κόκκιν α χ είλ η και φακίδες επάν ω σ τη ράχ η της μύτης της. Το έν α από τα γ αλ αν ά μάτια της ήταν πασ αλ ειμμέν ο γ ύρω-γ ύρω με μάσ καρα, το άλ λ ο όμως όχ ι· αυτό της έδιν ε μια όψ η αφύσ ικη, σ αν κλ όουν , κι όμως ο Κάρλ σ ον κατόρθωσ ε ν α διακρίν ει αμέσ ως πως είχ ε μια γ οητεία φλ ογ ερή, την οποία δεν μπορούσ αν τώρα ν α κρύψ ουν ούτε το κατεσ τραμμέν ο μακιγ ιάζ ούτε το λ ευκό σ αν κιμωλ ία χ ρώμα του προσ ώπου της. Φορούσ ε έν α κοκκιν ωπό σ ορτς επάν ω από μαύρο καλ σ όν κι έν α μπλ ουζάκι με έν α λ ογ ότυπο που ο Κάρλ σ ον δεν αν αγ ν ώρισ ε. Κάρφωσ ε το βλ έμμα της σ τον Κάρλ σ ον τη σ τιγ μή που εκείν ος έμπαιν ε μέσ α, δαγ κών ον τας με μαν ία το κάτω χ είλ ος της. Το αγ όρι καθόταν σ τη γ ων ία με τα γ όν ατά του τραβηγ μέν α ως το πιγ ούν ι και το πρόσ ωπό του κρυμμέν ο πίσ ω από τα πυκν ά και ξεχ τέν ισ τα ξαν θά
μαλ λ ιά του. Κάθε τόσ ο έν α βίαιο ρίγ ος διαπερν ούσ ε το κορμί του, όμως δεν σ ήκωσ ε το κεφάλ ι ούτε κι όταν ο Κάρλ σ ον τους σ υσ τήθηκε. «Λυπάμαι πολ ύ γ ια όλ α», είπε ο Κάρλ σ ον . «Αλ λ ά βρίσ κομαι εδώ γ ια ν α βοηθήσ ω και θα χ ρειασ τεί ν α σ ας κάν ω μερικές ερωτήσ εις». «Γιατί;» ρώτησ ε ψ ιθυρισ τά ο πατέρας. «Γιατί ν α θέλ ει κάποιος ν α σ κοτώσ ει τη Ρουθ;» Μόλ ις το είπε αυτό, έν ας λ υγ μός ξέφυγ ε από το μεγ αλ ύτερο κορίτσ ι. «Ήταν η μικρότερη κόρη σ ας που τη βρήκε», είπε μαλ ακά ο Κάρλ σ ον . «Σωσ τά;» «Η Ντόρα. Ναι». Σκούπισ ε το σ τόμα με την αν άσ τροφη του χ εριού του. «Τι σ υν έπειες θα έχ ει αυτό σ την ψ υχ ική της υγ εία;» «Κύριε Λέν οξ», είπε η Ιβέτ, «υπάρχ ουν ειδικοί, άν θρωποι οι οποίοι μπορούν ν α σ ας βοηθήσ ουν σ ’ αυτό...» «Να με λ έτε Ράσ ελ . Καν είς δεν με λ έει “κύριο Λέν οξ”». «Είν αι απαραίτητο ν α κουβεν τιάσ ουμε με την Ντόρα σ χ ετικά με αυτό που είδε...» Ο θρην ητικός ήχ ος που έβγ αιν ε από τη μικρή φιγ ούρα κάτω σ το δάπεδο σ υν εχ ίσ τηκε. Η Ιβέτ έριξε έν α απελ πισ μέν ο βλ έμμα σ τον Κάρλ σ ον . «Ο πατέρας σ ου μπορεί ν α μείν ει μαζί σ ου», είπε
ο Κάρλ σ ον σ κύβον τας προς το μέρος της Ντόρα. «Ή πάλ ι, αν προτιμάς ν α μιλ ήσ εις σ ε γ υν αίκα και όχ ι σ ε άν τρα, τότε...» «Δ εν θέλ ει ν α μιλ ήσ ει σ ε καν έν αν », μπήκε σ τη μέσ η η μεγ αλ ύτερη αδελ φή. «Δ εν ακούσ ατε;» «Πώς λ έγ εσ αι;» τη ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Τζούν τιθ». «Και πόσ ων ετών είσ αι;» «Δ εκαπέν τε. Σας βοηθά σ ε κάτι αυτό;» Αγ ριοκοίταξε τον Κάρλ σ ον μέσ α από τα καθηλ ωτικά γ αλ αν ά μάτια της. «Είν αι τρομερό, το ξέρω», είπε ο Κάρλ σ ον . «Πρέπει όμως ν α μάθουμε τα πάν τα. Μόν ο τότε θα μπορέσ ουμε ν α βρούμε τον άν θρωπο που το έκαν ε αυτό». Ξαφν ικά, το αγ όρι σ ήκωσ ε απότομα το κεφάλ ι. Έβαλ ε τα δυν ατά του γ ια ν α σ τηριχ τεί σ τα πόδια του και πήγ ε και σ τάθηκε δίπλ α σ την πόρτα, ψ ηλ ός και αδύν ατος. Είχ ε τα γ κριζωπά μάτια της μητέρας του. «Είν αι ακόμη εδώ;» «Τι εν ν οείς;» «Τεν τ», είπε ο Ράσ ελ Λέν οξ σ ε καταπραϋν τικό τόν ο, προχ ωρών τας σ υγ χ ρόν ως προς το μέρος του και απλ ών ον τας το χ έρι σ αν ν α ήθελ ε ν α τον σ υγ κρατήσ ει. «Τεν τ, δεν χ ρειάζεται».
«Εν ν οώ... η μητέρα μου». Το αγ όρι είχ ε το βλ έμμα του καρφωμέν ο σ τον Κάρλ σ ον . «Είν αι ακόμη εκεί κάτω;» «Ναι». Το αγ όρι τράβηξε απότομα την πόρτα και κατέβηκε τρέχ ον τας τις σ κάλ ες. Ο Κάρλ σ ον όρμησ ε πίσ ω του αλ λ ά δεν έφτασ ε εγ καίρως. Το ουρλ ιαχ τό διαπέρασ ε ολ όκλ ηρο το σ πίτι. «Όχ ι, όχ ι, όχ ι», κραύγ αζε ο Τεν τ. Ήταν τώρα γ ον ατισ μέν ος δίπλ α σ το άψ υχ ο σ ώμα της μητέρας του. Ο Κάρλ σ ον πέρασ ε το μπράτσ ο του γ ύρω από το κορμί του αγ οριού, το αν ασ ήκωσ ε και τον τράβηξε πρώτα προς τα πίσ ω κι έπειτα έξω από το δωμάτιο. «Ησ ύχ ασ ε, Τεν τ», ακούσ τηκε μια φων ή. Ο Κάρλ σ ον σ τράφηκε και κοίταξε γ ύρω του. Μια γ υν αίκα είχ ε μόλ ις μπει από την μπροσ τιν ή πόρτα. Ήταν γ εροδεμέν η, γ ύρω σ τα τριάν τα οκτώ, με κον τά κασ ταν ά μαλ λ ιά κουρεμέν α παλ ιομοδίτικα, και φορούσ ε μια τουίν τ φούσ τα μακριά ως το γ όν ατο· υπήρχ ε επίσ ης κάτι μέσ α σ ’ έν αν κίτριν ο μάρσ ιπο γ ύρω από το σ τήθος της. Ο Κάρλ σ ον είδε πως ήταν έν α πολ ύ μικροσ κοπικό μωρό, με το φαλ ακρό κεφάλ ι του ν α ξεπροβάλ λ ει από τη μια άκρη και δυο μικρούλ ικα πόδια ν α προεξέχ ουν από την άλ λ η. Η γ υν αίκα κοίταξε με ζωηρό βλ έμμα τον
Ράσ ελ , που είχ ε κι εκείν ος ακολ ουθήσ ει το γ ιο του κάτω σ τις σ κάλ ες. «Ήρθα αμέσ ως», είπε. «Τι φριχ τό, τρομερό πράγ μα». Προχ ώρησ ε προς το μέρος του Ράσ ελ και τον αγ κάλ ιασ ε γ ια πολ λ ή ώρα, εν ώ εκείν ος σ τεκόταν άβολ α και με τα χ έρια κρεμασ μέν α κάτω εξαιτίας του μωρού που ταλ αν τευόταν αν άμεσ ά τους. Επάν ω από τον ώμο της, ο Ράσ ελ κοιτούσ ε αμήχ αν ος κι απελ πισ μέν ος. Η γ υν αίκα έσ τρεψ ε το βλ έμμα της σ τον Κάρλ σ ον . «Είμαι η αδελ φή της Ρουθ», εξήγ ησ ε. Ο μικρός μπόγ ος επάν ω σ το σ τήθος της κουν ήθηκε βγάζοντας ένα κλ αψούρισμα κι εκείνη τον χτύπησε χαϊδ ευτικά με την παλ άμη της κάνοντας συγχρόνως έναν ήχο σαν κακάρισμα. Είχ ε εκείν η την αν άμεικτη με υπερδιέγ ερσ η ηρεμία που αποκτούν μερικοί άν θρωποι σ τις κατασ τάσ εις έκτακτης αν άγ κης. Ο Κάρλ σ ον το είχ ε ξαν αδεί αυτό. Οι κατασ τροφές ασ κούσ αν μια έλ ξη σ τους αν θρώπους. Συγ γ εν είς, φίλ οι, γ είτον ες, σ υν έρρεαν γ ια ν α βοηθήσ ουν ή ν α εκφράσ ουν τη σ υμπάθειά τους ή απλ ώς ν α γ ίν ουν κι αυτοί μέρος της κατάσ τασ ης, ν α αν τλ ήσ ουν ζεσ τασ ιά από τη φριχ τή λ άμψ η του ολ έθρου.
«Αυτή είν αι η Λουίζ», είπε ο Ράσ ελ . «Η Λουίζ Βέλ ερ. Τηλ εφών ησ α σ τους αν θρώπους της οικογ έν ειας. Προτού το μάθουν από ξέν ους...» «Εδώ κάν ουμε μια έρευν α», είπε ο Κάρλ σ ον σ τη γ υν αίκα. «Συγ γ ν ώμη, αλ λ ά...» «Είμαι εδώ μόν ο γ ια ν α βοηθήσ ω», αποκρίθηκε σ ταθερά εκείν η. «Πρόκειται γ ια την αδελ φή μου». Το πρόσ ωπό της ήταν χ λ ωμό, εκτός από τις κόκκιν ες κηλ ίδες σ τα ζυγ ωματικά της. «Τα άλ λ α δύο παιδιά μου είν αι σ το αυτοκίν ητο. Θα τα φέρω μέσ α σ ε έν α λ επτό και θα τα βάλ ω κάπου όπου ν α μην εν οχ λ ούν . Αλ λ ά πείτε μου πρώτα, τι σ υν έβη;» «Θα σ ας δώσ ω λ ίγ α λ επτά γ ια ν α τα πείτε», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . «Κι έπειτα, όταν θα είσ τε έτοιμοι, μπορούμε ν α κουβεν τιάσ ουμε». Τους οδήγ ησ ε επάν ω σ τις σ κάλ ες και έκαν ε ν εύμα σ την Ιβέτ ν α τον ακολ ουθήσ ει έξω από το δωμάτιο. «Πρώτα απ’ όλ α», άρχ ισ ε ν α λ έει, «είν αι απαραίτητο ν α απομακρυν θούν από το σ πίτι γ ια λ ίγ ες ημέρες. Μπορείς ν α τους το πεις εσ ύ; Δ ιακριτικά; Ίσ ως ν α υπάρχ ει εδώ κον τά κάποιος γ είτον ας ή φίλ ος...» Κοίταξε γ ύρω του και είδε τον Ρίλ εϊ ν α αν εβαίν ει τις σ κάλ ες. «Κάποιος ζητά ν α σ ας δει, κύριε», είπε. «Λέει πως σ ας γ ν ωρίζει».
«Ποιος είν αι;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Κάποιος δρ Μπράν τσ ο», αποκρίθηκε ο Ρίλ εϊ. «Δ εν μοιάζει γ ια ασ τυν ομικός». «Δ εν είν αι», είπε ο Κάρλ σ ον . «Είν αι έν α είδος σ υμβούλ ου. Αλ λ ά τι σ ημασ ία έχ ει πώς μοιάζει ο τύπος; Ας τον αφήσ ουμε ν α μπει μέσ α, ν α του δώσ ουμε και μια ευκαιρία ν α δικαιολ ογ ήσ ει τα λ εφτά που παίρν ει». Καθώς ο Κάρλ σ ον κατέβαιν ε τις σ κάλ ες και είδε τον Χαλ Μπράν τσ ο ν α περιμέν ει σ το χ ολ , κατάλ αβε αμέσ ως τι εν ν οούσ ε ο Ρίλ εϊ. Πράγ ματι, δεν έμοιαζε με ασ τυν ομικό. Φορούσ ε έν α γ κρίζο κοσ τούμι με μια ιδέα από διάσ παρτες κίτριν ες πιτσ ιλ ιές κι έν α λ ευκό πουκάμισ ο αν οιχ τό σ το λ αιμό. Αλ λ ά την προσ οχ ή του Κάρλ σ ον τράβηξαν κυρίως τα κιτριν ωπά δερμάτιν α παπούτσ ια του και τα τεράσ τια γ υαλ ιά του με τον βαρύ σ κελ ετό. Ο Μπράν τσ ο του έγ ν εψ ε δείχ ν ον τας ότι τον είδε. «Πώς έμαθες κιόλ ας γ ι’ αυτό;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Είν αι έν ας καιν ούριος διακαν ον ισ μός». Ο Μπράν τσ ο κοίταξε γ ύρω του προσ εκτικά. «Θέλ ω ν α έρχ ομαι όταν η σ κην ή του εγ κλ ήματος είν αι ακόμη ν ωπή. Όσ ο πιο ν ωρίς φτάσ ω, τόσ ο περισ σ ότερο μπορώ ν α βοηθήσ ω». «Καν είς δεν με εν ημέρωσ ε γ ι’ αυτό»,
παρατήρησ ε ψ υχ ρά ο Κάρλ σ ον . Ο Μπράν τσ ο δεν φαιν όταν ν α τον προσ έχ ει. Κοιτούσ ε απλ ώς γ ύρω του. «Η φίλ η σ ας βρίσ κεται και αυτή εδώ;» «Ποια φίλ η μου;» «Η δρ Κλ άιν », αποκρίθηκε εκείν ος. «Η Φρίν τα Κλ άιν . Περίμεν α πως θα την έβρισ κα εδώ, ν α χ ών ει τη μύτη της σ τις δουλ ειές μας». Ο Χαλ Μπράν τσ ο και η Φρίν τα είχ αν και οι δυο τους εργ ασ τεί σ την ίδια υπόθεσ η που παραλ ίγ ο ν α σ τοιχ ίσ ει σ τη Φρίν τα τη ζωή της. Στο διαμέρισ μα μιας ψ υχ ικά διαταραγ μέν ης γ υν αίκας, της Μισ έλ Ντόις, είχ ε βρεθεί το πτώμα εν ός άν τρα, γ υμν ό και σ ε αποσ ύν θεσ η. Ο Μπράν τσ ο ήταν πεισ μέν ος από την πρώτη σ τιγ μή πως η Μισ έλ Ντόις είχ ε σ κοτώσ ει τον άν τρα· η Φρίν τα όμως είχ ε κατορθώσ ει ν α διακρίν ει σ τα σ τερημέν α σ υν οχ ής λ όγ ια της γ υν αίκας έν α κάποιο ν όημα, έν α τεθλ ασ μέν ο ν ήμα που οδηγ ούσ ε τελ ικά σ την αλ ήθεια. Σταδιακά, εκείν η και ο Κάρλ σ ον είχ αν σ υν θέσ ει το παζλ της ταυτότητας του ν εκρού άν τρα: ήταν έν ας απατεών ας που είχ ε αφήσ ει πίσ ω του πολ λ ά εξαπατημέν α θύματα, καθέν α από τα οποία είχ ε λ όγ ους γ ια ν α θέλ ει ν α τον εκδικηθεί. Οι μέθοδοι της Φρίν τα –αν ορθόδοξες και κυρίως εν σ τικτώδεις– σ ε σ υν δυασ μό με τον τρόπο δράσ ης
της, ο οποίος θα μπορούσ ε ν α φαν εί αρχ ικά ως αυτοκατασ τροφικός και ως αποτέλ εσ μα εμμον ών , είχ αν ως σ υν έπεια ν α διακοπεί η σ υν εργ ασ ία της με την ασ τυν ομία, με αφορμή τις πρόσ φατες περικοπές. Προφαν ώς όμως αυτό δεν ήταν αρκετό γ ια τον Μπράν τσ ο. Η Φρίν τα τον είχ ε κάν ει ν α φαν εί αν όητος και δεν την έβλ επε με καλ ό μάτι. Ο Κάρλ σ ον τα έφερε γ ια μια σ τιγ μή αυτά σ το ν ου του, αλ λ ά μετά σ κέφτηκε το άψ υχ ο κορμί της γ υν αίκας που κειτόταν μόλ ις λ ίγ ο πιο πέρα και το πέν θος της οικογ έν ειας, και κατάπιε τα θυμωμέν α λ όγ ια που ήταν έτοιμος ν α εκσ τομίσ ει. «Η δρ Κλ άιν δεν εργ άζεται πια μαζί μας». «Α, μα ν αι, βέβαια», είπε ο Μπράν τσ ο. «Σωσ τά. Τα πράγ ματα δεν πήγ αν και τόσ ο καλ ά σ το τέλ ος της προηγ ούμεν ης υπόθεσ ης». «Εξαρτάται από το πώς εν ν οείς το “καλ ά”», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . «Πιάσ τηκαν τρεις δολ οφόν οι». «Αν η σ ύμβουλ ος καταλ ήγ ει σ ε μια σ υμπλ οκή με μαχ αιρώματα και περν ά έπειτα έν α μήν α σ την Εν τατική, ε, αυτό δεν αν ταποκρίν εται ακριβώς σ την έν ν οια της επιτυχ ίας – τουλ άχ ισ τον όπως την αν τιλ αμβάν ομαι εγ ώ». Και πάλ ι ο Κάρλ σ ον ήταν έτοιμος ν α πει κάτι δηκτικό, όμως γ ια άλ λ η μια φορά τον σ ταμάτησ ε η
σ υν αίσ θησ η του τόπου και του χ ρόν ου. «Δ εν είν αι το κατάλ λ ηλ ο μέρος γ ι’ αυτή τη σ υζήτησ η», είπε ήρεμα. «Μια μητέρα δολ οφον ήθηκε. Η οικογ έν εια είν αι σ υγ κεν τρωμέν η επάν ω». Ο Μπράν τσ ο έκαν ε μια κίν ησ η με το χ έρι του. «Να σ ταματήσ ουμε λ οιπόν ν α μιλ άμε και ν α προχ ωρήσ ουμε εδώ;» «Δ εν είμαι εγ ώ αυτός που μιλ ούσ ε τόσ η ώρα». Ο Μπράν τσ ο προχ ώρησ ε μέσ α και πήρε μια βαθιά αν άσ α, σ αν ν α εκτιμούσ ε την οσ μή του χ ώρου. Κοίταξε γ ύρω του κι έπειτα κατευθύν θηκε προς το πτώμα της Ρουθ Λέν οξ, βαδίζον τας προσ εκτικά ώσ τε ν α αποφύγ ει τη λ ίμν η αίματος. Κοίταξε προς το μέρος του Κάρλ σ ον . «Ξέρεις, το ν α πέφτεις επάν ω σ τη σ κην ή του εγ κλ ήματος και ν α δέχ εσ αι επίθεσ η από το δολ οφόν ο, δεν ισ οδυν αμεί με το ν α εξιχ ν ιάζεις έν α έγ κλ ημα». «Μιλ άμε πάλ ι γ ια τη Φρίν τα;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Το σ φάλ μα της είν αι η σ υν αισ θηματική εμπλ οκή της», εξακολ ούθησ ε ο Μπράν τσ ο. «Άκουσ α ότι κοιμήθηκε με τον άν τρα που τελ ικά σ υν ελ ήφθη». «Δ εν κοιμήθηκε μαζί του», διόρθωσ ε ψ υχ ρά ο
Κάρλ σ ον . «Είχ ε έν α είδος κοιν ων ικής επαφής μαζί του. Ακριβώς επειδή τον υποψ ιαζόταν ». Ο Μπράν τσ ο κοίταξε τον Κάρλ σ ον μ’ έν α σ τραβό χ αμόγ ελ ο. «Αυτό είν αι κάτι που σ ε προβλ ηματίζει;» «Θα σ ου πω τι με προβλ ηματίζει», απάν τησ ε ο Κάρλ σ ον . «Με προβλ ηματίζει το γ εγ ον ός ότι δείχ ν εις τόσ ο αν ταγ ων ισ τικός απέν αν τι σ τη Φρίν τα Κλ άιν ». «Εγ ώ; Όχ ι, όχ ι. Απλ ώς ν οιάζομαι γ ια μια σ υν άδελ φο η οποία, απ’ ό,τι φαίν εται, έχ ει χ άσ ει τον προσ αν ατολ ισ μό της». Χαμογ έλ ασ ε τάχ α σ υμπον ετικά. «Τη λ υπάμαι πολ ύ. Άκουσ α πως έχ ει κατάθλ ιψ η». «Νόμιζα πως είχ ες έρθει γ ια ν α ελ έγ ξεις τον τόπο του εγ κλ ήματος. Αν θέλ εις ν α σ υζητήσ ουμε μια προηγ ούμεν η υπόθεσ η, καλ ύτερα ν α πάμε κάπου αλ λ ού». Ο Μπράν τσ ο κούν ησ ε απλ ώς το κεφάλ ι. «Δ εν ν ομίζεις πως αυτό εδώ είν αι κατά κάποιον τρόπο σ αν έργ ο τέχ ν ης;» ρώτησ ε. «Όχ ι, δεν το ν ομίζω καθόλ ου». «Αυτό που πρέπει ν α σ κεφτούμε είν αι τι προσ παθούσ ε ν α εκφράσ ει ο δολ οφόν ος. Τι είν αι αυτό που λ έει σ τον κόσ μο;» «Ίσ ως είν αι προτιμότερο ν α τα αφήσ ω σ ’ εσ έν α
αυτά», είπε ο Κάρλ σ ον . «Φαν τάζομαι ότι αυτό που σ κέφτεσ αι είν αι πως πρόκειται απλ ώς γ ια μια διάρρηξη η οποία είχ ε ολ έθρια έκβασ η». «Προσ παθώ ν α αποφύγ ω τα γ ρήγ ορα σ υμπεράσ ματα», του επισ ήμαν ε ο Κάρλ σ ον . «Τώρα σ υγ κεν τρών ουμε σ τοιχ εία. Οι θεωρίες θα έρθουν αργ ότερα». Ο Μπράν τσ ο κούν ησ ε πάλ ι το κεφάλ ι. «Αυτός είν αι ο εσ φαλ μέν ος τρόπος. Χωρίς μια θεωρία, τα δεδομέν α δεν είν αι παρά χ άος. Πρέπει ν α είσ αι πάν τοτε αν οιχ τός σ τις πρώτες σ ου εν τυπώσ εις». «Ποιες είν αι λ οιπόν οι δικές σ ου πρώτες εν τυπώσ εις;» «Θα σ ας σ τείλ ω μια γ ραπτή αν αφορά», είπε ο Μπράν τσ ο. «Θα σ ου δώσ ω όμως μια σ ύν τομη πρώτη εικόν α. Μια διάρρηξη δεν είν αι απλ ώς μια διάρρηξη». «Θα χ ρειασ τεί ν α μου το εξηγ ήσ εις κάπως καλ ύτερα αυτό». Ο Μπράν τσ ο έδειξε με μια χ ειρον ομία το χ ώρο τριγ ύρω. «Κοίτα γ ύρω σ ου. Μια διάρρηξη είν αι εισ βολ ή σ ε έν α σ πίτι, έν α είδος βιασ μού. Αυτός ο άν τρας που το έκαν ε, έν ιωθε θυμό εν αν τίον εν ός ολ όκλ ηρου
τομέα της ζωής από τον οποίο ο ίδιος είν αι αποκλ εισ μέν ος, εν ός τομέα που περιλ αμβάν ει την ιδιοκτησ ία και τους οικογ εν ειακούς δεσ μούς και την κοιν ων ική αν αγ ν ώρισ η. Κι όταν βρέθηκε πρόσ ωπο με πρόσ ωπο με τη γ υν αίκα αυτή, έν ιωσ ε ότι εκπροσ ωπούσ ε όλ α εκείν α που ο ίδιος δεν μπορούσ ε ν α έχ ει – ήταν σ υγ χ ρόν ως μια γ υν αίκα ευκατάσ τατη, επιθυμητή, και ήταν σ ύζυγ ος και μητέρα. Θα μπορούσ ε απλ ώς ν α το έχ ει βάλ ει σ τα πόδια, θα μπορούσ ε πολ ύ εύκολ α ν α την είχ ε εξουδετερώσ ει προσ ωριν ά με έν α χ τύπημα, όμως εκείν ος μας άφησ ε έν α μήν υμα, όπως ακριβώς άφησ ε και σ ’ εκείν η έν α μήν υμα. Οι τραυματισ μοί είχαν στόχο το πρόσωπό της περισσότερο παρά το σώμα της. Κοίτα αυτές τις κηλ ίδες αίματος στον τοίχο, που δεν εξυπηρετούν καμία πρακτική σκοπιμότητα. Εκείνος πάσχιζε στην κυριολ εξία να σβήσει από το πρόσωπο της γυναίκας μια συγκεκριμένη έκφραση, μια έκφραση ανωτερότητας. Και άλ λ αξε τη διακόσμηση του δωματίου με το αίμα της. Το έκανε σχεδόν με ένα είδος αγάπης». «Πολ ύ αλ λ όκοτο είδος αγ άπης», σ χ ολ ίασ ε ο Κάρλ σ ον . «Γι’ αυτό ήταν αν απόφευκτο ν α είν αι τόσ ο άγ ριο», είπε ο Μπράν τσ ο. «Αν δεν τον έν οιαζε, δεν
θα χ ρειαζόταν ν α κάν ει κάτι τόσ ο ακραίο. Δ εν θα είχ ε σ ημασ ία. Αλ λ ά αυτό εδώ δείχ ν ει σ υν αισ θηματική έν τασ η». «Για τι είδους άν θρωπο ψ άχ ν ουμε, λ οιπόν ;» Ο Μπράν τσ ο έκλ εισ ε τα μάτια του προτού μιλ ήσ ει, σ αν εκείν ος ν α έβλ επε κάτι που καν είς άλ λ ος δεν μπορούσ ε ν α δει. «Λευκός», είπε τελ ικά. «Ηλ ικίας τριάν τα με τριάν τα πέν τε. Γεροδεμέν ος. Αν ύπαν τρος. Χωρίς μόν ιμη διεύθυν σ η. Ούτε σ ταθερή δουλ ειά ούτε μόν ιμη σ χ έσ η. Και χ ωρίς οικογ εν ειακούς δεσ μούς». Ο Μπράν τσ ο έβγ αλ ε έξω το κιν ητό του τηλ έφων ο και πήρε φωτογ ραφίες από διάφορα σ ημεία του δωματίου. «Θα πρέπει ν α είσ αι πολ ύ προσ εκτικός με αυτές τις φωτογ ραφίες», παρατήρησ ε ο Κάρλ σ ον . «Τέτοιου είδους εικόν ες έχ ουν την τάσ η ν α καταλ ήγ ουν σ το διαδίκτυο». «Έχ ω άδεια ν α το κάν ω αυτό», είπε ο Μπράν τσ ο. «Θα πρέπει ν α ρίξεις μια ματιά σ το σ υμβόλ αιό μου. Είμαι ψ υχ ολ όγ ος-εγ κλ ηματολ όγ ος. Αυτή είν αι η δουλ ειά μας». «Εν τάξει», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . «Νομίζω όμως ότι πρέπει ν α φύγ ουμε τώρα. Η ομάδα που ασ χ ολ είται με τις σ κην ές εγ κλ ημάτων πρέπει ν α
ξεκιν ήσ ει». Ο Μπράν τσ ο γ λ ίσ τρησ ε το τηλ έφων ο σ την τσ έπη του. «Πολ ύ καλ ά. Εγ ώ τελ είωσ α. Α, ν α μην το ξεχ άσ ω. Δ ώσ ε σ τη δόκτορα Κλ άιν τους χαιρετισμούς μου. Πες της ότι τη σκέφτομαι». Την ώρα που έφευγ αν , επέσ τρεφε σ το σ πίτι η Λουίζ Βέλ ερ. Το μωρό εξακολ ουθούσ ε ν α κρέμεται επάν ω της, τώρα όμως έφερν ε μαζί της κι έν α μικρό αγ οράκι που το κρατούσ ε από το χ έρι. Ακριβώς πίσ ω της περπατούσ ε με βήμα βαρύ κι έν α κοριτσ άκι μόλ ις λ ίγ ο μεγ αλ ύτερο από το αγ όρι, κον τό και γ εροδεμέν ο σ αν τη μητέρα του. Παρόλ ο που εκείν η φορούσ ε ροζ ν υχ τικό και έσ πρωχ ν ε έν α καροτσ άκι-παιχ ν ίδι με μια κούκλ α μέσ α, θύμισ ε σ τον Κάρλ σ ον την Ιβέτ. Η Λουίζ Βέλ ερ τον χ αιρέτησ ε μ’ έν α κοφτό ν εύμα. «Οι οικογ έν ειες θα πρέπει ν α είν αι εν ωμέν ες», είπε και, σ αν σ τρατηγ ός που οδηγ εί έν α δισ τακτικό και απρόθυμο σ τράτευμα, οδήγ ησ ε τα παιδιά της μέσ α σ το σ πίτι.
3 Στις τρεις παρά είκοσ ι πέν τε το πρωί, μια ώρα που δεν είν αι πια ν ύχ τα αλ λ ά ούτε και πρωί ακόμη, η Φρίν τα Κλ άιν ξύπν ησ ε. Η καρδιά της χ τυπούσ ε γ ρήγ ορα και το σ τόμα της ήταν ξερό, εν ώ σ το μέτωπό της είχ αν σ χ ηματισ τεί κόμποι από ιδρώτα. Της ήταν δύσ κολ ο ν α καταπιεί, ακόμη και ν α αν απν εύσ ει. Τα πάν τα σ το κορμί της πον ούσ αν : τα πόδια της, ο ώμος της, τα πλ ευρά της, το πρόσ ωπό της. Οι παλ ιές πλ ηγ ές έτρεχ αν και της έδιν αν σ ουβλ ιές. Για λ ίγ α λ επτά κράτησ ε τα μάτια της κλ εισ τά, κι όταν τελ ικά τα άν οιξε, το σ κοτάδι την πλ άκωσ ε και πλ ημμύρισ ε το χ ώρο προς όλ ες τις κατευθύν σ εις. Έσ τρεψ ε το κεφάλ ι προς το παράθυρο, περιμέν ον τας την Τετάρτη ν α φτάσ ει σ το τέλ ος της, περιμέν ον τας το φως ν α έρθει και ν α διαλ ύσ ει τα όν ειρα της ν ύχ τας. Τα κύματα έρχ ον ταν το έν α μετά το άλ λ ο, το καθέν α χ ειρότερο από το προηγ ούμεν ο, και ορθών ον ταν και έσ παγ αν επάν ω της παρασ ύρον τάς την προς τα κάτω κι έπειτα ξεβράζον τάς την πάλ ι έξω ώσ τε ν α είν αι έτοιμη γ ια το επόμεν ο. Τα κύματα ήταν μέσ α της, χ τυπών τας
με δύν αμη τα σ πλ άχ ν α και το μυαλ ό της, και ήταν και έξω της. Έτσ ι όπως βρισ κόταν ξαπλ ωμέν η εκεί, μισ οξύπν ια ακόμη, οι αν αμν ήσ εις της σ υγ χ έον ταν με τα όν ειρα που ξεθώριαζαν . Πρόσ ωπα έλ αμπαν σ το σ κοτάδι, χ έρια απλ ών ον ταν προς το μέρος της. Η Φρίν τα προσ πάθησ ε ν α κρατηθεί από αυτό που της έλ εγ ε ο Σάν τι, κάθε βράδυ, και ν α τραβήξει τον εαυτό της έξω από τη θύελ λ α που την είχ ε κατακλ ύσ ει: Ο εφιάλ της τελ είωσε πια. Είσαι ασφαλ ής. Είμαι εδώ. Τέν τωσ ε το χ έρι της προς τα εκεί όπου θα έπρεπε ν α είν αι πλ αγ ιασ μέν ος ο Σάν τι. Όμως εκείν ος είχ ε πια επισ τρέψ ει σ την Αμερική. Η Φρίν τα τον σ υν όδευσ ε σ το αεροδρόμιο, με σ τεγ ν ά μάτια και φαιν ομεν ικά ατάραχ η ακόμη και όταν εκείν ος την έσ φιξε επάν ω του με το πρόσ ωπό του πλ ημμυρισ μέν ο αγ ων ία γ ια ν α την αποχ αιρετήσ ει· τον παρακολ ούθησ ε ν α προχ ωρεί προς την πύλ η των Αν αχ ωρήσ εων , μέχ ρι που δεν μπορούσ ε πια ν α διακρίν ει την ψ ηλ ή φιγ ούρα του. Δ εν του ομολ όγ ησ ε ποτέ πόσ ο κον τά είχ ε φτάσ ει σ το ν α του ζητήσ ει ν α μείν ει ή σ το ν α σ υμφων ήσ ει ν α πάει εκείν η μαζί του. Η έν τον η οικειότητα που είχ αν ζήσ ει τις τελ ευταίες εβδομάδες, όταν η Φρίν τα είχ ε γ ια πρώτη φορά αφεθεί σ τη φρον τίδα του και είχ ε ν ιώσ ει την αδυν αμία της, είχ ε ξυπν ήσ ει μέσ α της
αισ θήματα που ποτέ άλ λ οτε δεν είχ ε βιώσ ει. Θα ήταν πολ ύ εύκολ ο ν α τα αφήσ ει πάλ ι ν α χ αθούν σ την άβυσ σ ο. Αυτό που την τρόμαζε δεν ήταν ο πόν ος της απουσ ίας αλ λ ά η σ ταδιακή χ αλ άρωσ η αυτού του πόν ου, καθώς η πολ υάσ χ ολ η καθημεριν ότητα θα άρχ ιζε πάλ ι ν α γ εμίζει τα κεν ά που είχ ε αφήσ ει εκείν ος. Μερικές φορές θα καθόταν σ το γ ραφείο της, σ τη σ οφίτα, και θα σ χ εδίαζε το πρόσ ωπό του με μαλ ακό μολ ύβι, προσ παθών τας ν α θυμηθεί το ακριβές σ χ ήμα που είχ ε το σ τόμα του, τις μικρές αυλ ακιές που είχ ε χ αράξει σ το δέρμα του ο χ ρόν ος και την έκφρασ η των ματιών του. Έπειτα θα ακουμπούσ ε κάτω το μολ ύβι της και θα άφην ε την αν άμν ησ ή του ν α την κυριεύσ ει, ν α κυλ ήσ ει μέσ α της σ αν έν α αργ ό και βαθύ ποτάμι. Για μια σ τιγ μή επέτρεψ ε σ τον εαυτό της ν α τον φαν τασ τεί δίπλ α της – την αίσ θησ η του ν α γ υρίσ ει το κεφάλ ι της και ν α τον αν τικρίσ ει εκεί. Όμως εκείν ος είχ ε φύγ ει κι ήταν μόν η της σ ε έν α σ πίτι που κάποτε το είχ ε ν ιώσ ει σ αν έν α ζεσ τό καταφύγ ιο, αλ λ ά εδώ και μερικές εβδομάδες –από τότε που σ υν έβη η επίθεσ η η οποία παραλ ίγ ο ν α της σ τοιχ ίσ ει τη ζωή– είχ ε αρχ ίσ ει ν α τρίζει και είχ ε γ εμίσ ει ψ ιθύρους. Αφουγ κράσ τηκε προσ εκτικά: ο παλ μός της καρδιάς της κι ύσ τερα, ν αι, υπήρχ ε έν α τρίξιμο από το μέρος της πόρτας, έν ας
αν επαίσ θητος ήχ ος. Αλ λ ά δεν ήταν παρά η γ άτα που τριγ ύριζε σ το δωμάτιο. Μερικές φορές, σ ’ εκείν ο το παραδομέν ο σ τη λ ήθη κομμάτι του χ ρόν ου πριν από το ξημέρωμα, η Φρίν τα σ κεφτόταν αυτή τη γ άτα σ αν έν α ον δυσ οίων ο – και τα δύο προηγ ούμεν α αφεν τικά της είχ αν πεθάν ει. Αλ λ ά τι την είχ ε ξυπν ήσ ει; Είχ ε την ακαθόρισ τη αίσ θησ η πως έν ας ήχ ος είχ ε ταράξει τον ύπν ο της. Όχ ι το μακριν ό υπόκωφο βουητό από την κίν ησ η του δρόμου, που σ το Λον δίν ο δεν σ ταματά ποτέ. Κάτι άλ λ ο. Κάτι μέσ α σ το σ πίτι. Η Φρίν τα αν ακάθισ ε και αφουγ κράσ τηκε πάλ ι, όμως δεν άκουσ ε τίποτα άλ λ ο πέρα από τον ήχ ο που έκαν ε έξω το απαλ ό αεράκι. Λίκν ισ ε τα πόδια της επάν ω από το πάτωμα κι έν ιωσ ε τη γ άτα ν α κιν είται ελ ικοειδώς αν άμεσ ά τους γ ουργ ουρίζον τας. Έπειτα σ ηκώθηκε, αδύν αμη ακόμη και με έν α αίσ θημα ν αυτίας από τους ν υχ τεριν ούς εφιάλ τες. Ήταν σ ίγ ουρη πως κάτι είχ ε σ υμβεί σ τον κάτω όροφο. Προχ ώρησ ε ως το κεφαλ όσ καλ ο κι έπειτα, σ καλ ί-σ καλ ί, αρπαγ μέν η από την κουπασ τή, κατέβηκε κάτω. Το σ πίτι που τόσ ο καλ ά γ ν ώριζε της είχ ε τώρα γ ίν ει αν οίκειο, γ εμάτο ίσ κιους και μυσ τικά. Στάθηκε σ τον προθάλ αμο και προσ πάθησ ε πάλ ι ν ’ ακούσ ει, όμως
δεν υπήρχ ε τίποτα, καν είς. Άν αψ ε τα φώτα αν οιγ οκλ είν ον τας τα βλ έφαρά της εξαιτίας της ξαφν ικής λ άμψ ης, κι έπειτα το είδε: έν ας μεγ άλ ος καφετής φάκελ ος επάν ω σ το χ αλ άκι της μπροσ τιν ής πόρτας. Έσ κυψ ε και τον πήρε σ τα χ έρια της. Δ ιαγ ών ια σ το φάκελ ο ήταν γ ραμμέν ο με έν τον α γ ράμματα το όν ομά της: Φρίν τα Κλ άιν . Από κάτω, διαγ ών ια πάλ ι, ήταν χ αραγ μέν η μια γ ραμμή που κοβόταν ακριβώς σ το τελ ευταίο «ν ». Κοίταξε τον γ ραφικό χ αρακτήρα. Τον αν αγ ν ώριζε, κι έτσ ι τώρα ήξερε πια πως εκείν ος ήταν κον τά – σ το δρόμο, έξω, όμως πολ ύ κον τά σ το σ πίτι της, πολ ύ κον τά σ το καταφύγ ιό της. Με κιν ήσ εις πυρετώδεις έβαλ ε μια φόρμα, έν α μπλ ουζάκι κι έν α ελ αφρύ παν ωφόρι. Φόρεσ ε τις μπότες που ήταν αφημέν ες δίπλ α σ την μπροσ τιν ή πόρτα. Ξεκρέμασ ε το κλ ειδί από την κλ ειδοθήκη και βρέθηκε ξαφν ικά έξω σ το σ κοτάδι, ν ιώθον τας το δροσ ερό απριλ ιάτικο αεράκι σ το πρόσ ωπό της και μια μυρωδιά που προμήν υε βροχ ή. Η Φρίν τα κοίταξε γ ύρω της, σ τα μικρά σ κοτειν ά λ ιθόσ τρωτα, όμως δεν υπήρχ ε καν είς εκεί. Μετά, και όσ ο πιο γ ρήγ ορα μπορούσ ε το πλ ηγ ωμέν ο της κορμί, λ ίγ ο κουτσ αίν ον τας και λ ίγ ο τρέχ ον τας, βγ ήκε σ τον κεν τρικό δρόμο όπου οι λ άμπες σ χ ημάτιζαν μακριές σ κιές. Κοίταξε το δρόμο και προς τις δύο
μεριές: προς ποια κατεύθυν σ η θα είχ ε άραγ ε πάει εκείν ος, αν ατολ ικά ή δυτικά, βόρεια ή ν ότια, από την πλ ευρά του ποταμού ή προς το δαίδαλ ο των δρόμων ; Ή πάλ ι ίσ ως και ν α σ τεκόταν κρυμμέν ος σ ε κάποιο κατώφλ ι. Στράφηκε αρισ τερά και προχ ώρησ ε όσ ο πιο βιασ τικά μπορούσ ε κατά μήκος του υγ ρού πεζοδρομίου, βρίζον τας κάτω από την αν άσ α της και αν αθεματίζον τας την αδυν αμία της ν α πάει πιο γ ρήγ ορα. Στρίβον τας σ ε έν αν πιο πλ ατύ δρόμο, η Φρίν τα είδε κάτι από απόσ τασ η, μια ογ κώδη φιγ ούρα ν α κιν είται προς το μέρος της, αν αμφίβολ α αν θρώπιν η αλ λ ά πιο μεγ άλ η και πιο αλ λ όκοτη απ’ όσ ο θα μπορούσ ε ν α είν αι ποτέ η φιγ ούρα εν ός αν θρώπου. Ήταν σ αν μια μορφή που είχ ε βγ ει από τους εφιάλ τες της και η Φρίν τα πίεσ ε το χ έρι σ την καρδιά της περιμέν ον τας ώσ που η φιγ ούρα ν α πλ ησ ιάσ ει, μέχ ρι που τελ ικά ξεκαθάρισ ε και φάν ηκε πως ήταν έν ας άν τρας ο οποίος έκαν ε αργ ά πετάλ ι επάν ω σ το ποδήλ ατό του, με δεκάδες, ή μάλ λ ον εκατον τάδες, πλ ασ τικές τσ άν τες δεμέν ες σ το σ κελ ετό του ποδηλ άτου. Η Φρίν τα τον αν αγ ν ώρισ ε, τον έβλ επε σ χ εδόν κάθε μέρα. Είχ ε μια άγ ρια γ εν ειάδα κι έν α βλ οσ υρό βλ έμμα σ τα μάτια του, και έκαν ε πετάλ ι αργ ά αλ λ ά αποφασ ισ τικά. Της έγ ν εψ ε προσ περν ών τας την αλ λ ά τα μάτια του
ήταν σ αν ν α κοιτούσ αν αόρισ τα μέσ α απ’ αυτήν , σ αν έν ας Αϊ-Βασ ίλ ης σ ε εφιαλ τικό όν ειρο. Ήταν αν ώφελ ο. Ο Ντιν Ριβ, ο διώκτης και θηρευτής της, θα μπορούσ ε ν α έχ ει φτάσ ει οπουδήποτε πια. Πριν από δεκαέξι μήν ες είχ ε βοηθήσ ει ν α τον ξεσ κεπάσ ουν ως απαγ ωγ έα παιδιών και δολ οφόν ο, όμως εκείν ος είχ ε διαφύγ ει τη σ ύλ λ ηψ η και είχ ε... αυτοκτον ήσ ει. Πριν από δύο μήν ες, όμως, η Φρίν τα είχ ε αν ακαλ ύψ ει πως εκείν ος δεν ήταν ν εκρός· ο άν τρας που βρέθηκε κρεμασ μέν ος από μια γ έφυρα σ το καν άλ ι ήταν σ την πραγ ματικότητα ο δίδυμος αδελ φός του Ντιν , ο Άλ αν , που είχ ε κάποτε υπάρξει ασ θεν ής της Φρίν τα. Ο Ντιν εξακολ ουθούσ ε ν α βρίσ κεται κάπου σ τον κόσ μο, ζων ταν ός, παρακολ ουθών τας την με ν οσ ηρή προσ τατευτικότητα, καθώς ήθελ ε ν α είν αι εκείν ος και μόν ο εκείν ος που θα προκαλ ούσ ε τον όλ εθρό της. Ήταν εκείν ος που της έσ ωσ ε τη ζωή όταν της επιτέθηκε με μαχ αίρι μια διαταραγ μέν η ν εαρή γ υν αίκα, εν ώ η ηλ ικιωμέν η την οποία η ίδια η Φρίν τα είχ ε πάει ν α σ ώσ ει δεν ξέφυγ ε από το θάν ατο. Είχ ε γ λ ισ τρήσ ει έξω από τις σ κιές σ αν έν α πλ άσ μα των πιο εφιαλ τικών ον είρων της και την τραβούσ ε κι εκείν η πίσ ω σ το σ κοτάδι. Τώρα αυτό που της έλ εγ ε ήταν πως εξακολ ουθούσ ε ν α την παρακολ ουθεί, σ αν έν ας αυτόκλ ητος σ ιχ αμερός
προσ τάτης. Η Φρίν τα μπορούσ ε ν α ν ιώσ ει το βλ έμμα του επάν ω της, πίσ ω από κρυφές γ ων ίες, μέσ α από την πτυχ ή μιας κουρτίν ας ή τη χ αραμάδα μιας πόρτας. Έτσ ι λ οιπόν θα ήταν πάν τοτε από τώρα και σ το εξής; Στράφηκε και άρχ ισ ε ν α βαδίζει προς το σ πίτι της, κι όταν έφτασ ε ξεκλ είδωσ ε την πόρτα και μπήκε μέσ α. Πήρε ξαν ά σ τα χ έρια της το φάκελ ο και πήγ ε σ την κουζίν α. Ήξερε πως δεν θα μπορούσ ε ν α ξαν ακοιμηθεί, κι έτσ ι ετοίμασ ε λ ίγ ο τσ άι και μόν ο όταν ήταν πια έτοιμο κάθισ ε σ το τραπέζι και ξεκόλ λ ησ ε με το δάχ τυλ ό της το επάν ω μέρος του φακέλ ου. Τράβηξε το σ κλ ηρό χ αρτί από μέσ α και το άφησ ε επάν ω σ το τραπέζι. Ήταν μια ζωγ ραφιά με μολ ύβι, ή μάλ λ ον έν α γ εωμετρικό σ χ έδιο. Έμοιαζε λ ίγ ο σ αν τη μαθηματική απόδοσ η εν ός περίπλ οκου τριαν τάφυλ λ ου, με επτά πλ ευρές και απόλ υτα σ υμμετρική. Οι ευθείες γ ραμμές είχ αν προφαν ώς γ ίν ει με χ άρακα, και εξετάζον τάς το πιο προσ εκτικά η Φρίν τα είδε κάποια σ ημάδια από λ άθη που είχ αν σ βησ τεί και διορθωθεί. Κάθισ ε γ ια λ ίγ ο με το βλ έμμα καρφωμέν ο σ την εικόν α που βρισ κόταν μπροσ τά της, με έκφρασ η βλ οσ υρή. Έπειτα γ λ ίσ τρησ ε και πάλ ι, προσ εκτικά, το χ αρτί μέσ α σ το φάκελ ο. Η οργ ή τριζοβόλ ησ ε μέσ α της σ αν φωτιά και η Φρίν τα την καλ οδέχ τηκε.
Είν αι προτιμότερο ν α καίγ εσ αι από θυμό παρά ν α πν ίγ εσ αι από φόβο. Κάθισ ε λ οιπόν μέσ α σ τις φλ όγ ες εκείν ες ακίν ητη, μέχ ρι που ξημέρωσ ε. Πολ λ ά χ ιλ ιόμετρα μακριά από εκεί, ο Τζιμ Φίαρμπι σ ερβιρίσ τηκε έν α ποτήρι ουίσ κι. Το μπουκάλ ι ήταν λ ιγ ότερο από το έν α τρίτο του γ εμάτο. Καιρός ν α αγ οράσ ει καιν ούριο. Ήταν όπως με το πετρέλ αιο. Ποτέ δεν πρέπει ν α αφήν εις το περιεχ όμεν ο της δεξαμεν ής ν α κατεβεί κάτω από το έν α τέταρτο. Έτσ ι είν αι πολ ύ εύκολ ο ν α ξεμείν εις. Πήρε το παλ ιό απόκομμα εφημερίδας που ήταν πιασ μέν ο με σ υν δετήρα σ το πορτοφόλ ι του και το ίσ ιωσ ε επάν ω σ το γ ραφείο του. Είχ ε πια αρχ ίσ ει ν α κιτριν ίζει και ν α διαλ ύεται έπειτα από όλ α εκείν α τα διπλ ώματα και ξεδιπλ ώματα. Ήξερε απέξω το άρθρο. Ήταν κάτι σ αν φυλ αχ τό πια. Μπορούσ ε ν α το δει και όταν έκλ ειν ε τα μάτια του. Τ Ο Τ Έ ΡΑΣ «Ί ΣΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΕΘΕΊ ΠΟΤ Έ ΕΛΕΎ ΘΕΡΟ» τ ου Τ ζέιμς Φίαρμπι Δ ραματικές σ κην ές εκτυλ ίχ θηκαν χ τες σ το Αν ώτατο Δ ικασ τήριο του Χάτον μπρουκ, όταν
ο Τζορτζ Κόν λ εϊ που κρίθηκε έν οχ ος γ ια τη δολ οφον ία της Χέιζελ Μπάρτον καταδικάσ τηκε σ ε ισ όβια κάθειρξη. Ο Δ ικασ τής Λόουσ ον είπε σ τον Κόν λ εϊ: «Ήταν έν α φριχ τό έγ κλ ημα. Παρά το γ εγ ον ός ότι δήλ ωσ ες έν οχ ος, δεν έδειξες καν έν α σ ημάδι μετάν οιας και η πεποίθησ ή μου είν αι πως παραμέν εις απειλ ή γ ια τις γ υν αίκες και ίσ ως ποτέ δεν θα είν αι ασ φαλ ές ν α αφεθείς ελ εύθερος». Τη σ τιγ μή που ο Δ ικασ τής Λόουσ ον διέταξε ν α πάρουν τον Κόν λ εϊ, ακούσ τηκαν οργ ισ μέν ες φων ές από μέλ η της οικογ έν ειας του θύματος που βρίσ κον ταν σ το διάδρομο. Έξω από το δικασ τήριο, η Ολ ίβ Μπάρτον , θεία της Χέιζελ , είπε σ τους δημοσ ιογ ράφους: «Η Χέιζελ ήταν ο όμορφος, ν εαρός θησ αυρός μας. Είχ ε όλ η τη ζωή μπροσ τά της κι εκείν ος της την αφαίρεσ ε. Ελ πίζω ν α σ απίσ ει σ την κόλ ασ η». Η Χέιζελ Μπάρτον , μια ξαν θή, δεκαοκτάχ ρον η μαθήτρια, βρέθηκε σ τραγ γ αλ ισ μέν η τον Μάιο που πέρασ ε κον τά σ το σ πίτι της, σ το Ντόρλ μπρουκ. Το σ ώμα της βρέθηκε σ την άκρη του δρόμου. Ο Τζορτζ Κόν λ εϊ σ υν ελ ήφθη κον τά σ τον τόπο του
εγ κλ ήματος. Είχ ε αφήσ ει ίχ ν η επάν ω σ το κορμί της μαθήτριας και ομολ όγ ησ ε έπειτα από λ ίγ ες ημέρες. Στη σ υν έχ εια, ο επιθεωρητής Γκόφρεϊ Γουίτλ αμ εξέφρασ ε τα σ υλ λ υπητήριά του σ την οικογ έν εια του θύματος: «Μόν ο ν α μαν τέψ ουμε μπορούμε τη ζων ταν ή κόλ ασ η που βίωσ αν αυτοί οι άν θρωποι. Κι εγ ώ δεν μπορώ παρά ν α ελ πίζω πως η γ ρήγ ορη ολ οκλ ήρωσ η αυτής της εξον υχ ισ τικής έρευν ας θα τους προσ φέρει μια κάποια αν ακούφισ η». Επαίν εσ ε επίσ ης την ομάδα του: «Είν αι ακλ όν ητη πεποίθησ ή μου πως ο Τζορτζ Κόν λ εϊ είν αι έν ας επικίν δυν ος σ εξουαλ ικός εγ κλ ηματίας. Η θέσ η του είν αι πίσ ω από τα σ ίδερα και θέλ ω ν α ευχ αρισ τήσ ω την ομάδα μου που τον έβαλ ε εκεί». Η ασ τυν ομία υποθέτει πως η Χέιζελ Μπάρτον περπατούσ ε μόν η επειδή το λ εωφορείο της δεν είχ ε έρθει. Μια εκπρόσ ωπος της τοπικής γ ραμμής λ εωφορείων «Φασ τ Κόατς» δήλ ωσ ε: «Εκφράζουμε όλ οι τα σ υλ λ υπητήριά μας σ την οικογ έν εια της Χέιζελ Μπάρτον . Είμασ τε όλ οι απόλ υτα δεσ μευμέν οι σ το ν α προσ φέρουμε αποτελ εσ ματικές υπηρεσ ίες
σ τους πελ άτες μας». Κάτω από τον τίτλ ο υπήρχ αν δύο φωτογ ραφίες. Η πρώτη ήταν του Κόν λ εϊ όταν τον είχ ε σ υλ λ άβει η ασ τυν ομία. Το τεράσ τιο πρόσ ωπό του ήταν γ εμάτο παν άδες, σ το μέτωπό του απλ ων όταν έν ας μώλ ωπας και το έν α του μάτι ήταν σ τραβό. Η άλ λ η ήταν μια οικογ εν ειακή φωτογ ραφία της Χέιζελ Μπάρτον . Θα πρέπει ν α είχ ε τραβηχ τεί σ ε διακοπές, γ ιατί το κορίτσ ι φορούσ ε καλ οκαιριν ό μπλ ουζάκι και πίσ ω της φαιν όταν ξεκάθαρα η θάλ ασ σ α. Γελ ούσ ε, σ αν ο φωτογ ράφος ν α είχ ε μόλ ις πει κάτι ασ τείο. Ο Φίαρμπι διάβασ ε γ ια άλ λ η μια φορά προσ εκτικά εκείν ο το άρθρο που είχ ε γ ράψ ει πριν από επτά χ ρόν ια, ακολ ουθών τας τις σ ειρές με το δάχ τυλ ό του. Ρούφηξε μια γ ουλ ιά από το ουίσ κι του. Σχ εδόν η κάθε λ έξη σ ’ εκείν ο το άρθρο ήταν αν αλ ηθής. Η «Φασ τ Κόατς» δεν παρείχ ε αποτελ εσ ματικές υπηρεσ ίες σ τους πελ άτες της. Όπως και ν α είχ ε, ήταν επιβάτες, όχ ι πελ άτες. Η έρευν α του Γουίτλ αμ μόν ο εξον υχ ισ τική δεν είχ ε υπάρξει. Ακόμη και η ίδια του η υπογ ραφή σ το άρθρο δεν έμοιαζε σ ωσ τή. Καν είς δεν τον είχ ε ποτέ αποκαλ έσ ει Τζέιμς, παρά μόν ο η μητέρα του. Όσ ο γ ια τον τίτλ ο –τον οποίο δεν είχ ε γ ράψ ει ο ίδιος
και δεν θα τον έγ ραφε έτσ ι ούτε καν τότε– ήταν το πιο αν αλ ηθές απ’ όλ α. Ο καημέν ος ο Τζορτζ Κόν λ εϊ μπορεί ν α ήταν πολ λ ά πράγ ματα, όμως δεν ήταν τέρας και τώρα όλ α έδειχ ν αν πως τελ ικά θα αφην όταν ελ εύθερος. Ο Φίαρμπι δίπλ ωσ ε προσ εκτικά το απόκομμα και το έβαλ ε πάλ ι σ το πορτοφόλ ι του, πίσ ω από τη δημοσ ιογ ραφική του ταυτότητα. Έν α πολ ύτιμο λ είψ αν ο του παρελ θόν τος.
4 Όταν η Σάσ α έφτασ ε, σ τις εν ν έα παρά τέταρτο το πρωί της Πέμπτης, η Φρίν τα είχ ε μόλ ις τελ ειώσ ει το πότισ μα των φυτών σ τη μικρή εσ ωτερική αυλ ή της. Φορούσ ε τζιν παν τελ όν ι κι έν α πουλ όβερ σ το χ ρώμα της βρόμης, και γ ύρω από τα μάτια της υπήρχ αν μαύροι κύκλ οι που τα έκαν αν ν α δείχ ν ουν πιο σ κοτειν ά και πιο βλ οσ υρά απ’ ό,τι σ υν ήθως. «Άσ χ ημη βραδιά;» ρώτησ ε η Σάσ α. «Όχ ι». «Δ εν είμαι σ ίγ ουρη πως σ ε πισ τεύω». «Θέλ εις έν α φλ ιτζάν ι καφέ;» «Προλ αβαίν ουμε; Η κάρτα σ τάθμευσ ης του αυτοκιν ήτου μου ισ χ ύει γ ια έν α τέταρτο ακόμη, πρέπει όμως ν α είμασ τε σ το ν οσ οκομείο σ τις εν ν έα και μισ ή. Και η κίν ησ η σ τους δρόμους είν αι τρομερή». «Δ εν πρόκειται ν α πάμε σ το ν οσ οκομείο». «Γιατί; Σου το ακύρωσ αν ;» «Όχ ι. Εγ ώ το ακύρωσ α». «Γιατί το έκαν ες αυτό;» «Επειδή υπάρχ ει κάτι άλ λ ο που πρέπει οπωσ δήποτε ν α κάν ω».
«Πρέπει οπωσ δήποτε ν α δεις το γ ιατρό σ ου, Φρίν τα. Και το φυσ ιοθεραπευτή. Ήσ ουν σ ε πολ ύ άσ χ ημη κατάσ τασ η. Παραλ ίγ ο ν α πεθάν εις. Δ εν μπορείς ν α παρατήσ εις την αγ ωγ ή που σ ου έδωσ αν ». «Ξέρω τι θα πει ο γ ιατρός: ότι κάν ω πρόοδο αλ λ ά δεν πρέπει ακόμη ν α σ κέφτομαι ν α επισ τρέψ ω σ τη δουλ ειά μου επειδή, προς το παρόν , η δουλ ειά μου είν αι ν α αν αρρώσ ω πλ ήρως. Ξέρεις, όλ α αυτά που λ έν ε οι γ ιατροί σ τους ασ θεν είς τους». «Όλ ο αυτό ακούγ εται κάπως αρν ητικό». «Όπως και ν α έχ ει, υπάρχ ει κάτι πιο σ ημαν τικό που πρέπει ν α κάν ω». «Τι θα μπορούσ ε ν α είν αι πιο σ ημαν τικό από την αν άρρωσ ή σ ου;» «Σκέφτηκα πως θα ήταν προτιμότερο ν α σ ου δείξω παρά ν α σ ου πω. Εκτός αν τελ ικά θέλ εις ν α πας σ τη δουλ ειά σ ου». Η Σάσ α αν ασ τέν αξε. «Πήρα άδεια γ ια όλ η την ημέρα. Θα ήθελ α ν α την περάσ ω μαζί σ ου. Ας πιούμε λ οιπόν εκείν ο τον καφέ». Ο δρόμος σ τέν ευε σ ε έν α μον οπάτι περισ τοιχ ισ μέν ο από δέν τρα που είχ αν μόλ ις αν θίσ ει. Η Φρίν τα πρόσ εξε τις δαμασ κην ιές.
Προσ ήλ ωσ ε σ ε αυτές το βλ έμμα της: μερικά πράγ ματα αλ λ άζουν και μερικά άλ λ α παραμέν ουν ίδια. Εσ ύ όμως δεν παραμέν εις ποτέ ίδιος ή ίδια – κοιτάς τα πράγ ματα κάθε φορά με διαφορετικό μάτι κι έτσ ι ακόμη και αυτό που σ ου ήταν κάποτε περισ σ ότερο οικείο, αποκτά μια όψ η αλ λ όκοτη και απόκοσ μη. Το μικρό αγ ρόκτημα με την αχ υροσ κεπή και τη λ ασ περή λ ιμν ούλ α με τις πάπιες μπροσ τά του, εκείν ο το ξαφν ικό άν οιγ μα του δρόμου που γ ιν όταν πιο πλ ατύς διασ χ ίζον τας μια έκτασ η από χ ωράφια ή το αγ ροτόσ πιτο με τη σ ιταποθήκη και τον γ εμάτο λ άσ πη σ τάβλ ο με τις αγ ελ άδες, και η σ ειρά με τις ψ ηλ όλ ιγ ν ες λ εύκες ευθεία μπροσ τά. Ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο το φως έπεφτε σ το επίπεδο εκείν ο τοπίο και η αμυδρή μυρωδιά της θάλ ασ σ ας. Στο ν εκροταφείο επικρατούσ ε σ υν ωσ τισ μός. Οι περισ σ ότερες από τις ταφόπλ ακες ήταν παλ ιές, χ ορταριασ μέν ες και γ εμάτες βρύα, και ήταν πια αδύνατον να διακρίνει κάποιος τις χαραγμένες επιγραφές επάνω τους. Υ πήρχ αν όμως και κάποιες πιο καιν ούριες, ασ τραφτερές ακόμη, σ τολ ισ μέν ες με άν θη, επάν ω σ τις οποίες φαίν ον ταν ξεκάθαρα οι ημερομην ίες γ έν ν ησ ης και θαν άτου των αγ απημέν ων εκλ ιπόν των .
«Τα πλ ήθη των ν εκρών », είπε η Φρίν τα απευθυν όμεν η περισ σ ότερο σ τον ίδιο της τον εαυτό παρά σ τη Σάσ α. «Για ποιο λ όγ ο βρισ κόμασ τε εδώ;» «Θα σ ου δείξω». Σταμάτησ ε μπροσ τά από μια σ καλ ισ μέν η ταφόπλ ακα και έδειξε. Η Σάσ α έγ ειρε προς τα εμπρός και μπόρεσ ε ν α ξεχ ωρίσ ει το όν ομα: Τζέικομπ Κλ άιν , 1 943-1 988, πολ υαγ απημέν ος σ ύζυγ ος και πατέρας. «Αυτός ήταν ο πατέρας σ ου;» τη ρώτησ ε και αμέσ ως σ κέφτηκε τη Φρίν τα, έφηβη, ν α τον βρίσ κει ν εκρό και προσ πάθησ ε ν α φαν τασ τεί την ισ τορία θλ ίψ ης και οδύν ης που κρυβόταν πίσ ω από την απλ ή εκείν η πέτρα. Η Φρίν τα έν ευσ ε καταφατικά, με το βλ έμμα της προσ ηλ ωμέν ο σ την ταφόπλ ακα. «Ναι. Ήταν ο πατέρας μου». Έκαν ε έν α μικρό βήμα προς τα πίσ ω και πρόσ θεσ ε: «Κοίτα εκείν ο το χ αρακτικό εκεί πέρα, επάν ω από το όν ομά του». «Είν αι πολ ύ όμορφο», είπε αδύν αμα η Σάσ α, αφού εξέτασ ε προσ εκτικά το σ υμμετρικό σ χ έδιο. «Εσ ύ το επέλ εξες;» «Όχ ι». Ψαχ ούλ εψ ε σ την τσ άν τα της και τράβηξε έξω έν α κομμάτι χ ον τρό χ αρτί. Το κράτησ ε μπροσ τά
της και άρχ ισ ε ν α παρατηρεί μια το χ αρακτικό επάν ω σ την ταφόπλ ακα και μια το χ αρτί. «Τι βλ έπεις;» ρώτησ ε τη Σάσ α. «Είν αι το ίδιο». «Είν αι, το βλ έπεις κι εσ ύ, έτσ ι; Ακριβώς το ίδιο». «Εσ ύ το έφτιαξες;» «Όχ ι». «Μα τότε;» «Κάποιος μου το έσ τειλ ε. Σήμερα το πρωί». «Δ εν καταλ αβαίν ω». «Κάποιος το έσ πρωξε κάτω από την πόρτα μου λ ίγ ο πριν ξημερώσ ει». «Γιατί;» «Αυτό είν αι το θέμα». Η Φρίν τα πάλ ι απευθυν όταν περισ σ ότερο σ τον εαυτό της παρά σ τη Σάσ α. «Θα μου πεις τι σ υμβαίν ει;» «Ο Ντιν το έκαν ε». «Ο Ντιν ; Εν ν οείς... ο Ντιν Ριβ;» Η Σάσ α γ ν ώριζε γ ια τον Ντιν Ριβ, τον άν θρωπο που είχ ε απαγ άγ ει έν α μικρό αγ όρι και αν άγ κασ ε τη Φρίν τα ν α σ υρθεί παρά τη θέλ ησ ή της σ τον έξω κόσ μο, μακριά από την ασ φάλ εια του σ πιτιού ή του γ ραφείου της, και ν α περιηγ ηθεί σ τα αλ λ όκοτα μυσ τικά του αν θρώπιν ου μυαλ ού. Η ίδια η Σάσ α μάλ ισ τα είχ ε βοηθήσ ει τη Φρίν τα κάν ον τας,
παράν ομα σ την αρχ ή, μια εξέτασ η DNA που απέδειξε ότι η σ ύζυγ ος του Ντιν , η Τέρι, ήταν σ την πραγ ματικότητα το αλ λ οτιν ό κοριτσ άκι με το όν ομα Τζοάν α το οποίο είχ ε εξαφαν ισ τεί πριν από δύο περίπου δεκαετίες. Η Φρίν τα ήταν πια πεισ μέν η ότι ο Ντιν Ριβ, τον οποίο η ασ τυν ομία θεωρούσ ε ν εκρό, εξακολ ουθούσ ε ν α είν αι ζων ταν ός. Είχ ε γ ίν ει ο αόρατος διώκτης της. Ο ζων ταν ός ν εκρός που παρακολ ουθούσ ε το κάθε της βήμα και δεν θα την άφην ε ποτέ ν α του ξεφύγ ει. «Ναι, ο Ντιν Ριβ. Αν αγ ν ωρίζω τον γ ραφικό χ αρακτήρα του. Τον είχ α δει μια φορά, σ ε μια γ ραπτή κατάθεσ η που είχ ε κάν ει σ το ασ τυν ομικό τμήμα. Αλ λ ά ακόμη και αν δεν αν αγ ν ώριζα τον γ ραφικό χ αρακτήρα του, πάλ ι θα ήξερα ότι είν αι αυτός. Θέλ ει ν α μου δώσ ει ν α καταλ άβω πως αν ακάλ υψ ε την αλ ήθεια γ ια την οικογ έν ειά μου. Ξέρει γ ια το θάν ατο του πατέρα μου. Είχ ε έρθει κι αυτός εδώ, εδώ που είμασ τε τώρα εμείς, εδώ που είν αι ο πατέρας μου». «Ο πατέρας σ ου είν αι θαμμέν ος σ ε χ ρισ τιαν ικό ν εκροταφείο, όμως εγ ώ ν όμιζα πως ήσ ουν Εβραία». Βρίσ κον ταν σ ε έν α μικρό καφέ με θέα τη
θάλ ασ σ α. Το ν ερό είχ ε υποχ ωρήσ ει λ όγ ω της παλ ίρροιας και μερικά θαλ ασ σ οπούλ ια με μακριά πόδια προχ ωρούσ αν με χ άρη σ τους υγ ρότοπους που αν ταν ακλ ούσ αν το φως του ήλ ιου. Πέρα μακριά, έν α φορτηγ ό πλ οίο μεγ άλ ο σ αν πόλ η κιν ούν ταν κατά μήκος του ορίζον τα. Δ εν υπήρχ ε καν είς άλ λ ος πελ άτης σ το καφέ ούτε πιο πέρα, σ τα χ αλ ίκια. Η Σάσ α έν ιωθε σ αν ν α την είχ αν οδηγ ήσ ει σ την άκρη του κόσ μου. «Αλ ήθεια, έτσ ι ν όμιζες;» «Ναι. Δ εν είσ αι, λ οιπόν ;» «Όχ ι». Η Φρίν τα δίσ τασ ε κι έπειτα, καταβάλ λ ον τας ολ οφάν ερα προσ πάθεια γ ια ν α μιλ ήσ ει περισ σ ότερο γ ια την οικογ έν ειά της, σ υν έχ ισ ε: «Ο παππούς μου ήταν Εβραίος, η γ ιαγ ιά μου όμως όχ ι. Έτσ ι τα παιδιά του δεν ήταν πια Εβραίοι και σ υν επώς δεν είμαι ούτε εγ ώ. Και η μητέρα μου», πρόσ θεσ ε σ τεγ ν ά, «σ ίγ ουρα δεν είν αι Εβραία». «Ζει ακόμη;» «Ναι, εκτός αν πέθαν ε και οι αδελ φοί μου παρέλ ειψ αν ν α με εν ημερώσ ουν ». Η Σάσ α αν οιγ όκλ εισ ε τα μάτια της και έγ ειρε προς τα εμπρός. «Οι αδελ φοί σ ου, είπες;» «Ναι».
«Έχ εις περισ σ ότερους από έν αν ;» «Έχ ω δύο». «Μου έχ εις αν αφέρει μόν ο τον Ντέιβιν τ. Δ εν ήξερα πως υπήρχ ε και άλ λ ος». «Δ εν το έφερε η κουβέν τα». «Δ εν το έφερε η κουβέν τα; Να μου πεις ότι έχ εις κι άλ λ ον αδελ φό;» «Ξέρεις γ ια τον Ντέιβιν τ επειδή είν αι ο πρώην σ ύζυγ ος της Ολ ίβια και πατέρας της Χλ όης». «Κατάλ αβα», είπε η Σάσ α ξέρον τας πως θα ήταν λ άθος ν α την πιέσ ει και σ υν ειδητοποιών τας ότι τις τελ ευταίες λ ίγ ες ώρες είχ ε μάθει γ ια τη Φρίν τα περισ σ ότερα απ’ όσ α σ ε όλ ο το διάσ τημα της μέχ ρι τότε φιλ ίας τους. Τρύπησ ε με το πιρούν ι της το αυγ ό ποσ έ που είχ ε παραγ γ είλ ει και παρακολ ούθησ ε τον κρόκο ν α ξεχ ειλ ίζει και ν α χ ύν εται σ το πιάτο. «Τι σ κοπεύεις ν α κάν εις;» τη ρώτησ ε η Σάσ α. «Δ εν έχ ω αποφασ ίσ ει ακόμη. Άλ λ ωσ τε, δεν τα ’μαθες; Ο τύπος είν αι ν εκρός...» Η Φρίν τα μίλ ησ ε ελ άχ ισ τα σ το δρόμο της επισ τροφής. Όταν η Σάσ α τη ρώτησ ε τι σ κεφτόταν , δεν μπορούσ ε ν α της απαν τήσ ει. «Δ εν ξέρω», είπε τελ ικά. «Τίποτα ιδιαίτερο». «Εσ ύ δεν θα το δεχ όσ ουν ποτέ αυτό ως
απάν τησ η από έν αν ασ θεν ή σ ου». «Εγ ώ όμως δεν υπήρξα ποτέ καλ ή ασ θεν ής». Μόλ ις η Σάσ α απομακρύν θηκε με το αυτοκίν ητό της, η Φρίν τα μπήκε σ το σ πίτι της. Έβαλ ε την αλ υσ ίδα από τη μέσ α μεριά της πόρτας και την ασ φάλ ισ ε και με το σ ύρτη. Μετά αν έβηκε επάν ω, σ την κρεβατοκάμαρά της. Έβγ αλ ε το παν ωφόρι της και το πέταξε επάν ω σ το κρεβάτι. Θα έκαν ε έν α μεγ άλ ο, ζεσ τό μπάν ιο και μετά θα πήγ αιν ε σ το μικρό της γ ραφείο, σ τη σ οφίτα, και θα έκαν ε έν α σ χ έδιο: θα σ υγ κεν τρων όταν κι όμως δεν θα σ κεφτόταν τίποτα σ υγ κεκριμέν ο. Έφερε σ το ν ου της το ν εκροταφείο, την έρημη ακτή. Έβγ αλ ε το πουλ όβερ της και άρχ ισ ε ν α ξεκουμπών ει και τα κουμπιά του πουκαμίσ ου της, όμως ξαφν ικά σ ταμάτησ ε. Είχ ε ακούσ ει κάτι. Δ εν ήταν σ ίγ ουρη αν ο θόρυβος ερχ όταν μέσ α από το σ πίτι ή αν ήταν έν ας πολ ύ πιο δυν ατός ήχ ος που ερχ όταν κάπου απέξω και μακριά. Στάθηκε εν τελ ώς ακίν ητη. Δ εν αν έπν εε καν . Άκουσ ε ξαν ά το θόρυβο, έν αν μικρό θόρυβο σ αν από τρίψ ιμο. Ήταν μέσ α σ το σ πίτι και μάλ ισ τα κον τά της, σ τον ίδιο όροφο. Μπορούσ ε τώρα ν α ν ιώσ ει και τη δόν ησ ή του. Σκέφτηκε την μπροσ τιν ή πόρτα, κάτω, με την αλ υσ ίδα και το σ ύρτη. Προσ πάθησ ε ν α υπολ ογ ίσ ει με το ν ου της
το χ ρόν ο που χ ρειαζόταν , το τρέξιμο σ τις σ κάλ ες, την προσ πάθεια ν α τραβήξει την αλ υσ ίδα. Όχ ι, δεν θα τα κατάφερν ε. Σκέφτηκε το κιν ητό της τηλ έφων ο μέσ α σ την τσ έπη της. Ακόμη και αν κατόρθων ε ν α ψ ιθυρίσ ει έν α μήν υμα, ποιο το όφελ ος; Θα χ ρειάζον ταν δέκα, ίσ ως και δεκαπέν τε λ επτά μέχ ρι ν α φτάσ ει κάποιος εκεί, κι έπειτα ήταν και η κλ ειδωμέν η, ασ φαλ ισ μέν η πόρτα. Η Φρίν τα έν ιωσ ε τους παλ μούς της καρδιάς της ν α επιταχ ύν ον ται. Πίεσ ε τον εαυτό της ν α αν ασ αίν ει πιο αργ ά, τη μία αν απν οή μετά την άλ λ η. Μέτρησ ε αργ ά μέχ ρι το δέκα. Κοίταξε γ ύρω της σ το δωμάτιο γ ια έν α μέρος όπου θα μπορούσ ε ν α κρυφτεί, όμως ήταν αν ώφελ ο. Η ίδια είχ ε κάν ει πολ ύ θόρυβο μπαίν ον τας σ το σ πίτι. Σήκωσ ε μια βούρτσ α μαλ λ ιών από το κομοδίν ο της. Ήταν απελ πισ τικά εύθραυσ τη. Ψαχ ούλ εψ ε σ την τσ έπη του παν ωφοριού της και βρήκε μια πέν α. Την έκλ εισ ε σ φιχ τά σ τη γ ροθιά της. Τουλ άχ ισ τον ήταν κοφτερή. Έμοιαζε σ αν το χ ειρότερο πράγ μα σ τον κόσ μο, κι όμως προχ ώρησ ε και βγ ήκε από την κρεβατοκάμαρα γ ια ν α πάει ως το κεφαλ όσ καλ ο. Δ εν θα χ ρειάζον ταν παρά λ ίγ α δευτερόλ επτα. Αν κατόρθων ε ν α φτάσ ει κάτω χ ωρίς ν α τρίξουν οι σ κάλ ες, τότε... Ακούσ τηκε άλ λ ος έν ας ήχ ος σ αν τρίψ ιμο,
δυν ατότερος τώρα, και κάτι άλ λ ο ακόμη, κάτι σ αν σ φύριγ μα. Ερχ όταν από το λ ουτρό, απέν αν τι από το κεφαλ όσ καλ ο. Το σ φύριγ μα εξακολ ουθούσ ε. Η Φρίν τα αφουγ κράσ τηκε προσ εκτικά γ ια λ ίγ α δευτερόλ επτα κι έπειτα έκαν ε δυο βήματα και έσ πρωξε την πόρτα του λ ουτρού γ ια ν ’ αν οίξει. Στην αρχ ή είχ ε την αίσ θησ η πως είχ ε μπει σ ε λ άθος δωμάτιο ή σ ε λ άθος σ πίτι. Τίποτα δεν ήταν σ την καν ον ική του θέσ η. Υ πήρχ αν σ οβάδες και εκτεθειμέν οι υδραυλ ικοί σ ωλ ήν ες, κι έν ας τεράσ τιος κεν ός χ ώρος. Το λ ουτρό έμοιαζε πολ ύ πιο μεγ άλ ο απ’ όσ ο το θυμόταν . Και σ τη γ ων ία ήταν μια φιγ ούρα, σ κυμμέν η, που προσ παθούσ ε ν α τραβήξει κάτι γ ια ν α το βγ άλ ει. «Γιόζεφ», είπε αδύν αμα. «Τι σ υμβαίν ει εδώ;» Ο Γιόζεφ σ τράφηκε, την κοίταξε και χ αμογ έλ ασ ε, αλ λ ά με έν α χ αμόγ ελ ο κάπως επιφυλ ακτικό. «Γεια σ ου, Φρίν τα», είπε. «Δ εν άκουσ α που μπήκες». «Τι κάν εις εδώ; Πώς μπήκες μέσ α;» «Έχ ω το κλ ειδί που μου έδωσ ες». «Αλ λ ά το κλ ειδί σ ου το έδωσ α γ ια ν α ταΐζεις τη γ άτα όταν θα λ είπω, όχ ι γ ι’ αυτό που βλ έπω εδώ». Κοίταξε γ ύρω της. «Και τι ακριβώς σ ημαίν ει όλ ο αυτό;» Ο Γιόζεφ σ ηκώθηκε. Κρατούσ ε σ το χ έρι του έν α
τεράσ τιο γ αλ λ ικό κλ ειδί. «Φρίν τα, δεν ήσ ουν καλ ά. Εγ ώ κοιτούσ α εσ έν α και έβλ επα πως ήσ ουν λ υπημέν η και πως πον ούσ ες κι ήταν όλ α δύσ κολ α». Η Φρίν τα άρχ ισ ε ν α λ έει κάτι, όμως ο Γιόζεφ τη διέκοψ ε. «Όχ ι, όχ ι, περίμεν ε. Είν αι δύσ κολ ο ν α βοηθήσ ω εγ ώ, όμως ξέρω κάτι γ ια σ έν α. Ξέρω ότι όταν είσ αι λ υπημέν η ξαπλ ών εις σ την μπαν ιέρα σ ου γ ια ώρες». «Ε καλ ά, όχ ι και γ ια ώρες», είπε η Φρίν τα. «Αλ λ ά πού είν αι η μπαν ιέρα μου;» «Η μπαν ιέρα σ ου πάει, έφυγ ε», αποκρίθηκε ο Γιόζεφ. «Όσ η ώρα έλ ειπες με τη φίλ η σ ου, τη Σάσ α, εγ ώ και ο φίλ ος μου ο Στέφαν πήραμε την μπαν ιέρα σ ου και την πήγ αμε σ τα σ κουπίδια. Ήταν μια κακή, πλ ασ τική μπαν ιέρα και δεν ήταν καλ ή γ ια ν α ξαπλ ών εις μέσ α». «Ήταν πολ ύ καλ ή γ ια ν α ξαπλ ών ω μέσ α», είπε η Φρίν τα. «Όχ ι», είπε σ ταθερά ο Γιόζεφ. «Πάει, έφυγ ε. Έχ ω τύχ η μεγ άλ η. Εργ άζομαι σ ε έν α σ πίτι σ το Ίσ λ ιν γ κτον . Ο άν θρωπος που το έχ ει ξοδεύει χ ρήματα πολ λ ά. Βγ άζει τα πάν τα από το σ πίτι και τα πετά σ τα σ κουπίδια και μετά βάζει καιν ούρια. Πέταξε πολ λ ά όμορφα πράγ ματα, όμως το πιο όμορφο είν αι μια μεγ άλ η σ ιδερέν ια μπαν ιέρα. Βλ έπω εγ ώ την μπαν ιέρα και αμέσ ως σ κέφτομαι
εσένα. Είναι αυτό που χρειάζεσαι». Η Φρίν τα κοίταξε το λ ουτρό με πιο προσ εκτικό βλ έμμα. Εκεί όπου άλ λ οτε βρισ κόταν η μπαν ιέρα, τώρα είχ ε αποκαλ υφθεί το δάπεδο και το κάτω μέρος του τοίχ ου. Υ πήρχ αν σ πασ μέν οι σ ωλ ήν ες, γ υμν ές σ αν ίδες και έν ας σ ωλ ήν ας που έχ ασ κε. Ο ίδιος ο Γιόζεφ ήταν καλ υμμέν ος από πάν ω μέχ ρι κάτω με σ κόν η και τα σ κούρα μαλ λ ιά του είχ αν κι αυτά ασ πρίσ ει από τη σ κόν η. «Γιόζεφ, έπρεπε ν α με είχ ες ρωτήσ ει πρώτα». Ο Γιόζεφ άν οιξε τα χ έρια του σ ε μια χ ειρον ομία αδυν αμίας. «Αν σ ε ρωτούσ α, θα έλ εγ ες όχ ι». «Και αυτός ακριβώς είν αι ο λ όγ ος γ ια τον οποίο θα έπρεπε ν α με είχ ες ρωτήσ ει». Ο Γιόζεφ φάν ηκε ξαφν ικά θλ ιμμέν ος και σ κεφτικός. «Φρίν τα, εσ ύ προσ τατεύεις όλ ους τους άλ λ ους αν θρώπους και μερικές φορές αυτό σ ου βγ αίν ει σ ε κακό. Αυτό που εσ ύ πρέπει ν α κάν εις είν αι ν α αφήσ εις και τους άλ λ ους ν α σ ε βοηθήσ ουν ». Ο Γιόζεφ κοίταξε τώρα τη Φρίν τα πιο προσ εκτικά. «Γιατί κρατάς έτσ ι την πέν α σ ου;» Η Φρίν τα κοίταξε προς τα κάτω. Εξακολ ουθούσ ε ν α σ φίγ γ ει την πέν α σ τη γ ροθιά της σ αν σ τιλ έτο. «Νόμιζα πως είχ ε μπει κάποιος διαρρήκτης»,
είπε. Για άλ λ η μια φορά πίεσ ε τον εαυτό της ν α πάρει βαθιά αν άσ α. Ο Γιόζεφ είχ ε καλ ή πρόθεση, σ κέφτηκε. «Λοιπόν , πόσ η ώρα θα σ ου πάρει ν α τοποθετήσ εις ξαν ά την παλ ιά μου μπαν ιέρα ακριβώς σ τη θέσ η όπου βρισ κόταν ;» Ο Γιόζεφ έγ ιν ε πάλ ι σ κεφτικός. «Αυτό είν αι πρόβλ ημα», είπε. «Όταν βγ άλ αμε την μπαν ιέρα από τον τοίχ ο, και το σ ωλ ήν α και τα σ τηρίγ ματα, έγ ιν αν ραγ ίσ ματα, μεγ άλ α ραγ ίσ ματα. Η μπαν ιέρα ήταν όλ η σ άπια. Έτσ ι κι αλ λ ιώς, τώρα είν αι σ τα σ κουπίδια». Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό. «Αυτό που έκαν ες είν αι μάλ λ ον κάποιο είδος ποιν ικού αδικήματος, όμως δεν είν αι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είν αι τι γ ίν εται τώρα». «Η όμορφη σ ιδερέν ια μπαν ιέρα είν αι τώρα σ το εργ ασ τήριο εν ός άλ λ ου φίλ ου μου, που τον λ έν ε Κλ άους. Το πρόβλ ημα δεν είν αι αυτό αλ λ ά εδώ...» Έκαν ε μια χ ειρον ομία δείχ ν ον τας με το γ αλ λ ικό κλ ειδί τη ζημιά και άφησ ε ν α του ξεφύγ ει έν ας αν ασ τεν αγ μός. «Αυτό είν αι το πρόβλ ημα». «Τι εν ν οείς ότι αυτό είν αι το πρόβλ ημα;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Αυτό το έκαν ες εσ ύ». «Όχ ι, όχ ι», είπε ο Γιόζεφ. «Αυτό είν αι...» Είπε κάτι σ τη γ λ ώσ σ α του. Ακούσ τηκε σ αν περιφρον ητικό. «Η έν ωσ η του σ ωλ ήν α εδώ είν αι
πολ ύ κακή. Πολ ύ κακή». «Πάν τοτε λ ειτουργ ούσ ε μια χ αρά». «Μόν ο επειδή ήσ ουν τυχ ερή. Λίγ ο ν α μετατοπιζόταν η μπαν ιέρα και...» Έκαν ε μια εύγ λ ωττη χ ειρον ομία που δήλ ων ε μια χ αοτική και κατασ τροφική διαρροή. «Θα βάλ ω εδώ έν αν καλ ό σ ωλ ήν α και θα φτιάξω τον τοίχ ο και τα πλ ακάκια κάτω. Θα είν αι το δώρο μου σ ’ εσ έν α και θα έχ εις την μπαν ιέρα σ ου και θα είν αι το μέρος όπου θα γ ίν εσ αι χ αρούμεν η». «Πότε;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Θα κάν ω αυτά που πρέπει ν α γ ίν ουν », αποκρίθηκε ο Γιόζεφ. «Ναι, αλ λ ά πότε θα τα τελ ειώσ εις;» «Θα πάρει μόν ο λ ίγ ες μέρες. Μόν ο πολ ύ λ ίγ ες μέρες». «Σκόπευα ν α κάν ω έν α μπάν ιο τώρα. Σε όλ η τη διάρκεια της διαδρομής ως το σ πίτι σ κεφτόμουν τη σ τιγ μή που θα βυθιζόμουν σ την μπαν ιέρα μου και πόσ ο ωραία θα ήταν και πόσ ο πολ ύ το χ ρειαζόμουν ». «Θα αξίζει όμως τον κόπο ν α περιμέν εις». Πολ υαγ απημέν η μου Φρίν τα, κάθομαι στο γ ραφείο μου και σε σκέφτομαι. Ό,τι κι αν κάν ω, όποιον κι αν συν αν τήσω, σκέφτομαι εσέν α. Μερικές φορές δίν ω κάποια διάλ εξ η, κι όλ η την ώρα που μιλ ώ, εν ώ οι
λ έξ εις κυλ ούν από μέσα μου, έν α κομμάτι του ν ου μου είν αι ολ οκλ ηρωτικά απορροφημέν ο από τη σκέψ η σου. Μπορεί ν α κάν ω μια συζήτηση, ν α κόβω έν α κρεμμύδι, ν α περν ώ τη Γέφυρα του Μπρούκλ ιν , κι εσύ είσαι πάν τοτε παρούσα. Είν αι σαν έν ας πόν ος που δεν φεύγ ει και που δεν θέλ ω ν α φύγ ει. Θα έλ εγ α πως είχ α ν α ν ιώσω έτσι από τότε που ήμουν έφηβος, όμως ούτε και ως έφηβος έν ιωσα ποτέ μου έτσι! Ρωτώ τον εαυτό μου γ ια ποιο λ όγ ο βρίσκομαι εδώ όταν το έργ ο της ζωής μου είν αι ν α κάν ω εσέν α ευτυχ ισμέν η. Μπορώ ν α σε ακούσω ν α λ ες τώρα πως το ζητούμεν ο δεν είν αι η ευτυχ ία, πως δεν γ ν ωρίζεις καν το ν όημα της λ έξ ης – όμως εγ ώ γ ν ωρίζω το ν όημα της λ έξ ης: ευτυχ ία γ ια μέν α είν αι ν α με αγ απά η Φρίν τα Κλ άιν . Σε άκουσα κάπως αν αστατωμέν η το απόγ ευμα στο τηλ έφων ο. Σε παρακαλ ώ, πες μου γ ιατί. Πες μου τα όλ α. Θυμήσου τον περίπατό μας στο ποτάμι. Θυμήσου με. Σάν τι.
5 Ο διοικητής Κρόουφορν τ κοίταξε τον Κάρλ σ ον βλ οσ υρός. «Προσ πάθησ ε ν α είσ αι σ ύν τομος», του σ υν έσ τησ ε. «Έχ ω μια σ υν άν τησ η». «Υ πάρχ ει πρόβλ ημα;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Τηλ εφών ησ α προτού έρθω». «Αυτή τη σ τιγ μή όλ οι κάν ουμε περισ σ ότερα με λ ιγ ότερα μέσ α και λ ιγ ότερο χ ρόν ο». «Γι’ αυτό ακριβώς ήθελ α ν α σ ου μιλ ήσ ω γ ια τον Μπράν τσ ο». Ο αξιωματούχ ος σ υν οφρυώθηκε ακόμη περισ σ ότερο. Σηκώθηκε, βάδισ ε ως το παράθυρο και κοίταξε έξω, τη θέα σ το Σεν τ Τζέιμς Παρκ. Στράφηκε προς τον Κάρλ σ ον . «Πώς σ ου φαίν εται η θέα;» «Εκπλ ηκτική», είπε ο Κάρλ σ ον . «Είν αι μια από τις αν ταμοιβές της δουλ ειάς», είπε ο διοικητής. Τίν αξε μερικούς κόκκους σ κόν ης από το μαν ίκι της σ τολ ής του. «Θα έπρεπε ν α έρχ εσ αι πιο σ υχ ν ά εδώ. Μπορεί ν α σ ε βοηθήσ ει ν α καθαρίσ εις το μυαλ ό σ ου». «Να το καθαρίσ ω σ χ ετικά με τι;»
«Σχ ετικά με το ν α λ ειτουργ είς οργ αν ωτικά και με πειθαρχ ία», του αποκρίθηκε εκείν ος. «Με το ν α είσ αι ομαδικός παίκτης». «Νόμιζα πως η δουλ ειά μου ήταν ν α εξιχ ν ιάζω εγ κλ ήματα». Ο διοικητής απομακρύν θηκε από το παράθυρο κάν ον τας έν α βήμα προς το μέρος του Κάρλ σ ον , ο οποίος εξακολ ουθούσ ε ν α σ τέκεται δίπλ α σ το μεγ άλ ο ξύλ ιν ο γ ραφείο. «Μη μου τα λ ες εμέν α αυτά», του είπε. «Η ασ τυν ομία εξαρτάται από την πολ ιτική επιρροή και αυτό ίσ χ υε πάν τοτε. Αν εγ ώ δεν μπορώ ν α τα βρω με τον υπουργ ό Εσ ωτερικών και ν α σ ου εξασ φαλ ίσ ω τα κον δύλ ια που εσ ύ περιφρον είς, τότε δεν θα είσ αι πια σ ε θέσ η ν α εξιχ ν ιάζεις εγ κλ ήματα, ούτε εσ ύ ούτε καν είς άλ λ ος από εσ άς. Το ξέρω πως τα πράγ ματα είν αι δύσ κολ α, Μάλ κολ μ, όμως σ ε αυτούς τους δύσ κολ ους καιρούς πρέπει όλ οι ν α κάν ουμε θυσ ίες». «Σε αυτή την περίπτωσ η, θα ήθελ α ν α θυσ ιάσ ω το δόκτορα Χαλ Μπράν τσ ο». Ο διοικητής τον κοίταξε βλ οσ υρά. «Τον αν έφερες και σ το τηλ έφων ο. Έκαν ε κάτι που δεν έπρεπε;» «Τον σ υν άν τησ α σ τον τόπο του εγ κλ ήματος του Τσ αλ κ Φαρμ. Απλ ώς έκαν ε την εμφάν ισ ή του
ξαφν ικά». «Αυτή είν αι η σ υμφων ία», είπε ο διοικητής. «Γν ωρίζω τον τρόπο με τον οποίο εργ άζεται. Όσ ο πιο σ ύν τομα μπορέσ ει ν α φτάσ ει σ τον τόπο του εγ κλ ήματος, τόσ ο πιο χ ρήσ ιμος μπορεί ν α μας είν αι». «Εγ ώ ν ομίζω πως απλ ώς μας αποσ πά από τη δουλ ειά μας», είπε ο Κάρλ σ ον . «Μήπως όλ ο αυτό έχ ει κάποια σ χ έσ η μ’ εκείν η τη δόκτορα Κλ άιν ;» «Γιατί θα έπρεπε ν α έχ ει;» «Η δρ Κλ άιν και ο δρ Μπράν τσ ο δεν μπορούσ αν ν α σ υν υπάρξουν . Ο έν ας από τους δύο έπρεπε ν α φύγ ει, κι εμείς ακολ ουθήσ αμε τη διαδικασ ία. Το θέμα είν αι πως η δρ Κλ άιν σ ου δεν είν αι εκπαιδευμέν η σ τον τομέα της εγ κλ ηματολ ογ ίας». Ο Καρλ σ ον έμειν ε σ ιωπηλ ός γ ια λ ίγ ο. Έπειτα είπε: «Η δική μου γ ν ώμη είν αι πως ο δρ Μπράν τσ ο δεν αξίζει τα λ εφτά που πλ ηρών εται». «Περίμεν ε μια σ τιγ μή», είπε ο διοικητής και πάτησ ε έν α κουμπί σ το γ ραφείο του. Έσ κυψ ε λ ίγ ο. «Στείλ ε τον μέσ α», είπε. «Τι σ ημαίν ει αυτό;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Δ εν πισ τεύω σ τα ύπουλ α παιχ ν ίδια», απάν τησ ε ο διοικητής. «Πράγ ματα σ αν αυτά πρέπει ν α
λ έγ ον ται πρόσ ωπο με πρόσ ωπο». Ο Κάρλ σ ον σ τράφηκε ακριβώς τη σ τιγ μή που έν ας ν εαρός έν σ τολ ος ασ τυν ομικός άν οιγ ε την πόρτα γ ια ν α περάσ ει μέσ α ο Χαλ Μπράν τσ ο. Ο Κάρλ σ ον έν ιωσ ε τα μάγ ουλ ά του ν α καίγ ον ται από οργ ή και έλ πισ ε πως αυτό δεν έγ ιν ε φαν ερό. Όταν όμως διέκριν ε την υποψ ία εν ός χ αμόγ ελ ου σ το πρόσ ωπο του Μπράν τσ ο, χ ρειάσ τηκε ν α σ τρέψ ει αλ λ ού το βλ έμμα του. «Μάλ κολ μ», είπε ο διοικητής, «δεν μου αρέσ ει ν α λ έγ ον ται πράγ ματα πίσ ω από την πλ άτη των αν θρώπων . Πες σ το δόκτορα Μπράν τσ ο αυτά που μόλ ις είπες σ ’ εμέν α». Οι τρεις άν τρες σ τέκον ταν τώρα σ ε έν α άβολ ο τρίγ ων ο, σ τη μέσ η του γ ραφείου. Ο Κάρλ σ ον όμως είχ ε την αίσ θησ η πως είχ ε πέσ ει σ ε παγ ίδα. «Δ εν είχ α αν τιλ ηφθεί ότι το ν α μιλ ώ σ τον προϊσ τάμεν ό μου ισ οδυν αμεί με το ν α λ έω πράγ ματα πίσ ω από την πλ άτη άλ λ ων αν θρώπων », είπε. «Αλ λ ά χ αίρομαι που μου δίν εται η ευκαιρία ν α το ξεκαθαρίσ ω αυτό». Στράφηκε και κοίταξε καταπρόσ ωπο τον Μπράν τσ ο. «Δ εν θεωρώ ότι η παρουσ ία σ ου σ την έρευν α βοηθά». «Και τι σ ου δίν ει το δικαίωμα ν α το λ ες αυτό;» «Το γ εγ ον ός ότι είμαι ο υπεύθυν ος γ ι’ αυτή την έρευν α».
«Αυτό δεν αρκεί», παρεν έβη ο διοικητής. «Ο δρ Μπράν τσ ο έχ ει έν α εξαιρετικό επαγ γ ελ ματικό ισ τορικό. Το όν ομά του είν αι εγ γ ύησ η, εμφαν ίζεται και σ την τηλ εόρασ η». «Δ εν ν ομίζω πως εκπροσ ωπεί μια καλ ή χ ρήσ η του δημόσ ιου χ ρήματος». Ο Μπράν τσ ο σ τράφηκε προς το διοικητή και αν ασ τέν αξε. «Νομίζω πως αυτό είν αι έν α θέμα το οποίο πρέπει ν α λ ύσ ετε μεταξύ σ ας», είπε. «Όχ ι», αποκρίθηκε εκείν ος. «Θέλ ω ν α λ υθεί εδώ και τώρα». «Νομίζω ότι το ισ τορικό μου μιλ ά από μόν ο του», είπε ο Μπράν τσ ο. «Το πραγ ματικό πρόβλ ημα φαίν εται πως είν αι το γ εγ ον ός ότι ο κύριος Κάρλ σ ον πισ τεύει πως μια ψ υχ οθεραπεύτρια την οποία έτυχ ε ν α σ υν αν τήσ ει μπορεί ν α είν αι αποτελ εσ ματική κάν ον τας το χ όμπι της επάγ γ ελ μα». «Να σ ταθούμε καλ ύτερα σ το επαγ γ ελ ματικό ισ τορικό σ ου;» είπε ο Κάρλ σ ον . «Ασ φαλ ώς», είπε ο Μπράν τσ ο. «Βρίσ κομαι εδώ επειδή ο διοικητής γ ν ώριζε τη δουλ ειά μου και με διόρισ ε προσ ωπικά. Αν έχ εις κάποιες αν τιρρήσ εις γ ι’ αυτό, τώρα είν αι η κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή γ ια ν α τις εκφράσ εις».
«Πολ ύ καλ ά», είπε ο Κάρλ σ ον . «Δ οκίμασ α τις επαγ γ ελ ματικές σ ου δεξιότητες σ την υπόθεσ η της Μισ έλ Ντόις. Η αν άλ υσ ή σ ου γ ια τη σ κην ή του εγ κλ ήματος ήταν παραπλ αν ητική. Η ταυτότητα του δολ οφόν ου που έδωσ ες ήταν ολ ότελ α εσ φαλ μέν η και θα είχ ες εκτροχ ιάσ ει ολ όκλ ηρη την έρευν α αν δεν ήταν η Φρίν τα Κλ άιν ». «Η επισ τήμη μου δεν έχ ει απόλ υτη ακρίβεια», δικαιολ ογ ήθηκε ο Μπράν τσ ο. «Σίγ ουρα όχ ι με τον τρόπο που εσ ύ την ασ κείς», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . «Η Φρίν τα Κλ άιν όχ ι μόν ο βρήκε τη λ ύσ η αλ λ ά και παραλ ίγ ο ν α χ άσ ει τη ζωή της εξαιτίας αυτού του γ εγ ον ότος. Αυτό μάλ ισ τα σ υν έβη ακριβώς έπειτα από την επίσ ημη απομάκρυν σ ή της από την έρευν α». Ο Μπράν τσ ο ρουθούν ισ ε περιφρον ητικά. «Απ’ ό,τι άκουσ α εγ ώ, το ατύχ ημα της Κλ άιν προήλ θε από την αποτυχ ία των ίδιων των δικών σ ου σ υν εργ ατών . Μπορεί ν α έχ ω κι εγ ώ τις αποτυχ ίες μου, όμως ποτέ δεν μαχ αίρωσ α μέχ ρι θαν άτου κάποιον από τους ψ υχ ικά ασ θεν είς μου». Ο Μπράν τσ ο έκαν ε σ τα γ ρήγ ορα έν α βήμα πίσ ω βλ έπον τας πως ο Κάρλ σ ον είχ ε σ ηκώσ ει το δεξί χ έρι του. «Ήρεμα, Μαλ », τον σ υγ κράτησ ε ο Κρόουφορν τ. «Η Φρίν τα πάλ ευε γ ια τη ζωή της», είπε ο
Κάρλ σ ον . «Και απέδειξε πόσ ο ηλ ίθιος είσ αι». Στράφηκε σ τον Κρόουφορν τ. «Μιλ ά γ ια το ισ τορικό του. Εμπρός λ οιπόν . Έλ εγ ξέ το. Απ’ ό,τι έχ ω δει εγ ώ πάν τως, ο Μπράν τσ ο είν αι καταπλ ηκτικός σ το ν α βρίσ κει το ψ υχ ικό προφίλ των εγ κλ ηματιών αφού έχ ουν πια σ υλ λ ηφθεί. Αλ λ ά η Φρίν τα Κλ άιν μας φάν ηκε περισ σ ότερο χ ρήσ ιμη τότε που ακόμη αν αζητούσ αμε τους δολ οφόν ους». Ο Κρόουφορν τ τους κοίταξε και τους δύο. «Λυπάμαι, Μαλ . Αλ λ ά θέλ ω ν α παραμείν ει ο δρ Μπράν τσ ο σ την υπόθεσ η. Βρείτε απλ ώς έν αν τρόπο ν α δουλ έψ ετε μαζί. Αυτό είν αι όλ ο». Ο Κάρλ σ ον και ο Μπράν τσ ο βγ ήκαν μαζί από το γ ραφείο του διοικητή. Χωρίς ν α αν ταλ λ άξουν ούτε μία λ έξη προχ ώρησ αν ως τον αν ελ κυσ τήρα, τον περίμεν αν κι έπειτα μπήκαν μέσ α και κατέβηκαν ως το ισ όγ ειο. Τη σ τιγ μή που έβγ αιν αν , ο Μπράν τσ ο μίλ ησ ε: «Η Φρίν τα σ ε έβαλ ε ν α το κάν εις αυτό;» ρώτησ ε. «Δ εν καταλ αβαίν ω τι εν ν οείς». «Αν σ κοπεύει ν α με βλ άψ ει», επέμειν ε εκείν ος, «θα πρέπει ν α σ κεφτεί κάποιον καλ ύτερο τρόπο από αυτόν ». Όλ οι μπορούσ αν ν α δουν ότι ο Κάρλ σ ον ήταν σ ε
πολ ύ κακή διάθεσ η. Και το γ εγ ον ός ότι είχ αν ξεκιν ήσ ει ν α βάφουν την κεν τρική αίθουσ α επιχ ειρήσ εων σ το ασ τυν ομικό τμήμα δεν βοηθούσ ε καθόλ ου. Όλ α τα γ ραφεία εκεί ήταν καλ υμμέν α με σ εν τόν ια. Ο Κάρλ σ ον έψ αξε γ ια κάποιο από τα πολ λ ά δωμάτια αν ακρίσ εων , όμως όλ α ήταν κατειλ ημμέν α είτε από άλ λ ους ασ τυν όμους είτε από σ ωρούς επίπλ ων και υπολ ογ ισ τών που είχ αν μετακιν ηθεί εκεί μέχ ρι ν α τελ ειώσ ουν τα βαψ ίματα. Κι έτσ ι, σ το τέλ ος, οδήγ ησ ε την Ιβέτ, τον Μάν σ τερ και τον Ρίλ εϊ κάτω, σ το κυλ ικείο. Ο Ρίλ εϊ ακούμπησ ε σ ε έν α τραπέζι έν α σ ωρό από έγ γ ραφα και φακέλ ους, και όλ οι σ τάθηκαν σ την ουρά γ ια ν α πάρουν καφέ ή τσ άι. Ο Μάν σ τερ και ο Ρίλ εϊ πήραν και από έν α ν τόν ατ καλ υμμέν ο με λ ευκό γ λ άσ ο. Ο Κάρλ σ ον τους κοίταξε αποδοκιμασ τικά. «Μια και είμασ τε εδώ...» δικαιολ ογ ήθηκε ο Μάν σ τερ. «Δ εν πρόλ αβα ν α πάρω πρωιν ό», πρόσ θεσ ε ο Ρίλ εϊ. «Φτάν ει μόν ο ν α μην αρχ ίσ ουν τα έγ γ ραφα ν α κολ λ ούν από τη ζάχ αρη», προειδοποίησ ε ο Κάρλ σ ον . «Καλ ύτερα ν α το πάρουμε απόφασ η αυτό», είπε η Ιβέτ τη σ τιγ μή που κάθον ταν σ το τραπέζι τους, σ τη γ ων ία του κυλ ικείου, δίπλ α σ το παράθυρο.
«Όταν τελ ικά οι περικοπές πραγ ματοποιούν ται, όσ οι από εμάς παραμείν ουμε θα δίν ουμε αγ ών α μεταξύ μας γ ια χ ώρο εργ ασ ίας». «Κοιν όχ ρησ τα γ ραφεία», είπε ο Ρίλ εϊ. «Τι είπες;» σ υν οφρυώθηκε ο Κάρλ σ ον . «Είν αι ο μον τέρν ος τρόπος καταν ομής των γ ραφείων . Καν είς δεν έχ ει πια το προσ ωπικό του γ ραφείο. Η ιδέα είν αι πως καταλ αμβάν εις χ ώρο μόν ο όταν τον χ ρειάζεσ αι». «Και τι κάν εις με τα πράγ ματά σ ου;» ρώτησ ε ο Μάν σ τερ. «Τους σ υν δετήρες σ ου και την κούπα σ ου γ ια καφέ;» «Τα φυλ άς όλ α σ ε έν α ν τουλ απάκι. Είν αι λ ίγ ο όπως σ το λ ύκειο». «Όχ ι πάν τως σ αν το λ ύκειο σ το οποίο πήγ αιν α εγ ώ», είπε ο Μάν σ τερ. «Εκεί αν άφην ες κάτι σ τα ν τουλ απάκια, θα τα έσ παγ αν και θα τα λ εηλ ατούσ αν ». «Αν είσ τε έτοιμοι...» τους διέκοψ ε ο Κάρλ σ ον . «Μια σ τιγ μή», είπε ο Μάν σ τερ. «Θα έρθει και ο Μπράν τσ ο;» «Είν αι απασ χ ολ ημέν ος σ ήμερα», απάν τησ ε ο Κάρλ σ ον . «Μάλ λ ον με κάποια τηλ εοπτική του εμφάν ισ η», σ χ ολ ίασ ε η Ιβέτ και ο Κάρλ σ ον της έριξε έν α βλ έμμα.
«Ξεκίν α εσ ύ», της είπε. «Τα σ τοιχ εία μας είν αι περίπου αυτά που είδες και σ τον τόπο του εγ κλ ήματος. Έχ ουμε βάλ ει ασ τυν ομικούς ν α παίρν ουν καταθέσ εις από όσ ους μέν ουν σ τον ίδιο δρόμο. Βάλ αμε επίσ ης και δυο ασ τυν ομικούς ν α περιπολ ούν εκεί γ ια δυο απογ εύματα, μήπως και βρεθούν κάποιοι που σ υν ηθίζουν ν α περν ούν από εκεί την ώρα που έγ ιν ε το έγ κλ ημα. Δ εν βρήκαμε τίποτα ακόμη». «Δ ακτυλ ικά αποτυπώματα;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Υ πάρχ ουν δεκάδες τέτοια», είπε η Ιβέτ. «Πρόκειται όμως γ ια το σ πίτι μιας οικογ έν ειας, άν θρωποι μπαιν όβγ αιν αν σ υν εχ ώς. Έχ ουν αρχ ίσ ει ν α ξεχ ωρίζουν τα αποτυπώματα των μελ ών της οικογ έν ειας, όμως είν αι αν ώφελ ο μέχ ρι ν α απομον ώσ ουν κάποια που ν α μας εν διαφέρουν ». «Το όπλ ο του εγ κλ ήματος;» ρώτησ ε πάλ ι ο Κάρλ σ ον . «Δ εν το βρήκαμε». «Ψάξατε;» «Στα όρια της κοιν ής λ ογ ικής». «Το επόμεν ο πρωί μάζεψ αν τα σ κουπίδια», είπε ο Μάν σ τερ. «Μερικοί ασ τυν ομικοί είχ αν κάν ει μια προκαταρκτική έρευν α το προηγ ούμεν ο απόγ ευμα. Αλ λ ά δεν είχ αμε όσ ους αν θρώπους χ ρειαζόμασ ταν ».
«Δ εν ξέρω καν γ ια ποιο λ όγ ο μπαίν ω σ τον κόπο ν α ρωτήσ ω», είπε ο Κάρλ σ ον , «αλ λ ά παρ’ όλ α αυτά θα το ρωτήσ ω: υπήρχ αν κάμερες ασ φαλ είας;» «Τίποτα σ το δρόμο», αποκρίθηκε η Ιβέτ. «Είν αι έν ας απλ ός δρόμος με σ πίτια. Έχ ουμε τα φιλ μ από δυο κάμερες της κεν τρικής οδού του Τσ αλ κ Φαρμ. Αλ λ ά δεν τα έχ ουμε δει ακόμη». «Γιατί;» «Έχ ουμε ν α κάν ουμε με έν α διάσ τημα τριών ή τεσ σ άρων ωρών και με πλ ήθη αν θρώπων που κατευθύν ον ταν προς το Κάμν τεν Λοκ, χ ωρίς ν α ξέρουμε τι ακριβώς ψ άχ ν ουμε». Υ πήρξε μια παύσ η. Ο Κάρλ σ ον τους κοίταξε έν αν -έν αν και πρόσ εξε έν α χ αμόγ ελ ο σ το πρόσ ωπο του Ρίλ εϊ. «Υ πάρχ ει τίποτα το ασ τείο;» τον ρώτησ ε. «Όχ ι, σ την πραγ ματικότητα όχ ι», βιάσ τηκε ν α πει ο Ρίλ εϊ. «Αλ λ ά είν αι διαφορετικό από αυτό που περίμεν α». «Είν αι ο πρώτος σ ου;» «Εν ν οείτε φόν ος; Είχ α αν τιμετωπίσ ει μια υπόθεσ η φόν ου κον τά σ το Έλ εφαν τ και Κασ τλ . Αλ λ ά εκεί ο δολ οφόν ος σ υν ελ ήφθη επιτόπου». «Και ποιο είν αι το ασ τείο σ ε όλ α αυτά;» είπε ο Κάρλ σ ον . Στράφηκε ξαν ά σ την Ιβέτ. «Αυτή η γ υν αίκα, η Ρουθ Λέν οξ... Για ποιο λ όγ ο βρισ κόταν
σ το σ πίτι εκείν η την ώρα;» «Ήταν το απόγ ευμα που είχ ε ρεπό. Ο σ ύζυγ ός της μας είπε πως τα απογ εύματα του ρεπό της πήγ αιν ε σ υν ήθως γ ια ψ ών ια ή έκαν ε πράγ ματα εκεί γ ύρω». «Συν αν τούσ ε φίλ ες της;» «Μερικές φορές». «Κι εκείν ο το απόγ ευμα;» Η Ιβέτ κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι. «Ο σ ύζυγ ος μας έδειξε το ημερολ όγ ιό της. Δ εν υπήρχ ε καμία σ υν άν τησ η σ ημειωμέν η γ ια εκείν η τη μέρα». «Σε ποια κατάσ τασ η βρίσ κεται η οικογ έν εια;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Σε κλ ον ισ μό. Όταν τους αν έκριν α, έμοιαζαν ν α τα ’χ ουν χ αμέν α από το σ οκ. Προς το παρόν μέν ουν σ ε κάποιους φίλ ους, λ ίγ α σ πίτια πιο πάν ω από το δικό τους». «Και τι λ έτε γ ια το σ ύζυγ ο;» «Δ εν είν αι εκδηλ ωτικός τύπος», είπε η Ιβέτ. «Δ είχ ν ει όμως καταρρακωμέν ος». «Τον ρωτήσ ατε πού βρισ κόταν την ώρα της δολ οφον ίας της σ υζύγ ου του;» «Μας είπε πως είχ ε μια σ υν άν τησ η σ τις τέσ σ ερις με κάποια κυρία Λορέν Κρόλ εϊ, λ ογ ίσ τρια σ την εταιρεία σ την οποία εργ άζεται. Της τηλ εφών ησ α
και μου το επιβεβαίωσ ε. Η σ υν άν τησ η διάρκεσ ε περίπου μισ ή ώρα με σ αράν τα λ επτά. Κι αυτό σ ημαίν ει πως είν αι μάλ λ ον απίθαν ο ν α πρόλ αβε ν α πάει σ το σ πίτι του, ν α σ κοτώσ ει τη γ υν αίκα του και ν α φύγ ει πάλ ι προτού επισ τρέψ ει η κόρη του από το σ χ ολ είο». «Μάλ λ ον απίθαν ο;» σ χ ολ ίασ ε ο Κάρλ σ ον . «Αυτό δεν είν αι αρκετό. Θα κάν ω μια κουβέν τα μαζί του εγ ώ ο ίδιος». «Τον υποψ ιάζεσ τε;» ρώτησ ε ο Ρίλ εϊ. «Όταν μια γ υν αίκα δολ οφον είται και υπάρχ ει σ ύζυγ ος ή φίλ ος, τότε είν αι έν ας παράγ ον τας που πρέπει ν α τον λ αμβάν ουμε υπόψ η μας». «Κοίτα όμως», παρεν έβη ο Μάν σ τερ. «Όπως είδες και μόν ος σ ου, το κορίτσ ι βρήκε σ πασ μέν α γ υαλ ιά δίπλ α σ την μπροσ τιν ή πόρτα και την πόρτα αν οιχ τή». «Συν ήθιζαν ν α διπλ οκλ ειδών ουν την πόρτα;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Όχ ι όταν βρίσ κον ταν μέσ α σ το σ πίτι», αποκρίθηκε η Ιβέτ. «Σύμφων α τουλ άχ ισ τον με ό,τι ισ χ υρίζεται ο σ ύζυγ ος». «Και τι άλ λ ο ισ χ υρίζεται ο σ ύζυγ ος;» «Πως όταν πια ηρέμησ ε και μπόρεσ ε ν α κοιτάξει γ ύρω του, αν ακάλ υψ ε πως είχ ε κλ απεί από έν α σ υρτάρι της κουζίν ας έν α σ ετ ασ ημέν ια
μαχ αιροπίρουν α. Επίσ ης, έλ ειπε από τον μπουφέ της κουζίν ας μια ασ ημέν ια γ εωργ ιαν ή τσ αγ ιέρα. Όπως βέβαια έλ ειπαν και τα χ ρήματα από το πορτοφόλ ι της γ υν αίκας». «Πήραν τίποτ’ άλ λ ο;» «Τίποτα που ν α ξέρουμε», απάν τησ ε η Ιβέτ. «Υ πήρχ αν κοσ μήματα επάν ω, αλ λ ά ήταν άθικτα». «Και...» πήγ ε ν α πει κάτι ο Ρίλ εϊ αλ λ ά σ ταμάτησ ε απότομα. «Τι;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Τίποτα». Ο Κάρλ σ ον πίεσ ε τον εαυτό του ν α του μιλ ήσ ει σ ε πιο ευγ εν ικό τόν ο. «Έλ α, σ υν έχ ισ ε», του είπε. «Αν έχ εις κάποια ιδέα, απλ ώς πες την . Θέλ ω ν ’ ακούσ ω τα πάν τα». «Ήθελ α ν α πω πως όταν είδα το πτώμα, η γ υν αίκα φορούσ ε ακόμη πολ ύ ωραία σ κουλ αρίκια και έν α μεν ταγ ιόν ». «Αυτό είν αι αλ ήθεια», είπε ο Κάρλ σ ον . «Πολ ύ καλ ή παρατήρησ η». Στράφηκε πάλ ι προς την Ιβέτ. «Λοιπόν ; Πού βρισ κόμασ τε;» «Δ εν λ έω πως δεν πρέπει ν α μιλ ήσ εις με το σ ύζυγ ο», αποκρίθηκε εκείν η. «Αλ λ ά όλ η η σ κην ή του εγ κλ ήματος παραπέμπει πολ ύ σ ε διάρρηξη που διακόπηκε. Ο διαρρήκτης πηγ αίν ει πρώτα σ την κουζίν α και παίρν ει τα ασ ημικά. Έπειτα πέφτει
επάν ω σ τη Ρουθ Λέν οξ, σ το καθισ τικό. Γίν εται μια σ υμπλ οκή. Εκείν η δέχ εται έν α μοιραίο χ τύπημα. Αυτός εγ καταλ είπει παν ικόβλ ητος τη σ κην ή». «Ή», είπε ο Κάρλ σ ον , «κάποιος ο οποίος γ ν ωρίζει την κυρία Λέν οξ τη δολ οφον εί κι έπειτα σ κην οθετεί τη διάρρηξη». «Είν αι κι αυτό δυν ατόν », απάν τησ ε επιφυλ ακτικά η Ιβέτ. «Αλ λ ά όχ ι πολ ύ πιθαν όν . Έχ εις δίκιο. Εδώ βρισ κόμασ τε λ οιπόν : μια διάρρηξη σ ύμφων α με τις εν δείξεις, μια ν εκρή γ υν αίκα, όχ ι μάρτυρες, όχ ι αποτυπώματα μέχ ρι τώρα, όχ ι κάποια εν διαφέρον τα ιατροδικασ τικά σ τοιχ εία». «Κι εκείν ος ο παλ ιός επιθεωρητής που έλ εγ ες;» ρώτησ ε ο Μάν σ τερ. «Νομίζω πως τον χ ρειαζόμασ τε», είπε ο Κάρλ σ ον . Όρθιος σ το πεζοδρόμιο έξω από το σ πίτι της Ρουθ Λέν οξ, ο Χάρι Κουρζόν έμοιαζε με παίκτη του γ κολ φ που είχ ε σ τρίψ ει με λ αν θασ μέν ο τρόπο το σ ώμα του. Φορούσ ε έν α κόκκιν ο αν τιαν εμικό παν ωφόρι επάν ω από μια καρό μπλ ούζα, βαμβακερό παν τελ όν ι σ ε αν οιχ τό γ κρι χ ρώμα και καφετιά δερμάτιν α παπούτσ ια. Ήταν υπέρβαρος και φορούσ ε γ υαλ ιά με βαρύ σ κελ ετό.
«Λοιπόν , πώς είν αι η ζωή μετά τη σ ύν ταξη;» τον ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Δ εν ξέρω τι με κρατούσ ε σ τη δουλ ειά», απάν τησ ε ο Κουρζόν . «Εσ έν α πόσ α χ ρόν ια σ ου μέν ουν ακόμη; Επτά, οκτώ;» «Λίγ α περισ σ ότερα από τόσ α». «Πρέπει ν α κοιτάς μπροσ τά. Το μέλ λ ον είν αι γ εμάτο υποσ χ έσ εις. Κοίταξε εμέν α. Πεν ήν τα έξι ετών και πλ ήρης σ ύν ταξη. Όταν μου τηλ εφών ησ ες, ετοιμαζόμουν ν α πάω γ ια ολ οήμερο ψ άρεμα σ τον ποταμό Λι». «Ακούγ εται καλ ό». «Είν αι καλ ό. Προτού λ οιπόν ξεκιν ήσ ω γ ια εκεί κι εσ ύ επισ τρέψ εις σ το γ ραφείο σ ου, πες μου τι μπορώ ν α κάν ω γ ια σ έν α». «Έγ ιν ε έν ας φόν ος», είπε ο Κάρλ σ ον . «Αλ λ ά υπήρξε σ υγ χ ρόν ως και μια διάρρηξη. Εσ ύ εργ άσ τηκες κάποτε σ ε αυτή την περιοχ ή». «Δ εκαοκτώ χ ρόν ια», αποκρίθηκε ο Κουρζόν . «Σκέφτηκα ότι θα μπορούσ ες ίσ ως ν α μου δώσ εις κάποια σ υμβουλ ή». Όσ η ώρα ο Κάρλ σ ον έδειχ ν ε σ τον Κουρζόν το σ πίτι, ο γ ηραιότερος άν τρας μιλ ούσ ε ασ ταμάτητα. Ο Κάρλ σ ον αν αρωτήθηκε αν εκείν ος πράγ ματι απολ άμβαν ε τις ημέρες του ψ αρέματος και του γ κολ φ τόσ ο πολ ύ όσ ο έλ εγ ε.
«Είν αι πια εκτός μόδας», είπε ο Κουρζόν . «Ποιο πράγ μα;» «Οι διαρρήξεις. Τότε σ τη δεκαετία του εβδομήν τα, ήταν οι παν άκριβες τηλ εοράσ εις και οι κάμερες και τα ρολ όγ ια χ ειρός ή τοίχ ου. Μετά, σ τη δεκαετία του ογ δόν τα, ήταν τα βίν τεο και τα σ τερεοφων ικά, και σ τη δεκαετία του εν εν ήν τα τα μηχ αν ήματα γ ια DV D και οι ηλ εκτρον ικοί υπολ ογ ισ τές. Αλ λ ά τώρα έν α μηχ άν ημα γ ια DV D κοσ τίζει σ χ εδόν όσ ο κι έν α DV D και οι άν θρωποι κυκλ οφορούν σ το δρόμο κουβαλ ών τας κιν ητά και iPod και ίσ ως ακόμη κι έν α λ άπτοπ που κοσ τίζει περισ σ ότερο από οτιδήποτε άλ λ ο έχ ουν μέσ α σ το σ πίτι τους. Ποιος λ οιπόν ο λ όγ ος ν α κάν ουν διαρρήξεις σ τα σ πίτια διακιν δυν εύον τας έτσ ι περισ σ ότερα χ ρόν ια σ τη φυλ ακή, όταν μπορούν ν α επιτεθούν σ ε κάποιον σ το δρόμο και ν α του αρπάξουν κάτι το οποίο θα μπορέσ ουν εύκολ α ν α πουλ ήσ ουν ;» «Ακριβώς, ποιος ο λ όγ ος;» είπε ο Κάρλ σ ον . «Προσ πάθησ ε ν α πας σ ε κάποιον απ’ αυτούς τους απατεών ες κλ επταποδόχ ους και ν α του πλ ασ άρεις έν α μηχ άν ημα γ ια DV D. Θα σ ου γ ελ άσ ει κατάμουτρα. Από την άλ λ η βέβαια, ο εξοπλ ισ μός κήπων είν αι κάτι που πουλ ιέται εύκολ α. Πάν τοτε υπάρχ ει ζήτησ η γ ια έν α κλ αδευτήρι θάμν ων ».
«Αλ λ ά δεν λ έει τίποτα γ ια την υπόθεσ ή μου», είπε ο Κάρλ σ ον . «Ώσ τε λ οιπόν δεν ν ομίζεις πως ήταν διάρρηξη;» «Πάν τως μου μοιάζει γ ια διάρρηξη», αποκρίθηκε εκείν ος. «Δ εν θα μπορούσ ε όμως ν α έχ ει σ κην οθετηθεί;» Ο Κουρζόν σ ήκωσ ε τους ώμους. «Αυτό θα μπορούσ ε ν α ισ χ ύει γ ια οποιοδήποτε έγ κλ ημα. Αν όμως κάν εις μια σ κην οθεσ ία, πισ τεύω πως σ πας το πίσ ω παράθυρο. Έτσ ι είν αι λ ιγ ότερο πιθαν όν ν α γ ίν εις αν τιλ ηπτός από έν αν εν οχ λ ητικό γ είτον α. Και παίρν εις και κάποια πράγ ματα από το δωμάτιο σ το οποίο είν αι το πτώμα». «Αυτό σ κεφτόμασ ταν κι εμείς κατά βάσ η», είπε ο Κάρλ σ ον . «Ψάχ ν ουμε λ οιπόν γ ια έν α διαρρήκτη, κι εσ ύ ξέρεις από διαρρήκτες της περιοχ ής». Ο Κουρζόν έκαν ε έν α μορφασ μό. «Θα σ ου δώσ ω μερικά ον όματα. Αλ λ ά αυτές οι διαρρήξεις είν αι πια κυρίως γ ια ν α πάρουν κάποιοι τη δόσ η τους, και τα πρεζόν ια έρχ ον ται και φεύγ ουν . Δ εν είν αι όπως τον παλ ιό καιρό». «Τότε που είχ ες τον σ ταθερό σ ου τοπικό διαρρήκτη, που μπορούσ ες ν α τον εμπισ τευτείς;» ασ τειεύτηκε ο Κάρλ σ ον . «Μην το γ ελ άς. Τότε όλ οι ξέραμε πού βαδίζαμε».
«Αυτό που έλ πιζα», εξήγ ησ ε ο Κάρλ σ ον , «ήταν πως θα μπορούσ ες ν α κοιτάξεις τη σ κην ή αυτού του εγ κλ ήματος και ν α ταυτοποιήσ εις το διαρρήκτη από το σ τιλ του. Δ εν έχ ει κάθε διαρρήκτης το σ ήμα κατατεθέν του;» Ο Κουρζόν έκαν ε άλ λ ον έν α μορφασ μό. «Δ εν υπάρχ ει σ ήμα κατατεθέν γ ι’ αυτό εδώ. Έσ πασ ε το παράθυρο, άν οιξε την πόρτα και μπήκε μέσ α. Το μον αδικό σ ήμα κατατεθέν σ ε αυτή τη σ κην ή ήταν το σ ήμα κατατεθέν της ηλ ιθιότητας. Αυτοί οι τύποι όμως είν αι το χ ειρότερο που μπορεί ν α σ ου τύχ ει, εκτός κι αν τους πιάσ εις επ’ αυτοφώρω». Έκαν ε μια μικρή παύσ η. «Αλ λ ά έχ ω σ κεφτεί κάτι που ίσ ως σ ε βοηθήσ ει. Υ πάρχ ουν δυο γ ειτον ικά μαγ αζιά εδώ, που πουλ ούν διάφορα μπιχ λ ιμπίδια, κυρίως φτην οπράγ ματα αλ λ ά όχ ι μόν ο. Είν αι το μαγ αζί του Τάν τι πιο πάν ω, σ τη γ ων ία της Ρούμπεν ς Ρόαν τ, και το μαγ αζί “Μπέργ κες και Υ ιός”, σ το Κρέσ εν τ. Ας πούμε ότι αν κάποιος πάει εκεί και τους προτείν ει ν α αγ οράσ ουν κάτι σ ε ασ ημικό, δεν κάν ουν και πολ λ ές ερωτήσ εις. Στείλ ε κάποιον ν α κοιτάξει τις βιτρίν ες τους τις αμέσ ως επόμεν ες μέρες. Ίσ ως και ν α αν ακαλ ύψ ει κάτι. Μπορεί ν α βρεις κάποια άκρη από εκεί». Ο Κάρλ σ ον είχ ε μια έκφρασ η αμφιβολ ίας. «Αν έχ εις σ κοτώσ ει κάποιον , αυτό που κάν εις
μετά δεν είν αι ν α πουλ ήσ εις τη λ εία σ ου σ το γ ειτον ικό κοσ μηματοπωλ είο, σ ωσ τά;» Ο Κουρζόν σ ήκωσ ε πάλ ι τους ώμους. «Αυτοί οι παλ ιάτσ οι είν αι εθισ μέν οι ν αρκομαν είς, όχ ι διευθυν τές τραπεζών . Το “Μπέργ κες και Υ ιός” είν αι λ ίγ ο πιο μακριά. Ίσ ως ο άν θρωπός σ ου ν α θεώρησ ε αποκορύφωμα της εξυπν άδας το ν α πάει εκεί και όχ ι σ το κον τιν ότερο. Όπως και ν α έχ ει, αξίζει τον κόπο ν α κάν εις μια προσ πάθεια». «Πάν τως σ ’ ευχ αρισ τώ», είπε ο Κάρλ σ ον . Την ώρα που έβγ αιν αν από το σ πίτι ο Κουρζόν τράβηξε ελ αφρά τον Κάρλ σ ον από το μαν ίκι. «Έρχ εσ αι μαζί μου σ ε έν αν αγ ών α; Να σ ου δείξω τι χ άν εις;» «Δ εν είμαι και τόσ ο καλ ός σ το γ κολ φ. Η αλ ήθεια είν αι πως δεν παίζω καθόλ ου». «Τότε έλ α γ ια λ ίγ ο ψ άρεμα. Δ εν θα το πισ τέψ εις πόσ ο σ ε γ αλ ην εύει». «Ναι». Ο Κάρλ σ ον έν ευσ ε καταφατικά. Στην πραγ ματικότητα δεν του άρεσ ε ούτε το ψ άρεμα. «Ναι, αυτό θα μου άρεσ ε. Ίσ ως όταν κλ είσ ει η υπόθεσ η. Μπορούμε ν α το γ ιορτάσ ουμε τότε». «Σχ εδόν ν ιώθω εν οχ ές», είπε ο Κουρζόν . «Σου έδειξα όλ α όσ α χ άν εις».
«Πήγ αιν ε εκεί μαζί με τον Ράσ ελ Λέν οξ», είπε ο Κάρλ σ ον σ την Ιβέτ. «Πάρε μαζί σ ου και τον ν εαρό Ρίλ εϊ». «Εν τάξει». Η Ιβέτ έμειν ε γ ια έν α λ επτό δισ τακτική κι έπειτα, τη σ τιγ μή που ο Κάρλ σ ον σ τράφηκε ν α φύγ ει, το ξεφούρν ισ ε: «Μπορώ ν α σ ε ρωτήσ ω κάτι;». «Ασ φαλ ώς». «Το θεωρείς δικό μου φταίξιμο;» «Δ ικό σ ου φταίξιμο; Ποιο πράγ μα;» Αλ λ ά βέβαια ήξερε ποιο πράγ μα – από την πρώτη σ τιγ μή που η Φρίν τα είχ ε βρεθεί ν α κείτεται σ το δάπεδο του σ πιτιού της Μέρι Όρτον , μέσ α σ ’ εκείν η τη σ κην ή μακελ ειού, η Ιβέτ δεν ποθούσ ε παρά ν α τη σ υγ χ ωρήσ ει ο Κάρλ σ ον , ν α τη διαβεβαιώσ ει πως σ την πραγ ματικότητα δεν ήταν δικό της το φταίξιμο. «Το ότι δεν πήρα σ τα σ οβαρά τις αν ησ υχ ίες της. Όλ α εκείν α». Η Ιβέτ ξεροκατάπιε. Το πρόσ ωπό της είχ ε γ ίν ει κατακόκκιν ο. «Αυτή πραγ ματικά δεν είν αι η κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή, Ιβέτ». «Αλ λ ά...» «Δ εν αρμόζει αυτή τη σ τιγ μή», της ξαν αείπε. Η ευγ έν ειά του ήταν χ ειρότερη από θυμό. Η Ιβέτ έν ιωσ ε σ αν μικρό παιδί αν τιμέτωπο με έν αν
ευγ εν ικό αλ λ ά βλ οσ υρό εν ήλ ικα. «Όχ ι, έχ εις δίκιο. Στου Τάν τι και σ του “Μπέργ κες και Υ ιός”». «Ακριβώς». Η Φρίν τα έβγ αλ ε το τηλ έφων ο από τη δερμάτιν η θήκη του και το κοίταξε. Τα μάτια της έτσ ουζαν από την κούρασ η και έν ιωθε ολ όκλ ηρο το κορμί της σ υγ χ ρόν ως κούφιο αλ λ ά και αν είπωτα βαρύ. Ο τάφος σ το Σούφολ κ της φαιν όταν σ αν όν ειρο τώρα – έν α ξεχ ασ μέν ο κομμάτι γ ης όπου κείτον ταν τα οσ τά εν ός πολ ύ θλ ιμμέν ου αν θρώπου. Τον σ κέφτηκε, εκείν ον , τον πατέρα της που δεν είχ ε κατορθώσ ει ν α σ ώσ ει. Αν επέτρεπε σ τον εαυτό της ν α γ υρίσ ει γ ια λ ίγ ο σ το παρελ θόν , θα μπορούσ ε ν α θυμηθεί την αίσ θησ η του χ εριού του ν α κρατά το δικό της ή ν α ν ιώσ ει τη μυρωδιά από τον καπν ό του και από την κολ όν ια που χ ρησ ιμοποιούσ ε μετά το ξύρισ μα. Να ν ιώσ ει ξαν ά την απελ πισ ία του. Να θυμηθεί τη σ τάσ η του εκείν η, με όλ ο του το βάρος ν α κρέμεται. Και ο Ντιν Ριβ είχ ε καθίσ ει από πάν ω του, μ’ εκείν ο το χ αμόγ ελ ό του. Η γ άτα πέρασ ε με θόρυβο μέσ α από το ειδικό πορτάκι και η Φρίν τα έσ κυψ ε και την κοίταξε. Για μια σ τιγ μή, οι δυο τους είχ αν καρφωμέν α τα μάτια τους η μία σ την άλ λ η. Έπειτα, εξακολ ουθών τας ν α
κρατά σ τα χ έρια της το τηλ έφων ο, αν έβηκε αργ ά τις σ κάλ ες –τη δυσ κόλ ευαν ακόμη πολ ύ– και κάθισ ε σ το κρεβάτι της κοιτών τας, έξω από το παράθυρο, το μουν τό γ κριζωπό δειλ ιν ό που απλ ων όταν επάν ω από την πόλ η προσ δίδον τάς της ξαν ά μια αίσ θησ η μυσ τηρίου. Τελ ικά σ ήκωσ ε το τηλ έφων ο και πλ ηκτρολ όγ ησ ε τα ν ούμερα. «Γεια σ ου», του είπε. «Φρίν τα!» Η ζεσ τασ ιά της φων ής του Σάν τι ήταν φαν ερά αυθόρμητη. «Εγ ώ είμαι». «Σε σ κεφτόμουν ». «Πού βρίσ κεσ αι;» «Στο γ ραφείο μου. Είμαι πέν τε ώρες πίσ ω από τη δική σ ου». «Τι φοράς;» «Έν α γ κρίζο κοσ τούμι και λ ευκό πουκάμισ ο. Εσ ύ;» Η Φρίν τα έσ κυψ ε λ ίγ ο γ ια ν α δει τα ρούχ α της. «Τζιν παν τελ όν ι και έν α κρεμ πουλ όβερ». «Πού είσ αι;» «Κάθομαι σ το κρεβάτι μου». «Εύχ ομαι ν α καθόμουν κι εγ ώ σ το κρεβάτι σ ου, δίπλ α σ ου». «Κοιμήθηκες καλ ά;» «Ναι, ον ειρεύτηκα πως έκαν α πατιν άζ σ τον
πάγ ο. Εσ ύ;» «Αν ον ειρεύτηκα πως έκαν α πατιν άζ σ τον πάγ ο;» «Όχ ι! Αν κοιμήθηκες καλ ά!» «Καλ ά». «Ώσ τε λ οιπόν δεν είχ ες καλ ό ύπν ο». «Σάν τι;» Ήθελ ε ν α του μιλ ήσ ει γ ια την ημέρα της, αλ λ ά οι λ έξεις δεν έβγ αιν αν . Εκείν ος ήταν πολ ύ μακριά της. «Ναι, αγ απημέν η μου Φρίν τα». «Το μισ ώ αυτό». «Ποιο αυτό;» «Όλ ο αυτό». «Εν ν οείς το ν α ν ιώθεις αδύν αμη;» «Και αυτό». «Και το ότι εγ ώ βρίσ κομαι εδώ πέρα;» Ακολ ούθησ ε μια παύσ η. «Τι είν αι αυτός ο θόρυβος; Έχ ετε καταιγ ίδα με βρον τές εκεί πέρα;» «Τι πράγ μα;» Η Φρίν τα κοίταξε γ ύρω της κι έπειτα το σ υν ειδητοποίησ ε. Η ίδια είχ ε πια σ υν ηθίσ ει το θόρυβο, τόσ ο που σ χ εδόν δεν τον άκουγ ε. «Μου βάζουν μια καιν ούρια μπαν ιέρα». «Μια καιν ούρια μπαν ιέρα;» «Δ εν ήταν ακριβώς δική μου ιδέα. Στην πραγ ματικότητα, δεν ήταν καθόλ ου δική μου ιδέα.
Είν αι έν α δώρο από τον Γιόζεφ». «Αυτό ακούγ εται καλ ό». «Η μπαν ιέρα δεν έχ ει έρθει ακόμη. Μέχ ρι σ τιγ μής, υπάρχ ει πολ ύς κρότος και ήχ ος από τρυπάν ι. Και σ κόν η παν τού. Σκόν η ακόμη και σ ε κάποια πουκάμισ α – εσ ύ άφησ ες αρκετά πουκάμισ α εδώ». «Το ξέρω». «Άφησ ες και μερικά κουζιν ικά και λ ίγ α βιβλ ία δίπλ α σ το κρεβάτι». «Το έκαν α αυτό επειδή θα επισ τρέψ ω». «Ναι». «Φρίν τα, θα επισ τρέψ ω».
6 «Μιλ ώ με τον επιθεωρητή Κάρλ σ ον ;» «Μάλ ισ τα, με τον ίδιο». «Ασ τυν ομικός Φογ κλ , από το Κάμν τεν . Έχ ω κάποιον κύριο Ράσ ελ Λέν οξ εδώ σ το τμήμα». «Τον Ράσ ελ Λέν οξ;» Ο Κάρλ σ ον αν οιγ όκλ εισ ε τα βλ έφαρά του. «Μα τι σ το καλ ό σ υν έβη;» «Μπλ έχ τηκε σ ε καβγ ά». «Δ εν καταλ αβαίν ω. Γιατί ν α μπλ εχ τεί σ ε καβγ ά; Μόλ ις πρόσ φατα δολ οφον ήθηκε η γ υν αίκα αυτού του δύσ τυχ ου αν θρώπου». «Κι όμως, φαίν εται πως ο ίδιος προέβη σ ε μερικούς βαν δαλ ισ μούς. Στο κατάσ τημα “Μπέργ κες και Υ ιός”». «Α, μάλ ισ τα». «Έσ πασ ε έν α παράθυρο, γ ια ν α μην αν αφέρουμε έν αν αριθμό από πορσ ελ άν ες γ ια τις οποίες ο ιδιοκτήτης ισ χ υρίζεται πως ήταν παν άκριβες, και η σ υμπεριφορά του ήταν απειλ ητική με κάποιον τρόπο». «Έρχ ομαι αμέσ ως. Φερθείτε του με το μαλ ακό, εν τάξει;»
Ο Ράσ ελ Λέν οξ βρισ κόταν σ ε έν α μικρό αν ακριτικό γ ραφείο. Καθόταν με τα χ έρια του πλ εγ μέν α μαζί επάν ω σ το τραπέζι και κοιτών τας ευθεία μπροσ τά του, εν ώ κάθε τόσ ο τρεμόπαιζε τα βλ έφαρα σ αν ν α ήθελ ε ν α καθαρίσ ει την όρασ ή του. Όταν ο Κάρλ σ ον μπήκε μέσ α σ υν οδευόμεν ος από τον έν σ τολ ο ασ τυν ομικό που του είχ ε τηλ εφων ήσ ει, ο Λέν οξ έσ τρεψ ε το κεφάλ ι προς το μέρος τους και γ ια έν α λ επτό έδειχ ν ε σ αν ν α μην έχ ει αν αγ ν ωρίσ ει τον επιθεωρητή. «Ήρθα γ ια ν α σ ε πάω πίσ ω σ το σ πίτι σ ου», είπε ο Κάρλ σ ον εν ώ καθόταν σ την καρέκλ α απέν αν τι από τον Λέν οξ. «Το ξέρεις ότι μπορεί ν α σ ε παραπέμψ ουν γ ια σ υμπλ οκή, επίθεσ η ή δεν ξέρω τι άλ λ ο;» «Δ εν με ν οιάζει». «Νομίζεις ότι αυτό θα βοηθούσ ε αυτή τη σ τιγ μή τα παιδιά σ ου;» Ο Λέν οξ κάρφωσ ε απλ ώς το βλ έμμα του σ την επιφάν εια του τραπεζιού και δεν απάν τησ ε. «Ώσ τε λ οιπόν πήγ ες ξαν ά σ το “Μπέργ κες και Υ ιός”;» Ο Λέν οξ έν ευσ ε αδύν αμα. «Δ εν μπορούσ α ν α το βγ άλ ω από το ν ου μου. Άλ λ ωσ τε, πώς αλ λ ιώς υποτίθεται ότι μπορώ ν α εκμεταλ λ ευτώ το χ ρόν ο μου; Η Λουίζ, η αδελ φή
της Ρουθ, είν αι σ υν εχ ώς με τα παιδιά, κι αυτά δεν θέλ ουν ν α βλ έπουν κι εμέν α έτσ ι λ υπημέν ο σ αν ν α μην τους φτάν ουν όλ α τα άλ λ α. Έτσ ι πήγ α μέχ ρι εκεί απλ ώς γ ια ν α κάν ω έν αν έλ εγ χ ο. Και είδα εκείν ο το πιρούν ι». «Έν α μόν ο πιρούν ι;» ρώτησ ε δύσ πισ τα ο Κάρλ σ ον . «Η γ ιαγ ιά της Ρουθ μας τα είχ ε χ αρίσ ει όταν παν τρευτήκαμε. Δ εν τους είχ α δώσ ει ποτέ ιδιαίτερη σ ημασ ία, σ την πραγ ματικότητα δεν τα πρόσ εχ α καν . Όμως αυτό είχ ε μια σ τραβωμέν η αιχ μή, έτσ ι το αν αγ ν ώρισ α σ τη βιτρίν α. Η Τζούν τιθ θύμων ε αν της τύχ αιν ε αυτό σ ε κάποιο γ εύμα. Έλ εγ ε πως της καρφων όταν σ τα ούλ α. Μπήκα λ οιπόν μέσ α και ζήτησ α ν α το δω από κον τά. Μετά τα πράγ ματα ξέφυγ αν από τον έλ εγ χ ο». Σήκωσ ε το βλ έμμα του σ τον Κάρλ σ ον . «Δ εν είμαι βίαιος άν θρωπος». «Φοβάμαι πως κάποιοι θα έχ ουν διαφορετική άποψ η ως προς αυτό», είπε ο Κάρλ σ ον . Ο Τζέρεμι Μπέργ κες, ο ιδιοκτήτης του «Μπέργ κες και Υ ιός», ήταν μικρόσ ωμος, αδύν ατος και είχ ε την επιφυλ ακτικότητα κάποιου που φοβάται μον ίμως μήπως του φορτώσ ουν την ευθύν η γ ια κάτι. Ο Κάρλ σ ον έγ ειρε επάν ω από τον τζαμωτό πάγ κο
που ήταν παραγ εμισ μέν ος με μετάλ λ ια, παλ ιά περιδέραια, ταμπακιέρες, ταμπακοθήκες, δαχ τυλ ήθρες και μικρά ασ ημέν ια κουτάκια, ασ τραφτερά σ κουλ αρίκια και τεράσ τια μαν ικετόκουμπα. Πήρε το πιρούν ι με το αγ κυλ ωτό δόν τι και το ακούμπησ ε επάν ω σ το τζάμι. «Ποιος το έφερε αυτό;» Ο Μπέργ κες έκαν ε μια χ ειρον ομία αδυν αμίας. «Για τέτοια μικροπράγ ματα πλ ηρών ω μετρητά». «Πρέπει οπωσ δήποτε ν α μάθω, κύριε Μπέργ κες». «Εγ ώ είμαι αυτός που δέχ τηκα επίθεσ η. Τι κάν ετε γ ι’ αυτό; Προσ παθώ απλ ώς ν α κρατήσ ω την επιχ είρησ ή μου». «Βούλ ωσ έ το καλ ύτερα», είπε ο Κάρλ σ ον . «Ξέρω πολ ύ καλ ά τι είν αι η επιχ είρησ ή σ ου. Αν η τοπική ασ τυν ομία δεν εν διαφέρεται, είν αι δική τους δουλ ειά. Αλ λ ά αυτό εδώ είν αι αποδεικτικό σ τοιχ είο σ ε μια έρευν α γ ια φόν ο και αν δεν σ υν εργ ασ τείς ν α είσ αι σ ίγ ουρος ότι θα σ ου κάν ω τη ζωή πολ ύ δύσ κολ η». Ο Μπέργ κες έριξε έν α άβολ ο βλ έμμα σ ε δυο γ υν αίκες σ την άλ λ η πλ ευρά του μαγ αζιού του, που έψ αχ ν αν σ ε έν α δίσ κο με δαχ τυλ ίδια. Έγ ειρε προς τα εμπρός και μίλ ησ ε πιο χ αμηλ όφων α. «Εγ ώ είμαι απλ ώς έν ας επιχ ειρηματίας», είπε. «Δ ώσ ε μου απλ ώς έν α όν ομα και θα φύγ ω.
Δ ιαφορετικά, θα σ τείλ ω εδώ μερικούς ασ τυν ομικούς και θα κάν ουν έρευν α γ ια το καθέν α από αυτά τα αν τικείμεν α εδώ μέσ α». Ο Μπέργ κες σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό. «Μπίλ ι». «Ποιος Μπίλ ι;» «Απλ ώς Μπίλ ι. Νέος, με σ κούρα μαλ λ ιά, αδύν ατος. Αυτά είν αι όλ α όσ α ξέρω». Ο Κουρζόν μιλ ούσ ε ακατάπαυσ τα. Εξηγ ούσ ε ότι δεν είχ ε καλ ή ψ αριά εκεί κάτω σ το ποτάμι. «Χαν τ», τον πλ ηροφόρησ ε. «Ο Μπίλ ι Χαν τ». «Τον ξέρεις;» «Όλ οι ξέρουμε τον Μπίλ ι». «Έχ ει φάκελ ο, λ οιπόν ;» «Λησ τεία, κατοχ ή ν αρκωτικών , τέτοια». «Βίαιη σ υμπεριφορά;» «Είν αι λ ίγ ο βουτυρόπαιδο ο Μπίλ ι μας. Αλ λ ά βέβαια μπορεί πια ν α έχ ει πάρει την κάτω βόλ τα. Εν ν οώ, την ακόμη πιο κάτω βόλ τα». Ο Κάρλ σ ον το αν έθεσ ε σ τον Ρίλ εϊ. Ο Κουρζόν δεν είχ ε κάποιο τηλ έφων ο ή διεύθυν σ η γ ια ν α βρουν τον Μπίλ ι Χαν τ, όμως υπήρχ αν δυο ασ τυν ομικοί που ασ χ ολ ούν ταν με τη δίωξη ν αρκωτικών σ την
περιοχ ή. Αυτοί ήταν πιθαν όν ν α ξέρουν κάτι, είχ ε πει ο Κουρζόν . Οι ασ τυν ομικοί είχ αν καιρό ν α δουν τον Χαν τ, όμως ο έν ας από τους δύο θυμήθηκε ότι κάποτε δούλ ευε σ ε έν αν υπαίθριο πάγ κο σ το Κάμν τεν Λοκ. Πουλ ούσ ε αν τικείμεν α φτιαγ μέν α από σ ύρμα. Κηροπήγ ια. Μικρά σ κυλ άκια γ ια το μάρμαρο του τζακιού. Ο πάγ κος δεν ήταν πια σ τη θέσ η του, όμως μια γ υν αίκα που άλ λ οτε εργ αζόταν επίσ ης εκεί βρισ κόταν τώρα σ την άλ λ η άκρη της υπαίθριας αγ οράς, δίπλ α σ το καν άλ ι, και πουλ ούσ ε ζεσ τή σ ούπα. Δ εν γ ν ώριζε τον ίδιο τον Μπίλ ι, αλ λ ά ο τύπος που είχ ε τον πάγ κο έμεν ε σ ε έν α διαμέρισ μα σ το Σαμερτάουν . Συν ήθως έλ ειπε τα βράδια και κοιμόταν σ τη διάρκεια της ημέρας. Χρειάσ τηκαν επαν ειλ ημμέν οι χ τύποι σ την μπροσ τιν ή πόρτα (το ρόπτρο έλ ειπε και το κουδούν ι δεν έδειχ ν ε ν α βγ άζει κάποιο ήχ ο) μέχ ρι ν α εμφαν ισ τεί μια γ υν αίκα και κατόπιν , έπειτα από απαίτησ η των ασ τυν ομικών , ν α τον ξυπν ήσ ει. Εκείν ος είχ ε δύο εβδομάδες ν α δει τον Μπίλ ι, τους είπε όμως ότι κάποτε σ ύχ ν αζε σ ε έν α καφέ σ τον κεν τρικό δρόμο ή σ την παμπ δίπλ α σ ’ εκείν ο το καφέ, τουλ άχ ισ τον όταν είχ ε λ εφτά. Στο καφέ καν είς δεν φάν ηκε ν α τον ξέρει, όταν όμως ο Ρίλ εϊ έδειξε το σ ήμα του σ τη χ λ ωμή γ υν αίκα πίσ ω από τον πάγ κο της παμπ, εκείν η του έδειξε με
το δάχ τυλ ο δυο άν τρες που κάθον ταν σ ε έν α τραπέζι και έπιν αν . Ναι, ήξεραν τον Μπίλ ι Χαν τ. Ναι, ο έν ας τους τον είχ ε μάλ ισ τα δει την ίδια εκείν η μέρα. Για ποιο πράγ μα είχ αν σ υζητήσ ει; Τίποτα ιδιαίτερο. Απλ ώς είπαν έν α γ εια. Πού βρισ κόταν τώρα; Σ’ εκείν η την άλ λ η παμπ. Ποια δηλ αδή; Εκείν η που ήταν ψ ηλ ά σ την Κέν τις Τάουν Ρόουν τ, την γ κόθικ παμπ, εκείν η με τις ν εκροκεφαλ ές. Ο Ρίλ εϊ αν έβηκε την Κάμν τεν Χάι Στριτ και σ υν άν τησ ε τον Μάν σ τερ που τον περίμεν ε σ το αυτοκίν ητο, έξω από το σ ταθμό του μετρό του Κάμν τεν Τάουν . Μπήκε μέσ α και κάθισ ε δίπλ α του. «Ποιο είν αι το σ χ έδιο;» ρώτησ ε. «Το σ χ έδιο;» ρώτησ ε ο Μάν σ τερ. «Να τον βρούμε. Και μετά ν α του μιλ ήσ ουμε». «Θα τον σ υλ λ άβουμε;» «Πρώτα θα μιλ ήσ ουμε μαζί του». Το αυτοκίν ητο σ ταμάτησ ε λ ίγ ο πιο πέρα από την παμπ. Ο Μάν σ τερ σ ήκωσ ε το βλ έμμα του σ την κατάμαυρη πρόσ οψ η της παμπ και κούν ησ ε αποδοκιμασ τικά το κεφάλ ι. «Μου άρεσ ε η χ έβι μέταλ όταν ήμουν παιδί», δήλ ωσ ε ο Ρίλ εϊ. «Θα είχ α ξετρελ αθεί με αυτό το μέρος». «Όταν ήσ ουν παιδί;» είπε ο Μάν σ τερ. «Καλ ά.
Ξέρουμε πώς είν αι περίπου αυτός που ψ άχ ν ουμε;» Σε έν α από τα εξωτερικά τραπεζάκια κάθον ταν δυο ν εαρές γ υν αίκες, ν τυμέν ες από πάν ω μέχ ρι κάτω με μαύρα δερμάτιν α. Είχ αν και οι δυο ξυρισ μέν α κεφάλ ια και πολ λ ές τρύπες γ ια σ κουλ αρίκια. «Ε λ οιπόν , αυτές δεν είν αι ο Μπίλ ι Χαν τ», είπε χ αρωπά ο Ρίλ εϊ. «Εκτός αν το Μπίλ ι είν αι γ υν αικείο όν ομα». Στο διπλ αν ό τραπέζι καθόταν έν ας άν τρας μόν ος του, με έν α μισ ογ εμάτο ποτήρι μπίρας και έν α τσ ιγ άρο σ το χ έρι. Ήταν χ λ ωμός και αδύν ατος, με σ κούρα φουν τωτά μαλ λ ιά. Φορούσ ε σ κούρο τζιν παν τελ όν ι και μια τσ αλ ακωμέν η γ κρίζα ζακέτα. «Μπορεί ν α είν αι αυτός», είπε ο Μάν σ τερ. Βγ ήκαν από το αυτοκίν ητο και προχ ώρησ αν προς το μέρος του. Εκείν ος δεν τους πρόσ εξε παρά όταν ήταν πια πολ ύ κον τά του. «Ψάχ ν ουμε γ ια τον Ουίλ ιαμ Χαν τ», είπε ο Μάν σ τερ. «Μόν ο η μάν α μου με λ έει Ουίλ ιαμ», αποκρίθηκε ο άν τρας. «Κι αυτή μόν ο όταν είν αι θυμωμέν η μαζί μου». Οι δυο ασ τυν ομικοί κάθισ αν σ το τραπέζι. «Καλ ά λ οιπόν τότε, Μπίλ ι», είπε ο Μάν σ τερ. «Μιλ ήσ αμε με κάποιον Τζέρεμι Μπέργ κες. Έχ ει έν α
κατάσ τημα ασ ημικών σ τον πιο πάν ω δρόμο από δω». Ο Χαν τ έσ βησ ε το τσ ιγ άρο του σ το τραπέζι κι έπειτα πήρε έν α άλ λ ο από το πακέτο του και το άν αψ ε με σ χ εδόν πυρετώδη προσ ήλ ωσ η. «Δ εν τον ξέρω». «Ουίλ ιαμ», ξαν αείπε ο Μάν σ τερ. «Τώρα αρχ ίζω ν α θυμών ω μαζί σ ου». Έβγ αλ ε από την τσ έπη του έν α χ αρτί με μια φωτογ ραφία και το πέταξε επάν ω σ το τραπέζι. «Μας είπε ότι πήγ ες σ το μαγ αζί του με αυτό και ότι εκείν ος το αγ όρασ ε από εσ έν α». Ο Χαν τ έσ τρεψ ε το χ αρτί προς το μέρος του και το κοίταξε. Ο Μάν σ τερ πρόσ εξε ότι ακόμη και τα μακριά του δάχ τυλ α ήταν αδύν ατα και ωχ ρά. Τα ν ύχ ια των χ εριών του ήταν φαγ ωμέν α ως επάν ω, αλ λ ά ακόμη κι έτσ ι ήταν βρόμικα και μαύρα. «Δ εν ξέρω», είπε. «Τι εν ν οείς όταν λ ες πως δεν ξέρεις;» τον ρώτησ ε ο Μάν σ τερ. «Μήπως σ ου θόλ ωσ ε το μυαλ ό όλ ο αυτό το γ εωργ ιαν ό ασ ήμι;» «Θα με κεράσ εις έν α ποτό;» «Όχ ι, δεν θα σ ε κεράσ ω καν έν α ποτό. Νομίζω ότι δεν έχ εις καταλ άβει τι ακριβώς σ υμβαίν ει». «Αν γ υρεύετε πλ ηροφορίες, τότε θα πρέπει ν α κερδίσ ω κάτι κι εγ ώ». Ο Μάν σ τερ σ τράφηκε σ τον Ρίλ εϊ κι έπειτα πάλ ι
σ τον Χαν τ. Ο Ρίλ εϊ χ αμογ ελ ούσ ε. Ο Μάν σ τερ όχ ι. «Δ εν είσ αι γ ια μας έν ας πιθαν ός πλ ηροφοριοδότης. Είσ αι έν ας ύποπτος. Αν δεν απαν τήσ εις σ τις ερωτήσ εις μας, θα σ ε πάμε κατευθείαν σ το κρατητήριο». Ο Χαν τ αν ακάτεψ ε τα μαλ λ ιά με τα χ έρια του και τα έκαν ε ν α φαίν ον ται ακόμη πιο φουν τωτά. «Κάθε φορά που λ είπουν τίποτα ασ ημικά ή χ ρυσ αφικά», είπε παραπον ιάρικα, «τύποι σ αν εσ άς έρχ ον ται και προσ παθούν ν α τα ρίξουν σ ’ εμέν α. Έχ εις ακούσ ει την έκφρασ η “καλ ύτερα ν α σ ου βγ ει το μάτι παρά το όν ομα”;» Ο Μάν σ τερ τον κοίταξε με δυσ πισ τία. «Μιλ άμε γ ια το όν ομα αυτού που μπαιν οβγ αίν ει σ τη φυλ ακή, πότε επειδή χ τύπησ ε κάποιον και πότε επειδή έκλ εψ ε ή επειδή έγ ιν ε κλ επταποδόχ ος άλ λ ων ; Και μια και το έφερε η κουβέν τα, όλ α αυτά τα ασ ημικά και τα χ ρυσ αφικά που λ είπουν , δεν εξαφαν ίζον ται από μόν α τους. Τα αρπάζουν κάποιοι τύποι σ αν εσ έν α. Μην πας ν α μας κοροϊδέψ εις, Μπίλ ι. Μάθαμε γ ια σ έν α. Είσ αι εθισ μέν ος σ τα ν αρκωτικά και κλ έβεις γ ια ν α πλ ηρώσ εις τη δόσ η σ ου». Ο Χαν τ ήπιε μια γ ουλ ιά μπίρα κι έπειτα τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσ ιγ άρο του. Κοίταξε τον Ρίλ εϊ, που χ αμογ ελ ούσ ε πλ ατιά.
«Δ εν ξέρω γ ιατί το βρίσ κεις τόσ ο ασ τείο», είπε. «Τα ν αρκωτικά τα άρχ ισ α όταν ήμουν σ τη φυλ ακή, όχ ι πιο πριν . Υ πάρχ ει πολ ύ περισ σ ότερο εμπόριο εκεί μέσ α παρά σ τους δρόμους. Κι εκείν ος ο αλ ήτης ο Μπέργ κες. Όλ οι έρχ ον ται κι εν οχ λ ούν εμέν α, κι όμως ο Μπέργ κες έχ ει το παλ ιομάγ αζο. Στο κάτωκάτω γ ιατί δεν του το κλ είν ουν ; «Μπίλ ι», ξαν αείπε ο Μάν σ τερ. «Βούλ ωσ έ το. Πώς βρέθηκαν σ τα χ έρια σ ου τα ασ ημικά;» Ο Χαν τ έκαν ε μια μικρή παύσ η. «Ήταν έν ας τύπος. Είχ ε διάφορα πράγ ματα, ασ ημέν ια. Ήταν απελ πισ μέν ος γ ια μετρητά κι έτσ ι του έδωσ α λ ίγ α και μετά πέρασ α τα ασ ημικά σ τον Μπέργ κες. Τέλ ος της ισ τορίας». «Τον ρώτησ ες πού τα βρήκε;» «Όχ ι, δεν τον ρώτησ α. Δ εν είμαι καν έν ας ψ ων ισ μέν ος αν τικέρ». «Πώς τον λ έν ε;» «Δ εν ξέρω. Ντέιβ, ν ομίζω». «Σκέτο Ντέιβ;» «Δ εν ξέρω. Στην πραγ ματικότητα, δεν τον γ ν ωρίζω». «Πού μέν ει;» Ο Χαν τ σ κέφτηκε γ ια μια σ τιγ μή. «Νότια του ποταμού, έτσ ι ν ομίζω. Αλ λ ά δεν είμαι σ ίγ ουρος».
«Ντέιβ. Νότιο Λον δίν ο», είπε ο Μάν σ τερ. «Ας πούμε ότι σ ε πισ τεύω. Μπορείς ν α μας πεις πώς θα έρθουμε σ ε επαφή μαζί του;» «Δ εν λ ειτουργ εί ακριβώς έτσ ι. Πέφτεις τυχ αία επάν ω σ ε κάποιους αν θρώπους. Τους βλ έπεις σ τη γ ύρα. Ξέρετε πώς είν αι αυτά». «Α, όσ ο γ ι’ αυτό, ξέρω», είπε ο Μάν σ τερ. «Και με την ευκαιρία, μπορείς ν α μας πεις πού ήσ ουν εσ ύ την Τετάρτη;» «Ποια Τετάρτη; Την περασ μέν η;» «Ναι, σ τις έξι του μην ός». «Δ εν ήμουν σ το Λον δίν ο. Ήμουν σ το Μπρίγ κτον . Έκαν α έν α ταξιδάκι». «Υ πάρχ ει κάποιος που ν α μπορεί ν α μας το επιβεβαιώσ ει αυτό;» «Ήμουν εκεί με έν α φίλ ο». «Ποιο είν αι το όν ομά του;» «Το όν ομά του;» είπε ο Χαν τ. Με πολ ύ αργ ές κιν ήσ εις, έσ βησ ε το τσ ιγ άρο του και άν αψ ε άλ λ ο. «Ίαν ». «Το επίθετό του;» «Πάν τα ήταν απλ ώς ο Ίαν ». «Σίγ ουρα όμως μπορείς ν α μας πεις τη διεύθυν σ ή του, έτσ ι;» Ο Χαν τ έδειχ ν ε ν α αμφιβάλ λ ει. «Την έχ ω γ ράψ ει κάπου. Ή την είχ α. Ήταν η
διεύθυν σ η εν ός φίλ ου του Ίαν ... Ο Ίαν δεν θα είν αι τώρα εκεί. Μετακιν είται σ υν εχ ώς». «Ναι, βέβαια, καν ον ίζει δουλ ειές γ ια διάφορους αν θρώπους», σ χ ολ ίασ ε ο Μάν σ τερ. «Για τους φίλ ους του». «Δ εν το πισ τεύω ότι μπαίν ω έσ τω σ τον κόπο ν α κάν ω αυτή την ερώτησ η», είπε ο Μάν σ τερ. «Αλ λ ά μήπως έχ εις τον αριθμό του τηλ εφών ου του;» «Τον είχ α αποθηκευμέν ο σ το κιν ητό μου τηλ έφων ο. Δ εν έχ ω ιδέα όμως πού βρίσ κεται το κιν ητό μου τηλ έφων ο». «Συν ειδητοποιείς τι ακριβώς σ ου ζητώ;» ρώτησ ε ο Μάν σ τερ. «Το έχ εις ξαν απεράσ ει αυτό. Θέλ ουμε ν α μας υποδείξεις κάποιον ο οποίος θα μπορεί ν α μας πει: “Ναι, ο Μπίλ ι Χαν τ ήταν μαζί μου την Τετάρτη σ το Μπρίγ κτον ”. Υ πάρχ ει τέτοιο άτομο;» «Αυτό δεν είν αι δίκαιο», είπε ο Χαν τ. «Το θέμα είν αι... όλ ο αυτό που μου κάν εις είν αι... είν αι... επειδή δεν είμαι σ αν εσ έν α. Ή σ αν εσ έν α», πρόσ θεσ ε κοιτών τας τον Ρίλ εϊ, που έδειχ ν ε ν α διασ κεδάζει. «Εσ είς έχ ετε τα ωραία σ ας σ πιτάκια και την ασ φάλ ειά σ ας και τους λ ογ αριασ μούς ηλ εκτρικού ρεύματος με το όν ομά σ ας επάν ω». «Τους λ ογ αριασ μούς ηλ εκτρικού ρεύματος;» απόρησ ε ο Μάν σ τερ. «Κι έχ ετε και τους ωραίους σ ας φίλ ους και τις
φίλ ες σ ας και βγ αίν ετε έξω γ ια φαγ ητό και επικοιν ων είτε ο έν ας με τον άλ λ ο και... και μπορείτε έτσ ι ν α αποδείξετε πού βρισ κόσ ασ ταν κάθε σ τιγ μή, κι έχ ετε και δουλ ειά και μισ θό και διακοπές μετ’ αποδοχ ών ». «Μα τι σ τα κομμάτια λ ες;» «Δ εν είμασ τε όλ οι σ αν εσ άς. Δ εν διαβάζεις εφημερίδες; Μερικοί από εμάς παλ εύουν πάρα πολ ύ γ ια ν α βγ άλ ουν τη μέρα τους». «Θα πάψ εις επιτέλ ους;» είπε ο Μάν σ τερ. «Δ εν με εν διαφέρουν όλ α αυτά. Και δεν ν ομίζω ότι μου έδωσ ες κάποια πεισ τική απάν τησ η. Έχ εις κάποια μόν ιμη διεύθυν σ η;» «Βλ έπεις, αυτό ακριβώς σ ου έλ εγ α κι εγ ώ. Οι άν θρωποι σ αν εσ έν α έχ ουν πάν τοτε μια μόν ιμη διεύθυν σ η». Ο Χαν τ σ χ εδίασ ε σ τον αέρα με το δάχ τυλ ό του ν οερά εισ αγ ωγ ικά σ αν ν α ήθελ ε ν α κλ είσ ει μέσ α σ ε αυτά τη λ έξη «διεύθυν σ η». «Εν τάξει. Ας το κάν ουμε απλ ό. Πού κοιμήθηκες χ τες το βράδυ;» «Χτες το βράδυ;» είπε σ κεπτικά ο Χαν τ. «Δ εν ξέρω. Μέν ω με διαφορετικούς αν θρώπους κάθε φορά, με φίλ ους. Ψάχ ν ω γ ια κάτι μόν ιμο». «Όπως ψ άχ ν εις και γ ια μόν ιμη δουλ ειά;» είπε ειρων ικά ο Μάν σ τερ. «Ναι, όπως ψ άχ ν ω και γ ια μόν ιμη δουλ ειά».
«Κάτι ακόμη», πρόσ θεσ ε ο Μάν σ τερ. «Και αυτό είν αι εν τελ ώς τυπικό, μόν ο και μόν ο γ ια ν α μπορεί ν α το καταγ ράψ ει σ το σ ημειωματάριό του ο σ υν άδελ φός μου». «Τι πράγ μα;» «Δ εν ήσ ουν σ ε καμία περίπτωσ η εσ ύ αυτός που έκλ εψ ε τα ασ ημικά από τον αριθμό 63 της Μαργ κάρετιν γ κ Στριτ;» «Όχ ι, δεν ήμουν εγ ώ». «Εν τάξει», είπε ο Μάν σ τερ. «Τελ ειώσ αμε λ οιπόν ;» ρώτησ ε ο Χαν τ. «Όχ ι, δεν τελ ειώσ αμε. Αρκετά το αν έχ τηκα όλ ο αυτό. Θα έρθεις μαζί μας». «Για ποιο λ όγ ο;» «Ε λ οιπόν , γ ια ν ’ αρχ ίσ ουμε, παραδέχ τηκες ήδη πως αγ όρασ ες και μετά πούλ ησ ες κλ εμμέν α αν τικείμεν α». «Δ εν γ ν ώριζα ότι ήταν κλ εμμέν α». «Κάτι το οποίο δεν σ ε απαλ λ άσ σ ει από την πράξη σ ου». «Σας είπα όλ α όσ α ήξερα». Ο τόν ος της φων ής του Χαν τ υψ ώθηκε από αγ αν άκτησ η. «Αν χ ρειασ τείτε κάποια άλ λ η πλ ηροφορία, ελ άτε ν α με βρείτε». «Μόν ο που μόλ ις αποδείχ τηκε ότι δεν έχ εις μόν ιμη διεύθυν σ η και ότι έχ ασ ες το κιν ητό σ ου
τηλ έφων ο». «Απλ ώς δώσ ε μου εσ ύ την κάρτα σ ου», είπε ο Χαν τ. «Θα επικοιν ων ήσ ω εγ ώ μαζί σ ου». «Θα το έκαν α», είπε ο Μάν σ τερ, «έλ α όμως που έχ ω έν α προαίσ θημα ότι θα ακολ ουθήσ εις κι εσ ύ τα χ ν άρια των φίλ ων σ ου Ντέιβ και Ίαν και ότι θα είν αι κάπως δύσ κολ ο ν α σ ε ξαν αβρούμε. Και τώρα πες μου, θα έρθεις με τη θέλ ησ ή σ ου ή θα χ ρειασ τεί ν α σ ε σ υλ λ άβω;» «Θα έρθω. Δ εν ήμουν σ υν εργ άσ ιμος; Δ εν απάν τησ α σ τις ερωτήσ εις σ ας; Το μόν ο που θέλ ω είν αι ν α τελ ειώσ ω το ποτό μου. Και μετά ν α πάω σ την τουαλ έτα». «Θα έρθουμε μαζί σ ου». «Μπορώ ν α πάω και αργ ότερα», είπε ο Χαν τ. Ρούφηξε αργ ά το ποτό του. «Δ εν σ ας αρέσ ει ν α κάθεσ τε έξω; Κάν ει πολ λ ή ζέσ τη, σ ωσ τά; Μπορούμε ν α καθόμασ τε έξω, σ το πεζοδρόμιο, και ν α πίν ουμε. Είν αι σ αν ν α βρισ κόμασ τε σ την παραλ ία». «Με ν εκροκεφαλ ές από πάν ω μας», είπε ο Ρίλ εϊ. Ο Χαν τ σ ήκωσ ε το κεφάλ ι του σ την πρόσ οψ η της παμπ. «Δ εν μου αρέσ ουν οι ν εκροκεφαλ ές. Είν αι καταθλ ιπτικές».
7 «Και όχ ι ν αρκωτικά», είπε η Ολ ίβια. «Ασ φαλ ώς όχ ι». «Μαμά», είπε η Χλ όη. «Ούτε αλ κοόλ . Είπες σ ε όλ ους πως δεν επιτρέπεται το αλ κοόλ ; Αν κάποιος φέρει ποτά με αλ κοόλ , θα κατασ χ εθούν και μπορούν μετά ν α έρθουν ν α τα πάρουν οι γ ον είς τους». «Μου το έχ εις πει αυτό περίπου έν α εκατομμύριο φορές». «Έχ εις κατάλ ογ ο με τα ον όματα αυτών που περιμέν εις;» ρώτησ ε η Ολ ίβια. «Δ ώσ ε τον σ το φίλ ο της Φρίν τα ώσ τε ν α μπορεί ν α ελ έγ χ ει ποιοι μπαίν ουν ». «Δ εν έχ ω κατάλ ογ ο». «Και τότε πώς ξέρεις ποιοι θα έρθουν ;» «Δ εν πάει έτσ ι, μαμά», ξέσ πασ ε η Χλ όη. «Για όν ομα του Θεού». «Αλ λ ά πρέπει ν α ξέρεις πόσ α άτομα θα έρθουν ». Ακολ ούθησ ε μια μικρή παύσ η. «Λοιπόν ;» «Ξέρω περίπου». «Λοιπόν , περίπου πόσ α; Δ έκα; Πεν ήν τα; Χίλ ια;» «Τα έχ ουμε σ υζητήσ ει όλ α αυτά. Τα έχ ουμε
σ υζητήσ ει περίπου έν α εκατομμύριο φορές». «Δ εν είν αι ασ τείο, Χλ όη. Άκουσ ες γ ια εκείν ο το εφηβικό πάρτι σ τη Χαρτ Στριτ, πέρσ ι. Ο πατέρας προσ πάθησ ε ν α τα βγ άλ ει πέρα με μερικούς απρόσ κλ ητους, και κάποιος έβγ αλ ε μαχ αίρι. Έχ ασ ε έν α ν εφρό, Χλ όη». «Τι είν αι τώρα όλ α αυτά; Είπες ότι με άφην ες ν α κάν ω αυτό το πάρτι. Αν άλ λ αξες γ ν ώμη, απλ ώς πες το και θα το ακυρώσ ουμε. Έτσ ι θα είσ αι ευχ αρισ τημέν η». «Θέλ ω ν α κάν εις το πάρτι σ ου», είπε η Ολ ίβια. «Είν αι τα γ εν έθλ ιά σ ου. Αλ λ ά θέλ ω και ν α το απολ αύσ εις. Και δεν πρόκειται ν α το απολ αύσ εις αν αρχ ίσ ουν ν α κάν ουν εμετό από το ποτό και ν α τσ ακών ον ται και ν α γ ίν ον ται βαν δαλ ισ μοί σ το σ πίτι». «Δ εν πρόκειται ν α γ ίν ουν τέτοια πράγ ματα». «Και όχ ι σ εξ». «Μαμά!» «Τι;» «Με κάν εις ν α ν ιώθω πολ ύ άβολ α». Η Ολ ίβια άπλ ωσ ε το χ έρι της και άγ γ ιξε τη Χλ όη σ το μάγ ουλ ο. «Πάν τως δείχ ν εις πολ ύ όμορφη». Η Χλ όη κοκκίν ισ ε και ψ έλ λ ισ ε κάτι. Η Ολ ίβια κοίταξε γ ύρω της.
«Υ πάρχ ουν μπισ κότα και ξηροί καρποί και πολ λ ά κουτιά με χ υμό», είπε. «Αυτό που προσ παθώ ν α σ ε κάν ω ν α καταλ άβεις, Χλ όη, είν αι ότι όλ οι θα περάσ ετε πολ ύ καλ ύτερα αν δεν μεθύσ ετε και πέσ ετε κάτω. Μπορείτε ν α σ υζητήσ ετε μεταξύ σ ας και... ν α χ ορέψ ετε και... τέτοια πράγ ματα...» «Επιτέλ ους, μαμά...» «Αλ λ ά καν είς δεν διασ κεδάζει πραγ ματικά όταν είν αι μεθυσ μέν ος και παραπατάει και κάν ει εμετό. Έτσ ι δεν περν άς καλ ά. Θέλ ω ν α πω... Φρίν τα, πάρε κι εσ ύ θέσ η σ ε αυτό. Γίν ομαι σ πασ τική ή έχ ω δίκιο;» Η Φρίν τα σ τεκόταν δίπλ α σ το παράθυρο και κοιτούσ ε έξω σ τον κήπο. Κατά μήκος του χ αλ ικόσ τρωτου μον οπατιού υπήρχ αν γ υάλ ιν α κυπελ λ άκια με κεριά που δεν τα είχ αν ακόμη αν άψ ει. Στράφηκε από την άλ λ η πλ ευρά. Ακριβώς τότε ακούσ τηκε το κουδούν ι της πόρτας. «Ω Θεέ μου!» είπε η Ολ ίβια. «Κιόλ ας;» «Θα πάω εγ ώ ν ’ αν οίξω», είπε η Φρίν τα. Άν οιξε την μπροσ τιν ή πόρτα. «Γιόζεφ! Ήρθες ακριβώς σ την ώρα σ ου!» Ο Γιόζεφ δεν ήταν μόν ος του. Δ ίπλ α του σ τεκόταν έν ας άλ λ ος άν τρας, που ήταν ακόμη πιο ψ ηλ ός και γ εροδεμέν ος. Φορούσ ε τζιν παν τελ όν ι
και δερμάτιν ο τζάκετ. Είχ ε μακριά κατσ αρά μαλ λ ιά, δεμέν α πίσ ω σ ε αλ ογ οουρά. «Αυτός είν αι ο Στέφαν », είπε ο Γιόζεφ. «Είν αι από τη Ρωσ ία αλ λ ά θα περάσ ει καλ ά μαζί μας». Ο Στέφαν χ αιρέτησ ε τη Φρίν τα με μια χ ειραψ ία κι έπειτα χ αμήλ ωσ ε το βλ έμμα και σ τα χ είλ η του σ χ ηματίσ τηκε αργ ά έν α χ αμόγ ελ ο. «Εσ ύ λ οιπόν είσ αι η Φρίν τα; Έχ ω ακούσ ει πολ λ ά γ ια σ έν α. Σε λ ίγ ο θα έχ εις μια πολ ύ όμορφη μπαν ιέρα. Είν αι φτιαγ μέν η από σ ίδερο, όπως σ τις παλ ιές ταιν ίες». «Ναι, κι εγ ώ έχ ω ακούσ ει γ ια σ έν α», είπε η Φρίν τα. «Βοήθησ ες τον Γιόζεφ ν α βγ άλ ει την ωραία παλ ιά μου μπαν ιέρα». «Δ εν ήταν καλ ή μπαν ιέρα», είπε ο Στέφαν . «Φτην ιάρικο σ κουπίδι. Έσ παγ ε έτσ ι...» –κροτάλ ισ ε τα δάχ τυλ ά του– «όταν τη βγ άζαμε». «Καλ ά λ οιπόν , σ ας ευχ αρισ τώ και τους δύο γ ι’ αυτό που κάν ατε. Αν και αν ησ υχ ώ λ ίγ ο, γ ιατί από τότε το λ ουτρό μου εξακολ ουθεί ν α μην έχ ει μπαν ιέρα». Ο Γιόζεφ πήρε μια αν ήσ υχ η έκφρασ η. «Ναι, Φρίν τα. Πρέπει ν α μιλ ήσ ουμε. Υ πάρχ ει έν α μικρό πρόβλ ημα». «Τι είδους πρόβλ ημα;» Ο Γιόζεφ σ ήκωσ ε αμήχ αν α τους ώμους.
«Κι άλ λ ο πρόβλ ημα με τους σ ωλ ήν ες. Αλ λ ά θα πούμε αργ ότερα γ ι’ αυτό. Βρήκα τη λ ύσ η». «Ξέρεις, αν αγ κάσ τηκα ν α κάν ω ν τους εδώ», είπε η Φρίν τα. «Την ώρα που έκαν αν τις προετοιμασ ίες γ ια το πάρτι. Κουβαλ ώ μια πετσ έτα μαζί μου όπου πηγ αίν ω». Πίεσ ε τον εαυτό της ν α σ ταματήσ ει. «Αλ λ ά είν αι πολ ύ ευγ εν ικό από μέρους σ ας που το κάν ετε αυτό. Περάσ τε μέσ α. Να σ ας φέρω κάτι ν α πιείτε;» «Τώρα θα πιούμε χ υμό». Ο Γιόζεφ χ τύπησ ε ελ αφρά την τσ έπη του παν ωφοριού του. Προφαν ώς υπήρχ ε κάποιο μπουκάλ ι εκεί μέσ α. «Στο τέλ ος της βραδιάς, μπορούμε ν α το γ ιορτάσ ουμε μαζί». Η Ολ ίβια έδωσ ε σ τον Γιόζεφ και τον Στέφαν μια σ ειρά από πολ λ ές και διάφορες οδηγ ίες, τις οποίες σ υν εχ ώς αν απροσ άρμοζε και εμπλ ούτιζε. Στο μεταξύ το κουδούν ι της πόρτας χ τυπούσ ε ασ ταμάτητα και ν εαρά αγ όρια και κορίτσ ια άρχ ισ αν ν α σ υρρέουν . Η Φρίν τα είχ ε σ ταθεί σ ε μια άκρη και παρακολ ουθούσ ε τη σ κην ή σ αν ν α ήταν έν α θεατρικό έργ ο ή σ αν ν α είχ ε μπροσ τά της μια εξωτική φυλ ή. Ξαφν ικά αν τίκρισ ε έν α πρόσ ωπο που της ήταν γ ν ώριμο. «Τζακ! Τι κάν εις εδώ;» Η Φρίν τα ηταν η επόπτρια του Τζακ, που
ξεκιν ούσ ε τη σ ταδιοδρομία του ως ψ υχ οθεραπευτής, και τον γ ν ώριζε πολ ύ καλ ά, όμως ξαφν ιάσ τηκε που τον είδε σ ’ εκείν ο το περιβάλ λ ον και κάτω από αυτές τις σ υν θήκες. Αλ λ ά κι εκείν ος έδειχ ν ε ν α έχ ει ξαφν ιασ τεί και το πρόσ ωπό του πήρε το βαθύ κόκκιν ο χ ρώμα της αμηχ αν ίας. Ακόμη και γ ια τα δικά του δεδομέν α, ήταν ν τυμέν ος με παράξεν α και αταίριασ τα ρούχ α – μια αθλ ητική μπλ ούζα με ροζ και πράσ ιν ες ρίγ ες κάτω από έν α παλ ιό, σ κοροφαγ ωμέν ο σ ακάκι, και φαρδύ καφέ παν τελ όν ι. «Με κάλ εσ ε η Χλ όη», εξήγ ησ ε. «Σκέφτηκα ότι ίσ ως ν α είχ ε πλ άκα. Δ εν περίμεν α ν α σ ε δω εδώ». «Μόλ ις έφευγ α». «Και αυτός που βλ έπω εκεί είν αι ο Γιόζεφ;» «Είν αι ο πορτιέρης μας γ ια απόψ ε». Δ εν πέρασ αν δύο λ επτά και πρόσ εξε τον Γιόζεφ ν α την κοιτά επάν ω από τον ώμο της Ολ ίβια, μ’ έν α αδύν αμο χ αμόγ ελ ο σ αν ν α την εκλ ιπαρούσ ε γ ια βοήθεια. Η Φρίν τα προχ ώρησ ε προς τα εκεί και άγ γ ιξε την Ολ ίβια σ το μπράτσ ο. «Πάμε λ οιπόν κι εμείς γ ια το δείπν ο μας». «Πρέπει μόν ο ν α ελ έγ ξω λ ίγ α πράγ ματα προτού φύγ ουμε». «Όχ ι, δεν έχ εις ν α ελ έγ ξεις τίποτα». Η Φρίν τα οδήγ ησ ε την Ολ ίβια, που
εξακολ ουθούσ ε ν α διαμαρτύρεται, σ το χ ολ του σ πιτιού, της φόρεσ ε το παν ωφόρι της και την έσ πρωξε έξω από την μπροσ τιν ή πόρτα. Την ώρα που κατέβαιν αν τα σ καλ οπάτια της εισ όδου, η Ολ ίβια κοίταξε γ ύρω της αγ χ ωμέν η. «Δ εν μπορώ ν α απαλ λ αγ ώ από την αίσ θησ η πως αφήν ω μέσ α σ το σ πίτι μου ακριβώς εκείν α τα άτομα που θα έπρεπε ν α κλ ειδώσ ω απέξω».
«Όχ ι», είπε η Ολ ίβια σ το σ ερβιτόρο. «Δ εν χ ρειάζεται ν α το δοκιμάσ ω. Απλ ώς γ έμισ έ μου το ποτήρι μέχ ρι επάν ω. Ευχ αρισ τούμε, και άφησ ε το μπουκάλ ι». Σήκωσ ε το ποτήρι της. «Στην υγ ειά μας». Κατέβασ ε μια μεγ άλ η γ ουλ ιά. «Θεέ μου, το χ ρειαζόμουν αυτό. Τους είδες πώς αγ καλ ιάζον ταν μεταξύ τους μόλ ις κατέφθαν αν ; Θα έλ εγ ες ότι είχ αν μόλ ις επισ τρέψ ει από το γ ύρο του κόσ μου. Και μόλ ις τελ είων αν με τα αγ καλ ιάσ ματα και τις σ τριγ κλ ιές, έπιαν αν όλ οι τα κιν ητά τους τηλ έφων α. Είν αι σ ε πάρτι, κι όμως γ ια κάποιον αν εξήγ ητο λ όγ ο ν ιώθουν την αν άγ κη ν α μιλ ήσ ουν με αν θρώπους που δεν είν αι σ το πάρτι ή που είν αι σ το δρόμο γ ια ν α έρθουν σ το πάρτι, ή ίσ ως πάλ ι και να ελ έγξουν μήπως υπάρχει κάποιο καλ ύτερο πάρτι κάπου αλ λ ού». Ήπιε άλ λ η μια μεγάλ η γουλ ιά. «Το πιο πιθανό είναι πως
σ τέλ ν ουν μια αν οιχ τή πρόσ κλ ησ η σ ε ολ όκλ ηρη τη ν εολ αία του ν ότιου Λον δίν ου, ν α καταπλ εύσ ουν σ το σ πίτι μας». Κοίταξε τη Φρίν τα. «Σε αυτό το σ ημείο υποτίθεται πως πρέπει ν α πεις: “Όχ ι, όχ ι, όλ α θα πάν ε καλ ά”». «Όλ α θα πάν ε καλ ά», είπε η Φρίν τα. Η Ολ ίβια έγ ν εψ ε σ το σ ερβιτόρο. «Γιατί ν α μην παραγ γ είλ ουμε απλ ώς πολ λ ά πιάτα με διάφορα ορεκτικά;» πρότειν ε σ τη Φρίν τα. «Και μετά μπορούμε ν α τσ ιμπολ ογ άμε». «Δ ιάλ εξε εσ ύ». Η Ολ ίβια παρήγ γ ειλ ε πιάτα αρκετά γ ια τρεις ή τέσ σ ερις καλ οφαγ άδες και άλ λ ο έν α μπουκάλ ι κρασ ί. «Στην πραγ ματικότητα, είμαι μεγ άλ η υποκρίτρια», είπε η Ολ ίβια μόλ ις έφυγ ε ο σ ερβιτόρος. «Η αλ ηθιν ή μου αν ησ υχ ία γ ι’ αυτό το πάρτι είν αι μήπως η Χλ όη κάν ει έσ τω και τα μισ ά από αυτά που έκαν α εγ ώ όταν ήμουν σ την ηλ ικία της ή και μικρότερη ακόμη. Η Χλ όη είν αι δεκαεφτά ετών . Όσ ο σ κέφτομαι τα πάρτι όπου πήγ αιν α εγ ώ σ τα δεκαπέν τε, ακόμη και σ τα δεκατέσ σ ερά μου... Όλ α όσ α γ ίν ον ταν εκεί ήταν παράν ομα. Πολ λ οί θα μπορούσ αν ν α είχ αν πάει σ τη φυλ ακή. Είμαι σ ίγ ουρη ότι το ίδιο έχ ει σ υμβεί και μ’ εσ έν α. Ο Ντέιβιν τ μου έχ ει πει λ ίγ α πράγ ματα».
Η έκφρασ η της Φρίν τα έγ ιν ε άκαμπτη. Ήπιε μια μικρή γ ουλ ιά από το κρασ ί της αλ λ ά δεν μίλ ησ ε. «Και μόν ο που σ κέφτομαι κάποια από τα πράγ ματα που έκαν α εγ ώ...» σ υν έχ ισ ε η Ολ ίβια. «Αλ λ ά τουλ άχ ισ τον τότε εμέν α δεν με τραβούσ αν κάποιοι με τα κιν ητά τους τηλ έφων α γ ια ν α αν εβάσ ουν μετά τις φωτογ ραφίες σ το διαδίκτυο. Αυτή είν αι η διαφορά. Όταν ήμασ ταν εμείς έφηβες, μπορεί ν α κάν αμε διάφορα πράγ ματα, όμως αυτά πέρασ αν , τελ είωσ αν , έγ ιν αν παρελ θόν . Τώρα όμως τα τραβούν ταιν ία και τα σ τέλ ν ουν από το έν α κιν ητό σ το άλ λ ο ή τα αν εβάζουν σ το Facebook. Οι άν θρωποι δεν σ υν ειδητοποιούν ότι τώρα πια οι πράξεις τους θα τους ακολ ουθούν γ ια πάν τα. Δ εν ήταν έτσ ι τότε μ’ εμάς». «Αυτό δεν ισ χ ύει», είπε η Φρίν τα. «Υ πήρχ αν άν θρωποι που πλ ηγ ών ον ταν . Υ πήρχ αν κοπέλ ες που έμεν αν έγ κυες». «Για μέν α δεν υπήρχ ε πιθαν ότητα ν α μείν ω έγ κυος», είπε η Ολ ίβια. «Η μητέρα μου με έβαλ ε ν α παίρν ω το χ άπι σ χ εδόν από τη σ τιγ μή που έμαθα ν α περπατώ. Δ εν λ έω πως ήμουν έν α κορίτσ ι εν τελ ώς άγ ριο, λ έω μόν ο ότι... Όταν σ κέφτομαι κάποιες αποφάσ εις που είχ α πάρει τότε, ε λ οιπόν , θέλ ω ν α δω τη Χλ όη ν α κάν ει καλ ύτερες επιλ ογ ές από τις δικές μου». Γέμισ ε άλ λ η μια φορά ξέχ ειλ ο
το ποτήρι της με κρασ ί. Η Φρίν τα κράτησ ε το χ έρι επάν ω από το δικό της ποτήρι. «Αλ λ ά, από μερικές απόψ εις, ν ομίζω πως η Χλ όη είν αι πιο ώριμη απ’ όσ ο ήμουν εγ ώ σ την ηλ ικία της. Καλ ά, ξέρω τι θα πεις τώρα». Σταμάτησ ε. «Τι θα πω, λ οιπόν ;» «Θα πεις ότι αν ήμουν λ ιγ ότερο ώριμη από τη Χλ όη, τότε σ ίγ ουρα θα ήμουν αν εκδιήγ ητη, γ ια γ έλ ια και γ ια κλ άματα». «Δ εν θα έλ εγ α αυτό», είπε η Φρίν τα. «Τότε, λ οιπόν , τι θα έλ εγ ες;» «Θα έλ εγ α ότι ήταν πολ ύ καλ ό αυτό που είπες εσ ύ γ ια την κόρη σ ου». «Θα δούμε», ξεφύσ ηξε η Ολ ίβια. «Στο μεταξύ, το σ πίτι μάλ λ ον διαλ ύεται εις τα εξ ων σ υν ετέθη». «Είμαι σ ίγ ουρη πως δεν υπάρχ ει λ όγ ος ν α αν ησ υχ είς». «Δ εν ξέρω σ ε τι είδους πάρτι πήγ αιν ες εσ ύ», είπε πάλ ι η Ολ ίβια. «Εγ ώ θυμάμαι τώρα έν α που είχ α πάει κάποτε... Ήμουν επάν ω, σ την κρεβατοκάμαρα των γ ον ιών , με τον Νικ Γέιτς. Τη σ τιγ μή που εμείς τελ ειών αμε τη δεύτερη φορά, τα παιδιά κάτω είχ αν κουβαλ ήσ ει έξω σ τον κήπο το πιάν ο και έπαιζαν . Έπειτα το ξέχ ασ αν εν τελ ώς και ύσ τερα από λ ίγ ο άρχ ισ ε ν α βρέχ ει. Θεέ μου. Ο Νικ Γέιτς». Το
πρόσ ωπο της Ολ ίβια πήρε γ ια λ ίγ ο μια απόμακρη έκφρασ η. Τότε όμως ήρθε το φαγ ητό. «Με σ υγ χ ωρείς». Η Ολ ίβια γ έμισ ε το πιάτο της από τα πολ λ ά διαφορετικά πιάτα με τα ορεκτικά. «Δ οκίμασ ε αυτή τη γ αρίδα. Είν αι το κάτι άλ λ ο. Μιλ ούσ α τόσ η ώρα μόν ο εγ ώ, γ ια τον εαυτό μου και γ ια τα προβλ ήματά μου και γ ια το άσ ωτο παρελ θόν μου. Δ εν σ ε ρώτησ α καν πώς ν ιώθεις. Ξέρω ότι ήταν τρομερά αυτά που πέρασ ες. Πώς αισ θάν εσ αι τώρα; Πον άς ακόμη;» «Δ εν είμαι και τόσ ο άσ χ ημα». «Κάν εις ακόμη θεραπεία;» «Μόν ο μερικά τσ εκάπ», είπε η Φρίν τα. «Από καιρό σ ε καιρό». «Ήταν το πιο φριχ τό, φριχ τό πράγ μα», σ υν έχ ισ ε η Ολ ίβια. «Στην αρχ ή ν όμισ α πως θα σ ε χ άν αμε. Ξέρεις, πριν από δύο βράδια είδα έν αν εφιάλ τη πάλ ι γ ια όλ α εκείν α. Ξύπν ησ α και έκλ αιγ α. Έκλ αιγ α σ την κυριολ εξία». «Νομίζω ότι ήταν χ ειρότερο γ ια τους άλ λ ους γ ύρω μου απ’ ό,τι ήταν γ ια μέν α». «Θα πήγ αιν α σ τοίχ ημα πως αυτό δεν μπορεί ν α ισ χ ύει», είπε η Ολ ίβια. «Λέν ε όμως ότι όταν σ ου σ υμβαίν ουν πράγ ματα που είν αι σ τ’ αλ ήθεια φριχ τά, τότε παύεις ν α τα αισ θάν εσ αι σ αν πραγ ματικά και τα ν ιώθεις πια σ αν κάτι που
σ υμβαίν ει σ ε κάποιον άλ λ ο». «Όχ ι», είπε σ ιγ αν ά η Φρίν τα. «Το έν ιωθα σ αν κάτι που σ υν έβαιν ε σ ’ εμέν α». Στο δρόμο της επισ τροφής σ το σ πίτι, το βήμα της Ολ ίβια ήταν κάπως ασ ταθές και η Φρίν τα την έπιασ ε από το μπράτσ ο. «Προσ παθώ ν α δω αν υπάρχ ει καπν ός», είπε η Ολ ίβια. «Βλ έπεις εσ ύ καπν ό;» «Μα τι λ ες;» «Αν το σ πίτι είχ ε πιάσ ει φωτιά», είπε η Ολ ίβια, «θα είχ αμε δει τον καπν ό ήδη από εδώ, έτσ ι δεν είν αι; Θα τον βλ έπαμε επάν ω από τα σ πίτια. Και θα υπήρχ αν πυροσ βεσ τικά οχ ήματα και σ ειρήν ες». Τη σ τιγ μή που έσ τριβαν τη γ ων ία γ ια το σ πίτι της Ολ ίβια, είδαν την μπροσ τιν ή πόρτα αν οιχ τή και ν εαρούς ν α τριγ υρν ούν απέξω. Ακουγ όταν έν ας δυν ατός ηλ εκτρον ικός ρυθμός, μια χ αμηλ ή δόν ησ η. Υ πήρχ αν και φωτορυθμικά που αν αβόσ βην αν . Μόλ ις πλ ησ ίασ αν , η Φρίν τα είδε στα σκαλ οπάτια της πόρτας μια μικρή ομάδα από άτομα που κάπνιζαν. Ένας τους σήκωσε το βλ έμμα του, κοίταξε τη Φρίντα και χ αμογ έλ ασ ε. «Η Φρίν τα είσ αι, έτσ ι;» «Ναι, και αν δεν κάν ω λ άθος εσ ύ είσ αι ο Στέφαν ,
σ ωσ τά;» «Ναι», αποκρίθηκε εύθυμα εκείν ος σ αν η ιδέα ν α τον διασ κέδαζε. «Φρίν τα, θέλ εις έν α τσ ιγ άρο;» Η Ολ ίβια άφησ ε ν α της ξεφύγ ει μια σ υγ κεχ υμέν η κραυγ ή, άν οιξε δρόμο σ τα σ καλ οπάτια αν άμεσ α από το μικρό πλ ήθος και όρμησ ε τρέχ ον τας μέσ α σ το σ πίτι. «Όχ ι, ευχ αρισ τώ», απάν τησ ε η Φρίν τα. «Πώς πήγ ε;» Ο Στέφαν σ ήκωσ ε τους ώμους. «Όλ α καλ ά», είπε. «Ήταν ήσ υχ ο πάρτι». Έν α από τα αγ όρια που κάθον ταν δίπλ α του γ έλ ασ ε. «Ήταν καταπλ ηκτικοί. Και αυτός και ο Γιόζεφ». «Δ ηλ αδή, με ποιον τρόπο καταπλ ηκτικοί;» ρώτησ ε η Φρίν τα εν ώ καθόταν κι εκείν η σ τα σ καλ οπάτια δίπλ α σ το αγ όρι. «Όταν ήρθε εκείν η η σ υμμορία από παιδιά. Η Χλ όη δεν τους γ ν ώριζε. Άρχ ισ αν ν α σ πρώχ ν ουν τον κόσ μο. Αλ λ ά ο Γιόζεφ και ο Στέφαν τους έκαν αν ν α φύγ ουν ». Η Φρίν τα κοίταξε γ ρήγ ορα τον Στέφαν , ο οποίος εκείν η τη σ τιγ μή άν αβε έν α καιν ούριο τσ ιγ άρο από την κάφτρα του προηγ ούμεν ου. «Τους κάν ατε ν α φύγ ουν ;» «Δ εν ήταν και τίποτα σ πουδαίο».
«Ήταν πολ ύ σ πουδαίο», είπε έν α άλ λ ο αγ όρι. «Ήταν πάρα πολ ύ σ πουδαίο». Και τα αγ όρια άρχ ισ αν ν α γ ελ ούν κι έν α από αυτά είπε σ τον Στέφαν κάτι σ ε μια γ λ ώσ σ α που η Φρίν τα δεν μπόρεσ ε ν α αν αγ ν ωρίσ ει. Ο Στέφαν του απάν τησ ε και μετά κοίταξε τη Φρίν τα. «Μαθαίν ει ρώσ ικα σ το σ χ ολ είο του, αλ λ ά δεν τους μαθαίν ουν τίποτα», είπε. «Τώρα τον διδάσ κω εγ ώ». «Πού είν αι ο Γιόζεφ;» «Είν αι μέσ α με έν αν ν εαρό», αποκρίθηκε ο Στέφαν . «Έν ας ν εαρός δεν είν αι καλ ά». «Τι εν ν οείς όταν λ ες πως δεν είν αι καλ ά; Πού είν αι;» «Στο επάν ω λ ουτρό», είπε ο Στέφαν . «Αρρώσ τησ ε. Ήταν χ άλ ια». Η Φρίν τα έτρεξε μέσ α σ το σ πίτι. Το δάπεδο του χ ολ κολ λ ούσ ε κάτω από τα πόδια της και υπήρχ ε διάχ υτη μια οσ μή από καπν ό και μπίρα. Άν οιξε δρόμο μέσ α από μια παρέα κοριτσ ιών . Μία ακόμη ομάδα εφήβων σ τεκόταν έξω από την κλ εισ τή πόρτα του λ ουτρού. «Εκεί μέσ α είν αι το αγ όρι;» Η Φρίν τα απηύθυν ε την ερώτησ ή της σ ε όλ ους γ εν ικά. Ξαφν ικά όμως εμφαν ίσ τηκε η Χλ όη. Ήταν φαν ερό ότι είχ ε κλ άψ ει. Η μάσ καρα έτρεχ ε σ το πρόσ ωπό της. Πίσ ω της
σ τριφογ υρν ούσ ε ο Τζακ, με τα μαλ λ ιά του κολ λ ημέν α προς τα επάν ω σ ε καρφάκια και το πρόσ ωπό του γ εμάτο κόκκιν ες παν άδες. «Δ εν μπορούσ αν ν α τον ξυπν ήσ ουν », της είπε. Η Φρίν τα προσ πάθησ ε ν ’ αν οίξει την πόρτα. Ήταν κλ ειδωμέν η. Χτύπησ ε. «Γιόζεφ, εγ ώ είμαι. Άφησ έ με ν α μπω». Ακούσ τηκε το κλ ειδί ν α γ υρν ά και η πόρτα άν οιξε. Ο Γιόζεφ ήταν μαζί με έν α ν εαρό αγ όρι που έγ ερν ε επάν ω από την τουαλ έτα. Στράφηκε και την κοίταξε με έν α απολ ογ ητικό χ αμόγ ελ ο. «Ήταν σ χ εδόν έτσ ι ήδη από τη σ τιγ μή που ήρθε», είπε. «Αν τιδρά;» ρώτησ ε η Φρίν τα. Ο Γιόζεφ έδειξε μπερδεμέν ος. «Θέλ ω ν α πω», ξαν αρώτησ ε εκείν η, «μπορεί ν α μιλ ήσ ει; Μπορεί ν α σ ε δει;» «Ναι, ν αι. Όλ α εν τάξει. Μόν ο το σ τομάχ ι του. Το σ τομάχ ι είν αι χ άλ ια. Όπως γ ίν εται σ υχ ν ά με τους εφήβους». Η Φρίν τα σ τράφηκε σ τη Χλ όη, που βρισ κόταν πίσ ω της. «Είν αι καλ ά», της είπε. Η Χλ όη κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι. «Όχ ι», είπε. «Ο Τεν τ δεν είν αι καλ ά. Η μητέρα του πέθαν ε. Δ ολ οφον ήθηκε». Θα σου πω τι σκέφτηκα· ας πάμε μαζί κάπου αυτό
το καλ οκαίρι – κάπου όπου καν είς από τους δυο μας ν α μην έχ ει ξ αν απάει. Αν και δεν μπορώ ν α σε φαν ταστώ σε καν έν α άλ λ ο μέρος εκτός από το Λον δίν ο. Αυτός είν αι ο τόπος στον οποίο σε γ ν ώρισα και το μον αδικό μέρος όπου μπορώ ν α σε φαν ταστώ. Πες μου αλ ήθεια, πας ποτέ σου πουθεν ά αλ λ ού; Το μακριν ότερο μέρος στο οποίο σε έχ ω δει είν αι το Χίθροου, κι αυτό θα πρέπει ν α αν τιπροσωπεύει τη δική σου ιδέα γ ια μια κόλ αση φτιαγ μέν η από αν θρώπιν α χ έρια. Μισείς τα αεροπλ άν α και δεν σου αρέσουν οι παραλ ίες. Μπορούμε όμως ν α πάρουμε το τρέν ο γ ια το Παρίσι ή ν α πάμε ν α κάν ουμε περίπατο στη Σκοτία. Ξέρω, σου αρέσουν οι ν υχ τεριν οί περίπατοι – τι λ ες όμως και γ ια εκείν ο το άλ λ ο είδος περιπάτων , όπου κρατάς στα χ έρια σου έν α χ άρτη και κάν εις και πικν ίκ; Σε ξ έρω, κι όμως υπάρχ ουν τόσα πολ λ ά ακόμη που δεν ξ έρω γ ια σέν α. Αυτά σκεφτόμουν . Αλ λ ά τώρα έχ ουμε όλ ο το χ ρόν ο μπροστά μας γ ια ν α αν ακαλ ύψ ουμε πράγ ματα ο έν ας γ ια τον άλ λ ο – έτσι δεν είν αι, Φρίν τα; Μην αργ ήσεις ν α μου τηλ εφων ήσεις. Σάν τι.
8 «Μπορώ ν α έχ ω έν α φλ ιτζάν ι τσ άι;» είπε ο Μπίλ ι Χαν τ. «Θέλ ω έν α φλ ιτζάν ι τσ άι κι έν α δικηγ όρο. Τσ άι με γ άλ α και δύο κουταλ ιές ζάχ αρη κι έν α δικηγ όρο ν α κάθεται δίπλ α μου γ ια κάθε λ επτό που θα με αν ακρίν ετε». Ο Μάν σ τερ σ τράφηκε σ τον Ρίλ εϊ. «Το άκουσ ες;» είπε. Ο Ρίλ εϊ σ ηκώθηκε και βγ ήκε από το αν ακριτικό γ ραφείο. «Κι έν α δικηγ όρο», είπε ο Χαν τ. «Περίμεν ε». Κάθισ αν σ ιωπηλ οί μέχ ρι που επέσ τρεψ ε ο Ρίλ εϊ. Ακούμπησ ε το πλ ασ τικό ποτήρι επάν ω σ το τραπέζι, μπροσ τά από τον Χαν τ, μαζί με δύο φακελ άκια ζάχ αρη και έν α κουταλ άκι. Αργ ά και προσ εκτικά, ο Χαν τ έσ κισ ε τα φακελ άκια, άδειασ ε το περιεχ όμεν ό τους σ το τσ άι και το αν ακάτεψ ε. Άρχ ισ ε ν α ρουφά το τσ άι του. «Κι έν α δικηγ όρο», επαν έλ αβε. Επάν ω σ το τραπέζι ήταν έν α ψ ηφιακό μαγ ν ητόφων ο. Ο Μάν σ τερ έγ ειρε λ ίγ ο προς τα εμπρός γ ια ν α το αν οίξει. Την ώρα που έλ εγ ε
δυν ατά την ημερομην ία και τα ον όματα των αν θρώπων που βρίσ κον ταν σ το δωμάτιο, κοιτούσ ε σ υν εχ ώς το μηχ άν ημα ώσ τε ν α βεβαιωθεί πως το φωτάκι άν αβε. Υ πήρχ ε πάν τοτε η αν ησ υχ ία μήπως δεν λ ειτουργ ούσ ε καν ον ικά. Ολ όκλ ηρες υποθέσ εις είχ αν καταρρεύσ ει εξαιτίας τέτοιων λ επτομερειών . «Σε αν ακρίν ουμε ως ύποπτο γ ια κατοχ ή κλ εμμέν ων αν τικειμέν ων . Οφείλ ω ν α σ ε προειδοποιήσ ω πως δεν είσ αι υποχ ρεωμέν ος ν α πεις τίποτα, αλ λ ά οτιδήποτε πεις μπορεί ν α χ ρησ ιμοποιηθεί ως αποδεικτικό σ τοιχ είο. Επίσ ης, ότι αν παραμείν εις σ ιωπηλ ός, αυτό μπορεί ν α χ ρησ ιμοποιηθεί εν αν τίον σ ου σ το δικασ τήριο». «Είσ αι σ ίγ ουρος;» ρώτησ ε ο Χαν τ. «Ναι, είμαι σ ίγ ουρος», είπε ο Μάν σ τερ. «Και το κάν ω αυτό μάλ λ ον περισ σ ότερο σ υχ ν ά και απ’ όσ ο το κάν εις εσ ύ». Ο Χαν τ έπαιξε ν ευρικά τα δάχ τυλ ά του επάν ω σ το τραπέζι. «Υ ποθέτω ότι δεν μπορώ ν α καπν ίσ ω». «Όχ ι, δεν μπορείς». «Όταν δεν καπν ίζω, δεν μπορώ ν α σ κεφτώ». «Δ εν χ ρειάζεται ν α σ κεφτείς. Το μόν ο που χ ρειάζεται είν αι ν α απαν τήσ εις σ ε μερικές ερωτήσ εις». «Και τι θα γ ίν ει με το δικηγ όρο μου;»
«Ήμουν έτοιμος ν α σ ε εν ημερώσ ω ότι έχ εις δικαίωμα γ ια ν ομική εκπροσ ώπησ η και ότι αν δεν έχ εις δική σ ου μπορούμε ν α σ ου ορίσ ουμε εμείς». «Ασ φαλ ώς και δεν έχ ω αν αθεματισ μέν η ν ομική εκπροσ ώπησ η. Γι’ αυτό λ οιπόν , ν αι, ορίσ τε μου εσ είς. Θέλ ω έν α δικηγ όρο καθισ μέν ο εδώ, δίπλ α μου». «Δ εν πηγ αίν ει πια έτσ ι», είπε ο Μάν σ τερ. «Δ εν υπάρχ ουν χ ρήματα. Αυτό μας λ έν ε σ υν εχ ώς. Μπορούμε ν α σ ου φέρουμε έν α τηλ έφων ο και έν αν τηλ εφων ικό αριθμό». «Αυτό ήταν λ οιπόν ;» Ο Μπίλ ι έδειχ ν ε σ ασ τισ μέν ος. «Ούτε τσ ιγ άρο ούτε δικηγ όρος;» «Μπορείς ν α μιλ ήσ εις τηλ εφων ικά με έν α δικηγ όρο». «Εν τάξει», είπε ο Μπίλ ι. «Φέρτε μου έν α τηλ έφων ο». Πέρασ αν είκοσ ι λ επτά μέχ ρι ν α τελ ειώσ ει ο Μπίλ ι Χαν τ την τηλ εφων ική του σ υν ομιλ ία. Ο Μάν σ τερ και ο Ρίλ εϊ επέσ τρεψ αν σ το δωμάτιο και το μαγ ν ητόφων ο ξαν αμπήκε μπροσ τά. «Λοιπόν », άρχ ισ ε πάλ ι ο Μάν σ τερ. «Μίλ ησ ες με τη δικηγ όρο σ ου». «Η γ ραμμή είχ ε παράσ ιτα», διαμαρτυρήθηκε ο Χαν τ. «Δ εν μπόρεσ α ν α καταλ άβω τα περισ σ ότερα απ’ όσ α μου έλ εγ ε. Κι είχ ε και μια περίεργ η
προφορά. Δ εν ν ομίζω ότι τα αγ γ λ ικά ήταν η μητρική της γ λ ώσ σ α». «Σου έδωσ ε όμως ν ομική σ υμβουλ ή, σ ωσ τά;» «Αυτό το λ έτε εσ είς ν ομική σ υμβουλ ή; Γιατί δεν μπορώ ν α έχ ω έν αν αλ ηθιν ό δικηγ όρο;» «Αν έχ εις κάποιο πρόβλ ημα, σ υζήτησ έ το με το βουλ ευτή της περιοχ ής σ ου. Αλ λ ά με αυτό τον τρόπο λ ειτουργ εί πια το σ ύσ τημα». «Γιατί αυτό το παράθυρο είν αι κλ εισ μέν ο με σ αν ίδες;» «Επειδή κάποιος του πέταξε έν α τούβλ ο». «Και δεν μπορείτε ν α το φτιάξετε;» «Δ εν ν ομίζω πως αυτό είν αι δικό σ ου πρόβλ ημα». «Και το δωμάτιο μπροσ τά είν αι σ αν γ ιαπί. Έρχ εται και η σ ειρά σ ου», είπε κοιτών τας γ ύρω του. «Πολ ύ σ ύν τομα θα ψ άχ ν εις κι εσ ύ γ ια μια αλ ηθιν ή δουλ ειά, όπως όλ οι εμείς οι υπόλ οιποι». «Τώρα λ οιπόν έλ αβες επισ ήμως ν ομική εκπροσ ώπησ η», είπε ο Μάν σ τερ. «Ρίξε μια ματιά σ ε αυτό». Γλ ίσ τρησ ε έν α χ αρτί επάν ω σ το τραπέζι. Ο Χαν τ το κοίταξε κάπως σ ασ τισ μέν ος. «Τι είν αι αυτό;» ρώτησ ε. «Μια απογ ραφή». «Τι πάει ν α πει αυτό;»
«Έν ας κατάλ ογ ος των αν τικειμέν ων που κλ άπηκαν . Συμπεριλ αμβαν ομέν ων , όπως μπορείς ν α δεις, και των ασ ημέν ιων πιρουν ιών που πήγ ες και πούλ ησ ες. Υ πάρχ ει μήπως σ ε αυτό τον κατάλ ογ ο τίποτε άλ λ ο που ν α σ ου θυμίζει κάτι;» Κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι του. «Να με σ υγ χ ωρείτε», είπε, «αλ λ ά αυτά τα πιρούν ια είν αι τα μόν α που πήρα». «Από τον Ντέιβ», επαν έλ αβε ο Μάν σ τερ. «Ναι, από αυτόν ». Ο Μάν σ τερ απέμειν ε σ κεφτικός. «Ώσ τε λ οιπόν », άρχ ισ ε πάλ ι, «τα αν τικείμεν α που ξαν αβρήκαμε εμείς αποτελ ούν μέρος μιας πολ ύ γ ερής μπάζας, αλ λ ά εσ ύ τα άλ λ α δεν τα είδες ποτέ». «Έτσ ι ακριβώς». «Και η δική σ ου σ ύν δεσ η με αυτή την κλ οπή ήταν ο Ντέιβ, του οποίου δεν γ ν ωρίζεις το επίθετο, γ ια τον οποίο ν ομίζεις ότι μέν ει ν ότια του ποταμού και με τον οποίο δεν έχ εις ιδέα πώς μπορείς ν α επικοιν ων ήσ εις». Ο Χαν τ μετακιν ήθηκε άβολ α επάν ω σ το κάθισ μά του. «Ξέρεις τώρα πώς είν αι αυτά τα πράγ ματα», είπε. «Και το μον αδικό σ ου άλ λ οθι γ ια την ημέρα της διάρρηξης θα μπορούσ ε ν α σ ου το δώσ ει κάποιος
ον όματι Ίαν , επίσ ης χ ωρίς επίθετο, που τώρα ταξιδεύει από μέρος σ ε μέρος – και με τον οποίο είν αι αδύν ατον ν α επικοιν ων ήσ ουμε». «Λυπάμαι, αλ λ ά τι ν α κάν ω;» είπε ο Χαν τ. «Με άλ λ α λ όγ ια», σ υν έχ ισ ε ο Μάν σ τερ, «δεν μπορείς ν α μας πεις τίποτα που ν α είμασ τε σ ε θέσ η ν α το ελ έγ ξουμε, πέρα από αυτά που ήδη γ ν ωρίζουμε». «Εσ ύ είσ αι ο ασ τυν ομικός», είπε ο Χαν τ. «Πού ν α ξέρω εγ ώ τι μπορείς ν α ελ έγ ξεις και τι όχ ι;» «Ασ φαλ ώς, όμως, αν μπορούσ ες ν α μας φέρεις σ ε επαφή με τον άν θρωπο που σ ου έδωσ ε αυτά τα ασ ημικά, τότε θα σ κεφτόμασ ταν πολ ύ σ οβαρά ν α αποσ ύρουμε κάθε κατηγ ορία εν αν τίον σ ου». «Αφού είν αι έτσ ι, μακάρι ν α μπορούσ α ν α σ ας φέρω σ ε επαφή μαζί του». «Με τον Ντέιβ;» «Ναι, μ’ αυτόν . Αλ λ ά δεν μπορώ». «Υ πάρχ ει κάτι –οτιδήποτε– που θα μπορούσ ες ν α μας πεις;» «Δ εν ξέρω», είπε ο Χαν τ. «Ρωτήσ τε με και θα δούμε». «Πού έμειν ες χ τες το βράδυ; Αυτό τουλ άχ ισ τον μπορείς ν α μας το πεις». «Τριγ υρν ώ από το έν α μέρος σ το άλ λ ο», αποκρίθηκε ο Χαν τ. «Δ εν έχ ω κάποιο μέρος όπου
ν α μέν ω μόν ιμα». «Αλ λ ά κάθε φορά κοιμάσ αι σ ε έν α σ υγ κεκριμέν ο μέρος, δεν γ ίν εται διαφορετικά. Λοιπόν , πού κοιμήθηκες χ τες το βράδυ;» «Ήταν ... σ ε εκείν α τα διαμερίσ ματα λ ίγ ο κάτω από το Τσ αλ κ Φαρμ. Είν αι έν ας φίλ ος μου, δηλ αδή ο φίλ ος εν ός φίλ ου. Λείπει τώρα και με άφησ ε ν α περάσ ω εκεί το βράδυ». «Ποια είν αι η διεύθυν σ η;» «Δ εν θυμάμαι». «Τότε πήγ αιν έ μας εκεί». Έπειτα από μια σ ύν τομη διαδρομή με αυτοκίν ητο, οι τρεις τους –ο Μάν σ τερ, ο Ρίλ εϊ και ο Χαν τ– βρέθηκαν ν α βαδίζουν σ την αυλ ή εν ός ερειπωμέν ου, παραμελ ημέν ου κτίσ ματος και μετά ν α αν εβαίν ουν τη σ κάλ α. Στο τρίτο πάτωμα, ο Μάν σ τερ σ ταμάτησ ε και έγ ειρε από το μπαλ κόν ι γ ια ν α κοιτάξει κάτω, το κτίριο Ουίλ ιαμ Μόρις. Οι ίδιοι βρίσ κον ταν σ το κτίριο Τζον Ράσ κιν . Από κάτω υπήρχ αν σ πίτια τα οποία, ακόμη και τώρα, άξιζαν περισ σ ότερο από έν α εκατομμύριο λ ίρες, όμως σ το σ ημείο όπου βρίσ κον ταν το έν α σ τα τρία διαμερίσ ματα ήταν σ φραγ ισ μέν ο με σ αν ίδες περιμέν ον τας μια αν ακαίν ισ η η οποία προφαν ώς αν αβαλ λ όταν μέχ ρι τη σ τιγ μή που ο ιδιοκτήτης θα είχ ε την οικον ομική δυν ατότητα ν α την κάν ει.
Στράφηκε και κοίταξε ερωτηματικά τον Χαν τ. Εκείν ος προχ ώρησ ε λ ίγ ο κατά μήκος του μπαλ κον ιού κι έπειτα σ ταμάτησ ε. Έβγ αλ ε από την τσ έπη του παν ωφοριού του έν α κλ ειδί και ξεκλ είδωσ ε την μπροσ τιν ή πόρτα. «Στάσ ου», τον πρόλ αβε ο Μάν σ τερ. «Εσ ύ δεν θα μπεις μέσ α. Θα περιμέν εις εδώ με τον ασ τυν όμο Ρίλ εϊ». Ο Μάν σ τερ μπήκε μέσ α μόν ος του κι αμέσ ως θυμήθηκε τις πρώτες του ημέρες σ το Σώμα, τότε που περν ούσ ε πολ ύ από το χ ρόν ο του σ ε μέρη σ αν κι εκείν ο. Υ πήρχ ε μια οσ μή κλ εισ ούρας, υγ ρασ ίας και φαγ ητού που σ άπιζε κάπου εκεί μέσ α. Ήταν η οσ μή της αδιαφορίας γ ια όλ α και της παραίτησ ης. Τα αν αγ ν ώριζε όλ α εκείν α. Τον ρυπαρό μουσ αμά σ το δάπεδο, τον βρόμικο καν απέ και τις ξεχ αρβαλ ωμέν ες καρέκλ ες σ το καθισ τικό, όλ α σ ιχ αμερά και παλ ιά εκτός από μια τεράσ τια, καιν ούρια τηλ εόρασ η από αυτές με την επίπεδη οθόν η. Στην κουζίν α, ο ν εροχ ύτης ήταν γ εμάτος άπλ υτα πιάτα κι επάν ω σ ’ έν α ράφι υπήρχ ε έν α λ ιγ διασ μέν ο τηγ άν ι. Έψ αχ ν ε γ ια κάτι που δεν θα ταίριαζε με όλ α αυτά, κάτι διαφορετικό από εκείν α τα σ υν ηθισ μέν α παλ ιοπράγ ματα, και όλ α έδειχ ν αν ότι δεν επρόκειτο ν α το βρει. Άραγ ε ο Χαν τ είχ ε προλ άβει ν α τα ξεφορτωθεί; Ίσ ως θα έπρεπε ν α
σ τείλ ει μερικούς ασ τυν ομικούς ν α κάν ουν μια καν ον ική έρευν α, αν βέβαια κατόρθων ε ν α βρει κάποιους διαθέσ ιμους, διότι ο Χαν τ είχ ε δίκιο. Πρώτα είχ αν περικόψ ει τη ν ομική εκπροσ ώπησ η και τώρα ήταν η σ ειρά της ίδιας της ασ τυν ομικής δύν αμης. Αλ λ ά τη σ τιγ μή που τα σ κεφτόταν αυτά μπήκε σ το λ ουτρό, κι εκεί βρήκε επιτέλ ους κάτι. Φόρεσ ε τα πλ ασ τικά γ άν τια του. Το εύρημά του ήταν πολ ύ μεγ άλ ο γ ια ν α χ ωρέσ ει σ το ειδικό σ ακουλ άκι γ ια τα σ τοιχ εία. Κάλ εσ ε μέσ α τον Ρίλ εϊ και τον Χαν τ. «Τι γ υρεύει αυτό το πράγ μα εδώ μέσ α;» «Είν αι έν α μεγ άλ ο γ ραν άζι», είπε ο Ρίλ εϊ. «Δ είχ ν ει ν α ήταν κάποτε μέρος μιας τεράσ τιας παλ ιάς μηχ αν ής». Ακολ ούθησ ε μια μικρή παύσ η. «Και γ ιατί σ ας φαίν εται παράξεν ο ν α είν αι μέσ α σ ε έν α λ ουτρό;» είπε ο Χαν τ. «Δ είχ ν ει ωραίο εδώ. Λαμπερό. Το έχ ω γ ια σ τόλ ισ μα». «Αλ λ ά εσ ύ δεν θαύμαζες τη λ άμψ η του», είπε ο Μάν σ τερ. «Το έπλ εν ες. Και πού βρήκες έν α τέτοιο αν τικείμεν ο; Είν αι πολ ύ ασ υν ήθισ το». «Το πήρα από εκείν ο τον τύπο». «Τον Ντέιβ;» «Ναι, αυτόν ». «Γιατί δεν το αν έφερες;»
«Δ εν ήταν σ τον κατάλ ογ ό σ ας». «Και γ ιατί το έπλ εν ες;» «Για ν α είν αι όμορφο και λ αμπερό όταν θα το πουλ ούσ α». «Θα δούμε», είπε ο Μάν σ τερ. Ο Κάρλ σ ον , όταν ο Μάν σ τερ επέσ τρεψ ε με το γ ραν άζι, το κράτησ ε γ ια έν α λ επτό σ τα χ έρια του γ υρν ών τας το από τη μια κι από την άλ λ η και ν ιώθον τας τον όγ κο και το βάρος του. Έπειτα πήγ ε ν α δει τον Ράσ ελ Λέν οξ. Τον βρήκε ν α κάθεται ν ωθρά και παθητικά σ ε μια πολ υθρόν α, κοιτών τας ίσ ια μπροσ τά του με κατακόκκιν α μάτια. «Κύριε Λέν οξ», είπε κρατών τας το γ ραν άζι, που το έν ιωθε παγ ωμέν ο ακόμη και μέσ α από τα γ αν τοφορεμέν α χ έρια του. Ο Ράσ ελ Λέν οξ κοίταξε γ ια λ ίγ α δευτερόλ επτα το γ ραν άζι αμίλ ητος. Τα χ είλ η του ήταν ωχ ρά. «Αυτό είν αι;» Σταμάτησ ε και πίεσ ε τη γ έφυρα της μύτης του αν άμεσ α σ το δείκτη και τον αν τίχ ειρά του. «Με αυτό τη σ κότωσ αν ;» «Έτσ ι πισ τεύουμε. Ναι. Αλ λ ά δεν το αν αφέρατε αν άμεσ α σ τα αν τικείμεν α που είχ αν κλ απεί». «Όχ ι. Δ εν είχ α καν προσ έξει ότι έλ ειπε. Ήταν απλ ώς έν α αν τικείμεν ο που το είχ αμε σ το ράφι του τζακιού μας. Η Ρουθ το είχ ε μαζέψ ει πριν από δύο
χ ρόν ια, από κάποιον κάδο σ κουπιδιών ». Το πρόσ ωπό του σ υσ πάσ τηκε και έκαν ε μια ολ οφάν ερη προσ πάθεια ν α κρύψ ει τα σ υν αισ θήματά του. «Είσ τε σ ίγ ουροι;» «Βρήκαμε επάν ω του αίμα της γ υν αίκας σ ας». «Κατάλ αβα». Ο Ράσ ελ Λέν οξ γ ύρισ ε από την άλ λ η πλ ευρά. «Δ εν θέλ ω ν α το βλ έπω άλ λ ο». Ο Μάν σ τερ έβαλ ε πάλ ι μπροσ τά το μαγ ν ητόφων ο. «Είχ αμε πολ λ ή δουλ ειά», είπε. «Τα δεδομέν α άλ λ αξαν . Τώρα είν αι η τελ ευταία σ ου ευκαιρία ν α σ υν εργ ασ τείς. Πού βρήκες αυτό το γ ραν άζι;» Ο Χαν τ κοίταξε επιφυλ ακτικά πρώτα τον Μάν σ τερ κι έπειτα τον Ρίλ εϊ. «Σας είπα. Από τον Ντέιβ». «Καλ ά, εν τάξει», αποκρίθηκε ο Μάν σ τερ. «Αρκετές αν οησ ίες άκουσ α». Σηκώθηκε και βγ ήκε από το δωμάτιο. Ο Χαν τ κοίταξε τον Ρίλ εϊ. «Τι κακό είπα;» «Δ είχ ν ει έξαλ λ ος», απάν τησ ε ο Ρίλ εϊ. «Και δεν θέλ εις ν α τον κάν εις έξαλ λ ο». «Βούλ ωσ έ το, αν άθεμά σ ε», είπε ο Χαν τ. «Είν αι κάποιο κόλ πο όλ ο αυτό, γ ια ν α ν ιώσ ω πως είσ αι φίλ ος μου;» «Εγ ώ απλ ώς είπα αυτό που σ κεφτόμουν ».
Λίγ α λ επτά αργ ότερα, ο Μάν σ τερ επέσ τρεψ ε σ το δωμάτιο, σ υν οδευόμεν ος αυτή τη φορά από τον Κάρλ σ ον . Ο Κάρλ σ ον τράβηξε μια καρέκλ α και κάθισ αν και οι δυο τους απέν αν τι από τον Χαν τ. Ο Μάν σ τερ ακούμπησ ε επάν ω σ το γ ραφείο έν αν καφετή κλ εισ τό φάκελ ο και κοίταξε τον Χαν τ. «Ας σ ημειωθεί ότι ο επιθεωρητής Κάρλ σ oν είν αι από αυτή τη σ τιγ μή παρών σ την αν άκρισ η», είπε. «Ουίλ ιαμ Χαν τ, την επόμεν η φορά που θα θέλ εις ν α ξεπλ ύν εις το αίμα από κάποιο όργ αν ο εγ κλ ήματος, απλ ώς χ ώσ ε το σ το πλ υν τήριο πιάτων . Όταν το ξεπλ έν εις κάτω από τη βρύσ η, πάν τοτε αφήν εις λ ίγ ο. Όπως σ υν έβη και τώρα». «Δ εν έχ ω ιδέα γ ια ποιο πράγ μα μιλ άτε». «Ο Ράσ ελ Λέν οξ το αν αγ ν ώρισ ε. Το είχ αν τοποθετημέν ο επάν ω σ το ράφι του τζακιού τους, σ αν έν α είδος μον τέρν ας τέχ ν ης. Αλ λ ά έν α έργ ο τέχ ν ης σ υμπαγ ές και βαρύ. Πριν από τρεις ημέρες, χ ρησ ιμοποιήθηκε σ τη μοιραία επίθεσ η εν αν τίον της Ρουθ Λέν οξ. Κι έχ ει εξακριβωθεί πως εσ ύ είχ ες σ την κατοχ ή σ ου αν τικείμεν α που πάρθηκαν από τη σ κην ή του εγ κλ ήματος. Το ίδιο το όπλ ο της δολ οφον ίας βρέθηκε σ το διαμέρισ μα όπου μέν εις τώρα. Παραδέχ τηκες ότι προσ πάθησ ες ν α το καθαρίσ εις. Έχ ει επάν ω του τα δακτυλ ικά σ ου αποτυπώματα. Είμασ τε έτοιμοι ν α σ ου
απαγ γ είλ ουμε κατηγ ορίες και γ ια τη δολ οφον ία της Ρουθ Λέν οξ και γ ια τη διάρρηξη. Τώρα λ οιπόν , κύριε Χαν τ, έχ εις κάτι ν α μας πεις; Θα μας διευκολ ύν εις όλ ους πάρα πολ ύ αν απλ ώς ομολ ογ ήσ εις το έγ κλ ημά σ ου και κάν εις μια γ ραπτή κατάθεσ η. Ίσ ως τότε και ο δικασ τής ν α δείξει κάποιο βαθμό επιείκειας». Ακολ ούθησ ε μακρά παύσ η. «Δ εν υπήρχ ε καν έν ας Ντέιβ», είπε ο Χαν τ. «Ασ φαλ ώς και δεν υπήρχ ε καν έν ας Ντέιβ», σ χ ολ ίασ ε ο Μάν σ τερ. «Λοιπόν ;» «Εν τάξει», αποκρίθηκε ο Χαν τ. «Εγ ώ έκαν α τη διάρρηξη». Νέα παύσ η. «Συν έχ ισ ε. Τι σ υν έβη με τη Ρουθ Λέν οξ;» «Δ εν θα με πισ τέψ ετε», είπε ο Χαν τ. «Να σ ε πισ τέψ ουμε; Μας λ ες σ υν εχ ώς ψ έματα από τη σ τιγ μή που σ ε βρήκαμε. Το καλ ύτερο που έχ εις ν α κάν εις είν αι ν α ομολ ογ ήσ εις». Ακολ ούθησ ε ακόμη μεγ αλ ύτερη παύσ η. Του Ρίλ εϊ του φάν ηκε σ αν ο Χαν τ ν α έκαν ε έν αν περίπλ οκο ν οερό υπολ ογ ισ μό. «Έκαν α τη διάρρηξη, ν αι», είπε τελ ικά. «Αλ λ ά δεν τη σ κότωσ α εγ ώ. Κοιτάξτε, μπήκα σ το σ πίτι και πήρα τα πράγ ματα από την κουζίν α. Έμειν α όμως μόν ο έν α λ επτό εκεί μέσ α. Χτυπούσ ε ο σ υν αγ ερμός
κι έτσ ι βιάσ τηκα ν α φύγ ω. Πήγ α σ το άλ λ ο δωμάτιο κι εκείν η ήταν κάτω, σ το πάτωμα. Το έβαλ α σ τα πόδια». «Δ εν το έβαλ ες απλ ώς σ τα πόδια», είπε ο Μάν σ τερ. «Βρέθηκε σ την κατοχ ή σ ου το όπλ ο της δολ οφον ίας». «Το είδα και το πήρα μαζί μου», δικαιολ ογ ήθηκε ο Χαν τ. «Την ώρα που έφευγ α». Ο Κάρλ σ ον σ ηκώθηκε. «Εξακριβώθηκε ότι ήσ ουν σ τον τόπο του εγ κλ ήματος», είπε. «Και μέχ ρι τώρα μας έλ εγ ες σ υν εχ ώς ψ έματα. Θα πας γ ια τα καλ ά μέσ α γ ια όλ α αυτά». Έκαν ε ν εύμα σ τον Μάν σ τερ. «Ετοίμασ ε τα έγ γ ραφα».
9 Ο διαπερασ τικός θόρυβος από το τρυπάν ι είχ ε σ ταματήσ ει, είχ ε όμως αν τικατασ ταθεί από έν α σ φυροκόπημα που δεν ήταν απλ ώς δυν ατό αλ λ ά ταρακουν ούσ ε ολ όκλ ηρο το σ πίτι. Η Φρίν τα ετοίμασ ε τσ άι γ ια τον Γιόζεφ, ελ πίζον τας πως με αυτό τον τρόπο θα έκαν ε το θόρυβο ν α σ ταματήσ ει γ ια λ ίγ ο. Πράγ ματι, ο Γιόζεφ κάθισ ε σ τη σ κάλ α και έσ φιξε την κούπα του αν άμεσ α σ τα πελ ώρια σ κον ισ μέν α χ έρια του. «Πάν τως είν αι έν α καλ ό σ πίτι», δήλ ωσ ε. «Οι τοίχ οι είν αι καλ οί, τα τούβλ α ωραία. Δ ώσ ε μου μόν ο έξι μήν ες γ ια ν α ξεφορτωθώ ό,τι είν αι γ ια πέταμα, όλ ες τις γ υψ οσ αν ίδες και...» «Όχ ι, όχ ι, ούτε ν α το σ κέφτεσ αι!» «Γιατί;» «Έξι μήν ες. Και από μόν ες τους αυτές οι δυο λ έξεις με τρομάζουν ». «Έλ εγ α, απλ ώς έλ εγ α...» «Εν τάξει, και μια και τα λ έγ αμε εδώ πέρα, ν όμιζα πως είχ ες πει ότι σ κόπευες ν α τοποθετήσ εις μια καιν ούρια μπαν ιέρα σ το λ ουτρό. Εγ ώ όμως ακούω σ υν εχ ώς κοπαν ήματα από σ φυριά και το λ ουτρό
μοιάζει σ αν ν α κατεδαφίσ τηκε, εν ώ δεν υπάρχ ει πουθεν ά καν έν α ίχ ν ος μπαν ιέρας». «Όλ α πάν ε καλ ά. Τα κάν ω όλ α. Λύν ω όλ α τα προβλ ήματα, όλ α τέλ εια. Και μετά, σ το τέλ ος, θα βάλ ω την καιν ούρια μπαν ιέρα. Μπαν γ κ μπαν γ κ, κλ ικ κλ ικ. Έτσ ι απλ ά». Ξαφν ικά, ακούσ τηκε έν ας διαπερασ τικός ηλ εκτρον ικός σ κοπός εν ός παλ ιού ποπ τραγ ουδιού. Στην αρχ ή η Φρίν τα δεν μπορούσ ε ν α εν τοπίσ ει από πού ερχ όταν . Το κιν ητό τηλ έφων ο του Γιόζεφ ήταν επάν ω σ το τραπέζι, δίπλ α της. Το πήρε σ το χ έρι της. Στην οθόν η είχ ε εμφαν ισ τεί έν α όν ομα: Νίν α. Έτειν ε το τηλ έφων ο σ τον Γιόζεφ, όμως μόλ ις εκείν ος είδε το όν ομα κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι. «Είν αι κάποια που αποφεύγ εις;» ρώτησ ε η Φρίν τα. Ο Γιόζεφ έδειχ ν ε ταραγ μέν ος. «Είν αι κάποια που βλ έπω καμιά φορά. Αλ λ ά όλ ο τηλ εφων εί και ξαν ατηλ εφων εί». «Συν ήθως είν αι προτιμότερο ν α λ ες σ τους άλ λ ους αυτό που ν ιώθεις», είπε η Φρίν τα. «Αλ λ ά δεν πρόκειται ν α σ ου δώσ ω οποιαδήποτε άλ λ η σ υμβουλ ή, πέρα από το ν α τελ ειών εις με το λ ουτρό μου». «Εν τάξει, εν τάξει», αποκρίθηκε ο Γιόζεφ. Έβαλ ε
βιασ τικά το φλ ιτζάν ι του σ τα χ έρια της Φρίν τα και αν έβηκε τις σ κάλ ες. Μόλ ις έμειν ε μόν η της, η Φρίν τα πήρε δυο παυσ ίπον α και τα κατάπιε με λ ίγ ο ν ερό. Έπειτα καταπιάσ τηκε με τα ηλ εκτρον ικά της μην ύματα. Τα περισ σ ότερα από τα μην ύματά της τα διέγ ραψ ε ή απλ ώς τα αγ ν όησ ε. Υ πήρχ ε όμως έν α από την Παζ, από την κλ ιν ική με την οποία σ υν εργ αζόταν η Φρίν τα. Της ζητούσ ε ν α την καλ έσ ει σ το τηλ έφων ο. Και υπήρχ ε και άλ λ ο έν α που την έκαν ε ν α δισ τάσ ει λ ίγ ο ως προς το τι θα απαν τούσ ε. Ήταν από μια γ υν αίκα που ον ομαζόταν Μάρτα και η οποία της έγ ραφε εκ μέρους του παλ ιού της φίλ ου και ασ θεν ή της Φρίν τα, Τζο Φράν κλ ιν . Το ύφος της ήταν απολ ογ ητικό· ο Τζο δεν ήξερε ότι της είχ ε σ τείλ ει αυτό το μήν υμα και εκείν η η ίδια έν ιωθε άσ χ ημα που το έκαν ε, αλ λ ά μήπως η Φρίν τα είχ ε κάποια ιδέα σ χ ετικά με το πότε θα επέσ τρεφε σ την εργ ασ ία της; Ο Τζο δεν ήθελ ε ν α δει το θεραπευτή που του είχ ε προτείν ει η Φρίν τα, και ήταν σ ε κακή κατάσ τασ η. Είχ ε μέρες ν α σ ηκωθεί από το κρεβάτι του. Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια μια σ τιγ μή το γ ιατρό της και τους φίλ ους της, που όλ οι επέμεν αν ότι δεν έπρεπε ν α επισ τρέψ ει σ την εργ ασ ία της προτού
περάσ ουν μερικές εβδομάδες ακόμη. Σκέφτηκε και τον Τζο Φράν κλ ιν ν α κάθεται σ το γ ραφείο των σ υν εδριών της με το κεφάλ ι χ ωμέν ο σ τα χ έρια του και δάκρυα ν α γ λ ισ τρούν αν άμεσ α από τα δάχ τυλ ά του. Συν οφρυώθηκε και έγ ραψ ε έν α ηλ εκτρον ικό μήν υμα: «Αγ απητέ Τζο, μπορώ ν α σ ε δω αύριο, Τρίτη, σ τη σ υν ηθισ μέν η μας ώρα, αν σ ε εξυπηρετεί κι εσ έν α. Εν ημέρωσ έ με αν μπορείς. Με τους χ αιρετισ μούς μου, Φρίν τα Κλ άιν ». Έπειτα σ ήκωσ ε το τηλ έφων ο και κάλ εσ ε σ το «Γόρχ αουζ», όπως λ εγ όταν η κλ ιν ική με την οποία σ υν εργ αζόταν . Απάν τησ ε η Παζ και αμέσ ως τη ρώτησ ε πώς πήγ αιν αν τα πράγ ματα και αν η υγ εία της βελ τιων όταν , όπως έκαν αν πια όλ οι όταν επικοιν ων ούσ αν μαζί της. Ήταν σ αν έν α εμπόδιο, που έπρεπε ν α το ξεπερν ά κάθε φορά, σ υν εχ ώς. «Ο Ρούμπεν αν ησ υχ εί γ ια σ έν α», της είπε. «Όπως και όλ οι μας». «Και;» «Ήθελ α ν α μάθω πώς είσ αι. Κάποιος επικοιν ών ησ ε μαζί μας. Ήθελ ε ν α σ ε δει. Εν ν οώ ως ασ θεν ής. Του εξήγ ησ α πως δεν είσ αι καλ ά...» «Για όν ομα του Θεού, Παζ, σ ταμάτα ν α λ ες σ ε όλ ο τον κόσ μο τις λ επτομέρειες σ χ ετικά με τον ιατρικό μου φάκελ ο...» «Αλ λ ά εκείν ος άρχ ισ ε ν α με παρακαλ εί.
Ακουγ όταν εν τελ ώς απελ πισ μέν ος». «Θα του τηλ εφων ήσ ω». «Είσ αι σ ίγ ουρη γ ι’ αυτό, Φρίν τα;» «Το πρόβλ ημά μου αυτή τη σ τιγ μή δεν είν αι η δουλ ειά». Τον έλ εγ αν Σίμους Ντιουν . Απάν τησ ε αμέσ ως σ το τηλ έφων ο. Η Φρίν τα του είπε ποια ήταν . «Είν αι κατάλ λ ηλ η η σ τιγ μή γ ια ν α μιλ ήσ ουμε;» «Ναι. Είν αι κατάλ λ ηλ η». Έν ιωσ ε ξαφν ικά έν τασ η σ τη φων ή του. «Θέλ ετε ν α έρθετε ν α μιλ ήσ ουμε;» «Ναι. Θέλ ω. Νομίζω – ν ιώθω πως είν αι επείγ ον . Θα ήθελ α ν α έρθω όσ ο πιο σ ύν τομα γ ίν εται». «Πώς βρήκατε το όν ομά μου;» «Σας σ υν έσ τησ ε ο φίλ ος εν ός φίλ ου», είπε ο Σίμους. «Με τα καλ ύτερα λ όγ ια». «Μπορείτε ν α με επισ κεφτείτε γ ια μια πρώτη, αν αγ ν ωρισ τική σ υν εδρία», του είπε η Φρίν τα. «Μετά θα μπορείτε ν α αποφασ ίσ ετε αν είμαι η κατάλ λ ηλ η θεραπεύτρια γ ια εσ άς, κι εγ ώ θα μπορώ ν α κρίν ω αν είμαι σ ε θέσ η ν α σ ας βοηθήσ ω. Είσ τε σ ύμφων ος;» «Σύμφων ος». Ακολ ούθησ ε μια σ ύν τομη παύσ η. «Νομίζω πως θα βρείτε πως είμαι έν α πολ ύ εν διαφέρον άτομο».
Μια εν οχ λ ητική υποψ ία πον οκεφάλ ου αν αρριχ ήθηκε ως τους κροτάφους της Φρίν τα. Υ περοψ ία. Δ εν ήταν καλ ή αρχ ή. Ο Σίμους Ντιουν ήταν ν εαρός, αδύν ατος και καλ οφτιαγ μέν ος, με καν ον ικά χ αρακτηρισ τικά και γ υαλ ισ τερά κασ ταν ά μαλ λ ιά, χ τεν ισ μέν α προς τα πίσ ω. Φορούσ ε μια σ κουρόχ ρωμη καλ οραμμέν η ζακέτα, μαύρο παν τελ όν ι και μια βυσ σ ιν ιά μπλ ούζα που λ αμπύριζε ελ αφρά κάτω από το φως. Η Φρίν τα αν αρωτήθηκε πόσ ο χ ρόν ο ν α του πήρε η προετοιμασ ία γ ι’ αυτή τη σ υν άν τησ η. Η χ ειραψ ία του ήταν σ ταθερή αν και κάπως υγ ρή και ο τρόπος ομιλ ίας του κοφτός και εμφατικός. Το χ αμόγ ελ ό του, όταν χ αμογ ελ ούσ ε, έμοιαζε ν α μη σ υν δέεται με αυτά τα οποία έλ εγ ε. Και αν έφερε κάπως υπερβολ ικά σ υχ ν ά το όν ομά της. «Λοιπόν , Φρίν τα, πώς θα το κάν ουμε αυτό;» τη ρώτησ ε μόλ ις κάθισ ε απέν αν τί της και ακούμπησ ε τα χ έρια του, με τις παλ άμες προς τα κάτω, σ τα γ όν ατα. «Θα ήθελ α πρώτα ν α μάθω κάποια σ τοιχ εία γ ια σ έν α και μετά θα ήθελ α ν α μου πεις γ ιατί βρίσ κεσ αι εδώ». «Στοιχ εία. Σωσ τά. Ηλ ικία, απασ χ όλ ησ η, όλ α αυτά που σ υμπλ ηρών εις σ ε έν τυπα;»
«Ναι, αυτά». «Είμαι είκοσ ι εφτά χ ρόν ων . Εργ άζομαι σ τις πωλ ήσ εις και σ το μάρκετιν γ κ και είμαι πολ ύ καλ ός σ τη δουλ ειά μου. Κάν ω τους αν θρώπους ν α αγ οράζουν πράγ ματα που δεν ήξεραν καν ότι τα θέλ ουν . Ίσ ως ν α μην τα εγ κρίν εις όλ α αυτά, Φρίν τα, αλ λ ά πραγ ματικά έτσ ι λ ειτουργ εί ο κόσ μος. Δ εν βρίσ κεις αυτό που χ ρειάζον ται οι άν θρωποι γ ια ν α πας μετά ν α τους το πουλ ήσ εις. Δ ημιουργ είς εσ ύ ο ίδιος την αν άγ κη μέσ α τους και μετά την ικαν οποιείς». «Ζεις σ το Λον δίν ο;» «Ναι. Στο Χάροου». «Μίλ ησ έ μου γ ια την οικογ έν ειά σ ου». Ο Σίμους κοίταξε κάτω, τα χ έρια του. «Ο πατέρας μου πέθαν ε όταν ήμουν δεκαεφτά. Δ εν με έν οιαξε. Ήταν άχ ρησ τος ούτως ή άλ λ ως και πάν τοτε έβρισ κε λ όγ ο ν α τα βάζει μαζί μου. Αν ακουφίσ τηκα όταν πέθαν ε. Η μάν α μου, αυτή είν αι μια άλ λ η ισ τορία. Με λ ατρεύει. Είμαι το μωρό της οικογ έν ειας. Έχ ω δύο μεγ αλ ύτερες αδελ φές και μετά είμαι εγ ώ, αλ λ ά με μεγ άλ η διαφορά ηλ ικίας από αυτές. Η μάν α μου εξακολ ουθεί ν α μου πλ έν ει τα ρούχ α, αν το πισ τεύεις. Και πηγ αίν ω σ το σ πίτι της κάθε Κυριακή γ ια ν α φάμε μαζί μεσ ημεριαν ό. Μόν ο οι δυο μας».
«Ζεις μόν ος σ ου;» «Ναι. Μου αρέσ ει ν α ζω μόν ος. Δ εν ν ιώθω μον αξιά κι έχ ω πολ λ ούς φίλ ους». Σταμάτησ ε, σ ήκωσ ε το βλ έμμα του, της χ αμογ έλ ασ ε κι έπειτα κατέβασ ε πάλ ι το βλ έμμα σ τα χ έρια του. «Και κοπέλ ες. Οι γ υν αίκες δείχ ν ουν ν α με θέλ ουν . Ξέρω πώς ν α τις κάν ω χ αρούμεν ες». «Και το κάν εις;» «Ποιο;» Έδειξε ξαφν ιασ μέν ος. «Να τις κάν εις χ αρούμεν ες». «Ναι. Θα έλ εγ α πως ν αι. Για έν α διάσ τημα, διότι δεν θέλ ω, βλ έπεις, ν α δεσ μευτώ. Δ εν είμαι ο τύπος του πισ τού άν τρα. Θέλ ω ποικιλ ία, έν τασ η. Μου αρέσ ει ν α κάν ω σ υν αρπασ τικά πράγ ματα. Όταν ήμουν παιδί, σ υν ήθιζα ν α κλ έβω μόν ο και μόν ο γ ιατί με σ υν άρπαζε η αγ ων ία. Σε σ οκάρει αυτό;» «Θα έπρεπε ν α με σ οκάρει;» «Δ εν ξέρω. Όπως και ν α έχ ει, είν αι ακριβώς το ίδιο και με τις γ υν αίκες σ τη ζωή μου. Μου αρέσ ει η αρχ ή, το κυν ήγ ι. Γι’ αυτό άλ λ ωσ τε είμαι και τόσ ο καλ ός σ τη δουλ ειά μου. Με σ υν αρπάζει ν α πείθω τους αν θρώπους ν α αγ οράζουν πράγ ματα τα οποία δεν χ ρειάζον ται. Με σ υν αρπάζει ν α κάν ω τις γ υν αίκες ν α με θέλ ουν . Μόν ο με τη μάν α μου είμαι έν ας ήρεμος και σ υν ηθισ μέν ος άν θρωπος». Η Φρίν τα τον κοίταξε. Υ πήρχ αν κόμποι από
ιδρώτα σ το μέτωπό του, αν και το δωμάτιο ήταν δροσ ερό. «Τότε λ οιπόν , αφού σ ου αρέσ ει τόσ ο πολ ύ η ζωή σ ου, γ ια ποιο λ όγ ο βρίσ κεσ αι εδώ, μαζί μου;» Ο Σίμους κάθισ ε πιο σ τητός και πήρε βαθιά αν άσ α. «Μου αρέσ ει ν α ασ κώ εξουσ ία σ τους αν θρώπους». Η Φρίν τα τον είδε ν α ξεροκαταπίν ει, κι όταν άρχ ισ ε πάλ ι ν α μιλ ά, τα λ όγ ια του ήταν πιο αργ ά, σ αν ν α σ κεφτόταν την κάθε του λ έξη. «Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρό αγ όρι, σ υχ ν ά κούρευα τα μαλ λ ιά του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν έν ας ψ ηλ ός άν τρας, πολ ύ ψ ηλ ότερος από μέν α, και ογ κώδης. Είχ ε χ ον τρό λ αιμό και πλ ατιούς ώμους, και δίπλ α του έν ιωθα μηδαμιν ός. Κάθε τόσ ο, όμως, είχ α την ευκαιρία ν α κρατώ εκείν ο το κοφτερό ψ αλ ίδι κι εκείν ος καθόταν , έκλ ειν ε τα μάτια και με άφην ε ν α του ψ αλ ιδίζω τα μαλ λ ιά». Σταμάτησ ε γ ια έν α λ επτό, σ αν ν α ζων τάν ευε μέσ α του μια μν ήμη. «Μπορώ ν α θυμηθώ την υγ ρή αίσ θησ η των μαλ λ ιών και τη μυρωδιά τους. Έχ ων α τα δάχ τυλ ά μου σ ’ εκείν α τα μαλ λ ιά κι έν ιωθα το δέρμα από κάτω. Είχ ε τη δική του μυρωδιά. Όταν με άφην ε ν α αγ γ ίξω τα μαλ λ ιά του, αισ θαν όμουν πως αποκτούσ α εξουσ ία επάν ω του. Ακόμη έχ ω σ τα αυτιά μου τον ήχ ο από τις λ επίδες. Ήξερα πως θα
μπορούσ α ν α τον σ κοτώσ ω μ’ εκείν ο το ψ αλ ίδι. Είχ α αυτή την εξουσ ία επάν ω του, κι αυτό με έκαν ε σ υγ χ ρόν ως ν α ν ιώθω δύν αμη και τρυφερότητα. Να τον φρον τίζω με έν α όργ αν ο με το οποίο θα μπορούσ α και ν α τον τραυματίσ ω». Σήκωσ ε το βλ έμμα του και σ υν άν τησ ε αυτό της Φρίν τα. Δ ίσ τασ ε γ ια μια σ τιγ μή. «Συγ γ ν ώμη, σ υμβαίν ει κάτι;» «Γιατί το λ ες αυτό;» «Δ είχ ν εις, δεν ξέρω... σ υγ χ υσ μέν η;» «Συν έχ ισ ε. Τι άλ λ ο θα μου έλ εγ ες;» «Συν ήθιζα ν α τραυματίζω ζώα», είπε. «Μου προκαλ ούσ ε και αυτό την ίδια εκείν η αίσ θησ η. Κυρίως μικρά ζώα, πουλ ιά και έν τομα. Αλ λ ά και μερικές φορές γ άτες, και μια φορά έν α σ κύλ ο. Και τώρα είν αι το ίδιο με τις γ υν αίκες». «Σου αρέσ ει ν α τραυματίζεις γ υν αίκες;» «Και σ ε αυτές αρέσ ει. Στις περισ σ ότερες». «Εν ν οείς ν α τις τραυματίζεις σ εξουαλ ικά;» «Βέβαια. Όλ α είν αι μέρος του σ εξ, έτσ ι δεν είν αι; Να πλ ηγ ών εις, ν α ικαν οποιείς, ν α προκαλ είς σ υγ χ ρόν ως πόν ο και ηδον ή, ν α δείχ ν εις ποιος είν αι ο αφέν της. Αλ λ ά τώρα… ε λ οιπόν , τώρα υπάρχ ει μια γ υν αίκα... η Νταν ιέλ . Λέει ότι το παρατράβηξα. Τη φόβισ α με αυτά που έκαν α. Είπε πως δεν πρόκειται ν α με ξαν αδεί, εκτός αν δεχ τώ
ψ υχ ολ ογ ική βοήθεια». «Θέλ εις ν α πεις πως είσ αι εδώ επειδή σ ου το έθεσ ε σ αν όρο η Νταν ιέλ ;» «Ναι». «Αλ ήθεια;» «Δ εν με πισ τεύεις;» «Μου κίν ησ ε το εν διαφέρον ο τρόπος με τον οποίο περιέγ ραψ ες τον εαυτό σ ου ως κάποιον που θέλ ει ν α έχ ει εξουσ ία επάν ω σ τους άλ λ ους αν θρώπους. Αλ λ ά άκουσ ες την Νταν ιέλ , αν ταποκρίθηκες σ την αν ησ υχ ία της και έκαν ες αυτό που σ ου είπε». «Εκείν η πισ τεύει πως ίσ ως κάποια σ τιγ μή ν α κάν ω κάτι – εν ν οώ κάτι που θα με βάλ ει σ ε φασ αρίες. Όχ ι απλ ώς ν α σ κοτώσ ω μια γ άτα. Κι έχ ει δίκιο. Έτσ ι ν ομίζω κι εγ ώ». «Μου λ ες ότι αν ησ υχ είς πως θα μπορούσ ες ν α τραυματίσ εις σ οβαρά κάποιον άν θρωπο;» «Ναι». «Κι αυτό μόν ο έχ εις ν α μου πεις;» «Μόν ο; Δ εν είν αι αρκετό;» «Αν εξαιρέσ ουμε τις αν ησ υχ ίες της Νταν ιέλ , τις οποίες σ υμμερίζεσ αι κι εσ ύ, υπάρχ ουν κάποια άλ λ α πράγ ματα που σ ε απασ χ ολ ούν ;» «Λοιπόν ...» Μετακιν ήθηκε ν ευρικά επάν ω σ την καρέκλ α του, κοίταξε πέρα κι έπειτα πάλ ι τη
Φρίν τα. «Δ εν τα πάω και πολ ύ καλ ά με τον ύπν ο». «Συν έχ ισ ε». «Αποκοιμιέμαι καν ον ικά, αλ λ ά έπειτα από λ ίγ ο ξυπν ώ· άλ λ ες φορές δεν υπάρχ ει πρόβλ ημα και άλ λ ες πάλ ι ξέρω ότι είν αι αδύν ατον ν α ξαν ακοιμηθώ. Μέν ω εκεί ξαπλ ωμέν ος και σ κέφτομαι πράγ ματα». «Πράγ ματα;» «Ξέρεις... Τα μικρά πράγ ματα φαν τάζουν μεγ άλ α σ τις τρεις η ώρα το πρωί. Αλ λ ά όλ οι οι άν θρωποι περν ούν διασ τήματα αϋπν ίας. Κι έχ ω χ άσ ει λ ίγ ο και την όρεξή μου». «Δ εν τρως καν ον ικά;» «Δ εν βρίσ κομαι όμως εδώ γ ι’ αυτόν το λ όγ ο». Ξαφν ικά έδειχ ν ε ν α έχ ει θυμώσ ει. «Βρίσ κομαι εδώ εξαιτίας αυτών των βίαιων τάσ εων που ν ιώθω. Και θέλ ω ν α με βοηθήσ εις». Η Φρίν τα καθόταν άκαμπτη και σ τητή σ την κόκκιν η πολ υθρόν α της. Ο ήλ ιος ξεχ υν όταν από το παράθυρο και το φως του έρρεε σ αν ποταμός σ ’ εκείν ο το δωμάτιο σ το οποίο έλ εγ ε σ τους ασ θεν είς της, σ τους αν θρώπους που είχ αν έρθει σ ε αυτή γ ια βοήθεια, ότι μπορούσ αν ν α της πουν οτιδήποτε, τα πάν τα. Τα πλ ευρά της την πον ούσ αν και το πόδι της της έδιν ε σ ουβλ ιές. «Όχ ι», του είπε τελ ικά.
«Συγ γ ν ώμη;» «Δ εν μπορώ ν α σ ε βοηθήσ ω». «Δ εν καταλ αβαίν ω. Έρχ ομαι εδώ και σ ου λ έω ότι θα μπορούσ α ίσ ως ν α κάν ω σ οβαρό κακό σ ε κάποιον άν θρωπο, κι εσ ύ μου λ ες πως δεν μπορείς ν α με βοηθήσ εις». «Ακριβώς. Δ εν είμαι το κατάλ λ ηλ ο άτομο». «Γιατί; Ειδικεύεσ αι σ ε τέτοιου είδους πράγ ματα – έχ ω ακούσ ει γ ια σ έν α. Ξέρεις πολ λ ά γ ια αν θρώπους σ αν εμέν α». Η Φρίν τα σ κέφτηκε τον Ντιν Ριβ, τον άν τρα εκείν ο που είχ ε κάποτε απαγ άγ ει έν α κοριτσ άκι και το κράτησ ε μέχ ρι που κάποια μέρα εκείν ο έγ ιν ε η πειθήν ια σ ύζυγ ός του, και που χ ρόν ια μετά απήγ αγ ε και έν α μικρό αγ όρι με σ κοπό ν α το κάν ει γ ιο του. Ο ίδιος εκείν ος άν τρας, εξαιτίας κάποιων απρόσ εχ των εν εργ ειών της Φρίν τα –όπως το έν ιωθε η ίδια– είχ ε απαγ άγ ει και μια ν εαρή γ υν αίκα και την είχ ε δολ οφον ήσ ει μόν ο και μόν ο επειδή βρέθηκε σ το δρόμο του. Κι εκείν ος ο άν τρας, που όλ οι οι άλ λ οι τον ν όμιζαν ν εκρό, ήταν ακόμη ζων ταν ός και κάπου κρυβόταν με το γ λ υκερό χ αμόγ ελ ο και τα άγ ρυπν α μάτια του. Έφερε σ το ν ου της το μαχ αίρι ν α την πετσ οκόβει. «Τι εν ν οείς όταν λ ες “αν θρώπους σ αν εμέν α”;» τον ρώτησ ε.
«Ξέρεις – άν θρωποι οι οποίοι κάν ουν φριχ τά πράγ ματα». «Έχ εις κάν ει φριχ τά πράγ ματα;» «Όχ ι ακόμη. Τα ν ιώθω όμως ν α υπάρχ ουν μέσ α μου. Δ εν θέλ ω ν α τους επιτρέψ ω ν α βγ ουν ». «Υ πάρχ ει έν α παράδοξο εδώ», είπε η Φρίν τα. «Ποιο;» «Το γ εγ ον ός ότι μου ζητάς βοήθεια, ίσ ως ν α σ ημαίν ει ότι δεν την έχ εις πραγ ματικά αν άγ κη». «Δ εν καταλ αβαίν ω τι εν ν οείς». «Αν ησ υχ είς ότι μπορεί ν α γ ίν εις βίαιος, ότι σ τερείσ αι αν θρωπιάς. Άκουσ ες, όμως, την Νταν ιέλ . Και ζητάς βοήθεια. Αυτό δείχ ν ει διορατικότητα». «Και τι λ ες γ ια τα ζώα που βασ άν ιζα;» «Δ εν θα έπρεπε ν α το κάν εις αυτό. Αλ λ ά ήταν πριν από καιρό. Μην το ξαν ακάν εις, λ οιπόν ». Μεσ ολ άβησ ε μια παύσ η. Ο Σίμους Ντιουν έδειχ ν ε αρκετά μπερδεμέν ος. «Δ εν ξέρω τι ν α πω». «Τι θα έλ εγ ες γ ια... “αν τίο”;» πρότειν ε η Φρίν τα. Ο Σίμους έφυγ ε και η Φρίν τα πήγ ε και σ τάθηκε δίπλ α σ το παράθυρο του γ ραφείου της, που κοιτούσ ε σ το απέν αν τι οικόπεδο. Κάποτε υπήρχ αν εκεί σ πίτια, πριν από καιρό όμως μια μπάλ α κατεδάφισ ης είχ ε γ κρεμίσ ει τους τοίχ ους τους και τα είχ ε κάν ει σ κόν η, κι έπειτα ήρθαν εκσ καφείς και
γ εραν οί ν ’ αν οίξουν δρόμο μέσ α από τα χ αλ άσ ματα. Για έν α διάσ τημα είχ ε ξεκιν ήσ ει εκεί μια αν οικοδόμησ η και είχ αν εγ κατασ τήσ ει κον τέιν ερ και έν α εργ οτάξιο μέσ α σ το οποίο έβλ επε αν θρώπους με κράν η ν α πίν ουν τσ άι. Παν τού κατά μήκος της περίφραξης είχ αν τοποθετηθεί πιν ακίδες που αν ήγ γ ελ λ αν την αν έγ ερσ η εν ός ολ οκαίν ουριου σ υγ κροτήματος γ ραφείων . Έπειτα όμως, ξαφν ικά, οι εργ ασ ίες σ ταμάτησ αν : σ το κάτω-κάτω, υπήρχ ε οικον ομική κρίσ η. Οι εργ άτες έφυγ αν με τους εκσ καφείς και τα άλ λ α μηχ αν ήματα, αν και έν ας κον τόχ ον τρος γ εραν ός εξακολ ουθούσ ε ν α σ τέκεται σ τη μέσ η του χ ώρου. Αγ ριόχ ορτα και θάμν οι είχ αν αν απτυχ θεί εκεί που άλ λ οτε ήταν τα χ αλ άσ ματα. Τώρα πια ήταν έν ας χ ώρος αν εξέλ εγ κτος. Παιδιά έπαιζαν εκεί, και μερικές φορές κοιμούν ταν και άσ τεγ οι. Κατά καιρούς η Φρίν τα έβλ επε και αλ επούδες ν α τριγ υρν ούν αν άμεσ α σ τους βάτους. Ίσ ως και ν α παρέμεν ε έτσ ι ο χ ώρος, σ κέφτηκε, γ ια ν α θυμίζει σ τους αν θρώπους ότι ακόμη και σ ε μια μεγ άλ η πόλ η σ αν το Λον δίν ο κάποια πράγ ματα έπρεπε ν α παραμείν ουν αν εξέλ εγ κτα και απρόβλ επτα· όλ α εκείν α τα ζιζάν ια και τα αγ ριολ ούλ ουδα, ακόμη και μερικά σ κόρπια λ αχ αν ικά, έμοιαζαν ν α είν αι η παρωδία και σ υγ χ ρόν ως τα πεισ ματάρικα
κατάλ οιπα των αλ λ οτιν ών κήπων που είχ αν κατεδαφισ τεί. Όχ ι. δεν μπορούσ ε ν α βοηθήσ ει τον Σίμους Ντιουν , αν και η εικόν α του ν α κόβει τα μαλ λ ιά του πατέρα του δεν έλ εγ ε ν α φύγ ει από τη σ κέψ η της: οι ασ τραφτερές λ επίδες εξακολ ουθούσ αν ν α αν οιγ οκλ είν ουν μέσ α σ το μυαλ ό της. Πολ υαγ απημέν η μου Φρίν τα, μπορώ ν α καταλ άβω ότι γ ια την ώρα σού είν αι αδύν ατον ν α κάν εις οποιαδήποτε σχ έδια. Απλ ώς μην κάν εις σχ έδια χ ωρίς εμέν α. Σύμφων οι; Σήμερα πήγ α ν α δω μερικούς πίν ακες στους οποίους επικρατούσε το πορφυρό χ ρώμα. Και αγ όρασα και μερικές γ λ άστρες με βόταν α γ ια το μπαλ κόν ι – αν και δεν ξ έρω αν θα μπορέσουν ν α επιβιώσουν με τον παγ ωμέν ο άν εμο που ξ υρίζει αυτή την πόλ η σαν λ επίδα. Νομίζω ότι θα κατέλ ηγ ες ν α αγ απήσεις αυτό το μέρος. Και σίγ ουρα μπορείς ν α χ αθείς μέσα στο πλ ήθος και στους αγ ν ώστους. Υ πάρχ ουν μέρες που φαν τάζομαι ότι διακρίν ω το πρόσωπό σου κάπου μέσα στο πλ ήθος. Τον ιδιαίτερο τρόπο που αν ασηκών εται το πιγ ούν ι σου. Έν α άλ ικο φουλ άρι. Η καρδιά μου τότε αν απηδά. Περιτριγ υρισμέν ος από αν θρώπους που συμπαθώ,
ν ιώθω ολ ομόν αχ ος εδώ χ ωρίς εσέν α. Σ’ αγ απώ. Σάν τι.
10 Ο Τζιμ Φίαρμπι δεν τα παρατούσ ε ποτέ: το πείσ μα του ήταν το χ άρισ μά του και η κατάρα του σ υγ χ ρόν ως. Δ εν μπορούσ ε ν α το αλ λ άξει αυτό, έτσ ι ήταν γ εν ν ημέν ος. Όταν ήταν δέκα χ ρόν ων , σ ε μια σ χ ολ ική εκδρομή είχ ε παρακολ ουθήσ ει μια επίδειξη σ χ ετικά με το πώς μπορεί κάποιος ν α αν άψ ει φωτιά χ ωρίς σ πίρτο. Έμοιαζε απλ ό έτσ ι όπως το έκαν ε ο άν τρας με το σ τρατιωτικό τζάκετ – μια σ αν ίδα με μια εγ κοπή επάν ω της, έν α μακρύ ξύλ ο, μια χ ούφτα ξερά χ όρτα και φλ ούδες, και έπειτα, αφού σ τριφογ ύριζε γ ια έν α περίπου λ επτό το ξυλ άκι αν άμεσ α σ τις παλ άμες του, ξεπεταγ όταν σ τη μικρή εσ τία μια σ πίθα που σ ιγ ά-σ ιγ ά γ ιν όταν φλ όγ α. Έν α-έν α όλ α τα παιδιά της τάξης προσ πάθησ αν ν α κάν ουν το ίδιο πράγ μα, και όλ α απέτυχ αν . Όταν όμως ο Φίαρμπι επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι του, πέρασ ε ολ όκλ ηρες ώρες σ τριφογ υρν ών τας έν α ξυλ άκι αν άμεσ α σ τις παλ άμες του, μέχ ρι που γ έμισ αν πλ ηγ ές και φουσ κάλ ες. Οι μέρες διαδέχ ον ταν η μία την άλ λ η και τον έβρισ καν ν α κάθεται σ ταυροπόδι σ τον μικρό κηπάκο τους, με τον αυχ έν α του ν α
πον ά και τα χ έρια του ν α κιν ούν ται με ταχ ύτητα μέχ ρι που, μια μέρα, κάτω από την άκρη του ξύλ ου έλ αμψ ε μια σ πίθα. Η μάν α του, που ήταν από καιρό πια πεθαμέν η, έλ εγ ε πάν τοτε με υπερηφάν εια μάλ λ ον πως ο γ ιος της ήταν ο πιο πεισ ματάρης άν θρωπος που είχ ε γ ν ωρίσ ει ποτέ. Η γ υν αίκα του το ίδιο ακριβώς πράγ μα το αποκαλ ούσ ε αν αθεματισ μέν η ξεροκεφαλ ιά. «Κάν εις σ αν έν α σ κυλ ί με έν α κόκαλ ο», σ υν ήθιζε ν α του λ έει. «Δ εν το αφήν εις ποτέ ν α σ ου ξεφύγ ει». Οι σ υν άδελ φοί του δημοσ ιογ ράφοι του έλ εγ αν κι αυτοί το ίδιο, μερικές φορές με θαυμασ μό, άλ λ ες πάλ ι με δυσ πισ τία ή και με περιφρόν ησ η, και τώρα τελ ευταία πια μ’ εκείν ο το κούν ημα του κεφαλ ιού: ο γ ερο-Φίαρμπι με τις εμμον ές του. Ο Φίαρμπι δεν έδιν ε δεκάρα γ ι’ αυτά που σ κέφτον ταν όλ οι τους. Συν έχ ιζε απλ ώς ν α σ τριφογ υρν ά το ξύλ ο του περιμέν ον τας τη σ πίθα ν α ξεπεταχ τεί και ν α φουν τώσ ει σ ε φλ όγ α. Έτσ ι είχ ε κάν ει και με την υπόθεσ η του Τζορτζ Κόν λ εϊ. Καν είς άλ λ ος δεν είχ ε ν οιασ τεί γ ια τον Κόν λ εϊ, καν είς δεν τον είχ ε έσ τω σ κεφτεί σ αν έν α σ υν άν θρωπό του, κι όμως είχ ε αν άψ ει μια σ πίθα μέσ α σ τον Φίαρμπι ο οποίος είχ ε παρακολ ουθήσ ει την κάθε μέρα, το κάθε λ επτό της δίκης του. Αυτό που τον είχ ε αγ γ ίξει ήταν η παθητικότητα του
Κόν λ εϊ· ήταν σ αν δαρμέν ο σ κυλ ί που απλ ώς περίμεν ε το επόμεν ο χ τύπημα. Δ εν καταλ άβαιν ε τι ακριβώς του σ υν έβαιν ε, αλ λ ά ούτε και έδειχ ν ε ν α εκπλ ήσ σ εται. Προφαν ώς σ ε όλ η τη μέχ ρι τότε ζωή του τον κακομεταχ ειρίζον ταν και τον περιγ ελ ούσ αν και δεν είχ ε πια απομείν ει διόλ ου ελ πίδα μέσ α του ώσ τε ν α μπορέσ ει ν α αγ ων ισ τεί. Ο Φίαρμπι δεν χ ρησ ιμοποιούσ ε ποτέ λ έξεις όπως «δικαιοσ ύν η», τις έβρισ κε πολ ύ σ τομφώδεις γ ια έν αν παλ ιό δημοσ ιογ ράφο σ αν κι αυτόν , όμως δεν του φαιν όταν δίκαιο ότι εκείν η η θλ ιβερή αν θρώπιν η σ κιά δεν είχ ε καν έν αν ν α αγ ων ισ τεί σ το πλ ευρό της. Την πρώτη φορά που ο Τζιμ Φίαρμπι είχ ε επισ κεφτεί τον Τζορτζ Κόν λ εϊσ τη φυλ ακή ήταν το 2005, και εκείν η η εμπειρία του είχ ε προκαλ έσ ει εφιάλ τες. Οι φυλ ακές υψ ίσ της ασ φαλ είας Μόρτλ εμερ κάτω σ το Κεν τ σ τις εκβολ ές του Τάμεσ η δεν ήταν και τόσ ο άσ χ ημο μέρος τελ ικά και ο Φίαρμπι δεν ήταν σ ίγ ουρος τι ακριβώς τον είχ ε τραβήξει σ ε όλ η αυτή την ισ τορία. Υ πήρχ αν οι άν θρωποι με το παραιτημέν ο, καρτερικό βλ έμμα, τα κουρασμένα πρόσωπα των γυναικών και των παιδιών στην αίθουσα αναμονής. Άκουγε προσεκτικά τις προφορές τους. Κάποιες από εκείνες τις
γ υν αίκες είχ αν έρθει από τα πιο μακριν ά μέρη της χ ώρας. Υ πήρχ ε παν τού διάχ υτη μια οσ μή υγ ρασ ίας και απολ υμαν τικού κι εκείν ος δεν μπορούσ ε ν α πάψ ει ν ’ αν αρωτιέται ποιες άλ λ ες τάχ α οσ μές ν α κάλ υπτε το αν τισ ηπτικό. Αλ λ ά, και αυτό ήταν το παράξεν ο, περισ σ ότερο τον είχ αν τραβήξει οι κλ ειδαριές και τα κάγ κελ α και οι ψ ηλ οί τοίχ οι και τα σ υρματοπλ έγ ματα. Έν ιωθε σ αν έν α παιδί που ποτέ δεν μπορεί πραγ ματικά ν α καταν οήσ ει τι είν αι η φυλ ακή. Η αλ ηθιν ή τιμωρία βρίσ κεται σ το ότι οι πόρτες είν αι κλ ειδωμέν ες και δεν μπορείς ν α βγ εις έξω όταν θέλ εις. Στη διάρκεια της δίκης, ο αξιολ ύπητος αν θρωπάκος ο Κόν λ εϊ έδειχ ν ε σ ασ τισ μέν ος και σ χ εδόν μουδιασ μέν ος από το γ εγ ον ός ότι του έδιν αν τόσ ο πολ λ ή σ ημασ ία. Όταν ο Φίαρμπι τον σ υν άν τησ ε γ ια πρώτη φορά μέσ α σ τη φυλ ακή, εκείν ος ήταν κάτωχ ρος και έδειχ ν ε απόλ υτα ηττημέν ος. «Είμασ τε ακόμη σ την αρχ ή, όχ ι σ το τέλ ος», του είχ ε πει ο Φίαρμπι, όμως ο Κόν λ εϊ δεν έδειχ ν ε καν ν ’ ακούει αυτά που του έλ εγ ε. Ο Φίαρμπι είχ ε δει σ τον οδικό χ άρτη πως η φυλ ακή βρισ κόταν δίπλ α σ ε έν α καταφύγ ιο πουλ ιών και σ το δρόμο της επισ τροφής σ ταμάτησ ε γ ια λ ίγ ο το αυτοκίν ητο εκεί κον τά και βάδισ ε κατά μήκος εν ός μον οπατιού δίπλ α σ το
ν ερό, έτσ ι ώσ τε ο ψ υχ ρός βοριν ός άν εμος ν α σ αρώσ ει από πάν ω του την ταγ κή οσ μή της φυλ ακής. Αλ λ ά κι έτσ ι ακόμη η δυσ ωδία δεν έλ εγ ε ν α ξεκολ λ ήσ ει από πάν ω του, κι εκείν ο το βράδυ, όπως και πολ λ ά από τα επόμεν α, ον ειρεύτηκε πόρτες και ατσ άλ ιν α κάγ κελ α και κλ ειδαριές των οποίων τα κλ ειδιά είχ αν γ ια πάν τα χ αθεί, ον ειρεύτηκε ότι ήταν ο ίδιος κλ ειδωμέν ος πίσ ω από εκείν ες τις πόρτες και ότι πάσ χ ιζε ν α κοιτάξει τον έξω κόσ μο πίσ ω από τζάμια τόσ ο χ ον τρά που δεν διέκριν ε τίποτε πέρα από θολ ά σ χ ήματα. Στη διάρκεια των χ ρόν ων που ακολ ούθησ αν , παράλ λ ηλ α με το ν α γ ράφει τα άρθρα του και, τελ ικά, το βιβλ ίο του με τίτλ ο Τυφλ ή Δ ικαιοσύν η, επισ κεπτόταν τον Κόν λ εϊ σ ε διάφορες φυλ ακές σ ε πολ λ ά μέρη της Αγ γ λ ίας, πότε σ το Σάδερλ αν τ, πότε σ το Ντέβον , και σ ε μέρη όπου δεν έφταν ε το οδικό δίκτυο. Τώρα, πηγ αίν ον τας ν α τον επισ κεφτεί σ τις φυλ ακές του Χάσ τον , δίπλ α σ το Ντέρμπι, ο Φίαρμπι μόλ ις και μετά βίας πρόσ εχ ε όσ α βρίσ κον ταν γ ύρω του. Το πάρκιγ κ, ο έλ εγ χ ος πριν από την είσ οδο, μετά η είσ οδος μέσ α από πολ λ ές πόρτες, όλ α αυτά είχ αν γ ίν ει πια ρουτίν α, περισ σ ότερο βαρετή παρά τραυματική. Οι φύλ ακες τον γ ν ώριζαν , γ ν ώριζαν γ ια ποιο λ όγ ο βρισ κόταν εκεί και οι περισ σ ότεροι τον σ υμπαθούσ αν – και
εκείν ο τον ίδιο και τον Κόν λ εϊ. Στη διάρκεια όλ ων αυτών των χ ρόν ων , ο Φίαρμπι είχ ε ακούσ ει ισ τορίες γ ια τροφίμους που χ ρησ ιμοποίησ αν τη φυλ ακή σ αν έν α είδος σ χ ολ είου. Είχ αν μάθει ν α διαβάζουν , είχ αν μελ ετήσ ει γ ια ν α πάρουν απολ υτήριο λ υκείου και άλ λ α πτυχ ία. Αλ λ ά ο Κόν λ εϊ δεν είχ ε κάν ει τίποτε από αυτά: είχ ε απλ ώς γ ίν ει πιο παχ ύς, πιο χ λ ωμός, πιο θλ ιμμέν ος και πιο ηττημέν ος. Τα σ κούρα μαλ λ ιά του ήταν λ ιγ διασ μέν α και ολ όσ ια, κι είχ ε αποκτήσ ει μια μακριά τεθλ ασ μέν η ουλ ή που κατέβαιν ε από τη γ ων ία του εν ός ματιού του μέχ ρι κάτω, αποτέλ εσ μα μιας επίθεσ ης που είχ ε δεχ τεί κάποια μέρα όταν περίμεν ε σ την ουρά γ ια το μεσ ημεριαν ό φαγ ητό. Αυτό είχ ε γ ίν ει τα πρώτα χ ρόν ια του σ τη φυλ ακή, τότε που ακόμη ήταν θύμα σ υν εχ ών απειλ ών και κακοποίησ ης. Τον έσ πρωξαν δυν ατά σ το διάδρομο, πέταξαν κάτω το φαγ ητό του, και η κατάλ ηξη ήταν ν α τον απομον ώσ ουν οι φύλ ακες γ ια δική του προσ τασ ία. Σταδιακά όμως τα πράγ ματα άρχ ισ αν ν α αλ λ άζουν , καθώς άρχ ισ αν ν α τίθεν ται όλ ο και περισ σ ότερα ερωτήματα και ν α ξεκιν ά μια εκσ τρατεία υπέρ του, την οποία πρώτα εν έπν ευσ ε και έπειτα σ τήριξε ο Τζιμ Φίαρμπι. Οι σ υγ κρατούμεν οί του πρώτα τον άφησ αν ήσ υχ ο και μετά άρχ ισ αν σ ιγ ά-σ ιγ ά ν α
γ ίν ον ται φιλ ικοί απέν αν τί του. Τα τελ ευταία μάλ ισ τα χ ρόν ια, ακόμη και οι δεσ μοφύλ ακες, απρόθυμα σ την αρχ ή, είχ αν αρχ ίσ ει ν α τον βλ έπουν με σ υμπάθεια. Ο Φίαρμπι κάθισ ε απέν αν τι σ τον Κόν λ εϊ όπως είχ ε κάν ει τόσ ες και τόσ ες φορές μέχ ρι τώρα. Ο Κόν λ εϊ ήταν πια τόσ ο παχ ύς που τα κατακόκκιν α μάτια του είχ αν σ χ εδόν εξαφαν ισ τεί μέσ α σ τις σ άρκιν ες δίπλ ες του προσ ώπου του. Είχ ε αποκτήσ ει τη σ υν ήθεια ν α ξύν ει σ υν εχ ώς το επάν ω μέρος του δεξιού χ εριού του. Ο Φίαρμπι πίεσ ε τον εαυτό του ν α χ αμογ ελ άσ ει. Όλ α πήγ αιν αν καλ ά. Κέρδιζαν . Θα έπρεπε ν α είν αι και οι δυο τους χ αρούμεν οι. «Ήρθε ν α σ ε δει η Νταϊάν α;» τον ρώτησ ε. Η Νταϊάν α ΜακΚέροου ήταν η δικηγ όρος η οποία είχ ε αν αλ άβει την υπόθεσ η του Κόν λ εϊ γ ια την τελ ευταία έφεσ η. Στην αρχ ή ο Φίαρμπι είχ ε σ υν εργ ασ τεί σ τεν ά μαζί της. Στο κάτω-κάτω, εκείν ος ήξερε περισ σ ότερα από οποιον δήποτε άλ λ ο γ ια την υπόθεσ η, έτσ ι δεν ήταν ; Ήξερε τα αδύν ατα σ ημεία του κατηγ ορητηρίου, γ ν ώριζε και όλ α τα άτομα που είχ αν σ χ έσ η με την υπόθεσ η. Καθώς όμως τα πράγ ματα έπαιρν αν το δρόμο τους, εκείν η έπαψ ε ν α του τηλ εφων εί. Ήταν πια δύσ κολ ο ν α τη βρει. Ο Φίαρμπι προσ πάθησ ε ν α μην
εν οχ λ ηθεί. Άλ λ ωσ τε αυτό που είχ ε σ ημασ ία ήταν το αποτέλ εσ μα, σ ωσ τά; Αυτό έλ εγ ε σ τον εαυτό του. «Μου τηλ εφών ησ ε», είπε ο Κόν λ εϊ με το βλ έμμα του ν α πλ αν ιέται ολ όγ υρα, χ ωρίς ποτέ ν α κοιτά καταπρόσ ωπο τον Φίαρμπι. «Σου είπε γ ια την έφεσ η;» Ο Φίαρμπι μιλ ούσ ε αργ ά, προφέρον τας την κάθε λ έξη ξεχ ωρισ τά, σ αν ν α μιλ ούσ ε σ ’ έν α μικρό παιδί. «Ναι, ν ομίζω ν αι». «Όλ α τα ν έα είν αι καλ ά», του είπε ο Φίαρμπι. «Έχ ουν όλ ες τις λ επτομέρειες από την παράν ομη αν άκρισ η». Ο Κόν λ εϊ φάν ηκε ν α μην καταλ αβαίν ει. «Όταν σ ε σ υν έλ αβε η ασ τυν ομία, δεν σ ε αν έκριν αν με τον τρόπο που έπρεπε. Δ εν σ ε προειδοποίησ αν . Δ εν σ ου εξήγ ησ αν τα πράγ ματα όπως έπρεπε. Δ εν έλ αβαν υπόψ η τους τις...» Ο Φίαρμπι σ ταμάτησ ε και κοίταξε γ ύρω του. Στο διπλ αν ό τραπέζι, έν ας άν τρας και μια γ υν αίκα κοιτάζον ταν σ τα μάτια, χ ωρίς ν α μιλ ούν . «Τις ειδικές σ ου αν άγ κες», σ υν έχ ισ ε ο Φίαρμπι. «Αυτό θα αρκούσ ε από μόν ο του. Αλ λ ά αν βάλ ουμε μαζί και τις λ επτομέρειες από το άλ λ οθί σ ου που η κατηγ ορούσ α αρχ ή αποσ ιώπησ ε...» Ο Φίαρμπι σ ταμάτησ ε. Το κεν ό βλ έμμα σ τα μάτια του Κόν λ εϊ τον έκαν ε ν α καταλ άβει πως είχ ε χ άσ ει
την προσ οχ ή του. «Εσ ύ δεν χ ρειάζεται ν α κολ λ ήσ εις τώρα με τις λ επτομέρειες», είπε τελ ικά ο Φίαρμπι. «Εγ ώ ήθελ α μόν ο ν α έρθω εδώ και ν α σ ου πω ότι ξέρω τι πέρασ ες όλ α αυτά τα χ ρόν ια. Όλ α όσ α τράβηξες, όλ η αυτή την κόλ ασ η. Δ εν ξέρω πώς τα κατάφερες. Αλ λ ά πρέπει απλ ώς ν α κρατηθείς λ ίγ ο ακόμη, ν α είσ αι δυν ατός, και όλ α θα διορθωθούν . Ακούς τι σ ου λ έω;» «Όλ α θα διορθωθούν », είπε ο Κόν λ εϊ. «Υ πάρχ ει και κάτι ακόμη», πρόσ θεσ ε ο Φίαρμπι. «Ήθελ α επίσ ης ν α σ ου πω ότι τα πράγ ματα είν αι καλ ά, αλ λ ά θα είν αι και δύσ κολ α. Όταν κάποιος απελ ευθερών εται δίν ον τας το λ όγ ο του ότι δεν θα δραπετεύσ ει, τον προετοιμάζουν γ ια μήν ες. Τον βγ άζουν έξω, ξέρεις, γ ια βόλ τες σ το πάρκο, ακόμη και εκδρομές σ την παραλ ία. Κι έπειτα, όταν αποφυλ ακίζεται, πρέπει ν α μείν ει σ ε έν α σ υγ κεκριμέν ο σ πίτι όπου θα μπορούν ν α τον ελ έγ χ ουν . Το έχ εις ακούσ ει αυτό, έτσ ι δεν είν αι;» Ο Κόν λ εϊ έν ευσ ε. Ο Φίαρμπι δεν ήταν σ ίγ ουρος αν καταλ άβαιν ε όσ α του έλ εγ ε. «Για σ έν α όμως δεν θα είν αι έτσ ι. Αν το εφετείο κάν ει δεκτή την έφεσ ή σ ου, θα σ ε αφήσ ουν την ίδια σ τιγ μή και θα είσ αι ελ εύθερος ν α βγ εις από την πόρτα και ν α φύγ εις. Αυτό θα είν αι κάπως δύσ κολ ο. Καλ ύτερα ν α είσ αι
προετοιμασ μέν ος». Ο Φίαρμπι περίμεν ε μια αν τίδρασ η, όμως ο Κόν λ εϊαπλ ώς έδειχ ν ε μπερδεμέν ος. «Εγ ώ ήρθα σ ήμερα εδώ απλ ώς γ ια ν α σ ου πω ότι είμαι φίλ ος σ ου. Όπ ως ήμουν πάν τοτε. Ότ αν θα βρεθείς έξω, ίσ ως θελ ήσ εις ν α πεις την ισ τορία σ ου. Πολ λ οί άν θρωποι θα εν διαφερθούν γ ι’ αυτά τα οποία πέρασ ες. Ξέρεις, είν αι μια παλ ιομοδίτικη ιστορία τραγωδίας και θριάμβου. Ξέρω από αυτά τα πράγματα, και είναι καλ ό να βγάλ εις εσύ προς τα έξω τη δική σου πλ ευρά της ιστορίας, γιατί αν δεν το κάνεις θα το κάνουν άλ λ οι για σένα. Εγώ μπορώ να σε βοηθήσω σε αυτό. Λέω την ιστορία σου από την πρώτη σ τιγ μή, τότε που καν είς άλ λ ος δεν σ ε πίσ τευε. Είμαι φίλ ος σ ου, Τζορτζ. Αν χ ρειασ τείς βοήθεια γ ια ν α πεις την ισ τορία σ ου, μπορώ ν α σ ε βοηθήσ ω εγ ώ». Ο Φίαρμπι περίμεν ε έν α λ επτό γ ια κάποια αν τίδρασ η, η οποία δεν ήρθε. «Έχ εις όλ α όσ α χ ρειάζεσ αι γ ια την ώρα; Θέλ εις ν α σ ου φέρω κάτι;» Ο Κόν λ εϊ αν ασ ήκωσ ε τους ώμους και ο Φίαρμπι τον αποχ αιρέτησ ε λ έγ ον τας ότι θα ξαν άρθει σ ύν τομα. Στις αλ λ οτιν ές μέρες, θα οδηγ ούσ ε πάλ ι μέχ ρι το σ πίτι του όσ ο αργ ά κι αν ήταν , από τότε όμως που η γ υν αίκα του τον είχ ε εγ καταλ είψ ει και τα παιδιά είχ αν φύγ ει, σ υν ήθως δεν επέσ τρεφε αυθημερόν . Πολ λ οί άν θρωποι σ υν ήθιζαν ν α λ έν ε
αν έκδοτα γ ια τα ξεν οδοχ εία που βρίσ κον ταν κατά μήκος του αυτοκιν ητόδρομου, όμως εκείν α τον εξυπηρετούσ αν πολ ύ. Σε αυτό που πήγ αιν ε τώρα του έκαν αν πολ ύ καλ ή τιμή. Τριάν τα δυόμισ ι λ ίρες. Δ ωρεάν πάρκιγ κ, καφές και τσ άι σ το δωμάτιο. Έγ χ ρωμη τηλ εόρασ η. Καθαριότητα. Κι αν εξαιρέσ ουμε το χ άρτιν ο κάλ υμμα του καπακιού σ τη λ εκάν η της τουαλ έτας, δεν υπήρχ ε καμία άλ λ η έν δειξη ότι κάποιος άλ λ ος είχ ε ποτέ μπει σ ’ εκείν ο το δωμάτιο. Είχ ε μαζί τις σ υν ηθισ μέν ες αποσ κευές του. Τη μικρή του βαλ ιτσ ούλ α, τον φορητό υπολ ογ ισ τή και την τσ άν τα με τα αν τίγ ραφα των αρχ είων του. Τα αυθεν τικά αρχ εία βρίσ κον ταν σ το σ πίτι του. Καταλ άμβαν αν τον περισ σ ότερο χ ώρο σ το γ ραφείο του. Ήταν όλ α αυτά που χ ρειαζόταν γ ια τις αν αφορές του: τα βασ ικά γ εγ ον ότα, τα ον όματα και τους αριθμούς, λ ίγ ες φωτογ ραφίες και καταθέσ εις. Όπως πάν τοτε, η πρώτη του κίν ησ η ήταν ν α βγ άλ ει από την τσ άν τα του τον βυσ σ ιν ή κρεμασ τό φάκελ ο και ν α τον αν οίξει επάν ω σ το μικρό γ ραφείο δίπλ α σ την έγ χ ρωμη τηλ εόρασ η. Κι εν ώ το ν ερό μέσ α σ τον μικροσ κοπικό λ ευκό βρασ τήρα είχ ε αρχ ίσ ει ν α ζεσ ταίν εται, πήρε μια καιν ούρια σ ελ ίδα χ αρτιού με γ ραμμές, έγ ραψ ε επάν ω την ημερομην ία και την ώρα της
σ υν άν τησ ής του με τον Κόν λ εϊ και κατέγ ραψ ε με μορφή σ ημειώσ εων όλ α όσ α είχ αν ειπωθεί σ τη διάρκειά της. Όταν τελ είωσ ε, ετοίμασ ε έν α φλ ιτζάν ι σ τιγ μιαίου καφέ και έβγ αλ ε έν α μπισ κότο από την πλ ασ τική σ υσ κευασ ία του. Εκείν η τη σ τιγ μή θυμήθηκε την πρώτη του σ υν άν τησ η με τον Κόν λ εϊ, σ τη φυλ ακή Μόρτλ εμερ. «Είμασ τε ακόμη σ την αρχ ή», του είχ ε πει, «όχ ι σ το τέλ ος». Κοίταξε το φάκελ ο. Σκέφτηκε κι εκείν ο το δωμάτιο το γ εμάτο αρχ εία πίσ ω σ το σ πίτι του. Σκέφτηκε το γ άμο του, τους καβγ άδες και τις σ ιωπές, κι έπειτα το τέλ ος. Είχ ε φαν εί ξαφν ικό, αποδείχ τηκε όμως πως η Σάν τρα το σ χ εδίαζε από μήν ες πριν – είχ ε βρει καιν ούριο διαμέρισ μα, είχ ε σ υμβουλ ευτεί δικηγ όρο. «Τι θα κάν εις όταν τελ ειώσ ει;» τον είχ ε κάποτε ρωτήσ ει η Σάν τρα, αν αφερόμεν η όχ ι σ το γ άμο τους αλ λ ά σ την υπόθεσ η αυτή, τον καιρό που ακόμη μιλ ούσ αν γ ια τη δουλ ειά του. Ήταν όμως περισ σ ότερο σ αν κατηγ ορία παρά σ αν ερώτησ η. Γιατί, σ την πραγ ματικότητα, τίποτα δεν τελ είων ε ποτέ. Θα κοιτούσ ε ξαν ά το βιβλ ίο του, με την προοπτική μιας αν αθεωρημέν ης επαν έκδοσ ης αν ο Κόν λ εϊ αποφυλ ακιζόταν . Κι όμως, τώρα τίποτα δεν του φαιν όταν σ ωσ τό. Το βιβλ ίο ήταν γ εμάτο αρν ητικά ερωτήματα: γ ιατί δεν έγ ιν ε εκείν ο, γ ιατί
δεν ήταν αλ ηθιν ό το άλ λ ο, γ ια ποιο λ όγ ο έν α σ τοιχ είο ήταν παραπλ αν ητικό. Τώρα όμως το ερώτημα ήταν καιν ούριο και διαφορετικό: αν ο Τζορτζ Κόν λ εϊ δεν είχ ε δολ οφον ήσ ει τη Χέιζελ Μπάρτον , τότε ποιος το είχ ε κάν ει;
11 «Α, αυτές οι βόρειες χ ώρες», δήλ ωσ ε ο Γιόζεφ. «Όλ οι τους πίν ουν το ίδιο». «Τι εν ν οείς όταν λ ες “πίν ουν το ίδιο”;» Ο Γιόζεφ οδηγ ούσ ε το παλ ιό φορτηγ άκι του με τη Φρίν τα καθισ μέν η δίπλ α του. Κατευθύν ον ταν προς το Ίσ λ ιγ κτον , επειδή είχ ε τηλ εφων ήσ ει η Ολ ίβια σ ε σ χ εδόν υσ τερική κατάσ τασ η γ ια ν α πει ότι ο ν ιπτήρας σ το επάν ω λ ουτρό είχ ε ξηλ ωθεί από τον τοίχ ο σ τη διάρκεια του πάρτι, και ήθελ ε ν α επισ κευασ τεί η ζημιά. Αμέσ ως. Και ποτέ, ποτέ πια δεν επρόκειτο ν α βάλ ει εφήβους σ το σ πίτι της. Ο Γιόζεφ σ υμφών ησ ε ν α αφήσ ει γ ια λ ίγ ο το λ ουτρό της Φρίν τα και ν α πάει ν α βοηθήσ ει την Ολ ίβια. Η Φρίν τα έν ιωσ ε διχ ασ μέν η σ τη σ υν αισ θηματική της αν τίδρασ η. Ο Γιόζεφ έκαν ε τώρα έν α διάλ ειμμα από τη δωρεάν εργ ασ ία του γ ια την τοποθέτησ η της μπαν ιέρας της, γ ια ν α πάει ν α βοηθήσ ει την κουν ιάδα της. Αλ λ ά βέβαια όχ ι δωρεάν και αυτό, η Φρίν τα θα επέμεν ε ακόμη και αν χ ρειαζόταν ν α τον πλ ηρώσ ει η ίδια. Αλ λ ά γ ια ν α βοηθήσ ουν την Ολ ίβια, ο Γιόζεφ έπρεπε ν α αφήσ ει το δικό της σ πίτι. Το δικό της σ πίτι, που είχ ε πάψ ει ν α είν αι
δικό της. Κάθε φορά που έριχ ν ε μια ματιά σ ’ εκείν ο το οποίο ήταν άλ λ οτε το λ ουτρό της, η κατάσ τασ η έμοιαζε ν α χ ειροτερεύει αν τί ν α βελ τιών εται. «Στο ν ότο πίν ουν κρασ ί και μέν ουν όρθιοι. Στο βορρά πίν ουν καθαρό οιν όπν ευμα και πέφτουν κάτω». «Θέλ εις ν α πεις ότι πίν ουν γ ια ν α μεθύσ ουν ». «Να ξεχ άσ ουν βάσ αν α, σ τεν οχ ώριες, ν α ξεφύγ ουν από τα σ κοτάδια». Ο Γιόζεφ έσ τριψ ε απότομα γ ια ν α αποφύγ ει έν αν άν τρα ο οποίος κατέβηκε σ αν αποχ αυν ωμέν ος από το πεζοδρόμιο με το κεφάλ ι του πλ αισ ιωμέν ο από γ ιγ άν τια κίτριν α ακουσ τικά. «Ώσ τε, λ οιπόν , και σ το πάρτι της Χλ όης ήταν πολ λ οί αυτοί που έπιν αν σ κλ ηρά ποτά και έπεφταν κάτω;» «Μαθαίν ουν τόσ ο ν έοι». Ο Γιόζεφ αν ασ τέν αξε βαθιά με τρόπο δραματικό. «Τη θέσ η αν άν ηψ ης». «Ακούγ εται δυσ οίων ο αυτό». «Όχ ι, όχ ι. Έτσ ι είν αι η ζωή. Άν θρωποι τσ ακών ον ται, χ ορεύουν , άν θρωποι αγ καλ ιάζον ται και φιλ ιούν ται, μιλ ούν γ ια τα όν ειρά τους, σ πάν ε πράγ ματα, μεθούν και ζαλ ίζον ται». «Κι όλ α αυτά μέσ α σ ε λ ίγ ες ώρες». «Η Χλ όη δεν πέρασ ε και πολ ύ καλ ά». «Γιατί το λ ες αυτό;»
«Όλ η την ώρα προσ παθούσ ε ν α καθαρίσ ει και ν α σ υμμαζέψ ει. Καν είς δεν πρέπει ν α καθαρίζει και ν α σ υμμαζεύει προτού τελ ειώσ ει το πάρτι. Εκτός από τα σ πασ μέν α γ υαλ ιά». Ο Γιόζεφ σ ταμάτησ ε έξω από το σ πίτι της Ολ ίβια και βγ ήκαν από το φορτηγ άκι. Η Ολ ίβια άν οιξε την πόρτα πριν προλ άβει η Φρίν τα ν α χ τυπήσ ει. Φορούσ ε μια αν τρική ρόμπα και το πρόσ ωπό της είχ ε μια μελ οδραματική έκφρασ η. «Δ εν άν τεχ α ν α κάν ω τίποτε άλ λ ο εκτός από το ν α πέσ ω σ το κρεβάτι», είπε. «Όλ α είν αι άν ωκάτω». «Αλ λ ά και πριν ήταν άν ω-κάτω», της απάν τησ ε η Φρίν τα. «Εσ ύ η ίδια είχ ες πει πριν από το πάρτι ότι δεν θα πρόσ εχ ες καν λ ίγ η ακατασ τασ ία παραπάν ω». «Έκαν α λ άθος. Δ εν είν αι μόν ο ο ν ιπτήρας. Η μπλ ε λ άμπα μου έχ ει σ πάσ ει, κι έχ ει επίσ ης σ πάσ ει η χ ειράμαξα σ τον κήπο επειδή προσ πάθησ αν ν α διαπισ τώσ ουν πόσ οι άν θρωποι μπορούν ν α αν εβούν κι αυτή ν α σ υν εχ ίσ ει ν α κιν είται – κάτι που απ’ ό,τι φαίν εται ήταν ιδέα του φίλ ου σ ου του Τζακ. Αλ ήθεια, πόσ ων χ ρόν ων είν αι; Νόμιζα πως ήταν εν ήλ ικος, όχ ι ν ήπιο. Και το ωραίο μου παλ τό εξαφαν ίσ τηκε. Το αγ απημέν ο καπέλ ο του πρώην φίλ ου μου που το άφησ ε εδώ όταν με παράτησ ε
έχ ει μια τρύπα από τσ ιγ άρο σ το γ είσ ο του, οι γ είτον ες διαμαρτυρήθηκαν γ ια τη φασ αρία και τα μπουκάλ ια που πετάχ τηκαν σ τους κήπους τους, και κάποιος ούρησ ε σ τη διακοσ μητική μου πορτοκαλ ιά, σ το χ ολ ». «Εγ ώ πάν τως θα φτιάξω το ν ιπτήρα», είπε ο Γιόζεφ. «Και ίσ ως και τη χ ειράμαξα». «Σ’ ευχ αρισ τώ», είπε φλ ογ ερά η Ολ ίβια. «Μην τον αφήσ εις ν α πάρει μαζί του το ν ιπτήρα και ν α φύγ ει», είπε η Φρίν τα. «Τι πράγ μα;» ξαφν ιάσ τηκε η Ολ ίβια. «Είν αι έν α ασ τείο», βιάσ τηκε ν α πει ο Γιόζεφ. «Έν α ασ τείο αν άμεσ α σ ’ εμέν α και τη Φρίν τα». «Συγ γ ν ώμη, Γιόζεφ. Δ εν το εν ν οούσ α». Κοίταξε τη χ ειράμαξα. «Και πόσ α άτομα δοκίμασ αν ν α μπουν ;» Η Ολ ίβια άφησ ε ν α της ξεφύγ ει έν α τρεμουλ ιασ τό γ ελ άκι. «Έν α γ ελ οίο ν ούμερο... Νομίζω εφτά. Όρθιοι. Ήταν τυχ εροί που δεν σ κοτώθηκε καν είς τους». Παρόλ ο που είχ αν ήδη περάσ ει δύο μέρες, το δάπεδο κολ λ ούσ ε ακόμη κάτω από τα πόδια τους. Οι πίν ακες κρέμον ταν σ τραβοί σ τους τοίχ ους. Παν τού σ τον αέρα υπήρχ ε η γ λ υκερή οσ μή του αλ κοόλ και η Φρίν τα πρόσ εξε λ εκέδες σ τους τοίχ ους και λ ίγ δα σ τη μοκέτα που κάλ υπτε τις
σ κάλ ες. «Είν αι όπως σ ε αυτά τα παιδικά βιβλ ία με τις εικόν ες: βρες τα κρυμμέν α αν τικείμεν α», είπε η Ολ ίβια δείχ ν ον τας έν α ποτήρι μέσ α σ ε έν α παπούτσ ι. «Ακόμη βρίσ κω πράγ ματα αν ομολ όγ ητα». «Εν ν οείς προφυλ ακτικά;» ρώτησ ε ο Γιόζεφ. «Όχ ι. Ω, Θεέ μου, τι άλ λ ο σ υν έβη που δεν ξέρω;» «Όχ ι, όχ ι, όλ α εν τάξει. Τώρα ξεκιν ώ δουλ ειά». Άρχ ισ ε ν α αν εβαίν ει με πηδήματα τη σ κάλ α κουβαλ ών τας μαζί την τσ άν τα με τα εργ αλ εία του. «Έλ α ν α πιούμε κάτι», είπε η Ολ ίβια οδηγ ών τας τη Φρίν τα σ την κουζίν α. «Α, με σ υγ χ ωρείς. Δ εν ήξερα ότι είχ ες επισ τρέψ ει από το σ χ ολ είο». Δ ίπλ α σ το τραπέζι καθόταν η Χλ όη και απέν αν τί της βρισ κόταν μια ψ ηλ οκρεμασ τή, αν αμαλ λ ιασ μέν η φιγ ούρα: έν ας θάμν ος από λ αδωμέν α, σ κουρόξαν θα μαλ λ ιά, τα πόδια μέσ α σ ε αθλ ητικά παπούτσ ια με λ υτά κορδόν ια και τζιν παν τελ όν ι που γ λ ισ τρούσ ε επάν ω από τα μακριά και αδύν ατα πόδια του. Έσ τρεψ ε το κεφάλ ι του και η Φρίν τα είδε έν α αδύν ατο, ωχ ρό πρόσ ωπο και βαθουλ ωτά μάτια. Έδειχ ν ε πλ ηγ ωμέν ος και απόμακρος. Ήταν ο Τεν τ: το αγ όρι το οποίο είχ ε δει ν α αν αγ ουλ ιάζει επάν ω από τη λ εκάν η της τουαλ έτας το βράδυ του Σαββάτου. Το αγ όρι που
είχ ε μόλ ις χ άσ ει τη μητέρα του. Το βλ έμμα του σ υν άν τησ ε το δικό της και μια πυρετώδης κοκκιν ίλ α χ ύθηκε διάσ παρτα σ τα μάγ ουλ ά του. Μουρμούρισ ε κάτι ακατάλ ηπτο και σ ωριάσ τηκε σ χ εδόν επάν ω σ το τραπέζι με το μισ ό του πρόσ ωπο κρυμμέν ο σ το έν α χ έρι. Τα ν ύχ ια του ήταν φαγ ωμέν α ως το κρέας. Επάν ω σ τον λ επτό του καρπό υπήρχ ε έν α μικρό τατουάζ – ή ίσ ως και ν α ήταν έν α σ χ έδιο με μελ άν ι. «Γεια, Φρίν τα», είπε η Χλ όη. «Δ εν σ ε περίμεν α. Δ εν έχ ουμε μάθημα Χημείας σ ήμερα, ξέρεις». «Ήρθα με τον Γιόζεφ». «Για το ν ιπτήρα». «Ναι». «Θα πρέπει ν α ήταν ξεχ αρβαλ ωμέν ος έτσ ι κι αλ λ ιώς. Απλ ώς βγ ήκε». «Επειδή δύο άτομα κάθισ αν επάν ω του!» Η Ολ ίβια χ αμήλ ωσ ε τον τόν ο της φων ής της. «Δ εν θα με σ υσ τήσ εις σ το φίλ ο σ ου;» Η Χλ όη έδειχ ν ε ν α εν οχ λ είται. «Αυτός είν αι ο Τεν τ. Τεν τ, η μητέρα μου». Ο Τεν τ έριξε μια αλ λ ήθωρη ματιά σ την Ολ ίβια και κατόρθωσ ε ν α ξεσ τομίσ ει έν α «χ αίρετε». Η Ολ ίβια προχ ώρησ ε προς το μέρος του, άρπαξε το άτον ο και απρόθυμο χ έρι του και το έσ φιξε. «Χαίρομαι πολ ύ που σ ε γ ν ωρίζω», του είπε. «Λέω πάν τοτε
σ τη Χλ όη ότι θα πρέπει ν α φέρν ει φίλ ους της σ το σ πίτι. Ειδικά όμορφους ν εαρούς σ αν εσ έν α». «Μαμά! Αυτός ακριβώς είν αι ο λ όγ ος που δεν το κάν ω». «Τον Τεν τ δεν τον πειράζει. Έτσ ι δεν είν αι, Τεν τ;» «Κι αυτή είν αι η Φρίν τα», είπε βιασ τικά η Χλ όη. «Είν αι η θεία μου». Κοίταξε τη Φρίν τα ικετευτικά. «Γεια σ ου». Η Φρίν τα έκαν ε έν α φιλ ικό ν εύμα σ τον Τεν τ. Αν είν αι δυν ατόν ν α ειπωθεί κάτι τέτοιο, εκείν ος έγ ιν ε ακόμη πιο κόκκιν ος και τραύλ ισ ε πάλ ι κάτι ακατάλ ηπτο. Η Φρίν τα καταλ άβαιν ε ξεκάθαρα ότι ο ν εαρός δεν ήθελ ε παρά ν α τρέξει και ν α κρυφτεί από εκείν η τη γ υν αίκα που τον είχ ε δει ν α κάν ει εμετό και ν α κλ αίει σ υγ χ ρόν ως. «Πάμε καλ ύτερα σ το δωμάτιό μου;» ρώτησ ε η Χλ όη τον Τεν τ κι εκείν ος σ ηκώθηκε αμέσ ως από την καρέκλ α του, έν ας ισ χ ν ός, αδέξιος ν εαρός, όλ ο γ ων ίες και μυτερά κόκαλ α. «Άκουσ α γ ια τη μητέρα σ ου», είπε η Φρίν τα. «Λυπάμαι πολ ύ γ ια την απώλ ειά σ ου». Έν ιωσ ε την Ολ ίβια δίπλ α της ν α πετρών ει. Ο Τεν τ την κοίταξε και οι κόρες των ματιών του είχ αν γ ίν ει τεράσ τιες. Η Χλ όη πήρε το έν α χ έρι του και το κράτησ ε σ το δικό της σ αν ν α ήθελ ε ν α τον
καθησ υχ άσ ει. Εκείν ος γ ια έν α λ επτό έδειχ ν ε σ αν ν α είχ ε χ αθεί μέσ α σ τα ίδια του τα σ υν αισ θήματα, αν ίκαν ος ν α κιν ηθεί ή ν α μιλ ήσ ει. «Σ’ ευχ αρισ τώ», ψ έλ λ ισ ε τελ ικά. «Είν αι απλ ώς που... σ ’ ευχ αρισ τώ». «Ελ πίζω όλ οι σ την οικογ έν εια ν α δέχ εσ τε τη βοήθεια που πρέπει». «Μα τι...;» σ φύριξε μέσ α από τα δόν τια της η Ολ ίβια μόλ ις η Χλ όη οδήγ ησ ε τον Τεν τ έξω από το δωμάτιο, κοιτών τας προς τα πίσ ω επάν ω από τον ώμο της με ζωηρό βλ έμμα. «Είν αι αυτός...» «Ο φίλ ος της του οποίου η μητέρα δολ οφον ήθηκε. Ναι». Το χ έρι της Ολ ίβια αν έβηκε ως το σ τόμα της. «Δ εν έκαν α τη σ ύν δεσ η. Κακόμοιρο αγ όρι... Τι φριχ τό πράγ μα. Είν αι πολ ύ ελ κυσ τικός, έτσ ι δεν είν αι, με έν αν αλ λ όκοτο τρόπο; Νομίζεις ότι η Χλ όη είν αι ερωτευμέν η μαζί του; Τι σ υμφορά. Εν ν οώ αυτό που σ υν έβη σ το αγ όρι. Και σ ε τόσ ο μικρή ηλ ικία. Σκέψ ου το, μόν ο! Ας πιούμε εκείν ο το ποτό». Ο Μπιλ ι Χαν τ σ ήκωσ ε το βλ έμμα και κοίταξε τον Κάρλ σ ον . Τα μάτια του ήταν κατακόκκιν α και ήταν πιο ν ευρικός και πιο αδύν ατος από ποτέ, όμως δεν άλ λ αζε τους ισ χ υρισ μούς του.
Ο Κάρλ σ ον αν ασ τέν αξε. «Κάν εις τη ζωή πιο δύσ κολ η και γ ια εμάς και γ ια εσ έν α τον ίδιο. Παραδέχ τηκες ότι έκαν ες τη διάρρηξη και τα κλ εμμέν α αν τικείμεν α μας οδήγ ησ αν σ ’ εσ έν α· το όπλ ο του εγ κλ ήματος, με τα δακτυλ ικά σ ου αποτυπώματα παν τού επάν ω του και το αίμα της Ρουθ Λέν οξ, βρέθηκε. Απλ ώς παραδέξου αυτό που έκαν ες». «Αφού δεν το έκαν α». «Οι έν ορκοι δεν πρόκειται ν α σ ε πισ τέψ ουν ». Ο Κάρλ σ ον σ ηκώθηκε. Έν ιωθε ν α σ φίγ γ εται το κεφάλ ι του από την κούρασ η και τον εκν ευρισ μό. Τώρα εκείν ος και η ομάδα του θα έπρεπε ν α ερευν ήσ ουν εξον υχ ισ τικά όλ ες τις εν δείξεις γ ια ν α οικοδομήσ ουν μια σ τέρεη υπόθεσ η. Και το χ ρόν ο τον οποίο ήθελ ε ν α περάσ ει με τα παιδιά του, τον Μίκι και την Μπέλ α, θα τον περν ούσ ε τώρα εξετάζον τας καταθέσ εις, ερευν ών τας σ χ ολ ασ τικά το σ πίτι, μιλ ών τας με εμπειρογ ν ώμον ες και φρον τίζον τας ν α ακολ ουθηθεί η σ ωσ τή διαδικασ ία. «Στάσ ου». «Τι είν αι τώρα;» «Θέλ ω ν α καταθέσ ω: υπάρχ ει έν α μέρος σ το οποίο είχ α πάει πριν ». «Πριν από τι;» «Πριν ... ξέρεις».
«Εσ ύ πάν τως πες μου». «Πριν πάω σ το σ πίτι όπου ήταν εκείν η». «Η Ρουθ Λέν οξ». «Ναι. Είχ α πάει σ ε έν α άλ λ ο μέρος πρώτα». «Για το οποίο δεν αν έφερες τίποτα προηγ ουμέν ως;» «Ναι». Ο Μπίλ ι τίν αξε το κεφάλ ι του πάν ω-κάτω. «Θα δείτε γ ιατί». «Περίμεν ε, Μπίλ ι. Αν πρόκειται ν α αλ λ άξεις την κατάθεσ ή σ ου, θα πρέπει ν α το κάν ουμε επίσ ημα. Θα επισ τρέψ ω». Στο διάδρομο σ υν άν τησ ε τον Ρίλ εϊ. «Σταθείτε μια σ τιγ μή», είπε ο Ρίλ εϊ. «Τι σ υμβαίν ει;» «Μόλ ις επέσ τρεψ α από το σ πίτι της Μαργ κάρετιν γ κ Στριτ», είπε. «Βρήκαμε κάτι. Κάτω από το χ αλ άκι της πόρτας. Για την ακρίβεια, εγ ώ το βρήκα. Ο Μάν σ τερ σ κέφτηκε πως θα θέλ ατε ν α το ξέρετε». «Τι βρήκες;» Ο Ρίλ εϊ του έδειξε έν α διαφαν ές σ ακουλ άκι περισ υλ λ ογ ής σ τοιχ είων . Μέσ α βρισ κόταν έν ας χ ρησ ιμοποιημέν ος φάκελ ος, επάν ω σ τον οποίο ήταν προχ ειρογ ραμμέν ο έν α σ ημείωμα με αμβλ ύ μολ ύβι. Ο Κάρλ σ ον πήρε το σ ακουλ άκι σ τα χ έρια του και
το σ ήκωσ ε ψ ηλ ά γ ια ν α δει αυτό που έγ ραφε ο φάκελ ος: «Γεια σ ου Ρουθ, εγ ώ είμαι εδώ αλ λ ά εσ ύ πού είσ αι; Ίσ ως σ το λ ουτρό. Τηλ εφών ησ έ μας μόλ ις διαβάσ εις αυτό το σ ημείωμα γ ια ν α πιούμε το τσ άι μας μαζί». Από κάτω υπήρχ ε κάτι που έμοιαζε είτε σ αν δυο μπλ εγ μέν α μεταξύ τους αρχ ικά είτε σ αν υπογ ραφή. «Τι είν αι αυτό;» «Ο Μάν σ τερ πισ τεύει πως είν αι έν α “Δ ” κι έν α “Μ”, εγ ώ όμως πισ τεύω πως είν αι έν α “Ο” κι έν α “Ν”». «Θα μπορούσ ε ν α είν αι και γ ια μήν ες κάτω από το χ αλ άκι. Ποιος το ερευν ά;» «Η ασ τυν όμος Λον γ κ, κύριε, και ο Μάν σ τερ. Αλ λ ά θα επισ τρέψ ω αργ ότερα κι εγ ώ σ το σ πίτι. Μπορεί όμως ν α μην είν αι και τόσ ο σ ημαν τικό, ακόμη και αν είν αι πρόσ φατο, έτσ ι; Θέλ ω ν α πω, αν τη σ κότωσ ε ο Μπίλ ι, τότε δεν έχ ει και ιδιαίτερη σ ημασ ία η ακριβής ώρα του θαν άτου της, σ ωσ τά;» «Όχ ι, θα μπορούσ ε ν α είν αι σ ημαν τικό», είπε ο Κάρλ σ ον . «Τότε, κύριε, χ αίρομαι που βοήθησ α», είπε με έν α χ αρωπό χ αμόγ ελ ο ο Ρίλ εϊ. Ο Κάρλ σ ον τον κοίταξε καχ ύποπτα. «Απλ ώς πήγ αιν ε κι εσ ύ πίσ ω σ ’ εκείν ο το σ πίτι», του είπε. Η Ιβέτ έδειξε το σ ημείωμα σ τον Ράσ ελ Λέν οξ, ο
οποίος το κοίταξε κι έπειτα κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι του. «Δ εν αν αγ ν ωρίζω τον γ ραφικό χ αρακτήρα». «Ούτε τα αρχ ικά;» «Αρχ ικά είν αι αυτά; Μήπως αυτό είν αι Γ;» «Σας μοιάζει ν α είν αι “Γ”;» «Ή πάλ ι μπορεί ν α λ έει “Γκέιλ ”». «Γν ωρίζετε κάποια Γκέιλ ;» «Δ εν ν ομίζω. Ή πάλ ι μοιάζει ν α γ ράφει Ντέλ ια, ή ακόμη και Ντέλ α. Δ εν ξέρω όμως καμία Ντέλ ια ούτε και Ντέλ α. Αλ λ ά θα μπορούσ ε ν α είν αι και μια υπογ ραφή». «Ποια από τις φίλ ες της σ υζύγ ου σ ας σ υν ήθιζε ν α περν ά από το σ πίτι σ τη διάρκεια της ημέρας;» Ο Ράσ ελ Λέν οξ σ υν οφρυώθηκε. «Πολ λ ές. Δ εν ξέρω. Ήξερε σ χ εδόν όλ ο τον κόσ μο σ τη γ ειτον ιά μας· από τη μια είν αι οι φίλ ες της και από την άλ λ η έν α σ ωρό κόσ μος με τον οποίο είχ ε καλ ές σ χ έσ εις – και βοηθά κάθε χ ρόν ο σ την οργ άν ωσ η του πάρτι που γ ίν εται σ το δρόμο μας, κάτι που σ ημαίν ει ότι διάφοροι άν θρωποι μπαιν οβγ αίν ουν σ υν εχ ώς σ το σ πίτι μας. Αλ λ ά υπάρχ ουν ακόμη φίλ ες της που δεν είν αι από αυτή τη γ ειτον ιά. Ήταν πολ ύ δημοφιλ ής η γ υν αίκα μου. Μου έκαν ε πάν τοτε μεγ άλ η εν τύπωσ η το πόσ οι πολ λ οί ήταν οι άν θρωποι με τους οποίους διατηρούσ ε επαφή. Θα
έπρεπε ν α δείτε τον κατάλ ογ ό της γ ια τις χ ρισ τουγ εν ν ιάτικες κάρτες». Κοίταξε την Ιβέτ και κούν ησ ε αργ ά το κεφάλ ι του. «Δ εν το πισ τεύω πως ήδη χ ρησ ιμοποιώ παρελ θον τικό χ ρόν ο όταν μιλ ώ γ ια εκείν η», είπε. «Ήταν . Η γ υν αίκα μου ήταν ... Σαν ν α έχ ουν περάσ ει χ ρόν ια από τότε που σ υν έβη». «Βρήκαμε σ τον υπολ ογ ισ τή της τη λ ίσ τα με τις διευθύν σ εις των φίλ ων της», είπε η Ιβέτ. «Θα την ερευν ήσ ουμε ολ όκλ ηρη. Αλ λ ά αν σ το μεταξύ σ κεφτείτε κάποιον ...» «Νόμιζα πως είχ ατε σ υλ λ άβει τον άν θρωπο που το έκαν ε». «Απλ ώς διασ ταυρών ουμε τα σ τοιχ εία», είπε η Ιβέτ. «Προσ παθώ ν α θυμηθώ ποια ήταν τα τελ ευταία λ όγ ια που αν ταλ λ άξαμε. Νομίζω πως της είπα ότι θα αργ ούσ α λ ίγ ο περισ σ ότερο από τη σ υν ηθισ μέν η μου ώρα, κι έπειτα εκείν η μου θύμισ ε τα γ εν έθλ ια της ξαδέλ φης μου». «Καλ ά λ οιπόν », είπε δισ τακτικά η Ιβέτ. «Στην αρχ ή σ κέφτηκα πως αυτό ήταν πολ ύ τυπικό, πολ ύ τετριμμέν ο. Αλ λ ά ήταν χ αρακτηρισ τικό της. Θυμόταν πάν τοτε γ εν έθλ ια και επετείους και πράγ ματα τέτοιου είδους». «Κύριε Λέν οξ...» «Και βέβαια ξέχ ασ α τελ ικά τα γ εν έθλ ια της
ξαδέλ φης μου. Ήταν χ τες, και μόλ ις τώρα το θυμήθηκα». «Είν αι απόλ υτα καταν οητό». «Υ ποθέτω πως είν αι». Ο τόν ος του ήταν πέν θιμος. Η Τζούν τιθ Βαλ είπε πως η Ρουθ είχ ε υπάρξει η τέλ εια γ ειτόν ισ σ α, φιλ ική χ ωρίς ν α γ ίν εται εν οχ λ ητική, πάν τοτε πρόθυμη ν α δαν είσ ει αυγ ά ή ζάχ αρη ή γ άλ α, ευγ εν ική ακόμη κι όταν έν ας από τους γ ιους της έσ τειλ ε με μια κλ οτσ ιά την μπάλ α του σ το παράθυρο της κουζίν ας των Λέν οξ. Η Σου Λιν τμπέτερ θυμήθηκε την περίοδο, όχ ι πριν από πολ ύ καιρό, που είχ ε αρρωσ τήσ ει με γ ρίπη και η Ρουθ την είχ ε φρον τίσ ει – της έφερν ε αν τιπυρετικά και χ αρτομάν τιλ α, της αγ όραζε ακόμη και την εφημερίδα και τα περιοδικά της. Η Γκάμπι Φορν τ είπε ότι σ υν ήθως έβλ επε τη Ρουθ κάθε πρωί, την ώρα που έφευγ αν και οι δυο τους γ ια τη δουλ ειά. Χαιρετιούν ταν και μερικές φορές αν τάλ λ ασ σ αν και δυο λ όγ ια. Η Ρουθ, είπε, είχ ε έν αν τρόπο ν α ακουμπά το χ έρι της σ τον ώμο της γ ια λ ίγ α λ επτά, που την έκαν ε πάν τοτε ν α ν ιώθει καλ ύτερα. Πάν τοτε ήταν κάπως βιασ τική, αλ λ ά και πάν τοτε έδειχ ν ε χ αρούμεν η, και δεν είχ ε παρατηρήσ ει καμία διαφορά τις τελ ευταίες ημέρες
πριν από τη δολ οφον ία της. Δ εν την είχ ε δει ποτέ ν α είν αι άκεφη ή φοβισ μέν η. Ήταν μια τόσ ο ωραία οικογ έν εια. Μια δεμέν η οικογ έν εια. Δ εν το βλ έπεις πια σ υχ ν ά αυτό σ τις μέρες μας. Η Τζόν τι Ντάν ιελ ς, μια από τις πιο παλ ιές φίλ ες της, την είχ ε δει μέσ α σ το Σαββατοκύριακο. Είχ αν πάει μαζί σ το εμπορικό κέν τρο με τα είδη κήπου και μετά πήγ αν γ ια καφέ. Η Ρουθ σ υμπεριφερόταν όπως πάν τοτε – ήταν αν επιτήδευτη, γ εμάτη εν διαφέρον γ ια τους άλ λ ους, λ ίγ ο αν ήσ υχ η μόν ο που η Τζούν τιθ δεν μελ ετούσ ε αρκετά γ ια το σ χ ολ είο. Είχ αν σ υζητήσ ει σ χ ετικά με το αν θα έπρεπε ή όχ ι ν α βάψ ει τα μαλ λ ιά της τώρα που είχ αν αρχ ίσ ει ν α γ κριζάρουν , και η Ρουθ αποφάσ ισ ε ν α μην το κάν ει. Είχ ε πει πως ήθελ ε ν α γ εράσ ει με χ άρη. Ω Θεέ μου. Ο Γκράχ αμ Βάλ τερς είχ ε πέσ ει επάν ω σ το αυτοκίν ητο της Ρουθ δύο ημέρες προτού εκείν η πεθάν ει, και της το είχ ε γ ρατζουν ίσ ει. Η Ρουθ είχ ε δείξει μεγ άλ η καταν όησ η. Όπως έκαν ε πάν τοτε. Εκείν η ήταν και η τελ ευταία φορά που την είχ ε δει. Είχ ε σ κύψ ει γ ια ν α χ αϊδέψ ει το σ κυλ ί της Έλ σ πεθ Γουίβερ το πρωί του θαν άτου της, προτού μπει σ το αυτοκίν ητό της. Είχ ε κάν ει όπισ θεν σ το δρόμο γ ια ν α αφήσ ει χ ώρο ν α περάσ ει ο Ρόμπερτ Μόργ καν που
οδηγ ούσ ε προς την αν τίθετη κατεύθυν σ η. Το ίδιο πρωιν ό είχ ε τηλ εφων ήσ ει από τη δουλ ειά σ την Τζούλ ιετ Μέλ σ ετ γ ια ν α της πει πως εκείν η και ο Ράσ ελ θα έρχ ον ταν σ το πάρτι της με μεγ άλ η τους χ αρά. Στις έν τεκα το πρωί, πάλ ι από τη δουλ ειά της, είχ ε παραγ γ είλ ει μια αν θοδέσ μη από του Τζον Λιούις γ ια ν α τη σ τείλ ουν σ τη θεία του Ράσ ελ , η οποία είχ ε σ πάσ ει το ισ χ ίο της. Αλ λ ά καν είς από όλ ους αυτούς τους αν θρώπους δεν είχ ε περάσ ει από το σ πίτι και δεν είχ ε ρίξει σ ημείωμα κάτω από την πόρτα της Ρουθ. Τελ ικά όμως, με την Ντάουν Βίλ μερ, η οποία έμεν ε δύο δρόμους πιο πέρα και της οποίας ο μεγ αλ ύτερος γ ιος ήταν σ την ίδια τάξη με τη μικρότερη κόρη της Ρουθ, φάν ηκαν τυχ εροί. Η γ υν αίκα αν αγ ν ώρισ ε το σ ημείωμα ως δικό της. «Εσ είς το ρίξατε αυτό κάτω από την πόρτα της;» «Ναι». «Την ημέρα που πέθαν ε». «Την Τετάρτη. Ναι. Έπρεπε ν α θυμηθώ ν α το αν αφέρω – θέλ ω ν α πω, μίλ ησ α με έν αν ασ τυν ομικό και είπα πως δεν είχ α παρατηρήσ ει τίποτα ύποπτο, και ν ομίζω πως είπα ότι είχ α περάσ ει κον τά από το σ πίτι της ν ωρίτερα, ίσ ως όμως ν α μην έχ ει σ ημασ ία αυτό. Θέλ ω ν α πω, δεν
μπήκα και μέσ α σ το σ πίτι. Απέξω δεν είδα τίποτα παράξεν ο ή ύποπτο». «Τι ώρα έγ ιν ε αυτό;» «Δ εν ξέρω, αμέσ ως μετά τις τέσ σ ερις. Σίγ ουρα πάν τως πριν από τις τέσ σ ερις και μισ ή. Το ξέρω επειδή ο Ντάν ι –έτσ ι λ έν ε το γ ιο μου– επισ τρέφει αργ ά σ το σ πίτι αυτή τη μέρα και ήξερα ότι το ίδιο κάν ει και η Ντόρα. Γι’ αυτό και η Ρουθ μου είχ ε προτείν ει ν α περάσ ω γ ια έν α τσ άι – δεν γ ν ωριζόμασ ταν ακόμη πολ ύ καλ ά. Είμαι σ χ ετικά καιν ούρια ακόμη σ τη γ ειτον ιά και ο γ ιος μου μόλ ις τώρα ξεκίν ησ ε ν α πηγ αίν ει σ ε αυτό το σ χ ολ είο. Ήταν πολ ύ ευγ εν ικό εκ μέρους της». «Κι έτσ ι, λ οιπόν , πήγ ατε γ ια ν α πάρετε μαζί το τσ άι σ ας, όπως είχ ατε καν ον ίσ ει, όμως εκείν η δεν ήταν σ το σ πίτι». «Ήταν σ το σ πίτι. Απλ ώς δεν ήρθε ν α αν οίξει την πόρτα». «Τι σ ας κάν ει ν α το πισ τεύετε αυτό;» «Το αυτοκίν ητό της ήταν εκεί. Και τα φώτα σ το σ πίτι ήταν αν αμμέν α». «Περιμέν ατε πολ λ ή ώρα;» «Περίπου έν α λ επτό, όχ ι περισ σ ότερο. Χτύπησ α την πόρτα και το κουδούν ι και τη φών αξα κι απέξω. Δ εν είχ α μαζί το κιν ητό μου ώσ τε ν α της τηλ εφων ήσ ω, και γ ι’ αυτό της έριξα το σ ημείωμα
κάτω από την πόρτα». «Και αυτό, είπατε, έγ ιν ε μεταξύ τέσ σ ερις και τέσ σ ερις και μισ ή;» «Μετά τις τέσ σ ερις και πριν από τις τέσ σ ερις και μισ ή». Το πρόσ ωπο της γ υν αίκας σ υσ πάσ τηκε από αγ ων ία. «Πισ τεύετε –είν αι δυν ατόν – πως ήταν ήδη ν εκρή εκεί μέσ α;» «Προσ παθούμε απλ ώς ν α προσ διορίσ ουμε τους χ ρόν ους», αποκρίθηκε με ουδέτερο ύφος η Ιβέτ. «Είσ τε σ ίγ ουρη όμως πως δεν είδατε τίποτα το ασ υν ήθισ το;» «Απολ ύτως τίποτα». «Και σ ταθήκατε έξω από την πόρτα γ ια έν α περίπου λ επτό;» «Ναι». «Είδατε το σ πασ μέν ο παράθυρο; Ακριβώς δίπλ α σ την μπροσ τιν ή πόρτα». «Όχ ι. Είμαι σ ίγ ουρη ότι θα το είχ α προσ έξει αυτό». «Εν τάξει. Σας ευχ αρισ τούμε πολ ύ γ ια τη βοήθειά σ ας». Ο Μπίλ ι Χαν τ έσ υρε την αν άσ τροφη του χ εριού του επάν ω σ τη μύτη του. «Είχ α πάει κάπου αλ λ ού». «Προτού πας σ το σ πίτι της Μαργ καρέτιν γ κ
Στριτ;» «Ναι, έτσ ι ακριβώς. Θέλ ω μόν ο ν α πω ότι θα ακουσ τεί χ ειρότερο απ’ όσ ο ήταν πραγ ματικά. Δ εν υπήρχ αν παιδιά εκεί». «Πού;» «Είν αι εκείν ο το ν ηπιαγ ωγ είο. Αλ λ ά ήταν άδειο. Δ εν είν αι τελ ειωμέν ο ακόμη». «Για ποιο λ όγ ο πήγ ες εκεί;» «Εσ ύ γ ια ποιο λ όγ ο ν ομίζεις;» «Εν τάξει, και τι πήρες;» «Τίποτα», είπε ο Μπιλ ι αν οίγ ον τας προς τα έξω τις παλ άμες του σ αν ν α ήθελ ε ν α αποδείξει την αλ ήθεια του ισ χ υρισ μού του. «Ήταν άδειο». «Έκαν ες διάρρηξη γ ια ν α μπεις;» «Ναι, από την πίσ ω πλ ευρά. Έσ πασ α έν α τζάμι και αυτό ήταν όλ ο. Πρέπει ν α πάρουν πιο αυσ τηρά μέτρα φύλ αξης προτού αν οίξουν . Έκοψ α όμως το χ έρι μου». «Πώς λ έγ εται αυτό το ν ηπιαγ ωγ είο;» «Μελ ισ σ ούλ ες». «Και πού βρίσ κεται;» «Στο Ίσ λ ιγ κτον , πάν ω από την Καλ ιν τόν ιαν Ρόουν τ». «Τι ώρα;» «Δ εν ξέρω. Ίσ ως γ ύρω σ τις τέσ σ ερις». «Ώσ τε, λ οιπόν , ισ χ υρίζεσ αι ότι γ ύρω σ τις
τέσ σ ερις το απόγ ευμα της Τετάρτης έκαν ες διάρρηξη σ ε έν α ν ηπιαγ ωγ είο σ το Ίσ λ ιγ κτον ; Και μετά τι έκαν ες;» «Σκόπευα ν α γ υρίσ ω σ το σ πίτι με τα πόδια κατά μήκος του καν αλ ιού, αλ λ ά άρχ ισ ε ν α βρέχ ει. Είδα έν α λ εωφορείο και μπήκα. Ήταν το 1 53. Με πήγ ε σ το Κάμν τεν . Άν αψ α τσ ιγ άρο και με πέταξαν έξω κι έτσ ι από κει περπάτησ α. Περπατούσ α απλ ώς σ το δρόμο και χ τυπούσ α κουδούν ια, μέχ ρι που χ τύπησ α κι έν α και δεν πήρα απάν τησ η». «Και τότε;» «Από εκεί και πέρα σ ας τα έχ ω ξαν απεί. Έσ πασ α το παράθυρο και άν οιξα την πόρτα. Χτυπούσ ε ο σ υν αγ ερμός κι έτσ ι ήμουν πολ ύ βιασ τικός. Υ πήρχ αν παν τού σ υν αγ ερμοί. Ήταν έν ας σ το χ ολ κι άλ λ ος έν ας εκεί, σ το δωμάτιο όπου... ξέρετε, βρισ κόταν εκείν η. Άρπαξα μερικά πράγ ματα και βγ ήκα έξω». Κούν ησ ε το κεφάλ ι. «Δ εν φταίω εγ ώ. Αν δεν έβρεχ ε, δεν θα είχ α μπει σ το λ εωφορείο και δεν θα είχ α βρεθεί εκεί». Σε αυτό το σ ημείο ο Κάρλ σ ον έκλ εισ ε το μαγ ν ητόφων ο. «Και η δύσ τυχ η η Ρουθ Λέν οξ θα ήταν ακόμη ζων ταν ή». «Όχ ι», είπε ο Μπίλ ι. «Δ εν είπα αυτό εγ ώ. Βάλ ε πάλ ι το μαγ ν ητόφων ο».
«Ξέχ ν α το αν αθεματισ μέν ο το μαγ ν ητόφων ο».
12 Καθώς η Φρίν τα πλ ησ ίαζε προς την μπροσ τιν ή πόρτα του σ πιτιού της, πρόσ εξε πως ήταν ήδη αν οιχ τή. Στην αρχ ή δεν μπορούσ ε ν α διακρίν ει τι σ υν έβαιν ε, ύσ τερα όμως είδε έν αν άν τρα σ τη μια άκρη μιας τεράσ τιας, αν αν τίρρητα εν τυπωσ ιακής μπαν ιέρας, και αμέσ ως μετά είδε ότι ο άν τρας ήταν ο Στέφαν , ο φίλ ος του Γιόζεφ, εν ώ σ την άλ λ η άκρη της μπαν ιέρας βρισ κόταν ο ίδιος ο Γιόζεφ. Το δεύτερο πράγ μα που παρατήρησ ε η Φρίν τα ήταν πως η μπαν ιέρα ήταν υπερβολ ικά πλ ατιά γ ια ν α χ ωρέσ ει από την πόρτα της. Αυτό το έκαν αν ολ οφάν ερο τα γ κρίζα γ δαρσ ίματα σ το πλ αίσ ιο. Το τρίτο που πρόσ εξε ήταν ότι οι δυο άν τρες μετέφεραν την μπαν ιέρα προς τα έξω μάλ λ ον παρά προς τα μέσ α. «Φρίν τα», είπε ο Στέφαν λ αχ αν ιάζον τας ελ αφρά. «Δ εν μπορώ τώρα ν α σ ου δώσ ω το χ έρι». «Δ υσ κολ εύεσ τε ν α τη βάλ ετε μέσ α;» «Όχ ι», αποκρίθηκε ο Γιόζεφ από την άλ λ η άκρη της μπαν ιέρας. «Τη βάλ αμε μια χ αρά μέσ α και την αν εβάσ αμε. Αλ λ ά υπήρχ ε πρόβλ ημα. Τώρα την παίρν ουμε έξω και πίσ ω».
«Τι εν ν οείς “πίσ ω”;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Περίμεν ε». Με πολ λ ά βογ κητά και μια πν ιχ τή κραυγ ή όταν τα δάχ τυλ α του Γιόζεφ πιάσ τηκαν αν άμεσ α σ το πλ αίσ ιο της πόρτας και σ την μπαν ιέρα, βγ ήκαν έξω και την ακούμπησ αν επάν ω σ το λ ιθόσ τρωτο. «Αυτή η μπαν ιέρα είν αι βαριά, που ν α πάρει», είπε ο Στέφαν κι έπειτα κοίταξε τη Φρίν τα με βλ έμμα γ εμάτο εν οχ ή. «Συγ γ ν ώμη. Είν αι όμως μεγ άλ η». «Αλ λ ά γ ιατί τη βγ άζετε έξω;» «Είν αι βαριά», είπε ο Γιόζεφ. «Πολ ύ βαριά γ ια το πάτωμα, ν ομίζω. Το ελ έγ χ ουμε τώρα. Ίσ ως χ ρειασ τεί δοκάρι». Η Φρίν τα άκουσ ε μέσ α το τηλ έφων ο ν α χ τυπά. «Εν ν οείς έν αν ατσ άλ ιν ο σ κελ ετό;» ρώτησ ε. «Για ν α μην πέσ εις σ το κάτω πάτωμα μέσ α σ την μπαν ιέρα σ ου». «Όσ ο γ ι’ αυτό, είν αι κάτι που εσ ύ το ξέρεις καλ ά», είπε η Φρίν τα. «Είσ τε σ ίγ ουροι;» Ο Στέφαν χ αμογ έλ ασ ε. «Είμασ τε σ ίγ ουροι». «Δ ηλ αδή, πώς το ξέρετε;» ρώτησ ε πάλ ι η Φρίν τα. Το τηλ έφων ο εξακολ ουθούσ ε ν α χ τυπά. «Περιμέν ετε μια σ τιγ μή». Στριμώχ τηκε γ ια ν α περάσ ει από δίπλ α τους, αλ λ ά προτού προλ άβει ν α
σ ηκώσ ει το ακουσ τικό, το τηλ έφων ο έπαψ ε ν α χ τυπά. Έν ιωσ ε σ χ εδόν αν ακουφισ μέν η, ήταν κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε ν α αν τιμετωπίσ ει εκείν η τη σ τιγ μή, μια σ υν ομιλ ία με κάποιον που δεν θα ήταν αν αγ κασ μέν η ν α κάν ει. Στάθηκε γ ια μια σ τιγ μή ακίν ητη, παρακολ ουθών τας τον Γιόζεφ και τον Στέφαν ν α σ πρώχ ν ουν την μπαν ιέρα πίσ ω σ το φορτηγ άκι του Γιόζεφ. Αλ λ ά και το φορτηγ άκι φάν ηκε ν α βουλ ιάζει κάτω από το βάρος της. Και τότε το τηλ έφων ο άρχ ισ ε πάλ ι ν α κουδουν ίζει επίμον α, σ αν κάποιος ν α της έδιν ε δυν ατά απαν ωτά χ τυπήματα. Σήκωσ ε το ακουσ τικό και άκουσ ε μια γ υν αικεία φων ή. «Θα μπορούσ α ν α μιλ ήσ ω σ τη δόκτορα Φρίν τα Κλ άιν , παρακαλ ώ;» «Η ίδια. Εσ είς ποια είσ τε;» «Ον ομάζομαι Τζίλ ι Φρίμαν . Σας τηλ εφων ώ από την εφημερίδα Σάν τεϊ Σκετς». Μεσ ολ άβησ ε μια παύσ η. «Με σ υγ χ ωρείτε, είσ τε ακόμη σ τη γ ραμμή;» «Ναι», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Θα δημοσ ιεύσ ουμε έν α ρεπορτάζ σ το αυριαν ό φύλ λ ο και θα θέλ αμε και τα δικά σ ας σ χ όλ ια σ χ ετικά με αυτό». «Για ποιο λ όγ ο;» «Επειδή σ ας αφορά». Η Φρίν τα έν ιωσ ε έν α αίσ θημα φρίκης και
σ υγ χ ρόν ως έν α μούδιασ μα, σ αν ν α είχ ε δεχ τεί έν α πλ ήγ μα σ ε κάποιο μέρος του κορμιού της το οποίο είχ ε τραυματισ τεί και άλ λ η φορά και δεν είχ ε θεραπευτεί πλ ήρως. Έν ιωσ ε την παρόρμησ η ν α σ πάσ ει το τηλ έφων ο αν τί ν α σ υν εχ ίσ ει εκείν η τη σ υζήτησ η. Να είχ ε άραγ ε κάποια σ χ έσ η με την επίθεσ η και τον τραυματισ μό της; Μήπως η ασ τυν ομία επαν εξέταζε το ζήτημα; Ή μήπως ο Τύπος πάσ χ ιζε ν α βγ άλ ει λ αβράκι; «Περί τίν ος πρόκειται;» ρώτησ ε. «Σας επισ κέφτηκε έν ας ασ θεν ής ον όματι Σίμους Ντιουν ». Αυτό ήταν τόσ ο απρόσ μεν ο που η Φρίν τα χ ρειάσ τηκε ν α σ κεφτεί γ ια έν α λ επτό ώσ τε ν α αν ακαλ έσ ει σ τη μν ήμη της το όν ομα. Εκείν η τη σ τιγ μή, ο Γιόζεφ μπήκε σ το οπτικό της πεδίο και της έκαν ε ν εύμα ότι έφευγ αν . «Πρέπει ν α μιλ ήσ ουμε», του είπε. «Ναι, σ ύν τομα», απάν τησ ε εκείν ος και απομακρύν θηκε. «Πώς είπατε;» ρώτησ ε η γ υν αίκα σ το τηλ έφων ο. «Μιλ ούσ α σ ε κάποιον άλ λ ο. Πώς ξέρετε γ ια τον Σίμους Ντιουν ;» «Δ ρ Κλ άιν , θα ήταν ίσ ως καλ ύτερο ν α ερχ όμουν σ το σ πίτι σ ας γ ια ν α μου δώσ ετε μια καν ον ική προσ ωπική σ υν έν τευξη».
Η Φρίν τα πήρε βαθιά αν άσ α και την ίδια σ τιγ μή είδε την αν ταν άκλ ασ ή της σ το τζάμι μιας κορν ίζας που κρεμόταν σ τον τοίχ ο. Αυτή η γ υν αίκα που έβλ επε σ το τζάμι ήταν σ τ’ αλ ήθεια εκείν η η ίδια; Και μόν ο η σ κέψ η κάποιου άλ λ ου αν θρώπου, οποιουδήποτε αν θρώπου, ν α έρχ εται σ το σ πίτι της, της προκάλ εσ ε ν αυτία. «Πείτε μου απλ ώς περί τίν ος πρόκειται». «Αυτό που κάν ουμε εμείς, είν αι απλ ώς έν α ρεπορτάζ γ ια κάποια καιν ούρια ψ υχ ολ ογ ική έρευν α που ν ομίζουμε ότι είν αι πραγ ματικά σ ημαν τική. Όπως γ ν ωρίζετε, μερικοί άν θρωποι πισ τεύουν πως οι ψ υχ αν αλ υτές δεν λ ογ οδοτούν επαρκώς γ ια τις πράξεις τους». Η Τζίλ ι Φρίμαν άφησ ε ν α μεσ ολ αβήσ ει έν α διάσ τημα σ ιωπής την οποία η Φρίν τα δεν διέκοψ ε. «Καλ ά λ οιπόν , ας είν αι, πρόκειται γ ια μια έρευν α εν ός ακαδημαϊκού που ον ομάζεται Χαλ Μπράν τσ ο. Τον έχ ετε ακουσ τά;» «Ναι», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Τον έχ ω ακουσ τά». «Κοιτάξτε, αυτό που έκαν ε είν αι ν α επιλ έξει κάποιους διακεκριμέν ους αν αλ υτές – αν άμεσ α σ τους οποίους είσ τε κι εσ είς. Έπειτα έσ τειλ ε μερικούς αν θρώπους ν α επισ κεφτούν αυτούς τους σ υγ κεκριμέν ους αν αλ υτές, με την οδηγ ία ν α
προσ ποιηθούν ότι έχ ουν τα τυπικά σ υμπτώματα ασ θεν ών που αν τιπροσ ωπεύουν άμεσ ο δημόσ ιο κίν δυν ο. Ήθελ ε ν α διαπισ τώσ ει με αυτό τον τρόπο πώς θα αν τιδρούσ αν οι αν αλ υτές». Καιν ούρια παύσ η, σ τη διάρκεια της οποίας η Φρίν τα έμειν ε και πάλ ι αμίλ ητη. «Γι’ αυτό σ ας τηλ εφων ώ, γ ια ν α μου απαν τήσ ετε αν έχ ετε κάποιο σ χ όλ ιο». «Αλ λ ά δεν μου κάν ατε κάποια ερώτησ η». «Απ’ ό,τι κατάλ αβα», είπε η Τζίλ ι Φρίμαν , «εκείν ος ο ασ θεν ής, ο Σίμους Ντιουν ...» «Είπατε πως προσ ποιούν ταν ότι ήταν ασ θεν ής». «Ναι, σ το πλ αίσ ιο του πλ άν ου της έρευν ας, και σ ας αν έφερε όλ α εκείν α που είν αι ξεκάθαρα, κοιν ώς αποδεκτά χ αρακτηρισ τικά γ ν ωρίσ ματα εν ός βίαιου ψ υχ οπαθούς». «Τα οποία είν αι;» είπε η Φρίν τα. «Χμ...» κόμπιασ ε η Τζίλ ι Φρίμαν . Σταμάτησ ε γ ια λ ίγ ο και η Φρίν τα άκουσ ε τον ήχ ο από σ ελ ίδες που γ υρν ούσ αν . «Ναι, εδώ είν αι. Καθέν ας από τους υποτιθέμεν ους ασ θεν είς έπρεπε ν α αν αφέρει ότι σ τη διάρκεια της παιδικής του ηλ ικίας είχ ε βίαιες τάσ εις απέν αν τι σ τα ζώα και ότι τώρα έχ ει ολ οζών ταν ες φαν τασ ιώσ εις πως επιτίθεται σ ε γ υν αίκες, και ν α πει ακόμη πως είν αι έτοιμος ν α τις κάν ει πράξη. Σας τα αν έφερε όλ α αυτά ο Σίμους Ντιουν ;»
«Δ εν μιλ ώ γ ια όσ α μου λ έν ε οι ασ θεν είς μου σ τις σ υν εδρίες τους». «Δ εν ήταν , όμως, αλ ηθιν ός ασ θεν ής. Και μίλ ησ ε ο ίδιος γ ια τη σ υν εδρία. Μου έδωσ ε σ υν έν τευξη». «Ήταν και η σ υν έν τευξη σ το πλ αίσ ιο του προγ ράμματος της έρευν ας;» είπε η Φρίν τα. Κοίταξε γ ύρω της γ ια μια καρέκλ α και κάθισ ε. Ξαφν ικά έν ιωσ ε απόλ υτα εξαν τλ ημέν η, έν ιωσ ε πως θα μπορούσ ε ν α αποκοιμηθεί ακόμη και την ώρα που μιλ ούσ ε σ το τηλ έφων ο. Ήταν σ αν ν α είχ ε κλ ειδώσ ει την πόρτα και σ φαλ ίσ ει τα παράθυρα, κι όμως οι άλ λ οι κατόρθων αν ακόμη ν α εισ βάλ λ ουν σ το χ ώρο της μέσ α από κάποια χ αραμάδα που της είχ ε διαφύγ ει. «Αυτό το οποίο εμείς επιθυμούμε ν α γ ν ωρίζουμε γ ια την έρευν ά μας, είν αι κατά πόσ ο αν αφέρατε κάποιες αν ησ υχ ίες σ ας σ τις αρχ ές». Ξαφν ικά ακούσ τηκε το κουδούν ι της πόρτας. «Σταθείτε μια σ τιγ μή», είπε η Φρίν τα. «Πρέπει ν α αν οίξω την πόρτα». Άν οιξε. Ήταν ο Ρούμπεν . «Φρίν τα, μόλ ις τώρα...» άρχ ισ ε ν α λ έει, όμως εκείν η του έκαν ε ν όημα με το χ έρι ν α μείν ει σ ιωπηλ ός και τον τράβηξε μέσ α. Η Φρίν τα παρατήρησ ε πως έδειχ ν ε ατημέλ ητος και σ αν σ ασ τισ μέν ος. Την προσ πέρασ ε και προχ ώρησ ε
σ την κουζίν α. «Τι λ έγ ατε, λ οιπόν ;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Σας ρωτούσ α κατά πόσ ο αν αφέρατε κάποιες αν ησ υχ ίες σ ας σ τις αρχ ές». Η προσ οχ ή της Φρίν τα αποσ πάσ τηκε από έν αν ξερό κρότο σ την κουζίν α. Ο Ρούμπεν έκαν ε ξαν ά την εμφάν ισ ή του με έν α τεν εκεδάκι μπίρας σ το χ έρι. «Όχ ι», απάν τησ ε η Φρίν τα σ τη δημοσ ιογ ράφο. «Δ εν έκαν α τίποτα τέτοιο». Ο Ρούμπεν προσ πάθησ ε ν α της πει κάτι αν οιγ οκλ είν ον τας σ ιωπηλ ά το σ τόμα, και μετά ρούφηξε μια τεράσ τια γ ουλ ιά από το τεν εκεδάκι. «Όπως μας πλ ηροφόρησ αν », εξακολ ούθησ ε η Τζίλ ι Φρίμαν , «αυτό το πείραμα ήταν σ χ εδιασ μέν ο έτσ ι ώσ τε ν α φέρει αν τιμέτωπους διάφορους αν αλ υτές με έν αν ασ θεν ή ο οποίος ήταν ξεκάθαρος και υπαρκτός κίν δυν ος γ ια την κοιν ότητα. Ο ασ θεν ής ήταν ψ υχ οπαθητικός και ήταν καθήκον σ ας, σ την πραγ ματικότητα μάλ ισ τα ήταν ν ομική σ ας υποχ ρέωσ η, ν α τον αν αφέρετε σ την ασ τυν ομία. Τι έχ ετε ν α πείτε γ ια όλ α αυτά;» «Αλ λ ά αυτός ο άν θρωπος δεν ήταν ψ υχ οπαθητικός», είπε η Φρίν τα. «Αυτή είν αι;» ρώτησ ε ξαφν ικά ο Ρούμπεν . «Είν αι αυτή η αν αθεματισ μέν η;»
«Για ποιο πράγ μα μιλ άς;» σ φύριξε μέσ α από τα δόν τια της η Φρίν τα. «Τι είπατε;» ρώτησ ε η Φρίμαν . «Δ εν μιλ ούσ α σ ’ εσ άς». Η Φρίν τα έκαν ε έν α θυμωμέν ο ν εύμα σ τον Ρούμπεν γ ια ν α απομακρυν θεί. «Μόν η σ ας είπατε ότι δεν ήταν ψ υχ οπαθητικός. Δ εν υπήρχ ε καμία αν άγ κη ν α τον αν αφέρω. Θα μπορούσ α ίσ ως ν α έχ ω κάποιες αν ησ υχ ίες σ χ ετικά με τον σ υγ κεκριμέν ο αυτό ασ θεν ή, όμως δεν θα τις σ υζητούσ α με καν έν αν άλ λ ο εκτός από τον ίδιο». «Με σ υγ χ ωρείτε», είπε πάλ ι η Φρίμαν , «αλ λ ά όλ ο αυτό το πείραμα είχ ε σ κοπό ν α δείξει πώς αν τιδρούν οι θεραπευτές απέν αν τι σ ε έν αν ασ θεν ή που παρουσ ιάζει τα τυπικά σ υμπτώματα, όπως έχ ουν περιγ ραφεί από τους επισ τήμον ες σ τη διάρκεια ετών , εν ός ψ υχ οπαθητικού. Το κοιν ό θα θελ ήσ ει ν α μάθει κατά πόσ ο προσ τατεύεται η δημόσ ια ασ φάλ εια». «Θα σ ας μιλ ήσ ω γ ια έν α ακόμη λ επτό», την προειδοποίησ ε η Φρίν τα. «Έπειτα θα κατεβάσ ω το ακουσ τικό. Εσ είς μου είπατε πως δεν ήταν πραγ ματικά ψ υχ οπαθητικός. Έλ εγ ε απλ ώς πράγ ματα που ήταν παθολ ογ ικά». «Και δεν το κάν ουν αυτό οι ψ υχ οπαθητικοί, ν α λ έν ε παθολ ογ ικά πράγ ματα; Τι άλ λ ο έχ ετε σ τη
διάθεσ ή σ ας γ ια ν α βγ άλ ετε σ υμπεράσ ματα πέρα από αυτά που οι ίδιοι οι ασ θεν είς σ ας λ έν ε;» «Και δεύτερον , όπως είπα σ τον ίδιο τον Σίμους Ντιουν , οι επικίν δυν οι ψ υχ οπαθητικοί δεν ζητούν βοήθεια. Έλ εγ ε πως δεν σ εβόταν καθόλ ου την αν θρώπιν η ζωή, αλ λ ά δεν έδειχ ν ε ν α είν αι αυτό που έλ εγ ε. Αυτή είν αι η απάν τησ ή μου σ την ερώτησ ή σ ας». «Και εμπισ τευτήκατε τόσ ο πολ ύ την ικαν ότητά σ ας ν α αν αγ ν ωρίζετε τα τυπικά σ υμπτώματα εν ός ψ υχ οπαθητικού;» «Το λ επτό σ ας τελ είωσ ε», είπε η Φρίν τα και κατέβασ ε το ακουσ τικό. Κοίταξε τον Ρούμπεν . «Τι κάν εις εσ ύ εδώ;» τον ρώτησ ε. «Μόλ ις είδα τον Γιόζεφ ν α φεύγ ει με το φορτηγ άκι του». «Επισ κευάζει το λ ουτρό μου». «Υ ποθέτω πως γ ι’ αυτό δεν μπορώ πια ν α τον βρω». Η έκφρασ ή του σ κλ ήρυν ε. «Ήταν αυτή, σ ωσ τά; Η δημοσ ιογ ράφος – πώς τη λ έν ε;» «Ήταν μια γ υν αίκα που ον ομαζόταν Τζίλ ι Φρίμαν », αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Ναι, αυτή είν αι». «Πώς το ξέρεις;» Ο Ρούμπεν τελ είωσ ε την μπίρα του.
«Το ξέρω επειδή μου έκαν αν το ίδιο κι εμέν α», είπε. «Με παγ ίδεψ αν με τον τρόπο που παγ ίδεψ αν κι εσ έν α. Η Τζίλ ι μου τηλ εφών ησ ε και μου είπε τα ν έα, και κάπου σ τη μέσ η της κουβέν τας αν έφερε και το δικό σ ου όν ομα. Προσ πάθησ α ν α σ ου τηλ εφων ήσ ω, αλ λ ά δεν απαν τούσ ες». «Ήμουν έξω», είπε η Φρίν τα. «Σκέφτηκα πως το καλ ύτερο που είχ α ν α κάν ω ήταν ν α έρθω αμέσ ως εδώ. Θεέ μου, χ ρειάζομαι έν α τσ ιγ άρο. Μπορούμε ν α πάμε λ ίγ ο έξω;» Πήρε άλ λ ο έν α τεν εκεδάκι μπίρας κι έπειτα άν οιξε την πόρτα και βγ ήκε έξω, σ το δρόμο. Η Φρίν τα τον ακολ ούθησ ε. Της έδωσ ε ν α του κρατήσ ει την μπίρα γ ια ν α αν άψ ει το τσ ιγ άρο του και μετά τράβηξε πολ λ ές διαδοχ ικές βαθιές ρουφηξιές. «Ήταν εκείν ος ο ν εαρός», της είπε. «Έλ εγ ε πως ήθελ ε ν α μου μιλ ήσ ει. Είχ ε ακούσ ει τόσ α καλ ά λ όγ ια γ ια μέν α. Αν ησ υχ ούσ ε γ ια τον εαυτό του. Όταν ήταν παιδί ήταν βίαιος με τα ζώα, είχ ε φαν τασ ιώσ εις ότι τραυμάτιζε γ υν αίκες. Μπλ α, μπλ α, μπλ α, τα ξέρεις αυτά». «Εσ ύ τι του είπες;» «Του είπα ότι θα κάν αμε μερικές σ υν εδρίες. Και μετά μου τηλ εφων εί αυτή η κυρία Τζίλ ι και μου λ έει πως θα γ ίν ω πρωτοσ έλ ιδο διότι άφησ α έν αν ψ υχ οπαθητικό ν α κυκλ οφορεί ελ εύθερος σ τους
δρόμους». «Και τι της απάν τησ ες;» Ο Ρούμπεν κατέβασ ε άλ λ η μια βαθιά ρουφηξιά από το τσ ιγ άρο του. «Θα έπρεπε ν α της είχ α απαν τήσ ει όπως της απάν τησ ες εσ ύ. Ακούσ τηκε καλ ό. Αλ λ ά εγ ώ την πάτησ α. Της έβαλ α τις φων ές και της έκλ εισ α το τηλ έφων ο». Κούν ησ ε το δάχ τυλ ό του μπροσ τά σ τη μύτη της και είπε: «Θα τους μην ύσ ουμε. Αυτό τον αν αθεματισ μέν ο Χαλ Μπράν τσ ο και την αν αθεματισ μέν η δημοσ ιογ ράφο και την εφημερίδα. Δ εν θα περάσ ει έτσ ι αυτό». «Για ποιο λ όγ ο;» ρώτησ ε η Φρίν τα. Ο Ρούμπεν κοπάν ησ ε με το χ έρι του τον εξωτερικό τοίχ ο του σ πιτιού. «Για απάτη», είπε. «Και γ ια παραβίασ η του απορρήτου μας. Και γ ια σ υκοφαν τική δυσ φήμισ η». «Δ εν θα κάν ουμε μήν υσ η», είπε η Φρίν τα. «Ετοιμαζόμουν ν α πω ότι γ ια σ έν α δεν υπάρχ ει πρόβλ ημα», είπε ο Ρούμπεν . «Αλ λ ά είσ αι σ ε κατάσ τασ η μεγ άλ ης καταπόν ησ ης. Αν αρρών εις από σ οβαρό τραυματισ μό. Δ εν μπορούν ν α μας το κάν ουν αυτό». Η Φρίν τα ακούμπησ ε το χ έρι της σ τον ώμο του Ρούμπεν . «Καλ ύτερα ν α το αφήσ ουμε ν α περάσ ει έτσ ι»,
του είπε. Ο Ρούμπεν σ τράφηκε και την κοίταξε, και κάτι σ το βλ έμμα του την ταρακούν ησ ε, άγ ριο και ηττημέν ο σ υγ χ ρόν ως. «Ξέρω, ξέρω», της είπε. «Θα έπρεπε απλ ώς ν α αδιαφορήσ ω. Νιώθω πως αν μου είχ ε σ υμβεί αυτό πριν από δέκα χ ρόν ια, θα είχ α απλ ώς γ ελ άσ ει και δεν θα είχ α ασ χ ολ ηθεί άλ λ ο. Ίσ ως ακόμη και ν α το διασ κέδαζα. Τώρα όμως αισ θάν ομαι ότι δεν μπορώ ν α το αν εχ τώ. Αυτή η δημοσ ιογ ράφος… Θα της δείξω εγ ώ γ ια φαν τασ ιώσ εις σ χ ετικά με το ν α κάν εις κακό σ ε γ υν αίκες». Ο κόσ μος είχ ε αρχ ίσ ει ν α σ υγ κεν τρών εται από το μεσ ημέρι, όμως υπήρξαν διάφορες καθυσ τερήσ εις, οι τελ ευταίοι σ πασ μοί εν ός παραφορτωμέν ου γ ραφειοκρατικού σ υσ τήματος το οποίο είχ ε κρατήσ ει τον Τζορτζ Κόν λ εϊ φυλ ακισ μέν ο γ ια αρκετούς μήν ες αφού είχ ε πια φαν εί ξεκάθαρα ότι θα έπρεπε ν α ελ ευθερωθεί. Η ώρα ήταν σ χ εδόν τρεις το απόγ ευμα όταν εκείν ος βγ ήκε τελ ικά από τις φυλ ακές Χάσ τον σ το άτον ο φως του ήλ ιου, κρατών τας σ φιχ τά μια πλ ασ τική τσ άν τα και φορών τας έν α παν ωφόρι που του ήταν πολ ύ σ τεν ό και πολ ύ βαρύ γ ια μια τέτοια αν οιξιάτικη μέρα. Στο ωχ ρό, σ αρκώδες πρόσ ωπό του γ υάλ ιζαν
κόμποι από ιδρώτα. Οι περισ σ ότεροι άν θρωποι που τον περίμεν αν ήταν δημοσ ιογ ράφοι και φωτογ ράφοι. Ήταν εκεί και ο βουλ ευτής της περιοχ ής του, παρόλ ο που ο Φίαρμπι ήξερε πολ ύ καλ ά πόσ ο λ ίγ α είχ ε κάν ει εκείν ος γ ια τον Κόν λ εϊ, πέρα από το ν α υποσ τηρίξει την εκσ τρατεία όταν είχ ε πια φαν εί ότι θα είχ ε αίσ ια έκβασ η. Μια μικρή επαν ασ τατική ομάδα είχ ε έρθει με παν ό τα οποία κατήγ γ ελ λ αν τη μισ αλ λ οδοξία της ασ τυν ομίας γ εν ικά. Δ εν υπήρχ αν όμως σ υγ γ εν είς ν α περιμέν ουν τον Κόν λ εϊ. Η μάν α του είχ ε πεθάν ει όταν αυτός βρισ κόταν σ τη φυλ ακή και η αδελ φή του δεν είχ ε πάει ούτε μία φορά ν α τον δει από τότε που τον σ υν έλ αβαν . Είχ ε πει σ τον Φίαρμπι ότι έν ιωθε ευτυχ ής που είχ ε παν τρευτεί και είχ ε πάρει το επών υμο του σ υζύγ ου της, επειδή το επών υμο του αδελ φού της της προκαλ ούσ ε ν αυτία. Δ εν ήθελ ε καμία σ χ έσ η μαζί του. Και δεν υπήρχ αν ούτε φίλ οι· είχ ε αν έκαθεν υπάρξει μια μον αχ ική φιγ ούρα σ τη μικρή πόλ η όπου είχ ε ζήσ ει, κάποιος που σ τεκόταν σ το περιθώριο της ζωής και την κοιτούσ ε με έν α αίσ θημα μελ αγ χ ολ ικής ματαίωσ ης ν α τον προσ περν ά. Μετά τη σ ύλ λ ηψ ή του, οι γ είτον ές του είπαν ότι πάν τοτε ήταν αλ λ όκοτος και τους προξεν ούσ ε φόβο. Δ εν είχ αν εκπλ αγ εί καθόλ ου με
τις εξελ ίξεις. Και πέρα από τον Φίαρμπι δεν τον είχ ε επισ κεφτεί καν έν ας σ τη φυλ ακή, εκτός από τις λ ίγ ες τελ ευταίες εβδομάδες. Η Νταϊάν α ΜακΚέροου, η δικηγ όρος του Κόν λ εϊ, σ τεκόταν δίπλ α σ την πύλ η κρατών τας έν α μπουκάλ ι σ αμπάν ιας σ ε ετοιμότητα. Μιλ ούσ ε σ τους δημοσ ιογ ράφους εκ μέρους του πελ άτη της, διαβάζον τας από έν α φύλ λ ο χ αρτιού που είχ ε τραβήξει από την τσ έπη του παν ωφοριού της: λ όγ ια σ χ ετικά με το σ κάν δαλ ο της ασ τυν ομικής έρευν ας, τα χ αμέν α χ ρόν ια που καν είς δεν μπορεί ν α ξαν αδώσ ει σ τον Κόν λ εϊ, την πίσ τη των λ ιγ οσ τών εκείν ων καλ ών αν θρώπων που δεν έπαψ αν ποτέ ν α υποσ τηρίζουν την αθωότητα του πελ άτη της. Δ εν αν έφερε ον ομασ τικά τον Φίαρμπι, και ο ίδιος ο Φίαρμπι σ τεκόταν παράμερα από το μικρό σ υγ κεν τρωμέν ο πλ ήθος. Δ εν ήξερε τι ακριβώς περίμεν ε. Έπειτα από τόσ α χ ρόν ια που είχ ε κοπιάσ ει γ ι’ αυτή τη σ τιγ μή, η σ τιγ μή έμοιαζε αδύν αμη και μελ αγ χ ολ ική. Έν ας υπέρβαρος άν τρας που σ ερν όταν αγ χ ωμέν ος έξω από τις πύλ ες της φυλ ακής, με το πρόσ ωπό του ν α σ υσ πάται κάτω από τα φλ ας των φωτογ ραφικών μηχ αν ών . Οι δημοσ ιογ ράφοι ξεχ ύθηκαν προς τα μπροσ τά. Έτειν αν μικρόφων α προς το μέρος του Κόν λ εϊ.
«Πώς ν ιώθετε τώρα που αποφυλ ακίζεσ τε; Θα κάν ετε μήν υσ η; Ποια είν αι τα τωριν ά σ ας σ χ έδια, κύριε Κόν λ εϊ; Πού θα πάτε; Ποιο είν αι το πρώτο πράγ μα που θα κάν ετε; Νιώθετε οργ ισ μέν ος; Τι σ ας έχ ει λ είψ ει περισ σ ότερο; Μπορείτε ν α μας πείτε τι σ κέφτεσ τε γ ια την ασ τυν ομία;» Ο Φίαρμπι ήταν σ ίγ ουρος πως κάποιοι από εκείν ους είχ αν ήδη έτοιμα τα μπλ οκάκια των επιταγ ών τους. Ήθελ αν την ισ τορία του και την ήθελ αν τώρα. Όλ α αυτά τα χ ρόν ια τον είχ αν διασ ύρει κι έπειτα ξεχ άσ ει· τώρα ήταν έν ας ήρωας – με τη διαφορά πως δεν του ταίριαζε ο ρόλ ος του ήρωα. Οι απαν τήσ εις του έβγ αιν αν περισ σ ότερο σ αν μουρμουρητά και μισ οτελ ειωμέν ες φράσ εις: «Εγ ώ δεν …» είπε. «Τι εν ν οείτε;» Κοιτούσ ε αγ χ ωμέν ος από τη μια μεριά σ την άλ λ η. Η Νταϊάν α ΜακΚέροου τον έπιασ ε από το μπράτσ ο. Ο βουλ ευτής της περιοχ ής του σ τήθηκε από την άλ λ η πλ ευρά, χ αμογ ελ ών τας γ ια τις κάμερες. Ο Φίαρμπι ήξερε ότι πολ ύ σ ύν τομα όλ οι τους θα ξεχ ν ούσ αν και πάλ ι τον Κόν λ εϊ. Θα τον άφην αν σ την ησ υχ ία αλ λ ά και σ τη μον αξιά του, σ το μικρό του διαμέρισ μα σ ε κάποια κοιν ων ική εσ τία γ εμάτη από διάφορους άλ λ ους αταίριασ τους και μον αχ ικούς τύπους, παθητικό και ηττημέν ο. Έν ιωσ ε μια σ ουβλ ιά εν οχ ής που την ακολ ούθησ ε
σ χ εδόν ταυτόχ ρον α μια πικρία: θα έμεν ε λ οιπόν εκείν ος ν α είν αι ο μον αδικός φίλ ος του Κόν λ εϊ, ακόμη και τώρα; Θα τον επισ κεπτόταν και θα τον έβγ αζε γ ια ποτό και θα του έβρισ κε εκείν ος κάποια απασ χ όλ ησ η; Αυτή θα ήταν τάχ α η αν ταμοιβή του που τον έφερε και πάλ ι ελ εύθερο σ τον κόσ μο; Προχ ώρησ ε σ ιγ ά-σ ιγ ά μέσ α από το πλ ήθος και άγ γ ιξε τον Κόν λ εϊ σ το μπράτσ ο. «Γεια σ ου, Τζορτζ», του είπε. «Συγ χ αρητήρια». «Γεια», είπε ο Κόν λ εϊ. Μύριζε απλ υσ ιά· το δέρμα του είχ ε την γ κριζωπή ωχ ρότητα που αποκτάται σ τη φυλ ακή, και τα μαλ λ ιά του είχ αν αρχ ίσ ει ν α αραιών ουν . «Θα είσ αι πολ ύ απασ χ ολ ημέν ος όλ η μέρα σ ήμερα. Εγ ώ ήθελ α μόν ο ν α σ ου πω έν α “γ εια” και ν α σ ου δώσ ω τον αριθμό του τηλ εφών ου μου. Όταν θελ ήσ εις, πάρε με τηλ έφων ο κι εγ ώ θα έρθω ν α σ ε δω». Πίεσ ε τον εαυτό του ν α προσ θέσ ει εν θουσ ιασ μό σ τη φων ή του. «Μπορούμε ν α φάμε μαζί ή ν α πιούμε έν α ποτό ή ν α πάμε έν αν περίπατο». Δ ίσ τασ ε γ ια μια σ τιγ μή. «Μπορεί ν α βρίσ κεις όλ η αυτή την προσ οχ ή κάπως δυσ άρεσ τη, όμως σ ύν τομα θα κοπάσ ει. Κι εσ ύ πρέπει ν α σ κεφτείς τι θα κάν εις τώρα». «Τώρα;» «Θα έρθω ν α σ ε δω και ν α τα πούμε».
Ο Κόν λ εϊ κάρφωσ ε το βλ έμμα του επάν ω του, με το κάτω χ είλ ος του ν α κρέμεται χ αλ αρό. Έδειχ ν ε σ αν έν α μικρό, χ ον τρό παιδί, σ κέφτηκε ο Φίαρμπι. Και όλ ο εκείν ο δεν έμοιαζε πολ ύ με αίσ ιο τέλ ος. Αργ ότερα, σ τη σ υν έν τευξη Τύπου, ο υπεύθυν ος ασ τυν ομικός της έρευν ας διάβασ ε μια δήλ ωσ η. «Θα ήθελ α ν α είμαι ευθύς όσ ον αφορά το γ εγ ον ός ότι έγ ιν αν σ φάλ ματα. Η ομολ ογ ία του Τζορτζ Κόν λ εϊ γ ια το φόν ο της Χέιζελ Μπάρτον αποσ πάσ τηκε» –σ το σ ημείο αυτό έβηξε και έκαν ε έν α μορφασ μό– «χ ωρίς ν α ακολ ουθηθεί η ν όμιμη διαδικασ ία». «Εν ν οείτε ότι αποσ πάσ τηκε παράν ομα», φών αξε κάποιος από το βάθος. Λήφθηκαν μέτρα όμως, εξακολ ούθησ ε ο ασ τυν ομικός. Επιβλ ήθηκαν ποιν ές. Οι διαδικασ ίες έγ ιν αν πιο αυσ τηρές. Δ εν θα ξαν αγ ίν ον ταν ποτέ παρόμοια σ φάλ ματα. «Και τι θα γ ίν ει με τον κύριο Κόν λ εϊ;» ρώτησ ε μια γ υν αίκα που καθόταν σ την πρώτη σ ειρά. «Τι εν ν οείτε;» «Ήταν σ τη φυλ ακή από το 2005». «Και λ υπούμασ τε πολ ύ γ ια όλ α τα λ άθη που έγ ιν αν ». «Απολ ύθηκε καν είς;» ακούσ τηκε μια άλ λ η φων ή.
Το πρόσ ωπο του ασ τυν ομικού σ φίχ τηκε. «Όπως σ ας είπα, εξετάσ αμε διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο έγ ιν ε η έρευν α. Σε κάποιους ασ τυν ομικούς επιβλ ήθηκαν ποιν ές. Αλ λ ά δεν θα είχ ε καν έν α ν όημα ν α παρουσ ιάσ ουμε ως εξιλ ασ τήριο θύμα έν αν ...» Ο Φίαρμπι σ κέφτηκε πως αυτό ήταν έν α πολ ύ ξεκάθαρο μήν υμα. Η ασ τυν ομία πίσ τευε πως ο Κόν λ εϊ ήταν πράγ ματι ο δολ οφόν ος, αλ λ ά την είχ ε γ λ ιτώσ ει εξαιτίας τεχ ν ικών λ επτομερειών . Κι ακόμη περισ σ ότερο, ο ασ τυν ομικός ήθελ ε ν α το κατασ τήσ ει αυτό ξεκάθαρο σ ε όλ ους όσ οι βρίσ κον ταν σ την αίθουσ α. Έν ιωσ ε ν α βράζει μέσ α του ο θυμός και ν α τον πν ίγ ει. «Με σ υγ χ ωρείτε», φών αξε με δυν ατή φων ή. «Θα μπορούσ α ν α σ ας κάν ω κι εγ ώ μια ερώτησ η;» Κεφάλ ια σ τράφηκαν προς το μέρος του. Ναι, ήταν εκείν ος, ο Τζιμ Φίαρμπι, ο άν θρωπος που γ ια χ ρόν ια είχ ε εμμον ή με αυτή την υπόθεσ η. Έν ας δημοσ ιογ ράφος από εκείν ους που κυκλ οφορούσ αν γ ια δεκαετίες, της παλ ιάς γ εν ιάς, οι οποίοι όταν είχ αν μια υπόθεσ η την ακολ ουθούσ αν και την πάλ ευαν μέχ ρι τέλ ους. Έμοιαζε λ ίγ ο με αρπακτικό πουλ ί, με τη μύτη του που θύμιζε ράμφος και τα χ λ ωμά μάτια του, αν εμοδαρμέν ος και βασ αν ισ μέν ος από τις κακοκαιρίες.
«Κύριε Φίαρμπι», είπε ο ασ τυν ομικός χ αμογ ελ ών τας μηχ αν ικά. «Σας ακούω». «Τώρα που ο Τζορτζ Κόν λ εϊ αποφυλ ακίσ τηκε – και όλ οι ξέρουμε πια πως είν αι έν ας άν θρωπος αθώος...» Έκαν ε μια παύσ η γ ια ν α αφήσ ει τις τελ ευταίες αυτές λ έξεις ν α γ εμίσ ουν το χ ώρο. «Μπορείτε ν α μας πείτε ποια είν αι τα βήματα που θα κάν ετε γ ια ν α βρείτε τον πραγ ματικό δράσ τη; Σε τελ ική αν άλ υσ η, παραμέν ει το γ εγ ον ός πως μια ν εαρή γ υν αίκα δολ οφον ήθηκε άγ ρια». Ο ασ τυν ομικός έβηξε πάλ ι, έν ας σ κλ ηρός και ξερός ήχ ος που του έδωσ ε το χ ρόν ο ν α προετοιμάσ ει την απάν τησ ή του. «Προς το παρόν δεν υπάρχ ουν οδηγ ίες», είπε τελ ικά. «Προς το παρόν ;» «Όπως ακριβώς σ ας το είπα. Υ πάρχ ουν άλ λ ες ερωτήσ εις;» Ο Φίαρμπι οδήγ ησ ε ως το σ πίτι του μέσ α σ το λ υκόφως, που γ ιν όταν όλ ο και πιο σ κούρο. Η τελ ευταία φυλ ακή σ την οποία είχ αν μεταφέρει τον Κόν λ εϊ, αν τίθετα από όλ ες τις προηγ ούμεν ες, βρισ κόταν πολ ύ κον τά σ το μέρος όπου ζούσ ε και ο ίδιος – σ ε μια μικρή πόλ η ακριβώς έξω από το Μπίρμιν γ χ αμ. Όταν η Σάν τρα τον εγ κατέλ ειψ ε,
σ κέφτηκε ότι θα μπορούσ ε ίσ ως ν α μετακομίσ ει κάπου αλ λ ού – ίσ ως σ τη λ ίμν η Ντίσ τρικτ ή κι ακόμη πιο μακριά σ τα βόρεια, εκεί όπου οι καθαροί παγ ωμέν οι άν εμοι φυσ ούν επάν ω από τους λ όφους. Θα μπορούσ ε ν α κάν ει μια ν έα αρχ ή. Τελ ικά όμως έμειν ε, περιτριγ υρισ μέν ος από τα αρχ εία του, τα βιβλ ία, τις φωτογ ραφίες και τα DV D με τις παλ ιές ταιν ίες. Δ εν είχ ε και τόσ ο μεγ άλ η σ ημασ ία πού κατοικούσ ε· ήταν απλ ώς έν α μέρος γ ια ν α κοιμάται, γ ια ν α σ κέφτεται. Πήγ ε σ το γ ραφείο του και κοίταξε γ ύρω του τους σ ωρούς από τα σ ημειωματάρια και τους φακέλ ους που ήταν γ εμάτα με τα σ τοιχ εία της υπόθεσ ης που τον είχ ε σ τοιχ ειώσ ει: ασ τυν ομικές αν αφορές, ν ομικές αν αφορές, επισ τολ ές που είχ αν σ ταλ εί ή είχ αν παραλ ηφθεί, αιτήσ εις... Έβαλ ε μια γ ερή δόσ η τζιν επειδή είχ ε ξεμείν ει από ουίσ κι και πρόσ θεσ ε ν ερό επειδή είχ ε ξεμείν ει από τόν ικ. Αυτό που σ υν ήθιζαν ν α πίν ουν οι ν αυτικοί, σ κέφτηκε – έν α λ υπητερό, μον αχ ικό ποτό γ ια ν α βοηθήσ ει τις ώρες ν α κυλ ήσ ουν . Θα πρέπει ν α αποκοιμήθηκε σ την πολ υθρόν α του, επειδή όταν χ τύπησ ε το τηλ έφων ο ν όμισ ε σ την αρχ ή ότι ήταν μέρος από το όν ειρό του. «Μιλ ώ με τον Τζιμ Φίαρμπι;» «Ποιος είσ τε;»
«Σε είδα σ τη σ υν έν τευξη Τύπου. Γράφεις ακόμη γ ια την υπόθεσ η;» «Τι σ υμβαίν ει;» Ο Φίαρμπι έν ιωθε ακόμη μισ οκοιμισ μέν ος. «Θέλ ω ν α σ ε σ υν αν τήσ ω». «Για ποιο λ όγ ο;» «Γν ωρίζεις μια παμπ που ον ομάζεται “Φίλ ιπ Σίδν εϊ”;» «Όχ ι». «Μπορείς ν α τη βρεις. Θα σ ε περιμέν ω αύριο εκεί, σ τις πέν τε το απόγ ευμα». Προσπάθησα ν α σου τηλ εφων ήσω. Την επόμεν η φορά που θα ιδωθούμε, θα σου κάν ω έν α μάθημα σχ ετικά με το πώς ν α χ ρησιμοποιείς το κιν ητό σου τηλ έφων ο. (Κυρίως άφην έ το αν οιχ τό και έχ ε το μαζί σου.) Τώρα είν αι μάλ λ ον πολ ύ αργ ά γ ια ν α προσπαθήσω ξ αν ά. Θα κοιμάσαι. Ή πάλ ι, ίσως θα περιπλ αν ιέσαι στους δρόμους του Λον δίν ου με εκείν ο το χ αρακτηριστικό κατσούφιασμα στο πρόσωπό σου. Θα μιλ ήσουμε πάλ ι σύν τομα, μέχ ρι τότε όμως πρόσεχ ε τον εαυτό σου, που τόσο πολ ύ αγ απώ. Σάν τι.
13 Ο Κάρλ σ ον κάθισ ε απέν αν τι από τον Μπίλ ι Χαν τ. «Θα πρέπει ν α είσ αι ο χ ειρότερος διαρρήκτης του κόσ μου», του είπε. «Ώσ τε λ οιπόν είδες πως έλ εγ α την αλ ήθεια;» «Νηπιαγ ωγ είο “Μελ ισ σ ούλ ες”», είπε ο Κάρλ σ ον . «Ακόμη κι αν εξαιρέσ ουμε το γ εγ ον ός ότι επρόκειτο γ ια έν α ν ηπιαγ ωγ είο που κτίσ τηκε γ ια μικρά παιδιά, και ότι το ν α κλ έβεις από αυτά δεν ακούγ εται και τόσ ο σ ωσ τό, τι σ τα κομμάτια περίμεν ες ν α βρεις εκεί; Πάν ιν α παιχ ν ίδια;» «Γίν ον ταν οικοδομικές εργ ασ ίες εκεί πέρα», είπε ο Χαν τ. «Σκέφτηκα ότι ίσ ως ν α υπήρχ αν μερικά εργ αλ εία εκεί γ ύρω». «Δ εν υπήρχ αν , όμως». «Όχ ι. Δ εν βρήκα τίποτα». «Από την πλ ευρά της πρόσ οψ ης», σ υν έχ ισ ε ο Κάρλ σ ον , «το κτίριο βλ έπει σ ε έν α οικοδομικό τετράγ ων ο, κάτι που σ ημαίν ει πως υπήρχ αν και πολ λ ές κάμερες. Είδα τις πιο όμορφες εικόν ες που είχ αν ποτέ αν τικρίσ ει τα μάτια μου. Θα μπορούσ ες ν α χ ρησ ιμοποιήσ εις κάποιες από εκείν ες γ ια φωτογ ραφίες σ το διαβατήριό σ ου».
«Σου το είπα πως ήμουν εκεί». «Απ’ ό,τι γ ν ωρίζουμε, όμως, ήσ ουν επίσ ης και σ τη σ κην ή του εγ κλ ήματος. Πρέπει ν α μας μιλ ήσ εις γ ι’ αυτό». Ο Χαν τ σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό. «Αν σ ας τα πω όλ α, θα αποσ ύρετε την κατηγ ορία γ ια τη διάρρηξη;» «Ω, βούλ ωσ έ το πια», είπε ο Κάρλ σ ον . «Εγ ώ δεν είμαι καν σ ίγ ουρος ότι θα αποσ ύρουμε την κατηγ ορία γ ια φόν ο. Απλ ώς πες μας τα πάν τα και πάψ ε ν α με ζαλ ίζεις». Ο Χαν τ σ κέφτηκε πάλ ι γ ια λ ίγ ο. «Χρειαζόμουν λ ίγ α μετρητά», είπε. «Χρωσ τούσ α σ ε κάποιον . Κοίτα, σ ας τα έχ ω ήδη πει όλ α αυτά». «Ξαν απές τα σ ’ εμέν α». «Κατέλ ηξα σ τη Μαργ κάρετιν γ κ Στριτ. Άρχ ισ α ν α χ τυπώ τα κουδούν ια, και όταν μου απαν τούσ αν ρωτούσ α αν ήταν μέσ α ο Στιβ. Τότε έλ εγ α πως είχ α κάν ει λ άθος σ τη διεύθυν σ η και προχ ωρούσ α σ ε άλ λ ο σ πίτι. Τελ ικά, έφτασ α και σ ’ εκείν ο το σ πίτι. Δ εν απάν τησ ε καν είς κι έτσ ι μπήκα μέσ α». «Πώς;» «Άρπαξα μισ ό κεραμίδι που βρήκα σ ε έν αν κάδο και έσ πασ α το παράθυρο δίπλ α σ την μπροσ τιν ή πόρτα. Μετά πέρασ α μέσ α το χ έρι μου και την άν οιξα».
«Δ εν σ ου έκαν ε εν τύπωσ η ότι δεν ήταν διπλ οκλ ειδωμέν η;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Ή έσ τω κλ ειδωμέν η με αλ υσ ίδα». «Αν ήταν διπλ οκλ ειδωμέν η, δεν θα είχ α κατορθώσ ει ν α μπω μέσ α». «Αλ λ ά αν η πόρτα δεν είν αι διπλ οκλ ειδωμέν η», σ υν έχ ισ ε ο Κάρλ σ ον , «αυτό σ ημαίν ει ότι κάποιος είν αι σ το σ πίτι». «Όμως είχ α ήδη χ τυπήσ ει το κουδούν ι χ ωρίς ν α πάρω απάν τησ η». «Ξέχ ασ έ το. Συν έχ ισ ε, λ οιπόν ». «Μπήκα μέσ α. Πήρα μερικά πράγ ματα από την κουζίν α. Μετά προχ ώρησ α σ το άλ λ ο δωμάτιο και... ξέρεις». «Τι ξέρω;» «Η γ υν αίκα ήταν εκεί ξαπλ ωμέν η». «Εσ ύ τι έκαν ες;» «Δ εν ξέρω», αποκρίθηκε ο Χαν τ. «Είχ α πάθει σ οκ». «Γιατί δεν κάλ εσ ες ασ θεν οφόρο;» Ο Χαν τ κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι. «Χτυπούσ ε ο σ υν αγ ερμός. Εγ ώ απλ ώς βγ ήκα και έφυγ α». «Με τη διαφορά ότι πήρες μαζί σου το γρανάζι». «Ναι, έτσι είναι». «Παρόλ ο που είχ ε χ ρησ ιμοποιηθεί ως όργ αν ο
φόν ου και ήταν καλ υμμέν ο με το αίμα της». «Είχ α πάρει από την κουζίν α δύο πλ ασ τικές σ ακούλ ες από ψ ών ια». «Γιατί δεν κάλ εσ ες την ασ τυν ομία;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Επειδή ήμουν ο διαρρήκτης», αποκρίθηκε ο Χαν τ. «Θέλ ω ν α πω, εγ ώ βέβαια δεν είμαι διαρρήκτης, αλ λ ά εκείν η τη σ τιγ μή είχ α μόλ ις πάρει κάποια πράγ ματα. Όπως και ν α ’χ ει, δεν σ κεφτόμουν καθαρά». «Και τι έκαν ες λ οιπόν ;» «Βγ ήκα έξω. Το έβαλ α σ τα πόδια». «Και μετά;» «Έπρεπε ν α πουλ ήσ ω εκείν α τα πράγ ματα. Σας το είπα, χ ρειαζόμουν μετρητά». «Κι έτσ ι πούλ ησ ες όλ α τα ασ ημικά;» «Ναι». «Εκτός από το γ ραν άζι;» «Έπρεπε ν α... ξέρεις...» «Να καθαρίσ εις το αίμα από πάν ω του;» «Έν ιωσ α πολ ύ άσ χ ημα όταν την είδα ξαπλ ωμέν η εκεί πέρα», είπε ο Χαν τ. «Αλ λ ά τι υποτίθεται πως έπρεπε ν α κάν ω;» Ο Κάρλ σ ον σ ηκώθηκε. «Δ εν ξέρω τι ν α σ ου πω, Μπίλ ι. Δ εν θα ήξερα από πού ν ’ αρχ ίσ ω».
14 «Φρίν τα;» «Γεια σ ου, Χλ όη». Η Φρίν τα διέσ χ ισ ε το καθισ τικό της και πήγ ε ν α σ ωριάσ ει το πλ ηγ ιασ μέν ο κορμί της σ την πολ υθρόν α δίπλ α σ την εσ τία, εκεί όπου το χ ειμών α άν αβε κάθε μέρα τη φωτιά της. Τώρα που ήταν άν οιξη και ο καιρός είχ ε γ λ υκάν ει, με τον ουραν ό ν α έχ ει πάρει έν α απαλ ό ξεπλ υμέν ο μπλ ε χ ρώμα, η εσ τία έμεν ε αδειαν ή. «Είσ αι καλ ά;» «Πρέπει ν α σ ε δω». «Πριν από την Παρασ κευή;» Η Παρασ κευή ήταν η μέρα που η Φρίν τα δίδασ κε σ τη Χλ όη χ ημεία, την οποία η Χλ όη απεχ θαν όταν με πάθος. «Τώρα». «Γιατί;» «Δ εν θα σ ου το ζητούσ α αν δεν ήταν σ ημαν τικό». Η ώρα ήταν σ χ εδόν έξι. Η Φρίν τα σ κέφτηκε το τσ αγ ιερό της και το κομμάτι κις λ ορέν που είχ ε αγ οράσ ει από το «Νούμερο 9» γ ια βραδιν ό, σ κέφτηκε και το ήσ υχ ο δειλ ιν ό που σ χ εδίαζε ν α περάσ ει σ το αμυδρά φωτισ μέν ο κουκούλ ι του
σ πιτιού της, καθισ μέν η σ το γ ραφείο της με τα μολ ύβια με τη μαλ ακή μύτη και το χ ον τρό χ αρτί σ χ εδίου, εν ώ σ το τηλ έφων ο θα απαν τούσ ε πια μόν ο ο τηλ εφων ητής. Κι έπειτα, η απαλ ή αίσ θησ η από τα μαξιλ άρια της και το σ κοτάδι που θα απλ ων όταν ν α σ φραγ ίσ ει τα πάν τα. Ίσ ως ν α μην υπήρχ αν όν ειρα, παρά μόν ο λ ήθη. Μπορούσ ε ν α αρν ηθεί. «Θα είμαι εκεί σ ε μισ ή ώρα». «Δ εν είμαι σ το σ πίτι. Είμαι σ ε έν α καφέ δίπλ α σ το κτίριο των σ ιδηροδρόμων . Δ εν υπάρχ ει περίπτωσ η ν α μην το βρεις. Έχ ει απέξω αυτό το γ ιγ άν τιο αν αποδογ υρισ μέν ο αεροπλ άν ο και είν αι επίσ ης γ καλ ερί εν αλ λ ακτικής τέχ ν ης». «Στάσ ου έν α λ επτό, Χλ όη...» «Σ’ ευχ αρισ τώ, Φρίν τα!» Η Χλ όη την έκοψ ε με εν θουσ ιασ μό κι έπειτα έκλ εισ ε το τηλ έφων ο προτού προλ άβει η Φρίν τα ν α αλ λ άξει γ ν ώμη. Το καφέ ον ομαζόταν , γ ια κάποιον αν εξήγ ητο λ όγ ο, «Τζόες Μαλ τ Χάουζ» και υπήρχ ε όν τως έν α γ ιγ άν τιο αν αποδογ υρισ μέν ο αεροπλ άν ο με τη μύτη προς τα κάτω ακριβώς δίπλ α σ τον εξωτερικό τοίχ ο του. Η Φρίν τα άν οιξε την πόρτα και βρέθηκε μέσ α σ ε μια μακρόσ τεν η σ κοτειν ή αίθουσ α, φορτωμέν η με τραπεζάκια και αταίριασ τες
καρέκλ ες, εν ώ σ τους τοίχ ους κρέμον ταν πίν ακες τους οποίους μόλ ις και μετά βίας μπορούσ ε ν α διακρίν ει μέσ α σ τη σ κοτειν ιά. Υ πήρχ αν άν θρωποι καθισ μέν οι γ ύρω από τα τραπεζάκια και άλ λ οι που σ τριφογ υρν ούσ αν γ ύρω από το μπαρ, το οποίο έκοβε την αίθουσ α σ τη μέσ η. Ακουγ όταν μουσ ική, με πολ ύ έν τον ο κι επίμον ο ρυθμό· ο αέρας ήταν φορτωμέν ος με την οσ μή της μπίρας, του καφέ και κάποιου αρωματικού σ τικ σ αν λ ιβάν ι. «Θα θέλ ατε τραπέζι;» τη ρώτησ ε μια ν εαρή γ υν αίκα, ν τυμέν η με έν α μαύρο ρούχ ο που θύμιζε περισ σ ότερο κουρέλ ι κι έν α έν τον ο τατουάζ χ αμηλ ά σ το μάγ ουλ ό της. Η προφορά της μαρτυρούσ ε καταγ ωγ ή από αν ώτερη κοιν ων ική τάξη του Έσ τουρι. Οι μπότες της ήταν ολ όιδιες με του Εξολ οθρευτή. Η Φρίν τα άκουσ ε ν α τη φων άζουν και σ άρωσ ε την αίθουσ α με το βλ έμμα της. Δ ιέκριν ε τη Χλ όη σ την πιο μακριν ή άκρη, ν α της κάν ει ν εύμα κουν ών τας τα χ έρια της σ τον αέρα ώσ τε ν α τραβήξει την προσ οχ ή της. «Το καλ ό που σ ου θέλ ω ν α είν αι σ ημαν τικό». «Μπίρα;» «Όχ ι, ευχ αρισ τώ». «Μήπως τσ άι; Φτιάχ ν ουν τσ άι από διάφορα βόταν α εδώ».
«Τι σ ημαίν ουν όλ α αυτά;» «Έπρεπε ν α σ ε πείσ ω ν α έρθεις εδώ. Πρόκειται γ ια τον Τεν τ». «Τον Τεν τ; Μιλ άς γ ια το ν εαρό αγ όρι;» «Χρειάζεται βοήθεια». «Είμαι σ ίγ ουρη γ ι’ αυτό». «Το θέμα όμως είν αι πως δεν κάν ει τίποτα γ ι’ αυτό, απλ ώς θυμών ει όταν του το λ έν ε οι άλ λ οι, κι έτσ ι σ κέφτηκα πως θα έπρεπε ν α το κάν ω εγ ώ γ ια κείν ον ». «Μπορώ ν α σ ου δώσ ω μερικά ον όματα θεραπευτών , Χλ όη, θα πρέπει όμως ν α το θέλ ει ο ίδιος...» «Δ εν χ ρειάζομαι ον όματα, Χλ όη. Έχ ω εσ έν α». «Α όχ ι, δεν έχ εις εμέν α». «Πρέπει ν α βοηθήσ εις». «Όχ ι. Δ εν γ ίν εται με αυτό τον τρόπο». «Σε παρακαλ ώ. Δ εν καταλ αβαίν εις. Μου αρέσ ει πραγ ματικά, κι αυτός είν αι τόσ ο μπερδεμέν ος». Άρπαξε το χ έρι της Φρίν τα. «Να πάρει η ευχ ή, ν α τον , ήρθε κιόλ ας. Μόλ ις μπήκε». «Δ εν το πισ τεύω ότι έκαν ες αυτό που ν ομίζω πως έκαν ες». «Έπρεπε», σ φύριξε μέσ α από τα δόν τια της η Χλ όη γ έρν ον τας προς τα μπροσ τά. «Δ εν θα ερχ όσ ουν αν σ ου το είχ α πει, και δεν θα ερχ όταν
ούτε ο Τεν τ». «Ακριβώς». «Μπορείς όμως ν α τον κάν εις ν α ν ιώσ ει καλ ύτερα». «Η μητέρα του δολ οφον ήθηκε, Χλ όη. Πώς ν α τον κάν ω ν α ν ιώσ ει καλ ύτερα;» Η Φρίν τα σ ηκώθηκε και ακριβώς εκείν η τη σ τιγ μή ο Τεν τ πέρασ ε σ κουν τουφλ ών τας μπροσ τά από το μπαρ και τις είδε και τις δύο. Στάθηκε και κάρφωσ ε επάν ω τους το βλ έμμα του. Βρισ κόταν σ την ίδια ατημέλ ητη κατάσ τασ η όπως και πριν – τα ρούχ α του ν α κρέμον ται επάν ω του, το παν τελ όν ι του ν α γ λ ισ τρά, τα κορδόν ια των παπουτσ ιών του λ υτά και τα αχ τέν ισ τα μαλ λ ιά του ν α πέφτουν επάν ω σ το ωχ ρό πρόσ ωπο και τα ξαν αμμέν α του μάγ ουλ α. Κοίταξε τη Χλ όη, ύσ τερα τη Φρίν τα και μετά αν τίσ τροφα. «Εσ ύ;» ρώτησ ε. «Τι σ υμβαίν ει;» Η Χλ όη σ ηκώθηκε και προχ ώρησ ε προς το μέρος του. «Τεν τ», άρχ ισ ε. «Άκου...» «Τι κάν ει αυτή εδώ; Με εξαπάτησ ες». «Ήθελ α ν α σ ε βοηθήσ ω», είπε απελ πισ μέν α η Χλ όη. Για μια σ τιγ μή, η Φρίν τα έν ιωσ ε ν α λ υπάται πολ ύ την αν ιψ ιά της. «Σκέφτηκα ότι αν εσ είς οι δυο σ υζητούσ ατε γ ια λ ίγ ο...»
«Δ εν χ ρειάζομαι βοήθεια. Θα έπρεπε ν α δεις τις αδελ φές μου. Αυτές είν αι που χ ρειάζον ται βοήθεια. Εγ ώ δεν είμαι πια παιδάκι». Κοίταξε τη Χλ όη. «Νόμιζα πως ήσ ουν φίλ η μου». «Αυτό δεν είν αι δίκαιο», είπε απότομα η Φρίν τα. Ο Τεν τ έσ τρεψ ε προς το μέρος της το καταρρακωμέν ο του πρόσ ωπο. «Συμφων ώ ότι η Χλ όη δεν εν έργ ησ ε σ ωσ τά. Ό,τι έκαν ε όμως, το έκαν ε επειδή είν αι φίλ η σ ου και ν οιάζεται. Μην τα βάζεις μαζί της. Χρειάζεσ αι τους φίλ ους σ ου». «Δ εν σ κοπεύω ν α ξαπλ ώσ ω σ το αν αθεματισ μέν ο ν τιβάν ι σ ου». «Ασ φαλ ώς και δεν θα το κάν εις αυτό». «Κι ούτε πρόκειται ν ’ αρχ ίσ ω ν α κλ αίω και ν α λ έω ότι τελ είωσ ε η ζωή μου επειδή δεν έχ ω πια μητέρα». Αλ λ ά ο τόν ος της φων ής του υψ ώθηκε κάπως ύποπτα την ώρα που την κοιτούσ ε με προκλ ητικό βλ έμμα. «Όχ ι. Δ εν πρόκειται ν α γ ίν ει τίποτε απ’ όλ α αυτά. Ίσ ως μπορούμε απλ ώς ν α φύγ ουμε από εδώ, οι τρεις μας, και ν α πάμε ν α πιούμε έν α τσ άι ή μια ζεσ τή σ οκολ άτα σ το μικρό καφέ απέν αν τι, που είν αι ήσ υχ ο και δεν έχ ει τρομακτικούς πίν ακες σ τους τοίχ ους του. Έπειτα μπορούμε ν α επισ τρέψ ουμε ο καθέν ας σ το σ πίτι του και ούτε γ άτα ούτε ζημιά».
Η Χλ όη ρουθούν ισ ε και κοίταξε ικετευτικά τον Τεν τ. «Εν τάξει», αποκρίθηκε εκείν ος. «Έχ ω χ ρόν ια ν α πιω ζεσ τή σ οκολ άτα. Από τότε που ήμουν παιδί». Μιλ ούσ ε σ αν ν α ήταν ήδη μεσ ήλ ικας. «Με σ υγ χ ωρείς», του είπε η Χλ όη με αδύν αμη φων ή. «Δ εν πειράζει, υποθέτω». «Ωραία», είπε η Φρίν τα. «Μπορούμε τώρα ν α φύγ ουμε από εδώ;» Η Χλ όη και ο Τεν τ είχ αν ο καθέν ας τους έν α φλ ιτζάν ι ζεσ τής σ οκολ άτας μπροσ τά του και η Φρίν τα έν α ποτήρι με ν ερό. «Δ εν πισ τεύω ότι τα πράγ ματα γ ίν ον ται καλ ύτερα», είπε, «απλ ώς και μόν ο επειδή τα σ υζητάς». «Εξαρτάται», είπε η Φρίν τα. «Νομίζω μάλ ισ τα ότι κάν ει τα πράγ ματα χ ειρότερα, σ αν ν α σ καλ ίζεις μια πλ ηγ ή γ ια ν α την κάν εις ν α σ υν εχ ίσ ει ν α αιμορραγ εί. Σαν ν α θέλ εις ν α αιμορραγ εί». «Δ εν βρίσ κομαι εδώ γ ια ν α σ ε αν αγ κάσ ω ν α δεχ τείς μια βοήθεια την οποία δεν θέλ εις. Νομίζω απλ ώς ότι θα ήταν καλ ό ν α πιεις τη ζεσ τή σ ου σ οκολ άτα».
«Δ εν αρρωσ ταίν εις που πρέπει ν α περν άς τις ημέρες σ ου με πλ ούσ ιους, ν αρκισ σ ισ τικούς κόπαν ους που μιλ ούν σ υν εχ ώς γ ια τα παιδικά τους τραύματα και είν αι γ οητευμέν οι από όλ ο αυτό το ευγ εν ές, τεχ ν ητό μαρτύριό τους;» «Όμως το δικό σ ου μαρτύριο δεν είν αι τεχ ν ητό, σ ωσ τά;» Ο Τεν τ την αγ ριοκοίταξε. Το πρόσ ωπό του είχ ε μια ξεγ δαρμέν η όψ η, σ αν ν α τον κέν τριζε ο ίδιος ο αέρας. «Θα περάσ ει», είπε. «Αυτό θα έλ εγ ε και η μητέρα μου. Ο χ ρόν ος κυλ ά. Θα έρθει μια αν αθεματισ μέν η μέρα που θα είν αι πια παρελ θόν ». «Αυτό είν αι έν α από τα πιο θλ ιβερά πράγ ματα όταν οι άν θρωποι πεθαίν ουν », είπε η Φρίν τα. «Μιλ άμε πια γ ι’ αυτούς σ ε παρελ θον τικό χ ρόν ο. Λέμε τι θα έκαν αν αν ζούσ αν . Αν όμως όν τως αυτό θα έλ εγ ε η μητέρα σ ου, δεν θα είχ ε άδικο. Ο χ ρόν ος πράγ ματι κυλ ά. Τα πράγ ματα αλ λ άζουν ». Σηκώθηκε. «Και τώρα, ν ομίζω πως τελ ειώσ αμε», είπε. Η Χλ όη σ τράγ γ ιξε το φλ ιτζάν ι της. «Ναι, είπαμε όσ α είχ αμε ν α πούμε», πρόσ θεσ ε. Όταν βγ ήκαν σ το δρόμο, η Φρίν τα ήταν έτοιμη ν α τους καλ ην υχ τίσ ει, αλ λ ά η Χλ όη έδειχ ν ε απρόθυμη ν α την αφήσ ει ν α φύγ ει.
«Προς τα πού πηγ αίν εις;» «Θα επισ τρέψ ω σ το σ πίτι μου μέσ α από το πάρκο». «Πηγ αίν εις προς την ίδια κατεύθυν σ η μ’ εμάς. Θα περάσ ουμε από το σ πίτι του Τεν τ. Μόν ο που ο Τεν τ δεν μέν ει τώρα εκεί. Μέν ει σ ε γ είτον ες». «Μπορώ ν α μιλ ήσ ω ο ίδιος γ ια τον εαυτό μου», διαμαρτυρήθηκε ο Τεν τ. «Καλ ά λ οιπόν », αποκρίθηκε σ τη Χλ όη η Φρίν τα και ξεκίν ησ αν ν α βαδίζουν , μια αμήχ αν η τριάδα με τη Χλ όη σ τη μέσ η. «Ζητώ σ υγ γ ν ώμη», είπε πάλ ι η Χλ όη. «Εγ ώ φταίω γ ια όλ α. Δ εν έπρεπε ν α το κάν ω αυτό. Σας έφερα και τους δύο σ ε δύσ κολ η θέσ η». «Δ εν μπορείς ν α πιέσ εις τους αν θρώπους ν α δεχ τούν βοήθεια», είπε η Φρίν τα. «Αλ λ ά δεν πειράζει». «Η Φρίν τα περπατά σ ε όλ ο το Λον δίν ο. Είν αι σ αν οδηγ ός ταξί. Μπορείς ν α αν αφέρεις δύο οποιαδήποτε μέρη του Λον δίν ου και ξέρει πώς ν α πάει με τα πόδια από το έν α σ το άλ λ ο». Η Χλ όη μιλ ούσ ε ακατάπαυσ τα τώρα, σ αν ν α φοβόταν την ιδέα και μόν ο εν ός λ επτού σ ιωπής. «Και την ίδια σ τιγ μή σ κέφτεται πολ ύ γ ι’ αυτή την πόλ η. Πισ τεύει πως όλ α άρχ ισ αν ν α πηγ αίν ουν σ τραβά μετά την ελ ισ αβετιαν ή εποχ ή ή την Πυρκαγ ιά του Λον δίν ου.
Να, αυτός είν αι ο δρόμος του Τεν τ. Εδώ σ υν έβησ αν όλ α. Λυπάμαι, δεν θέλ ω ν α ξαν αρχ ίσ ω τα ίδια. Αρκετή ζημιά έκαν α ήδη. Αυτό όμως είν αι σ τ’ αλ ήθεια το σ πίτι του, δηλ αδή το σ πίτι των γ ον ιών του... Τώρα εγ ώ θα περπατήσ ω μαζί του ως την άλ λ η άκρη του δρόμου γ ια ν α τον καλ ην υχ τίσ ω και ν α του ζητήσ ω σ υγ γ ν ώμη, κι έπειτα...» Στράφηκε απότομα και κοίταξε τη Φρίν τα, που είχ ε ξαφν ικά σ ταματήσ ει. «Φρίν τα, είσ αι καλ ά;» Η Φρίν τα, που ετοιμαζόταν ν α περάσ ει αν άμεσ α από μια μικρή ομάδα αν θρώπων –δυο άν τρες και μια γ υν αίκα– οι οποίοι έβγ αιν αν από έν α αυτοκίν ητο, αν αγ ν ώρισ ε τα πρόσ ωπά τους την ίδια ακριβώς σ τιγ μή που την αν αγ ν ώρισ αν κι εκείν οι. «Φρίν τα...» Ο Κάρλ σ ον έδειχ ν ε τόσ ο έκπλ ηκτος που δεν μπορούσ ε ν α πει τίποτε άλ λ ο. Ο άλ λ ος άν τρας έδειχ ν ε περισ σ ότερο ν α διασ κεδάζει, αλ λ ά κάπως περιφρον ητικά, παρά ν α εκπλ ήσ σ εται. «Δ εν μπορείς ν α μείν εις μακριά, έτσ ι δεν είν αι;» είπε ο Χαλ Μπράν τσ ο. «Πρόκειται γ ια κάποιο είδος σ υν δρόμου;» «Δ εν ξέρω γ ια ποιο πράγ μα μιλ άς», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Θα σ ε ρωτούσ α πώς είσ αι», σ υν έχ ισ ε ο
Μπράν τσ ο. «Αλ λ ά ν ομίζω ότι ήδη ξέρω». «Ναι. Μου τηλ εφών ησ ε η δημοσ ιογ ράφος σ ου». Ο Μπράν τσ ο χ αμογ έλ ασ ε. Είχ ε πολ ύ λ ευκά δόν τια. «Ίσ ως θα έπρεπε ν α σ ε είχ α προειδοποιήσ ει. Αλ λ ά αυτό θα τα κατέσ τρεφε όλ α». «Για ποιο πράγ μα μιλ άτε;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . Έδειχ ν ε σ υγ χ ρόν ως αμήχ αν ος και απογ οητευμέν ος. «Δ εν είν αι κάτι που χ ρειάζεται ν α ξέρεις». Η Φρίν τα δεν ήθελ ε ν α το μάθει καν είς, και ειδικά ο Κάρλ σ ον , αν και υπέθετε ότι πολ ύ σ ύν τομα θα το μάθαιν αν όλ οι, και τότε το κουτσ ομπολ ιό, ο θρίαμβος, ο χ αρωπός, ψ ιθυρισ τός οίκτος θα ξαν άρχ ιζαν πάλ ι από την αρχ ή. Η γ υν αίκα ήταν η Ιβέτ Λον γ κ. «Φρίν τα. Τι κάν εις εδώ;» «Είχ α βγ ει γ ια μια ζεσ τή σ οκολ άτα με την αν ιψ ιά μου, τη Χλ όη. Και ο ν εαρός από δω είν αι ο Τεν τ». «Ναι», είπε ο Μπράν τσ ο, που εξακολ ουθούσ ε ν α χ αμογ ελ ά. «Γν ωρίζουμε τον Τεν τ Λέν οξ. Θα έρθεις μέσ α; Υ ποθέτω ότι αυτό είν αι που θέλ εις». «Όχ ι». Η Φρίν τα ήταν έτοιμη ν α αρν ηθεί οποιαδήποτε σ χ έσ η με την υπόθεσ η, το βλ έμμα της όμως έπεσ ε σ τη σ φιγ μέν η, βασ αν ισ μέν η φιγ ούρα του Τεν τ που σ τεκόταν δίπλ α σ τη Χλ όη. Θα
ακουγ όταν σ αν προδοσ ία. Γι’ αυτό είπε απλ ώς: «Ήμουν σ το δρόμο της επισ τροφής σ το σ πίτι μου». «Έχ ει το δικαίωμα ν α πηγ αίν ει όπου θέλ ει, έτσ ι δεν είν αι;» είπε αγ ριωπά η Ιβέτ κοιτών τας έν τον α με το κασ ταν ό βλ έμμα της τον Μπράν τσ ο, ο οποίος δεν έδειξε ν α κλ ον ίζεται. Η Φρίν τα χ ρειάσ τηκε ν α πιέσ ει τον εαυτό της ώσ τε ν α μη χ αμογ ελ άσ ει σ τη θέα αυτής της καιν οτομίας, που ήταν ν α την υπερασ πίζεται η Ιβέτ. Αλ λ ά ν α την υπερασ πίζεται από τι ακριβώς; Η Ιβέτ και ο Μπράν τσ ο προχ ώρησ αν προς το σ πίτι, αλ λ ά ο Κάρλ σ ον έμειν ε κάτω σ το πεζοδρόμιο τριγ υρν ών τας δισ τακτικά γ ύρω από τη Φρίν τα. «Είσ αι με κάποιον τρόπο αν αμειγ μέν η σ την υπόθεσ η;» τη ρώτησ ε τελ ικά. «Η Χλ όη γ ν ωρίζει τον Τεν τ», απάν τησ ε η Φρίν τα. «Μου ζήτησ ε ν α μιλ ήσ ω λ ίγ ο μαζί του. Αυτό είν αι όλ ο». Ο Κάρλ σ ον μουρμούρισ ε κάτι σ τον εαυτό του. «Πάν τως, χ αίρομαι έτσ ι κι αλ λ ιώς που σ ε βλ έπω», της είπε. «Φαίν εσ αι μια χ αρά». «Αυτό είν αι καλ ό», είπε η Φρίν τα. «Σκόπευα ν α έρθω ν α μιλ ήσ ουμε. Να σ ε δω. Τώρα, όμως, πρέπει...» Στράφηκε προς το σ πίτι. «Δ εν υπάρχ ει πρόβλ ημα», είπε η Φρίν τα κι
έπειτα έγ ν εψ ε σ τη Χλ όη γ ια ν α την καλ ην υχ τίσ ει και άρχ ισ ε ν α βαδίζει προς την κατεύθυν σ η του Πριμρόουζ Χιλ . Ο Κάρλ σ ον σ τάθηκε λ ίγ ο γ ια ν α εκτιμήσ ει την πρόοδο που είχ ε κάν ει η Φρίν τα κι έπειτα μπήκε και αυτός σ το σ πίτι. Ο Μάν σ τερ και ο Ρίλ εϊ βρίσ κον ταν μέσ α από πριν . Ακολ ούθησ αν τον Μάν σ τερ σ την κουζίν α. Η Ιβέτ έβγ αζε φακέλ ους από την τσ άν τα της και τους τακτοποιούσ ε σ το τραπέζι. Κάθισ αν όλ οι τους. Ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε τους Λέν οξ ν α κάθον ται σ το ίδιο αυτό τραπέζι, σ κέφτηκε τα θορυβώδη κυριακάτικα γ εύματά τους, κι έπειτα προσ πάθησ ε ν α αποδιώξει αυτές τις σ κέψ εις. Κοίταξε επάν ω από το τραπέζι τον Μπράν τσ ο. «Τι σ ου έλ εγ ε η Φρίν τα;» «Τίποτα, απλ ώς κουβεν τιάζαμε», αποκρίθηκε εκείν ος. «Σωσ τά», είπε ο Κάρλ σ ον . «Ας δούμε λ οιπόν πού ακριβώς βρισ κόμασ τε». «Στ’ αλ ήθεια δεν θα κατηγ ορήσ ουμε τον Μπίλ ι Χαν τ;» ρώτησ ε ο Μάν σ τερ. «Θα έπρεπε ν α είν αι αυτός», είπε η Ιβέτ. «Θα έπρεπε, πραγ ματικά. Αλ λ ά οι εικόν ες από τις κάμερες δεν αφήν ουν αμφιβολ ία ότι βρισ κόταν σ το Ίσ λ ιγ κτον σ τις 4.03. Και η γ ειτόν ισ σ α χ τύπησ ε την πόρτα της Ρουθ Λέν οξ σ τις 4.30 κι
εκείν η δεν απάν τησ ε». «Ίσ ως ν α ήταν σ το μπάν ιο», είπε ο Μάν σ τερ. «Ίσ ως ν α φορούσ ε ακουσ τικά ή κάτι τέτοιο...» «Και τι λ έει η ιατροδικασ τική έρευν α γ ια την ώρα θαν άτου;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον κοιτών τας τον Ρίλ εϊ, που είχ ε αν έκφρασ το πρόσ ωπο. Η Ιβέτ πήρε έν α φάκελ ο και φυλ λ ομέτρησ ε τις σ ελ ίδες. «Δ εν ωφελ εί», είπε. «Θα μπορούσ ε ν α έχ ει πεθάν ει οποιαδήποτε σ τιγ μή, από μισ ή έως τρεις ώρες πριν από την αν ακάλ υψ η του πτώματος. Κοιτάξτε, όμως, δεν μπορούμε ν α δώσ ουμε βάσ η σ τα λ όγ ια κάποιου σ αν τον Μπίλ ι Χαν τ, έτσ ι δεν είν αι; Εν ν οώ ότι τίποτε απολ ύτως από την κατάθεσ ή του δεν βγ άζει ν όημα. Για παράδειγ μα, λ έει ότι εκείν ος έκαν ε το σ υν αγ ερμό ν α αρχ ίσ ει ν α χ τυπά. Αν όμως δεν τη σ κότωσ ε ο ίδιος, τότε γ ιατί ο πραγ ματικός δολ οφόν ος δεν έκαν ε εκείν ος το σ υν αγ ερμό ν α χ τυπήσ ει;» «Επειδή δεν παραβίασ ε το σ πίτι. Η ίδια η Ρουθ Λέν οξ έβαλ ε μέσ α το δολ οφόν ο της», είπε ο Μπράν τσ ο. «Οι ψ υχ οπαθείς είν αι καπάτσ οι, είν αι πεισ τικοί». «Είχ ες πει παλ ιότερα ότι εξέφραζε οργ ή απέν αν τι σ το γ υν αικείο φύλ ο». «Το υποσ τηρίζω αυτό».
«Γιατί όμως ο σ υν αγ ερμός ήταν εν εργ οποιημέν ος;» ρώτησ ε η Ιβέτ. «Τι εν ν οείς;» απόρησ ε ο Κάρλ σ ον . «Για ποιο λ όγ ο ν α είν αι εν εργ οποιημέν ος ο σ υν αγ ερμός γ ια διάρρηξη από τη σ τιγ μή που εκείν η ήταν σ το σ πίτι;» Ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό. «Καλ ή ερώτησ η», είπε. Σηκώθηκε και περπάτησ ε ως την μπροσ τιν ή πόρτα. Κοίταξε γ ύρω του κι έπειτα την άν οιξε κι έκαν ε έν α βήμα έξω. Μετά επέσ τρεψ ε σ την κουζίν α. «Το σ πίτι δεν έχ ει καν έν αν αν αθεματισ μέν ο σ υν αγ ερμό γ ια τους διαρρήκτες», είπε. «Φαν ήκαμε ηλ ίθιοι». «Να ’μασ τε», είπε η Ιβέτ. «Ώσ τε λ οιπόν ο Μπίλ ι Χαν τ έλ εγ ε ψ έματα πως άκουσ ε σ υν αγ ερμό. Έλ εγ ε ψ έματα γ ια άλ λ η μια φορά». Ο Κάρλ σ ον χ τύπησ ε τα δάχ τυλ ά του ν ευρικά πάν ω σ το τραπέζι. «Γιατί όμως ν α πει ψ έματα γ ια κάτι τέτοιο;» «Επειδή είν αι ψ υχ οπαθής», είπε αμέσ ως ο Μπράν τσ ο. «Είν αι κλ εφτρόν ι και αλ ήτης», είπε ο Κάρλ σ ον . «Δ εν έλ εγ ε όμως ψ έματα γ ια το σ υν αγ ερμό». «Τι εν ν οείς;» ρώτησ ε η Ιβέτ. «Κοίτα», είπε ο Κάρλ σ ον δείχ ν ον τας το ταβάν ι.
«Υ πάρχ ει σ υν αγ ερμός πυρός, που εν εργ οποιείται με τον καπν ό». «Και πώς θα μπορούσ ε ο Χαν τ ν α κάν ει το σ υν αγ ερμό καπν ού ν ’ αρχ ίσ ει ν α χ τυπά;» «Δ εν τον έκαν ε εκείν ος ν ’ αρχ ίσ ει ν α χ τυπά», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . «Κοίτα τη σ κην ή του εγ κλ ήματος όπως περιγ ράφεται σ το φάκελ ο. Ρίλ εϊ, τι θα βρω σ το φάκελ ο;» «Εν ν οείτε κάτι σ υγ κεκριμέν ο;» ρώτησ ε εκείν ος. «Ναι, κάτι σ υγ κεκριμέν ο. Οχ , καλ ά, ξέχ ν α το. Απ’ όσ ο θυμάμαι, υπήρχ ε έν α ταψ ί με κάτι καμέν ο επάν ω σ την εσ τία της κουζίν ας. Αυτό ήταν που εν εργ οποίησ ε το σ υν αγ ερμό». Η Ιβέτ ψ αχ ούλ εψ ε σ το φάκελ ο. «Έτσ ι είν αι», δήλ ωσ ε. Ο Μάν σ τερ έδειχ ν ε ν α αμφιβάλ λ ει. «Λέτε δηλ αδή ότι ο Μπίλ ι Χαν τ εισ έβαλ ε σ το σ πίτι και έβγ αλ ε τα καμέν α γ λ υκά από το φούρν ο;» Ο Κάρλ σ ον κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι του. «Θα πρέπει ν α μιλ ήσ ετε πάλ ι με τη μικρότερη κόρη, όμως ξέρω τι θα πει. Γύρισ ε σ το σ πίτι, της μύρισ ε κάτι ν α καίγ εται και έβγ αλ ε το ταψ ί από το φούρν ο. Μετά βρήκε τη μητέρα της». Κοίταξε τον Μάν σ τερ. «Έλ εγ ξε το σ υν αγ ερμό πυρός σ το καθισ τικό. Ο Χαν τ είπε ότι υπήρχ ε κι εκεί σ υν αγ ερμός».
Ο Μάν σ τερ βγ ήκε από το δωμάτιο. «Εν τάξει», είπε η Ιβέτ. «Αυτό εξηγ εί επομέν ως το σ υν αγ ερμό. Δ εν μας βοηθά όμως με την ώρα». «Περίμεν ε», της είπε ο Κάρλ σ ον . Ο Μάν σ τερ επέσ τρεψ ε σ την κουζίν α. «Δ εν υπάρχ ει σ υν αγ ερμός σ το καθισ τικό», είπε. «Τι;» απόρησ ε ο Κάρλ σ ον . «Είσ αι σ ίγ ουρος;» «Υ πάρχ ει έν ας σ το χ ολ . Αυτός θα πρέπει ν α ήταν ο άλ λ ος που άκουσ ε ο Χαν τ». Ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε με έν τασ η. «Όχ ι», είπε τελ ικά. «Σε κάθε περίπτωσ η, αν ο καπν ός βάζει μπροσ τά το σ υν αγ ερμό πυρός, δεν μιλ άς γ ια δύο σ υν αγ ερμούς. Τους σ κέφτεσ αι σ αν έν αν ». «Σίγ ουρα;» ρώτησ ε η Ιβέτ. «Τα προσ ωπικά είδη της Ρουθ Λέν οξ είν αι εδώ ή σ το τμήμα;» «Στο τμήμα». «Καλ ά», είπε ο Κάρλ σ ον . «Δ ώσ τε μου έν α λ επτό. Πρέπει ν α κάν ω έν α τηλ εφών ημα». Βγ ήκε έξω. Ύ σ τερα από μια μακρά παύσ η, η Ιβέτ μίλ ησ ε σ τον Μπράν τσ ο. «Συμβαίν ει κάτι αν άμεσ α σ ’ εσ έν α και τη Φρίν τα;» «Το σ υζήτησ ες μαζί της;» είπε εκείν ος. «Ποιο πράγ μα ν α σ υζήτησ α;»
«Την ευθύν η σ ου γ ια το ατύχ ημά της, γ ια το σ υμβάν ... πώς το αποκαλ είτε;» «Συγ γ ν ώμη, δεν καταλ αβαίν ω τι εν ν οείς». «Απλ ώς ελ πίζω ν α μη ν ιώθεις εν οχ ές γ ι’ αυτό». «Κοίτα», ξεκίν ησ ε ν α του λ έει σ ε σ φοδρό τόν ο η Ιβέτ, διακόπηκε όμως από τον Κάρλ σ ον που επέσ τρεψ ε εκείν η τη σ τιγ μή σ την κουζίν α. «Μόλ ις μίλ ησ α με τη γ υν αίκα σ την αποθήκη μας», είπε. «Και βρήκα αυτό ακριβώς που περίμεν α ν α βρω. Αυτό που άκουσ ε ο Μπίλ ι Χαν τ σ το καθισ τικό ήταν το κιν ητό τηλ έφων ο της Ρουθ Λέν οξ. Είχ ε εν σ ωματωμέν ο ξυπν ητήρι. Ήταν ρυθμισ μέν ο ν α χ τυπήσ ει σ τις τέσ σ ερις και δέκα το απόγ ευμα. Αυτός ήταν ο άλ λ ος σ υν αγ ερμός που άκουσ ε ο Μπίλ ι Χαν τ». «Ναι, θα μπορούσ ε», είπε η Ιβέτ. «Σίγ ουρα αυτό ήταν », επέμειν ε ο Κάρλ σ ον . «Βάλ ε τα όλ α μαζί. Κοίτα τα σ τοιχ εία που έχ ουμε. Κεκάκια ή μπισ κότα ν α καίγ ον ται σ το φούρν ο. Έν ας αισ θητήρας καπν ού. Κι έν α ξυπν ητήρι κιν ητού ν α χ τυπά σ τις τέσ σ ερις και δέκα. Υ ποθέτω ότι το ξυπν ητήρι ήταν γ ια ν α της υπεν θυμίσ ει ότι τα κεκάκια ή τα μπισ κότα ήταν έτοιμα». «Πολ ύ πιθαν όν ». «Είν αι επίσ ης λ ογ ικό ν α υποθέσ ουμε ότι όταν το ξυπν ητήρι άρχ ισ ε ν α χ τυπά, η Ρουθ Λέν οξ δεν
ήταν πια σ ε θέσ η ν α αν ταποκριθεί. Επομέν ως δολ οφον ήθηκε το αργ ότερο σ τις τέσ σ ερις και δέκα». Σιωπή απλ ώθηκε γ ύρω από το τραπέζι. «Που ν α πάρει!» είπε τελ ικά η Ιβέτ.
15 Τον περίμεν ε. Έριξε μια ματιά σ το είδωλ ό της σ τον καθρέφτη ώσ τε ν α βεβαιωθεί ότι έδειχ ν ε σ υγ κροτημέν η και υγ ιής, όσ ο ήταν δυν ατόν –δεν άν τεχ ε τη σ κέψ η ότι κάποιος θα μπορούσ ε ν α ν ιώσ ει οίκτο γ ια λ ογ αριασ μό της, και σ ίγ ουρα όχ ι εκείν ος– κι έπειτα έφαγ ε το κομμάτι της κις λ ορέν όρθια δίπλ α σ το παράθυρο της κουζίν ας, με τη γ άτα ν α τρίβει τα πλ ευρά της σ τις γ άμπες της. Το σ πίτι ήταν ήσ υχ ο τώρα, έπειτα από μια ημέρα γ εμάτη εκκωφαν τικούς χ τύπους και αν ατριχ ιασ τικούς ήχ ους και θόρυβο από τρυπάν ι. Ο Στέφαν είχ ε έρθει ξαν ά και μαζί με τον Γιόζεφ είχ αν κουβαλ ήσ ει σ το σ πίτι δυο δοκάρια που έδιν αν την εν τύπωσ η ότι προορίζον ταν γ ια εργ οσ τάσ ιο. Τώρα όμως είχ αν πια φύγ ει. Η Φρίν τα δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελ ε πραγ ματικά, όμως ήξερε πως ξαφν ικά έν ιωθε περισ σ ότερο σ ε εγ ρήγ ορσ η και λ ιγ ότερο ζαλ ισ μέν η, σ αν έν α κουμπί ν α είχ ε κάν ει μια πολ ύ απαλ ή σ τροφή και ο κόσ μος της ήταν τώρα πιο ξεκάθαρα εσ τιασ μέν ος. Το κουδούν ι χ τύπησ ε σ τις εν ν έα και δέκα εκείν ο το βράδυ.
«Καλ ησ πέρα, Φρίν τα», της είπε ο Κάρλ σ ον τείν ον τάς της μια αν θοδέσ μη από τουλ ίπες τυλ ιγ μέν η σ ε υγ ρό χ αρτί. «Θα έπρεπε ν α σ ου είχ α φέρει αυτά τα άν θη εδώ και μερικές εβδομάδες». «Πριν από μερικές εβδομάδες είχ α υπερβολ ικά πολ λ ά άν θη. Μαράθηκαν όλ α την ίδια σ τιγ μή. Καλ ύτερα τώρα, λ οιπόν ». «Μπορώ ν α περάσ ω;» Στο καθισ τικό, ο Κάρλ σ ον διάλ εξε μια από τις πολ υθρόν ες δίπλ α σ την αδειαν ή εσ τία. «Πάν τοτε σ ε σ κέφτομαι καθισ μέν η δίπλ α σ ε μια φωτιά», της είπε. «Στην πραγ ματικότητα, έχ εις γ ν ωρίσ ει μόν ο τον χ ειμων ιάτικο εαυτό μου». Ακολ ούθησ ε μια σ ιωπή σ τη διάρκεια της οποίας αν αλ ογ ίζον ταν και οι δυο τους τη δουλ ειά που είχ αν κάν ει μαζί, και τον τόσ ο απότομο τρόπο που αυτή διακόπηκε. «Φρίν τα...» άρχ ισ ε εκείν ος. «Δ εν χ ρειάζεται». «Χρειάζεται. Δ εν ήρθα ν α σ ε δω από τότε που έφυγ ες από το ν οσ οκομείο επειδή έν ιωθα πολ ύ άσ χ ημα γ ια όλ α όσ α σ υν έβησ αν . Κατά κάποιον τρόπο, τα απώθησ α όλ α. Μας βοήθησ ες – ακόμη περισ σ ότερο, μας έσ ωσ ες. Και σ αν αν τάλ λ αγ μα, εμείς απαλ λ αγ ήκαμε από εσ έν α κι εσ ύ έπειτα λ ίγ ο
έλ ειψ ε ν α σ κοτωθείς εξαιτίας μας». «Δ εν απαλ λ αγ ήκατε από εμέν α και δεν πήγ α ν α σ κοτωθώ εξαιτίας σ ας». «Ναι. Εξαιτίας μου, εξαιτίας της ομάδας μου. Έτσ ι πάει. Ήμουν υπεύθυν ος και σ ε απογ οήτευσ α». «Όμως δεν σ κοτώθηκα. Κοίταξέ με». Σήκωσ ε το πιγ ούν ι της, ίσ ιωσ ε τους ώμους της και χ αμογ έλ ασ ε. «Είμαι καλ ά». Ο Κάρλ σ ον έκλ εισ ε γ ια έν α λ επτό τα μάτια του. «Σε αυτή τη δουλ ειά, πρέπει ν α γ ίν εις χ ον τρόπετσ ος, διαφορετικά θα τρελ αθείς. Αλ λ ά δεν μπορείς ν α είσ αι χ ον τρόπετσ ος όταν είν αι σ τη μέσ η μια φίλ η...» Σιωπή απλ ώθηκε σ το άκουσ μα της τελ ευταίας αυτής λ έξης. Εικόν ες από τη γ ν ωριμία της με τον Κάρλ σ ον φτερούγ ισ αν σ το μυαλ ό της Φρίν τα: ο Κάρλ σ ον σ το γ ραφείο του ν α δείχ ν ει ήρεμος και γ εμάτος αυτοέλ εγ χ ο, ο Κάρλ σ ον ν α περπατά δίπλ α της σ το δρόμο με σ φιγ μέν ο πρόσ ωπο, ο Κάρλ σ ον ν α κάθεται δίπλ α σ το κρεβάτι εν ός μικρού αγ οριού που φοβούν ταν πως ίσ ως πεθάν ει, ο Κάρλ σ ον ν α την υπερασ πίζεται μπροσ τά σ το διευθυν τή του, ο Κάρλ σ ον με την κορούλ α του τυλ ιγ μέν η επάν ω του σ αν τρομαγ μέν ο κοάλ α, ο Κάρλ σ ον ν α κάθεται δίπλ α σ τη φωτιά της και ν α της χ αμογ ελ ά.
«Χαίρομαι πολ ύ που σ ε βλ έπω», του είπε η Φρίν τα. «Αυτό σ ημαίν ει πολ λ ά γ ια μέν α». «Τα παιδιά σ ου έφυγ αν ;» τον ρώτησ ε. «Όχ ι, όχ ι ακόμη. Όμως θα φύγ ουν πολ ύ σ ύν τομα. Υ ποτίθεται ότι θα έπρεπε ν α περν ώ πολ ύ χ ρόν ο μαζί τους αυτή την περίοδο. Κι έπειτα προέκυψ ε αυτή η υπόθεσ η». «Πολ ύ σ κλ ηρό γ ια σ έν α». «Σαν πον όδον τος που δεν λ έει ν α φύγ ει. Αλ λ ά πες μου, εσ ύ είσ αι σ τ’ αλ ήθεια καλ ά;» «Είμαι πολ ύ καλ ά. Χρειάζομαι μόν ο λ ίγ ο χ ρόν ο». «Δ εν εν ν οώ μόν ο από σ ωματική άποψ η». Ο Κάρλ σ ον έδειχ ν ε δισ τακτικός τώρα, εν ώ η Φρίν τα σ χ εδόν ν α διασ κεδάζει. «Εν ν οείς ότι βρίσ κομαι σ ε τραυματική κατάσ τασ η;» «Μα σ ου επιτέθηκαν με μαχ αίρι». «Το ον ειρεύομαι μερικές φορές». Η Φρίν τα σ ταμάτησ ε γ ια λ ίγ ο κι απόμειν ε σ κεφτική. Έπειτα σ υν έχ ισ ε: «Και πρέπει ν α σ ου πω ότι σ κέφτομαι επίσ ης τον Ντιν Ριβ. Συν έβη κάτι πριν από μερικές ημέρες που θα έπρεπε ν α το μάθεις κάποια σ τιγ μή. Μη δείχ ν εις τόσ ο αγ χ ωμέν ος, δεν θέλ ω ν α το σ υζητήσ ω τώρα». Ακολ ούθησ ε έν α ν έο διάσ τημα σ ιωπής. Ο
Κάρλ σ ον έδειχ ν ε σ αν ν α ζυγ ιάζει κάτι σ το μυαλ ό του. Να μιλ ήσ ει ή ν α μη μιλ ήσ ει. «Άκουσ ε», της είπε τελ ικά. «Εκείν ο το αγ όρι, ο Τεν τ...» «Λυπάμαι πολ ύ γ ια το παιδί αυτό». «Δ εν ήθελ α ν α πω αυτό. Ξέρεις όμως τίποτα σ χ ετικά με την υπόθεσ η;» «Ξέρω ότι η μητέρα του δολ οφον ήθηκε». «Ήταν μια καλ ή γ υν αίκα, με έν αν αξιοπρεπή σ ύζυγ ο, δεμέν η οικογ έν εια, με καλ ούς φίλ ους και γ είτον ες που τη σ υμπαθούσ αν . Πισ τέψ αμε ότι είχ αμε πιάσ ει το δράσ τη, και όλ α φαίν ον ταν απλ ά και λ ογ ικά. Αλ λ ά ν α που αποδεικν ύεται πως δεν θα μπορούσ ε ν α το έχ ει κάν ει αυτός και βρισ κόμασ τε πάλ ι πίσ ω σ την αρχ ή. Με τη διαφορά ότι τώρα τίποτα δεν φαίν εται λ ογ ικό». «Λυπάμαι». Η φων ή της Φρίν τα ήταν ουδέτερη. «Ο δρ Μπράν τσ ο έχ ει μια θεωρία». «Δ εν θέλ ω ν α την ακούσ ω», είπε βιασ τικά η Φρίν τα. «Αυτό είν αι έν α από τα πλ εον εκτήματα του ν α μη σ υμμετέχ ω πια». Ο Κάρλ σ ον την κοίταξε καχ ύποπτα. «Υ πάρχ ει κάποιο πρόβλ ημα με τον Μπράν τσ ο;» «Έχ ει καμία σ ημασ ία;» Η Φρίν τα δεν είπε τίποτε άλ λ ο, απλ ώς περίμεν ε. «Θα δεχ όσ ουν ν α έρθεις σ ’ εκείν ο το σ πίτι μαζί
μου; Μόν ο γ ια μία φορά; Θα ήθελ α ν α το σ υζητήσ ω με κάποιον που ν α εμπισ τεύομαι». «Και γ ιατί δεν το σ υζητάς με την Ιβέτ;» ρώτησ ε η Φρίν τα παρόλ ο που ήξερε ήδη ότι θα δεχ όταν τελ ικά την πρότασ ή του. «Η Ιβέτ είν αι καταπλ ηκτική – αν εξαιρέσ ουμε βέβαια το γ εγ ον ός ότι σ ε άφησ ε σ χ εδόν ν α δολ οφον ηθείς. Είν αι η έμπισ τη σ υν εργ άτιδά μου και σ υγ χ ρόν ως το κυν ηγ όσ κυλ ό μου. Αν όμως ήθελ α κάποιον ν α κοιτάξει το σ πίτι, ν α ν ιώσ ει τη μυρωδιά του, ν α κάν ει μερικές σ κέψ εις, τότε θα το ζητούσ α από εσ έν α. Και αυτό ακριβώς κάν ω: το ζητώ από εσ έν α». «Απλ ώς σ αν φίλ η». «Ναι, απλ ώς σ αν φίλ η». «Πότε;» «Τι θα έλ εγ ες γ ια αύριο το πρωί, που δεν θα είν αι και καν είς άλ λ ος εκεί;» «Με βολ εύει μια χ αρά». «Μιλ άς σ οβαρά; Τέλ εια. Να σ ου σ τείλ ω αυτοκίν ητο;» «Θα έρθω μόν η μου». Σήμερα συν άν τησα μια ν ευρολ όγ ο που λ έγ εται Γκλ όρια και την οποία ν ομίζω ότι θα συμπαθούσες πολ ύ (βλ έπεις, κάν ω ήδη φίλ ες εδώ γ ια σέν α). Συζητήσαμε γ ια την ελ εύθερη βούλ ηση – κατά
πόσο είν αι υπαρκτή κλ π. Εκείν η υποστήριζε ότι σύμφων α με τα όσα γ ν ωρίζουμε σήμερα γ ια τον εγ κέφαλ ο, είν αι αδύν ατον ν α πιστέψ ουμε ότι υπάρχ ει τέτοιο πράγ μα, και την ίδια στιγ μή είν αι αδύν ατον ν α μην πιστέψ ουμε σε αυτήν και ν α ζήσουμε τη ζωή μας σαν ν α μην υφίσταν ται επιλ ογ ές. Μια αν αγ καία αυταπάτη. Είν αι μια όμορφη βραδιά, με την παν σέλ ην ο ν α λ άμπει επάν ω από το ποτάμι. Αν αρωτιέμαι πώς ν α είν αι τάχ α στο Λον δίν ο – αλ λ ά βέβαια είν αι σχ εδόν πρωί τώρα γ ια σέν α. Θα κοιμάσαι. Ή, τουλ άχ ιστον , ελ πίζω πως θα κοιμάσαι. Σάν τι.
16 Κι έτσ ι την επόμεν η μέρα η Φρίν τα γ ια άλ λ η μια φορά πέρασ ε το κτίριο των σ ιδηροδρόμων , πέρασ ε μπροσ τά και από το μικρό καφέ όπου η Χλ όη και ο Τεν τ είχ αν πιει ζεσ τή σ οκολ άτα πριν από δύο μόλ ις βράδια, κι εκείν ο το άλ λ ο, μεγ αλ ύτερο καφέ με την εκκωφαν τική μουσ ική και το αν αποδογ υρισ μέν ο αεροπλ άν ο με τη μύτη προς τα κάτω δίπλ α σ τον εξωτερικό τοίχ ο του, και έφτασ ε σ τη Μαργ κάρετιν γ κ Στριτ. Ο Κάρλ σ ον βρισ κόταν ήδη απέξω, πίν ον τας καφέ από έν α χ άρτιν ο κύπελ λ ο το οποίο σ ήκωσ ε γ ια ν α τη χ αιρετήσ ει μόλ ις την είδε ν α πηγ αίν ει προς το μέρος του. Πρόσ εξε ότι εκείν η βάδιζε πιο αργ ά απ’ όσ ο άλ λ οτε και κουτσ αίν ον τας ελ αφρά. «Ήρθες λ οιπόν ». «Σου είχ α πει ότι θα ερχ όμουν ». «Χαίρομαι». «Φτάν ει μόν ο ν α είσ αι σ ίγ ουρος ότι δεν είν αι μέσ α καν είς, έτσ ι;» «Είμαι σ ίγ ουρος. Η οικογ έν εια μέν ει προσ ωριν ά σ ε κάποιους γ είτον ες. Το σ πίτι εξακολ ουθεί ν α είν αι επισ ήμως σ κην ή εγ κλ ήματος».
«Και ο Μπράν τσ ο;» «Παράτα τον αυτόν ». Η σ φοδρότητα σ τον τόν ο του Κάρλ σ ον την ξάφν ιασ ε. Η Φρίν τα ακολ ούθησ ε τον Κάρλ σ ον μέσ α από την μπροσ τιν ή πόρτα. Παρόλ ο που το παράθυρο ήταν ακόμη σ πασ μέν ο, τα θραύσ ματα είχ αν καθαρισ τεί και η ιατροδικασ τική ομάδα είχ ε φύγ ει. Όμως το σ πίτι είχ ε ήδη εκείν η την ιδιαίτερη ερημιά εν ός μέρους εγ καταλ ειμμέν ου και αν έδιδε μια οσ μή κλ εισ ούρας – και βέβαια δεν έπαυε σ υγ χ ρόν ως ν α είν αι το μέρος σ το οποίο μια γ υν αίκα –σ ύζυγ ος, μητέρα και καλ ή γ ειτόν ισ σ α, όπως της είχ ε πει ο Κάρλ σ ον – είχ ε πρόσ φατα δολ οφον ηθεί. Τη σ τιγ μή που η Φρίν τα σ τάθηκε σ το έρημο χ ολ έν ιωσ ε πως με κάποιον τρόπο το σ πίτι τα γ ν ώριζε και το ίδιο όλ α αυτά και αισ θαν όταν ερημωμέν ο. Στηριγ μέν η κάτω σ τον τοίχ ο ήταν μια τεράσ τια φωτογ ραφία, με την κορν ίζα της σ πασ μέν η. Η Φρίν τα έσ κυψ ε γ ια ν α την κοιτάξει. «Η ευτυχ ισ μέν η οικογ έν εια», είπε ο Κάρλ σ ον . «Ξέρεις, όμως, τις περισ σ ότερες φορές είν αι ο σ ύζυγ ος...» Οι επίσ ημες οικογ εν ειακές φωτογ ραφίες που κορν ιζάρον ται και κρεμιούν ται σ τους τοίχ ους είν αι πάν τοτε εικόν ες ευτυχ ίας. Όλ οι πρέπει ν α σ ταθούν κον τά ο έν ας σ τον άλ λ ο και ν α χ αμογ ελ ούν . Εκεί
ήταν ο Τεν τ, όχ ι τόσ ο ψ ηλ ολ έλ εκας και ατημέλ ητος όπως τον είχ ε γ ν ωρίσ ει, και με έν α απαλ ό ν εαν ικό πρόσ ωπο· εκεί ήταν η μεγ αλ ύτερη κόρη, με τα σ αγ ην ευτικά ωχ ρά μάτια της και σ ύν ν εφα ολ όκλ ηρα από μπούκλ ες σ το χ ρώμα του χ αλ κού· εκεί και η μικρότερη κόρη, ισ χ ν ή και αγ χ ωμέν η αλ λ ά χ αμογ ελ ών τας μέσ α από τα σ ιδεράκια των δον τιών της και με το κεφάλ ι της γ ερμέν ο αν άλ αφρα επάν ω σ τον ώμο της μητέρας της. Ο σ ύζυγ ος και πατέρας της οικογ έν ειας σ τεκόταν δείχ ν ον τας υπερήφαν ος και προσ τατευτικός, όπως ακριβώς υποτίθεται ότι πρέπει ν α είν αι έν ας σ ύζυγ ος και πατέρας όταν σ τέκεται με όλ η την οικογ έν εια σ υγ κεν τρωμέν η γ ύρω του γ ια την οικογ εν ειακή φωτογ ραφία που θα τους αν τιπροσ ωπεύει· τα κασ ταν ά μαλ λ ιά του είχ αν αρχ ίσ ει ν α γ κριζάρουν , τα μάγ ουλ ά του ήταν χ ον τρά και είχ ε τα μάτια της μεγ αλ ύτερης κόρης και φρύδια που έκλ ιν αν σ ε μια κωμική γ ων ία – έν α πρόσ ωπο φτιαγ μέν ο γ ια ν α έχ ει χ αρωπή όψ η. Εκεί ήταν κι εκείν η. Στεκόταν σ το κέν τρο δίπλ α σ το σ ύζυγ ό της φορών τας έν α πλ εκτό πουλ όβερ, με τα απαλ ά μαλ λ ιά της δεμέν α χ αλ αρά πίσ ω και το γ λ υκό πρόσ ωπό της ν α χ αμογ ελ ά μέσ α από τη φωτογ ραφία. Είχ ε το έν α της μπράτσ ο σ τον ώμο της μεγ αλ ύτερης κόρης, που καθόταν μπροσ τά
της, και το άλ λ ο επάν ω σ το μηρό του σ υζύγ ου της. Ήταν μια σ υγ κιν ητική χ ειρον ομία γ ια το οικογ εν ειακό πορτρέτο, σ κέφτηκε η Φρίν τα, αν έμελ η και εγ κάρδια. Έσ κυψ ε λ ίγ ο περισ σ ότερο και κάρφωσ ε το βλ έμμα της σ τα μάτια της δολ οφον ημέν ης γ υν αίκας. Γκρίζα. Δ εν υπήρχ ε ορατό μέικ απ. Μικρά σ ημάδια ηλ ικίας ήταν διακριτά γ ύρω από το σ τόμα της και αν άμεσ α σ τα φρύδια. Σημάδια από χ αμόγ ελ α και σ ημάδια από κατσ ουφιάσ ματα, ο χ άρτης της ζωής μας. «Μίλ ησ έ μου γ ι’ αυτήν . Περίγ ραψ έ μου την », είπε σ τον Κάρλ σ ον . «Το όν ομά της είν αι Ρουθ Λέν οξ. Σαράν τα τεσ σ άρων ετών . Ιατρική επισ κέπτρια. Είν αι σ ε αυτή τη δουλ ειά σ υν εχ ώς από τότε που η μικρότερη κόρη της ξεκίν ησ ε το σ χ ολ είο. Για χ ρόν ια δεν εργ αζόταν , όσ ο τα παιδιά ήταν μικρά. Παν τρεμέν η με τον Ράσ ελ Λέν οξ». Ο Κάρλ σ ον έδειξε τον άν τρα σ τη φωτογ ραφία. «Ευτυχ ισ μέν ος γ άμος, από όλ ες τις απόψ εις, γ ια είκοσ ι τρία χ ρόν ια. Αυτός είν αι αν ώτερος υπάλ λ ηλ ος σ ε έν αν οργ αν ισ μό γ ια παιδιά με μαθησ ιακές δυσ κολ ίες. Τρία παιδιά, όπως βλ έπεις – ο Τεν τ τον οποίο γ ν ώρισ ες, η Τζούν τιθ που είν αι δεκαπέν τε ετών και η Ντόρα, που είν αι δεκατριών . Όλ α φοιτούν σ το δημόσ ιο σ χ ολ είο της γ ειτον ιάς. Αυτή έχ ει μια
τρομερή αδελ φή που ζει σ το Λον δίν ο. Και οι δύο γ ον είς της έχ ουν πεθάν ει. Είν αι σ την Έν ωσ η Γον έων . Από τους καλ ούς πολ ίτες. Δ εν είν αι πλ ούσ ιοι, όμως τα καταφέρν ουν , δυο μέτρια αλ λ ά σ ταθερά εισ οδήματα και όχ ι μεγ άλ α έξοδα. Τρεις χ ιλ ιάδες λ ίρες σ τον τρέχ ον τα λ ογ αριασ μό της και δεκατρείς χ ιλ ιάδες σ τον αποταμιευτικό της. Θα έχ ει αρκετά καλ ή σ ύν ταξη. Δ ωρεές σ ε φιλ αν θρωπικά ιδρύματα με πάγ ιες εν τολ ές σ το λ ογ αριασ μό της. Καθαρό ποιν ικό μητρώο, καθαρή άδεια οδήγ ησ ης. Χρησ ιμοποιώ χ ρόν ο εν εσ τώτα, αλ λ ά βέβαια την περασ μέν η Τετάρτη υπέσ τη έν α ολ έθριο χ τύπημα σ το κεφάλ ι και θα πρέπει ν α πέθαν ε ακαριαία». «Ποιος ν ομίζατε ότι ήταν ο δράσ της προτού αν ακαλ ύψ ετε πως δεν ήταν δυν ατόν ν α είν αι αυτός;» «Έν α πρεζόν ι της περιοχ ής με φάκελ ο, κι όμως αποδείχ τηκε ότι έχ ει έν α άλ λ οθι ακλ όν ητο σ αν βράχ ο. Τον έπιασ αν οι κάμερες σ ε κάποιο άλ λ ο σ ημείο την ώρα του θαν άτου της. Παραδέχ τηκε ότι έκαν ε τη διάρρηξη, ότι έκλ εψ ε μερικά αν τικείμεν α, ότι βρήκε το πτώμα και έφυγ ε από τη σ κην ή του εγ κλ ήματος. Δ εν τον πισ τεύαμε, όμως γ ια μία φορά σ τη ζωή του έλ εγ ε την αλ ήθεια». «Άρα αυτός ευθυν όταν γ ια το σ πασ μέν ο παράθυρο;»
«Και γ ια τη διάρρηξη. Δ εν υπήρχ αν ίχ ν η διάρρηξης όταν πέρασ ε από εδώ μια γ ειτόν ισ σ α, ν ωρίτερα, αν και γ ν ωρίζουμε ότι κατά πάσ α πιθαν ότητα η Ρουθ Λέν οξ ήταν ήδη ν εκρή. Προφαν ώς το σ υμπέρασ μα είν αι πως εκείν η η ίδια άν οιξε σ το δολ οφόν ο της». «Ήταν κάποιος που γ ν ώριζε». «Ή κάποιος που φαιν όταν ακίν δυν ος». «Σε ποιο σ ημείο του σ πιτιού πέθαν ε;» «Εδώ μέσ α». Ο Κάρλ σ ον την οδήγ ησ ε σ το καθισ τικό, όπου όλ α ήταν τακτοποιημέν α και σ τη θέσ η τους –τα μαξιλ αράκια σ τον καν απέ, οι εφημερίδες και τα περιοδικά σ το ειδικό ράφι, τα βιβλ ία τοποθετημέν α σ τη βιβλ ιοθήκη σ τον τοίχ ο, ακόμη και τουλ ίπες σ ε έν α βάζο σ το μάρμαρο του τζακιού–, αλ λ ά έν ας σ κούρος λ εκές από αίμα εξακολ ουθούσ ε ν α υπάρχ ει σ το μπεζ χ αλ ί και αιμάτιν ες πιτσ ιλ ιές διακρίν ον ταν σ τον κον τιν ό τοίχ ο. «Βία», είπε η Φρίν τα. «Ο Χαλ Μπράν τσ ο πισ τεύει πως το έκαν ε έν ας ακραία οργ ισ μέν ος κοιν ων ιοπαθής με προηγ ούμεν α περισ τατικά βίας σ το φάκελ ό του». «Κι εσ ύ πισ τεύεις ότι το πιθαν ότερο είν αι ν α το έκαν ε ο σ ύζυγ ος». «Δ εν έχ ω κάποιο σ τοιχ είο, απλ ώς μου το λ έει η
πείρα μου. Το άτομο που είν αι περισ σ ότερο πιθαν όν ν α δολ οφον ήσ ει μια παν τρεμέν η γ υν αίκα είν αι ο σ ύζυγ ος. Κι όμως, ο σ ύζυγ ος σ ε αυτή την περίπτωσ η έχ ει έν α λ ογ ικά ικαν οποιητικό άλ λ οθι». Η Φρίν τα σ τράφηκε και τον κοίταξε. «Μας μαθαίν ουν από ν ωρίς ν α φυλ αγ όμασ τε από τους αγ ν ώσ τους», είπε. «Αλ λ ά οι οικείοι μας είν αι αυτοί από τους οποίους θα έπρεπε ν α φυλ αγ όμασ τε περισ σ ότερο». «Δ εν θα το πήγ αιν α τόσ ο μακριά», είπε ο Κάρλ σ ον . Προχ ώρησ αν ως την κουζίν α και η Φρίν τα σ τάθηκε σ τη μέσ η του δωματίου, με το βλ έμμα της ν α πλ αν ιέται από τον τακτικά παραφορτωμέν ο μπουφέ ως τις ζωγ ραφιές και τις φωτογ ραφίες που ήταν σ τερεωμέν ες με μαγ ν ητάκια σ την πόρτα του ψ υγ είου, κι έπειτα σ το βιβλ ίο που έμεν ε ακόμη αν οιχ τό επάν ω σ το τραπέζι. Έπειτα αν έβηκαν σ την κρεβατοκάμαρα. Έν α τεράσ τιο διπλ ό κρεβάτι καλ υμμέν ο με ριγ έ πάπλ ωμα, μια φωτογ ραφία, σ ε επίχ ρυσ η κορν ίζα, της Ρουθ και του Ράσ ελ από την ημέρα του γ άμου τους, πριν από είκοσ ι τρία χ ρόν ια, κι ακόμη πολ λ ές μικρότερες φωτογ ραφίες των παιδιών της σ ε μικρότερες ηλ ικίες, μια ν τουλ άπα μέσ α σ την οποία κρέμον ταν φορέματα, φούσ τες και πουκάμισ α – τίποτα φαν ταχ τερό,
όπως παρατήρησ ε η Φρίν τα, κάποια ρούχ α μάλ ισ τα ήταν ολ οφάν ερα παλ ιά αλ λ ά καλ οδιατηρημέν α. Παπούτσ ια, ίσ ια ή με χ αμηλ ά τακούνια· ένα ζευγάρι μαύρες δερμάτινες μπότες ελ αφρώς φθαρμένες. Υ πήρχαν συρτάρια μέσα στα οποία ήταν μακό μπλ ουζάκια διπλ ωμένα με τάξη σε ρολ ό και όχι στα τέσσερα, ενώ στο κάτω συρτάρι βρίσκονταν σεμνά εσ ώρουχ α και σ τηθόδεσ μοι μεγ έθους 34C. Στο κομοδίν ο της υπήρχ αν πολ ύ λ ίγ α μπουκαλ άκια μέικ απ κι έν α μπουκάλ ι άρωμα Σαν έλ . Έν α μυθισ τόρημα από τη δική της πλ ευρά του κρεβατιού, Σύζυγ οι και Κόρες της Ελ ίζαμπεθ Γκάσ κελ , με έν α σ ελ ιδοδείκτη ν α ξεπροβάλ λ ει αν άμεσ α από τις σ ελ ίδες, και κάτω από αυτό έν α βιβλ ίο κηπουρικής γ ια μικρούς κήπους. Κι έν α ζευγ άρι γ υαλ ιά αν άγ ν ωσ ης, διπλ ωμέν α. Ήρθε έπειτα η σ ειρά του λ ουτρού: μια μπάρα άοσ μου σ απουν ιού, υγ ρό σ απούν ι χ εριών με άρωμα μήλ ου, ηλ εκτρική οδον τόβουρτσ α –γ ια εκείν ον και γ ια εκείν η– και οδον τικό ν ήμα, αφρός ξυρίσ ματος, ξυραφάκια, ψ αλ ίδι, έν α μπουκαλ άκι αποσ μητικού, υγ ρά μαν τιλ άκια γ ια το πρόσ ωπο, εν υδατική κρέμα προσ ώπου, δυο τεράσ τιες πετσ έτες σ ώματος και μια πετσ έτα χ εριών , δυο ταιριασ τές πετσ ετούλ ες προσ ώπου ν α κρέμον ται
από την πλ ευρά της μπαν ιέρας δεξιά και αρισ τερά από τη βρύσ η, μια ζυγ αριά δίπλ α σ τον τοίχ ο και έν α ν τουλ απάκι-φαρμακείο το οποίο περιείχ ε παυσ ίπον α παρακεταμόλ ης, ασ πιρίν ες, λ ευκοπλ άσ τ σ ε διάφορα μεγ έθη, φάρμακο γ ια το βήχ α, λ ηγ μέν η αλ οιφή γ ια τις άφθες, έν α σ ωλ ην άριο με σ ταγ όν ες γ ια τα μάτια, χ άπια γ ια τη δυσ πεψ ία... Η Φρίν τα έκλ εισ ε το ν τουλ απάκι. «Δ εν υπήρχ αν αν τισ υλ λ ηπτικά;» «Αυτό ρώτησ ε και η Ιβέτ. Η γ υν αίκα είχ ε σ υσ κευή εν δομήτριας αν τισ ύλ λ ηψ ης – απ’ ό,τι φαίν εται, το σ πιράλ Μιρέν α». Κι έπειτα, σ το ν τουλ απάκι αρχ είων που προοριζόταν γ ια προσ ωπική της χ ρήσ η μέσ α σ το μικρό γ ραφείο του σ υζύγ ου της, υπήρχ αν τρεις φάκελ οι που είχ αν σ χ έσ η με την εργ ασ ία της, εν ώ οι περισ σ ότεροι από τους άλ λ ους σ χ ετίζον ταν με τα παιδιά της: απολ υτήρια και πτυχ ία ξέν ων γ λ ωσ σ ών , ιατρικοί φάκελ οι, αν αφορές, σ ε φύλ λ α χ αρτιού ή σ ε μικρά βιβλ ιαράκια, από τα πρώτα τους χ ρόν ια σ το δημοτικό σ χ ολ είο, διπλ ώματα που βεβαίων αν την ικαν ότητά τους ν α κολ υμπούν εκατό μέτρα, και τα χ αρτιά της σ υμμετοχ ής τους σ ε αγ ών ες δρόμου ή σ ε ποδηλ ατοδρομίες. Και μπροσ τά από αυτό το ν τουλ απάκι, σ ε έν α ξεχ αρβαλ ωμέν ο μπαούλ ο, η Φρίν τα βρήκε
εκατον τάδες δείγ ματα καλ λ ιτεχ ν ικής δημιουργ ίας που τα παιδιά είχ αν φέρει από το σ χ ολ είο σ τη διάρκεια όλ ων εκείν ων των χ ρόν ων . Μουτζουρωμέν ες ζωγ ραφιές με φωτειν ά χ ρώματα που αν απαρισ τούσ αν αν θρώπους με πόδια τα οποία ξεπηδούσ αν κατευθείαν από τους άτσ αλ ους κύκλ ους των κεφαλ ιών τους και μαλ λ ιά που βλ άσ ταιν αν από πάν ω σ αν θαυμασ τικά, κομμάτια υφάσ ματος σ ουφρωμέν α με σ ταυροβελ ον ιά, ίσ ια βελ ον ιά ή άλ λ α είδη ραψ ίματος, έν α ρολ όι φτιαγ μέν ο σ το χ έρι αλ λ ά χ ωρίς μπαταρία, έν α μικρό κουτάκι σ τολ ισ μέν ο με κοχ ύλ ια κολ λ ημέν α επάν ω του με υπερβολ ική ποσ ότητα κόλ λ ας κι έν α πήλ ιν ο δοχ είο βαμμέν ο μπλ ε, επάν ω σ το οποίο διακρίν ον ταν και τα αποτυπώματα από τα μικρά δάχ τυλ α που πιέσ τηκαν σ το ασ ύμμετρο χ είλ ος του. «Υ πάρχ ουν ακόμη πολ λ ές πλ ασ τικές σ ακούλ ες γ εμάτες με τα παλ ιά μωρουδιακά ρούχ α τους, σ τη σ οφίτα», είπε ο Κάρλ σ ον τη σ τιγ μή που η Φρίν τα έκλ ειν ε το καπάκι. «Δ εν τα ψ άξαμε ακόμη. Θέλ ει πολ ύ χ ρόν ο γ ια ν α ερευν ήσ ουμε εξον υχ ισ τικά έν α σ πίτι σ αν αυτό. Δ εν πετούσ αν ποτέ τίποτε». «Υ πάρχ ουν άλ μπουμ με φωτογ ραφίες;» «Έν α ολ όκλ ηρο ράφι απόλ υτα αφιερωμέν ο σ ε αυτά. Η Ρουθ Λέν οξ έγ ραφε κάτω από κάθε
φωτογ ραφία την ημερομην ία και σ ε ποια περίσ τασ η τραβήχ τηκε. Α, είχ ε πάρει ζεσ τά το θέμα της μητρότητας». «Το βλ έπω». Η Φρίν τα πήγ ε και σ τάθηκε σ το παράθυρο που κοιτούσ ε σ τον κήπο. Γύρω από το δέν τρο με τα φρούτα υπήρχ ε πλ ήθος λ ουλ ουδιών , και σ ε έν α κομμάτι που το έλ ουζε ο ήλ ιος καθόταν μια γ άτα. «Δ εν υπάρχ ει εδώ μέσ α τίποτα που εκείν η ν α μην ήθελ ε ν α δουν οι άλ λ οι», είπε τελ ικά. «Τι εν ν οείς;» «Πάν τοτε λ έω πως καν εν ός η ζωή δεν θα άν τεχ ε το φως των προβολ έων σ ε κάθε της γ ων ίτσ α». «Όμως;» «Όμως, απ’ όλ α όσ α μου λ ες και απ’ όλ α όσ α είδα και μόν η μου, η δική της ζωή φαίν εται ν α ήταν απόλ υτα έτοιμη γ ια το φως των προβολ έων , δεν ν ομίζεις; Σαν αυτό το σ πίτι ν α ήταν μια σ κην ή». «Μια σ κην ή γ ια ποιο πράγ μα;» «Για το αν έβασ μα του έργ ου “πόσ ο καλ ή είμαι”». «Υ ποτίθεται πως εγ ώ ήμουν ο κυν ικός. Θέλ εις ν α πεις ότι πισ τεύεις πως καν είς δεν μπορεί ν α είν αι τόσ ο καλ ός;» «Είμαι θεραπεύτρια, Κάρλ σ ον . Ασ φαλ ώς και το πισ τεύω αυτό. Πού είν αι λ οιπόν τα μυσ τικά της Ρουθ Λέν οξ;»
Αλ λ ά βέβαια, σ κεφτόταν μερικές ώρες αργ ότερα καθισ μέν η σ το «Νούμερο 9», το καφέ δίπλ α σ το σ πίτι της που το είχ ε αν οίξει έν α φιλ ικό της ζευγ άρι, ασ φαλ ώς τα αλ ηθιν ά μυσ τικά δεν θα τα βρεις σ τα αν τικείμεν α, τα χ ρον οδιαγ ράμματα, τις λ έξεις που χ ρησ ιμοποιούν οι άν θρωποι ή τις εκφράσ εις που ηθελ ημέν α παίρν ουν , ούτε σ τα κάτω σ υρτάρια και τα ν τουλ απάκια με τα χ αρτιά ούτε καν σ τα διαγ ραμμέν α μην ύματα και τα ημερολ όγ ια που φυλ ούν σ το βάθος της τσ άν τας τους. Τα αλ ηθιν ά μυσ τικά μας είν αι χ ωμέν α πολ ύ πιο βαθιά, σ ε μέρη που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε ίσ ως ν α μαν τέψ ουμε. Αυτές οι σ κέψ εις περν ούσ αν από το μυαλ ό της Φρίν τα τη σ τιγ μή που αν τίκρισ ε τον Τζακ Ντάργ καν , του οποίου ήταν η επόπτρια και τον οποίο δεν είχ ε πάψ ει ν α σ υν αν τά ακόμη και σ τη διάρκεια της αν άρρωσ ής της τουλ άχ ισ τον μία φορά την εβδομάδα, γ ια ν α διαπισ τών ει την πρόοδό του και ν α ακούει τις αμφιβολ ίες του. Και ο Τζακ είχ ε πάν τοτε το αγ κάθι της αμφιβολ ίας γ ια τα πάν τα. Εκτός από έν α πράγ μα: ποτέ δεν αμφέβαλ ε γ ια τη Φρίν τα, που εκπροσ ωπούσ ε τη μον αδική σ ταθερά σ τη ζωή του, το μον αδικό του σ ημείο πίσ της. «Θέλ ω ν α σ ου ζητήσ ω μια χ άρη», έλ εγ ε τώρα με ζωηρό ύφος. «Μη δείχ ν εις τόσ ο αγ χ ωμέν η, δεν
σ κοπεύω ν α απογ οητεύσ ω τους ασ θεν είς μου ή κάτι τέτοιο. Και ειδικά όχ ι την Κάρι». Από τότε που αν ακάλ υψ ε πως ο άν τρας της ο Άλ αν δεν την είχ ε εγ καταλ είψ ει αλ λ ά είχ ε δολ οφον ηθεί από τον δίδυμο αδελ φό του, τον Ντιν Ριβ, η Κάρι έβλ επε τον Τζακ δύο φορές την εβδομάδα και φαιν όταν ν α έχ ει πάει καλ ύτερα και απ’ όσ ο περίμεν ε η Φρίν τα, που πίσ τευε σ τον Τζακ. Ο Τζακ είχ ε αφήσ ει κατά μέρος τον εγ ωκεν τρικό πεσ ιμισ μό και τη δισ τακτικότητά του και είχ ε επικεν τρωθεί σ ε εκείν η τη γ υν αίκα με τη σ οβαρή αιτία κατάθλ ιψ ης. «Ποια είν αι λ οιπόν αυτή η χ άρη;» «Έχ ω γ ράψ ει μια μελ έτη σ χ ετικά με το τραύμα και προτού τη σ τείλ ω γ ια κρίσ η θα ήθελ α ν α της ρίξεις μια ματιά». Η Φρίν τα δίσ τασ ε. Το τραύμα της ήταν ακόμη μια εμπειρία πολ ύ κον τιν ή ώσ τε ν α μπορεί ν α το δει αν επηρέασ τη. Κοίταξε το κατακόκκιν ο πρόσ ωπό του, τα φουν τωτά μαλ λ ιά και τα γ ελ οία ρούχ α του – σ ήμερα φορούσ ε καφέ τζιν παν τελ όν ι, έν α πουκάμισ ο από δεύτερο χ έρι κίτριν ο και πορτοκαλ ί, που έκαν ε αν τίθεσ η με τα χ ρώματά του και με τα μαλ λ ιά του, κι έν α πράσ ιν ο αδιάβροχ ο παρόλ ο που ο ουραν ός δεν είχ ε σ ύν ν εφα. Μέσ α σ τη σ ύγ χ υσ ή του, της θύμιζε τον Τεν τ Λέν οξ και τόσ ους ακόμη αδέξιους και απορροφημέν ους από
τον εαυτό τους ν εαρούς άν τρες. «Εν τάξει», του είπε απρόθυμα. «Αλ ήθεια;» «Ναι». «Μπορώ ν α σ ε ρωτήσ ω κάτι;» «Μπορείς πάν τοτε ν α με ρωτάς οτιδήποτε θέλ εις». «Αλ λ ά δεν θα μου απαν τάς πάν τοτε. Το ξέρω». Ο Τζακ απέφυγ ε το βλ έμμα της. «Σε ρωτώ μόν ο και μόν ο επειδή οι άλ λ οι δεν πρόκειται ν α το κάν ουν , κι έτσ ι–» «Ποιοι άλ λ οι;» τον διέκοψ ε η Φρίν τα. «Ω, ξέρεις τώρα... Οι σ υν ήθεις ύποπτοι». «Είμαι τόσ ο τρομακτική; Καλ ά, σ υν έχ ισ ε». «Είσ αι καλ ά;» «Αυτό ήθελ ες –ήθελ αν οι άλ λ οι– ν α ρωτήσ ουν ;» «Ναι». «Και η μελ έτη που έγ ραψ ες ήταν απλ ώς μια πρόφασ η;» «Δ ηλ αδή... ν αι. Κατά κάποιον τρόπο, αν και όν τως την έχ ω γ ράψ ει. Και θα ήθελ α πολ ύ ν α την κοιτάξεις αν έχ εις χ ρόν ο». «Και υποθέτω ότι μου έκαν ες εκείν η την ερώτησ η πριν επειδή αν ησ υχ είς ότι δεν είμαι καλ ά». «Όχ ι – δηλ αδή, ν αι. Φαίν εσ αι...» Σταμάτησ ε απότομα.
«Συν έχ ισ ε». «Εύθραυσ τη. Σαν τσ όφλ ι αυγ ού. Περισ σ ότερο απρόβλ επτη απ’ όσ ο είσ αι σ υν ήθως. Συγ γ ν ώμη... Δ εν έχ ω την πρόθεσ η ν α σ ε προσ βάλ ω. Ίσ ως όμως ν α μην έχ εις πάρει αρκετά σ τα σ οβαρά την ίδια τη δική σ ου αν άρρωσ η». «Αυτό πισ τεύεις;» «Ναι». «Αυτό πισ τεύετε όλ οι σ ας;» «Ε, δηλ αδή... ν αι». «Πες σ ε όλ ους –όποιοι και αν είν αι αυτοί που το θεωρούν δική τους δουλ ειά ν α αν ησ υχ ούν γ ια εμέν α– πως είμαι καλ ά». «Θύμωσ ες». «Δ εν μου αρέσ ει ν α σ κέφτομαι πως σ υζητούσ ατε γ ια εμέν α πίσ ω από την πλ άτη μου». «Μόν ο επειδή ν οιαζόμασ τε». «Σας ευχ αρισ τώ γ ια το εν διαφέρον σ ας, αλ λ ά είμαι καλ ά». Αργ ότερα το ίδιο απόγ ευμα, η Φρίν τα δέχ τηκε μια επίσ κεψ η την οποία δεν περίμεν ε και που έκαν ε ν α επισ τρέψ ει και ν α την κατακλ ύσ ει πάλ ι το πρόσ φατο παρελ θόν . Όταν χ τύπησ ε το κουδούν ι της, άν οιξε την πόρτα και είδε τη Λόρν α Κέρσ ι ν α σ τέκεται σ το κατώφλ ι της. Προτού η Φρίν τα
προλ άβει ν α αρθρώσ ει λ έξη, εκείν η είχ ε μπει σ το σ πίτι κλ είν ον τας την πόρτα με έν αν δυν ατό κρότο. «Δ εν θα μας πάρει πολ ύ», της είπε με φων ή δυν ατή και τρεμάμεν η από οργ ή. «Δ εν θα προσ ποιηθώ πως δεν ξέρω γ ια ποιο λ όγ ο βρίσ κεσ τε εδώ». «Πάλ ι καλ ά». «Λυπάμαι πολ ύ γ ια την απώλ ειά σ ας, κυρία Κέρσ ι». «Σκότωσ ες την κόρη μου και τώρα λ ες ότι λ υπάσ αι γ ια την απώλ ειά μου». Η κόρη της Λόρν α Κέρσ ι, η Μπεθ, είχ ε υπάρξει μια δυσ τυχ ισ μέν η και προβλ ηματική ν εαρή κοπέλ α που υπέφερε από παραν οϊκές ψ ευδαισ θήσ εις και που σ κότωσ ε τελ ικά τη Μέρι Όρτον . Η Φρίν τα έφτασ ε σ το σ πίτι πολ ύ αργ ά γ ια ν α τη σ ταματήσ ει. Οι μν ήμες της από την Μπεθ ν α σ τέκεται από πάν ω της με έν α μαχ αίρι και η αίσ θησ η της λ επίδας ν α γ λ ισ τρά σ το κορμί της ήταν ακόμη τόσ ο ζων ταν ές που εξακολ ουθούσ αν ν α την κάν ουν ν α ξυπν ά τα βράδια λ ουσ μέν η σ τον ιδρώτα. Είχ ε σ υν ειδητοποιήσ ει πως πέθαιν ε, είχ ε ν ιώσ ει τον εαυτό της ν α γ λ ισ τρά σ το σ κοτάδι και σ τη λ ήθη – κι όμως, είχ ε τελ ικά επιβιώσ ει, εν ώ η Μπεθ Κέρσ ι όχ ι. Η ασ τυν ομία θεώρησ ε ότι την είχ ε σ κοτώσ ει η Φρίν τα και το χ αρακτήρισ ε ως αυτοάμυν α. Ακόμη
και ο Κάρλ σ ον δεν την πίσ τεψ ε όταν η Φρίν τα επέμεν ε πως ο Ντιν Ριβ ήταν αυτός ο οποίος είχ ε σ κοτώσ ει την Μπεθ σ ώζον τας τη δική της ζωή. «Ναι. Λυπάμαι αλ ηθιν ά», είπε πάλ ι η Φρίν τα σ ταθερά. Δ εν θα ωφελ ούσ ε ν α έλ εγ ε σ τη Λόρν α Κέρσι ότι δεν είχε σκοτώσει εκείνη την κόρη της. Δεν θα την πίστευε, αλ λ ά ακόμη κι αν την πίστευε, τι θα άλ λ αζε; Η Μπεθ, η δύστυχη μοναχική Μπεθ ήταν νεκρή και ο πόνος της μάνας είχε ανεξίτηλ α χαραχτεί στο πρόσωπο της Λόρνα Κέρσι. «Ήρθες σ ’ εμέν α και με έκαν ες ν α σ ου πω γ ια την Μπεθ πράγ ματα που δεν είχ αμε πει ποτέ σ ε καν έν αν . Σε εμπισ τεύτηκα. Είπες πως θα μας βοηθούσ ες ν α την ξαν αβρούμε. Μου έδωσ ες μια υπόσ χ εσ η. Κι έπειτα τη σ κότωσ ες εσ ύ η ίδια. Ξέρεις πώς είν αι ν α θάβεις το παιδί σ ου;» «Όχ ι». «Όχ ι. Ασ φαλ ώς και δεν ξέρεις. Πώς αν τέχ εις ν α ξυπν άς το πρωί και ν α ξεκιν άς την ημέρα σ ου;» Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια μια σ τιγ μή ν α της πει πως η Μπεθ ήταν πολ ύ άρρωσ τη και πως μέσ α σ την αρρωσ τημέν η παράν οια του μυαλ ού της είχ ε κατασ φάξει μια ηλ ικιωμέν η γ υν αίκα και παραλ ίγ ο ν α σ κότων ε και την ίδια τη Φρίν τα. Αλ λ ά βέβαια, η Λόρν α Κέρσ ι τα γ ν ώριζε όλ α αυτά. Ήθελ ε ν α
κατηγ ορήσ ει κάποιον , και ποιος ήταν περισ σ ότερο πρόσ φορος από τη Φρίν τα; «Εύχ ομαι ν α υπήρχ ε κάτι που θα μπορούσ α ν α πω ή ν α κάν ω έτσ ι ώσ τε...» «Αλ λ ά δεν υπάρχ ει. Δ εν υπάρχ ει τίποτα. Το παιδί μου είν αι ν εκρό και τώρα δεν θα μπορέσ ει πια ποτέ ν α γ ίν ει καλ ά. Και αυτό το έκαν ες εσ ύ. Με το πρόσ χ ημα ότι βοηθάς τους αν θρώπους, τους κατασ τρέφεις. Δ εν θα σ ε σ υγ χ ωρήσ ω ποτέ. Ποτέ». Φρίν τα, σε άκουσα κάπως αφηρημέν η σήμερα. Ξέρω πως κάτι συμβαίν ει αλ λ ά, και αν εξ άρτητα από οτιδήποτε έχ ει συμβεί αν άμεσά μας, το ν α μου εκμυστηρεύεσαι όσα σε απασχ ολ ούν δεν είν αι το δυν ατό σου σημείο, έτσι; Γιατί; Φοβάσαι μήπως δεθείς μαζί μου – λ ες και θα μπορούσα ποτέ εγ ώ ν α σε δέσω; Νομίζω πως ν ιώθεις ότι θα πρέπει ν α αν τιμετωπίζεις μόν η σου τις καταστάσεις, σαν αυτό ν α είν αι έν α είδος ηθικής υποχ ρέωσής σου. Ή πάλ ι ίσως δεν εμπιστεύεσαι τους άλ λ ους γ ια ν α σε βοηθήσουν . Υ ποθέτω πως αυτό που σου λ έω τώρα είν αι ότι θα μπορούσες –θα έπρεπε– ν α με εμπιστευτείς. Σάν τι.
17 Η παμπ «Σερ Φίλ ιπ Σίδν εϊ» βρισ κόταν σ τη μία πλ ευρά εν ός πολ υσ ύχ ν ασ του δρόμου. Έμοιαζε όμως σ αν χ αμέν η και εγ καταλ ειμμέν η, αν άμεσ α σ ε έν α βεν ζιν άδικο και έν α κατάσ τημα επίπλ ων . Όταν ο Φίαρμπι μπήκε μέσ α, αν αγ ν ώρισ ε αμέσ ως τον άν θρωπό του και κατάλ αβε την ίδια σ τιγ μή πως ήταν ασ τυν ομικός – ή πρώην ασ τυν ομικός. Γκρίζο σ ακάκι, λ ευκό πουκάμισ ο, ριγ ωτή γ ραβάτα, μαύρα παπούτσ ια. Ελ αφρώς υπέρβαρος. Ο Φίαρμπι κάθισ ε απέν αν τί του. «Θα πιεις κάτι;» τον ρώτησ ε. «Μόλ ις έφευγ α», αποκρίθηκε ο άν τρας. «Πώς λ έγ εσ αι;» «Δ εν χ ρειάζεται ν α το μάθεις», απάν τησ ε ο άν τρας. «Επειδή δεν πρόκειται ν α ξαν ασ υν αν τηθούμε ποτέ. Ξέρεις, σ ε έχ ουμε βαρεθεί όλ οι μας. Στο Σώμα». «Με έχ ουν βαρεθεί όλ οι και σ την εφημερίδα μου επίσ ης». «Θα πρέπει λ οιπόν ν α είσ αι πολ ύ ικαν οποιημέν ος με τον εαυτό σ ου». «Με έσ υρες ως εδώ γ ια ν α μου πεις αυτό;»
«Εσ ύ τελ είωσ ες πια με την ισ τορία αυτή;» «Δ εν ξέρω», αποκρίθηκε ο Φίαρμπι. «Ο Κόν λ εϊ δεν σ κότωσ ε τη Χέιζελ Μπάρτον . Αυτό σ ημαίν ει ότι κάποιος άλ λ ος τη σ κότωσ ε». «Η ασ τυν ομία αυτή τη σ τιγ μή δεν έχ ει άλ λ ες οδηγ ίες γ ια έρευν α, όπως γ ν ωρίζεις». «Ναι», είπε ο Φίαρμπι. «Αυτό ήταν όλ ο;» «Αν αρωτιόμουν αν έχ εις καθόλ ου πηγ ές πλ ηροφοριών γ ια την έρευν ά σ ου». «Πηγ ές πλ ηροφοριών ;» ρώτησ ε ο Φίαρμπι. «Έχ ω έν α δωμάτιο γ εμάτο αρχ εία». «Κάποτε είχ α βγ ει γ ια έν α ποτό», είπε σ ε αν έμελ ο τόν ο ο άν τρας. «Και κάποιος μου είπε ότι το πρωί της δολ οφον ίας της Χέιζελ Μπάρτον , λ ίγ α χ ιλ ιόμετρα πιο πέρα σ το Κότιγ χ αμ, είχ αν προσ εγ γ ίσ ει κι έν α άλ λ ο κορίτσ ι. Αλ λ ά εκείν ο ξέφυγ ε. Αυτό είν αι όλ ο. Είν αι απλ ώς κάτι που άκουσ α». «Και γ ιατί δεν έδωσ αν αυτό το σ τοιχ είο σ την υπεράσ πισ η;» «Δ εν φαιν όταν ν α έχ ει σ χ έσ η. Δ εν ταίριαζε με το όλ ο σ χ έδιο. Κάτι τέτοιο, πες». «Και γ ια ποιο λ όγ ο λ οιπόν μου το λ ες τώρα;» «Ήθελ α ν α μάθω αν σ ε εν διαφέρει». «Έτσ ι δεν με βοηθά», αποκρίθηκε ο Φίαρμπι. «Είν αι απλ ώς κουβέν τες της παμπ. Εγ ώ χ ρειάζομαι
έν α όν ομα. Χρειάζομαι έν αν αριθμό». Ο άν τρας σ ηκώθηκε ν α φύγ ει. «Είν αι έν α από αυτά τα πράγ ματα που εξακολ ουθούν ν α σ ε εν οχ λ ούν και δεν σ ε αφήν ουν ν α τα ξεχ άσ εις», είπε. «Ξέρεις, σ αν έν α πετραδάκι σ το παπούτσ ι σ ου. Θα δω τι μπορώ ν α κάν ω. Αλ λ ά αυτό θα είν αι όλ ο. Έν α τηλ εφών ημα και δεν θα ξαν ακούσ εις ποτέ σ ου από μέν α». «Εσ ύ είσ αι αυτός που μου τηλ εφών ησ ε». «Μη με κάν εις ν α το μεταν ιώσ ω». Η Φρίν τα παρήγ γ ειλ ε έν αν σ κέτο καφέ γ ια τον εαυτό της κι έν αν καπουτσ ίν ο μαζί με έν α κρουασ άν γ ια τη Σάσ α. Κάθισ ε σ το τραπεζάκι και άν οιξε την εφημερίδα που είχ ε σ τα χ έρια της. Άρχ ισ ε ν α την ξεφυλ λ ίζει μέχ ρι που έφτασ ε σ το άρθρο που αν αζητούσ ε. Μόλ ις πριν από λ ίγ α λ επτά, είχ ε ακούσ ει τον Ρούμπεν ν α της λ έει ουρλ ιάζον τας από το τηλ έφων ο γ ι’ αυτό το άρθρο, κι έτσ ι ήταν προετοιμασ μέν η. Το διάβασ ε σ τα πεταχ τά. «Ω!» της ξέφυγ ε ξαφν ικά, σ αν ν α είχ ε δεχ τεί έν α απότομο χ τύπημα. Υ πήρχ ε μια λ επτομέρεια που δεν την περίμεν ε. «Τι γ ίν εται με την αν ακαίν ισ η του σ πιτιού σ ου;» ρώτησ ε η Σάσ α. «Νόμιζα πως ο Γιόζεφ σ ου έβαζε
εκείν η την καιν ούρια μπαν ιέρα. Δ εν είχ α καταλ άβει ότι θα έπαιρν ε τόσ ο πολ ύ χ ρόν ο». «Έχ ω σ χ εδόν ξεχ άσ ει πώς ήταν το παλ ιό μου μπάν ιο», είπε η Φρίν τα. «Ή ακόμη και πώς είν αι ν α έχ εις μπάν ιο». «Ο Γιόζεφ μάλ λ ον σ κέφτηκε ότι θα ήταν έν α είδος θεραπείας γ ια σ έν α», είπε η Σάσ α. «Ίσ ως έν α καυτό μπάν ιο ν α είν αι η μον αδική απόλ αυσ η που επιτρέπεις σ τον εαυτό σ ου χ ωρίς ν α έχ ει απαραίτητα ηθικό αν τίκρισ μα. Κι εκείν ος σ κέφτηκε πως θα ήταν προτιμότερο ν α είν αι αυτή η απόλ αυσ η πλ ήρης και όσ ο καλ ύτερη μπορεί ν α γ ίν ει». «Με κάν εις ν α αισ θάν ομαι...» Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό. «Ζοφερή». «Θεώρησ α επίσ ης ότι ήταν θεραπεία και γ ια τον Γιόζεφ». Η Φρίν τα φάν ηκε ν α σ ασ τίζει. «Γιατί ν α είν αι θεραπεία γ ια τον Γιόζεφ;» «Ξέρω πως ήσ ουν εκεί όταν σ κοτώθηκε η Μέρι Όρτον . Ξέρω πόσ ο τρομερό ήταν αυτό γ ια σ έν α. Αλ λ ά και ο Γιόζεφ τη γ ν ώριζε. Τη φρόν τιζε, επιδιόρθων ε το σ πίτι της. Και τον φρόν τιζε κι εκείν η από την πλ ευρά της. Ήταν ο γ ιος της από την Ουκραν ία. Πολ ύ καλ ύτερος από τους Άγ γ λ ους γ ιους της».
«Δ ίκιο έχ εις», είπε η Φρίν τα. «Όταν σ υν έβη αυτό που σ υν έβη σ τη Μέρι Όρτον και σ ’ εσ έν α, ήταν γ ερό πλ ήγ μα γ ια τον Γιόζεφ. Έχ ω την αίσ θησ η πως όταν του σ υμβαίν ει κάτι κακό, δεν μιλ ά γ ι’ αυτό. Μεθά ή κάν ει κάτι σ αν προσ φορά σ ε κάποιον άλ λ ο άν θρωπο». «Ίσ ως», είπε η Φρίν τα. «Θα ευχ όμουν μόν ο η θεραπεία του ν α μη δημιουργ ούσ ε τόσ ο μεγ άλ η ακατασ τασ ία. Και τόσ ο θόρυβο». «Και τώρα γ ράφουν πάλ ι γ ια σ έν α οι εφημερίδες. Δ εν κουράζεσ αι ποτέ από όλ η αυτή την κατάσ τασ η μ’ εσ έν α ν α είσ αι σ τόχ ος;» Η Φρίν τα κοίταξε τη Σάσ α. «Δ εν πρόκειται γ ι’ αυτό», της είπε. «Είν αι κάτι που κι εγ ώ δεν το ήξερα, πρέπει όμως ν α το μάθεις». «Τι εν ν οείς;» «Αυτοί οι ερευν ητές έβαλ αν σ τόχ ο τους τέσ σ ερις ψ υχ οθεραπευτές και ψ υχ οθεραπεύτριες. Εγ ώ είμαι βέβαια η μία. Ο άλ λ ος είν αι ο Ρούμπεν . Άλ λ η μία είν αι η Τζέραλ ν τιν Φλ ις. Την επέλ εξαν μάλ λ ον επειδή έχ ει γ ράψ ει γ ια τις ακραίες διαν οητικές διαταραχ ές. Και ο άλ λ ος είν αι ο Τζέιμς Ρούν τελ ». Καμία από τις δυο γ υν αίκες δεν μίλ ησ ε αμέσ ως, σ αν ν α μην υπήρχ ε αν άγ κη ν α ειπωθεί κάτι.
«Αυτός που μας έφερε εμάς τις δυο κον τά, υποθέτω», είπε τελ ικά η Σάσ α. «Και που έκαν ε εμέν α ν α σ υλ λ ηφθώ από την ασ τυν ομία». Ο Ρούν τελ ήταν κάποτε θεραπευτής της Σάσ α. Όταν η Φρίν τα αν ακάλ υψ ε πως ο Ρούν τελ είχ ε κοιμηθεί με τη Σάσ α σ το χ ρον ικό διάσ τημα που εκείν η ήταν ασ θεν ής του, δεν περιορίσ τηκε απλ ώς σ το ν α πάει ν α του ζητήσ ει το λ όγ ο, αλ λ ά του επιτέθηκε σ ε έν α εσ τιατόριο με αποτέλ εσ μα η ίδια ν α καταλ ήξει σ το ασ τυν ομικό τμήμα. Την έσ ωσ ε τελ ικά ο Κάρλ σ ον . «Με αν αφέρει μήπως κι εμέν α αυτό το άρθρο;» ρώτησ ε η Σάσ α. «Συγ γ ν ώμη. Ξέρω πως αυτό ακούσ τηκε εγ ωισ τικό. Δ εν το εν ν οούσ α έτσ ι». «Δ εν σ ε αν αφέρει», της είπε η Φρίν τα. «Τουλ άχ ισ τον απ’ όσ ο μπόρεσ α ν α δω». «Δ εν χ ρειάζεται ν α αν ησ υχ είς, ξέρεις. Αυτή η ισ τορία δεν έχ ει πια καμία επίδρασ η επάν ω μου». «Χαίρομαι». «Η αλ ήθεια είν αι πως...» Η Σάσ α έκαν ε μια παύσ η και η Φρίν τα την κοίταξε ερωτηματικά. «Σκόπευα ν α σ ου το πω, αλ λ ά καμία σ τιγ μή δεν μου φαιν όταν κατάλ λ ηλ η. Γν ώρισ α κάποιον ». «Αλ ήθεια; Μίλ ησ έ μου γ ι’ αυτόν ». «Τον λ έν ε Φραν κ Μάν ιν γ κ». Σταμάτησ ε. Το
πρόσ ωπό της πήρε έν α ήπιο και ον ειροπόλ ο βλ έμμα. «Πρέπει ν α μου πεις κάτι περισ σ ότερο απ’ αυτό! Ποιο είν αι το επάγ γ ελ μά του;» «Είν αι δικηγ όρος, γ ια ποιν ικές υποθέσ εις. Τον γ ν ώρισ α πριν από λ ίγ ες μόλ ις εβδομάδες. Όλ α έγ ιν αν τόσ ο γ ρήγ ορα». «Και είν αι...» Η Φρίν τα δίσ τασ ε. Ήθελ ε ν α ρωτήσ ει τη Σάσ α αν αυτός ο Φραν κ ήταν αν ύπαν τρος και ελ εύθερος ή αν , όπως είχ ε σ υμβεί με πολ λ ές από τις προηγ ούμεν ες σ χ έσ εις της Σάσ α, υπήρχ αν περιπλ οκές. Αν ησ υχ ούσ ε γ ια την όμορφη ν εαρή φίλ η της. «Θέλ εις ν α μάθεις αν είν αι παν τρεμέν ος; Όχ ι, δεν είν αι. Είν αι χ ωρισ μέν ος κι έχ ει έν αν μικρό γ ιο. Μη με κοιτάς έτσ ι, Φρίν τα, τον εμπισ τεύομαι. Αν τον γ ν ωρίσ εις, θα καταλ άβεις τι εν ν οώ. Είν αι έν τιμος». «Θέλ ω ν α τον γ ν ωρίσ ω». Η Φρίν τα έπιασ ε το χ έρι της Σάσ α και το έσ φιξε. «Χαίρομαι πολ ύ. Θα έπρεπε ν α το είχ α μαν τέψ ει. Εσ ύ ακτιν οβολ είς ολ όκλ ηρη». «Είμαι απλ ώς χ αρούμεν η – ξυπν ώ το πρωί και ν ιώθω ζων ταν ή! Είχ α πολ ύ καιρό ν α αισ θαν θώ έτσ ι· είχ α σ χ εδόν ξεχ άσ ει πόσ ο όμορφο είν αι!» «Και ν ιώθει κι αυτός το ίδιο». «Ναι. Έτσ ι είν αι. Το ξέρω πως είν αι έτσ ι».
«Πρέπει ν α τον γ ν ωρίσ ω. Να βεβαιωθώ πως είν αι αρκετά καλ ός γ ια σ έν α». «Θα το καν ον ίσ ω. Για πες μου, όμως, Φρίν τα. Εσ ύ, ο Ρούμπεν και εκείν ος ο άλ λ ος, όλ οι σ το άρθρο… μπορεί ν α είν αι απλ ή σ ύμπτωσ η αυτό;» Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό προτού μιλ ήσ ει. «Ο άν θρωπος που έφτιαξε το πρόγ ραμμα της έρευν ας είν αι έν ας ψ υχ ολ όγ ος που ον ομάζεται Χαλ Μπράν τσ ο. Εργ άζεται με την ασ τυν ομία και ήμασ ταν μαζί σ την υπόθεσ η που παραλ ίγ ο ν α σ τοιχ ίσ ει τη ζωή μου». «Και δεν τα πήγ ατε καλ ά;» «Δ ιαφων ήσ αμε από πολ λ ές απόψ εις». «Σε πειράζει ν α ρίξω μια ματιά σ το άρθρο;» Η Φρίν τα έσ πρωξε την εφημερίδα σ το τραπέζι προς το μέρος της Σάσ α. Η Σάσ α έγ ειρε προς τα εμπρός και άρχ ισ ε ν α διατρέχ ει με το βλ έμμα της το άρθρο, όχ ι διαβάζον τάς το καν ον ικά αλ λ ά κοιτών τας το αποσ πασ ματικά. Είδε τον τίτλ ο: «Σιωπηλ οί Μάρτυρες». Είδε και μια σ ειρά από φωτογ ραφίες. Μια φωτογ ραφία της Φρίν τα που την είχ ε ξαν αδεί σ ε έν α άλ λ ο ρεπορτάζ, μια φωτογ ραφία που είχ ε τραβηχ τεί σ το δρόμο χ ωρίς η Φρίν τα ν α το αν τιλ ηφθεί. Υ πήρχ ε μια παλ ιότερη φωτογ ραφία
του Τζέιμς Ρούν τελ , σ την οποία έδειχ ν ε πιο ν έος από τότε που έμπλ εξε εκείν η μαζί του, και μια ακόμη παλ ιότερη φωτογ ραφία του Ρούμπεν . Έμοιαζε με ψ υχ αν αλ υτή του Γαλ λ ικού Νέου Κύματος. Δ ιάβασ ε την εισ αγ ωγ ή: «Σύμφων α με τα αν ησ υχ ητικά αποτελ έσ ματα μιας καιν ούριας έρευν ας, οι ψ υχ οθεραπευτές αμελ ούν ν α προσ τατεύσ ουν το κοιν ό από πιθαν ούς βιασ τές και δολ οφόν ους». Έσ υρε το δάχ τυλ ό της σ τη σ ελ ίδα αν αζητών τας το όν ομα της Φρίν τα. Όταν είχ ε ν α κάν ει με έν αν ασ θεν ή ο οποίος παρουσ ίαζε τα τυπικά σ υμπτώματα εν ός ψ υχ οπαθούς δολ οφόν ου, η δρ Φρίν τα Κλ άιν δεν του έδωσ ε καμία θεραπεία και δεν έκαν ε καμία προσ πάθεια ν α προειδοποιήσ ει τις αρχ ές γ ι’ αυτόν . Όταν ρωτήθηκε γ ια ποιο λ όγ ο αμέλ ησ ε ν α αν αφέρει έν αν επικίν δυν ο ψ υχ οπαθή σ την ασ τυν ομία, η δρ Κλ άιν απάν τησ ε ότι «είχ ε κάποιες αν ησ υχ ίες» σ χ ετικά με εκείν ο τον ασ θεν ή αλ λ ά «δεν θα τις σ υζητούσ ε με καν έν αν άλ λ ο εκτός από τον ίδιο». Στην πραγ ματικότητα, η Φρίν τα Κλ άιν αρν ήθηκε ν α αν αλ άβει τον ασ θεν ή. Η Φρίν τα Κλ άιν , μια τριαν ταεξάχ ρον η
κασ ταν ομάλ λ α, έγ ιν ε πρωτοσ έλ ιδο και ν ωρίτερα φέτος, όταν βρέθηκε αν αμειγ μέν η σ ε έν α τρομερό σ υμβάν , όπου δυο γ υν αίκες μαχ αιρώθηκαν θαν άσ ιμα και η ίδια η Κλ άιν ν οσ ηλ εύτηκε σ ε κρίσ ιμη κατάσ τασ η. Μια ογ δον τάχ ρον η γ υν αίκα, η Μέρι Όρτον , σ κοτώθηκε από την παραν οϊκή επίθεσ η με μαχ αίρι που υπέσ τη από τη σ χ ιζοφρεν ή Μπεθ Κέρσ ι. Η ασ τυν ομία αποδέχ τηκε την εξήγ ησ η που έδωσ ε η ίδια η Κλ άιν , πως σ κότωσ ε σ τη σ υν έχ εια την Κέρσ ι βρισ κόμεν η σ ε αυτοάμυν α. Ο υπεύθυν ος του ερευν ητικού προγ ράμματος δρ Χαλ Μπράν τσ ο σ χ ολ ίασ ε: «Αν και είν αι καταν οητό ν α ν ιώθει καν είς σ υμπάθεια γ ι’ αυτό που πέρασ ε η δρ Κλ άιν ...» «Α, πόσ ο ευγ εν ικό εκ μέρους του...» σ άρκασ ε η Σάσ α. «Ποιου;» απόρησ ε η Φρίν τα. «Ειρων ευόμουν ... αυτού του αν αθεματισ μέν ου του Χαλ Μπράν τσ ο». Η Σάσ α επέσ τρεψ ε σ το άρθρο. «Αν και είν αι καταν οητό ν α ν ιώθει καν είς σ υμπάθεια γ ι’ αυτό που πέρασ ε η δρ Κλ άιν ,
ν ομίζω ότι τίθεται εδώ το σ οβαρότατο ερώτημα κατά πόσ ο η ίδια αποτελ εί κίν δυν ο τόσ ο γ ια τους ασ θεν είς της όσ ο και γ ια το κοιν ό γ εν ικότερα». Ο δρ Μπράν τσ ο αν αφέρθηκε σ τα άμεσ α ζητήματα που έθεσ ε η έρευν ά του. «Δ εν μου είν αι καθόλ ου ευχ άρισ το ν α εκθέτω γ ια τέτοιες αποτυχ ίες την κοιν ότητα των ψ υχ αν αλ υτών . Ελ έγ ξαμε όμως τις αν τιδράσ εις τεσ σ άρων ψ υχ αν αλ υτών και μόν ο ο έν ας αν τέδρασ ε υπεύθυν α και κάλ εσ ε τις αρχ ές. Οι άλ λ οι τρεις απέτυχ αν ν α φερθούν υπεύθυν α τόσ ο ως θεραπευτές όσ ο και ως εγ γ υητές της δημόσ ιας ασ φάλ ειας. Έν ας από τους αν θρώπους που πήραν μέρος σ την έρευν α παρισ τάν ον τας τους ασ θεν είς, ο Σίμους Ντιουν , ήταν ακόμη θυμωμέν ος από την εμπειρία του με τη δόκτορα Κλ άιν , όταν αργ ότερα μίλ ησ ε μαζί μου. Μου είπε: ‘‘Είχ α ακούσ ει πως η δρ Κλ άιν ήταν κορυφαία σ την ειδικότητά της, όταν όμως της περιέγ ραψ α όλ α τα σ υμπτώματα που φαν έρων αν ότι ήμουν επικίν δυν ος ψ υχ οπαθής, δεν αν τέδρασ ε καθόλ ου. Απλ ώς μου έκαν ε άσ χ ετες ερωτήσ εις σ χ ετικά με την όρεξή μου και τον ύπν ο μου και τέτοια πράγ ματα. Έδιν ε
την εν τύπωσ η πως η σ κέψ η της βρισ κόταν αλ λ ού’’». Η Σάσ α άφησ ε την εφημερίδα. «Ξέρω πως υποτίθεται ότι θα έπρεπε ν α σ ου πω κάτι καθησ υχ ασ τικό, όμως, χ ωρίς υπερβολ ή, δεν καταλ αβαίν ω πώς το αν τέχ εις αυτό. Έχ εις καταν τήσ ει κλ οτσ οσ κούφι που όλ ος ο κόσ μος εκεί έξω το κλ οτσ ά και του πετά πράγ ματα και το διαβάλ λ ει. Και μόν ο η ιδέα εκείν ου του τύπου ν α έρχ εται σ ’ εσ έν α λ έγ ον τας ότι έχ ει πρόβλ ημα και ν α ζητά τη βοήθειά σ ου κι έπειτα ν α αποδεικν ύεται πως όλ α ήταν απάτη – δεν αισ θάν εσ αι βιασ μέν η; Η Φρίν τα ήπιε μια γ ουλ ιά από τον καφέ της προτού απαν τήσ ει. «Σάσ α, αν δεν ήσ ουν εσ ύ, θα έλ εγ α ότι δεν υπάρχ ει πρόβλ ημα και ότι δεν με απασ χ ολ εί καθόλ ου. Και θα έλ εγ α ακόμη πως θα το έβρισ κα αρκετά εν διαφέρον αν δεν σ υν έβαιν ε σ ’ εμέν α». «Αλ λ ά είμαι εγ ώ και σ υμβαίν ει σ ’ εσ έν α». Η Φρίν τα χ αμογ έλ ασ ε σ τη φίλ η της. «Ξέρεις, μερικές φορές εύχ ομαι ν α μην έκαν α καν αυτή τη δουλ ειά. Θα ήθελ α ν α ήμουν κεραμίσ τρια, ν α τι θα μου άρεσ ε. Θα είχ α έν α κομμάτι πηλ ού σ τον τροχ ό μου και δεν θα είχ ε καμία σ ημασ ία τι θα έν ιωθα εγ ώ ή τι θα έν ιωθε οποιοσ δήποτε άλ λ ος.
Στο τέλ ος της ημέρας μου, θα είχ α έν α όμορφο βάζο. Ή έν α φλ ιτζάν ι. Ή έν α μπολ ». «Αν ήσ ουν κεραμίσ τρια», είπε η Σάσ α, «εγ ώ θα ήμουν χ αμέν η τώρα. Άλ λ ωσ τε, δεν θα ήθελ ες ν α είσ αι κεραμίσ τρια». «Είν αι πολ ύ ευγ εν ικό εκ μέρους σ ου ν α το λ ες αυτό, όμως ίσ ως ν α τα είχ ες καταφέρει καλ ύτερα μόν η σ ου. Αυτό σ υν ήθως σ υμβαίν ει με τους αν θρώπους, ξέρεις». Η Φρίν τα τράβηξε την εφημερίδα προς το μέρος της και ξαν ακοίταξε το άρθρο. «Σκοπεύεις ν α κάν εις κάτι γ ι’ αυτό;» ρώτησ ε η Σάσ α. Η Φρίν τα έβγ αλ ε έν α σ ημειωματάριο από την τσ άν τα της και το ξεφύλ λ ισ ε μέχ ρι που βρήκε τη σ ελ ίδα που έψ αχ ν ε. «Εσ ύ γ ν ωρίζεις αν θρώπους που τα καταφέρν ουν με θέματα τα οποία άπτον ται της τεχ ν ολ ογ ίας, έτσ ι δεν είν αι; Και μπορούν ν α βρίσ κουν διάφορα σ το διαδίκτυο;» «Νν ν αι...» αποκρίθηκε επιφυλ ακτικά η Σάσ α. «Θέλ ω ν α δω τον Σίμους Ντιουν . Έχ ω τον αριθμό του τηλ εφών ου του, αλ λ ά δεν ξέρω πού μέν ει. Θα πρέπει ν α υπάρχ ουν τρόποι ν α το μάθουμε αυτό». «Δ εν είμαι σ ίγ ουρη ότι είν αι καλ ή ιδέα», είπε η Σάσ α. «Αν πρόκειται ν α μπλ έξεις πάλ ι σ ε καβγ ά και
ν α καταλ ήξεις σ το τμήμα, ίσ ως ο Κάρλ σ ον ν α μην μπορεί ν α σ ε ξελ ασ πώσ ει». «Όχ ι, δεν πρόκειται ν α σ υμβεί τίποτα τέτοιο», είπε η Φρίν τα. «Θέλ ω μόν ο ν α του μιλ ήσ ω. Προσ ωπικά. Μπορεί ν α γ ίν ει αυτό;» Η Σάσ α έριξε μια ματιά σ το σ ημειωματάριο. «Υ ποθέτω πως μπορεί», είπε. Πήρε από το τραπέζι το κιν ητό της τηλ έφων ο και πλ ηκτρολ όγ ησ ε τον αριθμό του Ντιουν . «Μα τι κάν εις;» τη ρώτησ ε η Φρίν τα, αλ λ ά η Σάσ α της έκαν ε ν όημα με το χ έρι της ν α μη μιλ ά. «Γεια σ ας», είπε σ το τηλ έφων ο με μια έν ριν η φων ή εν τελ ώς διαφορετική από τη δική της. «Μιλ ώ με τον κύριο Σίμους Ντιουν ; Ναι; Έχ ουμε ν α σ ας παραδώσ ουμε κάτι, αλ λ ά ο οδηγ ός μας πρέπει ν α έχ ει λ άθος διεύθυν σ η. Μήπως μπορείτε ν α μου πείτε τη σ ωσ τή;» Πήρε την πέν α της και άρχ ισ ε ν α γ ράφει σ το σ ημειωματάριο της Φρίν τα. «Ναι. Ναι, σ ας ευχ αρισ τώ πολ ύ, θα είμασ τε σ ύν τομα εκεί». Έσ πρωξε το σ ημειωματάριο πάλ ι προς το μέρος της Φρίν τα. «Δ εν είχ α σ το μυαλ ό μου αυτό ακριβώς όταν ζήτησ α τεχ ν ική βοήθεια». «Όχ ι βία, σ ε παρακαλ ώ». «Θα κάν ω ό,τι περν ά από το χ έρι μου».
18 «Όχ ι», είπε ο Σίμους Ντιουν μόλ ις αν τίκρισ ε τη Φρίν τα. «Όχ ι, αυτό δεν γ ίν εται. Και πώς βρήκες τη διεύθυν σ ή μου;» Η Φρίν τα κοίταξε επάν ω από τον ώμο του. Φοιτητικό σ πίτι. Γυμν ές σ αν ίδες, ποδήλ ατα σ το χ ολ , κούτες που δεν είχ αν ακόμη αν οιχ τεί. «Θέλ ω μόν ο ν α σ ου μιλ ήσ ω». «Μίλ ησ ε σ την εφημερίδα. Ή σ τον Μπράν τσ ο. Δ εν έφταιγ α εγ ώ». «Δ εν με εν διαφέρει τίποτε απ’ όλ α αυτά», είπε κοφτά η Φρίν τα. «Ούτε το άρθρο. Ήρθα μόν ο γ ια κάτι από αυτά που μου είπες...» Τα μάτια του Ντιουν σ τέν εψ αν όλ ο καχ υποψ ία. «Πρόκειται γ ια κάποιο κόλ πο;» Η Φρίν τα σ χ εδόν έβαλ ε τα γ έλ ια ακούγ ον τας κάτι τέτοιο. «Εν ν οείς αν έρχ ομαι ν α σ ε δω με μια ψ εύτικη δικαιολ ογ ία;» Ο Ντιουν κούν ησ ε ν ευρικά το κεφάλ ι. «Ο Μπράν τσ ο είπε ότι όλ α ήταν ν όμιμα. Καν είς μας δεν έκαν ε κάτι παράν ομο». «Σου είπα», επαν έλ αβε η Φρίν τα, «ότι δεν με
ν οιάζει αυτό. Είμαι εδώ γ ια ν α σ ου πω δυο πράγ ματα. Άφησ έ με ν α τα πω και ύσ τερα θα φύγ ω». Ο Ντιουν έδειχ ν ε ν α αγ ων ιά από τη δυσ κολ ία ν α πάρει μια απόφασ η. Τελ ικά άν οιξε την πόρτα επιτρέπον τας σ τη Φρίν τα ν α περάσ ει μέσ α. Εκείν η προχ ώρησ ε από το χ ολ σ την κουζίν α. Έμοιαζε λ ες και μια ομάδα ράγ κμπι είχ ε φέρει φαγ ητό απέξω και μετά δεν καθάρισ ε κι έπειτα έκαν ε κι έν α πάρτι και πάλ ι δεν καθάρισ ε, και τέλ ος ξύπν ησ αν όλ οι το επόμεν ο πρωί και έφτιαξαν ν α φάν ε πρωιν ό και καν είς δεν καθάρισ ε. Κι έπειτα έφυγ αν όλ οι. Αλ λ ά ο Σίμους Ντιουν φαιν όταν κάπως μεγ άλ ος γ ια έν αν τέτοιο τρόπο ζωής. Εκείν ος παρατήρησ ε την έκφρασ ή της. «Φαίν εσ αι σ οκαρισ μέν η», της είπε. «Αν ήξερα πως θα ερχ όσ ουν , θα είχ α καθαρίσ ει». «Όχ ι», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Απλ ώς μου θυμίζει τα φοιτητικά μου χ ρόν ια». «Ε λ οιπόν , εγ ώ είμαι ακόμη φοιτητής», της είπε. «Μπορεί ν α μη φαίν ομαι γ ια φοιτητής, όμως είχ α ν α διαλ έξω αν άμεσ α σ ε δύο επιλ ογ ές και αυτή ήταν η καλ ύτερη. Υ ποθέτω, λ οιπόν , ότι ήρθες ν α μου βάλ εις τις φων ές». «Πισ τεύεις ότι σ ου αξίζει ν α σ ου βάλ ω τις φων ές;»
Ο Ντιουν έγ ειρε προς τα πίσ ω σ τον πάγ κο της κουζίν ας, σ χ εδόν μετατοπίζον τας έν α σ ωρό από πιάτα σ την κορυφή του οποίου ισ ορροπούσ ε επικίν δυν α έν α κατσ αρολ άκι με δυο φλ ιτζάν ια μέσ α του. «Ο καθηγ ητής Μπράν τσ ο μας μίλ ησ ε γ ια έν α πείραμα σ το πλ αίσ ιο του οποίου έν ας ερευν ητής είχ ε σ τείλ ει μερικούς φοιτητές σ ε διάφορους ψ υχ ιάτρους και το μόν ο που έπρεπε ν α πουν όλ οι ήταν πως άκουγ αν έν α γ δούπο μέσ α σ το κεφάλ ι τους. Και όλ οι αν εξαιρέτως διαγ ν ώσ τηκαν με σ χ ιζοφρέν εια και παραπέμφθηκαν σ ε ψ υχ ιατρική κλ ιν ική». «Ναι, το ξέρω αυτό το πείραμα», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Δ εν θα το επέτρεπαν σ ήμερα». «Ίσ ως αυτό ν α είν αι κρίμα», είπε ο Ντιουν , «επειδή εκείν ο το πείραμα ήταν πολ ύ αποκαλ υπτικό, δεν ν ομίζεις; Αλ λ ά βέβαια δεν θέλ εις ν α το ακούσ εις αυτό». «Από τη σ κοπιά που το βλ έπω εγ ώ», είπε η Φρίν τα, «κάποιοι άν θρωποι οι οποίοι δεν ήταν πραγ ματικά ψ υχ οπαθείς σ τάλ θηκαν σ ε τέσ σ ερις ψ υχ οθεραπευτές και μόν ο έν ας από εκείν ους έκαν ε το σ φάλ μα ν α τους πάρει σ τα σ οβαρά». «Λοιπόν , ποια ήταν τα δυο πράγ ματα τα οποία ήθελ ες ν α μου πεις;»
«Με εν διαφέρει αυτό που γ ράφει η εφημερίδα πως είπες σ τον Μπράν τσ ο». «Το περίμεν α». «Όχ ι, όχ ι έτσ ι όπως ν ομίζεις. Είπες ότι σ ου έκαν α ερωτήσ εις γ ια άσ χ ετα πράγ ματα, όπως γ ια το αν κοιμάσ αι καλ ά και αν έχ εις όρεξη. Με την ευκαιρία, πώς είν αι ο ύπν ος σ ου;» «Μια χ αρά». «Όχ ι, πες μου αλ ήθεια. Κοιμάσ αι σ τη διάρκεια όλ ης της ν ύχ τας; Ή μήπως σ υν εχ ίζεις ν α ξυπν άς τα βράδια;» «Ξυπν ώ λ ίγ ο, μερικές φορές. Όπως και οι περισ σ ότεροι άν θρωποι». «Και τι σ κέφτεσ αι τότε;» «Ξέρεις τώρα, διάφορα. Ξαν ασ κέφτομαι τα πράγ ματα». «Και η όρεξή σ ου;» Σήκωσ ε τους ώμους και ακολ ούθησ ε μια παύσ η. «Γιατί με κοιτάς έτσ ι;» «Ξέρεις τι σ κέφτομαι;» «Νομίζω πως είσ αι έτοιμη ν α μου το πεις εσ ύ». «Όταν ήρθες ν α με δεις παρισ τάν ον τας ότι ζητάς βοήθεια, ν ομίζω ότι υποσ υν είδητα το χ ρησ ιμοποίησ ες ως δικαιολ ογ ία γ ια ν α ζητήσ εις σ τ’ αλ ήθεια βοήθεια». «Φροϊδικές αν οησ ίες. Προσ παθείς ν α με
παγ ιδεύσ εις». «Δ εν κοιμάσ αι καν ον ικά, δεν τρέφεσ αι καν ον ικά. Να και η απόδειξη». Έδειξε με μια χ ειρον ομία την κουζίν α. «Είν αι απλ ώς μια φοιτητική κουζίν α». «Έχ ω δει φοιτητικές κουζίν ες», επέμειν ε η Φρίν τα. «Έχ ω ζήσ ει σ ε φοιτητικές κουζίν ες. Αυτό εδώ όμως είν αι κάπως διαφορετικό. Και, σ ε τελ ική αν άλ υσ η, πόσ ων ετών είσ αι; Είκοσ ι πέν τε; Είκοσ ι έξι; Νομίζω ότι πάσ χ εις από ελ αφρά κατάθλ ιψ η αλ λ ά το βρίσ κεις πολ ύ δύσ κολ ο ν α το παραδεχ τείς ακόμη και σ τον ίδιο σ ου τον εαυτό». Ο Ντιουν είχ ε γ ίν ει κατακόκκιν ος. «Αν είν αι υποσ υν είδητο και πισ τεύεις ότι δεν θέλ ω ν α το παραδεχ τώ ούτε σ τον ίδιο μου τον εαυτό, τότε πώς ν ομίζεις ότι μπορώ ν α αν ασ κευάσ ω τη θεωρία σ ου;» «Απλ ώς σ κέψ ου το», είπε η Φρίν τα. «Και ίσ ως ν α θελ ήσ εις ν α μιλ ήσ εις σ ε κάποιον γ ι’ αυτό. Όχ ι σ ’ εμέν α». Ακολ ούθησ ε ν έα παύσ η. Ο Ντιουν πήρε σ το χ έρι του έν α άπλ υτο κουτάλ ι και άρχ ισ ε ν α το χ τυπά επάν ω σ ’ έν α λ εκιασ μέν ο φλ ιτζάν ι. «Και ποιο ήταν το άλ λ ο που ήθελ ες ν α μου πεις;» τη ρώτησ ε. «Εκείν η η ισ τορία που μου αφηγ ήθηκες».
«Ποιο σ ημείο απ’ όλ α; Τα πάν τα ήταν μια φαν τασ τική ισ τορία». «Όχ ι. Αυτό που μου αν έφερες, ότι έκοβες τα μαλ λ ιά του πατέρα σ ου και έν ιωθες έν α μείγ μα τρυφερότητας και δύν αμης». «Α, αυτό». «Έδιν ε μια διαφορετική εν τύπωσ η απ’ όλ α τα άλ λ α, σ αν αυτό ν α ήταν αυθεν τική αν άμν ησ η». «Λυπάμαι που θα σ ε απογ οητεύσ ω, αλ λ ά ήταν απλ ώς κάτι που έπρεπε ν α πω». «Δ εν ήταν δική σ ου αν άμν ησ η;» «Όχ ι. Το αποσ τήθισ α». «Και ποιος σ ου είπε ν α το αν αφέρεις αυτό;» «Ήταν σ το φάκελ ο που μου έδωσ αν – δεν ξέρω. Ίσ ως ο δρ Μπράν τσ ο ή όποιος κατασ κεύασ ε τους χ αρακτήρες που παρασ τήσ αμε». «Ποιος σ ας έδωσ ε τις ακριβείς οδηγ ίες;» «Έν ας από τους άλ λ ους ερευν ητές. Μα... θέλ εις το όν ομά του;» «Ναι, σ ε παρακαλ ώ». «Για ποιο λ όγ ο; Για ν α πας εκεί και ν α τον κάν εις κι αυτόν ν α ν ιώσ ει εν οχ ές;» «Ώσ τε αυτό σ ε έκαν α ν α ν ιώσ εις;» «Ε λ οιπόν , αφού θέλ εις ν α μάθεις, έν ιωθα σ τ’ αλ ήθεια κάποια ν ευρικότητα που έπρεπε ν α έρθω και ν α σ ου τα αραδιάσ ω όλ α εκείν α. Έν ιωθα κάπως
άσ χ ημα. Δ εν ήταν εύκολ ο». Την κοίταξε αγ ριωπά. «Το όν ομά του είν αι Ντάν καν Μπέλ εϊ». «Πού μέν ει;» «Τώρα θέλ εις και τη διεύθυν σ ή του;» «Αν την έχ εις». Ο Σίμους Ντιουν μουρμούρισ ε κάτι, έπειτα όμως έσ κισ ε το επάν ω μέρος από έν α άδειο κουτί δημητριακών που βρισ κόταν πεταμέν ο σ το πάτωμα, έγ ραψ ε κάτι σ το χ αρτί και μετά το έτειν ε σ τη Φρίν τα. «Σ’ ευχ αρισ τώ», του είπε εκείν η. «Και θυμήσ ου αυτό που σ ου είπα, ότι θα ήταν ίσ ως καλ ό ν α μιλ ήσ εις σ ε κάποιον ειδικό». «Φεύγ εις τώρα;» Ο Σίμους Ντιουν έμοιαζε ξαφν ιασ μέν ος. «Ναι». «Εν ν οείς πως εδώ τελ ειών ει η ισ τορία;» «Δ εν είμαι εν τελ ώς σ ίγ ουρη πως τελ ειών ει εδώ, Σίμους». Ο Τζιμ Φίαρμπι είχ ε αν ατρέξει σ ε όλ α του τα αρχ εία προκειμέν ου ν α βεβαιωθεί πως είχ ε σ υγ κρατήσ ει σ το μυαλ ό του όλ α τα γ εγ ον ότα. Πάν τοτε κρατούσ ε σ τεν ογ ραφικές σ ημειώσ εις, με τον τρόπο που είχ ε μάθει τον καιρό που έπιασ ε δουλ ειά ως ν εαρός ρεπόρτερ σ την τοπική εφημερίδα του
Κόβερτι, πριν από περισ σ ότερα από σ αράν τα χ ρόν ια. Καν είς δεν μάθαιν ε πια σ τεν ογ ραφία, όμως εκείν ου του άρεσ αν εκείν α τα σ ύμβολ α που έμοιαζαν με ιερογ λ υφικά, σ αν μυσ τικός κώδικας. Και μετά, την ίδια μέρα αν ήταν δυν ατόν , αν τέγ ραφε όλ α όσ α είχ ε γ ράψ ει σ το δερμάτιν ο σ ημειωματάριό του. Πολ ύ αργ ότερα τα περν ούσ ε όλ α σ τον υπολ ογ ισ τή του. Η Χέιζελ Μπάρτον σ τραγ γ αλ ίσ τηκε τον Ιούλ ιο του 2004· το κορμί της είχ ε βρεθεί σ την άκρη εν ός δρόμου, όχ ι πολ λ ά χ ιλ ιόμετρα πιο πέρα από εκεί όπου κατοικούσ ε η κοπέλ α. Απ’ ό,τι φαίν εται, επέσ τρεφε με τα πόδια σ το σ πίτι της από τη σ τάσ η του λ εωφορείου, καθώς το λ εωφορείο δεν είχ ε περάσ ει. Ήταν δεκαοκτώ ετών , όμορφη και με δροσ ερό πρόσ ωπο. Είχ ε τρεις μεγ αλ ύτερους αδελ φούς και γ ον είς οι οποίοι τη λ άτρευαν και της έκαν αν όλ α τα χ ατίρια. Σχ εδίαζε ν α σ πουδάσ ει ψ υχ οθεραπεύτρια. Το πρόσ ωπό της χ αμογ ελ ούσ ε ακτιν οβόλ α από τα πρωτοσ έλ ιδα των εφημερίδων και τις τηλ εοπτικές οθόν ες γ ια μήν ες μετά το θάν ατό της. Ο Τζορτζ Κόν λ εϊ βρέθηκε ν α σ τέκεται επάν ω από το άψ υχ ο κορμί της. Συν ελ ήφθη αμέσ ως και πολ ύ σ ύν τομα του απαγ γ έλ θηκαν κατηγ ορίες. Ήταν ο αλ λ όκοτος τύπος της γ ειτον ιάς, ο παραν οϊκός, ο άεργ ος βραδύν ους
μον αχ ικός άν τρας που παραμόν ευε σ τα πάρκα και έξω από τις παιδικές χ αρές: ασ φαλ ώς το είχ ε κάν ει εκείν ος. Κι έπειτα ομολ όγ ησ ε και όλ οι ήταν ευχ αρισ τημέν οι, εκτός από τον Τζιμ Φίαρμπι, που ήταν πολ ύ αυσ τηρός με τις λ επτομέρειες και ποτέ δεν δεχ όταν ως γ εγ ον ότα τα λ όγ ια οποιουδήποτε άλ λ ου. Έπρεπε ν α διαβάζει μόν ος του τις ασ τυν ομικές αν αφορές, ν α ερευν ά τα αρχ εία και ν α ξεφυλ λ ίζει ν ομικά βιβλ ία. Καθόταν μπροσ τά από την τηλ εόρασ η, χ ωρίς ν α παρακολ ουθεί πραγ ματικά, όταν χ τύπησ ε το τηλ έφων ο. «Κρατάς σ τιλ ό;» «Ποιος είν αι;» «Ο Φίλ ιπ Σίδν εϊ». Ο Φίαρμπι ψ αχ ούλ εψ ε γ ια ν α βρει σ τιλ ό. «Ναι;» «Βαν έσ α Ντέιλ , αυτό είν αι το όν ομα», είπε η φων ή και μετά του έδωσ ε έν αν αριθμό τηλ εφών ου ζητών τας από τον Φίαρμπι ν α τον επαν αλ άβει γ ια επιβεβαίωσ η. Ο Φίαρμπι άρχ ισ ε ν α ρωτά κάτι, αλ λ ά η γ ραμμή ήταν ήδη ν εκρή. Η Φρίν τα σ έρβιρε δυο ουίσ κι και έτειν ε το έν α σ τον Γιόζεφ. «Πώς τα πας;» τον ρώτησ ε.
«Το δοκάρι είν αι καλ ό. Είν αι γ ερό. Τώρα όμως, αφού βγ άλ ω το πάτωμα, ν ομίζω καλ ύτερα ν α βάλ ουμε πλ ακάκια. Πλ ακάκι σ το πάτωμα. Μετά, το καιν ούριο πάτωμα θα κάν ει τον τοίχ ο ν α δείχ ν ει παλ ιός και άσ χ ημος. Κι έτσ ι, ίσ ως πλ ακάκια και γ ια τον τοίχ ο. Θα πρέπει εσ ύ ν α διαλ έξεις». Ο Γιόζεφ έδειχ ν ε ν α έχ ει ξεχ άσ ει το ποτό του, κι έτσ ι η Φρίν τα τσ ούγ κρισ ε το ποτήρι του με το δικό της γ ια ν α του το θυμίσ ει. Ήπιαν και οι δυο τους. «Όταν σ ε ρώτησ α πώς τα πας, ρωτούσ α γ ια εσ έν α και όχ ι μόν ο γ ια το λ ουτρό μου. Αλ λ ά θέλ ω τώρα ν α σ ου πω ότι θα αρχ ίσ ω ν α σ ε πλ ηρών ω γ ια όλ α αυτά. Δ εν μπορείς ν α τα βάζεις όλ α από την τσ έπη σ ου». «Δ εν υπάρχ ει πρόβλ ημα». «Υ πάρχ ει. Σκεφτόμουν υπερβολ ικά τον εαυτό μου. Το ξέρω πως ήσ ουν δεμέν ος με τη Μέρι Όρτον . Ήταν πολ ύ θλ ιβερό γ ια σ έν α, το ξέρω, όλ ο αυτό που σ υν έβη». «Την ον ειρεύομαι», είπε ο Γιόζεφ. «Την ον ειρεύτηκα δύο φορές, ίσ ως τέσ σ ερις φορές. Είν αι παράξεν ο». «Πώς την ον ειρεύτηκες;» Ο Γιόζεφ χ αμογ έλ ασ ε. «Ζούσ ε σ την Ουκραν ία. Στο παλ ιό μου σ πίτι. Πάω και της λ έω ότι δεν το ήξερα πως είν αι ακόμη
ζων ταν ή. Μου μιλ ά σ τη γ λ ώσ σ α μου. Καν έν α ν όημα, έτσ ι;» «Ναι. Καν έν α ν όημα. Αλ λ ά καθόλ ου αν όητο». Αγ απημέν η Φρίν τα, είν αι πολ ύ αργ ά γ ια ν α σου τηλ εφων ήσω. Μόλ ις είδα το λ ιν κ που μου έστειλ ες. Ποιος είν αι τέλ ος πάν των αυτός ο αν αθεματισμέν ος ο Χαλ Μπράν τσο; Δ εν μπορούμε ν α κάν ουμε κάτι γ ι’ αυτό; Μια από τις πιο παλ ιές μου φίλ ες είν αι δικηγ όρος. Να πάω ν α πάρω μια γ ν ώμη; Αλ λ ά ελ πίζω ν α ξ έρεις πόσο πολ ύ σε υπολ ήπτον ται όλ οι οι άν θρωποι που έχ ουν σημασία – οι φίλ οι σου, οι συν άδελ φοί σου, οι ασθεν είς σου. Αυτή η ιστορία δεν είν αι παρά έν α ν οσηρό παιχ ν ίδι που δεν το αλ λ άζει αυτό. Έχ ω μια ιδέα γ ια το καλ οκαίρι. Μπορούμε ν α ν οικιάσουμε έν α πλ οιάριο γ ια το Καν άλ ν τι Μιν τί. Θα σου αρέσει αυτό. Έχ ω ταξ ιδέψ ει κι άλ λ η φορά με τέτοιο πλ οιάριο και είν αι πολ ύ γ ραφικό (μερικοί θα το έβρισκαν καταθλ ιπτικό, αλ λ ά όχ ι εσύ. Μοιάζουν λ ίγ ο με το σπίτι σου, με τη διαφορά πως αυτά κιν ούν ται). Μπορούμε ν α ακολ ουθούμε τους υδάτιν ους δρόμους και ν α σταματάμε γ ια πικν ίκ ή τα δειλ ιν ά ν α πηγ αίν ουμε σε μικρά
καφέ. Και βέβαια, μέσα στο μυαλ ό μου όλ α αυτά λ ούζον ται στο φως του ήλ ιου κι εσύ φοράς έν α ελ αφρύ φόρεμα και πίν εις λ ευκό κρασί, κι έχ εις μάλ ιστα μαυρίσει και λ ίγ ο. Πες ν αι! Σάν τι.
19 «Πάθαμε όλ οι μεγ άλ ο σ οκ», έλ εγ ε η γ υν αίκα που καθόταν απέν αν τι από τον Μάν σ τερ και τον Ρίλ εϊ. «Καλ ά-καλ ά δεν μπορώ ν α το πισ τέψ ω. Θέλ ω ν α πω, η Ρουθ ήταν τόσ ο...» Σταμάτησ ε αν αζητών τας μια λ έξη που ν α είν αι κατάλ λ ηλ η. Το πρόσ ωπό της φαν έρων ε την προσ πάθεια της σ κέψ ης της. «Προσ γ ειωμέν η», είπε τελ ικά. «Χαρούμεν η. Πρακτική. Δ εν ξέρω – δεν ήταν το άτομο που θα περίμεν ες πως θα του σ υμβεί κάτι τέτοιο. Αν τιλ αμβάν ομαι βέβαια πόσ ο αν όητο ακούγ εται αυτό...» Βρίσ κον ταν σ το χ αμηλ ό κτίριο σ το οποίο είχ ε εργ ασ τεί η Ρουθ Λέν οξ ως ιατρική επισ κέπτρια. Κάθον ταν σ ’ έν α μικρό δωματιάκι του αν οιχ τού γ ραφείου και μιλ ούσ αν με την προϊσ ταμέν η της, τη Ναν τίν Σάλ τερ. «Δ εν ακούγ εται αν όητο», είπε ο Μάν σ τερ, αφού ο Ρίλ εϊ παρέλ ειψ ε ν α αν τιδράσ ει σ την τελ ευταία αυτή δήλ ωσ η. Έδειχ ν ε κάπως ζαλ ισ μέν ος εκείν ο το πρωί· το πρόσ ωπό του ήταν ζαρωμέν ο σ αν ν α είχ ε μόλ ις σ ηκωθεί από το κρεβάτι. «Είν αι μάλ ισ τα αυτό ακριβώς που λ έν ε οι περισ σ ότεροι γ ια τη Ρουθ
Λέν οξ. Πως ήταν μια φιλ ική, προσ γ ειωμέν η γ υν αίκα. Πόσ ο καιρό εργ αζόταν εδώ;» «Περίπου δέκα χ ρόν ια. Κυρίως βέβαια εργ αζόταν εκτός γ ραφείου, επισ κεπτόταν αν θρώπους που είχ αν αν άγ κη». «Μπορείτε ν α μας δείξετε το γ ραφείο της;» «Ασ φαλ ώς». Προχ ώρησ αν σ τον μεγ άλ ο αν οιχ τό χ ώρο προσ περν ών τας γ ραφεία σ τα οποία κάθον ταν άν θρωποι που τους κοιτούσ αν με άπλ ησ τη περιέργ εια εν ώ σ υγ χ ρόν ως προσ ποιούν ταν πως εργ άζον ταν . Το γ ραφείο της Ρουθ Λέν οξ ήταν σ χ ολ ασ τικά τακτικό, όπως ακριβώς δηλ αδή περίμεν αν ο Μάν σ τερ και ο Ρίλ εϊ – οι φάκελ οί της, τα ημερολ όγ ιά της, το σ ημειωματάριο της δουλ ειάς της, η αλ λ ηλ ογ ραφία και τα ν τοσ ιέ με τα έγ γ ραφα ήταν τοποθετημέν α σ τα σ υρτάρια. Εκτός από τον μάλ λ ον απαρχ αιωμέν ο υπολ ογ ισ τή, τα μον αδικά αν τικείμεν α σ την επιφάν εια του γ ραφείου της ήταν μια μικρή μολ υβοθήκη που περιείχ ε σ τιλ ό, έν α μικρό βαζάκι γ εμάτο χ αρτάκια και σ υν δετήρες και μια κορν ιζαρισ μέν η φωτογ ραφία των τριών παιδιών της. «Πρέπει ν α πάρουμε τον υπολ ογ ισ τή και την αλ λ ηλ ογ ραφία της», είπε ο Μάν σ τερ. «Για την ώρα, εν διαφερόμασ τε μόν ο γ ια την ημέρα του
θαν άτου της, την Τετάρτη 6 Απριλ ίου. Είχ ε έρθει εδώ;» «Ναι. Αλ λ ά μόν ο γ ια τη μισ ή μέρα. Είχ ε πάν τοτε ρεπό τα απογ εύματα της Τετάρτης. Κάθε Τετάρτη πρωί έχ ουμε γ εν ική σ υν άν τησ η όλ ου του προσ ωπικού, γ ύρω σ τις έν τεκα. Έφευγ ε πάν τοτε μετά τη σ υν άν τησ η». «Ήταν λ οιπόν σ το γ ραφείο εκείν ο το πρωί και όχ ι έξω γ ια επισ κέψ εις;» «Ακριβώς. Η Ρουθ έφτασ ε εδώ γ ύρω σ τις εν ν έα και έφυγ ε το μεσ ημέρι». «Προσ έξατε κάτι διαφορετικό σ ’ αυτήν εκείν η την ημέρα;» «Το σ υζητήσ αμε κι εμείς σ το γ ραφείο αυτό. Όχ ι, ήταν ο φυσ ιολ ογ ικός, καθημεριν ός εαυτός της». «Και δεν σ ας αν έφερε κάτι ιδιαίτερο που εν δεχ ομέν ως την απασ χ ολ ούσ ε;» «Τίποτε απολ ύτως. Συζητήσ αμε γ ια το πόσ ο τρομερό πράγ μα είν αι ν α μην μπορούν οι ν έοι άν θρωποι ν α βρουν δουλ ειά, αλ λ ά έτσ ι σ αν γ εν ική σ υζήτησ η – τα δικά της παιδιά είν αι ακόμη πολ ύ μικρά ώσ τε ν α την αν ησ υχ εί αυτό το θέμα. Τα δύσ τυχ α. Α, και μου έδωσ ε και μια σ υν ταγ ή». «Την είδατε ν α φεύγ ει;» «Όχ ι. Αλ λ ά η Βίκι, η κοπέλ α που κάθεται σ ’ εκείν ο εκεί το γ ραφείο, είχ ε βγ ει έξω γ ια ν α καπν ίσ ει και
την είδε ν α μπαίν ει σ ’ έν α ταξί». «Το σ ταμάτησ ε σ το δρόμο;» «Όχ ι, ήταν ραδιοταξί». «Μήπως ξέρετε ποιας εταιρείας;» «Όχ ι, δεν το γ ν ωρίζω αυτό». «Σταθείτε μια σ τιγ μή», είπε ο Ρίλ εϊ. Προχ ώρησ ε ως το γ ραφείο της Ρουθ Λέν οξ γ ια ν α επισ τρέψ ει σ χ εδόν αμέσ ως με μια μικρή κάρτα την οποία έδωσ ε σ τον Μάν σ τερ. «Ήταν σ τερεωμέν η σ την άκρη του γ ραφείου της», είπε. Ο Μάν σ τερ κοίταξε την κάρτα. «Ραδιοταξί C & R», είπε. Την έδειξε σ τη Ναν τίν Σάλ τερ. «Θα μπορούσ ε ν α πάει με ταξί σ ε κάποια από τις ιατρικές επισ κέψ εις της;» Το πρόσ ωπό της πήρε μια έκφρασ η αποδοκιμασ ίας. «Όχ ι με δικά μας έξοδα». Τα «Ραδιοταξί C & R» είχ αν την έδρα τους σ ε έν αν μικροσ κοπικό χ ώρο με βρόμικα παράθυρα, δίπλ α σ ε έν α μαγ αζί με σ τοιχ ήματα της Κάμν τεν Χάι Στριτ. Έν ας ηλ ικιωμέν ος άν θρωπος καθόταν σ ’ έν αν καν απέ κοιμισ μέν ος. Σ’ έν α γ ραφείο καθόταν έν ας μελ αψ ός άν τρας με τρία τηλ έφων α και έν αν φορητό υπολ ογ ισ τή μπροσ τά του. Κοίταξε
επιφυλ ακτικά τους δυο ασ τυν ομικούς όταν ο Μάν σ τερ τον ρώτησ ε γ ια τη Ρουθ Λέν οξ. «Ρουθ Λέν οξ; Την περασ μέν η Τετάρτη;» Δ ιέτρεξε την οθόν η του υπολ ογ ισ τή του με έν α επιδέξιο, κον τόχ ον τρο δάχ τυλ ο. «Ναι, την πήραμε την περασ μέν η Τετάρτη. Ο Αχ μέν τ ήταν ο οδηγ ός. Θέλ ετε ν α μάθετε πού πήγ ε;» Περίμεν αν ν α τον ακούσ ουν ν α λ έει πως ο Αχ μέν τ πήγ ε με το ταξί τη Ρουθ Λέν οξ σ το σ πίτι της, σ τη Μαργ κάρετιν γ κ Στριτ. Ο άν τρας όμως δεν είπε αυτό. «Στη Σάουκρος Στριτ, ν ούμερο τριάν τα εφτά. Όχ ι, δεν την πήραμε πίσ ω από εκεί». Έν α από τα τηλ έφων α άρχ ισ ε ν α χ τυπά δυν ατά. «Πρέπει ν α απαν τήσ ω». Στο δρόμο, ο Μάν σ τερ και ο Ρίλ εϊ κοιτάχ τηκαν . «Στη Σάουκρος Στριτ», είπε ο Μάν σ τερ. Η οδός που αν αζητούσ αν ήταν μον όδρομος, κι έτσ ι σ τάθμευσ αν δίπλ α σ ε έν α τεράσ τιο σ υγ κρότημα διαμερισ μάτων που είχ ε χ τισ τεί τη δεκαετία του τριάν τα. Το ετοίμαζαν γ ια κατεδάφισ η και τα παράθυρα και οι πόρτες ήταν σ φραγ ισ μέν α με μεταλ λ ικά ελ άσ ματα. «Αν αρωτιέμαι τι τάχ α ν α έκαν ε εδώ γ ύρω η Ρουθ Λέν οξ», είπε ο Μάν σ τερ κατεβαίν ον τας από το αυτοκίν ητο και κοιτών τας ολ όγ υρά του.
«Αυτό όμως δεν κάν ουν οι ιατρικοί επισ κέπτες; Επισ κέψ εις σ ε διάφορους αν θρώπους;» είπε ο Ρίλ εϊ. «Εδώ δεν είν αι η περιοχ ή της». Έσ τριψ αν από τη γ ων ία σ τη Σάουκρος Στριτ. Στη μια άκρη της υπήρχ ε μια σ ειρά από τεράσ τια βικτοριαν ά σ πίτια, αλ λ ά το ν ούμερο τριάν τα εφτά που έψ αχ ν αν δεν ήταν έν α από αυτά. Ήταν έν α σ αραβαλ ιασ μέν ο κτίριο σ ε σ τιλ του 1 950, με επίπεδη πρόσ οψ η και παράθυρα με μεταλ λ ική κορν ίζα, χ ωρισ μέν ο σ ε τρία διαμερίσ ματα, από τα οποία αυτό του επάν ω ορόφου έδειχ ν ε άδειο. Έν α από τα παράθυρά του ήταν σ πασ μέν ο και μια τσ αλ ακωμέν η κόκκιν η κουρτίν α ξεπρόβαλ λ ε απ’ αυτό χ ορεύον τας σ τον άν εμο. Ο Μάν σ τερ χ τύπησ ε το κάτω κουδούν ι και περίμεν ε. Έπειτα χ τύπησ ε το μεσ αίο. Ακριβώς τη σ τιγ μή που σ τρέφον ταν γ ια ν α φύγ ουν , άν οιξε η πόρτα της εισ όδου και μια μικρόσ ωμη γ υν αίκα με σ κούρα επιδερμίδα τους κοίταξε καχ ύποπτα. «Τι σ υμβαίν ει;» ρώτησ ε. Ο Μάν σ τερ έδειξε την ασ τυν ομική του ταυτότητα. «Μπορούμε ν α μπούμε;» Έκαν ε σ την άκρη και τους άφησ ε ν α μπουν σ τον κοιν όχ ρησ το προθάλ αμο.
«Θέλ ουμε απλ ώς ν α κάν ουμε έν αν έλ εγ χ ο των κατοίκων αυτού του κτιρίου. Μέν ετε εδώ;» «Ναι». «Μόν η σ ας;» «Όχ ι. Με το σ ύζυγ ό μου, που είν αι σ το κρεβάτι, και τους δυο γ ιους μου – που είν αι τώρα σ το σ χ ολ είο, αν αυτό σ κοπεύατε ν α ρωτήσ ετε. Μα τι είν αι όλ α αυτά;» «Ο σ ύζυγ ός σ ας είν αι άρρωσ τος;» «Έχ ασ ε τη δουλ ειά του». Η γ υν αίκα τους κοίταξε αγ ριωπά, με σ φιγ μέν ο πρόσ ωπο. «Είν αι σ ε κατάσ τασ η αν ικαν ότητας. Έχ ω όλ α τα έγ γ ραφα». «Δ εν είν αι αυτός ο λ όγ ος που ήρθαμε», είπε ο Μάν σ τερ. «Μήπως γ ν ωρίζετε μια γ υν αίκα που ον ομάζεται Ρουθ Λέν οξ;» «Δ εν έχ ω ακούσ ει ποτέ αυτό το όν ομα. Γιατί ρωτάτε;» «Ήρθε σ ε αυτό το σ πίτι την περασ μέν η Τετάρτη». Έβγ αλ ε από την τσ έπη του τη φωτογ ραφία της Ρουθ και την έδειξε σ τη γ υν αίκα. «Την αν αγ ν ωρίζετε;» Εκείν η κοίταξε εξετασ τικά τη φωτογ ραφία σ ουφρών ον τας το πρόσ ωπό της κι έπειτα σ ήκωσ ε τους ώμους της. «Δ εν δίν ω και μεγ άλ η σ ημασ ία σ τους
αν θρώπους που έρχ ον ται και φεύγ ουν », είπε. «Η γ υν αίκα αυτή υπήρξε θύμα εγ κλ ήματος. Πισ τεύουμε πως είχ ε έρθει εδώ την ημέρα του θαν άτου της». «Του θαν άτου της; Τι υπον οείτε;» «Τίποτα. Πραγ ματικά τίποτα. Θέλ ουμε μόν ο ν α μάθουμε αν πέρασ ε από εδώ εκείν η την ημέρα και γ ια ποιο λ όγ ο». «Σίγ ουρα πάν τως δεν πέρασ ε από το δικό μας διαμέρισ μα. Δ εν γ ν ωρίζω καμία Ρουθ Λέν οξ. Δ εν γ ν ωρίζω αυτή τη γ υν αίκα». Χτύπησ ε με το δάχ τυλ ό της τη φωτογ ραφία. «Και είμασ τε ν ομοταγ είς πολ ίτες, κάτι που σ τις μέρες μας θα έπρεπε ν α είν αι αρκετό γ ια ν α μη μας εν οχ λ είτε». «Γν ωρίζετε ποιοι κατοικούν σ τα άλ λ α διαμερίσ ματα;» «Από πάν ω δεν είν αι καν είς, μετακόμισ αν από εδώ πριν από μήν ες. Και δεν ξέρω τίποτα γ ια το κάτω διαμέρισ μα». «Αλ λ ά κάποιος ζει εκεί;» «Δ εν θα έλ εγ α ότι ζει εκεί. Κάποιοι το ν οικιάζουν , αλ λ ά εγ ώ δεν τους βλ έπω». «Τους; Μιλ άμε γ ια περισ σ ότερα από έν α άτομα;» «Ίσ ως. Έν ας άν τρας, μια γ υν αίκα. Δ εν ξέρω». Σταμάτησ ε, χ αλ άρωσ ε λ ίγ ο. «Ακούω μερικές φορές ραδιόφων ο ν α παίζει. Στη διάρκεια της ημέρας».
«Σας ευχ αρισ τούμε. Και την περασ μέν η Τετάρτη, μήπως είδατε κάποιον ν α έρχ εται σ το διαμέρισ μα;» «Όχ ι. Αλ λ ά δεν πρόσ εχ α». «Ίσ ως ν α είδε κάτι ο σ ύζυγ ός σ ας, αφού είν αι σ το σ πίτι όλ η μέρα;» Το βλ έμμα της περιπλ αν ήθηκε από τον έν αν σ τον άλ λ ο κι έπειτα σ ήκωσ ε κάπως επιφυλ ακτικά τους ώμους της. «Κοιμάται πολ ύ, ή είν αι σ αν ν α κοιμάται, εξαιτίας των χ απιών που πρέπει ν α παίρν ει». «Καλ ά. Δ εν πειράζει. Μπορείτε ν α μου πείτε ποιος είν αι ο σ πιτον οικοκύρης σ ας;» «Δ εν θα τον σ υν αν τήσ ετε ποτέ εδώ γ ύρω». «Αλ λ ά ποιο είν αι το όν ομά του;» «Κύριος Ρίν τερ. Μισ έλ Ρίν τερ. Ίσ ως ν α τον έχ ετε ακουσ τά. Μπορείτε ν α δείτε το όν ομά του σ ε πολ λ ά κτίρια. Ο παππούς του αγ όρασ ε πλ ήθος από αυτά τα σ πίτια αμέσ ως μετά τον πόλ εμο. Να ποιοι είν αι οι πραγ ματικοί εγ κλ ηματίες».
20 Ο Ντάν καν Μπέλ εϊ ζούσ ε σ το Ρόμφορν τ, σ ε έν α τσ ιμεν τέν ιο, άχ αρο σ υγ κρότημα διαμερισ μάτων . Ήταν χ τισ μέν ο σ ε μεγ άλ η κλ ίμακα, όλ ο μεγ άλ ους ψ υχ ρούς διαδρόμους, ψ ηλ ά ταβάν ια και τεράσ τια παράθυρα τα οποία έβλ επαν σ ε μια δέσ μη από κτίρια και έν αν σ ωσ τό λ αβύριν θο από δρόμους. Η Φρίν τα ήξερε ότι θα τον έβρισ κε εκεί επειδή, ύσ τερα από λ ίγ η σ κέψ η, τον κάλ εσ ε σ το κιν ητό του τηλ έφων ο και του ζήτησ ε μια σ υν άν τησ η. Δ εν τον άκουσ ε καθόλ ου ταραγ μέν ο, ούτε καν έκπλ ηκτο, παρά μόν ο απόλ υτα χ αλ αρό και σ χ εδόν σ αν ν α το διασ κέδαζε λ ίγ ο. Συμφών ησ ε ν α τη δει σ τις πέν τε και μισ ή το ίδιο απόγ ευμα, όταν θα είχ ε επισ τρέψ ει από τη βιβλ ιοθήκη. Ήταν τελ ειόφοιτος της ψ υχ ολ ογ ίας σ το Κάρν τιν αλ Κόλ ετζ όπου ο Χαλ Μπράν τσ ο δίδασ κε ως επισ κέπτης καθηγ ητής. Η Φρίν τα αν έβηκε από τη σ κάλ α σ τον τρίτο όροφο και μετά περπάτησ ε κατά μήκος του φαρδιού διαδρόμου. Να σ κεφτόταν άραγ ε ο Μπέλ εϊ πως η Φρίν τα ήθελ ε ν α τον δει γ ια ν α πάρει εκδίκησ η; Όμως όχ ι, ο λ όγ ος που την είχ ε φέρει ως εδώ δεν ήταν η εκδίκησ η αλ λ ά κάτι πολ ύ πιο
παράξεν ο, πιο αδιευκρίν ισ το ακόμη. Δ εν μπορούσ ε ν α το δει, ν α το ακούσ ει, ν α το μυρίσ ει ή ν α το αγ γ ίξει, κι όμως σ το μυαλ ό της σ αν ν α αν αδυόταν μια σ κιερή, ακαθόρισ τη μορφή. Ο Ντάν καν Μπέλ εϊ ήταν έν ας ασ υν ήθισ τα μικρόσ ωμος ν εαρός. Έμοιαζε εκτός τόπου και σ χ εδόν κωμικός μέσ α σ ’ εκείν ο το σ πηλ αιώδες καθισ τικό. Είχ ε μαλ λ ιά αν οιχ τά κασ ταν ά και περιποιημέν ο γ εν άκι, ζωηρά μπλ ε μάτια και έν α πρόσ ωπο αδύν ατο και εκφρασ τικό. Οι τρόποι του ήταν ήπιοι και σ υγ χ ρόν ως κακόβουλ οι. Δ ύσ κολ α θα έλ εγ ες αν ήταν σ οβαρός ή σ αρκασ τικός. «Ευχ αρισ τώ που δεχ τήκατε ν α με δείτε», άρχ ισ ε η Φρίν τα. «Καν έν α πρόβλ ημα. Έχ ω ακούσ ει τόσ α γ ια εσ άς». «Ήθελ α ν α σ ας κάν ω δυο ερωτήσ εις. Έχ ουν σ χ έσ η με το πείραμα σ το οποίο πήραμε μέρος και οι δυο μας». «Ελ πίζω ν α μην τρέφετε κάποια μν ησ ικακία». «Για ποιο λ όγ ο ν α σ υμβαίν ει κάτι τέτοιο;» «Μερικοί άν θρωποι ίσ ως ν ιώσ ουν ότι ταπειν ώθηκαν . Όλ α, όμως, έγ ιν αν γ ια χ άρη της επισ τήμης. Πάν τως ο δρ Μπράν τσ ο είπε πως εσ είς ίσ ως και ν α μην το βλ έπατε έτσ ι». «Θα έπρεπε ν α ξέρει», είπε η Φρίν τα. «Αλ λ ά απ’
ό,τι έχ ω αν τιλ ηφθεί, όλ οι εσ είς έπρεπε ν α προσ ποιηθείτε την ίδια κλ ιν ική περίπτωσ η, ν α περιγ ράψ ετε τα ίδια σ υμπτώματα, έτσ ι δεν είν αι;» «Ο δρ Μπράν τσ ο μας είχ ε πει ότι μπορούσ αμε ν α ξεφύγ ουμε και από τις γ ραπτές οδηγ ίες όσ ο θέλ αμε, φτάν ει μόν ο ν α μην παραλ είπαμε τα ζωτικά σ ημεία». «Επομέν ως κάποια πράγ ματα, όπως το ν α κόβει κάποιος τα μαλ λ ιά του πατέρα του, ήταν και σ την ισ τορία που είπατε εσ είς, έτσ ι;» «Ναι. Σας άρεσ ε αυτό;» «Και ο δρ Μπράν τσ ο έφτιαξε μόν ος του το πλ άν ο και την υπόθεσ η της έρευν ας;» «Τα προσ υπέγ ραψ ε, όμως έν ας από τους άλ λ ους ερευν ητές το σ υν έταξε όλ ο. Εμείς δεν σ υν αν τηθήκαμε ποτέ ως ερευν ητική ομάδα. Κι εγ ώ μπήκα σ ε όλ ο αυτό καθυσ τερημέν α, σ αν προσ ωπική χ άρη». «Ποιοι ήταν οι άλ λ οι ερευν ητές;» «Θέλ ετε ν α σ ας δώσ ω τα ον όματά τους;» «Απλ ώς από εν διαφέρον ». «Ώσ τε ν α μπορέσ ετε ν α τους επισ κεφτείτε και αυτούς;» «Ίσ ως». «Μεγ άλ ος κόπος αυτός γ ια εσ άς. Και η απόσ τασ η ως το Ρόμφορν τ φαίν εται ν α είν αι
μεγ άλ η γ ια ν α τη διαν ύσ ετε μόν ο και μόν ο γ ια μια απλ ή ερώτησ η. Θα σ ας είχ α απαν τήσ ει και από το τηλ έφων ο. Ειδικά μάλ ισ τα αφού ήσ ασ ταν και τόσ ο σ οβαρά άρρωσ τη». Η Φρίν τα δεν είπε τίποτα, μόν ο τον κοίταξε. «Δ εν θέλ ετε ν α μάθετε ποιον αν αλ υτή επισ κέφτηκα εγ ώ σ το πλ αίσ ιο του πειράματος;» «Όχ ι ιδιαίτερα». «Τον φιλ αράκο σ ας». Δ ύστυχ ε Ρούμπεν , σ κέφτηκε αμέσ ως η Φρίν τα. Δ εν θα είχ ε σ ίγ ουρα καμία ελ πίδα με κάποιον σ αν τον Ντάν καν Μπέλ εϊ. «Τον Τζέιμς Ρούν τελ », πρόσ θεσ ε απροσ δόκητα ο Μπέλ εϊ. Την κοίταξε εξετασ τικά, με το κεφάλ ι του γ ερμέν ο σ το πλ άι. «Μπορώ ν α καταλ άβω γ ια ποιο λ όγ ο ν α θέλ ει καν είς ν α του ρίξει γ ροθιά». Η Φρίν τα καταπίεσ ε έν α χ αμόγ ελ ο σ τη σ κέψ η του Τζέιμς Ρούν τελ ν α σ υν αν τά αυτό τον απότομο, κυν ικό ν εαρό με το οξύ βλ έμμα. «Αλ λ ά δεν μπορείτε ν α τριγ υρν άτε έτσ ι πισ τεύον τας ότι μπορείτε ν α ελ έγ ξετε όλ ους τους αν θρώπους», εξακολ ούθησ ε ο Ντάν καν Μπέλ εϊ. «Θέλ ω ν α πω, χ άρηκα πολ ύ που σ ας γ ν ώρισ α βεβαίως, αλ λ ά κάποιος περισ σ ότερο ευαίσ θητος από μέν α ίσ ως ν α θορυβηθεί από την επίσ κεψ ή σ ας, δρ Κλ άιν . Καταλ αβαίν ετε τι εν ν οώ;»
«Θέλ ω απλ ώς τα ον όματα». Ο Ντάν καν Μπέλ εϊ σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό. «Γιατί όχ ι; Έτσ ι κι αλ λ ιώς πολ ύ σ ύν τομα θα είν αι σ το περιοδικό ψ υχ ολ ογ ίας. Θέλ ετε ν α σ ας τα γ ράψ ω; Μπορώ ν α σ ας δώσ ω και τις διευθύν σ εις, αν αυτό βοηθά. Να σ ας απαλ λ άξω και από περισ σ ότερο κόπο». Ξεκουλ ουριάσ τηκε από την πολ υθρόν α του με γ ατίσ ια ευκιν ησ ία και διέσ χ ισ ε με αν άλ αφρο βήμα το δωμάτιο.
Πεν τέμισ ι ώρες αργ ότερα, η Φρίν τα βρισ κόταν σ ε έν α αεροπλ άν ο. Η αεροπορική κράτησ η της τελ ευταίας σ τιγ μής ήταν απελ πισ τικά ακριβή· ο χ ρόν ος της παραμον ής της εκεί που πήγ αιν ε θα ήταν δυσ αν άλ ογ α λ ίγ ος· και, πάν ω απ’ όλ α, φοβόταν τις αεροπορικές πτήσ εις, τις οποίες μάλ ισ τα είχ ε σ υσ τηματικά αποφύγ ει επί μία περίπου δεκαετία. Κάθισ ε σ ε μια θέσ η σ το φτερό και παρήγ γ ειλ ε τοματοχ υμό. Η γ υν αίκα που καθόταν δίπλ α της ροχ άλ ιζε ελ αφρά. Η Φρίν τα καθόταν με τη ράχ η σ τητή και καιγ όταν ολ όκλ ηρη από τρόμο: τρόμο επειδή πετούσ ε, επειδή ο Ντιν Ριβ ήταν ακόμη ζων ταν ός, επειδή γ ν ώριζε πια πώς ήταν ν α πεθαίν εις, επειδή χ αιρόταν υπερβολ ικά που θα ξανάβλ επε τον Σάντι και το να νοιάζεσαι τόσο πολ ύ είναι επικίνδυνο. Είναι
ασ φαλ έσ τερο ν α είσ αι μόν η σ ου. Όταν ο Φίαρμπι τηλ εφών ησ ε σ τη Βαν έσ α Ντέιλ , εκείν η του είπε πως είχ ε αλ λ άξει τόπο διαμον ής εδώ και χ ρόν ια. Τώρα ζούσ ε σ το Λιν τς. Εργ αζόταν σ ε έν α φαρμακείο. Ο Φίαρμπι είπε πως δεν υπήρχ ε πρόβλ ημα και θα μπορούσ ε ο ίδιος ν α πάει ν α την επισ κεφτεί. Είχ ε κάποια ώρα διάλ ειμμα από τη δουλ ειά της; Α, και κάτι ακόμη. Μήπως της βρισ κόταν κάποια δική της φωτογ ραφία από εκείν η την εποχ ή; Θα μπορούσ ε ν α τη φέρει μαζί της; Τη σ υν άν τησ ε έξω σ το πεζοδρόμιο και βάδισ ε μαζί της ως έν α καφέ λ ίγ ες πόρτες πιο πέρα. Παρήγ γ ειλ ε τσ άι γ ια τον ίδιο και γ ια την κοπέλ α έν α είδος καφέ μ’ έν α εξωτικό όν ομα. Παρόλ ο που ήταν το μικρότερο μέγ εθος, το αφρώδες παρασ κεύασ μα έμοιαζε αρκετό γ ια τέσ σ ερα άτομα. Η Βαν έσ α Ντέιλ φορούσ ε μια σ κούρα κόκκιν η φούσ τα επάν ω από χ ον τρό καλ σ όν , μυτερές μπότες και μια μπλ ούζα με φωτειν ά σ χ έδια. Ο Φίαρμπι παρατήρησ ε πως είχ ε έν α καρτελ άκι με το όν ομά της ακριβώς σ το ύψ ος του αρισ τερού της σ τήθους. Έβγ αλ ε την πέν α και το σ ημειωματάριό του. Νομίζεις πάν τοτε ότι θα τα θυμάσ αι όλ α, όμως τελ ικά αυτό δεν σ υμβαίν ει. Γι’ αυτό και κατέγ ραφε πια τα πάν τα βάζον τας και την ημερομην ία σ ε κάθε
εν ότητα. «Σ’ ευχ αρισ τώ γ ια το χ ρόν ο σ ου», της είπε. «Καν έν α πρόβλ ημα», αποκρίθηκε εκείν η. «Μήπως κατόρθωσ ες ν α βρεις εκείν η την παλ ιά φωτογ ραφία;» τη ρώτησ ε. Άν οιξε το πορτοφόλ ι της και έβγ αλ ε δυο φωτογ ραφίες ταυτότητας, που είχ αν κοπεί με ψ αλ ίδι από έν α σ ετ τεσ σ άρων . Ο Φίαρμπι κοίταξε τις φωτογ ραφίες κι έπειτα σ ήκωσ ε το βλ έμμα του σ τη ζων ταν ή κοπέλ α δίπλ α του. Η παλ ιότερη Βαν έσ α ήταν πιο παχ ουλ ή σ το πρόσ ωπο και τα μαλ λ ιά της ήταν μακριά και σ κούρα. «Μπορώ ν α κρατήσ ω τη φωτογ ραφία;» ρώτησ ε. «Δ εν τη χ ρειάζομαι», του είπε. «Κάποιος μου τηλ εφών ησ ε», σ υν έχ ισ ε ο Φίαρμπι. «Κάποιος από την ασ τυν ομία. Μου είπε ότι απευθυν θήκατε σ την ασ τυν ομία σ τις 1 3 Ιουλ ίου του 2004. Αλ ηθεύει αυτό;» «Απευθύν θηκα σ την ασ τυν ομία μία φορά, πριν από χ ρόν ια. Δ εν θυμάμαι την ημερομην ία». «Για ποιο λ όγ ο τους καλ έσ ατε;» «Κάποιος με έκαν ε ν α φοβηθώ πολ ύ. Τηλ εφών ησ α σ την ασ τυν ομία γ ια ν α τους εν ημερώσ ω γ ι’ αυτό». «Θα μπορούσ ατε ν α μου πείτε τι ακριβώς σ υν έβη;»
Η Βαν έσ α τον κοίταξε καχ ύποπτα. «Τι σ ημαίν ουν όλ α αυτά;» «Σας είπα. Γράφω μια ισ τορία. Αλ λ ά το όν ομά σ ας δεν πρόκειται ν α αν αφερθεί πουθεν ά». «Τώρα ακούγ εται αν όητο», είπε η Βαν έσ α, «τότε όμως ήταν πραγ ματικά αν ατριχ ιασ τικό. Επέσ τρεφα από μια βόλ τα σ τα κατασ τήματα, σ την περιοχ ή όπου έμεν αν οι γ ον είς μου. Υ πήρχ ε έν α μέρος γ εμάτο θάμν ους και αγ ριόχ ορτα. Τώρα είν αι έν α βεν ζιν άδικο εκεί. Ξαφν ικά σ ταμάτησ ε έν α αυτοκίν ητο. Έν ας άν τρας με ρώτησ ε γ ια κάποιο δρόμο. Έπειτα βγ ήκε από το αυτοκίν ητο και με άρπαξε. Τύλ ιξε το χ έρι του γ ύρω από το λ αιμό μου. Τον χ τύπησ α και ούρλ ιαξα και το έβαλ α σ τα πόδια. Η μητέρα μου με έβαλ ε ν α τηλ εφων ήσ ω σ την ασ τυν ομία. Δ υο ασ τυν ομικοί πέρασ αν από το σ πίτι και μου έκαν αν μερικές ερωτήσ εις γ ια το περισ τατικό. Αυτό ήταν όλ ο». «Και δεν αν αφέρθηκε καθόλ ου σ τη δίκη». «Ποια δίκη;» «Στη δίκη του Τζορτζ Κόν λ εϊ». Τον κοίταξε με άδειο βλ έμμα. «Θυμάσ τε τη δολ οφον ία της Χέιζελ Μπάρτον ;» «Όχ ι». Ο Φίαρμπι έμειν ε σ κεφτικός γ ια έν α λ επτό. Μήπως ακολ ουθούσ ε λ άθος ίχ ν η;
«Τι θυμάσ τε από εκείν ο το περισ τατικό;» «Μα έχ ουν περάσ ει χ ρόν ια». «Όμως έν ας άν τρας προσ πάθησ ε ν α σ ας απαγ άγ ει», επέμειν ε ο Φίαρμπι. «Θα πρέπει ν α ήταν μια εμπειρία που δύσ κολ α θα ξεχ ν ούσ ε μια γ υν αίκα». «Ήταν πραγ ματικά τρομακτικό και παράξεν ο», αποκρίθηκε η Βαν έσ α. «Αυτό που σ υν έβη έμοιαζε με όν ειρο, με εφιάλ τη. Ξέρετε, όπως όταν βλ έπεις έν α πραγ ματικά τρομακτικό όν ειρο κι έπειτα ξυπν άς και μόλ ις και μετά βίας το θυμάσ αι. Θυμάμαι έν αν άν τρα που φορούσ ε κοσ τούμι». «Ήταν ηλ ικιωμέν ος ή ν έος;» «Δ εν ξέρω. Δ εν ήταν έφηβος. Και δεν ήταν γ έρος. Ήταν αρκετά δυν ατός». «Ψηλ ός ή μικρόσ ωμος;» «Στον μέσ ο όρο, περίπου. Ίσ ως λ ίγ ο ψ ηλ ότερος από εμέν α. Αλ λ ά δεν είμαι σ ίγ ουρη». «Και το αυτοκίν ητό του; Θυμάσ τε το χ ρώμα του, τη μάρκα;» Το πρόσ ωπό της σ φίχ τηκε σ ε μια ολ οφάν ερη προσ πάθεια ν α σ υγ κεν τρωθεί γ ια ν α αν ακαλ έσ ει σ τη μν ήμη της το σ υμβάν . «Ασ ημί, ν ομίζω. Αλ λ ά πάλ ι, μπορεί και ν α το λ έω αυτό επειδή τα περισ σ ότερα αυτοκίν ητα έχ ουν αυτό το χ ρώμα. Ειλ ικριν ά, δεν μπορώ ν α θυμηθώ
τίποτα με βεβαιότητα. Λυπάμαι». «Υ πάρχ ει κάτι άλ λ ο που θα μπορούσ ατε ν α μου πείτε;» «Λυπάμαι, όλ α ήταν θολ ά ακόμη και τότε, πόσ ο μάλ λ ον τώρα, εφτά χ ρόν ια αργ ότερα. Θυμάμαι πως υπήρχ ε εκείν ος ο άν τρας και την αίσ θησ η του χ εριού του σ το λ αιμό μου, και το αυτοκίν ητο ν α μαρσ άρει και ν α μαρσ άρει, κι αυτό είν αι όλ ο». Ο Φίαρμπι κατέγ ραψ ε τα πάν τα –όπως ακριβώς του τα είπε η Βαν έσ α– σ το σ ημειωματάριό του. «Και εκείν ος δεν είπε απολ ύτως τίποτα;» «Όπως σ ας είπα, σ την αρχ ή ζήτησ ε κάποιες πλ ηροφορίες. Ίσ ως ν α έλ εγ ε κάτι τη σ τιγ μή που με είχ ε αρπάξει από το λ αιμό. Δ εν θυμάμαι». «Και δεν είχ ατε έπειτα ν έα από την ασ τυν ομία;» «Ούτε και περίμεν α ν α έχ ω». Ο Φίαρμπι έκλ εισ ε το σ ημειωματάριό του. «Τα καταφέρατε πολ ύ καλ ά», της είπε. Εκείν η έδειξε σ ασ τισ μέν η. «Τι εν ν οείτε;» «Παλ έψ ατε και τον απωθήσ ατε». «Αλ λ ά δεν ήταν έτσ ι», αποκρίθηκε η κοπέλ α. «Ήταν σ αν ν α μην ήμουν εγ ώ. Σαν ν α παρακολ ουθούσ α τον εαυτό μου σ την τηλ εόρασ η». Σήκωσ ε από το τραπέζι το κιν ητό της τηλ έφων ο κι έριξε μια ματιά σ την ώρα. «Τώρα
πρέπει ν α επισ τρέψ ω σ τη δουλ ειά μου».
21 Η Φρίν τα δεν γ ν ώριζε τη Νέα Υ όρκη· γ ια εκείν η ήταν κάτι το αφηρημέν ο, μια πόλ η από σ κιές, σ ύμβολ α και ατμό που σ ηκων όταν από τους υπον όμους· έν α μέρος όπου κόσ μος κατέφταν ε σ υν εχ ώς γ ια ν α διασ κορπισ τεί μέσ α σ το πλ ήθος. Της άρεσ ε που προσ γ ειώθηκε εκεί όσ ο ήταν ακόμη σ κοτάδι, αν και η αυγ ή ξεπρόβαλ λ ε σ ιγ άσ ιγ ά με μια λ ωρίδα φωτός. Όμως όλ α ήταν ακόμη κρυμμέν α από τα μάτια της, απλ ώς έν α κιν ούμεν ο σ χ έδιο από ογ κώδη κτίρια και φώτα που τρεμόπαιζαν , και η ζωή ν α της ξεγ λ ισ τρά πίσ ω από τα παράθυρα. Πολ ύ σ ύν τομα θα έβλ επε αυτή τη ζωή ν α ξετυλ ίγ εται ξεκάθαρη μπροσ τά της και το μυσ τήριό της ν α διαλ ύεται σ το φως. Δ εν είχ ε πει σ τον Σάν τι πως θα ερχ όταν επειδή δεν το γ ν ώριζε ούτε η ίδια. Ήταν πολ ύ ν ωρίς το πρωί· εκείν ος θα ήταν ακόμη σ το κρεβάτι. Έτσ ι η Φρίν τα έκαν ε αυτό που έκαν ε πάν τοτε όταν έν ιωθε αβεβαιότητα: άρχ ισ ε ν α βαδίζει ακολ ουθών τας το χ άρτη που είχ ε αγ οράσ ει, μέχ ρι που έφτασ ε τελ ικά σ τη Γέφυρα του Μπρούκλ ιν και έβλ επε πίσ ω της τη γ ραμμή του ορίζον τα του Μαν χ άταν , που ήταν
σ υγ χ ρόν ως οικεία και ξέν η. Η Φρίν τα σ κέφτηκε το δικό της σ τεν ό σ πιτάκι και τα δρομάκια ολ όγ υρά του. Εκεί ήξερε πάν τοτε πότε τα παραθυρόφυλ λ α κάποιου κατασ τήματος είχ αν μόλ ις βαφτεί ή πότε έν α πλ ατάν ι είχ ε κλ αδευτεί. Πίσ τευε ότι θα μπορούσ ε ν α βρει το δρόμο γ ια την πόρτα της ακόμη και σ τα τυφλ ά. Ξαφν ικά έν ιωσ ε σ χ εδόν ν οσ ταλ γ ία γ ια το σ πίτι της και δεν μπορούσ ε πια ν α καταλ άβει τι είδους παρόρμησ η ήταν αυτή που την είχ ε φέρει εκεί πέρα. Γύρω σ τις εφτά βρισ κόταν πια σ τη γ ειτον ιά του Σάν τι, όμως δίσ ταζε ν α τον ξυπν ήσ ει ακόμη. Η ημέρα ήταν δροσ ερή και σ υν ν εφιασ μέν η, με έν αν σ φοδρό άν εμο που προμήν υε βροχ ή. Ακόμη και ο αέρας μύριζε διαφορετικά εκεί. Αν έβηκε το δρόμο του Σάν τι μέχ ρι που έφτασ ε σ ε έν α μικρό καφέ. Παρήγ γ ειλ ε καφέ και κάθισ ε ν α τον πιει σ ε έν α από τα μεταλ λ ικά τραπεζάκια δίπλ α σ το παράθυρο που έβλ επε έξω σ το δρόμο. Κρύων ε, ήταν κουρασ μέν η και πλ ημμυρισ μέν η από μια βαριά και ακαθόρισ τη αν ησ υχ ία. Δ εν μπορούσ ε ν α ξεκαθαρίσ ει μέσ α της αν το αίσ θημα αυτό προερχ όταν από τα σ υμβάν τα των τελ ευταίων εβδομάδων ή από το γ εγ ον ός πως βρισ κόταν εκεί, έτοιμη ν α ξαν αδεί τον Σάν τι. Της είχ ε λ είψ ει τόσ ο πολ ύ, κι όμως τώρα δεν μπορούσ ε ούτε ν α φαν τασ τεί πως θα τον ξαν άβλ επε. Τι θα
έλ εγ αν ο έν ας σ τον άλ λ ο και τι θα μπορούσ ε ν α είν αι ισ άξιο της έν τασ ης του αποχ ωρισ μού τους; Ξαφν ικά της πέρασ ε από το μυαλ ό, με μια δύν αμη που την έκαν ε ν α μορφάσ ει σ αν ν α είχ ε δεχ τεί έν α σ κλ ηρό χ τύπημα σ το σ τομάχ ι που της έκοψ ε την αν άσ α, η σ κέψ η πως ίσ ως είχ ε πάει εκεί γ ια ν α δώσ ει έν α τέλ ος σ τη σ χ έσ η της με τον Σάν τι. Από τη σ τιγ μή που της πέρασ ε από το ν ου αυτή η σ κέψ η, έν ιωσ ε ν α τη βαραίν ει σ το σ τομάχ ι της σ αν μολ ύβι. Αλ λ ά τότε τι σ ήμαιν ε όλ ο αυτό; Η μικρή αίθουσ α του καφέ γ έμισ ε με αν θρώπους. Έξω άρχ ισ ε ν α ψ ιλ οβρέχ ει πιτσ ιλ ίζον τας τα παράθυρα, έτσ ι που οι μορφές των αν θρώπων σ το δρόμο έγ ιν αν θαμπές και κυματισ τές. Έν ιωθε σ αν ν α βρισ κόταν μακριά από τον ίδιο της τον εαυτό – εκεί αλ λ ά όχ ι εκεί, ολ ομόν αχ η σ ε μια πόλ η ξέχ ειλ η από κόσ μο, αόρατη. Ο γ κρίζος ουραν ός την έκαν ε ν α αισ θάν εται σ αν ν α βρισ κόταν κάτω από το ν ερό και όλ ο αυτό το ταξίδι ήταν σ αν ν α γ ιν όταν μέσ α σ ε έν α καλ ειδοσ κόπιο. Ίσ ως έπρεπε ν α φύγ ει προτού σ υμβεί οτιδήποτε, και ν α προσ ποιηθεί πως δεν βρέθηκε ποτέ εκεί πέρα. Καθώς ο Σάν τι περν ούσ ε από εκεί πηγ αίν ον τας γ ια το φούρν ο απ’ όπου αγ όραζε κάθε μέρα φρεσ κοψ ημέν α κεκάκια γ ια το πρωιν ό του, το
βλ έμμα του έπεσ ε γ ια μια σ τιγ μή σ την πρόσ οψ η του μικρού καφέ κι έπειτα αποτραβήχ τηκε πάλ ι. Πρόλ αβε όμως με την άκρη του ματιού του ν α δει έν α πρόσ ωπο που κάτι του θύμιζε – και μετά ξαν ακοίταξε προς τα εκεί και, μέσ α από τις σ ταγ όν ες της βροχ ής, την είδε τελ ικά. Ναι, η Φρίν τα καθόταν εκεί με το πιγ ούν ι σ τηριγ μέν ο σ το έν α της χ έρι και κοιτούσ ε ευθεία μπροσ τά της. Για μια σ τιγ μή, ο Σάν τι αν αρωτήθηκε μήπως ον ειρευόταν ακόμη. Έπειτα, σ αν ν α έν ιωσ ε το βλ έμμα του, η Φρίν τα έσ τρεψ ε το πρόσ ωπό της προς το μέρος του. Τα βλ έμματά τους σ υν αν τήθηκαν τότε. Εκείν η του χ άρισ ε έν α αμυδρό χ αμόγ ελ ο, σ τράγ γ ιξε βιασ τικά το φλ ιτζάν ι με τον καφέ της κι έπειτα σ ηκώθηκε και βγ ήκε έξω σ το δρόμο. Ο Σάν τι είδε πόσ ο πολ ύ κούτσ αιν ε ακόμη, πόσ ο κουρασ μέν η έδειχ ν ε. Η καρδιά του αν απήδησ ε. Από τους ώμους της κρεμόταν έν α μικρό δερμάτιν ο σ ακίδιο, δεν είχ ε όμως άλ λ ες αποσ κευές. «Για όν ομα του Θεού, τι κάν εις εδώ;» «Προφαν ώς ήρθα γ ια ν α δω εσ έν α». «Για όν ομα του Θεού», επαν έλ αβε εκείν ος, ακόμη ξαφν ιασ μέν ος από την αν απάν τεχ η σ υν άν τησ η. «Μόλ ις ετοιμαζόμουν ν α σ ου τηλ εφων ήσ ω. Δ εν ήθελ α ν α σ ε ξυπν ήσ ω».
«Αφού με ξέρεις». Έτριψ ε το αξύρισ το μάγ ουλ ό του και την κοίταξε. «Πάν τα ξυπν ώ ν ωρίς. Τι ώρα είν αι τώρα γ ια σ έν α;» «Δ εν ξέρω. Τώρα πια είμαι εν τελ ώς εκτός ώρας». «Ώσ τε λ οιπόν , καθόσ ουν απλ ώς εδώ και περίμεν ες;» «Ναι. Τι έχ εις σ τη σ ακούλ α;» «Πρωιν ό. Θα ήθελ ες λ ίγ ο;» «Ναι, θα μου άρεσ ε». «Όμως, Φρίν τα–» «Τι; Μήπως έχ εις κάποια άλ λ η γ υν αίκα σ το διαμέρισ μά σ ου;» Ο Σάν τι άφησ ε έν α τρεμουλ ιασ τό γ έλ ιο ν α του ξεφύγ ει. «Όχ ι. Δ εν υπάρχ ει άλ λ η γ υν αίκα σ το διαμέρισ μά μου αυτή τη σ τιγ μή». Όταν έφτασ αν , της έλ υσ ε τη ζών η του αδιάβροχ ου και της το έβγ αλ ε γ ια ν α το κρεμάσ ει δίπλ α σ το δικό του. Της άρεσ ε ο τρόπος του ν α τη φρον τίζει με τόσ η έν ν οια. Έπειτα εκείν ος κατέβασ ε το φερμουάρ από τις μπότες της, τις τράβηξε από τα πόδια της και τις έβαλ ε τη μία δίπλ α σ την άλ λ η κον τά σ τον τοίχ ο. Την οδήγ ησ ε σ την κρεβατοκάμαρά του, όπου έκλ εισ ε τις λ επτές καφέ κουρτίν ες ώσ τε το φως σ το δωμάτιο ν α γ ίν ει
μουν τό και αμυδρό. Το παράθυρο ήταν ελ άχ ισ τα αν οιχ τό και η Φρίν τα μπορούσ ε ν ’ ακούσ ει τους θορύβους του δρόμου· μια καιν ούρια ημέρα ξεκιν ούσ ε. Έν ιωθε το κορμί της μαλ ακό και ν ωθρό – πόθος και κόπωσ η και τρόμος δεμέν α μεταξύ τους, μέχ ρι που πια δεν ήξερε ν α τα ξεχ ωρίσ ει. Ο Σάν τι της έβγ αλ ε τα ρούχ α και τα απόθεσ ε σ την ξύλ ιν η καρέκλ α, αφού πρώτα τα δίπλ ωσ ε· έπειτα ξεκούμπωσ ε το λ επτό περιδέραιο που φορούσ ε η Φρίν τα και το ακούμπησ ε σ το περβάζι του παραθύρου. Δ ιέτρεξε με τα χ έρια του τις ουλ ές της, επάν ω σ το κουρασ μέν ο, τραυματισ μέν ο και εξουθεν ωμέν ο από την πτήσ η κορμί της. Η Φρίν τα όλ η εκείν η την ώρα τον κοιτούσ ε με σ ταθερό βλ έμμα, σ χ εδόν και με κάποια περιέργ εια, σ αν ν α έπαιρν ε κάποια απόφασ η. Ο Σάν τι ήθελ ε ν α αγ ν οήσ ει εκείν ο το εξον υχ ισ τικό βλ έμμα, αλ λ ά δεν μπορούσ ε. Αργ ότερα η Φρίν τα έκαν ε έν α ν τους εν ώ εκείν ος της ετοίμαζε καφέ, δυν ατό και καυτό. Τον ήπιε σ το κρεβάτι, με το λ επτό σ εν τόν ι τραβηγ μέν ο επάν ω της. «Πώς και αποφάσ ισ ες έτσ ι ξαφν ικά ν α έρθεις;» «Δ εν ξέρω». «Πόσ ο θα μείν εις;»
«Μέχ ρι αύριο». «Αύριο!» «Ναι». «Τότε πρέπει ν α αξιοποιήσ ουμε όσ ο καλ ύτερα μπορούμε το χ ρόν ο που έχ ουμε». Η Φρίν τα αποκοιμήθηκε, όμως τόσ ο ελ αφρά ώσ τε μπορούσ ε ν ’ ακούσ ει τον Σάν τι που έκαν ε τηλ εφων ήματα από το διπλ αν ό δωμάτιο γ ια ν α ακυρώσ ει δουλ ειές, εν ώ σ υγ χ ρόν ως ο θόρυβος του δρόμου εισ έβαλ λ ε σ τα όν ειρά της. Μετά έκαν αν έν αν περίπατο σ τη γ ειτον ιά, αγ όρασ αν μερικά μαγ ειρικά σ κεύη γ ια το διαμέρισ μα του Σάν τι και έφαγ αν έν α καθυσ τερημέν ο μεσ ημεριαν ό γ εύμα σ ε έν α καφέ. Ο Σάν τι μιλ ούσ ε γ ια τη δουλ ειά του, γ ια αν θρώπους που είχ ε γ ν ωρίσ ει, γ ια το Μπρούκλ ιν , γ ια τα καλ οκαιριν ά τους σ χ έδια. Έκαν ε ασ τείες μιμήσ εις κάποιων σ υν αδέλ φων του, έπαιξε αυτοσ χ έδια σ εν άρια, και η Φρίν τα θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον σ υν άν τησ ε. Τον είχ ε περάσ ει γ ια έν αν ακόμη από τους τυπικούς γ ιατρούς –ίσ ως έν α χ ειρουργ ό, είχ ε χ έρια χ ειρουργ ού– γ εμάτο αυτοπεποίθησ η, αξιαγ άπητο, γ οητευτικό όταν ήθελ ε, και ίσ ως λ ίγ ο ο τύπος του άν τρα που αρέσ ει σ τις κυρίες ν α σ υν αν ασ τρέφον ται. Κάποιος που δεν θα μπορούσ ε ν α κιν ήσ ει το εν διαφέρον της.
Αλ λ ά μετά άκουσ ε εκείν ο το ζωηρό δυν ατό γ έλ ιο του και είδε πώς το χ αμόγ ελ ό του μπορούσ ε ν α είν αι άγ ρια σ αρδόν ιο. Μερικές φορές μπορούσ ε ν α είν αι απόμακρος και ο θυμός τον έκαν ε πάν τοτε επιφυλ ακτικό και απρόσ ιτο, άλ λ ες φορές όμως είχ ε μια τρυφερότητα σ χ εδόν γ υν αικεία. Της μαγ είρευε γ εύματα με ιδιαίτερη προσ οχ ή σ την κάθε λ επτομέρεια· απολ άμβαν ε το κουτσ ομπολ ιό· έχ ων ε το σ εν τόν ι κάτω από το σ τρώμα με ν οικοκυρίσ τικη σ χ ολ ασ τικότητα, όπως προφαν ώς του είχ ε μάθει η μητέρα του ν α κάν ει τότε που ήταν μικρός και, σ ύμφων α με τα λ εγ όμεν α του ίδιου, αφάν τασ τα ν τροπαλ ός. Μόν ο όταν η Φρίν τα είχ ε πια χ αλ αρώσ ει και ξεκουρασ τεί της έκαν ε κάποιες ερωτήσ εις. Η Φρίν τα του μίλ ησ ε γ ια την οικογ έν εια Λέν οξ, του είπε τα ν έα των φίλ ων της. Είχ αν και οι δυο τους σ υν είδησ η του γ εγ ον ότος πως κάτι πλ αν ιόταν σ τον ορίζον τα μπροσ τά τους, κάποιο θέμα που έπρεπε ν α σ υζητήσ ουν , και τώρα έκαν αν προσ εκτικά κύκλ ους γ ύρω του περιμέν ον τας. «Και όλ η αυτή η ισ τορία με την εφημερίδα;» τη ρώτησ ε. «Δ εν θέλ ω ν α μιλ ήσ ω γ ι’ αυτήν ». «Εγ ώ όμως θέλ ω. Ήρθες εδώ μόν ο γ ια είκοσ ι τέσ σ ερις ώρες. Πρέπει ν α μιλ ήσ ουμε γ ια πράγ ματα
σ αν αυτό». «Πρέπει;» «Μην πας ν α με εκφοβίσ εις με αυτό τον τόν ο σ τη φων ή σ ου, δρ Φρίν τα Κλ άιν ». «Δ εν μου αρέσ ει καθόλ ου όλ η αυτή η ισ τορία. Αυτό ήθελ ες ν ’ ακούσ εις;» «Νιώθεις ταπειν ωμέν η;» «Νιώθω εκτεθειμέν η». «Πόσ ο μάλ λ ον που θέλ εις πάν τοτε ν α είσ αι αόρατη. Θύμωσ ες με όλ ο αυτό;» «Όχ ι όπως ο Ρούμπεν ». Η αν άμν ησ η την έκαν ε ν α γ ελ άσ ει. «Ε λ οιπόν , αυτός θύμωσ ε πραγ ματικά. Και είν αι ακόμη θυμωμέν ος». «Και μήπως έν ιωσ ες ότι σ ε κάποιο σ ημείο δεν αν τέδρασ ες σ ωσ τά;» Η Φρίν τα τον κοίταξε βλ οσ υρά, αλ λ ά εκείν ος περίμεν ε υπομον ετικά. «Δ εν ν ομίζω», του είπε τελ ικά. «Ίσ ως όμως ν α έχ ω αν άγ κη ν α ν ιώσ ω πως είχ α δίκιο, αλ λ ιώς θα ήταν υπερβολ ικά οδυν ηρό. Ειλ ικριν ά, όμως, δεν πισ τεύω ότι αν τέδρασ α λ άθος. Ο άν θρωπος που ήρθε ν α με δει ήταν έν ας τσ αρλ ατάν ος. Δ εν ήταν ψ υχ οπαθής, προσ ποιούν ταν απλ ώς πως είν αι. Για ποιο λ όγ ο λ οιπόν ν α τον έπαιρν α σ τα σ οβαρά;» «Το ήξερες όμως αυτό από την αρχ ή;» «Κατά κάποιον τρόπο, ν αι. Αλ λ ά σ την
πραγ ματικότητα το ζήτημα δεν είν αι αυτό». «Ποιο είν αι το ζήτημα;» «Το ζήτημα είν αι πως αυτό που σ υν έβη με έβαλ ε σ ε μια ισ τορία». «Τι πάει ν α πει “σ ε έβαλ ε σ ε μια ισ τορία”;» «Ο άν θρωπος που ήρθε ν α με δει σ το γ ραφείο μου, μου είπε μια ισ τορία». «Ναι, το ξέρω αυτό». «Όχ ι», είπε αν υπόμον α η Φρίν τα. «Ήταν μια ισ τορία μέσ α σ την ισ τορία που μου είπε εκείν ος, κι έν ιωσ α...» Σταμάτησ ε σ κεφτική. «Έν ιωσ α σ αν ν α με είχ αν κλ ητεύσ ει σ το καθήκον ». «Να σ ε είχ αν κλ ητεύσ ει; Να μια παράξεν η λ έξη». «Το ξέρω». «Πρέπει ν α μου το εξηγ ήσ εις». «Δ εν μπορώ». «Ποια ήταν αυτή η ισ τορία;» «Κάποιος που έκοβε τα μαλ λ ιά κάποιου άλ λ ου. Μια αίσ θησ η δύν αμης και τρυφερότητας σ υγ χ ρόν ως. Κάτι δυσ οίων ο και σ εξουαλ ικό. Όλ α τα άλ λ α ήταν απάτη, κίβδηλ α, όμως αυτό έμοιαζε αυθεν τικό». «Και έν ιωσ ες ν α... σ ε κλ ητεύει;» Ο Σάν τι την κοιτούσ ε με μια αν ήσ υχ η έκφρασ η σ το πρόσ ωπό του, που η Φρίν τα τη βρήκε εξοργ ισ τική. Έσ τρεψ ε αλ λ ού το βλ έμμα της.
«Ναι, έτσ ι ακριβώς έν ιωσ α». «Αλ λ ά ν α σ ε κλ ητεύει σε τι;» «Δ εν θα καταλ άβαιν ες». «Δ οκίμασ έ με». «Όχ ι τώρα, Σάν τι». Έφαγ αν σ ε μια μικρή ψ αροταβέρν α κον τά σ το διαμέρισ μα του Σάν τι. Η βροχ ή είχ ε πια σ ταματήσ ει και ο άν εμος είχ ε κοπάσ ει. Ο αέρας μύριζε πιο φρέσ κος. Η Φρίν τα φορούσ ε έν α πουκάμισ ο του Σάν τι και το λ ιν ό παν τελ όν ι της. Αν άμεσ ά τους υπήρχ ε έν α κερί, μια μποτίλ ια λ ευκό κρασ ί, κομμάτια ψ ωμιού και λ άδι ελ ιάς. Ο Σάν τι μίλ ησ ε σ τη Φρίν τα γ ια τον πρώτο του γ άμο – και πώς κατέλ ηξε ν α είν αι μια αν ούσ ια σ χ έσ η αν ταγ ων ισ μού. Ήθελ αν διαφορετικά πράγ ματα. «Και ποια ήταν αυτά τα διαφορετικά πράγ ματα;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Φαν ταζόμασ ταν το μέλ λ ον με εν τελ ώς διαφορετικό τρόπο ο καθέν ας», αποκρίθηκε ο Σάν τι σ τρέφον τας αλ λ ού το βλ έμμα του. Η Φρίν τα τον κοίταξε εξετασ τικά. «Εσ ύ ήθελ ες παιδιά;» «Ναι». Μια μικρή αλ λ ά βαριά σ ιωπή κρεμάσ τηκε μετέωρη αν άμεσ ά τους.
«Και τώρα;» τον ρώτησ ε πάλ ι η Φρίν τα. «Τώρα θέλ ω εσ έν α. Τώρα φαν τάζομαι έν α μέλ λ ον μαζί σ ου». Στις τρεις τα ξημερώματα, την ώρα που είν αι όσ ο περισ σ ότερο σ κοτειν ά και σ ιωπηλ ά γ ίν εται γ ια μια μεγ αλ ούπολ η, η Φρίν τα ακούμπησ ε το χ έρι της σ τον ώμο του Σάν τι. «Τι είν αι;» μουρμούρισ ε εκείν ος γ υρν ών τας προς το μέρος της. «Υ πάρχ ει κάτι που θα έπρεπε ν α σ ου πω». «Να αν άψ ω το φως;» «Όχ ι. Είν αι καλ ύτερα σ τα σ κοτειν ά. Αν αρωτήθηκα μήπως θα έπρεπε ν α τελ ειώσ ουμε αυτή τη σ χ έσ η». Ακολ ούθησ ε μια σ τιγ μή σ ιωπής. Έπειτα εκείν ος είπε, σ χ εδόν οργ ισ μέν ος: «Ώσ τε λ οιπόν , τη σ τιγ μή της κορύφωσ ης της αγ άπης και της εμπισ τοσ ύν ης αν άμεσ ά μας, εσ ύ σ κέφτεσ αι ν α με αφήσ εις;» Η Φρίν τα δεν αποκρίθηκε. «Δ εν σ ε είχ α γ ια δειλ ή», της είπε. Η Φρίν τα εξακολ ουθούσ ε ν α μέν ει πλ αγ ιασ μέν η δίπλ α του, αμίλ ητη. Οι λ έξεις έμοιαζαν αν ώφελ ες. «Και τι απάν τησ η έδωσ ες σ τον εαυτό σ ου;» τη ρώτησ ε ύσ τερα από λ ίγ ο. «Δ εν έδωσ α καμία απάν τησ η».
«Γιατί, Φρίν τα;» «Επειδή δεν είμαι καλ ή γ ια καν έν αν ». «Άφησ έ με ν α το αποφασ ίσ ω εγ ώ αυτό». «Είμαι γ εμάτη δυσ κολ ίες και σ τεν οχ ώρια». «Ναι». Η φων ή του ήταν πάλ ι μαλ ακή μέσ α σ το σ κοτάδι και το χ έρι του ακουμπούσ ε ζεσ τό επάν ω σ το μηρό της. Μπορούσ ε ν α ν ιώσ ει την αν άσ α του σ τα μαλ λ ιά της. «Ο Ντιν είν αι ακόμη εκεί έξω. Είχ ε πάει σ τον τάφο του πατέρα μου–» «Τι πράγ μα; Πώς το ξέρεις;» «Δ εν έχ ει σ ημασ ία τώρα αυτό. Σημασ ία έχ ει ότι το ξέρω. Κι εκείν ος θέλ ει ν α ξέρω». «Είσ αι σ ίγ ουρη ότι–» Η Φρίν τα έκαν ε μια χ ειρον ομία αν υπομον ησ ίας κι εκείν ος σ ταμάτησ ε απότομα. «Ναι. Είμαι σ ίγ ουρη». «Αυτό είν αι φριχ τό και αφάν τασ τα αν ησ υχ ητικό. Όμως ο Ντιν δεν μπορεί ν α μπει αν άμεσ ά μας. Για ποιο λ όγ ο ν α θέλ εις ν α διακόψ εις τη σ χ έσ η μας εξαιτίας εν ός ψ υχ οπαθούς;» «Όταν είπα προηγ ουμέν ως ότι ν ιώθω σ αν ν α με έχ ουν κλ ητεύσ ει…» «Ναι;» «Είν αι κάπως σ αν ν α βυθίζομαι σ τον κάτω κόσ μο».
«Σε ποιον κάτω κόσ μο; Τον δικό σ ου;» «Δ εν ξέρω». «Τότε, Φρίν τα, μην κατεβαίν εις εκεί κάτω. Ήταν μια αν όητη ισ τορία. Είν αι η ψ υχ ική σ ου διάθεσ η που σ ε παρασ ύρει, το τραύμα που πέρασ ες. Δ εν είν αι κάτι λ ογ ικό. Εκλ αμβάν εις λ αν θασ μέν α την κατάθλ ιψ ή σ ου σ αν πραγ ματικότητα». «Είν αι πολ ύ εύκολ ο ν α το λ ες». «Μπορώ ν α σ ε ρωτήσ ω κάτι χ ωρίς ν α σ ε κάν ω ν α κλ εισ τείς σ τον εαυτό σ ου;» «Σε ακούω». «Όταν ο πατέρας σ ου αυτοκτόν ησ ε και τον βρήκες εσ ύ…» Την έν ιωσ ε ν α γ ίν εται άκαμπτη δίπλ α του. «Ήσ ουν δεκαπέν τε ετών τότε. Μίλ ησ ες σ ε καν έν αν γ ι’ αυτό;» «Όχ ι». «Κι από τότε μέχ ρι σ ήμερα;» «Όχ ι ιδιαίτερα». «Όχ ι ιδιαίτερα. Δ εν ν ομίζεις ότι όλ α αυτά...» Έκαν ε μια αόρισ τη χ ειρον ομία. «Όλ α αυτά, σ χ ετικά με τον Ντιν , τη σ υν εργ ασ ία σ ου με την ασ τυν ομία, αυτή την καιν ούρια ιδέα που έχ εις τώρα γ ια κάποιου είδους κλ ήτευσ η από κάποια ισ τορία – όλ α αυτά σ την πραγ ματικότητα έχ ουν σ χ έσ η μ’ εσ έν α ως έφηβη ν α βρίσ κεις τον πατέρα σ ου κρεμασ μέν ο από έν α δοκάρι; Να μην προλ αβαίν εις
ν α τον σ ώσ εις. Και αυτό θα έπρεπε ν α σ ε προβλ ηματίζει τώρα, αν τί το πώς θα δεσ μευτείς σ ε μία ακόμη αποσ τολ ή διάσ ωσ ης». «Σας ευχ αρισ τώ, γ ιατρέ. Αλ λ ά ο Ντιν είν αι αλ ηθιν ός. Η Ρουθ Λέν οξ ήταν αλ ηθιν ή. Κι αυτό το άλ λ ο πράγ μα…» Σταμάτησ ε και γ ύρισ ε σ το κρεβάτι αν άσ κελ α κοιτών τας το ταβάν ι. «Αυτό το άλ λ ο δεν ξέρω τι είν αι», παραδέχ τηκε. «Σταμάτα όλ α όσ α κάν εις. Μείν ε εδώ. Μείν ε μαζί μου». «Θα έπρεπε ν α είσ αι με κάποια που ν α μπορεί ν α είν αι χ αρούμεν η». Σταμάτησ ε λ ίγ ο και μετά πρόσ θεσ ε: «Και με την οποία ν α μπορείς ν α κάν εις παιδιά». «Έχ ω κάν ει την επιλ ογ ή μου». «Αλ λ ά–» «Έχ ω κάν ει την επιλ ογ ή μου. Αν θέλ εις ν α με αφήσ εις επειδή δεν με αγ απάς πια, τότε είμαι υποχ ρεωμέν ος ν α το δεχ τώ. Αλ λ ά αν θέλ εις ν α με αφήσ εις επειδή με αγ απάς κι αυτό είν αι κάτι που σ ε τρομάζει, τότε δεν πρόκειται ν α το δεχ τώ». «Άκουσ έ με». «Όχ ι». «Σάν τι–» «Όχ ι». Στηρίχ τηκε σ το έν α του μπράτσ ο και έγ ειρε από πάν ω της. «Εμπισ τέψ ου με. Άφησ έ με
ν α σ ε εμπισ τευτώ. Θα έρθω μαζί σ ου σ τον κάτω κόσ μο, αν το θέλ εις. Θα σ ε περιμέν ω σ την είσ οδό του. Αλ λ ά δεν πρόκειται ν α σ ε αφήσ ω ν α με διώξεις». «Είσ αι πολ ύ ξεροκέφαλ ος άν τρας». Τα μέλ η τους μπλ έχ τηκαν πάλ ι, το σ τόμα της εν ώθηκε με το δικό του· τα όρια των κορμιών τους δεν υπήρχ αν πια. Και σ ιγ ά σ ιγ ά το φως άρχ ισ ε ν α διαλ ύει το σ κοτάδι καθώς η αυγ ή επέσ τρεφε. Λίγ ες ώρες αργ ότερα, η Φρίν τα μάζεψ ε την οδον τόβουρτσ ά της, έλ εγ ξε το διαβατήριό της και τον χ αιρέτησ ε σ αν ν α ετοιμαζόταν ν α πάει μέχ ρι τη γ ων ία γ ια ν α αγ οράσ ει εφημερίδα. Ποτέ δεν της άρεσ αν οι αποχ αιρετισ μοί.
22 Είχ ε φτάσ ει το Σαββατοκύριακο και ο Κάρλ σ ον είχ ε ακυρώσ ει όλ ες τις δουλ ειές του ώσ τε ν α περάσ ει δύο ολ όκλ ηρες ημέρες με τον Μίκι και την Μπέλ α. Έν ιωθε έν αν πόν ο βαθιά σ το σ τήθος του γ ν ωρίζον τας ότι σ ε λ ίγ ες ημέρες τα παιδιά θα έφευγ αν πολ ύ μακριά του και δεν θα του απόμεν αν πια παρά μερικές φωτογ ραφίες επάν ω σ το γ ραφείο του που θα μπορούσ ε ν α τις κοιτά γ ια ώρες, ή αδύν αμες λ επτές φων ούλ ες από την άλ λ η άκρη της τηλ εφων ικής γ ραμμής ή και κάποιες τρεμάμεν ες εικόν ες σ το Sky pe. Κάθε λ επτό κον τά τους έμοιαζε και ήταν πολ ύτιμο. Έπρεπε ν α σ υγ κρατηθεί ώσ τε ν α μην αγ καλ ιάζει την Μπέλ α υπερβολ ικά σ φιχ τά και ν α μη χ αϊδεύει τα μαλ λ ιά του Μίκι με τόσ ο απελ πισ μέν η σ τοργ ή ώσ τε ν α κάν ει το αγ όρι ν ’ αποτραβιέται μακριά του. Τα παιδιά δεν έπρεπε ν α ξέρουν πόσ ο πολ ύ σ τεν οχ ωριόταν που έφευγ αν ή ν α ν ιώσ ουν άγ χ ος και εν οχ ές εξαιτίας του. Τα πήγ ε σ το κολ υμβητήριο σ το Αρσ γ ουέι, όπου υπήρχ ε μια ν εροτσ ουλ ήθρα σ τη μια άκρη της πισ ίν ας και μηχ αν ή τεχ ν ητών κυμάτων που τα έκαν ε ν α βγ άζουν ουρλ ιαχ τά φόβου και χ αράς
σ υγ χ ρόν ως. Τα πετούσ ε ψ ηλ ά σ τον αέρα, τα άφην ε ν α του βουλ ιάζουν το κεφάλ ι σ το ν ερό, ν α αν εβαίν ουν σ τους ώμους του. Βούτηξε σ το γ αλ αζωπό ν ερό με τα μάτια του αν οιχ τά και είδε τα κάτασ πρα ποδαράκια τους ν α κιν ούν ται πάν ωκάτω αν άμεσ α σ τα άλ λ α πόδια μέσ α σ την πισ ίν α. Τα κοίταξε καθώς έκαν αν αγ ών ες μέχ ρι τη ρηχ ή άκρη της πισ ίν ας με τα μάτια τους κόκκιν α από το χ λ ώριο. Έπειτα πήγ αν σ την παιδική χ αρά κι εκείν ος έσ πρωξε τις κούν ιες τους, γ ύρισ ε τα περισ τρεφόμεν α αλ ογ άκια μέχ ρι που ζαλ ίσ τηκε, σ ύρθηκε σ ε έν α πλ ασ τικό τούν ελ από πίσ ω τους και σ καρφάλ ωσ ε μαζί τους σ ε έν α σ ωρό από λ άσ τιχ α αυτοκιν ήτου. Τα παιδιά μου, σ κεφτόταν . Το αγ οράκι μου και το κοριτσάκι μου. Κράτησ ε σ τη μν ήμη του τα χ αμόγ ελ ά τους γ ια ν α τον σ υν τροφεύουν αργ ότερα. Αγ όρασ αν παγ ωτά και μετά πήγ αν γ ια μεσ ημεριαν ό φαγ ητό σ ε μια πιτσ αρία. Παν τού όπου έπεφτε το βλ έμμα του, του φαιν όταν πως έβλ επε χ ωρισ μέν ους πατέρες. Είχ ε κάν ει σ φάλ ματα, έδιν ε πάν τοτε προτεραιότητα σ τη δουλ ειά του πισ τεύον τας ότι δεν είχ ε άλ λ η επιλ ογ ή, και είχ ε χ άσ ει την τελ ετουργ ία της ετοιμασ ίας γ ια τον βραδιν ό ύπν ο και το πρωιν ό χ άος της ετοιμασ ίας γ ια το σ χ ολ είο. Συχ ν ά
περν ούσ αν ολ όκλ ηρες μέρες σ τη σ ειρά χ ωρίς ν α δει τα παιδιά του, καθώς έφευγ ε από το σ πίτι προτού ξυπν ήσ ουν και επέσ τρεφε όταν πια εκείν α είχ αν πέσ ει γ ια ύπν ο. Μια φορά μάλ ισ τα είχ ε αφήσ ει τις οικογ εν ειακές διακοπές σ τη μέσ η γ ια ν α επισ τρέψ ει εσ πευσ μέν α σ τη δουλ ειά του. Είχ ε αφήσ ει τη γ υν αίκα του ν α σ ηκώσ ει όλ α τα οικογ εν ειακά βάρη και δεν είχ ε αν τιλ ηφθεί τις σ υν έπειες παρά όταν ήταν πια πολ ύ αργ ά και δεν υπήρχ ε δρόμος επισ τροφής. Αυτό ήταν άραγ ε το τίμημα που έπρεπε ν α πλ ηρώσ ει; Στο σ πίτι, έπαιξαν έν α επιτραπέζιο παιχ ν ίδι σ το οποίο φρόν τισ ε ν α χ άσ ει και μετά τους έδειξε έν α πολ ύ απλ ό μαγ ικό κόλ πο με χ αρτιά που είχ ε μάθει κι εκείν α έβαλ αν τις φων ές λ ες και ήταν κάποιος καταπλ ηκτικός μάγ ος. Στο τέλ ος έβαλ ε μια ταιν ία σ το βίν τεο και κάθισ αν σ τον καν απέ οι τρεις τους, με εκείν ον σ τη μέσ η, ζεσ τό και πλ ημμυρισ μέν ο θλ ίψ η. Όταν χ τύπησ ε το τηλ έφων ο, το αγ ν όησ ε μέχ ρι που επιτέλ ους σ ταμάτησ ε ν α χ τυπά. Έπειτα ξαν αχ τύπησ ε· ο Μίκι και η Μπέλ α τον κοίταξαν περιμέν ον τας και αποτραβήχ τηκαν κάπως, ώσ τε εκείν ος ν α μπορέσ ει ν α σ ηκωθεί και ν α προχ ωρήσ ει απρόθυμα προς το τηλ έφων ο. Το έβγ αλ ε από τη βάσ η του και το σ ήκωσ ε.
«Παρακαλ ώ;» «Η Ιβέτ είμαι». «Είν αι Κυριακή». «Το ξέρω, αλ λ ά...» «Είμαι με τα παιδιά μου». Δ εν της είχ ε πει, όμως, ότι εκείν α θα έφευγ αν . Δ εν ήθελ ε ν α το μάθει καν είς σ τη δουλ ειά, δεν ήθελ ε ν α τον λ υπούν ται. Θα άρχ ιζαν ξαφν ικά όλ οι ν α τον καλ ούν γ ια ποτό μετά τη δουλ ειά και αν τί ν α τον βλ έπουν σ αν τον προϊσ τάμεν ό τους θα τον έβλ επαν πια σ αν έν αν δυσ τυχ ισ μέν ο που χ ρειάζεται σ τήριξη. «Ναι...» Ακουγ όταν ταραγ μέν η. «Ήθελ α απλ ώς ν α σ ε κρατήσ ω εν ήμερο. Έτσ ι μου είχ ες πει ν α κάν ω». «Σ’ ακούω». «Προτού επισ τρέψ ει σ το σ πίτι της, η Ρουθ Λέν οξ είχ ε πάει κάπου αλ λ ού: σ ε έν α διαμέρισ μα κον τά σ το Έλ εφαν τ και Κασ τλ . Κατορθώσ αμε ν α βρούμε τον ιδιοκτήτη. Έλ ειπε από την πόλ η, γ ι’ αυτό καθυσ τερήσ αμε λ ίγ ο. Φάν ηκε αν ακουφισ μέν ος όταν άκουσ ε πως θέλ αμε ν α του μιλ ήσ ουμε απλ ώς γ ια... έν α φόν ο», πρόσ θεσ ε με σ τεγ ν ό τόν ο. «Μας είπε ότι το διαμέρισ μα ήταν ν οικιασ μέν ο σ ε κάποιον κύριο Πολ Κέριγ καν , επιθεωρητή κτιρίων ». «Και;» «Μίλ ησ α με τον κύριο Κέριγ καν . Κι εδώ κάτι
σ υμβαίν ει. Δ εν ξέρω τι ακριβώς. Δ εν ήθελ ε ν α σ υζητήσ ουμε από το τηλ έφων ο. Θα τον σ υν αν τήσ ουμε αύριο το πρωί». Ακολ ούθησ ε σ ιωπή. Η Ιβέτ περίμεν ε λ ίγ ο κι έπειτα είπε με απελ πισ μέν ο ύφος: «Νόμιζα πως θα ήθελ ες ν α είσ αι εν ήμερος». «Τι ώρα;» «Στις οκτώ και μισ ή, σ το κτίριο όπου εργ άζεται τώρα, χ αμηλ ά σ την Τότεν αμ Κουρτ Ρόουν τ». «Θα είμαι εκεί». «Πισ τεύεις ότι...» «Σου είπα πως θα είμαι εκεί». Ο Κάρλ σ ον έβαλ ε το τηλ έφων ο πίσ ω σ τη βάσ η του, έχ ον τας ήδη μεταν ιώσ ει γ ια το απότομο ύφος του. Δ εν του έφταιγ ε η Ιβέτ. Αργ ότερα πέρασ ε η μητέρα του Μίκι και της Μπέλ α και πήρε τα παιδιά, και ο Κάρλ σ ον βγ ήκε ν α τρέξει λ ίγ ο. Όταν επέσ τρεψ ε, άρχ ισ ε ν α βηματίζει πάν ωκάτω σ τον κήπο καπν ίζον τας έν α από τα τσ ιγ άρα που υποτίθεται πως του ήταν απαγ ορευμέν α. Τα πουλ ιά τραγ ουδούσ αν σ το σ ούρουπο, αλ λ ά αυτό δεν τον έκαν ε ν α ν ιώθει παρά πιο πικραμέν ος και πιο ηττημέν ος. Μπήκε σ το σ πίτι, πήρε σ τα χ έρια του το τηλ έφων ο και κάθισ ε σ τον ίδιο καν απέ όπου πριν από δύο μόλ ις ώρες κάθον ταν τα παιδιά του.
Κάρφωσ ε το βλ έμμα σ το τηλ έφων ο που κρατούσ ε σ τα χ έρια του, λ ες και η σ υσ κευή θα μπορούσ ε ν α του πει κάτι. Τελ ικά, βιασ τικά σ αν ν α φοβόταν μήπως αλ λ άξει γ ν ώμη, σ χ ημάτισ ε τον αριθμό της Φρίν τα. Είχ ε αν άγ κη ν α μιλ ήσ ει με κάποιον κι εκείν η ήταν το μον αδικό άτομο σ το οποίο θα άν τεχ ε ν ’ αν οίξει την ψ υχ ή του. Το τηλ έφων ο χ τυπούσ ε και ξαν αχ τυπούσ ε· μπορούσ ε σ χ εδόν ν α το ακούσ ει ν α αν τηχ εί σ το άδειο, ν οικοκυρεμέν ο σ πίτι της. Αλ λ ά η Φρίν τα δεν ήταν εκεί. Την κάλ εσ ε και σ το κιν ητό της, παρόλ ο που ήξερε ότι εκείν η σ χ εδόν ποτέ δεν το είχ ε εν εργ οποιημέν ο και ούτε καν άκουγ ε ποτέ τα μην ύματα που της άφην αν – κι όπως ήταν βέβαιο, βγ ήκε κατευθείαν ο τηλ εφων ητής. Έκλ εισ ε τα κουρασ μέν α, πον εμέν α μάτια του και περίμεν ε ν α υποχ ωρήσ ει το κύμα της θλ ίψ ης. Η σ κέψ η της δουλ ειάς ήταν πια μια αν ακούφισ η, μια φυγ ή από τη σ κέψ η της ίδιας της ζωής. «Και πώς σ ου φάν ηκε;» τη ρώτησ ε η Σάσ α αργ ότερα το ίδιο απόγ ευμα. «Α ν αι, μόλ ις βγ ήκα από το αεροδρόμιο», είπε η Φρίν τα, «σ την επισ τροφή σ το σ πίτι, όλ α ήταν παράξεν α. Για μια σ τιγ μή, το Λον δίν ο μου φάν ηκε διαφορετικό. Έδειχ ν ε βρόμικο και υπαν άπτυκτο και
πολ ύ φτωχ ό. Ήταν σ αν ν α είχ α μετακομίσ ει σ τον Τρίτο Κόσ μο». «Στην πραγ ματικότητα, όμως, εγ ώ σ ε ρώτησ α γ ια τη Νέα Υ όρκη». «Ε καλ ά, έχ εις δει ταιν ίες», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Και μάλ λ ον θα έχ εις πάει και η ίδια εκεί αρκετές φορές. Ξέρεις πώς είν αι». «Όταν σ ε ρωτούσ α γ ια τη Νέα Υ όρκη, είχ α σ το ν ου μου κυρίως τον Σάν τι». «Πισ τεύει πως θα έπρεπε ν α μετακομίσ ω εκεί», είπε η Φρίν τα. «Λέει πως θα ήταν καλ ύτερο ν α πάω κάπου όπου θα διατρέχ ω μικρότερο κίν δυν ο». «Και όπου θα μπορείτε ν α είσ τε μαζί», πρόσ θεσ ε η Σάσ α. «Ναι. Κι αυτό επίσ ης». «Μπήκες σ τον πειρασ μό;» «Παλ ιότερα είχ α αρν ηθεί», της απάν τησ ε η Φρίν τα. «Τώρα… τώρα δεν ξέρω. Μου λ είπει. Αλ λ ά υπάρχ ουν πράγ ματα που έχ ω ν α κάν ω εδώ. Πράγ ματα που πρέπει ν α τα τελ ειώσ ω. Και τώρα, πότε θα γ ν ωρίσ ω εγ ώ τον καιν ούριο φίλ ο σ ου;» Φρίν τα, καρδιά μου, όλ α μου φαίν ον ται σαν όν ειρο. Εσύ εδώ – σ’ αυτή την πόλ η, σ’ αυτό το διαμέρισμα, σ’ αυτό το κρεβάτι. Όλ α μοιάζουν διαφορετικά τώρα. Σε ευχ αριστώ που ήσουν εδώ και σου ζητώ ν α θυμάσαι όλ α όσα σου είπα.
Προχ ωρήσαμε πολ ύ οι δυο μας μαζί γ ια ν α σταματήσουμε τώρα. Είμαστε μαζί σε ταξ ίδι.
23 Στις οκτώ και είκοσ ι, ο Κάρλ σ ον σ τεκόταν σ την άκρη εν ός τεράσ τιου κρατήρα σ την καρδιά της πόλ ης κοιτών τας τη δρασ τηριότητα που ξετυλ ιγ όταν μπροσ τά του: μικροί εκσ καφείς κυλ ούσ αν επάν ω από χ ώματα, γ εραν οί χ αμήλ ων αν τα τεράσ τια σ τελ έχ η τους επάν ω από χ αν τάκια και άν θρωποι με κίτριν α τζάκετ και κράν η εργ άζον ταν ομαδικά ή ήταν σ καρφαλ ωμέν οι επάν ω σ ε μηχ αν ήματα και χ ειρίζον ταν τους αρθρωτούς μεταλ λ ικούς βραχ ίον ές τους. Γύρω από την οικοδομή υπήρχ αν αρκετά μικρά λ υόμεν α που είχ αν σ τηθεί προσ ωριν ά, κάποια από αυτά όμως έμοιαζαν εξίσ ου μόν ιμα με τα κτίρια που βρίσ κον ταν εκεί δίπλ α. Είδε την Ιβέτ ν α βαδίζει προς το μέρος του. Του φαιν όταν σ ίγ ουρη και ικαν ή, με τα γ ερά παπούτσ ια και τα κασ ταν ά μαλ λ ιά της δεμέν α πίσ ω σ ε σ φιχ τή αλ ογ οουρά. Αν αρωτήθηκε πώς άραγ ε ν α φαιν όταν αυτός σ ’ εκείν η· έν ιωσ ε εύθραυσ τος, αν επαρκής. Το κεφάλ ι του του έδιν ε σ φυριές από τα τρία ποτήρια ουίσ κι που είχ ε πιει το προηγ ούμεν ο βράδυ και το σ τομάχ ι του ήταν σ ε άθλ ια κατάσ τασ η.
«Καλ ημέρα», του είπε χ αρωπά η Ιβέτ. «Γεια». «Είπε πως θα μας σ υν αν τήσ ει σ το γ ραφείο». Η Ιβέτ έδειξε με το μπράτσ ο της προς το κεν τρικό λ υόμεν ο, λ ίγ α μέτρα πιο πέρα. Ξύλ ιν α σ καλ οπάτια οδηγ ούσ αν σ την είσ οδό του. Προχ ώρησ αν αν άμεσ α σ τα αν ασ καμμέν α χ ώματα και αν έβηκαν τα σ καλ οπάτια. Η Ιβέτ χ τύπησ ε την πόρτα, που άν οιξε σ χ εδόν αμέσ ως. Ο άν τρας που σ τεκόταν εμπρός τους φορούσ ε επίσ ης κίτριν ο τζάκετ επάν ω από έν α καφέ κοτλ έ παν τελ όν ι κι έν α πουκάμισ ο με γ κρίζες ρίγ ες. Ήταν γ εροδεμέν ος, με ρυτιδωμέν ο πρόσ ωπο και κασ ταν ά μάτια. Και παρόλ ο που ήταν γ ύρω σ τα σ αράν τα πέν τε, τα μαλ λ ιά του είχ αν ήδη έν α ασ ημέν ιο χ ρώμα. «Είσ τε ο Πολ Κέριγ καν ;» «Ναι». Η Ιβέτ του έδειξε την ασ τυν ομική της ταυτότητα. «Είμαι η υπασ τυν όμος Ιβέτ Λον γ κ», του είπε. «Μιλ ήσ αμε σ το τηλ έφων ο. Και αυτός είν αι ο επιθεωρητής Μάλ κολ μ Κάρλ σ ον ». Ο Κάρλ σ ον κοίταξε μέσ α σ τα ήπια κασ ταν ά μάτια εκείν ου του άν τρα κι έν ιωσ ε πως είχ ε ήδη καταλ άβει. Του έν ευσ ε γ ια ν α τον καλ ημερίσ ει.
«Καλ ύτερα ν α περάσ ετε μέσ α». Μπήκαν σ το λ υόμεν ο, όπου επικρατούσ ε η μυρωδιά του ξύλ ου και του καφέ. Εκεί υπήρχ ε έν α γ ραφείο, έν α τρίποδο τραπεζάκι και αρκετές καρέκλ ες. Ο Κάρλ σ ον κάθισ ε κάπως παράμερα και άφησ ε την Ιβέτ ν α κάν ει τις ερωτήσ εις. Ήξερε ήδη πως είχ αν φτάσ ει σ ε έν α σ ταυροδρόμι. Μπορούσ ε ν α ν ιώσ ει την έρευν α ν α μετατοπίζεται κάτω από τα πόδια τους, ν α μεταβάλ λ εται σ ε κάτι διαφορετικό και απρόσ μεν ο. «Μας έδωσ ε το όν ομά σ ας ο ιδιοκτήτης του διαμερίσ ματος που ν οικιάζατε». «Ναι». Δ εν ήταν ερώτησ η. «Είπε πως ν οικιάζατε το διαμέρισ μα σ το ν ούμερο τριάν τα εφτά της Σάουκρος Στριτ από εκείν ον και ότι αυτό σ υν έβαιν ε εδώ και σ χ εδόν δέκα χ ρόν ια». Τα μάτια του Κέριγ καν πετάρισ αν ελ αφρά. Ο Κάρλ σ ον τον κοίταξε εξετασ τικά. «Αλ ήθεια είν αι. Από τον Ιούν ιο του 2001 ». Χαμήλ ωσ ε το βλ έμμα του σ τα μεγ άλ α, ροζιασ μέν α χ έρια του. «Θέλ ουμε ν α σ ας κάν ουμε κάποιες ερωτήσ εις γ ιατί χ ρειάζεται ν α μάθουμε τα πάν τα γ ια τις τελ ευταίες ώρες της ζωής της Ρουθ Λέν οξ, η οποία δολ οφον ήθηκε πριν από έν τεκα μέρες. Έν α ταξί την έφερε σ τη διεύθυν σ η αυτού του διαμερίσ ματος
την ημέρα που πέθαν ε». «Ναι», είπε πάλ ι εκείν ος. Έδειχ ν ε παθητικός και αν υπεράσ πισ τος. Περίμεν ε απλ ώς ν α αν αδυθεί η αλ ήθεια και ν α απλ ωθεί εν ώπιον και των τριών τους. «Ήσ ασ ταν κι εσ είς εκεί;» «Ναι». «Γν ωρίζατε τη Ρουθ Λέν οξ;» Σιωπή απλ ώθηκε σ το μικρό δωμάτιο. Ο Κάρλ σ ον άκουγ ε τους θορύβους που έρχ ον ταν από την οικοδομή έξω· το βουητό από τα μηχ αν ήματα και τις φων ές των αν θρώπων που εργ άζον ταν . «Ναι», είπε πολ ύ σ ιγ αν ά ο Πολ Κέριγ καν . Τώρα μπορούσ αν ν α ακούσ ουν τον ήχ ο που έκαν ε καθώς ξεροκατάπιν ε. «Ζητώ σ υγ γ ν ώμη που δεν ήρθα ν ωρίτερα. Θα έπρεπε ν α το είχ α κάν ει. Αλ λ ά δεν έβλ επα τι ν όημα θα είχ ε. Εκείν η ήταν ν εκρή. Όλ α είχ αν τελ ειώσ ει. Νόμιζα πως θα μπορούσ α ν α εμποδίσ ω την αλ ήθεια ν α πλ ηγ ώσ ει και άλ λ ους». «Δ ιατηρούσ ατε ερωτική σ χ έσ η μαζί της;» Το βλ έμμα του πήγ ε από την Ιβέτ σ τον Κάρλ σ ον κι έπειτα ακούμπησ ε και τα δυο του χ έρια σ το τραπέζι εμπρός του. «Είμαι παν τρεμέν ος», είπε. «Έχ ω δυο γ ιους που είν αι υπερήφαν οι γ ια τον πατέρα τους». «Αν τιλ αμβάν εσ τε όμως ότι πρόκειται γ ια έρευν α
γ ια φόν ο», του είπε η Ιβέτ. Το βλ έμμα της ήταν ζωηρό. «Ναι, είχ αμε σ χ έσ η». Αν οιγ όκλ εισ ε τα μάτια του και έπλ εξε τα χ έρια του. «Μου φαίν εται τόσ ο δύσ κολ ο ν α το παραδέχ ομαι αυτό μπροσ τά σ ε άλ λ ους». «Και την είχ ατε σ υν αν τήσ ει την ημέρα του θαν άτου της;» «Ναι». Τώρα, επιτέλ ους, μίλ ησ ε ο Κάρλ σ ον . «Νομίζω πως θα ήταν καλ ύτερο ν α μας πείτε ολ όκλ ηρη την ισ τορία». Ο Πολ έν ευσ ε αργ ά με το κεφάλ ι του. «Ναι», είπε δισ τακτικά. «Όμως εγ ώ...» άρχ ισ ε, αλ λ ά σ ταμάτησ ε απότομα. «Τι;» «Εγ ώ δεν θέλ ω ν α το μάθει καν είς άλ λ ος». Σταμάτησ ε πάλ ι. «Δ εν ξέρω πώς ν α το κάν ω αυτό». «Ίσ ως ν α μας πείτε απλ ώς όσ α σ υν έβησ αν με χ ρον ολ ογ ική σ ειρά. Ξεκιν ών τας από την αρχ ή». Ο Πολ Κέριγ καν έν ευσ ε καταφατικά κι έπειτα έσ τρεψ ε το βλ έμμα του έξω από το παράθυρο σ αν ν α μην μπορούσ ε ν ’ αρχ ίσ ει κοιτών τας τους. «Γν ώρισ α τη Ρουθ πριν από δέκα χ ρόν ια. Μέν αμε αρκετά κον τά. Συν αν τηθήκαμε σ ε μια εκδήλ ωσ η σ υγ κέν τρωσ ης χ ρημάτων γ ια μητέρες και ν ήπια».
Χαμογ έλ ασ ε. «Εκείν η πουλ ούσ ε φαλ άφελ κι εγ ώ βοηθούσ α σ την πώλ ησ η των λ αχ ν ών , σ τον διπλ αν ό πάγ κο. Η γ ν ωριμία μας προχ ώρησ ε. Ήταν πολ ύ εύκολ ο ν α κάν εις παρέα μαζί της, όλ οι τη σ υμπαθούσ αν . Ήταν καλ οσ υν άτη και πρακτική και σ ’ έκαν ε ν α πισ τεύεις πως όλ α θα πάν ε καλ ά. Τότε βέβαια δεν ήξερα τη σ υν έχ εια. Απλ ώς μου είχ ε φαν εί σ υμπαθητική. Ίσ ως ν α σ κεφτείτε ότι η λ έξη “σ υμπαθητική” δεν είν αι και πολ ύ ρομαν τική. Αλ λ ά δεν ήταν μια σ χ έσ η πάθους». Έκαν ε μια ολ οφάν ερη προσ πάθεια γ ια ν α σ υν εχ ίσ ει την αφήγ ησ η. «Συν αν τηθήκαμε αργ ότερα, πήγ αμε γ ια καφέ. Όλ α έμοιαζαν απλ ώς πολ ύ φυσ ικά». «Μου λ έτε», τον διέκοψ ε η Ιβέτ Λον γ κ, «πως εσ είς και η Ρουθ Λέν οξ ήσ ασ ταν ερασ τές γ ια δέκα χ ρόν ια;» «Ναι. Νοικιάσ αμε το διαμέρισ μα έπειτα από μερικούς μήν ες. Επιλ έξαμε εκείν η την περιοχ ή επειδή δεν ήταν έν α μέρος σ το οποίο θα πέφταμε επάν ω σ ε γ ν ωσ τούς. Δ εν πηγ αίν αμε ποτέ ο έν ας σ το σ πίτι του άλ λ ου. Συν αν τιόμασ ταν κάθε Τετάρτη απόγ ευμα». Η Ιβέτ έγ ειρε προς τα μπροσ τά. «Μας λ έτε ότι επί δέκα χ ρόν ια, κάθε Τετάρτη απόγ ευμα, εσ είς και η Ρουθ Λέν οξ σ υν αν τιόσ ασ ταν σ ’ εκείν ο το διαμέρισ μα;»
«Εκτός από τις περιόδους που ήμασ ταν σ ε διακοπές. Υ πήρχ αν κάποιες φορές που δεν τα καταφέρν αμε ν α σ υν αν τηθούμε». «Και δεν το ήξερε καν είς;» «Η αλ ήθεια είν αι πως το γ ν ωρίζει ο σ υν εργ άτης μου σ τη δουλ ειά. Ή τουλ άχ ισ τον ξέρει ότι ποτέ δεν είμαι διαθέσ ιμος τα μεσ ημέρια της Τετάρτης. Κάν ει τα σ τραβά μάτια. Ίσ ως και ν α το βρίσ κει λ ίγ ο ασ τείο». Σταμάτησ ε απότομα. «Καν είς άλ λ ος δεν ήξερε τίποτα. Ήμασ ταν προσ εκτικοί. Κάποιες λ ίγ ες φορές είχ ε τύχ ει ν α σ υν αν τηθούμε σ το δρόμο κον τά σ τα σ πίτια μας και προσ περν ούσ αμε ο έν ας τον άλ λ ο χ ωρίς ν α μιλ ήσ ουμε. Ούτε καν έν α χ αμόγ ελ ο. Δ εν τηλ εφων ιόμασ ταν ποτέ ούτε αν ταλ λ άσ σ αμε μην ύματα». Ο Κάρλ σ ον έμειν ε γ ια έν α λ επτό σ κεφτικός. «Κι αν κάποιος από τους δυο σ ας έπρεπε ν α ακυρώσ ει το ραν τεβού;» «Το λ έγ αμε ο έν ας σ τον άλ λ ο από την προηγ ούμεν η Τετάρτη. Αν ο έν ας μας πήγ αιν ε σ το διαμέρισ μα την καθορισ μέν η ώρα και περν ούσ ε έν α τέταρτο χ ωρίς ν α εμφαν ισ τεί ο άλ λ ος, ξέραμε πως κάτι απρόοπτο είχ ε σ υμβεί». «Όλ α αυτά ακούγ ον ται πολ ύ ξεκάθαρα καν ον ισ μέν α», είπε η Ιβέτ. «Αλ λ ά και κάπως ψ υχ ρά».
Εκείν ος ξέπλ εξε τα χ έρια του. «Δ εν περιμέν ω ν α με καταλ άβετε, όμως αγ απώ τη γ υν αίκα μου και η Ρουθ αγ απούσ ε τον άν τρα της. Δ εν θα τους πλ ηγ ών αμε γ ια τίποτα σ τον κόσ μο. Ούτε και τα παιδιά μας, βέβαια. Αυτό ήταν κάτι εν τελ ώς ξεχ ωρισ τό. Καν είς δεν θα πλ ηγ ων όταν . Δ εν μιλ ούσ αμε καν γ ια τις οικογ έν ειές μας όταν ήμασ ταν μαζί». Έσ τρεψ ε και πάλ ι το βλ έμμα του έξω από το παράθυρο. «Δ εν μπορώ ν α πισ τέψ ω πως δεν θα την ξαν αδώ ποτέ», είπε. «Δ εν πισ τεύω πως δεν θα ξαν απάω ν ’ αν οίξω την πόρτα γ ια ν α τη δω ν α σ τέκεται εκεί με το γ ελ ασ τό της πρόσ ωπο. Την ον ειρεύομαι και αμέσ ως μόλ ις ξυπν ώ ν ιώθω μια γ αλ ήν η, αμέσ ως μετά όμως θυμάμαι...» «Πρέπει ν α μας πείτε τα πάν τα σ χ ετικά με την περασ μέν η Τετάρτη», είπε η Ιβέτ. «Ήταν το ίδιο όπως πάν τοτε. Ήρθε γ ύρω σ τις δώδεκα και μισ ή. Εγ ώ ήμουν ήδη εκεί. Πάν τοτε φτάν ω πριν από εκείν η. Είχ α αγ οράσ ει λ ίγ ο ψ ωμί και τυρί γ ια ν α τσ ιμπήσ ουμε, και μερικά λ ουλ ούδια τα οποία έβαλ α σ το βάζο που είχ ε αγ οράσ ει εκείν η πριν από έν α χ ρόν ο. Άν οιξα και τη θέρμαν σ η επειδή, αν και η μέρα ήταν ζεσ τή, το διαμέρισ μα ήταν κάπως κρύο». «Συν εχ ίσ τε». «Έτσ ι λ οιπόν ...» Έμοιαζε ν α δυσ κολ εύεται
περισ σ ότερο τώρα γ ια ν α σ υν εχ ίσ ει. «Εκείν η ήρθε και… πρέπει ν α σ ας τα πω με κάθε λ επτομέρεια;» «Προς το παρόν , μόν ο τα βασ ικά. Κάν ατε έρωτα, όπως αν τιλ αμβάν ομαι». Η Ιβέτ ακούσ τηκε σ κλ ηρή, ακόμη και σ τον εαυτό της. «Κάν αμε έρωτα. Ναι. Έπειτα κάν αμε μαζί έν α μπάν ιο και μετά φάγ αμε. Μετά έφυγ ε και ύσ τερα από μισ ή ώρα περίπου κλ είδωσ α το διαμέρισ μα κι έφυγ α κι εγ ώ». «Τι ώρα λ έτε πως ήταν ;» «Εκείν η έφυγ ε γ ύρω σ τις τρεις, ίσ ως και λ ίγ ο ν ωρίτερα, μπορεί σ τις τρεις παρά δέκα. Αυτή την ώρα έφευγ ε πάν τοτε. Επομέν ως εγ ώ έφυγ α σ τις τρεις και μισ ή ή το αργ ότερο σ τις τέσ σ ερις παρά τέταρτο». «Σας είδε καν είς;» «Δ εν ν ομίζω. Δ εν σ υν αν τούσ αμε ποτέ τους άλ λ ους εν οίκους του κτιρίου». «Γν ωρίζετε πού θα πήγ αιν ε μετά;» «Πάν τοτε πήγ αιν ε κατευθείαν σ το σ πίτι της μετά τη σ υν άν τησ ή μας». «Κι εσ είς;» «Μερικές φορές επέσ τρεφα σ τη δουλ ειά μου. Εκείν η τη μέρα πήγ α σ το σ πίτι μου». «Ήταν εκεί και η σ ύζυγ ός σ ας;» «Όχ ι. Έφτασ ε γ ύρω σ τις έξι, ν ομίζω».
«Δ εν είδατε λ οιπόν καν έν αν από τη σ τιγ μή που φύγ ατε από το διαμέρισ μα της Σάουκρος Στριτ μέχ ρι τη σ τιγ μή που φτάσ ατε σ το σ πίτι σ ας και είδατε τη γ υν αίκα σ ας, περίπου δύο ώρες αργ ότερα;» «Όχ ι, απ’ ό,τι θυμάμαι». «Πότε μάθατε γ ια το θάν ατο της Ρουθ Λέν οξ;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Ήταν σ τις εφημερίδες την επόμεν η μέρα. Μου το έδειξε η Ελ εάν α – η σ ύζυγ ός μου. Η φωτογ ραφία της ήταν σ την πρώτη σ ελ ίδα, χ αμογ ελ ασ τή. Την πρώτη σ τιγ μή που αν τίκρισ α τη φωτογ ραφία σ κέφτηκα… μου πέρασ ε η αν όητη ιδέα πως είχ ε ν α κάν ει με τη σ χ έσ η μας, πως κάποιος μας είχ ε αν ακαλ ύψ ει και το έκαν ε πρωτοσ έλ ιδο. Είχ α μείν ει άν αυδος. Και η Ελ εάν α μου είπε: “Δ εν είν αι τρομερό; Να την είχ αμε άραγ ε σ υν αν τήσ ει ποτέ μας;”» «Κι εσ είς τι είπατε τότε;» «Δ εν ξέρω. Η Ελ εάν α είπε: “Για κοίτα την , δεν έχ ει πολ ύ σ υμπαθητικό πρόσ ωπο; Τα καημέν α τα παιδιά της”. Ή κάτι τέτοιο. Δ εν θυμάμαι τι της είπα εγ ώ. Τώρα πια είν αι όλ α θολ ά σ τη μν ήμη μου. Δ εν ξέρω πώς κατόρθωσ α ν α αν τέξω εκείν ο το απόγ ευμα. Ο Μπεν ήταν σ το σ πίτι, είχ ε και διάβασ μα γ ια το σ χ ολ είο, και η Ελ εάν α μαγ είρευε
το βραδιν ό. Κρεατόπιτα. Κι εγ ώ την έβαζα μπουκιάμπουκιά σ το σ τόμα μου, τη μασ ούσ α και την κατάπιν α μηχ αν ικά. Κι έκαν α μετά έν α ν τους και σ τεκόμουν κάτω από το ν ερό γ ια πολ λ ή ώρα, εν ώ τίποτα δεν έμοιαζε πραγ ματικό». «Νιώθατε εν οχ ές;» «Για ποιο λ όγ ο;» «Επειδή διατηρούσ ατε ερωτική σ χ έσ η γ ια δέκα χ ρόν ια». «Όχ ι». «Παρόλ ο που ήσ ασ ταν παν τρεμέν ος;» «Δ εν έν ιωσ α ποτέ εν οχ ές», επαν έλ αβε. «Ήμουν σ ίγ ουρος πως η Ελ εάν α και τα παιδιά δεν θα το μάθαιν αν ποτέ. Καν είς δεν θα πλ ηγ ων όταν ». «Η Ρουθ έν ιωθε εν οχ ές;» «Δ εν ξέρω. Αλ λ ά δεν μου είπε ποτέ ότι έν ιωθε εν οχ ές». «Είσ τε σ ίγ ουρος πως η σ ύζυγ ός σ ας δεν γ ν ώριζε τίποτα;» «Θα το ήξερα αν το είχ ε καταλ άβει». «Και ο σ ύζυγ ος της Ρουθ, ο Ράσ ελ Λέν οξ; Μήπως εκείν ος γ ν ώριζε ή υποψ ιαζόταν κάτι;» «Όχ ι». «Σας το είχ ε πει αυτό η ίδια η Ρουθ Λέν οξ;» «Θα μου το έλ εγ ε σ ίγ ουρα αν ο σ ύζυγ ός της μάθαιν ε ή υποψ ιαζόταν κάτι. Είμαι σ ίγ ουρος». Παρ’
όλ α αυτά, υπήρχ ε μια αβεβαιότητα σ τη φων ή του. «Κι εκείν η τη μέρα, σ ας φάν ηκε καθόλ ου διαφορετική από τις άλ λ ες φορές;» «Όχ ι. Ήταν ίδια, όπως πάν τοτε». «Και πώς ήταν πάν τοτε;» «Ήρεμη. Χαρούμεν η. Καλ οσ υν άτη». «Ήταν πάν τοτε ήρεμη και πάν τοτε χ αρούμεν η και καλ οσ υν άτη; Για δέκα χ ρόν ια σ υν έχ εια;» «Ναι! Δ ηλ αδή, είχ ε βέβαια κι εκείν η τα πάν ω και τα κάτω της, όπως όλ ος ο κόσ μος». «Και ήταν σ τα πάν ω ή σ τα κάτω της εκείν η την Τετάρτη;» «Τίποτε από τα δύο». «Εν ν οείτε πως η διάθεσ ή της ήταν κάπου αν άμεσ α;» «Εν ν οώ πως ήταν μια χ αρά, φυσ ιολ ογ ική». Η Ιβέτ κοίταξε τον Κάρλ σ ον γ ια ν α δει αν εκείν ος είχ ε και κάποιες ακόμη ερωτήσ εις. «Κύριε Κέριγ καν », είπε ο Κάρλ σ ον . «Η σ χ έσ η σ ας με τη Ρουθ Λεν οξ μου ακούγ εται παραδόξως περισ σ ότερο σ αν γ άμος παρά σ αν εξωσ υζυγ ικός δεσ μός. Μια σ χ έσ η οικιακή, ήρεμη, ασ φαλ ής». Επίπεδη, σ κέφτηκε αλ λ ά δεν το είπε, σ χ εδόν αν ιαρή. «Μα τι προσ παθείτε ν α μου πείτε;» Τώρα έδειχ ν ε οργ ισ μέν ος. Τα χ έρια του σ φίχ τηκαν σ ε γ ροθιές.
«Δ εν ξέρω». Ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε τη Φρίν τα: τι θα ρωτούσ ε άραγ ε εκείν η αυτό τον άν τρα που καθόταν έτσ ι παθητικά μπροσ τά τους με τους ώμους του καμπουριασ μέν ους και τα μεγ άλ α χ έρια του ν α μη βρίσ κουν ησ υχ ία; «Αν τιλ αμβάν εσ τε πως αυτά που μας είπατε αλ λ άζουν τα πάν τα;» «Τι εν ν οείτε;» «Δ εν είσ τε αν όητος. Η Ρουθ Λέν οξ είχ ε έν α μυσ τικό. Έν α μεγ άλ ο μυσ τικό». «Αλ λ ά καν είς δεν το ήξερε». «Το ξέρατε εσ είς». «Ναι. Όμως δεν τη σ κότωσ α εγ ώ! Αν αυτό ν ομίζετε… κοιτάξτε, σ ας ορκίζομαι πως δεν τη σ κότωσ α. Την αγ απούσ α, Αγ απιόμασ ταν ». «Είν αι όμως δύσ κολ ο ν α κρατηθούν τα μυσ τικά», είπε ο Κάρλ σ ον . «Προσ έχ αμε πολ ύ. Καν είς δεν ήξερε». Ο Κάρλ σ ον κοίταξε το θλ ιμμέν ο, αν ήσ υχ ο πρόσ ωπο του Κέριγ καν . «Υ πάρχ ει πιθαν ότητα ν α σ κόπευε εκείν η ν α διακόψ ει τη σ χ έσ η σ ας;» «Όχ ι. Δ εν υπάρχ ει τέτοια πιθαν ότητα». «Τίποτα λ οιπόν δεν είχ ε αλ λ άξει». «Όχ ι». Το πρόσ ωπό του έδειχ ν ε ν α έχ ει βουλ ιάξει σ τη θλ ίψ η. «Είν αι απαραίτητο ν α το μάθουν ;»
«Μιλ άτε γ ια το σ ύζυγ ό της και γ ια τη δική σ ας σ ύζυγ ο; Θα δούμε. Αλ λ ά ίσ ως ν α είν αι δύσ κολ ο ν α μην το μάθουν ». «Πόσ ο χ ρόν ο έχ ω;» «Πόσ ο χ ρόν ο γ ια ποιο πράγ μα;» «Πόσ ο χ ρόν ο έχ ω σ τη διάθεσ ή μου γ ια ν α της το πω ο ίδιος;» Ο Κάρλ σ ον δεν απάν τησ ε. Κοίταξε γ ια λ ίγ α λ επτά τον Πολ Κέριγ καν κι έπειτα είπε σ κεφτικός: «Τα πάν τα έχ ουν μια σ υν έπεια».
24 Ο Ραζίτ Σιν γ κ ήρθε ν ’ αν οίξει την πόρτα φορών τας έν α βαρύ μαύρο παν ωφόρι. «Έχ ει χ αλ άσ ει η θέρμαν σ η», εξήγ ησ ε. «Υ ποτίθεται πως κάποιος θα ερχ όταν σ ήμερα ν α τη φτιάξει». «Δ εν θα σ ας απασ χ ολ ήσ ω περισ σ ότερο από έν α λ επτό», είπε η Φρίν τα. «Δ εν χ ρειάζεται καν ν α βγ άλ ω το παν ωφόρι μου». Την οδήγ ησ ε σ το καθισ τικό σ το οποίο το κάθε έπιπλ ο, οι καρέκλ ες, ο καν απές, έν α τραπέζι, έμοιαζαν εν τελ ώς αταίριασ τα το έν α με το άλ λ ο. Οι τοίχ οι ήταν γ υμν οί. Παρατήρησ ε την έκφρασ ή της. «Όταν ήμουν απλ ώς φοιτητής, έμεν α σ τη φοιτητική εσ τία του Γουέσ τ Εν τ. Σου έχ ουν τα πάν τα έτοιμα, πού θα κοιμηθείς, πού θα φας, ποιοι θα είν αι οι φίλ οι σ ου. Αλ λ ά όταν πια κάν εις το μεταπτυχ ιακό σ ου, σ ε αφήν ουν ν α τα βγ άλ εις πέρα μόν ος σ ου. Είτε το πισ τεύετε είτε όχ ι, ήμουν τυχ ερός που βρήκα αυτό εδώ. Το μοιράζομαι με έν α ζευγ άρι Κιν έζων που σ πουδάζουν μηχ αν ικοί. Τους βλ έπω σ πάν ια». «Μέν ετε παν τού σ την πόλ η», είπε η Φρίν τα.
«Εγ ώ;» απόρησ ε ο Σιν γ κ. «Εγ ώ μέν ω μόν ιμα εδώ». «Όχ ι, εν ν οώ εσ ύ και οι υπόλ οιποι της παρέας σ ου. Ο Σίμους Ντιουν , εκείν ος που ήρθε ν α δει εμέν α, μέν ει σ το Στόκγ ουελ . Είδα τον Ντάν καν Μπέλ εϊ σ το διαμέρισ μά του σ το Ρόμφορν τ. Αργ ότερα θα πάω σ το Γότερλ ου γ ια ν α δω τον Ίαν Γιάρν τλ εϊ». Ο Σιν γ κ κάθισ ε σ ε μια πολ υθρόν α και της έκαν ε ν όημα ν α καθίσ ει σ τον καν απέ. Η Φρίν τα προτίμησ ε ν α μείν ει όρθια ώσ τε ν α μπορεί ν α κιν είται ολ όγ υρα σ το χ ώρο. Παρόλ ο που έξω σ το δρόμο έκαν ε ζέσ τη, μέσ α σ το σ πίτι είχ ε κρύο. «Δ εν είμασ τε δα και σ υμμορία», της είπε. «Ούτε παρέα. Δ εν βγ αίν ουμε μαζί τα βράδια». «Είσ τε απλ ώς φοιτητές του καθηγ ητή Μπράν τσ ο». «Ακριβώς. Εμείς προσ φερθήκαμε γ ι’ αυτό το έξυπν ο πείραμα. Αυτό που, απ’ ό,τι φαίν εται, σ ε έχ ει εν οχ λ ήσ ει πάρα πολ ύ». «Ποιον θεραπευτή πήγ ες ν α δεις εσ ύ;» Ο Σιν γ κ ξαφν ικά έγ ιν ε καχ ύποπτος. «Προσ παθείς ν α με παγ ιδεύσ εις;» τη ρώτησ ε. «Σκοπεύεις ν α μας μην ύσ εις;» «Όχ ι», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Ρωτώ γ ια δικούς μου λ όγ ους. Ας πούμε ότι είμαι περίεργ η».
«Κοίτα», της είπε πάλ ι ο Σιν γ κ, «εμείς δεν είχ αμε καμία σ χ έσ η με όλ η αυτή την ισ τορία με την εφημερίδα. Εγ ώ ν όμιζα πως θα δημοσ ιευόταν απλ ώς σ ε κάποιο περιοδικό ψ υχ ολ ογ ίας που ούτως ή άλ λ ως δεν θα διάβαζε καν είς, κι εκεί θα τελ είων αν όλ α. Δ εν έχ ω ιδέα πώς υπήρξε αυτή η εξέλ ιξη». «Δ εν πειράζει», του είπε η Φρίν τα. «Δ εν με απασ χ ολ εί αυτό. Πες μου απλ ώς γ ια το κομμάτι της δικής σ ου σ υμμετοχ ής». «Εγ ώ κατέλ ηξα ν α πάω σ ε μια θεραπεύτρια που πέρασ ε το τεσ τ. Είν αι μια γ υν αίκα, η Τζέραλ ν τιν Φλ ις. Απ’ όσ ο ξέρω, έχ ει γ ράψ ει έν α βιβλ ίο με θέμα ότι όλ οι είμασ τε εν δυν άμει ψ υχ οπαθείς ή κάτι τέτοιο. Όπως και ν α έχ ει, πήγ α ν α τη δω και της έριξα το δόλ ωμα λ έγ ον τας ότι κακοποιούσ α ζώα και τραυμάτιζα γ υν αίκες. Αργ ότερα εκείν η επικοιν ών ησ ε πάλ ι μαζί μου γ ια ν α με ρωτήσ ει ποιος ήταν ο γ ιατρός μου και άλ λ α πράγ ματα τέτοιου είδους». «Τι της είπες τότε;» «Ο καθηγ ητής Μπράν τσ ο μας είχ ε πει πως αν κάποιος από τους θεραπευτές έπαιρν ε σ τα σ οβαρά αυτό που του είχ αμε πει, αν κάποιος πραγ ματικά διέκριν ε κίν δυν ο, θα έπρεπε απλ ώς ν α τον εν ημερώσ ουμε κι εκείν ος θα επικοιν ων ούσ ε μαζί
του γ ια ν α του πει την αλ ήθεια σ χ ετικά με το πείραμα. Ξέρεις, απλ ώς και μόν ο γ ια ν α μη μας σ υλ λ άβουν ». «Για ποιο λ όγ ο ν α σ ας σ υλ λ άβουν ;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Εν τάξει, εν τάξει», είπε εκν ευρισ μέν ος ο Σιν γ κ. «Εκείν η το έπιασ ε σ ωσ τά, εν ώ εσ είς όχ ι. Δ εν είν αι πια και το τέλ ος του κόσ μου. Απλ ώς ξεχ άσ τε το». «Αλ λ ά εμέν α με εν διαφέρει η κοιν ή ισ τορία που είπατε όλ οι σ ας. Πώς έγ ιν ε αυτό;» «Δ εν υπήρχ ε τίποτα ιδιαίτερα έξυπν ο σ ε όλ ο αυτό. Ο Μπράν τσ ο μας έδωσ ε τη λ ίσ τα με τα σ υμπτώματα της επικίν δυν ης ψ υχ οπάθειας κι εμείς έπρεπε ν α σ υμφων ήσ ουμε σ ε μια κοιν ή ισ τορία κι έπειτα ν α την κάν ουμε πρόβα και ν α πάμε ν α την πούμε». «Δ εν με ν οιάζει η λ ίσ τα με τα τυπικά σ υμπτώματα», είπε η Φρίν τα. «Περισ σ ότερο με εν διαφέρουν οι άλ λ ες λ επτομέρειες. Από πού ήρθαν όλ α εκείν α τα σ τοιχ εία τα οποία δεν είχ αν σ χ έσ η με αυτή τη λ ίσ τα; Πράγ ματα όπως η ισ τορία με το κόψ ιμο των μαλ λ ιών ; Πού το βρήκατε αυτό;» «Έχ ει καμία σ ημασ ία;» Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό και κοίταξε γ ύρω της. Το δωμάτιο δεν ήταν απλ ώς κρύο. Υ πήρχ ε και μια οσ μή υγ ρασ ίας. Δ εν φαιν όταν ν α
υπάρχ ει εκεί μέσ α ούτε έν α αν τικείμεν ο που ν α μην ήταν παρατημέν ο από τον ιδιοκτήτη και ήταν ακριβώς το είδος των πραγ μάτων – εγ καταλ ειμμέν ων , χ ωρίς ν α έχ ουν αγ απηθεί– που αγ οράζεις σ ε φτην ά παζάρια ή αποθήκες. «Νομίζω πως είν αι δύσ κολ ο ν α προσ ποιηθεί κάποιος τον ασ θεν ή», είπε η Φρίν τα. «Για τους περισ σ ότερους αν θρώπους, το πιο δύσ κολ ο είν αι ν α πάν ε γ ια πρώτη φορά ν α ζητήσ ουν βοήθεια. Από τη σ τιγ μή που βρίσ κον ται καθισ μέν οι σ ε έν α δωμάτιο μαζί μου, έχ ουν ήδη πάρει μια δύσ κολ η απόφασ η. Νομίζω πως είν αι το ίδιο δύσ κολ ο και ν α προσ ποιείσ αι ότι έχ εις αν άγ κη από βοήθεια». «Δ εν ξέρω γ ια ποιο πράγ μα μιλ άς». Η Φρίν τα, που γ ια λ ίγ α λ επτά κοιτούσ ε το δωμάτιο γ ύρω της, τώρα έσ τρεψ ε το βλ έμμα της κατευθείαν επάν ω σ τον Σιν γ κ. Εκείν ος της αν ταπέδωσ ε το βλ έμμα. «Τη σ τιγ μή που έμπαιν α, απολ ογ ήθηκες γ ια το σ πίτι σ ου». «Δ εν απολ ογ ήθηκα. Είπα απλ ώς πως ήμουν τυχ ερός που το βρήκα». «Είπες πως όταν ήσ ουν απλ ώς φοιτητής τα πάν τα ήταν καν ον ισ μέν α γ ια σ έν α. Αλ λ ά τώρα σ ε έχ ουν αφήσ ει ν α τα βγ άλ εις πέρα μόν ος σ ου. Και μου είπες ότι δεν βλ έπεις ποτέ τους σ υγ κατοίκους
σ ου». «Αυτό το αν έφερα σ αν πλ εον έκτημα». «Ίσ ως και ν α μη θέλ εις ν α το ακούσ εις από εμέν α αυτό, όμως...» «Ξέρεις, έχ ω έν α προαίσ θημα πως είσ αι έτοιμη ν α μου πεις κάτι που μόν ο κολ ακευτικό δεν θα είν αι». «Όχ ι, κάν εις λ άθος. Αλ λ ά αν αρωτιέμαι αν ο λ όγ ος που προσ φέρθηκες ν α πάρεις μέρος σ ε αυτό το πείραμα ήταν ότι η ευκαιρία ν α επισ κεφτείς έν α θεραπευτή –χ ωρίς ν α επισ κεφτείς πραγ ματικά έν α θεραπευτή– θα σ ου έδιν ε αφορμή ν α εκφράσ εις κάτι. Μια μορφή θλ ίψ ης ίσ ως, έν α αίσ θημα ότι καν είς δεν ν οιάζεται πραγ ματικά». «Όλ α αυτά είν αι απόλ υτες αν οησ ίες. Είν αι ακριβώς αυτό που κάν ουν οι θεραπευτές του είδους σ ας. Αποδίδετε έν α δικό σ ας ν όημα σ τα λ όγ ια των άλ λ ων αν θρώπων , ώσ τε ν α αποκτάτε δύν αμη επάν ω τους. Και μετά, αν η θεωρία σ ας δεν επαλ ηθευτεί, ν ιώθετε αδύν αμοι. Αυτό το οποίο δεν μπορείτε ν α αποδεχ τείτε είν αι πως αν αμειχ θήκατε σ ε έν α πείραμα το οποίο σ ας εξέθεσ ε. Απ’ ό,τι άκουσ α μάλ ισ τα, εσ ύ και ο καθηγ ητής Μπράν τσ ο είχ ατε κάποια προηγ ούμεν α, κι αν εγ ώ εν αγ ν οία μου έπαιξα κάποιο ρόλ ο σ την ισ τορία των δυο σ ας, τότε ζητώ σ υγ γ ν ώμη. Αλ λ ά μη με αν ακατεύεις σ τα
παιχ ν ίδια του μυαλ ού σ ου». «Δ εν μοιάζει σ αν ν α ζεις εδώ», σ υν έχ ισ ε η Φρίν τα. «Δ εν έχ εις κρεμάσ ει ούτε έν αν πίν ακα, δεν έχ εις σ τρώσ ει ούτε έν α χ αλ άκι κι ούτε που βλ έπω πουθεν ά κάποιο βιβλ ίο αφημέν ο. Ακόμη και η αμφίεσ η είν αι σ αν ν α βρίσ κεσ αι έξω». «Όπως μπορείς ν α ν ιώσ εις και μόν η σ ου, εδώ μέσ α έχ ει πολ ύ κρύο. Όταν έρθει ο άν θρωπος ν α επισ κευάσ ει το λ έβητα, υπόσ χ ομαι ν α βγ άλ ω το παν ωφόρι μου». Η Φρίν τα έβγ αλ ε από την τσ έπη της έν α σ ημειωματάριο, έγ ραψ ε κάτι σ ε μια σ ελ ίδα κι έπειτα την έσ κισ ε και την έδωσ ε σ τον Σιν γ κ. «Αν θελ ήσ εις ν α μου πεις οτιδήποτε σ χ ετικά με την ισ τορία που αράδιασ ες –εν ν οώ οτιδήποτε πέρα από την αν όητη λ ίσ τα με τα τυπικά σ υμπτώματα της ψ υχ οπάθειας–, μπορείς ν α με καλ έσ εις σ ε αυτό τον αριθμό». «Δ εν ξέρω τι θέλ εις από εμέν α», είπε οργ ισ μέν α ο Σιν γ κ καθώς η Φρίν τα έβγ αιν ε από το σ πίτι. Το διαμέρισ μα του Ίαν Γιάρν τλ εϊ βρισ κόταν σ ε έν α μικρό δρομάκι λ ίγ ο πιο πέρα από μια υπαίθρια αγ ορά. Ήταν ακριβώς κάτω από τον Τάμεσ η αλ λ ά αρκετά μακριά ώσ τε ν α μη φαίν εται το ποτάμι. Η Φρίν τα πίεσ ε το κουδούν ι και άκουσ ε μια άξεσ τη
φων ή από το θυροτηλ έφων ο και μετά έν αν μακρόσ υρτο ήχ ο. Έσ πρωξε την πόρτα, όμως ήταν ακόμη κλ εισ τή. Από το θυροτηλ έφων ο ακούσ τηκε περισ σ ότερος θόρυβος και μετά ακόμη πιο μακρόσ υρτος ήχ ος, ώσ που διέκριν ε έν α κλ ικ και η πόρτα άν οιξε. Η Φρίν τα αν έβηκε μερικά σ καλ οπάτια σ τρωμέν α με μοκέτα, μέχ ρι που έφτασ ε σ ε έν αν όροφο με δυο πόρτες επάν ω σ τις οποίες υπήρχ αν ταμπελ ίτσ ες με τους αριθμούς έν α και δύο. Η πόρτα με τον αριθμό έν α άν οιξε και μια γ υν αίκα με σ κούρα μαλ λ ιά κοίταξε προσ εκτικά έξω. «Έρχ ομαι γ ια ν α δω τον ...» «Ξέρω», τη διέκοψ ε η γ υν αίκα. «Αλ λ ά δεν ξέρω τι σ ημαίν ουν όλ α αυτά. Καλ ύτερα ν α έρθεις μέσ α. Για έν α λ επτό μόν ο, όμως». Η Φρίν τα την ακολ ούθησ ε μέσ α. Ο Γιάρν τλ εϊ καθόταν σ το τραπέζι διαβάζον τας την απογ ευματιν ή εφημερίδα και πίν ον τας μπίρα. Είχ ε μακριά κατσ αρά μαλ λ ιά και φορούσ ε γ υαλ ιά με τετράγ ων ο διαφαν ή σ κελ ετό. Ήταν ν τυμέν ος με έν α κολ εγ ιακό πουλ όβερ και σ κουρόχ ρωμο παν τελ όν ι. Τα πόδια του ήταν γ υμν ά. Στράφηκε προς το μέρος της και της χ αμογ έλ ασ ε. «Άκουσ α πως πηγ αίν εις και αν ασ τατών εις τον κόσ μο», της είπε. «Αν δεν κάν ω λ άθος, εσ ύ πήγ ες σ τον παλ ιό μου
φίλ ο, τον Ρούμπεν ». «Τον διάσ ημο Ρούμπεν ΜακΓκιλ », σ χ ολ ίασ ε εκείν ος. «Πρέπει ν α πω ότι απογ οητεύτηκα λ ίγ ο απ’ αυτόν . Όταν τον σ υν άν τησ α, έμοιαζε με κάποιον ο οποίος είχ ε χ άσ ει όλ ο του το ταμπεραμέν το. Δ εν έδειχ ν ε ν α αν τιδρά καθόλ ου σ ε όσ α του έλ εγ α». «Κι εσ ύ ήθελ ες ν α αν τιδράσ ει;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Τι αηδίες...» άκουσ ε πίσ ω της τη γ υν αίκα ν α λ έει. «Ω, σ υγ γ ν ώμη», είπε ο Ίαν . «Δ εν είμαι καλ ός οικοδεσ πότης. Αυτή είν αι η φίλ η μου, η Πόλ ι. Πισ τεύει ότι δεν έπρεπε ν α σ ε δεχ τώ. Είν αι πιο καχ ύποπτη από εμέν α. Μπορώ ν α σ ου προσ φέρω έν α ποτό; Μια μπίρα; Υ πάρχ ει κι έν α αν οιχ τό μπουκάλ ι λ ευκό κρασ ί σ το ψ υγ είο». «Όχ ι, ευχ αρισ τώ». «Δ εν πίν εις όταν είσ αι σ ε υπηρεσ ία;» Η Φρίν τα άρχ ισ ε ν α κάν ει κάποιες από τις ίδιες ερωτήσ εις που είχ ε κάν ει και σ τον Ραζίτ, όμως δεν κατόρθωσ ε ν α προχ ωρήσ ει ιδιαίτερα, επειδή η Πόλ ι τη διέκοπτε σ υν εχ ώς γ ια ν α τη ρωτήσ ει τι ν όημα είχ αν όλ α αυτά, εν ώ ο Ίαν απλ ώς εξακολ ουθούσ ε ν α χ αμογ ελ ά σ αν ν α διασ κέδαζε με το θέαμα. Ξαφν ικά έπαψ ε ν α χ αμογ ελ ά.
«Καλ ύτερα ν α ξεκαθαρίσ ω τα πράγ ματα», είπε. «Αν είσ αι εδώ από κάποια αξιολ ύπητη απόπειρα ν α εκδικηθείς, τότε χ άν εις το χ ρόν ο σ ου. Όλ α αυτά ήταν εκ των προτέρων επιτρεπτά από την επιτροπή ηθικής και ήμασ ταν εξασ φαλ ισ μέν οι. Μπορώ ν α σ ου δείξω και τα ψ ιλ ά γ ράμματα, αν σ ε εν διαφέρει ν α διαβάσ εις τα έγ γ ραφα. Το ξέρω πως είν αι εν οχ λ ητικό όταν αποδεικν ύεται ότι ο αυτοκράτορας είν αι γ υμν ός. Αν βέβαια είσ αι ο αυτοκράτορας. Ή η αυτοκράτειρα». «Όπως προσ πάθησ α ν α σ ου εξηγ ήσ ω», είπε η Φρίν τα, «δεν είμαι εδώ γ ια ν α τσ ακωθώ μαζί σ ου γ ια το πείραμα. Ήρθα εδώ γ ια ν α...» «Οχ , άν τε παράτα μας», είπε η Πόλ ι. «Άφησ έ με τουλ άχ ισ τον ν α τελ ειώσ ω μία πρότασ η. Δ ύο ερωτήσ εις θα κάν ω μόν ο κι έπειτα θα φύγ ω». «Τι εν ν οείς όταν λ ες “κι έπειτα θα φύγ ω”, λ ες και έχ εις έτσ ι κι αλ λ ιώς το δικαίωμα ν α βρίσ κεσ αι εδώ; Εγ ώ έχ ω μια άλ λ η ιδέα». Η Πόλ ι σ κούν τησ ε τη Φρίν τα σ τον ώμο. Την πέτυχ ε πολ ύ κον τά σ το σ ημείο όπου υπήρχ ε ακόμη επίδεσ μος και την έκαν ε ν α οπισ θοχ ωρήσ ει ελ αφρά. «Γελ οιοποιήθηκες. Πάρ’ το απόφασ η, λ οιπόν . Και απλ ώς φύγ ε, επειδή ο Ίαν δεν έχ ει τίποτα ν α σ ου πει κι εσ ύ έχ εις αρχ ίσ ει ν α τον παρεν οχ λ είς και ν α
μου δίν εις κι εμέν α σ τα ν εύρα». Άρχ ισ ε ν α τη σ πρώχ ν ει σ αν ν α ήθελ ε με τις σ πρωξιές ν α τη βγ άλ ει έξω από το διαμέρισ μα. «Σταμάτα το αυτό», είπε η Φρίν τα σ ηκών ον τας τα χ έρια σ ε μια κίν ησ η άμυν ας. «Ώρα ν α φεύγ εις», ούρλ ιαξε η Πόλ ι και την έσ πρωξε ακόμη πιο δυν ατά. Η Φρίν τα έβαλ ε το χ έρι της σ το σ τήθος της γ υν αίκας, την πίεσ ε προς τα πίσ ω σ τον τοίχ ο και την ακιν ητοποίησ ε εκεί. Έγ ειρε προς το μέρος της έτσ ι που τα πρόσ ωπά τους δεν απείχ αν πια παρά λ ίγ α εκατοσ τά και της μίλ ησ ε σ ε ήρεμο, σ ιγ αν ό τόν ο. «Σου είπα ν α σ ταματήσ εις». Ο Γιάρν τλ εϊ σ ηκώθηκε. «Τι σ τα κομμάτια γ ίν εται εδώ;» είπε. Η Φρίν τα σ τράφηκε, και καθώς σ τράφηκε αποτράβηξε το χ έρι της κι έκαν ε έν α βήμα προς τα πίσ ω. Δ εν κατάλ αβε τι ακριβώς σ υν έβη μετά. Αισ θάν θηκε μια αν αταραχ ή δίπλ α της. Έν ιωσ ε την Πόλ ι ν α ορμά καταπάν ω της και μετά ν α σ κον τάφτει σ ε έν α χ αμηλ ό σ καμν ί και ν α πέφτει επάν ω του με όλ ο το βάρος της. «Δ εν το πισ τεύω αυτό», είπε ο Γιάρν τλ εϊ. «Έρχ εσ αι εδώ και ξεκιν άς καβγ ά». Η Πόλ ι άρχ ισ ε ν α παλ εύει γ ια ν α σ ταθεί σ τα
πόδια της, αλ λ ά η Φρίν τα πήγ ε και σ τάθηκε από πάν ω της. «Ούτε ν α το σ κέφτεσ αι καν », της είπε. «Απλ ώς μείν ε εκεί που είσ αι». Έπειτα σ τράφηκε σ τον Γιάρν τλ εϊ. «Νομίζω πως ο Ρούμπεν σ ε κατάλ αβε πολ ύ καλ ά». «Με απειλ είς», της είπε εκείν ος. «Ήρθες εδώ γ ια ν α μου επιτεθείς και ν α με απειλ ήσ εις». «Εκείν η η ισ τορία με τα μαλ λ ιά δεν είχ ε καμία σ χ έσ η μ’ εσ έν α, έτσ ι δεν είν αι;» είπε η Φρίν τα. «Ποια ισ τορία με μαλ λ ιά;» «Είσ αι πολ ύ ν αρκισ σ ισ τής», σ υν έχ ισ ε η Φρίν τα. «Ήθελ ες ν α εν τυπωσ ιάσ εις τον Ρούμπεν , αλ λ ά εκείν ος δεν το έφαγ ε». «Μα γ ια ποιο πράγ μα μιλ άς, που ν α πάρει;» «Δ εν πειράζει», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Εγ ώ πήρα αυτό γ ια το οποίο ήρθα». Και με αυτά τα λ όγ ια σ τράφηκε και έφυγ ε. Ο Τζιμ Φίαρμπι αγ όρασ ε έν αν τεράσ τιο χ άρτη της Μεγ άλ ης Βρεταν ίας. Δ εν υπήρχ ε χ ώρος γ ι’ αυτόν σ το χ ολ κι έτσ ι τον άπλ ωσ ε σ το δάπεδο του καθισ τικού και τον σ τερέωσ ε με αν τικείμεν α –έν α φλ ιτζάν ι, μια κον σ έρβα φασ όλ ια, έν α βιβλ ίο και έν α κουτάκι μπίρας– σ τις τέσ σ ερις γ ων ίες του. Έβγ αλ ε τα παπούτσ ια του και άρχ ισ ε ν α βαδίζει
επάν ω σ το χ άρτη κοιτών τας προς τα κάτω και κατσ ουφιάζον τας. Έπειτα κάρφωσ ε έν α μεγ άλ ο χ ρωματισ τό σ ημαιάκι σ το σ ημείο του χ άρτη όπου βρέθηκε το πτώμα της Χέιζελ Μπάρτον και ακόμη έν α σ το σ ημείο όπου ο άν τρας μέσ α σ το –μάλ λ ον – ασ ημί αυτοκίν ητο είχ ε προσ εγ γ ίσ ει τη Βαν έσ α Ντέιλ . Μετά πήρε τη φωτογ ραφία που του είχ ε δώσ ει και την κάρφωσ ε σ τον μεγ άλ ο πίν ακα αν ακοιν ώσ εων από φελ λ ό, δίπλ α σ τη φωτογ ραφία της Χέιζελ Μπάρτον . Δ ύο δεν αρκούν γ ια ν α σ χ ηματισ τεί έν α μοτίβο, είν αι όμως μια αρχ ή.
25 Ο μον αδικός ασ θεν ής που έβλ επε τώρα η Φρίν τα ήταν ο Τζο Φράν κλ ιν . Πολ λ οί από τους άλ λ ους ασ θεν είς της την περίμεν αν ν α επισ τρέψ ει, σ τέλ ν ον τάς της ηλ εκτρον ικά μην ύματα και ρωτών τας την πότε θα γ ιν όταν καλ ά. Για μερικούς από αυτούς αν ησ υχ ούσ ε κάπως. Στριμώχ ν ον ταν σ ε μια άκρη του μυαλ ού της, με την οδύν η τους και τα προβλ ήματά τους. Μερικούς άλ λ ους, λ ίγ ους, σ κεφτόταν πως ίσ ως δεν θα τους ξαν άβλ επε ποτέ. Είχ ε πει ότι σ ε δύο εβδομάδες, όταν θα έμπαιν ε ο Μάιος, θα αν αλ άμβαν ε πάλ ι τα παλ ιά της καθήκον τα αν εξάρτητα από το τι θα τη σ υμβούλ ευε ο γ ιατρός της, αλ λ ά σ το μεταξύ, δύο φορές την εβδομάδα, και σ υχ ν ά και περισ σ ότερες ακόμη, πήγ αιν ε σ το γ ραφείο της σ το σ υγ κρότημα πολ υκατοικιών του Μπλ ουμσ μπέρι. Σήμερα μάλ ισ τα ήταν ευγ ν ώμων που είχ ε την ευκαιρία ν α φύγ ει από το σ πίτι της, επειδή σ τις οκτώ παρά τέταρτο αυτό το πρωί κατέφτασ ε ο Γιόζεφ. Η Φρίν τα τον άφησ ε ν α πηγ αιν οέρχ εται σ το φορτηγ άκι του με το πρόσ ωπό του ν α της χ αρίζει λ αμπερά χ αμόγ ελ α πίσ ω από ολ όκλ ηρους σ ωρούς
κουτιών . Τα παράθυρα του γ ραφείου της έβλ επαν σ ε έν αν λ ασ πωμέν ο αγ ριότοπο που κάποτε ήταν έν α οικοδομικό τετράγ ων ο προορισ μέν ο ν α γ ίν ει σ υγ κρότημα καιν ούριων γ ραφείων , αλ λ ά εδώ και έν α χ ρόν ο τώρα έμεν ε εγ καταλ ειμμέν ο. Άσ τεγ οι πια έπιν αν και κοιμούν ταν εκεί, παιδιά έπαιζαν ποδόσ φαιρο και κρυφτό, αλ επούδες έφτιαχ ν αν τις φωλ ιές τους, θάμν οι και αγ ριολ ούλ ουδα κατόρθων αν ν α αν αδυθούν από τις ρωγ μές του εδάφους. Μετά τις σ υν εδρίες της με τον Τζο, η Φρίν τα σ υν ήθιζε ν α σ τέκεται σ το παράθυρο έχ ον τας την πλ άτη της γ υρισ μέν η σ το γ υμν ό δωμάτιο, σ την κόκκιν η πολ υθρόν α σ την οποία πάν τοτε καθόταν και σ τον μουν τό, βουβό πίν ακα που απεικόν ιζε έν α τοπίο ζωγ ραφισ μέν ο με κάρβουν ο. Κάρφων ε τότε το βλ έμμα της σ τον έρημο, αν άσ τατο χ ώρο έξω, και σ κεφτόταν ή τουλ άχ ισ τον άφην ε τις σ κέψ εις ν α τη διαπερν ούν . Η παλ ιά ζωή της έμοιαζε πολ ύ μακριν ή τώρα, έν α φάν τασ μα από το παρελ θόν . Η γ υν αίκα που είχ ε καθίσ ει σ την ίδια εκείν η πολ υθρόν α, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, ξεμάκραιν ε όσ ο προσ παθούσ ε ν α τη φαν τασ τεί. Πάν τοτε πίσ τευε πως το κέν τρο της ζωής της ήταν εκείν ο το γ ραφείο, όμως τώρα το κέν τρο έμοιαζε ν α έχ ει
μετατοπισ τεί: ο Χαλ Μπράν τσ ο και οι τέσ σ ερις ερευν ητές του, ο Κάρλ σ ον και οι υποθέσ εις του με τους φόν ους και τις εξαφαν ίσ εις, και ο Ντιν Ριβ κάπου εκεί έξω ν α την παρακολ ουθεί με άγ ρυπν ο βλ έμμα, όλ α αυτά την είχ αν τραβήξει έξω από εκείν η την αλ λ οτιν ή ζωή. Τώρα σ κεφτόταν τους τέσ σ ερις φοιτητές ψ υχ ολ ογ ίας και την απάτη τους και πάσ χ ιζε ν α ξεχ ωρίσ ει την πραγ ματική ισ τορία από το γ εγ ον ός πως την είχ αν ξεγ ελ άσ ει και πως η ταπείν ωσ ή της από αυτό είχ ε δημοσ ιοποιηθεί. Δ εν ήξερε γ ια ποιο λ όγ ο δεν μπορούσ ε ν α τα αφήσ ει όλ α αυτά σ την άκρη. Ήταν σ αν αγ κάθι σ το μυαλ ό της και όλ ο μετακιν ούν ταν και μετατόπιζε τη σ ημασ ία του. Υ πήρχ ε κάτι που την έκαν ε ν α μην μπορεί ν α το ξεχ άσ ει. Μερικές φορές τις ν ύχ τες, ξαπλ ωμέν η αλ λ ά ξύπν ια με το σ κοτάδι ν α βαραίν ει επάν ω της, σ κεφτόταν τους τέσ σ ερίς τους και αυτά που της είχ αν πει. Οι λ επίδες ν α αν οίγ ουν και ν α κλ είν ουν · η σ υμβολ ική εικόν α της τρυφερότητας και σ υν άμα της επικίν δυν ης δύν αμης. Το κιν ητό της τηλ έφων ο άρχ ισ ε ν α χ τυπά μέσ α σ την τσ έπη της. Το πήρε σ τα χ έρια της. «Φρίν τα...» «Κάρλ σ ον ». «Έχ εις εν εργ οποιήσ ει το τηλ έφων ό σ ου».
«Τώρα καταλ αβαίν ω γ ιατί έγ ιν ες ασ τυν ομικός». Εκείν ος γ έλ ασ ε κι έπειτα της είπε: «Είχ ες δίκιο». «Αυτό είν αι καλ ό. Για ποιο θέμα;» «Για τη Ρουθ Λέν οξ. Ήταν πολ ύ καλ ή γ ια ν α είν αι αλ ηθιν ή». «Δ εν ν ομίζω ότι αυτό είπα εγ ώ. Είπα πως ήταν σ αν μια ηθοποιός που έπαιζε την ίδια τη ζωή της σ αν ν α ήταν μια παράσ τασ η». «Ακριβώς. Αν ακαλ ύψ αμε ότι διατηρούσ ε εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η. Επί δέκα χ ρόν ια. Κάθε Τετάρτη. Τι έχ εις ν α πεις γ ι’ αυτό;» «Είν αι μεγ άλ ο διάσ τημα». «Υ πάρχ ουν κι άλ λ α, όμως δεν μπορώ ν α σ ου μιλ ήσ ω περισ σ ότερο τώρα. Πρέπει ν α πάω ν α κουβεν τιάσ ω λ ίγ ο με το σ ύζυγ ό της». «Ήξερε;» «Το πιθαν ότερο». «Γιατί μου το είπες;» «Σκέφτηκα πως θα ήθελ ες ν α ξέρεις. Έκαν α λ άθος;» «Δ εν ξέρω». «Θέλ εις ν α σ υν αν τηθούμε αργ ότερα γ ια έν α ποτό; Θα σ ου τα πω όλ α. Θα με βοηθήσ ει ν α αν αλ ύσ ω τα πράγ ματα με κάποιον τρίτο». Κάτι σ τον τόν ο της φων ής του, που ήταν
σ χ εδόν παρακλ ητικός, σ ταμάτησ ε τη Φρίν τα από το ν α αρν ηθεί. «Ίσ ως», είπε επιφυλ ακτικά. «Θα είμαι εκεί σ τις εφτά». «Κάρλ σ ον ...» «Θα σ ου τηλ εφων ήσ ω αν είν αι ν α καθυσ τερήσ ω». Οι Λέν οξ είχ αν επισ τρέψ ει σ το σ πίτι τους. Το χ αλ ί είχ ε απομακρυν θεί, οι τοίχ οι είχ αν πλ υθεί –αν και τα ίχ ν η από τους αιμάτιν ους λ εκέδες ήταν ακόμη ορατά– και τα σ πασ μέν α γ υαλ ιά και τα σ κόρπια αν τικείμεν α είχ αν μαζευτεί. Όταν ο Κάρλ σ ον και η Ιβέτ έφτασ αν εκεί, μια γ υν αίκα ήρθε ν α τους αν οίξει την πόρτα. Φορούσ ε ποδιά κουζίν ας και υπήρχ ε μια μυρωδιά από κέικ που ψ ην όταν . «Έχ ουμε ξαν ασ υν αν τηθεί», είπε η γ υν αίκα, που πρόσ εξε την έκφρασ η του Κάρλ σ ον . «Αλ λ ά ξεχ άσ ατε ποια είμαι, σ ωσ τά;» «Όχ ι, ασ φαλ ώς σ ας θυμάμαι». Από τη μν ήμη του αν αδύθηκε έν α μωρό σ ε έν α μάρσ ιπο, έν α μικρό αγ οράκι δίπλ α της, ωχ ρό από την εξάν τλ ησ η, και έν α κοριτσ άκι που έσ πρωχ ν ε το καρότσ ι του σ αν ν α ήθελ ε ν α μιμηθεί τη μητέρα του. «Είμαι η Λουίζ Βέλ ερ. Η αδελ φή της Ρουθ. Ήρθα
εδώ την ημέρα που σ υν έβησ αν όλ α». Τους οδήγ ησ ε μέσ α. «Μέν ετε εδώ τώρα;» τη ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Φρον τίζω την οικογ έν εια, όσ ο μπορώ», αποκρίθηκε. «Κάποιος πρέπει ν α το κάν ει. Οι δουλ ειές δεν θα γ ίν ουν από μόν ες τους». «Έχ ετε όμως κι εσ είς παιδιά». «Ε ν αι, ασ φαλ ώς το μωρό είν αι πάν τοτε εδώ μαζί μου. Η κουν ιάδα μου με βοηθά με τα άλ λ α δύο, τις ώρες που δεν είν αι σ το ν ηπιαγ ωγ είο τους. Εδώ έχ ουμε μια κατάσ τασ η έκτακτης αν άγ κης», πρόσ θεσ ε επικριτικά, σ αν ν α το είχ ε ξεχ άσ ει αυτό ο Κάρλ σ ον . Τον κοίταξε με ερευν ητικό βλ έμμα. «Υ ποθέτω πως βρίσ κεσ τε εδώ γ ια ν α δείτε τον Ράσ ελ ». «Θα πρέπει ν α ήσ ασ ταν δεμέν η με την αδελ φή σ ας», είπε ο Κάρλ σ ον . «Γιατί το λ έτε αυτό;» «Είσ τε εδώ και βοηθάτε την οικογ έν ειά της παρόλ ο που έχ ετε κι εσ είς μικρά παιδιά. Δ εν θα το έκαν ε αυτό ο καθέν ας». «Είν αι καθήκον μου», απάν τησ ε εκείν η. «Δ εν είν αι δύσ κολ ο ν α κάν ει κάποιος το καθήκον του». Ο Κάρλ σ ον την κοίταξε πιο προσ εκτικά. Έν ιωθε πως προσ παθούσ ε ν α του δώσ ει ν α καταλ άβει ποιος είχ ε το πάν ω χ έρι εκεί πέρα.
«Βλ έπατε σ υχ ν ά την αδελ φή σ ας;» «Εμείς μέν ουμε σ το Φούλ χ αμ. Έχ ω πολ λ ές οικογ εν ειακές υποχ ρεώσ εις και οι ζωές μας ήταν πολ ύ διαφορετικές. Βλ επόμασ ταν όποτε μπορούσ αμε. Και, βέβαια, τα Χρισ τούγ εν ν α και το Πάσ χ α». «Σας φαιν όταν ευτυχ ισ μέν η;» «Τι σ χ έσ η μπορεί ν α έχ ει αυτό με οτιδήποτε; Τη σ κότωσ ε έν ας διαρρήκτης, έτσ ι δεν είν αι;» «Προσ παθούμε απλ ώς ν α σ υν θέσ ουμε μια εικόν α της ζωής της αδελ φής σ ας. Εν διαφέρομαι γ ια το πώς ήταν η ψ υχ ική της διάθεσ η – έτσ ι όπως τη βλ έπατε εσ είς». «Ήταν μια χ αρά», αποκρίθηκε κοφτά η Λουίζ. «Δ εν υπήρχ ε καν έν α πρόβλ ημα με την αδελ φή μου». «Και ήταν ευτυχ ισ μέν η με την οικογ εν ειακή της ζωή;» «Δ εν έχ ουμε υποφέρει αρκετά;» είπε κοιτών τας την Ιβέτ και μετά πάλ ι τον Κάρλ σ ον . «Τι κάν ετε τώρα, σ καλ ίζετε τα πάν τα προσ παθών τας ν α βρείτε κάτι άσ χ ημο;» Η Ιβέτ άν οιξε το σ τόμα της ν α πει κάτι, αλ λ ά ο Κάρλ σ ον της έριξε έν α έν τον ο βλ έμμα και την έκαν ε ν α σ ταματήσ ει. Από κάποιο σ ημείο που δεν μπορούσ αν ν α δουν ακούσ τηκε το κλ άμα του
μωρού. «Μόλ ις τον είχ α καταφέρει ν α κοιμηθεί». Η Λουίζ άφησ ε έν αν μακρόσ υρτο πον εμέν ο αν ασ τεν αγ μό. «Θα βρείτε τον κουν ιάδο μου επάν ω. Έχ ει το δικό του δωμάτιο, σ τον επάν ω όροφο». Το ιδιαίτερο δωμάτιο του Ράσ ελ Λέν οξ ήταν μια μικρή καμαρούλ α σ το πίσ ω μέρος του σ πιτιού που έβλ επε σ τον πίσ ω κήπο. Ο Κάρλ σ ον και η Ιβέτ μόλ ις και μετά βίας κατόρθωσ αν ν α σ τριμωχ τούν εκεί μέσ α. Η Ιβέτ σ τηρίχ τηκε σ τον έν αν τοίχ ο, δίπλ α σ ε μια αφίσ α με τον Στιβ Μακ Κουίν ν α σ φίγ γ ει σ τα χ έρια του έν α γ άν τι του μπέιζμπολ . Ο Λέν οξ καθόταν σ ε έν α μικρό γ ραφείο από ξύλ ο πεύκου επάν ω σ το οποίο βρισ κόταν έν ας υπολ ογ ισ τής. Η ταπετσ αρία της οθόν ης ήταν μια οικογ εν ειακή φωτογ ραφία. Πόζαραν κάτω από έν αν καταγ άλ αν ο ουραν ό και όλ οι τους φορούσ αν γ υαλ ιά ηλ ίου. Ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε πως θα έπρεπε ν α είχ ε τραβηχ τεί πριν από μερικά χ ρόν ια. Τα παιδιά ήταν πιο μικρά απ’ όσ ο τα θυμόταν . Προτού αρχ ίσ ει ν α μιλ ά, κοίταξε εξετασ τικά τον Ράσ ελ Λέν οξ εκτιμών τας την κατάσ τασ ή του. Έδειχ ν ε ν α έχ ει αν ακτήσ ει τον έλ εγ χ ο, φρεσ κοξυρισ μέν ος και φορών τας έν α σ ιδερωμέν ο μπλ ε πουκάμισ ο, που δίχ ως άλ λ ο είχ ε περάσ ει από τα χ έρια της κουν ιάδας του.
«Πώς τα πάτε;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Δ εν τα μάθατε;» είπε πικρά εκείν ος. «Η γ υν αίκα μου δολ οφον ήθηκε». «Κι εγ ώ σ ας ρωτώ από εν διαφέρον . Θέλ ω ν α μάθω πώς είσ τε. Θέλ ω ν α μάθω πώς είν αι τα παιδιά σ ας». Ο Λέν οξ απάν τησ ε σ ε οργ ισ μέν ο τόν ο αλ λ ά χ ωρίς ν α κοιτά τον Κάρλ σ ον καταπρόσ ωπο. Είχ ε απλ ώς το βλ έμμα του καρφωμέν ο κάτω σ το χ αλ ί. «Αν θέλ ετε πραγ ματικά ν α μάθετε, η Ντόρα φοβάται ν α πάει σ το σ χ ολ είο και η Τζούν τιθ κλ αίει όλ η την ώρα, και δεν μπορώ καθόλ ου ν α μιλ ήσ ω σ τον Τεν τ. Απλ ώς δεν θέλ ει επ’ ουδεν ί ν α επικοιν ων ήσ ει μαζί μου. Αλ λ ά δεν θέλ ω το εν διαφέρον σ ας. Θέλ ω μόν ο ν α τελ ειώσ ουν όλ α αυτά». Σταμάτησ ε και σ ήκωσ ε το βλ έμμα του σ τον Κάρλ σ ον . «Ήρθατε ν α μου πείτε γ ια την πρόοδο της έρευν ας;» «Κατά κάποιον τρόπο, ν αι», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . «Πρέπει όμως επίσ ης ν α σ ας κάν ω και μερικές ερωτήσ εις». Σταμάτησ ε γ ια λ ίγ ο. Ήθελ ε ν α προχ ωρήσ ει σ ταδιακά, αλ λ ά ο Λέν οξ δεν μίλ ησ ε. «Προσ παθούμε ν α σ υν θέσ ουμε μια πιο πλ ήρη εικόν α της ζωής της σ υζύγ ου σ ας». Έριξε έν α βλ έμμα σ την Ιβέτ. «Κάποια πράγ ματα ίσ ως σ ας φαν ούν αδιάκριτα».
Ο Λέν οξ έτριψ ε τα μάτια του. Έδιν ε την εν τύπωσ η κάποιου που κατέβαλ λ ε προσ πάθεια ν α ξυπν ήσ ει. «Δ εν έχ ω τέτοια προβλ ήματα», είπε. «Ρωτήσ τε με ό,τι θέλ ετε. Κάν τε ό,τι θέλ ετε». «Καλ ώς», είπε ο Κάρλ σ ον . «Καλ ώς. Απαν τήσ τε μου, λ οιπόν , σ ε αυτή την ερώτησ η: Θα περιγ ράφατε τη σ χ έσ η σ ας με τη σ ύζυγ ό σ ας ως ευτυχ ισ μέν η;» Ο Λέν οξ τιν άχ τηκε ελ αφρά. Κοίταξε τον Κάρλ σ ον και τα μάτια του σ τέν εψ αν . «Μα γ ια ποιο λ όγ ο ρωτάτε κάτι τέτοιο;» είπε. «Ήσ ασ ταν εδώ την ημέρα που σ υν έβη. Την ίδια μέρα. Μας είδατε όλ ους. Είδατε σ ε ποια κατάσ τασ η ήμασ ταν . Μήπως αυτό είν αι κάποιο είδος παραν οϊκής κατηγ ορίας;» «Σας κάν ω μια απλ ή ερώτησ η». «Τότε θα σ ας δώσ ω μια απλ ή απάν τησ η, που είν αι ν αι, ήμασ ταν ευτυχ ισ μέν οι. Και τώρα θα σ ας κάν ω κι εγ ώ μια απλ ή ερώτησ η: Τι σ υμβαίν ει;» «Είχ αμε μια αν απάν τεχ η εξέλ ιξη σ την έρευν α», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . Όσ η ώρα μιλ ούσ ε, παρακολ ουθούσ ε τα ίδια του τα λ όγ ια και έν ιωθε αποτροπιασ μό γ ι’ αυτά που άκουγ ε. Μιλ ούσ ε σ αν μηχ αν ή, επειδή είχ ε αγ ων ία γ ια το τι επρόκειτο ν α σ υμβεί τώρα...
Η Φρίν τα του πρόσ φερε έν α φλ ιτζάν ι τσ άι κι εκείν ος ήπιε αρκετές γ ουλ ιές προτού το ακουμπήσ ει σ το τραπέζι. «Θεέ μου, το χ ρειαζόμουν αυτό», είπε. «Έν α λ επτό προτού του το πω, έν ιωθα σ αν ν α ήμουν μέσ α σ ε έν α όν ειρο. Ήταν σ αν ν α σ τεκόμουν μπροσ τά από το τεράσ τιο γ υάλ ιν ο τζάμι εν ός παραθύρου κρατών τας σ το χ έρι μου μια πέτρα, σ τρογ γ υλ ή και βαριά σ αν μπάλ α του κρίκετ. Ήμουν έτοιμος ν α την πετάξω σ το παράθυρο και κοιτούσ α το τζάμι, λ είο και επίπεδο, γ ν ωρίζον τας πως σ ε λ ίγ α δευτερόλ επτα θα βρισ κόταν σ το έδαφος σ ε σ υν τρίμμια». Κοίταξε τη Φρίν τα, η οποία καθόταν πάλ ι σ την πολ υθρόν α της έχ ον τας το φλ ιτζάν ι με το τσ άι της αν έγ γ ιχ το μπροσ τά της. «Μπορείς ν α δεις και μόν η σ ου πως βελ τιών ομαι. Δ εν σ ου είπα ν α μην αν αλ ύσ εις την εικόν α, ν α μη διαβάσ εις κάποια κρυμμέν η σ ημασ ία σ ε αυτήν . Ξέρεις όμως τι εν ν οώ». «Πώς αν τέδρασ ε;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Εν ν οείς τι σ υν έβη όταν η πέτρα χ τύπησ ε το γ υαλ ί; Θρυμματίσ τηκε, ν α τι σ υν έβη. Ρημάχ τηκε. Ο άν θρωπος είχ ε χ άσ ει τη γ υν αίκα του κι ήταν σ αν εγ ώ ν α του την έπαιρν α γ ια δεύτερη φορά. Είχ ε κρατήσ ει τουλ άχ ισ τον την αν άμν ησ ή της, κι εγ ώ του τη μόλ υν α».
«Ακούγ εσ αι υπερβολ ικά σ αν θεραπευτής», είπε η Φρίν τα. «Αυτό είν αι τραβηγ μέν ο γ ια ν α το λ ες εσ ύ. Πώς μπορεί καν είς ν α ακούγ εται υπερβολ ικά σ αν θεραπευτής;» Ήπιε ακόμη μια γ ουλ ιά από το τσ άι του. «Όσ ο περισ σ ότερο σ αν θεραπευτής είν αι κάποιος, όσ ο περισ σ ότερο έχ ει επαφή με τα ίδια του τα σ υν αισ θήματα, τόσ ο το καλ ύτερο γ ι’ αυτόν ». «Οι μον αδικοί άν θρωποι που πρέπει ν α είν αι σ αν θεραπευτές είν αι οι θεραπευτές», είπε η Φρίν τα. «Και μόν ο σ τις ώρες της εργ ασ ίας τους. Οι ασ τυν ομικοί θα πρέπει ν α είν αι σ αν ασ τυν ομικοί. Γι’ αυτό, λ οιπόν , ας πάμε πίσ ω σ την ερώτησ ή μου. Ο τρόπος με τον οποίο αν τέδρασ ε βοηθά σ ε κάτι την έρευν α;» Ο Κάρλ σ ον άφησ ε κάτω το φλ ιτζάν ι του. «Στην αρχ ή το αρν ήθηκε απόλ υτα και έλ εγ ε πόσ ο πολ ύ την εμπισ τευόταν και πως σ ίγ ουρα κάν αμε λ άθος. Έπειτα η Ιβέτ του εξέθεσ ε με λ επτομέρειες όλ α όσ α είχ αμε μάθει γ ια τον Πολ Κέριγ καν , γ ια το διαμέρισ μα, γ ια τις μέρες των τακτικών σ υν αν τήσ εών τους, γ ια το πόσ ο καιρό σ υν εχ ιζόταν αυτό. Στο τέλ ος είδε πως υπήρχ ε λ ογ ική σ ε όλ α αυτά. Δ εν έκλ αψ ε, δεν φών αξε. Απλ ώς έδειχ ν ε σ αν ν α είχ ε σ χ εδόν αδειάσ ει».
«Αλ λ ά εσ είς αποκομίσ ατε την εν τύπωσ η πως γ ν ώριζε;» «Δ εν ξέρω. Απλ ώς δεν ξέρω. Πώς είν αι δυν ατόν ν α σ υν έβαιν ε χ ωρίς ν α το γ ν ωρίζει; Δ έκα χ ρόν ια, σ χ εδόν έν τεκα. Εκείν η έβλ επε αυτό τον άν τρα, έκαν ε έρωτα μαζί του. Πώς είν αι δυν ατόν ν α μη μύρισ ε τη μυρωδιά του επάν ω της; Πώς δεν το είδε όλ ο αυτό σ τα μάτια της;» «Νομίζεις έσ τω πως κάτι μπορεί ν α υποψ ιαζόταν ;» «Φρίν τα, εσ ύ η ίδια κάθεσ αι εκεί, σ το γ ραφείο σ ου, κάθε μέρα, με αν θρώπους που σ ου λ έν ε τα πιο σ κοτειν ά μυσ τικά τους. Δ εν σ κέφτεσ αι ποτέ απλ ώς ότι τα κλ ισ έ που όλ οι λ έν ε γ ια τις σ χ έσ εις αποδεικν ύον ται τελ ικά αλ ηθιν ά; Πώς είν αι ν α ερωτεύεσ αι, πώς είν αι ν α έχ εις παιδί, και μετά, πώς είν αι ν α χ ωρίζεις. Το παλ ιό κλ ισ έ, που λ έει ότι μπορεί ν α σ υμβιών εις με κάποιον γ ια χ ρόν ια κι όμως ν α μην τον ξέρεις καθόλ ου». «Για ποιον μιλ άμε τώρα;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Ε ν αι, λ οιπόν , αυτό είχ ε ν α κάν ει και λ ίγ ο μ’ εμέν α τον ίδιο, κυρίως όμως είχ ε ν α κάν ει με τον Ράσ ελ Λέν οξ. Αυτό που εγ ώ έλ πιζα, προφαν ώς, είν αι πως όταν θα του λ έγ αμε γ ια την εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η της γ υν αίκας του, εκείν ος θα έσ παγ ε και θα ομολ ογ ούσ ε τα πάν τα. Και η υπόθεσ η θα έκλ ειν ε».
«Αλ λ ά δεν έκαν ε αυτό». «Θα έπρεπε ν α σ ε είχ α φέρει μαζί μου». «Μιλ άς γ ια μέν α σ αν ν α είμαι ασ τυν ομικός σ κύλ ος». «Εν ν οώ πως θα έπρεπε ν α σ ε είχ α προσ καλ έσ ει ν α έρθεις. Να σ ου το είχ α ζητήσ ει σ αν χ άρη. Θα ήθελ α ν α ήσ ουν εκεί και ν α έβλ επες το πρόσ ωπό του τη σ τιγ μή που το λ έγ αμε. Εσ ύ μπορείς και τα αν τιλ αμβάν εσ αι αυτά τα πράγ ματα». «Είχ ες την Ιβέτ». «Είν αι χ ειρότερη από εμέν α σ ’ αυτά, κι εγ ώ είμαι απίσ τευτα φριχ τός. Θα έπρεπε ν α ρωτήσ εις την πρώην σ ύζυγ ό μου. Θα σ ου έλ εγ ε πως δεν είχ α ιδέα γ ια το τι αισ θαν όταν εκείν η, κι εγ ώ τότε θα απαν τούσ α πως αν ήθελ ε ν α ξέρω τι αισ θαν όταν θα έπρεπε ν α μου το πει, και... Τέλ ος πάν των , κατάλ αβες». «Αν εκείν ος μπόρεσ ε ν α καθίσ ει και ν α σ ου μιλ ήσ ει την ίδια την ημέρα του φόν ου», είπε η Φρίν τα, «χ ωρίς ν α σ πάσ ει, τότε το ν α μιλ ήσ ει μαζί σ ου πάλ ι σ ήμερα δεν θα ήταν καν πρόβλ ημα γ ι’ αυτόν . Κι εγ ώ δεν θα μπορούσ α ν α σ ε βοηθήσ ω σ ε τίποτα». «Δ εν σ ου λ είπει;» τη ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Απάν τησ έ μου ειλ ικριν ά». Η Φρίν τα έμειν ε γ ια πολ λ ή ώρα σ ιωπηλ ή.
«Δ εν ξέρω», είπε τελ ικά. «Ίσ ως. Μερικές φορές πιάν ω τον εαυτό μου ν α εν διαφέρεται πολ ύ, όπως όταν έμαθα γ ια τη μυσ τική ζωή της Ρουθ Λέν οξ. Προσ παθώ όμως ν α σ υγ κρατηθώ». «Το σ φάλ μα είν αι δικό μου», είπε ξαφν ικά ο Κάρλ σ ον αν απηδών τας. «Υ ποτίθεται πως θα έπρεπε ν α αν αρρών εις, και ν α με εγ ώ εδώ ν α επιδειν ών ω την κατάσ τασ ή σ ου αν τί ν α σ ε βοηθώ ν α γ ίν εις καλ ύτερα». «Όχ ι, δεν είν αι καθόλ ου έτσ ι όπως το θέτεις. Μου κάν ει καλ ό που σ ε βλ έπω. Είν αι σ αν μια επίσ κεψ η από τον έξω κόσ μο. Μερικές από τις επισ κέψ εις που έχ ω από τον έξω κόσ μο είν αι κακές, όμως αυτή είν αι από τις καλ ές». «Ναι, καλ ά», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . «Άκουσ έ με, Φρίν τα, Μόλ ις έμαθα γ ι’ αυτή την αν αθεματισ μέν η απάτη. Θα ήθελ α ν α σ τρίψ ω τον ξιπασ μέν ο λ αιμό του Χαλ Μπράν τσ ο». «Αυτό μάλ λ ον δεν θα βοηθούσ ε την υπόθεσ ή μου». «Σε έχ ει βάλ ει σ το μάτι, έτσ ι; Τον έκαν ες ν α φαν εί άχ ρησ τος και αυτό δεν μπορεί ν α το αν τέξει κι ούτε πρόκειται ν α το ξεχ άσ ει ποτέ. Δ εν είν αι ν ’ απορεί καν είς γ ια το χ αζό ψ ωροπερήφαν ο χ αμόγ ελ ο που έχ ει τώρα τελ ευταία σ τη φάτσ α του».
«Μου λ ες ότι το έσ τησ ε όλ ο αυτό μόν ο και μόν ο γ ια ν α εκδικηθεί εμέν α;» «Είν αι ικαν ός γ ι’ αυτό. Αν ήταν σ το χ έρι μου, δεν θα χ ρειαζόταν ποτέ πια ν ’ ακούσ ω τις αν οησ ίες του σ χ ετικά με την τέχ ν η του εγ κλ ήματος. Δ υσ τυχ ώς, ο διοικητής είν αι θαυμασ τής του». Δ ίσ τασ ε γ ια λ ίγ ο κι έπειτα πρόσ θεσ ε: «Ίσ ως δεν θα έπρεπε ν α σ ου το πω αυτό, αλ λ ά θα σ ου το πω έτσ ι κι αλ λ ιώς. Από το ξεκίν ημα της έρευν ας γ ια την υπόθεσ η Λέν οξ, είπα σ το διοικητή πως δεν ήθελ α πια ν α χ ρησ ιμοποιώ τον Μπράν τσ ο. Νόμιζα πως έκαν α μια αν επίσ ημη πρότασ η, όμως ο Κρόουφορν τ μου κουβάλ ησ ε τον Μπράν τσ ο σ το γ ραφείο του και με έβαλ ε ν α επαν αλ άβω μπροσ τά του αυτό που είχ α πει. Τίποτα δεν τον ευχ αρισ τεί περισ σ ότερο από το ν α βάζει αν θρώπους ν α σ υγ κρούον ται μπροσ τά του». «Αλ λ ά τι σ χ έσ η έχ ει αυτό μ’ εμέν α;» «Ο Μπράν τσ ο άρχ ισ ε ν α σ ε κατηγ ορεί κι εγ ώ σ ε υπερασ πίσ τηκα και του είπα ότι σ ε ζηλ εύει επειδή τον έκαν ες ν α φαν εί αν όητος. Είν αι λ οιπόν πιθαν όν ν α φταίω εγ ώ που του τα είπα έξω απ’ τα δόν τια. Εύχ ομαι ν α υπήρχ ε κάτι που ν α μπορούσ α ν α κάν ω». «Δ εν υπάρχ ει. Κι αν έχ εις ήδη σ κεφτεί κάτι, σ ε παρακαλ ώ ν α μην το κάν εις».
«Πάν τως δεν θα τον αφήσ ω ν α απλ ώσ ει τα πλ οκάμια του ως τα παιδιά των Λέν οξ». «Σκοπεύεις ν α τους πεις αυτά που έμαθες γ ια τη μητέρα τους;» «Ναι. Αν και το πιθαν ότερο είν αι πως θα το κάν ει ο ίδιος ο πατέρας τους. Δ ύσ τυχ α παιδιά. Πρώτα δολ οφον είται η μητέρα τους κι έπειτα αν ατρέπον ται όλ α όσ α έχ ουν ζήσ ει μέχ ρι τώρα. Αλ λ ά εσ ύ έχ εις ήδη γ ν ωρίσ ει το γ ιο, έτσ ι δεν είν αι;» «Έτυχ ε ν α τον γ ν ωρίσ ω. Εσ ύ τώρα γ ιατί με κοιτάς έτσ ι;» «Έχ ω ν α σ ου κάν ω μια πρότασ η». «Η απάν τησ η είν αι “όχ ι”». Ήταν ο Ρίλ εϊ αυτός που αν ακάλ υψ ε όλ α τα μπουκάλ ια. Ήταν χ ωμέν α σ ε μια μικρή αποθηκούλ α σ τον κήπο, που ήταν γ εμάτη από διάφορα ετερόκλ ητα αν τικείμεν α: μια μικρή χ λ οοκοπτική μηχ αν ή, φτυάρια, τσ ουγ κράν ες, έν α κλ αδευτήρι, έν αν τεράσ τιο τσ αλ ακωμέν ο μουσ αμά, μια χ ειράμαξα, έν α σ ωρό από άδειες πλ ασ τικές γ λ άσ τρες, παλ ιά βάζα από μαρμελ άδα και μια κούτα με πλ ακάκια μπάν ιου. Κάποιος είχ ε θελ ήσ ει τα μπουκάλ ια εκείν α ν α παραμείν ουν κρυμμέν α και γ ι’ αυτό τα είχ ε καταχ ων ιάσ ει πίσ ω από κάτι
μισ οάδεια κουτάκια μπογ ιάς και τα είχ ε σ κεπάσ ει μ’ έν α σ κον ισ μέν ο σ εν τόν ι. Ο Ρίλ εϊ σ τάθηκε γ ια λ ίγ ο και τα κοιτούσ ε, κι έπειτα πήγ ε ν α ειδοποιήσ ει την Ιβέτ. Η Ιβέτ τα τράβηξε έξω έν α-έν α και τα επιθεώρησ ε. Βότκα, λ ευκός μηλ ίτης, φτην ό ουίσ κι: αλ κοόλ γ ια ν α μεθύσ ει κάποιος, όχ ι γ ια ν α απολ αύσ ει το ποτό του. Να ήταν άραγ ε των παιδιών ή των γ ον ιών , παλ ιά ή καιν ούρια μπουκάλ ια; Αλ λ ά έδειχ ν αν ν α είν αι καιν ούρια. Και σ ίγ ουρα έδειχ ν αν ν α είν αι το μυσ τικό κάποιου.
26 Ο Κάρλ σ ον έπρεπε οπωσ δήποτε ν α βρει έν αν κατάλ λ ηλ ο εν ήλ ικο. Πολ ύ σ υχ ν ά ο κατάλ λ ηλ ος εν ήλ ικος γ ια έν α ν έο παιδί είν αι ο έν ας γ ον ιός, όμως σ την περίπτωσ η των παιδιών των Λέν οξ ο έν ας από τους δύο γ ον είς είχ ε δολ οφον ηθεί και ο άλ λ ος δεν ήταν διόλ ου κατάλ λ ηλ ος κάτω από τις δεδομέν ες περισ τάσ εις. Σκέφτηκε ν α ζητήσ ει από την αδελ φή της Ρουθ, τη Λουίζ Βέλ ερ, ν α είν αι παρούσ α, όμως η Τζούν τιθ είπε πως θα προτιμούσ ε ν α πεθάν ει παρά ν α μιλ ήσ ει γ ια τη μητέρα της μπροσ τά σ τη θεία της και ο Τεν τ μουρμούρισ ε κάτι του τύπου πως καλ ά θα έκαν ε η Λουίζ ν α ξεκουμπισ τεί. «Δ εν μπορεί ν α κρατηθεί μακριά», είπε. «Αλ λ ά δεν θέλ ουμε ούτε τα κέικ της ούτε τη θρησ κεία της. Ούτε το αν αθεματισ μέν ο το μωρό της». Κι έτσ ι ο εν ήλ ικος που θα έμεν ε δίπλ α σ τα παιδιά σ τη διάρκεια της αν άκρισ ης ήταν μια γ υν αίκα την οποία όρισ ε η Κοιν ων ική Υ πηρεσ ία. Αυτή εμφαν ίσ τηκε σ το ασ τυν ομικό τμήμα βιασ τική και αν υπόμον η. Ήταν γ ύρω σ τα εξήν τα και κάτι, αδύν ατη σ αν σ πίν ος, με ζωηρό βλ έμμα που έλ αμπε
από ν ευρική υπερδιέγ ερσ η. Αυτή αποδείχ τηκε ότι ήταν η πρώτη της τέτοιου είδους σ υν εδρία. Είχ ε ολ οκλ ηρώσ ει την εκπαίδευσ η, βέβαια, και είχ ε διαβάσ ει οτιδήποτε σ χ ετικό είχ ε πέσ ει σ τα χ έρια της, αλ λ ά αυτό γ ια το οποίο, σ ύμφων α με τα λ εγ όμεν ά της, κυρίως υπερηφαν ευόταν ήταν το χ άρισ μά της ν α τα πηγ αίν ει πολ ύ καλ ά με τους ν έους. Οι έφηβοι παρεξηγ ούν ται τόσ ο σ υχ ν ά, έτσ ι δεν είν αι; Πολ λ ές φορές το μόν ο που χ ρειάζον ται είν αι κάποιον ν α τους ακούσ ει προσ εχ τικά και ν α σ ταθεί σ το πλ ευρό τους. Κι αυτός ακριβώς ήταν ο λ όγ ος γ α τον οποίο βρισ κόταν τώρα εδώ. Χαμογ έλ ασ ε και τα ισ χ ν ά της μάγ ουλ α κοκκίν ισ αν ελ αφρώς. «Καλ ά τότε», είπε γ εμάτος αμφιβολ ία ο Κάρλ σ ον . «Όπως καταλ αβαίν ετε, θα κάν ουμε τρεις ξεχ ωρισ τές σ υζητήσ εις, τη μία μετά την άλ λ η, με το καθέν α από τα παιδιά των Λέν οξ. Ο μεγ αλ ύτερος, ο Τεν τ, δεν είν αι ακριβώς έφηβος – μόλ ις έκλ εισ ε τα δεκαοχ τώ. Όπως γ ν ωρίζετε, εσ είς βρίσ κεσ τε εδώ απλ ώς γ ια ν α εξασ φαλ ίσ ετε ότι δεν θα γ ίν ει κάποια κακομεταχ είρισ η των παιδιών σ την αν άκρισ η και, βέβαια, αν ν ιώσ ετε πως έχ ουν αν άγ κη από κάτι, θα πρέπει ν α μας το πείτε». «Μια τόσ ο δύσ κολ η και οδυν ηρή ηλ ικία», είπε αν τί γ ια άλ λ η απάν τησ η η Αμάν τα Θορν . «Κατά το
ήμισ υ παιδιά και κατά το ήμισ υ εν ήλ ικοι». «Εγ ώ θα κάν ω τις ερωτήσ εις και η σ υν άδελ φός μου, η δρ Φρίν τα Κλ άιν , θα είν αι επίσ ης παρούσ α». Όταν είπε σ την Ιβέτ ότι θα έπαιρν ε μαζί του και τη Φρίν τα γ ια ν α μιλ ήσ ει σ τον Τεν τ, εκείν η τον κοίταξε με τόσ ο παραπον εμέν ο βλ έμμα που παραλ ίγ ο ν α τον κάν ει ν ’ αλ λ άξει γ ν ώμη. Μπορούσ ε ν α αν τιμετωπίσ ει το θυμό της αλ λ ά όχ ι την απογ οήτευσ ή της. Τα μάγ ουλ ά της φλ ογ ίσ τηκαν και τραύλ ισ ε πως δεν υπήρχ ε πρόβλ ημα, απολ ύτως καν έν α πρόβλ ημα, η απόφασ η ήταν δική του κι εκείν η καταλ άβαιν ε. Πρώτος σ τη σ ειρά ήταν ο Τεν τ. Σύρθηκε σ το δωμάτιο με τα κορδόν ια των παπουτσ ιών του λ υτά, τα μαλ λ ιά του αν ακατωμέν α, το σ τρίφωμα του παν τελ ον ιού του ξεφτισ μέν ο και τα ρούχ α του γ εμάτα σ κισ ίματα. Τα μάγ ουλ ά του ήταν αξύρισ τα και σ το λ αιμό του διακριν όταν έν α εξάν θημα· έδειχ ν ε πως ούτε πλ εν όταν ούτε τρεφόταν καν ον ικά. Αρν ήθηκε ν α καθίσ ει και προτίμησ ε ν α πάει ν α σ ταθεί δίπλ α σ το παράθυρο που έβλ επε έξω, σ τον κήπο. Υ πήρχ αν ασ φόδελ οι σ τα παρτέρια και το δέν τρο του κήπου ήταν αν θισ μέν ο. «Σίγ ουρα θα με θυμάσ αι», του είπε η Φρίν τα. «Δ εν ήξερα πως ήσ ουν μαζί τους», της είπε
εκείν ος. «Σ’ ευχ αρισ τούμε που σ υμφών ησ ες ν α μας δεις», είπε ο Κάρλ σ ον . «Προτού ξεκιν ήσ ουμε, ν α σ ου σ υσ τήσ ω την Αμάν τα Θορν . Είν αι μια κυρία που όρισ ε η Κοιν ων ική Υ πηρεσ ία. Ο ρόλ ος της είν αι ν α είν αι παρούσ α...» «Ξέρω ποιος είν αι ο ρόλ ος της. Όμως εγ ώ δεν είμαι παιδί. Και δεν τη χ ρειάζομαι εδώ». «Όχ ι, χ ρυσ ό μου», είπε η Αμάν τα και αμέσ ως σ ηκώθηκε και διέσ χ ισ ε το δωμάτιο γ ια ν α πάει κον τά του. «Ασ φαλ ώς και δεν είσ αι παιδί. Είσ αι έν ας ν εαρός άν τρας που πέρασ ε έν α απαίσ ιο, έν α φριχ τό σ υμβάν ». Ο Τεν τ την κοίταξε με περιφρόν ησ η. Εκείν η δεν έδειξε ν α το προσ έχ ει. «Είμαι εδώ γ ια ν α σ ε σ τηρίξω», εξακολ ούθησ ε απτόητη. «Αν υπάρχ ει κάτι που δεν καταλ αβαίν εις, θα πρέπει ν α μου το πεις κι εγ ώ θα σ ου το εξηγ ήσ ω. Κι αν ν ιώσ εις σ τεν οχ ωρημέν ος ή μπερδεμέν ος, πάλ ι μπορείς ν α μου το πεις». Ο Τεν τ έσ κυψ ε λ ίγ ο και κοίταξε το χ αμογ ελ ασ τό πρόσ ωπό της που έγ ερν ε λ ίγ ο σ το πλ άι. «Βούλ ωσ έ το». «Ορίσ τε;» «Να ξεκιν ήσ ουμε;» παρεν έβη ο Κάρλ σ ον . Ο Τεν τ δίπλ ωσ ε τα μπράτσ α του και κοίταξε
κάπως χ λ ευασ τικά έξω από το παράθυρο του δωματίου αποφεύγ ον τας το βλ έμμα τους. «Ελ άτε λ οιπόν . Σκοπεύετε ν α με ρωτήσ ετε αν γ ν ωρίζω γ ια τη διπλ ή ζωή της μητέρας μου;» «Γν ωρίζεις;» «Τώρα γ ν ωρίζω. Μου το είπε ο πατέρας μου. Για την ακρίβεια, άρχ ισ ε ν α μου λ έει κι έπειτα τον πήραν τα κλ άματα, κι έπειτα μου είπε και τα υπόλ οιπα». «Ξέρεις λ οιπόν ότι η μητέρα σ ου έβλ επε και κάποιον άλ λ ον άν τρα». «Όχ ι. Ξέρω πως αυτό ν ομίζετε εσ είς». «Εσ ύ δεν το πισ τεύεις;» Ο Τεν τ ξεδίπλ ωσ ε τα μπράτσ α του και σ τράφηκε προς το μέρος τους. «Ξέρετε τι πισ τεύω; Πως θα χ ώσ ετε τα χ έρια σ ας σ ε κάθε κομμάτι της ζωής της και θα την κάν ετε ν α μοιάζει άσ χ ημη, βρόμικη». «Τεν τ, λ υπάμαι πολ ύ γ ια όλ ο αυτό, όμως εδώ πρόκειται γ ια φόν ο», είπε ο Κάρλ σ ον . «Πρέπει ν α καταλ άβεις πως είν αι απαραίτητο ν α κάν ουμε μια ολ οκλ ηρωμέν η έρευν α». «Δ έκα χ ρόν ια!» Οι λ έξεις ακούσ τηκαν σ αν κραυγ ή, το πρόσ ωπό του σ υσ πάσ τηκε από την παραφορά του. «Από τότε που εγ ώ ήμουν οχ τώ ετών και η Ντόρα τριών . Αν το ήξερα; Όχ ι. Και πώς
με κάν ει τώρα ν α ν ιώθω η αποκάλ υψ η πως όλ α ήταν έν α ψ έμα, μια απάτη; Εσ είς τι ν ομίζετε;» Στράφηκε σ την Αμάν τα Θορν . «Έλ α λ οιπόν , κέρδισ ε το μισ θό σ ου. Πες μου πώς θα πρέπει ν α ν ιώθω. Ή εσ ύ». Έδειξε τη Φρίν τα με το χ έρι του. Τα ν ύχ ια ήταν μέσ α σ τη βρόμα. «Εσ ύ είσ αι θεραπεύτρια. Πες μου, λ οιπόν ». «Τεν τ», είπε μαλ ακά η Φρίν τα. «Πρέπει ν α απαν τάς σ τις ερωτήσ εις». «Ξέρεις κάτι; Κάποιοι από τους φίλ ους μου σ υν ήθιζαν ν α λ έν ε πως θα ήθελ αν ν α είχ αν κι αυτοί γ ια μητέρα τους τη δική μου μητέρα. Ε λ οιπόν , καν είς τους δεν πρόκειται ν α το πει αυτό τώρα πια». «Λες λ οιπόν ότι εσ ύ δεν είχ ες την παραμικρή ιδέα;» «Μήπως θέλ εις ν α κάν ουμε έν α διάλ ειμμα;» ρώτησ ε η Αμάν τα Θορν . «Όχ ι, δεν θέλ ει», είπε απότομα ο Κάρλ σ ον . «Ασ φαλ ώς δεν είχ α την παραμικρή ιδέα. Ήταν η καλ ή μητέρα, η καλ ή σ ύζυγ ος, η καλ ή γ ειτόν ισ σ α. Η αν αθεματισ μέν η κυρία Τέλ εια». «Αλ λ ά τώρα σ ου φαίν εται λ ογ ικό;» Ο Τεν τ σ τράφηκε σ τη Φρίν τα. Η όψ η του ήταν κοκαλ ιάρικη και έδειχ ν ε εύθραυσ τος, λ ες και θα θρυμματιζόταν σ ε έν α σ ωρό από αιχ μηρά
σ υν τρίμμια αν κάποιος τον άγ γ ιζε, αν κάποιος προσ παθούσ ε ν α τον κρατήσ ει σ την αγ καλ ιά του. «Τι θέλ εις ν α πεις;» «Πολ ύ ξαφν ικά, και με πολ ύ οδυν ηρό τρόπο, αν αγ κάζεσ αι ν α δεις τη μητέρα σ ου κάτω από μια εν τελ ώς διαφορετική σ κοπιά – όχ ι πια ως το άτομο που όλ οι περιγ ράφουν σ αν αξιόπισ το, ήρεμο και αν ιδιοτελ ές. Βλ έπεις μια ριζικά διαφορετική άλ λ η πλ ευρά της, με αν άγ κες και επιθυμίες δικές της και μια ολ όκλ ηρη κρυφή ζωή, ξεχ ωρισ τή από όλ ους εσ άς – κι εγ ώ σ ε ρωτώ αν τώρα, κοιτών τας τη ζωή της εκ των υσ τέρων , σ ου φαίν εται ν α έχ ει λ ογ ική αυτή η αποκάλ υψ η». «Όχ ι. Δ εν ξέρω. Δ εν θέλ ω ν α το σ κεφτώ. Ήταν η μητέρα μου. Ήταν ...» Έκλ εισ ε γ ια έν α λ επτό τα μάτια του. «Η παρηγ οριά μου». «Ακριβώς. Όχ ι έν α ον με σ εξουαλ ικότητα». «Δ εν θέλ ω ν α το σ κέφτομαι αυτό», επαν έλ αβε ο Τεν τ. «Δ εν θέλ ω τις εικόν ες μέσ α σ το μυαλ ό μου. Όλ α δηλ ητηριάσ τηκαν ». Τράβηξε γ ια άλ λ η μια φορά απότομα το κορμί του μακριά τους. Η Φρίν τα έν ιωσ ε πως ήταν έτοιμος ν α αν αλ υθεί σ ε δάκρυα. «Για ν α αν ακεφαλ αιώσ ουμε λ οιπόν », έσ πασ ε τη σ ιωπή η φων ή του Κάρλ σ ον . «Μας λ ες ότι δεν υποψ ιάσ τηκες ποτέ τίποτα».
«Ήταν φριχ τή ηθοποιός και εν τελ ώς άχ ρησ τη αν ήθελ ες ν α κάν ετε μαζί κάποια φάρσ α. Και δεν θα μπορούσ ε ν α πει ψ έματα ούτε γ ια ν α σ ώσ ει τη ζωή της. Θα γ ιν όταν κατακόκκιν η και όλ οι θα γ ελ ούσ αμε μαζί της. Αυτό ήταν έν α οικογ εν ειακό μας ασ τείο. Αποδείχ τηκε όμως τελ ικά πως ήταν καταπλ ηκτική ηθοποιός και ασ υν αγ ών ισ τη ψ εύτρα, έτσ ι δεν είν αι;» «Μπορείς ν α μας πεις γ ια την ημέρα που δολ οφον ήθηκε, σ τις 6 Απριλ ίου;» «Τι ν α σ ας πω;» «Τι ώρα έφυγ ες από το σ πίτι, τι έκαν ες σ τη διάρκεια της ημέρας, πότε ακριβώς επέσ τρεψ ες, τέτοιου είδους πράγ ματα». Ο Τεν τ έριξε έν α αγ ριωπό βλ έμμα σ τη Φρίν τα κι έπειτα είπε: «Εν τάξει. Το άλ λ οθί μου, αυτό εν ν οείτε. Έφυγ α από το σ πίτι τη σ υν ηθισ μέν η μου ώρα, γ ύρω σ τις οκτώ και μισ ή. Έπρεπε ν α είμαι ν ωρίς σ το σ χ ολ είο, που απέχ ει μόν ο λ ίγ α λ επτά από το σ πίτι μας, επειδή είχ α εξετάσ εις σ το μάθημα του Σχ εδίου. Στο οποίο, μια και το έφερε η κουβέν τα, μόλ ις έμαθα ότι πήρα άρισ τα». Στο πρόσ ωπό του χ αράχ τηκε έν α άγ ριο χ αμόγ ελ ο, μορφασ μός περισ σ ότερο. «Υ πέροχ ο, έτσ ι δεν είν αι; Μετά έμειν α σ το σ χ ολ είο όλ ο το υπόλ οιπο πρωιν ό. Έπειτα σ υν άν τησ α την Τζούν τιθ και
τριγ υρίσ αμε γ ια λ ίγ ο, και ύσ τερα γ υρίσ αμε σ το σ πίτι. Και βρήκαμε ασ τυν ομία παν τού. Σας ικαν οποιούν αυτά;» «Ναι». Η Τζούν τιθ Λέν οξ ήταν η επόμεν η. Μπήκε από την πόρτα αθόρυβα σ αν φάν τασ μα και τους κοίταξε όλ ους με τη σ ειρά με τα χ λ ωμά μπλ ε μάτια της. Είχ ε χ αλ κοκόκκιν ες μπούκλ ες και φακίδες επάν ω σ τη ράχ η της μύτης της. Παρόλ ο που τα μαλ λ ιά της χ ρειάζον ταν επειγ όν τως λ ούσ ιμο και φορούσ ε έν α παν τελ όν ι φόρμας και έν α φαρδύ πράσ ιν ο πουλ όβερ που μάλ λ ον αν ήκε σ τον πατέρα της και της έφταν ε σ χ εδόν ως τα γ όν ατα εν ώ τα χ έρια της χ άν ον ταν μέσ α σ τα μαν ίκια, ήταν ολ οφάν ερο πως ήταν έν α όμορφο κορίτσ ι με το υπέροχ ο άν θισ μα της ν ιότης που ακόμη και ολ όκλ ηρες ημέρες θρήν ου δεν μπορούσ αν ν α κρύψ ουν εν τελ ώς. «Δ εν έχ ω τίποτα ν α σ ας πω», δήλ ωσ ε. «Δ εν υπάρχ ει καν έν α πρόβλ ημα, καλ ό μου παιδί», μουρμούρισ ε η Αμάν τα Θορν . «Δ εν είσ αι υποχ ρεωμέν η ν α πεις απολ ύτως τίποτα». «Αν ν ομίζετε ότι το έκαν ε ο μπαμπάς, τότε είσ τε αν όητοι». «Γιατί το λ ες αυτό;» «Είν αι ολ οφάν ερο. Η μαμά τον απατούσ ε κι έτσ ι
εσ είς πισ τεύετε πως εκείν ος το αν ακάλ υψ ε και τη σ κότωσ ε. Όμως ο μπαμπάς τη λ άτρευε και, όπως και ν α έχ ει, δεν ήξερε τίποτα, δεν είχ ε ιδέα. Δ εν μπορεί κάτι ν α είν αι αλ ηθιν ό μόν ο και μόν ο επειδή το σ κέφτεσ τε». «Ασ φαλ ώς όχ ι», σ υμφών ησ ε ο Κάρλ σ ον . Η Φρίν τα σ κέφτηκε την κατάσ τασ η του κοριτσ ιού. Ήταν δεκαπέν τε ετών , σ το κατώφλ ι γ ια ν α γ ίν ει γ υν αίκα. Είχ ε χ άσ ει τη μητέρα της κι έπειτα έχ ασ ε και όλ α όσ α σ υμβόλ ιζε γ ια εκείν η η μητέρα της, και τώρα φοβόταν πως ίσ ως θα έχ αν ε και τον πατέρα της. «Πότε έμαθες ότι η μητέρα σ ου–» άρχ ισ ε η Φρίν τα. «Επέσ τρεψ α σ το σ πίτι μαζί με τον Τεν τ», είπε η Τζούν τιθ. «Πιασ τήκαμε χ έρι-χ έρι όταν αν ακαλ ύψ αμε τι είχ ε σ υμβεί». Της ξέφυγ ε έν ας μικρός λ υγ μός. «Ο δύσ τυχ ος ο Τεν τ. Νόμιζε πως η μαμά ήταν τέλ εια». «Εν ώ εσ ύ όχ ι;» «Είν αι διαφορετικό γ ια τις κόρες». «Τι εν ν οείς;» «Ο Τεν τ ήταν το χ αϊδεμέν ο της αγ όρι. Αλ λ ά και η Ντόρα ήταν το γ λ υκό της μωρό. Εν ώ εγ ώ... εγ ώ έκλ εβα το κραγ ιόν της – δηλ αδή, δεν το έκαν α πραγ ματικά. Δ εν είχ ε και πολ λ ά πράγ ματα γ ια ν α
βάφεται η μητέρα μου. Αλ λ ά καταλ αβαίν ετε τι εν ν οώ. Όπως και ν α ’χ ει, είμαι το μεσ αίο παιδί». «Είσ αι όμως βέβαιη πως καν είς σ ας δεν ήξερε;» «Ότι όλ ον αυτό τον καιρό απατούσ ε τον μπαμπά; Όχ ι. Αλ λ ά κι εγ ώ καλ ά-καλ ά δεν το πισ τεύω ακόμη». Έτριψ ε άγ ρια το πρόσ ωπό της. «Είν αι κάτι σ αν ταιν ία και όχ ι σ αν αλ ηθιν ή ζωή. Δ εν είν αι το είδος του πράγ ματος που θα έκαν ε. Δ εν έχ ει ν όημα. Είν αι μια γ υν αίκα σ τη μέσ η ηλ ικία και δεν είν αι καν τόσ ο ελ κυσ τική». Έσ πασ ε, το πρόσ ωπό της σ υσ πάσ τηκε. «Δ εν το εν ν οούσ α έτσ ι, ξέρετε όμως τι λ έω. Τα μαλ λ ιά της γ κριζάρουν και φορά σ εμν ά εσ ώρουχ α και δεν ασ χ ολ είται καν με τον καλ λ ωπισ μό της». Φάν ηκε ν α σ υν ειδητοποιεί ξαφν ικά πως μιλ ούσ ε γ ια τη μητέρα της σ ε χ ρόν ο εν εσ τώτα. Σκούπισ ε τα δάκρυα από τα μάτια της. «Ο πατέρας μας δεν ήξερε τίποτα. Στο λ όγ ο μου», είπε επίμον α. «Σας ορκίζομαι πως ο πατέρας μας δεν υποψ ιαζόταν καν . Είν αι ρημαγ μέν ος. Αφήσ τε τον ήσ υχ ο. Αφήσ τε μας ήσ υχ ους». Η αν άκρισ η της Ντόρα Λέν οξ δεν ήταν ακριβώς αν άκρισ η. Το κορίτσ ι ήταν κάτισ χ ν ο και παραιτημέν ο και εξουθεν ωμέν ο, πρησ μέν ο από το κλ άμα. Μπορεί ο πατέρας της ν α έδειχ ν ε σ αν ν α
είχ ε γ εράσ ει χ ρόν ια από την ημέρα της δολ οφον ίας της σ υζύγ ου του, όμως η Ντόρα είχ ε ξαν αγ ίν ει σ αν μικρό κοριτσ άκι. Είχ ε αν άγ κη τη μητέρα της. Είχ ε αν άγ κη από κάποιον ν α τη σ φίξει και ν α τη λ ικν ίσ ει σ την αγ καλ ιά του και ν α διώξει όλ η τη φρίκη μακριά της. Η Φρίν τα ακούμπησ ε το χ έρι της σ το υγ ρό και ζεσ τό κεφάλ ι του κοριτσ ιού. Η Αμάν τα Θορν την καθησ ύχ ασ ε και τη διαβεβαίωσ ε πως όλ α θα πήγ αιν αν καλ ά, δείχ ν ον τας ν α μην αν τιλ αμβάν εται διόλ ου πόσ ο αν όητα ήταν τα λ όγ ια της εκείν α. Ο Κάρλ σ ον κοίταξε το κορίτσ ι και η ρυτίδα αν άμεσ α σ τα φρύδια του έγ ιν ε πιο βαθιά. Δ εν ήξερε από πού ν ’ αρχ ίσ ει. Εκείν ο το σ πίτι ήταν τόσ ο γ εμάτο από θλ ίψ η. Μπορούσ ες ν α τη ν ιώσ εις ν α σ ου κεν τρίζει το δέρμα. Έξω, οι ασ φόδελ οι αν ταν ακλ ούσ αν τη θερμή λ άμψ η της άν οιξης. Όταν η Ιβέτ ρώτησ ε τον Ράσ ελ Λέν οξ σ χ ετικά με τα μπουκάλ ια, εκείν ος σ την αρχ ή την κοίταξε απλ ώς σ αν ν α μην είχ ε καταλ άβει ούτε λ έξη. «Γν ωρίζετε ποιος τα έβαλ ε εκεί;» Σήκωσ ε τους ώμους, έτριψ ε το πρόσ ωπό του και κοίταξε πέρα. «Έχ ει καμία σ χ έσ η αυτό με όλ α τα άλ λ α;» «Ίσ ως καμία, είμαι όμως αν αγ κασ μέν η ν α σ ας ρωτήσ ω. Υ πήρχ αν δεκάδες ολ όκλ ηρες από
μπουκάλ ια κρυμμέν α σ την αποθηκούλ α. Μπορεί ν α υπάρχ ει μια αθώα εξήγ ησ η, αλ λ ά πάν τως το πρώτο που θα σ κεφτόταν καν είς είν αι πως κάποιος έπιν ε κρυφά». «Δ εν βλ έπω γ ιατί. Η αποθηκούλ α είν αι γ εμάτη σ κουπίδια». «Ποιος χ ρησ ιμοποιεί την αποθηκούλ α;» «Τι εν ν οείτε;» «Ποιος μπαίν ει σ την αποθηκούλ α; Έμπαιν ε η σ ύζυγ ός σ ας;» «Δ εν ήταν η Ρουθ». «Ή ίσ ως ο γ ιος σ ας και κάποιοι φίλ οι του–» «Όχ ι. Όχ ι ο Τεν τ». «Μήπως βάλ ατε εσ είς τα μπουκάλ ια εκεί πέρα;» Το δωμάτιο γ έμισ ε με μια βαριά σ ιωπή. «Κύριε Λέν οξ;» «Ναι». Ο τόν ος της φων ής του υψ ώθηκε και κοίταξε αλ λ ού σ αν ν α μην άν τεχ ε ν α σ υν αν τήσ ει το βλ έμμα της. «Θα λ έγ ατε δηλ αδή ότι…» Η Ιβέτ σ ταμάτησ ε. Δ εν ήταν καλ ή σ ε αυτά. Έκαν ε τις ερωτήσ εις πολ ύ άγ αρμπα. Δ εν ήξερε πώς ν α το κάν ει ώσ τε ν α ακούγ εται ξεκάθαρη και σ υγ χ ρόν ως όχ ι επικριτική. Προσ πάθησ ε ν α φαν τασ τεί πώς θα έκαν ε τις ερωτήσ εις ο Κάρλ σ ον . «Έχ ετε κάποιο πρόβλ ημα αλ κοολ ισ μού;» ρώτησ ε τελ ικά με απότομο τόν ο.
Ο Ράσ ελ Λέν οξ τίν αξε το κεφάλ ι του προς τα επάν ω. «Όχ ι, δεν έχ ω». «Αλ λ ά όλ α αυτά τα μπουκάλ ια...» Η σ κέψ η της πήγ ε σ τον λ ευκό μηλ ίτη. Καν είς δεν θα τον έπιν ε αυτόν αν δεν είχ ε πρόβλ ημα αλ κοολ ισ μού. «Οι άν θρωποι ν ομίζουν ότι επειδή πίν εις έχ εις και πρόβλ ημα αλ κοολ ισ μού, και πισ τεύουν ακόμη ότι έχ εις πρόβλ ημα αλ κοολ ισ μού επειδή έχ εις κάποιο βαθύτερο πρόβλ ημα». Μιλ ούσ ε γ ρήγ ορα, οι λ έξεις του έτρεχ αν σ αν ν α ήθελ αν ν α δραπετεύσ ουν . «Ήταν απλ ώς μια αν όητη φάσ η της ζωής μου. Έπιν α γ ια ν α αν τεπεξέλ θω. Έκρυψ α τα μπουκάλ ια σ την αποθήκη επειδή ήξερα πως όλ οι θα έλ εγ αν αυτό που λ έτε τώρα εσ είς. Θα το παρουσ ίαζαν σ αν κάτι γ ια το οποίο θα έπρεπε ν α ν τρέπομαι. Ήταν πολ ύ πιο απλ ό ν α το κρύψ ω απ’ όλ ους. Αυτό είν αι όλ ο. Σκόπευα ν α πετάξω τα μπουκάλ ια όταν θα είχ α την ευκαιρία». Η Ιβέτ προσ πάθησ ε ν α τα πάρει με τη σ ειρά. «Να αν τεπεξέλ θετε σ ε τι;» ρώτησ ε. «Σε όλ α. Ξέρετε, διάφορα πράγ ματα». Για μια σ τιγ μή, ακούσ τηκε σ αν το γ ιο του. «Και πότε περάσ ατε από αυτή τη φάσ η της ζωής σ ας;» «Γιατί ρωτάτε;» «Πρόσ φατα;»
Ο Ράσ ελ Λέν οξ έβαλ ε το έν α του χ έρι σ το πρόσ ωπό του, μισ οκρύβον τας το σ τόμα του. Αν άμεσ α από τα δάχ τυλ ά του άφησ ε ν α του ξεφύγ ει έν ας σ υγ κεχ υμέν ος ήχ ος. «Εξακολ ουθείτε ν α πίν ετε;» «Τώρα γ ίν ατε και θεραπεύτριά μου;» Οι λ έξεις του έβγ αιν αν πια πν ιχ τές. «Θέλ ετε μήπως και ν α μου πείτε ότι αυτό μου κάν ει κακό; Ίσ ως θέλ ετε ν α μου πείτε γ ια τη βλ άβη που προξεν εί σ το σ υκώτι, γ ια τον εθισ μό, και ότι πρέπει ν α αν αγ ν ωρίσ ω το πρόβλ ημά μου και ν α αν αζητήσ ω βοήθεια;» «Πίν ατε εξαιτίας κάποιων προβλ ημάτων σ το γ άμο σ ας;» Εκείν ος σ ηκώθηκε. «Για εσ άς τα πάν τα είν αι αποδεικτικά σ τοιχ εία, έτσ ι; Η ιδιωτική ζωή της σ υζύγ ου μου, το ότι εγ ώ πίν ω πολ ύ». «Το θύμα μιας δολ οφον ίας δεν έχ ει πια προσ ωπική ζωή», είπε η Ιβέτ. «Κι εμέν α, και τα δύο αυτά μου φαίν ον ται ότι μπορούν ν α έχ ουν κάποια σ χ έσ η». «Τι θέλ ετε ν α σ ας πω; Για έν α μικρό διάσ τημα έπιν α περισ σ ότερο απ’ όσ ο θα έπρεπε. Ήταν αν όητο εκ μέρους μου. Δ εν ήθελ α ν α το μάθουν τα παιδιά μου, κι έτσ ι τους το έκρυβα. Δ εν είμαι υπερήφαν ος γ ι’ αυτό που έκαν α».
«Μου λ έτε δηλ αδή ότι δεν υπήρχ ε κάποιος σ υγ κεκριμέν ος λ όγ ος που σ ας έκαν ε ν α πίν ετε;» Ο Ράσ ελ Λέν οξ ξαφν ικά έδειξε ν α βυθίζεται σ την κούρασ η. Κάθισ ε πάλ ι κάτω, απέν αν τι από την Ιβέτ, κι ήταν σ αν ν α σ ωριάσ τηκε σ την καρέκλ α του. «Μου ζητάτε ν α σ ας τα κάν ω όλ α ξεκάθαρα. Αλ λ ά δεν ήταν έτσ ι. Μεγ αλ ών ω, η ζωή μου μου φαιν όταν αν ιαρή. Καμία αλ λ αγ ή. Καν έν α εν διαφέρον . Ίσ ως το ίδιο ν α έν ιωθε και η Ρουθ». «Ίσ ως», είπε η Ιβέτ. «Γν ώριζε όμως η σ ύζυγ ός σ ας ότι πίν ατε;» «Μα τι σ χ έσ η έχ ει αυτό με το θάν ατό της; Νομίζετε ότι τη σ κότωσ α επειδή αν ακάλ υψ ε το έν οχ ο μυσ τικό μου;» «Το αν ακάλ υψ ε όμως;» «Το υποψ ιαζόταν . Είχ ε την ικαν ότητα ν α μυρίζεται τις αδυν αμίες των αν θρώπων ». «Το γ ν ώριζε, λ οιπόν ». «Το μυρίσ τηκε επάν ω μου. Το αν τιμετώπισ ε με αρκετή περιφρόν ησ η – κι αυτό ήταν κάπως θρασ ύ, δεν ν ομίζετε, αν λ άβετε υπόψ η τι έκαν ε εκείν η το ίδιο διάσ τημα;» «Και το οποίο εσ είς εξακολ ουθείτε ν α ισ χ υρίζεσ τε πως αγ ν οούσ ατε». «Δ εν ισ χ υρίζομαι απλ ώς. Δ εν είχ α ιδέα».
«Και εξακολ ουθείτε ν α λ έτε πως είχ ατε έν αν καλ ό γ άμο;» «Είσ τε παν τρεμέν η;» Η Ιβέτ έν ιωσ ε ν α φλ ογ ίζον ται ξαφν ικά το πρόσ ωπο και ο λ αιμός της. Είδε τον εαυτό της μέσ α από τα μάτια εκείν ου του άν τρα – μια γ εροδεμέν η, κασ ταν ομάλ λ α, αδέξια, μον αχ ική γ υν αίκα με μεγ άλ α πόδια και τεράσ τια χ έρια χ ωρίς δαχ τυλ ίδι γ άμου ή αρραβών ων σ ε κάποιο δάχ τυλ ο. «Όχ ι», του απάν τησ ε κοφτά. «Καν έν ας γ άμος δεν φαίν εται καλ ός όταν αν αζητάς τα ελ αττώματά του. Μέχ ρι πριν από λ ίγ ες ημέρες, θα έλ εγ α ότι παρόλ ο που μερικές φορές λ ογ ομαχ ούσ αμε και μερικές φορές πάλ ι θεωρούσ αμε ο έν ας τον άλ λ ο δεδομέν ο, είχ αμε έν αν καλ ό, σ τέρεο γ άμο». «Και τώρα;» «Τώρα δεν βγ αίν ει ν όημα. Όλ α διαλ ύθηκαν , και δεν μπορώ καν ν α τη ρωτήσ ω γ ιατί». Η Φρίν τα είχ ε μόλ ις φτάσ ει σ το σ πίτι της, όταν ακούσ τηκε το κουδούν ι ν α χ τυπά. Άν οιξε την πόρτα και αν τίκρισ ε δυο έν σ τολ ους ασ τυν ομικούς, έν αν άν τρα και μια γ υν αίκα. «Είσ τε η δρ Φρίν τα Κλ άιν ;» τη ρώτησ ε ο άν τρας. «Σας σ τέλ ν ει ο Κάρλ σ ον ;»
Οι δυο ασ τυν ομικοί κοιτάχ τηκαν . «Με σ υγ χ ωρείτε», είπε πάλ ι ο άν τρας. «Δ εν ξέρω σ ε τι αν αφέρεσ τε». «Καλ ά, τότε γ ια ποιο λ όγ ο βρίσ κεσ τε εδώ;» «Μπορείτε ν α μας επιβεβαιώσ ετε πως είσ τε η δρ Φρίν τα Κλ άιν ;» «Ναι, μπορώ. Έκαν α κάτι που δεν έπρεπε;» Ο ασ τυν ομικός σ υν οφρυώθηκε. «Πρέπει ν α σ ας εν ημερώσ ω ότι είν αι αν άγ κη ν α σ ας αν ακρίν ουμε γ ια μια υπόθεσ η επίθεσ ης και πρόκλ ησ ης σ ωματικής βλ άβης που μας κατήγ γ ειλ αν ». «Ποια υπόθεσ η; Πρόκειται γ ια κάτι σ το οποίο υποτίθεται πως είμαι μάρτυρας;» Ο ασ τυν ομικός κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι του. «Εμείς ερευν ούμε μια καταγ γ ελ ία που σ ας κατον ομάζει ως δράσ τρια». «Μα τι σ το καλ ό μου λ έτε;» Η γ υν αίκα ασ τυν ομικός έριξε μια ματιά σ το σ ημειωματάριό της. «Ήσ ασ ταν παρούσ α, σ τις 1 7 Απριλ ίου, σ το διαμέρισ μα ν ούμερο τέσ σ ερα της Μαρς Σάιν τ;» «Πώς είπατε;» «Πρόκειται γ ια έν α διαμέρισ μα που αυτή τη σ τιγ μή κατοικείται από τον κύριο Ίαν Γιάρν τλ εϊ». «Ω, γ ια όν ομα του Θεού», αν αφών ησ ε η Φρίν τα.
«Παραδέχ εσ τε ότι ήσ ασ ταν εκεί;» «Ναι, παραδέχ ομαι ότι ήμουν εκεί, όμως–» «Πρέπει ν α μιλ ήσ ουμε λ ίγ ο γ ι’ αυτή την υπόθεσ η», είπε ο ασ τυν ομικός. «Αλ λ ά δεν μπορούμε ν α το κάν ουμε εδώ, σ το κατώφλ ι. Αν θέλ ετε, μπορούμε ν α σ ας πάμε εμείς σ ε έν α αν ακριτικό γ ραφείο». «Δ εν είν αι προτιμότερο ν α έρθετε μέσ α και ν α προσ παθήσ ουμε ν α βγ άλ ουμε κάποια άκρη;» «Μπορούμε ν α έρθουμε μέσ α και ν α σ ας κάν ουμε μερικές ερωτήσ εις», είπε ο ασ τυν ομικός. Μέσ α σ τις ογ κώδεις σ τολ ές τους, οι δυο ασ τυν ομικοί έκαν αν το σ πίτι της Φρίν τα ν α δείχ ν ει ξαφν ικά μικρότερο. Και οι δύο κάθισ αν δισ τακτικά, σ αν ν α μην είχ αν σ υν ηθίσ ει ν α τους βάζουν μέσ α σ τα σ πίτια. Η Φρίν τα κάθισ ε απέν αν τί τους. Περίμεν ε ν α μιλ ήσ ουν εκείν οι πρώτοι. Ο άν τρας ασ τυν ομικός έβγ αλ ε το καπέλ ο του και το ακούμπησ ε σ το μπράτσ ο της καρέκλ ας. Είχ ε κατσ αρά κόκκιν α μαλ λ ιά και ωχ ρό δέρμα. «Μας αν έφεραν πως υπήρξε έν α σ υμβάν », είπε. Έβγ αλ ε το σ ημειωματάριό του από την πλ αϊν ή τσ έπη του τζάκετ του, το άν οιξε με αργ ές κιν ήσ εις και το επιθεώρησ ε σ αν ν α το έβλ επε γ ια πρώτη φορά. «Πρέπει ν α σ ας εν ημερώσ ω από την αρχ ή ότι ερευν ούμε μια υπόθεσ η απλ ής επίθεσ ης και
σ υγ χ ρόν ως μια υπόθεσ η πρόκλ ησ ης σ ωματικής βλ άβης». «Μα ποιας σ ωματικής βλ άβης;» ρώτησ ε η Φρίν τα προσ παθών τας ν α παραμείν ει ήρεμη και σ υγ χ ρόν ως ν α θυμηθεί ολ όκλ ηρο το σ υμβάν . Ήταν δυν ατόν ν α είχ ε χ τυπήσ ει η γ υν αίκα το χ έρι της πέφτον τας; Ο ασ τυν ομικός κοίταξε πάλ ι το σ ημειωματάριό του. «Η καταγ γ ελ ία έγ ιν ε από τον ιδιοκτήτη του διαμερίσ ματος, κύριο Ίαν Γιάρν τλ εϊ, και από κάποια Πόλ ι Γουέλ ς. Τώρα, σ ε αυτό το σ ημείο οφείλ ω ν α σ ας εν ημερώσ ω ότι δεν είσ τε υπό σ ύλ λ ηψ η και είσ τε ελ εύθερη ν α σ ταματήσ ετε αυτή την αν άκρισ η οποιαδήποτε σ τιγ μή. Πρέπει επίσ ης ν α σ ας πω ότι δεν είσ τε υποχ ρεωμέν η ν α πείτε τίποτα. Αλ λ ά το ν α μην αν αφέρετε τώρα κάτι που θα επικαλ εσ τείτε ίσ ως αργ ότερα σ το δικασ τήριο μπορεί ν α είν αι εις βάρος της υπεράσ πισ ής σ ας. Οτιδήποτε πείτε μπορεί ν α χ ρησ ιμοποιηθεί ως αποδεικτικό σ τοιχ είο». Μόλ ις τελ είωσ ε το μικρό του λ ογ ύδριο, το ωχ ρό δέρμα του ασ τυν ομικού κοκκίν ισ ε. Θύμισ ε σ τη Φρίν τα την εικόν α εν ός μικρού αγ οριού που κάν ει μια εισ ήγ ησ η σ το σ χ ολ ικό σ υμβούλ ιο. Και ο ασ τυν ομικός πρόσ θεσ ε: «Πρέπει πάν τοτε ν α τα λ έμε αυτά». «Όπως και ότι έχ ω δικαίωμα ν α ζητήσ ω
δικηγ όρο». «Δ εν σ ας έχ ουμε σ υλ λ άβει, κυρία Κλ άιν ». «Και τι ήταν αυτή η σ ωματική βλ άβη που υποτίθεται πως προξέν ησ α;» ρώτησ ε πάλ ι η Φρίν τα. «Τραυματίσ τηκε καθόλ ου εκείν η η γ υν αίκα;» «Νομίζω ότι υπήρξαν κάποιες μελ αν ιές και απαιτήθηκε λ ίγ η ιατρική φρον τίδα». «Και αυτό θεωρείται σ ωματική βλ άβη;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Μας καταγ γ έλ θηκε», είπε η γ υν αίκα, «πως προκλ ήθηκε ψ υχ ολ ογ ικό τραύμα. Προβλ ήματα ύπν ου. Κατάθλ ιψ η». «Υ πάρχ ει πιθαν ότητα», ρώτησ ε πάλ ι η Φρίν τα, «ν α έχ ει κάποια σ χ έσ η με αυτή τη διάγ ν ωσ η ο δρ Χαλ Μπράν τσ ο;» «Δ εν μπορώ ν α αποκαλ ύψ ω κάτι τέτοιο», είπε ο άν τρας. «Αλ λ ά εσ είς παραδέχ εσ τε πως ήσ ασ ταν παρούσ α την ώρα του σ υμβάν τος». «Ναι», είπε η Φρίν τα. «Όμως δεν περίμεν αν υπερβολ ικά πολ ύ καιρό μέχ ρι ν α κάν ουν αυτή την καταγ γ ελ ία;» «Απ’ ό,τι μου είπαν », αποκρίθηκε ο άν τρας, «η κυρία Γουέλ ς σ την αρχ ή ήταν σ ε πολ ύ τραυματική ψ υχ ολ ογ ική κατάσ τασ η ώσ τε ν α μπορέσ ει ν α μιλ ήσ ει γ ι’ αυτό. Χρειαζόταν θεραπεία μέχ ρι ν α
ν ιώσ ει ασ φάλ εια και ν α μπορέσ ει ν α έρθει σ την ασ τυν ομία. Κι εμείς προσ παθούμε ν α είμασ τε πιο ευαισ θητοποιημέν οι απέν αν τι σ ε γ υν αίκες οι οποίες έχ ουν πέσ ει θύματα βίας». «Αυτό είν αι θετικό», είπε η Φρίν τα. «Θέλ ετε λ οιπόν ν α μάθετε τι σ υν έβη;» «Θα θέλ αμε ν α μάθουμε και τη δική σ ας εκδοχ ή γ ια το σ υμβάν », είπε ο άν τρας ασ τυν ομικός. «Συν εν ν οήθηκα με τον Ίαν Γιάρν τλ εϊ γ ια ν α πάω ν α τον δω και ν α του κάν ω κάποιες ερωτήσ εις», είπε η Φρίν τα. «Όπως καταλ αβαίν ω, ήσ ασ ταν θυμωμέν η μαζί του. Νιώθατε ταπειν ωμέν η εξαιτίας του». «Αυτό σ ας το είπε ο ίδιος;» «Σε αυτό το σ υμπέρασ μα καταλ ήξαμε από τις ερωτήσ εις που του κάν αμε». «Εγ ώ δεν ήμουν θυμωμέν η μαζί του. Αλ λ ά η φίλ η του...» «Η κυρία Γουέλ ς». «Ήταν επιθετική από την πρώτη σ τιγ μή που έφτασ α εκεί. Μου όρμησ ε και προσ πάθησ ε ν α με βγ άλ ει με σ πρωξιές έξω από το διαμέρισ μα. Τότε την έσ πρωξα κι εγ ώ, γ ια ν α αμυν θώ. Όταν κουράσ τηκε ν α προσ παθεί ν α με απωθήσ ει, ν ομίζω πως σ κόν ταψ ε σ ε έν α σ καμν ί και έπεσ ε επάν ω του. Όλ α έγ ιν αν πολ ύ γ ρήγ ορα. Και μετά έφυγ α. Τέλ ος
της ισ τορίας». Ο ασ τυν ομικός κοίταξε το σ ημειωματάριό του. «Σύμφων α με την καταγ γ ελ ία, σ πρώξατε την κυρία Γουέλ ς σ ε έν αν τοίχ ο και την ακιν ητοποιήσ ατε εκεί. Είν αι ακριβές αυτό;» Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό. «Ναι, αυτό είν αι αλ ήθεια. Εκείν η άρχ ισ ε ν α με σ πρώχ ν ει. Της είπα ν α σ ταματήσ ει, κι έπειτα, όταν εκείν η σ υν έχ ισ ε το σ πρώξιμο, την απώθησ α κι εγ ώ προς τον τοίχ ο. Αλ λ ά όχ ι άγ ρια. Μόν ο γ ια ν α την κάν ω ν α σ ταματήσ ει. Έπειτα την άφησ α ν α φύγ ει κι εκείν η όρμησ ε καταπάν ω μου και τότε σ κόν ταψ ε και έπεσ ε. Εγ ώ εκείν η τη σ τιγ μή δεν την άγ γ ιζα καν ». «Δ ηλ αδή, η κυρία Γουέλ ς απλ ώς έπεσ ε», διευκρίν ισ ε η γ υν αίκα ασ τυν ομικός. «Ακριβώς». Ο ασ τυν ομικός ξαν ακοίταξε το σ ημειωματάριό του. «Έχ ετε κάποιο ισ τορικό γ ια πρόκλ ησ η ταραχ ών σ ε δημόσ ιο χ ώρο;» «Τι εν ν οείτε;» Ο άν τρας γ ύρισ ε μια σ ελ ίδα σ το σ ημειωματάριό του. «Γν ωρίζετε κάποιον Τζέιμς Ρούν τελ ;» ρώτησ ε. «Εμείς ακούσ αμε κάτι γ ια τσ ακωμό σ ε έν α εσ τιατόριο, με αποτέλ εσ μα ν α προκλ ηθούν
σ οβαρές υλ ικές ζημιές. Και κατέλ ηξε με τη σ ύλ λ ηψ ή σ ας». «Πότε το πλ ηροφορηθήκατε αυτό;» «Πρόκειται απλ ώς γ ια μια πλ ηροφορία που λ άβαμε». «Και ποια είν αι η σ χ έσ η με την καταγ γ ελ ία;» «Προσ παθούμε απλ ώς ν α σ υν θέσ ουμε μια εικόν α. Και δεν είν αι και ο Τζέιμς Ρούν τελ αν αμειγ μέν ος σ ε αυτή την υπόθεσ η;» «Σωσ τά», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Ο Ρούν τελ είν αι έν ας από τους άλ λ ους θεραπευτές που αποτέλ εσ αν σ τόχ ο αυτής της...» Σταμάτησ ε, προσ παθών τας ν α σ κεφτεί μια λ έξη που ν α αρμόζει. «Αυτού του πλ άν ου», είπε τελ ικά. «''Στόχ ο”. Αυτό ακούγ εται σ αν ν α είσ τε θυμωμέν η γ ι’ αυτό». «Όχ ι, δεν ακούγ εται έτσ ι», είπε η Φρίν τα. Ο άν τρας έγ ραψ ε κάτι σ το σ ημειωματάριό του. «Θυμών ετε με τον Ρούν τελ και πάτε ν α τον βρείτε σ το εσ τιατόριο όπου τρώει και του επιτίθεσ τε. Θυμών ετε με τον Ίαν Γιάρν τλ εϊ και πάτε ν α τον βρείτε σ το σ πίτι του και πάλ ι καταλ ήγ ετε σ ε καβγ ά. Εσ είς δεν βλ έπετε εδώ ν α υπάρχ ει κάποια σ χ έσ η;» «Οι δυο υποθέσ εις δεν έχ ουν τίποτα κοιν ό», είπε η Φρίν τα. «Και δεν έγ ιν ε τέτοιου είδους τσ ακωμός
σ το διαμέρισ μα του Ίαν Γιάρν τλ εϊ». Ξαφν ικά, ο άν τρας κοίταξε γ ύρω του σ αν κυν ηγ όσ κυλ ο που μόλ ις σ υν έλ αβε μια οσ μή. «Τι είν αι αυτό;» ρώτησ ε. Ήταν τα κοπαν ήματα που ακούγ ον ταν από το λ ουτρό, σ τον επάν ω όροφο. Είχ αν γ ίν ει τόσ ο πολ ύ κομμάτι της ζωής της Φρίν τα που η ίδια είχ ε σ χ εδόν πάψ ει ν α τα ακούει. «Πρέπει πραγ ματικά ν α μάθετε;» ρώτησ ε. «Στο κάτω-κάτω, έχ ω άλ λ οθι γ ι’ αυτή τη σ τιγ μή. Είμαι εδώ κάτω, μαζί σ ας». Η γ υν αίκα κοίταξε τη Φρίν τα βλ οσ υρά. «Δ εν υπάρχ ει τίποτα το κωμικό σ τη βία εν αν τίον γ υν αικών », της είπε. «Αυτό ήταν », είπε η Φρίν τα. «Τελ ειώσ αμε. Αν θέλ ετε ν α μου απαγ γ είλ ετε κατηγ ορία, τότε προχ ωρήσ τε. Δ ιαφορετικά, δεν έχ ουμε τίποτε άλ λ ο ν α πούμε». Με ύφος μεγ άλ ης σ υγ κέν τρωσ ης, ο άν τρας έγ ραψ ε ακόμη αρκετές σ ειρές σ ημειώσ εων και μετά έκλ εισ ε το σ ημειωματάριό του και σ ηκώθηκε. «Μεταξύ μας τώρα», της είπε, «αν ήμουν σ τη θέσ η σ ας θα σ υμβουλ ευόμουν έν α δικηγ όρο. Έχ ουμε φέρει και υποθέσ εις πιο αδύν αμες από αυτή σ το ποιν ικό δικασ τήριο. Αλ λ ά ακόμη και αν δεν φτάσ ει μέχ ρι εκεί, μπορεί επίσ ης ν α
αν τιμετωπίσ ετε αγ ωγ ή αποζημίωσ ης». «Κι αν χ ρειασ τεί ν α έρθω σ ε επικοιν ων ία μαζί σ ας;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Ήμουν έτοιμος ν α σ ας το πω», αποκρίθηκε ο άν τρας. Έγ ραψ ε κάτι σ το σ ημειωματάριό του κι έπειτα έσ κισ ε τη σ ελ ίδα και της την έδωσ ε. «Σε περίπτωσ η που έχ ετε οτιδήποτε άλ λ ο ν α προσ θέσ ετε. Αλ λ ά ούτως ή άλ λ ως θα είμασ τε σ ε επαφή». Όταν έφυγ αν , η Φρίν τα έμειν ε αρκετά λ επτά με το βλ έμμα της καρφωμέν ο ευθεία μπροσ τά. Έπειτα έψ αξε σ την ατζέν τα της με τις διευθύν σ εις και τα τηλ έφων α και βρήκε έν αν αριθμό. Τον πλ ηκτρολ όγ ησ ε σ το τηλ έφων ο. «Ιβέτ», είπε. «Με σ υγ χ ωρείς που σ ε εν οχ λ ώ. Αλ λ ά μήπως έχ εις έν α λ επτό;» Σ’ ευχ αριστώ γ ια το γ ράμμα σου. Το έχ ω συν εχ ώς μαζί μου. Ταιριάζει πολ ύ στο χ αρακτήρα σου το ν α γ ράφεις μια αλ ηθιν ή επιστολ ή – σε χ αρτί καλ ής ποιότητας, με μελ άν ι, με σωστή γ ραμματική και χ ωρίς συν τομογ ραφίες. Δ εν θυμάμαι πότε ήταν η τελ ευταία φορά που κάποιος μου έστειλ ε γ ράμμα. Ίσως η μητέρα μου, πριν από πολ λ ά χ ρόν ια. Συν ήθιζε ν α μου γ ράφει σε πολ ύ λ επτό επιστολ όχ αρτο, κολ λ αριστό. Δ εν κατόρθων α ποτέ
ν α διαβάσω τα μικροσκοπικά, δυσαν άγ ν ωστα γ ράμματά της. Η μητέρα μου, η μητέρα σου. Όλ α αυτά που δεν έχ ουμε ακόμη πει ο έν ας στον άλ λ ο. Νομίζω πως πρέπει ν α περάσουμε μαζί έν α μήν α σε έν α φάρο, περιτριγ υρισμέν οι από τρικυμισμέν ες θάλ ασσες, και με αρκετό φαγ ητό και ποτό ώστε ν α μη χ ρειαστεί ν α φύγ ουμε ούτε γ ια λ ίγ ο. Θα μπορούμε ν α συζητάμε και ν α διαβάζουμε και ν α κοιμόμαστε και ν α κάν ουμε έρωτα και ν α μοιραζόμαστε τα μυστικά μας. Να επαν ορθώσουμε γ ια όλ ο το χ ρόν ο που έχ ουμε χ άσει. Σε φιλ ώ, Σάν τι.
27 Η Ιβέτ και ο Κάρλ σ ον βάδισ αν μαζί από το σ πίτι των Λέν οξ ως το σ πίτι των Κέριγ καν . Τους πήρε λ ιγ ότερο από δέκα λ επτά. Η Ιβέτ αγ ων ιζόταν ν α ακολ ουθεί το γ ρήγ ορο βήμα του. Είχ ε έν α άσ χ ημο κρυολ όγ ημα και ο λ αιμός της την έτσ ουζε, οι αδέν ες της ήταν πρησ μέν οι και πον εμέν οι και το κεφάλ ι της βούιζε. Έν ιωθε τα ρούχ α της ν α τη σ φίγ γ ουν και ν α τη φαγ ουρίζουν . Το σ πίτι ήταν μικρότερο από εκείν ο της Ρουθ και του Ράσ ελ , έν α κτίσ μα με κόκκιν α τούβλ α σ ε έν α σ τεν ό δρομάκι, με έν αν μικροσ κοπικό μπροσ τιν ό κήπο που τον είχ αν σ τρώσ ει με χ αλ ίκια. Η Ελ εάν α Κέριγ καν άν οιξε την πόρτα προτού το κουδούν ι σ ταματήσ ει εν τελ ώς. Στάθηκε μπροσ τά τους, μια ψ ηλ ή γ υν αίκα με μακρύ, ωχ ρό πρόσ ωπο και μαλ λ ιά που είχ αν αρχ ίσ ει ν α ξεβάφουν , πιασ μέν α σ ε χ αλ αρό κότσ ο· γ ύρω από το λ αιμό της κρέμον ταν τα γ υαλ ιά της με μια αλ υσ ίδα. Φορούσ ε έν α καρό πουκάμισ ο που της ήταν μεγ άλ ο επάν ω από έν α φαρδύ βαμβακερό παν τελ όν ι. Ο ήλ ιος έπεσ ε σ το πρόσ ωπό της τη σ τιγ μή που τους κοιτούσ ε, κι εκείν η σ ήκωσ ε το χ έρι της –βέρα και δαχ τυλ ίδι
αρραβών ων σ τον παράμεσ ο– γ ια ν α προσ τατευτεί από το εκθαμβωτικό φως του. Ξέρει, σ κέφτηκε αμέσ ως η Ιβέτ. Ο άν τρας της μάλ λ ον την έβαλ ε ν α καθίσει κάτω και της τα είπε όλ α. Τους οδήγ ησ ε σ το καθισ τικό. Το φως του ήλ ιου ξεχ υν όταν μέσ α από το τεράσ τιο παράθυρο κι έπεφτε επάν ω σ το πράσ ιν ο χ αλ ί και σ τον καν απέ με τις ρίγ ες. Στο μάρμαρο του τζακιού υπήρχ αν ασ φόδελ οι, που τους έκαν ε διπλ ούς έν ας καθρέφτης ακριβώς απέν αν τι. Η Ιβέτ έπιασ ε με την άκρη του ματιού της την αν ταν άκλ ασ η και του δικού της προσ ώπου σ ’ εκείν ο τον καθρέφτη – κόκκιν ο και βαρύ, και τα χ είλ η κατάξερα. Τα έγ λ ειψ ε. Η Ελ εάν α Κέριγ καν κάθισ ε σ ε μια καρέκλ α και τους έν ευσ ε ν α κάν ουν κι αυτοί το ίδιο. Ακούμπησ ε τα μακριά, λ επτά χ έρια της σ το μηρό της και κάθισ ε ευθυτεν ής. «Σκεφτόμουν πώς θα έπρεπε ν α σ υμπεριφερθώ», άρχ ισ ε ν α λ έει με χ αμηλ ή και ευχ άρισ τη φων ή, με μια αμυδρή προφορά που η Ιβέτ δεν μπόρεσ ε ν α καθορίσ ει. «Όλ α μοιάζουν εξωπραγ ματικά. Το ξέρω, είμαι η απατημέν η σ ύζυγ ος, όμως ακόμη δεν μπορώ ν α αισ θαν θώ έτσ ι. Απλ ώς είν αι όλ α τόσ ο...» Κατέβασ ε το βλ έμμα σ τα χ έρια της κι έπειτα σ ήκωσ ε πάλ ι τα μάτια της. «Ο Πολ δεν μοιάζει ν α
είν αι ο τύπος του άν τρα που θα διάλ εγ ε μια γ υν αίκα γ ια ν α κάν ει εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η μαζί του». «Πότε ακριβώς σ ας το είπε;» ρώτησ ε η Ιβέτ. «Χθες, μόλ ις επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι. Περίμεν ε μέχ ρι ν α του πάω το τσ άι του σ το τραπέζι και μου το ξεφούρν ισ ε. Στην αρχ ή ν όμισ α πως ασ τειευόταν ». Έκαν ε έν α μορφασ μό. «Είν αι τρελ ό, έτσ ι δεν είν αι; Δ εν μπορεί ν α σ υμβαίν ει σ ’ εμέν α. Κι αυτή η γ υν αίκα είν αι ν εκρή. Σας αν έφερε ότι εγ ώ ήμουν που του το είπα; Ότι εγ ώ διάβασ α πρώτη την ισ τορία σ την εφημερίδα; Και σ κέφτηκα τότε πως είχ ε πολ ύ σ υμπαθητικό πρόσ ωπο. Αν αρωτιέμαι αν εκείν η με σ κέφτηκε ποτέ της, όταν βρισ κόταν με τον άν τρα μου». «Γν ωρίζουμε ότι όλ α αυτά είν αι έν ας κλ ον ισ μός γ ια εσ άς», είπε η Ιβέτ. «Όπως καταλ αβαίν ετε, όμως, πρέπει ν α μάθουμε πού ακριβώς βρίσ κον ταν όλ οι όσ οι σ χ ετίζον ταν με κάποιον τρόπο με τη Ρουθ την ημέρα του θαν άτου της». «Εν ν οείτε πως θέλ ετε ν α μάθετε πού ήταν ο άν τρας μου; Δ εν θυμάμαι. Κοίταξα το ημερολ όγ ιο, αλ λ ά η σ ελ ίδα εκείν ης της ημέρας είν αι λ ευκή. Δ εν ήταν παρά μια σ υν ηθισ μέν η Τετάρτη. Ο Πολ λ έει πως ήταν σ ίγ ουρα εδώ την ώρα που σ ας εν διαφέρει, αλ λ ά δεν θυμάμαι αν ήρθα εγ ώ πρώτη από τη δουλ ειά ή αν ήρθε πρώτος εκείν ος. Ούτε
μπορώ πια ν α θυμηθώ αν άργ ησ ε περισ σ ότερο απ’ όσ ο σ υν ήθως. Αν όμως είχ ε σ υμβεί κάτι ασ υν ήθισ το, υποθέτω πως θα το θυμόμουν ». «Και οι γ ιοι σ ας;» Έσ τρεψ ε το κεφάλ ι. Ακολ ουθών τας το βλ έμμα της, ο Κάρλ σ ον και η Ιβέτ είδαν , δίπλ α σ τους ασ φόδελ ους, τη φωτογ ραφία δυο αγ οριών – παλ ικάρια ήδη με σ κούρα μαλ λ ιά και με το φαρδύ πρόσ ωπο του πατέρα τους. Το έν α είχ ε μια ουλ ή επάν ω από το χ είλ ος του που σ τράβων ε κάπως το χ αμόγ ελ ό του. «Ο Τζος είν αι σ το παν επισ τήμιο σ το Κάρν τιφ. Δ εν έχ ει έρθει σ το σ πίτι μετά το Πάσ χ α. Ο άλ λ ος, ο Μπεν , είν αι δεκαοχ τώ χ ρόν ων και φέτος τελ ειών ει το λ ύκειο. Ζει μαζί μας, αλ λ ά ποτέ δεν θυμάται με ακρίβεια ημερομην ίες. Ούτε τίποτε άλ λ ο, θα έλ εγ α. Δ εν τους έχ ω μιλ ήσ ει ακόμη γ ια την εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η του πατέρα τους. Κι όταν τους μιλ ήσ ω γ ι’ αυτήν , τότε θα μπορώ ν α τους πω και γ ια το φόν ο. Α, θα έχ ει μεγ άλ η πλ άκα. Και τι διάρκεια είχ ε;» «Ορίσ τε;» «Για πόσ ο καιρό τα είχ αν ;» «Δ εν σ ας είπε ο σ ύζυγ ός σ ας;» «Μου είπε πως ήταν κάτι περισ σ ότερο από μια περιπέτεια, αλ λ ά πως εξακολ ουθεί ν α με αγ απά και ελ πίζει ν α τον σ υγ χ ωρήσ ω».
«Δ έκα χ ρόν ια», είπε ήρεμα η Ιβέτ. «Βλ έπον ταν κάθε Τετάρτη. Είχ αν ν οικιάσ ει έν α διαμέρισ μα». Η Ελ εάν α Κέριγ καν ίσ ιωσ ε ακόμη περισ σ ότερο την πλ άτη της. Το δέρμα του προσ ώπου της φάν ηκε σ αν ν α χ αλ αρών ει. «Δ έκα χ ρόν ια». Ο Κάρλ σ ον και η Ιβέτ μπορούσ αν ν α την ακούσ ουν ν α ξεροκαταπίν ει. «Και δεν ξέρατε τίποτα;» «Δ έκα χ ρόν ια, με ν οικιασ μέν ο διαμέρισ μα». «Και πρέπει επίσ ης ν α κάν ουμε μια έρευν α σ το σ πίτι σ ας», είπε η Ιβέτ. «Το καταν οώ». Η φων ή της Ελ εάν α Κέριγ καν εξακολ ουθούσ ε ν α είν αι ευγ εν ική, αλ λ ά είχ ε γ ίν ει πολ ύ αδύν αμη. «Παρατηρήσ ατε κάτι ασ υν ήθισ το σ τη σ υμπεριφορά του σ υζύγ ου σ ας;» «Τα τελ ευταία δέκα χ ρόν ια;» «Τις τελ ευταίες εβδομάδες ίσ ως;» «Όχ ι». «Δ εν τον είδατε κάπως σ τεν οχ ωρημέν ο ή σ αν κάτι ν α τον απασ χ ολ ούσ ε;» «Δ εν ν ομίζω». «Και δεν είχ ατε καταλ άβει ότι μερικές εκατον τάδες λ ίρες εξαφαν ίζον ταν κάθε μήν α από το λ ογ αριασ μό του γ ια ν α πλ ηρών ει το εν οίκιο του διαμερίσ ματος;»
«Όχ ι». «Εσ είς δεν τη σ υν αν τήσ ατε ποτέ;» «Την άλ λ η γ υν αίκα;» Τους κοίταξε με έν α κουρασ μέν ο, μισ ό χ αμόγ ελ ο. «Δ εν ν ομίζω. Έμεν ε όμως εδώ κον τά, έτσ ι δεν είν αι; Ίσ ως και ν α την είχ α σ υν αν τήσ ει τυχ αία». «Θα σ ας ήμασ ταν ευγ ν ώμον ες αν προσ παθούσ ατε ν α μάθετε τι ώρα ακριβώς επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι ο σ ύζυγ ός σ ας εκείν η την Τετάρτη – ίσ ως ν α ρωτούσ ατε σ υν αδέλ φους από τη δουλ ειά ή κάτι τέτοιο». «Θα κάν ω ό,τι μπορώ». «Πολ ύ καλ ά. Μη σ ηκών εσ τε, θα πάμε μόν οι μας ως την πόρτα». «Ναι. Σας ευχ αρισ τώ». Δ εν σ ηκώθηκε ούτε κοίταξε γ ύρω της την ώρα που έφευγ αν , αλ λ ά παρέμειν ε ν α κάθεται σ τον καν απέ με τη ράχ η σ τητή και μια άδεια έκφρασ η σ το μακρύ πρόσ ωπό της. «Θα ήθελ ες έν α ποτό;» ρώτησ ε η Ιβέτ τον Κάρλ σ ον πασ χ ίζον τας ν α δώσ ει αν έμελ ο τόν ο σ τη φων ή της, σ αν ν α μην την έν οιαζε πραγ ματικά αν θα πήγ αιν αν ή όχ ι. Άκουσ ε όμως την ίδια της τη φων ή ν α ηχ εί κάπως παράξεν α. «Θα πάρω ρεπό την υπόλ οιπη μέρα και αύριο δεν
θα έρθω, γ ι’ αυτό δεν ...» «Καλ ώς. Έκαν α απλ ώς μια πρότασ η. Υ πήρχ ε κάτι που ήθελ α ν α σ ου πω. Μου τηλ εφών ησ ε η Φρίν τα». «Για ποιο θέμα;» Καθώς η Ιβέτ του περιέγ ραφε τις λ επτομέρειες της σ υζήτησ ης που είχ ε η Φρίν τα με τους ασ τυν ομικούς, έν α χ αμόγ ελ ο άρχ ισ ε ν α σ χ ηματίζεται σ τα χ είλ η του Κάρλ σ ον , που όμως σύντομα έσβησε για να δώσει τη θέση του σε μια έκφραση ανησυχίας. «Της είπα ότι θα έπρεπε ν α το σ υζητήσ ει μαζί σ ου, όμως μου απάν τησ ε ότι αρκετά σ ε είχ ε απασ χ ολ ήσ ει με τα προβλ ήματά της. Ξέρεις, ύσ τερα από εκείν η τη φορά με τον Ρούν τελ ». «Μα τι σ υμβαίν ει με αυτή την κοπέλ α;» είπε ο Κάρλ σ ον . «Υ πάρχ ουν μπράβοι σ ε ν υχ τεριν ά κέν τρα που μπλ έκουν σ ε λ ιγ ότερους καβγ άδες απ’ ό,τι αυτή». «Αλ λ ά δεν είν αι πάν τοτε επιλ ογ ή της». «Ναι, απλ ώς φαίν εται ν α σ υμβαίν ουν όπου πηγ αίν ει εκείν η. Τέλ ος πάν των , σ ’ εσ έν α τηλ εφών ησ ε. Καλ ύτερα ν α κάν εις κι εσ ύ μερικά τηλ εφων ήματα γ ια ν α το τακτοποιήσ εις». «Ναι, και με σ υγ χ ωρείς. Δ εν ήθελ α ν α σ ου βάλ ω κι άλ λ ες έν ν οιες».
Ο Κάρλ σ ον δίσ τασ ε γ ια μια σ τιγ μή, καθώς κοιτούσ ε το φλ ογ ισ μέν ο της πρόσ ωπο. «Δ εν ήθελ α ν α είμαι απότομη μαζί σ ου. Θα περάσ ω αυτές τις δυο μέρες με τα παιδιά μου», της είπε μαλ ακά. «Πολ ύ σ ύν τομα, θα φύγ ουν μακριά». «Δ εν το ήξερα – πόσ ο καιρό θα λ είψ ουν ;» Αν ακάλ υψ ε ότι δεν μπορούσ ε ν α της το πει. «Αρκετό καιρό», ήταν το μόν ο το οποίο κατόρθωσ ε ν α ψ ελ λ ίσ ει. «Γι’ αυτό και τώρα θέλ ω ν α τα έχ ω κον τά μου όσ ο περισ σ ότερο μπορώ». «Μα βέβαια». Ο Μίκι είχ ε κόψ ει τα μαλ λ ιά του πολ ύ κον τά· ήταν σ αν μαλ ακές γ ουρουν ότριχ ες, εν ώ αν άμεσ α φαιν όταν το δέρμα του κεφαλ ιού του και τα αυτιά του προεξείχ αν εμφαν ώς. Αλ λ ά και η Μπέλ α είχ ε κουρευτεί και τα μαλ λ ιά της ήταν τώρα έν α πλ ήθος από χ αλ αρές μπούκλ ες γ ύρω από το πρόσ ωπό της. Έδειχ ν αν τώρα και τα δύο πολ ύ πιο μικρά και πιο αν υπεράσ πισ τα. Ο Κάρλ σ ον έδειχ ν ε πολ ύ ψ ηλ ός και επιβλ ητικός δίπλ α τους. Έν ιωσ ε την καρδιά του ν α φουσ κών ει μέσ α σ το σ τήθος του και τότε έσ κυψ ε και τα τράβηξε επάν ω του. Αλ λ ά εκείν α σ τριφογ ύρισ αν και ελ ευθερώθηκαν από το αγ κάλ ιασ μά του. Βρίσ κον ταν σ ε κατάσ τασ η έξαψ ης· τα κορμάκια τους πάλ λ ον ταν από
αν υπομον ησ ία. Ήθελ αν ν α του πουν γ ια το διαμέρισ μα σ το οποίο θα έμεν αν , που είχ ε μπαλ κόν ια και από τις δύο πλ ευρές του και μια πορτοκαλ ιά έξω σ την αυλ ή. Έν ας αν εμισ τήρας σ ε κάθε δωμάτιο, επειδή έκαν ε πολ λ ή ζέσ τη το καλ οκαίρι. Είχ αν καιν ούρια καλ οκαιριν ά ρούχ α, σ ορτς και φορέματα και καλ οκαιριν ά παν τοφλ άκια. Εκεί δεν έβρεχ ε σ χ εδόν ποτέ, τις περισ σ ότερες μέρες είχ ε λ ιακάδα σ την Ισ παν ία. Λίγ ους δρόμους πιο πέρα από το διαμέρισ μά τους υπήρχ ε μια αν οιχ τή πισ ίν α και τα Σαββατοκύριακα θα μπορούσ αν ν α πηγ αίν ουν με το τρέν ο σ την παραλ ία. Στο καιν ούριο τους σ χ ολ είο, θα έπρεπε ν α φορούν σ τολ ή. Ήξεραν ήδη κάποιες λ έξεις. Μπορούσ αν ν α πουν : «Puedo tomar un helado pοr fav or?» Και «gracias» και «mi nombre es Mikey », «mi nombre es Bella». Ο Κάρλ σ ον απλ ώς χ αμογ ελ ούσ ε. Ήθελ ε ν α μη φύγ ουν ποτέ και ταυτόχ ρον α ήθελ ε ν α έχ ουν ήδη φύγ ει, επειδή το ν α περιμέν ει γ ια ν α τους πει αν τίο ήταν το πιο βασ αν ισ τικό απ’ όλ α.
28 Το επόμεν ο πρωί, όταν η Φρίν τα έλ αβε το τηλ εφών ημα του Ραζίτ Σιν γ κ, καν όν ισ ε ν α τον σ υν αν τήσ ει σ το γ ραφείο της, που τώρα έμεν ε άδειο τόσ ες πολ λ ές ώρες την εβδομάδα, και η κόκκιν η πολ υθρόν α έμοιαζε εγ καταλ ειμμέν η. Αργ ότερα την ίδια ημέρα θα έβλ επε τον Τζο Φράν κλ ιν κι έτσ ι θα μπορούσ ε ν α παραμείν ει σ το γ ραφείο της μέχ ρι τότε, όρθια δίπλ α σ το παράθυρο που έβλ επε σ το ερημωμέν ο και γ εμάτο αγ ριόχ ορτα οικοδομικό τετράγ ων ο, ν α περιπλ αν ιέται και αυτή μέσ α σ τα χ αλ άσ ματα της σ κέψ ης της. Τώρα βάδιζε μέσ α από τα σ τεν ά δρομάκια όσ ο πιο γ ρήγ ορα της επέτρεπε το τραυματισ μέν ο πόδι της, προσ περν ών τας το πλ ήθος από τα κατασ τήματα που της ήταν τόσ ο οικεία. Είχ ε την αίσ θησ η πως ακολ ουθούσ ε έν α ν ήμα, λ επτό σ αν ισ τό αράχ ν ης, μέσ α σ ε έν αν σ κοτειν ό και γ εμάτο σ τροφές λ αβύριν θο. Δ εν ήξερε γ ια ποιο λ όγ ο δεν μπορούσ ε ν α ξεχ άσ ει εκείν η την ισ τορία: ήταν μια ψ εύτικη επιν όησ η, ολ οφάν ερα χ ον τροκομμέν η, σ χ εδιασ μέν η μόν ο και μόν ο γ ια ν α την κάν ει ν α φαν εί αν όητη και αν ίκαν η. Θα έπρεπε ν α
αισ θάν εται οργ ισ μέν η, ταπειν ωμέν η, εκτεθειμέν η· κι αν τί γ ια όλ α αυτά, εκείν η έν ιωθε πολ ύ προβλ ηματισ μέν η και σ αν ν α αν τιμετώπιζε μια πρόκλ ησ η, μια κλ ήτευσ η σ το καθήκον . Ξυπν ούσ ε τις ν ύχ τες και οι σ κέψ εις της, έτσ ι όπως αν αδύον ταν από τη λ άσ πη των ον είρων της, σ κόν ταφταν σ ε εκείν η την ισ τορία. Υ πήρχ ε έν α αδύν αμο αλ λ ά επίμον ο τράβηγ μα σ το ν ήμα. Ο Σιν γ κ κατέφτασ ε σ την ώρα του. Φορούσ ε και πάλ ι εκείν ο το χ ον τρό μαύρο παν ωφόρι – σ την πραγ ματικότητα μάλ ισ τα έμοιαζε ν α φορά τα ίδια ακριβώς ρούχ α με τα οποία τον είχ ε δει η Φρίν τα την πρώτη φορά. Το πρόσ ωπό του έδειχ ν ε ν α καταρρέει από την κούρασ η και σ ωριάσ τηκε βαριά σ την πολ υθρόν α απέν αν τι από τη Φρίν τα σ αν ν α επρόκειτο όν τως γ ια θεραπευτική σ υν εδρία. «Σ’ ευχ αρισ τώ», της είπε. «Για ποιο πράγ μα;» «Που δέχ τηκες ν α με δεις». «Νόμιζα πως εγ ώ ήμουν που σ ου ζήτησ α ν α επικοιν ων ήσ εις μαζί μου». «Ναι, αλ λ ά σ ε εξαπατήσ αμε πολ ύ άσ χ ημα, έτσ ι δεν είν αι;» «Έτσ ι το αισ θάν εσ αι τώρα;» «Δ εν ξέρω γ ια τους άλ λ ους, όμως εγ ώ ν ιώθω κάπως άσ χ ημα γ ια όλ η αυτή τη δημοσ ιότητα».
«Επειδή έν ιωσ ες τελ ικά πως αυτό που έκαν ες ήταν λ άθος;» «Στην αρχ ή φαιν όταν καλ ή ιδέα. Θέλ ω ν α πω, με ποιον τρόπο θα μπορούσ ε κάποιος ν α ελ έγ ξει τους θεραπευτές; Οι δάσ καλ οι ελ έγ χ ον ται από τους επιθεωρητές, όμως οι θεραπευτές μπορούν ν α κάν ουν όσ η ζημιά θέλ ουν μέσ α σ την απόρρητη απομόν ωσ η των γ ραφείων τους και καν είς δεν το μαθαίν ει ποτέ. Κι αν οι ασ θεν είς δεν είν αι ικαν οποιημέν οι, τότε ο θεραπευτής μπορεί πάλ ι ν α το αν τισ τρέψ ει και ν α μεταθέσ ει σ ε αυτούς την ευθύν η: αν δεν είσ αι ικαν οποιημέν ος, είν αι επειδή κάτι δεν πάει καλ ά μ’ εσ έν α, όχ ι μ’ εμέν α. Είν αι από μόν ο του έν α σ ύσ τημα αυτοδικαιολ όγ ησ ης». «Αυτά τα λ όγ ια δεν ακούγ ον ται σ αν δικά σ ου. Ακούγ ον ται σ αν ν α μιλ ά ο Χαλ Μπράν τσ ο. Κάτι το οποίο δεν σ ημαίν ει απαραίτητα πως είν αι λ άθος. Υ πάρχ ει όν τως έν α πρόβλ ημα όσ ον αφορά το πώς μπορούν ν α ελ εγ χ θούν οι ψ υχ οθεραπευτές». «Ναι, καλ ά, όταν όμως πήρε όλ η αυτή τη δημοσ ιότητα, άρχ ισ ε ν α μη μου φαίν εται σ ωσ τό. Όλ οι το έβρισ καν ασ τείο, και μετά, όταν σ ε γ ν ώρισ α...» Σταμάτησ ε. «Δ εν έδειχ ν α ν α είμαι και τόσ ο τρελ ή όσ ο ισ χ υριζόταν ο Μπράν τσ ο;»
Ο Σιν γ κ έδειχ ν ε ν α ν ιώθει κάπως άβολ α. Κουν ιόταν σ την καρέκλ α του και έτριβε τα αξύρισ τα μάγ ουλ ά του. «Μας είπε πως ήσ ουν εν τελ ώς απρόβλ επτη. Μας είπε πως εσ ύ –και όλ οι οι άν θρωποι που είν αι σ αν εσ έν α– μπορείτε ν α κάν ετε μεγ άλ η ζημιά». «Κι έτσ ι βάλ θηκε ν α μας ελ έγ ξει ο ίδιος;» «Υ ποθέτω πως έτσ ι το βλ έπει εκείν ος. Αλ λ ά δεν είν αι αυτός ο λ όγ ος γ ια τον οποίο είμαι εδώ. Μου είπες ν α επικοιν ων ήσ ω μαζί σ ου σ ε περίπτωσ η που θα υπήρχ ε κάτι το οποίο θα ήθελ α ν α σ ου πω». «Και υπάρχ ει;» «Ναι, υποθέτω. Είμαι, χ μ, πώς ν α το θέσ ω; Αυτή τη σ τιγ μή δεν βρίσ κομαι και σ την καλ ύτερη δυν ατή κατάσ τασ η. Όπως θα πρόσ εξες, δεν μου αρέσ ει η δουλ ειά μου τόσ ο όσ ο περίμεν α – ν όμιζα ότι θα υπήρχ αν περισ σ ότερα σ εμιν άρια και σ υζητήσ εις και ομαδικές έρευν ες και τέτοιου είδους πράγ ματα, αλ λ ά κυρίως είμαι μόν ος μου και ψ αχ ουλ εύω σ τη βιβλ ιοθήκη». «Ολ ομόν αχ ος». «Ναι». «Και είσ αι ολ ομόν αχ ος και σ την προσ ωπική σ ου ζωή;» «Θα αν αρωτιέσ αι ίσ ως ποια σ χ έσ η έχ ει αυτό που σ ου λ έω με την ισ τορία που σ ε απασ χ ολ εί», της
είπε αν τί ν α απαν τήσ ει. «Πες μου». Ο Σιν γ κ κοίταξε κάτω σ το πάτωμα. Έμοιαζε ν α ζυγ ιάζει κάτι σ το ν ου του. «Πρόκειται γ ια μια σ χ έσ η που είχ α», είπε επιτέλ ους. «Για μεγ άλ ο διάσ τημα – ή τέλ ος πάν των μεγ άλ ο διάσ τημα γ ια εμέν α. Δ εν είχ α ποτέ άλ λ οτε σ χ έσ η με τόσ η διάρκεια – καλ ά, αυτό είν αι άσ χ ετο. Ήμασ ταν μαζί γ ια εν άμισ η χ ρόν ο, που είν αι πάρα πολ ύ. Την έλ εγ αν Άγ κν ες. Δ ηλ αδή, ακόμη έτσ ι τη λ έν ε. Δ εν πέθαν ε. Αλ λ ά σ το τέλ ος δεν τα πήγ αμε καλ ά, καταλ αβαίν εις. Όμως δεν ήρθα εδώ γ ια ν α σ ου πω αυτό. Το θέμα είν αι πως η Άγ κν ες ήταν αυτή που μου έδωσ ε τη λ επτομέρεια εκείν η που αν έφερες γ ια το κόψ ιμο των μαλ λ ιών . Δ εν γ ν ωρίζω γ ια ποιο λ όγ ο σ ε εν διαφέρει τόσ ο πολ ύ. Δ εν ήταν παρά μια φτιαχ τή ισ τορία. Αλ λ ά την ώρα που έγ ραφα τις σ ημειώσ εις γ ια όλ ους, σ κέφτηκα ότι χ ρειαζόταν ν α δώσ ω λ ίγ ο χ ρώμα σ την ισ τορία και μου ήρθε σ το μυαλ ό. Δ εν έχ ω ιδέα γ ιατί. Κι έτσ ι το πρόσ θεσ α κι αυτό». «Ώσ τε λ οιπόν η πρώην φίλ η σ ου σ ου είπε την ισ τορία σ χ ετικά με το πώς έν ιωθε όταν έκοβε τα μαλ λ ιά του πατέρα της;» «Ήθελ α ν α σ ου το πω, ώσ τε ν α δεις ότι δεν πρόκειται γ ια τίποτα σ ημαν τικό. Ήταν απλ ώς μια
αν όητη ισ τορία. Και ήταν και τυχ αίο – το θυμήθηκα απλ ώς και το χ ρησ ιμοποίησ α. Θα μπορούσ α ν α είχ α χ ρησ ιμοποιήσ ει οτιδήποτε άλ λ ο αν τί γ ι’ αυτό – ή και τίποτα». «Μήπως άλ λ αξες κάποια λ επτομέρεια;» «Δ εν μπορώ ν α θυμηθώ με βεβαιότητα». Το πρόσ ωπό του σ υσ πάσ τηκε σ την προσ πάθειά του ν α θυμηθεί. «Ήμασ ταν ξαπλ ωμέν οι μαζί σ το κρεβάτι κι εκείν η μου χ άιδευε τα μαλ λ ιά και μου έλ εγ ε πως είχ αν μακρύν ει πολ ύ και θα τους έκαν ε καλ ό έν α κούρεμα. Και με είχ ε ρωτήσ ει αν θα ήθελ α ν α μου τα έκοβε εκείν η. Τότε ήταν που μου είπε εκείν ο το πράγ μα γ ια τον πατέρα της – ή ν ομίζω πως ήταν γ ια τον πατέρα της. Δ εν είμαι σ ίγ ουρος γ ια το σ ημείο αυτό· εν δεχ ομέν ως ν α αν αφερόταν σ ε κάποιον άλ λ ο. Αλ λ ά σ ίγ ουρα μίλ ησ ε γ ια την αίσ θησ η δύν αμης και σ υγ χ ρόν ως τρυφερότητας που έν ιωθε κρατών τας το ψ αλ ίδι. Υ ποθέτω ότι κόλ λ ησ ε σ το μυαλ ό μου επειδή ήταν κάτι σ αν εν δόμυχ η εξομολ όγ ησ η, αν και ποτέ δεν την άφησ α ν α μου κόψ ει τα μαλ λ ιά». «Η ισ τορία λ οιπόν ήταν μια αν άμν ησ η της πρώην φίλ ης σ ου». «Ναι». «Της Άγ κν ες». «Άγ κν ες Φλ ιν τ, αυτό ήταν το όν ομά της. Αλ λ ά
γ ιατί ρωτάς; Μήπως θέλ εις ν α μιλ ήσ εις και σ ε αυτήν τώρα;» «Έτσ ι ν ομίζω». «Δ εν το καταλ αβαίν ω. Γιατί είν αι τόσ ο σ ημαν τικό; Σε εξαπατήσ αμε. Και σ ου ζητώ σ υγ γ ν ώμη γ ι’ αυτό. Αλ λ ά γ ια ποιο λ όγ ο έχ ει τόσ ο μεγ άλ η σ ημασ ία;» «Μπορώ ν α έχ ω τον αριθμό του τηλ εφών ου της;» «Θα σ ου πει απλ ώς τα ίδια που σ ου είπα κι εγ ώ». «Θα μου αρκούσ ε και μια ηλ εκτρον ική διεύθυν σ η». «Ίσ ως τελ ικά ο Χαλ ν α είχ ε δίκιο γ ια σ έν α». Η Φρίν τα άν οιξε το σ ημειωματάριό της και ξεβίδωσ ε το καπάκι της πέν ας της. «Θα σ ου πω, αν κι εσ ύ της πεις ότι πρέπει ν α απαν τά σ τις κλ ήσ εις μου». «Δ εν πρόκειται ν α σ ου απαν τήσ ει σ το τηλ έφων ο απλ ώς και μόν ο επειδή κάποιος άλ λ ος θα της πει ν α το κάν ει». Ο Σιν γ κ αν ασ τέν αξε βαθιά, πήρε σ τα χ έρια του το σ ημειωματάριο και έγ ραψ ε έν αν τηλ εφων ικό αριθμό και μια ηλ εκτρον ική διεύθυν σ η. «Ικαν οποιημέν η;» «Σ’ ευχ αρισ τώ. Να σ ου δώσ ω μια σ υμβουλ ή;» «Όχ ι».
«Να πας πρώτα γ ια λ ίγ ο τρέξιμο –είδα κάτι αθλ ητικά παπούτσ ια σ το καθισ τικό σ ου– κι έπειτα ν α κάν εις έν α ν τους, ν α ξυρισ τείς και ν α φορέσ εις άλ λ α ρούχ α και ν α βγ εις από το μικρό και κρύο διαμέρισ μά σ ου». «Αυτό είν αι όλ ο;» «Για αρχ ή, ν αι». «Νόμιζα πως ήσ ουν ψ υχ οθεραπεύτρια». «Σου είμαι ευγ ν ώμων , Ραζίτ». «Θα πεις σ την Άγ κν ες ότι είπα...;» «Όχ ι». Ο Τζιμ Φίαρμπι πήρε το πρωιν ό του σ το γ καράζ γ ια σ έρβις αυτοκιν ήτων που βρισ κόταν δίπλ α σ το ξεν οδοχ είο όπου είχ ε διαν υκτερεύσ ει: έν α μικρό πακέτο κορν φλ έικς, έν α ποτήρι πορτοκαλ άδα από το ψ ηλ ό πλ ασ τικό δοχ είο μέσ α σ το οποίο αν εβοκατέβαιν ε έν α πλ ασ τικό πορτοκάλ ι χ ωρίς ν α πείθει γ ια τίποτα, κι έν α φλ ιτζάν ι καφέ. Επέσ τρεψ ε σ το δωμάτιό του γ ια ν α μαζέψ ει την τσ άν τα με τα πράγ ματά του και ν α πλ ύν ει τα δόν τια του, παρακολ ουθών τας το πρωιν ό πρόγ ραμμα της τηλ εόρασ ης όσ ο το έκαν ε αυτό. Άφησ ε το δωμάτιο, όπως πάν τοτε, άθικτο, ν α δείχ ν ει σ αν ν α μην είχ ε μείν ει καν είς εκεί το βράδυ. Το αυτοκίν ητό του το έν ιωθε σ αν σ πίτι του.
Αφού το γ έμισ ε με βεν ζίν η, βεβαιώθηκε πως είχ ε όλ α όσ α χ ρειαζόταν : το σ ημειωματάριό του και αρκετές πέν ες, τη λ ίσ τα ον ομάτων του με τους τηλ εφων ικούς αριθμούς και τις διευθύν σ εις γ ραμμέν α καθαρά δίπλ α σ ε κάποια από αυτά, το φάκελ ο με τις σ χ ετικές πλ ηροφορίες που είχ ε προετοιμάσ ει από την προηγ ούμεν η μέρα, τις ερωτήσ εις. Κατέβασ ε το τζάμι του παραθύρου και κάπν ισ ε έν α τσ ιγ άρο, το πρώτο της ημέρας του, κι έπειτα έβαλ ε μπροσ τά τον πλ οηγ ό. Απείχ ε μόν ο δεκαεν ν έα λ επτά. Η Σάρα Ιν γ κατεσ τόουν ζούσ ε σ ε έν α χ ωριό λ ίγ α χ ιλ ιόμετρα πιο πέρα από το Στάφορν τ. Της είχ ε τηλ εφων ήσ ει πριν από δύο ημέρες και είχ αν καν ον ίσ ει ν α σ υν αν τηθούν σ τις εν ν έα και μισ ή το πρωί, αφού πρώτα θα έβγ αζε περίπατο τα δυο σ κυλ ιά της. Ήταν τεριέ, μικρά, οξύθυμα, εχ θρικά πλ άσ ματα που γ άβγ ιζαν ν ευρικά και προσ παθούσ αν ν α του δαγ κώσ ουν τους ασ τραγ άλ ους καθώς έβγ αιν ε από το αυτοκίν ητο. Μπήκε σ τον πειρασ μό ν α τα κοπαν ήσ ει σ τις μουσ ούδες τους με το χ αρτοφύλ ακά του, όμως η Σάρα Ιν γ κατεσ τόουν τον παρακολ ουθούσ ε από την μπροσ τιν ή πόρτα του σ πιτιού της, κι έτσ ι πίεσ ε τον εαυτό του ν α χ αμογ ελ άσ ει και έβγ αλ ε μερικούς εν θουσ ιώδεις ήχ ους.
«Δ εν πρόκειται ν α σ ας πειράξουν », του φών αξε. «Θα θέλ ατε καφέ;» «Αξιαγ άπητα». Έκαν ε έν α βήμα σ το πλ άι γ ια ν α αποφύγ ει το έν α τεριέ και προχ ώρησ ε προς το μέρος της γ υν αίκας. «Σας ευχ αρισ τώ που δεχ τήκατε ν α με δείτε». «Το ξαν ασ κεφτόμουν , όμως. Αν αζήτησ α πλ ηροφορίες γ ια εσ άς σ το διαδίκτυο. Εσ είς κάν ατε ν α αποφυλ ακισ τεί εκείν ος ο τύπος, ο Τζορτζ Κόν λ εϊ». «Δ εν θα έλ εγ α ότι το κατόρθωσ α μόν ος μου». «Κι έτσ ι τώρα μπορεί ν α βγ ει έξω και ν α το ξαν ακάν ει». «Δ εν υπάρχ ει καμία απόδειξη πως–» «Δ εν πειράζει. Περάσ τε μέσ α και καθίσ τε». Κάθισ αν σ την κουζίν α. Όσ η ώρα η Σάρα Ιν γ κατεσ τόουν ετοίμαζε σ τιγ μιαίο καφέ, ο Φίαρμπι τακτοποιούσ ε μπροσ τά του όλ α όσ α χ ρειαζόταν : το σ πιράλ σ ημειωματάριό του που ήταν ολ όιδιο με το πρώτο εκείν ο το οποίο είχ ε πριν από πολ λ ά χ ρόν ια, ως ν εαρός ρεπόρτερ, τα χ αρτιά του μέσ α σ το ροζ φάκελ ο και τις τρεις πέν ες του τη μία δίπλ α σ την άλ λ η, παρόλ ο που γ ια τις σ τεν ογ ραφικές του σ ημειώσ εις χ ρησ ιμοποιούσ ε πάν τοτε απλ ό μολ ύβι. Δ εν μίλ ησ αν μέχ ρι που εκείν η ακούμπησ ε τις δυο κούπες σ το τραπέζι και κάθισ ε σ την καρέκλ α
απέν αν τί του. Την κοίταξε προσ εκτικά γ ια πρώτη φορά: μαλ λ ιά που είχ αν αρχ ίσ ει ν α γ κριζάρουν , κομμέν α σ ε αν τρικό σ τιλ , γ κριζογ άλ αν α μάτια σ ε έν α πρόσ ωπο που δεν ήταν γ ερασ μέν ο κι όμως είχ ε βαθιές ρυτίδες και ζάρες. Ρυτίδες σ τεν οχ ώριας, όχ ι ρυτίδες γ έλ ιου, σ κέφτηκε ο Φίαρμπι. Τα ρούχ α της ήταν παλ ιά και φθαρμέν α και καλ υμμέν α με τρίχ ες σ κύλ ων . Την έλ εγ αν κυρία Ιν γ κατεσ τόουν , αλ λ ά πουθεν ά σ ’ εκείν ο το σ πίτι δεν διακριν όταν κάποιο ίχ ν ος ύπαρξης και κυρίου Ιν γ κατεσ τόουν . «Είπατε πως πρόκειται γ ια τη Ροξάν ». «Ναι». «Αλ λ ά γ ιατί; Έχ ουν περάσ ει εν ν έα χ ρόν ια, σ χ εδόν δέκα. Καν είς δεν ρωτά πια γ ι’ αυτήν ». «Είμαι έν ας δημοσ ιογ ράφος ερευν ητής». Προτίμησ ε ν α το αφήσ ει κάπως αόρισ το αυτό. «Αν αζητώ κάποιες απαν τήσ εις γ ια μια ισ τορία που με εν διαφέρει». Δ ίπλ ωσ ε τα μπράτσ α της, όχ ι με τρόπο αμυν τικό αλ λ ά μάλ λ ον προσ τατευτικό, σ αν ν α περίμεν ε ν α πέσ ει επάν ω της μια σ ειρά από απαν ωτά χ τυπήματα. «Εμπρός, ρωτήσ τε με ό,τι θέλ ετε», του είπε. «Στην πραγ ματικότητα, δεν με ν οιάζει περί τίν ος πρόκειται. Μου αρέσ ει ν α λ έω το όν ομά της δυν ατά. Με κάν ει ν α τη ν ιώθω ζων ταν ή».
Κι έτσ ι ξεκίν ησ αν , εκείν ος ν α κάν ει τη μία ερώτησ η μετά την άλ λ η, από αυτές που είχ ε σ τη λ ίσ τα του, και το μολ ύβι του ν α κιν είται βιασ τικό σ ημειών ον τας τα ιερογ λ υφικά του σ ύμβολ α. Πόσων ετών ήταν η Ροξ άν όταν εξ αφαν ίστηκε; «Δ εκαεφτά. Δ εκαεφτά και τριών μην ών . Τα γ εν έθλ ιά της ήταν τον Μάρτιο – ήταν ιχ θύς. Όχ ι πως τα πισ τεύω αυτά. Θα μπορούσ ε ν α είν αι – είν αι– είκοσ ι εφτά ετών τώρα». Πότε είδατε γ ια τελ ευταία φορά την κόρη σας; «Στις 2 Ιουν ίου του 2001 ». Τι ώρα; «Θα μπορούσ ε ν α είν αι γ ύρω σ τις έξι και μισ ή το απόγ ευμα. Είχ ε ετοιμασ τεί γ ια ν α βγ ει. Θα σ υν αν τούσ ε μια φίλ η της γ ια έν α γ ρήγ ορο ποτό. Δ εν επέσ τρεψ ε ποτέ». Πήγ ε με αυτοκίν ητο στο ραν τεβού της; «Όχ ι. Ήταν λ ίγ ο πιο κάτω, όχ ι περισ σ ότερο από δέκα ή δεκαπέν τε λ επτά με τα πόδια». Πήγ ε από το δρόμο; «Ναι. Η περισ σ ότερη διαδρομή ήταν έν α ήσ υχ ο μον οπάτι». Και δεν υπήρχ ε περίπτωση ν α έχ ει κόψ ει δρόμο από κάπου – ίσως από κάποιο χ ωράφι ή κάτι τέτοιο; «Αποκλ είεται εν τελ ώς. Ήταν ν τυμέν η γ ια έξοδο
– κον τή φουσ τίτσ α και ψ ηλ ά τακούν ια. Κι αυτός ήταν μάλ ισ τα και ο λ όγ ος που τσ ακωθήκαμε – της είπα ότι δεν θα μπορούσ ε ν α βαδίσ ει ούτε λ ίγ α μέτρα ν τυμέν η έτσ ι». Έφτασε ποτέ στο ραν τεβού με τη φίλ η της; «Όχ ι». Πόση ώρα περίμεν ε η φίλ η της προτού ειδοποιήσει κάποιον ; «Απ’ ό,τι ξέρω, προσ πάθησ ε ν α της τηλ εφων ήσ ει σ το κιν ητό της όταν είχ αν πια περάσ ει σ αράν τα πέν τε λ επτά. Εγ ώ δεν έμαθα τίποτα μέχ ρι το επόμεν ο πρωί. Εμείς –ο σ ύζυγ ός μου κι εγ ώ– πήγ αμε γ ια ύπν ο γ ύρω σ τις δέκα και μισ ή. Δ εν την περιμέν αμε». Η φων ή της ήταν επίπεδη. Έδιν ε τις απαν τήσ εις της σ αν ν α άν οιγ ε τα χ αρτιά της επάν ω σ το τραπέζι. Μέν ατε εδώ όταν εξ αφαν ίστηκε η Ροξ άν ; «Όχ ι. Αλ λ ά μέν αμε εδώ κον τά. Μετακομίσ αμε όταν –μετά– δηλ αδή, ο σ ύζυγ ός μου κι εγ ώ χ ωρίσ αμε έπειτα από τρία χ ρόν ια. Απλ ώς δεν μπορούσ αμε πια ν α είμασ τε μαζί – δεν ήταν δικό του το φταίξιμο ούτε και δικό μου, αλ λ ά παρ’ όλ α αυτά δεν αν τέχ αμε. Και η αδελ φή της Ροξάν , η Μάριαν , έφυγ ε και αυτή. Πήγ ε σ το παν επισ τήμιο, αλ λ ά δεν έρχ εται και πολ ύ σ υχ ν ά σ το σ πίτι και δεν την κατηγ ορώ γ ι’ αυτό. Και, βέβαια, η Ροξάν δεν
επέσ τρεψ ε ποτέ πια. Την περίμεν α όσ ο περισ σ ότερο καιρό μπορούσ α μέσ α σ ε έν α σ πίτι από το οποίο όλ οι οι άλ λ οι είχ αν φύγ ει, μέχ ρι που πια δεν το άν τεχ α άλ λ ο. Όταν έκαν ε κρύο, σ υν ήθιζα ν α βάζω τη θερμοφόρα σ το κρεβάτι της, έτσ ι, γ ια την περίπτωσ η... Κι έπειτα ήρθα εδώ και πήρα τα σ κυλ ιά μου». Μπορείτε, σας παρακαλ ώ, ν α μου δείξ ετε σε αυτόν το χ άρτη πού μέν ατε τότε; Ο Φίαρμπι ξεδίπλ ωσ ε το χ άρτη που τράβηξε έξω από το φάκελ ό του, και η Σάρα Ιν γ κατεσ τόουν φόρεσ ε τα γ υαλ ιά πρεσ βυωπίας της, τον κοίταξε προσ εκτικά κι έπειτα έβαλ ε το δάχ τυλ ό της σ ε έν α σ ημείο. Ο Φίαρμπι πήρε μία από τις πέν ες του και έκαν ε έν α σ ταυρό από μελ άν ι σ ’ εκείν ο το σ ημείο. Μου είπατε ότι τσακωθήκατε εκείν ο το απόγ ευμα με την κόρη σας; «Όχ ι. Δ ηλ αδή, ν αι. Αλ λ ά όχ ι σ οβαρά. Ήταν δεκαεφτά ετών . Είχ ε τη δική της άποψ η γ ια τα πράγ ματα. Όταν το είπα σ την ασ τυν ομία, εκείν οι σ κέφτηκαν ... αλ λ ά αυτό δεν ήταν αλ ήθεια. Το ξέρω». Έσ φιξε τα χ έρια της το έν α με το άλ λ ο και κάρφωσ ε επάν ω του έν α έν τον ο βλ έμμα. «Δ εν ήταν ο τύπος που κρατούσ ε κακία». Η αστυν ομία πιστεύει πως είν αι ν εκρή; «Όλ οι πισ τεύουν πως είν αι ν εκρή».
Εσείς πιστεύετε πως είν αι ν εκρή; «Δ εν μπορώ. Εγ ώ έχ ω αν άγ κη ν α πισ τεύω ότι θα επισ τρέψ ει σ το σ πίτι». Το πρόσ ωπό της τρεμούλ ιασ ε κι έπειτα σ φίχ τηκε πάλ ι. «Πισ τεύετε πως δεν έπρεπε ν α έχ ω μετακομίσ ει; Πως έπρεπε ν α μείν ω σ ’ εκείν ο το σ πίτι όπου ζούσ αμε άλ λ οτε όλ οι μαζί;» Μπορείτε ν α μου περιγ ράψ ετε τη Ροξ άν ; Έχ ετε κάποια φωτογ ραφία της; «Ορίσ τε». Γυαλ ισ τερά κασ ταν ά μαλ λ ιά μέχ ρι τους ώμους, σ κούρα φρύδια και τα γ κριζογ άλ αν α μάτια της μητέρας της, που όμως έδειχ ν αν πιο πλ ατιά σ το σ τεν ό της πρόσ ωπο δίν ον τάς της μια ελ αφρώς ξαφν ιασ μέν η έκφρασ η. Στο μάγ ουλ ό της διακριν όταν μια ελ ιά και το χ αμόγ ελ ό της ήταν πλ ατύ και ελ αφρώς αν ασ ηκωμέν ο σ τις γ ων ίες. Υ πήρχ ε κάτι ασ ύμμετρο και εύθραυσ το σ την εμφάν ισ ή της. «Αλ λ ά η φωτογ ραφία την αδικεί. Ήταν μικρόσ ωμη και πολ ύ αδύν ατη αλ λ ά τόσ ο όμορφη και γ εμάτη ζωή». Είχ ε φίλ ο; «Όχ ι. Όχ ι τουλ άχ ισ τον κάτι που ν α το γ ν ωρίζω. Είχ ε φίλ ους σ το παρελ θόν , αλ λ ά τίποτα το σ οβαρό. Υ πήρχ ε κάποιος που της άρεσ ε». Και ο χ αρακτήρας της; Ήταν ν τροπαλ ή ή εξ ωστρεφής, γ ια παράδειγ μα;
«Ντροπαλ ή, η Ροξάν ; Ήταν πάν τοτε τόσ ο φιλ ική – έν τον η, θα έλ εγ ες. Έλ εγ ε αυτό που σ κεφτόταν και ίσ ως ν α ήταν κάπως ν ευρική – αλ λ ά πάν τα προσ παθούσ ε ν α βοηθά τους αν θρώπους. Ήταν καλ ό κορίτσ ι, αλ ήθεια. Λίγ ο άγ ριο κορίτσ ι, αλ λ ά με καλ ή καρδιά». Θα μιλ ούσε ποτέ σε έν αν άγ ν ωστο; «Ναι». Θα έμπαιν ε ποτέ σε έν α αυτοκίν ητο με έν αν άγ ν ωστο; «Όχ ι». Όταν ο Φίαρμπι σ ηκώθηκε ν α φύγ ει, εκείν η τον άρπαξε από το μπράτσ ο. «Νομίζετε πως είν αι ζων ταν ή;» «Κυρία Ιν γ κατεσ τόουν , πραγ ματικά δεν θα μπορούσ α...» «Όχ ι. Αλ λ ά το ν ομίζετε; Αν ήσ ασ ταν εγ ώ, θα πισ τεύατε πως είν αι ζων ταν ή;» «Δ εν ξέρω». «Αλ λ ά γ ια μέν α, το ν α μην ξέρω είν αι σ αν ν α είμαι η ίδια θαμμέν η ζων ταν ή». Αφού απομακρύν θηκε, ο Φίαρμπι σ ταμάτησ ε λ ίγ ο σ ε έν αν παράδρομο και έβγ αλ ε έξω τον κατάλ ογ ό του με τα ον όματα. Το έν α ήταν ήδη διαγ ραμμέν ο. Δ ίπλ α πάν τως σ το όν ομα της Ροξάν Ιν γ κατεσ τόουν έβαλ ε έν α τσ εκάρισ μα. Όχ ι, δεν
πίσ τευε ότι ήταν ζων ταν ή.
29 Ο Τζο Φράν κλ ιν είχ ε πολ ύ καιρό ν α είν αι τόσ ο χ αρούμεν ος, όμως η Φρίν τα ήξερε πως περν ούσ ε από επαν αλ αμβαν όμεν ους κύκλ ους κατάθλ ιψ ης. Για ολ όκλ ηρους μήν ες θα μπορούσ ε ν α είν αι βαρύς, σ υν ν εφιασ μέν ος και παραιτημέν ος, μόλ ις και μετά βίας ικαν ός ν α κάν ει τα απολ ύτως απαραίτητα και σ υχ ν ά αν ήμπορος ν α φτάσ ει μέχ ρι το γ ραφείο της ή ν α εκσ τομίσ ει έσ τω και μία λ έξη αφότου είχ ε φτάσ ει. Κι έπειτα το θαν ατερό του εκείν ο μούδιασ μα θα υποχ ωρούσ ε και ο ίδιος θα αν αδυόταν σ ε έν αν κόσ μο πιο φωτειν ό, εξουθεν ωμέν ος αλ λ ά αν ακουφισ μέν ος. Πάν τοτε όμως τον ρουφούσ ε ξαν ά η μαύρη τρύπα του ίδιου του εαυτού του. Το ν α πηγ αίν ει σ τις σ υν εδρίες του με τη Φρίν τα ήταν ο τρόπος του ν α κρατιέται σ ε μια γ ων ία της ζωής αλ λ ά και το κάλ υμμα κάτω από το οποίο έβρισ κε παρηγ οριά. Η Φρίν τα είχ ε πολ λ ές φορές ν ιώσ ει, σ τη διάρκεια της δικής της θεραπείας, ότι σ τεκόταν σ την έρημο, κάτω από τον καυτό ήλ ιο, καψ αλ ισ μέν η και απογ υμν ωμέν η και ασ υγ χ ώρητη, χ ωρίς ν α έχ ει πουθεν ά ν α κρυφτεί. Ο Τζο όμως γ λ ισ τρούσ ε μέσ α
σ το γ ραφείο της όπως έν α ζώο σ τη φωλ ιά του. Κρυβόταν από τον ίδιο τον εαυτό του κι ίσ ως η Φρίν τα ν α του επέτρεπε ν α το κάν ει αυτό με έν αν τρόπο που δεν τον βοηθούσ ε και πολ ύ. Παρηγ οριά αλ λ ά όχ ι αυτογ ν ωσ ία. Από την άλ λ η, όμως, σ ε ποιο βαθμό θα πρέπει ν α βρισ κόμασ τε αν τιμέτωποι με τον ίδιο τον εαυτό μας; Εν ώ σ κεφτόταν όλ α αυτά γ ράφον τας σ υγ χ ρόν ως τις σ ημειώσ εις της μετά τη σ υν εδρία, με τον αν οιξιάτικο ήλ ιο ν α μπαίν ει λ οξά μέσ α από το παράθυρο και ν α σ χ ηματίζει μια φωτειν ή λ ωρίδα σ το δάπεδο, έν ιωσ ε το κιν ητό της ν α δον είται σ την τσ έπη της. Το πήρε σ τα χ έρια της: ήταν η Σάσ α. «Ετοιμάζομαι ν α φύγ ω από τη δουλ ειά. Είσ αι ελ εύθερη;» «Ναι». «Μπορώ ν α έρθω γ ια ν α μιλ ήσ ουμε;» «Βέβαια. Θα είμαι σ το σ πίτι σ ε μισ ή ώρα – σ ε βολ εύει;» «Τέλ εια. Θα φέρω έν α μπουκάλ ι κρασ ί. Και τον Φραν κ». «Τον Φραν κ;» «Συμφων είς;» «Ασ φαλ ώς». «Αισ θάν ομαι λ ίγ ο ν ευρική – σ αν ν α πρόκειται ν α τον παρουσ ιάσ ω σ την οικογ έν ειά μου. Θέλ ω πολ ύ
ν α τον σ υμπαθήσ εις». Η Φρίν τα βάδισ ε ως το σ πίτι της κάτω από το χ λ ωμό φως της ημέρας που έσ βην ε. Στο πεζοδρόμιο ήταν σ κορπισ μέν α πέταλ α από άν θη. Σκέφτηκε τον Ραζίτ Σιν γ κ και την ισ τορία που της είχ ε αποκαλ ύψ ει πως ήταν η ισ τορία κάποιου άλ λ ου αν θρώπου· απόψ ε κιόλ ας θα έσ τελ ν ε έν α ηλ εκτρον ικό μήν υμα σ την Άγ κν ες Φλ ιν τ. Και σ κέφτηκε έπειτα και τον Τζο και μετά την ευτυχ ία που είχ ε διακρίν ει σ τη φων ή της Σάσ α. Την ώρα που ξεκλ είδων ε την πόρτα της, αν αρωτήθηκε πόσ ος άραγ ε καιρός θα περν ούσ ε ακόμη μέχ ρι ν α μπορέσ ει ν α κάν ει πάλ ι έν α ζεσ τό μπάν ιο, και χ ωρίς σ κόν η ν α σ τροβιλ ίζεται σ ε όλ α τα δωμάτια του σ πιτιού της. Η πόρτα σ κάλ ωσ ε σ ε κάτι και η Φρίν τα σ υν οφρυώθηκε κι έπειτα σ τριμώχ τηκε και μπήκε σ το χ ολ από το σ τεν ό άν οιγ μα. Δ υο τεράσ τιες τσ άν τες ήταν αφημέν ες εκεί και έκλ ειν αν την είσ οδο. Στο δάπεδο, δίπλ α τους, ήταν πεταμέν ο και έν α τζάκετ. Από την κουζίν α της ακούγ ον ταν γ έλ ια και φων ές. Μπορούσ ε ακόμη ν α μυρίσ ει και καπν ό τσ ιγ άρων . Πάτησ ε το διακόπτη γ ια το φως, αλ λ ά το φως δεν άν αψ ε. «Καλ ησ πέρα!» φών αξε και οι φων ές σ ταμάτησ αν
γ ια έν α λ επτό. «Φρίν τα!» Στο κατώφλ ι της κουζίν ας εμφαν ίσ τηκε ο Γιόζεφ. Φορούσ ε τα ρούχ α της δουλ ειάς του, αλ λ ά κρατούσ ε σ το χ έρι του έν α ξέχ ειλ ο ποτήρι βότκα και έδειχ ν ε ν α μην μπορεί ν α περπατήσ ει ίσ ια. «Έλ α ν α μπεις σ τη σ υν τροφιά μας». «Τι σ υμβαίν ει εδώ; Σε ποιον αν ήκουν αυτές οι τσ άν τες;» «Γεια σ ου, Φρίν τα». Δ ίπλ α σ τον Γιόζεφ έκαν ε την εμφάν ισ ή της η Χλ όη. Φορούσ ε κάτι που της Φρίν τα της φάν ηκε σ αν μακρύ πουλ όβερ, προφαν ώς όμως παρίσ ταν ε το φόρεμα επειδή από κάτω δεν φορούσ ε τίποτε άλ λ ο. Το πρόσ ωπό της ήταν πασ αλ ειμμέν ο με μουτζουρωμέν ο μέικ απ και κρατούσ ε κι εκείν η έν α ποτήρι βότκα. «Σου είμαι τόσ ο ευγ ν ώμων . Τόσ ο ευγ ν ώμων ». «Τι εν ν οείς μου είσ αι ευγ ν ώμων ; Τι έκαν α; Τζακ!» Ο Τζακ κατέβαιν ε τις σ κάλ ες με ασ ταθές βήμα. «Τι σ υμβαίν ει; Κάν ετε πάρτι;» «Μια σ υγ κέν τρωσ η απλ ώς», είπε ο Τζακ με σ ασ τισ μέν η όψ η. «Η Χλ όη μου είπε ν α περάσ ω από εδώ». «Έτσ ι σ ου είπε; Αλ λ ά γ ιατί δεν λ ειτουργ ούν τα φώτα;» «Α, αυτό». Ο Γιόζεφ κατέβασ ε μια βιασ τική
ρουφηξιά από τη βότκα του. «Ηλ εκτρολ ογ ικά προβλ ήματα». «Τι σ ημαίν ει αυτό – δικές σ ου είν αι αυτές εδώ οι τσ άν τες, Χλ όη;» «Φρίν τα», ακούσ τηκε τώρα και μία ακόμη φων ή ν α βρυχ άται χ αρούμεν α. «Ρούμπεν ; Μα τι κάν ει ο Ρούμπεν εδώ;» Η Φρίν τα προσ πέρασ ε τον Γιόζεφ και τη Χλ όη και μπήκε σ την κουζίν α. Στο περβάζι του παραθύρου και σ ε όλ ες τις επιφάν ειες είχ αν τοποθετηθεί αν αμμέν α κεριά και ο καπν ός αιωρούν ταν από πάν ω σ ε γ αλ άζια σ υν ν εφάκια. Υ πήρχ ε έν α αν οιχ τό μπουκάλ ι βότκας και έν α σ ταχ τοδοχ είο με αρκετά αποτσ ίγ αρα σ βησ μέν α μέσ α σ ε αυτό. Η γ άτα έκαν ε έν αν ήχ ο καθώς μπήκε μέσ α από το ειδικό πορτάκι της και άρχ ισ ε ν α τριγ υρν ά αν άμεσ α σ τα πόδια της Φρίν τα ν ιαουρίζον τας παραπον ιάρικα γ ια λ ίγ η προσ οχ ή. Ο Ρούμπεν , με το πουκάμισ ό του ξεκούμπωτο κατά το ήμισ υ και τα πόδια του επάν ω σ ε μια καρέκλ α, σ ήκωσ ε το ποτήρι του προς το μέρος της. «Ήρθα ν α δω τον καλ ό μου φίλ ο τον Γιόζεφ», είπε. «Και την καλ ή μου φίλ η τη Φρίν τα, βέβαια». Η Φρίν τα άν οιξε με έν α απότομο τράβηγ μα την πίσ ω πόρτα γ ια ν α βγ ει ο καπν ός έξω. «Θα μου εξηγ ήσ ει κάποιος τι σ υμβαίν ει εδώ;
Πρώτα απ’ όλ α, γ ια ποιο λ όγ ο τα φώτα δεν αν άβουν ; Τι κάν ατε;» Ο Γιόζεφ την κοίταξε με πλ ηγ ωμέν η έκφρασ η και αν ασ ήκωσ ε και τις δύο παλ άμες του. «Τα καλ ώδια κόπηκαν από λ άθος». «Θέλ εις ν α πεις: “Έκοψ α τα καλ ώδια”». «Είν αι περίπλ οκο». «Και γ ιατί οι τσ άν τες σ ου είν αι σ το χ ολ , Χλ όη; Πηγ αίν εις κάπου;» Η Χλ όη άφησ ε ν α της ξεφύγ ει έν α φοβισ μέν ο γ ελ άκι κι έπειτα την έπιασ ε λ όξιγ κας. «Μάλ λ ον έφτασ α εκεί που πήγ αιν α», αποκρίθηκε. «Τι πράγ μα;» «Ήρθα ν α μείν ω μαζί σ ου». «Όχ ι, δεν ήρθες ν α μείν εις μαζί μου». «Η μάν α μου έχ ει αφην ιάσ ει. Έδιωξε με τις κλ οτσ ιές τον δύσ τυχ ο Κιέραν και εμέν α με χ τύπησ ε με μια βούρτσ α μαλ λ ιών . Δ εν μπορώ ν α ζήσ ω μαζί της, Φρίν τα. Δ εν μπορείς ν α με αν αγ κάσ εις». «Δ εν μπορείς ν α εγ κατασ ταθείς εδώ». «Μα γ ιατί; Δ εν έχ ω πού αλ λ ού ν α πάω». «Είπα, όχ ι». «Μπορώ ν α κοιμάμαι σ το γ ραφείο σ ου». «Θα τηλ εφων ήσ ω σ την Ολ ίβια». «Δ εν πρόκειται ν α γ υρίσ ω εκεί πέρα. Προτιμώ ν α
μείν ω σ τους δρόμους». «Μπορείς ν α μείν εις μαζί μας», είπε μεγ αλ όψ υχ α ο Ρούμπεν . «Θα έχ ει πλ άκα». «Ή μαζί μου», πετάχ τηκε ο Τζακ. «Έχ ω έν α διπλ ό κρεβάτι». Η Φρίν τα κοίταξε από τον Ρούμπεν σ τον Γιόζεφ και σ τον Τζακ κι έπειτα πάλ ι σ τη Χλ όη. «Για μία ν ύχ τα μόν ο», της είπε. «Ω, σ ’ ευχ αρισ τώ! Δ εν θα μπλ έκομαι σ τα πόδια σ ου. Θα μαγ ειρέψ ω γ ια τις δυο μας». «Θα μείν εις μόν ο γ ια μία ν ύχ τα, οπότε δεν θα χ ρειασ τεί ν α μαγ ειρέψ εις. Άλ λ ωσ τε, δεν υπάρχ ει ρεύμα. Αλ λ ά ούτε μπαν ιέρα υπάρχ ει». Εκείν η τη σ τιγ μή χ τύπησ ε το κουδούν ι. «Αυτή θα είν αι η Σάσ α», είπε η Φρίν τα. «Βάλ τε τρία μεγ άλ α ποτήρια βότκα». Η Σάσ α είχ ε πει πως ο Φραν κ ήταν αξιαγ άπητος, αλ λ ά δεν είχ ε αν αφέρει πως ήταν μαύρος. Ήταν αρκετά κον τός, γ εροδεμέν ος, με μαλ λ ιά κομμέν α πολ ύ κον τά και σ κούρα μελ αγ χ ολ ικά μάτια. Το έν α μάτι του είχ ε έν αν ελ αφρύ σ τραβισ μό, έτσ ι που έμοιαζε σ υγ χ ρόν ως ν α κοιτά τη Φρίν τα αλ λ ά και πέρα από αυτήν . Η χ ειραψ ία του ήταν σ φιχ τή και οι τρόποι του σ χ εδόν ν τροπαλ οί. Φορούσ ε έν α καλ οραμμέν ο κοσ τούμι και κρατούσ ε έν α χ αρτοφύλ ακα καθώς είχ ε έρθει κατευθείαν από τη
δουλ ειά του. «Περάσ τε μέσ α», είπε η Φρίν τα. «Αλ λ ά ν α ξέρετε, γ ίν εται χ αμός». Ίσ ως όμως παρ’ όλ α αυτά ν α ήταν καλ ύτερα έτσ ι. Η Φρίν τα δεν είχ ε το περιθώριο ν α μείν ει μόν η της. Ο Φραν κ έβγ αλ ε το σ ακάκι του, ήπιε έν α σ φην άκι βότκα και μετά πείσ τηκε με κάποιον τρόπο από τον Ρούμπεν ν α φτιάξει ομελ έτες γ ια όλ ους – κάτι το οποίο έκαν ε με αργ ές και πολ ύ σ οβαρές κιν ήσ εις. Η Χλ όη σ τεκόταν δίπλ α του, μέσ α σ ’ εκείν η την αν εκδιήγ ητη παρωδία φορέματος, χ τυπών τας τα αυγ ά με έν α πιρούν ι και κοιτών τας τον με υπερβολ ικά σ οβαρή έκφρασ η σ το πασ αλ ειμμέν ο με μέικ απ πρόσ ωπό της. Ήταν ελ αφρά μεθυσ μέν η και είχ ε μια τάσ η ν α χ αζογ ελ ά και ν α κλ αίει, και ταλ αν τευόταν καθώς χ τυπούσ ε τα αυγ ά, χ ύν ον τας μικρές ποσ ότητες σ το δάπεδο. Ο Ρούμπεν , ο Τζακ και ο Γιόζεφ μετέφεραν τα πράγ ματα της Χλ όης επάν ω, σ το γ ραφείο, κάν ον τας πολ λ ή φασ αρία· τους άκουγ αν ν α γ ελ ούν και ν α τους πέφτουν κάτω πράγ ματα. Η Σάσ α και η Φρίν τα κάθισ αν μαζί σ το τραπέζι ετοιμάζον τας μια πράσ ιν η σ αλ άτα και μιλ ών τας σ ιγ αν ά. Η Σάσ α μπορούσ ε ν α ν ιώσ ει πως η Φρίν τα εν έκριν ε –ή τουλ άχ ισ τον δεν απέρριπτε,– και η ευτυχ ία την είχ ε πλ ημμυρίσ ει.
30 «Νομίζω πως είν αι προτιμότερο ν α είμαι κι εγ ώ παρούσ α», είπε η Ελ εάν α Κέριγ καν . «Είν αι δεκαοχ τώ ετών », είπε σ ταθερά η Ιβέτ. «Θεωρείται εν ήλ ικος». «Αυτό είν αι γ ελ οίο. Θα έπρεπε ν α δείτε την κρεβατοκάμαρά του». Ακολ ούθησ ε μια παύσ η. Έπειτα είπε πάλ ι: «Εσ είς περιμέν ετε εδώ. Θα πάω ν α τον φέρω». Η Ιβέτ και ο Μάν σ τερ κάθισ αν σ το καθισ τικό και περίμεν αν . Η Ιβέτ κοίταξε προς το μέρος του σ υν αδέλ φου της. «Σκέφτεσ αι ποτέ», τον ρώτησ ε, «ότι εμείς απλ ώς μπαίν ουμε σ τη μέσ η και κάν ουμε τα πράγ ματα χ ειρότερα; Από τη γ εν ική σ κοπιά των πραγ μάτων . Όταν τελ ειών ουμε και φεύγ ουμε, το γ εν ικό επίπεδο της ευτυχ ίας είν αι λ ίγ ο χ αμηλ ότερο απ’ ό,τι ήταν πριν από την παρέμβασ ή μας». «Όχ ι, δεν σ κέφτομαι κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε ο Μάν σ τερ. «Εγ ώ όμως ν αι». Η πόρτα άν οιξε και μπήκε ο Μπεν Κέριγ καν . Η Ιβέτ είδε πρώτα τα πόδια του με τις αταίριασ τες
κάλ τσ ες, μία κόκκιν η και μία με πράσ ιν ες και κίτριν ες ρίγ ες, και το μεγ άλ ο δάχ τυλ ο του ποδιού ν α ξεπροβάλ λ ει από μια τρύπα. Σηκών ον τας το βλ έμμα της είδε και έν α ξεβαμμέν ο γ κρι κοτλ έ παν τελ όν ι, έν α μπλ ε λ ουλ ουδάτο πουκάμισ ο και μακριά φουν τωτά σ κουροκάσ ταν α μαλ λ ιά. Βυθίσ τηκε σ τον καν απέ με το έν α του πόδι τραβηγ μέν ο ψ ηλ ά, δίπλ α σ το σ τήθος του. Με το έν α του χ έρι έσ πρωξε πίσ ω τα μαλ λ ιά που έπεφταν σ το πρόσ ωπό του. «Έχ εις μάθει γ ια τον πατέρα σ ου κι εκείν η τη γ υν αίκα», είπε η Ιβέτ αφού πρώτα του σ υσ τήθηκαν . «Κάτι έμαθα». «Πώς σ ε έκαν ε ν α ν ιώσ εις αυτό;» «Εσ ύ τι ν ομίζεις;» «Όχ ι, εσ ύ θα μου πεις». «Δ εν χ άρηκα κιόλ ας όταν το έμαθα. Σε εκπλ ήσ σ ει αυτό;» «Όχ ι, δεν με εκπλ ήσ σ ει. Θύμωσ ες;» «Για ποιο λ όγ ο ν α θυμώσ ω;» «Επειδή ο πατέρας σ ου δεν ήταν πισ τός σ τη μητέρα σ ου». «Το τι ν ιώθω εγ ώ δεν έχ ει καμία σ ημασ ία». «Μπορείς ν α μας πεις πού βρισ κόσ ουν εκείν η την Τετάρτη, 6 Απριλ ίου;»
Ο Μπεν έδειξε μπερδεμέν ος και μετά σ αν ν α διασ κέδαζε με έν αν μακάβριο τρόπο. «Μιλ άτε σ οβαρά;» «Ναι». «Εν τάξει, λ οιπόν . Είμαι μαθητής. Ήμουν σ το σ χ ολ είο μου». «Και μπορείς ν α το αποδείξεις αυτό;» Το αγ όρι σ ήκωσ ε τους ώμους του. «Είμαι σ την τελ ευταία τάξη. Μερικές φορές, όταν έχ ουμε κεν ό, βγ αίν ουμε γ ια λ ίγ ο έξω από το σ χ ολ είο. Μπορεί ν α πάμε γ ια έν αν καφέ ή, ξέρετε, γ ια έν αν περίπατο». «Αλ λ ά όχ ι γ ια ολ όκλ ηρη την ημέρα», είπε η Ιβέτ. «Και όταν πηγ αίν ετε γ ια καφέ, πηγ αίν ετε με κάποιο φίλ ο ή φίλ η σ ας. Το ίδιο ισ χ ύει και γ ια τον περίπατο. Και αυτοί οι φίλ οι σ ου μπορούν ν α εγ γ υηθούν γ ια σ έν α». «Δ εν ξέρω. Ίσ ως. Ίσ ως όχ ι». Σήκωσ ε τους ώμους. «Στάσ ου έν α λ επτό», παρεν έβη ο Μάν σ τερ. «Το πρώτο που πρέπει ν α κάν εις είν αι ν α το πάρεις αυτό σ τα σ οβαρά. Μια γ υν αίκα δολ οφον ήθηκε. Τρία παιδιά έχ ασ αν τη μητέρα τους. Δ εν θέλ ουμε ν α χ άσ ουμε την ώρα μας κυν ηγ ών τας λ αν θασ μέν α σ τοιχ εία. Αυτό λ οιπόν που θέλ ουμε κατ’ αρχ άς είν αι ν α μας δείξεις λ ίγ ο σ εβασ μό και, δεύτερον ,
κουν ήσ ου λ ίγ ο από τη θέσ η σ ου, κοίτα σ το ημερολ όγ ιό σ ου ή σ το κιν ητό σ ου τηλ έφων ο, μίλ α με τους φίλ ους σ ου και σ ύν θεσ ε μια πεισ τική αφήγ ησ η του τι ακριβώς έκαν ες το κάθε λ επτό εκείν ης της Τετάρτης. Επειδή, αν χ ρειασ τεί ν α το κάν ουμε εμείς αυτό γ ια σ έν α, δεν θα χ αρούμε καθόλ ου, κατάλ αβες;» «Ό,τι πείτε», αποκρίθηκε ο Μπεν . «Ώσ τε λ οιπόν με βάλ ατε σ το μάτι. Σκοπεύετε ν α παρεν οχ λ ήσ ετε και τον Τζος επίσ ης;» «Ο αδελ φός σ ου, απÕ ό,τι γ ν ωρίζουμε, ήταν διακόσ ια πεν ήν τα χ ιλ ιόμετρα μακριά. Αλ λ ά θα τον ελ έγ ξουμε κι εκείν ον ». «Μπορώ ν α φύγ ω τώρα;» ρώτησ ε πάλ ι ο Μπεν . «Έχ ω ν α κάν ω τα μαθήματά μου». Όταν επέσ τρεψ αν σ το αυτοκίν ητο, η Ιβέτ ρώτησ ε αν μπορούσ αν ν α κάν ουν μια παράκαμψ η σ τη Γουόρεν Στριτ. «Πρόκειται γ ια κάτι σ χ ετικό με τη Φρίν τα;» ρώτησ ε ο Μάν σ τερ. «Γιατί ν α πρόκειται γ ια κάτι σ χ ετικό με τη Φρίν τα;» «Απλ ώς ρώτησ α». Όταν η Φρίν τα άν οιξε την πόρτα, η Ιβέτ παρατήρησ ε επάν ω από τον ώμο της ότι υπήρχ αν κι άλ λ οι άν θρωποι σ το σ πίτι. Αν αγ ν ώρισ ε τον
Γιόζεφ, αλ λ ά καν έν αν άλ λ ο. Για λ ίγ α δευτερόλ επτα, οι δυο γ υν αίκες έμειν αν σ το κατώφλ ι ν α κοιτάζον ται κι έπειτα η Φρίν τα έκαν ε σ την άκρη και προσ κάλ εσ ε την Ιβέτ ν α περάσ ει μέσ α. Εκείν η απλ ώς κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι της. «Γιατί πήρες εμέν α σ χ ετικά με την καταγ γ ελ ία;» τη ρώτησ ε. «Αν είν αι πρόβλ ημα», της είπε η Φρίν τα, «απλ ώς πες το μου». «Δ εν εν ν οούσ α αυτό». Η Ιβέτ κοίταξε γ ύρω της γ ια ν α δει αν ο Μάν σ τερ παρακολ ουθούσ ε, όμως εκείν ος καθόταν αφηρημέν ος σ το μπροσ τιν ό κάθισ μα του αυτοκιν ήτου, με τα ακουσ τικά του κιν ητού του σ τα αυτιά. «Μετά τον τραυματισ μό σ ου, δεν τα είπαμε όπως θα έπρεπε». «Δ εν τα είπαμε καθόλ ου». «Ναι, σ ωσ τά». Η Ιβέτ δάγ κωσ ε τα χ είλ η της. «Όπως και ν α έχ ει, δεν είπα κάποια πράγ ματα που όφειλ α ν α πω. Έτσ ι, όταν μου τηλ εφών ησ ες, δεν ήξερα πώς ν α το ερμην εύσ ω». «Δ εν χ ρειάζεται ν α ερμην εύσ εις τίποτα», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Σου το εξήγ ησ α και σ το τηλ έφων ο. Σκέφτηκα πως ο Κάρλ σ ον θα έχ ει πια βαρεθεί ν α καθαρίζει το χ άος που δημιουργ ώ». «Και τώρα είν αι η σ ειρά μου;»
«Όπως σ ου είπα, αν υπάρχ ει πρόβλ ημα...» «Τηλ εφών ησ α σ το ασ τυν ομικό τμήμα, κάτω σ το Γότερλ ου και – κοίτα, Φρίν τα, αυτό που έκαν ες δεν ήταν λ ογ ικό. Εν τάξει, αυτό το κάθαρμα ο Μπράν τσ ο βάλ θηκε ν α σ ε ταπειν ώσ ει. Αν ήμουν σ τη θέσ η σ ου, θα ήθελ α ν α πάω εκεί και ν α λ ογ αριασ τούμε. Αλ λ ά δεν μπορείς ν α εν εργ είς έτσ ι. Αν εν εργ είς έτσ ι, αφήν εις τον εαυτό σ ου εκτεθειμέν ο σ ε όλ ων των ειδών τους μπελ άδες». «Πισ τεύεις λ οιπόν ότι θα έχ ω μπελ άδες». «Μίλ ησ α σ τον ασ τυν ομικό που ήρθε σ το σ πίτι σ ου. Του εξήγ ησ α γ ια τη σ χ έσ η που έχ ουμε μαζί σ ου και τα πράγ ματα που έχ εις κάν ει εσ ύ γ ια εμάς. Νομίζω λ οιπόν ότι αυτό δεν θα έχ ει σ υν έχ εια». «Ιβέτ, όλ α αυτά ήταν ψ έματα». «Θα δεχ τώ το λ όγ ο σ ου γ ι’ αυτό. Όταν όμως τέτοιου είδους πράγ ματα φτάν ουν σ το δικασ τήριο, δεν ξέρεις ποτέ τι κατάλ ηξη θα έχ ουν . Και κάτι άλ λ ο: δεν θέλ εις ν α μπλ έξεις με κάποιον που έχ ει τη δύν αμη του Μπράν τσ ο». «Σ’ ευχ αρισ τώ», απάν τησ ε η Φρίν τα. «Ειλ ικριν ά. Ελ πίζω ν α μη βρέθηκες σ ε δύσ κολ η θέσ η εξαιτίας μου. Θέλ ω όμως ν α ξέρεις αυτό: όταν πήγ α ν α δω τον Ίαν Γιάρν τλ εϊ, δεν είχ ε καμία σ χ έσ η με τον Μπράν τσ ο». «Τότε περί τίν ος επρόκειτο;»
«Δ εν ξέρω», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Μόν ο μια αίσ θησ η που είχ α...» «Αν ησ υχ ώ γ ι’ αυτές τις αισ θήσ εις που έχ εις». Η Φρίν τα άρχ ισ ε ν α κλ είν ει την πόρτα, αλ λ ά μετά δίσ τασ ε. «Τι ήταν αυτό που ήθελ ες ν α μου πεις; Εν ν οώ, εκτός από τον υποτιθέμεν ο καβγ ά μου». Η Ιβέτ έριξε μια ματιά σ το μικρό πλ ήθος πίσ ω από τη Φρίν τα. «Καλ ύτερα ν α τα πούμε κάποια άλ λ η φορά», της είπε.
31 Ο Τζος Κέριγ καν ετοίμαζε τα τσ ιγ άρα του βάζον τας χ ον τρές τούφες καπν ού μέσ α σ ε χ αρτάκια και σ τρίβον τάς τα επιδέξια αν άμεσ α σ το δείκτη και τον αν τίχ ειρά του, σ αλ ιών ον τας την άκρη και αφήν ον τας σ το τέλ ος το λ επτό, σ φιχ τό ρολ ό δίπλ α σ τα άλ λ α που είχ ε ήδη φτιάξει. Μέχ ρι εκείν η τη σ τιγ μή είχ ε φτιάξει έξι και αυτό ήταν το έβδομο. Η Ιβέτ δυσ κολ ευόταν ν α σ υγ κεν τρωθεί σ ε αυτά που της έλ εγ ε. Ίσ ως αυτό ν α ήταν το όλ ο θέμα: ο ν εαρός της καθισ τούσ ε ξεκάθαρο πως δεν ήταν παρά μια εν όχ λ ησ η γ ι’ αυτόν . Η Ιβέτ είχ ε αρχ ίσ ει ν α κουράζεται από αυτά τα αγ όρια των Κέριγ καν . «Τζος», του είπε ήρεμα. «Καταλ αβαίν ω ότι μπορεί ν α έχ εις αν ασ τατωθεί...» «Σου φαίν ομαι αν ασ τατωμέν ος;» Πέρασ ε πάλ ι το χ αρτάκι από την άκρη της γ λ ώσ σ ας του. «Φοβάμαι όμως πως δεν πρόκειται ν α φύγ ω μέχ ρι ν α απαν τήσ εις σ τις ερωτήσ εις μου». «Όχ ι. Το έχ ω καταλ άβει». Άφησ ε το έβδομο τσ ιγ άρο του δίπλ α σ τα άλ λ α και τα έβαλ ε σ τη σ ειρά με μια κίν ησ η του δαχ τύλ ου του, γ έρν ον τας σ υγ χ ρόν ως το κεφάλ ι του σ το πλ άι γ ια ν α τα
επιθεωρήσ ει. Είχ ε μια μικρή κάθετη ουλ ή ακριβώς επάν ω από τα χ είλ η του, που τα έκαν ε ν α δείχ ν ουν ελ αφρώς τραβηγ μέν α προς τα επάν ω δίν ον τας την εν τύπωσ η εν ός σ υν εχ ούς μειδιάματος. «Πού βρισ κόσ ουν σ τις 6 Απριλ ίου;» «Στο Καρν τίφ. Είν αι αρκετά καλ ό το άλ λ οθί μου;» «Προς το παρόν , δεν είν αι καν άλ λ οθι. Πώς μπορείς ν α αποδείξεις ότι ήσ ουν σ το Καρν τίφ τότε;» «Την Τετάρτη 6 Απριλ ίου;» «Ναι». «Έχ ω μαθήματα κάθε Τετάρτη μέχ ρι τις πέν τε το απόγ ευμα. Δ εν ν ομίζω πως θα προλ άβαιν α ν α είμαι σ το Λον δίν ο σ την κατάλ λ ηλ η ώρα γ ια ν α δολ οφον ήσ ω την ερωμέν η του πατέρα μου, σ ωσ τά;» «Δ εν είχ ες μαθήματα εκείν η την Τετάρτη. Το εξάμην ό σ ου είχ ε τελ ειώσ ει». «Τότε μάλ λ ον θα ήμουν κάπου έξω». «Πρέπει ν α το πάρεις αυτό περισ σ ότερο σ οβαρά». «Τι σ ε κάν ει ν α πισ τεύεις πως δεν το έχ ω πάρει σ οβαρά;» Άρχ ισ ε ν α φτιάχ ν ει το επόμεν ο τσ ιγ άρο του. Τουλ άχ ισ τον δεν είχ ε απομείν ει πολ ύς καπν ός σ το
κουτάκι, αρκούσ ε μόν ο γ ια έν α ή δύο ακόμη. «Θέλ ω ν α σ κεφτείς πολ ύ σ οβαρά πού βρισ κόσ ουν εκείν η την Τετάρτη και με ποιον ». Αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι του και η Ιβέτ είδε τη λ άμψ η των κασ ταν ών ματιών του. «Μάλ λ ον θα ήμουν με το κορίτσ ι μου, τη Σάρι. Είμασ τε μαζί από το τέλ ος του εξαμήν ου, κι έτσ ι είν αι ακόμη πολ ύ έν τον ο. Να λ οιπόν πόσ α αν ακαλ ύπτετε γ ια τη σ εξουαλ ική ζωή της οικογ έν ειας Κέριγ καν ». «Νομίζεις πως ήσ ουν μαζί της ή το ξέρεις σ ίγ ουρα;» «Δ εν θυμάμαι πολ ύ καλ ά τις ημερομην ίες». «Δ εν έχ εις ημερολ όγ ιο;» «Ημερολ όγ ιο;» Χαμογ έλ ασ ε πλ ατιά, σ αν η Ιβέτ ν α είχ ε άθελ ά της πει κάτι πολ ύ ασ τείο. «Όχ ι, δεν έχ ω ημερολ όγ ιο». «Πότε επέσ τρεψ ες σ το Λον δίν ο γ ια τις διακοπές;» «Πότε; Στο τέλ ος εκείν ης της εβδομάδας, ν ομίζω. Την Παρασ κευή; Το Σάββατο; Θα πρέπει ν α ρωτήσ εις τη μητέρα μου. Ξέρω πως ήμουν εκεί το Σάββατο, επειδή υπήρχ ε έν α πάρτι. Μάλ λ ον λ οιπόν επέσ τρεψ α την Παρασ κευή». «Και επέσ τρεψ ες με το τρέν ο;» «Ναι».
«Τότε δεν έχ εις παρά ν α κοιτάξεις τη χ ρέωσ η σ την κάρτα σ ου και ν α βεβαιωθείς γ ια την ημερομην ία». «Αν πλ ήρωσ α το εισ ιτήριο με την κάρτα μου. Κάτι γ ια το οποίο δεν είμαι σ ίγ ουρος». Επιτέλ ους είχ ε τελ ειώσ ει με το σ τρίψ ιμο των τσ ιγ άρων του. Τα σ ήκων ε τώρα έν α-έν α απαλ ά και τα τοποθετούσ ε μέσ α σ το άδειο κουτάκι του καπν ού. Η Ιβέτ ν όμισ ε γ ια μια σ τιγ μή πως τα δάχ τυλ ά του έτρεμαν , αλ λ ά ίσ ως και ν α το φαν τάσ τηκε: η έκφρασ η του προσ ώπου του δεν πρόδιδε απολ ύτως τίποτα. «Είχ ες κάποια ιδέα γ ια την εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η του πατέρα σ ου;» «Όχ ι». «Πώς ν ιώθεις γ ι’ αυτό;» «Με ρωτάς αν είμαι θυμωμέν ος;» ρώτησ ε μαλ ακά αν ασ ηκών ον τας έν α σ κούρο φρύδι. «Ναι. Ειδικά έπειτα από όλ α όσ α έχ ει περάσ ει η μάν α μου. Αν είμαι αρκετά θυμωμέν ος ώσ τε ν α μπορούσ α ν α σ κοτώσ ω κάποιον ; Νομίζω πως αν επρόκειτο ν α σ κοτώσ ω κάποιον , αυτός θα ήταν ο πατέρας μου». «Πραγ ματικά, δεν ν ομίζω πως μπορώ ν α σ ας βοηθήσ ω». Η Λουίζ Βέλ ερ εξακολ ουθούσ ε ν α φορά την
ποδιά της κουζίν ας. Ίσ ως ν α κατοικούσ ε μέσ α σ ε μια ποδιά κουζίν ας. Θα πρέπει σ ε όλ η της τη ζωή ν α καθάριζε ή ν α μαγ είρευε γ εύματα, ν α έτριβε πατώματα και ν α βοηθούσ ε τα παιδιά της ν α πιτσ ιλ ίζουν κόλ λ ες χ αρτιού με μπογ ιές. Ο Κάρλ σ ον πρόσ εξε ότι τα μαν ίκια της μπλ ούζας της ήταν αν ασ ηκωμέν α. «Πόσ ων χ ρόν ων είν αι τα παιδιά σ ας;» τη ρώτησ ε ακολ ουθών τας τον ειρμό των σ κέψ εών του. «Ο Μπέν ζι είν αι δεκατριών εβδομάδων ». Κοίταξε προς τα κάτω, το μωρό που κοιμόταν σ την κούν ια δίπλ α της, με τα βλ έφαρά του ν α σ υσ πών ται σ τα όν ειρά του. «Ο Τζάκσ ον είν αι μόλ ις δύο ετών και η Κάρμεν είν αι τριών και κάτι». «Πραγ ματικά η μέρα σ ας είν αι γ εμάτη». Ο Κάρλ σ ον από τη μία έν ιωσ ε κουρασ μέν ος και μόν ο με τη σ κέψ η και από την άλ λ η έν ιωσ ε και έν αν ίλ ιγ γ ο αν άμεικτο με μια δόσ η ν οσ ταλ γ ίας γ ια εκείν ες τις ημέρες του χ άους και της κόπωσ ης. Για μια μον αδική σ τιγ μή άφησ ε τη σ κέψ η του ν α πετάξει σ τον Μίκι και σ την Μπέλ α, μακριά σ τη Μαδρίτη, και αμέσ ως μετά απόδιωξε την εικόν α. «Ο σ ύζυγ ός σ ας βοηθά καθόλ ου;» «Ο σ ύζυγ ός μου έχ ει πρόβλ ημα υγ είας». «Λυπάμαι πολ ύ που το ακούω αυτό». «Αλ λ ά είν αι καλ ά παιδιά», σ υν έχ ισ ε εκείν η.
«Τους έχ ω δώσ ει καλ ή αγ ωγ ή ώσ τε ν α σ υμπεριφέρον ται σ ωσ τά». «Θα ήθελ α ν α σ ας κάν ω μερικές γ εν ικές ερωτήσ εις γ ια την αδελ φή σ ας». Η Λουίζ Βέλ ερ αν ασ ήκωσ ε τα φρύδια της. «Δ εν καταλ αβαίν ω το λ όγ ο. Κάποιος εισ έβαλ ε μέσ α και τη δολ οφόν ησ ε. Τώρα εσ είς πρέπει ν α αν ακαλ ύψ ετε ποιος ήταν ο δράσ της. Και φαίν εται ν α το κάν ετε με το πάσ ο σ ας». «Ίσ ως και ν α μην είν αι τόσ ο απλ ό όσ ο ν ομίζετε». «Πώς;» Ο Κάρλ σ ον είχ ε περάσ ει πολ λ ά χ ρόν ια σ το εγ κλ ηματολ ογ ικό. Είχ ε πει σ ε μητέρες πως τα παιδιά τους ήταν ν εκρά, είχ ε πει σ ε σ υζύγ ους πως οι γ υν αίκες τους δολ οφον ήθηκαν . Πολ λ ές ήταν οι φορές που είχ ε σ ταθεί σ ε κατώφλ ια σ πιτιών γ ια ν α αν αγ γ είλ ει κακά ν έα, αν τικρίζον τας πρόσ ωπα ν α γ ίν ον ται κάτασ πρα από τον αρχ ικό κλ ον ισ μό κι έπειτα ν α αλ λ άζουν και ν α ζαρών ουν . Κι όμως, έν ιωθε ν αυτία σ τη σ κέψ η ν α αν ακοιν ώσ ει σ τη Λουίζ Βέλ ερ πως η αδελ φή της ζούσ ε μια διπλ ή ζωή. Όσ ο γ ελ οίο και αν ήταν , έν ιωθε πως πρόδιδε τη ν εκρή γ υν αίκα σ την πουριταν ή ζων ταν ή. «Όπως αποδείχ τηκε, η αδελ φή σ ας...» άρχ ισ ε, «είχ ε μια κάπως πιο περίπλ οκη ζωή».
Η Λουίζ Βέλ ερ δεν κιν ήθηκε ούτε μίλ ησ ε. Τον κοιτούσ ε απλ ώς και περίμεν ε. «Δ εν ξέρετε κάτι γ ι’ αυτό;» «Δ εν ξέρω καν γ ια ποιο πράγ μα μιλ άτε». «Δ εν σ ας είπε τίποτα ο κύριος Λέν οξ;» «Όχ ι, δεν μου είπε». «Ώσ τε, λ οιπόν , δεν γ ν ωρίζετε πως ίσ ως η Ρουθ ν α είχ ε έν α μεγ άλ ο μυσ τικό από την οικογ έν ειά της». «Πρέπει ν α μου πείτε καθαρά σ ε τι αν αφέρεσ τε». «Είχ ε εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η». Εκείν η δεν αν τέδρασ ε. Ο Κάρλ σ ον άρχ ισ ε ν α αν αρωτιέται αν τον είχ ε ακούσ ει. Και τότε επιτέλ ους μίλ ησ ε: «Ευχ αρισ τώ τον Θεό που η μητέρα μας δεν έζησ ε γ ια ν α το μάθει αυτό». «Κι εσ είς δηλ αδή δεν είχ ατε ιδέα;» «Ασ φαλ ώς δεν είχ α ιδέα. Κι εκείν η ήξερε πολ ύ καλ ά πώς θα έν ιωθα αν το μάθαιν α». «Πώς θα ν ιώθατε;» «Είν αι παν τρεμέν η γ υν αίκα! Έχ ει τρία παιδιά! Κοιτάξτε αυτό το όμορφο σ πίτι. Ποτέ της δεν κατάλ αβε πόσ ο τυχ ερή ήταν ». «Τι εν ν οείτε με αυτό;» «Οι άν θρωποι είν αι πολ ύ εγ ωισ τές σ τις μέρες μας. Βάζουν την ελ ευθερία τους επάν ω από την
υπευθυν ότητα». «Η αδελ φή σ ας είν αι ν εκρή», είπε ήπια ο Κάρλ σ ον . Έν ιωσ ε ξαφν ικά την αν άγ κη ν α υπερασ πισ τεί τη Ρουθ Λέν οξ, αν και δεν ήξερε γ ια ποιον ακριβώς λ όγ ο. Το μωρό ξύπν ησ ε, το πρόσ ωπό του ζάρωσ ε και έβγ αλ ε έν αν κλ αψ ιάρικο ήχ ο. Η Λουίζ Βέλ ερ το σ ήκωσ ε και αφού ξεκούμπωσ ε με ήρεμες κιν ήσ εις την μπλ ούζα της το έβαλ ε σ το σ τήθος της ρίχ ν ον τας σ υγ χ ρόν ως έν α ζωηρό βλ έμμα σ τον Κάρλ σ ον σ αν ν α ήθελ ε ν α τον ακούσ ει ν α διαμαρτύρεται. «Μπορούμε πάν τως ν α σ υζητήσ ουμε γ ια τα σ υγ κεκριμέν α γ εγ ον ότα», είπε ο Κάρλ σ ον προσ παθών τας ν α μην κοιτά το σ τήθος αλ λ ά ούτε και ν α φαίν εται πως το αποφεύγ ει σ υσ τηματικά. «Τα σ υγ κεκριμέν α γ εγ ον ότα είν αι πως η αδελ φή σ ας, η Ρουθ, δολ οφον ήθηκε και επίσ ης είχ ε μια εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η. Ισ χ υρίζεσ τε λ οιπόν πως δεν είχ ατε ιδέα γ ι’ αυτό το τελ ευταίο;» «Όχ ι». «Και δεν σ ας είπε ποτέ κάτι το οποίο, κοιτών τας προς τα πίσ ω τώρα που γ ν ωρίζετε, ν α μπορούσ ε ν α σ ας κάν ει ν α σ κεφτείτε πως κάτι σ υν έβαιν ε;» «Όχ ι». «Σας λ έει κάτι το όν ομα Πολ Κέριγ καν ;»
«Αυτό είν αι το όν ομα του άν τρα; Όχ ι. Δ εν το έχ ω ξαν ακούσ ει ποτέ». «Παρατηρήσ ατε ποτέ κάποιο σ ημάδι πως ίσ ως ν α υπήρχ ε κάποια έν τασ η σ το γ άμο της;» «Η Ρουθ και ο Ράσ ελ ήταν αφοσ ιωμέν οι ο έν ας σ τον άλ λ ο». «Δ εν σ ας δημιουργ ήθηκε ποτέ η εν τύπωσ η πως υπήρχ ε κάποιο πρόβλ ημα;» «Ποτέ». «Είχ ατε αν τιλ ηφθεί πως εκείν ος έπιν ε υπερβολ ικά;» «Τι πράγ μα! Ο Ράσ ελ ! Έπιν ε;» «Ναι. Δ εν το είχ ατε αν τιλ ηφθεί αυτό;» «Όχ ι. Δ εν το είχ α αν τιλ ηφθεί. Ποτέ δεν τον είδα μεθυσ μέν ο. Λέν ε όμως πως το πρόβλ ημα το έχ ουν αυτοί που πίν ουν κρυφά». «Και δεν έχ ετε καμία αίσ θησ η, κοιτών τας τώρα προς τα πίσ ω, ότι ίσ ως ο σ ύζυγ ος της αδελ φής σ ας ν α γ ν ώριζε;» «Όχ ι». Το βλ έμμα της ήταν πάλ ι ζωηρό. Άφησ ε το μωρό σ την κούν ια του και σ κούπισ ε τα χ έρια της σ την ποδιά της. «Αν αρωτιέμαι όμως γ ια ποιο λ όγ ο δεν μου το είπε τώρα που το έμαθε». «Δ εν είν αι κάτι που λ έγ εται έτσ ι εύκολ α», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . «Τα παιδιά του το ξέρουν ;»
«Ναι». «Κι όμως, δεν το μοιράσ τηκαν μαζί μου. Τα δύσ τυχ α. Να αν ακαλ ύπτεις κάτι τέτοιο γ ια τη μητέρα σ ου...» Κοίταξε τον Κάρλ σ ον με ύφος αποδοκιμασ ίας. «Η δουλ ειά σ ας θα πρέπει ν α είν αι σ αν ν α σ ηκών ετε έν α βράχ ο γ ια ν α δείτε τι θα βρείτε από κάτω. Δ εν καταλ αβαίν ω πώς έχ ετε τόσ ο γ ερό σ τομάχ ι γ ια ν α το αν τέχ ετε». «Κάποιος πρέπει ν α το κάν ει». «Υ πάρχ ουν όμως πράγ ματα που είν αι προτιμότερο ν α μη μαθαίν ον ται». «Όπως είν αι η εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η της αδελ φής σ ας, γ ια παράδειγ μα;» «Υ ποθέτω ότι τώρα όλ ος ο κόσ μος θα το μάθει». «Ναι, δεν ν ομίζω ότι μπορούμε ν α το αποφύγ ουμε». Πίσ ω σ το διαμέρισ μά του, ο Κάρλ σ ον σ υγ ύρισ ε γ ια τελ ευταία φορά την ακατασ τασ ία που είχ αν δημιουργ ήσ ει τα παιδιά του. Του φαιν όταν απίσ τευτο πως κάποτε είχ ε εν οχ λ ηθεί από αυτή την ακατασ τασ ία. Τώρα τον γ έμιζε με ν οσ ταλ γ ική τρυφερότητα – οι μικροσ κοπικές πλ ασ τικές φιγ ούρες που ήταν χ ωμέν ες σ τον καν απέ, τα υγ ρά μπαν ιερά και παιχ ν ίδια ν ερού σ το δάπεδο του λ ουτρού και τα πασ τέλ χ ρώματα σ κορπισ μέν α σ το
χ αλ ί. Τράβηξε τα σ εν τόν ια από τα δυο κρεβάτια τους και τα έχ ωσ ε σ το πλ υν τήριο κι αμέσ ως μετά, προτού προλ άβει ν α σ ταματήσ ει τον εαυτό του, κάλ εσ ε τη Φρίν τα σ το τηλ έφων ο. «Γεια σ ας. Με ποια μιλ ώ;» «Είμαι η Χλ όη». Από μέσ α ακουγ όταν έν α φριχ τό σ φυροκόπημα. Μόλ ις και μετά βίας καταλ άβαιν ε τι του έλ εγ ε. «Ποιος είσ τε;» «Μάλ κολ μ Κάρλ σ ον », είπε με το επίσ ημο ύφος της δουλ ειάς του. «Ο ασ τυν ομικός». «Ναι». «Θέλ ετε ν α φων άξω τη Φρίν τα;» «Δ εν πειράζει. Δ εν είν αι επείγ ον ». Κατέβασ ε το ακουσ τικό ν ιώθον τας αν όητος κι έπειτα κάλ εσ ε έν αν άλ λ ο αριθμό. «Εμπρός;» «Γεια, Σάν τρα, ο Μαλ είμαι». Η Σάν τρα ήταν μια ξαδέλ φη εν ός φίλ ου του Κάρλ σ ον την οποία είχ ε σ υν αν τήσ ει λ ίγ ες φορές σ το πέρασ μα των χ ρόν ων , άλ λ οτε μαζί με τη γ υν αίκα του κι άλ λ οτε με κάποιον φίλ ο της Σάν τρα. Η τελ ευταία τους σ υν άν τησ η ήταν πριν από λ ίγ ες εβδομάδες σ ε έν α εσ τιατόριο, τυχ αία, όπου ο καθέν ας είχ ε πάει μόν ος του, και τη σ τιγ μή που πάλ ι κατά τύχ η σ ηκώθηκαν ν α φύγ ουν
ταυτόχ ρον α εκείν η είπε πως θα έπρεπε ν α βρεθούν γ ια έν α ποτό. «Μπορώ ν α σ ε κεράσ ω εκείν ο το ποτό;» τη ρώτησ ε τώρα. «Τέλ εια!» αποκρίθηκε εκείν η, και ο Κάρλ σ ον θυμήθηκε αυτό που πάν τοτε του άρεσ ε σ ε αυτήν : τον αυθόρμητο εν θουσ ιασ μό της, το ότι ποτέ δεν έκρυψ ε ότι τον σ υμπαθούσ ε πάρα πολ ύ. «Πότε;» «Τι θα έλ εγ ες γ ια τώρα;» «Τώρα!» «Αλ λ ά μάλ λ ον θα έχ εις καν ον ίσ ει». «Κι όμως, δεν έχ ω καν ον ίσ ει τίποτα. Απλ ώς σ κεφτόμουν ότι τα μαλ λ ιά μου χ ρειάζον ται λ ούσ ιμο». Εκείν ος γ έλ ασ ε και η διάθεσ ή του είχ ε ήδη αρχ ίσ ει ν α αν εβαίν ει. «Δ εν είν αι σ υν έν τευξη γ ια δουλ ειά». Συν αν τήθηκαν σ ε έν α μπαρ σ το Στοκ Νιούιν γ κτον και ήπιαν ολ όκλ ηρο το μπουκάλ ι λ ευκού κρασ ιού που ο σ ερβιτόρος έβαλ ε αν άμεσ ά τους. Όλ α ήταν εύκολ α. Τα μαλ λ ιά της του φαίν ον ταν μια χ αρά, όπως και ο τρόπος που του χ αμογ ελ ούσ ε ή που κουν ούσ ε το κεφάλ ι όταν σ υμφων ούσ ε μαζί του. Φορούσ ε φωτειν ά αέριν α ρούχ α και είχ ε βάλ ει κραγ ιόν . Μύρισ ε το άρωμά της. Εκείν η ακουμπούσ ε
το χ έρι της σ το μπράτσ ο του όταν του μιλ ούσ ε και έγ ερν ε προς το μέρος του. Έν ιωθε την αν απν οή της σ το μάγ ουλ ό του και έβλ επε τις κόρες των ματιών της ν α έχ ουν γ ίν ει τεράσ τιες κάτω από τον αμυδρό φωτισ μό της αίθουσ ας. Γύρισ αν μαζί σ το διαμέρισ μά της, επειδή ο Κάρλ σ ον δεν ήθελ ε ν α πάν ε σ το δικό του παρόλ ο που ήταν πιο κον τά. Του ζήτησ ε σ υγ γ ν ώμη γ ια την ακατασ τασ ία, όμως εκείν ον δεν τον έν οιαζε καθόλ ου. Ήταν λ ίγ ο ζαλ ισ μέν ος από το κρασ ί και κουρασ μέν ος, και το μόν ο που ήθελ ε ήταν ν α χ αλ αρώσ ει γ ια λ ίγ ο και ν α αφεθεί. Η Σάν τρα έβγ αλ ε από το ψ υγ είο έν α αν οιχ τό μπουκάλ ι και σ έρβιρε σ ε δυο ποτήρια λ ευκό κρασ ί. Το πρόσ ωπό της ήταν σ τραμμέν ο προς το μέρος του, γ εμάτο προσ μον ή, κι εκείν ος έγ ειρε λ ίγ ο κάτω και τη φίλ ησ ε. Όσ η ώρα γ δύν ον ταν , δεν μπορούσ ε ν α πάψ ει ν α σ κέφτεται πόσ ο πολ ύς καιρός είχ ε περάσ ει από την τελ ευταία φορά που το έκαν ε αυτό. Έκλ εισ ε τα μάτια του και την έν ιωσ ε επάν ω του, έν ιωσ ε το απαλ ό της δέρμα, τη μυρωδιά της. Μπορούσ ε πραγ ματικά ν α είν αι τόσ ο εύκολ ο; Ο Πολ Κέριγ καν δεν ήταν ακριβώς μεθυσ μέν ος, αλ λ ά έπειτα από τρία ποτήρια και καθόλ ου φαγ ητό εκτός από το σ άν τουιτς τυριού που είχ ε αφήσ ει
ατελ είωτο το μεσ ημέρι, ήταν κάπως θολ ωμέν ος, ζαλ ισ μέν ος και παραπατούσ ε λ ίγ ο. Θεωρητικά, ήταν σ το δρόμο της επισ τροφής γ ια το σ πίτι του, σ την πραγ ματικότητα όμως δεν ήθελ ε ν α πάει εκεί και ν α δει ξαν ά το αδύν ατο, θλ ιμμέν ο πρόσ ωπο της γ υν αίκας του ούτε τα εχ θρικά, χ λ ευασ τικά βλ έμματα των γ ιων του. Ήταν πια σ αν ξέν ος μέσ α σ το ίδιο του το σ πίτι, έν ας μισ ητός εισ βολ έας. Κι έτσ ι τώρα περπατούσ ε πολ ύ αργ ά, ν ιώθον τας το βάρος του κορμιού του σ το κάθε του βήμα και το αίμα ν α σ φυροκοπά σ το κεφάλ ι του που πον ούσ ε. Είχ ε αν άγ κη ν α βγ άλ ει κάποιο ν όημα από όλ α όσ α είχ αν σ υμβεί, όμως εκείν ο το σ ούρουπο όλ α φαίν ον ταν αν ώφελ α και οι σ κέψ εις σ αν ν α διαλ ύον ταν μέσ α σ το μυαλ ό του. Πριν από έν αν μόλ ις μήν α, σ κεφτόταν , η Ρουθ ήταν ζων ταν ή και η Ελ εάν α δεν ήξερε τίποτα, και οι γ ιοι του έτρεφαν αισ θήματα σ τοργ ής γ ια τον πατέρα τους. Και τώρα, κάθε πρωί που ξυπν ούσ ε, έπρεπε ν α σ υν ειδητοποιεί από την αρχ ή πως η αλ λ οτιν ή του ζωή είχ ε παρέλ θει αν επισ τρεπτί. Έφτασ ε ως τη γ ων ία του δρόμου όπου έμεν ε και σ τάθηκε γ ια έν α λ επτό. Από τη γ ων ιακή παμπ οι πότες ξεχ ύν ον ταν σ το πεζοδρόμιο, μέσ α σ ε έν αν ξαφν ικό θόρυβο. Δ εν άκουσ ε τα βήματα πίσ ω του ούτε πρόλ αβε ν α σ τραφεί και ν α δει ποιος ήταν
εκείν ος που του κατάφερε έν α χ τύπημα σ το πίσ ω μέρος του κεφαλ ιού του με κάποιο βαρύ αν τικείμεν ο. Μόν ο τρέκλ ισ ε, σ κόν ταψ ε και τελ ικά σ ωριάσ τηκε αδέξια σ το έδαφος. Έν α ν έο χ τύπημα ήρθε τότε, αυτή τη φορά σ τη ράχ η του. Σκέφτηκε πόσ ο πολ ύ θα πον ούσ ε αυτό αργ ότερα. Και το ίδιο θα πον ούσ ε και το μάγ ουλ ό του, που το είχ ε γ δάρει βαθιά τη σ τιγ μή που έπεφτε σ το έδαφος. Έν ιωθε τη γ εύσ η του αίματος και υπήρχ αν και χ αλ ίκια σ το σ τόμα του. Παρά το βουητό σ το κεφάλ ι του, μπορούσ ε ακόμη ν α ακούει τους θαμών ες της παμπ που έφευγ αν , σ αν μακριν ά παράσ ιτα εν ός ασ υρμάτου. Ήθελ ε ν α καλ έσ ει σ ε βοήθεια, όμως η γ λ ώσ σ α του ήταν πρησ μέν η και ήταν πιο εύκολ ο ν α κλ είσ ει τα μάτια και ν α περιμέν ει ν α ξεμακρύν ουν τα βήματα. Τελ ικά κατόρθωσ ε με μεγ άλ η δυσ κολ ία ν α σ ταθεί σ τα πόδια του και ν α τρεκλ ίσ ει κατά μήκος του δρόμου μέχ ρι την μπροσ τιν ή πόρτα του σ πιτιού του. Δ εν μπορούσ ε ν α κρατήσ ει το κλ ειδί αν άμεσ α σ τα δάχ τυλ ά του κι έτσ ι άρχ ισ ε ν α χ τυπά και ν α ξαν αχ τυπά, μέχ ρι που η Ελ εάν α ήρθε και του άν οιξε. Για μια σ τιγ μή, τον κοίταξε σ αν ν α ήταν έν α τέρας που σ τεκόταν μπροσ τά της ή έν ας άν θρωπος τρελ ός. Έπειτα το χ έρι της αν έβηκε σ το σ τόμα της σ ε μια χ ειρον ομία φρίκης που θύμιζε
κόμικ, μια χ ειρον ομία που και ο ίδιος θα την είχ ε βρει ασ τεία σ την αλ λ οτιν ή, ασ φαλ ή ζωή του. «Δ εν το έκαν α εγ ώ». Τα μάτια του Ράσ ελ Λέν οξ ήταν κατακόκκιν α. Είχ ε επάν ω του τη γ λ υκερή, μπαγ ιάτικη οσ μή του αλ κοόλ . Από τη σ τιγ μή που είχ αν αν ακαλ υφθεί τα μπουκάλ ια του σ την αποθηκούλ α του κήπου, φαιν όταν ν α έχ ει ριχ τεί με φαν ερό ζήλ ο σ το ποτό – σ χ εδόν σ αν η αποκάλ υψ η του μυσ τικού ν α τον είχ ε κάν ει ν α δώσ ει σ τον εαυτό του την άδεια γ ια ν α πίν ει. «Θα ήταν καταν οητό αν ...» «Δ εν έκαν α τίποτα. Ήμουν εδώ. Μόν ος μου». «Μπορεί ν α μας το επιβεβαιώσ ει κάποιος;» «Σας το λ έω εγ ώ». «Δ είχ ν ετε ν α έχ ετε πιει αρκετά». «Έχ ουμε ποτοαπαγ όρευσ η;» «Ο άν τρας που διατηρούσ ε εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η με τη γ υν αίκα σ ας ξυλ οκοπήθηκε άγ ρια, σ ε απόσ τασ η μικρότερη από δέκα λ επτά απ’ το σ πίτι σ ας». «Του άξιζε. Αλ λ ά δεν το έκαν α εγ ώ». Αυτό ήταν το μον αδικό που έλ εγ ε, ξαν ά και ξαν ά, μέχ ρι που πίσ ω από τα κάγ κελ α της σ κάλ ας φάν ηκε ν α τον κοιτά το προσ ωπάκι της Ντόρα, αδύν ατο και λ ευκό μέσ α σ το σ κοτάδι.
Η Φρίν τα πλ άγ ιασ ε σ το κρεβάτι της και προσ πάθησ ε ν α κοιμηθεί. Στην αρχ ή είχ ε πλ αγ ιάσ ει αν άσ κελ α, με το βλ έμμα της καρφωμέν ο σ το ταβάν ι, κι έπειτα γ ύρισ ε σ το πλ άι, τακτοποίησ ε ξαν ά το μαξιλ άρι της και έκλ εισ ε τα μάτια. Στα πόδια της είχ ε ξαπλ ώσ ει η γ άτα. Προσ πάθησ ε ν α φαν τασ τεί μια εικόν α με έν α ρηχ ό ποτάμι ν α τρέχ ει επάν ω από βότσ αλ α, όμως το ν ερό άρχ ισ ε ν α βγ άζει φυσ αλ ίδες μέχ ρι που αν αδύθηκαν πρόσ ωπα από τον πάτο του. Οι σ κέψ εις αν αδεύτηκαν σ τη λ άσ πη του μυαλ ού της. Το κορμί της την πον ούσ ε. Ήταν αν ώφελ ο. Μπορούσ ε ν α ακούσ ει τη Χλ όη, κάτω. Μιλ ούσ ε με κάποιον σ το Sky pe και αυτό θα πρέπει ν α γ ιν όταν εδώ και ώρες, μερικές φορές δυν ατά και παθιασ μέν α, εν ώ κατά καιρούς ακούγ ον ταν και ξεσ πάσ ματα γ έλ ιου. Ή μήπως ήταν κλ άματα; Η Φρίν τα κοίταξε το ξυπν ητήρι της. Η ώρα ήταν σ χ εδόν μία και το επόμεν ο πρωί η Χλ όη είχ ε σ χ ολ είο κι εκείν η μια ολ όκλ ηρη μέρα που έπρεπε ν α αν τιμετωπίσ ει. Αν ασ τέν αξε, σ ηκώθηκε από το κρεβάτι της, τράβηξε λ ίγ ο τις κουρτίν ες γ ια ν α δει το μισ ό φεγ γ άρι, και μετά κατέβηκε τις σ κάλ ες. Η Χλ όη την κοίταξε επάν ω από τον υπολ ογ ισ τή της με βλ έμμα γ εμάτο εν οχ ή. Η Φρίν τα είδε σ την οθόν η την εικόν α του Τεν τ Λέν οξ, είδε το μαραμέν ο
εφηβικό του πρόσ ωπο ν α την κοιτά. Έκαν ε έν α βήμα πίσ ω γ ια ν α βγ ει από το οπτικό πεδίο. «Δ εν ήξερα πως είσ αι ακόμη ξύπν ια», είπε απολ ογ ητικά η Χλ όη. «Αλ λ ά δεν θέλ ω ν α είμαι». «Είν αι αν άγ κη ν α μιλ ήσ ουμε λ ίγ ο με τον Τεν τ». «Μιλ ούσ ες πολ ύ δυν ατά. Και ν ομίζω πως είν αι ώρα ν α πας γ ια ύπν ο». «Δ εν ν υσ τάζω». «Πήγ αιν ε σ το κρεβάτι, Χλ όη. Έχ εις μαθήματα αύριο». Η Φρίν τα προχ ώρησ ε τώρα μπροσ τά, έτσ ι ώσ τε ν α βλ έπει τον Τεν τ και ν α μπορεί κι εκείν ος ν α τη βλ έπει. «Το ίδιο ισ χ ύει και γ ια σ έν α, Τεν τ». «Μπορώ ν α έχ ω λ ίγ ο τσ άι πρώτα;» ρώτησ ε η Χλ όη. «Με τρεις σ ταγ όν ες γ άλ α». «Εδώ δεν είν αι ξεν οδοχ είο». «Με σ υγ χ ωρείς». Αλ λ ά το ύφος της Χλ όης δεν φαν έρων ε μεταμέλ εια. Έκαν ε έν α μορφασ μό προς την οθόν η του υπολ ογ ισ τή και αν ασ ήκωσ ε δραματικά τα φρύδια της σ τον Τεν τ. «Πάρε τα πράγ ματα επάν ω μαζί σ ου. Και μην αγ γ ίξεις απολ ύτως τίποτα σ το γ ραφείο μου». Επέσ τρεψ ε σ το δωμάτιό της, αλ λ ά γ ια πολ λ ή ώρα δεν πήγ αιν ε ν α πλ αγ ιάσ ει σ το κρεβάτι της. Στεκόταν σ το παράθυρο με το βλ έμμα της καρφωμέν ο έξω, σ τη ν ύχ τα.
32 Όταν ο Κάρλ σ ον ξύπν ησ ε, δεν ήταν σ ίγ ουρος γ ια το πού βρισ κόταν . Μετακιν ήθηκε λ ίγ ο σ το κρεβάτι του κι έν ιωσ ε μια ζεσ τασ ιά, έπειτα είδε την άκρη εν ός ώμου και γ ια μια φευγ αλ έα σ τιγ μή σ κέφτηκε: Γύρισε. Κι έπειτα θυμήθηκε και αισ θάν θηκε κάτι σ αν ψ υχ ρολ ουσ ία και σ αν τα χ ρώματα ν α είχ αν χ αθεί από τον κόσ μο. Ψαχ ούλ εψ ε γ ια το ρολ όι του και αν ακάλ υψ ε πως ήταν ακόμη σ τον καρπό του. Ήταν έξι παρά είκοσ ι. Ξάπλ ωσ ε πάλ ι σ το κρεβάτι. Ακούσ τηκε έν ας ακαθόρισ τος ήχ ος σ αν μουρμουρητό από τη Σάν τρα δίπλ α του. Αυτό δεν ήταν που ήθελ ε; Κάτι απλ ό, εύκολ ο, τρυφερό και ευχ άρισ το; Έν ας πόν ος ξεκίν ησ ε από το κεφάλ ι του γ ια ν α απλ ωθεί σ τη σ υν έχ εια σ ε ολ όκλ ηρο το κορμί του. Έν ιωσ ε μια τεράσ τια κόπωσ η που τον παρέλ υε. Πολ ύ προσ εκτικά, μετακιν ήθηκε σ την άκρη του κρεβατιού και άρχ ισ ε ν α ν τύν εται. «Δ εν υπάρχ ει λ όγ ος ν α το βάλ εις σ τα πόδια», άκουσ ε τη Σάν τρα ν α λ έει πίσ ω του. Στράφηκε και την κοίταξε. Είχ ε αν ασ ηκωθεί και σ τηριζόταν σ τον έν α της αγ κών α. Το πρόσ ωπό της ήταν πρησ μέν ο από τον ύπν ο.
«Μπορώ ν α σ ου φτιάξω πρωιν ό», του πρότειν ε. Έδειχ ν ε ευγ εν ική και γ εμάτη έγ ν οια γ ια εκείν ον . «Πρέπει πραγ ματικά ν α φύγ ω», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . «Πρέπει ν α επισ τρέψ ω σ το σ πίτι μου, ν α αλ λ άξω και ν α πάω σ τη δουλ ειά. Πρέπει σ τ’ αλ ήθεια ν α βιασ τώ». «Μπορώ τότε ν α σ ου φτιάξω έν α τσ άι ή έν αν καφέ». «Δ εν πειράζει». Ο Κάρλ σ ον έν ιωσ ε μια αιφν ίδια αίσ θησ η παν ικού που ξάφν ιασ ε και τον ίδιο. Φόρεσ ε το παν τελ όν ι και τη ζών η του. Είχ ε την εν τύπωσ η πως τα πάν τα του έπαιρν αν πολ ύ χ ρόν ο και όλ η αυτή την ώρα έν ιωθε τη Σάν τρα ν α τον κοιτά, σ αν έν ας θεατρικός χ αρακτήρας σ ε μια φάρσ α που όμως δεν ήταν κωμική. Φόρεσ ε τα παπούτσ ια του. Τα έν ιωσ ε πολ ύ μικρά γ ια τα πόδια του. Πήρε και το παν ωφόρι του και γ ύρισ ε προς το μέρος της. Εκείν η ήταν πλ αγ ιασ μέν η σ την ίδια θέσ η. «Σάν τρα, με σ υγ χ ωρείς, εγ ώ...» Δ εν μπορούσ ε ν α σ κεφτεί κάτι άλ λ ο ν α πει. «Ναι, δεν υπάρχ ει πρόβλ ημα». Στράφηκε μακριά του και τυλ ίχ τηκε ολ όκλ ηρη με το σ κέπασ μα έτσ ι που δεν μπορούσ ε πια ν α δει παρά το πίσ ω μέρος του κεφαλ ιού της. Είδε το σ τηθόδεσ μό της κρεμασ μέν ο σ τη μια άκρη του
κρεβατιού. Τη σ κέφτηκε ν α τον φορά το πρωί της προηγ ούμεν ης μέρας και μετά ν α τον βγ άζει το βράδυ που πέρασ ε. Έν ιωσ ε μια παρόρμησ η ν α χ ωθεί πάλ ι σ το κρεβάτι και ν α τραβήξει επάν ω του το σ κέπασ μα και ν α τα πει όλ α σ τη Σάν τρα, ν α της εξηγ ήσ ει τι αισ θαν όταν , γ ια ποιο λ όγ ο όλ ο αυτό που είχ ε σ υμβεί αν άμεσ ά τους ήταν λ άθος, γ ια ποιο λ όγ ο δεν ήταν κατάλ λ ηλ οι ο έν ας γ ια τον άλ λ ο και γ ιατί εκείν ος δεν ήταν κατάλ λ ηλ ος γ ια καμία. Αλ λ ά αυτό δεν θα ήταν δίκαιο γ ια τη Σάν τρα. Της είχ ε ήδη κάν ει αρκετά. Βγ ήκε έξω, σ τον ήσ υχ ο δρόμο. Υ πήρχ ε έν α μακριν ό βουητό από την κυκλ οφορία των αυτοκιν ήτων , όμως αυτό που κυρίως ακουγ όταν ήταν το τραγ ούδι των πουλ ιών παν τού γ ύρω του, κι αυτό που έβλ επε ήταν έν ας γ αλ αν ός ουραν ός και η πρώτη λ ιακάδα της ημέρας. Όλ α έμοιαζαν ν α είν αι λ άθος. Θα έπρεπε ν α βρέχ ει και ν α κάν ει κρύο και ο ουραν ός ν α είν αι γ κρίζος. Η Φρίν τα καθόταν σ την κουζίν α της εν ώ ο Γιόζεφ έβραζε ν ερό σ το βρασ τήρα, άλ εθε καφέ και καθάριζε τα απομειν άρια από το πρωιν ό της Χλ όης. Έν α καλ ό με τον Γιόζεφ –και έπρεπε ν α κρατιέται από τα θετικά πράγ ματα, σ τη μέσ η όλ ων των προβλ ημάτων της– ήταν πως δεν χ ρειαζόταν ν α
κάν ει σ υζήτησ η. Έτσ ι και τώρα, μπορούσ ε ν α κάθεται απλ ώς σ το τραπέζι και ν α κοιτά ευθεία μπροσ τά της. Επιτέλ ους, ο Γιόζεφ ακούμπησ ε δίπλ α της την κούπα με τον καφέ και κάθισ ε κι εκείν ος σ το τραπέζι κρατών τας τη δική του κούπα. «Είν αι δύσ κολ ο ν α βοηθήσ εις κάποιον », άρχ ισ ε. «Έχ ουμε σ την Ουκραν ία έν α ασ τείο, γ ια τρεις αν θρώπους που βοηθούν μια γ ριούλ α ν α περάσ ει απέν αν τι. Και κάποιος ρωτά γ ιατί χ ρειάζον ται τρεις γ ι’ αυτή τη δουλ ειά, κι ο άλ λ ος απαν τά ότι χ ρειάζον ται επειδή η γ ριούλ α δεν θέλ ει ν α περάσ ει απέν αν τι». Κοίταξε τη Φρίν τα και ήπιε μια γ ουλ ιά από τον καφέ του. «Στα ουκραν ικά ακούγ εται ασ τείο», είπε. «Λοιπόν , πού βρισ κόμασ τε;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Θα τελ ειώσ ει σ ήμερα, ακόμη και αν σ κοτώσ ω τον εαυτό μου γ ια ν α το τελ ειώσ ει. Σήμερα το βράδυ θα κάν εις μπάν ιο σ τη δική σ ου όμορφη μπαν ιέρα». «Ωραία», είπε η Φρίν τα. «Και η Χλ όη; Θα μείν ει εδώ;» «Δ εν ξέρω», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Πρέπει ν α αν ακαλ ύψ ω τι ακριβώς σ υμβαίν ει. Θα δούμε». Ο Γιόζεφ κοίταξε τη Φρίν τα με μια έκφρασ η γ εμάτη έγ ν οια. «Δ εν είσ αι θυμωμέν η», της είπε. «Αλ λ ά θα
έπρεπε ν α είσ αι θυμωμέν η». «Τι εν ν οείς;» Ο Γιόζεφ έκαν ε μια αόρισ τη χ ειρον ομία. «Προσ πάθησ α ν α κάν ω εσ έν α ν α ν ιώσ εις καλ ύτερα με την καιν ούρια μπαν ιέρα, αλ λ ά είν αι δύσ κολ ο ν α βοηθήσ εις αλ ηθιν ά. Κι εγ ώ τα έκαν α όλ α χ ειρότερα γ ια σ έν α». «Δ εν έφταιγ ες εσ ύ». «Καλ ά τώρα, σ ταμάτα. Η μπαν ιέρα δεν ερχ όταν , και μετά ήρθε και ξαν άφυγ ε. Και κόπηκε και το ρεύμα». «Ε λ οιπόν , αυτό ήταν όν τως εν οχ λ ητικό». «Χρειάζεσ αι βοήθεια και έρχ ομαι εγ ώ και σ ου τα κάν ω χ ειρότερα, και τώρα είν αι εδώ η Χλ όη. Κοίταξα επάν ω, και τα πράγ ματά της είν αι παν τού σ το γ ραφείο σ ου». «Είν αι παν τού; Ω Θεέ μου, δεν πήγ α ν α κοιτάξω. Είν αι πολ ύ άσ χ ημα τα πράγ ματα;» «Είν αι πολ ύ άσ χ ημα. Υ πάρχ ουν κοριτσ ίσ τικα πράγ ματα και ρούχ α επάν ω από όλ α τα δικά σ ου πράγ ματα. Και κουκούτσ ια μήλ ων . Βρεγ μέν ες πετσ έτες. Φλ ιτζάν ια που μέσ α τους αν απτύσ σ εται ζωή. Αλ λ ά εγ ώ σ ου λ έω, θα έπρεπε ν α είσ αι θυμωμέν η. Να κοπαν άς πράγ ματα, ν α τσ ακών εσ αι, έτσ ι δεν είν αι;» «Δ εν είμαι θυμωμέν η, Γιόζεφ. Ή πάλ ι, ίσ ως ν α
είμαι πολ ύ κουρασ μέν η γ ια ν α είμαι θυμωμέν η». Βυθίσ τηκε ξαν ά γ ια λ ίγ ο σ τη σ ιωπή της κι έπειτα είπε: «Αλ λ ά η μπαν ιέρα καλ ά θα κάν ει ν α είν αι σ τη θέσ η της απόψ ε το βράδυ, γ ιατί διαφορετικά...» Εκείν η τη σ τιγ μή ακούσ τηκε έν α κιν ητό τηλ έφων ο ν α χ τυπά και η Φρίν τα χ ρειάσ τηκε έν α λ επτό γ ια ν α σ υν ειδητοποιήσ ει πως ήταν το δικό της. Ερχ όταν από το παν ωφόρι της που κρεμόταν από μια καρέκλ α. Ψαχ ούλ εψ ε σ τις τσ έπες της μέχ ρι που το βρήκε. Της μίλ ησ ε μια γ υν αικεία φων ή. «Μιλ ώ με την κυρία Φρίν τα Κλ άιν ;» «Ναι». «Είμαι η Άγ κν ες Φλ ιν τ. Μου αφήσ ατε έν α μήν υμα». Μόλ ις ο Φίαρμπι είδε τη φωτογ ραφία, ήξερε πως μπορούσ ε ν α διαγ ράψ ει εκείν ο το κορίτσ ι από τη λ ίσ τα του. Η Κλ ερ Μπόιλ ήταν –είχ ε υπάρξει– έν α σ τρογ γ υλ οπρόσ ωπο κορίτσ ι, με κατσ αρά ξαν θά μαλ λ ιά. Η μητέρα της τον έβαλ ε ν α καθίσ ει και του έφερε τσ άι και κέικ κι έπειτα έβγ αλ ε μια χ ούφτα φωτογ ραφίες από έν α σ υρτάρι. Η Βάλ ερι Μπόιλ κάθισ ε κι αυτή, σ την πολ υθρόν α απέν αν τι από τον Φίαρμπι, και άρχ ισ ε ν α του λ έει πως η κόρη της υπήρξε πάν τοτε έν α δύσ κολ ο παιδί.
«Το έσ κασ ε ποτέ της από το σ πίτι;» ρώτησ ε ο Φίαρμπι. «Είχ ε μπλ έξει με κακές παρέες», αποκρίθηκε η Βάλ ερι. «Μερικές φορές, έμεν ε έξω όλ ο το βράδυ. Άλ λ ες φορές έλ ειπε και γ ια μερικές μέρες. Μόλ ις θύμων α λ ίγ ο μαζί της, εκείν η φούν των ε. Δ εν υπήρχ ε τίποτα που ν α μπορώ ν α κάν ω». Ο Φίαρμπι άφησ ε κάτω το σ ημειωματάριό του. Πραγ ματικά, θα μπορούσ ε ν α φύγ ει κι εκείν η τη σ τιγ μή, αλ λ ά έπρεπε ν α μείν ει τόσ ο ώσ τε ν α μη φαν εί αγ εν ής. Κοίταξε τη Βάλ ερι Μπόιλ . Τώρα πια έν ιωθε πως μπορούσ ε ν α χ ωρίσ ει άν ετα σ ε κατηγ ορίες τις μητέρες που είχ ε γ ν ωρίσ ει. Για μερικές από αυτές, το πέν θος είχ ε γ ίν ει κάτι σ αν χ ρόν ια ασ θέν εια. Το βάρος του πέν θους τις πλ άκων ε, τα πρόσ ωπά τους ήταν σ ημαδεμέν α από αυλ ακιές πόν ου και σ τα μάτια τους έν α θαν άσ ιμο κεν ό, σ αν ν α μην υπήρχ ε σ τον κόσ μο τίποτα που ν α άξιζε ν α το κοιτάξουν . Κι ήταν πάλ ι και κάποιες γ υν αίκες σ αν αυτήν που είχ ε τώρα μπροσ τά του. Η Βάλ ερι Μπόιλ είχ ε κάτι το φευγ αλ έο επάν ω της, έδιν ε την αίσ θησ η πως διαρκώς οπισ θοχ ωρούσ ε γ ια ν α αποφύγ ει έν α πλ ήγ μα που μπορούσ ε ν α έρθει αν ά πάσ α σ τιγ μή, σ αν ν α βρισ κόταν σ τη μέσ η μιας δύσ κολ ης σ κην ής που θα μπορούσ ε ξαφν ικά ν α γ ίν ει απαίσ ια.
«Υ πήρχ αν προβλ ήματα σ το σ πίτι;» ρώτησ ε ο Φίαρμπι. «Όχ ι, όχ ι», αποκρίθηκε βιασ τικά εκείν η. «Είχ ε βέβαια κάποια προβλ ήματα με τον πατέρα της. Μπορούσ ε ν α γ ίν ει λ ίγ ο βίαιος. Αλ λ ά, όπως σ ας είπα, ήταν δύσ κολ ο παιδί. Και μια μέρα απλ ώς εξαφαν ίσ τηκε. Η ασ τυν ομία ποτέ δεν ασ χ ολ ήθηκε ιδιαίτερα». Ο Φίαρμπι αν αρωτήθηκε μέσ α του αν η βία του πατέρα της Κλ ερ εμπεριείχ ε και σ εξ. Κι εκείν η η γ υν αίκα που καθόταν τώρα απέν αν τί του... ν α είχ ε άραγ ε σ ταθεί άπρακτη και ν α το παρακολ ουθούσ ε ν α σ υμβαίν ει; Στο τέλ ος δεν θα είχ ε απομείν ει σ το κορίτσ ι καμία άλ λ η δυν ατότητα παρά ν α το σ κάσ ει από εκείν ο το σ πίτι. Και πολ ύ πιθαν όν ν α βρισ κόταν τώρα κάπου σ το Λον δίν ο, έν α ακόμη από τα χ ιλ ιάδες ν εαρά άτομα τα οποία αν αγ κάζον ται ν α φύγ ουν από τα σ πίτια τους με τον έν α ή τον άλ λ ο τρόπο. Ίσ ως ν α ήταν μαζί με κάποια από εκείν ες τις «κακές παρέες» γ ια τις οποίες είχ ε μιλ ήσ ει η μητέρα της. Ο Φίαρμπι της ευχ ήθηκε σ ιωπηλ ά καλ ή τύχ η. Όταν όμως ο Φίαρμπι έφτασ ε με το αυτοκίν ητό του σ το μικρό σ υγ κρότημα σ πιτιών ακριβώς έξω από το Στάφορν τ, ήξερε πως ακολ ουθούσ ε σ ωσ τά ίχ ν η.
Το σ υγ κρότημα μπορεί ν α απείχ ε μόλ ις λ ίγ α λ επτά με το αυτοκίν ητο, αλ λ ά ήταν ημιαγ ροτικό, περιτριγ υρισ μέν ο από αν οιχ τές θαμν ώδεις εκτάσ εις, χ ωράφια όπου έπαιζαν τα παιδιά και λ ίγ η δασ ική έκτασ η. Πρόσ εξε ίχ ν η από βήματα. Όλ ο αυτό ήταν πολ ύ πιο κον τά σ ’ εκείν ο που αν αζητούσ ε. Η μητέρα της Ντέζι Λόγ καν ήταν απρόθυμη ν α τον αφήσ ει ν α περάσ ει μέσ α· του μιλ ούσ ε πίσ ω από την ελ άχ ισ τα αν οιχ τή πόρτα με την αλ υσ ίδα ακόμη σ τη θέσ η της. Ο Φίαρμπι εξήγ ησ ε πως ήταν δημοσ ιογ ράφος, πως ήθελ ε ν α αν ακαλ ύψ ει τι είχ ε σ υμβεί σ την κόρη της, της είπε ότι δεν θα έπαιρν ε περισ σ ότερο από έν α λ επτό, όμως ήταν αμετάπεισ τη. Του είπε πως δεν ήθελ ε ν α μιλ ήσ ει γ ι’ αυτό. Είχ αν περάσ ει εφτά χ ρόν ια. Η ασ τυν ομία είχ ε εγ καταλ είψ ει την προσ πάθεια. Το είχ αν αφήσ ει πίσ ω τους. «Μόν ο δύο λ επτά από το χ ρόν ο σ ας», είπε ο Φίαρμπι. «Έν α λ επτό». «Μα τι ακριβώς θέλ ετε;» Ο Φίαρμπι είδε φευγ αλ έα δυο σ κούρα, σ τοιχ ειωμέν α μάτια. Το είχ ε πια σ υν ηθίσ ει αυτό, μερικές φορές όμως έν ιωθε εκείν η την παλ ιά σ ουβλ ιά, ότι καταδίωκε τους αν θρώπους και άν οιγ ε τις παλ ιές πλ ηγ ές τους. Αλ λ ά τι άλ λ ο θα μπορούσ ε ν α κάν ει;
«Δ ιάβασ α γ ια την κόρη σ ας», της είπε. «Ήταν μια τραγ ική περίπτωσ η. Θα ήθελ α ν α ξέρω αν υπήρχ αν προειδοποιητικά σ ημάδια. Ήταν δυσ τυχ ισ μέν η; Είχ ε προβλ ήματα σ το σ χ ολ είο;» «Αγ απούσ ε το σ χ ολ είο», απάν τησ ε η γ υν αίκα. «Είχ ε μόλ ις ξεκιν ήσ ει την τελ ευταία τάξη. Ήθελ ε ν α γ ίν ει κτην ίατρος». «Πώς ήταν η ιδιοσ υγ κρασ ία της;» «Με ρωτάτε αν είν αι πιθαν όν η Ντέζι ν α το έσ κασ ε από το σ πίτι; Την επόμεν η εβδομάδα από την εξαφάν ισ ή της επρόκειτο ν α πάει έν α ταξίδι με το σ χ ολ είο της. Πιο πριν , είχ ε εργ ασ τεί γ ια έξι μήν ες σ ε μια δουλ ειά μερικής απασ χ όλ ησ ης γ ια ν α πλ ηρώσ ει γ ι’ αυτό το ταξίδι. Ξέρετε, ο σ ύζυγ ός μου είν αι σ το σ πίτι. Δ εν είν αι σ ε θέσ η ν α εργ ασ τεί. Τον σ υν έτριψ ε αυτή η ισ τορία. Συν εχ ώς σ κεφτόμασ τε εκείν ο το απόγ ευμα. Θα πήγ αιν ε με τα πόδια ν α δει την καλ ύτερη φίλ η της. Πάν τοτε έκοβε δρόμο από τα βοσ κοτόπια. Αν την είχ αμε πάει με το αυτοκίν ητο... Το σ κεφτόμασ τε και το ξαν ασ κεφτόμασ τε σ υν εχ ώς». «Δ εν μπορείτε ν α κατηγ ορείτε τον εαυτό σ ας γ ια ό,τι έγ ιν ε», είπε ο Φίαρμπι. «Ναι, μπορούμε». «Λυπάμαι πολ ύ», είπε πάλ ι ο Φίαρμπι. «Αλ λ ά μήπως έχ ετε κάποια φωτογ ραφία της;»
«Δ εν μπορώ ν α σ ας δώσ ω φωτογ ραφία της», αποκρίθηκε η γ υν αίκα. «Είχ αμε δώσ ει τότε μερικές σ την ασ τυν ομία. Δ εν τις πήραμε ποτέ πίσ ω». «Μόν ο γ ια ν α τη δω». «Περιμέν ετε τότε», του είπε. Στάθηκε σ το κατώφλ ι και περίμεν ε. Έπειτα από λ ίγ α λ επτά ακούσ τηκε ο ήχ ος από την αλ υσ ίδα που τραβιόταν . Η γ υν αίκα του έτειν ε μια φωτογ ραφία. Κοίταξε το κορίτσ ι, έν α ν εαν ικό πρόσ ωπο γ εμάτο λ αχ τάρα γ ια ζωή. Σκέφτηκε, όπως έκαν ε πάν τοτε, αυτό που την περίμεν ε, τη φρίκη που εκείν ο το πρόσ ωπο θα αν τίκριζε. Πρόσ εξε τα σ κούρα μαλ λ ιά και κάτι ιδιαίτερο σ τα μάτια. Έβγ αλ ε έξω το κιν ητό του τηλ έφων ο. «Θα μπορούσ α;» τη ρώτησ ε. Εκείν η σ ήκωσ ε τους ώμους. Φωτογ ράφισ ε με το κιν ητό του τη φωτογ ραφία και την έδωσ ε πίσ ω σ τη γ υν αίκα. «Λοιπόν , τι σ κοπεύετε ν α κάν ετε;» τον ρώτησ ε εκείν η. «Τι θα κάν ετε γ ια την Ντέζι μας;» «Θα προσ παθήσ ω ν α αν ακαλ ύψ ω ό,τι μπορώ», είπε ο Φίαρμπι. «Κι αν βρω κάτι, οτιδήποτε, θα έρθω ν α σ ας το πω». «Θα βρείτε την Ντέζι;» Ο Φίαρμπι έκαν ε μια μικρή παύσ η. «Όχ ι. Όχ ι, δεν ν ομίζω».
«Τότε μην μπαίν ετε σ τον κόπο», είπε η γ υν αίκα και έκλ εισ ε την πόρτα. Η Φρίν τα είχ ε θελ ήσ ει ν α γ ν ωρίσ ει τη γ υν αίκα που είχ ε ραγ ίσ ει την καρδιά του Ραζίτ Σιν γ κ, όταν όμως η Άγ κν ες Φλ ιν τ κατέβηκε ν α της αν οίξει την πόρτα, σ κέφτηκε πως μάλ λ ον είχ ε πάει σ ε λ άθος σ πίτι. Η ν εαρή γ υν αίκα είχ ε έν α ευγ εν ικό σ τρογ γ υλ ό πρόσ ωπο με ακατάσ τατα κασ ταν ά μαλ λ ιά τραβηγ μέν α πίσ ω. Φορούσ ε μαύρη μπλ ούζα και τζιν παν τελ όν ι. Αλ λ ά τα τεράσ τια σ κούρα μάτια της και μια ελ αφρώς ειρων ική έκφρασ η την έσ ωζαν από το ν α είν αι αδιάφορη εμφαν ισ ιακά. Η Φρίν τα είχ ε την αίσ θησ η πως η Άγ κν ες τη ζύγ ιαζε με το βλ έμμα. «Δ εν γ ν ωρίζω περί τίν ος πρόκειται», της είπε. «Άφησ έ με μόν ο ν α σ ε απασ χ ολ ήσ ω έν α λ επτό», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Καλ ύτερα ν α περάσ εις μέσ α. Είμαι σ τον επάν ω όροφο». Η Φρίν τα την ακολ ούθησ ε σ τις σ κάλ ες. «Απέξω δείχ ν ει λ ίγ ο βαρετό», της είπε η Άγ κν ες επάν ω από τον ώμο της. «Περίμεν ε όμως μέχ ρι ν α μπεις μέσ α». Άν οιξε την πόρτα του δικού της διαμερίσ ματος και η Φρίν τα την ακολ ούθησ ε. Βρέθηκαν σ ε έν α
καθισ τικό με τεράσ τια παράθυρα σ την απέν αν τι πλ ευρά του. Η Φρίν τα προχ ώρησ ε προς τα εκεί και κοίταξε έξω. «Καταλ αβαίν ω τι εν ν οείς», της είπε. Τα παράθυρα του διαμερίσ ματος έβλ επαν σ ε έν α δίκτυο σ ιδηροδρομικών γ ραμμών . Απέν αν τι υπήρχ ε μια αποθήκη και πιο πέρα μερικά σ υγ κροτήματα διαμερισ μάτων που έφταν αν ως τη ν ότια όχ θη του Τάμεσ η. «Μερικοί άν θρωποι μισ ούν την ιδέα ν α κατοικούν δίπλ α σ ε σ ιδηροδρομικές γ ραμμές», είπε η Άγ κν ες. «Αλ λ ά εμέν α μου αρέσ ει. Είν αι σ αν ν α μέν ω δίπλ α σ ε έν α ποτάμι, με παράξεν α πράγ ματα ν α πλ έουν επάν ω του και ν α περν ούν . Και τα τρέν α είν αι αρκετά μακριά· μη φαν τάζεσ αι πως οι ταξιδιώτες που περν ούν μπορούν ν α με δουν όταν πλ αγ ιάζω σ το κρεβάτι μου». «Μου αρέσ ει», είπε η Φρίν τα. «Είν αι εν διαφέρον ». «Να λ οιπόν που είμασ τε δύο που το βλ έπουμε έτσ ι». Ακολ ούθησ ε μια σ ύν τομη παύσ η. «Ώσ τε λ οιπόν μίλ ησ ες με τον καημέν ο γ ερο-Ραζίτ». «Μα γ ιατί τον αποκαλ είς έτσ ι;» «Τον γ ν ώρισ ες. Δ εν είχ ε και πολ λ ή πλ άκα όταν ήμασ ταν μαζί». «Ήταν κάπως σ τεν οχ ωρημέν ος».
«Δ εν μου φαίν εται παράξεν ο. Σε έσ τειλ ε γ ια ν α με παρακαλ έσ εις εκ μέρους του;» «Δ εν τελ ειώσ ατε καλ ά;» «Τελ ειών ουν ποτέ καλ ά οι σ χ έσ εις;» Ακούσ τηκε έν ας βρον τερός ήχ ος απέξω και η Άγ κν ες σ τράφηκε ν α δει. Πέρασ ε έν α τρέν ο. «Σε μία ώρα θα έχ ουν φτάσ ει σ το Μπρίγ κτον ». Γύρισ ε πάλ ι προς το μέρος της Φρίν τα. «Σε πειράζει ν α σ ου κάν ω μια ερώτησ η; Θέλ ω ν α πω, αφού μπήκες σ τον κόπο ν α κάν εις τόσ ο δρόμο μέχ ρι εδώ...» «Ναι, ρώτησ έ με ό,τι θέλ εις». «Τι ακριβώς κάν εις εδώ; Όταν μου τηλ εφών ησ ες, μου κίν ησ ες την περιέργ εια. Ο Ραζίτ θα σ ου είπε ίσ ως ότι δεν μπορεί ν α δεχ τεί το “όχ ι” σ αν απάν τησ η. Μου τηλ εφων ούσ ε. Ήρθε από εδώ. Μου έγ ραψ ε και γ ράμματα». «Τι έλ εγ αν εκείν α τα γ ράμματα;» «Τα πέταξα χ ωρίς ν α τα αν οίξω. Κι έτσ ι, όταν τηλ εφών ησ ες, ήμουν κατά κάποιον τρόπο περίεργ η. Αν αρωτήθηκα αν τώρα σ τέλ ν ει γ υν αίκες ν α μιλ ήσ ουν εκ μέρους του. Σαν έν α είδος ταχ υδρομικού περισ τεριού. Είσ αι φίλ η του;» «Όχ ι. Δ εν τον έχ ω σ υν αν τήσ ει παρά μόν ο δύο φορές». «Τότε τι είσ αι;» «Είμαι ψ υχ οθεραπεύτρια».
«Ήρθε ν α σ ε δει ως ασ θεν ής;» «Όχ ι ακριβώς». Ακολ ούθησ ε μια παύσ η κι έπειτα έν α χ αμόγ ελ ο αν αγ ν ώρισ ης απλ ώθηκε σ το πρόσ ωπο της Άγ κν ες. «Α, βέβαια, ξέρω ποια είσ αι. Είσ αι εκείν η, έτσ ι δεν είν αι;» «Εξαρτάται τι εν ν οείς όταν λ ες “εκείν η”». «Μα περί τίν ος πρόκειται; Μήπως γ ια κάποια μορφή περίπλ οκης εκδίκησ ης;» «Όχ ι». «Μη με παρεξηγ είς. Αν κάποιος με είχ ε εξαπατήσ ει εμέν α έτσ ι, θα τον είχ α σ ταυρώσ ει». «Αλ λ ά δεν είν αι αυτός ο λ όγ ος γ ια τον οποίο είμαι εδώ». «Όχ ι; Τότε λ οιπόν ποιος είν αι;» «Είν αι κάτι που είπε ο Ραζίτ». Η Φρίν τα είδε εκείν η τη σ τιγ μή τον εαυτό της απέξω, ν α πηγ αίν ει από άν θρωπο σ ε άν θρωπο και ν α αφηγ είται έν α κομμάτι μιας ισ τορίας που φαιν όταν όλ ο και περισ σ ότερο ξεκομμέν ο – μια εικόν α που δεν μπορούσ ε ν α αποδιώξει από τη σ κέψ η της και που μέσ α σ τα σ κοτάδια του μυαλ ού της σ κόρπιζε μια δική της, έν τον η και επικίν δυν η λ άμψ η. Έπρεπε ν α το σ ταματήσ ει, είπε σ τον εαυτό της. Να επισ τρέψ ει σ τη ζωή που είχ ε πριν από αυτό. Έν ιωσ ε την Άγ κν ες Φλ ιν τ ν α την κοιτά περιμέν ον τας μια
απάν τησ η. «Στην πραγ ματικότητα, δεν ήταν ο ίδιος ο Ραζίτ ο φοιτητής που σ τάλ θηκε σ ’ εμέν α. Ήταν κάποιος άλ λ ος. Όμως και οι τέσ σ ερις ερευν ητές μού είπαν την ίδια ισ τορία, αυτήν που υποτίθεται πως φαν έρων ε ότι αποτελ ούσ αν ξεκάθαρη απειλ ή γ ια το κοιν ων ικό σ ύν ολ ο». «Ναι – το διάβασ α αυτό». «Σε εκείν η την ισ τορία, όμως, υπήρχ ε μια εν διαφέρουσ α λ επτομέρεια, η οποία όπως μου είπε ο Ραζίτ προερχ όταν από εσ έν α». «Δ εν καταλ αβαίν ω». «Ότι έκοβε τα μαλ λ ιά του πατέρα του – δηλ αδή, υποθέτω, ότι εσ ύ έκοβες τα μαλ λ ιά του δικού σ ου πατέρα, και το προσ άρμοσ ε σ το πλ άν ο του». «Ότι έκοβα τα μαλ λ ιά του πατέρα μου». «Ναι. Και η αίσ θησ η δύν αμης και σ υγ χ ρόν ως τρυφερότητας που αν τλ ούσ ες από αυτό». «Το βρίσ κω κάπως αν ατριχ ιασ τικό». «Μου είπε πως του το αν έφερες εσ ύ κάποτε που ήσ ασ ταν πλ αγ ιασ μέν οι μαζί σ το κρεβάτι και του χ άιδευες τα μαλ λ ιά λ έγ ον τάς του ότι χ ρειάζον ταν κούρεμα». «Α, ν αι. Θυμάμαι. Και λ οιπόν ;» Αλ ήθεια, και λ οιπόν ; Η Φρίν τα δεν γ ν ώριζε την απάν τησ η σ ε αυτή την ερώτησ η. Είπε
επιφυλ ακτικά: «Αυτό λ οιπόν ήταν μόν ο μια αν άμν ησ η που είχ ες, μια απλ ή αν άμν ησ η;» «Αλ λ ά δεν ήταν δική μου αν άμν ησ η». «Τι εν ν οείς;» «Ήταν κάτι που μου είχ ε πει κι εμέν α κάποτε μια φίλ η μου. Εκείν η μου είπε αυτή την ισ τορία σ χ ετικά με το κόψ ιμο των μαλ λ ιών . Δ εν ν ομίζω, όμως, ότι μου είχ ε μιλ ήσ ει γ ια τα μαλ λ ιά του πατέρα της. Ίσ ως ν α μου είχ ε πει γ ια τα μαλ λ ιά του αγ οριού της ή του αδελ φού της ή και κάποιας φίλ ης της. Δ εν μπορώ ν α θυμηθώ. Δ εν μπορώ καν ν α καταλ άβω πώς το θυμάμαι αυτό που μου είχ ε πει – ήταν κάτι τόσ ο ασ ήμαν το κι έχ ουν περάσ ει αιών ες από τότε. Μου κόλ λ ησ ε με κάποιον τρόπο, παράξεν ο όμως που το θυμήθηκε και ο Ραζίτ και το έβαλ ε σ το παραμύθι του. Κι έτσ ι έφτασ ε σ ’ εσ έν α». «Ναι», είπε σ ιγ αν ά η Φρίν τα. «Ώσ τε, λ οιπόν , εσ έν α σ ου το είπε η φίλ η σ ου κι εσ ύ το είπες σ τον Ραζίτ». «Μια εκδοχ ή του». «Ναι». Η Άγ κν ες κοίταξε τώρα τη Φρίν τα ερωτηματικά. «Μα τι σ το καλ ό σ ημασ ία μπορεί ν α έχ ει;» «Ποιο είν αι το όν ομα αυτής της φίλ ης σ ου;» «Δ εν πρόκειται ν α σ ου πω αν πρώτα δεν απαν τήσ εις κι εσ ύ σ την ερώτησ ή μου. Τι σ ημασ ία
μπορεί ν α έχ ει;» «Δ εν ξέρω. Ίσ ως και ν α μην έχ ει». Η Φρίν τα κοίταξε τα φωτειν ά, έξυπν α μάτια της Άγ κν ες: τη σ υμπαθούσ ε εκείν η την κοπέλ α. «Η αλ ήθεια είν αι πως με απασ χ ολ εί σ υν εχ ώς και δεν ξέρω γ ια ποιο λ όγ ο, όμως πρέπει ν α ακολ ουθήσ ω το ν ήμα». «Το ν ήμα;» «Ναι». «Λίλ α Ντάους. Το αλ ηθιν ό της όν ομα είν αι Λίλ ι, αλ λ ά καν είς δεν την είπε ποτέ έτσ ι». «Σε ευχ αρισ τώ. Και από πού τη γ ν ωρίζεις;» «Δ εν τη βλ έπω πια. Τη γ ν ώριζα κάποτε. Ήμασ ταν μαζί σ το σ χ ολ είο. Οι καλ ύτερες φίλ ες». Πάλ ι εκείν ο το ειρων ικό χ αμόγ ελ ο. «Ήταν λ ίγ ο άγ ριο παιδί, αλ λ ά δεν είχ ε καθόλ ου κακία. Κρατήσ αμε επαφή και αφού εγ κατέλ ειψ ε το σ χ ολ είο –όταν ήταν μόλ ις δεκαέξι ετών – αλ λ ά όχ ι γ ια πολ ύ. Οι ζωές μας ήταν εν τελ ώς διαφορετικές. Εγ ώ είχ α πάρει έν α δρόμο κι εκείν η… εκείν η δεν ακολ ουθούσ ε καν έν α δρόμο». «Κι έτσ ι λ οιπόν δεν έχ εις ιδέα πού μπορεί ν α βρίσ κεται τώρα;» «Δ εν έχ ω την παραμικρή ιδέα». «Σε ποιο σ χ ολ είο πηγ αίν ατε;» «Στο Τζον Χάρν τι, κον τά σ το Κρόιν τον ». «Μεγ αλ ώσ ατε και οι δυο σ ας σ το Κρόιν τον ;»
«Γν ωρίζεις την περιοχ ή;» «Όχ ι, καθόλ ου». «Μέν αμε δίπλ α σ το Κρόιν τον . Εκεί ήταν το σ χ ολ είο». «Μήπως θυμάσ αι τη διεύθυν σ ή της;» «Είν αι ασ τείο. Δ εν μπορώ ν α θυμηθώ τι σ υν έβη την προηγ ούμεν η εβδομάδα, κι όμως μπορώ ν α θυμηθώ τα πάν τα από την εποχ ή που ήμουν πολ ύ ν έα. Λέν τμπουρι Κλ όουζ, ν ούμερο οχ τώ. Θα προσ παθήσ εις ν α τη βρεις;» «Έτσ ι ν ομίζω». Η Άγ κν ες κούν ησ ε αργ ά το κεφάλ ι της. «Θα έπρεπε ν α είχ α προσ παθήσ ει κι εγ ώ», είπε. «Συχ ν ά αν αρωτιέμαι γ ι’ αυτήν – αν είν αι καλ ά». «Πισ τεύεις ότι μπορεί ν α μην είν αι;» «Την τελ ευταία φορά που την είδα ήταν σ ε κακή κατάσ τασ η». Η Φρίν τα περίμεν ε την Άγ κν ες ν α σ υν εχ ίσ ει. «Είχ ε φύγ ει από το σ πίτι της και είχ ε αποκτήσ ει έν αν εθισ μό». Αν ατρίχ ιασ ε. «Η όψ η της δεν ήταν καθόλ ου καλ ή, ήταν ισ χ ν ή με κάτι κηλ ίδες σ το μέτωπό της. Δ εν ξέρω πώς έβρισ κε τα λ εφτά ν α πλ ηρών ει γ ια το ν αρκωτικό. Δ εν είχ ε πραγ ματική δουλ ειά. Θα έπρεπε ν α είχ α κάν ει κάτι, δεν σ υμφων είς κι εσ ύ;» «Δ εν ξέρω». «Είχ ε μπλ εξίματα. Μπορούσ α ν α το δω αυτό, και
απλ ώς ήθελ α ν α τρέξω μακριά της λ ες και ήταν κάτι μολ υσ ματικό. Προσ πάθησ α ν α τη βγ άλ ω από το μυαλ ό μου. Αλ λ ά και τώρα ακόμη, πολ λ ές φορές τη σ κέφτομαι κι έπειτα απωθώ τη σ κέψ η. Πολ ύ καλ ή φίλ η ήμουν , μα την αλ ήθεια». «Με τη διαφορά πως θυμήθηκες την ισ τορία εκείν η και τη μετέφερες». «Ναι. Σαν ν α τη βλ έπω μπροσ τά σ τα μάτια μου ν α μου τη λ έει, με έν α σ αρκασ τικό χ αμόγ ελ ο». «Πώς ήταν η όψ η της όταν ήσ ασ ταν φίλ ες;» «Μικροκαμωμέν η και αδύν ατη, με μακριά σ κούρα μαλ λ ιά που πάν τοτε της έπεφταν σ τα μάτια και έν α τεράσ τιο χ αμόγ ελ ο. Συν ήθως καταλ άμβαν ε ολ όκλ ηρο το πρόσ ωπό της. Με έν αν παράξεν ο τρόπο, ήταν υπέροχ η. Λίγ ο σ αν μαϊμού. Λίγ ο σ αν αλ ητάκι. Φορούσ ε εκκεν τρικά ρούχ α, που τα διάλ εγ ε από κατασ τήματα με μεταχ ειρισ μέν α. Τα αγ όρια ξετρελ αίν ον ταν μαζί της». «Έχ ει οικογ έν εια;» «Η μητέρα της πέθαν ε όταν ήταν μικρή. Ίσ ως τα πράγ ματα ν α είχ αν εξελ ιχ θεί εν τελ ώς διαφορετικά αν είχ ε τη μητέρα της. Ο πατέρας της, ο Λόρεν ς, ήταν αξιαγ άπητος, αλ λ ά δεν μπορούσ ε ν α τη βάλ ει σ ε τάξη ούτε και όταν ήταν μικρή. Κι έχ ει και δύο αδελ φούς, τον Τόν ι και τον Ουίλ , που είν αι αρκετά χ ρόν ια μεγ αλ ύτεροί της».
«Σε ευχ αρισ τώ, Άγ κν ες. Αν τη βρω, θα σ ου πω». «Αν αρωτιέμαι πώς ν α είν αι τώρα. Ίσ ως ν α τακτοποιήθηκε, ν α είν αι πια μια αξιοσ έβασ τη κυρία. Παιδιά, σ ύζυγ ος, μια δουλ ειά. Είν αι δύσ κολ ο ν α το φαν τασ τώ. Τι θα μπορούσ α ν α της πω;» «Να της πεις αυτό που ν ιώθεις σ την καρδιά σ ου». «Ότι την απογ οήτευσ α, την εγ κατέλ ειψ α. Κι όμως, με πόσ ο παράξεν ο τρόπο επισ τρέφουν όλ α αυτά – απλ ώς με αφορμή μια αν όητη ισ τορία που είπα σ τον δύσ τυχ ο τον Ραζίτ». Φρίν τα, δεν απάν τησες στα τελ ευταία μου τηλ εφων ήματα ούτε στα ηλ εκτρον ικά μου μην ύματα. Σε παρακαλ ώ, πες μου πως είσαι καλ ά. Σάν τι.
33 Η Φρίν τα βάδιζε αργ ά προς το σ πίτι της. Μπορούσ ε ν α ν ιώσ ει τη ζέσ τη ν α διαποτίζει το κορμί της και ν ’ ακούσ ει τον απαλ ό ήχ ο που έκαν αν τα παπούτσ ια της σ το πεζοδρόμιο. Πλ ήθος άν θρωποι έρχ ον ταν προς το μέρος της κι έπειτα προσ περν ούσ αν χ ωρίς ν α μπορεί ν α διακρίν ει τα χ αρακτηρισ τικά σ τα σ υγ κεχ υμέν α τους πρόσ ωπα. Έβλ επε πάλ ι τον εαυτό της απέξω· οι σ κέψ εις οι οποίες ξεχ ύν ον ταν σ αν χ είμαρρος σ το ν ου της έμοιαζαν ν α αν ήκουν σ ε κάποιον άλ λ ο άν θρωπο. Ήξερε πως ήταν πολ ύ κουρασ μέν η έπειτα από όλ ες εκείν ες τις ν ύχ τες της αγ ρύπν ιας και των εφιαλ τικών ον είρων . Δ εν πήγ ε κατευθείαν σ το σ πίτι της, αλ λ ά έκαν ε μια παράκαμψ η σ το δρόμο της γ ια ν α πάει ν α καθίσ ει λ ίγ ο σ το πάρκο Λίν κολ ν ς Ιν Φιλ ν τς. Έν α μεγ άλ ο, καταπράσ ιν ο πάρκο, που το φώτιζαν τώρα τα λ ουλ ούδια και οι τουλ ίπες που είχ αν μόλ ις αν θίσ ει. Τα μεσ ημέρια ήταν σ υν ήθως γ εμάτο από δικηγ όρους που έτρωγ αν το γ εύμα τους ν τυμέν οι με τα κομψ ά σ οβαρά τους κοσ τούμια, τώρα όμως ήταν έρημο εκτός από δυο ν εαρές γ υν αίκες που
έπαιζαν τέν ις σ την άλ λ η άκρη. Η Φρίν τα κάθισ ε κάτω με την πλ άτη της ν α ακουμπά σ ε έν α από τα τεράσ τια γ έρικα πλ ατάν ια. Η περιφέρειά του ήταν απίσ τευτα μεγ άλ η και ο φλ οιός του διάσ τικτος. Έκλ εισ ε τα μάτια και έγ ειρε το πρόσ ωπό της προς τον ήλ ιο που έπεφτε αν άμεσ α από τα φυλ λ ώματα. Ίσ ως θα έπρεπε ν α κάν ει αυτό που της έλ εγ ε ο Σάν τι και ν α μετακομίσ ει σ τη Νέα Υ όρκη, όπου θα ήταν ασ φαλ ής και κον τά σ τον άν θρωπο που αγ απούσ ε και που την αγ απούσ ε, και που την ήξερε όπως δεν την είχ ε ποτέ γ ν ωρίσ ει καν είς άλ λ ος σ τον κόσ μο. Αλ λ ά τότε δεν θα μπορούσ ε πια ν α κάθεται σ τη σ κιά αυτού του παν έμορφου γ έρικου δέν τρου και ν α αφήν ει το χ ρόν ο ν α κυλ ά γ ύρω της. Όταν σ ηκώθηκε, ο ήλ ιος είχ ε αρχ ίσ ει ν α βυθίζεται σ τη δύσ η και ο αέρας γ ιν όταν ψ υχ ρός. Σκέφτηκε μελ αγ χ ολ ικά την μπαν ιέρα της. Κι έπειτα σ κέφτηκε τη Χλ όη και έβγ αλ ε το κιν ητό της γ ια ν α κάν ει επιτέλ ους εκείν ο το τηλ εφών ημα. Η φων ή της Ολ ίβια ήταν τρεμουλ ιασ τή, σ αν κουρελ ιασ μέν η. Η Φρίν τα αν αρωτήθηκε αν ήταν μεθυσ μέν η. «Υ ποθέτω πως η Χλ όη θα σ ας λ έει κάθε λ ογ ής ψ έματα γ ια μέν α». «Όχ ι».
«Δ εν ωφελ εί ν α προσ ποιείσ αι. Δ εν ωφελ εί ν α προσ ποιείται καν είς σ ας. Ξέρω τι σ κέφτεσ τε όλ οι σ ας». «Εγ ώ δεν –» «Κακή μάν α. Απαίσ ια. Να ξεπλ ύν ουμε τα χ έρια μας ν α μη μας μολ ύν ει». «Άκουσ έ με, Ολ ίβια, και σ ταμάτα!» Η Φρίν τα άκουσ ε την ίδια της τη φων ή, σ κλ ηρή και άτεγ κτη. «Πρέπει ν α μιλ ήσ εις σ ε κάποιον γ ια όλ α αυτά, είν αι ξεκάθαρο. Αλ λ ά εγ ώ δεν σ ε απορρίπτω. Σου τηλ εφων ώ γ ια ν α σ υζητήσ ουμε γ ια τη Χλ όη». «Με μισ εί». «Δ εν σ ε μισ εί. Ίσ ως όμως είν αι προτιμότερο ν α μείν ει μαζί μου γ ια λ ίγ ες ημέρες, μέχ ρι ν α μπορέσ εις ν α βάλ εις μια τάξη σ τον ίδιο τον εαυτό σ ου». «Μιλ άς γ ια μέν α σ αν ν α είμαι σ υρτάρι γ ια κάλ τσ ες». «Ας πούμε, μία εβδομάδα», είπε η Φρίν τα. Σκέφτηκε την εισ βολ ή της Χλ όης σ το τακτικό, ασ φαλ ές σ πίτι της, με όλ η την ακατασ τασ ία και το δράμα που έφερν ε μαζί της, κι έν ιωσ ε έν α αίσ θημα που σ υγ γ έν ευε με παν ικό. «Θα έρθω σ το σ πίτι σ ου αύριο το απόγ ευμα και μπορούμε ν α σ υζητήσ ουμε αυτό που περν άς και ν α σ κεφτούμε έν α σ χ έδιο γ ια ν α το αν τιμετωπίσ εις. Στις έξι και μισ ή».
Απεν εργ οποίησ ε το κιν ητό της και το έχ ωσ ε πάλ ι σ την τσ έπη της. Το δικό της σ χ έδιο ήταν ν α επισ τρέψ ει σ το σ πίτι της, ν α κάν ει γ ια πολ λ ή ώρα έν α καυτό μπάν ιο σ το καιν ούριο και όμορφο λ ουτρό της και μετά ν α πλ αγ ιάσ ει σ το κρεβάτι της και ν α τραβήξει το σ κέπασ μα επάν ω από το κεφάλ ι της κλ είν ον τας έξω τις σ κέψ εις της. Και ν α ελ πίζει πως αυτό το βράδυ δεν θα έβλ επε όν ειρα ή τουλ άχ ισ τον ότι δεν θα τα θυμόταν . Άν οιξε την μπροσ τιν ή πόρτα του σ πιτιού της. Στο χ αλ άκι της πόρτας ήταν αραδιασ μέν α δυο ζευγ άρια λ ασ πωμέν α παπούτσ ια. Έν α δερμάτιν ο σ χ ολ ικό σ ακίδιο. Έν α τζάκετ που δεν αν αγ ν ώριζε. Από την κουζίν α ερχ όταν μια πολ ύ άσ χ ημη οσ μή. Κάτι καιγ όταν και έν ας σ υν αγ ερμός έβγ αζε έν αν διαπερασ τικό ήχ ο που η Φρίν τα έν ιωσ ε σ αν ν α ερχ όταν μέσ α από το μυαλ ό της. Για μια σ τιγ μή σ κέφτηκε ν α φύγ ει από το ίδιο της το σ πίτι κι έτσ ι απλ ά ν α απομακρυν θεί από όλ α όσ α σ υν έβαιν αν εκεί μέσ α. Αν τί γ ι’ αυτό, όμως, πήγ ε κατευθείαν σ το σ υν αγ ερμό σ το ταβάν ι του χ ολ και πίεσ ε το κουμπί γ ια ν α τον απεν εργ οποιήσ ει. Έπειτα φών αξε τη Χλ όη. Δ εν πήρε απάν τησ η, αλ λ ά η γ άτα πετάχ τηκε από δίπλ α της και όρμησ ε τρέχ ον τας σ τις σ κάλ ες. Η κουζίν α ήταν γ εμάτη καπν ό. Η Φρίν τα πρόσ εξε
πως το χ ερούλ ι από το τηγ άν ι της ήταν καμέν ο και σ τραβωμέν ο. Αυτό θα πρέπει ν α έβγ αζε εκείν η την απαίσ ια οσ μή. Υ πήρχ αν ακόμη επάν ω σ το τραπέζι μπουκάλ ια από μπίρα, άδεια ποτήρια, έν α πολ ύ όμορφο μπολ που είχ ε χ ρησ ιμοποιηθεί ως σ ταχ τοδοχ είο και δυο πιάτα πασ αλ ειμμέν α με κάτι, που κολ λ ούσ αν και βρομούσ αν . Έβρισ ε μέσ α από τα δόν τια της και μετά άν οιξε διάπλ ατα την πίσ ω πόρτα. Η Χλ όη βρισ κόταν σ το μέσ ο της αυλ ής και είδε πως και ο Τεν τ ήταν επίσ ης εκεί, καθισ μέν ος με την πλ άτη του ν α ακουμπά σ τον πέρα τοίχ ο και τα γ όν ατά του μαζεμέν α σ το πιγ ούν ι του. Γύρω του υπήρχ αν σ κόρπια πολ λ ά αποτσ ίγ αρα και σ τα πόδια του έν α μπουκάλ ι μπίρας. «Χλ όη!» «Δ εν σ ε άκουσ α που ήρθες». «Όλ α είν αι χ άλ ια εδώ πέρα». «Ετοιμαζόμασ ταν ν α καθαρίσ ουμε». «Μόλ ις μίλ ησ α με την Ολ ίβια. Μπορείς ν α μείν εις εδώ γ ια μία εβδομάδα...» «Τέλ εια». «Αλ λ ά υπάρχ ουν καν όν ες. Αυτό είν αι το σ πίτι μου και θα πρέπει ν α σ έβεσ αι και το σ πίτι και εμέν α. Για αρχ ή, θα καθαρίζεις αυτά που λ ερών εις. Σωσ τά. Και δεν θα καπν ίζεις μέσ α σ το σ πίτι. Γεια σ ου, Τεν τ».
Εκείν ος αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι και την κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκιν α από το κλ άμα και τα χ είλ η του ωχ ρά. «Γεια», κατόρθωσ ε ν α πει. «Πόσ η ώρα είσ τε εδώ;» «Μόλ ις έφευγ α». «Δ εν πήγ ατε σ το σ χ ολ είο σ ήμερα εσ είς οι δυο;» Η Χλ όη σ ήκωσ ε τους ώμους και της έριξε έν α περιφρον ητικό βλ έμμα. «Μερικά πράγ ματα είν αι πιο σ ημαν τικά από το σ χ ολ είο, ξέρεις. Για την περίπτωσ η που το ξέχ ασ ες, η μητέρα του Τεν τ δολ οφον ήθηκε». «Το ξέρω». «Αν είχ ες ν α επιλ έξεις αν άμεσ α σ το μάθημα της Βιολ ογ ίας και σ το ν α βοηθήσ εις το φίλ ο σ ου, τι από τα δύο θα διάλ εγ ες;» «Το ν α βοηθάς τους φίλ ους σ ου είν αι κάτι που κάν εις μετά το μάθημα της Βιολ ογ ίας». Κοίταξε τον Τεν τ. «Πότε έφαγ ες γ ια τελ ευταία φορά;» «Ετοιμαζόμασ ταν ν α φτιάξουμε τηγ αν ίτες», είπε η Χλ όη. «Αλ λ ά κάτι πήγ ε σ τραβά». «Θα σ ας φτιάξω φρυγ αν ισ μέν ο ψ ωμί». «Δ εν θέλ ω ν α μιλ ήσ ω σ ’ εσ έν α, ξέρεις, γ ια διάφορα πράγ ματα, αν αυτό σ κεφτόσ ουν ». «Δ εν σ κεφτόμουν αυτό». «Αυτό φαίν ον ται ν α θέλ ουν όλ οι. Να τους μιλ ήσ ω γ ι’ αυτά που αισ θάν ομαι και ν α κλ άψ ω και
μετά ν α με αγ καλ ιάσ ουν και ν α μου πουν ότι σ το τέλ ος όλ α θα πάν ε καλ ά». «Εγ ώ απλ ώς θα φτιάξω φρυγ αν ισ μέν ο ψ ωμί. Ξέρει ο πατέρας σ ου πως είσ αι εδώ και πως κάν εις κοπάν α από το σ χ ολ είο;» «Δ εν είμαι πια παιδί, ξέρεις». «Το ξέρω πως δεν είσ αι». «Ο πατέρας μου έχ ει το ν ου του σ ε άλ λ α πράγ ματα. Η μητέρα μου τα είχ ε με έν αν άλ λ ο άν τρα, ξέρεις». «Είν αι σ ίγ ουρα οδυν ηρό ν α αν ακαλ ύπτεις κάτι τέτοιο». «Θέλ εις ν α ξέρεις πώς αισ θάν ομαι γ ι’ αυτό; Επειδή δεν πρόκειται ν α καθίσ ω ν α το σ υζητήσ ω. Ούτε αυτό ούτε τίποτ’ άλ λ ο». Ακούσ τηκε έν α χ τύπημα σ την πόρτα, άγ ριο και επίμον ο, παρόλ ο που η Φρίν τα δεν περίμεν ε καν έν αν . «Ελ άτε μέσ α τώρα», είπε απευθυν όμεν η και σ τους δυο τους. «Θα πάω ν α δω ποιος ήρθε». Στο κατώφλ ι της πόρτας σ τεκόταν η Τζούν τιθ. Φορούσ ε έν α αν τρικό πουκάμισ ο επάν ω από φαρδύ παν τελ όν ι που το σ υγ κρατούσ ε σ τη μέσ η της με έν α κορδόν ι, και σ πασ μέν ες σ αγ ιον άρες. Γύρω από τις κασ ταν ές μπούκλ ες της ήταν τυλ ιγ μέν η μια πολ ύχ ρωμη μπαν τάν α. Τα μάτια της,
που έδειχ ν αν πολ ύ πλ ατιά σ το πρόσ ωπό της, φαίν ον ταν ακόμη πιο γ αλ αν ά από την πρώτη φορά που την είχ ε δει η Φρίν τα, σ ε εκείν η τη φριχ τή κατάθεσ η, και υπήρχ ε πορτοκαλ ί κραγ ιόν σ τα γ εμάτα χ είλ η της που ήταν σ κυθρωπά γ υρισ μέν α προς τα κάτω. «Ήρθα γ ια τον Τεν τ. Είν αι εδώ;» «Του ετοιμάζω φρυγ αν ισ μέν ο ψ ωμί. Θα ήθελ ες λ ίγ ο κι εσ ύ;» «Εν τάξει». «Έλ α από εδώ». Η Φρίν τα οδήγ ησ ε το κορίτσ ι σ την κουζίν α. Έκαν ε έν α ν εύμα σ τον Τεν τ, ο οποίος της το αν ταπέδωσ ε, και σ ήκωσ ε λ ίγ ο το χ έρι της γ ια ν α χ αιρετήσ ει βιασ τικά τη Χλ όη, με την οποία προφαν ώς γ ν ωρίζον ταν . «Η Λουίζ ξεκαθαρίζει τα ρούχ α της μαμάς». Ο Τεν τ άφησ ε κάτω το φρυγ αν ισ μέν ο ψ ωμί του. «Δ εν έχ ει δικαίωμα ν α το κάν ει αυτό». «Αλ λ ά το κάν ει». «Γιατί δεν ξεκουμπίζεται από το σ πίτι;» «Η Ντόρα έχ ει κλ εισ τεί σ το δωμάτιό της και κλ αίει. Και ο μπαμπάς φων άζει». «Σ’ εσ έν α ή σ τη Λουίζ;» «Σε όλ ους. Ή σ ε καν έν αν ». «Μάλ λ ον θα είν αι πιωμέν ος».
«Σταμάτα!» Σήκωσ ε τα χ έρια της σ αν ν α ήθελ ε ν α καλ ύψ ει τα αυτιά της. «Δ ες την πραγ ματικότητα, Τζούν τιθ. Η μαμά τα είχ ε με έν αν άλ λ ο άν τρα και ο μπαμπάς είν αι αλ κοολ ικός». «Μη! Μη γ ίν εσ αι τόσ ο ωμός!» «Είν αι γ ια το καλ ό σ ου». Αλ λ ά έδειχ ν ε τώρα ν α ν τρέπεται γ ια τον εαυτό του. «Θα επισ τρέψ εις σ το σ πίτι μαζί μου;» τον ρώτησ ε η αδελ φή του. «Είν αι καλ ύτερα όταν είμασ τε εκεί μαζί». «Ορίσ τε το φρυγ αν ισ μέν ο ψ ωμί σ ου», είπε η Φρίν τα. «Βάλ ε μόν η σ ου όσ ο μέλ ι θέλ εις». «Μόν ο βούτυρο». «Λυπάμαι πολ ύ γ ια τη μητέρα σ ου». Η Τζούν τιθ σ ήκωσ ε τους ισ χ ν ούς ώμους της. Τα γ αλ αν ά της μάτια ακτιν οβολ ούσ αν σ το γ εμάτο φακίδες πρόσ ωπό της. «Τουλ άχ ισ τον έχ εις τον Τεν τ», είπε με έν τον ο ύφος η Χλ όη. «Εσ είς οι δυο μπορείτε ν α βοηθήσ ετε ο έν ας τον άλ λ ο. Σκεφτείτε ν α ήσ ασ ταν μόν οι σ ας». «Ήσ ασ ταν μαζί και όταν μάθατε τι έγ ιν ε, έτσ ι δεν είν αι;» παρεν έβη η Φρίν τα. «Από τότε, όμως, το σ υζητήσ ατε καθόλ ου μεταξύ σ ας;» Καν είς από τους δύο δεν μίλ ησ ε. «Μιλ ήσ ατε σ ε κάποιον γ ι’
αυτό;» «Εν ν οείς σ ε κάποιον σ αν εσ έν α;» ρώτησ ε η Τζούν τιθ. «Σε κάποιον φίλ ο ή φίλ η ή σ υγ γ εν ή ή κάποιον σ αν εμέν α». «Είν αι ν εκρή πια. Τα λ όγ ια δεν μπορούν ν α το αλ λ άξουν αυτό. Είμασ τε θλ ιμμέν οι. Τα λ όγ ια δεν μπορούν ν α το αλ λ άξουν αυτό», αποκρίθηκε ο Τεν τ. «Είν αι κι εκείν η η γ υν αίκα που έσ τειλ ε η ασ τυν ομία», είπε η Τζούν τιθ. «Α ν αι, βέβαια». Η φων ή του Τεν τ ήταν γ εμάτη περιφρόν ησ η. «Αυτή. Όλ η την ώρα κουν ά το κεφάλ ι της, σ αν ν α έχ ει κάποιο είδος βαθιάς καταν όησ ης γ ι’ αυτό που περν άμε. Αηδίες. Μου φέρν ει ν αυτία». Στα μάγ ουλ ά του εμφαν ίσ τηκαν κόκκιν ες παν άδες. Έγ ειρε την καρέκλ α του προς τα πίσ ω μέχ ρι που την ισ ορρόπησ ε σ ε έν α μόν ο από τα πόδια της και άρχ ισ ε ν α σ τριφογ υρίζει αργ ά. «Η μητέρα το μισ ούσ ε αυτό, όταν το έκαν ε». Η Τζούν τιθ έν ευσ ε σ τον αδελ φό της. «Ήταν κάτι σ αν οικογ εν ειακό πείραγ μα». «Τώρα μπορώ ν α το κάν ω όσ ο σ υχ ν ά θέλ ω και καν είς δεν πρόκειται ν α ασ χ ολ ηθεί». «Όχ ι», είπε η Φρίν τα. «Νομίζω ότι σ υμφων ώ με τη μητέρα σ ου σ ε αυτό το θέμα. Είν αι πολ ύ
εκν ευρισ τικό. Και επικίν δυν ο». «Μπορούμε, σ ε παρακαλ ώ, ν α πάμε σ το σ πίτι; Δ εν θέλ ω ν α αφήν ουμε τον μπαμπά μόν ο του με τη Λουίζ που έχ ει σ υν εχ ώς αυτό το τεθλ ιμμέν ο και αποδοκιμασ τικό ύφος». Ταλ αν τεύτηκε. Στα μάτια της υπήρχ αν δάκρυα και τα αν οιγ όκλ εισ ε γ ια ν α φύγ ουν . «Νομίζω ότι πρέπει ν α πάμε σ το σ πίτι», επαν έλ αβε. Ο Τεν τ κατέβασ ε την καρέκλ α του και σ ηκώθηκε όρθιος, μια ψ ηλ όλ ιγ ν η, άτσ αλ η φιγ ούρα. «Καλ ά λ οιπόν . Ευχ αρισ τούμε γ ια το ψ ωμί και το μέλ ι». «Δ εν ήταν τίποτα». «Γεια», είπε η Τζούν τιθ. «Γεια σ ας». «Μπορούμε ν α ξαν άρθουμε;» Η φων ή της Τζούν τιθ έτρεμε. «Ναι», αποκρίθηκε η Χλ όη δυν ατά και με ζωηρό τόν ο. «Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της ν ύχ τας. Είμασ τε πάν τοτε εδώ γ ια εσ άς – έτσ ι δεν είν αι, Φρίν τα;» «Ναι», είπε και η Φρίν τα κάπως επιφυλ ακτικά. Μόλ ις έφυγ αν , η Φρίν τα σ ύρθηκε επάν ω ως το λ ουτρό. Η μπαν ιέρα βρισ κόταν εκεί σ ε όλ η της τη δόξα. Γύρισ ε τις βρύσ ες και λ ειτουργ ούσ αν . Αλ λ ά δεν υπήρχ ε η τάπα της μπαν ιέρας. Κοίταξε κάτω από την μπαν ιέρα και μέσ α σ το ν τουλ άπι, αλ λ ά δεν
ήταν εκεί. Η τάπα του ν ιπτήρα ήταν υπερβολ ικά μικρή και της κουζίν ας ήταν από εκείν ες τις εκν ευρισ τικές μεταλ λ ικές που δεν είχ αν αλ υσ ίδα αλ λ ά έπρεπε ν α τις βιδώσ εις κάτω και ν α τις αν εβοκατεβάζεις, χ ωρίς ν α μπορείς ν α τις βγ άλ εις. Έπειτα απ’ όλ α αυτά, εξακολ ουθούσ ε ν α μην μπορεί ν α κάν ει μπάν ιο. Ο Κάρλ σ ον και η Ιβέτ έφτασ αν σ το σ πίτι των Λέν οξ αφού είχ ε φύγ ει η Τζούν τιθ. Οι φων ές είχ αν σ ταματήσ ει και σ το χ ώρο επικρατούσ ε παγ ερή σ ιωπή, μια άβολ η ατμόσ φαιρα. Ο Ράσ ελ Λέν οξ βρισ κόταν σ το σ πουδασ τήριό του. Καθόταν απλ ώς σ το γ ραφείο του και κοιτούσ ε με άδειο βλ έμμα έξω από το παράθυρο. Η Ντόρα βρισ κόταν σ το δωμάτιό της· είχ ε πάψ ει πια ν α κλ αίει κι ήταν τώρα σ το κρεβάτι της, κουλ ουριασ μέν η σ αν μπάλ α, με το πρόσ ωπό της ακόμη μουσ κεμέν ο από τα δάκρυα. Η Λουίζ Βέλ ερ είχ ε κάν ει γ εν ική καθαριότητα. Είχ ε σ φουγ γ αρίσ ει το δάπεδο της κουζίν ας, είχ ε σ κουπίσ ει τις σ κάλ ες κι ετοιμαζόταν ν α καταπιασ τεί με τα ρούχ α της αδελ φής της, όταν χ τύπησ ε το κουδούν ι. «Πρέπει ν α ρίξουμε άλ λ η μια ματιά σ τα προσ ωπικά αν τικείμεν α της Ρουθ Λέν οξ», εξήγ ησ ε η Ιβέτ.
«Ετοιμαζόμουν ν α αρχ ίσ ω ν α ξεκαθαρίζω τα ρούχ α της». «Καλ ύτερα ν α μην το κάν ετε ακόμη αυτό», της είπε ο Κάρλ σ ον . «Θα σ ας πούμε εμείς πότε θα μπορείτε ν α το κάν ετε». «Και κάτι ακόμη: η οικογ έν εια θα ήθελ ε ν α ξέρει πότε μπορεί ν α γ ίν ει η κηδεία». «Δ εν θ’ αργ ήσ ει. Θα σ ας πούμε αύριο ή το πολ ύ μεθαύριο». «Δ εν είν αι σ ωσ τό». Ο Κάρλ σ ον έν ιωσ ε την παρόρμησ η ν α της αν ταποδώσ ει με κάτι αγ εν ές, αλ λ ά τελ ικά απλ ώς αποκρίθηκε μελ ισ τάλ αχ τα πως ήταν δύσ κολ ο γ ια όλ ους. Αν έβηκαν επάν ω, σ την κρεβατοκάμαρα που το ζεύγ ος Λέν οξ είχ ε μοιρασ τεί γ ια περισ σ ότερα από είκοσ ι χ ρόν ια. Υ πήρχ αν ήδη τα σ ημάδια από τις δουλ ειές της Λουίζ Βέλ ερ: πλ ασ τικές τσ άν τες γ εμάτες με παπούτσ ια, και απ’ ό,τι φαιν όταν είχ ε αδειάσ ει τα περισ σ ότερα από τα λ ιγ οσ τά μπουκαλ άκια μέικ απ της Ρουθ σ το καλ άθι των αχ ρήσ των . «Αλ λ ά τι ψ άχ ν ουμε;» ρώτησ ε η Ιβέτ. «Έχ ουν ερευν ηθεί όλ α αυτά». «Δ εν ξέρω. Πιθαν ώς ν α μην υπάρχ ει τίποτα. 'Ομως εδώ έχ ουμε ν α κάν ουμε με μια οικογ έν εια
γ εμάτη μυσ τικά. Τι άλ λ ο δεν γ ν ωρίζουμε γ ι’ αυτούς;» «Το πρόβλ ημα είν αι πως υπάρχ ουν πάρα πολ λ ά πράγ ματα», είπε η Ιβέτ. «Δ εν πετούσ ε ποτέ της τίποτα. Πρέπει άραγ ε ν α κοιτάξουμε σ χ ολ ασ τικά όλ α αυτά τα κουτιά με τα χ αρτιά που έχ ουν σ χ έσ η με τη σ χ ολ ική ζωή των παιδιών ; Και τι ν α κάν ουμε με τους υπολ ογ ισ τές; Τον δικό του και τον δικό της τους ελ έγ ξαμε, βέβαια, αλ λ ά κάθε παιδί έχ ει και από έν αν φορητό, και υπάρχ ουν σ το σ πίτι και μερικοί παλ ιοί υπολ ογ ισ τές που δεν τους πέταξαν , παρόλ ο που δεν λ ειτουργ ούν πια». «Εδώ έμεν ε μια γ υν αίκα που επί δέκα χ ρόν ια σ υν αν τούσ ε τον ερασ τή της σ ε έν α κρυφό διαμέρισ μα. Να είν αι κάπου κρυμμέν ο το κλ ειδί; Ή οποιοδήποτε άλ λ ο σ τοιχ είο που θα μπορούσ ε ν α ρίξει λ ίγ ο φως; Ποτέ δεν έσ τελ ν ε ή δεν λ άμβαν ε ηλ εκτρον ικά μην ύματα ή μην ύματα σ το κιν ητό της; Στην αρχ ή θεώρησ α ως δεδομέν ο πως η εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η της πρέπει ν α έχ ει κάποια σ ύν δεσ η με το θάν ατό της, αλ λ ά μπορεί ν α υπάρχ ει και κάτι άλ λ ο σ τη μέσ η». Η Ιβέτ χ αμογ έλ ασ ε σ αρκασ τικά. «Εν ν οείς πως αφού ήταν ικαν ή γ ια μοιχ εία, θα μπορούσ ε ν α έχ ει κάν ει και οτιδήποτε άλ λ ο;» «Δ εν εν ν οούσ α ακριβώς αυτό».
Καθώς σ τέκον ταν εκεί σ την κρεβατοκάμαρα, ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε πώς ήταν δυν ατόν ν α γ ν ωρίζουν τόσ α πολ λ ά γ ια τη Ρουθ Λέν οξ και σ υγ χ ρόν ως ν α μην την ξέρουν καθόλ ου. Ήξεραν τι μάρκα οδον τόπασ τας χ ρησ ιμοποιούσ ε και ποιο αποσ μητικό. Ποιο ήταν το μέγ εθος των εσ ωρούχ ων και των παπουτσ ιών της. Ποια βιβλ ία διάβαζε και ποια περιοδικά. Ήξεραν ακόμη ποια κρέμα προσ ώπου χ ρησ ιμοποιούσ ε, ποιες σ υν ταγ ές έφτιαχ ν ε, τι είδους ψ ών ια έβαζε σ το καλ άθι της κάθε εβδομάδα, ποιο ήταν το αγ απημέν ο της τσ άι, ποιο κρασ ί προτιμούσ ε, ποια τηλ εοπτικά προγ ράμματα παρακολ ουθούσ ε. Ο γ ραφικός χ αρακτήρας της τους ήταν πια οικείος, ήξεραν με τι είδους μολ ύβια και σ τιλ ό έγ ραφε, είχ αν δει τα σ χ έδια που έκαν ε αφηρημέν η σ τα περιθώρια των σ ελ ίδων κι είχ αν εξετάσ ει προσ εκτικά τις φωτογ ραφίες που υπήρχ αν παν τού σ το σ πίτι και σ τα άλ μπουμ. Είχ αν διαβάσ ει τις κάρτες που είχ ε λ άβει από δεκάδες φίλ ους, σ τη διάρκεια δεκάδων χ ρόν ων και από δεκάδες διαφορετικές χ ώρες. Είχ αν δει σ τα γ ρήγ ορα κάρτες όλ ων των ειδών : χ ρισ τουγ εν ν ιάτικες, γ εν εθλ ίων και κάρτες γ ια τη μέρα της μητέρας. Είχ αν ελ έγ ξει δύο φορές το ηλ εκτρον ικό της ταχ υδρομείο και ήταν βέβαιοι πως δεν χ ρησ ιμοποιούσ ε ποτέ το Facebook ή το
Twitter. Εξακολ ουθούσ αν όμως ν α μη γ ν ωρίζουν πώς είχ ε καταφέρει ν α διατηρεί μια εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η δέκα χ ρόν ων κάτω από τη μύτη της οικογ έν ειάς της. Δ εν ήξεραν αν εκείν η έν ιωθε εν οχ ές γ ι’ αυτό. Δ εν ήξεραν γ ια ποιο λ όγ ο χ ρειάσ τηκε ν α πεθάν ει. Ακολ ουθών τας μια παρόρμησ η, ο Κάρλ σ ον άν οιξε ξαφν ικά την πόρτα της Ντόρα. Το κορίτσ ι δεν βρισ κόταν πια εκεί μέσ α. Τα πάν τα σ ’ εκείν ο το δωμάτιο ήταν ήσ υχ α και τακτικά. Όλ α βρίσ κον ταν σ την καν ον ική τους θέσ η: τα ρούχ α ήταν διπλ ωμέν α τακτικά μέσ α σ τα σ υρτάρια, σ το γ ραφείο τα χ αρτιά της ήταν τακτοποιημέν α το έν α επάν ω σ το άλ λ ο, τα σ χ ολ ικά βιβλ ία της βρίσ κον ταν σ τα ράφια από πάν ω και σ το μαξιλ άρι της ήταν διπλ ωμέν ες οι πιτζάμες της. Στην ν τουλ άπα, τα ρούχ α της –ρούχ α εν ός κοριτσ ιού που αρν ιόταν ακόμη ν α εγ καταλ είψ ει την παιδική ηλ ικία και ν α περάσ ει σ την εφηβεία– κρέμον ταν επάν ω από ταιριασ μέν α ζευγ άρια απλ ών παπουτσ ιών . Ο Κάρλ σ ον έν ιωθε θλ ίψ η και μόν ο σ την εικόν α εκείν ης της αγ χ ώδους τάξης. Το βλ έμμα του έπιασ ε φευγ αλ έα κάτι ροζ σ το επάν ω ράφι της ν τουλ άπας. Τέν τωσ ε το χ έρι γ ια ν α το φτάσ ει και τράβηξε κάτω μια πάν ιν η κούκλ α που μόλ ις την είδε έν ιωσ ε ν α του κόβεται η αν άσ α. Είχ ε
έν α επίπεδο ροζ πρόσ ωπο και άτον α πόδια, κόκκιν α μαλ λ ιά από βαμβάκι σ ε κοτσ ίδες, αλ λ ά το σ τομάχ ι της είχ ε αν οιχ τεί και κοπεί βίαια και η περιοχ ή αν άμεσ α σ τα πόδια έχ ασ κε. Την κράτησ ε γ ια αρκετή ώρα σ τα χ έρια του με έν α μορφασ μό σ το πρόσ ωπό του. «Οχ !» Η Ιβέτ είχ ε μπει και αυτή σ το δωμάτιο. «Αυτό είν αι φριχ τό». «Ναι, έτσ ι δεν είν αι;» «Δ εν πισ τεύεις πως είν αι πιθαν όν ν α το έκαν ε αυτό μόν η της; Εξαιτίας αυτού που έμαθε γ ια τη μητέρα της;» «Θα μπορούσ ε». «Το δύσ τυχ ο το παιδί». «Θα πρέπει όμως ν α τη ρωτήσ ουμε γ ια ν α βεβαιωθούμε». «Νομίζω ότι βρήκα κάτι. Κοίτα». Με τα λ όγ ια αυτά, η Ιβέτ άν οιξε το χ έρι της γ ια ν α του δείξει μια μικρή καρτέλ α με χ άπια. Ο Κάρλ σ ον τα κοίταξε με λ οξό βλ έμμα. «Τα βρήκα σ ε έν α μακρόσ τεν ο ν τουλ άπι δίπλ α σ το λ ουτρό – αυτό που είν αι γ εμάτο με πετσ έτες και πετσ ετούλ ες και λ οσ ιόν μπάν ιου και διάφορα πράγ ματα που δεν είχ αν πού αλ λ ού ν α τα βάλ ουν ». «Και τι είν αι;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Αν τισ υλ λ ηπτικά. Τα βρήκα κρυμμέν α σ ε μια
κάλ τσ α». «Ασ τείο μέρος γ ια ν α κρύβεις τα αν τισ υλ λ ηπτικά σ ου». «Ναι. Πόσ ο μάλ λ ον που η Ρουθ Λέν οξ είχ ε σ πιράλ ». Το κιν ητό τηλ έφων ο του Κάρλ σ ον άρχ ισ ε ν α χ τυπά. Το έβγ αλ ε από την τσ έπη του και αμέσ ως σ υν οφρυώθηκε όταν είδε ποια τον καλ ούσ ε. Είχ ε ήδη δύο σ ύν τομα γ ραπτά μην ύματα και έν α προφορικό από τη Σάν τρα, που του ζητούσ ε ν α επικοιν ων ήσ ει μαζί της. Ήταν έτοιμος ν α αφήσ ει και αυτή την κλ ήσ η σ τον τηλ εφων ητή. Έπειτα όμως δίσ τασ ε: ήταν ξεκάθαρο πως η Σάν τρα δεν επρόκειτο ν α παραιτηθεί εύκολ α και σ κέφτηκε ακόμη πως ίσ ως θα μπορούσ ε ν α τελ ειών ει μια και καλ ή. «Σάν τρα;» «Μαλ ». Δ εν είπε τίποτε άλ λ ο, απλ ώς περίμεν ε ν α μιλ ήσ ει εκείν ος. «Συγ γ ν ώμη που δεν σ ε πήρα όταν είδα τις κλ ήσ εις σ ου. Είχ α πάρα πολ λ ή δουλ ειά και...» «Όχ ι. Δ εν με πήρες επειδή δεν ήθελ ες ν α με ξαν αδείς και σ κέφτηκες πως αν αγ ν οούσ ες τις κλ ήσ εις μου εγ ώ απλ ώς θα έπαυα ν α σ ε αν αζητώ». «Αυτό δεν είν αι δίκαιο».
«Δ εν είν αι; Εγ ώ πάλ ι ν ομίζω πως είν αι». «Έκαν α έν α σ φάλ μα, Σάν τρα. Σε σ υμπαθώ πολ ύ και περάσ αμε έν α υπέροχ ο βράδυ, αλ λ ά δεν είν αι η κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή γ ια μέν α». «Δ εν σ ου τηλ εφων ώ γ ια ν α σ ου ζητήσ ω ν α βγ ούμε, αν αυτό φοβάσ αι. Έχ ω λ άβει το μήν υμα... Αλ λ ά οφείλ εις ν α με σ υν αν τήσ εις». «Δ εν ν ομίζω πως είν αι καλ ή ιδέα». «Είν αι πολ ύ καλ ή ιδέα. Πρέπει ν α καθίσ εις απέν αν τί μου και ν α με κοιτάξεις σ τα μάτια και ν α εξηγ ηθείς». «Σάν τρα, άκουσ έ με...» «Όχ ι. Εσ ύ ν α με ακούσ εις. Συμπεριφέρεσ αι σ αν φοβισ μέν ος έφηβος. Μου ζήτησ ες ν α βγ ούμε, περάσ αμε έν α όμορφο βράδυ, κάν αμε έρωτα – ή τουλ άχ ισ τον έτσ ι μου φάν ηκε εμέν α πως έγ ιν αν τα πράγ ματα. Και μετά γ λ ίσ τρησ ες μακριά, σ αν απλ ώς ν α ν τρεπόσ ουν . Μου αξίζει κάτι περισ σ ότερο από αυτό». «Με σ υγ χ ωρείς». «Μου αξίζει μια εξήγ ησ η. Συν άν τησ έ με αύριο, σ το ίδιο μπαρ, σ τις οκτώ. Δ εν θα μας πάρει περισ σ ότερο από μισ ή ώρα. Και τότε θα μπορέσ εις ν α μου εξηγ ήσ εις γ ια ποιο λ όγ ο σ υμπεριφέρθηκες έτσ ι, κι έπειτα θα γ υρίσ εις σ το σ πίτι σ ου και δεν πρόκειται ν α σ ε εν οχ λ ήσ ω ξαν ά».
Και του έκλ εισ ε το τηλ έφων ο. Ο Κάρλ σ ον κοίταξε το κιν ητό του μέσ α σ το χ έρι του και αν ασ ήκωσ ε τα φρύδια του. Σίγ ουρα ήταν εν τυπωσ ιακή αυτή η Σάν τρα.
34 Η Φρίν τα έν ιωθε πάν τοτε κάπως παράξεν α όταν πήγ αιν ε ν ότια από το ποτάμι. Αλ λ ά το ν α πηγ αίν ει σ το Κρόιν τον ήταν σ αν ν α ταξιδεύει σ ε άλ λ η χ ώρα. Χρειάσ τηκε ν α το ψ άξει σ το χ άρτη. Έπρεπε ν α πάει πρώτα σ τη Βικτόρια και από εκεί ν α πάρει έν α υπόγ ειο τρέν ο. Το τρέν ο ήταν πάν τοτε γ εμάτο επιβάτες όταν ερχ όταν σ το Λον δίν ο, όταν όμως έβγ αιν ε από την πόλ η ήταν σ χ εδόν άδειο. Το Λον δίν ο, έν α τεράσ τιο πλ άσ μα που ρουφούσ ε μέσ α του τους αν θρώπους. Και μόν ο όταν πια θα έφταν ε το σ ούρουπο θα τους έβγ αζε πάλ ι από μέσ α του. Την ώρα που το τρέν ο περν ούσ ε απέν αν τι το ποτάμι, η Φρίν τα αν αγ ν ώρισ ε το Μπάτερσ ι, τον εγ καταλ ειμμέν ο σ ταθμό ηλ εκτρικής εν έργ ειας. Είδε ακόμη, ή σ χ εδόν διέκριν ε, πού θα έπρεπε ν α βρίσ κεται το διαμέρισ μα της Άγ κν ες Φλ ιν τ, ακριβώς δίπλ α σ την τεράσ τια αγ ορά. Μόλ ις πέρασ αν το Κλ άφαμ Τζάν κσ ιον και το Γουόν τσ γ ορθ Κόμον , όλ α άρχ ισ αν σ ταδιακά ν α είν αι γ ι’ αυτήν αόρισ τα και αν ών υμα, μια διαδοχ ή από πάρκα τα οποία ίσ α που προλ άβαιν ε ν α δει, έν α ν εκροταφείο, οι πίσ ω πλ ευρές κάποιων
σ πιτιών , έν α εμπορικό κέν τρο, μια φιγ ούρα που κρεμούσ ε έξω την μπουγ άδα, έν α παιδί που χ οροπηδούσ ε σ ε έν α γ αλ άζιο τραμπολ ίν ο. Ακόμη κι όταν δρόμοι είχ αν γ ίν ει αν οίκειοι, εκείν η εξακολ ουθούσ ε ν α κοιτά έξω από το παράθυρο. Δ εν μπορούσ ε ν α σ ταματήσ ει ν α κοιτά. Τα σ πίτια και τα κτίρια δεν κρύβον ται από τα τρέν α με τον τρόπο που κρύβον ται από τα αυτοκίν ητα. Μπορεί ν α μη βλ έπεις τις περιποιημέν ες προσ όψ εις τους, βλ έπεις όμως τις πίσ ω πλ ευρές τους, αυτές γ ια τις οποίες οι άν θρωποι δεν ν οιάζον ται σ υν ήθως, πισ τεύον τας ότι καν είς δεν πρόκειται ποτέ ν α τις δει: τους σ πασ μέν ους φράχ τες, τους σ ωρούς των σ κουπιδιών , τις εγ καταλ ειμμέν ες μηχ αν ές. Όταν βγ ήκε από το σ ταθμό, χ ρειάσ τηκε ν α κοιτάξει το χ άρτη γ ια ν α βρει πώς θα πήγ αιν ε, και πάλ ι δεν ήταν εύκολ ο. Περιέσ τρεψ ε αρκετές φορές το χ άρτη μέχ ρι ν α κατορθώσ ει ν α βρει από ποια έξοδο είχ ε βγ ει. Παρ’ όλ α αυτά βάδισ ε σ την αρχ ή προς τη λ αν θασ μέν η κατεύθυν σ η και χ ρειάσ τηκε ν α προσ αν ατολ ισ τεί ξαν ά κοιτών τας το χ άρτη γ ια ν α βρει πού βρισ κόταν το σ ημείο όπου η Πιλ Γουέι διασ ταυρων όταν με την Κλ άρεν ς Άβεν ιου. Αν αγ κάσ τηκε ν α πάει πίσ ω και ν α ξαν απεράσ ει από το σ ταθμό, κι έπειτα ν α διασ χ ίσ ει μια σ ειρά από κατοικημέν ους δρόμους, μέχ ρι που βγ ήκε σ το
Λέν τμπουρι Κλ όουζ. Το ν ούμερο οχ τώ ήταν έν α σ πίτι με πέτριν η επέν δυσ η, αν εξάρτητο, σ χ εδόν όμοιο με τα γ ειτον ικά του, αν εξαιρέσ ουμε πως σ ε αυτό διακριν όταν μεγ αλ ύτερη φρον τίδα, μεγ αλ ύτερη επιμον ή σ τη λ επτομέρεια. Η Φρίν τα παρατήρησ ε τα καιν ούρια παράθυρα και τα πλ αίσ ιά τους που ήταν φρεσ κοβαμμέν α σ ε λ αμπερό λ ευκό. Σε κάθε πλ ευρά της μπροσ τιν ής πόρτας υπήρχ ε μια κεραμική γ λ άσ τρα σ ε βυσ σ ιν ί χ ρώμα, που περιείχ ε έν α θάμν ο-μιν ιατούρα κλ αδεμέν ο σ ε σ χ ήμα σ πείρας. Έδιν αν την εν τύπωσ η πως είχ αν γ ίν ει με ψ αλ ίδι. Η Φρίν τα πίεσ ε το κουδούν ι της πόρτας. Δ εν ακούσ τηκε ν α βγ άζει κάποιον ήχ ο, κι έτσ ι ξαν απίεσ ε, αλ λ ά πάλ ι δεν άκουσ ε τίποτα. Στεκόταν εκεί, ν ευρική και γ εμάτη αβεβαιότητα. Ή καν είς δεν ήταν εκεί ή το κουδούν ι ήταν χ αλ ασ μέν ο και δεν είχ ε ν όημα ν α σ τέκεται εκεί και ν α περιμέν ει, ή πάλ ι δεν σ υν έβαιν ε τίποτε από αυτά τα δυο και απλ ώς εν οχ λ ούσ ε κάποιον που δεν ήθελ ε ν α της αν οίξει, πριν ακόμη τον γ ν ωρίσ ει. Αν αρωτήθηκε αν θα έπρεπε ν α χ τυπήσ ει ξαν ά το κουδούν ι διακιν δυν εύον τας ν α κάν ει την κατάσ τασ η χ ειρότερη ή ν α κοπαν ήσ ει την πόρτα με τη γ ροθιά της παίρν ον τας το ίδιο ρίσ κο ή απλ ώς ν α σ ταθεί εκεί και ν α περιμέν ει ελ πίζον τας γ ια το καλ ύτερο.
Κι αν αρωτήθηκε γ ια ποιο λ όγ ο αν ησ υχ ούσ ε τόσ ο πολ ύ γ ια όλ ο αυτό. Τότε όμως άκουσ ε έν αν ήχ ο μέσ α από το σ πίτι και διέκριν ε πίσ ω από το θαμπό τζαμάκι της πόρτας μια θολ ή φιγ ούρα. Η πόρτα άν οιξε, αποκαλ ύπτον τας έν αν τεράσ τιο άν τρα, όχ ι παχ ύ αλ λ ά τόσ ο μεγ αλ όσ ωμο που έδιν ε την εν τύπωσ η πως έπιαν ε ολ όκλ ηρο το άν οιγ μα. Ήταν φαλ ακρός, με λ ίγ ες μόν ο γ κρίζες τούφες μαλ λ ιών σ τις παρυφές του κεφαλ ιού του. Το πρόσ ωπό του είχ ε το κοκκίν ισ μα κάποιου ο οποίος περν ά πολ ύ χ ρόν ο σ το ύπαιθρο και φορούσ ε έν α χ ον τροκομμέν ο γ κρίζο παν τελ όν ι-φόρμα, έν α μπλ ε και άσ προ καρό πουκάμισ ο και βαριές μπότες από σ κούρο δέρμα, κιτριν ισ μέν ες από την ξερή λ άσ πη που υπήρχ ε επάν ω τους. «Δ εν ήξερα αν λ ειτουργ εί το κουδούν ι», είπε η Φρίν τα. «Όλ οι αυτό μου λ έν ε», αποκρίθηκε ο άν τρας με το πρόσ ωπό του ν α ζαρών ει γ ύρω από τα μάτια του. «Χτυπά σ το πίσ ω μέρος του σ πιτιού. Το έχ ω φτιάξει έτσ ι επειδή περν ώ πολ λ ές ώρες σ τον κήπο. Ήμουν εκεί έξω όλ ο το πρωί». Έκαν ε μια χ ειρον ομία προς τον γ αλ αν ό ουραν ό. «Μια τόσ ο όμορφη μέρα». Κοίταξε ερωτηματικά τη Φρίν τα. «Είσ τε ο Λόρεν ς Ντάους;» τον ρώτησ ε εκείν η. «Ναι, εγ ώ είμαι».
«Ον ομάζομαι Φρίν τα Κλ άιν . Ήρθα ν α σ ας δω γ ια...» Σταμάτησ ε απότομα. Τι θα του έλ εγ ε τώρα; «Είμαι εδώ επειδή ψ άχ ν ω την κόρη σ ας, τη Λίλ α». Το χ αμόγ ελ ο του Ντάους έσ βησ ε. Ξαφν ικά, έδειξε πιο γ έρος και πιο εύθραυσ τος. «Τη Λίλ α; Ψάχ ν ετε τη Λίλ α μου;» «Ναι». «Δ εν ξέρω πού βρίσ κεται», της είπε. «Έχ ω χ άσ ει κάθε επαφή μαζί της». Σήκωσ ε τα χ έρια του σ ε έν δειξη αδυν αμίας. Η Φρίν τα πρόσ εξε τα ν ύχ ια του, βρόμικα από τις εργ ασ ίες σ τον κήπο. Αυτό ήταν όλ ο, λ οιπόν ; Είχ ε κάν ει όλ ο το δρόμο μέχ ρι το Κρόιν τον μόν ο και μόν ο γ ι’ αυτό; «Μπορώ ν α σ ας μιλ ήσ ω λ ίγ ο γ ι’ αυτήν ;» «Αλ λ ά γ ια ποιο λ όγ ο;» «Γν ωρίζω κάποια που ήταν άλ λ οτε φίλ η της», είπε η Φρίν τα. «Πρόκειται γ ια μια παλ ιά φίλ η της, την Άγ κν ες Φλ ιν τ». Ο Ντάους κούν ησ ε αργ ά το κεφάλ ι του. «Τη θυμάμαι την Άγ κν ες. Η Λίλ α τριγ υρν ούσ ε σ υχ ν ά με εκείν η τη μικρή σ υν τροφιά κοριτσ ιών . Ήταν και αυτή σ την παρέα τους. Προτού τα πράγ ματα πάν ε σ τραβά». «Μπορώ ν α περάσ ω γ ια λ ίγ ο μέσ α;» ρώτησ ε η Φρίν τα.
Ο Ντάους φάν ηκε ν α το σ κέφτεται μια σ τιγ μή κι έπειτα σ ήκωσ ε τους ώμους. «Ελ άτε σ τον κήπο. Μόλ ις ετοιμαζόμουν ν α πιω λ ίγ ο τσ άι». Ο Ντάους οδήγ ησ ε τη Φρίν τα μέσ α από το σ πίτι. Ήταν ξεκάθαρα το σ πίτι εν ός άν τρα –εν ός πολ ύ οργ αν ωμέν ου άν τρα– που ζούσ ε μόν ος του. Πίσ ω από μια πόρτα είδε μια τεράσ τια επίπεδη οθόν η τηλ εόρασ ης και σ ειρές από ταιν ίες σ τα ράφια. Υ πήρχ ε και έν ας υπολ ογ ισ τής. Στο δάπεδο ήταν σ τρωμέν ο έν α παχ ύ κρεμ χ αλ ί που έπν ιγ ε όλ ους τους ήχ ους. Έπειτα από πέν τε λ επτά σ τέκον ταν έξω, σ τη χ λ όη του κήπου, κρατών τας σ τα χ έρια τους κούπες με ζεσ τό τσ άι. Η Φρίν τα κοίταξε γ ύρω της. Ο κήπος ήταν πολ ύ πιο μεγ άλ ος απ’ όσ ο περίμεν ε, και έφταν ε ως τα τριάν τα, ίσ ως και σ αράν τα μέτρα από το σ πίτι. Η χ λ όη ήταν περιποιημέν η και αν άμεσ ά της προχ ωρούσ ε έν α φιδογ υρισ τό μον οπάτι σ τρωμέν ο με χ αλ ίκι. Υ πήρχ αν θάμν οι και παρτέρια με άν θη, και παν τού μικρές χ ρωματισ τές αν αλ αμπές: κρόκοι, ν υχ τολ ούλ ουδα, τουλ ίπες. Η βλ άσ τησ η σ την πιο μακριν ή άκρη του κήπου ήταν πιο άγ ρια και από πίσ ω διακριν όταν έν ας τεράσ τιος, ψ ηλ ός τοίχ ος. «Προσ παθούσ α ν α περιποιηθώ τον κήπο», είπε ο Ντάους. «Τώρα που έφυγ ε ο χ ειμών ας».
«Εμέν α μου φαίν εται πολ ύ περιποιημέν ος», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Είν αι μια αδιάκοπη προσ πάθεια. Κοιτάξτε εκεί». Της έδειξε με το δάχ τυλ ο τον κήπο του διπλ αν ού σ πιτιού. Ήταν γ εμάτος από αγ ριόχ ορτα, βάτους, έν α αφρόν τισ το ροδόδεν τρο και δυο γ έρικα οπωροφόρα δέν τρα. «Είν αι κάποιο είδος σ πιτιού που παραχ ωρεί ο δήμος. Μέν ει μια οικογ έν εια από Ιρακιν ούς ή Σομαλ ούς. Αρκετά σ υμπαθητικοί άν θρωποι. Δ εν αν οίγ ον ται και πολ ύ. Αλ λ ά μέν ουν μερικούς μήν ες κι έπειτα φεύγ ουν . Έν ας κήπος σ αν τον δικό μου παίρν ει χ ρόν ια γ ια ν α γ ίν ει. Ακούτε κάτι;» «Σαν τι;» «Ακολ ουθήσ τε με». Ο Ντάους άρχ ισ ε ν α βαδίζει κατά μήκος του μον οπατιού απέν αν τι από το σ πίτι. Τώρα η Φρίν τα μπορούσ ε ν α ακούσ ει έν αν ήχ ο, έν α υπόκωφο μουρμουρητό που δεν μπορούσ ε ν α καταλ άβει τι ήταν , σ αν μια χ αμηλ όφων η σ υζήτησ η σ ’ έν α άλ λ ο δωμάτιο. Στην άκρη του κήπου υπήρχ ε έν ας φράχ της και η Φρίν τα σ τάθηκε δίπλ α σ τον Ντάους και κοίταξε από πάν ω. Τόσ ο αν απάν τεχ α που σ χ εδόν την έκαν ε ν α γ ελ άσ ει, είδε πως από την άλ λ η πλ ευρά υπήρχ ε μια κατηφοριά και μέσ α σ την κατηφοριά κυλ ούσ ε έν α μικρό ποτάμι κατά μήκος
του κήπου. Από την άλ λ η πλ ευρά του υπήρχ ε έν α μον οπάτι και μετά ήταν ο ψ ηλ ός τοίχ ος που είχ ε ήδη δει. Κοίταξε γ ύρω της και είδε τον Ντάους ν α χ αμογ ελ ά με το ξάφν ιασ μά της. «Με κάν ει ν α σ κέφτομαι τα παιδιά», της είπε. «Όταν ήταν ακόμη μικρά, σ υν ηθίζαμε ν α φτιάχ ν ουμε μικρές χ άρτιν ες βαρκούλ ες και μετά ν α τις βάζουμε σ το ποτάμι και ν α τις παρακολ ουθούμε ν α φεύγ ουν μακριά μας. Τους έλ εγ α τότε ότι έπειτα από τρεις ώρες αυτές οι βαρκούλ ες θα έφταν αν σ τον Τάμεσ η και μετά, αν ευν οούσ ε το ρεύμα, θα έβγ αιν αν σ τη θάλ ασ σ α». «Ποιο ποτάμι είν αι;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Δ εν ξέρεις;» «Είμαι από το βόρειο Λον δίν ο. Τα περισ σ ότερα από τα ποτάμια μας εκεί θάφτηκαν εδώ και πολ λ ά χ ρόν ια». «Είν αι ο Γουάν τλ », είπε ο Ντάους. «Σίγ ουρα θα τον ξέρεις». «Ξέρω το όν ομά του». «Οι πηγ ές του είν αι δύο χ ιλ ιόμετρα παραπάν ω από αυτό το μέρος. Από εδώ σ υν εχ ίζει και περν ά δίπλ α από παλ ιά εργ οσ τάσ ια και σ κουπιδότοπους, κι έπειτα περν ά και κάτω από δρόμους. Συν ήθιζα ν α περπατώ κατά μήκος του μον οπατιού σ την όχ θη του, πριν από χ ρόν ια. Εκεί κάτω το ν ερό γ ίν εται
κίτριν ο και γ εμίζει κίτριν ους αφρούς και μυρίζει άσ χ ημα. Εδώ επάν ω όμως είμασ τε καλ ά. Όταν τα παιδιά ήταν μικρά, τα άφην α ν α τσ αλ αβουτούν σ το ν ερό. Αυτό όμως είν αι το πρόβλ ημα με τα ποτάμια, σ ωσ τά; Είσ αι σ το έλ εος οποιουδήποτε μέν ει πιο ψ ηλ ά σ την όχ θη. Ό,τι κάν ουν εκείν οι σ το δικό τους ποτάμι, το κάν ουν και σ το δικό σ ου. Εν ώ το τι κάν ουν αυτοί που μέν ουν πιο χ αμηλ ά δεν έχ ει σ ημασ ία». «Έχ ει σ ημασ ία γ ι’ αυτούς που μέν ουν ακόμη πιο χ αμηλ ά», είπε η Φρίν τα. «Αυτό δεν είν αι δικό μου πρόβλ ημα», είπε ο Ντάους και ρούφηξε μια γ ουλ ιά από το τσ άι του. «Όμως πάν τοτε μου άρεσ ε η ιδέα ν α ζω δίπλ α σ ε έν α ποτάμι. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί ν α σ ου φέρουν τα ν ερά του. Αλ λ ά βλ έπω ότι κι εσ άς σ ας αρέσ ει». «Ναι, μου αρέσ ει», παραδέχ τηκε η Φρίν τα. «Πείτε μου λ οιπόν , με τι ασ χ ολ είσ τε όταν δεν αν αζητάτε χ αμέν α κορίτσ ια;» «Είμαι ψ υχ οθεραπεύτρια». «Α, και σ ήμερα είν αι η μέρα του ρεπό σ ας;» «Κατά κάποιον τρόπο». Γύρισ αν και βάδισ αν πάλ ι προς το μέρος του σ πιτιού. «Κι εσ είς με τι ασ χ ολ είσ τε;» «Με αυτό που βλ έπετε», αποκρίθηκε ο Ντάους.
«Εγ ώ φτιάχ ν ω τον κήπο μου. Τακτοποιώ το σ πίτι. Φτιάχ ν ω πράγ ματα με τα χ έρια μου. Με χ αλ αρών ει». «Και με τι ασ χ ολ ιόσ ασ ταν παλ αιότερα;» Έν α χ αμόγ ελ ο σ χ ηματίσ τηκε αργ ά σ το πρόσ ωπό του. «Έκαν α το αν τίθετο, το εν τελ ώς αν τίθετο. Ήμουν πωλ ητής γ ια μια εταιρεία η οποία πουλ ούσ ε φωτοτυπικά μηχ αν ήματα. Πέρασ α τη ζωή μου σ τους δρόμους». Έκαν ε ν εύμα σ τη Φρίν τα ν α καθίσ ει σ ε έν α σ ιδερέν ιο παγ κάκι και κάθισ ε και ο ίδιος σ ε μια καρέκλ α δίπλ α της. «Ξέρετε», άρχ ισ ε ν α της λ έει, «υπάρχ ει μια έκφρασ η που δεν την κατάλ αβα ποτέ. Όταν οι άν θρωποι θέλ ουν ν α δηλ ώσ ουν ότι κάτι είν αι βαρετό, λ έν ε: “Είν αι σ αν ν α παρακολ ουθείς τη χ λ όη ν α μεγ αλ ών ει”. Ή ακόμη: “Σαν ν α παρακολ ουθείς την μπογ ιά ν α σ τεγ ν ών ει”. Ε λ οιπόν , αυτό ακριβώς είν αι που απολ αμβάν ω εγ ώ. Να παρακολ ουθώ τη χ λ όη μου ν α μεγ αλ ών ει». «Ο πραγ ματικός λ όγ ος που είμαι εδώ», είπε η Φρίν τα, «είν αι ότι θέλ ω ν α βρω την κόρη σ ας». Τότε ο Ντάους ακούμπησ ε πολ ύ προσ εκτικά την κούπα του με το τσ άι σ το γ ρασ ίδι δίπλ α σ τα πόδια του. Όταν σ τράφηκε ν α κοιτάξει τη Φρίν τα, το βλ έμμα του είχ ε μια καιν ούρια έν τασ η.
«Κι εγ ώ θα ήθελ α πολ ύ ν α τη βρω», της είπε. «Πότε την είδατε γ ια τελ ευταία φορά;» Ακολ ούθησ ε μια μακρά παύσ η. «Εσ είς έχ ετε παιδιά;» «Όχ ι». «Ήταν αυτό που ήθελ α σ τη ζωή μου. Όλ ες αυτές οι ώρες που περν ούσ α οδηγ ών τας σ τους δρόμους, όλ η εκείν η η δουλ ειά, το ν α κάν ω πράγ ματα τα οποία μισ ούσ α – ήταν μόν ο και μόν ο επειδή ήθελ α ν α γ ίν ω πατέρας, και έγ ιν α πατέρας. Είχ α μια υπέροχ η σ ύζυγ ο και μετά ήρθαν τα δυο αγ όρια και έπειτα η Λίλ α. Αγ απούσ α τα αγ όρια, μου άρεσ ε ν α παίζω μαζί τους ποδόσ φαιρο, ν α τα πηγ αίν ω γ ια ψ άρεμα, όλ α αυτά που κάν ει έν ας πατέρας με τους γ ιους του. Αλ λ ά όταν είδα τη Λίλ α, την ίδια τη σ τιγ μή που γ εν ν ήθηκε, σ κέφτηκα πως αυτή είν αι η μικρή μου...» Σταμάτησ ε και ρούφηξε τη μύτη του και η Φρίν τα πρόσ εξε πως τα μάτια του γ υάλ ιζαν από τα δάκρυα. Ξερόβηξε και σ υν έχ ισ ε: «Ήταν το πιο αξιαγ άπητο κοριτσ άκι, έξυπν ο, ασ τείο, όμορφο. Και μετά, αχ , μετά… μα γ ιατί σ υμβαίν ουν αυτά που σ υμβαίν ουν ; Η μητέρα της, η γ υν αίκα μου, αρρώσ τησ ε και η ασ θέν ειά της κράτησ ε χ ρόν ια και μετά πέθαν ε. Η Λίλ α ήταν τότε δεκατριών ετών . Και ξαφν ικά δεν μπορούσ α πια ν α την πλ ησ ιάσ ω. Νόμιζα πως είχ αμε έν α πολ ύ
ιδιαίτερο δέσ ιμο, και ν α που ξαφν ικά ήταν σ αν ν α της μιλ ούσ α σ ε μια ξέν η γ λ ώσ σ α. Οι παρέες της άλ λ αξαν και άρχ ισ ε ν α βγ αίν ει όλ ο και περισ σ ότερο έξω και μετά ν α μέν ει και τα βράδια αλ λ ού. Θα έπρεπε ν α είχ α κάν ει περισ σ ότερα, αλ λ ά έλ ειπα πολ λ ές ώρες από το σ πίτι». «Και οι δυο αδελ φοί της;» «Είχ αν ήδη φύγ ει εκείν η την εποχ ή. Ο Ρίκι είν αι σ το σ τρατό. Ο Στιβ μέν ει σ τον Καν αδά». «Τι σ υν έβη, λ οιπόν ;» Ο Ντάους άν οιξε τα χ έρια του σ ε μια κίν ησ η αν ημπόριας. «Δ εν το χ ειρίσ τηκα σ ωσ τά», είπε. «Ό,τι κι αν έκαν α δεν ήταν αρκετό ή δεν ήταν αυτό που εκείν η είχ ε αν άγ κη. Κι όταν επιχ είρησ α ν α της επιβλ ηθώ, απλ ώς έφυγ ε μακριά μου. Όταν προσ παθούσ α ν α είμαι τρυφερός μαζί της, μου φαιν όταν πως ήταν πια πολ ύ αργ ά γ ι’ αυτό. Κι όσ ο περισ σ ότερο την ήθελ α κον τά μου, τόσ ο περισ σ ότερο εκείν η με απέρριπτε. Δ εν ήμουν παρά ο βαρετός γ εροπατέρας της. Στα δεκαεφτά της πια ζούσ ε κυρίως σ ε φίλ ες και φίλ ους της. Έκαν α μέρες ν α τη δω, κι έπειτα εβδομάδες. Με αν τιμετώπιζε κάπως σ αν ν α ήμουν ξέν ος. Κάποια σ τιγ μή έπαψ α εν τελ ώς ν α τη βλ έπω. Προσ πάθησ α ν α τη βρω, αλ λ ά σ τάθηκε αδύν ατον . Έπειτα από λ ίγ ο καιρό έπαψ α ν α
προσ παθώ. Αλ λ ά δεν έπαψ α ποτέ ν α τη σ κέφτομαι, ποτέ δεν έπαψ ε ν α μου λ είπει το κοριτσ άκι μου». «Ξέρετε πώς αν τιμετώπιζε τα έξοδά της;» Η Φρίν τα είδε το σ αγ όν ι του ν α τρέμει. Το πρόσ ωπό του είχ ε ασ πρίσ ει. «Είχ ε προβλ ήματα. Νομίζω πως ίσ ως ν α είχ ε και μπλ εξίματα με ν αρκωτικά. Δ εν τρεφόταν σ ωσ τά. Για χ ρόν ια». «Κι εκείν οι οι φίλ οι και οι φίλ ες... Έχ ετε τα ον όματά τους;» Ο Ντάους κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι. «Γν ώριζα τις φίλ ες της όταν ήταν πιο μικρή. Όπως την Άγ κν ες, την κοπέλ α που γ ν ωρίζετε κι εσ είς. Ήταν μια χ αρά μαζί, εκείν ες οι όμορφες κοριτσ ίσ τικες φιλ ίες, που τα κορίτσ ια γ ελ ούν μαζί, πηγ αίν ουν μαζί γ ια ψ ών ια και ν ομίζουν πως είν αι πιο μεγ άλ ες απ’ όσ ο αλ ηθιν ά είν αι. Αλ λ ά τις παράτησ ε όλ ες τις παλ ιές φιλ ίες και ξεκίν ησ ε καιν ούριες σ υν αν ασ τροφές. Δ εν τους έφερε ποτέ σ το σ πίτι, δεν μου τους γ ν ώρισ ε ποτέ». «Κι όταν έφυγ ε πια ορισ τικά από το σ πίτι, έχ ετε κάποια ιδέα γ ια το πού ζούσ ε;» Κούν ησ ε πάλ ι αρν ητικά το κεφάλ ι. «Στην αρχ ή, κάπου σ την περιοχ ή», απάν τησ ε. «Πισ τεύω όμως ότι μετά έφυγ ε πιο μακριά». «Αν αφέρατε την εξαφάν ισ ή της;»
«Ήταν σ χ εδόν δεκαοχ τώ ετών . Κάποια σ τιγ μή, που έν ιωσ α ν α με τρώει η αγ ων ία, πήγ α σ το ασ τυν ομικό τμήμα. Όταν όμως αν έφερα την ηλ ικία της, ο αξιωματικός υπηρεσ ίας δεν καταδέχ τηκε καν ν α γ ράψ ει μια αν αφορά». «Και πότε έγ ιν ε αυτό; Εν ν οώ, πότε ήταν η τελ ευταία φορά που την είδατε;» Σκέφτηκε γ ια έν α λ επτό. «Θεέ μου», είπε τελ ικά. «Πάει περισ σ ότερος από έν ας χ ρόν ος από τότε. Ήταν Νοέμβριος του προπερασ μέν ου χ ρόν ου. Δ εν μπορώ ν α το πισ τέψ ω. Όμως αυτό είν αι έν α από τα πράγ ματα που σ κέφτομαι όταν εργ άζομαι εδώ σ τον κήπο. Πως θα τη δω, όπως άλ λ οτε, ν α εμφαν ίζεται σ τον κήπο από την πίσ ω πόρτα». Η Φρίν τα έμειν ε γ ια έν α λ επτό σ κεφτική. «Είσ τε καλ ά;» τη ρώτησ ε ο Ντάους. «Γιατί το ρωτάτε αυτό;» «Ίσ ως ν α φταίει που δεν σ ας ξέρω καθόλ ου, όμως δείχ ν ετε χ λ ωμή και κουρασ μέν η». «Αλ λ ά δεν ξέρετε πώς είμαι σ υν ήθως». «Είπατε πως σ ήμερα είν αι η μέρα του ρεπό σ ας, σ ωσ τά;» «Ναι. Κάπως έτσ ι». «Και είσ τε ψ υχ οθεραπεύτρια. Μιλ άτε με τους αν θρώπους».
Η Φρίν τα σ ηκώθηκε, έτοιμη ν α αν αχ ωρήσ ει. «Ακριβώς», του είπε. Ο Ντάους σ ηκώθηκε κι αυτός. «Θα έπρεπε ν α είχ α βρει κάποια σ αν εσ άς γ ια τη Λίλ α», είπε. «Εγ ώ δεν τα καταφέρν ω σ ε αυτά. Δ εν είμαι καλ ός σ τη σ υζήτησ η. Αυτό που κάν ω αν τί ν α σ υζητώ, είν αι ν α εργ άζομαι με τα χ έρια μου, ν α επιδιορθών ω κάτι. Αλ λ ά με εσ άς η σ υζήτησ η είν αι εύκολ η». Κοίταξε γ ύρω του με δισ τακτικό ύφος. «Θα ψ άξετε περισ σ ότερο γ ια τη Λίλ α;» «Δ εν θα ήξερα από πού ν ’ αρχ ίσ ω». «Αν όμως μάθετε κάτι, σ ας παρακαλ ώ, εν ημερώσ τε με». Βγ αίν ον τας, ο Ντάους βρήκε έν α κομμάτι χ αρτί, έγ ραψ ε σ ε αυτό το τηλ έφων ό του και το έδωσ ε σ τη Φρίν τα. Τη σ τιγ μή που το έπαιρν ε, της ήρθε μια ιδέα. «Η κόρη σ ας σ ας έκοψ ε ποτέ τα μαλ λ ιά;» τον ρώτησ ε. Εκείν ος άγ γ ιξε το φαλ ακρό κεφάλ ι του. «Ποτέ δεν είχ α τόσ α που ν α χ ρειάζον ται κόψ ιμο». «Μήπως κόψ ατε εσ είς τα δικά της;» «Όχ ι. Είχ ε όμορφα μαλ λ ιά. Ήταν υπερήφαν η γ ι’ αυτά». Πιέσ τηκε ν α χ αμογ ελ άσ ει. «Δ εν θα με άφην ε ποτέ ν α τα πλ ησ ιάσ ω. Αλ λ ά γ ιατί μου κάν ατε αυτή
την ερώτησ η;» «Μην το σ κέφτεσ τε, ήταν απλ ώς κάτι που μου είχ ε πει η Άγ κν ες». Όταν βγ ήκε πάλ ι σ το δρόμο, η Φρίν τα κοίταξε το χ άρτη και άρχ ισ ε ν α βαδίζει όχ ι προς το σ ταθμό σ τον οποίο είχ ε κατεβεί προηγ ουμέν ως αλ λ ά προς τον επόμεν ο σ τη σ ειρά. Φαιν όταν ν α είν αι απόσ τασ η τριών χ ιλ ιομέτρων περίπου. Ήταν ό,τι έπρεπε. Χρειαζόταν λ ίγ ο περπάτημα, και τώρα έν ιωθε πιο ζων ταν ή και έβλ επε με εν διαφέρον όσ α την περιέβαλ λ αν σ ε αυτό το κομμάτι της πόλ ης που δεν είχ ε ξαν αδεί ποτέ. Βρέθηκε ξαφν ικά ν α περπατά σ ε έν α δρόμο διπλ ής κατεύθυν σ ης με φορτηγ ά ν α την προσ περν ούν με θόρυβο. Και από τις δύο πλ ευρές του δρόμου ήταν σ υγ κροτήματα σ πιτιών , από εκείν ο το είδος των κτισ μάτων που είχ αν αν εγ ερθεί σ τα γ ρήγ ορα μετά τον πόλ εμο και τώρα κατέρρεαν . Μερικά από τα διαμερίσ ματα ήταν σ φραγ ισ μέν α με σ αν ίδες εν ώ άλ λ α είχ αν μπουγ άδες απλ ωμέν ες σ τα μικρά μπαλ κόν ια τους. Δ εν έμοιαζε ν α είν αι το κατάλ λ ηλ ο μέρος γ ια περπάτημα, έπειτα όμως έσ τριψ ε σ ε έν α κατοικημέν ο δρομάκι με μικρά βικτοριαν ά σ πίτια και ο θόρυβος κόπασ ε. Παρ’ όλ α αυτά εξακολ ουθούσ ε ν α ν ιώθει άβολ α, τόσ α χ ιλ ιόμετρα
μακριά από το σ πίτι της. Καθώς πλ ησ ίαζε σ το σ ταθμό, πέρασ ε από έν αν τηλ εφων ικό θάλ αμο και σ ταμάτησ ε. Δ εν υπήρχ ε καν τηλ έφων ο μέσ α, το είχ αν ξηλ ώσ ει. Αλ λ ά η Φρίν τα πλ ησ ίασ ε και κοίταξε πιο προσ εκτικά. Επάν ω σ τους γ υάλ ιν ους τοίχ ους του θαλ άμου υπήρχ αν δεκάδες μικρά αυτοκόλ λ ητα: ν εαρό μον τέλ ο, ν έα και όμορφη καθηγ ήτρια ξ έν ων γ λ ωσσών , πολ ύ πολ ύ... αυστηρή δασκάλ α, συν οδοί πολ υτελ είας. Η Φρίν τα έβγ αλ ε έν α σ ημειωματάριο από την τσ άν τα της και αν τέγ ραψ ε όλ ους εκείν ους τους τηλ εφων ικούς αριθμούς. Της πήρε αρκετά λ επτά, και δυο έφηβοι που πέρασ αν από εκεί χ ασ κογ έλ ασ αν και κάτι της φών αξαν , όμως εκείν η έκαν ε πως δεν το άκουσ ε. Μόλ ις επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι της, έκαν ε έν α τηλ εφών ημα. «Άγ κν ες;» «Ναι;» «Είμαι η Φρίν τα Κλ άιν ». «Ω, μήπως βρήκες κάτι;» «Δ εν βρήκα τη Λίλ α, αν αυτό εν ν οείς. Όλ α δείχ ν ουν πως έχ ει εξαφαν ισ τεί. Ο πατέρας της δεν μπορεί ν α τη βρει. Δ εν είν αι ευχ άρισ τα ν έα, σ κέφτηκα όμως πως θα προτιμούσ ες ν α ξέρεις». «Ναι. Ναι, σ ωσ τά το σ κέφτηκες. Σ’ ευχ αρισ τώ».
Ακολ ούθησ ε μια μικρή παύσ η κι έπειτα η Άγ κν ες πρόσ θεσ ε: «Θα πάω σ το ασ τυν ομικό τμήμα ν α αν αφέρω την εξαφάν ισ ή της. Θα έπρεπε ν α το είχ α κάν ει εδώ και μήν ες». «Μάλ λ ον δεν πρόκειται ν α βγ ει τίποτα απ’ αυτό», της είπε μαλ ακά η Φρίν τα. «Είν αι εν ήλ ικη». «Πρέπει όμως ν α κάν ω κάτι. Δ εν μπορώ ν α το αφήσ ω απλ ώς έτσ ι». «Το καταν οώ αυτό». «Θα το κάν ω αμέσ ως. Αν και τώρα, αφού περίμεν α τόσ ο καιρό, δεν ξέρω πια τι σ ημασ ία θα έχ ει μία ώρα ν ωρίτερα ή αργ ότερα». Ο Τζιμ Φίαρμπι είχ ε ήδη καλ ύψ ει τα τρία πέμπτα περίπου από τη λ ίσ τα του. Υ πήρχ αν είκοσ ι τρία ον όματα σ ε εκείν η τη λ ίσ τα, που τα είχ ε βρει σ ε τοπικές εφημερίδες και ισ τοσ ελ ίδες γ ια εξαφαν ισ μέν α άτομα. Τρία από αυτά τα ον όματα είχ αν κιόλ ας έν α σ ημαδάκι δίπλ α τους· δίπλ α σ ε έν α άλ λ ο υπήρχ ε έν α ερωτηματικό και τα υπόλ οιπα τα είχ ε διαγ ράψ ει. Τώρα του είχ αν απομείν ει εν ν έα οικογ έν ειες ν α επισ κεφτεί – εν ν έα μητέρες που θα τον κοιτούσ αν με τσ ακισ μέν α πρόσ ωπα, σ τοιχ ειωμέν α μάτια. Εν ν έα ακόμη ισ τορίες εξαφάν ισ ης και εν ν έα φωτογ ραφίες γ ια ν α προσ θέσ ει σ τη σ υλ λ ογ ή του από πρόσ ωπα ν εαρών
κοριτσ ιών που ήταν καρφιτσ ωμέν α σ τον πίν ακα αν ακοιν ώσ εων σ το γ ραφείο του. Τα έβλ επε ν α τον κοιτούν τώρα, καθώς καθόταν σ την καρέκλ α του γ ραφείου του κρατών τας έν α ποτήρι σ κέτο ουίσ κι και το τσ ιγ άρο του. Παλ ιά δεν σ υν ήθιζε ποτέ ν α καπν ίζει μέσ α σ το σ πίτι, τώρα όμως δεν υπήρχ ε εκεί καν είς άλ λ ος γ ια ν α εν οχ λ ηθεί. Το βλ έμμα του περιπλ αν ήθηκε από το έν α πρόσ ωπο σ το άλ λ ο: εκεί ήταν το πρώτο κορίτσ ι, η Χέιζελ Μπάρτον , με το ακτιν οβόλ ο χ αμόγ ελ ό της – έν ιωθε πως την ήξερε καλ ά πια. Κι έπειτα ήταν η Βαν έσ α Ντέιλ , το κορίτσ ι που είχ ε κατορθώσ ει ν α ξεφύγ ει. Ήταν και η Ροξάν Ιν γ κατεσ τόουν με το ασ ύμμετρο πρόσ ωπό της και τα γ κριζοπράσ ιν α μάτια της. Ήταν η Ντέζι Λόγ καν , γ εμάτη λ αχ τάρα γ ια ζωή και με έν α λ ακκάκι σ το έν α της μάγ ουλ ο. Η Βαν έσ α Ντέιλ ήταν ασ φαλ ής, η Χέιζελ Μπάρτον ήταν ν εκρή. Αλ λ ά τι είχ ε σ υμβεί με τις άλ λ ες δύο; Έσ βησ ε το τσ ιγ άρο του και άν αψ ε αμέσ ως έν α άλ λ ο, ρουφών τας τον καπν ό βαθιά μέσ α σ τους πν εύμον ές του και κοιτών τας εκείν α τα πρόσ ωπα μέχ ρι που πια του φάν ηκε πως είχ αν σ χ εδόν ζων ταν έψ ει κάτω από το βλ έμμα του και τον κοιτούσ αν κι εκείν α ζητών τας του ν α τα βρει. Αυτό ήταν έν α πολ ύ αιν ιγ ματικό μικρό μήν υμα. Τι συμβαίν ει; Πες μου τι κάν εις, πες μου τι κάν ουν ο
Ρούμπεν και ο Γιόζεφ και η Σάσα. Και η Χλ όη; Μου λ είπει ν α ακούω τις λ επτομέρειες της καθημεριν ής ζωής σου. Μου λ είπεις περισσότερο εσύ η ίδια. Σε φιλ ώ, Σάν τι.
35 Η Φρίν τα είχ ε καν ον ίσ ει ν α σ υν αν τηθεί με τη Σάσ α σ τις οκτώ. Η Σάσ α της είχ ε τηλ εφων ήσ ει και της είχ ε πει πως έπρεπε ν α σ υζητήσ ουν γ ια κάτι. Η Φρίν τα δεν μπόρεσ ε ν α καταλ άβει από τη φων ή της αν ήταν καλ ό ή κακό, ήξερε όμως πως ήταν σ ημαν τικό. Πριν από αυτή τη σ υν άν τησ η, πήγ ε ν α δει την Ολ ίβια, όπως της είχ ε υποσ χ εθεί. Δ εν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε ν α περιμέν ει, αλ λ ά παρ’ όλ α αυτά την ξάφν ιασ ε η εμφάν ισ η της Ολ ίβια. Της άν οιξε την πόρτα φορών τας έν α παν τελ όν ι που το σ υγ κρατούσ ε έν α κορδόν ι και έν α λ εκιασ μέν ο βαμβακερό κορμάκι, και σ τα πόδια της πλ ασ τικές σ αγ ιον άρες. Το βερν ίκι σ τα δάχ τυλ α των ποδιών της είχ ε ξεφτίσ ει, τα μαλ λ ιά της ήταν λ ιγ δωμέν α, αλ λ ά το πιο εν τυπωσ ιακό ήταν ότι το πρόσ ωπό της, πρησ μέν ο και χ λ ωμό, δεν είχ ε ούτε ίχ ν ος μέικ απ. Η Φρίν τα σ κέφτηκε ότι ποτέ άλ λ οτε δεν είχ ε δει την Ολ ίβια χ ωρίς μακιγ ιάζ. Αμέσ ως μόλ ις σ ηκων όταν το πρωί από το κρεβάτι της, έβαζε προσ εκτικά τη βάσ η του μέικ απ, μολ ύβι ματιών , παχ ιά σ τρώσ η μάσ καρα και έν τον ο κόκκιν ο κραγ ιόν . Χωρίς όλ α αυτά, έδειχ ν ε τώρα
ευάλ ωτη και ηττημέν η. Ήταν δύσ κολ ο ν α της θυμώσ ει η Φρίν τα. «Ξέχ ασ ες πως θα ερχ όμουν ;» «Όχ ι, δεν το ξέχ ασ α. Αλ λ ά δεν ήξερα τι ώρα ήταν ». «Είν αι έξι και μισ ή». «Ω Θεέ μου. Ο χ ρόν ος περν ά γ ρήγ ορα όταν κοιμάσ αι». Έκαν ε μια προσ πάθεια ν α γ ελ άσ ει. «Είσ αι άρρωσ τη;» «Ξεν ύχ τησ α χ τες. Πήρα απλ ώς έν αν υπν άκο». «Να φτιάξω λ ίγ ο τσ άι γ ια ν α πιούμε;» «Τσ άι;» «Ναι». «Δ εν θα έλ εγ α όχ ι γ ια έν α ποτό». «Πρώτα το τσ άι. Υ πάρχ ουν κάποια πράγ ματα που πρέπει ν α σ υζητήσ ουμε». «Όπως ότι είμαι μια άθλ ια μάν α, αυτό δεν εν ν οείς;» «Όχ ι». Πήγ αν μαζί σ την κουζίν α, που ήταν σ ε χ ειρότερη κατάσ τασ η από οποιαδήποτε άλ λ η φορά την είχ ε δει η Φρίν τα. Θύμιζε λ ίγ ο το χ άος που είχ ε δημιουργ ήσ ει η Χλ όη σ την κουζίν α της Φρίν τα, με ποτήρια και μπουκάλ ια παν τού και σ κουπίδια ν α ξεχ ειλ ίζουν από σ ακούλ ες απορριμμάτων ως τα λ ιγ διασ μέν α πλ ακάκια του δαπέδου, μικρές
λ ιμν ούλ ες από λ ιωμέν ο κερί επάν ω σ το τραπέζι και μια ξιν ή οσ μή σ τον αέρα. Η Φρίν τα άρχ ισ ε ν α σ τοιβάζει πράγ ματα σ το ν εροχ ύτη γ ια ν α δημιουργ ήσ ει ελ εύθερο χ ώρο. «Το έσ κασ ε από το σ πίτι μου, όπως ξέρεις», είπε η Ολ ίβια, που δεν έδειχ ν ε ν α αν τιλ αμβάν εται την κατάσ τασ η της κουζίν ας. «Ίσ ως εσ έν α ν α σ ου είπε ότι την πέταξα έξω, αλ λ ά δεν έγ ιν ε έτσ ι. Μου είπε τρομερά πράγ ματα και μετά έφυγ ε από το σ πίτι». «Λέει πως τη χ τύπησ ες με μια βούρτσ α μαλ λ ιών ». «Κι αν ακόμη το έκαν α, ήταν μόν ο μια βούρτσ α με μαλ ακές τρίχ ες. Η μητέρα μου σ υν ήθιζε ν α χ τυπά εμέν α με μια ξύλ ιν η κουτάλ α». Η Φρίν τα έριξε φακελ άκια τσ αγ ιού μέσ α σ το τσ αγ ιερό και πήρε από το ν εροχ ύτη δυο φλ ιτζάν ια γ ια ν α τα πλ ύν ει. «Τα πράγ ματα έχ ουν ξεφύγ ει κάπως από τον έλ εγ χ ο εδώ πέρα», είπε η Φρίν τα. «Θα πρέπει ν α τα ξαν αβάλ εις σ ε τάξη προτού επισ τρέψ ει η Χλ όη». «Δ εν είμασ τε όλ οι σ αν εσ έν α. Όλ α είν αι σ τη θέσ η τους. Δ εν σ ημαίν ει πως δεν μπορώ ν α τα βγ άλ ω πέρα». «Δ είχ ν εις άρρωσ τη. Πέρασ ες όλ ο το απόγ ευμα σ το κρεβάτι. Το σ πίτι είν αι σ ε φριχ τή κατάσ τασ η. Η Χλ όη έφυγ ε. Και υποθέτω πως έχ ει φύγ ει και ο
Κιέραν ». «Είν αι αν όητος. Του είπα ν α ξεκουμπισ τεί ν α φύγ ει, αλ λ ά δεν περίμεν α ότι θα το έπαιρν ε τοις μετρητοίς». «Πόσ ο πολ ύ πίν εις;» «Δ εν μπορείς ν α μου υποδείξεις πώς θα ζήσ ω τη ζωή μου, ξέρεις». «Η Χλ όη είν αι σ το σ πίτι μου και πρέπει ν α σ υζητήσ ουμε πόσ ο διάσ τημα ακόμη θα μείν ει και πότε θα είσ αι εσ ύ έτοιμη γ ια ν α επισ τρέψ ει σ το σ πίτι. Δ εν μπορεί ν α επισ τρέψ ει αυτή τη σ τιγ μή, έτσ ι δεν είν αι;» «Δ εν βλ έπω γ ιατί όχ ι». «Ολ ίβια, είν αι παιδί ακόμη. Χρειάζεται όρια και τάξη». «Το ήξερα πως θα μου έλ εγ ες ότι είμαι άθλ ια μάν α». «Αυτό που σ ου λ έω είν αι ότι η Χλ όη χ ρειάζεται ν α την ξυπν ά κάποιος το πρωί και ν α σ υζητά μαζί της το βραδάκι· χ ρειάζεται μια καθαρή κουζίν α κι έν α φαγ ητό σ το ψ υγ είο, έν α δωμάτιο σ το οποίο ν α μπορεί ν α μελ ετήσ ει γ ια το σ χ ολ είο, μια αίσ θησ η σ ταθερότητας». «Κι εγ ώ; Τι θα γ ίν ει με αυτά που χ ρειάζομαι εγ ώ;» Για λ ίγ α λ επτά επικράτησ ε σ ιωπή. Η Ολ ίβια ρουφούσ ε το τσ άι της και η Φρίν τα έβαζε τα
άπλ υτα πιάτα και σ κεύη σ ε σ τοίβες και μετέφερε σ το χ ολ τις ξέχ ειλ ες σ ακούλ ες με τα σ κουπίδια. Έπειτα από λ ίγ ο η Ολ ίβια είπε με αδύν αμη φων ή: «Με μισ εί;» «Όχ ι. Αλ λ ά αισ θάν εται θυμωμέν η και παραμελ ημέν η». «Δ εν ήθελ α ν α τη χ τυπήσ ω. Δ εν ήθελ α ν α πω σ τον Κιέραν ν α ξεκουμπισ τεί. Δ εν σ κεφτόμουν καθαρά. Είν αι που ν ιώθω τσ ακισ μέν η». «Κι ίσ ως και ν α είχ ες πιει υπερβολ ικά». «Κάν εις σ αν κολ λ ημέν ος δίσ κος». Η Φρίν τα δεν απάν τησ ε τίποτα σ ε αυτό και λ ίγ α λ επτά αργ ότερα η Ολ ίβια μίλ ησ ε πάλ ι. «Μπορώ ν α ακούσ ω τον εαυτό μου ν α λ έει εκείν α τα φριχ τά πράγ ματα. Μπορώ ν α ακούσ ω τη φων ή μου ν α σ τριγ κλ ίζει αισ χ ρόλ ογ α. Κι όμως, δεν μπορώ ν α σ ταματήσ ω ν α τα λ έω. Ξέρω ότι αργ ότερα θα τα μεταν ιώσ ω». Η Φρίν τα την κοίταξε κι έπειτα επιτέθηκε σ τις κατσ αρόλ ες με έν α σ φουγ γ αράκι. Έν ιωθε φριχ τά κουρασ μέν η και σ υν τετριμμέν η από την αταξία σ τη ζωή της Ολ ίβια. «Πρέπει ν α αν ακτήσ εις τον έλ εγ χ ο της ίδιας σ ου της ζωής», της είπε. «Αυτό είν αι πολ ύ εύκολ ο ν α το λ ες. Από πού ν ’ αρχ ίσ ω;»
«Έν α πράγ μα τη φορά. Ξεκίν α καθαρίζον τας το σ πίτι από πάν ω μέχ ρι κάτω. Προσ πάθησ ε ν α πίν εις λ ιγ ότερο. Ή και καθόλ ου. Το πιθαν ότερο είν αι πως θα ν ιώσ εις καλ ύτερα και μόν ο αυτά αν κάν εις. Λούσ ου, ξεχ ορτάριασ ε τον κήπο». «Αυτά λ ες και σ τους ασ θεν είς σ ου; Να λ ουσ τούν και ν α ξεχ ορταριάσ ουν τον αν αθεματισ μέν ο τον κήπο;» «Μερικές φορές ν αι». «Ξέρεις, δεν φαν ταζόμουν πως η ζωή μου θα εξελ ισ σ όταν έτσ ι». «Όχ ι, ν ομίζω όμως–» άρχ ισ ε η Φρίν τα. «Είν αι όπως το είπε εκείν ος ο άν τρας, όλ οι έχ ουμε αν άγ κη ν α αγ απηθούμε», τη διέκοψ ε η Ολ ίβια. «Ποιος άν τρας;» «Α, απλ ώς έν ας άν τρας». Η διάθεσ η της Ολ ίβια είχ ε αρχ ίσ ει ν α αν εβαίν ει. «Η αλ ήθεια είν αι πως ήταν κάπως αμήχ αν η κατάσ τασ η γ ια εμέν α. Τον σ υν άν τησ α χ τες το βράδυ, όταν ήμουν σ τις μαύρες μου. Ήμουν τόσ ο σ τεν οχ ωρημέν η με τα πάν τα και πήγ α σ ε εκείν ο το ωραίο μπαρ κρασ ιών και ήπια μερικά ποτήρια, κι έπειτα, όταν επέσ τρεφα σ το σ πίτι, έπεσ α επάν ω του». Της ξέφυγ ε μια απότομη κραυγ ή γ έλ ιου – κάτι αν άμεικτο από ν τροπή και αγ αλ λ ίασ η. «Η καλ οσ ύν η των ξέν ων ,
ξέρεις τι λ έν ε». «Τι σ υν έβη;» «Τι σ υν έβη; Τίποτα σ αν αυτό που σ κέφτεσ αι. Μη με κοιτάς με αυτό το βλ έμμα σ ου. Σκόν ταψ α σ το δρόμο, κι εκεί ήταν αυτός. Ο καλ ός μου Σαμαρείτης. Με βοήθησ ε ν α σ ηκωθώ και με ξεσ κόν ισ ε και έπειτα είπε πως ήθελ ε ν α είν αι σ ίγ ουρος ότι θα έφταν α σ ώα ως το σ πίτι μου». «Καλ οσ ύν η του», είπε ξερά η Φρίν τα. «Και μετά ήθελ ε ν α αν εβεί επάν ω;» «Δ εν μπορούσ α έτσ ι απλ ά ν α τον διώξω. Ήπιαμε απλ ώς έν α ακόμη ποτό μαζί. Κι έπειτα από λ ίγ ο έφυγ ε». «Καλ ό αυτό». «Άλ λ ωσ τε, σ ε ήξερε». «Ήξερε εμέν α;» «Ναι. Νομίζω ότι σ ου σ τέλ ν ει τους χ αιρετισ μούς του. Ή την αγ άπη του». «Πώς τον έλ εγ αν ;» «Η αλ ήθεια είν αι πως δεν ξέρω. Τον ρώτησ α και μου απάν τησ ε ότι τα ον όματα δεν έχ ουν σ ημασ ία. Μου είπε ότι κατά καιρούς είχ ε διάφορα ον όματα και ότι μπορούσ ε πολ ύ εύκολ α ν α τα αλ λ άζει. Είπε πως μπορούσ ες ν α αλ λ άζεις ον όματα το ίδιο εύκολ α όπως αλ λ άζεις ρούχ α, και ότι θα έπρεπε ν α το δοκιμάσ ω κι εγ ώ κάποια φορά. Είπα πως θα μου
άρεσ ε ν α με λ έν ε Τζεμίν α!» Η Ολ ίβια ξέσ πασ ε πάλ ι σ ε έν α από εκείν α τα βραχ ν ά γ έλ ια της. Αλ λ ά τώρα ο αέρας γ ύρω από τη Φρίν τα είχ ε παγ ώσ ει. Κάθισ ε απέν αν τι από την Ολ ίβια και έγ ειρε επάν ω από το τραπέζι προς το μέρος της, μιλ ών τας της με έν α είδος ήρεμης πίεσ ης. «Πώς ήταν η όψ η αυτού του άν τρα, Ολ ίβια;» «Η όψ η του; Τι ν α σ ου πω, δεν ξέρω. Τίποτα που ν α μου έμειν ε αξέχ ασ το». «Όχ ι, σ ου μιλ ώ πολ ύ σ οβαρά», επέμειν ε η Φρίν τα. «Πες μου». Η Ολ ίβια έδειχ ν ε τώρα σ αν κατσ ουφιασ μέν ο κοριτσ άκι. «Είχ ε γ κρίζα μαλ λ ιά, κομμέν α πολ ύ κον τά. Ήταν γ εροδεμέν ος, έτσ ι ν ομίζω. Ούτε ψ ηλ ός ούτε κον τός». «Τι χ ρώμα είχ αν τα μάτια του;» «Τα μάτια του; Είσ αι παράξεν η, Φρίν τα. Δ εν μπορώ ν α σ κεφτώ. Κασ ταν ά. Ναι, είχ ε κασ ταν ά μάτια. Του είπα ότι τα μάτια του έμοιαζαν με τα μάτια εν ός σ κύλ ου που είχ αμε κάποτε, γ ι’ αυτό λ έω πως θα πρέπει ν α ήταν κασ ταν ά, έτσ ι δεν είν αι;» «Σου είπε τι δουλ ειά κάν ει;» «Όχ ι, δεν ν ομίζω πως μου είπε. Γιατί;» «Και είσ αι σ ίγ ουρη πως είπε ότι με ξέρει;» «Είπε ότι σ ε βοήθησ ε πρόσ φατα, σ ε μια δύσ κολ η
σ τιγ μή. Και είπε και ότι σ ίγ ουρα θα το θυμάσ αι». Η Φρίν τα έκλ εισ ε γ ια έν α λ επτό τα μάτια της. Είδε ν α την κοιτούν τα μάτια της Μέρι Όρτον τη σ τιγ μή που πέθαιν ε. Είδε έν α μαχ αίρι ν α υψ ών εται προς το μέρος της – και μετά, σ αν έν α φτεροκόπημα σ τα περιθώρια του οπτικού πεδίου της, είδε ή έν ιωσ ε μια μορφή, μια φιγ ούρα μέσ α σ τις σ κιές. Κάποιος την είχ ε σ ώσ ει. «Και τι άλ λ ο είπε;» «Νομίζω πως εγ ώ μιλ ούσ α περισ σ ότερο από εκείν ον », αποκρίθηκε η Ολ ίβια. «Πες μου όλ α όσ α θυμάσ αι». «Με φοβίζεις λ ίγ ο». «Σε παρακαλ ώ». «Ήξερε πως έχ ω μια κόρη που λ έγ εται Χλ όη και μέν ει τώρα μαζί σ ου». «Συν έχ ισ ε». «Δ εν υπάρχ ει κάτι άλ λ ο. Μου προκάλ εσ ες πον οκέφαλ ο». «Δ εν αν έφερε κάποια Τέρι ή Τζοάν α ή Κάρι;» «Όχ ι». «Ούτε σ ου ζήτησ ε ν α μου μεταφέρεις κάποιο μήν υμα;» «Μόν ο τους χ αιρετισ μούς του ή την αγ άπη του. Α, και κάτι που είχ ε σ χ έσ η με ασ φόδελ ους». «Τι πράγ μα σ ε σ χ έσ η με ασ φόδελ ους;»
«Νομίζω πως είπε ότι κάποτε σ ου πρόσ φερε ασ φόδελ ους». Ναι. Ο Ντιν της είχ ε σ τείλ ει κάποτε, σ ε έν α πάρκο, έν α κοριτσ άκι γ ια ν α της φέρει έν α μπουκέτο ασ φόδελ ους και έν α μήν υμα. Λίγ ες λ έξεις που η Φρίν τα κουβαλ ούσ ε από τότε πάν τοτε σ τη σ κέψ η της: «Δ εν ήταν ακόμη η ώρα σ ου». Η Φρίν τα σ ηκώθηκε. «Τον άφησ ες καθόλ ου μόν ο του σ το σ πίτι;» «Όχ ι! Δ ηλ αδή, πήγ α μια σ τιγ μή τουαλ έτα, αλ λ ά εκτός από αυτό – δεν έκλ εψ ε τίποτα, αν αυτό εν ν οείς. Ήταν απλ ώς καλ ός μαζί μου». «Πόσ α εφεδρικά κλ ειδιά έχ εις;» «Τι πράγ μα; Μα αυτό είν αι αν όητο. Άλ λ ωσ τε, δεν ξέρω. Έχ ω τα κλ ειδιά μου και έχ ει και η Χλ όη τα δικά της, και υπάρχ ουν ακόμη μερικά σ κόρπια σ το σ πίτι, όμως δεν έχ ω ιδέα πόσ α είν αι». «Άκουσ έ με προσ εκτικά, Ολ ίβια. Θα σ ου σ τείλ ω τον Γιόζεφ ν α σ ου αλ λ άξει όλ ες τις κλ ειδαριές σ το σ πίτι και ν α βάλ ει και σ ωσ τούς μηχ αν ισ μούς ασ φαλ είας σ τα παράθυρα». «Έχ εις τρελ αθεί;» «Το ελ πίζω. Θα έρθει αύριο ν ωρίς το πρωί, γ ι’ αυτό κοίτα ν α σ ηκωθείς σ την ώρα σ ου». «Μα τι σ υμβαίν ει;» «Τίποτα, ελ πίζω. Είν αι απλ ώς κάποιες
προφυλ άξεις». «Και τώρα φεύγ εις;» «Έχ ω καν ον ίσ ει ν α σ υν αν τηθώ με τη Σάσ α. Όμως, Ολ ίβια, μην αφήσ εις ποτέ ξαν ά έν αν άγ ν ωσ το ν α μπει σ το σ πίτι σ ου».
36 Πριν από το ραν τεβού του με τη Σάν τρα, ο Κάρλ σ ον πέρασ ε είκοσ ι λ επτά κουβεν τιάζον τας με την Ντόρα Λέν οξ. Κάθισ αν μαζί σ την κουζίν α, εν ώ η Λουίζ έκαν ε φασ αρία καθώς καθάριζε σ το καθισ τικό και σ το χ ολ . Ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε πως τα πάν τα επάν ω σ την Ντόρα είχ αν μια ωχ ρότητα – το αδύν ατο, λ ευκό προσ ωπάκι της, τα χ λ ωμά χ είλ η και τα μικρά απαλ ά χ έρια της που όλ η την ώρα έπαιζαν αφηρημέν α με την αλ ατιέρα. Έδειχ ν ε εξωπραγ ματική, άυλ η. Κάτω από το διάφαν ο λ ευκό δέρμα της διακρίν ον ταν οι γ αλ αζωπές φλ έβες. Και ο Κάρλ σ ον έν ιωσ ε βάρβαρος τη σ τιγ μή που έβγ αλ ε την πάν ιν η κούκλ α και άκουσ ε τον καταπιεσ μέν ο λ υγ μό που ξέφυγ ε από το κορίτσ ι μόλ ις την είδε. «Με σ υγ χ ωρείς που σ ε σ τεν οχ ωρώ, Ντόρα, αλ λ ά βρήκαμε αυτό σ το δωμάτιό σ ου». Κοίταξε γ ια μια σ τιγ μή την πάν ιν η κούκλ α κι έπειτα απέσ τρεψ ε το βλ έμμα της. «Είν αι δική σ ου;» «Είν αι φριχ τή». «Εσ ύ το έκαν ες αυτό, Ντόρα;» «Όχ ι!»
«Δ εν πειράζει αν το έκαν ες. Καν είς δεν πρόκειται ν α θυμώσ ει μαζί σ ου. Θέλ ω μόν ο ν α ξέρω αν το έκαν ες εσ ύ». «Ήθελ α μόν ο ν α την κρύψ ω». «Από ποιον ;» «Δ εν ξέρω. Από όλ ους. Δ εν ήθελ α ν α τη δουν ». «Κι έτσ ι την έκοψ ες λ ίγ ο κι έπειτα θέλ ησ ες ν α την κρύψ εις;» ρώτησ ε πάλ ι ο Κάρλ σ ον . «Δ εν πειράζει καθόλ ου». «Όχ ι! Δ εν το έκαν α εγ ώ αυτό! Δ εν είν αι δική μου. Ήθελ α ν α τη ρίξω σ το σ κουπιδοτεν εκέ, αλ λ ά μετά σ κέφτηκα ότι ίσ ως ν α την έβλ επε κάποιος». «Αν δεν είν αι δική σ ου, τότε τίν ος είν αι;» «Δ εν ξέρω. Γιατί με ρωτάτε;» Ο τόν ος της φων ής της υψ ώθηκε υσ τερικά. «Ντόρα, άκουσ έ με. Εσ ύ δεν έκαν ες τίποτα κακό, αλ λ ά θέλ ω απλ ώς ν α μάθω πώς αυτή η κούκλ α βρέθηκε σ το δωμάτιό σ ου αν δεν είν αι δική σ ου». «Τη βρήκα», ψ έλ λ ισ ε το κορίτσ ι. «Πού τη βρήκες;» «Μια μέρα ήμουν μόν η μου σ το σ πίτι. Ήμουν άρρωσ τη. Είχ α πυρετό και δεν πήγ α σ το σ χ ολ είο. Η μαμά μου είχ ε πει πως θα επέσ τρεφε από τη δουλ ειά ν ωρίς και μου είχ ε αφήσ ει έν α σ άν τουιτς δίπλ α σ το κρεβάτι μου. Δ εν μπορούσ α ν α διαβάσ ω γ ιατί πον ούσ ε το κεφάλ ι μου, αλ λ ά ούτε και ν α
κοιμηθώ μπορούσ α. Έτσ ι έμεν α ξαπλ ωμέν η σ το κρεβάτι μου και άκουγ α τους θορύβους από το δρόμο. Τότε άκουσ α έν αν άλ λ ο ήχ ο, σ αν κάποιος ν α είχ ε σ πρώξει κάτι μέσ α από τη θυρίδα γ ια τα γ ράμματα. Σκέφτηκα πως θα ήταν διαφημισ τικά φυλ λ άδια ή κάτι τέτοιο. Κι έπειτα, αργ ότερα, όταν σ ηκώθηκα γ ια ν α πάω σ το λ ουτρό, την είδα από την κορυφή της σ κάλ ας και κατέβηκα και την πήρα σ τα χ έρια μου, και είδα...» Αν ατρίχ ιασ ε ελ αφρά και σ ταμάτησ ε με το βλ έμμα της καρφωμέν ο σ τον Κάρλ σ ον . «Μου λ ες ότι κάποιος έσ πρωξε αυτή την κούκλ α μέσ α από τη θυρίδα γ ια τα γ ράμματα;» «Ναι». «Έτσ ι ψ αλ ιδισ μέν η;» «Ναι. Με τρόμαξε πολ ύ. Δ εν ξέρω γ ιατί, αλ λ ά ήθελ α ν α την κρύψ ω». «Και αυτό σ υν έβη σ τη διάρκεια της ημέρας, όταν φυσ ιολ ογ ικά δεν θα ήταν καν είς εδώ». «Εγ ώ είχ α γ ρίπη», είπε με αμυν τικό ύφος το κορίτσ ι. Ο Κάρλ σ ον έν ευσ ε καθησ υχ ασ τικά. Σκεφτόταν ότι κάτω από καν ον ικές σ υν θήκες θα ήταν η Ρουθ Λέν οξ αυτή που θα έβρισ κε τη σ ακατεμέν η κούκλ α. Έν α μήν υμα. Μια απειλ ή.
Αυτή τη φορά η Σάν τρα δεν είχ ε βάλ ει ούτε μέικ απ ούτε άρωμα. Έφτασ ε ν ωρίς, παρήγ γ ειλ ε τοματοχ υμό και χ αιρέτησ ε τον Κάρλ σ ον σ αν ν α ήταν σ υν άδελ φος σ ε επαγ γ ελ ματικό ραν τεβού. Εκείν ος έσ κυψ ε ν α τη φιλ ήσ ει σ το μάγ ουλ ο, όμως η Σάν τρα απέσ τρεψ ε το πρόσ ωπό της κι έτσ ι αν τί γ ια το μάγ ουλ ο φίλ ησ ε το αυτί της. «Πάρε κι εσ ύ έν α ποτό, αν θέλ εις. Κι έπειτα μπορούμε ν α μιλ ήσ ουμε». Πήγ ε και πήρε έν α ποτήρι μπίρα και μετά κάθισ ε απέν αν τί της. «Δ εν ξέρω αν υπάρχ ει κάτι ν α πω», άρχ ισ ε. «Συμπεριφέρθηκα σ αν ηλ ίθιος. Πάν τοτε μου άρεσ ες, Σάν τρα, και δεν ήθελ α ν α σ ε χ αραμίσ ω». «Αυτό έκαν ες, όμως. Αν ήξερα ότι το μόν ο που ήθελ ες ήταν η γ ρήγ ορη περιπέτεια μιας ν ύχ τας, θα είχ α κρατηθεί μακριά σ ου». «Με σ υγ χ ωρείς». Ακολ ούθησ ε σ ιωπή και η Σάν τρα τον κοίταξε παγ ερά. Βρέθηκε ν α μιλ ά εκείν ος, ώσ τε ν α γ εμίσ ει τη σ ιωπή και ν α φέρει ίσ ως πάλ ι λ ίγ η ζεσ τασ ιά σ την άκαμπτη έκφρασ η του προσ ώπου της. «Το ζήτημα είν αι», της είπε, «ότι αυτό τον καιρό είμαι λ ίγ ο δυσ τυχ ισ μέν ος». «Πολ λ οί από εμάς είν αι λ ίγ ο δυσ τυχ ισ μέν οι». «Το ξέρω. Δ εν το λ έω σ αν δικαιολ ογ ία. Τα παιδιά μου –ο Μίκι και η Μπέλ α, τα είχ ες γ ν ωρίσ ει όταν
ήταν πιο μικρά– έφυγ αν μαζί με τη μητέρα τους». «Έφυγ αν … εν ν οείς γ ια διακοπές;» «Όχ ι. Εκείν η έχ ει έν αν καιν ούριο φίλ ο –υποθέτω ότι θα τον παν τρευτεί, επομέν ως είν αι ο πατριός τους– κι αυτός βρήκε δουλ ειά σ τη Μαδρίτη, οπότε μετακόμισ αν εκεί. Οι τέσ σ ερίς τους, μια ευτυχ ισ μέν η οικογ έν εια». Μισ ούσ ε την πικρία που άκουγ ε σ την ίδια του τη φων ή. «Κι έτσ ι έφυγ αν γ ια δύο χ ρόν ια. Θα τα βλ έπω, όμως δεν θα είν αι το ίδιο. Βέβαια, έτσ ι κι αλ λ ιώς δεν ήταν το ίδιο από τότε που πάψ αμε ν α μέν ουμε μαζί. Ήδη από τότε τα έχ ασ α κατά κάποιον τρόπο, τώρα όμως ν ιώθω πως τα έχ ασ α πραγ ματικά. Και αφότου έφυγ αν , εγ ώ...» Σταμάτησ ε απότομα. Αν ακάλ υψ ε ξαφν ικά πως δεν μπορούσ ε ν α σ υν εχ ίσ ει άλ λ ο, πως δεν μπορούσ ε ν α πει σ τη Σάν τι ότι δεν ήξερε πια ποιο ήταν το ν όημα της ζωής του. Ότι κάθε πρωί που ξυπν ούσ ε χ ρειαζόταν ν α καταβάλ ει προσ πάθεια γ ια ν α αν τιμετωπίσ ει τον κόσ μο. «Νόμιζα πως θα μπορούσ α ν α γ εμίσ ω λ ίγ ο το κεν ό», είπε αδέξια. «Για ν α το ξεπεράσ ω». «Να γ εμίσ εις το κεν ό μ’ εμέν α;» «Υ ποθέτω πως έτσ ι το σ κέφτηκα. Αισ θάν ομαι αποκομμέν ος από τα πάν τα, σ αν όλ α ν α σ υμβαίν ουν σ ε κάποιον άλ λ ο κι εγ ώ απλ ώς ν α τα παρακολ ουθώ σ αν ταιν ία. Κι έτσ ι, όταν ξύπν ησ α
εκείν ο το πρωί και σ ε είδα πλ αγ ιασ μέν η δίπλ α μου, απλ ώς – ε ν αι, ήξερα ότι είχ α κάν ει έν α λ άθος και ότι δεν ήμουν έτοιμος γ ια εσ έν α ούτε και γ ια καμία άλ λ η γ υν αίκα». «Ώσ τε λ οιπόν , αυτό ήταν ;» «Ναι». «Θα έπρεπε ν α το είχ ες σ κεφτεί πριν κάν εις ό,τι έκαν ες». «Έχ εις δίκιο». «Είμαι άν θρωπος κι εγ ώ. Κάποια που άλ λ οτε αποκαλ ούσ ες φίλ η σ ου». «Το ξέρω». «Λυπάμαι που ν ιώθεις έτσ ι. Θα πρέπει ν α είν αι δύσ κολ α τα πράγ ματα». Σηκώθηκε, χ ωρίς ν α έχ ει ακόμη τελ ειώσ ει το χ υμό της. «Σε ευχ αρισ τώ που ήσ ουν ειλ ικριν ής μαζί μου, έσ τω και σ το τέλ ος. Αν κάποια σ τιγ μή σ το μέλ λ ον αισ θαν θείς πάλ ι την αν άγ κη παρηγ οριάς, τηλ εφών ησ ε σ ε κάποια άλ λ η». Η Φρίν τα επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι της λ ίγ α λ επτά προτού φτάσ ει και η Σάσ α. Τηλ εφών ησ ε σ τον Γιόζεφ, ο οποίος της είπε πως θα πήγ αιν ε αμέσ ως σ το σ πίτι της Ολ ίβια και θα έβαζε σ ύρτες σ την μπροσ τιν ή και την πίσ ω πόρτα, και το επόμεν ο πρωί θα άλ λ αζε τις κλ ειδαριές. Έπειτα τηλ εφών ησ ε
σ τον Κάρλ σ ον , αλ λ ά έπεσ ε σ τον τηλ εφων ητή του. Δ εν του άφησ ε μήν υμα – τι θα μπορούσ ε ν α του πει; «Νομίζω πως ο Ντιν Ριβ ήταν χ τες το βράδυ σ το σ πίτι της κουν ιάδας μου;» Δ εν θα την πίσ τευε. Καλ ά-καλ ά δεν ήξερε αν και η ίδια πίσ τευε τον εαυτό της, το μόν ο σ ίγ ουρο όμως ήταν πως ο τρόμος την είχ ε πλ ημμυρίσ ει ολ όκλ ηρη. Η Σάσ α έφτασ ε λ ίγ ο μετά τις οκτώ φέρν ον τας μαζί της φαγ ητό σ ε πακέτο. Από τη σ ακούλ α έβγ αιν ε ατμός. Φορούσ ε έν α ριχ τό πορτοκαλ ί φόρεμα και τα μαλ λ ιά της έπεφταν απαλ ά γ ύρω από το πρόσ ωπό της. Η Φρίν τα πρόσ εξε πως τα μάγ ουλ ά της ήταν ελ αφρώς κόκκιν α και τα μάτια της έλ αμπαν . Έβγ αλ ε γ εμισ τές αραβικές πίτες από μια καφετιά υγ ρή χ αρτοσ ακούλ α και της έβαλ ε σ ε έν α πιάτο. Η Φρίν τα άν αψ ε κεριά και έβγ αλ ε έν α μπουκάλ ι κρασ ί από το ψ υγ είο. Σκέφτηκε πόσ ο παράξεν ο ήταν πως ακόμη και μπροσ τά σ τη Σάσ α μπορούσ ε ν α κρύβει τόσ ο καλ ά τη σ τεν οχ ώρια και το φόβο της. Η φων ή της ακουγ όταν σ ταθερή, όπως σ ταθερά ήταν και τα χ έρια της την ώρα που σ έρβιρε το κρασ ί. «Η Χλ όη είν αι ακόμη εδώ;» «Ναι, αλ λ ά απόψ ε θα δει τον πατέρα της, οπότε έχ ω γ ια μια φορά το σ πίτι δικό μου». «Σε εν οχ λ εί αυτή η κατάσ τασ η;»
«Δ εν ν ομίζω πως έχ ω επιλ ογ ή». «Δ εν ήταν αυτή η ερώτησ ή μου». «Μερικές φορές», άρχ ισ ε η Φρίν τα, «έρχ ομαι σ το σ πίτι μου και η Χλ όη το έχ ει κάν ει εν τελ ώς δικό της. Παν τού ακατασ τασ ία. Τα πράγ ματα του σ χ ολ είου της είν αι εκσ φεν δον ισ μέν α παν τού. Ο ν εροχ ύτης γ εμάτος βρόμικα πιάτα. Μερικές φορές φέρν ει και φίλ ους της εδώ. Για ν α μην αν αφέρω και την παρουσ ία του Γιόζεφ. Θόρυβος και χ άος, ακόμη και η μυρωδιά του σ πιτιού έχ ει αλ λ άξει. Κι εγ ώ ν ιώθω σ αν εισ βολ έας σ το ίδιο μου το σ πίτι. Τίποτα δεν μου αν ήκει πια με τον τρόπο που ήταν άλ λ οτε δικό μου. Το περισ σ ότερο που μπορώ ν α κάν ω είν αι ν α μην το βάλ ω σ τα πόδια». «Τουλ άχ ισ τον θα φύγ ει σ ύν τομα. Ήρθε γ ια ν α μείν ει μόν ο μία εβδομάδα, έτσ ι δεν είν αι;» «Αυτή ήταν η σ υμφων ία. Αυτή η πίτα φαίν εται καλ ή. Θέλ εις λ ίγ ο κρασ ί;» «Μισ ό ποτήρι, μόν ο γ ια ν α τσ ουγ κρίσ ουμε». Κάθον ταν σ το τραπέζι η μία απέν αν τι από την άλ λ η και η Φρίν τα σ ήκωσ ε το ποτήρι της. «Πες μου, λ οιπόν ». Η Σάσ α δεν πήρε το δικό της ποτήρι, απλ ώς της χ αμογ έλ ασ ε ακτιν οβολ ών τας. «Ξέρεις, Φρίν τα, ο κόσ μος μοιάζει ν α είν αι πιο έν τον ος και πιο φωτειν ός. Κάθε πρωί ξυπν ώ και η
άν οιξη έξω γ εμίζει και το κορμί μου. Ξέρω ότι αν ησ υχ είς μήπως αφήσ ω πάλ ι τον εαυτό μου ν α πλ ηγ ωθεί, όμως γ ν ώρισ ες τον Φραν κ. Δ εν είν αι τέτοιος άν θρωπος. Και όπως και ν α έχ ει, αυτό δεν είν αι εν μέρει το ν α ερωτεύεσ αι; Να αν οίγ εις τον εαυτό σ ου σ την πιθαν ότητα ν α ν ιώσ εις ευτυχ ία αλ λ ά και σ την πιθαν ότητα ν α πλ ηγ ωθείς. Να αφήν εσ αι ν α εμπισ τευτείς. Το ξέρω ότι έκαν α λ άθη σ το παρελ θόν . Νιώθω όμως πως αυτό είν αι εν τελ ώς διαφορετικό. Είμαι πιο δυν ατή απ’ όσ ο παλ ιότερα, λ ιγ ότερο εύπλ ασ τη». «Χαίρομαι πάρα πολ ύ που το ακούω αυτό», είπε η Φρίν τα. «Αλ ήθεια». «Ωραία! Ξέρω πως θα σ υμπαθήσ ετε ο έν ας τον άλ λ ο. Εκείν ος ήδη πισ τεύει πως είσ αι υπέροχ η. Αλ λ ά δεν ήρθα ν α σ ε δω γ ια ν α φλ υαρώ γ ια τον Φραν κ σ αν ν α είμαι έφηβη. Υ πάρχ ει κάτι άλ λ ο, πολ ύ σ ημαν τικό, που πρέπει ν α σ ου πω. Δ εν το έχ ω πει σ ε καν έν αν ακόμη». Εκείν η ακριβώς τη σ τιγ μή χ τύπησ ε το κουδούν ι της πόρτας. «Ποιος μπορεί ν α είν αι; Είν αι ακόμη πολ ύ ν ωρίς γ ια ν α επέσ τρεψ ε η Χλ όη, και άλ λ ωσ τε έχ ει κλ ειδί». Το κουδούν ι ακούσ τηκε άλ λ η μια φορά κι ύσ τερα κάποιος χ τύπησ ε την πόρτα με το χ έρι του. Η Φρίν τα σ κούπισ ε το σ τόμα της με μια
χ αρτοπετσ έτα, ήπιε μια γ ουλ ιά κρασ ί και σ ηκώθηκε. «Όποιος κι αν είν αι, θα τον διώξω», είπε. Αλ λ ά σ το κατώφλ ι σ τεκόταν η Τζούν τιθ Λέν οξ. Φορούσ ε έν α αν τρικό τζάκετ που της ήταν πολ ύ μεγ άλ ο κι από κάτω κάτι που θύμισ ε σ τη Φρίν τα παν τελ όν ι ιππασ ίας. Δ ίπλ α της σ τεκόταν η Ντόρα, με τα μακριά κασ ταν ά μαλ λ ιά της τυλ ιγ μέν α σ ε γ αλ λ ική κοτσ ίδα κι έν α σ φιγ μέν ο, κάτωχ ρο προσ ωπάκι. «Καλ ησ πέρα», είπε με δισ τακτική φων ή η Τζούν τιθ. «Είπες ότι μπορούσ α ν α ξαν άρθω σ το σ πίτι σ ου...» «Τζούν τιθ...» «Δ εν ήθελ α ν α αφήσ ω την Ντόρα μόν η της. Σκέφτηκα ότι δεν θα σ ε πείραζε». Η Φρίν τα κοιτούσ ε από το έν α κοριτσ ίσ τικο πρόσ ωπο σ το άλ λ ο. «Ο μπαμπάς πήγ ε ν α πιει», σ υν έχ ισ ε η Τζούν τιθ. «Και δεν έχ ω ιδέα πού βρίσ κεται ο Τεν τ. Δ εν μπορώ ν α μείν ω άλ λ ο σ το σ πίτι με τη θεία Λουίζ. Θα γ ίν ει και δεύτερος φόν ος». Η Ντόρα άφησ ε ν α της ξεφύγ ει έν ας πν ιχ τός λ υγ μός. «Καλ ύτερα ν α έρθετε μέσ α», είπε η Φρίν τα. Δ εν μπορούσ ε ν α πει ποιο σ υν αίσ θημα ήταν
περισ σ ότερο έν τον ο – η σ υμπόν ια γ ια τα δυο αυτά κορίτσ ια που σ τέκον ταν τώρα σ το κατώφλ ι της ή έν ας πικρός θυμός που έπρεπε πάλ ι εκείν η ν α τα φρον τίσ ει. «Σάσ α, ν α σ ου γ ν ωρίσ ω την Τζούν τιθ και την Ντόρα». Η Σάσ α σ ήκωσ ε το κεφάλ ι και τις κοίταξε ξαφν ιασ μέν η. «Είν αι φίλ ες της Χλ όης». «Όχ ι ακριβώς», μπήκε σ τη μέσ η η Τζούν τιθ. «Ο Τεν τ είν αι φίλ ος της Χλ όης. Εγ ώ την ξέρω λ ίγ ο, αλ λ ά η Ντόρα δεν έτυχ ε ν α τη σ υν αν τήσ ει ποτέ της, έτσ ι δεν είν αι, Ντόρα;» «Ναι». Η φων ή της Ντόρα ήταν έν ας ψ ίθυρος. Έδειχ ν ε σ χ εδόν ημιδιαφαν ής, σ κέφτηκε η Φρίν τα – γ αλ αζωπές φλ έβες κάτω από έν α ωχ ρό δέρμα, μπλ ε σ κιές κάτω από τα μάτια της, έν ας λ αιμός που έδιν ε την εν τύπωσ η πως ήταν πολ ύ ισ χ ν ός γ ια ν α σ υγ κρατεί το κεφάλ ι της, κοκαλ ιάρικα γ όν ατα και αδύν ατα πόδια με μια μεγ άλ η μελ αν ιά σ τη μία κν ήμη. Αυτή είν αι που βρήκε τη μητέρα της ν εκρή, θυμήθηκε. «Καθίσ τε», τους είπε. «Έχ ετε φάει τίποτα;» «Δ εν πειν άω», αποκρίθηκε η Ντόρα. «Δ εν φάγ αμε τίποτα μετά το πρωιν ό μας», είπε η Τζούν τιθ. «Κι εσ ύ, Ντόρα, δεν έφαγ ες πρωιν ό». «Ορίσ τε». Η Φρίν τα έβγ αλ ε δυο πιάτα ακόμη και τα έσ πρωξε σ το τραπέζι προς το μέρος των
κοριτσ ιών . «Έχ ουμε πολ ύ φαγ ητό». Έριξε μια ματιά σ το κάπως έκπλ ηκτο πρόσ ωπο της Σάσ α. «Η μητέρα της Τζούν τιθ και της Ντόρα πέθαν ε πολ ύ πρόσ φατα». «Ω!» Η Σάσ α έγ ειρε προς το μέρος τους. Το φως του κεριού που αργ οσ τάλ αζε έκαν ε τα χ αρακτηρισ τικά του προσ ώπου της ακόμη πιο μαλ ακά. «Λυπάμαι πάρα πολ ύ». «Κάποιος τη σ κότωσ ε», είπε με τραχ ιά φων ή η Τζούν τιθ. «Μέσ α σ το σ πίτι μας». «Ω, όχ ι! Αυτό είν αι τρομερό». «Ο Τεν τ κι εγ ώ πισ τεύουμε πως ήταν ο ερασ τής της». «Μη», είπε ικετευτικά η Ντόρα. Η Φρίν τα παρατήρησ ε πως, τώρα που έλ ειπε ο Τεν τ, η Τζούν τιθ εξέφραζε τη δική του οργ ή και τη διαβρωτική πικρία του. «Μπορώ ν α έχ ω λ ίγ ο κρασ ί;» «Πόσ ων χ ρόν ων είσ αι;» «Δ εκαπέν τε. Δ εν θα μου πεις τώρα ότι δεν πρέπει ν α πίν ω κρασ ί επειδή είμαι μόν ο δεκαπέν τε, έτσ ι;» Ξεφύσ ησ ε αν υπόμον α. Τα γ αλ αν ά μάτια της άσ τραψ αν και η φων ή της έγ ιν ε σ τριγ κιά. «Αύριο είν αι ημέρα σ χ ολ είου και σ ε ξέρω ελ άχ ισ τα. Θα σ ου δώσ ω λ ίγ ο ν ερό». Η Τζούν τιθ σ ήκωσ ε τους ώμους.
«Ό,τι ν α ’ν αι. Έτσ ι κι αλ λ ιώς, δεν το ήθελ α πραγ ματικά». «Ντόρα, πάρε λ ίγ ο ρύζι», είπε η Σάσ α. Η φων ή της είχ ε έν αν χ αδιάρικο τόν ο. Γίν εται μητρική, σ κέφτηκε η Φρίν τα. Ερωτεύτηκε και θέλ ει μωρά. Η Ντόρα έβαλ ε σ το πιάτο της μια κουταλ ιά του γ λ υκού ρύζι και άρχ ισ ε ν α το σ πρώχ ν ει αδιάφορα. Η Σάσ α ακούμπησ ε το χ έρι της επάν ω σ το χ έρι του κοριτσ ιού κι εκείν ο αμέσ ως χ αμήλ ωσ ε το κεφάλ ι του σ το τραπέζι και άρχ ισ ε ν α κλ αίει με τους αδύν ατους ώμους της ν α τρέμουν και ολ όκλ ηρο το ισ χ ν ό κορμί της ν α αν αταράζεται. «Κοριτσ άκι μου», είπε η Σάσ α. Γον άτισ ε αμέσ ως δίπλ α σ το κορίτσ ι και το αγ κάλ ιασ ε από την πλ άτη λ ικν ίζον τάς το. Έπειτα από λ ίγ α λ επτά η Ντόρα σ τράφηκε με ορμή προς το μέρος της, πίεσ ε το υγ ρό της πρόσ ωπο σ τον ώμο της Σάσ α και αρπάχ τηκε από αυτήν σ αν έν ας άν θρωπος που πν ίγ εται. Η Τζούν τιθ τις κοίταξε με κεν ή έκφρασ η. «Μπορώ ν α σ ου μιλ ήσ ω;» είπε σ ιγ αν ά σ τη Φρίν τα εν ώ οι λ υγ μοί της αδελ φής της δεν έλ εγ αν ν α πάψ ουν . «Ασ φαλ ώς». «Εκεί έξω». Η Τζούν τιθ έδειξε με το κεφάλ ι της προς την πίσ ω αυλ ή.
Η Φρίν τα σ ηκώθηκε και άν οιξε την πίσ ω πόρτα. Ο αέρας ήταν ακόμη αρκετά ήπιος μετά τη ζέσ τη της ημέρας και η Φρίν τα μπορούσ ε ν α μυρίσ ει τα βόταν α που είχ ε φυτέψ ει σ τις γ λ άσ τρες. «Τι σ υμβαίν ει;» τη ρώτησ ε. Η Τζούν τιθ κοίταξε τη Φρίν τα κι έπειτα κοίταξε πέρα. Έδειχ ν ε σ υγ χ ρόν ως μεγ αλ ύτερη από την ηλ ικία της αλ λ ά και ν εότερη: σ αν ν α ήταν ταυτόχ ρον α εν ήλ ικη αλ λ ά και παιδί. Η Φρίν τα περίμεν ε. Το κάρι της θα είχ ε γ ίν ει πια μια παγ ωμέν η λ ιπαρή μάζα. «Δ εν αισ θάν ομαι καλ ά», άρχ ισ ε η Τζούν τιθ. Ο αέρας είχ ε πάρει ν α δροσ ίζει γ ύρω τους. Η Φρίν τα ήξερε τι επρόκειτο ν α της πει. Ήταν το είδος του μυσ τικού που θα έπρεπε ν α λ έει σ τη μητέρα της. «Τι εν ν οείς;» τη ρώτησ ε. «Έχ ω μερικές ν αυτίες». «Το πρωί;» «Κυρίως». «Είσ αι έγ κυος, Τζούν τιθ;» «Δ εν είμαι σ ίγ ουρη. Ίσ ως». Η φων ή της ήταν έν α μελ αγ χ ολ ικό ψ έλ λ ισ μα. «Έκαν ες τεσ τ εγ κυμοσ ύν ης;» «Όχ ι». «Πρέπει ν α κάν εις το τεσ τ το σ υν τομότερο
δυν ατόν . Αυτά τα τεσ τ είν αι πολ ύ αξιόπισ τα». Προσ πάθησ ε ν α διακρίν ει την έκφρασ η σ το πρόσ ωπο του κοριτσ ιού. «Μπορείς ν α τα βρεις σ ε κάθε φαρμακείο», πρόσ θεσ ε. «Το ξέρω αυτό». «Αλ λ ά φοβάσ αι, επειδή τότε θα μάθεις με βεβαιότητα». «Υ ποθέτω πως ν αι». «Αν υποθέσ ουμε πως είσ αι έγ κυος, γ ν ωρίζεις πόσ ων μην ών μπορεί ν α είσ αι;» Η Τζούν τιθ σ ήκωσ ε τους ώμους. «Έχ ω μόλ ις λ ίγ ων ημερών καθυσ τέρησ η». «Και είχ ες μία και μον αδική σ εξουαλ ική επαφή;» «Όχ ι». «Έχ εις αγ όρι;» «Ναι, αν αυτή μπορεί ν α είν αι η σ ωσ τή λ έξη...» «Του το έχ εις πει;» «Όχ ι». «Ούτε σ τον πατέρα σ ου το είπες;» Ξεφύσ ησ ε πάλ ι σ αν ν α γ ελ ούσ ε, αλ λ ά με έν α γ έλ ιο απελ πισ μέν ο και δυσ τυχ ισ μέν ο. «Όχ ι!» «Άκουσ έ με. Πρώτα απ’ όλ α, πρέπει ν α μάθεις αν είσ αι όν τως έγ κυος. Κι αν είσ αι, τότε πρέπει ν α αποφασ ίσ εις τι θα κάν εις. Υ πάρχ ουν άν θρωποι με τους οποίους μπορείς ν α μιλ ήσ εις. Δ εν θα χ ρειασ τεί ν α το αν τιμετωπίσ εις ολ ομόν αχ η.
Υ πάρχ ει κάποιος άλ λ ος εν ήλ ικος σ τον οποίο ν α μπορείς ν α μιλ ήσ εις; Κάποιος σ υγ γ εν ής, κάποια καθηγ ήτρια;» «Όχ ι». Η Φρίν τα μισ όκλ εισ ε τα μάτια της. Έν ιωθε τώρα το βάρος ν α πέφτει επάν ω της. «Εν τάξει. Μπορείς ν α κάν εις εδώ το τεσ τ αν θέλ εις, και μετά θα σ υζητήσ ουμε γ ι’ αυτό». «Αλ ήθεια;» «Αλ ήθεια. Και ίσ ως ν α πρέπει ν α μιλ ήσ εις και σ τον πατέρα σ ου». «Δ εν καταλ αβαίν εις». «Ίσ ως ν α μην αν τιδράσ ει με τον τρόπο που ν ομίζεις». «Είμαι το μικρό του κοριτσ άκι. Δ εν θέλ ει ν α φοράω ούτε μέικ απ! Ξέρω πώς θα αν τιδράσ ει. Η μητέρα πέθαν ε, η ασ τυν ομία είν αι παν τού σ το σ πίτι μας, και τώρα αυτό. Θα τον σ κοτώσ ει. Όσ ο γ ια τον Ζακς–» Σταμάτησ ε και έκαν ε έν α μορφασ μό. Όλ ες οι σ υγ κιν ήσ εις της άφην αν το ίχ ν ος τους σ το μικρό της πρόσ ωπο. «Ο Ζακς είν αι το αγ όρι σ ου;» «Θα γ ίν ει έξαλ λ ος μαζί μου». «Γιατί; Χρειάζον ται δύο, ξέρεις, και τώρα εσ ύ είσ αι αυτή που πρέπει ν α αν τιμετωπίσ ει τις σ υν έπειες».
«Υ ποτίθεται ότι παίρν ω αν τισ υλ λ ηπτικά. Και παίρν ω όν τως. Αλ λ ά κάποιες φορές ξεχ άσ τηκα». «Ο Ζακς είν αι μαζί σ ου σ το σ χ ολ είο;» Έκαν ε έν α μορφασ μό. «Τι σ ημαίν ει αυτό;» «Σημαίν ει “όχ ι”». Η Φρίν τα την κοίταξε και η Τζούν τιθ της αν ταπέδωσ ε το βλ έμμα. «Πόσ ων ετών είν αι ο Ζακς;» «Τι σ χ έσ η έχ ει αυτό; Συζητάμε;» «Τζούν τιθ;» «Είν αι είκοσ ι οκτώ». «Μάλ ισ τα. Κι εσ ύ είσ αι δεκαπέν τε. Έχ ετε μεγ άλ η διαφορά ηλ ικίας». «Σε ευχ αρισ τώ. Μπορώ και μόν η μου ν α κάν ω αφαίρεσ η». «Εσ ύ είσ αι αν ήλ ικη». «Αυτός είν αι απλ ώς έν ας αν όητος καν όν ας που τον έφτιαξαν οι γ έροι γ ια ν α εμποδίσ ουν τους ν έους ν α κάν ουν αυτά που έκαν αν κι εκείν οι όταν ήταν ν έοι. Δ εν είμαι παιδί». «Πες μου κάτι, Τζούν τιθ. Η μητέρα σ ου ήξερε γ ια τον Ζακς;» «Δ εν της το είπα ποτέ. Ήξερα τι θα έλ εγ ε». «Ώσ τε λ οιπόν δεν είχ ε ιδέα γ ια τη σ χ έσ η σ ου;» «Δ εν θα μπορούσ ε ν α ξέρει». Η Τζούν τιθ έριξε
μια ματιά σ τη φωτισ μέν η κουζίν α. Η Ντόρα καθόταν με το κεφάλ ι σ τηριγ μέν ο σ το χ έρι της και κάτι έλ εγ ε· η Σάσ α την άκουγ ε πολ ύ προσ εκτικά. «Αν και...» πρόσ θεσ ε. «Αν και;» «Μάλ λ ον είχ ε αν ακαλ ύψ ει ότι έπαιρν α αν τισ υλ λ ηπτικά». «Τι σ ε κάν ει ν α το πισ τεύεις αυτό;» «Ήξερα πως θα τα έβρισ κε αν τα έβαζα σ ε οποιοδήποτε φαν ερό σ ημείο. Είχ ε έν α ιδιαίτερο ταλ έν το σ ε αυτό – ν α μυρίζεται τα μυσ τικά των άλ λ ων . Αν τα έκρυβα σ το σ υρτάρι με τα εσ ώρουχ ά μου ή σ την τσ άν τα με τα καλ λ υν τικά μου ή κάτω από το σ τρώμα μου, θα τα είχ ε βρει αμέσ ως. Όπως βρήκε την κάν ν αβη του Τεν τ. Κι έτσ ι τα έβαλ α μέσ α σ ε μια κάλ τσ α που την έκρυψ α σ το ν τουλ άπι δίπλ α σ το άλ λ ο ν τουλ άπι, αυτό του λ ουτρού. Το αν οίγ ουμε πολ ύ σ πάν ια, ίσ ως μία φορά το χ ρόν ο, γ ια ν α θυμηθούμε τι έχ ει μέσ α. Αλ λ ά ν ομίζω πως τα βρήκε. Ίσ ως ν α γ ίν ομαι λ ίγ ο παραν οϊκή, όμως έχ ω την εν τύπωσ η πως άλ λ αζε το ταμπλ ό φρον τίζον τας το βέλ ος ν α δείχ ν ει πάν τοτε τη σ ωσ τή μέρα. Εγ ώ σ υν ήθιζα ν α παίρν ω απλ ώς έν α χ άπι χ ωρίς ν α ασ χ ολ ούμαι με το αν ήταν το σ ωσ τό γ ια εκείν η τη μέρα. Κάποιος όμως ρύθμιζε το βελ άκι. Δ ύο φορές το παρατήρησ α αυτό. Είμαι
σ ίγ ουρη». «Ίσ ως αυτός ν α ήταν ο τρόπος της γ ια ν α σ ου πει πως το ήξερε». «Δ εν ξέρω. Μου φαίν εται όμως λ ίγ ο αν όητο. Γιατί ν α μη μου το πει απλ ώς;» «Μήπως επειδή ήξερε πως θα θύμων ες μαζί της και θα κλ ειν όσ ουν σ τον εαυτό σ ου;» «Ίσ ως». Η Τζούν τιθ σ τράφηκε πάλ ι και την κοίταξε. «Ώσ τε λ οιπόν ν ομίζεις πως ήξερε;» «Πιθαν ώς». «Και περίμεν ε ν α της το εκμυσ τηρευτώ εγ ώ;» «Είν αι κι αυτό μία πιθαν ότητα». «Όμως εγ ώ δεν το έκαν α ποτέ». «Όχ ι». «Νιώθω σ αν ν α ήταν κάποια που δεν τη γ ν ώρισ α ποτέ μου. Δ εν μπορώ καν ν α θυμηθώ ξεκάθαρα το πρόσ ωπό της». «Είν αι πολ ύ δύσ κολ ο γ ια εσ έν α». Η Φρίν τα πήρε την απόφασ ή της. «Άκουσ έ με, Τζούν τιθ. Υ πάρχ ει εδώ κον τά έν α φαρμακείο που μέν ει αν οιχ τό ως αργ ά. Αν μου επιτρέπεις, θα πάω ν α σ ου αγ οράσ ω έν α τεσ τ εγ κυμοσ ύν ης, και έπειτα μπορείς ν α το κάν εις εδώ, χ ωρίς άλ λ η αργ οπορία». «Τώρα;» «Ναι». «Δ εν ν ομίζω ότι είμαι έτοιμη».
«Τουλ άχ ισ τον θα ξέρεις. Το χ ειρότερο πράγ μα είν αι ν α μην ξέρεις». Αυτό που της είχ ε μόλ ις πει ήταν το παλ ιό δικό της σ ύν θημα. Αν και λ ίγ ο ξεφτισ μέν ο τώρα πια. Το καταπον ημέν ο πρόσ ωπο του κοριτσ ιού έλ αμψ ε αμυδρά μέσ α σ το σ κοτάδι. Η Φρίν τα ακούμπησ ε το έν α χ έρι της σ τον ώμο του και το οδήγ ησ ε πίσ ω σ την κουζίν α. «Το κάρι σ ου πάγ ωσ ε», της είπε η Σάσ α που ήρθε προς το μέρος της και ακούμπησ ε καθησ υχ ασ τικά το δικό της χ έρι σ το μπράτσ ο της Φρίν τα. «Ε, καλ ά, την επόμεν η φορά θα φρον τίσ ουμε ν α πάμε σ ε έν α εσ τιατόριο. Τώρα όμως πρέπει ν α βγ ω έξω γ ια λ ίγ α λ επτά». «Πού θα πας;» «Μόν ο μέχ ρι το φαρμακείο ν α αγ οράσ ω κάποια πράγ ματα». «Νομίζει πως είν αι έγ κυος, έτσ ι δεν είν αι;» τη ρώτησ ε χ αμηλ όφων α η Σάσ α. «Πώς σ το καλ ό το κατάλ αβες αυτό;» «Θα πας ν α της πάρεις τεσ τ εγ κυμοσ ύν ης;» «Ναι. Αν βρω το φαρμακείο αν οιχ τό». Η Σάσ α, γ υρν ών τας από την άλ λ η και μιλ ών τας με αν έμελ ο τάχ α τόν ο, είπε: «Έχ ω έν α σ την τσ άν τα μου και μπορεί αν θέλ ει ν α το χ ρησ ιμοποιήσ ει». «Ω, Σάσ α!» Δ ιάφορες εικόν ες έλ αμψ αν ξαφν ικά σ το μυαλ ό της Φρίν τα. Η Σάσ α ν α μη σ ηκών ει το
ποτήρι της γ ια ν α πιει κρασ ί, η Σάσ α ν α μιλ ά σ την Ντόρα με μια πρωτόγ ν ωρη φων ή μητρικής τρυφερότητας, η Σάσ α ν α δισ τάζει, ν ωρίτερα το ίδιο απόγ ευμα, σ αν ν α ήταν έτοιμη ν α της το πει. «Αυτό ήταν λ οιπόν που ήθελ ες ν α μου πεις;» «Ναι». «Είσ αι;» «Ας το σ υζητήσ ουμε αργ ότερα». Η Τζούν τιθ δεν ήταν έγ κυος. Οι ν αυτίες της και η καθυσ τέρησ ή της σ χ ετίζον ταν , όπως της είπε η Φρίν τα, μάλ λ ον με τον κλ ον ισ μό που είχ ε υποσ τεί και με το πέν θος της. Της είπε όμως ακόμη ότι έπρεπε ν α καθίσ ει και ν α σ κεφτεί πολ ύ σ οβαρά αυτό που έκαν ε, και όχ ι ν α το σ υν εχ ίσ ει έτσ ι απλ ά. Ήταν δεκαπέν τε ετών και είχ ε μια σ χ έσ η με έν αν άν τρα που την περν ούσ ε δεκατρία χ ρόν ια. «Πρέπει ν α μιλ ήσ εις με κάποιον », της είπε. «Μιλ ώ σ ’ εσ έν α, έτσ ι δεν είν αι;» Η Φρίν τα αν ασ τέν αξε. Το κεφάλ ι της ήταν βαρύ από την κούρασ η. «Σε κάποιον εκτός από εμέν α», είπε. Έφτιαξε έν α φλ ιτζάν ι τσ άι γ ια την Τζούν τιθ και λ ίγ η ζεσ τή σ οκολ άτα γ ια την Ντόρα, που έδειχ ν ε ν α έχ ει λ ιώσ ει από το κλ άμα. «Θα σ ας καλ έσ ω έν α ταξί», είπε τελ ικά. «Ο
πατέρας σ ας και η θεία σ ας θα αν ησ υχ ούν ». Η Τζούν τιθ ρουθούν ισ ε. Τότε το κουδούν ι της πόρτας χ τύπησ ε γ ια άλ λ η μια φορά. «Αυτή θα είν αι η Χλ όη», είπε η Φρίν τα. «Θα πάω εγ ώ». Η Σάσ α ακούμπησ ε το χ έρι σ τον ώμο της Φρίν τα και έπειτα πήγ ε ως την πόρτα. Αλ λ ά δεν ήταν η Χλ όη. Ήταν ο Τεν τ. Ήταν ολ οφάν ερα μεθυσ μέν ος. «Δ εν γ ύρισ ε ακόμη η Χλ όη;» ρώτησ ε. «Όχ ι. Μόλ ις ετοιμαζόμουν ν α καλ έσ ω ταξί», του είπε η Φρίν τα και σ ήκωσ ε το ακουσ τικό. «Τώρα μπορείτε ν α πάτε όλ οι μαζί σ το σ πίτι». Έδωσ ε σ την εταιρεία των ραδιοταξί τη διεύθυν σ ή της και άφησ ε το ακουσ τικό σ τη θέσ η του. «Αποκλ είεται. Ο μπαμπάς είν αι σ τουπί σ το μεθύσ ι και δεν ξέρει τι κάν ει, και η θεία Λουίζ είν αι τόσ ο θυμωμέν η που με τρομάζει. Δ εν μέν ω εκεί πέρα απόψ ε». «Τότε λ οιπόν , ούτε εγ ώ μέν ω εκεί πέρα», είπε η Τζούν τιθ. Τα γ αλ άζια μάτια της έκαιγ αν με έν α είδος φόβου και έξαψ ης. «Και ούτε και η Ντόρα βέβαια μέν ει εκεί πέρα. Έτσ ι δεν είν αι, Ντόρα;» Η Ντόρα κάρφωσ ε το βλ έμμα της σ την αδελ φή της. Έδειχ ν ε τσ ακισ μέν η. «Το ταξί θα είν αι εδώ σ ε πέν τε λ επτά περίπου.
Και θα επισ τρέψ ετε όλ οι σ το σ πίτι». «Όχ ι», επέμειν ε ο Τεν τ. «Δ εν μπορώ ν α πάω εκεί». «Δ εν μπορείς ν α μας αν αγ κάσ εις», πρόσ θεσ ε η Τζούν τιθ. Η Ντόρα ακούμπησ ε το κεφάλ ι της σ το τραπέζι της κουζίν ας και έκλ εισ ε τα μάτια της. Ακόμη και τα βλ έφαρά της έμοιαζαν διάφαν α. «Και πού θα πάτε, τότε;» ρώτησ ε η Φρίν τα τον Τεν τ. «Έχ ει καμία σ ημασ ία;» «Ναι, έχ ει. Εσ ύ είσ αι δεκαοχ τώ χ ρόν ων πια, και είσ αι κι αγ όρι, οπότε μπορείς ν α φρον τίσ εις τον εαυτό σ ου – τουλ άχ ισ τον θεωρητικά. Αλ λ ά η Τζούν τιθ είν αι δεκαπέν τε χ ρόν ων και η Ντόρα δεκατριών . Κοίταξέ την . Υ πάρχ ει κάποιος φίλ ος που ν α μπορεί ν α σ ας φιλ οξεν ήσ ει;» «Δ εν μπορούμε ν α μείν ουμε εδώ;» ρώτησ ε ξαφν ικά η Ντόρα. «Δ εν μπορούμε ν α μείν ουμε σ το σ πίτι σ ου, μόν ο γ ια μία ν ύχ τα; Νιώθω τόσ η ασ φάλ εια εδώ». «Όχ ι», αποκρίθηκε η Φρίν τα. Μπορούσ ε ν α ν ιώσ ει το βλ έμμα της Σάσ α επάν ω της. Της ήρθε ν α πάρει έν α πιάτο και ν α το πετάξει σ τον τοίχ ο· σ κέφτηκε ν α αρπάξει μια καρέκλ α και ν α σ πάσ ει με αυτήν το παράθυρο, ώσ τε εκείν η η ζεσ τή κουζίν α που μύριζε κάρι και ιδρώτα και θλ ίψ η
ν α πλ ημμυρίσ ει φρέσ κο αέρα. Ή –ακόμη καλ ύτερα– απλ ώς ν α φύγ ει τρέχ ον τας από το σ πίτι της, κλ είν ον τας πίσ ω της την πόρτα. Τότε θα ήταν ελ εύθερη, μέσ α σ την έν ασ τρη απριλ ιάτικη ν ύχ τα, ολ ομόν αχ η με το φεγ γ άρι και το απαλ ό αεράκι σ το πρόσ ωπό της, κι εκείν οι θα έπρεπε ν α αν τιμετωπίσ ουν τη χ αοτική θλ ίψ η τους χ ωρίς τη δική της βοήθεια. «Σε παρακαλ ώ!» είπε η Ντόρα. «Θα είμασ τε πολ ύ ήσ υχ οι και δεν θα δημιουργ ήσ ουμε ακατασ τασ ία». Ο Τεν τ και η Τζούν τιθ την κοιτούσ αν αν υπόμον α. «Φρίν τα», της είπε προειδοποιητικά η Σάσ α. «Όχ ι. Αυτό δεν είν αι δίκαιο γ ια σ έν α». «Για μία ν ύχ τα», είπε τελ ικά η Φρίν τα. «Μόν ο γ ια μία ν ύχ τα. Με ακούσ ατε; Και πρέπει ν α τηλ εφων ήσ ετε σ το σ πίτι σ ας και ν α το πείτε σ τη θεία σ ας και σ τον πατέρα σ ας, αν αυτός είν αι σ ε κατάσ τασ η ν α μπορεί ν α καταλ άβει τι του λ έτε». «Ναι!» «Κι όταν έρθει το ταξί, θα πω σ τον οδηγ ό ν α φύγ ει αλ λ ά ν α επισ τρέψ ει ν ωρίς το πρωί γ ια ν α σ ας πάει σ το σ πίτι σ ας. Και μετά θα πάτε όλ οι σ ας σ το σ χ ολ είο. Σύμφων οι;» «Δ ίν ουμε το λ όγ ο μας». «Πού μπορούμε ν α κοιμηθούμε;» ρώτησ ε η Ντόρα.
Η Φρίν τα σ κέφτηκε το όμορφο, ήσ υχ ο γ ραφείο της σ το επάν ω μέρος του σ πιτιού που τώρα ήταν άν ω-κάτω από τα πράγ ματα της Χλ όης. Σκέφτηκε το καθισ τικό της, με τα βιβλ ία σ τα ράφια, τον καν απέ δίπλ α σ το τζάκι, το τραπεζάκι του σ κακιού κον τά σ το παράθυρο. Όλ α όπως τα είχ ε φτιάξει μόν η της. Το καταφύγ ιό της απέν αν τι σ τον κόσ μο και όλ α του τα προβλ ήματα. «Εκεί», είπε δείχ ν ον τας προς τον προθάλ αμο. «Έχ εις υπν όσ ακους;» «Όχ ι». Σηκώθηκε. Έν ιωθε το κορμί της τόσ ο βαρύ που χ ρειαζόταν ν α καταβάλ ει υπεράν θρωπη προσ πάθεια γ ια ν α κάν ει έσ τω και την παραμικρή κίν ησ η. Το κεφάλ ι της βούιζε. «Θα σ ας φέρω μερικά σ κεπάσ ματα και σ εν τόν ια, και μπορείτε ν α χ ρησ ιμοποιήσ ετε τα μαξιλ άρια από τον καν απέ και την πολ υθρόν α». «Θα τα τακτοποιήσ ω εγ ώ αυτά». Η φων ή της Σάσ α ακούσ τηκε αποφασ ισ τική. Κοίταξε τη Φρίν τα με μια έκφρασ η αν ησ υχ ίας, ακόμη και ταραχ ής. «Μπορώ ν α κάν ω έν α μπάν ιο;» ρώτησ ε ο Τεν τ. Η Φρίν τα τον κοίταξε. Η καιν ούρια τάπα ήταν σ την τσ άν τα της. «Όχ ι! Δ εν μπορείς. Δ εν πρέπει! Πλ ύσ ου απλ ώς λ ίγ ο σ το ν ιπτήρα». Το κουδούν ι χ τύπησ ε πάλ ι και η Σάσ α πήγ ε ν α
ακυρώσ ει το ταξί. Και την ίδια σ χ εδόν σ τιγ μή όρμησ ε μέσ α η Χλ όη. Βρισ κόταν σ τη σ υν ηθισ μέν η διάθεσ η οργ ισ μέν ης έξαψ ης που είχ ε πάν τοτε μετά τις σ υν αν τήσ εις της με τον πατέρα της. Αγ κάλ ιασ ε σ φιχ τά τον Τεν τ, τη Φρίν τα, τη Σάσ α. «Και τώρα, όλ οι έξω από την κουζίν α», είπε η Φρίν τα. «Θα καθαρίσ ω εδώ και μετά θα πάω γ ια ύπν ο». «Θα καθαρίσ ουμε εμείς», είπε χ αρούμεν α η Χλ όη. «Άφησ έ το σ ’ εμάς». «Όχ ι. Βγ είτε από εδώ και θα το κάν ω εγ ώ. Εσ είς πρέπει όλ οι ν α πάτε αμέσ ως γ ια ύπν ο – θα σ ηκωθείτε αύριο το πρωί σ τις εφτά και θα φύγ ετε αμέσ ως μετά. Να κάν ετε απόλ υτη ησ υχ ία. Και αν καν είς χ ρησ ιμοποιήσ ει την οδον τόβουρτσ ά μου, θα φύγ ει με τις κλ οτσ ιές όσ ο αργ ά το βράδυ κι αν είν αι». Όλ α δείχ ν ουν πως τα ίχ ν η σου έχ ουν χ αθεί απ’ το ραν τάρ. Πού βρίσκεσαι; Μίλ ησέ μου! Σάν τι.
37 «Έχ ει πλ άκα, έτσ ι δεν είν αι;» είπε ο Ρίλ εϊ. «Κατά ποιον τρόπο;» τον ρώτησ ε η Ιβέτ. «Ψάχ ν ουμε τα πράγ ματα των αν θρώπων , αν οίγ ουμε τα σ υρτάρια τους, διαβάζουμε τα ημερολ όγ ιά τους. Είν αι όλ α όσ α θα ήθελ ες πάν τοτε ν α κάν εις αλ λ ά υποτίθεται πως δεν είν αι σ ωσ τό. Εύχ ομαι ν α μπορούσ α ν α το κάν ω αυτό και σ το διαμέρισ μα της κοπέλ ας μου». «Όχ ι, δεν έχ ει πλ άκα», αποκρίθηκε η Ιβέτ. «Και μην το λ ες αυτό δυν ατά ούτε καν σ ’ εμέν α». Ο Ρίλ εϊ έψ αχ ν ε τώρα την αρχ ειοθήκη σ το καθισ τικό των Κέριγ καν . Είχ αν ήδη ερευν ήσ ει την κρεβατοκάμαρα του ζεύγ ους και την κουζίν α. Ο Πολ Κέριγ καν είχ ε μείν ει μόν ο μία ν ύχ τα σ το ν οσ οκομείο μετά την επίθεσ η που δέχ τηκε, αλ λ ά τώρα ήταν εκτός σ πιτιού. Τους είχ ε αν οίξει η γ υν αίκα του, αμίλ ητη και με σ φιγ μέν α χ είλ η. Δ εν τους πρόσ φερε καφέ ή τσ άι, και τώρα, όσ η ώρα η Ιβέτ και ο Ρίλ εϊ έψ αχ ν αν τα προσ ωπικά αν τικείμεν α των δυο σ υζύγ ων αν ασ ηκών ον τας εσ ώρουχ α, αν οίγ ον τας υπολ ογ ισ τές, διαβάζον τας ιδιωτικές επισ τολ ές, παρατηρών τας τους λ εκέδες σ την
μπαν ιέρα και τις τρύπες που είχ ε κάν ει ο σ κόρος σ ε μερικές από τις πιτζάμες του Πολ Κέριγ καν , μπορούσ αν ν α την ακούν ν α κοπαν ά πόρτες και μαγ ειρικά σ κεύη. Την προηγ ούμεν η φορά που την είχ ε σ υν αν τήσ ει η Ιβέτ, έδειχ ν ε σ ασ τισ μέν η και κάπως θλ ιμμέν η. Τώρα, όμως, έδειχ ν ε θυμωμέν η. «Ορίσ τε», τους είπε μπαίν ον τας ξαφν ικά σ το δωμάτιο. «Ίσ ως ν α μην τα βρήκατε αυτά. Ήταν σ το καλ άθι του ποδηλ άτου του, σ το ν τουλ άπι κάτω από τη σ κάλ α». Κρατούσ ε έν α μικρό τετράγ ων ο κουτάκι αν άμεσ α σ τον αν τίχ ειρα και το δείκτη της με μια έκφρασ η αποσ τροφής σ το πρόσ ωπό της. «Προφυλ ακτικά», τους εξήγ ησ ε πετών τας τα με απέχ θεια σ το τραπέζι σ αν ν α ήταν χ ρησ ιμοποιημέν α. «Για τις σ υν αν τήσ εις του της Τετάρτης, υποθέτω». Η Ιβέτ προσ πάθησ ε ν α κρατήσ ει την έκφρασ ή της ουδέτερη. Έλ πιζε πως ο Ρίλ εϊ δεν θα έλ εγ ε κάτι, δεν θα αν τιδρούσ ε καθόλ ου σ ε αυτό το εύρημα. «Σας ευχ αρισ τώ», της είπε και πήρε σ τα χ έρια της το κουτάκι γ ια ν α το βάλ ει σ το σ ακουλ άκι με τα σ τοιχ εία. «Δ εν τα χ ρησ ιμοποιούσ ε μαζί σ ας;» ρώτησ ε σ ε χ αρωπό τόν ο ο Ρίλ εϊ. «Εγ ώ είχ α καρκίν ο πριν από μερικά χ ρόν ια και με τη χ ημειοθεραπεία έχ ασ α τη γ ον ιμότητά μου», είπε
η Ελ εάν α Κέριγ καν . Ξαφν ικά η θυμωμέν η της έκφρασ η μεταβλ ήθηκε σ ε έκφρασ η θλ ίψ ης. «Οπότε όχ ι, δεν είχ ε λ όγ ο ν α τα χ ρησ ιμοποιεί μαζί μου». «Επομέν ως...» άρχ ισ ε η Ιβέτ, αλ λ ά η Ελ εάν α Κέριγ καν τη διέκοψ ε. «Υ πάρχ ει και κάτι ακόμη που θα έπρεπε ν α σ ας πω. Εκείν ο το απόγ ευμα, ο Πολ επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι αρκετά αργ ά». «Μιλ άμε γ ια τις 6 Απριλ ίου, έτσ ι;» «Ναι. Έφτασ α σ το σ πίτι πολ λ ή ώρα πριν από εκείν ον . Το θυμάμαι, επειδή είχ α φτιάξει γ ια το φαγ ητό μια λ έμον -πάι με μαρέγ κα και αν ησ υχ ούσ α μήπως χ αλ άσ ει η εμφάν ισ ή της. Είν αι ασ τείο γ ια ποια πράγ ματα αν ησ υχ ούμε μερικές φορές, έτσ ι; Το θέμα πάν τως είν αι ότι άργ ησ ε. Θα πρέπει ν α είχ ε πάει οχ τώ η ώρα όταν ήρθε». «Αλ λ ά γ ιατί δεν μας το είπατε από την αρχ ή αυτό;» «Είν αι δύσ κολ ο ν α τα θυμηθείς όλ α την πρώτη φορά». «Ναι, το πρόσ εξα αυτό», είπε η Ιβέτ. «Χρειαζόμασ τε όμως τώρα ν α μας κάν ετε μια καιν ούρια κατάθεσ η». Κοίταξε τον Ρίλ εϊ. Υ πήρχ ε κάτι λ αμπερό σ την έκφρασ ή του, σ αν ν α καταπίεζε έν α χ αμόγ ελ ο. «Έμειν ε γ ια αρκετή ώρα σ το ν τους μόλ ις
γ ύρισ ε», σ υν έχ ισ ε η Ελ εάν α. «Κι έριξε τα ρούχ α του κατευθείαν σ το πλ υν τήριο. Είπε πως είχ ε περάσ ει μια δύσ κολ η μέρα σ ε κάποια οικοδομή, κι έπρεπε ν α καθαρισ τεί από τη μουτζούρα πριν από το δείπν ο». «Είν αι πολ ύ σ ημαν τικό ν α μας πείτε όλ α όσ α ξέρετε», είπε προειδοποιητικά η Ιβέτ. «Καταλ αβαίν ω πόσ ο θυμωμέν η μπορεί ν α είσ τε, θέλ ω όμως ν α ξεκαθαρίσ ουμε ότι δεν υπάρχ ει σ ύν δεσ η αν άμεσ α σ ε αυτό που μας λ έτε τώρα και σ ε καιν ούρια πράγ ματα που μάθατε. Αυτό που μας λ έτε επιβαρύν ει πολ ύ τη θέσ η του σ υζύγ ου σ ας». «Είμαι όν τως θυμωμέν η με τον Πολ , αν αυτό εν ν οείτε», αποκρίθηκε εκείν η. «Είμαι μάλ ισ τα και ευτυχ ής που βρέθηκε κάποιος ν α τον σ πάσ ει σ το ξύλ ο. Νιώθω σ αν ν α το έκαν αν γ ια χ άρη μου. Αλ λ ά δεν σ ας λ έω παρά αυτά που θυμάμαι. Αυτό είν αι το καθήκον μου, σ ωσ τά;» Την ώρα που έφευγ αν , σ υν άν τησ αν τους δυο γ ιους των Κέριγ καν . Είχ αν και οι δύο το πρόσ ωπο του πατέρα τους και τα μάτια της μητέρας τους, και κοίταξαν την Ιβέτ και τον Ρίλ εϊ με κάτι που φάν ηκε σ την Ιβέτ σ αν μίσ ος. Στο μεταξύ, ο Κρις Μάν σ τερ ερευν ούσ ε το διαμέρισ μα σ το οποίο επί δέκα ολ όκλ ηρα χ ρόν ια –
με εξαίρεσ η τις διακοπές– σ υν αν τιούν ταν κάθε Τετάρτη απόγ ευμα η Ρουθ Λέν οξ και ο Πολ Κέριγ καν . Έκαν ε μια απογ ραφή. Πολ ύ τυπικά, κατέγ ραφε οτιδήποτε έβρισ κε: δυο ζευγ άρια παν τόφλ ες, έν α δικό της κι έν α δικό του· δυο μπουρν ούζια μπάν ιου, όμοια· έν α και μον αδικό ράφι γ εμάτο βιβλ ία σ την κρεβατοκάμαρα – μια αν θολ ογ ία ποιημάτων σ χ ετικών με την παιδική ηλ ικία, η Ιστορία των Αγ γ λ όφων ων Λαών του Ουίν σ τον Τσ όρτσ ιλ , μια σ υλ λ ογ ή από χ ιουμορισ τικά διηγ ήματα, έν αν τόμο με κόμικ που ο Μάν σ τερ δεν βρήκε ιδιαίτερα διασ κεδασ τικά – όλ α τους βιβλ ία που μπορούσ αν ν α διαβασ τούν αποσ πασ ματικά. Το σ εν τόν ι του κρεβατιού είχ ε αφαιρεθεί γ ια ν α το ερευν ήσ ουν γ ια σ ωματικά υγ ρά, υπήρχ ε όμως έν α πάπλ ωμα με ζωηρά σ χ έδια ριγ μέν ο επάν ω σ τη μικρή πολ υθρόν α, και κατά μήκος του πατώματος έν α πλ εκτό μακρόσ τεν ο χ αλ άκι. Οι κουρτίν ες ήταν καρό, κίτριν ες, πολ ύ χ αρούμεν ες. Η ξύλ ιν η ν τουλ άπα ήταν άδεια, εκτός από δύο πουκάμισ α (δικά του) και έν α ελ αφρύ καλ οκαιριν ό φόρεμα με χ αλ ασ μέν ο φερμουάρ. Και σ το πεν τακάθαρο, λ ιτό λ ουτρό: δυο οδον τόβουρτσ ες, δυο πετσ έτες προσ ώπου και άλ λ ες δύο σ ώματος, κρέμα ξυρίσ ματος, αποσ μητικά (έν α δικό του κι έν α δικό της),
οδον τικό ν ήμα, σ τοματικό διάλ υμα. Τους φαν τάσ τηκε και τους δυο τους εκεί, ν α πλ έν ον ται σ χ ολ ασ τικά, ν α καθαρίζουν τα δόν τια τους, ν α κάν ουν γ αργ άρες με το σ τοματικό διάλ υμα και ν α επιθεωρούν ται σ τον καθρέφτη επάν ω από το ν ιπτήρα γ ια πιθαν ά εν απομείν αν τα ίχ ν η των αν ομολ όγ ητων δρασ τηριοτήτων τους, προτού φορέσ ουν πάλ ι τα ευπρεπή ρούχ α τους και επισ τρέψ ουν σ τις άλ λ ες ζωές τους. Στην κουζίν α, που ήταν εν ιαία με το καθισ τικό, υπήρχ αν τέσ σ ερα βιβλ ία σ υν ταγ ών μαζί με έν α σ ετ βασ ικών μαγ ειρικών σ κευών (βάζα, κατσ αρόλ ες, ξύλ ιν ες κουτάλ ες, δυο ταψ ιά) και έν αν μικρό αριθμό πιάτων , μπολ και ποτηριών . Τέσ σ ερα φλ ιτζάν ια που ο Μάν σ τερ είχ ε την εν τύπωσ η ότι έμοιαζαν πολ ύ με εκείν α που είχ ε δει σ το σ πίτι των Λέν οξ. Ίσ ως εκείν η ν α τα αγ όρασ ε όλ α μαζί. Μέσ α σ το μικρό ψ υγ είο βρήκε έν α αν οιχ τό μπουκάλ ι λ ευκό κρασ ί και σ τον πάγ κο υπήρχ αν άλ λ α δυο κλ εισ τά μπουκάλ ια κόκκιν ου κρασ ιού. Έν ας ν εκρός πια υάκιν θος έγ ερν ε προς το ξερό χ ώμα της γ λ άσ τρας του. Δ υο κρεμμύδια μαραίν ον ταν σ το περβάζι του παραθύρου. Επάν ω από το ξύλ ιν ο τραπέζι σ το κέν τρο του δωματίου ήταν ριγ μέν ο έν α ριγ έ τραπεζομάν τιλ ο. Στη μία άκρη του τραπεζιού υπήρχ αν μερικά παζλ , το καθέν α
διαφορετικού βαθμού δυσ κολ ίας. Μια τράπουλ α. Έν α ψ ηφιακό ραδιόφων ο. Στον τοίχ ο κρεμόταν έν α ημερολ όγ ιο που δεν είχ ε τίποτα σ ημειωμέν ο επάν ω του. Και σ τον διθέσ ιο καν απέ, έν α μαξιλ αράκι με κόκκιν ες πούλ ιες. Δ έκα χ ρόν ια ψ έματα, σ κέφτηκε. Μόν ο και μόν ο γ ι’ αυτό. «Ο Κέριγ καν δεν έχ ει πια άλ λ οθι», είπε ο Κάρλ σ ον . «Ίσ ως ν α μην έχ ει», είπε η Ιβέτ. «Δ εν είμαι όμως σ ίγ ουρη ποια από τις δύο ισ τορίες που μας είπε η κυρία Κέριγ καν πισ τεύω». «Ώσ τε λ οιπόν , παίρν εις το μέρος του». Στα αρισ τερά του Κάρλ σ ον ακούσ τηκε έν ας περίεργ ος ήχ ος, κάτι σ αν κακάρισ μα. Ήταν ο Ρίλ εϊ. «Το μόν ο σ ίγ ουρο είν αι πως η Ιβέτ δεν παίρν ει το μέρος του Κέριγ καν . Δ εν μπορεί ν α τον υποφέρει». «Και γ ια ποιο λ όγ ο χ ρειαζόταν τα προφυλ ακτικά;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Όχ ι γ ια τη γ υν αίκα του». «Ούτε γ ια τη Ρουθ Λέν οξ», πρόσ θεσ ε η Ιβέτ. «Ξέρουμε πως είχ ε σ πιράλ ». «Και πάλ ι, όμως, θα μπορούσ ε ν α χ ρησ ιμοποιεί προφυλ ακτικό», είπε ο Ρίλ εϊ. «Μα γ ιατί;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον .
Τώρα ο Ρίλ εϊ φάν ηκε ν α είν αι σ ε αμηχ αν ία. Ο Κάρλ σ ον θα έπρεπε ν α ξέρει το λ όγ ο. «Ξέρετε», είπε. «Για ν α αποφύγ ει ν α κολ λ ήσ ει κάτι από τη Ρουθ Λέν οξ. Ξέρετε αυτό που λ έν ε, πως όταν κοιμάσ αι με κάποια, κοιμάσ αι με όλ ους τους προηγ ούμεν ους ερωτικούς σ υν τρόφους της και τις σ υν τρόφους των σ υν τρόφων της και τους σ υν τρόφους των ...» «Ναι, καταλ άβαμε τι θέλ εις ν α πεις», τον έκοψ ε η Ιβέτ. Ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε ξαφν ικά τη Σάν τρα. Ήδη τα είχ ε θαλ ασ σ ώσ ει αρκετά με αυτή την ισ τορία. Δ εν ήταν δυν ατόν ν α σ υν έβαιν ε και αυτό, ή μήπως ήταν ; Απόδιωξε αυτή την ιδέα. Ήταν πολ ύ φριχ τό και μόν ο ν α το σ κέφτεται. «Έτσ ι ν ομίζετε, λ οιπόν ;» ρώτησ ε. «Όχ ι», είπε με απόλ υτο ύφος η Ιβέτ. «Αν τα προφυλ ακτικά ήταν γ ια τη Ρουθ Λέν οξ, θα υπήρχ αν σ ίγ ουρα σ το διαμέρισ μα, αλ λ ά ο Μάν σ τερ δεν βρήκε καν έν α εκεί. Θα πρέπει επομέν ως ν α υπάρχ ει και κάποια άλ λ η». «Αυτό μου ακούγ εται πιο σ ωσ τό», είπε ο Κάρλ σ ον . «Το ερώτημα τώρα είν αι: Το γ ν ώριζε αυτό η Ρουθ Λέν οξ;» «Το άλ λ ο ερώτημα είν αι τι γ ύρευαν τα αν τισ υλ λ ηπτικά σ το ν τουλ άπι με τις πετσ έτες».
«Σκεφτόμουν επίσ ης και σ χ ετικά με εκείν η την κούκλ α», είπε η Ιβέτ. «Συν έχ ισ ε». «Υ ποθέτουμε πως κάποιος την έσ τειλ ε σ τη Ρουθ Λέν οξ σ αν προειδοποίησ η. Πράγ μα που σ ημαίν ει ότι κάποιος τους είχ ε αν ακαλ ύψ ει». «Και;» «Και αν σ την πραγ ματικότητα ο παραλ ήπτης δεν έπρεπε ν α είν αι άλ λ ος από την Ντόρα; Ξέρουμε πως υφίσ τατο εκφοβισ μό από τα άλ λ α παιδιά σ το σ χ ολ είο τους μήν ες που προηγ ήθηκαν του θαν άτου της μητέρας της. Ίσ ως λ οιπόν ν α το έκαν αν κάποια παιδιά που γ ν ώριζαν ότι ήταν άρρωσ τη και ότι θα βρισ κόταν μόν η της σ το σ πίτι». «Γιατί;» απόρησ ε ο Ρίλ εϊ. «Επειδή τα παιδιά είν αι σ κλ ηρά». «Μα αυτό είν αι φριχ τό». «Θα σ κέφτηκαν πως ήταν απλ ώς έν α παιχ ν ίδι», αποκρίθηκε η Ιβέτ. Όλ οι πρόσ εξαν τον τόν ο πικρίας σ τη φων ή της και ότι το πρόσ ωπό της κοκκίν ισ ε. «Ίσ ως ν α έχ εις δίκιο». Ο Κάρλ σ ον βιάσ τηκε ν α μιλ ήσ ει γ ια ν α καλ ύψ ει το κεν ό της αμηχ αν ίας. «Μπορεί ν α βιασ τήκαμε ν α βγ άλ ουμε σ υμπεράσ ματα».
«Τον δύσ τυχ ο», είπε ο Ρίλ εϊ. «Όποιος και αν ήταν ». «Τα αν τισ υλ λ ηπτικά αν ήκαν σ την Τζούν τιθ Λέν οξ», είπε η Φρίν τα. Είχ ε σ πεύσ ει σ το ασ τυν ομικό τμήμα αμέσ ως μόλ ις ξύπν ησ ε το πρωί. Ο Κάρλ σ ον πρόσ εξε τους κύκλ ους γ ύρω από τα μάτια της, το σ φιγ μέν ο της πρόσ ωπο. Δ εν θέλ ησ ε ν α καθίσ ει και προτίμησ ε ν α σ τέκεται δίπλ α σ το παράθυρο. «Αυτό επομέν ως ξεκαθαρίζει το έν α μυσ τήριο». «Είν αι μόλ ις δεκαπέν τε ετών ». «Δ εν είν αι τόσ ο ασ υν ήθισ το ν α είν αι έν α δεκαπεν τάχ ρον ο κορίτσ ι σ εξουαλ ικά εν εργ ό», είπε ο Κάρλ σ ον . «Τουλ άχ ισ τον έπαιρν ε προφυλ άξεις». «Ο φίλ ος της είν αι πολ ύ μεγ αλ ύτερος, κον τεύει τα τριάν τα». «Πολ ύ μεγ άλ η διαφορά». «Και η Τζούν τιθ πισ τεύει πως είν αι πιθαν όν ν α το είχ ε αν ακαλ ύψ ει η μητέρα της». «Ώσ τε έτσ ι». «Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε ν α το μάθεις. Είπα και σ την Τζούν τιθ ότι θα σ ου διαβιβάσ ω αυτή την πλ ηροφορία». «Σε ευχ αρισ τώ». «Το όν ομά του είν αι Ζακς Γκριν ».
Παρακολ ουθούσ ε τον Κάρλ σ ον όσ η ώρα έγ ραφε το όν ομα σ το σ ημειωματάριο που είχ ε μπροσ τά του. «Να σ ου προσ φέρω λ ίγ ο καφέ;» «Όχ ι». «Είσ αι καλ ά;» Σκέφτηκε γ ια λ ίγ α λ επτά την ερώτησ ή του προσ παθών τας ν α αποφασ ίσ ει αν θα έπρεπε ν α του πει γ ια τον Ντιν και γ ια το φόβο της πως εκείν ος είχ ε πάει σ το σ πίτι της Ολ ίβια. «Δ εν έχ ει σ ημασ ία», αποκρίθηκε τελ ικά. «Εγ ώ ν ομίζω ότι έχ ει». «Πρέπει ν α φύγ ω τώρα». «Δ εν επέσ τρεψ ες ακόμη σ τη δουλ ειά σ ου, έτσ ι δεν είν αι;» «Δ εν βλ έπω παρά ελ άχ ισ τους ασ θεν είς ακόμη». «Τότε, σ ε παρακαλ ώ πολ ύ, κάθισ ε κάτω γ ια λ ίγ α λ επτά και πες μου τι σ υμβαίν ει». «Πρέπει ν α φύγ ω. Υ πάρχ ουν κάποια πράγ ματα που πρέπει ν α κάν ω». «Τι είδους πράγ ματα;» «Κι αν ακόμη σ ου έλ εγ α, δεν θα καταλ άβαιν ες. Ούτε εγ ώ η ίδια καταλ αβαίν ω». «Δ οκίμασ έ με». «Όχ ι». «Θα το κρατήσ ω».
Η Σάσ α και η Φρίν τα κάθον ταν σ ε έν α μικρό καφέ δίπλ α σ το Ρίτζεν τς Κάν αλ . Δ ίπλ α τους, αν άμεσ α σ τα σ κουπίδια, έπλ εαν πάπιες που οδηγ ούσ αν μικρούς σ τόλ ους από παπάκια και κλ αράκια που αν εβοκατέβαιν αν σ το καφετί ν ερό. «Ώσ τε το αποφάσ ισ ες». «Το αποφασ ίσ αμε». «Ήταν πολ ύ γ ρήγ ορο», είπε η Φρίν τα. «Πριν από έν α μήν α, σ χ εδόν δεν τον γ ν ώριζες». «Το ξέρω, αλ λ ά μη δείχ ν εις τόσ ο αν ήσ υχ η. Θέλ ω ν α χ αίρεσ αι γ ια μέν α». «Χαίρομαι». «Ποτέ άλ λ οτε σ τη ζωή μου δεν ήμουν τόσ ο σ ίγ ουρη γ ια κάτι ούτε τόσ ο ευτυχ ισ μέν η. Θα ήμουν το ίδιο σ ίγ ουρη ακόμη και αν τον γ ν ώριζα μόν ο μια εβδομάδα. Θα πάω ν α μείν ω με τον Φραν κ και θα αποκτήσ ω έν α μωρό. Ολ όκλ ηρη η ζωή μου αλ λ άζει». «Σου αξίζει η ευτυχ ία σ ου», είπε με ειλ ικρίν εια η Φρίν τα. Και σ κέφτηκε τον Σάν τι, σ την Αμερική. Έμοιαζε πολ ύ μακριν ός τώρα. Μερικές φορές, μόλ ις και μετά βίας μπορούσ ε ν α θυμηθεί το πρόσ ωπό του ή τη χ ροιά της φων ής του. «Σε ευχ αρισ τώ». «Δ εν μπορώ ν α καθίσ ω ν α πλ έξω μωρουδιακά». «Δ εν χ ρειάζεται ν α πλ έξεις».
«Ούτε ν α αρχ ίσ ω ν α κουβεν τιάζω γ ια μωρά». «Όχ ι, δεν μπορώ ν α σ ε φαν τασ τώ ν α κουβεν τιάζεις γ ια μωρά». Γέλ ασ αν , και μετά έγ ιν αν πάλ ι σ οβαρές. Η Σάσ α έπιασ ε το χ έρι της Φρίν τα. «Είσ αι η πιο αγ απημέν η μου φίλ η», της είπε και τα μάτια της γ έμισ αν δάκρυα. «Οι ορμόν ες σ ε έχ ουν ήδη πλ ημμυρίσ ει». «Όχ ι. Είσ αι. Αν δεν ήσ ουν εσ ύ, δεν ξέρω τι θα είχ α απογ ίν ει». «Θα ήσ ουν μια χ αρά». «Δ εν ν ομίζω. Όμως, Φρίν τα, εσ ύ είσ αι καλ ά;» «Γιατί ν α μην είμαι;» «Αν ησ υχ ώ γ ια σ έν α. Όλ οι αν ησ υχ ούμε». «Δ εν υπάρχ ει λ όγ ος». «Υ πόσ χ εσ αι όμως πως θα μου το πεις αν υπάρξει κάποιο πρόβλ ημα;» Αλ λ ά η Φρίν τα άλ λ αξε θέμα σ υζήτησ ης. Δ εν μπορούσ ε ν α δώσ ει μια τέτοια υπόσ χ εσ η.
38 Ο Γιόζεφ πήρε τις κάρτες από το τραπέζι του καφέ και τις φυλ λ ομέτρησ ε. «Κι έχ ω μερικούς τηλ εφων ικούς αριθμούς», είπε η Φρίν τα. «Από τα αυτοκόλ λ ητα σ τον τηλ εφων ικό θάλ αμο». «Κι έτσ ι θα πάρω αυτούς τους αριθμούς», είπε ο Γιόζεφ. «Το ξέρω πως είν αι δύσ κολ ο αυτό που σ ου ζητώ. Αν όμως τηλ εφων ούσ α εγ ώ, θα σ άσ τιζαν ακούγ ον τας μια γ υν αικεία φων ή και τότε θα έπρεπε ν α τους δώσ ω εξηγ ήσ εις και μάλ λ ον δεν θα είχ ε αποτέλ εσ μα». «Φρίν τα, μου το είπες ήδη αυτό». Η Φρίν τα ήπιε μια γ ουλ ιά από το φλ ιτζάν ι της. Το τσ άι ήταν κρύο. «Υ ποθέτω πως ν ιώθω εν οχ ές που σ ε βάζω ν α τηλ εφων ήσ εις σ ε μια πόρν η. Για την ακρίβεια, μάλ ισ τα, όχ ι μόν ο σ ε μία. Και σ ου είμαι ευγ ν ώμων που θα το κάν εις. Έχ εις ήδη κάν ει πάρα πολ λ ά γ ια μέν α». «Για εσ έν α τα πάν τα», είπε ο Γιόζεφ μ’ έν α χ αμόγ ελ ο. «Θέλ εις ν α τηλ εφων ήσ ω τώρα;» Η
Φρίν τα έσ πρωξε το κιν ητό της προς το μέρος του επάν ω σ το τραπέζι. Εκείν ος άρχ ισ ε ν α παίρν ει τον πρώτο αριθμό και η Φρίν τα δεν μπορούσ ε ν α πάψ ει ν ’ αν αρωτιέται μήπως δεν ήταν η πρώτη φορά που έκαν ε κάτι τέτοιο. Στο πέρασ μα των χ ρόν ων , αρκετοί από τους ασ θεν είς της της είχ αν εκμυσ τηρευτεί ότι πήγ αιν αν σ ε πόρν ες ή ότι φαν τάζον ταν πως πήγ αιν αν . Όταν φοιτούσ ε σ την ιατρική σ χ ολ ή, είχ ε βρεθεί μία ή δύο φορές σ ε πάρτι όπου εμφαν ίσ τηκε ξαφν ικά μια σ τριπτιζέζ. Επρόκειτο τώρα γ ια κάτι αν άλ ογ ο ή γ ια κάτι εν τελ ώς διαφορετικό; Θυμήθηκε έν α φοιτητή της ιατρικής με κατακόκκιν ο πρόσ ωπο ν α της φων άζει: «Έλ α τώρα, ξεπέρασ έ το». Στο μεταξύ ο Γιόζεφ έγ ραφε κάτι σ ε μια κάρτα. Οι οδηγ ίες έμοιαζαν περίπλ οκες. Τελ ικά έκλ εισ ε το τηλ έφων ο. «Σπέν ζερ Κουρτ». «Σπέν σ ερ», είπε η Φρίν τα. «Ναι. Και είν αι σ την Κάρεϊ Ρόουν τ». Η Φρίν τα κοίταξε το χ άρτη των δρόμων σ την ατζέν τα της. «Είν αι λ ίγ ους δρόμους πιο πέρα από εδώ», του είπε. «Μπορούμε ν α πάμε με τα πόδια». Μια πύλ η σ το τέλ ος της Κάρεϊ Ρόουν τ έβγ αζε σ τις εργ ατικές πολ υκατοικίες. Το πρώτο σ υγ κρότημα ον ομαζόταν Γουόρν τσ γ ουορθ Κουρτ
και βάδισ αν κατά μήκος εν ός ισ όγ ειου επιπέδου που είχ ε κλ ειδωμέν α γ καράζ και τεράσ τιους ατσ άλ ιν ους κάδους. Η Φρίν τα σ ταμάτησ ε γ ια έν α λ επτό και κοίταξε γ ύρω της την αυλ ή. Υ πήρχ αν διάσ παρτες παν τού σ κισ μέν ες σ ακούλ ες σ κουπιδιών , έν α καροτσ άκι του σ ουπερμάρκετ σ τη μια πλ ευρά και μια σ πασ μέν η τηλ εόρασ η που έδιν ε τη εν τύπωσ η πως την είχ αν πετάξει κατευθείαν από κάποιον ψ ηλ ότερο όροφο. Μια γ υν αίκα καλ υμμέν η ολ όκλ ηρη με μπούρκα έσ πρωχ ν ε έν α καροτσ άκι μωρού κατά μήκος της απέν αν τι πλ ευράς. «Ξέρεις, παλ ιότερα δεν καταλ άβαιν α κάτι μέρη σ αν αυτό», είπε. «Και μετά, κάποτε, βρέθηκα σ ε μια πόλ η χ τισ μέν η σ ε έν α λ όφο, σ τη Σικελ ία, και ξαφν ικά κατάλ αβα. Αυτή ήταν η ιδέα γ ια τις κατοικίες τέτοιου είδους. Ο σ κοπός ήταν ν α είν αι σ αν εκείν η τη μικρή ιταλ ική πόλ η σ την οποία ο αρχ ιτέκτον ας είχ ε περάσ ει τις διακοπές του, όλ ο μικρές πλ ατείες σ τις οποίες μπορούσ αν ν α παίζουν τα παιδιά, και θα υπήρχ αν ακόμη αγ ορές και ταχ υδακτυλ ουργ οί και κρυφά περάσ ματα σ τα οποία οι άν θρωποι θα έπεφταν ο έν ας επάν ω σ τον άλ λ ο το βραδάκι και θα είχ αν τη ευκαιρία ν α κουτσ ομπολ εύουν και ν α πηγ αίν ουν γ ια βραδιν ούς περιπάτους. Αλ λ ά τελ ικά δεν
λ ειτούργ ησ ε ακριβώς έτσ ι». «Είν αι όπως σ το Κίεβο», είπε ο Γιόζεφ. «Αλ λ ά όλ α αυτά δεν είν αι τόσ ο ωραία όταν έχ ει είκοσ ι βαθμούς κάτω από μηδέν ». Έφτασ αν σ το Σπέν σ ερ Κουρτ και αν έβηκαν μερικά σ καλ ιά ως τον τρίτο όροφο, αν οίγ ον τας δρόμο αν άμεσ α από πολ υκαιρισ μέν ες σ υσ κευασ ίες έτοιμων φαγ ητών . Προχ ώρησ αν από το εξωτερικό μπαλ κόν ι. Ο Γιόζεφ κοίταξε την κάρτα σ την οποία είχ ε σ ημειώσ ει προηγ ουμέν ως και κοίταξε και το διαμέρισ μα μπροσ τά του. Το παράθυρο δίπλ α σ την πόρτα ήταν αμπαρωμέν ο αλ λ ά και σ πασ μέν ο επίσ ης και σ φραγ ισ μέν ο από μέσ α με γ υψ οσ αν ίδα. «Εδώ είν αι», της είπε. «Δ ύσ κολ ο ν α σ ου έρθει εδώ διάθεσ η γ ια σ εξ». «Πάν τοτε όμως έτσ ι είν αι. Τουλ άχ ισ τον σ το Λον δίν ο». «Και σ το Κίεβο το ίδιο είν αι». «Πρέπει ν α είμασ τε πολ ύ ήρεμοι όταν θα μιλ άμε μαζί της», είπε η Φρίν τα. «Καθησ υχ ασ τικοί». Πίεσ ε το κουδούν ι της πόρτας. Από μέσ α ακούσ τηκε ο ήχ ος κάποιας κίν ησ ης. Η Φρίν τα κοίταξε τον Γιόζεφ. Να έν ιωθε άραγ ε κι αυτός όπως έν ιωθε εκείν η; Μια παράξεν η αίσ θησ η ν αυτίας αν άμεικτης με εν οχ ή γ ια τα όσ α σ υν έβαιν αν σ την πόλ η όπου ζούσ ε; Μήπως ήταν απλ ώς υπερβολ ικά
σ χ ολ ασ τική ή αφελ ής; Ήξερε πως έτσ ι λ ειτουργ ούσ ε ο κόσ μος. Ο Γιόζεφ έδειχ ν ε ν α βρίσ κεται σ ε ήρεμη αν αμον ή. Ακούσ τηκε ο ήχ ος της αλ υσ ίδας κι έπειτα η πόρτα άν οιξε μόλ ις λ ίγ α εκατοσ τά και η Φρίν τα ίσ α που πρόλ αβε ν α δει, πίσ ω από την τεν τωμέν η αλ υσ ίδα, έν α πρόσ ωπο: πολ ύ ν εαν ικό, πολ ύ μικρό, με κραγ ιόν και πλ ατιν έν ια μαλ λ ιά. Άρχ ισ ε ν α λ έει κάτι, όμως η πόρτα ξαν άκλ εισ ε απότομα. Περίμεν αν ν α ακούσ ουν την αλ υσ ίδα ν α τραβιέται και ν α δουν την πόρτα ν α αν οίγ ει καν ον ικά, όμως τίποτα τέτοιο δεν σ υν έβη. Κοιτάχ τηκαν με τον Γιόζεφ κι έπειτα η Φρίν τα πίεσ ε πάλ ι το κουδούν ι της πόρτας, χ ωρίς όμως ν α πάρει απάν τησ η. Έσ κυψ ε, έσ πρωξε τη θυρίδα των γ ραμμάτων γ ια ν α αν οίξει και προσ πάθησ ε ν α κοιτάξει μέσ α σ το σ πίτι, κάτι όμως της έκοβε τη θέα. «Θέλ ουμε μόν ο ν α σ ου μιλ ήσ ουμε», της είπε. Καμία απόκρισ η. Έδωσ ε σ τον Γιόζεφ το κιν ητό της τηλ έφων ο. «Προσ πάθησ ε ν α τη καλ έσ εις», του είπε. «Πες της ποιος είσ αι». Ο Γιόζεφ έμοιαζε μπερδεμέν ος τώρα. «Να της πω ποιος αλ ηθιν ά είμαι;» «Πες της πως είσ αι ο άν τρας ο οποίος της έκλ εισ ε το ραν τεβού». Ο Γιόζεφ κάλ εσ ε και περίμεν ε.
«Να αφήσ ω μήν υμα;» ρώτησ ε όταν άκουσ ε τον τηλ εφων ητή. «Όχ ι, μην μπαίν εις σ τον κόπο. Η κοπέλ α σ ίγ ουρα θα ν όμισ ε πως είμασ τε από το τμήμα αλ λ οδαπών ή από την ασ τυν ομία ή από οτιδήποτε άλ λ ο σ υν επάγ εται μπλ εξίματα». «Εσ ύ είσ αι». «Τι πράγ μα;» «Εσ ύ είσ αι το πρόβλ ημα. Βλ έπει γ υν αίκα και ν ομίζει ότι κάτι κακό θα της κάν ουμε». Η Φρίν τα έγ ειρε από το μπαλ κόν ι και κοίταξε κάτω. «Έχ εις δίκιο», είπε. «Ήταν αν όητο σ χ έδιο. Λυπάμαι που σ ε έσ υρα ως εδώ γ ια το τίποτα». «Όχ ι. Όχ ι γ ια το τίποτα. Θα κρατήσ ω το κιν ητό σ ου. Θα μου δώσ εις το χ άρτη. Εσ ύ θα πας πίσ ω σ το καφέ, θα πιεις ωραίο τσ άι και θα φας έν α κέικ. Εγ ώ θα έρθω σ ε μία ώρα. Θα πάω μόν ος μου σ τις άλ λ ες». «Δ εν μπορώ ν α σ ου ζητήσ ω ν α το κάν εις αυτό, Γιόζεφ. Δ εν είν αι σ ωσ τό. Και δεν είν αι ασ φαλ ές». Ο Γιόζεφ χ αμογ έλ ασ ε μόλ ις το άκουσ ε αυτό. «Όχ ι ασ φαλ ές; Δ ηλ αδή χ ωρίς εσ ύ ν α με προσ τατεύεις;» «Δ εν το ν ιώθω σ ωσ τό». «Εσ ύ φύγ ε τώρα».
«Πάμε πρώτα μαζί μέχ ρι πιο πέρα κι έπειτα επισ τρέφεις», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Θέλ ω ν α σ ου εξηγ ήσ ω τι ακριβώς πρέπει ν α ρωτάς». Όταν ξαν αβγ ήκαν σ την Κάρεϊ Ρόουν τ, η Φρίν τα έβγ αλ ε μερικά χ αρτον ομίσ ματα από το πορτοφόλ ι της και τα έδωσ ε σ τον Γιόζεφ. «Θα πρέπει ν α ρωτάς αυτές τις κοπέλ ες αν ξέρουν κάποιο κορίτσ ι που ον ομάζεται Λίλ α Ντάους. Έτσ ι ν ομίζω πως σ υσ την όταν η ίδια. Μακάρι ν α είχ α και κάποια φωτογ ραφία της γ ια ν α τους δείχ ν εις, αλ λ ά δεν είν αι εύκολ ο ν α αποκτήσ ω μία. Δ ώσ ε είκοσ ι λ ίρες από την αρχ ή και άλ λ ες είκοσ ι αν σ ου πουν κάτι. Σου φαίν εται αρκετό αυτό το ποσ ό; Δ εν ξέρω καθόλ ου από τέτοια πράγ ματα». «Νομίζω πως θα είν αι αρκετό». «Και ν α προσ έχ εις». «Πάν τα». Η Φρίν τα τον άφησ ε εκεί, κι έπειτα από μερικά λ επτά τον είδε ν α μιλ ά σ το κιν ητό. Πήγ ε πίσ ω σ το καφέ, κάθισ ε και παρήγ γ ειλ ε ακόμη έν α φλ ιτζάν ι τσ άι, το οποίο όμως δεν άγ γ ιξε. Αυτό που πραγ ματικά ήθελ ε ήταν ν α ακουμπήσ ει το κεφάλ ι σ τα χ έρια της και ν α κοιμηθεί. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλ ύτερο ν α διάβαζε κάτι ή και ν α σ κεφτόταν κάτι. Έβγ αλ ε από την τσ άν τα της το μπλ οκ
σ χ εδίου και πέρασ ε τα επόμεν α είκοσ ι λ επτά σ χ εδιάζον τας τα τεράσ τια πλ ατάν ια του Λίν κολ ν ς Ιν Φιλ ν τς. Δ εν της έβγ αιν αν όμως σ ωσ τά και υποσ χ έθηκε σ τον εαυτό της ότι θα ξαν απήγ αιν ε σ ύν τομα εκεί και θα τα σ χ εδίαζε επιτόπου. Ξαν άβαλ ε το μπλ οκ σ την τσ άν τα της και κοίταξε γ ύρω της, σ το καφέ. Σε έν α τραπέζι δίπλ α σ την πόρτα καθόταν έν α ζευγ άρι. Το βλ έμμα της σ υν άν τησ ε εκείν ο του άν τρα, αυτός όμως την κοίταξε τόσ ο εχ θρικά που από εκείν η τη σ τιγ μή κι έπειτα κοιτούσ ε μόν ο ευθεία μπροσ τά της. Όταν έν ιωσ ε έν α άγ γ ιγ μα σ τον ώμο της ξαφν ιάσ τηκε σ αν ν α είχ ε αποκοιμηθεί. Ήταν ο Γιόζεφ. «Πέρασ ε κιόλ ας μία ώρα;» τον ρώτησ ε. Ο Γιόζεφ έριξε μια ματιά σ την οθόν η του κιν ητού της προτού της το δώσ ει. «Μιάμισ η ώρα», αποκρίθηκε. «Τι έγ ιν ε; Αν ακάλ υψ ες τίποτα;» «Όχ ι εδώ», της είπε εκείν ος. «Θα πάμε σ ε παμπ. Εσ ύ θα με κεράσ εις έν α ποτό». Εν τόπισ αν μια παμπ αμέσ ως μόλ ις βγ ήκαν σ το πεζοδρόμιο και βάδισ αν προς τα εκεί σ ιωπηλ ά. Μέσ α σ την παμπ γ ιν όταν μεγ άλ η φασ αρία από έν α μηχ άν ημα ηλ εκτρον ικών παιχ ν ιδιών και αρκετούς εφήβους κολ λ ημέν ους επάν ω του σ αν τσ αμπί σ ταφύλ ια.
«Τι θα πάρεις;» τον ρώτησ ε η Φρίν τα. «Βότκα. Μεγ άλ η βότκα. Και τσ ιγ άρα». Η Φρίν τα είπε ν α τους φέρουν μια διπλ ή βότκα, έν α πακέτο τσ ιγ άρα και έν α κουτάκι σ πίρτα, κι έν α ποτήρι ν ερό βρύσ ης γ ια τον εαυτό της. Ο Γιόζεφ κοίταξε αποδοκιμασ τικά το ποτό του. «Είν αι χ λ ιαρό σ αν το ν ερό της μπαν ιέρας», είπε. «Αλ λ ά... budmo!» «Τι είπες;» «Αυτό σ ημαίν ει “θα επιζήσ ουμε παρ’ όλ α αυτά”». «Αλ λ ά, ξέρεις, δεν θα επιζήσ ουμε γ ια πάν τα». Ο Γιόζεφ την κοίταξε βλ οσ υρά. «Πισ τεύω πως εσ ύ θα επιζήσ εις», της είπε και κατέβασ ε τη βότκα του μον ορούφι. «Να σ ε κεράσ ω άλ λ η μία;» τον ρώτησ ε. «Τώρα θα βγ ούμε έξω γ ια το τσ ιγ άρο». Βγ ήκαν έξω και ο Γιόζεφ άν αψ ε τσ ιγ άρο και πήρε μια βαθιά ρουφηξιά. Η Φρίν τα θυμήθηκε εκείν ες τις αλ λ οτιν ές ημέρες έξω από τις σ χ ολ ικές αυλ ές, την ώρα του διαλ είμματος. Της έτειν ε το πακέτο, αλ λ ά εκείν η έν ευσ ε αρν ητικά. «Λοιπόν ;» τον ρώτησ ε. Κούν ησ ε θλ ιμμέν α το κεφάλ ι του. «Μίλ ησ α σ ε τέσ σ ερις γ υν αίκες. Ήταν μία από την Αφρική, ν ομίζω από τη Σομαλ ία. Μιλ ά αγ γ λ ικά σ αν εμέν α αλ λ ά πολ ύ χ ειρότερα. Λίγ α κατάλ αβα.
Ήταν εκεί και έν ας άν τρας. Ήθελ ε γ ια τη γ υν αίκα περισ σ ότερα από είκοσ ι. Πολ ύ περισ σ ότερα. Θυμωμέν ος άν τρας». «Ω Θεέ μου, Γιόζεφ. Και τι έγ ιν ε;» «Εν τάξει. Εγ ώ του εξήγ ησ α». «Θα μπορούσ ε ν α έχ ει όπλ ο». «Έν α όπλ ο θα ήταν πρόβλ ημα. Αλ λ ά δεν είχ ε όπλ ο. Του εξήγ ησ α και έφυγ α. Και μετά είδα έν α κορίτσ ι από τη Ρωσ ία και έν α άλ λ ο που δεν ξέρω από πού ήταν . Νομίζω από τη Ρουμαν ία. Το τελ ευταίο κορίτσ ι, αυτό που είδα πριν έρθω πάλ ι σ ’ εσ έν α, μόλ ις μου είπε δύο λ έξεις ήταν σ αν ν α ήξερα και της μίλ ησ α αμέσ ως σ τα ουκραν ικά. Τα έχ ασ ε. Πλ ατύ χ αμόγ ελ ο, αλ λ ά σ τα μάτια της υπήρχ ε κάτι σ κλ ηρό». «Γιόζεφ, λ υπάμαι τόσ ο πολ ύ». Έσ βησ ε το τσ ιγ άρο του σ τον τοίχ ο της παμπ και άν αψ ε άλ λ ο. «Α, δεν είν αι σ πουδαίο πράγ μα. Περιμέν εις τώρα εσ ύ ν α πω: ''Aχ , είν αι έν α μικρό κορίτσ ι που ήρθε από τον τόπο μου”. Δ εν είμαι παιδί, Φρίν τα. Αυτοί που ήρθαν εδώ από τη χ ώρα μου δεν είν αι μόν ο υδραυλ ικοί και κομμώτριες». «Δ εν ξέρω τι ν α πω». «Δ εν λ έω και ότι είν αι καλ ή η δουλ ειά της. Είδα το διαμέρισ μά της. Είν αι βρόμικο και γ εμάτο
υγ ρασ ία. Και είδα τα σ ημάδια από ν αρκωτικά. Αυτό δεν είν αι καλ ό». «Θέλ εις ν α κάν ουμε κάτι γ ια ν α τη βοηθήσ ουμε;» «Α», είπε πάλ ι, απορρίπτον τας την ιδέα. «Ξεκιν άς έτσ ι και δεν καταλ ήγ εις πουθεν ά. Τα ξέρω αυτά. Είν αι άσ χ ημο ν α τα βλ έπω, όμως τα ξέρω». «Εγ ώ είμαι εκείν η που θα έπρεπε ν α τα κάν ει όλ α αυτά. Είν αι δικό μου πρόβλ ημα, όχ ι δικό σ ου». Ο Γιόζεφ κοίταξε με έγ ν οια τη Φρίν τα και κούν ησ ε το κεφάλ ι του αρν ητικά. «Δ εν είν αι καλ ό γ ια σ έν α ν α τα κάν εις αυτά τώρα», της είπε. «Δ εν είσ αι καλ ά. Είμασ τε και οι δύο λ υπημέν οι γ ι’ αυτήν , γ ια τη Μέρι. Αλ λ ά εσ ύ τραυματίσ τηκες κιόλ ας. Και δεν έγ ιν ες ακόμη καθόλ ου καλ ύτερα». «Είμαι μια χ αρά». Ο Γιόζεφ γ έλ ασ ε. «Αυτό το λ έν ε όλ οι, αλ λ ά δεν σ ημαίν ει τίποτα. ''Πώς είσ αι;” ''Είμαι μια χ αρά”». «Θέλ ω ν α σ ου πω ότι δεν υπάρχ ει λ όγ ος ν α αν ησ υχ είς. Και θέλ ω ακόμη ν α σ ου ζητήσ ω σ υγ γ ν ώμη που σ ε έκαν α ν α χ άσ εις την ώρα σ ου». «Να χ άσ ω την ώρα μου;» «Μα ν αι. Λυπάμαι που σ ε έσ υρα χ ωρίς λ όγ ο μέχ ρι εδώ πέρα». «Όχ ι. Όχ ι, δεν έχ ασ α την ώρα μου. Η μία από τις
γ υν αίκες, αυτή από τη Ρουμαν ία... Νομίζω πως είν αι από τη Ρουμαν ία. Και ν ομίζω ότι και αυτή παίρν ει ν αρκωτικά. Αυτό το βλ έπεις σ τα μάτια τους». «Καλ ά, όχ ι πάν τοτε...» «Εγ ώ το βλ έπω. Της μίλ ησ α γ ια τη Λίλ α σ ου. Νομίζω πως την ξέρει». «Τι εν ν οείς όταν λ ες “ν ομίζω”;» «Ξέρει μια Λίλ α». «Τι σ ου είπε γ ι’ αυτήν ;» «Την ξέρει λ ίγ ο. Αλ λ ά αυτή, η Λίλ α, δεν είν αι εν τελ ώς... Πώς το λ ες όταν κάποιος είν αι λ ίγ ο από κάτι αλ λ ά όχ ι εν τελ ώς;» «Περισ τασ ιακός;» «Περισ τασ ιακός;» Ο Γιόζεφ σ κέφτηκε γ ια λ ίγ ο τη λ έξη. «Ναι, ίσ ως. Αυτό το κορίτσ ι, η Μαρία, την ξέρει λ ίγ ο τη Λίλ α. Η Λίλ α είν αι και αυτή με τα ν αρκωτικά, έτσ ι ν ομίζω». Η Φρίν τα σ κέφτηκε κι εκείν η γ ια έν α λ επτό, προσ παθών τας ν α σ υν οψ ίσ ει αυτά που της είχ ε πει ο Γιόζεφ. «Ξέρει μήπως πού μπορούμε ν α τη βρούμε;» Ο Γιόζεφ σ ήκωσ ε τους ώμους του. «Δ εν την έχ ει δει εδώ και λ ίγ ο καιρό. Για δύο ή γ ια τρεις μήν ες. Αλ λ ά μπορεί ν α είν αι πιο λ ίγ ο ή πιο πολ ύ. Αυτά τα κορίτσ ια δεν είν αι όπως εμείς με
το χ ρόν ο». «Ξέρει πού πήγ ε η Λίλ α;» «Δ εν το ξέρει αυτό». «Μπορεί και ν α έφυγ ε γ ια πιο μακριά», είπε τελ ικά η Φρίν τα. «Δ εν θα ήξερα καν από πού ν ’ αρχ ίσ ω. Είν αι όλ α σ τη φαν τασ ία μου, Γιόζεφ. Υ ποθέτω όμως πως εδώ είν αι και το τέλ ος της αν αζήτησ ης». Εκείν η όμως τη σ τιγ μή πρόσ εξε έν α αμυδρό χ αμόγ ελ ο σ τα χ είλ η του Γιόζεφ. «Τι σ υμβαίν ει;» τον ρώτησ ε. «Αυτή η Λίλ α», της είπε εκείν ος. «Έχ ει έν α φιλ αράκο. Μπορεί φιλ αράκο από τα ν αρκωτικά ή το σ εξ». «Έμαθες το όν ομά του;» «Σέιν . Έν ας άν τρας που τον λ έν ε Σέιν ». «Σέιν », είπε η Φρίν τα. «Είχ ε κάποιο τηλ έφων ό του; Ή κάποια διεύθυν σ η;» «Όχ ι». «Ήξερε το άλ λ ο του όν ομα;» «Σέιν , μου είπε. Μόν ο Σέιν ». Η Φρίν τα σ κέφτηκε έν τον α γ ια λ ίγ ο και μουρμούρισ ε κάτι σ τον εαυτό της. «Τι είπες;» «Τίποτα, τίποτα ιδιαίτερο». Έκαν ες καλ ή δουλ ειά, Γιόζεφ. Είν αι καταπλ ηκτικό που μπόρεσ ες και το βρήκες αυτό. Δ εν πίσ τευα ότι θα
μπορούσ αμε ποτέ ν α βρούμε κάποια άκρη. Αλ λ ά τι κάν ουμε τώρα με αυτή την πλ ηροφορία;» Ο Γιόζεφ την κοίταξε με τα θλ ιμμέν α, κασ ταν ά μάτια του. «Τίποτα». «Τίποτα;» «Το ξέρω πως είν αι αν άγ κη σ ου ν α σ ώσ εις αυτό το κορίτσ ι. Αλ λ ά δεν μπορείς ν α το κάν εις. Τελ είωσ ε». «Τελ είωσ ε», επαν έλ αβε μελ αγ χ ολ ικά η Φρίν τα. «Ναι. Ίσ ως ν α έχ εις δίκιο». Εκείν ο το βράδυ, η Φρίν τα εφάρμοσ ε την τάπα σ την μπαν ιέρα της. Είχ ε αγ οράσ ει αφρόλ ουτρο γ ια ν α ρίξει σ την μπαν ιέρα και έν α κερί γ ια ν α το αν άψ ει. Εδώ και πολ ύ καιρό φαν ταζόταν τη σ τιγ μή που θα ξάπλ ων ε σ το αφρισ μέν ο ν ερό, σ τα σ κοτειν ά, με μον αδικό φωτισ μό αυτόν από το κερί της που θα έλ ιων ε σ ιγ ά-σ ιγ ά και από το φεγ γ άρι που θα έσ τελ ν ε τις αχ τίδες του μέσ α από το παράθυρο. Τώρα, όμως, που είχ ε φτάσ ει η πολ υπόθητη σ τιγ μή, αν ακάλ υψ ε πως δεν ήταν σ την κατάλ λ ηλ η διάθεσ η. Δ εν θα ήταν το μπάν ιο που ον ειρευόταν . Τράβηξε πάλ ι έξω την τάπα και αν τί γ ια το μπάν ιο της σ τάθηκε γ ια λ ίγ η ώρα κάτω από το ν τους, ίσ α γ ια ν α ξεπλ ύν ει από επάν ω της
την ημέρα που είχ ε περάσ ει. Το μπάν ιο της θα έπρεπε ν α περιμέν ει. Θα ήταν η αμοιβή της, το βραβείο της.
39 Προτού αν ακρίν ει τον Πολ Κέριγ καν , ο Κάρλ σ ον μίλ ησ ε σ το Sky pe με τον Μίκι και την Μπέλ α, καθισ μέν ος σ το γ ραφείο του και κοιτών τας πότε τις φωτογ ραφίες τους που τις είχ ε μπροσ τά του σ ε κορν ίζες και πότε τις φευγ αλ έες εικόν ες τους σ την οθόν η του υπολ ογ ισ τή. Τα παιδιά ήταν σ ε έξαψ η και η προσ οχ ή τους αποσ πασ μέν η. Δ εν ήθελ αν πραγ ματικά ν α μιλ ήσ ουν μαζί του και το βλ έμμα τους ταξίδευε σ υν εχ ώς σ ε κάτι που ήταν έξω από το δικό του οπτικό πεδίο. Η Μπέλ α του είπε γ ια μια καιν ούρια φίλ η της που την έλ εγ αν Μάρτα και είχ ε σ κύλ ο. Το μάγ ουλ ό της ήταν φουσ κωμέν ο από μια τεράσ τια καραμέλ α και ο Κάρλ σ ον δυσ κολ ευόταν ν α καταλ άβει αυτά που του έλ εγ ε. Ο Μίκι έσ τριβε σ υν εχ ώς το κεφάλ ι του γ ια ν α πει πιεσ τικά κάτι σ ε κάποιον άλ λ ο που βρισ κόταν σ το δωμάτιο. Ο Κάρλ σ ον δεν μπορούσ ε ν α σ κεφτεί καν έν α θέμα γ ια ν α σ υζητήσ ει μαζί τους. Τους μίλ ησ ε γ ια τον καιρό και τα ρώτησ ε γ ια το σ χ ολ είο, σ αν ν α ήταν κάποιος ηλ ικιωμέν ος θείος που δεν τον είχ αν σ υν αν τήσ ει παρά ελ άχ ισ τες φορές. Προσ πάθησ ε ν α τους κάν ει μια ασ τεία γ κριμάτσ α αλ λ ά εκείν α
δεν γ έλ ασ αν . Τελ είωσ ε την κλ ήσ η ν ωρίτερα απ’ ό,τι είχ ε προγ ραμματίσ ει και πήγ ε σ το αν ακριτικό γ ραφείο. Το πρόσ ωπο του Κέριγ καν ήταν ακόμη πρησ μέν ο από την επίθεσ η που είχ ε υποσ τεί. Υ πήρχ ε μια κιτριν οκόκκιν η μελ αν ιά σ το έν α του μάγ ουλ ο και τα χ είλ η του ήταν κομμέν α. Δ ιακρίν ον ταν επίσ ης σ ακούλ ες κόπωσ ης κάτω από τα μάτια του και βαθιές αυλ ακιές περιέβαλ λ αν το σ τόμα του, που ήταν χ αλ αρό σ αν το σ τόμα εν ός γ έρου. Ήταν αξύρισ τος, το κολ άρο του πουκαμίσ ου του ήταν βρόμικο και έν α από τα κουμπιά του ήταν ξεκούμπωτο, έτσ ι που άφην ε ν α φαν εί το σ τομάχ ι του, υπερβολ ικά λ ευκό και πλ αδαρό. Έτσ ι καθώς καθόταν σ το αν ακριτικό γ ραφείο, έδειχ ν ε σ υν τετριμμέν ος και ηττημέν ος. Το δέρμα κάτω από τα ρουθούν ια του ήταν κόκκιν ο και δεν μπορούσ ε ν α σ ταματήσ ει ν α ρουθουν ίζει, ν α βήχ ει και ν α φυσ ά τη μύτη του. Ο Κάρλ σ ον του ζήτησ ε άλ λ η μία φορά ν α πει τις κιν ήσ εις του την Τετάρτη 6 Απριλ ίου, ημέρα της δολ οφον ίας της Ρουθ Λέν οξ. Κρατούσ ε έν α τεράσ τιο λ ευκό μαν τίλ ι μέσ α σ το οποίο έκρυβε ολ όκλ ηρο το σ τραπατσ αρισ μέν ο πρόσ ωπό του. «Με σ υγ χ ωρείτε», ψ έλ λ ισ ε. «Αλ λ ά δεν
καταλ αβαίν ω γ ια ποιο λ όγ ο μου ξαν ακάν ετε τις ίδιες ερωτήσ εις. Μόλ ις βγ ήκα από το ν οσ οκομείο, ξέρετε». «Σας ρωτώ επειδή θέλ ω ν α ξεκαθαρίσ ω τα πράγ ματα. Και τα πράγ ματα δεν είν αι ακόμη ξεκάθαρα. Πού πήγ ατε μετά τη σ υν άν τησ ή σ ας με τη Ρουθ Λέν οξ;» «Σας είπα, επέσ τρεψ α σ το σ πίτι μου». «Τι ώρα;» «Νωρίς το απόγ ευμα. Έφαγ α βραδιν ό με την Ελ εάν α». Το σ τρογ γ υλ ό του πρόσ ωπο ζάρωσ ε. «Είχ ε φτιάξει και έν α γ λ υκό», είπε μαλ ακά σ αν το περιεχ όμεν ο του δείπν ου ν α ήταν το άλ λ οθί του. «Δ εν πήγ ατε σ πίτι σ ας παρά αργ ά το σ ούρουπο, κύριε Κέριγ καν ». «Τι εν ν οείτε;» «Η σ ύζυγ ός σ ας μας είπε ότι δεν επισ τρέψ ατε παρά όταν κόν τευε οκτώ η ώρα». «Η Ελ εάν α σ ας το είπε αυτό;» «Ναι. Και μας είπε ακόμη ότι κάν ατε αμέσ ως ν τους και πως ρίξατε τα ρούχ α σ ας σ το πλ υν τήριο». Ο Πολ Κέριγ καν κούν ησ ε αργ ά πάν ω-κάτω το κεφάλ ι του. «Αυτό δεν είν αι ακριβές», είπε. «Εμείς θέλ ουμε απλ ώς ν α μάθουμε τι κάν ατε από
τη σ τιγ μή που η Ρουθ Λέν οξ έφυγ ε πρώτη από το διαμέρισ μα μέχ ρι τη σ τιγ μή που επισ τρέψ ατε σ το σ πίτι σ ας, αρκετές ώρες αργ ότερα». «Είν αι πολ ύ θυμωμέν η μαζί μου. Θέλ ει ν α με τιμωρήσ ει. Δ εν μπορεί ν α μην το βλ έπετε αυτό». «Και μας λ έτε δηλ αδή ότι εκείν η ψ εύδεται σ χ ετικά με την ώρα που επισ τρέψ ατε σ το σ πίτι;» «Τα πάν τα κατασ τράφηκαν », είπε. «Η Ρουθ είν αι ν εκρή, η γ υν αίκα μου με μισ εί και οι γ ιοι μου με περιφρον ούν . Κι εκείν η θέλ ει τώρα ν α με τιμωρήσ ει». «Ξέρετε ποια μέθοδο αν τισ ύλ λ ηψ ης χ ρησ ιμοποιούσ ε η Ρουθ Λέν οξ;» τον ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . Ο Πολ Κέριγ καν αν οιγ όκλ εισ ε ξαφν ιασ μέν ος τα μάτια του. «Μέθοδο αν τισ ύλ λ ηψ ης; Μα σ ε τι αν αφέρεσ τε;» «Κοιμόσ ασ ταν μαζί της δέκα χ ρόν ια. Δ εν μπορεί ν α μην ξέρετε». «Ναι. Είχ ε σ πιράλ ». «Μου λ έτε λ οιπόν πως γ ν ωρίζατε ότι είχ ε σ πιράλ ». «Μόλ ις τώρα σ ας το είπα». «Κι όμως, η σ ύζυγ ός σ ας βρήκε προφυλ ακτικά σ το καλ άθι του ποδηλ άτου σ ας». Ο Κάρλ σ ον κοίταξε προσ εκτικά το πρησ μέν ο και κόκκιν ο
πρόσ ωπο του Κέριγ καν . «Αφού λ οιπόν η σ ύζυγ ός σ ας δεν είν αι πια γ όν ιμη και η Ρουθ Λέν οξ είχ ε σ πιράλ , γ ια ποιο λ όγ ο εσ είς ν α έχ ετε προφυλ ακτικά;» Μια μακρά σ ιωπή ακολ ούθησ ε αυτή την ερώτησ η. Ο Κάρλ σ ον περίμεν ε υπομον ετικά, σ χ εδόν με απάθεια. «Είν αι περίπλ οκο», είπε τελ ικά ο Κέριγ καν . «Καλ ύτερα λ οιπόν ν α μου το εξηγ ήσ ετε». «Αγ απώ τη γ υν αίκα μου. Αν και δεν θα το πισ τέψ ετε αυτό. Κι είχ αμε έν αν καλ ό γ άμο, μέχ ρι τώρα. Η Ρουθ δεν το άλ λ αζε αυτό. Είχ α δυο παράλ λ ηλ ες ζωές και δεν άλ λ αζαν η μία την άλ λ η. Αν η Ελ εάν α δεν είχ ε μάθει γ ια τη Ρουθ, τίποτα απ’ όλ α αυτά δεν θα είχ ε σ ημασ ία γ ια τη σ χ έσ η μας. Ήθελ α απλ ώς ν α προφυλ άξω το γ άμο μου από κάθε κακό». «Νόμιζα πως θα μας εξηγ ούσ ατε γ ια τα προφυλ ακτικά». «Δ εν ξέρω καν πώς ν α το εκσ τομίσ ω αυτό». «Δ εν έχ ετε όμως άλ λ η επιλ ογ ή». «Έχ ω κάποιες αν άγ κες που η γ υν αίκα μου δεν μπορεί ν α μου καλ ύψ ει». Ο Κάρλ σ ον είχ ε αρχ ίσ ει ν α αισ θάν εται σ χ εδόν αηδία, όμως έπρεπε ν α προχ ωρήσ ει με τη διαδικασ ία.
«Και γ ι’ αυτό υποθέτω είχ ατε και τη σ χ έσ η σ ας με τη Ρουθ Λέν οξ». Ο Κέριγ καν έκαν ε μια απελ πισ μέν η χ ειρον ομία. «Έτσ ι ήταν σ την αρχ ή. Έπειτα όμως κατάν τησ ε και αυτό σ αν έν ας ακόμη γ άμος. Μου άρεσ ε, με κάποιον τρόπο. Χρειαζόμουν όμως και κάτι άλ λ ο». «Και;» «Υ πάρχ ει και μια άλ λ η γ υν αίκα. Εδώ και λ ίγ ο καιρό». «Ποια είν αι;» «Είν αι απαραίτητο ν α μάθετε;» «Κύριε Κέριγ καν , δεν χ ρειάζεται ν α σ ας απασ χ ολ εί τι είν αι αν άγ κη ν α μάθω. Εσ είς απλ ώς απαν τήσ τε σ τις ερωτήσ εις μου». «Ον ομάζεται Σάμι Κεμπ. Σαμάν θα. Έκαν ε περισ τασ ιακά μια διοικητική εργ ασ ία σ την εταιρεία μου. Έτσ ι γ ν ωρισ τήκαμε. Απλ ώς περν ούσ αμε καλ ά». «Γν ώριζε η Ρουθ Λέν οξ γ ια τη σ χ έσ η σ ας με τη Σαμάν θα Κεμπ;» «Δ εν ήταν ακριβώς σ χ έσ η». «Γν ώριζε όμως;» «Ίσ ως ν α είχ ε υποψ ιασ τεί κάτι». «Θα έπρεπε ν α μας το είχ ατε πει ν ωρίτερα αυτό». «Δ εν έχ ει καμία σ χ έσ η με όλ α τα άλ λ α». «Σας έκαν ε κάποια κουβέν τα γ ι’ αυτό;»
«Μα τι περίμεν ε; Ήξερε πως δεν της ήμουν πισ τός. Ήξερε πως κοιμόμουν με τη γ υν αίκα μου. Επομέν ως...» Ο Κάρλ σ ον παραλ ίγ ο ν α βάλ ει τα γ έλ ια ακούγ ον τας αυτό το επιχ είρημα. «Αυτός ήταν σ ίγ ουρα έν ας έξυπν ος τρόπος ώσ τε σ χ εδόν ν α πείθετε τον εαυτό σ ας. Αλ λ ά η Ρουθ Λέν οξ δεν το είδε έτσ ι, σ ωσ τά;» «Μα και η ίδια καταλ άβαιν ε πως η σ χ έσ η μας είχ ε κάν ει τον κύκλ ο της». «Σκοπεύατε ν α την αφήσ ετε;» «Κατά τη δική της άποψ η, σ ίγ ουρα όχ ι», είπε πικρά ο Πολ Κέριγ καν προτού μπορέσ ει ν α σ ταματήσ ει τον εαυτό του. Μια κοκκιν ίλ α απλ ώθηκε σ ε όλ ο του το πρόσ ωπο. «Αφήσ τε με μια σ τιγ μή ν α το ξεκαθαρίσ ω αυτό. Είχ ατε εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η και με μια άλ λ η γ υν αίκα, τη Σαμάν θα Κεμπ, και θέλ ατε ν α τελ ειώσ ετε τη σ χ έσ η σ ας με τη Ρουθ Λέν οξ αλ λ ά εκείν η δεν το δεχ όταν αυτό». «Ήθελ α ν α είν αι αμοιβαίο. Χωρίς αλ λ ηλ οκατηγ όριες. Δ έκα καλ ά χ ρόν ια σ χ έσ ης. Δ εν το κατορθών ουν αυτό πολ λ οί άν θρωποι». «Αλ λ ά η Ρουθ Λέν οξ δεν το έβλ επε έτσ ι. Θύμωσ ε; Μήπως απείλ ησ ε ν α το πει και σ τη σ ύζυγ ό σ ας;» «Δ εν θα έκαν ε ποτέ κάτι τέτοιο».
«Μπορούμε ν α μείν ουμε έν α λ επτό σ ε αυτά που όν τως κάν ατε εσ είς αν τί γ ι’ αυτό που ισ χ υρίζεσ τε πως θα έκαν ε ή δεν θα έκαν ε εκείν η αν δεν είχ ε δολ οφον ηθεί;» «Ήμουν με τη Σαμ εκείν η την Τετάρτη». «Με τη Σαμάν θα Κεμπ;» «Ναι». «Κρίμα που δεν μας το είπατε ν ωρίτερα αυτό». «Σας το λ έω τώρα». «Ώσ τε λ οιπόν , μετά τη σ υν άν τησ η της Τετάρτης με τη Ρουθ Λέν οξ πήγ ατε σ ε έν α ακόμη κρυφό ραν τεβού, με τη Σαμάν θα Κεμπ». «Σε ποιο μέρος;» «Στο διαμέρισ μά της». «Θα χ ρειασ τώ περισ σ ότερα σ τοιχ εία γ ια ν α μπορέσ ω ν α επικοιν ων ήσ ω μαζί της». «Εκείν η δεν είχ ε καμία σ χ έσ η με όλ α αυτά». «Έχ ει τώρα». «Δ εν θα της αρέσ ει καθόλ ου αυτό». «Αν τιλ αμβάν εσ τε πως αυτό τα αλ λ άζει όλ α; Είχ ατε έν α μυσ τικό που το γ ν ώριζε μόν ο έν α πρόσ ωπο. Εσ είς και η Ρουθ Λέν οξ έπρεπε ν α εμπισ τεύεσ τε ο έν ας τον άλ λ ο. Και αυτό ήταν μάλ λ ον εύκολ ο όσ ο διάσ τημα θέλ ατε και οι δύο ν α σ υν εχ ίσ ετε τη σ χ έσ η σ ας. Επί δέκα χ ρόν ια προσ τατεύατε ο έν ας τον άλ λ ο από την
πιθαν ότητα ν α αποκαλ υφθεί αυτή η σ χ έσ η. Το πρόβλ ημα προέκυψ ε όταν εσ είς θελ ήσ ατε ν α την τελ ειώσ ετε». «Δ εν ήταν έτσ ι ακριβώς». «Είχ ε πια δύν αμη επάν ω σ ας». «Κάν ετε λ άθος. Δ εν απείλ ησ ε ν α με εκθέσ ει, και άλ λ ωσ τε εγ ώ ήμουν με τη Σαμάν θα Κεμπ από τη σ τιγ μή που έφυγ α από το διαμέρισ μα μέχ ρι τη σ τιγ μή που επέσ τρεψ α σ το σ πίτι μου. Ελ έγ ξτε το, αν δεν με πισ τεύετε». «Μην αν ησ υχ είτε, θα το ελ έγ ξουμε». «Αν τελ ειώσ αμε, έχ ω δουλ ειά». Σηκώθηκε παρασ ύρον τας λ ίγ ο μαζί του την καρέκλ α και γ δέρν ον τας το δάπεδο. Ο Κάρλ σ ον τον κοίταξε και περίμεν ε, ώσ που τελ ικά ο Κέριγ καν εξευτέλ ισ ε ακόμη περισ σ ότερο τον εαυτό του. «Δ εν έκαν α τίποτα κακό, εκτός από το ότι υπήρξα αν όητος», είπε. «Μας είπατε ψ έματα». «Αλ λ ά όχ ι επειδή σ κότωσ α εγ ώ τη Ρουθ. Την αγ απούσ α». «Όμως σ χ εδιάζατε ν α την αφήσ ετε;» «Δ εν το σ χ εδίαζα, με τον τρόπο που το εν ν οείτε. Είχ α απλ ώς καταλ άβει πως τα πράγ ματα όδευαν σ ε έν α τέλ ος». «Θα μπορούσ ε ν α έχ ει κατασ τρέψ ει το γ άμο
σ ας». «Όπως και το έκαν ε, έτσ ι δεν είν αι; Ακόμη και πέρα από τον τάφο της». «Με ποιον τρόπο θα σ ας αν άγ καζε ν α μην την αφήσ ετε;» «Σας είπα ήδη ότι δεν σ κόπευε ν α με αν αγ κάσ ει. Ήταν απλ ώς θυμωμέν η. Δ ιασ τρεβλ ών ετε τα λ όγ ια μου γ ια ν α ταιριάζουν με τις υποψ ίες σ ας». «Νομίζω πως εξακολ ουθείτε ν α μας κρύβετε πλ ηροφορίες. Αλ λ ά σ το τέλ ος θα τα αν ακαλ ύψ ουμε όλ α». «Δ εν υπάρχ ει τίποτε άλ λ ο ν α αν ακαλ ύψ ετε». «Θα δούμε». «Σας λ έω πως δεν υπάρχ ει τίποτε άλ λ ο. Κάτω από όλ ο αυτό το χ άλ ι, δεν υπάρχ ει τίποτα παρά περισ σ ότερο χ άλ ι». Πιο πέρα σ το διάδρομο, η Ιβέτ αν έκριν ε τον Ζακς Γκριν , το φίλ ο της Τζούν τιθ Λέν οξ. Εργ αζόταν με ημιαπασ χ όλ ησ η σ ε μια εταιρεία ηλ εκτρον ικών υπολ ογ ισ τών που είχ ε την έδρα της σ ε μια μεταποιημέν η αποθήκη ακριβώς μετά τη Σόρεν τιτς Χάι Στριτ. Ήταν έν ας ψ ηλ ός, αδύν ατος άν τρας και οι κόρες των σ χ εδόν κίτριν ων ματιών του ήταν πολ ύ μικρές. Οι καρποί των χ εριών του ήταν οσ τεώδεις, τα δάχ τυλ ά του κιτριν ισ μέν α από τη
ν ικοτίν η και τα κασ ταν ά μαλ λ ιά του ήταν κουρεμέν α πολ ύ κον τά σ το κραν ίο. Η Ιβέτ μπορούσ ε ν α δει μια ουλ ή σ ε σ χ ήμα V που ξεκιν ούσ ε από την κορυφή του κεφαλ ιού του και έφταν ε μέχ ρι επάν ω από το καλ οσ χ ηματισ μέν ο αρισ τερό του αυτί. Είχ ε χ είλ η τριαν ταφυλ λ έν ια και κον τυλ ογ ραμμέν α φρύδια, σ αν γ υν αικεία, έν α σ κουλ αρίκι σ τη μύτη του και έν α τατουάζ που μόλ ις διακριν όταν επάν ω από το πουκάμισ ό του. Το καθετί επάν ω του ήταν μια αν τίφασ η σ ε σ χ έσ η με όλ α τα άλ λ α: έδειχ ν ε σ υγ χ ρόν ως μαλ ακός αλ λ ά και τραχ ύς, αδύν αμος και επιθετικός, πιο μεγ άλ ος από τα χ ρόν ια του αλ λ ά και πολ ύ ν εότερος. Μύριζε λ ουλ ούδια και ταμπάκο. Φορούσ ε έν α πουκάμισ ο σ ε χ ρώμα απαλ ό πράσ ιν ο και βαριές σ τρατιωτικές μπότες. Ήταν με έν αν αλ λ όκοτο τρόπο ελ κυσ τικός και σ υγ χ ρόν ως αν ατριχ ιασ τικός, κι έκαν ε την Ιβέτ ν α ν ιώθει άκομψ η και βαθιά αβέβαιη γ ια τον εαυτό της. «Το ξέρω πως θεωρητικά είν αι παράν ομο...» «Όχ ι. Όχ ι απλ ώς θεωρητικά. Από όλ ες τις απόψ εις, είν αι εν τελ ώς παράν ομο». «Αλ λ ά από πού σ υμπεραίν ετε πως είχ αμε και σ εξουαλ ικές επαφές;» «Η Τζούν τιθ Λέν οξ λ έει πως είχ ατε. Αν ψ εύδεται, ν α μας το πείτε».
«Και από πού σ υμπεραίν ετε πως εγ ώ γ ν ώριζα την ηλ ικία της;» «Πόσ ων ετών είσ τε εσ είς;» «Είκοσ ι οκτώ». «Η Τζούν τιθ Λέν οξ είν αι δεκαπέν τε». «Φαίν εται μεγ αλ ύτερη». «Είν αι πολ ύ μεγ άλ η διαφορά ηλ ικίας». «Η Τζουν τ είν αι μια ν εαρή γ υν αίκα. Ξέρει τι θέλ ει». «Είν αι κορίτσ ι». Σήκωσ ε ελ αφρά, σ χ εδόν αν επαίσ θητα, τον έν αν ώμο του. «Αυτό που έχ ει σ ημασ ία είν αι η δύν αμη, δεν ν ομίζετε;» είπε. «Ο ν όμος υπάρχ ει γ ια ν α προλ αβαίν ει την κατάχ ρησ η της δύν αμης. Στη δική μας περίπτωσ η, δεν υπάρχ ει κάτι τέτοιο. Όπως το βλ έπω εγ ώ, είμασ τε και οι δύο εν ήλ ικοι που σ υν αιν ούν ». «Παραμέν ει όμως γ εγ ον ός πως εκείν η είν αι αν ήλ ικη. Είσ τε έν οχ ος γ ια εγ κλ ηματική εν έργ εια». Για μια φευγ αλ έα σ τιγ μή, η αν ησ υχ ία έσ πασ ε την ατάραχ η επιφάν εια. Το πρόσ ωπό του ζάρωσ ε. «Αυτός είν αι ο λ όγ ος γ ια τον οποίο βρίσ κομαι εδώ;» «Βρίσ κεσ τε εδώ επειδή η μητέρα της δολ οφον ήθηκε».
«Κοιτάξτε. Λυπάμαι πολ ύ γ ι’ αυτό, όμως δεν βλ έπω τι σ χ έσ η έχ ω εγ ώ». «Είχ ατε γ ν ωρίσ ει ποτέ σ ας την κυρία Λέν οξ;» «Την είχ α δει. Αλ λ ά δεν είχ αμε γ ν ωρισ τεί». «Και δεν γ ν ώριζε γ ια τη σ χ έσ η σ ας με την κόρη της;» «Η Τζούν τιθ πίσ τευε ότι δεν θα καταλ άβαιν ε. Κι εγ ώ δεν είχ α λ όγ ο ν α διαφων ήσ ω σ ε αυτό». «Είσ τε απόλ υτα σ ίγ ουρος ότι δεν γ ν ωρισ τήκατε ποτέ;» «Νομίζω πως θα το θυμόμουν ». «Και πισ τεύετε πως η κυρία Λέν οξ αγ ν οούσ ε την ύπαρξή σ ας». «Απ’ όσ ο ξέρω». «Υ ποψ ιαζόταν όμως ότι η Τζούν τιθ είχ ε κάποια ερωτική σ χ έσ η;» «Εγ ώ δεν σ υν άν τησ α ποτέ μου αυτή τη γ υν αίκα. Γιατί δεν ρωτάτε την Τζουν τ;» «Ρωτώ εσ άς», είπε κοφτά η Ιβέτ. Τον είδε ν α χ αμογ ελ ά πάλ ι με εκείν ο το αδιόρατο χ αμόγ ελ ό του. «Απ’ ό,τι γ ν ωρίζω εγ ώ, δεν υποπτευόταν . Αλ λ ά οι μητέρες έχ ουν τον τρόπο τους ν α καταλ αβαίν ουν κάποια πράγ ματα, έτσ ι δεν είν αι; Ίσ ως λ οιπόν ν α είχ ε αν τιλ ηφθεί πως κάτι σ υν έβαιν ε».
«Πού βρισ κόσ ασ ταν το απόγ ευμα της δολ οφον ίας της – την Τετάρτη 6 Απριλ ίου;» «Τι πράγ μα; Πισ τεύετε σ τα σ οβαρά πως θα σ κότων α κάποιον μόν ο και μόν ο επειδή δεν ήθελ α ν α μάθει γ ια τη σ χ έσ η μου με την κόρη της;» «Αυτή η σ χ έσ η ήταν ποιν ικό αδίκημα. Θα μπορούσ ατε ν α πάτε φυλ ακή». «Όλ α αυτά είν αι αν οησ ίες. Η Τζουν τ είν αι σ χ εδόν δεκαέξι ετών . Δ εν είν αι παιδάκι με κοτσ ιδάκια και γ δαρμέν α γ όν ατα. Την έχ ετε δει. Είν αι υπέροχ η. Τη σ υν άν τησ α σ ε έν α κλ αμπ. Στο οποίο, ας σ ημειωθεί, πρέπει ν α έχ εις σ υμπλ ηρώσ ει τα δεκαοχ τώ γ ια ν α μπεις. Και ν α δείξεις την ταυτότητά σ ου σ την είσ οδο». «Εδώ και πόσ ο καιρό τα έχ ετε μπλ έξει μαζί της;» «Τι εν ν οείτε “τα έχ ω μπλ έξει”;» Έκλ εισ ε τα μάτια του. Η Ιβέτ αν αρωτήθηκε αν εκείν ος μπορούσ ε ν α ν ιώσ ει τον παλ μό της αν τιπάθειάς της από εκεί που καθόταν . «Τη σ υν άν τησ α πριν από εν ν έα εβδομάδες», είπε. «Δ εν έχ ει περάσ ει και πολ ύς καιρός, έτσ ι δεν είν αι;» «Κι εκείν η ξεκίν ησ ε ν α παίρν ει αν τισ υλ λ ηπτικά;» «Θα πρέπει ν α ρωτήσ ετε την ίδια γ ι’ αυτό». «Και είσ τε ακόμη μαζί;» «Δ εν ξέρω».
«Δ εν ξέρετε;» «Όχ ι. Αυτή είν αι η αλ ήθεια». Για μια σ τιγ μή, η μάσ κα του φάν ηκε ν α γ λ ισ τρά από επάν ω του. «Δ εν άν τεχ ε ούτε ν α με αγ γ ίζει. Δ εν ήθελ ε ούτε ν α την αγ καλ ιάζω. Νομίζω ότι ν ιώθει πως είν αι αυτή υπεύθυν η γ ια ό,τι έγ ιν ε. Έχ ει λ ογ ική αυτό;» «Ναι». «Και αυτό με κάποιον τρόπο με καθισ τά κι εμέν α επίσ ης υπεύθυν ο». «Έτσ ι λ οιπόν ». «Όχ ι υπεύθυν ο με την κυριολ εκτική έν ν οια», πρόσ θεσ ε βιασ τικά. «Όχ ι». «Γι’ αυτό, ειλ ικριν ά πισ τεύω ότι η σ χ έσ η μας τελ είωσ ε. Θα πρέπει ν α είσ τε ευχ αρισ τημέν η. Είμαι πάλ ι ν όμιμος». «Δ εν είν αι ακριβώς έτσ ι», αποκρίθηκε η Ιβέτ. Εκείν ο το απόγ ευμα, χ τύπησ ε το κουδούν ι σ το σ πίτι των Λέν οξ. Ο Ράσ ελ Λέν οξ το άκουσ ε από το επάν ω μέρος του σ πιτιού και περίμεν ε ν α πάει κάποιος ν ’ αν οίξει την πόρτα. Όμως ο Τεν τ έλ ειπε και σ κέφτηκε ότι μάλ λ ον και η Τζούν τιθ θα έλ ειπε – αν και αυτό ήταν κάτι που θα ’πρεπε ν α το γ ν ωρίζει με βεβαιότητα. Η Ρουθ σ ίγ ουρα θα ήξερε αν η μία κόρη τους έλ ειπε από το σ πίτι. Η Ντόρα βρισ κόταν
σ το δωμάτιό της και είχ ε ήδη πλ αγ ιάσ ει. Και, γ ια μία φορά επιτέλ ους, η Λουίζ Βέλ ερ δεν ήταν εκεί ν α σ κουπίζει με το μωρό της τυλ ιγ μέν ο γ ύρω της ή ν α βάζει ασ ταμάτητα ταψ ιά σ το φούρν ο. Το κουδούν ι χ τύπησ ε άλ λ η μία φορά και ο Ράσ ελ αν ασ τέν αξε και κατέβηκε τη σ κάλ α με βαριά βήματα. Δ εν αν αγ ν ώρισ ε τη γ υν αίκα που σ τεκόταν σ το κατώφλ ι κι εκείν η δεν βιάσ τηκε ν α του σ υσ τηθεί, απλ ώς τον κοιτούσ ε επίμον α σ αν ν α αν αζητούσ ε κάτι. Ήταν ψ ηλ ή και περισ σ ότερο οσ τεώδης παρά αδύν ατη, με μακριά μαλ λ ιά δεμέν α χ αλ αρά πίσ ω και γ υαλ ιά που κρέμον ταν γ ύρω από το λ αιμό της με μια αλ υσ ίδα. Φορούσ ε μακριά φούσ τα με μπαλ ώματα και σ κούρο σ τρίφωμα. «Σκέφτηκα πως έπρεπε ν α έρθω». «Με σ υγ χ ωρείτε… ποια είσ τε;» Δ εν απάν τησ ε αμέσ ως, αλ λ ά σ ήκωσ ε απλ ώς τα φρύδια της σ αν η ερώτησ η ν α τη διασ κέδαζε. «Θα ’πρεπε ν α με αν αγ ν ωρίσ ετε», είπε τελ ικά. «Είμαι η σ ύν τροφός σ ας σ την ταπείν ωσ η». «Ω! Δ ηλ αδή είσ τε η...» «Ελ εάν α Κέριγ καν », του είπε και του έτειν ε το μακρύ λ επτό χ έρι της, το οποίο ο Ράσ ελ έπιασ ε με το δικό του και μετά δεν ήξερε πώς ν α το αφήσ ει. «Αλ λ ά γ ια ποιο λ όγ ο είσ τε εδώ;» τη ρώτησ ε. «Τι θέλ ετε;»
«Τι θέλ ω; Να σ ας δω, υποθέτω. Να δω πώς είν αι η όψ η σ ας». «Και πώς είν αι η όψ η μου;» «Δ είχ ν ετε σ υν τετριμμέν ος», του είπε και ξαφν ικά από τα μάτια του Ράσ ελ άρχ ισ αν ν α κυλ ούν δάκρυα. «Και είμαι». «Στην πραγ ματικότητα, όμως, εγ ώ ήρθα εδώ γ ια ν α σ ας ευχ αρισ τήσ ω». «Να με ευχ αρισ τήσ ετε; Αλ λ ά γ ια ποιο πράγ μα;» «Για το ότι χ τυπήσ ατε τον άν τρα μου». «Δ εν γ ν ωρίζω γ ια ποιο πράγ μα μιλ άτε». «Του χ αρίσ ατε έν α υπέροχ ο μαυρισ μέν ο μάτι». «Κάν ετε λ άθος, δεν ήμουν εγ ώ». «Και πρησ μέν α χ είλ η, ώσ τε ν α μην μπορεί ν α μιλ ήσ ει καν ον ικά. Κι έτσ ι δεν είμαι πια αν αγ κασ μέν η ν α ακούω τα ψ έματά του». «Κυρία Κέριγ καν ...» «Να με λ έτε Ελ εάν α. Κάν ατε αυτό που ήθελ α ν α κάν ω κι εγ ώ. Σας είμαι ευγ ν ώμων ». Για μια σ τιγ μή ο Ράσ ελ έκαν ε ν α διαμαρτυρηθεί πάλ ι, έπειτα όμως το πρόσ ωπό του μαλ άκωσ ε σ ε έν α χ αμόγ ελ ο. «Ήταν ευχ αρίσ τησ ή μου», της είπε. «Καλ ύτερα ν α περάσ ετε μέσ α. Ίσ ως ν α είσ τε το μον αδικό άτομο σ τον κόσ μο σ το οποίο θέλ ω ν α μιλ ήσ ω».
40 Αυτή τη φορά δεν χ ρειάσ τηκε καν ν α χ τυπήσ ει το κουδούν ι η Φρίν τα. Ο Λόρεν ς Ντάους βρισ κόταν μπροσ τά από το σ πίτι, σ υν τροφιά με έν αν άλ λ ον άν τρα. Ο Ντάους ήταν αν εβασ μέν ος σ ε μια μικρή φορητή σ κάλ α και ο άλ λ ος άν τρας την κρατούσ ε. Όταν η Φρίν τα πλ ησ ίασ ε και χ αιρέτησ ε, εκείν ος σ τράφηκε, χ αμογ έλ ασ ε και κατέβηκε προσ εκτικά τη σ κάλ α. «Με σ υγ χ ωρείτε», της είπε. «Ξέχ ασ α το όν ομά σ ας». Η Φρίν τα του ξαν αείπε το όν ομά της κι εκείν ος έν ευσ ε σ αν ν α το θυμήθηκε. «Είμαι φριχ τός με τα ον όματα. Σας ζητώ ν α με σ υγ χ ωρήσ ετε. Φυσ ικά, σ ας θυμάμαι πολ ύ καλ ά. Αυτός είν αι ο φίλ ος μου ο Τζέρι. Με βοηθά με τον κήπο μου και τον βοηθώ κι εγ ώ με τον δικό του, κι έπειτα πίν ουμε μαζί έν α ποτό γ ια ν α το γ ιορτάσ ουμε. Τζέρι, η κυρία αυτή είν αι ψ υχ ίατρος, γ ι’ αυτό πρόσ εξε πολ ύ τι θα πεις». Ο Τζέρι είχ ε την ίδια περίπου ηλ ικία με τον Λόρεν ς Ντάους, αλ λ ά σ την εμφάν ισ η ήταν εν τελ ώς διαφορετικός. Φορούσ ε έν α καρό σ ορτς
που του έφταν ε ως τα γ όν ατα, κι έν α κον τομάν ικο μπλ ουζάκι που ήταν επίσ ης καρό αλ λ ά άλ λ ου είδους, έτσ ι που σ χ εδόν έμοιαζε ολ όκλ ηρος σ αν ν α τρεμόφεγ γ ε. Τα πόδια και τα μπράτσ α του ήταν αδύν ατα και ν ευρώδη, και βαθιά μαυρισ μέν α από τον ήλ ιο. Είχ ε έν α κον τό γ κρίζο μουσ τάκι, αν επαίσ θητα ασ ύμμετρο. «Είσ τε γ είτον ες;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Σχ εδόν », αποκρίθηκε ο Τζέρι. «Μοιραζόμασ τε το ίδιο ποτάμι». «Ο Τζέρι μέν ει λ ίγ α σ πίτια πιο πάν ω από εμέν α σ το ποτάμι», είπε ο Ντάους. «Μπορεί ν α μολ ύν ει το ποτάμι μου, αλ λ ά εγ ώ δεν μπορώ ν α μολ ύν ω το δικό του». «Γερο-ξεκούτη», ασ τειεύτηκε ο Τζέρι. «Περιποιούμασ ταν λ ίγ ο τις τριαν ταφυλ λ ιές μου», εξήγ ησ ε ο Ντάους. «Έχ ουν αρχ ίσ ει ν α αν αρριχ ών ται αρκετά και προσ παθούμε τώρα ν α τις διαμορφώσ ουμε. Ξέρετε, τριαν τάφυλ λ α ν α πλ αισ ιών ουν την πόρτα. Σας αρέσ ουν τα τριαν τάφυλ λ α;» «Ναι, φαν τάζομαι πως μ’ αρέσ ουν », είπε η Φρίν τα. «Ετοιμαζόμασ ταν ν α πάρουμε το τσ άι μας», είπε ο Ντάους. «Α ν αι;» ρώτησ ε ο Τζέρι.
«Πάν τοτε είμασ τε έτοιμοι γ ια λ ίγ ο τσ άι. Είτε μόλ ις το έχ ουμε πιει είτε ετοιμαζόμασ τε ν α πιούμε, ή ακόμη και τα δύο σ υγ χ ρόν ως. Θα θέλ ατε ν α μας κάν ετε παρέα;» «Μόν ο γ ια λ ίγ α λ επτά», απάν τησ ε η Φρίν τα. «Δ εν θέλ ω ν α σ ας απασ χ ολ ήσ ω από τη δουλ ειά σ ας». Ο Ντάους μάζεψ ε τη σ κάλ α του. «Τα παιδιά θα κλ οτσ ήσ ουν οτιδήποτε μπορεί ν α μετακιν ηθεί», είπε και προχ ώρησ αν όλ οι μαζί προς τον πίσ ω κήπο περν ών τας από το εσ ωτερικό του σ πιτιού. Η Φρίν τα κάθισ ε σ το παγ κάκι και οι δυο άν τρες έφεραν από το σ πίτι φλ ιτζάν ια, την τσ αγ ιέρα, έν α καν ατάκι γ άλ α και έν α πιάτο γ εμάτο μπισ κότα σ οκολ άτας. Τα ακούμπησ αν όλ α σ ε έν α μικρό ξύλ ιν ο τραπέζι. Ο Ντάους σ έρβιρε τσ άι και έδωσ ε έν α φλ ιτζάν ι σ τη Φρίν τα. «Ξέρω τι σ κέφτεσ τε», δήλ ωσ ε. «Τι;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Είσ τε ψ υχ ίατρος». «Ψυχ οθεραπεύτρια, γ ια την ακρίβεια...» «Κάθε φορά που έρχ εσ τε, με βρίσ κετε ν α καταπιάν ομαι με το σ πίτι. Σκάβω τον κήπο, φτιάχ ν ω τις τριαν ταφυλ λ ιές ν α δείχ ν ουν όμορφες. Αυτό που σ κέφτεσ τε είν αι πως αισ θάν ομαι ότι αν κάν ω το σ πίτι μου αρκετά όμορφο, η κόρη μου θα
θέλ ει ν α επισ τρέψ ει κον τά μου». Ρούφηξε το τσ άι του. «Υ ποθέτω ότι αυτό είν αι έν α από τα προβλ ήματα που έχ ει καν είς όταν κάν ει τη δική σ ας δουλ ειά». «Ποιο, δηλ αδή;» «Δ εν μπορεί ποτέ ν α καθίσ ει σ ε έν αν κήπο και ν α ευχ αρισ τηθεί έν α ωραίο φλ ιτζάν ι τσ άι και μια φυσ ιολ ογ ική σ υζήτησ η. Οι άν θρωποι σ κέφτον ται ότι, ν α, αν πω αυτό, τότε θα σ κεφτεί πως το λ έω γ ια κάποιο λ όγ ο, κι αν πω το άλ λ ο πάλ ι θα σ κεφτεί πως το λ έω γ ια κάποιον άλ λ ο λ όγ ο... Θα πρέπει ν α είν αι δύσ κολ ο γ ια εσ άς ν α περάσ ετε λ ίγ η ώρα χ ωρίς ν α εργ άζεσ τε». «Δ εν σ κεφτόμουν αυτό, όμως. Πραγ ματικά, απλ ώς έπιν α το τσ άι μου και δεν σ κεφτόμουν καθόλ ου γ ιατί κάν ετε αυτά που κάν ετε». «Καλ ό αυτό», σ χ ολ ίασ ε ο Ντάους. «Και τι σ κεφτόσ ασ ταν , λ οιπόν ;» «Το ποταμάκι σ το πίσ ω μέρος του κήπου σ ας. Αν αρωτιόμουν αν θα μπορούσ α ν α το ακούσ ω από εδώ, όμως δεν μπορώ». «Όταν έχ ει πέσ ει περισ σ ότερη βροχ ή, τότε ακούγ εται ακόμη και μέσ α σ το σ πίτι. Πάρτε έν α μπισ κότο». Έσ πρωξε το πιάτο προς το μέρος της Φρίν τα, αλ λ ά εκείν η κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι της.
«Είμαι μια χ αρά». «Δ εν φαίν εσ τε μια χ αρά, όμως», αποκρίθηκε ο Ντάους. «Δ είχ ν ετε ν α χ ρειάζεσ τε λ ίγ ο περισ σ ότερο φαγ ητό. Τι λ ες κι εσ ύ, Τζέρι;» «Μην τον αφήν ετε ν α σ ας βασ αν ίζει», μπήκε σ τη μέσ η ο Τζέρι. «Είν αι σ αν τη γ ριά μάν α μου. Πάν τοτε θέλ ει ν α μην αφήν ει καν είς τίποτα σ το πιάτο του». Κάθισ αν γ ια λ ίγ α λ επτά σ ιωπηλ οί. Η Φρίν τα ν όμιζε πως μπορούσ ε μόλ ις ν ’ ακούσ ει το απαλ ό κελ άρυσ μα του ποταμού. «Λοιπόν , τι σ ας φέρν ει εδώ;» ρώτησ ε τελ ικά ο Ντάους. «Έχ ετε πάλ ι ρεπό;» «Αυτή την περίοδο δεν εργ άζομαι καν ον ικά. Είμαι γ ια λ ίγ ο καιρό εκτός δουλ ειάς». Ο Ντάους σ έρβιρε λ ίγ ο ακόμη τσ άι και γ άλ α σ το φλ ιτζάν ι της. «Ξέρετε τι ν ομίζω εγ ώ;» της είπε. «Νομίζω ότι σ ταματήσ ατε γ ια λ ίγ ο ν α εργ άζεσ τε επειδή σ ας σ υν έσ τησ αν ν α ξεκουρασ τείτε. Κι αν τί γ ι’ αυτό, τριγ υρν άτε εδώ κι εκεί ψ άχ ν ον τας». «Αν ησ υχ ώ λ ίγ ο γ ια την κόρη σ ας», του είπε η Φρίν τα. «Σας φαίν εται λ ογ ικό αυτό;» Το χ αμόγ ελ ο έσ βησ ε από το πρόσ ωπο του Ντάους. «Εγ ώ αν ησ υχ ούσ α γ ι’ αυτήν από τη σ τιγ μή που
γ εν ν ήθηκε. Μπορώ ν α θυμηθώ πολ ύ καθαρά την πρώτη φορά που την αν τίκρισ α: ήταν ξαπλ ωμέν η σ ε έν α κρεβατάκι δίπλ α σ το κρεβάτι της γ υν αίκας μου, σ το θάλ αμο του μαιευτηρίου. Έσ κυψ α ν α την κοιτάξω, και είδα πως είχ ε έν α λ ακκάκι σ το πιγ ούν ι της, όπως κι εγ ώ. Κοιτάξτε». Άγ γ ιξε την άκρη του πιγ ουν ιού του. «Και της είπα τότε, ή το είπα σ τον ίδιο μου τον εαυτό, πως θα την προσ τάτευα πάν τοτε. Θα φρόν τιζα ν α μην της σ υμβεί ποτέ καν έν α κακό. Και απέτυχ α. Υ ποθέτω ότι είν αι αδύν ατον ν α προσ τατεύσ εις έτσ ι έν α παιδί, όχ ι από τη σ τιγ μή που μεγ αλ ών ει. Αλ λ ά εγ ώ απέτυχ α όσ ο περισ σ ότερο είν αι δυν ατόν ν α αποτύχ ει κάποιος». Η Φρίν τα κοίταξε τους δυο άν τρες. Ο Τζέρι είχ ε καρφωμέν ο το βλ έμμα σ το τσ άι του. Ίσ ως ν α ήταν η πρώτη φορά που άκουγ ε το φίλ ο του ν α εκφράζεται τόσ ο αν οιχ τά και σ υν αισ θηματικά. «Ο λ όγ ος που βρίσ κομαι εδώ», είπε τότε η Φρίν τα, «είν αι επειδή ήθελ α ν α σ ας πω τι έκαν α. Έλ πιζα πως θα έβρισ κα την κόρη σ ας, αλ λ ά δεν κατόρθωσ α και πολ λ ά πράγ ματα. Πήρα κάποιες πλ ηροφορίες από έν α άτομο που τη γ ν ώριζε λ ίγ ο». «Ποιο άτομο;» «Έν α κορίτσ ι που το λ έν ε Μαρία. Δ εν τη σ υν άν τησ α καν εγ ώ η ίδια, επομέν ως σ ας τα
μεταφέρω όπως μου τα είπαν κι εμέν α. Φαίν εται όμως ότι το κορίτσ ι αυτό αν έφερε κάποιον άν τρα ον όματι Σέιν που είχ ε κάποιο είδος φιλ ίας με την κόρη σ ας. Ή, τουλ άχ ισ τον , σ υν δεόταν μαζί της με κάποιον τρόπο. Δ εν γ ν ωρίζω το άλ λ ο του όν ομα και δεν ξέρω και τίποτε άλ λ ο γ ι’ αυτόν . Αν αρωτιέμαι αν εσ άς σ ας λ έει κάτι αυτό το όν ομα». «Σέιν ;» ρώτησ ε ο Ντάους. «Μήπως ήταν το αγ όρι της;» «Δ εν ξέρω. Μόν ο έν α όν ομα έχ ω σ τα χ έρια μου. Μπορεί ν α ήταν έν ας φίλ ος της ή ν α είχ αν κάποιου είδους σ υν εργ ασ ία. Μπορεί ακόμη και όλ α αυτά ν α είν αι μια παραν όησ η. Αυτό το κορίτσ ι, η Μαρία, δεν ήταν και πολ ύ σ αφής, απ’ ό,τι κατάλ αβα». Ο Ντάους κούν ησ ε αργ ά το κεφάλ ι του. «Δ εν γ ν ωρίζω καν έν αν με αυτό το όν ομα. Όπως σ ας είπα όμως και την προηγ ούμεν η φορά που ήρθατε, τα τελ ευταία χ ρόν ια δεν είχ α ιδέα σ χ ετικά με τις παρέες της κόρης μου. Νομίζω ότι ζούσ ε πια σ ε έν αν διαφορετικό κόσ μο. Τα μον αδικά ον όματα που ξέρω εγ ώ είν αι φίλ οι της από το σ χ ολ είο, αλ λ ά έκοψ ε τις επαφές με όλ ους τους σ υμμαθητές και τις σ υμμαθήτριές της». «Κύριε Ντάους...» «Ας μιλ άμε καλ ύτερα σ τον εν ικό. Λέγ ε με απλ ώς Λάρι, σ ε παρακαλ ώ».
«Λάρι, ήρθα με την ελ πίδα ν α θελ ήσ εις ν α μου δώσ εις κάποια ον όματα παλ ιών φίλ ων της. Αν μιλ ήσ ω μαζί τους, ίσ ως ν α μπορέσ ω ν α μάθω κάποιες πλ ηροφορίες». Ο Ντάους έριξε έν α έν τον ο βλ έμμα σ το φίλ ο του προτού της απαν τήσ ει. «Λυπάμαι», της είπε. «Είμαι σ ίγ ουρος πως είσ αι καλ ός άν θρωπος και με σ υγ κιν εί όποιος εν διαφέρεται γ ια την κόρη μου. Ο Θεός το ξέρει, αλ ίμον ο, οι περισ σ ότεροι την έχ ουν ήδη ξεχ άσ ει. Αλ λ ά αν υποψ ιάζεσ αι κάτι, γ ιατί δεν πας σ την ασ τυν ομία;» «Επειδή όλ α κι όλ α που έχ ω είν αι αυτά: υποψ ίες, διαισ θήσ εις. Γν ωρίζω αν θρώπους σ την ασ τυν ομία και ξέρω ότι αυτά δεν είν αι αρκετά γ ια ν α κάν ουν κάτι». «Κι όμως, ήρθες δύο φορές μέχ ρι εδώ απλ ώς και μόν ο επειδή έχ εις υποψ ίες και διαισ θήσ εις». «Ναι, το ξέρω», είπε η Φρίν τα. «Ακούγ εται αν όητο, αλ λ ά δεν κατορθών ω ν α σ ταματήσ ω τον εαυτό μου». «Λυπάμαι», ξαν αείπε ο Ντάους, «αλ λ ά δεν μπορώ ν α σ ε βοηθήσ ω». «Το μόν ο που θέλ ω είν αι μερικοί αριθμοί τηλ εφών ων ». «Όχ ι. Τα πέρασ α και τα ξαν απέρασ α πολ λ ές
φορές αυτά. Αφιέρωσ α μήν ες ψ άχ ν ον τας και αν αζητών τας, χ ωρίς ν α παίρν ω από πουθεν ά καμία ελ πίδα. Αν μάθεις κάποιες πραγ ματικές πλ ηροφορίες, τότε πήγ αιν ε σ την ασ τυν ομία ή έλ α πάλ ι ν α με δεις και θα κάν ω ό,τι μπορώ. Αλ λ ά δεν μπορώ ν α αρχ ίσ ω πάλ ι ν α τα σ καλ ίζω όλ α αυτά, απλ ώς δεν μπορώ». Η Φρίν τα άφησ ε το φλ ιτζάν ι της σ το τραπέζι και σ ηκώθηκε. «Καταλ αβαίν ω. Καταν τά ασ τείο. Θα έπρεπε ν α είν αι πια εύκολ ο σ τις ημέρες μας ν α βρει καν είς έν α εξαφαν ισ μέν ο άτομο». «Μερικές φορές σ ίγ ουρα θα είν αι», αποκρίθηκε ο Ντάους. «Αλ λ ά αν κάποιος θέλ ει πραγ ματικά ν α χ αθούν τα ίχ ν η του, τότε μπορεί ν α το κάν ει». «Έχ εις δίκιο. Ίσ ως ο πραγ ματικός λ όγ ος που ήρθα ν α σ ε ξαν αδώ ήταν γ ια ν α σ ου ζητήσ ω σ υγ γ ν ώμη». Ο Ντάους έδειξε ν α μην καταλ αβαίν ει. «Συγ γ ν ώμη; Μα γ ια ποιο λ όγ ο;» «Για πολ λ ά. Προσ πάθησ α ν α βρω την κόρη σ ου και απέτυχ α. Και αν ασ κάλ εψ α το προσ ωπικό σ ου πέν θος». «Ίσ ως αυτή ν α είν αι η δουλ ειά σ ου, Φρίν τα». «Ναι, αλ λ ά υποτίθεται ότι πρέπει ν α μου το ζητήσ ουν προτού το κάν ω».
Η έκφρασ η του Ντάους έγ ιν ε ζοφερή. «Απλ ώς σ υν ειδητοποιείς αυτό το οποίο σ υν ειδητοποίησ α εγ ώ πριν από λ ίγ ο καιρό. Νομίζεις πως μπορείς ν α προσ τατέψ εις τους αν θρώπους, ν α ν οιασ τείς γ ι’ αυτούς, αλ λ ά μερικές φορές απλ ώς σ ου ξεφεύγ ουν ». Η Φρίν τα κοίταξε τους δυο ηλ ικιωμέν ους άν τρες που κάθον ταν εκεί σ αν έν α άν ετο γ έρικο ζευγ άρι. «Κι εκτός απ’ όλ α τα άλ λ α, διέκοψ α και τη δουλ ειά σ ας», τους είπε. «Του χ ρειάζεται ν α τον διακόπτει κάποιος», είπε με έν α χ αμόγ ελ ο ο Τζέρι. «Δ ιαφορετικά, δεν σ ταματά ποτέ με την κηπουρική του και το σ πίτι του και τα μασ τορέματα και τα βαψ ίματά του». «Καλ ά λ οιπόν … Σας ευχ αρισ τώ γ ια το τσ άι. Μου άρεσ ε που κάθισ α λ ίγ ο μαζί σ ας σ τον κήπο». «Πας προς το σ ταθμό;» τη ρώτησ ε ο Τζέρι. «Ναι». «Προς τα εκεί είν αι και ο δικός μου δρόμος, οπότε θα περπατήσ ω λ ίγ ο μαζί σ ου». Έφυγ αν μαζί από το σ πίτι. Ο Τζέρι επέμειν ε ν α κρατήσ ει την τσ άν τα της Φρίν τα, παρόλ ο που εκείν η δεν το ήθελ ε πραγ ματικά αυτό. Βάδιζε δίπλ α της, μέσ α σ τα αταίριασ τα πολ ύχ ρωμα καρό του, με το μουσ τάκι του που έγ ερν ε ελ αφρώς από τη μια πλ ευρά και τη γ υν αικεία δερμάτιν η τσ άν τα ν α
κρέμεται εν τελ ώς άσ τοχ α από τον ώμο του. Για λ ίγ α λ επτά προχ ώρησ αν αμίλ ητοι. «Εσ ύ έχ εις κήπο;» ρώτησ ε τελ ικά ο Τζέρι. «Όχ ι. Μια μικρή αυλ ή μόν ο». «Όλ ο το θέμα είν αι το χ ώμα – ν α λ ερών εις τα χ έρια σ ου με το χ ώμα. Η ικαν οποίησ η του ν α τρως αυτό που έχ εις μόν ος σ ου παραγ άγ ει. Σου αρέσ ουν τα φρέσ κα φασ ολ άκια;» «Ναι». «Από το φυτό σ την κατσ αρόλ α σ ου. Τίποτα δεν είν αι πιο ν όσ τιμο απ’ αυτό. Ο Λόρεν ς καλ λ ιεργ εί τα δικά του λ αχ αν ικά σ τον κήπο του, κι έτσ ι είν αι όλ η την ώρα απασ χ ολ ημέν ος και δεν είν αι αν αγ κασ μέν ος ν α σ κέφτεται και ν α μελ αγ χ ολ εί». «Εν ν οείς σ χ ετικά με το τι μπορεί ν α σ υν έβη σ την κόρη του;» «Τη λ άτρευε». «Λυπάμαι πολ ύ αν ξύπν ησ α οδυν ηρές μν ήμες». «Όχ ι. Δ εν τις ξύπν ησ ες εσ ύ, διότι ποτέ δεν ξέχ ασ ε. Πάν τοτε την περιμέν ει και πάν τοτε αν αρωτιέται τι μπορεί ν α πήγ ε σ τραβά. Είν αι προτιμότερο όμως ν α είν αι δρασ τηριοποιημέν ος. Να σ κάβει και ν α μασ τορεύει, ν α σ πέρν ει και ν α δρέπει». «Καταλ αβαίν ω». «Σίγ ουρα καταλ αβαίν εις. Απλ ώς μην
ξαν αφέρν εις σ τη ζωή του την ελ πίδα αν δεν πρόκειται ν α υπάρξει αποτέλ εσ μα». «Δ εν είχ α τέτοια πρόθεσ η». «Η ελ πίδα είν αι αυτό που θα τον κατασ τρέψ ει. Να το θυμάσ αι και ν α είσ αι προσ εκτική». Πίσ ω σ το τρέν ο, η Φρίν τα κοιτούσ ε έξω από το παράθυρο χ ωρίς όμως ν α βλ έπει πραγ ματικά. Έν ιωθε το κεν τρί της αποτυχ ίας και της έλ λ ειψ ης ολ οκλ ήρωσ ης, αλ λ ά πάν ω απ’ όλ α της κόπωσ ης. Έκαν ε έν α τελ ευταίο τηλ εφών ημα. Ύ σ τερα από αυτό, σ κέφτηκε, θα είχ ε κάν ει όλ α όσ α περν ούσ αν από το χ έρι της γ ια ν α σ ώσ ει εκείν ο το κορίτσ ι που δεν είχ ε ποτέ της γ ν ωρίσ ει και με το οποίο δεν είχ ε καμία σ ύν δεσ η – κι όμως η ισ τορία του είχ ε αγ κισ τρωθεί σ το μυαλ ό της. «Άγ κν ες;» είπε μόλ ις άκουσ ε μια γ υν αικεία φων ή ν α απαν τά. «Είμαι η Φρίν τα Κλ άιν ». «Βρήκες τίποτα;» «Τίποτα απολ ύτως. Ήθελ α μόν ο ν α σ ε ρωτήσ ω κάτι». «Τι;» «Απ’ ό,τι φαίν εται, η Λίλ α γ ν ώριζε κάποιον Σέιν . Σου λ έει κάτι αυτό το όν ομα;» «Σέιν ; Όχ ι. Δ εν ν ομίζω. Είχ α γ ν ωρίσ ει κάποιους από τους καιν ούριους της φίλ ους, κυρίως σ ’ εκείν η
τη φριχ τή παμπ, που λ εγ όταν “Η Άγ κυρα”. Ίσ ως ν α υπήρχ ε εκεί και κάποιος Σέιν , αλ λ ά δεν τον θυμάμαι. Δ εν θυμάμαι το όν ομα καν εν ός από αυτούς». «Δ εν πειράζει, σ ’ ευχ αρισ τώ πάν τως». «Δ εν πρόκειται ν α τη βρεις, έτσ ι δεν είν αι;» «Όχ ι. Δ εν ν ομίζω πως θα μπορέσ ω ν α τη βρω». «Δ ύσ τυχ η Λίλ α. Δ εν ξέρω γ ια ποιο λ όγ ο προσ πάθησ ες τόσ ο σ κλ ηρά. Προσ πάθησ ες πιο σ κλ ηρά ακόμη και απ’ όλ ους όσ οι τη γ ν ώριζαν . Σαν ν α εξαρτιόταν η ίδια σ ου η ζωή απ’ αυτό». Η Φρίν τα αιφν ιδιάσ τηκε οδυν ηρά από τα τελ ευταία αυτά λ όγ ια. Για μια σ τιγ μή, απέμειν ε σ ιωπηλ ή. Έπειτα είπε: «Τι λ ες, κάν ουμε μια τελ ευταία προσ πάθεια; Οι δυο μας μαζί». Ίσως η Χλ όη ν α σου είπε πως τηλ εφών ησα στο σπίτι σου και μίλ ησα μαζί της. Μου είπε πως είσαι καλ ά. Αλ λ ά μου φάν ηκε κάπως αποσπασμέν η. Από πίσω ακούγ ον ταν πολ λ οί θόρυβοι. Ίσως ν α μην ξ έρεις ότι τηλ εφών ησα επίσης στον Ρούμπεν , κι εκείν ος μου είπε πως δεν είσαι καλ ά. Πως όλ οι αν ησυχ ούν γ ια σέν α αλ λ ά καν είς δεν μπορεί πραγ ματικά ν α σε προσπελ άσει. Τι στα κομμάτια συμβαίν ει, Φρίν τα; Ή μήπως πρέπει ν α πάρω το
αεροπλ άν ο και ν α αρχ ίσω ν α κοπαν άω την πόρτα σου μέχ ρι ν α αν αγ καστείς ν α μου αν οίξ εις; Σάν τι.
41 «Δ εν το καταλ αβαίν ω». Η Άγ κν ες, ν τυμέν η με παν τελ όν ι-φόρμα και μια γ κρίζα μπλ ούζα με κουκούλ α και ξεφτισ μέν α μαν ίκια, καθόταν δίπλ α σ τη Φρίν τα μέσ α σ ’ έν α ταξί. Έδειχ ν ε κουρασ μέν η. Έξω έβρεχ ε και πίσ ω από τα σ κοτειν ά, υγ ρά παράθυρα δεν μπορούσ αν ν α δουν παρά τα ασ τραφτερά φώτα των αυτοκιν ήτων και τα ογ κώδη περιγ ράμματα των κτιρίων . Η Φρίν τα σ κέφτηκε πόσ ο όμορφα θα ήταν τώρα σ το σ πίτι της, που ήταν άδειο έπειτα από τόσ ες εβδομάδες αν ασ τάτωσ ης. Θα μπορούσ ε ν α είν αι ξαπλ ωμέν η σ την καιν ούρια μπαν ιέρα της ή ν α παίζει μόν η της σ κάκι ή ν α κάθεται σ το γ ραφείο της ζωγ ραφίζον τας ή κοιτών τας έξω την υγ ρή ν ύχ τα βυθισ μέν η σ τις σ κέψ εις της. «Τι δεν καταλ αβαίν εις;» ρώτησ ε μαλ ακά. «Ήμουν σ το κρεβάτι μου, με έν α μυθισ τόρημα και έν α φλ ιτζάν ι τσ άι, μέσ α σ τη θαλ πωρή. Και μετά μου τηλ εφων είς εσ ύ από το πουθεν ά και έτσ ι ξαφν ικά βρίσ κομαι σ το δρόμο γ ια μια βρομερή μικρή παμπ γ εμάτη με κορίτσ ια που έχ ουν το μυαλ ό τους επάν ω από το κεφάλ ι τους και με
άν τρες γ εμάτους τατουάζ, άν τρες με πεθαμέν ο βλ έμμα, μόν ο και μόν ο επειδή κάποτε σ ύχ ν αζε εκεί η Λίλ α. Γιατί;» «Εν ν οείς γ ιατί έρχ εσ αι;» «Όχ ι. Ξέρω γ ιατί έρχ ομαι εγ ώ. Η Λίλ α ήταν φίλ η μου. Αν υπάρχ ει κάποια πιθαν ότητα ν α τη βρω, οφείλ ω ν α το κάν ω. Εσ ύ, όμως, γ ιατί το κάν εις; Για ποιο λ όγ ο ν οιάζεσ αι;» Η Φρίν τα σ ήκωσ ε τους ώμους. Είχ ε κουρασ τεί ν α θέτει και η ίδια σ τον εαυτό της αυτό το ερώτημα. Έκλ εισ ε τα βλ έφαρά της και πίεσ ε τα παγ ωμέν α της δάχ τυλ α επάν ω σ τα μάτια της που έκαιγ αν και την πον ούσ αν . Μπορούσ ε ν α δει το λ ευκό πρόσ ωπο του Τεν τ Λέν οξ, σ αν έν α πέταλ ο λ ουλ ουδιού επάν ω σ ε σ κοτειν ά ν ερά, και το περιφρον ητικό, γ εμάτο μομφή βλ έμμα της Χλ όης. «Όπως και ν α έχ ει, φτάσ αμε», είπε η Άγ κν ες με έν αν αν ασ τεν αγ μό. «Το μόν ο σ ίγ ουρο είν αι πως ποτέ δεν είχ α φαν τασ τεί ότι θα ξαν απατούσ α το πόδι μου σ ε αυτό το μέρος». Η Φρίν τα ζήτησ ε από τον οδηγ ό του ταξί ν α τις περιμέν ει και βγ ήκαν και οι δυο τους έξω σ τη βροχ ή. Άκουγ αν τον ρυθμικό ήχ ο της μουσ ικής που ερχ όταν από την «Άγ κυρα», και πρόσ εξαν μια ομάδα από καπν ισ τές σ τριμωγ μέν ους έξω από την πόρτα της. Οι καύτρες των τσ ιγ άρων τους έλ αμπαν
σ το σ κοτάδι κι έν α βρομερό ν έφος καπν ού πλ αν ιόταν γ ύρω τους. «Ας πάμε, λ οιπόν , ν α τελ ειών ουμε. Θέλ εις ν α κοιτάξω μήπως βρω κάποιον που ν α τον είχ α δει ν α τριγ υρν ά με τη Λίλ α;» «Ναι». «Πριν από δύο χ ρόν ια». «Ναι». «Επειδή πρέπει ν α βρούμε κάποιον που τον λ έν ε Σέιν ». «Ναι». «Είσ αι σ ίγ ουρη πως είσ αι σ τα λ ογ ικά σ ου;» Άν οιξαν δρόμο αν άμεσ α σ τους καπν ισ τές και μπήκαν σ την παμπ, αν μπορούσ ες ν α το πεις έτσ ι εκείν ο το μέρος. Η Φρίν τα έτσ ι κι αλ λ ιώς πολ ύ σ πάν ια πήγ αιν ε σ ε παμπ: μισ ούσ ε τη μυρωδιά της μπίρας, την άγ ρια μουσ ική και τα φωτορυθμικά. Μόλ ις μπήκαν , έν ιωσ ε δεκάδες βλ έμματα ν α πέφτουν επάν ω τους: δεν έμοιαζε ν α είν αι μέρος σ το οποίο μπορούσ ε ν α μπει τυχ αία γ ια έν α ποτό κάποιος που δεν σ ύχ ν αζε εκεί. Ήταν έν ας σ κοτειν ός χ ώρος που απλ ων όταν πιο πέρα από εκεί που έφταν ε το μάτι, όπου πολ λ οί θαμών ες, άν τρες κυρίως, κάθον ταν σ τα τραπεζάκια ή σ τέκον ταν όρθιοι σ το μπαρ και σ τις γ ων ίες. Λιγ οσ τές γ υν αίκες ήταν σ κορπισ μέν ες γ ύρω από
τις παρέες των αν τρών · η Φρίν τα πρόσ εξε τις κον τές φούσ τες τους που άφην αν ν α φαν ούν οι λ ευκοί μηροί τους, τα παπούτσ ια τους με τα τακούν ια-σ τιλ έτο και το πασ αλ ειμμέν ο μέικ απ τους· άκουσ ε τα έξαλ λ α γ έλ ια τους. Η μακριά σ κοτειν ή αίθουσ α ήταν ζεσ τή και μύριζε κλ εισ ούρα. Έν ας άν τρας σ κόν ταψ ε και σ χ εδόν σ ωριάσ τηκε μπροσ τά τους. Ήταν κον τόχ ον τρος, με το έν α του μάγ ουλ ο ν α γ υαλ ίζει από τα σ άλ ια, και το ποτό που κρατούσ ε χ ύθηκε σ το δάπεδο. «Πρέπει ν α παραγ γ είλ ουμε κι εμείς ποτά;» ρώτησ ε δυν ατά η Άγ κν ες. «Όχ ι». Προχ ώρησ αν μαζί αν άμεσ α από το πλ ήθος των θαμών ων . Η Άγ κν ες κοιτούσ ε από το έν α πρόσ ωπο σ το άλ λ ο, με τα μάτια της ν α τρεμοπαίζουν και τα αν ασ ηκωμέν α φρύδια της ν α μαρτυρούν τη σ υγ κέν τρωσ ή της σ ε αυτό που έκαν ε. «Λοιπόν ;» τη ρώτησ ε η Φρίν τα. «Δ εν ξέρω. Ίσ ως εκείν ος εκεί». Σήκωσ ε τον ώμο της προς το μέρος εν ός μικρού τραπεζιού σ την άκρη του χ ώρου. Μια γ υν αίκα καθόταν σ τα γ όν ατα εν ός άν τρα και φιλ ιούν ταν και ερωτοτροπούσ αν απτόητοι, εν ώ δίπλ α τους σ το ίδιο τραπέζι έν ας άλ λ ος άν τρας τους παρακολ ουθούσ ε με απάθεια, σ αν ν α έβλ επε ζώα σ ε ζωολ ογ ικό κήπο. Ήταν πολ ύ
αδύν ατος, με οξυζεν αρισ μέν α ξαν θά μαλ λ ιά, ωχ ρό δέρμα και μια σ ειρά μικροσ κοπικές κόκκιν ες κηλ ίδες ν α διατρέχ ουν σ αν βελ ον ιές το μέτωπό του. «Εν τάξει». Η Φρίν τα προχ ώρησ ε προς τα εκεί και άγ γ ιξε τον άν τρα σ τον ώμο. Εκείν ος σ τράφηκε και την κοίταξε. Οι κόρες των ματιών του ήταν τεράσ τιες και του έδιν αν μια εμφάν ισ η αλ λ όκοτη, σ αν ν α αν ήκε σ ε άλ λ ο κόσ μο. «Μπορώ ν α σ ου μιλ ήσ ω μια σ τιγ μή;» τον ρώτησ ε. «Ποια είσ αι;» «Κάποια που ψ άχ ν ει τον Σέιν ». «Τον Σέιν ». Δ εν ήταν ερώτησ η, έμοιαζε περισ σ ότερο με ηχ ώ. «Το άλ λ ο του όν ομα;» Το ζευγ άρι δίπλ α του έπαψ ε ν α φιλ ιέται και χ ωρίσ τηκαν ο έν ας από τον άλ λ ο. Η γ υν αίκα έγ ειρε μπροσ τά και ρούφηξε μια μεγ άλ η γ ουλ ιά. Το πρόσ ωπό της ήταν κεν ό από κάθε έκφρασ η. «Τον Σέιν που γ ν ώριζε τη Λίλ α Ντάους». «Δ εν ξέρω καμία Λίλ α». «Αλ λ ά ξέρεις τον Σέιν ;» «Ήξερα έν αν Σέιν κάποτε, αλ λ ά έχ ω καιρό ν α τον δω. Δ εν έρχ εται πια εδώ». «Μπήκε φυλ ακή», είπε η γ υν αίκα δίπλ α του με
επίπεδη φων ή. Κούμπων ε σ υγ χ ρόν ως την μπλ ούζα της – και την κούμπων ε λ άθος, όπως παρατήρησ ε η Φρίν τα. Ο άν τρας που την είχ ε προηγ ουμέν ως σ τα γ όν ατά του προσ πάθησ ε ν α την τραβήξει πίσ ω σ την αγ καλ ιά του, αλ λ ά εκείν η τον έσ πρωξε πέρα. «Τον ξέρεις;» «Μήπως ξέρεις τη Λίλ α;» πρόσ θεσ ε και η Άγ κν ες με λ αχ τάρα, σ χ εδόν ικετευτικά. «Ήταν έν α από τα κορίτσ ια που τριγ υρν ούσ αν με τον Σέιν ;» «Για ποιο λ όγ ο πήγ ε σ τη φυλ ακή ο Σέιν ;» «Νομίζω ότι τραυμάτισ ε κάποιον », μπήκε σ τη μέσ η και είπε ο ξαν θός. «Μ’ έν α μπουκάλ ι». «Είν αι ακόμη σ τη φυλ ακή;» «Δ εν ξέρω. Καλ ύτερα ν α ρωτήσ εις τον Στιβ. Ο Στιβ τον ξέρει». «Πού μπορώ ν α βρω τον Στιβ;» «Ακριβώς πίσ ω σ ου», ακούσ τηκε μια φων ή και η Άγ κν ες σ τράφηκε γ ια ν α δει πίσ ω τους έν αν χ ον τροκομμέν ο άν τρα με ξυρισ μέν ο κεφάλ ι και έν α παράξεν α απαλ ό, σ χ εδόν κοριτσ ίσ τικο πρόσ ωπο. «Τι δουλ ειά έχ ετε εσ είς με τον Σέιν ;» «Θέλ ουμε απλ ώς ν α τον βρούμε». «Γιατί;» «Γν ώριζε μια φίλ η μου», είπε η Άγ κν ες με φων ή που έτρεμε ελ αφρά. Η Φρίν τα ακούμπησ ε το χ έρι
της σ το μπράτσ ο της Άγ κν ες γ ια ν α την καθησ υχ άσ ει. «Πώς έλ εγ αν αυτή τη φίλ η σ ου;» «Λίλ α. Λίλ α Ντάους». «Λίλ α; Ο Σέιν είχ ε πάρα πολ λ ές φίλ ες». «Ήταν μασ τροπός;» ρώτησ ε η Φρίν τα με φων ή που ακούσ τηκε ψ ύχ ραιμη και καθαρή μέσ α σ την αποπν ικτική από τη ζέσ τη αίθουσ α. «Θα έπρεπε ν α προσ έχ εις πώς μιλ άς γ ια τους αν θρώπους», είπε εκείν ος. «Είν αι ακόμη σ τη φυλ ακή;» «Όχ ι, βγ ήκε έπειτα από δύο μήν ες. Λόγ ω καλ ής διαγ ωγ ής». «Ξέρεις πού μπορώ ν α τον βρω τώρα;» Ο Στιβ χ αμογ έλ ασ ε, όμως το χ αμόγ ελ ό του δεν απευθυν όταν σ τη Φρίν τα αλ λ ά σ τον ξαν θό άν τρα που καθόταν σ το τραπέζι. «Ξέρεις τι κάν ει τώρα ο φιλ αράκος μας ο Σέιν ; Δ ουλ εύει σ ε έν α άσ υλ ο αλ όγ ων σ το Έσ εξ. Φρον τίζει άλ ογ α που οι ιδιοκτήτες τους δεν τους σ υμπεριφέρθηκαν καλ ά. Τυχ ερά άλ ογ α». «Πού σ το Έσ εξ;» «Και τι σ ε ν οιάζει ν α μάθεις; Μήπως θα πάρεις έν α άλ ογ ο που δεν σ ου χ ρειάζεται;» «Θέλ ω ν α του μιλ ήσ ω». «Είν αι κάπου δίπλ α σ ε έν αν μεγ άλ ο δρόμο».
«Ποιον μεγ άλ ο δρόμο;» «Τον αυτοκιν ητόδρομο Α1 2. Είν αι έν α μέρος που έχ ει έν α ηλ ίθιο όν ομα. “Μαργ αρίτα”. Ή “Ηλ ιοτρόπιο”». «Ποιο από τα δύο;» «Ηλ ιοτρόπιο». «Σ’ ευχ αρισ τώ», είπε η Φρίν τα. «Κι εσ ύ ν α πας σ τα κομμάτια», αποκρίθηκε εκείν ος. Ο Τζιμ Φίαρμπι είχ ε πια φτάσ ει σ το τελ ευταίο όν ομα της λ ίσ τας του: Σάρον Γκιμπς, από τα ν ότια του Λον δίν ου, δεκαεν ν έα ετών . Τελ ευταία φορά την είχ αν δει πριν από έν α μήν α περίπου, ή ίσ ως πέν τε εβδομάδες. Οι γ ον είς της δεν είχ αν αν αφέρει αμέσ ως την εξαφάν ισ ή της – σ ύμφων α με την αν αφορά της ασ τυν ομίας που είχ ε μπροσ τά του, το κορίτσ ι ήταν μια φυγ άς, ίσ ως έν α από τα άτομα που εξαφαν ίζον ται ηθελ ημέν α. Ακόμη και μέσ α σ τη γ ραφειοκρατική γ λ ώσ σ α της αν αφοράς, ο Φίαρμπι έν ιωθε πως αυτή η υπόθεσ η δεν θα τον οδηγ ούσ ε πουθεν ά. Έμοιαζε με έν α ακόμη αδιέξοδο. Αλ λ ά όταν σ τάθηκε μπροσ τά από τον τεράσ τιο χ άρτη και κοίταξε ξαν ά τα σ ημαιάκια που ήταν καρφιτσ ωμέν α επάν ω του, έν ιωσ ε ν α τον κατακλ ύζει η ίδια έξαψ η που τον είχ ε κρατήσ ει
τόσ α χ ρόν ια αφοσ ιωμέν ο σ ε αυτή την τόσ ο παράξεν η μον αχ ική έρευν ά του. Δ ιότι τώρα φαιν όταν ξεκάθαρα πως υπήρχ ε έν α μοτίβο μπροσ τά σ τα μάτια του. Κι όμως, λ ίγ ο αργ ότερα, σ το τέλ ος της μέρας, όταν πια κάθισ ε σ το ίδιο εκείν ο δωμάτιο με το ουίσ κι και τα τσ ιγ άρα του, με τα παράθυρα σ φαλ ισ τά και περιτριγ υρισ μέν ος από τσ αλ ακωμέν ες μπάλ ες χ αρτιού, ξέχ ειλ α σ ταχ τοδοχ εία, άδειες σ υσ κευασ ίες έτοιμων φαγ ητών , κούπες με μισ οτελ ειωμέν ους καφέδες και σ ωρούς βιβλ ίων που τα είχ ε χ ιλ ιάδες φορές φυλ λ ομετρήσ ει και το ξαν ασ κέφτηκε, η ιδέα του φάν ηκε ν α ξεθωριάζει. Για έν α λ επτό κοίταξε γ ύρω του και είδε όλ α εκείν α τα αν τικείμεν α με το μάτι που θα τα έβλ επε έν ας ξέν ος. Ήταν έν α χ άλ ι –δεν υπήρχ ε αμφιβολ ία γ ι’ αυτό–, αλ λ ά έν α χ άλ ι δημιουργ ημέν ο από μια εμμον ή. Οι τοίχ οι ήταν καλ υμμέν οι με χ άρτες, φωτογ ραφίες κοριτσ ιών και ν εαρών γ υν αικών , αυτοκόλ λ ητα με αριθμούς γ ραμμέν ους επάν ω τους. Όλ ο αυτό τον έκαν ε ν α φαίν εται σ αν κυνηγός κεφαλ ών, σαν ψυχοπαθής. Μπορούσε να φανταστεί την έκφραση αποδοκιμασίας και απέχθειας στα πρόσ ωπα της γ υν αίκας και των παιδιών του αν έμπαιν αν τώρα σ ε αυτό το δωμάτιο. Τα ρούχ α του
ήταν βρόμικα, το πρόσ ωπό του χ ρειαζόταν ξύρισ μα, τα μαλ λ ιά του κούρεμα, και μύριζε ταμπάκο και αλ κοόλ . Αν όμως είχ ε δίκιο, αν αυτά τα πρόσ ωπα που τον κοιτούσ αν από τους τοίχ ους είχ αν όλ α δολ οφον ηθεί από το ίδιο άτομο, τότε όλ α αυτά θα έβρισ καν τη δικαίωσ ή τους κι εκείν ος θα ήταν πια έν ας ήρωας. Από την άλ λ η, βέβαια, αν είχ ε κάν ει λ άθος, δεν θα ήταν παρά έν ας μον αχ ικός τρελ ός κι έν ας θλ ιβερός αποτυχ ημέν ος. Δ εν ωφελ ούσ ε όμως ν α το σ κέφτεται αυτό: είχ ε πια φτάσ ει πολ ύ μακριά κι είχ ε κάν ει πολ λ ά. Έπρεπε απλ ώς ν α κρατηθεί από το πρωταρχ ικό εκείν ο έν σ τικτό του και ν α σ υν εχ ίσ ει αφήν ον τας σ το περιθώριο όλ ες τις αμφιβολ ίες του. Αν ασ τέν αξε, πήρε την τσ άν τα με τα λ ίγ α πράγ ματα που είχ ε γ ια τις διαν υκτερεύσ εις του, τα κλ ειδιά του αυτοκιν ήτου του, τα τσ ιγ άρα του, κι έκλ εισ ε πίσ ω του με αν ακούφισ η την πόρτα του ακατάσ τατου σ πιτιού του με την οσ μή της κλ εισ ούρας. Ο Μπράιαν και η Τρέις Γκιμπς ζούσ αν σ ε έν α διαμέρισ μα του πρώτου ορόφου σ τα ν ότια του Λον δίν ου, ακριβώς σ το σ ημείο όπου η μεγ αλ ούπολ η άρχ ιζε ν α αραιών ει σ ε προάσ τια. Ήταν φτωχ οί άν θρωποι, αυτό ο Φίαρμπι το
κατάλ αβε αμέσ ως. Το διαμέρισ μά τους ήταν μικρό και το καθισ τικό σ το οποίο τον οδήγ ησ αν χ ρειαζόταν μια γ ερή σ τρώσ η φρέσ κιας μπογ ιάς. Ήξερε από το απόκομμα της εφημερίδας πως ήταν γ ύρω σ τα σ αράν τα, όμως έδειχ ν αν μεγ αλ ύτεροι και ο Φίαρμπι έν ιωσ ε ν α τον κατακλ ύζει έν α κύμα θυμού. Οι βολ εμέν οι της μεσ αίας τάξης μπορούν ν α κλ έψ ουν χ ρόν ο, όμως οι άν θρωποι σ αν τους Γκιμπς δεν έχ ουν αυτή τη δυν ατότητα και φθείρον ται από το χ ρόν ο, εξαλ είφον ται. Ο Μπράιαν Γκιμπς ήταν αδύν ατος και είχ ε απολ ογ ητικό ύφος. Η Τρέις Γκιμπς ήταν πιο εύσ ωμη και σ την αρχ ή κάπως πιο επιθετική. Ήθελ ε ν α πει σ τον Φίαρμπι πως είχ αν κάν ει ό,τι καλ ύτερο μπορούσ αν , είχ αν υπάρξει καλ οί γ ον είς και ποτέ δεν έπραξαν κάτι ώσ τε ν α τους αξίζει αυτό που περν ούσ αν . Το μον αδικό τους παιδί. Δ εν έφταιγ αν εκείν οι. Όλ η εκείν η την ώρα, ο άν τρας της καθόταν δίπλ α της, αδύν ατος και αμίλ ητος. «Πότε την είδατε γ ια τελ ευταία φορά;» ρώτησ ε ο Φίαρμπι. «Πριν από έξι εβδομάδες. Ίσ ως πάει μία μέρα παραπάν ω ή λ ιγ ότερο». «Και πότε αν αφέρατε την εξαφάν ισ ή της;» «Πριν από τρεισ ήμισ ι εβδομάδες. Δ εν ξέραμε...» πρόσ θεσ ε βιασ τικά, αμυν τικά. «Είν αι εν ήλ ικη. Ζει
μαζί μας, αλ λ ά έρχ εται και φεύγ ει κατά το κέφι της. Και μπορεί ν α περάσ ουν μέρες...» Ταλ αν τεύτηκε. «Ξέρετε πώς είν αι αυτά». Ο Φίαρμπι έν ευσ ε καταφατικά. Ήξερε, όν τως. «Μπορώ ν α δω μια φωτογ ραφία της;» «Να, εκεί». Η Τρέις Γκιμπς του έδειξε σ ε έν α σ ημείο σ τον τοίχ ο όπου κρεμόταν μια κορν ιζαρισ μέν η φωτογ ραφία της Σάρον : ωχ ρό, σ τρογ γ υλ ό πρόσ ωπο, σ κούρα γ υαλ ισ τερά μαλ λ ιά κουρεμέν α κον τά και μικρά τριαν ταφυλ λ έν ια χ είλ η που χ αμογ ελ ούσ αν σ το φακό. Τον τελ ευταίο καιρό ο Φίαρμπι είχ ε δει πολ λ ά κοριτσ ίσ τικα πρόσ ωπα ν α χ αμογ ελ ούν σ ε κάποιο φακό. «Θα είν αι σ ώα;» ρώτησ ε ξαφν ικά ο Μπράιαν Γκιμπς σ αν ο Φίαρμπι ν α ήταν ο Θεός. «Το ελ πίζω», αποκρίθηκε εκείν ος. «Πισ τεύετε πως έφυγ ε με τη θέλ ησ ή της;» «Αυτό πισ τεύει πάν τως η ασ τυν ομία». Αυτή τη φορά ήταν η μητέρα που μίλ ησ ε, και τα λ όγ ια της ήταν γ εμάτα πικρία. «Εσ είς δεν το πισ τεύετε αυτό;» «Είχ ε μπλ έξει με κακές σ υν τροφιές». «Ποιες ήταν αυτές οι σ υν τροφιές;» «Ο χ ειρότερος ήταν ο Μικ Ντόχ ερτι. Της είχ α πει τη γ ν ώμη μου γ ια εκείν ον , αλ λ ά δεν ήθελ ε ν α με ακούσ ει».
Έπλ εξε το έν α της χ έρι με το άλ λ ο· ο Φίαρμπι πρόσ εξε πως η βέρα της της μάγ κων ε το δάχ τυλ ο και το βερν ίκι των ν υχ ιών της είχ ε ξεφτίσ ει. Δ εν έδειχ ν ε ν α ν οιάζεται. Στο παμπάλ αιο πουλ όβερ του Μπράιαν Γκιμπς υπήρχ αν τρύπες από σ κόρο. Η κούπα του τσ αγ ιού που του είχ αν προσ φέρει είχ ε έν α μεγ άλ ο ράγ ισ μα κατά μήκος της και ήταν και λ ίγ ο φθαρμέν η σ το χ είλ ος της. «Καταλ αβαίν ω», είπε προσ παθών τας ν α ακουσ τεί κάπως σ υγ κρατημέν α αισ ιόδοξος. «Ξέρω πού εργ άζεται. Η ασ τυν ομία δεν μπήκε σ τον κόπο, όμως εγ ώ μπορώ ν α σ ας πω πού θα τον βρείτε». «Ωραία». Πήρε τη διεύθυν σ η. Δ εν θα έβλ απτε σ ε τίποτα, σ κέφτηκε, και άλ λ ωσ τε δεν του είχ ε απομείν ει τίποτε άλ λ ο ν α κάν ει, πουθεν ά αλ λ ού ν α πάει.
42 Ο Κάρλ σ ον άν οιξε το φάκελ ο και κοίταξε ολ όγ υρά του σ το τραπέζι. Ο Ρίλ εϊ και ο Μάν σ τερ είχ αν βαριεσ τημέν ο ύφος. Ο Χαλ Μπράν τσ ο έσ τελ ν ε έν α γ ραπτό μήν υμα από το κιν ητό του. Πρόσ εξε όμως το περιφρον ητικό βλ έμμα του Κάρλ σ ον και άφησ ε το τηλ έφων ο σ το τραπέζι, χ ωρίς όμως ν α ξεκολ λ ήσ ει τα μάτια του από πάν ω του. Ο Κάρλ σ ον έβγ αλ ε το ρολ όι του χ εριού του και το ακούμπησ ε δίπλ α σ το φάκελ ο. «Θα σ υζητήσ ουμε την υπόθεσ η γ ια πέν τε λ επτά», αν ακοίν ωσ ε. «Επειδή τόσ ο περίπου μπορώ ν α αν τέξω, κι έπειτα θα χ ωρίσ ουμε και ο καθέν ας θα καθίσ ει μόν ος του ν α σ κεφτεί και ν α προσ παθήσ ει ν α λ ύσ ει αυτή την υπόθεσ η. Ξέρετε τι θα ευχ όμουν ; Θα ευχ όμουν ο Μπίλ ι Χαν τ ν α ήταν ο δολ οφόν ος και ν α τον χ ών αμε σ τη φυλ ακή, και ν α μην είχ αμε σ ηκώσ ει το βράχ ο γ ια ν α βρούμε από κάτω μοιχ εία και αλ κοολ ισ μό και ν αρκωτικά και σ εξ με αν ήλ ικη». «Ίσ ως τελ ικά ν α το έκαν ε όν τως ο Μπίλ ι Χαν τ», πρότειν ε ο Ρίλ εϊ. «Ο Μπίλ ι Χαν τ δεν το έκαν ε». «Ίσ ως το άλ λ οθί του ν α έχ ει κάποιο ψ εγ άδι.
Ίσ ως ν α μην ήταν σ ωσ τή η ώρα σ τις κάμερες δρόμου». «Ωραία», είπε ο Κάρλ σ ον . «Έλ εγ ξέ το. Αν μπορέσ εις ν α σ πάσ εις το άλ λ οθί του, θα γ ίν εις ήρωας. Και τώρα, πίσ ω σ τον πραγ ματικό κόσ μο. Θυμάσ τε την πρώτη φορά που είδαμε το πτώμα, πριν από τόσ ες μέρες; Τότε αν αρωτήθηκα ποιος θα ήταν δυν ατόν ν α σ κοτώσ ει εκείν η την τόσ ο σ υμπαθητική μητέρα τριών παιδιών . Τώρα η ουρά φτάν ει ως έξω από την πόρτα. Από ποιον ν α ξεκιν ήσ ουμε; Πάρτε τον Ράσ ελ Λέν οξ: προδομέν ος σ ύζυγ ος, πρόβλ ημα αλ κοολ ισ μού, τάσ η γ ια βία». «Δ εν γ ν ωρίζουμε με βεβαιότητα πως ήταν αυτός που χ τύπησ ε τον Πολ Κέριγ καν ». «Όχ ι, αλ λ ά θα σ τοιχ ημάτιζα άν ετα πως αυτός ήταν ». «Άλ λ ωσ τε δεν γ ν ώριζε γ ια την εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η της γ υν αίκας του», είπε ο Μάν σ τερ. «Εν ν οείς πως μας είπε ότι δεν γ ν ώριζε». «Το αποτύπωμά του ήταν επάν ω σ το όργ αν ο του εγ κλ ήματος, το γ ραν άζι. Μαζί με αυτό του Μπίλ Χαν τ», παρεν έβη η Ιβέτ. «Επειδή ήταν δικό του. Και πάλ ι, όμως, εξακολ ουθεί ν α ακούγ εται πιθαν ό. Λέει σ τη γ υν αίκα του πως τα ξέρει όλ α και παίρν ει σ τα χ έρια του αυτό το πράγ μα, το γ ραν άζι. Υ πάρχ ει βέβαια
και το γ εγ ον ός ότι το άλ λ οθί του είν αι αδύν αμο. Γι’ αυτό ας τον διατηρήσ ουμε σ τη λ ίσ τα των υπόπτων . Τα παιδιά ήταν σ το σ χ ολ είο και άλ λ ωσ τε είν αι παιδιά. Αλ λ ά ν α που έχ ουμε τώρα το φιλ αράκο της Τζούν τιθ, ο οποίος είν αι ο εφιάλ της του κάθε γ ον ιού. Η Ρουθ αν ακαλ ύπτει τη σ χ έσ η τους. Επικοιν ων εί μαζί του και καν ον ίζουν ν α σ υν αν τηθούν σ το σ πίτι της. Τον απειλ εί ότι θα τον καταγ γ είλ ει κι εκείν ος αρπάζει το γ ραν άζι. Δ εν σ υμπαθώ τον Ζακς Γκριν . Δ εν τον σ υμπαθώ καθόλ ου. Κάτι το οποίο, δυσ τυχ ώς, δεν μπορεί ν α θεωρηθεί απόδειξη εν οχ ής. Κάποιο σ χ όλ ιο;» Κοίταξε γ ύρω του. «Το φαν τάσ τηκα πως δεν θα είχ ατε. Αλ λ ά πρέπει ν α ρίξουμε κάπως περισ σ ότερες υποψ ίες επάν ω του. Πού σ ου είπε ότι βρισ κόταν εκείν ο το απόγ ευμα, Ιβέτ;» Η Ιβέτ έγ ιν ε κόκκιν η. «Στην πραγ ματικότητα, δεν μου είπε», ψ έλ λ ισ ε. «Τι πράγ μα;» «Τον ρώτησ α. Αλ λ ά τώρα που το αν αφέρεις, δεν μου έδωσ ε απάν τησ η. Άρχ ισ ε ν α μου λ έει κάτι γ ια σ εξ μεταξύ εν ηλ ίκων που σ υν αιν ούν , κάτι τέτοια. Έσ τρεψ ε αλ λ ού την προσ οχ ή μου». Ο Κάρλ σ ον κάρφωσ ε το βλ έμμα του επάν ω της. «Έσ τρεψ ε αλ λ ού την προσ οχ ή σ ου;» επαν έλ αβε και η φων ή του ήταν παγ ερά ευγ εν ική.
«Συγ γ ν ώμη. Ήταν αν όητο εκ μέρους μου. Θα πάω ν α τον αν ακρίν ω ξαν ά». Ο Κάρλ σ ον κοίταξε γ ια λ ίγ ο τα χ αρτιά του. Δ εν ήθελ ε ν α της βάλ ει τις φων ές μπροσ τά σ τον Ρίλ εϊ και τον Μπράν τσ ο, χ ρειάσ τηκε όμως ν α καταβάλ ει προσ πάθεια γ ια ν α μην το κάν ει. «Ας προχ ωρήσ ουμε. Έχ ουμε και τους Κέριγ καν . Αυτός θέλ ει ν α διακόψ ει μαζί της. Ή, πάλ ι, εκείν η αν ακαλ ύπτει γ ια την καιν ούρια σ χ έσ η του. Τον κατηγ ορεί γ ι’ αυτό. Εκείν ος αρπάζει το γ ραν άζι». «Αλ λ ά θα του έκαν ε σ το σ πίτι της αυτή τη σ κην ή;» ρώτησ ε η Ιβέτ. «Δ εν θα ήταν πιο λ ογ ικό ν α την έκαν ε σ το διαμέρισ μα που ν οίκιαζαν οι δυο τους;» «Μπορεί ν α τον απείλ ησ ε σ το διαμέρισ μα», μίλ ησ ε γ ια πρώτη φορά ο Μπράν τσ ο. «Ίσ ως ν α του είπε πως θα εν ημέρων ε με κάποιον τρόπο τη γ υν αίκα του. Έτσ ι λ οιπόν και γ ια εκείν ον το ν α τη σ κοτώσ ει μέσ α σ το ίδιο της το σ πίτι θα ήταν το αν τίποιν ο. Να την εκθέσ ει μέσ α σ το οικογ εν ειακό της περιβάλ λ ον ». Ο Κάρλ σ ον κοίταξε τον Μπράν τσ ο σ υν οφρυωμέν ος. «Νόμιζα πως η δική σ ου θεωρία ήταν πως ο δολ οφόν ος ήταν εργ έν ης και μον αχ ικός, χ ωρίς σ ταθερή κατοικία, χ ωρίς οικογ εν ειακούς δεσ μούς,
και ότι αυτός ο φόν ος έγ ιν ε από έν α είδος αγ άπης». «Α ν αι», είπε ο Μπράν τσ ο. «Στην πραγ ματικότητα, όμως, ο Κέριγ καν ήταν έν ας μον αχ ικός άν θρωπος, αποξεν ωμέν ος από την οικογ έν ειά του, και αφού υπήρχ ε και το ν οικιασ μέν ο διαμέρισ μα, η αλ ήθεια είν αι ότι δεν είχ ε σ ταθερή κατοικία και ο φόν ος ήταν , αν αμφισ βήτητα, μια τελ ευταία, απελ πισ μέν η έκφρασ η της αγ άπης του, του τέλ ους της αγ άπης του». Αυτό που αλ ηθιν ά ήθελ ε ν α κάν ει ο Κάρλ σ ον ήταν ν α γ είρει προς τα μπροσ τά, ν α πάρει το κιν ητό τηλ έφων ο του Μπράν τσ ο και ν α αρχ ίσ ει ν α του δίν ει απαν ωτά χ τυπήματα με αυτό σ το κεφάλ ι. Αλ λ ά δεν είπε τίποτα. «Και μετά είν αι και η σ ύζυγ ος του Κέριγ καν , η Ελ εάν α. Μια ταπειν ωμέν η σ ύζυγ ος. Μαθαίν ει γ ια τη Ρουθ, πάει ν α τη βρει, αρπάζει σ τα χ έρια της το γ ραν άζι». «Όμως δεν ήξερε γ ια την εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η του άν τρα της», είπε η Ιβέτ. «Ούτε το όν ομα της Ρουθ ούτε πού έμεν ε». «Ίσ ως και ν α ήξερε», παρεν έβη ο Μάν σ τερ. «Αυτές ξέρουν πάν τοτε». «Τι εν ν οείς όταν λ ες “αυτές”»; Η Ιβέτ τον
αγ ριοκοίταξε. «Οι γ υν αίκες», είπε επιφυλ ακτικά ο Μάν σ τερ, που είχ ε αν τιλ ηφθεί τον απότομο τόν ο της Ιβέτ. «Ξέρεις, όταν οι σ ύζυγ οί τους είν αι άπισ τοι. Ξέρουν . Βαθιά μέσ α τους. Τουλ άχ ισ τον έτσ ι λ έν ε πολ λ οί». «Αν οησ ίες». Η φων ή της Ιβέτ ήταν αποφασ ισ τική. «Όπως και ν α έχ ει, εμείς υποπτευόμασ τε ότι κάποιος ήξερε», είπε ο Κάρλ σ ον . «Κάποιος πρέπει ν α έσ πρωξε εκείν η την ψ αλ ιδισ μέν η πάν ιν η κούκλ α από τη θυρίδα των Λέν οξ, σ αν προειδοποίησ η». «Αυτό θα μπορούσ ε ν α είν αι σ ύμπτωσ η». «Στον δικό μου κόσ μο», αν ήγ γ ειλ ε ο Μπράν τσ ο με έν α σ υγ κρατημέν ο χ αμόγ ελ ο, «η σ ύμπτωσ η είν αι μια άλ λ η λ έξη γ ια–» «Έχ εις δίκιο, Ιβέτ», τον έκοψ ε αποφασ ισ τικά ο Κάρλ σ ον . «Θα μπορούσ ε ν α είν αι σ ύμπτωσ η. Θα μπορούσ αν ν α είν αι οι αξιαγ άπητοι σ υμμαθητές της Ντόρα που την κατέτρεχ αν . Μίλ ησ ες ξαν ά μαζί της, Ιβέτ;» Η Ιβέτ έν ευσ ε καταφατικά. «Μου είπε πως θεώρησ ε αυτον όητο ότι ήταν γ ια εκείν η. Και ν ομίζει ότι έριξαν την κούκλ α γ ύρω σ τις δώδεκα το μεσ ημέρι. Αγ χ ώθηκε. Η αλ ήθεια είν αι όμως ότι δεν
θέλ ει ν α το σ υζητήσ ει περισ σ ότερο – και φαίν εται πως τα πράγ ματα σ το σ χ ολ είο έχ ουν βελ τιωθεί μετά τη δολ οφον ία της μητέρας της. Όλ οι θέλ ουν ξαφν ικά ν α γ ίν ουν φίλ οι της». Έκαν ε έν α μορφασ μό απέχ θειας. «Καλ ά λ οιπόν . Οπότε η κούκλ α θα μπορούσ ε ν α είν αι σ τοιχ είο, αλ λ ά θα μπορούσ ε και ν α μην είν αι. Ίσ ως είν αι σ κόπιμο ν α μιλ ήσ ουμε σ τη διευθύν τρια του σ χ ολ είου και ν α δούμε αν εκείν η μπορεί ν α ρίξει λ ίγ ο φως σ ε αυτή την ισ τορία. Πάμε παραπέρα: τι έχ ουμε ν α πούμε γ ια τους γ ιους;» «Για τον Τζος και τον Μπεν Κέριγ καν ;» Η Ιβέτ σ ούφρωσ ε το πρόσ ωπό της. «Είν αι και οι δύο αλ αζον ικοί και οργ ισ μέν οι. Αλ λ ά ο Τζος ήταν μάλ λ ον σ το Καρν τίφ – παρόλ ο που δεν κατόρθωσ ε ν α μας παρουσ ιάσ ει κάποιο ικαν οποιητικό άλ λ οθι εκτός από το ότι ήταν σ το κρεβάτι με τη φιλ εν άδα του, η οποία δήλ ωσ ε ότι κατά πάσ α πιθαν ότητα είν αι αλ ήθεια. Στους τραπεζικούς λ ογ αριασ μούς του δεν υπάρχ ει απολ ύτως καμία έν δειξη ότι χ ρησ ιμοποίησ ε την πισ τωτική του κάρτα γ ια ν α αγ οράσ ει εισ ιτήριο τρέν ου ή κάτι αν άλ ογ ο. Αλ λ ά ούτε και αυτό σ ημαίν ει πολ λ ά – όπως ο ίδιος επισ ήμαν ε, θα μπορούσ ε ν α έχ ει πλ ηρώσ ει με μετρητά. Ο ν εότερος αδελ φός του, ο Μπεν , είχ ε μάθημα σ το σ χ ολ είο. Έτσ ι φαίν εται, τουλ άχ ισ τον .
Η καθηγ ήτρια δεν θυμάται με βεβαιότητα αν ήταν σ την τάξη, δεν θυμάται όμως και ν α απουσ ίαζε και πισ τεύει πως αν έλ ειπε θα το είχ ε προσ έξει». «Έξοχ α». «Και η Λουίζ Βέλ ερ;» ρώτησ ε η Ιβέτ. «Εμφαν ίσ τηκε πολ ύ γ ρήγ ορα σ τη σ κην ή του εγ κλ ήματος». «Στη σ κην ή;» Ο Κάρλ σ ον κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι του. «Αυτή ήρθε γ ια ν α βοηθήσ ει». «Είν αι μια πολ ύ σ υν ηθισ μέν η εκδήλ ωσ η της εν οχ ής», εξήγ ησ ε με άν ετο ύφος ο Μπράν τσ ο. «Οι δράσ τες αρέσ κον ται ν α εμπλ έκον ται με την έρευν α». «Δ ηλ αδή, τι; Μητέρα τριών παιδιών δολ οφον εί την αδελ φή της;» «Δ εν μπορείς ν α τη διαγ ράψ εις από τη λ ίσ τα», τόν ισ ε ο Μπράν τσ ο. «Εγ ώ αποφασ ίζω ποιον θα διαγ ράψ ουμε από τη λ ίσ τα και ποιον όχ ι». Ο Κάρλ σ ον είπε γ ρήγ ορα αυτά τα λ όγ ια, έπειτα όμως σ ταμάτησ ε. «Αλ λ ά έχ εις δίκιο. Θα μιλ ήσ ουμε ξαν ά και μαζί της. Και με τα αγ όρια των Κέριγ καν . Έχ ουμε κάτι άλ λ ο;» «Τη Σαμάν θα Κεμπ», είπε ο Ρίλ εϊ. «Πώς είπες;» «Τη γ υν αίκα με την οποία ο Κέριγ καν έκαν ε τη ν έα του σ χ έσ η».
«Ναι, ξέρω ποια είν αι, όμως...» Ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό. «Πρέπει ν α μιλ ήσ ετε ούτως ή άλ λ ως μ’ εκείν η, ν α ελ έγ ξετε τον ισ χ υρισ μό του Κέριγ καν πως ήταν μαζί της εκείν ο το απόγ ευμα. Μπορεί ν α αποδειχ τεί πως έχ ει έν α φίλ ο πολ ύ ζηλ ιάρη». Με μια απότομη κίν ησ η έκλ εισ ε το φάκελ ο. «Εν τάξει λ οιπόν , αυτό ήταν . Ιβέτ, πήγ αιν ε ν α ελ έγ ξεις αν ο Ζακς Γκριν έχ ει άλ λ οθι. Κρις, εσ ύ πήγ αιν ε ν α μιλ ήσ εις με αυτή τη Σαμάν θα Κεμπ. Και τώρα, γ ια όν ομα του Θεού, κάποιος από εσ άς πρέπει ν α πάει εκεί έξω και ν α μου φέρει κάτι».
43 Η Ιβέτ ήταν ακόμη πολ ύ σ τεν οχ ωρημέν η τη σ τιγ μή που έβγ αιν ε από το δωμάτιο. Έν ιωθε επάν ω της το σ υμπον ετικό βλ έμμα του Κρις Μάν σ τερ και αυτό έκαν ε τα πράγ ματα χ ειρότερα. Τον αποπήρε όταν τη ρώτησ ε αν ήθελ ε λ ίγ ο καφέ και πήγ ε και κάθισ ε απότομα σ το γ ραφείο της. Πρώτα τηλ εφών ησ ε σ τον Ζακς, σ τη δουλ ειά του σ το Σόρεν τιτς, όμως η γ υν αίκα που σ ήκωσ ε το τηλ έφων ο την πλ ηροφόρησ ε πως δεν είχ ε πάει εκείν η τη μέρα σ τη δουλ ειά του – δεν ήταν πλ ήρους απασ χ όλ ησ ης, και άλ λ ωσ τε δεν ήταν από τους υπαλ λ ήλ ους σ τους οποίους μπορούσ ες ν α βασ ισ τείς. Τον κάλ εσ ε τότε σ το κιν ητό του, αλ λ ά απάν τησ ε κατευθείαν ο τηλ εφων ητής. Πήρε έπειτα και σ το σ ταθερό του, το οποίο χ τυπούσ ε χ ωρίς απάν τησ η. Αν ασ τέν αξε και πήρε το τζάκετ της. Στο δρόμο γ ια έξω, σ υν άν τησ ε άλ λ η μια φορά τον Μάν σ τερ. «Πού πηγ αίν εις;» τον ρώτησ ε. «Να δω τη Σαμάν θα Κεμπ. Εσ ύ;» «Να δω τον αν αθεματισ μέν ο τον Ζακς Γκριν ». «Θέλ εις ν α έρθω μαζί σ ου;»
«Όχ ι, δεν θέλ ω». Η Σαμάν θα Κεμπ είχ ε μια σ υν εργ ασ ία με μια εταιρεία που έφτιαχ ν ε ψ ηφιακές κάμερες, κον τά σ το Μαρμπλ Αρκ. Συν άν τησ ε τον Μάν σ τερ σ το μικρό δωμάτιο του πρώτου ορόφου που προοριζόταν γ ια την υποδοχ ή των επισ κεπτών . Το παράθυρο έβλ επε σ ε έν α κατάσ τημα με ιν δικά φορέματα. Όταν την είδε ν α μπαίν ει σ το δωμάτιο, ο Μάν σ τερ ξαφν ιάσ τηκε από το πόσ ο ν έα ήταν . Ο Πολ Κέριγ καν ήταν έν ας παχ ουλ ός, μεσ όκοπος άν τρας με μαλ λ ιά που είχ αν πια γ κριζάρει, όμως εκείν η ήταν γ ύρω σ τα είκοσ ι πέν τε, ν τυμέν η κομψ ά με μαύρη φούσ τα και έν α καλ οσ ιδερωμέν ο λ ευκό πουκάμισ ο. Έν ας πόν τος είχ ε φύγ ει από το καλ σ όν της, από το λ επτό της γ όν ατο ως τον ασ τράγ αλ ο. Είχ ε φουσ κωτά πλ ατιν έ μαλ λ ιά που πλ αισ ίων αν το λ ευκό σ τρογ γ υλ ό της πρόσ ωπο. «Σας ευχ αρισ τώ γ ια το χ ρόν ο σ ας. Δ εν θα μας πάρει πολ ύ». «Περί τίν ος πρόκειται;» Ο Μάν σ τερ παρατήρησ ε πως ήταν ν ευρική. Γλ ισ τρούσ ε σ υν εχ ώς τις παλ άμες της επάν ω από τη φούσ τα της. «Είν αι αλ ήθεια ότι γ ν ωρίζετε τον Πολ Κέριγ καν ;»
«Ναι. Μερικές φορές εργ άζομαι γ ια την εταιρεία του. Γιατί ρωτάτε;» Επάν ω από το ξαν θό δέρμα της απλ ώθηκε μια κοκκιν ίλ α, κι ακόμη και όταν υποχ ώρησ ε άφησ ε αμυδρές παν άδες σ τα μάγ ουλ ά της. «Τι σ υμβαίν ει;» «Μπορείτε ν α θυμηθείτε τι κάν ατε σ τις 6 Απριλ ίου, το απόγ ευμα;» Η Σαμάν θα δεν απάν τησ ε. «Με ακούσ ατε;» «Σας άκουσ α. Απλ ώς δεν ξέρω πού το πάτε. Για ποιο λ όγ ο θα έπρεπε ν α σ ας πω οτιδήποτε σ χ ετικά με την ιδιωτική μου ζωή;» «Ο κύριος Κέριγ καν ισ χ υρίζεται πως ήσ ασ ταν μαζί του σ τις 6 Απριλ ίου το απόγ ευμα». «Μαζί του;» «Ναι». «Και είν αι πρόβλ ημα αυτό;» «Εσ είς θα μου πείτε». «Μπορεί ν α είν αι παν τρεμέν ος, αλ λ ά αυτό είν αι δικό του πρόβλ ημα, όχ ι δικό μου». «Τετάρτη, 6 Απριλ ίου». «Δ εν είν αι ευτυχ ισ μέν ος, ξέρετε». «Δ εν μας εν διαφέρει αυτό». «Δ εν είν αι, όμως». Με τρόμο, ο Μάν σ τερ είδε πως εκείν η ήταν έτοιμη ν α ξεσ πάσ ει σ ε κλ άματα: τα γ κριζογ άλ αν α μάτια της είχ αν γ εμίσ ει δάκρυα. «Κι εγ ώ τον κάν ω ν α ν ιώθει κάπως πιο άν ετα. Δ εν θα
έχ ω εν οχ ές γ ι’ αυτό». «Το θέμα είν αι αν τον κάν ατε ν α ν ιώσ ει άν ετα και την Τετάρτη 6 Απριλ ίου». «Έχ ει μπλ εξίματα;» «Μήπως έχ ετε κάποιο ημερολ όγ ιο;» «Ναι», είπε. «Ναι, ήμουν μαζί του εκείν η την Τετάρτη». «Είσ τε σ ίγ ουρη;» «Ναι. Ήταν η μέρα μετά τα γ εν έθλ ιά μου. Μου αγ όρασ ε έν α μπουκάλ ι σ αμπάν ιας». «Τι ώρα ήρθε;» «Το απόγ ευμα, γ ύρω σ τις τέσ σ ερις. Ήπιαμε λ ίγ η σ αμπάν ια και μετά...» Το πρόσ ωπό της είχ ε φλ ογ ισ τεί πάλ ι. «Έφυγ ε κάπου αν άμεσ α σ τις εφτά και τις οκτώ. Μου είπε ότι έπρεπε ν α επισ τρέψ ει σ το σ πίτι του γ ια το βραδιν ό φαγ ητό». «Υ πάρχ ει κάποιος άλ λ ος που ν α μπορεί ν α επιβεβαιώσ ει αυτά που λ έτε;» «Η σ υγ κάτοικός μου, η Λιν . Ήρθε σ τις έξι και ήπιε κι αυτή λ ίγ η σ αμπάν ια. Υ ποθέτω ότι θέλ ετε το πλ ήρες όν ομα και το τηλ έφων ό της». «Σας παρακαλ ώ». «Πείτε μου, εκείν η ξέρει γ ια τον Πολ και γ ια μέν α; Εν ν οώ, η γ υν αίκα του; Έχ ει φασ αρίες ο Πολ ;» Ο Μάν σ τερ την κοίταξε. Ήταν δυν ατόν ν α μη γ ν ώριζε γ ια τη Ρουθ Λέν οξ; Δ εν μπορούσ ε ν α είν αι
σ ίγ ουρος, και δεν ήθελ ε ν α είν αι αυτός εκείν ος ο οποίος θα της έλ εγ ε τα ν έα. Ο Πολ Κέριγ καν έπρεπε ν α κάν ει μόν ος του τη βρόμικη δουλ ειά που του αν αλ ογ ούσ ε. Ο Ζακς Γκριν έμεν ε κον τά σ το Γότερλ ου, λ ίγ ους δρόμους ν ότια από έν α σ ταθμό μπλ οκαρισ μέν ο ήδη από την κίν ησ η του μεσ ημεριού: ταξί και αυτοκίν ητα και φορτηγ ά και λ εωφορεία. Ποδήλ ατα μπαιν όβγ αιν αν σ τις αποβάθρες και οι ποδηλ άτες είχ αν σ κυμμέν α τα κεφάλ ια τους γ ια ν α αποφύγ ουν τον άν εμο που όλ ο και δυν άμων ε. Πέρασ ε και έν α ασ θεν οφόρο με αν οιχ τή τη σ ειρήν α του. Το ν ούμερο 232 ήταν έν α μικρό σ πίτι, χ τισ μέν ο ελ αφρώς πιο πίσ ω από το δρόμο, με σ καλ οπάτια που οδηγ ούσ αν σ ε μια σ πασ μέν η πράσ ιν η πόρτα. Η Ιβέτ πίεσ ε το κουδούν ι κι έπειτα χ τύπησ ε και με το χ έρι την πόρτα. Ήξερε ήδη πως δεν θα τον έβρισ κε σ το σ πίτι του, κι έτσ ι ξαφν ιάσ τηκε όταν άκουσ ε βήματα και το τρίξιμο μιας αλ υσ ίδας. Μπροσ τά της σ τεκόταν τώρα μια γ υν αίκα κρατών τας σ φιχ τά σ την αγ καλ ιά της έν α μωρό ν τυμέν ο με ριγ έ φορμάκι. «Τι θα θέλ ατε;» «Ψάχ ν ω τον Ζακς Γκριν », αποκρίθηκε η Ιβέτ.
«Εδώ δεν μέν ει;» «Είν αι ο εν οικιασ τής μας. Μέν ει σ το διαμέρισ μα. Πρέπει ν α πάτε από τον κήπο». Βγ ήκε έξω φορών τας τις παν τόφλ ες της και οδήγ ησ ε την Ιβέτ πάλ ι κάτω σ τις σ κάλ ες, δείχ ν ον τάς της σ υγ χ ρόν ως. «Αυτό το μικρό δρομάκι θα σ ας πάει γ ύρω-γ ύρω από την πίσ ω πλ ευρά και εκεί θα βρείτε έν αν μικρό κήπο με μια πόρτα που δεν κλ είν ει καλ ά. Αν πάτε από εκεί, θα δείτε το διαμέρισ μά του σ το πλ άι». «Σας ευχ αρισ τώ». Η Ιβέτ χ αμογ έλ ασ ε σ το μωρό, που την κοίταξε έν τρομο και έπειτα άρχ ισ ε ν α ουρλ ιάζει. Ποτέ δεν τα κατάφερν ε καλ ά με τα μωρά. «Πείτε του ν α μην κάν ει τόσ η φασ αρία, εν τάξει; Έκαν ε τρομερό σ αματά χ τες το βράδυ, μόλ ις είχ α επιτέλ ους καταφέρει ν α κοιμίσ ω τον μικρό». Η Ιβέτ προχ ώρησ ε μέσ α από τον ετοιμόρροπο πίσ ω φράχ τη. Ξύλ ιν α σ καλ οπάτια οδηγ ούσ αν από την πίσ ω πλ ευρά του σ πιτιού σ το οποίο είχ ε πάει πριν από λ ίγ ο ως τον μικρό κήπο, όπου σ ε μια πλ ευρά βρισ κόταν έν α παιδικό πλ ασ τικό τρίκυκλ ο. Χωμέν η κάτω από τις σ κάλ ες ήταν η πόρτα του διαμερίσ ματος. Η Ιβέτ πίεσ ε το κουδούν ι και περίμεν ε. Έπειτα χ τύπησ ε με τη γ ροθιά της την πόρτα, που αμέσ ως υποχ ώρησ ε αφήν ον τας έν α
μικρό άν οιγ μα. Για έν α λ επτό, η Ιβέτ σ τάθηκε εν τελ ώς ακίν ητη με τεταμέν η την προσ οχ ή της. Απέξω άκουγ ε την οχ λ οβοή της κυκλ οφορίας. Από μέσ α δεν ακουγ όταν απολ ύτως τίποτα. «Είν αι καν είς εδώ;» φών αξε. «Ζακς; Κύριε Γκριν ... Είμαι η υπασ τυν όμος Λον γ κ». Τίποτα. Ο άν εμος έφερε καταπάν ω της, εκεί που σ τεκόταν , μια ριπή από λ ευκά άν θη. Για μια σ τιγ μή ν όμισ ε πως ήταν χ ιόν ι. Χιόν ι τον Απρίλ ιο; Αλ λ ά πολ λ ές φορές σ υμβαίν ουν παράξεν α πράγ ματα. Έσ πρωξε την πόρτα γ ια ν α γ ίν ει το άν οιγ μα πιο πλ ατύ και προχ ώρησ ε σ ε έν α εν τελ ώς γ υμν ό χ ολ . Ο Ζακς Γκριν δεν ήταν τακτικός άν θρωπος. Παν τού σ το δάπεδο υπήρχ αν παπούτσ ια, σ τοίβες από διαφημισ τικά φυλ λ άδια, δυο άδεια κουτιά από πίτσ α, έν ας σ ωρός από φορτισ τές τηλ εφών ου και καλ ώδια υπολ ογ ισ τών κι έν α βαμβακερό φουλ άρι με φούν τες. Έκαν ε ακόμη μερικά προσ εκτικά βήματα. «Ζακς; Είσ αι εδώ;» Η φων ή της αν τήχ ησ ε σ τον μικρό χ ώρο. Στα δεξιά της υπήρχ ε μια κουζιν ίτσ α και μέσ α είδε έν α ράφι που είχ ε πιάσ ει κρούσ τα από πολ υκαιρισ μέν ες τροφές, έν αν ολ όκλ ηρο σ τρατό από άπλ υτες κούπες και βαζάκια με κόκκους σ τιγ μιαίου καφέ. Επάν ω σ το καλ οριφέρ
σ τέγ ν ων αν δυο μπλ ούζες. Και υπήρχ ε διάχ υτη μια οσ μή από κάτι που σ άπιζε κάπου μέσ α σ το χ ώρο. Είν αι παράξεν ο, σ κέφτηκε, πώς το καταλ αβαίν εις όταν κάτι δεν πάει καλ ά. Έχ εις μια διαίσ θησ η γ ι’ αυτό. Δ εν ήταν μόν ο η αν οιχ τή πόρτα και η οσ μή. Είχ ε ν α κάν ει περισ σ ότερο με την απόλ υτη σ ιωπή, σ αν αυτή η σ ιωπή ν α είν αι πάν τοτε το επακόλ ουθο της βίας. Έν ιωσ ε σ το δέρμα της μια αν ατριχ ίλ α. Στο δάπεδο άλ λ ο έν α παπούτσ ι, από καραβόπαν ο και με κίτριν α κορδόν ια, έξω από την ελ άχ ισ τα αν οιχ τή πόρτα που μάλ λ ον θα οδηγ ούσ ε σ το υπν οδωμάτιο του Ζακς. Έσ πρωξε την πόρτα με τις άκρες των δαχ τύλ ων της. Το παπούτσ ι εκείν ο ήταν σ ε έν α πόδι. Φαιν όταν το κάτω τμήμα του ποδιού, μέσ α σ ε σ κούρο παν τελ όν ι που ήταν αν ασ ηκωμέν ο αποκαλ ύπτον τας μια ριγ έ κάλ τσ α, όλ α τα άλ λ α όμως ήταν καλ υμμέν α με έν α εμπριμέ πάπλ ωμα: σ χ έδια με πουλ ιά και λ ουλ ούδια· έμοιαζε αν ατολ ίτικο και φώτιζε την γ κρίζα και καφετιά μουν τάδα του σ τεν όχ ωρου διαμερίσ ματος. Κοίταξε το ρολ όι της και σ υγ κράτησ ε την ώρα· έπειτα κάθισ ε κάτω σ ταυροπόδι και αν ασ ήκωσ ε προσ εκτικά το πάπλ ωμα, ν ιώθον τας πόσ ο υγ ρό και κολ λ ώδες ήταν και βλ έπον τας τώρα που είχ ε πλ ησ ιάσ ει πώς τα φωτειν ά σ χ έδια είχ αν κρύψ ει τους λ εκέδες.
Θα πρέπει ν α ήταν ο Ζακς αυτός που κειτόταν μπροσ τά της, σ τα πόδια του κρεβατιού του, όμως το σ τεν ό του πρόσ ωπο, τα χ ρυσ ωπά μάτια, τα τριαν ταφυλ λ έν ια χ είλ η που την είχ αν κάν ει ν α φρικιάσ ει, όλ α είχ αν εξαφαν ισ τεί – κι είχ αν γ ίν ει έν ας αιμάτιν ος πολ τός. Η Ιβέτ πίεσ ε τον εαυτό της ν α κοιτάξει καν ον ικά, όχ ι ν α ρίξει απλ ώς μια πλ άγ ια ματιά σ ’ εκείν η την εικόν α τρόμου. Μπορούσ ε ακόμη ν α διακρίν ει τους ν τελ ικάτους λ οβούς των αυτιών δίπλ α σ το αφαν ισ μέν ο πρόσ ωπο. Υ πήρχ ε αίμα παν τού. Οι άν θρωποι δεν ξέρουν πόσ ο πολ ύ αίμα κυλ ά μέσ α τους, ζεσ τό και ταχ ύ – μόν ο όταν το βλ έπεις χ υμέν ο γ ύρω από έν α κορμί το σ υν ειδητοποιείς. Λιμν ούλ ες από σ κούρο αίμα που αν έδιδε μια γ λ υκιά οσ μή και είχ ε πια αρχ ίσ ει ν α πήζει. Δ ιέτρεξε με το πίσ ω μέρος εν ός δαχ τύλ ου της την πλ άτη του, κάτω από την κόκκιν η μπλ ούζα του· το δέρμα ήταν λ ευκό, σ κλ ηρό και κρύο. Σηκώθηκε ακούγ ον τας τα γ όν ατά της ν α τρίζουν , και σ κέφτηκε τι έκαν ε ο Κάρλ σ ον όταν έφταν ε σ τη σ κην ή εν ός εγ κλ ήματος. Προσ πάθησ ε ν α μεταμορφωθεί ολ όκλ ηρη σ ε μια κάμερα που θα αποτύπων ε το σ κην ικό: τη σ πασ μέν η κλ ειδαριά, τις λ ασ πωμέν ες γ ραμμές σ το διάδρομο, τον πίν ακα που κρεμόταν σ τραβά επάν ω από το κρεβάτι, το
αίμα που έπηζε, την άκαμπτη σ άρκα, τον τρόπο με τον οποίο τα μπράτσ α του είχ αν εκτιν αχ θεί προς τα έξω σ αν ν α βρισ κόταν σ ε ελ εύθερη πτώσ η. Θυμήθηκε και αυτό που της είχ ε πει η γ υν αίκα επάν ω, γ ια το σ αματά που είχ ε ακούσ ει το προηγ ούμεν ο βράδυ. Έπειτα πήρε σ τα χ έρια της το κιν ητό της τηλ έφων ο. Από το επάν ω σ πίτι ακουγ όταν το μωρό που ούρλ ιαζε ακόμη. Και τα περιπολ ικά και το ασ θεν οφόρο έφτασ αν πολ ύ γ ρήγ ορα. Της φάν ηκε ότι δεν πέρασ αν παρά λ ίγ α λ επτά ώσ που εκείν ο το διαμέρισ μα ν α μεταμορφωθεί σ ε έν α αυτοσ χ έδιο εργ ασ τήριο, με δυν ατούς προβολ είς και το πτώμα του Ζακς σ το κέν τρο. Χάρτιν α παπούτσ ια, πλ ασ τικά γ άν τια, βουρτσ άκια γ ια τα αποτυπώματα, μπουκαλ άκια με χ ημικά, τσ ιμπιδάκια και σ ακουλ άκια γ ια τα σ τοιχ εία, ταιν ίες μέτρησ ης και θερμόμετρα. Ο Ρίλ εϊ μιλ ούσ ε με τη γ υν αίκα σ το επάν ω σ πίτι. Ο Μάν σ τερ, όρθιος δίπλ α σ την εξώπορτα και παίρν ον τας βαθιές αν άσ ες καθαρού αέρα, μιλ ούσ ε σ το κιν ητό του τηλ έφων ο. Τώρα πια ο Ζακς δεν ήταν παρά έν α αν τικείμεν ο, έν α δείγ μα. Μέσ α σ ε όλ η εκείν η τη φασ αρία, ο Κάρλ σ ον έσ κυψ ε από πάν ω της και της είπε: «Ο Κρις μιλ ά
τώρα με τους γ ον είς του. Τι λ ες, θα μπορούσ ες ν α το πεις εσ ύ σ την Τζούν τιθ Λέν οξ;» Έν ιωσ ε κόμπους ιδρώτα σ το μέτωπό της μόλ ις σ κέφτηκε εκείν ο το οργ ισ μέν ο, ερημωμέν ο κορίτσ ι. «Ασ φαλ ώς». «Σε ευχ αρισ τώ. Όσ ο το δυν ατόν σ υν τομότερα, ν ομίζω». Η Ιβέτ ήξερε πως θα ήταν πολ ύ άσ χ ημο, και όν τως ήταν . Στεκόταν εκεί και άκουγ ε τον ίδιο της τον εαυτό ν α προφέρει τα φριχ τά λ όγ ια παρακολ ουθών τας σ υγ χ ρόν ως το πολ ύ ν εαν ικό, πολ ύ ευάλ ωτο πρόσ ωπο της Τζούν τιθ Λέν οξ ν α σ υσ πάται από τον πόν ο. Στριφογ ύριζε σ το μικρό δωματιάκι και η λ επτή της φιγ ούρα σ υσ τρεφόταν , με τα μέλ η του σ ώματός της ν α μοιάζουν σ αν ν α είχ αν ξαφν ικά αποκοπεί – τα χ έρια της φτεροκοπούσ αν , το πρόσ ωπό της παραμορφων όταν από αλ λ όκοτους μορφασ μούς, το κεφάλ ι της τιν αζόταν επάν ω σ τον αδύν ατο λ αιμό και τα πόδια της γ λ ισ τρούσ αν μέσ α σ τη μαν ιασ μέν η αν άγ κη της ν α κιν ηθεί. Οι δυο τους βρίσ κον ταν σ ε έν α δωμάτιο που τους είχ ε διαθέσ ει η διευθύν τρια του σ χ ολ είου. Δ ίπλ α σ το παράθυρο υπήρχ ε έν α γ ραφείο και ράφια γ εμάτα με φακέλ ους ποικίλ ων χ ρωμάτων . Δ υο έφηβοι –έν α αγ όρι κι έν α
κορίτσ ι– πέρασ αν από το προαύλ ιο έξω και κοίταξαν με ολ οφάν ερη περιέργ εια μέσ α από το παράθυρο. Η Ιβέτ έν ιωθε σ αν χ αμέν η. Θα έπρεπε μήπως ν α πάει ν α τυλ ίξει τα μπράτσ α της γ ύρω από τα εύθραυσ τα οσ τά εκείν ου του κοριτσ ιού, ώσ τε ν α το κρατήσ ει ακίν ητο γ ια μια σ τιγ μή; Τώρα άφησ ε μια κραυγ ή που σ ίγ ουρα θα είχ ε ακουσ τεί σ ε ολ όκλ ηρο το σ χ ολ είο, θα είχ ε κάν ει τις τάξεις ν α αδειάσ ουν και θα έφερν ε εκεί αλ αφιασ μέν ους καθηγ ητές από σ τιγ μή σ ε σ τιγ μή. Η Τζούν τιθ όρμησ ε με φόρα καταπάν ω σ το γ ραφείο σ τέλ ν ον τάς το σ την αν τίθετη κατεύθυν σ η. Θύμισ ε σ την Ιβέτ μια πεταλ ούδα που τραυμάτιζε τα ν τελ ικάτα φτερά της επάν ω σ ε σ κλ ηρές επιφάν ειες. Η Ιβέτ άπλ ωσ ε το χ έρι της και άρπαξε την Τζούν τιθ από το σ τρίφωμα της μπλ ούζας της γ ια ν α το ακούσ ει αμέσ ως ν α σ κίζεται λ ίγ ο. Το κορίτσ ι σ ταμάτησ ε και την κοίταξε άγ ρια. Φορούσ ε ακόμη το σ κούρο πορτοκαλ ί κραγ ιόν της, αλ λ ά όλ α τα άλ λ α χ αρακτηρισ τικά του προσ ώπου της έμοιαζαν εν τελ ώς παιδικά. Ξαφν ικά κάθισ ε, όχ ι όμως σ την καρέκλ α, αλ λ ά σ ωριάσ τηκε κάτω σ το γ υμν ό πάτωμα σ αν μπόγ ος. «Πώς έγ ιν ε;» ψ ιθύρισ ε. «Αυτό προσ παθούμε ν α βρούμε. Το μόν ο που
μπορώ ν α σ ου πω προς το παρόν είν αι ότι κάποιος τον σ κότωσ ε». Θυμήθηκε το πρόσ ωπο του Ζακς που είχ ε γ ίν ει μια άμορφη μάζα και ξεροκατάπιε. «Μέσ α σ το διαμέρισ μά του». «Πότε; Πότε;» «Δ εν έχ ουμε ακόμη προσ διορίσ ει την ώρα του θαν άτου του». Η Ιβέτ ξαφν ιάσ τηκε από την ίδια την αμηχ αν ία της. Ήταν τόσ ο αμήχ αν η, που δεν μπορούσ ε ν α μιλ ήσ ει με άλ λ η γ λ ώσ σ α παρά μόν ο με την πομπώδη, ψ υχ ρή γ λ ώσ σ α της δουλ ειάς της. «Αλ λ ά ήταν πολ ύ πρόσ φατο;» «Ναι. Λυπάμαι που πρέπει ν α σ ου κάν ω αυτή την ερώτησ η, είμαι όμως σ ίγ ουρη πως θα καταλ άβεις. Μπορείς ν α μου πεις πότε τον είδες γ ια τελ ευταία φορά;» «Φύγ ε». Η Τζούν τιθ κάλ υψ ε τα αυτιά με τα χ έρια της και άρχ ισ ε ν α κουν ιέται μπρος-πίσ ω σ το δάπεδο. «Απλ ώς φύγ ε τώρα». «Το ξέρω ότι είν αι πολ ύ οδυν ηρό». «Φύγ ε. Φύγ ε. Φύγ ε. Άφησ έ με ήσ υχ η. Αφήσ τε μας όλ ους ήσ υχ ους. Γιατί σ υμβαίν ει όλ ο αυτό; Γιατί; Σας παρακαλ ώ, σ ας παρακαλ ώ». Η Ιβέτ δεν είχ ε βρεθεί σ το σ πίτι της Φρίν τα παρά μία και μον αδική φορά και ποτέ άλ λ οτε σ το γ ραφείο όπου δεχ όταν τους ασ θεν είς της.
Προσ παθούσ ε ν α μη δίν ει την εν τύπωσ η πως κοιτούσ ε το χ ώρο με περιέργ εια· δεν ήθελ ε όμως ν α κοιτά πολ ύ έν τον α ούτε την ίδια τη Φρίν τα, εν μέρει επειδή το σ ταθερό βλ έμμα της Φρίν τα πάν τοτε την έκαν ε ν α αισ θάν εται άβολ α και εν μέρει επειδή είχ ε σ οκαρισ τεί από την όψ η της. Ίσ ως ν α είχ ε αδυν ατίσ ει. Η Ιβέτ δεν θα μπορούσ ε ν α το πει αυτό με βεβαιότητα, σ ίγ ουρα όμως το δέρμα της ήταν πιο τεν τωμέν ο. Έμοιαζε σ αν κάποιος ν α την είχ ε τραβήξει γ ια ν α την τεν τώσ ει. Υ πήρχ αν σ κούροι κύκλ οι, σ χ εδόν μαβιοί, γ ύρω από τα μάτια της. Το δέρμα της ήταν κάτωχ ρο και τα μάτια της πολ ύ σ κοτειν ά, με μια θαμπάδα που διέφερε πολ ύ από την αλ λ οτιν ή λ άμψ η τους. Δ εν έδειχ ν ε καθόλ ου καλ ά, κατέλ ηξε η Ιβέτ. Παρακολ ουθούσ ε τη Φρίν τα ν α βαδίζει προς την κόκκιν η πολ υθρόν α της προσ παθών τας χ ωρίς επιτυχ ία ν α κρύψ ει ότι κούτσ αιν ε ελ αφρά, και σ κεφτόταν : Εγ ώ φταίω γ ι’ αυτό. Για μια σ τιγ μή, άφησ ε τον εαυτό της ν α θυμηθεί τη Φρίν τα ξαπλ ωμέν η σ το σ πίτι της Μέρι Όρτον , ακίν ητη, και τη θέα του αίματος. Κι έπειτα ξαν αείδε την Τζούν τιθ Λέν οξ ν α πετά γ ύρω σ το δωμάτιο σ αν πεταλ ούδα με σ πασ μέν α φτερά και ν α της φων άζει ν α φύγ ει, ν α φύγ ει από εκεί. Ίσως η απλ ή αλ ήθεια ν α είν αι πως είμαι μια αν ίκαν η αστυν ομικός,
σ κέφτηκε. Δ εν είχ ε καν κατορθώσ ει ν α αποσ πάσ ει έν α άλ λ οθι από τον Ζακς Γκριν . Η Φρίν τα της έδειξε την πολ υθρόν α απέν αν τι από τη δική της και η Ιβέτ κάθισ ε. Εκεί λ οιπόν κάθον ταν οι ασ θεν είς της. Για μια σ τιγ μή, η Ιβέτ φαν τάσ τηκε τον εαυτό της ν α κλ είν ει τα μάτια και ν α λ έει: Σε παρακαλ ώ, βοήθησέ με. Δ εν ξ έρω τι δεν πάει καλ ά μ’ εμέν α. Σε παρακαλ ώ, πες μου τι δεν πάει καλ ά μ’ εμέν α... «Σε ευχ αρισ τώ που δέχ τηκες ν α με δεις», της είπε τελ ικά. «Σου χ ρωσ τώ μια χ άρη». Η Φρίν τα της χ αμογ ελ ούσ ε. «Α όχ ι, εγ ώ είμαι αυτή που...» «Κατάφερες ν α αποσ υρθεί η καταγ γ ελ ία εν αν τίον μου». «Αυτό δεν ήταν τίποτα. Οι άν θρωποι εκείν οι ήταν ηλ ίθιοι». «Εγ ώ πάν τως σ ου είμαι ευγ ν ώμων ». «Δ εν ήθελ α ν α σ ου ζητήσ ω ν α έρθεις σ το τμήμα. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλ ύτερα έτσ ι. Δ εν ξέρω αν το έχ εις μάθει. Ο Ζακς Γκριν δολ οφον ήθηκε. Ήταν ο φίλ ος της Τζούν τιθ Λέν οξ». Η Φρίν τα έδειξε ν α γ ίν εται ακόμη πιο ακίν ητη. Κούν ησ ε ελ αφρά, σ χ εδόν αν επαίσ θητα, το κεφάλ ι της. «Όχ ι. Δ εν το είχ α μάθει. Λυπάμαι», είπε σ ιγ αν ά,
σ αν ν α το έλ εγ ε σ τον ίδιο της τον εαυτό. «Η μικρή είν αι σ ε άθλ ια κατάσ τασ η», σ υν έχ ισ ε η Ιβέτ. «Μόλ ις την άφησ α. Μαζί της ήταν η σ χ ολ ική σ ύμβουλ ος και η διευθύν τρια. Αλ λ ά αν ησ υχ ώ γ ι’ αυτήν ». «Γιατί μου το λ ες εμέν α αυτό;» «Την έχ εις γ ν ωρίσ ει. Ξέρω ότι έχ εις κι εσ ύ τις δικές σ ου παρασ κην ιακές σ χ έσ εις με την οικογ έν εια Λέν οξ». Σταμάτησ ε και σ ήκωσ ε απολ ογ ητικά την παλ άμη της. «Δ εν το εν ν οούσ α όπως ακούσ τηκε. Δ εν το είπα με την κακή έν ν οια». «Συν έχ ισ ε». «Αν αρωτιόμουν μήπως θα μπορούσ ες ν α πας ν α τη δεις. Ή έσ τω ν α της τηλ εφων ήσ εις. Μόν ο γ ια ν α δεις τι κάν ει». «Δ εν είν αι ασ θεν ής μου». «Το καταν οώ αυτό». «Μόλ ις και μετά βίας την ξέρω. Ο αδελ φός της κάν ει παρέα με την αν ιψ ιά μου. Αυτή είν αι η μον αδική σ ύν δεσ η. Και είν αι ελ άχ ισ τες οι φορές που σ υν άν τησ α το δύσ τυχ ο κορίτσ ι». «Εγ ώ δεν ήξερα πώς ν α αν τιδράσ ω μαζί της. Υ πάρχ ουν πράγ ματα που δεν σ ου τα διδάσ κουν σ τη Σχ ολ ή. Θα μπορούσ α βέβαια ν α καλ έσ ω κάποιον από τους σ υν εργ άτες μας». Ζάρωσ ε με αμφιβολ ία τη μύτη της και μόν ο σ τη σ κέψ η. «Ο
αν αθεματισ μέν ος ο Χαλ Μπράν τσ ο θα ήταν πολ ύ ευτυχ ής ν α της πει ποια είν αι τα αισ θήματά της και γ ια ποιο λ όγ ο αισ θάν εται έτσ ι. Όμως – ε καλ ά, σ κέφτηκα πως ίσ ως θα μπορούσ ες εσ ύ ν α βοηθήσ εις». «Στο όν ομα των παλ ιών καλ ών καιρών ;» ρώτησ ε ειρων ικά η Φρίν τα. «Δ ηλ αδή, δεν θα το κάν εις;» «Δ εν είπα αυτό». Εν τάξ ει. Δ εν θα μπω στο πρώτο αεροπλ άν ο και δεν θα έρθω ν α κοπαν άω την πόρτα σου. Θα σε εμπιστευτώ. Αλ λ ά το κάν εις πολ ύ δύσκολ ο, Φρίν τα.
44 Το πρωί, ο Τζιμ Φίαρμπι πήγ ε ν α επισ κεφτεί την οικογ έν εια της Φιλ ίπα Λούις. Ζούσ αν σ ε μια καιν ούρια σ υν οικία σ ε έν α χ ωριό λ ίγ α μίλ ια ν ότια από το Όξφορν τ. Μια μεσ όκοπη γ υν αίκα –θα πρέπει ν α ήταν η Σου, η μητέρα της Φιλ ίπα Λούις– του έκλ εισ ε κατάμουτρα την πόρτα αμέσ ως μόλ ις της είπε ποιος είν αι. Ο Φίαρμπι είχ ε διαβάσ ει γ ια τη υπόθεσ η σ την τοπική εφημερίδα: η σ υν ηθισ μέν η ισ τορία του κοριτσ ιού που καθυσ τερεί ν α φύγ ει από το σ χ ολ είο κι έπειτα ξεκιν ά ν α επισ τρέψ ει με τα πόδια σ το σ πίτι αλ λ ά δεν φτάν ει ποτέ. Είχ ε δει και τη θολ ή φωτογ ραφία της σ την εφημερίδα. Έβαλ ε έν α σ ημαδάκι δίπλ α σ το όν ομά της και μαζί κι έν α ερωτηματικό. Έπειτα, κάπου σ το δρόμο γ ια το Γόργ ουικ, η μητέρα εν ός άλ λ ου κοριτσ ιού, της Κάθι Μπίρκιν , του πρόσ φερε τσ άι και κέικ κι εκείν ος ήξερε από την πρώτη μπουκιά ότι θα μπορούσ ε ν α διαγ ράψ ει αυτό το όν ομα από τη λ ίσ τα του. Το κορίτσ ι το είχ ε σ κάσ ει άλ λ ες δύο φορές από το σ πίτι. Το κέικ όμως ήταν αρκετά ν όσ τιμο. Με τζίν τζερ. Είχ ε και λ ίγ α καρυκεύματα. Ο Φίαρμπι είχ ε αρχ ίσ ει ν α παρατηρεί
και έν α άλ λ ο είδος μοτίβου. Οι μητέρες των κοριτσ ιών που το είχ αν σ κάσ ει από τα σ πίτια τους ήταν κι εκείν ες που είχ αν κυρίως την τάσ η ν α τον προσ καλ ούν μέσ α και ν α του προσ φέρουν τσ άι και κέικ. Μπορούσ ε πια ν α θυμάται το κάθε σ πίτι και το κάθε φευγ άτο κορίτσ ι από το κέικ που του είχ αν προσ φέρει. Η μητέρα της Κλ ερ Μπόιλ είχ ε φτιάξει κέικ καρότου. Η μητέρα εν ός άλ λ ου κοριτσ ιού, της Μαρία Χόρσ λ εϊ, κέικ σ οκολ άτας. Να ήταν τάχ α μια απόπειρα ν α αποδείξουν πως είχ αν κάν ει ό,τι καλ ύτερο μπορούσ αν , πως δεν ήταν κακοί γ ον είς; Το κέικ τζίν τζερ ήταν λ ίγ ο σ τεγ ν ό και κόλ λ ησ ε σ τον ουραν ίσ κο του. Χρειάσ τηκε ν α πιει λ ίγ ο από το χ λ ιαρό τσ άι του γ ια ν α το κατεβάσ ει. Την ώρα που μασ ούσ ε, έν ιωσ ε σ αν η ίδια η σ υν είδησ ή του ν α του έδιν ε μια σ ουβλ ιά. Επρόκειτο γ ια κάτι που το είχ ε αν αβάλ ει ξαν ά και ξαν ά. Τώρα όμως δεν είχ ε δικαιολ ογ ία, ήταν μόν ο μια μικρή παράκαμψ η από το δρόμο του. Σχ εδόν έλ πιζε πως ο Τζορτζ Κόν λ εϊ θα έλ ειπε, όμως τελ ικά ήταν σ το σ πίτι. Το μικρό οικοδομικό σ υγ κρότημα σ το οποίο είχ ε μετακομίσ ει έδειχ ν ε αρκετά καθαρό. Όταν ο Κόν λ εϊ άν οιξε την πόρτα, είδε σ τα μάτια του μόν ο μια αν επαίσ θητη αν αλ αμπή αν αγ ν ώρισ ης, όμως ο Φίαρμπι το είχ ε σ υν ηθίσ ει πια αυτό. Σε όλ ες τις σ υν αν τήσ εις τους
σ τη διάρκεια όλ ων αυτών των χ ρόν ων ο Κόν λ εϊ ποτέ δεν φάν ηκε ν α ν ιώθει άν ετα ν α τον κοιτάξει καταπρόσ ωπο. Ακόμη και όταν μιλ ούσ ε, ήταν σ αν ν α απευθυν όταν σ ε κάποιον που ήταν λ ίγ ο πιο δίπλ α και πιο πίσ ω από τον Φίαρμπι. Αμέσ ως μόλ ις μπήκε σ το διαμέρισ μα, έν ιωσ ε ν α ορμούν καταπάν ω του η αποπν ικτική ζέσ τη και η οσ μή που έδιν αν την εν τύπωσ η πως αν ήκαν η μία σ την άλ λ η. Η οσ μή δεν ήταν αν αγ ν ωρίσ ιμη και ο Φίαρμπι δεν ήθελ ε πραγ ματικά ν α την αν αγ ν ωρίσ ει: ήταν γ λ υκερή και με έν τον η την αίσ θησ η της υγ ρασ ίας. Θυμήθηκε ξαφν ικά την ξιν ή οσ μή που σ ου έρχ εται όταν βρίσ κεσ αι πίσ ω από το απορριματοφόρο το καλ οκαίρι. Ο Φίαρμπι ζούσ ε μόν ος του γ ια χ ρόν ια και ήξερε τι σ ημαίν ει ν α είσ αι σ ε έν α σ πίτι όπου οι επιφάν ειες δεν πλ έν ον ται σ ωσ τά, τα πιάτα σ τοιβάζον ται, τα φαγ ητά μέν ουν καμιά φορά εκτός ψ υγ είου και τα ρούχ α είν αι ριγ μέν α σ το πάτωμα, όμως αυτό ήταν κάτι διαφορετικό. Μέσ α σ το σ κοτειν ό, ζεσ τό καθισ τικό, έπρεπε ν α προσ έχ ει ν α μην πατήσ ει βρόμικα πιάτα και ποτήρια. Είδε αν οιγ μέν ες κον σ έρβες με το περιεχ όμεν ο μισ οφαγ ωμέν ο αλ λ ά μη αν αγ ν ωρίσ ιμο πια εξαιτίας της γ κριζοπράσ ιν ης κρούσ τας που είχ ε πιάσ ει από τη μούχ λ α. Τα πάν τα σ χ εδόν , πιάτα, ποτήρια, κον σ έρβες, είχ αν μέσ α
σ βησ μέν α αποτσ ίγ αρα. Ο Φίαρμπι αν αρωτήθηκε αν υπήρχ ε κάποιος που θα μπορούσ ε ν α καλ έσ ει γ ια ν α βοηθήσ ει τον Κόν λ εϊ. Να υπήρχ ε άραγ ε κάπου κάποιος που ν α είχ ε ν όμιμη αρμοδιότητα ν α βοηθήσ ει σ ε αυτή την κατάσ τασ η; Η τηλ εόρασ η ήταν αν οιχ τή και ο Κόν λ εϊ κάθισ ε αμέσ ως απέν αν τί της. Δ εν φαιν όταν όμως ν α παρακολ ουθεί την οθόν η. Έδιν ε περισ σ ότερο την εν τύπωσ η πως καθόταν απλ ώς μπροσ τά της. «Πώς βρήκες αυτό το σ πίτι;» τον ρώτησ ε ο Φίαρμπι. «Το δημοτικό σ υμβούλ ιο», αποκρίθηκε ο Κόν λ εϊ. «Έρχ εται ποτέ καν είς εδώ γ ια ν α σ ε βοηθήσ ει; Ξέρω πως θα πρέπει ν α είν αι δύσ κολ α τα πράγ ματα. Έμειν ες πολ ύ καιρό σ τη φυλ ακή. Δ εν είν αι εύκολ ο ν α προσ αρμοσ τείς». Ο Κόν λ εϊ τον κοιτούσ ε με άδειο βλ έμμα κι έτσ ι ο Φίαρμπι αποφάσ ισ ε ν α κάν ει άλ λ η μια προσ πάθεια. «Έρχ εται ποτέ καν είς ν α δει πώς τα πας; Ή και ν α καθαρίσ ει λ ίγ ο εδώ;» «Μερικές φορές έρχ εται μια γ υν αίκα. Για ν α δει τι κάν ω». «Σε βοηθά;» «Είν αι εν τάξει». «Και τι γ ίν εται με την αποζημίωσ ή σ ου; Πότε λ έν ε ότι θα την πάρεις;»
«Δ εν ξέρω. Είδα την Νταϊάν α». «Τη δικηγ όρο σ ου», είπε ο Φίαρμπι. Η τηλ εόρασ η έπαιζε τόσ ο δυν ατά που εκείν ος ήταν αν αγ κασ μέν ος σ χ εδόν ν α φων άζει γ ια ν α ακούγ εται. «Τι σ ου είπε;» «Είπε ότι θα πάρει χ ρόν ο. Πολ ύ χ ρόν ο». «Το ξέρω αυτό. Πρέπει ν α έχ εις υπομον ή». Ακολ ούθησ ε σ ύν τομη σ ιωπή. «Βγ αίν εις καθόλ ου από το σ πίτι;» «Περπατώ λ ίγ ο. Υ πάρχ ει έν α πάρκο». «Αυτό είν αι καλ ό». «Έχ ει πάπιες. Παίρν ω ψ ωμί και σ πόρους». «Αυτό είν αι πολ ύ ωραίο, Τζορτζ. Υ πάρχ ει καν είς που θα ήθελ ες ν α του τηλ εφων ήσ ω; Αν μου δώσ εις τον αριθμό, μπορώ ν α τηλ εφων ήσ ω εγ ώ σ τους αν θρώπους από το δημοτικό σ υμβούλ ιο. Μπορούν ν α σ ου σ τείλ ουν κάποιον γ ια ν α σ ε βοηθήσ ει ν α καθαρίσ εις το σ πίτι». «Υ πάρχ ει μόν ο μια γ υν αίκα. Έρχ εται μερικές φορές». Ο Φίαρμπι καθόταν σ τητός σ την άκρη εν ός καν απέ που έμοιαζε ν α τον έχ ουν φέρει από τα σ κουπίδια. Η πλ άτη του είχ ε αρχ ίσ ει ν α πον ά. Σηκώθηκε. «Τώρα πρέπει ν α φύγ ω», είπε. «Έπιν α τσ άι. Θέλ εις;»
Ο Φίαρμπι κοίταξε το αν οιχ τό κουτί με το γ άλ α επάν ω σ το τραπέζι. Το γ άλ α μέσ α ήταν κίτριν ο. «Ήπια τσ άι ν ωρίτερα. Αλ λ ά θα ξαν άρθω σ ύν τομα και τότε θα πάμε ν α πιούμε κάτι ή ν α περπατήσ ουμε. Πώς σ ου ακούγ εται αυτό;» «Εν τάξει». «Προσ παθώ ν α βρω τον άν θρωπο που πραγ ματικά σ κότωσ ε τη Χέιζελ Μπάρτον . Μου απορροφά πολ ύ χ ρόν ο». Ο Κόν λ εϊ δεν σ τράφηκε καν ν α τον κοιτάξει. «Ξέρω πως αυτή είν αι μια φριχ τή αν άμν ησ η γ ια σ έν α», είπε ο Φίαρμπι. «Αλ λ ά όταν τη βρήκες, το ξέρω ότι έσ κυψ ες από πάν ω της και προσ πάθησ ες ν α τη βοηθήσ εις. Την άγ γ ιξες. Αυτό ήταν το σ τοιχ είο που χ ρησ ιμοποίησ αν εν αν τίον σ ου. Μήπως όμως είδες και τίποτε άλ λ ο; Κάποιον άν θρωπο; Ή έν α αυτοκίν ητο; Τζορτζ. Ακούς τι σ ου λ έω;» Αυτή τη φορά ο Κόν λ εϊ σ τράφηκε ν α τον κοιτάξει, πάλ ι όμως δεν είπε τίποτα. «Καλ ά τότε», είπε ο Φίαρμπι. «Λοιπόν , χ άρηκα πολ ύ που σ ε είδα. Θα το επαν αλ άβουμε». Και βγ ήκε διασ χ ίζον τας προσ εκτικά το δωμάτιο. Όταν ο Φίαρμπι έφτασ ε σ το σ πίτι του, αν αζήτησ ε και βρήκε σ το διαδίκτυο το τηλ έφων ο της
κοιν ων ικής υπηρεσ ίας. Κάλ εσ ε αμέσ ως, αλ λ ά η ώρα ήταν περασ μέν η και το γ ραφείο είχ ε κλ είσ ει. Κοίταξε το ρολ όι του. Για μια σ τιγ μή σ κέφτηκε ν α πάρει την Νταϊάν α ΜακΚέροου και ν α της μιλ ήσ ει γ ια την κατάσ τασ η του Κόν λ εϊ, αλ λ ά και το δικό της γ ραφείο θα ήταν κλ εισ τό αυτή την ώρα. Ήξερε σ χ ετικά με αυτές τις υποθέσ εις αποζημιώσ εων . Έπαιρν αν χ ρόν ια. Πήγ ε σ το ν εροχ ύτη, βρήκε έν α ποτήρι, το ξέπλ υν ε και έβαλ ε μια δόσ η ουίσ κι. Ήπιε μια γ ουλ ιά και έν ιωσ ε τη ζέσ τη ν α κατεβαίν ει και ν α απλ ών εται σ το σ τήθος του. Το χ ρειαζόταν αυτό. Έν ιωθε την κόπωσ η της ημέρας σ το σ τόμα του, σ τη γ λ ώσ σ α του, και το ουίσ κι τα ξέπλ εν ε όλ α αυτά. Κοίταξε γ ύρω του το διαμέρισ μά του. Δ εν ήταν βέβαια σ αν του Κόν λ εϊ, υπήρχ ε όμως κάποια μακριν ή σ υγ γ έν εια. Άν τρες παραπεταμέν οι, που ζούσ αν μόν οι τους. Δ υο άν τρες που, αν και με διαφορετικό τρόπο ο καθέν ας, εξακολ ουθούσ αν ν α είν αι παγ ιδευμέν οι σ την υπόθεσ η της Χέιζελ Μπάρτον . Η ασ τυν ομία δεν είχ ε άλ λ ους υπόπτους. Αυτό είχ αν δηλ ώσ ει. Μόν ο τον Τζορτζ Κόν λ εϊ, αλ λ ά εκείν ος ήξερε πως δεν ήταν έτσ ι. Περιέφερε το βλ έμμα σ το καθισ τικό του. Ξαφν ικά, τα βρόμικα ποτήρια και τα πεταμέν α από δω κι από κει ρούχ α, οι σ τοίβες των χ αρτιών και
των φακέλ ων , τον φόβισ αν . Σπάν ια έρχ ον ταν άν θρωποι σ το σ πίτι του, αλ λ ά και μόν ο η σ κέψ η πως θα μπορούσ ε κάποιος ν α μπει σ ’ εκείν ο το δωμάτιο και ν α ν ιώσ ει εν μέρει αυτό που είχ ε ν ιώσ ει ο ίδιος σ το διαμέρισ μα του Τζορτζ Κόν λ εϊ τον έκαν ε ν α κοκκιν ίσ ει από έν α είδος ν τροπής. Για ολ όκλ ηρη την επόμεν η ώρα μάζευε ρούχ α, έπλ εν ε ποτήρια και πιάτα, καθάριζε τις επιφάν ειες και ύσ τερα έβαλ ε και σ κούπα. Στο τέλ ος αισ θάν θηκε πως το διαμέρισ μα έδειχ ν ε κάπως πιο φυσ ιολ ογ ικό. Χρειαζόταν κι άλ λ α βέβαια. Μπορούσ ε ν α το δει ξεκάθαρα αυτό. Θα αγ όραζε έν αν πίν ακα. Μπορούσ ε ν α βάλ ει και λ ουλ ούδια σ ε έν α βάζο. Ίσ ως ακόμη θα μπορούσ ε ν α βάψ ει και τους τοίχ ους. Πήρε μια έτοιμη σ υσ κευασ ία με λ αζάν ια από την κατάψ υξη και τα έβαλ ε σ το φούρν ο. Κοίταξε σ το πίσ ω μέρος της σ υσ κευασ ίας. Ήθελ αν πεν ήν τα λ επτά γ ια ν α γ ίν ουν . Αυτό θα του άφην ε αρκετό χ ρόν ο. Πήγ ε σ το γ ραφείο του. Αυτό ήταν το έν α και μον αδικό μέρος του διαμερίσ ματος που υπήρξε πάν τοτε τακτικό, καθαρό και οργ αν ωμέν ο. Πήρε σ τα χ έρια του το χ άρτη που βρισ κόταν επάν ω σ το γ ραφείο του, τον ξεδίπλ ωσ ε και τον άπλ ωσ ε σ το πάτωμα. Άν οιξε το επάν ω σ υρτάρι του γ ραφείου του και πήρε την καρτέλ α με τα κόκκιν α
αυτοκόλ λ ητα. Ξεκόλ λ ησ ε έν α και το κόλ λ ησ ε προσ εκτικά σ το σ ημείο όπου βρισ κόταν το χ ωριό Ντέν χ αμ, μόλ ις λ ίγ ο ν ότια από το Όξφορν τ. Στάθηκε λ ίγ ο πιο πίσ ω και κοίταξε. Τώρα υπήρχ αν εφτά σ ημάδια σ το χ άρτη του και έν α μοτίβο σ χ ηματιζόταν ξεκάθαρα. Ο Φίαρμπι ήπιε άλ λ η μια γ ουλ ιά ουίσ κι και έθεσ ε σ τον εαυτό του το ερώτημα που είχ ε θέσ ει και πολ λ ές άλ λ ες φορές σ το παρελ θόν : μήπως ήταν θύμα μιας αυταπάτης του; Είχ ε διαβάσ ει πολ λ ά γ ια τους δολ οφόν ους και γ ια τις σ υν ήθειές τους. Πως ήταν σ αν αρπακτικά ζώα που εξορμούσ αν σ ε περιοχ ές σ τις οποίες έν ιωθαν ασ φάλ εια. Είχ ε όμως επίσ ης διαβάσ ει και γ ια τον κίν δυν ο ν α βλ έπεις μοτίβα εκεί όπου δεν υπάρχ ουν παρά τυχ αίες σ υλ λ ογ ές σ τοιχ είων . Ρίχ ν εις πρώτα αυθαίρετα πυροβολ ισ μούς σ ε έν αν τοίχ ο, έπειτα ζωγ ραφίζεις έν α σ τόχ ο γ ύρω από τα σ ημάδια που είν αι πιο κον τιν ά μεταξύ τους, και φαίν εται σ αν ν α ήταν αυτός από την αρχ ή ο σ τόχ ος σ ου. Κοίταξε ξαν ά το χ άρτη. Πέν τε από τα σ ημάδια ήταν κον τά σ τον αυτοκιν ητόδρομο Μ40 και υπήρχ αν και άλ λ α δύο δίπλ α σ τον αυτοκιν ητόδρομο Μ1 . Δ εν απείχ αν περισ σ ότερο από είκοσ ι λ επτά με το αυτοκίν ητο από μια έξοδο. Έδειχ ν ε ολ οφάν ερο και αδιαμφισ βήτητο. Υ πήρχ ε όμως έν α πρόβλ ημα.
Όλ ο αυτό το διάσ τημα που αν αζητούσ ε σ τις εφημερίδες και σ το διαδίκτυο περιπτώσ εις εξαφαν ισ μέν ων κοριτσ ιών εφηβικής ηλ ικίας, έν α από τα βασ ικά κριτήρια της επιλ ογ ής του ήταν ν α ψ άχ ν ει οικογ έν ειες που έμεν αν κον τά σ ε αυτοκιν ητόδρομους. Μήπως λ οιπόν είχ ε δημιουργ ήσ ει εκείν ος ο ίδιος το μοτίβο; Αλ λ ά τότε σ κέφτηκε πάλ ι τα πρόσ ωπα των κοριτσ ιών και τις ισ τορίες τους. Όλ ο αυτό του φαιν όταν σ ωσ τό. Του μύριζε σ ωσ τό. Ποιο το όφελ ος, όμως;
45 Ο Κάρλ σ ον κάθισ ε απέν αν τι από τον Ράσ ελ Λέν οξ. Η Ιβέτ πάτησ ε το κουμπί της ηχ ογ ράφησ ης και κάθισ ε και αυτή σ τη μια από τις άλ λ ες πλ ευρές. «Πρέπει ν α ξέρετε πως εξακολ ουθείτε ν α θεωρείσ τε ύποπτος», άρχ ισ ε ο Κάρλ σ ον . «Και ότι δικαιούσ τε ν ομική εκπροσ ώπησ η». Ο Λέν οξ έν ευσ ε αδύν αμα πως είχ ε καταλ άβει. Έδειχ ν ε ζαλ ισ μέν ος και σ αν ν α μην ήταν ικαν ός ν α αν τιδρά. «Πρέπει ν α το πείτε δυν ατά», πρόσ θεσ ε ο Κάρλ σ ον . «Για την κασ έτα ή το σ ιν τί ή ότι είν αι τέλ ος πάν των αυτό μέσ α σ το μηχ άν ημα». «Ναι», είπε ο Λέν οξ. «Κατάλ αβα τι μου είπατε. Είμαι εν τάξει». «Είσ τε όμως μια απίσ τευτη οικογ έν εια», είπε ο Κάρλ σ ον . Ο Λέν οξ τον κοίταξε χ ωρίς ν α καταλ αβαίν ει. «Φαίν εται πως όποιος έρχ εται σ ε επαφή μαζί σ ας, του βγ αίν ει σ ε κακό». «Είμασ τε μια οικογ έν εια σ την οποία η σ ύζυγ ος και μητέρα δολ οφον ήθηκε», είπε βραχ ν ά ο Λέν οξ. «Αυτό εν ν οούσ ατε;» «Και τώρα και ο φίλ ος της κόρης σ ας». «Δ εν είχ α ιδέα γ ι’ αυτή την ισ τορία, μέχ ρι που
έμαθα γ ια το θάν ατό του». «Για τη δολ οφον ία του. Ο Ζακς Γκριν χ τυπήθηκε με έν α αμβλ ύ αν τικείμεν ο. Όπως και η σ ύζυγ ός σ ας». Ακολ ούθησ ε μια παύσ η. «Λοιπόν , πώς ν ιώθατε γ ι’ αυτόν ;» «Τι εν ν οείτε;» «Πώς ν ιώθατε γ ια τη σ χ έσ η της δεκαπεν τάχ ρον ης κόρης σ ας με έν αν άν τρα είκοσ ι οχ τώ ετών ;» «Όπως σ ας είπα, δεν το ήξερα. Τώρα που το ξέρω, αν ησ υχ ώ γ ια την κόρη μου. Για την ευτυχ ία της». «Ο Ζακς Γκριν πέθαν ε κάποια σ τιγ μή σ τη διάρκεια της χ τεσ ιν ής ημέρας. Μπορείτε ν α μας πείτε πού βρισ κόσ ασ ταν εσ είς;» «Ήμουν σ το σ πίτι. Τον τελ ευταίο καιρό είμαι πολ λ ές ώρες σ το σ πίτι». «Ήταν καν είς μαζί σ ας;» «Τα παιδιά βρίσ κον ταν σ το σ χ ολ είο. Ήμουν εκεί όταν επέσ τρεψ ε η Ντόρα, περίπου σ τις τέσ σ ερις και δέκα». «Τι κάν ατε σ το σ πίτι σ ας;» Ο Λέν οξ έδειχ ν ε υπερβολ ικά κουρασ μέν ος, τόσ ο που θα ’λ εγ ες πως χ ρειαζόταν ν α καταβάλ ει προσ πάθεια ακόμη και γ ια ν α μιλ ήσ ει. «Γιατί δεν με ρωτάτε κατευθείαν αν σ κότωσ α
εκείν ο τον άν θρωπο; Σίγ ουρα αυτός είν αι ο λ όγ ος γ ια τον οποίο με φέρατε εδώ». «Τον σ κοτώσ ατε;» «Όχ ι, δεν τον σ κότωσ α». «Καλ ά λ οιπόν , τι κάν ατε χ τες σ το σ πίτι σ ας;» «Τίποτα το σ πουδαίο. Κάποια ψ ιλ οπράγ ματα». Ο Κάρλ σ ον σ κέφτηκε γ ια μια σ τιγ μή. «Θα μπορούσ ατε ίσ ως ν α μας βοηθήσ ετε αν μας λ έγ ατε κάτι το οποίο ν α μπορούμε ν α ελ έγ ξουμε. Μήπως ήρθε κάποιος; Μήπως τηλ εφων ήσ ατε εσ είς σ ε καν έν αν ; Μήπως μπήκατε σ το διαδίκτυο;» «Καν είς δεν ήρθε. Πιθαν ώς ν α έκαν α κάποια τηλ εφων ήματα και ν α μπήκα σ το διαδίκτυο». «Αυτά μπορούμε ν α τα ελ έγ ξουμε». «Κυρίως είδα λ ίγ η τηλ εόρασ η». «Τι πρόγ ραμμα είδατε;» «Τα σ υν ηθισ μέν α σ κουπίδια. Μάλ λ ον κάποια εκπομπή γ ια αν τίκες». «Μάλ λ ον κάποια εκπομπή γ ια αν τίκες», είπε σ ιγ αν ά ο Κάρλ σ ον σ αν ν α το σ κεφτόταν την ώρα που το επαν αλ άμβαν ε. «Θα το σ ταματήσ ω αυτό αμέσ ως τώρα». Έγ ειρε μπροσ τά και πάτησ ε έν α κουμπί γ ια ν α σ ταματήσ ει η ηχ ογ ράφησ η. «Τώρα θα φύγ ετε και θα πάτε ν α σ κεφτείτε και ίσ ως ν α σ υμβουλ ευτείτε κι έν α δικηγ όρο. Έπειτα θα ξαν άρθετε με κάποια καλ ύτερη ισ τορία από αυτήν
που μας είπατε. Στο μεταξύ, θα κάν ουμε κι εμείς τον έλ εγ χ ό μας γ ια ν α δούμε σ ε ποιους τηλ εφων ήσ ατε και πού βρισ κόσ ασ ταν ». Σηκώθηκε. «Πρέπει ν α σ κεφτείτε τα παιδιά σ ας, την οικογ έν ειά σ ας. Πόσ α ακόμη μπορούν ν α αν τέξουν ;» Ο Λέν οξ έτριψ ε το πρόσ ωπο με το χ έρι του, σ αν κάποιον που ελ έγ χ ει αν θυμήθηκε ν α ξυρισ τεί. «Τα σ κέφτομαι το κάθε λ επτό της κάθε μέρας», είπε. Ο Κρις Μάν σ τερ περίμεν ε τον Κάρλ σ ον σ το γ ραφείο του. Είχ ε μόλ ις επισ τρέψ ει από το Καρν τίφ όπου είχ ε πάει γ ια ν α αν ακρίν ει την κοπέλ α που ήταν το άλ λ οθι του Τζος Κέριγ καν , τη Σάρι Χολ άν τερ. «Λοιπόν ;» «Μου επαν έλ αβε απλ ώς αυτά που είχ ε πει και ο Τζος Κέριγ καν : ότι μάλ λ ον θα ήταν μαζί του, ότι από τη σ τιγ μή που ξεκίν ησ ε η σ χ έσ η τους περν ούν σ χ εδόν το κάθε τους λ επτό μαζί, αλ λ ά και ότι δεν μπορούσ ε ν α θυμηθεί με απόλ υτη βεβαιότητα. Ήταν όμως σ ίγ ουρη ότι ποτέ δεν έλ ειψ ε από κον τά της γ ια μεγ άλ ο χ ρον ικό διάσ τημα της ημέρας ή της ν ύχ τας». «Είν αι κάπως ασ αφές». «Δ εν χ ρησ ιμοποίησ ε την πισ τωτική του κάρτα
γ ια ν α αγ οράσ ει εισ ιτήριο γ ια οποιοδήποτε μέσ ο μεταφοράς προς το Λον δίν ο εκείν η τη μέρα. Αλ λ ά είχ ε σ ηκώσ ει από την τράπεζα εκατό λ ίρες μετρητά πριν από δύο ημέρες. Θα μπορούσ ε λ οιπόν ν α είχ ε χ ρησ ιμοποιήσ ει αυτά τα χ ρήματα». «Αλ λ ά δεν φαίν εται και πολ ύ πιθαν ός ύποπτος, έτσ ι δεν είν αι; Από την αρχ ή δεν ήταν ». «Δ εν θα το έλ εγ α αυτό». Ο Κάρλ σ ον κοίταξε τον Μάν σ τερ πιο προσ εκτικά. «Τι εν ν οείς με αυτό;» «Υ πάρχ ει κάτι που αν έφερε η κοπέλ α του και που ν ομίζω ότι μπορεί ν α σ ε εν διαφέρει». «Συν έχ ισ ε». «Μου είπε πως ο Τζος ήταν οργ ισ μέν ος με τον πατέρα του. Έξαλ λ ος, έτσ ι μου είπε. Μου είπε πως κάποιος του είχ ε σ τείλ ει έν α γ ράμμα σ το οποίο του έγ ραφε πως ο πατέρας του δεν ήταν ο ευτυχ ισ μέν ος καλ ός οικογ εν ειάρχ ης που ο ίδιος παρίσ ταν ε πως ήταν ». «Ώσ τε ήξερε, λ οιπόν ». «Αυτό μου είπε εκείν η». «Καλ ή δουλ ειά, Κρις. Πρέπει ν α κάν ουμε άλ λ η μια κουβεν τούλ α μαζί του. Αμέσ ως τώρα. Και με τον μικρότερο αδελ φό, μια και καταπιασ τήκαμε μαζί τους».
Ο Τζος Κέριγ καν είχ ε κουρευτεί – ίσ ως μάλ ισ τα, σ κέφτηκε ο Κάρλ σ ον κοιτών τας τα άν ισ α τσ ουλ ούφια, ν α το είχ ε κάν ει μόν ος του με τη μηχ αν ή του κουρέματος. Το καιν ούριο κούρεμα έκαν ε το πρόσ ωπό του ν α δείχ ν ει πιο σ τρογ γ υλ ό και ακόμη πιο ν εαν ικό. Ήταν καθισ μέν ος σ το αν ακριτικό γ ραφείο, αλ λ ά δεν μπορούσ ε ν α μείν ει ακίν ητος· χ τυπούσ ε τα δάχ τυλ ά του σ το τραπέζι, σ τριφογ υρν ούσ ε σ την καρέκλ α του, έτριβε το πρόσ ωπό του. «Τι έγ ιν ε πάλ ι;» ρώτησ ε. «Κι άλ λ ες ερωτήσ εις σ χ ετικά με το πού βρισ κόμουν ;» «Μιλ ήσ αμε με τη Σάρι Χολ άν τερ». «Σας είπε ότι ήμουν μαζί της, όπως σ ας είπα κι εγ ώ;» «Μας είπε ότι μάλ λ ον ήσ ουν ». «Ορίσ τε, λ οιπόν ». «Μας είπε επίσ ης ότι ήξερες γ ια την εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η του πατέρα σ ου». «Τι πράγ μα;» Ξαφν ικά έγ ιν ε επιφυλ ακτικός. «Αλ ηθεύει αυτό; Είχ ες λ άβει έν α γ ράμμα που σ ε πλ ηροφορούσ ε γ ια την εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η;» Ο Τζος κοίταξε τον Κάρλ σ ον κι έπειτα απόσ τρεψ ε το βλ έμμα του. Το ν εαν ικό του πρόσ ωπο σ αν ν α έγ ιν ε πιο βαρύ τώρα, κι αυτό τον
έκαν ε ν α μοιάζει με τον πατέρα του. «Ναι, μου έσ τειλ αν έν α γ ράμμα, σ το Τμήμα Φυσ ικής του Παν επισ τημίου». «Αν ών υμο;» «Ναι. Δ ηλ αδή, όποιος και αν ήταν αυτός που το έκαν ε, δεν είχ ε καν το θάρρος ν α το παραδεχ τεί αν οιχ τά». «Εσ ύ ποιος ν ομίζεις ότι μπορεί ν α ήταν ;» Ο Τζος κοίταξε με σ κοτειν ό βλ έμμα τον Κάρλ σ ον . «Εκείν η, βέβαια. Ποιος άλ λ ος;» «Εν ν οείς τη Ρουθ Λέν οξ;» «Ακριβώς. Παρόλ ο που τότε δεν ήξερα το όν ομά της». «Έχ εις ακόμη το γ ράμμα;» «Το έσ κισ α σ ε κομματάκια και το πέταξα σ τα σ κουπίδια». «Και τι άλ λ ο έκαν ες;» «Προσ πάθησ α ν α το βγ άλ ω από το μυαλ ό μου». «Και δεν έκαν ες τίποτε άλ λ ο;» «Δ εν μπήκα σ το πρώτο τρέν ο γ ια το Λον δίν ο, αν αυτό εν ν οείτε». «Μίλ ησ ες σ τον πατέρα σ ου γ ια το γ ράμμα;» «Όχ ι». «Στη μητέρα σ ου;» «Όχ ι». «Είσ αι δεμέν ος με τη μητέρα σ ου;»
«Είμαι γ ιος της». Κοίταξε κάτω σ αν ν α ν τρεπόταν ν α σ υν αν τήσ ει το βλ έμμα του Κάρλ σ ον . «Πάν τοτε έβαζε εμέν α και τον Μπεν επάν ω από καθετί άλ λ ο – ακόμη και όταν είχ ε καρκίν ο, εμείς ήμασ ταν η μον αδική της έν ν οια. Και ο πατέρας μας», πρόσ θεσ ε με σ αρκασ μό. «Τον έβαζε κι εκείν ον επάν ω από τον εαυτό της». «Αλ λ ά δεν της είπες τίποτα γ ια το γ ράμμα». «Όχ ι». «Το είπες σ τον αδελ φό σ ου;» «Ο Μπεν είν αι έν α παιδί ακόμη, που σ ε μία εβδομάδα θα δώσ ει τις εξετάσ εις του γ ια ν α τελ ειώσ ει το λ ύκειο. Γιατί ν α του έλ εγ α κάτι τέτοιο;» «Του το είπες, όμως;» Ο Τζος έσ πρωξε προς τα πίσ ω έν α τσ ουλ ούφι από τα φρεσ κοκουρεμέν α μαλ λ ιά του. «Όχ ι». Αλ λ ά ακούσ τηκε αφύσ ικος και αμήχ αν ος. «Άκουσ έ με, Τζος. Θα μιλ ήσ ουμε και με τον αδελ φό σ ου, και αν η κατάθεσ ή του δεν σ υμφων εί με τη δική σ ου, θα βρεθείς σ ε ακόμη πιο δύσ κολ η θέσ η από αυτήν που είσ αι τώρα. Είν αι προτιμότερο ν α μας πεις από την αρχ ή την αλ ήθεια. Έτσ ι είν αι καλ ύτερα και γ ια τον Μπεν επίσ ης». «Εν τάξει λ οιπόν , του το είπα. Σε κάποιον έπρεπε ν α το πω κι εγ ώ».
«Του το είπες από το τηλ έφων ο;» «Ναι». «Πώς αν τέδρασ ε;» «Όπως εγ ώ. Όπως θα αν τιδρούσ ε ο καθέν ας. Κλ ον ίσ τηκε, θύμωσ ε». «Κι αυτό ήταν όλ ο;» «Πίσ τευε πως θα έπρεπε ν α το πούμε σ τη μητέρα. Εγ ώ δεν σ υμφων ούσ α». «Και τι κάν ατε τελ ικά;» «Συμφων ήσ αμε ν α περιμέν ουμε μέχ ρι το Πάσ χ α που θα ερχ όμουν σ το σ πίτι γ ια τις διακοπές. Θα το ξαν ασ υζητούσ αμε τότε». «Και το ξαν ασ υζητήσ ατε;» Στο πρόσ ωπο του Τζος σ χ ηματίσ τηκε έν α πλ ατύ σ αρκασ τικό χ αμόγ ελ ο. «Κατά κάποιον τρόπο, μας πρόλ αβαν τα γ εγ ον ότα». «Και δεν το αποκαλ ύψ ατε σ τη μητέρα σ ας;» «Όπως σ ας είπα, όχ ι». «Μήπως όμως της το είπε ο Μπεν ;» «Δ εν θα το έκαν ε χ ωρίς ν α μου το πει». «Και μου λ ες ότι καν είς από τους δυο σ ας δεν ζήτησ ε το λ όγ ο από τον πατέρα σ ας, παρόλ ο που ήσ ασ ταν τόσ ο οργ ισ μέν οι μαζί του;» «Σας είπα, όχ ι». «Αλ λ ά γ ιατί βιασ τήκατε τόσ ο πολ ύ και οι δυο
σ ας ν α πισ τέψ ετε αυτό που έγ ραφε το γ ράμμα;» Τώρα ο Τζος έδειξε ν α αιφν ιδιάζεται. «Δ εν ξέρω», είπε. «Απλ ώς το πισ τέψ αμε. Για ποιο λ όγ ο ν α επιν οήσ ει καν είς κάτι τέτοιο;» «Και δεν υπάρχ ει τίποτε άλ λ ο που ν α θέλ εις ν α μου πεις;» «Όχ ι». «Και επιμέν εις σ την ισ τορία σ ου ότι δεν γ ν ώριζες το όν ομα του μυσ τηριώδους αποσ τολ έα». «Ναι». Ο Κάρλ σ ον περίμεν ε λ ίγ ο. Τα μάτια του Τζος Κέριγ καν σ τράφηκαν γ ια λ ίγ ο τρεμοπαίζον τας προς το μέρος του, κι ύσ τερα πάλ ι αποτράβηξε το βλ έμμα του. Τότε ακούσ τηκε έν ας χ τύπος σ την πόρτα και εμφαν ίσ τηκε η Ιβέτ. «Πρέπει ν α σ ου μιλ ήσ ω», του είπε. «Έτσ ι κι αλ λ ιώς τελ ειώσ αμε. Προς το παρόν , βέβαια». Ο Κάρλ σ ον σ ηκώθηκε. «Θα μιλ ήσ ουμε και με τον αδελ φό σ ου», του είπε. Ο Τζος σ ήκωσ ε αδιάφορα τους ώμους του, αλ λ ά τα μάτια του πρόδιδαν ν ευρικότητα. «Όχ ι», είπε ο Μπεν Κέριγ καν . «Όχ ι, όχ ι και πάλ ι όχ ι. Δ εν το είπα σ τη μητέρα μου. Τώρα εύχ ομαι ν α το είχ α κάν ει. Αποφασ ίσ αμε όμως ν α περιμέν ουμε
μέχ ρι ν α είμασ τε και οι δύο μαζί. Κι έτσ ι, έπρεπε ν α την αν τικρίζω κάθε μέρα όταν παίρν αμε πρωιν ό και ν α μη λ έω τίποτα. Κι αυτόν επίσ ης...» Το πρόσ ωπό του σ υσ πάσ τηκε. «Και τι έκαν ες με τον πατέρα σ ου;» «Δ εν είπα τίποτα ούτε σ ’ εκείν ον . Ήθελ α. Ήθελ α κυρίως ν α του δώσ ω μια γ ροθιά σ την ηλ ίθια χ ον τρή φάτσ α του. Χαίρομαι που έφαγ ε ξύλ ο. Δ εν είν αι παρά έν ας κόπαν ος. Είν αι μια σ υν ηθισ μέν η βλ ακεία, γ υν αίκα και ερωμέν η, έτσ ι δεν είν αι; Με τη διαφορά πως η άλ λ η γ υν αίκα δεν ήταν καμία χ αζή μικρούλ α. Μα τι ν όμιζε πως έκαν ε; Δ έκα χ ρόν ια. Απατούσ ε τη μητέρα μας επί δέκα χ ρόν ια». «Αλ λ ά εσ ύ ποτέ δεν τον έφερες αν τιμέτωπο με το γ εγ ον ός ότι ήξερες ούτε είπες σ τη μητέρα σ ου γ ια το αν ών υμο γ ράμμα». «Όπως σ ας το είπα, ποτέ». «Και δεν σ ου δημιουργ ήθηκε ποτέ η εν τύπωσ η ότι ο πατέρας σ ου μπορεί ν α γ ν ώριζε γ ια το γ ράμμα». «Δ εν γ ν ώριζε τίποτα». Η φων ή του ακούσ τηκε περιφρον ητική. «Πίσ τευε ότι θα τη γ λ ίτων ε χ ωρίς ν α πλ ηρώσ ει καν έν α τίμημα». «Ούτε ότι η μητέρα σ ου μπορεί ν α γ ν ώριζε;» «Όχ ι. Τον εμπισ τευόταν . Την ξέρω τη μάν α μου. Πισ τεύει ότι όταν εμπισ τεύεσ αι κάποιον , είν αι άν ευ
όρων ». «Γιατί μας αποκρύψ ατε αυτή την πλ ηροφορία;» «Εσ είς γ ιατί ν ομίζετε; Δ εν είμασ τε αν όητοι, ξέρετε – και αν τιλ αμβαν όμασ τε πως όλ οι σ ας βλ έπετε αυτόν το φόν ο σ αν κάποιο είδος εκδίκησ ης». Η φων ή του υψ ώθηκε γ εμάτη αγ ων ία. «Καλ ά». Ο Κάρλ σ ον τον κοίταξε σ τα μάτια προσ παθών τας ν α κρατήσ ει το βλ έμμα του. «Ας τα πάρουμε αργ ά-αργ ά, από την αρχ ή. Είσ αι εδώ και ζεις με τους γ ον είς σ ου όταν ο Τζος σ ου το λ έει». «Ναι». «Τι έκαν ες όταν το έμαθες;» «Τίποτα». «Τίποτα απολ ύτως;» «Αφού σ ας το λ έω σ υν εχ ώς». «Δ εν το σ υζήτησ ες με καν έν αν άλ λ ον εκτός από τον Τζος;» «Με καν έν αν ». «Αλ λ ά πίσ τεψ ες πως αυτό που έγ ραφε το γ ράμμα ήταν αλ ηθιν ό». «Γν ώριζα πως ήταν αλ ηθιν ό!» «Πώς το γ ν ώριζες;» «Απλ ώς το γ ν ώριζα». «Πώς το γ ν ώριζες, Μπεν ; Τι σ ε έκαν ε ν α είσ αι τόσ ο σ ίγ ουρος;» Ο Κάρλ σ ον περίμεν ε λ ίγ ο κι έπειτα ξαν αρώτησ ε: «Μήπως είχ ες αν ακαλ ύψ ει
κάτι κι εσ ύ;». Είδε τα μάτια του Μπεν ν α τρεμοπαίζουν άθελ ά του προτού κουν ήσ ει αρν ητικά το κεφάλ ι. «Μπεν , θα σ ε ρωτήσ ω μία ακόμη φορά: προσ πάθησ ες ν α αν ακαλ ύψ εις κάποια σ τοιχ εία και μόν ος σ ου;» Σταμάτησ ε αφήν ον τας τη σ ιωπή ν α γ εμίσ ει το χ ώρο αν άμεσ ά τους. «Μήπως άρχ ισ ες ν α ψ άχ ν εις τα πράγ ματα του πατέρα σ ου αν αζητών τας σ τοιχ εία; Θα ήταν πολ ύ φυσ ικό αυτό, Μπεν ». «Όχ ι». «Υ πήρχ αν ώρες που ήσ ουν μόν ος σ το σ πίτι, μ’ εκείν η την καιν ούρια και φριχ τή υποψ ία, και δεν έκαν ες τίποτα;» «Σταματήσ τε». «Θα αν ακαλ ύψ ουμε την αλ ήθεια». «Καλ ά λ οιπόν , ίσ ως ν αι». «Ίσ ως ν αι;» «Ψαχ ούλ εψ α λ ίγ ο». «Πού;» «Ξέρετε τώρα. Σε τσ έπες». «Ναι». «Και σ το κιν ητό του. Και σ τα χ αρτιά του». «Στον υπολ ογ ισ τή του;» «Και σ τον υπολ ογ ισ τή του». Και τι βρήκες;» «Τίποτα ιδιαίτερο».
«Αν τιλ αμβάν εσ αι πόσ ο σ οβαρό είν αι αυτό, Μπεν ;» Το αγ όρι σ τράφηκε προς το μέρος του. Ο Κάρλ σ ον μπορούσ ε ν α ακούσ ει την ακαν όν ισ τη αν απν οή του. «Εν τάξει. Έψ αξα παν τού, που ν α πάρει. Ασ φαλ ώς και έψ αξα. Εσ είς τι θα κάν ατε σ τη θέσ η μου; Με τον Τζος σ υμφων ήσ αμε ν α κάν ω εγ ώ μια έρευν α κι έτσ ι έψ αξα όλ α τα βρομερά άπλ υτα μαν τίλ ια και τις αποδείξεις του και τα ηλ εκτρον ικά του μην ύματα και έκαν α και το κιν ητό του φύλ λ ο και φτερό γ ια ν α βρω όλ α τα μην ύματα και όλ ες τις κλ ήσ εις. Εμείς –εγ ώ και ο Τζος– πήραμε όλ α τα ν ούμερα που δεν μπορούσ α ν α αν αγ ν ωρίσ ω, έτσ ι απλ ώς γ ια ν α ελ έγ ξουμε. Δ εν βρήκαμε τίποτα. Όμως εγ ώ δεν μπορούσ α πια ν α σ ταματήσ ω. Κι αν τελ ικά δεν έβρισ κα κάτι, θα μπορούσ α ν α σ υν έχ ιζα γ ια την υπόλ οιπη ζωή μου, προσ παθών τας ν α βρω την απόδειξη γ ια το ότι απατούσ ε τη μητέρα μου. Είν αι σ αν αυτό που σ ου διδάσ κουν σ τη φυσ ική, μπορείς ν α αποδείξεις μόν ο ότι κάτι αλ ηθεύει, όχ ι ότι δεν αλ ηθεύει». «Αλ λ ά τελ ικά βρήκες κάτι, έτσ ι;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Έψ αξα όλ α τα αρχ εία του». «Εν ν οείς σ τον υπολ ογ ισ τή του;»
«Στην πραγ ματικότητα δεν ξέρω τι ακριβώς είν αι αυτό που έψ αχ ν α. Βρήκα όμως μια αν αζήτησ η που είχ ε κάν ει σ το διαδίκτυο: είχ ε ψ άξει φωτογ ραφίες της Ρουθ Λέν οξ. Και τότε ήξερα. Ήταν αυτό που κάν ουμε όλ οι μερικές φορές, βάζουμε σ τη μηχ αν ή αν αζήτησ ης το όν ομα κάποιου γ ν ωσ τού μας μόν ο και μόν ο γ ια ν α δούμε αν υπάρχ ουν κάποιες φωτογ ραφίες του κάπου». «Έτσ ι λ οιπόν , εσ ύ και ο Τζος ξέρατε πια πως ο πατέρας σ ας είχ ε εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η με κάποια Ρουθ Λέν οξ». «Ναι. Και τότε βέβαια έκαν α αν αζήτησ η σ τα αρχ εία του με το όν ομά της. Ο πατέρας μου ν όμιζε πως ήταν πολ ύ έξυπν ος. Δ εν καταλ αβαίν ει τίποτα από υπολ ογ ισ τές». «Και τι βρήκες;» «Έν α ηλ εκτρον ικό μήν υμα από εκείν η. Κρυμμέν ο σ ε έν α αρχ είο που είχ ε κάποιον βαρετό τίτλ ο όπως “Ασ φάλ ειες κατοικίας”. Μόν ο έν α μήν υμα». Ξεφύσ ησ ε ειρων ικά. «Τι έγ ραφε το μήν υμα;» «Δ εν έγ ραφε: “Αγ απημέν ε μου Πολ , θέλ ω ν α βρεθώ σ την αγ καλ ιά σ ου”, αν αυτό εν ν οείτε», αποκρίθηκε τραχ ιά ο Μπεν . «Έγ ραφε πως ν αι, θα ήθελ ε πολ ύ ν α τον ξαν αδεί και πως δεν υπήρχ ε καν έν ας λ όγ ος ν α αν ησ υχ εί· όλ α θα πήγ αιν αν
καλ ά». Έκαν ε έν αν άγ ριο μορφασ μό. «Ήταν τρυφερό και πρακτικό κατά κάποιον τρόπο. Κι εγ ώ σ κέφτηκα τη μητέρα μου, που εν ώ ήταν τόσ ο άρρωσ τη δεν έπαψ ε σ τιγ μή ν α μας φρον τίζει, και μετά αυτή την άλ λ η γ υν αίκα ν α αγ απά επίσ ης τον μπαμπά, και όλ α μου φαίν ον ταν τόσ ο άδικα». «Πότε σ τάλ θηκε;» «Στις 29 Απριλ ίου του 2001 ». «Κι επιμέν εις ακόμη ότι δεν είπες τίποτα σ τη μητέρα σ ου;» «Δ εν της είπα τίποτα». «Όμως εσ ύ ήσ ουν που έριξες μια σ ακατεμέν η κούκλ α από τη θυρίδα σ το σ πίτι των Λέν οξ». Το πρόσ ωπο του Μπεν πήρε έν α βαθυκόκκιν ο χ ρώμα. «Ναι, εγ ώ. Δ εν το είχ α σ χ εδιάσ ει. Είδα όμως εκείν η την αν όητη πάν ιν η κούκλ α χ ωμέν η σ ε έν α μεγ άλ ο καλ άθι με παιχ ν ίδια σ το σ πίτι εν ός φίλ ου μου – ήταν του παιδιού της αδελ φής του. Και σ ε μια παρόρμησ η της σ τιγ μής την άρπαξα και την έκοψ α, γ ια ν α δείξουμε σ ’ εκείν η τη γ υν αίκα ποια ήταν η γ ν ώμη μας γ ι’ αυτήν . Κάτι έπρεπε ν α κάν ω». «Δ εν έλ αβε όμως ποτέ εκείν ο το μικρό μήν υμά σ ου. Την κούκλ α τη βρήκε η μικρή κόρη της που ήταν άρρωσ τη σ το σ πίτι, και ν όμισ ε πως ήταν γ ια την ίδια».
«Οχ , που ν α πάρει». «Επομέν ως, λ οιπόν , εσ ύ και ο Τζος γ ν ωρίζατε πού έμεν ε». «Ναι». «Πήγ ες και κάποια άλ λ η φορά εκεί;» «Όχ ι. Όχ ι πραγ ματικά». «Όχ ι πραγ ματικά;» «Ίσ ως ν α ήταν αρκετές οι φορές που σ τάθηκα απέξω. Για ν α τη δω». «Και την είδες;» «Όχ ι. Είδα τα παιδιά της, ν ομίζω. Αν θέλ ετε ν α ξέρετε, όλ η αυτή η ισ τορία με έκαν ε ν α ν ιώθω κάπως αηδιασ μέν ος. Δ ηλ ητηριασ μέν ος». «Υ πάρχ ει κάτι ακόμη που δεν μου είπες;» Ο Μπεν κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι του με δυσ τυχ ισ μέν ο ύφος. «Ο Τζος θα γ ίν ει έξαλ λ ος μαζί μου. Με είχ ε βάλ ει ν α ορκισ τώ πως δεν θα πω τίποτα». «Αυτό σ υμβαίν ει όταν αρχ ίζεις ν α παραβαίν εις το ν όμο. Οι άν θρωποι γ ίν ον ται έξαλ λ οι μαζί σ ου».
46 Η Φρίν τα βρήκε την ηλ εκτρον ική διεύθυν σ η της Τζούν τιθ από τη Χλ όη και της έσ τειλ ε έν α μικρό μήν υμα γ ράφον τάς της ότι θα την περιμέν ει το επόμεν ο απόγ ευμα σ τις τέσ σ ερις σ το Πριμρόουζ Χιλ , δίπλ α σ την είσ οδο, λ ίγ α λ επτά απόσ τασ η από το σ χ ολ είο της Τζούν τιθ. Ο καιρός είχ ε αλ λ άξει· ήταν βροχ ερός και τα χ αμηλ ά και γ κρίζα σ ύν ν εφα προμήν υαν καταιγ ίδα. Είδε την Τζούν τιθ πολ ύ πριν τη δει εκείν η. Βάδιζε αν άμεσ α σ ε μια σ υν τροφιά από φίλ ους και φίλ ες που αραίων ε σ υν εχ ώς όσ ο προχ ωρούσ αν , μέχ ρι που, σ το τέλ ος, το κορίτσ ι έμειν ε μόν ο του ν α προχ ωρά αργ ά προς την πύλ η. Φορούσ ε τις βαριές μπότες της που έκαν αν τα πόδια της ν α δείχ ν ουν πιο αδύν ατα από ποτέ και είχ ε τυλ ιγ μέν ο πολ λ ές φορές γ ύρω από το κεφάλ ι της έν α πορτοκαλ ί κασ κόλ , σ αν τουρμπάν ι από το οποίο ξέφευγ αν ατίθασ ες τούφες μαλ λ ιών . Ακόμη και το βάδισ μά της έμοιαζε ασ ταθές και τα πόδια της μέσ α σ τις βαριές μπότες σ αν ν α χ όρευαν σ το πεζοδρόμιο. Έδειχ ν ε σ αν κυν ηγ ημέν η, με το βλ έμμα της ν α τιν άζεται από τη μια πλ ευρά σ την άλ λ η, και έβαζε
σ υν εχ ώς το χ έρι μπροσ τά από το σ τόμα της σ αν ν α ήθελ ε ν α εμποδίσ ει κάποια λ όγ ια ν α ξεφύγ ουν απ’ αυτό. Μόλ ις μπήκε σ το πάρκο, είδε τη Φρίν τα ν α κάθεται σ ε έν α παγ κάκι και επιτάχ υν ε το βήμα της. Μια σ ειρά από διαφορετικές εκφράσ εις εν αλ λ άχ τηκαν σ το πρόσ ωπό της: σ ύγ χ υσ η, θυμός, φόβος. Τελ ικά, η όψ η της σ κλ ήρυν ε πίσ ω από μια μάσ κα εχ θρότητας. Τα γ αλ αν ά μάτια της άσ τραψ αν . «Τι δουλ ειά έχ ει αυτή εδώ;» «Επειδή δεν είμαι εγ ώ αυτή σ την οποία πρέπει πραγ ματικά ν α μιλ ήσ εις. Είν αι η υπασ τυν όμος Λον γ κ. Η Ιβέτ». «Δ εν ξέρω γ ια ποιο πράγ μα μιλ άς. Δ εν μου χ ρειάζεται ν α μιλ ήσ ω σ ε καμία από τις δυο σ ας. Δ εν θέλ ω. Θέλ ω ν α με παρατήσ ετε όλ οι. Αφήσ τε με ήσ υχ η όλ οι σ ας». Η φων ή της έσ πασ ε. Έν ας βραχ ν ός λ υγ μός βγ ήκε απότομα από το σ τόμα της κι εκείν η κλ υδων ίσ τηκε έτσ ι όπως σ τεκόταν όρθια, σ αν ν α κιν δύν ευε ν α πέσ ει. Η Φρίν τα σ ηκώθηκε και της έκαν ε ν εύμα ν α καθίσ ει σ το παγ κάκι. «Βρέθηκες κάτω από τρομερή πίεσ η. Θα πρέπει ν α ν ιώθεις σ αν ν α πρόκειται από σ τιγ μή σ ε σ τιγ μή ν α εκραγ είς από την πίεσ η».
«Δ εν ξέρω τι πάτε ν α κάν ετε. Δ εν θέλ ω ν α είμαι εδώ. Θέλ ω ν α πάω σ το σ πίτι. Ή κάπου», πρόσ θεσ ε η Τζούν τιθ. Αλ λ ά δεν κιν ήθηκε, και γ ια έν α λ επτό φάν ηκε ν α είν αι τόσ ο πολ ύ ν έα και τόσ ο πλ ημμυρισ μέν η με αβεβαιότητα και τρόμο που η Φρίν τα σ κέφτηκε πως θα ξεσ πούσ ε σ ε δάκρυα. Έπειτα, σ αν ν α μην μπορούσ αν πια ν α την κρατήσ ουν τα πόδια της, κατέρρευσ ε επάν ω σ το παγ κάκι δίπλ α σ την Ιβέτ, σ ήκωσ ε τα πόδια της, τύλ ιξε τα μπράτσ α γ ύρω από τα γ όν ατά της και κύρτωσ ε τους ώμους σ ε μια κίν ησ η αυτοπροσ τασ ίας. «Πες σ την Ιβέτ γ ια ποιο λ όγ ο είσ αι τόσ ο τρομοκρατημέν η». «Τι εν ν οείς;» ψ ιθύρισ ε η Τζούν τιθ. «Δ εν μπορείς ν α τον προσ τατεύσ εις». «Ποιον ;» «Τον πατέρα σ ου». Η Τζούν τιθ έκλ εισ ε τα μάτια της. Ξαφν ικά το πρόσ ωπό της χ αλ άρωσ ε σ αν μιας μεσ όκοπης γ υν αίκας, καταβεβλ ημέν ης από την κόπωσ η. «Μερικές φορές ν ομίζω ότι θα ξυπν ήσ ω και όλ α αυτά δεν θα είν αι παρά έν ας εφιάλ της. Η μαμά θα είν αι πάλ ι σ το σ πίτι και θα τσ ακων όμασ τε γ ια αν οησ ίες όπως το ν α μη μέν ω έξω αργ ά και ν α μη βάζω μέικ απ και ν α κάν ω τα μαθήματά μου, και
τίποτε απ’ όλ α αυτά τα τρομερά πράγ ματα δεν θα έχ ει σ υμβεί. Εύχ ομαι ν α μην είχ α κάν ει ποτέ σ χ έσ η. Να μην είχ α σ υν αν τήσ ει ποτέ τον Ζακς. Νιώθω αηδία όταν τον σ κέφτομαι. Θέλ ω ν α ξαν αγ ίν ω όπως ήμουν προτού αρχ ίσ ουν όλ α αυτά». Άν οιξε τα μάτια της και κοίταξε τη Φρίν τα. «Εγ ώ ήμουν η αιτία που πέθαν ε;» «Εσ ύ πρέπει ν α μου το πεις αυτό». Και τότε η Τζούν τιθ ξέσ πασ ε τελ ικά σ ε κλ άματα. Έσ κυψ ε μπροσ τά και κάλ υψ ε το πρόσ ωπό της με τα χ έρια και άρχ ισ ε ν α κουν ά το κορμί της μπροςπίσ ω και όλ ο ν α κλ αίει. Τα δάκρυα έσ ταζαν από το πλ έγ μα των δαχ τύλ ων της και ολ όκλ ηρο το κορμί της αν αταραζόταν από τους λ υγ μούς και τα αν αφιλ ητά. Η Ιβέτ την κοίταξε και έπειτα δοκίμασ ε ν α απλ ώσ ει το χ έρι προς το μέρος της και ν α της αγ γ ίξει τον ώμο, αλ λ ά η Τζούν τιθ αν τέδρασ ε βίαια χ τυπών τας την με το έν α της χ έρι και σ πρώχ ν ον τάς την πέρα. Πέρασ αν ακόμη μερικά λ επτά μέχ ρι οι λ υγ μοί της ν α κοπάσ ουν κάπως, μέχ ρι που επιτέλ ους σ ταμάτησ αν . Σήκωσ ε το πρόσ ωπό της από τα πλ εγ μέν α χ έρια της· ήταν γ εμάτη κόκκιν ες παν άδες από το κλ άμα. Στα μάγ ουλ ά της έτρεχ ε τώρα η μάσ καρα. Σχ εδόν δεν θα την αν αγ ν ώριζε κάποιος. Η Φρίν τα πήρε έν α χ αρτομάν τιλ ο από την τσ άν τα της και της το
έτειν ε αμίλ ητη. Η Τζούν τιθ σ κούπισ ε ελ αφρά το μουσ κεμέν ο της πρόσ ωπο, εξακολ ουθών τας ν α ρουφά τη μύτη της με θόρυβο. «Του είπα γ ια τον Ζακς», ψ έλ λ ισ ε τελ ικά. «Ναι». «Εκείν ος τον σ κότωσ ε;» «Δ εν μπορώ ν α το ξέρω αυτό». Η Φρίν τα της έδωσ ε ακόμη έν α χ αρτομάν τιλ ο. «Έκαν ες όμως πολ ύ καλ ά που μας το είπες», πρόσ θεσ ε αποφασ ισ τικά η Ιβέτ. «Θα το αν ακαλ ύπταμε έτσ ι κι αλ λ ιώς. Δ εν πρέπει ν α αισ θάν εσ αι υπεύθυν η». «Γιατί; Γιατί ν α μην αισ θάν ομαι υπεύθυν η; Το λ άθος ήταν δικό μου. Έκαν α έρωτα μαζί του». Το πρόσ ωπό της ζάρωσ ε. «Και μετά το είπα σ τον πατέρα μου. Ήθελ ε απλ ώς ν α με προσ τατέψ ει. Τι θα του κάν ουν ; Τι θα απογ ίν ουμε εμείς; Η Ντόρα είν αι ακόμη κοριτσ άκι». «Η Ιβέτ έχ ει δίκιο, Τζούν τιθ: δεν είσ αι εσ ύ υπεύθυν η». «Έκαν ες το σ ωσ τό», πρόσ θεσ ε η Ιβέτ. «Τώρα θα μάθει ότι εγ ώ σ ας το είπα». «Δ εν θα έπρεπε ν α σ ε φέρει σ ε αυτή τη θέσ η», είπε η Ιβέτ. «Γιατί μας σ υμβαίν ουν όλ α αυτά; Θέλ ω ν α γ υρίσ ω πίσ ω, σ τον καιρό που όλ α ήταν εν τάξει».
«Καλ ύτερα ν α σ ε πάμε σ το σ πίτι σ ου», είπε η Φρίν τα. «Δ εν μπορώ ν α τον δω, όχ ι τώρα. Απλ ώς δεν μπορώ. Ο καημέν ος ο αγ απημέν ος μου μπαμπάς. Ω Θεέ μου». Η Φρίν τα πήρε την απόφασ ή της. «Θα έρθεις σ το σ πίτι μου», της είπε και σ κέφτηκε γ ια άλ λ η μια φορά πώς το ήσ υχ ο, σ υγ υρισ μέν ο σ πίτι της είχ ε γ ίν ει κάτι σ αν τσ ίρκο γ ια το πέν θος κα το χ άος άλ λ ων αν θρώπων . «Κι εσ ύ και ο Τεν τ και η Ντόρα. Θα τους τηλ εφων ήσ ουμε τώρα». Έν ευσ ε σ την Ιβέτ. «Κι εσ ύ θα πρέπει ν α μιλ ήσ εις με τον Κάρλ σ ον ». Όταν η Ιβέτ είπε σ τον Κάρλ σ ον αυτό που είχ ε μάθει από την Τζούν τιθ, εκείν ος έμειν ε απλ ώς γ ια λ ίγ α δευτερόλ επτα ν α την κοιτά. «Τον αν αθεματισ μέν ο ηλ ίθιο», είπε τελ ικά. «Ποιος θα φρον τίσ ει τώρα την οικογ έν ειά του; Τι χ άος! Ο Ράσ ελ Λέν οξ ήξερε γ ια την Τζούν τιθ και τον Ζακς. Ο Τζος και ο Μπεν Κέριγ καν ήξεραν γ ια τον πατέρα τους και τη Ρουθ Λέν οξ. Όλ α αυτά τα μυσ τικά. Πού θα καταλ ήξουν ;» Το κιν ητό του τηλ έφων ο άρχ ισ ε ν α χ τυπά. Το σ ήκωσ ε, άκουσ ε γ ια λ ίγ ο προσ εκτικά και μετά είπε «ερχ όμασ τε» και έκλ εισ ε.
«Ήταν ο Τέιτ, από την ιατροδικασ τική υπηρεσ ία. Μας προσ κάλ εσ ε γ ια μια τουρισ τική ξεν άγ ησ η σ το διαμέρισ μα του Ζακς». «Όμως...» «Έχ εις τίποτα καλ ύτερο ν α κάν εις;» Ο Τζέιμς Τέιτ ήταν έν ας μικρόσ ωμος, γ εροδεμέν ος άν τρας με σ κούρο δέρμα και κοκκιν ωπά μαλ λ ιά. Είχ ε αυταρχ ικούς τρόπους και μια σ αρκασ τική αίσ θησ η του χ ιούμορ. Ο Κάρλ σ ον τον γ ν ώριζε χ ρόν ια. Ήταν σ χ ολ ασ τικός και αμερόλ ηπτος, πολ ύ καλ ός σ τη δουλ ειά του. Τους περίμεν ε απέξω, και μόλ ις έφτασ αν τους χ αιρέτησ ε με έν α μικρό ν εύμα και τους έδωσ ε χ άρτιν α παπούτσ ια και λ ασ τιχ έν ια γ άν τια, γ ια ν α τα φορέσ ουν προτού ξαν αμπούν σ τη σ κην ή του εγ κλ ήματος. «Δ εν μπορούσ ες απλ ώς ν α μου το πεις από το τηλ έφων ο;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Σκέφτηκα πως θα προτιμούσ ες ν α το δεις μόν ος σ ου. Να, όπως εδώ γ ια παράδειγ μα». Έδειξε το κουδούν ι της πόρτας. «Ωραία, καθαρά αποτυπώματα». «Και ταιριάζουν ...» «Μην είσ αι τόσ ο βιασ τικός». Άν οιξε την πόρτα και μπήκαν σ το μικρό χ ολ . «Έκθεμα ν ούμερο δύο». Τους έδειξε κάτω σ το
δάπεδο μερικά λ ασ πωμέν α αποτυπώματα παπουτσ ιών . «Παπούτσ ια μεγ έθους σ αράν τα έν α. Έχ ουμε μια ξεκάθαρη εικόν α. Και ν ούμερο τρία: ίχ ν η κάποιου είδους πάλ ης. Αυτός ο πίν ακας έχ ει μετατοπισ τεί από τη θέσ η του». Ο Κάρλ σ ον έν ευσ ε καταφατικά. Η Ιβέτ, που τους ακολ ούθησ ε μέσ α από την ακατάσ τατη κουζιν ίτσ α ως το υπν οδωμάτιο, είχ ε την αλ λ όκοτη αίσ θησ η πως θα ξαν άβρισ κε το πτώμα. «Τέσ σ ερα. Λεκέδες από αίμα. Εδώ, εδώ κι εδώ. Και περισ σ ότεροι βέβαια σ το σ ημείο όπου βρέθηκε το πτώμα. Έκθεμα ν ούμερο τέσ σ ερα – ή μήπως φτάσ αμε σ το πέν τε; Μέσ α σ το σ κουπιδοτεν εκέ της κουζίν ας, εκεί πέρα...» Σταμάτησ ε γ ια λ ίγ ο, έδειξε με το χ έρι του κι έπειτα σ υν έχ ισ ε: «Βρήκαμε μια πολ ύ λ ερωμέν η πετσ έτα κουζίν ας καλ υμμέν η με πάρα πολ ύ αίμα. Την πήραμε γ ια τεσ τ DNA. Κάποιος τη χ ρησ ιμοποίησ ε γ ια ν α καθαρισ τεί». «Και αυτό θα μπορούσ ε ν α–» «Έκθεμα ν ούμερο έξι: δακτυλ ικά αποτυπώματα που περιέχ ουν ίχ ν η από το αίμα του θύματος, παν τού σ τον τοίχ ο. Ορίσ τε, εκεί. Τι σ κέφτεσ αι;» «Τι σ κέφτομαι εγ ώ; Το θέμα είν αι τι ξ έρεις εσ ύ». «Μπορούμε ν α σ υγ κροτήσ ουμε έν α πολ ύ πεισ τικό σ εν άριο. Κάποιος –έν ας άν τρας που φορά παπούτσ ια ν ούμερο σ αράν τα έν α– μπήκε σ το
σ πίτι. Είν αι πολ ύ πιθαν όν ν α τον άφησ ε το ίδιο το θύμα ν α περάσ ει μέσ α, αλ λ ά δεν μπορούμε ν α είμασ τε σ ίγ ουροι. Δ εν υπάρχ ουν σ ημάδια βίαιης εισ βολ ής. Έγ ιν ε κάποιο είδος πάλ ης σ το χ ολ και μετά πήγ αν σ το υπν οδωμάτιο, όπου το θύμα χ τυπήθηκε μέχ ρι θαν άτου με έν α όπλ ο που δεν έχ ει βρεθεί ακόμη. Ο δράσ της προφαν ώς πιτσ ιλ ίσ τηκε από το αίμα του θύματος κι έτσ ι σ κουπίσ τηκε με την πετσ έτα και την έριξε σ το σ κουπιδοτεν εκέ. Θεωρώ δεδομέν ο ότι ήδη τότε ο δράσ της είχ ε αρχ ίσ ει ν α αισ θάν εται ασ τάθεια και ζάλ η. Έγ ειρε σ τον τοίχ ο αφήν ον τας πολ λ ά και απόλ υτα ικαν οποιητικά δακτυλ ικά αποτυπώματα. Έπειτα έφυγ ε». Ο Τέιτ τους κοίταξε ακτιν οβολ ών τας. «Να, εκεί». «Και τα αποτυπώματα αν ήκαν σ τον ...» «Ράσ ελ Λέν οξ». Το θριαμβευτικό χ αμόγ ελ ο του Τέιτ έσ βησ ε. «Δ εν σ ας εν τυπωσ ίασ α;» «Με σ υγ χ ωρείς, πραγ ματικά μας εν τυπωσ ίασ ες. Αλ λ ά έχ ω δει απρόσ εκτους δράσ τες... αυτό πια παραείν αι». «Ξέρεις πώς είν αι αυτά τα πράγ ματα, Μαλ . Οι δολ οφόν οι βρίσ κον ται σ χ εδόν πάν τοτε σ ε μια ψ υχ ωτική κατάσ τασ η, και μόν ο από το άγ χ ος. Υ ποφέρουν από απώλ εια μν ήμης. Έχ ω βρει πορτοφόλ ια και τζάκετ σ ε σ κην ές εγ κλ ημάτων ».
«Σωσ τά», είπε ο Κάρλ σ ον . «Δ εν πρόκειται ν α πω όχ ι σ ε έν α ξεκάθαρο αποτέλ εσ μα». «Να είσ αι καλ ά», αποκρίθηκε ο Τεν τ.
47 Όταν η Φρίν τα έφτασ ε σ το σ πίτι της μαζί με τα παιδιά των Λέν οξ, αυτό δεν έμοιαζε καθόλ ου με το ήσ υχ ο καταφύγ ιο σ το οποίο ήθελ ε ν α τα οδηγ ήσ ει. Αν τίθετα, έμοιαζε με πεδίο μάχ ης. Παπούτσ ια όλ ων των ειδών και των μεγ εθών ήταν αφημέν α σ το χ ολ και σ τα κάγ κελ α κρέμον ταν παν ωφόρια. Τσ άν τες και σ ακίδια των οποίων το περιεχ όμεν ο ξεχ υν όταν έξω ήταν παρατημέν α σ το δάπεδο του καθισ τικού. Υ πήρχ ε δυν ατή μουσ ική. Ο αέρας ήταν πυκν ός από τη μυρωδιά του μαγ ειρέματος: κρεμμύδια, σ κόρδο, χ ορταρικά. Χρειάσ τηκε ν α μείν ει γ ια έν α λ επτό ακίν ητη και ν α πάρει μερικές βαθιές αν άσ ες. Έν ιωθε σ αν ν α τους είχ ε οδηγ ήσ ει όλ ους σ ε μια σ κην ή. Άκουσ ε δυν ατές φων ές και τσ ουγ κρίσ ματα ποτηριών σ αν ν α γ ιν όταν πάρτι εκεί μέσ α. Μόλ ις προχ ώρησ ε σ το καθισ τικό, ο Γιόζεφ και η Χλ όη σ ήκωσ αν τα κεφάλ ια τους και την κοίταξαν . Είδε επάν ω σ το τραπέζι έν α μπουκάλ ι κρασ ιού, ποτήρια και έν α μπολ με ξηρούς καρπούς. «Μην αν ησ υχ είς, όλ α καλ ά», της είπε η Χλ όη. «Ο Ρούμπεν μας ετοιμάζει το βραδιν ό φαγ ητό. Σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο γ ια σ έν α ν α μην έχ εις
την έν ν οια του δείπν ου γ ια μία φορά. Λέει πως είν αι η σ πεσ ιαλ ιτέ του. Α, γ εια σ ου Τεν τ». Κοκκίν ισ ε και χ αμογ έλ ασ ε. Εκείν η τη σ τιγ μή άν οιξε η πόρτα της κουζίν ας και εμφαν ίσ τηκε ο Ρούμπεν , με το πρόσ ωπό του ν α ασ τράφτει κατακόκκιν ο. Μεθυσ μέν ος, σ κέφτηκε η Φρίν τα. Μεθυσ μέν ος σ αν λ όρδος. «Γεια σ ου, Φρίν τα. Σκέφτηκα πως όλ οι χ ρειαζόμασ ταν έν α πρώτης τάξεως δείπν ο, και μια και δεν θα ερχ όσ ουν εσ ύ σ ε εμέν α, σ κέφτηκα...» Εκείν η τη σ τιγ μή πρόσ εξε τα τρία παιδιά που είχ αν σ τριμωχ τεί σ ε μια γ ων ιά και κοιτούσ αν με βλ έμμα σ ασ τισ μέν ο και φοβισ μέν ο. «Με σ υγ χ ωρείτε, δεν σ ας είδα. Θα πρέπει ν α είσ τε τα δύσ τυχ α παιδιά που χ άσ ατε τη μητέρα σ ας». «Ναι», είπε αδύν αμα η Τζούν τιθ. Η Ντόρα άρχ ισ ε ν α σ ιγ οκλ αίει. «Πολ ύ σ κλ ηρό», είπε ο Ρούμπεν . «Πάρα, πάρα πολ ύ σ κλ ηρό». Κλ υδων ίσ τηκε λ ίγ ο. «Λυπάμαι πολ ύ». «Σας ευχ αρισ τούμε». «Τώρα όμως – έχ ω φτιάξει φαγ ητό που αρκεί γ ια ν α φάει έν ας λ όχ ος. Όσ ο περισ σ ότεροι τόσ ο καλ ύτερα. Και είν αι έτοιμο». Έκαν ε μια σ αρωτική υπόκλ ισ η και έκλ εισ ε το μάτι σ την Τζούν τιθ. «Δ εν ν ομίζω πως είν αι η κατάλ λ ηλ η βραδιά»,
είπε σ ταθερά η Φρίν τα. «Έχ ουμε αν άγ κη από λ ίγ η ηρεμία εδώ πέρα. Λυπάμαι». Η έκφρασ η του Ρούμπεν πάγ ωσ ε. Την αγ ριοκοίταξε και σ ήκωσ ε τα φρύδια του έτοιμος ν α ξεκιν ήσ ει καβγ ά. «Μην είσ αι μίζερη, Φρίν τα!» Η Χλ όη ήταν αγ αν ακτισ μέν η. «Κοπιάζει εδώ και ώρες γ ια ν α το ετοιμάσ ει αυτό. Δ εν σ ε πειράζει, έτσ ι δεν είν αι, Τεν τ;» Ακούμπησ ε το έν α της χ έρι σ τον ώμο του και τον κοίταξε με μάτια αποβλ ακωμέν α από το μεθύσ ι της. «Μπα, όχ ι. Δ εν πειράζει», είπε βαριεσ τημέν α ο Τεν τ. «Στην πραγ ματικότητα, το ίδιο μου κάν ει έτσ ι κι αλ λ ιώς». «Δ εν ν ομίζω–» άρχ ισ ε η Φρίν τα. «Υ πέροχ α!» Ο Γιόζεφ είχ ε ήδη σ τρώσ ει το τραπέζι με κάτι πιάτα που η Φρίν τα δεν τα χ ρησ ιμοποιούσ ε σ χ εδόν ποτέ και της ήταν αν οίκεια. Θα τα είχ ε μάλ λ ον βρει σ το βάθος του ν τουλ απιού. Όταν όμως τα είδε απλ ωμέν α σ το τραπέζι της, αυτό εν έτειν ε την εν τύπωσ ή της πως ήταν φιλ οξεν ούμεν η σ το ίδιο της το σ πίτι και ξέν η σ την ίδια της τη ζωή. Ο Γιόζεφ γ έμισ ε μερικά ποτήρια με ν ερό από μια καν άτα. Τότε ο Ρούμπεν έβγ αλ ε από το φούρν ο έν α τεράσ τιο σ κεπασ τό σ κεύος το
οποίο κρατούσ ε με δυο πιατόπαν α γ ια ν α μη καούν τα χ έρια του. Η Φρίν τα ήδη ήξερε τι φαγ ητό ήταν . Η σ πεσ ιαλ ιτέ του Ρούμπεν , το φαγ ητό-παρηγ οριά του, η παν άκειά του από τότε που τον ήξερε, ήταν έν α ιδιαίτερα καυτό και γ εμάτο μπαχ αρικά τσ ίλ ι με κρέας. Κι όταν πια εκείν ος σ ήκωσ ε θριαμβευτικά το καπάκι, η θέα του κρέατος δίπλ α σ τα κόκκιν α μεξικάν ικα φασ όλ ια την έκαν ε σ χ εδόν ν α αν αγ ουλ ιάσ ει. «Αυτό ήταν το φαγ ητό που σ υν ήθιζα ν α μαγ ειρεύω όταν ήμουν φοιτητής», είπε κοιτών τας τη Χλ όη. «Θα πρέπει ν α μάθεις ν α φτιάχ ν εις μερικά πιάτα γ ια όταν θα πας σ το κολ έγ ιο. Όσ ο γ ια σ έν α», σ υν έχ ισ ε κοιτών τας την Τζούν τιθ αυτή τη φορά, «φαίν εσ αι κάπως αδύν ατη αν μου επιτρέπεις. Το κόκκιν ο κρέας είν αι αυτό που χ ρειάζεσ αι!» «Δ εν σ κέφτηκες ν α φτιάξεις και μια σ αλ άτα, ή μήπως έφτιαξες;» ρώτησ ε η Φρίν τα. Ο Ρούμπεν βγ ήκε από το καθισ τικό και επέσ τρεψ ε αμέσ ως μετά κρατών τας σ τα χ έρια του μια υπερβολ ικά μικρή πράσ ιν η σ αλ άτα. Μοίρασ ε αφειδώς το τσ ίλ ι σ τα πιάτα και τα περν ούσ ε γ ύρωγ ύρω σ το τραπέζι. Μόλ ις τελ είωσ ε, σ έρβιρε κρασ ί σ τα ποτήρια. Η Χλ όη έβαλ ε σ το σ τόμα της μια μεγ άλ η μπουκιά τσ ίλ ι κι αμέσ ως έκαν ε έν α μορφασ μό και έβηξε.
«Είν αι σ τ’ αλ ήθεια καυτό», είπε με κομμέν η την αν άσ α. Ήπιε μια γ ουλ ιά ν ερό. «Το ν ερό απλ ώς το κάν ει χ ειρότερο», είπε ο Ρούμπεν . «Το κρασ ί είν αι καλ ύτερο». Ο Γιόζεφ πήρε μια μεγ άλ η πιρουν ιά και μάσ ησ ε γ ερά. «Καλ ό», αποφάν θηκε. «Το ν ιώθεις σ το σ τήθος». Η Φρίν τα απλ ώς έπαιζε με το φαγ ητό της. Πήρε με τα δάχ τυλ ά της έν α φύλ λ ο από τη σ αλ άτα και το έβαλ ε σ το σ τόμα της. Ο Τεν τ ήπιε έν α ποτήρι κρασ ί σ αν ν α ήταν ν ερό και χ ωρίς ν α ρωτήσ ει σ ερβιρίσ τηκε μόν ος του κι άλ λ ο. Η Ντόρα απλ ώς κοιτούσ ε πότε το πιάτο της και πότε τη Φρίν τα με τα τεράσ τια ικετευτικά μάτια της. Η Τζούν τιθ σ κούν τησ ε με το πιρούν ι της τον γ κριζωπό σ ωρό σ το πιάτο της. «Είν αι πολ ύ ν όσ τιμο, αλ λ ά ν ομίζω πως προτιμώ ν α πάω ν α ξαπλ ώσ ω», είπε. «Μπορώ ν α ξαπλ ώσ ω γ ια λ ίγ ο σ το κρεβάτι σ ου;» «Ασ φαλ ώς». «Έχ ω φαν τασ ιώσ εις εκδίκησ ης γ ι’ αυτό τον κόπαν ο, τον Χαλ Μπράν τσ ο», είπε χ αρωπά ο Ρούμπεν μόλ ις η Τζούν τιθ βγ ήκε από το δωμάτιο. «Ποιος είν αι αυτός;» ρώτησ ε η Χλ όη ρίχ ν ον τας έν α ν ευρικό βλ έμμα σ τον Τεν τ.
«Είν αι ο κόπαν ος που εξαπάτησ ε τη Φρίν τα κι εμέν α και μας γ ελ οιοποίησ ε δημοσ ίως. Συν εχ ώς φαν τάζομαι διάφορα σ εν άρια. Όπως ότι περπατώ δίπλ α σ ε μια λ ίμν η και τον βλ έπω κάτω από το ν ερό ν α πν ίγ εται. Ή ότι φτάν ω κάπου όπου έχ ει μόλ ις γ ίν ει έν α τροχ αίο ατύχ ημα και ο Μπράν τσ ο είν αι ξαπλ ωμέν ος κάτω κι εγ ώ σ τέκομαι και τον παρακολ ουθώ ν α αιμορραγ εί μέχ ρι θαν άτου. Ξέρω τι ετοιμάζεσ αι ν α μου πεις, Φρίν τα». «Θα σ ου πω ν α σ ωπάσ εις αμέσ ως τώρα». «Θα μου πεις ότι είν αι ν οσ ηρό ν α φαν τάζομαι τέτοια πράγ ματα. Ότι δεν είν αι θεραπευτικό». Πρόφερε κάπως έν τον α την τελ ευταία λ έξη, σ αν ν α υπήρχ ε κάτι αηδιασ τικό σ ε αυτήν . «Λοιπόν , τι λ ες;» «Εγ ώ ν ομίζω πως θα ήταν μια καλ ύτερη φαν τασ ίωσ η εκδίκησ ης αν έσ ωζες τον Μπράν τσ ο από τον πν ιγ μό. Ή αν σ ταματούσ ες την αιμορραγ ία του. Και ν ομίζω ακόμη πως έχ εις πιει πάρα πολ ύ κρασ ί και πως αυτή δεν είν αι η κατάλ λ ηλ η βραδιά». «Αυτές οι φαν τασ ιώσ εις όμως δεν είν αι και πολ ύ διασ κεδασ τικές», είπε ο Ρούμπεν . «Όχ ι», μπήκε σ τη μέσ η και ο Τεν τ. Τα μάγ ουλ ά του ήταν φλ ογ ισ μέν α και τα μάτια του άσ τραφταν . «Δ εν είν αι μάλ ισ τα καθόλ ου διασ κεδασ τικές. Η
εκδίκησ η θα πρέπει ν α είν αι αιματηρή». «Έν α πιάτο που σ ερβίρεται κρύο», αποφάν θηκε η Χλ όη. «Να σ ταματήσ εις την αιμορραγ ία;» μίλ ησ ε ξαφν ικά ο Γιόζεφ. «Πιάτο που σ ερβίρεται κρύο;» Η Φρίν τα κατέλ ηξε σ το σ υμπέρασ μα πως ήταν κι εκείν ος πολ ύ μεθυσ μέν ος. «Με τον Γιόζεφ σ χ εδιάζαμε μια πραγ ματική εκδίκησ η», είπε ο Ρούμπεν . Η Φρίν τα κοίταξε τον Γιόζεφ, που είχ ε μόλ ις γ εμίσ ει το σ τόμα του με τσ ίλ ι. Έκαν ε μια προσ πάθεια ν α το μασ ήσ ει και ν α το καταπιεί. «Δ εν το σ χ εδιάζαμε και τόσ ο πολ ύ», είπε. «Αλ λ ά τα μιλ ούσ αμε». «Υ πάρχ ουν πράγ ματα που οι οικοδόμοι γ ν ωρίζουν πώς ν α τα κάν ουν », εξακολ ούθησ ε ο Ρούμπεν , που ήταν ολ οφάν ερο πως δεν αν τιλ αμβαν όταν την αισ θητή ατμόσ φαιρα αποδοκιμασ ίας σ το δωμάτιο. «Ο Γιόζεφ μπορεί ν α μπει όπου θέλ ει. Μπορεί μετά ν α κρύψ ει γ αρίδες μέσ α σ τις βέργ ες των κουρτιν ών και πίσ ω από τα σ ώματα του καλ οριφέρ. Ότ αν αρχ ίσ ουν ν α σαπίζουν, η οσμή θα είναι εξουθενωτική. Ο Μπράντσο δεν θα μπορεί να ζήσει στο ίδιο του το σπίτι. Αλ λ ά υπάρχουν και πιο έξυπνα πράγματα που μπορείς να κάνεις. Μπορείς
ν α χ αλ αρώσ εις τη σ ύν δεσ η σ ε κάποιον υδραυλ ικό σ ωλ ήν α κάτω από τις σ αν ίδες του δαπέδου, ελ άχ ισ τα, ίσ α που ν α υπάρχ ει μια μικρή διαρροή ν ερού. Αυτό μπορεί μετά ν α προκαλ έσ ει σ οβαρή ζημιά». «Αυτό θα είν αι τρομερό», είπε ο Τεν τ με δυν ατή, σ κλ ηρή φων ή. «Μιλ άς γ ια κάτι που είν αι απλ ώς σ τη φαν τασ ία σ ου», είπε η Φρίν τα. «Σωσ τά;» «Ή ακόμη θα μπορούσ α ν α κάν ω και χ ειρότερα από αυτό», σ υν έχ ισ ε ο Ρούμπεν . «Θα μπορούσ α ν α σ καλ ίσ ω λ ίγ ο τα φρέν α του αυτοκιν ήτου του – με τη βοήθεια του Γιόζεφ, φυσ ικά. Ή ν α κάψ ω το γ ραφείο του. Ή ν α απειλ ήσ ω τη γ υν αίκα του». «Τότε θα πας σ τη φυλ ακή. Και ο Γιόζεφ θα πάει κι αυτός σ τη φυλ ακή κι έπειτα θα τον απελ άσ ουν ». Ο Ρούμπεν άν οιξε άλ λ ο έν α μπουκάλ ι κρασ ί και άρχ ισ ε πάλ ι ν α γ εμίζει τα ποτήρια. «Θα πάω την Ντόρα γ ια ύπν ο», είπε η Φρίν τα. «Κι όταν επισ τρέψ ω, ν ομίζω πως θα είν αι ώρα ν α φύγ ετε. Εσ ύ και ο Γιόζεφ θα επισ τρέψ ετε σ το σ πίτι σ ου». «Θα πιω λ ίγ ο ακόμη», είπε ο Ρούμπεν . «Τεν τ, θέλ εις κι εσ ύ;» «Ρούμπεν , το έχ εις παρατραβήξει». Όμως, λ ίγ α λ επτά αργ ότερα, όταν η Φρίν τα
επέσ τρεψ ε σ το καθισ τικό, ο Ρούμπεν άρχ ισ ε πάλ ι. Τον ήξερε όταν ήταν σ ε αυτή τη σ υν αισ θηματική κατάσ τασ η – οργ ίλ ος και επικίν δυν ος, σ αν μαν ιασ μέν ος ταύρος. «Νομίζω, Φρίν τα, ότι είσ αι πουριταν ή σ ε αυτό το θέμα. Εγ ώ είμαι σ υν ήγ ορος της εκδίκησ ης. Νομίζω πως είν αι υγ ιής αν τίδρασ η. Θα ήθελ α ν α πάμε όλ οι με τη σ ειρά γ ύρω από το τραπέζι και ο καθέν ας θα πρέπει ν α κατον ομάσ ει το άτομο που θα ήθελ ε ν α εκδικηθεί. Και ν α πει και ποια θα ήταν η εκδίκησ ή του. Εγ ώ κατον όμασ α ήδη τον Χαλ Μπράν τσ ο. Θα ήθελ α ν α τον δέσ ω γ υμν ό σ την κορυφή εν ός βουν ού γ ια όλ η την αιων ιότητα, και κάθε μέρα ν α έρχ εται έν α όρν ιο ν α του τρώει το σ υκώτι». Χαμογ έλ ασ ε άγ ρια. «Ή κάτι». «Και όταν θα το είχ ε φάει πια όλ ο;» ρώτησ ε η Χλ όη. «Θα ξαν αγ ιν όταν , κάθε μέρα. Εσ ύ ποιον θα ήθελ ες ν α εκδικηθείς;» Η Χλ όη κοίταξε τον Ρούμπεν και ξαφν ικά η έκφρασ ή της έγ ιν ε πολ ύ σ οβαρή. «Όταν ήμουν εν ν έα ετών , υπήρχ ε έν α κορίτσ ι που το έλ εγ αν Κάθι Ουίσ ταν λ ι. Στην τετάρτη δημοτικού και σ το πρώτο μισ ό της πέμπτης, περν ούσ ε όλ ες τις ώρες της ημέρας της προσ παθών τας ν α εμποδίσ ει τα άλ λ α παιδιά ν α
μου μιλ ήσ ουν ή ν α παίξουν μαζί μου. Κι όταν ερχ όταν σ το σ χ ολ είο έν α καιν ούριο κορίτσ ι, η Κάθι έσ πευδε ν α γ ίν ει φίλ η της ώσ τε ν α την εμποδίσ ει έτσ ι ν α παίξει μαζί μου». «Δ εν το ήξερα αυτό», είπε η Φρίν τα. «Η μητέρα μου το ήξερε. Μου έλ εγ ε απλ ώς ότι θα περν ούσ ε. Και πράγ ματι πέρασ ε. Ύ σ τερα από καιρό». «Τι θα ήθελ ες ν α της κάν εις;» ρώτησ ε ο Ρούμπεν . «Σου επιτρέπεται ν α κάν εις οτιδήποτε. Αυτή είν αι φαν τασ ίωσ η εκδίκησ ης». «Θα ήθελ α μόν ο ν α την κάν ω ν α περάσ ει όσ α πέρασ α κι εγ ώ», είπε η Χλ όη. «Και μετά, σ το τέλ ος, θα εμφαν ιζόμουν εγ ώ μέσ α από έν α σ ύν ν εφο καπν ού και θα της έλ εγ α: ''Τώρα ξέρεις πώς ήταν ”». «Έτσ ι θα έπρεπε ν α είν αι πάν τα η εκδίκησ η», είπε μαλ ακά η Φρίν τα. «Όμως επιβίωσ ες», είπε ο Ρούμπεν . «Κι εσ ύ τι έχ εις ν α μας πεις, Γιόζεφ;» Ο Γιόζεφ χ αμογ έλ ασ ε θλ ιμμέν α. «Δ εν θα πω όν ομα. Ο άν τρας που είν αι με τη γ υν αίκα μου. Αυτόν θέλ ω ν α τιμωρήσ ω». «Τέλ εια», δήλ ωσ ε ο Ρούμπεν . «Λοιπόν , τι τιμωρία θα μπορούσ ες ν α μηχ αν ευτείς γ ι’ αυτόν ; Κάτι μεσ αιων ικό;» «Δ εν ξέρω», είπε ο Γιόζεφ. «Αν η γ υν αίκα μου
είν αι μαζί του όπως ήταν μαζί μου, ξέρεις, όλ ο ν α μιλ ά και ν α του λ έει και ν α του λ έει...» «Λες γ ια την κρεβατομουρμούρα», είπε ο Ρούμπεν . «Ναι, η κρεβατομουρμούρα. Αυτό από μόν ο του...» «Οχ , γ ια όν ομα του θεού, Ρούμπεν », είπε η Φρίν τα. «Κι εσ ύ, Γιόζεφ». «Ποιο είν αι το πρόβλ ημα;» ρώτησ ε ο Γιόζεφ. «Ξέχ ν α το», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Κι εσ ύ, Τεν τ; Αν μπορούσ ες ν α βρεις το δολ οφόν ο της μητέρας σ ου; Δ εν μπορεί ν α μην το έχ εις σ κεφτεί αυτό». «Έξω. Πήγ αιν ε σ πίτι σ ου τώρα», είπε η Φρίν τα. «Όχ ι, άφησ έ τον », είπε ο Τεν τ δυν ατά, σ χ εδόν κραύγ ασ ε. «Ασ φαλ ώς και το σ κέφτομαι. Αν μπορούσ α ν α βρω το δολ οφόν ο της μητέρας μου, θα τον ... θα...» Κοίταξε ολ όγ υρα σ το τραπέζι με τη γ ροθιά του σ φιγ μέν η γ ύρω από το ποτήρι του με το κρασ ί. «Τον μισ ώ», είπε ήρεμα σ το τέλ ος. «Τι κάν εις σ τους αν θρώπους που μισ είς;» «Ηρέμησ ε, Τεν τ», του είπε η Χλ όη. Προσ παθούσ ε ν α του κρατήσ ει το χ έρι που ήταν σ φιγ μέν ο γ ύρω από το ποτήρι. «Έτσ ι, αγ όρι μου», είπε ο Ρούμπεν . «Βγ άλ ε το από μέσ α σ ου. Αυτός είν αι ο σ ωσ τός τρόπος. Και
τώρα εσ ύ, Φρίν τα. Ποιος θα είν αι το αν τικείμεν ο της δικής σ ου αδυσ ώπητης εκδίκησ ης;» Η Φρίν τα τον κοίταξε καταπρόσ ωπο και έν ιωσ ε ν αυτία ν α αν εβαίν ει από το σ τομάχ ι σ το σ τήθος της. Αισ θάν θηκε σ αν ν α βρισ κόταν σ το χ είλ ος εν ός χ άσ ματος, με τις φτέρν ες της μόν ο ν α ακουμπούν σ τη γ η και τα δάχ τυλ α των ποδιών της ν α ψ αχ ουλ εύουν σ τα σ κοτειν ά. Κι έν ιωσ ε και τον πειρασ μό, πάν τοτε τον ίδιο αυτό πειρασ μό, ν α αφεθεί ν α πέσ ει σ το βαθύ σ κοτάδι που απλ ων όταν μπροσ τά της και που οδηγ ούσ ε – αλ ήθεια, πού οδηγ ούσ ε; «Όχ ι», είπε. «Δ εν είμαι καλ ή σ τα παιχ ν ίδια αυτού του είδους». «Ω, έλ α τώρα, Φρίν τα. Δ εν παίζουμε Μον όπολ η». Όμως η έκφρασ η της Φρίν τα σ κλ ήρυν ε από κάτι που έμοιαζε με θυμό, και ο Ρούμπεν προτίμησ ε ν α μην επιμείν ει. «Η μπαν ιέρα!» αν αφών ησ ε ξαφν ικά ο Γιόζεφ προσ παθών τας ν α εξομαλ ύν ει την κατάσ τασ η με τον δικό του αδέξιο τρόπο. «Είν αι εν τάξει;» «Είν αι πολ ύ ωραία, Γιόζεφ. Άξιζε η φασ αρία». Δ εν του φαν έρωσ ε πως δεν την είχ ε χ ρησ ιμοποιήσ ει ακόμη. «Στο τέλ ος βοήθησ α», είπε. Ταλ αν τευόταν
επάν ω σ τα πόδια του. Επιτέλ ους έφυγ αν . Το γ λ υκό αν οιξιάτικο σ ούρουπο έδιν ε τώρα τη θέσ η του σ τη ν ύχ τα. Ο αέρας είχ ε παρασ ύρει τα σ ύν ν εφα μακριά και επάν ω από τις σ τέγ ες των σ πιτιών είχ ε αν ατείλ ει έν α χ λ ωμό φεγ γ άρι. Μέσ α, όμως, μια ατμόσ φαιρα αν αμον ής και τρόμου γ έμιζε τα δωμάτια. Ακόμη και η ζων τάν ια της Χλ όης είχ ε εξαν τλ ηθεί. Η Τζούν τιθ, που είχ ε κατεβεί πάλ ι κάτω μόλ ις άκουσ ε την εξώπορτα ν α κλ είν ει, καθόταν σ ε μια καρέκλ α σ το καθισ τικό με τα γ όν ατά της σ ηκωμέν α ως το πιγ ούν ι της, όπως το σ υν ήθιζε, το κεφάλ ι χ ωμέν ο αν άμεσ ά τους και τα μαλ λ ιά της αν ακατωμέν α. Κάθε φορά που κάποιος προσ παθούσ ε ν α της μιλ ήσ ει ή ν α την παρηγ ορήσ ει, εκείν η κουν ούσ ε το κεφάλ ι της με σ φοδρότητα. Η Ντόρα ήταν ξαπλ ωμέν η σ ε έν α ράν τζο σ το γ ραφείο της Φρίν τα με έν α φλ ιτζάν ι κακάο δίπλ α της, το οποίο είχ ε πια κρυώσ ει και σ την επιφάν ειά του είχ ε σ χ ηματισ τεί μια ζαρωμέν η πέτσ α. Έπαιζε έν α ηλ εκτρον ικό παιχ ν ίδι με φιδάκια σ το κιν ητό της τηλ έφων ο. Οι αδύν ατες κοτσ ίδες της πλ αισ ίων αν το πρόσ ωπό της. Η Φρίν τα κάθισ ε δίπλ α της γ ια λ ίγ α λ επτά, χ ωρίς ν α της μιλ ά. Εκείν η έσ τρεψ ε το κεφάλ ι προς το μέρος της και είπε με φων ή που ακούσ τηκε σ χ εδόν μεμψ ίμοιρη:
«Ήξερα γ ια την Τζούν τιθ κι εκείν ον το μεγ αλ ύτερο άν τρα». «Αλ ήθεια;» Πριν από λ ίγ ες μέρες, όταν ο μπαμπάς ήταν μεθυσ μέν ος, τον άκουσ α ν α φων άζει σ τη θεία Λουίζ γ ι’ αυτό το θέμα. Θα είν αι εν τάξει η Τζούν τιθ;» «Όταν περάσ ει λ ίγ ος καιρός, ν αι». «Ήταν ο μπαμπάς αυτός που–» «Δ εν ξέρω». Η Φρίν τα κατέβηκε κάτω. Έξω σ τη μικρή αυλ ή, ο Τεν τ βημάτιζε πάν ω-κάτω καπν ίζον τας, με το αχ τέν ισ το κεφάλ ι του πλ αισ ιωμέν ο από έν α ζευγ άρι ακουσ τικών . Εκείν ος και η Τζούν τιθ δεν μπορούσ αν ν α βοηθήσ ουν ή ν α βοηθηθούν ο έν ας από τον άλ λ ο. Ήταν απλ ώς και οι δυο τους σ ε κατάσ τασ η αν αμον ής, εν ώ η Χλ όη περιφερόταν σ το σ πίτι φέρν ον τάς τους κούπες με τσ άι ή δίν ον τάς τους εν θαρρυν τικά χ τυπήματα σ τους σ κυφτούς ώμους τους. Η Φρίν τα είχ ε ρωτήσ ει τον Τεν τ αν υπήρχ ε καν είς που θα ήθελ ε ν α του τηλ εφων ήσ ει κι εκείν ος είχ ε σ τρέψ ει επάν ω της το σ κυθρωπό βλ έμμα του. «Σαν ποιον , δηλ αδή;» «Σαν τη θεία σ ου». «Θα πρέπει ν α ασ τειεύεσ αι».
«Δ εν έχ εις άλ λ ους σ υγ γ εν είς;» «Εν ν οείς κάποιον σ αν το θείο μας σ την Αμερική; Δ εν μπορεί ν α βοηθήσ ει και πολ ύ, έτσ ι δεν είν αι; Όχ ι, είμασ τε μόν ο εμείς οι τρεις και ο πατέρας μας, κι αν εκείν ος λ είψ ει δεν υπάρχ ει καν είς άλ λ ος». Η Φρίν τα κάθισ ε γ ια λ ίγ ο δίπλ α του, απολ αμβάν ον τας τον δροσ ερό ν υχ τεριν ό αέρα. Τίποτα σ τη ζωή της δεν το έν ιωθε πια λ ογ ικό ή ελ εγ χ όμεν ο: ούτε το σ πίτι της, που ήταν άλ λ οτε το καταφύγ ιό της από το βίαιο μπέρδεμα του έξω κόσ μου, ούτε τη σ χ έσ η της με αυτά τα ν έα παιδιά τα οποία είχ αν σ τραφεί σ ε αυτήν σ αν ν α κατείχ ε απαν τήσ εις που δεν υπήρχ αν , ούτε το δυσ οίων ο μπλ έξιμό της πάλ ι με την ασ τυν ομία, ούτε και την ακλ όν ητη εμμον ή της με τον γ εμάτο σ κιές κόσ μο της εξαφαν ισ μέν ης Λίλ α. Και πάν ω απ’ όλ α, ούτε την αίσ θησ ή της πως ακολ ουθούσ ε μια φων ή που μόν ο εκείν η μπορούσ ε ν α ακούσ ει, την ηχ ώ μιας μακριν ής ηχ ούς. Και ο Ντιν Ριβ ν α σ υν εχ ίζει πάν τοτε ν α την παρακολ ουθεί. Σκέφτηκε τον Σάν τι, που βρισ κόταν ακόμη σ τη μέσ η της ημέρας του, και ευχ ήθηκε η μέρα αυτή ν α είχ ε κιόλ ας περάσ ει.
48 Το επόμεν ο πρωί η Φρίν τα τους ξύπν ησ ε όλ ους ν ωρίς και τους πήγ ε γ ια πρωιν ό σ το «Νούμερο 9» – έν α άτακτο πλ ήρωμα από αγ χ ωμέν ους εφήβους με θολ ά μάτια που σ ήμερα έδειχ ν αν περισ σ ότερο από κάθε άλ λ η φορά πιο κον τά σ την παιδική ηλ ικία. Η μητέρα τους είχ ε δολ οφον ηθεί και ο πατέρας τους ήταν σ ε έν α κελ ί και περίμεν ε ν α του απαγ γ είλ ουν κατηγ ορία. Τους έβαλ ε όλ ους σ το λ εωφορείο, περίμεν ε μέχ ρι αυτό ν α απομακρυν θεί κι έπειτα επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι της. Έν ιωθε αποσ τραγ γ ισ μέν η και καταβεβλ ημέν η, υπήρχ αν όμως πράγ ματα που έπρεπε ν α κάν ει. Ο Γιόζεφ έφτιαχ ν ε έν αν κήπο σ το Πριμρόουζ Χιλ · η Σάσ α ήταν σ τη δουλ ειά της. Έτσ ι η Φρίν τα πήρε το τρέν ο από τη Λίβερπουλ Στριτ και πέρασ ε από τα ημιτελ ή σ τάδια και τις αθλ ητικές αίθουσ ες του Ολ υμπιακού Πάρκου. Έμοιαζαν σ αν τα παρατημέν α παιχ ν ίδια εν ός γ ιγ αν τιαίου παιδιού. Μόλ ις βγ ήκε σ το σ ταθμό του Ντέν χ αμ, η Φρίν τα πήρε έν α ταξί από αυτά που περίμεν αν σ τη σ ειρά. Έν α καταφύγ ιο αλ όγ ων που είχ ε το όν ομα εν ός
άν θους. Η Φρίν τα είχ ε φαν τασ τεί ατελ είωτα λ ιβάδια και δασ ικές εκτάσ εις. Το ταξί προσ πέρασ ε έν α τεράσ τιο ημικατεδαφισ μέν ο σ υγ κρότημα παλ ιών αποθηκών κι έπειτα έν α οικοδομικό τετράγ ων ο. Όταν το όχ ημα σ ταμάτησ ε και ο οδηγ ός αν ήγ γ ειλ ε πως είχ αν φτάσ ει σ τον προορισ μό τους, η Φρίν τα ν όμισ ε πως την είχ ε πάει σ ε λ άθος μέρος. Τότε όμως είδε την πιν ακίδα: Άσυλ ο Αλ όγ ων και Όν ων «Το Ηλ ιοτρόπιο». Ο οδηγ ός τη ρώτησ ε αν ήθελ ε ν α την περιμέν ει. Η Φρίν τα του είπε ότι ίσ ως ν α καθυσ τερούσ ε λ ίγ ο κι εκείν ος έγ ραψ ε τότε τον αριθμό του τηλ εφών ου του σ ε μια κάρτα και της την έδωσ ε. Καθώς το ταξί απομακρυν όταν , η Φρίν τα έριξε μια ματιά γ ύρω της. Δ ίπλ α σ την είσ οδο ήταν έν α σ πίτι. Οι εξωτερικοί τοίχ οι του είχ αν επέν δυσ η πέτρας αλ λ ά σ την πρόσ οψ ή του υπήρχ αν βαθιές ρωγ μές και έν α από τα επάν ω παράθυρα ήταν καλ υμμέν ο με χ αρτόν ι. Έδειχ ν ε εγ καταλ ειμμέν ο. Στον τοίχ ο, από την πλ ευρά της εισ όδου, υπήρχ ε άλ λ η μια πιν ακίδα, τυπωμέν η: Παρακαλ ούν ται οι επισκέπτες ν α περν ούν από την Υ ποδοχ ή. Προχ ώρησ ε κάν ον τας το γ ύρο της πλ αϊν ής πλ ευράς μέχ ρι που έφτασ ε σ ε μια αυλ ή. Εκεί υπήρχ αν σ τάβλ οι, κτισ μέν οι σ τη σ ειρά με τούβλ α και τσ ιμέν το, αλ λ ά δεν υπήρχ ε καν έν α ίχ ν ος
γ ραφείου Υ ποδοχ ής. Είδε ακόμη σ ωρούς από κοπριά αλ όγ ων και μπάλ ες άχ υρου, και σ ε μια γ ων ιά έν α σ κουριασ μέν ο τρακτέρ που του έλ ειπαν οι μπροσ τιν ές ρόδες. Η Φρίν τα βάδισ ε με ελ αφρύ βήμα σ την αυλ ή, βρίσ κον τας το δρόμο της αν άμεσ α σ ε καφετιές λ ασ περές λ ακκούβες. Κοίταξε γ ύρω της. «Είν αι καν είς εδώ;» φών αξε. Άκουσ ε πίσ ω της έν αν ήχ ο σ αν από τρίψ ιμο και είδε ν α εμφαν ίζεται από τα αν οίγ ματα των σ τάβλ ων έν α κορίτσ ι, έφηβη, κρατών τας έν α φτυάρι σ τα χ έρια της. Φορούσ ε τζιν , έν α μπλ ουζάκι σ ε φωτειν ό κόκκιν ο χ ρώμα και γ αλ ότσ ες. Σκούπισ ε τη μύτη της με το πίσ ω μέρος του χ εριού της. «Θέλ ετε κάτι;» «Ψάχ ν ω γ ια κάποιον Σέιν ». Το κορίτσ ι σ ήκωσ ε απλ ώς τους ώμους του. «Μου είπαν πως έν ας άν τρας με αυτό το όν ομα εργ άζεται εδώ». Το κορίτσ ι κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι. «Όχ ι». «Ίσ ως ν α δούλ ευε παλ ιότερα εδώ». «Δ εν ξέρω καν έν αν Σέιν ». «Από πότε εργ άζεσ αι εσ ύ εδώ;» «Εδώ και λ ίγ α χ ρόν ια».
«Και ξέρεις όλ ους όσ οι εργ άζον ται σ ε αυτόν το χ ώρο;» Το κορίτσ ι σ τριφογ ύρισ ε τα μάτια του. «Και βέβαια τους ξέρω», είπε και εξαφαν ίσ τηκε πάλ ι σ τους σ τάβλ ους. Η Φρίν τα άκουσ ε τον ήχ ο του φτυαριού σ το τσ ιμεν τέν ιο δάπεδο. Βγ ήκε από την αυλ ή και προχ ώρησ ε σ το δρόμο από τον οποίο είχ ε έρθει. Κοίταξε το ρολ όι της και αν αρωτήθηκε τι θα έπρεπε ν α κάν ει. Σκέφτηκε ξαν ά τη σ υζήτησ η που είχ ε σ την παμπ. Μήπως είχ ε παραν οήσ ει κάτι; Μήπως ήθελ αν απλ ώς ν α την κάν ουν ν α φύγ ει; Άρχ ισ ε ν α βαδίζει κατά μήκος του δρόμου. Δ εν υπήρχ ε πεζοδρόμιο, παρά μόν ο μια χ ορταριασ μέν η άκρη, κι έν ιωσ ε εκτεθειμέν η σ τον κίν δυν ο των αυτοκιν ήτων που την προσ περν ούσ αν με ταχ ύτητα και θόρυβο. Προχ ωρών τας πέρα από τα κτίσ ματα, έφτασ ε σ ε έν αν τραχ ύ ξύλ ιν ο φράχ τη που χ ώριζε το κτήμα από το δρόμο. Έγ ειρε επάν ω από το φράχ τη και κοίταξε από την άλ λ η πλ ευρά. Το χ ωράφι ήταν τεράσ τιο, είχ ε μήκος αρκετά χ ιλ ιόμετρα και από την άλ λ η, την πιο μακριν ή άκρη του, σ υν όρευε με τον μεγ άλ ο αυτοκιν ητόδρομο Α1 2, από τον οποίο περν ούσ αν σ υν εχ ώς με βουητό αυτοκίν ητα και φορτηγ ά. Το ίδιο το κτήμα έδειχ ν ε χ ορταριασ μέν ο και εγ καταλ ειμμέν ο, με κάποιες σ υσ τάδες ασ πάλ αθους από δω κι από κει
και σ τη μέσ η μια τεράσ τια, πεθαμέν η πια, βαλ αν ιδιά. Παν τού σ το κτήμα ήταν διάσ παρτα άλ ογ α και γ αϊδούρια. Έμοιαζαν γ έρικα και ψ ωριάρικα αλ λ ά έδειχ ν αν αρκετά ευχ αρισ τημέν α, με τα κεφάλ ια τους κάτω ν α βόσ κουν το χ ορτάρι, και η Φρίν τα αισ θάν θηκε ν α γ αλ ην εύει και μόν ο που τα κοιτούσ ε. Ίσ ως αυτά που τους πρόσ φεραν ν α μην ήταν πολ λ ά, σ ίγ ουρα όμως περν ούσ αν καλ ύτερα από οπουδήποτε αλ λ ού. Ήταν μια παράξεν η σ κην ή, ούτε της πόλ ης ούτε της υπαίθρου, αλ λ ά κάτι αν άμεσ α σ τα δυο. Έμοιαζε σ αν μια γ η παραμελ ημέν η, μισ οξεχ ασ μέν η, που δεν είχ ε αγ απηθεί. Μπορεί κάποτε ν α υπήρχ αν εκεί μερικά κτίρια και μετά ν α κατεδαφίσ τηκαν αφήν ον τος χ ώρο σ το χ ορτάρι και σ τους ασ πάλ αθους ν α αν απτυχ θούν και πάλ ι. Κάποια ημέρα, κάποιος θα την πρόσ εχ ε ξαν ά τη γ η εκείν η, δίπλ α σ τον αυτοκιν ητόδρομο, τόσ ο κον τά σ το Λον δίν ο, και θα έχ τιζαν ίσ ως μια βιομηχ αν ική μον άδα ή έν α βεν ζιν άδικο, μέχ ρι τότε όμως θα εξακολ ουθούσ ε ν α φιλ οξεν εί τα άλ ογ α και τα γ αϊδούρια. Η Φρίν τα σ ίγ ουρα την προτιμούσ ε έτσ ι. Έψ αξε σ την τσ άν τα της και βρήκε την κάρτα με το τηλ έφων ο που της είχ ε δώσ ει ο οδηγ ός του ταξί. Ήταν μάλ λ ον ώρα ν α τα παρατήσ ει, ν α επισ τρέψ ει σ το Λον δίν ο, σ την καν ον ική ζωή και σ την εργ ασ ία
της. Η καιν ούρια αυτή παρόρμησ η της προκάλ εσ ε αμέσ ως μια αίσ θησ η αν ακούφισ ης. Ήταν έτοιμη ν α καλ έσ ει τον αριθμό του οδηγ ού, όταν έν α αυτοκίν ητο σ τάθμευσ ε σ την είσ οδο του ασ ύλ ου. Έν ας άν τρας βγ ήκε από εκεί και κοίταξε γ ύρω του. Ήταν ψ ηλ ός, κάπως σ κυφτός, με αχ τέν ισ τα μαλ λ ιά που ήταν πια σ χ εδόν λ ευκά και μύτη σ αν ράμφος. Φορούσ ε σ κουρόχ ρωμο παν τελ όν ι και τσ αλ ακωμέν ο τζάκετ, εν ώ μια λ επτή γ ραβάτα κρεμόταν χ αλ αρή επάν ω από το πουκάμισ ό του. Είχ ε έν α βλ έμμα πολ ύ προσ εκτικό και μια έκφρασ η αγ έλ ασ τη, και καθώς κοιτούσ ε γ ύρω του η Φρίν τα είδε τη λ άμψ η από τα ωχ ρά, κουκουλ ωτά μάτια του. Στάθηκαν και οι δύο και κοιτάχ τηκαν . Απείχ αν μερικά μέτρα μεταξύ τους και η απόσ τασ η δεν τους επέτρεπε ν α μιλ ήσ ουν άν ετα. Η Φρίν τα, που σ τεκόταν μπροσ τά από το φράχ τη, έκαν ε μερικά βήματα προς το μέρος του κι εκείν ος έκαν ε μερικά βήματα προς το δικό της. Η έκφρασ η του προσ ώπου του δεν άλ λ αξε: ήταν σ αν ν α έβλ επε όχ ι εκείν η την ίδια αλ λ ά μέσ α από εκείν η. «Εργ άζεσ αι εδώ;» τη ρώτησ ε ο άν τρας. «Όχ ι. Έψ αχ ν α κάποιον αλ λ ά δεν είν αι εδώ». Ξαφν ικά της ήρθε μια ιδέα. «Δ εν ον ομάζεσ αι Σέιν , έτσ ι δεν είν αι;» «Όχ ι», είπε ο άν τρας. «Δ εν είμαι αυτός». Και
προσ πέρασ ε τη Φρίν τα προχ ωρών τας προς την αυλ ή με τους σ τάβλ ους. Ξαφν ικά όμως σ ταμάτησ ε και σ τράφηκε πάλ ι προς το μέρος της. «Γιατί τον ψ άχ ν εις;» «Είν αι δύσ κολ ο ν α σ ου εξηγ ήσ ω». «Δ εν πειράζει, πες μου». «Ψάχ ν ω ν α βρω έν α κορίτσ ι», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Και είχ α την ιδέα πως αυτός ο Σέιν θα μπορούσ ε ν α με βοηθήσ ει. Μου είπαν πως εργ άζεται εδώ, αλ λ ά εδώ δεν τον έχ ουν ακουσ τά». «Σέιν », είπε σ κεφτικά ο άν τρας. «Δ εν έχ ω ξαν ακούσ ει αυτό το όν ομα. Παρ’ όλ α αυτά, ίσ ως είν αι καλ ύτερο ν α έρθεις μαζί μου». Η Φρίν τα τον κοίταξε έκπλ ηκτη. «Γιατί ν α το κάν ω αυτό;» «Ψάχ ν ω κι εγ ώ γ ια κάποια». Ο Φίαρμπι μιλ ούσ ε αργ ά και μελ αγ χ ολ ικά. «Με σ υγ χ ωρείς, αλ λ ά δεν σ ε γ ν ωρίζω. Μου είσ αι ξέν ος και δεν ξέρω ποιον πας ν α σ υν αν τήσ εις ή γ ια ποιο λ όγ ο βρίσ κεσ αι εδώ. Εγ ώ τελ είωσ α και επισ τρέφω σ το σ πίτι μου». «Θα πάρει μόν ο έν α λ επτό». Την κοίταξε. «Με την ευκαιρία, ον ομάζομαι Φίαρμπι. Τζιμ Φίαρμπι. Είμαι δημοσ ιογ ράφος». Έν α σ ύν ν εφο κάλ υψ ε τον ήλ ιο και το τοπίο μπροσ τά τους σ κοτείν ιασ ε. Η Φρίν τα είχ ε την
αίσ θησ η πως βρισ κόταν μέσ α σ ε όν ειρο, όπου τα πάν τα είχ αν μια λ ογ ική αλ λ ά δεν υπήρχ ε καν έν α ν όημα. «Εγ ώ ον ομάζομαι Φρίν τα Κλ άιν ». «Και ποια είσ αι;» «Δ εν ξέρω. Είμαι απλ ώς κάποια που προσ παθεί ν α βοηθήσ ει κάποια άλ λ η». «Ναι. Πώς ον ομάζεται το εξαφαν ισ μέν ο σ ου κορίτσ ι;» «Λίλ α Ντάους». «Λίλ α Ντάους;» Συν οφρυώθηκε. «Όχ ι. Αυτό το όν ομα δεν το έχ ω ακούσ ει. Όμως έλ α μαζί μου». Μπήκαν και οι δυο τους σ την αυλ ή με τους σ τάβλ ους. Το κορίτσ ι ήταν τώρα έξω και σ κούπιζε την αυλ ή. Σάσ τισ ε ολ οφάν ερα μόλ ις ξαν αείδε τη Φρίν τα. «Ψάχ ν ω έν αν άν τρα που ον ομάζεται Μικ Ντόχ ερτι», είπε ο Φίαρμπι. «Είν αι από την άλ λ η πλ ευρά», αποκρίθηκε το κορίτσ ι. «Επισ κευάζει το φράχ τη». «Πού ακριβώς;» Το κορίτσ ι αν ασ τέν αξε και διασ χ ίζον τας την αυλ ή τους οδήγ ησ ε σ το κτήμα. Έπειτα έδειξε κάπου απέν αν τι. Μπορούσ αν ν α διακρίν ουν τα σ ημάδια εν ός αν θρώπου που κιν ούν ταν σ την άλ λ η άκρη, ακριβώς δίπλ α σ τον αυτοκιν ητόδρομο.
«Είν αι ασ φαλ ές ν α περάσ ουμε από το κτήμα;» ρώτησ ε ο Φίαρμπι. «Δ εν δαγ κών ουν ». Μια μικρή πορτούλ α οδηγ ούσ ε σ το κτήμα και ο Φίαρμπι μαζί με τη Φρίν τα διέσ χ ισ αν την έκτασ η σ ιωπηλ οί. Δ υο άλ ογ α τους πλ ησ ίασ αν και ο Φίαρμπι κοίταξε τη Φρίν τα. «Νομίζουν πως έχ ουμε φέρει φαγ ητό», του εξήγ ησ ε εκείν η. «Και τι θα κάν ουν όταν αν ακαλ ύψ ουν πως δεν φέραμε;» Έν α μικρό ψ ωριασ μέν ο άλ ογ ο έτριψ ε τη μουσ ούδα του επάν ω σ τη Φρίν τα. Εκείν η το χ άιδεψ ε αν άμεσ α σ τα μάτια. Πόσ ος καιρός είχ ε περάσ ει από την τελ ευταία φορά που είχ ε βρεθεί κον τά σ ε άλ ογ ο; Είκοσ ι χ ρόν ια; Περισ σ ότερο; Έν ιωσ ε επάν ω της τη ζεσ τασ ιά της αν άσ ας του. Ήταν καθησ υχ ασ τική. Μύριζε γ λ υκά, βαριά, γ ήιν α. Όταν πλ ησ ίασ αν σ την άλ λ η άκρη του κτήματος, είδαν έν αν άν τρα ν α δέν ει σ ε έν α σ ημείο το φράχ τη σ τρίβον τας σ υρματόπλ εγ μα με μια πέν σ α. Στράφηκε και τους κοίταξε. Ήταν ψ ηλ ός, με πολ ύ μακριά κασ ταν οκόκκιν α μαλ λ ιά πιασ μέν α πίσ ω σ ε αλ ογ οουρά. Φορούσ ε τζιν και μαύρο μπλ ουζάκι. Στην αρχ ή φάν ηκε σ αν ν α φορούσ ε μακρυμάν ικη μπλ ούζα, έπειτα όμως η Φρίν τα είδε πως τα
μπράτσ α του ήταν καλ υμμέν α με έν α σ ύμπλ εγ μα από τατουάζ. Είχ ε σ κουλ αρίκια και σ τα δύο αυτιά του και όπως τον κοίταξε παρατήρησ ε πως είχ ε λ ίγ ο σ τραβισ μό και τα μάτια του έβλ επαν σ ε διαφορετική κατεύθυν σ η το καθέν α. «Είσ τε ο κύριος Ντόχ ερτι;» ρώτησ ε η Φρίν τα. Ο άν τρας σ υν οφρυώθηκε και τους κοίταξε επιφυλ ακτικά. «Ποιοι είσ τε;» «Δ εν είμασ τε ασ τυν ομικοί. Ψάχ ν ω γ ια έν α ν εαρό κορίτσ ι ον όματι Σάρον Γκιμπς. Έχ ει εξαφαν ισ τεί. Άκουσ α από κάποιους πως εσ είς τη γ ν ωρίζατε». «Δ εν έχ ω ακούσ ει ποτέ αυτό το όν ομα». «Νομίζω πως το έχ ετε ακούσ ει. Είσ τε ο Μικ Ντόχ ερτι;» «Ναι». «Το μόν ο που θέλ ουμε εμείς είν αι ν α τη βρούμε». Η Φρίν τα άκουσ ε το «εμείς» αλ λ ά δεν διαμαρτυρήθηκε. Αυτός ο ηλ ικιωμέν ος άν τρας που τόσ ο απροσ δόκητα είχ ε σ υν αν τήσ ει, μιλ ούσ ε κουρασ μέν α αλ λ ά με έν αν τόν ο αυθεν τίας. «Το θέμα πάν τως είν αι πως αν δεν βρούμε τίποτα, τότε θα πρέπει όν τως ν α σ τραφούμε σ την ασ τυν ομία και ν α τους δώσ ουμε όλ α τα σ τοιχ εία που γ ν ωρίζουμε. Είμαι βέβαια σ ίγ ουρος πως εσ είς δεν θα έχ ετε καν έν α πρόβλ ημα με αυτό, όμως...»
Ο Φίαρμπι σ ταμάτησ ε και περίμεν ε. «Είμαι καθαρός. Δ εν έχ ετε καν έν α σ τοιχ είο εν αν τίον μου». Ο Φίαρμπι εξακολ ούθησ ε ν α περιμέν ει. «Δ εν ξέρω τι θέλ ετε». Το βλ έμμα του γ λ ίσ τρησ ε σ τη Φρίν τα. «Όμως χ άν ετε την ώρα σ ας εδώ». «Σάρον Γκιμπς». «Καλ ά, εν τάξει. Την ξέρω, πολ ύ λ ίγ ο. Και λ οιπόν ;» «Πότε την είδατε γ ια τελ ευταία φορά;» «Είπες ότι έχ ει εξαφαν ισ τεί;» «Ναι». «Από πότε;» «Εδώ και μόλ ις τρεις εβδομάδες». Ο Ντόχ ερτι σ ταμάτησ ε και έδεσ ε σ ε έν α σ ημείο το φράχ τη με έν α κομμάτι σ ύρμα. Μετά σ ήκωσ ε πάλ ι το βλ έμμα του. «Πάν ε μήν ες που δεν την έχ ω δει. Ίσ ως και περισ σ ότερο ακόμη. Έλ ειπα». «Λείπατε;» «Ναι». «Πού ήσ ασ ταν ;» «Στη φυλ ακή. Για λ ίγ ο μόν ο. Έμπλ εξα σ ε έν αν αν αθεματισ μέν ο καβγ ά. Μπήκα μέσ α τον Ιαν ουάριο. Βγ ήκα την προηγ ούμεν η εβδομάδα. Με άφησ αν ν α φύγ ω και μου βρήκαν δουλ ειά. Να
φτυαρίζω την αν αθεματισ μέν η κοπριά των αν αθεματισ μέν ων γ αϊδάρων ». «Και από τότε που βγ ήκατε δεν έχ ετε δει τη Σάρον ;» «Γιατί ν α τη δω; Δ εν είν αι η κοπέλ α μου, αν αυτό ν ομίζετε. Μόν ο έν α ιδιότροπο κοριτσ άκι». «Έν α ιδιότροπο κοριτσ άκι που έμπλ εξε με λ άθος παρέα, κύριε Ντόχ ερτι». Ο Φίαρμπι κάρφωσ ε τα καθηλ ωτικά μάτια του επάν ω του. «Και του οποίου οι γ ον είς αν ησ υχ ούν πάρα πολ ύ γ ια το τι απέγ ιν ε». «Αυτό δεν είν αι δικό μου θέμα. Μιλ άτε με λ άθος άν θρωπο». Μια ιδέα ήρθε ξαφν ικά σ τη Φρίν τα. «Μήπως κάποιοι σ ε φων άζουν Σέιν ;» «Τι εν ν οείς;» «Κοκκιν ωπά μαλ λ ιά, ιρλ αν δέζικο όν ομα». «Είμαι από το Κλ έμσ φορν τ». «Αλ λ ά σ ε φων άζουν Σέιν . Έν α παρατσ ούκλ ι που σ ημαίν ει ότι είσ αι μυαλ ό, αλ λ ά σ τις παραν ομίες». Ο Ντόχ ερτι χ αμογ έλ ασ ε αμυδρά, σ αρκασ τικά. «Μερικές φορές, ν αι. Ξέρεις τώρα. Παρατσ ούκλ ια». «Πες μου γ ια τη Λίλ α Ντάους». «Τι πράγ μα;» «Ήξερες έν α κορίτσ ι που ον ομαζόταν Λίλ α Ντάους. Και αυτή επίσ ης αγ ν οείται». Έν ιωσ ε δίπλ α
της τον Φίαρμπι ν α γ ίν εται άκαμπτος, σ αν ν α τον είχ ε διαπεράσ ει ηλ εκτρικό ρεύμα. «Δ ύο εξαφαν ισ μέν α κορίτσ ια», είπε μαλ ακά ο Φίαρμπι. «Και τα γ ν ώριζες και τα δύο». «Ποιος λ έει πως ήξερα και τη Λίλ α;» «Λίλ α. Εθισ μέν η σ το κρακ. Έκαν ε παρέα μαζί σ ου, Σέιν –κύριε Ντόχ ερτι– περίπου την εποχ ή της εξαφάν ισ ής της. Πριν από δύο χ ρόν ια». «Είπες πως δεν είσ τε από την ασ τυν ομία. Δ εν είμαι λ οιπόν υποχ ρεωμέν ος ν α σ ας πω τίποτα. Εκτός...» Άφησ ε κάτω το σ ύρμα. Η Φρίν τα μπορούσ ε ν α διακρίν ει το σ άλ ιο γ ύρω από το σ τόμα του και τα σ πασ μέν α αιμοφόρα αγ γ εία σ το δέρμα του. Έσ φιξε και ξέσ φιξε τις γ ροθιές του τόσ ο που τα τατουάζ σ τα μπράτσ α του ρυτίδωσ αν ελ αφρά, και το βλ έμμα του πλ αν ήθηκε γ ύρω από τη Φρίν τα σ αν ν α προσ παθούσ ε ν α δει κάτι που βρισ κόταν από πίσ ω της. «Ώρα λ οιπόν ν α πάτε πίσ ω από κει που ήρθατε». Τότε μίλ ησ ε πάλ ι ο Φίαρμπι. «Χέιζελ Μπάρτον , Ροξάν Ιν γ κατεσ τόουν , Ντέζι Λόγ καν , Φιλ ίπα Λούις, Μαρία Χόρσ λ εϊ, Λίλ α Ντάους, Σάρον Γκιμπς». Ακούσ τηκε σ αν μια ωδή, σ αν μια μαγ ική επίκλ ησ η. Η Φρίν τα έν ιωσ ε την αν απν οή της ν α βγ αίν ει από το κορμί της. Καθόταν εν τελ ώς
ακίν ητη και ήσ υχ η. Για μια σ τιγ μή, ήταν σ αν ν α είχ ε μπει σ ε έν α σ κοτειν ό τούν ελ που οδηγ ούσ ε σ ε έν α ακόμη πιο σ κοτειν ό μέρος. «Τι σ τα κομμάτια είν αι αυτά που λ ες, γ έρο;» «Ον όματα εξαφαν ισ μέν ων κοριτσ ιών », αποκρίθηκε ο Φίαρμπι. «Σου μιλ ώ γ ια κορίτσ ια που αγ ν οούν ται». «Εν τάξει. Γν ώριζα τη Λίλ α». Έν α χ αζό χ αμόγ ελ ο αυταρέσ κειας και αν απόλ ησ ης σ χ ηματίσ τηκε σ το πρόσ ωπό του. «Δ εν ξέρω πού πήγ ε». «Νομίζω πως ξέρεις», είπε η Φρίν τα. «Κι αν όν τως ξέρεις, καλ ά θα κάν εις ν α μου πεις, διότι θα το αν ακαλ ύψ ω έτσ ι κι αλ λ ιώς». «Οι άν θρωποι έρχ ον ται και φεύγ ουν . Δ εν άξιζε και πολ λ ά, ήταν όλ ο προβλ ήματα και μπελ άδες». «Ήταν απλ ώς μια έφηβη που είχ ε την απίσ τευτα κακή τύχ η ν α βρεθείς σ το δρόμο της εσ ύ». «Η καρδιά μου ματών ει. Και, ν αι, ήξερα λ ίγ ο και τη Σάρον Γκιμπς. Καμία από τις άλ λ ες». «Αυτή ήταν η πρώτη φορά που μπήκες φυλ ακή;» τον ρώτησ ε ο Φίαρμπι. «Νομίζω πως βαρέθηκα τις ερωτήσ εις σ ας». «Θέλ ουμε ημερομην ίες, Ντόχ ερτι». Κάτι σ τον τόν ο της φων ής του Φίαρμπι έκαν ε την έκφρασ η του άν τρα ν α αμφιταλ αν τευτεί γ ια έν α λ επτό, και ο σ αρκασ μός αν τικατασ τάθηκε από
έν α είδος αν ησ υχ ίας. «Πριν από δεκαοχ τώ μήν ες ήμουν σ το Μέιν τσ ον ». «Για ποιο λ όγ ο;» «Κάτι είχ ε σ υμβεί με κάποιο κορίτσ ι». «Κάτι είχ ε σ υμβεί...» Ο Φίαρμπι επαν έλ αβε τις λ έξεις σ αν ν α τις δοκίμαζε και σ το δικό του σ τόμα. «Πόσ ο έφαγ ες;» Ο Ντόχ ερτι σ ήκωσ ε τους ώμους του. «Πόσ ο καιρό έμειν ες μέσ α;» «Τέσ σ ερις μήν ες πάν ω-κάτω». Η Φρίν τα κατάλ αβε πως ο Φίαρμπι κάτι σ κεφτόταν . Η έκφρασ ή του είχ ε σ φιχ τεί από τη σ υγ κέν τρωσ η και βαθιές ρυτίδες αυλ άκων αν το μέτωπό του. «Εν τάξει», είπε τελ ικά. «Τελ ειώσ αμε». Ο Φίαρμπι και η Φρίν τα πήραν το δρόμο της επισ τροφής διασ χ ίζον τας πάλ ι το κτήμα. Δ υο άλ ογ α τους ακολ ουθούσ αν · η Φρίν τα μπορούσ ε ν ’ ακούσ ει τις οπλ ές τους επάν ω σ την ξερή γ η σ αν ταμπούρλ ο. «Πρέπει ν α μιλ ήσ ουμε», είπε ο Φίαρμπι μόλ ις έφτασ αν σ το αυτοκίν ητό του. Η Φρίν τα απλ ώς έν ευσ ε καταφατικά. «Υ πάρχ ει κάποιο μέρος σ το οποίο μπορούμε ν α πάμε; Μέν εις εδώ κον τά;»
«Όχ ι. Εσ ύ;» «Όχ ι». «Πώς ήρθες εδώ;» «Πήρα έν α ταξί από το σ ταθμό». «Μπορούμε ν α πάμε σ ε κάποιο καφέ». Η Φρίν τα μπήκε σ το αυτοκίν ητο, σ τη θέσ η του σ υν οδηγ ού· η ζών η ασ φαλ είας δεν λ ειτουργ ούσ ε και το αυτοκίν ητο μύριζε έν τον α τσ ιγ άρο. Στις πίσ ω θέσ εις υπήρχ αν αρκετοί φάκελ οι. Έπειτα από λ ίγ ο ήταν καθισ μέν οι σ ’ έν α τραπεζάκι δίπλ α σ ε παράθυρο, σ ε έν α μικρό, σ κοτειν ό καφέ της Ντέν χ αμ Χάι Στριτ. Μπροσ τά τους ήταν δυο φλ ιτζάν ια που περιείχ αν τσ άι με υπερβολ ική ποσ ότητα γ άλ ακτος, και καν είς από τους δυο τους δεν άγ γ ιζε το δικό του. Μόν ο τότε άρχ ισ αν πάλ ι ν α μιλ ούν μεταξύ τους. «Ξεκίν α εσ ύ», είπε ο Φίαρμπι. Τοποθέτησ ε μπροσ τά του έν α δημοσ ιογ ραφικό κασ ετόφων ο και μετά άν οιξε έν α σ πιράλ σ ημειωματάριο και πήρε και μια πέν α από την τσ έπη του τζάκετ του. «Μα τι κάν εις;» «Θέλ ω ν α κρατήσ ω τις σ ημειώσ εις μου. Μου επιτρέπεις;» «Δ εν ν ομίζω. Και κλ είσ ε και αυτό το μηχ άν ημα». Ο Φίαρμπι την κοίταξε σ αν ν α την έβλ επε γ ια πρώτη φορά τώρα καν ον ικά. Έπειτα έν α αμυδρό
χ αμόγ ελ ο ζωγ ραφίσ τηκε σ το αν εμοδαρμέν ο του πρόσ ωπο. Έκλ εισ ε το κασ ετόφων ο και άφησ ε κάτω και την πέν α του. «Πες μου λ οιπόν , γ ιατί ήρθες εδώ;» Κι έτσ ι η Φρίν τα του είπε την ισ τορία της. Στην αρχ ή είχ ε σ υν είδησ η του γ εγ ον ότος ότι η όλ η ισ τορία ήταν αν ορθολ ογ ική: μόν ο έν α παραν οϊκό έν σ τικτο, ως επακόλ ουθο εν ός δικού της τραύματος, την είχ ε οδηγ ήσ ει σ ε μια άκαρπη και χ ωρίς εξήγ ησ η έρευν α γ ια έν α εξαφαν ισ μέν ο κορίτσ ι που η ίδια δεν είχ ε ποτέ γ ν ωρίσ ει. Άκουσ ε τον εαυτό της ν α μιλ ά γ ια το ασ ήμαν το, ζων ταν ό αν έκδοτο που είχ ε προκαλ έσ ει την αν αζήτησ ή της, γ ια τα αδιέξοδα που είχ ε βρει σ το δρόμο της και γ ια τις θλ ιβερές σ υν αν τήσ εις με τον πατέρα της Λίλ α και με εκείν η τη σ υμπατριώτισ σ α του Γιόζεφ η οποία την είχ ε βάλ ει σ τα ίχ ν η του Σέιν . Λίγ ο-λ ίγ ο, όμως, άρχ ισ ε ν α αν τιλ αμβάν εται ότι ο Φίαρμπι δεν αν τιδρούσ ε με δυσ πισ τία, δεν την έβλ επε σ αν ν α ήταν λ ίγ ο τρελ ή, όπως είχ ε σ υμβεί με όλ ους τους άλ λ ους. Έν ευσ ε με καταν όησ η· έγ ερν ε προς τα εμπρός όσ ο η Φρίν τα του μιλ ούσ ε· τα μάτια του γ ίν ον ταν πιο φωτειν ά και το σ αν από γ ραν ίτη πρόσ ωπό του είχ ε μαλ ακώσ ει. «Αυτά είν αι», του είπε μόλ ις τελ είωσ ε. «Λοιπόν , τι έχ εις ν α πεις;»
«Μου φαίν εται πως πρόκειται γ ια τον ίδιο άν θρωπο». «Πρέπει όμως ν α μου εξηγ ήσ εις κι εσ ύ». «Ναι, λ οιπόν υποθέτω ότι θα πρέπει ν α ξεκιν ήσ ω με τον Τζορτζ Κόν λ εϊ». «Γιατί αυτό το όν ομα μου φαίν εται γ ν ωσ τό;» «Τον εν οχ οποίησ αν γ ια τη δολ οφον ία εν ός ν εαρού κοριτσ ιού, της Χέιζελ Μπάρτον . Θα τον έχ εις ίσ ως ακουσ τά, επειδή τον άφησ αν ελ εύθερο πριν από μερικές εβδομάδες, αφού έμειν ε χ ρόν ια σ τη φυλ ακή γ ια έν α έγ κλ ημα το οποίο δεν είχ ε διαπράξει. Ο δύσ τυχ ος... μπορώ σ χ εδόν ν α πω ότι θα ήταν καλ ύτερο γ ι’ αυτόν ν α είχ ε παραμείν ει μέσ α. Αυτό όμως είν αι άλ λ η ισ τορία. Η Χέιζελ ήταν το πρώτο κορίτσ ι και το μον αδικό του οποίου το πτώμα βρέθηκε. Πισ τεύω πως ο Κόν λ εϊ πέρασ ε από εκεί τη σ τιγ μή του εγ κλ ήματος και διέκοψ ε το δράσ τη, αφού όλ α τα άλ λ α πτώματα... Αλ λ ά προτρέχ ω. Στην πραγ ματικότητα, όμως, η Χέιζελ δεν ήταν όν τως η πρώτη. Υ πήρξαν και άλ λ ες. Για αρχ ή η Βαν έσ α Ντέιλ , και εγ ώ δεν το κατάλ αβα εξαρχ ής αυτό επειδή η Βαν έσ α ήταν αυτή που κατόρθωσ ε ν α ξεφύγ ει. Τελ ικά πήγ α, τη βρήκα και μιλ ήσ αμε. Θα έπρεπε ν α το είχ α κάν ει αυτό ν ωρίτερα, τότε που η μν ήμη της ήταν πιο φρέσ κια, τότε που διατηρούσ ε την αν άμν ησ η του
σ υμβάν τος, αλ λ ά δεν το ήξερα. Για πολ λ ά χ ρόν ια δεν είχ α σ υν ειδητοποιήσ ει γ ια τι ακριβώς επρόκειτο, πόσ ο μακριά και σ κοτειν ή σ κιά είχ ε όλ η αυτή η ισ τορία. Πίσ ω σ ’ εκείν ο τον καιρό, ήμουν απλ ώς έν ας μη αν εξάρτητος ρεπόρτερ, με γ υν αίκα και παιδιά, που κάλ υπτα την τοπική ειδησ εογ ραφία. Αλ λ ά πάν τως–» «Σταμάτα», τον έκοψ ε η Φρίν τα. Ο Φίαρμπι την κοίταξε αν οιγ οκλ είν ον τας τα μάτια του. «Με σ υγ χ ωρείς, αλ λ ά δεν καταλ αβαίν ω ούτε λ έξη από αυτά που μου λ ες». «Προσ παθώ ν α σ ου εξηγ ήσ ω. Άκουσ έ με, όλ α σ υν δέον ται, πρέπει όμως ν α παρακολ ουθήσ εις πώς γ ίν εται η σ ύν δεσ η». «Μα δεν κάν εις καμία απολ ύτως σ ύν δεσ η σ ε όλ α αυτά που μου λ ες». Κάθισ ε προς τα πίσ ω σ την καρέκλ α του και κροτάλ ισ ε το κουτάλ ι του σ το φλ ιτζάν ι του τσ αγ ιού, που είχ ε πια παγ ώσ ει. «Ίσ ως φταίει ότι εγ ώ έζησ α γ ια πολ ύ καιρό με αυτή την ισ τορία». «Προσ παθείς ν α μου πεις ότι όλ α αυτά τα κορίτσ ια των οποίων τα ον όματα αν έφερες σ τον Ντόχ ερτι σ υν δέον ται μεταξύ τους και ότι ίσ ως ν α σ υν δέεται και η Λίλ α Ντάους;» «Ναι».
«Αλ λ ά πώς;» Ο Φίαρμπι σ ηκώθηκε απότομα. «Δ εν μπορώ ν α σ ου το εξηγ ήσ ω με λ όγ ια. Πρέπει ν α σ ου δείξω». «Να μου δείξεις;» «Ναι. Είν αι όλ α καταγ εγ ραμμέν α. Έχ ω χ άρτες και σ χ έδια και αρχ εία. Όλ α είν αι εκεί». «Πού εκεί;» «Στο σ πίτι μου. Θα έρθεις ν α ρίξεις μια ματιά;» Η Φρίν τα το σ κέφτηκε γ ια μια σ τιγ μή. «Θα έρθω», είπε τελ ικά. «Ωραία. Ας ξεκιν ήσ ουμε». «Πού μέν εις; Στο Λον δίν ο;» «Στο Λον δίν ο; Όχ ι. Στο Μπίρμιγ χ αμ». «Στο Μπίρμιγ χ αμ!» «Ναι. Είν αι πρόβλ ημα αυτό;» Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια λ ίγ ο το σ πίτι της που την περίμεν ε, τους φίλ ους της που θα την έψ αχ ν αν , τη γ άτα της που θα είχ ε πια αδειάσ ει το μπολ με το φαγ ητό της. Σκέφτηκε ακόμη τον Τεν τ, την Τζούν τιθ και την Ντόρα – αλ λ ά δεν μπορούσ ε ν α αν τισ ταθεί σ την ιδιαιτερότητα αυτής της σ υν άν τησ ης, σ την έλ ξη που της ασ κούσ ε εκείν ος ο αλ λ όκοτος ηλ ικιωμέν ος άν τρας. Μπορούσ ε ν α τηλ εφων ήσ ει σ τη Σάσ α και ν α της ζητήσ ει ν α κρατήσ ει εκείν η γ ια λ ίγ ο το φρούριο.
«Όχ ι», είπε. «Δ εν είν αι πρόβλ ημα».
49 Μέσ α σ τη ζέσ τη του αυτοκιν ήτου, η Φρίν τα έν ιωσ ε τον εαυτό της ν α βυθίζεται σ τον ύπν ο. Είχ ε περάσ ει αρκετές ν ύχ τες αϋπν ίας, χ ειρότερες από τις σ υν ηθισ μέν ες, βασ αν ιζόμεν η από ασ ύν δετα, βίαια όν ειρα, και ήταν καταρρακωμέν η και με μάτια πρησ μέν α από την κούρασ η. Αλ λ ά πάλ εψ ε ν α μην αποκοιμηθεί μπροσ τά σ τον Φίαρμπι, αυτό το σ αραβαλ ιασ μέν ο αρπακτικό πουλ ί· δεν ήθελ ε ν α βρεθεί έτσ ι απροσ τάτευτα εκτεθειμέν η κον τά του. Όμως ήταν αν ώφελ ο, δεν μπορούσ ε ν α μείν ει άλ λ ο ξύπν ια. Ακόμη κι όταν τελ ικά αφέθηκε ν α την πάρει ο ύπν ος, με τα μάτια της ν α βαραίν ουν και το σ ώμα της ν α γ ίν εται πιο ελ αφρύ, πρόλ αβε ν α σ κεφτεί πόσ ο παράξεν ο ήταν που είχ ε εμπισ τευτεί κάποιον τον οποίο δεν γ ν ώριζε καθόλ ου. Ο Φίαρμπι βγ ήκε από τον αυτοκιν ητόδρομο Μ25 και πέρασ ε σ τον Μ1 . Αυτός ο δρόμος του ήταν γ ν ωσ τός· και του φαιν όταν τώρα πολ ύ ταιριασ τό που τον διέν υαν οι δυο τους μαζί. Έβαλ ε λ ίγ η ιρλ αν δέζικη φολ κ μουσ ική και χ αμήλ ωσ ε την έν τασ η ώσ τε μόλ ις που ν α ακούγ εται. Την κοίταξε. Δ εν μπορούσ ε ν α καταλ άβει πολ λ ά γ ι’ αυτήν . Θα
πρέπει ν α πλ ησ ίαζε τα σ αράν τα – αν και από απόσ τασ η έδειχ ν ε ν εότερη, με το σ τητό λ επτό κορμί και την ευλ υγ ισ ία σ τις κιν ήσ εις της, όταν την έβλ επες από πιο κον τά το πρόσ ωπό της ήταν αποσ τεωμέν ο· υπήρχ αν βαθουλ ώματα κάτω από τα μάτια της και μια καταπον ημέν η, σ χ εδόν σ τοιχ ειωμέν η έκφρασ η σ το ωχ ρό της πρόσ ωπο. Δ εν την είχ ε ρωτήσ ει τι επάγ γ ελ μα έκαν ε. Φρίν τα Κλ άιν : ακουγ όταν σ αν γ ερμαν ικό ή εβραϊκό όν ομα. Κοίταξε τα χ έρια της, που ήταν διπλ ωμέν α επάν ω σ το μηρό της, και παρατήρησ ε πως δεν υπήρχ ε δαχ τυλ ίδι και πως τα ν ύχ ια ήταν άβαφα και κομμέν α κον τά. Δ εν φορούσ ε κοσ μήματα ούτε μακιγ ιάζ. Ακόμη και σ τον ύπν ο της, το πρόσ ωπό της έδειχ ν ε άτεγ κτο και προβλ ηματισ μέν ο. Τουλ άχ ισ τον –και σ ε αυτή τη σ κέψ η η καρδιά του ελ άφρωσ ε– είχ ε τώρα έν α σ ύν τροφο, έν α σ υν ταξιδιώτη, έσ τω και γ ια λ ίγ ο. Είχ ε πια σ υν ηθίσ ει τόσ ο πολ ύ ν α εργ άζεται μόν ος του, που του ήταν δύσ κολ ο ν α πει σ ε ποιο βαθμό ο έξω κόσ μος θόλ ων ε από τις δικές του προσ ωπικές εμμον ές. Εκείν η όμως θα μπορούσ ε ν α του το πει αυτό: είχ ε έν α καλ ό, καθαρό βλ έμμα, και όποια κι αν ήταν τα κίν ητρα που την είχ αν οδηγ ήσ ει σ τη δική της αν αζήτησ η, εκείν ος είχ ε ν ιώσ ει την ψ ύχ ραιμη ικαν ότητά της. Ο Φίαρμπι χ αμογ έλ ασ ε: ήταν
ολ οφάν ερο πως δεν της άρεσ ε ν α της λ έν ε τι ν α κάν ει. Η Φρίν τα μουρμούρισ ε κάτι και το έν α της χ έρι τιν άχ τηκε. Τα μάτια της άν οιξαν και σ ε μια σ τιγ μή βρισ κόταν και πάλ ι καθισ μέν η σ τητή δίπλ α του, με το χ έρι της ν α παραμερίζει τα μαλ λ ιά από το πρόσ ωπό της, ακόμη ζεσ τό από τον ύπν ο. «Αποκοιμήθηκα». «Δ εν πειράζει». «Δ εν το παθαίν ω ποτέ αυτό». «Θα είχ ες αν άγ κη από ύπν ο». Τότε εκείν η κάθισ ε γ ια άλ λ η μια φορά πιο πίσ ω σ το κάθισ μά της και κοίταξε έξω από το παράθυρο, τα αυτοκίν ητα που περν ούσ αν σ αν χ είμαρρος από το αν τίθετο ρεύμα. «Αυτό είν αι το Μπίρμιγ χ αμ;» «Η αλ ήθεια είν αι πως δεν ζω μέσ α σ την πόλ η. Μέν ω σ ε έν α μικρό χ ωριό, ή μάλ λ ον σ ε μια μικρή πόλ η, λ ίγ α χ ιλ ιόμετρα πιο έξω». «Γιατί;» «Συγ γ ν ώμη;» «Γιατί δεν ζεις μέσ α σ την πόλ η;» «Εξακολ ουθώ ν α ζω σ το σ πίτι όπου έμεν α άλ λ οτε με τη γ υν αίκα και τα παιδιά μου. Όταν η γ υν αίκα μου με άφησ ε, δεν σ κέφτηκα ποτέ ν α μετακομίσ ω».
«Δ εν είν αι επιλ ογ ή σ ου, επομέν ως;» «Μάλ λ ον όχ ι. Δ εν σ ου αρέσ ει η ύπαιθρος;» «Οι άν θρωποι θα έπρεπε ν α σ κέφτον ται πού θα κατοικήσ ουν , ν α κάν ουν μια ελ εύθερη επιλ ογ ή». «Καταλ αβαίν ω», είπε ο Φίαρμπι. «Είμαι παθητικός. Κι εσ ύ έχ εις κάν ει μια σ υν ειδητή επιλ ογ ή, ν α υποθέσ ω». «Εγ ώ ζω σ το κέν τρο του Λον δίν ου». «Επειδή το θέλ εις;» «Είν αι έν α μέρος σ το οποίο μπορώ ν α είμαι ήσ υχ η και κρυμμέν η· και η ζωή μπορεί ν α σ υν εχ ίζεται έξω». «Ίσ ως αυτό ν α ν ιώθω κι εγ ώ γ ια το μικρό μου σ πίτι. Είν αι σ αν αόρατο γ ια μέν α. Δ εν το παρατηρώ καν πια. Είν αι απλ ώς έν α μέρος όπου μπορώ ν α πηγ αίν ω. Είμαι έν ας πρώην δημοσ ιογ ράφος. Εσ έν α ποιο είν αι το επάγ γ ελ μά σ ου;» «Είμαι ψ υχ οθεραπεύτρια». Ο Φίαρμπι φάν ηκε ν α διασ κεδάζει. «Ούτε που μου πήγ ε ο ν ους». Δ εν έδειχ ν ε ν α σ υν ειδητοποιεί σ ε πόσ ο άθλ ια κατάσ τασ η είχ ε αφήσ ει ν α καταν τήσ ει το σ πίτι του. Υ πήρχ ε έν ας χ αλ ικόσ τρωτος δρόμος που ήταν πια σ χ εδόν εν τελ ώς χ ορταριασ μέν ος, με
πικραλ ίδες και τούφες χ λ όης. Τα παραθυρόφυλ λ α σ άπιζαν και τα τζάμια ήταν μέσ α σ τη βρομιά. Παν τού υπήρχ ε το σ ημάδι ατελ είωτων χ ρόν ων παραμέλ ησ ης, παν τού σ κόν η και λ ίγ δα και κάπν α. Σωροί από κιτριν ισ μέν ες εφημερίδες ήταν σ τοιβαγ μέν οι σ το τραπέζι, το οποίο ολ οφάν ερα δεν το χ ρησ ιμοποιούσ ε ποτέ γ ια φαγ ητό. Όταν ο Φίαρμπι άν οιξε την πόρτα του ψ υγ είου γ ια ν α βρει γ άλ α, που όμως δεν υπήρχ ε εκεί, η Φρίν τα πρόλ αβε ν α δει πως εκτός από κουτάκια μπίρας ήταν σ χ εδόν άδειο. Ήταν το σ πίτι εν ός άν τρα που ζούσ ε μόν ος του και που δεν περίμεν ε επισ κέψ εις. «Καλ ά λ οιπόν , τότε δεν θα πιούμε τσ άι», είπε. «Τι θα έλ εγ ες γ ια λ ίγ ο ουίσ κι;» «Δ εν πίν ω μέσ α σ τη μέρα». «Σήμερα είν αι διαφορετικά». Σέρβιρε από δυο δάχ τυλ α ουίσ κι μέσ α σ ε δυο κάπως θολ ά ποτήρια και έδωσ ε το έν α σ τη Φρίν τα. «Στα εξαφαν ισ μέν α μας κορίτσ ια», της είπε τσ ουγ κρίζον τας το ποτήρι του σ το δικό της. Η Φρίν τα ήπιε μια όσ ο πιο μικρή γ ουλ ιά γ ιν όταν , γ ια ν α τον σ υν τροφεύσ ει. «Είπες πως θα μου έδειχ ν ες αυτά που έχ εις αν ακαλ ύψ ει». «Είν αι όλ α σ το γ ραφείο μου». Όταν άν οιξε την πόρτα, η Φρίν τα έμειν ε γ ια
λ ίγ ες σ τιγ μές άν αυδη, καθώς τα μάτια της προσ παθούσ αν ν α σ υν ηθίσ ουν το σ υν δυασ μό εκείν ο φρεν ίτιδας και τάξης. Εν σ υν τομία, της θύμισ ε τη Μισ έλ Ντόις, τη γ υν αίκα την οποία της είχ ε γ ν ωρίσ ει ο Κάρλ σ ον , εκείν η που είχ ε γ εμίσ ει το μικρό της διαμέρισ μα σ το Ντέπφορν τ με τα απομειν άρια από τις ζωές των άλ λ ων αν θρώπων , ταξιν ομών τας σ χ ολ ασ τικά έν α πλ ήθος από σ κουπίδια. Το γ ραφείο του Φίαρμπι είχ ε πολ ύ αμυδρό φωτισ μό επειδή το παράθυρο ήταν κατά το ήμισ υ καλ υμμέν ο με ετοιμόρροπα χ αρτιά σ το περβάζι: εφημερίδες και περιοδικά και φωτογ ραφίες. Υ πήρχ αν και σ το πάτωμα σ τοίβες από χ αρτιά: ήταν σ χ εδόν αδύν ατον ν α βαδίσ ει κάποιος αν άμεσ ά τους γ ια ν α φτάσ ει σ το μακρόσ τεν ο τραπέζι που εκτελ ούσ ε χ ρέη γ ραφείου και που ήταν επίσ ης εξαφαν ισ μέν ο κάτω από κομμάτια χ αρτιού, παλ ιά σ ημειωματάρια, δύο υπολ ογ ισ τές, έν αν εκτυπωτή, έν α φωτοτυπικό μηχ άν ημα παλ ιάς τεχ ν ολ ογ ίας, μια τεράσ τια κάμερα με το φακό της πεταμέν ο έξω και έν α ασ ύρματο τηλ έφων ο. Υ πήρχ αν ακόμη δυο ραγ ισ μέν α πιατάκια ξέχ ειλ α με αποτσ ίγ αρα και πολ λ ά ποτήρια και άδεια μπουκάλ ια ουίσ κι. Στο άκρο του τραπεζιού ήταν κολ λ ημέν α δεκάδες κίτριν α και ροζ αυτοκόλ λ ητα
χ αρτάκια, με αριθμούς ή λ έξεις σ ημειωμέν ες επάν ω τους. Κι όταν ο Φίαρμπι άν αψ ε τη λ άμπα εργ ασ ίας, αμέσ ως φωτίσ τηκε μια φωτογ ραφία εν ός ν εαρού κοριτσ ιού με χ αμογ ελ ασ τό πρόσ ωπο και έν α ξεφτισ μέν ο δόν τι. Θύμισ ε σ τη Φρίν τα τον Κάρλ σ ον , που κι εκείν ος επίσ ης είχ ε έν α ξεφτισ μέν ο δόν τι και που τώρα βρισ κόταν πολ λ ά χ ιλ ιόμετρα μακριά. Αλ λ ά αυτό που την είχ ε ξαφν ιάσ ει δεν ήταν η ακατασ τασ ία του δωματίου, παρά η αν τίθεσ η της ακατασ τασ ίας και μιας σ χ ολ ασ τικής τάξης. Στους τοίχ ους ήταν προσ εκτικά και ίσ ια σ τερεωμέν ες ολ όκλ ηρες δεκάδες από ν εαν ικά γ υν αικεία πρόσ ωπα. Ήταν φαν ερό πως τα πρόσ ωπα εκείν α ήταν χ ωρισ μέν α σ ε δύο κατηγ ορίες. Στην αρισ τερή πλ ευρά υπήρχ αν περίπου είκοσ ι πρόσ ωπα, σ τη δεξιά μόν ο έξι. Αν άμεσ ά τους ήταν κολ λ ημέν ος έν ας τεράσ τιος χ άρτης της Μεγ άλ ης Βρεταν ίας, καλ υμμέν ος με σ ημαιάκια που προχ ωρούσ αν σ ε μια καμπυλ ωτή γ ραμμή από το Λον δίν ο προς τα βορειοδυτικά. Στον απέν αν τι τοίχ ο, η Φρίν τα είδε έν α πελ ώριο χ ρον οδιάγ ραμμα με ημερομην ίες και ον όματα γ ραμμέν α επάν ω του σ ε καθαρή χ αλ κογ ραφική εκτύπωσ η. Ο Φίαρμπι την παρακολ ουθούσ ε. Άν οιξε τα σ υρτάρια μιας αρχ ειοθήκης και η Φρίν τα παρατήρησ ε πως εκεί
μέσ α υπήρχ αν σ ειρές ολ όκλ ηρες από φακέλ ους που είχ αν απέξω σ ημειωμέν α διάφορα ον όματα. Άρχ ισ ε ν α τραβά έξω τους φακέλ ους και ν α τους ακουμπά επάν ω σ τον επικίν δυν α ισ ορροπημέν ο σ ωρό αν τικειμέν ων σ την επιφάν εια του γ ραφείου του. Η Φρίν τα ήθελ ε ν α καθίσ ει, αλ λ ά δεν υπήρχ ε παρά μία μόν ο περισ τρεφόμεν η καρέκλ α που ήταν κατειλ ημμέν η από μια σ τοίβα βιβλ ίων . «Είν αι τα χ αμέν α κορίτσ ια;» τον ρώτησ ε δείχ ν ον τας τις φωτογ ραφίες. «Να η Χέιζελ Μπάρτον ». Άγ γ ιξε το πρόσ ωπό της απαλ ά, σ χ εδόν με ευλ άβεια. «Να η Ροξάν Ιν γ κατεσ τόουν . Η Ντέζι Λόγ καν . Η Φιλ ίπα Λούις. Η Μαρία Χόρσ λ εϊ. Η Σάρον Γκιμπς». Όλ ες έμοιαζαν ν α χ αμογ ελ ούν σ τη Φρίν τα, πρόσ ωπα ν εαν ικά, γ εμάτα λ αχ τάρα γ ια ζωή. «Και πισ τεύεις πως είν αι όλ ες ν εκρές;» «Ναι». «Ίσ ως τότε ν α είν αι και η Λίλ α». «Δ εν είν αι δυν ατόν ν α το έκαν ε ο Ντόχ ερτι». «Από πού το σ υμπεραίν εις;» «Κοίτα». Την οδήγ ησ ε προς το χ ρον οδιάγ ραμμά του. «Αυτή είν αι η χ ρον ική σ τιγ μή που εξαφαν ίσ τηκε η Ντέζι, και η Μαρία επίσ ης, κι εκείν ος τότε βρισ κόταν σ τη φυλ ακή».
«Πώς όμως είσ αι τόσ ο σ ίγ ουρος ότι πρόκειται γ ια τον ίδιο δράσ τη;» Ο Φίαρμπι τράβηξε τον πρώτο φάκελ ο και τον άν οιξε. «Θα σ ου τα δείξω όλ α», της είπε. «Και έπειτα μπορείς ν α μου πεις τι σ κέφτεσ αι κι εσ ύ. Ίσ ως ν α πάρει λ ίγ ο χ ρόν ο». Στις εφτά το βράδυ, η Φρίν τα τηλ εφών ησ ε σ τη Σάσ α, η οποία σ υμφών ησ ε ν α πάει σ το σ πίτι της και ν α περιμέν ει εκεί μέχ ρι ν α επισ τρέψ ει η φίλ η της. Στο τηλ έφων ο η Φρίν τα την άκουγ ε αν ήσ υχ η, γ εμάτη έγ ν οια, και γ ι’ αυτό σ υν τόμευσ ε τη σ υζήτησ η. Τηλ εφών ησ ε επίσ ης σ τον Γιόζεφ και του ζήτησ ε ν α πάει ν α ταΐσ ει τη γ άτα και ίσ ως ν α ποτίσ ει τα φυτά σ την αυλ ή της. «Πού είσ αι, Φρίν τα;» «Κον τά σ το Μπίρμιγ χ αμ». «Τι είν αι αυτό;» «Είν αι έν α μέρος, Γιόζεφ». «Γιατί είσ αι εκεί;» «Θα χ ρειαζόμουν πάρα πολ ύ χ ρόν ο γ ια ν α σ ου εξηγ ήσ ω». «Πρέπει ν α έρθεις πίσ ω, Φρίν τα». «Γιατί;» «Όλ οι αν ησ υχ ούμε».
«Δ εν είμαι παιδί». «Αν ησ υχ ούμε όλ οι», επαν έλ αβε ο Γιόζεφ. «Ε λ οιπόν , σ ταματήσ τε». «Δ εν είσ αι καλ ά. Όλ οι σ υμφων ούμε. Έρχ ομαι ν α σ ε πάρω». «Όχ ι». «Έρχ ομαι τώρα». «Δ εν μπορείς». «Γιατί δεν μπορώ;» «Δ ιότι δεν πρόκειται ν α σ ου πω πού είμαι». Τελ είωσ ε την κλ ήσ η, όμως το κιν ητό της χ τύπησ ε πάλ ι, σ χ εδόν αμέσ ως. Τώρα την καλ ούσ ε ο Ρούμπεν , προφαν ώς με τον Γιόζεφ ν α σ τέκεται από πίσ ω του με το τραγ ικό του βλ έμμα. Η Φρίν τα αν ασ τέν αξε, απεν εργ οποίησ ε το κιν ητό της και το έχ ωσ ε σ την τσ άν τα της. Στο κάτω-κάτω, εκείν η από την αρχ ή δεν ήθελ ε κιν ητό τηλ έφων ο. Στις δέκα και μισ ή είχ αν επιτέλ ους τελ ειώσ ει. Ο Φίαρμπι βγ ήκε έξω γ ια ν α καπν ίσ ει έν α τσ ιγ άρο και η Φρίν τα πήγ ε ν α κοιτάξει σ τα ν τουλ άπια του γ ια κάτι φαγ ώσ ιμο. Δ εν πειν ούσ ε, όμως έν ιωθε έτοιμη ν α καταρρεύσ ει και δεν μπορούσ ε ν α θυμηθεί πότε είχ ε φάει γ ια τελ ευταία φορά. Όχ ι εκείν η τη μέρα πάν τως ούτε και το προηγ ούμεν ο βράδυ. Τα ν τουλ άπια, όπως και το ψ υγ είο, ήταν σ χ εδόν
άδεια. Βρήκε λ ίγ ο ρύζι από αυτό που βράζει μέσ α σ ε μερικά λ επτά και κύβους λ αχ αν ικών που είχ αν λ ήξει από καιρό. Θα πρέπει ν α βολ ευτούμε με αυτό, σ κέφτηκε. Την ώρα που έβραζε το ρύζι μαζί με τους κύβους λ αχ αν ικών , ο Φίαρμπι μπήκε και πάλ ι μέσ α και σ τάθηκε παρακολ ουθών τας την . «Λοιπόν , τι λ ες;» τη ρώτησ ε. «Λέω πως είτε είμασ τε δυο παραν οϊκοί άν θρωποι που έτυχ ε ν α πέσ ουν ο έν ας επάν ω σ τον άλ λ ο σ ε έν α καταφύγ ιο γ αϊδάρων , είτε έχ εις απόλ υτο δίκιο». Ο Φίαρμπι έκαν ε έν α μορφασ μό αν ακούφισ ης. «Και σ την περίπτωσ η που έχ ω δίκιο, ο άν θρωπός μας δεν είν αι ο Ντόχ ερτι ή Σέιν ή όπως αλ λ ιώς τον λ έν ε». «Όχ ι. Δ εν είν αι όμως παράξεν ο που τα ήξερε και τα δύο κορίτσ ια; Δ εν μου αρέσ ουν οι σ υμπτώσ εις». «Είχ αν τον ίδιο τρόπο ζωής – δυο ν εαρές κοπέλ ες που είχ αν ξεφύγ ει από τον ίσ ιο δρόμο». «Και ίσ ως ν α γ ν ωρίζον ταν και μεταξύ τους;» υπέθεσ ε η Φρίν τα σ ηκών ον τας την κατσ αρόλ α με το ρύζι από την εσ τία και αφήν ον τας τον ατμό ν α αν εβεί ως το πρόσ ωπό της, που το έν ιωθε βρόμικο από την κόπωσ η της ημέρας. «Είν αι μια λ ογ ική σ κέψ η. Αλ λ ά ποιος ν α το ξέρει;»
«Έχ ω μια ιδέα». Αφού έφαγ αν το ρύζι –ο Φίαρμπι έφαγ ε το περισ σ ότερο εν ώ η Φρίν τα απλ ώς τσ ίμπησ ε από το πιάτο της– του είπε πως θα έπαιρν ε το τρέν ο γ ια ν α επισ τρέψ ει σ το σ πίτι της. Ο Φίαρμπι όμως της είπε πως ήταν πια πολ ύ αργ ά. Έπειτα από μια μικρή διαφων ία σ χ ετικά με τρέν α και ξεν οδοχ εία, ο Φίαρμπι κατέλ ηξε ν α βγ άλ ει έν αν παλ ιό υπν όσ ακο από μια ν τουλ άπα και η Φρίν τα έφτιαξε έν α αυτοσ χ έδιο κρεβάτι σ τον καν απέ του καθισ τικού. Πέρασ ε μια παράξεν η, πυρετώδη ν ύχ τα σ τη διάρκεια της οποίας δεν ήξερε πότε κοιμόταν και πότε ήταν ξύπν ια, καθώς οι σ κέψ εις της έμοιαζαν με όν ειρα και τα όν ειρά της με σ κέψ εις, και όλ α, όν ειρα και σ κέψ εις, ήταν απαίσ ια. Έν ιωθε, ή σ κεφτόταν ή ον ειρευόταν , πως βρισ κόταν σ ε έν α ταξίδι που ήταν σ υγ χ ρόν ως και αγ ών ας δρόμου μετ’ εμποδίων , και μόν ο όταν θα είχ ε περάσ ει όλ α τα εμπόδια, όταν θα είχ ε λ ύσ ει όλ α τα προβλ ήματα, θα μπορούσ ε επιτέλ ους ν α κοιμηθεί. Σκεφτόταν τις φωτογ ραφίες των χ αμέν ων κοριτσ ιών σ τον τοίχ ο του Φίαρμπι και τα πρόσ ωπά τους μπερδεύτηκαν με τα πρόσ ωπα του Τεν τ, της Τζούν τιθ και της Ντόρα, όλ α όμως κοιτούσ αν εκείν η. Γύρω σ τις τρεις και μισ ή ήταν πια εν τελ ώς
ξύπν ια και είχ ε το βλ έμμα της καρφωμέν ο σ το ταβάν ι. Στις τέσ σ ερις και μισ ή σ ηκώθηκε. Πήγ ε σ το λ ουτρό και έκαν ε έν α μπάν ιο. Έμειν ε γ ια λ ίγ η ώρα ξαπλ ωμέν η σ την μπαν ιέρα και παρακολ ουθούσ ε τις γ ων ίες από το σ τόρι του παραθύρου ν α φωτίζον ται σ ιγ ά-σ ιγ ά. Σκουπίσ τηκε με την πετσ έτα που της φάν ηκε η λ ιγ ότερο χ ρησ ιμοποιημέν η και φόρεσ ε ξαν ά τα παλ ιά, βρόμικα ρούχ α της. Όταν πια βγ ήκε από το μπάν ιο, ο Φίαρμπι είχ ε σ ηκωθεί και σ έρβιρε ήδη καφέ σ ε δυο κούπες. «Δ εν μπορώ αυτή τη σ τιγ μή ν α σ ου προσ φέρω και καν έν α σ πουδαίο πρωιν ό», της είπε. «Μπορώ όμως ν α βγ ω σ τις εφτά που αν οίγ ουν τα κατασ τήματα και ν α πάρω ψ ωμί και λ ίγ α αυγ ά». «Ο καφές είν αι αρκετός», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Και μετά θα πρέπει ν α φύγ ουμε». Ο Φίαρμπι έβαλ ε έν α σ ημειωματάριο, έν α μικρό ψ ηφιακό μαγ ν ητόφων ο και έν α φάκελ ο μέσ α σ ε μια τσ άν τα που την κρέμασ ε από τον ώμο του, κι έπειτα από μισ ή ώρα βρίσ κον ταν πάλ ι σ τον αυτοκιν ητόδρομο με κατεύθυν σ η προς τα ν ότια. Για αρκετή ώρα ήταν και οι δυο τους σ ιωπηλ οί. Η Φρίν τα κοίταξε γ ια λ ίγ ο έξω από το παράθυρο και ύσ τερα σ τράφηκε σ τον Φίαρμπι. «Για ποιο λ όγ ο το κάν εις αυτό;» τον ρώτησ ε.
«Σου είπα», αποκρίθηκε εκείν ος. «Πρώτα απ’ όλ α, γ ια τον Τζορτζ Κόν λ εϊ». «Αλ λ ά κατάφερες ν α τον βγ άλ εις», είπε η Φρίν τα. «Αυτό είν αι κάτι που οι περισ σ ότεροι δημοσ ιογ ράφοι δεν θα κατόρθων αν ούτε σ ε ολ όκλ ηρη τη σ ταδιοδρομία τους». «Όμως δεν ν ιώθω πως αυτό αρκεί. Βγ ήκε έξω μόν ο χ άρη σ ε μια τυπική λ επτομέρεια. Κι όταν βγ ήκε και όλ οι χ αίρον ταν και γ ιόρταζαν και τα μέσ α μαζικής εν ημέρωσ ης ήταν εκεί, εγ ώ έν ωσ α αν ικαν οποίητος. Αισ θάν θηκα την αν άγ κη ν α τους πω ολ όκλ ηρη την ισ τορία, ν α τους δείξω πως ο Κόν λ εϊ ήταν εν τελ ώς αθώος». «Αυτό θέλ ει και ο ίδιος ο Κόν λ εϊ;» Ο Φίαρμπι σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό. «Πήγ α ν α τον δω, τον Κόν λ εϊ. Είν αι έν ας ρημαγ μέν ος άν θρωπος. Δ εν ν ομίζω πως είν αι σ ε θέσ η ν α εκφράσ ει τις επιθυμίες του με λ όγ ια». «Μερικοί άν θρωποι, αν έβλ επαν το σ πίτι σ ου, ίσ ως και ν α έλ εγ αν και γ ια σ έν α πως είσ αι έν ας ρημαγ μέν ος άν θρωπος». Η Φρίν τα σ κέφτηκε εκείν η τη σ τιγ μή πως ο Φίαρμπι ίσ ως ν α θύμων ε με αυτό ή ν α έλ εγ ε κάτι γ ια ν α αμυν θεί, όμως εκείν ος σ τράφηκε και την κοίταξε χ αμογ ελ ών τας. «Ίσ ως και ν α έλ εγ αν ; Μα το έχ ουν πει όλ οι ήδη.
Ξεκιν ών τας από τη γ υν αίκα μου και τους σ υν αδέλ φους μου. Τους πρώην σ υν αδέλ φους μου, γ ια την ακρίβεια». «Και αξίζει όλ ο αυτό;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Δ εν περιμέν ω ν α μου πει καν είς “ευχ αρισ τώ”. Έχ ω απλ ώς την αν άγ κη ν α μάθω. Δ εν σ υμφων είς; Όταν είδες τις φωτογ ραφίες των κοριτσ ιών , δεν έν ιωσ ες την αν άγ κη ν α μάθεις τι τους σ υν έβη;» «Σου πέρασ ε ποτέ από το ν ου η ιδέα πως ίσ ως ν α μην υπάρχ ει καμία σ ύν δεσ η αν άμεσ α σ ε όλ α αυτά τα πρόσ ωπα των οποίων οι φωτογ ραφίες είν αι σ τον τοίχ ο σ ου; Καμία άλ λ η σ ύν δεσ η εκτός από το ότι είν αι όλ α τους κακότυχ α, δύσ τυχ α κορίτσ ια που εξαφαν ίσ τηκαν ;» Ο Φίαρμπι σ τράφηκε πάλ ι και την κοίταξε. «Νόμιζα πως ήσ ουν με το μέρος μου». «Δ εν είμαι με το μέρος καν εν ός», είπε βλ οσ υρά η Φρίν τα κι έπειτα χ αλ άρωσ ε. «Μερικές φορές ν ομίζω πως δεν είμαι ούτε καν με το δικό μου μέρος. Οι εγ κέφαλ οί μας είν αι έτσ ι δομημέν οι ώσ τε ν α βρίσ κουν παν τού μοτίβα και μον τέλ α. Γι’ αυτό βλ έπουμε σ χ ήματα ζώων σ τα σ ύν ν εφα. Στην πραγ ματικότητα, όμως, είν αι απλ ώς σ ύν ν εφα». «Και γ ι’ αυτό ήρθες όλ ον αυτό το δρόμο ως το Μπίρμιγ χ αμ; Και γ ι’ αυτό τώρα κάν ουμε μαζί τόσ ο δρόμο ως το Λον δίν ο;»
«Η δουλ ειά μου είν αι ν α ακούω προσ εκτικά τα μοτίβα που σ κέφτον ται οι άν θρωποι γ ια τις ζωές τους. Μερικές φορές είν αι μοτίβα κατασ τροφής, άλ λ οτε είν αι μοτίβα που τους βολ εύουν , άλ λ οτε μοτίβα αυτοτιμωρίας, και μερικές φορές είν αι απλ ώς λ αν θασ μέν α. Αν ησ υχ είς ποτέ σ ου γ ι’ αυτό που θα σ υμβεί αν αν ακαλ ύψ εις κάποια σ τιγ μή πως έκαν ες λ άθος;» «Ίσ ως η ζωή ν α μην είν αι τόσ ο περίπλ οκη. Ο Τζορτζ Κόν λ εϊ καταδικάσ τηκε γ ια τη δολ οφον ία της Χέιζελ Μπάρτον , έν α έγ κλ ημα το οποίο δεν είχ ε διαπράξει. Αυτό σ ημαίν ει πως κάποιος άλ λ ος το έκαν ε. Λοιπόν , πού ακριβώς σ το Λον δίν ο πηγ αίν ουμε;» «Θα εισ αγ άγ ω τη διεύθυν σ η σ τον πλ οηγ ό σ ου», του είπε η Φρίν τα. «Θα σ ου αρέσ ει», αποκρίθηκε ο Φίαρμπι. «Έχ ει τη φων ή της Μέριλ ιν Μον ρό. Δ ηλ αδή κάποιας που μιμείται τη Μέριλ ιν Μον ρό. Αλ λ ά βέβαια, αυτό ίσ ως ν α μην είν αι τόσ ο ελ κυσ τικό γ ια μια γ υν αίκα όσ ο είν αι γ ια έν αν άν τρα. Εν ν οώ, η ιδέα πως οδηγ είς με τη Μέριλ ιν Μον ρό. Στην πραγ ματικότητα, κάποιες γ υν αίκες ίσ ως ν α το βρουν και εν οχ λ ητικό». Η Φρίν τα εισ ήγ αγ ε τη διεύθυν σ η και γ ια την επόμεν η μιάμισ η ώρα το αυτοκίν ητο προχ ωρούσ ε
σ τους μεγ άλ ους αυτοκιν ητόδρομους οδηγ ημέν ο από μια φων ή που σ την πραγ ματικότητα δεν έμοιαζε καθόλ ου με τη φων ή της Μέριλ ιν . Αλ λ ά ο Φίαρμπι είχ ε δίκιο όσ ον αφορά το άλ λ ο κομμάτι. Η Φρίν τα όν τως το βρήκε εν οχ λ ητικό. Ο Λόρεν ς Ντάους ήταν σ το σ πίτι του. Η Φρίν τα αν αρωτήθηκε αν έλ ειπε ποτέ του από το σ πίτι. Στη αρχ ή έδειξε ν α εκπλ ήσ σ εται. «Νόμιζα πως τα είχ ες πια παρατήσ ει», της είπε ο Ντάους μόλ ις την είδε. «Σου φέρν ω κάποια ν έα», είπε η Φρίν τα. «Σου φέρν ουμε, δηλ αδή, κάποια ν έα». Έτσ ι ο Ντάους τους προσ κάλ εσ ε και τους δύο ν α περάσ ουν μέσ α και γ ια μία ακόμη φορά η Φρίν τα βρέθηκε ν α κάθεται σ το τραπέζι σ τον πίσ ω κήπο του και ν α πίν ει τσ άι. «Βρήκαμε τον Σέιν », είπε. «Ποιον βρήκατε;» «Τον άν θρωπο με τον οποίο η κόρη σ ου είχ ε δοσ ολ ηψ ίες». «Τι εν ν οείς “δοσ ολ ηψ ίες”;» «Ξέρεις πως η κόρη σ ου ήταν μπλ εγ μέν η με ν αρκωτικά. Ήταν κι εκείν ος μπλ εγ μέν ος με ν αρκωτικά, με έν αν πιο... επαγ γ ελ ματικό τρόπο». Η Φρίν τα κοίταξε τον Ντάους. Δ εν είχ ε αν τιδράσ ει,
αλ λ ά δεν έδιν ε την εν τύπωσ η αν θρώπου που θα περίμεν ε καλ ά ν έα. «Το όν ομα Σέιν ήταν απλ ώς έν α παρατσ ούκλ ι. Το πραγ ματικό του όν ομα είν αι Μικ Ντόχ ερτ». «Μικ Ντόχ ερτι. Και πισ τεύετε πως είν αι αν ακατεμέν ος με την εξαφάν ισ η της κόρης μου;» «Είν αι πιθαν όν . Αλ λ ά δεν ξέρουμε με ποιον τρόπο μπορεί ν α είν αι αν ακατεμέν ος. Όταν πήγ α ν α δω αυτό τον Ντόχ ερτι, σ το Έσ εξ, σ υν άν τησ α και τον Τζιμ. Ψάχ ν αμε και οι δύο τον Ντόχ ερτι αλ λ ά γ ια διαφορετικό λ όγ ο ο καθέν ας». «Τι εν ν οείς;» Η Φρίν τα κοίταξε τον Φίαρμπι. «Εγ ώ ερευν ούσ α την υπόθεσ η εν ός άλ λ ου κοριτσ ιού που ον ομάζεται Σάρον Γκιμπς», εξήγ ησ ε εκείν ος. «Αγ ν οείται και αυτή επίσ ης και έμαθα πως γ ν ώριζε εκείν ο τον άν θρωπο, τον Ντόχ ερτι. Κι όταν σ υν άν τησ α τη Φρίν τα, διαπίσ τωσ α πως και οι δύο θέλ αμε ν α μιλ ήσ ουμε σ τον Ντόχ ερτι γ ια δυο διαφορετικές ν εαρές γ υν αίκες που αγ ν οούν ταν . Φαιν όταν ν α είν αι μια εν διαφέρουσ α σ ύμπτωσ η». Ο Ντάους έδειχ ν ε αυτή τη φορά σ κεφτικός και θλ ιμμέν ος με έν αν τρόπο που η Φρίν τα δεν τον είχ ε ξαν αδεί ν α είν αι τις προηγ ούμεν ες φορές. «Ναι, ν αι, το αν τιλ αμβάν ομαι αυτό», έλ εγ ε, αλ λ ά περισ σ ότερο σ αν ν α μιλ ούσ ε σ τον ίδιο του τον
εαυτό. «Δ εν είχ ες ακούσ ει ποτέ κάποιον Σέιν », είπε η Φρίν τα. «Αλ λ ά τώρα που γ ν ωρίζουμε το αλ ηθιν ό του όν ομα –Μικ Ντόχ ερτι–, μήπως τώρα τον αν αγ ν ωρίζεις;» Ο Ντάους κούν ησ ε αργ ά το κεφάλ ι του. «Δ εν θυμάμαι καν ν α έχ ω ακούσ ει αυτό το όν ομα». «Μήπως έχ εις ακουσ τά τη Σάρον Γκιμπς;» «Όχ ι, λ υπάμαι πολ ύ. Δ εν μου λ έει τίποτα αυτό το όν ομα. Δ εν μπορώ ν α σ ας βοηθήσ ω. Μακάρι ν α μπορούσ α». Κοίταξε πρώτα τη Φρίν τα και μετά τον Φίαρμπι. «Θα σ ας φαίν ομαι μάλ λ ον σ αν έν ας κακός πατέρας. Και ξέρετε, πάν τοτε σ κεφτόμουν τον εαυτό μου σ αν το είδος του αν θρώπου που θα κιν ούσ ε γ η και ουραν ό γ ια ν α βρει την κόρη του, αν ποτέ κάποιος επιχ ειρούσ ε ν α της κάν ει κακό. Αλ λ ά δεν ήταν όπως όταν εξαφαν ίζεται έν α πεν τάχ ρον ο κοριτσ άκι. Ήταν περισ σ ότερο σ αν μια κοπέλ α που μεγ αλ ών ει και φεύγ ει από το σ πίτι και θέλ ει ν α ζήσ ει τη δική της ζωή. Εκείν η εξαφαν ιζόταν λ ίγ ολ ίγ ο. Είν αι μέρες που τη σ κέφτομαι κάθε σ τιγ μή, κι αυτό πον ά πολ ύ. Πον ά εδώ». Πίεσ ε το χ έρι σ τη καρδιά του. «Κι είν αι μέρες που ξεχ ν ιέμαι με τις ασ χ ολ ίες μου. Κηπουρική, μασ τορέματα. Με εμποδίζουν ν α σ κέφτομαι, αλ λ ά ίσ ως δεν θα πρέπει
ν α σ ταματώ ν α σ κέφτομαι γ ιατί αυτό είν αι σ αν ν α μη ν οιάζομαι πολ ύ». Σταμάτησ ε γ ια έν α λ επτό. «Αυτός ο άν θρωπος – πώς είπατε το όν ομά του;» «Ντόχ ερτι», είπε ο Φίαρμπι. «Πισ τεύετε ότι σ χ ετίζεται με την εξαφάν ισ η της Λίλ α;» «Δ εν το ξέρουμε», αποκρίθηκε ο Φίαρμπι και έριξε έν α έν τον ο βλ έμμα σ τη Φρίν τα. «Υ πάρχ ει κάποια σ ύν δεσ η», είπε εκείν η. «Αλ λ ά δεν μπορεί ν α είν αι υπεύθυν ος γ ια την εξαφάν ισ η και των δύο. Ο Ντόχ ερτι ήταν σ τη φυλ ακή όταν η Σάρον Γκιμπς εξαφαν ίσ τηκε. Δ εν ταιριάζουν τα σ τοιχ εία. Ο Τζιμ κάν ει μια έρευν α γ ια μερικά κορίτσ ια που εξαφαν ίσ τηκαν , και η Σάρον Γκιμπς ταιριάζει σ ε αυτό το μοτίβο. Αλ λ ά η περίπτωσ η της κόρης σ ου φαίν εται διαφορετική. Κι όμως, μοιάζει ν α σ υν δέεται μαζί τους μέσ ω του Ντόχ ερτι. Με κάποιον τρόπο, ο Ντόχ ερτι είν αι ο αρμός όλ ων αυτών , αλ λ ά δεν ξέρω γ ιατί». «Γιατί η περίπτωσ η της κόρης μου διαφέρει;» ρώτησ ε ο Ντάους. Η Φρίν τα σ ηκώθηκε. «Αυτό μπορεί ν α σ ου το εξηγ ήσ ει καλ ύτερα ο Τζιμ. Εγ ώ θα πάω μέσ α τα πιάτα και τα φλ ιτζάν ια και θα τα πλ ύν ω, κι εκείν ος θα σ ου πει αυτά που έχ ει αν ακαλ ύψ ει. Ίσ ως κάτι ν α σ ου χ τυπήσ ει
κάποιο καμπαν άκι. Δ ιαφορετικά, θα είν αι σ αν ν α σ πάσ αμε έν αν τοίχ ο από τούβλ α μόν ο και μόν ο γ ια ν α βρεθούμε μπροσ τά σ ε έν αν άλ λ ο τοίχ ο από τούβλ α». Ο Ντάους άρχ ισ ε ν α διαμαρτύρεται, αλ λ ά η Φρίν τα τον αγ ν όησ ε. Σήκωσ ε τον εμπριμέ πλ ασ τικό δίσ κο που εκείν ος είχ ε αφήσ ει κάτω, σ το πόδι του τραπεζιού, και έβαλ ε επάν ω του τα φλ ιτζάν ια, το καν ατάκι με το γ άλ α και το μπολ με τη ζάχ αρη. Έπειτα προχ ώρησ ε ως το σ πίτι και πήγ ε κατευθείαν σ τη μικρή κουζίν α. Το παράθυρο επάν ω από το ν εροχ ύτη έβλ επε έξω σ τον κήπο και η Φρίν τα παρακολ ουθούσ ε τους δυο άν τρες όσ η ώρα έπλ εν ε τα σ ερβίτσ ια. Μπορούσ ε ν α τους βλ έπει ν α σ υζητούν αλ λ ά δεν μπορούσ ε ν ’ ακούσ ει τίποτε από αυτά τα οποία έλ εγ αν . Ο Ντάους πρέπει μάλ λ ον ν α ήταν το είδος του άν τρα που έν ιωθε περισ σ ότερο άν ετα ν α αν οίγ ει την καρδιά του σ ε έν αν άλ λ ον άν τρα. Κάποια σ τιγ μή σ ηκώθηκαν από το τραπέζι και προχ ώρησ αν κάτω σ τον κήπο, σ τη αν τίθετη κατεύθυν σ η από το σ πίτι. Είδε τον Ντάους ν α δείχ ν ει με το χ έρι του διάφορα φυτά και την άκρη του κήπου, εκεί όπου κυλ ούσ ε το ποταμάκι. Ο Γουάν τλ , ρηχ ός και καθαρός, ν α αργ οκυλ ά μέχ ρι ν α χ υθεί σ τον Τάμεσ η. Στο ν εροχ ύτη υπήρχ αν άλ λ α τέσ σ ερα φλ ιτζάν ια
και μερικά άπλ υτα πιάτα και ποτήρια σ τον πάγ κο από φορμάικα. Η Φρίν τα τα έπλ υν ε κι αυτά και έπειτα τα ξέβγ αλ ε και τα τοποθέτησ ε σ το σ τραγ γ ισ τήρι. Κοίταξε γ ύρω την κουζίν α και αν αρωτήθηκε αν οι άν τρες αν τιδρούσ αν σ την απουσ ία με τον ίδιο τρόπο που αν τιδρούσ αν και οι γ υν αίκες. Η αν τίθεσ η με το σ πίτι του Φίαρμπι ήταν έν τον η. Εδώ ο χ ώρος ήταν τακτικός, καθαρός και καλ ά οργ αν ωμέν ος, εν ώ το σ πίτι του Φίαρμπι ήταν βρόμικο και παραμελ ημέν ο. Υ πήρχ ε όμως και κάτι που το είχ αν κοιν ό. Η Φρίν τα σ κέφτηκε πως μια γ υν αίκα θα είχ ε ίσ ως μετατρέψ ει το σ πίτι σ ε έν α είδος λ ειψ αν οθήκης γ ια αυτούς που είχ αν φύγ ει, όμως ο Φίαρμπι και ο Ντάους είχ αν κάν ει το ακριβώς αν τίθετο. Τα δυο τόσ ο διαφορετικά σ πίτια τους ήταν αμφότερα πολ ύ καλ ά οργ αν ωμέν οι τρόποι γ ια ν α κρατούν σ το περιθώριο όλ ες εκείν ες τις φριχ τές σ κέψ εις και τα αισ θήματα της προσ ωπικής απώλ ειας. Ο Φίαρμπι είχ ε γ εμίσ ει το δικό του σ πίτι με φωτογ ραφίες άλ λ ων , ξέν ων εξαφαν ισ μέν ων προσ ώπων . Και αυτό το σ πίτι σ το οποίο βρισ κόταν τώρα, έδιν ε την εν τύπωσ η εν ός σ πιτιού σ το οποίο κατοικούσ ε έν ας άν τρας που ήταν μόν ος του και είχ ε πάν τοτε υπάρξει μόν ος του. Ακόμη και το ν α πλ έν ει εκεί τα πιάτα, το έν ιωθε σ αν γ υν αικεία εισ βολ ή.
Σκούπισ ε τα χ έρια της σ ε μια πετσ ετούλ α που κρεμόταν δίπλ α σ το ν εροχ ύτη κι έπειτα βγ ήκε πάλ ι έξω σ τον κήπο γ ια ν α σ υν αν τήσ ει τους δυο άν τρες. Εκείν οι σ τράφηκαν σ υγ χ ρόν ως προς το μέρος της χ αμογ ελ ών τας ταυτόχ ρον α, σ αν σ τη διάρκεια των λ ίγ ων λ επτών που εκείν η είχ ε λ είψ ει οι δυο άν τρες ν α είχ αν δεθεί μεταξύ τους. «Συγ κρίν αμε τις αν αμν ήσ εις μας», είπε ο Φίαρμπι. «Είν αι σ αν ν α κάν αμε και οι δύο την ίδια αν αθεματισ μέν η δουλ ειά», πρόσ θεσ ε ο Ντάους. «Αλ λ ά εσ ύ δεν ήσ ουν δημοσ ιογ ράφος, έτσ ι δεν είν αι;» απόρησ ε η Φρίν τα. Ο Ντάους χ αμογ έλ ασ ε. «Δ εν ήταν τόσ ο άσ χ ημα. Ήμουν πωλ ητής. Αλ λ ά περν ούσ α κι εγ ώ πάρα πολ ύ χ ρόν ο σ τους δρόμους». «Και απ’ ό,τι κατάλ αβα, έφυγ ες την κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή;» ρώτησ ε ο Φίαρμπι. «Τι εν ν οείς;» είπε ο Ντάους. «Μα εξακολ ουθούν τα γ ραφεία ν α χ ρησ ιμοποιούν φωτοτυπικά μηχ αν ήματα;» «Σίγ ουρα εξακολ ουθούν », βεβαίωσ ε ο Ντάους. «Νόμιζα πως δεν υπάρχ ουν πια και τόσ α πολ λ ά έγ γ ραφα». «Μην ακούς τι λ έν ε. Χρησ ιμοποιούν
περισ σ ότερα έγ ραφα από ποτέ άλ λ οτε. Όχ ι, η εταιρεία όπου δούλ ευα πάει όλ ο και καλ ύτερα. Τουλ άχ ισ τον η σ ύν ταξή μου έρχ εται καν ον ικά κάθε μήν α». Χαμογ έλ ασ ε αλ λ ά μετά, σ αν ν α σ υν ειδητοποίησ ε πως αυτό δεν άρμοζε, σ οβάρεψ ε πάλ ι. «Μπορώ ν α σ ας βοηθήσ ω με κάποιον τρόπο;» «Όχ ι. Δ εν ν ομίζω». Αποκρίθηκε ο Φίαρμπι. «Πισ τεύετε πως η κόρη μου είν αι ζων ταν ή;» «Δ εν το ξέρουμε», είπε μαλ ακά η Φρίν τα. «Το πιο δύσ κολ ο είν αι ν α μην ξέρω», ψ έλ λ ισ ε ο Ντάους. «Λυπάμαι», είπε απολ ογ ητικά η Φρίν τα. «Νιώθω πως έρχ ομαι εδώ και ξυπν ώ παλ ιά σ υν αισ θήματα χ ωρίς ν α φέρν ω κάτι καιν ούριο». «Όχ ι, δεν είν αι έτσ ι», είπε ο Ντάους. «Είμαι ευγ ν ώμων σ ε οποιον δήποτε προσ παθεί ν α κάν ει κάτι γ ια την κόρη μου. Και είσ αι πάν τοτε ευπρόσ δεκτη». Αφού αν τάλ λ αξαν ακόμη λ ίγ α λ όγ ια, η Φρίν τα και ο Φίαρμπι βρέθηκαν πάλ ι σ το δρόμο μαζί. «Πάν τως ήρθες έξω την κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή», της είπε. «Ο Ντάους είχ ε αρχ ίσ ει ν α μου εξηγ εί με εν τελ ώς περιττές λ επτομέρειες γ ια το πώς εκείν ος και ο γ είτον άς του κτίζουν έν αν καιν ούριο τοίχ ο». Η Φρίν τα χ αμογ έλ ασ ε. «Πολ λ ά χ ρόν ια θα ζήσ ει»,
είπε δείχ ν ον τας κάπου με το δάχ τυλ ό της. Και ν α που ερχ όταν ο Τζέρι κατεβαίν ον τας το δρόμο φορτωμέν ος με δυο τεράσ τιες σ ακούλ ες κοπρόχ ωμα που τον είχ αν ήδη καταβάλ ει. Η Φρίν τα πρόσ εξε πως η μία σ ακούλ α ήταν σ κισ μέν η με αποτέλ εσ μα ν α αφήν ει πίσ ω της έν α χ ον τρό καφετί ίχ ν ος. «Καλ ημέρα, Τζέρι». Εκείν ος σ ταμάτησ ε, άφησ ε κάτω τις σ ακούλ ες και σ κούπισ ε το μέτωπό του μ’ έν α πολ ύ λ ερωμέν ο χ έρι. Το μουσ τάκι του εξακολ ουθούσ ε ν α είν αι ασ ύμμετρο. «Άρχ ισ α πια ν α γ ίν ομαι πολ ύ γ έρος γ ια όλ α αυτά», είπε. «Κοίτα, δεν θέλ ω ν α φαν ώ εχ θρικός, αλ λ ά γ ιατί είσ αι πάλ ι εδώ;» «Ήρθαμε ν α κάν ουμε σ τον Λόρεν ς λ ίγ ες ερωτήσ εις». «Ελ πίζω ν α είχ ατε σ οβαρό λ όγ ο». «Δ ηλ αδή εμείς–» «Έχ εις καλ ές προθέσ εις, αυτό το βλ έπω. Όμως έχ ει ήδη πον έσ ει πάρα πολ ύ. Καλ ύτερα ν α τον αφήσ εις ήσ υχ ο τώρα». Έσ κυψ ε γ ια ν α σ ηκώσ ει πάλ ι τις σ ακούλ ες του και σ υν έχ ισ ε το δρόμο του εξακολ ουθών τας ν α αφήν ει πίσ ω του το ίδιο καφετί ίχ ν ος. «Έχ ει δίκιο», είπε σ κεφτική η Φρίν τα.
Ο Φίαρμπι ξεκλ είδωσ ε το αυτοκίν ητό του. «Να σ ε πάω σ το σ πίτι σ ου;» «Υ πάρχ ει έν ας σ ταθμός σ τη γ ων ία. Μπορώ ν α περπατήσ ω ως εκεί κι έπειτα ν α πάρω το τρέν ο της επισ τροφής. Έτσ ι θα είν αι πιο εύκολ ο και γ ια τους δυο μας». «Με βαρέθηκες ήδη». «Σκεφτόμουν ότι έχ εις και το ταξίδι της επισ τροφής μπροσ τά σ ου. Κοίτα, Τζιμ, λ υπάμαι που σ ε κουβάλ ησ α τόσ ο δρόμο ως εδώ. Δ εν μάθαμε και τίποτα σ πουδαίο». Ο Φίαρμπι γ έλ ασ ε. «Μη λ ες αν οησ ίες. Έχ ω οδηγ ήσ ει χ ιλ ιόμετρα σ ε ολ όκλ ηρη τη χ ώρα γ ια πράγ ματα πολ ύ λ ιγ ότερο σ ημαν τικά από αυτό. Και είμαι ευτυχ ής που ήρθα». Μπήκε σ το αυτοκίν ητο και σ ήκωσ ε επάν ω της το βλ έμμα του. «Θα είμασ τε σ ε επαφή». «Δ εν σ ασ τίζεις με τον τρόπο που αυτά τα κορίτσ ια έτσ ι απλ ώς εξαφαν ίσ τηκαν ;» «Δ εν σ ασ τίζω», της είπε. «Αλ λ ά βασ αν ίζομαι». Έκλ εισ ε την πόρτα, αλ λ ά αμέσ ως την άν οιξε πάλ ι. «Ξέχ ασ ες κάτι;» τον ρώτησ ε η Φρίν τα. «Πώς θα επικοιν ων ήσ ουμε; Δ εν έχ ω το τηλ έφων ό σ ου ούτε την ηλ εκτρον ική σ ου διεύθυν σ η ή αυτήν του σ πιτιού σ ου».
Αν τάλ λ αξαν τηλ έφων α και ο Φίαρμπι της έκαν ε έν α ν εύμα αποχ αιρετισ μού. «Θα τα πούμε σ ύν τομα». «Ναι». «Δ εν τελ είωσ ε ακόμη».
50 Η Φρίν τα βάδισ ε αργ ά προς το σ ταθμό. Η ημέρα ήταν γ κρίζα αλ λ ά ζεσ τή, σ χ εδόν αποπν ικτική, κι έν ιωθε βρόμικη μέσ α σ τα χ θεσ ιν ά ρούχ α της. Επέτρεψ ε σ τον εαυτό της ν α σ κεφτεί την μπαν ιέρα –το δώρο που της είχ ε κάν ει ο Γιόζεφ– ν α την περιμέν ει σ το καθαρό, σ κιερό σ πίτι της, που επιτέλ ους ήταν άδειο και χ ωρίς φασ αρία. Εν εργ οποίησ ε πάλ ι το κιν ητό της, και αμέσ ως μόλ ις το έκαν ε άρχ ισ αν ν α εμφαν ίζον ται μην ύματα σ την οθόν η: αν απάν τητες κλ ήσ εις, φων ητικά μην ύματα, γ ραπτά μην ύματα. Ο Ρούμπεν είχ ε καλ έσ ει έξι φορές, ο Γιόζεφ ακόμη περισ σ ότερες. Ο Τζακ της είχ ε σ τείλ ει έν α πολ ύ μεγ άλ ο γ ραπτό μήν υμα, γ εμάτο σ υν τομογ ραφίες τις οποίες δεν μπορούσ ε ν α καταλ άβει. Η Σάσ α είχ ε αφήσ ει δύο μην ύματα, και είχ ε τηλ εφων ήσ ει και η Τζούν τιθ Λέν οξ. Υ πήρχ αν και αρκετές αν απάν τητες κλ ήσ εις από τον Κάρλ σ ον . Όταν πήρε τον τηλ εφων ητή της, άκουσ ε τη φων ή του, σ οβαρή και αν ήσ υχ η, ν α της ζητά ν α επικοιν ων ήσ ει μαζί του αμέσ ως μόλ ις λ άβει το μήν υμά του. Κάρφωσ ε το βλ έμμα σ το τηλ έφων ό της και ν όμισ ε σ χ εδόν πως άκουγ ε έν α
πλ ήθος από φων ές ν α της λ έν ε επίμον α ν α επικοιν ων ήσ ει μαζί τους, ν α την κατσ αδιάζουν και ν α την παρακαλ ούν και, το χ ειρότερο απ’ όλ α, ν α αν ησ υχ ούν έν τον α γ ι’ αυτήν . Τότε απεν εργ οποίησ ε πάλ ι το κιν ητό της. Αυτή τη σ τιγ μή δεν είχ ε ούτε το χ ρόν ο ούτε τη θέλ ησ η γ ια τίποτε απ’ όλ α αυτά. Αργ ότερα. Όταν τελ ικά έφτασ ε σ το σ πίτι της, βρήκε γ ράμματα σ το χ αλ άκι της πόρτας και έσ κυψ ε γ ια ν α τα μαζέψ ει. Πρόσ εξε πως δύο από αυτά δεν είχ αν ταχ υδρομηθεί αλ λ ά απλ ώς τα είχ αν σ πρώξει κάτω από την πόρτα. Το έν α ήταν από τον Ρούμπεν , αν αγ ν ώρισ ε αμέσ ως τον γ ραφικό χ αρακτήρα του. «Πού σ τα κομμάτια είσ αι, Φρίν τα;» έγ ραφε. «Τηλ εφών ησ έ μου ΤΩΡΑ». Δ εν είχ ε μπει σ τον κόπο ν α το υπογ ράψ ει. Το άλ λ ο ήταν από τον Κάρλ σ ον και ήταν πιο τυπικό: «Αγ απητή Φρίν τα, δεν μπορούσ α ν α σ ε βρω σ το κιν ητό σ ου και πέρασ α από το σ πίτι σ ου με την απίθαν η ελ πίδα ν α σ ε βρω. Θα ήθελ α πραγ ματικά ν α σ ε δω – ως φίλ ος σ ου και ως κάποιος που αν ησ υχ εί γ ια σ έν α». Η Φρίν τα έκαν ε έν α μορφασ μό και έβαλ ε και τα δύο σ ημειώματα σ την τσ άν τα της. Έκαν ε μερικά βήματα μέσ α σ το σ πίτι της. Ήταν κρύο και
σ κοτειν ό, σ χ εδόν σ αν ν α βρισ κόταν σ ε εκκλ ησ ία. Είχ ε περάσ ει πολ ύς καιρός από την τελ ευταία φορά που πέρασ ε εκεί λ ίγ ο χ ρόν ο μόν η της, σ υγ κεν τρών ον τας τις σ κέψ εις της ή καθισ μέν η σ το γ ραφείο της ν α κοιτά έξω τα φώτα του Λον δίν ου, ακριβώς σ το κέν τρο της πόλ ης κι όμως χ ωρίς ν α είν αι παγ ιδευμέν η σ τους πυρετώδεις ρυθμούς του, σ το χ άος και τη σ κλ ηρότητά του. Πήγ αιν ε από δωμάτιο σ ε δωμάτιο προσ παθών τας ν α ν ιώσ ει ξαν ά το χ ώρο δικό της και περιμέν ον τας μια αίσ θησ η ηρεμίας ν α επισ τρέψ ει σ ε αυτήν . Έν ιωθε πως είχ ε περάσ ει από μια θύελ λ α και ο ν ους της ήταν ακόμη γ εμάτος από τα πρόσ ωπα που την προηγ ούμεν η ν ύχ τα είχ αν σ τοιχ ειώσ ει τις σ κέψ εις ή τα όν ειρά της. Όλ α εκείν α τα εξαφαν ισ μέν α κορίτσ ια. Το πορτάκι της γ άτας ακούσ τηκε ν α αν οιγ οκλ είν ει και η γ άτα προχ ώρησ ε προς το μέρος της Φρίν τα και τρίφτηκε επάν ω της γ ουργ ουρίζον τας. Η Φρίν τα της χ άιδεψ ε το πιγ ούν ι και πρόσ θεσ ε λ ίγ ο ακόμη φαγ ητό σ το μπολ , αν και προφαν ώς ο Γιόζεφ είχ ε πάει και την είχ ε ταΐσ ει. Έπειτα αν έβηκε επάν ω, σ το ασ τραφτερό καιν ούριο λ ουτρό της, τοποθέτησ ε πάλ ι την τάπα σ την μπαν ιέρα και άν οιξε τις βρύσ ες. Είδε γ ια μια σ τιγ μή την αν ταν άκλ ασ ή της
σ τον καθρέφτη: τα μαλ λ ιά υγ ρά επάν ω σ το μέτωπό της, το πρόσ ωπό της ωχ ρό και σ φιγ μέν ο. Μερικές φορές ήταν ξέν η γ ια τον ίδιο της τον εαυτό. Έκλ εισ ε τις βρύσ ες και έβγ αλ ε την τάπα. Ούτε σ ήμερα θα χ ρησ ιμοποιούσ ε την μπαν ιέρα. Αν τί γ ι’ αυτό, μπήκε πάλ ι κάτω από το ν τους, λ ούσ τηκε, έτριψ ε το κορμί της κι έκοψ ε τα ν ύχ ια των χ εριών της, όμως δεν μπορούσ ε ν α ηρεμήσ ει. Μια σ κέψ η σ φύριζε σ το μυαλ ό της. Βγ ήκε απότομα από το ν τους, τυλ ίχ τηκε σ ε μια πετσ έτα και πήγ ε σ την κρεβατοκάμαρά της. Το παράθυρο ήταν ελ αφρά αν οιχ τό και οι λ επτές κουρτίν ες κουν ιόν ταν σ το αν οιξιάτικο αεράκι. Απ’ έξω άκουγ ε φων ές και το βόμβο της κυκλ οφορίας. Το κιν ητό της άρχ ισ ε ν α δον είται και το πήρε σ τα χ έρια της με σ κοπό ν α το απεν εργ οποιήσ ει αμέσ ως, όμως ήταν ο Κάρλ σ ον κι έτσ ι απάν τησ ε. «Ναι;» «Φρίν τα. Δ όξα τω Θεώ. Πού είσ αι;» «Στο σ πίτι μου. Μόλ ις γ ύρισ α». «Πρέπει ν α έρθεις αμέσ ως εδώ, σ το τμήμα». «Είν αι γ ια την υπόθεσ η των Λέν οξ;» «Όχ ι». Η φων ή του ήταν δυσ οίων η. «Θα σ ου πω όταν έρθεις». «Αλ λ ά–» «Για μία φορά σ τη ζωή σ ου, μην κάν εις
ερωτήσ εις». Ο Κάρλ σ ον την περίμεν ε έξω από το τμήμα. Βημάτιζε πάν ω-κάτω σ το πεζοδρόμιο καπν ίζον τας σ τα φαν ερά έν α τσ ιγ άρο. Όλ ο αυτό σ ίγ ουρα δεν ήταν καλ ό σ ημάδι. «Τι σ υμβαίν ει;» «Ήθελ α ν α προλ άβω πριν σ ε βρει ο αν αθεματισ μέν ος ο Κρόουφορν τ». «Ο διοικητής; Μα τι σ το καλ ό–» «Μήπως υπάρχ ει κάτι που πρέπει ν α μου πεις;» «Μα γ ια ποιο πράγ μα μιλ άς;» «Πού ήσ ουν χ τες το βράδυ;» «Στο Μπίρμιγ χ αμ. Γιατί;» «Υ πάρχ ει κάποιος που ν α μπορεί ν α το βεβαιώσ ει αυτό;» «Ναι. Όμως δεν καταλ αβαίν ω». «Και ο φίλ ος σ ου, ο δρ ΜακΓκιλ ;» «Ο Ρούμπεν ; Πού θέλ εις ν α ξέρω; Μα τι σ υμβαίν ει εδώ;» «Θα σ ου πω τι σ υμβαίν ει εδώ». Έσ βησ ε το τσ ιγ άρο του και άν αψ ε άλ λ ο. «Χτες το βράδυ κάηκε το σ πίτι του Χαλ Μπράν τσ ο. Ήταν εμπρησ μός». «Τι πράγ μα; Δ εν ξέρω τι ν α πω. Ήταν καν είς μέσ α;» «Εκείν ος ήταν σ ε κάποια διάλ εξη. Η γ υν αίκα του
και η κόρη του ήταν μέσ α, αλ λ ά κατόρθωσ αν ν α βγ ουν ». «Δ εν ήξερα πως είχ ε οικογ έν εια». «Αλ λ ιώς δεν θα το είχ ες κάν ει;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον με έν α αμυδρό χ αμόγ ελ ο. «Είν αι τρομερό ακόμη και ν α το λ ες αυτό». «Με εξέπλ ηξε κι εμέν α. Εν ν οώ ότι βρέθηκε κάποια ν α τον παν τρευτεί, όχ ι ότι βρέθηκε κάποιος ν α του κάψ ει το σ πίτι». «Μην το λ ες αυτό. Ούτε καν σ αν μαύρο χ ιούμορ. Αλ λ ά γ ιατί κατέβηκες σ το πεζοδρόμιο γ ια ν α μου τα πεις αυτά;» «Αυτός είν αι σ ε άσ χ ημη κατάσ τασ η και λ έει κακίες. Λέει, γ ια παράδειγ μα, πως το έκαν ες εσ ύ – ή κάποιος από τους φίλ ους σ ου». «Αυτό είν αι γ ελ οίο». «Ισ χ υρίζεται πως είχ ε δεχ τεί απειλ ές». «Από εμέν α;» «Από αν θρώπους του περιβάλ λ ον τός σ ου». Η Φρίν τα θυμήθηκε τον Ρούμπεν και τον Γιόζεφ σ ε εκείν ο το φριχ τό δείπν ο. Θυμήθηκε τις φαν τασ ιώσ εις εκδίκησ ης του Ρούμπεν και το γ εμάτο μίσ ος βλ έμμα του και η καρδιά της βούλ ιαξε σ το σ τήθος της. «Οι φίλ οι μου δεν θα έκαν αν ποτέ κάτι τέτοιο», του είπε σ ταθερά.
«Γίν εται όλ ο και χ ειρότερο, Φρίν τα. Μίλ ησ ε σ τον Τύπο. Δ εν προχ ώρησ ε τόσ ο ώσ τε ν α αν αφέρει ον όματα, αλ λ ά δεν χ ρειάζεται ν α είσ αι ιδιοφυΐα γ ια ν α βρεις πόσ ο κάν ουν δύο και δύο». «Κατάλ αβα». «Είν αι μέσ α τώρα και σ ε περιμέν ουν ». Ακούμπησ ε βιασ τικά το χ έρι του σ το μπράτσ ο της. «Αλ λ ά θα είμαι κι εγ ώ εκεί. Δ εν θα είσ αι μόν η σ ου». Ο διοικητής –έν ας κον τόχ ον τρος άν τρας με φρύδια που προεξείχ αν και έν α ροζ κραν ίο ν α διακρίν εται πίσ ω από τα αραιωμέν α μαλ λ ιά του– είχ ε πάρει έν α βαθυκόκκιν ο χ ρώμα. Η σ τολ ή του φαιν όταν ν α είν αι υπερβολ ικά ζεσ τή γ ια τη μέρα. Ο Μπράν τσ ο φορούσ ε τζιν και κον τομάν ικο μπλ ουζάκι, και ήταν αξύρισ τος. Μόλ ις η Φρίν τα μπήκε σ το γ ραφείο, την κοίταξε κι άρχ ισ ε ν α κουν ά αργ ά το κεφάλ ι του από τη μία πλ ευρά σ την άλ λ η, σ αν ν α ήταν τόσ ο γ εμάτος από οίκτο και θυμό ώσ τε δεν εμπισ τευόταν τον εαυτό του ν α μιλ ήσ ει. «Λυπάμαι ειλ ικριν ά γ ι’ αυτό που σ υν έβη», είπε η Φρίν τα. «Καθίσ τε, παρακαλ ώ», είπε ο διοικητής δείχ ν ον τάς της μια μικρή καρέκλ α. «Προτιμώ ν α μείν ω όρθια». «Όπως προτιμάτε. Άκουσ α την ισ τορία σ ας από το δόκτορα Μπράν τσ ο. Τα έχ ω χ αμέν α. Δ εν μπορώ
ν α καταλ άβω καθόλ ου γ ια ποιο λ όγ ο είχ αμε κάποτε επαγ γ ελ ματική σ χ έσ η μαζί σ ας». Με αυτά τα λ όγ ια σ τράφηκε προς το μέρος του Κάρλ σ ον . «Είμαι πολ ύ απογ οητευμέν ος μαζί σ ου, Μαλ . Μα ν α αφήσ ει ελ εύθερο σ τους δρόμους έν αν πιθαν ό ψ υχ οπαθή εγ κλ ηματία!» «Όμως δεν ήταν ψ υχ οπαθής», είπε μαλ ακά ο Κάρλ σ ον . «Όλ ο ήταν σ τημέν ο». Ο διοικητής τον αγ ν όησ ε. «Να χ τυπήσ ει έν α σ υν άδελ φό της. Να επιτεθεί σ ε μια γ υν αίκα που δεν είχ ε ξαν αδεί ποτέ της και ν α τη ρίξει σ το πάτωμα, επειδή εκείν η απλ ώς θέλ ησ ε ν α υπερασ πισ τεί το φίλ ο της. Να παραφυλ ά το δύσ τυχ ο τον Χαλ από δω. Για ν α μην αν αφέρω βέβαια και ότι σ κότωσ ε εκείν η τη σ χ ιζοφρεν ή ν εαρή κοπέλ α». «Ήταν δικαιολ ογ ημέν η αυτοάμυν α και απαλ λ άχ τηκε γ ι’ αυτό», είπε ο Κάρλ σ ον . «Πρόσ εχ ε λ ίγ ο τι λ ες». Ο Κρόουφορν τ κοίταξε τη Φρίν τα. «Τι έχ εις ν α πεις γ ια υπεράσ πισ ή σ ου;» «Για ποιο πράγ μα πρέπει πάλ ι ν α υπερασ πισ τώ τον εαυτό μου; Εμπρησ μό;» «Φρίν τα, Φρίν τα», μουρμούρισ ε ο Μπράν τσ ο. «Πισ τεύω πως χ ρειάζεσ αι επαγ γ ελ ματική βοήθεια. Πραγ ματικά το ν ομίζω αυτό».
«Δ εν είχ α καμία σ χ έσ η με τον εμπρησ μό». «Η γ υν αίκα μου ήταν μέσ α σ το σ πίτι», είπε ο Μπράν τσ ο. «Και η κόρη μου». «Κι αυτό το κάν ει ακόμη χ ειρότερο», είπε η Φρίν τα. «Εσ είς πού βρισ κόσ ασ ταν χ τες;» ρώτησ ε ο Κρόουφορν τ. «Ήμουν σ το Μπίρμιγ χ αμ. Και μπορώ ν α σ ας φέρω σ ε επαφή με κάποιον που θα το βεβαιώσ ει». «Και οι φίλ οι της;» ρώτησ ε ο Μπράν τσ ο. «Τι σ χ έσ η έχ ουν οι φίλ οι μου;» «Είχ αν πάρει το μέρος σ ου εν αν τίον μου». «Είν αι γ εγ ον ός πως αρκετοί από τους φίλ ους μου πισ τεύουν ότι η σ υμπεριφορά σ ου ήταν αν τιεπαγ γ ελ ματική και αν ήθικη...» «Αυτό πάει πολ ύ», είπε ο διοικητής. «Αλ λ ά δεν θα έκαν αν ποτέ κάτι τέτοιο». Ο Κάρλ σ ον έβηξε δυν ατά. «Δ εν ν ομίζω πως αυτή η σ υζήτησ η μας οδηγ εί κάπου», είπε. «Η Φρίν τα έχ ει άλ λ οθι. Δ εν υπάρχ ει ούτε ίχ ν ος σ τοιχ είου εν αν τίον της, έχ ουμε μόν ο τους ισ χ υρισ μούς του δόκτορα Μπράν τσ ο, γ ια τους οποίους κάποιοι μπορεί ν α πισ τέψ ουν πως έχ ουν σ αν κίν ητρο το δόλ ο. Στο μεταξύ, εγ ώ έχ ω ν α αν ακρίν ω τον κύριο Λέν οξ, ο οποίος κατηγ ορείται γ ια τη δολ οφον ία του Ζακς Γκριν ».
Ο Μπράν τσ ο σ ηκώθηκε και πλ ησ ίασ ε τη Φρίν τα. «Δ εν θα τη γ λ ιτώσ εις έτσ ι εύκολ α με αυτό», της είπε χ αμηλ όφων α. «Άφησ έ την ήσ υχ η», είπε ο Κάρλ σ ον . Η Φρίν τα επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι της με τα πόδια. Προσ παθούσ ε ν α μη σ κέφτεται, απλ ώς ν α βάζει το έν α πόδι μπροσ τά από το άλ λ ο και ν α περπατά, ν α περπατά με σ ταθερό βήμα αν άμεσ α σ το πλ ήθος ν ιώθον τας επάν ω της τη ζέσ τη της ημέρας. Έπρεπε ν α ατσ αλ ώσ ει τον εαυτό της προτού ξαν αβρεθεί με τα παιδιά των Λέν οξ. Πολ ύ σ ύν τομα δεν θα είχ αν πια ούτε μάν α ούτε πατέρα γ ια ν α τα φρον τίσ ει.
51 «Είσ αι έτοιμη;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . Η Ιβέτ έν ευσ ε καταφατικά. «Τον αφήσ αμε ν α σ ιγ οβράσ ει αρκετά και τώρα είν αι έτοιμος ν α σ πάσ ει. Δ εν θα χ ρειασ τεί ν α ιδρώσ εις πολ ύ. Έχ ε μόν ο το βλ έμμα σ ου επάν ω μου γ ια ν α είμασ τε σ ίγ ουροι πως δεν θα κάν ω τίποτα αν όητο. Αν και ν ομίζω ότι ούτε καν εγ ώ δεν θα μπορούσ α ν α δημιουργ ήσ ω πρόβλ ημα σ ε αυτή την αν άκρισ η». Ο Κάρλ σ ον της έκαν ε ν όημα και προχ ώρησ αν μαζί ως το αν ακριτικό γ ραφείο. Ο Ράσ ελ Λέν οξ καθόταν δίπλ α σ ε έν α τραπέζι και δίπλ α του βρισ κόταν η δικηγ όρος του, μια γ υν αίκα μέσ ης ηλ ικίας ν τυμέν η με σ κούρο κοσ τούμι. Το όν ομά της ήταν Αν Μπεσ τ. Ο Κάρλ σ ον δεν την ήξερε, δεν την έλ αβε όμως και ιδιαίτερα υπόψ η του. Τι θα μπορούσ ε ν α κάν ει γ ια ν α βοηθήσ ει τον πελ άτη της; Η Ιβέτ πάτησ ε το κουμπί της ηχ ογ ράφησ ης σ το μαγ ν ητόφων ο κι έπειτα έκαν ε έν α βήμα προς τα πίσ ω και ακούμπησ ε σ τον τοίχ ο. Ο Κάρλ σ ον υπεν θύμισ ε σ τον Λέν οξ πως ό,τι έλ εγ ε θα μπορούσ ε ν α χ ρησ ιμοποιηθεί εν αν τίον του, μετά άν οιξε το φάκελ ο και άρχ ισ ε ν α εκθέτει προσ εκτικά
τα αποτελ έσ ματα από την ιατροδικασ τική έρευν α σ το διαμέρισ μα του Ζακς Γκριν . Όσ ο μιλ ούσ ε, έριχ ν ε κατά καιρούς ματιές σ τον Ράσ ελ Λέν οξ και σ την Αν Μπεσ τ γ ια ν α δει τις εν τυπώσ εις που τους προκαλ ούσ ε. Η απαθής έκφρασ η του Λέν οξ παρέμεν ε αμετάβλ ητη. Η Αν Μπεσ τ παρακολ ουθούσ ε με προσ οχ ή, σ υν οφρυωμέν η από τη σ υγ κέν τρωσ η, και περισ τασ ιακά έριχ ν ε πλ άγ ιες ματιές σ τον πελ άτη της. Δ εν μιλ ούσ αν όμως καθόλ ου. Μόλ ις τελ είωσ ε, ο Κάρλ σ ον έκλ εισ ε ήρεμα το φάκελ ο. «Έχ ετε ν α μου δώσ ετε κάποια αθώα εξήγ ησ η γ ια τα ίχ ν η που φαίν εται πως αφήσ ατε σ τη σ κην ή του εγ κλ ήματος;» Ο Ράσ ελ Λέν οξ σ ήκωσ ε τους ώμους του. «Με σ υγ χ ωρείτε, αλ λ ά πρέπει ν α πείτε κάτι. Για την ηχ ογ ράφησ η». «Πρέπει και ν α σ ας το εξηγ ήσ ω;» είπε ο Λέν οξ. «Νόμιζα ότι ήταν δική σ ας δουλ ειά ν α σ τηρίξετε την υπόθεσ η εν αν τίον μου». «Και ν ομίζω πως το κάν ουμε με επιτυχ ία», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . Μία ακόμη ερώτησ η: Έχ ετε ν α μας παρουσ ιάσ ετε κάποια σ τοιχ εία σ χ ετικά με το πού βρισ κόσ ασ ταν τη μέρα της δολ οφον ίας;» «Όχ ι», είπε ο Λέν οξ. «Σας το είπα ήδη». «Ναι, μας το είπατε». Ο Κάρλ σ ον σ ταμάτησ ε γ ια
έν α λ επτό. Έπειτα, όταν ξαν αμίλ ησ ε, ο τόν ος του ήταν ήρεμος, σ χ εδόν απαλ ός. «Κοιτάξτε, κύριε Λέν οξ, γ ν ωρίζω τι έχ ετε περάσ ει, αλ λ ά κι εσ είς δεν βάλ ατε την οικογ έν ειά σ ας σ ε αρκετές δοκιμασ ίες μέχ ρι τώρα; Τα παιδιά σ ας πρέπει ν α τα αφήσ ουν όλ α αυτά πίσ ω τους και ν α προχ ωρήσ ουν ». Ο Λέν οξ δεν απάν τησ ε. Είχ ε το βλ έμμα του καρφωμέν ο σ το τραπέζι. «Εν τάξει», είπε ο Κάρλ σ ον . «Αφήσ τε με ν α σ ας πω –ν α πω και σ τους δυο σ ας– τι ακριβώς θα γ ίν ει τώρα. Εμείς θα βγ ούμε αυτή τη σ τιγ μή από το γ ραφείο και θα σ ας δώσ ουμε πέν τε λ επτά ν α σ υζητήσ ετε με τη δικηγ όρο σ ας. Έπειτα θα επισ τρέψ ω σ το δωμάτιο και θα βαρύν εσ τε πια με την κατηγ ορία της δολ οφον ίας του Ζακς Γκριν . Πρέπει ν α σ ας επισ ημάν ω ξεκάθαρα πως δεν είσ τε υποχ ρεωμέν ος ν α πείτε τίποτα, μπορεί όμως ν α είν αι εις βάρος της υπεράσ πισ ής σ ας αν πείτε σ το δικασ τήριο κάτι το οποίο δεν θα έχ ετε αν αφέρει από τώρα. Οτιδήποτε πείτε μπορεί ν α χ ρησ ιμοποιηθεί ως σ τοιχ είο. Αλ λ ά θέλ ω επίσ ης ν α σ ας πω ειλ ικριν ά πως όλ οι μας, και ειδικότερα εσ είς κι ακόμη περισ σ ότερο τα παιδιά σ ας, έχ ουμε αν άγ κη ν α τελ ειώσ ουν όλ α αυτά». Όταν βγ ήκαν έξω, ο Κάρλ σ ον κοίταξε την Ιβέτ και χ αμογ έλ ασ ε σ τεν όχ ωρα.
«Έχ ει καμία σ ημασ ία τι θα μας πει;» τον ρώτησ ε. «Απλ ώς θα προχ ωρήσ ουμε λ ίγ ο πιο γ ρήγ ορα αν ομολ ογ ήσ ει», είπε ο Κάρλ σ ον . «Αλ λ ά δεν έχ ει πια και τόσ ο μεγ άλ η σ ημασ ία». «Να σ ου φέρω έν αν καφέ;» «Ας περιμέν ουμε απλ ώς». Έπειτα από λ ίγ α λ επτά αμηχ αν ίας, ο Κάρλ σ ον κοίταξε το ρολ όι του και αφού χ τύπησ ε την πόρτα μπήκε πάλ ι μέσ α. Η Αν Μπεσ τ σ ήκωσ ε το χ έρι της σ αν ν α ήθελ ε ν α τον εμποδίσ ει. «Χρειαζόμασ τε περισ σ ότερο χ ρόν ο». Ο Κάρλ σ ον βγ ήκε πάλ ι έξω και έκλ εισ ε πίσ ω του την πόρτα. «Μα τι κάθον ται και σ υζητούν ;» Σκέφτηκε γ ια έν α λ επτό. Μήπως κάτι είχ ε πάει σ τραβά; Ήταν δυν ατόν ν α είχ αν κάν ει κάποιο λ άθος; Πέρασ αν περίπου δέκα λ επτά προτού ξαν αμπούν και οι δυο τους σ το δωμάτιο. Η Αν Μπεσ τ χ τυπούσ ε ν ευρικά τα δάχ τυλ α του αρισ τερού χ εριού της σ την επιφάν εια του τραπεζιού. Κοίταξε τον Λέν οξ κι εκείν ος της έν ευσ ε αν επαίσ θητα. «Ο κύριος Λέν οξ επιθυμεί ν α ομολ ογ ήσ ει ότι σ κότωσ ε τον Ζακς Γκριν εν βρασ μώ ψ υχ ής». Ο Κάρλ σ ον κοίταξε τον Λέν οξ. «Πείτε μας τι ακριβώς σ υν έβη».
«Πήγ α ν α τον δω», αποκρίθηκε εκείν ος. «Αφού μου το είπε η Τζούν τιθ. Έπρεπε ν α πάω. Ήμουν απελ πισ μέν ος. Σκόπευα ν α του μιλ ήσ ω μόν ο, αλ λ ά αρχ ίσ αμε ν α τσ ακων όμασ τε κι έχ ασ α τον έλ εγ χ ο. Και μετά ήταν ν εκρός». Ο Κάρλ σ ον αν ασ τέν αξε και κοίταξε τον Λέν οξ. «Μα πώς σ τάθηκες τόσ ο αν αθεματισ μέν α αν όητος; Συν ειδητοποιείς τι έκαν ες;» Ο Λέν οξ μόλ ις και μετά βίας έδειχ ν ε ν α τον ακούει. «Και τι θα απογ ίν ουν τώρα τα παιδιά;» ρώτησ ε. Η Ιβέτ πήγ ε ν α πει κάτι, αλ λ ά ο Κάρλ σ ον τη σ ταμάτησ ε με έν α βλ έμμα του. «Ξέρεις πού βρίσ κον ται;» τον ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . Ο Λέν οξ έγ ειρε προς τα πίσ ω σ την καρέκλ α του. Το πρόσ ωπό του ήταν μαύρο από τη θλ ίψ η. «Μέν ουν όλ α σ το σ πίτι εκείν ης της ψ υχ οθεραπεύτριας». «Στο σ πίτι της Φρίν τα;» απόρησ ε ο Κάρλ σ ον . «Μα τι κάν ουν εκεί;» «Δ εν ξέρω». «Κύριε Λέν οξ», άρχ ισ ε η Ιβέτ. «Αν τιλ αμβάν εσ τε, υποθέτω, πως όλ α αυτά δεν τελ είωσ αν ακόμη». «Τι εν ν οείτε;» «Έχ ουν γ ίν ει δύο φόν οι. Ο έν ας ήταν του Ζακς
Γκριν , τον οποίο ομολ ογ ήσ ατε». «Αν θρωποκτον ία εν βρασ μώ ψ υχ ής», διευκρίν ισ ε βιασ τικά η Αν Μπεσ τ. «Και ο άλ λ ος ήταν αυτός της σ υζύγ ου σ ας». Ο Λέν οξ σ ήκωσ ε το βλ έμμα του επάν ω της κι έπειτα το κατέβασ ε πάλ ι. «Ο πελ άτης μου σ υν εργ άσ τηκε και τώρα δεν έχ ει τίποτε άλ λ ο ν α πει», τους έκοψ ε η Αν Μπεσ τ. Ο Κάρλ σ ον σ ηκώθηκε. «Θα τα ξαν απούμε αύριο. Όπως είπε και η σ υν άδελ φός μου, όλ α αυτά δεν τελ είωσ αν ακόμη, κύριε Λέν οξ».
52 Η Φρίν τα άν οιξε την πόρτα του σ πιτιού της σ τον Κάρλ σ ον , την Ιβέτ και σ ε ακόμη μία γ υν αίκα την οποία δεν αν αγ ν ώριζε. Η γ υν αίκα προσ πέρασ ε τη Φρίν τα και προχ ώρησ ε πιο μέσ α. Ο Τεν τ, η Τζούν τιθ, η Ντόρα και η Χλ όη κάθον ταν γ ύρω από το τραπέζι του καθισ τικού κι είχ αν μπροσ τά τους φλ ιτζάν ια και πιάτα και τηλ έφων α και έν αν φορητό υπολ ογ ισ τή. «Ω, αγ απούλ ες μου, φτωχ ές μου αγ απούλ ες», αν αφών ησ ε η Λουίζ. Οι τρεις ν εαροί Λέν οξ αποτραβήχ τηκαν από κον τά της, όμως εκείν η δεν έδειξε ν α το προσ έχ ει. Η Χλ όη ακούμπησ ε το χ έρι της σ τον ώμο του Τεν τ. «Τι σ υμβαίν ει εδώ;» ρώτησ ε η Φρίν τα τον Κάρλ σ ον , ο οποίος της ψ ιθύρισ ε μια σ ύν τομη εξήγ ησ η. Μόλ ις τον άκουσ ε, σ τράφηκε προς τα τρία παιδιά. Το πρόσ ωπό της είχ ε γ ίν ει άτεγ κτο. «Θέλ ουμε ν α μείν ουμε εδώ». Η Τζούν τιθ σ τράφηκε σ τη Φρίν τα. «Σε παρακαλ ούμε, σ ε παρακαλ ούμε!» «Τα παιδιά είν αι ευπρόσ δεκτα εδώ», είπε η Φρίν τα σ τον Κάρλ σ ον . «Οτιδήποτε μπορώ ν α κάν ω
γ ια ν α βοηθήσ ω...» Η Λουίζ την κοίταξε καχ ύποπτα. «Όχ ι. Σε καμία περίπτωσ η. Θα έρθουν σ το σ πίτι μαζί μου. Παιδιά, πείτε “ευχ αρισ τούμε” σ ε αυτή τη γ υν αίκα γ ια ό,τι έκαν ε γ ια εσ άς». Κοίταξε τη Φρίν τα με άγ ριο ύφος. «Έχ ουν αν άγ κη ν α είν αι με την οικογ έν ειά τους», είπε ψ ιθυρισ τά. Έπειτα σ τράφηκε πάλ ι προς τα παιδιά. «Και τώρα θα επισ τρέψ ουμε σ το σ πίτι μας, εν ν οώ σ το δικό μου σ πίτι, και αυτή η ασ τυν ομικός θα έρθει μαζί μας». «Όχ ι!» φών αξε η Χλ όη. «Όχ ι. Φρίν τα, δεν μπορείς ν α το εμποδίσ εις αυτό;» «Όχ ι. Δ εν μπορώ». «Όμως είν αι τρομερό και–» «Χλ όη, σ ταμάτα τώρα αμέσ ως». Ο Κάρλ σ ον σ τράφηκε σ την Ιβέτ. «Θα τα καταφέρεις ν α αν τιμετωπίσ εις αυτή την κατάσ τασ η; Δ εν θα είν αι εύκολ η». «Θα τα καταφέρω». Όμως το πρόσ ωπο της Ιβέτ ήταν κάτωχ ρο. «Γι’ αυτό δεν είν αι άλ λ ωσ τε οι γ υν αίκες ασ τυν ομικοί; Για ν α χ ειρίζον ται τις δύσ κολ ες σ υν αισ θηματικές κατασ τάσ εις». «Όχ ι ακριβώς», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . Ακολ ούθησ ε έν α χ άος, με τσ άν τες που μεταφέρον ταν και παν ωφόρια που είχ αν χ αθεί και τη Χλ όη ν α πηγ αίν ει από αγ καλ ιά σ ε αγ καλ ιά και τα
τρία παιδιά των Λέν οξ ν α προχ ωρούν προς το αυτοκίν ητο της Λουίζ. Μπήκαν μέσ α. Το αυτοκίν ητο γ έμισ ε, με την Ιβέτ ν α κάθεται σ τη θέσ η του οδηγ ού. Το πρόσ ωπο του Τεν τ εμφαν ίσ τηκε ν α κοιτά έξω από το παράθυρο. «Αυτό δεν μου φαίν εται σ ωσ τό», είπε η Φρίν τα. «Είν αι το ξεκίν ημα της υπόλ οιπης ζωής τους», αποκρίθηκε ο Κάρλ σ ον . «Καλ ά θα κάν ουν ν α το σ υν ηθίσ ουν ». Κοίταξε τη Φρίν τα «Συγ γ ν ώμη. Δ εν το εν ν οούσ α έτσ ι. Αλ λ ά τι μπορούμε ν α κάν ουμε; Έχ ασ αν τη μητέρα τους και τώρα χ άν ουν και τον πατέρα τους, τουλ άχ ισ τον γ ια έν α διάσ τημα. Χρειάζον ται μια οικογ έν εια. Και δεν μπορείς ν α παίξεις εσ ύ αυτόν το ρόλ ο». «Όμως έχ ει μεγ άλ η σ ημασ ία ο τρόπος με τον οποίο θα μάθουν γ ια τον πατέρα τους», είπε η Φρίν τα. «Και ο τρόπος που θα το αν τιμετωπίσ ουν αμέσ ως μόλ ις το μάθουν ». «Δ εν πισ τεύεις πως η Ιβέτ είν αι σ ε θέσ η ν α το χ ειρισ τεί; Καλ ά, εν τάξει. Δ εν είν αι αν άγ κη ν α μου απαν τήσ εις σ ε αυτό. Θα έπρεπε μάλ λ ον ν α είσ αι εσ ύ αυτή που θα το έκαν ε...» «Δ εν είπα αυτό». «Δ εν μπορώ ν α σ ου το ζητήσ ω», είπε ο Κάρλ σ ον . «Λυπάμαι πολ ύ. Η Ιβέτ ίσ ως ν α τα θαλ ασ σ ώσ ει. Αυτό είν αι μάλ ισ τα το πιθαν ότερο.
Θα κάν ει όμως ό,τι καλ ύτερο μπορεί, και τουλ άχ ισ τον αυτή είν αι σ τη μισ θοδοσ ία». Συν οφρυώθηκε. «Μπορώ ν α σ ου μιλ ήσ ω λ ίγ ο ιδιαιτέρως;» Η Φρίν τα κοίταξε τη Χλ όη. «Τι;» Ο τόν ος της φων ής της Χλ όης ήταν υψ ωμέν ος και άγ ριος. «Σε λ ίγ η ώρα, πρόκειται ν α σ ου πω κάτι», άρχ ισ ε η Φρίν τα. «Είν αι σ χ ετικό με τον πατέρα του Τεν τ και της Τζούν τιθ. Πρώτα όμως, ο Κάρλ σ ον κι εγ ώ θα βγ ούμε λ ίγ ο έξω ν α σ υζητήσ ουμε κάτι. Εν τάξει;» «Όχ ι! Δ εν είν αι καθόλ ου εν τάξει! Είν αι φίλ οι μου και έχ ω το δικαίωμα ν α–» «Χλ όη». Ο τόν ος της Φρίν τα ήταν ήρεμος, προειδοποιητικός, και έκαν ε την αν ιψ ιά της ν α σ ωπάσ ει αμέσ ως. Φόρεσ ε έν α παν ωφόρι και βγ ήκαν έξω μαζί με τον Κάρλ σ ον . «Δ εν σ ε πειράζει ν α περπατήσ ουμε, έτσ ι;» τον ρώτησ ε. «Είμαι σ υν ηθισ μέν ος σ το περπάτημα», αποκρίθηκε εκείν ος. Η Φρίν τα οδήγ ησ ε την πορεία τους πέρα από το λ ιθόσ τρωτο δρομάκι με τους μεταποιημέν ους σ τάβλ ους και έσ τριψ ε δεξιά. Όταν έφτασ αν σ την Τότεν αμ Κουρτ Ρόουν τ, σ τάθηκαν λ ίγ α λ επτά και
παρακολ ουθούσ αν τα λ εωφορεία και τα αυτοκίν ητα που τους προσ περν ούσ αν . «Το ξέρεις», είπε η Φρίν τα, «πως αν μετακομίσ εις από την ύπαιθρο σ ε μια μεγ άλ η πόλ η σ αν το Λον δίν ο αυξάν εις κατά πέν τε ή έξι φορές την πιθαν ότητα ν α αν απτύξεις σ χ ιζοφρέν εια;» «Γιατί;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Καν είς δεν ξέρει ν α το ερμην εύσ ει ακριβώς. Κοίτα τα όμως όλ α αυτά. Ακούγ εται λ ογ ικό, έτσ ι δεν είν αι; Αν καταργ ούσ αμε τις πόλ εις και πηγ αίν αμε όλ οι ν α ζήσ ουμε σ ε χ ωριά, θα μειών αμε αμέσ ως σ το έν α τρίτο τις επιπτώσ εις της ν όσ ου». «Αυτό ακούγ εται κάπως δρασ τικό». Η Φρίν τα έσ τριψ ε ν ότια και πήραν έν α μικρό ήσ υχ ο δρομάκι σ τα δεξιά. «Μου έλ ειψ ες σ ήμερα», της είπε ο Κάρλ σ ον . «Μα με είδες σ ήμερα. Θυμήσ ου... Με τον Χαλ Μπράν τσ ο και το διοικητή σ ου...» «Α, λ ες γ ι’ αυτό», είπε με απορριπτικό ύφος ο Κάρλ σ ον . «Αυτό ήταν κάτι σ αν φάρσ α. Όχ ι, όταν όμως ο Λέν οξ ομολ όγ ησ ε, κοίταξα γ ύρω μου και περίμεν α ν α σ ε δω ν α σ τέκεσ αι κάπου εκεί με αυτό το τόσ ο ιδιαίτερο βλ έμμα σ ου». «Δ εν ήμουν όμως. Κι εσ ύ τα κατάφερες μια χ αρά. Πες μου τι έγ ιν ε». Εν ώ κατευθύν ον ταν προς τα δυτικά, ο Κάρλ σ ον
της αφηγ ήθηκε εν σ υν τομία τα σ υμβάν τα της ημέρας. «Θα πάει γ ια αν θρωποκτον ία εν βρασ μώ ψ υχ ής;» «Πολ ύ πιθαν όν . Μαθαίν ει γ ια τη σ χ έσ η της κόρης του. Τρέχ ει σ το σ πίτι του Ζακς οργ ισ μέν ος. Είν αι η οργ ή εν ός πατέρα. Το σ ώμα των εν όρκων μπορεί ν α το δει με σ υμπάθεια αυτό». «Κοίτα», του είπε η Φρίν τα, «υποθέτω πως αυτό δεν αλ λ άζει τίποτα, όμως δεν έμαθε γ ια τη σ χ έσ η της κόρης του με τον Ζακς αμέσ ως πριν τον σ κοτώσ ει. Σύμφων α με την Ντόρα, το ήξερε λ ίγ ο καιρό ν ωρίτερα». Ο Κάρλ σ ον το σ κέφτηκε γ ια λ ίγ ο και σ υν οφρυώθηκε. «Έτσ ι, ε; Εκείν ος δεν μας τα είπε ακριβώς έτσ ι. Αλ λ ά και δεν είμαι σ ίγ ουρος αν θέλ ω ν α το μάθω αυτό. Αν και, πράγ ματι, ίσ ως ν α μην κάν ει και μεγ άλ η διαφορά. Δ εν παύει ν α είν αι έν ας οργ ισ μέν ος πατέρας. Και έχ ουμε το μοτίβο αυτής της σ υμπεριφοράς. Έν ας καβγ άς που κλ ιμακών εται σ ε βία. Είν αι το ίδιο». Η Φρίν τα σ ταμάτησ ε γ ια έν α λ επτό. «Ναι. Είν αι το ίδιο». «Το λ ες με έν αν τρόπο που το κάν ει ν α ακούγ εται ύποπτο». «Όχ ι. Απλ ώς επαν έλ αβα αυτό που είπες εσ ύ».
«Ξέρουμε ότι ο Λέν οξ έχ ει τη σ υν ήθεια ν α γ ίν εται βίαιος. Θυμήσ ου τι σ υν έβη με τον Πολ Κέριγ καν , κι ακόμη πιο πριν με εκείν ο τον κλ επταποδόχ ο που είχ ε το κατάσ τημα. Γιατί λ οιπόν όχ ι και με τον διαφθορέα φίλ ο της κόρης του;» Η Φρίν τα σ ταμάτησ ε πάλ ι. Το φως του δρόμου έπεφτε σ το πρόσ ωπό της που φαιν όταν αδύν ατο και θλ ιμμέν ο. «Τα δύσ τυχ α τα παιδιά», είπε μαλ ακά. «Με αυτή την τρομερή θεία...» «Ναι, το ξέρω». «Και τι γ ίν εται με τη δολ οφον ία της μητέρας τους;» Ο Κάρλ σ ον σ ήκωσ ε τους ώμους του. «Θα κάν ω άλ λ η μια κουβέν τα με τον Λέν οξ», είπε. «Όλ α δείχ ν ουν προς αυτόν . Αλ λ ά και όλ α είν αι πολ ύ μπερδεμέν α. Υ πάρχ ει πάρα πολ λ ή οργ ή και πάρα πολ ύ μίσ ος γ ύρω από την όλ η υπόθεσ η, υπάρχ ουν τόσ οι άν θρωποι που ήξεραν ή που θα μπορούσ αν ν α ξέρουν . Τελ ικά ήταν έν α μυσ τικό που είχ ε διαρρεύσ ει, κι ας ν όμιζαν εκείν οι πως ήταν πολ ύ προσ εκτικοί». «Εξήγ ησ έ μου». «Τα αγ όρια των Κέριγ καν ήξεραν », άρχ ισ ε ο Κάρλ σ ον . Αποδείχ τηκε πως η Ρουθ Λέν οξ –εκείν η η χ αρωπή, καλ οσ υν άτη γ υν αίκα– έγ ιν ε λ ίγ ο
κακότροπη όταν αν ακάλ υψ ε πως ο Πολ Κέριγ καν σ κόπευε ν α την αφήσ ει, και τους έσ τειλ ε έν α φαρμακερό αν ών υμο γ ράμμα». «Οχ », είπε η Φρίν τα. «Αυτό τα αλ λ άζει όλ α». «Ήξεραν γ ια την εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η, αλ λ ά ήξεραν και με ποια γ υν αίκα. Την αν αζήτησ αν και τη βρήκαν , και μάλ ισ τα ο μικρότερος από τους δύο έχ ωσ ε και έν α απαίσ ιο μην υματάκι σ τη γ ραμματοθυρίδα του σ πιτιού της». «Τι έγ ραφε;» «Δ εν ήταν σ ε λ έξεις. Ήταν μια πάν ιν η κούκλ α, με την κοιλ ιά της ξεσ κισ μέν η». «Ήταν δηλ αδή κάτι σ αν προειδοποίησ η». «Ίσ ως – αν και το έλ αβε το λ άθος άτομο, όπως σ υχ ν ά σ υμβαίν ει σ ε αυτές τις περιπτώσ εις. Επίσ ης, όταν έν α μυσ τικό διαρρέει μία φορά, αρχ ίζει και ν α διαδίδεται. Δ εν μπορείς πια ν α το σ ταματήσ εις. Σε ποιον άλ λ ο το είπαν ; Ορκίζον ται ότι δεν το αν έφεραν σ την κυρία Κέριγ καν – δεν ξέρω όμως αν τους πισ τεύω. Αυτά τα παιδιά λ ατρεύουν τη μητέρα τους».
53 Η Φρίν τα εν εργ οποίησ ε γ ια άλ λ η μία φορά το κιν ητό της και αν αζήτησ ε έν αν αριθμό. «Άγ κν ες...» «Ναι». «Η Φρίν τα είμαι. Με σ υγ χ ωρείς που σ ε εν οχ λ ώ». «Είμαι σ ε μια σ υν άν τησ η. Πρόκειται γ ια...» «Δ εν θα σ ε καθυσ τερήσ ω. Ήξερες τη Σάρον Γκιμπς;» «Τη Σάρον Γκιμπς; Ναι. Αν και όχ ι πολ ύ καλ ά. Δ εν ήμασ ταν φίλ ες, ζούσ ε όμως κον τά μας και ήταν μία τάξη πιο μικρή από εμέν α σ το σ χ ολ είο. Η Λίλ α την ήξερε καλ ύτερα. Νομίζω πως έμπλ εξαν και οι δύο με τις ίδιες παρέες όταν εμείς χ άσ αμε επαφή». «Σ’ ευχ αρισ τώ. Αυτό ήθελ α ν α μάθω». «Όμως–» «Πήγ αιν ε τώρα πίσ ω σ τη σ υν άν τησ ή σ ου». Η Φρίν τα κάθισ ε σ το κρεβάτι κοιτών τας την κουρτίν α που φούσ κων ε από τον αέρα και ακούγ ον τας τους ήχ ους της ζωής που κυλ ούσ ε έξω. Σκέφτηκε το πρόσ ωπο της Σάρον Γκιμπς που της χ αμογ ελ ούσ ε από τον γ εμάτο μορφές τοίχ ο
του Φίαρμπι. Της φάν ηκε σ αν ν α ξαν άκουγ ε τη φων ή του: Χέιζελ Μπάρτον , Ροξ άν Ιν γ κατεστόουν , Ντέζι Λόγ καν , Φιλ ίπα Λούις, Μαρία Χόρσλ εϊ, Λίλ α Ντάους, Σάρον Γκιμπς. Όταν χ τύπησ ε το κιν ητό της έκαν ε ν α το κλ είσ ει πάλ ι, πρόλ αβε όμως και είδε σ την οθόν η πως αυτός που την καλ ούσ ε ήταν ο Φίαρμπι. «Η Σάρον ήξερε τη Λίλ α», του είπε. Ακολ ούθησ ε μια παύσ η. «Τώρα όλ ο βγ άζει ν όημα», είπε εκείν ος. «Τι εν ν οείς;» «Θυμάσ αι εκείν η την κουβέν τα που έκαν α με τον Λόρεν ς Ντάους;» «Ναι. Πρόσ εξα πως τα πήγ ατε μια χ αρά οι δυο σ ας». «Αυτό που λ έγ αμε, πως οι δουλ ειές μας έμοιαζαν ». «Να πουλ άς φωτοτυπικά μηχ αν ήματα και ν α αν ακαλ ύπτεις ειδήσ εις. Μα βέβαια, η ομοιότητα είν αι προφαν ής». «Ω, έλ α τώρα, Φρίν τα. Δ εν το βλ έπεις; Το ότι ήταν και αυτός σ τους δρόμους...» «Το ότι ήταν σ τους δρόμους...» επαν έλ αβε υπόκωφα η Φρίν τα. Ξαφν ικά έν ιωσ ε υπερβολ ικά κουρασ μέν η. Το μαξιλ άρι της έδειχ ν ε ν α την
καλ ωσ ορίζει, φουσ κωτό και μαλ ακό. «Είμαι δημοσ ιογ ράφος. Τι έκαν α λ οιπόν ; Πήγ α σ την “Κόπικον ”, την εταιρεία σ την οποία εργ αζόταν ο Ντάους. Και ποιοι θα μπορούσ αν ν α είν αι οι πελ άτες αυτής της εταιρείας; Μίλ ησ α με το διευθυν τή». «Του φαν έρωσ ες ποιος είσ αι;» ρώτησ ε η Φρίν τα. «Πρέπει ν α ξέρεις λ ίγ ο πώς ν α τα χ ειρίζεσ αι αυτά τα πράγ ματα», της απάν τησ ε αόρισ τα εκείν ος. «Έτσ ι ώσ τε ν α κάν εις τους αν θρώπους ν α σ ου λ έν ε αυτά που θέλ εις ν α μάθεις. Κι εκείν ος μου είπε». «Τι σ ου είπε;» «Μου είπε ποια ακριβώς ήταν η περιοχ ή που κάλ υπτε ο Λόρεν ς Ντάους μέχ ρι ν α σ υν ταξιοδοτηθεί, μόλ ις πριν από λ ίγ ους μήν ες. Μάν τεψ ε...» Η Φρίν τα έν ιωσ ε ν α την κατακλ ύζει έν α κύμα ιδρώτα και ν αυτίας. «Μα την ίδια του την κόρη;» είπε. «Κι όλ ες εκείν ες τις άλ λ ες. Είν αι δυν ατόν ;» «Όλ α ταιριάζουν , Φρίν τα». «Γιατί δεν το κατάλ αβα;» «Μα πώς θα μπορούσ ες;» «Επειδή… είσ αι σ ίγ ουρος;» «Δ εν έχ ω αποδείξεις. Το ξ έρω, όμως». «Πού βρίσ κεσ αι;»
«Κον τά σ τη Βικτόρια». «Ωραία. Θα πάμε ν α εν ημερώσ ουμε τον Κάρλ σ ον ». «Τον Κάρλ σ ον ;» «Είν αι ασ τυν ομικός. Και πολ ύ κύριος». «Δ εν είμαι σ ίγ ουρος πως είμασ τε έτοιμοι ν α πάμε σ την ασ τυν ομία, Φρίν τα». «Δ εν μπορούμε ν α περιμέν ουμε. Αν το ξαν ακάν ει;» «Θα χ ρειασ τούν περισ σ ότερα από αυτά που έχ ουμε ν α τους δώσ ουμε. Πίσ τεψ έ με, τους ξέρω». «Κι εγ ώ», είπε η Φρίν τα. «Ο Κάρλ σ ον θα μας ακούσ ει. Δ εν μπορώ ν α σ ου το εξηγ ήσ ω, αλ λ ά αυτό μου το χ ρωσ τά». Θυμήθηκε το σ ημείωμα που της είχ ε ρίξει πίσ ω από την πόρτα της. «Είν αι φίλ ος μου». Ο Φίαρμπι εξακολ ουθούσ ε ν α ακούγ εται αβέβαιος. «Τέλ ος πάν των ... πού θέλ εις ν α σ υν αν τηθούμε;» «Στο ασ τυν ομικό τμήμα. Κοίταξε το ρολ όι σ το ραδιοφων άκι της. «Περίπου σ ε σ αράν τα λ επτά. Στις τρεις. Σε εξυπηρετεί τότε;» «Θα έρθω εκεί όσ ο πιο γ ρήγ ορα μπορώ». Η Φρίν τα του έδωσ ε την ακριβή διεύθυν σ η του ασ τυν ομικού τμήματος και έκλ εισ αν το τηλ έφων ο. Η κούρασ η την είχ ε τώρα αφήσ ει. Έν ιωθε εν τελ ώς
ξύπν ια και σ ε υπερδιέγ ερσ η. Μόν ο τα μάτια της έσ φυζαν από την έν τασ η, σ αν ν α είχ αν επισ τρέψ ει οι ημικραν ίες που είχ ε ως έφηβη. Ώσ τε λ οιπόν , ο Λόρεν ς Ντάους. Είχ ε καθίσ ει σ τον όμορφο, περιποιημέν ο κήπο του. Είχ ε πιει τσ άι μαζί του. Είχ ε σ φίξει το χ έρι του και τον είχ ε κοιτάξει σ το βασ αν ισ μέν ο από τα χ ρόν ια πρόσ ωπό του. Είχ ε ακούσ ει τον πόν ο σ τη φων ή του. Πώς μπόρεσ ε ν α ξεγ ελ ασ τεί; Έκρυψ ε γ ια λ ίγ α λ επτά το κεφάλ ι της σ τα χ έρια της κι έν ιωσ ε αν ακούφισ η μέσ α σ το σ κοτάδι. Έπειτα φόρεσ ε με επιδέξιες κιν ήσ εις έν α λ ιν ό παν τελ όν ι και έν α μαλ ακό βαμβακερό πουκάμισ ο, άρπαξε τα κλ ειδιά και την τσ άν τα της κι έφυγ ε. Ο Φίαρμπι την περίμεν ε. Έτσ ι όπως τον πλ ησ ίαζε, η Φρίν τα σ άσ τισ ε παρατηρών τας πόσ ο γ έρος φαιν όταν , με τα μακριά λ ευκά μαλ λ ιά του και την πυρετώδη λ άμψ η των ματιών του σ το αυλ ακωμέν ο του πρόσ ωπο. Έμοιαζε ακόμη περισ σ ότερο ζαρωμέν ος, σ αν ο ύπν ος του ν α ήταν πολ ύ ταραγ μέν ος. Έδιν ε την εν τύπωσ η πως μιλ ούσ ε σ τον εαυτό του, και μόλ ις την είδε απλ ώς σ υν έχ ισ ε δυν ατά τη φράσ η του: «...κι έτσ ι έχ ω μερικούς παλ ιούς φακέλ ους σ το αυτοκίν ητό μου, αλ λ ά βέβαια μπορούμε ν α πάμε ν α
πάρουμε και όλ ους τους άλ λ ους, και υπάρχ ουν μερικές ακόμη σ ημειώσ εις που δεν τις έχ ω ακόμη περάσ ει σ τον υπολ ογ ισ τή...» «Έλ α, πάμε μέσ α», είπε η Φρίν τα. Πέρασ ε το χ έρι της κάτω από τον μυτερό αγ κών α του και τον τράβηξε μέσ α σ την περισ τρεφόμεν η πόρτα. Ο Κάρλ σ ον ήταν σ ε μια σ υν άν τησ η, μόλ ις όμως άκουσ ε πως η Φρίν τα Κλ άιν ήταν κάτω και τον ζητούσ ε, παράτησ ε τη σ ύσ κεψ η και έτρεξε σ την Υ ποδοχ ή ν α τη σ υν αν τήσ ει. Εκείν η σ τεκόταν ευθυτεν ής σ το κέν τρο του προθαλ άμου, με μια έκφρασ η αποφασ ισ τικότητας σ το πρόσ ωπό της που την αν αγ ν ώριζε από τις παλ ιές μέρες. Δ ίπλ α της ήταν έν ας άν τρας που έμοιαζε με σ αρακοφαγ ωμέν ο αρπακτικό πουλ ί. Κουβαλ ούσ ε αρκετές πλ ασ τικές τσ άν τες γ εμάτες με φακέλ ους και κρατούσ ε κι έν α δημοσ ιογ ραφικό μαγ ν ητόφων ο. Ο Κάρλ σ ον εκείν η τη σ τιγ μή δεν τον σ υν έδεσ ε με τη Φρίν τα. Έμοιαζε σ αν εκείν ους τους τύπους με τις εμμον ές που πήγ αιν αν σ τα ασ τυν ομικά τμήματα γ ια ν α αποκαλ ύψ ουν παραν οϊκές σ υν ωμοσ ίες σ τον αδιάφορο αξιωματικό υπηρεσ ίας που καθόταν σ το γ ραφείο της Υ ποδοχ ής. «Έλ α σ το γ ραφείο μου», της είπε.
«Να σ ου σ υσ τήσ ω τον Τζιμ Φίαρμπι. Είν αι δημοσ ιογ ράφος. Τζιμ, από εδώ ο επιθεωρητής Μάλ κολ μ Κάρλ σ ον ». Ο Κάρλ σ ον του έτειν ε το χ έρι, όμως ο Φίαρμπι δεν είχ ε χ έρι ελ εύθερο γ ια χ ειραψ ία. Έν ευσ ε απλ ώς με το κεφάλ ι του και κοίταξε έν τον α τον Κάρλ σ ον σ το πρόσ ωπο. «Πρέπει ν α σ ου μιλ ήσ ουμε», είπε η Φρίν τα. «Έχ ει σ χ έσ η με τον Χαλ Μπράν τσ ο;» «Αυτό δεν είν αι τόσ ο σ ημαν τικό τώρα». «Στην πραγ ματικότητα, είν αι πολ ύ σ ημαν τικό». Ο Κάρλ σ ον τους οδήγ ησ ε σ το γ ραφείο του και τράβηξε δυο καρέκλ ες γ ια ν α καθίσ ουν . Η Φρίν τα κάθισ ε, όμως ο Φίαρμπι ακούμπησ ε επάν ω σ την καρέκλ α τις τσ άν τες και σ τάθηκε ακριβώς από πίσ ω. «Ο Χαλ Μπράν τσ ο μας το έκαν ε απόλ υτα σ αφές ότι–» «Όχ ι», τον διέκοψ ε τραχ ιά ο Φίαρμπι και αυτή ήταν η πρώτη λ έξη που άκουγ ε από εκείν ον ο Κάρλ σ ον . «Ακούσ τε τι έχ ει ν α σ ας πει». «Κύριε Φίαρμπι–» «Θα καταλ άβεις σ ε έν α λ επτό», του είπε η Φρίν τα. «Ή τουλ άχ ισ τον ελ πίζω πως θα καταλ άβεις». «Σε ακούω, λ οιπόν ».
«Πισ τεύουμε πως έν ας άν τρας ο οποίος ον ομάζεται Λόρεν ς Ντάους και κατοικεί πολ ύ κον τά σ το Κρόιν τον , κακοποίησ ε και σ κότωσ ε τουλ άχ ισ τον έξι ν εαρές γ υν αίκες, μεταξύ των οποίων και την ίδια του την κόρη». Ακολ ούθησ ε σ ιωπή. Ο Κάρλ σ ον δεν κιν ήθηκε. Το πρόσ ωπό του ήταν κεν ό από κάθε έκφρασ η. «Κάρλ σ ον ; Με άκουσ ες;» Όταν επιτέλ ους αποφάσ ισ ε ν α της απαν τήσ ει, το έκαν ε σ ε έν αν τόν ο βαθιάς αν ησ υχ ίας. «Φρίν τα. Μα τι πήγ ες κι έκαν ες;» «Προσ παθούσ α ν α βρω έν α εξαφαν ισ μέν ο κορίτσ ι», απάν τησ ε σ ταθερά η Φρίν τα. «Κι εγ ώ γ ιατί δεν ξέρω τίποτα γ ι’ αυτό; Μήπως γ ίν εται κάπου μια έρευν α γ ια φόν ο κι εγ ώ με κάποιον τρόπο την έχ ασ α;» «Σου το είπα ότι δεν θα σ ε πίσ τευαν », της είπε ο Φίαρμπι. «Πρέπει ν α με ακούσ εις». Η Φρίν τα έγ ειρε προς τα εμπρός και κοίταξε τον Κάρλ σ ον κατάματα με το φωτειν ό βλ έμμα της. «Δ εν γ ίν εται καμία έρευν α επειδή καν είς άλ λ ος δεν έκαν ε τη σ ύν δεσ η. Εκτός από τον Τζιμ Φίαρμπι». «Και εσ ύ πώς βρέθηκες μπλ εγ μέν η;» «Όλ α ξεκίν ησ αν από κάτι που είπε εκείν ος ο ψ ευτο-ασ θεν ής του Μπράν τσ ο».
«Εκείν ος που σ ε εξαπάτησ ε;» «Αυτό είν αι άσ χ ετο. Δ εν με απασ χ ολ εί καν πια. Υ πήρχ ε όμως μια λ επτομέρεια που δεν μπορούσ ε ν α μου φύγ ει από το ν ου. Με σ τοίχ ειων ε. Έπρεπε οπωσ δήποτε ν α αν ακαλ ύψ ω τη σ ημασ ία της». Ο Κάρλ σ ον κοίταξε τη Φρίν τα και τον αν αμαλ λ ιασ μέν ο τύπο δίπλ α της και έν ιωσ ε έν α κύμα οίκτου. «Ξέρω πως ακούγ εται παράλ ογ ο», σ υν έχ ισ ε εκείν η. «Στην αρχ ή ν όμισ α πως τρελ αιν όμουν και πως ήταν απλ ώς μια προβολ ή των δικών μου αισ θημάτων . Αλ λ ά βρήκα από πού προερχ όταν η ισ τορία. Βρήκα το φοιτητή που είχ ε σ τείλ ει σ ’ εμέν α ο Χαλ και τους άλ λ ους που σ υμμετείχ αν σ την έρευν α. Συν άν τησ α έτσ ι και τον Ραζίτ, ο οποίος είχ ε ακούσ ει αυτή την ισ τορία από την πρώην φιλ εν άδα του. Τη βρήκα και αυτήν , και μου είπε πως την ισ τορία της την είχ ε πει μια αλ λ οτιν ή της φίλ η, η Λίλ α. Και σ τη σ υν έχ εια αν ακάλ υψ α πως η Λίλ α είχ ε εξαφαν ισ τεί». Ο Κάρλ σ ον τη σ ταμάτησ ε με μια χ ειρον ομία. «Γιατί δεν είπες τίποτα; Γιατί δεν ήρθες σ ’ εμέν α, Φρίν τα;» «Ήξερα τι λ έν ε όλ οι: Άν θρωποι εξαφαν ίζον ται σ υν εχ ώς και δεν θέλ ουν ν α βρεθούν και ν α επισ τρέψ ουν . Αυτή η εξαφάν ισ η, όμως, μου
φαιν όταν διαφορετική. Βρήκα πρώτα την παλ ιά φίλ η της Λίλ α κι έπειτα έν αν άν τρα τον οποίο σ υν αν ασ τρεφόταν η Λίλ α λ ίγ ο πριν από την εξαφάν ισ ή της. Απαίσ ιος χ αρακτήρας. Απατεών ας, βίαιος, αηδιασ τικός. Κι εκεί ακριβώς σ υν άν τησ α τον Τζιμ». «Ο οποίος έψ αχ ν ε επίσ ης τη Λίλ α;» ρώτησ ε ο Κάρλ σ ον . «Εγ ώ έψ αχ ν α τη Σάρον ». «Τη Σάρον ;» «Έν α κορίτσ ι το οποίο επίσ ης αγ ν οείται». «Κατάλ αβα». «Και όλ α τα άλ λ α κορίτσ ια, βέβαια. Αλ λ ά ήταν η Σάρον που με οδήγ ησ ε εκεί». Ξαφν ικά χ αμογ έλ ασ ε. «Κι εκεί ακριβώς σ υν άν τησ α τη Φρίν τα». Ο Κάρλ σ ον κοίταξε τον Φίαρμπι. Του θύμιζε λ ίγ ο τους μέθυσ ους που μερικές φορές περν ούσ αν μια ν ύχ τα σ το κρατητήριο. Μύριζε και λ ίγ ο σ αν αυτούς: μια βαριά αποφορά από ουίσ κι και μπαγ ιάτικο καπν ό. Η Φρίν τα πρόσ εξε το βλ έμμα του εκείν ο. «Θα έχ εις σ ίγ ουρα ακουσ τά τον Τζιμ Φίαρμπι», του είπε. «Είν αι ο δημοσ ιογ ράφος που έκαν ε ν α αποσ υρθεί η κατηγ ορία γ ια φόν ο εν αν τίον του Τζορτζ Κόν λ εϊ». Ο Κάρλ σ ον κοίταξε τώρα τον Φίαρμπι με
αν αν εωμέν ο εν διαφέρον . «Εσ είς ήσ ασ ταν αυτός;» «Καταλ αβαίν ετε τώρα γ ια ποιο λ όγ ο τρέφω αν άμεικτα σ υν αισ θήματα γ ια την ασ τυν ομία». «Τότε λ οιπόν γ ιατί βρίσ κεσ τε τώρα εδώ;» «Με έπεισ ε η Φρίν τα ν α έρθω. Είπε πως θα βοηθούσ ατε». «Τον διαβεβαίωσ α πως θα μας άκουγ ες», είπε η Φρίν τα. «Πισ τεύουμε πως ο δράσ της είν αι ο πατέρας της Λίλ α». Ο Φίαρμπι έκαν ε το γ ύρο του γ ραφείου και πήγ ε και σ τάθηκε δίπλ α σ τον Κάρλ οσ ν , ο οποίος μπορούσ ε τώρα ν α τον ακούσ ει ν α βαριαν ασ αίν ει. «Αυτός είν αι υπεύθυν ος γ ια την εξαφάν ισ η της κόρης του, της Σάρον και των άλ λ ων κοριτσ ιών ». «Λόρεν ς Ντάους», είπε η Φρίν τα. «Είν αι αυτός ο άν θρωπος σ το Κρόιν τον ;» «Ναι». «Μου ζητάτε ν α πισ τέψ ω πως εσ είς οι δυο αν ακαλ ύψ ατε ότι έν ας άν θρωπος είν αι υπεύθυν ος γ ια αρκετούς φόν ους, τη διάπραξη των οποίων η ασ τυν ομία αγ ν οεί παν τελ ώς;» «Ναι». Ο Φίαρμπι αγ ριοκοίταξε τον Κάρλ σ ον . «Τα κορίτσ ια εξαφαν ίσ τηκαν », άρχ ισ ε πάλ ι ν α λ έει η Φρίν τα. Προσ παθούσ ε ν α μιλ ά όσ ο πιο ξεκάθαρα και ορθολ ογ ικά μπορούσ ε. «Κι επειδή
έμεν αν σ ε διαφορετικά μέρη και δεν βρέθηκαν ποτέ πτώματα, δεν έγ ιν ε ποτέ καμία σ ύν δεσ η αν άμεσ α σ ε αυτές τις εξαφαν ίσ εις». Ο Κάρλ σ ον αν ασ τέν αξε. «Και γ ιατί πισ τεύετε πως ο Λόρεν ς Ντάους τις σ κότωσ ε;» Ο Φίαρμπι πήγ ε πάλ ι από την άλ λ η πλ ευρά του γ ρα φείου και άρχ ισ ε ν α ψ αχ ουλ εύει σ τις πλ ασ τικές τσ άν τες του. «Οι αυθεν τικοί χ άρτες βρίσ κον ται σ το σ πίτι μου, έφτιαξα όμως αυτό γ ια εσ άς. Έτσ ι τώρα μπορείτε ν α δείτε και μόν ος σ ας». Κράδαιν ε σ το χ έρι του έν α φύλ λ ο χ αρτιού επάν ω σ το οποίο είχ ε σ χ εδιάσ ει, πολ ύ άτσ αλ α, έν α χ άρτη του δρόμου αν άμεσ α σ το Λον δίν ο και το Μάν τσ εσ τερ, με ασ τερίσ κους σ τα σ ημεία τα οποία είχ αν εξαφαν ισ τεί οι ν εαρές γ υν αίκες. «Εν τάξει, κύριε Φίαρμπι». «Δ εν μας πισ τεύετε». Ο Φίαρμπι είχ ε μιλ ήσ ει πολ ύ ήρεμα. «Κοιτάξτε. Προσ παθήσ τε ν α το δείτε από τη δική μου οπτική γ ων ία. Ή από του διοικητή». «Όχ ι», μπήκε σ τη μέσ η η Φρίν τα. «Δ εν έχ ει σ ημασ ία. Δ εν μας πισ τεύεις, όμως εγ ώ εξακολ ουθώ ν α θέλ ω ν α με βοηθήσ εις». «Με ποιον τρόπο;» «Θέλ ω ν α πας και ν α αν ακρίν εις τον Λόρεν ς
Ντάους. Και ν α ψ άξεις το σ πίτι του, το κάθε δωμάτιο. Και το κελ άρι. Νομίζω πως υπάρχ ει κελ άρι. Και τον κήπο του επίσ ης. Είν αι σ ίγ ουρο ότι θα βρεις κάτι». «Μα δεν είν αι δυν ατόν ν α σ τείλ ω μια ομάδα ασ τυν ομικών ν α κάν ουν έν α σ πίτι φύλ λ ο και φτερό μόν ο και μόν ο επειδή εσ ύ έχ εις υποψ ίες». Η Φρίν τα τον παρακολ ουθούσ ε προσ εκτικά καθώς μιλ ούσ ε. Τώρα η έκφρασ ή της σ φίχ τηκε, το πρόσ ωπό της έγ ιν ε μια μάσ κα. «Μου το χ ρωσ τάς», του είπε. «Συγ γ ν ώμη;» «Μου το χ ρωσ τάς». Άκουσ ε την ίδια της τη φων ή, ψ υχ ρή και σ κλ ηρή. Δ εν αν ταποκριν όταν σ τα αισ θήματά της. «Παραλ ίγ ο ν α σ κοτωθώ εξαιτίας σ ου. Γι’ αυτό, λ οιπόν , μου το χ ρωσ τάς. Εγ ώ θα το αποκαλ έσ ω απλ ώς “χ άρη”». «Κατάλ αβα». Ο Κάρλ σ ον σ ηκώθηκε. Προσ παθούσ ε ν α κρύψ ει το θυμό και τη σ τεν οχ ώρια του, κι έσ τρεψ ε την πλ άτη του σ τη Φρίν τα και τον Φίαρμπι την ώρα που φορούσ ε το τζάκετ του και έβαζε το κιν ητό του τηλ έφων ο σ την τσ έπη του. «Θα το κάν εις;» τον ρώτησ ε η Φρίν τα. «Σου το χ ρωσ τώ όν τως, Φρίν τα. Επίσ ης, είσ αι φίλ η μου. Κι έτσ ι σ ε εμπισ τεύομαι, παρά τη
φαιν ομεν ική αγ ριότητα όλ ου αυτού του σ ημεριν ού. Αν τιλ αμβάν εσ αι όμως ότι αυτό μπορεί ν α έχ ει δυσ άρεσ τα επακόλ ουθα;» «Ναι». «Σε βάρος μου, εν ν οώ». Η Φρίν τα σ υν άν τησ ε το βλ έμμα του. Η έκφρασ ή του θα μπορούσ ε ν α την είχ ε κάν ει ν α βάλ ει τα κλ άματα. «Ναι, το αν τιλ αμβάν ομαι». «Εν τάξει». «Θα μπορούσ α ν α έρθω–» «Όχ ι». «Θα με εν ημερώσ εις;» Την κοίταξε γ ια έν α λ επτό σ τα μάτια. «Ναι, Φρίν τα. Θα σ ε εν ημερώσ ω». Την ώρα που έβγ αιν ε από τα γ ραφείο του, είδε μια γ ν ώριμη κον τόχ ον τρη φιγ ούρα ν α πλ ησ ιάζει. «Που ν α πάρει!» σ φύριξε ο Κάρλ σ ον . «Μάλ κολ μ», είπε ο διοικητής. Το πρόσ ωπό του ήταν κατακόκκιν ο από οργ ή. «Μία λ έξη μόν ο». «Ναι; Ετοιμαζόμουν ν α πάω ν α σ υν εχ ίσ ω την αν άκρισ η του κυρίου Λέν οξ. Δ εν θα μπορούσ ε ν α περιμέν ει λ ίγ ο;» «Όχ ι, δεν θα μπορούσ ε ν α περιμέν ει. Υ πήρξε μια αν αφορά». Έδειξε τη Φρίν τα με τρεμάμεν ο
δάχ τυλ ο. «Η σ ύμβασ ή της τερματίσ τηκε. Υ πάρχ ει τώρα και αυτό το σ κάν δαλ ο με τον Χαλ . Ξέρεις ποια είν αι η άποψ ή μου. Τι σ τα κομμάτια λ οιπόν γ υρεύει εδώ πέρα αυτή;» «Ήταν γ ια εμάς μια σ ημαν τική–» «Συν ειδητοποιείς τι εν τύπωσ η δίν ει αυτό;» Ο Κάρλ σ ον δεν απάν τησ ε. «Την πλ ήρωσ ες;» Ο Κρόουφορν τ του έδωσ ε μια απότομη σ πρωξιά και γ ια μια φριχ τή σ τιγ μή η Φρίν τα φοβήθηκε πως ο Κάρλ σ ον θα πιαν όταν σ τα χ έρια με τον προϊσ τάμεν ό του. Το πρόσ ωπό της σ υσ πάσ τηκε από την πρόσ φατη γ ν ώσ η του πόσ ο είχ ε διακιν δυν εύσ ει εκείν ος γ ια χ άρη της. «Δ ιοκητά, όπως σ ίγ ουρα γ ν ωρίζετε, η δρ Κλ άιν σ τάθηκε γ ια εμάς πολ ύτιμη βοηθός και–» «Την πλ ήρωσες;» «Όχ ι, ασ φαλ ώς και δεν πλ ηρώθηκα», είπε η Φρίν τα κάν ον τας έν α βήμα προς τα εμπρός. Η φων ή της ήταν παγ ερή. «Είμαι εδώ ως πολ ίτης». «Και τι σ τα κομμάτια κάν εις τότε εδώ;» «Ήρθα ν α δω τον επιθεωρητή Κάρλ σ ον γ ια έν α προσ ωπικό μου ζήτημα. Σαν φίλ η». Ο Κρόουφορν τ σ ήκωσ ε τα φρύδια του. «Πρόσ εχ ε, Μαλ », του είπε. «Έχ ω τα μάτια μου επάν ω σ ου». Τότε πρόσ εξε τον Φίαρμπι. «Ποιος είν αι πάλ ι ετούτος;»
«Είν αι ο σ υν άδελ φός μου, ο Τζιμ Φίαρμπι», είπε η Φρίν τα. «Μόλ ις φεύγ αμε και οι δυο μας». «Δ εν θα σ ας εμποδίσ ω». Όταν είχ αν φτάσ ει πάλ ι σ την είσ οδο, ο Φίαρμπι σ τράφηκε σ τη Φρίν τα. «Τελ ικά πήγ ε καλ ά», είπε. «Πήγ ε φριχ τά», αποκρίθηκε μελ αγ χ ολ ικά η Φρίν τα. «Καταχ ράσ τηκα τη φιλ ία μου με τον Κάρλ σ ον και είπα ψ έματα σ το διοικητή». «Αν πετύχ ουμε αυτό που επιδιώκουμε», είπε ο Φίαρμπι, «τίποτε από αυτά τα δυο δεν θα έχ ει σ ημασ ία». «Και αν δεν το πετύχ ουμε;» «Τότε πάλ ι δεν θα έχ ουν σ ημασ ία». Την ώρα που έφευγ αν , είδαν ν α μπαίν ει σ το ασ τυν ομικό τμήμα μια γ υν αίκα – ψ ηλ ή, μέσ ης ηλ ικίας, με μακριά κασ ταν ά μαλ λ ιά, που φορούσ ε μακριά φούσ τα με μπαλ ώματα. Τους έριξε μια γ ρήγ ορη ματιά και η Φρίν τα σ άσ τισ ε από την άγ ρια αποφασ ισ τικότητα που είδε σ την έκφρασ ή της.
54 «Θα ήθελ α ν α δω τον Μάλ κολ μ Κάρλ σ ον », είπε η γ υν αίκα μιλ ών τας δυν ατά και βιασ τικά. «Νομίζω πως ο επιθεωρητής Κάρλ σ ον είν αι μάλ λ ον απασ χ ολ ημέν ος αυτή τη σ τιγ μή. Τι θα–» «Ή την Ιβέτ Λον γ κ. Ή κι εκείν ο τον άλ λ ο κύριο». «Μπορείτε ν α μου πείτε περί τίν ος πρόκειται;» «Ον ομάζομαι Ελ εάν α Κέριγ καν . Έχ ει σ χ έσ η με την υπόθεσ η της δολ οφον ίας της Ρουθ Λέν οξ. Υ πάρχ ει κάτι που πρέπει ν α καταθέσ ω». Η Ιβέτ καθόταν απέν αν τι από την Ελ εάν α Κέριγ καν . Έβλ επε τις φλ ογ ισ μέν ες παν άδες σ τα σ υν ήθως ωχ ρά μάγ ουλ α της γ υν αίκας και τη λ άμψ η των ματιών της. Τα γ υαλ ιά της που κρέμον ταν γ ύρω από το λ αιμό της με μια αλ υσ ίδα χ ρειάζον ταν καθάρισ μα και τα μαλ λ ιά της ήταν αχ τέν ισ τα. «Είπατε σ τον αξιωματικό υπηρεσ ίας ότι θέλ ατε ν α καταθέσ ετε κάτι». «Ναι». «Σχ ετικά με τη δολ οφον ία της Ρουθ Λέν οξ;»
«Ακριβώς. Θα μπορούσ α ν α έχ ω πρώτα έν α ποτήρι ν ερό;» Η Ιβέτ βγ ήκε από το γ ραφείο κι έπεσ ε επάν ω σ τον Κάρλ σ ον . Η όψ η του ήταν φριχ τή. Τον άγ γ ιξε σ τον αγ κών α. «Είσ αι καλ ά;» «Γιατί ν α μην είμαι;» «Απλ ώς ρώτησ α. Είμαι εκεί μέσ α» –έκαν ε μια χ ειρον ομία προς το μέρος εν ός γ ραφείου– «με την Ελ εάν α Κέριγ καν ». «Για ποιο λ όγ ο;» «Δ εν έχ ω ιδέα. Πήγ αιν α ν α της φέρω λ ίγ ο ν ερό. Δ είχ ν ει αν ασ τατωμέν η». «Έτσ ι, ε;» «Εσ ύ τελ είωσ ες με τον Ράσ ελ Λέν οξ;» «Κάν ω έν α διάλ ειμμα γ ια μία ώρα ή και λ ίγ ο περισ σ ότερο. Υ πάρχ ει κάτι άλ λ ο που πρέπει ν α κάν ω τώρα». «Τι είν αι αυτό;» «Δ εν θα καταλ άβαιν ες. Θα σ κεφτόσ ουν ότι τρελ άθηκα. Μερικές φορές κι εγ ώ ο ίδιος ν ομίζω ότι τρελ άθηκα». Δ εν υπήρχ ε πια κάτι άλ λ ο ν α κάν ει εκτός από το ν α περιμέν ει. Ο Φίαρμπι είχ ε πει πως έπρεπε ν α δει κάποιους αν θρώπους μια και βρισ κόταν σ το
Λον δίν ο, και είχ ε φύγ ει γ ια άλ λ η μια φορά αφήν ον τας τη Φρίν τα μέσ α σ την αβεβαιότητα γ ια το πώς θα έπρεπε ν α περάσ ει την ώρα της. Στο τέλ ος έκαν ε αυτό που έκαν ε πάν τοτε όταν την πλ ημμύριζαν σ κοτειν ές σ κέψ εις. Περπάτησ ε. Βρέθηκε ν α βαδίζει προς το Κιν γ κ Κρος, σ τρίβον τας από μικρά δρομάκια ώσ τε ν α αποφύγ ει το θόρυβο της κυκλ οφορίας. Έπειτα πήρε το δρόμο που οδηγ ούσ ε σ την Κάμν τεν Τάουν , και έτσ ι θυμήθηκε ξαν ά το σ πίτι σ το οποίο ζούσ ε κάποτε η οικογ έν εια Λέν οξ, αν άμεσ α σ ε έν α ακατάσ τατο πλ ήθος από αν τικείμεν α και μέσ α σ ε έν α είδος ευτυχ ίας, και που τώρα έσ τεκε ερημωμέν ο. Ο Ράσ ελ ήταν σ τη φυλ ακή· ο Τεν τ, η Τζούν τιθ και η Ντόρα έμεν αν σ το σ πίτι της θείας τους, χ ιλ ιόμετρα μακριά από εκεί. Τουλ άχ ισ τον το σ πίτι εκείν ο ήταν τακτικό. Στράφηκε προς το καν άλ ι. Τα πλ ωτά σ πίτια που ήταν αγ κυροβολ ημέν α δίπλ α σ το μον οπάτι είχ αν σ τα κατασ τρώματά τους γ λ άσ τρες με φυτά και βόταν α. Σε δύο από τα κατασ τρώματα υπήρχ αν σ κυλ ιά ξαπλ ωμέν α σ τον ήλ ιο εν ώ σ ε έν α άλ λ ο η Φρίν τα πρόσ εξε έν α τεράσ τιο κλ ουβί με έν αν παπαγ άλ ο που την κοιτούσ ε. Μερικά πλ ωτά σ πίτια ήταν αν οιχ τά σ το κοιν ό, κάποια πουλ ούσ αν ψ ωμί με μπαν άν α και τσ άι, φουλ άρια και κοσ μήματα από
αν ακυκλ ωμέν α υλ ικά. Την προσ περν ούσ αν άν θρωποι επάν ω σ ε ποδήλ ατα και κάποιοι που είχ αν βγ ει γ ια τρέξιμο έπεφταν επάν ω της. Το καλ οκαίρι πλ ησ ίαζε. Μπορούσ ε ν α το ν ιώσ ει σ τον ζεσ τό αέρα, ν α το δει σ το φως που γ ιν όταν όλ ο και πιο λ αμπερό ή σ τους καταπράσ ιν ους χ υμούς που κυλ ούσ αν σ τα φύλ λ α των δέν τρων . Πολ ύ σ ύν τομα ο Σάν τι θα επέσ τρεφε γ ια τις διακοπές και θα είχ αν εβδομάδες ολ όκλ ηρες ν α τις περάσ ουν μαζί, όχ ι μόν ο λ ίγ ες ημέρες. Τα σ κεφτόταν όλ α αυτά, όμως δεν μπορούσ ε ν α τα ν ιώσ ει βαθιά μέσ α της. Μάλ ισ τα, το καθάριο φως και οι χ αρούμεν οι άν θρωποι της φαίν ον ταν εξωπραγ ματικοί, πολ ύ απόμακροι, σ αν εκείν η ν α αν ήκε σ ε έν αν εν τελ ώς διαφορετικό κόσ μο – όπου ν εαρές γ υν αίκες σ ύρον ταν βίαια έξω από τις ζωές τους από έν αν άν τρα με χ αμογ ελ ασ τό, σ υμπαθητικό πρόσ ωπο. Είχ ε σ κοτώσ ει την ίδια του την κόρη, τη Λίλ α –η Φρίν τα ήταν πια σ ίγ ουρη γ ι’ αυτό–, κι όμως έδειχ ν ε ν α πεν θεί αυθεν τικά γ ια το χ αμό της. Στον τοίχ ο δίπλ α της έν α γ κράφιτι από κιμωλ ία απεικόν ιζε έν α τεράσ τιο σ τόμα γ εμάτο με κοφτερά, μυτερά δόν τια και η Φρίν τα αν ατρίχ ιασ ε, ν ιώθον τας ξαφν ικά έν α κύμα ψ ύχ ους μέσ α σ το ζεσ τό απόγ ευμα. Βάδισ ε κατά μήκος του καν αλ ιού μέχ ρι το
Ρέτζεν τς Παρκ. Εδώ τα σ πίτια της απέν αν τι όχ θης ήταν μεγ άλ α, σ αν μικρά κάσ τρα ή απομιμήσ εις πύργ ων . Ποιος θα μπορούσ ε ν α ζει σ ε αυτά τα σ πίτια; Δ ιέσ χ ισ ε γ ρήγ ορα το πάρκο, μόλ ις και μετά βίας προσ έχ ον τας τις παρέες των παιδιών , τα ζευγ αράκια που ερωτοτροπούσ αν , τον ν εαρό άν τρα που καθόταν με κλ εισ τά μάτια και έκαν ε κάποιες παράξεν ες αργ ές ασ κήσ εις γ υμν ασ τικής επάν ω σ ε έν α σ τρώμα δίπλ α σ τους φαν ταχ τερούς κήπους. Τελ ικά, προχ ωρών τας από απόμερους δρόμους, βρέθηκε πάλ ι σ το σ πίτι της. Το τηλ έφων ο χ τυπούσ ε τη σ τιγ μή που εκείν η άν οιγ ε την πόρτα, και σ χ εδόν έτρεξε ν α το σ ηκώσ ει γ ια την περίπτωσ η που θα ήταν ο Κάρλ σ ον . «Φρίν τα; Ευτυχ ώς! Μα πού σ τα κομμάτια–» «Ρούμπεν , δεν μπορώ ν α σ ου μιλ ήσ ω τώρα. Περιμέν ω έν α τηλ εφών ημα. Σου υπόσ χ ομαι ν α σ ου τηλ εφων ήσ ω αμέσ ως μόλ ις μπορέσ ω, εν τάξει;» «Στάσ ου μια σ τιγ μή, τα έμαθες γ ια τον Μπράν τσ ο;» «Με σ υγ χ ωρείς». Του έκλ εισ ε το τηλ έφων ο. Πόσ ο χ ρόν ο θα του έπαιρν ε του Κάρλ σ ον γ ια ν α πάει σ το σ πίτι του Λόρεν ς Ντάους; Πότε θα της τηλ εφων ούσ ε; Τώρα; Το βράδυ; Αύριο;
Έφτιαξε λ ίγ ο φρυγ αν ισ μέν ο ψ ωμί με μαρμελ άδα και το έφαγ ε σ το καθισ τικό, ακούγ ον τας το τηλ έφων ο ν α χ τυπά σ υν εχ ώς και τον τηλ εφων ητή ν α απαν τά: η Χλ όη, όλ ο παράπον ο· η Σάσ α, αγ χ ωμέν η· ο Ρούμπεν , έξαλ λ ος· ο Σάν τι... – ω Θεέ, ο Σάν τι. Δ εν του είχ ε καν πει με τι είχ ε καταπιασ τεί. Είχ ε πάει σ ε έν αν κόσ μο εν τελ ώς διαφορετικό, γ εμάτο τρόμο και σ κοτάδι, και δεν είχ ε καν σ κεφτεί ν α του εμπισ τευτεί το μυσ τικό της. Δ εν σ ήκωσ ε ούτε αυτή τη φορά το τηλ έφων ο και τον άκουσ ε ν α αφήν ει κι εκείν ος μήν υμα ζητών τας της, γ ια άλ λ η μία φορά, ν α επικοιν ων ήσ ει μαζί του. Έπειτα ο Γιόζεφ, μεθυσ μέν ος. Λίγ ο αργ ότερα και η Ολ ίβια, ακόμη πιο μεθυσ μέν η. Η ημέρα βάδισ ε προς το σ ούρουπο και ο Κάρλ σ ον δεν είχ ε τηλ εφων ήσ ει ακόμη. Η Φρίν τα αν έβηκε επάν ω, σ το σ πουδασ τήριό της, και κάθισ ε σ το γ ραφείο που έβλ επε επάν ω από την απέραν τη πόλ η, φωτισ μέν η πια ν α λ άμπει κάτω από τον καθαρό ουραν ό. Στην εξοχ ή απόψ ε ο ουραν ός θα ήταν γ εμάτος ασ τέρια. Πήρε το μολ ύβι της, άν οιξε το μπλ οκ σ χ εδίου της κι έκαν ε μερικές ακαθόρισ τες γ ραμμές, σ αν ρυτιδώσ εις ν ερών . Σκέφτηκε τον ποταμό σ το πίσ ω μέρος του κήπου του Ντάους. Ίσ ως τελ ικά ν α έπρεπε ν α κάν ει πια εκείν ο το μπάν ιο που τόσ ες φορές είχ ε αν αβάλ ει. Ήταν
περισ σ ότερο κουρασ μέν η από ποτέ άλ λ οτε, κι όμως δεν είχ ε καμία τάσ η γ ια ύπν ο. Αν τίθετα μάλ ισ τα, έν ιωθε σ αν ο ύπν ος ν α μην επρόκειτο ποτέ πια ν α έρθει και σ αν ν α ήταν παγ ιδευμέν η γ ια πάν τα σ ε αυτή την ξερή, τρομακτική αγ ρύπν ια όπου οι σ κέψ εις ήταν μαχ αίρια. Και τότε χ τύπησ ε ξαν ά το τηλ έφων ο. «Ναι;» «Φρίν τα...» «Κάρλ σ ον ; Τι βρήκες;» «Τίποτα». «Δ εν είν αι δυν ατόν ». «Βρήκα έν αν πολ ύ σ ασ τισ μέν ο και δυσ τυχ ισ μέν ο πατέρα, κι έν α σ πίτι μέσ α σ το οποίο δεν υπάρχ ει καμία απολ ύτως έν δειξη πως ο ιδιοκτήτης του έκαν ε ποτέ κάτι κακό». «Δ εν καταλ αβαίν ω». «Δ εν καταλ αβαίν εις; Εγ ώ πάν τως τον λ υπήθηκα πολ ύ τον άν θρωπο». «Κάτι δεν πάει καλ ά». «Φρίν τα, ν ομίζω πως χ ρειάζεσ αι βοήθεια». «Είσ αι σ ίγ ουρος πως δεν υπήρχ ε απολ ύτως τίποτα;» «Άκουσ έ με. Πρέπει ν α τα αφήσ εις πίσ ω σ ου όλ α αυτά. Κι εγ ώ πρέπει τώρα ν α εξευμεν ίσ ω το διοικητή, ο οποίος δεν είν αι καθόλ ου χ αρούμεν ος,
πίσ τεψ έ με. Θέλ ει ν α με σ ύρει σ ε κάποια διοικητική ακρόασ η...» «Λυπάμαι πολ ύ γ ι’ αυτό, όμως...» «Τράβα μια γ ραμμή επάν ω απ’ όλ α αυτά». Ο τόν ος του ήταν φριχ τά ευγ εν ικός. «Πάψ ε πια ν α ακολ ουθείς το έν σ τικτό σ ου. Πάψ ε ν α προσ παθείς ν α σ ώσ εις αν θρώπους που δεν θέλ ουν ν α σ ωθούν . Και άσ ε και τις παρέες με τον παλ αβό γ ερορεπόρτερ. Γύρν α πίσ ω σ τη ζωή από την οποία εμείς σ ε τραβήξαμε έξω. Προσ πάθησ ε ν α σ υν έλ θεις». Της έκλ εισ ε το τηλ έφων ο και η Φρίν τα πέρασ ε πολ λ ή ώρα σ το δωμάτιο της σ οφίτας με το βλ έμμα της καρφωμέν ο σ το καλ ειδοσ κόπιο από φώτα που απλ ων όταν μπροσ τά της. Αγ απημέν ε μου Σάν τι, ν ομίζω πως έχ ω μεγ άλ ο πρόβλ ημα, και με τον έξ ω κόσμο και μέσα στην καρδιά μου ή στο μυαλ ό μου. Έμειν ε όμως γ ια πολ λ ή ώρα ν α κοιτά τις λ ιγ οσ τές αυτές λ έξεις και τελ ικά πάτησ ε το κουμπί της διαγ ραφής. Ο Κάρλ σ ον και η Ιβέτ κάθον ταν τώρα μπροσ τά
σ την Ελ εάν α Κέριγ καν . Το πρόσ ωπό της ήταν άκαμπτο και επαν αλ άμβαν ε με ξύλ ιν η φων ή: «Εγ ώ τη σ κότωσ α». «Τη Ρουθ Λέν οξ;» «Ναι». «Πείτε μου πώς έγ ιν ε», είπε ο Κάρλ σ ον . «Μόλ ις αν ακαλ ύψ ατε πως ο σ ύζυγ ός σ ας είχ ε δεσ μό μαζί της;» «Τι σ ημασ ία έχ ει; Εγ ώ τη σ κότωσ α». «Σας το είπαν οι γ ιοι σ ας;» «Ναι». Ήπιε μια γ ουλ ιά ν ερό. «Μου το είπαν , κι έπειτα εγ ώ πήγ α εκεί πέρα και τη σ κότωσ α». «Με τι;» «Με έν α αν τικείμεν ο», είπε. «Δ εν μπορώ ν α θυμηθώ. Δ εν θυμάμαι τίποτε άλ λ ο εκτός από το ότι τη σ κότωσ α». «Σκεφτείτε και πείτε τα όλ α με τη σ ειρά», επέμειν ε η Ιβέτ. «Εμείς δεν βιαζόμασ τε. Ξεκιν ήσ τε από την αρχ ή». «Προσ τατεύει τους γ ιους της», είπε αργ ότερα ο Κάρλ σ ον . «Νομίζεις λ οιπόν ότι έν ας από αυτούς το έκαν ε;» «Εκείν η πάν τως αυτό ν ομίζει». «Κι εσ ύ». «Αν άθεμα κι αν ξέρω. Ίσ ως ν α έν ωσ αν όλ οι τις
προσ πάθειές τους γ ι’ αυτόν το φόν ο, όπως σ ε εκείν ο το βιβλ ίο...» «Νόμιζα ότι πίσ τευες πως ήταν ο Ράσ ελ Λέν οξ». «Με έχ ει κουράσ ει πολ ύ αυτή η υπόθεσ η. Είν αι γ εμάτη αθλ ιότητα και δυσ τυχ ία. Έλ α, πάμε ν α πιούμε έν αν καφέ. Έπειτα θα πας σ το σ πίτι σ ου. Δ εν ξέρω πότε κοιμήθηκες γ ια τελ ευταία φορά».
55 Η Φρίν τα τηλ εφών ησ ε σ τον Φίαρμπι και του είπε τι είχ ε σ υμβεί – ή γ ια την ακρίβεια τι δεν είχ ε σ υμβεί. Μεσ ολ άβησ ε μια παύσ η κι έπειτα της είπε πως βρισ κόταν ακόμη σ το Λον δίν ο και θα ερχ όταν αμέσ ως σ το σ πίτι της. Η Φρίν τα του έδωσ ε πρώτα τη διεύθυν σ ή της και μετά προσ πάθησ ε ν α του πει ότι δεν ήταν απαραίτητο, ότι δεν υπήρχ ε τίποτα περισ σ ότερο ν α πούν ε, όμως εκείν ος είχ ε ήδη κλ είσ ει. Της φάν ηκε πως δεν είχ αν περάσ ει παρά λ ίγ α μόν ο λ επτά όταν άκουσ ε έν α χ τύπο σ την πόρτα, και ύσ τερα από λ ίγ ο ο Φίαρμπι ήταν καθισ μέν ος απέν αν τί της με έν α ποτήρι ουίσ κι σ το χ έρι. Όταν τη ρώτησ ε τι της είχ ε πει ο Κάρλ σ ον , η Φρίν τα φάν ηκε ν α εκν ευρίζεται. «Δ εν έχ ει σ ημασ ία», του είπε. «Τι εν ν οείς;» «Πήγ αν σ το σ πίτι του Λόρεν ς Ντάους. Έψ αξαν τα πάν τα. Δ εν βρήκαν απολ ύτως τίποτα ύποπτο». «Πώς αν τέδρασ ε ο Ντάους;» «Ξέρεις κάτι; Δ εν ρώτησ α. Ξαφν ικά, από το πουθεν ά εμφαν ίσ τηκε η ασ τυν ομία και έψ αξε το σ πίτι του και έκαν ε τα πάν τα εκτός από το ν α τον
κατηγ ορήσ ει αν οιχ τά πως δολ οφόν ησ ε την κόρη του. Φαν τάζομαι ότι θα ταράχ τηκε και θα αν ασ τατώθηκε». Η Φρίν τα έτριψ ε το πρόσ ωπό της. Έν ιωθε μια κόπωσ η που έκαν ε τα μέλ η της ν α πον ούν πραγ ματικά. «Δ εν μπορώ ν α το πισ τέψ ω. Κάθισ α μαζί του σ τον κήπο του και μου μίλ ησ ε γ ια τα βάσ αν ά του, κι εγ ώ του έσ τειλ α την ασ τυν ομία. Και ο Κάρλ σ ον είν αι έξαλ λ ος μαζί μου. Με το δίκιο του». «Λοιπόν , ποιο είν αι το επόμεν ο βήμα μας;» ρώτησ ε ο Φίαρμπι. «Το επόμεν ο βήμα μας; Καν έν α. Συγ γ ν ώμη, αλ λ ά δεν είσ αι σ ε θέσ η ν α δεις αυτό που είν αι μπροσ τά σ τη μύτη σ ου;» «Σταμάτησ ες λ οιπόν ν α εμπισ τεύεσ αι το έν σ τικτό σ ου;» «Το έν σ τικτό μου μας έμπλ εξε έτσ ι». «Όχ ι μόν ο το έν σ τικτό σ ου», είπε ο Φίαρμπι. «Ακολ ουθούσ α κι εγ ώ κάποια ίχ ν η και αν ακαλ ύψ αμε πως ακολ ουθούσ αμε και οι δύο τα ίδια. Δ εν σ ου λ έει τίποτα εσ έν α αυτό;» Η Φρίν τα έγ ειρε πίσ ω σ την πολ υθρόν α της και αν ασ τέν αξε. «Σου έχ ει σ υμβεί ποτέ ν α περπατάς σ την ύπαιθρο και εν ώ βαδίζεις σ ε έν α μον οπάτι ν α σ υν ειδητοποιείς ξαφν ικά πως δεν ήταν αλ ηθιν ό
μον οπάτι αλ λ ά απλ ώς έμοιαζε με μον οπάτι; Και ότι έχ εις χ αθεί;» Ο Φίαρμπι όμως χ αμογ έλ ασ ε και κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι του. «Ποτέ δεν μου άρεσ ε πολ ύ το περπάτημα». «Σύμφων α με όσ α μπορούμε ν α υποθέσ ουμε, η Σάρον Γκιμπς ζει κάπου χ αρούμεν η κι ευτυχ ισ μέν η, και δεν θέλ ει ν α βρεθεί. Όποια όμως και αν είν αι η αλ ήθεια, ν ομίζω πως τελ ειώσ αμε». Ο Φίαρμπι κούν ησ ε πάλ ι το κεφάλ ι του, αλ λ ά δεν έδειχ ν ε απογ οητευμέν ος ή θυμωμέν ος. «Δ εν ασ χ ολ ούμαι με όλ ο αυτό τόσ ο καιρό, γ ια ν α αφήσ ω ν α με απογ οητεύσ ει μια τέτοια εξέλ ιξη. Πρέπει ν α πάω ν α ξαν αδώ τα αρχ εία μου, ν α κάν ω μερικές έρευν ες ακόμη. Αλ λ ά δεν πρόκειται ν α τα παρατήσ ω τώρα, όχ ι ύσ τερα από όλ α όσ α έχ ω κάν ει». Η Φρίν τα κοίταξε τον Φίαρμπι με έν α είδος τρόμου. Ήταν άραγ ε κι εκείν η η ίδια λ ίγ ο σ αν αυτόν ; Έτσ ι την έβλ επαν κι αυτήν οι άλ λ οι άν θρωποι; «Τι θα μπορούσ ε ν α σ ε κάν ει ν α σ ταματήσ εις;» «Τίποτα», είπε ο Φίαρμπι. «Όχ ι έπειτα από όλ α αυτά, έπειτα από όσ α υπέφερε ο Τζορτζ Κόν λ εϊ μετά τη δολ οφον ία της Χέιζελ Μπάρτον ». «Κι όλ α όσ α υπέφερες εσ ύ; Όλ α αυτά που
έχ ασ ες; Ο γ άμος σ ου, η σ ταδιοδρομία σ ου;» «Αν τα παρατήσ ω τώρα, αυτό δεν πρόκειται ν α φέρει πίσ ω τη δουλ ειά μου. Ούτε τη γ υν αίκα μου». Ξαφν ικά η Φρίν τα έν ιωσ ε πως είχ ε παγ ιδευτεί σ ε μια κατασ τροφική θεραπευτική σ υν εδρία όπου της ήταν αδύν ατον ν α βρει τα κατάλ λ ηλ α λ όγ ια γ ια ν α πει. Έπρεπε ν α προσ παθήσ ει ν α πείσ ει τον Φίαρμπι πως όλ α εκείν α γ ια τα οποία είχ ε θυσ ιάσ ει τη ζωή του δεν ήταν παρά μια αυταπάτη; Αλ λ ά κι εκείν η η ίδια αυτό πίσ τευε άραγ ε; «Έκαν ες ήδη πάρα πολ λ ά», του είπε. «Έβγ αλ ες τον Τζορτζ Κόν λ εϊ από τη φυλ ακή. Αυτό από μόν ο του είν αι αρκετό». Η έκφρασ η του Φίαρμπι σ κλ ήρυν ε. «Έχ ω αν άγ κη ν α μάθω την αλ ήθεια. Τίποτε άλ λ ο δεν έχ ει σ ημασ ία». Έπιασ ε το βλ έμμα της Φρίν τα και χ αμογ έλ ασ ε κάπως αμήχ αν α. «Σκέψ ου το απλ ώς σ αν αυτό ν α είν αι το δικό μου χ όμπι. Αυτό που κάν ω αν τί ν α καλ λ ιεργ ώ έν α κομμάτι γ ης ή ν α παίζω γ κολ φ». Κι όταν εκείν ος σ ηκώθηκε ν α φύγ ει, η Φρίν τα έν ιωσ ε σ αν ν α ήταν κάποιος που είχ ε καθίσ ει τυχ αία δίπλ α της σ ε έν α ταξίδι με τρέν ο και είχ αν πιάσ ει τη σ υζήτησ η, και τώρα που έφταν αν πια σ το σ ταθμό θα χ ώριζαν γ ια ν α μην αν ταμώσ ουν ποτέ ξαν ά. Στην πόρτα, αποχ αιρετίσ τηκαν με μια θερμή
χ ειραψ ία. «Θα σ ε εν ημερώσ ω γ ια κάθε εξέλ ιξη», της είπε. «Ακόμη κι αν εσ ύ δεν θέλ εις ν α το κάν ω». Αφού ο Φίαρμπι είχ ε πια φύγ ει, η Φρίν τα έγ ειρε γ ια λ ίγ α λ επτά επάν ω σ την πόρτα της. Αισ θαν όταν σ αν ν α έπρεπε ν α πάρει αν άσ α αλ λ ά δεν μπορούσ ε, σ αν οι πν εύμον ές της ν α μη λ ειτουργ ούσ αν πια καν ον ικά. Πίεσ ε τον εαυτό της ν α σ υγ κεν τρωθεί και ν α αρχ ίσ ει ν α παίρν ει βαθιές, αργ ές αν άσ ες. Τότε, επιτέλ ους, αν έβηκε σ το λ ουτρό της. Περίμεν ε τόσ ο καιρό την κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή, όμως ποτέ δεν υπάρχ ει κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή. Πάν τοτε υπάρχ ει ακόμη μία εκκρεμότητα. Σκέφτηκε τον Γιόζεφ, τον χ αοτικό και πρόθυμο φίλ ο της, και όλ ο το μόχ θο που είχ ε καταβάλ ει γ ια ν α της προσ φέρει αυτό το δώρο. Ήταν η πράξη της φιλ ίας του. Είχ ε καλ ούς φίλ ους, όμως δεν είχ ε σ τραφεί σ ε αυτούς, ούτε καν σ τον Σάν τι. Μπορούσ ε ν α ακούει αλ λ ά όχ ι ν α μιλ ά· ν α δίν ει βοήθεια αλ λ ά όχ ι και ν α τη ζητά. Ήταν περίεργ ο, όμως τις τελ ευταίες ημέρες είχ ε ν ιώσ ει περισ σ ότερο κον τά σ τον Φίαρμπι, με το παραμελ ημέν ο του σ πίτι και το τεράσ τιο σ ύσ τημα αρχ ειοθέτησ ής του και τη ν αυαγ ισ μέν η ζωή του, από ό,τι σ ε οποιον δήποτε άλ λ ον . Το κουδούν ι χ τύπησ ε πάλ ι, και γ ια μια σ τιγ μή σ κέφτηκε πως δεν θα πήγ αιν ε ν ’ αν οίξει. Τελ ικά
όμως, με έν αν αν ασ τεν αγ μό, έσ τρεψ ε πάλ ι την πλ άτη της σ την μπαν ιέρα και κατέβηκε ν α αν οίξει την πόρτα. «Σας έσ τειλ αν κάτι», είπε ο άν θρωπος που σ τεκόταν από πίσ ω με το μισ ό του πρόσ ωπο σ κιασ μέν ο από το ψ ηλ ό χ αρτον έν ιο κουτί που κρατούσ ε. «Είσ τε η Φρίν τα Κλ άιν ;» «Ναι». «Υ πογ ράψ τε εδώ, παρακαλ ώ». Η Φρίν τα υπέγ ραψ ε και πήρε το κουτί σ το καθισ τικό της. Μόλ ις άν οιξε το καπάκι, τη χ τύπησ ε μια μυρωδιά της οποίας η υπερβολ ικά έν τον η γ λ ύκα της θύμιζε κηδείες και λ όμπι ξεν οδοχ είων . Προσ εκτικά, αν ασ ήκωσ ε μέσ α από το κουτί μια τεράσ τια αν θοδέσ μη από λ ευκά κρίν α, δεμέν α από κάτω με μια πορφυρή κορδέλ α. Ποτέ δεν της άρεσ αν τα κρίν α: ήταν μάλ λ ον φαν ταχ τερά γ ια τα γ ούσ τα της και το άρωμά τους έμοιαζε ν α της φράζει τους αεραγ ωγ ούς. Αλ λ ά ποιος ν α τα είχ ε σ τείλ ει; Μέσ α σ το κουτί, μαζί με τα άν θη, υπήρχ ε και έν α μικροσ κοπικό φακελ άκι. Το άν οιξε και τράβηξε έξω την κάρτα. Δ εν θα τον αφήν αμε ν α τη γ λ ιτώσει με αυτό που σου έκαν ε. Ξαφν ικά ο κόσ μος σ τέν εψ ε, ο αέρας γ ύρω της
έγ ιν ε παγ ερός. Δ εν θα τον αφήν αμε ν α τη γ λ ιτώσει με αυτό που σου έκαν ε. Έν ιωσ ε χ ολ ή ν α αν εβαίν ει σ το λ αιμό της και το μέτωπό της κολ λ ούσ ε από τον ιδρώτα. Έβαλ ε το έν α της χ έρι σ το σ τήθος σ αν ν α ήθελ ε έτσ ι ν α σ ταθεροποιήσ ει τον εαυτό της, ν α κάν ει τους πν εύμον ές της ν α πάρουν βαθιά αν άσ α. Ήξερε ποιος της είχ ε σ τείλ ει τα κρίν α. Ήταν ο Ντιν Ριβ. Παλ αιότερα της είχ ε σ τείλ ει ασ φόδελ ους, γ ράφον τάς της πως δεν είχ ε φτάσ ει ακόμη η ώρα της, και τώρα αυτά τα φαν ταχ τερά, πλ αδαρά κρίν α, Αυτός ήταν που είχ ε βάλ ει φωτιά σ το σ πίτι του Μπράν τσ ο. Και το είχ ε κάν ει γ ια εκείν η. Πίεσ ε δυν ατά το χ έρι της επάν ω σ την καρδιά της που χ οροπηδούσ ε. Τι μπορούσ ε ν α κάν ει; Πού μπορούσ ε ν α σ τραφεί; Ποιος θα την πίσ τευε και ποιος θα ήταν σ ε θέσ η ν α τη βοηθήσ ει; Είχ ε κυριευτεί από την επιτακτική αίσ θησ η πως θα έπρεπε ν α κάν ει κάτι ή ν α μιλ ήσ ει σ ε κάποιον . Άλ λ ωσ τε σ ε αυτό πίσ τευε και η ίδια, έτσ ι δεν ήταν ; Στο ν α μιλ ά με τους αν θρώπους. Αλ λ ά σ ε ποιον ; Κάποτε, σ ε άλ λ ους καιρούς, θα ήταν ο Ρούμπεν . Όμως η σ χ έσ η τους δεν ήταν πια όπως τότε. Δ εν μπορούσ ε ν α μιλ ήσ ει σ τον Σάν τι, διότι εκείν ος ήταν σ την Αμερική και αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσ ε ν α σ υζητηθεί από το τηλ έφων ο. Και η
Σάσ α; Ή ακόμη και ο Γιόζεφ; Γι’ αυτό δεν ήταν οι φίλ οι; Όχ ι, δεν θα λ ειτουργ ούσ ε. Δ εν μπορούσ ε ν α το εξηγ ήσ ει με τα σ ωσ τά λ όγ ια, όμως έν ιωθε πως αυτό θα ήταν κάτι σ αν προδοσ ία της φιλ ίας τους. Όχ ι, χ ρειαζόταν κάποιον έξω από όλ α αυτά. Τότε θυμήθηκε κάποια. Πήγ ε πρώτα σ το σ κουπιδοτεν εκέ έξω από το σ πίτι της και πέταξε την αν θοδέσ μη όσ ο μπορούσ ε πιο βαθιά μέσ α. Όταν γ ύρισ ε σ το σ πίτι, ψ αχ ούλ εψ ε σ την τσ άν τα της αλ λ ά δεν ήταν εκεί. Πήγ ε επάν ω, σ το σ πουδασ τήριό της, και άν οιξε έν α από τα σ υρτάρια του γ ραφείου της. Όταν έκαν ε εκκαθάρισ η σ την τσ άν τα της, είτε πετούσ ε αυτά που δεν χ ρειαζόταν είτε τα φυλ ούσ ε εκεί. Έψ αξε αν άμεσ α σ ε παλ ιές κάρτες, σ υν ταγ ές, γ ράμματα, φωτογ ραφίες, προσ κλ ήσ εις, και τελ ικά το βρήκε. Ήταν μια επαγ γ ελ ματική κάρτα. Όταν η Φρίν τα είχ ε περάσ ει από μια πειθαρχ ική επιτροπή ψ υχ αν αλ υτών εξαιτίας μιας καταγ γ ελ ίας, είχ ε σ υν αν τήσ ει αν άμεσ α σ ε όλ ους τους άλ λ ους και έν α ηλ ικιωμέν ο, ευγ εν ικό πρόσ ωπο. Η Θέλ μα Σκοτ ήταν κι εκείν η ψ υχ αν αλ ύτρια και είχ ε δει σ τη Φρίν τα κάτι που η ίδια η Φρίν τα δεν ήθελ ε ν α αφήσ ει καν έν αν ν α το δει. Είχ ε καλ έσ ει τότε τη Φρίν τα ν α πάει ν α της μιλ ήσ ει οποιαδήποτε σ τιγ μή έν ιωθε την αν άγ κη ν α το κάν ει και της είχ ε δώσ ει την κάρτα της. Τότε η
Φρίν τα ήταν σ ίγ ουρη πως ποτέ δεν θα δεχ όταν την προσ φορά της και είχ ε μάλ ισ τα σ χ εδόν θυμώσ ει με την πρότασ η, παρ’ όλ α αυτά όμως είχ ε κρατήσ ει την κάρτα. Τώρα κάλ εσ ε το ν ούμερο με χ έρια που σ χ εδόν έτρεμαν . «Χαίρετε. Με σ υγ χ ωρείτε που καλ ώ τέτοια ώρα. Μάλ λ ον δεν θα με θυμάσ τε. Είμαι η Φρίν τα Κλ άιν ». «Ασ φαλ ώς και σ ε θυμάμαι». Η φων ή σ το τηλ έφων ο ακουγ όταν σ ταθερή, καθησ υχ ασ τική. «Αυτό είν αι πραγ ματικά αν όητο εκ μέρους μου, και ίσ ως αυτό ν α το έχ ετε πράγ ματι ξεχ άσ ει, κάποτε όμως είχ ατε έρθει ν α με δείτε και μου είπατε πως θα μπορούσ α ν α έρθω ν α σ ας μιλ ήσ ω αν ποτέ έν ιωθα την αν άγ κη... Αν αρωτιόμουν τώρα αν θα ήταν δυν ατόν ν α γ ίν ει αυτό. Αν όμως δεν σ ας είν αι εύκολ ο, δεν υπάρχ ει καν έν α πρόβλ ημα. Θα βρω κάποιον γ ια ν α μιλ ήσ ω...» «Μπορείς ν α έρθεις αύριο;» «Ναι, ν αι, μπορώ. Δ εν υπάρχ ει όμως λ όγ ος βιασ ύν ης. Δ εν θέλ ω ν α σ ας πιέσ ω με το πρόγ ραμμά σ ας». «Τι θα έλ εγ ες γ ια μεθαύριο σ τις τέσ σ ερις;» «Στις τέσ σ ερις. Ναι, ωραία. Θα σ ας δω τότε». «Δ εν γ ν ωρίζεις τη διεύθυν σ ή μου». «Έχ ετε δίκιο. Συγ γ ν ώμη». Η Φρίν τα έγ ραψ ε τη διεύθυν σ η κι έπειτα έβγ αλ ε
τη ρόμπα της και ξάπλ ωσ ε σ το κρεβάτι της γ ια ν α περάσ ει άλ λ η μια ν ύχ τα αϋπν ίας, πολ ιορκημέν η από πρόσ ωπα και εικόν ες, από φόβους και σ κοτάδι, και με τον τρόμο ν α τη σ φυροκοπά. Θα πρέπει όμως ν α αποκοιμήθηκε λ ίγ ο, γ ιατί κάποια σ τιγ μή ξύπν ησ ε από έν αν ήχ ο τον οποίο σ την αρχ ή δεν αν αγ ν ώρισ ε κι αμέσ ως μετά κατάλ αβε πως προερχ όταν από το κιν ητό της τηλ έφων ο. Το εν τόπισ ε και είδε το όν ομα του Φίαρμπι σ την οθόν η. Το άφησ ε ν α χ τυπά. Εκείν η τη σ τιγ μή απλ ώς δεν άν τεχ ε ν α του μιλ ήσ ει. Ξάπλ ωσ ε πάλ ι σ το κρεβάτι της και σ κέφτηκε τον Φίαρμπι. Κυριεύτηκε τότε από μια έν τον η, ολ οζών ταν η, αν ατριχ ιασ τική αίσ θησ η του τι θα σ ήμαιν ε ν α είσ αι παράφρων , σ τ’ αλ ήθεια παράφρων , και ν α βρίσ κεις τα δικά σ ου κρυμμέν α μην ύματα σ ε έν αν χ αοτικό κόσ μο. Σκέφτηκε τους βασ αν ισ μέν ους, θλ ιμμέν ους αν θρώπους που έρχ ον ταν σ ε αυτήν γ ια ν α ζητήσ ουν βοήθεια, και τους ακόμη πιο βασ αν ισ μέν ους και θλ ιμμέν ους αν θρώπους που δεν μπορούσ ε ν α κάν ει κάτι γ ια ν α τους βοηθήσ ει· τους αν θρώπους που είχ αν φων ές μέσ α σ το κεφάλ ι τους και τους μιλ ούσ αν γ ια σ υν ωμοσ ίες, μέσ α σ τις οποίες τα πάν τα αποκτούσ αν έν α φριχ τό, τρομακτικό ν ήμα. Κοίταξε το ξυπν ητήρι της. Η ώρα ήταν δύο
λ επτά μετά τις εφτά. Ο Φίαρμπι θα πρέπει ν α περίμεν ε όλ ο το βράδυ ν α πάει μια λ ογ ική ώρα γ ια ν α της τηλ εφων ήσ ει. Σηκώθηκε και έκαν ε έν α παγ ωμέν ο ν τους, τόσ ο κρύο που την έκαν ε ν α πον έσ ει. Φόρεσ ε έν α τζιν παν τελ όν ι κι έν α μπλ ουζάκι και έφτιαξε καφέ. Δ εν άν τεχ ε πια ν α αν τιμετωπίσ ει τίποτε άλ λ ο. Αν όμως ο Φίαρμπι της είχ ε αφήσ ει κάποιο μήν υμα; Εκείν η τη σ τιγ μή δεν άν τεχ ε καν ν ’ ακούσ ει τη φων ή του, από την άλ λ η όμως δεν μπορούσ ε και ν α σ υγ κρατήσ ει τον εαυτό της. Πήγ ε πάλ ι επάν ω, ξαν απήρε το κιν ητό της τηλ έφων ο και κάλ εσ ε τον τηλ εφων ητή. Σκέφτηκε πως το πιθαν ότερο ήταν ν α μην της έχ ει αφήσ ει μήν υμα. Της είχ ε αφήσ ει όμως. Το μήν υμα ξεκιν ούσ ε με έν α ν ευρικό βηχ αλ άκι, όπως όταν κάποιος ξεκιν ά μια ομιλ ία σ την οποία δεν ξέρει τι ακριβώς πρέπει ν α πει. «Εχ μ. Φρίν τα. Εγ ώ είμαι. Ο Τζιμ. Συγ γ ν ώμη γ ια τα χ τεσ ιν ά. Θα έπρεπε ν α σ ε είχ α ευχ αρισ τήσ ει γ ια όλ α όσ α έκαν ες. Το ξέρω πως ήρθα σ ’ εσ έν α σ αν παλ αβός. Και σ αν μαν ιακός. Όπως και ν α έχ ει, είπα πως θα σ ε κρατώ εν ήμερη, κάτι που ίσ ως ν α μη σ ε χ αροποιεί. Βρίσ κομαι σ το Λον δίν ο. Έριξα άλ λ η μια ματιά σ τα αρχ εία μου, σ τους φακέλ ους των κοριτσ ιών . Μου ήρθε μια ιδέα. Δ εν σ κεφτήκαμε σ ωσ τά την περίπτωσ ή τους. Δ εν ακούσ αμε τη
μηχ αν ή. Θα πάω ν α ρίξω άλ λ η μια ματιά. Έπειτα θα περάσ ω από το σ πίτι σ ου και θα σ ε εν ημερώσ ω. Θα είμαι εκεί σ τις δύο. Τηλ εφών ησ έ μου αν δεν σ ε βολ εύει η ώρα. Συγ γ ν ώμη γ ια την επιμον ή μου. Να ’σ αι καλ ά». Η Φρίν τα σ χ εδόν ευχ ήθηκε ν α μην είχ ε ακούσ ει το μήν υμα. Έν ιωσ ε σ αν η υπόθεσ η των εξαφαν ισ μέν ων κοριτσ ιών ν α τη ρουφούσ ε πάλ ι μέσ α της. Ήταν ξεκάθαρο πως ο Φίαρμπι δεν θα εγ κατέλ ειπε ποτέ. Όπως μερικοί άν θρωποι που έχ ουν εμμον ή με διεθν είς σ υν ωμοσ ίες ή με τη δολ οφον ία του Κέν εν τι, δεν θα εγ κατέλ ειπε ποτέ και τίποτα δεν θα μπορούσ ε ν α τον κάν ει ν α αλ λ άξει γ ν ώμη. Μπήκε σ τον πειρασ μό ν α τον καλ έσ ει αμέσ ως και ν α του πει ν α μην έρθει, αλ λ ά σ κέφτηκε πως δεν ήταν η καλ ύτερη λ ύσ η. Θα τον άφην ε ν α έρθει μία ακόμη φορά και θα άκουγ ε αυτά που θα είχ ε ν α της πει, κι έπειτα θα του έδιν ε ορθολ ογ ικές απαν τήσ εις και αυτό θα ήταν όλ ο. Το πρωιν ό έμοιαζε ν α είν αι το ίδιο μουν τό με το βράδυ που είχ ε μόλ ις περάσ ει. Η Φρίν τα σ κέφτηκε ν α διαβάσ ει έν α βιβλ ίο, όμως την ίδια σ τιγ μή ήξερε και πως θα ήταν αδύν ατον ν α σ υγ κεν τρωθεί. Κάτω από καν ον ικές σ υν θήκες, εκείν η την ώρα θα έκαν ε έν α σ χ έδιο, έν α απλ ό σ χ έδιο όπως έν α ποτήρι με ν ερό ή έν α κερί. Δ εν ήθελ ε ούτε καν ν α βγ ει έξω,
μέσ α σ το πλ ήθος και σ τη βουή της κυκλ οφορίας. Αποφάσ ισ ε ν α καθαρίσ ει το σ πίτι. Ήταν μια κατάλ λ ηλ η απασ χ όλ ησ η γ ια εκείν η τη μέρα. Κάτι που δεν απαιτούσ ε σ κέψ η. Γέμιζε, τον έν α μετά τον άλ λ ο, κουβάδες με καυτό ν ερό και απορρυπαν τικό, και έβγ αζε τα αν τικείμεν α από τα ράφια γ ια ν α τα ξεσ κον ίσ ει. Έριξε σ πρέι σ τα παράθυρα. Σφουγ γ άρισ ε όλ ο το δάπεδο. Γυάλ ισ ε τις επιφάν ειες. Όσ ο περισ σ ότερο καθάριζε, τόσ ο περισ σ ότερο είχ ε μια παρήγ ορη αίσ θησ η πως καν είς δεν ζούσ ε σ ’ εκείν ο το σ πίτι, ούτε είχ ε ζήσ ει σ το παρελ θόν ούτε είχ ε καν πατήσ ει το πόδι του εκεί. Κατά καιρούς χ τυπούσ ε το τηλ έφων ο, όμως δεν το σ ήκων ε. Δ εν ήξερε αν η ώρα που είχ ε περάσ ει χ ωρίς ν α το καταλ άβει ήταν λ ίγ η ή πολ λ ή, όταν όμως σ ήκωσ ε τα μάτια της σ το ρολ όι του τοίχ ου είδε πως ήταν δύο παρά πέν τε. Κάθισ ε τότε σ ε μια πολ υθρόν α και περίμεν ε. Δ εν θα του πρόσ φερε καφέ. Σίγ ουρα πάν τως όχ ι ουίσ κι. Θα της έλ εγ ε ό,τι είχ ε ν α της πει, θα του έδιν ε κι εκείν η την απάν τησ ή της και μετά θα έφευγ ε και η Φρίν τα θα μπορούσ ε ν α πάει ν α μιλ ήσ ει με τη Θέλ μα Σκοτ και ν α αρχ ίζει ν α αν τιμετωπίζει όλ η αυτή την κατάσ τασ η, επειδή πολ ύ απλ ά δεν μπορούσ ε ν α σ υν εχ ισ τεί έτσ ι. Δ ύο και έν α λ επτό. Τίποτα. Πήγ ε ως την πόρτα,
την άν οιξε και έκαν ε έν α βήμα έξω. Σαν αυτό ν α μπορούσ ε ν α βοηθήσ ει. Έπειτα πήγ ε πάλ ι και κάθισ ε. Δ ύο και δέκα, τίποτα. Δ ύο και τέταρτο, τίποτα. Στις δύο και είκοσ ι κάλ εσ ε εκείν η τον Φίαρμπι, αλ λ ά απάν τησ ε κατευθείαν ο τηλ εφων ητής. «Αν αρωτιόμουν γ ιατί άργ ησ ες. Σύν τομα θα πρέπει ν α φύγ ω, Δ ηλ αδή, όχ ι και πολ ύ σ ύν τομα. Θα είμαι εδώ μέχ ρι τις τέσ σ ερις και μισ ή». Σκέφτηκε πως ίσ ως κάποια από τις κλ ήσ εις σ τις οποίες δεν είχ ε απαν τήσ ει σ τη διάρκεια του πρωιν ού ν α ήταν από τον Φίαρμπι. Υ πήρχ αν δεκατέσ σ ερα μην ύματα σ τον τηλ εφων ητή της. Ήταν οι σ υν ήθεις ύποπτοι: ο Ρούμπεν , ο Γιόζεφ, η Σάσ α, κάποιος πιθαν ός ασ θεν ής που ήθελ ε ραν τεβού, η Παζ, ο Κάρλ σ ον , η Ιβέτ. Έλ εγ ξε και τα ηλ εκτρον ικά της μην ύματα. Τίποτα. Για την επόμεν η μισ ή ώρα, σ ήκωσ ε τρεις φορές το τηλ έφων ο. Πρώτα ήταν μια δημοσ κόπησ η, έπειτα ο Ρούμπεν και μετά ο Κάρλ σ ον . Κάθε φορά τους έλ εγ ε πως δεν μπορούσ ε ν α μιλ ήσ ει. Γύρω σ τις τρεις, έν ιωσ ε πραγ ματικά σ ασ τισ μέν η. Μήπως είχ ε εκείν η κάν ει λ άθος την ώρα; Είχ ε διαγ ράψ ει το μήν υμα του Φίαρμπι αμέσ ως αφού το άκουσ ε. Ήταν πιθαν όν ν α μην είχ ε ακούσ ει καλ ά; Έν ας Θεός ξέρει πόσ ο καθαρή ήταν η σ κέψ η της εκείν η την
ώρα. Να ήταν πραγ ματικά γ ια τις δύο το ραν τεβού τους; Μα ν αι, ήταν σ ίγ ουρη γ ι’ αυτό. Της είχ ε πει ακόμη ν α του τηλ εφων ήσ ει αν δεν την εξυπηρετούσ ε η ώρα. Μήπως είχ ε απλ ώς καθυσ τερήσ ει; Μήπως είχ ε μπλ έξει σ την κίν ησ η; Ή πάλ ι, ίσ ως ν α είχ ε αποφασ ίσ ει ν α μην έρθει καθόλ ου. Μπορεί η ιδέα του ν α είχ ε καταλ ήξει σ ε αδιέξοδο και ν α επέσ τρεψ ε απογ οητευμέν ος σ το σ πίτι του. Ή ακόμη μπορεί ν α είχ ε πτοηθεί από το σ κεπτικισ μό της. Κάλ εσ ε πάλ ι τον αριθμό του. Τίποτα. Δ εν θα ερχ όταν . Στο τέλ ος, έπαψ ε ν α τον περιμέν ει. Έβαλ ε φαγ ητό σ το μπολ της γ άτας και περπάτησ ε ως το «Νούμερο 9» γ ια ν α πιει έν αν καφέ. Επισ τρέφον τας είδε μια φιγ ούρα ν α βαδίζει προς το μέρος της. Κάτι σ ’ εκείν ο το βαρύ και αποφασ ισ τικό βάδισ μα της φάν ηκε γ ν ώριμο. «Ιβέτ;» είπε μόλ ις έφτασ αν η μία κον τά σ την άλ λ η. «Τι σ υμβαίν ει; Πώς και ήρθες εδώ;» «Πρέπει ν α σ ου μιλ ήσ ω». «Τι έγ ιν ε;» «Μπορούμε ν α πάμε μέσ α;» Οδήγ ησ ε την Ιβέτ μέσ α σ το σ πίτι. Η Ιβέτ έβγ αλ ε το τζάκετ της και κάθισ ε. Φορούσ ε έν α μαύρο τζιν με τρύπα σ το γ όν ατο και έν α αν τρικό πουκάμισ ο
που σ ίγ ουρα είχ ε δει και καλ ύτερες μέρες. Ήταν ολ οφάν ερο πως ήταν εκτός υπηρεσ ίας. «Τι είν αι; Συν έβη κάτι σ χ ετικό με τους Λέν οξ;» «Όχ ι. Κέρδισ α επάξια έν α μικρό ρεπό από αυτό το αν αθεματισ μέν ο τσ ίρκο. Δ εν θα το πισ τέψ εις, αλ λ ά δεν ήρθα εδώ γ ια την υπόθεσ η Λέν οξ». «Γιατί ήρθες τότε;» «Έν ιωθα την αν άγ κη ν α σ ου το πω: είμαι με το μέρος σ ου». «Τι πράγ μα;» «Είμαι με το μέρος σ ου», επαν έλ αβε η Ιβέτ. Έμοιαζε έτοιμη ν α ξεσ πάσ ει σ ε κλ άματα. «Σ’ ευχ αρισ τώ. Αλ λ ά με το μέρος μου απέν αν τι σ ε ποιον ;» «Απέν αν τι σ ε όλ ους τους. Το διοικητή. Τον κόπαν ο τον Χαλ Μπράν τσ ο». «Α, αυτούς». «Ήθελ α ν α το ξέρεις. Και γ ν ωρίζω ότι δεν έχ εις καμία σ χ έσ η με τον εμπρησ μό, αλ λ ά κι αν ακόμη είχ ες… ε λ οιπόν , πάλ ι θα ήμουν με το μέρος σ ου». Έν α σ τραβό, σ υν αισ θηματικό χ αμόγ ελ ο σ χ ηματίσ τηκε σ τα χ είλ η της. «Αν επίσ ημα, φυσ ικά». Η Φρίν τα την κοίταξε προσ εκτικά. «Νομίζεις πως ίσ ως και ν α το έκαν α εγ ώ». Η Ιβέτ κοκκίν ισ ε.
«Όχ ι! Μόν ο αυτό δεν εν ν οούσ α. Αλ λ ά δεν είν αι μυσ τικό πως εσ ύ και ο δρ ΜακΓκιλ ήσ ασ ταν θυμωμέν οι μαζί του. Και είχ ατε κάθε λ όγ ο. Σας εξαπάτησ ε. Και το έκαν ε επειδή ζήλ ευε». «Σου δίν ω το λ όγ ο μου», άρχ ισ ε ν α λ έει σ ε πολ ύ ήπιο τόν ο η Φρίν τα. «Δ εν πλ ησ ίασ α ποτέ το σ πίτι του Χαλ Μπράν τσ ο». «Ασ φαλ ώς δεν το έκαν ες». «Θα ήταν τερατώδες αν το είχ α κάν ει. Ούτε και ο Ρούμπεν θα έκαν ε κάτι τέτοιο, όσ ο θυμωμέν ος κι αν ήταν ». «Ο Μπράν τσ ο είπε και κάτι άλ λ ο ακόμη». «Τι είπε;» «Τον ξέρεις πώς είν αι, Φρίν τα. Παν ούργ ος». «Πες μου απλ ώς». «Είπε πως έχ ει μερικούς πολ ύ επικίν δυν ους εχ θρούς, ακόμη κι αν δεν έκαν αν τη βρομοδουλ ειά τους με τα ίδια τους τα χ έρια». «Και εν ν οούσ ε εμέν α;» «Ναι. Αλ λ ά είπε επίσ ης πως ο ίδιος έχ ει μερικούς πολ ύ ισ χ υρούς φίλ ους». «Καλ ό γ ι’ αυτόν », αποκρίθηκε η Φρίν τα. Έν ιωθε υπερβολ ικά κουρασ μέν η. «Δ εν σ ε ν οιάζει;» τη ρώτησ ε η Ιβέτ. «Όχ ι ιδιαίτερα. Αυτό που δεν καταλ αβαίν ω είν αι γ ια ποιο λ όγ ο σ ε ν οιάζει εσ έν α».
«Εν ν οείς γ ιατί ν α ν οιάζομαι εγ ώ γ ια σ έν α;» Η Φρίν τα κοίταξε την Ιβέτ με σ ταθερό βλ έμμα. «Δ εν φρόν τιζες πάν τοτε με τον καλ ύτερο τρόπο τα σ υμφέρον τά μου». Η Ιβέτ δεν απέσ τρεψ ε το βλ έμμα της. «Βλ έπω όν ειρα μ’ εσ έν α», είπε χ αμηλ όφων α. «Όχ ι το είδος των ον είρων που θα περίμεν ες, όχ ι όν ειρα σ τα οποία παραλ ίγ ο ν α σ κοτωθείς ή κάτι παρόμοιο. Αυτά που βλ έπω εγ ώ είν αι πιο αλ λ όκοτα. Κάποτε ον ειρεύτηκα πως ήμασ ταν μαζί σ το σ χ ολ είο –αν και είχ αμε τις τωριν ές μας ηλ ικίες– και καθόμασ ταν σ το ίδιο θραν ίο μέσ α σ την τάξη, κι εγ ώ προσ παθούσ α ν α γ ράψ ω με ωραία γ ράμματα γ ια ν α σ ε εν τυπωσ ιάσ ω, αλ λ ά το μόν ο που κατόρθων α ήταν ν α μουτζουρών ω το χ αρτί με το μελ άν ι. Και δεν μπορούσ α ν α σ χ ηματίσ ω σ ωσ τά τα γ ράμματα. Ήταν σ τριφτά και παιδιάσ τικα και γ λ ισ τρούσ αν έξω από τη σ ελ ίδα, εν ώ τα δικά σ ου ήταν τέλ εια και καθαρά. Μην αν ησ υχ είς. Δ εν σ ου ζητώ ν α μου εξηγ ήσ εις τα όν ειρά μου. Δ εν είμαι τόσ ο αν όητη ώσ τε ν α μην μπορώ ν α το κάν ω μόν η μου. Σε έν α άλ λ ο όν ειρο πάλ ι, ήμασ ταν μαζί διακοπές και υπήρχ ε μια λ ίμν η περιτριγ υρισ μέν η από βουν ά που όμως έμοιαζαν με καμιν άδες. Εγ ώ ήμουν σ τ’ αλ ήθεια αγ χ ωμέν η, γ ιατί ετοιμαζόμασ ταν ν α βουτήξουμε σ το ν ερό
αλ λ ά δεν ήξερα κολ ύμπι. Ούτε σ την πραγ ματικότητα μπορώ ν α κολ υμπήσ ω· δεν μου αρέσ ει ν α βουτώ το κεφάλ ι μου κάτω από το ν ερό. Αλ λ ά δεν μπορούσ α ν α σ ου το πω, γ ιατί πίσ τευα πως θα γ ελ ούσ ες μαζί μου. Θα άφην α τον εαυτό μου ν α πν ιγ εί γ ια ν α μη φαν ώ αν όητη σ τα μάτια σ ου». Η Φρίν τα ήταν έτοιμη ν α μιλ ήσ ει, αλ λ ά η Ιβέτ σ ήκωσ ε το χ έρι της σ αν γ ια ν α την εμποδίσ ει. Τα μάγ ουλ ά της είχ αν γ ίν ει τώρα πορφυρά. «Με κάν εις ν α αισ θάν ομαι εν τελ ώς αν επαρκής», εξακολ ούθησ ε. «Και σ αν ν α μπορείς ν α δεις μέσ α μου και ν α διακρίν εις όλ α όσ α δεν θέλ ω ν α βλ έπουν οι άν θρωποι. Ξέρεις πως είμαι μον αχ ική και ξέρεις πως σ ε ζηλ εύω και ξέρεις πως τα κάν ω πάν τοτε θάλ ασ σ α με τις σ χ έσ εις μου. Και ξέρεις...» Το πρόσ ωπό της φλ ογ ίσ τηκε. «Ξέρεις πως είμαι ερωτευμέν η με το αφεν τικό μου σ αν μαθητριούλ α. Χτες το βράδυ μέθυσ α λ ίγ ο και δεν μπορούσ α ν α πάψ ω ν α φαν τάζομαι τι θα σ κεφτόσ ουν εσ ύ γ ια μέν α αν με έβλ επες ν α τρεκλ ίζω έτσ ι». «Όμως, Ιβέτ...» «Το θέμα είν αι πως παραλ ίγ ο ν α σ κοτωθείς εξαιτίας μου, κι όταν δεν βλ έπω αυτά τα όν ειρα μέν ω ξύπν ια σ το κρεβάτι μου και αν αρωτιέμαι αν δεν σ υμπεριφέρθηκα έτσ ι και από κάποιο
αξιολ ύπητο αίσ θημα θυμού απέν αν τί σ ου. Και πώς ν ομίζεις ότι με κάν ει ν α ν ιώθω γ ια τον εαυτό μου αυτή η σ κέψ η;» «Ώσ τε λ οιπόν μου ζητάς σ υγ γ ν ώμη;» τη ρώτησ ε μαλ ακά η Φρίν τα. «Υ ποθέτω ότι μπορείς ν α το πεις και έτσ ι». «Σ’ ευχ αρισ τώ». Η Φρίν τα άπλ ωσ ε το χ έρι της και η Ιβέτ το έπιασ ε, κι έτσ ι γ ια έν α λ επτό οι δυο γ υν αίκες κάθον ταν η μία απέν αν τι από την άλ λ η σ το τραπέζι, ν α κρατιούν ται από το χ έρι και ν α κοιτάζον ται καταπρόσ ωπο.
56 Η Φρίν τα έβλ επε όν ειρα με τον Σάν τι. Της χ αμογ ελ ούσ ε και της άπλ ωσ ε το χ έρι, έπειτα όμως η Φρίν τα, μέσ α σ το όν ειρό της, σ υν ειδητοποίησ ε πως δεν ήταν ο Σάν τι αλ λ ά πως εκείν ο το πρόσ ωπο ήταν του Ντιν Ριβ και είχ ε το γ λ υκερό χ αμόγ ελ ό του. Ξύπν ησ ε τρέμον τας και έμειν ε ξαπλ ωμέν η γ ια αρκετά λ επτά ακόμη, παίρν ον τας βαθιές αν άσ ες και περιμέν ον τας ν α υποχ ωρήσ ει ο τρόμος. Τελ ικά σ ηκώθηκε, έκαν ε ν τους και πήγ ε σ την κουζίν α. Η Χλ όη καθόταν ήδη σ το τραπέζι. Μπροσ τά της υπήρχ ε έν α φλ ιτζάν ι με αν έγ γ ιχ το τσ άι και κάτι που έμοιαζε σ αν τεράσ τιο άλ μπουμ. Έδειχ ν ε σ αν λ ασ πωμέν η· τα μαλ λ ιά της ήταν αχ τέν ισ τα και το πρόσ ωπό της μουτζουρωμέν ο από τη χ θεσ ιν ή μάσ καρα. Φαιν όταν σ αν ν α είχ ε αρκετές ν ύχ τες ν α κοιμηθεί καν ον ικά κι έμοιαζε με εγ καταλ ειμμέν ο κουτάβι – η μητέρα της περν ούσ ε μια κρίσ η που την είχ ε κάν ει άν ω-κάτω και ελ άχ ισ τα σ κεφτόταν πια την κόρη της, οι φίλ οι της είχ αν φύγ ει, αρπαγ μέν οι από τη θεία τους, και η δική της θεία ήταν απούσ α τη σ τιγ μή που εκείν η τη χ ρειαζόταν περισ σ ότερο. Σήκωσ ε το
μουτζουρωμέν ο και γ εμάτο ίχ ν η από δάκρυα πρόσ ωπό της και την κοίταξε σ αν ν α μην την έβλ επε. Η Φρίν τα κάθισ ε απέν αν τί της. «Είσ αι εν τάξει;» «Υ ποθέτω». «Να σ ου φέρω κάτι γ ια πρωιν ό;» «Όχ ι. Δ εν πειν άω. Αχ , Φρίν τα, δεν μπορώ ν α πάψ ω ν α τα σ κέφτομαι όλ α αυτά». «Ασ φαλ ώς και δεν μπορείς». «Δ εν ήθελ α ν α σ ε ξυπν ήσ ω». «Πώς αισ θάν εσ αι;» «Ήμουν ξαπλ ωμέν η σ το κρεβάτι και σ κεφτόμουν σ υν εχ ώς τι αισ θάν ον ται εκείν οι αυτήν ακριβώς τη σ τιγ μή. Έχ ουν χ άσ ει τα πάν τα. Τη μητέρα τους, τον πατέρα τους, την πίσ τη τους σ την αλ λ οτιν ή τους ευτυχ ία. Πώς θα μπορέσ ουν ύσ τερα απ’ αυτό ν α επισ τρέψ ουν σ ε μια φυσ ιολ ογ ική ζωή;» «Δ εν ξέρω». «Εσ ύ πώς αισ θάν εσ αι;» «Ούτε κι εγ ώ κοιμάμαι πολ ύ καλ ά. Σκέφτομαι σ υν εχ ώς διάφορα πράγ ματα». Η Φρίν τα πήγ ε ως την εσ τία και γ έμισ ε το βρασ τήρα. Κοίταξε πάλ ι την αν ιψ ιά της, που είχ ε το κεφάλ ι σ τηριγ μέν ο σ το έν α της χ έρι και ξεφύλ λ ιζε με ον ειροπόλ ο ύφος το άλ μπουμ που είχ ε μπροσ τά της.
«Τι είν αι αυτό;» τη ρώτησ ε. «Ο Τεν τ ξέχ ασ ε το άλ μπουμ με τις εργ ασ ίες του σ το μάθημα της Τέχ ν ης. Θα του το επισ τρέψ ω εγ ώ, αλ λ ά του ρίχ ν ω πρώτα μια ματιά. Είν αι εκπλ ηκτικός καλ λ ιτέχ ν ης. Εύχ ομαι ν α είχ α το έν α δέκατο, έσ τω και το έν α εκατοσ τό από το ταλ έν το του. Θα ήθελ α...» Σταμάτησ ε και δάγ κωσ ε τα χ είλ η της. «Χλ όη, όλ ο αυτό ήταν πολ ύ σ κλ ηρό και γ ια σ έν α». «Μην αν ησ υχ είς», είπε απότομα η Χλ όη. «Ξέρω ότι με βλ έπει απλ ώς σ αν φίλ η του. Σαν έν αν ώμο γ ια ν α ακουμπήσ ει και ν α κλ άψ ει. Όχ ι βέβαια ότι το κάν ει κι αυτό ποτέ». «Και ίσ ως», είπε μαλ ακά η Φρίν τα, «και τα δικά σ ου αισ θήματα ν α είν αι τώρα πολ ύ μπερδεμέν α, εξαιτίας ακριβώς όλ ων αυτών που έχ ει περάσ ει». «Τι εν ν οείς;» «Εν ν οώ ότι έν ας ν εαρός ο οποίος είν αι περιτριγ υρισ μέν ος από την τραγ ωδία μπορεί ν α ασ κεί πολ ύ έν τον η έλ ξη». «Σαν ν α είμαι... τουρίσ τρια σ το πέν θος;» «Όχ ι ακριβώς έτσ ι». «Τώρα όλ α τελ είωσ αν », είπε η Χλ όη. Τα μάτια της γ έμισ αν δάκρυα και εξακολ ούθησ ε ν α κοιτά το άλ μπουμ που είχ ε μπροσ τά της.
Η Φρίν τα έγ ειρε επάν ω από τον ώμο της Χλ όης γ ια ν α βλ έπει καθώς γ υρν ούσ ε τις σ ελ ίδες. Είδε έν α όμορφο και ακριβές σ χ έδιο εν ός μήλ ου, μια περίεργ η αυτοπροσ ωπογ ραφία σ αν ν α καθρεφτιζόταν σ ε έν α κυρτό κάτοπτρο και το σ χ έδιο εν ός δέν τρου φτιαγ μέν ο επίσ ης με εν τυπωσ ιακή ακρίβεια. «Είν αι πράγ ματι καλ ός», είπε. «Στάσ ου», της είπε η Χλ όη. «Υ πάρχ ει κάποιο που θέλ ω ν α σ ου δείξω». Άρχ ισ ε πάλ ι ν α ξεφυλ λ ίζει το άλ μπουμ, μέχ ρι που έφτασ ε σ ε μια σ ελ ίδα κον τά σ το τέλ ος. «Κοίτα». «Τι είν αι;» «Κοίτα πρώτα την ημερομην ία. Τετάρτη, 6 Απριλ ίου, εν ν έα και μισ ή το πρωί. Είν αι η ν εκρή φύσ η που είχ ε ζωγ ραφίσ ει γ ια τις εξετάσ εις σ το μάθημα της Τέχ ν ης. Είν αι όμως επίσ ης το σ χ έδιο που έκαν ε την ημέρα που δολ οφον ήθηκε η μητέρα του. Μου έρχ εται σ χ εδόν ν α κλ άψ ω και μόν ο που το βλ έπω, και μόν ο που σ κέφτομαι τι επρόκειτο ν α σ υμβεί». «Είν αι πολ ύ όμορφο», άρχ ισ ε η Φρίν τα, αλ λ ά αμέσ ως μετά σ υν οφρυώθηκε και έγ ειρε το κεφάλ ι της λ ίγ ο σ το πλ άι. Άκουσ ε πίσ ω της το βρασ τήρα ν α σ φυρίζει. Το ν ερό είχ ε βράσ ει. Όμως δεν μπορούσ ε ν α ασ χ ολ ηθεί με αυτό. Όχ ι εκείν η τη
σ τιγ μή. «Ναι, είν αι απίσ τευτα όμορφο», άρχ ισ ε η Χλ όη. «Είν αι–» «Περίμεν ε μια σ τιγ μή», της είπε η Φρίν τα. «Περίγ ραψ έ μου το. Πες μου τι είν αι». «Γιατί;» «Απλ ώς κάν ε το». «Εν τάξει. Υ πάρχ ει έν α ρολ όι και μια δέσ μη κλ ειδιών κι έν α βιβλ ίο και έν α ηλ εκτρικό βύσ μα και ...» «Ναι;» «Υ πάρχ ει κάτι γ ερμέν ο επάν ω από το βιβλ ίο». «Τι είν αι;» «Δ εν μπορώ ν α καταλ άβω». «Περίγ ραψ έ το». «Θα μπορούσ ε ν α είν αι έν α είδος ίσ ιου μεταλ λ ικού χ άρακα με εγ κοπές». Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό σ ιωπηλ ή, τόσ ο έν τον α που το κεφάλ ι της πόν εσ ε. «Αυτό είν αι;» ρώτησ ε τελ ικά. «Μοιάζει με χ άρακα;» «Τι εν ν οείς;» απόρησ ε η Χλ όη. «Και τι σ ημασ ία έχ ει; Δ εν είν αι παρά έν α σ χ έδιο». Έκλ εισ ε απότομα το άλ μπουμ. «Πρέπει ν α το πάρω μαζί μου σ το σ χ ολ είο», είπε. «Να το δώσ ω σ τον Τεν τ».
«Ο Τεν τ δεν θα είν αι σ το σ χ ολ είο», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Άλ λ ωσ τε, πρέπει ν α πάρω αυτό το άλ μπουμ μαζί μου σ ήμερα». Ο Κάρλ σ ον σ τεκόταν μπροσ τά της και την κοιτούσ ε. «Δ εν σ ε περίμεν α», της είπε τελ ικά. «Το ξέρω. Δ εν θα μείν ω πολ ύ». «Δ εν καταλ αβαίν εις, Φρίν τα. Δ εν θα έπρεπε ν α βρίσ κεσ αι εδώ. Ο διοικητής δεν σ ε θέλ ει εδώ. Και δεν θα κάν εις καλ ό και σ τη δική σ ου υπόθεσ η με τον Χαλ Μπράν τσ ο αν αρχ ίσ εις ν α τριγ υρν άς σ το τμήμα. Ήδη πισ τεύει πως που έκαψ ες το σ πίτι και πως τον παραφυλ άς». «Το ξέρω. Δ εν θα ξαν άρθω», είπε σ ταθερά η Φρίν τα. «Αλ λ ά θέλ ω ν α δω το όπλ ο του φόν ου». «Το ζητάς σ αν χ άρη; Αλ λ ά την επικαλ έσ τηκες ήδη τη χ άρη που σ ου χ ρωσ τούσ α, Φρίν τα. Και τώρα έχ ω πολ ύ σ οβαρούς μπελ άδες. Δ εν θα σ ε κουράσ ω με τις λ επτομέρειες». «Λυπάμαι πολ ύ γ ι’ αυτό», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Πρέπει όμως οπωσ δήποτε ν α το δω. Και μετά θα φύγ ω». Την κοίταξε κι έπειτα σ ήκωσ ε τους ώμους του και την οδήγ ησ ε από τις σ κάλ ες σ ε έν α δωμάτιο σ το υπόγ ειο. Εκεί, της άν οιξε έν α μεταλ λ ικό σ υρτάρι.
«Εδώ είν αι αυτό που ζήτησ ες», της είπε. «Μην αφήσ εις δακτυλ ικά αποτυπώματα επάν ω του και φύγ ε μόν η σ ου αμέσ ως μόλ ις τελ ειώσ εις». «Σ’ ευχ αρισ τώ». «Α, και με την ευκαιρία, η Ελ εάν α Κέριγ καν ομολ όγ ησ ε το φόν ο της Ρουθ Λεν οξ». «Τι πράγ μα;» «Μην αν ησ υχ είς. Νομίζω πως και ο Ράσ ελ Λέν οξ είν αι έτοιμος ν α τον ομολ ογ ήσ ει. Το ίδιο και τα αγ όρια των Κέριγ καν . Σε λ ίγ ο το ασ τυν ομικό τμήμα θα είν αι γ εμάτο από αν θρώπους που θα ομολ ογ ούν ότι αυτοί τη σ κότωσ αν , κι εμείς θα εξακολ ουθούμε ν α μην ξέρουμε ποιος ήταν ο δολ οφόν ος της». Αυτά είπε κι έφυγ ε. Η Φρίν τα φόρεσ ε πλ ασ τικά γ άν τια και σ ήκωσ ε σ τα χ έρια της το τεράσ τιο γ ραν άζι γ ια ν α το τοποθετήσ ει επάν ω σ το τραπέζι που βρισ κόταν σ το κέν τρο του δωματίου. Έμοιαζε σ αν ν α αν ήκε σ το μηχ αν ισ μό εν ός γ ιγ άν τιου ρολ ογ ιού, όμως οι Λέν οξ το είχ αν επάν ω από το τζάκι τους σ αν έργ ο τέχ ν ης. Άν οιξε το άλ μπουμ ζωγ ραφικής του Τεν τ σ το σ χ έδιο με ημερομην ία της Τετάρτης 6 Απριλ ίου και το ακούμπησ ε κι αυτό επάν ω σ το τραπέζι. Κοιτούσ ε από το γ ραν άζι σ το σ χ έδιο τόσ ο έν τον α, που όλ α άρχ ισ αν ν α γ ίν ον ται θολ ά. Στάθηκε λ ίγ ο
πιο πίσ ω. Έκαν ε το γ ύρο του τραπεζιού έτσ ι ώσ τε ν α δει το γ ραν άζι από όλ ες τις γ ων ίες. Κάθισ ε σ ταυροπόδι σ το πάτωμα και το κοίταξε από κάτω προς τα πάν ω. Πολ ύ απαλ ά, έγ ειρε το αν τικείμεν ο, το περιέσ τρεψ ε και μετά το ακιν ητοποίησ ε σ το πλ άι και προς τα πίσ ω, σ ε σ ημείο που ν α δείχ ν ει ίσ ιο από τη δική της θέσ η. Και τελ ικά είχ ε αυτό που έψ αχ ν ε. Ιδωμέν ο από μια σ υγ κεκριμέν η οπτική γ ων ία, κατάλ λ ηλ α σ τραμμέν ο, το σ τιβαρό εκείν ο αν τικείμεν ο έμοιαζε με μια ευθεία γ ραμμή με εγ κοπές. Την ίδια ακριβώς ευθεία γ ραμμή με εγ κοπές που μπορούσ ε ν α διακρίν ει αν άμεσ α σ τα αν τικείμεν α που είχ ε σ χ εδιάσ ει ο Τεν τ γ ια τις εξετάσ εις του σ το μάθημα της Τέχ ν ης το πρωί της Τετάρτης 6 Απριλ ίου. Κάθε έκφρασ η έσ βησ ε από το πρόσ ωπο της Φρίν τα. Τελ ικά, με έν αν βαθύ αν ασ τεν αγ μό, έβαλ ε το γ ραν άζι πίσ ω σ το μεταλ λ ικό σ υρτάρι, το έκλ εισ ε απαλ ά, έβγ αλ ε τα πλ ασ τικά γ άν τια και βγ ήκε από το δωμάτιο.
57 Η Λουίζ Βέλ ερ ζούσ ε με την οικογ έν ειά της σ το Κλ άπαμ Τζάν κσ ιον , σ ’ έν α σ τεν ό σ πίτι με κόκκιν α τούβλ α κτισ μέν ο ελ αφρώς πιο πίσ ω από τον μακρύ, ίσ ιο δρόμο τον πλ αισ ιωμέν ο με πλ ατάν ια. Τα κυρτά παράθυρα του κάτω ορόφου είχ αν δαν τελ έν ιες κουρτίν ες που δεν επέτρεπαν σ ε καν έν αν ν α δει μέσ α σ το σ πίτι, και η πόρτα ήταν βαμμέν η σ ε σ κούρο μπλ ε χ ρώμα με έν α μπρούτζιν ο ρόπτρο σ το κέν τρο της. Η Φρίν τα χ τύπησ ε τρεις φορές με το ρόπτρο και μετά έκαν ε έν α βήμα πίσ ω και περίμεν ε. Ο αν οιξιάτικος καιρός είχ ε γ ίν ει λ ίγ ο πιο δροσ ερός κι έν ιωθε λ ίγ ες καλ οδεχ ούμεν ες σ ταγ όν ες βροχ ής σ το δέρμα της. Η πόρτα άν οιξε και η Λουίζ Βέλ ερ σ τεκόταν μπροσ τά της κρατών τας έν α μωρό σ το σ τήθος της. Πίσ ω της, ο προθάλ αμος του σ πιτιού ήταν σ κοτειν ός και καθαρός. Η Φρίν τα μπορούσ ε ν α ξεχ ωρίσ ει τη μυρωδιά από πλ υμέν α ρούχ α που σ τέγ ν ων αν και από απορρυπαν τικό. Θυμήθηκε τον Κάρλ σ ον ν α της λ έει γ ια τον άρρωσ το σ ύζυγ ο της Λουίζ και τον φαν τάσ τηκε τώρα, ξαπλ ωμέν ο σ ε έν α από τα επάν ω δωμάτια, ν α ακούει.
«Τι θα... Α, εσ είς είσ τε! Τι γ υρεύετε εδώ;» «Μπορώ ν α περάσ ω γ ια λ ίγ ο μέσ α, σ ας παρακαλ ώ;» «Φοβάμαι πως η ώρα δεν είν αι κατάλ λ ηλ η. Ετοιμαζόμουν ν α ταΐσ ω τον Μπέν τζι». «Μα δεν ήρθα ν α δω εσ άς». «Τα παιδιά δεν πρέπει ν α ταράζον ται. Αυτή τη σ τιγ μή χ ρειάζον ται σ ταθερότητα και λ ίγ η ηρεμία». «Τότε μόν ο γ ια έν α λ επτό», επέμειν ε με ευγ εν ικό ύφος η Φρίν τα και πέρασ ε σ το χ ολ προσ περν ών τας τη Λουίζ. «Είν αι όλ α τους εδώ;» «Πού αλ λ ού θα μπορούσ αν ν α μείν ουν ; Είμασ τε, βέβαια, λ ίγ ο σ τριμωγ μέν α». «Εν ν οώ αν είν αι όλ α εδώ αυτή τη σ τιγ μή». «Ναι. Αλ λ ά δεν θέλ ω ν α αν ασ τατωθούν ». «Ήθελ α ν α πω δυο λ όγ ια με τον Τεν τ». «Με τον Τεν τ; Για ποιο λ όγ ο; Δ εν είμαι σ ίγ ουρη πως είν αι πρέπον ». «Θα είν αι πολ ύ σ ύν τομο». Η Λουίζ Βέλ ερ την κοίταξε γ ια μια σ τιγ μή κι έπειτα σ ήκωσ ε τους ώμους της. «Θα τον φων άξω», είπε σ τεγ ν ά. «Αν βέβαια θέλ ει κι αυτός ν α σ ας δει. Περάσ τε σ το σ αλ όν ι». Άν οιξε μια πόρτα που βρισ κόταν από πίσ ω τους και η Φρίν τα πέρασ ε σ το μπροσ τιν ό δωμάτιο με το κυρτό παράθυρο. Ήταν πολ ύ ζεσ τό και
παραφορτωμέν ο με έπιπλ α, πολ λ ά μικρά τραπεζάκια και καρέκλ ες με ίσ ια ράχ η. Δ ίπλ α σ το καλ οριφέρ ήταν παρκαρισ μέν ο έν α καροτσ άκι κούκλ ας και μέσ α σ ε αυτό ήταν χ ωμέν η μια κούκλ α με κατάξαν θα μαλ λ ιά και μπλ ε μάτια σ αν χ άν τρες. Η Φρίν τα δυσ κολ ευόταν ν α πάρει αν άσ α εκεί μέσ α. «Φρίν τα!» «Ντόρα!» Η όψ η του κοριτσ ιού ήταν φριχ τή. Το πρόσ ωπό της είχ ε μια πρασ ιν ωπή χ λ ωμάδα και σ τη γ ων ία των χ ειλ ιών της υπήρχ ε έν ας έρπητας. Τα μαλ λ ιά της δεν ήταν πλ εγ μέν α σ τις σ υν ηθισ μέν ες κοτσ ίδες τους αλ λ ά κρέμον ταν άτον α γ ύρω από το πρόσ ωπό της. Φορούσ ε μια παλ ιομοδίτικη λ ευκή μπλ ούζα και έμοιαζε, σ κέφτηκε η Φρίν τα, με ηρωίδα από βικτοριαν ό μελ όδραμα: αξιολ ύπητη, εγ καταλ ειμμέν η και βαθιά θλ ιμμέν η. «Ήρθες ν α μας πάρεις μακριά από εδώ;» τη ρώτησ ε η Ντόρα. «Όχ ι. Ήρθα ν α μιλ ήσ ω λ ίγ ο με τον Τεν τ». «Σε παρακαλ ώ, μπορούμε ν α έρθουμε σ το σ πίτι σ ου;» «Λυπάμαι, αλ λ ά αυτό δεν γ ίν εται». Η Φρίν τα δίσ τασ ε κοιτών τας την κάτισ χ ν η φιγ ούρα της και το σ φιγ μέν ο, αποθαρρυμέν ο προσ ωπάκι της. «Γιατί;»
«Η θεία σ ας είν αι η κηδεμόν ας σ ας. Αυτή θα σ ας φρον τίσ ει από δω και πέρα». «Σε παρακαλ ώ. Σε παρακαλ ώ, μη μας αφήσ εις ν α μείν ουμε εδώ». «Κάθισ ε», της είπε η Φρίν τα. Πήρε το χ έρι της Ντόρα, έν α μικρό δέμα από κόκαλ α, μέσ α σ τα δικά της και την κοίταξε σ τα μάτια. «Λυπάμαι πάρα πολ ύ, Ντόρα», της είπε. «Λυπάμαι γ ια τη μητέρα σ ου και γ ια τον πατέρα σ ου. Λυπάμαι που βρίσ κεσ αι εδώ, σ το σ πίτι αν θρώπων τους οποίους δεν αγ απάς – αν και είμαι σ ίγ ουρη πως η θεία σ ου σ ε αγ απά με τον τρόπο της». «Όχ ι», ψ ιθύρισ ε το κορίτσ ι. «Όχ ι, δεν με αγ απά. Με αποπαίρν ει γ ια την ακατασ τασ ία μου και με κάν ει ν α αισ θάν ομαι πως είμαι όλ η την ώρα μέσ α σ τα πόδια της. Δ εν μπορώ ούτε ν α κλ άψ ω μπροσ τά της. Συν εχ ώς με κατακρίν ει». «Κάποια μέρα...» άρχ ισ ε η Φρίν τα, αργ ά και προσ εκτικά, «κάποια μέρα ελ πίζω πως θα μπορέσ εις ν α βγ άλ εις κάποιο ν όημα από όλ α αυτά. Τώρα θα πρέπει ν α το ν ιώθεις σ αν έν αν φριχ τό εφιάλ τη. Αυτό που θέλ ω όμως ν α σ ου πω είν αι πως οι άσ χ ημες μέρες θα περάσ ουν . Δ εν σ ου λ έω ότι θα πάψ ει ποτέ ν α είν αι οδυν ηρό, αλ λ ά ο πόν ος θα γ ίν ει υποφερτός». «Πότε θα επισ τρέψ ει ο πατέρας μας;»
«Δ εν ξέρω». «Η κηδεία της είν αι την επόμεν η Δ ευτέρα. Θα έρθεις;» «Ναι. Θα είμαι εκεί». «Να καθίσ εις δίπλ α μου». «Όμως η θεία σ ου–» «Όταν η θεία Λουίζ μιλ ά γ ια εκείν η, παίρν ει μια απαίσ ια έκφρασ η... Λες και έχ ει μια άσ χ ημη γ εύσ η σ το σ τόμα της. Και ο Τεν τ και η Τζούν τιθ είν αι πάρα πολ ύ θυμωμέν οι μαζί της ακόμη... Όμως–» Σταμάτησ ε απότομα. «Συν έχ ισ ε», της είπε η Φρίν τα. «Το ξέρω πως είχ ε εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η. Το ξέρω πως αυτό που έκαν ε δεν ήταν σ ωσ τό και πως απατούσ ε τον μπαμπά. Ξέρω ότι έλ εγ ε ψ έματα σ ε όλ ους μας. Εγ ώ όμως δεν τη σ κέφτομαι έτσ ι». «Πες μου πώς τη σ κέφτεσ αι». «Όταν αρρώσ ταιν α, ερχ όταν ν α καθίσ ει σ το κρεβάτι μου και μου διάβαζε γ ια ώρες ολ όκλ ηρες. Και τα πρωιν ά, όταν ερχ όταν ν α με ξυπν ήσ ει, μου έφερν ε πάν τοτε το τσ άι μου σ την αγ απημέν η μου κούπα κι έβαζε το χ έρι της σ τον ώμο μου και περίμεν ε μέχ ρι ν α ξυπν ήσ ω εν τελ ώς. Και τότε με φιλ ούσ ε σ το μέτωπο. Έκαν ε πάν τοτε ν τους το πρωί και μύριζε πάσ τρα και λ εμόν ι». «Αυτές είν αι πολ ύ όμορφες αν αμν ήσ εις», την
εν θάρρυν ε η Φρίν τα. «Τι άλ λ ο θυμάσ αι;» «Όταν σ το σ χ ολ είο με φόβιζαν και με κορόιδευαν , εκείν η ήταν το μον αδικό πρόσ ωπο σ τον κόσ μο με το οποίο μπορούσ α ν α το σ υζητήσ ω. Με έκαν ε ν α αισ θάν ομαι λ ιγ ότερη ν τροπή. Κάποτε, όταν τα πράγ ματα ήταν αλ ηθιν ά άσ χ ημα, με άφησ ε μία φορά ν α μείν ω σ το σ πίτι και περάσ αμε ώρες σ τον κήπο βγ άζον τας τα ξερά φύλ λ α από τις τριαν ταφυλ λ ιές. Δ εν ξέρω γ ια ποιο λ όγ ο αυτό με έκαν ε ν α ν ιώσ ω καλ ύτερα, όμως με έκαν ε. Μου είπε πως είχ ε κι εκείν η παρόμοια προβλ ήματα σ το σ χ ολ είο. Μου είπε πως έπρεπε ν α σ υν εχ ίσ ω ν α είμαι αυτή που ήμουν : καλ ή και ευγ εν ική». Η Ντόρα σ ταμάτησ ε. Τα μάτια της είχ αν γ εμίσ ει δάκρυα. «Από αυτά που ακούω, ν ομίζω πως ήταν μια υπέροχ η μητέρα», είπε η Φρίν τα. «Μακάρι ν α την είχ α γ ν ωρίσ ει». «Μου λ είπει τόσ ο πολ ύ, που θέλ ω ν α πεθάν ω. Θέλ ω ν α πεθάν ω». «Το ξέρω», είπε η Φρίν τα. «Το ξέρω, Ντόρα». «Και τότε λ οιπόν γ ιατί πήγ ε και–» «Άκουσ έ με τώρα. Οι άν θρωποι είν αι πολ ύ περίπλ οκοι. Ο καθέν ας μας μπορεί ν α κρύβει μέσ α του πολ λ ούς διαφορετικούς αν θρώπους την ίδια
σ τιγ μή. Μπορεί ν α σ ε κάν ουν ν α πον έσ εις και τη ίδια σ τιγ μή ν α εξακολ ουθούν ν α είν αι ευγ εν ικοί, ν α έχ ουν σ υμπόν ια και καλ οσ ύν η. Μη θυσ ιάσ εις τις αν αμν ήσ εις σ ου από τη μητέρα σ ου. Για σ έν α ήταν αυτή που γ ν ώρισ ες και αυτό είν αι αλ ηθιν ό. Σε αγ απούσ ε. Μπορεί ν α είχ ε εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η, όμως αυτό δεν αλ λ άζει τα αισ θήματα που είχ ε γ ια τα παιδιά της. Μην αφήσ εις καν έν αν ν α σ ου πάρει τη μητέρα σ ου». «Η θεία Λουίζ λ έει–» «Στα κομμάτια η θεία Λουίζ!» Στο κατώφλ ι του σ αλ ον ιού σ τεκόταν ο Τεν τ. Τα μαλ λ ιά του ήταν λ ιγ δωμέν α και ίσ ια σ αν πράσ α και σ το πρόσ ωπό του απλ ων όταν μια ν οσ ηρή, γ κριζωπή χ λ ωμάδα. Υ πήρχ αν μαβιές σ ακούλ ες κάτω από τα μάτια του και έν α ερεθισ μέν ο εξάν θημα σ το λ αιμό του. Λίγ ο χ ν ούδι από το τα πρώτα του ν εαν ικά γ έν ια είχ ε αρχ ίσ ει ν α εμφαν ίζεται εδώ κι εκεί σ το πιγ ούν ι του. Φορούσ ε τα ίδια ρούχ α με χ τες. Η Φρίν τα αν αρωτήθηκε αν είχ ε έσ τω πλ αγ ιάσ ει λ ίγ ο σ το κρεβάτι, αφού ήταν σ ίγ ουρο ότι δεν είχ ε κοιμηθεί. Μόλ ις την πλ ησ ίασ ε, της ήρθε η οσ μή από ιδρώτα και ταμπάκο, κάτι που θύμιζε τη μυρωδιά της μαγ ιάς. «Τι κάν εις εδώ; Δ εν μπορείς ν α κρατηθείς μακριά μας;»
«Γεια σ ου, Τεν τ». Ο Τεν τ έκαν ε ν εύμα με το κεφάλ ι σ την Ντόρα. «Σε θέλ ει η Λουίζ». Η Ντόρα σ ηκώθηκε εξακολ ουθών τας ν α κρατά το χ έρι της Φρίν τα. «Θα έρθεις ν α μας ξαν αδείς;» τη ρώτησ ε με λ αχ τάρα. «Ναι». «Υ ποσ χ έσ ου το». «Σου το υπόσ χ ομαι». Το κορίτσ ι βγ ήκε από το δωμάτιο και η Φρίν τα έμειν ε μόν η της με τον Τεν τ. Του έδωσ ε το άλ μπουμ με τα σ χ έδιά του. «Σου έφερα αυτό», του είπε. «Σκέφτηκες ότι θα αν αρωτιόμουν πού το άφησ α; Είχ α άλ λ α ν α σ κεφτώ». «Το ξέρω. Ο επιθεωρητής Κάρλ σ ον μου είπε πως ο πατέρας σ ου ομολ όγ ησ ε πως σ κότωσ ε εν βρασ μώ τον Ζακς Γκριν και τον υποψ ιάζον ται τώρα και γ ια το φόν ο της μητέρας σ ου». Το πρόσ ωπό του σ υσ πάσ τηκε βίαια και σ τράφηκε μακριά της. Η ισ χ ν ή, βρόμικη φιγ ούρα του απέπν εε αθλ ιότητα και δυσ τυχ ία. «Έμαθα επίσ ης πως η Ελ εάν α Κέριγ καν ομολ όγ ησ ε το φόν ο της μητέρας σ ου – αν κι εγ ώ πισ τεύω πως το έκαν ε γ ια ν α προσ τατεύσ ει τους
γ ιους της από μια πιθαν ή κατηγ ορία». «Θεέ μου», ψ ιθύρισ ε ο Τεν τ. «Θα ήθελ α ν α σ ου πω κάτι, ν ομίζω όμως πως θα ήταν καλ ύτερα ν α βγ ούμε γ ια λ ίγ ο έξω από το σ πίτι». «Δ εν υπάρχ ει τίποτα ν α πούμε». «Σε παρακαλ ώ». Βγ ήκαν μαζί έξω. Η Φρίν τα είχ ε την εν τύπωσ η πως είδε έν α πρόσ ωπο ν α τους κοιτά από έν α ψ ηλ ό παράθυρο, ίσ ως όμως ν α ήταν έν α παιχ ν ίδι της φαν τασ ίας της. Περίμεν ε μέχ ρι ν α σ τρίψ ουν από το δρόμο του σ πιτιού σ ε έν α άλ λ ο, πιο σ τεν ό δρομάκι, που περν ούσ ε δίπλ α από μια έρημη παιδική χ αρά κι έπειτα από μια μικρή γ κρίζα εκκλ ησ ία, και τότε του μίλ ησ ε. «Κοιτούσ α τα σ χ έδιά σ ου», είπε η Φρίν τα. «Είσ αι καλ ός». «Αυτό μου έλ εγ ε και η μητέρα μου. “Τεν τ, έχ εις ταλ έν το”. Αυτό ήθελ ες ν α μου πεις;» «Είδα τη ν εκρή φύσ η που είχ ες ζωγ ραφίσ ει γ ια τις εξετάσ εις σ ου. Το πρωί της ημέρας που σ κότωσ αν τη μητέρα σ ου». Ο Τεν τ δεν είπε τίποτα. Εξακολ ούθησ αν ν α περπατούν σ ιωπηλ οί σ το δρόμο. Ήταν σ αν όλ οι οι άλ λ οι άν θρωποι ν α είχ αν εξαφαν ισ τεί από τον κόσ μο και ν α είχ αν απομείν ει μόν ο οι δυο τους. «Υ πάρχ ει εκεί και έν α παράξεν ο αν τικείμεν ο, που
σ την αρχ ή δεν το αν αγ ν ώρισ α», είπε η Φρίν τα. Η φων ή της ακούσ τηκε σ τεγ ν ή και ξερή. Καθάρισ ε το λ αιμό της. «Το σ χ εδίασ ες από μια εν διαφέρουσ α γ ων ία και γ ι’ αυτό μου πήρε λ ίγ η ώρα ν α καταλ άβω τι είν αι. Πήγ α σ το δωμάτιο με τα σ τοιχ εία γ ια ν α το ελ έγ ξω». Ο Τεν τ είχ ε επιβραδύν ει το βήμα του. Τώρα έσ ερν ε τα πόδια του, σ αν ν α είχ αν γ ίν ει πολ ύ βαριά γ ια εκείν ον . «Για ν α δεις το γ ραν άζι όπως φαίν εται σ το σ χ έδιό σ ου, πρέπει ν α το περισ τρέψ εις και ν α το γ υρίσ εις λ ίγ ο σ το πλ άι και προς τα πίσ ω. Τότε φαίν εται ίσ ιο και μοιάζει κάπως με χ άρακα...» «Ναι», είπε ο Τεν τ, αν και αυτό το «ν αι» έμοιαζε περισ σ ότερο με αν ατριχ ίλ α παρά με λ έξη, «είχ αμε βιβλ ία με γ ρίφους σ αν αυτόν όταν ήμουν μικρός. Μου άρεσ αν πολ ύ. Αυτό που βλ έπω είν αι...» Η Φρίν τα ακούμπησ ε το χ έρι της σ τον ώμο του Τεν τ κι εκείν ος την κοίταξε. «Ο πατέρας σ ου γ ν ώριζε πως εκείν ο το πρωί είχ ες πάρει το γ ραν άζι μαζί σ ου σ το σ χ ολ είο. Όταν αποδείχ τηκε πως ήταν το όπλ ο του φόν ου, εκείν ος ήξερε και κάτι ακόμη: πως δεν θα μπορούσ ε ν α βρίσ κεται σ το σ πίτι, εκτός αν είχ ες επισ τρέψ ει εσ ύ». «Δ εν μου το είπε ποτέ». Η φων ή του Τεν τ ήταν
υπόκωφη. «Σκέφτηκα πως όλ α θα τελ είων αν και καν είς ποτέ δεν θα μάθαιν ε». «Αν ακάλ υψ ες την εξωσ υζυγ ική σ χ έσ η της μητέρας σ ου;» «Το υποψ ιαζόμουν από πολ ύ καιρό», αποκρίθηκε ζοφερά ο Τεν τ. «Την ακολ ούθησ α εκείν η την ημέρα με το ποδήλ ατό μου. Την είδα ν α πηγ αίν ει σ το διαμέρισ μα και είδα έν αν άν τρα ν α της αν οίγ ει την πόρτα. Την άφησ α εκεί και περιπλ αν ιόμουν σ τους δρόμους σ αν μέσ α σ ε ομίχ λ η. Δ εν μπορούσ α ν α σ κεφτώ καν ον ικά και έν ιωθα άρρωσ τος. Σκέφτηκα πως θα αρρώσ ταιν α καν ον ικά. Επέσ τρεψ α κάποια σ τιγ μή σ το σ πίτι, και τη σ τιγ μή που τοποθετούσ α το αν αθεματισ μέν ο το γ ραν άζι σ το ράφι του τζακιού μπήκε κι εκείν η». Για έν α λ επτό, έβαλ ε το έν α του χ έρι μπροσ τά σ το πρόσ ωπό του, σ αν μάσ κα. «Όταν ήμουν μικρό αγ όρι, πίσ τευα πως ήταν ο καλ ύτερος άν θρωπος σ ε ολ όκλ ηρο τον απέραν το κόσ μο. Μου εν έπν εε ασ φάλ εια και καλ οσ ύν η. Κάθε βράδυ με έβαζε σ το κρεβάτι μου και είχ ε πάν τοτε την ίδια μυρωδιά. Εκείν ο το απόγ ευμα με κοίταξε και την κοίταξα, και ήξερα πως είχ ε καταλ άβει ότι είχ α αν ακαλ ύψ ει το μυσ τικό της. Δ εν μου είπε τίποτα εκείν η τη σ τιγ μή, μόν ο μου χ αμογ έλ ασ ε με έν α παράξεν ο, αμυδρό χ αμόγ ελ ο. Τότε κι εγ ώ σ ήκωσ α το αν τικείμεν ο που
είχ α σ τα χ έρια μου και τη χ τύπησ α σ το πλ αϊν ό μέρος του κεφαλ ιού της. Ακόμη έχ ω σ τ’ αυτιά μου τον ήχ ο που έκαν ε. Δ υν ατό και υπόκωφο. Για μια σ τιγ μή, ήταν σ αν τίποτα ν α μην είχ ε σ υμβεί και ν α εξακολ ουθούσ α ν α την κοιτώ και ν α με κοιτά κι εκείν η, με το αλ λ όκοτο χ αμόγ ελ ο σ τα χ είλ η της. Κι έπειτα ήταν σ αν ν α αν ατιν άχ τηκε μπροσ τά σ τα μάτια μου. Υ πήρχ ε αίμα παν τού και δεν έμοιαζε πια καθόλ ου με τη μητέρα μου. Ήταν ξαπλ ωμέν η κάτω και το πρόσ ωπό της είχ ε γ ίν ει πολ τός κι εγ ώ εξακολ ουθούσ α ν α κρατώ το γ ραν άζι και όλ α ήταν …» «Και τότε το έβαλ ες σ τα πόδια». «Πήγ α σ το πάρκο και με έπιασ ε αν αγ ούλ α. Τόσ ο έν τον η αν αγ ούλ α, που από τότε δεν μου έχ ει φύγ ει ούτε σ τιγ μή. Τίποτα δεν μπορεί ν α πάρει αυτή τη γ εύσ η από το σ τόμα μου». «Κι έπειτα η Τζούν τιθ σ ου έδωσ ε άλ λ οθι;» «Σκόπευα ν α ομολ ογ ήσ ω. Τι άλ λ ο ν α έκαν α; Όμως το όπλ ο του φόν ου είχ ε εξαφαν ισ τεί και όλ οι έλ εγ αν πως ήταν μια διάρρηξη που κατέλ ηξε σ ε φόν ο και η ίδια η Τζούν τιθ με ικέτευε ν α πω πως ήμασ ταν μαζί εκείν ο το απόγ ευμα. Και τελ ικά αυτό έκαν α. Δ εν είχ α προσ χ εδιάσ ει ν α το κάν ω». «Αλ λ ά ο πατέρας σ ου σ χ εδίασ ε το φόν ο του Ζακς, και καταλ αβαίν εις και το λ όγ ο, έτσ ι δεν είν αι,
Τεν τ; Δ εν τον σ κότωσ ε εν βρασ μώ ψ υχ ής. Ήταν προσ χ εδιασ μέν η δολ οφον ία. Από τη σ τιγ μή που η Τζούν τιθ του μίλ ησ ε γ ια τη σ χ έσ η της και του είπε πως ήταν μαζί με τον Ζακς το απόγ ευμα του φόν ου της μητέρας της, ο πατέρας σ ου ήξερε πως το άλ λ οθί σ ου θα κατέρρεε. Ο Ζακς θα έλ εγ ε πως το απόγ ευμα εκείν ο ήταν με την Τζούν τιθ». «Σκότωσ ε τον Ζακς γ ια ν α σ ώσ ει εμέν α», είπε με χ αμηλ ή φων ή ο Τεν τ. «Αν δεν τον έπιαν αν , το άλ λ οθί σ ου ήταν σ ίγ ουρα ασ φαλ ές. Αν πάλ ι τον έπιαν αν , θα έλ εγ ε πως σ υν έβη επάν ω σ ε καβγ ά». «Τι θα του κάν ουν τώρα;» «Δ εν ξέρω, Τεν τ». «Και σ κοπεύει ν α πει πως εκείν ος σ κότωσ ε και τη μητέρα, γ ια ν α με σ ώσ ει;» «Νομίζω πως θα το κάν ει, αν χ ρειασ τεί. Αυτή τη σ τιγ μή όλ α είν αι έν α χ άος, εξαιτίας της παρέμβασ ης της Ελ εάν α Κέριγ καν ». «Θα το πεις σ την ασ τυν ομία;» «Όχ ι», είπε σ κεφτικά η Φρίν τα. «Δ εν ν ομίζω πως θα πω το εγ ώ». «Γιατί;» Η Φρίν τα σ ταμάτησ ε και σ τράφηκε προς το μέρος του. Τον κοίταξε με τα σ κοτειν ά μάτια της. «Επειδή αυτό θα το κάν εις εσ ύ».
«Όχ ι», ψ ιθύρισ ε εκείν ος. «Δ εν μπορώ... δεν ήθελ α... Δ εν μπορώ». «Πώς ήταν ;» τον ρώτησ ε η Φρίν τα. «Αυτές οι τελ ευταίες εβδομάδες». «Σαν ν α βρίσ κομαι σ την κόλ ασ η», είπε και τα λ όγ ια του μόλ ις που ακούγ ον ταν . «Κι εκεί θα βρίσ κεσ αι γ ια πάν τα, εκτός αν πεις την αλ ήθεια». «Μα πώς μπορώ; Η μάν α μου! Σκότωσ α τη μάν α μου». Σταμάτησ ε απότομα, και μετά άρχ ισ ε πάλ ι σ έρν ον τας τις λ έξεις του: «Σκότωσ α τη μάν α μου. Βλ έπω το πρόσ ωπό της». Επαν αλ άμβαν ε τις λ έξεις αγ ριεμέν ος. «Βλ έπω το πρόσ ωπό της, που το έκαν α κομμάτια. Το βλ έπω σ υν εχ ώς». «Αυτός είν αι ο μόν ος τρόπος. Δ εν θα κάν ει τα πράγ ματα καλ ύτερα. Θα είσ αι πάν τοτε αυτός που σ κότωσ ε τη μάν α του. Θα το κουβαλ άς πάν τοτε μαζί σ ου, μέχ ρι την ημέρα που θα πεθάν εις. Πρέπει όμως ν α παραδεχ τείς αυτό που έκαν ες». «Θα πάω σ τη φυλ ακή;» «Έχ ει καμία σ ημασ ία αυτό;» «Θα ήθελ α ν α μπορούσ α ν α της πω...» «Τι ν α της πεις;» «Ότι την αγ απώ. Ότι λ υπάμαι». «Μπορείς ν α της το πεις». Ο δρόμος σ χ ημάτιζε έν α μισ οφέγ γ αρο και τώρα
είχ αν επισ τρέψ ει σ την οδό όπου κατοικούσ ε η Λουίζ Βέλ ερ. Ο Τεν τ σ ταμάτησ ε και πήρε βαθιές, ακαν όν ισ τες αν άσ ες. «Δ εν είν αι αν άγ κη ν α πάμε πάλ ι εκεί», του είπε η Φρίν τα. «Μπορούμε ν α πάμε κατευθείαν σ το ασ τυν ομικό τμήμα». Την κοίταξε και το ν εαν ικό του πρόσ ωπο ήταν παγ ωμέν ο από τον τρόμο. «Θα έρθεις μαζί μου;» «Ναι». «Επειδή δεν ν ομίζω ότι μπορώ ν α το κάν ω μόν ος μου». Η Φρίν τα είχ ε διασ χ ίσ ει πολ λ ές φορές το Λον δίν ο περπατών τας, αλ λ ά δεν μπορούσ ε ν α θυμηθεί ν α έχ ει άλ λ οτε κάν ει έν αν περίπατο τόσ ο μακάβριο και τόσ ο αλ λ όκοτο. Είχ ε την αίσ θησ η ότι το πλ ήθος σ τους δρόμους τους άν οιγ ε δρόμο γ ια ν α περάσ ουν και πως τα βήματά τους αν τηχ ούσ αν σ το φευγ αλ έο γ κρίζο φως. Έπειτα από λ ίγ ο έβαλ ε το μπράτσ ο της γ ύρω από τον ώμο του Τεν τ και τον τράβηξε πιο κον τά της, σ αν μια μητέρα με το παιδί της. Σκέφτηκε την Τζούν τιθ και την Ντόρα σ ε εκείν ο το σ κοτειν ό, τακτικό, αποπν ικτικό σ πίτι, με τον πατέρα τους σ τη φυλ ακή, και τώρα και τον αδελ φό τους – αυτόν το ν εαρό άν τρα, τον χ τυπημέν ο από τον τρόμο. Ο καθέν ας τους μόν ος
του, μέσ α σ το δικό του πέν θος και τον δικό του τρόμο. Επιτέλ ους έφτασ αν . Ο Τεν τ αποτραβήχ τηκε από κον τά της. Κόμποι ιδρώτα γ υάλ ιζαν σ το μέτωπό του και το πρόσ ωπό του είχ ε πάρει μια σ ασ τισ μέν η έκφρασ η. Η Φρίν τα ακούμπησ ε το χ έρι της σ την πλ άτη του. «Φτάσ αμε», του είπε. Και μπήκαν μέσ α μαζί. Ο Κάρλ σ ον είχ ε μόλ ις ξαν αρχ ίσ ει την αν άκρισ η του Ράσ ελ Λέν οξ, όταν η Ιβέτ πρόβαλ ε σ την πόρτα και του έγ ν εψ ε πάλ ι ν α βγ ει έξω. «Τι σ υμβαίν ει;» «Σκέφτηκα πως θα έπρεπε ν α το μάθεις αμέσ ως. Η Φρίν τα είν αι εδώ με το γ ιο των Λέν οξ». «Τον Τεν τ;» «Ναι. Λέει πως έχ ει κάτι σ ημαν τικό ν α σ ου πει». «Εν τάξει. Πες τους ότι θα έρθω τώρα». «Και η Ελ εάν α Κέριγ καν εξακολ ουθεί ν α επιμέν ει πως το έκαν ε αυτή». Ο Κάρλ σ ον μπήκε ξαν ά σ το δωμάτιο. «Θα επισ τρέψ ω σ ύν τομα», είπε σ τον Ράσ ελ Λέν οξ. «Αλ λ ά απ’ ό,τι μου λ έν ε ο γ ιος σ ας είν αι εδώ, σ το τμήμα, και ζητά ν α με δει». «Ο γ ιος μου; Ο Τεν τ; Όχ ι. Όχ ι, δεν μπορεί. Όχ ι...» «Κύριε Λέν οξ, τι πάθατε;»
«Εγ ώ το έκαν α. Θα σ ας τα πω όλ α. Εγ ώ σ κότωσ α τη γ υν αίκα μου. Εγ ώ σ κότωσ α τη Ρουθ. Καθίσ τε κάτω. Βάλ τε το μαγ ν ητόφων ο ν α ηχ ογ ραφεί. Θέλ ω ν α ομολ ογ ήσ ω. Μη φεύγ ετε. Εγ ώ το έκαν α. Καν είς άλ λ ος. Πρέπει ν α με πισ τέψ ετε. Δ ολ οφόν ησ α τη γ υν αίκα μου. Σας ορκίζομαι σ τον Θεό πως ήμουν εγ ώ». Ο Τεν τ σ ήκωσ ε τα φλ ογ ισ μέν α μάτια του και κοίταξε τον Κάρλ σ ον καταπρόσ ωπο. Από την πρώτη σ τιγ μή, ο Κάρλ σ ον έν ιωσ ε μια θαν ατερή ηρεμία επάν ω του, έν α είδος εσ τιασ μέν ης αποφασ ισ τικότητας. Το αγ όρι πήρε αν άσ α και είπε με καθαρή και δυν ατή φων ή: «Βρίσ κομαι εδώ γ ια ν α ομολ ογ ήσ ω το φόν ο της μητέρας μου. Την οποία αγ απούσ α πάρα πολ ύ...»
58 Όταν η Φρίν τα επέσ τρεψ ε, ο Γιόζεφ καθόταν σ την κουζίν α της μαζί με τη Χλ όη και έπαιζαν κάποιο παιχ ν ίδι με χ αρτιά που σ υν οδευόταν από πολ λ ές φων ές, εν ώ σ υχ ν ά ο έν ας έριχ ν ε απότομα το χ αρτί του επάν ω σ το χ αρτί του άλ λ ου. Ακόμη και τώρα που σ κεφτόταν πώς θα έλ εγ ε τα ν έα σ την αν ιψ ιά της, πρόλ αβε ν α αν αρωτηθεί γ ια ποιο λ όγ ο η Χλ όη βρισ κόταν σ το σ πίτι της εν ώ θα έπρεπε ν α βρίσ κεται σ το σ χ ολ είο, και πώς το σ πίτι της, από εκεί που ήταν έν α ασ φαλ ές καταφύγ ιο από τον κόσ μο, είχ ε γ ίν ει τόπος σ υν άν τησ ης γ ια όλ ους και έν α μέρος αταξίας και πέν θους. Ίσ ως, σ κέφτηκε, ν α άλ λ αζε τις κλ ειδαριές όταν όλ α αυτά θα τελ είων αν . Κοίταξε τον Γιόζεφ. «Μου δίν εις, σ ε παρακαλ ώ, έν α λ επτό με τη Χλ όη;» τον ρώτησ ε. Ο Γιόζεφ φάν ηκε ν α μπερδεύεται. «Να σ ου δώσ ω... έν α λ επτό;» «Ναι», είπε η Φρίν τα. «Μπορείς ν α βγ εις γ ια λ ίγ ο από το δωμάτιο;» «Μα ν αι, ν αι», αποκρίθηκε ο Γιόζεφ. «Έτσ ι κι αλ λ ιώς πάω τώρα σ τον Ρούμπεν . Πόκερ γ ια
άν τρες». Σήκωσ ε τη γ άτα που ήταν καθισ μέν η σ το μηρό του και κρατών τας την επάν ω σ το πλ ατύ σ τήθος του βγ ήκε από το δωμάτιο. Όσ η ώρα η Φρίν τα έλ εγ ε σ τη Χλ όη αυτά που είχ αν σ υμβεί, παρακολ ουθούσ ε τη διαδοχ ή των σ υν αισ θημάτων σ το πρόσ ωπο του ν εαρού κοριτσ ιού: σ ύγ χ υσ η, σ οκ, απελ πισ ία, δυσ πισ τία, οργ ή. Όταν η Φρίν τα τελ είωσ ε, ακολ ούθησ ε σ ιωπή. Τα μάτια της Χλ όης τρεμόπαιξαν και κοιτούσ αν από τη μία πλ ευρά σ την άλ λ η. «Υ πάρχ ει κάτι που θα ήθελ ες ν α με ρωτήσ εις;» της είπε η Φρίν τα. «Πού είν αι;» «Στο ασ τυν ομικό τμήμα». «Μέσ α σ ε κελ ί;» «Δ εν ξέρω. Θα του πάρουν κατάθεσ η, αλ λ ά σ ίγ ουρα θα τον προφυλ ακίσ ουν ». «Είν αι παιδί ακόμη». «Είν αι δεκαοχ τώ ετών . Είν αι εν ήλ ικος». Ακολ ούθησ ε ν έα παύσ η. Η Φρίν τα πρόσ εξε πως τα μάτια της Χλ όης γ υάλ ιζαν . «Πες μου», την εν θάρρυν ε. «Υ ποτίθεται πως εσ ύ θα τον φρόν τιζες». «Νομίζω πως αυτό ακριβώς έκαν α». «Τι εν ν οείς;»
«Έπρεπε ν α ομολ ογ ήσ ει την πράξη του». «Ακόμη και αν αυτό σ ημαίν ει πως θα κατασ τρέψ ει τη ζωή του;» «Είν αι η μόν η του ελ πίδα ν α μην κατασ τρέψ ει τη ζωή του». «Κατά τη γ ν ώμη σ ου», είπε πικρά η Χλ όη. «Σύμφων α με την αν αθεματισ μέν η επαγ γ ελ ματική γ ν ώμη σ ου. Εγ ώ τον έφερα σ ’ εσ έν α. Σου τον έφερα γ ια ν α τον βοηθήσ εις». «Το ν α βοηθάς τους αν θρώπους δεν είν αι απλ ό. Είν αι–» «Σταμάτα. Σταμάτα, σ ταμάτα. Δ εν θέλ ω ν α σ ε ακούσ ω ν α μιλ άς γ ια υπευθυν ότητα και γ ια αν αθεματισ μέν η αυτον ομία. Πρόδωσ ες εκείν ον και πρόδωσ ες κι εμέν α. Αυτό ακριβώς έκαν ες». «Σκότωσ ε τη μητέρα του». «Δ εν το ήθελ ε!» «Και αυτό θα εκτιμηθεί υπέρ του». «Φεύγ ω». «Πού πας;» «Πίσ ω σ το σ πίτι μου. Η μάν α μου μπορεί ν α είν αι παλ αβή και ν α έχ ει έν α σ πίτι χ άλ ια, όμως δεν σ τέλ ν ει τους φίλ ους μου σ τη φυλ ακή». «Χλ όη...» «Δ εν θα σ ε σ υγ χ ωρήσ ω ποτέ».
Τελ είωσ ε, είπε σ τον εαυτό της. Εκείν η είχ ε τελ ειώσ ει. Ο πυρετός των τελ ευταίων εβδομάδων μπορούσ ε ν α κοπάσ ει, όλ η εκείν η η αλ λ όκοτη αίσ θησ η θα εξαλ ειφόταν τώρα, όπως εξαλ είφεται ο πόν ος από έν α βίαιο τραύμα μέχ ρι που απομέν ει μόν ο έν ας αν επαίσ θητος πόν ος και καν είς άλ λ ος δεν μπορεί ν α δει το σ ημάδι. Η δολ οφον ία της Ρουθ Λέν οξ είχ ε εξιχ ν ιασ τεί. Τα παιδιά των Λέν οξ θα πήγ αιν αν το καθέν α σ τη δική του διαφορετική φυλ ακή. Η Χλ όη είχ ε φύγ ει. Κι εκείν η είχ ε προδώσ ει τη φιλ ία της με τον Κάρλ σ ον . Η άγ ρια αν αζήτησ η εν ός κοριτσ ιού που δεν είχ ε γ ν ωρίσ ει ποτέ της ήταν πια παρελ θόν και ήδη έμοιαζε με όν ειρο. Αν αρωτήθηκε αν θα έβλ επε ποτέ ξαν ά τον Φίαρμπι, με τα διεισ δυτικά μάτια του και τα ασ ημόλ ευκα μαλ λ ιά του. Άρχ ισ ε ν α σ υμμαζεύει, ν α βάζει πάλ ι τα πράγ ματα σ τη σ ωσ τή θέσ η τους, ν α καθαρίζει λ εκέδες από επιφάν ειες και ν α τρίβει με κερί το ξύλ ιν ο τραπεζάκι του σ κακιού δίπλ α σ το παράθυρο. Το απόγ ευμα θα πήγ αιν ε ν α δει τη Θέλ μα Σκοτ και ν α βυθίσ ει τον κουβά βαθιά σ το σ κοτειν ό πηγ άδι της σ κέψ ης της, αργ ότερα όμως ίσ ως και ν α έπαιζε μια παρτίδα σ κάκι μόν η της, γ λ ισ τρών τας τα ξύλ ιν α πιόν ια κατά μήκος της σ κακιέρας εν ώ γ ύρω της θα υπήρχ ε πάλ ι ησ υχ ία και
σ ιωπή. Έπρεπε επίσ ης ν α τηλ εφων ήσ ει σ τον Σάν τι. Μέσ α σ το σ αματά τον είχ ε αφήσ ει παράμερα. Οι δύο ημέρες σ τη Νέα Υ όρκη της φαίν ον ταν τώρα μακριν ές, εξωπραγ ματικές. Τώρα, επιτέλ ους άφησ ε τον εαυτό της ν α αν απολ ήσ ει πώς την είχ ε κρατήσ ει εκείν ο το βράδυ σ την αγ καλ ιά του και τα λ όγ ια που της είχ ε πει. Θυμήσου, της είχ ε πει. Θυμήσου. Κάπου σ τη μέσ η της σ κάλ ας, η Φρίν τα σ ταμάτησ ε σ αν ν α πάγ ωσ ε. Μια σ κέψ η είχ ε έρθει σ το ν ου της που έκαν ε την καρδιά της ν α χ οροπηδά. Αλ λ ά τι ήταν ; Ο Φίαρμπι. Κάτι που είχ ε σ χ έσ η με τον Φίαρμπι και με το τελ ευταίο μήν υμα που της είχ ε αφήσ ει προτού εξαφαν ισ τεί από τη ζωή της. Η Φρίν τα κάθισ ε σ ε έν α σ καλ ί και προσ πάθησ ε αν ακαλ έσ ει με ακρίβεια σ τη μν ήμη της αυτά που της είχ ε πει σ το τελ ευταίο εκείν ο μήν υμα. Τα περισ σ ότερα δεν ήταν σ ημαν τικά, όμως το σ ίγ ουρο ήταν πως εκείν ος είχ ε μια ιδέα την οποία του φαιν όταν πως άξιζε ν α ακολ ουθήσ ει. Είχ ε πει ότι ξαν ακοίταξε τους φακέλ ους των κοριτσ ιών . Αυτό το θυμόταν αρκετά καθαρά. Και μετά είχ ε πει κάτι άλ λ ο. Δ εν σκεφτήκαμε σωστά την περίπτωσή τους, αυτό είχ ε πει. Ναι, και ότι θα πήγ αιν ε ν α ρίξει άλ λ η μια ματιά. Υ πήρχ ε και κάτι άλ λ ο; Ναι, πως δεν είχ αν
ακούσ ει τη μηχ αν ή – αλ λ ά τι σ την ευχ ή ν α σ ήμαιν ε άραγ ε αυτό; Ακουγ όταν σ αν μια ελ αφρώς τρελ ή μεταφορά γ ια τον τρόπο που λ ειτουργ εί το αν θρώπιν ο μυαλ ό. Η Φρίν τα σ κέφτηκε τόσ ο έν τον α που σ χ εδόν έν ιωσ ε ν α πον ά από την έν τασ η. Όχ ι, αυτά ήταν όλ α, εκτός βέβαια από το ότι θα ερχ όταν ν α της πει τι θα έβρισ κε. Αυτά ήταν όλ α, λ οιπόν . Δ εν ήταν και πολ λ ά. Οι φάκελ οι των κοριτσ ιών . Δ εν σκεφτήκαμε σωστά την περίπτωσή τους. Αλ λ ά τι ν α εν ν οούσ ε με αυτό; Με ποιον τρόπο δεν σ κέφτηκαν σ ωσ τά; Υ πήρχ ε κάποιου είδους σ ύν δεσ η που τους είχ ε ξεφύγ ει; Είχ ε χ ρησ ιμοποιήσ ει πρώτο πλ ηθυν τικό πρόσ ωπο: δεν σκεφτήκαμε σωστά... Αλ λ ά πότε και με ποιον τρόπο εκείν η κι ο Φίαρμπι είχ αν σ κεφτεί μαζί γ ια τα κορίτσ ια; Σκέφτηκε το υπόλ οιπο κομμάτι του μην ύματος. Θα πήγ αιν ε ν α ρίξει άλ λ η μια ματιά. Άλ λ η μια ματιά. Αυτό πάλ ι τι σ ήμαιν ε; Μήπως ότι θα επισ κεπτόταν ξαν ά κάποια από τις οικογ έν ειες των κοριτσ ιών ; Ήταν πιθαν όν . Αλ λ ά αμέσ ως μετά η Φρίν τα σ κέφτηκε: Όχ ι, δεν ήταν αυτό. Υ πήρχ αν τρία σ ημεία σ τα λ όγ ια του: Δ εν σκεφτήκαμε σωστά την περίπτωσή τους. Δ εν ακούσαμε τη μηχ αν ή. Και ότι θα πήγ αιν ε ν α ρίξει άλ λ η μια ματιά. Έτσ ι όπως το είχ ε διατυπώσ ει, δεν μπορούσ ε παρά ν α εν ν οεί ότι θα πήγ αιν ε ν α ρίξει
άλ λ η μια ματιά σ ε έν α μέρος όπου είχ αν βρεθεί οι δυο τους μαζί. Θα ξαν απήγ αιν ε άραγ ε σ το καταφύγ ιο αλ όγ ων ν α μιλ ήσ ει με τον Ντόχ ερτι; Όχ ι, αυτό δεν έβγ αζε ν όημα. Σε αυτή την περίπτωσ η, θα έλ εγ ε σ το μήν υμά του ότι θα πήγ αιν ε ν α μιλ ήσ ει με κάποιον . Ήταν ξεκάθαρο ότι το μήν υμα αν αφερόταν σ ε έν α μέρος. Αυτό λ οιπόν θα πρέπει ν α σ ήμαιν ε ότι θα πήγ αιν ε πίσ ω σ το Κρόιν τον . Να ρίξει άλ λ η μια ματιά. Αλ λ ά γ ια ποιο λ όγ ο; Αφού είχ ε πάει η ασ τυν ομία σ ’ εκείν ο το σ πίτι. Το είχ αν ψ άξει. Για ποιο λ όγ ο ν α πάει ν α του ρίξει άλ λ η μια ματιά; Σκέφτηκε ξαν ά το μήν υμα, κομμάτι-κομμάτι, σ αν μια μηχ αν ή που την έλ υν ε και άφην ε το κάθε κομμάτι επάν ω σ το τραπέζι. Τα κορίτσ ια. Δ εν σκεφτήκαμε σωστά την περίπτωσή τους. Να ρίξει άλ λ η μια ματιά. Το πρώτο κομμάτι φαιν όταν ξεκάθαρο. Τα κορίτσ ια. Και το τελ ευταίο κομμάτι φαιν όταν ξεκάθαρο. Άλ λ η μια ματιά. Θα πρέπει ν α αν αφερόταν σ το Κρόιν τον . Το πρόβλ ημα ήταν το δεύτερο κομμάτι, το μεσ αίο. Δ εν σκεφτήκαμε σωστά την περίπτωσή τους. Ποιοι δεν σ κεφτήκαμε σ ωσ τά; Δ εν υπήρχ ε αμφιβολ ία, εκείν ος και η Φρίν τα. Τι δεν σ κεφτήκαμε σ ωσ τά; Την περίπτωσ ή τους. Και δεν ακούσ αμε τη μηχ αν ή. Μα ποια αν αθεματισ μέν η μηχ αν ή;
Και τότε, εν τελ ώς ξαφν ικά, ήταν σ αν η Φρίν τα ν α βγ ήκε έξω από μια σ κοτειν ή σ ήραγ γ α σ το φως, και το φως ήταν τόσ ο έν τον ο που τη θάμπωσ ε. Και αν όταν έλ εγ ε «δεν σ κεφτήκαμε σ ωσ τά την περίπτωσ ή τους», δεν αν αφερόταν σ τα κορίτσ ια; Και αν η μηχ αν ή δεν ήταν μια μεταφορική έκφρασ η – επειδή, σ το κάτω-κάτω, ο Φίαρμπι δεν μιλ ούσ ε με μεταφορές. Έκαν ε λ ίσ τες, εσ τίαζε σ ε αν τικείμεν α, γ εγ ον ότα, λ επτομέρειες, ημερομην ίες. Η μηχ αν ή ήταν εκείν η που είχ ε ακούσ ει η Βαν έσ α Ντέιλ , το μαρσ άρισ μα του αυτοκιν ήτου, την ημέρα που δέχ τηκε την επίθεσ η και ξέφυγ ε, λ ίγ ο πριν από το φόν ο της Χέιζελ Μπάρτον ... Η Βαν έσ α Ντέιλ , παρ’ όλ ο τον παν ικό της όταν ο κακοποιός είχ ε βάλ ει τα χ έρια του γ ύρω από το λ αιμό της, είχ ε ακούσ ει μια μηχ αν ή αυτοκίν ητου ν α μαρσ άρει. Αυτό σ ήμαιν ε πως δεν υπήρχ ε μόν ο έν ας δράσ της. Κάποιος άλ λ ος καθόταν μέσ α σ το αυτοκίν ητο μαρσ άρον τας τη μηχ αν ή και περιμέν ον τας ν α τους πάρει και ν α φύγ ουν . Δ εν ήταν έν α άτομο αλ λ ά δύο. Έν α ζευγ άρι δολ οφόν ων .
59 Τα πάν τα είχ αν αποκτήσ ει τώρα μια διαύγ εια κοφτερή σ αν ξυράφι. Βρήκε πάλ ι τον αριθμό τηλ εφών ου της Θέλ μα Σκοτ και την κάλ εσ ε. «Δ ρ Σκοτ; Είμαι η Φρίν τα Κλ άιν . Πρέπει ν α το αν αβάλ ω». Ακολ ούθησ ε σ ιωπή. «Έχ εις έν α λ επτό ν α μιλ ήσ ουμε;» «Η αλ ήθεια είν αι πως όχ ι. Υ πάρχ ει κάτι που πρέπει οπωσ δήποτε ν α κάν ω. Κάτι το οποίο δεν μπορεί ν α περιμέν ει». «Φρίν τα, είσ αι καλ ά;» «Αυτή τη σ τιγ μή ίσ ως όχ ι. Αλ λ ά πρόκειται γ ια κάτι πολ ύ σ ημαν τικό. Έχ ει απόλ υτη προτεραιότητα». «Σου το λ έω επειδή δεν ακούγ εσ αι και πολ ύ καλ ά...» «Με σ υγ χ ωρείτε. Πρέπει ν α φύγ ω αμέσ ως». Η Φρίν τα έκλ εισ ε το τηλ έφων ο. Τι χ ρειαζόταν μαζί της; Κλ ειδιά, παν ωφόρι, το μισ ητό της κιν ητό τηλ έφων ο. Αυτά ήταν όλ α. Την ώρα που έβαζε το παν ωφόρι της, χ τύπησ ε το κουδούν ι της πόρτας. Ήταν ο Γιόζεφ που ερχ όταν από δουλ ειά, γ εμάτος
σ κόν η. «Γιόζεφ, φεύγ ω. Δ εν έχ ω χ ρόν ο. Ούτε γ ια ν α σ ου μιλ ήσ ω». Ο Γιόζεφ την έπιασ ε από το μπράτσ ο. «Φρίν τα, τι σ υμβαίν ει; Όλ οι τηλ εφων ούν σ ε όλ ους. “Πού είν αι η Φρίν τα; Τι κάν ει;” Εσ ύ δεν τηλ εφων είς ποτέ. Και δεν σ ηκών εις τα τηλ έφων αÈ. «Το ξέρω, το ξέρω. Θα σ ου εξηγ ήσ ω. Αλ λ ά τώρα πρέπει ν α πάω αμέσ ως σ το Κρόιν τον ». Ο Γιόζεφ σ ταμάτησ ε και έμειν ε γ ια λ ίγ ο σ κεφτικός. «Στο Κρόιν τον ; Είν αι κάτι γ ια τα κορίτσ ια;» «Δ εν ξέρω. Ίσ ως». «Μόν η σ ου;» «Είμαι μεγ άλ ο κορίτσ ι». «Θα σ ε πάω εγ ώ». «Μη γ ίν εσ αι γ ελ οίος». Ο Γιόζεφ την κοίταξε αυσ τηρά. «Θα σ ε πάω ή σ ε κρατώ εδώ και τηλ εφων ώ σ τον Ρούμπεν ». «Θέλ εις ν α το δοκιμάσ εις;» τον ρώτησ ε αγ ριεμέν η η Φρίν τα. «Ναι». «Καλ ά λ οιπόν , πήγ αιν έ με. Δ ικό σ ου είν αι αυτό;» Πίσ ω από τον Γιόζεφ ήταν έν α σ τραπατσ αρισ μέν ο λ ευκό φορτηγ άκι.
«Είν αι γ ια τη δουλ ειά». «Πάμε τότε». Ήταν μια πολ ύ μακριά διαδρομή, γ ια ν α φτάσ ουν σ το ν ότιο Λον δίν ο περν ών τας πρώτα από το Παρκ Λέιν , μετά από τη Βικτόρια και ύσ τερα επάν ω από την Τσ έλ σ ι Μπριτζ. Η Φρίν τα είχ ε το χ άρτη αν οιχ τό σ τα γ όν ατά της, καθοδηγ ών τας τον Γιόζεφ και σ κεπτόμεν η τι θα έκαν ε όταν θα έφταν αν . Μπάτερσ ι, Κλ άπφαμ, Τούτιν γ κ. Μήπως έπρεπε ν α τηλ εφων ήσ ει σ τον Κάρλ σ ον ; Αλ λ ά και τι ν α του πει; Υ ποψ ίες γ ια έν αν άν τρα του οποίου δεν ήξερε ούτε το επίθετο; Ούτε τη διεύθυν σ η; Για την τύχ η εν ός κοριτσ ιού που καν είς δεν αν αζητούσ ε; Κι όλ α αυτά μετά το φριχ τό τελ ευταίο φιάσ κο; Τώρα περν ούσ αν από κάποια μέρη του ν ότιου Λον δίν ου των οποίων ούτε τα ον όματα δεν αν αγ ν ώριζε καλ ά-καλ ά. Οι οδηγ ίες έγ ιν αν κάπως πιο περίπλ οκες μέχ ρι που, τελ ικά, η Φρίν τα τον καθοδήγ ησ ε ν α πάει λ ίγ ο πιο πέρα από το σ πίτι του Λόρεν ς Ντάους. «Λοιπόν ...» είπε ο Γιόζεφ περιμέν ον τας τη σ υν έχ εια. Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια έν α λ επτό. Ο Λόρεν ς και ο φίλ ος του, ο Τζέρι. Αυτών την περίπτωσ η δεν είχ αν σ κεφτεί σ ωσ τά με τον Φίαρμπι. Αλ λ ά δεν ήξερε το επίθετο του Τζέρι και δεν ήξερε και το
σ πίτι του. Παρ’ όλ α αυτά ήξερε κάτι. Ο Τζέρι έμεν ε πιο πάν ω σ το ποτάμι. Αυτό είχ ε πει ο Λόρεν ς. Που σ ήμαιν ε πως το σ πίτι του ήταν από την ίδια πλ ευρά του δρόμου. Η Φρίν τα θυμήθηκε ότι όταν σ τεκόταν σ τον κήπο με την πλ άτη της σ το σ πίτι, το ποτάμι κυλ ούσ ε από τα δεξιά προς τα αρισ τερά. Επομέν ως, το σ πίτι του Τζέρι ήταν επάν ω δεξιά. Και προφαν ώς δεν ήταν το διπλ αν ό σ πίτι, επειδή τότε ο Λόρεν ς θα είχ ε πει «ο γ είτον άς μου της διπλ αν ής πόρτας». Άλ λ ωσ τε, δεν είχ ε αν αφέρει κάτι σ χ ετικά με το ότι το διπλ αν ό σ πίτι το χ ρησ ιμοποιούσ αν γ ια πρόσ φυγ ες; Βγ ήκε από το αυτοκίν ητο. Αποφάσ ισ ε ν α ξεκιν ήσ ει από το αμέσ ως επόμεν ο από το διπλ αν ό σ πίτι. Μαζί της βγ ήκε και ο Γιόζεφ. «Είμαι εν τάξει», του είπε η Φρίν τα. «Εγ ώ έρχ ομαι μαζί σ ου». Ο Λόρεν ς Ντάους έμεν ε σ το ν ούμερο οχ τώ. Η Φρίν τα και ο Γιόζεφ αν έβηκαν το μον οπάτι ως το ν ούμερο δώδεκα. Η Φρίν τα χ τύπησ ε το κουδούν ι. Καν είς δεν ήρθε ν α αν οίξει. Ξαν αχ τύπησ ε. «Δ εν είν αι καν είς μέσ α», είπε ο Γιόζεφ. Συν έχ ισ αν το δρόμο τους μέχ ρι το σ πίτι με τον αριθμό δεκατέσ σ ερα και η Φρίν τα χ τύπησ ε πάλ ι το κουδούν ι. «Γιατί το κάν ουμε αυτό;» ρώτησ ε κάπως
σ ασ τισ μέν ος ο Γιόζεφ, αλ λ ά προτού προλ άβει η Φρίν τα ν α του απαν τήσ ει, η πόρτα άν οιξε και πρόβαλ ε σ το κατώφλ ι μια γ υν αίκα με λ ευκά μαλ λ ιά. Για μια σ τιγ μή, η Φρίν τα τα έχ ασ ε. Δ εν είχ ε σ κεφτεί τι θα έλ εγ ε. «Καλ ησ πέρα σ ας», είπε τελ ικά. «Προσ παθώ ν α παραδώσ ω κάτι σ το φίλ ο εν ός φίλ ου. Τον λ έν ε Τζέρι. Είν αι γ ύρω σ τα εξήν τα πέν τε. Ξέρω ότι μέν ει σ ε έν α από αυτά τα σ πίτια, αλ λ ά δεν είμαι σ ίγ ουρη σ ε ποιο». «Ίσ ως ν α είν αι ο Τζέρι Κόλ ιερ», είπε η γ υν αίκα. «Λίγ ο μεγ αλ ύτερος από εξήν τα; Κασ ταν ά μαλ λ ιά που έχ ουν αρχ ίσ ει ν α γ ίν ον ται γ κρίζα;» «Αυτός πρέπει ν α είν αι. Ζει μόν ος του. Είν αι σ το ν ούμερο δεκαοχ τώ». «Σας ευχ αρισ τώ πολ ύ», αποκρίθηκε η Φρίν τα. Η γ υν αίκα έκλ εισ ε την πόρτα. Η Φρίν τα και ο Γιόζεφ προχ ώρησ αν πίσ ω σ το φορτηγ άκι και μπήκαν μέσ α. Η Φρίν τα κοίταξε το σ πίτι. Ήταν μια διώροφη μον οκατοικία, με επέν δυσ η από γ κρίζα πέτρα σ το εξωτερικό της και αλ ουμιν έν ιες κορν ίζες παραθύρων . Ο μπροσ τιν ός κήπος ήταν περιποιημέν ος, με έν αν μικρό τοίχ ο από κίτριν α τούβλ α και από μέσ α διάσ παρτα παν τού κίτριν α, μοβ και κόκκιν α άν θη. «Και τώρα;» ρώτησ ε ο Γιόζεφ.
«Περίμεν ε έν α λ επτό», αποκρίθηκε η Φρίν τα. «Προσ παθώ ν α σ κεφτώ τι θα κάν ουμε. Μπορούμε–» «Στάσ ου», ψ ιθύρισ ε ο Γιόζεφ. «Κοίτα». Η πόρτα του δεκαοχ τώ είχ ε αν οίξει και ο Τζέρι Κόλ ιερ έβγ αιν ε έξω. Φορούσ ε έν α γ κρίζο κον τό παν ωφόρι και κρατούσ ε μια πλ ασ τική τσ άν τα γ ια ψ ών ια. Βγ ήκε σ το πεζοδρόμιο και άρχ ισ ε ν α περπατά κατά μήκος του δρόμου. «Αν αρωτιέμαι αν πρέπει ν α τον ακολ ουθήσ ουμε», είπε η Φρίν τα. «Να ακολ ουθήσ ουμε τον άν θρωπο; Δ εν είν αι καλ ό». «Μάλ λ ον έχ εις δίκιο. Το πιθαν ότερο είν αι ότι πηγ αίν ει σ τα μαγ αζιά. Έχ ουμε λ ίγ α λ επτά σ τη διάθεσ ή μας. Γιόζεφ, μπορείς ν α με βοηθήσ εις ν α παραβιάσ ω την πόρτα;» Ο Γιόζεφ σ άσ τισ ε και μετά έν α χ αμόγ ελ ο ζωγ ραφίσ τηκε σ το πρόσ ωπό του. «Να παραβιάσ εις την πόρτα; Εσ ύ, Φρίν τα;» «Τώρα, αυτή τη σ τιγ μή». «Δ εν το λ ες γ ια ασ τείο;» «Δ εν το λ έω καθόλ ου γ ια ασ τείο». «Εν τάξει, Φρίν τα. Ό,τι ζητήσ εις, Μετά οι ερωτήσ εις». Σήκωσ ε την τσ άν τα με τα εργ αλ εία της δουλ ειάς του και άρπαξε από μέσ α μια βαριά πέν σ α
και δυο τεράσ τια κατσ αβίδια. Βγ ήκαν από το φορτηγ ό και προχ ώρησ αν ως την μπροσ τιν ή πόρτα του σ πιτιού με το ν ούμερο δεκαοχ τώ. «Πρέπει ν α κάν ουμε γ ρήγ ορα», είπε η Φρίν τα «Και ήσ υχ α. Αν γ ίν εται». Ο Γιόζεφ άγ γ ιξε απαλ ά με τα δάχ τυλ ά του την κλ ειδαριά. «Τι είν αι πιο σ ημαν τικό; Γρήγ ορα ή ήσ υχ α;» «Γρήγ ορα». Ο Γιόζεφ έσ πρωξε το έν α κατσ αβίδι σ το κεν ό αν άμεσ α σ την πόρτα και την κορν ίζα της. Το κούν ησ ε ελ αφρά και το κεν ό έγ ιν ε λ ίγ ο πιο πλ ατύ. Έπειτα έσ πρωξε και το άλ λ ο κατσ αβίδι σ το κεν ό, μερικά εκατοσ τά πιο κάτω από το προηγ ούμεν ο. Κοίταξε τη Φρίν τα. «Έτοιμη;» Εκείν η έν ευσ ε καταφατικά. Τον είδε ν α λ έει σ ιγ ά τους αριθμούς έν α, δύο, τρία και τότε τράβηξε απότομα τα δυο κατσ αβίδια προς το μέρος του και την ίδια σ τιγ μή έγ ειρε με όλ ο το βάρος του σ την πόρτα. Ακούσ τηκε έν ας ήχ ος σ αν από σ πάσ ιμο και η πόρτα άν οιξε διάπλ ατα προς τα μέσ α. «Τώρα πού;» ρώτησ ε με έν αν βραχ ν ό ψ ίθυρο ο Γιόζεφ. Η Φρίν τα σ κέφτηκε γ ια μια σ τιγ μή. Είχ ε δει το σ πίτι του Λόρεν ς Ντάους, που ήταν παρόμοιο. Πού
ήταν λ οιπόν το πιο πιθαν ό; Έδειξε προς την κάτω σ κάλ α. Ο Γιόζεφ ακούμπησ ε κάτω την τσ άν τα του με τα εργ αλ εία και προχ ώρησ αν σ ιγ ά κατά μήκος του διαδρόμου, δίπλ α σ την αρισ τερή πλ ευρά της σ κάλ ας. Ο Γιόζεφ πήγ αιν ε μπροσ τά κοιτών τας σ υν εχ ώς γ ύρω του. Υ πήρχ ε μια πόρτα που οδηγ ούσ ε σ το κάτω μέρος της σ κάλ ας. Η Φρίν τα έν ευσ ε και ο Γιόζεφ άν οιξε την πόρτα. Έσ κυψ ε και είδε την αρχ ή της σ κάλ ας που οδηγ ούσ ε κάτω, σ ε έν α κατασ κότειν ο κελ άρι. Υ πήρχ ε και μια οσ μή, κάτι γ λ υκερό που η Φρίν τα δεν μπορούσ ε ν α αν αγ ν ωρίσ ει. Ο Γιόζεφ ψ αχ ούλ εψ ε κατά μήκος του τοίχ ου, βρήκε έν α διακόπτη και άν αψ ε το φως. Με έν α ξάφν ιασ μα, η Φρίν τα πρόσ εξε ότι σ τη βάσ η της σ κάλ ας, σ το δάπεδο του υπογ είου με την πλ άτη ν α ακουμπά σ τον τούβλ ιν ο τοίχ ο, ήταν μια φιγ ούρα, μισ οκρυμμέν η σ το σ κοτάδι. Όποιος και ν α ήταν , δεν φάν ηκε ν α αν τιδρά. Ο Γιόζεφ της είπε μέσ α σ ε έν α σ φύριγ μα ν α μην προχ ωρήσ ει, αλ λ ά η Φρίν τα άρχ ισ ε ν α κατεβαίν ει αποφασ ισ τικά τα σ καλ ιά. Δ εν είχ ε κατεβεί παρά τα λ ίγ α πρώτα σ καλ οπάτια και ήξερε ήδη ποιος ήταν εκείν ος ο άν θρωπος εκεί κάτω. Αν αγ ν ώρισ ε το τζάκετ, τα λ ευκά μαλ λ ιά, το γ ερτό κορμί. Κι όταν πια έφτασ ε σ το κελ άρι, ο Τζιμ Φίαρμπι την κοιτούσ ε χ ωρίς ν α την κοιτά, με ορθάν οιχ τα, ακίν ητα, κίτριν α από το
θάν ατο μάτια. Το σ τόμα του ήταν κι αυτό ορθάν οιχ το, σ αν από έκπλ ηξη, και φαιν όταν έν ας τεράσ τιος καφετής λ εκές που απλ ων όταν από το κεφάλ ι του ως τη μία πλ ευρά του προσ ώπου του. Η Φρίν τα ήταν έτοιμη ν α σ κύψ ει γ ια ν α ελ έγ ξει αν ήταν όν τως ν εκρός, όμως σ υγ κράτησ ε τον εαυτό της καθώς ήταν φαν ερό πως αυτό δεν είχ ε ν όημα. Έν ιωσ ε έν α κύμα έν τον ης ν αυτίας και αμέσ ως μετά τον πόν ο μιας ακόμη πιο έν τον ης θλ ίψ ης καθώς κοιτούσ ε εκείν ο τον εγ καταλ ειμμέν ο αξιαγ άπητο άν θρωπο, που όπως τελ ικά αποδείχ τηκε είχ ε δίκιο. Ο Γιόζεφ άρχ ισ ε ν α κατεβαίν ει κι αυτός τις σ κάλ ες και η Φρίν τα σ τράφηκε ν α του μιλ ήσ ει, εκείν η τη σ τιγ μή όμως άκουσ ε έν αν ήχ ο, κάτι σ αν το κλ αψ ούρισ μα ζώου. Ο ήχ ος ερχ όταν από κάπου πιο μακριά σ το κελ άρι, που εκτειν όταν αρκετά κάτω από το πεζοδρόμιο. Κοίταξε προσ εκτικά και διέκριν ε μια κίν ησ η. Προχ ώρησ ε προς τα εκεί και μέσ α σ το σ κοτάδι είδε μια αρχ ικά αόρισ τη φιγ ούρα ν α παίρν ει σ χ ήμα. Ήταν έν ας άν θρωπος, μια ν εαρή γ υν αίκα, σ τηριγ μέν η σ τητή επάν ω σ τον τοίχ ο, με τα μπράτσ α και τα πόδια της αν οιχ τά. Η Φρίν τα πρόσ εξε τα αν ακατωμέν α μαλ λ ιά, τα μάτια που τρεμόπαιζαν και το σ τόμα που ήταν κλ εισ μέν ο με μον ωτική ταιν ία. Όταν την πλ ησ ίασ ε, είδε πως το κορίτσ ι ήταν σ τερεωμέν ο σ ’ εκείν η τη θέσ η, με
σ ύρμα γ ύρω από τους καρπούς των χ εριών της και τους ασ τραγ άλ ους της, και σ τη μέσ η της και το λ αιμό της. Έκλ αιγ ε με πν ιχ τά βογ κητά. Η Φρίν τα ακούμπησ ε το δάχ τυλ ό της σ τα χ είλ η της γ ια ν α την κάν ει ν α σ ωπάσ ει. Προσ πάθησ ε ν α της βγ άλ ει το σ ύρμα από τον έν α καρπό αλ λ ά σ ε μια σ τιγ μή ο Γιόζεφ βρέθηκε κον τά της. Έβγ αλ ε κάτι από την τσ έπη του τζάκετ του. Η Φρίν τα άκουσ ε τον ήχ ο μιας πέν σ ας και αμέσ ως ο καρπός ελ ευθερώθηκε. Ακολ ούθησ αν ο άλ λ ος καρπός, ο λ αιμός, η μέσ η, και τότε η ν εαρή γ υν αίκα έπεσ ε προς τα εμπρός. Η Φρίν τα τη σ τήριξε από φόβο μήπως σ πάσ ει τους ασ τραγ άλ ους της. Ο Γιόζεφ γ ον άτισ ε και της ελ ευθέρωσ ε και τα πόδια. Εκείν η τότε έπεσ ε σ τα γ όν ατα. «Κάλ εσ ε βοήθεια», είπε η Φρίν τα σ τον Γιόζεφ. Ο Γιόζεφ έβγ αλ ε το κιν ητό του τηλ έφων ο. «Πρέπει ν α πάω επάν ω γ ια ν α έχ ω σ ήμα», της είπε. «Κάλ εσ ε το εν ν έα, εν ν έα, εν ν έα». «Το ξέρω», αποκρίθηκε ο Γιόζεφ. «Η Φρίν τα κοίταξε τη γ υν αίκα σ το πρόσ ωπο. «Σάρον ;» Ακούσ τηκε κι άλ λ ο πν ιχ τό βογ κητό. «Τώρα θα σ ου βγ άλ ω την ταιν ία από το σ τόμα. Όλ α θα πάν ε καλ ά, πρέπει όμως ν α μείν εις ήσ υχ η. Ο Τζέρι έχ ει βγ ει έξω, πρέπει όμως ν α βιασ τούμε». Κι
άλ λ ο βογ κητό. «Θα είσ αι μια χ αρά. Αυτό όμως θα σ ε τσ ούξει λ ίγ ο». Η Φρίν τα ξεκόλ λ ησ ε μια άκρη από την ταιν ία και μετά την τράβηξε. Η σ άρκα από κάτω ήταν χ λ ωμή και μύριζε αποσ ύν θεσ η. Η Σάρον βογ κούσ ε σ αν ζώο. «Όλ α θα πάν ε καλ ά», της είπε καθησ υχ ασ τικά η Φρίν τα. «Σου είπα, έχ ει φύγ ει». «Όχ ι», είπε η Σάρον κουν ών τας το κεφάλ ι της. «Είν αι εδώ κι ο άλ λ ος άν τρας». «Που ν α πάρει», είπε η Φρίν τα και αν έβηκε τρέχ ον τας τις σ κάλ ες. «Γιόζεφ». Την ώρα που έτρεχ ε άκουσ ε ποδοβολ ητά και κρότους, σ αν ν α έπεφταν έπιπλ α σ το ισ όγ ειο. Τη σ τιγ μή που πέρασ ε από την πόρτα του υπογ είου είδε μορφές ν α κιν ούν ται και άκουσ ε φων ές. Δ εν μπορούσ ε ν α ξεχ ωρίσ ει κάτι καθαρά και τα πόδια της γ λ ισ τρούσ αν . Το πάτωμα ήταν υγ ρό και κολ λ ούσ ε. Κι έπειτα είδε εικόν ες μπερδεμέν ες: δυο φιγ ούρες ν α κιν ούν ται και ν α λ υγ ίζουν , λ άμψ η από μέταλ λ ο, εν ώ σ υγ χ ρόν ως άκουσ ε κραυγ ές, ήχ ους σ αν παφλ ασ μούς και σ αν κρότους, και οι δον ήσ εις ήταν τόσ ο δυν ατές που το πάτωμα έτρεμε κάτω από τα πόδια της. Η εσ τίασ ή της σ τέν εψ ε, σ αν ν α κοιτούσ ε τον κόσ μο μέσ α από έν αν πολ ύ μακρύ και σ τεν ό σ ωλ ήν α. Οι σ κέψ εις της έγ ιν αν και αυτές πολ ύ εσ τιασ μέν ες. Έμοιαζαν ν α έχ ουν επιβραδυν θεί, όπως και ο χ ρόν ος έμοιαζε ν α έχ ει
επιβραδυν θεί, και η Φρίν τα ήξερε πως δεν έπρεπε ν α καταρρεύσ ει διότι τότε όλ α θα είχ αν γ ίν ει γ ια το τίποτα. Έν ιωσ ε σ το χ έρι της κάποιο αν τικείμεν ο, δεν είχ ε ιδέα τι ήταν ή πώς βρέθηκε εκεί, όμως ήταν βαρύ και άρχ ισ ε ν α το αν εβοκατεβάζει και ν α χ τυπά με αυτό όσ ο πιο δυν ατά μπορούσ ε. Τότε η σ κην ή έγ ιν ε πιο ξεκάθαρη, σ αν κάποιος ν α άν αβε σ ταδιακά τα φώτα. Ο Λόρεν ς Ντάους ήταν ξαπλ ωμέν ος με το πρόσ ωπο προς τα κάτω σ το δάπεδο του χ ολ και από το κορμί του ξεχ υν όταν και απλ ων όταν έξω μια λ ίμν η από σ κούρο κόκκιν ο αίμα. Και ο Γιόζεφ ήταν γ ερμέν ος σ τον τοίχ ο, ασ θμαίν ον τας και βογ κών τας, εν ώ απέν αν τί του ήταν γ ερμέν η σ τον τοίχ ο και η ίδια η Φρίν τα, που σ υν ειδητοποίησ ε ξαφν ικά ότι το υγ ρό κολ λ ώδες πράγ μα σ τα χ έρια και τα ρούχ α της ήταν αίμα.
60 «Φρίν τα; Φρίν τα, Φρίν τα». Ο Γιόζεφ έμοιαζε ν α έχ ει ξεχ άσ ει τα αγ γ λ ικά του, το μόν ο που μπορούσ ε ν α πει ήταν το όν ομά της, ξαν ά και ξαν ά. Η Φρίν τα πήγ ε κον τά του. Ξαφν ικά έν ιωσ ε διαυγ ής και αν άλ αφρη και ήρεμη, γ εμάτη από μια αίσ θησ η αποφασ ισ τικότητας και εν έργ ειας. Είδε πως ο Γιόζεφ είχ ε έν α βίαιο τραύμα κατά μήκος του προσ ώπου και του λ αιμού του και πως το έν α του μπράτσ ο κρεμόταν με αφύσ ικο τρόπο. Κάτω από τα αίματα το πρόσ ωπό του έδειχ ν ε φριχ τά χ λ ωμό. «Όλ α εν τάξει, Γιόζεφ», του είπε. «Σ’ ευχ αρισ τώ, καλ έ μου, αγ απημέν ε μου φίλ ε». Έπειτα έσ κυψ ε δίπλ α σ τον Λόρεν ς Ντάους. Στο κεφάλ ι του, σ το σ ημείο όπου τον είχ ε χ τυπήσ ει, υπήρχ ε έν α μεγ άλ ο κόκκιν ο σ ημάδι, όμως η Φρίν τα πρόσ εξε πως αν έπν εε. Κοίταξε το βαρύ αν τικείμεν ο που εξακολ ουθούσ ε ν α κρατά σ τα χ έρια της· ήταν έν α από τα βαριά γ αλ λ ικά κλ ειδιά του Γιόζεφ που θα πρέπει ν α είχ αν πέσ ει από την τσ άν τα του. Τώρα ήταν πασ αλ ειμμέν ο με αίμα. «Κράτησ ε αυτό», είπε σ τον Γιόζεφ. «Αν τον δεις ν α σ υν έρχ εται, χ τύπα τον ξαν ά. Θα επισ τρέψ ω σ ε
έν α λ επτό». Έτρεξε σ την κουζίν α και άρχ ισ ε ν α αν οίγ ει έν αέν α τα σ υρτάρια. Ο Τζέρι ήταν πολ ύ οργ αν ωμέν ος άν τρας· το καθετί βρισ κόταν σ τη σ ωσ τή του θέσ η. Βρήκε έν α σ υρτάρι γ εμάτο με σ πάγ κους, μον ωτική ταιν ία, σ τιλ ό, και πήρε έν α ρολ ό με σ κοιν ί μπουγ άδας. Αυτό θα ήταν κατάλ λ ηλ ο. Επέσ τρεψ ε σ τους δυο άν τρες και, σ κύβον τας κάτω, έφερε τα δυο χ έρια του Λόρεν ς Ντάους το έν α κον τά σ το άλ λ ο, τα έδεσ ε γ ρήγ ορα και πολ ύ σ φιχ τά με πολ λ ούς γ ύρους σ κοιν ιού κι έπειτα τέν τωσ ε το σ κοιν ί ως κάτω και έκαν ε το ίδιο με τους ασ τραγ άλ ους του. Τώρα ήταν δεμέν ος χ ειροπόδαρα. Μόν ο τότε έβγ αλ ε από την τσ έπη το κιν ητό της τηλ έφων ο και με σ ταθερό χ έρι κάλ εσ ε την Άμεσ η Δ ράσ η. Είπε πως χ ρειαζόταν την ασ τυν ομία, πολ λ ούς ασ τυν ομικούς, και ασ θεν οφόρα, και τους έδωσ ε τη διεύθυν σ η επαν αλ αμβάν ον τάς την ώσ τε ν α βεβαιωθεί πως την είχ αν σ ημειώσ ει. Έδωσ ε και το όν ομά της και το άκουσ ε σ αν ν α αν ήκε σ ε κάποια άλ λ η. Τους ζήτησ ε ν α έρθουν γ ρήγ ορα. Μετά έβαλ ε πάλ ι το τηλ έφων ο σ την τσ έπη της. Μπορούσ ε ν ’ ακούσ ει τον Γιόζεφ ν α αν απν έει με δυσ κολ ία δίπλ α της, και μόλ ις σ τράφηκε πάλ ι προς το μέρος του είδε τον πόν ο σ το βασ αν ισ μέν ο του
πρόσ ωπο. Του πήρε το γ αλ λ ικό κλ ειδί από το χ έρι και τον άγ γ ιξε ελ αφρά σ τον ώμο. «Περίμεν ε εδώ γ ια έν α ακόμη λ επτό», του είπε και τον φίλ ησ ε σ το ιδρωμέν ο του μέτωπο. Κατέβηκε τρέχ ον τας τις σ κάλ ες ως το κελ άρι. Στη βάσ η της σ κάλ ας σ ταμάτησ ε πάλ ι γ ια ν α κλ είσ ει απαλ ά με τα δάχ τυλ ά της τα βλ έφαρα του Φίαρμπι. Του απομάκρυν ε τα μαλ λ ιά από το πρόσ ωπο κι έπειτα πήγ ε ν α βρει τη Σάρον Γκιμπς, η οποία ήταν ακόμη σ τα γ όν ατα, λ ικν ίζον τας το κεφάλ ι αν άμεσ α σ τα μπράτσ α της. Έβγ αζε μικρές λ αρυγ γ ικές κραυγ ές, όπως οι κραυγ ές εν ός πλ ηγ ωμέν ου ζώου. Φορούσ ε έν α σ τηθόδεσ μο ο οποίος μόλ ις που κάλ υπτε τα μικρά σ τήθη της και έν α βρόμικο παν τελ όν ι με λ άσ τιχ ο· τα πόδια της ήταν γ υμν ά και πλ ηγ ιασ μέν α. Μέσ α σ το αμυδρό φως η Φρίν τα μπορούσ ε ν α δει πως το κορμί της ήταν γ εμάτο με σ ημάδια που έμοιαζαν σ αν καψ ίματα από τσ ιγ άρα. Κάθισ ε δίπλ α της σ ταυροπόδι και έβαλ ε το χ έρι της κάτω από τον έν α της αγ κών α. «Μπορείς ν α σ ηκωθείς;» τη ρώτησ ε. «Άσ ε με ν α σ ε βοηθήσ ω. Έτσ ι». Έβγ αλ ε το παν ωφόρι της και τύλ ιξε με αυτό την κάτισ χ ν η φιγ ούρα του κοριτσ ιού. Τα πλ ευρά της διαγ ράφον ταν ξεκάθαρα, όπως και η κλ είδα του ώμου της. Μύριζε απλ υσ ιά
και αποσ ύν θεσ η. «Έλ α μαζί μου, Σάρον », της είπε μαλ ακά η Φρίν τα. «Όλ α τελ είωσ αν και είσ αι ασ φαλ ής. Πάμε ν α φύγ ουμε από εδώ». Λίγ ο οδηγ ών τας και λ ίγ ο κουβαλ ών τας το κορίτσ ι, η Φρίν τα προσ πέρασ ε τον ν εκρό Φίαρμπι και την αν έβασ ε, από εκείν ο το κελ άρι που είχ ε υπάρξει ο θάλ αμος των βασ αν ισ τηρίων της, πάλ ι σ το φως που τώρα είχ ε αρχ ίσ ει ν α δύει. Η Σάρον έβγ αλ ε μια μικρή κραυγ ή σ αν το φως ν α της πλ ήγ ων ε τα μάτια, έγ ειρε προς τα εμπρός, σ χ εδόν έπεσ ε, και άρχ ισ ε ν α βήχ ει κάν ον τας εμετό. Η Φρίν τα την έβγ αλ ε ως το κατώφλ ι της πόρτας, την οδήγ ησ ε έξω από το φριχ τό εκείν ο σ πίτι και την έβαλ ε ν α καθίσ ει σ τα σ καλ οπάτια. Ήρθε και ο Γιόζεφ παραπαίον τας. Η Φρίν τα έβγ αλ ε το βαμβακερό φουλ άρι της και το τύλ ιξε σ φιχ τά γ ύρω από το λ αιμό του, απ’ όπου έτρεχ ε πηχ τό αίμα. Έκαν ε ν α καθίσ ει σ τα σ καλ οπάτια αλ λ ά η Σάρον αποτραβήχ τηκε απότομα. «Μη φοβάσ αι, Σάρον », της είπε η Φρίν τα. «Αυτός ο άν τρας είν αι καλ ός. Σε έσ ωσ ε, Σάρον . Του χ ρωσ τάμε και οι δύο τη ζωή μας». «Ήρθα γ ια ν α βρω τη Λίλ α», κλ αψ ούρισ ε η Σάρον . «Ήθελ α ν α δω τη Λίλ α». «Όλ α είν αι εν τάξει τώρα. Μη μιλ άς ακόμη». «Είν αι ν εκρή;»
«Ναι. Είμαι βέβαιη πως είν αι. Θα αν ακάλ υψ ε μάλ λ ον τι έκαν ε ο πατέρας της κι έτσ ι αυτός τη σ κότωσ ε. Όμως εσ ύ είσ αι ζων ταν ή, Σάρον , και τώρα είσ αι ασ φαλ ής». Στεκόταν όρθια αν άμεσ α σ τους δυο τους. Από τον διπλ αν ό κήπο ερχ όταν η μυρωδιά από το αγ ιόκλ ημα, και τρεις πόρτες πιο κάτω η Φρίν τα μπορούσ ε ν α δει μια ηλ ικιωμέν η γ υν αίκα ν α ποτίζει με το λ άσ τιχ ο τον μικρό μπροσ τιν ό κηπάκο της. Ήταν έν α όμορφο αν οιξιάτικο δειλ ιν ό. Κάρφωσ ε το βλ έμμα της σ το δρόμο, αν αζητών τας όχ ι μόν ο τα μπλ ε φώτα των περιπολ ικών και των ασ θεν οφόρων αλ λ ά και τη φιγ ούρα του Τζέρι Κόλ ιερ ν α επισ τρέφει. Δ εν είχ αν περάσ ει παρά μερικά λ επτά από τότε που εκείν η και ο Γιόζεφ τον είχ αν δει ν α φεύγ ει, όμως τώρα της φαιν όταν σ αν ν α είχ αν περάσ ει ώρες, ημέρες – σ αν τότε ν α ήταν έν ας άλ λ ος κόσ μος. Από πίσ ω τους, η πόρτα ήταν τραβηγ μέν η από τους μεν τεσ έδες της και κάτω, σ το κελ άρι, κειτόταν ο Τζιμ Φίαρμπι, έχ ον τας επιτέλ ους ολ οκλ ηρώσ ει το μακρύ έργ ο της ζωής του. Στο τέλ ος ήρθαν , με τις σ ειρήν ες και τα φώτα τους ν α θρυμματίζουν την ησ υχ ία του γ λ υκού δειλ ιν ού. Προτού τους δει τους άκουσ ε, κι έπειτα φάν ηκαν τα μπλ ε φώτα ν α αν αβοσ βήν ουν από
μακριά, πριν τα περιπολ ικά και τα ασ θεν οφόρα φτάσ ουν και σ ταματήσ ουν μπροσ τά σ το σ πίτι: το τρίξιμο των φρέν ων και μια ξαφν ική σ υρροή αν τρών και γ υν αικών · επιτακτικές φων ές, διαταγ ές και επιφων ήματα, άν θρωποι ν α σ κύβουν από πάν ω τους, φορεία, μάσ κες οξυγ όν ου. Στο δρόμο άρχ ισ αν ν α σ υγ κεν τρών ον ται και οι γ είτον ες, και η Φρίν τα είχ ε την ξαφν ική αίσ θησ η πως οι τρεις τους είχ αν βρεθεί σ το κέν τρο εν ός κόσ μου που γ υρν ούσ ε γ ύρω τους. Μπροσ τά της σ τεκόταν τώρα έν ας άν τρας και τη ρωτούσ ε κάτι. Ήταν πολ ύ ζαλ ισ μέν η γ ια ν α καταλ άβει τι τη ρωτούσ ε, όμως ήξερε τι έπρεπε ν α πει. «Ον ομάζομαι Φρίν τα Κλ άιν ». Άκουσ ε τη φων ή της, ψ ύχ ραιμη και καθαρή. «Εγ ώ σ ας τηλ εφών ησ α. Αυτός εδώ είν αι ο Γιόζεφ και είν αι τραυματισ μέν ος. Και το κορίτσ ι είν αι η Σάρον Γκιμπς, που ήταν εξαφαν ισ μέν η εδώ και εβδομάδες. Την είχ ε φυλ ακίσ ει σ το κελ άρι ο άν τρας που θα βρείτε μέσ α δεμέν ο. Ο Λόρεν ς Ντάους. Να είσ τε προσ εκτικοί μαζί της· ούτε που μπορείτε ν α φαν τασ τείτε τι έχ ει περάσ ει. Υ πάρχ ει και σ υν έν οχ ος, ο Τζέρι Κόλ ιερ. Πρέπει ν α τον βρείτε». «Τζέρι Κόλ ιερ, είπατε;» «Ναι. Είν αι ο ιδιοκτήτης αυτού του σ πιτιού. Και
μέσ α σ το σ πίτι υπάρχ ει έν ας ν εκρός άν τρας, ο Τζιμ Φίαρμπι. Γι’ αυτόν , φτάσ ατε πολ ύ αργ ά». Πρόσ ωπα ζυγ ιάζον ταν από πάν ω της, θολ ά, αν ών υμα, σ τόματα άν οιγ αν και τεράσ τια μάτια την κοιτούσ αν . Κάποιος της έλ εγ ε κάτι, όμως εκείν η δεν του έδωσ ε σ ημασ ία και σ υν έχ ισ ε. «Θα βρείτε πτώματα σ τον κήπο». Τώρα πια, δεν ήξερε ν α πει αν εξακολ ουθούσ ε ν α μιλ ά ήρεμα ή αν ούρλ ιαζε σ αν ν α ήταν σ ε άμβων α. «Ή ίσ ως τα πτώματα ν α είν αι σ το κελ άρι». Σήκωσ αν τη Σάρον Γκιμπς από τα σ καλ οπάτια όπου καθόταν κουλ ουριασ μέν η και την έβαλ αν σ ε έν α φορείο. Από το ισ χ ν ό, βρόμικο πρόσ ωπό της, τα μάτια της κοιτούσ αν ικετευτικά τη Φρίν τα. Τώρα έβγ αζαν από το σ πίτι τον Λόρεν ς Ντάους, ακόμη δεμέν ο με το σ κοιν ί της μπουγ άδας. Τα μάτια του τρεμόπαιζαν και έμειν αν γ ια λ ίγ ο ορθάν οιχ τα μόλ ις είδε τη Φρίν τα. Για μια σ τιγ μή βρέθηκαν ν α κοιτούν ο έν ας τον άλ λ ο, ο έν ας μέσ α σ τον άλ λ ο, κι έπειτα έσ τρεψ ε αλ λ ού το κεφάλ ι του. «Σας παρακαλ ώ, μπορεί κάποιος ν α εν ημερώσ ει τον Κάρλ σ ον ;» είπε η Φρίν τα. «Τον Κάρλ σ ον ;» «Τον επιθεωρητή Κάρλ σ ον ». Μια γ υν αίκα τύλ ιγ ε μια κουβέρτα γ ύρω από τους ώμους του Γιόζεφ αφαιρών τας το ματωμέν ο
φουλ άρι της Φρίν τα από το λ αιμό του. Ο Γιόζεφ σ ηκώθηκε. Έδειχ ν ε γ εροδεμέν ος αλ λ ά πολ ύ σ ασ τισ μέν ος. Τρέκλ ιζε ελ αφρά και τα χ είλ η του είχ αν παν ιάσ ει. Η Φρίν τα πέρασ ε τα μπράτσ α της γ ύρω του, προσ έχ ον τας το δικό του εξαρθρωμέν ο μπράτσ ο, και πίεσ ε το κεφάλ ι του σ το σ τήθος της. Άκουγ ε τους χ τύπους της καρδιάς του, μύριζε τον ιδρώτα και το αίμα του. «Θα γ ίν εις καλ ά τώρα», του είπε. «Τα πήγ ες θαυμάσ ια, Γιόζεφ». «Εγ ώ, ν αι;» «Ναι. Και θα γ ράψ ω γ ράμμα σ τα παιδιά σ ου ν α τους πω τι έκαν ες. Θα είν αι υπερήφαν α γ ια σ έν α». «Υ περήφαν α;» «Ναι, υπερήφαν α». «Εσ ύ όμως...» «Θα έρθω πολ ύ σ ύν τομα ν α σ ε δω». Στράφηκε προς τη γ υν αίκα. «Πού θα τον πάτε;» «Στο ν οσ οκομείο “Σεν τ Τζορτζ”». Ο Γιόζεφ έφυγ ε, και τώρα μετέφεραν έξω από το σ πίτι το άψ υχ ο κορμί του Φίαρμπι. Το πρόσ ωπό του ήταν καλ υμμέν ο, όμως η Φρίν τα μπορούσ ε ν α δει τα απαλ ά λ ευκά μαλ λ ιά του. Το έν α του πόδι ξεπρόβαλ λ ε από την άλ λ η άκρη της κουβέρτας· τα παπούτσ ια ήταν παλ ιά και φθαρμέν α και το έν α από τα κορδόν ια ήταν λ υτό.
Τα ασ θεν οφόρα απομακρύν θηκαν και η Φρίν τα βρέθηκε ξαφν ικά μόν η της. Βέβαια, σ το δρόμο υπήρχ αν ακόμη σ υγ κεν τρωμέν ες ομάδες αν θρώπων και το σ πίτι μέσ α ήταν αφύσ ικα έν τον α φωτισ μέν ο και γ εμάτο θορύβους, γ εμάτο φων ές. Αλ λ ά εκεί, σ ’ εκείν ο το μικρό κομμάτι γ ης, ήταν επιτέλ ους μόν η της. Ξαφν ικά η πόρτα του σ πιτιού άν οιξε πίσ ω της και ήταν σ αν ν α άν οιγ ε έν α βρομερό, ζεσ τό σ τόμα· μπορούσ ε ν α ν ιώσ ει τη ν οσ ηρή δυσ ωδία του. «Είσ τε η Φρίν τα Κλ άιν ;» Μπροσ τά της σ τεκόταν τώρα έν ας άν τρας, κρύβον τάς της το φως. «Ναι». «Πρέπει ν α σ ας μιλ ήσ ω επειγ όν τως. Θα είμαι κον τά σ ας σ ε λ ίγ α λ επτά. Θα σ ας παρακαλ ούσ α ν α με περιμέν ετε εδώ». Την άφησ ε πάλ ι και ξαν αμπήκε σ το σ πίτι. Τότε άρχ ισ ε ν α χ τυπά το κιν ητό της. Κοίταξε την οθόν η –ήταν ο Σάν τι– αλ λ ά δεν απάν τησ ε. Μετά το απεν εργ οποίησ ε. Χωρίς ν α σ υν ειδητοποιεί τι έκαν ε, σ ηκώθηκε και μπήκε σ το σ πίτι. Καν είς δεν τη σ ταμάτησ ε, καν είς δεν φάν ηκε έσ τω ν α την προσ έχ ει. Προχ ώρησ ε ως την πίσ ω πόρτα και βγ ήκε σ τον κήπο. Είχ ε το ίδιο σ χ ήμα και το ίδιο μέγ εθος με τον κήπο του Λόρεν ς
Ντάους, και ήταν γ εμάτος άν θη. Λαμπερά, όμορφα, μυρωδάτα άν θη, παιών ιες και ρόδα και δακτυλ ίδες και ψ ηλ ά λ ούπιν α· ίσ ως, σ κέφτηκε η Φρίν τα, ν α τρέφον ταν από τα πτώματα. Ίσ ως γ ι’ αυτό ν α ήταν τόσ ο γ ερά και φωτειν ά και γ εμάτα χ ρώματα. Προχ ώρησ ε από τη χ λ όη προς το κάτω μέρος του κήπου, πέρασ ε μια περιποιημέν η βραγ ιά λ αχ αν ικών και έφτασ ε τελ ικά ν α σ τέκεται επάν ω από τον ρηχ ό ποταμό Γουάν τλ με τα καφετιά ν ερά. Στον πάτο του έβλ επες κροκάλ ες και μερικά μικρά, σ κουρόχ ρωμα ψ άρια. Πίσ ω της ήταν ο θόρυβος και το βουητό του κόσ μου, όμως εδώ υπήρχ ε μόν ο το ρυάκι που αργ οκυλ ούσ ε και μπορούσ ε ν ’ ακούσ ει το σ ιγ αν ό του κελ άρυσ μα. Έν α χ ελ ιδόν ι έκαν ε βουτιά σ τον αέρα λ ίγ ο πιο πέρα και μετά πέταξε μακριά σ τον ορίζον τα του δειλ ιν ού. Ήξερε πως έπρεπε ν α επισ τρέψ ει σ το σ πίτι της. Θυμήθηκε κάτι που είχ ε διαβάσ ει σ ε έν α βιβλ ίο όταν ήταν παιδί. Αν ποτέ χ αθείς σ τη ζούγ κλ α, βρες έν α ποταμάκι και ακολ ούθησ ε τη ροή του προς τα κάτω. Θα σ ε οδηγ ήσ ει σ ε έν α μεγ αλ ύτερο ποτάμι ή σ τη θάλ ασ σ α. Έτσ ι και αυτό το μικρό ποτάμι θα την οδηγ ούσ ε τώρα πίσ ω σ το σ πίτι της. Έβγ αλ ε τα σ αν δάλ ια της, αν ασ ήκωσ ε το παν τελ όν ι της κι έκαν ε έν α βήμα μέσ α σ το ν ερό. Ήταν δροσ ερό, όχ ι κρύο, και της έφταν ε ως τους
ασ τραγ άλ ους. Προχ ώρησ ε αν άλ αφρα κατά μήκος της πέτριν ης κοίτης μέχ ρι που βρέθηκε ν α σ τέκεται έξω από τον κήπο του Λόρεν ς Ντάους. Είχ αν πιει τσ άι μαζί εκεί, και της είχ ε ο ίδιος δείξει αυτό το μικρό ποτάμι. Νόμιζε πως άκουγ ε και τώρα τη φων ή του, μαλ ακή και σ υμπαθητική: Συν ηθίζαμε ν α φτιάχ ν ουμε μικρές χ άρτιν ες βαρκούλ ες και μετά ν α τις βάζουμε στο ποτάμι και ν α τις παρακολ ουθούμε ν α φεύγ ουν μακριά μας. Τους έλ εγ α τότε ότι έπειτα από τρεις ώρες αυτές οι βαρκούλ ες θα έφταν αν στον Τάμεση και μετά, αν ευν οούσε το ρεύμα, θα έβγ αιν αν στη θάλ ασσα. Η Φρίν τα πέρασ ε από την άλ λ η πλ ευρά και μπήκε σ ε έν α σ τεν ό, χ ορταριασ μέν ο μον οπάτι. Φόρεσ ε πάλ ι τα σ αν δάλ ια της. Εδώ η βλ άσ τησ η ήταν καταπράσ ιν η, μπερδεμέν η, άγ ρια – έν α μέρος γ εμάτο τσ ουκν ίδες και άγ ριο μαϊν ταν ό, μια μυρωδιά από χ ορτάρι, ξερά φύλ λ α και υγ ρή γ η. Άρχ ισ ε ν α περπατά. Το κρυφό ποταμάκι σ τέν ευε σ ε μια κορδέλ α από καφετί ν ερό. Η Φρίν τα ακολ ουθούσ ε τη ροή του παρατηρών τας τις φυσ αλ ίδες ν α σ χ ηματίζον ται και μετά ν α σ κάν ε σ την επιφάν ειά του. Είδε το πρόσ ωπο του Τζιμ Φίαρμπι. Είδε τα ν εκρά μάτια του ν α την κοιτούν . Ποιες ν α υπήρξαν άραγ ε οι
σ τερν ές σ κέψ εις του; Ευχ ήθηκε με όλ η την ψ υχ ή της ν α είχ ε κρατηθεί σ τη ζωή τόσ ο ώσ τε ν α πρόλ αβε ν α μάθει πως είχ ε ν ικήσ ει, πως είχ ε δίκιο. Είδε το πρόσ ωπο του Γιόζεφ. Θα θυσ ίαζε τη ζωή του γ ια χ άρη της, όμως εκείν η θα θυσ ίαζε τη δική της ζωή χ ωρίς καν έν α λ όγ ο πέρα από το ότι της φαιν όταν σ αν κάτι καταραμέν ο. Λίγ ο πιο πέρα σ την αν τίθετη κατεύθυν σ η, ο Γουάν τλ εξαφαν ιζόταν γ ια πάν τα κάτω από τη γ η, μέσ α σ ε έν α δίκτυο υπόγ ειων ν ερών , γ ια ν α ακολ ουθήσ ει πια το δρόμο του κάτω από το έδαφος. Στο σ ημείο όμως όπου βρισ κόταν η Φρίν τα, ο ρους του σ τρεφόταν προς τα βόρεια, εν ώ το μον οπάτι της όχ θης του ήταν πια σ χ εδόν αδιάβατο από τις τσ ουκν ίδες που της κέν τριζαν τα πόδια και τα χ αμηλ ά κλ αριά που της χ άιδευαν τα μάγ ουλ α, τόσ ο που η Φρίν τα σ κέφτηκε πως βρισ κόταν σ ε μια σ ήραγ γ α από πράσ ιν ο φως. Της μύριζε κάτι γ λ υκερό και δυσ άρεσ το· θα πρέπει ν α ήταν κάποιο κουφάρι ζώου ή πουλ ιού που σ άπιζε εκεί κον τά. Αυτό το ποταμάκι είχ ε εργ ασ τεί πολ ύ σ κλ ηρά όταν ήταν ακόμη μεγ άλ ο και πλ ατύ, και είχ ε σ ίγ ουρα μεταφέρει πάρα πολ λ ή κοπριά και δηλ ητήριο και θάν ατο, σ αν μια σ κλ ηρωτική αρτηρία φραγ μέν η με σ κουπίδια. Κάποτε υπήρχ αν εκεί ν ερόμυλ οι και εργ οσ τάσ ια· χ ωράφια με
λ εβάν τα και λ ιμν ούλ ες με ν εροκάρδαμο, περιττώματα και χ ημικά και άν θη. Τώρα όλ α αυτά είχ αν φύγ ει πια και τα ερείπιά τους ήταν θαμμέν α κάτω από τσ ιμέν το και σ υγ κροτήματα σ πιτιών . Στα αρισ τερά της, η Φρίν τα μπορούσ ε ν α δει μέσ α από τα μπλ εγ μέν α αγ ριόχ ορτα μια εγ καταλ ειμμέν η αποθήκη, έν α σ υγ κρότημα μον άδων ελ αφριάς βιομηχ αν ίας, μια έρημη μάν τρα αυτοκιν ήτων και έν α σ κουπιδότοπο που διακριν όταν μέσ α σ το λ υκόφως. Αλ λ ά το μικρό ποταμάκι σ υν έχ ιζε ν α κυλ ά, γ ρήγ ορο και γ άργ αρο, οδηγ ών τας την έξω από εκείν ον το λ αβύριν θο. Το ν ερό γ ιν όταν πάλ ι πιο πλ ατύ και η ροή του επιβραδυν όταν . Μέσ α σ τις δίν ες του η Φρίν τα ν όμιζε πως έβλ επε πρόσ ωπα ν α αν εβαίν ουν προς το μέρος της. Πρόσ ωπα ν εαρών γ υν αικών , με αγ ριόχ ορτα γ ια μαλ λ ιά. Πρόσ ωπα που καλ ούσ αν σ ε βοήθεια. Πολ ύ αργ ά, αλ ίμον ο. Μόν ο η Σάρον Γκιμπς σ ώθηκε: είχ ε ακόμη σ τ’ αυτιά της τις ζωώδεις κραυγ ές της και μύριζε ακόμη τη οσ μή της ετοιμοθάν ατης σ άρκας της. Φυλ ακισ μέν η εκεί μέσ α σ το σ κοτάδι, τριγ ύρω πον τικοί με κιτριν ισ μέν α δόν τια – τι ν α της είχ αν κάν ει άραγ ε και τι ν α είχ ε ν ιώσ ει; Έπιν αν μαζί τσ άι σ τον κήπο, χ αμογ ελ ούσ αν . Του είχ ε σ φίξει το χ έρι, εκείν ο το χ έρι που ούτε η ίδια ήξερε πόσ α είχ ε κάν ει. Την ίδια
του την κόρη, τη Λίλ α. Η Λίλ α. Άγ ριο παιδί... Όλ α εκείν α τα άγ ρια παιδιά. Νεαρά κορίτσ ια, εξαφαν ισ μέν α. Και πόσ α ακόμη ν α υπήρχ αν εκεί, χ αμέν α γ ια πάν τα πια σ ε άλ λ ους κόσ μους; Είδε και το ν εαν ικό πρόσ ωπο του Τεν τ κι έπειτα της Ντόρα και της Τζούν τιθ – χ ωρίς μητέρα, χ ωρίς πατέρα, παιδιά διψ ασ μέν α γ ια αγ άπη και ασ φάλ εια. Ρημαγ μέν ες ζωές. Δ ιαλ υμέν α σ πίτια. Τι είχ ε κάν ει; Πώς θα μπορούσ ε ν α αν τέξει αυτό που τους είχ ε κάν ει και ν α κουβαλ ήσ ει το φορτίο γ ια όλ η την υπόλ οιπη ζωή της; Τώρα το ποταμάκι διοχ ετευόταν αν άμεσ α σ ε τσ ιμεν τέν ιες όχ θες και κυλ ούσ ε πολ ύ ήρεμα. Και ξαφν ικά το μον οπάτι έδιν ε τη θέσ η του σ ε έν α δρόμο που προχ ωρούσ ε κατά μήκος εν ός τοίχ ου από κόκκιν α τούβλ α. Για μια σ τιγ μή, αισ θάν θηκε σ αν ν α βρισ κόταν σ ε έν α εξοχ ικό χ ωριό, πριν από πολ λ ά χ ρόν ια. Δ ίπλ α της ήταν μια γ κρίζα εκκλ ησ ία, με την πρόσ οψ ή της περικυκλ ωμέν η από έν α σ ωρό τάφους. Η Φρίν τα κοίταξε έν α από τα ον όματα: ήταν έν α αγ όρι που είχ ε πεθάν ει σ τον Πρώτο Παγ κόσ μιο Πόλ εμο. Νόμισ ε πως είδε μια μορφή ν α ξεπροβάλ λ ει από τη γ η, όμως δεν ήταν παρά έν α παιχ ν ίδι του φωτός που έδυε. Δ εν ήξερε τι ώρα ήταν . Δ εν ήθελ ε ν α εν εργ οποιήσ ει το κιν ητό της τηλ έφων ο γ ια ν α δει την ώρα. Αλ λ ωσ τε, δεν
είχ ε σ ημασ ία. Θα μπορούσ ε ν α περπατά όλ ο το σ ούρουπο, μέχ ρι ν α ν υχ τώσ ει. Θα μπορούσ ε ν α περπατά γ ια μέρες και ποτέ ν α μη σ ταματήσ ει. Ο πόν ος σ τα πόδια και σ τους πν εύμον ές της ήταν καλ οδεχ ούμεν ος· προτιμότερος από τον πόν ο σ την καρδιά της. Αλ λ ά πού ήταν το ποτάμι της; Είχ ε εξαφαν ισ τεί. Της το είχ αν πάρει. Σκόν ταψ ε και έν ιωσ ε κάτω από τις σ όλ ες της αιχ μηρές κροκάλ ες. Μπροσ τά της απλ ων όταν έν α πάρκο, σ αν μια λ εωφόρος πλ αισ ιωμέν η από μεγ άλ α δέν τρα. Προχ ώρησ ε προς τα κει κι έπειτα από λ ίγ ο είδε έν α πέτριν ο γ εφυράκι. Είχ ε ξαν αβρεί το ποτάμι της, που την είχ ε τώρα οδηγ ήσ ει σ ε μια λ ιμν ούλ α. Λιβελ ούλ ες χ όρευαν σ το λ υκόφως. Στην όχ θη ήταν πεταμέν ο έν α παιδικό σ αν δάλ ι. Τώρα όμως το ποτάμι την οδήγ ησ ε σ ε έν α δρόμο και μετά εξαφαν ίσ τηκε πάλ ι. Από δίπλ α της πέρασ ε έν α αυτοκίν ητο με τη μουσ ική πολ ύ δυν ατά, έπειτα έν ας άν τρας με μαύρα δερμάτιν α γ ερτός επάν ω σ το μοτοποδήλ ατό του, και η Φρίν τα βρέθηκε ξαφν ικά χ αμέν η σ ε έν αν σ κοτειν ό λ αβύριν θο από σ πίτια και διαμερίσ ματα. Συν έχ ισ ε όμως ν α βαδίζει προς την κατεύθυν σ η της ροής του ποταμού κι έπειτα από λ ίγ α λ επτά τον ξαν αβρήκε, χ αρούμεν ο και ζωηρό, σ αν ν α έπαιζε παιχ ν ίδια μαζί της,
Πέρασ ε κτίρια, αγ ροκτήματα, έν αν παλ ιό μύλ ο, και γ ια άλ λ η μια φορά βρέθηκε σ ε έν α χ ορταριασ μέν ο μον οπάτι έχ ον τας αφήσ ει πίσ ω της το δρόμο. Η πόλ η σ αν ν α λ ιγ όσ τευε όσ ο περπατούσ ε κατά μήκος αυτού του μυσ τικού διαδρόμου. Μπορούσ ες ν α βρίσ κεσ αι λ ίγ α μέτρα πιο κει, σ το δρόμο, και ν α μην ξέρεις πως υπάρχ ει. Μπορούσ ες ν α κρυφτείς εδώ και ν α βλ έπεις χ ωρίς ν α σ ε βλ έπουν . Σαν φάν τασ μα. Τόσ α πολ λ ά φαν τάσ ματα. Τόσ οι πολ λ οί πεθαμέν οι άν θρωποι σ τη ζωή της. Ήδη έν α πλ ήθος ν εκρών την ακολ ουθούσ ε. Το φάν τασ μα του ίδιου του εαυτού της, όταν ήταν πολ ύ ν έα και διψ ασ μέν η γ ια ζωή. Ξεκιν άς το ταξίδι σ ου γ εμάτος άγ ν οια και ελ πίδα. Το φάν τασ μα του πατέρα της. Ακόμη τον έβλ επε μερικές φορές, όχ ι σ τα όν ειρά της μόν ο αλ λ ά και αν άμεσ α σ τα πρόσ ωπα που προσ περν ούσ ε σ το δρόμο. Υ πήρχ ε κάτι που ήθελ ε ν α του πει, αλ λ ά δεν θυμόταν πια τι ήταν . Γύρω της το σ κοτάδι γ ιν όταν όλ ο και πιο πυκν ό. Το κεφάλ ι της ήταν γ εμάτο με τα χ ρώματα του πόν ου. Πέρασ ε από μια παλ ιά εγ καταλ ειμμέν η αποθήκη, βαμμέν η σ ε έν α άσ χ ημο μπλ ε χ ρώμα και καλ υμμέν η με γ κράφιτι. Σφραγ ισ μέν α παράθυρα. Μπορούσ ες ν α κρυφτείς εκεί μέσ α. Ίσ ως ν α ήταν κι αυτή γ εμάτη με ν εκρούς αν θρώπους ή με χ αμέν ους
αν θρώπους. Δ εν είν αι δυν ατόν ν α ψ άξεις παν τού· δεν υπάρχ ει πουθεν ά έν α τέλ ος σ ε αυτό, πάν τοτε υπάρχ ουν κι άλ λ οι, όμως η Φρίν τα ήταν κουρασ μέν η. Όχ ι με μια γ λ υκιά θολ ή κούρασ η αλ λ ά με μια κούρασ η κοφτερή και επίμον η. Κούρασ η σ αν μαχ αίρι, σ αν μυλ όπετρα που αλ έθει. Η Σάρον Γκιμπς ήταν ζων ταν ή, όμως η Λίλ α Ντάους ήταν ν εκρή. Όλ α τα άλ λ α κορίτσ ια ήταν ν εκρά. Οσ τά σ το πλ ούσ ιο έδαφος που έτρεφε έν αν αν θισ μέν ο κήπο. Το μον οπάτι πλ άταιν ε και γ ιν όταν έν ας φαρδύς δρομάκος. Το ποτάμι κυλ ούσ ε αργ ά και τα ν ερά του ήταν καφετιά. Αν ξάπλ ων ε τώρα εδώ κάτω, θα ξαν ασ ηκων όταν άραγ ε ποτέ; Αν ήταν εδώ ο Σάν τι, θα του μιλ ούσ ε γ ια όλ α αυτά; Αν ήταν εδώ η Σάσ α, θα άφην ε επιτέλ ους τον εαυτό της ν α ξεσ πάσ ει σ ε κλ άματα; Ή ν α κοιμηθεί; Πότε πια θα κοιμόταν ; Να κοιμηθεί, θα ήταν σ αν ν α ξέφευγ ε. Να ξέφευγ ε από τους ν εκρούς, ν α ξέφευγ ε από τα φαν τάσ ματα, ν α ξέφευγ ε από τον ίδιο της τον εαυτό. Είδε πελ αργ ούς. Και μεγ άλ α γ αϊδουράγ καθα. Έν α εγ καταλ ειμμέν ο κομμάτι γ ης με ακαν όν ισ τες παράγ κες έτοιμες ν α καταρρεύσ ουν σ την άκρη του ποταμού. Είδε και μια αλ επού, ψ ωριάρικη, με λ επτή βρόμικη ουρά. Γρήγ ορη, σ αν σ κιά μέσ α σ τις σ κιές. Της άρεσ αν οι αλ επούδες. Οι αλ επούδες, τα κοράκια, οι κουκουβάγ ιες. Κάτι σ αν πουλ ί
φτερούγ ισ ε δίπλ α της και σ υν ειδητοποίησ ε ότι πρέπει ν α ήταν ν υχ τερίδα. Επιτέλ ους, είχ ε ν υχ τώσ ει. Πόσ η ώρα είχ ε περάσ ει; Το ποτάμι της εξακολ ουθούσ ε ν α της δείχ ν ει το δρόμο, το φεγ γ άρι είχ ε αν ατείλ ει και όλ οι οι γ ν ωσ τοί της, όλ οι οι άν θρωποι που ήξερε, ήταν τώρα πολ ύ μακριά. Ο Ρούμπεν , η Σάσ α, η Ολ ίβια, η Χλ όη, ο Γιόζεφ, ο Σάν τι, ο Κάρλ σ ον . Οι ασ θεν είς της δεν ήταν πια παρά μια ζαρωμέν η φιγ ούρα σ ε μια πολ υθρόν α και της ζητούσ αν ν α τους σ ώσ ει από τον ίδιο τον εαυτό τους. Ο Ντιν Ριβ σ τεκόταν σ ε μια γ ων ία και κοιτούσ ε μέσ α από έν α παράθυρο· άκουγ ε τα βήματά του όταν καν είς δεν ήταν εκεί και άφην ε πίσ ω του τη μεταξέν ια μυρωδιά των κρίν ων και του θαν άτου. Ήταν περισ σ ότερο αλ ηθιν ός από οποιον δήποτε άλ λ ον . Δ εν μπορούσ ε πια ν α πει γ ια ποιο λ όγ ο εξακολ ουθούσ ε ν α βάζει το έν α πόδι μπροσ τά από το άλ λ ο και ν α βαδίζει, γ ια ποιο λ όγ ο εξακολ ουθούσ ε ν α αν απν έει, λ ες και το κορμί της είχ ε τώρα τη δύν αμη της θέλ ησ ης που το πν εύμα της είχ ε χ άσ ει. Είχ ε αν αλ ωθεί. Όλ α μέσ α της είχ αν ξεραθεί. Τότε όμως ο ποταμός πλ άτυν ε και το μον οπάτι φάρδυν ε. Εκεί υπήρχ ε έν ας φράχ της και από έν α μεταλ λ ικό κλ ουβί κρεμόταν μια σ ιδερέν ια καμπάν α.
Ο Γουάν τλ την είχ ε οδηγ ήσ ει ως την ίδια του τη μικρή εκβολ ή, σ το σ ημείο όπου επιτέλ ους χ υν όταν σ τη μεγ άλ η υγ ρή οδό του Τάμεσ η. Η Φρίν τα σ τεκόταν σ ε μια πέτριν η ράμπα και κοιτούσ ε μπροσ τά της τα φώτα της πόλ ης. Δ εν ήταν χ αμέν η πια, και κάπου αν άμεσ α σ ’ εκείν α τα τρεμάμεν α φώτα ήταν το σ πίτι της.
61 Δ εν ήταν μια ν ύχ τα που η Φρίν τα θα μπορούσ ε ν α κοιμηθεί. Σκέψ εις της έκαιγ αν το μυαλ ό, εικόν ες τρεμόπαιζαν πίσ ω από τα μάτια της. Καθόταν σ τητή σ την πολ υθρόν α της με το βλ έμμα καρφωμέν ο σ το αδειαν ό τζάκι, μόν ο που δεν έβλ επε πραγ ματικά το τζάκι αλ λ ά τον περιποιημέν ο κήπο σ το Κρόιν τον . Τώρα θα έσ καβαν με φτυάρια το παχ ύ χ ώμα και θα ερευν ούσ αν εξον υχ ισ τικά όλ ο το σ πίτι. Τους ξαν αθυμήθηκε και τους δυο τους, τον Ντάους και τον Κόλ ιερ, ν α κάθον ται σ τον κήπο σ αν άκακοι σ υν ταξιούχ οι. Έν ιωσ ε ν α αρρωσ ταίν ει από την αηδία και έκλ εισ ε τα μάτια της, όμως οι εικόν ες δεν έλ εγ αν ν α φύγ ουν . Είχ ε την αίσ θησ η πως το άρωμα από τα κρίν α ακόμη αιωρούν ταν σ το σ πίτι. Τελ ικά σηκώθηκε και ανέβηκε επάνω. Έβαλ ε την τάπα στην μπανιέρα –την μπανιέρα του Γιόζεφ–, άνοιξε τις βρύσες κι έπειτα έριξε μέσα αφρόλ ουτρο μέχρι που το νερό άφρισε. Έβγαλ ε τα βρόμικα ρούχα της και έπλ υνε τα δόντια της αποφεύγοντας να κοιτάξει τον εαυτό της στον μικρό καθρέφτη επάνω από το
ν ιπτήρα. Έν ιωθε τα βλ έφαρά της βαριά και το δέρμα της ν α τσ ούζει· ήταν καταβεβλ ημέν η. Μπήκε σ το αρωματισ μέν ο, καυτό ν ερό και βυθίσ τηκε ολ όκλ ηρη κάτω από την επιφάν ειά του. Θα μπορούσ ε ίσ ως ν α μείν ει εκεί γ ια ολ όκλ ηρη την ημέρα που θα ερχ όταν , με τα μαλ λ ιά της ν α πλ έουν σ την επιφάν εια του ν ερού και τις αρτηρίες της ν α σ φυροκοπούν σ τ’ αυτιά της. Ύ σ τερα από αρκετή ώρα, όμως, βγ ήκε από την μπαν ιέρα. Ήταν ακόμη σ κοτειν ά, ωσ τόσ ο σ τον ορίζον τα φαιν όταν έν α αμυδρό σ τεφάν ι φωτός. Μια καιν ούρια ημέρα ξεκιν ούσ ε. Ντύθηκε και κατέβηκε κάτω. Υ πήρχ αν πράγ ματα που έπρεπε ν α κάν ει. Πρώτα έκαν ε έν α τηλ εφών ημα που θα έπρεπε ν α είχ ε κάν ει εδώ και μέρες. Εκείν ος δεν απάν τησ ε αμέσ ως, και όταν το έκαν ε η φων ή του ήταν βραχ ν ή από τον ύπν ο. «Σάν τι;» «Φρίν τα; Είσ αι σ τ’ αλ ήθεια εσ ύ; Είσ αι καλ ά;» «Δ εν ν ομίζω. Με σ υγ χ ωρείς». «Στάσ ου μια σ τιγ μή». Τον φαν τάσ τηκε ν α αν ακάθεται σ το κρεβάτι του και ν α αν άβει το φως. «Για ποιο λ όγ ο ζητάς σ υγ γ ν ώμη;» «Απλ ώς ζητώ σ υγ γ ν ώμη. Λυπάμαι. Θα έπρεπε ν α σ ου το είχ α πει».
«Να μου είχ ες πει τι;» «Μπορείς ν α έρθεις εδώ;» «Ναι. Ασ φαλ ώς». «Εν ν οώ τώρα». «Έρχ ομαι». Αυτό ήταν έν α από τα πράγ ματα που αγ απούσ ε σ ’ εκείν ον – ότι μπορούσ ε ν α πάρει μια απόφασ η έτσ ι, χ ωρίς δισ ταγ μούς και χ ωρίς έν α χ είμαρρο από αγ χ ωμέν ες ερωτήσ εις σ τις οποίες δεν θα ήταν σ ε θέσ η ν α του απαν τήσ ει, ξέρον τας ότι δεν θα του ζητούσ ε κάτι τέτοιο παρά μόν ο αν ήταν πραγ ματικά μεγ άλ η αν άγ κη. Τώρα θα πεταγ όταν από το κρεβάτι, θα έκλ ειν ε θέσ η σ ε μια πτήσ η, θα έκαν ε κάποιους διακαν ον ισ μούς με τους σ υν αδέλ φους του και θα ήταν κον τά της προτού περάσ ει η μέρα επειδή, επιτέλ ους, είχ ε αποφασ ίσ ει ν α σ τραφεί σ ε αυτόν . «Σ’ ευχ αρισ τώ», του είπε απλ ά. Ετοίμασ ε έν α φλ ιτζάν ι πικρό και δυν ατό καφέ, τάισ ε τη γ άτα και πότισ ε τα φυτά της πίσ ω αυλ ής της μυρίζον τας το άρωμα από τους υάκιν θους και τα βόταν α. Μετά φόρεσ ε το παν ωφόρι της και βγ ήκε από το σ πίτι. Ήταν μια δροσ ερή, υγ ρή αυγ ή· αργ ότερα η μέρα θα ήταν ζεσ τή και φωτειν ή. Αυτή ήταν η γ λ ύκα της άν οιξης. Τα κατασ τήματα ήταν
όλ α ακόμη κλ εισ τά, όμως της ήρθε η ζεσ τή μυρωδιά του ψ ωμιού που ψ ην όταν σ τον μικρό γ ων ιακό φούρν ο. Στα διαμερίσ ματα άν αβαν σ ιγ ά-σ ιγ ά τα φώτα και τα ρολ ά άρχ ισ αν ν α αν εβαίν ουν σ τα πρακτορεία εφημερίδων σ τα μαγ αζάκια της γ ειτον ιάς. Πέρασ ε και έν α λ εωφορείο με έν αν μον αδικό επιβάτη μέσ α που κοιτούσ ε από το παράθυρο. Πέρασ ε δίπλ α της και έν ας ταχ υδρόμος σ πρώχ ν ον τας το κόκκιν ο καροτσ άκι του. Η μεγ άλ η ζωή του Λον δίν ου ξεκιν ούσ ε και πάλ ι. Η Φρίν τα έφτασ ε σ το Μάσ γ ουελ Χιλ και σ υμβουλ εύτηκε λ ίγ ο το χ άρτη της πόλ ης που είχ ε η ατζέν τα της. Έπειτα έσ τριψ ε σ ε έν αν πλ ατύ κατοικημέν ο δρόμο, γ εμάτο ωραίες μον οκατοικίες. Βρήκε το ν ούμερο είκοσ ι εφτά. Απέξω η ζημιά δεν ήταν ολ οφάν ερη με την πρώτη ματιά – μόν ο μαυρισ μέν α τούβλ α, μερικές καρβουν ιασ μέν ες ξύλ ιν ες επεν δύσ εις, έν α σ πασ μέν ο παράθυρο σ τον πρώτο όροφο και, όσ ο πλ ησ ίαζε πιο κον τά, η σ τυφή μυρωδιά που την έτσ ουξε σ το βάθος του λ αιμού της. Για μια σ τιγ μή δίσ τασ ε, αλ λ ά μετά προχ ώρησ ε σ τον μπροσ τιν ό κήπο με το σ τρωμέν ο με χ αλ ίκια μον οπάτι και τις κόκκιν ες τουλ ίπες που είχ αν επιζήσ ει από τη φωτιά. Από εκεί μπορούσ ε ήδη ν α δει, μέσ α από το τεράσ τιο παράθυρο σ την προεξοχ ή, το εσ ωτερικό του μπροσ τιν ού δωμα-
τίου, όπου η κατασ τροφή ήταν ολ οφάν ερη. Φαν τάσ τηκε τη φωτιά ν α λ υσ σ ομαν ά γ ύρω από τον σ υγ υρισ μέν ο χ ώρο, ν α καταβροχ θίζει τραπέζια, καρέκλ ες, πίν ακες, πόρτες και ν α γ λ είφει τους τοίχ ους αφήν ον τας πίσ ω της μαύρες σ τάχ τες. Αυτό το είχ ε κάν ει ο Ντιν – προφαν ώς σ πρώχ ν ον τας πρώτα με αν έμελ ο ύφος έν α ύφασ μα ποτισ μέν ο με πετρέλ αιο από τη θυρίδα των γ ραμμάτων κι έπειτα ρίχ ν ον τας και έν α αν αμμέν ο σ πίρτο. Δ εν θα τον αφήν αμε ν α τη γ λ ιτώσει με αυτό που σου έκαν ε. Τελ ικά, με κάποιον τρόπο, ο Μπράν τσ ο είχ ε δίκιο: εκείν η ήτα η αιτία του εμπρησ μού. Στα αρισ τερά του σ πιτιού υπήρχ ε μια πόρτα, και όταν την έσ πρωξε βρέθηκε σ τον πίσ ω κήπο. Δ ιέσ χ ισ ε έν αν πράσ ιν ο χ ώρο και βρέθηκε μπροσ τά σ ε αυτό που ήταν άλ λ οτε θερμοκήπιο και κουζίν α, αλ λ ά τώρα πια δεν ήταν παρά ερείπια. Ήταν έτοιμη ν α σ τραφεί και ν α φύγ ει, όταν είδε κάτι που τη σ ταμάτησ ε. Ο Χαλ Μπράν τσ ο ήταν εκεί, σ κυμμέν ος επάν ω από τα καψ αλ ισ μέν α υπολ είμματα. Τον είδε ν α κάθεται κάτω σ ταυροπόδι και ν α τραβά κάτι που ολ οφάν ερα ήταν κάποτε βιβλ ίο. Το σ ήκωσ ε ψ ηλ ά γ ια ν α το επιθεωρήσ ει κι έπειτα το πέταξε πάλ ι. Φορούσ ε έν α τσ αλ ακωμέν ο κοσ τούμι και
δερμάτιν ες μπότες, και βάδιζε μαλ ακά αν άμεσ α σ τους σ ωρούς από τη σ τάχ τη που αν ασ ηκων όταν καθώς περν ούσ ε από δίπλ α και αιωρούν ταν γ ύρω του σ ε μικρά σ κοτειν ά πέταλ α. Η Φρίν τα είδε το πρόσ ωπό του, που έδειχ ν ε κουρασ μέν ο και ηττημέν ο. Φαίν εται πως έν ιωσ ε την παρουσ ία της, επειδή σ ηκώθηκε και την κοίταξε. Τα βλ έμματά τους σ υν αν τήθηκαν και η έκφρασ ή του σ φίχ τηκε. Απότομα ξαν άγ ιν ε ο Χαλ Μπράν τσ ο που γ ν ώριζε: γ εμάτος αυτοέλ εγ χ ο, ξερόλ ας, αμυν τικός. «Για δες, γ ια δες», είπε πηγ αίν ον τας προς το μέρος της. «Τι θέαμα, έτσ ι; Ήρθες ν α εκτιμήσ εις τη ζημιά;» «Ναι». «Γιατί;» «Έπρεπε ν α τη δω. Τι έψ αχ ν ες;» «Α...» Χαμογ έλ ασ ε δύσ θυμα, σ ήκωσ ε ψ ηλ ά τα καπν ισ μέν α χ έρια του και έπειτα τα άφησ ε πάλ ι ν α πέσ ουν . «Τη ζωή μου, υποθέτω. Περν άς χ ρόν ια και χ ρόν ια μαζεύον τας πράγ ματα και μετά… πουφ, πάν ε. Αν αρωτιέμαι τώρα τι ν όημα είχ ε ν α τα μαζεύω». Η Φρίν τα προχ ώρησ ε μέσ α σ τις σ τάχ τες και πήρε σ τα χ έρια της τα απομειν άρια εν ός βιβλ ίου, που διαλ ύθηκε εν τελ ώς σ το άγ γ ιγ μά της. Είδε τις
λ έξεις ν α γ ίν ον ται σ τάχ τη και σ κόν η. «Λυπάμαι πολ ύ», του είπε. «Αυτό είν αι ομολ ογ ία;» «Όχ ι, είν αι ειλ ικριν ής λ ύπη». Πηγ αίν ον τας σ τον υπόγ ειο, η Φρίν τα εν εργ οποίησ ε το κιν ητό της και κοίταξε όλ α της τα μην ύματα. Ήταν πάρα πολ λ ά, από αν θρώπους που γ ν ώριζε και από αν θρώπους που δεν γ ν ώριζε. Θα είχ ε ν α αν τιμετωπίσ ει το θόρυβο, τις πολ λ ές ερωτήσ εις και τα σ χ όλ ια και τα φώτα της δημοσ ιότητας τα οποία απεχ θαν όταν , προς το παρόν όμως ήταν μόν η της. Καν είς δεν ήξερε πού βρισ κόταν . Υ πήρχ ε όμως κάποιο τηλ εφών ημα που έπρεπε πραγ ματικά ν α κάν ει. «Κάρλ σ ον , εγ ώ είμαι». «Δ όξα τω Θεώ. Πού είσ αι;» «Στο δρόμο γ ια το Τούτιν γ κ, πάω σ το ν οσ οκομείο». «Θα σ ε σ υν αν τήσ ω εκεί. Είσ αι καλ ά;» «Δ εν ξέρω. Εσ ύ είσ αι;» Τη σ υν άν τησ ε σ την αίθουσ α υποδοχ ής, και μόλ ις μπήκε από την περισ τρεφόμεν η πόρτα βάδισ ε με
μεγ άλ α βήματα προς το μέρος της, έβαλ ε αμέσ ως το έν α του χ έρι σ τον ώμο της και την κοίταξε σ το πρόσ ωπο, σ αν ν α προσ παθούσ ε ν α διαβάσ ει κάτι σ ε αυτό. «Άκουσ ε...» άρχ ισ ε ν α της λ έει. «Μπορώ ν α πω κάτι πρώτη;» «Πάν τα τυπική». Προσ πάθησ ε ν α χ αμογ ελ άσ ει, αλ λ ά μόλ ις και μετά βίας σ χ ηματίσ τηκε σ το πρόσ ωπό του κάτι που έμοιαζε με χ αμόγ ελ ο. «Σου ζητώ σ υγ γ ν ώμη». «Εσ ύ μου ζητάς σ υγ γ ν ώμη;» «Ναι». «Μα είχ ες δίκιο, Φρίν τα, ήταν τρομερό και είχ ες δίκιο». «Αλ λ ά σ τάθηκα και άδικη, επίσ ης. Μ’ εσ έν α. Και σ ου ζητώ σ υγ γ ν ώμη». «Ω Θεέ μου, δεν είν αι αν άγ κη ν α–» «Είν αι». «Καλ ά». «Πήγ ες εκεί;» «Ναι». «Βρέθηκαν τα πτώματα των εξαφαν ισ μέν ων κοριτσ ιών ;» «Θα πάρει περισ σ ότερο χ ρόν ο από μία ν ύχ τα. Αλ λ ά ν αι». «Πόσ α;»
«Είν αι πολ ύ ν ωρίς γ ια ν α πούμε». Ξεροκατάπιε με δυσ κολ ία. «Αρκετά». «Και πιάσ ατε τον –» «Ασ φαλ ώς τον πιάσ αμε. Ο Τζέραλ ν τ Κόλ ιερ δεν αποκαλ ύπτει τίποτα. Δ εν μιλ άει. Αλ λ ά δεν χ ρειαζόμασ τε καμία ομολ ογ ία του. Βρέθηκαν σ το κελ άρι του». «Ο δύσ τυχ ος ο Φίαρμπι», είπε η Φρίν τα. «Εκείν ος τους αν ακάλ υψ ε, ξέρεις, όχ ι εγ ώ. Εγ ώ θα τα είχ α παρατήσ ει, όμως εκείν ος δεν τα παράτησ ε ποτέ». «Έν ας μέθυσ ος γ ερόλ υκος δημοσ ιογ ράφος». Ο τόν ος της φων ής του ήταν πικρός. «Και μια θεραπεύτρια που αν αρρών ει από τραύμα. Και εξιχ ν ιάσ ατε έν α έγ κλ ημα του οποίου εμείς αγ ν οούσ αμε ακόμη και την ύπαρξη. Τώρα βέβαια, θα είμασ τε απίσ τευτα αποτελ εσ ματικοί. Τώρα που είν αι πια πολ ύ αργ ά. Θα ταυτοποιήσ ουμε τα απομειν άρια και θα εν ημερώσ ουμε τους άμοιρους τους σ υγ γ εν είς, και μετά θα ψ άξουμε τις ζωές αυτών των δυο αν αθεματισ μέν ων φον ιάδων που κατάφεραν ν α τη γ λ ιτώσ ουν τόσ α χ ρόν ια, και θα αν ακαλ ύψ ουμε τα πάν τα γ ι’ αυτούς. Θα εν ημερώσ ουμε τους υπολ ογ ισ τές μας και θα ξεκιν ήσ ουμε μια έρευν α σ χ ετικά με το πώς σ τάθηκε δυν ατόν ν α σ υμβεί αυτό. Μαθαίν ουμε από τα λ άθη
μας, ή αυτό τουλ άχ ισ τον θα πούμε σ τον Τύπο». «Την ίδια του την κόρη», είπε η Φρίν τα. «Αυτό ήταν το κορίτσ ι που αν αζητούσ α εγ ώ» «Ε λ οιπόν , το βρήκες». «Ναι». «Πολ ύ φοβάμαι πως θα χ ρειασ τεί ν α απαν τήσ εις σ ε πάρα πολ λ ές ερωτήσ εις». «Το ξέρω. Θα έρθω σ το τμήμα αργ ότερα, αν σ υμφων είς. Πρώτα, όμως, θα πάω ν α δω τον Γιόζεφ. Εσ ύ τον είδες καθόλ ου;» «Τον Γιόζεφ;» Έν α αμυδρό χ αμόγ ελ ο φώτισ ε επιτέλ ους την παγ ωμέν η έκφρασ η του Κάρλ σ ον . «Α ν αι, τον είδα». Ο Γιόζεφ είχ ε έν α δωμάτιο μόν ος του. Είχ ε αν ακαθίσ ει σ το κρεβάτι του φορών τας πιτζάμες που του ήταν υπερβολ ικά μεγ άλ ες. Γύρω από το κεφάλ ι του ήταν τυλ ιγ μέν ος έν ας επίδεσ μος και το έν α του μπράτσ ο ήταν σ ε γ ύψ ο. Δ ίπλ α του σ τεκόταν μια ν οσ οκόμα κρατών τας έν α διάγ ραμμα. Της ψ ιθύριζε κάτι σ το αυτί κι εκείν η γ ελ ούσ ε. «Φρίν τα!» φών αξε μόλ ις την είδε. «Η φίλ η μου η Φρίν τα!» «Γιόζεφ, πώς είσ αι;» «Σπασ μέν ο χ έρι», της είπε. «Αλ λ ά καθαρό τραύμα, μου είπαν , κι έτσ ι γ ρήγ ορα θα δέσ ει. Μετά
εσ ύ θα γ ράψ εις σ το γ ύψ ο μου. Ή θα ζωγ ραφίσ εις μία από τις ωραίες ζωγ ραφιές σ ου». «Πον άς;» «Τα φάρμακα παίρν ουν τον πόν ο. Έφαγ α ήδη φρυγ αν ιά. Αυτή είν αι η Ροζαλ ί και είν αι από Σεν εγ άλ η. Και αυτή είν αι η καλ ή μου φίλ η Φρίν τα». «Η καλ ή σ ου φίλ η που παραλ ίγ ο ν α σ κοτωθείς εξαιτίας της», είπε η Φρίν τα. «Τίποτα δεν ήταν », της είπε. «Έν α μεροκάματο». Εκείν η τη σ τιγ μή ακούσ τηκε έν ας χ τύπος σ την πόρτα και μπήκε ο Ρούμπεν ακολ ουθούμεν ος από τη Σάσ α, που κουβαλ ούσ ε μια μεγ άλ η αν θοδέσ μη. «Φοβάμαι πως δεν επιτρέπον ται τα λ ουλ ούδια», είπε η Ροζαλ ί. «Είν αι ήρωας», είπε αποφασ ισ τικά ο Ρούμπεν . «Πρέπει ν α έχ ει λ ουλ ούδια». Η Σάσ α φίλ ησ ε το αξύρισ το μάγ ουλ ο του Γιόζεφ και μετά πέρασ ε το μπράτσ ο της γ ύρω από τη Φρίν τα κοιτάζον τάς την με ικετευτικό εν διαφέρον . «Όχ ι τώρα», είπε η Φρίν τα. «Σου αγ όρασ α έν α μπουκαλ άκι εμφιαλ ωμέν ο ν ερό». Ο Ρούμπεν έβγ αλ ε έν α μικρό μπουκάλ ι από την τσ έπη του και κοίταξε τον Γιόζεφ με ν όημα. Ο Γιόζεφ ήπιε μια μεγ άλ η γ ουλ ιά, έκαν ε έν α μορφασ μό και πρόσ φερε το μπουκάλ ι σ τη Φρίν τα. Εκείν η κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι της και
αποτραβήχ τηκε σ την καρέκλ α δίπλ α σ το παράθυρο που έβλ επε σ ε έν αν άλ λ ο τοίχ ο και σ ε μια σ τεν ή λ ωρίδα γ αλ αν ού ουραν ού. Από εκεί που ήταν μπορούσ ε ν α δει το λ ευκό ίχ ν ος από το πέρασ μα εν ός αεροπλ άν ου, ήταν όμως πολ ύ ν ωρίς ακόμη γ ια ν α είν αι η πτήσ η του Σάν τι. Ήξερε ότι το βλ έμμα της Σάσ α ήταν επάν ω της, άκουγ ε τη φων ή του Ρούμπεν και τις εύθυμες απαν τήσ εις του Γιόζεφ. Έν ας ασ κούμεν ος γ ιατρός μπήκε γ ια λ ίγ ο μέσ α και μετά έφυγ ε. Μια άλ λ η ν οσ οκόμα μπήκε, σ πρώχ ν ον τας έν α τρόλ εϊ·τα παπούτσ ια της έτριζαν σ το δάπεδο. Πόρτες αν οιγ όκλ ειν αν . Έν α περισ τέρι κούρν ιασ ε σ το σ τεν ό περβάζι και την κοίταξε με το όμοιο με χάντρα μάτι του. Η Σάσα της είπε κάτι και η Φρίντα απάντησε. Ο Ρούμπεν της έκανε μια ερώτηση. Απαντούσε μον ολ εκτικά, «ν αι», «όχ ι», και τους είπε ότι θα τους τα έλ εγ ε όλ α αργ ότερα. Όχ ι τώρα. Ο Σάν τι την αγ κάλ ιασ ε και την έσ φιξε επάν ω του. Η Φρίν τα μπορούσ ε ν α ν ιώσ ει τους σ ταθερούς παλ μούς της καρδιάς του και την αν άσ α του σ τα μαλ λ ιά της. Ήταν ζεσ τός, σ τιβαρός, δυν ατός. Μετά αποτραβήχ τηκε λ ίγ ο και την κοίταξε. Και μόν ο όταν είδε την έκφρασ η σ το πρόσ ωπό του, άρχ ισ ε και η Φρίν τα ν α καταλ αβαίν ει σ ε τι είχ ε
υποβάλ ει τον εαυτό της. Χρειάσ τηκε μεγ άλ η προσ πάθεια γ ια ν α μην αποσ τρέψ ει το πρόσ ωπό της από το γ εμάτο οίκτο και τρόμο βλ έμμα του Σάν τι. «Μα τι έκαν ες, Φρίν τα;» «Ιδού η απορία». Προσ πάθησ ε ν α γ ελ άσ ει, αλ λ ά το γ έλ ιο δεν βγ ήκε σ αν γ έλ ιο από μέσ α της. «Τι έκαν α;»
62 Η Φρίν τα είχ ε την αλ λ όκοτη αίσ θησ η πως ήταν σ τη σ κην ή αλ λ ά έπαιζε λ άθος ρόλ ο. Η Θέλ μα Σκοτ καθόταν σ τη θέσ η όπου θα έπρεπε καν ον ικά ν α είν αι η πολ υθρόν α της Φρίν τα, και η ίδια η Φρίν τα παρίσ ταν ε πως ήταν η ασ θεν ής. Κάθον ταν απέν αν τι η μία σ την άλ λ η και η Θέλ μα την κοιτούσ ε κατευθείαν σ τα μάτια με μια ευγ εν ική έκφρασ η σ υμπάθειας, μια έκφρασ η που ήταν αρκετή γ ια ν α τη διαβεβαιώσ ει πως δεν υπήρχ ε καμία απολ ύτως πίεσ η: μπορούσ ε ν α πει ό,τι ήθελ ε, τα πάν τα επιτρέπον ταν . Η Φρίν τα την ήξερε αυτή την έκφρασ η, επειδή τη χ ρησ ιμοποιούσ ε και η ίδια. Έν ιωθε σ χ εδόν εν οχ λ ημέν η που η Θέλ μα το δοκίμαζε αυτό και σ ’ εκείν η. Νόμιζε λ οιπόν πως θα την ξεγ ελ ούσ ε τόσ ο εύκολ α; Η Φρίν τα κοίταξε γ ύρω της. Το δικό της γ ραφείο το διατηρούσ ε ηθελ ημέν α αυσ τηρό, με ουδέτερα χ ρώματα και λ ίγ ους πίν ακες επιλ εγ μέν ους επίτηδες ώσ τε ν α μην εκπέμπουν κάποιο σ υγ κεκριμέν ο μήν υμα. Αλ λ ά ο χ ώρος όπου έκαν ε τις σ υν εδρίες της η Θέλ μα Σκοτ ήταν εν τελ ώς διαφορετικός. Είχ ε μια ταπετσ αρία γ εμάτη σ χ έδια,
μπλ ε και πράσ ιν α κλ ήματα πλ εγ μέν α μεταξύ τους και κατά τόπους ήταν κι έν α πουλ ί κουρν ιασ μέν ο σ ε αυτά. Οι επιφάν ειες ήταν φορτωμέν ες με διάφορα αντικείμενα, μπιμπελ ό και μικροπράγματα. Υ πήρχαν μικρές γυάλ ινες μινιατούρες μπουκαλ ιών, πορσελ άνινες φιγούρες, ένα γυάλ ινο βάζο με ροζ και κίτρινα τριαντάφυλ λ α, κουτάκια, κινέζικα φλ ιτζάνια και ένα σετ πιάτων διακοσμημένων με αγριολ ούλ ουδα. Αλ λ ά δεν υπήρχε τίποτα το προσωπικό, τίποτα που να σε άφηνε να καταλ άβεις κάτι για την προσωπική ζωή της Θέλ μα Σκοτ, εκτός από το ότι της άρεσαν τα μικρά αντικείμενα. Η Φρίντα τα ένιωθε όλ α αυτά τα αντικείμενα σαν ακαταστασία. Θα ήθελ ε να τα σαρώσει όλ α με ένα ξεσκονόπανο, να τα ρίξει σε μια μεγάλ η σακούλ α σκουπιδιών και να την κατεβάσει στο πεζοδρόμιο για να την πάρει το απορριμματοφόρο. Όμως η Θέλ μα εξακολ ουθούσ ε ν α την κοιτά με την ευγ εν ική, γ εμάτη αποδοχ ή έκφρασ ή της. Η Φρίν τα ήξερε τι σ ημαίν ει ν α κάθεσ αι εκεί και ν α περιμέν εις το πρώτο βήμα που θα σ ηματοδοτούσ ε την αρχ ή του ταξιδιού. Μερικές φορές, η Φρίν τα είχ ε καθίσ ει γ ια ολ όκλ ηρα τα πεν ήν τα λ επτά της σ υν εδρίας με έν αν ασ θεν ή που δεν κατόρθων ε ν α ξεσ τομίσ ει ούτε μία λ έξη. Μερικές φορές, οι
ασ θεν είς απλ ώς έκλ αιγ αν όλ η την ώρα. Αλ λ ά γ ιατί βρισ κόταν τώρα εδώ; Τι ήταν αυτό που είχ ε έρθει πραγ ματικά ν α σ υζητήσ ει; Στις άγ ρυπν ες ν ύχ τες της, όταν έμεν ε ξαπλ ωμέν η σ το κρεβάτι της μέχ ρι τα χ αράματα, τα είχ ε ήδη σ κεφτεί και ξαν ασ κεφτεί όλ α μόν η της, όλ ες τις επιλ ογ ές, όλ ους τους σ υν δυασ μούς, τους δρόμους που είχ ε πάρει και τους δρόμους που δεν είχ ε πάρει. Εξαιτίας της παρέμβασ ής της η προσ πάθεια του Ράσ ελ Λέν οξ ν α προσ τατεύσ ει το γ ιο του είχ ε αποτύχ ει και τώρα ο Τεν τ είχ ε προφυλ ακισ τεί. Ήταν φριχ τό ν α τον σ κέφτεται σ τη φυλ ακή και ν α σ κέφτεται και όλ α όσ α ίσ ως περν ούσ ε εκεί μέσ α, όμως είχ ε διαπράξει έν α φριχ τά βίαιο έγ κλ ημα και μάλ ισ τα με θύμα την ίδια του τη μάν α. Η μον αδική ελ πίδα του ήταν ν α σ υν ειδητοποιήσ ει τι είχ ε κάν ει και ν α υποσ τεί τις σ υν έπειες. Το ν ομικό σ ύσ τημα μπορεί ν α ήταν επιεικές μαζί του. Με τη σ ωσ τή υπεράσ πισ η, ίσ ως ν α γ λ ίτων ε την καταδίκη γ ια δολ οφον ία. Μερικοί άν θρωποι θα σ κέφτον ταν ίσ ως πως ο Τεν τ θα είχ ε μια καλ ύτερη ευκαιρία αν παρέμεν ε ελ εύθερος. Τα αν θρώπιν α όν τα έχ ουν την ικαν ότητα ν α επιβιών ουν θάβον τας το παρελ θόν , κάν ον τας τον εαυτό τους ν α λ ησ μον ήσ ει. Ίσ ως και ο Τεν τ ν α έβρισ κε τον δικό του τρόπο ν α εξιλ εωθεί.
Αλ λ ά η Φρίν τα δεν μπορούσ ε ν α το πισ τέψ ει αυτό. Πρέπει πάν τοτε ν α αν τιμετωπίζεις την αλ ήθεια, όσ ο οδυν ηρή κι αν είν αι, και ν α είν αι αυτή η αφετηρία σ ου γ ια ν α προχ ωρήσ εις πιο πέρα. Με το ν α θάβεις την αλ ήθεια δεν την κάν εις ν α πεθάν ει, και σ το τέλ ος θα βρει τον τρόπο της ν α αν αρριχ ηθεί κάτω από τη γ η και ν α έρθει ν α σ ε βρει. Μήπως όμως αυτό ήταν απλ ώς μια άποψ η και ο Τεν τ πλ ήρων ε τώρα το τίμημά της; Και μήπως το ίδιο τίμημα πλ ήρων αν και η Ντόρα και η Τζούν τιθ; Στη σ κέψ η αυτή της ήρθε σ το μυαλ ό η εικόν α της κηδείας σ την οποία είχ ε παρασ τεί πριν από δύο μόλ ις ημέρες. Υ πήρξε μουσ ική και ποιήματα και εκατον τάδες αν θρώπων , αυτό όμως που είδε η Φρίν τα από τη θέσ η της ήταν τα δυο κορίτσ ια ν α κάθον ται η μία σ τα δεξιά και η άλ λ η σ τα αρισ τερά της μακάβρια εν άρετης θείας τους. Και οι δύο είχ αν κουρευτεί γ ια την περίσ τασ η: η Ντόρα είχ ε τώρα πια αυσ τηρές αφέλ ειες αν τί γ ια τις κοτσ ίδες της και οι άγ ριες μπούκλ ες της Τζούν τιθ είχ αν κοπεί. Έδειχ ν αν παραιτημέν ες και αποκαρδιωμέν ες, εν τελ ώς καταβεβλ ημέν ες. Η Τζούν τιθ είχ ε δει τη Φρίν τα: τα τόσ ο ιδιαίτερα εκείν α μάτια της σ αν ν α πέταξαν μια φλ όγ α μόλ ις αν τίκρισ αν τη Φρίν τα κι έπειτα έσ τρεψ ε το κεφάλ ι της από την άλ λ η.
Η αλ ήθεια, το πιο σ ημαν τικό ήταν η αλ ήθεια. Ο Τζιμ Φίαρμπι είχ ε ζήσ ει γ ι’ αυτήν και είχ ε θυσ ιάσ ει τα πάν τα γ ι’ αυτήν , την οικογ έν ειά του, τη σ ταδιοδρομία του, και σ το τέλ ος την ίδια του τη ζωή. Στις τελ ευταίες εκείν ες σ τιγ μές, όταν ο Λόρεν ς Ντάους και ο Τζέρι Κόλ ιερ τον σ κότων αν , ν α σ υν ειδητοποίησ ε άραγ ε σ τα γ ρήγ ορα πως είχ ε αν ακαλ ύψ ει την αλ ήθεια; Και ν α έν ιωσ ε άραγ ε όν τως δικαιωμέν ος; Μήπως όμως έφταιγ ε εκείν η και γ ι’ αυτό; Είχ ε προσ παθήσ ει ν α βοηθήσ ει τον Φίαρμπι, κι εκείν ος πέθαν ε. Είχ ε ταξιδέψ ει μαζί του, είχ ε κουβεν τιάσ ει μαζί του, είχ ε κάν ει σ χ έδια μαζί του. Καταχ ράσ τηκε τη φιλ ία της με τον Κάρλ σ ον γ ια ν α τον κάν ει ν α αν αμειχ θεί, όμως δεν κατόρθωσ ε ν α προφυλ άξει τον Φίαρμπι. Ο Φίαρμπι είχ ε κάν ει τη σ ύν δεσ η με τον Ντάους, μήπως όμως η Φρίν τα έπρεπε ν α καταλ άβει πως δεν έπρεπε τότε ν α τον αφήσ ει ν α εν εργ ήσ ει μόν ος του; Πήγ ε πριν από αυτήν σ ’ εκείν ο τον κάτω κόσ μο της φρίκης και η Φρίν τα δεν κατόρθωσ ε ν α τον σ ώσ ει. Η Σάρον Γκιμπς είχ ε σ ωθεί και ήταν τώρα ξαν ά με την οικογ έν ειά της, και αυτό βέβαια ήταν κάτι. Αν εκείν η και ο Γιόζεφ δεν είχ αν εισ βάλ ει, τότε η Σάρον Γκιμπς θα είχ ε την ίδια τύχ η με τα άλ λ α κορίτσ ια. Τα βρήκαν θαμμέν α σ το κελ άρι. Τα ον όματα και τα πρόσ ωπά τους σ τις φωτογ ραφίες
που της είχ ε δείξει ο Φίαρμπι τη σ τοίχ ειων αν . Ευτυχισμένα στιγμιότυπα, όμως δεν ήξεραν τι τους επιφύλ ασσε το μέλ λ ον. Η Χέιζελ Μπάρτον και η Ροξάν Ινγκατεστόουν και η Ντέζι Λόγκαν και η Φιλ ίπα Λούις και η Μαρία Χόρσλ εϊ και η Λίλ α Ντάους. Και υπήρχε τώρα και ένα έβδομο κορίτσι. Η αστυνομία βρήκε κι άλ λ ο πτώμα στο κελ άρι, το σκελ ετό μιας νεαρής γ υν αίκας. Ακόμη δεν την είχ αν ταυτοποιήσ ει. Κάπως του είχ ε ξεφύγ ει του Φίαρμπι και η ασ τυν ομία είχ ε πάρα πολ λ ά ον όματα εξαφαν ισ μέν ων κοριτσ ιών . Ο Κάρλ σ ον είπε πως πήραν δείγ μα ν τι εν έι και ίσ ως ν α έβρισ καν κάποια άκρη. Όλ α εκείν α τα εξαφαν ισ μέν α κορίτσ ια, αλ λ ά η Φρίν τα δεν μπορούσ ε ν α βγ άλ ει από τη σ κέψ η της το άγ ν ωσ το κορίτσ ι. Ήταν σ αν ν α κοιτούσ ε σ ε μια άβυσ σ ο και ν α χ αν όταν μέσ α της. Η Φρίν τα περίμεν ε από τον εαυτό της ν α ν ιώσ ει εν οχ ές και γ ια ό,τι είχ ε κάν ει σ τον Γιόζεφ, όμως αυτό αποδείχ τηκε κάπως πιο δύσ κολ ο. Στην αρχ ή υποψ ιάσ τηκε πως ο χ αρούμεν ος σ τωικισ μός του Γιόζεφ μπορεί ν α έκρυβε πίσ ω του έν α μετατραυματικό σ τρες. Αυτού του είδους το σ τρες μπορεί ν α εμφαν ισ τεί αρκετό καιρό μετά τον τραυματισ μό, έτσ ι έλ εγ αν τα βιβλ ία. Η αλ ήθεια όμως είν αι πως δεν υπήρχ ε καν έν α σ ημάδι γ ια κάτι
τέτοιο σ τον Γιόζεφ. Απολ άμβαν ε την προσ οχ ή όλ ων , και όταν ο Κάρλ σ ον αν έφερε την πιθαν ότητα κάποιου χ ρηματικού βραβείου γ ια τη γ εν ν αιότητά του, φάν ηκε ν α το ευχ αρισ τιέται ακόμη περισ σ ότερο. Κάθε φορά που διηγ ούν ταν ξαν ά το σ υμβάν , η αφήγ ησ ή του ήταν και πιο εμπλ ουτισ μέν η, και ακόμη και η Φρίν τα δεν είχ ε κατορθώσ ει ν α εν τοπίσ ει σ ημάδια σ υν αισ θηματικού κλ ον ισ μού και άγ χ ους. Κι ήταν έπειτα και ο Ντιν Ριβ. Αυτός ήταν σ αν έν α είδος μαν ιακού ερασ τή, κάποιος που ήθελ ε ν α παρατηρεί όλ α όσ α έβλ επε κι εκείν η, ν α αισ θάν εται όλ α όσ α αισ θαν όταν εκείν η, και ν α τη σ υν τροφεύει σ ε μέρη που καν είς άλ λ ος δεν θα μπορούσ ε. Η αν άμν ησ η, η οσ μή από το καμέν ο σ πίτι του Χαλ Μπράν τσ ο δεν την άφην ε ν α ησ υχ άσ ει. Το είχ ε κάν ει άραγ ε ο Ντιν Ριβ γ ια ν α τιμωρήσ ει τον Μπράν τσ ο ή γ ια ν α τιμωρήσ ει εκείν η; Μήπως είχ ε ν ιώσ ει, με έν αν τρόπο που καν είς άλ λ ος δεν θα μπορούσ ε, την απέχ θειά της γ ια τον Μπράν τσ ο, και μετά την είχ ε εξωτερικεύσ ει με τρόπο που εκείν η δεν θα μπορούσ ε ποτέ ν α το έχ ει κάν ει; Αυτό είσαι εσύ η ίδια, της έλ εγ ε. Αυτός είν αι ο πραγ ματικός σου εαυτός, και εσύ κι εγ ώ είμαστε οι μον αδικοί άν θρωποι στον κόσμο που το αν αγ ν ωρίζουμε αυτό. Είμαι ο δικός σου δίδυμος, ο
άλ λ ος σου εαυτός. Τόσ ο μεγ άλ η κατασ τροφή, τόσ α ερείπια είχ ε αφήσ ει πίσ ω της σ το πέρασ μά της. Η Φρίν τα σ ήκωσ ε το βλ έμμα της. Είχ ε σ χ εδόν λ ησ μον ήσ ει πού βρισ κόταν . Η Θέλ μα την κοιτούσ ε καταπρόσ ωπο. «Ζητώ σ υγ γ ν ώμη», είπε η Φρίν τα. «Δ εν μπορώ ν α το βάλ ω όλ ο αυτό σ ε λ έξεις». Η Θέλ μα έκαν ε έν α αδιόρατο ν εύμα. «Αυτό πραγ ματικά ακούγ εται σ αν το καλ ύτερο σ ημείο γ ια ν α ξεκιν ήσ ουμε».