Τι Θα Γίνει Μετά- Katzenbach John
December 22, 2017 | Author: George Sixx | Category: N/A
Short Description
Download Τι Θα Γίνει Μετά- Katzenbach John...
Description
ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟ «ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕΤΑ» ΚΑΙ ΤΟΝ JOHN KATZENBACH
«Εδώ και 30 χρόνια είναι ένας από τους πιο ευφυείς και σοβαρούς συγγραφείς αστυνομικών... Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα –και ιδιαίτερα ανησυχητικό». Washington Post
«Ο Κάτζενμπαχ επανεφευρίσκει πολλές φορές τη φόρμουλα, καθώς εξελίσσεται αυτό το απόλυτα συναρπαστικό μυθιστόρημα... Μην παραλείψετε ούτε μια λέξη αυτής της τρομακτικής ιστορίας». Booklist
«Διάβασα μονορούφι το βιβλίο χωρίς καν να σταματήσω για να φωνάξω άθελά μου “Ωχ!”, “Που να πάρει!”, και τέτοια. Έχω διαβάσει άπειρα μυθιστορήματα αυτού του είδους και νόμιζα ότι είχα μαντέψει το τέλος όταν ήμουν περίπου στο ένα τέταρτο του βιβλίου. Λάθος. Ακόμη κι αν μαντεύετε καλύτερα από μένα, θα σαστίσετε με το Τι Θα Γίνει Μετά. Μην το χάσετε».
BookReporter
«Η ανάγνωση του Τι Θα Γίνει Μετά είναι σαν μια βόλτα με το πιο τρομακτικό ρόλερ κόστερ. Ξεροκαταπίνεις από φόβο και έξαψη μαζί –και αναστενάζεις με ανακούφιση όταν τελειώσει». The New York Journal of Books «Οι αναγνώστες συνεπαρμένοι θα γυρίζουν γρήγορα τις σελίδες για να δουν τι θα γίνει μετά. Ο Κάτζενμπαχ έχει συνθέσει ένα αγωνιώδες παιχνίδι γάτας με ποντίκι, ένα τέλειο λογοτεχνικό συνδυασμό του Τρούμαν Σόου και του Νόμος & Τάξη. Ήδη διεθνές μπεστ σέλερ, θα αρέσει πολύ σε όλους τους λάτρεις των ψυχολογικών θρίλερ». Library Journal
«Αυτό που τρομάζει περισσότερο είναι ότι ο Κάτζενμπαχ δημιουργεί έναν φανταστικό κόσμο που μοιάζει πάρα πολύ μ’ αυτόν στον οποίο ζούμε, μόνο που είναι τραβηγμένος σ’ ένα ανατριχιαστικό άκρο». USA Today
«Ο Κάτζενμπαχ είναι ένας προικισμένος αφηγητής που ξέρει πώς να θέτει τα μεγάλα και τα μικρά ερωτήματα που κάνουν κάποιον να θέλει να γυρίζει τις σελίδες». Chicago Tribune «Η θαυμάσια, γεμάτη ένταση αφήγηση του Κάτζενμπαχ εκτυλίσσεται αβίαστα, παρασύροντάς σας όλο και πιο βαθιά στην ανατριχιαστική ατμόσφαιρα του κακού, του σκότους και των σκιών». The Miami Herald
«Λίγοι συγγραφείς μπορούν να καταλάβουν τόσο καλά πώς δουλεύει το μυαλό ενός εγκληματία». People
«O Κάτζενμπαχ είναι αριστοτέχνης των ψυχολογικών λεπτομερειών... και καταφέρνει να διατηρεί μια υψηλή ένταση που ωθεί τον αναγνώστη προς τις καθηλωτικές τελευταίες σελίδες». Library Journal
«Ο Κάτζενμπαχ με κάθε σελίδα εκτινάσσει την αγωνία σε νέα ύψη».
Booklist
«Ολοζώντανοι, απρόβλεπτοι χαρακτήρες και σασπένς διαβολικής σύλληψης...» Publishers Weekly
Έργα του συγγραφέα που εκδόθηκαν στη σειρά BELL Best Seller:
Η Νύχτα των Αιχμαλώτων Ο Ψυχαναλυτής Η Ιστορία Ενός Τρελού Ο Λάθος Άνθρωπος Τι Θα Γίνει Μετά
Τι Θα Γίνει Μετά ISBN 978-960-507-047-2 Τίτλος πρωτοτύπου: «What Comes Next» Copyright © 2012 by John Katzenbach Published by arrangement with John Hawkins & Associates, Inc., New York Για την ελληνική γλώσσα: © 2013 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ Μετάφραση: Χριστίνα Σπυριδάκη Επιμέλεια: Κατερίνα Ασήμου Διόρθωση: Κυριάκος Μιχελόγκωνας Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης ΤΕΥΧΟΣ 1047 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
Για τον συγγραφέα Ο Τζον Κάτζενμπαχ διετέλεσε δικαστικός συντάκτης της Miami News και της Miami Herald (είχε καλύψει, μεταξύ
άλλων, τη δίκη του διαβόητου σίριαλ κίλερ Τεντ Μπάντι), και αρθρογράφος πολλών μεγάλων εφημερίδων των ΗΠΑ, πριν εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία για να αφοσιωθεί στη συγγραφή ψυχολογικών θρίλερ. Το In the Heat of the Summer, το πρώτο του μυθιστόρημα, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Edgar το 1982 και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Φίλιπ Μπόρσος (ελληνικός τίτλος: Φονικό Καλοκαίρι). Ταινίες έχουν γίνει επίσης τα βιβλία του Just Cause, το 1995, με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι (ελληνικός τίτλος: Αναζητώντας τη Δικαιοσύνη ), και H Νύχτα των Αιχμαλώτων, το 2002, με πρωταγωνιστές τους Μπρους Γουίλις και Κόλιν Φάρελ. Έχει τιμηθεί με το Grand Prix de Littérature Policière για το βιβλίο του O Ψυχαναλυτής, το 2004, και με το Ken Book Prize για την Ιστορία Ενός Τρελού, το 2005. Μία ακόμη υποψηφιότητα για το Edgar απέσπασε με το μυθιστόρημά του The Shadow Man. Το Τι Θα Γίνει Μετά, το δωδέκατο βιβλίο του, συμπεριλήφθηκε στη λίστα των καλύτερων μυθιστορημάτων μυστηρίου του Booklist για το 2013. Ο συγγραφέας ζει στη δυτική Μασαχουσέτη. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε τον ιστότοπό του, www.johnkatzenbach.com
Για τον παλιό μου φίλο τον Μπομπ
1 Αμέσως μόλις άνοιξε η πόρτα, κατάλαβε ότι ήταν νεκρός. Το διέκρινε στον τρόπο με τον οποίο ο γιατρός απέστρεψε το βλέμμα του, στους ώμους του που έγερναν ελαφρά, στη νευρικότητά του καθώς διέσχιζε βιαστικά την αίθουσα. Τα μόνα ερωτήματα που του ήρθαν αμέσως στο νου ήταν: Πόσος καιρός μού μένει; Πόσο άσχημο θα είναι το τέλος; Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να πάρει τις απαντήσεις. Ο Έιντριαν Τόμας είδε το νευρολόγο ν’ ανακατεύει τα χαρτιά με τα αποτελέσματα των εξετάσεων κι έπειτα να χώνεται πίσω από το μεγάλο δρύινο γραφείο του. Ο γιατρός έγειρε πίσω στο κάθισμά του και μετά έσκυψε μπροστά και σήκωσε το κεφάλι του. «Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αποκλείουν τις περισσότερες συνήθεις διαγνώσεις...» Ο Έιντριαν το περίμενε αυτό. Μαγνητική τομογραφία. Ηλεκτροκαρδιογράφημα. Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Αναλύσεις αίματος. Αναλύσεις ούρων. Υπέρηχοι. Τομογραφία εγκεφάλου. Ολόκληρη σειρά εξετάσεων της νοητικής λειτουργίας. Είχαν περάσει πάνω από εννιά μήνες από τότε που πρόσεξε για πρώτη φορά ότι ξεχνούσε πράγματα τα οποία κανονικά θυμόταν πολύ εύκολα –είχε πεταχτεί στο μαγαζί με τα είδη κιγκαλερίας, κι εκεί βρέθηκε να στέκεται στο διάδρομο με τις λάμπες χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα τι σκόπευε να αγοράσει· σε μια άλλη περίπτωση, στον κεντρικό δρόμο της πόλης είχε συναντήσει
τυχαία έναν παλιό συνάδελφό του και του ήταν αδύνατον να θυμηθεί το όνομα εκείνου του ανθρώπου που καθόταν στο διπλανό γραφείο για πάνω από είκοσι χρόνια. Έξι μέρες πριν από αυτό, ένα βράδυ, είχε περάσει μία ολόκληρη ώρα κουβεντιάζοντας ευχάριστα με τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του στο καθιστικό του σπιτιού όπου είχαν ζήσει από τότε που μετακόμισαν στη δυτική Μασαχουσέτη. Μάλιστα, εκείνη ήταν καθισμένη κοντά στο τζάκι, στην αγαπημένη της Κουίν Ανν πολυθρόνα με τα λαχούρια. Όταν ο Έιντριαν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, κατάλαβε ότι δε θα φαινόταν το παραμικρό σε καμιά απεικόνιση του εγκεφάλου του. Παρ’ όλ’ αυτά, είχε κλείσει χωρίς καθυστέρηση ένα επείγον ραντεβού με τον παθολόγο του, ο οποίος τον είχε στείλει στα γρήγορα στον ειδικό. Ο Έιντριαν είχε απαντήσει υπομονετικά σε όλες τις ερωτήσεις και είχε αφήσει να τον ψηλαφήσουν, να τον πασπατέψουν και να του κάνουν ακτινογραφίες. Όταν η εικόνα της γυναίκας του χάθηκε απ’ τα μάτια του και ο Έιντριαν συνήλθε από το αρχικό σοκ, είχε υποθέσει ότι, απλούστατα, είχε αρχίσει να τρελαίνεται –πράγμα που αποτελούσε έναν κάθε άλλο παρά επιστημονικό και ελεγχόμενο ορισμό της ψύχωσης ή της σχιζοφρένειας. Από την άλλη, όμως, δεν είχε αισθανθεί ότι ήταν τρελός. Στην πραγματικότητα, είχε νιώσει πολύ καλά. Ήταν μια ευχάριστη αίσθηση, λες και ήταν συνηθισμένο και ευχάριστο να κουβεντιάζει με κάποια που είχε πεθάνει πριν από τρία χρόνια, όπως έκαναν συχνά καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου τους. Είχαν συζητήσει για τη μοναξιά του, που όλο και βάθαινε, και για την ανάγκη να αρχίσει να κάνει ορισμένα μαθήματα αμισθί στο πανεπιστήμιο, παρ’ ότι μετά το θάνατό της είχε βγει στη
σύνταξη. Είχαν μιλήσει και για ορισμένες ταινίες και κάποια ενδιαφέροντα βιβλία, καθώς και για το τι θα έπρεπε να στείλει ο Έιντριαν στις ανιψιές του για τα γενέθλιά τους. Είχαν κουβεντιάσει επίσης για το αν θα έπρεπε φέτος να δοκιμάσουν να το σκάσουν για μια δυο βδομάδες στο Κέιπ Κοντ για να ξεκουραστούν τον Ιούνιο, μόλις θα εμφανίζονταν τα γοφάρια και τα λαβράκια, πριν καταφθάσουν οι ηλιοκαμένες ορδές με τα φορητά ψυγεία τους και τις ομπρέλες τους. Έτσι όπως καθόταν απέναντι από το νευρολόγο, σκέφτηκε ότι ήταν μεγάλο λάθος που είχε θεωρήσει έστω και για μια στιγμή ότι η παραίσθηση εντασσόταν στο πλαίσιο μιας αρρώστιας, και ότι δεν έπρεπε να είχε επιτρέψει στην ανησυχία του να μετατραπεί σε φόβο και να τον στείλει στο ιατρείο. Θα έπρεπε να είχε αντιμετωπίσει την παραίσθηση ως πλεονέκτημα. Τώρα πλέον ήταν ολομόναχος, και θα ήταν ωραία αν, για όσο διάστημα του έμενε σ’ αυτό τον κόσμο, εμφανίζονταν πάλι στη ζωή του άνθρωποι που κάποτε είχε αγαπήσει, ανεξάρτητα αν εξακολουθούσαν να είναι ζωντανοί ή όχι. «Τα συμπτώματά σας υποδηλώνουν...» Ο Έιντριαν δεν ήθελε ν’ ακούσει το γιατρό, που είχε μια αμήχανη, πονεμένη έκφραση και ήταν πολύ νεότερος από τον ίδιο. Σκέφτηκε πως ήταν αδικία να του λέει ένας τόσο νέος άνθρωπος ότι θα πέθαινε. Θα έπρεπε να ήταν κάποιος γκριζομάλλης γιατρός, που θα θύμιζε τις απεικονίσεις του Θεού, με μια στεντόρεια φωνή κουρασμένη από την πολύχρονη πείρα, και όχι εκείνος ο τύπος που μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό, μιλούσε τσιριχτά και κουνιόταν νευρικά μπρος πίσω στο κάθισμά του.
Ο Έιντριαν απεχθανόταν το αποστειρωμένο, κατάφωτο γραφείο, με τα κορνιζαρισμένα διπλώματα και τις ξύλινες βιβλιοθήκες με τα ιατρικά συγγράμματα τα οποία ήταν βέβαιος ότι ο γιατρός δεν άνοιγε ποτέ, μια και ήταν από τους ανθρώπους που προτιμούσαν να βρίσκουν πληροφορίες με ένα δυο γρήγορα κλικ στο πληκτρολόγιο ενός υπολογιστή ή ενός Μπλάκμπερι. Ο Έιντριαν κοίταξε γύρω του και σκέφτηκε πως το γραφείο ήταν καταπιεστικά καθαρό και τακτικό, λες και δεν επιτρεπόταν εκεί μέσα η φυσική ρυπαρότητα και ακαταστασία μιας θανάσιμης ασθένειας. Έριξε μια ματιά στο παράθυρο πίσω από το γιατρό και είδε ένα κοράκι που ήρθε και κάθισε σε ένα κλαδί μιας φουντωτής ιτιάς εκεί κοντά. Ήταν λες και ο γιατρός φλυαρούσε μονότονα σε κάποιον μακρινό κόσμο όπου ο ίδιος ο Έιντριαν δεν ανήκε πλέον. Ή ενδεχομένως να ήταν ένα μικρό, ασήμαντο μέρος εκείνου του κόσμου. Για μια στιγμή, σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να δώσει προσοχή στο κοράκι αντί σ’ αυτά που του έλεγε ο γιατρός, και μετά, σε μια ξαφνική παραζάλη, είχε την εντύπωση ότι ήταν όντως το κοράκι που του μιλούσε. Ενδόμυχα επέμεινε ότι κάτι τέτοιο ήταν απίθανο, γι’ αυτό χαμήλωσε το βλέμμα του και ανάγκασε τον εαυτό του να προσέξει το γιατρό. «Λυπάμαι, καθηγητά Τόμας», είπε αργά ο νευρολόγος, διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του, «αλλά πιστεύω ότι βιώνετε τα κλιμακούμενα στάδια μιας σχετικά σπάνιας ασθένειας που ονομάζεται άνοια με σωμάτια Λιούι. Ξέρετε τι είναι αυτό;» Ο Έιντριαν κάτι ήξερε, αόριστα. Είχε ξανακούσει εκείνο τον όρο μία ή δύο φορές, αν και δεν μπορούσε να θυμηθεί σε ποιες περιπτώσεις. Ίσως κάποιο από τα άλλα μέλη του Τμήματος Ψυχολογίας του πανεπιστημίου τον είχε
χρησιμοποιήσει σε μια συνάντηση του διδακτικού προσωπικού προσπαθώντας να δικαιολογήσει μια σχετική έρευνα ή εκφράζοντας δυσαρέσκεια για τις διαδικασίες επιχορήγησης. Μπορεί και να τον θυμόταν από τα νιάτα του, όταν έκανε κλινική εργασία σε κάποιο νοσοκομείο βετεράνων. Όπως και να ’χε, κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Ήταν καλύτερα ν’ ακούσει τις ωμές λεπτομέρειες από κάποιον που ήταν πιο ειδικός απ’ τον ίδιο, έστω και αν ο γιατρός ήταν υπερβολικά νέος. Τα λόγια άρχισαν να πέφτουν στο χώρο ανάμεσά τους σαν συντρίμμια που κατακάθονταν ύστερα από μια έκρηξη, ρυπαίνοντας την επιφάνεια του γραφείου. Σταθερή. Κλιμακούμενη. Ραγδαία επιδείνωση. Παραισθήσεις. Απώλεια σωματικών λειτουργιών. Απώλεια κριτικής σκέψης. Απώλεια βραχυπρόθεσμης μνήμης. Απώλεια μακροπρόθεσμης μνήμης. Και τέλος η θανατική καταδίκη: «Λυπάμαι που σας το λέω αυτό, αλλά τυπικά μιλάμε για πέντε με εφτά χρόνια. Ενδεχομένως. Και πιστεύω ότι η ασθένειά σας πρέπει να εκδηλώθηκε εδώ και κάποιον καιρό, οπότε το διάστημα αυτό είναι το μέγιστο. Και στις περισσότερες περιπτώσεις, τα πράγματα εξελίσσονται πολύ ταχύτερα». Ύστερα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, ο γιατρός πρόσθεσε με ταπεινό ύφος: «Αν θέλετε μια δεύτερη γνώμη...» Για ποιο λόγο θα ήθελα να ακούσω δύο φορές τα άσχημα νέα; αναρωτήθηκε ο Έιντριαν. Και τότε δέχτηκε ένα πρόσθετο και κάπως αναπάντεχο χτύπημα: «Δεν υπάρχει θεραπεία. Υπάρχουν ορισμένα φάρμακα που μπορούν να ανακουφίσουν ορισμένα από τα συμπτώματα –φάρμακα για το Αλτσχάιμερ, άτυπα αντιψυχωσικά σκευάσματα για την αντιμετώπιση των
οπτασιών και των παραισθήσεων–, αλλά κανένα δεν προσφέρει οποιαδήποτε εγγύηση και, στην πραγματικότητα, σπάνια βοηθούν ουσιαστικά. Αξίζει τον κόπο όμως να δοκιμάσετε για να δείτε αν μπορούν να παρατείνουν τις λειτουργίες...» «Μα δεν αισθάνομαι άρρωστος», είπε ο Έιντριαν, εκμεταλλευόμενος τη σύντομη παύση. Ο νευρολόγος έγνεψε καταφατικά. «Δυστυχώς, και αυτό είναι ένα τυπικό στοιχείο. Για έναν άνθρωπο στα εξήντα πέντε του, είστε σε εξαιρετική σωματική κατάσταση. Έχετε την καρδιά ενός πολύ νεότερου άντρα». «Τρέχω πολύ και κάνω γυμναστική». «Καλό αυτό». «Είμαι δηλαδή αρκετά υγιής ώστε να παρατηρήσω τη σταδιακή διάλυση του εαυτού μου; Κάτι σαν να παρακολουθώ την κατρακύλα μου από μια θέση κοντά στο ρινγκ;» Ο νευρολόγος δεν απάντησε αμέσως. «Ναι...» είπε τελικά. «Ορισμένες μελέτες, πάντως, έχουν δείξει ότι, όσο περισσότερο ασκείστε πνευματικά, σε συνδυασμό με μια καθημερινότητα γεμάτη δραστηριότητες και γυμναστική, είναι δυνατόν να καθυστερήσετε ορισμένες από τις επιπτώσεις στους μετωπιαίους λοβούς, όπου εντοπίζεται αυτή η ασθένεια». Ο Έιντριαν κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Αυτό το ήξερε. Όπως ήξερε επίσης ότι οι μετωπιαίοι λοβοί έλεγχαν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τον κόσμο που τον περιέβαλλε. Στην ουσία, ήταν το τμήμα του εγκεφάλου του που τον είχε κάνει αυτό που ήταν και που τώρα θα τον μετέτρεπε σε κάποιον πολύ
διαφορετικό και πιθανότατα αγνώριστο. Ξαφνικά δεν περίμενε πλέον ότι θα ήταν ο Έιντριαν Τόμας για πολύ ακόμη. Εκείνη η σκέψη τον κυρίεψε, και σταμάτησε να προσέχει το νευρολόγο, μέχρι που τον άκουσε να λέει: «Έχετε κάποιον να σας βοηθήσει; Σύζυγο; Παιδιά; Άλλους συγγενείς; Σε λίγο θα χρειάζεστε ένα μόνιμο σύστημα υποστήριξης. Στη συνέχεια θα πρέπει να μεταφερθείτε σε μια μονάδα εικοσιτετράωρης φροντίδας. Θα πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσω πολύ σύντομα μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Να τους βοηθήσω να καταλάβουν τι θα αντιμετωπίσετε». Λέγοντας αυτά, ο γιατρός πήρε ένα συνταγολόγιο και άρχισε να γράφει διάφορα φάρμακα. Ο Έιντριαν χαμογέλασε. «Έχω στο σπίτι όση βοήθεια θα χρειαστώ», είπε. Τον ημιαυτόματο κύριο Ρούγκερ των 9 χιλιοστών, σκέφτηκε. Το όπλο βρισκόταν στο πρώτο συρτάρι του κομοδίνου του. Ο δεκατριάρης γεμιστήρας ήταν πλήρης, αλλά ο Έιντριαν ήξερε ότι θα χρειαζόταν μόνο μία σφαίρα στη θαλάμη. Ο γιατρός είπε και μερικά άλλα πράγματα σχετικά με νοσηλεία κατ’ οίκον και ασφαλιστικές καλύψεις, πληρεξούσια και διαθήκες, μακροχρόνια παραμονή σε νοσοκομείο, και πόσο σημαντικό ήταν να μην παραλείψει ο Έιντριαν κανένα από τα μελλοντικά ραντεβού του και να παίρνει τα φάρμακα που δε θεωρούσε ότι θα επιβράδυναν την εξέλιξη της ασθένειας αλλά τα οποία θα έπρεπε να παίρνει έτσι κι αλλιώς επειδή θα είχαν ίσως κάποιο αποτέλεσμα. Μα ο Έιντριαν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πλέον κανέναν ουσιαστικό λόγο να δώσει περαιτέρω προσοχή.
*** Ανάμεσα σε αρκετές πρώην γεωργικές εκτάσεις όπου είχαν χτιστεί σύγχρονα, ακριβά σπίτια που έμοιαζαν με αρχοντικά, στα περίχωρα της μικρής κολεγιακής πόλης του Έιντριαν ήταν φωλιασμένη μια προστατευόμενη περιοχή στην οποία είχε δημιουργηθεί ένα καταφύγιο άγριας ζωής πάνω σ’ ένα λοφάκι που οι ντόπιοι αποκαλούσαν βουνό, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα απλό σαμαράκι στο τοπίο. Ένα μονοπάτι ανέβαινε φιδογυριστά στο όρος Πολυδεύκης και διέσχιζε το δάσος πριν βγει σε ένα σημείο από όπου φαινόταν η κοιλάδα. Ανέκαθεν ενοχλούσε τον Έιντριαν το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένα όρος Κάστωρ δίπλα στο όρος Πολυδεύκης, και αναρωτιόταν ποιος είχε δώσει ένα τόσο εξεζητημένο όνομα στο λόφο. Υποψιαζόταν ότι ο ένοχος ήταν κάποιος ακαδημαϊκός, μέλος του διδακτικού προσωπικού πριν από καμιά διακοσαριά χρόνια, τον καιρό που φορούσαν μαύρα μάλλινα κοστούμια και κολλαριστούς λευκούς γιακάδες καθώς έχωναν με το στανιό την κλασική παιδεία στα κεφάλια των φοιτητών που εγγράφονταν στο κολέγιο. Έστω κι έτσι, όμως, παρά τις αντιρρήσεις του σχετικά με το όνομα και με τη γενικότερη ορθότητα του τιμητικού χαρακτηρισμού όρος, ο Έιντριαν απολάμβανε εκείνη την περιοχή τόσα χρόνια. Ήταν ένα ήσυχο σημείο που πολύ το αγαπούσαν τα σκυλιά της πόλης, μια και εκεί μπορούσαν να απαλλαγούν από τα λουριά τους, ενώ οι άνθρωποι μπορούσαν να μείνουν μόνοι με τις σκέψεις τους. Προς τα κει κατευθύνθηκε κι ο ίδιος φεύγοντας από το γραφείο του γιατρού. Πάρκαρε το παλιό του Βόλβο σ’ ένα χώρο στάθμευσης στην αρχή του μονοπατιού και άρχισε ν’ ανηφορίζει με τα
πόδια. Κανονικά, θα είχε φορέσει τις μπότες του για να προφυλαχτεί από τη λάσπη της άνοιξης που είχε αρχίσει να πλησιάζει. Σκέφτηκε ότι ήταν πολύ πιθανό να καταστρέψει τα παπούτσια του, αλλά είπε στον εαυτό του ότι δεν είχε καμία σημασία πλέον. Το απόγευμα είχε αρχίσει να χάνεται γύρω του και στη ραχοκοκαλιά του αισθανόταν ένα ψυχρό χάδι. Δεν ήταν κατάλληλα ντυμένος για περπάτημα, ιδίως αυτή την ώρα, που είχαν αρχίσει ν’ απλώνονται οι σκιές στη Νέα Αγγλία κουβαλώντας ένα κατάλοιπο από την πνοή του χειμώνα. Ο Έιντριαν αγνόησε την ψύχρα, όπως έκανε και με τα παπούτσια του που είχαν αρχίσει να μουσκεύουν. Δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στο μονοπάτι. Ούτε κυκλοφορούσαν ριτρίβερ που χώνονταν τρέχοντας στους θάμνους ακολουθώντας κάποια οσμή. Ήταν μόνος του, και προχωρούσε σταθερά. Χαιρόταν για τη μοναξιά. Από το νου του πέρασε η αλλόκοτη σκέψη ότι, αν τυχόν συναντούσε κάποιον, θα ένιωθε υποχρεωμένος να του πει: «Πάσχω από μια αρρώστια που δεν έχεις ξανακούσει και που θα με σκοτώσει, αφού πρώτα με διαλύσει και με κάνει ένα μηδενικό». Τουλάχιστον, αν έχεις καρκίνο , σκέφτηκε, ή αν πάσχεις από την καρδιά σου, παραμένεις αυτός που ήσουν για όσο διάστημα τα καταφέρεις ενώ η αρρώστια σε δολοφονεί. Ήταν θυμωμένος και ήθελε να ξεσπάσει, να χτυπήσει κάτι, αλλά αντί γι’ αυτό συνέχισε ν’ ανηφορίζει στο μονοπάτι. Άκουγε την ανάσα του. Ήταν σταθερή. Φυσιολογική. Δεν είχε καν λαχανιάσει. Αυτό είναι άδικο, είπε με το νου του. Θα προτιμούσε να ανάσαινε βασανισμένα, να άκουγε κάτι που θα του έλεγε ότι πλησίαζε το τέλος του.
Χρειάστηκε περίπου τριάντα λεπτά για να φτάσει στην κορυφή, στην υποτιθέμενη κορυφή. Το τελευταίο φως του ήλιου διαχεόταν πάνω από τις κορφές μερικών λόφων στα δυτικά. Ο καθηγητής κάθισε σ’ ένα εξόγκωμα από σχιστολιθικό βράχο της εποχής των παγετώνων κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην κοιλάδα. Τα πρώτα σημάδια της άνοιξης είχαν κάνει την εμφάνισή τους στη Νέα Αγγλία. Διέκρινε πρώιμα λουλούδια, κυρίως κίτρινους και πορφυρούς κρόκους που ξεπρόβαλλαν από το νοτισμένο χώμα, και δέντρα που είχαν αρχίσει να βγάζουν καινούρια μάτια, αποκτώντας έτσι μια πρασινωπή χροιά, ενώ τα κλαδιά τους γίνονταν πιο σκούρα, θυμίζοντας τα μάγουλα ενός άντρα που είχε αμελήσει να ξυριστεί μια δυο μέρες. Ένα σμήνος από καναδέζικες χήνες πέρασε από πάνω του, πετώντας βόρεια σε σχηματισμό V. Οι τραχιές κραυγές τους αντηχούσαν στον γαλανό ουρανό. Τα πάντα ήταν τόσο φυσιολογικά, που ο Έιντριαν αισθάνθηκε κάπως ανόητος, επειδή αυτό που συνέβαινε μέσα του φαινόταν να βρίσκεται σε πλήρη δυσαρμονία με τον υπόλοιπο κόσμο. Στο βάθος ξεχώριζε τα οξυκόρυφα καμπαναριά της εκκλησίας στο κέντρο της πανεπιστημιούπολης. Η ομάδα του μπέιζμπολ θα είχε βγει τώρα και θα βρισκόταν στους κλωβούς προπόνησης, αφού το γήπεδο εξακολουθούσε να είναι καλυμμένο με μουσαμά. Το γραφείο του Έιντριαν βρισκόταν αρκετά κοντά στο γήπεδο, έτσι, όταν άνοιγε το παράθυρό του τα ανοιξιάτικα απογεύματα, άκουγε τον μακρινό ήχο που έκαναν οι μπάλες πάνω στα ρόπαλα. Εκείνος ο ήχος ήταν ένα ευπρόσδεκτο σημάδι ύστερα από τον ατέλειωτο χειμώνα, σαν τον κοκκινολαίμη που πετούσε πάνω από τις αυλές της πανεπιστημιούπολης αναζητώντας
κάνα σκουλήκι. Ο Έιντριαν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Γύρνα σπίτι», είπε φωναχτά. «Φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι σου όσο ακόμη εξακολουθούν να είναι αληθινά όλα όσα σε ευχαριστούσαν. Μετά θα τα κλέψει όλα η αρρώστια». Ανέκαθεν θεωρούσε πως ήταν αποφασιστικός άνθρωπος, και δέχτηκε ευχαρίστως την τραχιά επιμονή της αυτοκτονίας. Προσπάθησε να βρει κάποια επιχειρήματα για να το καθυστερήσει, αλλά δε σκέφτηκε κανένα. Θα μπορούσες να μείνεις εδώ που βρίσκεσαι, είπε στον εαυτό του. Είναι όμορφο μέρος. Ήταν από τα αγαπημένα του. Αρκετά καλό μέρος για να πεθάνει. Διερωτήθηκε αν η θερμοκρασία θα έπεφτε τη νύχτα τόσο χαμηλά ώστε να τον σκοτώσει η παγωνιά. Αμφέβαλλε. Φαντάστηκε ότι θα περνούσε απλώς μια δυσάρεστη νύχτα τρέμοντας και βήχοντας και το ξημέρωμα θα τον έβρισκε ζωντανό, πράγμα που θα τον έκανε να νιώσει πολύ αμήχανα, έστω κι αν ήταν το μοναδικό πρόσωπο στον κόσμο που θα θεωρούσε αποτυχία το αντίκρισμα μιας ακόμη ανατολής. Κούνησε το κεφάλι του. Κοίτα γύρω σου, είπε στον εαυτό του. Κράτα μόνο ό,τι αξίζει να θυμάσαι. Ξέχνα τα υπόλοιπα. Κοίταξε τα παπούτσια του. Ήταν καλυμμένα με λάσπη και μουσκεμένα, και αυτό τον έκανε να απορήσει που δεν αισθανόταν την υγρασία στα δάχτυλά του. Τέρμα οι καθυστερήσεις, επέμεινε. Σηκώθηκε τινάζοντας λίγη σκόνη από το παντελόνι του. Είδε τις σκιές να μακραίνουν ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους και το μονοπάτι να σκοτεινιάζει κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Γύρισε κι έριξε μια ματιά στην κοιλάδα. Εκεί δίδασκα. Εκεί
ζούσαμε. Ευχήθηκε να μπορούσε να φτάσει το βλέμμα του μέχρι τη σοφίτα στη Νέα Υόρκη όπου είχε γνωρίσει τη γυναίκα του και την είχε ερωτευτεί, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν. Μακάρι να μπορούσε να δει τα στέκια της παιδικής του ηλικίας και τα μέρη που θυμόταν καθώς μεγάλωνε. Μακάρι να μπορούσε να δει τη Ρυ Μαντλέν στο Παρίσι και το γωνιακό μπιστρό όπου έπιναν με τη γυναίκα του τον καφέ τους κάθε πρωί όταν βρίσκονταν σε διακοπές, ή το ξενοδοχείο Σαβόι στο Βερολίνο, όπου είχαν μείνει στη σουίτα Μάρλεν Ντίτριχ, τότε που τον είχαν προσκαλέσει να κάνει μια διάλεξη στο Ινστιτούτο Ψυχολογίας. Εκεί είχε γίνει και η σύλληψη του μοναδικού παιδιού τους. Τέντωσε το λαιμό του, κοιτάζοντας ανατολικά προς το σπίτι στο ακρωτήρι, εκεί όπου περνούσε τα νεανικά καλοκαίρια του, και προς τις παραλίες όπου είχε μάθει να ψαρεύει γοφάρια, και προς τα ποτάμια της περιοχής όπου χωνόταν νιώθοντας το νερό να σφύζει από ενέργεια. Θα μου λείψουν πολλά πράγματα, είπε στον εαυτό του. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε γι’ αυτό. Γύρισε την πλάτη σε όσα μπορούσε και σε όσα δεν μπορούσε να δει κι άρχισε να κατηφορίζει στο μονοπάτι προχωρώντας αργά.
Απείχε μόλις μισό τετράγωνο από το σπίτι του και, καθώς περνούσε ανάμεσα στις σειρές των λιτών μεσοαστικών ξύλινων σπιτιών όπου κατοικούσε το ετερόκλητο μωσαϊκό καθηγητών, ασφαλιστών, οδοντιάτρων, ανεξάρτητων εμπορικών κειμενογράφων, εκπαιδευτών γιόγκα και
συμβούλων προσωπικής ανάπτυξης που συνέθετε τη γειτονιά του, ο Έιντριαν πρόσεξε το κορίτσι που κατηφόριζε το δρόμο. Κανονικά, δε θα είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία, αλλά κάτι τον εντυπωσίασε στον αποφασιστικό τρόπο με τον οποίο προχωρούσε η κοπέλα. Είχε σταχτόξανθα μαλλιά καλυμμένα με ένα έντονο ροζ κασκέτο των Μπόστον Ρεντ Σοξ, και ο Έιντριαν παρατήρησε ότι το σκουρόχρωμο άνοράκ της ήταν σκισμένο σε ένα δυο σημεία, όπως και το τζιν της. Αυτό που του τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή ήταν το σακίδιό της, που φαινόταν υπερβολικά γεμάτο με ρούχα. Στην αρχή σκέφτηκε ότι η κοπέλα απλώς γύριζε στο σπίτι της από το γυμνάσιο με το τελευταίο λεωφορείο, το οποίο μετέφερε όσα παιδιά είχαν υποχρεωθεί να μείνουν στο σχολείο για πειθαρχικούς λόγους. Όμως, δεμένο πάνω στο σακίδιο ήταν ένα μεγάλο λούτρινο αρκουδάκι και ο Έιντριαν δεν μπορούσε να φανταστεί για ποιο λόγο ένα παιδί θα έπαιρνε τέτοιο παιχνίδι μαζί του στο γυμνάσιο, προκαλώντας έτσι το χλευασμό των άλλων παιδιών. Καθώς η κοπέλα περνούσε πλάι από το αυτοκίνητό του, ο Έιντριαν έριξε μια ματιά στο πρόσωπό της. Δεν πρέπει να πήγαινε πολύς καιρός που είχε πάψει να είναι παιδί, αλλά ήταν όμορφη όπως όλα τα πλάσματα που βρίσκονται στο μεταίχμιο της αλλαγής. Αυτή την εντύπωση τουλάχιστον είχε ο Έιντριαν, αν και πήγαιναν πολλά χρόνια από τότε που είχε προσπαθήσει να γνωρίσει ένα τόσο νεαρό πλάσμα εκτός του περιβάλλοντος της τάξης. Η κοπέλα κοίταζε ίσια μπροστά της, με πολύ έντονο βλέμμα. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι ούτε καν πρέπει να είχε αντιληφθεί το αυτοκίνητό του.
Μπήκε στο δρομάκι του, αλλά δε βγήκε από το αυτοκίνητο. Σκεφτόταν πως το κορίτσι –πόσων ετών να ήταν άραγε; Δεκαπέντε; Δεκάξι; Ο Έιντριαν δεν μπορούσε πλέον να υπολογίσει με ακρίβεια την ηλικία των παιδιών– φαινόταν να έχει μόνο ένα πράγμα κατά νου, κι αυτό κάτι έδειχνε. Εκείνο το ύφος τού είχε προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είχε εξάψει την περιέργειά του. Παρακολουθούσε την κοπέλα μέσα από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου καθώς εκείνη προχωρούσε με βήμα ζωηρό προς τη γωνία. Και τότε είδε κάτι άλλο, κάτι που φαινόταν κάπως εκτός τόπου σ’ εκείνη την ήσυχη, απόλυτα φυσιολογική γειτονιά. Στο δρόμο κυλούσε αργά ένα λευκό κλειστό φορτηγό, σαν εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι μεταφορικές εταιρείες, χωρίς καμία επιγραφή στα τοιχώματά του που να διαφημίζει, ας πούμε, έναν ηλεκτρολόγο ή κάποιο συνεργείο βαφής. Ο Έιντριαν έριξε μια ματιά στην καμπίνα και είδε μια γυναίκα στο τιμόνι κι έναν άντρα δίπλα της. Ξαφνιάστηκε. Σκέφτηκε πως τα πράγματα θα έπρεπε να είναι ακριβώς αντίθετα, έπειτα όμως είπε στον εαυτό του ότι αυτές οι απόψεις ήταν σεξιστικές και στερεότυπες. Και βέβαια μπορεί μια γυναίκα να οδηγεί φορτηγό, είπε στον εαυτό του. Και μολονότι η ώρα ήταν περασμένη και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει γρήγορα, δεν υπήρχε κανένας λόγος να θεωρήσει ότι εκείνο το φορτηγό δεν ήταν απόλυτα συνηθισμένο. Καθώς παρακολουθούσε όμως, είδε το φορτηγό να κόβει ταχύτητα, να πηγαίνει παράλληλα με την κοπέλα και να σταματάει στο ύψος της. Ξαφνικά ο Έιντριαν δεν μπορούσε πλέον να τη δει –το φορτηγό την έκρυβε. Πέρασε μια στιγμή, και μετά εκείνο το όχημα έστριψε με
ταχύτητα στη γωνία και εξαφανίστηκε μέσα στο σούρουπο. Ο Έιντριαν ξανακοίταξε. Το κορίτσι είχε χαθεί. Στο δρόμο όμως ήταν παρατημένο το ροζ κασκέτο του μπέιζμπολ.
2 Μόλις άνοιξε η πόρτα, η Τζένιφερ Ρίγκινς κατάλαβε ότι ήταν νεκρή. Είχε μόνο δυο ερωτήματα: Πόσος καιρός μού μένει; Πόσο άσχημο θα είναι το τέλος; Θα περνούσε κάποιο διάστημα μέχρι να πάρει απαντήσεις. Προς το παρόν, τα πρώτα λεπτά ήταν γεμάτα ανείπωτο τρόμο και ανεξέλεγκτο πανικό που έπνιγαν οτιδήποτε άλλο. Η Τζένιφερ Ρίγκινς δεν είχε γυρίσει αμέσως να κοιτάξει το φορτηγό που την είχε πλησιάσει. Η μοναδική της σκέψη ήταν να φτάσει γρήγορα στη στάση του λεωφορείου που απείχε λίγο παραπάνω από οχτακόσια μέτρα, στον πλησιέστερο κεντρικό δρόμο. Είχε σχεδιάσει προσεκτικά την απόδρασή της: Θα πήγαινε με το τοπικό λεωφορείο στο κέντρο της πόλης, όπου θα έπαιρνε ένα άλλο λεωφορείο για να πάει σε έναν μεγαλύτερο σταθμό στο Σπρίνγκφιλντ, σε απόσταση περίπου τριάντα χιλιομέτρων. Από κει φανταζόταν πως θα μπορούσε να πάει οπουδήποτε. Στην τσέπη του τζιν της είχε πάνω από τριακόσια δολάρια, τα οποία είχε κλέψει σταδιακά, σε διάστημα ενός μηνός, από την τσάντα της μητέρας της ή το πορτοφόλι του φίλου της μητέρας της. Φρόντιζε να παίρνει λίγα κάθε φορά –πέντε από δω, δέκα από κει–, ώστε να μην τραβήξει την προσοχή, και τα έκρυβε σ’ ένα κουτί κάτω απ’ τα εσώρουχά της. Είχε συγκεντρώσει το ποσό που είχε βάλει ως στόχο, δηλαδή όσα χρήματα χρειαζόταν για να πάει στη Νέα Υόρκη ή στο Νάσβιλ, ή ακόμα και στο Μαϊάμι ή στο Λος Άντζελες, κι έτσι εκείνο το πρωί είχε κλέψει μόνο ένα
εικοσαδόλαρο και τρία χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου, αλλά είχε προσθέσει στο κομπόδεμά της και τη Visa της μητέρας της. Δεν είχε καταλήξει ακόμη πού θα πήγαινε. Ήλπιζε ότι θα ήταν κάποιο ευχάριστα ζεστό μέρος. Θα ήταν πάντως ευχαριστημένη με ένα οποιοδήποτε μακρινό και πολύ διαφορετικό μέρος. Αυτά σκεφτόταν όταν το φορτηγό σταμάτησε δίπλα της. Μπορώ να πάω οπουδήποτε θέλω... «Δεσποινίς, μπορείς μήπως να με βοηθήσεις να πάω εκεί που θέλω;» της είχε πει ο άντρας που καθόταν στη θέση του επιβάτη. Εκείνη η ερώτηση την είχε κάνει να σταματήσει και να στραφεί προς το μέρος του. Οι πρώτες εντυπώσεις της ήταν ότι ο τύπος δεν είχε ξυριστεί το πρωί και ότι η φωνή του ήταν αλλόκοτα ψιλή κι έδειχνε μεγαλύτερη έξαψη απ’ όση θα δικαιολογούσε μια τόσο απλή ερώτηση. Η Τζένιφερ ενοχλήθηκε κάπως, διότι δεν ήθελε να καθυστερήσει· ήθελε να φύγει μακριά απ’ το σπίτι της κι απ’ τη σεμνότυφη γειτονιά της, από τη μικρή και ανιαρή κολεγιακή πόλη της, από τη μητέρα της κι απ’ το φίλο της μητέρας της, από τον τρόπο που την κοίταζε αυτός κι από ορισμένα πράγματα που είχε κάνει όταν ήταν μόνοι, από το φρικτό σχολείο της κι απ’ όλα τα παιδιά που γνώριζε και μισούσε επειδή δεν άφηναν να περάσει μέρα χωρίς να την πειράξουν. Ήθελε να φύγει μακριά πριν πυκνώσει το σκοτάδι, ώστε να μην προσέξει κανείς την αναχώρησή της. Ήθελε να βρεθεί εκείνο το βράδυ σ’ ένα λεωφορείο που θα πήγαινε οπουδήποτε, επειδή ήξερε ότι γύρω στις εννιά ή δέκα η μητέρα της θα είχε τηλεφωνήσει σε όσους μπορούσε να σκεφτεί, και στη συνέχεια μπορεί να καλούσε την αστυνομία, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν. Η Τζένιφερ ήξερε ότι ο σταθμός του Σπρίνγκφιλντ θα έπηζε
στους αστυνομικούς, οπότε έπρεπε να έχει ολοκληρώσει την κίνησή της πριν ξεκινήσει η έρευνα. Όλες αυτές οι ανάκατες σκέψεις πέρασαν από το νου της καθώς ζύγιζε την ερώτηση εκείνου του ανθρώπου. «Τι ακριβώς ψάχνετε;» του είπε. Τον είδε να χαμογελάει. Κάτι δεν πάει καλά, σκέφτηκε. Δε θα έπρεπε να χαμογελάει. Η αρχική σκέψη της ήταν ότι ο άγνωστος θα της έλεγε κάτι πρόστυχο, κάτι προσβλητικό ή υποτιμητικό, Γεια σου, κούκλα, θες να διασκεδάσουμε λιγάκι; πλαταγίζοντας αηδιαστικά τα χείλη του. Ετοιμάστηκε να του πει να πάει να πηδηχτεί, και μετά να γυρίσει και να συνεχίσει το δρόμο της, αλλά τότε ξαφνιάστηκε κάπως, γιατί, ρίχνοντας μια ματιά πάνω απ’ τον ώμο του τύπου, είδε μια γυναίκα στο τιμόνι. Εκείνη η γυναίκα φορούσε έναν πλεχτό μάλλινο σκούφο που της κάλυπτε τα μαλλιά και, μολονότι ήταν νέα, τα μάτια της έδειχναν μια τραχύτητα, μια απίστευτη σκληρότητα που η Τζένιφερ δεν είχε ξαναδεί και που την τρόμαξε. Η γυναίκα κρατούσε μια μικρή βιντεοκάμερα υψηλής ευκρίνειας στραμμένη προς το μέρος της. Αυτό έκανε την Τζένιφερ να σαστίσει. Ακούγοντας την απάντηση του άντρα στην ερώτησή της σάστισε ακόμη περισσότερο. Περίμενε πως ο τύπος θα γύρευε κάποιο δρόμο στη γειτονιά ή την έξοδο για την Εθνική Οδό 9, αλλά εκείνος είπε: «Εσένα». Αυτό δεν ήταν λογικό. Για ποιο λόγο έψαχναν εκείνη; Κανείς δε γνώριζε το σχέδιό της. Ήταν ακόμη πολύ νωρίς και η μητέρα της δε θα είχε βρει το ψεύτικο σημείωμα που της είχε αφήσει πιασμένο με ένα μαγνήτη στο ψυγείο της
κουζίνας... Κι έτσι δίστασε τη στιγμή ακριβώς που θα έπρεπε να το είχε βάλει στα πόδια με όλη της την ταχύτητα ή να είχε φωνάξει βοήθεια. Η πόρτα του φορτηγού άνοιξε απότομα. Ο άντρας πήδηξε από τη θέση του πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο φανταζόταν η Τζένιφερ ότι ήταν δυνατόν να κινηθεί κάποιος. «Ε!» είπε η Τζένιφερ. Αυτή την εντύπωση είχε τουλάχιστον αργότερα, ότι είχε πει «Ε!» αλλά δεν ήταν σίγουρη. Ίσως είχε απλώς κοκαλώσει. Η μόνη σκέψη που πέρασε απ’ το μυαλό της ήταν, Δεν μπορεί να συμβαίνει τέτοιο πράγμα, κι αμέσως μετά την κυρίεψε μια σκοτεινή, παγερή αίσθηση τρόμου, επειδή εκείνη τη στιγμή, βλέποντας κάτι να έρχεται προς το μέρος της, κατάλαβε τι σήμαινε αυτό που γινόταν. Ο άγνωστος την είχε χτυπήσει στο πρόσωπο, κάνοντάς τη να παραπατήσει. Η Τζένιφερ είχε δει αστράκια, ενώ ο πόνος την είχε κατακλύσει μέχρι το μεδούλι σαν ένα καυτό κόκκινο κύμα, προκαλώντας της φοβερή ζαλάδα, λες και ο κόσμος είχε περιστραφεί απότομα γύρω από τον άξονά του. Ένιωσε να χάνει τις αισθήσεις της, να παραπαίει και να πέφτει, αλλά ο άλλος την άδραξε από τους ώμους και τη συγκράτησε πριν χτυπήσει στο έδαφος. Τα γόνατά της λύθηκαν και της ήταν αδύνατο να κρατήσει στητούς τους ώμους και την πλάτη της. Είχε χάσει κάθε ίχνος δύναμης που διέθετε. Κατάλαβε αόριστα ότι άνοιξε η πόρτα του φορτηγού και ότι ο άντρας τη σήκωσε και την ανάγκασε να μπει στο αυτοκίνητο. Άκουσε την πόρτα να κλείνει με δύναμη κι έπεσε στο ατσάλινο δάπεδο καθώς το φορτηγό έστριβε απότομα στη γωνία. Αισθάνθηκε το βάρος του άντρα να τη συνθλίβει, καθηλώνοντάς τη. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει και ο
λαιμός της είχε φράξει σχεδόν απ’ τον τρόμο. Δεν ήξερε αν αντιστεκόταν ή πάλευε, δεν ήταν σίγουρη αν ξεφώνιζε ή αν έκλαιγε, δεν ήξερε πλέον τι έκανε. Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή καθώς την πλάκωσε απότομα μια μαυρίλα, και στην αρχή σκέφτηκε πως ήταν ήδη νεκρή, στη συνέχεια ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της, και τέλος συνειδητοποίησε ότι ο άντρας τής είχε βάλει μια μαύρη μαξιλαροθήκη στο κεφάλι, απομονώνοντάς την από το μικρόκοσμο του φορτηγού. Στα χείλη της είχε τη γεύση του αίματος και το κεφάλι της εξακολουθούσε να γυρίζει. Ήξερε πως αυτό που της συνέβαινε ήταν αφάνταστα χειρότερο απ’ ό,τι είχε βιώσει ποτέ ως τότε. Κάποιες οσμές διαπέρασαν τη μαξιλαροθήκη: η βαριά μυρωδιά λαδιού από το δάπεδο του φορτηγού· η γλυκιά μυρωδιά ιδρώτα από τον άνθρωπο που την κρατούσε καθηλωμένη. Η Τζένιφερ ήξερε ότι πονούσε πολύ, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια την πηγή του πόνου. Προσπάθησε να κουνήσει χέρια και πόδια, ψαύοντας το κενό σαν σκυλί που ονειρεύεται ότι κυνηγάει λαγούς, αλλά άκουσε τον άντρα να γρυλίζει: «Όχι, δε νομίζω...» Στο κεφάλι της έγινε άλλη μία έκρηξη, πίσω από τα μάτια της. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η φωνή της γυναίκας, που είπε: «Μην τη σκοτώσεις, για όνομα του Θεού». Κι ενώ αυτές οι λέξεις αντηχούσαν μέσα της, η Τζένιφερ έχασε τον έλεγχο κι έπεσε απότομα στην όμοια με θάνατο άβυσσο της αναισθησίας.
3 Ο καθηγητής έπιασε το ροζ κασκέτο τρυφερά, λες και ήταν κάτι ζωντανό, και το στριφογύρισε προσεκτικά. Στο μέσα μέρος του γείσου είδε γραμμένο με μελάνι το όνομα Τζένιφερ, και δίπλα ένα αστείο σχεδιάκι ενός πουλιού που έμοιαζε με χαμογελαστή πάπια και τις λέξεις είναι ωραία τύπισσα, λες και ήταν απάντηση σε κάποια ερώτηση. Δεν υπήρχε επίθετο ούτε αριθμός τηλεφώνου ούτε διεύθυνση. Ο Έιντριαν κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του. Δίπλα του, δημιουργώντας μια βλοσυρή αντίθεση πάνω στο πολύχρωμο χειροποίητο κάλυμμα του κρεβατιού που είχε αγοράσει η γυναίκα του σ’ ένα παζάρι λίγο πριν από το δυστύχημά της, ήταν το Ρούγκερ των εννέα χιλιοστών. Ο Έιντριαν είχε μαζέψει μια μεγάλη συλλογή φωτογραφιών της γυναίκας του και της οικογένειας και τις είχε απλώσει σε όλη την κρεβατοκάμαρα, έτσι που να μπορεί να τις βλέπει καθώς προετοιμαζόταν. Για να ξεκαθαρίσει απόλυτα τις προθέσεις του, είχε φροντίσει να πάει στο μικρό γραφείο του, όπου κάποτε παιδευόταν να ετοιμάσει τις διαλέξεις του και τα πλάνα των μαθημάτων, είχε ανοίξει τον υπολογιστή και είχε βρει ένα λήμμα στη Wikipedia για την άνοια με σωμάτια Λιούι. Το είχε τυπώσει και το είχε επισυνάψει σ’ ένα αντίγραφο της απόδειξης του λογαριασμού του νευρολόγου. Το μόνο που έμενε, είπε στον εαυτό του, ήταν να γράψει ένα κανονικό σημείωμα αυτοκτονίας, κάτι βγαλμένο από την καρδιά του και ποιητικό. Ανέκαθεν αγαπούσε την ποίηση και
πειραματιζόταν γράφοντας δικούς του στίχους. Τα ράφια της βιβλιοθήκης του ήταν γεμάτα με ποιητικές συλλογές, από τη σύγχρονη εποχή έως την αρχαιότητα, από τον Πολ Μαλντούν και τον Τζέιμς Τέιτ μέχρι τον Οβίδιο και τον Κάτουλλο. Πριν από μερικά χρόνια, είχε εκδώσει με δικά του έξοδα έναν μικρό τόμο με τα ποιήματά του, με τίτλο Ερωτικά Τραγούδια και Τρέλα –όχι πως θεωρούσε ότι άξιζαν κάτι. Του άρεσε όμως το γράψιμο, σε ελεύθερο ή ομοιοκατάληκτο στίχο, και πίστευε ότι μπορούσε να τον βοηθήσει να εκφράσει την απόγνωση που αισθανόταν και την απροθυμία του να αντιμετωπίσει την αρρώστια του. Ποίηση αντί για γενναιότητα, σκέφτηκε. Για μια στιγμή, η προσοχή του διασπάστηκε. Αναρωτήθηκε πού να είχε βάλει το αντίτυπο του βιβλίου του. Θεωρούσε ότι το βιβλίο έπρεπε να βρίσκεται πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στις φωτογραφίες και στο πιστόλι. Έτσι τα πράγματα θα ήταν ξεκάθαρα για όποιον έφτανε στη σκηνή της αυτοχειρίας του. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι, πριν τραβήξει τη σκανδάλη, έπρεπε να ειδοποιήσει την Άμεση Δράση και να αναφέρει ότι είχαν ακουστεί πυροβολισμοί στο σπίτι του. Αυτό θα έκανε τους αστυνομικούς να καταφθάσουν γεμάτοι αγωνία μέσα σε μερικά λεπτά. Ο Έιντριαν ήξερε ότι θα έπρεπε ν’ αφήσει την εξώπορτα ορθάνοιχτη. Μ’ αυτές τις προφυλάξεις αποκλειόταν να περάσουν βδομάδες ολόκληρες μέχρι να βρει κάποιος το νεκρό κορμί του. Έτσι δε θα άρχιζε η αποσύνθεση. Δε θα βρομούσε ο τόπος. Όλα θα ήταν όσο γινόταν πιο καθαρά και τακτικά. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για τις ματωμένες πιτσιλιές, αλλά οι αστυνομικοί ήταν επαγγελματίες και ο Έιντριαν σκέφτηκε πως θα ήταν συνηθισμένοι σε τέτοια πράγματα. Στο κάτω
κάτω, δε θα ήταν ο πρώτος γερασμένος καθηγητής στην κοινότητα που θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η απώλεια της ικανότητας σκέψης ή λογικού συνειρμού ή αντίληψης ήταν ικανός λόγος για να βάλει τέρμα στη ζωή του. Απλώς, έτσι πρόχειρα δεν μπορούσε να θυμηθεί κάποια άλλη αυτοκτονία συναδέλφου. Αυτό τον ενόχλησε. Ήταν σίγουρος ότι είχαν υπάρξει παρόμοια περιστατικά. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να γράψει ένα ποίημα σχετικά με τα σχέδιά του: «Τελευταίες Πράξεις Πριν Από την Τελευταία Πράξη». Ωραίος τίτλος, σκέφτηκε. Άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω, λες και η κίνηση μπορούσε να ξεσκαλώσει σκέψεις που ήταν κολλημένες μέσα του σε μέρη σκοτεινά στα οποία δεν μπορούσε πλέον να φτάσει. Ίσως να υπήρχαν και ορισμένες άλλες μικροδουλειές που έπρεπε να τακτοποιήσει πριν από την αυτοκτονία – εξόφληση λογαριασμών, απενεργοποίηση του συστήματος θέρμανσης, κλείσιμο του θερμοσίφωνα, κλείδωμα του γκαράζ, να βγάλει τα σκουπίδια έξω. Έπιασε τον εαυτό του να διατρέχει έναν νοερό κατάλογο, κάπως σαν τυπικός κάτοικος των προαστίων που αντιμετώπιζε με κέφι τις σαββατιάτικες δουλειές. Από το μυαλό του πέρασε μια αλλόκοτη σκέψη: ότι φαινόταν να τον τρομάζει λιγότερο η ιδέα της αυτοκτονίας και περισσότερο η ιδέα ότι θα άφηνε πίσω του το χάος του θανάτου που θα αναγκάζονταν άλλοι να τακτοποιήσουν. Το χάος του θανάτου. Αναμνήσεις προσπάθησαν να διαπεράσουν το τείχος της οργανωτικότητάς του. Είχε αναγκαστεί πάνω από μία φορά να τακτοποιήσει αυτό ακριβώς το χάος. Προσπάθησε να διώξει τις εικόνες της θλίψης που στροβιλίζονταν μέσα του και συγκεντρώθηκε σ’
αυτό που έπρεπε να κάνει. Κοίταξε τις φωτογραφίες που υπήρχαν πάνω στο κρεβάτι γύρω του και σ’ ένα κοντινό τραπέζι. Φωτογραφίες των γονιών του, του αδερφού του, της γυναίκας του και του γιου του. Σε λίγο θα είμαι μαζί σας, είπε με το νου του. Φωτογραφίες της αδερφής του, των ανιψιών του, φίλων και συναδέλφων του. Θα τα πούμε αργότερα. Φαινόταν να μιλάει απευθείας στους ανθρώπους που τον κοίταζαν από τις φωτογραφίες. Συνειδητοποίησε ότι ήταν όλοι χαμογελαστοί· ήταν χαρούμενα στιγμιότυπα από μπάρμπεκιου, γάμους, και διακοπές απαθανατισμένα στο φωτογραφικό φιλμ. Ο Έιντριαν κοίταξε ολόγυρα βιαστικά. Οι άλλες αναμνήσεις του σε λίγο θα εξαφανίζονταν παντοτινά. Αναμνήσεις από φρικτές στιγμές που είχαν σημαδέψει με υπερβολική συχνότητα τη ζωή του. Τράβα τη σκανδάλη και θα εξαφανιστούν όλες. Χαμήλωσε το βλέμμα του και είδε ότι εξακολουθούσε να κρατάει σφιχτά το ροζ κασκέτο. Έκανε να το αφήσει παράμερα και να πιάσει το όπλο, αλλά σταμάτησε. Το κασκέτο θα μπερδέψει τον κόσμο , σκέφτηκε. Κάποιος αστυνομικός θα διερωτηθεί: Τι στο διάβολο ήθελε με ένα ροζ κασκέτο των Ρεντ Σοξ; Μπορεί να στρέψει ξαφνικά την αστυνομία προς την κατεύθυνση ενός ανεξήγητου, μυστηριώδους φόνου. Ο Έιντριαν ήθελε να αποφύγει τέτοιες υποψίες. Σήκωσε πάλι το κασκέτο στο ύψος των ματιών του, όπως θα έκανε κανείς με ένα πετράδι για να δει στο φως τις ατέλειες που έκρυβε. Αισθάνθηκε τη ζεστασιά του αδρού βαμβακερού υφάσματος κάτω απ’ τα δάχτυλά του. Ψηλάφησε τα γράμματα. Το ροζ χρώμα είχε ξεθωριάσει κάπως και η
εσωτερική κορδέλα ήταν ξεφτισμένη. Αυτό έδειχνε πως η ξανθιά κοπέλα το φορούσε συχνά, ιδίως το χειμώνα, προτιμώντας το από ένα σκούφο του σκι, που θα ήταν πιο ζεστός. Επομένως το κασκέτο –για κάποιον κρυφό λόγο– ήταν ένα από τα αγαπημένα της κομμάτια. Για τον Έιντριαν αυτό σήμαινε ότι η κοπέλα δε θα το παρατούσε στην άκρη του δρόμου. Τι ακριβώς ήταν αυτό που είχε δει ο Έιντριαν; Πήρε μια βαθιά ανάσα και αναλογίστηκε μία μία τις εντυπώσεις του από το περιστατικό που είχε δει νωρίτερα. Γυρόφερε τις εικόνες στο μυαλό του όπως ακριβώς στριφογύριζε το κασκέτο στα χέρια του. Η κοπέλα με το αποφασιστικό ύφος. Η γυναίκα πίσω απ’ το τιμόνι. Ο άντρας δίπλα της. Ο στιγμιαίος δισταγμός καθώς σταματούσαν στο ύψος της έφηβης κοπέλας. Η απότομη επιτάχυνση και η εξαφάνισή τους. Το κασκέτο που είχε μείνει στο δρόμο. Τι είχε συμβεί; Φυγή; Απόδραση; Ίσως επρόκειτο για παρέμβαση κάποιας ομάδας που είχε σχέση με θρησκευτική αίρεση ή ναρκωτικά, στο πλαίσιο της οποίας οι αυτόκλητοι ευεργέτες απομόνωναν το στόχο τους σ’ ένα νοικιασμένο δωμάτιο κάποιου φτηνού μοτέλ και του άρχιζαν το κήρυγμα μέχρι που το ταλαίπωρο παιδί ομολογούσε πως θα άλλαζε συμπεριφορά ή πεποιθήσεις ή πως θα καταπολεμούσε τον εθισμό του. Ο Έιντριαν δεν πίστευε ότι αυτό που είχε δει ήταν τέτοια περίπτωση. Ξανασκέψου το, είπε στον εαυτό του. Φέρε στο μυαλό σου κάθε λεπτομέρεια, πριν σβηστούν τα πάντα από τη μνήμη σου. Αυτό ήταν που φοβόταν: ότι όλα όσα θυμόταν και όλα
όσα αντιλαμβανόταν συμπερασματικά θα εξαφανίζονταν γρήγορα σαν την πρωινή ομίχλη μόλις αρχίζει να τη διαλύει ο ήλιος. Σηκώθηκε, πήγε σε ένα κομό και βρήκε ένα στυλό κι ένα μικρό δερματόδετο σημειωματάριο. Συνήθως χρησιμοποιούσε τις κομψές λευκές σελίδες για να κρατήσει σημειώσεις σχετικά με τα ποιήματά του, γράφοντας κάποια ασυνήθιστη σκέψη ή συνδυασμό λέξεων ή ομοιοκαταληξιών που μπορεί να προσφέρονταν αργότερα για περαιτέρω ανάπτυξη. Το σημειωματάριο ήταν δώρο της γυναίκας του, και εκείνη θυμόταν κάθε φορά που άγγιζε τη λεία επιφάνειά του. Ξανάφερε λοιπόν όλο το περιστατικό στο μυαλό του, αλλά αυτή τη φορά σημείωσε μερικές λεπτομέρειες σε μια κενή σελίδα. Η κοπέλα... Κοίταζε ίσια μπροστά και ο Έιντριαν είχε την εντύπωση ότι ούτε καν τον είχε δει όταν την προσπέρασε. Κάτι την απασχολούσε, όπως φαινόταν από την κατεύθυνση που είχε το βλέμμα της και από το βήμα της. Είχε ένα σχέδιο –κάτι που υπερκάλυπτε καθετί άλλο. Η γυναίκα και ο άντρας... Ο Έιντριαν είχε ήδη μπει στο δρομάκι του όταν πλησίασε το λευκό φορτηγό, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Τον είχαν δει άραγε μέσα στ’ αυτοκίνητο; Όχι. Μάλλον απίθανο. Ο στιγμιαίος δισταγμός... Το ζευγάρι τού είχε δώσει την εντύπωση ότι παρακολουθούσε την κοπέλα, έστω και για μερικά μέτρα μόνο. Ήταν λες και την καρατάριζαν. Τι είχε συμβεί λοιπόν; Της μίλησαν; Την κάλεσαν να μπει στο φορτηγό; Ίσως να γνωρίζονταν και να είχαν προσφερθεί απλώς να την πάνε εκεί που ήθελε. Τίποτε παραπάνω. Τίποτε λιγότερο.
Όχι. Η αναχώρησή τους ήταν υπερβολικά βιαστική. Ο Έιντριαν αναρωτήθηκε τι είχε δει καθώς το αυτοκίνητο έστριβε στη γωνία. Πινακίδα κυκλοφορίας της Μασαχουσέτης: QE2D... Προσπάθησε να θυμηθεί τους άλλους δύο αριθμούς αλλά δεν μπόρεσε. Έγραψε αυτούς που θυμόταν. Αυτό όμως που θυμόταν πραγματικά ήταν ο διαπεραστικός θόρυβος που έκανε το φορτηγό καθώς ανέπτυσσε ταχύτητα. Κι έπειτα το κασκέτο έμεινε πεσμένο στο δρόμο. Ο Έιντριαν δυσκολευόταν να σχηματίσει τη λέξη απαγωγή με τη φαντασία του, κι όταν το έκανε, είπε στον εαυτό του ότι εκείνο το συμπέρασμα οπωσδήποτε ήταν ανόητο. Τέτοια πράγματα δε συνέβαιναν στον κόσμο που γνώριζε. Ζούσε σε ένα χώρο αφιερωμένο στη λογική και στη μάθηση, που ήταν πλαισιωμένες από την τέχνη και το κάλλος. Ήταν μέλος ενός κόσμου όπου κυριαρχούσαν τα σχολεία και οι γνώσεις. Απαγωγή –εκείνη η άσχημη λέξη ανήκε σε κάποιον σκοτεινό χώρο που ήταν άγνωστος στη δική του γειτονιά. Προσπάθησε να θυμηθεί οποιαδήποτε εγκλήματα είχαν διαπραχθεί στην περιοχή με τα περιποιημένα σπίτια που ήταν απλωμένα γύρω του. Είπε στον εαυτό του ότι σίγουρα θα πρέπει να είχαν γίνει κάποια εγκλήματα, κάποια κρυφά περιστατικά οικογενειακής βίας και αναστάτωσης που προκαλούσε η εφηβεία, περιστατικά που αποτελούσαν θέμα τηλεοπτικών δραματικών εκπομπών. Μέσα σε σχετική αφάνεια, σε απόσταση μερικών τετραγώνων, πρέπει να είχαν υπάρξει περιπτώσεις σεξουαλικής απιστίας ενηλίκων και να είχαν οργανωθεί γυμνασιακά πάρτι με ναρκωτικά, ποτό και σεξ. Ορισμένοι ίσως να έκλεβαν την εφορία ή να έκαναν κάποιες βρομοδουλειές –ο Έιντριαν φανταζόταν πως τέτοια
εγκλήματα μπορεί να διαπράττονταν πίσω από το λούστρο της μεσοαστικής ζωής. Αλλά δε θυμόταν να είχε ακούσει ποτέ πυροβολισμό ή να είχε δει έστω και τους περιστρεφόμενους φάρους περιπολικών σε κάποιον κοντινό δρόμο. Εκείνα τα πράγματα συνέβαιναν αλλού. Περιορίζονταν σε βραδινές ειδήσεις από κοντινές πόλεις που έκοβαν την ανάσα ή στις επικεφαλίδες της πρωινής εφημερίδας. Ο Έιντριαν κοίταξε το Ρούγκερ. Κληρονομιά του αδερφού του. Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν δικό του. Δεν το είχε δηλώσει ποτέ, διότι είχε την υποψία ότι οι φίλοι του στο διδακτικό προσωπικό θα σοκάρονταν αν μάθαιναν ότι είχε όπλο. Το κακομούτσουνο εκείνο πιστόλι δεν άφηνε κανένα περιθώριο συζήτησης ως προς το σκοπό για τον οποίο προοριζόταν. Ο Έιντριαν δεν ήταν κυνηγός ούτε ασπαζόταν τις ιδέες της Εθνικής Ένωσης Όπλων. Περιφρονούσε τη νοοτροπία και τις απόψεις των δεξιών, που πίστευαν ότι έπρεπε να πάρουν όλοι όπλα για να προστατευθούν από τους τρομοκράτες. Ήταν σίγουρος ότι με τα χρόνια η γυναίκα του είχε ξεχάσει πως υπήρχε το όπλο στο σπίτι, αν βέβαια το είχε μάθει ποτέ. Εκείνος δεν της είχε μιλήσει για το πιστόλι, ούτε καν μετά το δυστύχημά της, όταν η γυναίκα του έκανε κουράγιο αλλά τον κοίταζε αποζητώντας με λαχτάρα τη λύτρωση. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι, αν ήταν γενναίος, θα της είχε κάνει το χατίρι δίνοντας μια οριστική λύση με τη βοήθεια του όπλου. Τώρα, το ίδιο εκείνο ερώτημα και η απάντησή του εναπόκεινταν στο χέρι του, κι αυτός ήξερε ότι ήταν δειλός, αφού θα χρησιμοποιούσε το πιστόλι με τον τρόπο που είχε χρησιμοποιηθεί άλλη μια φορά στο παρελθόν. Άραγε, όταν θα έβαζε την κάννη στον κρόταφο ή στο στόμα του και θα
τραβούσε τη σκανδάλη θα ήταν η δεύτερη φορά που θα εκπυρσοκροτούσε το όπλο, ή μήπως είχε υπάρξει κι άλλη; Η μαύρη μεταλλική επιφάνειά του φαινόταν αμείλικτη. Όταν ο Έιντριαν το πήρε στο χέρι του, του φάνηκε βαρύ και παγωμένο. Το έσπρωξε παράμερα και στάθηκε πάλι στο κασκέτο. Εκείνη τη στιγμή του φάνηκε πως το κασκέτο έκανε μια ηχηρή δήλωση όπως και το Ρούγκερ. Ήταν σαν να είχε βρεθεί πιασμένος ανάμεσα σε δύο άψυχα αντικείμενα που διαφωνούσαν ως προς το τι έπρεπε να κάνει. Κοντοστάθηκε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Τα πράγματα φάνηκαν να ησυχάζουν μέσα στο δωμάτιο, λες και κάτι είχε διακόψει απότομα μια βαβούρα που είχε σχέση με την αυτοχειρία. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω, σκέφτηκε ο Έιντριαν, είναι μια μικρή έρευνα. Το κασκέτο φαινόταν να έχει αυτή την ελάχιστη απαίτηση. Έκλεισε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της Άμεσης Δράσης. Είχε επίγνωση της σχετικής ειρωνείας που εμπεριείχε η ιδέα ότι το πρώτο τηλεφώνημα θα είχε σχέση με κάποιον άνθρωπο που δε γνώριζε, ενώ στη συνέχεια θα έκανε πάνω κάτω το ίδιο τηλεφώνημα σχετικά με τον εαυτό του. «Άμεση Δράση. Ποιο είναι το επείγον πρόβλημα που αντιμετωπίζετε;» Η φωνή του τηλεφωνητή στο κέντρο έδειχνε μια ηρεμία που ήταν αποτέλεσμα εξάσκησης. «Δεν πρόκειται στ’ αλήθεια για κάτι το επείγον», απάντησε ο Έιντριαν. Φρόντισε να μην τρέμει η φωνή του, ούτε να δείχνει δισταγμό, διότι αλλιώς θα φανέρωνε ότι, όπως πίστευε, είχε γεράσει ξαφνικά στις λίγες ώρες που είχαν
ακολουθήσει την επίσκεψή του στο νευρολόγο. Ήθελε να δώσει την εντύπωση ενός δυναμικού ανθρώπου που βρισκόταν σε εγρήγορση. «Σας κάλεσα επειδή πιστεύω ότι ίσως έγινα μάρτυρας κάποιου συμβάντος που ενδεχομένως παρουσιάζει ενδιαφέρον για την αστυνομία». «Τι είδους συμβάν;» Ο Έιντριαν προσπάθησε να φανταστεί τον άνθρωπο που ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Ο τηλεφωνητής μιλούσε κοφτά, ώστε η κάθε λέξη να είναι ξεκάθαρη. Η φωνή του είχε έναν τόνο αδρό και σοβαρό. Ήταν λες και οι λιγοστές λέξεις που χρησιμοποιούσε ήταν ντυμένες με εφαρμοστές στολές με ψηλά κολάρα. «Είδα ένα λευκό κλειστό φορτηγό... Ήταν μια κοπέλα στην εφηβεία, η Τζένιφερ, έτσι είναι γραμμένο στο κασκέτο της, αλλά δεν τη γνωρίζω, αν και πρέπει να μένει κάπου στη γειτονιά, και τη μια στιγμή ήταν εκεί, ενώ την άλλη είχε γίνει άφαντη». Ο Έιντριαν ήθελε να χαστουκίσει τον εαυτό του. Στόχος του ήταν να ακουστεί λογικός και δυναμικός, αλλά είχε παρασυρθεί από ένα χείμαρρο κακοδιατυπωμένων και απίστευτα βιαστικών περιγραφών. Άραγε η αρρώστια είναι που καταστρέφει τις γλωσσικές μου δεξιότητες; διερωτήθηκε. «Μάλιστα, κύριε. Και τι ακριβώς πιστεύετε ότι είδατε;» Ακούστηκε ένα μπιπ στη γραμμή. Η συνδιάλεξη καταγραφόταν. «Δεχτήκατε κάποια καταγγελία για παιδιά που χάθηκαν στην περιοχή Χιλς;» ρώτησε ο Έιντριαν. «Όχι πρόσφατα. Σήμερα δεν πήραμε κλήσεις», απάντησε ο τηλεφωνητής. «Καμία απολύτως;»
«Όχι, κύριε. Το απόγευμα κύλησε πολύ ήσυχα στην πόλη. Θα καταγράψω τις πληροφορίες σας και θα τις προωθήσω στο γραφείο των ντετέκτιβ για την περίπτωση που γίνει αργότερα κάποια καταγγελία. Θα ασχοληθούν εκείνοι αν υπάρξει ανάγκη». «Φαντάζομαι πως έκανα λάθος», είπε ο Έιντριαν και έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει ο τηλεφωνητής να του ζητήσει όνομα και διεύθυνση. Τίποτε από όλα αυτά δεν του φαινόταν λογικό. Ήξερε τι είχε δει, και κάτι δεν πήγαινε καλά. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Είχε νυχτώσει και τα φώτα είχαν αρχίσει ν’ ανάβουν στο τετράγωνο. Ήταν η ώρα του φαγητού. Οι οικογένειες συγκεντρώνονταν. Κουβέντιαζαν ό,τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα, στη δουλειά ή στο σχολείο. Όλα ήταν πολύ φυσιολογικά και αναμενόμενα. Ξαφνικά, λες και η μικρή εκείνη κρεβατοκάμαρα μπορούσε να αντιλαλήσει τα λόγια του σαν να ήταν φαράγγι, είπε δυνατά: «Δεν ξέρω τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω τώρα». «Μα και βέβαια ξέρεις, καλέ μου», επέμεινε η γυναίκα του από το κρεβάτι δίπλα του.
4 Το τηλεφώνημα έγινε λίγο πριν τις 11 μ.μ., αλλά εκείνη την ώρα πλέον η ντετέκτιβ Τέρι Κόλινς σκεφτόταν ήδη σοβαρά να πάει για ύπνο. Τα δύο παιδιά της είχαν κάνει τα μαθήματά τους, τους είχε διαβάσει το παραμύθι τους, τα είχε βάλει στα κρεβάτια τους και τώρα κοιμούνταν. Η Τέρι μόλις είχε ολοκληρώσει την τελευταία επίσκεψη στο δωμάτιό τους –είχε βάλει το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας, και στο λιγοστό φως που έμπαινε από το διάδρομο είχε βεβαιωθεί ότι κοιμούνταν βαθιά. Δεν είχαν εφιάλτες. Η ανάσα τους ήταν ομαλή. Δεν ακουγόταν ούτε καν ένα ρουθούνισμα που θα μπορούσε να σημαίνει κάποιο κρυολόγημα. Η Τέρι ήξερε ότι στην ομάδα υποστήριξης όπου πήγαινε κατά διαστήματα υπήρχαν μονογονιοί που δεν άντεχαν να αφήσουν μόνα τους τα κοιμισμένα παιδιά τους. Ήταν λες και κατά τη διάρκεια της νύχτας γίνονταν όλοι ευάλωτοι. Όλα τα κακά που είχαν δημιουργήσει τις συνθήκες της ζωής τους φαίνονταν να ξεχύνονται αχαλίνωτα μετά τη δύση του ήλιου. Οι ώρες που θα έπρεπε να αφιερώνονται στην ανάπαυση και την ανανέωση κατέληγαν να ξεχειλίζουν από αβεβαιότητα, ανησυχία και φόβους. Η Τέρι όμως σκέφτηκε πως απόψε όλα ήταν εντάξει. Δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Όλα ήταν φυσιολογικά. Άφησε την πόρτα ανοιχτή μια χαραμάδα και ξεκίνησε για το μπάνιο, όταν άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει στην
κουζίνα. Καθώς σήκωνε βιαστικά το ακουστικό, έριξε μια ματιά σ’ ένα ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο. Τέτοια περασμένη ώρα μόνο πρόβλημα μπορεί να σημαίνει, σκέφτηκε. Ήταν ο τηλεφωνητής της νυχτερινής βάρδιας στο αρχηγείο της αστυνομίας. «Ντετέκτιβ, στην άλλη γραμμή έχω μια αλαφιασμένη γυναίκα. Πιστεύω ότι έχετε χειριστεί και στο παρελθόν τις κλήσεις της. Προφανώς, κάποιο παιδί το έσκασε». Η Τέρι κατάλαβε αμέσως ποια ήταν η γυναίκα στην άλλη γραμμή. Ίσως αυτή τη φορά η Τζένιφερ κατάφερε να φύγει... Αλλά η σκέψη αυτή δεν ήταν καθόλου επαγγελματική και η λέξη φυγή δεν ήταν παρά ένας σκληρός στενογραφικός τρόπος για να πει κανείς ότι ένα παιδί άφηνε πίσω του μια γνώριμη τρομακτική κατάσταση για να μπλέξει σε μια άλλη, ολότελα διαφορετική και ενδεχομένως χειρότερη. «Περίμενε λίγο στη γραμμή», είπε η Τέρι, περνώντας εύκολα από το ρόλο της μητέρας στο ρόλο της ντετέκτιβ. Ένα από τα δυνατά σημεία της ήταν η ικανότητα να διαχωρίζει τις διαφορετικές διαστάσεις της ζωής της σε ξεκάθαρες, τακτικές ομάδες. Τα πολλά χρόνια υπερβολικής αναστάτωσης που είχε ζήσει είχαν δημιουργήσει μέσα της μια πιεστική ανάγκη για απλότητα και οργάνωση. Έβαλε τον τηλεφωνητή σε αναμονή και κάλεσε έναν άλλο αριθμό, τον οποίο είχε γραμμένο σ’ έναν κατάλογο δίπλα στο τηλέφωνο της κουζίνας. Ένα πλεονέκτημα που είχε προκύψει από τις εμπειρίες που είχε βιώσει ήταν ότι διέθετε ένα ανεπίσημο δίκτυο βοήθειας. Ευτυχώς, η γυναίκα στην οποία τηλεφώνησε ήταν νυχτοπούλι. «Γεια σου, Λόρι, η Τέρι είμαι. Με συγχωρείς που σ’ ενοχλώ τόσο αργά, αλλά...»
«Σε ειδοποίησαν για κάποια υπόθεση και θέλεις να προσέχω τα παιδιά;» Η Τέρι διέκρινε ενθουσιασμό στη φωνή της φίλης της. «Ναι». «Έρχομαι αμέσως. Κανένα πρόβλημα. Ευχαρίστησή μου. Πόσο πιστεύεις ότι θα λείψεις;» Η Τέρι χαμογέλασε. Η φίλη της η Λόρι έπασχε από αϋπνία, και η Τέρι ήξερε ότι ουσιαστικά της άρεσε να την καλούν άγρια μεσάνυχτα, ιδίως για να προσέξει παιδιά, τώρα που τα δικά της είχαν μεγαλώσει και είχαν φύγει από το σπίτι. Έτσι της δινόταν η ευκαιρία να κάνει κάτι αντί να χαραμίζει το χρόνο της παρακολουθώντας τηλεόραση ή βηματίζοντας νευρικά μέσα στο σκοτεινό σπίτι της, κουβεντιάζοντας με τον εαυτό της για όλα όσα είχαν πάει στραβά στη ζωή της. Όπως είχε διαπιστώσει η Τέρι, κάτι τέτοιες συζητήσεις κρατούσαν ώρες. «Δύσκολο να υπολογίσω. Τουλάχιστον δύο ώρες, αλλά μάλλον θ’ αργήσω. Μπορεί να πάρει και όλη τη νύχτα». «Θα φέρω την οδοντόβουρτσά μου», απάντησε η Λόρι. Η Τέρι πάτησε το κουμπί αναμονής και μίλησε πάλι με τον τηλεφωνητή. «Πες στην κυρία Ρίγκινς ότι θα βρίσκομαι στο σπίτι της σε τριάντα λεπτά το πολύ για να της μιλήσω και να βάλω μπρος την έρευνα. Έχουν πάει ένστολοι εκεί;» «Έχουν ειδοποιηθεί να πάνε». «Ειδοποίησέ τους ότι θα πάω κι εγώ σε λίγο. Να πάρουν τυχόν προκαταρκτικές καταθέσεις για να μπορέσουμε να καταγράψουμε τη χρονική σειρά των γεγονότων. Να προσπαθήσουν επίσης να ηρεμήσουν την κυρία Ρίγκινς». Η Τέρι αμφέβαλλε ότι θα το πετύχαιναν αυτό το τελευταίο.
«Καλώς», απάντησε ο τηλεφωνητής κι έκλεισε τη γραμμή. Η Λόρι θα ερχόταν σε λίγα λεπτά. Αυτό ήταν το στυλ της. Η Τέρι έκλεισε το τηλέφωνο. Η γειτόνισσά της αρεσκόταν να σκέφτεται ότι αποτελούσε ζωτικό τμήμα οποιασδήποτε έρευνας ή σκηνής εγκλήματος που καλούνταν να αναλάβει η Τέρι, εξίσου σημαντική με τους τεχνικούς της Σήμανσης ή τους ειδικούς στα δακτυλικά αποτυπώματα. Η έπαρση αυτή ήταν ανώδυνη και χρήσιμη. Η Τέρι πήγε πάλι στο μπάνιο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και χτένισε τα μαλλιά της. Μολονότι η ώρα ήταν περασμένη, ήθελε να δείχνει φρέσκια, ευπαρουσίαστη και ιδιαίτερα ικανή να χειριστεί την κατάσταση πανικού που θα αντιμετώπιζε.
Ο δρόμος ήταν σκοτεινός και ελάχιστα φώτα διακρίνονταν σε κάποια σπίτια όταν η Τέρι διέσχισε τη γειτονιά των Ρίγκινς. Μόνο στο δικό τους σπίτι υπήρχε κίνηση. Το φως της βεράντας ήταν αναμμένο και η Τέρι είδε σιλουέτες να περιφέρονται στο καθιστικό. Στο δρομάκι του σπιτιού ήταν παρκαρισμένο ένα περιπολικό, αλλά οι αστυφύλακες είχαν σβήσει τους φάρους, με αποτέλεσμα να μοιάζει με οποιοδήποτε άλλο αυτοκίνητο που περίμενε να ξεκινήσει η πρωινή έξοδος για τις δουλειές ή το σχολείο. Η Τέρι σταμάτησε το τρακαρισμένο έξι ετών αυτοκίνητό της. Για λίγο έμεινε στη θέση της ανασαίνοντας βαθιά και μετά μάζεψε τα πράγματά της –μια τσάντα με ένα μίνι μαγνητόφωνο κι ένα σημειωματάριο. Το σήμα της ήταν πιασμένο στο λουρί της τσάντας. Το όπλο της ήταν στη θήκη του πάνω στο διπλανό κάθισμα. Το πέρασε στη ζώνη της,
αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι η ασφάλεια ήταν στη θέση της και δεν υπήρχε σφαίρα στη θαλάμη. Πήρε πάλι μια βαθιά ανάσα, βγήκε από το αυτοκίνητο και διέσχισε την πρασιά πηγαίνοντας προς το σπίτι. Τους τελευταίους δεκαοχτώ μήνες είχε κάνει δύο φορές την ίδια διαδρομή. Είδε την ανάσα της να γίνεται ατμός στον αέρα. Η θερμοκρασία είχε πέσει, όχι όμως τόσο πολύ ώστε να αναγκάσει οποιονδήποτε στη Νέα Αγγλία να κάνει κάτι παραπάνω από το να σφίξει πάνω του το παλτό του ή να σηκώσει ενδεχομένως το γιακά του. Το κρύο είχε μια καθαρότητα, όχι όπως η παγωνιά του χειμώνα, αλλά με την έννοια ότι εξακολουθούσε να υπάρχει αισθητή διαφορά ανάμεσα στην εσωτερική και στην εξωτερική θερμοκρασία, έστω και αν η άνοιξη έκανε σπασμωδικά αισθητή την παρουσία της. Η Τέρι ευχήθηκε να είχε περάσει από το γραφείο όπου στεγαζόταν η δύναμη των τεσσάρων ντετέκτιβ για να πάρει το φάκελο της οικογένειας Ρίγκινς, αν και αμφέβαλλε ότι υπήρχε κάποια λεπτομέρεια ή σημείωση την οποία δεν είχε ήδη απομνημονεύσει. Αυτό που την ενοχλούσε ιδιαίτερα ήταν η αίσθηση ότι θα έμπαινε σ’ ένα σκηνικό που ήταν πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που φαινόταν. Φυγή ανήλικης: έτσι θα καταχώριζε το συμβάν στο αρχείο και έτσι ακριβώς θα χειριζόταν την υπόθεση το γραφείο των ντετέκτιβ. Η Τέρι ήξερε ακριβώς τα βήματα που θα ακολουθούσε και ποιες ήταν οι κατευθυντήριες γραμμές και οι διαδικασίες της υπηρεσίας που ίσχυαν για μια εξαφάνιση αυτού του είδους. Μπορούσε ακόμη να κάνει και μια λογική υπόθεση ως προς την πιθανή κατάληξη της ιστορίας. Είπε όμως στον εαυτό της
ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως έδειχναν επιφανειακά. Υπήρχε μια υποκείμενη αιτία για την επιμονή της Τζένιφερ, και η μανία της να το σκάσει από το σπίτι της πιθανότατα έκρυβε ένα πολύ χειρότερο έγκλημα. Η Τέρι απλώς δεν πίστευε ότι θα κατάφερνε ποτέ να το ξεσκεπάσει, όσες καταθέσεις κι αν έπαιρνε από τη μητέρα και το φίλο της και όσο εντατικά κι αν ασχολούνταν με την υπόθεση. Σιχαινόταν την ιδέα ότι σκόπευε να πάρει μέρος σε ένα ψέμα. Στη βεράντα της εισόδου, κοντοστάθηκε πριν χτυπήσει την πόρτα. Είδε με το νου της τα δικά της παιδιά να κοιμούνται στο σπίτι, χωρίς να ξέρουν ότι εκείνη δεν κοιμόταν ελαφρά στη μικρή κρεβατοκάμαρά της στην άκρη του διαδρόμου με την πόρτα ανοιχτή, για την περίπτωση που άκουγε κάποιον περίεργο ήχο. Τα παιδιά ήταν ακόμη μικρά. Κάποια στιγμή στο μέλλον θα της έδιναν κι εκείνης πίκρες και έγνοιες –αυτό ήταν βέβαιο–, αλλά προς το παρόν δεν είχε έρθει ακόμη αυτή η ώρα. Η Τζένιφερ περνούσε ήδη αυτή τη φάση. Ή μάλλον είχε περάσει ήδη άλλες δύο τέτοιες φάσεις. Αυτό δικαιολογούσε την κατάσταση που επικρατούσε μέσα στο σπίτι. Η Τέρι πήρε μια τελευταία βαθιά ανάσα του ψυχρού νυχτερινού αέρα, σαν να κατέβαζε την τελευταία γουλιά από ένα ποτήρι νερό. Χτύπησε την πόρτα μια φορά και μετά την άνοιξε και μπήκε βιαστικά στο μικρό χολ. Ήξερε ότι στον τοίχο δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια του πάνω ορόφου κρεμόταν μια φωτογραφία της χαμογελαστής Τζένιφερ σε ηλικία εννιά ετών, με μια ροζ κορδέλα στα καλοχτενισμένα μαλλιά της. Υπήρχε ένα χαριτωμένο κενό
ανάμεσα στα μπροστινά της δόντια. Η φωτογραφία ήταν απ’ αυτές που λάτρευαν οι γονείς και σιχαίνονταν οι έφηβοι, επειδή σε όλους θύμιζε την ίδια εποχή, ιδωμένη μέσα από διαφορετικούς φακούς και στρεβλωμένη από διαφορετικές αναμνήσεις. Στα αριστερά της, μέσα στο καθιστικό, είδε τη Μαίρη Ρίγκινς και τον Σκοτ Γουέστ –το φίλο της– καθισμένους στην άκρη του καναπέ. Ο Σκοτ την είχε αγκαλιασμένη χαλαρά από τους ώμους και της κρατούσε σφιχτά το χέρι. Καπνός έβγαινε από τα τσιγάρα σ’ ένα τασάκι, ενώ το τραπέζι ήταν γεμάτο από κουτιά αναψυκτικών και μισοάδεια φλιτζάνια καφέ. Σε μια άκρη στέκονταν αμήχανα δύο ένστολοι αστυνομικοί. Ο ένας ήταν ο αρχιφύλακας της νυχτερινής βάρδιας και ο άλλος ένας εικοσιδυάχρονος νεοσύλλεκτος που είχε προσληφθεί στην υπηρεσία μόλις πριν από ένα μήνα. Προφανώς ο αρχιφύλακας ακόμη τον εκπαίδευε. Η Τέρι έγνεψε προς το μέρος τους και είδε τον αρχιφύλακα να σηκώνει τα μάτια του ψηλά, ενώ η Μαίρη Ρίγκινς έβγαζε μια κραυγή: «Το ξανάκανε, ντετέκτιβ». Οι λέξεις εκείνες συνοδεύτηκαν από ακατάσχετους λυγμούς. Το μακιγιάζ της είχε χαλάσει από τα κλάματα και τα μάγουλά της ήταν σημαδεμένα από μαύρες γραμμές, κάνοντάς τη να μοιάζει με μάσκα του Χαλοουίν. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα, κάνοντάς τη να φαίνεται πολύ μεγαλύτερη. Η Τέρι σκέφτηκε ότι τα δάκρυα πάντα ήταν δύσκολα για τις μεσόκοπες γυναίκες –έβγαζαν αμέσως στην επιφάνεια όλα τα χρόνια που προσπαθούσαν με τόσο κόπο να κρύψουν. Αντί να δώσει κάποιες πρόσθετες εξηγήσεις, η Μαίρη
Ρίγκινς έκρυψε το κεφάλι της στον ώμο του φίλου της. Ο Σκοτ ήταν λίγο μεγαλύτερος από εκείνη, γκριζομάλλης, κομψός ακόμη και με το τζιν και το ξεθωριασμένο κόκκινο καρό πουκάμισο που φορούσε. Ήταν ένας Νιου Έιτζ θεραπευτής που ειδικευόταν σε ολιστικές θεραπείες διαφόρων ψυχιατρικών ασθενειών και εργαζόταν με επιτυχία στην ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία ανέκαθεν ήταν δεκτική σε διαφορετικές τεχνικές, όπως ακριβώς ορισμένοι άνθρωποι κάθε λίγο πάνε από τη μια δίαιτα στην άλλη. Οδηγούσε ένα κατακόκκινο σπορ καμπριολέ Μάζντα και συχνά κυκλοφορούσε στην κοιλάδα το χειμώνα με την κουκούλα κατεβασμένη, τυλιγμένος μ’ ένα άνορακ κι ένα γούνινο καπέλο σαν αυτά που φορούσαν οι ξυλοκόποι, πράγμα που φαινόταν να ξεπερνά τα όρια της εκκεντρικότητας και πλησίαζε την πρόκληση. Η τοπική αστυνομία ήξερε καλά τον Σκοτ Γουέστ και τη δουλειά του· εκείνος και το Μάζντα του μάζευαν με φοβερή συχνότητα κλήσεις για υπερβολική ταχύτητα, και σε αρκετές περιπτώσεις οι αστυνομικοί είχαν αναγκαστεί να συμμαζέψουν διακριτικά το ψυχολογικό χάος που δημιουργούσαν οι εκκεντρικές μέθοδοι που εφάρμοζε. Είχαν υπάρξει αρκετές αυτοκτονίες. Και μια αντιπαράθεση με έναν παρανοϊκό σχιζοφρενή οπλισμένο μ’ ένα μαχαίρι, τον οποίο ο Σκοτ είχε συμβουλέψει να πάψει να παίρνει το Χαλντόλ και να το αντικαταστήσει με βαλσαμόχορτο αγορασμένο από ένα ντόπιο κατάστημα ειδών υγιεινής διατροφής. Η Τέρι σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να υπήρχαν εκεί τα τσιγάρα και τα αναψυκτικά και ο καφές. Ο Σκοτ ανήκε στην παράδοση της γιόγκα και του πιλάτες που θεωρούσε μια Κόκα Κόλα λάιτ ή έναν λάτε από το Στάρμπακς σημάδι αποσύνδεσης
από τις ευρύτερες αγαθές δυνάμεις της φύσης. Η Τέρι πίστευε ότι οι απόψεις του είχαν περισσότερη σχέση με την αστρολογία παρά με την ψυχολογία. Αν μπορούσε, θα του γελούσε κατάμουτρα και θα του έλεγε κάτι σχετικά με την εθιστική δύναμη της υποκρισίας. Είχε μάθει όμως από νωρίς στην αστυνομική καριέρα της ότι οι αντιφάσεις που κυριαρχούσαν στη ζωή των ανθρώπων δεν είχαν τελειωμό, και ότι σπάνια ωφελούσε η επισήμανσή τους. Η Τέρι θεωρούσε ότι διέθετε νηφάλιο ρεαλισμό, λογική και καθαρή σκέψη, και σαφέστατη προσέγγιση στα πράγματα. Αν αυτό το στυλ ορισμένες φορές την έκανε να φαίνεται ψυχρή και κάπως εχθρική, ε, τι να κάνουμε. Είχε ήδη γευτεί και με το παραπάνω το πάθος και την εκκεντρικότητα και την τρέλα στην προσωπική της ζωή τα προηγούμενα χρόνια, και αυτό που προτιμούσε ήταν τάξη και μεθοδικότητα επειδή, κατά την άποψή της, την προφύλασσαν από τους κινδύνους. Ο Σκοτ έγειρε μπροστά. Μίλησε με τη βαθιά, ήρεμη και μετρημένη φωνή του θεραπευτή. Ήταν μια φωνή που αποσκοπούσε στο να τον κάνει να φανεί σαν σύμμαχός της στη συγκεκριμένη κατάσταση, ενώ η Τέρι ήξερε ότι μάλλον ίσχυε το ακριβώς αντίθετο. «Η Μαίρη είναι πολύ ταραγμένη, ντετέκτιβ. Παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, σε σχεδόν διαρκή βάση...» Σταμάτησε σ’ εκείνο το σημείο, χωρίς να ολοκληρώσει την πρόταση. Η Τέρι έγνεψε καταφατικά. Στράφηκε στους δύο ένστολους αστυνομικούς. Ο αρχιφύλακας της έδωσε ένα ριγέ φύλλο χαρτί, από το είδος που έβρισκε κανείς στο κλασέρ οποιουδήποτε γυμνασιόπαιδου. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν προσεκτικός, αποτέλεσμα της προσπάθειας κάποιου που ήθελε να βεβαιωθεί ότι η κάθε λέξη ήταν σαφής και
ευανάγνωστη. Δεν ήταν κάτι γραμμένο βιαστικά από μια έφηβη που ανυπομονούσε να διαβεί την πόρτα και να κάνει αυτό που ανέφερε στο σημείωμα. Το κείμενο ήταν δουλεμένο. Ενδεχομένως ήταν αποτέλεσμα μιας τρίτης ή τέταρτης προσπάθειας. Η Τέρι φαντάστηκε ότι, αν έψαχνε προσεκτικά, θα μπορούσε να ανακαλύψει πεταμένα προσχέδια σε κάποιο καλάθι αχρήστων ή στους σκουπιδοτενεκέδες στο πίσω μέρος του σπιτιού. Πριν απαντήσει, διάβασε το σημείωμα τρεις φορές. Μαμά, Πάω στο σινεμά με κάτι φίλες που θα συναντήσω στο εμπορικό κέντρο. Θα φάω εκεί και ίσως περάσω τη νύχτα στο σπίτι είτε της Σάρας είτε της Κέιτι. Θα σου τηλεφωνήσω μετά το σινεμά για να σε ενημερώσω, αλλιώς θα γυρίσω απλώς στο σπίτι. Δε θ’ αργήσω πολύ. Τέλειωσα τα μαθήματά μου και δε μου μένει καμία άλλη εκκρεμότητα μέχρι την επόμενη βδομάδα. Πολύ λογικό. Πολύ λακωνικό. Ένα απόλυτο ψέμα. «Πού το είχε αφήσει αυτό;» «Κολλημένο στο ψυγείο με ένα μαγνήτη», απάντησε ο αρχιφύλακας. «Σ’ ένα σημείο που αποκλειόταν να μην το δει κανείς». Η Τέρι διάβασε το σημείωμα άλλες δύο φορές. Έχεις αρχίσει και μαθαίνεις, έτσι δεν είναι, Τζένιφερ; σκέφτηκε. Ξέρεις τι ακριβώς πρέπει να γράψεις. Στο σινεμά –αυτό σήμαινε ότι η μητέρα της θα θεωρούσε δεδομένο πως το κινητό της θα ήταν κλειστό, πράγμα που της εξασφάλιζε ένα περιθώριο τουλάχιστον δύο ωρών, στη
διάρκεια των οποίων δε θα μπορούσε να επικοινωνήσει κάποιος μαζί της. Με κάτι φίλες –χωρίς να τις προσδιορίζει, αλλά με φαινομενικά αθώο τρόπο. Οι δύο κοπέλες που ανέφερε, η Σάρα και η Κέιτι, μάλλον θα ήταν πρόθυμες να την καλύψουν, ή δε θα ήταν διαθέσιμες. Θα σου τηλεφωνήσω –οπότε η μητέρα της και ο Σκοτ θα περίμεναν να χτυπήσει το τηλέφωνο ενώ χάνονταν πολύτιμα λεπτά. Τέλειωσα τα μαθήματά μου –με αυτό τον τρόπο η Τζένιφερ εξουδετέρωνε τη μεγαλύτερη εξωγενή δικαιολογία που θα είχε η μητέρα της για να της τηλεφωνήσει. Η Τέρι σκέφτηκε πως η Τζένιφερ είχε εξασφαλίσει με έξυπνο τρόπο ένα χρονικό περιθώριο, είχε στρέψει τη μητέρα της προς άσχετες κατευθύνσεις και είχε κρύψει τον πραγματικό σκοπό του σχεδίου της. Κοίταξε τη Μαίρη Ρίγκινς. «Τηλεφωνήσατε στις φίλες της;» τη ρώτησε. Απάντησε ο Σκοτ. «Φυσικά, ντετέκτιβ. Ύστερα από τις τελευταίες προβολές στους κινηματογράφους πήραμε στο τηλέφωνο κάθε Σάρα και κάθε Κέιτι που μπορέσαμε να σκεφτούμε. Δε θυμόμασταν να ανέφερε ποτέ η Τζένιφερ κάποια φίλη με οποιοδήποτε από αυτά τα ονόματα. Κατόπιν ήρθαμε σ’ επαφή με κάθε άλλη φίλη που είχαμε ακούσει ποτέ να αναφέρει η Τζένιφερ. Καμιά τους δεν είχε πάει στο εμπορικό κέντρο ούτε είχε κανονίσει να συναντηθεί μαζί της. Ούτε την είχαν δει μετά το σχολείο το απόγευμα». Η Τέρι έγνεψε καταφατικά. Ξύπνιο κορίτσι. «Η Τζένιφερ δε φαίνεται να έχει και τόσο πολλές φίλες», είπε μελαγχολικά η Μαίρη. «Ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη έφεση
στην κοινωνική δικτύωση του γυμνασίου». Η Τέρι φαντάστηκε ότι αυτή η δήλωση αποτελούσε επανάληψη κάποιων απόψεων που είχε εκφράσει ο Σκοτ σε πολλές «οικογενειακές» συζητήσεις. «Μα δε θα μπορούσε να είναι με κάποιον που δε γνωρίζετε;» Η μητέρα και ο Σκοτ κούνησαν τα κεφάλια τους αρνητικά. «Δεν πιστεύετε ότι έχει κάποιο αγόρι και σας το έχει κρατήσει μυστικό;» «Όχι», είπε ο φίλος της μαμάς. «Θα είχα αντιληφθεί τα σχετικά σημάδια». Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, σκέφτηκε η Τέρι. Δεν εξέφρασε τη σκέψη της φωναχτά αλλά έκανε μια σημείωση. Η Μαίρη ανέκτησε αρκετά την αυτοκυριαρχία της και προσπάθησε να απαντήσει με λιγότερο δακρύβρεχτο τρόπο. Η φωνή της, όμως, δεν ήταν σταθερή, κάθε λέξη της είχε ένα τρέμουλο που φανέρωνε πόσο φοβόταν. «Όταν τελικά σκέφτηκα να πάω στο δωμάτιό της, ξέρετε, μπας και βρω κάποιο άλλο σημείωμα, ή κάτι άλλο, είδα ότι έλειπε το αρκουδάκι της. Ένα αρκουδάκι που το είχε ονομάσει Καφετούλη. Κοιμάται μαζί του κάθε βράδυ... είναι κάτι σαν παιδική κουβέρτα που προσφέρει παρηγοριά. Της το χάρισε ο πατέρας της λίγο πριν πεθάνει, και από τότε η Τζένιφερ δεν εννοούσε να πάει πουθενά χωρίς αυτό». Υπερβολικά συναισθηματική κίνηση, σκέφτηκε η Τέρι. Τζένιφερ, ήταν λάθος σου που πήρες μαζί σου το αρκουδάκι. Ίσως να είναι το μοναδικό, αλλά πάντως ήταν λάθος. Αλλιώς θα είχες στη διάθεσή σου είκοσι τέσσερις ώρες αντί των έξι που κατάφερες να κλέψεις. «Συνέβη μήπως κάτι συγκεκριμένο τις τελευταίες μέρες
που θα μπορούσε να σπρώξει την Τζένιφερ σε μια προσπάθεια να το σκάσει;» ρώτησε. «Ένας μεγάλος καβγάς... ή ενδεχομένως κάποιο περιστατικό στο σχολείο...» Η Μαίρη Ρίγκινς απλώς έκλαιγε με λυγμούς. Ο Σκοτ Γουέστ απάντησε βιαστικά: «Όχι, ντετέκτιβ. Αν ψάχνετε για κάποιο εξωτερικό έναυσμα, κάτι που έκανε η Μαίρη ή εγώ το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοια συμπεριφορά από μέρους της Τζένιφερ, σας βεβαιώνω ότι δεν υπάρχει. Ούτε καβγάδες. Ούτε απαιτήσεις. Ούτε εφηβικά νευράκια. Δεν την είχαμε περιορίσει στο σπίτι. Δεν την είχαμε τιμωρήσει. Εδώ που τα λέμε, τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες επικρατούσε μια μακάρια ηρεμία στο σπίτι. Σκεφτόμουν –όπως και η μητέρα της, άλλωστε– ότι ίσως είχαμε περάσει μια καμπή και ότι τα πράγματα θα ηρεμούσαν». Ο λόγος ήταν ότι η Τζένιφερ κατέστρωνε το σχέδιό της, σκέφτηκε η Τέρι. Πίστευε ότι στον πομπώδη χείμαρρο του Σκοτ που αποσκοπούσε στην αυτοδικαιολόγηση υπήρχε τουλάχιστον ένα ψέμα, ίσως και παραπάνω. Ήξερε ότι θα το ανακάλυπτε, αργά ή γρήγορα. Το αν η αλήθεια θα τη βοηθούσε να βρει την Τζένιφερ, αυτό ήταν άλλο θέμα. «Είναι μια πολύ ταραγμένη έφηβη, ντετέκτιβ. Είναι πολύ ευαίσθητη και έξυπνη, αλλά βαθιά ταραγμένη και μπερδεμένη. Τη συμβούλεψα να ζητήσει τη βοήθεια ειδικού, αλλά μέχρι στιγμής... ξέρετε πόσο πεισματάρηδες μπορούν να γίνουν οι έφηβοι». Η Τέρι το ήξερε. Απλώς δεν ήταν σίγουρη αν το ζήτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το πείσμα. «Πιστεύετε πως μπορεί να έχει πάει σε κάποιο
συγκεκριμένο μέρος; Σε κάποιον συγγενή; Σε μια φίλη που μετακόμισε σε άλλη πόλη; Μήπως είπε ποτέ ότι ήθελε να γίνει μοντέλο στο Μαϊάμι ή ηθοποιός στο Λος Άντζελες ή να δουλέψει σε κάποιο αλιευτικό σκάφος στη Λουιζιάνα; Οτιδήποτε, όσο ασήμαντο και αν το θεωρείτε, θα μπορούσε να μας δώσει κάποιο στοιχείο για την έρευνά μας». Η Τέρι γνώριζε την απάντηση που θα έπαιρνε. Είχε κάνει τις ίδιες ερωτήσεις και τις δύο προηγούμενες φορές που το είχε σκάσει η Τζένιφερ. Τότε όμως η κοπέλα δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει το τωρινό προβάδισμα. Δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί· την πρώτη φορά είχε καλύψει γύρω στα τρία χιλιόμετρα και τη δεύτερη είχε πάει μέχρι την επόμενη πόλη. Η τωρινή περίπτωση ήταν διαφορετική. «Όχι, όχι...» είπε η Μαίρη Ρίγκινς, σφίγγοντας τα χέρια της και απλώνοντας να πιάσει άλλο ένα τσιγάρο. Ο Σκοτ προσπάθησε να την εμποδίσει ακουμπώντας το χέρι του στο μπράτσο της, αλλά εκείνη το αποτίναξε, άρπαξε το πακέτο με τα Μάρλμπορο και άναψε προκλητικά ένα καινούριο τσιγάρο, παρ’ όλο που ένα μισοκαπνισμένο σιγόκαιγε στο τασάκι. «Όχι, ντετέκτιβ. Η Μαίρη κι εγώ προσπαθήσαμε να σκεφτούμε κάποιον, ή κάποιο μέρος, αλλά δε βρήκαμε κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει». Η Τέρι έγνεψε σκεφτικά. «Θα χρειαστώ την πιο πρόσφατη φωτογραφία που έχετε», είπε. «Εδώ την έχουμε», απάντησε ο Σκοτ, δίνοντάς της μια φωτογραφία που προφανώς είχε προετοιμάσει. Η Τέρι την πήρε και της έριξε μια ματιά. Εικόνιζε μια χαμογελαστή κοπέλα. Τι ψέμα, είπε από μέσα της. «Θα χρειαστώ και τον υπολογιστή της», πρόσθεσε.
«Για ποιο λόγο θέλετε...;» άρχισε να λέει ο Σκοτ, αλλά η Μαίρη Ρίγκινς τον διέκοψε. «Θα τον βρείτε πάνω στο γραφείο της. Είναι ένας φορητός υπολογιστής». «Ίσως να τίθενται ορισμένα ζητήματα προσωπικών δεδομένων», είπε ο Σκοτ. «Θέλω να πω, Μαίρη, πώς θα εξηγήσεις στην Τζένιφερ ότι επιτρέψαμε στην αστυνομία να πάρει τον προσωπικό της...» Ο Σκοτ σταμάτησε να μιλάει. Η Τέρι σκέφτηκε: Τουλάχιστον καταλαβαίνει πόσο ανόητο ακούγεται αυτό που λέει. Ίσως, πάντως, τον προβληματίζει και κάτι άλλο πέρα από την ανοησία. Κατόπιν, η ντετέκτιβ έκανε ξαφνικά μια ερώτηση που μάλλον έπρεπε να είχε αποφύγει. «Πού είναι θαμμένος ο πατέρας της;» Μεσολάβησε μια σύντομη σιωπή. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε και το σχεδόν αδιάκοπο κλάμα της Ρίγκινς. Η Τέρι την είδε να ανακάθεται, λες και χρειαζόταν να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση ή την περηφάνια της για να πει αυτό που ήθελε να πει. «Στη Βόρεια Ακτή, κοντά στο Γκλόστερ. Αλλά τι σχέση έχει αυτό;» «Καμία, ενδεχομένως», απάντησε η Τέρι. Ενδόμυχα όμως είπε: Εκεί θα πήγαινα εγώ αν ήμουν μια θυμωμένη, μελαγχολική κοπέλα στην εφηβεία κυριευμένη από μια ακαταμάχητη ανάγκη να φύγω μακριά απ’ το σπίτι μου. Πριν το βάλει στα πόδια δε θα ήθελε άραγε να κάνει μια τελευταία επίσκεψη για να αποχαιρετήσει το μοναδικό πρόσωπο που πίστευε ότι την είχε αγαπήσει πραγματικά στη ζωή της; Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, αλλά ήταν μια
ανεπαίσθητη κίνηση την οποία δεν αντιλήφθηκε κανένας άλλος μέσα στο δωμάτιο. Σε ένα νεκροταφείο, είπε με το νου της, αλλιώς στη Νέα Υόρκη, που είναι ό,τι πρέπει για να βάλει μπροστά τη διαδικασία της εξαφάνισής της. Στην πραγματικότητα, η Τέρι διερωτήθηκε μήπως και τα δύο μέρη ήταν εξίσου κατάλληλα για να εξαφανιστεί η Τζένιφερ.
5 Σε ένα γραφείο στο Άμστερνταμ... Σε μια κρεβατοκάμαρα στην Μπανγκόκ... Σ’ ένα γραφείο στο Τόκιο... Σ’ ένα Ίντερνετ μπαρ στο Σαντιάγκο... Σ’ έναν φορητό υπολογιστή στη βιβλιοθήκη ενός πανεπιστημίου στο Ναϊρόμπι... ...Και σε μια τηλεόραση με επίπεδη οθόνη κρεμασμένη στον τοίχο ενός ρετιρέ στη Μόσχα. Το δωμάτιο όπου βρισκόταν η τηλεόραση ήταν γεμάτο με άτομα που διασκέδαζαν πίνοντας παγωμένη βότκα από κρυστάλλινα ποτήρια και τρώγοντας εκλεκτό χαβιάρι, όπως θα περίμενε κανείς. Χαμήλωσαν την ένταση της εκκωφαντικής μουσικής τέκνο και εστίασαν την προσοχή τους στην οθόνη, που έδειχνε χωρίς ήχο μια επανάληψη ενός ποδοσφαιρικού αγώνα μεταξύ της Δυναμό Κιέβου και της Λοκομοτίβ Μόσχας. Ένας τύπος με μεγάλο μουστάκι αλά Φου Μαντσού σήκωσε το χέρι του, κάνοντας νόημα να γίνει ησυχία. Δικό του ήταν το πάρτι και το διαμέρισμα που έβλεπε στο Γκόρκι Παρκ. Φορούσε ένα ακριβό μαύρο κοστούμι, ένα πορφυρό μεταξωτό πουκάμισο που το είχε αφήσει ξεκούμπωτο και χρυσά κοσμήματα με το απαραίτητο Ρόλεξ στο χέρι του. Στον σύγχρονο κόσμο όπου οι γκάνγκστερ και οι επιχειρηματίες συχνά μοιάζουν κατά βάση μεταξύ τους, εκείνος θα μπορούσε να ήταν οτιδήποτε από τα δύο ή ενδεχομένως και τα δύο. Δίπλα του, μια λεπτή γυναίκα που κάλλιστα ήταν είκοσι χρόνια νεότερή του, με
χτένισμα και πόδια μοντέλου και με μια χαλαρή τουαλέτα με παγέτες που δεν κατάφερνε να κρύψει την αγορίστικη σιλουέτα της, είπε πρώτα στα ρωσικά και μετά στα γαλλικά και στα γερμανικά: «Μάθαμε ότι πρόκειται να υπάρξει ένας ολοκαίνουριος κύκλος της αγαπημένης μας διαδικτυακής εκπομπής, που αρχίζει απόψε. Θα πρέπει να έχει αξιοσημείωτο ενδιαφέρον για πολλούς από σας». Σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο, χωρίς να προσφέρει κάποια άλλη εξήγηση σε οποιονδήποτε από τους προσκεκλημένους ως προς το τι επρόκειτο να δουν. Ο τρόπος που μαζεύτηκε η ομάδα γύρω από την τηλεόραση, πιάνοντας θέσεις στους άνετους καναπέδες ή στις καρέκλες, έδειχνε ότι πολλοί γνώριζαν ήδη το θέαμα που εμφανίστηκε μπροστά τους. Πράγματι, η ανυπομονησία στο βλέμμα τους υποδήλωνε ίσως ότι το πάρτι είχε οργανωθεί συγκεκριμένα για να γιορτάσουν τις εικόνες που άρχισαν να εμφανίζονται στο σύστημα των υπολογιστών του ρετιρέ. Ένα μεγάλο βέλος, σύμβολο του Play, εμφανίστηκε στην οθόνη και ο οικοδεσπότης τοποθέτησε πάνω του τον κέρσορα κι έκανε κλικ με το ποντίκι. Αμέσως ακούστηκε μουσική: Η «Ωδή στη Χαρά» του Μπετόβεν. Η εκτέλεση γινόταν με ένα συνθεσάιζερ, και στη συνέχεια προβλήθηκε μια μεγάλη φωτογραφία του ηθοποιού Μάλκομ Μακντάουελ στα νιάτα του, να κρατάει ένα μαχαίρι στο ρόλο του Άλεξ στην ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ Κουρδιστό Πορτοκάλι. Η φωτογραφία έπιανε όλη την οθόνη. Ο ηθοποιός είχε έντονο μακιγιάζ στα μάτια και φορούσε τη λευκή ολόσωμη φόρμα, τις αρβύλες με τα καρφιά και το μαύρο μπόουλερ που είχαν γίνει διάσημα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ ηθοποιού και σκηνοθέτη.
Η εικόνα προκάλεσε τα χειροκροτήματα των πιο ηλικιωμένων προσκεκλημένων, που θυμήθηκαν το βιβλίο, την ταινία και την ερμηνεία. Η φωτογραφία του νεαρού Άλεξ εξαφανίστηκε, δίνοντας τη θέση της σε μια μαύρη οθόνη που φαινόταν να δονείται από προσμονή. Σε λίγα δευτερόλεπτα, εμφανίστηκαν έντονα κόκκινα πλάγια γράμματα που διέσχιζαν λοξά την οθόνη σαν μαχαίρι, χαράζοντας τις λέξεις: What Comes Next?* ** Τι Θα Γίνει Μετά; (Σ.τ.Μ.) Οι λέξεις έσβησαν και εμφανίστηκε ένας δεύτερος τίτλος: Σειρά 4. Κατόπιν φάνηκε στην οθόνη ένα απροσδιόριστο υπόγειο δωμάτιο. Η εικόνα είχε μια αλλόκοτη, γεμάτη κόκκους υφή και φαινόταν να μην έχει καθόλου βάθος, παρά το γεγονός ότι η εκπομπή γινόταν μέσω μιας σύγχρονης, ακριβής κάμερας υψηλής ευκρίνειας. Το υπόγειο ήταν ένα γκρίζο, φτωχικό μέρος. Δεν υπήρχαν παράθυρα. Δεν υπήρχε το παραμικρό που να δείχνει πού εκτυλισσόταν αυτή η σκηνή. Ήταν ένας απόλυτα ανώνυμος χώρος. Αρχικά, το μόνο που μπορούσαν να δουν οι θεατές που ήταν μαζεμένοι μπροστά στην τηλεόραση ήταν ένα παλιό μεταλλικό κρεβάτι. Πάνω του ήταν μια νέα γυναίκα μόνο με τα εσώρουχά της και με μια μαύρη κουκούλα να καλύπτει το πρόσωπό της. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν αλυσοδεμένα σε χαλκάδες τοποθετημένους στους τοίχους με τρόπο που θύμιζε μπουντρούμι. Η κοπέλα ήταν ασάλευτη και μόνο το στήθος της ανεβοκατέβαινε βαριά, οπότε οι θεατές κατάλαβαν τουλάχιστον ότι εξακολουθούσε να είναι ζωντανή. Μπορεί να ήταν αναίσθητη, ναρκωμένη ή και να κοιμόταν, αλλά ύστερα από τριάντα περίπου δευτερόλεπτα συσπάστηκε, και μια από τις αλυσίδες της
κροτάλισε. Ένας από τους προσκεκλημένους έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. «Αληθινό είναι αυτό;» είπε κάποιος στα γαλλικά. Αλλά κανείς δεν απάντησε στην ερώτηση, μόνο τέντωσαν τους λαιμούς τους, προσπαθώντας να δουν καλύτερα. Κάποιος άλλος είπε στα αγγλικά: «Πρόκειται για παράσταση. Η κοπέλα πρέπει να είναι ηθοποιός και να προσλήφθηκε ειδικά γι’ αυτή τη διαδικτυακή ταινία». Η γυναίκα με τις παγέτες κοίταξε αυτόν που είχε μιλήσει και κούνησε το κεφάλι της. Απάντησε με μια ελαφρά σλαβική προφορά, αλλά τα αγγλικά της ήταν άψογα: «Πολλοί το πίστεψαν αυτό, στο ξεκίνημα των προηγούμενων σειρών. Τελικά όμως, όσο περνούν οι μέρες, συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν υπάρχουν ηθοποιοί που να είναι πρόθυμες να παίξουν τέτοιους ρόλους». Η γυναίκα έστρεψε πάλι το βλέμμα της στην οθόνη. Η κοπέλα με την κουκούλα φάνηκε να αναριγεί και μετά γύρισε απότομα το κεφάλι της, λες και κάποιος που δεν τον έπιανε η κάμερα είχε μπει στο δωμάτιο. Οι θεατές την είδαν να παλεύει με τις αλυσίδες που την κρατούσαν δέσμια. Μετά, απότομα όπως είχε εμφανιστεί, η εικόνα πάγωσε, σαν πουλί που το είχε συλλάβει εν πτήσει ο φωτογραφικός φακός. Η οθόνη έγινε πάλι μαύρη και ένα ερώτημα εμφανίστηκε, με γράμματα κατακόκκινα σαν αίμα: Θέλετε Να Δείτε Περισσότερα; Το ερώτημα συνοδεύτηκε στην οθόνη από πεδία για την καταχώριση στοιχείων πιστωτικών καρτών για διάφορες μορφές συνδρομής. Όποιος ήθελε μπορούσε να αγοράσει μερικά λεπτά προβολής, μία ώρα, ή έναν αριθμό ωρών. Μπορούσε επίσης να αγοράσει μία ή περισσότερες μέρες.
Αναφερόταν και ένα μεγάλο ποσό που εξασφάλιζε ΠΛΗΡΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ 4 ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟΥ ΠΙΝΑΚΑ. Στο κάτω μέρος της οθόνης υπήρχε ένα μεγάλο ηλεκτρονικό χρονόμετρο, επίσης κατακόκκινο, με την ένδειξη 00:00. Δίπλα του προβάλλονταν οι λέξεις: Ημέρα Πρώτη. Όλοι οι προσκεκλημένοι είδαν το χρονόμετρο να προχωρεί ξαφνικά 1 δευτερόλεπτο, κατόπιν 2... καθώς άρχιζε να μετρά το χρόνο. Ήταν κάπως σαν το ψηφιακό ρολόι που δείχνει τη διάρκεια ενός αγώνα τένις στο Γουίμπλεντον ή στο Ανοιχτό Πρωτάθλημα των ΗΠΑ. Λίγο πιο πέρα εμφανίστηκε μια δήλωση: Ενδεχόμενη διάρκεια της Σειράς 4 από 1 βδομάδα μέχρι 1 μήνα. Κάποιος από τους προσκεκλημένους στο πάρτι φώναξε στα ρωσικά: «Εμπρός, Ντιμίτρι! Αγόρασε όλο το πακέτο... από την αρχή ως το τέλος! Έχεις λεφτά!» Τα λόγια του συνοδεύτηκαν από ένα νευρικό γέλιο και από επευφημίες και δηλώσεις συναίνεσης καθώς ο μυστακοφόρος γύρισε πρώτα προς την ομήγυρη με τα χέρια απλωμένα, σαν να ρωτούσε τι έπρεπε να κάνει, κι έπειτα χαμογέλασε πλατιά, έκανε μια μικρή, θεατρινίστικη υπόκλιση και πληκτρολόγησε τον αριθμό της πιστωτικής του κάρτας. Μόλις το έκανε αυτό, του ζητήθηκε κωδικός πρόσβασης. Ο άντρας έγνεψε στην κυρία με τις παγέτες και της έδειξε το πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Εκείνη χαμογέλασε και πληκτρολόγησε μερικά γράμματα. Θα φανταζόταν κανείς ότι αυτό που έγραψε ήταν κάποιο σκαμπρόζικο παρατσούκλι του εραστή της. Ο οικοδεσπότης χαμογέλασε κι έκανε νόημα σ’ ένα σερβιτόρο με λευκό σακάκι στο πίσω μέρος του ρετιρέ να ξαναγεμίσει τα ποτήρια, ενώ οι ευκατάστατοι προσκεκλημένοι του περίμεναν μαγεμένοι να εμφανιστεί η ηλεκτρονική επιβεβαίωση της αγοράς.
Και άλλοι άνθρωποι, σε ολόκληρο τον κόσμο, περίμεναν το ίδιο πράγμα.
Οι χρήστες του ιστοτόπου Whatcomesnext.com δεν ανήκαν σε κάποια χαρακτηριστική κατηγορία, αν και το ποσοστό των γυναικών ήταν πιθανότατα πολύ χαμηλότερο από αυτό των αντρών, ενώ ο ανοιχτός χαρακτήρας του πάρτι στη Μόσχα αποτελούσε εξαίρεση· οι περισσότεροι πελάτες έμπαιναν στο Whatcomesnext.com σε ιδιωτικούς χώρους, όπου μπορούσαν να παρακολουθήσουν μόνοι και απερίσπαστοι το δράμα να εκτυλίσσεται στη Σειρά 4. Ο ιστότοπος είχε ένα σύστημα ελεγχόμενης πρόσβασης μέσω κωδικών, με επάλληλα συστήματα ασφαλείας, και μια ακολουθία μεταφορών με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε διάφορες μηχανές αναζήτησης στην ανατολική Ευρώπη και στην Ινδία. Το σύστημα ήταν δημιούργημα περίπλοκης ηλεκτρονικής σκέψης και είχε επιζήσει παρά τις προσπάθειες διείσδυσης της αστυνομίας. Επειδή όμως δε φαινόταν να έχει πολιτική τοποθέτηση –με άλλα λόγια, δεν το προτιμούσαν τρομοκρατικές οργανώσεις– ούτε προωθούσε απροκάλυπτα την παιδική πορνογραφία, είχε παραμείνει ανέπαφο από αυτές τις συγκρατημένες και περιστασιακές προσπάθειες εντοπισμού. Στην πραγματικότητα, οι αραιές εκείνες προσπάθειες της αστυνομίας τού προσέδιδαν κάποια αίγλη, ή κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εύσημο στην πιάτσα του Διαδικτύου. Το Whatcomesnext.com στόχευε ένα διαφορετικό είδος πελατείας. Ο κατάλογος των πελατών του αποτελούνταν από
ανθρώπους που ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν αδρά για ένα μείγμα σεξουαλικής υπαινικτικότητας και δράματος που βρισκόταν στα όρια της εγκληματικότητας. Ο ιστότοπος χρησιμοποιούσε τα δωμάτια συζήτησης και την ιντερνετική διαφήμιση από στόμα σε στόμα για να διανείμει προσκλήσεις συνδρομητικής εγγραφής στις υπηρεσίες του. Οι σχεδιαστές του δε θεωρούσαν τους εαυτούς τους εγκληματίες, μολονότι είχαν διαπράξει πολλά εγκλήματα. Ούτε προσδιορίζονταν ως φονιάδες, μολονότι είχαν κάνει φόνους. Ποτέ δε σκέφτονταν ότι αυτό που έκαναν ήταν διαστροφή, παρ’ ότι πολλοί θα υποστήριζαν ότι αυτό ακριβώς ήταν. Πίστευαν ότι ήταν σύγχρονοι επιχειρηματίες που πρόσφεραν μια εξειδικευμένη υπηρεσία, πολύ σπάνια, με πολύ μεγάλη ζήτηση και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σε ορισμένες σκοτεινιές γωνιές του πλανήτη και για ορισμένους ανθρώπους που έκρυβαν μέσα τους τέτοια ενδιαφέροντα. Ο Μάικλ και η Λίντα είχαν γνωριστεί πριν από πέντε χρόνια σε ένα παράνομο σεξουαλικό πάρτι σε κάποιο προάστιο του Σικάγου. Εκείνος ήταν ένας σχετικά συνεσταλμένος, γλυκομίλητος φοιτητής που έκανε το διδακτορικό του στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές· εκείνη ήταν κατώτερο διοικητικό στέλεχος σε μια δυναμική διαφημιστική εταιρεία και κατά διαστήματα δούλευε και σε μια επιχείρηση συνοδών για να τα βγάλει πέρα. Τα γούστα της υπερέβαιναν ορισμένα όρια. Εκείνον τον μάγευαν πράγματα τα οποία δεν είχε επιτρέψει ποτέ στον εαυτό του να επιδιώξει. Εκείνη την έθελγαν οι BMW και τα διεγερτικά όπως το Ντεξεντρίν και βρισκόταν στα όρια της εξάρτησης· την περίοδο της εφηβείας του, εκείνος είχε συλληφθεί επειδή
είχε κλέψει το σκυλάκι ενός γείτονα που δε σταματούσε να γαβγίζει. Το ζώο τον είχε δαγκώσει στον αστράγαλο ένα πρωί καθώς περνούσε μπροστά από το σπίτι του γείτονα πηγαίνοντας στο σχολείο. Η αστυνομία πίστευε ότι ο Μάικλ είχε πουλήσει, για είκοσι πέντε δολάρια, το σκυλί –ένα μπισόν φριζέ– σε κάποιον από τις αγροτικές περιοχές του Ιλινόι που προμήθευε δολώματα σε άτομα που είχαν πιτ μπουλ για κυνομαχίες. Οι κατηγορίες εναντίον του Μάικλ είχαν αποσυρθεί όταν αποδείχτηκε ότι ο ένας μυστικός πληροφοριοδότης που είχε δώσει το όνομά του στις Αρχές ήταν ανακατεμένος σε εγκλήματα χειρότερα από την απαγωγή σκυλιών. Αρκετοί ήταν οι αστυνομικοί που είχαν δει τον έφηβο Μάικλ να βγαίνει ελεύθερος από το δικαστήριο, μετά τη διαγραφή του ποινικού μητρώου του, και είχαν σκεφτεί ότι δε θα ήταν η τελευταία φορά που βρισκόταν στο δικαστήριο. Μέχρι στιγμής είχε αποδειχτεί ότι είχαν άδικο. Το ζευγάρι προερχόταν από ύποπτο περιβάλλον και είχε ταραγμένο και βίαιο ιστορικό, αλλά κατάφερναν να το κρύβουν κάτω από το λούστρο των επιτυχιών τους. Ένας αριστούχος και κορυφαίος φοιτητής και μια ανερχόμενη επιχειρηματίας. Και οι δύο είχαν πνευματική εκλέπτυνση και ήταν πετυχημένοι. Εξωτερικά, έδειχναν ότι ανήκαν στον τύπο των νέων που είχαν κατορθώσει να ξεφύγουν από την ταπεινή καταγωγή τους. Αυτές όμως ήταν εξωτερικές εντυπώσεις, και ο καθένας τους, ανεξάρτητα, θεωρούσε ότι ήταν ψέματα, επειδή η αληθινή φύση τους ήταν κρυμμένη σε μέρη στα οποία μόνο εκείνοι είχαν πρόσβαση. Αλλά πολύ αργότερα ανακάλυψαν τους πραγματικούς εαυτούς τους και τον πραγματικό χαρακτήρα ο ένας του άλλου. Τη βραδιά που γνωρίστηκαν είχαν επιδοθεί σε ένα διαφορετικό είδος
εκπαίδευσης. Οι κανόνες της συνάθροισης ήταν απλοί. Ο καθένας έπρεπε να συνοδεύεται από άτομο του άλλου φύλου· επιτρέπονταν μόνο τα μικρά ονόματα· απαγορευόταν η ανταλλαγή αριθμών τηλεφώνου ή διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μετά το πάρτι· έπρεπε να υποσχεθείς ότι, αν τύχαινε να συναντηθείς με κάποιον αργότερα σε διαφορετικό περιβάλλον, θα φερόσουν σαν να μην είχες κάνει μαζί του δημοσίως άγριο και πορνογραφικό σεξ, αλλά σαν να σου ήταν ολότελα άγνωστος. Όλοι συμφωνούσαν με αυτούς τους κανόνες. Με εξαίρεση τον πρώτο, κανείς δεν τους έδινε ουσιαστική σημασία. Ο πρώτος έπρεπε οπωσδήποτε να τηρηθεί, αφού αλλιώς δεν επρόκειτο να σου επιτραπεί να διαβείς την πόρτα. Ήταν ένας τόπος παράνομων συναντήσεων και μια εκδήλωση που βοούσε ανυπακοή και αποχαλίνωση. Κανένας απ’ όσους έμπαιναν στην περιποιημένη μεζονέτα δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για κανόνες. Οι αντιφάσεις ήταν αμέτρητες. Στην μπροστινή πρασιά ήταν παρατημένα δύο παιδικά ποδήλατα. Ένα ράφι ήταν γεμάτο με βιβλία του Δρ. Σους. Σε μια γωνιά της κουζίνας υπήρχαν κουτιά με παιδικά κορνφλέικς –τα οποία είχαν παραμεριστεί για να δημιουργηθεί χώρος πάνω στον πάγκο για έναν καθρέφτη με κομμένη κοκαΐνη για κέρασμα. Μια τηλεόραση στο καθιστικό έδειχνε αυστηρώς ακατάλληλες ταινίες, αν και ελάχιστοι από τους τριάντα τόσους φιλοξενούμενους έδιναν σημασία στην τηλεοπτική εκδοχή αυτού που έκαναν στην πραγματικότητα. Όλοι απαλλάσσονταν γρήγορα από τα ρούχα τους. Το ποτό ήταν άφθονο. Τα χάπια Έκσταση προσφέρονταν σαν ορεκτικά. Οι
μεγαλύτεροι προσκεκλημένοι πρέπει να ήταν πενηντάρηδες. Οι περισσότεροι ήταν τριαντάρηδες ή σαραντάρηδες, κι όταν η Λίντα διάβηκε την πόρτα κι άρχισε να γδύνεται, κάμποσοι άντρες κοίταξαν με θαυμασμό προς την κατεύθυνσή της κι αμέσως έκαναν σχέδια να την προσεγγίσουν. Όπως ήταν επιβεβλημένο, ο Μάικλ και η Λίντα είχαν πάει στο πάρτι με κάποιον άλλο. Αλλά έφυγαν μαζί. Το «ραντεβού» του Μάικλ εκείνη τη βραδιά ήταν μια άλλη φοιτήτρια, υποψήφια για διδακτορικό κοινωνιολογίας, που υποτίθεται ότι ενδιαφερόταν για έρευνα υπό πραγματικές συνθήκες. Το είχε βάλει στα πόδια λίγο αφότου τρεις γυμνοί και φουντωμένοι άντρες τη στρίμωξαν χωρίς να δείχνουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τις κοριτσίστικες ερωτήσεις της ως προς τους λόγους της παρουσίας τους εκεί και δεν ήταν καθόλου πρόθυμοι ν’ ακούσουν τις αδύναμες διαμαρτυρίες της καθώς την ανάγκαζαν να σκύψει. Υπήρχε ένα ανεπίσημο αίτημα στο πάρτι, ότι δηλαδή κανείς δεν έπρεπε να υποχρεωθεί να κάνει οτιδήποτε δεν ήθελε. Η ιδέα αυτή επιδεχόταν πολλές διαφορετικές ερμηνείες. Ο «παρτενέρ» της Λίντα εκείνο το βράδυ ήταν κάποιος που είχε τηλεφωνήσει στο γραφείο συνοδών, και στη συνέχεια, αφού της πρόσφερε ένα ακριβό δείπνο, της είχε πει πού ήθελε να περάσει την υπόλοιπη βραδιά. Είχε προσφερθεί να της δώσει παραπάνω από την κανονική αμοιβή της των χιλίων πεντακοσίων δολαρίων. Εκείνη είχε συμφωνήσει, αρκεί να πληρωνόταν με μετρητά και προκαταβολικά. Δεν του είχε πει ότι θα τον συνόδευε ακόμη και τζάμπα. Η περιέργεια είναι σαν τα προκαταρκτικά, είπε με το νου της. Όταν έφτασαν στο πάρτι, ο «παρτενέρ» εξαφανίστηκε σ’ ένα δωμάτιο, κουβαλώντας έναν μαύρο δερμάτινο κόπανο και φορώντας
μόνο μια εφαρμοστή μαύρη μεταξωτή μάσκα, αφήνοντας τη Λίντα μόνη της, όχι όμως και απαρατήρητη. Η γνωριμία με τον Μάικλ –όπως και όλες οι γνωριμίες εκείνο το βράδυ– ήταν τυχαία. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν ενώ βρίσκονταν σε αντίθετες πλευρές του δωματίου, αραγμένοι νωθρά, μιλώντας με τόνους μεταξένιους. Αυτό που τους έφερε κοντά ήταν μια λέξη, ένα μικρό νεύμα, ένα ανασήκωμα των ώμων –κάποια φευγαλέα κίνηση που έδειχνε συναισθηματική ένταση σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο αφιερωμένο στην κραιπάλη και τον οργασμό, γεμάτο γυμνούς άντρες και γυναίκες που ζευγάρωναν σε κάθε πιθανή και απίθανη στάση. Ο καθένας τους ήταν με κάποιον άλλο όταν συναντήθηκαν οι ματιές τους. Κανείς τους δεν απολάμβανε αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή. Σ’ ένα χώρο όπου γίνονταν πράγματα που ο περισσότερος κόσμος θα θεωρούσε φοβερά ασυνήθιστα, οι δυο τους ένιωθαν ανία. Είδαν όμως ο ένας τον άλλο και μέσα τους ήχησε κάτι βαθύ και ενδεχομένως τρομακτικό. Στην πραγματικότητα, εκείνο το βράδυ δεν έκαναν σεξ μεταξύ τους. Απλώς παρατηρούσαν ο ένας τον άλλο επί το έργον, και διέκριναν μια προσήλωση σε έναν και μοναδικό σκοπό μέσα σε όλα εκείνα τα βογκητά και τις κραυγές ηδονής. Περιτριγυρισμένοι από εκδηλώσεις λαγνείας, είχαν μια επαφή σχεδόν εκρηκτική. Δεν έχαναν ο ένας τον άλλο από τα μάτια τους, ακόμη και όταν κάποιοι άγνωστοι εξερευνούσαν τα σώματά τους. Όταν τελικά ο Μάικλ άνοιξε δρόμο ανάμεσα από κορμιά μουσκεμένα από τον ιδρώτα και πήγε κοντά της, έδειξε μια επιθετικότητα που ξάφνιασε ακόμη και τον ίδιο. Συνήθως ήταν συγκρατημένος, κόμπιαζε, και άφηνε τις επιθυμίες του να στροβιλίζονται μέσα του
αχαλίνωτες. Η Λίντα ήταν με κάποιον που την πασπάτευε, χωρίς καν να ξέρει το όνομά του. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Μάικλ να πλησιάζει και από ένστικτο κατάλαβε ότι δεν ερχόταν αποζητώντας να σμίξει μαζί της. Αυτό άγγιξε άμεσα τα ανάμεικτα και ταραγμένα συναισθήματά της. Αποσπάστηκε απότομα από τον παρτενέρ της, που έτσι και αλλιώς την είχε κάνει να βαρεθεί με την ατσαλοσύνη του, και τον παράτησε ξαφνιασμένο, ανικανοποίητο, και κάπως τσατισμένο –κόβοντας τις έντονες διαμαρτυρίες του με ένα άγριο βλέμμα. Μετά, γυμνή, σηκώθηκε κι έπιασε το χέρι του γυμνού Μάικλ σαν να τον γνώριζε εδώ και χρόνια. Χωρίς πολλές κουβέντες έφυγαν απ’ το πάρτι. Μόνο για μια στιγμή, καθώς αναζητούσαν τα ρούχα τους πιασμένοι χέρι χέρι, ήταν σαν αναγεννησιακός πίνακας που απεικόνιζε την εκδίωξη του Αδάμ και της Εύας από τον Κήπο της Εδέμ. Στα χρόνια που ακολούθησαν εκείνη τη μέρα, δεν ξανασκέφτηκαν ποτέ τις συνθήκες της γνωριμίας τους. Δεν είχαν αργήσει ν’ ανακαλύψουν ο ένας στον άλλο πάθη τα οποία ξεπερνούσαν πολύ το σεξ και, μολονότι σκοτεινά, ήταν και συναρπαστικά.
Η δυσοσμία της βενζίνης γέμισε τα ρουθούνια του. Ο Μάικλ κόντεψε να πνιγεί, και γύρισε το κεφάλι του προσπαθώντας να ξεκλέψει μια ανάσα καθαρού αέρα. Για μια στιγμή ζαλίστηκε από τη μυρωδιά και τον έπιασε βήχας καθώς συνέχισε να καταβρέχει ολόγυρα με βενζίνη. Όταν το αυλακωτό δάπεδο γυάλιζε πλέον από το καύσιμο, που σχημάτιζε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, εκείνος
βγήκε από το κλειστό φορτηγό και κατάπιε με βουλιμία τον νυχτερινό αέρα. Μόλις καθάρισε το κεφάλι του, συνέχισε το έργο του. Περιέλουσε με βενζίνη το εξωτερικό του αυτοκινήτου και μετά πήγε στην καμπίνα του οδηγού και φρόντισε να μουσκέψει τα καθίσματα. Ικανοποιημένος τελικά από το αποτέλεσμα, πέταξε το κόκκινο δοχείο στο δεξιό κάθισμα, μαζί με ένα ζευγάρι χειρουργικά γάντια. Είχε ετοιμάσει ένα τετράλιτρο πλαστικό μπιτόνι με απορρυπαντικό και μούσκεψε ένα βαμβακερό φιτίλι, φτιάχνοντας μια πρόχειρη βόμβα ναπάλμ. Από την τσέπη του έβγαλε έναν αναπτήρα. Κοίταξε γύρω του. Ήταν χωμένος σ’ ένα εγκαταλελειμμένο μέρος, πίσω από μια παλιά χαρτοβιομηχανία που είχε βάλει λουκέτο εδώ και καιρό. Κάποτε πρόσφερε δουλειά σε πολύ κόσμο στην παραποτάμια πόλη. Τώρα έστεκε σαν βλοσυρή υπενθύμιση περασμένων καιρών και χαμένων θέσεων εργασίας, με παράθυρα σπασμένα από τις πετριές πιτσιρικάδων που τα σημάδευαν. Ο Μάικλ είχε φροντίσει να παρκάρει το φορτηγάκι μακριά απ’ το κτίριο· δεν ήθελε να ξεκινήσει μια φωτιά που θα τραβούσε πολύ γρήγορα υπερβολική προσοχή. Ήθελε απλώς να καταστρέψει ολότελα το κλεμμένο αυτοκίνητο. Στο θέμα αυτό είχε αποκτήσει κάποια ειδικότητα. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο άλλωστε. Έριξε μια τελευταία ματιά για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε αφήσει τίποτε πίσω του. Χρειάστηκε μερικά μόλις δευτερόλεπτα για να ξεβιδώσει τις πινακίδες κυκλοφορίας. Σκόπευε να τις πετάξει σε μια κοντινή λιμνούλα. Μετά έβγαλε όλα του τα ρούχα, τα κουβάριασε, τα περιέχυσε με
εύφλεκτο καύσιμο και τα πέταξε μέσα στο φορτηγό. Αναρίγησε νιώθοντας το κρύο να τον διαπερνά. Κατόπιν άναψε την αυτοσχέδια βόμβα του και την πέταξε μέσα στην ανοιχτή πόρτα του φορτηγού. Έκανε γρήγορα μεταβολή κι άρχισε να τρέχει πάνω στα χαλίκια και στο πατημένο χώμα, ελπίζοντας ότι δε θα κοβόταν πατώντας πάνω σε κάποιο σπασμένο γυαλί. Πίσω του ακούστηκε ένας βρόντος καθώς έσκαγε η αυτοσχέδια βόμβα. Έκοψε βήμα για να βεβαιωθεί ότι το κλεμμένο φορτηγό είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Κιτρινοκόκκινες γλώσσες φωτιάς πετάχτηκαν από τα παράθυρα και τα πρώτα πυκνά σύννεφα γκριζόμαυρου καπνού υψώθηκαν στον ουρανό. Ο Μάικλ άνοιξε και πάλι βήμα ικανοποιημένος. Του ερχόταν να βάλει τα γέλια –πολύ θα ήθελε να άκουγε κάποιον σοκαρισμένο περαστικό να παθαίνει γλωσσοδέτη προσπαθώντας να εξηγήσει σε έναν δύσπιστο αστυνομικό το θέαμα ενός γυμνού άντρα που απομακρυνόταν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι από ένα κλειστό φορτηγό που είχε ανατιναχτεί. Το νυχτερινό αεράκι έφερνε ακόμη στα ρουθούνια του την οσμή της φωτιάς και τη μεθυστική υπόνοια των εμπρηστικών υλικών. Ποιος ήταν σ’ εκείνη την ταινία; αναρωτήθηκε ξαφνικά ο Μάικλ. Ο συνταγματάρχης Κίλγκορ: Πολύ μου αρέσει η μυρωδιά των ναπάλμ το πρωί. Ε, λοιπόν, και το βράδυ ήταν εξίσου θεσπέσια και έκρυβε το ίδιο νόημα: νίκη. Τα ρούχα του τον περίμεναν στο κάθισμα του οδηγού του παλιού, σαραβαλιασμένου ημιφορτηγού του. Τα κλειδιά ήταν εκεί που τα είχε αφήσει, κάτω απ’ το κάθισμα. Από πάνω τους ήταν ένα μικρό πακέτο με απολυμαντικά μαντίλια –του άρεσε το είδος που χρησιμοποιούσαν οι ηλικιωμένοι άνθρωποι που είχαν αιμορροΐδες. Εκείνα τα μαντίλια είχαν
λιγότερο άρωμα από τα άλλα είδη, αλλά εξουδετέρωναν γρήγορα τα κατάλοιπα από τη μυρωδιά της βενζίνης. Ο Μάικλ άνοιξε την πόρτα και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είχε τριφτεί ολόκληρος με τα υγρά μαντίλια. Χρειάστηκε μόνο ένα λεπτό για να φορέσει το τζιν, το φούτερ του και το κασκέτο του μπέιζμπολ. Έριξε μια τελευταία ματιά γύρω του. Δε φαινόταν ψυχή. Όπως το περίμενε άλλωστε. Εκατό μέτρα πιο πέρα, πίσω απ’ το κτίριο, έβλεπε ένα σύννεφο καπνού να ανεβαίνει ψηλά, λίγο πιο ανοιχτόχρωμο από τον νυχτερινό ουρανό, ενώ πιο χαμηλά διακρινόταν η λάμψη της φωτιάς. Κάθισε στο τιμόνι κι έβαλε μπρος το αυτοκίνητο. Οσμίστηκε επίμονα τον αέρα στο εσωτερικό –όπως ήταν αναμενόμενο, τα απολυμαντικά μαντίλια είχαν σβήσει εντελώς τη δυσοσμία της βενζίνης. Έστω κι έτσι, όμως, εκείνος έβγαλε από το ντουλαπάκι ένα σπρέι που εξουδετέρωνε τις οσμές και ψέκασε ολόκληρο το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Σκέφτηκε ότι η προφύλαξη αυτή ήταν μάλλον αχρείαστη, αλλά έτσι και τύχαινε να τον σταματήσει κάποιος αστυνομικός για υπερβολική ταχύτητα ή επειδή δεν είχε σταματήσει στο στοπ ή δεν είχε δώσει προτεραιότητα ή για οποιονδήποτε άλλο απλό λόγο, δεν ήθελε να μυρίζει σαν εμπρηστής. Σχεδόν πάνω από καθετί άλλο, ο Μάικλ απολάμβανε τη διεξοδική ανάλυση των πραγμάτων, την εξέτασή τους εκ των προτέρων από κάθε οπτική γωνία, τη θεώρηση κάθε ενδεχόμενης παραλλαγής σε μια πληθώρα ενδεχομένων. Όλα αυτά έκαναν την καρδιά του να χτυπά πιο γρήγορα. Έβαλε ταχύτητα, κατέβασε το κασκέτο χαμηλά στα φρύδια του κι έβαλε στ’ αυτιά του τα ακουστικά ενός iPod. Της Λίντα της άρεσε να του ετοιμάζει μουσικά ποτπουρί κάθε φορά που ο Μάικλ πήγαινε να κάνει κάποια από τις χαμαλοδουλειές
που είχαν σχέση με την επιχείρησή τους. Στην οθόνη του iPod εμφανίστηκε μια λίστα τραγουδιών με τίτλο Βενζινοτράγουδα. Αυτό τον έκανε να βάλει τα γέλια. Έγειρε πίσω στο κάθισμά του καθώς από τα ακουστικά έφτασε στ’ αυτιά του ένα φοβερό σολάρισμα του Κρις Γουίτλι με χαβανέζικη κιθάρα. Άκουσε τον τραγουδιστή να παίζει μερικά ακόρντα. «...σαν περιπλανώμενη μετάφραση σ’ ένα δρόμο γεμάτο ψέματα...» Σωστό κι αυτό, σκέφτηκε ο Μάικλ καθώς έβγαινε από το πάρκινγκ της εγκαταλελειμμένης αποθήκης. Η Λίντα πάντα ήξερε τι του άρεσε να ακούει. Σε μια πλαστική σακούλα στο κάθισμα δίπλα του ήταν η πιστωτική κάρτα κάποιας Ρίγκινς που είχε πάρει από το πορτοφόλι της Νούμερο 4. Έμεναν μια δυο γρήγορες δουλειές καθ’ οδόν και στη Βοστόνη, και μετά θα γύριζε πάλι στη Λίντα. Το ημιφορτηγό είχε ζεσταθεί και ο ζεστός αέρας περνούσε μέσα απ’ τους αεραγωγούς. Έξω από το αυτοκίνητο εξακολουθούσε να κάνει τσουχτερό κρύο και υγρασία. Ο Μάικλ αποφάσισε πως η επόμενη διαδικτυακή εκπομπή τους θα έπρεπε να γίνει στη Φλόριντα ή στην Αριζόνα. Συνειδητοποίησε όμως ότι προέτρεχε, ενώ μόλις είχε ξεκινήσει η τωρινή σειρά, κι αυτό ήταν λάθος. Εκείνος περηφανευόταν για την ικανότητά του να προσηλώνεται σε ένα στόχο κάθε φορά· από τη στιγμή που ξεκινούσαν μια δουλειά, δεν άφηναν τίποτε να μπει στο δρόμο τους, δεν επέτρεπαν στο παραμικρό να τους σταθεί εμπόδιο, να τους εκτρέψει από το σκοπό τους ή να τους αποσπάσει την προσοχή από αυτό που έκαναν. Ο Μάικλ πίστευε ότι οποιοσδήποτε πετυχημένος καλλιτέχνης ή επιχειρηματίας θα έλεγε το ίδιο για τις δουλειές που σχεδίαζε. Δεν είναι δυνατόν να γράψεις ένα μυθιστόρημα ή να συνθέσεις
ένα τραγούδι, δεν είναι δυνατόν να επηρεάσεις αποφασιστικά την πορεία μιας εξαγοράς ή συγχώνευσης ή να επεκτείνεις το πεδίο μιας προσφοράς χωρίς ολοκληρωτική αφοσίωση στην τρέχουσα δουλειά, είπε μιλώντας στον εαυτό του. Την ίδια άποψη είχε και η Λίντα. Γι’ αυτό αγαπιούνταν τόσο πολύ. Είμαι απίστευτα τυχερός, σκέφτηκε ο Μάικλ. Βολεύτηκε και ξεκίνησε τη δίωρη διαδρομή μέχρι την πόλη. Στη νοικιασμένη αγροικία, η Λίντα θα φρόντιζε να γίνουν τα πάντα όπως έπρεπε. Ο Μάικλ σκέφτηκε ότι το πιθανότερο ήταν πως είχαν ήδη πλουτίσει. Αλλά για εκείνον, όπως και για τη Λίντα, το θέμα δεν ήταν τα λεφτά. Το ξεκίνημα της Σειράς 4 τον συνάρπαζε κι έκανε ένα μεθυστικό κύμα ζεστασιάς να τον κατακλύζει, μιας ζεστασιάς πολύ διαφορετικής από εκείνη που σκόρπιζε το σύστημα θέρμανσης του ημιφορτηγού. Το κύμα εκείνο απλωνόταν με το ρυθμό της μουσικής που γέμιζε την καμπίνα του αυτοκινήτου.
6 Κάτω από τη μαύρη κουκούλα, ολόκληρος ο κόσμος της Τζένιφερ είχε περιοριστεί σε όσα μπορούσε να ακούσει, να μυρίσει και να γευτεί, και καθεμία από εκείνες τις αισθήσεις περιοριζόταν από το χτύπο της καρδιάς της, τον έντονο πονοκέφαλο που σφυροκοπούσε τα μηνίγγια της, το κλειστοφοβικό σκοτάδι που την τύλιγε. Προσπάθησε να ηρεμήσει, αλλά κάτω από το μεταξωτό μαύρο ύφασμα έκλαιγε με ανεξέλεγκτους λυγμούς, στα μάγουλά της κυλούσαν αλμυρά δάκρυα και ο λαιμός της ήταν ξερός και γδαρμένος. Ήθελε απεγνωσμένα να φωνάξει ζητώντας βοήθεια αν και ήξερε πως δε βρισκόταν κανείς τριγύρω να τη βοηθήσει. Η λέξη μαμά ξέφυγε από τα χείλη της, αλλά πέρα από το σκοτάδι διέκρινε μόνο τον νεκρό πατέρα της, χωρίς να μπορεί να τον φτάσει, λες και βρισκόταν έξω και δεν άκουγε τις κραυγές της επειδή δεν μπορούσαν να διαπεράσουν κάποιον γυάλινο τοίχο. Για μια στιγμή την έπιασε ζαλάδα, σαν να παρέπαιε στο χείλος ενός γκρεμού, κρατώντας με δυσκολία την ισορροπία της, ενώ οι δυνατές ριπές του ανέμου απειλούσαν να τη σπρώξουν στο κενό. Τζένιφερ, είπε στον εαυτό της, πρέπει να διατηρήσεις τον έλεγχο... Δεν ήταν σίγουρη αν είχε αρθρώσει εκείνες τις λέξεις ή αν απλώς τις είχε φωνάξει σιωπηλά στα αντιμαχόμενα κύματα σύγχυσης και οδύνης που περιδινούνταν μέσα της. Της ήταν
σχεδόν αδύνατο να καταλάβει αν αισθανόταν πόνο ή αμφιβολία. Και τα δύο τής φαίνονταν εξίσου οδυνηρά, αλλά ήξερε ότι έπρεπε με κάποιον τρόπο να κατανοήσει τι γινόταν πέρα από την κουκούλα. Είπε στον εαυτό της να πάρει βαθιές ανάσες. Τζένιφερ! Προσπάθησε! Το γεγονός ότι απευθύνθηκε στον εαυτό της στο τρίτο πρόσωπο ήταν αλλόκοτα καθησυχαστικό. Ενίσχυσε την αίσθηση ότι ήταν ζωντανή, ότι ήταν αυτή που ήταν, ότι εξακολουθούσε να έχει παρελθόν, παρόν, και ίσως μέλλον. Τζένιφερ, σταμάτα να κλαις! Ανάσανε, καταπίνοντας τον μπαγιάτικο ζεστό αέρα μέσα στην κουκούλα. Εντάξει. Εντάξει. Δεν ήταν και τόσο εύκολο. Χρειάστηκε αρκετά λεπτά για να καλμάρει, αλλά το λαχάνιασμα και οι λυγμοί που γεννούσε ο φόβος τελικά κόπασαν και σταμάτησαν σχεδόν εντελώς, αν και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να συγκρατήσει την ανεξέλεγκτη τρεμούλα που επηρέαζε όλους τους μυς της, ιδίως των ποδιών. Συσπώνταν άγρια, και οι σπασμοί εκείνοι την έκαναν να νιώθει ολόκληρο το κορμί της σαν ζελέ. Ήταν λες και είχε χαθεί κάποιο στοιχείο επικοινωνίας ανάμεσα στο τι μπορούσε να σκεφτεί, τι μπορούσε να αντιληφθεί, και στο πώς αντιδρούσε το σώμα της. Δεν υπήρχε κανένας συγχρονισμός. Κανένας συντονισμός. Τα πάντα ήταν συγκεχυμένα και εκτός ελέγχου. Δεν μπορούσε να βρει μέσα της καμιά νοερή λαβή από την οποία να πιαστεί για να μπορέσει να κάνει μια προσπάθεια να καταλάβει τι είχε συμβεί και τι μπορεί να γινόταν στη συνέχεια.
Αναρίγησε, αν και δεν κρύωνε· ίσα ίσα, έκανε πολλή ζέστη μέσα στο δωμάτιο. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι ήταν σχεδόν γυμνή. Ένα ρίγος διαπέρασε πάλι το κορμί της. Δε θυμόταν πότε την είχαν γδύσει, ούτε πότε την είχαν φέρει σ’ εκείνο το δωμάτιο. Το μόνο που θυμόταν ήταν η γροθιά εκείνου του ανθρώπου να έρχεται προς το μέρος της σαν σφαίρα, και η αίσθηση ότι την πέταξαν στο πίσω μέρος του φορτηγού. Ήταν μπερδεμένη· δεν ήταν σίγουρη αν είχε γίνει στ’ αλήθεια τέτοιο πράγμα. Για μια στιγμή φαντάστηκε πως ονειρευόταν και πως το μόνο που είχε να κάνει ήταν να παραμείνει ήρεμη και στη συνέχεια θα ξυπνούσε στο κρεβάτι του σπιτιού της και θα κατέβαινε στην κουζίνα για να κάνει καφέ, να ζεστάνει μια τάρτα για πρωινό και να υπενθυμίσει στον εαυτό της τα σχέδια που είχε κάνει για να το σκάσει. Περίμενε. Κάτω από την κουκούλα, σφιχτόκλεισε τα μάτια της και είπε στον εαυτό της: Ξύπνα! Ξύπνα! Ήξερε όμως ότι ήταν μια μάταιη ελπίδα. Πού τέτοια τύχη να σβήσουν τα πάντα μέσα σ’ ένα όνειρο. Εντάξει, Τζένιφερ, είπε μέσα της. Συγκεντρώσου σε ένα πράγμα. Μόνο ένα πράγμα. Φρόντισε να κάνεις πραγματικότητα ένα πράγμα. Μετά πήγαινε παρακάτω. Ξαφνικά, ένιωσε φοβερή δίψα. Έγλειψε τα χείλη της. Ήταν στεγνά, σκασμένα, και στη γλώσσα της αισθάνθηκε τη γεύση του αίματος. Πίεσε τα δόντια της με τη γλώσσα και σούφρωσε τη μύτη της. Δεν πόνεσε. Πάει καλά, τώρα έμαθες κάτι χρήσιμο· δεν έχει σπάσει η μύτη σου ούτε έχει ραγίσει κάποιο δόντι. Καλό αυτό. Ένιωθε μια φαγούρα κοντά στο στομάχι της. Είχε και μια περίεργη αίσθηση στο μπράτσο της, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Αυτά τα δύο ενέτειναν τη σύγχυσή της.
Ήξερε πως έπρεπε να αξιολογήσει δύο πράγματα: τον εαυτό της και το περιβάλλον της. Έπρεπε να προσπαθήσει να βρει κάποια λογική εξήγηση και να ρίξει λίγο φως στο σκοτάδι. Πού βρισκόταν; Τι της συνέβαινε; Μα αυτές οι απλές ενέργειες ήταν κάτι που αδυνατούσε να εκτελέσει. Και, όσο περισσότερο επέμενε στο θέμα του ελέγχου, τόσο πιο φευγαλέο φαινόταν να γίνεται. Η μαυρίλα κάτω απ’ την κουκούλα φαινόταν πως είχε αρχίσει να κυριεύει το είναι της· την εμπόδιζε να δει μέσα της. Είχε την αίσθηση ότι ολόκληρος ο κόσμος της κατρακυλούσε μέσα στα σωθικά της, ενώ το μυαλό της βυθιζόταν στο σκοτάδι· το μόνο που μπορούσε να φανταστεί ήταν ένα απόλυτο κενό που της προκαλούσε έντονο τρόμο. Και τότε, καθώς τη σάρωνε η απόγνωση, κατανόησε κάτι πραγματικά φρικτό: Τζένιφερ, εξακολουθείς να είσαι ζωντανή. Ό,τι κι αν σου συμβαίνει, είναι πρωτόγνωρο, κάτι που δε φαντάστηκες ποτέ ότι θα συνέβαινε. Δεν πρόκειται να είναι γρήγορο. Ούτε εύκολο. Είναι κάτι που μόλις τώρα αρχίζει. Ένιωσε να πέφτει σιγά σιγά. Να παρασύρεται από ένα στρόβιλο. Να βυθίζεται σε μια δίνη. Σε ένα χάσμα στο απέραντο κενό του σύμπαντος. Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν και της ήταν αδύνατο να εμποδίσει τους λυγμούς να ξαναρχίσουν. Παραδόθηκε στο φόβο κι άρχισε να τραντάζεται σύγκορμη από οδυνηρούς σπασμούς, μέχρι που άκουσε τον πνιχτό ήχο μιας πόρτας που άνοιγε. Έγειρε προς τον ήχο. Κάποιος ήταν στο δωμάτιο μαζί της. Σ’ εκείνο το δέκατο του δευτερολέπτου σκέφτηκε ότι το γεγονός πως ήταν μόνη προκαλούσε τον τρόμο που αντιλαλούσε μέσα της. Στην πραγματικότητα όμως, το να είναι μόνη ήταν πολύ καλύτερο από το να ξέρει ότι δεν ήταν.
Η πλάτη της κύρτωσε και οι μύες της σφίχτηκαν· αν μπορούσε να δει τον εαυτό της, θα είχε σκεφτεί ότι το σώμα της αντιδρούσε στον ήχο όπως θα είχε αντιδράσει σε μια ηλεκτρική εκκένωση. *** Γέρασα, είπε μέσα του ο Έιντριαν καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη πάνω από το κομό της γυναίκας του. Ήταν ένας μικρός καθρέφτης με ξύλινο πλαίσιο που η γυναίκα του χρησιμοποιούσε για μια τελευταία ματιά στην εμφάνισή της πριν από τις βραδινές σαββατιάτικες εξόδους. Στις γυναίκες άρεσε εκείνος ο έλεγχος της τελευταίας στιγμής, που τις βοηθούσε να βεβαιωθούν ότι τα διάφορα στοιχεία της εμφάνισής τους ταίριαζαν, έδεναν μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονταν. Εκείνος δεν έδινε ποτέ τόση σημασία στο πώς εμφανιζόταν στον κόσμο. Προτιμούσε μια πολύ πιο ατημέλητη εμφάνιση –τσαλακωμένο πουκάμισο, χαχόλικο παντελόνι, γραβάτα που πήγαινε κάπως μονόμπαντα–, ένα στυλ που ταίριαζε με την ακαδημαϊκή ζωή του. Πάντα φαινόμουν σαν καρικατούρα καθηγητή, ακριβώς επειδή ήμουν καθηγητής. Ήμουν άνθρωπος της επιστήμης. Σήκωσε το χέρι του, άγγιξε τις γκριζόλευκες τρίχες που έπεφταν από το κρανίο του και έτριψε τα γένια του, που είχαν γκριζάρει εδώ κι εκεί. Διέτρεξε με το δάχτυλό του μια ζάρα στο δέρμα του. Σκέφτηκε πως η ηλικία τον είχε σημαδέψει· η ηλικία και όλες οι εμπειρίες της ζωής. Από πίσω του άκουσε μια γνώριμη φωνή. «Ξέρεις τι είδες». Ο Έιντριαν κοίταξε μέσα στον καθρέφτη.
«Γεια σου, Ποσουμάκι», είπε χαμογελώντας. «Το είπες ήδη αυτό. Πριν από λίγα λεπτά». Σταμάτησε. Ίσως να ήταν πριν από μια ώρα. Ή δύο. Πόση ώρα άραγε στεκόταν στην κρεβατοκάμαρα, τριγυρισμένος από εικόνες και αναμνήσεις και μ’ ένα όπλο στο χέρι; Χρησιμοποίησε το παρατσούκλι της γυναίκας του, ένα παρατσούκλι που το γνώριζαν μόνο τα πιο στενά μέλη της οικογένειας. Η γυναίκα του το είχε αποκτήσει στα εννιά της χρόνια, όταν μια ομάδα από εκείνα τα ζωάκια που ήταν κάτι παραπάνω από απλά τρωκτικά είχε μετακομίσει στη σοφίτα του εξοχικού σπιτιού της οικογένειας. Η Κασάντρα είχε δηλώσει επίμονα στα αδέρφια και στους γονείς της ότι οποιαδήποτε απόπειρα εκδίωξης των ανεπιθύμητων εισβολέων θα αντιμετωπιζόταν με όλα τα αντίποινα που μπορούσε να επιστρατεύσει ένα αποφασισμένο παιδί, από δάκρυα μέχρι νευράκια. Έτσι, εκείνο το καλοκαίρι τουλάχιστον, η οικογένεια είχε ανεχτεί τα νυχτερινά ξυσίματα που έκαναν τα οπόσουμ τρέχοντας στο γείσο της στέγης, την απροσδιόριστη απειλή διαφόρων ασθενειών, και τη γενική απέχθεια που προκαλούσαν εκείνα τα άγρια ζώα που είχαν την ανησυχητική συνήθεια να κρύβονται στις σκιές και να παρατηρούν έντονα τα μέλη της οικογένειας. Από την πλευρά της, η οικογένεια των οπόσουμ δεν άργησε ν’ ανακαλύψει τα θαυμαστά θέλγητρα της κουζίνας, ιδίως από τη στιγμή που φάνηκαν να καταλαβαίνουν από ένστικτο τα ιδιαίτερα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει η προστάτιδά τους. Έτσι ήταν η Κασάντρα, σκέφτηκε ο Έιντριαν. Ανυποχώρητη υπερασπίστρια. «Έιντριαν. Ξέρεις τι είδες», επανέλαβε η γυναίκα του, αυτή τη φορά με πολύ πιο έντονο ύφος. Η φωνή της είχε έναν
γνώριμο, επίμονο τόνο. Σε όλη τη διάρκεια του γάμου τους, όποτε ήθελε να γίνει κάτι, συνήθως το εξέφραζε με τόνους που ταίριαζαν περισσότερο σε τραγούδια φολκ της δεκαετίας του 1960. Ο Έιντριαν στράφηκε στο κρεβάτι. Η Κάσι ήταν ξαπλωμένη νωχελικά, με μια έκφραση που έλεγε, Έλα εδώ. Ήταν η πιο όμορφη παραίσθηση που θα μπορούσε να είχε ποτέ φανταστεί. Φορούσε ένα ανοιχτό μπλε ελεκτρίκ φόρεμα χωρίς κάτι άλλο από κάτω, και ο Έιντριαν είχε την εντύπωση ότι ένα ελαφρό αεράκι το έκανε να κολλήσει προκλητικά πάνω στο κορμί της, αν και δεν υπήρχε ανοιχτό παράθυρο, ούτε καν μια πνοή αέρα μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνος αισθάνθηκε το σφυγμό του να επιταχύνεται. Η Κάσι που τον κοίταζε από το κρεβάτι δεν μπορεί να ήταν πάνω από είκοσι οχτώ ετών, όπως τότε στο ξεκίνημα της πρώτης τους χρονιάς μαζί. Το δέρμα της είχε μια νεανική λάμψη· η κάθε καμπύλη του κορμιού της, τα μικρά στήθη, οι στενοί γοφοί, τα μακριά πόδια έμοιαζαν με αναμνήσεις που ο Έιντριαν μπορούσε να αγγίξει. Εκείνη τίναξε την πυκνή μαύρη χαίτη της και τον κοίταξε συνοφρυωμένη, σφίγγοντας τα χείλη της με γνώριμο τρόπο· έναν τρόπο που σήμαινε ότι μιλούσε απόλυτα σοβαρά και ότι εκείνος έπρεπε να προσέξει την κάθε της λέξη. Ήδη από τα πρώτα στάδια της κοινής ζωής τους ο Έιντριαν είχε μάθει ότι εκείνο το ύφος είχε να κάνει με κάτι πιο σημαντικό. «Είσαι κούκλα», της είπε. «Θυμάσαι τότε που πήγαμε στο Κέιπ Κοντ τον Αύγουστο και κάναμε μπάνιο γυμνοί στον ωκεανό εκείνο το βράδυ, και μετά δεν μπορούσαμε να βρούμε τα ρούχα μας στους αμμόλοφους επειδή το ρεύμα μάς είχε παρασύρει;» Η Κασάντρα κούνησε το κεφάλι της. «Και βέβαια το
θυμάμαι. Ήταν το πρώτο μας καλοκαίρι μαζί. Όλα τα θυμάμαι. Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που βρίσκομαι εδώ. Ξέρεις τι είδες». Ο Έιντριαν ήθελε να σύρει τα ακροδάχτυλά του στο κορμί της για να θυμίσει στον εαυτό του κάθε διεγερτικό άγγιγμα από το παρελθόν. Φοβόταν όμως ότι, αν άπλωνε το χέρι του, εκείνη θα εξαφανιζόταν. Ο Έιντριαν δεν καταλάβαινε απόλυτα τη σχέση του με την οπτασία της, δεν κατανοούσε τους κανόνες. Αυτό που ήξερε πάντως ήταν ότι δεν ήθελε να τη δει να χάνεται από μπροστά του. «Δεν είναι αλήθεια αυτό», απάντησε αργά. «Δεν είμαι καθόλου σίγουρος». «Ξέρω πως δεν είναι ακριβώς ο τομέας σου», του είπε η Κάσι. «Όχι απόλυτα. Ποτέ σου δεν υπήρξες σαν τους τύπους της εγκληματολογίας –ξέρεις, που τους αρέσει να αποδομούν τους κατά συρροήν δολοφόνους και μετά να διασκεδάζουν τους σπουδαστές τους με φρικιαστικές λεπτομέρειες. Εσένα σου άρεσε να παρατηρείς όλα εκείνα τα ποντίκια στα κλουβιά και στους λαβυρίνθους και να υπολογίζεις τι θα έκαναν με τα κατάλληλα ερεθίσματα. Οπωσδήποτε πάντως ξέρεις αρκετά από ψυχοπαθολογία για να εκτιμήσεις τη συγκεκριμένη υπόθεση». «Θα μπορούσε να ήταν οτιδήποτε. Και όταν κάλεσα την αστυνομία, μου είπαν...» Η Κάσι τον διέκοψε. Έγειρε πίσω το κεφάλι της, όπως συνήθιζε να κάνει όταν αναζητούσε απαντήσεις στο ταβάνι ή στον ουρανό. Ήταν ο τρόπος που αντιδρούσε όταν ο άντρας της πείσμωνε. Εκείνη ήταν ζωγράφος και εκτιμούσε τα γεγονότα με το μάτι του καλλιτέχνη. Τράβα μια γραμμή, κάνε μια πινελιά με χρώμα στο μουσαμά και όλα θα ξεκαθαρίσουν.
Και μετά από εκείνο το βλέμμα στον ουρανό, ακολουθούσε πάντα μια δηκτική παρατήρηση που απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή. Ο Έιντριαν λάτρευε αυτή της τη συνήθεια επειδή φανέρωνε την απόλυτη βεβαιότητα που αισθανόταν πάντα η Κάσι. «Δε με ενδιαφέρει τι σου είπαν. Η κοπέλα ήταν εκεί, στην άκρη του δρόμου, και την επόμενη στιγμή έγινε άφαντη. Έγινε ένα έγκλημα. Σίγουρα πράγματα. Κι εσύ ήσουν μάρτυρας. Τυχαία. Ο μοναδικός μάρτυρας. Έτσι τώρα έχεις μπροστά σου μερικά σκόρπια κομμάτια ενός πραγματικά δύσκολου παζλ. Από σένα εξαρτάται. Ταίριαξέ τα». Ο Έιντριαν δίστασε. «Θα με βοηθήσεις; Είμαι άρρωστος. Πραγματικά άρρωστος, θέλω να πω, Ποσουμάκι μου. Δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα μπορώ να λειτουργώ. Τα πράγματα έχουν ήδη αρχίσει να παίρνουν τον κατήφορο, να διαλύονται. Αν αναλάβω αυτή την ιστορία –ό,τι κι αν είναι– δεν ξέρω αν θα καταφέρω να επιζήσω...» «Πριν από λίγα λεπτά ετοιμαζόσουν ν’ αυτοκτονήσεις», είπε κοφτά η Κάσι, λες κι αυτό εξηγούσε τα πάντα. Σήκωσε το χέρι της και έδειξε προς το Ρούγκερ. «Ήθελα να βρεθώ κοντά σου. Και κοντά στον Τόμι. Πίστευα ότι δεν είχε νόημα να περιμένω άλλο». «Μόνο που είδες να εξαφανίζεται η κοπέλα, κι αυτό είναι σημαντικό θέμα». «Δεν ξέρω καν ποια είναι». «Όποια κι αν είναι, δεν παύει να της αξίζει μια ευκαιρία να ζήσει. Κι εσύ είσαι ο μόνος που μπορεί να της εξασφαλίσει αυτή την ευκαιρία». «Δεν ξέρω καν από πού να αρχίσω».
«Πρέπει να ταιριάξεις τα κομμάτια του παζλ. Σώσ’ την, Έιντριαν». «Δεν είμαι ντετέκτιβ». «Αλλά μπορείς να σκεφτείς σαν ντετέκτιβ, και μάλιστα καλύτερα». «Είμαι γέρος και άρρωστος και δεν μπορώ πια να σκεφτώ καθαρά και λογικά». «Κι όμως τα καταφέρνεις ακόμη αρκετά. Κάν’ το για τελευταία φορά. Μετά θα τελειώσουν όλα». «Δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου». «Δε θα είσαι μόνος σου». «Ποτέ δεν κατάφερα να σώσω κανέναν. Δεν μπόρεσα να σώσω εσένα ή τον Τόμι ή τον αδερφό μου ή οποιονδήποτε από τους ανθρώπους που αγάπησα πραγματικά. Πώς μπορώ να σώσω κάποια που ούτε καν γνωρίζω;» «Αυτή την απάντηση δεν προσπαθούμε να βρούμε όλοι μας;» Η Κάσι χαμογελούσε πλέον. Είχε κερδίσει και το ήξερε, όπως το ήξερε κι εκείνος. Πάντα κέρδιζε η Κάσι, επειδή ο Έιντριαν είχε διαπιστώσει μέσα στα πρώτα λεπτά της συνύπαρξής τους ότι τον ευχαριστούσε απείρως περισσότερο το να συμφωνεί μαζί της παρά το να τσακώνεται. «Ήσουν πολύ όμορφη όταν ήμασταν νέοι», της είπε. «Ποτέ δεν κατάλαβα πώς μια τόσο όμορφη γυναίκα θέλησε να σμίξει μαζί μου». Η Κάσι έβαλε τα γέλια. «Οι γυναίκες ξέρουν», είπε. «Στους άντρες φαίνεται μυστήριο, αλλά δεν ισχύει αυτό για τις γυναίκες. Εμείς ξέρουμε». Ο Έιντριαν δίστασε. Για μια στιγμή ένιωσε να βουρκώνει, χωρίς να ξέρει για ποιο λόγο. Ίσως για όλα όσα συνέβαιναν
στη ζωή του. «Με συγχωρείς, Κάσι», είπε. «Δεν είχα πρόθεση να γεράσω». Αυτό ακούστηκε τρελό. Συνάμα, όμως, για εκείνον είχε και μια αλλόκοτη λογική. Η Κάσι γέλασε. Ο Έιντριαν έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του για να ακούσει τον ήχο. Έμοιαζε με ορχήστρα που προσπαθούσε να πετύχει συμφωνική τελειότητα. «Μισώ τη μοναξιά μου», της είπε. «Μισώ το γεγονός ότι είσαι νεκρή». «Αυτή η υπόθεση θα μας φέρει πιο κοντά». Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Ναι», είπε. «Νομίζω πως έχεις δίκιο». Γύρισε και κοίταξε προς το κομό. Οι συνταγές του νευρολόγου ήταν μαζεμένες σε μια στοίβα. Σκόπευε να τις πετάξει, αλλά τώρα τις πήρε στα χέρια του. «Ίσως», είπε αργά, «κάποια από αυτά τα φάρμακα να μου εξασφαλίσουν λίγο πρόσθετο...» Γύρισε, αλλά η Κάσι δεν ήταν πια στο κρεβάτι. Ο Έιντριαν αναστέναξε. Ξεκίνα, είπε στον εαυτό του. Σου μένει πολύ λίγος χρόνος.
7 Η Λίντα έκλεισε την πόρτα πίσω της και μετά σταμάτησε. Ένιωθε να την κυριεύει μια έντονη συγκίνηση, και ήθελε να απολαύσει για μια στιγμή εκείνο το συναίσθημα. Γενικά, έβαζε τα πάντα σε απόλυτη τάξη, ακόμη και τα πάθη της. Μολονότι είχε εξωφρενικές επιθυμίες και εξωτικά γούστα, ήταν άνθρωπος που πίστευε στη ρουτίνα και την πειθαρχία. Της άρεσε να προγραμματίζει τις απολαύσεις της, έτσι ώστε σε κάθε φάση να ξέρει τι ακριβώς να περιμένει και τι γεύση θα είχε η συγκεκριμένη απόλαυση. Μ’ αυτό τον τρόπο εντείνονταν αντί να αμβλύνονται οι εντυπώσεις. Ήταν λες και αυτές οι δυο πλευρές της προσωπικότητάς της βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση, τραβώντας την προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Της άρεσε πολύ όμως η ένταση που δημιουργούσε μέσα της αυτή η κατάσταση· την έκανε να νιώθει μοναδική, και προσδιόριζε τον πραγματικά ξεχωριστό εγκληματικό χαρακτήρα που πίστευε ότι διέθετε –τόσο η ίδια, όσο και ο Μάικλ. Φανταζόταν τον εαυτό της σαν την Μπόνι και τον Μάικλ σαν τον Κλάιντ, έτσι όπως είχαν ενσαρκώσει τους ρόλους εκείνους η Φέι Ντάναγουεϊ και ο Γουόρεν Μπίτι. Θεωρούσε ότι ήταν μια γυναίκα αισθησιακή, ποιητική και σαγηνευτική, κι αυτό δεν ήταν αλαζονεία από μέρους της, αλλά μάλλον μια ειλικρινής εκτίμηση της εμφάνισής της και της επίδρασης που είχε στους άντρες. Φυσικά, δεν την ενδιέφερε οποιοσδήποτε την έτρωγε με τα
μάτια. Εκείνη ενδιαφερόταν μόνο για τον Μάικλ. Άφησε τη ματιά της να πλανηθεί αργά στο υπόγειο. Γυμνοί κατάλευκοι τοίχοι. Ένα παλιό καφέ μεταλλικό κρεβάτι με ένα άσπρο σεντόνι που κάλυπτε ένα βρόμικο γκρίζο στρώμα. Μια φορητή χημική τουαλέτα σε μια γωνιά. Μεγάλα φωτιστικά στο ταβάνι, που έριχναν παντού ένα αδυσώπητο φως. Στη ζεστή, πνιγηρή ατμόσφαιρα υπήρχε μια δυσάρεστη μυρωδιά από απολυμαντικό και φρέσκια μπογιά. Όπως συνήθως, ο Μάικλ είχε κάνει καλή δουλειά τακτοποιώντας τα πάντα για το ξεκίνημα της Σειράς 4. Δεν έπαυε να την ξαφνιάζει με την επιδεξιότητα που είχε αποκτήσει –η ειδικότητά του ήταν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και οι λειτουργίες του Διαδικτύου που είχε σπουδάσει στο κολέγιο και στο μεταπτυχιακό του. Τα κατάφερνε όμως εξίσου και με τα ηλεκτρικά δράπανα, τα σφυριά και τα καρφιά. Ήταν πραγματικός πολυτεχνίτης. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που τον αγαπούσε τόσο βαθιά. Η Λίντα πίστευε ότι οι δυο τους ήταν δεμένοι με έναν τρόπο που αποτελούσε τον ορισμό του ξεχωριστού. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε γύρω της με το μάτι του ντετέκτιβ. Τι υπήρχε μέσα σ’ εκείνον το χώρο που θα μπορούσε να προσδώσει στο υπόγειο κάποιο αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό; Μήπως κατά τη διαδικτυακή εκπομπή θα εμφανιζόταν στην εικόνα κάποιο στοιχείο που ενδεχομένως θα αποκάλυπτε κάτι, οτιδήποτε, ως προς την τοποθεσία ή τη δική τους ταυτότητα; Η Λίντα είχε επίγνωση ότι αρκούσε κάτι τόσο κοινό όσο ένα υδραυλικό εξάρτημα ή ένας θερμοσίφωνας ή ένα φωτιστικό σώμα για να ρίξει στο κατόπι τους κάποιον δραστήριο αστυνομικό με φαντασία –αν ποτέ ένας τέτοιος
αστυνομικός αποφάσιζε να το ψάξει. Οι διαστάσεις του υδραυλικού εξαρτήματος μπορεί να δίνονταν σε ίντσες αντί εκατοστά, πράγμα που θα έλεγε σ’ αυτό τον έξυπνο ντετέκτιβ με την εξαιρετικά δημιουργική φαντασία ότι βρίσκονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο θερμοσίφωνας μπορεί να κατασκευαζόταν ειδικά για το Σίερς και να ήταν διαθέσιμος μόνο στο ανατολικό τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το φωτιστικό μπορεί να προσδιοριζόταν ως μέρος μιας παρτίδας που είχε αποσταλεί στο Χόουμ Ντίπο της συγκεκριμένης περιοχής. Αυτές οι λεπτομέρειες μπορεί να έφερναν τον υποθετικό ντετέκτιβ πιο κοντά στα ίχνη τους. Η Λίντα διασκέδαζε προσπαθώντας να συλλάβει νοερά την εικόνα ενός τέτοιου ανθρώπου· θα ήταν μια διασταύρωση Μις Μαρπλ και Σέρλοκ Χολμς, με μια ιδέα από τηλεοπτική σκληράδα και επίπλαστο λούστρο. Ο αστυνομικός αυτός μπορεί να υιοθετούσε μια ατημέλητη εμφάνιση αλά Επιθεωρητή Κολόμπο, ή ενδεχομένως το στυλ ενός κοντοκουρεμένου χάι-τεκ Τζακ Μπάουερ. Φυσικά, όπως υπενθύμισε στον εαυτό της η Λίντα, στην πραγματικότητα δεν κυκλοφορούσε τέτοιος ντετέκτιβ. Εκεί έξω υπήρχαν μόνο οι πελάτες τους. Και έμπαιναν όλοι στη σειρά, έτοιμοι, περιμένοντας να εγκριθούν οι χρεώσεις στις πιστωτικές τους κάρτες και ανυπομονώντας να παρακολουθήσουν το What Comes Next. Η Λίντα κούνησε το κεφάλι της και πήρε βαθιά ανάσα. Αισθανόταν διέγερση βλέποντας τον κόσμο μέσα από τον στενό φακό της παράνοιας· το πάθος που συνόδευε τη Σειρά 4 οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην απόλυτη ανωνυμία του σκηνικού, μια ανωνυμία που δημιουργούσε ένα μουσαμά με
παρθένα επιφάνεια όπου μπορούσαν να ζωγραφίσουν την παράστασή τους. Δεν υπήρχε περίπτωση όποιος την έβλεπε να πει με την παραμικρή βεβαιότητα τι επρόκειτο να συμβεί. Αυτό ήταν και το πιο ελκυστικό στοιχείο της. Η Λίντα ήξερε ότι το βασικότερο γνώρισμα της διαδικτυακής πορνογραφίας στην πλειονότητά της ήταν ο απόλυτα απροκάλυπτος χαρακτήρας της –οι εικόνες δεν άφηναν καμιά αμφιβολία ως προς το τι γινόταν· το δικό τους δημιούργημα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Το βασικό του στοιχείο ήταν το αναπάντεχο. Το απρόσμενο. Ήταν θέμα δημιουργικότητας. Ήταν θέμα εφευρετικότητας. Θα μπορούσε να έχει σχέση με το σεξ. Θα μπορούσε να έχει σχέση με τον έλεγχο. Είχε να κάνει με τη στέρηση της ελευθερίας. Ήταν βίαιο. Σίγουρα είχε να κάνει με τη ζωή. Ίσως και με το θάνατο. Γι’ αυτό ήταν τόσο πετυχημένοι. Η Λίντα έκλεισε την πόρτα πίσω της. Στάθηκε μια στιγμή για να τακτοποιήσει τη μάσκα πάνω απ’ το πρόσωπό της· γι’ αυτή την πρώτη επαφή είχε διαλέξει μια απλή μαύρη κουκούλα που έκρυβε τα πυκνά ξανθά μαλλιά της και είχε μόνο μια σχισμή για τα μάτια. Ήταν από το είδος που προτιμούσαν οι άντρες των ειδικών αντιτρομοκρατικών δυνάμεων της αστυνομίας. Το πιθανότερο ήταν πως η Λίντα θα τη φορούσε συχνά καθ’ όλη τη διάρκεια της Σειράς 4, έστω κι αν τη στένευε. Φορούσε επίσης μια λευκή ολόσωμη φόρμα προστασίας από επικίνδυνα υλικά φτιαγμένη από επεξεργασμένο χαρτί που έτριζε και θρόιζε καθώς περπατούσε. Η φόρμα έκρυβε τη σιλουέτα της· κανείς δεν
μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν μεγαλόσωμη ή λεπτή, νέα ή ηλικιωμένη. Η Λίντα ήξερε ότι οι καμπύλες της ήταν πλούσιες· φορώντας τη φόρμα ήταν σαν να περιέπαιζε τον εαυτό της. Το υλικό τσιμπούσε το γυμνό δέρμα της, σαν εραστής που ήθελε να προκαλέσει και λίγο πόνο μαζί με την απέραντη ηδονή. Έβαλε χειρουργικά γάντια. Στα πόδια της φορούσε τις μαλακές μπλε αποστειρωμένες παντόφλες που ήταν υποχρεωτικές στα χειρουργεία. Χαμογέλασε κάτω από τη μάσκα της, κάνοντας τη σκέψη ότι και εκείνος ο χώρος ήταν ένα είδος αμφιθεατρικού χειρουργείου, μόνο που οι θεατές βρίσκονταν αλλού. Προχώρησε μερικά βήματα. Απέκτησα μια καινούρια, τεχνητή ομορφιά, σκέφτηκε. Στράφηκε προς τη μορφή που ήταν στο κρεβάτι. Είναι η Τζένιφερ, υπενθύμισε στον εαυτό της. Όχι πλέον. Τώρα είναι η Νούμερο 4. Ηλικία: δεκαέξι ετών. Μια μικροαστή από μια απομονωμένη ακαδημαϊκή κοινότητα, θύμα μιας σχεδόν συμπτωματικής απαγωγής. Η Λίντα γνώριζε τη διεύθυνση της Νούμερο 4, το τηλέφωνο του σπιτιού της, τους ελάχιστους φίλους της, και πολλά άλλα πράγματα, λεπτομέρειες που είχε σταχυολογήσει εξετάζοντας προσεκτικά το σακίδιο, το κινητό και το πορτοφόλι της κοπέλας. Πήγε στο κέντρο του δωματίου, εξακολουθώντας να απέχει περίπου τέσσερα μέτρα από το παλιό σιδερένιο κρεβάτι. Ο Μάικλ είχε πακτώσει χαλκάδες στον τοίχο πίσω από το πλαίσιο του κρεβατιού για τις χειροπέδες. Σαν σκηνοθέτης μιας τηλεοπτικής κωμωδίας καταστάσεων, είχε τραβήξει με κιμωλία μερικές αχνές γραμμές στο πάτωμα για
να προσδιορίσει ποια κάμερα θα κατέγραφε την εικόνα της και είχε κάνει με ταινία ορισμένα Χ σε βασικά σημεία όπου θα έπρεπε να στέκεται για να φαίνεται προφίλ, κατά μέτωπο και από πάνω. Από προηγούμενες εμπειρίες είχαν μάθει ότι ήταν σημαντικό να θυμούνται τα διαθέσιμα σημεία λήψης και τι έδειχνε το καθένα. Οι θεατές απαιτούσαν λήψεις από πολλές γωνίες και επαγγελματικό χειρισμό της κάμερας. Όντας ηδονοβλεψίες, περίμεναν πάντα το καλύτερο, μια διαρκή στενή επαφή. Στο δωμάτιο υπήρχαν πέντε κάμερες, αν και μόνο μία ήταν φανερή και ευδιάκριτη, η βασική σταθερή κάμερα Sony υψηλής ευκρίνειας που ήταν τοποθετημένη σε τρίποδο κι έβλεπε το κρεβάτι. Οι άλλες ήταν μίνι κάμερες κρυμμένες στο ταβάνι και σε δύο γωνιές των ψεύτικων τοίχων. Μόνο μία απ’ αυτές κάλυπτε την είσοδο, και προοριζόταν για στιγμές που ήθελαν να προσδώσουν δραματικό τόνο στην εικόνα, όποτε έμπαινε στο δωμάτιο ο Μάικλ ή η Λίντα. Η κάμερα εκείνη θα προκαλούσε διέγερση τους θεατές επειδή θα συνέβαινε κάτι. Η Λίντα ήξερε ότι εκείνη τη στιγμή η συγκεκριμένη κάμερα ήταν κλειστή. Η επίσκεψη αυτή ήταν προκαταρκτική, μια πρώτη κίνηση στο πλαίσιο της διερευνητικής διεργασίας. Στην τσέπη της είχε ένα μικρό ηλεκτρονικό τηλεχειριστήριο. Ακούμπησε το δάχτυλό της πάνω σ’ ένα κουμπί που θα ακινητοποιούσε την εικόνα που μεταδιδόταν ηλεκτρονικά. Περίμενε μέχρι τη στιγμή που η κοπέλα γύρισε με νευρικότητα προς το μέρος της. Τότε πάτησε το κουμπί. Οι θεατές θα καταλάβουν ότι άκουσε κάτι... ...Αλλά δε θα ξέρουν τι ακριβώς. Εκείνη και ο Μάικλ είχαν μάθει εδώ και καιρό τα πλεονεκτήματα που πρόσφερε το στοιχείο της διαφημιστικής
πρόκλησης για τη δημιουργία ενδιαφέροντος. Προχώρησε αργά. Η κοπέλα παρακολουθούσε τις κινήσεις της κάτω από την κουκούλα που της κάλυπτε το κεφάλι. Δεν είχε πει λέξη ακόμη. Ο φόβος έκανε μερικούς ανθρώπους να φλυαρούν ακατάσχετα, να παρακαλούν, να ικετεύουν, να ξαναγυρίζουν σε βρεφική κατάσταση, ενώ άλλοι βυθίζονταν σε μια βαρύθυμη σιωπή. Η Λίντα δεν ήξερε πώς θα φερόταν η Νούμερο 4. Ήταν η πιο μικρή σε ηλικία από τις άλλες κοπέλες που είχαν χρησιμοποιήσει, πράγμα που την καθιστούσε μια περιπέτεια για τον Μάικλ και για την ίδια. Η Λίντα στάθηκε σ’ ένα σημείο στα πόδια του κρεβατιού. Μίλησε με μια ανέκφραστη μονότονη φωνή που έκρυβε την έξαψή της. Δεν ύψωνε τον τόνο της ούτε έδινε έμφαση σε κάποια λέξη. Παρέμεινε απόλυτα ψυχρή. Είχε εξασκηθεί στην τέχνη της εκτόξευσης απειλών, όπως και στην πραγματοποίησή τους. «Μην πεις τίποτε. Μην κάνεις καμιά κίνηση. Ούτε να φωνάξεις ούτε να αντισταθείς. Πρόσεχε μόνο αυτά που θα σου πω και δε θα πάθεις κακό. Αν θέλεις να βγεις ζωντανή από αυτή την ιστορία, θα κάνεις πάντα ακριβώς αυτό που σου λένε, ό,τι κι αν είναι αυτό, ανεξάρτητα αν σου αρέσει ή όχι». Η κοπέλα στο κρεβάτι τσιτώθηκε και αναρίγησε, αλλά δε μίλησε. «Αυτοί είναι οι πιο σημαντικοί κανόνες. Αργότερα θα προστεθούν κι άλλοι». Η Λίντα σταμάτησε, μισοπεριμένοντας ότι η κοπέλα θα άρχιζε αμέσως τα παρακάλια. Αλλά η Τζένιφερ παρέμεινε αμίλητη. «Από δω κι εμπρός, το όνομά σου είναι Νούμερο 4»,
συνέχισε η Λίντα. Είχε την εντύπωση πως άκουσε ένα σιγανό βογκητό, πνιγμένο από τη μαύρη κουκούλα. Ήταν κάτι το αποδεκτό, ακόμη και αναμενόμενο. «Όταν σου γίνεται μια ερώτηση, θα πρέπει να απαντάς. Καταλαβαίνεις;» Η Τζένιφερ έγνεψε καταφατικά. «Απάντησε!» «Ναι», είπε βιαστικά η κοπέλα, και η φωνή της ακούστηκε λαχανιαστή κάτω απ’ τη μάσκα. Η Λίντα δίστασε. Προσπάθησε να φανταστεί τον πανικό που έκρυβε το κάλυμμα της κεφαλής. Τα πράγματα δεν είναι όπως στο γυμνάσιο, μικρή μου, έτσι δεν είναι; Δεν εξέφρασε φωναχτά εκείνη τη σκέψη. Απλώς συνέχισε με τον ίδιο μονότονο τρόπο. «Να σου εξηγήσω κάτι, Νούμερο 4. Όλα όσα ήξερες για τη ζωή σου μέχρι τώρα τελείωσαν. Το ποια ήσουν, το τι ήθελες να γίνεις, η οικογένειά σου, οι φίλοι σου –όλα όσα ήταν οικεία κάποτε– τώρα πια δεν υπάρχουν. Το μόνο που υπάρχει είναι αυτό το δωμάτιο και ό,τι συμβαίνει εδώ μέσα». Η Λίντα εξέτασε πάλι τη γλώσσα του σώματος της Τζένιφερ, σαν να αναζητούσε κάποιο στοιχείο που θα της έδειχνε ότι η κοπέλα καταλάβαινε τι της έλεγε. «Από αυτή τη στιγμή ανήκεις σ’ εμάς». Η κοπέλα φάνηκε να τσιτώνεται και να κοκαλώνει. Αλλά δεν έβγαλε καμιά κραυγή. Οι άλλες το είχαν κάνει. Ιδίως η Νούμερο 3 είχε προβάλει αντίσταση σε κάθε βήμα – παλεύοντας, δαγκώνοντας, ξεφωνίζοντας–, πράγμα που δεν ήταν και τόσο κακό, φυσικά, από τη στιγμή που ο Μάικλ και η Λίντα είχαν καταλήξει στους κανόνες που έπρεπε να
ισχύουν, μια και δημιούργησε έναν νέο τύπο δράματος. Η Λίντα ήξερε πως ήταν κι αυτό ένα τμήμα της περιπέτειας και της έλξης. Το κάθε υποκείμενο απαιτούσε ένα διαφορετικό σύνολο κανόνων. Η κάθε κοπέλα ήταν μοναδική από την πρώτη στιγμή. Η Λίντα αισθανόταν μια ζεστασιά να διατρέχει και το δικό της κορμί, αλλά τη συγκρατούσε. Κοίταξε την κοπέλα στο κρεβάτι. Ακούει με προσοχή, σκέφτηκε. Ξύπνιο κορίτσι. Δεν είναι κι άσχημα, κατέληξε. Καθόλου άσχημα. Αυτή εδώ θα είναι ξεχωριστή.
Η Τζένιφερ ούρλιαξε από μέσα της, αφήνοντας να ξεσπάσει στα μύχια της ψυχής της κάτι που αντικατόπτριζε τον τρόμο της, λες και αυτό το κάτι θα κατόρθωνε να ταξιδέψει πέρα από την κουκούλα, πέρα από τις αλυσίδες που την περιόριζαν, πέρα από τοίχους και ταβάνια και να βγει έξω, κάπου όπου ίσως θα ακουγόταν. Σκέφτηκε πως, αν κατάφερνε να κάνει κάποιο θόρυβο, θα μπορούσε να θυμηθεί ποια ήταν και ότι εξακολουθούσε να είναι ζωντανή. Δεν το έκανε όμως. Επιφανειακά, κατάπιε ένα λυγμό και δάγκωσε δυνατά το χείλος της. Τα πάντα αποτελούσαν ένα ερωτηματικό, τίποτε δεν αποτελούσε απάντηση. Αντιλήφθηκε τη φωνή να πλησιάζει. Ανήκε σε γυναίκα άραγε; Ναι. Στη γυναίκα που ήταν στο κλειστό φορτηγό; Εκείνη πρέπει να ήταν. Η Τζένιφερ προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε δει. Ήταν μόνο μια φευγαλέα ματιά, που της είχε φανερώσει ότι επρόκειτο για κάποια γυναίκα μεγαλύτερη από την ίδια, αλλά όχι στην
ηλικία της μητέρας της, με έναν μαύρο πλεχτό σκούφο που της κάλυπτε τα μαλλιά. Ξανθά μαλλιά. Στο νου της ήρθε η εικόνα ενός δερμάτινου μπουφάν, αλλά αυτό ήταν όλο. Το άγριο χτύπημα που είχε δεχτεί στο πρόσωπο είχε σβήσει οτιδήποτε άλλο. «Ορίστε...» Η λέξη ακούστηκε σαν να της προσφερόταν κάτι, αλλά εκείνη δεν ήξερε τι ήταν. Άκουσε έναν μεταλλικό ήχο που της θύμιζε ψαλίδισμα, και άθελά της μαζεύτηκε. «Όχι. Μην κουνιέσαι». Η Τζένιφερ κοκάλωσε. Πέρασε μια στιγμή –και μετά αισθάνθηκε τις χαλαρές πτυχές της κουκούλας να τραβιούνται μπροστά. Ακόμη δεν ήταν σίγουρη τι γινόταν, αλλά άκουσε το θόρυβο ενός ψαλιδιού. Ένα κομμάτι της κουκούλας έφυγε, αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα στο σημείο όπου ήταν το στόμα της. «Νερό». Ένα πλαστικό καλαμάκι πέρασε από το άνοιγμα και ακούμπησε στα χείλη της. Ξαφνικά η Τζένιφερ αισθάνθηκε τρομερή δίψα. Ήταν τόσο διψασμένη, ώστε καθετί άλλο έχασε τη σημασία του σε σχέση με τη λαχτάρα της να πιει. Έπιασε το καλαμάκι με τη γλώσσα και τα χείλη της και ρούφηξε με δύναμη. Το νερό ήταν υφάλμυρο και είχε μια γεύση την οποία δεν αναγνώρισε. «Είσαι καλύτερα;» Η Τζένιφερ έγνεψε καταφατικά. «Τώρα θα κοιμηθείς. Αργότερα θα μάθεις τι ακριβώς περιμένουμε από σένα». Η Τζένιφερ αισθάνθηκε μια γεύση σαν κιμωλία στη γλώσσα της. Ένιωσε έντονη ζαλάδα. Τα μάτια της γύρισαν
ανάποδα και, για μια ακόμη φορά, καθώς βυθιζόταν σ’ ένα εσωτερικό σκοτάδι, αναρωτήθηκε αν την είχαν δηλητηριάσει, πράγμα που δεν της φαινόταν λογικό. Δεν μπορούσε να βρει καμιά λογική εξήγηση και είχε μόνο την απαίσια αίσθηση ότι η όλη κατάσταση είχε λογική μόνο για τη γυναίκα που της μιλούσε και για τον άντρα που την είχε ρίξει αναίσθητη με τη γροθιά του. Ήθελε να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί, ή απλώς να ακούσει τον ήχο της φωνής της. Πριν προλάβει όμως να σχηματίσει κάποιες λέξεις και να τις ωθήσει πέρα από τα σκασμένα χείλη της, αισθάνθηκε σαν να παρέπαιε πάνω σε μια στενή προεξοχή κάποιου γκρεμού. Έπειτα, καθώς άρχισε η επίδραση του ναρκωτικού που ήταν αδέξια κρυμμένο στο νερό, ένιωσε να γκρεμίζεται.
8 Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να βιαστεί, αλλά και να δείξει υπομονή. Η Τέρι Κόλινς ήξερε ότι οι ευκαιρίες να βρει την Τζένιφερ μειώνονταν όσο περνούσαν οι ώρες, γι’ αυτό έπρεπε να κινηθεί γρήγορα στους λιγοστούς τομείς που ίσως έφερναν κάποιο αποτέλεσμα. Ήταν όμως γεμάτη αμφιβολίες, όχι μόνο ως προς την πιθανότητα μιας γρήγορης επιτυχίας –Ορίστε, τη βρήκα–, αλλά και ως προς τους πραγματικούς λόγους που είχαν ωθήσει την Τζένιφερ να το σκάσει για τρίτη φορά από το σπίτι της. Τα ερωτήματα ήταν πάρα πολλά και οι απαντήσεις λιγοστές. Μέχρι να επιστρέψει στο γραφείο της ήταν περασμένα μεσάνυχτα, και σε λίγο θα χάραζε. Στο κτίριο η κίνηση ήταν ελάχιστη, με εξαίρεση τον τηλεφωνητή και δύο αστυφύλακες που είχαν νυχτερινή βάρδια. Οι αστυνομικοί που φυλούσαν τα κοντινά κολέγια και τους δρόμους του προαστίου ήταν όλοι σε περιπολίες ή την είχαν αράξει σε κάποιο Ντάνκιν Ντόνατς και αναπλήρωναν τα αποθέματά τους σε καφέ και γλυκά. Η Τέρι πήγε βιαστικά στο γραφείο της. Τηλεφώνησε αμέσως στους υποσταθμούς της αστυνομίας στον κεντρικό σταθμό λεωφορείων στο Σπρίνγκφιλντ και στον σιδηροδρομικό σταθμό στο κέντρο της πόλης. Επικοινώνησε επίσης με τη βάση της Πολιτειακής Αστυνομίας της Μασαχουσέτης κατά μήκος της εθνικής οδού και με την Αστυνομία Μέσων Μεταφοράς της Βοστόνης. Αυτές οι
συνδιαλέξεις ήταν σύντομες και περιεκτικές –μια γενική περιγραφή της Τζένιφερ, μια παράκληση να έχουν όλοι το νου τους, μια υπόσχεση ότι θα τους έστελνε με φαξ μια φωτογραφία κι ένα ενημερωτικό φυλλάδιο εξαφανισθέντος προσώπου. Επισήμως, η αστυνομία χρειαζόταν αντίγραφα των εγγράφων για να αναλάβει δράση· ανεπίσημα, το μόνο που ενδεχομένως χρειαζόταν ήταν μερικά τηλεφωνήματα και μερικά μηνύματα με τον ασύρματο στις νυχτερινές βάρδιες στους σταθμούς λεωφορείων και στις εθνικές οδούς. Αν ήταν τυχεροί, η Τέρι ήλπιζε ότι κάποιος μοτοσικλετιστής της αστυνομίας στον Αυτοκινητόδρομο της Μασαχουσέτης θα έβλεπε την Τζένιφερ να κάνει μάταια οτοστόπ κοντά σε κάποια ράμπα εισόδου, ή ότι κάποιος αστυνομικός που θα έκανε ένα γύρο μέσα στον Βόρειο Σταθμό θα την εντόπιζε στην ουρά του γκισέ των εισιτηρίων και η υπόθεση ουσιαστικά θα έκλεινε: μια αυστηρή επίπληξη, μια βόλτα στο πίσω κάθισμα ενός περιπολικού, ένα ξανασμίξιμο με δάκρυα στα μάτια (από την πλευρά της μητέρας) και με μούτρα (από την πλευρά της Τζένιφερ), κι έπειτα θα ξαναγύριζαν όλα στην πρότερη κατάσταση –μέχρι την επόμενη φορά που η Τζένιφερ θα αποφάσιζε να το σκάσει. Η Τέρι δούλευε γρήγορα για να δημιουργήσει τις περιστάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σ’ εκείνο το αισιόδοξο σενάριο. Παράτησε την τσάντα, το σήμα, το όπλο και το σημειωματάριό της πάνω στο γραφείο που υπήρχε στον μικρό λαβύρινθο ο οποίος στην κολεγιακή πόλη ήταν γνωστός ως γραφείο των ντετέκτιβ, ενώ τα μέλη της αστυνομικής δύναμης τον αποκαλούσαν σαρκαστικά Χρυσή Πόλη**. Η Τέρι συνέχισε να καλεί γρήγορα αριθμούς και να μιλάει απευθείας με το κέντρο και τους αξιωματικούς
υπηρεσίας, χρησιμοποιώντας τον τόνο που έλεγε: Προσπαθήστε να κινηθείτε γρήγορα. *** Λόγω του χρυσού σήματος των ντετέκτιβ. (Σ.τ.Μ.) Το επόμενο τηλεφώνημα έγινε στην υπηρεσία ασφαλείας της Βεράιζον Γουάιρλες. Εξήγησε σε κάποιον στο τηλεφωνικό κέντρο στην Όμαχα ποια ήταν και πόσο επείγουσα ήταν η κατάσταση. Ήθελε να της αναφέρουν άμεσα οποιαδήποτε χρήση του κινητού της Τζένιφερ, μαζί με τα στοιχεία της κεραίας που θα διαχειριζόταν την κλήση. Μπορεί η Τζένιφερ να μη γνώριζε ότι το κινητό της ήταν σαν ραδιοφάρος που μπορούσε να προσδιορίσει τη θέση της. Είναι έξυπνη, σκέφτηκε η Τέρι, αλλά όχι τόσο έξυπνη. Η ντετέκτιβ ειδοποίησε επίσης τη νυχτερινή βάρδια της ασφάλειας στην Μπανκ οφ Αμέρικα, που θα την ενημέρωνε αν η Τζένιφερ προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την κάρτα ανάληψης σε κάποιο ΑΤΜ. Η κοπέλα δεν είχε πιστωτική κάρτα –η Μαίρη Ρίγκινς και ο Σκοτ Γουέστ ήταν ανυποχώρητοι σε αυτό το ζήτημα, δηλώνοντας ότι τέτοιες πολυτέλειες ήταν για τους εύπορους και όχι για την Τζένιφερ. Η Τέρι δεν τους είχε πολυπιστέψει. Προσπάθησε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να συμβάλει στο να βρεθούν τα ίχνη της Τζένιφερ. Είχε ήδη υπερβεί τις επίσημες κατευθυντήριες γραμμές της υπηρεσίας αφού, κανονικά, δεν μπορούσε να καταχωριστεί δήλωση εξαφάνισης πριν περάσουν είκοσι τέσσερις ώρες, ούτε ήταν έγκλημα το να το σκάσει κάποιος απ’ το σπίτι του. Όχι ακόμη. Έπρεπε πρώτα να συμβεί κάτι. Η Τέρι είχε απόλυτη επίγνωση ότι το κάτι που θα μπορούσε να συμβεί συνήθως ήταν φρικτό. Ανεπίσημα, ο σκοπός ήταν να βρεθεί το παιδί πριν συμβεί κάτι.
Η Τέρι δεν πίστευε καθόλου ότι θα ήταν τόσο τυχεροί. Αφού έκανε τα τηλεφωνήματα, πήγε σε μια μεγάλη μαύρη ατσάλινη αρχειοθήκη σε μια γωνιά του γραφείου, όπου φυλάσσονταν οι φάκελοι των υποθέσεων. Ο φάκελος της οικογένειας Ρίγκινς περιείχε τα στοιχεία των δύο προηγούμενων προσπαθειών της Τζένιφερ να το σκάσει. Μετά τη δεύτερη απόπειρα, η Τέρι είχε αφήσει το ντοσιέ στο τμήμα της αρχειοθήκης με τις ανοιχτές υποθέσεις, όπου είχε παραμείνει περισσότερο από ένα χρόνο. Θα έπρεπε να είχε σταλεί στην αποθήκη, αλλά η Τέρι ήταν βέβαιη ότι θα ερχόταν αναπόφευκτα η συγκεκριμένη νύχτα, έστω κι αν δεν ήξερε για ποιον ακριβώς λόγο. Έβγαλε το ντοσιέ από την αρχειοθήκη και ξαναπήγε στο γραφείο της. Είχε απομνημονεύσει τις περισσότερες σχετικές πληροφορίες –η Τζένιφερ δεν ήταν από τους εφήβους που θα μπορούσε εύκολα να ξεχάσει κανείς–, αλλά ήξερε ότι ήταν σημαντικό να επανεξετάσει τις λεπτομέρειες, ίσως επειδή σε μια από τις δύο προηγούμενες απόπειρες μπορεί να είχε βγει στην επιφάνεια κάποιο στοιχείο που θα έδειχνε ενδεχομένως ποιος ήταν τώρα ο προορισμός της. Η καλή αστυνομική δουλειά απαιτεί μόχθο και αποφασιστικότητα και σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στην εξέταση μικρολεπτομερειών. Η Τέρι ήθελε να είναι σίγουρη ότι όλες οι αναφορές που θα υπέβαλλε στη γραφειοκρατική ιεραρχία θα έδειχναν ότι έδινε την απαιτούμενη προσοχή σε καθετί που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιτυχία. Ήθελε οπωσδήποτε να πετύχει, έστω κι αν οι πιθανότητες ήταν μηδαμινές. Αναστέναξε βαθιά. Θα ήταν δύσκολο να βρεθεί η Τζένιφερ. Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη ελπίδα ήταν η κοπέλα να ξέμενε από λεφτά πριν την ωθήσει
κάποιος στην πορνεία ή τη μάθει στα ναρκωτικά ή τη βιάσει και δολοφονήσει, και να τηλεφωνούσε στο σπίτι της, κι έτσι θα τελείωνε η ιστορία, κατά κάποιον τρόπο. Η Τέρι καταλάβαινε ότι το πρόβλημα ήταν πως η Τζένιφερ είχε σχεδιάσει αυτή την απόδραση. Ήταν μια αποφασισμένη έφηβη. Πεισματάρα και έξυπνη. Η Τέρι δεν πίστευε ότι η Τζένιφερ το είχε στο DNA της να τα παρατάει με το πρώτο σημάδι μπλεξίματος. Το πρόβλημα ήταν ότι το πρώτο σημάδι μπορεί να ήταν και το τελευταίο. Άνοιξε το φάκελο της υπόθεσης και τον τοποθέτησε πάνω στο γραφείο της, δίπλα στον φορητό υπολογιστή που είχε πάρει από το δωμάτιο της Τζένιφερ. Η Τζένιφερ είχε κολλήσει δύο μεγάλα κόκκινα λουλούδια στο καπάκι του υπολογιστή κι ένα αυτοκόλλητο για τη διάσωση της φάλαινας, απ’ αυτά που έμπαιναν στους προφυλακτήρες των αυτοκινήτων. Κανονικά, η Τέρι θα περίμενε να ξημερώσει πρώτα και μετά θα επικοινωνούσε με το γραφείο του εισαγγελέα για να βάλουν κάποιον από τους εγκληματολόγους τους να εξετάσει τον υπολογιστή. Γραφειοκρατία στο τετράγωνο. Εκείνη όμως είχε παρακολουθήσει μαθήματα μεταπτυχιακού επιπέδου στο τοπικό πανεπιστήμιο σχετικά με το κυβερνοέγκλημα και γνώριζε ήδη αρκετά πράγματα ώστε να μπορέσει να μπει στον σκληρό δίσκο, να κάνει ένα αντίγραφο του περιεχομένου και να μεταφέρει όλα τα δεδομένα σ’ ένα φλασάκι. Έτσι, λοιπόν, άνοιξε τον υπολογιστή. Έριξε μια ματιά προς το παράθυρο. Το πρώτο φως της αυγής είχε αρχίσει να περνά μέσα από τα κλαδιά μιας μεγαλόπρεπης βαλανιδιάς που υπήρχε στην άκρη του χώρου στάθμευσης της αστυνομίας. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε να κοιτάζει το θέαμα. Το φως φαινόταν ν’ αναζητά και να
διαπερνά τα βλαστάρια και τον τραχύ φλοιό του δέντρου, παραμερίζοντας ζωηρά τις σκιές. Η Τέρι ήξερε ότι θα έπρεπε να νιώθει εξάντληση ύστερα από το ατέλειωτο ξενύχτι, αλλά η αδρεναλίνη τής έδινε αρκετή ενέργεια για να συνεχίσει λίγο ακόμη. Σκέφτηκε πως λίγος καφές θα μπορούσε να τη βοηθήσει, και υπενθύμισε στον εαυτό της να τηλεφωνήσει στο σπίτι της σε λίγο για να βεβαιωθεί ότι η Λόρι είχε ξυπνήσει τα παιδιά, τους είχε ετοιμάσει το μεσημεριανό που θα έπαιρναν μαζί τους και τα είχε βγάλει από το σπίτι για να προλάβουν το λεωφορείο. Δεν της άρεσε να λείπει όταν ξυπνούσαν τα παιδιά, μολονότι εκείνα θα χαίρονταν βλέποντας τη Λόρι. Θεωρούσαν πάντα πως ήταν συναρπαστικό όταν η μητέρα τους έφευγε στη μέση της νύχτας για να κάνει κάποια αστυνομική δουλειά. Η Τέρι έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή. Την κυρίεψε μια φευγαλέα ανησυχία: Θα φρόντιζε άραγε η Λόρι να περιμένει μέχρι να ανέβουν στο λεωφορείο; Δε θα τα άφηνε στημένα στην άκρη του δρόμου... Κούνησε το κεφάλι της. Η φίλη της ήταν αξιόπιστη γυναίκα. Σκέφτηκε ότι ο φόβος κρύβεται πάντα λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια, περιμένοντας να ξεχυθεί. Πάτησε το διακόπτη του υπολογιστή και το μηχάνημα ζωντάνεψε. Βρίσκεσαι άραγε εδώ μέσα, Τζένιφερ; Τι θα μου πεις; Αναρωτήθηκε αν κάθε λεπτό που περνούσε ήταν πιο πολύτιμο από το προηγούμενο. Ήξερε πως θα έπρεπε να είχε πάρει πρώτα το επίσημο οκέι για να εξετάσει τον υπολογιστή. Αλλά δεν περίμενε.
Ο Μάικλ ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένος από τον εαυτό του. Μετά το κάψιμο του κλεμμένου φορτηγού, είχε σταματήσει σ’ ένα σταθμό ανάπαυσης στον αυτοκινητόδρομο, όπου είχε κατορθώσει ν’ αφήσει στις γυναικείες τουαλέτες μια κάρτα βιβλιοθήκης με το όνομα Τζένιφερ Ρίγκινς. Με μια κούπα σκέτο καφέ στο χέρι, είχε καθίσει στην περιοχή εστίασης, ανάμεσα σε ένα Μακντόναλντ’ς και σ’ ένα κλειστό κιόσκι που πουλούσε παγωμένο γιαούρτι. Παρατηρούσε τους ταξιδιώτες που σταματούσαν στην περιοχή, περιμένοντας τη στιγμή που θα ήταν σίγουρος ότι δε βρισκόταν κανείς στις τουαλέτες. Έριξε μια γρήγορη ματιά και βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχαν κάμερες ασφαλείας στον προθάλαμο που οδηγούσε εκεί. Αλλά έστω κι έτσι, δεν έβγαλε καθόλου το σκούρο μπλε κασκέτο του μπέιζμπολ που φορούσε, εμποδίζοντας έτσι οποιαδήποτε κάμερα να καταγράψει το προφίλ του. Τσαλάκωσε την κούπα του καφέ, την πέταξε σε ένα σκουπιδοτενεκέ και προχώρησε προς τις αντρικές τουαλέτες. Την τελευταία στιγμή, όμως, μπήκε στις γυναικείες. Έμεινε εκεί μόνο μερικά δευτερόλεπτα –όσο χρειάστηκε για να πετάξει την κάρτα με την καλή της πλευρά προς τα πάνω δίπλα σε μια τουαλέτα, όπου υπήρχε περίπτωση να την προσέξει το επόμενο συνεργείο καθαρισμού που θα έμπαινε για να σφουγγαρίσει τα πατώματα. Ήξερε ότι ήταν πολύ πιθανό να την πετάξουν απλώς στα σκουπίδια. Δεν αποκλειόταν όμως το να μην το κάνουν, πράγμα που θα εξυπηρετούσε τους δικούς του σκοπούς. Γυρίζοντας στο αυτοκίνητό του, βολεύτηκε στη θέση του και άνοιξε έναν μικρό φορητό υπολογιστή. Χάρηκε
διαπιστώνοντας ότι η περιοχή καλυπτόταν από ασύρματο δίκτυο Ίντερνετ. Ο υπολογιστής ήταν κλεμμένος, όπως και το κλειστό φορτηγό που είχαν χρησιμοποιήσει. Ο Μάικλ τον είχε βουτήξει από ένα τραπέζι μιας πανεπιστημιακής τραπεζαρίας πριν από τρεις μέρες. Η κλοπή είχε γίνει με αξιοσημείωτη ευκολία, όταν ένας φοιτητής άφησε το μηχάνημα για να πάει να πάρει ένα τσίζμπουργκερ. Με πατάτες, όπως υπέθετε ο Μάικλ. Το σημαντικό ήταν ότι δεν το είχε βάλει στα πόδια όταν άρπαξε τον υπολογιστή. Κάτι τέτοιο θα είχε τραβήξει την προσοχή. Αντίθετα, τον είχε χώσει σε μια μαύρη προστατευτική θήκη και είχε πάει σ’ ένα τραπέζι στην άλλη άκρη της αίθουσας, όπου περίμενε μέχρι που επέστρεψε ο φοιτητής κι άρχισε να φωνάζει όταν αντιλήφθηκε την απώλεια. Βάζοντας τον κλεμμένο υπολογιστή σ’ ένα σακίδιο για να μη φαίνεται, ο Μάικλ είχε πλησιάσει τη μικρή ομάδα που είχε μαζευτεί γύρω από τον εξαγριωμένο φοιτητή. «Δικέ μου, πρέπει να καλέσεις αμέσως την ασφάλεια της πανεπιστημιούπολης», του είχε πει, μιμούμενος τον τόνο ενός μεταπτυχιακού φοιτητή ελαφρώς προχωρημένης ηλικίας. «Μην περιμένεις, πρέπει να το κάνεις χωρίς καθυστέρηση». Τα μουρμουρητά που ακούστηκαν έδειξαν ότι πολλοί είχαν την ίδια άποψη. Και στη συνέχεια, ενώ έβγαιναν τα κινητά από τις τσέπες και βασίλευε η σύγχυση, ο Μάικλ είχε απομακρυνθεί απλώς από τους φοιτητές, με τον κλεμμένο υπολογιστή πρόχειρα κρυμμένο μέσα στο σακίδιό του. Περνώντας καμαρωτά ανάμεσα στα πηγαδάκια των φοιτητών, είχε πάει σ’ ένα χώρο στάθμευσης όπου τον περίμενε η Λίντα. Μερικές φορές, σκέφτηκε, είναι απίστευτα εύκολο να
κλέψεις κάτι. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα συνδέθηκε με το σύστημα κράτησης της λεωφορειακής γραμμής Τρέιλγουεϊς στη Βοστόνη και πληκτρολόγησε τον αριθμό της κάρτας Visa που είχε πάρει από το πορτοφόλι της Τζένιφερ. Υπέθετε ότι Μαίρη ήταν το όνομα της μητέρας της. Αγόρασε ένα εισιτήριο μονής διαδρομής για το λεωφορείο που έφευγε στις δύο τη νύχτα για τη Νέα Υόρκη. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει κάποια ίχνη της Τζένιφερ –για την περίπτωση που την αναζητούσε κάποιος. Ίχνη που δε θα οδηγούν πουθενά. Κατόπιν έβαλε μπρος κι έφυγε από το χώρο ανάπαυσης. Ήξερε ότι πίσω από ένα μεγάλο κτίριο γραφείων λίγο έξω από τη Βοστόνη υπήρχε ένας κάδος απορριμμάτων τον οποίο άδειαζαν νωρίς το πρωί, και ήθελε να πετάξει εκεί τον υπολογιστή, κάτω από σωρούς σκουπιδιών. Αν κάποιος έξυπνος προσπαθούσε να εντοπίσει την πηγή της κράτησης, θα έβρισκε μια πολύ περίεργη διεύθυνση ΙΡ. Η επόμενη στάση ήταν στο σταθμό λεωφορείων της Βοστόνης, ένα αδιάφορο τετράγωνο κτίριο με σκληρό φωτισμό από λάμπες φθορίου. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν μια θολούρα από τις εξατμίσεις των λεωφορείων και μια βαριά μυρωδιά μηχανέλαιου. Γινόταν ένα αδιάκοπο πήγαιν’ έλα επιβατών και λεωφορείων, που έβγαιναν στους δρόμους, διέσχιζαν τα αξιοθέατα της πόλης και στη συνέχεια κατευθύνονταν προς τον Αυτοκινητόδρομο 93 πηγαίνοντας προς βορρά ή προς νότο, ή προς τον 90, στα δυτικά. Το όλο σκηνικό θύμιζε στον Μάικλ θερμόμετρο που έπεφτε σε σκληρό πάτωμα με αποτέλεσμα να απλωθούν προς όλες τις κατευθύνσεις τα ασημόχρωμα σταγονίδια του υδραργύρου.
Ο σταθμός διέθετε σύστημα ηλεκτρονικής έκδοσης εισιτηρίων, αλλά ο Μάικλ περίμενε μέχρι που μαζεύτηκαν κάμποσοι άνθρωποι γύρω από το μηχάνημα πώλησης που έμοιαζε με ΑΤΜ. Στάθηκε στην ουρά, πέρασε την κλεμμένη Visa στη συσκευή ανάγνωσης και πήρε το εισιτήριο, πάνω στο οποίο είχε τυπωθεί το όνομα Κυρία Μ. Ρίγκινς. Φρόντισε να κρατάει το κεφάλι του σκυφτό. Ήξερε πως υπήρχαν κάμερες ασφαλείας που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του σταθμού, και υπέθεσε πως ήταν ενδεχόμενο κάποιος αστυνομικός να συνέκρινε τη χρονοσήμανση του εισιτηρίου με το βίντεο του μηχανήματος πώλησης και να έβλεπε ότι δε φαινόταν πουθενά η Τζένιφερ. Πρόσεχε, είπε στον εαυτό του. Μόλις πήρε το εισιτήριο, πήγε στις αντρικές τουαλέτες. Αφού βεβαιώθηκε πως ήταν μόνος, κλειδώθηκε σε ένα θαλαμίσκο. Άνοιξε το σακίδιό του κι έβγαλε ένα διαφορετικό σακάκι, ένα μαλακό ψαράδικο καπέλο, μια ψεύτικη γενειάδα κι ένα ψεύτικο μουστάκι. Χρειάστηκε μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να αλλάξει την εμφάνισή του, και μετά βγήκε από τις τουαλέτες και βρήκε ένα σημείο σε μια σκοτεινή γωνιά για να περιμένει. Στο σταθμό υπήρχε συνεχής παρουσία αστυνομικών, που όμως ήταν βαριεστημένοι. Η βασική τους δουλειά ήταν να βρίσκουν άστεγους που αναζητούσαν ένα ζεστό και ασφαλές μέρος για να περάσουν τη νύχτα τους αλλά δεν καταδέχονταν τα πολυάριθμα σχετικά άσυλα που ήταν διαθέσιμα. Το άλλο καθήκον των αστυνομικών φαινόταν να είναι η αποτροπή ληστειών που μπορεί να έδιναν αφορμή για δυσάρεστους τίτλους. Ο σταθμός των λεωφορείων ήταν ένα μέρος όπου επικρατούσε νευρικότητα· ο Μάικλ αισθανόταν ότι βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ ομαλότητας,
αξιοπρέπειας και εγκλήματος, σε ένα χώρο όπου διαφορετικοί κόσμοι έρχονταν σε αμήχανη επαφή μεταξύ τους. Σκέφτηκε πως η εμφάνισή του τον κατέτασσε στους αξιοπρεπείς ανθρώπους, πράγμα που αποτελούσε ωραίο καμουφλάζ που έκρυβε την αλήθεια. Περίμενε καθισμένος σε μια άβολη καρέκλα από κόκκινο πλαστικό, κουνώντας νευρικά τα πόδια του, προσπαθώντας να παραμείνει απαρατήρητος, μέχρι που είδε αυτό που χρειαζόταν: τρία κολεγιοκόριτσα με έναν αφηρημένο φίλο που τα συνόδευε. Όλοι κουβαλούσαν σακίδια και δε φαίνονταν να επηρεάζονται από την περασμένη ώρα. Αλλά ταυτόχρονα έδειχναν πως ήταν από τους τύπους που θα ήθελαν να κάνουν μια καλή πράξη αν έβρισκαν κάτι που δεν τους ανήκε. Θα ειδοποιούσαν κάποιον. Αυτό ήθελε ο Μάικλ. Το ένα πέπλο μυστηρίου πάνω από το άλλο. Πήγε αργά και στάθηκε στην ουρά πίσω τους, με το γιακά του σηκωμένο και το καπέλο κατεβασμένο χαμηλά, επειδή ήξερε ότι αυτή τη φορά σίγουρα υπήρχαν κάμερες ασφαλείας που κατέγραφαν τα πάντα. Ανάθεμα τον αντιτρομοκρατικό νόμο, είπε κεφάτα στον εαυτό του. Μόνο που δεν είχε δυσκολευτεί να βρει δημοσιεύματα στο Ίντερνετ που έλεγαν ουσιαστικά σε ποια σημεία ήταν τοποθετημένες εκείνες οι κάμερες και με ποιον τρόπο επιτηρούσαν το χώρο. Περίμενε μέχρι που ένα τσούρμο κολεγιόπαιδα μαζεύτηκαν γύρω από τον ταλαιπωρημένο εκδότη εισιτηρίων προσπαθώντας να τον πείσουν να ικανοποιήσει όλων τα αιτήματα ταυτόχρονα. Τότε, άπλωσε το χέρι του με τρόπο κι έχωσε τη Visa σε μια ανοιχτή θήκη ενός σακιδίου. Ταχυδακτυλουργία αντάξια του Χουντίνι , είπε με το νου του.
Η σκέψη αυτή τον έκανε να χαμογελάσει, γιατί, με τον δικό τους τρόπο, αυτό που είχαν κάνει εκείνος και η Λίντα ήταν μαγικό: Η Τζένιφερ είχε εξαφανιστεί. Στη θέση της, αλυσοδεμένη και φορώντας μια κουκούλα στο κεφάλι, ήταν η Νούμερο 4, μια ασάλευτη εικόνα που ταξίδευε στον κυβερνοχώρο.
9 Ο Έιντριαν στεκόταν απέναντι από τη φαρμακοποιό και την παρακολουθούσε καθώς εκείνη έβαζε επιδέξια διάφορα χάπια σε φιαλίδια. Πότε πότε η φαρμακοποιός τού έριχνε μια ματιά και χαμογελούσε αχνά. Ο Έιντριαν ήδη αισθανόταν ότι η κοπέλα είχε κάποιο σχόλιο στην άκρη της γλώσσας της, αλλά το κατάπινε κάθε φορά που τα λόγια απειλούσαν να βγουν από τα χείλη της. Το ύφος της του ήταν γνώριμο από την αίθουσα διδασκαλίας, όταν κάποιος φοιτητής καθισμένος στα μπροστινά θρανία άρχιζε ένα μονόλογο που μπορεί να ήταν απόλυτα σχετικός με το θέμα ή εντελώς άσχετος. Για μια στιγμή ένιωσε πάλι σαν καθηγητής. Ήθελε να σκύψει πάνω από τον πάγκο και να ψιθυρίσει: Ξέρω τι σημαίνουν όλα αυτά τα χάπια, και ξέρω ότι το γνωρίζεις κι εσύ, αλλά δε φοβάμαι το θάνατο. Καθόλου. Αυτό που με στενοχωρεί είναι η ιδέα ότι θα ξεθωριάσει το μυαλό μου, και αυτά τα χάπια υποτίθεται πως θα επιβραδύνουν τη διαδικασία, αν και ξέρω πως δε θα έχουν αποτέλεσμα. Αυτά ήθελε να πει, αλλά δεν το έκανε. Ή μπορεί και να το έκανε, και η φαρμακοποιός να μην τον άκουσε. Δεν ήταν σίγουρος. Εκείνη τον πλησίασε. «Αυτά τα φάρμακα είναι πραγματικά πανάκριβα, ακόμη και με την ασφαλιστική κάλυψη που προσφέρει το κολέγιο. Λυπάμαι πολύ», του είπε. Λες και ζητώντας συγνώμη για το εξωφρενικό κόστος των φαρμάκων μπορούσε στην πραγματικότητα να εκφράσει τη
λύπη της για τη βαριά αρρώστια του. «Δεν πειράζει», απάντησε ο Έιντριαν. Σκέφτηκε να προσθέσει κάτι σαν Δεν πρόκειται να τα χρειαστώ για πολύ, αλλά και πάλι δεν το έκανε. Έψαξε αδέξια στο πορτοφόλι του και μετά της έδωσε μια πιστωτική κάρτα και είδε αρκετές εκατοντάδες δολάρια να χρεώνονται στο λογαριασμό του. Από το μυαλό του πέρασε μια ελαφρώς χιουμοριστική σκέψη: Μην πληρώσεις το λογαριασμό της κάρτας. Για να δούμε τι θα καταφέρουν οι βδέλλες προσπαθώντας να πάρουν τα λεφτά από έναν ασυνάρτητο γέρο ηλίθιο που δε θυμάται ούτε τι μέρα είναι, πόσο μάλλον ότι είχε χρεώσει την κάρτα του. Βγήκε από το φαρμακείο στο ηλιόλουστο πρωινό κουβαλώντας μια χαρτοσακούλα γεμάτη φάρμακα. Άνοιξε ένα φιαλίδιο, έριξε ένα Έξελον στην παλάμη του και μετά πρόσθεσε ένα Πρόζακ κι ένα Ναμέντα, που υποτίθεται ότι θα τον βοηθούσαν να αποφεύγει τη σύγχυση. Εκείνος πίστευε ότι δεν τα χρειαζόταν ακόμη, αν και ήταν πρόθυμος να παραδεχτεί πως αυτό ίσως έδειχνε ότι όντως τα χρειαζόταν. Έριξε μόνο μια φευγαλέα ματιά στον μακρύ κατάλογο των δυσάρεστων παρενεργειών που συνόδευε το κάθε φάρμακο. Ό,τι και αν ήταν, αποκλειόταν να είναι χειρότερες απ’ αυτό που τον περίμενε. Στη σακούλα υπήρχε κι ένα αντιψυχωσικό φάρμακο, αλλά ο Έιντριαν δεν άνοιξε το συγκεκριμένο φιαλίδιο και μπήκε στον πειρασμό να το πετάξει. Έβαλε τα χάπια που είχε διαλέξει στο στόμα του και κατάπιε με δυσκολία. Είναι ένα ξεκίνημα, είπε στον εαυτό του. «Εντάξει, τώρα που το τακτοποίησες αυτό, καιρός ν’ ασχοληθούμε με τη δουλειά», του είπε κοφτά ο αδερφός του.
«Καιρός ν’ ανακαλύψουμε ποια είναι η Τζένιφερ». Ο Έιντριαν γύρισε αργά προς τον ήχο της φωνής του αδερφού του. «Γεια σου, Μπράιαν», είπε, μη μπορώντας να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. «Ήλπιζα πως θα εμφανιζόσουν αργά ή γρήγορα». Ο Μπράιαν ήταν καθισμένος στην κουκούλα του παλιού Βόλβο του Έιντριαν, με τα γόνατα μαζεμένα, και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Ο καπνός ανέβαινε στον γαλανό ουρανό από πάνω τους. Ο Μπράιαν φορούσε μια βρόμικη, κουρελιασμένη φόρμα αγγαρείας στο χρώμα του λαδιού, που ήταν γεμάτη ματωμένες πιτσιλιές. Το αλεξίσφαιρο γιλέκο του ήταν σκισμένο. Το κράνος του ήταν δίπλα στα πόδια του, με το σήμα της ειρήνης ζωγραφισμένο πάνω του με μαύρο μελάνι και με μια αυτοκόλλητη αμερικανική σημαία, κάτω από την οποία ήταν γραμμένες οι λέξεις Έμπορος Θανάτου και Καρδιοκλέφτης. Ο Μπράιαν είχε ακουμπισμένο το Μ-16 του ανάμεσα στα πόδια του, συγκρατώντας το κοντάκι με τις μπότες του. Το πρόσωπό του ήταν αυλακωμένο από τον ιδρώτα και ήταν χλομός και αδύνατος σαν σκελετός, αν και δεν είχε κλείσει ούτε τα είκοσι τρία. Η στάση του θύμιζε μια φωτογραφία τραβηγμένη πριν από πολλά χρόνια από τον Άγγλο φωτορεπόρτερ Λάρι Μπάροουζ, που βρισκόταν σε αποστολή για το Λάιφ, λίγο πριν σκοτωθεί. Ο Μπράιαν την είχε κορνιζάρει και την είχε πάνω στο γραφείο του ως υπόμνηση, όπως είχε πει κάποτε στον Έιντριαν, μολονότι δεν είχε προσδιορίσει τι ακριβώς του θύμιζε. Τώρα η φωτογραφία βρισκόταν σ’ ένα σκονισμένο κιβώτιο στο υπόγειο του Έιντριαν, μαζί με πολλά άλλα πράγματα του αδερφού του, ανάμεσα στα οποία ήταν και το παράσημο του Αργυρού Αστέρα που είχε κερδίσει και δεν το είχε αναφέρει ποτέ σε
κανέναν. Ενώ ο Έιντριαν τον κοίταζε, ο Μπράιαν κατέβηκε από το καπό με μια αργή, οδυνηρή κίνηση, σαν να ήταν εξαντλημένος, χωρίς όμως να χάσει την αυτάρεσκη νωχέλεια που ο αδερφός του θυμόταν από την παιδική τους ηλικία. Ο Μπράιαν δε βιαζόταν ποτέ, έστω κι αν ολόγυρά τους γινόταν χαμός. Ήταν ένα από τα καλύτερα γνωρίσματά του –η ικανότητα να βλέπει καθαρά όταν οι άλλοι πανικοβάλλονταν– και ο Έιντριαν ανέκαθεν τον αγαπούσε για την ηρεμία που επιδείκνυε. Αν βρισκόταν σ’ ένα επικίνδυνο ρεύμα, ο Μπράιαν μπορούσε να κολυμπήσει, ενώ άλλοι τσαλαβουτούσαν άτσαλα και πνίγονταν. Καθ’ όλη τη διάρκεια των νεανικών τους χρόνων, ενώ είχαν μόνο δύο χρόνια διαφορά, οπότε συνέβαινε κάτι –οτιδήποτε–, ο Έιντριαν πάντα στρεφόταν στον αδερφό του για να υπολογίσει ποια έπρεπε να είναι και η δική του αντίδραση. Για το λόγο αυτό δυσκολευόταν ακόμη περισσότερο να κατανοήσει το θάνατο του Μπράιαν. Εκείνος τινάχτηκε σαν σκύλος που άθελά του ξυπνούσε από βαθύ ύπνο κι έδειξε το δεξί του μπράτσο, στο σημείο που ήταν ανεβασμένο το χιτώνιό του, αφήνοντας να φαίνεται μόνο το έμβλημα της 1ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας Τεθωρακισμένων –η κίτρινη ασπίδα με τη φαρδιά μαύρη γραμμή και το περίγραμμα του κεφαλιού ενός αλόγου. Μετά τεντώθηκε και κρέμασε το όπλο στον ώμο του. Σήκωσε το βλέμμα του προς τον λαμπερό ήλιο, σκιάζοντας τα μάτια του για μια στιγμή. «Είναι μια κολεγιούπολη, ω αδερφέ μου», είπε. «Γεμάτη πραότητα. Όχι σαν το Βιετνάμ», είπε ρουθουνίζοντας μισοαστεία μισοσοβαρά.
Ο Έιντριαν κούνησε το κεφάλι του. «Και δε μοιάζει με το Χάρβαρντ, ή τη Νομική Σχολή του Κολούμπια. Ούτε μ’ εκείνο το μεγάλο δικηγορικό γραφείο στη Γουόλ Στρητ όπου δούλευες. Και οπωσδήποτε δε μοιάζει και πολύ μ’ εκείνο το μεγάλο διαμέρισμα στο Άπερ Ιστ Σάιντ όπου...» Ο Έιντριαν σταμάτησε. «Με συγχωρείς», είπε βιαστικά. Ο Μπράιαν γέλασε. «Δε μοιάζει με πολλά άλλα πράγματα. Και μη στενοχωριέσαι. Αν θέλεις να μιλήσουμε για το λόγο που αυτοκτόνησα, έχουμε ακόμη καιρό γι’ αυτό. Τώρα, όμως, μου φαίνεται πως έχουμε δουλειά να κάνουμε. Η σοβαρή δουλειά γίνεται στο ξεκίνημα οποιασδήποτε έρευνας. Πρέπει να σημειώσουμε πρόοδο όσο ακόμη τα πράγματα είναι σχετικά νωπά. Να ξεκινήσουμε πριν αρχίσουν να σβήνουν τα ίχνη. Πιστεύω ότι ήδη το καθυστέρησες υπερβολικά. Δεν άκουσες αυτά που σου είπε η Κάσι; Σου είπε να βιαστείς. Γι’ αυτό λοιπόν ας ξεκινήσουμε. Δεν υπάρχει χρόνος για άλλα χασομέρια». «Δεν ξέρω από πού ακριβώς να ξεκινήσω. Εξακολουθεί να είναι πολύ...» Ο Έιντριαν δίστασε. «Τρομακτικό; Αλλόκοτο;» Ο Μπράιαν γέλασε. Συχνά γελούσε όταν αντιμετώπιζαν σοβαρά θέματα, λες και αυτό μπορούσε να αμβλύνει τις ανησυχίες που τα συνόδευαν. «Κοίτα, πιστεύω πως τα χάπια θα σε βοηθήσουν. Ίσως καθυστερήσουν για λίγο την εξέλιξη, ενώ εμείς θα βάζουμε σε μια τάξη αυτά που ξέρουμε». «Μα στην πραγματικότητα δεν ξέρω τίποτε». Ο Μπράιαν χαμογέλασε πάλι. «Και βέβαια ξέρεις, αλλά είναι θέμα πραγματολογίας. Πρέπει να δουλέψεις σταθερά, να αντιμετωπίσεις το κάθε ερώτημα ως ένα κενό που πρέπει να συμπληρωθεί».
«Εσύ ήσουν πάντα καλός στην οργάνωση». «Με εκπαίδευσε καλά ο στρατός. Και ακόμη καλύτερα η Νομική. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημά μου». «Θα με βοηθήσεις;» «Γι’ αυτό είμαι εδώ. Το ίδιο και η Κασάντρα». Ο Έιντριαν κοντοστάθηκε. Νεκρή σύζυγος. Νεκρός αδερφός. Ο καθένας τους θα έβλεπε τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Δεν τον ένοιαζε ποιος θα μπορούσε να τον δει εκείνη τη στιγμή να μιλάει ζωηρά με κάποιον που δεν ήταν εκεί. Εκείνος ήξερε με ποιον κουβέντιαζε. Ο Μπράιαν είχε βγάλει το γεμιστήρα από το Μ-16 και τον χτυπούσε πάνω στο καπό του Βόλβο για να βεβαιωθεί ότι ήταν γεμάτος. Ο Έιντριαν ήθελε ν’ απλώσει το χέρι και ν’ αγγίξει το φθαρμένο ρούχο του αδερφού του. Ένιωθε στα ρουθούνια του την οσμή του στεγνού ιδρώτα και της σαπίλας της ζούγκλας και μια ανεπαίσθητη μυρωδιά μπαρουτιού. Όλα τού φαίνονταν πολύ πραγματικά, κι όμως ήξερε ότι δεν ήταν, αλλά αυτό δεν τον πείραζε. «Πάντα πίστευα ότι έπρεπε να είχα πάει κι εγώ, όπως εσύ». Ο Μπράιαν ξεφύσηξε. «Στο Βιετνάμ; Λάθος πόλεμος σε λάθος χρόνο. Μη γίνεσαι ανόητος γέρος. Εγώ πήγα για όλους τους λάθος λόγους. Από ρομαντισμό και ενθουσιασμό και αίσθηση καθήκοντος –ίσως αυτός να μην ήταν λάθος λόγος–, αλλά και από αφοσίωση και τιμή και όλες εκείνες τις ωραίες λέξεις που αποδίδουμε στους ανθρώπους που φεύγουν για να πάνε να πολεμήσουν. Και το πλήρωσα πανάκριβα. Το ξέρεις». Ο Έιντριαν ένιωσε σαν να είχε δεχτεί μια επίπληξη. Ανέκαθεν τον έπιανε γλωσσοδέτης και τραύλιζε όταν προσπαθούσε να μιλήσει με τον μεγάλο του αδερφό σχετικά
με συναισθηματικά θέματα. Τα πάντα γύρω από τον Μπράιαν του φαίνονταν τόσο τέλεια, τόσο αξιοθαύμαστα. Ήταν πολεμιστής. Φιλάνθρωπος. Άνθρωπος των νόμων και της λογικής. Ακόμη κι όταν είχαν μεγαλώσει πια και οι σπουδές του Έιντριαν του είχαν δώσει τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια κλινική αντίληψη της μετατραυματικής διαταραχής άγχους και της βαριάς κατάθλιψης που κυρίευε διαρκώς τον Μπράιαν, η πρακτική εφαρμογή σ’ ένα αγαπημένο του πρόσωπο των πραγμάτων που είχε μάθει σε μια τάξη είχε παρουσιάσει σημαντικές δυσκολίες. Ήταν πολλά αυτά που ήθελε να πει, μα τα λόγια πάντα σκόνταφταν φτάνοντας στα χείλη του και οι σκέψεις του χάνονταν μέσα στις χαραμάδες της λησμονιάς. Ο Μπράιαν έσπρωξε προς τα πίσω το κράνος του για να μπορέσει να σαρώσει ευκολότερα με τα γαλανά μάτια του το πάρκινγκ του φαρμακείου. «Καλός χώρος για ενέδρα», είπε αφηρημένα. «Ας είναι, δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Πρώτη ερώτηση: Ποια είναι η Τζένιφερ; Πρέπει να βρούμε μια απάντηση. Μετά μπορούμε να αρχίσουμε να ψάχνουμε το γιατί». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. Έριξε μια ματιά στο ροζ κασκέτο των Ρεντ Σοξ που ήταν στο κάθισμα του αυτοκινήτου. Ο Μπράιαν ακολούθησε το βλέμμα του. «Σωστά», είπε. «Κάποιος θα αναγνωρίσει το κασκέτο. Λες πως η κοπέλα πήγαινε με τα πόδια;» «Ναι. Προχωρούσε βιαστικά προς τη στάση του λεωφορείου». «Άρα ερχόταν από κάπου στη γειτονιά σου;» «Θα ήταν λογικό». «Λοιπόν», είπε ο Μπράιαν, «ξεκίνα από κείνο το σημείο.
Σχεδίασε μια νοερή περίμετρο με ακτίνα έξι τετραγώνων, γύρω στα δύο χιλιόμετρα, και προχώρησε συστηματικά. Κράτα σημειώσεις ως προς το πού πηγαίνεις, ποια είναι η διεύθυνση, τι λέει ο κόσμος. Κάποιος θα δει εκείνο το κασκέτο, θα ακούσει το όνομα και θα σε στρέψει στη σωστή κατεύθυνση». «Μα πρέπει να υπάρχουν... πόσα να πω, πενήντα, μπορεί και εβδομήντα πέντε σπίτια... Αυτό μας κάνει πολλά κουδούνια». «Κι εσύ θα τα χτυπήσεις ένα ένα». Ο Έιντριαν κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Κοίτα, Όντι», είπε ο Μπράιαν, χρησιμοποιώντας το παρατσούκλι της παιδικής τους ηλικίας. «Το ντετεκτιβιλίκι είναι κατά βάση δουλειά του ποδαριού. Δεν είναι αυτό που δείχνει το Χόλιγουντ, ούτε τόσο συναρπαστικό. Είναι απλώς σκληρή δουλειά. Ξεπάτωμα. Η μετατροπή πιθανοτήτων σε λεπτομέρειες και γεγονότα και μετά το συνταίριασμά τους. Οι συγγραφείς ιστοριών μυστηρίου και οι τηλεοπτικοί παραγωγοί θέλουν να φαντάζονται ότι είναι σαν εκείνα τα μεγάλα παζλ χιλίων κομματιών που απεικονίζουν τη Μόνα Λίζα ή έναν παγκόσμιο χάρτη που πρέπει να συνθέσουν. Τις περισσότερες φορές, όμως, οι υποθέσεις μοιάζουν μ’ εκείνα τα παζλ με τα ξύλινα κομμάτια που δίνουν στα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Να ταιριάξουν την εικόνα της αγελάδας ή της πάπιας στο αντίστοιχο κενό περίγραμμα. Είτε στη μια περίπτωση είτε στην άλλη, όταν ολοκληρώνεις το παζλ βλέπεις κάτι. Αυτό είναι που τελικά προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση». Ο Μπράιαν δίστασε. «Θυμάσαι που σου έλεγα για την υπόθεση που ανέλαβα εκεί πέρα; Ήταν το καλοκαίρι μετά την
επιστροφή μου και είχαμε πάει στο Κέιπ Κοντ. Είχαμε ανάψει φωτιά στην παραλία, είχαμε κατεβάσει κάμποσες μπίρες και σου μίλησα για εκείνη την υπόθεση... τότε που κατέληξα να περάσω όλα τα μέλη δύο διαφορετικών διμοιριών από τέσσερις τουλάχιστον ανακρίσεις μέχρι ν’ αρχίσει να φαίνεται κάποιο φως στην υπόθεση». Ο Έιντριαν το θυμόταν. Ο Μπράιαν σπάνια μιλούσε για την περίοδο που ήταν στο Βιετνάμ και για τις μάχες στις οποίες είχε πάρει μέρος ενώ φρόντιζε και τα θέματα της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Ήταν μια υπόθεση βιασμού, το 1969. Είχε ένα σωρό προβληματικές αμφισημίες –το θύμα ήταν Βιετκόνγκ, ο Μπράιαν ήταν σίγουρος γι’ αυτό, όπως ήταν και οι άντρες που κατηγορούνταν ότι την είχαν κακοποιήσει. Άρα ήταν ο εχθρός –όλοι ήταν σίγουροι γι’ αυτό–, αν και δεν υπήρχαν αδιάσειστες αποδείξεις. Επομένως, ό,τι κι αν της είχε συμβεί, πώς να το κάνουμε, πιθανότατα της άξιζε, ή τουλάχιστον αυτή ήταν η δικαιολογία για το γεγονός ότι πέντε άντρες βρέθηκαν σε μια καλύβα, βιάζοντας τη γυναίκα ο καθένας με τη σειρά, μέχρι που ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατη, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να έχουν μόνο μία τελευταία επιλογή. Ήταν μια από εκείνες τις υποθέσεις όπου απλούστατα δεν υπήρχε καλή πλευρά από ηθική άποψη, όπου δεν είχε προκύψει κανένα καλό από την αποκάλυψη της αλήθειας ως προς το τι είχε συμβεί σ’ ένα παράπλευρο περιστατικό του πολέμου. Είχε γίνει ένας βιασμός. Ο διοικητής έδωσε εντολή στον Μπράιαν να κάνει έρευνα. Υπήρχαν ένοχοι. Αλλά δε συνέβη τίποτα. Εκείνος υπέβαλε την αναφορά του. Ο πόλεμος συνεχίστηκε. Άνθρωποι πέθαιναν. Ο Μπράιαν έβαλε την καραμπίνα στον ώμο του κι έδειξε
προς το βάθος του δρόμου. «Προς τα κει», είπε. «Μπορεί να είναι βαρετό, αλλά πρέπει να γίνει. Πιστεύεις ότι θα συνεχίσεις να θυμάσαι τι πρέπει να ρωτήσεις; Δε θα ήθελες να ξεχάσεις...» «Θα πρέπει να μου το υπενθυμίζεις κάθε τόσο», απάντησε ο Έιντριαν. «Διάφορα πράγματα κατά κάποιον τρόπο ξεγλιστρούν από τη σκέψη μου όταν δε δίνω αρκετή προσοχή». «Θα είμαι στο πλευρό σου όποτε με χρειαστείς», είπε ο Μπράιαν. Ο Έιντριαν ήθελε να του πει ότι ευχόταν να είχε μπορέσει κι αυτός να του πει το ίδιο. Δεν ήταν στο πλευρό του Μπράιαν όταν εκείνος τον χρειάστηκε. Απλά πράγματα. Του ήρθε να βάλει τα κλάματα, και τότε συνειδητοποίησε ότι αυτές οι σκέψεις έδειχναν ότι δυσκολευόταν να ελέγξει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του. Ήξερε ότι δεν ήταν δυνατόν ν’ αρχίσει ξαφνικά να κλαίει στο πάρκινγκ ενός φαρμακείου στο μικρό και πολύβουο εμπορικό κέντρο στην άκρη της πόλης, και μάλιστα ένα τόσο καθάριο και ηλιόλουστο πρωινό. Κάτι τέτοιο θα τραβούσε ανεπιθύμητη προσοχή. Δε θα ήταν σωστό. Ο Έιντριαν έπρεπε να γίνει ντετέκτιβ, και ένας ντετέκτιβ δεν έκανε τέτοια πράγματα. Κάθισε στο τιμόνι και πήρε το δρόμο για τη γειτονιά του, που ξαφνικά, παρά το έντονο ανοιξιάτικο φως του ήλιου, του φάνηκε πολύ πιο σκοτεινή και μυστηριώδης απ’ όσο θα πίστευε ποτέ. Από τις πρώτες είκοσι πόρτες που χτύπησε, σχεδόν στις μισές περιπτώσεις δεν πήρε απάντηση, ενώ τα όσα άκουσε στις υπόλοιπες δεν τον βοήθησαν. Οι άνθρωποι ήταν
ευγενικοί –υπέθεταν ότι είχε κάτι να τους πουλήσει, ή ότι πήγαινε πόρτα πόρτα κάνοντας κάποιον έρανο, για τον καθαρισμό του νερού ή για τη διάσωση της φάλαινας, για παράδειγμα, κι όταν τους έδειχνε το κασκέτο και ανέφερε το όνομα της κοπέλας, εκείνοι ξαφνιάζονταν, αλλά πάντως δεν τη γνώριζαν. Ο Έιντριαν ήταν μόνος με τον Μπράιαν, που είχε φορέσει γυαλιά ηλίου σε στυλ πιλότου για να προστατέψει τα μάτια του από το έντονο φως και είχε την ενεργητικότητα ενός παλικαριού, πράγμα που τον έκανε να προηγείται μερικά βήματα. Ο Έιντριαν ένιωθε πολύ γερασμένος, παρ’ ότι δεν ήταν κουρασμένος και ενδόμυχα χαιρόταν που αισθανόταν τους μυς των ποδιών του να δουλεύουν αδιαμαρτύρητα καθώς ακολουθούσε το διασκελισμό του φαντάσματος του αδερφού του. Σταμάτησε, αφήνοντας τον πρωινό ήλιο να λούσει το πρόσωπό του, κοιτάζοντας τις φωτεινές αχτίδες που χόρευαν με τις σκιές. Ήταν πάντα ένας αγώνας ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Αυτό του έφερε στο νου ένα ποίημα· οι αγαπημένοι του συγγραφείς δημιουργούσαν πάντοτε εικόνες στο μεταίχμιο μεταξύ καλού και κακού. «Γέιτς», είπε φωναχτά. «Μπράιαν, διάβασες ποτέ το ποίημα “Η Πάλη του Κουχούλιν με τη Θάλασσα”;» Ο Μπράιαν ξεκρέμασε την καραμπίνα και σταμάτησε. Γονάτισε στο ένα γόνατο, κοιτάζοντας μπροστά, σαν να παρατηρούσε κάποιο μονοπάτι στη ζούγκλα και όχι μια μικροαστική γειτονιά. «Ναι, και βέβαια. Σε ένα σεμινάριο του δεύτερου έτους με θέμα τις ποιητικές παραδόσεις στη μοντέρνα ποίηση. Νομίζω ότι το
παρακολούθησες κι εσύ και πήρες καλύτερο βαθμό». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. «Αυτό που μου άρεσε ήταν ότι, όταν ο ήρωας συνειδητοποίησε πως είχε σκοτώσει το μοναχογιό του... το μόνο καταφύγιο που του έμενε ήταν η τρέλα. Μαγεύτηκε λοιπόν κι άρχισε να πολεμάει τα κύματα του ωκεανού με σπαθί και ασπίδα». «Η άτρωτη παλίρροια...» είπε ο Μπράιαν, παραθέτοντας ένα στίχο του ποιήματος. Σήκωσε τη γροθιά του, σαν να ήθελε να σταματήσει μια διμοιρία που τον ακολουθούσε σε μόνη φάλαγγα και όχι μόνο τον αδερφό του. Τα μάτια του εστιάστηκαν σ’ ένα μονοπάτι από κόκκινο τούβλο. «Μπες μπροστά, Όντι», ψιθύρισε. «Δοκίμασε αυτό το σπίτι». Είχε μιλήσει σιγανά, αλλά τα λόγια του είχαν τη δύναμη της διαταγής. Ο Έιντριαν σήκωσε το βλέμμα του και είδε άλλο ένα περιποιημένο, ξύλινο μεσοαστικό σπίτι, σαν όλα τα άλλα. Σαν το δικό του. Αναστέναξε και πλησίασε στην πόρτα, αφήνοντας πίσω του τον αδερφό του στο πεζοδρόμιο. Χτύπησε δύο φορές το κουδούνι, και πάνω που ετοιμαζόταν να κάνει μεταβολή και να φύγει άκουσε βιαστικά βήματα μέσα στο σπίτι. Η πόρτα μισάνοιξε και ο Έιντριαν βρέθηκε αντίκρυ σε μια μεσόκοπη γυναίκα με μια πετσέτα της κουζίνας στα χέρια, με κοκκινισμένα μάτια και ξανθά ταλαιπωρημένα μαλλιά. Μύριζε καπνό τσιγάρου, έδειχνε αγχωμένη και φαινόταν σαν να είχε ένα μήνα να κλείσει μάτι. «Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ», είπε ο Έιντριαν. Η γυναίκα κοίταξε το δρόμο πίσω του. Η φωνή της έτρεμε, αλλά προσπάθησε να του μιλήσει ευγενικά. «Κοιτάξτε, δε με ενδιαφέρουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά
ούτε οι Μορμόνοι ή η Σαϊεντολογία. Ευχαριστώ». Έκανε να κλείσει την πόρτα, βιαστικά όπως την είχε ανοίξει. «Όχι, όχι», είπε ο Έιντριαν. Από πίσω του, άκουσε τον αδερφό του να του φωνάζει προστακτικά: «Δείξε της το κασκέτο!» Έτεινε το χέρι του που κρατούσε το ροζ κασκέτο. Η γυναίκα σταμάτησε. «Το βρήκα στο δρόμο. Ψάχνω την...» «Τζένιφερ», είπε η γυναίκα. Και ξέσπασε αμέσως σε κλάματα.
10 Μέχρι να καταφέρει η Τέρι Κόλινς να μπει στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή της Τζένιφερ και να αντιγράψει τα πάντα χωρίς να τον καταστρέψει, είχε περάσει ήδη το μισό πρωινό, κι εκείνη εξακολουθούσε να νιώθει εξάντληση, παρ’ όλο που είχε πάρει έναν υπνάκο σε έναν καναπέ έξω από ένα δωμάτιο ανάκρισης. Το γραφείο γύρω της είχε μπει στο ρυθμό της δουλειάς. Οι άλλοι τρεις ντετέκτιβ της μικρής αστυνομικής δύναμης ήταν στα γραφεία τους, κάνοντας τηλεφωνήματα και τακτοποιώντας διάφορα ζητήματα που είχαν να κάνουν με ανοιχτές υποθέσεις. Η Τέρι είχε δεχτεί ένα τηλεφώνημα από το γραφείο του αρχηγού, που της ζήτησε μια μεσημεριανή ενημέρωση, και έτσι η Τέρι τώρα πάλευε να ετοιμάσει μια έστω υποτυπώδη ανάλυση για την εξαφάνιση της Τζένιφερ. Για να συνεχίσει να διαχειρίζεται την υπόθεση, έπρεπε να δώσει τουλάχιστον την εντύπωση ότι υπήρχε κάποιο έγκλημα σε εξέλιξη, αλλιώς ήξερε ότι ο αρχηγός θα της έλεγε να κάνει αυτό που είχε κάνει ήδη –να κυκλοφορήσει μια φωτογραφία με περιγραφή, καθώς και τις κατάλληλες ανακοινώσεις στα δελτία των πολιτειακών και εθνικών δικτύων, και μετά να καταπιαστεί πάλι με υποθέσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συλλήψεις και καταδίκες. Η Τέρι κοίταξε ένοχα τους φακέλους που ήταν στοιβαγμένοι σε μια γωνιά του γραφείου της. Υπήρχαν τρεις υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, μια βιαιοπραγία –ένας καβγάς του σαββατόβραδου μεταξύ οπαδών των Γιάνκις και
των Ρεντ Σοξ σε ένα μπαρ–, μια ένοπλη επίθεση –εδώ που τα λέμε, τι γύρευε εκείνος ο δευτεροετής από το Κόνκορντ, το στυλάτο προάστιο της Βοστόνης, με ένα σουγιά;– και πέντ’ έξι υποθέσεις ναρκωτικών που κυμαίνονταν από ένα σακουλάκι με μαριχουάνα αξίας πέντε δολαρίων ως την περίπτωση ενός φοιτητή που πιάστηκε στο πανεπιστήμιο ενώ προσπαθούσε να πουλήσει ένα κιλό κοκαΐνη σε έναν μυστικό αστυνομικό. Όλες οι υποθέσεις απαιτούσαν προσοχή, ιδίως οι περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης, επειδή λίγο πολύ ήταν όλες ίδιες –κοπέλες που είχαν πέσει θύματα εκμετάλλευσης ύστερα από πολύ ποτό στο χώρο κάποιας αδελφότητας ή σε κάποιο από τα πάρτι που γίνονταν στα υπνωτήρια. Σχεδόν πάντα, τα θύματα ταλαντεύονταν επειδή φαντάζονταν ότι κατά κάποιον τρόπο το φταίξιμο ήταν δικό τους. Ίσως και να ήταν έτσι, σκέφτηκε η Τέρι. Η άφθονη μπίρα και ο προκλητικός χορός είχαν πνίξει τις αναστολές, και ίσως τα κορίτσια είχαν υπακούσει στις κραυγές που έλεγαν Δείξε μας τα βυζιά σου! –κάτι συνηθισμένο στις φοιτητικές συγκεντρώσεις. Σε κάθε υπόθεση αναμένονταν τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων, και η Τέρι υποπτευόταν ότι σε όλες τις περιπτώσεις θα έβγαιναν θετικά για το Έκσταση. Όλα τα περιστατικά ξεκινούσαν με τον ίδιο τρόπο: «Πάω να σου φέρω ένα ποτό, μωρό μου». Μέσα στο κατάμεστο δωμάτιο, με την εκκωφαντική μουσική και τα κορμιά κολλημένα το ένα στο άλλο, η κοπέλα δεν πρόσεχε την κάπως αλλόκοτη γεύση ενώ σιγόπινε από το πλαστικό ποτήρι. Ένα μέρος βότκα, δύο μέρη τόνικ, και μια στάλα ναρκωτικό. Της Τέρι δεν της άρεσε καθόλου να βλέπει τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων να τη βγάζουν καθαρή όταν οι
κοπέλες, ξεμέθυστες πλέον και νιώθοντας φοβερή αμηχανία, και οι εξίσου αμήχανοι γονείς τους απέσυραν όλες τις κατηγορίες που εκείνη είχε στοιχειοθετήσει με μεγάλη προσοχή. Ήξερε ότι οι νεαροί που εμπλέκονταν στις υποθέσεις τελικά θα καμάρωναν για τις κατακτήσεις τους καθώς θα γίνονταν δεκτοί στη Γουόλ Στρητ ή στην Ιατρική Σχολή ή σε κάποιο άλλο δυναμικό επάγγελμα. Θεωρούσε ότι είχε καθήκον ως αστυνομικός να φροντίσει ώστε αυτή η αναρρίχηση να μη γίνει χωρίς ιδρώτα και κάποιες ουλές. Πήγε κι έβαλε τον τέταρτο καφέ μιας ατέλειωτης νύχτας που εξελισσόταν σε μια ατέλειωτη μέρα. Σκεφτόταν πως κάθε άλλη υπόθεση που υπήρχε πάνω στο γραφείο της έπρεπε να προηγηθεί. Η διάσωση της Τζένιφερ Ρίγκινς από οποιοδήποτε συναισθηματικό τέλμα είχε δημιουργήσει μέσα της την ανάγκη να το σκάσει ξεπερνούσε κατά πολύ την περιγραφή καθηκόντων της ντετέκτιβ. Κι όμως η Τέρι δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να την αφήσει απλώς να φύγει. Γνώριζε τις στατιστικές, και μάλιστα υπερβολικά καλά. Εξάλλου, όπως υπενθύμισε στον εαυτό της, γνώριζε από πρώτο χέρι την ανάγκη που έκανε κάποιον να το σκάσει από το σπίτι του, και ήταν κάτι που δε θα ξεχνούσε ποτέ. Κάποτε αναγκάστηκες κι εσύ να το σκάσεις. Γιατί υποθέτεις ότι η συγκεκριμένη περίπτωση είναι διαφορετική; Έδωσε η ίδια την απάντηση: Εγώ δεν ήμουν δεκαέξι ετών. Ήμουν μεγάλη και είχα δύο μωρά. Ήσουν σχεδόν μεγάλη. Αλλά και πάλι αναγκάστηκες να το σκάσεις, έτσι δεν είναι; Το ερώτημα αντήχησε μέσα της και η Τέρι σωριάστηκε στο
κάθισμα του γραφείου της κι άρχισε να ταλαντεύεται μπρος πίσω, προσπαθώντας να φανταστεί πού είχε πάει η Τζένιφερ. Έγειρε μπροστά και ήπιε μια γερή γουλιά καφέ. Η κούπα της είχε μια μεγάλη κόκκινη καρδιά και τις λέξεις Η Καλύτερη Μαμά του Κόσμου γραμμένες στο πλάι, ένα αναμενόμενο δώρο από τα παιδιά της για τη Γιορτή της Μητέρας. Αμφέβαλλε αν το συναίσθημα που έδειχνε το δώρο αντικατόπτριζε την πραγματικότητα, αλλά εκείνη έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να ανταποκριθεί στην περιγραφή. Αναστέναξε και μετά πήρε το φλασάκι με το αντίγραφο του σκληρού δίσκου της Τζένιφερ και το έβαλε στον δικό της υπολογιστή. Βολεύτηκε στο κάθισμά της κι άρχισε να εξετάζει τη ζωή της δεκαεξάχρονης κοπέλας, ελπίζοντας ότι στην οθόνη που είχε μπροστά της θα εμφανιζόταν κάποιος οδικός χάρτης.
Ο λογαριασμός της Τζένιφερ στο Facebook αιφνιδίασε την Τέρι. Η Τζένιφερ είχε περιλάβει στους φίλους της έναν πολύ μικρό αριθμό των συμμαθητών της από το γυμνάσιο και αρκετούς αστέρες της ροκ και της ποπ μουσικής, που κυμαίνονταν αναπάντεχα από τον Λου Ριντ, που ήταν μεγαλύτερος από τη μητέρα της, ως τη Φάιστ και τη Σανάια Τουέιν. Η Τέρι θα περίμενε τους Τζόνας Μπράδερς και τη Μάιλι Σάιρους, αλλά τα γούστα της Τζένιφερ απείχαν πολύ από το κυρίαρχο ρεύμα. Κάτω από την κατηγορία Μου Αρέσει είχε γράψει Ελευθερία, και κάτω από το Δε Μου Αρέσει είχε γράψει Οι Δήθεν. Η Τέρι υπέθεσε ότι ο
χαρακτηρισμός θα μπορούσε να ισχύει για έναν απροσδιόριστο αριθμό ατόμων στον κόσμο της Τζένιφερ. Στο Προφίλ της, η Τζένιφερ είχε παραθέσει το σχόλιο κάποιας με το ψευδώνυμο Hotchick99, που είχε γράψει στον δικό της λογαριασμό στο Facebook: «Όλος ο κόσμος στο σχολείο μας αντιπαθεί αυτό το κορίτσι». Η Τζένιφερ είχε απαντήσει: «Το να σε αντιπαθούν άνθρωποι σαν αυτήν είναι τιμητικό. Δε θα ήθελα ποτέ να είμαι από το είδος των ανθρώπων που θα της άρεσαν». Η Τέρι χαμογέλασε. Να μια επαναστάτρια με πολλές αιτίες, σκέφτηκε. Αισθάνθηκε για την εξαφανισμένη κοπέλα ένα σεβασμό εντελώς ασυνήθιστο για αστυνομικό, πράγμα που ενέτεινε τη θλίψη της όταν σκέφτηκε τι ήταν πιθανό να πάθει η Τζένιφερ στους δρόμους. Τότε η φυγή δε θα της φαινόταν τόσο υπέροχη. Ίσως να έχει το μυαλό να τηλεφωνήσει στο σπίτι της, όσο φοβερό κι αν φαντάζει κάτι τέτοιο. Συνέχισε να εξετάζει το περιεχόμενο του σκληρού δίσκου. Η Τζένιφερ είχε δοκιμάσει επίσης μερικά ηλεκτρονικά παιχνίδια, είχε κάνει αρκετές αναζητήσεις στη Wikipedia και στο Google, οι οποίες φαίνονταν να αντιστοιχούν στα μαθήματα που παρακολουθούσε στο σχολείο. Είχε ζητήσει ακόμη τη μετάφραση μιας ιστοσελίδας, καταχωρίζοντας ένα κείμενο που η Τέρι είχε την υποψία ότι ήταν μέρος μιας εργασίας της στα ισπανικά. Πάντως η Τζένιφερ δεν έδειχνε να έχει εξάρτηση από τους υπολογιστές που να ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια. Είχε και ένα λογαριασμό στο Skype, αλλά χωρίς κατάλογο ονομάτων. Η Τέρι διάβασε επί τροχάδην μια εργασία για το μάθημα της αμερικανικής ιστορίας με θέμα τον Υπόγειο Σιδηρόδρομο*** και μία για το μάθημα των αγγλικών με
θέμα τις Μεγάλες Προσδοκίες, που βρήκε στο φάκελο Έγγραφα. Περίμενε ότι τα κείμενα θα προέρχονταν από κάποιον ιστότοπο με έτοιμες εργασίες, αλλά χάρηκε όταν διαπίστωσε πως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Της δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η Τζένιφερ έγραφε μόνη της τις περισσότερες εργασίες της, πράγμα που την καθιστούσε εξαίρεση στον κανόνα. **** Δίκτυο μυστικών διαδρομών του 19ου αιώνα μέσω των οποίων μαύροι σκλάβοι διέφευγαν από το Νότο προς τις ελεύθερες Πολιτείες. (Σ.τ.Μ.) Φαινόταν επίσης να της αρέσουν τα κωμικά στιχουργήματα. Είχε κατεβάσει δείγματα του Σελ Σίλβερσταϊν και του Όγκντεν Νας, περίεργες επιλογές για μια έφηβη της εποχής. Η Τέρι βρήκε ένα αρχείο με τον τίτλο «6 Ποιήματα για τον Καφετούλη», τα οποία ήταν ομοιοκατάληκτα δίστιχα και χαϊκού γραμμένα για το αγαπημένο της αρκουδάκι. Τα ποιήματα ήταν πολύ περισσότερα από έξι, και μερικά ήταν πολύ αστεία, πράγμα που έκανε την Τέρι να χαμογελάσει. Ξύπνιο κορίτσι, είπε πάλι με το νου της. Συνέχισε το ψάξιμο. Είδε ότι η Τζένιφερ επισκεπτόταν συχνά ιστοτόπους με θέματα που αφορούσαν τη χορτοφαγία και το Νιου Έιτζ, πράγμα που, όπως υπέθεσε η Τέρι, αποτελούσαν προσπάθειες κατανόησης της μητέρας της και του οιονεί πατριού-γκόμενου. Η Τέρι εξακολούθησε να διαβάζει το ιστορικό του υπολογιστή. Ήλπιζε να βρει κάποιο ημερολόγιο που να περιέχει τις ανυπόκριτες επιθυμίες μιας παραπλανημένης έφηβης, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήθελε ένα έγγραφο με τις αδρές γραμμές του σχεδίου της Τζένιφερ, όσο υποτυπώδες κι αν ήταν. Αλλά δεν μπόρεσε να βρει τέτοιο πράγμα. Βρήκε
αποθηκευμένες φωτογραφίες, αλλά οι περισσότερες ήταν της Τζένιφερ και μερικών φιλενάδων της που γελούσαν, αγκαλιάζονταν κι έκαναν πλάκα διανυκτερεύοντας σε κάποιο σπίτι ή σε διάφορα πάρτι –αν και η Τζένιφερ φαινόταν να μένει πάντοτε στο περιθώριο. Η Τέρι συνέχισε να ψάχνει τις φωτογραφίες και τελικά βρήκε πέντ’ έξι γυμνές πόζες που είχε τραβήξει η ίδια η Τζένιφερ. Πρέπει να ήταν τραβηγμένες το πολύ ένα χρόνο πριν. Η Τέρι φαντάστηκε ότι η Τζένιφερ θα είχε τοποθετήσει την ψηφιακή μηχανή πάνω σε μια στοίβα βιβλία και θα είχε ποζάρει μπροστά της. Οι φωτογραφίες δεν ήταν ιδιαίτερα σέξι κι έδειχναν μάλλον ότι η Τζένιφερ ήθελε να καταγράψει τις αλλαγές που γίνονταν στο κορμί της. Ήταν λεπτή, με στήθη που μόλις πρόβαλλαν από το στέρνο της. Είχε μακριά πόδια, και τα είχε σταυρώσει ντροπαλά, έτσι που άφηνε να διακρίνεται ελάχιστα το εφήβαιό της –σαν να αισθανόταν αμηχανία γι’ αυτό που έκανε, έστω κι αν το έκανε ολομόναχη μέσα στο δωμάτιό της. Σε δύο από τις πόζες το πρόσωπό της είχε μια έκφραση που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μια εφηβική εκδοχή ενός σέξι καλέσματος, πράγμα που την έκανε απλώς να φαίνεται μικρότερη και ενέτεινε την παιδικότητά της. Η Τέρι εξέτασε προσεκτικά τις φωτογραφίες μία μία, περιμένοντας πως θα έβλεπε ξαφνικά να ξεπετάγεται κάποιο γυμνό αγόρι στην οθόνη. Ήθελε να πιστεύει ότι τα παιδιά εκείνης της ηλικίας δεν είχαν σεξουαλικές δραστηριότητες. Αυτή ήταν η σκέψη της μητρικής πλευράς του εαυτού της. Η πλευρά της σκληρής ντετέκτιβ ήξερε ότι όλα τους είχαν πολύ περισσότερη πείρα απ’ όση φανταζόταν οποιοσδήποτε γονιός. Στοματικό σεξ. Πρωκτικό σεξ. Ομαδικό σεξ. Παραδοσιακό σεξ. Τα πιτσιρίκια ήξεραν όλες τις μορφές, και
είχαν δοκιμάσει τις περισσότερες απ’ αυτές. Ενδόμυχα η Τέρι χαιρόταν που όλες οι προκλητικές φωτογραφίες στον υπολογιστή ήταν μόνο της ίδιας της Τζένιφερ. Σταμάτησε και σκέφτηκε πως οι φωτογραφίες είχαν κάτι το λυπηρό. Η Τζένιφερ ήταν γοητευμένη από τις μεταβολές που έβλεπε στον εαυτό της, αλλά, μολονότι ήταν γυμνή, η γύμνια της μοναξιάς της ήταν ακόμη πιο έντονη. Η Τέρι είχε σχεδόν ολοκληρώσει την έρευνά της όταν δύο αναζητήσεις στο Google τράβηξαν την προσοχή της. Η μία ήταν για τη Λολίτα του Ναμπόκοφ, που η Τέρι ήξερε ότι δεν ήταν σε καμιά λίστα ανάγνωσης του γυμνασίου. Η άλλη ήταν για επιδειξίες. Από αυτή την αναζήτηση είχε προκύψει ένα ευρύ φάσμα απαντήσεων. Πάνω από οχτώ εκατομμύρια λήμματα. Αλλά η Τζένιφερ είχε ανοίξει μόνο δύο: την απάντηση του Yahoo Answers και τον ιστότοπο ενός φόρουμ ψυχολογίας που περιείχε ένα σύνδεσμο προς μια σειρά διατριβών του Τμήματος Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Έμορι, οι οποίες αφορούσαν τις ψυχολογικές επιπτώσεις στις περιπτώσεις ηδονοβλεψιών και επιδειξιών. Το δεύτερο αυτό αποτέλεσμα περιείχε εξειδικευμένη ιατρική ορολογία που ήταν υπερβολικά περίπλοκη για ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, αν και προφανώς αυτό δεν είχε αποθαρρύνει την Τζένιφερ. Η Τέρι έγειρε πίσω στο κάθισμά της. Σκέφτηκε πως δε χρειαζόταν να μάθει οτιδήποτε άλλο. Μπροστά στα μάτια της είχε ένα έγκλημα που δεν μπορούσε να αποδειχτεί –θα ήταν ο λόγος της Τζένιφερ ενάντια στο λόγο του Σκοτ και ακόμη και η μητέρα της ήταν πολύ πιθανό να πέσει στο σφάλμα να πιστέψει εκείνον–, αλλά που εξηγούσε λογικά την
απόφαση της Τζένιφερ να μαζέψει τα πράγματά της και να το σκάσει. Η Τέρι έστρεψε πάλι την προσοχή της στα ποιήματα για τον Καφετούλη. Υπήρχε ένα που άρχιζε με το στίχο Βλέπεις όσα βλέπω. Ίσως ο Καφετούλης να τα έβλεπε πράγματι, σκέφτηκε η Τέρι, αλλά σίγουρα ένα αρκουδάκι δεν μπορεί να καταθέσει γι’ αυτό το πράγμα στο δικαστήριο. Χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου της. Ήταν ο αρχηγός, που απαιτούσε να ενημερωθεί. Η Τέρι ήξερε ότι έπρεπε να προσέξει πολύ τι θα του έλεγε. Ο Σκοτ ήταν πολύ γνωστός και είχε πολλούς ισχυρούς φίλους στην τοπική κοινότητα. Το πιθανότερο ήταν πως σε κάποια περίπτωση θα είχε προσφέρει τις θεραπευτικές υπηρεσίες του στο μισό δημοτικό συμβούλιο, αν και η λέξη θεραπεία ήταν ένας όρος που η Τέρι χρησιμοποιούσε με μεγάλη επιφύλαξη. «Ανεβαίνω αμέσως», είπε. Μάζεψε μερικές σημειώσεις, και είχε φτάσει σχεδόν στην πόρτα όταν το τηλέφωνό της χτύπησε πάλι. Με μια πνιχτή βρισιά ξαναγύρισε βιαστικά στο γραφείο της και σήκωσε το ακουστικό με το πέμπτο χτύπημα, μια στιγμή πριν περάσει η γραμμή στον τηλεφωνητή. «Ντετέκτιβ Κόλινς», είπε. «Είμαι η Μαίρη Ρίγκινς». Ακούστηκαν αναφιλητά και πνιχτές κραυγές. Ο τόνος της πρόδιδε πως η γυναίκα ήταν τρομακτικά ταραγμένη και με μεγάλη δυσκολία έλεγχε τη φωνή της. «Μάλιστα, κυρία Ρίγκινς. Πήγαινα να δω τον αρχηγό...» «Δεν το έχει σκάσει απ’ το σπίτι. Η Τζένιφερ είναι θύμα απαγωγής, ντετέκτιβ», είπε η μητέρα από την άλλη άκρη της
γραμμής, και τα λόγια της ήταν κάτι ανάμεσα σε λυγμό και σε ουρλιαχτό. Η Τέρι δεν της ζήτησε αμέσως λεπτομέρειες ως προς το πώς το ήξερε αυτό. Άκουγε τους ήχους της μητρικής οδύνης να ξεχειλίζουν από την τηλεφωνική γραμμή. Είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν σε εξέλιξη κάτι που έμοιαζε με εφιάλτη. Απλώς δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό το κάτι.
11 Η Τζένιφερ ξύπνησε έχοντας την αίσθηση ότι κάτι είχε αλλάξει, αλλά χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβει ότι τα χέρια της ήταν ελεύθερα και τα πόδια της δεν ήταν πλέον καθηλωμένα στο κρεβάτι. Καθώς αναδυόταν από την ομίχλη που της είχε προκαλέσει το ναρκωτικό, ένιωθε σαν να σκαρφάλωνε σ’ έναν απότομο λόφο, πασχίζοντας να φτάσει στην κορυφή, να γαντζωθεί από το χαλαρό χώμα και τις πέτρες, ενώ η βαρύτητα απειλούσε να την παρασύρει. Έφερε τα χέρια στο πρόσωπό της. Η κουκούλα εξακολουθούσε να είναι στη θέση της και η Τζένιφερ ψηλάφησε τη μεταξένια εξωτερική επιφάνειά της. Ήθελε να την αδράξει, να τη βγάλει από το κεφάλι της, να δει πού βρισκόταν, αλλά είχε τη σύνεση να συγκρατήσει την επιθυμία της. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι αισθάνθηκε κάτι να την πνίγει. Κατέβασε αργά τα χέρια της και άγγιξε ένα κολάρο. Ήταν από φτηνό δέρμα, γεμάτο με μυτερά καρφιά, και τύλιγε σφιχτά το λαιμό της. Έπιασε την άκρη μιας ανοξείδωτης ατσάλινης αλυσίδας που την κρατούσε δεμένη σε κάτι αλλά της άφηνε ένα μικρό περιθώριο μετακίνησης. Άπλωσε τα χέρια στους αστραγάλους της και συνειδητοποίησε ότι κι εκείνα τα δεσμά είχαν αφαιρεθεί. Ψηλάφησε το δέρμα της, ψάχνοντας για τραύματα, αλλά δε βρήκε κανένα, μολονότι αυτό δεν την καθησύχασε ότι δεν είχε τραυματιστεί καθόλου. Φορούσε μόνο τα αραχνοΰφαντα
εσώρουχά της. Ξάπλωσε πάλι με αργές κινήσεις, σηκώνοντας το βλέμμα της κάτω από την κουκούλα προς το σημείο όπου υπέθετε ότι θα υπήρχε ένα ταβάνι, μετά μια στέγη και πιο πέρα ο ουρανός. Έκανε μια εκτίμηση της κατάστασής της. Ήταν καλύτερα απ’ ό,τι προηγουμένως –δεν ήταν πια καθηλωμένη με ανοιχτά χέρια και πόδια, και τα χέρια της ήταν ελεύθερα. Αλλά εξακολουθούσε να μην είναι ελεύθερη να κινηθεί. Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ήθελε πιεστικά να πάει στην τουαλέτα, καθώς και ότι καιγόταν από τη δίψα. Ήξερε ότι θα έπρεπε να πεινάει, αλλά ο φόβος δεν άφηνε χώρο για οτιδήποτε άλλο στο στομάχι της. Το σημείο όπου την είχαν χτυπήσει το ένιωθε μωλωπισμένο και την πονούσε. Μα ήταν ζωντανή. Κατά κάποιον τρόπο. Ακόμη δεν ήξερε τι της συνέβαινε· θυμόταν αμυδρά τη σύντομη συζήτηση με τη γυναίκα που είχε μπει στο δωμάτιο, αλλά ήξερε ότι κάτι σήμαινε. Κανόνες. Η γυναίκα είχε μιλήσει για κανόνες. Η Τζένιφερ είχε την εντύπωση ότι εκείνη η κουβέντα είχε γίνει κάποια άλλη μέρα, κάποιον άλλο χρόνο, ίσως και σε κάποιο όνειρο. Κάθε λογής ενδεχόμενα πλημμύρισαν τη φαντασία της, αλλά το καθένα ήταν πιο τρομακτικό από το προηγούμενο, γι’ αυτό κι εκείνη προσπάθησε με όλη της τη δύναμη να αδειάσει το μυαλό της από κάθε σκέψη. Είπε στον εαυτό της ότι κάτω από την κουκούλα τα πάντα θα φαίνονταν κενά και απίθανα, αλλά ανέπνεε ακόμη, κι αυτό κάτι σήμαινε. Έσυρε προσεκτικά τα ακροδάχτυλά της κατά μήκος της αλυσίδας που ήταν πιασμένη στο κολάρο γύρω από το λαιμό της. Συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να κινηθεί, αλλά μόνο μέχρι το σημείο που της επέτρεπε η αλυσίδα. Για την ώρα δεν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτή την
καινούρια ελευθερία. Αισθάνθηκε μια έντονη παρόρμηση να τραβήξει την αλυσίδα, να δει αν μπορούσε να την αποσπάσει από το σημείο όπου ήταν στερεωμένη. Αγωνίστηκε όμως ενάντια σ’ εκείνη την παρόρμηση. Ήξερε πως κάτι τέτοιο θα ήταν παράβαση των κανόνων.
«Ξύπνησε!» Ο άντρας που ήταν σκυμμένος πάνω από την οθόνη του υπολογιστή του στο Λονδίνο τσιτώθηκε. Ήταν μόνος στο μικρό γραφείο στο πίσω μέρος του διαμερίσματός του, καθισμένος σ’ ένα τραπέζι γεμάτο προτάσεις, αριθμούς και σχηματικά διαγράμματα.greekleech.info Ήταν σχεδιαστής, και κοντά στο γραφείο του είχε ένα ψηλό σχεδιαστήριο όπου κατά διαστήματα έκανε διάφορες εικόνες με το πενάκι του, παρ’ όλο που η περισσότερη δουλειά του τώρα γινόταν ηλεκτρονικά με πολύπλοκα γραφιστικά προγράμματα. Ο άντρας ήταν μοναχικός τύπος, ελεύθερος επαγγελματίας που δούλευε στο διαμέρισμά του και είχε μεγάλη ζήτηση, οπότε θα μπορούσε να έχει μια Τζάγκουαρ στο πάρκινγκ του, αν είχε επιθυμήσει ένα τέτοιο αυτοκίνητο. Ευχόταν να μπορούσε να μοιραστεί την έκπληξή του με κάποιον, αλλά σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε το σκοπό του όλου εγχειρήματος. Τη Σειρά 4 έπρεπε κανείς να την απολαμβάνει, να την αναλογίζεται και να την αφομοιώνει ολομόναχος, χωρίς αδιάκριτα μάτια γύρω του. Κοίταξε προσεκτικά τη μορφή που προβαλλόταν στην οθόνη μπροστά του. Η Νούμερο 4 ήταν τόσο απολαυστικά
νέα, είχε μόλις πάψει να είναι ένα ανήλικο παιδί. Ο άντρας είχε παιδιά από έναν αποτυχημένο γάμο, αλλά σπάνια τα έβλεπε, και αυτή τη στιγμή οι σκέψεις του ήταν πολύ μακριά από τα παιδιά του. Θαύμασε τη λεπτή σιλουέτα της Νούμερο 4, νιώθοντας ένα κύμα έξαψης να τον κατακλύζει. Φαντάστηκε πως το δέρμα της θα είχε μια μαργαριταρένια απαλότητα και το αριστερό του χέρι συσπάστηκε, προσπαθώντας να χαϊδέψει τη Νούμερο 4 μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Λες και κάποιος διάβαζε τις σκέψεις του, η κάμερα παρουσίασε ένα πιο κοντινό πλάνο. Η Νούμερο 4 άπλωνε το χέρι της, σαν τυφλή που αποζητούσε κάτι απτό για να το διαβάσει με τα ακροδάχτυλά της. Κάθε φορά που η κοπέλα έπιανε το κενό –τον αέρα μπροστά της– ή κάτι άλλο, όπως για παράδειγμα τον τοίχο όπου ήταν αλυσοδεμένη, ο σχεδιαστής αισθανόταν να τον διαπερνά ένα ηδονικό ρίγος. «Μαθαίνει το χώρο γύρω της», είπε και πάλι φωναχτά, χωρίς να απευθύνεται σε κανέναν. «Δε θα μπορέσει όμως να καταλάβει πού είναι». Η Νούμερο 4 έμεινε κοντά στο κρεβάτι, παίζοντας την τυφλόμυγα. Κάθε φορά που έκανε μια κίνηση, έστω και την παραμικρή, ο άντρας στο Λονδίνο έσκυβε πιο κοντά στην οθόνη του υπολογιστή. Σκεφτόταν ότι κατά κάποιον τρόπο ήταν μόνος όσο κι εκείνη η κοπέλα, μόνο που αυτός ήξερε ότι παντού στον κόσμο πολλοί άλλοι άνθρωποι παρακολουθούσαν τη Νούμερο 4 με την ίδια ένταση. Η κοπέλα ήταν φυλακισμένη στις φαντασιώσεις τους.
Η Τζένιφερ καταλάβαινε από ένστικτο ότι ο πανικός
ουσιαστικά δε θα την εξυπηρετούσε, αλλά χρειάστηκε να καταβάλει όλη τη δύναμη της θέλησής της για να αντισταθεί στα κύματα που την απειλούσαν. Κοντανάσαινε και οι σφυγμοί της ολοένα και αυξάνονταν. Αισθανόταν να κυλά ο ιδρώτας μαζί με τα δάκρυα και καθετί που είχε σχέση με το φόβο. Έπρεπε να παλέψει για να μην αφήσει τα χέρια της να τρέμουν και το κορμί της τρανταζόταν από σπασμούς, ακούσιες συσπάσεις και ρίγη που ελάχιστα μπορούσε να ελέγξει. Σκέφτηκε πως εκείνη τη στιγμή ήταν λες και υπήρχαν δύο Τζένιφερ, η μία που πάσχιζε να καταλάβει τι γινόταν και η άλλη που ήθελε να παραδοθεί σε μια αβυσσαλέα αγωνία. Ήξερε ότι για να μείνει ζωντανή έπρεπε να επικρατήσει η πρώτη Τζένιφερ. Ένα ευρύτερο πλαίσιο, είπε στον εαυτό της. Προσπάθησε να ταιριάξεις τον εαυτό σου σε ένα πλαίσιο που μπορείς να καταλάβεις. Δεν είχε δει ποτέ τον Πάτρικ Μακγκούαν στο τηλεοπτικό σίριαλ Ο Δεσμώτης. Δεν είχε πάει ποτέ σε κάποια βιβλιοθήκη για να διαβάσει το έργο του Τζον Φάουλς Ο Συλλέκτης. Δεν ήξερε τίποτε για την Μπάρμπαρα Τζέιν Μακλ και τις καινούριες ιστορίες που είχαν γραφτεί γι’ αυτήν, ούτε για το βιβλίο ή το τηλεοπτικό δράμα που ακολούθησε. Δεν είχε δει καν τη σειρά ταινιών Σε Βλέπω, που είχαν μεγάλη απήχηση στους εφήβους που τους άρεσε να διασκεδάζουν με το συνδυασμό αιματοχυσίας, βασανιστηρίων και γυμνόστηθων γυναικών, ούτε είχε δει την πιο ήπια φαντασίωση που περιείχε η ταινία The Truman Show . Για εκείνη δεν υπήρχε ο σερ Άλεκ Γκίνες που έλιωνε στο λαμαρινένιο κελί του επειδή αρνήθηκε να διατάξει τους αξιωματικούς του να δουλέψουν μαζί με τους απλούς στρατιώτες όταν χτιζόταν η γέφυρα
πάνω από τον ποταμό Κβάι. Η Τζένιφερ δεν ήξερε τίποτε σχετικά με την τέχνη, τη λογοτεχνία, ή για το αξιόποινο της στέρησης της ελευθερίας. Μεγαλώνοντας δεν είχε κανένα κατοικίδιο, ούτε καν ένα χρυσόψαρο μέσα σε γυάλα που να κολλάει διαρκώς πάνω στο γυαλί υπολογίζοντας τα όρια του κόσμου του. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι και η ίδια ήταν κάπως σαν όλα αυτά. Έστω κι έτσι, διέθετε ορισμένα ένστικτα τα οποία δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει αλλά της έδιναν κάποια δύναμη. Είπε στον εαυτό της ότι τρεις φορές είχε τα κότσια να το σκάσει από το σπίτι της. Θα έβρισκε άλλη μια ευκαιρία, αρκεί να καταπολεμούσε την έντονη παρόρμηση να κυλήσει στην άβυσσο του τρόμου. Ανάσανε αργά, ηρεμώντας τον εαυτό της. Χαμήλωσε τα χέρια της και άγγιξε τις πλευρές του κρεβατιού· έπιασε έναν μεταλλικό σκελετό κι ένα στρώμα. Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε ένα τραχύ βαμβακερό σεντόνι –το φαντάστηκε κάτασπρο. Εντάξει, είπε μέσα της. Για να δούμε τι μπορούμε ν’ αγγίξουμε. Κατέβασε προσεκτικά τα πόδια της από το κρεβάτι κι έτριψε το δάπεδο με τα δάχτυλά της. Ήταν τσιμεντένιο και το ένιωσε ψυχρό στις πατούσες της. Τέτοια αίσθηση δίνει το δάπεδο ενός υπογείου, σκέφτηκε. Είχε την εντύπωση πως μιλούσε φωναχτά και διερωτήθηκε αν τα λόγια περνούσαν μέσα από τη μικρή τρύπα που είχε κάνει η γυναίκα στην κουκούλα για να μπορέσει να της δώσει το νερό με το ναρκωτικό. Η έλλειψη προσανατολισμού τη δυσκόλευε να καταλάβει αν οι σκέψεις που πλημμύριζαν το
μυαλό της αναδύονταν μέσα απ’ τα χείλη της. Μπορεί να μιλούσε φωναχτά. Μπορεί και όχι. Διέγραψε κύκλους με τα πόδια της για να διαπιστώσει αν υπήρχαν εμπόδια. Δεν ένιωσε τίποτε. Είπε στον εαυτό της να προσπαθήσει να σηκωθεί και μετά επανέλαβε τη διαταγή. Ήθελε ν’ ακούσει την ίδια της τη φωνή, γι’ αυτό είπε σιγανά: «Όρθια, κορίτσι μου. Μπορείς να το κάνεις». Ακούγοντας τη διαφορά μεταξύ αρθρωμένου λόγου και νοερής διατύπωσης ένιωσε την αυτοπεποίθησή της να τονώνεται. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Σχεδόν αμέσως την έπιασε έντονη ζαλάδα. Το κεφάλι της γύριζε μέσα στην κουκούλα, λες και η μαυρίλα μπροστά στα μάτια της μεταβλήθηκε απότομα σε κάτι υγρό. Παραπάτησε ελαφρά και λίγο έλειψε να ξαναπέσει στο κρεβάτι ή στο τσιμεντένιο δάπεδο. Κατάφερε όμως να κρατηθεί, και σιγά σιγά το κεφάλι της σταμάτησε να γυρίζει και μπόρεσε να ελέγξει κάπως τους εξασθενημένους μυς της. Ευχήθηκε να ήταν πιο δυνατή, σαν μερικούς αθλητές στο σχολείο της που είχαν μανία με την άρση βαρών. Εξακολουθώντας να ανασαίνει με δυσκολία, έκανε ένα δοκιμαστικό βήμα. Είχε τα χέρια της απλωμένα μπροστά. Δεν έπιασε τίποτα. Τα κούνησε δεξιά κι αριστερά και ακούμπησε τον τοίχο. Η Τζένιφερ μισογύρισε και, χρησιμοποιώντας τον τοίχο για οδηγό, άρχισε να κινείται σαν κάβουρας, ψηλαφώντας την επίπεδη γυψοσανίδα. Άκουσε ένα κροτάλισμα και κατάλαβε ότι τεντωνόταν η αλυσίδα που ήταν δεμένη στο λαιμό της. Υπέθεσε ότι χτυπούσε πάνω στο σκελετό του κρεβατιού.
Κοπάνησε σε κάτι το γόνατό της και σταμάτησε. Η βαριά μυρωδιά του απολυμαντικού διαπέρασε τη μεταξένια κουκούλα. Πολύ προσεκτικά, η Τζένιφερ κατέβασε τα χέρια της και ψηλάφησε το εμπόδιο σαν τυφλή. Ήταν μια χημική τουαλέτα. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να σχηματίσει το μυαλό της την εικόνα του αντικειμένου, αλλά ένιωσε κάτω από τα δάχτυλά της το κάθισμα και το τρίποδο πάνω στο οποίο στηριζόταν η τουαλέτα. Αναγνώρισε το αντικείμενο καθαρά από τύχη –ο πατέρας της την είχε πάει κατασκήνωση όταν ήταν μικρή, και η Τζένιφερ είχε γκρινιάξει πολύ που ήταν αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει ένα τόσο πρωτόγονο πράγμα στην ύπαιθρο. Τώρα σχεδόν καταχάρηκε. Ένιωθε πόνο στην κύστη της, και μόλις αναγνώρισε αυτό που ήταν μπροστά στα πόδια της, ο πόνος έγινε ιδιαίτερα έντονος. Σταμάτησε. Δεν είχε ιδέα ποιος την παρακολουθούσε. Φανταζόταν ότι οι κανόνες επέτρεπαν τη χρήση της τουαλέτας. Δεν ήξερε αν την κοίταζαν κάποια αδιάκριτα μάτια. Την κυρίεψε μια αίσθηση παραβίασης του ιδιωτικού της χώρου, κάτι που νιώθουν ιδιαίτερα έντονα οι έφηβοι. Η κοσμιότητα πάλευε με την αμηχανία. Η Τζένιφερ απεχθανόταν την ιδέα ότι κάποιος θα μπορούσε να τη δει. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Η Τζένιφερ κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Πήρε θέση πάνω από το κάθισμα και με μια απότομη κίνηση κατέβασε την κιλότα της και κάθισε. Το κάθε δευτερόλεπτο ανακούφισης ήταν μαρτυρικό.
Ο Μάικλ και η Λίντα, καθισμένοι μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών στο δωμάτιο πάνω ακριβώς από το χώρο όπου ήταν φυλακισμένη η Τζένιφερ, παρακολουθούσαν την κάθε της κίνηση. Οι αδέξιες και διστακτικές κινήσεις που έκανε η κοπέλα είχαν έναν απολαυστικό ρυθμό. Το ζευγάρι ένιωθε να κεντρίζεται το ενδιαφέρον και να απλώνονται τα κύματα του πάθους στον σκοτεινό κόσμο της διαστροφής και της εγκληματικότητας στον οποίο απευθυνόταν η εκπομπή τους. Χωρίς να ανταλλάξουν ούτε λέξη, καταλάβαιναν και οι δύο ότι για εκατοντάδες ανθρώπους η παρακολούθηση της Τζένιφερ θα γινόταν ναρκωτικό. Και εκείνοι, σαν οποιοσδήποτε καλός έμπορος, ήξεραν πώς να διατηρούν μια ισορροπία στην προσφορά ώστε να καλύπτουν τη ζήτηση.
12 Η Τέρι Κόλινς κοίταξε τον ηλικιωμένο άνθρωπο που καθόταν στη γωνιά του καθιστικού και σκέφτηκε: Δεν μπορεί να είναι αυτός ο λόγος που βρίσκομαι εδώ. Ο Έιντριαν Τόμας σάλεψε αμήχανα κάτω απ’ το βλέμμα της. Η ντετέκτιβ είχε μια αδυσώπητη ματιά που υποδήλωνε κάτι πέρα από σκεπτικισμό. Ο Έιντριαν αισθανόταν τις σκέψεις του να τον τραβούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις και ήλπιζε ότι δε θα σάστιζε, όπως είχε γίνει όταν μίλησε με τον τηλεφωνητή της αστυνομίας. Επανέλαβε νοερά τις ελάχιστες παρατηρήσεις και τις περιορισμένες λεπτομέρειες που είχε στη διάθεσή του, σαν ηθοποιός που προετοιμαζόταν για να παίξει το ρόλο του. Προσπάθησε να οργανώσει όλες αυτές τις εντυπώσεις σε μια λογική αποτίμηση των όσων είχε δει, έτσι ώστε να μη σκεφτεί η ντετέκτιβ ότι ήταν ένας γέρος σε κατάσταση σύγχυσης, έστω και αν αυτή ακριβώς ήταν η πραγματικότητα. Όταν η Κόλινς γύρισε προς τη Μαίρη Ρίγκινς και τον Σκοτ Γουέστ, ο Έιντριαν έριξε γύρω του μια κλεφτή ματιά, ελπίζοντας ότι ο Μπράιαν θα ήταν κρυμμένος σε μια γωνιά και θα τον συμβούλευε πώς να αντιμετωπίσει την αστυνομικό. Εκείνος θα ήξερε τι να πει, ο Έιντριαν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν μόνος –ή, τουλάχιστον, ασυνόδευτος. «Κυρία Ρίγκινς», είπε η Τέρι μιλώντας αργά, «οι απαγωγές είναι περίπλοκα εγκλήματα. Σε γενικές γραμμές, γίνονται είτε για λύτρα είτε διότι κάποιο αποξενωμένο μέλος της
οικογένειας κλέβει ένα παιδί από κάποιο άλλο μέλος». Η Μαίρη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, μολονότι δεν της είχε γίνει κάποια ερώτηση. «Υπάρχει κι ένας τρίτος τύπος», είπε ο Σκοτ μπαίνοντας στη μέση και ρίχνοντάς της μια φαρμακερή ματιά. «Το σεξουαλικό έγκλημα». Η Τέρι έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Σπανίως. Όσο το να σε χτυπήσει κεραυνός». «Εγώ πιστεύω πως θα έπρεπε να επικεντρωθείτε προς αυτή την κατεύθυνση», απάντησε ο Σκοτ. «Ναι, αλλά θα ήθελα πρώτα να αποκλείσω τις άλλες...» «Και να χάσετε χρόνο;» είπε ο Σκοτ, διακόπτοντας την Τέρι. Εκείνη κατάλαβε ότι ο Σκοτ ήθελε να στρέψει την έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν της άρεσε η ιδέα ότι θα την ανάγκαζε να το κάνει ένας άνθρωπος που, κατά την άποψή της, είχε βρεθεί ο ίδιος στα όρια της σεξουαλικής παραβατικότητας. Αποφάσισε να αντιστρέψει τους όρους. «Ή μπορεί να υπάρχει κάποιο στοιχείο της υπόθεσης για το οποίο δε μιλήσατε ανοιχτά...» Η Τέρι σταμάτησε, καρφώνοντας το βλέμμα της στον Σκοτ. «Ίσως στο γραφείο σας...» Ξεκίνησε κάπως αργά και διστακτικά τη φράση της, αλλά ο τόνος της έγινε πιο σταθερός καθώς οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται ορμητικά. «Ίσως κάποιος ασθενής. Κάποιος οργισμένος ή δυσαρεστημένος, ενδεχομένως ακόμη και ψυχωτικός... που θέλει να σας κάνει κακό και διάλεξε την Τζένιφερ ως το μέσο...» Ο Σκοτ ύψωσε αμέσως το χέρι του. «Αυτό είναι εξαιρετικά
απίθανο, ντετέκτιβ. Έχω απόλυτη επίγνωση όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς μου και κανείς τους δεν είναι ικανός να κάνει τέτοιο πράγμα». «Μη μου πείτε», συνέχισε η Τέρι, «ότι δεν έχετε και μερικές... περιπτώσεις όπου τα αποτελέσματα δεν είναι και τόσο ικανοποιητικά;» «Φυσικά», είπε ο Σκοτ ξεφυσώντας. «Κάθε θεραπευτής που έχει έστω και ελάχιστη αυτογνωσία καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να είναι ιδανικός για κάθε ασθενή. Οι αποτυχίες είναι αναπόφευκτες». «Άρα δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι μια από εκείνες τις όχι απόλυτα επιτυχημένες περιπτώσεις ενδεχομένως έχει κάποιο άχτι;» Η Τέρι διατύπωσε τη φράση της ως ερώτηση, και κατόπιν κοίταξε τον Σκοτ επιφυλακτικά καθώς εκείνος απαντούσε. «Είναι παράλογο, ντετέκτιβ». Ο τόνος του ήταν πολύ τυπικός. «Το να υποθέσουμε ότι κάποιος από τους ασθενείς μου θα σκαρφιζόταν μια περίπλοκη μηχανορραφία για να εκδικηθεί... όχι. Αδύνατον. Σίγουρα θα είχα αντιληφθεί μια περίπτωση τόσο έντονης δυσαρέσκειας». Εμένα μου λες, σκέφτηκε η Τέρι. Χρειάστηκε να υπενθυμίσει στον εαυτό της να μην αφήσει τις προσωπικές απόψεις της για τον Σκοτ να θολώσουν την κρίση της. Ούτε έπρεπε να επιτρέψει σε όσα είχε διαπιστώσει από τον υπολογιστή της Τζένιφερ να επηρεάσουν την ανάκριση. Ενδόμυχα όμως ανυπομονούσε να θέσει αυτά τα ερωτήματα κάποια άλλη μέρα. «Παρ’ όλα αυτά, ίσως χρειαστώ από σας έναν κατάλογο ονομάτων κάποια στιγμή». Ο Σκοτ έκανε μια αποπεμπτική χειρονομία. Μπορεί να
σήμαινε ότι συμφωνούσε ή ότι διαφωνούσε. Και τα δύο ήταν πιθανά. Ή απίθανα. Η Τέρι δεν περίμενε ότι θα έκανε αυτό που του είχε ζητήσει. Στράφηκε πάλι στη Μαίρη Ρίγκινς. «Και τώρα, ερχόμαστε στο θέμα της οικογένειας... Τι θα λέγατε για τους συγγενείς του μακαρίτη του άντρα σας;» Η Μαίρη φάνηκε να σαστίζει. «Κοιτάξτε, οι σχέσεις μου μαζί τους δεν υπήρξαν και τόσο καλές αλλά...» «Η Τζένιφερ αποτελούσε πηγή αντιπαραθέσεων μαζί τους;» «Ναι. Οι παππούδες της παραπονιούνται ότι δεν την πηγαίνω συχνά να τους δει. Λένε ότι είναι το μοναδικό κομμάτι από το γιο τους που τους έχει απομείνει. Και δεν τα πήγα ποτέ καλά με τις δύο θείες της. Δεν ξέρω, αλλά φαίνεται πως δεν έπαψαν να με κατηγορούν για το θάνατό του. Η κατάσταση όμως αυτή δεν έχει επιδεινωθεί σε βαθμό...» Η Τέρι παρατήρησε ότι η Ρίγκινς δε χρησιμοποιούσε το όνομα του νεκρού συζύγου της. Ντέιβιντ. Ήταν μια μικρή λεπτομέρεια, αλλά της φάνηκε πως ήταν περίεργο. Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Ίσως χρειαστώ τα ονόματά τους και ορισμένες διευθύνσεις». Έπειτα δίστασε. Αναζητούσε τα βασικά στοιχεία ενός προμελετημένου εγκλήματος, και μέχρι στιγμής είχε ακούσει μερικά πράγματα που την έκαναν να σκέφτεται ότι μπορεί να υπήρχε κάποιο μυστικό στην οικογένεια το οποίο ενδεχομένως θα συνιστούσε το πλαίσιο της εξαφάνισης της Τζένιφερ –αλλά τα στοιχεία αυτά δεν ήταν αρκετά. «Έγινε κάποια κίνηση σχετικά με λύτρα; Υποθέτω ότι δεν ήρθε
κανείς σε επαφή μαζί σας για να ζητήσει χρήματα». Η Μαίρη Ρίγκινς κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν έχουμε πολλά λεφτά. Θέλω να πω, τέτοιες περιπτώσεις θα είχαν να κάνουν με τους γιους ή τις κόρες επιχειρηματιών. Ή πολιτικών. Ή κάποιου που θα είχε πρόσβαση σε πολλά λεφτά, σωστά;» «Ίσως». Η Τέρι διέκρινε κάποια εξάντληση στην ίδια της τη φωνή. Σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο ήταν αντιεπαγγελματικό. «Μιλώντας για δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων», επανέλαβε ο Σκοτ με τόνο οργισμένο. «Πόσοι ζουν εδώ κοντά;» «Μερικοί. Θα βρω έναν κατάλογο. Ξέρετε ότι οι πιθανότητες να άρπαξε την Τζένιφερ από το δρόμο κάποιος άγνωστος εγκληματίας –ένας κατά συρροήν δολοφόνος ή βιαστής– είναι απειροελάχιστες; Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιες τυχαίες ενέργειες συμβαίνουν κυρίως στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση...» «Πάντως συμβαίνουν», είπε ο Σκοτ, διακόπτοντας την Τέρι. «Πράγματι, συμβαίνουν». «Ακόμη και σ’ αυτή την περιοχή», συνέχισε εκείνος. «Ναι. Ακόμη και σ’ αυτή την περιοχή», απάντησε η Τέρι. Ο Σκοτ είχε μια αυτάρεσκη έκφραση. Η Τέρι σκέφτηκε ότι ήταν πολλά τα στοιχεία που τον έκαναν αντιπαθητικό. Διερωτήθηκε πώς μπορούσε οποιοσδήποτε να φανταστεί ότι αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να του προσφέρει βοήθεια. «Πρέπει να εξαφανίζονται φοιτητές από το κολέγιο και το πανεπιστήμιο», επέμεινε ο Σκοτ. «Ναι. Πρόκειται για παιδιά που έχουν προβλήματα με το
ποτό, τα ναρκωτικά και τις παρέες ή αντιμετωπίζουν συναισθηματικές δυσκολίες. Σε κάθε περίπτωση...» «Υπάρχει και η περίπτωση εκείνης της κοπέλας, από την κοντινή πόλη... της οποίας το πτώμα βρέθηκε στο δάσος έξι χρόνια μετά την εξαφάνισή της». «Την ξέρω εκείνη την υπόθεση. Και τον καταχωρισμένο εγκληματία, που συνελήφθη τελικά σε μια άλλη Πολιτεία και ομολόγησε το φόνο. Δεν πιστεύω ότι έγινε ποτέ τέτοιο έγκλημα στην περιοχή δικαιοδοσίας μας...» «Απ’ ό,τι ξέρετε», τη διέκοψε πάλι ο Σκοτ. «Ναι. Από ό,τι ξέρουμε». «Μα, ντετέκτιβ, ακούστε τι έχει να πει ο καθηγητής Τόμας», είπε η Μαίρη μπαίνοντας στη μέση. Η Τέρι γύρισε πάλι προς τον ηλικιωμένο άντρα. Το βλέμμα του ήταν χαμένο στο διάστημα, λες και βρισκόταν κάπου αλλού. Της έδωσε την εντύπωση ότι υπήρχε μια γκρίζα ομίχλη πίσω απ’ τα μάτια του, μια απροσδιόριστη θολούρα, πράγμα που την προβλημάτισε. «Πείτε μου πάλι τι είδατε», του είπε. «Μην παραλείψετε τίποτε». Ο Έιντριαν της είπε για την αποφασιστικότητα που διέκρινε στο πρόσωπο της Τζένιφερ. Για το κλειστό φορτηγό που είχε εμφανιστεί ξαφνικά και είχε κόψει ταχύτητα, ακολουθώντας τα βήματά της. Περιέγραψε όσο καλύτερα μπορούσε τη γυναίκα που καθόταν στο τιμόνι και τον άντρα που είχε βγει από το οπτικό πεδίο του. Της μίλησε για τη σύντομη στάση του φορτηγού και για την απότομη αναχώρησή του που έκανε τα λάστιχα να στριγκλίσουν. Ανέφερε τα γράμματα της πινακίδας κυκλοφορίας που είχε προλάβει να δει. Και τελικά της είπε για το ροζ κασκέτο που είχε μείνει στο δρόμο και που
εκείνος είχε φέρει μαζί του στη γειτονιά όπου έμενε η Τζένιφερ, στο σπίτι της και τελικά στο καθιστικό που βρίσκονταν τώρα. Κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες να μιλήσει κοφτά και καθαρά, χωρίς περιστροφές και με τόνο επίσημο. Δεν ανέφερε κανένα από τα συμπεράσματα στα οποία είχαν επιμείνει τα φαντάσματα της γυναίκας και του αδερφού του· αυτή τη δουλειά την άφησε στην ντετέκτιβ. Όσο μιλούσε ο Έιντριαν, τόσο έβλεπε να εντείνονται η απόγνωση της μητέρας και, όπως υπέθετε, η οργή του φίλου της. Αντίθετα, η αστυνομικός φαινόταν να ηρεμεί όλο και περισσότερο με κάθε νέα λεπτομέρεια. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι η Κόλινς έμοιαζε με τους επαγγελματίες χαρτοπαίκτες που περιστασιακά παρακολουθούσε στην τηλεόραση να παίζουν πόκερ· ό,τι και αν περνούσε από το μυαλό της, το έκρυβε με πολύ έξυπνο τρόπο. Όταν σταμάτησε για λίγο, είδε την αστυνομικό να σκύβει το κεφάλι και να ρίχνει μια ματιά στις σημειώσεις που είχε κρατήσει. Εκείνη τη στιγμή ο Έιντριαν άκουσε μια ψιθυριστή φωνή. «Δε νομίζω ότι την έπεισες», είπε ο Μπράιαν. Ο καθηγητής στην αρχή δε γύρισε προς την κατεύθυνση του ήχου. Συνέχισε να κοιτάζει την ντετέκτιβ. «Το ξανασκέφτεται, κι αυτό είναι καλό. Απλώς δεν το πιστεύει. Προς το παρόν», συνέχισε ο Μπράιαν. Μιλούσε έντονα και με σιγουριά. Ο Έιντριαν κοίταξε κλεφτά προς το πλάι. Ο αδερφός του ήταν καθισμένος στον καναπέ δίπλα του. Ο νεαρός πεζικάριος του Βιετνάμ είχε χαθεί, δίνοντας τη θέση του στην ώριμη προσωπικότητα του Νεοϋορκέζου δικηγόρου
στην οποία είχε εξελιχθεί. Τα ξανθά μαλλιά που κάλυπταν τα αυτιά του και το γιακά του πουκαμίσου του είχαν αραιώσει λίγο και είχαν γκριζάρει, χαρίζοντάς του μια ξεχωριστή εμφάνιση. Ο Μπράιαν ανέκαθεν είχε μακριά μαλλιά, όχι σε αλογοουρά όπως οι χίπηδες, αλλά ατημέλητα, κόντρα στο κατεστημένο. Φορούσε ένα ακριβό μπλε ριγέ κοστούμι και πουκάμισο ραμμένο στα μέτρα του, αν και η γραβάτα του κρεμόταν χαλαρά. Έγειρε πίσω και σταύρωσε τα πόδια του. «Έτσι είναι. Έχω δει πάρα πολλές φορές πελάτες να αποφεύγουν να με κοιτάξουν στα μάτια. Συνήθως σημαίνει ότι ετοιμάζονται να σου πουν ψέματα, αλλά στην αρχή νιώθουν κάποια ενοχή. Αυτό που σκέφτεται η ντετέκτιβ αυτή τη στιγμή είναι ότι η άποψη που είχε για όλη αυτή την υπόθεση –ξέρεις, ότι μια κοπέλα στην εφηβεία το έσκασε από το σπίτι της– θα μπορούσε να είναι κάτι μεγαλύτερο. Αλλά δεν είναι πραγματικά σίγουρη –κάθε άλλο– και θέλει να βεβαιωθεί ότι θα ενεργήσει σωστά, αλλιώς ένα λάθος θα μπορούσε να της κοστίσει την επόμενη μισθολογική αύξηση». Ο Μπράιαν μιλούσε με μουσικό τόνο, λες και η εκτίμηση που έκανε για την ντετέκτιβ Κόλινς ήταν ένα από τα ποιήματα που τόσο αγαπούσε ο Έιντριαν. «Ξέρεις, Όντι», συνέχισε, «αυτή η ιστορία θα αποδειχτεί περίπλοκη». «Τι πρέπει να κάνω στη συνέχεια;» ρώτησε ψιθυριστά ο Έιντριαν. Είπε στον εαυτό του να μη γυρίσει προς τον Μπράιαν, αλλά το έκανε, σχεδόν ανεπαίσθητα, επειδή ήθελε να δει το πρόσωπο του αδερφού του. «Ορίστε;» είπε η Τέρι, σηκώνοντας το βλέμμα της και πιάνοντας την τελευταία στιγμή την πλαγιά ματιά του
Έιντριαν. «Τίποτε», απάντησε εκείνος. «Απλώς σκεφτόμουν φωναχτά». Η ντετέκτιβ συνέχισε να τον παρατηρεί, σε σημείο που ο Έιντριαν άρχισε να νιώθει άβολα. Ούτε η μητέρα ούτε ο θεραπευτής φίλος της είχαν προσέξει τη σύντομη στιχομυθία. Τους απασχολούσε πάρα πολύ ο δικός τους εφιάλτης για να μπλεχτούν στον δικό του. «Είναι πολύ έξυπνη», είπε ο Μπράιαν, και στη φωνή του φάνηκε μια υποψία θαυμασμού. «Νομίζω ότι ξέρει τη δουλειά της. Μόνο που δε γνωρίζει τι είναι αυτό που πρέπει να κάνει. Όχι ακόμη. Πρέπει να της εξηγήσεις, Όντι. Η μητέρα και ο γλοιώδης ο γκόμενος –αυτοί δε μετράνε. Καθόλου. Αλλά η ντετέκτιβ μετράει, και με το παραπάνω. Να το θυμάσαι αυτό». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά, αλλά δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να πει, παρά μόνο να επαναλάβει στην αστυνομικό ακριβώς αυτό που είχε δει και να την αφήσει να βγάλει τα δικά της συμπεράσματα. «Τώρα θα σου κάνει μια δυο λεπτομερειακές ερωτήσεις», του ψιθύρισε ο Μπράιαν στο αυτί. «Χρειάζεται περισσότερα στοιχεία για να τα παρουσιάσει στο αφεντικό της. Και προσπαθεί να σε καρατάρει. Θέλει να μάθει πόσο αξιόπιστος μάρτυρας είσαι». «Καθηγητά Τόμας», είπε απότομα η Τέρι. «Ή μήπως προτιμάτε το δόκτορ...;» «Το ίδιο κάνει». «Έχετε διδακτορικό στην ψυχολογία, σωστά;» «Ναι, αλλά δεν είμαι θεραπευτής όπως ο δόκτωρ Γουέστ. Εγώ ήμουν από τους τύπους που ασχολούνται με τα ποντίκια στο λαβύρινθο. Ήμουν πωρωμένος με το εργαστήριο».
Η Τέρι χαμογέλασε, λες και εκείνη η φράση θα εκτόνωνε κάπως την ένταση που επικρατούσε μέσα στο δωμάτιο, πράγμα που δεν έγινε. «Φυσικά. Κοιτάξτε, θέλω απλώς να διευκρινίσω ένα δυο πράγματα. Δεν είδατε την Τζένιφερ να αναγκάζεται παρά τη θέλησή της να μπει στο φορτηγό, έτσι δεν είναι;» «Έτσι είναι». «Δεν είδατε κανέναν να την αρπάζει ή να τη χτυπάει ή να κάνει κάτι άλλο που θεωρήσατε βίαιο;» «Όχι. Απλώς τη μια στιγμή ήταν εκεί και την επόμενη χάθηκε. Από τη θέση που βρισκόμουν δεν μπόρεσα να δω ακριβώς τι της συνέβη». «Ακούσατε κάποια κραυγή; Ή μήπως θόρυβο πάλης;» «Όχι, λυπάμαι». «Αν λοιπόν μπήκε σ’ εκείνο το φορτηγό, μπορεί να το έκανε με τη θέλησή της;» «Εμένα δε μου φάνηκε κάτι τέτοιο, ντετέκτιβ». «Και δεν πιστεύετε πως θα μπορούσατε να αναγνωρίσετε την οδηγό ή τον επιβάτη ξανά;» «Δεν ξέρω. Τους είδα μόνο από το πλάι. Και πάλι, μόνο για μερικά δευτερόλεπτα. Είχε σουρουπώσει. Κόντευε να νυχτώσει». «Όχι, Όντι, αυτό δεν είναι σωστό. Είδες αρκετά πράγματα. Πιστεύω πως θα μπορέσεις να τους αναγνωρίσεις όταν τους βρεις». Ο Έιντριαν μισογύρισε για να κοντράρει τον αδερφό του, αλλά μετά συγκρατήθηκε, ελπίζοντας ότι η αστυνομικός δεν είχε προσέξει την κίνησή του. Η Τέρι Κόλινς έγνεψε καταφατικά. «Ευχαριστώ», είπε. «Με βοηθήσατε πραγματικά. Θα επανέλθω αφού κάνω λίγη
δουλειά ακόμη». «Είναι καλή», είπε ο Μπράιαν. Είχε γείρει μπροστά και σχεδόν ακουμπούσε τον ώμο του Έιντριαν. Έδειχνε ενθουσιασμένος. «Είναι στ’ αλήθεια καλή. Αλλά εξακολουθεί να μη σου δίνει σημασία, Όντι». Πριν προλάβει να πει κάτι ο Έιντριαν, μπήκε στη μέση ο Σκοτ. «Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα σας, ντετέκτιβ;» Ο τόνος του έλεγε περιμένουμε αποτελέσματα, και ο Έιντριαν φαντάστηκε ότι ο κόσμος συνήθως πλήρωνε λεφτά για να τον ακούσει να μιλάει με αυτόν ακριβώς τον τόνο. «Αφήστε να δω αν θα μπορέσω ν’ ανακαλύψω οτιδήποτε για το ύποπτο αυτοκίνητο που περιέγραψε ο καθηγητής Τόμας. Είναι ένα συγκεκριμένο στοιχείο βάσει του οποίου μπορώ να κινηθώ. Θα ψάξω επίσης στις πολιτειακές και ομοσπονδιακές βάσεις εγκληματολογικών δεδομένων μήπως βρω παρόμοιους τύπους απαγωγών. Εν τω μεταξύ, σας παρακαλώ να βρίσκεστε σε επιφυλακή για την περίπτωση που επικοινωνήσει κάποιος μαζί σας». «Δε θέλετε να καλέσετε το FBI; Δε θέλετε να παγιδεύσετε τις τηλεφωνικές γραμμές μας;» «Αυτό είναι κάπως πρόωρο. Θα γυρίσω όμως στο αρχηγείο και θα συζητήσω αυτό ακριβώς το θέμα με τον αρχηγό μου». «Είμαι της γνώμης ότι η Μαίρη κι εγώ θα έπρεπε να είμαστε παρόντες», ξέσπασε ο Σκοτ με χολωμένο ύφος. «Αν θέλετε». «Έχετε ασχοληθεί άλλοτε με υπόθεση απαγωγής, ντετέκτιβ;» Η Τέρι δίστασε. Δε σκόπευε να απαντήσει ειλικρινά, αφού αυτό θα σήμαινε ότι θα έλεγε όχι. Κάτι τέτοιο θα χειροτέρευε
απλώς την κατάσταση, πράγμα που σύμφωνα με το κιτάπι των διαδικασιών ενός αστυνομικού ήταν μεγάλο σφάλμα. «Πιστεύω πως πρέπει να έρθω μαζί σας, ντετέκτιβ, για να δω πώς θα αντιδράσει ο αρχηγός σας», είπε ο Σκοτ και γύρισε στη Μαίρη. «Εσύ θα πρέπει να μείνεις εδώ. Να παρακολουθείς τα τηλέφωνα. Να έχεις το νου σου μήπως συμβεί κάτι που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα». Η Μαίρη απάντησε με ένα λυγμό, αλλά ήταν σημάδι ότι συμφωνούσε. Ο Έιντριαν συνειδητοποίησε ότι από τη δική τους πλευρά –από την πλευρά τόσο του Σκοτ όσο και της ντετέκτιβ– ο δικός του ρόλος είχε ολοκληρωθεί. Άκουσε τον Μπράιαν να σαλεύει δίπλα του. «Σου το είπα», είπε εκείνος χαμηλόφωνα. «Ο μαλάκας ο γκόμενος πιστεύει απλώς ότι είσαι ένας ανόητος γέρος που έτυχε να δει κάτι σημαντικό, ενώ η αστυνομικός θεωρεί πλέον πως ό,τι ήταν ν’ ακούσει από σένα το άκουσε. Κλασική περίπτωση». «Τι πρέπει να κάνω;» ρώτησε ο Έιντριαν. Όπως και προηγουμένως, δεν ήταν σίγουρος αν είχε μιλήσει φωναχτά ή αν απλώς είχε σκεφτεί εκείνα τα λόγια. «Τίποτε. Και τα πάντα», απάντησε ο νεκρός αδερφός του. «Δεν εξαρτάται μόνο από σένα, Όντι. Κατά κάποιον τρόπο, όμως, έτσι είναι. Αλλά μη στενοχωριέσαι. Έχω μερικές ιδέες». Ο Έιντριαν απάντησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού. Κοίταξε γύρω για να βρει το σακάκι του. Ήταν σίγουρος πως το είχε αφήσει στον καναπέ, ή μπορεί να το είχε βγάλει μπαίνοντας στο σπίτι και να το είχε κρεμάσει στη ράχη μιας καρέκλας. Γύρισε το κεφάλι του να δει, και τότε
συνειδητοποίησε ότι το φορούσε. Χαμογέλασε, αλλά ένα άλλο πρόσωπο μέσα στο δωμάτιο είχε παρατηρήσει την παράξενη αφηρημάδα του.
13 Ο Έιντριαν είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής ζωής του μελετώντας το φόβο. Το θέμα ήταν πολύ πιο περίπλοκο απ’ όσο περίμενε όταν ξεκίνησε τη μεταπτυχιακή εργασία του. Αυτό που τον είχε ελκύσει στο θέμα του φόβου πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια ήταν μια πολύ άσχημη πτήση καθώς επέστρεφε στο σπίτι του ύστερα από το πρώτο εξάμηνο στο κολέγιο. Αντί να φοβηθεί, παρακολουθούσε με εξαιρετικό ενδιαφέρον τις αντιδράσεις των άλλων επιβατών, ενώ το αεροπλάνο τρανταζόταν μέσα στην καταιγίδα κι έγερνε ποτέ από τη μια και πότε από την άλλη στον κατάμαυρο ουρανό. Τον είχε γοητεύσει πόσο πολύ εκείνο το θέαμα, ώστε είχε ξεχάσει τη δική του έντονη ανησυχία. Προσευχές. Ξεφωνητά. Σφιγμένα δάχτυλα και λυγμοί. Όταν το αεροπλάνο έπεσε σ’ ένα κενό αέρος απ’ αυτά που κάνουν το στομάχι σου ν’ ανεβαίνει στο λαιμό και το ουρλιαχτό των κινητήρων είχε σχεδόν καλύψει τις κραυγές, εκείνος κοίταξε γύρω του και φαντάστηκε τον εαυτό του στη θέση του μοναδικού παρατηρητικού ποντικού που είχε πιαστεί σ’ έναν τρομακτικό λαβύρινθο. Ως καθηγητής, είχε κάνει αμέτρητα πειράματα σε εργαστηριακό περιβάλλον, προσπαθώντας να προσδιορίσει παράγοντες αντιληπτικότητας που προκαλούσαν προβλέψιμες αντιδράσεις του εγκεφάλου. Οπτικά τεστ. Ακουστικά τεστ. Απτικά τεστ. Ένα μέρος των πανεπιστημιακών κεφαλαίων για τις έρευνές του προερχόταν
από κρατικές επιχορηγήσεις –ουσιαστικά ήταν μια ελάχιστα συγκεκαλυμμένη χρηματοδότηση από τις ένοπλες δυνάμεις που ανέκαθεν ενδιαφέρονταν να βρουν τρόπους να κατανικηθεί ο φόβος των στρατιωτών μέσω της εκπαίδευσης. Έτσι, ο Έιντριαν είχε περάσει τα καθηγητικά του χρόνια ανάμεσα σε αίθουσες διδασκαλίας, διαλέξεις και ατέλειωτες νύχτες μέσα σε εργαστήρια περιστοιχισμένος από βοηθούς καθώς προετοίμαζε τις κλινικές μελέτες του. Η όλη εμπειρία τού είχε προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση, μόνο που φτάνοντας στη συνταξιοδότηση είχε καταλάβει ότι ήξερε πάρα πολλά και ταυτόχρονα πολύ λίγα πράγματα σχετικά με το θέμα του. Κατανοούσε πώς και γιατί ένα φίδι, για παράδειγμα, προκαλούσε σε ορισμένους ανθρώπους επιτάχυνση της αναπνοής, αυξημένους σφυγμούς, ιδρώτα, σωληνοειδή όραση, και μια κατάσταση στα όρια του πανικού. Είχε κάνει μελέτες συστηματικής απευαισθητοποίησης παρουσιάζοντας στα υποκείμενα των ερευνών του –φοιτητές ειδικευόμενους στην ψυχολογία– φωτογραφίες φιδιών από το Νάσιοναλ Τζιογκράφικ, χνουδωτά παιχνίδια με τη μορφή φιδιών, και τέλος πραγματικά φίδια, υπολογίζοντας το βαθμό που η οικειότητα μείωνε το φόβο. Είχε κάνει επίσης μελέτες με τη μέθοδο της παρατεταμένης έκθεσης, βάσει της οποίας τα υποκείμενα αντιμετώπιζαν αιφνιδιαστικά σε μεγάλο αριθμό τα αντικείμενα που τους προκαλούσαν φόβο, κατά κάποιον τρόπο όπως όταν ο Ιντιάνα Τζόουνς βρέθηκε στο πηγάδι με τα φίδια στην πρώτη από τη σειρά ταινιών του Σπίλμπεργκ. Του Έιντριαν δεν του άρεσαν τα τεστ αυτού του είδους. Προξενούσαν υπερβολική εφίδρωση και ουρλιαχτά. Εκείνος προτιμούσε τις εξετάσεις που γίνονταν με πιο αργό ρυθμό.
Ο αδερφός του συχνά τον πείραζε για τη δουλειά του. «Αυτό που έμαθα στον πόλεμο», του είπε κάποτε ο Μπράιαν, «είναι ότι ο φόβος είναι ό,τι καλύτερο διαθέτουμε. Μας κρατάει σώους όταν το χρειαζόμαστε, μας εξασφαλίζει έναν τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου που μπορεί μεν να είναι κάπως στρεβλός, αλλά μας κάνει πιο επιφυλακτικούς, πράγμα το οποίο, σε γενικές γραμμές, αδερφέ μου, μας βοηθάει να κρατηθούμε μακριά από μπλεξίματα και να γλιτώσουμε το τομάρι μας». Του Μπράιαν του άρεσε να στριφογυρίζει με το δάχτυλό του τα παγάκια μέσα στο ποτήρι του ουίσκι του, υπογραμμίζοντας έτσι τα λόγια του μ’ εκείνο τον κουδουνιστό ήχο. «Έτσι και σου περάσει απ’ το μυαλό ότι θα ’πρεπε να φοβηθείς κάτι, τότε, το καλό που σου θέλω, να το φοβηθείς, αφού μ’ αυτό τον τρόπο ό,τι κάνεις στη συνέχεια θα περιέχει το στοιχείο της λογικής». Αυτά τα λόγια θυμόταν ο Έιντριαν καθώς διέσχιζε τα παλιά του λημέρια στην πανεπιστημιούπολη. Χαμογέλασε καθώς σκεφτόταν ότι του είχε λείψει πολύ ο τρόπος που μιλούσε ο αδερφός του. Το ένα λεπτό ο Μπράιαν ακουγόταν σαν παλιομοδίτης και παραδοσιακός φιλόσοφος από την Οξφόρδη και το επόμενο σαν τραχύς και αθυρόστομος τραμπούκος. Το νομικό επάγγελμα υπήρξε μια καλή επιλογή γι’ αυτόν. Θα μπορούσε να είχε γίνει ηθοποιός, μόνο που δεν του άρεσε να παίρνει εντολές, και την πρώτη φορά που κάποιος επιτηδευμένος σκηνοθέτης θα δοκίμαζε να του πει τι να κάνει, ο Μπράιαν θα εγκατέλειπε τη σκηνή. Είχε όμως την εξυπνάδα να υιοθετεί όποιο ρόλο απαιτούσε η νομική υπόθεση που αναλάμβανε. Μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα σε εταιρικούς πελάτες που πλήρωναν αδρά και στην
Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών και το Κέντρο Νομικής Αρωγής Φτωχών του Νότου, για τα οποία εργαζόταν χωρίς αμοιβή. Η δεύτερη αυτή κατηγορία υποθέσεων που αναλάμβανε αφορούσε κατηγορίες που επέσυραν τη θανατική ποινή, σε αγροτικές περιοχές, όπου οι κατηγορούμενοι –αρκετοί από τους οποίους διώκονταν άδικα– είχαν ελάχιστες πιθανότητες να αποφύγουν την ηλεκτρική καρέκλα μέχρι που εμφανιζόταν ο Μπράιαν. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι ο αδερφός του είχε την ικανότητα να κάνει οποιονδήποτε να τον αντιμετωπίζει σαν να ήταν όμοιοι. Κούνησε το κεφάλι του. Ίσως εκείνη η χαμαιλεόντεια ικανότητα δεν ήταν και τόσο εξαιρετικό γνώρισμα, αφού ένα πρωί ο Μπράιαν, που ο Έιντριαν πίστευε πως ήταν ο πιο δυνατός άνθρωπος στον κόσμο, είχε βάλει το εννιάρι πιστόλι στον κρόταφό του και είχε τραβήξει τη σκανδάλη. Δεν άφησε κάποιο σημείωμα. Ο Έιντριαν θεωρούσε πως αυτό δεν ήταν σωστό. Ο Μπράιαν θα έπρεπε να είχε αφήσει κάποια εξήγηση. Ως ψυχολόγος, ο Έιντριαν κατανοούσε ότι είχε αφιερώσει τη ζωή του στη διαλεύκανση μυστηρίων. Γιατί φοβόμαστε; Γιατί φερόμαστε με τον τρόπο που φερόμαστε; Τι μας κάνει να νιώθουμε αυτό που νιώθουμε; Από πού πηγάζει ο φόβος; Κι όμως, τώρα, έτσι όπως λιγόστευε όλο και περισσότερο ο χρόνος της λογικής σκέψης που του απέμενε, σκεφτόταν πως δεν είχε απαντήσεις για όλα τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής του και πως έπασχε από μια αρρώστια που έκανε όλο και πιο δύσκολη την εύρεση απαντήσεων. Συνέχισε να περπατά. Στα μονοπάτια της πανεπιστημιούπολης υπάρχει ένας ρυθμός που ο Έιντριαν
μπορούσε πάντα να διαβάζει σαν να ήταν λέξεις μέσα σε κάποιο βιβλίο. Υπήρχε το γρήγορο βήμα που έλεγε Έχω αργήσει για το μάθημα, και το χαλαρό περπάτημα που έλεγε Παρέδωσα όλες τις εργασίες μου και ξεμπέρδεψα. Σήμερα, εκείνος περπατούσε αργά, προσεκτικά. Ως ένα βαθμό, ο ρυθμός του υπαγορευόταν από την ηλικία. Αλλά, πέρα απ’ αυτό, έβαζε σε μια τάξη τις αναμνήσεις του καθώς προσπαθούσε να σχεδιάσει την επόμενη κίνησή του. «Μπράιαν;» φώναξε ξαφνικά. «Νομίζω πως χρειάζομαι τη βοήθειά σου». Δύο φοιτήτριες χαμογέλασαν προς το μέρος του κι έπειτα συνέχισαν να μιλούν στα κινητά τους. Περπατούσαν μαζί, πλάι πλάι, συντροφικά, αλλά κουβέντιαζαν με αόρατους φίλους. Δε διαφέρουν και πολύ από μένα, σκέφτηκε ο Έιντριαν. Μόνο που το πρόσωπο με το οποίο συζητούσε εκείνος ήταν νεκρό. Πότε πότε ο αδερφός του έλεγε μια ιστορία ύστερα από μερικά ποτά, όταν τα φώτα χαμήλωναν και μόνο λίγοι τον άκουγαν, αφού ήταν μια ιστορία που μοιραζόταν μόνο με όσους τον αγαπούσαν, σχετικά με μια περιπολία στην κοιλάδα Α Σάου. «Ήμασταν μόλις δύο χιλιόμετρα μακριά από τη βάση μας. Ήταν το τελευταίο μέρος μιας πορείας στην κατάληξη μιας ατέλειωτης, ανιαρής μέρας. Έκανε ζέστη, διψούσαμε και ήμασταν ψόφιοι από την κούραση». Ο Έιντριαν κοίταξε γύρω του. Περίμενε πως θα έβλεπε δίπλα του τον Μπράιαν, επειδή η φωνή που αντηχούσε στα αυτιά του επαναλαμβάνοντας τη χιλιοειπωμένη ιστορία ακουγόταν πάρα πολύ κοντά. Μα ο Μπράιαν δε φαινόταν
πουθενά. «Με άλλα λόγια, Όντι, η ώρα και η κατάσταση ήταν ό,τι έπρεπε για να μη δίνουμε την απαιτούμενη προσοχή». Στην περίπολο έπαιρναν μέρος είκοσι άντρες και είχαν περάσει από το ίδιο μέρος τρεις φορές την προηγούμενη βδομάδα χωρίς κανένα απρόοπτο. Ο Μπράιαν είχε περιγράψει το σκηνικό: μια πυκνή συστάδα δέντρων της ζούγκλας σε απόσταση περίπου εβδομήντα μέτρων από έναν ορυζώνα, μερικές καλύβες κι ένα μονοπάτι στ’ αριστερά που κατέληγε στο τοπικό χωριό. Ήταν αργά το απόγευμα και στα χωράφια δούλευαν δυο αγρότες. Το σκηνικό ήταν γεμάτο με γνώριμες, ακίνδυνες εικόνες. Δεν υπήρχε το παραμικρό ασυνήθιστο στοιχείο. Όποτε διηγούνταν την ιστορία, ο Μπράιαν επαναλάμβανε αυτή την τελευταία φράση τουλάχιστον τρεις φορές. Το παραμικρό ασυνήθιστο στοιχείο. Η φράση ακουγόταν σαν βλαστήμια. Οι άντρες ήταν κατάκοποι και ήθελαν να γυρίσουν στη βάση τους, να φάνε, να ξεκουραστούν και ίσως να σενιαριστούν λιγάκι. Δεν είχαν κανένα λόγο να σταματήσουν, όπως έλεγε ο Μπράιαν στον αδερφό του. Εκείνη τη μέρα όμως –πάντα θυμόταν πως ήταν Τρίτη– ο Μπράιαν σταμάτησε. Οι άντρες που οδηγούσε σωριάστηκαν στο έδαφος. Το κουβάλημα μιας εξάρτυσης βάρους είκοσι κιλών σε θερμοκρασία 43 βαθμών υπονόμευε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, όπως έλεγε ο Μπράιαν. Ίσως θα μπορούσες να μελετήσεις αυτή την περίπτωση, έλεγε στον Έιντριαν. Έπεσε λίγη γκρίνια –συχνά είναι πολύ πιο κουραστικό το να σταματήσεις από το να συνεχίσεις το δρόμο σου. Οι άντρες στράγγιξαν κακόκεφοι τα παγούρια
τους και κάπνιζαν, ενώ ο Μπράιαν παρατηρούσε με τα κιάλια του τη συστάδα των δέντρων. Ήταν συγκεντρωμένος και σάρωνε αργά κάθε σιλουέτα και κάθε σκιά. Δεν είχε δει τίποτε. Τίποτε απολύτως. Αυτό τον έκανε απλώς να νιώσει χειρότερα. «Όντι, είναι φορές που το καταλαβαίνεις. Όταν τα πάντα είναι εντάξει, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Κι αυτή ήταν η αίσθηση που με κυρίεψε εκείνη τη μέρα. Τα πάντα ήταν εντάξει. Υπερβολικά εντάξει». Έτσι λοιπόν, αυτό που είχε κάνει o Μπράιαν ήταν να χαράξει τα όρια της συστάδας πάνω στο πλέγμα του χάρτη του και να στείλει τις συντεταγμένες στη βάση του πυροβολικού, αφού πρώτα είπε ψέματα στον αξιωματικό της πυροβολαρχίας ότι είχε εντοπίσει κίνηση μέσα στα δέντρα. Ο πρώτος γύρος δεν έπεσε στο στόχο, αλλά σκότωσε τους δύο αγρότες και τίναξε στον αέρα τα ματωμένα κομμάτια ενός βούβαλου. Αγνοώντας τις δολοφονίες, ο Μπράιαν έδωσε ήρεμα στη βάση οδηγίες βελτίωσης της στόχευσης και σε μερικά δευτερόλεπτα τα ισχυρά εκρηκτικά έπεσαν στη ζούγκλα, κάνοντας τη γη να τρέμει. Ο αέρας γέμισε από τα σφυρίγματα των οβίδων που έπεφταν. Οι εκρήξεις κομμάτιασαν τις παρυφές της συστάδας, τινάζοντας στον αέρα θρυμματισμένο ξύλο και μέταλλο. Το μπαράζ τελείωσε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Οι άντρες της διμοιρίας δεν είχαν καμία όρεξη να ελέγξουν την καταστροφή, αλλά ο Μπράιαν τους διέταξε να το κάνουν. Προσπέρασαν σιωπηλοί τους νεκρούς αγρότες. Ανάμεσα στα πράσινα βλαστάρια του ρυζιού ήταν σκορπισμένα τα σωθικά και τα κομμάτια των πτωμάτων. Το αίμα επέπλεε σαν λάδι στην επιφάνεια του ορυζώνα. Από το
χωριό είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν άνθρωποι και οι πρώτες θρηνητικές κραυγές ακούστηκαν μέσα στην απογευματινή ζέστη. Έπειτα οι άντρες βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα εφιαλτικό σκηνικό. Πάνω από ένας λόχος του βορειοβιετναμέζικου στρατού πρέπει να τους περίμενε στη συστάδα, ακριβώς στο σημείο όπου ο Μπράιαν είχε κατευθύνει το μπαράζ του πυροβολικού. Όπου κι αν κοίταζαν, έβλεπαν νεκρούς και διαμελισμένα πτώματα. Τα κομμάτια τους ήταν μπλεγμένα ανάμεσα στα κούτσουρα των δέντρων. Κεφάλια. Χέρια. Πόδια. Αποτέλεσμα αλάθητο της έκρηξης μιας οβίδας των 75 χιλιοστών. Παντού υπήρχαν ματωμένα ίχνη, τσακισμένα σύνεργα κι ένα τοπίο βαμμένο στο αίμα. Μερικοί τραυματίες βογκούσαν. Άλλοι ίσως να είχαν συρθεί πιο βαθιά μέσα στη ζούγκλα, είτε για να ανασυνταχθούν είτε για να πεθάνουν. Ο Μπράιαν δεν ήταν σίγουρος ποιος ήταν ο λόγος, ούτε τον ένοιαζε. Κανένας από τους άντρες του δεν είπε τίποτα. Ακούστηκαν μόνο μερικά σφυρίγματα και κάτι κοντανασαίματα καθώς διέσχιζαν τις λίμνες του αίματος. Ακολούθησαν μόνο το παράδειγμά του, πηγαίνοντας από το ένα κρυμμένο πυροβολείο στο άλλο και αποτελειώνοντας τους πληγωμένους εχθρούς. Ο Μπράιαν είπε πως δε θυμόταν να είχε δώσει τέτοια εντολή, αλλά πρέπει να την έδωσε. Έπειτα μέτρησε τους νεκρούς. Ήταν πάνω από εβδομήντα πέντε, μια σημαντική νίκη σε κάτι που δεν μπορούσε καν να θεωρηθεί μάχη. Ήταν σκέτη σφαγή. Όλοι οι άντρες της διμοιρίας καταλάβαιναν πως, αν είχαν κάνει ό,τι και τις προηγούμενες φορές φτάνοντας στον συγκεκριμένο ορυζώνα, θα είχαν σκοτωθεί όλοι στην ενέδρα. Από τότε κανείς δεν
αμφισβήτησε το ένστικτο του Μπράιαν. Αυτό είχε πει στον αδερφό του. Και η διοίκηση τον παρασημοφόρησε. Αλλά, σκέφτηκε ο Έιντριαν, ο αδερφός του ποτέ δεν το είπε αυτό με καμάρι, μόνο με θλίψη. Είχε την εντύπωση ότι ο Μπράιαν είχε παγιδευτεί από το ίδιο το ιστορικό του. Διερωτήθηκε αν μπορούσε να πει το ίδιο και για τον εαυτό του. «Νομίζω ότι μπορείς, Όντι». Ο Έιντριαν έκανε μεταβολή, αλλά μπορούσε μόνο ν’ ακούσει τον αδερφό του, όχι να τον δει. Μικρές ομάδες φοιτητών πήγαιναν από το ένα μάθημα στο άλλο, κι ένα μακρινό καμπαναριό σήμανε 3 μ.μ. Ο Έιντριαν θυμήθηκε ότι τέτοια ώρα ήταν τη μέρα που ο αδερφός του είχε ζητήσει από τη βάση πυροβολικού να γίνει το μπαράζ που του είχε σώσει τη ζωή. Συνέχισε να προχωρεί βιαστικά. Το πανεπιστήμιο ήταν ένα αρχιτεκτονικό συνονθύλευμα όπου το μοντέρνο ήταν πλάι πλάι με το αρχαίο. Κτίρια με μεγάλες καμπύλες και πολυάριθμα φαρδιά παράθυρα δέσποζαν πάνω από πρασιές και παλιά ξύλινα σπίτια που είχαν μετατραπεί σε υπνωτήρια. Ο Έιντριαν χάρηκε βλέποντας ότι ελάχιστα είχαν αλλάξει από τότε που βγήκε στη σύνταξη. Το Τμήμα Ψυχολογίας στεγαζόταν σ’ ένα από τα κτίρια των μέσων του 20ού αιώνα. Ήταν ένα τετράγωνο πλίνθινο κτίσμα, με φαρδιές πόρτες και μια πρόσοψη που δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο, αν και ήταν καλυμμένη με κισσό. Του Έιντριαν ανέκαθεν του άρεσε η ιδέα ότι το κτίριο ήταν τόσο κοινό. Δεν είχε τον έντονο σχεδιαστικό χαρακτήρα που
διέκρινε τη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων ή το κτίριο που στέγαζε το Τμήμα Χημείας. Θεωρούσε πως το πλεονέκτημα που πρόσφερε ένα τόσο άχρωμο μέρος ήταν ότι άφηνε να ταξιδέψουν ελεύθερα οι ιδέες που δοκιμάζονταν στο εσωτερικό του. Έκρυβε –αντί να διατυμπανίζει– όλη την ευφυΐα που είχαν μέσα τους εκείνες οι ιδέες. Ο Έιντριαν ανέβηκε από τη σκάλα στον τρίτο όροφο. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι προορισμός του ήταν η αίθουσα 302, και τα χείλη του κινούνταν σιωπηλά καθώς επαναλάμβανε το όνομα του ανθρώπου που σκόπευε να δει. Ήταν ένας παλιός φίλος και συνάδελφος, αλλά ο Έιντριαν δεν ήθελε να φανερώσει κανένα σημάδι της αρρώστιας του μέσα στους διαδρόμους του τμήματός του. Φρόντισε να τα περιγράψεις όλα ξεκάθαρα, είπε στον εαυτό του. Την κάθε λεπτομέρεια. Χτύπησε την πόρτα και μετά την άνοιξε. «Ρότζερ;» είπε, μπαίνοντας μέσα. Ένας λεπτός, φαλακρός άντρας με ύψος και κινήσεις μπασκετμπολίστα ήταν σκυμμένος μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή, ενώ δίπλα του καθόταν μια όμορφη νέα γυναίκα με μια φοβισμένη έκφραση στο πρόσωπό της. Το γραφείο ήταν ασφυκτικά γεμάτο βιβλία, στριμωγμένα πάνω σε μαύρα ατσάλινα ράφια. Υπήρχαν και κάμποσα πόστερ ανθρώπων που καταζητούσε το FBI, με αποτέλεσμα ο ένας τοίχος να θυμίζει ταχυδρομείο. Στον αντικρινό τοίχο υπήρχε ένα κορνιζαρισμένο πόστερ από την ταινία Η Σιωπή των Αμνών, με τις υπογραφές του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου. «Έιντριαν! Ο διάσημος καθηγητής Τόμας! Έλα, έλα!» Ο καθηγητής Ρότζερ Πάρσονς ξεδιπλώθηκε από την καρέκλα κι έσφιξε το χέρι του Έιντριαν.
«Δε θέλω να διακόψω τη συζήτησή σας...» «Όχι, όχι, κάθε άλλο. Η δεσποινίς Λιούις κι εγώ απλώς κοιτάζαμε την ενδιάμεση εργασία της, η οποία παρεμπιπτόντως ήταν εξαιρετική...» Ο Έιντριαν αντάλλαξε χειραψία με τη νεαρή γυναίκα. «Αναρωτιόμουν, Ρότζερ, αν θα μπορούσα να επωφεληθώ λίγο από τις γνώσεις σου». «Φυσικά! Μα την αλήθεια, πάνε μήνες από τότε που φάνηκες στα μέρη μας... και τώρα μου δίνεις αυτή την αναπάντεχη χαρά. Πώς τα πας; Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;» «Μήπως πρέπει να φύγω, κύριε καθηγητά;» είπε η φοιτήτρια. Ο Ρότζερ Πάρσονς στράφηκε στον Έιντριαν για την απάντηση. Εκείνος χάρηκε επειδή έτσι δε θα υποχρεωνόταν ν’ απαντήσει στην πρώτη ερώτηση του παλιού του φίλου. «Μήπως η νεαρή δεσποινίς Λιούις γνωρίζει κάτι σχετικά με ασυνήθιστα μοτίβα εγκληματικής συμπεριφοράς;» «Και βέβαια γνωρίζει», απάντησε ζωηρά ο Πάρσονς. «Τότε πρέπει να μείνει». Η κοπέλα σάλεψε κάπως αμήχανα, αλλά ήταν φανερό πως είχε χαρεί που της ζήτησαν να παραμείνει. Ο Έιντριαν αναρωτήθηκε αν ήξερε ποιος ήταν, αλλά ο νεότερος πρώην συνάδελφός του την ενημέρωσε αμέσως. «Είναι ο πιο διακεκριμένος καθηγητής, μέντορας όλων μας, και θα δώσουν το όνομά του στην επίσημη σάλα της σχολής», της είπε. «Μεγάλη μας τιμή που πέρασε να μας δει, έστω κι αν έχει μια δυο ερωτήσεις». «Μακάρι να ήξερα περισσότερα πράγματα για την ψυχοπαθολογία», είπε ο Έιντριαν.
«Νομίζω ότι υποτιμάς τον εαυτό σου, καθηγητά. Ευχαρίστως όμως θα σε ενημερώσω ως προς ό,τι δε γνωρίζεις», απάντησε ο Πάρσονς. «Ποιο είναι το ερώτημά σου;» «Τα εγκληματικά ζευγάρια», είπε χαμηλόφωνα ο Έιντριαν. «Οι συνεργασίες αντρών και γυναικών». Ο άλλος έγνεψε καταφατικά. «Α... συναρπαστικό θέμα. Υπάρχουν αρκετά διαφορετικά σχετικά προφίλ. Για τι είδους έγκλημα μιλάμε;» «Μια τυχαία απαγωγή. Αρπαγή μιας άγνωστης κοπέλας από το δρόμο μιας γειτονιάς». Ο Ρότζερ ύψωσε τα φρύδια του. «Πολύ ασυνήθιστο. Πολύ σπάνιο». «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ». «Και ποιος ήταν ο σκοπός αυτής της απαγωγής;» «Απροσδιόριστος αυτή την ώρα που μιλάμε». «Χρήμα; Σεξ; Ή μήπως διαστροφή;» «Δεν ξέρω. Προς το παρόν». «Πιθανόν και τα τρία μαζί. Και θα υπάρχουν κι άλλοι λόγοι», είπε ο Πάρσονς με ύφος στοχαστικό. «Οπωσδήποτε τίποτε το καλό, και πιθανότατα κάτι πολύ κακό». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά, και ο παλιός συνάδελφός του άρχισε αμέσως ένα μονόλογο, σαν να έκανε διάλεξη. «Αυτό δυσκολεύει ακόμη πιο πολύ τα πράγματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτά που γνωρίζουμε για εγκληματίες αυτού του είδους τα μαθαίνουμε αφού ξεσκεπαστούν. Είναι σαν να συνταιριάζουμε αναδρομικά τα ψυχολογικά κομμάτια του παζλ. Εκ των υστέρων όλα φαίνονται απόλυτα λογικά». «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό τώρα. Πρέπει να προχωρήσω
με βάση λιγοστές και διάσπαρτες πληροφορίες». Ο Ρότζερ Πάρσονς άπλωσε τα μακριά του πόδια και σκέφτηκε το θέμα. «Πρόκειται για άτομο που γνωρίζεις... Δεν είναι απλώς ακαδημαϊκή η ερώτησή σου, έτσι δεν είναι;» «Όχι ακριβώς. Πρόκειται για ένα νεαρό άτομο που συνάντησα για πολύ λίγο. Προσπαθώ να βοηθήσω κάτι γείτονες». Ο Έιντριαν δίστασε και μετά πρόσθεσε: «Είναι σημαντικό να χειριστείς το θέμα με πολύ διακριτικό τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για σας». Τα τελευταία αυτά λόγια τα απηύθυνε στη νεαρή, που φάνηκε να τρομοκρατείται κάπως από την τροπή που έπαιρνε η συζήτηση. «Πρόκειται για ένα έγκλημα που φαίνεται...» Ο Έιντριαν δίστασε πάλι. «...να βρίσκεται σε εξέλιξη. Δεν μπορώ να σας πω με ποιον τρόπο ακριβώς». «Το θύμα της απαγωγής... τι ξέρεις για την κοπέλα;» «Νεαρή. Στην εφηβεία. Πολύ ταραγμένη. Πολύ έξυπνη. Πολύ όμορφη». «Και η αστυνομία...» «Προσπαθούν να βγάλουν άκρη. Επιμένουν να ασχολούνται με απόλυτα εξακριβωμένα στοιχεία, πράγμα που δεν ξέρω αν θα βοηθήσει». Ο Πάρσονς έγνεψε πάλι. «Πράγματι. Έχεις δίκιο ως προς αυτό. Τα γεγονότα μπορούν ίσως να οδηγήσουν στη διαλεύκανση ενός εγκλήματος όταν υπάρχει πτώμα. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δε συμβαίνει αυτό;» «Όχι ακόμη». «Ωραία. Και είσαι απόλυτα βέβαιος ότι αυτοί που την απήγαγαν ήταν ένας άγνωστος άντρας και μια άγνωστη γυναίκα και όχι αναγκαστικά κάποιοι γνωστοί της;» «Ναι. Είμαι βέβαιος. Όσο γίνεται».
Ο νεότερος καθηγητής το ξανασκέφτηκε. «Θέλεις να διατυπώσω μερικές εικασίες; Δεν πρόκειται να είναι κάτι παραπάνω. Απλές εικασίες». Ο Έιντριαν δεν απάντησε. Ήξερε ότι δε χρειαζόταν να το κάνει. «Λοιπόν, κατά πάσα πιθανότητα η υπόθεση έχει να κάνει με το σεξ, φυσικά. Υπάρχει όμως και το θέμα του ελέγχου. Το ζευγάρι θα αποκομίζει σεξουαλική ευχαρίστηση στερώντας από την κοπέλα την ελευθερία της. Θα επιτείνουν την ερωτική τους διέγερση μέσα από την απόλαυση του άλλου. Οι πιθανοί παράγοντες είναι πάρα πολλοί. Θα χρειαζόμουν πολύ περισσότερες πληροφορίες για να σκιαγραφήσω το ζευγάρι με ακρίβεια». «Δεν έχω περισσότερες πληροφορίες. Προς το παρόν». Ο Ρότζερ συνέχισε να σκέφτεται. «Υπάρχει και κάτι άλλο, Έιντριαν. Μη μου ζητήσεις και τα ρέστα αν τυχόν προκύψει θέμα, αλλά εγώ θα επικεντρωνόμουν στο σκοπό αν ήμουν στη θέση σου και προσπαθούσα να βγάλω ένα λογικό συμπέρασμα για την κατάσταση που περιγράφεις». «Σκοπό; Με ποια έννοια;» «Με ποιον τρόπο θα εξασφαλίσει το εγκληματικό ζευγάρι μεγαλοπρέπεια, σπουδαιότητα και μια αίσθηση ισχύος μέσω του θύματός του; Πέρα από το σεξουαλικό παιχνίδι, τι ελπίζουν να κερδίσουν... γιατί σίγουρα θα υπάρξει κάτι. Ίσως να είναι κάτι κρυφό, αλλά μπορεί και να μην είναι. Εξουσία. Έλεγχος. Σε εγκλήματα τέτοιου είδους υπάρχουν πολλοί ψυχολογικοί παράγοντες. Αλίμονο, κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν είναι και τόσο ευχάριστος». «Τι θα έκανε η αστυνομία για να επιλύσει...» Ο Ρότζερ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Μάλλον
απίθανο να κάνει κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον, όχι μέχρι να βρεθεί ένα πτώμα. Ή, όπως στην υπόθεση εκείνων των Μορμόνων με τις πολλές συζύγους, μέχρι που κατάφερε το παιδί να το σκάσει. Μόνο που συνήθως δε γίνεται τέτοιο πράγμα. Η απόδραση είναι πολύ δύσκολη γι’ αυτούς τους ομήρους. Από την άνεση του σπιτιού μας σκεφτόμαστε: Και γιατί δεν το έβαλαν απλώς στα πόδια και να ειδοποιήσουν την αστυνομία; Αυτό όμως απαιτεί ψυχολογικά άλματα που είναι πολύ δύσκολο να γίνουν. Όχι, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα...» «Άρα η αστυνομία...» Ο Πάρσονς κούνησε το χέρι του στον αέρα σαν να έπαιρνε το ριμπάουντ. «Όταν βρίσκουν κάποιον, ζωντανό ή νεκρό, τότε μπορούν να ακολουθήσουν τα βήματά τους προς τα πίσω. Ίσως. Μάλλον όχι. Όπως και να ’χει, εγώ δε θα άφηνα τον εαυτό μου να ελπίζει ότι θα υπάρξει ικανοποιητική έκβαση». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. Υπάρχει και κάτι άλλο, άκουσε τη φωνή του αδερφού του να αντηχεί στ’ αυτί του. «Υπάρχει και κάτι άλλο», είπε χαμηλόφωνα ο Πάρσονς, σαν να τον είχε παρακινήσει κι αυτόν ο νεκρός. Ο Έιντριαν περίμενε μια απάντηση. «Τα εγκλήματα αυτού του είδους έχουν ένα χρονικό περιορισμό». «Χρονικό περιορισμό;» «Ναι. Όσο το θύμα εξασφαλίζει διέγερση, ενθουσιασμό, πάθος, ό,τι βάλει ο νους σου, παραμένει εξαιρετικά πολύτιμο για το ζευγάρι. Μόλις όμως πάψει αυτό ή βαρεθούν την κοπέλα ή εξαντλήσουν τα αποθέματα της διέγερσης που προκαλεί, τότε θα τους είναι άχρηστη. Και θα την πετάξουν».
«Θα την αφήσουν ελεύθερη;» «Όχι. Όχι κατ’ ανάγκην». Για μια στιγμή έπεσε σιωπή, καθώς οι δύο καθηγητές αναλογίζονταν τις περιστάσεις που αντιμετώπιζαν. Εκείνη τη σύντομη στιγμή άκουσαν τη νεαρή φοιτήτρια να παίρνει απότομα μια ανάσα, σαν να είχε εισχωρήσει μια παγωμένη πνοή στο μικρό γραφείο. Γύρισαν προς το μέρος της δεσποινίδας Λιούις. Εκείνη είχε το κεφάλι σκυφτό, σαν να ντρεπόταν γι’ αυτό που θα έλεγε, και τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει από τη σκέψη που της είχε κατεβεί ξαφνικά. Η φωνή της ήταν σιγανή και διστακτική. «Ίαν Μπρέιντι και Μάιρα Χίντλι», είπε. «Αγγλία, 1966. Οι Φόνοι των Βάλτων». Ο Ρότζερ Πάρσονς χειροκρότησε με ενθουσιασμό. «Ναι», είπε, και η φωνή του αντήχησε αναπάντεχα μέσα στον μικρό χώρο. «Και βέβαια, δεσποινίς Λιούις. Μπράβο. Εξαιρετική παρατήρηση. Έιντριαν, μπορείς να ξεκινήσεις από εκείνο το σημείο». Η φοιτήτρια κατάφερε να χαμογελάσει ακούγοντας τον επαινετικό τόνο του καθηγητή της, αν και ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι, κατά κάποιον τρόπο, δεν πρέπει να είναι ευχάριστο σε τόσο μικρή ηλικία να γνωρίζεις τα ονόματα και τις αρρωστημένες πράξεις διαβόητων κατά συρροήν δολοφόνων.
14 Ακόμη και μέσα στο σκοτάδι που περιέβαλλε τον κόσμο της, η Τζένιφερ έφτιαχνε αποσπασματικά μια εικόνα του χώρου όπου βρισκόταν. Η εικόνα αυτή συνοδευόταν από τα πρώτα σταχυολογημένα στοιχεία κατανόησης αυτού που της συνέβαινε. Ήξερε πως ήταν σε κάποιο υπόγειο δωμάτιο και πως υπήρχε κάποιος λόγος που την κρατούσαν ζωντανή. Όπως ήξερε επίσης ότι τίποτε απ’ όσα είχε ζήσει στα δεκαέξι της χρόνια δεν την είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που γινόταν τώρα. Έπειτα γεννήθηκε μέσα της η ελπίδα ότι έκανε λάθος, αν και δεν ήταν σίγουρη ως προς τι ακριβώς θα ήθελε να έκανε λάθος. Έδεσε τα δάχτυλά της και τα ακούμπησε στα γόνατά της, σαν να προσευχόταν. Κατόπιν, εξίσου αργά, τα έλυσε κι έσφιξε τις γροθιές της. Όταν προσηλωνόταν σε απτά στοιχεία της πραγματικότητας –στο κρεβάτι, στην αλυσίδα και το κολάρο γύρω απ’ το λαιμό της, στη χημική τουαλέτα–, κατόρθωνε να ζωγραφίσει νοερά ένα παραμορφωμένο πορτραίτο του περιβάλλοντός της. Αλλά όταν επέτρεπε στη φαντασία της να αναλογιστεί τι επρόκειτο να της συμβεί, την κυρίευε φόβος. Βρισκόταν διαρκώς στο χείλος της κατάρρευσης, έτοιμη να βάλει τα κλάματα ή ακόμη και να λιποθυμήσει από τον τρόμο. Ταλαντευόταν ανάμεσα στη λογική και στην αγωνία.
Ενδόμυχα, επαναλάμβανε στον εαυτό της: Είμαι ακόμη ζωντανή. Είμαι ακόμη ζωντανή. Σε τέτοιες στιγμές αυτοκυριαρχίας προσπαθούσε να οξύνει την ακοή και την όσφρησή της. Την αφή μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει σε περιορισμένη έκταση, αλλά τελικά κάτι μπορεί να της έλεγε. Ήταν καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού. Κάτω από τα δάχτυλα των ποδιών της ένιωθε το ψυχρό τσιμέντο του δαπέδου. Το στομάχι της γουργούριζε από την πείνα, αλλά δεν ήξερε αν θα μπορούσε να φάει. Διψούσε πάλι φοβερά, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν θα είχε το κουράγιο να δοκιμάσει να πιει νερό –ακόμη και αν της το πρόσφεραν. Στο δωμάτιο επικρατούσε ησυχία, ακουγόταν μόνο η αναπνοή της. Η Τζένιφερ είπε στον εαυτό της ότι, ουσιαστικά, υπήρχαν δύο δωμάτια. Το μαύρο κάτω από την κουκούλα της και το άλλο όπου την κρατούσαν φυλακισμένη. Ήξερε ότι έπρεπε να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε και για τα δύο. Αν δεν το έκανε –αν περίμενε απλώς να γίνει ό,τι έμελλε να της συμβεί–, ήξερε ότι το μόνο που θα της απέμενε θα ήταν να βυθιστεί στην απόγνωση. Και να περιμένει το οποιοδήποτε τέλος. Κάθε δευτερόλεπτο που ήταν ξύπνια πάλευε με τον πανικό. Έλεγε στον εαυτό της ότι δεν ωφελούσε να σκέφτεται ξανά και ξανά τα όσα είχαν γίνει, παρά μόνο σε μια προσπάθεια δημιουργίας μιας νοερής εικόνας των δύο ανθρώπων που την είχαν αρπάξει από το δρόμο στη γειτονιά της. Αλλά, όταν φανταζόταν τον εαυτό της να περπατάει μέσα στο σούρουπο των αρχών της άνοιξης, σε ένα πεζοδρόμιο στον
τόπο που γνώριζε από τότε που ήταν μωρό, βυθιζόταν σ’ ένα σκοτάδι πιο πυκνό από εκείνο που δημιουργούσε η κουκούλα. Την είχαν απομακρύνει βίαια απ’ όλα όσα ήξερε, και η καρδιά της σταματούσε σχεδόν με την παραμικρή αναθύμηση. Την έπιασε ζαλάδα, κι όμως είπε επίμονα στον εαυτό της ότι έπρεπε να συγκεντρωθεί. Γι’ αυτό μουρμούριζαν αδιάκοπα οι δάσκαλοί της στο σχολείο που τόσο απεχθανόταν: Τζένιφερ, πρέπει να εστιάζεσαι στο θέμα. Θα ήσουν εξαιρετική μαθήτρια αρκεί να... Πολύ καλά, είπε σαν να αντιδρούσε στη σχολαστικότητά τους. Τώρα θα συγκεντρωθώ. Έμεινε ακίνητη και προσπάθησε. Έφερε στο νου της τα μάτια του άντρα. Τον κατεβασμένο χαμηλά σκούφο της γυναίκας. Ήταν ψηλοί ή όχι; Τι φορούσαν; Πήρε μια βαθιά ανάσα και ήταν σαν να ένιωθε ακόμη τη μυρωδιά του άντρα και να βρισκόταν στο δάπεδο του φορτηγού, μη μπορώντας να αναπνεύσει, καθηλωμένη από τη δύναμή του. Ξαφνικά, δεν μπόρεσε να κρατηθεί κι άρχισε να χτυπιέται, πασχίζοντας ν’ απαλλαγεί από την αίσθηση ότι κατά κάποιον τρόπο εκείνος ο άνθρωπος είχε αφήσει πάνω της το σημάδι του. Την έπιασε φαγούρα κι άρχισε να ξύνει τα μπράτσα της, λες και είχε πάνω της δηλητηριώδη κισσό. Όταν όμως αισθάνθηκε σημάδια στο δέρμα της και ένιωσε αίμα να τρέχει, ανάγκασε τον εαυτό της να σταματήσει, πράγμα που χρειάστηκε περισσότερη δύναμη απ’ όση πίστευε ότι διέθετε. Εντάξει. Η γυναίκα. Η ανέκφραστη μονότονη φωνή ήταν τρομακτική. Εκείνη ήταν που είχε μπει στο υπόγειο δωμάτιο και της είχε μιλήσει για κανόνες, χωρίς όμως να της πει τι έπρεπε να κάνει για να τους τηρήσει. Η Τζένιφερ προσπάθησε να θυμηθεί την κάθε λέξη που της είχε πει η γυναίκα, αλλά τα
λόγια της είχαν χαθεί μέσα στην ομίχλη του ναρκωτικού που την είχε ρίξει αναίσθητη. Ήταν σίγουρη πως αυτό είχε συμβεί. Ήταν σίγουρη πως η γυναίκα τριγύριζε από πάνω της, πως της είχε δώσει να πιει το νερό, πως της είχε πει να υπακούει. Ήταν βέβαιο ότι όλα αυτά είχαν γίνει. Δεν ήταν όνειρο, ούτε εφιάλτης. Δεν επρόκειτο να ξυπνήσει απότομα στο κρεβάτι του σπιτιού της μέσα στη νύχτα και να ακούσει μέσα από τους λεπτούς τοίχους τους ήχους που έκαναν η μητέρα της και ο Σκοτ σμίγοντας κλεφτά. Θυμήθηκε πόσο το σιχαινόταν αυτό το πράγμα – τώρα όμως το λαχταρούσε. Αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν μεταξύ ύπνου και ξύπνου, το συζήτησε με τον εαυτό της και για πρώτη φορά αναρωτήθηκε μήπως ήταν ήδη νεκρή. Έγειρε μπροστά. Είμαι νεκρή, είπε στον εαυτό της. Έτσι πρέπει να νιώθει κανείς όταν πεθαίνει. Δεν υπάρχει παράδεισος. Δεν υπάρχουν άγγελοι ούτε σάλπιγγες ούτε μαργαριταρένιες πύλες πάνω από τα φουσκωμένα σύννεφα. Το μόνο που υπάρχει είναι αυτό. Πήρε μια κοφτή ανάσα. Όχι. Όχι. Ένιωσε πόνο στα σημεία όπου είχε ξυστεί. Αυτό σήμαινε ότι ήταν ζωντανή. Το πόσο ζωντανή όμως ήταν απροσδιόριστο και το για πόσο ακόμη αδύνατο να απαντηθεί. Ανακάθισε και προσπάθησε να θυμηθεί τι ακριβώς είχε πει η γυναίκα, λες και τα λόγια της έκρυβαν κάποιο στοιχείο που θα της έλεγε κάτι το σημαντικό. Μα η κάθε φράση, ο κάθε τόνος, η κάθε εντολή, όλα φαίνονταν μακρινά και αχνά και η Τζένιφερ έπιασε τον εαυτό της ν’ απλώνει το χέρι της, σαν να μπορούσε ν’ αρπάξει κάποια λέξη από τον αέρα. Αν θες να μείνεις ζωντανή, πρέπει να υπακούς. Αυτό της είχε πει η γυναίκα. Αν δεν αντιδρούσε σε ό,τι κι
αν γινόταν, θα μπορούσε να μείνει ζωντανή. Σε τι να υπακούσει; Τι να κάνει; Η αδυναμία της να καταλάβει τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει της έκοψε την ανάσα κι ένας λυγμός ανάβλυσε ξαφνικά και, πριν προλάβει να τον συγκρατήσει, ξέφυγε από τα χείλη της. Η σκέψη ότι έχανε τον έλεγχο την τρομοκράτησε και την έκανε να αναριγήσει. Μέσα της γινόταν ένας πόλεμος. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να κατρακυλήσει στην απελπισία και να αφεθεί στη φρίκη της κατάστασής της –όποια κι αν ήταν αυτή η κατάσταση–, εκείνη όμως πάλεψε κόντρα σ’ αυτή την επιθυμία. Δεν ήξερε σε τι ωφελούσε να παλεύει, αλλά είπε στον εαυτό της ότι η αντίσταση της θύμιζε πως ήταν ακόμη ζωντανή και, συνεπώς, κάτι τέτοιο ήταν μάλλον καλό. Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που θα πολεμούσε και με ποιον τρόπο θα το έκανε. Εγώ είμαι η Νούμερο 4. Το έχουν ξανακάνει αυτό. Ευχήθηκε να ήξερε περισσότερα για τις φυλακές και για τον τρόπο με τον οποίο επιβίωναν εκεί μέσα. Ήξερε ότι ορισμένα θύματα απαγωγής είχαν επιζήσει πολλούς μήνες, ακόμη και χρόνια, πριν καταφέρουν να το σκάσουν. Άνθρωποι χάνονταν μέσα σε ζούγκλες, εγκαταλείπονταν σε βουνοκορφές, ναυαγούσαν στη θάλασσα. Οι άνθρωποι μπορούν να επιζήσουν, επέμεινε η Τζένιφερ. Το ξέρω. Είναι αλήθεια. Μπορεί να γίνει. Η σκέψη αυτή της επέτρεψε να κατασιγάσει την ακατανίκητη σχεδόν επιθυμία της να κουλουριαστεί στο κρεβάτι και να περιμένει όποια φρίκη τής επιφύλασσε η συνέχεια. Κατόπιν είπε στον εαυτό της: Βρισκόσουν σε μια φυλακή
και γι’ αυτό το είχες βάλει στα πόδια. Κατάφερες να το σκάσεις. Άρα ξέρεις περισσότερα απ’ όσα νομίζεις. Άλλαξε θέση στην άκρη του κρεβατιού. Η τουαλέτα. Αν σκόπευαν απλώς να με σκοτώσουν αμέσως, δε θα είχαν βάλει την τουαλέτα. Χαμογέλασε. Αυτή η παρατήρηση είχε αξία. Είπε στον εαυτό της να μετράει διαρκώς τα πάντα, να προσδίδει κάποιο στοιχείο πραγματικότητας σε οτιδήποτε μπορούσε ν’ αγγίξει, ν’ ακούσει ή να μυρίσει. Η τουαλέτα ήταν κάτι το πραγματικό. Απείχε έξι βήματα απ’ το κρεβάτι. Όταν καθόταν πάνω της, ένιωθε την αλυσίδα να της σφίγγει το λαιμό, επομένως αυτό ήταν ένα όριο. Δεν είχε ερευνήσει ακόμη προς την άλλη κατεύθυνση, αλλά ήξερε πως θα έπρεπε να το κάνει. Φαντάστηκε ότι το κρεβάτι ήταν στο κέντρο του δωματίου και ότι εκείνη μπορούσε να κινηθεί μέχρι μια ορισμένη απόσταση ημικυκλικά, σαν το μεταλλικό γωνιόμετρο ενός σχεδιαστή. Έστησε αυτί, σηκώνοντας λίγο το κεφάλι της σαν αγρίμι μέσα στο δάσος που πιάνει μια οσμή ή ένα θόρυβο που ειδοποιεί κάποια βαθιά ριζωμένα ένστικτα ότι πρέπει να είναι σε εγρήγορση. Κράτησε ακόμη και την ανάσα της για να μπορέσει ν’ ακούσει καθαρά οποιονδήποτε ήχο. Δεν άκουσε τίποτε. «Ναι;» είπε δυνατά. Η κουκούλα έπνιξε κάπως τον ήχο, αλλά και πάλι όποιος ήταν στο δωμάτιο θα μπορούσε να την ακούσει. «Είναι κανείς εδώ;» Τίποτα. Η Τζένιφερ άφησε την ανάσα της να βγει και σηκώθηκε. Όπως και πριν, άπλωσε τα χέρια μπροστά της, μόνο που
αυτή τη φορά φρόντισε να μετράει το κάθε βήμα και να προσέχει ώστε η κάθε της κίνηση να καλύπτει ακριβώς την ίδια απόσταση όπως και η προηγούμενη. Τριάντα εκατοστά, υπενθύμισε στον εαυτό της, για να αρχίσει να δημιουργεί πραγματικές μετρήσεις. Με τα χέρια ακουμπισμένα σταθερά στον τοίχο, προχώρησε προς την τουαλέτα. Ένα. Δύο. Τρία... Έκανε έξι βήματα πριν ακουμπήσει το γόνατό της στο κάθισμα της τουαλέτας. Έσκυψε και διέτρεξε την επιφάνεια με τα δάχτυλά της. Όπως το περίμενε, αισθάνθηκε την αλυσίδα να τεντώνεται όταν έσκυψε. Εντάξει, σκέφτηκε. Και τώρα ανοίξου αργά. Έκανε ένα βήμα και ξαφνικά τρόμαξε. Η αίσθηση του τοίχου κάτω από τις παλάμες της πρόσφερε κάποια ασφάλεια, λες και τη βοηθούσε να διατηρήσει την ισορροπία της. Με το να απομακρυνθεί, βρέθηκε σ’ ένα κενό, τυφλή, έχοντας μόνο την αλυσίδα γύρω απ’ το λαιμό της να τη συγκρατεί. Ρούφηξε λαίμαργα τον αέρα και ανάγκασε τον εαυτό της να απομακρυνθεί από τη στερεότητα του τοίχου και την καινούρια εξοικείωση με την τουαλέτα. Δε δοκίμασε να αποτιμήσει αυτό που έκανε. Ήξερε μόνο ότι φαινόταν σημαντικό. Ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει. Και το γεγονός ότι επικεντρωνόταν στις αποστάσεις τής έδινε την αίσθηση ότι προσπαθούσε να βοηθήσει τον εαυτό της. Υπέθεσε ότι αργότερα θα είχε να κάνει περισσότερα πράγματα. Αν μη τι άλλο, αυτό ήταν ένα ξεκίνημα. *** Ο Μάικλ και η Λίντα ήταν ξαπλωμένοι γυμνοί στο κρεβάτι
του πάνω ορόφου μετά το σμίξιμό τους, και τα κορμιά τους γυάλιζαν ακόμη απ’ τον ιδρώτα. Πάνω στο κάλυμμα του κρεβατιού υπήρχε ένας φορητός υπολογιστής και παρακολουθούσαν προσεκτικά τη μικρή οθόνη. Στο δωμάτιο υπήρχε ένα διπλό κρεβάτι με σεντόνια τσαλακωμένα και σημαδεμένα από το πάθος. Χάμω στο πάτωμα ήταν δύο καλοφτιαγμένες βαλίτσες και δύο πάνινοι σάκοι που περιείχαν ρούχα. Ένας γυμνός γλόμπος κρεμόταν απ’ το ταβάνι και φώτιζε το δωμάτιο. Ο χώρος είχε μια μοναστηριακή κενότητα, αν εξαιρούσε κανείς ένα ξύλινο τραπέζι σε μια γωνιά. Στην επιφάνειά του υπήρχαν διάφορα όπλα –δύο περίστροφα Μάγκνουμ .357 και τρία ημιαυτόματα των εννέα χιλιοστών. Δίπλα τους ήταν ένα δωδεκάρι κυνηγετικό και το γνώριμο σχήμα ενός ΑΚ-47. Απλωμένα τριγύρω ήταν κουτιά με σφαίρες και έξτρα γεμιστήρες. Ο οπλισμός έφτανε για έξι ανθρώπους. Ο υπολογιστής ήταν ένας κορυφαίος Apple. Είχε ασύρματη σύνδεση με το κυρίως στούντιο στο διπλανό δωμάτιο. «Στείλε σε όλους έναν προειδοποιητικό βόμβο», είπε η Λίντα. Έσκυψε προς την οθόνη μελετώντας την εικόνα. Είδε την Τζένιφερ ν’ απομακρύνεται αβέβαια από τον τοίχο δίπλα στη χημική τουαλέτα. «Πολύ ωραίο αυτό», πρόσθεσε με θαυμασμό. Ο Μάικλ δεν κοίταζε την Τζένιφερ. Είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στην καμπύλη της πλάτης της Λίντα. Έσυρε τα δάχτυλά του στον πισινό της και κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της, και μετά διέγραψε την καμπύλη των ώμων της, παραμερίζοντας τα μαλλιά της και φιλώντας τη στο
σβέρκο. Η Λίντα κόντεψε να γουργουρίσει σαν γάτα καθώς έλεγε: «Μην ξεχνάς τους πελάτες που πληρώνουν...» «Ίσως μπορούν να περιμένουν μερικά δευτερόλεπτα», απάντησε εκείνος και μετά την έγλειψε πλησιάζοντας στο αυτί της. Η Λίντα χασκογέλασε κι άλλαξε θέση. Κάθισε οκλαδόν στο κρεβάτι, πήρε τον υπολογιστή και τον τοποθέτησε με θεατρινίστικο τρόπο ανάμεσα στα πόδια της καλύπτοντας τα απόκρυφά της. Έπειτα έσκυψε κι άφησε τα στήθη της να κρέμονται πάνω από την οθόνη. «Ορίστε», είπε με ένα πλατύ χαμόγελο. «Ίσως αν κάνω αυτό... θα δώσεις μεγαλύτερη προσοχή στη δουλειά μας». Ο Μάικλ έγνεψε καταφατικά κι έβαλε τα γέλια. «Σίγουρα πράγματα», είπε. Πάτησε μια σειρά από πλήκτρα, στέλνοντας έναν σύντομο ηλεκτρονικό ήχο σε όλους τους συνδρομητές του Whatcomesnext. Οι συνδρομητές μπορούσαν να επιλέξουν και να κατεβάσουν ό,τι προτιμούσαν από μια σειρά τραγουδιών και ήχων για να ειδοποιούνται κάθε φορά που η Νούμερο 4 ήταν ξύπνια κι έκανε κάτι. Πολλοί συνδρομητές είχαν εκμεταλλευτεί μια πρόσθετη προσφορά και είχαν επιλέξει να στέλνεται η ειδοποίηση σε ένα προσωπικό κινητό τηλέφωνο. «Έγινε κι αυτό», είπε ο Μάικλ χαμογελώντας. «Το έμαθαν όλοι. Θα πάρω την αμοιβή μου τώρα;» «Σε λίγο», απάντησε η Λίντα. «Πρέπει να δούμε τι κάνει τώρα». Ο Μάικλ έκανε μια γκριμάτσα, σαν να ετοιμαζόταν να βάλει τα κλάματα, και η Λίντα γέλασε πάλι. «Δε θα καθυστερήσουμε πολύ», είπε.
Ο Μάικλ στράφηκε πάλι στην οθόνη και παρακολούθησε για μερικά δευτερόλεπτα τις κινήσεις της Τζένιφερ. «Λες να το βρει;» ρώτησε. Δεν προσδιόρισε για τι πράγμα μιλούσε, απλώς έδειξε την οθόνη του υπολογιστή. «Το έβαλα σε σημείο όπου μπορεί να το φτάσει, αν εξαντλήσει όλο το περιθώριο». «Κατά κάποιον τρόπο εξαρτάται από το πόσο εξερευνητικό πνεύμα είναι», παρατήρησε ο Μάικλ, και η Λίντα έγνεψε καταφατικά. «Σιχαίνομαι να τις βλέπω να κάθονται χωρίς να κάνουν το παραμικρό», είπε. «Η Νούμερο 3 μου την έδινε συνέχεια». Ο Μάικλ δεν απάντησε. Ήξερε πολύ καλά πόσο την είχαν εξοργίσει μερικά καμώματα της Νούμερο 3, πράγμα που είχε καταλήξει σε απρόσμενες μεταπτώσεις στην εξέλιξη της παράστασης. «Μου φαίνεται πως πρέπει να τους δώσουμε μια πανοραμική άποψη για να βεβαιωθούμε ότι θα το δουν όλοι». Η Λίντα έγνεψε καταφατικά. «Αλλά κάν’ το αργά... γιατί δε θα το καταλάβουν με την πρώτη. Το τοποθέτησα με τρόπο που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τι ακριβώς είναι αν δεν κοιτάξεις πολύ προσεκτικά. Πάντως, από τη στιγμή που θα το καταλάβουν...» Δε χρειαζόταν να ολοκληρώσει την πρότασή της. Ο Μάικλ τεντώθηκε κι αναστέναξε. «Θα πρέπει να πάω στο άλλο δωμάτιο. Να παίξω με τις γωνίες λήψης». Η Λίντα άφησε παράμερα τον υπολογιστή. Άπλωσε το χέρι της κι έσυρε τα νύχια της πάνω στο στέρνο του. Μετά έσκυψε και φίλησε το μηρό του. «Πρώτα η δουλειά και κατόπιν το παιχνίδι», του είπε.
«Είσαι αχόρταγη», απάντησε εκείνος. «Κι αυτό μου αρέσει». Η Λίντα σήκωσε τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι της και έγειρε πίσω προκλητικά. Ο Μάικλ έσκυψε και τη φίλησε. «Μεγάλος πειρασμός», είπε. «Αλλά η δουλειά προηγείται», απάντησε εκείνη, κλείνοντας αργά τα πόδια της. Γέλασε με την έκφρασή του. Σηκώθηκαν με το ζόρι απ’ το κρεβάτι και, ακροπατώντας ξυπόλυτοι σαν παιδιά το πρωί των Χριστουγέννων, κατέβηκαν στο καθιστικό, όπου ο Μάικλ είχε στήσει το κεντρικό στούντιο. Τα έπιπλα ήταν λιγοστά, όπως και στα άλλα δωμάτια της νοικιασμένης αγροικίας. Αυτό που δέσποζε στο χώρο ήταν ένα μακρύ τραπέζι όπου υπήρχαν τρεις μεγάλες οθόνες. Καλώδια απλώνονταν προς διάφορες κατευθύνσεις και χάνονταν μέσα σε τρύπες που είχαν ανοιχτεί στο ξύλινο δάπεδο. Υπήρχαν συστήματα ηχείων και αρκετά χειριστήρια, καθώς και πληκτρολόγια και συστήματα προστασίας της ηλεκτρικής παροχής από αυξομειώσεις της τάσης. Σημαντικό μέρος του χώρου καταλάμβαναν επίσης μια κονσόλα μονταρίσματος βίντεο και μια κονσόλα ήχου. Με λίγα λόγια, ο Μάικλ είχε συγκεντρώσει όλα τα συστήματα υψηλής τεχνολογίας που ήταν απαραίτητα για εκπομπές στο Διαδίκτυο. Έξω ακριβώς από το παράθυρο υπήρχε μια φορητή κυρτή κεραία. Το δωμάτιο δημιουργούσε την αίσθηση στρατιωτικής επιχείρησης ή κινηματογραφικού πλατό: πολλές ακριβές συσκευές με ειδικά χαρακτηριστικά, ο χειρισμός των οποίων γινόταν από δύο μαύρες καρέκλες γραφείου με εργονομικό σχεδιασμό τοποθετημένες μπροστά στον κεντρικό υπολογιστή.
Έκανε ψύχρα μέσα στο δωμάτιο, και η Λίντα πήγε στο χολ και πήρε δύο άνορακ με τελείωμα από συνθετική γούνα για να καλύψουν τη γύμνια τους. Φόρεσε το ένα κι έριξε το άλλο στους ώμους του Μάικλ καθώς ήταν σκυμμένος πάνω από την οθόνη. Έριξε μια ματιά στο νυχτερινό τοπίο απ’ το παράθυρο. Δεν έβλεπε τίποτε εκτός από μια μαύρη ερημιά, και αυτός ήταν ο λόγος, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, που είχαν νοικιάσει τη συγκεκριμένη αγροικία. «Πιστεύεις ότι η Νούμερο 4 ξέρει καν τι ώρα είναι;» ρώτησε. « Όχι». Ο Μάικλ το σκέφτηκε και μετά πρόσθεσε: « Πράγμα που σημαίνει... φρόντισε να μην τη βοηθήσουμε. Ξέρεις, δίνοντάς της πρόγευμα τα πρωινά ή κάτι που είναι σαφώς δείπνο τα βράδια. Άλλαζε διαρκώς τη σειρά των γευμάτων. Δώσ’ της τρεις φορές συνέχεια ένα μπολ με δημητριακά και κατόπιν μερικά χάμπουργκερ. Έτσι θα την αποπροσανατολίσουμε». «Το ξέρω αυτό, χαζούλη», απάντησε η Λίντα. Εκείνος χαμογέλασε. Του άρεσαν οι στιγμές που συζητούσαν οι δυο τους με ποιον τρόπο μπορούσαν να χειραγωγήσουν τη Νούμερο 4. Αυτό ήταν το πιο απολαυστικό μέρος του παιχνιδιού. Γέμιζε και τη Λίντα ενθουσιασμό και ενεργητικότητα, πράγμα που έκανε το σεξ ακόμη πιο αχαλίνωτο, πιο παθιασμένο. Όταν άρχιζε να κοπάζει αυτή η ένταση, τότε ο Μάικλ καταλάβαινε ότι πλησίαζε η ώρα που έπρεπε να κλείσει η συγκεκριμένη σειρά. Πήρε ένα χειριστήριο μαρκαρισμένο με μια λευκή ταινία που έλεγε κάμερα 3 και το μετακίνησε ελαφρά. Σε μια από τις οθόνες, η γωνία λήψης άλλαξε λίγο, αποκαλύπτοντας ένα αντικείμενο στο πλάι του κρεβατιού, απέναντι από την
τουαλέτα. Ο Μάικλ έσπρωξε το χειριστήριο μπροστά, κάνοντας το πλάνο πιο κοντινό. Η Λίντα ήταν πλάι του, πληκτρολογώντας γρήγορα, γεμίζοντας το δωμάτιο με το θόρυβο που έκαναν τα νύχια της πάνω στα πλήκτρα. Στην κεντρική οθόνη –όπου προβάλλονταν οι εικόνες που έβλεπαν οι συνδρομητές– αυτά που έγραφε η Λίντα εμφανίζονταν με κόκκινα γράμματα πάνω στην εικόνα της Τζένιφερ που προχωρούσε προσεκτικά με τα χέρια απλωμένα. Υπάρχει κάτι για να το βρει η Νούμερο 4. Τι είναι; Ο Μάικλ έστρεψε για λίγο την κάμερα 3 σε έναν μικρό, άμορφο όγκο πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο. Ήταν στα όρια του περιθωρίου που άφηνε η αλυσίδα. Η Τζένιφερ απείχε ακόμη αρκετά από εκείνο το σημείο και θα το ανακάλυπτε μόνο αν συνέχιζε να ψάχνει καλύπτοντας όλο το τράτο που είχε στη διάθεσή της. Η Λίντα συνέχισε να πληκτρολογεί. Θα το βρει η Νούμερο 4; Ο Μάικλ γέλασε. «Συνέχισε», είπε ψιθυριστά. Θα βοηθήσει άραγε αυτό το πράγμα τη Νούμερο 4; Η Λίντα πληκτρολογούσε αστραπιαία. Ή θα της κάνει κακό; «Ρώτα τώρα τους συνδρομητές», είπε ο Μάικλ. Η Λίντα πάτησε ορισμένα πλήκτρα και στην οθόνη εμφανίστηκε ένα πλαίσιο. Θα το βρει; και δίπλα ένα τετραγωνίδιο το οποίο μπορούσαν να κλικάρουν οι συνδρομητές. Δε θα το βρει; με ένα όμοιο τετραγωνίδιο. Ακολουθούσαν δύο άλλες επιλογές. Θα τη βοηθήσει;
Θα της κάνει κακό; Η Λίντα γύρισε στο πλάι. Ένας ηλεκτρονικός μετρητής έκανε καταμέτρηση σε μια διαφορετική οθόνη. «Οι συνδρομητές δείχνουν να είναι βέβαιοι», είπε η Λίντα, καθώς νούμερα άλλαζαν σε διάφορες στήλες. «Είναι όμως μοιρασμένοι ως προς το αν θα τη βοηθήσει ή θα της κάνει κακό». Η Λίντα χαμογέλασε πάλι. «Ήμουν σίγουρη πως ήταν καλή ιδέα. Μπαίνουν όλοι στο σύστημα και φαίνεται πως έχουν μαγευτεί». Ο Μάικλ συγκέντρωσε όλη την προσοχή του στις κάμερες. Παρακολουθούσαν και οι δύο την Τζένιφερ στην κεντρική οθόνη να προχωρεί αργά προς την κάμερα. Είχε τα χέρια της απλωμένα μπροστά και τα δάχτυλά της τεντωμένα, αλλά το μόνο που άγγιζε ήταν ο αέρας. Η εικόνα της γινόταν όλο και μεγαλύτερη πάνω στην οθόνη. Τα χέρια της φαίνονταν να απέχουν λίγα μόνο εκατοστά όταν σταμάτησε. Είχε εξαντλήσει το περιθώριο της αλυσίδας, και τα ακροδάχτυλά της λίγο ήθελαν για ν’ αγγίξουν τη βασική κάμερα. «Αυτό θα αρέσει πολύ στους συνδρομητές», ψιθύρισε η Λίντα. Η κάμερα φάνηκε να εξερευνά το κορμί της Τζένιφερ, μένοντας περισσότερο πάνω στα μικρά της στήθη και μετά κατεβαίνοντας στον καβάλο της. Τα εσώρουχά της σκοπό είχαν μάλλον να σκανδαλίσουν περισσότερο. Η Λίντα είδε με τη φαντασία της τους συνδρομητές σε όλο τον κόσμο να απλώνουν τα χέρια προς τις οθόνες τους σαν να μπορούσαν ν’ αγγίξουν τη Νούμερο 4. Από ένστικτο, ο Μάικλ κατάλαβε ότι αυτό γινόταν, και χειρίστηκε επιδέξια τις κάμερες, δημιουργώντας ένα χορό με τις εικόνες. Ήταν μεγαλόπρεπο, σαν βαλς.
Η Τζένιφερ πισωπάτησε και πήγε λίγο προς τα αριστερά. «Α, έχει μια πιθανότητα», είπε η Λίντα. Έριξε μια ματιά στους μετρητές, όπου τα νούμερα αυξάνονταν με ταχύτητα. «Νομίζω ότι θα το βρει». Ο Μάικλ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν υπάρχει περίπτωση. Είναι στο πάτωμα. Εκτός κι αν το ακουμπήσει με τα δάχτυλα του ποδιού της. Η σκέψη της δεν είναι αρκετά κάθετη. Πρέπει να κινηθεί πάνω και κάτω, να εξερευνήσει το χώρο πραγματικά». «Παραείσαι επιστημονικός», είπε η Λίντα. «Θα το βρει». «Πας στοίχημα;» Η Λίντα γέλασε. «Τι θα στοιχηματίσουμε;». Ο Μάικλ πήρε για λίγο το βλέμμα του από την οθόνη. Χαμογέλασε σαν ένας οποιοσδήποτε εραστής. «Ό,τι θέλεις». «Θα σκεφτώ κάτι όταν κερδίσω», απάντησε η Λίντα. Άγγιξε τη ράχη του χεριού του που κρατούσε το χειριστήριο και του χάιδεψε τα δάχτυλα. Ήταν κάτι σαν υπόσχεση και ο Μάικλ αναρίγησε ηδονικά. Κατόπιν γύρισαν και οι δυο στην οθόνη για να δουν αν η Νούμερο 4 θα τα κατάφερνε, ή όχι.
Η Τζένιφερ μετρούσε σιωπηλά το κάθε βήμα. Προχωρούσε προσεκτικά. Το κρεβάτι ήταν πίσω της, αλλά εκείνη ήθελε να φτάσει στον τοίχο για να μπορέσει τουλάχιστον να καταλάβει τα όρια του χώρου της. Κάθε μικρό βήμα μεταφραζόταν σ’ έναν καινούριο αριθμό. Είχε συνεχώς τα χέρια της απλωμένα, και τα κουνούσε
ελάχιστα, αλλά δεν έπιανε απολύτως τίποτε παρά μόνο το κενό. Κρατούσε την αλυσίδα διαρκώς τεντωμένη, νιώθοντας την πίεση γύρω απ’ το λαιμό της, προσπαθώντας να φανταστεί τον εαυτό της κάπως σαν αλυσοδεμένο σκύλο, χωρίς όμως να θέλει να σπρώξει τον εαυτό της στα άκρα, όπως θα έκανε ένας σκύλος. Είχε μετρήσει μέχρι το δεκαοχτώ όταν τα δάχτυλα του αριστερού της ποδιού άγγιξαν κάτι που ήταν στο πάτωμα. Ήταν ξαφνικό, αναπάντεχο, και η Τζένιφερ παραλίγο θα έπεφτε. Το πράγμα εκείνο της φάνηκε μαλακό, φευγαλέο και ζωντανό, και την έκανε να υποχωρήσει παραπατώντας. Το μυαλό της γέμισε εικόνες. Αρουραίος! Ήθελε να τρέξει αλλά δεν μπορούσε. Ήθελε να πηδήξει πάνω στο κρεβάτι, θεωρώντας πως έτσι θα ήταν ασφαλής, και την κυρίεψε πανικός. Τίναξε τις γροθιές της, χωρίς να πετύχει κάποιο στόχο, και συνειδητοποίησε πως έβγαλε μια κραυγή, ίσως και δεύτερη, και πως το στόμα της ήταν τώρα ορθάνοιχτο κάτω απ’ την κουκούλα. Η διαδικασία του μετρήματος είχε διακοπεί απότομα. Οι αριθμοί που είχε συγκεντρώσει στο μυαλό της χάθηκαν. Έκανε ένα βήμα και μπερδεύτηκε εντελώς. Δεν μπορούσε πλέον να προσδιορίσει πού βρισκόταν ο τοίχος ή το κρεβάτι. Το σκοτάδι μέσα στην κουκούλα φαινόταν να έχει γίνει πιο πυκνό, πιο αποπνικτικό, και η Τζένιφερ φώναξε με όλη της τη δύναμη: «Φύγε!» Το δωμάτιο φάνηκε να αντιλαλεί τον ήχο της φωνής της, που έδωσε τη θέση του στην αδρεναλίνη που σφυροκοπούσε στ’ αυτιά της με ένα μουγκρητό σαν φουσκωμένο ποτάμι. Η
καρδιά της βροντοχτυπούσε στο στήθος της κι έτρεμε σύγκορμη. Άγγιξε την αλυσίδα και σκέφτηκε πως θα έπρεπε να τη χρησιμοποιήσει σαν σχοινί που έριχνε κάποιος σε έναν άνθρωπο που πνιγόταν –να την πιάσει και εναλλάσσοντας τα χέρια να γυρίσει και να ανέβει στο κρεβάτι, για να μην μπορεί να τη φτάσει ό,τι ήταν αυτό που υπήρχε στο πάτωμα. Άρχισε να το κάνει αυτό, και μετά σταμάτησε. Αφουγκράστηκε. Δεν άκουσε κανέναν ήχο από μικροσκοπικά πόδια. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. Κάποτε στους τοίχους του σπιτιού τους υπήρχε μια οικογένεια ποντικών, και η μητέρα της και ο Σκοτ είχαν τοποθετήσει με ευσυνειδησία φάκες και δηλητήριο σε όλο το σπίτι για να απαλλαγούν από την παρουσία τους. Αυτό όμως που θυμήθηκε η Τζένιφερ τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν ο χαρακτηριστικός θόρυβος που έκαναν τα ποντίκια αργά τη νύχτα καθώς κυκλοφορούσαν τρέχοντας στον κενό χώρο πίσω από τις γυψοσανίδες. Τώρα δεν ακουγόταν τέτοιος θόρυβος. Η δεύτερη σκέψη της ήταν: Είναι ψόφιο. Ό,τι κι αν είναι, είναι ψόφιο. Κοκάλωσε στη θέση που βρισκόταν, στήνοντας αυτί. Αλλά το μόνο που άκουγε ήταν η δική της βαριά ανάσα. Τι ήταν; Σταμάτησε να σκέφτεται ότι ήταν κάποιος αρουραίος, παρ’ ότι ήταν φυλακισμένη σε ένα υπόγειο. Ξανάφερε στο μυαλό της την ακαριαία αίσθηση που είχε στα δάχτυλα του ποδιού της και προσπάθησε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να μάθει από εκείνη τη στιγμιαία εντύπωση. Πάσχισε να δημιουργήσει μια νοερή εικόνα, αλλά ήταν αδύνατον.
Πήρε πάλι μια βαθιά ανάσα. Έτσι και γυρίσεις στο κρεβάτι, είπε στον εαυτό της, θα μείνεις εκεί τρομοκρατημένη επειδή δε θα ξέρεις. Η επιλογή αυτή της φάνηκε φρικτή. Ή θα έμενε με την αβεβαιότητα ή θα ξαναπήγαινε πίσω και θα άγγιζε εκείνο το ψόφιο πράγμα, ό,τι κι αν ήταν, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει τι ήταν. Άρχισαν οι ακούσιες συσπάσεις. Τα χέρια της έτρεμαν. Αισθανόταν μια τρεμούλα στη ραχοκοκαλιά της κι ένιωθε ταυτόχρονα να ζεσταίνεται και να κρυώνει, να ιδρώνει και να έχει ρίγη. Γύρνα πίσω. Μάθε τι είναι. Τα χείλη και το στόμα της είχαν ξεραθεί ακόμα περισσότερο, αν ήταν ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο. Η επιλογή που έπρεπε να κάνει της έφερνε ίλιγγο. Δεν είμαι γενναία. Είμαι παιδί. Σκέφτηκε όμως ότι η κουκούλα δεν άφηνε πλέον κανένα περιθώριο για παιδικότητες. «Εμπρός, Τζένιφερ», μονολόγησε ψιθυριστά. Ήξερε ότι όλα ήταν ένας εφιάλτης. Αν δε γύριζε πίσω για να μάθει τι ήταν αυτό που είχε αγγίξει με το πόδι της, ο εφιάλτης απλώς θα γινόταν χειρότερος. Έκανε ένα βήμα. Μετά άλλο ένα. Δεν ήξερε πόσο είχε πισωπατήσει. Αλλά τώρα, αντί να μετράει, σήκωσε το αριστερό της πόδι και το τέντωσε, κουνώντας το σαν μπαλαρίνα ή σαν κολυμβητήρια που δεν ήταν βέβαιη για τη θερμοκρασία του νερού. Φοβόταν τι μπορεί να έβρισκε, φοβόταν πως το πράγμα εκείνο θα είχε εξαφανιστεί. Ήταν πολύ προτιμότερο κάτι ψόφιο ή ένα άψυχο αντικείμενο από κάτι ζωντανό.
Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα χρειάστηκε για να εντοπίσει το αντικείμενο με το δάχτυλό της. Ίσως μερικά δευτερόλεπτα. Ίσως μία ώρα. Όταν το πόδι της ακούμπησε το αντικείμενο, η Τζένιφερ αντιστάθηκε στην επιθυμία να το κλοτσήσει. Κάνοντας κουράγιο, ανάγκασε τον εαυτό της να γονατίσει. Το τσιμέντο τής έγδαρε τα γόνατα. Άπλωσε τα χέρια της προς το αντικείμενο. Ήταν γούνινο. Συμπαγές. Άψυχο. Η Τζένιφερ αποτράβηξε τα χέρια της. Ό,τι κι αν ήταν εκείνο το πράγμα, δεν παρουσίαζε κάποια άμεση απειλή. Η Τζένιφερ αισθάνθηκε την έντονη επιθυμία να το αφήσει εκεί που ήταν. Αλλά έπειτα κάτι διαφορετικό, κάτι αναπάντεχο της μίλησε, και άπλωσε πάλι το χέρι της, αφήνοντας αυτή τη φορά τα δάχτυλά της να μείνουν πάνω στην επιφάνεια εκείνου του αντικειμένου. Είχε κάτι το γνώριμο. Η Τζένιφερ τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω του και το έφερε πιο κοντά. Το αντικείμενο κουνήθηκε μέσα στα χέρια της και εκείνη το ψηλάφησε, σαν να διάβαζε Μπράιγ. Ένα μικρό σκίσιμο. Μια ξεφτισμένη άκρη. Αναγνώριση. Κατάλαβε αμέσως τι ήταν. Το έσφιξε στο στήθος της κι έβγαλε ένα σιγανό βογκητό. «Καφετούλη...» ψιθύρισε. Ήταν το αρκουδάκι της. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Έκλαιγε με ασυγκράτητους λυγμούς και χάιδευε τη φθαρμένη επιφάνεια του μοναδικού πράγματος από την παιδική της ηλικία που είχε θεωρήσει πολύ σημαντικό να πάρει μαζί της όταν το έσκασε απ’ το σπίτι.
15 Η Τέρι Κόλινς υπενθύμισε στον εαυτό της να μην ξεφεύγει από τα όρια του επαγγελματισμού. Να περιορίζεται στα γεγονότα και να αποφεύγει τις εικοτολογίες. Αλλά δεν είχε τίποτε άλλο πέρα από αμφιβολίες. Γυρίζοντας στο γραφείο της, άρχισε από το φορτηγό που είχε περιγράψει ο Έιντριαν. Το στοιχείο αυτό αψηφούσε τη λογική της επαρχιακής αστυνομίας την οποία η ντετέκτιβ είχε αναπτύξει με το πέρασμα των χρόνων, ενώ από την άλλη μεριά φάνταζε υπερβολικά βολικό στον Σκοτ, ο οποίος ήταν από τους τύπους που ήθελαν να βλέπουν πελώριες κυβερνητικές συνωμοσίες ή δαιμονικές μηχανορραφίες πίσω από όλα τα πεζά περιστατικά. Έτσι λοιπόν η Τέρι ξαφνιάστηκε όταν, ακούγοντας το βόμβο του υπολογιστή της, είδε να εμφανίζεται η απάντηση της Πολιτειακής Αστυνομίας της Μασαχουσέτης που έλεγε ότι ένα ζευγάρι πινακίδες κυκλοφορίας που άρχιζαν με τα γράμματα QE είχε κλαπεί από ένα σεντάν παρκαρισμένο στο πάρκινγκ μακράς διαρκείας του Διεθνούς Αεροδρομίου Λόγκαν πριν από τρεις βδομάδες σχεδόν. Έσκυψε πιο κοντά στην οθόνη, λες και μ’ αυτό τον τρόπο μπορούσε να αξιολογήσει καλύτερα την απάντηση. Είχε σημειωθεί μια καθυστέρηση στην καταγγελία της κλοπής επειδή ο κλέφτης είχε ρισκάρει βιδώνοντας δύο άλλες πινακίδες στο αυτοκίνητο του επιχειρηματία. Εκείνες οι άλλες πινακίδες είχαν κλαπεί από ένα εμπορικό κέντρο εκατόν
εξήντα χιλιόμετρα πιο πέρα, στη δυτική Μασαχουσέτη, πριν από ένα μήνα. Ο επιχειρηματίας ίσως να μην είχε προσέξει ότι οι πινακίδες του ήταν αλλαγμένες –πόσο συχνά άλλωστε κοιτάζει κανείς τις δικές του πινακίδες;– αν δεν τον είχε σταματήσει η αστυνομία επειδή οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Το διπλό χαρτομάνι –καταγγελία κλοπής πινακίδων σε ένα μέρος της Πολιτείας, ανακάλυψή τους σε ένα διαφορετικό όχημα με οδηγό έναν αντιπαθητικό και υπεροπτικό μεθύστακα, ο οποίος, εκτός από τις προσβολές που πέταξε στον αστυνομικό που τον σταμάτησε, δεν μπόρεσε να δώσει οποιαδήποτε λογική εξήγηση ως προς το πού μπορεί να βρίσκονταν οι κανονικές πινακίδες του– είχε δημιουργήσει ένα γραφειοκρατικό μπέρδεμα στη Διεύθυνση Μηχανοκίνητων Οχημάτων. Η κλοπή δύο διαφορετικών πινακίδων ήταν ενδιαφέρουσα περίπτωση. Κάποιος έπαιρνε ιδιαίτερες προφυλάξεις. «Για κοίτα, κάτι έχουμε εδώ», είπε η Τέρι. Σκέφτηκε πως ο καθηγητής Τόμας είχε κάνει λάθος στον αριθμό και στο τρίτο γράμμα της πινακίδας. Το QE ήταν σωστό, αλλά το D ήταν λάθος, αν και η Τέρι θεώρησε πως ήταν πολύ φυσικό ένας καθηγητής κολεγίου με διδακτορικό από ένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια της χώρας και με άψογη φήμη να περιμένει ένα D μετά το Q και το E, αφού το μυαλό του αυτόματα πήγαινε στο QED, Quod Erat Demonstrandum****. Ήταν κάτι συνυφασμένο με τη μόρφωσή του. ***** Όπερ έδει δείξαι. (Σ.τ.Μ.) Παρ’ όλα αυτά, η ομοιότητα δύο γραμμάτων και η κλοπή που είχε καταγγελθεί έκαναν την Τέρι να διευρύνει την ηλεκτρονική έρευνά της. Μπήκε στις βάσεις δεδομένων της
Μασαχουσέτης, του Νιου Χάμσαϊρ, του Ρόουντ Άιλαντ και του Βερμόντ για να δει αν είχε κλαπεί πρόσφατα ένα λευκό κλειστό φορτηγό. Εφόσον το πρόσωπο που ήταν αναμεμειγμένο σ’ αυτή την τυχαία απαγωγή είχε μπει στον κόπο να κλέψει δύο διαφορετικά ζευγάρια πινακίδων, η Τέρι αμφέβαλλε αν θα χρησιμοποιούσε οτιδήποτε άλλο εκτός από ένα κλεμμένο όχημα. Βρήκε τρεις περιπτώσεις: ένα ολοκαίνουριο φορτηγό που είχαν πάρει από το πάρκινγκ μιας αντιπροσωπείας αυτοκινήτων στη Βοστόνη, μια δωδεκάχρονη σακαράκα που είχε κλαπεί από μια κατασκήνωση τροχόσπιτων στο Νιου Χάμσαϊρ κι ένα φορτηγό τριών ετών που ταίριαζε με την περιγραφή του Έιντριαν και είχε κλαπεί πριν από μια βδομάδα από το πάρκινγκ μιας εταιρείας ενοικίασης αυτοκινήτων στο κέντρο της Πρόβιντενς. Αυτό το φορτηγό παρουσίαζε ενδιαφέρον. Ένας μεγάλος στόλος –είκοσι, ενδεχομένως και τριάντα αυτοκινήτων, με την ίδια εμφάνιση και διαμόρφωση– θα ήταν παρκαρισμένος σε σειρές στο πίσω μέρος ενός χώρου στάθμευσης, σε μια υποβαθμισμένη αστική περιοχή. Αν ο κλέφτης δεν άφηνε προφανή σημάδια παραβίασης –κάποιο κομμένο συρματόπλεγμα ή κάποιο λουκέτο σπασμένο με επαγγελματικό κόφτη–, μπορεί να περνούσαν μέχρι και είκοσι τέσσερις ώρες για να κάνει μια καταγραφή η εταιρεία ενοικίασης και να διαπιστώσει ότι έλειπε ένα φορτηγό. Άσε που, αν οι άνθρωποι της εταιρείας δεν ήταν και τόσο ικανοί, η διαδικασία μπορεί να έπαιρνε ακόμη περισσότερο χρόνο. Κανένα από τα τρία εξαφανισμένα αυτοκίνητα δεν είχε βρεθεί, πράγμα που δεν ξάφνιασε την Τέρι. Πολλά ήταν τα εγκλήματα που για να γίνουν χρειαζόταν να χρησιμοποιηθεί
μόνο μία φορά ένα κλεμμένο φορτηγό: μια γρήγορη διάρρηξη σε ένα κατάστημα ηλεκτρονικών, για παράδειγμα, ή η μεταφορά ενός και μοναδικού φορτίου μαριχουάνας στη Βοστόνη. Η Τέρι ήξερε επίσης ότι οι εγκληματίες μάλλον ξεφορτώνονταν τα φορτηγά μόλις τελείωνε η δουλειά. Συνέχισε να διευρύνει την έρευνα. Μια καταχώριση τράβηξε αμέσως την προσοχή της. Η πυροσβεστική του Ντέβενς, στη Μασαχουσέτη, είχε αναφέρει ότι είχε κληθεί στον τόπο πυρπόλησης ενός φορτηγού της ίδιας μάρκας μ’ εκείνο που είχε κλαπεί από την Πρόβιντενς. Το περιστατικό είχε γίνει πίσω από μια εγκαταλελειμμένη χαρτοβιομηχανία. Εκκρεμούσε μια επιβεβαίωση διότι το ύποπτο όχημα είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τη φωτιά. Δεν ήταν από τις υποθέσεις στις οποίες ένας οποιοσδήποτε αστυνομικός θα έδινε προτεραιότητα, οπότε θα περνούσε λίγος καιρός μέχρι να πάει ένας επιθεωρητής της ασφαλιστικής εταιρείας στον τοπικό χώρο φύλαξης κατεστραμμένων αυτοκινήτων κοντά στο Ντέβενς, να συρθεί ανάμεσα στα βρομερά αποκαΐδια για να βρει έναν από τους εγχάρακτους αριθμούς σειράς που θα είχαν γλιτώσει από τη φωτιά, και μετά να τον συγκρίνει με τον αριθμό του χαμένου αυτοκινήτου για να μπορέσουν τα αφεντικά του τελικά να δώσουν μια επιταγή στην εταιρεία ενοικίασης. Όλα αυτά θα γίνονταν πολύ πιο γρήγορα, βεβαίως, αν η Τέρι επικοινωνο ύσε με την Πολιτειακή Αστυνομία και τους έλεγε ότι το φορτηγό είχε χρησιμοποιηθεί για την τέλεση μιας απαγωγής κακουργηματικού χαρακτήρα... αν υπήρχε τέτοιο έγκλημα. Η Τέρι δεν πείστηκε, αλλά βρισκόταν πολύ πιο κοντά στο σημείο να φανταστεί ότι συνέβαινε κάτι το ασυνήθιστο.
Σηκώθηκε από το γραφείο της και πήγε σ’ ένα χάρτη κρεμασμένο στον τοίχο. Διέτρεξε με το δάχτυλό της την απόσταση από την Πρόβιντενς μέχρι το δρόμο όπου είχε εξαφανιστεί η Τζένιφερ, κι από εκεί μέχρι ένα έρημο, ξεχασμένο τμήμα του Ντέβενς. Ήταν ένα τρίγωνο που περιλάμβανε πολλά χιλιόμετρα, αλλά υπήρχαν πολλοί δρόμοι που διέσχιζαν αγροτικές περιοχές της Πολιτείας. Αν κάποιος ήθελε να ταξιδέψει παραμένοντας ανώνυμος, με δυσκολία θα έβρισκε μια πιο απομονωμένη διαδρομή. Η Τέρι ξαναγύρισε στον υπολογιστή της και χτύπησε μερικά πλήκτρα. Ήθελε να ελέγξει άλλη μια λεπτομέρεια: την ημερομηνία της κλήσης που είχε γίνει στην πυροσβεστική. Έμεινε να κοιτάζει καλά καλά την οθόνη του υπολογιστή. Αισθάνθηκε ένα κενό στο στομάχι της, σαν να είχε τρέξει μια μεγάλη απόσταση χωρίς φαγητό και ύπνο. Η πυροσβεστική είχε ανταποκριθεί σ’ ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στην Άμεση Δράση λίγο μετά τα μεσάνυχτα, δηλαδή την επομένη της εξαφάνισης της Τζένιφερ. Όταν όμως έφτασαν στον τόπο της πυρκαγιάς βρήκαν ένα όχημα που είχε ήδη μεταβληθεί σε ένα μαυρισμένο κουφάρι. Όποιος είχε βάλει τη φωτιά το είχε κάνει πολύ νωρίτερα. Η Τέρι προσπάθησε να κάνει μερικούς νοερούς υπολογισμούς. Το κέντρο δέχεται μια κλήση. Ο τηλεφωνητής σημαίνει συναγερμό που ακούγεται στα υπνοδωμάτια των εθελοντών πυροσβεστών. Οι εθελοντές πηγαίνουν στο σταθμό, βάζουν τις στολές τους και μετά πάνε στον τόπο της φωτιάς. Πόση ώρα χρειάστηκε για να γίνουν όλα αυτά; Η Τέρι έκανε σιωπηλά απανωτές ερωτήσεις. Έτσι δούλευε· προσπαθούσε να δει κάθε στοιχείο από δύο προοπτικές: από τη δική της ως ντετέκτιβ, και από την προοπτική κάποιου
ανώνυμου εγκληματία. Θεωρούσε ότι ήταν σημαντικό να μπαίνει στη νοοτροπία του κακού, επειδή, οπότε κατόρθωνε να το κάνει αυτό, έβρισκε απαντήσεις. Έτσι λοιπόν ρώτησε: Μήπως κάποιος γνώριζε ότι θα μεσολαβούσε εκείνη η καθυστέρηση; Γι’ αυτό άραγε διάλεξε εκείνο το συγκεκριμένο σημείο για να πυρπολήσει το φορτηγό; Ίσως. Αν ήθελα να ξεφορτωθώ ένα όχημα ύστερα από μία και μόνη χρήση δε θα διάλεγα ένα μέρος όπου μπορεί να έφταναν οι πυροσβέστες πριν ολοκληρώσουν οι φλόγες τη δουλειά τους. Η Τέρι παρατήρησε ότι στην αναφορά του περιστατικού o υποπυραγός είχε επιστήσει την προσοχή στην ύπαρξη απροσδιόριστων επιταχυντών. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουν τρίχες, δακτυλικά αποτυπώματα, ίνες ή DNA σ’ εκείνο το φορτηγό , σκέφτηκε η ντετέκτιβ. Σηκώθηκε από τον υπολογιστή της, διέσχισε το στενόχωρο γραφείο και πήγε στην ταλαιπωρημένη και λεκιασμένη καφετιέρα που αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο οποιουδήποτε γραφείου με ντετέκτιβ. Γέμισε μια κούπα με σκέτο καφέ και μετά ήπιε μια γουλιά από το πικρό υγρό. Κανονικά έβαζε δύο ζάχαρες και μπόλικη κρέμα, αλλά εκείνη τη μέρα δεν της φαινόταν σωστό να βάλει γλυκιά γεύση στο στόμα της. Έπειτα γύρισε στη θέση της. Η τσάντα της ήταν κρεμασμένη στη ράχη της καρέκλας. Έβγαλε από μέσα μια μικρή δερμάτινη θήκη και την άνοιξε. Περιείχε έξι φωτογραφίες των παιδιών της μέσα σε πλαστικά καλύμματα. Τις κοίταξε μία μία, αναθυμούμενη τις περιστάσεις κάθε φωτογραφίας. Αυτή ήταν από ένα πάρτι γενεθλίων. Αυτή από τότε που πήγαμε στην Ακέιντια για διακοπές στην
κατασκήνωση. Ετούτη ήταν από το πρώτο χιόνι που έπεσε πριν από δύο χειμώνες. Μερικές φορές τη βοηθούσε το να υπενθυμίζει στον εαυτό της για ποιο λόγο ήταν αστυνομικός. Έπιασε τη φωτογραφία που είχε βάλει στο φυλλάδιο το οποίο είχε δημιουργήσει για την Τζένιφερ. Ήξερε πως ήταν σφάλμα να συνδέει τα πράγματα συναισθηματικά. Ένα από τα πρώτα μαθήματα που μάθαινε κάποιος καθώς ανερχόταν στην αστυνομική ιεραρχία ήταν ότι άλλο ήταν το σπίτι του κι άλλο η δουλειά του, κι όταν αυτά τα δύο πράγματα έρχονταν σε σύγκρουση δεν προέκυπτε κανένα καλό, επειδή οι αποφάσεις έπρεπε να παίρνονται ψυχρά και ήρεμα. Η Τέρι κοίταξε τη φωτογραφία της Τζένιφερ. Θυμήθηκε την κουβέντα που είχε κάνει με την έφηβη κοπέλα ύστερα από τη δεύτερη προσπάθειά της να το σκάσει. Η συζήτηση είχε αποβεί άκαρπη, διότι, όσο ταραγμένη κι αν ήταν η κοπέλα, δεν έπαυε να είναι έξυπνη και αποφασισμένη και, πάνω απ’ όλα, σκληρό καρύδι. Μεγαλώνοντας σε μια πόλη γεμάτη υπεροψία, εκκεντρικότητα και εκζήτηση, η Τζένιφερ είχε γίνει ασυμβίβαστη. Και η σκληράδα της δεν ήταν ούτε ψεύτικη ούτε αστεία, δεν έκανε πόζες ούτε πουλούσε μούρη, λέγοντας Θέλω να κάνω τατουάζ ή Μεγάλη μαγκιά που έβρισα τη δασκάλα των αγγλικών κατάμουτρα και Καπνίζω πίσω απ’ την πλάτη των γονιών μου. Η ντετέκτιβ φανταζόταν ότι η Τζένιφερ της έμοιαζε πολύ όταν ήταν σ’ εκείνη την ηλικία. Και είχε ενεργήσει ανταποκρινόμενη σε ορισμένα από τα ίδια συναισθήματα που είχαν σώσει τη δική της ζωή όταν το είχε σκάσει για να γλιτώσει από έναν άντρα που την κακοποιούσε. Ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό της στο πρόσωπο της νέας
κοπέλας. Αναστέναξε βαθιά. Θα έπρεπε να τραβηχτείς απ’ αυτή την ιστορία, είπε στον εαυτό της. Ανάθεσέ τη σε κάποιον άλλο αστυνομικό και κρατήσου μακριά, γιατί δεν πρόκειται να δεις τα πράγματα με καθαρό μάτι. Αυτό ήταν σωστό και λάθος συνάμα. Με κάποιον τρόπο που δεν είχε διαμορφωθεί απόλυτα, είχε καταλήξει να θεωρεί ότι η Τζένιφερ ήταν δική της ευθύνη. Γεμάτη αντικρουόμενες σκέψεις ως προς το τι έπρεπε να κάνει, ετοίμασε ένα σύντομο ηλεκτρονικό υπόμνημα προς το αφεντικό της, με κοινοποίηση στον προϊστάμενο της βάρδιας. Έχουν αρχίσει να προκύπτουν ορισμένα στοιχεία που δείχνουν ότι δεν πρόκειται για μια υπόθεση ρουτίνας ενός ανήλικου παιδιού που το σκάει απ’ το σπίτι του. Πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. Ενδεχομένως πρόκειται για απαγωγή. Θα σας ενημερώνω λεπτομερώς καθώς θα συγκεντρώνω περισσότερες πληροφορίες. Θα χρειαστεί να επαναληφθεί η αξιολόγηση στη συνέχεια. Υπέγραψε το e-mail και ήταν έτοιμη να το στείλει, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε. Δεν ήθελε να ανησυχήσει τον αρχηγό της, για την ώρα τουλάχιστον. Την προβλημάτιζε επίσης το ενδεχόμενο διαρροής κάποιας πληροφορίας στον τοπικό Τύπο, διότι, αν γινόταν κάτι τέτοιο, κάθε τηλεοπτικός σταθμός, ανταποκριτής και φανατικός μπλόγκερ που ασχολούνταν με το έγκλημα θα κατασκήνωνε έξω από το αστυνομικό τμήμα, απαιτώντας συνεντεύξεις και ενημέρωση, εμποδίζοντας έτσι την αστυνομία να κάνει οτιδήποτε σημαντικό, περιλαμβανομένης της ανεύρεσης της Τζένιφερ. Αν υπήρχε πιθανότητα να γίνει τέτοιο πράγμα. Αυτή η σκέψη έκανε την Τέρι να διστάσει. Σκέφτηκε την
ανάρτηση φωτογραφιών παιδιών που είχαν απαχθεί ή εξαφανιστεί στις συσκευασίες του γάλακτος, στους σχετικούς ιστοτόπους στο Διαδίκτυο, τις τηλεοπτικές αναφορές και τους τίτλους των εφημερίδων, και ήταν της γνώμης ότι τίποτε από όλα αυτά δεν ωφελούσε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Συνήθως δεν ωφελούν. Αλλά μερικές φορές... Συγκρατήθηκε. Δεν ωφελούσε να το ρίξει στις εικασίες είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά αν δε βεβαιωνόταν πρώτα τι αντιμετώπιζε. Διέγραψε από το e-mail τη φράση Ενδεχομένως πρόκειται για απαγωγή. Ήξερε ότι έπρεπε να βρει κάτι συγκεκριμένο. Ήξερε ότι το πρώτο ερώτημα του αφεντικού της θα ήταν: Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη; Είχε ακόμη πολλή δουλειά να κάνει στον υπολογιστή. Έπρεπε να συγκεντρώσει τις ελάχιστες λεπτομέρειες που είχε στη διάθεσή της και να τις συγκρίνει με άλλα εγκλήματα, αναζητώντας ομοιότητες. Έπρεπε να κάνει έναν σχολαστικό έλεγχο όλων των γνωστών δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων μέσα στο τρίγωνο που είχε προσδιορίσει. Έπρεπε να δει αν υπήρχαν αναφορές σχετικά με άγνωστους εγκληματίες που δρούσαν στην περιοχή. Μήπως είχαν σημάνει ψεύτικοι συναγερμοί; Μήπως κάποιοι γονείς είχαν τηλεφωνήσει στα τοπικά αστυνομικά τμήματα για να καταγγείλουν ότι ένας τύπος περιφερόταν ύποπτα στη γειτονιά; Η Τέρι ήξερε πως έπρεπε να κάνει μια εκτεταμένη έρευνα σε μικρό χρονικό διάστημα και με τρόπο αποτελεσματικό. Αν η Τζένιφερ είχε απαχθεί, ο χρόνος κυλούσε γοργά. Αν εξακολουθούσε να κυλά. Ίσως να ήταν μια περίπτωση ενός
παρατεταμένου βιασμού και μιας δολοφονίας. Αυτό γινόταν συνήθως. Το θύμα εξαφανιζόταν, γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης και μετά πέθαινε. Η Τέρι προσπάθησε να μη σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο. Μέσα στο φορτηγό ήταν δύο άτομα. Αυτό είπε ο γέρος ότι είδε. Για την Τέρι αυτό δεν είχε καμιά λογική. Εγκληματίες αυτού του είδους δούλευαν μόνοι, προσπαθώντας να καλύψουν τα πάθη τους με σκοτεινιά και ομίχλη. Η Τέρι σάλεψε νευρικά στο κάθισμά της. Ίσως στην ανατολική Ευρώπη ή στη Λατινική Αμερική οι απαγωγές να αποτελούσαν οργανωμένες επιχειρήσεις του διεθνούς εμπορίου σάρκας, αλλά κάτι τέτοιο δε συνέβαινε στις Ηνωμένες Πολιτείες και οπωσδήποτε όχι σε μικρές κολεγιακές πόλεις της Νέας Αγγλίας. Τι σήμαινε αυτό για την ίδια; Δεν ήξερε. Έφερε στο νου της τη Μαίρη Ρίγκινς και τον Σκοτ Γουέστ και ήταν σίγουρη πως δε θα βοηθούσαν καθόλου. Ο Σκοτ ήταν πιθανό να περιπλέξει τα πράγματα με απόψεις και απαιτήσεις, ακόμη περισσότερο απ’ όσο το είχε ήδη κάνει. Η Μαίρη μάλλον θα κυριευόταν από μεγαλύτερο πανικό στο άκουσμα των λέξεων σεξουαλικό έγκλημα. Μόνο προς μία κατεύθυνση μπορούσε να στραφεί η Τέρι. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που δεν πήγαινε καλά με τον Έιντριαν Τόμας. Της φαινόταν κάπως σαν ένα φως που τρεμόπαιζε. Έφερε στο μυαλό της την εικόνα του, έτσι όπως φαινόταν αφηρημένος, εκτός τόπου, χωρίς επαφή με το περιβάλλον και την ιστορία που της έλεγε, λες και βρισκόταν κάπου αλλού, σε κάποια παράλληλη τοποθεσία. Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά, σκέφτηκε η Τέρι. Ίσως απλώς έχει γεράσει, όπως θα καταλήξουμε όλοι κάποια μέρα.
Αυτή ήταν μια σκέψη συμπόνιας και η Τέρι δεν την πίστευε πραγματικά. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ήταν η μόνη λογική κατεύθυνση προς την οποία μπορούσε να στραφεί.
16 Ο Έιντριαν σκέφτηκε: Ήταν πραγματικά απαίσιοι. Φυσικά, η λέξη απαίσιοι δύσκολα απέδιδε αυτό που είχαν κάνει. Ήταν μια λέξη αποστειρωμένη. Ο Έιντριαν κοίταζε τις φωτογραφίες της Μάιρα Χίντλι και του Ίαν Μπρέιντι που κοσμούσαν το κάλυμμα της Εγκυκλοπαίδειας του Σύγχρονου Φόνου την οποία του είχε δανείσει ο φίλος του ο καθηγητής ψυχοπαθολογίας. Το βιβλίο περιείχε τέτοια πληθώρα φρικτών λεπτομερειών, ώστε τελικά γίνονταν ασήμαντες, σχεδόν θέμα ρουτίνας, επειδή ήταν συγκεντρωμένες σε απίστευτο όγκο. Το θύμα θανατώθηκε με ένα τσεκούρι. Ηχογράφησαν τα ουρλιαχτά των θυμάτων, τράβηξαν πορνογραφικές φωτογραφίες. Παράτησαν το παιδί σ’ έναν ρηχό τάφο στους Βάλτους. Διαβάζοντας τις δημοσιογραφικού τύπου περιγραφές ήταν σαν να διέσχιζε ένα πεδίο μάχης. Αν δεις ένα πτώμα, είναι φρικτό και δύσκολα τραβάς το βλέμμα σου από πάνω του. Αν δεις εκατό πτώματα, αρχίζουν να χάνουν το νόημά τους. Ο Έιντριαν ξεφύλλισε τις σελίδες, που ακούστηκαν σαν ξερά φύλλα που έπεφταν σπρωγμένα από τον φθινοπωρινό αέρα, και βρήκε το λήμμα Οι Φόνοι των Βάλτων. Όπως ένας οποιοσδήποτε καλός επιστήμονας, είχε εμβαθύνει στο θέμα του, προσπαθώντας να μάθει όσο γινόταν περισσότερα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Υπάρχει μια διεργασία την οποία οι δάσκαλοι αναπτύσσουν με το πέρασμα των χρόνων, βάσει της οποίας αμφιλεγόμενα,
ακόμη και απωθητικά θέματα έρχονται στο νου τους με τρόπο προσβάσιμο, ώστε να μπορούν να τα αναδιαμορφώσουν και να τα παρουσιάσουν στους σπουδαστές. Ο Έιντριαν χάρηκε που η ικανότητά του να αφομοιώνει πολλές πληροφορίες σε σύντομο διάστημα δεν είχε χαθεί ακόμη, αντίθετα με ό,τι είχε γίνει με τόσες άλλες πνευματικές ικανότητές του. Αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος μιας νύχτας και το επόμενο πρωί τριγυρισμένος από βιβλία και κάνοντας έρευνα στο Διαδίκτυο, ήξερε ότι μπορούσε να μιλήσει αξιοπρεπώς ως προς τις περίεργες σχέσεις μεταξύ συνεργαζόμενων εγκληματιών των δύο φύλων. Τι μπορεί να σε σπρώξει ο έρωτας να κάνεις; διερωτήθηκε. Υπέροχα πράγματα; Ή φρικτά πράγματα; Ταυτόχρονα ήλπιζε ότι δε θα εμφανιζόταν κάποιος που θα τον ρωτούσε πόσο κάνει έξι και εννέα ή τι μέρα ήταν ή τι μήνας ήταν, ή ακόμη και τι χρόνος ήταν, διότι αμφέβαλλε αν θα μπορούσε να απαντήσει σωστά, έστω κι αν δεχόταν τη διακριτική βοήθεια κάποιου που κάποτε αγαπούσε και που τώρα ήταν νεκρός. Σκεφτόταν ότι τα φαντάσματα πρόσφεραν βοήθεια, αλλά μόνο μέχρις ενός σημείου. Εξακολουθούσε να μην είναι σίγουρος ως προς την πρακτική αξία των πληροφοριών που του έδιναν. Ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να ξέρει ότι τα οράματα πήγαζαν από αναμνήσεις που είχε ως προς το τι θα μπορούσαν κάποτε να είχαν πει η Κάσι ή ο Μπράιαν, ή ως προς το τι θα έλεγαν τώρα, αν ήταν ζωντανοί. Καταλάβαινε ότι όλα αυτά τα πράγματα, που φαίνονταν αληθινά, στην πραγματικότητα ήταν αποτέλεσμα μιας χημικής ανισορροπίας στους μετωπιαίους λοβούς του,
προϊόν βραχυκυκλώματος και ξεφτίσματος, κι όμως είχε την εντύπωση ότι εξακολουθούσαν να τον βοηθούν. Τι περισσότερο θα μπορούσε να ζητήσει; Μια φωνή διέκοψε την ονειροπόλησή του. «Τι λέει;» Ο Έιντριαν κοίταξε πέρα απ’ το γραφείο του και είδε την Κάσι να στέκεται στην είσοδο. Του φάνηκε χλομή, γερασμένη, ταλαιπωρημένη. Το βλέμμα της έδειχνε θλίψη, μια έκφραση που ο Έιντριαν θυμόταν από τις μέρες που είχαν προηγηθεί του δυστυχήματος, όταν την έπνιγε το μαράζι. Η λεπτή, σέξι, σαγηνευτική Κάσι των πρώτων χρόνων δεν υπήρχε πια. Τώρα ήταν η κουρασμένη και άρρωστη γυναίκα που αποζητούσε απεγνωσμένα το θάνατο. Βλέποντάς την έτσι, ο Έιντριαν ήθελε να της προσφέρει βοήθεια, να βρει τρόπο να την παρηγορήσει, αν και ήξερε ότι τους τελευταίους μήνες που είχαν περάσει μαζί δεν είχε καταφέρει ούτε μια φορά να το κάνει αυτό. Αισθάνθηκε τα μάτια του να βουρκώνουν, κι έτσι αγνόησε την ερώτησή της και προσπάθησε να πει κάτι που σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να της είχε πει πριν τη χάσει. Ή μπορεί και να το είχε πει εκατό φορές αλλά να μην είχε ακουστεί ποτέ. «Κάσι», είπε αργά, «λυπάμαι πολύ. Ούτε εσύ ούτε εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει οτιδήποτε. Εκείνος έκανε ακριβώς αυτό που ήθελε». Η γυναίκα του παραμέρισε τη δικαιολογία του με μια απλή κίνηση. «Το σιχαίνομαι αυτό», του είπε έντονα. «Αυτό το δε θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει οτιδήποτε είναι ψέμα. Πάντα υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να είχε ειπωθεί ή να είχε γίνει. Και ο Τόμι πάντα σε άκουγε».
Ο Έιντριαν έκλεισε τα μάτια του. Ήξερε ότι, αν τα άνοιγε, το βλέμμα του θα πήγαινε αυτόματα στην άκρη του γραφείου του όπου υπήρχε άλλη μια φωτογραφία: του γιου του, του Τόμι, με την τήβεννο και το χαρακτηριστικό καπέλο, μια ηλιόλουστη μέρα, με τους καλυμμένους με κισσό τοίχους στο φόντο. Η τελετή αποφοίτησης ήταν γεμάτη ελπίδες και υποσχέσεις. Ο Έιντριαν άκουσε τη φωνή της Κάσι να διαπερνά το ξεκίνημα οδυνηρών αναμνήσεων. Σιγά σιγά άρχισε να της ανοίγεται. Η Κάσι ήταν επίμονη και δυναμική, όπως πάντα όταν ήξερε πως είχε δίκιο. Εκείνου σπάνια του κακοφαινόταν αυτό. Το θεωρούσε καλλιτεχνικό προνόμιο. Αν ήξερες πού να βάλεις την αλάνθαστη πρώτη πινελιά χρώματος σε έναν λευκό μουσαμά, τότε δικαιωματικά είχες άποψη. «Τι λένε όλα εκείνα τα βιβλία και οι έρευνες στο Ίντερνετ;» τον ρώτησε πάλι. Ο Έιντριαν τακτοποίησε τα γυαλιά του διαβάσματος που ήταν τοποθετημένα στην άκρη της μύτης του. Για έναν ακαδημαϊκό, η κίνηση αυτή ήταν ταυτόσημη με την ενεργό δράση. «Λένε ότι μαζί σκότωσαν πέντε ανθρώπους». Δίστασε. «Πέντε ανθρώπους που η αστυνομία της αγροτικής Αγγλίας κατόρθωσε να ταυτοποιήσει. Μπορεί να υπήρξαν κι άλλα θύματα. Ορισμένοι εγκληματολόγοι πίστευαν ότι ο αριθμός οχτώ ήταν ακριβέστερος. Οι τοπικές εφημερίδες αποκάλεσαν την υπόθεση το τέλος της αθωότητας». «Ανθρώπους;» Ο Έιντριαν κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, έχεις δίκιο. Πρέπει να ακριβολογούμε. Παιδιά. Από δώδεκα ως δεκαέξι ή
δεκαεφτά ετών». «Περίπου στην ηλικία της Τζένιφερ δηλαδή». «Ακριβώς. Αλλά πρόκειται για σύμπτωση, υποθέτω». «Είχα την εντύπωση ότι ως δάσκαλος σιχαινόσουν τις συμπτώσεις και πίστευες ότι δεν υπήρχαν σε καμία περίπτωση. Στους ψυχολόγους αρέσουν οι εξηγήσεις, όχι τα τυχαία περιστατικά». «Ίσως οι φροϊδιστές...» «Έιντριαν, ξέρεις». «Με συγχωρείς, Κάσι. Προσπάθησα να κάνω ένα αστείο». Χαμογέλασε αδύναμα στη νεκρή γυναίκα του. Εκείνη είχε μείνει στην είσοδο του δωματίου, όπως έκανε συχνά όταν δεν ήθελε να τον ενοχλήσει την ώρα της δουλειάς του αλλά χρειαζόταν την απάντησή του σε κάποιο ερώτημα. Κοντοστεκόταν σ’ εκείνον το μεταβατικό χώρο, λες και θα του προκαλούσε μικρότερη αναστάτωση με την ερώτησή της λόγω της σχετικής απόστασης. «Δε θα έρθεις μέσα;» τη ρώτησε εκείνος, δείχνοντάς της ένα κάθισμα. Η Κάσι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Έχω πολλή δουλειά». Ο Έιντριαν φάνηκε να θορυβήθηκε κάπως, και ο τόνος της μαλάκωσε. «Όντι», του είπε αργά, «ξέρεις πως δε μένει πολύς χρόνος. Ούτε σ’ εσένα, ούτε στην Τζένιφερ». «Ναι, το ξέρω», συμφώνησε εκείνος, και μετά πρόσθεσε διστακτικά: «Απλώς...» «Απλώς, τι;» «Το θέμα είναι η μετατροπή των πληροφοριών σε πράξη. Αυτοί οι δύο, οι δολοφόνοι των βάλτων –ο Μπρέιντι και η Χίντλι–, την έπαθαν όταν προσπάθησαν να ανακατέψουν κι
άλλον στις διαστροφικές συνήθειές τους και ο τύπος που ήθελαν να στρατολογήσουν ειδοποίησε την αστυνομία. Όσο ήταν οι δυο τους, παροτρύνοντας ο ένας τον άλλο, ήταν ασφαλείς. Μόνο όταν θέλησαν να εντυπωσιάσουν κάποιον άλλο, κάποιον που, όπως αποδείχτηκε, δεν είχε τόσο μεγάλη δολοφονική διαστροφή όσο εκείνοι, τότε ήταν που πιάστηκαν». «Συνέχισε», είπε η Κάσι. Στο πρόσωπό της είχε φανεί ένα αχνό χαμόγελο, ένα ανεπαίσθητο ανασήκωμα στις άκρες των χειλιών της. Τον ωθούσε να συνεχίσει. Ο Έιντριαν ήξερε ότι αυτό χαρακτήριζε πάντα τη σχέση τους. Η καλλιτέχνιδα που έκρυβε μέσα της η Κάσι κατάφερνε να τον απομακρύνει από τα ακαδημαϊκά σύννεφα που κάλυπταν τη σκέψη του, να βρίσκει μια πρακτική εφαρμογή των εργαστηριακών ερευνών του. Ο Έιντριαν ένιωσε να πλημμυρίζει ξαφνικά από πάθος. Ποιο λόγο θα είχε να μην αγαπάει τη γυναίκα που έδινε πρακτική συνάφεια στα δημιουργήματα της φαντασίας του; Τον κατέκλυσαν έντονα συναισθήματα και συνέχισε με πιο ζωηρό ρυθμό, όπως συνέβαινε τόσες και τόσες βραδιές όταν κουβέντιαζαν στο τραπέζι μετά το φαγητό, καθισμένοι στην αυλή τους ή μπροστά στο τζάκι όταν ερχόταν ο χειμώνας. «Η ψυχοδυναμική των δολοφονικών ζευγαριών είναι κάτι το άπιαστο. Σαφέστατα υπάρχει ένα έντονο σεξουαλικό στοιχείο. Αλλά ο δεσμός τους φαίνεται να είναι πολύ πιο βαθύς. Αυτό είναι που προσπαθώ να καταλάβω. Οι σχέσεις είναι σαν ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών –σημαίνουν ότι κάτι περνάει από ένα στάδιο διεργασίας που το οδηγεί στην εξωτερίκευση, που το κάνει αντικείμενο συζήτησης, ανάλυσης, όπως θέλεις πες το. Τουλάχιστον, αυτό φαίνεται να κάνουν οι σχέσεις. Αλλά πέρα από αυτό, Κάσι, υπάρχει
ένα στοιχείο που ωθεί στην ενεργοποίηση. Λες και ο άντρας δε θα έκανε αυτό που κάνει αν δεν υπήρχε η γυναίκα για να δίνει στην πράξη ένα χαρακτηριστικό που τρομάζει. Είναι κάτι που ξεπερνά την έγκριση. Κάτι που έχει να κάνει με τα σκοτεινά βάθη του μυαλού και της ψυχής». Η Κάσι ξεφύσηξε αλλά εξακολούθησε να χαμογελά. Έμεινε στην είσοδο του δωματίου κι έδειξε προς τα βιβλία. «Μην προσπαθείς να αναγάγεις το θέμα σε διανοητικά επίπεδα, Έιντριαν», είπε. Εκείνος δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει πάλι. Τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί αντιλάλησαν τον τόνο της φωνής της. «Εδώ δεν πρόκειται για μια ακαδημαϊκή κατάσταση. Δεν πρόκειται να υποβληθεί κάποια εργασία ή να γίνει κάποια διάλεξη στο τέλος της ιστορίας. Το μόνο που υπάρχει είναι ένα κορίτσι που θα ζήσει ή θα πεθάνει». «Μα πρέπει να καταλάβω...» «Ναι. Αλλά μόνο για να μπορέσεις να δράσεις», απάντησε η Κάσι. Ο Έιντριαν κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και μετά της έγνεψε. «Έλα μέσα», ψιθύρισε. «Κάνε μου παρέα. Αυτό το πράγμα...» Έδειξε την εγκυκλοπαίδεια. «...με τρομάζει». «Και δικαίως», είπε η Κάσι μένοντας στο άνοιγμα της πόρτας. «Αυτή η υπόθεση συνέβη κατά τη δεκαετία του 1960...» «Και λοιπόν; Τι άλλαξε;» Εκείνος δεν απάντησε. Μόνο σκέφτηκε: Είμαστε λιγότερο αφελείς από τότε. Η Κάσι πρέπει να τον άκουσε ή να διαισθάνθηκε τη σκέψη του, και τον διέκοψε βιαστικά. «Όχι. Οι άνθρωποι δεν άλλαξαν. Μόνο τα μέσα».
Ο Έιντριαν αισθάνθηκε εξάντληση, λες και τα όσα είχε μάθει για μια σειρά δολοφονιών είχαν αρχίσει να απομυζούν όλες τις δυνάμεις του. «Πώς μπορώ να μετατρέψω το είδος της κατανόησης που πηγάζει από τα βιβλία σε ένα άλλο είδος που θα οδηγήσει στην ανεύρεση της Τζένιφερ;» ρώτησε. Η Κάσι χαμογέλασε. Ο Έιντριαν είδε την έκφρασή της να μαλακώνει. «Ξέρεις ποιον πρέπει να ρωτήσεις», του είπε.
Ο Έιντριαν ταλαντεύτηκε λιγάκι στο κάθισμά του, καταλαβαίνοντας πως η Κάσι εννοούσε τον Μπράιαν, και αναρωτήθηκε πώς ακριβώς θα μπορούσε να καλεί καθεμιά απ’ αυτές τις οπτασίες όποτε χρειαζόταν κάτι για να τον στρέψει προς τη σωστή κατεύθυνση. Έριξε μια ματιά στο υλικό που είχε συγκεντρώσει σχετικά με τους φόνους και ξαφνικά το έσπρωξε παράμερα, όχι πολύ μακριά, μόνο μερικά εκατοστά, λες και, αν δεν ερχόταν σε επαφή μαζί του, θα μπορούσε να αποφύγει τη μόλυνση. Γύρισε προς τη βιβλιοθήκη και, προσπερνώντας κείμενα και οδηγούς μελέτης, πήγε σ’ ένα από τα ράφια με τα βιβλία ποίησης. Σε κάθε ασφυκτικά γεμάτη βιβλιοθήκη σε κάθε δωμάτιο του μικρού σπιτιού, υπήρχε τουλάχιστον ένα ράφι αποκλειστικά για βιβλία ποίησης, μια και ποτέ δεν ήξερε πότε θα χρειαζόταν μια ένεση ευγλωττίας. Τα δάχτυλά του διέτρεξαν τις ράχες των βιβλίων. Δεν ήξερε τι ζητούσε, αλλά αισθανόταν μια έντονη παρόρμηση να βρει το σωστό ποίημα. Κάτι που να ταιριάζει στη διάθεση και
στην κατάστασή μου, σκέφτηκε. Το χέρι του σταμάτησε πάνω από μια συλλογή με πολεμικά ποιήματα. Όλα είχαν να κάνουν με τα καταδικασμένα παλικάρια από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Άδραξε το βιβλίο και το άνοιξε. Το πρώτο ποίημα που είδε ήταν το «Γλυκός και Ωραίος ο Θάνατος για την Πατρίδα» του Γουίλφρεντ Όουεν... έσερνε τα βήματά του, λουσμένος στο αίμα, διάβασε. Μάλιστα, σκέφτηκε, αυτό είναι. Διάβασε τρεις φορές τα λόγια του ποιήματος και μετά έκλεισε τα μάτια του και ανάσανε βαθιά. Πρώτα αισθάνθηκε τη μυρωδιά. Πηχτά μαύρα λάδια και μια γεύση από σκουριασμένο μέταλλο στη γλώσσα, γεμάτα κάπνα και απίστευτα καυτά, λες και τα πάντα μέσα στον κόσμο είχαν τοποθετηθεί πάνω στο αναμμένο μάτι μιας κουζίνας και κόντευαν να βράσουν. Τον έπιασε έντονος βήχας. Πίσω από τα κλειστά του μάτια οσφράνθηκε μια μυρωδιά τόσο αποπνικτική και απαίσια, που κόντεψε ν’ αναγουλιάσει από την μπόχα. Είπε στον εαυτό του να ξυπνήσει, λες και κοιμόταν, και μετά αισθάνθηκε ολόκληρο το κορμί του να γέρνει απότομα μπροστά κι αμέσως να τινάζεται ορμητικά προς τα πίσω, και ξαφνικά άκουσε ένα τρίξιμο που κάλυψε το βόμβο και το μουγκρητό ενός κινητήρα που αγωνιζόταν ν’ ανταποκριθεί. Τραντάχτηκε άγρια στο κάθισμά του, λες και σκαμπανέβαζε σε μια μανιασμένη θάλασσα, και προσπάθησε να πιαστεί από κάπου, αλλά άκουσε πίσω του μια φωνή, δίπλα στ’ αυτί του, τόσο γνώριμη που θα μπορούσε να ήταν πραγματική μουσική αν δεν υπήρχαν εκείνη η τρομακτική δυσωδία, ο εφιαλτικός θόρυβος και το άγριο σκαμπανέβασμα.
«Κρατήσου, μπαμπά, η κατάσταση θα γίνει πολύ χειρότερη». Ο Έιντριαν άνοιξε απότομα τα μάτια του. Δε βρισκόταν πια καθισμένος στο γραφείο του, έχοντας γύρω του βιβλία και χαρτιά, ποίηση και φωτογραφίες, πλημμυρισμένος από τις αναμνήσεις. Ταρακουνιόταν στο στενόχωρο κάθισμα ενός Χάμβι. Ακούστηκε ένα σφυροκόπημα κι ο κινητήρας επιτάχυνε. Ο Έιντριαν γύρισε προς αυτόν που ήταν στριμωγμένος δίπλα του. «Τόμι», είπε. Πρέπει να είχε ακουστεί σαν πνιχτή κραυγή, αφού ο γιος του έβαλε τα γέλια, ενώ γράπωνε μια μπάρα στην οροφή του αυτοκινήτου με το ένα χέρι, προσπαθώντας να σταθεροποιήσει την κάμερά του με το άλλο. Το μαύρο κράνος από Κέβλαρ κατέβηκε χαμηλά και σχεδόν του κάλυψε τα μάτια. Ο γιακάς του μπλε αλεξίσφαιρου γιλέκου ήταν τυλιγμένος γύρω από το λαιμό του. Φαινόταν νέος, σκέφτηκε ο Έιντριαν. Όμορφος. «Πρέπει να τα πούμε γρήγορα, μπαμπά, γιατί πλησιάζουμε στο σημείο όπου πεθαίνω». Από το μπροστινό κάθισμα, ο οδηγός –ένας νεαρός πεζοναύτης με χακί φόρμα παραλλαγής και σκούρα γυαλιά ηλίου– πέταξε μερικές πικρές κουβέντες πάνω απ’ τον ώμο του. «Η γαμημένη η αυτοσχέδια βόμβα ήταν θαμμένη στην άμμο. Ήταν αδύνατο να τη διακρίνεις. Ήμασταν ξοφλημένοι. Μας είχε πηδήξει η Φαλούτζα». Τα λόγια του πρέπει να είχαν σχέση με κάποιο αστείο, γιατί ακούστηκαν γέλια όλο ένταση. Ο Έιντριαν κοίταξε τους άλλους πεζοναύτες που ήταν στριμωγμένοι στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Με τα όπλα
έτοιμα, είχαν στραμμένα τα βλέμματά τους σε ένα τραχύ τοπίο γεμάτο άμμο, αλλά έγνεψαν συμφωνώντας. «Μη μου πεις πως αυτό το αναθεματισμένο μέρος δεν είναι τέλειο για ενέδρα», είπε κάποιος. Ο Έιντριαν δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του, αλλά η φωνή ήταν τραχιά κι έδινε την αίσθηση της καταδίκης, λες και ο πεζοναύτης ήξερε πως κανείς δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό για να αποτρέψει αυτό που θα γινόταν. Ο πολυβολητής που χειριζόταν το 50άρι πολυβόλο που εξείχε από τη στέγη έσκυψε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι ενός ετών και γελούσε πίσω από τα καλυμμένα με άμμο γυαλιά του δείχνοντας δόντια λεκιασμένα από τη βρόμα και τη σκόνη. «Δεν έπρεπε να είχαμε ξεκινήσει ποτέ γι’ αυτή την αποστολή», φώναξε για να ακουστεί πάνω από το βρυχηθμό του κινητήρα και τον άνεμο που περνούσε σφυρίζοντας από τα ανοιχτά παράθυρα. «Από το πρώτο χιλιόμετρο ήταν φανερό πως θα είχαμε μπλεξίματα». Από τη θέση του συνοδηγού, ένας μαύρος υπολοχαγός με σκληρό βλέμμα που μιλούσε στον ασύρματο άφησε το ακουστικό και γύρισε στο κάθισμά του να κοιτάξει τη διμοιρία στο πίσω μέρος. «Βουλώστε το!» πρόσταξε απότομα. «Κοιτάξτε, δε σκοτώνονται όλοι. Εσύ, Μάστερς, κι εσύ, Μίτσελ, τη βγάζετε με μερικές γρατζουνιές και μια ματωμένη μύτη. Κι εσύ, Σιμς, μπορεί να χάνεις τα πόδια σου, αλλά τη γλιτώνεις και γυρίζεις στην πατρίδα. Κι εμείς καθαρίζουμε ένα τσούρμο μεμέτηδες όταν ειδοποιώ να τους χτυπήσουν από τον αέρα πριν γίνω κομμάτια, οπότε σταματήστε τις κλάψες». Έπειτα το πρόσωπο του υπολοχαγού ξαφνικά φωτίστηκε και χαμογέλασε δείχνοντας τον Τόμι. «Και ο ανταποκριτής από δω κάνει τα τομάρια σας διάσημα, έτσι δεν είναι, Τόμι;»
Ο Τόμι χαμογέλασε πλατιά. «Και βέβαια είναι έτσι», είπε. Ένας από τους πεζοναύτες έσκυψε και χτύπησε φιλικά τον Τόμι στο πόδι λέγοντας: «Μας έκανε πραγματικούς σταρ του Ίντερνετ!» Γέλασε καθώς σημάδευε με το όπλο του. Ο Έιντριαν τινάχτηκε πλάγια στο κάθισμά του όταν το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύτητα κι άρχισε να χοροπηδά πάνω από τα χαλάσματα. Διέκρινε φευγαλέα κάτι κτίρια από λάσπη και τούβλα, τοίχους μαυρισμένους από τη φωτιά, γεμάτους σημάδια από μεγάλα βλήματα. Η άκρη του δρόμου ήταν σπαρμένη κομματιασμένους φοίνικες. Μισογκρεμισμένα σε ένα χαντάκι ήταν καμένα αυτοκίνητα κι ένα τεθωρακισμένο που είχε μεταβληθεί σε μια σχεδόν αγνώριστη μάζα από στρεβλωμένα μέταλλα που εξακολουθούσε να καπνίζει. Ένα καρβουνιασμένο πτώμα μισοκρεμόταν έξω από μια καταπακτή. Καθώς περνούσαν πλάι του, ο Έιντριαν άκουσε κάποιον να μουρμουρίζει: «Ποτέ να μην τα βάζετε με τους αεροπόρους μας». Ο Τόμι είχε σκύψει μπροστά, με τη μεγάλη βιντεοκάμερα Sony σηκωμένη σαν όπλο, προσπαθώντας να τραβήξει ένα καρέ πάνω από τον ώμο του οδηγού, καθώς πλησίαζαν ένα συγκρότημα από χαμηλά κτίρια. Παντού υπήρχε ένα σύννεφο σκόνης και καπνού, και η μυρωδιά δεν έλεγε να φύγει από τα ρουθούνια του Έιντριαν. Ο Τόμι συνέχισε να τραβάει, αλλά είπε στον πατέρα του: «Το ξέρω. Η μυρωδιά είναι πολύ άσχημη. Αλλά τη συνηθίζεις. Και στο κάτω κάτω, δεν είναι παρά το μπαρούτι από τις εκρήξεις και λίγο καμένο λάδι. Πού να μυρίσεις τα πτώματα που έχουν μείνει εκτεθειμένα στη ζέστη μια δυο μέρες». Ο Τόμι κατέβασε την κάμερα και πρόσθεσε: «Πήρα βραβείο, ξέρεις. Τράβηξα όλο το σκηνικό, από το σημείο που
μας χτύπησαν κι όσο κράτησε το πιστολίδι. Ακόμη και αφού χτυπήθηκα, συνέχισα να πατάω το κουμπί για να μη σταματήσει η κάμερα να τραβάει. Πριν ανεβάσουν το φιλμ στο Ίντερνετ –ήξερες ότι δέχτηκε σχεδόν τρία εκατομμύρια επισκέψεις;– ο παρουσιαστής του Δε Νάιτλι Νιουζ τους μάζεψε όλους κι έβγαλε έναν ωραίο λόγο. Ξέρεις, μίλησε για το τι σημαίνει να είσαι πολεμικός ανταποκριτής και για τον Ρόμπερτ Κάπα και τον Έρνι Πάιλ και για την καταγραφή των πραγμάτων όπως πραγματικά γίνονται. Μίλησε για τους δικούς μας στο Βιετνάμ –ο θείος Μπράιαν ίσως να ήξερε μερικούς απ’ αυτούς– που πήγαιναν στις μάχες έχοντας μόνο τις Νίκον περασμένες στο λαιμό τους ή ένα σημειωματάριο στα χέρια, χωρίς καν αλεξίσφαιρα γιλέκα. Είπε για την παράδοση και την αφοσίωση και παρουσίασε την ανταπόκριση σαν υψηλή αποστολή, όπως η ιεροσύνη. Αλλά εσύ κι εγώ, μπαμπά, ξέρουμε πως εγώ βρισκόμουν εδώ επειδή μου άρεσε να παίρνω φωτογραφίες και μου άρεσε η έξαψη, και τίποτε δεν μπορεί να συνδυάσει αυτά τα δύο όπως το να ακολουθείς μια διμοιρία από άγριους πεζοναύτες, έστω κι αν αυτό σου στοιχίσει τη ζωή». «Έτσι είμαστε εμείς, άγριοι!» είπε ο πολυβολητής, φωνάζοντας για ν’ ακουστεί πάνω απ’ τον άνεμο. «Τόμι», είπε πνιχτά ο Έιντριαν. «Όχι, μπαμπά, πρέπει να μ’ ακούσεις, γιατί τα πράγματα θα εξελιχθούν γρήγορα τώρα. Θα προσπαθήσω να έρθω πάλι κοντά σου αργότερα, όταν δε θα επικρατεί τέτοιο κομφούζιο. Αλλά πρέπει να ξεκαθαρίσω κάτι». «Τόμι, σε παρακαλώ...» «Όχι, μπαμπά, άκου». Το Χάμβι άνοιξε ταχύτητα. Ο πεζοναύτης που καθόταν
στο τιμόνι έβγαλε μια κραυγή και είπε: «Όπου να ’ναι θα γίνει της πουτάνας, λεβέντες. Προσέξτε τις μαλαπέρδες σας, σηκώστε τα σπασουάρ σας, κι ετοιμαστείτε». Ο Έιντριαν δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν άνθρωποι που είχαν πεθάνει να μιλάνε για το θάνατό τους πριν συμβεί, αν και ήξερε ότι είχε ήδη συμβεί έξι χρόνια πιο μπροστά. Κρατήθηκε από το τοίχωμα του Χάμβι καθώς το αυτοκίνητο χωνόταν σ’ έναν αμμουδερό λοφίσκο. Δίπλα του, ο Τόμι μιλούσε σταθερά, ήρεμα. «Πήγαινε πίσω σ’ αυτό που είδες ήδη όταν διάβαζες την εγκυκλοπαίδεια. Εκεί θα βρεις όλα όσα χρειάζεται να μάθεις. Πρέπει απλώς να σκεφτείς με πιο μοντέρνο τρόπο». «Μα, Τόμι», άρχισε να λέει ο Έιντριαν, αλλά ο γιος του γύρισε προς το μέρος του, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Μπαμπά! Σκέψου για ποιο λόγο ήρθα εγώ εδώ». «Έφτιαχνες ντοκιμαντέρ. Πήρες άδεια να ενσωματωθείς στους πεζοναύτες. Θυμάμαι πόσο είχες ενθουσιαστεί». «Μην το κάνεις να ακούγεται πιο σημαντικό απ’ όσο ήταν». «Τόμι, μου λείπεις. Όσο για τη μητέρα σου, από τότε δεν ήταν πια ποτέ η ίδια. Ο θάνατός σου τη σκότωσε». «Το ξέρω, μπαμπά, το ξέρω. Ξέρω ότι ο χαμός ενός παιδιού αλλάζει τα πάντα. Γι’ αυτόν το λόγο είναι τόσο σημαντική η Τζένιφερ, γαμώτο». «Μα εγώ πεθαίνω, Τόμι. Και...» Ένας από τους πεζοναύτες, που χειριζόταν ένα πολυβόλο, έδειξε από το παράθυρο του Χάμβι και στράφηκε προς τον Έιντριαν λέγοντας: «Ε, γέρο! Όλοι πεθαίνουμε από τη μέρα που γεννιόμαστε. Πάρ’ το λοιπόν αντρίκεια! Άκου τον Τόμι.
Καλά τα λέει». Από τους άλλους άντρες ακούστηκαν μουρμουρητά συμφωνίας. Ήταν όλοι σκυμμένοι πάνω απ’ τα όπλα τους. «Σκέψου την Τζένιφερ, μπαμπά. Συγκεντρώσου σ’ εκείνη. Εγώ έφυγα. Η μαμά έφυγε. Ο θείος Μπράιαν έφυγε. Κι άλλοι πολλοί το ίδιο. Φίλοι. Συγγενείς. Σκύλοι...» είπε ο Τόμι και γέλασε, αν και ο Έιντριαν δεν έβλεπε πού ήταν το αστείο. «Χαθήκαμε όλοι. Όχι όμως η Τζένιφερ. Όχι ακόμη. Το ξέρεις. Το νιώθεις. Κάτι στην παιδεία σου, σε όλες εκείνες τις διαλέξεις, κάτι υπάρχει που σου λέει ότι η Τζένιφερ δεν είναι νεκρή, σωστά; Τουλάχιστον όχι ακόμη». «Σκατά, αρχίζουν τα όργανα», είπε απότομα ο οδηγός. Ο Τόμι γράπωσε το γόνατο του πατέρα του. Ο Έιντριαν αισθάνθηκε την πίεση. Ήθελε απεγνωσμένα να αγκαλιάσει το γιο του, να βρει κάποιον τρόπο να τον προστατέψει απ’ αυτό που ήξερε ότι θα συνέβαινε σε λίγο. Άπλωσε τα χέρια του, αλλά, χωρίς να καταλάβει για ποιο λόγο, δεν μπόρεσε να τον φτάσει, έπιασε μόνο τον αέρα. «Όλη η ιστορία είναι να το δει ο κόσμος, μπαμπά. Να καταφέρεις να δείξεις αυτό που κάνεις. Από κει πηγάζουν η έξαψη και ο ενθουσιασμός. Και ρίχνοντάς το στην κυκλοφορία, εκεί όπου μπορεί να το δει οποιοσδήποτε, αποκτάς ισχύ, δύναμη. Γίνεσαι σκληρός. Έτσι γεννιέται το πάθος. Δε θυμάσαι; Όταν διάβαζες για εκείνο το ζευγάρι στην Αγγλία πριν από πενήντα χρόνια. Φωτογραφίες. Μαγνητοταινίες. Για ποιο λόγο θα έκαναν κάτι τέτοιο τώρα; Έλα, μπαμπά, αυτός είναι ο τομέας σου. Θα πρέπει να το ξέρεις». «Μα, Τόμι...» «Όχι, μπαμπά, ο χρόνος που μένει είναι πολύ λίγος. Όπου
να ’ναι θα συμβεί. Δε θυμάσαι μια φορά που σου είπα γιατί ήθελα να κινηματογραφώ διάφορα πράγματα; Επειδή είναι η αγνότερη μορφή αλήθειας. Όταν τραβούσα τις φωτογραφίες μου, κανείς δεν μπορούσε να πει ότι δεν ήταν κάτι το πραγματικό ή το αληθινό. Γι’ αυτόν το λόγο το κάναμε όλοι. Ήταν κάτι που μας έκανε μεγαλύτερους απ’ αυτό που ήμασταν στην πραγματικότητα. Πίσω από την κάμερα δεν υπάρχουν ψέματα, μπαμπά. Σκέψου το. Θεέ μου! Αυτό ήταν!» Ο Έιντριαν θέλησε να απαντήσει, αλλά η έκρηξη τα τίναξε όλα στον αέρα. Το Χάμβι φάνηκε να σηκώνεται ψηλά, σαν να μην είχε πλέον επαφή με τη γη ή με τον κόσμο. Το εσωτερικό του γέμισε αμέσως καπνούς και φλόγες, ενώ η δύναμη της έκρηξης έσπρωξε τον Έιντριαν προς τα πίσω. Πίστεψε πως έχασε τις αισθήσεις του επειδή τον τύλιξε το σκοτάδι. Όλες οι μυρωδιές, όλες οι γεύσεις φάνηκαν να γίνονται πιο έντονες, και τα αυτιά του κουδούνιζαν. Ζαλίστηκε. Ένιωθε το κορμί του σαν να είχε κολλήσει μέσα στην άμμο και τη σκόνη. Κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να δει τον Τόμι, αλλά στην αρχή το μόνο που μπορούσε να ξεχωρίσει ήταν αλλόκοτες μορφές και στρεβλωμένα σχήματα που λίγο πριν ήταν πεζοναύτες αλλά τώρα είχαν γίνει τσακισμένα κορμιά, διαμελισμένα από τη βόμβα που ήταν κρυμμένη μέσα στο δρόμο. Και μετά, λες και κάποιος σαν από θαύμα είχε προχωρήσει γρήγορα τα καρέ μιας ταινίας, βρέθηκε έξω απ’ το αυτοκίνητο. Από πάνω του απλωνόταν ο ανοιχτογάλανος ουρανός, η ζέστη ήταν αδυσώπητη, το ίδιο και ο θόρυβος, και κάτι που στην αρχή ο Έιντριαν νόμιζε πως ήταν ένα σμήνος από έντομα αλλά μετά κατάλαβε πως ήταν πυροβολισμοί από μικρά όπλα. Στα πόδια του ήταν πεσμένος
ένας πεζοναύτης, με το ένα πόδι κομμένο, που ούρλιαζε και σερνόταν προς έναν χαμηλό χωμάτινο τοίχο. Ο Έιντριαν στριφογύρισε ψάχνοντας το γιο του, και είδε τον υπολοχαγό να μιλάει στο ραδιοτηλέφωνο. Ο υπολοχαγός φώναζε, αλλά ο Έιντριαν δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι έλεγε. Ο θόρυβος φαινόταν να δυναμώνει, και ακούστηκε ο βροντερός ήχος από βαριά όπλα καθώς πεζοναύτες άνοιγαν πυρ από τα άλλα Χάμβι της φάλαγγας. Ο Έιντριαν σκέπασε τ’ αυτιά του, προσπαθώντας να κόψει το θόρυβο, και φώναξε: «Τόμι! Τόμι!» Όταν γύρισε, είδε το γιο του. Ο Τόμι έχανε πολύ αίμα από τα αυτιά. Ο Έιντριαν είδε το σημείο όπου είχε σπάσει το πόδι του γιου του, που τώρα το έσερνε πίσω του. Εξακολουθούσε όμως να κινηματογραφεί, όπως ακριβώς είχε πει ότι έκανε. Είχε στηριγμένη την κάμερα στον ώμο του, λες και ήταν το μοναδικό του όπλο, και τραβούσε πλάνα της συμπλοκής. Ο Έιντριαν συνειδητοποίησε ότι είχε ανοίξει το στόμα του και προσπαθούσε να φωνάξει το όνομα του γιου του, αλλά δεν ακουγόταν τίποτα. Είδε τον Τόμι να στρέφει την κάμερα προς τον υπολοχαγό, που ήταν πεσμένος μέσα σε μια λίμνη αίματος. Άκουσε το ουρλιαχτό των πολεμικών αεροπλάνων που πλησίαζαν, κοίταξε ψηλά και είδε το χαρακτηριστικό σχήμα δύο Γουόρτχογκ που κατέβαιναν χαμηλά, με τον ήλιο πίσω τους, μοιάζοντας με δυο μαύρες κουκκίδες πάνω απ’ τον ορίζοντα. Γύρω από τον Έιντριαν έπεφταν σφαίρες και γίνονταν εκρήξεις, αλλά ξαφνικά τα πάντα φάνηκαν να επιβραδύνονται. Εκείνος γύρισε πάλι εκεί όπου είχε δει τον Τόμι και προσπάθησε να του φωνάξει Καλύψου! Μα ο γιος του ήταν εκτεθειμένος, στα ανοιχτά. Ο Έιντριαν ήθελε να τρέξει προς το μέρος του· σκεφτόταν αόριστα να πέσει από
πάνω του, να τον καλύψει από αυτό που γινόταν, αλλά τα πόδια του αρνούνταν να κινηθούν. «Τόμι», ψιθύρισε. Είδε τις μικρές τούφες σκόνης να πλησιάζουν με ταχύτητα. Ήξερε πως ήταν από σφαίρες πολυβόλου που έπεφταν από μια καλύβα πενήντα μέτρα πιο πέρα, ακριβώς στην πορεία των Γουόρτχογκ. Μακάρι τα αεροπλάνα να πετούσαν πιο γρήγορα, σκέφτηκε ο Έιντριαν. Μακάρι οι πιλότοι να είχαν αρχίσει να ρίχνουν ένα δυο δευτερόλεπτα νωρίτερα. Μακάρι... Οι δίδυμες γραμμές από σφαίρες προχωρούσαν αδυσώπητα προς το γιο του. Ο Έιντριαν κοίταζε καθώς ο Τόμι κινηματογραφούσε τον ίδιο του το θάνατο. Το κακό έγινε μερικά μόλις δευτερόλεπτα πριν χαθεί η καλύβα μέσα σ’ ένα πύρινο σύννεφο. Ο χρόνος είναι πάρα πολύ σκληρός, είπε με το νου του ο Έιντριαν. Κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια του, προσπαθώντας να εμποδίσει όλες τις εικόνες που ξεχύνονταν προς το μέρος του να μπουν στα μάτια του και να εισχωρήσουν στη φαντασία του. Και μέσα σ’ εκείνο το απότομο σκοτάδι, όλος ο θόρυβος και ο τρόμος διαλύθηκαν, έσβησαν σαν το τέλος ενός τραγουδιού στο ραδιόφωνο, κι όταν ο Έιντριαν κατέβασε τα χέρια και άνοιξε τα μάτια του, βρέθηκε μόνος, ξανά στην ησυχία του γραφείου του, τριγυρισμένος από βιβλία για δολοφονίες και ποίηση. Αισθανόταν σαν να είχε πεθάνει λιγάκι. Ήθελε να πει κάτι στο γιο του. Κοίταξε γύρω του αναζητώντας την Κάσι, αλλά εκείνη δεν ήταν εκεί. Για μια στιγμή, ο Έιντριαν πίστεψε ότι οι δυνατές εκρήξεις είχαν κάνει ζημιά στην ακοή του· τα αυτιά του κουδούνιζαν. Το
κουδούνισμα γινόταν όλο και πιο δυνατό, μέχρι που του ήρθε να ξεφωνίσει, τόσο οδυνηρό ήταν, και μετά συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας.
17 Την είχε πάρει ο ύπνος –δεν ήξερε πόσο είχε κοιμηθεί: Μερικά λεπτά; Μερικές ώρες; Μερικές μέρες;–, αλλά την ξύπνησε το κλάμα του μωρού. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν ένας ανεπαίσθητος θόρυβος, πολύ μακρινός, κι εκείνη άργησε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Έσφιξε τον Καφετούλη στο στήθος της. Τέντωσε το κεφάλι της πρώτα προς μία κατεύθυνση, έπειτα προς μια άλλη, προσπαθώντας να προσδιορίσει από πού έρχονταν τα κλάματα. Της φάνηκε ότι κράτησαν πολλή ώρα –αν και μπορεί να είχαν ακουστεί μόνο για ένα ή δύο δευτερόλεπτα– πριν σβήσουν. Η Τζένιφερ αναρωτήθηκε τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Η εμπειρία της από φύλαξη παιδιών ήταν ελάχιστη, εξάλλου ήταν μοναχοπαίδι, οπότε οι γνώσεις της γύρω από τα μωρά περιορίζονταν στα βασικά ένστικτα που ενυπάρχουν στον κάθε άνθρωπο. Σήκωσε το μωρό. Λίκνισέ το. Τάισέ το. Χαμογέλα του. Ξαναβάλ’ το στην κούνια του να κοιμηθεί. Η Τζένιφερ άλλαξε θέση, με το φόβο μήπως κάνει κάποιο θόρυβο που θα κάλυπτε το κλάμα. Ο ήχος του παιδιού κάτι σήμαινε, κι εκείνη προσπάθησε να ξεδιαλύνει τι ήταν, αναγκάζοντας τον εαυτό της να το αντιμετωπίσει αναλυτικά, οργανωμένα, με λογική και οξυδέρκεια. Για μια στιγμή διερωτήθηκε μήπως τα κλάματα ήταν μέρος κάποιου ονείρου. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να καταλήξει ότι δεν ήταν έτσι. Όχι. Είναι πραγματικά. Κάτι άλλο, όμως, δεν πήγαινε καλά. Κούνησε το κεφάλι
της, νιώθοντας το φόβο να σέρνεται κλεφτά πάνω από τα κατάλοιπα κάποιου εφιάλτη. Τι είναι; Τι είναι; ήθελε να φωνάξει. Κάτι είχε αλλάξει. Η Τζένιφερ το αισθανόταν. Οι τρίχες του σβέρκου της σηκώθηκαν. Η ανάσα της έγινε τραχιά, δείγμα πανικού. Κατάπιε απότομα τον αέρα, σαν να την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Ξεφώνισε. Ο ήχος της φωνής της αντήχησε μέσα στο δωμάτιο. Έκανε ακόμη πιο έντονο τον τρόμο της. Άρχισαν οι σπασμοί. Τα χέρια της έτρεμαν. Η πλάτη της τσιτώθηκε. Τα δόντια της καρφώθηκαν στα σκασμένα χείλη της. Της είχαν βγάλει την κουκούλα. Κι όμως εξακολουθούσε να παραμένει στο σκοτάδι. Στην αρχή νόμιζε πως εκείνη έβλεπε, πως αυτό που ήταν θεοσκότεινο ήταν το δωμάτιο. Έπειτα συνειδητοποίησε πως έκανε λάθος. Κάτι εξακολουθούσε να της καλύπτει τα μάτια. Η κατάσταση της προκάλεσε έντονη σύγχυση. Δεν καταλάβαινε γιατί είχε χρειαστεί τόσο χρόνο για να συνειδητοποιήσει ότι είχε αντικατασταθεί η κουκούλα. Πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος γι’ αυτή την αλλαγή, αλλά δεν μπορούσε να τον προσδιορίσει. Ήξερε πως η αλλαγή ήταν σημαντική, αλλά η σημασία της της διέφευγε. Έγειρε προσεκτικά πίσω στο κρεβάτι κι έφερε τα χέρια στο πρόσωπό της. Ψηλάφησε απαλά τα μάγουλά της και κατόπιν τα μάτια της. Μια απλή μεταξωτή μάσκα δεμένη στο πίσω μέρος του κεφαλιού της είχε πάρει τη θέση της κουκούλας. Πασπάτεψε τον κόμπο. Ήταν κιόλας μπλεγμένος με τα μαλλιά της. Άγγιξε την αλυσίδα γύρω απ’ το λαιμό της.
Αυτή δεν είχε αλλάξει. Η Τζένιφερ διαπίστωσε ότι μπορούσε να αφαιρέσει τη μάσκα χωρίς πολύ κόπο. Μπορεί να έχανε μερικές τρίχες από τα μαλλιά της καθώς θα την τραβούσε, αλλά θα ήταν σε θέση να δει πλέον πού βρισκόταν. Ακούμπησε προσεκτικά τον Καφετούλη στο κρεβάτι δίπλα της, σήκωσε τα χέρια της κι άρχισε να χώνει τα δάχτυλά της κάτω απ’ το απαλό υλικό. Μετά σταμάτησε. Από κάπου μακριά ακούστηκε πάλι το κλάμα του μωρού. Δεν ήταν λογικό. Πώς ήταν δυνατόν ένα μωρό να έχει σχέση με αυτό που της συνέβαινε; Προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη. Το γεγονός ότι έκλαιγε ένα μωρό σήμαινε κάτι σχετικά με το πού βρισκόταν. Σε κάποιο διαμέρισμα; Σε ένα σπίτι χτισμένο κολλητά σε κάποιο άλλο; Μήπως ο άντρας και η γυναίκα που την είχαν αρπάξει απ’ το δρόμο είχαν μωρό; Η ύπαρξη ενός μωρού σήμαινε πως ήταν γονείς, πως είχαν ευθύνες, πως ήταν φυσιολογικοί άνθρωποι –ενώ τίποτε απ’ όσα της συνέβαιναν δε φαινόταν έστω και ελάχιστα φυσιολογικό. Ένα μωρό σήμαινε μίνι βαν και κούνια και καροτσάκι και βόλτες στο πάρκο, αλλά τώρα όλα αυτά φάνταζαν απόκοσμα. Μου έβγαλαν την κουκούλα. Τώρα φοράω μια μάσκα. Θα μπορούσα να τη βγάλω. Ίσως αυτό θέλουν κι εκείνοι. Ίσως όχι. Δεν ξέρω. Θέλω να κάνω αυτό που πρέπει, αλλά δεν ξέρω ποιο είναι. Και τότε της κόπηκε η ανάσα, λες και την είχαν χτυπήσει με δύναμη στο στομάχι. Ήρθαν εδώ. Στο δωμάτιο. Όταν κοιμόμουν. Μου έβγαλαν την κουκούλα και την αντικατέστησαν με αυτή τη μάσκα χωρίς να με ξυπνήσουν. Για εκατοστή φορά, όπως της φάνηκε τουλάχιστον, δεν
μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Έκλαιγε πνιχτά. Με λυγμούς. Αισθανόταν τα δάκρυα να μουσκεύουν το ύφασμα της καινούριας μάσκας. Έπιασε τον Καφετούλη και του είπε ψιθυριστά: Δόξα τω Θεώ που είσαι ακόμη κοντά μου, γιατί μόνο εσύ με κάνεις να πιστεύω πως δεν είμαι μόνη. Κουνιόταν πέρα δώθε πνιγμένη από τον πόνο και τη μοναξιά, μέχρι που κατάφερε να ελέγξει πάλι το ανεβοκατέβασμα του στήθους της. Η ανάσα της έγινε πιο αργή και τα πνιχτά αναφιλητά που την τράνταζαν υποχώρησαν. Όταν σταμάτησαν οι λυγμοί, το μωρό έβγαλε ένα μακρόσυρτο, θρηνητικό κλάμα. Το κλάμα του αντήχησε. Mακρινό. Φευγαλέο. Για μια ακόμη φορά, η Τζένιφερ έγειρε το κεφάλι της. Ήταν λες και οι κραυγές του μωρού τής είχαν θυμίσει για ένα ή δύο δευτερόλεπτα τον κόσμο που υπήρχε πέρα από το σκοτάδι που της κάλυπτε τα μάτια. Έπειτα, έτσι ξαφνικά όπως είχε γίνει αντιληπτό, το κλάμα έσβησε, αφήνοντάς την ξανά χαμένη μέσα στη μαύρη αβεβαιότητα. Πάλεψε με τα αισθήματά της. Τέρμα τα δάκρυα. Τέρμα τα κλάματα. Δεν είσαι μωρό. Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να σκεφτεί ότι μπορεί και να ήταν μωρό. Για μια φρικτή στιγμή νόμισε ότι ήταν εκείνη που έβγαζε τις θρηνητικές κραυγές, ότι τα γοερά κλάματα ήταν δικά της και ότι άκουγε τον εαυτό της καθώς υποχωρούσε μέσα στο χρόνο, φτάνοντας στη νηπιακή της ηλικία. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Όχι, είπε στον εαυτό της. Δεν είναι δικές μου αυτές οι κραυγές. Εγώ είμαι εδώ. Οι κραυγές και τα κλάματα είναι αλλού.
Φρόντισε να ανακτήσεις τον έλεγχο, συμβούλεψε τον εαυτό της. Αν και το είχε ξαναπεί αυτό, και εξακολουθούσε να μην ξέρει τίνος πράγματος τον έλεγχο θα μπορούσε να ανακτήσει. Ήταν και αρκετά έξυπνη ώστε να αναγνωρίσει ότι κάθε φορά που επέμενε στον εαυτό της να ελέγξει τα συναισθήματά του, γινόταν κάτι που ανέτρεπε τις προσπάθειές της. Επίτηδες το κάνουν, σκέφτηκε. Και πάλι, προσπάθησε να στήσει αυτί. Δεν ήταν σίγουρη αν οι ήχοι που έβγαζε το μωρό έπρεπε να την ενθαρρύνουν ή να τη φοβίσουν. Οπωσδήποτε σηματοδοτούσαν κάτι το σημαντικό, κι όμως η ερμηνεία εκείνων των ήχων ήταν κάτι το άπιαστο. Αυτό την απογοήτευε και την ενοχλούσε, σε σημείο που της ερχόταν σχεδόν να βάλει τα κλάματα. Έγειρε πάλι πίσω στο κρεβάτι. Διψούσε, πεινούσε, ήταν φοβισμένη, και πονούσε, αν και δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα ότι ήταν πληγωμένη κάπου. Αισθανόταν λες και της είχαν κόψει την καρδιά. Αλλά ακόμη κι εκείνη η αίσθηση ωχριούσε σε σύγκριση με τον κατάξερο λαιμό της –δεν είχε πιει τίποτε μετά το πειραγμένο νερό. Ποτέ είχε γίνει αυτό; Πριν από ένα χρόνο μήπως; Ούτε είχε φάει κάτι από το μεσημέρι της ημέρας που το είχε σκάσει από το σπίτι της. Όποτε κι αν είχε γίνει αυτό. Καταλάβαινε ότι ήταν φυλακισμένη, αλλά η φυλακή της ήταν κάτι που υπήρχε πέρα από το οπτικό της πεδίο. Σκέφτηκε ότι ακόμη και οι χειρότεροι φονιάδες που κλείνονταν για πάντα στη φυλακή ήξεραν για ποιο λόγο βρίσκονταν εκεί. Στο μυαλό της είχε μια εικόνα, κλεμμένη από κάποια ταινία που είχε δει και που δεν είχε ούτε τίτλο ούτε πρωταγωνιστές ούτε πλοκή, αλλά αυτό που θυμόταν
ήταν ένας φυλακισμένος που χάραζε προσεκτικά στον τοίχο ένα σημάδι για κάθε μέρα που περνούσε. Εκείνη ούτε αυτό ήταν σε θέση να κάνει. Η γνώση, μπορούσε να συμπεράνει, ήταν πολυτέλεια. Η αντίληψη οποιουδήποτε είδους ήταν κάτι το άπιαστο. Η γυναίκα τής είχε πει να υπακούει. Κανείς όμως δεν της είχε ζητήσει ακόμη να κάνει κάτι. Όσο πιο πολύ τα σκεφτόταν όλα αυτά, τόσο πιο έντονη γινόταν η νευρικότητα με την οποία έτριβε τη γούνα του Καφετούλη. Ήταν σχεδόν γυμνή, μέσα σ’ ένα δωμάτιο που δεν μπορούσε να δει. Υπήρχε μια πόρτα. Αυτό το ήξερε. Και μια τουαλέτα. Κι αυτό το ήξερε. Κάπου υπήρχε ένα μωρό. Το ήξερε. Το δάπεδο ήταν τσιμεντένιο. Το κρεβάτι έτριζε. Η αλυσίδα γύρω απ’ το λαιμό της τεντωνόταν μόλις έκανε έξι βήματα προς τα δεξιά ή τα αριστερά. Ο αέρας ήταν ζεστός. Ήταν ζωντανή και είχε το αρκουδάκι της. Μέσα στο σκοτάδι, πήρε μια βαθιά ανάσα. Εντάξει, Καφετούλη, σ’ αυτό το σημείο ξεκινάμε. Εσύ κι εγώ. Όπως πάντα, από τότε που πέθανε ο μπαμπάς και μας άφησε μόνους. Δεν ήξερε πόσο θα ζούσε ακόμη. Δεν ήξερε σε τι είχε μπλέξει. Για πρώτη φορά, αναρωτήθηκε αν την αναζητούσε κανείς. Μόλις της ήρθε αυτή η σκέψη, άκουσε πάλι το μωρό να βγάζει μια γοερή κραυγή. Ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό γεμάτο απόγνωση. Έπειτα, όπως και προηγουμένως, η κραυγή έσβησε, αφήνοντας την Τζένιφερ και τον Καφετούλη μόνους. Η Τζένιφερ δεν το πολυκατάλαβε, αλλά εκείνος ο ήχος τη βοήθησε αποσπώντας την προσοχή της από την πιο απελπισμένη σκέψη: Πώς θα ξέρει κανείς πού να με
αναζητήσει;
«Παίξ’ το άλλη μια φορά», είπε ο Μάικλ. Πασπάτευε την κεντρική κάμερα και σκεφτόταν ότι ίσως θα έπρεπε να κάνει μερικές μικροεπισκευές στο σύστημα ηλεκτρονικής ανίχνευσης. «Δε θέλω να το παρακάνω. Κάτι ψιλοπράγματα μόνο...» Η Λίντα πάτησε μερικά πλήκτρα στον υπολογιστή. Το μωρό έκλαψε πάλι. «Είσαι σίγουρος ότι εκείνη το ακούει;» «Ναι. Απολύτως. Κοίτα πώς κουνάει το κεφάλι της. Σίγουρα το ακούει». Η Λίντα έσκυψε προς την κεντρική κάμερα. «Έχεις δίκιο», είπε. «Είσαι βέβαιος ότι και οι πελάτες το ακούν;» «Ναι. Αλλά θα πρέπει να καταβάλουν εξίσου έντονη προσπάθεια για να καταλάβουν τι γίνεται». Αυτό έκανε τη Λίντα να χαμογελάσει. «Δε σου αρέσει να τους διευκολύνεις, έτσι δεν είναι;» «Δεν είναι στο στυλ μου», απάντησε ο Μάικλ γελώντας. Έβαλε τα χέρια στο σβέρκο του, ένωσε τα δάχτυλά του, και τεντώθηκε όπως θα έκανε ένα οποιοδήποτε «ρομποτάκι» σε μια μεγάλη εταιρεία ύστερα από πάρα πολλές ώρες ανιαρής δουλειάς μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή. «Ξέρεις, θα ξετρελαθούν όλοι όταν ξεφωνίζει έτσι η Νούμερο 4. Κάνει έτσι ακόμη πιο έντονη της αίσθηση της πραγματικότητας». Κατά τρόπο αντιφατικό, το πλήθος των συνδρομητών του Whatcomesnext.com προκαλούσε την περιφρόνηση αλλά και
το έντονο ενδιαφέρον του Μάικλ. Τη μια στιγμή τους θεωρούσε αδύναμους επειδή δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους όσο αυξανόταν η γοητεία που ασκούσε πάνω τους η Νούμερο 4. Έπειτα όμως κοίταζε την οθόνη να γεμίζει από τη φαντασίωση που δημιουργούσε ο ίδιος, και τότε αισθανόταν να ξυπνούν μέσα του οι ίδιες ορέξεις. Η Λίντα προσπαθούσε να μη φαντάζεται καθόλου τους πελάτες τους –ή, τουλάχιστον, όχι όπως τους φανταζόταν ο Μάικλ. Για εκείνη δεν ήταν άνθρωποι με σκοτεινά πάθη που τους έσπρωχναν στον ιστότοπο· ήταν απλά νούμερα σε διαφορετικές χώρες. Πολλοί διαφορετικοί δεκαπενταψήφιοι αριθμοί έγκρισης χρέωσης πιστωτικών καρτών. Η Λίντα είχε την υπολογιστική αντίληψη ενός οποιουδήποτε επιχειρηματία –τόσες συνδρομές σήμαιναν τόσα δολάρια κατατεθειμένα σε εξωχώριους λογαριασμούς που είχε ανοίξει η ίδια. Σπάνια σκεφτόταν ποιοι ήταν αυτοί που παρακολουθούσαν την εκπομπή τους, παρά μόνο για να κάνει τους υπολογισμούς της και να σιγουρευτεί ότι ο Μάικλ διατηρούσε τον δραματικό χαρακτήρα της Σειράς 4 δίνοντας στο πρόγραμμα την απαραίτητη ένταση. Ο Μάικλ ήταν υπεύθυνος για το σενάριο. Εκείνη ήταν υπεύθυνη για τον επιχειρηματικό τομέα. Και οι δύο πτυχές ήταν ζωτικής σημασίας για την επιτυχία τους. Ήταν μια σχέση που η Λίντα πίστευε ότι αποτελούσε τον ορισμό της πραγματικής αγάπης. Στον ελεύθερο χρόνο της, καθώς και στο διάστημα που μεσολαβούσε ανάμεσα στις διαφορετικές σειρές, της άρεσε να διαβάζει κουτσομπολίστικα περιοδικά που ασχολούνταν με τους αστέρες του κινηματογράφου κι έδινε ιδιαίτερη προσοχή στο ποιος τα έφτιαχνε με ποια και ποιος χώριζε, κάθε βδομάδα που περνούσε. Επέτρεπε στον
εαυτό της να προσπαθεί να φανταστεί ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση του Μπραντ ή της Αντζελίνα ή της Τζεν ή της Πάρις, και πότε ενδεχομένως θα τους έπιαναν σε κάποια εξευτελιστική κατάσταση. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κουσούρι της, όπως πίστευε, η ιδέα ότι έπαιρνε στα σοβαρά όλα αυτά τα ζευγαρώματα και τους χωρισμούς. Θεωρούσε όμως ότι ήταν ένα ακίνδυνο κουσούρι. Πολλές φορές λαχταρούσε να γίνει διάσημη. Φανταζόταν ότι, αν ο κόσμος μπορούσε να εκτιμήσει την επιτυχία του Whatcomesnext.com, θα έγραφαν για τους δυο τους στα περιοδικά Us ή People. Την απογοήτευε το γεγονός ότι ο εγκληματικός χαρακτήρας της επιχείρησής τους δεν τους επέτρεπε να γίνουν διάσημοι. Είχε την άποψη ότι αυτό που έκαναν ήταν πολύ πιο σημαντικό από τα άτομα στα οποία το έκαναν, και ότι έπρεπε να υπάρχει μια εξαίρεση για την περίπτωσή τους. Εκείνοι ήταν πλασιέ φαντασιώσεων. Αυτό θα έπρεπε ν’ αξίζει κάτι παραπάνω από τα λεφτά, έλεγε στον εαυτό της. Ήταν αστέρες, όπως πίστευε, αλλά ο κόσμος δεν το ήξερε. Ο Μάικλ ήξερε ότι η Λίντα ονειρευόταν να διακριθούν. Η έξυπνη πλευρά του εαυτού του προτιμούσε την ανωνυμία, αν και ήθελε επίσης να την ευχαριστήσει με όποιον τρόπο μπορούσε. «Είναι καιρός να της δώσουμε κάτι να φάει», είπε. «Εσύ ή εγώ;» ρώτησε η Λίντα. Εκείνος άπλωσε το χέρι του κι έπιασε μερικά σκόρπια χαρτιά. Περιείχαν ένα πολύ ευέλικτο σενάριο. Ο Μάικλ πίστευε στην αξία της προετοιμασίας· είχε αφιερώσει χρόνο για να γράψει πολλά από τα στοιχεία της Σειράς 4 πολύ πριν ξεκινήσει. Ήταν λίστες, λεπτομέρειες που έπρεπε να
τακτοποιηθούν και μακροσκελείς παράγραφοι τις οποίες αποκαλούσε Ανάλυση Επίδρασης Εικόνας / Εικόνα 4. Του άρεσε να πιστεύει ότι ήταν σχολαστικός στο θέμα του σχεδιασμού, αλλά και ότι είχε την ευστροφία που ήταν απαραίτητη για να δημιουργεί. Κάποτε, όταν ήταν στο κολέγιο, είχε παρακολουθήσει μια σειρά μαθημάτων κινηματογράφου και είχε γράψει μια εργασία σχετικά με τη στιγμή του έργου Το Λιμάνι της Αγωνίας που πέφτει το λευκό γάντι της Εύα Μαρί Σεντ και ο Μάρλον Μπράντο το σηκώνει, ενώ ο σκηνοθέτης, ο Ελία Καζάν, είχε την εξυπνάδα ν’ αφήσει τις κάμερες να καταγράφουν κάτι που ήταν εκτός σεναρίου και που έγινε μια κλασική στιγμή στον κινηματογράφο. Το ίδιο θα είχα κάνει κι εγώ, έλεγε συχνά ο Μάικλ στον εαυτό του. Δεν ήταν από τους τύπους που θα φώναζε Σταματήστε! και θα κατέφευγε σε κάτι προβλέψιμο. Ήταν ευέλικτος. Και καθώς κοίταζε την οθόνη μπροστά του και είδε τη Νούμερο 4 να σφίγγει το αρκουδάκι της και να κλαίει με λυγμούς, σκέφτηκε πως κανένας από τους μεγάλους σκηνοθέτες δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί του, επειδή εκείνος σμίλευε κάτι το μοναδικό κι αληθινό και πολύ πιο δραματικό και απρόβλεπτο απ’ ό,τι είχαν ποτέ φανταστεί οι άλλοι ότι ήταν δυνατόν. «Νομίζω πως είναι καλύτερα να πας εσύ», είπε ύστερα από μια μικρή παύση. «Η κοπέλα εξακολουθεί να φαίνεται πολύ φοβισμένη. Όταν μπω εγώ στο δωμάτιο, θα πρέπει να το εκμεταλλευτούμε για να προκαλέσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο σοκ». «Εσύ είσαι το αφεντικό», είπε η Λίντα. «Εμένα μου λες», απάντησε ο Μάικλ, γελώντας. Απομακρύνθηκε από τους υπολογιστές και πήγε στο
τραπέζι με τα όπλα. Έψαξε για λίγο και διάλεξε ένα Κολτ Μάγκνουμ .357. Η Λίντα το πήρε και ο Μάικλ ξαναγύρισε στα χαρτιά του και τα ξεφύλλισε βιαστικά. «Να», είπε. «Διάβασε αυτό». Η Λίντα διέτρεξε τη σελίδα. «Εντάξει», είπε, χαμογελώντας πλατιά. Κοίταξε ένα ρολόι. Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα. «Νομίζω πως θα της ετοιμάσω πρωινό».
Η Λίντα άνοιξε την πόρτα με αργές κινήσεις και μπήκε στο υπόγειο. Φορούσε ό,τι και την προηγούμενη φορά, μια τριζάτη λευκή στολή προστασίας από επικίνδυνα υλικά και μια μαύρη κουκούλα που κάλυπτε τα πάντα εκτός από τα μάτια της. Κρατούσε ένα δίσκο, από αυτούς που υπάρχουν σε όλες τις καφετέριες. Πάνω στο δίσκο ήταν ένα πλαστικό μπουκάλι νερό χωρίς καμία ετικέτα. Η Λίντα είχε ετοιμάσει ένα μπολ με κουάκερ στιγμής, χρησιμοποιώντας μια αμερικανική μάρκα που εξαγόταν σε όλο τον κόσμο. Υπήρχε κι ένα πορτοκάλι, αλλά καθόλου μαχαιροπίρουνα. Είδε τη Νούμερο 4 να γυρίζει προς το μέρος της και να τσιτώνεται όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Προχώρησε προς ένα από τα Χ που ο Μάικλ είχε κάνει με κιμωλία στο πάτωμα. Άκουσε ένα ανεπαίσθητο θρόισμα καθώς εκείνος ρύθμιζε ηλεκτρονικά την κατεύθυνση της κάμερας. «Μείνε ακίνητη», είπε η Λίντα. Κατόπιν επανέλαβε την εντολή στα γερμανικά, γαλλικά, ρωσικά και τουρκικά. Ελάχιστα γνώριζε από ξένες γλώσσες. Είχε
απομνημονεύσει μερικές φράσεις και βρισιές διότι κατά διαστήματα αποδεικνύονταν χρήσιμες. Ήξερε ότι η προφορά της δεν ήταν καλή, αλλά δεν την ένοιαζε. Όταν μιλούσε αγγλικά, πότε πότε χρησιμοποιούσε χαρακτηριστικές βρετανικές εκφράσεις αντί των αντίστοιχων αμερικανικών. Δεν πίστευε ότι κάτι τέτοιες μικροαλλαγές στη γλώσσα θα ξεγελούσαν ποτέ έναν εκπαιδευμένο ανακριτή με πρόσβαση σε συστήματα αναγνώρισης φωνής. Αλλά ο Μάικλ την είχε διαβεβαιώσει ότι η πιθανότητα να ριχτεί στο κατόπι τους μια τόσο εξελιγμένη αστυνομική δύναμη ήταν αμελητέα. Σαν αιώνιος φοιτητής που ήταν, ο Μάικλ είχε εξετάσει με προσοχή τα διλήμματα δικαιοδοσίας που δημιουργούσαν οι δραματικές διαδικτυακές εκπομπές τους. Ήταν βέβαιος ότι καμία διωκτική υπηρεσία δεν είχε την υπομονή να ερευνήσει αυτό που έκαναν. Η Λίντα σκέφτηκε ότι κινούνταν σε μια από τις πιο γκρίζες περιοχές. «Κοίτα μπροστά. Βάλε τα χέρια στα πλευρά σου». Και πάλι επανέλαβε τις εντολές σε διάφορες γλώσσες, ανακατεύοντας τη σειρά. Ήταν σίγουρη ότι ορισμένες λέξεις δεν τις είχε πει σωστά. Δεν είχε καμιά σημασία. «Θα βάλω ένα δίσκο πάνω στα πόδια σου. Όταν σου δώσω την άδεια, μπορείς να φας». Είδε τη Νούμερο 4 να γνέφει καταφατικά. Πήγε στο πλάι του κρεβατιού και ακούμπησε το δίσκο. Έμεινε στη θέση της, περιμένοντας. Είδε ότι η Νούμερο 4 είχε αρχίσει να τρέμει και ότι οι μύες της συσπώνταν. Πρέπει να είναι οδυνηρό, σκέφτηκε. Μα η Νούμερο 4 κατάφερε να κρατήσει το στόμα της κλειστό και, παρά τις ακούσιες κινήσεις που προκαλούσε ο φόβος, ακολούθησε κάθε
εντολή. «Εντάξει», είπε η Λίντα. «Μπορείς να φας». Φρόντισε να μην κρύβει τη θέα από οποιαδήποτε κάμερα. Ήξερε ότι οι πελάτες τους θα μαγεύονταν από την απλή υπόθεση του ταΐσματος της Νούμερο 4. Αυτός ήταν ο λόγος που οι διαδικτυακές εκπομπές τους ήταν τόσο δημοφιλείς· είχαν πάρει τις απλούστερες ρουτίνες της ζωής και τις είχαν κάνει ξεχωριστές. Αν το κάθε γεύμα της Νούμερο 4 ήταν ενδεχόμενο να είναι το τελευταίο της, το πράγμα αποκτούσε ένα εντελώς καινούριο νόημα. Οι θεατές το καταλάβαιναν αυτό και τους τραβούσε αφάνταστα. Με δεδομένη την αβεβαιότητα ως προς τη μοίρα της Νούμερο 4, τα πιο συνηθισμένα πράγματα γίνονταν ακαταμάχητα. Η Λίντα ήξερε ότι αυτό ήταν το στοιχείο της μεγαλοφυΐας που χαρακτήριζε αυτό που είχαν σχεδιάσει. Είδε τη Νούμερο 4 να φέρνει τα χέρια της στο δίσκο και ν’ ανακαλύπτει το μπολ, το πορτοκάλι και το μπουκάλι με το νερό. Ξεκίνησε πρώτα από το νερό και ήπιε με βουλιμία. Θα της φέρει ανακατωσούρα, σκέφτηκε η Λίντα, αλλά δεν είπε τίποτε. Η Νούμερο 4 συγκρατήθηκε τελικά, σαν να συνειδητοποίησε ότι μπορεί να χρειαζόταν λίγο νερό στο τέλος του γεύματος. Έπιασε το μπολ με το κουάκερ. Δίστασε κι έψαξε ψηλαφητά να βρει κάποιο κουτάλι. Όταν δε βρήκε τίποτε, άνοιξε το στόμα της, σαν να ήθελε να κάνει μια ερώτηση, αλλά σταμάτησε. Η Λίντα κατάλαβε αμέσως τι σήμαινε αυτό. Μαθαίνει. Καλό αυτό. Η Νούμερο 4 έφερε το μπολ στο στόμα της κι άρχισε να κατεβάζει το κουάκερ. Οι πρώτες μπουκιές ήταν διστακτικές, αλλά όταν αισθάνθηκε τη γεύση του, το καταβρόχθισε κι
έγλειψε το μπολ. Ωραία κίνηση, σκέφτηκε η Λίντα. Θα αρέσει στους θεατές. Εξακολουθούσε να στέκεται κοντά στο κρεβάτι. Αλλά όταν η Νούμερο 4 άρχισε να καθαρίζει το πορτοκάλι, η Λίντα έβγαλε αργά το Μάγκνουμ .357 μέσα από τη στολή της. Προσπάθησε να συντονίσει τις κινήσεις της με τις κινήσεις της Νούμερο 4, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί το πιστόλι τη στιγμή που η Νούμερο 4 δάγκωνε το πορτοκάλι. Είδε λίγο χυμό από το φρούτο να κυλάει από το στόμα της κοπέλας. Τράβηξε τον κόκορα και όπλισε το πιστόλι. Ο ήχος έκανε τη Νούμερο 4 ν’ αφήσει την μπουκιά της στη μέση. Δε θα ξέρει τι ακριβώς είναι, σκέφτηκε η Λίντα, αλλά θα καταλάβει ότι πρόκειται για κάτι φονικό. Η Νούμερο 4 φάνηκε να κοκαλώνει από τον ήχο. Το πορτοκάλι έμεινε μετέωρο, λίγα μόλις εκατοστά από τα χείλη της. Η κοπέλα άρχισε να τρέμει σύγκορμη. Η Λίντα προχώρησε κι έφερε την κάννη του όπλου λίγα μόλις χιλιοστά από το κεφάλι της Νούμερο 4, σημαδεύοντάς την ανάμεσα στα μάτια. Περίμενε λίγο και μετά ακούμπησε την κάννη στο πρόσωπό της. Η μυρωδιά του γράσου, η πίεση της κάννης θα ήταν αλάθητα στοιχεία για τη Νούμερο 4, η Λίντα ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Άκουσε ένα κλαψούρισμα να αναβλύζει από το στήθος της κοπέλας. Αλλά η Νούμερο 4 δεν είπε τίποτε και δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, παρ’ όλο που όλοι οι μύες του κορμιού της φαίνονταν έτοιμοι να εκραγούν από την ένταση. «Μπανγκ!» ψιθύρισε η Λίντα. Ο ψίθυρος ήταν αρκετά δυνατός για να καταγραφεί από το σύστημα.
Μετά κατέβασε τον κόκορα και με υπερβολικά αργές κινήσεις απομάκρυνε το πιστόλι από το πρόσωπο της Νούμερο 4 και το ξανάβαλε μέσα στη φόρμα της. «Η ώρα του φαγητού τελείωσε», είπε απότομα. Πήρε το υπόλοιπο πορτοκάλι από το χέρι της Νούμερο 4 και μετά μάζεψε το δίσκο. Είδε τη Νούμερο 4 να τραντάζεται πάλι από σπασμούς, από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Ήλπιζε ότι οι κάμερες θα είχαν καταγράψει την εικόνα. Ο πανικός πουλάει, σκέφτηκε. Με μετρημένες κινήσεις, φροντίζοντας να κάνει ελάχιστο θόρυβο καθώς περπατούσε, βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας τη Νούμερο 4 μόνη στο κρεβάτι. Στην αίθουσα ελέγχου του ισογείου ο Μάικλ χαμογελούσε πλατιά. Ο διαδραστικός πίνακας σχολιασμού είχε αρχίσει να φωτίζεται. Πολλές γνώμες, πολλές αντιδράσεις. Ήξερε ότι θα έπρεπε να τις εξετάσει αργότερα. Έδειχνε πάντα ιδιαίτερη προσοχή στην αξιολόγηση των συνομιλιών μεταξύ πελατών στον πίνακα που είχε δημιουργήσει για τη Σειρά 4. Η Λίντα πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια της κι έβγαλε την κουκούλα. Είμαι ηθοποιός, είπε με το νου της. Ούτε εκείνη, που είχε σταθεί λίγο πέρα από την πόρτα του υπογείου, ούτε ο Μάικλ στο ισόγειο πρόσεξαν τι έγινε στη συνέχεια. Μερικοί από τους πελάτες το πρόσεξαν, όμως, καθώς ήταν σκυμμένοι πάνω από τους υπολογιστές τους. Ακούγοντας την πόρτα να κλείνει και μένοντας μόνη, η Νούμερο 4 ξάπλωσε στο κρεβάτι, έπιασε το αρκουδάκι και το έσφιξε στο στήθος της, κρατώντας το φθαρμένο παιχνίδι ανάμεσα στα μικρά της στήθη, τρίβοντας το κεφαλάκι του σαν να ήταν μωρό και λέγοντας κάτι σιωπηλά στο άψυχο αντικείμενο. Κανείς απ’ όσους παρακολουθούσαν δεν ήταν
σίγουρος τι έλεγε, αν και κάποιοι μάντεψαν ότι η Νούμερο 4 επαναλάμβανε ξανά και ξανά μία και μόνη φράση. Δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν ότι αυτό που έλεγε ήταν: Με λένε Τζένιφερ με λένε Τζένιφερ με λένε Τζένιφερ με λένε Τζένιφερ.
18 Η Τέρι Κόλινς βημάτιζε πέρα δώθε στο δρομάκι έξω απ’ το σπίτι του Έιντριαν ενώ εκείνος έδειχνε πού βρισκόταν όταν αντιλήφθηκε το κλειστό φορτηγό. Η Τέρι έσερνε τα πόδια της και κλότσησε μια χαλαρή πέτρα καθώς ο Έιντριαν καθόταν στο τιμόνι του αυτοκινήτου του για να της δείξει πού είχε παρκάρει. «Και ήσασταν ακριβώς εκεί το βράδυ που εξαφανίστηκε η Τζένιφερ;» τον ρώτησε. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Κατάλαβε ότι η ντετέκτιβ υπολόγιζε οπτικές γωνίες και αποστάσεις, δημιουργώντας νοερά την εικόνα που θα παρουσίαζε ο δρόμος με τις σκιές εκείνο το βράδυ. «Δεν μπορεί να το αντιληφθεί», είπε ο Μπράιαν. Ήταν στο δεξιό κάθισμα του αυτοκινήτου. Κοίταζε κι αυτός στο σημείο του δρόμου όπου είχε σταματήσει για λίγο το φορτηγό και μετά είχε απομακρυνθεί με ταχύτητα. «Τι εννοείς;» ρώτησε ψιθυριστά ο Έιντριαν. «Αυτό που εννοώ είναι το εξής», απάντησε ο Μπράιαν με επιθετικό ύφος. «Η τύπισσα δεν επιτρέπει στον εαυτό της να φανταστεί το έγκλημα. Προς το παρόν. Κοιτάζει ακριβώς το σημείο όπου έγινε, αλλά ακόμη προσπαθεί να αιτιολογήσει το γιατί δεν έγινε, όχι το γιατί έγινε. Εδώ είναι που μπαίνεις εσύ στην εικόνα, αδερφέ μου. Πείσε την. Ανάγκασέ τη να κάνει το επόμενο βήμα. Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τη λογική. Πρέπει να δείξεις δυναμισμό. Εμπρός, Όντι». «Αλλά...»
«Η δουλειά σου είναι να την κάνεις να δει αυτό που είδες εσύ εκείνο το βράδυ. Αυτό κάνουν όλοι οι ερευνητές, αν και μπορεί να μη θέλουν να το παραδεχτούν γιατί ακούγεται τρελό στη χειρότερη περίπτωση και εκκεντρικό στην καλύτερη. Φαντάζονται όλα όσα έγιναν σαν να ήταν οι ίδιοι εκεί... και αυτό τους λέει πού πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους στη συνέχεια». Ο Μπράιαν φορούσε πάλι την ξεθωριασμένη φόρμα αγγαρείας και βαριές μπότες της ζούγκλας. Είχε στηρίξει τα πόδια του στο ταμπλό του αυτοκινήτου και ήταν αραγμένος στο κάθισμα, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ο Μπράιαν νεαρός. Ο Μπράιαν σε μια κάποια ηλικία. Ο Μπράιαν νεκρός. Ο Έιντριαν συνειδητοποίησε ότι μέσα στις παραισθήσεις του, ο αδερφός του άλλαζε σαν χαμαιλέοντας. Από το Βιετνάμ μέχρι τη Γουόλ Στρητ. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση της Κάσι, του Τόμι, και οποιουδήποτε άλλου από το παρελθόν του αποφάσιζε να παρουσιαστεί στο παρόν του, για όσο διάστημα έμελλε να κρατήσει αυτό το παρόν. Ο Έιντριαν αισθάνθηκε τη διαπεραστική μυρωδιά του καπνού, ανακατεμένη με μια βαριά, τροπική υγρασία που τον πλάκωνε, σαν να είχε φέρει μαζί του ο Μπράιαν και την πνιγηρή ζούγκλα. Η φρεσκάδα της άνοιξης της Νέας Αγγλίας είχε χαθεί. Ή μάλλον, σκέφτηκε ο Έιντριαν, είχε χαθεί για εκείνον. «Γιατί κανένας άλλος δεν είδε το παραμικρό;» είπε η Τέρι Κόλινς. Ο Έιντριαν δεν ήταν βέβαιος αν έπρεπε να απαντήσει, δεδομένου ότι η ντετέκτιβ είχε κάνει την ερώτησή της χαμηλόφωνα, απευθυνόμενη περισσότερο στις ακτίνες του φωτός που περνούσαν μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων
παρά σ’ εκείνον. «Δεν ξέρω», της είπε. «Οι άνθρωποι γυρίζουν στα σπίτια τους. Θέλουν να φάνε το βραδινό τους. Να δουν τις οικογένειές τους. Κλείνουν την εξώπορτά τους κι αφήνουν έξω τη μέρα που πέρασε. Ποιος κοιτάζει το δρόμο τέτοιες ώρες; Ποιος ψάχνει να βρει κάτι που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα; Δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που το κάνουν αυτό, ντετέκτιβ. Ο κόσμος αποζητά τη ρουτίνα. Την κανονικότητα. Αυτό είναι που περιμένει. Ακόμη κι αν περνούσε καλπάζοντας ένας μονόκερως μάλλον δε θα τον πρόσεχαν». Μόλις το είπε αυτό, ο Έιντριαν έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή, ελπίζοντας ότι τα λόγια του δε θα έκαναν να εμφανιστεί ένα λευκό, κερασφόρο μυθικό ζώο που μόνο εκείνος θα έβλεπε. «Κάποιος πρέπει να πρόσεξε κάτι», συνέχισε η Τέρι, σαν να μην είχε ακούσει τίποτε απ’ όσα είχε πει ο Έιντριαν, πράγμα που τον έκανε να αναρωτηθεί αν είχε μιλήσει φωναχτά ή αν απλώς νόμιζε ότι το είχε κάνει. «Αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο. Μόνο εγώ το είδα», της είπε. Η ντετέκτιβ γύρισε προς το μέρος του και ο Έιντριαν κατάλαβε ότι τον είχε ακούσει. «Τι στοιχεία, λοιπόν, έχουμε για να προχωρήσουμε;» ρώτησε η Τέρι, χωρίς να περιμένει ότι θα της απαντούσε. Είδε τον Έιντριαν να σαλεύει άβολα στο κάθισμά του πριν βγει από το αυτοκίνητο. Κάποτε είχε ανακρίνει ένα σχιζοφρενή κατά τη διάρκεια ενός ψυχωσικού επεισοδίου και παρ’ ότι ο άνθρωπος εκείνος γύριζε διαρκώς μια από δω και μια από κει, καθώς άκουγε ήχους που δεν υπήρχαν, εκείνη είχε καταφέρει με την υπομονή της να του αποσπάσει τελικά μια λογική
περιγραφή ενός ληστή. Και σε πολλές περιπτώσεις είχε αναδιφήσει τη μνήμη σπουδαστών του κολεγίου που ήξεραν ότι είχε γίνει κάτι κακό –συνήθως κάποιος βιασμός– αλλά δεν ήταν ολότελα σίγουροι τι είχαν δει ή ακούσει. Έφταιγαν τα ναρκωτικά. Ή το πολύ ποτό. Ένα σωρό πράγματα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις ικανότητες παρατήρησης. Όταν όμως βρισκόταν αντιμέτωπη με τον Έιντριαν, η ντετέκτιβ ένιωθε ν’ ανατριχιάζει, σαν να σερνόταν κάτι πάνω της. Μολονότι η εμφάνισή του δεν ήταν διαφορετική, κάτι πάνω του είχε αλλάξει. Της φαινόταν πιο αδυνατισμένος, πιο λιπόσαρκος, λες και κάτι τον έτρωγε αδιάκοπα όση ώρα τον είχε απέναντί της. Είχε την αλλόκοτη αίσθηση ότι με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, ο άνθρωπος εκείνος ξεθώριαζε λιγάκι, απειροελάχιστα. Ο Έιντριαν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αυτό είναι σημαντικό», ψιθύρισε ο Μπράιαν. «Μην τη χάσεις, Όντι. Μην την αφήσεις να σου φύγει. Θα τη χρειαστείς για να βρεις την Τζένιφερ. Το ξέρεις. Μην την τρομάξεις». «Νομίζω πως πρόκειται για πολύ μεγάλο πρόβλημα, ντετέκτιβ», είπε ο Έιντριαν, με ύφος μπλαζέ. «Αν αυτό που είδα ήταν όντως απαγωγή, όπως πιστεύω εγώ, ε, τότε έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο απαγωγής που είναι πολύ ασυνήθιστος σε αυτά τα μέρη». «Ωραία», είπε ο Μπράιαν. «Ναι. Σας ακούω», απάντησε η Τέρι. «Τυχαία. Ξέρετε, οι ψυχολόγοι μισούν αυτή τη λέξη. Λειτουργεί σαν δικαιολογία για την έλλειψη ανταπόκρισης. Βλέπετε, η δουλειά μου –ήμουν δάσκαλος– ήταν να αποδεικνύω ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο. Αν συνεχίσετε να
αναλύετε όλα τα στοιχεία, τελικά φτάνετε σε μια αλήθεια, πράγμα που υποδηλώνει το αναπόφευκτο μιας ενέργειας. Σε τελευταία ανάλυση, ό,τι συμβαίνει είναι λογικό. Σχεδιάζει κάποιος ένα αεροπορικό ταξίδι. Γίνεται αεροπειρατεία και το ταξίδι καταλήγει στο Νότιο Πύργο. Ενδεχομένως υπάρχει ένα στοιχείο κακοτυχίας: η επιλογή της συγκεκριμένης πτήσης τη συγκεκριμένη εκείνη μέρα. Αλλά έχει λογική εξήγηση. Κάποιος έπρεπε να βρίσκεται κάπου, κάποια ώρα, και εκείνη η λύση ήταν η λογική επιλογή. Οι πιθανότητες ο διπλανός του στην ουρά να είναι ένας μηδενιστής τρομοκράτης που ετοιμάζει μια επίθεση αυτοκτονίας είναι απειροελάχιστες, αλλά μετρήσιμες. Οι βασικοί παράγοντες, όλα όσα δημιούργησαν τον τρομοκράτη και όλα όσα δημιούργησαν το θύμα, συνδυάζονται με έναν ψυχολογικά καθορισμένο τρόπο σε ένα αναγνωρίσιμο μοτίβο. Και σε αυτό έγκειται η αλήθεια της όλης ιστορίας». Η Τέρι έκανε μερικά βήματα πίσω. «Μιλάτε σαν να προετοιμάζετε μια διάλεξη για κάποια τάξη», είπε. «Τώρα!» τον παρότρυνε ο Μπράιαν μ’ έναν ηχηρό σκηνικό ψίθυρο. «Στρίμωξέ την τώρα!» «Ναι. Μια διάλεξη. Αλλά, αν πρόκειται να υπάρξει κάποια ελπίδα για τη νεαρή Τζένιφερ, θα πρέπει εσείς να μπείτε στη δική μου περιοχή». «Ωραία», είπε ο Μπράιαν. «Αυτή η πρόταση κέντρισε το ενδιαφέρον της». Η ντετέκτιβ φάνηκε να βυθίζεται σε σκέψεις. Η φωνή του Μπράιαν έδειχνε πως ήταν γεμάτος ενέργεια. Ο Έιντριαν σκέφτηκε πως ο αδερφός του έτσι πρέπει να ακουγόταν όταν διοικούσε άντρες στον πόλεμο ή όταν έφτανε μια στιγμή στο
δικαστήριο που κατάφερνε να αποσπάσει μια αλήθεια από έναν απρόθυμο μάρτυρα. «Και τώρα, σκέψου αυτό που σου είπε ο Τόμι», προέτρεψε τον αδερφό του. Ο Έιντριαν δίστασε. Ήθελε να στραφεί προς το μέρος του Μπράιαν και να τον ρωτήσει: Τι πράγμα; Τι μου είπε ο Τόμι πριν γίνει κομμάτια; Και τότε θυμήθηκε τα βιαστικά λόγια του γιου του: Όλη η ιστορία είναι να το δει ο κόσμος. «Κοιτάξτε, ντετέκτιβ. Αν η αρπαγή της Τζένιφερ σ’ αυτόν το δρόμο αυτής της γειτονιάς έγινε απλώς και μόνο για να διασκεδάσει κάποιος ανώμαλος φονιάς σε μια σκοτεινή, κρυφή και απόμερη τοποθεσία, τότε δεν έχετε παρά να γυρίσετε στο σπίτι σας και να περιμένετε μέχρι να βρεθεί το πτώμα της την άλλη βδομάδα, τον άλλο μήνα, τον άλλο χρόνο ή την άλλη δεκαετία. Και γνωρίζουμε ήδη ότι η απαγωγή δεν έγινε για λύτρα, εφόσον δεν ήρθε κανείς σε επαφή με τη μητέρα της. Γνωρίζουμε επίσης ότι δεν το έκανε κάποιος της οικογένειας, αφού οι σχέσεις τους δεν ήταν τόσο τεταμένες. Εξάλλου εσείς ήδη ρωτήσατε για τον πατριό και για τη δουλειά του ως θεραπευτή –θεώρησα, μάλιστα, ότι οι ερωτήσεις σας ήταν έξυπνες–, αλλά, έστω κι έτσι, ο σκοπός μιας απαγωγής εκείνης της κατηγορίας θα είχε γίνει κιόλας ξεκάθαρος. Θέλω να πω ότι, αν κάποιος ήθελε να παρενοχλήσει ή να τιμωρήσει τον Σκοτ Γουέστ, δε θα το έκανε χωρίς να τον πληροφορήσει, αφού διαφορετικά το μήνυμα θα πήγαινε χαμένο. Πράγμα που μας αφήνει μόνο μια εξαιρετικά μικρή ελπίδα: Η απαγωγή έγινε για έναν άλλο λόγο. Αυτό που πρέπει να μάθουμε είναι ποιος είναι αυτός ο λόγος, διότι μόνο έτσι θα βρούμε την Τζένιφερ. Ζωντανή, εννοώ». Ο Έιντριαν φαινόταν να ενεργεί αποφασιστικά και
ταυτόχρονα σπασμωδικά. «Η Τζένιφερ, ντετέκτιβ... Κάποιος τη χρειαζόταν για κάτι. Οποιαδήποτε άλλη εξήγηση είναι άχρηστη διότι καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: Είναι νεκρή. Άρα δεν είναι λογικό να προσανατολιστούμε προς αυτές τις εξηγήσεις. Η μόνη γραμμή που μένει είναι να φανταστούμε ότι η Τζένιφερ εξακολουθεί να είναι ζωντανή, και μάλιστα για κάποιον συγκεκριμένο, απόλυτα καθορισμένο λόγο. Αλλιώς, χάνουμε απλώς και οι δύο το χρόνο μας». «Αυτός είσαι!» αναφώνησε ο Μπράιαν. Τα λόγια του ήταν σαν κραυγή πολύ κοντά στο αυτί του Έιντριαν, ο οποίος τραβήχτηκε λιγάκι. Η Τέρι σκέφτηκε πως όλα αυτά ήταν μια τρέλα και πως ο γερο-καθηγητής –που ανοιγόκλεινε γρήγορα τα μάτια του, μοιάζοντας λιγάκι με έντομο, και τα χέρια του έτρεμαν σαν να τα διαπερνούσε ένα αόρατο ηλεκτρικό ρεύμα– ήταν θεοπάλαβος, έστω κι αν εκείνη δεν μπορούσε να διαγνώσει την κατάστασή του με ιατρικούς όρους. Κοίταξε γύρω της τη γειτονιά, σαν να ήλπιζε ότι ίσως εκείνη τη στιγμή θα της χαμογελούσε η τύχη, θα εμφανιζόταν το λευκό φορτηγό από τη γωνία, θα έκοβε ταχύτητα, η πόρτα θα άνοιγε και από μέσα θα πετούσαν την Τζένιφερ, με λίγες μελανιές, ενδεχομένως σεξουαλικά κακοποιημένη, αλλά σε μια κατάσταση από την οποία θα κατάφερνε να επιζήσει με λίγη αγάπη, λίγη ψυχοθεραπεία και μερικά παυσίπονα. Το σύθαμπο έδωσε τη θέση του στο σκοτάδι. Ο ηλικιωμένος καθηγητής φαινόταν να έχει κουρνιάσει πάνω στο λεπτό κλαρί μιας ιδέας. Ποιες είναι οι επιλογές μου; σκέφτηκε η Τέρι. «Εντάξει», είπε. «Θα ακούσω τι έχετε να μου πείτε».
Μεσολάβησε μια στιγμιαία παύση καθώς ο Έιντριαν έγνεφε καταφατικά. Τον είχε ξαφνιάσει κάπως που η ντετέκτιβ ήταν πρόθυμη να τον ακούσει, αλλά ήταν και κάπως διστακτικός επειδή δεν ήξερε τι θα της έλεγε. «Το νιώθεις;» του σφύριξε ο Μπράιαν, χωρίς όμως το ύφος του να είναι δυσάρεστο. «Αυτό το αεράκι. Σαν να έχει μια ευκαιρία η Τζένιφερ». Ο Έιντριαν άνοιξε την εξώπορτα για να περάσει η ντετέκτιβ στο σπίτι, καθώς πύκνωνε το σκοτάδι. Δίστασε, σαν να περίμενε ότι θα έμπαινε και ο Μπράιαν, αλλά ο νεκρός αδερφός του έμεινε στα σκαλιά, μερικά βήματα πιο πέρα. «Δεν μπορώ να μπω εκεί μέσα», είπε απότομα, λες και ήταν αυτονόητο. Ο Έιντριαν πρέπει να έδειξε ότι ξαφνιάστηκε διότι ο Μπράιαν πρόσθεσε βιαστικά: «Ακόμη και οι οπτασίες έχουν κανόνες, Όντι. Αλλάζουν λίγο, ανάλογα με τις περιστάσεις και τα δεδομένα, πράγμα που μάλλον το γνώριζες ήδη. Ούτως ή άλλως, πάντως, πρέπει να υπακούσω». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. Η απάντηση του Μπράιαν είχε κάποια λογική, αν και δε θα μπορούσε να αιτιολογήσει την άποψή του. «Κοίτα, μπορείς να χειριστείς τη συζήτηση που θα ακολουθήσει. Το ξέρω ότι μπορείς. Γνωρίζεις αρκετά σχετικά με τη συμπεριφορά και το έγκλημα, και ο φιλαράκος σου στο πανεπιστήμιο σε έσπρωξε προς τη μοναδική κατεύθυνση που έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας, οπότε ως προς αυτό πρέπει να πείσεις την ντετέκτιβ. Μπορείς να το κάνεις». «Δεν ξέρω...» Ο Έιντριαν άκουσε τη φωνή της γυναίκας του να του λέει κάτι στ’ αυτί. Ναι, μπορείς, καλέ μου. Η Κάσι έδειχνε απόλυτα
σίγουρη, κι όταν ο Έιντριαν ξανακοίταξε τον Μπράιαν, είδε το φάντασμα να τον ενθαρρύνει υψώνοντας τη γροθιά του, επειδή πρέπει να είχε ακούσει κι αυτό τη φωνή της Κάσι. «Εδώ μέσα;» ρώτησε η Τέρι Κόλινς. Ο Έιντριαν έδιωξε τις αναμνήσεις κουνώντας το κεφάλι του. «Ναι. Προς τα δεξιά. Ας πάμε στο καθιστικό. Θα θέλατε λίγο καφέ;» Έκανε την ερώτηση χωρίς να το σκεφτεί. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι μάλλον δεν είχε καφέ στην κουζίνα, αλλά ακόμη κι αν είχε, δεν ήταν σίγουρος ότι ήξερε πώς ακριβώς να τον φτιάξει. Και για μια στιγμή κόμπιασε, σαν να μην ήταν καν βέβαιος πού βρισκόταν η κουζίνα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, υπενθύμισε στον εαυτό του ότι είχε ζήσει τόσα χρόνια σ’ αυτό το σπίτι κι ότι η κουζίνα ήταν ακριβώς μετά την τραπεζαρία, πριν την τουαλέτα του ισογείου. Η σκάλα οδηγούσε στο πάνω πάτωμα, στην κρεβατοκάμαρά του και στο γραφείο του, και όλα ήταν στη θέση που έπρεπε. Η ντετέκτιβ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι. Ας μπούμε κατευθείαν στο θέμα». Μπήκε στο καθιστικό, που ήταν γεμάτο βιβλία, μισοτελειωμένες κούπες του καφέ γεμάτες ξινισμένο γάλα και δημητριακά, και πιάτα με υπολείμματα φαγητού και σκόρπια μαχαιροπίρουνα. Σε διάφορα σημεία ήταν στοιβαγμένες εφημερίδες, μια τηλεόραση ήταν συντονισμένη σ’ ένα κανάλι αθλητικών κι έπαιζε χωρίς ήχο, και μια μυρωδιά κλεισούρας πλανιόταν στον αέρα. Η Τέρι σκέφτηκε πως εκεί μέσα ήταν σχεδόν ένα αχούρι. Η κατάσταση μπορούσε ακόμη να διορθωθεί. Τα πράγματα ήταν φύρδην μίγδην, αλλά μπορούσαν να τακτοποιηθούν και να καθαρίσει ο χώρος μέσα σ’ ένα απόγευμα. Το δωμάτιο και ολόκληρο το σπίτι
θύμιζαν τα κοινά γνωρίσματα μικρών παιδιών που δεν τα επηρέαζαν τα σκόρπια παιχνίδια και τα παρατημένα ρούχα, αλλά και μεγάλων ανθρώπων που περιβάλλονταν από τα αγαπημένα τους αναμνηστικά και μπιχλιμπίδια. Ούτε τα παιδιά ούτε οι ηλικιωμένοι ενδιαφέρονταν και τόσο πολύ για την τάξη και την οργάνωση. «Τώρα ζω μόνος», είπε ο Έιντριαν. «Με συγχωρείτε για την αταξία». «Έχω μικρά παιδιά», απάντησε η ντετέκτιβ, «κι έτσι την έχω συνηθίσει». Παραμέρισε μερικές εφημερίδες από μια καρέκλα και κάθισε αφού πρόσεξε ότι πάνω από τα φύλλα της Μπόστον Γκλόουμπ, που ήταν τριών εβδομάδων, υπήρχαν μερικά έντυπα από το γραφείο ενός γιατρού που είχαν εν μέρει συμπληρωθεί. Προσπάθησε να διαβάσει το περιεχόμενό τους, αλλά δεν τα κατάφερε. «Εντάξει», είπε. «Πείτε μου τι πιστεύετε πως μπορούμε να κάνουμε». Ο Έιντριαν μετακίνησε κι αυτός μερικά βιβλία και σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα. Για μια στιγμή τον κυρίεψε σύγχυση, σαν να φούσκωνε μέσα του μια παλίρροια, και άκουσε τη σιγουριά να ξεθωριάζει από τη φωνή του. Είχε αισθανθεί ικανοποίηση από τον δυναμικό τρόπο που είχε διατυπώσει την υπόθεση όταν στέκονταν έξω από το σπίτι. Είχε δείξει αυτοπεποίθηση, όπως πίστευε, αλλά τώρα η αναποφασιστικότητα χρωμάτιζε τα λόγια του. «Βλέπετε, ντετέκτιβ...» Δίστασε. «Θέλω στ’ αλήθεια να είναι ζωντανή. Η Τζένιφερ, εννοώ». Η ντετέκτιβ σήκωσε το χέρι της, διακόπτοντάς τον. «Άλλο να το θέλετε και άλλο να είστε σε θέση να κάνετε
κάτι γι’ αυτό». Ο Έιντριαν κούνησε το κεφάλι του, συμφωνώντας μαζί της. «Είναι σημαντικό. Για μένα. Πρέπει να τη βρω. Θέλω να πω, για μένα σχεδόν όλα τελείωσαν, αλλά εκείνη είναι νέα. Έχει όλη τη ζωή μπροστά της. Όσο άσχημα κι αν υπήρξαν τα πράγματα γι’ αυτήν, δε σημαίνει ότι η ζωή της πρέπει να τελειώσει πρόωρα...» «Ναι», απάντησε η Τέρι. «Όλα αυτά είναι κοινοτοπίες. Αλλά έχουν ελάχιστη σχέση με την αστυνομική δουλειά». Ο Έιντριαν αισθάνθηκε άβολα. Δεν είχε ποτέ πάρε δώσε με την αστυνομία στο παρελθόν. Όταν αυτοκτόνησε ο Μπράιαν, το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης είχε κινηθεί με ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και διακριτικότητα επειδή τα πάντα ήταν προφανή. Όταν η Κάσι είχε το ατύχημά της, ο πολιτειακός αστυνομικός που είχε έρθει στο σπίτι του είχε δείξει ενδιαφέρον και μιλούσε χωρίς περιστροφές. Αλλά η αστυνομία σ’ εκείνη την περίπτωση δεν είχε καμία ανάμειξη τις ατέλειωτες βδομάδες που ακολούθησαν μέχρι να πεθάνει η Κάσι τελικά. Και στην περίπτωση του Τόμι, είχε γίνει ένα τυπικό τηλεφώνημα από έναν εκπρόσωπο του στρατού, που του είχε δώσει τις λεπτομέρειες σχετικά με το θάνατο του γιου του, καθώς και με την ημερομηνία και την ώρα που έφτανε από το εξωτερικό μια πτήση με το φέρετρο. Ο Έιντριαν έκλεισε τα μάτια του σφιχτά για μια στιγμή και άκουσε μια κακόφωνη ηχώ, λες και προσπαθούσαν πολλοί άνθρωποι να του μιλήσουν ταυτόχρονα κι εκείνος δυσκολευόταν να ξεχωρίσει το συνονθύλευμα των λέξεων και των τόνων και των διαφόρων επειγόντων στοιχείων.
«Είστε εντάξει, καθηγητά;» Ο Έιντριαν άνοιξε τα μάτια του. «Ναι, με συγχωρείτε, ντετέκτιβ». «Μου φάνηκε σαν να σας πήρε ο ύπνος». «Αλήθεια;» «Ναι». Εκείνος την κοίταξε ερωτηματικά. «Πόση ώρα ήμουν...» «Πάνω από ένα λεπτό. Ίσως δύο». Ο καθηγητής σκέφτηκε πως αυτό δεν ήταν δυνατόν. Είχε κλείσει τα μάτια του μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Όχι παραπάνω. «Είστε καλά, καθηγητά;» ρώτησε πάλι η Τέρι. Προσπάθησε να αφαιρέσει την αστυνομική τραχύτητα από τη φωνή της και να μιλήσει περισσότερο σαν μητέρα που έσκυβε πάνω από ένα παιδί με πυρετό. «Ναι, μια χαρά». «Εμένα δε μου φαίνεστε μια χαρά. Δεν είναι δική μου δουλειά, αλλά...» «Ο γιατρός μού έγραψε μερικά καινούρια φάρμακα. Ακόμη δεν τα έχω συνηθίσει», είπε ο Έιντριαν, χωρίς να περιμένει ότι η ντετέκτιβ θα έχαφτε εκείνη την εξήγηση. «Ίσως θα πρέπει να μιλήσετε με το γιατρό σας. Αν οδηγούσατε αυτοκίνητο και...» Ο Έιντριαν τη διέκοψε. «Με συγχωρείτε. Επιτρέψτε μου να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου. Τι λέγαμε;» Η Τέρι ήθελε να ολοκληρώσει την πρότασή της σχετικά με τους κινδύνους που μπορεί να έκρυβε η οδήγηση στην όποια κατάσταση βρισκόταν ο καθηγητής Τόμας. Κατάπιε όμως τα λόγια της και επανήλθε στο πιο σημαντικό θέμα. «Για την Τζένιφερ... και για ποιο λόγο...»
«Φυσικά. Για την Τζένιφερ. Να πώς έχουν τα πράγματα, ντετέκτιβ. Σχεδόν κάθε σενάριο που εσείς ή εγώ μπορεί να γνωρίζουμε αποτελεί μια εξίσωση που καταλήγει σ’ ένα πράγμα: στο θάνατο. Επομένως, από τη σκοπιά ενός επιστήμονα δεν είναι λογικό να ακολουθήσουμε οποιονδήποτε απ’ αυτούς τους τρόπους προσέγγισης, έστω κι αν έχουν εξαιρετικές πιθανότητες επιτυχίας, επειδή η απάντηση είναι τόσο τρομακτική, που δε θέλουμε ούτε να τη σκεφτόμαστε. Ας αντιστρέψουμε λοιπόν τα πράγματα. Ποια εξίσωση υπάρχει που να καταλήγει στη ζωή;» «Περιμένω ακόμη ν’ ακούσω τι έχετε να μου πείτε». «Ναι, φυσικά. Ιδού τι ξέρουμε». Ο Έιντριαν σταμάτησε, διερωτώμενος τι ήξερε όντως. Κοίταξε την Τέρι Κόλινς και είδε πως είχε γείρει ελαφρά μπροστά στην καρέκλα της. Ταυτόχρονα, αισθάνθηκε κάτι να τον πιέζει στο πλάι και ήθελε πολύ να γυρίσει το βλέμμα του προς τα κει. Έπειτα όμως κατάλαβε ότι δε χρειαζόταν να το κάνει, επειδή η γυναίκα του τον είχε αγκαλιάσει από τους ώμους και του ψιθύρισε έντονα: «Δεν πρόκειται για την Τζένιφερ. Αυτό που μετράει είναι το τι είναι, όχι το ποια είναι. Πες το στην αστυνομικό». Έτσι κι έγινε. Ο Έιντριαν είπε: «Κοιτάξτε, ντετέκτιβ, ίσως το έγκλημα αυτό εμπίπτει σε μια κατηγορία όπου το θέμα δεν είναι ένα συγκεκριμένο άτομο, αλλά ένας τύπος ατόμου». Η Τέρι έβγαλε το σημειωματάριό της με αργές κινήσεις. Σκεφτόταν ότι ο ηλικιωμένος καθηγητής είχε μετακινηθεί άβολα στο κάθισμά του και τώρα ήταν γερμένος σαν να είχε χάσει την ισορροπία του, αλλά αυτό που έλεγε ήταν λογικό. «Τι γνωρίζουμε; Μια δεκαεξάχρονη πέφτει θύμα απαγωγής σ’ ένα δρόμο. Όλα όσα ξέρετε για την Τζένιφερ ή
για την οικογένειά της δεν έχουν ουσιαστική σημασία, έτσι δεν είναι; Αυτό που πρέπει ν’ ανακαλύψουμε είναι για ποιο λόγο κάποιος χρειαζόταν έναν τύπο ατόμου σαν εκείνη, καθώς και για ποιο λόγο τριγύριζαν σ’ αυτή τη γειτονιά. Κατόπιν πρέπει να φανταστούμε γιατί θέλησαν εκείνη όταν την εντόπισαν. Και ξέρουμε ότι οι απαγωγείς ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα. Άρα μιλάμε για μια πολύ μικρή γκάμα εγκλημάτων και, κατά κύριο λόγο, από το είδος που καταλήγουν σε δολοφονία». Η φωνή του Έιντριαν είχε γίνει και πάλι δυνατή, ακαδημαϊκή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, όπως τη θυμόταν από αμέτρητες ώρες στις αίθουσες διδασκαλίας. Για κείνον ήταν γνώριμη όσο και τα αγαπημένα του ποιήματα, τα σονέτα του Σαίξπηρ ή οι στίχοι του Φροστ. Αισθάνθηκε πολύ καλύτερα αποδεχόμενος ότι το τμήμα του εαυτού του που εξαφανιζόταν έδειχνε σημάδια ανάκαμψης. «Αν όμως καταλήγει σε δολοφονία...» «Εγώ απλώς είπα ότι καταλήγει έτσι». «Αλλά...» «Πρέπει να το διακόψουμε». «Μα πώς...» «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει, ντετέκτιβ. Αν όντως η απαγωγή της Τζένιφερ έχει κάποιον άλλο σκοπό εκτός από τη δολοφονία. Αν η παρουσία της έχει νόημα που διαφοροποιείται σαφώς από την κατάληξη που θα έχει η ίδια. Και για να έχουμε την παραμικρή ελπίδα επιτυχίας, πρέπει να προσδιορίσουμε αυτόν το σκοπό και στη συνέχεια να ανατρέξουμε στην πηγή του. Αλλιώς, καλύτερα να περιμένουμε μέχρι να βρεθεί κάποιο πτώμα». Ο Έιντριαν δίστασε, και μετά διόρθωσε τον εαυτό του.
«Όχι κάποιο πτώμα. Το πτώμα της Τζένιφερ». «Εντάξει. Ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο σκοπός;» Ο Έιντριαν αισθάνθηκε τη γυναίκα του να τον σκουντάει και μετά να του σφίγγει τον ώμο. Γύρισε το βλέμμα του πλάγια και ήταν λες και η Εγκυκλοπαίδεια του Σύγχρονου Φόνου που του είχε δανείσει ο φίλος του άρχισε ξαφνικά να αιωρείται στον αέρα μπροστά στα μάτια του και οι σελίδες της να θροΐζουν σαν να τις έσπρωχνε κάποιο ρεύμα. Μακμπέθ, είπε με το νου του. Όταν η Λαίδη Μακμπέθ μέσα στις παραισθήσεις της έβλεπε το όπλο του φόνου. Μαχαίρι είναι αυτό που βλέπω μπροστά μου; Μόνο που αυτό που έβλεπε μπροστά του ο Έιντριαν ήταν ένα λήμμα ενός βιβλίου όπου είχε καταγραφεί μια ατέλειωτη σειρά επεισοδίων φόνων και απόγνωσης. «Έχω μια μικρή ιδέα», είπε στην Τέρι. «Ίσως να είναι και η μοναδική ιδέα».
19 Μέχρι να φτάσει στο σπίτι της εκείνη τη νύχτα η Τέρι Κόλινς είχε πειστεί ότι ο Έιντριαν ήταν εντελώς παλαβός και ότι η παλαβομάρα ήταν μάλλον η μόνη ρεαλιστική τακτική που έπρεπε να ακολουθήσει. Τα δύο παιδιά της σηκώθηκαν από την τηλεόραση και πετάχτηκαν σαν βολίδες όταν άνοιξε την πόρτα. Την κατέκλυσε ένας ξαφνικός χείμαρρος από παιδικές ανάγκες και απαιτήσεις –που κυρίως είχαν να κάνουν με ιστορίες από το σχολείο ή την παιδική χαρά ή τα όσα είχαν γίνει στο μάθημα της ανάγνωσης. Ήταν κάπως σαν να έμπαινε στον κινηματογράφο λίγο αφότου άρχισε η ταινία και να προσπαθούσε να συγκεντρώσει αρκετές παρατηρήσεις και λεπτομέρειες για να συμπεράνει όσα είχε χάσει ως προς την πλοκή του έργου. Η Λόρι, η φίλη της και μπέιμπι σίτερ, ήταν στην κουζίνα μπροστά σ’ ένα νεροχύτη γεμάτο πιάτα και την υποδέχτηκε με κάτι που ήταν ανάμεσα σε καλωσόρισμα και στην ερώτηση αν πεινούσε, στην οποία η Τέρι απάντησε αρνητικά. Το μεγαλύτερο από τα δύο παιδιά της, ένα οχτάχρονο αγόρι που ξεχείλιζε από ενέργεια, ρώτησε: «Έπιασες κανέναν κακό σήμερα;» Η μικρή αδερφή του, δύο χρόνια νεότερη και τόσο ήσυχη όσο φασαριόζος ήταν εκείνος, αγκάλιασε απλώς το πόδι της μητέρας της με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κουνούσε στον αέρα μια πολύχρωμη ζωγραφιά. «Όχι, σήμερα δεν έπιασα κανέναν», είπε η Τέρι. «Αλλά
νομίζω πως θα πιάσω αύριο, ή ίσως μεθαύριο». «Πιάνεις πραγματικά κακούς ανθρώπους;» «Πάντα. Μόνο τους πραγματικά κακούς πιάνω». «Ωραία», είπε ο οχτάχρονος. Απομακρύνθηκε από το πλευρό της μητέρας του και ξαναπήγε στην τηλεόραση. Η Τέρι τον κοίταζε καθώς διέσχιζε το δωμάτιο. Πρόσεχε την κάθε χειρονομία που έκανε, τον τόνο της κάθε λέξης που έλεγε, την έκφραση που έπαιρνε κάθε στιγμή το πρόσωπό του, αναζητώντας σημάδια που θα της θύμιζαν τον πατέρα του. Ήταν σαν να ζούσε με μια οπλισμένη χειροβομβίδα μέσα στο σπίτι. Δεν ήξερε ποια από τα χαρακτηριστικά του πρώην συζύγου της είχαν περάσει στο γιο της, αλλά το θέμα αυτό την τρόμαζε. Θεωρούσε ότι η γενετική μπορούσε να αποδειχτεί τρομακτική. Ήξερε ότι ο γιος της χαμογελούσε εύκολα σαν τον πατέρα του και είχε τη χαλαρή γοητεία του – ήταν πολύ δημοφιλής στο σχολείο και στη γειτονιά. Η Τέρι φοβόταν ότι ήταν όλα επίπλαστα, ότι, όπως και ο πατέρας του, θα γινόταν γοητευτικός και κακός ταυτόχρονα. Ο πρώην της είχε πάντα ένα χαμόγελο στο πρόσωπο μπροστά στον κόσμο, ήταν χωρατατζής κι είχε πάντα μια καλή κουβέντα για όλους, μέχρι να βρεθούν μόνοι τους, οπότε έβγαινε στην επιφάνεια η σκοτεινή πλευρά του κι άρχιζε να τη χτυπάει αλύπητα. Αυτή ήταν η κρυφή πλευρά που κανείς ποτέ δεν είχε δει –εκτός από εκείνη. Ήταν ένα μυστήριο, κι όταν το έσκασε, η Τέρι ήξερε ότι άφηνε πίσω της οικογένεια, φίλους και συναδέλφους που αναρωτιούνταν Πώς είναι δυνατόν; κι έλεγαν Είναι παράλογο. Το κακό ήταν πως η εξήγηση ήταν απολύτως λογική. Απλώς εκείνοι δεν τη γνώριζαν. Η Τέρι είδε το γιο της να βουλιάζει σε μια πολυθρόνα,
αγνοώντας την τηλεόραση, και να πιάνει ένα εικονογραφημένο βιβλίο. Άραγε το έσκασα εγκαίρως; αναρωτήθηκε. Αυτό που την κρατούσε ξάγρυπνη τις νύχτες ήταν η σκέψη ότι κατά κάποιον τρόπο ο πρώην σύζυγός της είχε μολύνει το παιδί, και ότι εκείνη η μόλυνση περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να ξεσπάσει βίαια. Κάθε μέρα η Τέρι περίμενε πως θα ερχόταν το τηλεφώνημα από το σχολείο που θα έλεγε Νομίζουμε ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Και κάθε νύχτα, όταν η μέρα είχε περάσει χωρίς να γίνει εκείνο το τηλεφώνημα, η Τέρι αισθανόταν ανακούφιση και στη συνέχεια ανανεωνόταν ο φόβος της ότι η επόμενη μέρα θα αποδεικνυόταν μοιραία. Είχε καταφέρει να μαζέψει τα πράγματά της και να το σκάσει μια μέρα που ήξερε ότι ο άντρας της ήταν απασχολημένος για μερικές ώρες. Είχε κινηθεί πολύ προσεκτικά, χωρίς να δείξει κανένα σημάδι τις βδομάδες που προηγήθηκαν, κάνοντας όλες τις βαρετές, ρουτινιάρικες δουλειές που μπορούσε, έτσι ώστε η φυγή της να είναι αναπάντεχη. Άφησε πίσω της σχεδόν τα πάντα εκτός από λίγα λεφτά που πήρε για τα μικροέξοδα και τα παιδιά της. Στον άντρα της άφησε όλα τ’ άλλα. Δεν την ένοιαζε. Στον εαυτό της είχε επαναλάβει ένα μόνο πράγμα αμέτρητες φορές: Ξεκίνα από την αρχή. Ξεκίνα από την αρχή. Στο διάστημα που ακολούθησε, είχε εξασφαλίσει την εντολή περιοριστικών μέτρων που του απαγόρευε να την πλησιάσει, καθώς και το διακανονισμό του διαζυγίου που περιόριζε την πρόσβασή του στα παιδιά. Είχε υποβάλει όλα τα απαραίτητα χαρτιά στο διοικητή του στην έδρα της 1ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας στη Βόρεια Καρολίνα και
είχε υπομείνει αρκετές συνεδρίες με στρατιωτικούς συμβούλους, οι οποίοι, διακριτικά και όχι και τόσο διακριτικά, είχαν προσπαθήσει να την πείσουν να ξαναγυρίσει στον άντρα της. Εκείνη είχε αρνηθεί, όσες φορές κι αν τον αποκαλούσαν «Αμερικανό ήρωα». Έχουμε υπερβολικά πολλούς ήρωες, έλεγε στον εαυτό της. Αλλά η φυγή δεν ήταν ποτέ ολοκληρωτική και απόλυτη, τουλάχιστον όχι σε βαθμό που δεν υπήρχε ανάγκη να κρύβεται, να χρησιμοποιεί ψεύτικες ταυτότητες και να μετακομίζει κάθε τόσο, προσπαθώντας να παραμείνει ανώνυμη σ’ έναν κόσμο που φαίνεται να έχει σκοπό να βγάζει στη φόρα κάτι για τον καθένα. Ο πρώην της δε θα έβγαινε ποτέ ολοκληρωτικά από τη ζωή τους. Κατά ένα μέρος, αυτός ήταν ο λόγος που η Τέρι είχε επιστρέψει στα θρανία και είχε εργαστεί σκληρά για να γίνει αστυνομικός. Το ημιαυτόματο που είχε στην τσάντα της και το σήμα που κουβαλούσε εμπεριείχαν ένα σιωπηλό μήνυμα, το οποίο, όπως ήλπιζε, θα λειτουργούσε ως ανάχωμα που θα την προστάτευε από τον πρώην και το δηλητήριο που ενδεχομένως ήθελε να σκορπίσει. Η Τέρι αγκάλιασε και τα δυο παιδιά της σφιχτά, κάνοντας ταυτόχρονα μια μικρή προσευχή: να περάσει πάλι μια μέρα με ασφάλεια. Ήθελε ν’ ανάψει ένα κερί σε μια εκκλησία και να παρακαλέσει να γίνει ο πρώην της αλκοολικός ή ναρκομανής, ή να τον ξαναστείλουν στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, κάπου όπου υπήρχαν σφαίρες και βόμβες και θάνατος που δεν έκανε διακρίσεις. Αυτός ο τρόπος σκέψης έδειχνε σκληρότητα και απονιά, δεν εμπεριείχε ίχνος ευσπλαχνίας. Αλλά δεν την ένοιαζε. Έδωσε στα παιδιά μερικές παιδικές ασχολίες –ζωγραφική,
διάβασμα, τηλεόραση– και μετά πήγε στην κουζίνα. Η Λόρι, που είχε φανεί απόλυτα αξιόπιστη από την πρώτη στιγμή που η Τέρι είχε δεχτεί το τηλεφώνημα για την εξαφάνιση της Τζένιφερ, ετοίμαζε ένα πιάτο φαΐ. «Σκέφτηκα πως δεν πρέπει να έλεγες αλήθεια», είπε. Η Τέρι κοίταξε το ξαναζεσταμένο ρολό και την κρύα σαλάτα. Έπιασε το πιάτο, πήρε μαχαίρι και πιρούνι, έγειρε όπως ήταν όρθια πάνω στα ντουλάπια κι άρχισε να τρώει. «Εσύ θα έπρεπε να ήσουν ντετέκτιβ», είπε ανάμεσα στις μπουκιές. Η Λόρι έγνεψε καταφατικά. Τα λόγια αυτά ήταν μεγάλο κομπλιμέντο για κάποιον που περνούσε ώρες ατέλειωτες με τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, τον σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και τον Τζέιμς Ελρόι. Στο άλλο δωμάτιο, τα δυο παιδιά περνούσαν ήσυχα την ώρα τους, πράγμα που από μόνο του ήταν μια νίκη. Η Τέρι έκανε να βάλει ένα ποτήρι γάλα για τον εαυτό της, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε και βρήκε ένα μισοάδειο μπουκάλι με λευκό κρασί. Πήρε δύο ποτήρια από ένα ράφι. «Θα μείνεις λίγο ακόμα;» Η Λόρι κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Και βέβαια. Λευκό κρασί και ετοιμασία των παιδιών για ύπνο. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο τρόπο να περάσω τη βραδιά μου, αρκεί να γυρίσω έγκαιρα πριν αρχίσει το CSI». «Αυτές οι σειρές –ξέρεις ότι δεν απεικονίζουν την πραγματικότητα». «Ναι, το ξέρω. Αλλά μοιάζουν λίγο με ηθικολογικά έργα. Τον καιρό του Μεσαίωνα όλοι οι χωρικοί μαζεύονταν μπροστά από τα σκαλιά κάποιας εκκλησίας και παρακολουθούσαν ηθοποιούς να παρουσιάζουν ιστορίες από
τη Βίβλο για να διδάξουν μαθήματα όπως, για παράδειγμα, το Ου φονεύσεις. Στην εποχή μας, ανοίγουμε την τηλεόραση για να παρακολουθήσουμε τον Οράτιο Πώς-τον-λένε στο Μαϊάμι ή τον Γκας στο Λας Βέγκας να μας λέει λίγο πολύ τα ίδια πράγματα με πιο μοντέρνο τρόπο». Έβαλαν κι οι δυο τα γέλια. «Δέκα λεπτά!» φώναξε η Τέρι στα παιδιά στο άλλο δωμάτιο, κι εκείνα απάντησαν στην ανακοίνωση με τα αναμενόμενα βογκητά. Η Τέρι ήξερε πως η Λόρι ανυπομονούσε να τη ρωτήσει για την υπόθεση, αλλά η ευγένειά της δεν της επέτρεπε να θίξει το θέμα χωρίς κάποιο άνοιγμα. Έκοψε μια μπουκιά από το ρολό. «Πρόκειται για μια κοπέλα που το έσκασε από το σπίτι της», είπε απαντώντας στο ερώτημα που δεν είχε διατυπωθεί ρητά. «Αλλά δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Ίσως να είναι και απαγωγή. Ή μπορεί κάποιος να τη βοήθησε να το σκάσει. Ακόμη δεν είναι ξεκάθαρο». «Εσύ τι νομίζεις;» ρώτησε η Λόρι. Η Τέρι δίστασε. «Τα περισσότερα παιδιά που εξαφανίζονται τα παίρνουν για κάποιο λόγο. Και συνήθως επανεμφανίζονται. Αυτό τουλάχιστον μας λένε τα στατιστικά». «Αλλά...» Η Τέρι κοίταξε στο άλλο δωμάτιο για να βεβαιωθεί ότι τα παιδιά δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν. «Δεν είμαι αισιόδοξη», είπε χαμηλόφωνα. Έφαγε λίγη σαλάτα και ήπιε μια γουλιά κρασί. «Είμαι ρεαλίστρια. Ελπίζω για το καλύτερο, περιμένω το χειρότερο». Η Λόρι έγνεψε καταφατικά. «Το ευτυχισμένο τέλος...» «Αν θέλεις ευτυχισμένο τέλος, κοίτα τηλεόραση»,
απάντησε κοφτά η Τέρι. Ακούστηκε πολύ πιο τραχιά από όσο πίστευε ότι απαιτούσε η περίσταση, αλλά η συζήτηση της με τον καθηγητή την είχε κάνει να βλέπει μόνο γκρίζα και σκοτεινά ενδεχόμενα. «Είναι πιο πιθανό εκεί να βρεις τέτοιο τέλος».
Η Τέρι σκεφτόταν πως ο τρόπος διερεύνησης του συγκεκριμένου εγκλήματος δεν ήταν συνηθισμένος. Η ώρα είχε περάσει, η Λόρι είχε φύγει με τη συνηθισμένη παράκληση να της τηλεφωνήσει οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας... τα παιδιά κοιμούνταν κι εκείνη ήταν στο τρίτο ποτήρι λευκού κρασιού, έχοντας ολόγυρά της βιβλία και άρθρα κι έναν φορητό υπολογιστή δίπλα της. Βρισκόταν στο παράξενο βασίλειο ανάμεσα στην εξάντληση και στην έκσταση. «Βλέπετε, ντετέκτιβ, το έγκλημα που διαπράχθηκε μπροστά στα μάτια μου δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Σκηνή πρώτη. Πράξη πρώτη. Μπαίνουν οι ανταγωνιστές. Και τα λιγοστά πράγματα που γνωρίζουμε γι’ αυτό μάλλον δεν οδηγούν πουθενά. Ιδίως αν οι εγκληματίες είναι έμπειροι σε αυτό που έκαναν». Η Τέρι άκουγε τη φωνή του ηλικιωμένου καθηγητή να αντηχεί μέσα στο καταφύγιο του μικρού, περιποιημένου και γεμάτου παιχνίδια σπιτιού. Έμπειροι. Δεν του είχε μιλήσει για το κλεμμένο φορτηγό και το κάψιμό του που κατά πάσα πιθανότητα είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστούν οποιαδήποτε ίχνη είχαν μείνει κατά λάθος. Μόνο κάποιος που ήξερε τι έκανε θα έπαιρνε τέτοιες προφυλάξεις.
«Πρέπει να σκεφτούμε το έγκλημα που διαπράττεται, ακόμη και αυτή τη στιγμή που μιλάμε». Κατά την άποψή της, ο καθηγητής ήταν τρελαμένος από υποθέσεις και διάφορες ιδέες. Αλλά ανάμεσά τους ήταν κρυμμένες σκέψεις που της φαίνονταν λογικές. Τον είχε ακούσει προσεκτικά, προσπαθώντας να διακρίνει ένα δρόμο που θα την οδηγούσε στη διαλεύκανση δύο μυστηρίων. Το πρώτο ήταν φανερό: Τι δεν πήγαινε καλά με τον καθηγητή; Το δεύτερο ήταν πολύ πιο περίπλοκο: Πώς βρίσκεις μια κοπέλα που έχει γίνει άφαντη; Είχε αποφασίσει ότι, απλώς, θα υπέμενε τον καθηγητή. Ήταν έξυπνος, είχε αντίληψη και εξαιρετική μόρφωση. Το γεγονός ότι πολύ εύκολα πάθαινε διάσπαση προσοχής, το ότι φαινόταν να ταξιδεύει ο νους του και απαντούσε σε ερωτήσεις και δηλώσεις που δεν είχαν διατυπωθεί, όλα αυτά, κατά τη γνώμη της, ήταν αρκετά ακίνδυνα. Κάπου μέσα σε αυτές τις ασυνάρτητες σκέψεις του ίσως εκείνη κατάφερνε να διακρίνει κάποιο μονοπάτι που θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει. Πάνω στα γόνατά της ήταν ανοιχτή η Εγκυκλοπαίδεια του Σύγχρονου Φόνου. Είχε διαβάσει δύο φορές το τμήμα που αφορούσε τους Φόνους των Βάλτων και στη συνέχεια είχε κάνει μια διεξοδική έρευνα στο Διαδίκτυο σχετικά με το έγκλημα. Δεν έπαυε να την εκπλήσσει το τι μπορούσε ν’ ανακαλύψει κανείς κρυμμένο σε αλλόκοτες γωνιές του κυβερνοχώρου. Βρήκε τυχαία φωτογραφίες από την αυτοψία, χάρτες του τόπου του εγκλήματος και πρωτότυπα έγγραφα της αστυνομίας, όλα αναρτημένα σε διάφορους ιστοτόπους που ασχολούνταν με κατά συρροήν εγκλήματα και με σεξουαλικές ανωμαλίες. Μπήκε στον πειρασμό να παραγγείλει ένα από τα πολυάριθμα βιβλία που είχαν γραφτεί
για τη Μάιρα Χίντλι και τον Ίαν Μπρέιντι, αλλά δεν ήθελε να υπάρχουν στα ράφια της τέτοια πράγματα δίπλα στο Ένας Γάτος με Καπέλο, και το Ο Άνεμος στις Ιτιές, και το Γουίνι το Αρκουδάκι. Φρόντισε να σβήσει από τη μνήμη του υπολογιστή της όλους τους σχετικούς με δολοφονίες ιστοτόπους που είχε εξετάσει. Θα ήταν παράλογο ν’ αφήσει κάτι που ο γιος της ίσως ήξερε πώς να ανοίξει. Τα παιδιά είναι από τη φύση τους ηδονοβλεψίες, σκέφτηκε, αλλά και η περιέργεια πρέπει να έχει τα όριά της. Ακόμη κι όταν έστειλε τα πάντα στο ηλεκτρονικό καθαρτήριο με τη βοήθεια του ποντικιού, στο μυαλό της παρέμεναν όσα είχε διαβάσει. Αντιλαμβανόταν ότι το επιχείρημα του καθηγητή ήταν πως αυτό που έβαλε τρικλοποδιά στο φονικό ζευγάρι ήταν η ανάγκη τους να μοιραστούν τις παρεκτροπές τους. «Αυτό είναι το κλειδί», είχε πει ο Έιντριαν. «Ένιωθαν την ανάγκη να το πουν και σε άλλους. Αν είχαν κρατήσει μεταξύ τους το πάθος που είχαν να βασανίζουν, θα είχαν κατορθώσει να συνεχίσουν για πάντα, κατά το μάλλον ή ήττον». Η Τέρι είχε κρατήσει μερικές σημειώσεις καθώς ο καθηγητής τής έκανε διάλεξη. Αν δεν έκαναν κάποιο λάθος στο σχεδιασμό κι αν δεν τους αντιλαμβανόταν τυχαία κάποιος, θα μπορούσαν να είχαν συνεχίσει επί χρόνια. Οι γνώσεις της γύρω από αυτού του είδους τα εγκλήματα ήταν ελάχιστες, παρά το γεγονός ότι η εκπαίδευσή της περιείχε και ορισμένα μαθήματα σχετικά με διάσημους δολοφόνους και κατά συρροήν δολοφονίες. Μερικά χρόνια ενασχόλησης με τη ρουτίνα των εγκλημάτων μιας κολεγιακής πόλης, τα οποία κάλυπταν ένα πολύ
περιορισμένο φάσμα, είχαν σβήσει το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πληροφοριών από τη μνήμη της. «Αν πάρω δύο πανομοιότυπα λευκά ποντίκια και τα βάλω να αντιμετωπίσουν την ίδια ψυχολογική κατάσταση, είναι δυνατόν να αξιολογήσω τις διαφορετικές αντιδράσεις τους σε ταυτόσημα ερεθίσματα. Αλλά θα εξακολουθήσει να υπάρχει ένα κοινό σημείο ομοιότητας βάσει του οποίου μπορούμε να κάνουμε μετρήσεις». Ο καθηγητής είχε γεμίσει ενθουσιασμό. Η Τέρι κατάλαβε ότι, καθώς της μιλούσε, φανταζόταν τον εαυτό του περιστοιχισμένο από φοιτητές του, στριμωγμένους μέσα σ’ ένα σκοτεινό εργαστήριο, να παρακολουθούν τη συμπεριφορά των ζώων και να την αξιολογούν προσεκτικά. «Το πράγμα αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον όταν παρόμοια ποντίκια στην ίδια κατάσταση αρχίζουν να αποκλίνουν από τις νόρμες». Αλλά η εξαφάνιση της Τζένιφερ δεν ήταν εργαστηριακό πείραμα. Τουλάχιστον, δε νομίζω ότι είναι πείραμα, σκέφτηκε η Τέρι, γέρνοντας πίσω στο κάθισμά της. Ήταν σε δύσκολη θέση. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι έπρεπε να κινηθεί προσεκτικά. Αγαπούσε τη δουλειά της, αλλά καταλάβαινε ότι κάθε υπόθεση ήταν καθοριστική για την καριέρα της. Έτσι και τα θαλάσσωνε σε μια υπόθεση βιασμού στην πανεπιστημιούπολη, θα την έστελναν να κάνει περιπολίες. Αν τα έκανε μαντάρα σε μια έρευνα για ναρκωτικά ή για κάποια διάρρηξη, η ρετσινιά θα έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις μέσα σε μια μικρή αστυνομική δύναμη σαν τη δική της. Αντί να κουνάει το χρυσό σήμα της σε μικροκακοποιούς και φοιτητές που είχαν μεθύσει και
υποπέσει σε κάποιο σοβαρό αδίκημα, θα απαντούσε στα τηλέφωνα. Ένα μέρος του εαυτού της ξέσπασε οργισμένα εναντίον της Τζένιφερ. Που να πάρει η οργή! Γιατί δεν μπορούσες απλώς να καπνίζεις χόρτο και να ξενυχτάς , όπως κάνουν όλοι οι απογοητευμένοι έφηβοι; Γιατί δεν έπινες και δεν άρχιζες από νωρίς το σεξ χωρίς προφυλάξεις για να ξεπεράσεις έτσι τα χρόνια της εφηβείας σου; Ήταν ανάγκη να το σκάσεις από το σπίτι σου; Ήταν εξαντλημένη. Θα την είχε πάρει ο ύπνος αν δε στριφογύριζαν στο μυαλό της οι συνδυασμένες εικόνες της Τζένιφερ και δύο νεκρών δολοφόνων που είχαν ζήσει πριν από μισό αιώνα. Θα σε βρω, ήθελε να της υποσχεθεί, αλλά ήξερε πως κάτι τέτοιο εξακολουθούσε να είναι απίθανο.
Ο αρχηγός της αστυνομίας ήταν καθισμένος στο γραφείο του. Στον τοίχο πίσω του υπήρχε μια φωτογραφία που τον έδειχνε με στολή του μπέιζμπολ τριγυρισμένο από παιδιά. Ήταν η εποχή του πρωταθλήματος της Λίγκας των Μικρών. Κοντά στη φωτογραφία υπήρχαν ένα φτηνό αλλά γυαλιστερό τρόπαιο και μια κορνιζαρισμένη πλάκα που τον ανακήρυττε Καλύτερο Προπονητή Όλων των Εποχών, και ήταν γεμάτη από υπογραφές που ακόμη δεν είχαν πάρει την τελική τους μορφή. Ο υπόλοιπος τοίχος ήταν αφιερωμένος σε διπλώματα από διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα: ένα πρόγραμμα επαγγελματικής εξέλιξης του FBI από το Πολιτειακό Κολέγιο Φίτσμπεργκ κι ένα πτυχίο από το Κολέγιο Τζον Τζέι της Νέας Υόρκης –η Τέρι ήξερε ότι το
τελευταίο αυτό κολέγιο ήταν από τα πιο αναγνωρισμένα. Ο αρχηγός αρεσκόταν να φορά στολή, αλλά εκείνη τη μέρα είχε βάλει ένα κοστούμι που του έπεφτε πολύ στενό για το πλούσιο στομάχι του και για τα μπράτσα του, που θύμιζαν αρσιβαρίστα. Της έδωσε την εντύπωση πως δε θ’ αργούσε να εκραγεί προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν χαρακτήρας καρτούν που τον φουσκώνουν σαν μπαλόνι. Ο αρχηγός σιγόπινε έναν καφέ και χτυπούσε ρυθμικά ένα μολύβι πάνω στη σύντομη αναφορά που του είχε υποβάλει η Τέρι. «Τέρι», είπε αργά, «εδώ πέρα υπάρχουν περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις». «Μάλιστα, κύριε». «Προτείνεις να καλέσουμε τους λεβέντες της πολιτειακής αστυνομίας ή τους ομοσπονδιακούς;» Η Τέρι την περίμενε αυτή την ερώτηση. «Νομίζω ότι πρέπει να τους ενημερώσουμε για την κατάσταση, όπως την αντιλαμβανόμαστε. Χωρίς όμως απτά αποδεικτικά στοιχεία, θα νιώσουν την ίδια απογοήτευση όπως κι εγώ». Ο αρχηγός φορούσε γυαλιά. Συνήθιζε να τα βάζει και να τα βγάζει –τα έβγαζε όταν μιλούσε και τα ξανάβαζε όταν διάβαζε–, έτσι που δεν έμενε στιγμή ακίνητος. «Αυτό που λες λοιπόν...» «Μια έφηβη κοπέλα με ιστορικό αποδράσεων το σκάει από το σπίτι της για τρίτη φορά. Ένας αναξιόπιστος μάρτυρας λέει ότι είδε κάποιους να την αρπάζουν από το δρόμο. Περαιτέρω έρευνα αποκαλύπτει ότι ένα κλεμμένο όχημα παρόμοιο μ’ εκείνο που αντιλήφθηκε ο μάρτυρας πιθανόν να πυρπολήθηκε λίγες ώρες μετά την εξαφάνιση». «Μάλιστα, και;»
«Αυτό είναι όλο. Κανείς δε ζήτησε λύτρα. Δεν υπήρξε καμία επικοινωνία ούτε από πλευράς του εξαφανισμένου κοριτσιού ούτε από οποιαδήποτε άλλη πλευρά. Με άλλα λόγια, αν έγινε κάποιο έγκλημα, το πράγμα τελειώνει εκεί». «Θεέ και Κύριε. Εσύ τι νομίζεις;» «Νομίζω...» Η Τέρι δίστασε. Ήταν έτοιμη να ξεφουρνίσει την απάντησή της, όταν συνειδητοποίησε απότομα ότι αυτό που θα έλεγε στη συνέχεια ήταν επικίνδυνο. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι θα προστάτευε τη θέση της με σύνεση. «Νομίζω ότι πρέπει να προχωρήσουμε προσεκτικά». «Με ποιον τρόπο;» «Κοιτάξτε, ο μάρτυρας –ο καθηγητής Τόμας, ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου, όπως φαίνεται από τα διαπιστευτήριά του που περιέλαβα στην αναφορά– πιστεύει ότι πρέπει να ερευνήσουμε περιπτώσεις ενδεχόμενης απαγωγής με σκοπό τη σεξουαλική κακοποίηση. Να εξετάσουμε όλους τους εν δυνάμει δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων. Θα προσπαθήσουμε να βρούμε κάποια στοιχεία ν’ ακολουθήσουμε. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να κυκλοφορήσουμε ευρύτερα το φυλλάδιο εξαφανισθέντος προσώπου. Αν θέλετε να πληροφορήσετε το σύνδεσμό σας στο γραφείο του FBI στο Σπρίνγκφιλντ, ίσως θα είναι λογικό. Να δείτε αν θέλουν να αναμειχθούν...» «Αμφιβάλλω», είπε ο αρχηγός, «Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάτι πιο συγκεκριμένο». Η Τέρι δε συνέχισε. Ήξερε πως θα το έκανε ο αρχηγός. «Εντάξει, συνέχισε να ασχολείσαι με την υπόθεση. Δώσε της άμεση προτεραιότητα. Ξέρεις ότι οι περισσότεροι που το σκάνε από το σπίτι τους τελικά εμφανίζονται πάλι. Ας
ελπίσουμε ότι οι άνθρωποι που αντιλήφθηκε ο καθηγητής ήταν κάποιοι φίλοι τους οποίους δε γνωρίζει η μητέρα. Ας συνεχίσουμε τη συγκέντρωση πληροφοριών όσο θα περιμένουμε να γίνει το τηλεφώνημα που θα λέει Έχω μείνει πανί με πανί και θέλω να γυρίσω σπίτι». Η Τέρι έγνεψε καταφατικά. Ο αρχηγός διέκρινε τα ίδια προβλήματα που είχε καταγράψει κι εκείνη. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι δε θα ήταν αναγκασμένος κάποια στιγμή να στηθεί μπροστά στις κάμερες αντιμετωπίζοντας ένα τσούρμο δημοσιογράφους και να πει: «Τι να σας πω, δεν μπορέσαμε να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν...» Η Τέρι είχε δει αστυνομικούς άλλων περιοχών να αντιμετωπίζουν τις ίδιες συνέπειες και να βλέπουν τις καριέρες τους να εξανεμίζονται. Αμφέβαλλε αν ο αρχηγός της –έστω και με τη σταθερή υποστήριξη του δημάρχου και του τοπικού κυβερνητικού συμβουλίου– είχε τη διάθεση να είναι ο επόμενος που θα αντιμετώπιζε το παγερό βλέμμα της αρνητικής δημοσιότητας. Για εκείνη ήταν εύκολο να φανταστεί ότι ο αρχηγός δεν ήθελε ούτε να παρουσιαστεί μπροστά στο δημοτικό συμβούλιο, έστω και σε ιδιωτική συνεδρίαση, και να πει: «Κοιτάξτε, υπάρχει το ενδεχόμενο να κυκλοφορεί ένας κατά συρροήν βιαστής ή δολοφόνος στη μικρή, όμορφη και ήσυχη κολεγιακή πόλη μας...» Κάτι τέτοιο θα ήταν εξίσου εκρηκτικό. Έτσι, όπως υποπτευόταν η Τέρι, αυτό που της έλεγε ο αρχηγός της στην πραγματικότητα ήταν: Κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς. Φρόντισε να καλύψεις κάθε ενδεχόμενο. Ακολούθησε όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Αλλά μην το ρισκάρεις. Μην τα πάρεις στο κρανίο. Να είσαι σταθερή και αξιόπιστη...
Γιατί, αν κάτι πάει στραβά, εσύ θα πληρώσεις τη νύφη. Η Τέρι έγνεψε καταφατικά. «Θα σας ενημερώσω αν μάθω κάτι σχετικά με την υπόθεση». «Καλά θα κάνεις», απάντησε εκείνος, τραβώντας τη γραβάτα που του έσφιγγε το λαιμό. Η Τέρι υπέθεσε ότι ο αρχηγός θα εκφωνούσε ίσως κάποιο λόγο μπροστά στους Μασόνους ή στην τοπική Λέσχη Λάιονς. Σε κάτι τέτοια μέρη θα ήθελαν ν’ ακούσουν αναλύσεις σχετικά με εγκληματολογικά στατιστικά στοιχεία και ότι η αστυνομία είχε χειριστεί κάθε υπόθεση με επιδεξιότητα και επαγγελματισμό. Η δημιουργία τέτοιων εντυπώσεων ήταν μια από τις ιδιαίτερες ικανότητες του αρχηγού. Η Τέρι κατέληξε ότι θα έκανε δύο πράγματα. Θα έριχνε μια ματιά σε ανεξιχνίαστες υποθέσεις. Ίσως να υπήρχε κάποια άλλη Τζένιφερ την οποία δεν είχε υπόψη της. Και στη συνέχεια σκόπευε να ταυτοποιήσει κάθε καταγεγραμμένο δράστη σεξουαλικού εγκλήματος στην περιοχή της. Με άλλα λόγια, είχε να κάνει πολλές επισκέψεις. Σηκώθηκε, διέσχισε το γραφείο του αρχηγού κι έφυγε. Δεν είχε πει ούτε λέξη για τις θεωρίες του καθηγητή Τόμας. Τα περισσότερα εγκλήματα εμπίπτουν σε μοτίβα, σε στατιστικούς κανόνες, σε πλαίσια που μπορούν να διδαχτούν μέσα στις τάξεις και μετά να εφαρμοστούν σε πραγματικές καταστάσεις. Ο καθηγητής ήθελε να παρεκκλίνει από εκείνες τις παραμέτρους. Η Τέρι ήξερε ότι δεν είχε νόημα να κάνει τέτοιο πράγμα. Αλλά ούτε και το να μην το κάνει είχε νόημα.
20 Ο Μάικλ ήταν ευχαριστημένος. Τα εισερχόμενα μηνύματα σχετικά με τη Σειρά 4 ήταν γεμάτα ιδέες, υποδείξεις και απαιτήσεις. Αυτά που ζητούσαν κάλυπταν όλη την γκάμα από το λεπτό Θέλω να δω τα μάτια της έως το πολύ πιο αναμενόμενο πήδατηνπήδατηνπήδατην, φτάνοντας μέχρι το ακραίο Σκοτώστε την. Σκοτώστε την τώρα! Ο Μάικλ ήξερε ότι οι απαντήσεις του είχαν μεγάλη σημασία, και αφιέρωνε χρόνο στη διατύπωση της καθεμιάς. Όπως οποιοσδήποτε καλός επιχειρηματίας που συναλλασσόταν με μια πολύπλευρη πελατειακή βάση, ήθελε να είναι σίγουρος ότι όσοι έκαναν απλές εισηγήσεις θα έπαιρναν απαντήσεις που θα ήταν εξίσου προσεκτικές και θα ξυπνούσαν ελπίδες και πόθους, όπως έκανε στις περιπτώσεις όσων ήταν μπλεγμένοι πιο βαθιά στη Σειρά 4. Ο Μάικλ αντιλαμβανόταν πάντα τις ανάγκες συνδρομητών που έπεφταν στα δίχτυα των ψυχονευρωτικών και ψυχαναγκαστικών απαιτήσεων που δημιουργούσε το Whatcomesnext.com. Φανταζόταν τον εαυτό του ως συγγραφέα για τη νέα εποχή, ως ποιητή του μέλλοντος. Θεωρούσε ότι οι παραδοσιακοί συγγραφείς που αφιέρωναν μήνες και χρόνια στη δημιουργία ιστοριών γραμμένων σε χαρτί ήταν δεινόσαυροι και βρίσκονταν σαφώς στα όρια της εξαφάνισης. Εκείνος καμάρωνε για τη διαφορετική γλώσσα που μιλούσε, μια γλώσσα που δεν περιοριζόταν στα αγγλικά
ή τα ρωσικά ή τα γιαπωνέζικα. Δεν ήταν ζωγράφος που έπρεπε να κινηθεί στα όρια ενός μουσαμά· οι δικές του πινελιές διαρκώς μετατοπίζονταν και άλλαζαν. Αντίθετα από τους σκηνοθέτες που δούλευαν μέσα στο στενό πλαίσιο ενός προϋπολογισμού, εκείνος δημιουργούσε εικόνες που ξεχείλιζαν από αβεβαιότητα και εκπλήξεις. Δεν ήταν δεμένος με οποιαδήποτε διάλεκτο ή με οποιοδήποτε μέσο έκφρασης. Ήταν ένας καλλιτέχνης της σύγχρονης εποχής, ο οποίος συνδύαζε το φιλμ και το βίντεο με το Διαδίκτυο και με λέξεις και παραστάσεις, δημιουργώντας ένα σύνθετο μέσο που απευθυνόταν στις μέρες που έρχονταν, όχι στους απαρχαιωμένους καιρούς που είχαν περάσει. Έβλεπε τον εαυτό του εν μέρει ως δημιουργό κινηματογραφικών ντοκιμαντέρ και εν μέρει ως παραγωγό. Το δικό του σχέδιο χαρακτηριζόταν από αυθορμητισμό. Δεν τον ενοχλούσε καθόλου το γεγονός ότι το δημιούργημά του στηριζόταν σ’ ένα έγκλημα. Όλα τα μεγάλα επιτεύγματα στον τομέα της τέχνης ήταν αποτέλεσμα ρίσκου, όπως πίστευε. Η Λίντα κοιμόταν, τυλιγμένη με τα μπερδεμένα σεντόνια πάνω στο κρεβάτι, ανασαίνοντας ήρεμα και κανονικά. Τα μακριά πόδια της ήταν ξεσκέπαστα και η επιδερμίδα της γυάλιζε. Ήταν μισοξαπλωμένη μπρούμυτα, σφίγγοντας πάνω της ένα μαξιλάρι, και η καμπύλη του στήθους της διαγραφόταν κάτω από το σεντόνι που είχε τραβήξει γύρω από την πλάτη και τους ώμους της. Ο Μάικλ φαντάστηκε πως τα όνειρά της θα ήταν χαρούμενα, γεμάτα απλές, μαγικές εικόνες. Ήταν φορές που, όταν εκείνη κοιμόταν, ο Μάικλ έπιανε τον εαυτό του να την κοιτάζει, σαν να μπορούσε να τη δει να
γερνάει, το τέλειο δέρμα της να χάνει τη λάμψη του και να γεμίζει ρυτίδες, το σφιχτό κορμί της να χαλαρώνει. Φανταζόταν ότι οι δυο τους γερνούσαν μαζί, και μετά σκεφτόταν ότι δεν ήταν δυνατόν· θα έμεναν παντοτινά νέοι. Πότε πότε έριχνε μια ματιά στις οθόνες για να δει τι έκανε η Νούμερο 4. Εκείνη τη στιγμή φαινόταν να κοιμάται κι εκείνη –μέσα στην τελευταία ώρα δεν είχε κουνηθεί σχεδόν καθόλου. Ο Μάικλ υποπτευόταν ότι τα δικά της όνειρα θα ήταν πολύ λιγότερο ήρεμα. Η Νούμερο 1 και η Νούμερο 2 ούρλιαζαν συχνά στον ύπνο τους. Η Νούμερο 3 βογκούσε, τραβώντας τα δεσμά της, πράγμα που προμήνυε τον τρόπο που τους αντιστεκόταν όταν ήταν ξύπνια. Η στάση της τον είχε αναγκάσει να διακόψει τη Σειρά 3 πιο νωρίς απ’ όσο σκόπευε, επειδή η Νούμερο 3 αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη και απαιτητική στο χειρισμό της. Ο Μάικλ όμως είχε μάθει πολλά από εκείνη πριν απ’ το τέλος της σειράς, και τώρα εκείνα τα μαθήματα έβρισκαν την εφαρμογή τους στην περίπτωση της Νούμερο 4. Πάτησε μερικά πλήκτρα στον υπολογιστή και τράβηξε ένα κοντινό πλάνο από μια κάμερα. Τα χείλη της Νούμερο 4 ήταν μισάνοιχτα και το σαγόνι της φαινόταν να έχει πετρώσει. Όπου να ’ναι θα ξεφωνίσει, σκέφτηκε ο Μάικλ. Ορισμένες κραυγές προκαλούνται απ’ αυτό που ονειρεύεσαι. Άλλες πάλι απ’ αυτό που σου συμβαίνει όταν είσαι ξύπνιος. Εκείνος δεν ήταν σίγουρος ποιο ήταν χειρότερο. Η Νούμερο 4 ξέρει, είπε με το νου του. Αναστέναξε, σήκωσε τα χέρια του και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μακριά μαλλιά του. Τακτοποίησε τα γυαλιά στην άκρη της μύτης του. Αναρωτήθηκε αν προλάβαινε να κάνει ένα γρήγορο ντους. Καθώς κοίταζε τη Νούμερο 4, την
είδε να συσπάται και άθελά της να ανεβάζει το χέρι της προς την αλυσίδα γύρω απ’ το λαιμό της. Ονειρεύεται πως πνίγεται, υπέθεσε. Ίσως ότι τη στραγγαλίζουν. Ή βλέπει εφιάλτες ότι είναι παγιδευμένη κάτω απ’ τη γη. Συνέχισε να την παρακολουθεί, υποθέτοντας ότι μάλλον η Νούμερο 4 θα ξυπνούσε σε λίγα λεπτά. Τα όνειρα ήταν τόσο ζωντανά, τόσο τρομακτικά, ώστε συχνά έβγαζαν τα υποκείμενα απ’ τον ύπνο τους. Τουλάχιστον αυτό πίστευε ο Μάικλ. Ένα από τα προβλήματα που προέκυπταν από την εξασφάλιση μόνιμου αποπροσανατολισμού –που ο Μάικλ ήξερε ότι αποτελούσε βασικό στοιχείο όλης της παράστασης– ήταν ότι η Νούμερο 4 ήταν πιθανό να ξυπνά περίεργες ώρες, χωρίς πλέον να ακολουθεί τους βιολογικούς ρυθμούς που όριζαν ότι ξυπνούσε το πρωί, έμενε ξύπνια στη διάρκεια της μέρας και κοιμόταν όταν νύχτωνε. Ο Μάικλ ήξερε ότι αυτό παρουσίαζε ένα πλεονέκτημα διότι η Σειρά 4 προβαλλόταν σε τόσο πολλές ζώνες ώρας σε τόσο πολλά μέρη στην υφήλιο, ώστε τελικά όλοι έμεναν ικανοποιημένοι – δεδομένου ότι κάποια στιγμή, η κάθε ζώνη ώρας περιείχε κάτι αναμφισβήτητα ζωντανό και οπτικά ακαταμάχητο. Για τους δυο τους, όμως, αυτό ήταν μπελάς –συχνά ο ένας τους έπρεπε να φυλάει σκοπιά ενώ ο άλλος έπαιρνε έναν ύπνο. Ένα μέρος από το πάθος που ένιωθαν οι ίδιοι για το εγχείρημά τους πήγαζε από το γεγονός ότι συζητούσαν τις παρατηρήσεις τους και από το ότι αισθάνονταν να διεγείρονται απ’ αυτό που δημιουργούσαν. Συχνά όμως τέτοιες στιγμές έρχονταν όταν ο ένας έκανε χρέη παρατηρητή, πράγμα που προκαλούσε απογοήτευση. Το πρόβλημα αυτό είχε αποδειχτεί τεράστιο στις δύο
πρώτες προσπάθειες που έκαναν για να στήσουν το Whatcomesnext.com. Ήταν διαρκώς εξαντλημένοι και τελικά με μεγάλη δυσκολία είχαν κατορθώσει να επιστρατεύσουν την ενέργεια που απαιτούσε η ολοκλήρωση της παράστασης. Ύστερα από πολλές συζητήσεις, ο Μάικλ και η Λίντα είχαν λύσει το πρόβλημα με ηλεκτρονικό τρόπο. Μαγνητοσκόπησαν σκηνές δράσης και στιγμές ύπνου, δημιούργησαν επιμέρους προβολές μέσα στο πλαίσιο της παράστασης, έτσι ώστε το αφηγηματικό νήμα της Σειράς 4 να ανανεώνεται διαρκώς, να μπορούν να το γυρίζουν από την αρχή και να το ξαναπαίζουν. Ο Μάικλ είχε μάθει στην εντέλεια το χειρισμό του Final Cut και άλλων προγραμμάτων μοντάζ και είχε μάθει πώς να μοντάρει διαφορετικά πλάνα, ώστε, όταν το πρόγραμμα φαινόταν να κάνει κοιλιά, μπορούσε να προβάλλει σκηνές που μαγνήτιζαν. Είχε κατεβάσει αυτή την ιδέα όταν, μελετώντας σύγχρονους πορνογράφους, διαπίστωσε ότι ο κόσμος παρακολουθούσε ξανά και ξανά το ίδιο βίντεο με ηθοποιούς που ζευγάρωναν, λες και το κάθε βογκητό και η κάθε κίνηση συνέβαιναν για πρώτη φορά. Όμως ο Μάικλ είχε τη λογική να καταλάβει ότι, όσο απροκάλυπτη κι αν ήταν η πορνογραφία, τελικά μπαγιάτευε. Σε τελευταία ανάλυση, ήταν προβλέψιμη. Ο Μάικλ είχε φτάσει στο σημείο να χρονομετρά τα βίντεο που προβάλλονταν στο Διαδίκτυο –τόσα λεπτά αφιερωμένα για κάθε στοιχείο κάθε σεξουαλικής πράξης, το ένα μετά το άλλο, με απόλυτη σειρά, σαν στρατιωτάκια, μέχρι την τελική έκβαση με το ανοιχτό στόμα. Εκείνος ήταν αποφασισμένος να σπάσει αυτά τα καλούπια. Η ομορφιά της Σειράς 4 ήταν στην τέχνη του
απρόβλεπτου. Κανείς δε θα ήξερε ποτέ τι θα μπορούσε να συμβεί μπροστά στην κάμερα. Κανείς δε θα ήταν ποτέ σε θέση να προβλέψει την επόμενη κίνηση. Δε θα μπορούσαν να μετρήσουν το διάστημα που μπορεί να διαρκούσε, ούτε το θέμα της κάθε προβολής. Μια μισόγυμνη έφηβη κοπέλα αλυσοδεμένη σ’ έναν τοίχο μέσα σ’ ένα ανώνυμο δωμάτιο ήταν ένας μουσαμάς πάνω στον οποίο μπορούσε κανείς να ζωγραφίσει οτιδήποτε. Ο Μάικλ ήταν πολύ περήφανος για το έργο του. Και για τη Λίντα. Εκείνη είχε επιμείνει να βρουν ένα νεαρό και φρέσκο πρόσωπο για τη Σειρά 4. Είχε υποστηρίξει ότι το πρόσθετο ρίσκο που συνεπαγόταν μια τέτοια κίνηση γινόταν ασήμαντο σε σχέση με τη ζωντανή διαδικτυακή διαφήμιση που θα αύξανε τη βάση των πελατών που πλήρωναν. Είχε δείξει επιμονή και αποφασιστικότητα, επιστρατεύοντας όλες τις γνώσεις που είχε αποκτήσει κάποτε στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων και στις εταιρείες που είχε εργαστεί για να στηρίξει το επιχείρημά της. Ο Μάικλ παραδεχόταν ότι σ’ αυτό το θέμα –όπως και σε τόσα άλλα– η Λίντα είχε δίκιο. Η Νούμερο 4 θα πρωταγωνιστούσε στο πιο ενδιαφέρον δράμα που είχαν δημιουργήσει ποτέ. Πίσω του η Λίντα ανασάλεψε. Χαμογελούσε στον ύπνο της. Της χαμογέλασε κι εκείνος, λαχταρώντας να χαϊδέψει το πόδι της, αλλά συγκράτησε το χέρι που άπλωσε. Η Λίντα χρειαζόταν ξεκούραση, και δεν έπρεπε να την ενοχλήσει. Στράφηκε πάλι στον υπολογιστή. Είχε έρθει ένα μήνυμα από κάποιον με το όνομα χρήστη Magicman88 που έλεγε: Η Νούμερο 4 πρέπει να κάνει γυμναστική για να μπορέσουμε να
δούμε καλύτερα τη σιλουέτα της. Ο Μάικλ απάντησε: Ναι. Κάθε πράγμα στον καιρό του. Του άρεσε να δίνει στους συνδρομητές την εντύπωση ότι συνέβαλλαν στον έλεγχο της κατάστασης, και σημείωσε στο σενάριο να βάλει τη Νούμερο 4 να κάνει μερικά πους-απ και κοιλιακούς, ίσως και λίγο επιτόπιο τροχάδην. Έγειρε πίσω στο κάθισμά του και διερωτήθηκε: Αν τη βάλω να κάνει γυμναστική, τι θα σκεφτεί; Μήπως το αρνί που το ταΐζουν περισσότερο καταλαβαίνει ότι το παχαίνουν για να το σφάξουν μετά; «Όχι, δε θα σκεφτεί έτσι», ψιθύρισε. «Θα πιστέψει ότι γίνεται στο πλαίσιο κάποιου άλλου πράγματος. Δε θα μπορέσει να φανταστεί τη θεατρικότητα της όλης κίνησης». Η Λίντα γύρισε ανάσκελα στο κρεβάτι. Του Μάικλ του άρεσε η ιδέα ότι έδειχνε ευαισθησία ακόμη και στους ψιθύρους του. Γυρίζοντας πάλι στην οθόνη του βίντεο, είδε τη Νούμερο 4 να σηκώνει το χέρι στο πρόσωπό της και να αγγίζει τη μάσκα που έκρυβε τα μάτια της. Οι κινήσεις της φαίνονταν ακούσιες, και ο Μάικλ κατάλαβε πως ήταν ακόμη κοιμισμένη. Πίστευε πως ήταν κι αυτό μέρος της μεγαλοφυΐας του. Είχε την ικανότητα να φαντάζεται τις ψυχολογικές επιπτώσεις κάθε πράξης που διαδραματιζόταν στην οθόνη του βίντεο. Σκεφτόταν όχι μόνο την επίδραση που θα είχε στη Νούμερο 4 αλλά και το πώς θα φαινόταν σ’ αυτούς που παρακολουθούσαν. Ήθελε να τους κάνει να ταυτιστούν με τη Νούμερο 4, αλλά, ταυτόχρονα, και να θέλουν να τη χειραγωγήσουν. Ο έλεγχος ήταν το παν. Έριξε πάλι μια ματιά στην οθόνη και μετά άφησε το
βλέμμα του να πλανηθεί πάνω στη Λίντα. Όταν πρωτοσκέφτηκαν τις ιδέες που είχαν οδηγήσει στη Σειρά 1, εκείνος είχε αφήσει τον εαυτό του να βυθιστεί στον κόσμο της αιχμαλωσίας. Δεν είχε αφήσει αδιάβαστο κανένα κείμενο απ’ όσα είχαν γραφτεί για το Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Είχε καταβροχθίσει τα απομνημονεύματα αιχμαλώτων πολέμου και είχε βρει αποδιαβαθμισμένα στρατιωτικά έγγραφα των ΗΠΑ που αποτιμούσαν τη ζωή στο «Χίλτον του Ανόι», όπως ήταν γνωστή η φυλακή Χόα Λο στο Ανόι. Είχε καταφέρει να αποκτήσει ακόμη και μερικά από τα εγχειρίδια ανάκρισης και αξιολόγησης κινδύνου της μονάδας ψυχολογικών επιχειρήσεων της CIA, τα οποία προορίζονταν για στόχους υψηλής αξίας. Είχε διαβάσει αφηγήσεις δεσμοφυλάκων και βιογραφίες των αντρών που κρατούσαν στη φυλακή. Ήξερε την αλήθεια για το Βαρυποινίτη του Αλκατράζ και θα μπορούσε να είχε πληροφορήσει οποιονδήποτε καθηγητή της ιστορίας του κινηματογράφου σε ποια ακριβώς σημεία η περίφημη ερμηνεία του Μπαρτ Λάνκαστερ είχε αποκλίνει από την πραγματικότητα. Ο Μάικλ πίστευε ότι γνώριζε για τον εγκλεισμό όσα οποιοσδήποτε ειδικός στο θέμα. Αυτή η σιγουριά που είχε για τις γνώσεις του τον έκανε πάντα να χαμογελάει. Η διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνον και σε κάποιον επαγγελματία ήταν ότι ο άλλος αναζητούσε πληροφορίες, ή ήθελε να προκαλέσει πόνο, ή απλώς χρειαζόταν να βρει έναν τρόπο για να μετρήσει το πέρασμα του χρόνου. Η Λίντα και ο Μάικλ δημιουργούσαν τέχνη. Ήταν μοναδικοί. Η Λίντα σάλεψε πάλι, κι εκείνος σηκώθηκε αθόρυβα και πήγε στο μπάνιο. Είπε στον εαυτό του ότι ένα ντους θα τον
αναζωογονούσε. Έπρεπε να βρίσκεται σε εγρήγορση για την επόμενη δραματική στιγμή με τη Νούμερο 4. Πάνω από το νιπτήρα υπήρχε ένας μικρός καθρέφτης και ο Μάικλ κοίταξε για μια στιγμή το είδωλό του. Έσφιξε τους λεπτούς μυς του και σκέφτηκε ότι ήταν αδύνατος σαν ασκητής. Έμοιαζε με καλόγερο, ή ενδεχομένως με μανιώδη δρομέα μεγάλων αποστάσεων. Παραμέρισε τα μαλλιά που έπεφταν στο πρόσωπό του και ψηλάφησε την απεριποίητη γενειάδα του. Είχε μακριά δάχτυλα που κάποτε είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσαν να χορεύουν πάνω στα πλήκτρα ενός πιάνου. Τώρα έπαιζε ένα άλλο είδος μουσικής με τα πλήκτρα ενός υπολογιστή. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Του φάνηκε πως ήταν κάπως χλομός. Έπρεπε να βγαίνει έξω λίγο πιο συχνά, το ίδιο και η Λίντα, να μην είναι τόσο ερημίτες. Ίσως μετά το τέλος της Σειράς 4 θα έπρεπε να πάνε νότια για λίγη ανάπαυση και χαλάρωση. Ίσως σε κάποιο ζεστό, υγρό και τροπικό μέρος, σαν την Κόστα Ρίκα, ή εξωτικό σαν την Ταϊτή. Θα είχαν λεφτά και με το παραπάνω για να απολαύσουν οποιαδήποτε πολυτέλεια τραβούσε η ψυχή τους. Η Σειρά 4 ήταν μακράν η πιο πετυχημένη εκδοχή τους μέχρι στιγμής. Εξακολουθούσαν να εμφανίζονται καινούριοι συνδρομητές που καταχώριζαν τα στοιχεία των πιστωτικών τους καρτών κάνοντας ηλεκτρονική μεταφορά χρημάτων. Ο Μάικλ υπενθύμισε στον εαυτό του ότι έπρεπε να κάνει μια ενημέρωση, ώστε οι πιο φρέσκοι θεατές να ξέρουν τι είχε γίνει από την αρχή. Αποφάσισε να ξυριστεί και άνοιξε τη βρύση του ζεστού νερού, με αποτέλεσμα να θολώσει σχεδόν αμέσως ο καθρέφτης. Άπλωσε κρέμα στο πρόσωπό του, πήρε πόζα με το ξυράφι στο χέρι, και μιμήθηκε άλλη μια φημισμένη ταινία: «Καιρός ν’ αρχίσει η παράσταση!» ψιθύρισε με σιγουριά.
Όπως και προηγουμένως, η Τζένιφερ δεν ήταν σίγουρη αν ονειρευόταν ακόμη ή αν είχε ξυπνήσει. Πίσω από το μαύρο παραπέτασμα που κάλυπτε τα μάτια της, αισθανόταν ότι τα πράγματα είχαν αρχίσει να επιδεινώνονται βαθμιαία, λες και τίποτε στον κόσμο δεν ήταν στέρεα δεμένο, σαν να είχε μειωθεί η βαρύτητα με αποτέλεσμα τα πάντα να είναι χαλαρά και ασύνδετα. Δεν ήξερε αν ήταν νύχτα ή μέρα, πρωί ή βράδυ. Δε θυμόταν πόσες μέρες ήταν αιχμάλωτη. Ο χρόνος, ο χώρος, η ταυτότητά της –όλα ξέφτιζαν με κάθε λεπτό που περνούσε. Ο ύπνος δεν έφερνε την ανάπαυση. Το φαγητό δεν περιόριζε την πείνα της. Το νερό δεν έσβηνε τη δίψα της. Παρέμενε θαμμένη πίσω από τη μάσκα που της κάλυπτε τα μάτια, και αλυσοδεμένη. Για νιοστή φορά τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω από τον Καφετούλη. Ήταν το μόνο πράγμα που της θύμιζε κάτι από την πραγματικότητα της ζωής της μέχρι τη στιγμή που την άρπαξαν απροειδοποίητα. Η τριμμένη συνθετική γούνα τής έφερε ένα μυρμήγκιασμα στα ακροδάχτυλα. Αναρωτήθηκε για ποιο λόγο τής είχαν αφήσει το αρκουδάκι. Καταλάβαινε ότι εκείνο το παιχνίδι δεν μπορούσε να της προσφέρει κάποια βοήθεια. Πρέπει να εξυπηρετούσε εκείνους, και για μια στιγμή διερωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να πετάξει το γνώριμο αντικείμενο στο κενό, εκεί όπου δε θα μπορούσε ποτέ να το βρει. Θα ήταν μια κίνηση περιφρόνησης. Μια πράξη που θα έδειχνε στον άντρα και στη γυναίκα ότι δε σκόπευε να ζαρώσει και να τους αφήσει να της κάνουν ό,τι ήθελαν. Σφιχτόκλεισε το χέρι της γύρω απ’ το αρκουδάκι κι
αισθάνθηκε τους μυς της να τεντώνονται, σαν να ετοιμαζόταν να ρίξει την μπάλα του μπέιζμπολ στη βάση. Της κόπηκε η ανάσα. Όχι! φώναξε ξαφνικά από μέσα της. Ή μπορεί και να το είπε δυνατά. Δεν ήταν σίγουρη. Αφουγκράστηκε για να πιάσει κάποια ηχώ, αλλά δεν άκουσε τίποτε. Έσφιξε το αρκουδάκι στο στήθος της και το έτριψε με τη μύτη της, διατρέχοντας με τα δάχτυλά της τη ράχη του. «Με συγχωρείς», ψιθύρισε. «Δεν το εννοούσα. Δεν ξέρω γιατί με άφησαν να σε βρω, αλλά το έκαναν, κι έτσι είμαστε μαζί σ’ αυτή την ιστορία. Όπως πάντα». Τέντωσε το λαιμό της στο πλάι, σαν να περίμενε ν’ ακούσει την πόρτα ή τον ήχο του κλάματος του μωρού, αλλά δεν άκουσε τίποτε πέρα από το χτύπο της καρδιάς της, και φαντάστηκε πως τον μοιραζόταν με το παιχνίδι. Αισθάνθηκε κάπως καλύτερα ακούγοντας την ίδια της τη φωνή, έστω κι αν έσβησε γρήγορα. Της θύμισε ότι μπορούσε ακόμη να μιλήσει, πράγμα που σήμαινε ότι εξακολουθούσε να είναι αυτή που ήταν, σε κάποιον μικρό βαθμό, αλλά πάντως σημαντικό. Κόντεψε να βάλει τα γέλια. Πολλά βράδια, ξαπλωμένη στο κρεβάτι του σπιτιού της αγκαλιά με τον Καφετούλη, με τα φώτα σβηστά, άφηνε να ξεχυθούν πάνω στο πάνινο ζωάκι όλος ο πόνος και τα δάκρυά της, λες και μόνο αυτό μέσα σε ολόκληρο τον κόσμο καταλάβαινε τι περνούσε στη ζωή της. Είχε κάνει μαζί του πολλές συζητήσεις τόσα χρόνια, για πολλά προβλήματα. Ο Καφετούλης στεκόταν πάντα πλάι της, από την πρώτη στιγμή που η Τζένιφερ έσκισε το φανταχτερό περιτύλιγμα που είχε φτιάξει κάπως άγαρμπα ο
πατέρας της χαρίζοντάς της εκείνο το παιχνίδι για τα γενέθλιά της. Τον καιρό εκείνο ήταν πολύ άρρωστος, και το αρκουδάκι ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε μπορέσει να της δώσει πριν μπει στο νοσοκομείο. Έτσι είχαν τα πράγματα· ο πατέρας της της έκανε δώρο ένα παιχνίδι και μετά πέθανε, και η Τζένιφερ μισούσε τη μητέρα της επειδή δεν είχε καταφέρει να κάνει το παραμικρό για να εμποδίσει τον καρκίνο να τον δολοφονήσει. Πήρε μια ανάσα και χάιδεψε το αρκουδάκι. Μπορεί να είναι φονιάδες, αλλά καρκίνος δεν είναι, σκέφτηκε με τραχύτητα, λες και μπορούσε να διοχετεύσει κατευθείαν στο πάνινο ζωάκι τα λόγια που περνούσαν απ’ το μυαλό της. Είπε στον εαυτό της πως αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που φοβόταν πραγματικά. Ο καρκίνος. Αναστέναξε πάλι βαθιά και άλλαξε θέση στο κρεβάτι. «Πρέπει να καταφέρουμε να δούμε», ψιθύρισε στ’ αυτί του παιχνιδιού. «Πρέπει να καταφέρουμε να δούμε πού βρισκόμαστε. Αν δεν μπορούμε να δούμε, τότε κάλλιστα θα μπορούσαμε να είμαστε νεκροί». Δίστασε. Εκείνα τα λόγια τής προκάλεσαν νευρικότητα, μάλλον επειδή ήταν αληθινά. «Κοίτα γύρω σου προσεκτικά», συνέχισε χαμηλόφωνα. «Απομνημόνευσε τα πάντα. Αργότερα θα μπορέσεις να μου πεις τι βλέπεις». Ήξερε πως αυτό ήταν ανοησία, αλλά γύρισε το κεφάλι του αρκούδου πέρα δώθε, για να μπορέσουν οι γυάλινες χάντρες που είχε για μάτια να εξετάσουν το χώρο όπου ήταν φυλακισμένη. Μολονότι ήξερε πως αυτό ήταν βλακώδες και παιδιάστικο, την έκανε να νιώσει πολύ καλύτερα και κάπως πιο δυνατή. Έτσι, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει, δεν
τσιτώθηκε αμέσως ούτε άρχισε ν’ ανασαίνει λαχανιαστά. Αντίθετα, στράφηκε προς τον ήχο, ελπίζοντας ότι θα ήταν κάτι συνηθισμένο, πως της έφερναν κάτι να φάει ή να πιει, αλλά δεν μπόρεσε να μη νιώσει φόβο στη σκέψη ότι μπορεί να ήταν σημάδι ότι θα της συνέβαινε κάτι καινούριο. Κατάλαβε αμέσως πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που την περίμενε, δεν επρόκειτο να είναι γρήγορο και απότομο. Αυτή η σκέψη προκάλεσε μια σύσπαση φόβου στο χέρι της. Ήταν όμως αρκετά έξυπνη για να ξέρει ότι κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε και κάθε καινούριο στοιχείο που εισχωρούσε στον σκοτεινό κόσμο της θα μπορούσε να τη βοηθήσει όσο και να της κάνει κακό.
21 Ο Έιντριαν ήταν κουλουριασμένος στο κρεβάτι του, με το κεφάλι του στα πόδια της γυμνής γυναίκας του, που ήταν στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης. Εκείνος ανάσαινε βαθιά, ξεχωρίζοντας τις διάφορες μυρωδιές, λες και η καθεμιά έλεγε κάτι μοναδικό για την προσωπικότητα της Κάσι. Η Κάσι σιγομουρμούριζε κάποιο τραγούδι της Τζόνι Μίτσελ που είχε ξεμείνει από τη δεκαετία του εξήντα κι έμοιαζε ν’ ανήκει σε κάποια εποχή ξεχασμένη εδώ και πάρα πολύ καιρό. Χάιδευε αργά τα ανακατεμένα γκρίζα μαλλιά του στο ρυθμό της μουσικής, απομακρύνοντάς τα από το μέτωπό του, και μετά του έκανε απαλό μασάζ στ’ αυτιά. Η αίσθηση εκείνη ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια του ξελογιάσματος. Ο Έιντριαν έμεινε ακίνητος και σκεφτόταν πως εκείνη η σκηνή τού θύμιζε τις αλλοτινές στιγμές μετά τον έρωτα, όταν τον κυρίευε η εξάντληση. Ήθελε να κλείσει τα μάτια του, να βυθιστεί στα απύθμενα βάθη μέσα του, και να πεθάνει, εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Αν υπήρχε τρόπος να κάνει την καρδιά του να σταματήσει να χτυπά, θα το είχε κάνει χωρίς δισταγμό. Η Κάσι έσκυψε προς το μέρος του, λέγοντας ψιθυριστά: «Θυμάσαι πόσες ώρες έμεινες ξαπλωμένος έτσι, Όντι, περιμένοντας να νιώσεις τον Τόμι να κλοτσάει;» Ο Έιντριαν θυμόταν. Την κάθε στιγμή. Ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του. Τα πάντα φάνταζαν εφικτά. Είχε πάρει το διδακτορικό του και το διορισμό στο
πανεπιστήμιο. Η Κάσι είχε ήδη κάνει την πρώτη της έκθεση, σε μια αναγνωρισμένη γκαλερί της Νέας Υόρκης, κοντά στην Πέμπτη Λεωφόρο, και οι κριτικές –του περιοδικού Αρτ Γουόρλντ και των Νιου Γιορκ Τάιμς – ήταν γεμάτες σεβασμό και σχεδόν διθυραμβικές. Η ποίηση είχε ήδη αρχίσει να ριζώνει μέσα του –συχνά τη σκεφτόταν με όρους που συνήθως χρησιμοποιούνταν για να περιγραφεί κάποια εξάρτηση. Ανακάλυπτε τον Γέιτς και τον Λονγκφέλοου, τον Μάρτιν Εσπάντα και τη Μαίρη Τζο Σόλτερ. Σε λίγο θα γεννιόταν ο γιος τους. Κάθε μέρα ο Έιντριαν ξεχείλιζε από έξαψη και ενθουσιασμό, χαιρετίζοντας τις πρώτες ηλιαχτίδες με ανεξάντλητη ενεργητικότητα. Είχε αρχίσει να πηγαίνει για τρέξιμο αμέσως μετά την ανατολή του ήλιου, καλύπτοντας δέκα χιλιόμετρα με γρήγορο ρυθμό, μόνο και μόνο για να μπορέσει να χαλιναγωγήσει τον ενθουσιασμό του μέσω της προσπάθειας. Ακόμη και η ομάδα ανώμαλου δρόμου του κολεγίου, που θεωρούσε το τρέξιμο ως τη θετικότερη μανία στη γη, πίστευε ότι ο καινούριος καθηγητής ψυχολογίας που τους έβαζε κάτω κάθε πρωί δεν ήταν με τα καλά του. «Τότε υπήρχαν πολλά πράγματα για να διοχετεύσουμε την αγάπη μας», είπε η Κάσι με λυρικό τόνο. «Τώρα όμως δεν υπάρχουν πια». Ο Έιντριαν άνοιξε τα μάτια και συνειδητοποίησε πως ήταν μόνος και πως το κεφάλι του ήταν κολλημένο σ’ ένα μαξιλάρι και όχι στα πόδια της γυναίκας του. Άπλωσε το χέρι του, σαν να μπορούσε να την πιάσει και να την κρατήσει όπως την είχε στις αναμνήσεις του. Ένιωσε το χέρι της μέσα στο δικό του, αλλά δεν μπορούσε να τη δει. «Έχεις δουλειά να κάνεις», του είπε απότομα. Η φωνή της
φάνηκε να έρχεται από πίσω του, από πάνω του, από κάτω του κι από μέσα του ταυτόχρονα. Η Κάσι ήταν εκεί. Η Κάσι δεν ήταν εκεί. Ο Έιντριαν ανακάθισε. «Η Τζένιφερ», είπε. «Σωστά. Η Τζένιφερ». «Ούτε το όνομά της δε θυμάμαι καλά καλά». «Όχι, Όντι, το θυμάσαι. Στο μυαλό σου έχεις την εικόνα της. Και βλέπεις ποια ήταν. Θυμάσαι το δωμάτιό της; Τα πράγματά της; Το ροζ κασκέτο; Τα θυμάσαι όλα αυτά. Κι εγώ είμαι εδώ για να σου τα θυμίζω. Βρες την». Τα λόγια αυτά αντήχησαν λες και είχαν ειπωθεί στην άκρη ενός πελώριου φαραγγιού. Ο Έιντριαν κοίταξε έξω και είδε ότι η νύχτα ακόμη κρατούσε αιχμάλωτο τον κόσμο. Θα κάνει κρύο, σκέφτηκε. Δε θα είναι όμως τόσο δριμύ όσο το χειμώνα. Αν έβγαινα έξω, θα αισθανόμουν την άνοιξη. Θα ήταν κρυμμένη στο σκοτάδι, αλλά πάντως θα ήταν εκεί. Σηκώθηκε σκοπεύοντας ν’ ανοίξει την εξώπορτα και να βγει έξω, αλλά δεν το έκανε. Κοίταξε στον καθρέφτη που ήταν στο παλιό κομό της Κάσι στην κρεβατοκάμαρα και σκέφτηκε πως φαινόταν αδυνατισμένος, πως έλιωνε από την αρρώστια. Προσπαθούσε να θυμίζει στον εαυτό του να τρώει κανονικά. Αναρωτήθηκε αν είχε κοιμηθεί ώρες ολόκληρες ή μόνο μερικά λεπτά. Πάρε μερικά από τα φάρμακα, είπε στον εαυτό του. Πρέπει να σταματήσεις να έχεις παραισθήσεις κάθε τόσο. Ήξερε ότι οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο ήταν ελάχιστες, όσα χάπια κι αν έπαιρνε. Εξάλλου του άρεσαν οι επισκέψεις των αγαπημένων του. Ήταν ένα μέρος της ζωής του το οποίο απολάμβανε πολύ περισσότερο από την προοπτική του αργού θανάτου. Αισθανόταν σαν πεισματάρης
γέρος, πράγμα που, από μια πλευρά, δεν ήταν και τόσο κακό. Έστω κι έτσι, όμως, πήγε στο δικό του κομό, βρήκε μερικά από τα χάπια που υποτίθεται ότι θα τον βοηθούσαν να καταπολεμήσει την άνοια, αγνόησε τη σκέψη ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που τα είχε πάρει, και κατάπιε μια χούφτα. Κατόπιν βγήκε αποφασιστικά από την κρεβατοκάμαρα, πήγε στο γραφείο του και, παραμερίζοντας εφημερίδες και βιβλία, κάθισε μπροστά στον υπολογιστή του. Το μόνο πράγμα που έβαλε πλάι του ήταν ένας χάρτης που κάλυπτε μια περιοχή έξι Πολιτειών. Μασαχουσέτη. Κονέτικατ. Βερμόντ. Ρόουντ Άιλαντ. Νιου Χάμσαϊρ. Μέιν. Κατόπιν στράφηκε στον υπολογιστή και εξέτασε τα λήμματα που υπήρχαν στο Αρχείο Δραστών Σεξουαλικών Εγκλημάτων για κάθε Πολιτεία. Δεν είχε ιδέα ότι η ντετέκτιβ Κόλινς είχε κάνει ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Πάτησε μερικά πλήκτρα στον υπολογιστή του και μετά κλίκαρε ένα όνομα. Στην οθόνη εμφανίστηκε μια φωτογραφία Σήμανσης. Έδειχνε έναν άντρα με γουρουνίσια μάτια, μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν και μια ύποπτη κιτρινιάρικη φάτσα. Ήταν αυτό ακριβώς που θα περίμενε. Η φωτογραφία συνοδευόταν από έναν κατάλογο συλλήψεων, καταδικών και προσαγωγών στο δικαστήριο. Υπήρχε επίσης μια διεύθυνση και μια απλή περιγραφή των ιδιαίτερων αδυναμιών εκείνου του ανθρώπου. Το λήμμα περιείχε μια κλίμακα «επικινδυνότητας» και περιγραφές του τρόπου που ενεργούσε. Τα πάντα ήταν συνοπτικά και σαφή, γραμμένα με αστυνομικό ύφος, χωρίς φιοριτούρες και με ελάχιστη αναφορά στις πραγματικές διαστάσεις των πράξεων εκείνου
του ανθρώπου. Είχε επιδείξει τα γεννητικά του όργανα έξω από ένα εμπορικό κέντρο –ο Έιντριαν σημείωσε ιδιαίτερα εκείνη τη σύλληψη. Η περιγραφή του περιστατικού δεν περιείχε κανένα στοιχείο που να δείχνει την επίδραση που είχε εκείνη η πράξη είτε στον εγκληματία είτε στους ανθρώπους που την είχαν υποστεί. Ο Έιντριαν έγειρε πίσω στο κάθισμά του, αναστενάζοντας βαθιά. Ίσως οι καταχωρίσεις εκείνες θα είχαν κάποια σημασία για έναν επαγγελματία. Εκείνος όμως είχε περάσει όλη του τη ζωή ερμηνεύοντας τη συμπεριφορά. Όταν έβλεπε κάτι –είτε επρόκειτο για ένα ποντίκι στο εργαστήριο είτε για έναν άνθρωπο–, η δουλειά του ήταν να εξάγει συμπεράσματα από τις πράξεις ως προς το νόημά τους. Οποιοσδήποτε μπορούσε να προσδιορίσει μια πράξη· η καταγραφή και κατηγοριοποίησή της δεν περιείχε κανένα στοιχείο τέχνης ή κατανόησης. Η δική του δουλειά ανέκαθεν ήταν ν’ ανακαλύπτει το νόημα των πράξεων, τι επίδραση είχαν τόσο στα υποκείμενα όσο και στους αποδέκτες τους και τι υποδήλωναν ως προς το μέλλον. Κλίκαρε μια άλλη φωτογραφία. Έδειχνε έναν άλλο άντρα, σωματώδη, με γένια και πυκνά κατσαρά μαλλιά και γεμάτο τατουάζ. Το λήμμα παρουσίαζε κοντινά πλάνα πολλών από εκείνα τα τατουάζ –δράκοι με φλογισμένες ανάσες, Βαλκυρίες που κράδαιναν σπαθιά, και σύμβολα μοτοσικλετών– πριν παραθέσει τις εγκληματολογικές πληροφορίες. Όπως έκανε και στην περίπτωση του άντρα με το χλομό πρόσωπο προηγουμένως, ο Έιντριαν παρατήρησε τη φωτογραφία και σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτε από εκείνη την επίπεδη εικόνα του εγκληματία.
Άρχισε να συλλογίζεται ότι δεν υπήρχε περίπτωση τα πράγματα που εμφανίζονταν στην οθόνη ενός υπολογιστή να του πουν οτιδήποτε για το είδος των ανθρώπων που είχαν απαγάγει την Τζένιφερ. «Αν είναι έτσι», είπε η Κάσι, γέρνοντας πάνω από τον ώμο του και διαβάζοντας τις πληροφορίες στην οθόνη, «φαίνεται πως μόνο ένα πράγμα μπορείς να κάνεις». Ο Έιντριαν ένιωθε την καυτή της ανάσα στο μάγουλό του. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Αλλά...» «Δεν έλεγες πάντα ότι η ανάγνωση των αποτελεσμάτων των πειραμάτων που έκαναν άλλοι σου προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα; Στην ουσία είχες εμπιστοσύνη μόνο στα πειράματα που έκανες ο ίδιος. Όταν μελετούσες το φόβο και τις συναισθηματικές επιπτώσεις του, δεν έλεγες πάντα ότι έπρεπε να κάνεις μόνος σου τις διαπιστώσεις;» Η Κάσι έκανε ερωτήσεις ξέροντας τις απαντήσεις. Η τακτική αυτή ήταν γνώριμη στον Έιντριαν. Η γυναίκα του χρόνια ολόκληρα τη χρησιμοποιούσε με επιτυχία. Ο Έιντριαν δίστασε. Επίμονες ερωτήσεις φαίνονταν να τριβελίζουν τη φαντασία του. Πριν προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό του, ρώτησε κάτι που γυρόφερνε μέσα του επί χρόνια. «Δεν ήταν ατύχημα, έτσι δεν είναι;» είπε στην Κάσι αντί να απαντήσει στις ερωτήσεις της. «Αυτό που έγινε με το αυτοκίνητό σου, μετά το θάνατο του Τόμι. Δεν ήταν ατύχημα, σωστά; Ήθελες απλώς να φανεί πως ήταν. Πως έχασες τον έλεγχο κι έπεσες πάνω σ’ εκείνο το δέντρο μια βροχερή νύχτα. Μόνο που στην πραγματικότητα δεν έχασες τον έλεγχο, έτσι δεν είναι; Θέλησες να αυτοκτονήσεις, αλλά με τρόπο που κανένας αστυνομικός και κανένας ασφαλιστής δε
θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει αυτοκτονία. Μόνο που δεν έπιασε, σωστά; Δεν περίμενες ότι θα ξυπνούσες σακατεμένη στο νοσοκομείο, έτσι δεν είναι;» Ο Έιντριαν κράτησε την ανάσα του. Είχε πετάξει τις ερωτήσεις του σαν ένα σχολιαρόπαιδο με υπερβολικό ενθουσιασμό, και τώρα αισθανόταν αμηχανία, ταυτόχρονα όμως ήθελε ν’ ακούσει τις απαντήσεις της Κάσι. «Όχι βέβαια», απάντησε εκείνη ρουθουνίζοντας. «Κι αφού ανέκαθεν ήξερες την αλήθεια, για ποιο λόγο είναι τόσο σημαντικό να τη διατυπώσεις φωναχτά;» Ο Έιντριαν δεν ήξερε τι να απαντήσει σ’ αυτό. «Δεν το συζητήσαμε ποτέ», είπε. «Εγώ πάντα ήθελα να το κάνουμε, αλλά δεν ήξερα πώς να σου το θέσω όσο ήσουν ζωντανή». «Ίσα που ζούσα». «Ναι. Είχες σακατευτεί». «Με σακάτεψε περισσότερο ο θάνατος του Τόμι παρά εκείνη η αναθεματισμένη βελανιδιά, και ας έπεσα πάνω της με εκατό χιλιόμετρα την ώρα. Έτσι εξελίσσονται τελικά τα πράγματα, Όντι. Το ξέρεις αυτό». «Με άφησες ολομόναχο». «Όχι. Ποτέ. Απλώς πέθανα, αυτό είναι όλο, επειδή έπρεπε να γίνει. Είχε έρθει η ώρα μου. Ουσιαστικά δεν μπόρεσα να αντιμετωπίσω το θάνατο του Τόμι. Ούτε εσύ περίμενες ποτέ ότι θα τα κατάφερνα. Αλλά κάνεις λάθος». «Κάνω λάθος;» «Ποτέ δεν ήσουν μόνος». «Έτσι αισθάνομαι τώρα που πεθαίνω κι εγώ». «Αλήθεια;» Η Κάσι του έτριψε τους ώμους, μαλάζοντας τη σάρκα και τους μυς. Φαινόταν μεγαλύτερη, σπασμένη, όπως όταν
πήραν την είδηση για το μοναχοπαίδι τους. Είχε περάσει μέρες ολόκληρες κοιτάζοντας τη φωτογραφία του, ενώ στη συνέχεια έψαχνε με εμμονή στον υπολογιστή για να βρίσκει ειδήσεις για άλλους ανταποκριτές, εικονολήπτες και δημοσιογράφους στο Ιράκ. Ο Έιντριαν είχε πιστέψει τότε ότι η Κάσι ήθελε να πεθάνουν όλοι για να φαίνεται ότι ο θάνατος του δικού της παιδιού δεν ήταν τόσο μοναδικός, οπότε ίσως θα γινόταν κατά κάποιον τρόπο λιγότερο φοβερός. Και ο ίδιος φερόταν τώρα με τον ίδιο τρόπο, μόνο που προσπαθούσε να βρει κάτι το οποίο θα του έλεγε πού να αναζητήσει την Τζένιφερ. Έσκυψε πάνω από τον υπολογιστή κι έκανε μια καινούρια καταχώριση. «Για κοίτα», είπε σιγανά, με φωνή γεμάτη έκπληξη. Είχε καταχωρίσει τη δική του πόλη στη βάση δεδομένων και η απάντηση ήταν ένας κατάλογος δεκαεφτά καταδικασμένων δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων που ζούσαν σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το κολέγιο και όλα τα δημοτικά σχολεία. «Όταν έβαζα ένα ποντίκι σ’ ένα λαβύρινθο και του έκανα ένεση...» άρχισε να λέει. Η Κάσι ήταν κοντά του, την ένιωθε κι έβλεπε το είδωλό της στην οθόνη του υπολογιστή, αλλά φοβόταν να γυρίσει, επειδή πίστευε ότι έτσι θα έδιωχνε το φάντασμά της, ενώ του άρεσε που την είχε κοντά του. Κοντοστάθηκε και μετά γέλασε. «Πάντα ήθελα να ρωτήσω το ποντίκι...» «Τι ένιωσες; Τι σκεφτόσουν; Γιατί έκανες αυτό που έκανες;» Η Κάσι ολοκλήρωσε την πρόταση για λογαριασμό του με ένα κυματιστό γέλιο, που εκείνος αναγνώρισε από καλύτερες εποχές. Η Κάσι τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη, σαν να ήθελε να
του δείξει ότι είχε τελειώσει το τρίψιμο. «Πήγαινε λοιπόν να ρωτήσεις ένα σιχαμερό δίποδο τρωκτικό», την άκουσε να του λέει κοφτά.
22 Ο Έιντριαν χρειάστηκε να περιμένει μόνο μισή ώρα μέχρι να βγει απ’ το σπίτι του ο άνθρωπος που είχε επιλέξει από τη λίστα των δεκαεφτά καταχωρισμένων δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων και να πάει γρήγορα στο αυτοκίνητό του. Ήταν νωρίς, και ο άνθρωπος εκείνος φορούσε μια φτηνή κόκκινη γραβάτα και μια πλεχτή μπλε ζακέτα. Κρατούσε έναν παλιό μαύρο δερμάτινο χαρτοφύλακα και δε φάνηκε στον Έιντριαν πολύ διαφορετικός από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο που ξεκινούσε κάθε πρωί για να πάει σε μια βαρετή αλλά κανονική δουλειά που συνεπαγόταν έναν μικρό αλλά απαραίτητο μισθό. Δεν υπήρχε τίποτε το ιδιαίτερα ασυνήθιστο στην εμφάνιση εκείνου του ανθρώπου, ούτε στο δρόμο που έμενε. Ήταν περίπου μεσόκοπος, όχι πολύ ψηλός, λεπτός, με ξανθά μαλλιά, και φορούσε γυαλιά με μαύρο σκελετό. Στο ένα του μπράτσο είχε κρεμασμένο ένα απλό γκρίζο μπουφάν, σαν να μην πίστευε ότι κάποια στιγμή θα ζέσταινε η μέρα. Είχε την άχαρη εμφάνιση ενός γραφιά. Από το σημείο όπου είχε παρκάρει στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ο Έιντριαν τον παρακολουθούσε καθώς ο άλλος έμπαινε σ’ ένα μικρό μπεζ γιαπωνέζικο αυτοκίνητο. Η μονώροφη μονοκατοικία όπου έμενε ο άνθρωπος μαζί με τη μητέρα του –σύμφωνα με την εκτύπωση που είχε μαζί του ο Έιντριαν– ήταν πολύ περιποιημένη και φρεσκοβαμμένη. Η εξώπορτα ήταν πλαισιωμένη από κόκκινες γλάστρες με μπλε
και κίτρινα εποχιακά λουλούδια. Σε γενικές γραμμές, ο άνθρωπος εκείνος είχε την εμφάνιση ενός συνηθισμένου ατόμου που ζούσε σ’ ένα συνηθισμένο σπίτι σε μια γειτονιά που δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο. Η γύρω περιοχή ήταν πιο κοντά στον κόσμο της αγροτιάς, με τις φάρμες και τα οργωμένα χωράφια που ετοίμαζαν για το φύτεμα του καλαμποκιού, παρά στην πιο έντονη ενεργητικότητα της κολεγιακής πόλης. Ο άνθρωπος εκείνος ζούσε κάπως αποξενωμένος από τις κυρίαρχες τάσεις, έστω κι αν οι τάσεις εκείνες, όπως τις ήξερε ο Έιντριαν – κατάμεστες καφετέριες, πιτσαρίες μόνο για ορθίους, βιβλιοπωλεία που πουλούσαν μόνο βιβλία με μαλακό εξώφυλλο και καταστήματα με χειροποίητα σουβενίρ–, ήταν αρκετά ήρεμες. Όχι σαν τη Νέα Υόρκη ή τη Βοστόνη ή ακόμη και το Χάρτφορντ. Δεν υπήρχε καθημερινή ώρα αιχμής ούτε ξέφρενη αφοσίωση στη δουλειά. Ο ακαδημαϊκός κόσμος που κυριαρχούσε στην πόλη του Έιντριαν ήταν φιλόδοξος, αλλά όριζε την έννοια της φιλοδοξίας με τους όρους μονιμότητας ενός ανώτερου εκπαιδευτικού. Ο άνθρωπος που παρατηρούσε ο Έιντριαν δε φαινόταν να ανήκει σε οποιονδήποτε κόσμο που γνώριζε ο καθηγητής. Φαινόταν αποκομμένος. Ο Έιντριαν υπενθύμισε στον εαυτό του: Μόνο και μόνο επειδή φαίνεται ανιαρός και συνηθισμένος, δε σημαίνει ότι έτσι είναι. Δίστασε, μη ξέροντας τι έπρεπε να κάνει στη συνέχεια. «Όχι, προχώρα, γρήγορα! Ακολούθησε το παλιοτόμαρο», τον προέτρεψε ο Μπράιαν. «Πρέπει να δεις πού δουλεύει. Πρέπει να καταλάβεις ποιος είναι!» Ο Έιντριαν έριξε μια ματιά στο καθρεφτάκι και είδε το
είδωλο του νεκρού αδερφού του. Ήταν ο μεσόκοπος δικηγόρος, σκυμμένος μπροστά, και κουνούσε τα χέρια του σαν να ήθελε να τον σπρώξει να δράσει, παροτρύνοντάς τον να ξεκινήσει. Τα μακριά μαλλιά του φαίνονταν ανακατεμένα, αχτένιστα, σαν να είχε ξαγρυπνήσει στο γραφείο του. Η μεταξένια γραβάτα από τους Μπρουκς Μπράδερς κρεμόταν χαλαρά γύρω απ’ το λαιμό του και η φωνή του έδειχνε έντονη ανυπομονησία. Ο Έιντριαν έβαλε αμέσως ταχύτητα και ξεκίνησε πίσω από τον τύπο. Είδε τον αδερφό του να ξαπλώνει πίσω στο κάθισμα, εξαντλημένος και ανακουφισμένος. «Ωραία. Που να πάρει, Όντι, πρέπει να πάψεις να είσαι τόσο... διστακτικός. Από δω και πέρα, κάθε φορά που θα θέλεις να εξετάσεις κάποιον ή κάτι ή κάποιο στοιχείο ή πληροφορία με τον αργό, σταθερό, επιφυλακτικό τρόπο ενός καθηγητή και ακαδημαϊκού, φρόντισε να λες στον εαυτό σου να στρωθεί στη δουλειά χωρίς περιττές καθυστερήσεις, γαμώτο». Η φωνή του Μπράιαν ακουγόταν σχεδόν διαπεραστική, εξασθενημένη, λες και επιστράτευε από βαθιά μέσα του τη δύναμη να μιλήσει. Στην αρχή ο Έιντριαν διερωτήθηκε αν αδερφός του ήταν άρρωστος και μετά θυμήθηκε ότι ήταν νεκρός. Έβγαλε το παλιό Βόλβο στη λεωφόρο. «Δεν έχω ξανακάνει ποτέ παρακολούθηση», είπε στον Μπράιαν. Ο κινητήρας του Βόλβο έβγαλε έναν κλαψιάρικο, απρόθυμο ήχο καθώς ο Έιντριαν πάτησε γκάζι. «Δεν είναι τίποτε», απάντησε ο Μπράιαν αναστενάζοντας και χαλάρωσε, αφού το γεγονός και μόνο ότι προχωρούσαν μείωσε κάπως την εσωτερική του ένταση. «Αν περιμέναμε στ’
αλήθεια να μείνουμε κρυμμένοι –ξέρεις, να το κάνουμε σαν επαγγελματίες–, θα είχαμε τρία αυτοκίνητα και κάθε τόσο θα αλλάζαμε σειρά... ξέρεις, το ένα αυτοκίνητο θα ανέθετε την παρακολούθηση στο επόμενο. Το ίδιο γίνεται κι όταν παρακολουθείς κάποιον πεζό. Εμείς όμως δε θα κάνουμε τέτοια φανταχτερά πράγματα. Ακολούθα τον απλώς, όπου κι αν πηγαίνει». «Και μετά τι γίνεται;» «Μετά θα δούμε τι θα γίνει». «Κι αν ο τύπος αντιληφθεί ότι τον ακολουθώ;» «Τότε θα δούμε τι θα γίνει. Δεν έχει καμιά διαφορά. Μέχρι να τελειώσει η μέρα θα έχουμε μιλήσει μαζί του». Ο Έιντριαν είδε ότι ο Μπράιαν διάβαζε την εκτύπωση. «Καταλαβαίνω γιατί διάλεξες αυτόν το λεχρίτη», είπε ο Μπράιαν. Γέλασε, αν και ο Έιντριαν δεν είχε δει κανένα αστείο στις σελίδες που είχε τυπώσει από τον κατάλογο του ιστοτόπου. «Πρόκειται για την ηλικιακή ομοιότητα», είπε καθώς έστριβε σε μια γωνία και πατούσε γκάζι για να μη χάσει το άλλο αυτοκίνητο. «Ο τύπος έχει καταδικαστεί ή έχει παραδεχτεί την ενοχή του για τρία διαφορετικά αδικήματα, κάθε φορά σε βάρος νεαρών κοριτσιών μεταξύ δεκατριών και δεκαπέντε». Ο Μπράιαν μίλησε με τη βεβαιότητα ενός δικηγόρου που έχει με το μέρος του τα γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία. «Πολύ γλυκός άνθρωπος, το δίχως άλλο». Η τελευταία αυτή παρατήρηση ειπώθηκε με έντονο σαρκασμό. Ήταν ακριβώς αυτό που είχε πει ο Έιντριαν στον εαυτό του όταν διάβασε τον κατάλογο των δεκαεφτά αντρών. Το κόλπο ήταν να κοιτάξεις τη συγκεκριμένη κατηγορία
ανθρώπων με μάτι επιστημονικό, παρακάμπτοντας τις λεπτομέρειες των πράξεών τους, για να μπορέσεις να εστιαστείς στην υποκείμενη διαταραχή. Οι περισσότεροι ήταν καταδικασμένοι βιαστές. Ορισμένοι είχαν δημιουργήσει οικογενειακά θέματα. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν διαφορετικός. Είχε συλληφθεί για κατοχή παιδικής πορνογραφίας. Μια πρώην σύζυγός του είχε αποσύρει τις κατηγορίες που αφορούσαν μια προγονή. Τον είχαν συλλάβει αρκετές φορές για επιδειξιμανία. Όλοι τους είναι παλιόμουτρα. Εδώ όμως έχουμε ένα διαφορετικό παλιόμουτρο. «Τους έδειξε τα γεννητικά του όργανα», είπε ο Έιντριαν. «Είναι ένας τσουτσουνοπαίχτης. Έτσι τους έλεγαν παλιά οι αστυνομικοί», είπε ο Μπράιαν με σκαιότητα. «Αυτή την έκφραση χρησιμοποιούσαν, στην πόλη τουλάχιστον. Αμφιβάλλω αν τα πράγματα είναι διαφορετικά εδώ στην επαρχία». «Έχεις δίκιο, μάλλον δεν είναι διαφορετικά. Όμως, Μπράιαν, αν κοιτάξεις την τελευταία καταδίκη, θα δεις...» Ο Έιντριαν σταμάτησε. Τα μάτια του πήγαν από το μπεζ αυτοκίνητο μπροστά του στον Μπράιαν, που διάβαζε στο πίσω κάθισμα. «Α, έκανε φυλακή για... Ε, λοιπόν, Όντι, με εντυπωσιάζεις. Φαίνεται πως έχεις αρχίσει να παίρνεις το κολάι». «Παράνομη κατακράτηση». «Ναι», απάντησε ο Μπράιαν. «Καταλαβαίνεις, η κατηγορία αυτή είναι ελαφρύτερη από την απαγωγή... αλλά βρίσκεται στην ίδια σελίδα, έτσι δεν είναι;» «Έτσι νομίζω». Ο Μπράιαν ξεφύσηξε. «Νεαρά κορίτσια στην εφηβεία. Κι
αυτός ήθελε ν’ αρπάξει ένα τέτοιο κορίτσι, σωστά; Αναρωτιέμαι τι σκόπευε να κάνει στη συνέχεια. Αυτό λέει πολλά». Γέλασε πάλι. «Αλλά ένα πράγμα...» «Το ξέρω. Δεν είχε συνεργό. Αυτό είναι που χρειάζεται να καταλάβω». «Μην τον χάσεις, Όντι. Πηγαίνει προς την πόλη». Η κυκλοφορία είχε αρχίσει να πυκνώνει. Αρκετά σεντάν κι ένα ημιφορτηγό έκρυβαν το μπεζ αυτοκίνητο. Ένα σχολικό λεωφορείο είχε κολλήσει στον προφυλακτήρα του Έιντριαν. Εκείνος έκανε μανούβρες, διατηρώντας την απόσταση από τον άντρα που παρακολουθούσε. «Θυμάμαι τον καιρό που είχες εκείνο το φανταχτερό σπορ αυτοκίνητο, Μπράιαν». «Την Τζάγκουαρ. Ναι. Ωραία ήταν». «Η παρακολούθηση θα ήταν πολύ πιο εύκολη αν την είχαμε». «Την πούλησα». «Το θυμάμαι. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί το έκανες. Εκείνο το αυτοκίνητο φαινόταν πως σε έκανε ευτυχισμένο». «Οδηγούσα υπερβολικά γρήγορα. Συνέχεια το σανίδωνα. Ήμουν υπερβολικά ριψοκίνδυνος. Μου ήταν αδύνατο να κάτσω στο τιμόνι και να μην ξεπεράσω όχι μόνο τα όρια της ταχύτητας, Όντι, αλλά και της λογικής. Στα εκατόν εξήντα χιλιόμετρα την ώρα με έπιανε παραφορά, στα εκατόν ενενήντα τρελαινόμουν, και πάνω από διακόσια με κυρίευε πραγματική ψύχωση. Και μου άρεσε να πηγαίνω τόσο γρήγορα. Μου έδινε την αίσθηση της ελευθερίας. Ήταν όμως ξεκάθαρο ότι θα σκοτωνόμουν. Αμέτρητες φορές κόντεψα να χάσω τον έλεγχο. Ήξερα ότι το ρίσκο ήταν μεγάλο· το αυτοκίνητο εκείνο ήταν πολύ επικίνδυνο, γι’ αυτό το
πούλησα. Ήταν το μεγαλύτερο λάθος που έκανα ποτέ. Η Τζάγκουαρ ήταν όμορφη, και θα ήταν ένας καλύτερος τρόπος για να...» Ο Μπράιαν σταμάτησε. Ο Έιντριαν είδε τον αδερφό του να κρύβει το πρόσωπό του με τα χέρια του. «Με συγχωρείς, Όντι. Το ξέχασα. Αυτό έκανε η Κάσι». Η φωνή του Μπράιαν φαινόταν μακρινή, σιγανή. «Η Κάσι κι εγώ δε μοιάζαμε καθόλου. Ξέρω ότι πιστεύεις πως δεν τα πηγαίναμε καλά, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Καλά τα πηγαίναμε. Απλώς βλέπαμε κάτι ο ένας στον άλλο που μας τρόμαζε. Ποιος να το φανταζόταν ότι θα μας έπαιρνε και τους δυο ο κατήφορος με παρόμοιο τρόπο;» Ο Έιντριαν ήθελε να πει κάτι, αλλά δεν κατάφερε να σχηματίσει τις λέξεις. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Το μόνο που άκουγε ήταν ο πόνος στη φωνή του αδερφού του, εξίσου έντονος με τον πόνο που θυμόταν στη φωνή της γυναίκας του. «Θα έπρεπε να το ξέρω. Εγώ ήμουν ο ψυχολόγος. Ήμουν σαν ψυχίατρος. Είχα εκπαιδευτεί...» Ο Μπράιαν γέλασε. «Δε σου έδωσε άφεση αμαρτιών η Κάσι γι’ αυτή την ενοχή; Θα έπρεπε να το είχε κάνει. Ε, πρόσεχε! Ο τύπος στρίβει. Δεν είμαστε με τα καλά μας. Σ’ ένα τέτοιο μέρος δε θα περίμενες να δουλεύει ένα φρικιό σαν αυτόν;» Ο Έιντριαν δεν απάντησε. Είδε το μπεζ αυτοκίνητο να μπαίνει στο πάρκινγκ ενός μεγάλου καταστήματος με οικιακές συσκευές που έπιανε σχεδόν ένα τετράγωνο στα περίχωρα της πόλης. Ο οδηγός πήγε στο πίσω μέρος, περνώντας μπροστά από μια πινακίδα που έγραφε ΠΑΡΚΙΝΓΚ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ.
Ο Έιντριαν μπήκε σε μια θέση στο μπροστινό μέρος. Περίμενε δεκαπέντε λεπτά σιωπηλός. Ο Μπράιαν φαινόταν να έχει αποκοιμηθεί στο πίσω κάθισμα. Τουλάχιστον η οπτασία δε μιλούσε καθόλου. Ο Έιντριαν προσπάθησε να σκεφτεί κάτι να αγοράσει στο κατάστημα για να δώσει την εντύπωση ότι αυτή η βόλτα είχε διαφορετικό σκοπό. Ήξερε όμως ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βεβαιωθεί ότι ο άνθρωπος που παρακολουθούσε είχε πιάσει δουλειά. «Πάμε», είπε στον Μπράιαν. «Πρέπει να σιγουρευτούμε ότι ο τύπος θα είναι εδώ σήμερα». Βγήκε από το αυτοκίνητο και διέσχισε το πελώριο πάρκινγκ, σέρνοντας στα πόδια του στο σκυρόδεμα. Ημιφορτηγά και μίνι βαν έμπαιναν στο χώρο. Είδε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από εργολάβους, υδραυλικούς, μαραγκούς και ταλαίπωρους μικροαστούς να μπαίνουν στο κατάστημα. Ακολούθησε το ανθρώπινο ποτάμι, χωρίς να γυρίσει να δει αν ο Μπράιαν ερχόταν πίσω του, αν και ένιωθε μόνος, έστω και καταμεσής στο πλήθος. Μπαίνοντας στην αχανή έκταση του καταστήματος που θύμιζε σπηλιά αισθάνθηκε για μια στιγμή να τον πιάνει απελπισία. Το μέρος εκείνο ήταν πελώριο, χωρισμένο σε δεκάδες τμήματα –ειδών κηπουρικής, υλικών στέγασης, συσκευών κουζίνας, ηλεκτρικών εργαλείων– με ατέλειωτους διαδρόμους γεμάτους αμέτρητες συσκευές και προϊόντα. Άντρες και γυναίκες με κόκκινα γιλέκα και ταμπελίτσες με τα ονόματά τους τριγυρνούσαν βιαστικά, καθοδηγώντας τους πελάτες και προσφέροντας συμβουλές. Ταμειακές μηχανές κουδούνιζαν ήδη καταγράφοντας πωλήσεις. Ο Έιντριαν άρχισε να περιδιαβαίνει σε διαδρόμους με πλακάκια, υλικά ξυλεπένδυσης, ανοξείδωτους ατσάλινους νεροχύτες και
βρύσες, στόκους και σφυριά και ηλεκτρικά δράπανα. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, όταν είδε τον άνθρωπο που παρακολουθούσε να εργάζεται στο τμήμα των οικιακών ηλεκτρονικών συσκευών. Τον κοίταξε για λίγο, καθώς εκείνος μιλούσε ζωηρά μ’ ένα ζευγάρι γύρω στα τριάντα που φαίνονταν από τους τύπους που τα έφτιαχναν όλα μόνοι τους. Ο άντρας κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά, αλλά η γυναίκα φαινόταν ενθουσιασμένη, σαν να είχε πειστεί ότι οι δυο τους, με τα κατάλληλα εργαλεία και τις κατάλληλες συμβουλές, μπορούσαν να ανακαλωδιώσουν ολόκληρο το σπίτι τους. Ο τύπος είχε το ύφος που έχουν μερικές φορές οι νεαροί σύζυγοι που ξέρουν ότι φορτώνονται με δουλειές που δεν μπορούν να βγάλουν πέρα, αλλά αδυνατούσε να το αποτρέψει. Ο Έιντριαν, έχοντας βρεθεί πολλές φορές στην ίδια θέση με την Κάσι, θα είχε βάλει τα γέλια αντικρίζοντας εκείνη την εικόνα, μόνο που ήξερε ότι, αν οι δυο νέοι είχαν επίγνωση με ποιον μιλούσαν, θα είχαν μαζευτεί από τη φρίκη. Έμεινε να κοιτάζει λίγο ακόμη, και μετά, καταλαβαίνοντας ότι θα μπορούσε να γυρίσει σε οχτώ ώρες, όταν θα τελείωνε η βάρδια εκείνου του ανθρώπου, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Αισθανόταν σαν να είχε πετύχει κάτι, αλλά δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς. Ίσως ήταν απλώς η αίσθηση ότι βρισκόταν κοντύτερα σε κάποιον που μπορούσε να του πει τι ακριβώς έπρεπε να ψάξει. Το να αποσπάσει όμως αυτές τις πληροφορίες με το ζόρι από εκείνο τον τύπο θα ήταν μια πρόκληση, και ο Έιντριαν δεν ήξερε αν θα τα έβγαζε πέρα.
Πέρασε την υπόλοιπη μέρα γεμάτος προσμονή, αν και δεν ήταν σίγουρος για ποιον ακριβώς λόγο. Συνέχισε την έρευνα, μπαίνοντας πιο βαθιά σε αυτό που θεωρούσε διαστροφή. Αλλά τίποτε απ’ όσα ανακάλυψε δεν του είπε πού μπορούσε να βρει την Τζένιφερ. Δεν είχε ανάγκη ν’ ακούσει την Κάσι ή τον Μπράιαν να επιμένουν ότι έπρεπε να κάνει πιο γρήγορα, ότι ο χρόνος πήγαινε χαμένος, ότι κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε σήμαινε ότι η Τζένιφερ πλησίαζε στο θάνατο –αν βέβαια ήταν ακόμη ζωντανή. Όλες αυτές οι συμβουλές ήταν βάσιμες. Ή μπορεί και να μην ήταν. Ο Έιντριαν δεν μπορούσε να το ξέρει, κι έτσι υπέθετε απλώς ότι υπήρχε ακόμη πιθανότητα να τη σώσει. Σώσ’ τη, σκέφτηκε. Δεν κατάφερες να σώσεις ποτέ κανέναν πέρα από τον εαυτό σου. Και ξαφνικά φοβήθηκε ότι, αν σταματούσε να αναζητεί την Τζένιφερ, η Κάσι κι ο Μπράιαν, ίσως ακόμη και ο Τόμι, θα εξαφανίζονταν και θα τον άφηναν μόνο, χωρίς να έχει τίποτε πέρα από ανακατεμένες, σκόρπιες αναμνήσεις και την αρρώστια που τις έκανε να συστρέφονται μέσα του σαν λάστιχο που κόντευε να σπάσει. Έτσι, μόνος πλέον, διερωτώμενος πού βρισκόταν ο Μπράιαν, για ποιο λόγο η Κάσι δεν μπορούσε να φύγει από το σπίτι και γιατί ο Τόμι τον είχε επισκεφθεί μόνο μια φορά, κάνοντάς τον έτσι να ελπίζει ότι θα ξαναγύριζε στον κόσμο των παραισθήσεών του, ο Έιντριαν βρέθηκε πάλι έξω από το κατάστημα. Γύρω του η μέρα είχε αρχίσει να ξεθωριάζει κι εκείνος φοβόταν ότι μπορεί να δυσκολευόταν να εντοπίσει τον άνθρωπο που τον ενδιέφερε όταν θα έφευγε από τη δουλειά. Το μπεζ αυτοκίνητο βγήκε από το πίσω μέρος του
μαγαζιού την ώρα περίπου που ο Έιντριαν είχε υπολογίσει ότι τελείωνε η οχτάωρη βάρδια. Το ακολούθησε από όσο πιο κοντά μπορούσε και κοίταζε τον οδηγό μέσα από το παρμπρίζ του μπροστινού αυτοκινήτου, αν και, όσο έσβηνε το φως της μέρας ,η δουλειά αυτή γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Περίμενε πως ο άλλος θα γύριζε στο περιποιημένο σπίτι, κάνοντας ίσως μια στάση σε κάποιο παντοπωλείο, αλλά χωρίς άλλη καθυστέρηση. Έκανε λάθος. Ο τύπος βγήκε από την κεντρική λεωφόρο και μπήκε στην πόλη από έναν πλαϊνό δρόμο. Ο Έιντριαν ξαφνιάστηκε κι άλλαξε λωρίδα με επικίνδυνο τρόπο, κάνοντας κάποιον να του κορνάρει με αγένεια. Το παλιό Βόλβο αγωνιζόταν για να μη μείνει πίσω. Το μπεζ αυτοκίνητο προηγούνταν κατά περίπου τριάντα μέτρα, σ’ έναν παράδρομο πίσω από τη λεωφόρο. Ήταν μια περιοχή με γραφεία και πολυκατοικίες κι ένα δυο ατελιέ ζωγράφων, κοντά σε μια κονγκρεγκασιοναλιστική εκκλησία κι ένα κατάστημα επισκευής ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο Έιντριαν είδε το αυτοκίνητο να μπαίνει σ’ ένα μικρό πάρκινγκ και να χώνεται στη μοναδική θέση που απέμενε ανάμεσα σε έξι άλλα αυτοκίνητα. «Τι κάνει;» αναρωτήθηκε φωναχτά. Περίμενε ότι θα του απαντούσε ο Μπράιαν, αλλά εκείνος δεν εμφανίστηκε. «Γαμώτο, Μπράιαν!» φώναξε ο Έιντριαν. «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου τώρα! Τι πρέπει να κάνω;» Ησυχία από το πίσω κάθισμα. Ο Έιντριαν πάτησε γκάζι βλαστημώντας και κατηφόρισε στο δρόμο. Χρειάστηκε αρκετά λεπτά για να βρει μια θέση με παρκόμετρο ένα τετράγωνο παραπέρα. Η κολεγιακή πόλη είχε
όλων των ειδών τους περιορισμούς στη στάθμευση, οι οποίοι αποσκοπούσαν στο να εμποδίσουν τους φοιτητές να πιάνουν τα πεζοδρόμια με τα αυτοκίνητά τους. Τα καλοκαίρια ήταν άδεια. Το χειμώνα ήταν φίσκα. Ο Έιντριαν βγήκε από το αυτοκίνητο κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γύρισε στο σημείο όπου είχε δει για τελευταία φορά τον άνθρωπο που παρακολουθούσε. Από το δρόμο διέκρινε το μπεζ αυτοκίνητο. Ούτε ίχνος όμως από το δράστη σεξουαλικών εγκλημάτων. Υπήρχε ένα και μοναδικό παλαιότερο κτίριο. Ήταν ένα μεγαλόπρεπο διώροφο σπίτι με ξύλινο σκελετό και εξωτερική επένδυση από λευκές σανίδες που είχε χωριστεί σε γραφεία. Ο Έιντριαν είδε μια κεντρική είσοδο στο σημείο όπου κάποτε ήταν η εξώπορτα του σπιτιού και πλησίασε. Είπε στον εαυτό του να θεωρήσει δεδομένο ότι ο άλλος βρισκόταν κάπου εκεί μέσα, αλλά δεν ήξερε πού ακριβώς. Μπήκε στο κτίριο. Στον τοίχο δίπλα στην πόρτα ήταν μια πινακίδα με τα ονόματα έξι διαφορετικών γραφείων. Ήταν όλα κάτω από την επικεφαλίδα που έλεγε: Υπηρεσίες Συναισθηματικής Υγείας του Βάλεϊ. Τρεις γιατροί και τρεις ψυχολόγοι. Στον προθάλαμο είχε ησυχία. Σε μια γωνιά ακουγόταν ο σιγανός βόμβος μιας συσκευής λευκού θορύβου που έπνιγε τους ήχους. Απέναντι από μερικές καρέκλες υπήρχε ένας καναπές όπου μπορούσε να καθίσει ο κόσμος, μετατρέποντας έτσι όλο τον προθάλαμο σε μια αίθουσα αναμονής. Ο Έιντριαν είδε ότι στο ισόγειο υπήρχαν τρία γραφεία. Μια σκάλα οδηγούσε στο πάνω πάτωμα, όπου υπήρχαν άλλα τρία γραφεία. Δεν υπήρχε γραφείο υποδοχής. Αυτό ήταν
χαρακτηριστικό των χώρων όπου γινόταν ψυχοθεραπεία. Οι άνθρωποι ήξεραν πότε ήταν τα ραντεβού τους, σπάνια έφταναν πάνω από μερικά λεπτά νωρίτερα, και δεν αναγκάζονταν να περιμένουν πολύ. Άρα, σκέφτηκε ο Έιντριαν, ο τύπος θα είναι σε κάποιο από τα έξι γραφεία. Φαντάστηκε ότι δεν υπήρχε τρόπος να προσδιορίσει σε ποιο ακριβώς γραφείο. Παρ’ όλ’ αυτά, γύρισε στον τοίχο όπου ήταν γραμμένα τα ονόματα των θεραπευτών. Η πόλη ήταν μικρή και κάτι του έλεγε πως τους περισσότερους θα τους ήξερε. Αλλά μόνο έναν είχε συναντήσει μια φορά: τον Σκοτ Γουέστ. «Το λοιπόν», είπε αυτάρεσκα ο Μπράιαν, ψιθυρίζοντας στο αυτί του Έιντριαν, λες και ήξερε από την αρχή τι θα έβρισκε ο αδερφός του μέσα σ’ εκείνο το κτίριο, «ο γκόμενος της μητέρας της Τζένιφερ κουράρει ένα σεσημασμένο δράστη σεξουαλικού εγκλήματος. Περίεργη σχέση. Αναρωτιέμαι αν ο Γουέστ μπήκε στον κόπο να το αναφέρει αυτό στην ντετέκτιβ Κόλινς όταν τον ανέκρινε τις προάλλες». Ο Έιντριαν δε γύρισε προς το μέρος του αδερφού του. Τον ένιωθε να τριγυρίζει ακριβώς πίσω του. Ούτε του είπε: Πού ήσουν όταν σε ζήτησα; Απλώς έγνεψε καταφατικά και μετά απάντησε διστακτικά. «Θα μπορούσε να είναι σ’ ένα από τα άλλα γραφεία». «Και βέβαια», είπε ο Μπράιαν. «Θα μπορούσε. Αλλά δε νομίζω. Ούτε εσύ το πιστεύεις αυτό».
23 Όταν η ντετέκτιβ Κόλινς σήκωσε το κεφάλι της, ξαφνιάστηκε βλέποντας τον Έιντριαν Τόμας να στέκεται στην είσοδο του γραφείου. Τον συνόδευε ένας ένστολος, που ανασήκωσε τους ώμους του και την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που έλεγε Δεν είχα άλλη επιλογή, καθώς έδειχνε στο γεροκαθηγητή το γραφείο της. Η Τέρι μόλις είχε κλείσει το τηλέφωνο ύστερα από μια συνομιλία με τη Μαίρη Ρίγκινς, η οποία, σε μόνιμη πια κατάσταση αλλοφροσύνης, της είχε πει με τον δακρύβρεχτο και διστακτικό τρόπο της ότι είχε μόλις δεχτεί ένα τηλεφώνημα από την υπηρεσία ασφαλείας της Visa που την πληροφόρησε ότι η χαμένη πιστωτική κάρτα της είχε επιστραφεί σε μια τράπεζα στο Μέιν. «Και είχε χρησιμοποιηθεί για την αγορά ενός εισιτηρίου για τη Νέα Υόρκη», είχε προσθέσει με απόγνωση. Η Τέρι είχε σημειώσει ευσυνείδητα την πληροφορία και τον αριθμό τηλεφώνου της υπηρεσίας ασφαλείας της πιστωτικής εταιρείας. Δεν ήταν σίγουρη πώς είχε καταφέρει να πάει η πιστωτική κάρτα προς μια κατεύθυνση ενώ το εισιτήριο οδηγούσε προς μια άλλη. Αυτό ήταν παράλογο. Αποτελούσε όμως το ξεκίνημα μιας νέας χρονικής ακολουθίας, και η Τέρι έψαχνε τον αριθμό τηλεφώνου του υποσταθμού της Αστυνομίας της Βοστόνης στο σταθμό των λεωφορείων όταν είδε τον Έιντριαν. Το γραφείο της ήταν γεμάτο έγγραφα και σκόρπιες
πληροφορίες που αφορούσαν την υπόθεση της Τζένιφερ. Τα μάζεψε όλα βιαστικά σε μια στοίβα και τα γύρισε ανάποδα. Φαντάστηκε ότι ο καθηγητής είχε δει την κίνησή της και θα καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο, κι έτσι ετοιμάστηκε να αποφύγει την ερώτησή του χωρίς να φανεί αγενής. Δε σκόπευε να αναφέρει οτιδήποτε σχετικά με τη Visa. Αλλά ο Έιντριαν, χωρίς να τη χαιρετήσει, ρώτησε: «Πήρατε μήπως τον ενημερωμένο κατάλογο ασθενών από τον Σκοτ Γουέστ; Θυμάμαι ότι του τον ζητήσατε». Η Τέρι αιφνιδιάστηκε κάπως. Δεν είχε αντιληφθεί ότι ο καθηγητής παρακολουθούσε τόσο προσεκτικά τη συζήτησή της με τον Σκοτ και τη Μαίρη στο σπίτι τους. Ο Έιντριαν εκμεταλλεύτηκε τον στιγμιαίο δισταγμό της για να κάνει άλλη μία ερώτηση: «Ο Γουέστ είπε πως θα σας έδινε τον κατάλογο και αντιμετώπισε χλευαστικά την ιδέα ότι κάποιος απ’ όσους είχε κουράρει ποτέ είχε οποιαδήποτε σχέση με την εξαφάνιση της Τζένιφερ, έτσι δεν είναι;» Η ντετέκτιβ έγνεψε καταφατικά. Περίμενε ότι ο καθηγητής θα της έκανε κι άλλη ερώτηση, αλλά εκείνος έσκυψε απλώς προς το μέρος της και την κοίταξε σταθερά μ’ ένα βλέμμα που η Τέρι υποψιαζόταν ότι στις δεκαετίες που είχαν περάσει το φύλαγε για ξεροκέφαλους και απροετοίμαστους φοιτητές. Το βλέμμα εκείνο έλεγε, Για δοκίμασε κάποια άλλη απάντηση. Η Τέρι ανασήκωσε τους ώμους της, παραμένοντας επιφυλακτική. «Υποτίθεται ότι πρέπει να μου φέρει τον κατάλογο αύριο. Θα είναι εμπιστευτικός, καθηγητά, οπότε δε θα είμαι σε θέση να μοιραστώ οποιαδήποτε πληροφορία μαζί σας». «Και με τον κατάλογο των γνωστών δραστών
σεξουαλικών εγκλημάτων τι γίνεται; Είχα την εντύπωση ότι ήμουν σαφής πως αυτό θα ήταν το επόμενο βήμα». Ο Έιντριαν έδειχνε ένα δυναμισμό που η Τέρι δεν είχε διακρίνει ως τότε. Ήταν κάτι που την ενόχλησε. Είχε πιστέψει ότι ο καθηγητής ήθελε να ασχοληθεί με τις γκρίζες περιοχές των εικασιών, της θεωρίας και των υποθετικών καταστάσεων. Περίμενε ότι θα είχε να κάνει με το είδος του ακαδημαϊκού που φορούσε τουίντ σακάκι με δερμάτινες ενισχύσεις στους αγκώνες, κάπνιζε πίπα και καθόταν ευχαρίστως σε ένα γραφείο τριγυρισμένος από βιβλία και εμβριθή δοκίμια, εκφέροντας πότε πότε κάποια παρατήρηση ή γνώμη –όπως ακριβώς όταν της έκανε διάλεξη για τη Μάιρα Χίντλι και τον Ίαν Μπρέιντι και τους Φόνους των Βάλτων. Η Τέρι δεν περίμενε ότι θα εμφανιζόταν ποτέ ο καθηγητής στο γραφείο της. Φαινόταν διαφορετικός, σαν χαχόλικο πουκάμισο που είχε μπει στο πλύσιμο. Παρέμενε το ίδιο ρούχο, αλλά με δυσκολία αναγνωριζόταν. «Ερευνώ το περιεχόμενο εκείνων των καταλόγων, καθηγητά. Και έχω διαβάσει πολλά πράγματα για τη βρετανική υπόθεση της δεκαετίας του εξήντα που αναφέρατε. Ωστόσο, η ξεκάθαρη σύνδεση αυτών των πραγμάτων με την εξαφάνιση της Τζένιφερ μπορεί για έναν πανεπιστημιακό καθηγητή να είναι προφανής, για έναν αστυνομικό όμως...» Τα λόγια αυτά ειπώθηκαν με τον τόνο ενός αστυνομικού που θέλει να απαντήσει χωρίς να πει το παραμικρό. Ο Έιντριαν τη διέκοψε απότομα. «Σας λέει κάτι το όνομα Μαρκ Γουλφ;» Η Τέρι δίστασε. Το όνομα ήταν σαν να κουβαλούσε ένα μικρό ηλεκτρικό φορτίο. Κάτι που χτύπησε ένα καμπανάκι στο βάθος του μυαλού της. Εκείνη όμως δεν κατάφερε να το
προσδιορίσει αμέσως. Ο Έιντριαν συνέχισε χωρίς να περιμένει. «Είναι ένας καταδικασμένος δράστης σεξουαλικών εγκλημάτων. Κατά συρροήν επιδειξίας με ιδιαίτερη προτίμηση στις έφηβες κοπέλες. Ζει σε μικρή απόσταση από την πόλη. Σας βοηθάει καθόλου αυτό;» Το καμπανάκι δυνάμωσε. Η Τέρι ήξερε ότι το όνομα εκείνο περιεχόταν σε ένα από τα χαρτιά που είχε κρύψει από το βλέμμα του Έιντριαν πάνω στο γραφείο της. Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, ενώ προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό της μια εικόνα εκείνου του ανθρώπου. Γυαλιά. Χοντρά γυαλιά με μαύρο σκελετό. Η Τέρι θυμήθηκε εκείνα τα γυαλιά από μια φωτογραφία της Σήμανσης. Έγειρε πίσω στο κάθισμά της κι έκανε νόημα στον Έιντριαν να καθίσει σε μια κοντινή καρέκλα. Εκείνος έμεινε όρθιος. Της φαινόταν άκαμπτος και την έκανε να αναρωτηθεί πού είχε πάει εκείνο το αφηρημένο βλέμμα που έλεγε, Εγώ αλλού ταξιδεύω. «Τον είδα σήμερα». «Τον είδατε;» «Ναι. Και...» «Πώς ξέρατε ποιος ήταν;» Ο Έιντριαν έβγαλε ένα μάτσο τσαλακωμένα χαρτιά από την τσέπη του σακακιού του. Τα έδωσε στην Τέρι, που είδε ότι ήταν εκτυπώσεις καταλόγων δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή, τους οποίους ο καθένας μπορούσε να βρει, αν ήξερε πώς να κάνει μια απλή έρευνα στο Διαδίκτυο. «Και για ποιο λόγο διαλέξετε τον Γουλφ;» «Τον θεώρησα την πιο λογική επιλογή. Από την
προοπτική ενός ψυχολόγου». «Και σε τι ακριβώς συνίσταται η συγκεκριμένη προοπτική, καθηγητά;» «Οι επιδειξίες παίζουν σε έναν αλλόκοτο κόσμο φαντασιώσεων. Συχνά ερεθίζονται και αποκομίζουν σεξουαλική ικανοποίηση επιδεικνύοντας τα γεννητικά τους όργανα και σκεπτόμενοι ότι οι γυναίκες –στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι πολύ νεαρές γυναίκες– που τους βλέπουν νιώθουν μια μαγική έλξη και όχι αποστροφή, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, βεβαίως. Με την πράξη τους, οι επιδειξίες ενεργοποιούν τη φαντασία τους». Σε κάθε του λέξη η Τέρι άκουγε τους μετρημένους τόνους που θύμιζαν αίθουσα διδασκαλίας. «Μάλιστα. Όλα ωραία και καλά, αλλά τι σχέση έχει αυτός...» Ο Έιντριαν τη διέκοψε. «Τον είδα να μπαίνει στο γραφείο του Σκοτ Γουέστ όταν έφυγε από τη δουλειά του απόψε». Η Τέρι δεν αντέδρασε αμέσως. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μάθαινε ένας αστυνομικός. Να παραμένει ανέκφραστος. Μέσα της αισθάνθηκε να γίνεται μια έκρηξη. Η δήλωση του Έιντριαν άξιζε την προσοχή της από πολλές απόψεις. Πώς ήξερε ο καθηγητής ότι ο Γουλφ είχε πάει στον Γουέστ μετά τη δουλειά του; Για ποιο λόγο τον ακολουθούσε; Σούφρωσε τα χείλη της κι αποφάσισε να κάνει τη χαζή. «Ναι, και;» «Αυτό δε σας φαίνεται παράξενο, ντετέκτιβ; Ενδεχομένως σχετικό με την υπόθεση;» «Ναι, καθηγητά», παραδέχτηκε η Τέρι με μισή καρδιά. «Απ’ ό,τι θυμάμαι, ο κύριος Γουέστ είχε δηλώσει
κατηγορηματικά ότι κανένας από τους τωρινούς ή τους πρώην ασθενείς του δεν μπορούσε να έχει καμία σχέση με...» «Ναι. Κι εγώ το άκουσα αυτό, καθηγητά Τόμας. Αλλά διατυπώνετε υποθέσεις που εγώ προς το παρόν δε θα...» Η Τέρι συγκρατήθηκε. Δεν ήθελε να πει κάτι που θα ακουγόταν χαζό. Ο Έιντριαν φάνηκε να στενεύει τα μάτια του και να επικεντρώνεται απευθείας πάνω της. «Δε νομίζετε ότι η περίπτωση επιβάλλει κάποια έρευνα;» Η τελευταία αυτή λέξη ειπώθηκε με έμφαση. «Ναι, έτσι νομίζω». Μεσολάβησε μια στιγμιαία παύση. «Ξέρετε, ντετέκτιβ, αν δεν ψάξετε εσείς να τη βρείτε, θα το κάνω εγώ». «Την ψάχνω, καθηγητά. Δεν πρόκειται όμως να τη βρω ανασηκώνοντας κάποια πέτρα, ή ανοίγοντας ένα συρτάρι ή κοιτώντας πίσω από μια πόρτα. Η Τζένιφερ έχει εξαφανιστεί και υπάρχουν αντιφατικά στοιχεία...» Και πάλι η Τέρι συγκρατήθηκε. Από τη στοίβα των χαρτιών πάνω στο γραφείο της έβγαλε το φυλλάδιο που είχε ετοιμάσει. Στην κορυφή, κάτω από τη λέξη Εξαφανίστηκε, είχε τη φωτογραφία της Τζένιφερ και από κάτω όλα τα βασικά στατιστικά στοιχεία της και τους αριθμούς επικοινωνίας. Το φυλλάδιο εκείνο ήταν απ’ αυτά που βλέπει κανείς καθημερινά σε αστυνομικά τμήματα και στους τοίχους κυβερνητικών κτιρίων. Ήταν λίγο πιο περιεκτικό από τα ερασιτεχνικά φυλλάδια που έφτιαχναν όποιοι αναζητούσαν το σκύλο ή τη γάτα τους και τα κρεμούσαν σε κορμούς δέντρων και τηλεφωνικούς στύλους στις γειτονιές των προαστίων.
«Την ψάχνω», επανέλαβε η Τέρι. «Το φυλλάδιο αυτό στάλθηκε στις υπηρεσίες και τους σταθμούς της πολιτειακής αστυνομίας σε όλη τη Νέα Αγγλία». «Πόσο εντατικά θα ψάξουν αυτοί οι άνθρωποι;» «Δεν περιμένετε να σας απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση, έτσι δεν είναι;» «Ξέρετε, ντετέκτιβ, υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο να ψάχνεις για κάποιον και στο να περιμένεις να εμφανιστεί κάποιος που θα σου πει, Μόλις είδα κάποιον». Τα μάτια της Τέρι στένεψαν. Δεν της άρεσε να της κάνει ένας καθηγητής διάλεξη για τη δουλειά της. «Έχω υπόψη μου αυτή τη διάκριση, καθηγητά», απάντησε ψυχρά. Ο Έιντριαν κοίταξε το φυλλάδιο. Στη φωτογραφία η Τζένιφερ ήταν χαμογελαστή, σαν να μην είχε καμιά έγνοια σ’ αυτό τον κόσμο. Και οι δυο τους ήξεραν ότι η εικόνα εκείνη ήταν ένα ψέμα. Ο Έιντριαν δίστασε. Είδε το χέρι του να σφίγγεται σαν να ετοιμαζόταν να τσαλακώσει το χαρτί, λες και χρειαζόταν να το κλείσει στο χέρι του για να μην του ξεφύγει. Έκανε ένα βήμα πίσω. Άκουγε περίεργους θορύβους μέσα στο κεφάλι του –όχι τις φωνές που γνώριζε, αλλά ήχους σαν να σκίζονταν χαρτιά ή να τσαλακώνονταν μέταλλα. Αισθανόταν ένα κενό μέσα του, κάτι σαν επίμονη λιγούρα, μολονότι δεν μπορούσε να σκεφτεί τι φαγητό θα ήθελε να φάει. Οι μύες στα μπράτσα του σφίχτηκαν κι αισθάνθηκε ένα τσίτωμα στην πλάτη, σαν να είχε περάσει πολλή ώρα σκυμμένος στην ίδια στάση. Ένιωθε σαν δρομέας που είχε πιαστεί από την έντονη άσκηση στη διάρκεια μιας ζεστής μέρας, και πάλεψε με την επιθυμία να αναπαυτεί, λέγοντας
στον εαυτό του ότι δεν μπορούσε να σταματήσει, ότι δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια του έστω και μια στιγμή, διότι εκείνη τη στιγμή θα έχανε για πάντα την Τζένιφερ. Σκέφτηκε πως ήταν και εκείνη σαν όλες τις άλλες παραισθήσεις στη ζωή του. Είχε υπάρξει κάποτε, και τώρα εκείνος έπρεπε να παλέψει σκληρά για να μην την αφήσει να σβήσει. Εξακολουθούσε να είναι πραγματική, αλλά μετά βίας, και οτιδήποτε κατάφερνε εκείνος να βρει που θα της έδινε υπόσταση θα ήταν ένα βήμα προς την ανεύρεσή της. Το ροζ κασκέτο του μπέιζμπολ. Μακάρι να μην το είχε επιστρέψει στη μητέρα της Τζένιφερ. Θα ήταν κάτι αληθινό, κάτι απτό. Ο Έιντριαν διερωτήθηκε αν μπορούσε να ενεργήσει σαν λαγωνικό, να πιάσει τη μυρωδιά της Τζένιφερ από το κασκέτο της και ν’ ανακαλύψει τα ίχνη της. Η ανάσα του είχε αρχίσει να βγαίνει όλο και πιο γρήγορα. Ένας σεσημασμένος δράστης σεξουαλικού εγκλήματος συνδεόταν με την οικογένεια της Τζένιφερ. Ο Έιντριαν πίστευε ότι κάτι πρέπει να σήμαινε αυτό. Δεν ήξερε τι ακριβώς. «Καθηγητά;» Θα προχωρούσε μόνος του. «Καθηγητά;» Θα αντιμετώπιζε εκείνο τον άνθρωπο. Θα τον ανάγκαζε να του πει κάτι που θα τον βοηθούσε να ανακαλύψει την Τζένιφερ. «Καθηγητά!» Ο Έιντριαν είδε ότι είχε αρπάξει το πλάι του γραφείου της ντετέκτιβ και το έσφιγγε, σε σημείο που είχαν ασπρίσει οι κλειδώσεις του. «Ναι;»
«Είστε εντάξει;» Η Τέρι είδε το πρόσωπό του, που είχε κοκκινίσει, να ξαναπαίρνει ένα πιο φυσιολογικό χρώμα. Ο Έιντριαν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ορίστε; Συμβαίνει κάτι...» «Μου φάνηκε πως ήσασταν κάπου αλλού. Και στη συνέχεια κάνατε σαν να προσπαθούσατε να σηκώσετε το γραφείο μου. Είστε εντάξει;» επανέλαβε η Τέρι. «Ναι», της είπε. «Με συγχωρείτε. Φταίνε τα γεράματα. Και τα καινούρια φάρμακα, όπως σας είπα τις προάλλες. Διασπάται η προσοχή μου». Η Τέρι τον κοίταξε και σκέφτηκε δύο πράγματα: Δεν είναι τόσο γέρος και Αυτό είναι ψέμα. Ο Έιντριαν άφησε την ανάσα του να βγει αργά. «Ζητώ συγνώμη, ντετέκτιβ. Με απασχολεί πάρα πολύ αυτή η υπόθεση του εξαφανισμένου κοριτσιού. Της Τζένιφερ. Με... πώς να το πω, με συναρπάζει. Δεν μπορώ να διώξω τη σκέψη ότι οι γνώσεις μου και το παρελθόν μου στην ψυχολογία είναι χρήσιμα στοιχεία. Καταλαβαίνω ότι εσείς ακολουθείτε συγκεκριμένες διαδικασίες και ότι είστε υποχρεωμένη να τηρείτε τα πρωτόκολλα. Αυτά τα πράγματα κάποτε ήταν πολύ σημαντικά στη δουλειά μου. Συχνά η γνώση είναι άχρηστη χωρίς καθιερωμένες διαδικασίες, όσο κι αν φαινομενικά είναι πολύτιμη». Τα λόγια αυτά ακούστηκαν πάλι σαν διάλεξη στην Τέρι, αλλά αυτή τη φορά δε δυσανασχέτησε. Ο ηλικιωμένος καθηγητής είχε καλές προθέσεις. Έστω κι αν φαινόταν να χάνεται κάθε τόσο όποτε μιλούσαν. Και εκείνη ήταν σίγουρη ότι δεν έφταιγαν απλώς τα φάρμακα. Κοίταξε καλά καλά τον Έιντριαν λες και αν συγκέντρωνε το βλέμμα της θα μπορούσε
να διαγνώσει τι ήταν αυτό που τον έκανε να ενεργεί τόσο σπασμωδικά. Εκείνος φάνηκε να αντιδρά αδιάφορα στο βλέμμα της και ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν θέλετε, θα κάνω απλώς την έρευνα μόνος μου...» Αυτό ήταν κάτι που η ντετέκτιβ δεν το ήθελε. «Θα έπρεπε ν’ αφήσετε τις αστυνομικές υποθέσεις στην αστυνομία». Ο Έιντριαν χαμογέλασε. «Φυσικά. Αλλά από τη δική μου σκοπιά η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι απ’ αυτές που προσφέρονται αποκλειστικά για αστυνομική προσέγγιση». «Ορίστε;» «Ντετέκτιβ, ακόμη προσπαθείτε να καταλάβετε τι είδους έγκλημα έχει διαπραχθεί για να μπορέσετε να το κατηγοριοποιήσετε και να ακολουθήσετε κάποια καθιερωμένη διαδικασία. Εγώ δεν έχω τέτοιους περιορισμούς. Εγώ ξέρω τι είδα. Γνωρίζω επίσης την ανθρώπινη συμπεριφορά και πέρασα όλη μου τη ζωή μελετώντας αναγνωρίσιμες αντιδράσεις σε ανθρώπους και ζώα. Κατά συνέπεια, η δική σας συμπεριφορά σ’ αυτή την κατάσταση δε με εκπλήσσει και τόσο πολύ». Για μια στιγμή η Τέρι έμεινε άφωνη. «Φαντάζομαι ότι θα ήταν αφέλεια από μέρους μου να υποθέσω ότι η αστυνομία θα έκανε οτιδήποτε», συνέχισε ο Έιντριαν. Η Τέρι τον παρατηρούσε καθώς εκείνος μιλούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν τη μια στιγμή ο γέρος καθηγητής να φαίνεται απόλυτα συγκεντρωμένος, αποφασιστικός και ξεκάθαρος και την επόμενη στιγμή να δίνει την εντύπωση ότι κάποιος άνεμος που εκείνη δεν
μπορούσε να νιώσει ή ν’ ακούσει τον είχε παρασύρει σε κάποιο άλλο μέρος. «Νομίζω πως θα πηγαίνω». «Περιμένετε. Πού θα πάτε;» «Κοιτάξτε, δεν έτυχε πολλές φορές να μιλήσω με δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων –εν γνώσει μου τουλάχιστον, αφού ποτέ κανείς δεν ξέρει τα πάντα για τους ανθρώπους με τους οποίους έρχεται καθημερινά σε επαφή–, αλλά νομίζω ότι αυτός ο τύπος είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης». «Όχι», είπε η Τέρι. «Θα παρακωλύσετε τη δική μου έρευνα». Ο Έιντριαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και χαμογέλασε ξερά. «Αλήθεια; Δε νομίζω. Αλλά, απ’ ότι φαίνεται, δε θέλετε τη βοήθειά μου, ντετέκτιβ, γι’ αυτό λοιπόν πρέπει κι εγώ, ούτως ειπείν, να χαράξω το δικό μου δρόμο». Η Τέρι τον έπιασε ξαφνικά απ’ το μπράτσο. Δεν το έκανε με βίαιο τρόπο, όπως κάνουν οι σκληροί αστυνομικοί, αλλά μάλλον για να μην τον αφήσει να φύγει. «Περιμένετε», του είπε. «Νομίζω ότι πρέπει να καταλάβουμε καλύτερα ο ένας τον άλλο. Ξέρετε ότι έχω μια δουλειά να κάνω και...» «Εγώ ενδιαφέρομαι γι’ αυτή την υπόθεση. Έχω εμπλακεί, ό,τι κι αν λέτε εσείς. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι η δουλειά σας υπερισχύει της δικής μου εμπλοκής». Η Τέρι αναστέναξε. Ένας καλός αστυνομικός αντιλαμβάνεται πότε κάποιος άνθρωπος μπορεί να τον βοηθήσει και πότε αποτελεί πρόβλημα. Τα πάντα γύρω από τον Έιντριαν έδειχναν ότι στην περίπτωσή του ίσχυαν και τα δύο. Αυτό ήταν αναμενόμενο. Δικό της ήταν το λάθος που
ζούσε και εργαζόταν σε μια ακαδημαϊκή κοινότητα όπου ο καθένας φαινόταν να πιστεύει ότι ήξερε τη δουλειά του άλλου καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. «Καθηγητά, ας προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε το θέμα με το σωστό τρόπο», είπε. Είχε επίγνωση ότι άφηνε την πόρτα ανοιχτή μια χαραμάδα, πράγμα που ίσως δεν έπρεπε να κάνει, και ότι θα ήταν καλύτερα αν την έκλεινε ερμητικά, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπε άλλη εναλλακτική λύση. Δεν ήθελε ν’ αφήσει αυτόν το μισοτρελαμένο πρώην καθηγητή να κάνει μπάχαλο την υπόθεσή της με το στανιό – αν δηλαδή υπήρχε υπόθεση. Καλύτερα να τον ανεχτώ και να του προσφέρω μια δόση πραγματικότητας για να ξεμπερδέψω μαζί του. Η πείρα της της είχε δείξει ότι, εξαιτίας της λαϊκής κουλτούρας, ο κόσμος δυστυχώς εξιδανίκευε τη δουλειά της αστυνομίας. Μόλις έπαιρναν μια γεύση της πραγματικότητας –το ανιαρό χαρτομάνι και την αδιάκοπη αξιολόγηση λεπτομερειών και γεγονότων– γενικά τρόμαζαν και ευχαρίστως ξαναγύριζαν σε ό,τι έκαναν προηγουμένως. Για μια στιγμή, η Τέρι κοίταξε τη συλλογή των εγγράφων πάνω στο γραφείο της. Αυτό που ήθελε ήταν να τηλεφωνήσει στην αστυνομία του σταθμού λεωφορείων της Βοστόνης και να πάρει τις ταινίες από τις κάμερες ασφαλείας από τη βραδιά που εξαφανίστηκε η Τζένιφερ. Αναστέναξε από μέσα της. Αυτή η δουλειά θα έπρεπε να περιμένει μια δυο ώρες. «Εντάξει, καθηγητά», είπε. «Θα πάω να κάνω μερικές ερωτήσεις, και μπορείτε να έρθετε μαζί μου. Από κει και πέρα όμως, θέλω να περιοριστείτε σε κάποιο τηλεφώνημα που θα μου κάνετε ενδεχομένως για να μου αναφέρετε τις ιδέες σας
πριν μπουκάρετε στο γραφείο μου. Και όχι άλλες έρευνες μόνος σας. Δε θέλω να παρακολουθείτε κανέναν. Ούτε να τους ανακρίνετε. Δε θέλω να ασχολείστε καθόλου με την υπόθεση. Αυτό πρέπει να μου το υποσχεθείτε». Ο Έιντριαν χαμογέλασε. Μακάρι να ήταν εκεί η Κάσι ή ο Μπράιαν για να ακούσουν την ντετέκτιβ να κάνει αυτή τη μικρή παραχώρηση. Δεν ήταν εκεί, αλλά εκείνος συνειδητοποίησε ότι ίσως δε χρειάζονταν ν’ ακούσουν κάτι για να το καταλάβουν. «Νομίζω ότι αυτό είναι λογικό», είπε ήρεμα. Στην πραγματικότητα τα λόγια του δεν αποτελούσαν υπόσχεση, αλλά φάνηκε να ικανοποιούν την ντετέκτιβ. Εξάλλου του άρεσε να χρησιμοποιεί τη λέξη λογική. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε για πολύ ακόμη να καταλαβαίνει τη λογική των πραγμάτων, αλλά, όσο ακόμη μπορούσε έστω και λίγο, ήταν αποφασισμένος να το κάνει.
«Κοιτάξτε», είπε η Τέρι. «Μη μιλήσετε καθόλου, εκτός αν σας ρωτήσω κάτι ευθέως. Είστε εδώ απλώς ως παρατηρητής. Εγώ θα μιλάω». Έριξε μια ματιά στον ηλικιωμένο άνθρωπο που καθόταν στο διπλανό κάθισμα. Ο Έιντριαν κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά, αλλά εκείνη δεν περίμενε ότι θα τηρούσε τους κανόνες της. Κοίταξε το σπίτι με το μικρό μπεζ αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο απέξω. Είχε σουρουπώσει και οι σκιές φαίνονταν πλατύτερες. Τα λίγα φώτα που ήταν αναμμένα μέσα στο σπίτι πάλευαν με τη νύχτα που έπεφτε. Στην ατμόσφαιρα υπήρχε μια γκρίζα μεταλλική λάμψη από
την τηλεόραση που έπαιζε σ’ ένα δωμάτιο, και η Τέρι ξεχώρισε μια σιλουέτα να κινείται πίσω από μια λεπτή κουρτίνα που κάλυπτε το παράθυρο του καθιστικού. «Εντάξει, καθηγητά», είπε κοφτά. «Εδώ πρόκειται για ντετεκτιβίστικη δουλειά στην απλούστερη μορφή της. Δεν υπάρχει κάποιος όμορφος ηθοποιός με ικανότητες μέντιουμ που να έχει αναλάβει την υπόθεση. Εγώ θα κάνω ερωτήσεις. Εκείνος θα απαντάει. Το πιθανότερο είναι ότι θα μου πει μερικές αλήθειες και μερικά ψέματα. Τόσες αλήθειες και τόσα ψέματα όσα χρειάζεται προκειμένου ν’ αποφύγει τα μπλεξίματα. Δώστε προσοχή». «Θα πάμε απλώς και θα του χτυπήσουμε την πόρτα;» ρώτησε ο Έιντριαν. «Ναι». «Μπορούμε να το κάνουμε αυτό;» «Ναι. Είναι καταδικασμένος εγκληματίας. Ο αστυνομικός που τον επιτηρεί μας έχει ήδη δώσει το πράσινο φως. Ο Γουλφ δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό χωρίς να μπλέξει. Και πιστέψτε με, καθηγητά, ένα πράγμα δε θέλει: τα προβλήματα που μπορώ να του δημιουργήσω». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. Κοίταξε γύρω του, περιμένοντας πως ο Μπράιαν θα ήταν κάπου εκεί κοντά. Συνήθως όταν υπήρχε κάτι που να έχει έστω και ελάχιστη σχέση με το νόμο, ο Μπράιαν εμφανιζόταν, ή αλλιώς η φωνή του αντηχούσε στ’ αυτί του Έιντριαν παρέχοντας δικηγορικές συμβουλές. Ο Έιντριαν αναρωτήθηκε αν ο αδερφός του θα ήταν με το μέρος της ντετέκτιβ ή αν οι ελευθερόφρονες απόψεις του θα τον είχαν κάνει να υποστηρίξει τον εγκληματία. «Πάμε λοιπόν», είπε η Τέρι. «Θα εκμεταλλευτούμε το
στοιχείο του αιφνιδιασμού και τα σχετικά. Εσείς να έρχεστε ακριβώς πίσω μου». Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και προχώρησε στο σκοτάδι με γρήγορα βήματα. Ήξερε ότι ο Έιντριαν αγωνιζόταν για να την προλάβει. Σταμάτησε στην εξώπορτα και την κοπάνησε με τη γροθιά της. «Αστυνομία! Ανοίξτε!» Ο Έιντριαν άκουσε συρτά βήματα πίσω απ’ την πόρτα. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και μετά η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα που πρέπει να τον περνούσε καμιά δεκαριά χρόνια και βάλε τους κοίταξε καλά καλά. Ήταν υπέρβαρη, και τα γκρίζα μαλλιά της ήταν αχτένιστα, πυκνά και φουντωτά σε ορισμένα σημεία και αραιά σε άλλα. Φορούσε χοντρά γυαλιά, όπως ακριβώς και ο γιος της. «Τι τρέχει;» ρώτησε η γυναίκα, και μετά, χωρίς να περιμένει απάντηση, είπε: «Θέλω να δω τις εκπομπές μου. Γιατί δε μας αφήνετε στην ησυχία μας;» Η Τέρι την παραμέρισε και μπήκε στο μικρό χολ της εισόδου. «Πού είναι ο Μαρκ;» ρώτησε με έντονο ύφος. «Μέσα». «Πρέπει να του μιλήσω». Η Τέρι έκανε νόημα στον Έιντριαν να την ακολουθήσει και προχώρησε με τσαμπουκά στο μικρό καθιστικό. Στον αέρα πλανιόταν μια ελαφριά μυρωδιά μούχλας, λες και τα παράθυρα σπάνια άνοιγαν, αλλά το δωμάτιο ήταν τακτικό και καθαρό. Χειροκέντητα ριχτάρια κοσμούσαν όλα τα έπιπλα με τις παλιές και φθαρμένες ταπετσαρίες. Πάνω σ’ ένα έπιπλο σουηδικού ντιζάιν, μια τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας με μεγάλη οθόνη δημιουργούσε αντίθεση, δεσπόζοντας στο μισό δωμάτιο. Μπροστά της υπήρχαν δύο
ανακλινόμενες πολυθρόνες αγορασμένες δεύτερο χέρι. Ο ήχος ήταν ρυθμισμένος χαμηλά, αλλά η γυναίκα παρακολουθούσε μια επανάληψη της σειράς Σάινφελντ. Ο Έιντριαν πρόσεξε μια μεγάλη σακούλα γεμάτη μαλλί και βελόνες πλεξίματος δίπλα σε μια από τις πολυθρόνες. Στον έναν τοίχο κρέμονταν μερικές κορνιζαρισμένες φωτογραφίες· ο Έιντριαν διέκρινε την εξιστόρηση μιας ζωής –ένα ζευγάρι με ένα μοναχοπαίδι στις διάφορες φάσεις της ζωής τους μέχρι τώρα. Μαμά-μπαμπάς-παιδί, μαμά-μπαμπάς-παιδί, μαμάμπαμπάς-παιδί μέχρι την ηλικία των εννέα περίπου, οπότε ο μπαμπάς χανόταν από τις φωτογραφίες. Ο Έιντριαν αναρωτήθηκε αν αυτό σήμαινε θάνατο ή διαζύγιο. Εν πάση περιπτώσει, όλα φαίνονταν απόλυτα φυσιολογικά και συνηθισμένα, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο, με μία εξαίρεση. Για κάποιο λόγο, που ήταν ολότελα κρυμμένος μέσα στην καθημερινότητα που παρουσίαζε η εικόνα του σπιτιού, το μοναχοπαίδι είχε γίνει εγκληματίας. Ο Έιντριαν σκέφτηκε πως σ’ εκείνο το δωμάτιο υπήρχε πολύ περισσότερο μυστήριο παρά απαντήσεις. Διερωτήθηκε αν το έβλεπε αυτό και η ντετέκτιβ Κόλινς. Εκείνη φαινόταν δυναμική, απαιτητική, και οι επίμονες ερωτήσεις, κατά την άποψή του, αποσκοπούσαν στο να προκαλέσουν εντύπωση παρά στο να τη βοηθήσουν να σχηματίσει κάποια εντύπωση για την υπόθεση. Πίσω τους, η ηλικιωμένη γυναίκα πήγε να βρει το γιο της. Στην τηλεόραση, ο Κρέιμερ και η Ιλέιν προσπαθούσαν με ενθουσιασμό να πείσουν τον Τζέρι να κάνει κάτι που εκείνος δεν ήθελε. Πάνω στην πολυθρόνα, υπήρχαν βελόνες πλεξίματος στο σημείο όπου τις είχε αφήσει η γυναίκα. Ο Έιντριαν έπιασε τη μυρωδιά φαγητού, αλλά δεν ήταν
σίγουρος τι ακριβώς μαγειρευόταν. «Έχετε το νου σας», είπε η Τέρι ψιθυριστά. Γύρισε και είδε τον Μαρκ Γουλφ να στέκεται στο πέρασμα που οδηγούσε σε μια μικρή τραπεζαρία και κουζίνα. «Δεν έχω κάνει τίποτα», ήταν το πρώτο πράγμα που τους είπε. Το δεύτερο, δείχνοντας τον Έιντριαν, ήταν: «Ποιος είναι αυτός;»
24 Την είχαν υποχρεώσει να κάνει γυμναστική πριν το φαγητό. Η γυναίκα είχε μπει στο δωμάτιο και την είχε διατάξει με άγριο ύφος να σηκωθεί από το κρεβάτι και να σταθεί στα πόδια της. Της είπε να κάνει μια σειρά από αναπηδήσεις με διάσταση των ποδιών και τα χέρια σε ανάταση και μετά κοιλιακούς και επιτόπιο τροχάδην –θυμίζοντας κάπως την ώρα της γυμναστικής στο δημοτικό σχολείο, μόνο που κανείς δε μετρούσε φωναχτά τις επαναλήψεις. Η Τζένιφερ ένιωθε τον ιδρώτα να στάζει από το μέτωπό της και στο τέλος λαχάνιασε, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιο λόγο την είχαν βάλει να κάνει γυμναστική, αν και συνειδητοποιούσε ότι μάλλον της έκανε καλό. Δεν μπορούσε να φανταστεί για ποιο λόγο θα ήθελαν να κάνουν οτιδήποτε που θα μπορούσε να βελτιώσει την κατάστασή της, αλλά εκείνη ήταν πρόθυμη να δεχτεί όποιο καλό συνόδευε τα δυσάρεστα. Μάλιστα, όταν η γυναίκα είπε, «Αρκεί προς το παρόν», η Τζένιφερ, σε μια στιγμή απείθειας, είχε κάνει πέντε συνεχείς επικύψεις ακουμπώντας τα δάχτυλα των ποδιών της, ελπίζοντας ότι οι διατάσεις θα τη βοηθούσαν. «Είπα, αρκεί!» έκανε απότομα η γυναίκα, και η Τζένιφερ κάθισε πάλι αμίλητη στο κρεβάτι, ακούγοντας την αλυσίδα να κροταλίζει σιγανά, και ανταμείφθηκε με βραδινό φαγητό. Τελειώνοντας το γεύμα –ένα μπολ με κρύα μακαρόνια και λιπαρούς κεφτέδες από κονσέρβα–, ήπιε με βουλιμία το νερό, νιώθοντας αδιάκοπα την παρουσία της γυναίκας, που την
παρατηρούσε σιωπηλή και περίμενε. Όσο έτρωγε, δεν ειπώθηκε λέξη –ούτε απειλές, ούτε απαιτήσεις– και, απ’ όσο μπορούσε τουλάχιστον να καταλάβει η Τζένιφερ, τίποτε δεν είχε αλλάξει στην κατάστασή της. Εξακολουθούσε να φορά μόνο τα μικροσκοπικά εσώρουχά της και είχε τα μάτια δεμένα, ενώ το κολάρο και η αλυσίδα γύρω από το λαιμό της περιόριζαν τις κινήσεις της. Είχε συνηθίσει πλέον να κινείται μερικά βήματα μακριά από το κρεβάτι μέχρι την τουαλέτα, την οποία κάποιος πρέπει να είχε αδειάσει την ώρα που κοιμόταν. Γι’ αυτό χρωστούσε ευγνωμοσύνη, αφού η έντονη οσμή του απολυμαντικού κάλυπτε οποιαδήποτε τυχόν μυρωδιά είχε το φαγητό. Υπό κανονικές συνθήκες, θα είχε σουφρώσει τη μύτη της, θα γκρίνιαζε και θα παραμέριζε το αηδιαστικό φαγητό που της έδιναν. Αλλά η Τζένιφερ που θα έκανε τέτοια πράγματα ανήκε σε μια άλλη ζωή που δε φαινόταν να υπάρχει πλέον. Ήταν μια φανταστική Τζένιφερ, μια Τζένιφερ που υπήρχε μόνο στις αναμνήσεις, που ο πατέρας της είχε πεθάνει από καρκίνο, που είχε μια κλαψιάρα μάνα κι έναν ανώμαλο που σε λίγο θα γινόταν πατριός της, που ζούσε σ’ ένα βαρετό μικροαστικό σπίτι, σ’ ένα μικρό δωμάτιο, όπου κρυβόταν μόνη με τα βιβλία της και τον υπολογιστή της και πάνινα ζωάκια και ονειρευόταν μια διαφορετική, πιο συναρπαστική ζωή. Εκείνη η Τζένιφερ πήγαινε σ’ ένα ανιαρό σχολείο όπου δεν είχε κανένα φίλο. Εκείνη η Τζένιφερ σιχαινόταν σχεδόν καθετί που αποτελούσε μέρος της καθημερινής ύπαρξής της. Αλλά εκείνη η Τζένιφερ είχε εξαφανιστεί. Ίσως να είχε ζήσει κάποτε, αλλά τώρα πλέον δε ζούσε. Η καινούρια Τζένιφερ, η φυλακισμένη Τζένιφερ, καταλάβαινε ότι έπρεπε να αρπαχτεί από τη ζωή –αν οι άλλοι της έλεγαν να κάνει γυμναστική, θα
έκανε γυμναστική. Ό,τι κι αν της έδιναν να φάει, θα το έτρωγε, ανεξάρτητα από τη γεύση του. Έγλειψε το μπολ της, προσπαθώντας να ξεκλέψει και το τελευταίο ίχνος θρεπτικού συστατικού και πρωτεΐνης, οτιδήποτε θα μπορούσε να της δώσει δύναμη. Σταμάτησε όταν άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει. Ακούστηκε ένα ελαφρό θρόισμα καθώς η γυναίκα έσκυψε και πήρε το δίσκο του φαγητού και μετά προχώρησε προς την πόρτα. Η Τζένιφερ γύρισε το κεφάλι της προς την κατεύθυνση του θορύβου και περίμενε να γίνει κάποια κουβέντα. Άκουσε ψιθυρίσματα. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει λόγια. Ένας παφλασμός. Η Τζένιφερ προσπάθησε να φανταστεί από πού προερχόταν. Ήταν σαν να πλησίαζε ένα κύμα. Αισθάνθηκε κάποιον να διασχίζει το δωμάτιο. Εκείνη δεν κινήθηκε, αλλά ένιωσε την εγγύτητα μιας άλλης παρουσίας, οσμίστηκε τον αέρα κι έπιασε τη μυρωδιά σαπουνιού. «Εντάξει, Νούμερο 4, πρέπει να πλυθείς». Η Τζένιφερ έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Ήταν η φωνή του άντρα, όχι της γυναίκας. Της έδινε εντολές με ψυχρό και μονότονο τρόπο. «Στο μισό μέτρο από την άκρη του κρεβατιού είναι ένας κουβάς με νερό. Σου δίνω μια πετσέτα κι ένα πανάκι πλυσίματος. Πάρε κι ένα σαπούνι. Στάσου δίπλα στον κουβά. Πλύσου. Μην επιχειρήσεις να βγάλεις τη μάσκα. Θα είμαι εδώ δίπλα». Η Τζένιφερ έγνεψε καταφατικά. Αν ήταν μεγαλύτερη –αν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που συμμετείχε εθελοντικά στο Σώμα Ειρήνης ή αν είχε στρατιωτική εκπαίδευση ή αν ήταν έστω και πρώην προσκοπίνα ή απόφοιτος μιας από τις σχολές που διδάσκουν τρόπους επιβίωσης στην ύπαιθρο–,
θα ήξερε πώς ακριβώς να πλυθεί στην εντέλεια με μια πλάκα σαπούνι και λίγο νερό. Αλλά τις λιγοστές φορές που είχε πάει κατασκήνωση με τον πατέρα της πριν το θάνατό του είχαν διαλέξει τοποθεσίες που διέθεταν μπάνιο και ντους ή βρίσκονταν σε κάποιο ποτάμι ή λιμνούλα όπου μπορούσαν να βουτήξουν. Τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η Τζένιφερ κατάλαβε ότι ήταν θέμα ακριβείας. Κατέβασε προσεκτικά τα πόδια της από το κρεβάτι. Με το δάχτυλο του ποδιού της βρήκε ψηλαφητά τον κουβά. Έσκυψε και δοκίμασε το νερό. Ήταν χλιαρό. Την έκανε να ανατριχιάσει. «Βγάλε τα ρούχα σου». Η Τζένιφερ κοκάλωσε. Αισθάνθηκε ένα καυτό κύμα να τη διατρέχει. Δεν ήταν ακριβώς αμηχανία. Μάλλον ταπείνωση. «Όχι, εγώ...» άρχισε να λέει. «Δε σου έδωσα άδεια να μιλήσεις, Νούμερο 4», είπε ο άντρας. Η Τζένιφερ τον ένιωσε να πλησιάζει. Φαντάστηκε ότι είχε σφίξει τη γροθιά του και θα τη χτυπούσε. Ή θα της έκανε κάτι χειρότερο. Η ένταση και το σάστισμα την καθήλωσαν. Την πλημμύρισαν αναστολές που δε θα έπρεπε να είχε πλέον, η επιθυμία να διατηρήσει κάποια αίσθηση του εαυτού της, αμφιβολίες ως προς το πού βρισκόταν και το τι περίμεναν απ’ αυτήν, αλλά και το μόνιμο ερώτημα Πώς θα καταφέρω να μείνω ζωντανή; «Το νερό έχει αρχίσει να κρυώνει», είπε ο άντρας. Η Τζένιφερ δεν είχε εμφανιστεί ποτέ γυμνή μπροστά σε αρσενικό. Ένιωσε το πρόσωπό της να φλογίζεται, το δέρμα της να
κοκκινίζει από ντροπή. Δεν ήθελε να μείνει γυμνή –έστω κι αν ουσιαστικά ήταν μισόγυμνη και ήξερε ότι μάλλον την παρακολουθούσαν όταν χρησιμοποιούσε την τουαλέτα. Κάτι όμως στη σκέψη ότι θα έβγαζε και τα δύο μικροσκοπικά εσώρουχά της την τρόμαζε πέρα από τα όρια της αμηχανίας. Ανησυχούσε μήπως, από τη στιγμή που θα τα αφαιρούσε, δεν κατάφερνε να τα ξαναβρεί ή μήπως τα έπαιρνε ο άντρας, αφήνοντάς την ολότελα εκτεθειμένη. Σαν μωρό, είπε με το νου της. Ταυτόχρονα όμως συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Ο άντρας ήταν σαφέστατος. Εκείνος υπογράμμισε αυτό το γεγονός μουγκρίζοντας: «Περιμένουμε όλοι, Νούμερο 4». Η Τζένιφερ ξεκούμπωσε αργά το σουτιέν της και το έβαλε στην άκρη του κρεβατιού. Ύστερα έβγαλε την κιλότα της. Η διαδικασία ήταν σχεδόν οδυνηρή. Το ένα χέρι της κατέβηκε αμέσως χαμηλά, προσπαθώντας να καλύψει το εφήβαιό της. Με το άλλο σκέπασε τα μικρά της στήθη. Πίσω από τη μάσκα που της κάλυπτε τα μάτια ένιωθε το βλέμμα του άλλου να την καίει, να διατρέχει το κορμί της, εξετάζοντάς τη σαν ένα κομμάτι κρέας. «Ξεκίνα», την πρόσταξε ο άντρας. Εκείνη έσκυψε όσο πιο σεμνά μπορούσε, βούτηξε το πανί στο νερό και μετά έτριψε πάνω του το σαπούνι. Έπειτα σηκώθηκε κι άρχισε να πλένεται αργά και συστηματικά. Έπλυνε τα πόδια της. Την κοιλιά. Το στήθος. Τις μασχάλες. Το λαιμό. Το πρόσωπο –φροντίζοντας να μη μετατοπίσει τη μάσκα, προσπαθώντας να διατηρήσει όσο γινόταν την αξιοπρέπειά της.
Ξαφνιάστηκε διαπιστώνοντας ότι η σαπουνάδα πάνω στο δέρμα της είχε μια σχεδόν ερωτική αίσθηση. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ποτέ νιώσει κάτι τόσο υπέροχο όσο εκείνη η αίσθηση ότι καθάριζε. Το δωμάτιο, η αλυσίδα γύρω από το λαιμό της, το κρεβάτι, όλα εξαφανίστηκαν. Ήταν σαν να ξέπλενε το φόβο και να απελευθερωνόταν ξαφνικά από τις αναστολές της. Πέρασε το πανί πάνω από το στήθος της και μετά ανάμεσα στα πόδια και στους μηρούς της. Ήταν σαν χάδι. Σκέφτηκε ότι, αν βουτούσε γυμνή στο κύμα του Κέιπ Κοντ στις αρχές του καλοκαιριού ή αν έπαιζε κάποιο αυγουστιάτικο απόγευμα στα δροσερά νερά ενός ποταμού που κυλούσε ορμητικά, μια τέτοια αίσθηση θα ήταν κοντά σ’ αυτό που βίωνε εκείνη τη στιγμή. Αλλά τώρα τριβόταν δυνατά, θέλοντας να αφαιρέσει το παλιό της δέρμα, σαν φίδι, για να γίνει λαμπερή. Ήξερε πως ο άλλος την παρακολουθούσε, αλλά κάθε φορά που κάποια σκέψη που την προσγείωνε στην ταπεινωτική πραγματικότητα προσπαθούσε να διαπεράσει την αγαλλίασή της, εκείνη επαναλάμβανε απλώς από μέσα της Άντε γαμήσου, κάθαρμα, σαν να έψελνε κάποιο μάντρα. Αυτό την έκανε να νιώσει ακόμη καλύτερα. Έκανε να πλύνει το πάνω μέρος του μπράτσου της και ξαφνικά άκουσε τον άντρα να λέει: «Όχι. Όχι εκεί». Η Τζένιφερ σταμάτησε. Ο άντρας συνέχισε, χαμηλόφωνα αλλά επίμονα. «Χαμηλά στο υπογάστριό σου, δίπλα στο γοφό σου και κοντά στον καβάλο σου, θα νιώσεις κάτι σαν τραυμαπλάστ. Μην το πειράξεις». Η Τζένιφερ ψηλάφησε την περιοχή και αισθάνθηκε αυτό που περιέγραφε η φωνή. Έγνεψε καταφατικά.
«Τα μαλλιά μου», είπε. Ήθελε απεγνωσμένα να λούσει τα μαλλιά της. «Κάποια άλλη φορά», της είπε ο άλλος. Η Τζένιφερ συνέχισε, βουτώντας κάθε τόσο το πανί στον κουβά και χρησιμοποιώντας το σαπούνι. Έπλυνε πάλι το πρόσωπό της. Έπιασε μια άκρη του πανιού και, παρ’ ότι είχε απαίσια γεύση, έτριψε μ’ αυτό τα δόντια και τα ούλα της. Καθάρισε κάθε εκατοστό του κορμιού της όπου μπορούσε να φτάσει, όχι μόνο μία φορά, αλλά δύο. «Τελείωσες», είπε ο άντρας. «Βάλε το πανί μέσα στον κουβά. Σκουπίσου με την πετσέτα. Ξαναβάλε τα εσώρουχά σου. Γύρνα στο κρεβάτι». Η Τζένιφερ έκανε αυτό ακριβώς που της είπε. Τρίφτηκε με την τραχιά βαμβακερή πετσέτα και μετά, σαν τυφλή, έψαξε ψηλαφητά στο κρεβάτι μέχρι που βρήκε τα εσώρουχά της και τα ξαναφόρεσε, κρύβοντας κάπως τη γύμνια της. Άκουσε τον άντρα να σηκώνει τον κουβά και μετά τα πνιχτά βήματά του να πηγαίνουν προς την πόρτα. Δεν ήξερε τι την έπιασε εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Ίσως να ήταν η ενέργεια που είχε χαρίσει στην καρδιά και στους μυς της η άσκηση ή η αίσθηση δύναμης που της είχε δώσει το φαγητό, αλλά έγειρε πίσω το κεφάλι της, έφερε το χέρι στο πρόσωπό της και, στιγμιαία, ανασήκωσε αυθόρμητα την άκρη της μάσκας.
Μέχρι να κρύψει ο Μάικλ τον κουβά, να βγάλει το ελαστικό μαύρο παντελόνι του και την κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπό του από τις κάμερες, να φορέσει ένα τριμμένο τζιν
και ν’ ανέβει στην ισόγεια αίθουσα ελέγχου, η Λίντα πληκτρολογούσε ήδη ξέφρενα στον υπολογιστή. Φορούσε ακόμη τη λευκή τριζάτη φόρμα. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της, εξακολουθώντας να έχει την προσοχή της στραμμένη στο πληκτρολόγιο, είπε: «Κοίτα τι γίνεται! Ο πίνακας είναι φωτισμένος σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο!» Η διαδραστική οθόνη μηνυμάτων που συνόδευε το Whatcomesnext.com είχε αρχίσει να γεμίζει μηνύματα απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Το πάθος, η έξαψη, η έκσταση είχαν γίνει εντονότερα. Οι θεατές είχαν ξετρελαθεί με τη γύμνια της Νούμερο 4, είχαν μαγευτεί από τη γυμναστική της, από τον τρόπο που καταβρόχθισε το φαγητό της σαν αγρίμι. Η οθόνη γέμισε από εκφράσεις αγάπης. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που ήθελαν να μάθουν πολύ περισσότερα πράγματα για τη Νούμερο 4. Ζητούσαν μια ευκαιρία να βιώσουν μια βαθύτερη κατανόηση. Ποια είναι; Από πού προέρχεται; Ο Μάικλ και η Λίντα προβληματίστηκαν βλέποντας αυτά τα αιτήματα. Ήξεραν ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ανωνυμία και στην αποκάλυψη ήταν λεπτή. Όπως ήξεραν και ότι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί με αιτήματα που προέρχονταν από κρυφά μέρη. «Αισθάνομαι σαν να είναι κτήμα μου», έγραψε κάποιος από τη Γαλλία. Η Λίντα είχε περάσει το μήνυμα στην υπηρεσία μετάφρασης του Google πριν διαβάσει τι έλεγε. «Σαν το αυτοκίνητό μου ή σαν το σπίτι ή τη δουλειά μου. Πρέπει να έρθω ακόμη πιο κοντά με τη Νούμερο 4. Μου ανήκει». Ένας άλλος θεατής από τη Σρι Λάνκα έγραψε: «Πιο κοντινά πλάνα. Κάντε ζουμ. Πρέπει να είμαστε ακόμη πιο
κοντά της διαρκώς». Ο Μάικλ ήξερε ότι αυτό το αίτημα ήταν τεχνικό και ότι μπορούσε εύκολα να το ικανοποιήσει με τον κατάλληλο χειρισμό οποιασδήποτε από τις κάμερες που βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο. Ήταν όμως αρκετά έξυπνος ώστε να καταλάβει πως το κοντινά πλάνα σήμαινε κάτι περισσότερο από μια διαφορετική γωνία λήψης. Στράφηκε στη Λίντα. «Νομίζω ότι πρέπει να συζητήσουμε την κατεύθυνση που μπορεί να πάρει όλη αυτή η ιστορία», είπε. «Και οπωσδήποτε πιστεύω ότι μπορεί να χρειαστούν κάποιες προσαρμογές στο σενάριο». Ο Μάικλ κοίταξε κι άλλα μηνύματα που έφταναν διαρκώς στους υπολογιστές τους. «Είναι σημαντικό να διατηρούμε πάντα τον έλεγχο. Να μην ξεφεύγουμε από το βασικό σενάριο, από το γενικό πλάνο. Εκεί έξω πρέπει τα πάντα να φαίνονται αυθόρμητα...» πρόσθεσε, δείχνοντας την οθόνη των μηνυμάτων. «...Αλλά εμείς πρέπει πάντα να ξέρουμε πού βαδίζουμε». Η Λίντα αισθανόταν αβεβαιότητα και ενθουσιασμό ταυτόχρονα. Η φωνή της γινόταν όλο και πιο έντονη καθώς μιλούσε. «Νομίζω ότι η Νούμερο 4 μπορεί να αποδειχτεί το δημοφιλέστερο υποκείμενο που είχαμε ως τώρα», είπε. «Αυτό θα μας φέρει λεφτά. Πολλά λεφτά». Ο Μάικλ έγνεψε καταφατικά. Ακούμπησε το χέρι του στη ράχη του δικού της και χαμογέλασε, μολονότι δεν είχε ακουστεί κανένα αστείο. «Ποιος να το φανταζόταν ότι η απαγωγή μιας έφηβης θα έκανε τον κόσμο τόσο...» Δίστασε. «Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Ότι θα τους μάγευε τόσο πολύ; Είναι άραγε αυτή
η σωστή λέξη; Μήπως όλος ο κόσμος αποτελείται από ανθρώπους που θέλουν να ξελογιάζουν δεκαεξάχρονα;» Αυτό το σχόλιο έκανε τη Λίντα να βάλει τα γέλια. «Μπορεί να έχεις δίκιο», απάντησε. «Μόνο που η λέξη ξελογιάζουν δεν είναι η σωστή». Κοίταξε τον Μάικλ, που χαμογελούσε. Ο τρόπος που στράβωνε το πάνω χείλος του όταν θεωρούσε κάτι διασκεδαστικό είχε κάτι το αξιαγάπητο. Η Λίντα σκέφτηκε πως οι δυο τους ήταν τα μόνα αγνά πλάσματα που είχαν απομείνει στον κόσμο. Όλοι οι άλλοι ήταν διεστραμμένοι και ανώμαλοι. Εκείνοι είχαν ο ένας τον άλλο. Αισθάνθηκε μια σύσπαση στους ώμους της κι ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της. Πίστευε ότι κάθε στιγμή που η Σειρά 4 ήταν στον αέρα τούς έφερνε ακόμα πιο κοντά. Ήταν σαν να κυκλοφορούσαν σε ένα απόλυτα διαφορετικό επίπεδο ύπαρξης. Η όλη κατάσταση ήταν πολύ ερωτική. Φανταστική. Ο κίνδυνος της προκαλούσε έντονη διέγερση. Έστρεψε πάλι την προσοχή της στην οθόνη και ολοκλήρωσε μια απάντηση, που έλεγε απλώς: Σήμερα η Νούμερο 4 είναι ζωντανή –τι θα γίνει όμως αύριο; Πάτησε το Αποστολή και η απάντηση ανέβηκε αστραπιαία στο Διαδίκτυο φτάνοντας σε χιλιάδες συνδρομητές. Η Λίντα σηκώθηκε από τη συστοιχία των υπολογιστών, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη Νούμερο 4. Το κορίτσι είχε ξαπλώσει πάλι στο κρεβάτι κι έσφιγγε το αρκουδάκι του. Η Λίντα είδε τα χείλη της να κινούνται, σαν να μιλούσε στο λούτρινο ζωάκι. Ανέβασε την ένταση των μικροφώνων του υπογείου, αλλά δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Συνειδητοποίησε τότε ότι η Νούμερο 4 δε μιλούσε φωναχτά. Έδειξε στον Μάικλ την οθόνη με τη ζωντανή μετάδοση. «Το βλέπεις αυτό;» του είπε.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Η Νούμερο 4 είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες», είπε. «Ναι. Δεν κλαίει, δεν τσιρίζει και...» Η Λίντα σταμάτησε και ξανακοίταξε την εικόνα της Νούμερο 4. «Ή τουλάχιστον δεν το κάνει πλέον». Ο Μάικλ φάνηκε να βυθίζεται σε σκέψεις. «Πρέπει να δημιουργήσουμε περισσότερα πράγματα γι’ αυτήν, επειδή είναι πολύ πιο...» Καταλάβαιναν και οι δύο ότι η Νούμερο 4 ήταν πολύ πιο κάτι, αλλά δεν ήταν σίγουροι τι ακριβώς ήταν αυτό το κάτι. Η Λίντα έκανε μεταβολή και ξαφνικά άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε στο δωμάτιο. «Πρέπει να προσέξουμε», είπε σφίγγοντας τη γροθιά της. «Πρέπει να δώσουμε στους συνδρομητές περισσότερα πράγματα που θα εκτιμήσουν. Δεν μπορούμε όμως να τους δώσουμε πάρα πολλά, διότι μετά, όταν φτάσουμε στο τέλος, θα είναι πολύ δύσκολο να...» Δε χρειαζόταν να ολοκληρώσει τη σκέψη της. Ο Μάικλ είχε απόλυτη επίγνωση του διλήμματος που περιέγραφε η Λίντα. Δεν μπορείς να κάνεις τους ανθρώπους να ερωτευτούν κάτι που κάποια στιγμή θα δουν να πεθαίνει, σκέφτηκε. «Ο λόγος είναι ότι είναι νέα», είπε. «Ότι είναι τόσο... δροσερή, πρωτότυπη». Η Λίντα ήξερε τι ακριβώς εννοούσε ο Μάικλ. Οι πρώτες τρεις κοπέλες ήταν διαφορετικές. Η Νούμερο 4 τραβούσε όλους τους θεατές για λόγους που η Λίντα μόλις που άρχιζε να καταλαβαίνει. Είχε απαιτήσει να βρουν κάποια χωρίς ίχνος τραχύτητας. Η απόκτησή της ήταν πιο επικίνδυνη, αλλά πρόσφερε μεγαλύτερη ικανοποίηση. Η Λίντα έκανε ένα βήμα και αγκάλιασε τον εραστή της. Αισθάνθηκε την καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα. Η αίσθηση εκείνη δεν έμοιαζε με αυτό
που ένιωθε όταν ο Μάικλ χωνόταν στα σεντόνια του κρεβατιού τους αργά τη νύχτα και, παρ’ όλη την εξάντλησή τους, έδειχνε την επιμονή του· ούτε έμοιαζε με την αίσθηση της επιτυχίας που της προκαλούσε ο υπολογισμός των κερδών τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αισθανόταν κάτι το ασυνήθιστο. Περίμενε πως η Νούμερο 4 θα ήταν –μέσα σε λογικά πλαίσια– σαν τις άλλες, και τώρα, για πρώτη φορά, σκέφτηκε ότι η κοπέλα αυτή ήταν κατά πολύ καλύτερη, πιο προχωρημένη και πιο γοητευτική. Ήταν ένα αντιφατικό στοιχείο. Ήταν κατά πολύ νεότερη από τις πρώτες τρεις. Την είχαν απαγάγει κάτω από διαφορετικές συνθήκες, έχοντας κατά νου έναν διαφορετικό σκοπό. Η Λίντα σκέφτηκε πως με τη Νούμερο 4 βρίσκονταν πολύ κοντά σε κάτι ξεχωριστό, σε κάτι που δεν είχε φανταστεί και δεν το περίμενε. Έτρεμε από την έξαψη. Το ρίσκο, είπε στον εαυτό της, ήταν σαν τον έρωτα. Ο Μάικλ φαινόταν να νιώθει το ίδιο πράγμα. Ξαφνικά έσκυψε και χάιδεψε τα χείλη της με τα δικά του, απαλά, σκανδαλιστικά. Εκείνη τον τράβηξε αμέσως προς το κρεβάτι τους. Έκαναν και οι δύο τους σαν έφηβοι, γελώντας, χαχανίζοντας σχεδόν από την έξαψη, παρασυρμένοι από την αίσθηση ότι ήταν καλλιτέχνες που δημιουργούσαν κάτι που ξεπερνούσε κατά πολύ την αλήθεια. Το πάθος τους επισκίασε αμέσως την προσοχή τους. Αν πρόσεχαν, θα είχαν δει ένα μήνυμα που είχε έρθει από τη Σουηδία. Ένας πελάτης με το όνομα χρήστη Blond9Inch έγραψε μία και μόνη γραμμή στη γλώσσα του, την οποία κανείς τους δεν καταλάβαινε. Σήκωσε το κάλυμμα των ματιών της. Νομίζω πως κρυφοκοίταξε.
Το μήνυμα εκείνο το ακολούθησαν δεκάδες άλλα, πολύ πιο αναμενόμενα, σε πολλές διαφορετικές γλώσσες, που όλα σχολίαζαν διάφορα στοιχεία του κορμιού της Νούμερο 4 και ξεχείλιζαν από προτάσεις ως προς το τι θα έπρεπε να κάνουν στο μέλλον σ’ εκείνο το κορμί η Λίντα ή ο Μάικλ. Έτσι, η οξυδερκής παρατήρηση του Blond9Inch χάθηκε μέσα στο σωρό.
25 Το γεγονός ότι ο Μαρκ Γουλφ, με τρεις καταδίκες εις βάρος του για σεξουαλικά εγκλήματα και κατά συρροήν άσεμνη επίδειξη, μιλούσε τόσο φυσιολογικά ξάφνιασε τον Έιντριαν, αλλά όχι και την ντετέκτιβ δίπλα του. «Δεν έχω κάνει τίποτα», επανέλαβε ο Γουλφ. «Και ποιος είναι αυτός;» Συνέχισε να δείχνει προς τον Έιντριαν ενώ απηύθυνε τις ερωτήσεις του στην Τέρι Κόλινς. «Τι θέλετε;» ρώτησε και η μητέρα του από την άλλη άκρη του δωματίου. «Είναι ώρα για τις εκπομπές μας. Μάρκι, πες σ’ αυτούς τους ανθρώπους να φύγουν. Είναι ώρα για φαγητό ή όχι ακόμη;» Ο Μαρκ Γουλφ στράφηκε ανυπόμονα προς τη μητέρα του. Πήρε ένα τηλεκοντρόλ από το τραπέζι κι έκλεισε την τηλεόραση. Ο Τζέρι, η Ιλέιν και ο Κρέιμερ εξαφανίστηκαν, μαζί με την αιτία της οργής τους. «Φάγαμε», είπε ο Γουλφ. «Η εκπομπή θ’ αρχίσει σε λίγο. Αυτοί εδώ θα φύγουν σε ένα δυο λεπτά». Αγριοκοίταξε την ντετέκτιβ και είπε: «Λοιπόν, τι τρέχει;» «Μου φαίνεται πως πρέπει να πλέξω», είπε η μητέρα του κι έκανε ένα βήμα προς την πολυθρόνα που ήταν στολισμένη με τις βελόνες. «Όχι», της είπε απότομα ο γιος της. «Όχι αυτή τη στιγμή». Ο Έιντριαν έριξε μια ματιά στη μητέρα. Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένο ένα στραβό, μισό χαμόγελο. Η φωνή της έδειχνε στενοχώρια, ακόμη και ταραχή, κι όμως
χαμογελούσε. Αρχές Αλτσχάιμερ, σκέφτηκε ξαφνικά ο καθηγητής. Η αστραπιαία διάγνωση τον ανησύχησε· η νόσος Αλτσχάιμερ επηρέαζε το ίδιο τμήμα του εγκεφάλου και κατέστρεφε τη διαδικασία της σκέψης όπως και η δική του αρρώστια. Ήταν απλώς πιο ύπουλη, πιο υπομονετική, και συνεπώς αντιμετωπιζόταν πολύ πιο δύσκολα. Η δική του αρρώστια ήταν αδυσώπητη και γρήγορη, αλλά η γυναίκα που έβλεπε μπροστά του να μην ξέρει αν έπρεπε να γελάσει ή να βάλει τα κλάματα βρισκόταν στις αρπάγες ενός πράγματος που προχωρούσε αποφασιστικά όσο και η πρωινή παλίρροια που σκαρφάλωνε αργά σε μια αμμουδερή παραλία. Κοιτάζοντας τη μητέρα ήταν σαν να κοιταζόταν ο ίδιος σ’ έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Έβλεπε τον εαυτό του, αλλά όχι καθαρά. Η κατάσταση εκείνη απειλούσε να τον τρομοκρατήσει, και δυσκολευόταν να πάρει τα μάτια του από την αναμαλλιασμένη γυναίκα, μέχρι που άκουσε την ντετέκτιβ να λέει: «Από δω ο καθηγητής Τόμας. Με βοηθάει σε μια εν εξελίξει έρευνα. Έχουμε να σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις». Η βελόνα του Μαρκ Γουλφ είχε κολλήσει: «Δεν έχω κάνει τίποτα...» Αυτή τη φορά όμως πρόσθεσε: «...το κακό». Η σταθερή φωνή της ντετέκτιβ φάνηκε να τραβάει τον Έιντριαν μακριά από κάποιο χείλος όπου είχε φτάσει, κάνοντάς τον να εστιαστεί στον σεσημασμένο εγκληματία. Έπιασε τον εαυτό του να παλεύει με τις δικές του αναμνήσεις, επιμένοντας ότι είχε περάσει ώρες ολόκληρες παρατηρώντας τη συμπεριφορά ζώων στο εργαστήριο και κατόπιν είχε κάνει αμέτρητα πειράματα σε εθελοντές σπουδαστές, αξιολογώντας διαφορετικούς τύπους και βαθμούς φόβου και ερμηνεύοντας μια ευρεία γκάμα συμπεριφορών. Επέμενε ότι και αυτή τη στιγμή ήταν το ίδιο. Παρατήρησε τον εγκληματία,
αναζητώντας ενδείξεις πανικού, σημάδια παραπλάνησης, προσπαθώντας να πιάσει ήχους που θα έδειχναν έλλειψη ειλικρίνειας. Ένα νευρικό τικ του ματιού. Ένα γύρισμα του κεφαλιού. Μια αλλαγή στον τόνο της φωνής. Ένα τρέμουλο στο χέρι. Ιδρώτα στο μέτωπο. «Οι κανονισμοί της υπό όρους αποφυλάκισής σου απαιτούν να προσληφθείς και να παραμένεις...» «Έχω δουλειά. Το ξέρετε αυτό. Πουλάω ηλεκτρονικές και οικιακές συσκευές». «Και απαγορεύεται να μπαίνεις σε παιδικές χαρές ή να βρίσκεσαι κοντά σε σχολεία...» «Με είδατε να παραβαίνω κανέναν απ’ αυτούς τους κανόνες;» ρώτησε ο Γουλφ. Ο Έιντριαν πρόσεξε ότι ο Γουλφ δεν είχε απαντήσει: Όχι, δεν μπήκα σε καμιά παιδική χαρά ούτε βρέθηκα κοντά σε σχολεία. Ήλπιζε ότι θα το είχε προσέξει και η Τέρι Κόλινς. «Και είσαι υποχρεωμένος να πηγαίνεις να βλέπεις τον επιτηρητή σου κάθε μήνα». «Αυτό κάνω». Και βέβαια το κάνεις. Αυτή η επίσκεψη σου εξασφαλίζει την ελευθερία σου, σκέφτηκε ο Έιντριαν. «Και είσαι υποχρεωμένος να κάνεις ψυχοθεραπεία». «Ναι. Σιγά το πράμα». Η Τέρι δίστασε. «Πώς τα πας από αυτή την άποψη;» «Αυτό δεν είναι δικιά σας δουλειά», πέταξε ο Γουλφ. Ο Έιντριαν περίμενε πως η ντετέκτιβ θα απαντούσε με εξίσου οργίλο τρόπο, αλλά εντυπωσιάστηκε όταν εκείνη διατήρησε τον ήρεμο γραφειοκρατικό της τόνο. «Είσαι υποχρεωμένος να απαντάς στις ερωτήσεις μου –είτε σου αρέσουν είτε όχι–, αλλιώς παραβαίνεις τους όρους της
αποφυλάκισής σου. Με μεγάλη ευχαρίστηση θα έπαιρνα τον επιτηρητή σου αυτή τη στιγμή και θα του ζητούσα να αξιολογήσει την άρνησή σου. Τυχαίνει να έχω τον αριθμό του στο σημειωματάριό μου». Ο Έιντριαν υπέθεσε ότι αυτό ήταν μπλόφα, αλλά ο επιτακτικός τόνος της ντετέκτιβ έδειχνε ότι ουσιαστικά δε χρειαζόταν να καταφύγει παρά μόνο στην απειλή ενός τηλεφωνήματος και ότι τόσο η ίδια όσο και ο Μαρκ Γουλφ το ήξεραν αυτό. Ο Γουλφ δίστασε. «Ο γιατρός λέει ότι η θεραπεία μου υποτίθεται πως είναι απόρρητη. Ξέρετε, μένει μόνο μεταξύ μας». «Στις περισσότερες περιπτώσεις έτσι είναι. Όχι στη δική σου». Και πάλι ο Γουλφ δίστασε. Έριξε μια ματιά στη μητέρα του, που την είχε αράξει σε μια πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση, λες και δεν υπήρχε κανένας άλλος στο δωμάτιο. Άπλωσε το χέρι της να πιάσει το τηλεκοντρόλ. «Μητέρα!» είπε ξαφνικά ο Γουλφ. «Όχι τώρα. Πήγαινε στην κουζίνα». «Μα ήρθε η ώρα», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Σε λίγο. Όχι ακόμη». Η γυναίκα σηκώθηκε απρόθυμα και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Ο Έιντριαν την άκουσε να σέρνει τα βήματά της στην κουζίνα. Ακολούθησε ο θόρυβος ενός ποτηριού που γινόταν θρύψαλα στο νεροχύτη και μια κραυγή απογοήτευσης που διακόπηκε από ένα χείμαρρο από βρισιές. Ο γιος κοίταξε προς τα κει με βλοσυρό ύφος, αλλά η μητέρα του, σαν να ανέμενε την αντίδρασή του, του φώναξε: «Έγινε κατά λάθος. Θα μαζέψω εγώ». «Ανάθεμα», είπε ο Γουλφ. «Μόνο κάτι τέτοια γίνονται».
Στράφηκε στην Τέρι Κόλινς και την αγριοκοίταξε. «Βλέπετε πόσο δύσκολο είναι, εκείνη είναι άρρωστη κι εγώ πρέπει...» Συγκρατήθηκε. Κατάλαβε ότι η Τέρι αδιαφορούσε τελείως για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ζώντας με κάποιον που είχε πιαστεί στα πλοκάμια εκείνης της αρρώστιας. «Σχετικά με τη θεραπεία σου», του είπε έντονα η ντετέκτιβ. «Πάω κάθε βδομάδα», απάντησε βλοσυρά ο Μαρκ Γουλφ. «Έχω σημειώσει πρόοδο. Έτσι μου λέει ο γιατρός». «Πες μου τι εννοείς μ’ αυτό», του είπε η Τέρι. Ο Γουλφ φάνηκε να διστάζει λιγάκι. «Πρόοδος σημαίνει πρόοδος», απάντησε. «Θα πρέπει να γίνεις πιο συγκεκριμένος, Μαρκ», είπε η Τέρι. Ο Έιντριαν πρόσεξε ότι η αστυνομικός χρησιμοποίησε το μικρό όνομα του τύπου. Αφοπλιστικός τρόπος, σκέφτηκε. «Κοιτάξτε», είπε ο Γουλφ, «δεν είμαι σίγουρος τι...» Η Τέρι τον κάρφωσε με το βλέμμα της. Ήταν φανερό ότι του έλεγε, Περίμενα κάτι καλύτερο από σένα. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι ο τρόπος της δεν ήταν και τόσο διαφορετικός από το βλέμμα που έριχνε χωρίς να μιλάει στους φερέλπιδες σπουδαστές που δεν είχαν ανταποκριθεί στις προσδοκίες του. «Ο γιατρός με βοηθάει να χαλιναγωγήσω τις επιθυμίες μου», είπε ο Γουλφ. Ο Έιντριαν πίστευε ότι η λέξη επιθυμίες ήταν ένα ανεπαρκές υποκατάστατο του πόθου. «Με ποιον τρόπο;» «Το συζητάμε». «Πώς είπες ότι λέγεται ο γιατρός σου;» «Δεν είπα». «Γιατί όχι;» Ο Γουλφ ανασήκωσε τους ώμους του. «Πηγαίνω στο
δόκτορα Γουέστ στην πόλη. Θέλετε τη διεύθυνση και τον αριθμό του;» «Όχι», απάντησε η Τέρι. «Τα έχω ήδη». Ο Έιντριαν άκουγε προσεκτικά. Γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία. Θεραπεία αποστροφής. Άμεση θεραπεία. Θεραπεία αποδοχής. Προγράμματα δώδεκα βημάτων. Γνώριζε τα πάμπολλα προγράμματα θεραπείας που υπήρχαν και τη μικρή πιθανότητα επιτυχίας στην περίπτωση μιας παραφιλίας όπως η επιδειξιμανία. Αυτό που ήθελε ν’ ακούσει εκείνος ήταν με ποιο ν τρόπο ένας Νιου Έιτζ θεραπευτής όπως ο Σκοτ Γουέστ κούραρε κάποιον που υπέφερε από μια προϊστορική πάθηση. «Πού βλέπεις το δόκτορα Γουέστ;» «Στο γραφείο του». «Τον συναντάς ποτέ κάπου αλλού;» Ο Γουλφ έκανε το λάθος να διστάσει στιγμιαία. «Όχι». Η Τέρι τον κοίταξε σκληρά. «Θα δοκιμάσω άλλη μια φορά. Τον συναντάς...» «Μια φορά με πήρε με το αυτοκίνητό του». «Πού σε πήγε;» «Είπε πως ήταν μέρος της θεραπείας. Πως ήταν στ’ αλήθεια πολύ σημαντικό για μένα να δείξω στον εαυτό μου ότι μπορούσα να ελέγξω...» «Πού σε πήγε;» Ο Γουλφ κοίταξε αλλού. «Με πέρασε έξω από ένα δυο σχολεία». «Ποια σχολεία;» «Το γυμνάσιο. Κι ένα δημοτικό σχολείο δύο τετράγωνα πιο κάτω. Δε θυμάμαι τ’ όνομά του».
«Δεν το θυμάσαι;» Και πάλι ο Γουλφ δίστασε. «Δημοτικό Σχολείο Κένεντι», είπε. «Όχι το Γουάιλντγουντ ή το Φορτ Ρίβερ;» «Όχι», είπε ο Γουλφ. «Δεν περάσαμε από κει». Η Τέρι Κόλινς σταμάτησε πάλι για λίγο. «Ωστόσο τα ονόματα των σχολείων τα ξέρεις, και πάω στοίχημα ότι γνωρίζεις και τις διευθύνσεις τους». Ο Γουλφ γύρισε το κεφάλι του, αλλά δεν προσπάθησε να κάνει καμιά κίνηση. Δεν απάντησε στην ερώτηση, αφού ήταν φανερό ότι ήξερε τις διευθύνσεις. Ο Έιντριαν φαντάστηκε ότι ο τύπος θα μπορούσε να τους πει και τα καθημερινά προγράμματα των σχολείων, πότε έφταναν οι μαθητές, πότε έφευγαν, πότε γέμιζαν τον παιδότοπο στα διαλείμματα. Η ντετέκτιβ κράτησε δύο σημειώσεις πριν συνεχίσει. «Ώστε περάσατε μπροστά από τα σχολεία. Σταματήσατε;» «Όχι». Ο Έιντριαν ήταν σίγουρος πως αυτό ήταν ψέμα. «Καταδικάστηκες για παράνομη κατακράτηση...» άρχισε να λέει η Τέρι, αλλά ο Γουλφ τη διέκοψε. «Κοιτάξτε, πήγα το κορίτσι μια βόλτα. Αυτό είναι όλο. Δεν την άγγιξα καθόλου». «Μια βόλτα με κατεβασμένο το φερμουάρ σου». Ο Γουλφ την αγριοκοίταξε αλλά δεν απάντησε. «Έχεις πάει ποτέ στο σπίτι του γιατρού σου;» Η ερώτηση αυτή έστρεψε την ανάκριση σε μια κατεύθυνση που πρέπει να αιφνιδίασε τον Γουλφ. Απάντησε πολύ βιαστικά. «Όχι». «Ξέρεις πού μένει;»
«Όχι». «Γνώρισες ποτέ την οικογένειά του;» «Όχι. Αυτό δεν είναι μέρος της θεραπείας». «Πες μου τι κουβεντιάζετε». «Με ρωτάει τι σκέφτομαι και τι αισθάνομαι όταν βλέπω...» Σταμάτησε λέγοντας την τελευταία λέξη και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θέλει να του λέω όλα όσα περνούν από το μυαλό μου. Του λέω την αλήθεια. Είναι δύσκολο, αλλά μαθαίνω να ελέγχω τον εαυτό μου. Δεν έχω ανάγκη να...» Και πάλι σταμάτησε. Ο Έιντριαν είχε σχεδόν υπνωτιστεί από τον τρόπο που η Τέρι ανέκρινε τον εγκληματία χωρίς να δείχνει τι ήταν αυτό που έψαχνε. Όταν όμως άκουσε το τελευταίο σχόλιο του Γουλφ, κάτι σάλεψε στο βάθος της δικής του φαντασίας. Δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς, αλλά είχε την εντύπωση πως είχε ακούσει κάτι σημαντικό. Προσπάθησε να θυμηθεί τις δικές τους σπουδές, τις ελεγχόμενες στιγμές στα εργαστήρια. Ερεθίσματα, σκέφτηκε. Το υποκείμενο ενός πειράματος θα επιδείκνυε μια σειρά φυσιολογικών αντιδράσεων σε μια κατάσταση, μέχρι τη στιγμή που θα έμπαινε στην εξίσωση ένα πρόσθετο ερέθισμα. Τότε η ικανότητα ελέγχου των συναισθημάτων άλλαζε και μερικές φορές έπαυε να υπάρχει. Στον κινηματογράφο, όταν ο κακός με το μαχαίρι ξεπηδάει από το σκοτάδι, ξεφωνίζουμε. Όταν ένα αυτοκίνητο ντεραπάρει πάνω στο βρεγμένο οδόστρωμα, οι χτύποι της καρδιάς, η αδενική δραστηριότητα, τα κύματα του εγκεφάλου, τα πάντα αυξάνουν καθώς προσπαθούμε να καταπολεμήσουμε τον πανικό. Εκτός ελέγχου. Ο Έιντριαν αναρωτήθηκε αν η γυναίκα του είχε τρομοκρατηθεί όταν έριξε το αυτοκίνητο πάνω στη βελανιδιά. Όχι, είπε με το νου του,
εκείνη ανακουφίστηκε, γιατί έκανε αυτό που πίστευε ότι ήθελε. Έγειρε το κεφάλι του γυρεύοντας ν’ ακούσει τη φωνή της γυναίκας του, αλλά δεν την άκουσε. Κάτι άλλο ήταν εκεί. Ο Έιντριαν είχε την αίσθηση ότι ένα χέρι ήταν ακουμπισμένο στον ώμο του, προσπαθώντας να τον κάνει να γυρίσει και να δει κάτι. Η αίσθηση έγινε πιο έντονη, σαν να τον έσφιγγαν δάχτυλα. Εκείνος όμως στράφηκε προς τον επιδειξία. Έτσι και τον φέρεις αντιμέτωπο με την καθημερινή πραγματικότητα των μικρών μαθητών, ενεργοποιείται μια φαντασίωση. Άλλοι άνθρωποι βλέπουν παιδιά που παίζουν. Ο Μαρκ Γουλφ έβλεπε αντικείμενα του πόθου του. Ξαφνικά ο Έιντριαν ήθελε να αισθανθεί μίσος αντί για κατανόηση. Το μίσος είναι πολύ ευκολότερο. «Κοιτάξτε, ντετέκτιβ, είμαι πολύ καλύτερα. Ο δόκτωρ Γουέστ με έχει βοηθήσει πραγματικά. Μπορεί να μην το πιστεύετε, αλλά είναι αλήθεια. Μπορείτε να τον ρωτήσετε». Η Τέρι έγνεψε καταφατικά. «Θα τον ρωτήσω. Καταλαβαίνεις ότι και μόνο το γεγονός ότι πέρασες με το αυτοκίνητο μπροστά από κείνα τα σχολεία με το θεραπευτή σου ήταν παράβαση των όρων;» «Εκείνος είπε ότι δε θα ήταν παράβαση. Είπε ότι ο επιτηρητής μου το ενέκρινε. Εξάλλου δε σταματήσαμε». Η Τέρι έγνεψε πάλι. Δεν το πιστεύει, σκέφτηκε ο Έιντριαν. Και έχει δίκιο. «Εντάξει, θα το ελέγξω. Τελειώσαμε εδώ». Η Τέρι έκλεισε το σημειωματάριό της, έκανε νόημα στον Έιντριαν, αλλά μετά σταμάτησε και ρώτησε απότομα: «Ποια είναι η Τζένιφερ Ρίγκινς;» Ο Μαρκ Γουλφ έδειξε να σαστίζει. «Ποια;»
«Η Τζένιφερ Ρίγκινς. Πού βρίσκεται;» «Δεν ξέρω καμία...» «Αν μου λες ψέματα, θα ξαναπάς στη φυλακή». «Δεν το ξέρω αυτό το όνομα. Δεν το έχω ακούσει ποτέ μου». Η Τέρι έβγαλε πάλι το σημειωματάριό της κι έγραψε κάτι. «Ξέρεις ότι το να πεις ψέματα σε αστυνομικό είναι κακούργημα;» «Σας λέω αλήθεια. Δεν ξέρω για ποια μιλάτε». Ο Έιντριαν είδε πολλά πράγματα στο πρόσωπο του εγκληματία. Είναι αξιοσημείωτο, σκέφτηκε, το πώς ανακατεύει αλήθειες και ψέματα. «Μου φαίνεται ότι θα ξανάρθω να μιλήσω μαζί σου», είπε η Τέρι. «Δε σχεδιάζεις να φύγεις, έτσι δεν είναι;» Δεν επρόκειτο για ερώτηση. Ήταν διαταγή. Η ντετέκτιβ στράφηκε στον Έιντριαν. «Εντάξει, καθηγητά, τελειώσαμε γι’ απόψε». Ο Έιντριαν σκέφτηκε πως είχε δεκάδες ερωτήσεις στο μυαλό του, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να σκεφτεί καμιά. Έκανε ένα βήμα και αισθάνθηκε σαν να ήταν κάποιος πλάι του και να του ψιθύριζε στ’ αυτί. Ο Μπράιαν. Αυτός πρέπει να ήταν. Το σκέφτηκε για μια στιγμή. Όχι. Ίσως ήταν ο Τόμι. «Έχεις υπολογιστή;» ρώτησε ξαφνικά. Η Τέρι σταμάτησε στην πόρτα. Καλή ερώτηση, σκέφτηκε. «Πες του, Μαρκ. Έχεις υπολογιστή;» Ο εγκληματίας έγνεψε καταφατικά. «Για ποιο σκοπό τον χρησιμοποιείς;» «Για τίποτα το ιδιαίτερο. Για το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και για να μαθαίνω τα αποτελέσματα των αγώνων».
«Ποιος σου στέλνει e-mail;» «Γνωρίζω μερικούς ανθρώπους. Έχω μερικούς φίλους». «Αυτό είναι σίγουρο», είπε η Τέρι. «Θα τον πάρω». «Χρειάζεστε ένταλμα». «Αλήθεια;» Ο Γουλφ δίστασε. «Πάω να τον φέρω. Είναι στο δωμάτιό μου». «Θα έρθουμε μαζί σου». Ακολούθησαν τον Γουλφ, που διέσχισε την κουζίνα. Εκείνος αγριοκοίταξε τη μητέρα του όταν τον ρώτησε: «Μπορώ να πλέξω λίγο τώρα; Ποιοι είναι οι φίλοι σου;» Ο Γουλφ άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου του. Ο Έιντριαν είδε μερικά ρούχα της δουλειάς απλωμένα τριγύρω. Μερικά κουρελιασμένα πορνοπεριοδικά, ένα δυο βιβλία κι ένα μικρό γραφείο μ’ έναν φορητό υπολογιστή. Ο Γουλφ έβγαλε το μηχάνημα από την πρίζα και το έδωσε στην Τέρι. «Πότε θα...;» «Σε μια δυο μέρες. Ποιος είναι ο κωδικός πρόσβασης;» Ο Γουλφ δίστασε. «Ποιος είναι ο κωδικός πρόσβασης;» τον ξαναρώτησε η Τέρι. «Candyman», απάντησε εκείνος. Η Τέρι πήρε το μηχάνημα. «Μάλιστα», είπε. «Προοδεύεις». Ενώ η ντετέκτιβ έβαζε τον υπολογιστή παραμάσχαλα, ο Έιντριαν σκεφτόταν: Πολύ εύκολα αποκάλυψε τον κωδικό του. Δεν του φαινόταν λογικό. Παρ’ όλ’ αυτά, περιέφερε γρήγορα το βλέμμα του και προσπάθησε να καταγράψει στο μυαλό του όσο περισσότερα μπορούσε αναφορικά με το τι
έδειχνε το δωμάτιο για τον ένοικό του. Ευχήθηκε να μπορούσε να διαβάσει τους τίτλους των βιβλίων. Υποπτευόταν ότι μπορεί να υπήρχε κι ένα συρτάρι γεμάτο με DVD. Αλλά το δωμάτιο ήταν απέριττο. Ένα μονό κρεβάτι, μια σιφονιέρα, το γραφείο και μια άβολη ξύλινη καρέκλα. Όχι και πολλά πράγματα, που δεν έλεγαν και πολλά πράγματα. Εκτός αν έλεγαν, σκέφτηκε ο Έιντριαν. Καθώς γύριζε να φύγει, ακριβώς πίσω από την ντετέκτιβ και τον επιδειξία, άκουσε έναν ψίθυρο. Υποκατάστατο. Η σκέψη πέρασε τόσο γρήγορα απ’ το μυαλό του, που κόντεψε να ξεγλιστρήσει σαν άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα. Ο Έιντριαν έκανε μεταβολή, αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Δεν καταλάβαινε το νόημα της λέξης, αλλά τον προβλημάτιζε καθώς έβγαινε με την ντετέκτιβ από το σπίτι.
Ο ηλικιωμένος καθηγητής και η ντετέκτιβ ήταν σιωπηλοί κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Η Τέρι είχε βάλει τον υπολογιστή στο πίσω κάθισμα, ξέροντας ότι δεν αποτελούσε πειστήριο και ότι κατά πάσα πιθανότητα θα σπαταλούσε απλώς το χρόνο της όταν θα εξέταζε τα αρχεία που περιείχε. Η σχέση μεταξύ του παραβάτη και του Σκοτ Γουέστ την προβλημάτιζε, αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει το ισχυρό ενδεχόμενο να ήταν απλή σύμπτωση. Ήξερε ότι υπήρχε μια δόση ψέματος σε όσα της είχε πει Μαρκ Γουλφ, αλλά οι κεραίες της δεν είχαν πιάσει κάποια ψευτιά απ’ αυτές που θα μπορούσαν να την οδηγήσουν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Έπαιζε ταμπούρλο με τα δάχτυλά της πάνω στο τιμόνι καθώς οδηγούσε μέσα στο σκοτάδι
προς το σπίτι του γέρου. Εκείνος ήταν ιδιαίτερα σιωπηλός. «Τι σας απασχολεί;» τον ρώτησε απότομα η Τέρι. Πριν απαντήσει, ο Έιντριαν φάνηκε σαν να συμμάζευε τις όποιες αναμνήσεις ή σκέψεις επεξεργαζόταν στο μυαλό του. «Η Τζένιφερ», είπε σιγανά. «Τι πιθανότητες υπάρχουν να τη βρούμε, ντετέκτιβ;» «Δεν είναι καλές», απάντησε η Τέρι. «Δεν είναι τόσο δύσκολο να εξαφανιστεί κανείς στην κοινωνία μας όσο πιστεύει ο κόσμος. Ή να κάνεις κάποιον να εξαφανιστεί». Ο Έιντριαν έδειξε να βυθίζεται σε σκέψεις. «Φαντάζεστε ότι υπάρχει κάτι σ’ εκείνο τον υπολογιστή που...» «Όχι», είπε η Τέρι, διακόπτοντάς τον. Εκείνος μισογύρισε στο κάθισμά του, σαν να περίμενε κάποια πρόσθετη εξήγηση εκείνης της απάντησης. Η ντετέκτιβ τού έκανε το χατίρι. «Θα περιέχει κάποια δυσάρεστα πράγματα. Ίσως λίγο συνηθισμένο πορνογραφικό υλικό. Δε θα ξαφνιαζόμουν αν έβλεπα παιδική πορνογραφία κρυμμένη σε κάποιο αρχείο. Ίσως κάτι άλλο που θα δείχνει ότι ο καλός δόκτωρ Γουέστ δεν κάνει και τόσο καλή δουλειά ως θεραπευτής όσο φαντάζεται μάλλον ο ίδιος. Αλλά ως προς το να υπάρχει κάτι στον υπολογιστή σχετικά με την Τζένιφερ; Τι σχέση θα μπορούσε να έχει; Όχι. Δε νομίζω. Θα το ψάξω, αλλά δεν είμαι αισιόδοξη». Ο Έιντριαν έγνεψε αργά. «Εγώ βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την όλη συνάντηση», είπε. Η φωνή του ήταν ουσιαστικά ένας ψίθυρος. «Ποτέ δεν είχα μιλήσει με έναν τέτοιο άνθρωπο. Ήταν διαφωτιστικό». «Ακούσατε κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει;» Η Τέρι
έκανε αυτή την ερώτηση περισσότερο από ευγένεια παρά επειδή πίστευε ότι ο καθηγητής θα μπορούσε να είχε όντως προσέξει κάτι σημαντικό. «Αυτό κάνουν οι ντετέκτιβ;» απάντησε ο Έιντριαν. «Επεξεργάζονται τόσο γρήγορα τις πληροφορίες;» «Τα πράγματα δε γίνονται όπως στις αίθουσες διδασκαλίας, καθηγητά. Μερικές φορές δεν υπάρχει χρόνος και πρέπει κανείς να βρίσκει απαντήσεις πολύ γρήγορα. Ως προς τις ανθρωποκτονίες, μιλάνε για τις πρώτες σαράντα οχτώ ώρες. Μάλιστα υπάρχει και μια χαζοεκπομπή στην τηλεόραση μ’ αυτό τον τίτλο. Σε ορισμένα εγκλήματα το περιθώριο είναι μικρότερο, σε άλλα είναι λίγο μεγαλύτερο. Αλλά αυτό που πρέπει να διακρίνει κανείς είναι, αν όχι απαντήσεις, τουλάχιστον πού μπορεί να βρεθούν απαντήσεις στα γρήγορα». Η Τέρι αναστέναξε και πρόσθεσε: «Εμείς έχουμε ήδη ξεπεράσει κατά πολύ το περιθώριο στην περίπτωση της Τζένιφερ». Ο Έιντριαν φάνηκε να το σκέφτεται. «Η Τζένιφερ χρειάζεται περισσότερο χρόνο», είπε. «Ελπίζω να τον έχει». Η ντετέκτιβ συνειδητοποίησε ότι δεν αντιπαθούσε τον ηλικιωμένο άντρα. Καταλάβαινε ότι οι προσπάθειες που κατέβαλλε για να τη βοηθήσει ήταν ειλικρινείς. Συνήθως οι πολίτες κατάφερναν απλώς να μπερδεύονται αδέξια στα πόδια των ανθρώπων του Νόμου. Ήταν πάρα πολλοί αυτοί που έβλεπαν πολλή τηλεόραση και νόμιζαν ότι πραγματικά κάτι ήξεραν. Αποτελούν εμπόδιο, δεν προσφέρουν βοήθεια, σκέφτηκε η Τέρι. Αποτελούσε κι αυτό μέρος της εκπαίδευσης και της εμπειρίας της. Όμως, ο γέρος που καθόταν δίπλα της και φαινόταν από τη μια να διαθέτει ιδιαίτερη οξυδέρκεια και
από την άλλη να ταξιδεύει επίμονα σε κάποιον άλλο πλανήτη ήταν διαφορετικός από τους ανακατωσούρες και τους αυτόκλητους σωτήρες που είχε συνηθίσει εκείνη. Σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στο σπίτι του. «Εξυπηρέτηση πόρτα-πόρτα», του είπε. «Ευχαριστώ», είπε ο Έιντριαν βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. «Ίσως θα μπορούσατε να μου τηλεφωνήσετε αν συγκεντρώσετε κάποιες πληροφορίες...» «Καθηγητά, αφήστε σ’ εμένα την αστυνομική δουλειά. Αν υπάρξει κάτι στο οποίο θεωρήσω ότι μπορείτε να βοηθήσετε, θα επικοινωνήσω μαζί σας». Ο ηλικιωμένος καθηγητής φάνηκε αποκαρδιωμένος. Η Τζένιφερ χάθηκε κι εκείνος κατηγορεί τον εαυτό του γι’ αυτό, σκέφτηκε η Τέρι. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους αστυνομικούς –που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες τραγωδίες ως μέρος της καθημερινής ρουτίνας τους– και στους ανθρώπους που αισθάνονται ότι έγιναν ξεχωριστοί εξαιτίας της αναπάντεχης εμπλοκής τους σε κάποιο έγκλημα. Η εμπειρία αυτή ξεπερνά τόσο πολύ την καθημερινότητά τους, ώστε όχι μόνο τους συναρπάζει αλλά μπορεί και να τους γίνει έμμονη ιδέα. Αλλά για μια αστυνομικό σαν την Τέρι δεν ήταν κάτι παραπάνω από το φυσιολογικό. Τραγικό, αλλά φυσιολογικό. Ο Έιντριαν απομακρύνθηκε από το αυτοκίνητο και χάθηκε στο βάθος του δρόμου. «Είναι καλή αστυνομικός», είπε ο Μπράιαν. «Αλλά έχει περιορισμένους ορίζοντες. Ο πανέξυπνος, σχεδόν διανοούμενος ντετέκτιβ με την έμφυτη διορατικότητα αποτελεί ένα εύρημα των συγγραφέων μυστηρίου. Στην
πραγματικότητα οι αστυνομικοί είναι απλώς λύτες προβλημάτων. Ξέρουν να παίζουν τρίλιζα, όχι να βρίσκουν την απάντηση στον μαθηματικό γρίφο “Την Κυρία ή την Τίγρη”». Ο Έιντριαν προχώρησε με βαριά βήματα προς την εξώπορτά του. «Εσύ ήσουν εκεί στο σπίτι;» ρώτησε. «Φυσικά», παραδέχτηκε ο Μπράιαν. Ακουγόταν επιφυλακτικός, σαν να πρόσμενε κι άλλη ερώτηση. Ο Έιντριαν γύρισε στον νεκρό αδερφό του. Ήταν ο δικηγόρος Μπράιαν, που πασπάτευε τη μεταξωτή γραβάτα του και τακτοποιούσε την τσάκιση του παντελονιού στο κοστούμι του των δύο χιλιάδων δολαρίων. «Έμαθες κάτι», είπε στον Έιντριαν. «Μα η ντετέκτιβ είπε...» «Έλα τώρα, Όντι, από την πρώτη στιγμή το ζητούμενο δεν είναι να βρεθεί κάποιος ένοχος. Όχι ακόμη, τουλάχιστον. Το ζητούμενο είναι πού πρέπει να στραφεί η έρευνα για να βρεθεί η Τζένιφερ. Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι να φανταστείς ποιος την πήρε. Και γιατί». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. «Όντως». «Και αυτός σίγουρα δεν είναι ο τρόπος που σκέφτεται η ντετέκτιβ μιας μικρής κολεγιακής πόλης, έστω κι αν φαίνεται πολύ ικανή». Τα λόγια αυτά φάνηκαν αληθινά στον Έιντριαν. Έκανε ψύχρα. Αναρωτήθηκε πού κρυβόταν η ζεστασιά της άνοιξης. Ο αέρας φαινόταν απατηλός, σαν να μπορούσε να υποσχεθεί ένα πράγμα και να προσφέρει κάτι διαφορετικό. Αναξιόπιστη εποχή, σκέφτηκε ο Έιντριαν. «Όντι!» Ο καθηγητής γύρισε πάλι στον Μπράιαν. «Η κατάσταση
όλο και δυσκολεύει», είπε. «Είναι λες και κάθε ώρα, κάθε μέρα, ξεγλιστρά άλλο ένα μικρό μέρος του εαυτού μου». «Γι’ αυτό είμαστε εμείς εδώ». «Νομίζω ότι δεν είμαι καθόλου καλά». «Διάολε, Όντι», είπε ο Μπράιαν γελώντας. «Εγώ είμαι νεκρός, αλλά αυτό δε μου κόβει τη φόρα». Ο Έιντριαν χαμογέλασε. «Τι είδες στο σπίτι εκείνου του λεχρίτη;» «Μια γριά γυναίκα που υποφέρει...» Αλήθεια, τι είχε δει; «Είδα έναν άνθρωπο που το έπαιξε υπάκουος, σαν να μην είχε τίποτε να κρύψει, ενώ το πιθανότερο είναι ότι θέλει να κρύψει τα πάντα». Ο Μπράιαν χαμογέλασε και χτύπησε τον αδερφό του χαϊδευτικά στην πλάτη. «Τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει πως κάτι μου διέφυγε». Ο Μπράιαν έφερε το χέρι στο μέτωπό του, ακριβώς στο σημείο όπου πρέπει να τοποθέτησε την κάννη του όπλου που ο Έιντριαν είχε τώρα στο κομό του. Έκανε σαν να πυροβολούσε, αλλά δεν έδειξε να το θεωρεί ειρωνικό. «Νομίζω ότι ξέρουμε και οι δύο τι πρέπει να κάνουμε», είπε.
Ο Έιντριαν χώθηκε βαθιά στο κάθισμα του αυτοκινήτου του, ελπίζοντας ότι η προηγούμενη επίσκεψη δε θα είχε κάνει τον Μαρκ Γουλφ να σκέφτεται ακόμη περισσότερο ότι ήταν ενδεχόμενο να τον παρακολουθούν. Ο ήλιος που ανέτελλε δημιουργούσε σκιερά σημεία εκεί όπου οι ακτίνες του
μπλοκάρονταν από δέντρα που μόλις είχαν αρχίσει να βγάζουν φύλλα. Ο κόσμος έξω απ’ το παράθυρο φαινόταν στον Έιντριαν να μην είναι τόσο γυμνός, αλλά ούτε ντυμένος. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι έρχονταν στιγμές κατά την αλλαγή εποχής που κάποια φυσική δύναμη περίμενε την άδεια, το σύνθημα, για να επιταχύνει το πέρασμα της μέρας από το χειμώνα στην άνοιξη. Ο Έιντριαν δεν ήξερε πόσες τέτοιες αλλαγές τού απέμεναν. Ούτε πόσο ακόμη θα ήταν σε θέση να τις αντιλαμβάνεται. Γύρισε στο κάθισμά του για να ρωτήσει τον Μπράιαν, αλλά ο αδερφός του δεν ήταν πια μαζί του. Αναρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν μπορούσε να καλέσει τις παραισθήσεις του όταν τις χρειαζόταν. Θα τον καθησύχαζε αν είχε κάποιον να μιλήσει, και η αυτοπεποίθηση του αδερφού του θα συνέβαλλε στη δική του αποφασιστικότητα. Σκεφτόταν ότι αυτό που σκόπευε να κάνει ήταν οριακά παράνομο. Αν δεν απαγορευόταν από το νόμο, θα έπρεπε να απαγορευτεί. Ήταν και ανήθικο, ένα θέμα στο οποίο ο μεγαλόσχημος δικηγόρος Μπράιαν θα μπορούσε να τον βοηθήσει ιδιαίτερα. Οι δικηγόροι πάντοτε ένιωθαν πιο άνετα όταν είχαν να κάνουν με τις ηθικές αποχρώσεις του γκρίζου. «Μπράιαν;» Σιωπή. Ο Έιντριαν το περίμενε αυτό. Κοίταξε με τρόπο πάνω από το χείλος της πόρτας. Όπου να ’ναι θα πρέπει να βγει ο Μαρκ Γουλφ, είπε στον εαυτό του, και αναρίγησε. Σκέφτηκε τον αδερφό του. Όταν ήταν πιτσιρίκια, ο Μπράιαν πάντα τον εξέπληττε με την αφοβία του. Όποτε εκείνος έκανε κάτι με τους φίλους του –κολύμπι, μπάλα, διαβολιές–, ο Μπράιαν πήγαινε πάντοτε από κοντά, και ήταν
ο πρώτος που προσφερόταν εθελοντικά για οποιαδήποτε σκανταλιά έβαζε ο νους τους. Ο Έιντριαν θυμόταν μια φορά που είχαν φάει κατσάδα από τους γονείς τους. Αφού τους μάλωσαν, έστειλαν τον Μπράιαν στο δωμάτιό του και συνέχισαν να τα ψέλνουν σ’ εκείνον. Υποτίθεται ότι πρέπει να προσέχεις το μικρό σου αδερφό, του είπαν, και Έιντριαν, πώς μπόρεσες να τον αφήσεις να... Εκείνος δεν είχε καταφέρει να τους εξηγήσει ότι, παρά τη διαφορά της ηλικίας, αυτός που φαινόταν να είναι ο αρχηγός ήταν ο Μπράιαν. Ανάποδα, σκέφτηκε. Μεγαλώναμε ανάποδα. Έπειτα όμως είπε φωναχτά: «Αυτό όμως εξακολουθεί να μη μου λέει για ποιο λόγο αυτοκτόνησες». Ο Έιντριαν αναλογίστηκε ότι τα πάντα στη ζωή του ήταν ένα μυστήριο, με εξαίρεση τη δουλειά του. Γιατί τον αγαπούσε η Κάσι; Γιατί πέθανε ο Τόμι; Τι δεν πήγαινε καλά με τον Μπράιαν κι εκείνος δεν είχε καταλάβει τι σκόπευε να κάνει ο αδερφός του; Σκέφτηκε ότι η αρρώστια του είχε και μια καλή πτυχή. Όλες αυτές οι ερωτήσεις και όλη η θλίψη που τον καταδίωκαν θα χάνονταν μέσα σε μια ομίχλη. Άφησε την ανάσα του να βγει. Είμαι ήδη νεκρός, είπε με το νου του. Άκουσε την πόρτα ενός αυτοκινήτου να κλείνει. Έριξε μια κλεφτή ματιά και είδε τον Μαρκ Γουλφ να βγαίνει από το δρομάκι του, όπως και την προηγούμενη μέρα, και να ξεμακραίνει. Κοίταξε το ρολόι του. Του το είχε κάνει δώρο η γυναίκα του στην εικοστή πέμπτη επέτειο του γάμου τους. Ήταν αδιάβροχο –αν και ο Έιντριαν σπάνια έμπαινε στο νερό. Αντικραδασμικό –αν και ποτέ δεν του έπεφτε από το χέρι. Η μπαταρία του προοριζόταν να κρατήσει μια ζωή –Ε, λοιπόν,
μονολόγησε, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να συνεχίσει να λειτουργεί όταν εγώ θα έχω φύγει. Σκόπευε να περιμένει δεκαπέντε λεπτά. Ο λεπτοδείκτης διέγραφε αδυσώπητα κύκλους στο καντράν του ρολογιού με μια κίνηση σχεδόν υπνωτιστική. Όταν βεβαιώθηκε ότι ο Γουλφ είχε φύγει για τη δουλειά του στο κατάστημα, βγήκε από το αυτοκίνητο και πλησίασε στο περιποιημένο σπίτι με βιαστικό βήμα. Χτύπησε δυνατά την πόρτα και κατόπιν πάτησε το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε μια χαραμάδα και η μητέρα του Γουλφ τον κοίταξε με τα κάπως ανέκφραστα μάτια της. «Ο Μαρκ δεν είναι εδώ», του είπε αμέσως. «Δεν πειράζει», απάντησε ο Έιντριαν, σπρώχνοντας επίμονα την πόρτα. «Μου είπε να έρθω και να σου κάνω λίγη παρέα». «Αλήθεια;» Η γυναίκα σάστισε. Ο Έιντριαν εκμεταλλεύτηκε το γεγονός. Σκεφτόταν ότι γνώριζε την αρρώστια της γυναίκας καλύτερα από τη δική του. «Φυσικά. Είμαστε παλιοί φίλοι. Με θυμήθηκες τώρα, έτσι δεν είναι;» Δεν περίμενε να πάρει απάντηση. Απλώς έσπρωξε κι άλλο την πόρτα, μπήκε στο σπίτι και πήγε κατευθείαν στο καθιστικό. Στάθηκε σχεδόν στο ίδιο σημείο όπως και το προηγούμενο βράδυ. «Δε σε θυμάμαι», του είπε η γυναίκα. «Και ο Μαρκ δεν έχει πολλούς φίλους». «Έχουμε ξαναμιλήσει». «Πότε;»
«Χτες. Το θυμάσαι». «Δεν...» «Και μου είπες να ξανάρθω επειδή είχαμε πολλά να κουβεντιάσουμε». «Είπα...» «Κουβεντιάζαμε για ένα σωρό πράγματα. Για το πλέξιμό σου, για παράδειγμα. Ήθελες να μου δείξεις τα πλεχτά σου». «Μ’ αρέσει να πλέκω. Μ’ αρέσει να φτιάχνω γάντια. Τα δίνω στα παιδιά της γειτονιάς». «Πάω στοίχημα πως τα μοιράζει ο Μαρκ εκ μέρους σου». «Ναι. Αυτό κάνει. Είναι καλό παιδί». «Και βέβαια. Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο παιδί. Του αρέσει να κάνει τα πιτσιρίκια να χαίρονται». «Με γάντια το χειμώνα. Αλλά τώρα...» «Τώρα είναι άνοιξη. Τέρμα τα γάντια, μέχρι το επόμενο φθινόπωρο». «Για θύμισέ μου, από πού είστε φίλοι με τον Μαρκ;» «Μακάρι να μου έπλεκες κι εμένα γάντια». «Ναι. Πλέκω γάντια για τα παιδιά». «Και ο Μαρκ τα μοιράζει. Τι καλό παιδί». «Ναι. Είναι καλό παιδί. Μου διαφεύγει τ’ όνομά σου». «Και παρακολουθεί τηλεόραση μαζί σου». «Έχουμε τις εκπομπές μας. Του Μαρκ του αρέσουν οι σπέσιαλ εκπομπές. Παρακολουθούμε μαζί όλες τις αστείες σειρές, νωρίς, και γελάμε, γιατί οι ηθοποιοί μπλέκουν σε μεγάλες φασαρίες σε όλες αυτές τις εκπομπές. Και μετά ο Μαρκ με στέλνει για ύπνο γιατί λέει πως οι δικές του εκπομπές αρχίζουν αργότερα». «Ο Μαρκ παρακολουθεί λοιπόν μαζί σου τις δικές σου εκπομπές και μετά βλέπει τις δικές του στη μεγάλη όμορφη
τηλεόραση». «Την αγόρασε για μας. Είναι σαν να σου κάνουν επίσκεψη αληθινοί άνθρωποι. Δεν έρχονται και πολλοί φίλοι εδώ πέρα». «Εγώ όμως είμαι φίλος σου και ήρθα». «Ναι. Φαίνεσαι μεγάλος, σαν εμένα». «Είμαι μεγάλος. Αλλά τώρα είμαστε φίλοι, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Υποθέτω». «Και τι εκπομπές βλέπει, λοιπόν, ο Μαρκ;» «Δε μ’ αφήνει να τις δω». «Αλλά μερικές φορές δε σε παίρνει ο ύπνος, σωστά; Και κατεβαίνεις εδώ». Η γυναίκα χαμογέλασε. «Οι εκπομπές του είναι...» Γέλασε δυνατά. «Δεν πρέπει να λέω τέτοιες λέξεις». Είχε μια ναζιάρικη, παιδική έκφραση στο πρόσωπό της. Ο Έιντριαν την παρακολουθούσε να εναλλάσσεται ανάμεσα στα γηρατειά και την αρρώστια από τη μια μεριά και στην παιδικότητα από την άλλη. Ήξερε ότι είχε μάθει κάτι, και αγωνιζόταν ενδόμυχα να το ξεκαθαρίσει μέσα του. Αισθανόταν ολόγυρά του τη γυναίκα του, το γιο του και τον αδερφό του, χωρίς να είναι εκεί, να προσπαθούν να του πουν τι ήταν εκείνο το κάτι, να ξυπνήσουν την αντιληπτική του ικανότητα. Ο Έιντριαν κοίταξε τη γυναίκα. Δυο άνθρωποι που τα έχουν χαμένα, σκέφτηκε. Εγώ μπορώ να την καταλάβω, αλλά εκείνη δεν μπορεί να καταλάβει εμένα. Ήταν σαν να επρόκειτο για μια ξένη γλώσσα, και αυτό έκανε τον Έιντριαν να αναλογιστεί τον Τόμι, που είχε πεθάνει σ’ ένα μέρος τόσο μακρινό ώστε του ήταν αδύνατο να το σκεφτεί, παρά μόνο υπό τη μορφή εικόνων που
προβάλλονταν πάνω σε μια οθόνη. Αυτή η σκέψη τον έκανε να γυρίσει προς την τηλεόραση με τη μεγάλη οθόνη και να θυμηθεί κάτι που είχε πει η γυναίκα, καθώς και κάτι που ο ίδιος θυμόταν ότι του είχε πει ο γιος του, μόνο που στην πραγματικότητα δεν ήταν ο γιος του, αλλά το φάντασμά του. Πλέξιμο, σκέφτηκε. Αυτή πλέκει. «Πού είναι το δικό σου κομπιούτερ;» τη ρώτησε. «Το έχεις μαζί με τα υλικά του πλεξίματος;» Η γυναίκα χαμογέλασε. «Φυσικά». Πήγε κι έπιασε την τσάντα με τα νήματα και τα δείγματα των υφασμάτων που ήταν δίπλα στην πολυθρόνα, εκεί ακριβώς που την είχε δει ο Έιντριαν το προηγούμενο βράδυ. Του έφερε την τσάντα. Κάτω από ένα κουβάρι ροζ και κόκκινο μαλλί ήταν ένας μικρός φορητός υπολογιστής της Apple, από τον οποίο κρέμονταν διάφορα καλώδια. Ο Έιντριαν κοίταξε την τηλεόραση. Αφού στείλει τη μητέρα του για ύπνο, συνδέει τον υπολογιστή στην οθόνη εκείνης της μεγάλης τηλεόρασης. «Θα τον πάω στον Μαρκ», είπε. «Τον χρειάζεται στη δουλειά του». «Εκείνος τον αφήνει εδώ», απάντησε η γυναίκα. «Πάντα τον αφήνει εδώ». «Ναι, αλλά θα το θέλει η αστυνομικός που ήρθε εδώ, γι’ αυτό ο Μαρκ θα πρέπει να της τον πάει μετά τη δουλειά. Αυτό ήθελε να κάνει». Ο Έιντριαν ήξερε ότι τα ψέματά του θα έπιαναν, έστω κι αν η ηλικιωμένη γυναίκα φαινόταν να διστάζει. Ήταν ανήθικο. Σαν να παίρνω το γλειφιτζούρι από τα χέρια ενός μωρού, σκέφτηκε. Πήρε τον υπολογιστή και πήγε προς την πόρτα.
Ο υπολογιστής θα είναι προστατευμένος. Κωδικός πρόσβασης; Ο Μαρκ Γουλφ δεν του είχε φανεί χαζός. Θυμήθηκε και το περιφρονητικό βλέμμα της ντετέκτιβ Κόλινς όταν είχε πάρει τον υπολογιστή που είχε δώσει τόσο εύκολα ο πρώην κατάδικος. Candyman. Ο Άντρας με τις Καραμέλες. Πολύ προφανές, σκέφτηκε ο Έιντριαν. Ένας κωδικός πρόσβασης φορτωμένος με τόσο πολλούς συνειρμούς, ώστε οποιοσδήποτε εξέταζε το μηχάνημα θα ήταν υποχρεωμένος να πιστέψει ότι θα τον οδηγούσε σε ενοχοποιητικά στοιχεία, ενώ στην πραγματικότητα κατέληγε σ’ ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Ο υπολογιστής που είχε στα χέρια του ο Έιντριαν –ο υπολογιστής της μητέρας– ήταν αυτός που ήθελαν. Κοίταξε την γκριζομάλλα γυναίκα με το τρελό βλέμμα. «Μήπως ο Μαρκ είχε κάποιο κατοικίδιο, ξέρετε, όταν ήταν μικρός...» «Είχαμε ένα σκύλο που τον φωνάζαμε Μπούτσι». Ο Έιντριαν χαμογέλασε. Μπούτσι. Ήταν κι αυτό ένα ενδεχόμενο. «Ο Μαρκ αναγκάστηκε να τον σκοτώσει. Του Μπούτσι του άρεσε να κυνηγάει πράγματα και δάγκωνε κόσμο». Το ίδιο κάνει κι ο γιος σου. Η ηλικιωμένη γυναίκα ξαφνικά φάνηκε σαν να ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ο Έιντριαν σκέφτηκε για μια στιγμή και μετά έκανε προσεκτικά άλλη μία ερώτηση. «Και πώς λεγόταν η κόρη του γείτονα, θα τη θυμάσαι, εκείνη που ζούσε στο διπλανό σπίτι, ή μήπως λίγο παρακάτω, όταν ο Μαρκ ήταν στην εφηβεία;» Η έκφραση της γυναίκας άλλαξε μέσα σε μια στιγμή. Συνοφρυώθηκε. «Αυτό είναι σαν παιχνίδι μνήμης, έτσι δεν
είναι; Δεν μπορώ να θυμηθώ και πολλά πράγματα πια, και ξεχνάω...» «Αλλά εκείνο το κορίτσι το θυμάσαι, σωστά;» «Δεν τη συμπαθούσα». «Το όνομά της ήταν...» «Σάντι». «Εκείνη ήταν που δημιούργησε πρόβλημα στον Μαρκ για πρώτη φορά, δεν είναι έτσι;» Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά. Σάντι. Ο Έιντριαν πήγε πάλι προς την πόρτα, με τον υπολογιστή παραμάσχαλα, αλλά καθώς άπλωσε το χέρι να πιάσει το πόμολο, κοντοστάθηκε και ρώτησε: «Εσένα πώς σε λένε;» Εκείνη χαμογέλασε. «Ρόουζ». «Σαν το όμορφο λουλούδι;» «Είχα τα πιο ροδαλά μάγουλα όταν ήμουν νέα και παντρεμένη με...» Η γυναίκα σταμάτησε κι έφερε το χέρι στο στόμα της. «Τι απέγινε;» «Μας παράτησε. Δε θυμάμαι. Ήταν πολύ άσχημα. Μείναμε μόνοι κι είχαμε δυσκολίες. Τώρα όμως με φροντίζει ο Μαρκ. Είναι καλό παιδί». «Ναι. Πράγματι. Ποιος σας παράτησε;» «Ο Ραλφ. Ο Ραλφ μας παράτησε. Εγώ ήμουν πάντα το ρόδο του Ραλφ και μου έλεγε πως θα ήμουν παντοτινά ανθισμένη, αλλά έφυγε και μ’ άφησε και τώρα πια δεν ανθίζω». Το ρόδο του Ραλφ. Ralphrose, είπε με το νου του ο Έιντριαν. Ίσως. «Ήταν πολύ ευχάριστη η κουβέντα μας, Ρόουζ. Θα
ξανάρθω και μπορούμε να κουβεντιάσουμε πάλι για το πλέξιμο. Ίσως μου πλέξεις κι εκείνα τα γάντια». «Ωραία θα ήταν», είπε η γυναίκα.
26 Η Τζένιφερ τραγουδούσε σιγανά στον Καφετούλη όταν άνοιξε η πόρτα. Δεν ήταν κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι, αλλά ένα μείγμα από κάθε νανούρισμα και παιδικό τραγουδάκι που θυμόταν. Κατά διαστήματα πρόσθετε και χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Σιγομουρμούριζε και τραγουδούσε οποιουσδήποτε στίχους και μελωδίες μπορούσε να θυμηθεί. Απέφυγε τη ραπ και το ροκ-εντ-ρολ, επειδή δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να την παρηγορήσουν. Κράτησε την ανάσα της όταν τη διέκοψε ο ήχος της πόρτας, αλλά συνέχισε αμέσως, υψώνοντας τη φωνή της και αυξάνοντας την ένταση. «Νούμερο 4, δώσε προσοχή, σε παρακαλώ». Η Τζένιφερ συνέχισε να τραγουδάει. «Νούμερο 4, σταμάτα αμέσως, αλλιώς θα σε κάνω να πονέσεις». Ήταν η γυναίκα και μιλούσε μονότονα. Η Τζένιφερ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι η απειλή δεν ήταν κούφια. Σταμάτησε το τραγούδι. «Ωραία», είπε η γυναίκα. Η Τζένιφερ ήθελε να χαμογελάσει. Μικρές ανταρσίες, είπε στον εαυτό της. Κάνε ό,τι θέλουν, αλλά... «Δώσε προσοχή», είπε η γυναίκα. Ξέρω πού είσαι, σκέφτηκε η Τζένιφερ. Δεν ήξερε για ποιο λόγο ήταν σημαντικό αυτό, ήξερε όμως πως ήταν. Τα λιγοστά δευτερόλεπτα που είχε κρυφοκοιτάξει
ανασηκώνοντας τη μάσκα τής είχαν χαρίσει μια αίσθηση δύναμης. Την είχαν βοηθήσει να προσανατολιστεί μέσα στο δωμάτιο. Ήξερε για τη βιντεοκάμερα που ήταν στραμμένη προς την κατεύθυνσή της. Είχε δει τους κατάλευκους τοίχους, το γκρίζο χρώμα του δαπέδου. Είχε υπολογίσει στα γρήγορα το μέγεθος του χώρου και, το πιο σημαντικό, είχε δει τα ρούχα της στοιβαγμένα κοντά στην πόρτα. Ήταν διπλωμένα τακτικά, τοποθετημένα δίπλα στο σακίδιό της, σαν να τα είχαν πλύνει και να τα είχαν αφήσει εκεί να την περιμένουν. Δεν ήταν το ίδιο σαν να ήταν ντυμένη, αλλά ακόμη και η απλή δυνατότητα να ξαναφορέσει το τζιν κι ένα φούτερ τής είχε δώσει μια αίσθηση ελπίδας. Η κάμερα της είχε προσφέρει πολλή τροφή για σκέψη. Αισθανόταν το άγρυπνο μάτι της να την παρακολουθεί. Κατάλαβε πως η παρουσία της κάμερας σήμαινε ότι δε γλίτωνε ούτε στιγμή από τα αδιάκριτα βλέμματα. Στην αρχή, αυτό την είχε κάνει να κοκκινίσει και να αισθανθεί σαν να τη βίαζαν. Εξίσου γρήγορα, όμως, είχε καταλάβει ότι όποιος την παρακολουθούσε στην πραγματικότητα δεν παρακολουθούσε εκείνη αλλά μια φυλακισμένη. Εξακολουθούσε να είναι ανώνυμη. Κρυμμένη. Ίσως να είχε αποκαλυφθεί το κορμί της, αλλά όχι η Τζένιφερ. Ήταν λες και υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα στο ποια ήταν και στο τι έκανε. Τα δύο πράγματα ήταν χωριστά. Οι πράξεις γίνονταν από κάποια σωσία της Τζένιφερ που λεγόταν Νούμερο 4, ενώ η αληθινή Τζένιφερ έσφιγγε το αρκουδάκι της, τραγουδούσε, και προσπαθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν παγιδευμένη. Ήξερε πως έπρεπε να καταβάλει σκληρή προσπάθεια για να προστατέψει την Αληθινή Τζένιφερ όσο έκανε την Ψεύτικη Τζένιφερ να φαίνεται
αληθινή στον άντρα και στη γυναίκα. Στους δεσμοφύλακές της. Κατάφερε να καταλάβει άλλο ένα πράγμα σχετικά με την κάμερα. Η παρουσία της σήμαινε ότι την είχαν ανάγκη. Όποιο δράμα κι αν παιζόταν, εκείνη ήταν η πρωταγωνίστρια. Δεν ήξερε πόσο θα τη βοηθούσε να παραμείνει ζωντανή εκείνη η ανάγκη. Σήμαινε όμως ότι είχε λίγο χρόνο στη διάθεσή της, και ήταν αποφασισμένη να τον εκμεταλλευτεί. «Νούμερο 4, θα βάλω μια καρέκλα στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Πήγαινε μέχρι εκεί και κάθισε». Η Τζένιφερ κατέβασε τα πόδια της απ’ το κρεβάτι. Σηκώθηκε και μετά τεντώθηκε, σηκώνοντας πρώτα το ένα πόδι της και μετά το άλλο, σφίγγοντας τους μυς της. Στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και έκανε μερικά απανωτά βαθιά καθίσματα. Μετά έστριψε το ένα μπράτσο πίσω από την πλάτη της, κάνοντας διατάσεις κορμού. Επανέλαβε την κίνηση με το άλλο μπράτσο. Ένιωθε τους μυς να συστέλλονται και μετά να χαλαρώνουν και να φεύγει το μούδιασμα. «Δεν είναι ώρα για γυμναστική, Νούμερο 4. Σε παρακαλώ να κάνεις αυτό που σου λέω χωρίς καθυστερήσεις». Η Τζένιφερ έκανε μια περιστροφή του κεφαλιού της χαλαρώνοντας το λαιμό της, και μετά προχώρησε προσεκτικά προς τα κατωπόδαρα του κρεβατιού, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο πλαίσιό του για οδηγό. Άπλωσε το άλλο χέρι της, έπιασε την ξύλινη ράχη μιας καρέκλας και κάθισε σεμνά, με τα χέρια δεμένα και ακουμπισμένα στα πόδια της και τα γόνατά της ενωμένα, κάπως σαν σκανταλιάρα μαθήτρια στο μάθημα των θρησκευτικών, που φοβάται την καλόγρια δασκάλα της.
Αισθάνθηκε τη γυναίκα να πλησιάζει προς το μέρος της. Μισογύρισε προς εκείνη την κατεύθυνση, περιμένοντας περαιτέρω εντολές. Το χτύπημα ήταν αναπάντεχο και άγριο. Ένα χαστούκι που κόντεψε να την πετάξει στο πάτωμα. Το σοκ ήταν εξίσου οδυνηρό με το χτύπημα. Η Τζένιφερ είδε αστράκια κι ένιωσε έναν φοβερό πόνο στο πρόσωπο, λες και οι νευρικές απολήξεις σε όλο της το κορμί είχαν δεχτεί μια ηλεκτρική εκκένωση. Η ζαλάδα συνδυάστηκε με τον πόνο κι έκανε το κεφάλι της να γυρίζει. Της κόπηκε η ανάσα. Ήξερε πως έβγαλε ένα ζωώδες κλαψούρισμα από τον πόνο, αλλά δεν ήξερε αν είχε αντηχήσει μέσα στο δωμάτιο ή μόνο μέσα στο κεφάλι της. Αρπάχτηκε από το κάθισμα προσπαθώντας να κρατηθεί, ξέροντας, αλλά χωρίς να ξέρει το γιατί, ότι, αν έπεφτε, θα δεχόταν κλοτσιές και θα πονούσε ακόμη περισσότερο. Ήθελε να πει κάτι, αλλά από τα χείλη της δε βγήκαν λέξεις, μόνο πνιχτοί λυγμοί. «Ξεκαθάρισαν κάπως περισσότερο τα πράγματα τώρα, Νούμερο 4;» ρώτησε η γυναίκα. Η Τζένιφερ έγνεψε καταφατικά. «Όταν σου δίνω μια διαταγή, πρέπει να υπακούς. Πιστεύω ότι και νωρίτερα είχαμε γίνει σαφείς ως προς αυτό». «Ναι. Προσπαθούσα... δε συνειδητοποίησα...» «Σταμάτα τις κλάψες». Η Τζένιφερ σταμάτησε. «Ωραία. Έχω να σου κάνω μερικές ερωτήσεις. Θα απαντήσεις προσεκτικά. Μην προσφέρεις περισσότερες πληροφορίες απ’ όσες θα σου ζητήσω. Θέλω να κρατάς το κεφάλι σου σταθερό και να κοιτάζεις ίσια μπροστά».
Η Τζένιφερ έγνεψε πάλι. Αισθάνθηκε τη γυναίκα να σκύβει ακόμη πιο κοντά, και άκουσε έναν ψίθυρο σαν σφύριγμα: «Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση είναι δεκαοχτώ». Πίσω από τη μάσκα, η Τζένιφερ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της, σαν να είχε ξαφνιαστεί. Κατάλαβε ότι εκείνα τα λόγια προορίζονταν μόνο για τα δικά της αυτιά. Άκουσε το τρίξιμο που έκανε η στολή της γυναίκας όταν έκανε ένα δυο βήματα προς τα πίσω. Έγινε μια μικρή παύση, και η Τζένιφερ, σαν ρομπότ, πήρε πάλι τη στάση της μαθήτριας και κάρφωσε το βλέμμα της κατευθείαν μπροστά, έστω κι αν το μόνο που έβλεπε ήταν μια μαυρίλα. «Ωραία. Νούμερο 4, πες μας πόσων ετών είσαι». Η Τζένιφερ δίστασε και μετά είπε: «Είμαι δεκαοχτώ ετών». Σκέφτηκε πως το ψέμα εκείνο τη γλίτωνε από κάποιον πόνο. Η γυναίκα συνέχισε. «Ξέρεις πού βρίσκεσαι;» «Όχι». «Ξέρεις για ποιο λόγο βρίσκεσαι εδώ;» «Όχι». «Ξέρεις τι θα σου συμβεί;» «Όχι». «Ξέρεις τι μέρα είναι; Ή, ενδεχομένως, πόσες του μηνός έχουμε, τι ώρα είναι, ή ακόμη αν είναι μέρα ή νύχτα;» Η Τζένιφερ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, και μετά συγκρατήθηκε. «Όχι», είπε, κι αυτή τη φορά η φωνή της έσπασε λιγάκι, λες και η λέξη όχι ήταν φτιαγμένη από ακριβή πορσελάνη και θα έσπαζε με την παραμικρή λανθασμένη κίνηση. «Πόσο καιρό βρίσκεσαι εδώ, Νούμερο 4;» «Δεν ξέρω».
«Φοβάσαι, Νούμερο 4;» «Ναι». «Θέλεις να ζήσεις;» «Ναι». «Τι θα κάνεις προκειμένου να επιζήσεις;» Η Τζένιφερ δίστασε. Μόνο μία απάντηση μπορούσε να δώσει. «Οτιδήποτε». «Ωραία». Η φωνή της γυναίκας ακουγόταν από κάποια απόσταση. Η Τζένιφερ υποπτεύθηκε ότι είχε πάει πίσω από την κάμερα, ώστε οι απαντήσεις που της έδινε να καταγράφονται απευθείας από το φακό. Αισθάνθηκε να τονώνεται η αυτοπεποίθησή της. Με βιντεοσκοπούν. Το γεγονός ότι μπορούσε να καταλάβει, έστω και ελάχιστα, τι της συνέβαινε τη βοήθησε. Ένιωσε τους μυς της να σφίγγονται. Δεν ξέρουν πόσο δυνατή είμαι, είπε στον εαυτό της. Έπειτα όμως η αμφιβολία εισχώρησε κλεφτά στη φαντασία της. Ούτε εγώ ξέρω πόσο δυνατή είμαι. Της ερχόταν να κλάψει, να παραδοθεί σε λυγμούς και στην απελπισία. Ή να παλέψει, μόνο που δεν ήξερε πώς να το κάνει. Ήταν παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο πόλους, και οι απαιτήσεις της γυναίκας συνέχιζαν αδυσώπητα. «Σήκω, Νούμερο 4». Η Τζένιφερ υπάκουσε. «Κατέβασε την κιλότα σου». Η Τζένιφερ δεν μπόρεσε να κρύψει το δισταγμό της. Αισθάνθηκε όμως τη γυναίκα να σφίγγει τη γροθιά της, έτοιμη να τη χτυπήσει πάλι. Έκανε αυτό που της έλεγε. Είπε στον εαυτό της ότι ήταν σαν να είχε πάει στο γιατρό ή να
ήταν στα αποδυτήρια του γυμναστηρίου μουσκεμένη από τον ιδρώτα. Δεν είχε λόγο να ντρέπεται για τη γύμνια της. Μπορεί τα μάτια της να ήταν δεμένα, αλλά ήξερε πως αυτό ήταν ψέμα. Ένιωθε την κάμερα να την ψηλαφεί, και ήταν ταπεινωτικό. Δε θα αργούσε να βάλει τα κλάματα, αλλά τότε η γυναίκα είπε: «Μπορείς να ξαναγυρίσεις στη θέση σου». Η Τζένιφερ άρπαξε την κιλότα της, τη φόρεσε και κάθισε στην καρέκλα. Αισθανόταν σαν να της είχαν κόψει ένα κομμάτι. Ήταν χειρότερα κι από το μπάνιο που την είχε αναγκάσει ο άντρας να κάνει γυμνή. Τώρα είχε περάσει από επιθεώρηση. Σαν να ήταν ένα κομμάτι κρέας. «Πριν βρεθείς σ’ αυτό το δωμάτιο, ποιος ήταν ο μεγαλύτερος φόβος σου;» Η Τζένιφερ χρειάστηκε να σκεφτεί. Το μυαλό της είχε θολώσει από την αμηχανία. «Ο μεγαλύτερος φόβος σου, Νούμερο 4;» Ο τόνος της γυναίκας ήταν επίμονος. Η Τζένιφερ αγωνίστηκε να βρει μια απάντηση. «Οι αράχνες. Σιχαίνομαι τις αράχνες. Όταν ήμουν μικρή με δάγκωσε μια αράχνη και πρήστηκε το πρόσωπό μου κι από τότε...» «Αυτό που λες είναι ένα πράγμα που φοβάσαι, Νούμερο 4. Αλλά ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου;» Η Τζένιφερ δίστασε. «Μερικές φορές φοβόμουν μήπως παγιδευτώ σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο αράχνες». «Μπορώ να το κάνω να συμβεί αυτό, Νούμερο 4». Η Τζένιφερ άθελά της ανατρίχιασε. Ήξερε ότι η γυναίκα ήταν ικανή για κάτι τέτοιο. Φαντάστηκε ότι είχε απλώς ξύσει λίγο την επιφάνεια της σκληρότητάς της. Και ο άντρας
μάλλον θα ήταν χειρότερος. «Ποιος όμως είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου, Νούμερο 4;» Η ίδια ερώτηση συνέχισε να τη σφυροκοπά. Τι το κακό είχε η απάντησή μου; διερωτήθηκε. Οι λέξεις κόλλησαν στο λαιμό της και την έκαναν να βήξει. Της ήρθε μια άλλη ιδέα. «Ότι δε θα έφευγα ποτέ από τη μικρή πόλη όπου ζούσα και ότι θα έμενα κολλημένη εκεί για πάντα». Η γυναίκα έμεινε σιωπηλή για λίγο. Η Τζένιφερ σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε αιφνιδιαστεί από την απάντησή της. «Ώστε, λοιπόν, μισούσες το σπίτι σου, Νούμερο 4;» Η Τζένιφερ κούνησε το κεφάλι της πάνω κάτω καθώς απαντούσε. «Ναι». «Τι ήταν αυτό που μισούσες;» «Τα πάντα». Η γυναίκα συνέχισε τις ερωτήσεις της, μιλώντας πάλι προσεκτικά. Το σταθερό σφυροκόπημα ήταν σαν απανωτά χτυπήματα στην καρδιά της Τζένιφερ. «Κι έτσι ήθελες να δραπετεύσεις, σωστά;» «Ναι». «Θέλεις ακόμη να δραπετεύσεις, Νούμερο 4;» Η Τζένιφερ αισθάνθηκε το στήθος της να πιέζεται από λυγμούς. Δεν ήταν σίγουρη αν η γυναίκα εννοούσε ότι ήθελε να δραπετεύσει από το σπίτι της ή από το κελί της. Αυτή η αναποφασιστικότητα ήταν οδυνηρή. «Θέλω απλώς να ζήσω», είπε. Η φωνή της έτρεμε. Η γυναίκα σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε ακάθεκτη. «Τι έχεις αγαπήσει στη ζωή σου, Νούμερο 4;»
Η Τζένιφερ κατακλύστηκε από παιδικές αναμνήσεις. Είδε τον νεκρό πατέρα της να στέκεται μέσα στο σκοτάδι που την περιέβαλλε, μόνο που τώρα ήταν ζωντανός και το γνώριμο χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό του καθώς της έκανε νόημα να πάει κοντά του. Θυμήθηκε πάρτι και παιδότοπους. Στο νου της ήρθαν στιγμές καθημερινές, πικνίκ και μια οικογενειακή εκδρομή στο πάρκο Φένγουεϊ ένα καλοκαιρινό απόγευμα για να παίξουν μπάλα και να φάνε χοτ-ντογκ. Μια φορά, στη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής σε μια κοντινή φάρμα, είχε χωθεί σ’ έναν περιφραγμένο χώρο όπου μια σκυλίτσα ντάντευε τα νεογέννητα κουτάβια της, και είχε γεμίσει απορία και θαυμασμό για την ενέργεια και την απαλότητα εκείνων των μικροσκοπικών πλασμάτων. Έφερε στο νου της μια εικόνα του εαυτού της μαζί με τη μητέρα της, την οποία πίστευε ειλικρινά ότι δεν είχε πλέον κανένα λόγο να αγαπά, να κολυμπούν μαζί σ’ ένα ποτάμι σε κάποιο πάρκο της Πολιτείας, κάτω από το κρύο νερό ενός μικρού καταρράκτη, και να προσπαθούν να αγνοήσουν το ανατρίχιασμα επειδή η αίσθηση του νερού ήταν υπέροχη. Όλες αυτές οι εικόνες πέρασαν αστραπιαία απ’ το μυαλό της, σαν να παρακολουθούσε μια ταινία που προβαλλόταν με μεγάλη ταχύτητα μέσα στο σκοτάδι. Πήρε μια απότομη ανάσα. Οι σκέψεις αυτές της ανήκαν και ήξερε ότι έπρεπε να τις προστατέψει. «Τίποτε», είπε. Η γυναίκα γέλασε. «Όλοι αγαπούν κάτι, Νούμερο 4. Επαναλαμβάνω. Τι έχεις αγαπήσει;» Η Τζένιφερ ένιωσε πολλές ιδέες να της έρχονται ορμητικά. Εικόνες ανακατεύονταν. Ένας χείμαρρος αναμνήσεων.
Χρειάστηκε να παλέψει για να τις διώξει, να τις κρατήσει κρυμμένες. Δίστασε για λίγο και μετά άρχισε να μιλάει ζωηρά. «Είχα μια γάτα... για την ακρίβεια, βρήκα κάποτε ένα θηλυκό γατάκι. Ήταν μουσκεμένο και κοκαλιάρικο και είχε χαθεί. Οι δικοί μου με άφησαν να το κρατήσω. Το ονόμασα Σοσόνι επειδή είχε λευκά ποδαράκια. Το τάιζα γάλα και το άφηνα να κοιμάται μαζί μου κάθε βράδυ. Επί χρόνια ήταν η καλύτερη φίλη μου». «Τι απέγινε το Σοσόνι, Νούμερο 4;» «Όταν έγινε εφτά χρονών αρρώστησε. Ο κτηνίατρος δεν μπόρεσε να το σώσει. Πέθανε, κι εγώ βοήθησα να το θάψουν. Σκάψαμε μια τρύπα στον κήπο και βάλαμε μέσα τη γάτα. Έκλαιγα για μέρες, και οι γονείς μου προσφέρθηκαν να μου φέρουν ένα άλλο γατάκι, αλλά εγώ δεν ήθελα ένα καινούριο, ήθελα εκείνο που είχε πεθάνει». Η Τζένιφερ έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή και μετά πρόσθεσε: «Ορίστε. Αυτό ήταν κάτι που αγάπησα». «Συγκινητικό, Νούμερο 4». Η Τζένιφερ πήγε να πει εσύ με ρώτησες, αλλά δεν ήθελε να δεχτεί κι άλλο χτύπημα. Επιστρατεύοντας τη θέλησή της, κατάφερε να κρύψει ένα χλευαστικό χαμόγελο, αλλά από μέσα της γέλασε σαρκαστικά. Η ιστορία με το Σοσόνι ήταν μια μπαρούφα. Δεν είχα γάτα, παλιοσκύλα. Δεν είχα καμιά γάτα που ψόφησε. Άντε πηδήξου. «Μια τελευταία ερώτηση, Νούμερο 4». Η Τζένιφερ έμεινε ακίνητη. Περίμενε. «Είσαι παρθένα, Νούμερο 4;» Η Τζένιφερ ένιωσε σαν να είχε πρηστεί η γλώσσα της, και στα χείλη της απλώθηκε μια ξινή γεύση. Ήταν ξερά και τα
έγλειψε κάμποσες φορές. Δεν ήξερε ποια ήταν η σωστή απάντηση. Η αλήθεια ήταν Ναι, αλλά ως απάντηση ήταν καλή ή κακή; Άρχισε να την κυριεύει ο φόβος. Το αόριστο υπονοούμενο ήταν πνιγηρό. Θέλουν να με βιάσουν, σκέφτηκε. «Είσαι παρθένα, Νούμερο 4;» Αν έλεγε Όχι, θα το θεωρούσαν άραγε σαν πρόσκληση; Μήπως, αν άφηνε να εννοηθεί ότι είχε κάνει σεξ, θα ήταν σαν να τους έδινε την άδεια; Η αφέλειά της ήταν καλό ή κακό πράγμα; Μισούσε το ότι έπρεπε να πάρει κάποια απόφαση. Δεν ήξερε ποια ήταν η σωστή απάντηση. «Ναι», είπε τελικά, με σπασμένη φωνή. Η γυναίκα γέλασε. «Μπορείς να γυρίσεις στο κρεβάτι», είπε. Η φωνή της είχε έναν κοροϊδευτικό τόνο.
27 Περίπου την ίδια ώρα, αλλά σε διαφορετικές τοποθεσίες, ο Έιντριαν και η Τέρι κοίταζαν και οι δύο υπολογιστές που ανήκαν στο ίδιο άτομο, αλλά είχαν φτάσει σε αντίθετα συμπεράσματα. Η μία έβλεπε αδιέξοδα. Ο άλλος έβλεπε άπειρα ενδεχόμενα. Αυτό που ανακάλυψε η Τέρι στο μηχάνημα που ήταν τώρα στο κέντρο του γραφείου της ήταν ουσιαστικά αυτό που περίμενε. Μερικές φτηνές πορνοταινίες –τίποτε που να την ξάφνιασε με τον ιδιαίτερο εξωτισμό του ή το σκοτεινό πάθος του– και μια σειρά από ανιαρές ως επί το πλείστον επισκέψεις σε αθλητικούς ιστοτόπους, ιατρικά φόρουμ συζητήσεων σχετικά με το Αλτσχάιμερ, έναν υπεράκτιο ιστότοπο στοιχημάτων, και μια αναμενόμενη σειρά από διαδικτυακά βιντεοπαιχνίδια σαν το Full Tilt Poker και το World of War. Κατά την άποψή της, ο υπολογιστής δεν περιείχε το παραμικρό που να άφηνε να εννοηθεί ότι ο Μαρκ Γουλφ είχε αρχίσει πάλι να ασχολείται με δραστηριότητες σαν εκείνες που είχαν οδηγήσει στη σύλληψή του. Ούτε υπήρχε κάτι που να δείχνει φανερά ότι ο Γουλφ είχε αρχίσει να ανεβαίνει ψηλότερα στην τροφική αλυσίδα των δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων. Ο υπολογιστής του έδωσε στην Τέρι την εντύπωση ότι δεν περιείχε κάτι σχετικό με την εξαφάνιση της Τζένιφερ. Μπορεί να την ενόχλησε κάπως η πορνογραφία που βρήκε, αλλά φαντάστηκε ότι δε διέφερε απ’ αυτό που θα
έβρισκε στους προσωπικούς υπολογιστές των μισών από τους αστυνομικούς στο τμήμα της. Ήταν έτοιμη να καταχωρίσει στην κατηγορία του χαμένου χρόνου τον Μαρκ Γουλφ και τη σχέση του με τον μελλοντικό πατριό ενός εξαφανισμένου κοριτσιού. Εδώ που τα λέμε, η όλη ηλεκτρονική έρευνα για την ανεύρεση της Τζένιφερ είχε ουσιαστικά κολλήσει, κατά την άποψή της, παρά το ζήλο του ηλικιωμένου καθηγητή. Η ντετέκτιβ ήξερε ότι έπρεπε να ερευνήσει το θέμα της πιστωτικής κάρτας που είχε επιστραφεί στο Μέιν, πράγμα που μπορεί να την οδηγούσε κάπου, μολονότι είχε και γι’ αυτό τις αμφιβολίες της. Έκλεισε τον υπολογιστή κι άφησε την ανάσα της να βγει αργά. Το κακό ήταν ότι θα έπρεπε να επιστρέψει το αναθεματισμένο μαραφέτι στον Γουλφ. Έπιασε το τηλέφωνό της και κάλεσε τον αριθμό του καταστήματος όπου δούλευε εκείνος. «Τον Μαρκ Γουλφ, παρακαλώ», είπε στη ρεσεψιονίστ που απάντησε. «Είμαι η ντετέκτιβ Κόλινς και τηλεφωνώ σχετικά με μια συνεχιζόμενη έρευνα σεξουαλικής κακοποίησης». Το να κάνει τον Γουλφ να νιώσει άσχημα ήταν μια από τις προτεραιότητές της. Αμφέβαλλε αν στο χώρο της δουλειάς του γνώριζε κανείς το ιστορικό του, και αναρωτήθηκε πόσος καιρός θα περνούσε πριν αναφέρει η ρεσεψιονίστ σε κάποιο διάλειμμα ότι μια ντετέκτιβ είχε τηλεφωνήσει ζητώντας έναν από τους πωλητές. Αυτό θα οδηγούσε σε εικασίες. Και οι εικασίες θα οδηγούσαν στην κυκλοφορία κάποιων δυσάρεστων λεπτομερειών μέσα στο κατάστημα. Η Τέρι δεν προβληματίστηκε καθόλου που θα δημιουργούσε μπελάδες στον Γουλφ. Συνειδητοποιούσε ότι η στάση της δεν έδειχνε ούτε ευρύτητα πνεύματος ούτε επιείκεια, αλλά δεν την
ένοιαζε. Όταν βγήκε ο Γουλφ στη γραμμή, του μίλησε ωμά. «Μπορείς να έρθεις στο γραφείο μου να πάρεις τον υπολογιστή σου. Θα είμαι εδώ μέχρι τις έξι το απόγευμα». Εκείνος απάντησε μ’ ένα γρύλισμα. Η Τέρι είχε λίγη ώρα στη διάθεσή της μέχρι να εμφανιστεί ο Γουλφ, κι έτσι παραμέρισε τον υπολογιστή κι έπιασε την αναφορά σχετικά με την πιστωτική κάρτα. Κάλεσε τον αριθμό της τράπεζας στο Γουότερβιλ του Μέιν.
Ο Έιντριαν σκεφτόταν ότι ένας υπολογιστής είναι σαν την αίθουσα με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες στο λούνα παρκ. Αντικατοπτρίζει πολλά στοιχεία της πραγματικής προσωπικότητας κάποιου, αν φροντίσει κανείς να διακρίνει πέρα από τις στρεβλώσεις και τις θολές μορφές. Η σπαζοκεφαλιά ήταν να βρεις τα κατάλληλα κλειδιά για να ανοίξεις την αίθουσα. Η μητέρα του Γουλφ του είχε δώσει μερικές από τις σωστές λέξεις και ο Έιντριαν, παίζοντας με τους συνδυασμούς, είχε ανοίξει ορισμένους κρυπτογραφημένους φακέλους. Ο κωδικός Rosesknitting***** είχε ανοίξει μια πόρτα που περιείχε μια συλλογή φωτογραφιών νεαρών γυναικών –σε διάφορα στάδια γδυσίματος– σε προκλητικές στάσεις. Η πρώτη σκέψη που του ήρθε στο μυαλό ήταν παιδικό πορνό, αλλά συνειδητοποίησε ότι αυτό δεν ήταν απόλυτα ακριβές. Οι φωτογραφίες ήταν προκλητικές και γεμάτες στοιχεία που ξυπνούσαν φαντασιώσεις. Ο Έιντριαν αισθάνθηκε άβολα, αλλά όταν ανάγκασε τον εαυτό του να
τις εξετάσει πιο προσεκτικά, διαπίστωσε ότι τα μοντέλα δημιουργούσαν απλώς την ψευδαίσθηση ότι μόλις είχαν υπερβεί την παιδική ηλικία. Σε όλες τις φωτογραφίες οι κοπέλες είχαν ξυρισμένο το εφήβαιο και οι πόζες τους ήταν σεμνότυφες, και τις είχαν διαλέξει για τα άγουρα κορμιά και τα παιδικά τους πρόσωπα. Απλώς έδειχναν μικρές. Κατά την άποψή του Έιντριαν, απείχαν μάλλον μερικές μέρες, ή βδομάδες, από την ηλικία των δεκαοχτώ ετών και οι φωτογραφίες δεν κινδύνευαν να χαρακτηριστούν ως παράνομη παιδική πορνογραφία. Καθώς τις διέτρεχε, είδε ότι τα θέματα αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη ένταση. Υπήρχαν φωτογραφίες που έδειχναν αγόρια στην εφηβεία να ζευγαρώνουν με τα μοντέλα, καθώς και εικόνες πολύ μεγαλύτερων αντρών, μεσόκοπων ή και παραπάνω, που έκαναν το ίδιο. Η ασέλγεια σε όλο της το μεγαλείο, σκέφτηκε. ****** Η Ρόουζ πλέκει. (Σ.τ.Μ.) Τα αρχεία που άνοιξε ο κωδικός Rosesknitting ήταν ανησυχητικά, αλλά ο Έιντριαν ήξερε ότι δεν ήταν απ’ αυτά που θα έκαναν να ανάψουν τα γλομπάκια σε κάποιον υπολογιστή της Ιντερπόλ, ούτε καν θα προκαλούσαν την προσοχή της τοπικής αστυνομίας. Βρήκε ένα σύνδεσμο προς ιστοτόπους με τις ονομασίες Barely 18 και Just Old Enough. Δεν μπήκε στον κόπο να εξετάσει το περιεχόμενό τους. Υπήρχαν άλλα αρχεία, τα οποία δυσκολεύτηκε ν’ ανοίξει, που τον έκαναν να ευχηθεί να είχε την ευχέρεια των νεότερων με τους υπολογιστές. Δοκίμασε διάφορες παραλλαγές με τη λέξη Σάντι. Υπέθεσε ότι ο μόνος λόγος που το όνομα εκείνο είχε διαπεράσει την ομίχλη της αρρώστιας της μητέρας ήταν ότι το χρησιμοποιούσαν στο σπίτι. Ήξερε ότι κάποιο μείγμα με συστατικό εκείνη τη λέξη θα άνοιγε ορισμένα αρχεία.
Όποιον συνδυασμό κι αν δοκίμασε, όμως, απορρίφθηκε. Ήξερε ότι το παρελθόν γίνεται παρόν και επηρεάζει το μέλλον. Αυτό ήταν κάτι σαν αξίωμα για τους ψυχολόγους. Πράγματα, συμβάντα, άνθρωποι, εμπειρίες χαραγμένα στη μνήμη επηρεάζουν τα βήματα που κάνουμε στο παρόν και τα όνειρα σχετικά με τις μέρες που έρχονται. Ο Μαρκ Γουλφ, ο καταδικασμένος για σεξουαλικά εγκλήματα, δεν ήταν διαφορετικός από οποιονδήποτε άλλο, παρά μόνο στο ότι τα δικά του τραύματα ήταν πιο επικίνδυνα και του είχαν δημιουργήσει την προοπτική να γίνει εγκληματίας. Από πού είχε προέλθει η ζημιά ήταν ένα μυστήριο. Το πώς επηρέαζε τώρα την κατάστασή του ήταν ξεκάθαρο από τις εικόνες που προβάλλονταν στην οθόνη του υπολογιστή. Το πού θα τον οδηγούσε ήταν αβέβαιο. Ο Έιντριαν πληκτρολόγησε τον κωδικό KillSandy****** κι αμέσως εμφανίστηκαν εικόνες. ******* Σκοτώστε τη Σάντι. (Σ.τ.Μ.) Κοίταξε καλά καλά τη φωτογραφία μιας κοπελίτσας που είχε σκύψει για να δεχτεί το ορθωμένο όργανο ενός ηλικιωμένου στα χείλη της. Οι εικόνες έκαναν τον Έιντριαν να νιώσει ότι έπρεπε να πλύνει τα χέρια του και να πιει ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Έκανε να σπρώξει πίσω την καρέκλα του. Σκέφτηκε πως έπρεπε να βρει ένα βιβλίο με ποίηση, να διαβάσει μερικές ρίμες με λεπτό νόημα, κάτι άσπιλο και υψηλόφρον. Ίσως μερικές σονάτες του Σαίξπηρ, πρότεινε ενδόμυχα στον εαυτό του, ή λίγο Βύρωνα. Στίχους που μιλούσαν για τον έρωτα με τρόπο μεταξένιο και αγνό, εικόνες που δημιουργούσαν πάθος –όχι φωτογραφίες τριχωτών αντρών που επέβαλαν τις ζωώδεις ορέξεις τους σε γυναίκες που μέχρι πριν από λίγο
ήταν κοριτσόπουλα. Πάνω που ετοιμαζόταν να σηκωθεί, σταμάτησε ακούγοντας τη φωνή του γιου του να του λέει ψιθυριστά στ’ αυτί: «Μα, μπαμπά, δεν έψαξες καλά». Ο Έιντριαν γύρισε γρήγορα, με τα χέρια ανοιχτά, σαν να μπορούσε να αγκαλιάσει το φάντασμα του παιδιού του και να το σφίξει στο στήθος του, αλλά είδε πως ήταν μόνος μέσα στο δωμάτιο. Μα η φωνή του Τόμι φαινόταν ν’ ακούγεται δίπλα του. «Τι βλέπεις;» τον ρώτησε ο γιος του. Ο τόνος της φωνής του ήταν μουσικός. Ήταν σαν να μιλούσε ένας εννιάχρονος Τόμι. Ο Έιντριαν θυμήθηκε ότι του άρεσε πάρα πολύ ν’ ακούει το γιο του να τον φωνάζει όταν ήταν μικρός. Ήταν σαν να τον καλούσε ο Τό μι να μοιραστεί κάτι μαζί του, και η φωνή του είχε κάτι το πολύτιμο, σαν πετράδι. «Τόμι, πού είσαι;» «Εδώ είμαι. Ακριβώς δίπλα σου». Ήταν σαν να άκουγε μια φωνή να διαπερνά πυκνή ομίχλη. Ήθελε απελπισμένα να απλώσει το χέρι του μέσα απ’ τα σύννεφα και ν’ αγγίξει το γιο του. Μόνο μια φορά ακόμη, σκέφτηκε. Δε ζητώ τίποτ’ άλλο. Μόνο μια φορά. Ένα αγκάλιασμα. «Μπαμπά! Δώσε λίγη προσοχή! Τι είναι αυτό που βλέπεις;» «Κάτι αηδιαστικές πορνογραφικές φωτογραφίες», απάντησε ο Έιντριαν. Αισθανόταν κάπως αμήχανα που ο γιος του έβλεπε ό,τι και εκείνος. «Όχι, είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Πολύ παραπάνω». Ο Έιντριαν πρέπει να έδειξε σαστισμένος, κι άκουσε το γιο του ν’ αναστενάζει. Ήταν σαν να πέρασε μέσα από το σπίτι
μια ανάσα ανέμου. «Έλα τώρα, μπαμπά, συσχέτισε αυτό που είσαι με αυτό που βλέπεις». Ο Έιντριαν δεν έβγαλε νόημα από εκείνα τα λόγια. Ήταν επιστήμονας. Ήταν ένας μελετητής της εμπειρίας. Αυτό δίδασκε τόσες δεκαετίες. Στην οθόνη μπροστά του έβλεπε στρεβλωμένα κορμιά. Γύμνια. Απροκάλυπτη πορνογραφία. Όλο το μυστήριο να έχει αφαιρεθεί από τον έρωτα, πράξεις που απογυμνώνονταν και κατέληγαν σε μια σκληρή αναμφίβολη πραγματικότητα. «Λυπάμαι, Τόμι, δεν καταλαβαίνω. Τώρα είναι πολύ πιο δύσκολο. Τα πράγματα δεν ταιριάζουν όπως θα έπρεπε». «Πολέμησέ το, μπαμπά. Κάνε τον εαυτό σου πιο δυνατό. Πάρε κι άλλα χάπια. Ίσως σε βοηθήσουν. Ανάγκασε το μυαλό σου να θυμηθεί ορισμένα πράγματα». Η φωνή του Τόμι φαινόταν ν’ αλλάζει διαρκώς. Από τη μια μιλούσε το παιδί, από την άλλη ο άντρας. Ο Έιντριαν ένιωθε να παραδέρνει ανάμεσα στις δύο φωνές. «Προσπαθώ». Μεσολάβησε ένας στιγμιαίος δισταγμός, λες και ο Τόμι σκεφτόταν κάτι. Ο Έιντριαν θα ήθελε να μπορούσε να τον δει, και τα μάτια του θόλωσαν από τα δάκρυα. Δεν είναι δίκαιο, σκέφτηκε. Τους άλλους μπορώ να τους δω, αλλά τώρα είναι ο Τόμι και δεν εννοεί να εμφανιστεί. Ήταν κάπως σαν το μεγάλο αίνιγμα που γνωρίζουν όλοι οι γονείς, ότι κάποια μέρα κοιτάζουν το παιδί που ανέθρεψαν και το βλέπουν να έχει μεγαλώσει και να βρίσκεται στον δικό του κόσμο, που φαίνεται ξένος και ακατάληπτος. Αυτοί που αγαπάμε περισσότερο γίνονται ξένοι, σκέφτηκε. «Μπαμπά, όταν διαβάζεις ένα ποίημα...»
Ο Έιντριαν στριφογύρισε στην καρέκλα του, λες και θα κατάφερνε να διακρίνει φευγαλέα το παιδί του αν σάρωνε με το βλέμμα όλο το δωμάτιο. «Τι προσπαθείς να διακρίνεις στις λέξεις;» Ο Έιντριαν αναστέναξε. Η φωνή του Τόμι έσβηνε και ήταν απόμακρη, και το άκουσμά της τον έκανε να πονάει. Ήταν σαν να του τρυπούσαν το δέρμα με καρφίτσες. «Θα ήθελα να ήμουν στο πλάι σου. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι πέθανες κάπου στην άλλη άκρη του κόσμου κι εγώ δεν ήμουν εκεί για να σου παρασταθώ. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι δεν κατάφερα να κάνω κάτι για να το αποτρέψω. Ότι δεν μπόρεσα να σε σώσω». «Την ποίηση, μπαμπά. Σκέψου την ποίηση». Ο Έιντριαν αναστέναξε πάλι. Κοίταξε τη φωτογραφία του Τόμι που είχε πάντα πάνω από το γραφείο του. Ήταν από τη μέρα της αποφοίτησης από το λύκειο. Ένα στιγμιότυπο που το είχε ξεκλέψει όταν δεν τον έβλεπε ο γιος του. Ο Τόμι ήταν χαμογελαστός, πλημμυρισμένος από όλα τα καλά που υποσχόταν ο κόσμος, χωρίς τίποτε από τον πόνο και τα βάσανα που αποτελούσαν αναπόφευκτο μέρος του. Ο Έιντριαν σκέφτηκε πως η φωτογραφία ήταν σχεδόν σαν να του μιλούσε, μόνο που η φωνή του Τόμι ήταν επίμονη κι ερχόταν από πίσω του. «Τι βλέπεις στα ποιήματα;» «Λέξεις. Ρίμες. Εικόνες. Μεταφορικά νοήματα. Τέχνη που δημιουργεί συνειρμικές ιδέες. Σαγήνη. Δεν ξέρω, Τόμι, τι είναι...» «Σκέψου, μπαμπά. Πώς μπορεί ένα ποίημα να σε βοηθήσει να βρεις την Τζένιφερ;» «Δεν ξέρω. Μπορεί;»
«Γιατί όχι;» Ο Έιντριαν σκέφτηκε πως είχαν αντιστραφεί τα πάντα. Ο Τόμι ήταν το μοναχοπαίδι τους, και ο Έιντριαν ήταν αυτός που τον προστάτευε και τον ενθάρρυνε και τον καθοδηγούσε, ενώ τώρα ήταν σαν να είχε γίνει ο ίδιος το παιδί και ο Τόμι να ήξερε πράγματα που εκείνος αγνοούσε. Συνειδητοποιούσε βέβαια ότι ο ίδιος ήταν που είχε τη γνώση, αλλά ήταν δύσκολο να την ανασύρει στην επιφάνεια, γι’ αυτό και ο Τόμι βρισκόταν εκεί για να τον καθοδηγήσει, έστω κι αν ήταν νεκρός. Άραγε οι νεκροί είναι πάντα εκεί για να μας βοηθήσουν; αναρωτήθηκε για μια στιγμή. «Τι βλέπεις;» Ο Έιντριαν στράφηκε πάλι στον υπολογιστή. «Μόνο φωτογραφίες». «Όχι, μπαμπά. Στην πραγματικότητα, το θέμα δεν είναι απλώς η εικόνα. Όπως και σε ένα ποίημα, σημασία έχει το πώς γίνεται αντιληπτή η εικόνα». Ο Έιντριαν πήρε μια απότομη ανάσα. Θυμόταν αυτή τη φράση. Επί χρόνια δίδασκε ένα δημοφιλές μάθημα στο πανεπιστήμιο, Ο Φόβος και οι Χρήσεις του στη Σύγχρονη Κοινωνία, το οποίο όχι μόνο εξέταζε τη φυσιολογία του φόβου, αλλά και επεκτεινόταν σε ταινίες τρόμου και τρομακτικά μυθιστορήματα και στον τρόπο που ο φόβος ήταν συνυφασμένος με τη λαϊκή κουλτούρα. Ήταν μια σειρά εαρινών μαθημάτων για τελειόφοιτους και μεταπτυχιακούς φοιτητές και άρεσε πολύ σε όσους είχαν περάσει πάρα πολλά βράδια σκυμμένοι πάνω από άσπρα ποντίκια στα εργαστήρια και χαίρονταν ακούγοντας τον Έιντριαν να γνωματεύει για Τα Σαγόνια του Καρχαρία και το Παρασκευή και 13 και για την
Ιστορία Φαντασμάτων του Πίτερ Στράουμπ. Με τη φράση αυτή έκλεινε την τελευταία διάλεξή του. «Ναι, Τόμι, το ξέρω, αλλά...» «Η Τζένιφερ, μπαμπά». «Ναι. Η Τζένιφερ. Τι σχέση έχει όμως αυτό...» «Σκέψου, μπαμπά. Συγκεντρώσου». Ο Έιντριαν έπιασε ένα κίτρινο σημειωματάριο από την άκρη του γραφείου του. Πήρε ένα στυλό κι έγραψε: Η Τζένιφερ το σκάει από το σπίτι. Άγνωστοι την αρπάζουν απ’ το δρόμο. Η Τζένιφερ εξαφανίζεται. Κανείς δε ζητά λύτρα για την Τζένιφερ. Η Τζένιφερ χάνεται. Ήταν σαν ένα ποίημα γραμμένο σε μια σελίδα. «Η Εξαφανισμένη Τζένιφερ». Ο Έιντριαν κοίταξε τις γυμνές μορφές στην οθόνη. Τα μοντέλα δε ζευγάρωναν από έρωτα ούτε από πόθο, ούτε καν επειδή αποζητούσαν την ηδονή. Για λεφτά. Ή από επιδειξιμανία. Ή και για τα δύο. «Αλλά δε ζήτησαν λύτρα, μπαμπά, έτσι δεν είναι;» Η φωνή του Τόμι είχε γίνει ψίθυρος. Φαινόταν να αντηχεί κάπου μέσα στο κεφάλι του. «Μα πώς μπορεί κάποιος να βγάλει λεφτά από...» Ο Έιντριαν σταμάτησε. Όλος ο κόσμος έβγαζε λεφτά από το σεξ. «Κάνε το συσχετισμό, μπαμπά. Κάνε το συσχετισμό». Ο τόνος του Τόμι είχε γίνει ικετευτικός. Ο Έιντριαν αισθανόταν ηλίθιος. Αμόρφωτος, παγιδευμένος σε ένα είδος εγκεφαλικού βάλτου. «Πώς να...;» Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην οθόνη,
δίστασε και ο Τόμι τον διέκοψε. «Ξέρεις ποιος μπορεί να σου το πει», του είπε ο γιος του. «Δεν πρόκειται όμως να σου πει εύκολα αυτό που χρειάζεσαι να μάθεις. Πάρε βοήθεια. Πάρε κάτι που θα σε βοηθήσει να τον πείσεις». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. Έκλεισε τον υπολογιστή και τον έβαλε σε μια τσάντα. Βρήκε το μπουφάν του και το φόρεσε. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν 6:30. Δεν ήξερε αν ήταν πρωί ή βράδυ. Δεν ήξερε πώς το γνώριζε αυτό, αλλά ήταν σίγουρος ότι ο Τόμι δε θα τον συνόδευε. Ίσως έρθει ο Μπράιαν, σκέφτηκε. Αναζήτησε γύρω του την Κάσι, επειδή θα του έκανε καλό λίγη υποστήριξη και ενθάρρυνση. Και οι δύο ήταν πιο γενναίοι απ’ όσο υπήρξα ποτέ εγώ , σκέφτηκε. Η γυναίκα μου. Ο γιος μου. Αλλά η φωνή του Τόμι φαινόταν να έχει σβήσει και η Κάσι έλειπε, αν και την επόμενη κιόλας στιγμή την ένιωσε κοντά του, σαν να ήταν μπροστά του και να τον τραβούσε. «Έρχομαι, έρχομαι», είπε, λες και η Κάσι ανυπομονούσε. Ο Έιντριαν θυμήθηκε ότι, όταν ήταν νέοι, μερικές φορές εκείνος δούλευε, απορροφημένος από κάποια ψυχολογική μελέτη ή κάποιο επιστημονικό σύγγραμμα, ή προσπαθούσε να συνθέσει ένα από τα ποιήματά του, και η Κάσι έμπαινε στο δωμάτιο και, χωρίς να πει λέξη, τον έπαιρνε απ’ το χέρι, με ένα μικρό γνέψιμο κι ένα γέλιο, και τον οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα, όπου παραδίνονταν στον έρωτα. Αλλά αυτή τη φορά υπήρχε μια άλλη, πολύ πιο επείγουσα ανάγκη που τον περίμενε στην κρεβατοκάμαρα, και ο Έιντριαν ένιωθε τη γυναίκα του να τον τραβάει επίμονα προς εκείνη την κατεύθυνση. ***
Ήταν σκοτεινά και ο Έιντριαν άκουγε τις θυμωμένες φωνές πίσω απ’ την πόρτα. Αυτός που φαινόταν να φωνάζει κυρίως ήταν ο Μαρκ Γουλφ, ενώ η μητέρα του αντιδρούσε κλαψουρίζοντας αξιολύπητα. Ο Έιντριαν έστησε αυτί για λίγα λεπτά ακόμη, όρθιος έξω απ’ το σπίτι, αφήνοντας τη νυχτερινή ψύχρα να τον περονιάσει. Η πόρτα έπνιγε την οργή, κι έτσι ο Έιντριαν αναγνώριζε μόνο την ένταση του καβγά, όχι το θέμα, αν και φανταζόταν ότι θα είχε να κάνει με τον υπολογιστή που βρισκόταν στην τσάντα του. Αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να καλμάρουν, αλλά έπειτα χτύπησε απλώς την πόρτα. Οι φωνές σταμάτησαν αμέσως. Εκείνος ξαναχτύπησε κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Περίμενε ότι η οργή θα τον σάρωνε σαν το κύμα στην παραλία όταν άνοιγε η πόρτα. Άκουσε μια κλειδαριά να γυρίζει και το φως τον έλουσε όταν η πόρτα άνοιξε εντελώς. Για μια στιγμή έπεσε σιωπή. «Κάθαρμα», είπε ο Μαρκ Γουλφ. Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. «Έχω κάτι που σου ανήκει», είπε. «Μη μου πεις. Δώσ’ μου το». Ο Γουλφ άπλωσε το χέρι του, λες και, αν τον γράπωνε από το μπουφάν, θα μπορούσε να πάρει πίσω τον υπολογιστή του. Ο Έιντριαν δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός που του έδινε οδηγίες φωνάζοντας στο αυτί του –ο Μπράιαν; Ο Τόμι;–, αλλά πισωπάτησε, αποφεύγοντας το χέρι του άλλου, και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι κρατούσε το εννιάρι αυτόματο πιστόλι του αδερφού του και το είχε στραμμένο εναντίον του Γουλφ.
«Έχω να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις», είπε. Ο Γουλφ ζάρωσε. Κοίταξε το όπλο. Η παρουσία του φάνηκε να πνίγει την οργή του σαν κουβέρτα που ρίχνεται πάνω σε φλόγες και τις σβήνει. «Πάω στοίχημα ότι δεν ξέρεις ούτε πώς να το χρησιμοποιήσεις», είπε πνιχτά. «Δε θα ήταν φρόνιμο από μέρους σου να προσπαθήσεις να επαληθεύσεις αυτή τη θεωρία», απάντησε ο Έιντριαν με δασκαλίστικο ύφος. Σοκαρίστηκε και ο ίδιος από τον παγερό τρόπο που είχε προφέρει την κάθε λέξη. Περίμενε πως θα τρόμαζε, πως θα τον έπιανε νευρικότητα, μπορεί και να τον σακάτευε η αρρώστια του, κι όμως εκείνος φαινόταν αλλόκοτα συγκεντρωμένος. Η αίσθηση εκείνη δεν ήταν ολότελα δυσάρεστη. Το όπλο μονοπωλούσε την προσοχή του Γουλφ, ο οποίος φαινόταν να ταλαντεύεται ανάμεσα στην επιθυμία να βγει από τη γραμμή του πυρός και στη διάθεση να ριχτεί στον Έιντριαν σε μια προσπάθεια να του το αποσπάσει. Η εικόνα εκείνη ήταν σαν παγωμένο καρέ. Ο Έιντριαν σήκωσε ελαφρά το όπλο, σημαδεύοντας το πρόσωπο του Γουλφ. «Δεν είσαι αστυνομικός. Καθηγητής είσαι, μα την πίστη μου. Δεν μπορείς να με απειλείς». Ο Έιντριαν κούνησε το κεφάλι του. Αισθανόταν μια αξιοθαύμαστη ψυχραιμία. «Αν σου ρίξω, νομίζεις ότι θα βρεθεί έστω και ένας που θα ενδιαφερθεί;» ρώτησε. «Είμαι γέρος. Μπορεί να είμαι και λίγο τρελός. Ό,τι κι αν μου συμβεί θα είναι αδιάφορο. Αλλά η μητέρα σου... πώς να το κάνουμε, εκείνη σε χρειάζεται, έτσι δεν είναι; Κι εσύ, κύριε Γουλφ, είσαι ακόμη νέος. Νομίζεις ότι
αξίζει να πεθάνεις γι’ αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή; Δεν ξέρεις καν τι θέλω». Ο Γουλφ δίστασε. Ο Έιντριαν αναρωτήθηκε αν ο πρώην κατάδικος είχε βρεθεί ποτέ αντιμέτωπος με κάποιο όπλο. Σκέφτηκε ότι είχε μπει και ο ίδιος σ’ έναν παράξενο, παράλληλο κόσμο, σε έναν κόσμο που φαινόταν ξένος προς τη διανοουμενίστικη ατμόσφαιρα της ακαδημαϊκής κοινότητας που γνώριζε. Αυτό που γινόταν τώρα ήταν πολύ πιο πραγματικό. Η αίσθηση αυτή θα έπρεπε να ήταν ενοχλητική και τρομακτική, αλλά δεν ήταν. Ο Έιντριαν ένιωθε την παρουσία του αδερφού του εκεί κοντά. «Ήρθες εδώ κι έκλεψες τον υπολογιστή της μητέρας μου». Ο Έιντριαν δεν είπε τίποτα. «Τι σόι ανισόρροπος είσαι εσύ; Η γυναίκα είναι άρρωστη. Το βλέπεις. Δεν ελέγχει τις...» Ο Γουλφ σταμάτησε. Έδειξε τα δόντια του γρυλίζοντας σαν πληγωμένο σκυλί. «Τον θέλω πίσω. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παίρνεις τον υπολογιστή της μητέρας μου». «Τίνος είναι ο υπολογιστής;» Ο Έιντριαν έδειξε την τσάντα με την κάννη του όπλου. «Ίσως θα έπρεπε να τον πάω στην ντετέκτιβ Κόλινς. Μπορώ να το κάνω. Ξέρω πως εκείνη έχει περισσότερη εμπειρία από μένα σ’ αυτά τα πράγματα. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι θα ανακαλύψει για ποιο λόγο τον χρησιμοποιείς. Θα δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αρχεία του Rosesknitting και του KillSandy, δε συμφωνείς; Επομένως, η επιλογή είναι δική σου. Τι να κάνω;» Ο Γουλφ έμεινε όρθιος στην πόρτα, παραπαίοντας από τη διάθεση να επιτεθεί. Ο Έιντριαν είδε το πρόσωπό του να
συσπάται. Σκέφτηκε ότι οι άνθρωποι που ζούσαν μυστικές ζωές μακριά από καθετί το συνηθισμένο δεν ήθελαν ν’ ανοίγουν κάποιο παράθυρο που μπορεί να αποκάλυπτε ποιοι ήταν και τι ήθελαν στην πραγματικότητα. Όλες εκείνες τις ανώμαλες σκέψεις που στροβιλίζονταν μέσα τους, κρυμμένες από τις Αρχές, από τους φίλους, από την οικογένειά τους. Ο Έιντριαν διαισθάνθηκε ότι ο Γουλφ βρισκόταν σ’ εκείνο το μεταίχμιο του θυμού. Τον είδε να ξεροκαταπίνει, με το πρόσωπό του μια μάσκα οργής, αλλά τώρα κατόρθωσε να ελέγξει τη φωνή του. «Εντάξει. Ο υπολογιστής είναι δικός μου. Είναι προσωπικός». Ήταν σαν να έφτυνε την κάθε λέξη. «Μπορείς να τον πάρεις», του είπε ο Έιντριαν. «Αλλά πρώτα θέλω κάτι από σένα». «Τι πράγμα;» γρύλισε απρόθυμα ο Γουλφ. «Λίγη εκπαίδευση», απάντησε ο Έιντριαν.
28 Το μωρό άρχισε πάλι να κλαίει. Οικτρά. Πολύ πιο δυνατά απ’ ό,τι την προηγούμενη φορά. Η Τζένιφερ μισοκοιμόταν και ο ήχος που διαπέρασε τους τοίχους την ξύπνησε. Δεν ήξερε πόση ώρα ήταν βυθισμένη – μπορεί για καμιά δεκαριά λεπτά, ή για καμιά δεκαριά ώρες. Το μόνιμο σκοτάδι που δημιουργούσε το κάλυμμα των ματιών της είχε καταστρέψει την αίσθηση του χρόνου. Ήταν διαρκώς αποπροσανατολισμένη. Η κατάστασή της έμοιαζε με ένα ιδιαίτερα έντονο και ανησυχητικό όνειρο που παραμένει ζωντανό ενώ έχεις ξυπνήσει. Η Τζένιφερ τινάχτηκε ακούγοντας τον ήχο. Έπειτα έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει ως τότε. Έπιασε σφιχτά τον Καφετούλη και κατέβασε τα πόδια της απ’ το κρεβάτι, όπως θα έκανε κάποιος ξυπνώντας το πρωί. Εξακολουθώντας να είναι δεμένη με την αλυσίδα στον τοίχο, άρχισε να κινείται δεξιά κι αριστερά, λες και με αυτό τον τρόπο μπορούσε να μικρύνει την απόσταση και να υπολογίσει από πού έρχονταν τα κλάματα του μωρού. Σκέφτηκε ότι στην κάμερα θα πρέπει να φαινόταν σαν ζώο που προσπαθεί να δημιουργήσει μια νοερή εικόνα της απειλής που αντιμετωπίζει με το να οσμίζεται τον αέρα. Είχε πλήρη επίγνωση του ότι λειτουργούσαν μόνο κάποιες από τις αισθήσεις της και είπε στον εαυτό της να τις χρησιμοποιήσει όσο καλύτερα μπορούσε. Η ένταση του κλάματος αυξήθηκε. Και τότε, απότομα,
σταμάτησε σαν να είχε εκλείψει η αιτία που το προκάλεσε. Η Τζένιφερ συνέχισε να τριγυρίζει στον άδειο χώρο ανάμεσα στην τουαλέτα και στο κενό, με το κεφάλι γερμένο προς το σημείο απ’ όπου νόμιζε ότι είχαν ακουστεί τα κλάματα, και τότε ξαφνικά έπιασε έναν καινούριο, διαφορετικό ήχο. Ήταν γέλια. Και κάτι παραπάνω, ήταν παιδικά γέλια. Σταμάτησε, προσπαθώντας να κρατήσει και την ανάσα της ακόμη. Τα παιδιά ακούγονταν σαν να έπαιζαν και οι ήχοι μια δυνάμωναν και μια έσβηναν, πότε πλησιάζοντας και πότε ξεμακραίνοντας. Η Τζένιφερ θυμήθηκε τις φορές που είχε μείνει τιμωρημένη στην τάξη για κάποια παρεκτροπή, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά έβγαιναν στο προαύλιο, και οι ήχοι από το παιχνίδι τους έμπαιναν στην τάξη από κάποιο ανοιχτό παράθυρο που ήταν πολύ ψηλά, κι έτσι εκείνη δεν μπορούσε να δει, αλλά πάντα φανταζόταν τα άλλα παιδιά να παίζουν. Μπάλα. Τα αγάλματα. Σχοινάκι. Πολύζυγα. Όλα τα γρήγορα παιχνίδια που γέμιζαν τα διαλείμματα. Η Τζένιφερ ένιωσε να σαστίζει· ήξερε ότι βρισκόταν στο ανώνυμο υπόγειο, αλλά ξαφνικά είχε την εντύπωση ότι ήταν παγιδευμένη και σ’ ένα σχολείο που υπήρχε μόνο στο παρελθόν της. Δεν μπορεί να είναι αληθινό, είπε στον εαυτό της. Αλλά οι ήχοι που έφταναν στ’ αυτιά της ήταν τόσο χαρακτηριστικοί, που της δημιουργούσαν αβεβαιότητα. Οι θόρυβοι του παιδότοπου ήταν τόσο κοντινοί, ώστε νόμιζε πως μπορούσε να τους αγγίξει. Ήταν δελεαστικοί, την καλούσαν να πάρει κι εκείνη μέρος. Άπλωσε διστακτικά το ελεύθερο χέρι της.
Είπε στον εαυτό της ότι, αν κατάφερνε να αδράξει έναν ήχο απ’ τον αέρα, τότε θα μπορούσε να τον κλείσει στην παλάμη της, να τον χαϊδέψει, να τον χειραγωγήσει, και κατά κάποιον τρόπο να γίνει τμήμα του. Ήταν λάθος να φαντάζεται ότι ο ήχος μπορούσε να τη μεταφέρει μακριά. Ήταν όμως μια σκέψη που την έβαζε σε πειρασμό και φαινόταν πραγματοποιήσιμη. Τέντωσε το χέρι της με τα δάχτυλα απλωμένα, ελπίζοντας. Ήξερε πως προσπαθούσε να πιάσει κάτι το ανύπαρκτο, πως το μόνο που υπήρχε ήταν ο μπαγιάτικος αέρας του υπογείου, αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί. Ο ήχος ήταν υπερβολικά κοντινός. Κι εκεί που δεν περίμενε τίποτε, ένιωσε κάτι. Κάτω από τα ακροδάχτυλά της, αισθάνθηκε κάτι λείο, σαν χαρτί. Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και αποτράβηξε το χέρι της. Ήταν σαν να είχε αγγίξει ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο. Κάποιος είναι εδώ! Αυτή η σκέψη διαπέρασε το συνειδητό της. Άκουσε έναν σιγανό, τραχύ ψίθυρο. Ήρθε μέσα απ’ το σκοτάδι σαν κεραυνός που σκίζει τον ουρανό μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα. «Ποτέ δεν είσαι μόνη». Έπειτα, μέσα στη μαυρίλα έγινε μια έκρηξη, και την πλημμύρισε ένας αναπάντεχος, καυτός πόνος καθώς η γυναίκα τη χτύπησε με δύναμη στο σαγόνι. Η Τζένιφερ πισωπάτησε παραπαίοντας κι έπεσε στο κρεβάτι. Παραλίγο να της πέσει ο Καφετούλης έτσι όπως το κεφάλι της γύριζε από τη ζαλάδα. Η γροθιά τη ζαβλάκωσε. Ήταν τόσο απρόσμενο το χτύπημα, χειρότερο από κείνο που είχε δεχτεί
στο πρόσωπο όταν ο άντρας την άρπαξε απ’ το δρόμο, κι αυτό γιατί τούτο δω ήταν διαφορετικό· ξεχείλιζε από περιφρόνηση. Την έτσουξε. Η Τζένιφερ κουλουριάστηκε σαν έμβρυο στο κρεβάτι. Ένιωσε στο στόμα της την αλμυρή γεύση των δακρύων κι από τα χείλια της έτρεχε λίγο αίμα. Το δωμάτιο είχε γίνει ξαφνικά αφόρητα ζεστό. «Αυτή είναι η δεύτερη φορά που με υποχρεώνεις να σε χτυπήσω, Νούμερο 4. Μη με αναγκάσεις να το ξανακάνω. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολύ χειρότερο». Η γυναίκα συνέχισε να μιλάει με τον μονότονο τρόπο που περίμενε η Τζένιφερ. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Αν η γυναίκα ήταν θυμωμένη, η φωνή της θα έπρεπε να ακουγόταν διαπεραστική. Αν ήταν απογοητευμένη, η απογοήτευση θα έπρεπε να φαινόταν στον τόνο της. Η Τζένιφερ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μπορούσε ν’ ακούγεται τόσο ήρεμη σε μια κατάσταση που δε φαινόταν να έχει τίποτε το κανονικό. Έτσι μιλάει ένας φονιάς. Η σκέψη αυτή της έκοψε την ανάσα. Περίμενε σχεδόν ότι θα δεχόταν και δεύτερο χτύπημα, αλλά δεν έγινε τίποτε. Αντίθετα, άκουσε την πόρτα να κλείνει με θόρυβο. Έμεινε ακίνητη, με το αυτί στημένο, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τους διάφορους ήχους, παρ’ ότι ο καλπασμός της καρδιάς της και το βουητό στο κεφάλι της έπνιγαν σχεδόν τα πάντα. Οι σιγανοί λυγμοί της δεν την άφηναν ν’ ακούσει καθαρά. Χρειάστηκε να καταβάλει όλη της τη δύναμη, να νιώσει τους μυς στην κοιλιά και στα πόδια της να σφίγγονται, για να κατανικήσει την απελπισία που απειλούσε να την
κυριέψει. Σκέφτηκε πως η γυναίκα μπορεί να είχε κλείσει την πόρτα βγαίνοντας, ή απλώς να την είχε κλείσει και τώρα να στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι, με το χέρι σηκωμένο, ετοιμάζοντας ένα καινούριο χτύπημα. Η Τζένιφερ κατάπιε με δυσκολία τον μπαγιάτικο αέρα. Αισθανόταν διάφορα κομμάτια τού είναι της να απαιτούν την προσοχή της. Το πλ ηγωμένο κομμάτι. Το φοβισμένο κομμάτι. Το γεμάτο απόγνωση κομμάτι. Και, τελικά, το κομμάτι που της έλεγε Μην το βάζεις κάτω. Αυτό το τελευταίο κατάφερε να κάνει τα άλλα να σωπάσουν, και η Τζένιφερ ένιωσε τους παλμούς της να καταλαγιάζουν. Εξακολουθούσε να νιώθει το σαγόνι της πρησμένο, αλλά ο πόνος υποχώρησε. Τα ρούχα που φοράει τρίζουν όταν κινείται , υπενθύμισε στον εαυτό της. Τα πόδια της σέρνονται στο τσιμεντένιο δάπεδο. Παίρνει πάντα μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει, ιδίως όταν ψιθυρίζει. Αργά αλλά σταθερά, η Τζένιφερ έσβησε όλους τους δικούς της ήχους και αφουγκράστηκε για να πιάσει τους ήχους της γυναίκας. Η σιωπή την κατέκλυσε. Σε πείσμα των όσων είχε πει η γυναίκα, ήταν μόνη της. Έστω κι αν ήξερε ότι την παρακολουθούσε η κάμερα. Έπαψαν να ακούγονται τα χαρούμενα γέλια από τον παιδότοπο. Για μια στιγμή έγινε ησυχία και η Τζένιφερ άκουσε το μωρό να βγάζει μια φωνή στο βάθος και μετά να σταματάει απότομα.
Ο επιχειρηματίας του Τόκιο έπινε χλιαρό ουίσκι που ήταν νερωμένο πολύ πριν λιώσουν τα παγάκια μέσα στο ποτήρι. Το μπουκάλι απ’ όπου το είχαν σερβίρει ήταν ακριβό, αλλά εκείνος αμφέβαλλε αν το ποτό ήταν κάτι παραπάνω από μια φτηνή ντόπια μάρκα, και σούφρωσε τα χείλη του με αηδία. Είχε ένα iPhone στο ένα χέρι και το ποτήρι στο άλλο και καθόταν σε μια βεράντα σε μια ψάθινη καρέκλα που του αγκύλωνε το γυμνό δέρμα. Η Ταϊλανδέζα πόρνη ήταν στημένη ευσυνείδητα ανάμεσα στα πόδια του, προσφέροντας τις περιποιήσεις της με υπερβολικά ψεύτικο ενθουσιασμό, λες και τίποτε στον κόσμο δε θα μπορούσε να τη διεγείρει περισσότερο από το να τον ικανοποιήσει. Ο επιχειρηματίας σιχαινόταν τα ψεύτικα βογκητά και τους αναστεναγμούς της. Σιχαινόταν τον ιδρώτα που γυάλιζε στο στέρνο του. Δεν ήξερε το όνομα της κοπέλας, ούτε ενδιαφερόταν να το μάθει. Το άγγιγμά της θα του προκαλούσε ανία αν δεν ήταν οι εικόνες που παρακολουθούσε στην οθόνη του κινητού του. Ήταν μεσόκοπος, και πίσω στο σπίτι του είχε μια κόρη μαζί με την άχαρη γυναίκα του. Η κόρη ήταν περίπου συνομήλικη τόσο με την Ταϊλανδέζα που τον περιποιούνταν με τη γλώσσα της, όσο και με τη Νούμερο 4, αλλά εκείνος δε σκεφτόταν το παιδί του, παρά μόνο θυμίζοντας διαρκώς στον εαυτό του να της πάρει ένα δώρο από το ταξίδι του. Κάτι πολύχρωμο και μεταξωτό. Έδιωξε τις σκέψεις από το μυαλό του και συγκεντρώθηκε στη μικρή οθόνη του iPhone. Αντί για την Ταϊλανδέζα πόρνη, άφησε τον ερωτισμό της Σειράς 4 να τον διεγείρει. Η ξαφνική γροθιά στο πρόσωπο της Νούμερο 4 τον είχε ερεθίσει. Ήταν απρόσμενη και δραματική και τον είχε αιφνιδιάσει. Ανασάλεψε στο κάθισμά του και κοίταξε πάνω από την οθόνη τα κατάμαυρα μαλλιά της Ταϊλανδέζας. Νοερά
συνδύασε την πόρνη και τη Νούμερο 4. Ένιωσε το δικό του χέρι με σφίγγεται σε γροθιά καθώς σκεφτόταν να χτυπήσει την κοπέλα μόνο και μόνο για να δει πώς θα ένιωθε. Μέσα στο κεφάλι του ανακατεύτηκαν ιδέες πόνου και ηδονής, και έπλεξε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της πόρνης. Ήθελε να τα στρίψει και να την κάνει να ξεφωνίσει, αλλά συγκρατήθηκε. Συνειδητοποίησε ότι η Νούμερο 4 δεν είχε κάνει ούτε κιχ όταν δέχτηκε το χτύπημα. Κάποιες άλλες στιγμές που είχε δει, η Νούμερο 4 είχε φωνάξει, ενώ μια φορά είχε ξεφωνίσει, αυτή τη φορά όμως είχε πέσει πίσω και είχε παραμείνει στωικά σιωπηλή. Η πειθαρχία της ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστη. Ο επιχειρηματίας έγειρε πίσω κι έκλεισε τα μάτια του. Για μια στιγμή προσπάθησε να φανταστεί ότι η Ταϊλανδέζα είχε εξαφανιστεί και ότι ανάμεσα στα πόδια του ήταν η Νούμερο 4. Άφησε την ανάσα του να βγει. Αισθάνθηκε ένα κύμα διέγερσης να τον κατακλύζει και παραδόθηκε στις συνδυασμένες φαντασιώσεις με καινούριο ενθουσιασμό.
Η Λίντα ήταν κακόκεφη. Την πονούσε το χέρι της, και ο Μάικλ δεν είχε δείξει την άμεση συμπόνια που περίμενε εκείνη. «Η Νούμερο 4 έχει σαγόνι πυγμάχου», του είπε. «Που να πάρει η οργή». Όταν είχε χτυπήσει την Τζένιφερ, το μικρό της δάχτυλο είχε κοπεί πάνω στα δόντια της κοπέλας. Το αίμα ανάβλυζε από ένα σκίσιμο κοντά στο νύχι, και η Λίντα το ρουφούσε καθώς γκρίνιαζε.
Ο Μάικλ έβρισκε την κατάσταση διασκεδαστική, πράγμα που η Λίντα δεν εκτίμησε καθόλου. Εκείνος έψαχνε στο φαρμακείο της αγροικίας για να βρει λίγο αντισηπτικό κι ένα τραυμαπλάστ. «Αν τη χτυπάς με σφιγμένη γροθιά, ίσως θα είναι καλύτερα να φοράς γάντια», της είπε. «Υπάρχουν μερικά στο τραπέζι δίπλα στον κεντρικό υπολογιστή». Ο Μάικλ βρήκε αυτό που έψαχνε. «Αυτό μπορεί να σε τσούξει», είπε, στάζοντας υπεροξείδιο του νατρίου πάνω στο κόψιμο. «Ήξερες ότι το ανθρώπινο στόμα είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα σημεία του σώματος, με τα περισσότερα βακτηρίδια;» «Περνάς πάρα πολύ χρόνο παρακολουθώντας το Ντισκάβερι Τσάνελ», σχολίασε η Λίντα. «Και ότι ο δράκος του Κομόντο σ’ εκείνο το νησί του Ειρηνικού μπορεί να σκοτώσει με ένα δάγκωμα, όχι επειδή τα δόντια του είναι κοφτερά, αλλά επειδή προκαλεί μια μόλυνση που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα σύγχρονα αντιβιοτικά;» «Αυτό είναι από το Άνιμαλ Πλάνετ;» ρώτησε η Λίντα. Έκανε ένα μορφασμό όταν το αντισηπτικό έπεσε πάνω στην πληγή. «Μήπως λοιπόν για τη Σειρά 5 θα πρέπει να κλέψουμε ένα δράκο;» «Με συγχωρείς», είπε ο Μάικλ και κοίταξε την καθαρισμένη πληγή. «Είναι πολύ βαθιά. Μήπως θέλεις να πας στα Επείγοντα να σου κάνουν κάνα δυο ραμματάκια; Το πλησιέστερο νοσοκομείο απέχει μάλλον σαράντα πέντε λεπτά, αλλά ίσως σου χρειαστούν τα ράμματα». Η Λίντα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, αλλά είπε: «Εσύ τι λες;» «Νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε είτε το ένα είτε το
άλλο. Αν το δέσω σφιχτά, θα επουλωθεί, αλλά μπορεί να πονάει μια δυο μέρες». Η Λίντα έβαλε ένα μικρό πανί πάνω στην πληγή και πήγε στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. «Υπάρχει κάτι που να χρειαζόμαστε από κει έξω;» ρώτησε, δείχνοντας με το τραυματισμένο χέρι της. Ο Μάικλ έριξε μια ματιά τριγύρω καθώς έκανε νοερά μια γρήγορη απογραφή. «Δε χρειαζόμαστε τίποτε άμεσα. Από φαγητό έχουμε μπόλικο, έστω κι αν δε θα το έλεγα γκουρμέ. Όπλα έχουμε. Από ηλεκτρονικό εξοπλισμό έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε. Νομίζω πως θα είμαστε εντάξει για μερικές μέρες». «Τότε, δεν υπάρχει λόγος για βόλτες», είπε αποφασιστικά η Λίντα. «Εκτός κι αν χρειαστούμε πραγματικά κάτι. Δεν έχει νόημα ν’ αφήσουμε κάποιον να μας δει». Για μια στιγμή έμεινε ακίνητη, κοιτάζοντας από το παράθυρο της αγροικίας. Ήταν περασμένο απόγευμα κι ένα ελαφρό αεράκι κουνούσε τα φύλλα που είχαν αρχίσει να βγαίνουν στα δέντρα κατά μήκος του χαλικόστρωτου δρόμου που οδηγούσε στη δημοσιά κι από κει στην πόλη, αν παρουσιαζόταν ανάγκη να πάνε. Στα δεξιά υπήρχε ένας ανεμοδαρμένος κόκκινος αχυρώνας, όπου είχαν κλείσει τη Μερσέντες τους και την είχαν σκεπάσει μ’ ένα μουσαμά. Το χτυπημένο φορτηγάκι του Μάικλ φιγουράριζε έξω από το σπίτι. Ήταν ένα χαρακτηριστικό όχημα για την περιοχή όπου βρίσκονταν. Επαρκώς ταλαιπωρημένο από άγριους χειμώνες και είχε αποκτήσει κάμποσα σημάδια από τα σκαμπανεβάσματα σε αγροτικούς δρόμους. Η Λίντα σκέφτηκε ότι τους έκανε να μοιάζουν με συνηθισμένους ντόπιους, σαν ένα φτηνό μπλουτζίν και ένα φούτερ, ενώ στην
πραγματικότητα τα ρούχα τους ήταν μεταξένια και υψηλής ραπτικής. Της άρεσε ο κόσμος των ψευδαισθήσεων που είχαν δημιουργήσει για τη Σειρά 4. Ήταν το όμορφο νεαρό ζευγάρι που είχε νοικιάσει μια απομονωμένη αγροικία σε ένα ξεχασμένο κομμάτι της Νέας Αγγλίας. Είχαν πει στην κτηματομεσίτρια που τους την είχε βρει ότι ο Μάικλ ολοκλήρωνε τη διατριβή του και ότι εκείνη έκανε γλυπτά. Αυτό το μείγμα ακαδημαϊσμού και εκζήτησης είχε βάλει φραγμό σε οποιεσδήποτε τυχόν ερωτήσεις σχετικά με τη μοναξιά, που ήταν η βασική τους επιθυμία. Ψεύτικα ονόματα. Ψεύτικο παρελθόν. Ουσιαστικά, η όλη συναλλαγή είχε γίνει στο Διαδίκτυο. Η μόνη απευθείας επαφή είχε γίνει όταν η Λίντα πήγε στο γραφείο της κτηματομεσίτριας και πλήρωσε με μετρητά για την εξάμηνη ενοικίαση. Αν κάποιος είχε καχύποπτο μυαλό, μπορεί να αναρωτιόταν για το μάτσο με τα κατοστάρικα που είχε βγάλει από την τσάντα της, αλλά σε μια οικονομία που την ταλαιπωρούσαν ένα σωρό κουσούρια που μονοπωλούσαν τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων, η θέα του αληθινού χρήματος σταματούσε σχεδόν κάθε διάθεση για ερωτήσεις. Κανείς δεν τους είχε δει να ξεφορτώνουν τον ακριβό οπτικοακουστικό εξοπλισμό τους. Κανείς δε βρισκόταν αρκετά κοντά ώστε ν’ ακούσει το θόρυβο που έκανε ο Μάικλ ετοιμάζοντας το στούντιο όπου γινόταν η κινηματογράφηση της Νούμερο 4. Η Λίντα δεν το αντιλαμβανόταν συνειδητά, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, ήταν εξίσου απομονωμένοι με τη Νούμερο 4. Για τη Λίντα, η αίσθηση ότι ζούσαν σ’ έναν κόσμο ο οποίος τους ανήκε και τον έλεγχαν αποτελούσε μέρος της απόλαυσης. Όλα γίνονταν σε μια παλιά αγροικία χιλιόμετρα
ολόκληρα μακριά από οποιοδήποτε αστικό κέντρο. Δεν είχαν αδιάκριτους γείτονες που θα τους έφερναν μια κατσαρόλα με φαγητό για να γίνουν φίλοι. Δεν είχαν καμία σχέση με τον τόπο όπου βρίσκονταν. Ούτε φίλους. Ούτε γνωριμίες. Δε μετείχαν σε κανέναν κόσμο πέρα από τον κόσμο της Σειράς 4. Ούτε ανέχονταν κανέναν παρείσακτο από τον έξω κόσμο στον δικό τους. Η Λίντα σήκωσε το δάχτυλό της στο φως που έμπαινε απ’ το παράθυρο. Ήλπιζε ότι δε θα της έμενε κάποια ουλή. Την κατέκλυσε ένα κύμα άγριου θυμού, ένα κύμα οργής στη σκέψη ότι η Νούμερο 4 άθελά της είχε αφήσει ένα σημάδι στο δέρμα της. Την τρόμαζε οποιοδήποτε ψεγάδι στο κορμί της. Ήθελε να παραμείνει παντοτινά τέλεια. «Είμαι εντάξει», είπε. Δεν ήταν σίγουρη αν το πίστευε αυτό. Εκείνη τη στιγμή ήθελε να κάνει κακό στη Νούμερο 4 με έναν αξέχαστο τρόπο. «Άσε με να σου βάλω έναν επίδεσμο», της είπε ο Μάικλ. Εκείνη άπλωσε το χέρι της και ο Μάικλ το έπιασε σαν γαμπρός μπροστά στην αγία τράπεζα. Τρυφερά. Είχε αλλάξει την προσέγγισή του. Δε γελούσε πλέον. Γύρισε το χέρι προς το φως και το σκούπισε με λίγο βαμβάκι. Κατόπιν το σήκωσε, σαν αυλικός του Μεσαίωνα, και το φίλησε. «Νομίζω», είπε η Λίντα αργά, χαμογελώντας επιτέλους, «ότι είναι καιρός να μάθει κάτι καινούριο η Νούμερο 4». Ο Μάικλ έγνεψε καταφατικά. «Κάποια καινούρια απειλή;» ρώτησε. Η Λίντα χαμογέλασε. «Μια παλιά απειλή, που θα επανεφευρεθεί».
29 Ο Έιντριαν έδειξε με το πιστόλι προς το εσωτερικό του σπιτιού, κάνοντας νόημα στον σεξουαλικό εγκληματία να μπει μέσα. Το βάρος του όπλου φαινόταν ν’ αλλάζει – ελαφρύ, σχεδόν αέρινο τη μια στιγμή, βαρύ σαν αμόνι την άλλη. Ο Έιντριαν προσπάθησε να αναγκάσει τον εαυτό του να κάνει έναν νοερό έλεγχο ορισμένων σημείων: Πλήρης γεμιστήρας στη λαβή; Εντάξει. Σφαίρα στη θαλάμη; Εντάξει. Ασφάλεια εκτός; Εντάξει. Δάχτυλο στη σκανδάλη; Εντάξει. Προθυμία χρήσης του όπλου; Αμφέβαλλε αν ήταν ικανός για κάτι τέτοιο, παρ’ όλες τις απειλές ως προς το αντίθετο, έστω κι αν λάμβανε υπόψη του ότι ο Μαρκ Γουλφ ήταν πολύ πρόθυμος να κάνει κακό σε αθώα παιδιά. Άκουσε τη φωνή του Μπράιαν να του λέει ψιθυριστά στ’ αυτί: Αν τον σκοτώσεις, θα σε συλλάβουν και δε θα μείνει κανείς να αναζητήσει την Τζένιφερ, οπότε θα χαθεί παντοτινά. Το πρακτικό δικηγορικό επιχείρημα ήταν του αδερφού του. Ο πρακτικός και ψυχρός τόνος ήταν του αδερφού του. Αλλά ο Έιντριαν ήξερε ότι ο Μπράιαν δεν ήταν μαζί του εκείνη τη στιγμή. Είμαι μόνος μου, σκέφτηκε. Και μετά διέψευσε τον εαυτό του. Όχι, δεν είμαι. Προσπάθησε να καταπολεμήσει τη σύγχυσή του. Παρατήρησε τον μουλωχτό τρόπο που ο Γουλφ υποχώρησε προς το καθιστικό του, αποφεύγοντας να συναντήσει το βλέμμα του. Η εγγύτητα ενός ανθρώπου που
ενδιαφερόταν τόσο λίγο για τις επιπτώσεις των επιθυμιών του σχεδόν τον εξουθένωνε. Οι κανονικοί άνθρωποι αναλογίζονται τις συνέπειες. Οι Μαρκ Γουλφ του κόσμου τούτου ούτε που τις σκέφτονται. Ξαφνικά ο Έιντριαν αισθάνθηκε το πιστόλι να παγώνει μέσα στο χέρι του, ενώ την επόμενη στιγμή το ένιωσε σχεδόν καυτό, σαν να είχε βγει μόλις από το χυτήριο. Έσφιξε τη λαβή του. Αλλά ίσως κι εγώ είμαι ίδιος. Ο Γουλφ χαμογελούσε μ’ έναν τρόπο που, όπως πίστευε ο Έιντριαν, έδειχνε μια αρρώστια που εκείνος μόνο με τη φαντασία του μπορούσε να καταλάβει. Τουλάχιστον η δική του ασθένεια είχε ένα όνομα και μια διάγνωση και ένα αναγνωρίσιμο μοτίβο παράνοιας και διάλυσης. Αλλά η εμμονή του Γουλφ φαινόταν να ανήκει σε μια διαφορετική σφαίρα, όπου η ιατρική έχανε τη δύναμή της κι έδινε τη θέση της σε κάτι πολύ πιο σκοτεινό. «Εντάξει, γέρο», είπε ο Γουλφ με μια κοροϊδευτική οικειότητα. «Σταμάτα να κουνάς το κανόνι πέρα δώθε και πες μου τι θέλεις να μάθεις». Τίποτε σχεδόν στη φωνή του δεν έδειχνε ότι αισθανόταν να απειλείται από τον Έιντριαν, παρά την ύπαρξη του όπλου. «Πρώτα όμως θέλω εκείνο τον υπολογιστή». Ο Έιντριαν δίστασε. «Είναι σημαντικός για σένα, σωστά;» Ο Γουλφ χαμογέλασε. «Δε θα ήσουν εδώ αν δεν ήξερες ήδη την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα». Από πίσω του εμφανίστηκε η Ρόουζ στο καθιστικό. Είχε μια πετσέτα για τα πιάτα στο χέρι της και χαμογέλασε όταν είδε τον Έιντριαν.
«Α, Μάρκι, ήρθε πάλι ο φίλος σου», είπε ενθουσιασμένη. Ο γιος της δεν άφησε τον Έιντριαν από τα μάτια του. «Ναι, μαμά», είπε αργά. «Ο καλός μου φίλος ο καθηγητής ήρθε πάλι να μας κάνει επίσκεψη. Έφερε και τον υπολογιστή σου». Η Ρόουζ δεν είχε δει το πιστόλι στο χέρι του Έιντριαν, ή μπορεί να μην καταλάβαινε για ποιο λόγο το κρατούσε, ή ακόμη και τι ήταν, αφού δεν το ανέφερε καν. «Θα δούμε όλοι μαζί τις εκπομπές μας;» ρώτησε. «Ναι, μαμά. Νομίζω πως γι’ αυτό ήρθε ο καθηγητής. Θέλει να δει μαζί μας τηλεόραση. Τώρα μπορείς να πιάσεις το πλέξιμο». Η Ρόουζ χαμογέλασε και πήγε στην πολυθρόνα της. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα βολεύτηκε στη θέση της και το σιγανό κλικ-κλακ από τις βελόνες του πλεξίματος έγινε μέρος των ήχων του περιβάλλοντος. «Δεν της δείχνω τα προσωπικά μου αντικείμενα», είπε ο Γουλφ. «Έστω κι αν ουσιαστικά δε χαμπαριάζει. Τη βάζω για ύπνο πριν συνδέσω τον υπολογιστή». Συγκινητικό, σκέφτηκε ο Έιντριαν. Κρύβει την αρρωστημένη πορνογραφία από τη μητέρα του. Τι καλός γιος! «Λοιπόν...» άρχισε να λέει, αλλά σταμάτησε απότομα. «Θα πρέπει να περιμένεις», του είπε ο Γουλφ. «Δικό μου είναι το σπίτι, εγώ καθορίζω το πρόγραμμα». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. Έπιασε μια θέση στον φθαρμένο καναπέ. «Θα περιμένουμε μαζί», είπε. Εξακολουθούσε να κρατάει το όπλο, σημαδεύοντας τον Γουλφ στο στήθος. «Ξέρεις», είπε αργά εκείνος, «άνθρωποι σαν εμένα δεν είναι πραγματικά επικίνδυνοι. Είμαστε απλώς... περίεργοι. Δε σου το είπε αυτό ο δόκτωρ Γουέστ;»
Δεν είναι επικίνδυνοι. Τι ψέμα! φώναξε ο Έιντριαν από μέσα του. Εξωτερικά, όμως, διατήρησε το ανέκφραστο πρόσωπο ενός κλινικού γιατρού, όπως ήλπιζε τουλάχιστον. «Δεν έχω μιλήσει με το δόκτορα Γουέστ σχετικά μ’ εσένα», απάντησε. Από τα μάτια του Γουλφ πέρασε φευγαλέα η έκπληξη. «Ενδιαφέρον», είπε. Κάθισε βαριά απέναντι από τον Έιντριαν κι έπιασε ένα τηλεκοντρόλ. Το έστρεψε στο κουτί κάτω από την τηλεόραση με την επίπεδη οθόνη και, καθώς η συσκευή ζωντάνευε, μουρμούρισε: «Επειδή ο καλός γιατρός μου φαίνεται πως είναι ουσιαστικά το ίδιο μ’ εσένα». «Τι εννοείς;» ρώτησε ο Έιντριαν καθώς στην οθόνη εμφανιζόταν το πρόγραμμα των εκπομπών. «Θέλει να μαθαίνει», είπε ο Γουλφ, και από τα χείλια του ξέφυγε ένα κοφτό γέλιο. «Μόνο που εκείνος δε χρειάζεται να με σημαδεύει μ’ ένα πιστόλι για να μάθει αυτό που θέλει». Ο Έιντριαν ένιωσε ζαλάδα. Ήθελε βοήθεια. Χρειαζόταν βοήθεια. Αλλά όλοι οι νεκροί επισκέπτες του παρέμεναν σιωπηλοί. «Τι λες, καθηγητά;» ρώτησε απότομα ο Γουλφ. «Να δούμε το M*A*S*H, ή μήπως Το Σόου της Μαίρη Τάιλερ Μουρ; Η μητέρα μου δεν καταλαβαίνει το χιούμορ των Σίμπσονς». Δεν περίμενε να πάρει απάντηση. Πάτησε ένα κουμπί και η οθόνη γέμισε με πρασινωπά στρατιωτικά ελικόπτερα που έκοβαν κύκλους πάνω από μια λοφοπλαγιά στη νότια Καλιφόρνια, που υποτίθεται ότι ήταν η Κορέα του 1950. Από τα ηχεία ακούστηκε γνώριμη μουσική. «Α, ωραία», είπε κεφάτα η Ρόουζ. «Είναι ο Χόκαϊ και ο ταγματάρχης Μπερνς».
Έσκυψε προς την τηλεόραση, ενώ οι βελόνες του πλεξίματος εξακολούθησαν να κροταλίζουν ζωηρά. «Τους θυμάται», είπε ο Γουλφ. «Τον Ρέινταρ. Τη Χοτ Λιπς. Τον Τράπερ Τζον και τον Κλίνγκερ. Αλλά το όνομα της αδερφής της δεν το θυμάται. Ούτε κανένα απ’ τα ξαδέρφια μου. Τώρα πια είναι όλοι ξένοι. Φυσικά, δεν εμφανίζονται τόσο συχνά όσο ο Άλαν Όλντα και ο Μάικ Φάρελ. Κανένας τους. Είμαστε μόνο οι δυο μας. Ολομόναχοι. Εκτός από όσους εμφανίζονται στην οθόνη. Αυτοί είναι οι μοναδικοί φίλοι της». Ο Γουλφ στράφηκε ελαφρά στο κάθισμά του για να παρακολουθήσει τη δράση στην οθόνη, αγνοώντας τον Έιντριαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συμπεριφέρεται σαν να μην υπήρχαν ούτε αυτός ούτε το όπλο στο δωμάτιο, μόνο που ο Έιντριαν τον είδε να τσιτώνεται όταν μετακίνησε την τσάντα με τον υπολογιστή της Ρόουζ σε ένα σημείο στο δάπεδο ανάμεσα στα πόδια του. Δεν ήξερε πόσο ακόμα θα μπορούσε να κρατάει σταθερά το πιστόλι, και διερωτήθηκε αν το όπλο, σαν τα βαρίδια ενός δύτη, θα τον τραβούσε σε κάποια άβυσσο.
Πέρασαν το βράδυ παρακολουθώντας παλιές κωμωδίες καταστάσεων. Οι ήρωες του 4077ου Κινητού Στρατιωτικού Χειρουργικού Νοσοκομείου έδωσαν τη θέση τους στους Άρτσι και Μίτχεντ, και στη συνέχεια στην Νταϊάν και τον Σαμ. Επί δύο ώρες, χονδροειδή αστεία γέμισαν την οθόνη. Η Ρόουζ γελούσε συχνά, μερικές φορές όταν ακουγόταν όντως ένα αστείο, αλλά αυτό δε φαινόταν να αποτελεί υποχρεωτικά
σημαντικό στοιχείο της απόλαυσής της. Ο Μαρκ Γουλφ ήταν αραγμένος στην πολυθρόνα του, χωρίς να δίνει σημασία στο όπλο που ήταν στραμμένο καταπάνω του. Ο Έιντριαν ανασάλευε κάθε τόσο στον καναπέ, μοιράζοντας την προσοχή του ανάμεσα στις κωμωδίες και στον Γουλφ. Δεν είχε ξανασημαδέψει με πιστόλι άνθρωπο στη ζωή του. Είχε την εντύπωση πως δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά, αλλά δεν ήταν βέβαιος ότι αυτό ήταν και τόσο ουσιαστικό. Ένιωθε σαν να βρισκόταν στη σκηνή κάποιου πρωτοποριακού θιάσου, αλλά δεν υπήρχε υποβολέας για να του υπενθυμίζει τα λόγια του. Το δωμάτιο γέμισε από τις τελευταίες νότες του μουσικού θέματος από το Μπαράκι κι ο Μαρκ Γουλφ πήρε το τηλεκοντρόλ κι έκλεισε την τηλεόραση. «Αρκετά γι’ απόψε, μαμά», είπε. «Ο καθηγητής κι εγώ πρέπει να τελειώσουμε τη δουλειά μας. Είναι ώρα να πας για ύπνο». Η Ρόουζ πήρε μια λυπημένη έκφραση. «Τελειώσαμε γι’ απόψε;» ρώτησε. «Ναι». Η γυναίκα αναστέναξε κι έβαλε πάλι το πλεχτό της στο καλάθι. Γύρισε και κοίταξε τον Έιντριαν. «Γεια σου», του είπε. «Είσαι φίλος του Μαρκ;» Εκείνος δεν απάντησε. «Πήγαινε στο κρεβάτι, μαμά», είπε ο Γουλφ. «Έχεις κουραστεί. Πρέπει να πάρεις τα χάπια σου και να κοιμηθείς». «Είναι ώρα για ύπνο;» «Ναι». «Δε θα φάμε;» «Όχι. Έφαγες νωρίτερα».
«Τότε πρέπει να παρακολουθήσουμε τις εκπομπές μας». «Όχι, μαμά. Τελείωσαν γι’ απόψε». Ο Γουλφ σηκώθηκε. Πλησίασε τη μητέρα του και τη μισοσήκωσε από την πολυθρόνα. Κατόπιν στράφηκε πάλι στον Έιντριαν, που εξακολουθούσε να κρατάει το όπλο, αλλά η προσοχή του φαινόταν να έχει διασπαστεί ανάμεσα στα κονσερβαρισμένα γέλια των κωμωδιών και στη Ρόουζ, που κάθε τόσο θυμόταν ή ξεχνούσε κάτι. «Θα συνεχίσεις να με επιτηρείς;» ρώτησε ο Γουλφ. «Ή μήπως είσαι πρόθυμος να περιμένεις μέχρι να επιστρέψω;» Ο Έιντριαν σηκώθηκε. Ήξερε ότι θα ήταν λάθος ν’ αφήσει τον Γουλφ από τα μάτια του, αν και μέσα σ’ εκείνο το θέατρο του παραλόγου του διέφευγε ο λόγος. Χαμογέλασε στη Ρόουζ. «Πάμε, λοιπόν», είπε ο Γουλφ, παίρνοντας τη μητέρα του απ’ το χέρι. Ο Έιντριαν σκέφτηκε πως ήταν σαν να τον καλούσαν να παρακολουθήσει κάποια μυστική ιεροτελεστία, σαν ανθρωπολόγος που τελικά κερδίζει την εμπιστοσύνη μιας φυλής Ινδιάνων στα βάθη του Αμαζονίου. Παρατηρούσε από κοντά καθώς ο γιος επέβλεπε την προετοιμασία της μητέρας του. Τη βοήθησε να γδυθεί μέχρι τα όρια της ευπρέπειας· της έβαλε οδοντόπαστα στη βούρτσα της. Αράδιασε διάφορα χάπια πάνω σ’ ένα κομό και της έδωσε ένα ποτήρι νερό. Βεβαιώθηκε ότι η μητέρα του θα πήγαινε στην τουαλέτα, περιμένοντας υπομονετικά έξω από την πόρτα και κάνοντάς της διάφορες ερωτήσεις, όπως: «Χρησιμοποίησες το χαρτί υγείας;» και «Θυμήθηκες να τραβήξεις το καζανάκι;» Έπειτα την έβαλε στο κρεβάτι –και όλα αυτά ενώ ο Έιντριαν, με το πιστόλι στο χέρι, στεκόταν λίγο πιο πέρα και
παρακολουθούσε. Λες και ήταν αόρατος. Ελάχιστα πράγματα απ’ όσα είχε δει ποτέ στη ζωή του τον φόβισαν όσο η διαδικασία προετοιμασίας της Ρόουζ για ύπνο. Δεν έφταιγε το ότι η γυναίκα εκείνη ήταν σαν παιδί. Αυτό που έφταιγε ήταν ότι οι συνηθισμένες ρουτίνες της ζωής είχαν πάψει πλέον να συνδέονται με τη σκέψη της. Με την κάθε πράξη της, την κάθε ασήμαντη στιγμή που αντικατόπτριζε την απώλεια επαφής της με την πραγματικότητα του κόσμου, η Ρόουζ έδειχνε αυτό που ο Έιντριαν φοβόταν ότι ερχόταν ακάθεκτα προς το μέρος του. Αυτό θα γίνει και στη δική μου περίπτωση, μόνο που θα είναι σε χειρότερη εκδοχή. Κρατήθηκε μακριά. Γεμάτος αμηχανία. Εντελώς απροετοίμαστος, είχε βρεθεί αντιμέτωπος με μια κατάσταση που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με λόγια. Ο Μαρκ Γουλφ, ο καταδικασμένος για σεξουαλικά εγκλήματα, φίλησε τη μητέρα του τρυφερά στο μέτωπο. Καθώς έσβηνε το φως της κρεβατοκάμαρας, στράφηκε στον Έιντριαν. «Βλέπεις;» του είπε, αλλά ήταν μια ερώτηση που δεν απαιτούσε απάντηση, αφού ήταν σαφές ότι ο Έιντριαν έβλεπε. «Έτσι γίνεται. Κάθε βράδυ». Ο Γουλφ πέρασε πλάι του, πηγαίνοντας πάλι προς το καθιστικό. «Κλείσ’ τη», μουρμούρισε, δείχνοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ο Έιντριαν γύρισε κι έριξε μια τελευταία κλεφτή ματιά στη γυναίκα που κειτόταν σαν άμορφος όγκος μέσα στις σκιές του σκοτεινού δωματίου. «Ίσως απόψε πεθάνει στον ύπνο της», είπε ο Γουλφ. «Το πιο πιθανό όμως είναι πως δε θα συμβεί αυτό». Ο Έιντριαν έκλεισε την πόρτα της Ρόουζ και τον ακολούθησε.
«Εκείνη η αστυνομικός», είπε ο Γουλφ, «με την οποία ήρθες την προηγούμενη φορά. Είναι σαν όλους τους άλλους αστυνομικούς που έτυχε να συναντήσω στη ζωή μου. Τους αρέσει να με παρενοχλούν. Να παίρνουν τον υπολογιστή μου. Να βλέπουν τι περιοδικά έχω. Να ελέγχουν αν κάνω τη θεραπεία μου. Να με σκοτίζουν στη δουλειά μου. Να βεβαιώνονται ότι δεν κάνω κάτι που δεν τους αρέσει, όπως για παράδειγμα το να πηγαίνω σε κάποιο σχολείο ή παιδική χαρά. Θέλουν να μου ξεριζώσουν το χούι μου». Έβαλε τα γέλια. «Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμούνται». Ο Γουλφ γύρισε και κοίταξε τον Έιντριαν. «Θέλεις λοιπόν να κάνεις μια μικρή περιήγηση στη ζωή μου, ε;» Δεν περίμενε να πάρει απάντηση. Μπήκε στο καθιστικό, πήγε στο παράθυρο και κατέβασε τα στόρια. «Ξέρεις πως κάθε μέρα σηκώνομαι και πηγαίνω στη δουλειά μου σαν καλό παιδί, σύμφωνα με τους όρους της αποφυλάκισής μου;» Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. Το πιστόλι εξακολουθούσε να σημαδεύει μπροστά. «Και τώρα είδες εμένα και τη μητέρα μου. Αρχαίες κωμικές σειρές και πάνες για ενηλίκους. Ωραίο πράγμα, έτσι;» Ο Έιντριαν υπέθεσε ότι το πιστόλι έτρεμε στο χέρι του. Προσπάθησε να το κρατάει πιο σταθερά. «Δεν πρόκειται να μου ρίξεις», είπε ο Γουλφ. «Στην πραγματικότητα, θα συμφωνήσεις με ό,τι θέλω, αφού αλλιώς δε θα σε βοηθήσω. Και σίγουρα χρειάζεσαι βοήθεια, έτσι δεν είναι, καθηγητά;» Τα λόγια αυτά τα είπε με χλευαστικό, επιθετικό τόνο. Ο Έιντριαν έμεινε σιωπηλός. Ήθελε να κρατήσει το όπλο πιο επιδεικτικά. Δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο η ύπαρξή του
δε φόβιζε τον Γουλφ. Προσπάθησε να ξεδιαλύνει αυτή την εξίσωση στο μυαλό του. Το όπλο ήταν κατάλληλο ερέθισμα. Βίαιος, οδυνηρός θάνατος. Η αντίδραση του Γουλφ θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη. Θα έπρεπε να ζαρώνει από ασυγκράτητο φόβο . Το γεγονός ότι δεν το έκανε μπέρδευε τον Έιντριαν. «Καιρός λοιπόν για λίγο παζάρι, καθηγητά». «Δεν παζαρεύω με ανθρώπους σαν εσένα», απάντησε αδύναμα ο Έιντριαν. Σκέφτηκε πως η απάντησή του ήταν αξιοθρήνητα ανεπαρκής. «Και βέβαια το κάνεις. Από τη στιγμή που χτύπησες την πόρτα μου, είχες κάτι να πουλήσεις. Ή μπορεί να ήθελες να αγοράσεις κάτι. Πρέπει απλώς να κανονίσουμε τους όρους της συναλλαγής πριν προχωρήσουμε στο κυρίως θέμα». Για άνθρωπος που βρισκόταν απέναντι από την κάννη ενός όπλου, ο Γουλφ φαινόταν πολύ χαλαρός. «Θέλω να μου επιστρέψεις τον υπολογιστή της μητέρας μου. Για προφανείς λόγους. Ο σκληρός δίσκος είναι αποκλειστικά δικός μου. Περιέχει προσωπικά πράγματα. Και τώρα, πες μου τι θέλεις για να συμφωνήσουμε στην τιμή». «Πρέπει να βρω κάποιον». «Ωραία. Να προσλάβεις έναν ιδιωτικό αστυνομικό». «Εγώ είμαι ο ιδιωτικός αστυνομικός», απάντησε ο Έιντριαν. Ο Γουλφ ξέσπασε σ’ ένα σύντομο, τραχύ γέλιο. «Δε μοιάζεις και πολύ με ιδιωτικό αστυνομικό, αν εξαιρέσουμε εκείνο το κανόνι που κουνάς πέρα δώθε. Πρώτα πρώτα, καθηγητά, θα έπρεπε να το κρατάς και με τα δύο χέρια. Έτσι θα είναι σταθερό και θα μπορείς να σημαδεύεις με μεγαλύτερη ακρίβεια».
Ο Γουλφ χαμογέλασε. «Ορίστε. Σου προσφέρω λίγη εκπαίδευση, και μάλιστα τζάμπα». Ο Έιντριαν πάλευε με αντικρουόμενες σκέψεις. Θα μπορούσε να κατεβάσει το όπλο, να το κρύψει και ν’ αρχίσει τις διαπραγματεύσεις. Ή θα μπορούσε να δοκιμάσει να απειλήσει τον Γουλφ, όπως υπέθετε ότι θα έκανε ίσως η Τέρι Κόλινς, αλλά αμφέβαλλε ότι διέθετε την απαραίτητη βαρύτητα για να γίνει πιστευτός. Ήταν παγιδευμένος και προσπαθούσε να σταθμίσει τις επιλογές του, και τότε άκουσε τον Μπράιαν να του ψιθυρίζει: «Χρησιμοποίησε αυτό που ήσουν, και αυτό που είσαι, και αυτό που θα είσαι... Ίσως αυτό φέρει κάποιο αποτέλεσμα». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά κι ένιωσε τον αδερφό του να τον βοηθάει να σταθεροποιήσει τη λαβή του. Ύψωσε το όπλο και το έστρεψε πάνω στον Γουλφ. Τον σημάδεψε και τύλιξε αργά το δάχτυλό του γύρω από τη σκανδάλη. Όταν μίλησε, έδωσε ένα μικρό τρέμουλο στη φωνή του. «Είμαι άρρωστος», είπε σιγανά. «Πολύ άρρωστος. Όπου να ’ναι θα πεθάνω». Ο Γουλφ τον κοίταξε ερωτηματικά. «Πόση εμπιστοσύνη έχεις στη μητέρα σου; Νομίζεις πως ξέρει τι κάνει; Αν ήταν εκείνη που κουνούσε πέρα δώθε αυτό το όπλο, πόσο σίγουρος θα ήσουν ότι δε θα τραβούσε κατά λάθος τη σκανδάλη ανοίγοντάς σου μια ωραία, πελώρια τρύπα στο πρόσωπο χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για ποιο λόγο ή πώς το έκανε; Ακόμη κι αν απλώς σου φύτευε μια σφαίρα στο στομάχι, και είχες έτσι μια μικρή πιθανότητα να επιζήσεις, νομίζεις ότι η μητέρα σου θα ήξερε πώς να καλέσει την Άμεση Δράση; Ή μήπως θα έπιανε το πλέξιμο μπροστά στην τηλεόραση;»
Τα μάτια του Γουλφ στένεψαν και το κοροϊδευτικό χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό του. «Ε, λοιπόν», συνέχισε ο Έιντριαν, «αυτό που έχω είναι κάτι σαν αυτό που έχει η μητέρα σου. Μόνο που είναι χειρότερο. Κάνω ένα σωρό σπασμωδικά πράγματα και δεν καταλαβαίνω γιατί τα κάνω. Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη πιθανότητα από στιγμή σε στιγμή να ξεχάσω για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ και ίσως αυτό το κανόνι, όπως το αποκάλεσες τόσο εύγλωττα, κύριε Γουλφ, να εκπυρσοκροτήσει επειδή δε θα θυμάμαι τι χρειάζομαι από σένα, αλλά μόνο ότι είσαι ένας εγκληματίας κι ένας σιχαμερός κοπρίτης που του αξίζει να πάει κατευθείαν στην κόλαση. Έτσι είμαι εγώ. Ασταθής. Σαν να στέκομαι πάνω σ’ ένα γλιστερό κατάστρωμα ενώ τα κύματα χτυπάνε το σκάφος. Και δεν έχω πολύ καιρό για παζάρια». Ο Γουλφ φάνηκε να ζαρώνει λιγάκι. Ο Έιντριαν είχε μιλήσει γρήγορα, και η φωνή του ανεβοκατέβαινε σαν τα κύματα που είχε χρησιμοποιήσει για να προσδώσει έναν ποιητικό τόνο στο λόγο του. «Αυτό πρέπει να τον έβαλε σε σκέψεις και να τον έχει κάνει άνω κάτω ψυχολογικά», είπε ο Μπράιαν ρουθουνίζοντας χαιρέκακα. «Μπράβο, Όντι. Τώρα τον αιφνιδίασες. Στρίμωξέ τον». «Εντάξει, καθηγητά». Ο Γουλφ ζύγιζε την κατάσταση εξίσου γρήγορα. «Πες μου τι χρειάζεσαι». «Θέλω να με ξεναγήσεις στον κόσμο σου. Το μεταμεσονύκτιο κόσμο». Ο Γουλφ έγνεψε καταφατικά. «Αυτός ο κόσμος είναι μεγάλος. Πολύ μεγάλος, καθηγητά. Πρέπει να ξέρω το γιατί». «Ένα ροζ κασκέτο». Ήταν μια ακατάληπτη απάντηση,
αλλά θα επέτεινε την αβεβαιότητα του Γουλφ. Ο Έιντριαν έκανε ένα βήμα μπροστά, κρατώντας το όπλο στο ύψος των ματιών του και με τα δυο χέρια. «Αυτό εννοούσες;» ρώτησε. «Μάλιστα. Κατάλαβα. Φαίνεται πως αυτός ο τρόπος είναι πολύ καλύτερος για να κρατάει κανείς το πιστόλι». Ο Γουλφ μαζεύτηκε. Ο Έιντριαν διέκρινε το φόβο να τρεμοπαίζει στο πρόσωπό του. «Δεν πρόκειται να με σκοτώσεις». «Μάλλον όχι. Αλλά μου φαίνεται πως θα ήταν ανόητο να πάρεις τέτοιο ρίσκο». Για λίγο έπεσε σιωπή στο δωμάτιο. Ο Έιντριαν ήξερε τι θα έλεγε στη συνέχεια ο άλλος. Μόνο μία λογική διέξοδος υπήρχε. «Εντάξει, καθηγητά. Ας το κάνουμε με το δικό σου τρόπο». Ήταν μια παραχώρηση. Μάλλον ψεύτικη, αλλά ο Έιντριαν σκέφτηκε πως είχε κατορθώσει να εξισορροπήσει την κατάσταση. Το σπίτι ανήκε στον Γουλφ και θα έμπαιναν στα δικά του χωράφια. Αλλά το μυστήριο που αντιπροσώπευε ο Έιντριαν –πόσο σπασμωδικά μπορούσε να αντιδράσει;– επισκίαζε τον ψυχρό, λογικό εαυτό του εγκληματία. Ο Έιντριαν ποτέ δεν είχε θεωρήσει τον εαυτό του ιδιαίτερα έξυπνο, αλλά αυτή η εξέλιξη τον έκανε να χαμογελάσει. Η επιθανάτια τρέλα του ήταν κάπως πιο πειστική από τα νοσηρά πάθη του Γουλφ. Τώρα πια χρειαζόταν απλώς να συνδυάσει αυτά τα δύο στοιχεία. Έσπρωξε την τσάντα με τον υπολογιστή προς το μέρος του Γουλφ. «Δείξε μου», είπε. «Τι να σου δείξω;» «Τα πάντα».
Ο Γουλφ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, αλλά η κίνηση αυτή ερχόταν σε αντίθεση με την προθυμία με την οποία άπλωσε το χέρι του για να πιάσει τον υπολογιστή.
Ο χρόνος χάθηκε μέσα σ’ ένα χείμαρρο εικόνων. Ήταν όλες διαφορετικές μεταξύ τους, κι όμως ήταν όλες ίδιες. Αφού ο Γουλφ συνέδεσε μερικά καλώδια με τον υπολογιστή της Ρόουζ, η οθόνη της τηλεόρασης κατακλύστηκε από φυλές, ηλικίες, στάσεις, διαστροφές. Σαν μαέστρος που διηύθυνε μια ορχήστρα, ο Γουλφ έδειξε στον Έιντριαν τι υπήρχε στα Τάρταρα του Διαδικτύου. Ήταν ένας ατέλειωτος ωκεανός του σεξ, που σου προκαλούσε ίλιγγο, που σου θόλωνε το μυαλό. Το πάθος ήταν κίβδηλο, δεν είχε τίποτε να κάνει με πραγματικές σχέσεις, αποκλειστικός στόχος ήταν το απροκάλυπτο σεξ. Ο Γουλφ ήταν εξπέρ στην ξενάγηση. Απαντούσε σε όλα τα ερωτήματα του Έιντριαν, όπως έκανε ο Βιργίλιος ξεναγώντας το Δάντη στην Κόλαση. Ο Έιντριαν δεν ήξερε πόσο χρόνο κράτησε εκείνη η ξενάγηση. Αισθανόταν πελαγωμένος. Και πολύ γρήγορα διαλύθηκε η δυσφορία που του προκαλούσαν οι εικόνες του απροκάλυπτου σμιξίματος που κυλούσαν μπροστά του. Ένιωσε να παγώνει από την αδιάκοπη ροή τους. Ο Γουλφ πάτησε μερικά πλήκτρα και οι εικόνες άλλαξαν. Μια γυναίκα ντυμένη με μια εφαρμοστή μαύρη δερμάτινη στολή τους κοίταζε από την οθόνη, καλώντας τους να μπουν σε ένα δωμάτιο για να δεχτούν την τιμωρία τους. Η εγγραφή κόστιζε 39,99 δολάρια εφάπαξ.
«Κοίτα προσεκτικά, καθηγητά», είπε ο Γουλφ. Πληκτρολόγησε μερικές καινούριες εντολές και η Γυναίκα με τα Δερμάτινα Νο. 2 πήρε τη θέση της Γυναίκας με τα Δερμάτινα Νο. 1. Πρόσφερε το ίδιο πειθαρχικό σύστημα, μόνο που μιλούσε γαλλικά και η τιμή της ήταν 60 ευρώ. Άλλη μια εντολή και μπροστά τους εμφανίστηκε η Γυναίκα με τα Δερμάτινα Νο. 3. Μιλούσε γιαπωνέζικα και η τιμή της ήταν σε γιεν. Το μάθημα δεν πήγε χαμένο στον Έιντριαν. «Λοιπόν, καθηγητά, πρέπει να μου πεις τι ψάχνουμε. Συγκεκριμένα». Ο Γουλφ χαμογέλασε. Ήταν φανερό πως το διασκέδαζε. Άρχισε να μπαίνει στον έναν ιστότοπο μετά τον άλλο. Παιδιά. Γέροι. Χοντροί άνθρωποι. Βασανιστήρια. «Τι είναι αυτό που σου κεντρίζει το ενδιαφέρον, καθηγητά; Τι σε μαγεύει; Τι σε ξεσηκώνει; Τι κάνει το αίμα σου να κυλά πιο γρήγορα; Ό,τι κι αν είναι, θα το βρεις κάπου εκεί έξω». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά, αλλά πολύ σύντομα η κίνηση έγινε αρνητική. «Δείξε μου τι ενδιαφέρει εσένα, κύριε Γουλφ». «Δε νομίζω ότι έχουμε τις ίδιες επιθυμίες, καθηγητά», είπε ο Γουλφ ανασαλεύοντας. «Ούτε νομίζω ότι θέλεις να με ακολουθήσεις τόσο μακριά». Ο Έιντριαν δίστασε. Είχε χρησιμοποιήσει το πιστόλι για να φτάσει ως εδώ. Κοιτάζοντας όμως τον Γουλφ στα μάτια, αποκόμισε την εντύπωση ότι ο άνθρωπος εκείνος δε θα του επέτρεπε να μπει στον ιδιαίτερο κόσμο του. Πρέπει πάντως να υπήρχε κάποιος άλλος δρόμος. Ο Έιντριαν ένιωθε τον αδερφό του πίσω από την πλάτη του, λες και ο Μπράιαν βημάτιζε νευρικά στον μικρό χώρο,
μπρος πίσω, γυροφέρνοντας το δίλημμα στο μυαλό του. Άκουγε τα βήματα του αδερφού του πάνω στο ξύλινο δάπεδο, αν και ολόκληρο το σπίτι ήταν στρωμένο με μοκέτα. Ο Μπράιαν σταμάτησε, έγειρε μπροστά και ψιθύρισε στ’ αυτί του Έιντριαν, σαν σύμβουλος του Στέμματος. «Δελέασέ τον, Όντι. Βάλ’ τον σε πειρασμό». Εύκολο να το λες. «Μα πώς να το κάνω;» Πρέπει να είχε μιλήσει φωναχτά γιατί είδε τον Γουλφ να τσιτώνεται έκπληκτος. «Ποιον γνωρίζετε και οι δύο;» Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. «Λογικό αυτό», είπε. «Εκείνος δεν ξέρει ουσιαστικά για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ». «Σε ποιον μιλάς;» ρώτησε ο Γουλφ με νευρικότητα. Ο Έιντριαν δεν του απάντησε. «Πρέπει να βρω την Τζένιφερ. Η Τζένιφερ είναι μικρή. Δεκαέξι ετών. Είναι όμορφη». «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Γουλφ. «Σ’ εμένα μιλάς τώρα;» «Η Τζένιφερ χάθηκε», συνέχισε ο Έιντριαν. «Αλλά κάπου βρίσκεται. Πρέπει να τη βρω». «Αυτή η Τζένιφερ είναι εγγονή σου ή κάτι τέτοιο;» «Πρέπει να τη βρω. Είμαι υπεύθυνος. Θα μπορούσα να τους είχα εμποδίσει να την αρπάξουν, αλλά δεν ήμουν αρκετά γρήγορος». «Κάποιος έκλεψε αυτή την Τζένιφερ;» «Ναι». «Από δω γύρω;» «Ναι. Μπροστά στο σπίτι μου». «Και λες ότι την ξέρω; Αυτό δεν είναι λογικό. Δε μ’ αφήνουν ούτε καν να πλησιάσω παιδιά αυτής της ηλικίας».
«Δεν ξέρεις με ποιον τρόπο τη γνωρίζεις, κι όμως τη γνωρίζεις. Έχετε κάτι που σας συνδέει». «Δε μιλάς λογικά, καθηγητά». «Κι όμως, μιλάω λογικά. Απλώς εσύ δεν καταλαβαίνεις. Προς το παρόν». Ο Γουλφ ένευσε καταφατικά. Κατά κάποιον τρόπο αυτό του φάνηκε λογικό. «Και η αστυνομία...» «Η αστυνομία ψάχνει. Αλλά δεν ξέρει πού». Ο Γουλφ φάνηκε να απογοητεύεται και να ταράζεται λιγάκι. «Κι εσύ λες πως η κοπέλα βρίσκεται κάπου εκεί μέσα;» ρώτησε δείχνοντας τον υπολογιστή. «Ναι. Είναι το μόνο μέρος που μπορούμε να ψάξουμε με κάποια ελπίδα. Αν κάποιος έκλεψε την Τζένιφερ για να τη χρησιμοποιήσει και μετά να τη σκοτώσει, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να τη βρούμε. Αλλά αν την έκλεψε για να κάνει κάτι... για να βγάλει λεφτά ενδεχομένως... πριν την ξεφορτωθεί, τότε...» «Καθηγητά, αν αυτό το κορίτσι παίρνει μέρος σε πορνοταινίες ή ποζάρει για σέξι φωτογραφίες ή είναι ανακατεμένο σ’ αυτή τη βιομηχανία, διάολε, δεν υπάρχει περίπτωση να τη βρούμε καθισμένοι εδώ πέρα. Είναι σαν να ψάχνουμε ψύλλους στ’ άχυρα. Υπάρχουν εκατομμύρια ιστότοποι, με εκατομμύρια κορίτσια, που ευχαρίστως ειδικεύονται σε ό,τι θα μπορούσε να χωρέσει ο νους του ανθρώπου. Προσφέρονται εθελοντικά να κάνουν οτιδήποτε. Ό,τι μπορείς να φανταστείς υπάρχει εδώ μέσα, κάπου. Θέλω να πω, αποκλείεται να τη βρούμε». «Η Τζένιφερ δε θα το κάνει εθελοντικά, κύριε Γουλφ. Δε θα συνεργάζεται πρόθυμα».
Ο Γουλφ δίστασε. Τα χείλη του ήταν μισάνοιχτα. Μετά έγνεψε καταφατικά. «Αυτό περιορίζει το πεδίο της έρευνας», παραδέχτηκε. Ο Έιντριαν κοίταξε γύρω του στο μικρό καθιστικό, σαν να ζητούσε βοήθεια από κάποια από τις φωνές, αλλά στην πραγματικότητα προσπαθούσε ν’ αποφασίσει τι θα έλεγε χωρίς να γίνει υπερβολικά αποκαλυπτικός. Όταν τελικά μίλησε, το έκανε με σιγανή, άγρια φωνή. «Καταλαβαίνω». Στένεψε τα μάτια του και τα κάρφωσε στον Γουλφ. Από πίσω του άκουγε τον Μπράιαν να τον παροτρύνει. «Έχεις ανάγκη λοιπόν να κοιτάξεις φωτογραφίες. Είναι το μόνο που είναι στη διάθεσή σου, σωστά, κύριε Γουλφ; Οι φωτογραφίες δεν είναι ακριβώς το ίδιο με το αληθινό πράγμα, αλλά προς το παρόν είναι ένα αποδεκτό υποκατάστατο, σωστά; Στη συνέχεια αφήνεις τη φαντασία σου να πάρει τα ηνία. Αυτό σε βοηθάει να διατηρήσεις τον έλεγχο, έτσι δεν είναι, κύριε Γουλφ; Επειδή πρέπει να κερδίσεις χρόνο. Δεν μπορείς να ξαναπάς στη φυλακή, επειδή σε χρειάζεται η μητέρα σου. Ο μεγάλος πόθος, όμως, εξακολουθεί να κρύβεται μέσα σου, έτσι δεν είναι; Δεν μπορείς να τον κρύψεις. Πρέπει λοιπόν να βρίσκεις κάποιο αντιστάθμισμα επειδή εκείνες οι ανάγκες δεν εννοούν να εξαφανιστούν, σωστά; Αυτό είναι που σου δίνει ο υπολογιστής. Μια ευκαιρία να φαντασιώνεσαι και να εξισορροπείς τα πράγματα, μέχρι ν’ αλλάξει κάτι στη ζωή σου και να μπορέσεις να ξανακάνεις αυτό που θέλεις. Και δεν αισθάνεσαι τόσο άσχημα γι’ αυτό, επειδή πας στη δουλειά σου, βλέπεις το θεραπευτή σου και νομίζεις πως τον έχεις ξεγελάσει για τα καλά, έτσι δεν είναι; Επειδή έχεις καταλάβει
ότι είναι πολύ περίεργος γι’ αυτές τις σκοτεινές πλευρές του σεξ και μπορείς να τον δελεάσεις να κάνει τα πάντα. Όλο το θέμα είναι ο έλεγχος, κύριε Γουλφ, έχω δίκιο; Τώρα που μιλάμε, όλα αυτά τα στοιχεία στη ζωή σου είναι υπό έλεγχο κι εσύ περιμένεις την κατάλληλη στιγμή που θα μπορέσεις να ξανακάνεις αυτό που επιθυμείς περισσότερο από οτιδήποτε». Ο Έιντριαν κοντοστάθηκε. «Κάν’ τον να σου δείξει!» είπε δίπλα του ο Μπράιαν άγρια. «Άνοιξε έναν από εκείνους τους προσωπικούς φακέλους», είπε ο Έιντριαν. Ύψωσε πάλι το όπλο, που αυτή τη φορά φάνηκε να λάμπει στο χέρι του, και ο Έιντριαν ήταν αποφασισμένος να το χρησιμοποιήσει αν ήταν απαραίτητο. Ο Γουλφ πρέπει να διαισθάνθηκε το ίδιο πράγμα. Γρύλισε απειλητικά, αλλά η έκφρασή του ήταν η πιο ήπια που είχε καταφέρει να φορέσει από τη στιγμή που είχε ανοίξει την πόρτα στον Έιντριαν. Έριξε μια ματιά στον υπολογιστή και μετά στην οθόνη της τηλεόρασης. Πάτησε μερικά πλήκτρα. Εμφανίστηκε η εικόνα ενός πολύ μικρού κοριτσιού –ίσως να ήταν έντεκα ετών. Ήταν γυμνό και είχε ένα ύφος γεμάτο νόημα, ένα ύφος που θα το χαρακτήριζε κανείς επαγγελματικό αν το έβλεπε στο πρόσωπο μιας γυναίκας με τα διπλά χρόνια. Ο Γουλφ άφησε την ανάσα του να βγει με θόρυβο. «Νομίζεις ότι με ξέρεις, έτσι δεν είναι, καθηγητά;» «Ξέρω αρκετά πράγματα. Κι εσύ το ξέρεις αυτό». «Υπάρχουν μέρη που εξυπηρετούν ασυνήθιστα ενδιαφέροντα», είπε αργά ο Γουλφ. «Πολύ βαθιά μέρη. Δε θέλεις να μπεις σ’ εκείνες τις περιοχές». «Κι όμως θέλω», απάντησε ο Έιντριαν. «Εκεί θα βρίσκεται
η Τζένιφερ». Ο άλλος ανασήκωσε τους ώμους του. «Είσαι τρελός», είπε. «Πράγματι», αποκρίθηκε ο Έιντριαν. «Ίσως αυτό να είναι καλό». «Αν το έχουν απαγάγει το κορίτσι, καθηγητά, έστω κι αν βρίσκεται κάπου εδώ μέσα...» Ο Γουλφ έδειξε τον υπολογιστή. «...καλά θα κάνεις να θεωρήσεις πως είναι νεκρό. Γιατί αυτή θα είναι η κατάληξή του αργά ή γρήγορα». «Αυτή θα είναι η κατάληξη όλων μας, αργά ή γρήγορα», απάντησε ο Έιντριαν. «Η δική σου. Η δική μου. Της μητέρας σου. Για όλους μας έρχεται κάποτε η ώρα. Απλώς η ώρα της Τζένιφερ δεν έχει έρθει ακόμη». Αυτή τη δήλωση την έκανε με μια πεποίθηση που δε στηριζόταν πουθενά. Ο Γουλφ φάνηκε να ενδιαφέρεται και να αποθαρρύνεται ταυτόχρονα. Μέσα του πάλευαν αντικρουόμενα συναισθήματα. «Τι νομίζεις ότι μπορώ να κάνω για σένα;» ρώτησε, αν και η ερώτηση αντηχούσε μέσα στο δωμάτιο όλο το βράδυ. Ο Έιντριαν ένιωσε τα χέρια του αδερφού του να σφίγγουν τους ώμους του και να τον σπρώχνουν ελαφρά. «Άκου τι θέλω, κύριε Γουλφ. Θέλω να χρησιμοποιήσεις τη φαντασία σου. Όπως κάνεις όταν περνάς έξω από την αυλή ενός σχολείου την ώρα του διαλείμματος...» Ο Γουλφ φάνηκε να τσιτώνεται. «Θέλω να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση κάποιου άλλου. Να σκεφτείς τι θα ήσουν αν είχες την Τζένιφερ. Θέλω να μου πεις τι θα την έκανες, με ποιον τρόπο, πού και γιατί. Και θέλω να φανταστείς ότι στο πλευρό σου βρίσκεται μια γυναίκα. Μια
νέα γυναίκα, που σε αγαπά και θέλει να σε βοηθήσει». Ο Γουλφ άκουγε πολύ προσεκτικά. «Θέλω να σκεφτείς ακόμη πώς θα έβγαζες λεφτά από την Τζένιφερ, κύριε Γουλφ». «Θέλεις να...» «Θέλω να είσαι αυτός που είσαι, κύριε Γουλφ. Και με το παραπάνω». «Κι αν το κάνω τι θα κερδίσω;» Ο Έιντριαν το σκέφτηκε. «Δώσ’ του ό,τι θέλει» , είπε ο Μπράιαν. «Ναι, αλλά τι είναι αυτό;» είπε ο Έιντριαν. Ο Γουλφ τον κοίταξε πάλι καλά καλά. «Μόνο ένα πράγμα υπάρχει. Αυτό θέλει οποιοσδήποτε είναι σαν αυτόν». Ο Μπράιαν μιλούσε με σιγουριά. Την ησυχία του, σκέφτηκε ο Έιντριαν. «Αυτό που δε θα κάνω είναι να πω στην ντετέκτιβ τι κάνεις. Και δε θα της μιλήσω για τον υπολογιστή της μητέρας σου. Δε θα τον αναφέρω σε κανέναν. Και, όταν θα μου έχεις βρει την Τζένιφερ, μπορείς να ξαναγίνεις ο αληθινός εαυτός σου και να περιμένεις τη μέρα που θα έχεις ξεγελάσει τους πάντες και δε θα σε προσέχει κανείς». Ο Γουλφ χαμογέλασε, και το χαμόγελό του δεν ήταν δυσάρεστο. «Νομίζω, καθηγητά, ότι κανονίσαμε τελικά την κατάλληλη τιμή».
30 Η Τέρι Κόλινς πέρασε το πρωινό της από τη μια κοιτάζοντας θολές ασπρόμαυρες εικόνες γραμμένες στη βιντεοκασέτα του συστήματος ασφαλείας ενός σταθμού λεωφορείων κι από την άλλη ακούγοντας τα μπερδεμένα ψέματα δύο δευτεροετών σπουδαστών του κολεγίου που προσπαθούσαν μάταια να δώσουν μια ανώδυνη εξήγηση για μια ντουζίνα υπολογιστές, τηλεοράσεις και PlayStation που είχε ανακαλύψει στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου τους ένας ξύπνιος αστυνομικός. Τους είχε σταματήσει για υπερβολική ταχύτητα. Πόσο ηλίθιος πρέπει να είναι κανείς για να φύγει οδηγώντας σαν τρελός από τα μέρη που έχει διαρρήξει; αναρωτήθηκε η Τέρι. Χρειάστηκε απλώς να χωρίσουν τους δύο νεαρούς και να τους ανακρίνουν απανωτά, περιμένοντας ν’ αρχίσουν οι ιστορίες τους να διαφοροποιούνται, πράγμα αναπόφευκτο. Η Τέρι είχε επικοινωνήσει με τον επικεφαλής της ασφάλειας του πανεπιστημίου και είχε ειδοποιήσει τους τηλεφωνητές της Άμεσης Δράσης που έπαιρναν τις τοπικές κλήσεις να έχουν το νου τους για τσατισμένους σπουδαστές που είχαν επιστρέψει από τις διακοπές τους και είχαν βρει τα εκτός πανεπιστημιούπολης διαμερίσματά τους λεηλατημένα. Κάθε χρόνο η Τέρι χειριζόταν αρκετές υποθέσεις αυτού του τύπου, και είχε βαρεθεί τη βλακεία που έκρυβαν αυτές οι διαρρήξεις. Αναρωτιόταν πώς μπορούσαν οι καινούριοι σπουδαστές να φαντάζονται ότι ήταν οι πρώτοι εγκέφαλοι που έβλεπαν τα μοναδικά πλεονεκτήματα που πρόσφερε η
κλοπή πραγμάτων τα οποία ανήκαν στους συμμαθητές τους. Ήξερε ότι, αργά ή γρήγορα, ο ένας από τους δύο θα κάρφωνε τον άλλο και θα περιέγραφε ολόκληρο το χαζό σχέδιο. Είχε ήδη δακτυλογραφήσει τις φόρμες σύλληψης των δύο νεαρών, αλλά αμφέβαλλε αν θα γινόταν τίποτε το ουσιαστικό. Θα περνούσαν μια δυο νύχτες στη φυλακή και μετά το νομικό σύστημα θα έβρισκε κάποιον τρόπο για να τους βγάλει. Θα αναγκάζονταν να δώσουν ορισμένες εξηγήσεις στις οικογένειές τους και στους μελλοντικούς εργοδότες τους. Η υπόθεση αυτή θα καταχωριζόταν άμεσα στην κατηγορία Την πάτησες, κόπανε. Η Τέρι ολοκλήρωσε βιαστικά την απαραίτητη γραφειοκρατική διαδικασία, που την κρατούσε μακριά από τις εικόνες που περιείχαν οι βιντεοκασέτες και οι οποίες της είχαν κινήσει το ενδιαφέρον και την προβληματίζουν ταυτόχρονα, εξαιτίας όσων έδειχναν και όσων δεν έδειχναν. Κατά κύριο λόγο, δεν έδειχναν καθόλου την Τζένιφερ. Η Τέρι είχε χρειαστεί να κάνει μια σειρά από τηλεφωνήματα για να εντοπίσει το άτομο που είχε επιστρέψει την πιστωτική κάρτα της μητέρας της Τζένιφερ σε μια τράπεζα στο Λιούιστον του Μέιν. Ήταν, και πάλι, μια σπουδάστρια του κολεγίου, που είπε μια ιστορία η οποία δεν είχε σχεδόν καθόλου νόημα αλλά ήταν αναμφίβολα αληθινή. Η σπουδάστρια είχε πάει στη Βοστόνη με δύο συγκατοίκους και το αγόρι της για να επισκεφθούν παλιούς φίλους απ’ το γυμνάσιο. Είχαν επιστρέψει στη δική τους σχολή μ’ ένα βραδινό λεωφορείο. Αυτό γινόταν κάθε λίγο και λιγάκι σε μια πόλη όπου δέσποζαν κολέγια και πανεπιστήμια. Το σημείο όπου η ιστορία της σπουδάστριας είχε ξεφύγει από το πλαίσιο της λογικής ήταν όταν είπε ότι
βρήκε την άγνωστη πιστωτική κάρτα καθώς άδειαζε το σακίδιό της. Η κάρτα είχε εκδοθεί από μια τράπεζα στην οποία εκείνη δεν είχε λογαριασμό. Ήταν σ’ ένα άγνωστο όνομα και αποτελούσε μυστήριο το πώς είχε βρεθεί στην εξωτερική θήκη του σακιδίου της. Υπό κανονικές συνθήκες, θα είχε απλώς πετάξει την κάρτα, αλλά κατά σύμπτωση έπρεπε να πάει στην τράπεζά της την επόμενη μέρα, κι έτσι την είχε παραδώσει σ’ έναν ταμία, ο οποίος φιλοτιμήθηκε να καλέσει την υπηρεσία ασφαλείας της εκδότριας τράπεζας, που με τη σειρά της είχε ειδοποιήσει τη Μαίρη Ρίγκινς. Η παρακολούθηση και ο συσχετισμός των στοιχείων ήταν μια αργή και περίπλοκη διαδικασία. Το εισιτήριο που είχε αγοραστεί με την πιστωτική κάρτα ήταν για τη Νέα Υόρκη. Τη Μέκκα όσων το έσκαγαν από τα σπίτια τους στην Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η λεπτομέρεια δεν είχε λογική, κατά την άποψη της ντετέκτιβ. Γιατί δεν είχαν πετάξει απλώς την πιστωτική κάρτα; Άραγε επρόκειτο για λάθος; Έπειτα όμως το σκέφτηκε: Όχι. Ήταν μια παραπλανητική κίνηση. Η Τέρι ρώτησε τρεις φορές τη σπουδάστρια αν η ίδια ή κάποια από τις φίλες της θυμόταν να είδε στο σταθμό του λεωφορείου κάποια κοπέλα που να ταιριάζει με την περιγραφή της Τζένιφερ. Κάθε φορά η απάντηση ήταν αρνητική. Μήπως είχε δει κάποιον άλλο; Κάποιον που ξεχώριζε; Που φαινόταν ύποπτος; Όχι, όχι, και όχι. Η φαντασία της Τέρι δούλευε με πυρετώδη ρυθμό, και η
ντετέκτιβ ένιωθε να την πνίγει μια ανησυχία, την οποία έκρυβε πίσω από την ψυχρή αποφασιστικότητά της. Σκεφτόταν ότι αντιμετώπιζε έναν αλλόκοτο συνδυασμό. Εκείνη τη μέρα είχε μιλήσει με τους πιο ηλίθιους εγκληματίες. Και τώρα αναρωτιόταν μήπως βρισκόταν στα ίχνη των πιο έξυπνων εγκληματιών. Ήταν σαν να είχε πιαστεί ανάμεσα σε δύο πόλους, από τη μια ένας εφιάλτης κι από την άλλη η ανιαρή ρουτίνα. Κάπου ανάμεσα έμπαινε η Τζένιφερ. Η βιντεοταινία του συστήματος ασφαλείας δεν ήταν καθαρή. Η γωνία υπό την οποία ήταν τοποθετημένη η κάμερα δεν εξασφάλιζε ακρίβεια. Αυτό που διέκρινε η Τέρι ήταν ένας άντρας που χρησιμοποιούσε το μηχάνημα αυτόματης πώλησης εισιτηρίων την ώρα που έδειχνε η χρονοσφραγίδα πάνω στο εισιτήριο για τη Νέα Υόρκη. Ο άντρας δεν μπορούσε να αναγνωριστεί από τις εικόνες που είχε καταγράψει η κάμερα, αν και η Τέρι ήξερε ότι ορισμένες πιο σύγχρονες αστυνομικές υπηρεσίες θα είχαν συστήματα επεξεργασίας φωτογραφιών που θα μπορούσαν να της εξασφαλίσουν μια πολύ ευκρινέστερη απεικόνιση. Σε μια μεγαλύτερη εικόνα, είδε τον ίδιο άντρα καθισμένο παράμερα, να περιμένει το λεωφορείο. Ήταν σκυφτός και το καπέλο του ήταν τραβηγμένο χαμηλά και του έκρυβε το πρόσωπο. Με λίγα λόγια, η Τέρι κατάλαβε ότι ο άνθρωπος εκείνος ήξερε ότι φωτογραφιζόταν και έπαιρνε τα μέτρα του προκειμένου να μη φανεί στο φιλμ, ενώ ταυτόχρονα φερόταν με τρόπο που δε θα τον έκανε να ξεχωρίσει. Η Τέρι είδε τις τρεις σπουδάστριες να μπαίνουν στην ουρά μπροστά σε ένα εκδοτήριο εισιτηρίων. Είδε κι έναν
διαφορετικό άντρα –διέκρινε τη γενειάδα του, ενώ ο προηγούμενος ήταν ξυρισμένος– να μπαίνει με τρόπο πίσω τους. Ο άνθρωπος εκείνος δεν έφτασε μέχρι το εκδοτήριο. Έφυγε από την ουρά –όχι για να πάει σ’ ένα γκισέ με λιγότερο κόσμο ούτε για να χρησιμοποιήσει ένα μηχάνημα αυτόματης πώλησης. Απ’ όσο μπόρεσε να δει η Τέρι, ο τύπος έφυγε από την κεντρική είσοδο του σταθμού, όχι από την πίσω πλευρά όπου γινόταν η επιβίβαση. Ξανακοίταξε την ταινία. Ο άντρας δεν κρατούσε αποσκευές, παρά μόνο ένα μικρό σακίδιο. Η Τέρι έπαιξε την ταινία ξανά και ξανά, προσπαθώντας να απομνημονεύσει κάθε εμφάνιση του Άντρα Νο. 1 και κατόπιν του Γενειοφόρου Άντρα Νο. 2. Υπολόγισε το ύψος τους, παρατήρησε τον τρόπο που περπατούσαν, τον τρόπο που κρατούσαν τους ώμους τους γερτούς και φρόντιζαν να κρύβουν τα πρόσωπά τους κάτω απ’ τα καπέλα τους. Προσπάθησε να φανταστεί τον άνθρωπο που της είχε περιγράψει ο Έιντριαν. Τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να την πείσουν ότι ο άνθρωπος στο θολό βίντεο ασφαλείας και ο άλλος που ο καθηγητής είχε διακρίνει στο δρόμο ήταν το ίδιο πρόσωπο. Κι όμως, είπε στον εαυτό της, οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα δεν είχε νόημα. Παραμέρισε την αναφορά για τις διαρρήξεις και συγκέντρωσε όλες τις πληροφορίες που είχε σχετικά με την εξαφάνιση της Τζένιφερ. Ήταν ένα συνονθύλευμα από διάσπαρτα στοιχεία, όχι τόσο σαν τα κομμάτια κάποιου παζλ, όσο σαν τα συντρίμμια ενός αεροπλάνου που έχει πέσει, όπου οι ερευνητές συνταιριάζουν ό,τι δεν έχει καταστραφεί, ό,τι έχει
στρεβλωθεί και φέρει τα σημάδια από τη φωτιά και ό,τι μπορεί να αναγνωριστεί, με σκοπό να σχηματίσουν μια εικόνα γι’ αυτό που συνέβη. Μια ατίθαση κοπέλα στην εφηβεία το σκάει απ’ το σπίτι της. Ένας γέρος. Ένα καμένο κλειστό φορτηγό. Καμία απαίτηση για λύτρα. Κανένα στοιχείο χρήσης κινητού τηλεφώνου. Ένα εισιτήριο λεωφορείου για το πουθενά. Ένας μεταμφιεσμένος άντρας εκεί όπου θα έπρεπε να είναι η Τζένιφερ. Η Τέρι αισθάνθηκε το κεφάλι της να γυρίζει. Ο σκεπτικισμός της είχε αρχίσει να σβήνει. Υπάρχει μια ιδιαίτερη αίσθηση απόγνωσης που μολύνει τους αστυνομικούς όταν συνειδητοποιούν πως αντιμετωπίζουν το χειρότερο δυνατό είδος εγκλήματος, ένα έγκλημα που συνεπάγεται ανωνυμία και κάτι το σατανικό. Τα εγκλήματα εξιχνιάζονται λόγω συσχετισμών –κάποιος βλέπει κάτι, κάποιος ξέρει κάτι, κάποιος λέει κάτι, κάποιος αφήνει κάτι στον τόπο του εγκλήματος– και τελικά ξεπροβάλλει μια ξεκάθαρη εικόνα. Πάντα υπάρχει ένας στοιχειώδης συσχετισμός που καθορίζει την πορεία που θα ακολουθήσει ο ντετέκτιβ. Η εξαφάνιση της Τζένιφερ πήγαινε κόντρα σε όλα αυτά. Το μόνο ξεκάθαρο πράγμα που γνώριζε η Τέρι ήταν ότι δεν ήξερε τι να κάνει. Αλλά ήταν εξίσου προφανές ότι έπρεπε να κάνει κάτι που ξεπερνούσε όσα είχε κάνει ως τότε. Κοίταξε τα πράγματα που βρίσκονταν πάνω στο γραφείο της, λες και θα έπρεπε να είναι ολοφάνερο αυτό το κάτι. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα της και
το περιέφερε στο διαχωριστικό του χώρου εργασίας της, που ήταν στολισμένο με φωτογραφίες της οικογένειάς της και με μερικά πολύχρωμα δημιουργήματα των παιδιών της με τέμπερες και κραγιόνια, δημιουργώντας αντίθεση με την ψυχρή μουντάδα των αστυνομικών αναφορών και των ειδοποιήσεων του FBI. Η Τέρι πίστευε ότι είχε κάνει τα πάντα όπως έπρεπε. Είχε κάνει ό,τι απαιτούσαν οι προδιαγραφές της υπηρεσίας. Είχε κάνει όλα όσα θα έκανε οποιοσδήποτε αστυνομικός. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν την είχε φέρει πιο κοντά στην εξαφανισμένη Τζένιφερ. Διπλώθηκε στο κάθισμά της, σαν να την είχε πιάσει κράμπα στο στομάχι. Η Τζένιφερ είχε χαθεί. Την έφερε στο νου της καθισμένη απέναντί της σε μια από τις προηγούμενες απόπειρες, βλοσυρή, κλεισμένη στον εαυτό της, να περιμένει γεμάτη θυμό να έρθουν η μητέρα και ο φίλος της για να την ξαναπάνε στο μέρος απ’ όπου ήθελε τόσο πολύ να ξεφύγει, ενώ η Τέρι της έκανε διάλεξη για το λάθος που είχε κάνει. Συνειδητοποίησε ότι τότε ήταν που έπρεπε να είχε σώσει την Τζένιφερ. Κι όμως είχε αρκεστεί να σκύψει πάνω από το γραφείο και να της πει: Μίλησέ μου, Τζένιφερ. Είχε καταφέρει ν’ ανοίξει κάποιον υποτυπώδη δίαυλο επικοινωνίας μαζί της. Τώρα τι έκανε; Αρχειοθετούσε χαρτιά και αναφορές, έπαιρνε άχρηστες καταθέσεις από έναν ανισόρροπο συνταξιούχο καθηγητή, ανέκρινε έναν σεσημασμένο δράστη σεξουαλικών εγκλημάτων που δε φαινόταν να έχει καμία σχέση με την Τζένιφερ, και έστελνε ερωτήματα σε άλλες αστυνομικές υπηρεσίες, γυρεύοντας ψύλλους στ’ άχυρα, ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι. Αλλά ενδόμυχα καταλάβαινε ότι αυτό που
περίμενε κυρίως ήταν να έρθει μια μέρα που κάποιος κυνηγός, ψάχνοντας βαθιά μέσα στο δάσος για ελάφια, θα ανακάλυπτε κατά τύχη τα απομεινάρια του σκελετού της Τζένιφερ, ή που κάποιος ψαράς που θα πήγαινε σε κάποια λίμνη για πέστροφες θα έπιανε στο αγκίστρι του το πτώμα της σε κατάσταση αποσύνθεσης. Αν βέβαια η ντετέκτιβ ήταν τόσο τυχερή. Πάτησε μερικά πλήκτρα του υπολογιστή και στην οθόνη μπροστά της εμφανίστηκε η εικόνα του άντρα στο σταθμό των λεωφορείων. Τη μεγέθυνε σε σημείο που γέμισε ολόκληρη την οθόνη. Εντάξει, είπε στον εαυτό της, μου φαίνεται πως θα ανακαλύψω ποιος είσαι. Εύκολο να το φανταστεί, δύσκολο να το κάνει. Έπιασε όμως το τηλέφωνο για να καλέσει το εργαστήριο της πολιτειακής αστυνομίας, όπου θα μπορούσαν να επεξεργαστούν το βίντεο με ένα πρόγραμμα αναγνώρισης προσώπων. Ίσως στεκόταν τυχερή, αν και αμφέβαλλε. Ήξερε επίσης ότι έκανε ένα βήμα που μπορεί να μην το ενέκριναν οι ανώτεροί της.
Ο Μαρκ Γουλφ διέσχισε γρήγορα το μαύρο σκυρόστρωμα του πάρκινγκ και πήγε εκεί όπου τον περίμενε ο Έιντριαν δίπλα στο αυτοκίνητό του. Ο Έιντριαν ένιωθε δίπλα του την παρουσία του Μπράιαν, σχεδόν άκουγε τη γρήγορη ανάσα του, και για μια στιγμή αναρωτήθηκε σε τι οφειλόταν η νευρικότητα του αδερφού του. Ο Μπράιαν, όπως πίστευε ο Έιντριαν, είχε πάντα τον έλεγχο των καταστάσεων και ποτέ δε
βιαζόταν, ποτέ δεν ένιωθε άγχος. Και τότε συνειδητοποίησε ότι αυτό που άκουγε ήταν η δική του βαριά ανάσα. Καθώς πλησίαζε, ο Γουλφ κοίταζε γύρω του επιφυλακτικά. Από το μυαλό του Έιντριαν πέρασε μια αλλόκοτη σκέψη: Μέσα στο σπίτι του, ο Μαρκ Γουλφ είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση, αλλά όταν βρισκόταν στα ανοιχτά, χρειαζόταν να σηκώνει κάθε λίγο το κεφάλι του σαν αγρίμι στο λιβάδι για να δει μήπως υπήρχε κάποιο αρπακτικό τριγύρω. Αυτό ήταν ανάποδο, σκέφτηκε ο Έιντριαν. Ο Γουλφ ήταν το αρπακτικό. Στα χείλη του εγκληματία ήταν ζωγραφισμένο ένα στραβό χαμόγελο. «Δεν επιτρέπεται να κάνω μεγάλα διαλείμματα», είπε. «Δε θα ήθελα να χάσω την ευκαιρία να κλείσω κάποια σημαντική δουλειά. Μήπως χρειάζεσαι μια τηλεόραση με μεγάλη οθόνη και συστήματα ήχου σαράουντ, καθηγητά; Τα έχουμε βάλει σε ειδική προσφορά και μπορώ να σου κάνω πολύ καλή τιμή». Ο τόνος του δεν έδειχνε την παραμικρή ειλικρίνεια. «Δε θα αργήσουμε», απάντησε ο Έιντριαν. Έβγαλε ένα αντίτυπο του φυλλαδίου εξαφανισθέντος προσώπου που του είχε δώσει η ντετέκτιβ Κόλινς, και το έδωσε στον Γουλφ. «Αυτήν ψάχνω», του είπε. Ο Γουλφ κοίταξε τη φωτογραφία. «Είναι πανέμορφη...» Η λέξη πανέμορφη θα μπορούσε να ήταν υποκατάστατο του μεστωμένη. Ακούστηκε πρόστυχη από τα χείλη του. Ο Έιντριαν αισθάνθηκε μια ανατριχίλα. «Είπες πως το έσκασε από το σπίτι της;» «Όχι, δεν είπα αυτό. Είπα ότι το είχε σκάσει από το σπίτι
της στο παρελθόν. Τώρα όμως την απήγαγαν». Ο Γουλφ διάβασε τις λεπτομέρειες στο φυλλάδιο, επαναλαμβάνοντάς τες χαμηλόφωνα. Ένα και εξήντα εφτά, πενήντα τρία κιλά, ανοιχτόξανθα μαλλιά, χωρίς κάποιο χαρακτηριστικό σημάδι, την είδαν για τελευταία φορά... Μετά σταμάτησε να διαβάζει. «Ξέρεις, με το δικό μου...» Ο Γουλφ δίστασε. «...ιστορικό, αν κάποιος αστυνομικός έβρισκε αυτό το φυλλάδιο στην κατοχή μου, θα ήταν εξίσου κακό σαν...» «Κάναμε μια συμφωνία», του είπε ο Έιντριαν. «Δε θέλεις να πάω στην αστυνομία και ν’ αρχίσω να τους λέω για τον άλλο υπολογιστή και για το περιεχόμενό του». Ο Γουλφ έγνεψε καταφατικά, αλλά η απάντησή του ήταν πολύ πιο παγερή από τη φύση της συμφωνίας τους. «Ναι, κατάλαβα. Ώστε αυτή είναι η μικρή που πιστεύεις ότι κάποιοι χρησιμοποιούν. Κι εγώ πρέπει να ψάξω στο Διαδίκτυο». «Βλέπεις, η άλλη περίπτωση είναι...» «Ναι. Να την πήδηξαν και να τη σκότωσαν. Ή κάτι ακόμη χειρότερο». Ο Γουλφ έκανε μια ελαφριά σύσπαση. Ο Έιντριαν δεν ήταν σίγουρος αν εκείνη η αθέλητη κίνηση οφειλόταν σε αηδία ή ευχαρίστηση. Και τα δυο φαίνονταν πιθανά. Ίσως να συνυπήρχαν μέσα του εκείνα τα συναισθήματα. Αυτό υποψιαζόταν ο Έιντριαν. «Ξέρεις, όλες εκείνες οι μπούρδες σχετικά με τις ταινίες “σναφ”, ότι και καλά δείχνουν πραγματικούς φόνους, είναι ένας αστικός μύθος. Είναι τελείως κάλπικες. Τρίχες. Ψέματα». Ο Γουλφ επαναλάμβανε λέξεις με παρόμοιο νόημα για να
δώσει έμφαση, δημιουργώντας την αντίθετη εντύπωση. Ψάξε πίσω από τις λέξεις, πίσω από τον τρόπο που στέκεται, από τον τόνο που χρησιμοποιεί, από τον τρόπο που αλλάζει διαρκώς θέση. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι αυτά θα του έλεγε η Κάσι, και οι σκέψεις του λες και είχαν τη μουσικότητα της φωνής της. Κοίταξε τον Γουλφ και μετά έστρεψε το βλέμμα του στον καταγάλανο, ασυννέφιαστο ουρανό, που υποσχόταν καλοκαιρία. Διέκρινε ψηλά τα χνάρια που άφηνε στο πέρασμά του ένα τζετ, σχηματίζοντας μια λευκή γραμμή που κυμάτιζε πάνω στο ανοιχτόχρωμο φόντο. Κόσμος ταξίδευε με μεγάλη ταχύτητα προς διάφορους προορισμούς. Ο Έιντριαν συνειδητοποίησε ότι δε θα ξανάμπαινε σε αεροπλάνο, ότι δε θα είχε ποτέ την ευκαιρία να επισκεφθεί κάποιο εξωτικό μέρος. Ένιωσε σχεδόν να παραλύει βλέποντας το αεροπλάνο να πετά ολόισια χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, ενώ εκείνος φαινόταν παγιδευμένος στο βάλτο της αρρώστιας και της αμφιβολίας. Ευχήθηκε να ήξερε ποια έπρεπε να είναι ακριβώς τα επόμενα βήματά του, προς ποια κατεύθυνση και πόσα χιλιόμετρα του έμεναν ακόμη. «Όντι, πρόσεχε!» Άκουσε τα κοφτά λόγια του αδερφού του και κατέβασε τα μάτια του από τον ουρανό. «Έλα, Όντι, συγκεντρώσου!» «Είσαι καλά, καθηγητά;» «Μια χαρά». «Λοιπόν, όλος ο μπελάς είναι να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τι είναι αλήθεια και τι δεν είναι. Αυτό είναι το κακό με το Διαδίκτυο. Είναι ένα μέρος όπου το ψέμα και οι φαντασιώσεις και ένα σωρό απατηλά πράγματα υπάρχουν
πλάι πλάι με πραγματικά καλές, αξιόπιστες πληροφορίες. Δύσκολο να τα ξεχωρίσεις. Ακόμη και στον κόσμο του σεξ, ξέρεις. Τι είναι αλήθεια. Τι δεν είναι». «Ταινίες “σναφ”...» «Όπως σου είπα, μεγάλη μούφα. Αλλά...» Ο Γουλφ δίστασε. Γυρόφερε τις λέξεις στο στόμα του σαν να δοκίμαζε τη γεύση της καθεμιάς πριν μιλήσει, και πρόσθεσε: «Αλλά όλοι εκείνοι οι μύθοι, να, δημιουργούν απλώς ευκαιρίες, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, καθηγητά». «Εξήγησέ μου». «Κοίτα, δεν υπάρχουν ταινίες με αληθινές δολοφονίες. Μόλις όμως το FBI ή η Ιντερπόλ πει, “Οι ταινίες ‘σναφ’ είναι ένας αστικός μύθος”, το μόνο που καταφέρνουν είναι να ενθαρρύνουν τον κόσμο να δοκιμάσει. Αυτό είναι το ζήτημα με το Διαδίκτυο. Υπάρχει για να φτιάχνει κάτι από κάτι άλλο. Εσύ λες ότι κάτι δεν είναι αλήθεια, και κάποιος άλλος, ίσως στην άλλη άκρη του κόσμου, προσπαθεί να αποδείξει ότι κάνεις λάθος. Λες, για παράδειγμα, ότι δεν υπάρχουν πορνοταινίες με αληθινούς σκοτωμούς, αλλά... Το πρωί παίρνεις την εφημερίδα και τι διαβάζεις; Κάτι πιτσιρικάδες, ίσως στην ανατολική Ευρώπη, κινηματογράφησαν τους εαυτούς τους να ξυλοκοπούν κάποιον μέχρι θανάτου. Έτσι για πλάκα. Ή μπορεί κάποιοι τύποι στην Καλιφόρνια να κινηματογράφησαν τους εαυτούς τους καθώς σκότωναν μια κοπέλα που έκανε οτοστόπ, αφού πρώτα την ανάγκασαν να κάνει ένα σωρό πράγματα. Ή... τέλος πάντων, κατάλαβες την κεντρική ιδέα. Ένας τρομοκράτης πιάνει έναν όμηρο και τον αποκεφαλίζει τραβώντας βίντεο. Το βίντεο ανεβαίνει στο Διαδίκτυο. Πλακώνουν η CIA και ο στρατός. Αλλά και ποιος άλλος; Όλος ο κόσμος μπορεί να το δει».
«Τι μου λες τώρα;» «Σου λέω ότι, αν κάποιος χρησιμοποιεί τη μικρή...» Ο Γουλφ έριξε μια ματιά στο φυλλάδιο κι ένα λάγνο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του πριν συνεχίσει. «...Τζένιφερ, θα είναι λογικό. Κι αυτό μπορεί να γίνεται στη διπλανή πόρτα ή στην άλλη άκρη του κόσμου». «Πώς θα ψάξεις;» ρώτησε ο Έιντριαν. «Υπάρχουν τρόποι. Απλώς συνεχίζεις να πατάς τα πλήκτρα. Μπορεί να κοστίσει μερικά λεφτά». «Λεφτά; Πώς αυτό;» «Νομίζεις ότι οι άνθρωποι τζάμπα εκμεταλλεύονται τους άλλους; Απλώς επειδή τη βρίσκουν; Σίγουρα μερικοί μπορεί να το κάνουν γι’ αυτόν το λόγο. Άλλοι όμως θέλουν να βγάλουν λεφτά. Και για να μπεις σ’ εκείνους τους ιστοτόπους, πώς να το κάνουμε...» «Θα πληρώσω εγώ». Ο Γουλφ χαμογέλασε πάλι. «Μπορεί να κοστίσει ακριβά...» Ο Έιντριαν άκουσε τον αδερφό του να του ψιθυρίζει εντολές στ’ αυτί. Έβγαλε το πορτοφόλι του από την κωλότσεπη. Πήρε μια πιστωτική κάρτα και την έδωσε στον Γουλφ. «Τι κωδικό να χρησιμοποιήσω;» ρώτησε εκείνος. Ο Έιντριαν ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. Δεν έβλεπε καμιά ανάγκη για ψέματα. «Ψυχολόγος», απάντησε. «Και φρόντισε να καταγράφεις όλες τις περιπτώσεις που θα τη χρησιμοποιήσεις. Αν δω οποιαδήποτε υπερβολική χρέωση, θα πάω αμέσως στην αστυνομία». Ο Γουλφ έγνεψε καταφατικά, αλλά ακόμα κι αυτή η κίνηση μπορεί να ήταν υποκριτική. Τον Έιντριαν δεν τον ένοιαζε. Δεν
πρόκειται να ζήσω αρκετά για να ανησυχήσω γι’ αυτές τις χρεώσεις. «Πρέπει να κινηθείς γρήγορα», είπε. «Δεν ξέρω πόσος καιρός τής μένει». Ο Γουλφ ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν την έχει κάποιος για παιχνίδι, κι αν θέλει να τη μοιραστεί...» «Κάποιος και κάποια», τον διέκοψε ο Έιντριαν. «Σωστά. Δύο άτομα. Αυτό μπορεί να διευκολύνει τα πράγματα. Όπως και να ’χει, αν θέλουν να τη μοιραστούν, τότε αυτό είναι καλό, επειδή αυτό είναι που θέλεις, επειδή το κορίτσι θα βρίσκεται κάπου εκεί». Ο Γουλφ γέλασε ξανά. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι εκείνο το γέλιο μπορούσε να διαπεράσει τοίχους, σαν όπλο που εκπυρσοκροτεί από μικρή απόσταση, πριν ξαναγίνει ένα κυνικό χάχανο, λες και ο Γουλφ ήξερε πάντα άλλο ένα μυστικό που δεν ήταν πρόθυμος να μοιραστεί με κανέναν. «Έχεις ένα πλεονέκτημα, καθηγητά», είπε χαμογελώντας πλατιά. «Και ποιο είναι αυτό;» «Η κατάσταση του κόσμου στις μέρες μας. Ουσιαστικά, τίποτα δε γίνεται στα κρυφά. Όλοι θέλουν να το κάνουν βούκινο. Πώς το είχε πει κάποιος; Όλοι μας θα γίνουμε διάσημοι για δεκαπέντε λεπτά; Ε, λοιπόν, είναι αλήθεια». Γουόρχολ, σκέφτηκε ο Έιντριαν. Έχω να κάνω με έναν εγκληματία που παραθέτει αποφθέγματα του Γουόρχολ. «Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα». Ή μήπως ήταν ο Μάρσαλ Μακλούαν; Ξαφνικά ο Έιντριαν δεν μπορούσε να θυμηθεί. Μπορεί να ήταν και ο Γούντι Άλεν. Ανάγκασε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί σ’ αυτά που έλεγε ο Γουλφ.
«Τι πρόβλημα;» «Έτσι και πλησιάσουμε, έτσι και προσπαθήσουμε να γκρεμίσουμε το ηλεκτρονικό φράγμα, όποιος έχει στα χέρια του την Τζένιφερ μπορεί να σκεφτεί ότι κάποιος την ψάχνει, οπότε ξαφνικά είναι πιθανό να τη θεωρήσει αλλοιωμένο εμπόρευμα». Ο Έιντριαν πήρε μια απότομη ανάσα. «Και τα αλλοιωμένα εμπορεύματα...» Ο Γουλφ συνέχισε να μιλάει, αλλά ο Έιντριαν παρατήρησε ότι η φωνή του είχε αλλάξει, ότι τα χείλη του κινούνταν κι όμως τα λόγια ήταν σαν να τα έλεγε ο Μπράιαν. Ο Έιντριαν προειδοποίησε τον εαυτό του να μη δείξει ότι είχε σαστίσει, αλλά απλώς να τον ακούσει. «Δεν ξέρω τι κάνεις εσύ», πρόσθεσε αργά ο Γουλφ, «αλλά εγώ, όταν κάτι σαπίσει μέσα στο ψυγείο μου, το πετάω».
31 Η Τζένιφερ ήταν κουρνιασμένη στο κρεβάτι, με τα μάτια σφαλιστά πίσω από τη μάσκα, προσπαθώντας να φέρει στο μυαλό της την εικόνα του δωματίου της στο σπίτι. Είχε αρχίσει να βλέπει με τη φαντασία της πράγματα που θυμόταν, καταγράφοντας με σχεδιαστική ακρίβεια κάθε γωνία, κάθε σχήμα και κάθε χρώμα. Παιχνίδια. Φωτογραφίες. Βιβλία. Μαξιλάρια. Πόστερ. Το γραφείο της βρισκόταν σ’ εκείνη ακριβώς τη θέση, το πάπλωμά της είχε κόκκινα, μπλε, πράσινα και μοβ χρώματα μέσα σε τετράγωνα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Πάνω σε ένα κομό υπήρχε μια φωτογραφία 13Χ18 που την έδειχνε να δίνει μια κεφαλιά σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου νεανίδων. Χωρίς να βιάζεται, συνδύαζε το κάθε στοιχείο, μη θέλοντας να ξεχάσει ούτε το παραμικρό πράγμα. Απολάμβανε κάθε ανάμνηση –την πλοκή και τους ήρωες ενός βιβλίου που είχε διαβάσει όταν ήταν μικρή· το πρωί των Χριστουγέννων όταν της είχαν χαρίσει το πρώτο της ζευγάρι σκουλαρίκια για να στολίσει τα αυτιά της που μόλις τα είχε τρυπήσει. Με το νου της ζωγράφισε αργά το παρελθόν της. Αυτό τη βοήθησε να θυμηθεί ότι μόνο εδώ και λίγες μέρες ήταν η Νούμερο 4, ενώ για πολλά χρόνια ήταν η Τζένιφερ. Ήταν μια αδιάκοπη μάχη. Μερικές φορές, όταν ξυπνούσε από έναν σύντομο υπνάκο, χρειαζόταν να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να θυμηθεί οτιδήποτε από το παρελθόν της. Όλα όσα μπορούσε να αγγίξει, να μυρίσει, να ακούσει –οτιδήποτε είχε
απομνημονεύσει από τη φυλακή της και που, όπως ήξερε, καταγραφόταν από την κάμερα–, όλα οριοθετούσαν την αμεσότητα της κατάστασής της. Φοβόταν ότι χτες δεν είχε υπάρξει Τζένιφερ. Ότι αύριο δε θα υπήρχε Τζένιφερ. Μόνο εκείνο το συγκεκριμένο δευτερόλεπτο υπήρχε Τζένιφερ. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο αν ήταν ένας χαμένος ναυτικός, έρμαιο των κυμάτων σε μια χειμωνιάτικη θάλασσα. Τουλάχιστον τότε, όπως πίστευε, θα ήταν φανερό ότι έπρεπε να αγωνιστεί ενάντια στα ρεύματα και στα κύματα και ότι, αν δεν κατάφερνε να επιπλεύσει, θα πνιγόταν. Μέσα της έκλαιγε με λυγμούς. Εξωτερικά ανάγκαζε τον εαυτό της να διατηρεί την ήρεμη όψη του. Είμαι μόλις δεκαέξι ετών. Μια μαθήτρια του λυκείου, είπε στον εαυτό της. Ήξερε ότι δε γνώριζε και πολλά πράγματα απ’ τον κόσμο. Δεν είχε ταξιδέψει σε μέρη εξωτικά ούτε είχε δει ασυνήθιστα αξιοθέατα. Δεν ήταν στρατιωτίνα ούτε κατάσκοπος ούτε καν εγκληματίας –κάποια που μπορεί να είχε εμπειρίες που θα τη βοηθούσαν να κατανοήσει τη φυλακή της. Αυτή η αδυναμία κανονικά θα έπρεπε να την είχε τσακίσει, αλλά, κατά περίεργο τρόπο, δε συνέβη κάτι τέτοιο. Ξέρω μερικά πράγματα, είπε στον εαυτό της. Ξέρω πώς να αντιστέκομαι. Κι ας ήταν ψέμα αυτό, δεν την ένοιαζε. Κατά ένα μέρος εκείνη η προσέγγιση απαιτούσε από μέρους της να φαντάζεται τα πάντα για τη ζωή που είχε ζήσει μέχρι τη στιγμή που είχε σταματήσει το βανάκι και ο άντρας είχε γείρει προς το μέρος της. Δίπλα στο κομό υπάρχει ένα μαύρο μεταλλικό λαμπατέρ με κόκκινο καπέλο. Το χαλί είναι πολύχρωμο και καλύπτει ένα μέρος από την παλιά και λεκιασμένη μπεζ μοκέτα. Ο χειρότερος λεκές είναι στο σημείο όπου έχυσα την
ντοματόσουπα που είχα πάρει από την κουζίνα ενώ δεν έπρεπε. Η μητέρα μου μου είχε βάλει τις φωνές. Με είχε αποκαλέσει ανεύθυνη. Είχε δίκιο. Αλλά εγώ τσακώθηκα μαζί της. Πόσες φορές τσακωνόμασταν; Μια φορά τη μέρα; Όχι. Παραπάνω. Όταν γυρίζω σπίτι, με αγκαλιάζει σφιχτά και μου λέει ότι έβγαλε τα μάτια της από το κλάμα όταν εξαφανίστηκα, κι αυτό με κάνει να νιώθω καλύτερα. Μου λείπει. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα έλεγα τέτοιο πράγμα. Μου λείπει. Τα μαλλιά της έχουν γκριζάρει τώρα, είναι μόνο μερικές τρίχες που εκείνη ξεχνάει να βάψει, κι εγώ δεν ξέρω αν πρέπει να της το πω. Θα μπορούσε να είναι όμορφη. Θα έπρεπε να είναι όμορφη. Άραγε, εγώ θα γίνω ποτέ όμορφη; Ίσως να κλαίει αυτή τη στιγμή. Ίσως να είναι μαζί της ο Σκοτ. Τον μισώ. Ο πατέρας μου θα με είχε ήδη βρει, αλλά αυτός δεν μπορεί. Με ψάχνει άραγε; Υπάρχει κάποιος που με ψάχνει; Ο πατέρας μου με αναζητά, αλλά είναι νεκρός. Δε μου αρέσει καθόλου αυτό. Με λήστεψε ο καρκίνος. Μακάρι να μπορούσα να προκαλέσω καρκίνο στον άντρα και στη γυναίκα. Ο Καφετούλης ξέρει. Θα τον έβαζα δίπλα μου στο κρεβάτι. Εκείνος θυμάται πώς είναι το δωμάτιο. Πώς θα καταφέρουμε να φύγουμε από δω; Η Τζένιφερ ήξερε ότι η κάμερα θα έγραφε οτιδήποτε έκανε. Ήξερε ότι ο άντρας και η γυναίκα –δεν ήταν σίγουρη ποιος από τους δύο την τρόμαζε περισσότερο– μπορεί να παρακολουθούσαν. Πάντως, αθόρυβα, λες και μ’ αυτό τον τρόπο δε θα τραβούσε την προσοχή, άρχισε να διατρέχει με τα ακροδάχτυλά της την αλυσίδα γύρω απ’ το λαιμό της και το χαλκά στο σημείο όπου ήταν στερεωμένη στον τοίχο. Ένας κρίκος. Δεύτερος κρίκος. Τους ψηλάφησε έναν έναν. Ήταν λείοι. Με τη φαντασία της είδε πως η αλυσίδα ήταν
ασημόχρωμη και γυαλιστερή, αγορασμένη μάλλον από κάποιο κατάστημα για κατοικίδια. Οι κρίκοι δεν προορίζονταν να συγκρατήσουν κάποιο πιτ μπουλ ή ντόμπερμαν, αλλά μάλλον θα ήταν αρκετά γεροί για να συγκρατήσουν εκείνη. Ψηλάφησε το χαλκά που ήταν βιδωμένος στον τοίχο. Φαντάστηκε ότι ο τοίχος ήταν από γυψοσανίδα. Κάποτε, σ’ έναν καβγά που είχε με τη μητέρα της επειδή είχε γυρίσει αργότερα από την καθορισμένη ώρα, είχε πετάξει ένα πρες παπιέ στον τοίχο. Είχε ακουστεί ένας έντονος γδούπος και το πρες παπιέ είχε πέσει στο πάτωμα, αφήνοντας μια φαρδιά τρύπα στον τοίχο. Η μητέρα της είχε αναγκαστεί να καλέσει ένα μάστορα για να τη φτιάξει. Οι γυψοσανίδες δεν είναι γερές. Θα μπορούσε άραγε να ξεριζώσει το χαλκά; Ένιωσε τα χείλη της να κινούνται καθώς έκανε εκείνη την ερώτηση στον εαυτό της. Ο άντρας πρέπει να είχε σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο. Εκείνο το πρες παπιέ δεν το έριξα σαν κορίτσι, υπενθύμισε η Τζένιφερ στον εαυτό της. Ο πατέρας μου με έμαθε πώς να ρίχνω την μπάλα όταν ήμουν μικρή. Λάτρευε το μπέιζμπολ. Εκείνος μου έδωσε το κασκέτο των Ρεντ Σοξ. Με έμαθε πώς να ρίχνω σωστά. Να τραβάω πίσω το χέρι μου, με τον αγκώνα λυγισμένο, και να βάζω όλο το βάρος μου πίσω από τη ρίψη. Γρήγορη μπαλιά. Με 95 μίλια, στα όρια της ζώνης ρίψης. Η Τζένιφερ χαμογέλασε, αχνά, συγκρατώντας τον εαυτό της επειδή δεν ήθελε να καταγραφεί το χαμόγελό της από την κάμερα. Ίσως μπορώ να γίνω ένα μικρό πιτ μπουλ, σκέφτηκε. Ψηλάφησε το δερμάτινο κολάρο γύρω απ’ το λαιμό της. Με τη φαντασία της άκουσε τη συζήτηση στο κατάστημα κατοικιδίων: «Για τι είδους σκυλί θέλετε την αλυσίδα, κυρία
μου;» Φαντάστηκε τη γυναίκα να στέκεται μπροστά στον πάγκο. Δεν ξέρεις, είπε με το νου της. Δεν έχεις ιδέα τι είδους σκυλί μπορώ να γίνω. Και πόσο δυνατό θα είναι το δάγκωμά μου. Με το νύχι της άρχισε να ξύνει το κολάρο. Το δέρμα του της έδωσε την αίσθηση πως ήταν φτηνό. Έπιασε ένα μικρό λουκέτο, απ’ αυτά που θα χρησιμοποιούσε κάποιος για να ασφαλίσει αποσκευές. Το λουκέτο υποτίθεται πως θα κρατούσε το κολάρο στη θέση του. Η Τζένιφερ έξυσε λίγο πιο δυνατά, όσο χρειαζόταν για να μπορέσει να ξαναβρεί το ίδιο σημείο. Σκέφτηκε πως ίσως θα μπορούσε να κομματιάσει το κολάρο τρίβοντάς το. Είπε στον εαυτό της ότι πρέπει να υπήρχαν ορισμένα βήματα που θα μπορούσαν να την οδηγήσουν στην ελευθερία. Προσπάθησε να διαμορφώσει μια σειρά κινήσεων. Πρώτα έπρεπε να λυθεί. Κατόπιν έπρεπε να διαβεί την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη άραγε; Έπρεπε να βγει από το υπόγειο και να ανέβει πάνω. Πού είναι οι σκάλες; Κάπου εδώ κοντά πρέπει να βρίσκονται. Έπρεπε να βρει μια πόρτα για να βγει έξω. Κατόπιν θα το έβαζε στα πόδια. Δεν είχε σημασία προς ποια κατεύθυνση. Έπρεπε απλώς να το σκάσει. Αυτό ήταν το εύκολο μέρος. Αν μπορέσω να ξεφύγω αρκετά ώστε να τρέξω, κανείς δεν πρόκειται να με πιάσει, σκέφτηκε. Είμαι γρήγορη. Σε κάθε γήπεδο, σε κάθε αγώνα, ήμουν η ταχύτερη. Ο προπονητής ανώμαλου δρόμου ήθελε να εκπροσωπήσω το σχολείο, αλλά εγώ αρνήθηκα. Μπορούσα όμως να νικήσω όλα τα άλλα κορίτσια και τα περισσότερα αγόρια. Το μόνο που χρειάζομαι είναι μια ευκαιρία. Κατέβασε τα χέρια της από την αλυσίδα και το κολάρο κι άρχισε να χαϊδεύει το αρκουδάκι της. «Ένα ένα βήμα», του
είπε ψιθυριστά. «Θα τα καταφέρουμε. Σου το υπόσχομαι». Η φωνή της αντήχησε μέσα στο δωμάτιο και η Τζένιφερ ξαφνιάστηκε που είχε μιλήσει φωναχτά. Για μια στιγμή νόμισε πως είχε κραυγάσει, αλλά μετά φαντάστηκε πως απλώς είχε βγάλει έναν ψίθυρο. Το δωμάτιο αντιλάλησε τον ψίθυρο, γεμίζοντας τ’ αυτιά της μέχρι που ένας διαφορετικός θόρυβος διαπέρασε τις αισθήσεις της. Κάποιος ήταν στην πόρτα. Έγειρε το κεφάλι της προς την πηγή του θορύβου. Δάγκωσε το χείλος της. Δεν είχε ακούσει κλειδί να μπαίνει στην κλειδαριά. Δεν είχε ακούσει την κλειδαριά να ανοίγει. Προσπάθησε να θυμηθεί τις προηγούμενες φορές που είχε ανοίξει η πόρτα. Είχε ακούσει κάτι διαφορετικό; Όχι, ήταν σίγουρη πως είχε ακούσει απλώς τον ήχο του πόμολου που γύριζε. Τι της έλεγε αυτό; Πριν καν βρει το χιλιοστό του δευτερολέπτου που της χρειαζόταν για ν’ απαντήσει στην ίδια την ερώτησή της, άκουσε τη φωνή του άντρα. «Όρθια. Βγάλε τα εσώρουχά σου».
Ο Μάικλ και η Λίντα καταλάβαιναν ότι η Σειρά 4 δεν αφορούσε απλώς το σεξ, αλλά και το να έχεις έναν άνθρωπο ως κτήμα σου και να τον ελέγχεις. Το σεξουαλικό στοιχείο ήταν ζωτικής σημασίας και, όπως πίστευαν, ο μοχλός από τον οποίο εξαρτιόταν η επιτυχία του θεάματος. Ο Μάικλ είχε περάσει ώρες ολόκληρες μελετώντας κάθε καρέ της σειράς ταινιών Hostel, οι οποίες κατά την άποψή του είχαν εκφυλιστεί σε ένα λουτρό αίματος, περιορίζοντας έτσι την γκάμα των θεατών σε εφήβους που εκτιμούσαν πρωταρχικά
την αιματοχυσία. Όταν όμως άρχιζε να τινάζεται παντού το αίμα, η ένταση διαλυόταν. Από την πλευρά της, η Λίντα θεωρούσε αποκρουστικές εκείνες τις ταινίες και είχε προτιμήσει να διαβάσει, δυο φορές, σχεδόν κάθε βιβλίο που είχε μπορέσει να βρει με θέμα την Πάτι Χιρστ και τον Συμβιωτικό Απελευθερωτικό Στρατό. Αυτό που τη γοήτευε ήταν ο τρόπος που η κληρονόμος είχε μεταβληθεί ψυχολογικά στην Τάνια, την επαναστάτρια. Μπορεί εκείνοι να μη χρειάζονταν να κάνουν τη Νούμερο 4 να πιάσει σαν ρομπότ ένα όπλο χωρίς σφαίρες και να πάρει μέρος στην κακοσχεδιασμένη ληστεία κάποιας τράπεζας ή σε μια επαναστατική ενέργεια «για να φάει ο κόσμος ψωμί». Αυτό που η Λίντα είχε βρει σαγηνευτικό ήταν ο τρόπος που η Χιρστ είχε οδηγηθεί στο σημείο να απαρνηθεί τη δική της ταυτότητα. Απομόνωση. Αδιάκοπες απειλές. Κακοποίηση. Σεξουαλικός καταναγκασμός. Καθεμία απ’ αυτές τις μεθόδους πελεκούσε βαθμιαία την προσωπικότητα της Πάτι Χιρστ, μετατρέποντάς τη στο απόλυτα άβουλο πλάσμα που στη συνέχεια εκμεταλλεύτηκαν οι απαγωγείς της. Η Λίντα ήξερε ότι η ιστορία της Χιρστ περιείχε στοιχεία που μπορούσαν να εισαχθούν με τον κατάλληλο χειρισμό στο δικό τους θέαμα. Θεωρούσε, απλούστατα, δεδομένο ότι αυτό που είχε μαγέψει την ίδια θα μάγευε σίγουρα και τους θεατές σε όλο τον κόσμο. Φυσικά, όσο πιο πολύ την τραβούσε αυτή η ιδέα, τόσο πιο σκληρή γινόταν. Ήθελε να κάνει κτήμα της τη Νούμερο 4 και να της προκαλέσει πόνο. Μερικές φορές, όταν ο Μάικλ κοιμόταν, εκείνη σηκωνόταν κλεφτά από το κρεβάτι, τύλιγε μια κουβέρτα γύρω από το γυμνό κορμί της και πήγαινε στις οθόνες για να δει τι έκανε η Νούμερο 4. Η καρδιά της άρχιζε
να χτυπάει πιο γοργά, όπως και των ανώνυμων ανθρώπων που παρακολουθούσαν το θέαμα. Ήταν ένα διαφορετικό είδος συνεύρεσης. Ένιωθε να διεγείρεται με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να αναπαραγάγει ο έρωτάς της με τον Μάικλ. Η ανάσα της έβγαινε κοφτά. Αισθανόταν μια άγρια επιθυμία να χαϊδέψει τον εαυτό της, μια επιθυμία που γινόταν ακόμα πιο έντονη επειδή αρνιόταν να το κάνει. Στερούσε από τον εαυτό της την απόλαυση, ώστε, όταν δινόταν στον Μάικλ, να το κάνει ακόμη πιο παθιασμένα. Ήξερε ότι τον ξάφνιαζε η ασυγκράτητη ορμή της, αλλά εκείνος κρατούσε το στόμα του κλειστό και ανταποκρινόταν. Δική της ιδέα ήταν το Ρολόι της Παρθενιάς. Αποτελούσε μια απλή προσθήκη. Τα πλάνα που μεταδίδονταν συνοδεύονταν από ένα χρονόμετρο. Ζητούσαν από τους θεατές να στοιχηματίσουν πότε ακριβώς η Νούμερο 4 θα υποχρεωνόταν από τους μασκοφόρους απαγωγείς της να χάσει την παρθενιά της. Η όλη διαδικασία έμοιαζε λιγάκι με τα στοιχήματα που έμπαιναν στα γραφεία, μόνο που το αντικείμενο του στοιχήματος δεν ήταν κάποιος αγώνας ποδοσφαίρου ή μπάσκετ. Ήταν ένας βιασμός. Δεν υπήρχε τρόπος να μαντέψει κάποιος πότε θα γινόταν. Εξασφαλιζόταν όμως η διαδραστική συμμετοχή των θεατών. Όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι λεπτομέρειες που αφορούσαν το χρονόμετρο και τον τρόπο συμμετοχής στο ηλεκτρονικό στοίχημα, αυξήθηκε άμεσα ο αριθμός των ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Σε πολύ κόσμο αρέσει ο τζόγος, σκέφτηκε η Λίντα. Το βασικό θέμα ήταν να υπάρχει ένα σχεδόν αδιάκοπο δέλεαρ. Όπως πάντα, σε όλη τη διάρκεια της Σειράς 4, ο
υπαινιγμός είχε τεράστια σημασία, ανακατεμένος με γενναίες δόσεις απροκάλυπτων πράξεων. Η Λίντα ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη στην ανάγκη να μην αφήσουν τους θεατές να αισθανθούν ανία, ούτε να φτάσουν στην κορύφωση. Όλα απέβλεπαν στο να εμπλέξουν τους θεατές στον ιστό της ιστορίας της Νούμερο 4, έτσι ώστε, πέρα από τον πόθο, να μαγευτούν και από τις ανατροπές και τις εξελίξεις της αφήγησης, με τρόπο που η αιχμαλωσία της Νούμερο 4 να μοιάζει με σαπουνόπερα που ήταν αληθινή κι ωστόσο εξωπραγματική, και εξελισσόταν μπροστά στα μάτια τους. Το Ρολόι της Παρθενιάς ήταν μια μικρή αλλαγή σκηνικού. Εμφανιζόταν σε μια γωνία απέναντι από το κανονικό κόκκινο ρολόι της Σειράς 4, που μετρούσε σταθερά τις ώρες που η Τζένιφερ βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους.
«Ωραία», είπε ο Μάικλ. Η φωνή του ήταν τραχιά και βαθιά. Η Νούμερο 4 στεκόταν άκαμπτα, αμήχανα, στην άκρη του κρεβατιού, σαν στρατιώτης σε στάση προσοχής, μόνο που προσπάθησε να καλύψει με τα χέρια τη γύμνια της, όπως είχε κάνει και προηγουμένως, όταν πλενόταν. Ο Μάικλ ήξερε ότι αυτό το έκανε μηχανικά. Ήξερε επίσης ότι αυτή η σεμνοτυφία θα διήγειρε τους περισσότερους θεατές. Ήταν τόσο συνηθισμένοι στο ζήλο που επιδείκνυαν οι πρωταγωνιστές στη βιομηχανία του πορνό προκειμένου να βγουν τα ρούχα και να ακολουθήσει το ωμό σεξ, ώστε η απροθυμία της Νούμερο 4 να τους δείξει αυτό που ήθελαν να δουν θα ήταν σκανδαλιστική. «Τα χέρια στα πλευρά, Νούμερο 4», είπε ψυχρά ο Μάικλ.
Την είδε να αναριγεί. Πήγε ελαφρά προς τα αριστερά, για να βεβαιωθεί ότι δε θα ήταν μπροστά στην κάμερα, και πλησίασε πολύ περισσότερο. Ήθελε να κάνει τη Νούμερο 4 να αισθανθεί την παρουσία του. Ίσως ακόμη και να νιώσει την ανάσα του στο μάγουλό της. Ήταν σίγουρος ότι η Λίντα θα μοίραζε τα πλάνα ανάμεσα στις άλλες κάμερες. Δεν είχε τη δική του επιδεξιότητα στην κινηματογράφηση, αλλά ήξερε αρκετά ώστε ν’ αλλάζει διαρκώς τις γωνίες λήψης. Χάιδεψέ τη με την κάμερα, σκέφτηκε. Προσπαθούσε νοερά να στείλει αυτό το μήνυμα στη Λίντα και φαντάστηκε πως θα τα κατάφερνε. Σε τέτοια θέματα, οι δυο τους λειτουργούσαν σε ένα διαισθητικό μήκος κύματος. «Κοίτα ολόισια μπροστά». Η Νούμερο 4 έκανε αυτό που της είπε. Δάγκωνε το κάτω χείλος της. Ο Μάικλ ήλπιζε ότι η Λίντα θα έκανε κοντινό πλάνο σ’ αυτό. «Έχουμε να σου κάνουμε μερικές ακόμη ερωτήσεις, Νούμερο 4». Εκείνη δεν έγνεψε καταφατικά, αλλά ο Μάικλ την είδε να γυρίζει το κεφάλι της ελαφρά προς το μέρος του. «Πες μας, Νούμερο 4, πώς έχεις φανταστεί ότι θα είναι η πρώτη φορά;» Η Τζένιφερ μισάνοιξε το στόμα της, λες και οι λέξεις ορμούσαν μπροστά αλλά σταματούσαν στα χείλη της. Ο Μάικλ την παρότρυνε. «Πίστευες ότι θα ερωτευόσουν; Ότι θα ήταν ρομαντικό; Μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα με φεγγάρι στην ακροθαλασσιά; Μπροστά σ’ ένα αναμμένο τζάκι σε κάποια καλύβα γεμάτη θαλπωρή, ενώ έξω θα μαινόταν ο χειμώνας;» Ο Μάικλ χαμογέλασε. Οι εικόνες εκείνες ήταν ιδέα της Λίντα.
«Ή μήπως ένα άγριο σμίξιμο στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου; Ή σε κάποιο πάρτι τριγυρισμένη από άλλους έφηβους, όπου θα υποχωρούσες λόγω της επιμονής τους ή λόγω ποτού ή κάποιου ναρκωτικού;» Η Νούμερο 4 δεν απάντησε. «Πες μας, Νούμερο 4. Θέλουμε να μάθουμε πώς φανταζόσουν ότι θα ήταν». «Εγώ ποτέ, εγώ δεν...» άρχισε να λέει διστακτικά η Τζένιφερ. «Και βέβαια θα το έχεις φανταστεί, Νούμερο 4», μούγκρισε ο Μάικλ, όσο πιο απειλητικά γινόταν. «Όλοι το κάνουν. Όλοι φαντασιώνονται. Μόνο που η πραγματικότητα δεν είναι πότε σαν τη φαντασίωση. Αλλά εμείς θέλουμε να μάθουμε, Νούμερο 4. Τι ονειρεύτηκες;» Η Τζένιφερ τσιτώθηκε. «Πίστευα πως θα ερωτευόμουν», είπε αργά. Ο Μάικλ χαμογέλασε κάτω από τη μάσκα που φορούσε. «Πες μας, Νούμερο 4. Πες μας τι άποψη έχεις για τον έρωτα». Δεν είμαι εγώ αυτή που στέκεται γυμνή μπροστά στον κόσμο, είπε η Τζένιφερ στον εαυτό της. Είναι η Νούμερο 4. Δεν ξέρω ποια είναι αυτή. Είναι κάποια άλλη. Κάποια διαφορετική. Εγώ εξακολουθώ να είμαι ο εαυτός μου. Αυτή που μιλάει είναι κάποια άλλη. Έπειτα σκέφτηκε: Δώσ’ του αυτό που θέλει. Άρχισε να λέει ψέματα. «Ήταν ένα αγόρι στο σχολείο μου, λεγόταν...» Ο Μάικλ προχώρησε γρήγορα και την άρπαξε απ’ το σαγόνι. Την έσφιξε άγρια. Η Τζένιφερ πήρε μια απότομη ανάσα. Κοκάλωσε. Ένιωσε
την πίεση στο σαγόνι της να αυξάνεται. Αυτό που την τρόμαξε και τη φόβισε δεν ήταν τόσο ο πόνος, όσο η αναπάντεχη κίνηση του άντρα. Αλλά όσο εκείνος την έσφιγγε, άρχισε να εντείνεται ο πόνος. Η Τζένιφερ είδε χρώματα πίσω από τη μάσκα της, ένα καλειδοσκόπιο κόκκινου και λευκού και τελικά μια πηχτή μαυρίλα. «Όχι. Όχι ονόματα, Νούμερο 4. Ούτε τοποθεσίες. Ούτε μικρές λεπτομέρειες που νομίζεις ότι κάποιος μπορεί ν’ ακούσει και ν’ αρχίσει να ψάχνει για να σε βρει. Δε θα σου το ξαναπώ, Νούμερο 4. Την επόμενη φορά θα σε κάνω στ’ αλήθεια να πονέσεις». Η Τζένιφερ αισθανόταν τη δύναμή του. Ήταν σαν να αιωρούνταν από πάνω της μαύρα σύννεφα που θα έφερναν μπόρα. Έγνεψε καταφατικά για να δείξει ότι συμφωνούσε. Σιγά σιγά η λαβή στο πρόσωπό της χαλάρωσε και το μούδιασμα άρχισε να φεύγει από το κορμί της. Καθώς υποχωρούσε ο πόνος, ήταν λες και βαθμιαία συνειδητοποίησε πάλι τη γύμνια της. «Συνέχισε, Νούμερο 4. Προσεκτικά μόνο». Η Τζένιφερ είχε την αίσθηση ότι ο άντρας δεν είχε υποχωρήσει παραπάνω από μερικά εκατοστά. Εξακολουθούσε να ζυγιάζεται από πάνω της. Δεν ήθελε να δεχτεί κι άλλο χτύπημα, έτσι άρχισε να σκαρφίζεται διάφορα. «Ήταν ψηλός και κοκαλιάρης. Και είχε ένα χαζούλικο χαμόγελο που μου άρεσε πολύ. Του άρεσαν οι ταινίες δράσης και ήταν πολύ καλός στα φιλολογικά μαθήματα –νομίζω πως έγραφε και ποιήματα– και το χειμώνα φορούσε ένα αστείο σκουφί με αυτιά κι έμοιαζε κάπως με ελέφαντα χωρίς προβοσκίδα».
Ο άντρας γέλασε κοφτά. «Ωραία», είπε. «Κι εσύ τι φαντάστηκες, Νούμερο 4;» «Σκέφτηκα ότι, αν μου ζητούσε να βγούμε, θα τον άφηνα να με φιλήσει μετά το πρώτο ραντεβού». «Μάλιστα; Και μετά;» «Κι αν μου ζητούσε να βγούμε ξανά, θα τον φιλούσα πάλι και θα τον άφηνα να μου πιάσει το στήθος». Η Τζένιφερ άκουσε τον άντρα να πλησιάζει. Μιλούσε με σιγανή, ψιθυριστή φωνή, σχεδόν σαν να είχε εξαφανιστεί ο θυμός του και να είχε δώσει τη θέση του σε κάτι που μόνο οι δυο τους μπορούσαν να μοιραστούν. «Μάλιστα, πες μου κι άλλα, Νούμερο 4. Τι θα γινόταν στο τρίτο ραντεβού;» Η Τζένιφερ κοίταζε ολόισια μπροστά. Ήξερε ότι απέναντί της βρισκόταν η κάμερα. Υποψιαζόταν ότι όταν χρησιμοποίησε τη λέξη στήθος, η κάμερα είχε ζουμάρει στο δικό της. Μόνο που δεν είναι το δικό μου στήθος αλλά της Νούμερο 4, είπε επίμονα στον εαυτό της. Μισόκλεισε τα μάτια της πίσω από τη μάσκα, προσπαθώντας να φανταστεί την εικόνα ενός αγοριού που δεν υπήρχε. Κανείς δεν της είχε ζητήσει ποτέ να βγουν. Και με εξαίρεση ένα πάρτι όταν ήταν δώδεκα ετών όπου είχε παίξει την μπουκάλα, κανείς δεν είχε θελήσει ποτέ να τη φιλήσει. Απ’ όσο ήξερε, τουλάχιστον. Μερικές φορές αυτό την είχε κάνει να σκεφτεί ότι δεν ήταν όμορφη. Δεν της είχε περάσει ποτέ από το νου η σκέψη ότι μπορεί να ίσχυε το ακριβώς αντίθετο, ότι ήταν υπερβολικά όμορφη και υπερβολικά διαφορετική και ατίθαση, και ότι όλα αυτά τρόμαζαν και έσπρωχναν τους συμμαθητές της προς ευκολότερες προκλήσεις.
Άρχισε πάλι να αυτοσχεδιάζει. Πήρε ιδέες από όλες τις φαντασιώσεις που είχε πριν βυθιστεί στον ύπνο κάθε βράδυ. Από ταινίες. Από βιβλία. Από οτιδήποτε περιείχε ένα ρομάντζο που εύκολα μπορούσε να θυμηθεί κανείς. «Αν με ξανάπαιρνε τηλέφωνο, κι αν μπορούσα να κανονίσω τα πράγματα όπως ήθελα... ένα μέρος όπου θα μπορούσαμε να είμαστε μόνοι και ήσυχοι... σκέφτηκα πως ίσως...» Δίστασε. «...θα φτάναμε μέχρι το τέλος». «Συνέχισε, Νούμερο 4». «Ήθελα να γίνει σε ένα δωμάτιο. Σε μια αληθινή κρεβατοκάμαρα. Όχι πάνω σε κάποιον καναπέ ή μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο ή σε κάποιο υπόγειο. Ήθελα να γίνει αργά. Σκεφτόμουν ότι θα ήταν σαν να έδινα ένα δώρο. Ήθελα να είναι μια ξεχωριστή εμπειρία. Και δεν ήθελα μετά να το βάλει στα πόδια το αγόρι. Δεν ήθελα να γίνει κάτι που θα με τρόμαζε». Ο άντρας πήγε ακόμη πιο κοντά της. Η Τζένιφερ τον ένιωσε να τριγυρνάει. Όταν τα δάχτυλά του άγγιξαν το μπράτσο της κόντεψε να ξεφωνίσει. Ήταν έντρομη. «Τώρα όμως δε θα γίνει με τέτοιο τρόπο πια, έτσι δεν είναι, Νούμερο 4; Αυτό το αγόρι από το σχολείο σου δεν είναι εδώ, σωστά; Και φαντάζεσαι ότι θα μάθει ποτέ τι απόλαυση έχασε;» Η Τζένιφερ δεν απάντησε. Αισθανόταν τα ακροδάχτυλά του να διατρέχουν ανάλαφρα το δέρμα της. Ψηλάφησαν το περίγραμμα του κορμιού της, σαν να τραβούσαν την προσοχή σε διάφορα σημεία. Στους ώμους. Στην πλάτη και στους γλουτούς της. Γύρω από τη μέση της, μένοντας λίγο παραπάνω στο επίπεδο στομάχι της. Και μετά πιο χαμηλά. Ανατρίχιασε. Αν αυτό γινόταν με κάποιον που αγαπούσε, η
αίσθηση θα ήταν πολύ ερωτική. Με αυτό τον άντρα όμως, ένιωθε το σκοτάδι να τη σκεπάζει. Άθελά της συσπάστηκε και χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μην τραβηχτεί. «Θέλεις να ξεμπερδεύεις μ’ αυτό το θέμα, Νούμερο 4;» «Δεν ξέρω...» Ο άντρας επανέλαβε την ερώτησή του: «Θέλεις να ξεμπερδεύεις μ’ αυτό το θέμα, Νούμερο 4;» Η Τζένιφερ δίστασε. Άραγε το ναι θα τον ενθάρρυνε να τη γραπώσει επιτόπου; Να τη ρίξει στο κρεβάτι και να τη βιάσει; Μήπως το όχι θα ήταν προσβολή; Μπορεί να είχε το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Πήρε μια κοφτή ανάσα και την κράτησε, λες και προκαλώντας ασφυξία στον εαυτό της θα μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν η σωστή απάντηση, αν υπήρχε σωστή απάντηση. Οι ώμοι της συσπάστηκαν. Τι θα απέμενε μετά; Θα είχε άραγε την παραμικρή αξία γι’ αυτούς; «Απάντησε στην ερώτησή μου, Νούμερο 4». Η Τζένιφερ ανάσανε. «Όχι», είπε. Ο Μάικλ εξακολούθησε να μιλάει ψιθυριστά. «Είπες ότι ήθελες η εμπειρία αυτή να είναι ξεχωριστή». Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Ο Μάικλ συνέχισε να μιλάει χαμηλόφωνα με συγκρατημένο μίσος, όχι αγάπη. «Θα είναι. Μόνο που δε θα είναι ξεχωριστή με τον τρόπο που πίστευες». Έβαλε τα γέλια, και μετά η Τζένιφερ τον ένιωσε να απομακρύνεται. «Σύντομα», της είπε. «Σκέψου το αυτό. Πολύ σύντομα. Θα μπορούσε να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Και θα είναι σκληρή εμπειρία, Νούμερο 4. Καμία σχέση με ό,τι
φαντάστηκες ποτέ». Κατόπιν η Τζένιφερ τον άκουσε να διασχίζει το δωμάτιο. Το επόμενο δευτερόλεπτο ακούστηκε άλλος ένας ήχος. Της πόρτας που άνοιξε κι έκλεισε. Η Τζένιφερ έμεινε όρθια, εξακολουθώντας να είναι γυμνή. Περίμενε κάμποσα λεπτά, όπως της φάνηκε, ακίνητη. Μετά, όταν η ένταση της σιωπής γύρω της γιγαντώθηκε ώσπου έγινε κραυγή, άφησε την ανάσα της να βγει αργά κι έψαξε να βρει τα εσώρουχά της. Τα φόρεσε και γύρισε στο κρεβάτι. Αισθάνθηκε τον ιδρώτα να κυλάει από τις μασχάλες της. Δεν ήταν η ζέστη που τον προκαλούσε. Ήταν η απειλή. Βρήκε το αρκουδάκι της και του είπε ψιθυριστά: «Αυτό δε συμβαίνει σ’ εμάς, Καφετούλη. Συμβαίνει σε κάποιον άλλο. Η Τζένιφερ είναι ακόμη φίλη σου. Δεν έχει αλλάξει». Ευχήθηκε να μπορούσε πραγματικά να το πιστέψει αυτό. Καταλάβαινε ότι κάτι ισορροπούσε με πολύ αβέβαιο τρόπο, γέρνοντας ποτέ από τη μια και πότε από την άλλη. Αυτό που αμφιταλαντευόταν ήταν η ταυτότητά της. Δεν ήξερε αν μπορούσε να διατηρήσει την ισορροπία της. Το δωμάτιο πέρα από το ύφασμα που κάλυπτε τα μάτια της πρέπει να στριφογύριζε. Η Τζένιφερ αισθάνθηκε ζαλάδα και έξαψη, λες και τα χέρια εκείνου του άντρα είχαν αφήσει κόκκινες αυλακιές και ουλές σε όλα τα σημεία όπου την είχαν αγγίξει. Έσφιξε πιο δυνατά πάνω της τον Καφετούλη. Αντιπάλεψε ό,τι μπορείς ν’ αντιπαλέψεις, Τζένιφερ. Τα υπόλοιπα δεν έχουν καμιά σημασία. Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, σαν να συμφωνούσε με τον εαυτό της. Έπειτα βαθιά μέσα της επανέλαβε επίμονα: Ό,τι κι αν
γίνει, δε σημαίνει τίποτα, δε σημαίνει τίποτα, δε σημαίνει τίποτα. Μόνο ένα πράγμα έχει σημασία: να μείνεις ζωντανή.
32 Ο Έιντριαν πέρασε ένα μεγάλο μέρος του Σαββατοκύριακου κλεισμένος στο σπίτι του, καθηλωμένος όχι από κάποια κλειδαριά ή αλυσίδα, αλλά από την αρρώστια του. Κοιμόταν ελάχιστα, και τον ύπνο του τάραζαν ανήσυχα όνειρα. Την περισσότερη ώρα βημάτιζε σπασμωδικά από δωμάτιο σε δωμάτιο, σταματώντας για λίγο μόνο για να μιλήσει με την Κάσι, η οποία δεν του απαντούσε, ή για να παρακαλέσει τον Τόμι να εμφανιστεί για να μπορέσει να τον αγκαλιάσει άλλη μια φορά. Εκείνη η σκέψη στροβιλιζόταν αδιάκοπα στο μυαλό του, άλλη μια φορά άλλη μια φορά άλλη μια φορά, αλλά, παρά τις ικεσίες του, ο γιος του παρέμενε σιωπηλός και αόρατος. Όταν ο Έιντριαν τύχαινε να πιάσει τον εαυτό του στον καθρέφτη, νόμιζε πως έβλεπε μια σκιά. Φορούσε το σκισμένο πάνω μέρος μιας πιτζάμας κι ένα ξεθωριασμένο μπλουτζίν, σαν να γδυνόταν ή να ντυνόταν εκείνη τη στιγμή. Τα μαλλιά του ήταν κολλημένα από τον ιδρώτα. Τα γκρίζα γένια του ήταν αξύριστα. Αισθανόταν σαν να είχε παγιδευτεί στη μέση μιας έντονης διαφωνίας, λες και ένα επίμονο μέρος του εαυτού του του φώναζε να τα ξεχάσει όλα, ενώ ένα άλλο μέρος επέμενε να διατηρήσει τη διαύγειά του, να ελέγξει τις σκέψεις του, και να βάλει σε τάξη τις αναμνήσεις του. Το ένα μέρος κραύγαζε και ξεφώνιζε, ενώ το άλλο μιλούσε ήρεμα, σιγανά. Κάθε τόσο αυτό το λογικό μέρος της προσωπικότητάς του του υπενθύμιζε να φάει κάτι, να πάει
στην τουαλέτα, να βουρτσίσει τα δόντια του, να κάνει ένα ντους, να ξυριστεί –να ακολουθήσει δηλαδή τη συνηθισμένη ρουτίνα της ζωής που όλοι θεωρούν φυσιολογική, και η οποία, όπως ήξερε ο Έιντριαν, γινόταν όλο και πιο δύσκολη και αποθαρρυντικά περίπλοκη. Ήθελε να μεταθέσει την ευθύνη στη γυναίκα του. Η Κάσι πάντα κατάφερνε να θυμάται όλα τα ραντεβού και των δυο τους. Είχε φοβερή μνήμη και συγκρατούσε τα ονόματα των ανθρώπων με τους οποίους γνωρίζονταν σε διάφορα πάρτι. Θυμόταν ημερομηνίες, τοπωνύμια, τον καιρό, αλλά και συζητήσεις, με την ακρίβεια στενογράφου. Εκείνος πάντα απορούσε και τη θαύμαζε για την ικανότητά της να ανακαλεί άμεσα στη μνήμη της πράγματα που ο ίδιος θεωρούσε ασήμαντες πτυχές της ζωής. Το δικό του μυαλό ήταν γεμάτο ανάκατες μετρήσεις από αμέτρητα εργαστηριακά πειράματα, και λέξεις που μπορεί κάποια στιγμή να προσπαθούσε να συνταιριάξει φτιάχνοντας κάποιο ποίημα. Ήταν σαν να μην είχε μείνει χώρος στον εγκέφαλό του για να θυμάται το όνομα της γυναίκας του επίκουρου καθηγητή την οποία είχε γνωρίσει σε ένα από τα μπάρμπεκιου που οργάνωνε το τμήμα κάθε τέλος της χρονιάς. Ή κάθε πότε έπρεπε ν’ αλλάζει τα λάδια του Βόλβο. Ο Τόμι είχε κληρονομήσει την ικανότητα της μητέρας του να ανακαλεί χωρίς καμία προσπάθεια ονόματα και τοπωνύμια. Αυτό τον είχε βοηθήσει να κάνει σωστά τη δουλειά του με την κάμερα. Η τάδε λήψη είχε γίνει μ’ αυτή την ταχύτητα, μ’ αυτό το διάφραγμα, μ’ αυτή την έκθεση. Ο Τόμι αντιμετώπιζε την τέχνη του με εγκυκλοπαιδικό τρόπο. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι είτε η γυναίκα του είτε ο γιος του θα έκαναν πολύ καλύτερη έρευνα για την Τζένιφερ. Ο
καθένας θα συνδύαζε λεπτομέρειες, θα συσχέτιζε παρατηρήσεις και θα κατέληγε σε γεγονότα. Εκείνοι θα ήταν σαν τον Μπράιαν, θα κατόρθωναν να συνθέσουν μια μεγαλύτερη εικόνα συνενώνοντας μικρά πράγματα. Ο Έιντριαν ζήλευε. Όλοι τους ήταν καλύτεροι ντετέκτιβ από εκείνον. Για μια ακόμη φορά κάρφωσε το βλέμμα του στην αγαπημένη πολυθρόνα της γυναίκας του, αλλά η Κάσι δεν ήταν εκεί, ενώ θα έπρεπε. Ο Έιντριαν καταλάβαινε αόριστα ότι το σπίτι του παρουσίαζε την ίδια φθορά μ’ εκείνον. Ήξερε ότι τα άπλυτα πιάτα σχημάτιζαν στοίβες μέσα στο νεροχύτη. Ότι στο πλυσταριό υπήρχαν σωροί από βρόμικα ρούχα. Ότι η ηλεκτρική σκούπα και η σφουγγαρίστρα τον καλούσαν, μολονότι δεν ήξερε τι γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιούσαν οι συσκευές. Κάποια μυστηριώδη μεταλλική φωνή, σαν αυτήν που ακουγόταν στις ανακοινώσεις των σταθμών των τρένων και των λεωφορείων. Είπε στον εαυτό του ότι έπρεπε να κρατάει το μυαλό του σε λειτουργία, κι έτσι, αφού σηκώθηκε απότομα στη μέση του καθιστικού φωνάζοντας Κοίτα, Κάσι, πρέπει να με βοηθάς να θυμάμαι αυτές τις σαχλαμάρες, γαμώτο! βρήκε μια σκούπα κι άρχισε να σκουπίζει. Δεν μπόρεσε να βρει φαράσι και γι’ αυτό έχωσε κάτω απ’ το χαλί μερικά από τα σκουπίδια που μάζεψε. Αυτό τον έκανε να γελάσει, και διαισθάνθηκε την αποδοκιμασία της γυναίκας του. Ολόγυρά του φάνηκε να αντηχεί μια απόκοσμη γκρίνια, Ω Όντι, πώς μπόρεσες να κάνεις τέτοιο πράγμα, αλλά η Κάσι δεν εμφανίστηκε, κι εκείνος ένιωσε σαν παιδάκι που είχε καταφέρει να γλιτώσει την τιμωρία ενώ είχε παραβιάσει έναν από τους κανόνες του
νοικοκυριού. Στη συνέχεια άφησε τη σκούπα να πέσει με βρόντο πάνω στο φθαρμένο παρκέ. Πήγε στην κουζίνα. Κατάφερε να τοποθετήσει ένα μέρος από τα άπλυτα πιάτα στο πλυντήριο, το έβαλε να πλένει και μετά καταπιάστηκε με το πλυντήριο ρούχων και το στεγνωτήριο. Ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος με τον εαυτό του που κατάφερε να βάλει τη σωστή ποσότητα απορρυπαντικού στο κατάλληλο δοχείο και να πατήσει τα σωστά κουμπιά για να ξεκινήσει το πλύσιμο. Ήταν μια εξαιρετικά άχαρη και τρομακτικά μοναχική δουλειά. Ο Έιντριαν είπε στον εαυτό του ότι όλα αυτά ήταν άδικα. Χρειαζόταν τους δικούς του κι εκείνοι δεν ήταν εκεί. Και ξαφνικά, καθώς το πλυντήριο άρχισε να βγάζει τους διάφορους θορύβους, παίρνοντας νερό και σαπούνι και καθαρίζοντας τα ρούχα του, ο Έιντριαν συνειδητοποίησε ότι οι δικοί του ήταν εκεί. Δεν ήταν ποτέ μόνος. Οι άνθρωποι τους οποίους αγαπούσε και για τους οποίους νοιαζόταν ήταν δίπλα του. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι το αν τους άκουγε ή όχι δεν ήταν κάτι που είχε να κάνει μ’ εκείνους, αλλά με τον εαυτό του. Γύρισε απότομα, σαν να τον είχε ξαφνιάσει κάποιος θόρυβος. Η Κάσι ήταν πίσω του. Ο Έιντριαν χαμογέλασε πλατιά· ήταν η Κάσι σε νεαρή ηλικία. Φορούσε ένα χαλαρό καλοκαιρινό φόρεμα και ήταν έγκυος –σε προχωρημένο στάδιο, ίσως μερικές μέρες, ή λεπτά, πριν ανακοινώσει ο Τόμι την άφιξή του στον κόσμο τους. Στεκόταν δίπλα στον τοίχο, γερμένη πάνω στην πόρτα της κουζίνας. Του χαμογέλασε, κι όταν εκείνος έκανε με λαχτάρα ένα βήμα μπροστά
απλώνοντας τα χέρια του να την πιάσει, η Κάσι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και του έδειξε αμίλητη κάτι δίπλα της. «Κάσι», της είπε, «σε χρειάζομαι. Πρέπει να είσαι εδώ μαζί μου για να με βοηθήσεις να θυμάμαι...» Εκείνη χαμογέλασε πάλι. Συνέχισε να του κάνει νόημα προς το πλάι. Ο Έιντριαν δεν κατάλαβε ακριβώς τι του έδειχνε, και πήγε πιο κοντά, με τα χέρια διάπλατα απλωμένα. «Ξέρω ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα τέλεια. Ξέρω ότι υπήρξαν διαφωνίες και λυπηρές στιγμές και απογοητεύσεις και ότι εσύ παραπονιόσουν επειδή ήσουν κολλημένη σε μια μικρή κολεγιακή πόλη όπου δε γινόταν ποτέ τίποτε και ότι σου άξιζε να γίνεις μια σημαντική ζωγράφος μιας μεγάλης πόλης και ότι εγώ σε εμπόδισα. Όλα αυτά τα ξέρω. Και θυμάμαι ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, ιδίως όταν τον Τόμι τον έπιανε το στραβό του κι εμείς τσακωνόμασταν εξαιτίας του και για το τι έπρεπε να γίνει. Αλλά τώρα θέλω μόνο να θυμάμαι όλα τα εξαιρετικά και υπέροχα και ιδανικά...» Η Κάσι του έδειξε πάλι κάτι δίπλα της και ο Έιντριαν είδε το θυμό στα μάτια της, λες και ο μακρόσυρτος και εγωιστικός λόγος του δεν είχε σημασία. Το ύφος της ήταν απαιτητικό. Τα μαύρα μάτια της μπορούσαν να πετάξουν αστραπόβροντα όταν το ήθελε. «Τι τρέχει;» τη ρώτησε. Εκείνη χαμογέλασε κι έριξε πίσω το κεφάλι της τινάζοντας τα μακριά μαλλιά της, λες και ο Έιντριαν ήταν ένα παιδί στην τάξη που δεν μπορούσε να καταλάβει κάτι αξιοθρήνητα απλό, όπως πόσο κάνει δύο συν δύο ή το σχήμα της Πολιτείας της Μασαχουσέτης. «Τι», άρχισε να της λέει, και μετά είδε τι ήταν αυτό που του έδειχνε. Το τηλέφωνο στον τοίχο της κουζίνας.
Έστησε αυτί και, σιγά σιγά, σαν να ρύθμιζε κάποιος τον ήχο ενός στερεοφωνικού, άκουσε ένα μακρινό κουδούνισμα να δυναμώνει όλο και πιο πολύ. Άρπαξε το ακουστικό και το έφερε στ’ αυτί του. «Εμπρός;» «Ώστε περίμενες να σου τηλεφωνήσω εγώ, καθηγητά; Θέλεις να βρεθούμε; Έχω σημειώσει κάποια πρόοδο». Ήταν ο Γουλφ. Ο τόνος της φωνής του ήταν χαρακτηριστικός. Σαν πηχτό λάδι που ανάβλυζε από τη γη, αυτή την εντύπωση έδινε στον Έιντριαν. «Κύριε Γουλφ». «Ποιον περίμενες;» «Τη βρήκες;» «Όχι ακριβώς. Αλλά». «Λοιπόν, τι τρέχει;» Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι η φωνή του είχε μια σκληρότητα που έδειχνε απόλυτη έλλειψη κάθε διάθεσης συμβιβασμού. Αναρωτήθηκε από πού είχε πηγάσει αυτός ο τόνος. «Νομίζω, καθηγητά, ότι μπορεί να θέλεις να με βοηθήσεις πλέον. Βρήκα μερικά...» Ο Γουλφ σταμάτησε. Δίστασε. «Να, βρήκα μερικά πράγματα που αξίζει να δεις», συνέχισε. «Και σκέφτομαι ότι μπορεί να είσαι αυτός ακριβώς που πρέπει να τα δει». Ο Έιντριαν κοίταξε τη γυναίκα του. Η Κάσι χάιδευε τη φουσκωμένη κοιλιά της, διαγράφοντας κύκλους πάνω της. Γύρισε το βλέμμα της πάνω του κι έγνεψε με ενθουσιασμό. Δε χρειαζόταν να του πει Πήγαινε, Έιντριαν. «Εντάξει», είπε εκείνος. «Θα περάσω από εκεί». Έκλεισε το τηλέφωνο. Ήθελε να αγκαλιάσει τη γυναίκα του, αλλά εκείνη έδειξε προς την πόρτα. «Βιάσου», του είπε
τελικά με την τραγουδιστή φωνή της. Ο Έιντριαν καταχάρηκε ακούγοντάς τη να μιλάει. Η σιωπή τον είχε φοβίσει. «Πάντα να κάνεις γρήγορα, Όντι». Εκείνος κοίταξε την κοιλιά της. Αυτό που θυμόταν ήταν οι τελευταίες μέρες πριν από τη γέννηση του γιου τους. Η Κάσι ζεσταινόταν, δεν μπορούσε να βολευτεί, αλλά όλα τα πράγματα που θα έπρεπε να την είχαν κάνει οξύθυμη και ανυπόμονη φαίνονταν να έχουν βγει από τη μέση και να έχουν κλειδωθεί σε κάποιο κρυμμένο κιβώτιο. Η Κάσι έχυνε ποτάμια ιδρώτα από την καλοκαιρινή ζέστη και περίμενε. Ο Έιντριαν της έφερνε παγωμένο νερό και τη βοηθούσε όποτε ήθελε να σηκωθεί από την πολυθρόνα της. Ξάπλωνε δίπλα της τα βράδια κάνοντας πως κοιμάται, ακούγοντάς τη να στριφογυρίζει προσπαθώντας να βρει μια βολική θέση. Δεν υπήρχε τρόπος να εκφράσει συμπόνια εκείνη την εποχή, αφού στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένας λόγος για συμπόνια και απλώς θα την εξόργιζε. Η Κάσι ήδη κατέβαλλε πολύ μεγάλες προσπάθειες για να ελέγξει τα συναισθήματά της. Ο Έιντριαν έκανε ένα βήμα μπροστά. «Δεν μπορείς να θυμάσαι μόνο τα καλά πράγματα», είπε η Κάσι. «Υπήρχαν και πολλά προβλήματα. Όπως όταν πέθανε ο Μπράιαν. Αυτό ήταν κακό. Βδομάδες ολόκληρες έπινες πάρα πολύ, και κατηγορούσες τον εαυτό σου. Και μετά, όταν ο Τόμι...» Η Κάσι σταμάτησε. «Για ποιο λόγο εσύ...» Ο Έιντριαν ήθελε να της κάνει την ερώτηση που έμενε μετέωρη τις τελευταίες βδομάδες της ζωής της αλλά δεν μπόρεσε. Είδε πως η Κάσι είχε κατεβάσει τα μάτια στην κοιλιά της, λες και μπορούσε να δει όλα όσα
επρόκειτο να έρθουν, και αυτό τη γέμιζε χαρά αλλά και ασυγκράτητη λύπη ταυτόχρονα. Και τότε ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι αυτό πρέπει να ήταν που αισθανόταν ο ίδιος, κάθε στιγμή της κάθε μέρας, στη λογική αλλά και στην τρέλα του. Σκέφτηκε πως είχε κάνει λάθος να συνεχίσει τη ζωή του μετά το θάνατο του Τόμι και της Κάσι. Τότε ήταν που έπρεπε να είχε πεθάνει. Έπρεπε να τους είχε ακολουθήσει αμέσως, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Διαλέγοντας να ζήσει είχε ακολουθήσει την οδό διαφυγής ενός δειλού. Όταν ξανακοίταξε την Κάσι, την είδε να κουνάει το κεφάλι της. «Αυτό που έκανα ήταν λάθος», είπε εκείνη αργά. «Αλλά ήταν και σωστό». Αυτό δεν είχε νόημα, ταυτόχρονα όμως ήταν και απόλυτα λογικό. Ως ψυχολόγος, ο Έιντριαν κατανοούσε με ποιον τρόπο η θλίψη μπορούσε να προκαλέσει μια σχεδόν ψυχωσική, αυτοκτονική κατάσταση. Στον τομέα του υπήρχε εκτεταμένη βιβλιογραφία γι’ αυτό το θέμα. Βλέποντας όμως τη γυναίκα του στην άλλη άκρη του δωματίου, τόσο νέα και όμορφη, να αναλογίζεται πόσα θα μπορούσαν να είχαν κάνει μαζί στη ζωή τους, ούτε όλες οι κλινικές μελέτες του κόσμου δεν τον βοηθούσαν να καταλάβει για ποιο λόγο η Κάσι είχε κάνει αυτό που έκανε. Έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Ήθελε να τη ρωτήσει γιατί τον είχε αφήσει μόνο, και μετά πίστεψε πως πρέπει να είχε προφέρει τις λέξεις, αφού η φωνή της διαπέρασε την ονειροπόλησή του. «Όταν πέθανε ο Τόμι, εγώ έγινα μια σκιά», είπε η Κάσι. «Ήξερα ότι εσύ είχες αρκετή δύναμη ώστε να δεις πως είχε απομείνει κάτι για το οποίο άξιζε να ζήσεις.
Εγώ όμως ήμουν αδύναμη. Δεν μπορούσα να βρίσκομαι σ’ ένα σπίτι όπου υπήρχε τόσος πόνος, τόσες αναμνήσεις. Τα πάντα μου θύμιζαν εκείνον. Ακόμη κι εσύ, Όντι. Ιδίως εσύ. Σε κοίταζα και έβλεπα τον Τόμι, ήταν σαν να μου ξέσκιζαν τα σωθικά και να έπαιρναν κάτι από μέσα μου. Μια νύχτα οδήγησα το αυτοκίνητο υπερβολικά γρήγορα. Έμοιαζε σωστό». «Ποτέ δεν ήταν σωστό», είπε ο Έιντριαν. Άνοιξε αργά τα μάτια του, ρουφώντας την οπτασία της νεαρής γυναίκας του. «Ποτέ δεν μπορεί να ήταν σωστό. Εγώ θα σε είχα βοηθήσει. Μαζί θα είχαμε βρει κάτι». Η Κάσι άγγιξε την κοιλιά της. Χαμογέλασε. «Σε συγχωρώ», φώναξε απότομα ο Έιντριαν. Του ’ρχόταν να βάλει τα κλάματα. «Αχ, Ποσουμάκι μου, σε συγχωρώ». «Και βέβαια με συγχωρείς», απάντησε η Κάσι, φλεγματικά. «Αλλά δεν μπορείς να χαραμίζεις αυτές τις στιγμές μ’ εμένα. Έχεις μια πιο σημαντική δουλειά να κάνεις. Δε νομίζεις ότι υπάρχει μια άλλη μητέρα κάπου, η μητέρα της Τζένιφερ, που αισθάνεται όπως αισθάνθηκα εγώ;» «Μα», έκανε να πει εκείνος. «Πήγαινε να σουλουπωθείς. Δε γίνεται να βγεις έξω σε τέτοια χάλια», είπε η Κάσι. Ο Έιντριαν ανασήκωσε τους ώμους του και πήγε στο μπάνιο, έβαλε αφρό κι έπιασε το ξυραφάκι του. Βούρτσισε τα δόντια του κι έπλυνε το πρόσωπό του. Μετά πήγε βιαστικά στην κρεβατοκάμαρά τους. Έψαξε στα συρτάρια μέχρι που βρήκε ένα καθαρό κοτλέ παντελόνι, καθαρά εσώρουχα, κι ένα πουλόβερ που το μύρισε πρώτα για να βεβαιωθεί πως ήταν εντάξει. Ντύθηκε βιαστικά, ξέροντας πως η Κάσι τον παρακολουθούσε.
«Κάνω γρήγορα», της είπε. Την ένιωσε να γελάει. «Έιντριαν, η γρηγοράδα δεν ήταν ποτέ το δυνατό σου σημείο», απάντησε εκείνη. «Εντάξει, εντάξει», είπε εκείνος, λιγάκι τσατισμένος. «Ο άνθρωπος αυτός με κάνει να νιώθω βρόμικος, Κάσι. Μου είναι δύσκολο να βιαστώ για να τον συναντήσω». «Ναι, αλλά είναι ό,τι πλησιέστερο σε μια απάντηση διαθέτεις. Ποιος ξέρει καλύτερα πώς να βάλει μια φωτιά, Όντι, ο εμπρηστής ή ο πυροσβέστης; Ποιος ξέρει να σκοτώνει καλύτερα, ο ντετέκτιβ ή ο δολοφόνος;» «Καταλαβαίνω καλά τι θέλεις να πεις», απάντησε ο Έιντριαν, καθώς βογκούσε δένοντας τα κορδόνια του. «Παζλ. Λαβύρινθοι. Παιχνίδια. Σπαζοκεφαλιές. Έιντριαν, αντιμετώπισε την κατάσταση όπως αντιμετώπιζες τα πάντα. Κομμάτια που συνδυάζονται και σου λένε κάτι. Προσπάθησε σκληρά, Όντι. Βάλε τη φαντασία σου να δουλέψει για σένα». Ο Έιντριαν σκέφτηκε πως η γυναίκα του είχε σαφέστατα δίκιο. Αναστέναξε, θέλοντας να μείνει κι άλλο, να πάρει περισσότερες απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, απαντήσεις που γνώριζε ήδη, αντί να φύγει νυχτιάτικα σε μια προσπάθεια να βρει άλλες, κρυμμένες. Πήγε σέρνοντας τα βήματά του μέχρι την πόρτα, έβαλε ένα τουίντ σακάκι, και βγήκε στο λαμπρό φως του πρωινού, νιώθοντας για μια στιγμή ένα ξάφνιασμα που το μεσονύκτιο σκοτάδι που περίμενε εκείνος φαινόταν κατά περίεργο τρόπο να έχει μεταφερθεί σε λάθος χρόνο.
Αυτό που έκανε η Τέρι Κόλινς ήταν αντίθετο με την πολιτική
της υπηρεσίας, αλλά επρόκειτο για μια παράβαση ενός κανόνα που σπάνια εφαρμοζόταν αυστηρά. Είχε πάρει στο σπίτι της το φάκελο της Τζένιφερ Ρίγκινς για να τον μελετήσει το Σαββατοκύριακο, ελπίζοντας ότι η εξέταση των ασύμβατων λεπτομερειών που είχαν συσσωρευτεί σε διάφορες σελίδες μπορεί να την οδηγούσε σε κάποια θετική κατεύθυνση. Κάθισε με όλα τα χαρτιά μαζεμένα στα γόνατά της, ενώ τα παιδιά της έπαιζαν έξω με φίλους τους, κάνοντας φασαρία σε ανεκτό επίπεδο, κοπανώντας διάφορα πράγματα και φωνάζοντας, αλλά μέχρι στιγμής, ευτυχώς, δεν υπήρχαν συγκρούσεις και κλάματα. Η δική της αμηχανία και απογοήτευση είχαν ενταθεί. Οι τεχνικοί της πολιτειακής αστυνομίας είχαν καταφέρει να βελτιώσουν την εικόνα του βίντεο από το σύστημα ασφαλείας σε σημείο που διακρίνονταν ορισμένες λεπτομέρειες του προσώπου, αλλά σε εξαιρετικά περιορισμένο βαθμό. Αν μάθαινε το όνομα εκείνου του ανθρώπου, ίσως θα ήταν ένα στοιχείο που θα μπορούσε να βοηθήσει στο δικαστήριο. Ενδεχομένως θα της επέτρεπε να κάνει μερικές ζόρικες ερωτήσεις, αν είχε εκείνο τον άνθρωπο καθισμένο απέναντί της. Μέχρι στιγμής όμως ήταν σχεδόν αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητά του και το τι έκανε στο σταθμό των λεωφορείων κι αν είχε πράγματι σχέση με την εξαφάνιση της Τζένιφερ. Ίσως η Τέρι θα μπορούσε να βγάλει κάποιο νόημα αν είχε πρόσβαση σε εξελιγμένα αντιτρομοκρατικά ηλεκτρονικά προγράμματα και σε συστοιχίες ηλεκτρονικών υπολογιστών. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβαινε. Αντιμετώπιζε το κλασικό δίλημμα των αστυνομικών. Αν κάποιο άλλο στοιχείο έχει οδηγήσει στα ίχνη ενός υπόπτου,
με γνωστή ταυτότητα και σχέση με κάποιο έγκλημα, η αναδρομή σε συσσωρευμένα στοιχεία ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη, ωστόσο όχι ακατόρθωτη, διαδικασία. Αλλά το να κοιτάζει ένα θολό, σχεδόν ανεστίαστο καρέ βγαλμένο από το βίντεο ενός συστήματος ασφαλείας και να προσπαθεί να μαντέψει αν αυτό το ανώνυμο άτομο είχε κάποια σχέση με μια εξαφάνιση σε κάποιο άλλο μέρος της Πολιτείας, και ποιος μπορεί να ήταν, και για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί... Η Τέρι σταμάτησε να κοιτάζει τη φωτογραφία και την άφησε παράμερα. Αδύνατον, σκέφτηκε. Κοίταξε το φάκελό της. Αδιέξοδα και απίθανοι συσχετισμοί. Είχε ελάχιστα στοιχεία στη διάθεσή της, από τα οποία έβγαινε ελάχιστο νόημα έτσι κι αλλιώς. Η Τέρι κούνησε το κεφάλι της κι ευχήθηκε να είχε την απόλυτη προσήλωση του καθηγητή. Μπορεί να έχει δίκιο, αλλά πάντως είναι αδύνατον, σκέφτηκε. Κατά συρροήν δολοφόνοι στη Βρετανία τη δεκαετία του 1960. Ένα ζευγάρι σ’ ένα κλειστό φορτηγό σε κάποιον προαστιακό δρόμο. Και μετά ένα απίθανο έγκλημα. Ένας τυχαίος εφιάλτης. Μια εξαφάνιση απ’ αυτές που κοινοποιούνται στα δοχεία του γάλακτος. Η Τέρι φαντάστηκε ότι η καριέρα της σύντομα θα ήταν τελειωμένη όπως και η Τζένιφερ Ρίγκινς. Ήταν μια φρικτή πρόβλεψη –η εξίσωση του μισθού της με τη ζωή μιας δεκαεξάχρονης κοπέλας–, αλλά πάντως αυτό της ήρθε στο μυαλό.
Ίσως ο καθηγητής έχει δίκιο για τα πάντα, είπε στον εαυτό της. Έτσι κι αλλιώς όμως, αυτό δε σημαίνει πως εγώ μπορώ να κάνω κάτι. Για μια στιγμή θύμωσε. Ευχήθηκε να μην είχε ακούσει ποτέ για την Τζένιφερ Ρίγκινς. Να μην είχε ανταποκριθεί στις πρώτες απόπειρες του κοριτσιού να το σκάσει από το σπίτι του, ώστε το όνομά της να μην είχε συνδεθεί επίσημα με τις κακοτυχίες της Τζένιφερ. Ευχήθηκε να μην είχε απαντήσει στο κέντρο όταν την πήραν για να πάει στον τόπο της τελευταίας φυγής. Ευχήθηκε να μην είχε καμιά σχέση με την οικογένεια που επρόκειτο να υποστεί όλη την τρομακτική αβεβαιότητα που μπορεί να προκαλέσει ο σύγχρονος κόσμος. Η έννοια της περάτωσης έχει γίνει πιπίλα, λες και κατά κάποιον τρόπο διορθώνει όλα τα στραβά, είπε στον εαυτό της. Μαθαίνουμε τι έπαθε το παιδί μας, καταλαβαίνουμε μια αρρώστια, αντιλαμβανόμαστε το νόημα του σκεπασμένου με τη σημαία φέρετρου που επιστρέφει από το Ιράκ ή το Αφγανιστάν. Κάποιος λέει ότι υπήρξε περάτωση και ότι αυτό είναι κάτι σαν εντολή αποφυλάκισης –μόνο που δεν είναι έτσι τα πράγματα. Τίποτε δεν είναι τόσο περιεκτικό και απλό. Η Τέρι έσφιξε τη γροθιά της. Διαπίστωσε πως κοίταζε το φυλλάδιο εξαφάνισης της Τζένιφερ. Ξαφνικά πέταξε το φάκελο στο πάτωμα και σχεδόν της ήρθε να τον κλοτσήσει. Σκέφτηκε πως δεν υπήρχε κανένα απολύτως στοιχείο που θα μπορούσε να διερευνήσει. Καμία αποκαλυπτική ένδειξη. Κανένα φανερό μονοπάτι. Κανένα αδιόρατο ίχνος. Αναστέναξε και σηκώθηκε. Πήγε στο παράθυρο και κοίταζε αφηρημένα τα παιδιά που έπαιζαν. Πίστευε ότι τα πάντα ήταν απόλυτα φυσιολογικά για ένα πρωινό
Σαββατοκύριακου. Φαντάστηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να δεχτεί το ίδιο και για το σπιτικό των Ρίγκινς. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνειδητοποίησε πως σύντομα θα είχε καθήκον να πάρει παράμερα τη Μαίρη Ρίγκινς και να της πει ότι μέχρι να βγει στην επιφάνεια κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, η έρευνα θα παρέμενε κολλημένη. Δεν ανυπομονούσε να κάνει αυτή τη συζήτηση. Οι αστυνομικοί είναι έμπειροι στην ανακοίνωση άσχημων ειδήσεων. Είναι μια ικανότητα που πλησιάζει στα όρια της τέχνης, η παράθεση λεπτομερειών σχετικά με μια υπερβολική δόση ή με κάποιο ατύχημα ή με μια δολοφονία, η παροχή πληροφοριών χωρίς να εξουθενώνεις την οικογένεια του θύματος με τις ιδιοτροπίες της ζωής. Το συναισθηματικό περιεχόμενο αυτών των συνομιλιών ήταν καλύτερα να το αφήνει κανείς στους παπάδες και στους θεραπευτές. Έστω κι έτσι όμως, στα δικά της χέρια θα κατέληγε η υποχρέωση να πει στη Μαίρη Ρίγκινς ότι βρισκόταν σε αδιέξοδο, πράγμα που πιθανότατα σήμαινε ότι η Τζένιφερ, αν ήταν ακόμη ζωντανή, ήταν επίσης σε αδιέξοδο. Αυτό φαινόταν άδικο στην Τέρι. Σκέφτηκε πως πολλές τραγωδίες στη ζωή ήταν δυνατόν να αποφευχθούν. Αλλά οι άνθρωποι είναι παθητικοί. Αφήνουν τα πράγματα να συσσωρευτούν και να καταλήξουν σε συμφορά. Η Τέρι κοίταξε τα δικά της παιδιά. Είπε στον εαυτό της πως εκείνη δεν ήταν έτσι. Είχε πάρει ορισμένα μέτρα για να αποφύγει ό,τι ήταν δυνατόν να πάει στραβά. Η σκέψη αυτή την καθησύχασε, μολονότι ήξερε ότι ήταν μόνο εν μέρει αληθινή. Μας αρέσει να λέμε ψέματα στους εαυτούς μας,
παραδέχτηκε ενδόμυχα. Συγκέντρωσε όλο το υλικό και αποφάσισε ότι θα πήγαινε εκείνη τη μέρα να δει τη Μαίρη Ρίγκινς και τον Σκοτ Γουέστ. Θα τους ενημέρωνε ότι δεν ήταν σε θέση να τους πει τίποτε καινούριο και θα τους άφηνε ν’ αρχίσουν να βλέπουν αυτό που η ίδια θεωρούσε αναπόφευκτο: ότι η Τζένιφερ είχε χαθεί. Δεν της άρεσε να χρησιμοποιεί τη φράση για πάντα. Σε κανέναν αστυνομικό δεν άρεσε. Έτσι δεν επέτρεψε να παρεισφρήσει αυτή η φράση στο λεξιλόγιο που σκόπευε να χρησιμοποιήσει.
33 Η Τζένιφερ ονειροπολούσε αναθυμούμενη το σπίτι της πριν το θάνατο του πατέρα της, βλέποντας με τη φαντασία της ότι έτρωγε κι έπινε –αυτό που ήθελε περισσότερο από καθετί άλλο ήταν μια παγωμένη Κόκα Κόλα λάιτ κι ένα σάντουιτς με φιστικοβούτυρο, αβοκάντο και φασουλοβλάσταρα–, όταν άκουσε ξαφνικά τον μακρινό βρόντο μιας πόρτας που έκλεινε και φωνές ανθρώπων που καβγάδιζαν. Όπως είχε γίνει όταν άκουσε το μωρό να κλαίει και στη συνέχεια τους ήχους παιδιών που έπαιζαν, γύρισε το κεφάλι της προς την ασώματη βαβούρα, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς λεγόταν, αλλά οι λέξεις χάνονταν μέσα στον ορυμαγδό, αν και δε συνέβαινε το ίδιο και με τα συναισθήματα. Κάποιος ήταν πολύ θυμωμένος. Δύο κάποιοι, είπε στον εαυτό της. Ο άντρας και η γυναίκα. Αυτοί πρέπει να ήταν. Η Τζένιφερ τσιτώθηκε, γυρίζοντας το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, γεμάτη ένταση. Πολύ αόριστα αισθανόταν ότι ίσως να ήταν εκείνη η αιτία του καβγά. Αφουγκράστηκε και συνέχισε ν’ ακούει έντονα ξεσπάσματα οργής που ουσιαστικά δεν μπορούσε να κατανοήσει. Έπιασε τον εαυτό της να προσπαθεί να αρπαχτεί από κάθε θόρυβο, πασχίζοντας να αποκρυπτογραφήσει αυτό που συνέβαινε. Ξεχώρισε βρισιές: Άντε γαμήσου! Καριόλη! Μουνόπανο! Ένιωθε κάθε τραχιά κουβέντα να τη χαρακώνει. Έπιασε σκόρπιες φράσεις: Σου το είχα πει! Για ποιο λόγο θα καθόταν
κανείς να ακούσει εσένα! Νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα, αλλά δεν ξέρεις την τύφλα σου! Ήταν όμως σαν να πετυχαίνεις μια ιστορία στη μέση της, όπου το τέλος είναι αβέβαιο και η αρχή έχει χαθεί εδώ και καιρό. Έμεινε ασάλευτη στο κρεβάτι, με τις αισθήσεις της σε επιφυλακή, κρατώντας τον Καφετούλη στην αγκαλιά της. Η ένταση του καβγά φάνηκε να αυξομειώνεται, ώσπου ξαφνικά η Τζένιφερ άκουσε ένα ποτήρι να γίνεται θρύψαλα. Με τη φαντασία της το είδε να εκσφενδονίζεται στον αέρα, να χτυπάει στον τοίχο και τα κομμάτια του να τινάζονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Αμέσως μετά ακούστηκε ένας γδούπος κι έπειτα μια κραυγή. Τη χτύπησε, σκέφτηκε η Τζένιφερ. Έπειτα όμως αμφέβαλε. Ίσως τον χτύπησε εκείνη. Αναζητούσε απεγνωσμένα οποιοδήποτε στοιχείο βεβαιότητας που μπορεί να διαπερνούσε τους τοίχους της φυλακής της, αλλά δε βρήκε τίποτε, με εξαίρεση τη βιαιότητα και την ένταση των όσων συνέβαιναν πέρα από τα όρια του σκοταδιού που την περιέβαλλε. Ήταν λες και κάπου πέρα από εκείνη γίνονταν εκρήξεις, σειόταν η γη και το ταβάνι απειλούσε να την πλακώσει. Χωρίς σχεδόν να το καταλάβει, κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι και στάθηκε δίπλα στον πλησιέστερο τοίχο. Κόλλησε το αυτί της στη γυψοσανίδα, αλλά οι θόρυβοι φάνηκαν να γίνονται πιο απόμακροι έτσι. Πήγε προς διαφορετικές κατευθύνσεις, προσπαθώντας να συλλάβει με κάποιον τρόπο τους ήχους, αλλά, όπως συνέβαινε κάθε φορά που έπαιζε την τυφλόμυγα από τότε που είχε βρεθεί σ’ εκείνο το δωμάτιο, οι ήχοι ήταν άπιαστοι.
Έκανε νοερά κάποιους υπολογισμούς. Ένα μωρό κλαίει. Ακούγονται ήχοι από παιχνίδι σε μια σχολική αυλή. Ένας άγριος καβγάς. Όλα αυτά πρέπει να συμποσούνταν σε κάτι. Πρέπει να ήταν κομμάτια ενός πορτραίτου που ίσως θα της έλεγαν πού βρισκόταν και τι θα μπορούσε να της συμβεί. Τα πάντα αποτελούσαν τμήματα μιας απάντησης. Η Τζένιφερ άρχισε να κινείται παραπαίοντας μέσα στο δωμάτιο, μέχρι εκεί που της επέτρεπε η αλυσίδα της, προσπαθώντας να βρει κάτι απτό στον αέρα, που θα μπορούσε να τη βοηθήσει κάπως να κατανοήσει την κατάσταση. Ήθελε απελπισμένα να σηκώσει την άκρη της μάσκας και να κοιτάξει γύρω της, θαρρείς και βλέποντας θα κατάφερνε να καταλάβει. Αλλά φοβόταν πολύ. Όλες τις άλλες φορές που το είχε κάνει –και είχε δει την κάμερα που την παρακολουθούσε αδυσώπητα, τα ρούχα της διπλωμένα σ’ ένα τραπέζι, τα όρια του κελιού της– είχε ρίξει μόνο μια γρήγορη, κλεφτή ματιά. Όλες τις άλλες φορές είχε προσπαθήσει να κρύψει αυτό που έκανε για να μην την καταλάβουν ο άντρας και η γυναίκα και την τιμωρήσουν. Αυτή τη φορά όμως η επιθυμία της προέκυψε μέσα στο πλαίσιο του έντονου διαπληκτισμού που αντηχούσε ακριβώς πέρα από τα όρια της αντίληψής της. Ο καβγάς εκείνος είχε κάτι το ανησυχητικό, κάτι που γεννούσε φόβο βαθιά μέσα της. Το δωμάτιο γέμισε από τον ήχο κάποιου άλλου πράγματος που έσπαζε –ήταν άραγε μια καρέκλα; Ένα τραπέζι; Μήπως κάποιος έσπαγε πιάτα; Η Τζένιφερ ένιωσε ίλιγγο. Της φάνηκε ότι όλοι οι καβγάδες που είχε κάνει ποτέ με τη μητέρα της την
περιέβαλλαν ασφυκτικά. Προσπάθησε να σκεφτεί τι νόημα είχαν όλες εκείνες οι κόντρες. Είχε την εντύπωση ότι το μάθημα που έβγαινε ήταν μόνο ένα: Ύστερα από έναν καβγά, οι άνθρωποι γεμίζουν κακία. Θέλουν να πληγώσουν.greekleech.info Θέλουν να τιμωρήσουν. Ανατρίχιασε στη σκέψη ότι όποιος διάβαινε μετά τον καβγά την πόρτα της φυλακής της θα ήταν γεμάτος οργή που θα αποζητούσε διέξοδο και θα ξεσπούσε πάνω της. Ζάρωσε. Κυριεύτηκε από φόβο και αβεβαιότητα. Ένιωσε να βουρκώνει κι άρχισε να κοντανασαίνει, λες και ήταν ανακατεμένη στον καβγά. Δεν έκανα κανένα κακό! ήθελε να φωνάξει. Δε φταίω εγώ! Έκανα ό,τι θέλατε! Έστω κι αν αυτές οι διαμαρτυρίες δεν ήταν απόλυτα αληθινές. Ήταν τυλιγμένη στο σκοτάδι της μάσκας της, αλλά δεν μπορούσε να κρυφτεί. Πισωπάτησε φοβισμένα και περίμενε τρέμοντας τον επόμενο ήχο, είτε θα ήταν η πόρτα που θα άνοιγε είτε άλλη μια βρισιά είτε άλλο ένα σπάσιμο. Και τότε άκουσε τον πυροβολισμό.
Δύο πρωτοετείς φοιτητές που βρίσκονταν στο δεύτερο εξάμηνο των σπουδών τους στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια ήταν αραγμένοι στο δωμάτιό τους στο κτίριο της αδελφότητας Ταυ Έψιλον Φι, όταν από τα ηχεία ακούστηκε ξαφνικά ο χαρακτηριστικός ήχος ενός πυροβολισμού. Ο ένας φοιτητής ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι με μεταλλικό σκελετό κάτω από ένα πόστερ της στρατολογίας που παρακινούσε όποιον το έβλεπε: «Δώσε Τον Καλύτερο Εαυτό Σου». Ξεφύλλιζε ένα περιοδικό που λεγόταν Γλυκά Μωρά, ενώ ο συγκάτοικός του
ήταν καθισμένος μπροστά σε έναν φορητό υπολογιστή Apple τοποθετημένο σε ένα σημαδεμένο και σαραβαλιασμένο δρύινο γραφείο. «Θεέ και Κύριε!» αναφώνησε ο πρώτος φοιτητής καθώς σηκωνόταν απότομα. «Μπας και έγινε κάνα φονικό;» «Σίγουρα έτσι ακούστηκε». «Είναι εντάξει η Νούμερο 4;» ρώτησε βιαστικά ο άλλος. «Την παρακολουθώ», απάντησε ο συγκάτοικός του. «Εντάξει φαίνεται». Ο πρώτος φοιτητής ήταν κρεμανταλάς και μακροκάνης. Φορούσε σιδερωμένο μπλουτζίν κι ένα μακό μπλουζάκι που εξυμνούσε τις «Ανοιξιάτικες Διακοπές στο Κανκούν». Διέσχισε γρήγορα το δωμάτιο. «Αλλά είναι φοβισμένη;» «Ναι. Είναι φοβισμένη. Όπως συνήθως. Αλλά μπορεί τώρα να είναι λίγο περισσότερο». Και οι δύο φοιτητές, στο μεταίχμιο μεταξύ παιδιού και άντρα, έγειραν μπροστά, λες και, αν πλησίαζαν περισσότερο στην οθόνη, θα μπορούσαν να βρεθούν μέσα στο μικρό δωμάτιο όπου ήταν αλυσοδεμένη η Νούμερο 4. «Τι γίνεται με τον άντρα και τη γυναίκα; Φάνηκαν καθόλου;» «Όχι ακόμη. Λες να σκοτώθηκαν μεταξύ τους; Θυμάσαι εκείνο το μεγάλο πιστόλι που κουνούσαν μπροστά στα μούτρα της Νούμερο 4 νωρίτερα». Δεν έδωσαν απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις, διότι ήξεραν ότι έπρεπε να περιμένουν. Ο ένας έκανε προπαρασκευαστικές σπουδές για τη Νομική και ο άλλος σπούδαζε διοίκηση επιχειρήσεων, πράγμα που τους είχε δημιουργήσει μια μικρή ευαισθησία ως προς τις νομικές πτυχές που είχαν σχέση με το θέαμα που παρακολουθούσαν,
αλλά δεν είχαν φτάσει σε σημείο να κάνουν κάτι άλλο πέρα από το να πληρώνουν τα χρήματα –όπως έκαναν και σε πολυάριθμες άλλες περιπτώσεις πορνογραφικών ιστοτόπων που απαιτούσαν πληρωμή για να επιτρέψουν την είσοδο– και να προσέχουν, πράγμα που έκαναν ευλαβικά. Όπως τόσοι και τόσοι από τους συμφοιτητές τους, είχαν μεγαλώσει με βιντεοπαιχνίδια και ήταν συνηθισμένοι να περνούν ώρες ολόκληρες μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή παρακολουθώντας την εξέλιξη κάποιου διαδραστικού δράματος, όπως το Grand Theft Auto και το Doom. «Παρακολούθησέ την προσεκτικά. Δες αν ακούσει κάτι άλλο». Οι δύο συγκάτοικοι αφουγκράζονταν όπως και η Νούμερο 4. Δεν είχαν επίγνωση ότι μιμούνταν τις κινήσεις της – τεντώνοντας τους λαιμούς τους, γέρνοντας προς την πηγή των ήχων. Από κάποιο διάδρομο του κτιρίου της αδελφότητας κάποιος άρχισε να παίζει χριστιανική ροκ μουσική, πράγμα που έκανε τους δύο συγκατοίκους να βλαστημήσουν ταυτόχρονα. Σκέφτηκαν και οι δύο ότι ήταν πολύ σημαντικό να ακούν τι συνέβαινε στον μικρό κόσμο της Νούμερο 4, αλλά δεν εξέφρασαν φωναχτά τις σκέψεις τους. «Θα κατουρηθεί πάνω της από το φόβο», είπε ο ένας. «Θα πάει στην τουαλέτα». «Μπα, θ’ αρχίσει πάλι να μιλάει στο αρκουδάκι». Στην οθόνη, η γωνία λήψης άλλαξε και η κάμερα έκανε ζουμ στο πρόσωπο της Νούμερο 4. Μολονότι τα μάτια της ήταν κρυμμένα, οι δύο νεαροί διάβασαν το άγχος και την ένταση στο σφιγμένο σαγόνι της. Ο καθένας τους φαντάστηκε ότι της είχε σηκωθεί η τρίχα από το φόβο. Ήθελαν ν’ απλώσουν το χέρι τους και να χαϊδέψουν το χνούδι στα
μπράτσα της. Το δωμάτιό τους τους φαινόταν εξίσου ζεστό και αποπνικτικό με το κελί της Νούμερο 4. Ο ένας από τους δύο νεαρούς άγγιξε το είδωλό της πάνω στην οθόνη. «Νομίζω πως την πάτησε άσχημα», είπε ο άλλος. «Γιατί;» «Αν ο άντρας και η γυναίκα καβγαδίζουν στ’ αλήθεια, ίσως ο λόγος είναι ότι διαφωνούν ως προς το θέαμα. Ίσως να φταίει ο βιασμός. Ίσως η γυναίκα ζηλεύει που ο άντρας θα το κάνει με τη Νούμερο 4...» Οι δύο φοιτητές έριξαν μια ματιά στο χρονόμετρο σε μια γωνιά της οθόνης. «Έβαλες το στοίχημά μας;» ρώτησε ξαφνικά ο ένας. «Ναι. Δύο φορές. Την πρώτη φορά βιάστηκα πολύ. Χάσαμε. Εσύ φταις. Μόνο και μόνο επειδή εσύ δε θα χασομερούσες καθόλου αν η Νούμερο 4 ήταν εδώ». Ο νεαρός κοντοστάθηκε και χαμογέλασαν και οι δύο για τον υπαινιγμό. «Όπως και να ’χει το πράγμα, έπρεπε να το ξέρεις ότι θα το τραβούσαν. Από επιχειρηματική άποψη είναι λογικό. Τώρα νομίζω ότι θα γίνει αύριο ή μεθαύριο». «Δείξε μου». Ο πρώτος φοιτητής πάτησε μερικά πλήκτρα και η εικόνα της Νούμερο 4 συμπιέστηκε αμέσως σε μια μικρότερη οθόνη. Στην υπόλοιπη σελίδα εμφανίστηκε ένα μήνυμα γραμμένο με έντονα πλάγια γράμματα της γραμματοσειράς Bodoni. Το μήνυμα έλεγε: «Καλώς ήρθες TEPSARETOPS. Το τρέχον στοίχημά σου είναι ΩΡΑ 57. Μένουν 25 ώρες πριν αρχίσει να μετράει. Στην ίδια θέση έχουν στοιχηματίσει άλλοι 1.099 συνδρομητές. Το συνολικό ποτ αυτή τη στιγμή ξεπερνά τις 500.000 ευρώ. Υπάρχουν κι άλλες διαθέσιμες θέσεις. Θέλεις να στοιχηματίσεις πάλι;»
Κάτω από το μήνυμα υπήρχαν δύο τετραγωνίδια. ΝΑΙ και ΟΧΙ. Ο φοιτητής τοποθέτησε τον κέρσορα πάνω από το ΝΑΙ και στράφηκε στο συγκάτοικό του, ο οποίος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Α, μπα. Νομίζω πως κοντεύω να πιάσω το όριο της κάρτας μου. Και δε θέλω ν’ αρχίσουν οι δικοί μου τις ερωτήσεις. Τους είπα ότι ήταν ένας εξωχώριος ιστότοπος για πόκερ και μου έκαναν μια ατελείωτη και φοβερά βαρετή διάλεξη για να κόψω τα στοιχήματα». «Το πιθανότερο είναι πως θα σχεδιάζουν να σου επιβάλουν ένα πρόγραμμα απεξάρτησης δώδεκα βημάτων και θα αναρωτιούνται αν πηγαίνεις στην εκκλησία τις Κυριακές», απάντησε ο άλλος. Ανασήκωσε τους ώμους του, πήγε τον κέρσορα στο ΟΧΙ κι έκανε κλικ. Για μια ακόμη φορά, η Νούμερο 4 γέμισε αμέσως την οθόνη τους. «Ξέρεις, η εικόνα θα ήταν πολύ καλύτερη σε μια μεγάλη, επίπεδη οθόνη LED». «Σώπα, καλέ. Πάρε τους δικούς σου». «Αποκλείεται να μου δώσουν λεφτά για τέτοιο πράγμα, με τους βαθμούς που έπιασα το περασμένο εξάμηνο». «Οπότε», είπε ο πρώτος φοιτητής, καθώς έγερνε πίσω στην καρέκλα του, «τι γίνεται στη συνέχεια;» Έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. «Σε μισή ώρα έχω εκείνο το κωλοσεμινάριο για τη Χρήση και Κατάχρηση της Πρώτης Τροπολογίας. Μου τη δίνει η ιδέα ότι θα χάσω κάτι». Όταν έλεγε ότι θα «χάσει κάτι» δεν αναφερόταν στη διάλεξη. «Μπορείς πάντα να δεις το κομμάτι που έχασες στο παράθυρο της ενημέρωσης».
Ο φοιτητής πάτησε ένα δυο πλήκτρα ακόμη και μετέφερε πάλι την τρέχουσα εικόνα της Νούμερο 4 σε μια γωνία. Όπως και προηγουμένως, εμφανίστηκε ένα μήνυμα με έντονα πλάγια Bodoni. Έγραφε ΜΕΝΟΥ και περιείχε αρκετές μικρότερες εικόνες. Είχαν τίτλους όπως «Χρήση τουαλέτας» ή «Η Νούμερο 4 τρώει» ή «Συνέντευξη Αρ. 1». Ο νεαρός βγήκε από το μενού και ξαναγύρισε στην πλήρη οθόνη. «Ναι, αλλά δε μου αρέσει αυτό. Όλη η πλάκα είναι να το παρακολουθείς την ώρα που γίνεται». Άπλωσε το χέρι του να πιάσει μια στοίβα συγγραμμάτων. «Σκατά. Πρέπει να φύγω. Έτσι και χάσω κι άλλο μάθημα, θα μου κοστίσει μισό βαθμό». «Τράβα τότε». Ο φοιτητής έχωσε τα βιβλία σ’ ένα σακίδιο και πήρε ένα κουρελιασμένο φούτερ από ένα σωρό που προοριζόταν για πλύσιμο. Αλλά πριν βγει από το δωμάτιο έσκυψε και φίλησε την εικόνα της Νούμερο 4 στην οθόνη. «Θα τα πούμε σε δυο ώρες, αγαπούλα», είπε, με ψεύτικη προφορά του Νότου. Στην πραγματικότητα καταγόταν από μια μικρή πόλη έξω από το Κλίβελαντ του Οχάιο. «Μην κάνεις τίποτα. Ή, τουλάχιστον, μην κάνεις τίποτα που δε θα έκανα εγώ. Και μην αφήσεις κανέναν να σου κάνει τίποτα. Για τις επόμενες είκοσι πέντε ώρες». «Ναι. Φρόντισε να μείνεις ζωντανή και παρθένα ενώ ο μαλάκας ο συγκάτοικός μου πάει στο μάθημά του για να μην πατώσει και καταλήξει να ψήνει χάμπουργκερ για να ζήσει». Γέλασαν και οι δύο, παρ’ όλο που δεν ήταν ολότελα αστείο. «Ειδοποίησέ με αν δεις κάτι.. Στείλε μου αμέσως μήνυμα».
«Έγινε». Ο συγκάτοικός του χάιδεψε την οθόνη και βολεύτηκε στην καρέκλα μπροστά στον υπολογιστή. «Ε», είπε, «το αηδιαστικό φιλί σου άφησε ένα σημάδι στην οθόνη». Ο άλλος του έδειξε το μεσαίο δάχτυλο κι έφυγε. Ο φοιτητής φαντάστηκε ότι η ηχώ του πυροβολισμού ακόμα αντιλαλούσε μέσα στο κελί. Προσπάθησε να σκεφτεί τι θα έκανε αν άκουγε κάποιον να πυροβολεί σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Πίστευε ότι θα είχε πολλές εναλλακτικές λύσεις, ανάμεσά τους και να το βάλει στα πόδια. Το γεγονός ότι η Νούμερο 4 δεν μπορούσε να κάνει τέτοιο πράγμα απλούστατα τον γοήτευε ακόμη περισσότερο. Του άρεσε η επινοητικότητα της Νούμερο 4, ενώ ταυτόχρονα δεν ήθελε ουσιαστικά να χάσει το βιασμό όταν θα γινόταν. Έπιασε τον εαυτό του να φαντασιώνεται, να αναρωτιέται αν ο βιασμός θα ήταν γρήγορος και βίαιος ή θα έμοιαζε με παρατεταμένο θέατρο ξελογιάσματος. Υποπτευόταν ότι θα γινόταν το δεύτερο. Διερωτήθηκε αν η Νούμερο 4 θα παραδινόταν απλώς και θα το άφηνε να συμβεί ή αν θα αντιστεκόταν με νύχια και με δόντια και θα έβαζε τα κλάματα. Δεν ήταν σίγουρος τι από τα δυο θα προτιμούσε. Από τη μια μεριά, του άρεσε η κυριαρχία που είχαν ο άντρας και η γυναίκα πάνω στη Νούμερο 4. Από την άλλη, του άρεσε να υποστηρίζει όσους μειονεκτούσαν, πράγμα που ίσχυε ξεκάθαρα για τη Νούμερο 4. Αυτό ήταν ένα από τα σημεία της Σειράς 4 που ξετρέλαιναν τον ίδιο και το συγκάτοικό του. Τα πάντα ήταν προβλέψιμα και συνάμα ολότελα αναπάντεχα. Ήταν φορές που αναρωτιόταν αν υπήρχαν κι άλλοι φοιτητές στην πανεπιστημιούπολη που πλήρωναν για να παρακολουθήσουν τη Νούμερο 4. Μπορεί να την αγαπάμε όλοι, σκέφτηκε. Του θύμιζε λιγάκι μια κοπέλα που είχε
γνωρίσει στο λύκειο. Ή ενδεχομένως και όλες τις κοπέλες που είχε γνωρίσει στο λύκειο. Δεν ήταν σίγουρος ποια απ’ όλες. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι η Νούμερο 4 ήταν καταδικασμένη. Ο πυροβολισμός μπορεί να ήταν η αρχή του τέλους, σκέφτηκε ο φοιτητής. Αλλά μπορεί και να μην ήταν. Δεν μπορούσε να φανταστεί ποια ήταν η αλήθεια. Ήξερε όμως ότι η Νούμερο 4 θα πέθαινε στο τέλος. Ανυπομονούσε να δει πώς θα γινόταν. Είχε μανία με τα βίντεο από εκτελέσεις ομήρων των φονταμενταλιστικών ισλαμιστικών οργανώσεων, καθώς και με αυτά στο YouTube που έδειχναν αιματηρά αυτοκινητικά δυστυχήματα. Του άρεσαν οι τηλεοπτικές εκπομπές σαν το Cops και το First 48 και ενδόμυχα ήθελε να πάρει μέρος στο Survivor, φιλοδοξία που ξεπερνούσε οποιαδήποτε άλλη μπορεί να είχε για το μέλλον του. Ήταν εκατό τοις εκατό βέβαιος ότι, αν έπαιρνε μέρος στην εκπομπή, θα κέρδιζε το ένα εκατομμύριο δολάρια. Η Νούμερο 4 έτρεμε πάλι. Ο φοιτητής είχε φτάσει σε σημείο να προσδοκά τις στιγμές που η κοπέλα έχανε τον έλεγχο του κορμιού της. Του έλεγε ότι ο φόβος της δεν ήταν ψεύτικος. Αυτό που άρεσε πάρα πολύ. Τόσα άλλα πράγματα που παρακολουθούσε ήταν ψεύτικα. Οι πορνοστάρ υποκρίνονταν ότι έφταναν σε οργασμό. Στα βιντεοπαιχνίδια οι σκοτωμοί ήταν ψεύτικοι. Τα τηλεοπτικά δράματα ήταν ψεύτικα. Το Whatcomesnext.com δεν ήταν ψεύτικο. Ούτε η Νούμερο 4. Ο φοιτητής πίστευε ότι μερικές φορές η κοπέλα εκείνη ήταν το μοναδικό αληθινό εξωπραγματικό πράγμα που είχε δει ποτέ.
Οι υποθέσεις που έκανε σταμάτησαν απότομα. Κάποια κίνηση έγινε μέσα στο δωμάτιο. Ο φοιτητής είδε τη Νούμερο 4 να γυρίζει ελαφρά. Η κάμερα την ακολούθησε. Κάτι γινόταν. Άκουσε κι εκείνος αυτό που άκουσε η κοπέλα. Άνοιγε η πόρτα.
Η Τζένιφερ τινάχτηκε στο άκουσμα του ήχου. Το τρίξιμο της ολόσωμης φόρμας τής είπε ότι στο δωμάτιο έμπαινε η γυναίκα. Αλλά αντί να κινηθεί αργά, το βήμα της φαινόταν βιαστικό. Τη μια στιγμή ήταν στην πόρτα, και την επόμενη στεκόταν πάνω από την Τζένιφερ, με το πρόσωπό της σε απόσταση μερικών μόλις εκατοστών. «Νούμερο 4, άκου προσεκτικά. Κάνε ακριβώς αυτό που θα σου πω». Η Τζένιφερ έγνεψε καταφατικά. Διέκρινε νευρικότητα στη φωνή της γυναίκας. Ο συνηθισμένος ψυχρός, ελεγχόμενος τόνος ήταν ανεβασμένος. Το ύψος της φωνής της είχε αυξηθεί, μολονότι ψιθύριζε. Η γυναίκα είχε φέρει τα χείλη της πολύ κοντά στο μέτωπο της Τζένιφερ, που ένιωθε τη ζεστή ανάσα να σαρώνει το πρόσωπό της. «Δε θα βγάλεις τσιμουδιά. Ούτε καν να ανασαίνεις βαριά. Θα μείνεις ακριβώς εκεί που βρίσκεσαι. Ακίνητη. Μη σαλέψεις. Μην κάνεις τον παραμικρό θόρυβο μέχρι να γυρίσω. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» Η Τζένιφερ έγνεψε καταφατικά. Ήθελε να ρωτήσει για τον πυροβολισμό, αλλά δεν τόλμησε να το κάνει. «Δε σε άκουσα, Νούμερο 4». «Καταλαβαίνω».
«Τι καταλαβαίνεις;» «Όχι θόρυβο. Ούτε άχνα. Να μείνω εδώ που είμαι». «Ωραία». Η γυναίκα έκανε μια παύση. Η Τζένιφερ άκουγε την ανάσα της. Δεν ήταν σίγουρη αν το δυνατό καρδιοχτύπι που αντηχούσε μέσα στο μικρό δωμάτιο ήταν το δικό της ή της άλλης. Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα χέρι ν’ αρπάζει το πρόσωπό της. Της κόπηκε η ανάσα. Κοκάλωσε καθώς τα νύχια της γυναίκας χώνονταν στα μάγουλά της. Αναρίγησε, πάλεψε ενάντια στην έντονη επιθυμία ν’ απομακρύνει εκείνο το χέρι που την έσφιγγε, και προσπάθησε να ατσαλώσει τον εαυτό της για να αντιμετωπίσει την απρόσμενη πρόκληση πόνου. «Έτσι και κάνεις κιχ, πέθανες», της είπε η γυναίκα. Η Τζένιφερ έτρεμε, προσπάθησε ν’ απαντήσει αλλά δεν μπόρεσε. Το ρίγος που τη διαπέρασε σύγκορμη πρέπει να έφτανε για απάντηση. Το χέρι της γυναίκας χαλάρωσε και η Τζένιφερ έμεινε ασάλευτη, φοβούμενη να κινηθεί. Η επόμενη αίσθηση ήταν άγνωστη, όμως πολύ τραχιά. Ήταν από κάτι αιχμηρό. Ξεκίνησε από το λαιμό της και διέτρεξε το περίγραμμα του κορμιού της –το λαιμό, το στήθος, το στομάχι, τους βουβώνες–, γλιστρώντας σταθερά πάνω στο δέρμα και κεντρίζοντάς το κάθε τόσο, σαν βελόνα. Είναι μαχαίρι! σκέφτηκε η Τζένιφερ. «Και θα φροντίσω ο θάνατός σου να είναι φρικτός, Νούμερο 4. Έγινα σαφής;» Η Τζένιφερ έγνεψε πάλι καταφατικά, και η αιχμή του μαχαιριού σύρθηκε πάνω στο στομάχι της πιέζοντας λίγο πιο βαθιά. «Ναι. Ναι. Καταλαβαίνω», ψιθύρισε.
Ένιωσε τη γυναίκα να απομακρύνεται. Το τρίξιμο που ακουγόταν όταν περπατούσε έσβησε. Η Τζένιφερ έστησε αυτί, αλλά δεν άκουσε την πόρτα να κλείνει. Έμεινε κοκαλωμένη πάνω στο κρεβάτι με το αρκουδάκι στην αγκαλιά της, προσπαθώντας να καταλάβει τι γινόταν. Αφουγκράστηκε με όλη της την προσοχή, και πάνω που άρχισε να σκέφτεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αισθάνθηκε ένα χέρι να τη γραπώνει απ’ το λαιμό και να την πνίγει. Η δύναμη εκείνου του χεριού ήταν τεράστια, έκλεβε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια της. Ήταν σαν να βρισκόταν κάτω από μια πελώρια πλάκα τσιμέντου που τη συνέθλιβε. Ένιωθε πως θα έχανε τις αισθήσεις της από το φόβο και την κατάπληξη. Ο πόνος απλώθηκε πίσω από τη μάσκα που της κάλυπτε τα μάτια, κατακόκκινος σαν αίμα. Τίναξε τα πόδια της, αλλά κλότσησε μόνο τον αέρα. Χωρίς να σκεφτεί, σήκωσε τα χέρια της, αλλά σταμάτησε όταν άκουσε τη φωνή του άντρα. «Μπορώ να κάνω το ίδιο, Νούμερο 4. Ίσως και χειρότερα». Η Τζένιφερ έτρεμε σύγκορμη. Νόμιζε πως θα λιποθυμούσε μέσα στο σκοτάδι της μάσκας και μετά αναρωτήθηκε μήπως είχε ήδη λιποθυμήσει, ενώ πάσχιζε να ανασάνει πνιχτά. «Μην το ξεχνάς αυτό», ψιθύρισε ο άντρας. Ο ήχος της φωνής του και το νόημα των λόγων του την έκαναν να ριγήσει. «Να το θυμάσαι. Δεν είσαι ποτέ μόνη». Ξαφνικά η λαβή χαλάρωσε. Η Τζένιφερ έβηξε, προσπαθώντας απεγνωσμένα να γεμίσει τα πνευμόνια της. Το κεφάλι της γύριζε. Δεν είχε πάρει είδηση ότι ο άντρας – φορώντας την εφαρμοστή μαύρη κουκούλα, το ελαστικό
παντελόνι και παπούτσια του μπαλέτου– είχε ακολουθήσει αθόρυβα τη γυναίκα μέσα στο δωμάτιο. Τώρα όλα τής φαίνονταν ξεκάρφωτα, ασύνδετα. Ένας καβγάς, ένας πυροβολισμός είχαν οδηγήσει τη φαντασία της στο πλάσιμο ενός σεναρίου. Αλλά το γεγονός ότι ο άντρας και η γυναίκα ήταν μαζί στο κελί της, ότι ενεργούσαν συνεργατικά, συντονίζοντας τις κινήσεις τους, την είχε ρίξει στη δίνη της σύγχυσης. Αισθάνθηκε τον εαυτό της να στροβιλίζεται και αγωνίστηκε να κρατηθεί από οτιδήποτε μπορεί να την εμπόδιζε να πέσει στην άβυσσο. «Σιωπή, Νούμερο 4. Ό,τι κι αν ακούσεις. Ό,τι κι αν αισθανθείς. Ό,τι κι αν νομίζεις ότι συμβαίνει έξω απ’ αυτό το δωμάτιο. Σιωπή. Έτσι και βγάλεις άχνα, θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις σ’ αυτό τον κόσμο, μόνο που θα βιώσεις πρώτα αφάνταστο πόνο». Η Τζένιφερ σφιχτόκλεισε τα μάτια της. Πρέπει να είχε γνέψει καταφατικά. Είχε την εντύπωση πως δεν είχε μιλήσει. Αλλά άκουσε την πόρτα να κλείνει. Συνειδητοποίησε ότι ο άντρας είχε διασχίσει το δωμάτιο χωρίς να ακουστεί το παραμικρό. Το γεγονός αυτό ήταν εξίσου τρομακτικό με τις απροκάλυπτες απειλές. Η Τζένιφερ έμεινε μέσα στο σκοτάδι, λες και ήταν κλεισμένη μέσα σε πάγο. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να κινηθεί. Ένα άλλο μέρος ήθελε να ρίξει μια ματιά. Κι ένα τρίτο να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Αυτά ήταν τα ριψοκίνδυνα μέρη, που πολεμούσαν ενάντια στα συνετά που της έλεγαν να κάνει αυτό ακριβώς που της είχε πει το ζευγάρι. Προσπάθησε να πιάσει κάποια κίνηση του άντρα ή της γυναίκας. Κανένας ήχος δεν έφτασε στ’ αυτιά της.
Αλλά αυτή η βαριά απουσία οποιουδήποτε θορύβου με εξαίρεση το δικό της αγκομαχητό δεν κράτησε πολύ. Αυτό που άκουσε της ήταν γνώριμο. Ήταν κάτι που με τον δικό του τρόπο τη γέμισε δέος και φόβο. Χρειάστηκε μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει τι ήταν. Μια σειρήνα. Της αστυνομίας ή της πυροσβεστικής. Ο ήχος ήταν μακρινός αλλά ζύγωνε γοργά.
34 Ο Έιντριαν έστριψε απότομα το τιμόνι για να αποφύγει το άλλο αυτοκίνητο, προκαλώντας ένα άγριο κορνάρισμα και το στρίγκλισμα των ελαστικών. Ο ήχος αντήχησε στο εσωτερικό του Βόλβο, και δεν ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς τις οργισμένες βλαστήμιες και τις βρισιές που θα τον συνόδευαν. Ο Έιντριαν σήκωσε το βλέμμα του και είδε ότι είχε περάσει με κόκκινο, αποφεύγοντας παρά τρίχα να προκαλέσει δυστύχημα. «Με συγχωρείς, με συγχωρείς, εγώ φταίω, δεν είδα το φανάρι ν’ αλλάζει...» μουρμούρισε, λες και ο άλλος οδηγός, που απομακρυνόταν με ταχύτητα, μπορούσε να τον ακούσει ή να δει το απολογητικό ύφος του. «Αυτό είναι κακό σημάδι, Όντι», είπε ο Μπράιαν από το διπλανό κάθισμα. «Τα πράγματα χειροτερεύουν. Πρέπει να παραμείνεις σε εγρήγορση». «Προσπαθώ», απάντησε ο Έιντριαν, με μια υποψία θυμού και απογοήτευσης στη φωνή του. «Διασπάται απλώς η προσοχή μου. Κάποια στιγμή σε όλους συμβαίνει αυτό. Δε σημαίνει τίποτα». «Κάνεις λάθος», του είπε ο αδερφός του. «Το ξέρεις, όπως το ξέρω κι εγώ. Και το πιο πιθανό είναι ότι τώρα το ξέρει και ο τύπος στο άλλο αυτοκίνητο». Ο Έιντριαν συνέχισε να οδηγεί, ενώ ο θυμός του εντεινόταν, διοχετεύοντας τους φόβους για τις ικανότητές του στην οργή εναντίον του αδερφού του. Αυτό που ήθελε να πει ήταν ότι ο Μπράιαν, όπως η Κάσι
και ο Τόμι, τον είχαν αφήσει μόνο με τα ερωτηματικά του. Το κάθε ερώτημα αποτελούσε και ένα μυστήριο. Αλλά ο Έιντριαν δεν μπορούσε να το πει αυτό, επειδή φοβόταν ότι θα έδειχνε πως είχε υπερβολικά μεγάλες απαιτήσεις από τον νεκρό αδερφό του. Ο Μπράιαν έμεινε σιωπηλός για λίγο. Ο Έιντριαν συνέχισε να οδηγεί στη λεωφόρο. Μια λαμπερή δέσμη από ηλιαχτίδες χτύπησε το παράθυρό του στιγμιαία και μετά έσβησε, καθώς εκείνος μανουβράριζε το αυτοκίνητο σε μια στροφή. Απείχαν μόνο μερικά τετράγωνα από το σπίτι του Μαρκ Γουλφ και σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να είχε αρχίσει να βάζει σε μια σειρά όσα θα έλεγε στον σεξουαλικό εγκληματία. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι ένας κανονικός ντετέκτιβ θα είχε σχηματίσει μια ιδέα γι’ αυτό που είχε ανακαλύψει ο Γουλφ στην πορεία της ηλεκτρονικής έρευνάς του, μια και τον είχε κάνει να τον καλέσει στο σπίτι του. Ο καθηγητής έριξε μια ματιά στο διπλανό κάθισμα. Ο αδερφός του φορούσε το συνηθισμένο διακριτικό μπλε ριγέ κοστούμι του δικηγόρου της Γουόλ Στρητ. Ήταν πολύ κομψός. Συγκροτημένος. Αλλά η φωνή του είχε μια απαλότητα που ο Έιντριαν δεν αναγνώριζε. Ο αδερφός του ήταν πάντα δυναμικός, ήταν αυτός που έπαιρνε τις δύσκολες αποφάσεις και πολεμούσε άγρια για να υποστηρίξει πελάτες και δίκαιους αγώνες, και τώρα του φαινόταν ξένο και απίστευτο που τον άκουγε τόσο καταβεβλημένο από την ήττα. Ο Έιντριαν έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Το πρόσωπο του Μπράιαν ήταν γεμάτο αίματα. Το μπροστινό μέρος του λευκού πουκαμίσου του ήταν ένας βαθυκόκκινος λεκές. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και κολλημένα. Ο Έιντριαν δεν
μπορούσε να δει την τρύπα που είχε κάνει η σφαίρα στο πλάι του κεφαλιού του Μπράιαν, αλλά ήξερε πως ήταν εκεί. «Ξέρεις τι με ξάφνιασε, Όντι; Εσύ ανέκαθεν ήσουν ακαδημαϊκός τύπος, διανοούμενος. Άνθρωπος της ποίησης και της επιστήμης. Αλλά εγώ δεν είχα ιδέα πόσο σκληρός ήσουν», συνέχισε ο Μπράιαν με έναν ξερό, δημοσιογραφικό τόνο στη φωνή του. «Εγώ δε θα μπορούσα να επιζήσω από το θάνατο του Τόμι στο Ιράκ. Δε θα είχα καταφέρει να συνεχίσω τη ζωή μου όταν η Κάσι έριξε το αυτοκίνητό της πάνω σ’ εκείνο το δέντρο. Ήμουν εγωιστής. Ζούσα μόνος. Τα μόνα πράγματα που είχα ήταν πελάτες και αγώνες για διάφορους σκοπούς. Δεν άφηνα κανέναν να μπει στη ζωή μου. Για μένα τα πράγματα ήταν έτσι πολύ πιο εύκολα επειδή δεν ήμουν υποχρεωμένος να ανησυχώ για τους αγαπημένους μου». Ο Έιντριαν έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο δρόμο. Κοίταξε δύο φορές για να βεβαιωθεί ότι οδηγούσε ακριβώς στο καθορισμένο όριο ταχύτητας. «Το σπίτι του Γουλφ είναι ακριβώς εκεί πέρα», είπε ο Μπράιαν. Έδειχνε κάπου μπροστά. Το δάχτυλό του ήταν γεμάτο αίματα. Ο Έιντριαν τον είδε να τινάζει το πουκάμισό του, λες και οι ματωμένοι λεκέδες ήταν ψίχουλα. «Κοίτα, Όντι, μπορείς να τον χειριστείς αυτό τον τύπο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχεις κατά νου κάτι που ξέρει κάθε ντετέκτιβ: Πάντοτε υπάρχει ένας κρίκος. Εκεί έξω υπάρχει κάτι που θα σου πει πού πρέπει να αναζητήσεις την Τζένιφερ. Ίσως το στοιχείο αυτό εμφανιστεί πολύ σύντομα. Πρέπει απλώς να είσαι έτοιμος να το εντοπίσεις άμεσα. Όπως εκείνο το αυτοκίνητο στη διασταύρωση. Πρέπει να είσαι
έτοιμος να δράσεις». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά και σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. «Μόνο μείνε κοντά μου», είπε, ελπίζοντας ότι ο νεκρός αδερφός του θα το θεωρούσε εντολή, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια ικεσία. Είδε ότι ο Γουλφ στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού του και τον παρατηρούσε. Ο εγκληματίας τού κούνησε το χέρι, σαν ένας οποιοσδήποτε καλός γείτονας ένα πρωινό Σαββατοκύριακου.
Ο Έιντριαν αιφνιδιάστηκε από την πρόσχαρη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπίτι του Γουλφ. Τα πάντα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα. Το φως του ήλιου έμπαινε σαν χείμαρρος από τα ανοιχτά παντζούρια. Στον αέρα πλανιόταν μια ανοιξιάτικη ευωδιά, που μάλλον προερχόταν από μια γενναία δόση αποσμητικού χώρου. Ο Γουλφ έδειξε προς το γνώριμο πλέον καθιστικό. Από την κουζίνα ξεπρόβαλε η μητέρα του. Χαιρέτησε εγκάρδια τον Έιντριαν με ένα φιλί στο μάγουλο, αν και ήταν φανερό πως δε θυμόταν τις προηγούμενες επισκέψεις του. Μετά πήγε βιαστικά σ’ ένα πίσω δωμάτιο για να «συγυρίσει και να διπλώσει τα πλυμένα ρούχα», πράγμα που ο Έιντριαν σκέφτηκε πως ήταν σκηνοθετημένο εκ των προτέρων. Φαντάστηκε ότι ο Γουλφ είχε προετοιμάσει προσεκτικά τη μητέρα του ως προς το τι έπρεπε να πει και να κάνει όταν θα έφτανε ο Έιντριαν. Όταν εκείνη χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου κλείνοντας μια πόρτα πίσω της, ο Γουλφ είπε:
«Δεν έχω και τόσο χρόνο στη διάθεσή μου. Την πιάνει νευρικότητα όταν την αφήνω μόνη πολλή ώρα». «Και τι γίνεται όταν πηγαίνεις στη δουλειά;» «Αυτό δε μου αρέσει ούτε να το σκέφτομαι. Λέω σε μια από τις φίλες της και περνάει από δω μέρα παρά μέρα. Έχω έναν κατάλογο γυναικών που γνώριζε η μητέρα μου πριν ξεκινήσει αυτή η κατάσταση και που είναι πρόθυμες, έτσι τους τηλεφωνώ όσο πιο συχνά μπορώ. Μερικές φορές την πάνε βόλτα. Εξαιτίας των...» Δίστασε για μια στιγμή. «...προβλημάτων μου με το Νόμο, οι περισσότερες δε θέλουν να τις δουν εδώ πέρα. Έτσι πληρώνω το γιο ενός γείτονα να περνάει μετά το σχολείο για μερικά λεπτά και να της ρίχνει μια ματιά. Έτσι κι αλλιώς, εννιά στις δέκα φορές εκείνη δε θυμάται τ’ όνομά του, αλλά της αρέσει που τον βλέπει. Πιστεύω πως νομίζει ότι εκείνος ο πιτσιρικάς είμαι εγώ, πριν από είκοσι χρόνια. Ας είναι. Αυτή η ιστορία μού κοστίζει δέκα δολάρια την ημέρα. Της ετοιμάζω ένα σάντουιτς για το μεσημεριανό της. Μπορεί ακόμη να τρώει χωρίς επίβλεψη, αλλά δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό, γιατί αν πνιγεί...» Ο Γουλφ σταμάτησε. Ήταν φανερό τι λούκι περνούσε. Ο Έιντριαν δεν ήταν σίγουρος τι σχέση είχαν μαζί του όλα αυτά, αλλά άκουσε τη φωνή του Μπράιαν να του λέει: «Ξέρεις τι πρόκειται να γίνει, έτσι δεν είναι;» Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, ο Γουλφ στράφηκε στον Έιντριαν. «Ξέρω ότι είχαμε μια συμφωνία, αλλά...» Ο Έιντριαν άκουσε τον αδερφό του να ρουθουνίζει. «...Χρειάζομαι πιο πολλά. Δεν αρκεί μόνο η υπόσχεση ότι δε θα πας στην αστυνομία. Πρέπει να πληρωθώ γι’ αυτό που κάνω. Παίρνει πολύ χρόνο και ενέργεια. Θα μπορούσα να
έκανα υπερωρίες στη δουλειά μου και να έβγαζα έξτρα λεφτά». Ο Γουλφ προχώρησε στο καθιστικό. Έβγαλε τον φορητό υπολογιστή της μητέρας του από την τσάντα του πλεξίματος κι άρχισε να τον συνδέει με την τηλεόραση. «Τι σε κάνει να νομίζεις...» άρχισε να λέει ο Έιντριαν, αλλά ο άλλος τον διέκοψε. «Ξέρω τι μέρος του λόγου είσαι, καθηγητά. Ξέρω για όλους εσάς τους πλούσιους ακαδημαϊκούς τύπους. Όλοι σας έχετε κομπόδεμα. Τόσα χρόνια παίρνετε πολιτειακά επιδόματα και κρατικές επιχορηγήσεις για έρευνες. Οι συνάδελφοί σου στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων μάλλον θα πρέπει να σου υπέδειξαν κάποιες πολύ καλές επενδύσεις. Μ’ εκείνο το παλιό Βόλβο και τα παλιά ρούχα μπορεί να δείχνεις σαν να μην έχεις δεκάρα, αλλά εγώ ξέρω ότι μάλλον έχεις εκατομμύρια κρυμμένα σε κάποιο λογαριασμό». Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι όσοι λένε Ξέρω τα πάντα για κάτι ή κάποιον σε γενικές γραμμές δεν ξέρουν τίποτα. Κράτησε όμως τη γνώμη του για τον εαυτό του. «Τι είναι αυτό που ζητάς;» «Το μερίδιό μου. Μια σωστή αμοιβή για το χρόνο μου». Ο Μπράιαν έδινε ψιθυριστά οδηγίες στον Έιντριαν. Εκείνος ένιωσε κάποια μοχθηρία στη φωνή του αδερφού του. Ήταν η χαρά του δικηγόρου που έστηνε μια παγίδα. «Εμένα αυτό μου ακούγεται σαν εκβιασμός». «Όχι. Είναι αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. Ό,τι έκανε ήταν κατ’ εντολήν του αδερφού του, που του ψιθύριζε αδιάκοπα οδηγίες στο αυτί. «Πάρε το τηλέφωνό του!» Ο Έιντριαν έκανε αυτό που του έλεγε ο Μπράιαν.
«Μήπως έχεις κινητό για να κάνω ένα τηλεφώνημα; Δυστυχώς εγώ ποτέ δεν κουβαλάω τέτοιο πράγμα». Ο Γουλφ χαμογέλασε. Έβγαλε από την τσέπη του το τηλέφωνο και το πέταξε στον Έιντριαν. «Κάνε όσα τηλεφωνήματα θέλεις». «Ξεκίνα την μπλόφα», είπε ο Μπράιαν στον Έιντριαν. Εκείνος για μια στιγμή σάστισε, μη καταλαβαίνοντας τι εννοούσε ο αδερφός του λέγοντας μπλόφα, αλλά είδε τα δικά του δάχτυλα να πατούν τα πλήκτρα. Για μια στιγμή νόμισε πως ήταν το χέρι του Μπράιαν που καθοδηγούσε το δικό του. Κάλεσε την Άμεση Δράση. «Ξέρεις ποιον να ζητήσεις», είπε κοφτά ο Μπράιαν. «Την ντετέκτιβ Κόλινς, παρακαλώ». Ο Γουλφ φάνηκε να αιφνιδιάζεται. «Ίσως να την έχω βρει», είπε βιαστικά, σχεδόν σε κατάσταση πανικού. «Αν όμως γίνει αυτό το τηλεφώνημα, ίσως δε θα την έχω βρει». Ο Έιντριαν δίστασε, άκουσε ένα μακρινό εμπρός, κι αμέσως έκλεισε το τηλέφωνο. «Αυτό περιπλέκει την κατάσταση», είπε ο Μπράιαν σιγανά. «Πρόσεξέ με. Το έχω ξανακάνει αυτό και στο παρελθόν. Βήμα πρώτο: Κάν’ τον να μιλήσει συγκεκριμένα». «Ποιο από τα δύο ισχύει, κύριε Γουλφ; Τη βρήκες ή όχι;» Ο Γουλφ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι τόσο απλό». «Κι όμως είναι». «Ωραία», είπε ο Μπράιαν. «Τη βρήκες;» επέμεινε ο Έιντριαν. «Ξέρω πού να ψάξω». «Δεν είναι το ίδιο πράγμα». «Ναι», απάντησε ο Γουλφ. «Αλλά είναι σχεδόν το ίδιο». «Εντάξει, Όντι, συνέχισε. Ο έλεγχος είναι στα χέρια σου».
«Έχεις κάποια πρόταση να μου κάνεις;» ρώτησε απότομα ο Έιντριαν. «Θέλω απλώς να είμαι δίκαιος». «Αυτό είναι δήλωση. Όχι πρόταση». «Καθηγητά, ξέρουμε και οι δύο τι σου λέω αυτή τη στιγμή». «Έστω, κύριε Γουλφ, γιατί λοιπόν δε μου περιγράφεις αυτό που θεωρείς δίκαιο;» Ο Γουλφ δίστασε. Χαμογελούσε πλατιά. Είχε ένα ύφος που θύμιζε την παλιά ντισνεϊκή εκδοχή του γάτου του Τσέσαϊρ, ο οποίος χανόταν και πίσω του στην οθόνη έμενε μόνο το πλατύ και ανησυχητικό χαμόγελο που άφηνε να φανεί η τεράστια οδοντοστοιχία του. Ο Έιντριαν θυμήθηκε ότι είχε δει την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων με τον Τόμι και ότι στη συνέχεια είχε περάσει κάμποσες ώρες προσπαθώντας να εξηγήσει στον μικρό γιο του ότι οι πιθανότητες να πέσει στο λαγούμι ενός λαγού και να βρεθεί σ’ έναν κόσμο όπου η Κόκκινη Βασίλισσα ήθελε να αποκεφαλίζει τους ανθρώπους πριν από τη δίκη ήταν μικρές. Όταν ο γιος του ήταν πολύ μικρός, αυτό που τον τρόμαζε ήταν η φαντασία, όχι η πραγματικότητα. Μπορούσε να παρακολουθήσει μια εκπομπή σχετικά με επιθέσεις καρχαριών στην Καλιφόρνια ή πεινασμένων λιονταριών στο Σερενγκέτι και να μαγευτεί από το θέαμα. Αλλά οι κάμπιες που κάπνιζαν ναργιλέ τον έκαναν να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του και να βγάζει κραυγές μέσα στη νύχτα αντί να κοιμάται. «Όντι, μην αφήνεις το μυαλό σου να ξεστρατίζει!» Ο Μπράιαν ήταν επίμονος. Σε εγρήγορση. «Ξέρεις, καθηγητά, δεν είμαι σίγουρος πόσο ακριβώς
αξίζει ο χρόνος μου...» «Εσύ μόνος σου καθόρισες την τιμή. Υπερωρία στο μαγαζί που δουλεύεις». «Εδώ όμως πρόκειται για εξειδικευμένη δουλειά. Πολύ εξειδικευμένη. Αυτό απαιτεί κάποιο...» Δίστασε. «...πριμ». «Κύριε Γουλφ, αν σκοπεύεις να με εκβιάσεις για να μου αποσπάσεις χρήματα, σε παρακαλώ να είσαι συγκεκριμένος». «Ωραία», είπε ο Μπράιαν. «Αυτό θα τον ταρακουνήσει». Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι ο νεκρός αδερφός του ήξερε πολύ περισσότερα σχετικά με την εγκληματολογική ψυχολογία απ’ όσα νόμιζε εκείνος. «Ωραία λοιπόν», είπε ο Γουλφ. «Πόσο αξίζει αυτή η δουλειά για σένα;» «Η επιτυχία είναι πολύτιμη, κύριε Γουλφ. Ανεκτίμητη. Αλλά, από την άλλη πλευρά, δεν είμαι πρόθυμος να σε πληρώσω για μια αποτυχία». «Πες μια τιμή», επέμεινε ο Γουλφ. «Θέλω να ξέρω πόσο σκληρά πρέπει να δουλέψω». «Όποιο ποσό και να σου πω, εσύ απλώς θα το αλλάξεις αργότερα. Μπορεί να σου πω χίλια, δέκα χιλιάδες ή ένα εκατομμύριο κι εσύ απλώς θα το διπλασιάσεις ή θα το τριπλασιάσεις όταν θα έχεις κάτι για μένα. Έτσι δεν είναι;» Ο Γουλφ κοίταξε αλλού για μια στιγμή. Ο Έιντριαν κατάλαβε ότι είχε κάνει διάνα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι διαπραγματευόταν ψυχρά κάτι τόσο σκοτεινό και αινιγματικό όσο η εξαφάνιση της Τζένιφερ. Αιφνιδιάστηκε και ο ίδιος. «Θα σου πω τι θα γίνει, κύριε Γουλφ. Θα καθορίσουμε μια αμοιβή. Κάτι σαν εκείνα τα παλιομοδίτικα πόστερ Καταζητείται Ζωντανός ή Νεκρός που βλέπουμε στις ταινίες
γουέστερν. Ας πούμε, είκοσι χιλιάδες δολάρια. Είναι ένα σημαντικό ποσό. Αν συγκεντρώσεις πληροφορίες που θα οδηγήσουν στην ανακάλυψη και την επιστροφή της στο σπίτι της –αν, επαναλαμβάνω–, τότε θα σου δώσω είκοσι χιλιάδες δολάρια. Βοήθησέ με να σώσω την Τζένιφερ και θα βγάλεις ένα σωρό λεφτά. Έτσι κι αρχίσεις τα παιχνίδια και το χαζολόγημα και δε βρεις τίποτα, δε θα πάρεις τίποτα. Ιδού το οικονομικό κίνητρο. Αν ήμουν στη θέση σου, αμφιβάλλω αν θα προσπαθούσα να εφαρμόσω τη θλιβερή εκβιαστική τακτική σου στην οικογένειά της ή σε οποιονδήποτε άλλο, διότι οι αστυνομικοί θα δείξουν πολύ λιγότερη κατανόηση από μένα και θα καταλήξεις στη φυλακή. Εγώ όμως είμαι λίγο διαφορετικός, λίγο τρελός...» Ο Έιντριαν χαμογέλασε όπως θα χαμογελούσε ο κακός σε κάποια ταινία. «Γι’ αυτό θα σου επιτρέψω να μου αποσπάσεις μερικά χρήματα». «Πώς μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη;» είπε ο Γουλφ. Ο Έιντριαν ξέσπασε σε ένα τραχύ γέλιο. «Αυτό, κύριε Γουλφ, είναι το δικό μου ερώτημα φυσικά», απάντησε με στεντόρεια φωνή, δίνοντας στα λόγια του έναν ακαδημαϊκό τόνο που τον έκανε να ακουστεί σαν πομπώδης ομιλητής πάνω στο βήμα. Ο Γουλφ φάνηκε πολύ απογοητευμένος. «Ουσιαστικά δεν τα καταφέρνεις, έτσι δεν είναι, κύριε Γουλφ;» «Σε τι δεν τα καταφέρνω; Στους υπολογιστές και στο σερφάρισμα στο Διαδίκτυο είμαι εξπέρ του κερατά». «Όχι. Εννοούσα ότι δεν τα καταφέρνεις στο έγκλημα». Ο Γουλφ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και στράφηκε πάλι στον υπολογιστή του. «Δεν είμαι εγκληματίας. Ποτέ δεν υπήρξα εγκληματίας».
«Αυτό μπορούμε να το συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή». «Δεν είναι έγκλημα, καθηγητά, αυτό που μου αρέσει. Είναι απλώς...» Σταμάτησε, αλλά ο Έιντριαν δεν κατάλαβε αν το έκανε επειδή ήξερε πόσο ανόητος ακουγόταν ή για κάποιον άλλο λόγο. «Εντάξει, καθηγητά. Αρκεί να καταλαβαινόμαστε. Είκοσι χιλιάρικα». Ο Έιντριαν περίμενε κάποια πρόσθετη απειλή, κάτι σαν αν δε με πληρώσεις, θα... αλλά ουσιαστικά δεν ήταν σίγουρος τι μπορούσε να κάνει είτε ο ίδιος είτε ο Γουλφ. Ο Γουλφ ήθελε τα λεφτά, αλλά ήξερε ότι ο Έιντριαν μπορούσε να σηκωθεί απλώς και να φύγει. Υπήρχε λοιπόν μια ιδανική ισορροπία. Και οι δύο είχαν τις ανάγκες τους. Έτσι λοιπόν θα έπαιζαν ένα παιχνίδι. Ο Έιντριαν δεν είχε ιδέα αν όντως υπήρχαν είκοσι χιλιάδες δολάρια σε κάποιον τραπεζικό λογαριασμό του, ούτε αν θα έδινε δεκάρα στον Γουλφ. Αμφέβαλλε ότι θα το έκανε. Ένιωσε το χέρι του Μπράιαν στον ώμο του και άκουσε τη φωνή του: «Το ξέρει κι εκείνος, Όντι. Δεν είναι βλάκας. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι θα κάνει κάποια άλλη κίνηση. Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος όταν συμβεί αυτό». Ο Γουλφ δεν είδε τον Έιντριαν να γνέφει αργά. «Δεν είμαι κακός άνθρωπος», είπε. «Ό,τι και αν λένε εκείνοι οι αστυνομικοί». Ο Έιντριαν δεν απάντησε. «Δεν είμαι εγώ ο κακός σ’ αυτή την ιστορία», συνέχισε ο Γουλφ, επαναλαμβάνοντας σχεδόν τον εαυτό του. Μιλούσε σιγανά, σαν να μην τον ένοιαζε πραγματικά τι σκεφτόταν ο Έιντριαν.
«Δεν είπα ποτέ τέτοιο πράγμα», απάντησε εκείνος, νιώθοντας ανόητος που το είχε πει φωναχτά, αφού ήταν ψέμα. Το πάτημα των πλήκτρων του υπολογιστή ακούστηκε σαν σιγανή τυμπανοκρουσία, επισημαίνοντας την αρχή μιας συμφωνίας. «Αυτή είναι;» ρώτησε απότομα ο Γουλφ.
Το απόγευμα ήταν προχωρημένο και η Τέρι Κόλινς ήταν καθισμένη στο αυτοκίνητό της έξω από το σπίτι των Ρίγκινς και προσπαθούσε να επιστρατεύσει την αυτοπεποίθηση που της χρειαζόταν για να χτυπήσει την πόρτα τους και να πει τα άσχημα νέα. Στον κορμό ενός κοντινού δέντρου κάποιος –ο Σκοτ, όπως υπέθεσε η Τέρι– είχε καρφώσει ένα αυτοσχέδιο φέιγ βολάν με μια φωτογραφία της Τζένιφερ και τη λέξη ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ με μεγάλα, έντονα γράμματα. Το φυλλάδιο ανέφερε πότε την είχαν δει για τελευταία φορά και ανέγραφε τα τηλέφωνα που μπορούσε να καλέσει όποιος τυχόν την έβλεπε. Η Τέρι ξαφνιάστηκε κάπως που ο Σκοτ δεν είχε καλέσει ήδη τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Άνθρωποι σαν αυτόν είχαν από τη φύση τους την τάση να μετατρέπουν μια εξαφάνιση σε παράσταση. Η Μαίρη θα στεκόταν μπροστά στους προβολείς και τις κάμερες με δάκρυα στα μάτια και τα χέρια σφιχτοδεμένα και θα ικέτευε τον απαγωγέα να αφήσει ελεύθερη τη μικρή Τζένιφερ. Όπως ήξερε η Τέρι, κάτι τέτοιο ήταν όχι μόνο ανώφελο αλλά και αξιοθρήνητο. Συγκέντρωσε μερικά έγγραφα της αστυνομίας και
αντίγραφα της κοινοποίησης της εξαφάνισης. Ήταν μια συλλογή που θα δημιουργούσε την εντύπωση ότι η Τέρι ασχολούνταν με την υπόθεση, ενώ στην πραγματικότητα αντιπροσώπευε απανωτές απογοητεύσεις. Είχε αφήσει στο γραφείο της οτιδήποτε είχε σχέση με την ταινία του συστήματος ασφαλείας του σταθμού των λεωφορείων, καθώς και οτιδήποτε είχε προκύψει από τις συζητήσεις της με τον Έιντριαν Τόμας. Άφησε την ανάσα της να βγει αργά και κοίταξε πάλι το σπίτι των Ρίγκινς. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν εξαφανιζόταν ένα από τα δικά της παιδιά. Το συμπέρασμα ήταν ότι από τη μια θα ήθελε να ξεφύγει από κάθε ανάμνηση χαραγμένη σε όλο το σπίτι και από την άλλη θα της ήταν αδύνατο να αποδιώξει τη σκέψη ότι έπρεπε να βρίσκεται εκεί και να περιμένει, με την ελπίδα ότι θα συνέβαινε το απίθανο και θα έβλεπε το χαμένο παιδί της να διαβαίνει πάλι την πόρτα του σπιτιού. Αδύνατον, σκέφτηκε. Πώς μπορεί να αντέξει κανείς τόσο πόνο και τόση αβεβαιότητα; Ευχήθηκε να είχε μεγαλύτερη επιδεξιότητα σε αυτό που έπρεπε να κάνει. Όταν βγήκε από το αυτοκίνητό της και ανηφόρισε στο πεζοδρόμιο προς το σπίτι των Ρίγκινς, την ξάφνιασε η απομόνωση. Έξω από τα άλλα σπίτια υπήρχαν άνθρωποι που εκμεταλλεύονταν τις τελευταίες ώρες της μέρας για να μαζέψουν τα ξερά φύλλα που είχε αφήσει πίσω του ο χειμώνας ή να φυτέψουν πολυετή φυτά σε κήπους που είχαν αρχίσει να ζωντανεύουν με τον ερχομό της άνοιξης. Η Τέρι άκουγε ήχους από ηλεκτρικά εργαλεία και κουρευτικές μηχανές καθώς ο κόσμος των προαστίων ολοκλήρωνε τις
αναπόφευκτες δουλειές που είχαν αφήσει σε εκκρεμότητα οι μικρές και σκοτεινές μέρες που μόλις είχαν περάσει. Αντίθετα, στο σπίτι των Ρίγκινς δε φαινόταν κανένα σημάδι δραστηριότητας. Κανένας θόρυβος. Καμία κίνηση. Το σπίτι έδειχνε σαν να είχε χτυπηθεί από θύελλα και να το είχαν ξεσκίσει τα γαμψά νύχια του χειμώνα. Η Τέρι χτύπησε την πόρτα κι άκουσε βήματα να σέρνονται. Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε η Μαίρη Ρίγκινς. Ούτε χαιρετισμός ούτε χαριτολογήματα. «Ντετέκτιβ», είπε. «Έχουμε κάνα νέο;» Η Τέρι διάβασε την ελπίδα και τον τρόμο στα μάτια της γυναίκας. Κοίταξε πίσω από τη Ρίγκινς. Ο Σκοτ Γουέστ ήταν καθισμένος σ’ ένα γραφείο μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή. Πήρε το βλέμμα του απ’ αυτό που έκανε και κοίταξε έντονα την ντετέκτιβ. «Όχι», απάντησε εκείνη. «Φοβάμαι πως δεν έχουμε νέα. Ήρθα απλώς για να σας ενημερώσω για την πορεία της έρευνας. Εσείς μήπως ακούσατε κάτι; Ήρθε κανείς σε επαφή μαζί σας; Έγινε οτιδήποτε που θα μπορούσε...» Η Τέρι σταμάτησε όταν είδε το κενό βλέμμα της Ρίγκινς. Πήγαν στο καθιστικό, όπου ο Σκοτ Γουέστ έδειξε στην Τέρι μια σελίδα στο Facebook και έναν ιστότοπο που είχε δημιουργήσει για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με την Τζένιφερ. Μέχρι στιγμής, δεν είχε υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα, αλλά η Τέρι πήρε ευσυνείδητα μια εκτύπωση όλων των απαντήσεων που είχαν αναρτηθεί και στα δύο ηλεκτρονικά μέσα. Ήξερε ότι το Facebook θα συνεργαζόταν σε οποιαδήποτε έρευνα έκανε η αστυνομία, όπως ήξερε επίσης ότι η ίδια θα μπορούσε να εντοπίσει οποιαδήποτε
σύνδεση με τον ιστότοπο φαινόταν ελπιδοφόρα. Το πρόβλημα ήταν ότι οι περισσότερες απαντήσεις ήταν του τύπου Προσευχόμαστε για την ψυχή της. Ο Ιησούς ξέρει ότι δεν υπάρχουν εξαφανισμένα παιδιά, μόνο παιδιά που έχει καλέσει Εκείνος κοντά Του ή Μακάρι να είχε χαθεί πάνω στο πρόσωπό μου. Είναι σκέτη λιχουδιά. Αυτές οι αόριστα χυδαίες απαντήσεις ήταν απόλυτα αναμενόμενες, όπως και αυτές που είχαν θρησκευτικό περιεχόμενο. Υπήρχαν επίσης μερικές που έλεγαν Ξέρω ακριβώς πού βρίσκεται, αλλά όλες φαίνονταν να ζητούν χρήματα για να δώσουν περαιτέρω εξηγήσεις. Η Τέρι σημείωσε νοερά να παραδώσει στο FBI οτιδήποτε της μύριζε σαν εκβιασμός. Κοίταξε όλο το υλικό που ήταν συγκεντρωμένο στον υπολογιστή και συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να αφιερώσει όλη τη ζωή της για να διερευνήσει κάθε απάντηση. Αυτό ήταν το πρόβλημα –από τη σκοπιά ενός ντετέκτιβ– όταν άνοιγες τέτοιες πόρτες. Αν πράγματι υπήρχε κάποιος που γνώριζε κάτι, ήταν δύσκολο να τον ξεχωρίσεις από τους παλαβούς και τους ανώμαλους που προσελκύονταν τόσο εύκολα από τη θλίψη. Ο κόσμος αρέσκεται να εντείνει την τραγωδία, σκέφτηκε η Τέρι. Λες και δεν αρκεί το πρώτο χτύπημα. Κάνει ό,τι μπορεί για να πληγώσει ακόμη περισσότερο όποιον υποφέρει. Αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν μοναδικό προνόμιο του Διαδικτύου. Όταν έβγαζες στη φόρα κάποιο προσωπικό στοιχείο έδινε σε ξένους την ευκαιρία να ανακατευτούν. «Νομίζετε ότι κάτι απ’ όλα αυτά μπορεί να βοηθήσει;» ρώτησε ο Σκοτ. «Δεν ξέρω». Εκείνος κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή. «Εγώ ξέρω»,
είπε βλοσυρά. Δίστασε καθώς κοίταζε στην άλλη μεριά του δωματίου. Η Μαίρη Ρίγκινς είχε πάει να φέρει καφέ. «Το έκανα για εκείνη. Ένιωσε πως μ’ αυτό τον τρόπο βοηθούσε να γίνει κάτι για να βρεθεί η Τζένιφερ. Μοιάζει κάπως σαν να περιδιαβαίνει κανείς στη γειτονιά περιμένοντας να τη βρει πεταμένη στο δρόμο, όπως ένα ζευγάρι χαμένα γάντια. Αλλά δεν πρόκειται να έχει αποτέλεσμα, έτσι δεν είναι, ντετέκτιβ;» «Δεν ξέρω», απάντησε η Τέρι, λέγοντας ψέματα. «Θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει. Υπήρξαν περιπτώσεις που βοήθησε. Από την άλλη πάλι...» Ο Σκοτ μπήκε στη μέση, ολοκληρώνοντας την πρότασή της, όπως έκανε συνήθως: «...πολύ πιο συχνά δεν είναι παρά μια σπουδή στη ματαιοπονία. Σωστά, ντετέκτιβ;» Η Τέρι διερωτήθηκε για μια στιγμή τι είδους άνθρωπος χρησιμοποιούσε εκφράσεις όπως σπουδή στη ματαιοπονία στην κουβέντα του. Έγνεψε καταφατικά, φροντίζοντας να διατηρήσει ήρεμο και ανέκφραστο το πρόσωπό της. Ο Σκοτ φαινόταν να στηρίζει τις απόψεις του στην πραγματικότητα, αλλά αυτό το στοιχείο εκδηλωνόταν ως μια ψυχρή και απόμακρη σκληρότητα. Η Τέρι φαντάστηκε ότι αυτό θα έβγαινε στην επιφάνεια και κατά τις θεραπευτικές συνεδρίες του. «Προσπαθώ να βοηθήσω τη Μαίρη να αντικρίσει κατάματα τα γεγονότα», είπε εκείνος. «Εδώ και πολλές μέρες. Ατέλειωτες μέρες. Περνάμε ολόκληρες ώρες καθισμένοι εδώ πέρα σαν να περιμένουμε να χτυπήσει το τηλέφωνο και να είναι η Τζένιφερ που θα μας πει: “Μπορείτε να έρθετε να με πάρετε από τη στάση του λεωφορείου;”
Αλλά αυτό το τηλεφώνημα, με μια διαολεμένη βεβαιότητα κάθε φορά, δεν έρχεται. Δεν έχουμε κανένα νέο. Είναι σαν να άνοιξε η γη και να την κατάπιε». Ο Σκοτ έγειρε πίσω κι έδειξε γύρω του. «Εδώ μέσα έχει καταντήσει μαυσωλείο. Η Μαίρη δεν μπορεί να κάθεται στο σκοτάδι για όλη την υπόλοιπη ζωή της και να περιμένει». Η Τέρι σκέφτηκε πως αυτό ήταν ακριβώς που έπρεπε να κάνει η Μαίρη. Πάντα οι άλλοι θέλουν ν’ αντιμετωπίσει κάποιος την κατάσταση με ρεαλισμό, μέχρι τη στιγμή που η υπόθεση θα αφορά το δικό τους παιδί. Τότε ο ρεαλισμός πάει περίπατο. Υπάρχει μόνο το να κάνεις ό,τι μπορείς. Και αυτή η κατάσταση δε θα πάψει ποτέ, συνειδητοποίησε η Τέρι. Είχε την άποψη ότι το να αντικρίσεις κατάματα τα γεγονότα δεν είχε λογική. Κατανοούσε όμως ότι εκείνη βρισκόταν στη λάθος πλευρά της εξίσωσης που γραφόταν στο σπίτι των Ρίγκινς. Πήρε μια κούπα καφέ από το χέρι της Μαίρης, κάθισε απέναντί της και την παρατηρούσε. Από δω κι εμπρός θα γεράσει γρήγορα, σκέφτηκε. Κάθε λέξη που θα λέω θα προσθέτει χρόνια στην καρδιά της. Όταν αρχίσω θα είναι σαράντα κι όταν τελειώσω θα έχει γίνει εκατό χρονών. «Μακάρι να είχα καλά νέα», είπε χαμηλόφωνα.
35 Ο ήχος της σειρήνας έφτασε σ’ ένα τρομακτικό κρεσέντο και η Τζένιφερ φαντάστηκε πως ήταν έξω ακριβώς απ’ το κελί της. Ξαφνικά, άκουσε τον δυνατό γδούπο που έκαναν οι πόρτες κάμποσων αυτοκινήτων που έκλειναν με δύναμη, και στη συνέχεια απανωτά χτυπήματα που έμοιαζαν με ριπή πολυβόλου σε μια μακρινή πόρτα. Δεν άκουσε κανέναν να φωνάζει «Αστυνομία! Ανοίξτε!» αλλά η φαντασία της πρόσθεσε αυτές τις λέξεις, ιδίως όταν άκουσε βαριά ποδοβολητά να διασχίζουν κάποιο από τα πάνω πατώματα. Έμεινε ακίνητη, κοκαλωμένη, όχι ακριβώς επειδή αυτό της είχαν πει να κάνει, αλλά μάλλον επειδή την είχαν εξουθενώσει ορισμένες εικόνες που σχηματίζονταν στο σκοτάδι ακριβώς μπροστά της. Η λέξη διάσωση άρχισε αόριστα να μπαίνει στην καρδιά της. Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, ένα ξαφνικό ξέσπασμα από μέσα της που έγινε λυγμός. Ελπίδα. Ενδεχόμενο. Ανακούφιση. Όλα αυτά τα πράγματα, και πολλά άλλα, ξεχύθηκαν ανεξέλεγκτα μέσα της, ένας χείμαρρος έξαψης. Ήξερε πως η κάμερα την παρακολουθούσε και, εφόσον κατέγραφε κάθε κίνηση που έκανε, σίγουρα θα την εμφάνιζε σε κάποια οθόνη. Αλλά, για πρώτη φορά, τώρα υπήρχε και κάποιος άλλος που μπορεί να την έβλεπε. Κάποιος που διέφερε από τον άντρα και τη γυναίκα. Όχι κάποιος ανώνυμος και άυλος. Κάποιος που μπορεί να ήταν με το μέρος της. Όχι,
είπε με το νου της, κάποιος που είναι απόλυτα με το μέρος μου. Γύρισε αργά προς την κατεύθυνση της πόρτας του κελιού της, έσκυψε και αφουγκράστηκε. Προσπάθησε ν’ ακούσει φωνές, αλλά τα πάντα ήταν σιωπηλά. Είπε στον εαυτό της ότι αυτό ήταν καλό. Σχημάτισε νοερά μια εικόνα τού τι συνέβαινε. Αναγκάστηκαν να ανοίξουν την εξώπορτα. Δεν μπορείς να πεις όχι στους αστυνομικούς όταν σου χτυπούν την πόρτα. Έγινε μια κουβέντα: «Ονομάζεστε...;» και «Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι κρατάτε αιχμάλωτη μια κοπέλα εδώ πέρα. Την Τζένιφερ Ρίγκινς. Τη γνωρίζετε;» Ο άντρας και η γυναίκα θα πουν όχι, αλλά δε θα μπορέσουν να πείσουν τους αστυνομικούς να φύγουν, επειδή οι αστυνομικοί δε θα τους πιστέψουν. Θα είναι σκληροί. Δε θα ανέχονται ανοησίες. Δεν πρόκειται ν’ ακούσουν τα ψέματα. Θα μπουν με το ζόρι και τώρα στέκονται όλοι σ’ ένα από τα πάνω δωμάτια. Οι αστυνομικοί είναι επιφυλακτικοί, κάνουν ερωτήσεις. Ευγενικά αλλά επίμονα. Ξέρουν ότι είμαι εδώ, ή ίσως ξέρουν ότι είμαι απλώς κάπου εδώ κοντά, αλλά όχι πού ακριβώς. Είναι μόνο θέμα χρόνου, Καφετούλη. Από στιγμή σε στιγμή θα έρθουν εδώ. Ο άντρας προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Η γυναίκα προσπαθεί να πείσει τους αστυνομικούς ότι δε συμβαίνει τίποτε, αλλά εκείνοι ξέρουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο άντρας και η γυναίκα έχουν αρχίσει να φοβούνται. Ξέρουν πως όλα τελείωσαν. Οι αστυνομικοί θα βγάλουν τα όπλα τους. Ο άντρας και η γυναίκα θα προσπαθήσουν να το βάλουν στα πόδια, αλλά είναι περικυκλωμένοι. Δεν μπορούν να πάνε πουθενά. Όπου να ’ναι, οι αστυνομικοί θα βγάλουν τις χειροπέδες. Το έχω δει σε εκατό ταινίες και τηλεοπτικές
εκπομπές. Οι αστυνομικοί θα αναγκάσουν τον άντρα και τη γυναίκα να πέσουν στο πάτωμα και θα τους φορέσουν χειροπέδες. Μπορεί η γυναίκα ν’ αρχίσει τα κλάματα και ο άντρας να βρίζει, «Άντε πηδηχτείτε...» αλλά τους αστυνομικούς δε θα τους νοιάξει. Κάθε άλλο. Τα έχουν ξανακούσει όλα αμέτρητες φορές. Ένας απ’ αυτούς θα πει, «Έχετε το δικαίωμα να μη μιλήσετε», ενώ οι άλλοι θ’ αρχίσουν να διασκορπίζονται, αναζητώντας μας, Καφετούλη. Συνέχισε να αφουγκράζεσαι, θα τους ακούσουμε από στιγμή σε στιγμή. Θα ανοίξει η πόρτα και κάποιος θα πει, «Θεέ και Κύριε!» ή κάτι τέτοιο, και μετά θα μας βοηθήσουν. Θα σπάσουν την αλυσίδα γύρω από το λαιμό μου. «Είσαι καλά; Μήπως έχεις τραυματιστεί;» Θα μου λύσουν τα μάτια. Κάποιος θα φωνάξει, «Χρειαζόμαστε ένα ασθενοφόρο!» και κάποιος άλλος θα πει: «Ηρέμησε. Μπορείς να κινηθείς; Πες μας τι σου έκαναν». Κι εγώ θα τους μιλήσω, Καφετούλη. Θα τους τα πω όλα. Εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Και μετά θα με βοηθήσουν αμέσως να ντυθώ και ο τόπος θα γεμίσει νοσηλευτές και άλλους αστυνομικούς. Κι εγώ θα είμαι στο κέντρο. Κάποιος θα μου δώσει ένα κινητό και στην άλλη άκρη της γραμμής θα είναι η μαμά. Θα κλαίει από ευτυχία, κι αυτή τη φορά ίσως τη συγχωρήσω λιγάκι, επειδή θέλω στ’ αλήθεια να γυρίσω στο σπίτι, Καφετούλη. Αυτό είναι το μόνο που θέλω. Ίσως επειδή ύστερα απ’ όλα αυτά μπορούμε να αρχίσουμε πάλι από την αρχή. Χωρίς τον Σκοτ. Ίσως σε ένα καινούριο σχολείο, με καινούρια παιδιά που δεν είναι τέτοια μπαστάρδια και όλα θα είναι διαφορετικά από δω και πέρα. Θα είναι όπως όταν ζούσε ακόμη ο μπαμπάς, μόνο που δε θα είναι εκεί, αλλά θα μπορέσω να τον ξανανιώσω. Ξέρω ότι εκείνος είναι που βοήθησε τους αστυνομικούς να με βρουν,
έστω κι αν είναι νεκρός. Ήταν σαν να τους είπε να ψάξουν, κι εκείνοι ήρθαν και μας βρήκαν. Και μετά, Καφετούλη, θα μας βγάλουν από δω. Θα είναι νύχτα, τα φλας θα αστράφτουν και οι δημοσιογράφοι θα μας κάνουν ένα σωρό ερωτήσεις, αλλά εγώ δε θα πω τίποτε, επειδή πάω σπίτι μου. Μαζί μ’ εσένα. Θα μας βάλουν στο πίσω μέρος ενός περιπολικού, η σειρήνα θα αρχίσει να ουρλιάζει κι ένας αστυνομικός θα πει: «Είσαι πολύ τυχερή, μικρή μου κυρία. Φτάσαμε πάνω στην ώρα. Είσαι έτοιμη να πας σπίτι σου τώρα;» Κι εγώ θα πω: «Ναι. Σας παρακαλώ». Και σε μια δυο βδομάδες, ίσως κάποιος από τα 60 Λεπτά ή από το CNN θα τηλεφωνήσει και θα πει σου δίνουμε ένα εκατομμύριο δολάρια μόνο και μόνο για να ακούσουμε την ιστορία σου, Τζένιφερ, και μετά, Καφετούλη, θα μπορέσουμε να τους πούμε τι περάσαμε. Θα γίνουμε διάσημοι και πλούσιοι και όλα θα είναι διαφορετικά πλέον. Από στιγμή σε στιγμή.
Η Τζένιφερ συνέχισε να ακούει προσεκτικά, περιμένοντας κάποιον από τη φαντασίωσή της να κάνει θόρυβο και να της επιβεβαιώσει αυτό που εκείνη ήξερε ότι συνέβαινε λίγο παραπέρα. Αλλά δεν ακούγονταν καθόλου ήχοι. Το μόνο πράγμα που άκουγε ήταν η ανάσα της, γρήγορη, τραχιά. Ήξερε ότι της είχαν πει να μη μιλάει. Ήξερε ότι ήταν ικανοί σχεδόν για τα πάντα. Υπήρχαν κανόνες τους οποίους δεν μπορούσε να παραβεί. Η υπακοή ήταν το παν. Αλλά αυτή ήταν η ευκαιρία της. Απλώς δεν ήξερε πώς να
την εκμεταλλευτεί. Κάθε λεπτό που κυλούσε μέσα στη σιωπή ήταν σαν αγκάθι. Η Τζένιφερ αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διαπερνά καθώς άρχισαν να την τραντάζουν οι γνώριμοι πια σπασμοί. Ήταν σχεδόν αδύνατο να μείνει ακίνητη. Ήταν λες και κάθε χωριστή νευρική απόληξη, κάθε χωριστό όργανο μέσα της, κάθε παλμός που έκανε το αίμα να κυλά στις φλέβες της είχε και μια διαφορετική απαίτηση κι ένα διαφορετικό πρόγραμμα. Η Τζένιφερ είχε την αίσθηση ότι κάποιος τη στριφογύριζε κι ένιωθε σαν να βρισκόταν σ’ ένα ρόλερ κόουστερ τη στιγμή που οι ράγες κατηφορίζουν απότομα και το βαγόνι ξαφνικά βουτάει με θόρυβο και ταχύτητα. Περίμενε. Ήταν φοβερά οδυνηρό. Αισθανόταν ότι απείχε μόλις μερικά εκατοστά από τη σωτηρία. Τέντωσε το λαιμό της, προσπαθώντας ν’ ακούσει κάτι που θα της έλεγε τι γινόταν. Αλλά την παρέλυε η σιωπή. Και μετά σκέφτηκε: Αργούν πολύ, Καφετούλη, αργούν πάρα πολύ! Σκέφτηκε πανικόβλητη τι θα μπορούσε να κάνει. Θα μπορούσε ν’ αρχίσει να φωνάζει, Εδώ είμαι! Ή να κροταλίζει την αλυσίδα της. Ή να αναποδογυρίσει το κρεβάτι και να κλοτσήσει την τουαλέτα. Να κάνει κάτι ώστε όποιος ήταν πάνω να σταματήσει και να στήσει αυτί, να καταλάβει ότι εκείνη βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Κάνε κάτι! Οτιδήποτε! Για να μη φύγουν! Δεν άντεχε πια και κατέβασε τα πόδια της από την άκρη του κρεβατιού, αλλά τα ένιωσε αδύναμα, χωρίς ίχνος αντοχής. Επιστρατεύοντας τη θέλησή της, ανάγκασε τον εαυτό της να σηκωθεί. Σε λίγο θα συνέβαιναν όλα –ήξερε ότι
έπρεπε να φωνάξει βοήθεια, να κάνει έναν πολύ δυνατό θόρυβο, να ουρλιάξει, να ξεφωνίσει, να κάνει οτιδήποτε θα μπορούσε να της εξασφαλίσει βοήθεια. Άνοιξε το στόμα της κι ετοιμάστηκε. Κατόπιν, εξίσου γρήγορα, σταμάτησε. Θα μου κάνουν κακό. Όχι. Θα σ’ ακούσουν οι αστυνομικοί. Θα σε σώσουν. Αν δεν έρθουν οι αστυνομικοί, οι άλλοι θα με σκοτώσουν. Δυσκολευόταν ν’ ανασάνει. Αισθανόταν λες και κάτι τη συνέθλιβε. Θα με σκοτώσουν έτσι κι αλλιώς. Όχι. Είμαι πολύτιμη. Είμαι σημαντική. Κάτι σημαίνω γι’ αυτούς. Είμαι η Νούμερο 4. Τη χρειάζονται τη Νούμερο 4. Είχε καθηλωθεί ανάμεσα σε διάφορα ενδεχόμενα. Τα πάντα τη φόβιζαν. Ήξερε ότι έπρεπε να σωθεί. Αλλά πίσω από τη μάσκα που της κάλυπτε τα μάτια ήταν σαν να έβλεπε δύο δρόμους, και τους δύο υπερβολικά κοντά σ’ έναν γκρεμό, και δεν μπορούσε να πει ποιος ήταν ασφαλής, ποιος ήταν ο σωστός, και ήξερε πως, όποιον κι αν διάλεγε, δε θα υπήρχε γυρισμός, πως το μονοπάτι θα χανόταν πίσω της. Καυτά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Ήθελε απελπισμένα ν’ ακούσει κάτι που θα της έλεγε ποιο δρόμο να πάρει, η σιωπή τη βασάνιζε όσο κι αυτά που της είχαν κάνει ο άντρας και η γυναίκα. Θα πεθάνω, σκέφτηκε. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα πεθάνω. Τίποτε δεν είχε λογική. Τίποτε δεν ήταν ξεκάθαρο. Δεν υπήρχε τρόπος να καταλήξει με κάποια βεβαιότητα τι ήταν
σωστό και τι λάθος. Έσφιξε με δύναμη τον Καφετούλη. Και τότε, λες και κάποιο άλλο χέρι έσπρωχνε επίμονα το δικό της, σήκωσε την άκρη της μάσκας.
«Μην το κάνεις!» φώναξε ο σκηνοθέτης. «Ναι! Ναι! Κάν’ το!» φώναξε η γυναίκα του, η ηθοποιός. Οι δυο τους ήταν καρφωμένοι μπροστά στην τηλεόραση με την επίπεδη οθόνη που ήταν κρεμασμένη στον ασοβάτιστο τοίχο του μοντέρνου λοφτ στο Σόχο. Ο σκηνοθέτης ήταν ένας αδύνατος, νευρώδης άντρας που κόντευε τα σαράντα και έβγαζε καλά λεφτά έχοντας ειδικευτεί σε ντοκιμαντέρ με θέμα τη φτώχεια του Τρίτου Κόσμου τα οποία χρηματοδοτούσαν διάφορες ΜΚΟ. Η γυναίκα του με το αγαλματένιο κορμί –με την οποία τον είχε παντρέψει πρόσφατα ένας ομοφυλόφιλος φίλος τους που είχε εγκαταλείψει την ιεροσύνη από απογοήτευση και που μάλλον δεν είχε κανένα νόμιμο δικαίωμα να τελεί γάμους– ήταν εξίσου αδύνατη, με μαύρα κατσαρά μαλλιά που έπεφταν σαν καταρράκτης και την έκαναν να θυμίζει τη Μέδουσα. Εμφανιζόταν τακτικά σε νάιτ κλαμπ και μικρά θέατρα που δεν αναγράφονταν στο Νιου Γιόρκερ, πράγμα που της προσέδιδε κάποια προκλητική και πρωτοποριακή αξιοπιστία, παρ’ ότι ενδόμυχα θα προτιμούσε να ακολουθήσει το παραδοσιακό θέατρο, όπου υπήρχαν περισσότερα χρήματα και μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα. «Πρέπει να πολεμήσει για να ελευθερωθεί!» είπε με έξαψη η γυναίκα. Ο άντρας της κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Πρέπει να τους ξεγελάσει. Είναι σαν να αντιμετωπίζεις κάποιον που
κρατάει πιστόλι...» άρχισε να λέει, αλλά η γυναίκα τον διέκοψε. «Είναι παιδί. Να τους ξεγελάσει; Ξέχασέ το». Αυτή ήταν η δεύτερη συνδρομή που πλήρωνε το ζευγάρι στο Whatcomesnext.com. Θεωρούσαν ότι τα χρήματα που πλήρωναν για να εγγραφούν στο δίκτυο είχαν σχέση με τη δουλειά τους και επομένως αφαιρούνταν από τους φόρους τους. Πρωτοποριακός κινηματογράφος, πρωτοποριακή ηθοποιία. Συχνά, αφού παρακολουθούσαν πρώτα τη Νούμερο 4, έκαναν εμβριθείς συζητήσεις ως προς αυτό που είχαν δει και τη σχέση του με τον σύγχρονο κόσμο της τέχνης. Θεωρούσαν και οι δύο το Whatcomesnext.com μια προέκταση του κόσμου του Γουόρχολ και του Εργοστασίου του, που πριν από δεκαετίες είχαν γίνει αντικείμενο χλευασμού αλλά με το πέρασμα των χρόνων είχαν αποκτήσει εξέχουσα σημασία μεταξύ των κριτικών και των διανοουμένων των οποίων τις απόψεις ασπαζόταν το ζευγάρι. Η Νούμερο 4 αναμφισβήτητα τους σαγήνευε και τους δύο, αλλά εκείνοι πρόβαλλαν το ενδιαφέρον τους στη σφαίρα της διανόησης –μη θέλοντας να παραδεχτούν την εγκληματική ή ηδονοβλεπτική φύση της συμμετοχής τους. Κρατούσαν τη συνδρομή τους μυστική από τους φίλους τους, παρ’ ότι σε πολλά πάρτι όπου η συζήτηση στρεφόταν στις τεχνικές του κινηματογράφου και στην άνοδο του Διαδικτύου ως χώρου σύγκρουσης κινηματογράφου και τέχνης είχαν μπει στον πειρασμό να φανερώσουν την έλξη που ασκούσε πάνω τους η Νούμερο 4 και τη σημασία που είχε γι’ αυτούς. Δεν το έκαναν όμως, αν και πίστευαν ότι πολλοί απ’ όσους έπαιρναν μέρος στο πάρτι πιθανότατα ήταν επίσης συνδρομητές. Στο κάτω κάτω, έτσι είχαν μάθει για πρώτη φορά την ύπαρξη του
ιστοτόπου. Αλλά παρακολουθώντας τη Νούμερο 4 τις μέρες και νύχτες της αιχμαλωσίας της, τόσο ο σκηνοθέτης όσο και η γυναίκα του είχαν αποκτήσει μια διαφορετική σχέση μαζί της. Εκείνος εκδήλωνε μια προστατευτικότητα, ανησυχώντας για το τι θα της συνέβαινε, μη θέλοντας να τη δει να κάνει οτιδήποτε θα μπορούσε να την εκθέσει σε κίνδυνο ή να ταράξει άσκοπα τα νερά· η γυναίκα του, αντίθετα, ήθελε να δει τη Νούμερο 4 να εξωθεί τα πράγματα στα άκρα. Να εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία. Να ορθώνει το ανάστημά της στον άντρα και στη γυναίκα και να αντιστέκεται. Την παρότρυνε να επαναστατήσει, ενώ ο σκηνοθέτης μιλούσε για σύνεση και υπακοή. Ο καθένας τους πίστευε ότι αυτά που έλεγε μεγαλόφωνα στην οθόνη μέρα και νύχτα ήταν ο μόνος πιθανός τρόπος για να επιζήσει η Νούμερο 4. Διαφωνούσαν συχνά γι’ αυτό το θέμα. Η κάθε διαφωνία τούς οδηγούσε βαθύτερα στην αφήγηση που περιέβαλλε τη Νούμερο 4. Ο καθένας ήθελε να αποδείξει ότι η δική του προσέγγιση ήταν η σωστή. Η σύζυγος θριαμβολόγησε όταν η Νούμερο 4 κοίταξε κρυφά κάτω απ’ τη μάσκα, προσδιορίζοντας το χώρο όπου βρισκόταν και τη θέση της κάμερας. Ο σκηνοθέτης είχε πεταχτεί όρθιος, κουνώντας με ενθουσιασμό τη γροθιά του όταν η Νούμερο 4 έμεινε ακίνητη παρά τις απειλές του άντρα. «Αυτός είναι πραγματικά ο μόνος τρόπος που μπορεί να ελέγξει οτιδήποτε», έλεγε. «Πρέπει να είναι ανεξιχνίαστη». Η ηθοποιός απαντούσε: «Πρέπει να δημιουργήσει τη δική της ιστορία. Να πάρει στα χέρια της ό,τι μπορεί, έστω και το ελάχιστο. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να θυμάται ποια
είναι και για να εξασφαλίσει το ότι ο άντρας και η γυναίκα την αντιμετωπίζουν ως άτομο και όχι ως αντικείμενο». «Αυτό δε θα συμβεί ποτέ», απαντούσε ο σύζυγος. Όπως και όλες οι άλλες συζητήσεις τους, έτσι και αυτή φαινόταν ότι θα ήταν η απαρχή ενός καβγά. Κατά κανόνα όμως η διαφωνία έληγε όταν εκείνος χάιδευε το πόδι της γυναίκας του κι εκείνη κούρνιαζε δίπλα του. Η μαγεία που ασκούσε πάνω τους η Σειρά 4 λειτουργούσε ως ερωτικό παιχνίδι. Και τώρα, καθισμένοι στο λοφτ τους, έχοντας απολαύσει ένα εξαιρετικό δείπνο κι ένα μπουκάλι ακριβό λευκό κρασί, παρακολουθούσαν, μισόγυμνοι, καθηλωμένοι από το δράμα λίγο πριν πάνε στο κρεβάτι. «Αυτή είναι η ευκαιρία της, που να πάρει η οργή!» είπε η σύζυγος, φωνάζοντας σχεδόν. «Εκμεταλλεύσου τη στιγμή, Νούμερο 4! Άδραξέ τη!» Χρησιμοποιούσε το χαλαρό ιδίωμα των θεραπευτών που γνώριζε κοινωνικά. «Άκου που σου λέω, κάνεις λάθος, μεγάλο λάθος», αποκρίθηκε ο σκηνοθέτης, υψώνοντας κι αυτός τη φωνή του καθώς κοίταζε την οθόνη. «Αν δεν τους υπακούσει, μπορεί να εκθέσει τον εαυτό της σε οποιονδήποτε κίνδυνο. Θα πανικοβληθούν. Μπορεί να...» Η γυναίκα του έδειχνε τη γωνία της οθόνης. Η Νούμερο 4 είχε φέρει και τα δυο της χέρια στο κολάρο γύρω από το λαιμό της. Αυτή η κίνηση είχε τραβήξει την προσοχή τους. Ξαφνικά η γωνία λήψης άλλαξε, προβλήθηκε μια εικόνα από ψηλά, δείχνοντας λίγο πίσω από τη Νούμερο 4. Ο σκηνοθέτης πρόσεξε αυτή την αλλαγή, ξέροντας από ένστικτο τι σήμαινε, κι έγειρε ανυπόμονα μπροστά. Αλλά η ηθοποιός έδειχνε κάτι άλλο.
*** Η Τζένιφερ έχωσε τον Καφετούλη στη μασχάλη της και σήκωσε τα χέρια στο κολάρο και την αλυσίδα. Συνειδητοποιούσε ότι είχε τρεις επιλογές: Να κάνει κάποιο θόρυβο. Να προσπαθήσει να το βάλει στα πόδια. Να μην κάνει τίποτα και να προσευχηθεί να έρθει η αστυνομία. Η πρώτη επιλογή ήταν αυτό ακριβώς που της είχαν πει να μην κάνει. Δεν είχε ιδέα αν θα μπορούσαν να την ακούσουν οι αστυνομικοί που ήταν στο πάνω πάτωμα. Το κελί της κάλλιστα θα μπορούσε να έχει ηχομόνωση, ακριβώς για την περίπτωση που γινόταν αυτό που συνέβαινε τώρα. Η Τζένιφερ σκέφτηκε ότι ο άντρας και η γυναίκα είχαν σχεδιάσει πάρα πολλά πράγματα· έπρεπε να κάνει κάτι αναπάντεχο. Αυτή η σκέψη την τρομοκράτησε. Καταλάβαινε ότι βρισκόταν στο χείλος ενός γκρεμού. Ζύγισε τα πάντα, αλλά την κυρίεψε μια ξέφρενη ενεργητικότητα. Άρχισε να τραβάει με μανία το κολάρο. Κάρφωνε τα νύχια της στο δέρμα και προσπαθούσε να το σκίσει. Έσφιγγε τα δόντια της. Παραδόξως, δεν έβγαλε το ύφασμα που της έκλεινε τα μάτια. Ήταν λες και το να κάνει ταυτόχρονα δύο πράγματα που δεν έπρεπε ξεπερνούσε τις δυνάμεις της. Ένιωσε τα νύχια της να σπάνε· την επιδερμίδα του λαιμού της να ερεθίζεται από το τρίψιμο. Ανάσαινε σαν δύτης που είχε παγιδευτεί κάτω από τα κύματα, αναζητώντας απεγνωσμένα λίγο αέρα. Έριξε κάθε ικμάδα δύναμης που της απέμενε στη μάχη ενάντια στο κολάρο. Ο Καφετούλης της ξέφυγε κι έπεσε στο
πάτωμα, κοντά στα πόδια της. Κάτω από τη μάσκα της, η Τζένιφερ έκλαιγε με λυγμούς από τον πόνο. Ήθελε να ουρλιάξει, και πάνω που άνοιξε το στόμα της, αισθάνθηκε ότι το υλικό του κολάρου άρχισε να υποχωρεί. Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και το τράβηξε άγρια. Και ξαφνικά το κολάρο άνοιξε. Η Τζένιφερ κόντεψε να πέσει πίσω στο κρεβάτι, ενώ την τράνταζαν οι λυγμοί. Άκουσε την αλυσίδα να κροταλίζει πέφτοντας στο πάτωμα. Την περιέβαλλε σιωπή, αλλά ενδόμυχα είχε την εντύπωση ότι είχε αρχίσει ν’ ακούγεται ένας παράτονος ήχος, σαν να ξυνόταν μια κιμωλία πάνω σε έναν πίνακα ή σαν να περνούσε ένα αεροπλάνο λίγα μόλις μέτρα πάνω απ’ το κεφάλι της. Έκλεισε τ’ αυτιά της, σε μια προσπάθεια να μην τον ακούει. Προσπάθησε να βρει την ισορροπία της· η ξαφνική ελευθερία τής έφερε ζαλάδα. Ήταν λες και η αλυσίδα την κρατούσε όρθια σαν τα σχοινιά μιας μαριονέτας, και τώρα, απότομα, τα πόδια της είχαν γίνει σαν λάστιχο και οι μύες της πλατάγιζαν σαν κουρελιασμένη σημαία που τη χτυπούσε ο άνεμος. Η μάσκα εξακολούθησε να μένει στη θέση της. Εκατοντάδες σκέψεις περνούσαν αστραπιαία απ’ το μυαλό της Τζένιφερ, αλλά ο έντονος φόβος τις έσβηνε όλες. Με τρεμάμενα χέρια, τράβηξε τη μάσκα. Βγάζοντας το μαύρο ύφασμα, ήταν σαν να αντίκριζε απότομα τον ήλιο. Σκίασε τα μάτια με το χέρι της και ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της. Τα μάτια της έτρεχαν και νόμιζε πως είχε τυφλωθεί, αλλά πολύ γρήγορα η όρασή της άρχισε να προσαρμόζεται και να εστιάζεται σαν
κινηματογραφική κάμερα. Κοίταξε γύρω της. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μείνει ασάλευτη. Το βλέμμα της καρφώθηκε στην κεντρική κάμερα σε μικρή απόσταση. Ήθελε να τη σπάσει, αλλά δεν το έκανε. Αρκέστηκε να σκύψει ήρεμα και να μαζέψει το αρκουδάκι της από το πάτωμα. Έπειτα στράφηκε αργά προς το τραπέζι όπου είχε δει τα ρούχα της την πρώτη φορά που είχε κρυφοκοιτάξει κάτω από τη μάσκα πριν από μερικές μέρες. Τα ρούχα έλειπαν. Η Τζένιφερ παραπάτησε ελαφρά, σαν να είχε δεχτεί ένα χαστούκι. Ένα κύμα ναυτίας και φόβου απείλησε να την κυριέψει και ξεροκατάπιε για να το πολεμήσει. Στηριζόταν στα ρούχα της, λες και βάζοντας ένα μπλουτζίν κι ένα κουρελιασμένο φούτερ θα έκανε ένα βήμα επιστροφής στη ζωή που γνώριζε κάποτε, ενώ το να στέκεται μισόγυμνη μέσα στο κελί αποτελούσε απλώς τη συνέχεια της ζωής στην οποία την είχαν ρίξει βίαια. Πάσχισε να πιάσει το νόημα αυτού του διαχωρισμού αλλά δεν τα κατάφερε. Έτσι, γύρισε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας, ελπίζοντας ότι τα ρούχα της είχαν απλώς τοποθετηθεί κάπου αλλού. Μα το δωμάτιο ήταν άδειο –με εξαίρεση το κρεβάτι, την κάμερα, την πεσμένη αλυσίδα και τη χημική τουαλέτα. Ένα κομμάτι της ήθελε να καθησυχάσει τον εαυτό της, Δεν πειράζει, δεν πειράζει, μπορείς να τρέξεις όπως είσαι, αλλά ακόμη κι αν αυτή η σκέψη κατάφερε να χωθεί στη φαντασία της, παρέμεινε κρυμμένη. Η Τζένιφερ έκανε ένα βήμα μπροστά. Βγες έξω βγες έξω βγες έξω, είπε ξανά και ξανά στον εαυτό
της, χωρίς να σκέφτεται τι θα έκανε στη συνέχεια. Είχε μόνο μια αόριστη ιδέα να ελευθερωθεί με κάποιον τρόπο και να φωνάξει για να την ακούσουν οι αστυνομικοί στο πάνω πάτωμα. Μέσα της, η φαντασίωσή της άλλαζε διαρκώς με καθετί που γινόταν. Τώρα έπρεπε να βρει η ίδια τους αστυνομικούς, όχι να τη βρουν εκείνοι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και διέσχισε το κελί της περπατώντας ξυπόλυτη πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο, προσπέρασε την κάμερα και άπλωσε το χέρι να πιάσει το πόμολο της πόρτας. Ας μην είναι κλειδωμένη ας μην είναι κλειδωμένη... Έπιασε το πόμολο. Το γύρισε. Καφετούλη, είμαστε ελεύθεροι! Προσεκτικά, προσπαθώντας να κινηθεί όσο πιο αθόρυβα γινόταν, έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Γεμάτη υπερένταση, είπε στον εαυτό της: Ετοιμάσου. Θα το βάλουμε στα πόδια. Τρέξε. Τρέξε γρήγορα. Τρέξε με όλη σου την ταχύτητα, πιο γρήγορα από ποτέ. Πρόλαβε να πάρει μια ανάσα, να ρίξει μια ματιά για να δει πού βρισκόταν. Είδε ένα σκοτεινό υπόγειο γεμάτο σκιές, γεμάτο μούχλα, ένα αραχνιασμένο και σκονισμένο παράθυρο με ξύλινο πλαίσιο απ’ όπου φαινόταν ένα κομμάτι του μαύρου νυχτερινού ουρανού. Έπειτα ένα λαμπερό φως, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί, έλαμψε απότομα σαν έκρηξη και την τύφλωσε ακαριαία. Της κόπηκε η ανάσα και σήκωσε ψηλά το αρκουδάκι προσπαθώντας να μπλοκάρει την έκρηξη. Ήταν σαν να ορμούσε καταπάνω της μια πύρινη σφαίρα. Ξαφνικά τα πάντα έγιναν κατάμαυρα, καθώς μια κουκούλα –σαν εκείνη που της είχαν περάσει στο κεφάλι το πρώτο δευτερόλεπτο της αιχμαλωσίας της– της κάλυψε το κεφάλι,
κρύβοντας το φως. Η Τζένιφερ άκουσε την τραχιά φωνή της γυναίκας: «Κακές επιλογές, Νούμερο 4». Για μια στιγμή πάλεψε άγρια, αλλά έπειτα την πέταξαν χάμω κι ένιωσε σαν να την έκλειναν σε μια μέγκενη. Όλος ο τρόμος που είχε γνωρίσει τις προηγούμενες μέρες συμπυκνώθηκε σε μία και μοναδική φρικτή στιγμή και άρχισε, θαρρείς, να στροβιλίζεται στη δίνη μιας μεγάλης μαύρης τρύπας. Η Τζένιφερ έπεσε ξοπίσω του ανήμπορη. *** Η ηθοποιός κούνησε το κεφάλι της. «Να πάρει η οργή», είπε, νιώθοντας να την κυριεύει αμέσως η λύπη, αλλά εξακολουθώντας να είναι μαγεμένη. «Να πάρει η οργή». Ο σκηνοθέτης σύζυγός της αναστέναξε. «Εγώ σου το είπα», ψιθύρισε καθώς έβλεπαν τη Νούμερο 4 να αγωνίζεται μάταια. «Δεν είναι καθόλου σωστό», απάντησε η γυναίκα του, αλλά δε σταμάτησε τη ροή των εικόνων. Αντίθετα, έπιασε σφιχτά το χέρι του άντρα της και αναρίγησε καθώς έγερναν πάλι πίσω στον καναπέ τους και, αδυνατώντας να αποστρέψουν τα βλέμματά τους, συνέχισαν να παρακολουθούν.
Την ίδια ώρα, στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, στο οίκημα της αδελφότητας Ταυ Έψιλον Φι, ο νεαρός φοιτητής έστελνε βιαστικά ένα μήνυμα στο συγκάτοικό του που ήταν ακόμη κολλημένος σ’ ένα βραδινό μάθημα. Το μήνυμα έλεγε: «Δε σε δουλεύω! Κερδίσαμε! Συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Χάνεις». Σε μια γωνιά της οθόνης μπροστά του, το Ρολόι της
Παρθενιάς σταμάτησε σε έναν κόκκινο αριθμό που αναβόσβησε για μια στιγμή και μετά ξαναγύρισε στο μηδέν.
36 «Όχι», είπε ο Έιντριαν. «Όχι. Όχι. Όχι. Όχι», επανέλαβε. Εικόνες νεαρών γυναικών πρόβαλλαν η μία μετά την άλλη στην οθόνη. Όλες επιδίδονταν σε διάφορες σεξουαλικές πράξεις ή απλώς πόζαραν μπροστά σε μια διαδικτυακή βιντεοκάμερα που τις κατέγραφε σκεπασμένες με αφρούς ενώ έκαναν ντους, ενώ μακιγιάρονταν γυμνές με μεγάλη προσοχή ή ενώ περιποιούνταν με λάγνο τρόπο έναν άντρα ή μια άλλη γυναίκα. Συνήθως ο άντρας ήταν γεμάτος τατουάζ και η γυναίκα είχε κυματιστά ξανθά μαλλιά. Μερικές από τις κοπέλες ήταν αναδυόμενες πορνοστάρ. Άλλες ήταν εντελώς ερασιτέχνιδες. Ήταν φοιτήτριες του κολεγίου και κολ γκερλ. Όλες φαίνονταν να δίνουν παράσταση μπροστά στην κάμερα. Ο Έιντριαν σκέφτηκε πως όλες είχαν μια παιδικότητα και ήταν όμορφες αλλά και μυστηριώδεις. Ενδόμυχα κατσάδιασε τον εαυτό του: Τόσα χρόνια μελετάς ψυχολογία και δεν μπορείς να εξηγήσεις για ποιο λόγο ένα πλάσμα θα εξέθετε τόσο εύκολα τον εαυτό του στα μάτια οποιουδήποτε αγνώστου. Φυσικά, ήξερε μια απάντηση. Για τα λεφτά. Αλλά αυτό δεν του φαινόταν και τόσο λογικό. Και τότε έκανε μια δεύτερη σκέψη: Η κάμερα δεν είναι δημόσια. Αποτελεί απλώς το μέσο με το οποίο προωθούν τους εαυτούς τους. Στράφηκε στον Γουλφ, που άνοιγε τις ιστοσελίδες.
Περίμενε ότι θα εκνευριζόταν, ότι θα σήκωνε τα χέρια απογοητευμένος, μόνο και μόνο επειδή ο ίδιος ένιωθε έτσι, αλλά ο άλλος δεν έκανε καμία τέτοια κίνηση. Συνέχιζε απλώς να πατάει τα πλήκτρα και να ανοίγει εικόνες, εισδύοντας στον έναν ιστότοπο μετά τον άλλο. Ήταν ένας χείμαρρος πορνογραφίας, που έρεε μέσα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ο Γουλφ είχε το στυλ ενός μαέστρου, πατούσε τα πλήκτρα και σπάνια έκανε μια μικρή παύση για να ρίξει μια ματιά στις εικόνες ή στα βίντεο που πλημμύριζαν την οθόνη, χωρίς να δίνει σημασία στα αδιάκοπα βογκητά που ακούγονταν από τα ηχεία. Και ο Έιντριαν είχε κατασταλάξει σε ένα ρυθμό, δίνοντας ελάχιστη προσοχή στις λεπτομέρειες της κάθε εικόνας, λες και η ανιαρή επανάληψη κατά κάποιον τρόπο τον είχε κάνει απρόσβλητο από αυτά που αντίκριζε, και είχε το νου του για κάποιο σημάδι που θα του έλεγε ότι είχε πέσει πάνω στην Τζένιφερ. Σάλεψε άβολα στο κάθισμά του. «Κύριε Γουλφ», είπε αργά, «είσαι σίγουρος ότι προσεγγίζουμε το θέμα με το σωστό τρόπο;» Ο Γουλφ σταμάτησε. Πάτησε το πλήκτρο σίγασης των ηχείων, αφήνοντας ένα κορίτσι που δε φαινόταν ούτε δεκαοχτώ ετών να σπαρταρά στην οθόνη, με πάθος που υπέθεσε ότι ήταν απόλυτα προσποιητό. Σήκωσε μια κόλλα χαρτί γεμάτη ηλεκτρονικές διευθύνσεις και ονόματα ιστοτόπων του τύπου Screwingteenagers.com ή Watchme24.com. Ο Έιντριαν είχε την εντύπωση ότι σχεδόν οποιοσδήποτε συνδυασμός λέξεων με σεξουαλικό υπονοούμενο παρέπεμπε σε κάποιο μέρος του διαδικτυακού χάρτη.
«Έχω να επισκεφθώ ακόμη πολλούς ιστοτόπους», είπε ο Γουλφ, κουνώντας το κεφάλι του. Ο Έιντριαν έκανε άλλη μια προσπάθεια: «Με το σωστό τρόπο, κύριε Γουλφ;» «Όχι, καθηγητά», απάντησε ο Γουλφ, δείχνοντας την κοπέλα στην οθόνη του υπολογιστή. «Και, όπως θα έχεις μάλλον καταλάβει πλέον», συνέχισε αργά, «δεν είναι και πολλές οι κοπέλες που εξαναγκάζονται να κάνουν κάτι που δε θέλουν». Ο Έιντριαν κοίταξε την οθόνη. Αισθανόταν σαν να είχε μπλέξει σε καβγά. «Όχι, δεν είναι απόλυτα σωστό αυτό», συνέχισε ο Γουλφ. «Ίσως να εξαναγκάστηκαν επειδή έμειναν αδέκαρες ή επειδή δεν έχουν δουλειά ή επειδή είναι το μόνο πράγμα που μπορούν να κάνουν. Ίσως κάτι μέσα τους να τις αναγκάζει να το κάνουν επειδή έτσι φτιάχνονται. Είναι πιθανό. Σίγουρα όμως αυτό δεν ισχύει για τη μικρή Τζένιφερ, σωστά;» κατέληξε ο Γουλφ, ολοκληρώνοντας τη δήλωσή του με μια ερώτηση. Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. «Μάλιστα», είπε ο Γουλφ. «Και ακόμη και όσες το κάνουν ερασιτεχνικά, ή τα γυμνασιοκόριτσα που βγαίνουν στο Facebook, παραείναι μεγάλα για να είναι το κορίτσι που ψάχνεις. Και όλοι αυτοί οι ιστότοποι, για να αποφύγουν τα μπλεξίματα με το Νόμο, φροντίζουν να σιγουρεύονται ότι ακόμη και όσες κοπελιές στην εφηβεία παίρνουν φωτογραφίες με τα κινητά τους και κάνουν ό,τι μπορούν για να μην τις βρουν η μαμά και ο μπαμπάς έχουν κλείσει τουλάχιστον τα δεκαοχτώ. Κανείς δε θέλει τα προβλήματα που...»
Ο Γουλφ σταμάτησε. Ο Έιντριαν τον κοίταξε πολύ έντονα. Συνειδητοποίησε ότι τα μέρη όπου ο άλλος είχε κατευθύνει την έρευνά τους ήταν από κάθε άποψη νόμιμα και παραδοσιακά. Αναρωτήθηκε μήπως ο Γουλφ τον δοκίμαζε. «Κύριε Γουλφ, εσύ είσαι ο ειδήμονας εδώ. Δώσε μου λοιπόν τη συμβουλή ενός ειδήμονα». «Έχω μια ιδέα», απάντησε ο άλλος, και άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω στο κάθισμά του καθώς σκεφτόταν. «Λοιπόν», συνέχισε, «ξέρεις πότε εξαφανίστηκε η μικρή Τζένιφερ, οπότε, αν βρίσκεται κάπου εδώ μέσα, πρέπει να είναι μια καινούρια ανάρτηση. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους άλλους ιστοτόπους υπάρχουν εδώ και καιρό. Αλλάζουν τα πρόσωπα. Η δράση παραμένει η ίδια». Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. «Καταναγκασμός, κύριε Γουλφ. Ένα παιδί που το αναγκάζουν να κάνει κάτι». Ο Γουλφ έπιασε το φυλλάδιο και κοίταξε τη φωτογραφία της Τζένιφερ. «Ένα παιδί, ε; Εμένα μου φαίνεται πολύ...» Η έκφραση του Έιντριαν πρέπει να αγρίεψε αλλόκοτα, αφού ο Γουλφ σήκωσε το χέρι του. «Καταλαβαίνω. Εσύ βλέπεις ένα παιδί. Εγώ βλέπω, πώς να το πω...;» Δίστασε. Ο Έιντριαν υποψιάστηκε ότι θα έλεγε κάτι που θα περιλάμβανε τη λέξη μεστωμένη. «Εντάξει, καθηγητά. Τώρα θα μπούμε σε επικίνδυνα μέρη. Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να προχωρήσεις;» «Ναι». «Είναι πολύ σκοτεινά μέρη. Τα περισσότερα απ’ όσα είδες μέχρι τώρα μπορεί να είναι σκληρά. Για ορισμένους μπορεί να είναι ακόμη και αηδιαστικά. Μπορεί και να τους σοκάρουν, δεν ξέρω. Δε θα υπήρχαν όμως αυτές οι εικόνες αν δεν υπήρχε κάπου κάποιος πρόθυμος να πληρώσει για να τις δει. Και υπάρχουν αρκετοί κάποιοι ώστε όλοι οι ιστότοποι που
είδαμε να βγάζουν λεφτά. Ταίριαξε λοιπόν τη μικρή Τζένιφερ σ’ αυτό το πλάνο και θα ξέρουμε πού πρέπει να πάμε». «Σταμάτα να τη λες μικρή Τζένιφερ, κύριε Γουλφ. Το κάνεις να ακούγεται...» Ο Γουλφ γέλασε και συμπλήρωσε τη λέξη: «...ασήμαντη;» «Κάτι τέτοιο». «Πάει καλά, θα προσπαθήσω. Πρέπει όμως να καταλάβεις κάτι. Το Διαδίκτυο τα κάνει όλα ασήμαντα». Ο Γουλφ κοίταξε το σύμπλεγμα των κορμιών στην οθόνη. «Τι βλέπεις, καθηγητά;» «Βλέπω ένα ζευγάρι να κάνει σεξ». Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ναι, αυτό περίμενα πως θα έλεγες. Αυτό λένε σχεδόν όλοι. Κοίτα πιο προσεκτικά». Ο Έιντριαν νόμιζε πως αυτός που μιλούσε ήταν ο Γουλφ, έπειτα όμως αναγνώρισε τη φωνή του Μπράιαν. Και δεν ήταν η μόνη. Ήταν λες και πίσω από τη μία οπτασία υπήρχε μια δεύτερη, και ο καθηγητής έγειρε μπροστά προσπαθώντας να ξεχωρίσει τους τόνους, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι ο Τόμι επαναλάμβανε τα λόγια του Μπράιαν. «Κοίτα πιο βαθιά», άκουσε ο Έιντριαν να του λέει κάποιος. Για μια στιγμή σάστισε, μη ξέροντας από πού προερχόταν εκείνη η επιμονή. Και μετά κατάλαβε πως πρέπει να ήταν ο Τόμι. Ήθελε να βάλει τα γέλια από τη χαρά του. Είχε σχεδόν χάσει κάθε ελπίδα πως θα ξανάκουγε το γιο του. «Κοίτα πιο βαθιά», άκουσε να του λένε πάλι. «Είναι αυτό που σου έχω ξαναπεί, μπαμπά. Χρησιμοποίησε την ποίηση. Χρησιμοποίησε την ψυχολογία. Σκέψου σαν εγκληματίας. Βάλε τον εαυτό σου στη θέση των ποντικών. Γιατί τρέχουν σ’
ένα διάδρομο του λαβύρινθου και όχι σε κάποιον άλλο; Για ποιο λόγο; Τι κερδίζουν και πώς το κερδίζουν; Έλα, μπαμπά, μπορείς να τα καταφέρεις». Ο Έιντριαν είπε ψιθυριστά το όνομα του γιου του. Και μόνο που άρθρωσε τη λέξη Τόμι, ένιωσε να πλημμυρίζει ανάμεικτα συναισθήματα, αγάπη και απώλεια, που στροβιλίζονταν μέσα του. Τι θέλεις να πεις; ήθελε να ρωτήσει το γιο του, αλλά οι λέξεις κόλλησαν στη γλώσσα του καθώς τον διέκοψε πάλι η επιμονή του Τόμι. «Οι Φόνοι των Βάλτων, μπαμπά. Τι ήταν αυτό που έβαλε τρικλοποδιά στους δολοφόνους;» «Εκτέθηκαν». «Τι σημαίνει αυτό, μπαμπά;» «Σημαίνει ότι είχαν υπερβολική αυτοπεποίθηση και δεν αναλογίστηκαν τις συνέπειες όταν εγκατέλειψαν την ανωνυμία τους». «Αυτό το στοιχείο δε θα έπρεπε να αναζητάς κι εσύ;» Η φωνή του γιου του έδειχνε σιγουριά, αποφασιστικότητα. Ο Τόμι είχε ανέκαθεν την ικανότητα να δείχνει ότι διατηρούσε απόλυτα τον έλεγχο, ακόμη και όταν διαλυόταν το σύμπαν. Αυτός ήταν ο λόγος που υπήρξε εξαιρετικός πολεμικός φωτορεπόρτερ. Ο Έιντριαν στράφηκε πάλι στην οθόνη του υπολογιστή. «Ε, καθηγητά...» Ο Γουλφ ακούστηκε κάπως αναστατωμένος. Ο Έιντριαν άρχισε να μιλάει σαν φοιτητής που εξεταζόταν από κάποιον καθηγητή. «Αυτό που βλέπω είναι μια γυναίκα που, για οποιονδήποτε λόγο, θέλει να εμφανίζεται στην οθόνη», είπε. «Βλέπω μια γυναίκα που παίζει σύμφωνα με ορισμένους
κανόνες, που είναι πρόθυμη να δώσει παράσταση. Βλέπω μια γυναίκα που δεν υποχρεώθηκε να στραπατσάρει τον εαυτό της». Ο Γουλφ χαμογέλασε. «Πολύ ποιητικό αυτό, καθηγητά. Κι εγώ την ίδια γνώμη έχω». «Βλέπω εκμετάλλευση. Βλέπω εμπόριο». «Κακό βλέπεις, καθηγητά; Πολλοί θα έλεγαν ότι βλέπουν αισχρότητα και κάτι τρομακτικό και απαίσιο ταυτόχρονα. Και μετά θα σταματούσαν να βλέπουν». Ο Έιντριαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Στον τομέα μου, δε διατυπώνουμε ηθικές κρίσεις. Απλώς αξιολογούμε τη συμπεριφορά». «Τώρα με έπεισες». Ο Γουλφ φαινόταν να το διασκεδάζει, αλλά δεν ήταν εκνευριστικός. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι ο τύπος είχε αφιερώσει κάμποσο χρόνο αναλογιζόμενος ποιος ήταν και τι ήταν αυτό που τον έθελγε. Ενώ ο Γουλφ έστρεφε πάλι την προσοχή του στο πληκτρολόγιο, ο Έιντριαν άκουσε τον Μπράιαν να του ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Εντάξει, μπορεί να είναι ανώμαλος και διεστραμμένος, αλλά, για κοίτα, δεν είναι ψυχοπαθής. Περίπτωση, ε;» Το γέλιο του Μπράιαν έσβησε καθώς ο Γουλφ πάτησε μερικά πλήκτρα και η οθόνη γέμισε κόκκινα και μαύρα χρώματα. Ήταν ένα κοντινό πλάνο από ένα μπουντρούμι γεμάτο μαστίγια και αλυσίδες, με ένα μαύρο ξύλινο πλαίσιο όπου ήταν δεμένος ένας άντρας με μια εφαρμοστή πέτσινη μάσκα, ενώ μια μεγαλόσωμη γυναίκα, επίσης με μαύρα πέτσινα ρούχα, τον μαστίγωνε μεθοδικά. Ο άντρας ήταν γυμνός και αναριγούσε σύγκορμος με κάθε χτύπημα. Ο Έιντριαν δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν από ηδονή ή από πόνο. Ίσως και από τα δύο, σκέφτηκε.
«Τέτοια σκοτεινά μέρη εννοώ», είπε ο Γουλφ. Ο Έιντριαν παρακολούθησε τη σκηνή για μια στιγμή. Είδε τον άντρα να ριγεί. «Ναι. Κατάλαβα. Αλλά αυτό...» «Είναι απλώς ένα παράδειγμα, καθηγητά». Ο Έιντριαν έμεινε σιωπηλός για λίγο. «Πρέπει να περιορίσουμε τα κριτήρια αναζήτησης». Ο Γουλφ έγνεψε πάλι καταφατικά. «Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ». Ο Έιντριαν ήθελε να φωνάξει «Πού πρέπει να ψάξω;» ελπίζοντας ότι ο Τόμι ή ο Μπράιαν θα ήξεραν, αλλά εκείνοι τον απογοήτευσαν με τη σιωπή τους. «Πρέπει να αναζητήσουμε άτομα που βρίσκονται σε αιχμαλωσία», είπε. Ο Γουλφ φάνηκε να σκέφτεται ενώ ο καθηγητής συνέχισε: «Τρεις άνθρωποι. Οι δύο απαγωγείς και η Τζένιφερ. Πώς εξασφαλίζουν την υποστήριξη κάποιων ανθρώπων σε αυτό που έκαναν; Πρέπει να βγάζουν λεφτά. Αλλιώς, αυτή η έρευνα είναι μάταιη. Βρες μου λοιπόν τα λεφτά, κύριε Γουλφ. Βρες μου τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν κάποιοι να χρησιμοποιήσουν ένα κορίτσι που άρπαξαν μέσα απ’ το δρόμο». Ο Έιντριαν επέμενε. Η φωνή του είχε ένα βάρος που αψηφούσε την αρρώστια του. Στο βάθος του μυαλού του άκουσε τον αδερφό και το γιο του να χειροκροτούν. Ο Γουλφ έστρεψε πάλι την προσοχή του στον υπολογιστή. «Βολέψου», είπε σιγανά. «Η δουλειά αυτή θα είναι δύσκολη, ιδίως για έναν άνθρωπο της ηλικίας σου». «Για σένα δε θα είναι δύσκολη, κύριε Γουλφ;» Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Είναι γνώριμο έδαφος, καθηγητά. Όλα αυτά τα έχω ξαναδεί». Συνέχισε να πληκτρολογεί. «Βλέπεις, το να είσαι σαν
εμένα δε σημαίνει αυτόματα ότι καταλαβαίνεις τι ακριβώς είναι αυτό...» Δίστασε. «...που σε τραβάει. Χρειάζεται εξερεύνηση. Καθώς το μυαλό σου γεμίζει ιδέες και πάθη, ψάχνεις να τα βρεις. Κανείς πολλά ταξίδια με τη σκέψη σου και μετά με τα πόδια σου». Ο Γουλφ ανασήκωσε τους ώμους. «Συνήθως έτσι πιάνεσαι. Όταν δεν είσαι σίγουρος τι ψάχνεις. Από τη στιγμή που θα το μάθεις, και εννοώ από τη στιγμή που θα το κατανοήσεις πραγματικά, τότε, καθηγητά, είσαι ασφαλής και έχεις σίγουρη την επιτυχία, επειδή μπορείς να κάνεις τα σχέδιά σου με βάση ένα συγκεκριμένο σκοπό». Ο Έιντριαν αμφέβαλλε αν οποιοσδήποτε από τους καθηγητές στο παλιό του τμήμα θα μπορούσε να είχε αναλύσει τόσο περιεκτικά τα περίπλοκα συναισθηματικά ζητήματα που σχετίζονταν με διάφορα σεξουαλικά εγκλήματα και με την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Ξαφνικά ο Γουλφ σταμάτησε με το δάχτυλο μετέωρο πάνω από ένα πλήκτρο. «Πρέπει να ξέρω ότι θα με στηρίξεις», είπε κοφτά. «Πρέπει να ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω σου, καθηγητά. Πρέπει να είμαι σίγουρος ότι όλα αυτά θα μείνουν μεταξύ μας». Απρόσμενα, ο Έιντριαν άκουσε τον Τόμι και τον Μπράιαν να τον παροτρύνουν. Εμπρός, πες του ψέματα. «Ναι. Ως προς αυτό έχεις το λόγο μου». «Μπορείς να βλέπεις να βιάζουν έναν άνθρωπο; Μπορείς να παρακολουθείς ενώ τον σκοτώνουν;» «Είχα την εντύπωση πως είπες ότι δεν υπάρχουν ταινίες “σναφ”». Ο Γουλφ κούνησε το κεφάλι του. «Σου είπα ότι δεν υπάρχουν στον κόσμο της λογικής. Αποτελούν αστικό μύθο.
Στον παράλογο κόσμο, πώς να το κάνουμε, ίσως να υπάρχουν». Ο Γουλφ πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Βλέπεις, αν ποτέ με έκαναν τσακωτό με τέτοια πράγματα στον υπολογιστή μου, ή αν κάποιος αστυνομικός που παρακολουθεί τέτοιες υποθέσεις εντόπιζε την έρευνα σ’ εμένα, θα έμπλεκα...» Ο Έιντριαν δεν τον άφησε να ολοκληρώσει τη φράση του. «Όχι. Εγώ είμαι αυτός που απαιτεί να το κάνεις. Αν υπάρξει κάποια συνέπεια, από πλευράς της αστυνομίας για παράδειγμα, θα πάρω όλο το φταίξιμο πάνω μου». «Όλο το φταίξιμο». «Ναι. Κι εσύ μπορείς πάντα να πεις την αλήθεια, κύριε Γουλφ. Ότι ήμουν πρόθυμος να σε πληρώσω για να με ξεναγήσεις». «Ναι, μόνο που θα πρέπει να με πιστέψουν». Ο Γουλφ μίλησε μουρμουριστά και ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι ο εγκληματίας ισορροπούσε στην κόψη του ξυραφιού. Από τη μια πλευρά, ήξερε πόσο άσχημα θα έμπλεκε, έστω και με τη δική του κάλυψη. Από την άλλη, ήταν ξεκάθαρο, ο Γουλφ ήθελε να συνεχίσει. Προορισμός τους ήταν μέρη που λαχταρούσε να δει. Ο Έιντριαν το έβλεπε αυτό, στον τρόπο που ο τύπος ήταν σκυμμένος πάνω από το πληκτρολόγιο. «Εντάξει, καθηγητά, τώρα μπαίνουμε στον κόσμο των σκιών», είπε ο Γουλφ και χαμογέλασε. Πάτησε ένα τελευταίο πλήκτρο και στην οθόνη εμφανίστηκαν μικρά παιδιά. Έπαιζαν σ’ ένα πάρκο μια ηλιόλουστη μέρα. Στο βάθος, ο Έιντριαν διέκρινε παμπάλαια κτίρια και λιθόστρωτους δρόμους. Φαντάστηκε πως πρέπει να ήταν το Άμστερνταμ. Ο Μαρκ Γουλφ φάνηκε να συσπάται
άθελά του εκείνη τη στιγμή, και ήταν μια κίνηση που ο Έιντριαν έπιασε με την άκρη του ματιού του. Έπειτα ξεροκατάπιαν και οι δύο, σαν να ένιωσαν ξαφνικά το λαιμό τους να ξεραίνεται, έστω και για διαμετρικά αντίθετους λόγους. «Όλα φαίνονται αθώα, έτσι δεν είναι, καθηγητά;» Ο Έιντριαν έγνεψε καταφατικά. «Σε ένα λεπτό θα δεις τι θα γίνει». Η ηλιόλουστη μέρα και το πάρκο χάθηκαν κι έδωσαν τη θέση τους σε ένα δωμάτιο με λευκούς τοίχους κι ένα κρεβάτι. «Το να παρακολουθείς αυτό το πράγμα ή να το έχεις γυρίσει εσύ ή ακόμη και να το σκέφτεσαι», είπε ο Γουλφ γέρνοντας μπροστά, «είναι πέρα για πέρα ενάντια στο νόμο». «Συνέχισε», είπε ο Έιντριαν, ελπίζοντας όμως ότι αυτός που τον υποχρέωνε να συνεχίσει ήταν ο Μπράιαν, μολονότι εδώ και κάμποσα λεπτά δεν είχε ακούσει ούτε λέξη από την οπτασία. Λες και ο ωμός δικηγόρος δίπλα του είχε τρομάξει απ’ αυτά που φαίνονταν στην οθόνη.
Ώρες ολόκληρες οι δύο άντρες περιπλανιούνταν σε έναν ηλεκτρονικό κόσμο που φαινόταν να υπάρχει σε κάποιο παράλληλο σύμπαν με διαφορετικούς κανόνες, διαφορετική ηθική, σε έναν κόσμο που φαινόταν να απευθύνεται άμεσα σε πτυχές της ανθρώπινης φύσης οι οποίες, όπως πίστευε ο Έιντριαν, περιγράφονταν ψυχρά σε επιστημονικά συγγράμματα που έδινε στους φοιτητές του πριν από δεκαετίες. Ήταν ένας κόσμος που υπήρχε επί αιώνες – ελάχιστα ήταν τα καινούρια στοιχεία του, με εξαίρεση το
σύστημα παράδοσης και τους ανθρώπους που εμπλέκονταν. Κανονικά, ο Έιντριαν θα ταραζόταν από αυτά που έβλεπε, μόνο που τα αντιμετώπιζε με μια κλινική αποστασιοποίηση. Ήταν ένας ερευνητής με έναν και μοναδικό σκοπό, και όλα όσα περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του και δεν ταίριαζαν με τη θεωρία του σχετικά με το πού βρισκόταν η Τζένιφερ τα απέρριπτε αμέσως. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, καθώς σάλευε άβολα όταν έβλεπε στην οθόνη κάποια πράξη φρικτής εκμετάλλευσης, θεώρησε πως ήταν τυχερός που ήταν ψυχολόγος και που έχανε ταυτόχρονα το μυαλό του και τη μνήμη του. Είπε στον εαυτό του ότι ήταν διπλά προστατευμένος, κι έτσι μπόρεσε να παρακολουθήσει πράγματα που επαναπροσδιόριζαν την έννοια της λέξης φρικτός μόνο και μόνο επειδή θα χάνονταν από μέσα του χωρίς να γίνουν εφιάλτης. Σε όλη τη διάρκεια της ατέλειωτης μέρας και καθώς βράδιαζε, εμφανιζόταν κατά διαστήματα η μητέρα του Γουλφ στην πόρτα του καθιστικού, ζητώντας διστακτικά να δει τις εκπομπές της, αλλά ο ευσυνείδητος γιος της κατάφερνε στα γρήγορα να την κάνει να ξεχάσει το αίτημά της. Τελικά της ετοίμασε ένα μικρό γεύμα και την έβαλε για ύπνο, ακολουθώντας τη συνηθισμένη νυχτερινή ιεροτελεστία, ζητώντας της συγνώμη που μονοπωλούσε την τηλεόραση και δίνοντάς της την υπόσχεση ότι την επόμενη μέρα θα της χάριζε μια πολύωρη εμπειρία με κωμωδίες καταστάσεων. Ο Γουλφ με βαριά καρδιά έκλεβε εκείνες τις στιγμές από τη μητέρα του. Ο Έιντριαν παρατήρησε την κατανόηση που έδειχνε ο γιος στη μητέρα του, αλλά και με πόση ευχαρίστηση χανόταν μέσα στις εικόνες που έβρισκαν στον υπολογιστή. Μερικές φορές ο Έιντριαν έλεγε, «Ας προχωρήσουμε
παρακάτω», αλλά ο Γουλφ αργούσε ν’ ανταποκριθεί, μη θέλοντας να αποσπάσει τον εαυτό του από τις εικόνες. Ένιωθε ταυτόχρονα διέγερση και επιφυλακτικότητα. Ο Έιντριαν υπέθεσε ότι ο άνθρωπος εκείνος δεν είχε ξανακαθίσει παρέα με κάποιον άλλο καθώς εξερευνούσε τους κόσμους του Διαδικτύου. Σκέφτηκε ότι η εμπειρία ήταν εξαντλητική με έναν αποχαυνωτικό τρόπο. Έβλεπαν παιδιά. Έβλεπαν διαστροφές. Έβλεπαν θάνατο. Όλα φαίνονταν πραγματικά, έστω κι αν ήταν προσποιητά. Όλα φαίνονταν προσποιητά, ακόμη και όταν ήταν πραγματικά. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ φαντασίωσης και πραγματικότητας ήταν κάτι παραπάνω από θολή. Δεν μπορούσε πλέον να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε είχε όντως συμβεί ή αν ήταν δημιούργημα κάποιου μαιτρ των χολιγουντιανών ειδικών εφέ. Η εκτέλεση ενός ομήρου από κάποιον τρομοκράτη –αυτό πρέπει να είχε γίνει στ’ αλήθεια, αλλά ήταν κάτι που είχε συμβεί σε κάποια υποχθόνια διάσταση. Ο Γουλφ συνέχισε να πατά πλήκτρα, αλλά δεν το έκανε πλέον τόσο γρήγορα. Ο Έιντριαν φαντάστηκε ότι ο εγκληματίας αισθανόταν κόπωση μόνο και μόνο επειδή βρισκόταν στο χείλος της αβύσσου των δικών του επιθυμιών. Η ώρα ήταν περασμένη. «Κοίτα», είπε ο Γουλφ, «πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα. Ίσως να φάμε κάτι. Να πιούμε έναν καφέ. Έλα, καθηγητά, ας σταματήσουμε πια. Έλα πάλι αύριο και θα συνεχίσουμε την προσπάθεια». «Ας προσπαθήσουμε λίγο ακόμη».
«Έχεις ιδέα πόσα χρήματα έχεις ξοδέψει ήδη; Απλώς και μόνο κάνοντας εγγραφή σε τόσους πολλούς ιστοτόπους, τον ένα μετά τον άλλο. Θέλω να πω, μιλάμε για χιλιάρικα...» «Συνέχισε», απάντησε ο Έιντριαν. Έδειξε μια λίστα που εμφανίστηκε στην οθόνη. Μετά το I’lldoanything.com ακολούθησε το YourYoungFriends.com και το Whatcomesnext.com. Ο Γουλφ έκανε κλικ στον τελευταίο σύνδεσμο. Ανακάθισε απότομα. «Για κοίτα εδώ. Θέλουν χοντρά λεφτά για τη συνδρομή. Πολύ ακριβός ιστότοπος», είπε. «Πρέπει να προσφέρουν κάτι πολύ σπέσιαλ». Αυτή η τελευταία λέξη ειπώθηκε με ενθουσιασμό. Υπήρχαν μόνο λέξεις με κόκκινα γράμματα πάνω σε μαύρο φόντο κι ένας τιμοκατάλογος, μαζί με ένα χρονόμετρο. Καμιά ένδειξη ως προς το τι πουλούσε ο ιστότοπος, πράγμα που είπε στον Έιντριαν ότι οι επισκέπτες ήξεραν ήδη τι να περιμένουν. Αυτό του κίνησε το ενδιαφέρον. Την ίδια στιγμή, ο Γουλφ έδειξε το χρονόμετρο. Έλεγε: Σειρά 4. «Αυτό δεν ταιριάζει με την εξαφάνιση του κοριτσιού σου;» ρώτησε. Ο Έιντριαν έκανε μερικούς γρήγορους υπολογισμούς. Πράγματι ταίριαζε. Έγειρε μπροστά, νιώθοντας ξαφνικά ένα διαφορετικό είδος ενθουσιασμού απ’ αυτό που κατάλαβε ότι αισθανόταν ο Γουλφ. «Βάλε τα λεφτά», είπε. Ο Γουλφ πληκτρολόγησε τον αριθμό της πιστωτικής κάρτας του Έιντριαν. Οι δύο άντρες περίμεναν την εξουσιοδότηση. Το δωμάτιο πλημμύρισε από την «Ωδή στη Χαρά» του Μπετόβεν όταν εγκρίθηκε η χρέωση.
«Ωραίο αυτό», είπε ο Γουλφ εισάγοντας το Ψυχολόγος ως ψευδώνυμο. Όταν του ζητήθηκε κωδικός, έγραψε Τζένιφερ. «Εντάξει, καθηγητά, για να δούμε τι έχουμε εδώ». Άλλο ένα κλικ και η οθόνη γέμισε από την εικόνα μιας διαδικτυακής βιντεοκάμερας. Μια κοπέλα, με το πρόσωπο κρυμμένο από μια κουκούλα, ήταν καθισμένη σ’ ένα κρεβάτι. Ήταν μόνη της σ’ ένα γυμνό υπόγειο δωμάτιο κι έτρεμε από φόβο. Ήταν γυμνή. Τα χέρια της ήταν πιασμένα με χειροπέδες σε μια αλυσίδα στερεωμένη στον τοίχο. «Για στάσου», αναφώνησε ο Γουλφ. «Αυτό ξεφεύγει από τα συνηθισμένα». Κάτω από την εικόνα εμφανίστηκαν οι λέξεις Πες γεια στη Νούμερο 4, Ψυχολόγε. Ο Έιντριαν κοίταξε έντονα την εικόνα. Τα μάτια του διέτρεξαν την επιδερμίδα της κοπέλας αναζητώντας κάποιο χαρακτηριστικό σημάδι που θα μπορούσε ίσως να τον βοηθήσει. Δεν είδε τίποτα. «Δεν μπορώ να πω με σιγουριά», είπε, σαν να απαντούσε σε μια ερώτηση που δε χρειαζόταν να διατυπωθεί φωναχτά. Σηκώθηκε και πλησίασε στην τηλεόραση, ελπίζοντας ότι ίσως έτσι θα έβλεπε κάτι πιο καθαρά. Το δωμάτιο που φαινόταν στην οθόνη της τηλεόρασης γέμισε με τον ήχο αγκομαχητού και πνιχτών λυγμών. «Κοίτα εκεί, καθηγητά. Στο μπράτσο». Ο Έιντριαν είδε ένα τατουάζ που εικόνιζε ένα μαύρο λουλούδι στο μπράτσο της κοπέλας. Ο Γουλφ ήρθε και στάθηκε πλάι του. Έδειξε την οθόνη, αγγίζοντάς τη σαν να μπορούσε να χαϊδέψει το πλάσμα που έδειχνε. Ο Έιντριαν είδε τι ήταν αυτό που έδειχνε. Μια λεπτή ουλή από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας στο πλευρό της κοπέλας.
«Φαίνεται να έχει την ίδια ηλικία με την κοπέλα που ψάχνεις, έτσι δεν είναι, καθηγητά;» Ο Έιντριαν έπιασε το φυλλάδιο εξαφανισθέντος προσώπου. Δεν περιείχε καμία αναφορά σε τατουάζ ή σε χειρουργική ουλή. Δίστασε. Είδε το κινητό του Γουλφ πάνω στο τραπέζι και το πήρε. «Σε ποιον τηλεφωνείς;» ρώτησε ο άλλος. «Εσύ σε ποιον λες να τηλεφωνώ;» απάντησε ο Έιντριαν. Σχημάτισε έναν αριθμό, αλλά τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο γυμνό κορίτσι που έτρεμε μπροστά του.
Η Τέρι Κόλινς απάντησε με το τρίτο κουδούνισμα. Ήταν ακόμη καθισμένη απέναντι από τη Μαίρη Ρίγκινς και τον Σκοτ Γουέστ, δίνοντας για εκατοστή φορά την ίδια εξήγηση. Η Μαίρη Ρίγκινς φαινόταν να έχει μια αστείρευτη πηγή δακρύων, τα οποία είχαν χυθεί με αφθονία τις ώρες που είχε περάσει μαζί της η ντετέκτιβ. Η Τέρι ήξερε ότι κι εκείνη το ίδιο θα είχε κάνει. Η αναγνώριση κλήσης στην οθόνη του κινητού της έδειξε το όνομα του Μαρκ Γουλφ. Αυτό την ξάφνιασε. Ήταν πολύ αργά και το τηλεφώνημα δεν είχε λογική εξήγηση. Οι εγκληματίες ποτέ δεν τηλεφωνούσαν στην αστυνομία. Το αντίθετο συνέβαινε. Αιφνιδιάστηκε ακούγοντας τη φωνή του Έιντριαν. «Ντετέκτιβ, με συγχωρείτε που σας ενοχλώ τέτοια περασμένη ώρα». Ο καθηγητής φαινόταν να έχει κυριευτεί από μια αλλόκοτη βιασύνη. Η Τέρι σκέφτηκε ότι όσες φορές
είχαν βρεθεί της φαινόταν ασταθής. Δε θα είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη βιαστικός για να τον περιγράψει, σε καμία από τις συναντήσεις τους. «Τι συμβαίνει, καθηγητά;» Ο τόνος της ήταν κοφτός. Εκείνη τη στιγμή θεωρούσε ότι προτεραιότητα είχαν τα δάκρυα της Μαίρης Ρίγκινς. «Η Τζένιφερ είχε κάποια ουλή από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας; Ή ένα τατουάζ ενός μαύρου λουλουδιού στο μπράτσο της;» Η Τέρι έκανε ν’ απαντήσει, αλλά μετά σταμάτησε. «Γιατί ρωτάτε, καθηγητά;». «Θέλω απλώς να βεβαιωθώ για κάτι», απάντησε εκείνος. Να βεβαιωθείς για ποιο πράγμα; αναρωτήθηκε η ντετέκτιβ. Τα λόγια του καθηγητή τής προκάλεσαν υποψίες, αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Δεν ήθελε να φερθεί με σκληρότητα στον μισότρελο γέροντα, ούτε όμως ήθελε ν’ απασχολήσει τη μητέρα και τον πρώην πατριό με οτιδήποτε θα μπορούσε να παρερμηνευτεί ως ελπίδα. Στράφηκε στον Σκοτ και στη Μαίρη. «Μήπως η Τζένιφερ είχε κάποιες ουλές ή τατουάζ που μπορεί να μην αναφέρατε;» Έκανε την ερώτηση κλείνοντας με το χέρι της το μικρόφωνο του κινητού. «Όχι βέβαια, ντετέκτιβ», απάντησε γρήγορα ο Σκοτ. «Η Τζένιφερ ήταν ουσιαστικά ένα παιδί! Τατουάζ; Αποκλείεται. Δε θα της είχαμε επιτρέψει ποτέ να κάνει τέτοιο πράγμα, όσες φορές κι αν το ζητούσε. Ήταν ανήλικη, επομένως δεν μπορούσε να το κάνει χωρίς τη δική μας άδεια. Και δεν έκανε ποτέ εγχείρηση, έτσι δεν είναι, Μαίρη;» Η Μαίρη Ρίγκινς έγνεψε καταφατικά. «Η απάντηση και στις δύο ερωτήσεις είναι όχι», είπε η Τέρι
μιλώντας στο κινητό. «Καληνύχτα, καθηγητά». Έκλεισε το τηλέφωνο, ενώ ένα σωρό ερωτήσεις αντηχούσαν στο κεφάλι της. Οι απαντήσεις όμως θα έπρεπε να περιμένουν. Χρειαζόταν να ξεφύγει από τη θλίψη που επικρατούσε σ’ εκείνο το δωμάτιο, και ακόμη δεν ήταν σίγουρη πώς θα κατάφερνε να το κάνει με κομψό τρόπο. Σκέφτηκε ότι οι περισσότεροι αστυνομικοί κατόρθωναν να φύγουν μόλις έδιναν τα άσχημα νέα. Εκείνη δεν τα κατάφερνε.
Ο Έιντριαν έκλεισε το τηλέφωνο. Συνέχισε να κοιτάζει την οθόνη. «Δεν μπορείς να καταλάβεις και πολλά πράγματα», είπε. Ο Γουλφ πήγε προς το πληκτρολόγιο. «Κοίτα, υπάρχει ένα μενού», είπε. «Ας ρίξουμε τουλάχιστον μια ματιά σ’ αυτό». Έκανε πρώτα κλικ σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Η Νούμερο 4 την Ώρα του Φαγητού», πράγμα που έκανε να εμφανιστεί μια νέα οθόνη. Η κοπέλα εικονιζόταν να γλείφει ένα μπολ με δημητριακά. Και οι δύο άντρες έσκυψαν προς την οθόνη, επειδή σ’ αυτές τις εικόνες η κουκούλα είχε αντικατασταθεί από μια μάσκα. Έτσι μπόρεσαν να εξετάσουν μερικά πρόσθετα χαρακτηριστικά. Ο Γουλφ έπιασε το φυλλάδιο και το έβαλε δίπλα στην τηλεόραση. «Δεν ξέρω, καθηγητά. Θέλω να πω, δεν υπάρχει τατουάζ... αλλά, μα την πίστη μου, τα μαλλιά φαίνονται ίδια». Ο Έιντριαν παρατήρησε την εικόνα με προσοχή. Κοίταξε τη γραμμή της τριχοφυΐας στο μέτωπο. Το περίγραμμα του
σαγονιού. Το σχήμα της μύτης. Την καμπύλη των χειλιών. Το μήκος του λαιμού. Τα μάτια του ήταν σαν πυρωμένα σίδερα που χάραζαν τις εικόνες. Τσιτώθηκε όταν είδε κάποιον με μάσκα και ολόσωμη φόρμα να παίρνει το δίσκο με το φαγητό. Είναι γυναίκα, σκέφτηκε, κρίνοντας από το ύψος και τη σιλουέτα, έστω κι αν κρύβονταν από τις πτυχές του ρούχου. Όταν του μίλησε ο Τόμι, η φωνή φαινόταν να έρχεται από μέσα του. «Μπαμπά, αν ήθελες να κρύψεις την ταυτότητα κάποιου που ήθελες να δείξεις στον κόσμο, δε θα έπαιρνες ορισμένες προφυλάξεις;» Φυσικά, σκέφτηκε ο Έιντριαν. «Κύριε Γουλφ, έχεις άποψη για τα ψεύτικα τατουάζ; Ή για κινηματογραφικό μακιγιάζ;» Ο Γουλφ κοίταξε προσεκτικά την τηλεόραση. Άγγιξε την ουλή της εγχείρησης. «Εγώ έχω μια τέτοια ουλή. Φαίνεται ίδια. Αυτή εδώ λοιπόν δε μου φαίνεται ψεύτικη. Αυτό όμως είναι το θέμα, σωστά;» Έκανε κλικ στο κεφάλαιο με τίτλο «Συνέντευξη Αρ. 1 με τη Νούμερο 4». Είδαν την κοπέλα να πηγαίνει πιο κοντά στην κάμερα. Η φιγούρα με την ολόσωμη φόρμα την ανέκρινε. Την άκουσαν και οι δύο να λέει, «Είμαι δεκαοχτώ ετών», απευθυνόμενη στο φακό. Ο Γουλφ ξεφύσηξε. «Εμένα μου λες; Την αναγκάζουν να λέει τέτοιες μπούρδες. Είναι δύο χρόνια πιο μικρή, σίγουρα πράματα». Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι ελάχιστοι από τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει στη ζωή του πρέπει να είχαν την ικανότητα του Μαρκ Γουλφ να καταλαβαίνει την ακριβή ηλικία ενός
παιδιού στην εφηβεία. Ο Γουλφ προχώρησε σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Η Νούμερο 4 Προσπαθεί να Δραπετεύσει». Είδαν την κοπέλα να απαλλάσσεται με τα νύχια από το κολάρο και την αλυσίδα. Τη στιγμή που έβγαζε το ύφασμα που της κάλυπτε τα μάτια άλλαξε η γωνία λήψης σε μια κάμερα που ήταν πίσω της, έτσι που δε φάνηκαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. «Σιγά μην κατάφερνε να δραπετεύσει», είπε κυνικά ο Γουλφ. «Βλέπεις ότι η μπροστινή κάμερα έκλεισε και τώρα μπορούμε να δούμε την κοπέλα μόνο από πίσω; Δεν μπορούμε να δούμε το πρόσωπό της, έτσι δεν είναι; Κάποιος ήξερε καλά τι έκανε». Ο Έιντριαν δεν απάντησε. Προσπαθούσε να επικεντρωθεί σε κάτι άλλο. Στη φαντασία του γυρόφερνε κάποια ανάμνηση και δεν μπορούσε να την κάνει να σταματήσει για να την εξετάσει. Ο Γουλφ παρακολουθούσε καθώς η κοπέλα πλησίαζε σε μια πόρτα. Η κάμερα πίσω της κατέγραφε τις κινήσεις της. Φάνηκε μια λάμψη και στην εικόνα εμφανίστηκε απότομα ένας μασκοφόρος άντρας. Μετά το κεφάλαιο τελείωνε. «Το επόμενο έχει τίτλο “Η Νούμερο 4 Χάνει την Παρθενιά της”, καθηγητά. Φαντάζομαι ότι θα περιέχει σκληρό σεξ. Ίσως να πρόκειται για βιασμό. Θέλεις να το δεις;» Ο Έιντριαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Πήγαινε πίσω στην κεντρική οθόνη». Ο Γουλφ υπάκουσε. Η κοπέλα με την κουκούλα παρέμενε ακίνητη στην ίδια θέση. Ο Έιντριαν είχε αμέτρητες ερωτήσεις, και όλες είχαν να κάνουν με το ποιος και το γιατί και το ποιο ήταν το στοιχείο έλξης, αλλά δεν τις έκανε. Αντί γι’ αυτό, γύρισε απλώς και
εξέτασε το πρόσωπο του Γουλφ. Ο εγκληματίας ήταν γερμένος μπροστά. Μαγεμένος. Το φως που έλαμπε στα μάτια του είπε στον Έιντριαν όλα όσα ήθελε να μάθει. Ήταν ολοφάνερη η ακατανίκητη παρόρμηση. Ο Έιντριαν ήθελε να αποστρέψει το βλέμμα του, αλλά του ήταν αδύνατο. Ξαφνικά άκουσε τις φωνές του γιου, του αδερφού και της γυναίκας του να του λένε αντικρουόμενα πράγματα εν χορώ, αλλά και οι τρεις τού φώναζαν να παρατηρήσει προσεκτικά. Η βαβούρα μέσα στο μυαλό του γινόταν όλο και πιο έντονη, ολοένα και δυνάμωνε, γινόταν συμφωνική, κάλυπτε τα πάντα. Έκλεισε τ’ αυτιά του, αλλά μάταια. Οι κραυγές εντάθηκαν οδυνηρά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτάζει την τηλεόραση και την κοπέλα που φαινόταν παγιδευμένη εκεί. Και καθώς κοίταζε, την είδε να απλώνει τα χέρια της στα τυφλά, να ψηλαφίζει, μέχρι που το λιπόσαρκο μπράτσο της τυλίχτηκε γύρω από ένα γνώριμο σχήμα, για να το φέρει και να το σφίξει στο στήθος της που ανεβοκατέβαινε από τους λυγμούς. Ο Έιντριαν είχε ξαναδεί εκείνο το σχήμα άλλη μια φορά. Σε μια περίπτωση είχε προσέξει ένα φθαρμένο αρκουδάκι, ένα παιδικό παιχνίδι που φάνταζε αταίριαστο δεμένο πάνω σε ένα σακίδιο. Το ίδιο αρκουδάκι. Το ίδιο αρκουδάκι. Το ίδιο αρκουδάκι. Η σκέψη αντήχησε μέσα στο μυαλό του, λες και την έλεγε καθένα από τα φαντάσματά του με τη σειρά, μόνο που τώρα η φωνή ήταν η δική του. Έμεινε με το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη της τηλεόρασης. Είναι το ίδιο παιχνίδι, είπε ενδόμυχα στον εαυτό του. Μόνο που τώρα το παιχνίδι αυτό το έσφιγγαν με απόγνωση τρεμάμενα μπράτσα.
37 Φορώντας παντόφλες και τα εσώρουχά της, η Λίντα ήταν καθισμένη μπροστά στη συστοιχία των υπολογιστών, τακτοποιώντας με επιμέλεια ορισμένα επείγοντα ζητήματα της Σειράς 4. Η λευκή ολόσωμη φόρμα της ήταν πεταμένη στο πάτωμα κοντά στο κρεβάτι. Είχε μαζεμένα τα μαλλιά της ψηλά, έτσι που έμοιαζε λιγάκι με γραμματέα που είχε γδυθεί και περίμενε να επιστρέψει το αφεντικό της από μια συνάντηση για να του κάνει έκπληξη. Εκείνη την ώρα πίστωνε τους λογαριασμούς όσων είχαν μαντέψει σωστά την ώρα του βιασμού, και τα δάχτυλά της πετούσαν πάνω από ένα κομπιουτεράκι. Θεωρούσε ότι αυτή η δουλειά ήταν σημαντική. Η πελατεία τους θα περίμενε να αποδοθούν γρήγορα τα κέρδη από τα στοιχήματα, εξάλλου υπήρχε και μια αίσθηση υποχρέωσης. Η Λίντα είχε επίγνωση των διαφόρων τρόπων με τους οποίους θα μπορούσαν να είχαν εξαπατήσει τους συνδρομητές που είχαν νικήσει και να μην τους έδιναν τα χρήματα, αλλά κάτι τέτοιο της φαινόταν κακόγουστο και αθέμιτο. Πίστευε ότι η τιμιότητα αποτελούσε αναπόσπαστη πτυχή της επιτυχίας τους. Οι σταθεροί πελάτες ήταν σημαντικοί, όπως και οι προσωπικές συστάσεις μεταξύ πελατών. Αυτό το γνώριζε οποιαδήποτε καλή επιχειρηματίας. Ο Μάικλ ήταν στο ντους και η Λίντα τον άκουγε να τραγουδάει σκόρπια κομμάτια από διάφορα τραγούδια. Τα τραγούδια που διάλεγε ποτέ δε φαίνονταν να έχουν κάποιον λογικό ειρμό· ένα κομμάτι κάντρι ανακατευόταν με μια άρια
και στη συνέχεια ακολουθούνταν από κάτι των Γκρέιτφουλ Ντεντ ή των Τζέφερσον Αίρπλεϊν –«Don’t you want somebody to love... Don’t you need somebody to love» . Έδειχνε μια προτίμηση στο κλασικό ροκ της δεκαετίας του ’60. Στη σχέση τους, η Λίντα ήταν η ειδική σε θέματα μουσικής και ήταν υπεύθυνη για το λογαριασμό τους στο iTunes. Σιγομουρμούριζε και η ίδια ένα σκοπό καθώς έριχνε μια ματιά σε μια από τις οθόνες που παρακολουθούσαν τη Νούμερο 4. Επειδή η μάσκα είχε αντικατασταθεί πάλι με την κουκούλα, ήταν πιο δύσκολο για τη Λίντα να αξιολογήσει την ψυχική κατάσταση της κοπέλας. Η Νούμερο 4 εξακολουθούσε να είναι κουλουριασμένη σε εμβρυακή στάση και θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αποκοιμηθεί. Απ’ όσο μπορούσε να δει η Λίντα, είχε σταματήσει η αιμορραγία. Η Νούμερο 4 χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα μπάνιο. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι χρειαζόταν ανάπαυση. Όλοι χρειάζονταν λίγη ανάπαυση. Η Λίντα αναρωτήθηκε αν κάποιοι από τους συνδρομητές της Σειράς 4 αντιλαμβάνονταν την αδιάκοπη προσπάθεια και την εξαντλητική δουλειά που απαιτούνταν από τον Μάικλ και από κείνη για να οδηγήσουν το διαδικτυακό εκείνο θέατρο στην τελική αυλαία. Έπρεπε να καταπολεμούν τη δική τους εξάντληση, προσέχοντας ταυτόχρονα κάθε πιθανή λεπτομέρεια. Ήταν ακατάπαυστα σε εγρήγορση, τόσο από πλευράς εγκληματικότητας, όσο και από πλευράς δημιουργικότητας. Η Σειρά 4 είχε πάρα πολλές απαιτήσεις. Το ιστορικό και τα ενδιαφέροντα των συνδρομητών κάλυπταν μια τεράστια γκάμα και χρειαζόταν αδιάκοπος αγώνας για να ικανοποιούνται όλες οι επιθυμίες και
φαντασιώσεις που πλημμύριζαν τον διαδραστικό πίνακα. Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ομοιότητες –ένα αίτημα από τη Σουηδία μπορεί να συνέπιπτε με μια απαίτηση από τη Σιγκαπούρη–, εντούτοις εκείνοι προσπαθούσαν να προσαρμόζουν τις απαντήσεις τους, αλλά και τη συμπεριφορά της Νούμερο 4, στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε κουλτούρας. Το κοινό τους ήταν παγκόσμιο και η Λίντα έπρεπε να δείχνει ευαισθησία στις λεπτομέρειες. Ήταν δύσκολη δουλειά. Κατά την άποψή της, ήταν ουσιαστικά άσχετο το ότι η δουλειά ήταν και εκπληκτικά αποδοτική. Σε τελευταία ανάλυση, το Whatcomesnext.com είχε να κάνει με τη δική τους αφοσίωση. Ο σχεδιασμός βιντεοπαιχνιδιών, η διατήρηση πορνογραφικών ιστοτόπων, αυτά ήταν το αντικείμενο μεγάλων, συμβατικών επιχειρήσεων που απασχολούσαν δεκάδες υπαλλήλους. Καμία από αυτές τις επιχειρήσεις δεν ήταν τόσο πρωτοποριακή όσο αυτό που είχαν εφεύρει ολομόναχοι εκείνη και ο Μάικλ. Αυτό την έκανε να νιώθει υπερήφανη. Έστησε αυτί για ν’ ακούσει τον Μάικλ και χαμογέλασε καθώς εκείνος σκότωνε το ένα τραγούδι μετά το άλλο. Σκέφτηκε ότι δε θα τα κατάφερναν αν δεν ήταν πραγματικά ερωτευμένοι. Κούνησε το κεφάλι της. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Βλέποντάς τον να βγαίνει από το ντους, ξέσπασε σε βροντερά γέλια. Τόσα χρόνια που ήταν μαζί, είχε απομνημονεύσει καθετί που έκανε ο Μάικλ στο μπάνιο. Βγαίνοντας τώρα από το ντους, θα έπαιρνε μια φθαρμένη πετσέτα και θα σκουπιζόταν, εξαφανίζοντας τα κατάλοιπα του έργου που είχε φέρει εις
πέρας με τη Νούμερο 4. Θα εμφανιζόταν με δέρμα λαμπερό, αναζωογονημένος, κόκκινος από τους ατμούς και γυμνός. Η Λίντα έβλεπε με τη φαντασία της το λεπτό κορμί του, καθώς ο Μάικλ θα στέγνωνε τα κατσαρά μαλλιά του και μετά, μπροστά στον καθρέφτη, θα τα χτένιζε με κόπο. Στη συνέχεια ίσως ξυριζόταν. Καθαρός και ξυρισμένος, θα έβγαινε από το μπάνιο και θα την κοίταζε μ’ εκείνο το αξιολάτρευτο στραβό χαμόγελο. Θα είναι όμορφος, σκέφτηκε η Λίντα. Κι εγώ θα είμαι όμορφη για χάρη του παντοτινά. Έστρεψε πάλι την προσοχή της στις οθόνες. Καμία κίνηση από τη Νούμερο 4, με εξαίρεση κάποιο απότομο τίναγμα πού και πού. Η Λίντα ήθελε να μιλήσει στην εικόνα που φαινόταν στην οθόνη, με τον τρόπο που υποψιαζόταν ότι της μιλούσαν οι συνδρομητές: Πέρασες τα δύσκολα, Νούμερο 4. Μπράβο σου. Επέζησες. Και δεν μπορεί να ήταν και τόσο άσχημη η εμπειρία. Δεν πόνεσες τόσο πολύ. Τη βίωσα κι εγώ μια φορά. Όλα τα κορίτσια περνούν αυτή τη δοκιμασία. Εξάλλου, θα ήταν πολύ χειρότερα στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου ή στο δωμάτιο κάποιου άθλιου φτηνοξενοδοχείου ή στον καναπέ του καθιστικού κάποιο απόγευμα πριν γυρίσουν οι γονείς σου από τη δουλειά τους. Δεν ήταν όμως η μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσεις. Κάθε άλλο. Περιμένοντας ν’ ακούσει τον Μάικλ να διασχίζει ξυπόλυτος το ξύλινο δάπεδο, η Λίντα έριξε μια γρήγορη ματιά στους πίνακες συζητήσεων. Υπήρχαν εκατοντάδες σχόλια. Αναστέναξε, ξέροντας ότι οι δυο τους θα έπρεπε ν’ ασχοληθούν μ’ αυτά έγκαιρα, δεδομένου ότι εκείνα τα σχόλια θα αποτελούσαν τη βάση των επόμενων κινήσεών τους. Ήθελαν να συνεχιστεί η Σειρά 4;
Ήθελαν να τελειώσει; Είχαν βαρεθεί τη Νούμερο 4; Εξακολουθούσε να τους μαγεύει; Η Λίντα προέβλεψε ότι πλησίαζε το τέλος για τη Νούμερο 4, αλλά δεν ήταν απόλυτα σίγουρη. Η Νούμερο 4 είχε αποδειχτεί μακράν η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση –αν θεωρούσε κανείς ότι ο τραπεζικός λογαριασμός τους και ο αριθμός των ατόμων που είχε προσελκύσει η σειρά ήταν ακριβείς τρόποι μέτρησης. Η Λίντα ένιωσε ένα τσιμπηματάκι θλίψης. Δεν της άρεσε καθόλου να βλέπει τα πράγματα να φτάνουν στο τέλος τους. Από τότε που ήταν παιδί σιχαινόταν τα γενέθλια, τα Χριστούγεννα, τις καλοκαιρινές διακοπές, και ο λόγος δεν ήταν τι είχε κάνει ή τι δώρα είχε πάρει σ’ εκείνες τις περιστάσεις, αλλά το ότι ήξερε πως, όσο και αν διασκέδαζε ή ενθουσιαζόταν, οι μέρες εκείνες θα τελείωναν. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που, στην παιδική της ηλικία, είχε βρεθεί καθισμένη σε άβολα στασίδια ακούγοντας τα ψεύτικα λόγια των παπάδων που μιλούσαν για την αιώνια ζωή πάνω από ένα φέρετρο. Το φέρετρο της μητέρας της. Τα φέρετρα των παππούδων της. Και, τέλος, το φέρετρο του πατέρα της, πράγμα που την είχε αφήσει σ’ έναν κόσμο παγερής μοναξιάς, μέχρι που εμφανίστηκε ο Μάικλ. Αυτό ήταν που μισούσε, την τελική αυλαία. Η επιστροφή στο φυσιολογικό την απογοήτευε. Έστω κι αν το φυσιολογικό έμελλε να είναι η παραλία ενός φανταστικού θέρετρου με ένα παγωμένο ποτό στο χέρι και μπόλικα λεφτά στην τράπεζα –δεν έπαυε να είναι κάτι το οποίο εκείνη δεν ανυπομονούσε να δει. Κατά κάποιον τρόπο, είχε ήδη αρχίσει να αδημονεί και ήθελε να ξεκινήσει το σχεδιασμό της Σειράς
5. Έγειρε πίσω στο κάθισμά της, εξακολουθώντας να περιφέρει το βλέμμα της στις οθόνες, αλλά στην πραγματικότητα σκεφτόταν ποια θα μπορούσε να είναι το επόμενο θέμα τους. Η Νούμερο 5 έπρεπε να είναι διαφορετική. Η Νούμερο 4 είχε ανεβάσει ψηλά τον πήχη, κατά την άποψη της Λίντα, και το επόμενο θέαμα θα έπρεπε να υπερβεί όσα είχαν κάνει τις εβδομάδες που πέρασαν. Η Λίντα ήταν εξαιρετικά περήφανη για τη δουλειά τους. Χάρη στη δική της επιμονή είχαν απομακρυνθεί από τις πόρνες που είχαν «συλλέξει» για τις τρεις πρώτες σειρές και είχαν επεκταθεί σε μια κοπέλα που ήταν απόλυτα αθώα και πολύ νεότερη. Εκείνη είχε επιμείνει ότι το τέταρτο θέμα τους έπρεπε να μην έχει πείρα. Να έχει μια φρεσκάδα. Και να είναι τυχαία, υπενθύμισε η Λίντα στον εαυτό της. Είχαν περάσει ώρες ολόκληρες τριγυρνώντας σε ήσυχες προαστιακές περιοχές με διάφορα κλεμμένα οχήματα, περνώντας απαρατήρητοι μπροστά από σχολεία και εμπορικά κέντρα, παραμονεύοντας σε πιτσαρίες, προσπαθώντας να βρουν το κατάλληλο άτομο για να το απαγάγουν την κατάλληλη στιγμή. Το είχαν ρισκάρει, αλλά εκείνη ήξερε πως θα ανταμείβονταν. Η αλήθεια ήταν ότι ο Μάικλ ήταν αυτός που είχε πει ότι η Σειρά 4 έπρεπε να είναι ο χειρότερος εφιάλτης της μεσαίας τάξης. Ήταν σίγουρος ότι ο αιφνιδιασμός που θα προκαλούσε θα τροφοδοτούσε το δράμα. Είχε αποδειχτεί σωστός. Η ιδέα ήταν δική της. Το ραφινάρισμα δικό του. Ήταν οι τέλειοι συνεργάτες. Η Λίντα αισθάνθηκε τον πόθο να φουντώνει μέσα της και
χάιδεψε αργά το στήθος της. Πίσω της άκουσε ένα γνώριμο σύρσιμο από την κρεβατοκάμαρα. Πήρε γρήγορα το βλέμμα της από τους υπολογιστές κι έλυσε τα μαλλιά της, τινάζοντας το κεφάλι της σαγηνευτικά. Έβγαλε τα λιγοστά ρούχα της και, καθώς ο Μάικλ έμπαινε στο δωμάτιο, εκείνη ρίχτηκε χασκογελώντας στο κρεβάτι. Γύρισε προς το μέρος του και του έκανε νόημα με το δάχτυλο να πάει κοντά της. Ο Μάικλ χαμογέλασε και πήγε πρόθυμα προς το μέρος της. Η Λίντα ήξερε ότι αυτό που είχε κάνει ο Μάικλ με τη Νούμερο 4 αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς. Είχε μεγάλη σημασία να βεβαιωθεί ότι εκείνος ποτέ δε θα το θεωρούσε σαν κάτι παραπάνω από ένα καθήκον που εκτελούσε για χάρη της. Χωρίς απόλαυση. Χωρίς ενθουσιασμό. Χωρίς πάθος. Αυτά ανήκαν σ’ εκείνη. Ακόμη και τη στιγμή που χειριζόταν την κάμερα καταγράφοντας τη δουλειά με τη Νούμερο 4, είχε αντιμετωπίσει το θέμα απόμακρα, κλινικά. Ο Μάικλ δεν έπρεπε να αισθανθεί καμία απόλαυση. Η Λίντα σκεφτόταν ότι αυτό ήταν σημαντικό καθώς άπλωνε τα χέρια της να τον αγκαλιάσει. Ήθελε να τυλίξει χέρια και πόδια γύρω του με όλη τη δύναμή της, να τον κάνει κτήμα της όσο πιο βαθιά μπορούσε, να τον καλύψει με τον εαυτό της σαν ένα πελώριο και πανίσχυρο κύμα στην ακροθαλασσιά. Έπρεπε να σιγουρευτεί ότι το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να μυρίσει ο Μάικλ, το μόνο πράγμα που θα μπορούσε ν’ ακούσει θα ήταν εκείνη και τα χάδια της και ο χτύπος της καρδιάς της. «Χμμμ», έκανε ο Μάικλ, καθώς τον τραβούσε πάνω της.
Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένα πλατύ χαμόγελο. «Τι έχουμε εδώ...;» Η Λίντα τον χάιδεψε στο μάγουλο. Δε χρειαζόταν να ζητήσει αγάπη. Την έβλεπε στα μάτια του. Αυτό που είχε κάνει νωρίτερα ο Μάικλ ήταν απλώς κάτι που απαιτούσε η καλή δουλειά. Του πρόσφερε τα χείλη της. Για μια στιγμή μόνο πέρασε απ’ το νου της η επόμενη δύσκολη δουλειά. Ήξερε όμως ότι ο Μάικλ θα την τακτοποιούσε κι αυτή. Ήξερε ότι θα έπρεπε να βοηθήσει κι εκείνη. Πάντα το έκανε. Είχε όμως εμπιστοσύνη ότι ο Μάικλ θα εκτελούσε σωστά το πιο δύσκολο μέρος. Έρωτας και θάνατος, σκέφτηκε. Μοιάζουν λιγάκι. Μετά παραδόθηκε σε όλα τα εκρηκτικά συναισθήματα που στροβιλίζονταν μέσα της, κλείνοντας τα μάτια της σφιχτά με κοριτσίστικη απόλαυση.
«Ε, Λίντα», είπε ο Μάικλ, καθώς πληκτρολογούσε. «Πώς θα σου φαινόταν αν παίζαμε αυτό το κομμάτι πολύ δυνατά;» Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι τους αφού έκαναν έρωτα, νιώθοντας να τον τραβάνε σαν μαγνήτης οι υπολογιστές και οι οθόνες που ήταν συνδεδεμένες με τις κάμερες. Το σύστημα των ηχείων γέμισε το δωμάτιο με τη φωνή μιας τραγουδίστριας. Ήταν ένα πολύ δυνατό κομμάτι κάντρι ερμηνευμένο με πάθος από τη Λορέτα Λιν, το «High on a Mountain Top» , που είχε έναν μεθυστικό, οικείο και συγκρατημένο ρυθμό, οδηγώντας με κάθε νότα όποιον το άκουγε όλο και πιο ψηλά στα όρη Όζαρκ ή Μπλου Ριτζ.
Η Λίντα ανασήκωσε τους ώμους της. «Δε θέλεις να βάλεις πάλι τα μωρά ή το σχολείο;» «Όχι», απάντησε ο Μάικλ. «Σκέφτηκα κάτι διαφορετικό. Κάτι πραγματικά αναπάντεχο ή τρελό. Αμφιβάλλω αν η Νούμερο 4 έχει ξανακούσει κάντρι του παλιού καιρού». Κοντοστάθηκε, πάτησε μερικά πλήκτρα ακόμη και ξαφνικά ο στεναγμός του Κρις Άιζακ πλημμύρισε το δωμάτιο με το «Baby Did a Bad Bad Thing». «Μεγάλε Κιούμπρικ», είπε η Λίντα. «Αυτό το κομμάτι είναι από το σάουντρακ της τελευταίας ταινίας του». «Νομίζεις ότι θα έχει αποτέλεσμα;» Η Λίντα έκανε ένα μορφασμό. «Νομίζω ότι η Νούμερο 4 είναι ήδη εντελώς αποπροσανατολισμένη. Δε νομίζω ότι έχει την παραμικρή ιδέα πού βρίσκεται, ή ακόμη και ποια είναι πλέον. Η μουσική, έστω κι αν απλώς τη σφυροκοπά, δεν ξέρω αν...» «Δε μας μένουν και τόσες ακουστικές επιλογές. Έχω κάτι λίγες που δε χρησιμοποιήσαμε, αλλά...» Η Λίντα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι γυμνή και πήγε πλάι του. Άρχισε να του τρίβει τον ώμο. Ο Μάικλ γύρισε και την κοίταξε. «Διάβασα τις συζητήσεις». «Κι εγώ». «Ίσως πλησιάζουμε στο τέλος». Ο Μάικλ πρόβαλε μερικά από τα σχόλια στην οθόνη που είχαν μπροστά τους. Μη σταματάτε. Κάντε τη να πληρώσει! Κάντε το ξανά! Και ξανά. Και ξανά. «Πολλά από τα σχόλια είναι σαν αυτά», είπε ο Μάικλ. «Αλλά κοίτα όμως αυτά εδώ...»
Έσκυψαν και οι δύο προς την οθόνη. Νόμιζα πως θα πάλευε περισσότερο. Η Νούμερο 4 έσπασε πλέον. Η Νούμερο 4 ξόφλησε. Καπούτ. Φινίτο. Ψόφια. Η Νούμερο 4 είναι τελειωμένη. Δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Δεν μπορεί να πάει παραπέρα. Μόνο μία διέξοδος της μένει πια. Αυτό θέλω να δω. Οι ανταλλαγές σχολίων μεταξύ των πελατών έδειχναν να αντικατοπτρίζουν μια αίσθηση απώλειας, λες και για πρώτη φορά διέκριναν ψεγάδια στην ιδανική σιλουέτα της Νούμερο 4. Στην αρχή ήταν η λεπτεπίλεπτη φίνα κινέζικη πορσελάνη· τώρα ήταν ραγισμένη και είχε μικρά σπασίματα. Το γεγονός ότι ήταν αλυσοδεμένη μέσα στο δωμάτιο, ξέροντας τι θα μπορούσε να συμβεί, ότι το περίμενε, είχε πυροδοτήσει τις φαντασιώσεις τους. Τώρα που είχε συμβεί το αναπόφευκτο, ήταν λες και είχε πάνω της κάποιο μίασμα και οι πελάτες ήταν έτοιμοι να πάνε παρακάτω σ’ αυτό που ήξεραν εξαρχής ότι θα ακολουθούσε. Η Λίντα και ο Μάικλ το καταλάβαιναν. Μπορεί να μην ήταν σε θέση να το αρθρώσουν, αλλά και οι δύο το καταλάβαιναν. Έμενε μόνο ένα βήμα πλέον. Η Λίντα σταμάτησε να τρίβει τον ώμο του Μάικλ και τον έσφιξε με όλη της τη δύναμη. Εκείνος κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά. Ήταν πολλά αυτά που του άρεσαν στη Λίντα, αλλά το κυριότερο απ’ όλα ήταν η ικανότητά της να λέει τόσα πολλά χωρίς λόγια. Αν έβγαινε στο σανίδι, σκέφτηκε, θα ήταν μια ξεχωριστή παρουσία. «Θ’ αρχίσω να γράφω το σενάριο της εξόδου», της είπε. «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί».
Ήξεραν και οι δύο ότι, παρά το λεπτομερή σχεδιασμό που είχαν κάνει, η δημοτικότητα της Νούμερο 4 είχε δημιουργήσει μια κατάσταση που απαιτούσε να είναι ξεχωριστή η τελευταία πράξη. «Αλησμόνητοι, αυτό πρέπει να είμαστε», είπε αργά η Λίντα. «Θέλω να πω, δε γίνεται να κλείσουμε απλώς τη σειρά, μπαμ και κάτω! Πρέπει να κάνουμε κάτι που δε θα το ξεχάσει ποτέ κανείς. Έτσι, όταν θα βάλουμε μπρος την πέμπτη σειρά...» Δε χρειάστηκε να ολοκληρώσει τη σκέψη της. Ο Μάικλ έβαλε τα γέλια. Η Λίντα αποτελούσε τον κινητήριο μοχλό της δημιουργικότητάς τους, πράγμα που ισοδυναμούσε με μια μοναδική μορφή έρωτα. Κάποτε είχαν διαβάσει ένα μακροσκελές, επαινετικό άρθρο σχετικά με τον καλλιτέχνη Κρίστο και τη γυναίκα του Ζαν-Κλοντ, που συνεργαζόταν μαζί του στη δημιουργία πολλών από τα πελώρια έργα τους –τύλιγαν φαρδιά φαράγγια με πορτοκαλί ύφασμα ή περιέβαλλαν νησιά του κόλπου με ροζ πλαστικούς δακτυλίους και, ύστερα από μερικές βδομάδες, αφαιρούσαν τα πάντα αποδίδοντας στην πρότερη κατάσταση αυτό που κάποτε είχε υπάρξει έργο τέχνης. Η Ζαν-Κλοντ είχε πετύχει μικρότερη αναγνώριση στον κόσμο της τέχνης, αλλά μεγαλύτερη στην κρεβατοκάμαρα, όπως φανταζόταν ο Μάικλ. Ανεξάρτητα από αυτό, πάντως, είχε την άποψη ότι εκείνο το ζευγάρι θα καταλάβαινε αυτό που είχε πετύχει εκείνος με τη Λίντα. Σταμάτησε τη μουσική που ακουγόταν από τα ηχεία. «Εντάξει», είπε. Ο τόνος της φωνής του ήταν κοροϊδευτικός, σαν να έλεγε κάποιο αστείο που μόνο οι δυο τους καταλάβαιναν. «Δεν έχει Λορέτα Λιν για τη Νούμερο 4».
Η Τζένιφερ δεν ήξερε πλέον αν είχε τις αισθήσεις της ή όχι. Με ανοιχτά μάτια έβλεπε εφιάλτες. Με κλειστά μάτια έβλεπε εφιάλτες. Αισθανόταν τσακισμένη, λες και μια βδέλλα ρουφούσε το αίμα της αργά και σταθερά. Ποτέ δεν είχε πολυσκεφτεί πώς ήταν να πεθαίνει κανείς, αλλά ήταν σίγουρη πως αυτό της συνέβαινε. Το φαγητό δεν τη βοηθούσε να γλιτώσει τη λιμοκτονία. Το νερό δεν απέτρεπε την αφυδάτωση και το θάνατο από τη δίψα. Έσφιξε τον Καφετούλη, αλλά τα λόγια που είπε ψιθυριστά απευθύνονταν στον πατέρα της: «Έρχομαι, μπαμπά. Περίμενέ με. Δε θ’ αργήσω». Μόνο μια φορά της είχαν επιτρέψει να μπει στο δωμάτιό του στο νοσοκομείο. Ήταν μικρή και φοβισμένη, και ο πατέρας της ήταν παγιδευμένος στο κρεβάτι του από τις σκιές του σούρουπου, περιτριγυρισμένος από μηχανήματα που έκαναν αλλόκοτο θόρυβο, ενώ από τα σκελετωμένα χέρια του ξεκινούσαν διάφοροι σωλήνες. Τα μπράτσα του της φαίνονταν ξένα. Ήξερε πως ο πατέρας της ήταν δυνατός, πως μπορούσε να τη σηκώσει και να την κάνει γύρω γύρω στο δωμάτιο. Αλλά τα μπράτσα που έβλεπε τώρα δεν είχαν τη δύναμη ούτε τα μαλλιά να της χαϊδέψουν. Ο άνθρωπος εκείνος ήταν ο πατέρας της, αλλά και δεν ήταν, κι αυτό την τρόμαζε και την μπέρδευε. Ήθελε να τον χαϊδέψει, αλλά φοβόταν πως ακόμη και το απαλότερο χάδι θα τον διέλυε. Ήθελε να τον δει να χαμογελάει, να την καθησυχάσει και να της πει ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Αλλά εκείνος δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Τα βλέφαρά του πετάριζαν και κάθε τόσο φαινόταν να βυθίζεται στον ύπνο και μετά να
ξυπνάει. Η μητέρα της της είχε πει ότι αυτό οφειλόταν στα φάρμακα που του έδιναν για τον πόνο, αλλά τότε η Τζένιφερ είχε σκεφτεί πως ήταν ο θάνατος που έκανε πρόβα, λες και ο πατέρας της ήταν κοστούμι. Την είχαν βγάλει βιαστικά από το δωμάτιο πριν τα μηχανήματα σημάνουν το αναπόφευκτο. Θυμόταν πως είχε σκεφτεί ότι ο άνθρωπος που ήταν στο κρεβάτι δεν ήταν αυτός που είχε γνωρίσει ως πατέρα της. Πρέπει να ήταν κάποιος που υποδυόταν τον πατέρα της. Τώρα όμως σκεφτόταν πως το ίδιο είχε συμβεί και σ’ εκείνη· όλα τα στοιχεία που συνέθεταν την Τζένιφερ είχαν σβηστεί. Δεν υπήρχε διαφυγή. Δεν υπήρχε κόσμος έξω απ’ το κελί ούτε κάτι πέρα από την κουκούλα που ήταν περασμένη στο κεφάλι της. Δεν υπήρχε μητέρα ούτε Σκοτ ούτε σχολείο ούτε δρόμος στη γειτονιά ούτε σπίτι ούτε δωμάτιο με τα πράγματά της. Τίποτε απ’ αυτά δεν είχε υπάρξει ποτέ. Υπήρχαν μόνο ο άντρας και η γυναίκα και οι κάμερες. Έτσι ήταν πάντα. Στο κελί είχε γεννηθεί κι εκεί θα πέθαινε. Φαντάστηκε πως είχε αρχίσει να γίνεται σαν τον πατέρα της στο νοσοκομείο. Πως έφθινε αργά, αδυσώπητα. Έφερε στο νου της τη στιγμή που, στα πρώτα στάδια της αρρώστιας του, ο πατέρας της της είχε πει ότι ήταν πολύ άρρωστος. «Αλλά μην ανησυχείς, κούκλα μου. Είμαι αγωνιστής. Θα παλέψω με νύχια και με δόντια. Κι εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Με τη δική σου βοήθεια θα νικήσω. Μαζί θα τα καταφέρουμε». Αλλά δεν είχε νικήσει. Κι εκείνη δεν είχε καταφέρει να τον βοηθήσει. Καθόλου. Λυπόταν πολύ. Νοερά, σ’ εκείνο το κομμάτι του μυαλού της όπου αποθησαύριζε όλες τις αναμνήσεις της, του είχε ζητήσει
συγνώμη εκατοντάδες, χιλιάδες φορές. Για πρώτη φορά στη διάρκεια της αιχμαλωσίας της, ξαφνικά δεν ένιωθε πλέον την ανάγκη να κλάψει. Τα μάγουλά της δεν αυλακώνονταν από τα δάκρυα. Από το λαιμό της δεν ξέφευγαν ασυγκράτητοι λυγμοί. Τα μπράτσα και τα πόδια της, η ραχοκοκαλιά της, δεν ήταν πλέον τσιτωμένα. Όσο σκληρά κι αν είχε παλέψει ο πατέρας της, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε. Η αρρώστια ήταν απλώς πανίσχυρη. Το ίδιο ίσχυε και στη δική της περίπτωση. Δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό. Έκανε άλλη μια σκέψη: Αν της δινόταν η ευκαιρία να παλέψει και να πεθάνει, θα ήταν καλύτερα από το να τους αφήσει απλώς να τη σκοτώσουν. Έτσι, όταν θα ξανάβλεπε τον πατέρα της, θα μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια και να του πει: «Προσπάθησα όσο κι εσύ, μπαμπά. Απλώς ήταν πολύ δυνατοί και δεν μπόρεσα να τα βγάλω πέρα». Και τότε εκείνος θα της έλεγε: «Το έβλεπα. Τα είδα όλα. Ξέρω ότι πάλεψες, κούκλα μου. Είμαι περήφανος για σένα». Σιωπηλά και επίμονα, η Τζένιφερ είπε στο αρκουδάκι της ότι αυτό θα της αρκούσε.
38 Ο Έιντριαν αισθάνθηκε σαν να είχε στραγγίξει όλο το αίμα από τις φλέβες του και να είχε αντικατασταθεί από ηλεκτρικό ρεύμα. Κοίταζε την οθόνη της τηλεόρασης κι ένιωθε να του φεύγουν χρόνια, και τότε κατάλαβε ότι τα γηρατειά, η αρρώστια και η σύγχυση ήταν πλέον πολυτέλεια. Έπρεπε να βρει μέσα του αυτό που ήταν κάποτε και που είχε χαθεί κάτω από στιβάδες ηλικίας και αρρώστιας. «Θέλεις να δοκιμάσω κάποιον άλλο ιστότοπο;» ρώτησε ο Γουλφ. Ο Έιντριαν δυσκολευόταν να καταλάβει αν ο τόνος του εγκληματία έδειχνε εξάντληση από το προχωρημένο της νύχτας ή πραγματική επιθυμία να πάει παρακάτω. Όταν κοίταξε τον Γουλφ, είδε πως ήταν ακόμη γερμένος προς την εικόνα του κοριτσιού με την κουκούλα στην οθόνη. Συνειδητοποίησε ότι, ακόμη κι αν ο συγκεκριμένος ιστότοπος δεν ήταν ο στόχος της έρευνάς τους, ο Γουλφ σίγουρα θα ξαναγύριζε στο Whatcomesnext.com μόλις τον άφηνε στην ησυχία του. Η φωνή του ήταν ξερή αλλά και γεμάτη έξαψη, σαν του διψασμένου ανθρώπου που βλέπει μπροστά του μια όαση. Ήταν λες και η σαγήνη είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο, σαν έντονη μυρωδιά. Ο Έιντριαν δίστασε. Άκουγε τον Μπράιαν που του ούρλιαζε σχεδόν στο αυτί να είναι επιφυλακτικός, να προσέχει το κάθε του βήμα. Ο νεκρός δικηγόρος επέμενε σχεδόν απεγνωσμένα σε μια αντίφαση: Κάνε γρήγορα αλλά προχώρα
προσεκτικά! «Κοίτα», είπε ο Έιντριαν αργά, λες και ο φλεγματικός τόνος θα πρόσθετε βαρύτητα στο ψέμα του. «Δε νομίζω ότι είμαστε στο σωστό μέρος...» «Εντάξει», απάντησε ο Γουλφ, απλώνοντας το χέρι του προς το πληκτρολόγιο. «Αλλά πλησιάζουμε. Θέλω να πω ότι κάτι τέτοιο πρέπει να ψάχνουμε». Ο Γουλφ δε γύρισε να τον κοιτάξει, μόνο άφησε τα μάτια του να ρουφήξουν την εικόνα που προβαλλόταν στην οθόνη. Ο Έιντριαν διαπίστωσε ότι στη ζωή του εγκληματία υπήρχαν στιγμές που δεν είχε σημασία αν ήταν κουρασμένος ή εξαντλημένος, αν πεινούσε ή αν διψούσε ή αν κάτι άλλο στη ζωή απαιτούσε την προσοχή του –από τη στιγμή που κάτι ενεργοποιούσε τον πόθο του, η ακατανίκητη παρόρμηση του πρόσφερε αστείρευτη πηγή ενέργειας. «Δε γίνεται να πλησιάζουμε, καθηγητά. Αυτή η κοπέλα ή είναι η μικρή Τζένιφερ ή δεν είναι». Ο Έιντριαν δεν έδωσε σημασία στο μικρή Τζένιφερ. «Καταλαβαίνω, κύριε Γουλφ. Απλώς την είδα μόνο στιγμιαία και δεν είμαι απόλυτα βέβαιος». Κι όμως ήταν βέβαιος, μόνο που δεν ήθελε να το πει φωναχτά. «Κοίτα, το τατουάζ ή είναι αληθινό ή είναι ψεύτικο. Το ίδιο και η ουλή. Όταν το κορίτσι λέει μπροστά στην κάμερα ότι είναι δεκαοχτώ, πώς να το κάνουμε, ή λέει αλήθεια ή λέει ψέματα, κι εμένα σίγουρα μου φαίνεται ότι λέει ψέματα. Εσύ όμως να μου πεις, καθηγητά, τι από τα δύο συμβαίνει. Εδώ είναι ο δικός σου τομέας ειδικότητας. Όπως και να ’χει, είναι αργά και μου φαίνεται πως πρέπει να σταματήσουμε γι’
απόψε». Αλήθεια ή ψέμα. Ο Έιντριαν εξακολουθούσε να χρειάζεται τη βοήθεια του εγκληματία. Έριξε πάλι μια ματιά στη μορφή που φαινόταν στην οθόνη. Όποια κι αν ήταν η κοπέλα, εκείνη τη στιγμή ζούσε παγιδευμένη στην απέναντι όχθη του ποταμού. Ο Έιντριαν συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βρει μια γέφυρα. «Αλλά, για να καταλάβω τι αντιμετωπίζουμε, αν ήθελα να μάθω πού βρίσκεται αυτός ο ιστότοπος, πώς θα μπορούσα...» Προσπάθησε να κάνει την ερώτησή του να ακουστεί αθώα και συνηθισμένη, αλλά, ό,τι κι αν έλεγε, πίστευε πως ήταν ολοφάνερο τι σκεφτόταν. Έτσι κι αλλιώς επέμεινε, βασιζόμενος στην εξάντληση του Γουλφ για να συγκαλύψει το ενδιαφέρον του. «Θέλω να πω, τόσες ώρες τριγυρνάμε στο Διαδίκτυο, αλλά πώς θα ξέρουμε πού πρέπει να πάμε για να βρούμε την Τζένιφερ από τη στιγμή που θα την εντοπίσουμε ηλεκτρονικά;» Ο Γουλφ γέλασε περιφρονητικά δείχνοντας τη δυσπιστία του, χωρίς να πάρει τα μάτια του από την οθόνη ούτε στιγμή. «Δεν είναι και τόσο δύσκολο», είπε. «Μόνο που εξαρτάται κατά κάποιον τρόπο από τους ανθρώπους που διαχειρίζονται τον ιστότοπο». «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Έιντριαν. Ο Γουλφ απάντησε με τον τρόπο που ένας πραγματικά κουρασμένος δάσκαλος της τρίτης γυμνασίου θα απαντούσε σ’ ένα μαθητή που ενδιαφερόταν περισσότερο να μοιράζει ραβασάκια παρά να μάθει μαθηματικά. «Πόσο εγκληματίες είναι;» Ο Έιντριαν άρχισε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. «Αυτό δεν
είναι σαν να ρωτάς αν μια γυναίκα είναι ολίγον έγκυος, κύριε Γουλφ; Ή είσαι...» Ο Γουλφ γύρισε και τον κάρφωσε μ’ ένα ψυχρό βλέμμα. «Δεν πρόσεχες καθόλου, καθηγητά;» Ο Έιντριαν έμεινε στη θέση του, απόλυτα σαστισμένος. Η σιωπή του έγινε μια ερώτηση που ο Γουλφ φαινόταν εξαιρετικά πρόθυμος να απαντήσει. «Πόσο θέλουν να δείξουν στον κόσμο ότι κάνουν κάτι παράνομο;» «Όχι και πολύ», απάντησε ο Έιντριαν. «Λάθος, καθηγητά, λάθος, λάθος, λάθος. Βρισκόμαστε στον κόσμο των σκιών. Εκεί πέρα, χρειάζεσαι αξιοπιστία. Αν ο κόσμος πιστέψει ότι είσαι απόλυτα νόμιμος, τότε πού είναι η πλάκα; Πού είναι η έξαψη; Πού είναι εκείνο το στοιχείο του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος;» Ο Έιντριαν αιφνιδιάστηκε από την οξύτητα με την οποία ο Γουλφ περιέγραφε την ανθρώπινη φύση. «Κύριε Γουλφ», είπε με περίσκεψη, «με εντυπωσιάζεις». «Θα έπρεπε να είχα γίνει καθηγητής, όπως εσύ», απάντησε ο άλλος. Στο πρόσωπό του χαράχτηκε ένα χαμόγελο, που ο Έιντριαν ήλπιζε ειλικρινά ότι ήταν διαφορετικό από το πονηρό εκείνο μειδίαμα που εμφανιζόταν όταν ασχολούνταν με αυτό που ήθελε πραγματικά να κάνει. «Εντάξει, καθηγητά, καταλαβαίνεις ότι ο κάθε ιστότοπος έχει και μια δική του διεύθυνση ΙΡ; Χρειάζεται ένας διακομιστής για να εξυπηρετηθεί ο ιστότοπος. Υπάρχει ένα πολύ απλό πρόγραμμα που δείχνει την τοποθεσία κάθε διακομιστή. Μπορούμε να το βρούμε πολύ γρήγορα, μόνο που...»
«Μόνο που τι;» ρώτησε ο Έιντριαν. «Αυτό το ξέρουν και οι κακοί –απατεώνες, τρομοκράτες, τραπεζίτες και όποιον άλλο βάλει ο νους σου. Υπάρχουν προγράμματα που μπορείς να αγοράσεις για να παραμένεις ανώνυμος όταν σερφάρεις ή εκπέμπεις, μόνο που...» «Μόνο που τι;» «Αγοράζεις κάτι που υποτίθεται ότι κρύβει την ταυτότητά σου, αλλά στην πραγματικότητα δε συμβαίνει αυτό. Τελικά όλα παραβιάζονται. Μόλις χρησιμοποιήσεις το Διαδίκτυο... Εντάξει, ουσιαστικά εξαρτάται από την επιμονή αυτού που σε ψάχνει. Μπορείς να κάνεις κρυπτογράφηση –αν είσαι μια μεγάλη επιχείρηση ή ο στρατός ή η CIA, έχεις πολύ εξελιγμένα μέσα στη διάθεσή σου για να κρύβεις ό,τι θέλεις. Αν όμως είσαι ένας ιστότοπος σαν αυτόν...» Ο Γουλφ έδειξε το κορίτσι με την κουκούλα. «Πώς να το κάνουμε, δε θέλεις να κρυφτείς. Θέλεις να σε βρίσκει ο κόσμος. Απλώς δε θέλεις να σε βρουν λάθος άνθρωποι. Η αστυνομία, για παράδειγμα». «Και πώς το αποτρέπεις αυτό;» Ο Γουλφ έτριψε αργά το πρόσωπό του και μετά κατέβασε πάλι τα χέρια του στο πληκτρολόγιο. «Σκέψου σαν κακός, καθηγητά. Κάνεις αυτό που κάνεις. Τι στο καλό, έχουμε ήδη πληρώσει λεφτά. Οι άλλοι έχουν τη συνδρομή σου. Έτσι λοιπόν συνεχίζουν να κάνουν ό,τι είναι αυτό που τράβηξε τον κόσμο μέχρι να γεμίσουν τις τσέπες τους. Και μετά πουφ! γίνονται άφαντοι, στο πιτς φιτίλι, πριν τραβήξουν την προσοχή ανεπιθύμητων ανθρώπων». Ο Έιντριαν κοίταξε την οθόνη. Είδε το ρολόι που κατέγραφε τη διάρκεια της Σειράς 4. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Όντας ο καθηγητής ψυχολογίας
που υπήρξε κάποτε, ήξερε τι έβλεπε. Θυμήθηκε τους Φόνους των Βάλτων. Η έξαψη, η δυνατή συγκίνηση, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ουσιαστικά προερχόταν από τον κίνδυνο. Αυτό ήταν που έτρεφε τη σχέση του φονικού ζευγαριού και την έσπρωχνε όλο και πιο βαθιά στο χώρο της διαστροφής. Ο Έιντριαν κοίταξε την τηλεόραση. Η τεράστια οθόνη ήταν γεμάτη από την εικόνα της κοπέλας με την κουκούλα. Ο κίνδυνος τόνιζε το πάθος. Το κεφάλι του γύριζε. Αυτά που γνώριζε και αυτά που έβλεπε τον έκαναν να αισθάνεται ηττημένος και μπερδεμένος. Ενδόμυχα προσπάθησε να ατσαλώσει τον εαυτό του, να διατηρήσει τον έλεγχο. Ο Γουλφ άρχισε να πληκτρολογεί. Το κορίτσι με την κουκούλα εξαφανίστηκε, δίνοντας τη θέση του σε μια μηχανή αναζήτησης. Ο Γουλφ συνέχισε για λίγο και μετά σταμάτησε, κοιτάζοντας τις πληροφορίες που εμφανίστηκαν μπροστά τους. Σημείωσε μια σειρά αριθμών σ’ ένα χαρτί. Κατόπιν μπήκε σε μια δεύτερη μηχανή αναζήτησης και πληκτρολόγησε τους αριθμούς στα αντίστοιχα τετραγωνίδια. Εμφανίστηκε μια τρίτη οθόνη, ζητώντας πληρωμή για την έρευνα. «Θέλεις να προχωρήσω;» ρώτησε ο Γουλφ. Ο Έιντριαν πήρε τα μάτια του από την οθόνη, με μια έκφραση που θύμιζε τουρίστα που κοίταζε τη στήλη της Ροζέτας, ξέροντας πως ήταν το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση των γλωσσών, χωρίς όμως να μπορεί να καταλάβει πώς μπορούσε να γίνει αυτό. «Υποθέτω», είπε. Περίμεναν να εγκριθεί η χρέωση στην πιστωτική του κάρτα. Σε μερικά δευτερόλεπτα μπήκαν σ’ έναν ιστότοπο που ζητούσε όνομα χρήστη και κωδικό. Ο Γουλφ πληκτρολόγησε
το γνώριμο πλέον Ψυχολόγος ακολουθούμενο από το Τζένιφερ. «Χμμ, πολύ ενδιαφέρον», είπε ο Γουλφ. «Ποιο πράγμα;» «Κάποιος ξέρει πολύ καλά τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Δε θα με ξάφνιαζε αν πίσω απ’ αυτό τον ιστότοπο κρύβεται κάποιος κορυφαίος χάκερ». «Κύριε Γουλφ, έχεις την καλοσύνη να μου εξηγήσεις;» Ο άλλος αναστέναξε. «Κοίτα αυτό», είπε. «Η διεύθυνση ΙΡ αλλάζει. Όχι όμως με υπερβολική ταχύτητα». «Τι πάει να πει αυτό;» «Μπορείς να προσθέσεις συνδέσμους, να μεταφέρεις τη θέση της διεύθυνσης ΙΡ, ιδίως να τη διοχετεύσεις μέσα από συστήματα διακομιστών στην Άπω Ανατολή ή στην ανατολική Ευρώπη που είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν, επειδή εξυπηρετούν δραστηριότητες που δεν είναι απόλυτα νόμιμες. Φυσικά, το πρόβλημα αν το κάνεις αυτό είναι ότι υψώνεις μια ηλεκτρονική κόκκινη σημαία, καθηγητά. Αν ρυθμίσεις τον ιστότοπό σου έτσι που να αλλάζει η διεύθυνση ΙΡ κάθε δύο ή τρία λεπτά, τότε είναι απόλυτα φανερό στους ανθρώπους της Ιντερπόλ –και ακόμη πιο φανερό στους υπολογιστές τους– ότι κάνεις κάτι άσχημο, πράγμα που, όπως μπορείς να φανταστείς, τραβάει αμέσως την προσοχή τους. Και πριν καλά καλά το πάρεις είδηση, το FBI και η CIA και η MI6 και η γερμανική ή η γαλλική κρατική ασφάλεια έχουν πλακώσει στον πορνογραφικό ιστότοπό σου. Δε θες να γίνει κάτι τέτοιο. Καθόλου, μα καθόλου». «Οπότε...» «Όποιος έστησε αυτό τον ιστότοπο είναι πολύ ξύπνιος και πρέπει να τα ξέρει όλα αυτά. Έτσι έστησε μόνο πέντ’ έξι
διακομιστές και μετακινείται μόνο ανάμεσα σ’ αυτούς». «Τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει ότι είναι δύσκολο να ακολουθήσεις τα ίχνη του ως την πηγή. Και φαντάζομαι ότι, αν κάνεις έρευνα εντοπισμού σε όλους τους διακομιστές, θα βρεις κάμποσους υπολογιστές σε ένα άδειο διαμέρισμα στην Πράγα η στην Μπανγκόκ. Η βασική εκπομπή του ξεκινά από κάπου αλλού. Η αστυνομία –ή μια ομάδα της Δύναμης Δέλτα σε συνεργασία με τη CIA αν μιλάμε για τρομοκράτες– θα χρειαζόταν πολύ χρόνο για να βρει την αληθινή αφετηρία της εκπομπής, αν με καταλαβαίνεις». Ο Έιντριαν κοίταξε την οθόνη. Την αληθινή αφετηρία της εκπομπής. Ο τύπος έδειχνε μια περίεργη ικανότητα χειρισμού της γλώσσας. Ο Έιντριαν δίστασε κι από το μυαλό του πέρασε ένα ερώτημα. Προφανώς είχε κάποια βάση. «Υπάρχουν καθόλου διευθύνσεις ΙΡ στις Ηνωμένες Πολιτείες γι’ αυτό τον ιστότοπο;» Ο Γουλφ χαμογέλασε. «Ω», έκανε αργά. «Επιτέλους, ο καθηγητής αρχίζει και μαθαίνει». Πάτησε μερικά πλήκτρα ακόμη. «Ναι», είπε. «Δύο. Μία στο...» Δίστασε για μια στιγμή. «...Όστιν του Τέξας. Αυτήν εδώ την ξέρω. Είναι ένας μεγάλος διακομιστής πορνογραφίας. Διαχειρίζεται δεκάδες ιστοτόπους με διαδικτυακές κάμερες της κατηγορίας Κοίτα με και δεκάδες άλλους ιστοτόπους όπου μπορείς να ανεβάσεις βίντεο την ώρα που πηδάς τη φιλενάδα σου. Για να δω πού είναι καταχωρισμένη η άλλη διεύθυνση ΙΡ». Πληκτρολόγησε κάτι και μετά είπε: «Πλάκα μού κάνεις!» Ο Έιντριαν κοίταξε καλά καλά τις συντεταγμένες που είχε
βγάλει ο υπολογιστής. «Πρόκειται για ένα καλωδιακό σύστημα της Νέας Αγγλίας», είπε ο Γουλφ. Ο Έιντριαν το σκέφτηκε για μια στιγμή και μετά μίλησε πολύ σιγανά. «Πού ακριβώς βρίσκεται, κύριε Γουλφ;» Το δωμάτιο γέμισε από το κροτάλισμα των πλήκτρων. Η οθόνη άλλαξε και εμφανίστηκαν κι άλλες συντεταγμένες. «Αν θέλεις να μάθεις από ποιο σημείο εκπέμπει στο Διαδίκτυο το Whatcomesnext.com, αυτό το πρόγραμμα θα σου το πει», απάντησε ο Γουλφ. Πάτησε μια σειρά πλήκτρων και στην οθόνη φάνηκαν κι άλλες συντεταγμένες. Ο Έιντριαν απομνημόνευσε τους αριθμούς. Μάθε τους σωστά, είπε στον εαυτό του. Μην τους ξεχάσεις. Μην του δείξεις τίποτε. «Κέρδισα τα είκοσι χιλιάρικά μου;» ρώτησε ο Γουλφ. «Η ώρα έχει περάσει για τα καλά, καθηγητά». «Δεν ξέρω, κύριε Γουλφ», απάντησε ο Έιντριαν, λέγοντας ψέματα. «Είναι μια συναρπαστική διαδικασία. Έχω εντυπωσιαστεί. Αλλά συμφωνώ μαζί σου. Είναι πολύ αργά και, ξέρεις, δεν είμαι πια νέος όπως κάποτε. Θα βρεθούμε αύριο για να συνεχίσουμε». «Τα λεφτά, καθηγητά». «Πρέπει να βεβαιωθώ, κύριε Γουλφ». Ο Γουλφ πληκτρολόγησε κάτι και στην οθόνη μπροστά τους εμφανίστηκε το κορίτσι με την κουκούλα. Και οι δύο άντρες το κοίταξαν προσεκτικά. Το κορίτσι άλλαξε θέση, μαζεύοντας τα πόδια της σαν να έτρεμε απ’ το κρύο. Ο Γουλφ σάλεψε ελαφρά, σαν να είχε αναλάβει να
παρακολουθεί δύο πράγματα ταυτόχρονα και ανησυχούσε μήπως του ξεφύγει κάποιο από τα δυο. Η επιφυλακτικότητα διακρινόταν στα μάτια του και στον τόνο της φωνής του. Ο Έιντριαν σκέφτηκε ότι θα έπρεπε απλώς να συνεχίσει τα ψέματα, όσο χρειαζόταν, αλλά ήξερε ότι, έτσι κι αλλιώς, ο Γουλφ τα περισσότερα δεν τα έχαφτε. «Θα σου φέρω ένα μέρος των χρημάτων. Θεώρησέ το σαν μια αμοιβή για επιστημονικές υπηρεσίες, κύριε Γουλφ. Μολονότι αμφιβάλλω αν έχουμε βρει αυτό που ψάχνω». Ο Γουλφ έγειρε πίσω και τεντώθηκε σαν γάτα που μόλις είχε ξυπνήσει. Ο Έιντριαν δεν μπορούσε να καταλάβει αν ο άλλος του έδινε την παραμικρή σημασία. Εκείνος –ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, η πιστωτική του κάρτα– του είχε ανοίξει μερικούς καινούριους δρόμους για να ταξιδεύει. Ήταν απίθανο να έδινε δεκάρα για τη μικρή Τζένιφερ ή για τον Έιντριαν ή για οτιδήποτε άλλο πέρα από τα δικά του ενδιαφέροντα. «Ό,τι πεις», απάντησε ο Γουλφ, χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει το σκεπτικισμό του. «Πάντως αν αυτή δεν είναι η μικρή Τζένιφερ, τότε όποια κι αν είναι σίγουρα χρειάζεται βοήθεια, καθηγητά. Γιατί νομίζω πως ό,τι θα γίνει μετά σ’ αυτό το κορίτσι θα είναι πάρα πολύ δυσάρεστο». Ο Γουλφ γέλασε. «Το ’πιασες το λογοπαίγνιο;» είπε. «Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που ο ιστότοπος λέγεται Whatcomesnext». Ο Έιντριαν σηκώθηκε. Έριξε μια τελευταία ματιά στη μορφή της κοπέλας, αν και κατά κάποιον τρόπο πίστευε ότι αφήνοντάς τη με τον εγκληματία, παγιδευμένη μέσα στον υπολογιστή, την παρέδιδε στο Κακό. Καθώς την κοίταζε, του φάνηκε ότι εκείνη του άπλωνε το χέρι μέσα από την οθόνη.
Έμεινε ακίνητος –έτσι πίστευε τουλάχιστον–, επειδή δεν ήθελε ν’ αντιληφθεί ο Γουλφ την κατάσταση έντονης εγρήγορσης στην οποία βρισκόταν. Όπως έκανε και με τα ποιήματά του, άρχισε να επαναλαμβάνει σιωπηλά τις συντεταγμένες του ιστοτόπου ξανά και ξανά. Ταυτόχρονα, στο βάθος του μυαλού του, άκουγε τον Μπράιαν να δίνει εντολές: Κάνε αυτό! Κάνε εκείνο! Κουνήσου! Ο χρόνος κυλά! Αλλά μόνο όταν άκουσε τη φωνή του νεκρού γιου του να του λέει ψιθυριστά Ξέρεις τι βλέπεις, ανάγκασε τον εαυτό του να αποστρέψει το βλέμμα του από την εικόνα και να βγει από το σπίτι του Γουλφ με συρτά βήματα.
39 Ο Μάικλ ήταν καθισμένος σε ένα γδαρμένο τραπέζι της κουζίνας με λευκή φορμάικα, που κουνιόταν επειδή το ένα πόδι ήταν μερικά χιλιοστά πιο κοντό. Είχε μπροστά του έναν φορητό υπολογιστή και κρατούσε σημειώσεις για το φινάλε του παιχνιδιού, όπως του άρεσε να το σκέφτεται. Η αστάθεια του τραπεζιού τον εκνεύριζε, έτσι, τράβηξε το πιστόλι των εννέα χιλιοστών από τη ζώνη του, έβγαλε μια σφαίρα και τη σφήνωσε κάτω απ’ το κοντό πόδι, καταφέρνοντας να σταθεροποιήσει την επιφάνεια. «Μπράβο, μάστορα», του φώναξε η Λίντα καθώς διέσχιζε ένα διπλανό δωμάτιο. Ο Μάικλ χαμογέλασε και συνέχισε τη δουλειά του. Από το παράθυρο που ήταν πάνω από ένα νεροχύτη γεμάτο βρόμικα πιάτα και ποτήρια διέκρινε τον ασυννέφιαστο, γαλανό απογευματινό ουρανό. Ευτυχώς, το έδαφος θα ήταν ακόμη μαλακό από τις πρώιμες βροχές και το χιόνι που έλιωνε αργά στις βορινές περιοχές, όπου το καλοκαίρι αργούσε να φτάσει. Εκεί είχε σκοπό να πάει. Δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πότε θα έφευγε –ενδεχομένως την επόμενη ή μεθεπόμενη μέρα–, αλλά πάντως σύντομα. Η Νούμερο 4, σκεφτόταν, είχε αρχίσει να γερνάει. Όχι από άποψη ηλικίας, αλλά από πλευράς ενδιαφέροντος. Εκείνος ήξερε ότι η Νούμερο 4 είχε ακόμη μπροστά της αρκετές καλές μέρες, και εξάλλου πάντα υπήρχε το ενδεχόμενο να σκεφτούν κάποια πρωτότυπη τροπή στην
ιστορία, παρατείνοντας έτσι τα πράγματα για ένα διάστημα, αλλά δεν ξεχνούσε ότι έπρεπε να δώσουν στο ακροατήριό τους μια αίσθηση ολοκλήρωσης. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο και λεπτό θέμα. Οι πελάτες έπρεπε να ικανοποιηθούν αλλά και να δελεαστούν ταυτόχρονα. Το τέλος έπρεπε να συνοδεύεται από μια υπόσχεση. Η Λίντα ήταν ο επιχειρηματικός εγκέφαλος και του το είχε εξηγήσει αυτό. «Η ψυχή κάθε επιχείρησης είναι η τακτική πελατεία». Του Μάικλ του άρεσε να την ακούει όταν η φωνή της έπαιρνε τον χαρακτηριστικό τόνο ενός νεαρού στελέχους. Συνήθως το έκανε αυτό όταν ήταν γυμνοί, και ο Μάικλ θεωρούσε πολύ συναρπαστική την αντίθεση μεταξύ του αχαλίνωτου σεξ και των μελετημένων παρατηρήσεων που έκανε η Λίντα με μετρημένο τρόπο. Αυτή η σκέψη τον έκανε να μισοσηκωθεί από την καρέκλα του για να την αγκαλιάσει. Συνήθως η Λίντα έλιωνε όταν της έδειχνε αυθόρμητα μια τρυφερότητα που θύμιζε κάρτες του Αγίου Βαλεντίνου. Τελικά όμως ο Μάικλ συγκρατήθηκε. Χρειαζόταν περισσότερος σχεδιασμός. Λιγότεροι περισπασμοί. Η Σειρά 4 έπρεπε να έχει δυνατό και εντυπωσιακό τέλος. Λίγο έλειψε να βάλει τα γέλια. Μερικές φορές και το να κάνει απλώς τη δουλειά του ήταν σέξι. Πήρε το βλέμμα του από το παράθυρο κι άρχισε να επιστρατεύει τις οργανωτικές ικανότητές του για να σχεδιάσει τον τρόπο που θα έκλεινε η Σειρά 4. Με την ησυχία του, καθόρισε πάνω στο χάρτη μια διαδρομή που κατέληγε πάνω από τριακόσια χιλιόμετρα μακριά από την αγροικία, βαθιά μέσα στο Εθνικό Πάρκο Ακέιντια του Μέιν. Ήταν μια θεαματικά άγρια περιοχή, την οποία εκείνος και η Λίντα είχαν
εξερευνήσει πριν από δύο καλοκαίρια παριστάνοντας το παθιασμένο με την ύπαιθρο ζευγαράκι. Ελάφια, άλκες, αετοί που πετούσαν ψηλά στον αέρα, αφρισμένα ποτάμια γεμάτα σολομούς και πέστροφες, και απόλυτη απομόνωση. Το πολιτειακό δάσος διέσχιζε ένα δίκτυο παλιών και εγκαταλελειμμένων δρόμων που χρησιμοποιούσαν κάποτε οι υλοτομικές εταιρείες και οι οποίοι εισχωρούσαν βαθιά μέσα στην ερημιά. Ο Μάικλ έπρεπε να βρει πρόσβαση για το φορτηγάκι του, έστω κι αν έπρεπε να διασχίσει βραχόσπαρτους, αυλακωμένους και χορταριασμένους δρόμους. Έπρεπε να είναι μακριά από αδιάκριτα μάτια. Εκείνη η ερημιά ήταν ταιριαστό μέρος για να περάσει η Νούμερο 4 τα χρόνια που έρχονταν. Δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να βρεθεί ποτέ –ακόμη κι αν κάποτε κάποιος πεζοπόρος έβρισκε τα ξασπρισμένα κόκαλα που θα είχαν ξεθάψει τα άγρια ζώα, εκείνοι μέχρι τότε θα είχαν αρχίσει ήδη τη Σειρά 5, ενδεχομένως και τη Σειρά 6. Ο Μάικλ δούλεψε με προσοχή για να προσδιορίσει τη θέση όλων των υποσταθμών της αστυνομίας κατά μήκος της προβλεπόμενης διαδρομής. Είχε βρει τις περιοχές περιπολίας όλων των βάσεων της πολιτειακής αστυνομίας, καθώς και τα τοπικά αστυνομικά τμήματα που κάλυπταν τις αγροτικές περιοχές που θα διέσχιζε. Είχε φτάσει στο σημείο ακόμη και να εξακριβώσει τον αριθμό του προσωπικού και τις ώρες λειτουργίας των οποιωνδήποτε σταθμών της δασοφυλακής. Ερευνώντας τον ιστότοπο της Αμερικανικής Ένωσης Αυτοκινήτου, είχε προσδιορίσει τα μπλόκα κατά μήκος του δρόμου που θα ακολουθούσε και τις ώρες που ήταν λιγότερο πιθανό να τον σταματήσουν για
κάποιο λόγο. Απολάμβανε αυτό το είδος της προετοιμασίας –την καταγραφή όλων των δεδομένων, τη γρήγορη ηλεκτρονική αναζήτηση. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να είχε γίνει ορειβάτης και να οδηγούσε ομάδες που εξορμούσαν προς τις ψηλότερες και πιο επικίνδυνες βουνοκορφές. Ήταν σχολαστικός και οι αριθμοί τον γέμιζαν ενέργεια. Ήταν κάτι που του δημιουργούσε μια αίσθηση ακριβείας σχετικά με το θάνατο. Έφτιαξε επίσης έναν κατάλογο με τα απαραίτητα σύνεργα –φτυάρι, πριόνι, σφυρί, αξίνα, σύρμα– για τις τελευταίες σκηνές της Νούμερο 4. Δεν ήταν σίγουρος αν όντως θα χρησιμοποιούσε όλα όσα είχε καταγράψει, αλλά πίστευε ότι έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο. Έλεγξε τη μίνι βιντεοκάμερα Sony υψηλής ευκρίνειας που θα έπαιρνε μαζί του για το τελευταίο ταξίδι της Νούμερο 4. Είχε εφεδρικές μπαταρίες και κασέτες κι ένα μικρό τρίποδο για τη στήριξη της κάμερας. Σημείωσε να ψεκάσει τον συνδετικό σφιγκτήρα με λίγο λιπαντικό για να είναι σίγουρος ότι θα λειτουργούσε χωρίς πρόβλημα. Όταν τελείωσε με όλες τις λεπτομέρειες, ελέγχοντας νοερά το κάθε στοιχείο δύο και τρεις φορές, σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε να βρει τη Λίντα. Εκείνη ήταν καθισμένη μπροστά στις οθόνες, παρακολουθώντας με μισή καρδιά τη Νούμερο 4, και κάθε τόσο χασμουριόταν και τεντωνόταν από την εξάντληση. Ο Μάικλ κοντοστάθηκε. Διαισθάνθηκε ότι ο δεσμός της Λίντα με τη Νούμερο 4 είχε πλέον χαλαρώσει, αλλά δεν το απέδωσε στο βιασμό που η Λίντα είχε κινηματογραφήσει ευσυνείδητα και με τόση μαεστρία. Ο Μάικλ είχε κάνει δύο καταλόγους, έναν δικό του κι έναν
δικό της. Η Λίντα τους διάβασε γρήγορα και τους δύο, γνέφοντας για να δείξει ότι συμφωνούσε. «Φεύγεις τώρα;» ρώτησε. Ο Μάικλ έριξε μια ματιά στην οθόνη, όπου φαινόταν η Νούμερο 4 κουλουριασμένη. «Η στιγμή φαίνεται κατάλληλη», είπε. «Μην αργήσεις να γυρίσεις». «Έχω ακόμη να τακτοποιήσω μερικές λεπτομέρειες της τελικής σκηνής». Η Λίντα είχε στο χέρι της άλλο ένα φύλλο χαρτί, ένα αποσπασματικό σενάριο που είχε γράψει ο Μάικλ την προηγούμενη μέρα. Είχε προσθέσει μερικά δικά της στοιχεία, σαν παραγωγός που εξέταζε το συνοπτικό προσχέδιο ενός σεναριογράφου. Τα περιθώρια στη σελίδα ήταν γεμάτα με τον κομψό γραφικό χαρακτήρα της. «Το ξέρω», του είπε. «Απλώς πιστεύω ότι ακόμη δεν έχουμε βρει το ιδανικό τέλος». Πήγε μαζί του μέχρι την πόρτα κι εκεί κοντοστάθηκαν και οι δύο. Ήταν η πρώτη φορά που θα χώριζαν από την ώρα που ξεκίνησε η Σειρά 4. Μάλιστα, όσο κρατούσε η σειρά, ουσιαστικά δεν είχαν βγει καν απ’ το σπίτι, οπότε τώρα το ελαφρό αεράκι και η ευχάριστη θερμοκρασία του καθαρού αέρα είχαν μια μεθυστική επίδραση πάνω τους καθώς γέμιζαν τα πνευμόνια τους. Ο Μάικλ κοίταξε ολόγυρα στην παλιά αγροικία. Το κτίριο ήταν πολύ ταλαιπωρημένο, γεμάτο σκόνη και σε κακή κατάσταση. «Είμαστε τυχεροί που δεν περάσαμε ολόκληρη τη σειρά με φταρνίσματα και βήχα μέσα σ’ αυτό το παλιοαχούρι», είπε. «Δε θα λυπηθώ καθόλου όταν θα φύγουμε από δω».
Η Λίντα του έσφιξε το χέρι. «Μην αργήσεις», του είπε. «Δε θ’ αργήσω. Χρειάζεσαι κάτι από την πόλη;» Η συζήτηση θύμιζε ένα οποιοδήποτε νεαρό ζευγάρι ερωτευμένων που χώριζαν για λίγο μέχρι να τελειώσουν οι βαρετές δουλειές του Σαββατοκύριακου. Η Λίντα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι. Δε χρειάζομαι τίποτα». Έριξε μια ματιά γύρω τους. Από κει που στέκονταν, διέκρινε τα δέντρα που πλαισίωναν ένα μακρινό λιβάδι, το κυματιστό πράσινο χορτάρι και τα αγριόχορτα πέρα από τον ετοιμόρροπο και ξεθωριασμένο κόκκινο αχυρώνα όπου είχαν παρκάρει τη Μερσέντες τους. Σπασμένοι ξύλινοι φράχτες και σκουριασμένα συρματοπλέγματα έδειχναν τα σημεία όπου κάποτε υπήρχαν περιφραγμένοι χώροι για τα γελάδια ή τα πρόβατα. Ο μακρύς χαλικόστρωτος δρόμος που κατέληγε στην αγροικία περνούσε μέσα από σκόρπια απομεινάρια του δάσους που τους έκρυβε τη θέα του κεντρικού δρόμου και δημιουργούσε κατά τόπους σήραγγες. Το πλησιέστερο σπίτι απείχε σχεδόν ενάμισι χιλιόμετρο και μόλις που διακρινόταν ανάμεσα στη βλάστηση και στα κλαδιά των δέντρων. Όπως και τόσα άλλα μέρη στη Νέα Αγγλία που μαραζώνουν, το σκηνικό φαινόταν ειδυλλιακό και συνάμα γερασμένο. Η Λίντα συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν και η ομορφιά του όλου εγχειρήματος· μέσα σε όλη εκείνη τη φθορά κρυβόταν ο υπερσύγχρονος κόσμος που είχαν δημιουργήσει. Το περιβάλλον αποτελούσε το τέλειο καμουφλάζ γι’ αυτό που έκαναν. «Κοίτα, δε θέλω ν’ ακούσει η Νούμερο 4 το φορτηγό να παίρνει μπρος. Κάνει πολύ θόρυβο η σακαράκα. Μέτρα λοιπόν μέχρι το ενενήντα πριν γυρίσεις τη μίζα. Έτσι θα προλάβω να βάλω στο ηχοσύστημα κάτι που θα της τραβήξει την προσοχή».
Ο Μάικλ σκέφτηκε ότι η Λίντα συχνά προέβλεπε μικρά άλλα σημαντικά προβλήματα. «Εντάξει», είπε. «Δεν το περίμενα από σένα να κακολογήσεις το φορτηγό μου. Έχει αποδειχτεί απόλυτα αξιόπιστο». Χαμογέλασαν σαν οποιοιδήποτε εραστές που διασκέδαζαν πειράζοντας ο ένας τον άλλο. «Εντάξει. Ενενήντα δευτερόλεπτα, αρχίζοντας από τώρα...» Άρχισαν και οι δύο να μετρούν, μόνο που ο Μάικλ ξεκίνησε από το ενενήντα και μετρούσε ανάποδα, ενώ η Λίντα ξεκίνησε από το ένα. Χασκογέλασαν σαν μαθητούδια. «Πάμε από την αρχή», είπε εκείνος. «Μόνο αυτή τη φορά από το ενενήντα... αντίστροφα». Η Λίντα κούνησε το κεφάλι της, τινάζοντας τα μαλλιά της στο αεράκι. Έπειτα άρχισε να μετράει φωναχτά καθώς έκανε στα γρήγορα μεταβολή και μπήκε πάλι στην αγροικία. Ο Μάικλ διέσχισε το νοτισμένο, γεμάτο λάσπη έδαφος μέχρι το παλιό φορτηγό, μετρώντας σιωπηλά με κάθε βήμα. Για μια ακόμη φορά διασκέδαζαν και οι δύο. Έβλεπαν το τέλος της Σειράς 4 κι αυτό τους δημιουργούσε ανακούφιση και έξαψη ταυτόχρονα. Ενώ βολευόταν πίσω από το τιμόνι, ο Μάικλ φαντάστηκε τη Λίντα καθισμένη στον υπολογιστή. Θα βάλει μουσική άραγε; διερωτήθηκε. Ή μήπως τους ήχους από την παιδική χαρά; Ό,τι κι αν διάλεγε, θα έσβηνε οποιονδήποτε θόρυβο έκανε εκείνος με το φορτηγό φεύγοντας. Η Λίντα συνδύασε και τα δύο. Εξακολουθώντας να μετρά φωναχτά, είχε καθίσει μπροστά στην κεντρική συστοιχία υπολογιστών. Στην αρχή διοχέτευσε στο σύστημα τον ήχο κάποιου που χτυπούσε δυνατά μια πόρτα, πράγμα που έκανε τη Νούμερο 4 να στριφογυρίσει απότομα στο κρεβάτι της.
Αμέσως ο ήχος εκείνος ανακατεύτηκε με τα πρώτα τραχιά ακόρντα του «Communication Breakdown» των Λεντ Ζέπελιν. Η Λίντα είδε τη Νούμερο 4 να καλύπτει τ’ αυτιά με τα χέρια της, πράγμα που ήταν δύσκολο, μόλις εφικτό, με τις χειροπέδες και τις αλυσίδες που όριζαν τα σύνορα της ελευθερίας της.
Ο Μάικλ διέσχισε βιαστικά το κατάστημα οικιακών συσκευών και σιδηρικών, σπρώχνοντας μπροστά του ένα μεγάλο πορτοκαλί καρότσι και αγοράζοντας πολλά από τα υλικά που είχε χρησιμοποιήσει για να κάψει το κλεμμένο βανάκι. Έριξε τα πράγματα στην καρότσα του φορτηγού, όπως έκαναν πολλοί από τους υπόλοιπους ερασιτέχνες μάστορες και οι βοηθοί εργολάβων που έβγαιναν από το κατάστημα μαζί του. Ήξερε πολύ καλά ότι υπήρχαν κάμερες ασφαλείας δίπλα στις πόρτες, στους διαδρόμους και στο χώρο του πάρκινγκ. Φορούσε το κασκέτο χαμηλά στο κεφάλι του και φρόντιζε να προχωρεί σκυφτός. Είχε σηκώσει και το γιακά του πουκαμίσου του. Δεν ήθελε να εντοπιστεί η πηγή των πραγμάτων που είχε αγοράσει, ούτε να τύχει να κοιτάξει κάποιος αστυνομικός τη βιντεοταινία και ν’ αναγνωρίσει ενδεχομένως το φορτηγό. Τα πάντα έπρεπε να σβηστούν. Για τον Μάικλ ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας προσδιορισμού και των παραμικρών πραγμάτων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποιο συσχετισμό. Μια τρίχα πιασμένη σε μια χτένα; Από κει θα μπορούσαν να βγάλουν DNA. Δακτυλικά αποτυπώματα στη γυαλιστερή επιφάνεια κάποιου τραπεζιού; Ο Μάικλ
ανησυχούσε μήπως κάποιος αστυνομικός συσχέτιζε τα αποτυπώματα με την αναφορά της παλιάς σύλληψής του όταν ήταν έφηβος. Μια απόδειξη από ένα ακριβό κατάστημα φωτογραφικού εξοπλισμού της Νέας Υόρκης; Πάντα πλήρωνε με μετρητά, ανεξάρτητα από το κόστος. Οι σκληροί δίσκοι των υπολογιστών τους; Χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή όταν αποφάσιζαν να τους πετάξουν. Απαιτείται σκληρή δουλειά για να βεβαιωθείς ότι δεν αφήνεις απολύτως τίποτε πίσω σου όταν εξαφανίζεσαι , σκέφτηκε. Έπρεπε να σκάβει τάφους, να εξαφανίζει ίχνη, να αγοράζει εισιτήρια, να υπολογίζει χρόνους και αποστάσεις και να συνδυάζει αυτά τα στοιχεία με αεροπορικές πτήσεις και οδικές διαδρομές. Η αποσυναρμολόγηση της Σειράς 4 ήταν εξίσου δύσκολη με το σχεδιασμό της. Χρειαζόταν πολύ λεπτό χρονισμό. Έπρεπε να διαλύσει και να εξαφανίσει όλα όσα είχε κατασκευάσει. Αυτό απαιτούσε πολλή δουλειά και συντονισμένες προσπάθειες. Δεν έφταναν ποτέ οι ώρες της μέρας για να γίνουν όλα. Σταμάτησε σ’ ένα βενζινάδικο σελφ σέρβις και γέμισε το φορτηγό του και έξι κόκκινα πλαστικά μπιτόνια. Οδηγούσε τηρώντας με θρησκευτική ευλάβεια τα όρια ταχύτητας. Η αγροικία απείχε αρκετά χιλιόμετρα από τη μικρή πόλη, στην άκρη ενός παράδρομου που μόλις φαινόταν από τον αυτοκινητόδρομο. Ο Μάικλ δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα ήταν η περιοχή όταν η φάρμα λειτουργούσε κανονικά. Τώρα περίμενε την άφιξη κάποιου πλούσιου τύπου που θα ήθελε να ξαναχτίσει την αγροικία, τοποθετώντας ακριβές ευρωπαϊκές συσκευές και ξύλινα πατώματα εισαγωγής, σφυρήλατους σιδερένιους πολυελαίους της εταιρείας
Βερμόντ Κάστινγκς και, ενδεχομένως, εγκαθιστώντας μια αίθουσα προβολής στο υπόγειο όπου τώρα ήταν το κελί της Νούμερο 4. Η αγροικία ήταν τέλεια για ένα πλούσιο ζευγάρι από την πόλη που θα ήθελε να δημιουργήσει ένα απομονωμένο καταφύγιο για τα Σαββατοκύριακα. Θα ήθελαν να αντικαταστήσουν το ένα θεατρικό σκηνικό με ένα δεύτερο. Θα ξέφευγαν από τις απαιτήσεις της πολυάσχολης ζωής τους και θα ήθελαν ένα σπίτι μέσα στη φύση –όχι την άγρια φύση, αλλά την εξημερωμένη μιας πρώην φάρμας–, όπου θα μπορούσαν να φιλοξενούν προσκεκλημένους και να παρακολουθούν ταινίες από δίσκους Blu-ray, χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα για το πραγματικό δράμα που είχε παιχτεί σ’ εκείνον το χώρο. Τα πάντα στην ανακατασκευασμένη αγροικία θα ήταν ψεύτικα και σκηνοθετημένα. Κι έτσι όπως το φανταζόταν ο Μάικλ, εκείνο το μπανάλ μοντέρνο ζευγάρι δε θα είχε την παραμικρή ιδέα ότι αυτό το σπίτι είχε γίνει μάρτυρας μιας αλήθειας. Αναρωτήθηκε αν η αγροικία θα στοίχειωνε όταν θα έφευγαν. Από τα χείλη του ξέφυγε ένα κοφτό γέλιο· τα φαντάσματα μάλλον θα απογοήτευαν το φανταστικό του ζευγάρι. Σταμάτησε το φορτηγό κοντά στο μπροστινό μέρος της αγροικίας, παρκάροντάς το προσεκτικά έτσι ώστε να είναι στραμμένο προς τον ιδιωτικό δρόμο. Άφησε τα κλειδιά στη μίζα. Του άρεσε το φορτηγό και λυπόταν που θα το άφηνε. Ούτε καν σκέφτηκε αυτό που έπρεπε να κάνει στη Νούμερο 4. Όπως και το φορτηγό, τώρα ήταν κι εκείνη ένα αντικείμενο που πλησίαζε στο τέλος της χρήσιμης ζωής του. Για μια στιγμή, ο Μάικλ συνειδητοποίησε ότι οι σκέψεις του είχαν ξεστρατίσει. Δυσκολευόταν να θυμηθεί το πραγματικό όνομα
της Νούμερο 4. Τζάνις, Τζάνετ, Τζάνα – όχι, Τζένιφερ. Χαμογέλασε. Τζένιφερ. Αντίο, Τζένιφερ, είπε με το νου του.
Η Λίντα λικνιζόταν πάνω στο φανταχτερό κάθισμά της. Δεν ήταν σίγουρη πως ήταν συνετό που είχε αναμείξει δύο διαφορετικούς ήχους. Οι συνδρομητές τους προτιμούσαν να ακούν τη Νούμερο 4 να κοντανασαίνει, κάτι που, όπως υποψιαζόταν η Λίντα, θεωρούσαν ως ένα είδος μουσικής. Από την άλλη, όλοι φαίνονταν να διεγείρονται ακούγοντας ένα από τα άλλα ηχητικά εφέ που είχαν σκοπό να αποπροσανατολίσουν τη Νούμερο 4. Τα εφέ εκείνα πυροδοτούσαν τις φαντασιώσεις τους, όπως ακριβώς και της Νούμερο 4. Η Λίντα κράτησε μια νοερή σημείωση ότι έπρεπε στο μέλλον να αυξήσουν την ποικιλία των πρόσθετων ήχων. Καλές ήταν οι φωνές από την παιδική χαρά και τα κλάματα των μωρών, οι σειρήνες της αστυνομίας ήταν εξαιρετικές, αλλά έπρεπε να διευρύνουν το ρεπερτόριό τους. Η Νούμερο 5 θα έπρεπε να περιβάλλεται από διαρκώς μεταβαλλόμενους ψεύτικους κόσμους. Παίρνοντας στα χέρια της την αδρή περιγραφή που είχε κάνει ο Μάικλ για τις τελευταίες ώρες της Σειράς 4, η Λίντα σκέφτηκε ότι μάθαιναν κάτι καινούριο με κάθε σειρά. Γίνονταν όλο και καλύτεροι σ’ αυτό που έκαναν, αλλά δεν την ικανοποιούσε ο τρόπος που ο Μάικλ είχε σχεδιάσει την τελευταία πράξη. Της έλειπε το σωστό πάθος. Κακές αναμνήσεις, σκέφτηκε. Η Νούμερο 4 αξίζει ένα καλύτερο κατευόδιο.
Η Νούμερο 1 είχε πεθάνει κατά λάθος. Το σχοινί που είχαν χρησιμοποιήσει για να την περιορίζουν είχε σκαλώσει και την είχε πνίξει όταν έπεσε από το κρεβάτι της βλέποντας έναν εφιάλτη. Δεν είχαν δώσει αρκετή προσοχή, με αποτέλεσμα να τελειώσει πρόωρα η πρώτη σειρά τους. Ο θάνατος της κοπέλας τούς είχε κάνει να παρακολουθούν ευλαβικά κάθε κίνηση. Παρά τον προσεκτικό σχεδιασμό τους, η Νούμερο 2 είχε πεθάνει εκτός οθόνης. Το αρχικό σενάριο προέβλεπε το συνδυασμό βιασμού και φόνου, σύμφωνα με τους παραδοσιακούς όρους των ταινιών του είδους –αλλά η κατάσταση είχε εξελιχθεί σε έναν άγριο καβγά και η Λίντα είχε αναγκαστεί να διακόψει τη μετάδοση και να βοηθήσει τον Μάικλ με το μαχαίρι. Η σκηνή ήταν τσαπατσούλικη και αλλόκοτη και δεν ταίριαζε στον επαγγελματισμό τους. Η Λίντα θυμήθηκε ότι είχε χρειαστεί να καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες για να καθαρίσουν το μπάχαλο. Το συμβάν είχε αφήσει μια εξαιρετικά ξινή γεύση στα στόματά τους, χώρια που αποτελούσε μια κάκιστη επιχειρηματική απόφαση. Είχαν φανεί πιο προσεκτικοί με τη Νούμερο 3. Είχαν αφιερώσει ώρες ολόκληρες φροντίζοντας και τις παραμικρές λεπτομέρειες του θανάτου της, αλλά στο τέλος ένιωσαν μεγάλη απογοήτευση όταν η κοπέλα αρρώστησε απότομα. Η Λίντα υποψιαζόταν ότι η αρρώστια είχε κάποια σχέση με τους ξυλοδαρμούς που είχε υποστεί η Νούμερο 3. Είχαν δώσει υπερβολική έμφαση στις σωματικές πτυχές της υποταγής της. Εξαιτίας εκείνων των λαθών είχαν δείξει πολύ μεγαλύτερη προσοχή με τη Νούμερο 4. Να προκαλείς πόνο, αλλά να μην προκαλείς βλάβη. Να βασανίζεις αλλά να μην κάνεις βασανιστήρια. Να κακομεταχειρίζεσαι αλλά να μην κακοποιείς.
Στην πραγματικότητα, ποτέ πριν δεν είχε καταγραφεί το τέλος στην κάμερα σύμφωνα με το σχέδιο, την ώρα που παρακολουθούσαν όλοι, κολλημένοι στους υπολογιστές και στις τηλεοράσεις τους. Η Λίντα ήξερε ότι οι πελάτες τους το ήθελαν αυτό –και όχι απλώς το ήθελαν, το απαιτούσαν. Ήθελαν δράση. Δεν ήθελαν ατυχήματα, ούτε απότομη διακοπή της προβολής, ούτε δικαιολογίες, σίγουρα πάντως δεν ήθελαν η Νούμερο 4 να σταματήσει απλώς να κινείται, να πνιγεί από το αίμα της και να πεθάνει όπως η προκάτοχός της. Δεν ήθελαν όμως ούτε να δουν απλώς τον Μάικλ να την εκτελεί μπροστά στην κάμερα. Η Λίντα μάλιστα θεωρούσε πως κάτι τέτοιο ήταν αηδιαστικό. Θα τους υποβίβαζε στο επίπεδο των τρομοκρατών. Έπρεπε να κινηθούν με πολύ πιο εκλεπτυσμένο τρόπο. Η Λίντα έριξε μια ματιά γύρω στο δωμάτιο και είδε το τραπέζι όπου υπήρχε η συλλογή των όπλων τους. Στη φαντασία της άρχισε να διαμορφώνεται μια ιδέα. Σηκώθηκε, πήγε στο τραπέζι κι έπιασε ένα περίστροφο Μάγκνουμ .357. Με ένα επιδέξιο τίναγμα του καρπού της, άνοιξε το μύλο για να δει αν ήταν γεμάτος. Χαμογελώντας, άφησε το πιστόλι στο τραπέζι και πήρε ένα σημειωματάριο. Κράτησε μερικές βιαστικές σημειώσεις, νιώθοντας ξαφνικά μια έξαψη να την πλημμυρίζει. Σκεφτόταν πως ήταν μια πρόκληση. Μια μοναδική πρόκληση για τους θεατές. Αλλά ακόμη μεγαλύτερη για τη Νούμερο 4. Σήκωσε το κεφάλι της. Άκουσε το φορτηγό να σταματάει απέξω. Συνέχισε να γράφει ενώ σκεφτόταν: Ο Μάικλ θα ξετρελαθεί με αυτό. Ήταν σαν δώρο.
40 Ο Έιντριαν ένιωσε την Κάσι να πηγαινοέρχεται ακριβώς πίσω του. Έγειρε στο κάθισμά του και αισθάνθηκε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του. Μετά τα μπράτσα της τυλίχτηκαν γύρω του, αγκαλιάζοντάς τον σαν να ήταν παιδί. Του τραγουδούσε μουρμουριστά, όπως έκανε κάποτε με τον Τόμι, όταν ήταν μικρός και είχε πυρετό. Μάλλον πρέπει να ήταν κάποιο νανούρισμα, αλλά ο Έιντριαν δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη μελωδία. Πάντως τον ηρέμησε, κι έτσι, όταν την άκουσε να του ψιθυρίζει, «Ήρθε η ώρα, Όντι. Ήρθε η ώρα», ήταν έτοιμος. Ο Μαρκ Γουλφ δεν είχε πλέον σημασία. Το σπίτι του, η μητέρα του, ο υπολογιστής του –όλα τα μέρη που είχαν επισκεφθεί ηλεκτρονικά και που τόση ταραχή είχαν προκαλέσει– φαίνονταν να κυλούν και να χάνονται σε κάποιο μακρινό κοίλωμα. Η ντετέκτιβ Κόλινς δεν είχε πλέον σημασία. Την περιόριζαν οι διαδικασίες και δεν μπορούσε να βοηθήσει, γιατί ανησυχούσε υπερβολικά για λάθος πράγματα. Η Μαίρη Ρίγκινς και ο Σκοτ Γουέστ δεν είχαν πλέον σημασία. Ήταν δέσμιοι της αλαζονείας, της αβεβαιότητας και των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων τους. Το μόνο πρόσωπο που έψαχνε ενεργά να βρει την Τζένιφερ ήταν ο Έιντριαν, κι αυτός ήξερε ότι παρέπαιε στο χείλος της τρέλας. Ίσως η τρέλα να είναι πλεονέκτημα, σκέφτηκε. Η νεκρή γυναίκα του, το νεκρό παιδί του και ο νεκρός αδερφός του
μπερδεύονταν με την εικόνα του κοριτσιού με την κουκούλα που άπλωνε τα χέρια του μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Ήταν σαν να άκουγε δύο όργανα να παίζουν το ίδιο κομμάτι μουσικής σε διαφορετικό κλειδί και διαφορετικές οκτάβες. Ο Έιντριαν απομακρύνθηκε απρόθυμα από την αγκαλιά της γυναίκας του. Ένιωσε τα δάχτυλά της να γλιστρούν πάνω στο δέρμα του, αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από πιο ευτυχισμένες μέρες. «Τώρα πλέον έχεις αρκετά στοιχεία για να προχωρήσεις», του είπε, παρακινώντας τον. «Έτσι πιστεύω κι εγώ». Σε ένα κομμάτι χαρτί ο Έιντριαν είχε γράψει τις συντεταγμένες του ιστοτόπου Whatcomesnext. Πήγε στον υπολογιστή του κι εκεί κοντοστάθηκε. «Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις», του είπε η Κάσι, παροτρύνοντάς τον να αναλάβει δράση. «Ίσως όχι όπως ο Γουλφ ή η ντετέκτιβ, αλλά πάντως ξέρεις αρκετά. Στη θέση σου, εκείνοι θα έπαιρναν όλα όσα έχεις μάθει, Όντι, και δε θα σταματούσαν μέχρι να τελειώσει η ιστορία». Ο Έιντριαν σκεφτόταν: Ο ένας θα έκανε κάτι κακό, η άλλη θα έκανε κάτι καλό. Ο ένας ήταν εγκληματίας. Η άλλη αστυνομικός. Αλλά και οι δύο θα ήθελαν την Τζένιφερ, έστω και για διαφορετικούς λόγους. «Έιντριαν, αγάπη μου...» Η Κάσι τον καλόπιανε. «Νομίζω ότι πρέπει να βιαστείς». Εκείνος κοίταξε κάτω και είδε τα χέρια του να πηγαίνουν προς το πληκτρολόγιο. Η Κάσι οδηγούσε τα δάχτυλά του. Πάτα ένα Ε. Μετά ένα Ρ. Γράψε μια λέξη. Κλίκαρε με το ποντίκι. Ο Έιντριαν είχε την αίσθηση πως ήταν παγιδευμένος
ανάμεσα σε δύο κόσμους. Στην αρχή η αρρώστια είχε πελεκήσει μόνο διάφορα απλά πράγματα τα οποία οι περισσότεροι άνθρωποι θα θεωρούσαν δεδομένα. Τώρα όμως του τα έκλεβε μαζικά. Ενδόμυχα, ο Έιντριαν τσιτώθηκε. Είπε στον εαυτό του ότι έπρεπε απλώς να φανεί ζόρικος και αποφασισμένος. «Δε θα σταματήσεις. Δε θα διστάσεις. Θα κάνεις ό,τι πρέπει με την ικανότητα που έδειχνες κάποτε». Ο ήχος της δικής του φωνής αντιλάλησε μέσα στο γεμάτο βιβλία γραφείο του, λες και τα λόγια του είχαν ειπωθεί στην άκρη ενός βαθιού φαραγγιού. Παραμέρισε τις αμφιβολίες του και χρησιμοποίησε το Google Earth. Στην οθόνη εμφανίστηκε μια διεύθυνση. Ο Έιντριαν την καταχώρισε σε έναν κτηματομεσιτικό κατάλογο. Μπροστά του εμφανίστηκαν καμιά δεκαριά έγχρωμες φωτογραφίες μιας παλιάς, ετοιμόρροπης διώροφης αγροικίας. Υπήρχαν επίσης το όνομα και ο αριθμός τηλεφώνου μιας μεσίτριας. Έκανε κλικ πάνω στη φωτογραφία της χαμογελαστής γυναίκας και είδε ότι διαχειριζόταν πολλά ακίνητα. Όλα περιγράφονταν με τρόπο ελκυστικό και ενθουσιώδη. Οι συνοδευτικές φωτογραφίες έκαναν κάθε ακίνητο να φαίνεται γραφικό και στιβαρό, παρουσιάζοντάς το σαν επένδυση που θα αποκτούσε αναπόφευκτα όλο και μεγαλύτερη αξία. Ο Έιντριαν δεν πίστευε και πολλά απ’ αυτά που έβλεπε. Οι κτηματομεσίτες μπορούσαν να κάνουν ακόμη και την πιο καταθλιπτική και παραμελημένη αγροτική περιοχή της Νέας Αγγλίας να φαντάζει σαν τεράστια και μοναδική ευκαιρία. Αισθάνθηκε την Κάσι να κοιτάζει πάνω από τον ώμο του. Ούτε εκείνη πρέπει να πίστευε αυτό που διάβαζε.
«Απομονωμένες περιοχές», είπε η γυναίκα του. «Φτωχικά μέρη που θέλουν να εμφανιστούν άνθρωποι με λεφτά, να ρίξουν τις ρίζες τους εκεί, να αρχίσουν να ξοδεύουν και να σώσουν όσους έχουν ήδη κολλήσει εκεί πέρα». Ο Έιντριαν το καταλάβαινε αυτό και έγνεψε καταφατικά. «Σε τέτοια μέρη κανένας δε δίνει δεκάρα τσακιστή γι’ αυτό που κάνεις», συνέχισε η Κάσι, «αρκεί να το κάνεις αθόρυβα και να έχεις ξοφλήσει ό,τι πήρες. Υποθέτω πως δεν υπάρχουν κουτσομπόληδες γείτονες ούτε περίεργοι αστυνομικοί. Υπάρχουν μόνο πολλά ήσυχα σημεία, κρυμμένα, μακριά από περαστικά μέρη». Ο Έιντριαν πάτησε το κουμπί της εκτύπωσης και ο εκτυπωτής του μπήκε σε λειτουργία. «Ιδίως τις φωτογραφίες. Θα χρειαστείς τις φωτογραφίες», επέμεινε η Κάσι. Ήταν σαν να του θύμιζε να μην ξεχάσει κάτι στο μπακάλικο. «Το ξέρω», της απάντησε. «Τις τύπωσα». «Πρέπει να φύγεις αμέσως». Ο τόνος της δε σήκωνε συζήτηση και ο Έιντριαν τον θυμόταν από τον καιρό που ο Τόμι έμπλεκε σε φασαρίες. Δε συνέβαινε συχνά αυτό, αλλά τότε η ζωγράφος παραμέριζε και η Κάσι γινόταν αυστηρή σαν μαυροντυμένος μεθοδιστής ιερέας. Ο Έιντριαν σηκώθηκε και πήρε ένα σακάκι από τη ράχη μιας καρέκλας. «Θα χρειαστείς και κάτι άλλο», του είπε η γυναίκα του. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά διότι κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε η Κάσι. Διέσχισε το δωμάτιο και χάρηκε που τα βήματά του ήταν σταθερά. Δεν παραπατούσε σαν μεθυσμένος, δε δίσταζε. Δεν είχε γεροντική αστάθεια. Κοίταξε ολόγυρα στο σπίτι καθώς στεκόταν στην εξώπορτα. Οι
αναμνήσεις έμοιαζαν με καταρράκτη που έπεφτε με βροντερό θόρυβο· κάθε οπτική γωνία, κάθε ράφι, κάθε εκατοστό του χώρου τού θύμιζε αλλοτινές μέρες. Αναρωτήθηκε αν θα ξαναγύριζε ποτέ στο σπίτι του. Άκουσε πίσω του την Κάσι να του ψιθυρίζει: «Χρειάζεσαι ένα στίχο. Κάτι συγκλονιστικό. Κάτι που να δείχνει γενναιότητα. Κάτι από την Επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας ή από τον Ερρίκο Ε΄». Ο Έιντριαν άκουσε τους στίχους να αντηχούν μέσα του και τον έκαναν να χαμογελάσει. Στίχοι για μαχητές. Βγήκε στο λαμπερό φως του πρωινού και συνειδητοποίησε ότι, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η γυναίκα του έμεινε στο πλευρό του, απελευθερωμένη ξαφνικά από το σπίτι που είχαν μοιραστεί. Δεν κατάλαβε γιατί η Κάσι είχε πάψει να είναι κλειδωμένη εκεί μέσα, αλλά η αλλαγή τον γέμισε χαρά και ενθουσιασμό. Την ένιωσε να συντονίζει το βήμα της μ’ αυτό του Μπράιαν και φαντάστηκε ότι και ο Τόμι πρέπει να ήταν κάπου εκεί κοντά. Ο Έιντριαν και οι νεκροί του διέσχισαν γρήγορα την αυλή και πήγαν στο παλιό Βόλβο που περίμενε στο δρομάκι.
Από τη στιγμή που άκουσε τη φωνή του Έιντριαν από το κινητό του Μαρκ Γουλφ, η Τέρι Κόλινς ένιωσε μια αναστάτωση που δεν έλεγε να την αφήσει. Είχε ελπίσει ότι ο ηλικιωμένος καθηγητής είχε πάψει ν’ ανακατεύεται με την εξαφάνιση της Τζένιφερ. Επίσης, θεωρούσε ότι ο Γουλφ είχε περάσει με επιτυχία από την ανάκριση και η οποιαδήποτε σχέση του με την κατάσταση ήταν απλή σύμπτωση. Η Τέρι δεν μπορούσε να φανταστεί για ποιο λόγο οι δύο εκείνοι
άντρες είχαν βρεθεί μαζί κι έκαναν ερωτήσεις σχετικά με τατουάζ και ουλές. Η ντετέκτιβ πήγαινε προς το γραφείο της. Ήταν η ώρα που ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του και οι κεντρικοί δρόμοι ήταν γεμάτοι κίνηση ακόμη και σ’ εκείνη τη μικρή κολεγιακή πόλη. Στη νοερή λίστα των πραγμάτων που είχε να κάνει η Τέρι, προτεραιότητα είχε το ν’ ανακαλύψει τι μαγείρευε ο καθηγητής. Όχι πως θα της έκανε μαντάρα την έρευνα, που ούτως ή άλλως είχε βαλτώσει. Η Τέρι κοίταξε γύρω της τους άλλους οδηγούς και έκοψε ταχύτητα για να αφήσει ένα σχολικό λεωφορείο να μπει στη λωρίδα στάθμευσης μπροστά σ’ ένα δημοτικό σχολείο. Αυτό της θύμισε ότι έπρεπε να στριμώξει περισσότερο τον Μαρκ Γουλφ. Δεν μπορούσε να βρει τρόπο να του προκαλέσει τόσα προβλήματα ώστε να τον αναγκάσει να τα μαζέψει και να φύγει την ίδια μέρα, να πάρει τις ανώμαλες επιθυμίες του και να πάει σε μια άλλη κοινότητα, όπου μια άλλη τοπική αστυνομία θα αναγκαζόταν να ασχοληθεί μαζί του –Πασάρω τα σκουπίδια, αυτή ήταν η φράση που χρησιμοποιούσαν οι αστυνομικοί όταν μετέθεταν την ευθύνη στη δικαιοδοσία κάποιου άλλου. Αλλά μόλις θα κλεινόταν σε κάποιον οίκο ευγηρίας η μητέρα του –εκείνη τη μέρα η Τέρι θα φρόντιζε να κάνει τον Μαρκ Γουλφ να σκεφτεί πως η μετακόμιση θα ήταν καλή ιδέα. Προσπέρασε το σχολείο, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο πλάι όταν είδε το κίτρινο λεωφορείο να αποθέτει το φορτίο του. Δύο ταλαιπωρημένοι δάσκαλοι προσπαθούσαν να κατευθύνουν τα απείθαρχα παιδιά προς την είσοδο του σχολείου. Ήταν το ξεκίνημα μιας συνηθισμένης μέρας. Τίποτε το ξεχωριστό. Η Τέρι ήξερε πως τα δικά της παιδιά
ήταν ήδη μέσα στο κτίριο. Τα φαντάστηκε να παίρνουν με θόρυβο τις θέσεις τους στην τάξη. Μετά τη ζωγραφική και την αριθμητική θα γινόταν η μεσημεριανή διακοπή, και όλη αυτή την ώρα κανένα από τα παιδιά δε θα είχε την παραμικρή ιδέα ότι λίγο παραπέρα καραδοκούσαν τόσοι και τόσοι κίνδυνοι. Το αρχηγείο της αστυνομίας απείχε μόλις δύο τετράγωνα από το σχολείο. Η Τέρι έβαλε το αυτοκίνητό της στο πίσω πάρκινγκ. Από το διπλανό κάθισμα πήρε την τσάντα, το σήμα και το πιστόλι της. Υπέθετε ότι ο καθηγητής θα χρειαζόταν άλλη μια αυστηρή προειδοποίηση, κάτι ανάμεσα σε διάλεξη και σε απειλή: μακριά από τη δουλειά της αστυνομίας. Ο καιρός ήταν γλυκός. Διαρρήξεις, είπε με το νου της η Τέρι. Η άνοδος της θερμοκρασίας τα βράδια πάντα ενθάρρυνε τις νυχτερινές επιδρομές. Ήταν εκνευριστικά εγκλήματα. Προκαλούσαν χαρτομάνι με τις ασφαλιστικές εταιρείες και οργισμένα ξεσπάσματα από τους ιδιοκτήτες των σπιτιών. Η Τέρι μπήκε στο αρχηγείο περιμένοντας ότι θα περνούσε τη μέρα της καταγράφοντας καταγγελίες και πηγαίνοντας ενδεχομένως σε μερικά σπίτια ή επιχειρήσεις για να δει κάποιο σπασμένο παράθυρο ή την τσακισμένη παραστάδα της πόρτας μιας κουζίνας. Τα μάτια της έπεσαν πρώτα στον αξιωματικό της βάρδιας, χωμένο πίσω από ένα κρύσταλλο ασφαλείας σε ένα γραφείο του προθαλάμου. Ο αρχιφύλακας είχε κοιλίτσα και γκρίζα μαλλιά, αλλά είχε τον τρόπο του με πολίτες που εισέβαλλαν από την κεντρική είσοδο απαιτώντας φωναχτά να κάνουν κάποια καταγγελία –τα παράπονα αφορούσαν ως επί το πλείστον σκυλιά που δεν ήταν δεμένα με το λουρί τους, φωνακλάδες φοιτητές που κατουρούσαν
στους θάμνους ή αυτοκίνητα που ήταν παράνομα παρκαρισμένα. Μόλις όμως συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, ο αρχιφύλακας έδειξε στο πλάι, εκεί όπου μια ντουζίνα άβολες πλαστικές καρέκλες ήταν παραταγμένες μπροστά στον τοίχο. Ο χώρος εκείνος περνούσε για αίθουσα αναμονής. «Ο τύπος σε περιμένει», είπε ο αρχιφύλακας μέσα από το κρύσταλλο ασφαλείας. Η Τέρι κοντοστάθηκε ενώ ο Μαρκ Γουλφ σηκωνόταν. Η έκφρασή του έδειχνε αναστάτωση, σαν να μην είχε καλοκοιμηθεί και να μην αισθανόταν καλά. Η Τέρι δεν τον χαιρέτησε, ούτε τον άφησε να μιλήσει. «Πώς και ο καθηγητής Τόμας χρησιμοποίησε το δικό σου κινητό για να μου τηλεφωνήσει;» Ο Γουλφ ανασήκωσε τους ώμους. «Τον βοηθώ να κάνει μια έρευνα και μου ζήτησε το κινητό...» «Τι είδους έρευνα;» Ο Γουλφ άρχισε να σαλεύει νευρικά. «Κύριε Γουλφ, τι είδους έρευνα;» «Τον βοηθώ να ψάξει για κείνο το κορίτσι. Τη μικρή Τζένιφερ. Εκείνη που έχει εξαφανιστεί». «Τι εννοείς λέγοντας ότι τον βοηθάς; Και όταν λες ότι ψάχνει;» «Εκείνος πιστεύει ότι το παιδί θα εμφανιστεί σε κάποιον πορνογραφικό ιστότοπο. Έχει κάτι εντελώς τραβηγμένες θεωρίες σχετικά με το λόγο που έγινε η απαγωγή και...» Ο Γουλφ σταμάτησε. Τα λόγια του δεν είχαν και πολύ νόημα για την Τέρι, ιδίως η φράση κάτι εντελώς τραβηγμένες θεωρίες. «Τότε λοιπόν γιατί βρίσκεσαι εδώ; Θα μπορούσες να μου
είχες τηλεφωνήσει». Ο Γουλφ ανασήκωσε τους ώμους. «Ο γέρος δεν εμφανίστηκε», απάντησε. «Μου είπε ότι θα περνούσε από το σπίτι μου σήμερα για να προχωρήσουμε λίγο παραπέρα. Τηλεφώνησα μάλιστα και στη δουλειά μου και είπα πως είμαι άρρωστος, που να πάρει η οργή, και υποτίθεται ότι...» Ο Γουλφ δεν είπε τίποτα σχετικά με τα λεφτά που περίμενε. «Τι υποτίθεται ότι θα γινόταν;» ρώτησε έντονα η Τέρι. «Του έδειχνα διάφορα πράγματα στο Διαδίκτυο». Ο Γουλφ συνέχισε αργά, επιφυλακτικά. «Ήθελε να δει, να, ξέρετε, κάτι πολύ αλλόκοτα πράγματα. Θέλω να πω, είναι ψυχολόγος, μα την πίστη μου, κι εγώ απλώς τον βοηθούσα. Δεν είχε στ’ αλήθεια ιδέα πού να ψάξει και πώς να σερφάρει και...» «Εσύ όμως είχες», παρατήρησε η Τέρι με σκληρό ύφος. Η ματιά που της έριξε ο Γουλφ ήταν σαν να έλεγε: Τι μπορούσα να κάνω; «Μη με παρεξηγήσετε. Τον συμπαθώ το βρομόγερο». Η φωνή του Γουλφ έκρυβε μια παράξενη τρυφερότητα. «Κοιτάξτε, εσείς κι εγώ ξέρουμε πως είναι τρελός. Αλλά είναι αποφασισμένος τρελός, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω». Ο Γουλφ δίστασε, ζυγίζοντας το ανέκφραστο πρόσωπο της ντετέκτιβ. Φάνηκε να αλλάζει ταχύτητα, κι όταν συνέχισε, το ύφος του ήταν πιο δυναμικό. «Πρέπει να σας μιλήσω. Ιδιαιτέρως». «Ιδιαιτέρως;» «Ναι. Δε θέλω μπλεξίματα. Κοιτάξτε, ντετέκτιβ, προσπαθώ να γίνω ο καλός σ’ αυτή την περίπτωση. Ο καθηγητής δεν είναι με τα καλά του. Πρέπει να το έχετε διαπιστώσει κι εσείς». Ο Γουλφ κοίταξε προσεκτικά την Τέρι, προσπαθώντας να δει
αν συμφωνούσε. «Ανησύχησα γι’ αυτόν, εντάξει; Είναι τόσο τρομερό αυτό; Γιατί δε μου αφήνετε λίγο τράτο;» Η Τέρι δίστασε. Δεν ήταν σίγουρη αν μπορούσε να πιστέψει ότι ο εγκληματίας ξαφνικά είχε γίνει ένας σωστός και ηθικός πολίτης εκείνης της κοινότητας. Κάτι όμως τον είχε σπρώξει να εμφανιστεί στο αρχηγείο της αστυνομίας και, ό,τι κι αν ήταν αυτό το κάτι, πρέπει να ήταν πολύ ισχυρό κίνητρο, αφού ένας άνθρωπος σαν τον Μαρκ Γουλφ δε θα ήθελε επ’ ουδενί να έχει πάρε δώσε με την αστυνομία. «Εντάξει», του είπε. «Μπορούμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως. Θα μου πεις όμως πρώτα το λόγο;» Ο Γουλφ χαμογέλασε με τρόπο που έκανε ακόμη πιο έντονες τις υποψίες της Τέρι. «Φαντάζομαι πως ο φίλος μας ο καθηγητής σκοπεύει να καθαρίσει κάποιον», είπε. Στην πραγματικότητα, ο Γουλφ δεν ήξερε αν αυτό ήταν αλήθεια ή όχι. Είχε δει τον Έιντριαν να κραδαίνει τόσες φορές το ημιαυτόματο πιστόλι του μπροστά στο πρόσωπό του ώστε το συμπέρασμα δεν ήταν ολότελα παράλογο. Μάλιστα, πίστευε πως, αν κάποιος συνυπολόγιζε το ενδεχόμενο να πυροβολήσει κατά λάθος ο καθηγητής ενώ το όπλο ήταν στραμμένο προς τη γενική κατεύθυνση κάποιου άλλου ανθρώπου, τότε πολλαπλασιάζονταν σημαντικά οι πιθανότητες να γίνει σκοτωμός. *** Πήγαν στο σπίτι του καθηγητή, αν και ο Γουλφ επέμενε ότι δε θα τον έβρισκαν εκεί. Όπως είχε πει στην ντετέκτιβ, το αυτοκίνητο έλειπε και η εξώπορτα του σπιτιού ήταν
ξεκλείδωτη. Χωρίς δισταγμό, η Τέρι μπήκε μέσα, με τον Γουλφ ξοπίσω της. Εκείνη είχε επίγνωση ότι παρέβαινε έναν ξεκάθαρο κανόνα της υπηρεσίας κι αυτόν τον έτρωγε η περιέργεια. «Μα την πίστη μου», μουρμούρισε ο Γουλφ, «σκέτο αχούρι είναι εδώ μέσα». Στο σπίτι επικρατούσε γενική ακαταστασία. Η Τέρι ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα, μολονότι αντιλήφθηκε ότι η εικόνα της διάλυσης που είχε αντικρίσει κατά την πρώτη της επίσκεψη είχε επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Δεν υπήρχε πλέον ούτε υποψία συγυρίσματος ή καθαρισμού. Ρούχα, πιατικά, σκουπίδια και χαρτιά ήταν πεταμένα παντού. Λες και μια καταιγίδα είχε σαρώσει το σπίτι πριν από λίγα μόλις λεπτά. «Κύριε Τόμας;» φώναξε η Τέρι, αν και ήξερε πως ο καθηγητής δεν ήταν εκεί. Διέσχισε το καθιστικό επαναλαμβάνοντας: «Κύριε Τόμας, είστε εδώ;» Ο Γουλφ πήγε σ’ ένα πλαϊνό δωμάτιο. «Ε, μείνε κοντά μου!» του φώναξε η Τέρι, αλλά εκείνος δεν της έδωσε σημασία. «Αυτό εδώ πρέπει οπωσδήποτε να το δείτε», της είπε. Η Τέρι πλησίασε και είδε ότι ο Γουλφ είχε ήδη καθίσει μπροστά σ’ έναν υπολογιστή στο γραφείο του καθηγητή και πληκτρολογούσε με μανία. «Τι θα μου δείξεις;» ρώτησε η ντετέκτιβ. «Υποθέτω ότι θέλετε να δείτε τον ιστότοπο που του προκάλεσε τόση ταραχή. Μου είπε πως δεν ήταν αυτό που γύρευε, αλλά έπειτα σας τηλεφώνησε σχετικά μ’ εκείνη την αναθεματισμένη ουλή και το...» «Ναι, το τατουάζ, συνέχισε».
Η Τέρι έσκυψε πάνω από τον ώμο του Γουλφ για να βλέπει την οθόνη. Μπροστά τους εμφανίστηκε η αρχική σελίδα του Whatcomesnext.com. Ο Γουλφ πληκτρολόγησε τον κωδικό Τζένιφερ. Καλώς όρισες, Ψυχολόγε, ήταν η απάντηση και στη συνέχεια φάνηκε η εικόνα της νέας κοπέλας. Η Τέρι είχε την εντύπωση ότι η εικόνα ήταν γεμάτη κόκκους και έτρεμε, σαν να μην ήταν εστιασμένη, κι όμως ένιωσε το σφυγμό της να επιταχύνεται, οπότε το πιθανότερο ήταν ότι δεν έφταιγε η εικόνα, που ήταν υψηλής ευκρίνειας, αλλά η ίδια. Είδε μια γυμνή νέα κοπέλα σε εμβρυακή στάση, αλυσοδεμένη στον τοίχο, με χειροπέδες, να σφίγγει στην αγκαλιά της ένα πάνινο παιχνίδι. Έτσι όπως ήταν γυρισμένη, δε φαινόταν καλά στην κάμερα, οπότε ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει η Τέρι τις λεπτομέρειες του σώματός της, ενώ το πρόσωπό της ήταν κρυμμένο από την κουκούλα. Το τατουάζ με το μαύρο λουλούδι διακρινόταν στο λιπόσαρκο μπράτσο της, αλλά δε φαινόταν η ουλή για την οποία είχε ρωτήσει ο Τόμας. «Θεέ και Κύριε», είπε η ντετέκτιβ. «Τι στο διάβολο είναι αυτό;» «Είναι μια ζωντανή μετάδοση με διαδικτυακή κάμερα», απάντησε ο Γουλφ. Ο τόνος του έμοιαζε λίγο με του καθηγητή. «Ο κόσμος τα θέλει όλα ζωντανά, άμεσα, χωρίς καθυστερήσεις. Ικανοποίηση στη στιγμή». Η Τέρι συνέχισε να κοιτάζει, προσπαθώντας να ταιριάξει την εικόνα της νέας γυναίκας με την Τζένιφερ που θυμόταν εκείνη, επαναλαμβάνοντας άθελά της αυτό ακριβώς που είχε κάνει νωρίτερα ο Έιντριαν. «Αυτή εδώ πρέπει να είναι ηθοποιός», είπε δύσπιστα.
«Έτσι νομίζετε;» είπε ο Γουλφ ρουθουνίζοντας. «Ντετέκτιβ, δεν έχετε ιδέα από τέτοια πράγματα». Πάτησε μερικά πλήκτρα εμφανίζοντας το μενού. Διάλεξε ένα κεφάλαιο στην τύχη και ξαφνικά βρέθηκαν να παρακολουθούν την κοπέλα να πλένεται, προσπαθώντας να κρύψει τη γύμνια της από τα αδιάκριτα βλέμματα. Μια αντρική μορφή μπαινόβγαινε στην εικόνα. Αυτή τη φορά η Τέρι είδε και την ουλή εκτός από το τατουάζ. «Αυτά τα στοιχεία δεν ταιριάζουν», είπε φωναχτά, μολονότι η φωνή της εξακολουθούσε να δείχνει δισταγμό. «Ναι», αποκρίθηκε ο Γουλφ. «Αυτό είπατε στον καθηγητή χτες το βράδυ, μόνο που για μένα ήταν ολοφάνερο ότι εκείνος δεν το πίστεψε», συνέχισε μιλώντας γρήγορα, με έξαψη. «Ή μπορεί να σκέφτηκε ότι πρόκειται για μακιγιάζ χολιγουντιανού τύπου». «Πρέπει να δω το πρόσωπό της», είπε η Τέρι. Η φωνή της είχε γίνει ψίθυρος σχεδόν. «Κάτι μπορώ να κάνω», απάντησε ο Γουλφ. «Κατά κάποιον τρόπο. Το έχουν συνέχεια καλυμμένο». Έφερε στην οθόνη το κεφάλαιο όπου η Νούμερο 4 απαντούσε σε ερωτήσεις. Στη φωνή της διακρινόταν μια μικρή παραμόρφωση καθώς μιλούσε, και ο Γουλφ, όντας ειδικός, εξήγησε στην Τέρι: «Μάλλον πρέπει να πασπάτεψαν λίγο τον ήχο για να μην μπορεί να γίνει αναγνώριση της φωνής». Η Τέρι κοίταζε καλά καλά την κοπέλα, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε λέξη που έλεγε. Αναλογίστηκε τις περιπτώσεις που την είχε απέναντί της. Προσπάθησε να ξεχωρίσει κάτι στη φωνή που θα επιβεβαίωνε ότι η Τζένιφερ που θυμόταν εκείνη ήταν το ίδιο πρόσωπο με την κοπέλα που έβλεπε τώρα.
Πρέπει να είναι εκείνη, σκέφτηκε κατάπληκτη, μολονότι την άκουσε να λέει βεβιασμένα: «Είμαι δεκαοχτώ ετών». «Πού...» άρχισε να λέει. «Αυτό είναι το θέμα», είπε ο Γουλφ. «Δε βρίσκεται στο Λος Άντζελες ή στο Μαϊάμι ή στο Τέξας. Αυτός ο διαβολεμένος ιστότοπος απέχει περίπου δύο ώρες από δω». Η Τέρι έφερε ένα χάρτη στο μυαλό της. Χρειάζεται άραγε δύο ώρες για να μεταφερθεί κάποιος στο κολαστήριο; διερωτήθηκε. «Έχω τις συντεταγμένες», συνέχισε ο Γουλφ. «Τις ίδιες που έχει και ο καθηγητής. Το πιο πιθανό είναι ότι κατευθύνεται προς τα κει. Εδώ που τα λέμε, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Προηγείται λιγάκι, αλλά πάω στοίχημα πως δε θα οδηγεί τόσο γρήγορα». Κι όμως. Θα οδηγεί γρήγορα, σκέφτηκε η Τέρι. Δεν εξέφρασε τη σκέψη της. Έβγαλε το κινητό της για να πάρει τον καθηγητή, αλλά ο Γουλφ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν είναι τόσο μοντέρνος», είπε, σαν να απαντούσε σε μια προφανή ερώτηση. Έβγαλε από την τσέπη του το δικό του κινητό, εκείνο που είχε χρησιμοποιήσει ο Έιντριαν. «Εντάξει λοιπόν. Ας ξεκινήσουμε», είπε η Τέρι. Ο Γουλφ έκανε κλικ με το ποντίκι και ο ιστότοπος έκλεισε με ένα κεφάτο Αντίο, Ψυχολόγε. Η ντετέκτιβ και ο εγκληματίας βγήκαν βιαστικά από το σπίτι του Έιντριαν και κατέβηκαν τρέχοντας το δρομάκι προς το αυτοκίνητο της Τέρι, ακολουθώντας σχεδόν κατά βήμα την πορεία που είχε πάρει λίγο νωρίτερα ο Έιντριαν. Αν η αντίδρασή τους ήταν πιο αργή και είχαν μείνει καθηλωμένοι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, θα είχαν δει την
κοπέλα να τσιτώνεται με ανησυχία καθώς άνοιγε η πόρτα του κελιού της.
41 Η Τζένιφερ ζάρωσε, παρ’ ότι με την πλάτη στον τοίχο και όντας αλυσοδεμένη δεν είχε πού να πάει. Άκουσε τους γνώριμους πλέον ήχους της γυναίκας που διέσχιζε το δωμάτιο. Αισθανόταν τσακισμένη, κακοποιημένη, πεινασμένη. Η αιμορραγία ανάμεσα στα πόδια της είχε σταματήσει, αλλά ένιωθε ακόμη τσούξιμο και πόνο. Καταλάβαινε ότι ήταν πια ένας σκελετός που μόλις κρατιόταν γαντζωμένος από μια ζωή στη σφαίρα της φαντασίας, κι όταν κουνήθηκε, περίμενε πως τα κόκαλά της θα κροτάλιζαν. Υπέθεσε ότι ο άντρας βρισκόταν δίπλα στη γυναίκα, αν και δεν τον άκουγε. Ο άνθρωπος εκείνος βάδιζε πάντα αθόρυβα, πράγμα που θα την είχε τρομοκρατήσει ακόμη περισσότερο αν δεν είχε ήδη διαβεί τη διαχωριστική γραμμή που τυχόν υπήρχε ανάμεσα στη λογική και στο φόβο. Δεν μπορούσε πλέον να τρομάξει περισσότερο, οπότε, κατά περίεργο τρόπο, δεν αισθάνθηκε σχεδόν τον παραμικρό φόβο. Ήταν πολύ νέα για να μπορέσει να διατυπώσει στον εαυτό της την έννοια της παραίτησης, αλλά τη σάρωσε η σκοτεινή αίσθηση της ήττας. Όταν ξέρεις πως θα πεθάνεις, ουσιαστικά δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, είπε με το νου της. Ο μπαμπάς μου δε φοβόταν. Ούτε εγώ φοβάμαι πλέον. Κάντε ό,τι σκοπεύετε να μου κάνετε. Δε με νοιάζει. Δε με νοιάζει καθόλου πια. Ένιωσε ότι η γυναίκα ερχόταν προς το μέρος της και μετά ότι στάθηκε από πάνω της.
«Διψάς, Νούμερο 4;» τη ρώτησε η γυναίκα. Ξαφνικά η Τζένιφερ είχε την εντύπωση ότι ο λαιμός της ήταν γεμάτος άμμο. Έγνεψε καταφατικά. «Πιες λοιπόν, Νούμερο 4». Η γυναίκα τής έβαλε ένα μπουκάλι νερό στο χέρι. Η κουκούλα εξακολουθούσε να έχει το μικρό άνοιγμα πάνω από το στόμα από την πρώτη της μέρα ως Νούμερο 4, τότε που την είχαν ναρκώσει. Αγωνίστηκε για να φέρει το μπουκάλι στα χείλη της, αλλά και όταν τα κατάφερε, το νερό πέρασε μέσα από την κουκούλα κι έτρεξε στο στήθος της, έτσι που για μια στιγμή δεν το ένιωσε να την αναζωογονεί αλλά νόμισε ότι πνιγόταν. Κράτησε την ανάσα της και συνέχισε να πίνει με βουλιμία μέχρι που στράγγιξε το μπουκάλι, παρ’ όλο που σκεφτόταν ότι κατά πάσα πιθανότητα το νερό ήταν πάλι γεμάτο ναρκωτικό. Κάτι τέτοιο θα ήταν καλό, διότι δεν είχε καμία αντίρρηση για οτιδήποτε θα μπορούσε να αμβλύνει τον πόνο της και να την κάνει να μη σκέφτεται τι επρόκειτο να της συμβεί. «Είσαι καλύτερα, Νούμερο 4;» Η Τζένιφερ έγνεψε καταφατικά, αν και αυτό δεν ήταν αλήθεια. Τίποτε δεν ήταν καλύτερα. Ξαφνικά την κυρίεψε σχεδόν η επιθυμία να φωνάξει με όλη της τη δύναμη Με λένε Τζένιφερ, αλλά δεν μπορούσε πια ούτε να σχηματίσει αυτές τις λέξεις και να τις σπρώξει πέρα από τα κατάξερα χείλη της. Μπορεί να είχε πιει νερό, αλλά δεν είχε ξαναβρεί τη φωνή της. Μεσολάβησε μια στιγμιαία παύση και η Τζένιφερ άκουσε τον ήχο ξύλου που σερνόταν πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο. Κατάλαβε τι ήταν. Ο αθόρυβος άντρας είχε φέρει την καρέκλα στη συνηθισμένη θέση για την ανάκριση. Σε μερικά
δευτερόλεπτα, η γυναίκα επιβεβαίωσε την εικόνα που είχε ήδη σχηματίσει νοερά η Τζένιφερ. «Θα ήθελα να πας στα πόδια του κρεβατιού. Εκεί βρίσκεται η καρέκλα όπου κάθισες την τελευταία φορά. Σε παρακαλώ να τη βρεις και να καθίσεις. Χαλάρωσε. Κοίτα μπροστά σου». Οι εντολές της γυναίκας ήταν ξεκάθαρες και η φωνή της σχεδόν απαλή. Η Τζένιφερ ξαφνιάστηκε ακούγοντας την αυξομείωση στον τόνο της. Η αυστηρή μονοτονία που αντηχούσε τραχιά τόσες μέρες τώρα είχε χάσει την ακαμψία της. Ήταν σχεδόν φιλική όσο και η φωνή μιας ρεσεψιονίστ, λες και αυτό που της ζητούσε να κάνει ήταν πολύ απλό, σαν να της έλεγε να βολευτεί και να περιμένει μέχρι ν’ αρχίσει ένα ραντεβού που περίμενε εδώ και καιρό. Η Τζένιφερ δεν εμπιστευόταν καθόλου αυτό τον καινούριο ήχο. Ήξερε πως η γυναίκα εξακολουθούσε να τη μισεί. «Ήρθε η ώρα για μερικές πρόσθετες ερωτήσεις, Νούμερο 4. Δεν είναι πολλές. Δε θα αργήσουμε». Η Τζένιφερ σηκώθηκε τρεκλίζοντας και πήγε προς την καρέκλα σέρνοντας τα βήματά της, ενώ τα δεσμά της κροτάλιζαν. Πήρε μαζί της τον Καφετούλη, σαν στρατιώτης που προσπαθούσε να μεταφέρει έναν τραυματισμένο φίλο του μακριά από τη γραμμή του πυρός. Δεν την ένοιαζε πλέον η γύμνια της, ούτε η επίμονη περιέργεια της κάμερας που ερευνούσε το κορμί της. Προχώρησε ψηλαφητά μέχρι που βρήκε την καρέκλα και σωριάστηκε πάνω της, στραμμένη προς το σημείο όπου ήξερε ότι βρισκόταν ο φακός. Ύστερα από μια μικρή παύση, η γυναίκα ρώτησε: «Πες μας, Νούμερο 4... ονειρεύεσαι την ελευθερία;» Η ερώτηση αιφνιδίασε την Τζένιφερ. Όπως και σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις που η γυναίκα προσπαθούσε να
διερευνήσει τα συναισθήματά της, δεν μπορούσε να σκεφτεί ποια ήταν η σωστή απάντηση. «Όχι», είπε αργά. «Ονειρεύομαι ότι τα πράγματα ξαναγίνονται όπως πρώτα, πριν έρθω εδώ». «Μα εσύ μας είπες ότι σιχαινόσουν εκείνη τη ζωή, Νούμερο 4. Ότι ήθελες να ξεφύγεις. Έλεγες ψέματα;» «Όχι», απάντησε γρήγορα η Τζένιφερ. «Εγώ νομίζω ότι έλεγες ψέματα, Νούμερο 4». «Όχι, όχι, όχι», επανέλαβε η Τζένιφερ, ικετευτικά, αν και δεν ήξερε για τι πράγμα ικέτευε. Η γυναίκα δίστασε λίγο πριν συνεχίσει. «Νούμερο 4, τι νομίζεις ότι θα απογίνεις τώρα;» Η Τζένιφερ ένιωθε σαν να υπήρχαν στο δωμάτιο δύο οντότητες με τη δική της ταυτότητα που καταλάμβαναν τον ίδιο χώρο. Η μια είχε ζαλάδα, ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει, σαστισμένη από την ανεπαίσθητη αλλαγή στον τόνο της γυναίκας, ενώ η άλλη είχε κυριευτεί από παγερά συναισθήματα, ξέροντας πως, ό,τι κι αν έλεγε, ό,τι κι αν έκανε, το τέλος πλησίαζε, έστω κι αν δεν ήθελε να φανταστεί πώς θα ήταν αυτό το τέλος. «Δεν ξέρω», απάντησε. «Νούμερο 4, τι νομίζεις ότι θα απογίνεις τώρα;» επανέλαβε η γυναίκα. Η Τζένιφερ σκέφτηκε ότι η απαίτηση να απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση ήταν ό,τι σκληρότερο της είχε συμβεί μέχρι τότε. Η απάντηση ήταν χειρότερη και από το ξύλο, τα δεσμά, την ταπείνωση, το βιασμό, την αδιάκοπη παρακολούθηση από την κάμερα. Για να απαντήσει έπρεπε να κοιτάξει στο μέλλον, κι αυτό ήταν σαν να τη χαράκωναν βαθιά με ένα ξυράφι. Το να βιώνει την κάθε στιγμή ήταν τρομακτικό. Αλλά το να
κάνει εικασίες για το μέλλον ήταν χειρότερο. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω», είπε και οι λέξεις ξεχύθηκαν ορμητικά από μέσα της, διαπεραστικές, αψηφώντας την κουκούλα που τις έπνιγε. «Νούμερο 4... θα κάνω μια τελευταία προσπάθεια... τι...» Η Τζένιφερ τη διέκοψε. «Νομίζω πως δε θα φύγω ποτέ από δω», είπε, μιλώντας με πιο αργό ρυθμό. «Νομίζω ότι θα περάσω εδώ την υπόλοιπη ζωή μου. Νομίζω ότι εδώ είναι το σπίτι μου πια και ότι δεν υπάρχει αύριο ή μεθαύριο. Δεν υπήρξε χτες ούτε προχτές. Δε με περιμένει ούτε καν ένα καινούριο λεπτό. Υπάρχει μόνο το εδώ. Το τώρα. Αυτό είναι όλο». Η γυναίκα έμεινε σιωπηλή για μερικά δευτερόλεπτα και η Τζένιφερ σκέφτηκε ότι αυτά που είχε πει ή της άρεσαν πολύ ή δεν της άρεσαν καθόλου. Έτσι κι αλλιώς, δεν την ένοιαζε. Είχε καταφέρει να απαντήσει χωρίς να πει Θα πεθάνω, πράγμα που ήταν η μόνη αληθινή απάντηση. Και τότε η γυναίκα γέλασε. Ο ήχος εκείνος ήταν σαν μαχαιριά. Σχεδόν οδυνηρός. «Θέλεις να γλιτώσεις, Νούμερο 4;» Τι χαζή ερώτηση, είπε με το νου της η Τζένιφερ. Δεν μπορώ να γλιτώσω. Από την πρώτη στιγμή δεν υπήρχε σωτηρία για μένα. Αυτές οι σκέψεις αντηχούσαν μέσα στη φαντασία της, αλλά κατάφερε να γνέψει καταφατικά. «Ωραία», είπε η γυναίκα και μετά κοντοστάθηκε πάλι. «Θέλω να σου ζητήσω κάτι, Νούμερο 4», συνέχισε σε λίγο. Να μου ζητήσει κάτι; Θέλει κάποια χάρη; Δεν είναι δυνατόν. Η Τζένιφερ έγειρε ελαφρά, με τα νεύρα τεντωμένα. Κάθε λέξη που έλεγε η γυναίκα τής αποστερούσε κάτι, αλλά
δεν ήταν σίγουρη τι ακριβώς. «Θα κάνεις αυτό που θα σου ζητήσω;» συνέχισε η γυναίκα. Η Τζένιφερ έγνεψε πάλι καταφατικά. «Ναι. Ό,τι μου ζητήσεις θα το κάνω». Σκέφτηκε πως ούτως ή άλλως δεν είχε επιλογή. «Οτιδήποτε;» «Ναι». Για λίγο, η γυναίκα δε μίλησε. Η Τζένιφερ περίμενε πως θα γινόταν κάτι που θα της προκαλούσε πόνο. Θα με χτυπήσει. Ίσως με βιάσει πάλι ο άντρας. «Δώσε μου το αρκουδάκι σου, Νούμερο 4». Η Τζένιφερ δεν κατάλαβε. «Τι;» είπε. «Θέλω το αρκουδάκι, Νούμερο 4. Τώρα αμέσως. Δώσε μού το». Η Τζένιφερ σχεδόν πανικοβλήθηκε. Ήθελε να ξεφωνίσει. Να το βάλει στα πόδια και να κρυφτεί. Ήταν σαν να της ζητούσαν να δώσει την καρδιά της ή την ανάσα της. Ο Καφετούλης ήταν το μόνο πράγμα που της θύμιζε ότι ήταν στ’ αλήθεια η Τζένιφερ. Ένιωθε την τραχιά συνθετική γούνα του παιχνιδιού πάνω στη γυμνή σάρκα της. Εκείνη τη στιγμή η αίσθηση ήταν ακόμη πιο έντονη, λες και το πάνινο ζωάκι είχε γαντζωθεί στο κορμί της, λες και είχε γίνει ένα μ’ εκείνη. Να δώσει τον Καφετούλη; Ο λαιμός της έκλεισε. Ένιωσε να πνίγεται, της κόπηκε η ανάσα, άρχισε να κλυδωνίζεται σαν να είχε δεχτεί μια δυνατή γροθιά κατάστηθα. «Δεν μπορώ, δεν μπορώ», βόγκηξε. « Το αρκουδάκι, Νούμερο 4. Για να έχω κάτι να σε θυμάμαι». Τα μάτια της Τζένιφερ βούρκωσαν, της ήρθε ναυτία.
Νόμισε πως θα έκανε εμετό. Αισθανόταν τα μικροσκοπικά μπράτσα του παιχνιδιού να τη σφίγγουν, λες και το αρκουδάκι ήταν μωρό. Ευχόταν να άνοιγε η γη και να την κατάπινε. «Το αρκουδάκι, Νούμερο 4. Δε θα το ζητήσω ξανά». Η Τζένιφερ δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Με αργές κινήσεις, απομάκρυνε τον Καφετούλη από το στήθος της και τον έτεινε προς το μέρος της γυναίκας. Οι ώμοι της άρχισαν να τραντάζονται από ασυγκράτητους λυγμούς. Το χέρι της γυναίκας άγγιξε φευγαλέα το δικό της καθώς της έπαιρνε το αρκουδάκι. Η Τζένιφερ προσπάθησε να χαϊδέψει τον Καφετούλη καθώς έφευγε απ’ τα χέρια της. Η μοναξιά της ήταν πλέον απόλυτη. Με συγχωρείς με συγχωρείς αντίο αντίο αντίο, αυτά ήταν τα μόνα λόγια που της ήρθαν στο μυαλό. Ίσα που άκουσε τη γυναίκα να της λέει: «Ευχαριστώ, Νούμερο 4. Και τώρα, Νούμερο 4, πιστεύουμε πως ήρθε η ώρα για το τέλος. Το δέχεσαι;» Η ερώτηση της προκάλεσε μια αίσθηση ασφυξίας. Ένιωσε πιο γυμνή από ποτέ. «Το δέχεσαι, Νούμερο 4;» Με συγχωρείς, Καφετούλη. Σε απογοήτευσα. Το φταίξιμο ήταν όλο δικό μου. Με συγχωρείς. Ήθελα να σε σώσω. «Καιρός να δοθεί ένα τέλος, Νούμερο 4;» Η Τζένιφερ κατάλαβε ότι έπρεπε ν’ απαντήσει στην ερώτηση, αλλά, όπως συνήθως, δεν ήξερε τι να πει. Αν πεις ναι, θα πεθάνεις. Αν πεις όχι, θα πεθάνεις. «Θα ήθελες να γυρίσεις σπίτι σου τώρα, Νούμερο 4;» Της κόπηκε και η ελάχιστη ανάσα που είχε μείνει μέσα της. Της φαινόταν πως έκανε συνάμα αποπνικτική ζέστη και τσουχτερό κρύο, σαν να μαινόταν μια χιονοθύελλα.
«Θα ήθελες να τελειώνεις;» επέμεινε η γυναίκα. «Ναι», κατάφερε να πει τσιριχτά η Τζένιφερ, ανάμεσα στους λυγμούς της. «Τέλος λοιπόν, Νούμερο 4;» «Ναι, σας παρακαλώ». «Πολύ καλά», είπε η γυναίκα. Η Τζένιφερ δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε να πιστέψει αυτό που γινόταν. Στο μυαλό της περιδινούνταν φαντασιώσεις ελευθερίας. Άθελά της συσπάστηκε, και ξαφνικά αισθάνθηκε τα χέρια της γυναίκας πάνω στα δικά της. Ήταν σαν να την άγγιζε ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο και τραντάχτηκε σύγκορμη. Με αργές κινήσεις, η γυναίκα τής έβγαλε τις χειροπέδες και τις άφησε να πέσουν με κρότο στο δάπεδο. Κροτάλισε και η αλυσίδα καθώς έπεφτε. Η Τζένιφερ αισθάνθηκε ζαλάδα, σχεδόν αναγούλα, και άρχισε να γέρνει μπρος πίσω, λες και αυτά που την κρατούσαν όρθια ήταν οι χειροπέδες και η αλυσίδα. «Η κουκούλα θα μείνει στη θέση της, Νούμερο 4. Θα καταλάβεις πότε θα είσαι ελεύθερη να τη βγάλεις». Η Τζένιφερ συνειδητοποίησε ότι είχε σηκώσει τα χέρια της στο μαύρο ύφασμα που κάλυπτε το κεφάλι της. Υπάκουσε αμέσως, κατεβάζοντας τα χέρια στα γόνατά της, αλλά ήταν φοβερά σαστισμένη. Πώς θα το καταλάβαινε; «Αφήνω μπροστά στα πόδια σου το κλειδί για να φύγεις απ’ αυτό το δωμάτιο», είπε αργά η γυναίκα. «Αυτό το κλειδί θα ανοίξει τη μοναδική κλειδωμένη πόρτα που σε χωρίζει από την ελευθερία. Σε παρακαλώ να μείνεις καθισμένη για αρκετά λεπτά. Να μετράς φωναχτά. Έπειτα, όταν θεωρήσεις πως έχει περάσει αρκετή ώρα, μπορείς να βρεις το κλειδί και ν’ αποφασίσεις αν ήρθε η ώρα να πας στο σπίτι σου. Την
απόφαση αυτή μπορείς να την πάρεις με την ησυχία σου». Το κεφάλι της Τζένιφερ γύριζε. Καταλάβαινε ότι έπρεπε να μείνει καθισμένη και ότι έπρεπε ν’ αρχίσει το μέτρημα. Αλλά δεν έβγαζε νόημα από τις υπόλοιπες εντολές. Έμεινε ασάλευτη στη θέση της. Άκουσε τη γυναίκα να διασχίζει το κελί και ν’ ανοίγει την πόρτα. Οι επόμενοι ήχοι που άκουσε ήταν το κλείσιμο και το κλείδωμα της πόρτας. Η φαντασία της είχε πάρει φωτιά, οι εικόνες συνωστίζονταν. Υποτίθεται πως το κλειδί ήταν ακριβώς μπροστά της. Φεύγουν, σκέφτηκε. Το βάζουν στα πόδια και θέλουν μόνο να περιμένω μέχρι να φύγουν. Αυτό κάνουν οι εγκληματίες. Πρέπει να διαφύγουν. Πάει καλά. Μπορώ να παίξω αυτό το παιχνίδι. Μπορώ να κάνω αυτό που μου ζητούν. Αρκεί να φύγετε. Αφήστε με εμένα. Θα είμαι εντάξει. Μπορώ να βρω το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι μου. Η Τζένιφερ άρχισε να μετράει ψιθυριστά: «Ένα δευτερόλεπτο. Δύο δευτερόλεπτα. Τρία δευτερόλεπτα...» Μέσα της, η ελπίδα κυλούσε ορμητικά, άθελά της όμως ένιωθε και ενοχή. Με συγχωρείς, Καφετούλη, έπρεπε να ήσουν κι εσύ μαζί μου. Έπρεπε να σε πάρω κι εσένα σπίτι. Με συγχωρείς. Ένας σπασμός τη διαπέρασε. Από την κορφή μέχρι τα νύχια. Φαντάστηκε ότι θα έβαζαν τον Καφετούλη μπροστά στην κάμερα και θα τον βασάνιζαν αντί για την ίδια. Σκέφτηκε πως δε θα μπορούσε ποτέ να συγχωρήσει τον εαυτό της που είχε παρατήσει το αρκουδάκι. Δε θα μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι της χωρίς αυτό. Ήξερε ότι χωρίς τον Καφετούλη δε θα μπορούσε να αντικρίσει ξανά τον πατέρα της, έστω κι αν ήταν νεκρός, αλλά αυτό το εμπόδιο δεν της φάνηκε ανυπέρβλητο. Ένιωσε τα σωθικά της να σφίγγονται.
«...είκοσι δευτερόλεπτα, είκοσι ένα δευτερόλεπτα...» Άσε να περάσει αρκετή ώρα, είπε στον εαυτό της. Άσ’ τους να το βάλουν στα πόδια. Άσ’ τους να φύγουν. Δε θα τους ξαναδείς ποτέ. Αυτό της φαινόταν λογικό. Ξεμπέρδεψαν μαζί μου. Τελείωσαν όλα. Άρχισε να κλαίει ανεξέλεγκτα. Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να σχηματίσει νοερά τις λέξεις Θα ζήσω, αλλά εκείνη η αίσθηση γιγαντώθηκε μέσα της, ακολουθώντας το ρυθμό της χρονομέτρησης. Αφού μέτρησε αργά και οδυνηρά μέχρι το διακόσια σαράντα, της ήταν αδύνατον να κρατηθεί πλέον. Το κλειδί , είπε στον εαυτό της. Βρες το κλειδί. Γύρνα στο σπίτι σου. Εξακολουθώντας να είναι καθιστή, έσκυψε κι άπλωσε το χέρι της, σαν μετανοημένη πιστή που άναβε ένα κερί στο βωμό μπροστά της. Έψαξε ψηλαφητά και άγγιξε ένα συμπαγές μεταλλικό αντικείμενο. Δίστασε. Το πράγμα εκείνο δεν της θύμιζε κλειδί. Άπλωσε πιο πέρα το χέρι της κι έπιασε κάτι φτιαγμένο από ξύλο. Διέτρεξε με τα ακροδάχτυλά της την περίμετρο του κλειδιού. Ήταν κάτι στρογγυλό. Κάτι μακρύ. Κάτι απαίσιο. Η Τζένιφερ τραβήχτηκε απότομα, βγάζοντας μια πνιχτή κραυγή, λες και είχαν καεί τα δάχτυλά της. Τα κλάματα του μωρού, σκέφτηκε. Ήταν ψέματα. Τα παιδιά που έπαιζαν. Ήταν ψέματα. Ο καβγάς. Ήταν ψέμα. Ένα κλειδί για να ελευθερωθείς... Το χειρότερο απ’ όλα τα ψέματα. Αυτό που βρισκόταν στα πόδια της δεν ήταν ένα κλειδί που θα άνοιγε μια κλειδωμένη πόρτα. Ήταν ένα πιστόλι.
42 Ο Έιντριαν πήρε τουλάχιστον τρεις λάθος στροφές και χάθηκε και μια φορά εντελώς, όταν βρέθηκε σε δρόμους γεμάτους λακκούβες και σε μικρές πόλεις που θα μπορούσαν να ήταν βγαλμένες από τους πίνακες του Νόρμαν Ρόκγουελ, μόνο που τις ασχήμιζαν οι κακουχίες και η φτώχεια που διαρκώς εντείνονταν, επίμονα και ύπουλα. Μέσα στις αυλές στο πλάι των σπιτιών έβλεπες πάρα πολλά σκουριασμένα αυτοκίνητα πάνω σε τσιμεντόλιθους, πάρα πολλά παρατημένα γεωργικά μηχανήματα πλάι σε ετοιμόρροπους φράχτες. Ο Έιντριαν πέρασε μπροστά από προκατασκευασμένα σπίτια στολισμένα με δορυφορικά πιάτα, πλάι σε ξεθωριασμένους κόκκινους αχυρώνες που δεν είχαν βαφτεί χρόνια ολόκληρα και οι στέγες τους είχαν κρεμάσει από το βάρος του χιονιού. Κάθε τόσο ξεπηδούσαν πινακίδες ζωγραφισμένες στο χέρι που διαφήμιζαν αυθεντικό σιρόπι από σφεντάμι ή αυθεντικά ινδιάνικα χειροτεχνήματα. Οι δρόμοι εκείνοι δεν οδηγούσαν σε δημοφιλείς προορισμούς. Ήταν στενοί και προχωρούσαν φιδογυριστά, ξεμακραίνοντας από τα τμήματα της Νέας Αγγλίας που φιγουράριζαν στις τουριστικές μπροσούρες. Μακριά από τους αυτοκινητόδρομους έβλεπες σκόρπιες δασωμένες εκτάσεις με μπλεγμένα κλαριά που μπουμπούκιαζαν από τα καινούρια φύλλα με τις έντονες πράσινες αποχρώσεις. Ανάμεσα σ’ εκείνα τα σύδεντρα εκτείνονταν κυματιστά λιβάδια που κάποτε ήταν γεμάτα αγελάδες και πρόβατα. Τα μέρη εκείνα
της Αμερικής ήταν αγνοημένα και ο κόσμος τα διέσχιζε βιαστικά, προσπαθώντας να πάει κάπου αλλού, συνήθως σε κάποιο ακριβό σπίτι στις όχθες μιας λίμνης ή σε κάποιο αριστοκρατικό χειμερινό θέρετρο για να κάνει σκι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Έιντριαν αναγκάστηκε να κάνει τα μπρος πίσω, αφού πρώτα σταματούσε στην άκρη του δρόμου για να μελετήσει τον παλιό και κουρελιασμένο χάρτη που είχε βρει στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του. Στην πραγματικότητα δεν είχε κάποιο σχέδιο. Η ακανόνιστη πορεία που ακολουθούσε, γεμάτη από γεροντικά ξαστοχήματα, τον είχε κάνει να καθυστερήσει σημαντικά. Ήξερε πως ο χρόνος κυλούσε ορμητικά. Οδηγούσε το αυτοκίνητο σαν κάποιος που βρισκόταν σε κατάσταση πανικού και έπρεπε να φτάσει γρήγορα στο νοσοκομείο. Τη μια το σανίδωνε απότομα και την άλλη πατούσε φρένο με δύναμη όταν νόμιζε πως θα έχανε τον έλεγχο σε κάποια απότομη καμπή. Υπενθύμιζε διαρκώς στον εαυτό του να μην ξαναπάρει λάθος στροφή. Μια λάθος στροφή μπορεί να είναι μοιραία, έλεγε στον εαυτό του, και μερικές φορές ξεσπούσε φωνάζοντας: «Προχώρα, πάτα το...» Προσπαθούσε να σκέφτεται αδιάκοπα την Τζένιφερ, αλλά ακόμη κι αυτό ήταν φευγαλέο και δύσκολο. Διάφορες αντικρουόμενες εικόνες μάχονταν μεταξύ τους: η αποφασιστική Τζένιφερ με το ροζ κασκέτο των Ρεντ Σοξ, όταν την είχε πρωτοδεί· η Τζένιφερ με το ψεύτικο χαμόγελο που κοσμούσε το φυλλάδιο της αστυνομίας που είχε στο κάθισμα δίπλα του· η Τζένιφερ με δεμένα μάτια και σχεδόν γυμνή, στραμμένη προς την κάμερα ενώ την ανέκρινε μια κρυμμένη γυναίκα. Ο Έιντριαν ήξερε ποια Τζένιφερ θα έβρισκε όταν θα
εντόπιζε την αγροικία. Αυτό που είχε απομείνει από τον λογικό καθηγητή της ψυχολογίας, τον πάλαι ποτέ πρόεδρο του τμήματος, το απόλυτα σεβαστό μέρος του εαυτού του, του έλεγε ότι θα έπρεπε να τηλεφωνήσει στην ντετέκτιβ Κόλινς και να της πει πού ήταν και τι έκανε. Αυτή θα ήταν η συνετή κίνηση. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τηλεφωνήσει ακόμη και στον Γουλφ και να του πει πού βρισκόταν. Είτε ο Γουλφ είτε η Κόλινς σίγουρα θα είχαν κάποια καλύτερη ιδέα ως προς το τι έπρεπε να γίνει. Αλλά από τη στιγμή που είχε μπει στο αυτοκίνητό του εκείνο το πρωί, ο Έιντριαν είχε αποφασίσει ν’ αφήσει παράμερα τη λογική. Δεν ήξερε αν η συμπεριφορά του μπορούσε να θεωρηθεί αποτέλεσμα της αρρώστιας του. Ίσως, σκέφτηκε. Ίσως το πιο τρελό τμήμα του εαυτού μου έχει βγει απλώς στην επιφάνεια και έχει αναλάβει τα ηνία. Ίσως αν έπαιρνα μια χούφτα από εκείνα τα χάπια που δεν έχουν αποτέλεσμα να έκανα κάτι διαφορετικό. Ίσως και όχι. Σήκωσε το πόδι του από το γκάζι του παλιού Βόλβο και άφησε το αμάξι να κατηφορίζει αργά σ’ έναν μικρό παράδρομο, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά για να βρει κάτι που θα του έλεγε ότι πλησίαζε στο στόχο του. Περίμενε πως κάποιο ημιφορτηγό θα εμφανιζόταν απότομα σε μια στροφή και ο οδηγός του θα κόρναρε οργισμένος βλέποντάς τον να σέρνεται επικίνδυνα. Υποψιαζόταν ότι δεν απείχε πολύ από τον προορισμό του. Διερωτήθηκε αν θα έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει στη μεσίτρια για να πάρει σωστές οδηγίες, ή ακόμη και να της είχε ζητήσει να συναντηθούν και να του δείξει το δρόμο. Αλλά μέσα του μια φωνή τού έλεγε επίμονα
ότι αυτό που έκανε ήταν καλύτερα να το κάνει μόνος. Πίσω από αυτή τη συμβουλή πρέπει να ήταν ο Μπράιαν. Εκείνος ανέκαθεν εμπιστευόταν πολύ περισσότερο τον εαυτό του και πολύ λιγότερο τους άλλους. Ενδεχομένως το ίδιο ίσχυε και για την Κάσι. Θέλω να μείνω μόνη, αυτή ήταν η προσέγγιση που είχε ως ζωγράφος. Και ο Τόμι, που διακρινόταν πάντα για την υπέροχη αυτοπεποίθησή του, σίγουρα θα συμφωνούσε. Ο Έιντριαν έστριψε το Βόλβο στο χώρο που έκαναν στροφή τα σχολικά λεωφορεία στην άκρη του δρόμου και πάτησε απότομα φρένο, κάνοντας τα λάστιχα να γλιστρήσουν πάνω στο γαρμπίλι. Σύμφωνα με τον σκισμένο χάρτη του, καθώς και με τις συντεταγμένες που είχε καταγράψει και τις πληροφορίες του κτηματομεσιτικού γραφείου που είχε τυπώσει, ο ιδιωτικός δρόμος που πήγαινε στη φάρμα ήταν τετρακόσια μέτρα πιο πέρα. Ο Έιντριαν γύρισε το βλέμμα του προς εκείνη την κατεύθυνση. Ένα σαραβαλιασμένο μπλε γραμματοκιβώτιο, γερμένο σαν μεθυσμένος ναύτης που είχε περάσει μια βραδιά στην πόλη, έδειχνε το σημείο όπου υπήρχε μια μοναχική είσοδος. Η πρώτη παρόρμηση του Έιντριαν ήταν να πάει με το αυτοκίνητο μέχρι το σπίτι, να βγει έξω και να χτυπήσει την πόρτα. Ετοιμαζόταν να βάλει ταχύτητα, όταν ένιωσε ένα χέρι να τον πιάνει από τον ώμο και άκουσε τον Τόμι να του λέει ψιθυριστά: «Δε νομίζω ότι θα καταφέρεις τίποτα μ’ αυτό τον τρόπο, μπαμπά». Ο Έιντριαν δίστασε. «Εσύ τι λες, Μπράιαν;» ρώτησε, μιλώντας με τον τόνο που χρησιμοποιούσε στις ατέλειωτες συζητήσεις του διδακτικού προσωπικού, όταν ρωτούσε αν υπήρχαν παράπονα και
απόψεις, ξέροντας ότι θα άκουγε πολλά. «Ο Τόμι λέει να μην πάω να χτυπήσω απλώς την εξώπορτα». «Άκου το παλικάρι, Όντι. Οι μετωπικές επιθέσεις συνήθως αποκρούονται εύκολα, έστω κι αν έχεις με το μέρος σου το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Και ξέρεις, εσύ ουσιαστικά δεν έχεις ιδέα τι μπορεί να σε περιμένει». «Τότε τι...» «Μουλωχτά, μπαμπά», είπε ο Τόμι παρεμβαίνοντας στη συζήτηση και εξακολουθώντας να μιλάει χαμηλόφωνα. «Πρέπει να τους πλησιάσεις στα κλεφτά». «Νομίζω πως οι περιστάσεις απαιτούν προσοχή, Όντι», πρόσθεσε βιαστικά ο Μπράιαν. «Όχι λεονταρισμούς. Ούτε απαιτήσεις. Ούτε Να με, πού είναι η Τζένιφερ; έτσι στα ξαφνικά. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να δούμε τα κατατόπια». «Κάσι;» ρώτησε φωναχτά ο Έιντριαν. «Άκου αυτά που σου λένε, Όντι. Έχουν πολύ μεγαλύτερη πείρα από σένα σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις». Ο Έιντριαν δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ήταν απόλυτα σωστό. Οπωσδήποτε ο Μπράιαν είχε οδηγήσει τους άντρες του μέσα στη ζούγκλα στον πόλεμο και ο Τόμι είχε κινηματογραφήσει πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις πριν πάρει μέρος σ’ εκείνη την επίθεση που τον σκότωσε. Αλλά ο Έιντριαν είχε φανταστεί ότι η Τζένιφερ έμοιαζε περισσότερο με ποντίκι σαν εκείνα που είχε στο εργαστήριό του. Βρισκόταν σ’ ένα λαβύρινθο κι εκείνος παρακολουθούσε το πείραμα να εξελίσσεται. Αυτή η σκέψη τού φάνηκε κάπως λογική. Ήταν συνηθισμένος να παρακολουθεί τα πράγματα υπομονετικά και του φάνηκε λογικό να βρει ένα μέρος όπου θα μπορούσε να το κάνει για μια ακόμη φορά.
Έριξε άλλη μια προσεκτική ματιά στις φωτογραφίες που είχε τυπώσει από τον ιστότοπο του κτηματομεσιτικού γραφείου. Έπειτα τις δίπλωσε και τις έβαλε στη μέσα τσέπη του σακακιού του. Καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο, άκουσε την Κάσι να του λέει ψιθυριστά: «Μην το ξεχάσεις!» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και μουρμούρισε: «Συγκεντρώσου!» Σκέφτηκε πως λειτουργούσε στο πενήντα περίπου τοις εκατό της ικανότητας λογικής και καθαρής σκέψης. Ενδεχομένως ακόμη λιγότερο. Χωρίς την προειδοποίηση της Κάσι, θα ήταν χαμένος. «Με συγχωρείς, Ποσουμάκι», απάντησε. «Έχεις δίκιο. Θα το χρειαστώ». Χώθηκε πάλι στο αυτοκίνητο και πήρε το εννιάρι Ρούγκερ του νεκρού αδερφού του από το δεξιό κάθισμα. Το βάρος του όπλου τού φάνηκε γνώριμο. Ο Έιντριαν σκέφτηκε πως του είχε φανεί χρήσιμο πολύ περισσότερο από όσο στον Μπράιαν. Ο αδερφός του το είχε χρησιμοποιήσει μόνο μία φορά, για να αυτοκτονήσει. Εκείνος σχεδόν το είχε χρησιμοποιήσει για να αυτοκτονήσει και μετά για να απειλήσει επανειλημμένα τον Μαρκ Γουλφ, ο οποίος τον είχε βοηθήσει να φτάσει στο σημείο όπου βρισκόταν τώρα, οπότε ίσως θα χρειαζόταν να το χρησιμοποιήσει και πάλι. Προσπάθησε να το βάλει στην τσέπη του σακακιού του, αλλά δε χωρούσε. Δοκίμασε να το χώσει στη ζώνη του παντελονιού του, αλλά αυτό που φαινόταν τόσο εύκολο στις τηλεοπτικές και κινηματογραφικές ταινίες στη δική του περίπτωση του χαλούσε την ισορροπία, άσε που το πιστόλι μπορεί να γλιστρούσε και να το έχανε. Έτσι, συνέχισε απλώς να το κρατάει σφιχτά. Σήκωσε το κεφάλι του. Άκουσε το θρόισμα του αέρα μέσα από τα κλαδιά των δέντρων. Δέσμες ηλιαχτίδων και σκούρες
σκιές λικνίζονταν μπρος πίσω, αλλάζοντας θέσεις όπως καθόριζε ο άνεμος. Ένα σμήνος κατάμαυρα κοράκια πέταξαν με θόρυβο μακριά από το ματωμένο γεύμα τους όταν τα τρόμαξε. Διέσχισε την άσφαλτο τροχάδην κι άρχισε να πηγαίνει προς τον ιδιωτικό δρόμο. Χαιρόταν που δεν είχε κανέναν μαζί του, επειδή είχε την εντύπωση πως πρέπει να φαινόταν εντελώς γελοίος ή θεοπάλαβος.
Η Τέρι Κόλινς οδηγούσε με ταχύτητα, ζορίζοντας το μικρό αυτοκίνητό της πέρα από κάθε όριο ασφαλείας. Ο Μαρκ Γουλφ κρατιόταν από τη χειρολαβή πάνω από το κάθισμά του, χαμογελώντας άγρια και με μάτια ορθάνοιχτα, σαν να απολάμβανε μια ξέφρενη διαδρομή με ρόλερ κόουστερ. Οι τροχοί κατάπιναν τα χιλιόμετρα. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής επικρατούσε σιωπή, την οποία διέκοπτε μόνο η γοητευτική, μεταλλική φωνή που έδινε οδηγίες από το GPS του κινητού της ντετέκτιβ. Η Τέρι δεν ήξερε πόσο απείχαν από τον καθηγητή. Σίγουρα είχαν καλύψει ένα μέρος από το χάντικαπ, αλλά πόσο; Ήταν σίγουρη πως αντιμετώπιζε μια επείγουσα κατάσταση, αλλά θα δυσκολευόταν αν ήταν αναγκασμένη να εξηγήσει για ποιο λόγο ήταν επείγουσα. Μήπως επειδή έπρεπε να εμποδίσει έναν μισότρελο καθηγητή ψυχολογίας να σκοτώσει κάποιον; Ενδεχομένως. Μήπως επειδή έπρεπε να βρει μια έφηβη που το είχε σκάσει από το σπίτι της και είχε γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης σε έναν πορνογραφικό ιστότοπο; Ενδεχομένως. Μήπως επειδή, αν δεν έκανε τίποτε απ’ τα δύο, θα γινόταν ρεζίλι; Πολύ πιθανό.
Κάποια στιγμή ο Γουλφ είχε βάλει τα γέλια. Η Τέρι οδηγούσε με εκατόν εξήντα χιλιόμετρα την ώρα κι αυτός το θεώρησε απίστευτα διασκεδαστικό. «Αν το έκανα εγώ, θα με είχε σταματήσει κάποιος αστυνομικός», είπε. «Και θα είχε ξαφνιαστεί βάζοντας τον αριθμό κυκλοφορίας και την άδειά μου στο σύστημα. Άνθρωποι με το δικό μου ποινικό μητρώο ποτέ δεν καταφέρνουν να γλιτώσουν την κλήση. Εσείς όμως είστε τυχερή». Η Τέρι δεν είχε την ίδια άποψη. Εδώ που τα λέμε, ευχαρίστως θα έβλεπε ένα περιπολικό να την πλησιάζει με ταχύτητα. Θα της έδινε μια δικαιολογία για να ζητήσει βοήθεια. Δεν ήταν σίγουρη ότι χρειαζόταν πράγματι βοήθεια. Δεν ήταν σίγουρη ότι δε χρειαζόταν βοήθεια. Είχε την εντύπωση πως βρισκόταν παγιδευμένη σε κάποια αλλόκοτη αναζήτηση, συντροφιά με τον πιο αντιπαθητικό Σάντσο Πάντσα που είχε ζήσει ποτέ, κυνηγώντας έναν Δον Κιχώτη που δεν είχε ούτε καν τη χαλαρή επαφή του μυθιστορηματικού περιπλανώμενου ιππότη με την πραγματικότητα. Η φωνή του GPS τους έβγαλε από τον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο και τους οδήγησε σε στενούς επαρχιακούς δρόμους. Η Τέρι οδηγούσε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Τα λάστιχά της διαμαρτύρονταν. Ο Γουλφ πήγαινε πέρα δώθε στο κάθισμά του. Από το παρμπρίζ κυλούσαν ορμητικά εικόνες ενός τοπίου με ειδυλλιακή απομόνωση. Τα δάση και τα λιβάδια κανονικά θα έπρεπε να ήταν γαλήνια και όμορφα, αλλά η Τέρι είχε την εντύπωση πως έμοιαζαν να κρύβουν κάτι. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως είχε ξεφύγει από τα όρια της λογικής, μη ξέροντας ότι η ίδια σκέψη είχε περάσει νωρίτερα και από το
μυαλό του Έιντριαν. Τα πάντα στην πόλη όπου δούλευε και όπου είχε την οικογένειά της φαίνονταν λογικά. Ίσως να μην ήταν όλα ιδανικά, αλλά εκείνη καταλάβαινε τα σκοτεινά υπόγεια ρεύματα και τις σκιές που αντιμετώπιζε σε καθημερινή βάση και έτσι δεν της φαίνονταν ασυνήθιστα ή τρομακτικά. Το τωρινό ταξίδι ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι σκοτεινές εικόνες και ιδέες ξεπερνούσαν κατά πολύ οποιονδήποτε ζοφερό ορίζοντα είχε βιώσει ποτέ η Τέρι όσα χρόνια ήταν αστυνομικός. Κούνησε το κεφάλι της, σαν να απαντούσε σε κάποια ερώτηση που όμως δεν είχε διατυπωθεί ποτέ. Ο Μαρκ Γουλφ δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τις οδηγίες του GPS. «Δεκαέξι χιλιόμετρα σ’ αυτόν το δρόμο», είπε. «Για την ακρίβεια, 17,3 χιλιόμετρα, σύμφωνα μ’ αυτό το μαραφέτι. Και μετά άλλη μια στροφή, άλλα 6,9 χιλιόμετρα, και φτάσαμε. Με την προϋπόθεση ότι το GPS είναι σωστό. Άλλοτε είναι, άλλοτε δεν είναι». Έβαλε τα γέλια. «Δεν περίμενα ποτέ πως θα γινόμουν πλοηγός μιας αστυνομικού». Η Τέρι αγνόησε το σχόλιό του, αν και ακολούθησε τις οδηγίες του περιμένοντας ταυτόχρονα από τη μηχανική φωνή του GPS να επιβεβαιώσει αυτά που της είχε ήδη πει εκείνος.
Ο Έιντριαν βρήκε ένα μονοπάτι που φαινόταν να πηγαίνει παράλληλα με τον ιδιωτικό δρόμο, περνώντας μέσα από τα δέντρα και καταλήγοντας στην αγροικία. Το ακολούθησε, δρασκελίζοντας πεσμένους κορμούς και πατώντας βαριά στο
μαλακό, νοτισμένο χώμα. Τα ρούχα του σκάλωναν στα κλαδιά των θάμνων και μέσα σε λίγα λεπτά το μονοπάτι στένεψε κι έγινε πιο δύσβατο κι εκείνος αναγκάστηκε να παλεύει με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Πήγαινε από δω κι από κει, κόντρα στα αγκάθια που γαντζώνονταν στο παντελόνι και στα χέρια του, παραμερίζοντας θάμνους, στρίβοντας μια δεξιά και μια αριστερά, πασχίζοντας να βαδίσει σ’ ένα μονοπάτι που τη μια στιγμή φαινόταν ανοιχτό και βατό και μετά, λίγα μέτρα παρακάτω, γινόταν αδιάβατο. Τα εμπόδια της φύσης συνωμοτούσαν για να κάνουν την πορεία του όλο και πιο δύσκολη και μολονότι εκείνος δεν εννοούσε να παραδεχτεί πως είχε χαθεί, ήξερε ότι αναγκαζόταν να πάει προς μια κατεύθυνση που τον απομάκρυνε από τον προορισμό του. Είχε ελπίσει πως το μονοπάτι θα ήταν ίσιο, αλλά διαπίστωσε πως στριφογύριζε σαν φίδι. Αγωνίστηκε να διατηρήσει ανέπαφη την αίσθηση του προσανατολισμού καθώς προχωρούσε μέσα στο δάσος. Περίμενε πως θα άκουγε τον Μπράιαν να του λέει ότι οι ζούγκλες του Βιετνάμ ήταν πολύ χειρότερες, αλλά το μόνο που άκουγε από τον αδερφό του ήταν το αγκομαχητό του. Όταν σταμάτησε μια στιγμή για να ξαποστάσει, κατάλαβε πως ήταν ο ίδιος που αγκομαχούσε. Ένιωθε παγιδευμένος. Ήθελε ν’ αρχίσει να ρίχνει με το Ρούγκερ, λες και οι σφαίρες μπορούσαν ν’ ανοίξουν το δρόμο. Ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό του μολονότι η θερμοκρασία ήταν ήπια. Ήταν σαν να είχε μπλέξει σε καβγά, έτσι όπως κάθε τόσο παραμέριζε ένα κλαδί από το πρόσωπό του ή κλοτσούσε κάποιον αγκαθωτό θάμνο που τον άρπαζε από το παντελόνι. Σταμάτησε μια στιγμή για να κοιτάξει ψηλά. Ο γαλανός
ουρανός φαινόταν να φωτίζει το μονοπάτι του. Ανάγκασε τον εαυτό του να προχωρήσει, αν και καταλάβαινε ότι εκείνη την ώρα το προχωρώ μπορεί να σήμαινε πάω δεξιά ή αριστερά, ή ακόμη και προς τα πίσω. Είχε χαθεί, νικημένος από το πυκνό δάσος. Για μια στιγμή τον κυρίεψε φόβος, σκέφτηκε πως είχε χωθεί σ’ έναν ερημότοπο απ’ όπου δε θα κατάφερνε ποτέ να βγει και πως η μοίρα του τον είχε σπρώξει ξαφνικά να περάσει όσο χρόνο τού έμενε ακόμη πάνω στη γη χαμένος μέσα στα δέντρα και τα σύθαμνα, καταδικασμένος από μία και μόνη κακή επιλογή. Ήθελε να παραδοθεί στον πανικό, να φωνάξει βοήθεια. Γραπωνόταν από κλαριά και πήγαινε προς όποια κατεύθυνση μπορούσε. Παραμέριζε ξερόκλαδα και κάθε τόσο σκόνταφτε. Εκείνη η πάλη τον μάτωνε, το πρόσωπο και τα χέρια του είχαν γεμίσει γδαρσίματα. Βλαστήμησε τα γεράματα, την αρρώστια, και την εμμονή του. Και τότε, όπως τον είχε αγκαλιάσει ξαφνικά το δάσος, εξίσου ξαφνικά το ένιωσε να αραιώνει, λες και τον άφηνε να ξεφύγει από το ασφυκτικό αγκάλιασμά του. Αναπάντεχα, ο χώρος γύρω του πλάτυνε. Το έδαφος έγινε πιο σταθερό κάτω απ’ τα πόδια του. Τα αγκάθια φάνηκαν να τον αφήνουν ελεύθερο. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε την έξοδο. Προχώρησε με κόπο, σαν κάποιος που πνιγόταν και μπορούσε τώρα να βγάλει το κεφάλι του απ’ το νερό και να πάρει μια βαθιά ανάσα. Τα δέντρα τελείωσαν, δίνοντας τη θέση τους σ’ ένα λασπιασμένο πράσινο λιβάδι. Ο Έιντριαν έπεσε στα γόνατα σαν ικέτης, γεμάτος ευγνωμοσύνη. Πήρε γρήγορες ανάσες, προσπαθώντας να
ηρεμήσει και να καταλάβει πού βρισκόταν. Μπροστά του υπήρχε ένα μικρό κυματιστό ύψωμα. Σκαρφάλωσε στην πλαγιά, νιώθοντας τον ήλιο στην πλάτη του. Στον αέρα πλανιόταν μια ανεπαίσθητη μυρωδιά υγρού χώματος. Στην κορυφή του υψώματος σταμάτησε για να προσανατολιστεί. Ξαφνιάστηκε βλέποντας τον αχυρώνα και μια αγροικία μπροστά του. Έβγαλε από την τσέπη του τα φυλλάδια του κτηματομεσιτικού γραφείου και συνέκρινε απεγνωσμένα αυτό που έβλεπε με τις φωτογραφίες. Έφτασα, σκέφτηκε ξαφνικά. Η περιπλάνηση κι ο αγώνας του μέσα στο δάσος τον είχαν οδηγήσει πέρα απ’ το σπίτι, που βρισκόταν σε μια μικρή κοιλότητα. Από κει όπου στεκόταν το έβλεπε από το πλάι, σχεδόν από πίσω, και ήταν πιο κοντά στον αχυρώνα. Απείχε καμιά πενηνταριά μέτρα από τα δύο κτίσματα. Η έκταση ήταν ανοιχτή, ένα λιβάδι γεμάτο λάσπες, όπου κάποτε ζούσαν τα ζωντανά του κτήματος. Ο Έιντριαν δε ζήτησε τη συμβουλή του αδερφού του. Αντί γι’ αυτό, έπεσε στα γόνατα και μετά ξάπλωσε στο μαλακό έδαφος κι άρχισε να σέρνεται προς το μέρος όπου ήταν απόλυτα σίγουρος ότι θα έβρισκε την Τζένιφερ.
43 Η Τζένιφερ έπιασε το περίστροφο και το βάρος του την ξάφνιασε. Δεν είχε ξαναπιάσει φονικό όπλο στα χέρια της και είχε τη λανθασμένη ιδέα ότι κάτι που μπορούσε να σκοτώσει έπρεπε να είναι ελαφρύ σαν πούπουλο. Δεν είχε ιδέα πώς έπρεπε να το χειριστεί, πώς να ανοίξει το μύλο, πώς να το γεμίσει ή να σηκώσει τον κόκορα. Δεν ήξερε αν η ασφάλεια ήταν σηκωμένη ή όχι, ούτε αν υπήρχε έστω και μια σφαίρα. Είχε παρακολουθήσει αρκετά έργα στην τηλεόραση, κι έτσι ήξερε ότι το πιθανότερο ήταν πως το μόνο που είχε να κάνει ήταν να στρέψει την κάννη προς το κεφάλι της και να αρχίσει να τραβάει τη σκανδάλη μέχρι που δε θα είχε πια λόγο να το κάνει. Ένα μέρος του εαυτού της ξεφώνιζε: Ξεμπέρδευε! Κάν’ το! Δώσε ένα τέλος τώρα! Τα άγρια συναισθήματα που την κυρίεψαν της έκοψαν την ανάσα. Το χέρι της έτρεμε ελαφρά. Πίστευε πως έπρεπε να βιαστεί, αλλιώς ποιος ξέρει τι θα της έκαναν ο άντρας και η γυναίκα αν δίσταζε. Κατά κάποιον τρόπο, η σκέψη αυτοκτόνησε για να μη σου κάνουν κακό είχε μια αλλόκοτη λογική. Αποτελούσε αντίφαση ο εξαιρετικά αργός και μετρημένος τρόπος με τον οποίο ενεργούσε τώρα, λες και τα τελευταία λεπτά έπρεπε να κυλήσουν σε αργό ρυθμό, λες και έπρεπε να εξετάσει προσεκτικά την κάθε πλευρά της κάθε κίνησης που έκανε: Άπλωσε το χέρι σου. Άδραξε το όπλο. Σήκωσέ το
προσεκτικά. Σταμάτα. Ένιωθε φοβερή μοναξιά, αν και ήξερε ότι δεν ήταν μόνη. Ήξερε ότι οι άλλοι πρέπει να ήταν εκεί κοντά. Αισθάνθηκε το κεφάλι της να γυρίζει. Έπιασε τον εαυτό της να ξαναφέρνει στο νου της πράγματα που της είχαν συμβεί από τη στιγμή που την είχαν αρπάξει μέσα στο δρόμο. Ήταν σαν να δεχόταν πάλι όλα τα χτυπήματα, σαν να τη βίαζαν ξανά, σαν να τη χλεύαζαν για μια ακόμη φορά. Ταυτόχρονα, διαπίστωσε ότι της έρχονταν ξεκάρφωτες εικόνες από το παρελθόν της. Μέσα στη φαντασία της γινόταν μάχη. Το πρόβλημα ήταν ότι καθεμιά από εκείνες τις αναμνήσεις φαινόταν να υποχωρεί σταθερά σε μια σήραγγα, έτσι που της ήταν όλο και πιο δύσκολο να τη διακρίνει. Ήταν λες και η Τζένιφερ έφευγε τελικά από το δωμάτιο, αφήνοντας πίσω μόνη τη Νούμερο 4. Και η Νούμερο 4 είχε πλέον μόνο μια επιλογή. Το κλειδί για να γυρίσει σπίτι της. Έτσι το είχε αποκαλέσει η γυναίκα. Η αυτοκτονία φαινόταν η πιο λογική λύση. Η Τζένιφερ δεν μπορούσε να δει ούτε να φανταστεί άλλες επιλογές. Παρ’ όλ’ αυτά δίσταζε. Δεν καταλάβαινε από πού πήγαζε ο συνδυασμός προσαρμοστικότητας και διστακτικότητας που συνέχιζε να παλεύει μέσα της, φωνάζοντας, ζαρώνοντας από φόβο, καβγαδίζοντας, προβάλλοντας αντίσταση στην παρόρμηση να οδηγήσει αμέσως τη Νούμερο 4 στο τέλος της. Η Τζένιφερ δεν μπορούσε πια να πει ποιο απαιτούσε μεγαλύτερη γενναιότητα. Το να αυτοκτονήσει ή το να παραμείνει ζωντανή; Δίσταζε γιατί τίποτε δεν ήταν ξεκάθαρο.
Και τότε έκανε κάτι εκπληκτικό, κάτι που δε θα μπορούσε να εξηγήσει, αλλά που μια φωνή μέσα της έλεγε ότι ήταν αναγκαίο και σημαντικό και ότι έπρεπε να γίνει χωρίς καθυστέρηση. Απέθεσε προσεκτικά το όπλο στα γόνατά της, σήκωσε τα χέρια της κι άρχισε να λύνει την κουκούλα που της κάλυπτε το κεφάλι. Δεν το ήξερε, αλλά η πράξη της είχε όλο τον χολιγουντιανό ρομαντισμό του γενναίου κατασκόπου που αντίκριζε το εκτελεστικό απόσπασμα και αρνιόταν να του δέσουν τα μάτια επειδή ήθελε να κοιτάξει κατάματα το χάρο. Η κουκούλα ήταν δεμένη σφιχτά, και η Τζένιφερ αγωνίστηκε να λύσει τους κόμπους. Κάποια αλλοπρόσαλλη σκέψη στριφογύριζε μέσα της, μια σκέψη που έλεγε ότι δεν έπρεπε να πάει κατευθείαν από το ένα σκοτάδι στο άλλο. Το λύσιμο της κουκούλας ήταν επίπονη και αργή δουλειά επειδή τα χέρια της έτρεμαν ασυγκράτητα.
Η Λίντα πρόσεξε πρώτη τι έκανε η Νούμερο 4. Ο Μάικλ κι εκείνη, όπως ουσιαστικά και όλοι οι συνδρομητές τους, ήταν καθηλωμένοι μπροστά στις οθόνες τους, παρακολουθώντας τον αργό κι όμως υπέροχο ρυθμό του τέλους της Νούμερο 4. Ήταν αναπόφευκτο. Ήταν γλυκά βασανιστικό. Οι συνδρομητές γέμιζαν τις αίθουσες συζητήσεων και έστελναν με ξέφρενο ρυθμό μηνύματα για την τελευταία πράξη που παρακολουθούσαν. Ο ηλεκτρονικός ορυμαγδός ήταν εκκωφαντικός. Ποτάμι τα θαυμαστικά και τα πλάγια γράμματα. Οι λέξεις κυλούσαν ορμητικά, σαν νερό που γκρέμιζε κάποιο φράγμα.
«Θεέ και Κύριε!» αναφώνησε η Λίντα. «Έτσι και βγάλει την κουκούλα...» Σ’ έναν κόσμο αφιερωμένο στις φαντασιώσεις, η Νούμερο 4 άθελά της είχε εισαγάγει μια πραγματικότητα την οποία ήταν υποχρεωμένοι ν’ αντιμετωπίσουν. Η Λίντα δεν το περίμενε αυτό και ξαφνικά βρέθηκε να παλεύει μέσα σε μια θάλασσα όπου μαίνονταν κύματα φόβου και ανησυχίας. «Δεν έπρεπε να της είχα λύσει τα χέρια», είπε οργισμένη. «Έπρεπε να είχα μιλήσει ξεκάθαρα». Ο Μάικλ πλησίασε στο πληκτρολόγιο κι έπιασε ένα χειριστήριο. Ήταν έτοιμος να κλείσει την κάμερα που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την Τζένιφερ, αλλά έπειτα σταμάτησε. «Δεν μπορούμε να κοροϊδέψουμε τους πελάτες», είπε απότομα. «Θα απαιτήσουν να δουν το πρόσωπό της». Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν η οργή που θα ξεσπούσε αν η Νούμερο 4 έκανε αυτό που περίμεναν να κάνει αλλά εκείνος και η Λίντα έκρυβαν την τελευταία πράξη με έξυπνους χειρισμούς της κάμερας και λήψεις υπό γωνία. «Δε γίνεται», μουρμούρισε. «Οι πελάτες θέλουν να φανεί πεντακάθαρα». «Μήπως να...» άρχισε να λέει η Λίντα, αλλά συγκρατήθηκε. «Είδαν μια φευγαλέα εικόνα όταν η Νούμερο 4 νόμισε ότι θα δραπέτευε. Μπορεί να πέρασαν ένα ή δύο δευτερόλεπτα μέχρι να διοχετευθεί η λήψη στην πίσω κάμερα...» «Ναι. Και οι αντιδράσεις ήταν σαφέστατες. Δεν τους άρεσε που τα μάτια της ήταν δεμένα. Ήθελαν να τη βλέπουν», απάντησε ο Μάικλ. «Μα...» Η Λίντα κοντοστάθηκε και πάλι. Διέκρινε όλες τις
συνέπειες που συνεπάγονταν αυτά που έλεγε ο Μάικλ. «Το ρίσκο είναι εξαιρετικά μεγάλο», συνέχισε ψιθυριστά. «Έτσι και οι μπάτσοι δουν αυτό το πράγμα –και ξέρεις πολύ καλά ότι θα το δουν αργά ή γρήγορα–, μπορούν να παγώσουν την εικόνα και να τη βελτιώσουν. Θα καταλάβουν ποια είναι αυτή που βλέπουν. Και κάτι τέτοιο θα μπορούσε... δεν ξέρω με ποιον τρόπο, αλλά θα μπορούσε να τους κάνει να σκεφτούν ποιους πρέπει να αναζητήσουν». Ο Μάικλ είχε απόλυτη επίγνωση των κινδύνων που αντιμετώπιζαν αν άφηναν τους πελάτες τους να δουν ποια ήταν η Νούμερο 4 καθώς θα πέθαινε. Όλοι οι προηγούμενοι αριθμοί είχαν πεθάνει ουσιαστικά ανώνυμοι, οι πραγματικές ταυτότητές τους είχαν μείνει κρυφές ως το τέλος της παράστασης. Αλλά τόσο εκείνος όσο και η Λίντα γνώριζαν πολύ καλά το πάθος και την αίσθηση οικειότητας που προκαλούσε η Νούμερο 4 στους πελάτες. Όλοι νοιάζονταν γι’ αυτήν. Διακυβεύονταν πάρα πολλά καθώς η Νούμερο 4 πάλευε με τους κόμπους που κρατούσαν την κουκούλα στη θέση της. «Δε συνειδητοποιεί ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να τη σκίσει απλώς», είπε αργά η Λίντα. «Θα ήταν πιο γρήγορο απ’ αυτό που κάνει. Κάτι τέτοιο ίσως θα ήταν καλό. Από την άποψη της εικόνας, θέλω να πω». «Περίμενε. Συνέχισε να παρακολουθείς. Μπορεί να το σκεφτεί και η ίδια. Να είσαι έτοιμη. Ίσως χρειαστεί να κλείσουμε την κεντρική κάμερα στα γρήγορα. Δεν το θέλω, αλλά ίσως αναγκαστούμε να το κάνουμε». Ο Μάικλ είχε ακουμπισμένα τα δάχτυλά του στα σωστά πλήκτρα. Η Λίντα ήταν στο πλευρό του. Σκέφτηκε να μαγνητοσκοπήσει την τελική σκηνή στην αγροικία και να την
προβάλει αργότερα, όταν θα είχαν ξεφορτωθεί τη Νούμερο 4 και θα είχαν καλύψει όλα τα ίχνη τους. Ήξερε ότι αυτό θα εξόργιζε τους συνδρομητές. Καθισμένοι στην ασφάλεια των σπιτιών τους μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών τους, ήθελαν απεγνωσμένα να μάθουν. Και αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να δουν. Ο Μάικλ αισθανόταν τους μυς του να σφίγγονται από την ένταση. Όχι καθυστερήσεις, είπε με το νου του. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα τη στιγμή που συμβαίνουν. Η αβέβαιη τροπή τον γέμιζε ενέργεια αλλά και ανησυχία. Έριξε μια ματιά στη Λίντα και φαντάστηκε ότι ουσιαστικά πρέπει να τη σφυροκοπούσαν οι ίδιες σκέψεις. Κατόπιν γύρισε πάλι στη Νούμερο 4, ενώ εκείνος και η Λίντα επικεντρώνονταν σ’ αυτό που έβλεπαν και σ’ αυτό που έστελναν στον κυβερνοχώρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Για πρώτη και μοναδική φορά στη Σειρά 4 δίσταζαν κι οι δυο τους. Ήταν λες και η αβεβαιότητα που είχε παγιδέψει τη Νούμερο 4 σε όλη τη διάρκεια της παράστασης τελικά τους είχε κυριέψει κι εκείνους. Η αυτοπεποίθησή τους κλονίστηκε και, επίσης για πρώτη φορά, έγειραν προς την οθόνη χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα ως προς το τι θα επακολουθούσε.
Η λάσπη κάλυπτε τα ρούχα και τα χέρια του, κάνοντας τη λαβή του όπλου του να φαίνεται γλιστερή. Η έντονη μυρωδιά του χώματος γέμισε τα ρουθούνια του καθώς ο Έιντριαν σερνόταν αργά και υπομονετικά προς την αγροικία. Ο ήλιος τον χτυπούσε αλύπητα από ψηλά και απ’ το μυαλό του
πέρασε η σκέψη ότι, αν κάποιος κοίταζε από οποιοδήποτε παράθυρο, μπορεί να τον εντόπιζε ακόμα κι αν ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος. Συνέχισε όμως να σέρνεται ανυποχώρητα, καλύπτοντας τον ανοιχτό χώρο όσο πιο επιδέξια μπορούσε, με τα μάτια καρφωμένα στον προορισμό του. Δε σηκώθηκε όρθιος παρά μόνο όταν έφτασε στη γωνία του αχυρώνα, όπου μπόρεσε να κρυφτεί πίσω από τον τοίχο ώστε να μη φαίνεται απ’ το σπίτι. Βαριανάσαινε, όχι από κούραση, αλλά από την αίσθηση ότι έπεφτε με τα μούτρα σε μια αμετάκλητη μάχη, όπου θα συγκρούονταν η αρρώστια του από τη μια και η ανεπάρκεια που είχε δείξει ως σύζυγος, πατέρας και αδερφός από την άλλη. Ήθελε να στραφεί στα φαντάσματά του για να τους πει ότι λυπόταν, αλλά με τη λιγοστή λογική που του απέμενε ήξερε ότι έπρεπε να συνεχίσει. Τα φαντάσματα θα έρχονταν μαζί του, είτε τους ζητούσε συγνώμη είτε όχι. Τα πάντα μέσα του του έλεγαν ότι η εξαφανισμένη Τζένιφερ βρισκόταν μόλις μερικά μέτρα μακριά. Καθώς ζύγωνε προσεκτικά στην άκρη του αχυρώνα και κοίταζε με τρόπο, διερωτήθηκε αν οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα έβγαζε το ίδιο συμπέρασμα. Διέκρινε το πίσω μέρος της αγροικίας. Υπήρχε μόνο μια πόρτα, που πρέπει να οδηγούσε στην κουζίνα. Στο μπροστινό μέρος, τουλάχιστον σύμφωνα με τις φωτογραφίες, υπήρχε μια παλιά βεράντα, όπου κάποτε μάλλον θα ήταν τοποθετημένη μια κούνια ή μια αιώρα, αλλά τώρα είχε απομείνει μόνο το στέγαστρο που έσταζε. Δεν ακουγόταν τίποτα. Δε φαινόταν καμιά κίνηση. Τίποτα δεν έδειχνε ότι μέσα στο σπίτι υπήρχαν άνθρωποι.
Αν δεν ήταν το παλιό ημιφορτηγό παρκαρισμένο στο μπροστινό μέρος, ο Έιντριαν θα πίστευε ότι η αγροικία ήταν εγκαταλελειμμένη. Ήξερε ότι οι πόρτες θα ήταν διπλοκλειδωμένες. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη λαβή του πιστολιού του για να κάνει διάρρηξη. Αλλά ο θόρυβος ήταν ο εχθρός του, και μια μετωπική επίθεση... ο αδερφός του του είχε ήδη εξηγήσει ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν λανθασμένη. Τρόμαξε και μόνο με τη σκέψη ότι θα αποτύγχανε ενώ βρισκόταν πια τόσο κοντά. Συνέχισε να εξετάζει το σπίτι και τότε είδε μια πιθανή πρόσβαση. Πέρα από την κουζίνα υπήρχε μια ετοιμόρροπη ξύλινη σκάλα με μια κουπαστή που φαινόταν σπασμένη. Παραδίπλα όμως, ακριβώς πάνω από το επίπεδο του εδάφους, ήταν ένα μικρό, σκονισμένο παράθυρο. Και το δικό του σπίτι είχε ένα παρόμοιο στενό παράθυρο, που άφηνε να μπαίνει λίγο φως στο υπόγειο. Ο Έιντριαν έκανε έναν υπολογισμό: Αν ο άντρας και η γυναίκα που απήγαγαν την Τζένιφερ είναι σαν τον περισσότερο κόσμο, θα θυμούνται να κλειδώσουν την εξώπορτα και την πίσω πόρτα, θα μανταλώνουν τα συρόμενα παράθυρα στο καθιστικό και στην κουζίνα. Δε θα θυμούνται όμως το παράθυρο του υπογείου. Εγώ ποτέ δεν το θυμόμουν. Ούτε η Κάσι. Μπορώ να μπουκάρω από κει. Θα χρειαζόταν να διασχίσει τρέχοντας την ακάλυπτη αυλή. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Υπήρχε άραγε σύστημα συναγερμού; Αποκλείεται σε τέτοιο παλιό σπίτι, είπε στον εαυτό του, ελπίζοντας ότι δεν ήταν ψέμα αυτό που έλεγε. Τρέχα γρήγορα και μετά πέσε κάτω, δίπλα στα θεμέλια του
σπιτιού, και προσπάθησε ν’ ανοίξεις το παράθυρο του υπογείου. Δεν ήταν και κάνα σπουδαίο σχέδιο. Και, αν δεν είχε αποτέλεσμα, δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Παρηγορήθηκε όμως κάπως με τη σκέψη ότι είχε περάσει όλη την ακαδημαϊκή ζωή του χωρίς να προδικάζει τα αποτελέσματα των πειραμάτων. Γενιές ολόκληρες μεταπτυχιακών φοιτητών τον είχαν ακούσει να τους λέει να μην προδικάζουν ποτέ το αποτέλεσμα, επειδή έτσι δε θα έβλεπαν το πραγματικό νόημα αυτού που γινόταν και δε θα ένιωθαν τον ενθουσιασμό που προκαλούσαν οι απρόσμενες εξελίξεις. Κάποτε ήταν ψυχολόγος. Και στα νιάτα του ήταν δρομέας. Έσφιξε τα δόντια του, πήρε μια βαθιά ανάσα και όρμησε. Με τα χέρια του να εναλλάσσονται σαν έμβολα ατμομηχανής, έτρεξε προς το σπίτι και προς το μικρό παράθυρο του υπογείου.
44 Κατηφόριζαν με ταχύτητα σ’ έναν στενό δρόμο, όταν ο Μαρκ Γουλφ είδε το αυτοκίνητο του Έιντριαν παρατημένο στο χώρο αναστροφής του σχολικού λεωφορείου. Η Τέρι Κόλινς πάτησε απότομα φρένο όταν ο Γουλφ φώναξε: «Έι! Αυτό εκεί είναι!» Αλλά με την ταχύτητα που είχε, προσπέρασε το παλιό Βόλβο και αναγκάστηκε να κάνει στροφή επιτόπου. Τα πόδια της έτρεμαν καθώς έβγαινε απ’ το αυτοκίνητό της. Υπερβολικό άγχος, υπερβολική ταχύτητα· αισθανόταν κάπως σαν να είχε αναγκαστεί να στρίψει απότομα για να αποφύγει ένα ατύχημα. Ο Γουλφ πετάχτηκε κι αυτός έξω και στάθηκε δίπλα της. Ο Έιντριαν δε φαινόταν πουθενά. Η Τέρι πλησίασε προσεκτικά το Βόλβο, παρατηρώντας το έδαφος γύρω του με τον τρόπο που θα εξέταζε προσεκτικά τον τόπο ενός εγκλήματος. Κοίταξε μέσα από το παρμπρίζ. Στο εσωτερικό του αυτοκινήτου υπήρχε η συνηθισμένη σαβούρα. Ένα παλιό πλαστικό ποτήρι από καφέ. Ένα μισοάδειο μπουκάλι με μεταλλικό νερό. Μια αρχαία εφημερίδα κι ένα τεύχος του Σαϊκόλοτζι Τουντέι της περασμένης χρονιάς. Υπήρχαν ακόμη και δυο ξεχασμένες κλήσεις για παράνομο παρκάρισμα. Το αυτοκίνητο ήταν ξεκλείδωτο και η Τέρι άνοιξε την πόρτα και συνέχισε την έρευνα στο εσωτερικό, ελπίζοντας πως θα έβρισκε κάποιο αντικείμενο που θα της έλεγε κάτι που δεν ήξερε ήδη.
«Φαίνεται πως ήρθε κι έφυγε», είπε αργά ο Γουλφ, τραβώντας την κάθε λέξη. Μίλησε με ψεύτικη προφορά του Νότου για να σπάσει την ένταση κι έβαλε τα γέλια. Η Τέρι απομακρύνθηκε από το αυτοκίνητο και κοίταξε προς το βάθος του δρόμου. Στο βλέμμα της ήταν φανερή η ερώτηση: Πού πήγε; Σαν να ήθελε να απαντήσει, ο Γουλφ έτρεξε στο αυτοκίνητο της ντετέκτιβ και πήρε το κινητό του και χάρτες. Αφού τους μελέτησε στα γρήγορα, πάτησε μερικά πλήκτρα και μετά έδειξε τον πλαισιωμένο από δέντρα δρόμο. Ήταν σαν να έδινε οδηγίες πώς να πάνε από τη μια σκιά στην άλλη. «Προς τα κει», είπε. «Εκεί πηγαίνει. Έτσι τουλάχιστον δείχνουν όλα αυτά. Δεν μπορείς πάντα να πιστεύεις αυτά που σου λένε. Σίγουρα το μέρος αυτό δε δείχνει κατάλληλο για μια τόσο εξελιγμένη διαδικτυακή μετάδοση». «Δηλαδή πώς θα έπρεπε να είναι κατά την άποψή σου;» ρώτησε η Τέρι. «Δεν ξέρω», απάντησε ο Γουλφ. «Σαν τα καλιφορνέζικα εμπορικά κέντρα; Σαν τα μεγάλα φωτογραφικά στούντιο της πόλης;» Μετά κούνησε το κεφάλι του σαν να απαντούσε σε μια αντίρρηση που δεν είχε διατυπωθεί. «Ίσως βέβαια κάτι τέτοια μέρη να μην είναι κατάλληλα για τη συγκεκριμένη εκπομπή». Ακολούθησε το βλέμμα της Τέρι και πρόσθεσε: «Φαντάζομαι πως ο γέρος πήγε με τα πόδια». Την ίδια σκέψη έκανε κι εκείνη. Είδε το στραπατσαρισμένο γραμματοκιβώτιο που έδειχνε την είσοδο της αγροικίας, όπως ακριβώς και ο Έιντριαν νωρίτερα. «Ίσως αποφάσισε να τους αιφνιδιάσει», είπε ο Γουλφ.
«Ίσως να ξέρει τι κάνει και απλώς δε μας άφησε να το καταλάβουμε. Έτσι κι αλλιώς, δεν ξέρει τι είδους υποδοχή θα τον περιμένει εκεί πέρα, σίγουρα πάντως δε θα είναι φιλική». Η Τέρι δεν απάντησε. Κάθε φορά που ο Γουλφ έκανε κάποια παρατήρηση που αντικατόπτριζε τις δικές της σκέψεις ή έδειχνε ότι αντιλαμβανόταν σωστά μια κατάσταση, εκείνη αισθανόταν ένα μείγμα αηδίας και θυμού. Την εξόργιζε το ότι βρίσκονταν στις παρυφές μιας περιοχής που ο Γουλφ ίσως γνώριζε καλύτερα από την ίδια. Έστρεψε βιαστικά το βλέμμα της αλλού κι άρχισε να κάνει νοερά κάποιους υπολογισμούς. Ουσιαστικά αντιμετώπιζε το δίλημμα που είχε αντιμετωπίσει και ο Έιντριαν. Δίστασε. Πήρε το κινητό από τα χέρια του Γουλφ. Υπήρχαν καθιερωμένες διαδικασίες για τέτοιου είδους καταστάσεις. Στην υπηρεσία κυκλοφορούσαν συνέχεια αναλυτικά υπομνήματα που υπογράμμιζαν τη σωστή από νομικής πλευράς προσέγγιση σε εγκλήματα που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Έπρεπε να προηγηθεί έρευνα και συλλογή πειστηρίων. Να υποβληθούν αναφορές. Να ενημερωθεί το αφεντικό της. Να εξασφαλιστούν εντάλματα. Ενδεχομένως θα έπρεπε να ειδοποιηθούν οι Ειδικές Δυνάμεις –αν βέβαια υπήρχε τοπικό κλιμάκιο. Για να έρθει μια εκπαιδευμένη ομάδα σ’ αυτή την περιοχή θα απαιτούνταν πολλά τηλεφωνήματα και λεπτομερείς εξηγήσεις, αλλά, ακόμη και τότε, η ομάδα θα ξεκινούσε από την πλησιέστερη βάση της πολιτειακής αστυνομίας, που πρέπει να απείχε τριάντα λεπτά, ίσως και περισσότερο. Στην αγροτική Νέα Αγγλία σπάνια παρουσιαζόταν ανάγκη κινητοποίησης των Ειδικών Δυνάμεων. Και όταν θα έφταναν, θα έπρεπε να ενημερωθούν. Κάπου στην περιοχή κυκλοφορεί ένας συνταξιούχος και
ενδεχομένως ανισόρροπος καθηγητής πανεπιστημίου με ένα γεμάτο πιστόλι. Η Τέρι αμφέβαλε αν η πολιτειακή αστυνομία θα θεωρούσε ότι υπήρχε λόγος για αλεξίσφαιρα γιλέκα, ισχυρά αυτόματα όπλα και στρατιωτικό σχεδιασμό. Ας αφήσουμε λοιπόν τις Ειδικές Δυνάμεις, σκέφτηκε η Τέρι. Άσε που μπορεί η τοπική αστυνομία να μην είχε παραπάνω από έναν αστυφύλακα στη βάρδια, που κι αυτός θα βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά. Η Τέρι ήξερε ότι ήταν πολύ μακριά από την περιοχή δικαιοδοσίας της και ότι θα έπρεπε να ζητήσει τη βοήθεια της τοπικής αστυνομίας. Για την ακρίβεια, ήξερε ότι ήταν υποχρεωμένη να το κάνει. Τίποτε απ’ όσα έκανε δεν ταίριαζε με οποιαδήποτε διαδικασία είχε διδαχτεί στο πλαίσιο της εκπαίδευσής της. Αν βρισκόταν εδώ η Τζένιφερ, αν ο Έιντριαν ετοιμαζόταν να επιτεθεί σε κάποιους εγκληματίες που ήταν κλεισμένοι σε μια αγροικία, τότε θα έπρεπε κι εκείνη να ακολουθήσει μια καθορισμένη και καταγεγραμμένη προσέγγιση. Το να εμφανιστεί φουριόζα στην εξώπορτα της αγροικίας θα ήταν ίσως εξίσου επικίνδυνο με αυτό που έκανε ο Έιντριαν εκείνη τη στιγμή, ό,τι κι αν ήταν. Βρέθηκε μπλεγμένη στα δίχτυα της αναποφασιστικότητας. Τα στραβοπατήματα ήταν αναπόφευκτα, περίμενε ότι θα δεχόταν επικρίσεις εκ των υστέρων, αλλά είχε δεσμευτεί να κάνει κάτι. Απλώς χρειαζόταν λίγο χρόνο για να σκεφτεί, μόνο που κάθε δευτερόλεπτο που καθυστερούσε μπορεί να ήταν το τελευταίο που είχε στη διάθεσή της. «Να πάρει ο διάβολος!» ξέσπασε φωναχτά. Χαμένη καθώς ήταν στο λαβύρινθο των αποφάσεων, των εκτιμήσεων και των απίθανων επιλογών, ούτε που άκουσε καλά καλά τον μακρινό κρότο.
Ο Γουλφ όμως τον άκουσε. «Θεέ και Κύριε!» είπε απότομα. «Τι στο διάβολο ήταν αυτό;» Αλλά ήξερε την απάντηση. *** Ο Έιντριαν πήγαινε με το πλάι σαν κάβουρας, σκυφτός, με την πλάτη κολλημένη στις σανίδες που κάλυπταν τον τοίχο της αγροικίας. Αισθανόταν τον ιδρώτα να αναβλύζει στο μέτωπο και στις μασχάλες του. Ήταν σαν να είχε έναν προβολέα στραμμένο πάνω του· η ζέστη και η σκληρή λάμψη ήταν εξουθενωτικές. Κρατώντας σφιχτά το εννιάρι πιστόλι στο δεξί του χέρι, προχώρησε αργά, μέχρι που έφτασε στο παράθυρο του υπογείου. Έπιανε και τον παραμικρό ήχο και οσμιζόταν τον αέρα σαν σκύλος. Είχε να νιώσει τόσο ζωντανός βδομάδες ολόκληρες, ίσως και περισσότερο. Γονάτισε στο μαλακό έδαφος κι άφησε κάτω το όπλο. Ενδόμυχα, προσευχόταν σε όποιον θεό προστάτευε τους γέρους και τους εφήβους. Σε παρακαλώ, κάνε ν’ ανοίξει το παράθυρο. Κάνε να βρίσκομαι στο σωστό μέρος. Έχωσε τα δάχτυλά του κάτω από την άκρη του πλαισίου και το τράβηξε. Το πλαίσιο σηκώθηκε έναν πόντο. Γύρισε φάτσα στο παράθυρο, προσπαθώντας να πιάσει καλύτερα το πλαίσιο. Το τράβηξε πάλι και άκουσε ένα θόρυβο ανάμεσα σε τρίξιμο και σπάσιμο καθώς το παλιό, σάπιο ξύλο υποχωρούσε. Άλλον έναν πόντο. Τα νύχια του έσπασαν κι ένιωσε έναν διαπεραστικό πόνο στα χέρια. Είχε κόψει τα ακροδάχτυλά του στις σκλήθρες του ξύλου και είδε κιόλας να τρέχει αίμα. Για μια στιγμή έκλεισε
τα μάτια του και είπε στον πόνο να εξαφανιστεί, του είπε ότι είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει από το να πονάει. Αποφάσισε ότι από κείνη τη στιγμή δε θα έδινε καμιά σημασία σε οποιαδήποτε ενόχληση. Γράπωσε για τρίτη φορά το παράθυρο και έγειρε πίσω, επιστρατεύοντας κάθε ικμάδα δύναμης που είχε. Άκουσε το ξύλο να σπάει κι έπειτα το παράθυρο υποχώρησε κι εκείνος έπεσε ανάσκελα. Σηκώθηκε βιαστικά, έπιασε το πλαίσιο και το σήκωσε. Το παράθυρο ήταν στενό και μικρό. Το ύψος του ήταν το πολύ τριάντα εκατοστά και το φάρδος του κάτι παραπάνω. Πάντως, είχε ανοίξει. Ο Έιντριαν έσκυψε πάλι στο άνοιγμα. Δεν είχε σκεφτεί ότι μπορεί να μη χωρούσε να περάσει, και για μια στιγμή προσπάθησε να μετρήσει τους ώμους του σε σχέση με τον κενό χώρο. Είπε στον εαυτό του πως, χωρούσε δε χωρούσε, θα χωνόταν μέσα με το ζόρι. Θα ήταν σαν να ταίριαζε στρογγυλό παλούκι σε τετράγωνη τρύπα, αλλά δεν είχε σημασία. Κοίταξε το εσωτερικό του υπογείου καθώς τα μάτια του άρχισαν να προσαρμόζονται στο περιβάλλον που δημιουργούσαν οι ακανόνιστες δέσμες φωτός που περνούσαν πάνω απ’ τους ώμους του. Το υπόγειο ήταν σκοτεινό, μύριζε μούχλα και δημιουργούσε μια εικόνα εγκατάλειψης. Όταν όμως ο Έιντριαν κοίταξε πιο προσεκτικά στις γωνίες, είδε καλώδια υψηλής τεχνολογίας να κατεβαίνουν από το ταβάνι. Κανένα από τα καλώδια δεν ήταν καλυμμένο με τη σκόνη που υπήρχε παντού. Στον μπροστινό τοίχο υπήρχε μια φτηνή ξύλινη πόρτα με κλειδαριά. Φαινόταν φτενή και βιαστική κατασκευή που δεν είχε φτάσει στο στάδιο του βαψίματος και της διακόσμησης.
Ήταν ένα κελί. Στον Έιντριαν θύμιζε μια μεγαλύτερη εκδοχή των κουτιών που χρησιμοποιούσε για τα πειραματόζωα στο εργαστήριό του. Βρήκε ψηλαφητά το πιστόλι του. Γύρισε μπρούμυτα και πέρασε προσεκτικά τα πόδια του στο μικρό άνοιγμα. Δεν είχε τρόπο να κρατήσει ανοιχτό το πλαίσιο του παραθύρου, γι’ αυτό το έσπρωχνε με την πλάτη του καθώς προσπαθούσε να κατεβεί στο υπόγειο, με αποτέλεσμα να τον χτυπήσει στους ώμους και μετά στο κεφάλι. Αν ήταν γυμναστής ή ακροβάτης σε κάποιο τσίρκο, θα είχε χωθεί στο υπόγειο χωρίς καμιά δυσκολία. Αλλά δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πάλευε να κρατήσει την ισορροπία του, προσπαθώντας να κατέβει σαν ορειβάτης που του είχε τελειώσει το σχοινί. Τέντωσε τα πόδια του στο κενό. Ταλαντεύτηκε μερικά εκατοστά προς τα δεξιά, κατόπιν προς τα αριστερά, προσπαθώντας μάταια να βρει κάπου να πατήσει. Ένιωθε τα χέρια του να γλιστρούν στο πλαίσιο του παραθύρου. Δεν ήξερε πόσο απείχε από το πάτωμα, ενδεχομένως μόνο μερικούς πόντους, αλλά είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν πάνω από μια χαράδρα με βάθος εκατοντάδων μέτρων. Η βαρύτητα τον τραβούσε, έτσι πήρε μια βαθιά ανάσα κι αφέθηκε να πέσει. Προσγειώθηκε βαριά στο τσιμεντένιο δάπεδο, στραμπούλισε τον αστράγαλό του κι ένιωσε μια σουβλιά να τον διαπερνά. Αλλά ο θόρυβος που έκανε πέφτοντας και η πνιχτή κραυγή που έβγαλε από τον πόνο καλύφθηκαν από ένα ξαφνικό διαπεραστικό ουρλιαχτό που ακούστηκε πίσω από την κλειδωμένη πόρτα του υπογείου, θυμίζοντας πονεμένο ζώο.
*** Ο τελευταίος κόμπος υποχώρησε, και η Τζένιφερ συνειδητοποίησε ότι η κουκούλα είχε λυθεί. Το μόνο που είχε να κάνει πια ήταν να τη σηκώσει και να τη βγάλει. Δίστασε. Δεν την ένοιαζε πλέον αν θα παρέβαινε κάποιον κανόνα. Δε φοβόταν τι μπορεί να της έκαναν ο άντρας και η γυναίκα. Μόνο μία επιλογή τής έμενε πλέον. Οι σκέψεις είχαν γίνει ένα κουβάρι στο μυαλό της, αλλά μία ήταν αυτή που ξεχώριζε –κατά κάποιον τρόπο δεν ήθελε να δει τον κόσμο της τα τελευταία εκείνα δευτερόλεπτα. Θα ήταν σαν να στεκόταν στο χείλος του τάφου της και να κοίταζε εκείνη την τρύπα που την καλωσόριζε. Εδώ πεθαίνει η Νούμερο 4. Όπως ήταν αναμενόμενο. Και τότε εκείνα τα συναισθήματα έδωσαν τη θέση τους σ’ έναν φοβερό θυμό, που γιγαντώθηκε μέσα της και ξεχύθηκε ασυγκράτητος σαν νερό που αναπηδά από έναν σπασμένο σωλήνα. Δεν ήταν ότι ήθελε ακόμα να αγωνιστεί –εκείνη η ευκαιρία είχε εξαφανιστεί πριν από μερικά λεπτά, μερικές ώρες, μερικές μέρες. Ήταν μάλλον ότι δεν άντεχε να μην είναι ο αληθινός εαυτός της καθώς έπαιρνε τις τελευταίες ανάσες της. Κι έτσι... Ούρλιαξε. Από το στόμα της δε βγήκαν λόγια. Δε βγήκε μια πρόταση. Μόνο μια πελώρια κραυγή απογοήτευσης και οργής. Ήταν ένας ήχος που συγκέντρωνε όλα όσα θα έχανε από τη ζωή της στα χρόνια που έρχονταν και τα μεταμόρφωνε σε μια μακρόσυρτη κραυγή απόγνωσης. Η κουκούλα την έπνιξε κάπως, αλλά, έστω κι έτσι, η
κραυγή πλημμύρισε το δωμάτιο και διαπέρασε τους τοίχους και το ταβάνι. Η Τζένιφερ δεν είχε απόλυτη επίγνωση ότι εκείνος ο ήχος τής ανήκε. Δεν είχε ιδέα σε τι οφειλόταν εκείνο το ξέσπασμα. Αλλά, καθώς η κραυγή έσβηνε στα χείλη της, σήκωσε το χέρι της και τράβηξε την κουκούλα. Όπως και την προηγούμενη φορά, όταν τελείωσε εκείνη η φευγαλέα υπέροχη στιγμή που νόμιζε ότι θα δραπέτευε, ένα φως την τύφλωσε. Στην αρχή σκέφτηκε πως ήταν κάποιος προβολέας που κρατούσε ο άντρας ή η γυναίκα. Σχεδόν αμέσως όμως διαπίστωσε ότι ήταν απλώς το άπλετο φως που έλουζε το κελί ενώ εκείνη ήταν περιορισμένη μέσα στο σκοτάδι της κουκούλας. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της γρήγορα. Τα κάλυψε με το ελεύθερο χέρι της και μετά έτριψε το πρόσωπό της. Ξαφνικά της φάνηκε ότι στο δωμάτιο επικρατούσε μια διαφορετική ησυχία. Αναγκάστηκε να στήσει αυτί για ν’ ακούσει τις γρήγορες ανάσες της που έβγαιναν σαν κοφτές ριπές. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να προσαρμοστούν η όραση και η ακοή της και μετά είδε ότι το πιστόλι που κρατούσε ήταν πολύ πιο άσχημο απ’ όσο της είχε φανεί όταν το ανακάλυψε ψηλαφητά μπροστά στα πόδια της και το επεξεργάστηκε με τα ακροδάχτυλά της. Ήταν κατάμαυρο και απειλητικό και γυάλιζε μέσα στο σκληρό φως. Η Τζένιφερ απέστρεψε το βλέμμα της και ξαφνικά είδε τον Καφετούλη πεταμένο περιφρονητικά στην άκρη του δωματίου σαν ένα άχρηστο καφετί παλιόπραμα. Δεν ήξερε γιατί δεν είχε ακούσει τη γυναίκα να πετάει το παιχνίδι, αλλά χωρίς να σκεφτεί πετάχτηκε όρθια και το μάζεψε, σφίγγοντάς το στο στήθος της. Άρχισε να λικνίζεται από χαρά, επειδή δεν ήταν πια
μόνη. Μετά πήγε πάλι απρόθυμα στην καρέκλα, σωριάστηκε εκεί κι έπιασε το πιστόλι. Η Τζένιφερ και ο Καφετούλης κάρφωσαν τα μάτια τους στην κάμερα. Εκείνη θέλησε να την αναποδογυρίσει με μια κλοτσιά, αλλά δεν το έκανε. Για μια ακόμη φορά, κοίταξε ολόγυρα. Οι τοίχοι ήταν συμπαγείς. Ήξερε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Ποτέ δεν είχε υπάρξει. Ήταν ανοησία της που φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να βγει ποτέ από εκείνο το δωμάτιο με κάποιον άλλο τρόπο πέρα απ’ αυτόν που θα εφάρμοζε σε λίγο. «Με συγχωρείς», ψιθύρισε, ζητώντας συγνώμη από τον εαυτό της και από το φιλαράκο της. Ήλπιζε ότι δε θα την είχε ακούσει κανένας άλλος. Σήκωσε το όπλο και τότε την έπιασε τρεμούλα. Τα χέρια της έτρεμαν κι έσφιξε ακόμη πιο δυνατά το αρκουδάκι, λες και ο Καφετούλης μπορούσε να τη βοηθήσει να ηρεμήσει τους μυς της και να σταματήσει το τρέμουλο. Ακούμπησε το πιστόλι στο κεφάλι της, ελπίζοντας πως το έκανε σωστά. Κοίταξε το φακό της κάμερας. «Τα καταγράφεις όλα αυτά;» ρώτησε. Τα λόγια της ακούστηκαν άχρωμα. Ήθελε να δείξει επιθετικότητα και περιφρόνηση, αλλά δεν μπόρεσε να βρει μέσα της αυτά τα συναισθήματα. Την κατέκλυσε ένα πελώριο κύμα λύπης και συντριβής, πνίγοντας κάθε άλλη σκέψη για οτιδήποτε αποτελούσε κάποτε στοιχείο της Τζένιφερ. Τώρα πια τέλειωσαν όλα, είπε στον εαυτό της. «Το όνομά μου είναι Νούμερο 4», είπε απευθυνόμενη στην κάμερα.
Φοβόταν να τραβήξει τη σκανδάλη, αλλά και να μην την τραβήξει. Κι εκείνη τη στιγμή του δισταγμού άκουσε κάτι που την μπέρδεψε ακόμη περισσότερο. Ήταν μία και μοναδική λέξη και της φάνηκε ότι ερχόταν ταυτόχρονα από κάπου πολύ μακριά και από κάπου πολύ κοντά. Ήταν μια ξεχασμένη ανάμνηση που την καλούσε και αντηχούσε μέσα στο δωμάτιο γύρω της. «Τζένιφερ;»
Ο Μάικλ έσκυψε απότομα προς την οθόνη του υπολογιστή. «Τι στο διάβολο ήταν αυτό;» είπε ανυπόμονα. Η Λίντα στριμώχτηκε δίπλα του. «Έπαιξες τίποτα ηχητικά εφέ;» τη ρώτησε επιτακτικά. «Όχι! Παρακολουθούσα, όπως εσύ. Χριστέ μου! Όπως οι πάντες!» «Τότε, τι...;» «Κοίτα τη Νούμερο 4!»
Η Τζένιφερ έτρεμε ασυγκράτητα, σαν ξηλωμένο πανί που πλαταγίζει στον δυνατό άνεμο. Τρανταζόταν σύγκορμη, απ’ την κορφή ως τα νύχια. Το πιστόλι, που σημάδευε το μέτωπό της, φάνηκε να γέρνει λιγάκι και το κεφάλι της γύρισε προς τον ήχο του ονόματός της. «Τζένιφερ;» Εδώ είμαι! ήθελε να φωνάξει, αλλά δεν ήταν σίγουρη πως είχε όντως ακούσει αυτό που φαντάστηκε ότι άκουσε.
Έτσι, είπε στον εαυτό της: Είναι οι άλλοι. Πάλι λένε ψέματα. Είναι κι αυτό μια απάτη. Παρ’ όλ’ αυτά, στράφηκε αργά και κοίταξε την πόρτα. Η κλειδαριά γύρισε και η πόρτα άρχισε ν’ ανοίγει. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι αυτή τη φορά ήταν εκείνη που κρατούσε όπλο. Ήρθαν να με σκοτώσουν, είπε με τη φαντασία της. Απομάκρυνε το πιστόλι από το μέτωπό της και το έστρεψε προς την πόρτα. Θα σκοτώσω έναν από τους δύο, Καφετούλη. Θα πάρω τουλάχιστον έναν μαζί μου. Σημάδεψε προσεκτικά. Σκότωσέ τους! Σκότωσέ τους! Η πόρτα άνοιξε αργά. Ο Έιντριαν κοίταξε με τρόπο από τη γωνία. Το παράξενο ήταν ότι δεν ήξερε τι να περιμένει. Έλεγε συνέχεια στον εαυτό του ότι είχε δει την Τζένιφερ στο δρόμο και κατόπιν σε φωτογραφίες στο σπίτι της. Την είχε δει στον υπολογιστή, με τον Μαρκ Γουλφ πλάι του. Είχε δει το δωμάτιο και το κρεβάτι, τις αλυσίδες και τη μάσκα της, οπότε θα έπρεπε να ήταν σε θέση να φανταστεί τι θα έβλεπε ανοίγοντας την πόρτα, αλλά όλα εκείνα τα πράγματα είχαν σβήσει και αισθανόταν λες και ήταν πιθανό να αντικρίσει οτιδήποτε. Μόνο ένα πράγμα μπόρεσε να υπενθυμίσει στον εαυτό του: να έχει έτοιμο το όπλο του. Το πρώτο που είδε ήταν το πιστόλι που τον σημάδευε. Η πρώτη ενστικτώδης αντίδρασή του ήταν να πηδήξει προς τα πίσω και οι μύες του σφίχτηκαν σαν της μαγκούστας που βλέπει ξαφνικά μια κόμπρα έτοιμη να επιτεθεί. Έπειτα όμως άκουσε την ήρεμη φωνή του γιου του από κάποιο φαράγγι στα σωθικά του να του λέει: Αυτή είναι.
«Τόμι», είπε ψιθυριστά κι αμέσως μετά: «Τζένιφερ;» Η ερώτηση έμεινε μετέωρη στον μπαγιάτικο αέρα του υπογείου. Η κοπέλα εξακολούθησε να είναι καθιστή. Γυμνή, σφίγγοντας το αρκουδάκι με το ένα χέρι, ενώ το άλλο κρατούσε τρέμοντας το πιστόλι στραμμένο στον Έιντριαν, που μπήκε διστακτικά στο δωμάτιο. Ένας διαπεραστικός πόνος ξεκινούσε από τον γδαρμένο και πιθανότατα σπασμένο αστράγαλό του, αλλά εκείνος, τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του, τον αγνόησε. Η Τζένιφερ ήξερε ότι έπρεπε να ρωτήσει κάτι, να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε να σχηματίσει τις λέξεις. Ήξερε πως κάτι είχε αλλάξει, αλλά δεν μπορούσε να πει τι ήταν αυτό. Καταλάβαινε πως γινόταν κάτι που ήταν κατά πολύ διαφορετικό και εκτός συγχρονισμού με οτιδήποτε της είχε συμβεί και πάλευε να κατανοήσει τι μπορεί να ήταν. Ήταν κάτι σαν όνειρο, εξωπραγματικό, σαν τους ήχους των παιδιών που έπαιζαν ή των μωρών που έκλαιγαν, και ξαφνικά είπε στον εαυτό της να μην εμπιστεύεται αυτό που έβλεπε. Σίγουρα ήταν παραίσθηση. Τα πάντα ήταν ψέματα. Είδε τα γκρίζα μαλλιά του Έιντριαν. Κάτι δεν πάει καλά. Το πρόσωπο που έβλεπε ήταν γερασμένο, ταλαιπωρημένο. Δεν είναι αυτός ο άντρας. Δεν είναι η γυναίκα. Το γεγονός ότι το πρόσωπο που έμπαινε κλεφτά στο δωμάτιο ήταν ένα καινούριο πρόσωπο, ένας διαφορετικός άνθρωπος, συνέβαλε απλώς στον πανικό. Η Τζένιφερ αγωνιζόταν ενάντια σε εκατοντάδες συναισθήματα, που όλα είχαν κάποια αόριστη σχέση με τον τρόμο. «Τζένιφερ», είπε αργά ο άνθρωπος που στεκόταν μπροστά της. Μόνο που αυτή τη φορά είπε το όνομά της χωρίς
ερωτηματικό τόνο. Ο λαιμός της ήταν ξερός. Το πιστόλι που κρατούσε φαινόταν ασήκωτο. Ένα μέρος τού είναι της φώναζε: Είναι ένας απ’ αυτούς! Σκότωσέ τον! Σκότωσέ τον αμέσως, πριν σε σκοτώσει εκείνος! Όσο αντιπάλευαν μέσα της τα συναισθήματα, η κάννη του πιστολιού πήγαινε πέρα δώθε. Της ήταν αδύνατον να συλλάβει την ιδέα ότι κάποιος είχε έρθει να τη βοηθήσει, ήταν πολύ επικίνδυνο ν’ αφήσει τέτοια ιδέα να ριζώσει. Είναι πολύ καλύτερα να τον σκοτώσεις. Ο Έιντριαν είδε το όπλο, είδε τα μάτια της έφηβης κοπέλας να ανοίγουν διάπλατα και κατάλαβε ότι η Τζένιφερ βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Αναλογίστηκε όλα τα χρόνια που είχε περάσει μελετώντας το φόβο σε ελεγχόμενες ακαδημαϊκές καταστάσεις. Καμιά από εκείνες τις καταστάσεις δεν ήταν τόσο ηλεκτρισμένη όσο εκείνη η στιγμή στο μικρό κελί, μπροστά στο αλαφιασμένο γυμνό κορίτσι που αυτός περίμενε ότι θα είχε δεμένα τα μάτια και που τώρα είχε γυρισμένη καταπάνω του τη μαύρη μπούκα ενός μεγάλου περιστρόφου. Όλες οι κλινικές αλήθειες που είχε συσσωρεύσει τόσα χρόνια δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η πραγματικότητα που αντίκριζε μπροστά του. Κατάλαβε ότι για την Τζένιφερ πρέπει να ήταν εξίσου τρομακτικός με όσα της είχαν συμβεί. Ήξερε ότι η κοπέλα θα τραβούσε τη σκανδάλη, σαν παγιδευμένο πειραματόζωο που είχε μάθει να χτυπάει να κουδούνι για να γλιτώσει. Η κοινή λογική τού έλεγε να βουτήξει στο πλάι και να κρυφτεί. «Όχι, μπαμπά, συνέχισε να προχωρείς. Όπως έκανα εγώ». Ήταν ο Τόμι. «Μόνο έτσι θα τα καταφέρεις».
Με τη σκέψη ότι μπορεί να καταγραφόταν ο θάνατός του από την κάμερα, ο Έιντριαν προχώρησε μέσα στο δωμάτιο. Όλη η παιδεία που είχε αποκτήσει, όλη η πείρα του του έλεγαν ότι έπρεπε να πει το σωστό πράγμα για να έχουν μια πιθανότητα να σωθούν και οι δύο. Κατά κάποιον τρόπο αισθανόταν κι εκείνος γυμνός σαν την κοπέλα. «Γεια σου, Τζένιφερ», είπε πολύ αργά και χαμηλόφωνα, ψιθυριστά. «Αυτός εκεί είναι ο Καφετούλης;» Το δάχτυλο της Τζένιφερ σφίχτηκε στη σκανδάλη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά το βλέμμα της πήγε στο αρκουδάκι. Τα μάτια της βούρκωσαν και τα δάκρυα κύλησαν καυτά στα μάγουλά της. «Ναι», είπε με σπασμένη φωνή. «Ήρθες να τον πάρεις και να τον πας στο σπίτι του;»
45 Μέσα στο μεγάλο μοντέρνο διαμέρισμα που έβλεπε στο Γκόρκι Παρκ της Μόσχας, η λυγερόκορμη νέα γυναίκα και ο πλατύστερνος σύντροφός της ήταν μόνοι στο πελώριο κρεβάτι. Έξω είχε πέσει η νύχτα και τα φώτα της πόλης είχαν ανάψει, διαπερνώντας με τις ακτίνες τους τις πυκνές σκιές. Σε κάποιο δρόμο ακουγόταν κεφάτη μουσική, αλλά μέσα στο διαμέρισμα η μόνη φωτεινή νότα προερχόταν από μια τηλεόραση με επίπεδη οθόνη τοποθετημένη στον τοίχο. Το ζευγάρι ήταν γυμνό και κοίταζε την αναπάντεχη εικόνα που παρουσίαζε το γνώριμο αυτοσχέδιο κελί, την έφηβη κοπέλα που παρακολουθούσαν, έχοντας καταβάλει τη συνδρομή τους για τη Σειρά 4, και την ξαφνική άφιξη ενός ηλικιωμένου. Η τηλεόραση ήταν πλαισιωμένη από δύο μεγάλους μοντέρνους πίνακες γνωστών ζωγράφων που η αξία τους μετριόταν με επταψήφιο νούμερο, αλλά οι γκριζωπές εικόνες στην οθόνη επισκίαζαν την τέχνη. Τα μεταξωτά σεντόνια γύρω από το ζευγάρι ήταν μπερδεμένα, αλλά όχι από τον έρωτα που έκαναν· η νέα γυναίκα είχε γραπώσει τα στρωσίδια πολλές φορές καθώς παρακολουθούσε καθηλωμένη τις σκηνές που εκτυλίσσονταν μπροστά της. Ο άντρας ήταν εξίσου απορροφημένος. Εδώ και μία ώρα είχαν ανταλλάξει ελάχιστες κουβέντες, αν και αισθάνονταν και οι δύο ότι υπόρρητα είχαν διαμειφθεί πολλά ανάμεσά τους. Εκείνος –εν μέρει εγκληματίας και εν μέρει επιχειρηματίας– είχε απαριθμήσει τη μάρκα και το
διαμέτρημα των όπλων που είχε δει, το Κολτ Μάγκνουμ .357 που κρατούσε η Νούμερο 4 και το εννιάρι Ρούγκερ που διέκρινε φευγαλέα στο χέρι του γέρου.greekleech.info Ούτε εκείνος ούτε η όμορφη σύντροφός του αναγνώρισαν το νέο πρόσωπο. Η κάμερα κατέγραφε μόνο το προφίλ του καθώς πλησίαζε τη Νούμερο 4. Στα μάτια του ζευγαριού ο άνθρωπος εκείνος φαινόταν γοητευτικός, αγγελικός, και οι καρδιές τους άρχισαν να χτυπάνε γοργά καθώς προσπαθούσαν να καταλάβουν τη σημασία που είχε η εμφάνισή του για την παράσταση. Ο άντρας αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να πιάσει το πληκτρολόγιο του υπολογιστή του και να απαιτήσει να μάθει ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος, αλλά του ήταν αδύνατο να πάρει τα μάτια του από τη σκηνή που εκτυλισσόταν. Και κάθε σκέψη σχετικά με το διαδραστικό εκείνο ερώτημα έσβησε μονομιάς όταν η ερωμένη του έπιασε σφιχτά το χέρι του και το ακούμπησε στο στήθος της, όπως ακριβώς η Νούμερο 4 έκανε με το αρκουδάκι. Πριν από λίγα μόλις λεπτά, είχαν πιστέψει και οι δύο ότι θα γίνονταν μάρτυρες του θανάτου της Νούμερο 4. Από την πρώτη στιγμή ήταν βέβαιοι πως ήταν γραφτό της να πεθάνει. Αλλά τώρα γινόταν κάτι που φαινόταν να ξεπερνά οποιοδήποτε σενάριο που θα μπορούσαν να είχαν φανταστεί. Ο άντρας ένιωσε να τον κατακλύζει ένα έντονο συναίσθημα. Είχε θεωρήσει πως η Νούμερο 4 ανήκε και σ’ αυτόν, όπως ακριβώς του ανήκαν οι ανεκτίμητοι πίνακες, το χρυσό Ρόλεξ του, η μεγάλη Μερσέντες, το προσωπικό του αεροπλάνο Γκάλφστριμ. Τώρα όμως αισθανόταν τη Νούμερο 4 να ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια του και, προς μεγάλη του έκπληξη, δε θύμωσε ούτε απογοητεύτηκε, μόνο έπιασε τον εαυτό του να την παροτρύνει, χωρίς όμως να μπορεί να πει
ακριβώς τι την παρότρυνε να κάνει. Η σύντροφός του βίωνε πολλά από τα ίδια συναισθήματα, αλλά είχε επηρεαστεί περισσότερο από τη βαθιά αλλαγή και μιλούσε ψιθυριστά στην οθόνη, όπως έκανε όταν έσμιγε με τον άντρα. Όμως, αντί για λέξεις γεμάτες πάθος, χρησιμοποιούσε τη διάλεκτο της αγροτικής Ρωσίας, όπου είχε περάσει την παιδική της ηλικία, και έλεγε ικετευτικά: «Τρέχα, Νούμερο 4! Φεύγα τώρα αμέσως! Σε παρακαλώ».
Όλα όσα συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή ήταν απόλυτα αδιανόητα για τον Μάικλ. Τα πάντα είχαν περιληφθεί στο σενάριο, αλλά όχι αυτό. Τα πάντα είχαν σχεδιαστεί προσεκτικά, αλλά όχι αυτό. Εκείνος λίγο πολύ γνώριζε τι ακριβώς θα συνέβαινε σε κάθε βήμα κάθε φορά που θα έμπαινε ένα νέο στοιχείο, αλλά τώρα δεν ήξερε τι γινόταν. Κοίταζε τις οθόνες που είχε μπροστά του σαν να παρακολουθούσε να εκτυλίσσεται κάτι που συνέβαινε κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, και όχι λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα, σ’ ένα δωμάτιο κάτω απ’ τα πόδια του. Η Λίντα αντέδρασε λίγο πιο γρήγορα. Η πρώτη της ενστικτώδης σκέψη ήταν ότι ο φανταστικός ντετέκτιβ που στοίχειωνε τους εφιάλτες της –ένα μείγμα από Σέρλοκ Χολμς, Μις Μαρπλ και Τζακ Μπάουερ– τελικά είχε εμφανιστεί αναπάντεχα. Πολύ γρήγορα, όμως, παραμέρισε εκείνη τη σκέψη, αφού από την εικόνα που κατέγραφε η κάμερα Β ήταν φανερό ότι, όποιος κι αν ήταν αυτός που βρισκόταν στο κελί με τη Νούμερο 4, σίγουρα δεν ήταν αστυνομικός, παρ’ ότι κρατούσε πιστόλι.
Δεν είχε καταφθάσει κάποιο κομβόι περιπολικών έξω από την αγροικία, με τις σειρήνες να ουρλιάζουν. Δεν ακουγόταν από κάποιον τηλεβόα μια φωνή που να τους προστάζει να παραδοθούν. Στον ουρανό δε διέγραφε κύκλους κάποιο ελικόπτερο. Η Λίντα έτρεξε σ’ ένα παράθυρο κι έριξε μια γρήγορη ματιά στον κόσμο πέρα από τους τοίχους της αγροικίας. Δε φαινόταν ψυχή. Ξαναγύρισε στις οθόνες. «Μάικλ», είπε. «Όποιος κι αν είναι αυτός, είναι μόνος του!» Μιλώντας, διέσχισε το δωμάτιο και πήγε στο τραπέζι με τα όπλα. Ο Μάικλ σηκώθηκε από τη φανταχτερή καρέκλα του κι έτρεξε κοντά της. Κοίταξε βιαστικά τη συλλογή και μετά έβαλε στα χέρια της Λίντα το ΑΚ-47. Ήξερε ότι ο τριαντάσφαιρος γεμιστήρας ήταν γεμάτος και έβαλε στην τσέπη του έναν εφεδρικό. Άνοιξε το μύλο ενός περιστρόφου για να βεβαιωθεί ότι ήταν κι αυτός γεμάτος και το έχωσε στη ζώνη της Λίντα για να έχει κι ένα δεύτερο όπλο. Εκείνος πήρε το δωδεκάρι κυνηγετικό κι άρχισε να βάζει γρήγορα φυσίγγια στο ουραίο. Αλλά αφού το γέμισε και το όπλισε με μια απότομη κίνηση πάνω κάτω, αντί να πάρει ένα από τα ημιαυτόματα πιστόλια από το τραπέζι, έπιασε μια μικρή κάμερα Sony υψηλής ευκρίνειας. «Πρέπει να βιντεοσκοπήσουμε όλο το σκηνικό», είπε. Πήρε έναν από τους φορητούς υπολογιστές κι ένα καλώδιο και συνέδεσε βιαστικά την κάμερα με τον υπολογιστή. Ήξερε πως το όπλο από τη μια και ο υπολογιστής με την κάμερα από την άλλη θα δυσκόλευαν τις κινήσεις του, αλλά ήταν
πολύ σημαντικό να εκπέμπει εικόνες. Στο μυαλό του, οι έννοιες φόνος και κινηματογράφηση είχαν την ίδια βαρύτητα. Η Λίντα έπιασε αμέσως το νόημα. Αν δεν έδειχναν το τέλος της Νούμερο 4, δε θα ακολουθούσε ποτέ η Σειρά 5. Οι πελάτες τους ήθελαν κάτι ολοκληρωμένο. Ήθελαν να δουν αυτό που θα γινόταν, έστω κι αν η κινηματογραφική απόδοση δεν ήταν τέλεια. Περίμεναν ένα τέλος, έστω κι αν δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχαν σχεδιάσει εκείνη και ο Μάικλ. Χωρίς να το εκφράσουν ρητά, αισθάνονταν και οι δύο ανησυχία και κατάπληξη, αλλά και μια δημιουργική έξαψη. Καθώς απασφάλιζε το αυτόματο όπλο της, η Λίντα σκεφτόταν ότι δημιουργούσαν αληθινή τέχνη. Είδε με τη φαντασία της μια παράσταση που δε θα ξεχνούσε ποτέ όποιος την έβλεπε. Οπλισμένοι με φονικά όπλα και καλλιτεχνική ορμή, ο Μάικλ και η Λίντα έτρεξαν στη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο. Τα ποδοβολητά τους αντηχούσαν στις φθαρμένες σανίδες του πατώματος.
Τα αυτιά του Έιντριαν γέμισαν από τις ψιθυριστές αλλά και επιτακτικές φωνές του χορού των φαντασμάτων: Με το μαλακό. Προσεκτικά. Προσπάθησε να επικοινωνήσεις μαζί της. «Ναι», είπε στην Τζένιφερ. «Νομίζω πως ο Καφετούλης πρέπει να πάει σπίτι του πια. Νομίζω πως πρέπει να έρθει και η Τζένιφερ μαζί του. Θα σας πάρω και τους δύο».
Ξαφνικά το πιστόλι στο χέρι της κοπέλας σταμάτησε να τον σημαδεύει. Η Τζένιφερ κατέβασε το χέρι της και τον κοίταξε ερωτηματικά. «Ποιος είσαι; Δε σε ξέρω». Ο Έιντριαν χαμογέλασε. «Είμαι ο καθηγητής Τόμας», απάντησε. Ο τρόπος που της συστήθηκε ακούστηκε φοβερά τυπικός με δεδομένες τις συνθήκες. «Αλλά εσύ μπορείς να με λες Έιντριαν. Ίσως δε με γνωρίζεις, Τζένιφερ, αλλά εγώ σε ξέρω. Μένω κοντά στο σπίτι σου. Μόλις λίγα τετράγωνα παρακάτω. Θα σε πάω τώρα εκεί». «Θα το ήθελα πολύ», είπε εκείνη και έτεινε το πιστόλι προς το μέρος του. «Το χρειάζεσαι αυτό;» «Απλώς άσ’ το κάτω», απάντησε ο Έιντριαν. Η Τζένιφερ υπάκουσε. Πέταξε το πιστόλι στο κρεβάτι. Ένιωσε μια αναπάντεχη ζεστασιά, σαν να γυρνούσε πίσω στο χρόνο, στην εποχή που ήταν παιδί κι έπαιζε έξω μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Εξακολουθούσε να είναι γυμνή, αλλά είχε το αρκουδάκι της κι έναν άγνωστο που δεν ήταν ο άντρας ή η γυναίκα, οπότε, ό,τι κι αν επρόκειτο να της συμβεί τώρα, ήταν πρόθυμη να το δεχτεί. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν ήδη νεκρή. Ίσως να είχε τραβήξει τελικά τη σκανδάλη και αυτός ο ηλικιωμένος άνθρωπος να ήταν στην πραγματικότητα κάτι σαν συνοδός-βοηθός που θα την οδηγούσε στον πατέρα της, ο οποίος περίμενε ανυπόμονα να τη δει να περνάει σε έναν καλύτερο κόσμο. Ίσως να ήταν κάποιος που θα την οδηγούσε για να διαβεί από τη ζωή στο θάνατο. «Νομίζω πως είναι ώρα να πηγαίνουμε», είπε ο Έιντριαν. Την έπιασε προσεκτικά απ’ το χέρι. Δεν είχε ιδέα ποιες θα ήταν οι σωστές κινήσεις από τη σκοπιά ενός αστυνομικού. Σκέφτηκε πως θα έπρεπε να ενεργεί σαν τηλεοπτικός
αστυνομικός, να μιλάει δυνατά, να πάρει τον έλεγχο στα χέρια του κραδαίνοντας το δικό του όπλο και να ανατρέψει την κατάσταση με χολιγουντιανή παλικαριά. Αλλά ο ηλικιωμένος ψυχολόγος που έκρυβε μέσα του του έλεγε ότι, όσο πιεστική κι αν ήταν η κατάσταση, έπρεπε να προχωρήσει με το μαλακό. Η Τζένιφερ ήταν εξαιρετικά εύθραυστη. Βγάζοντάς την από το κελί και από την αγροικία, ήταν σαν να μετέφερε ένα ασταθές αλλά εξαιρετικά πολύτιμο φορτίο. Την οδήγησε έξω απ’ το κελί, στο γεμάτο σκιές υγρό υπόγειο. Δεν είχε κανένα σχέδιο. Τον απασχολούσε τόσο πολύ να βρει την Τζένιφερ, ώστε δεν του είχε περάσει από το νου τι θα έπρεπε να κάνει στη συνέχεια. Ήλπιζε ότι τα φαντάσματά του θα του υποδείκνυαν τα επόμενα βήματα. Ίσως να το έκαναν ήδη αυτό, σκέφτηκε, καθώς βοηθούσε την έφηβη κοπέλα να προχωρήσει. Εκείνη έγειρε πάνω του, σαν να ήταν πληγωμένη. Ο Έιντριαν κούτσαινε εξαιτίας του τραύματος στον αστράγαλό του. Αισθανόταν να τρίβονται κόκαλα στη βάση του ποδιού του και ήξερε πως είχε κάταγμα. Έσφιξε τα δόντια του. Βγαίνοντας από το κελί, άκουσαν το τρομακτικό ποδοβολητό κατευθείαν πάνω από τα κεφάλια τους. Η Τζένιφερ κοκάλωσε αμέσως και διπλώθηκε στα δύο σαν να είχε δεχτεί γροθιά στο στομάχι. Ένας ήχος ανάβλυσε από τα βάθη του στήθους της –όχι μια κραυγή, αλλά ένα γουργούρισμα απόγνωσης, βαθύ, αρχέγονο, γεμάτο τρόμο. Ο Έιντριαν στράφηκε προς την κατεύθυνση του ήχου. Στην γωνιά του υπογείου υπήρχε μια ετοιμόρροπη ξύλινη σκάλα. Εκείνος είχε σκεφτεί αόριστα ότι θα οδηγούσε την Τζένιφερ στο ισόγειο και ότι θα έφευγαν από την πόρτα της κουζίνας, λες και ξαφνικά είχαν γίνει αόρατοι και δε θα
υπήρχε κανείς που θα ήθελε να τους εμποδίσει. Απείχαν μόνο ένα δυο βήματα από τη βάση της σκάλας. Ξαφνικά είδε μια φωτεινή δέσμη να κατεβαίνει ορμητικά κατά μήκος του τοίχου. Άκουσε ένα τρίξιμο και κατάλαβε πως είχε ανοίξει η πάνω πόρτα. Καθώς κοίταζε προς την κορυφή της σκάλας, με τα μάτια καρφωμένα στο φως, αισθάνθηκε κάποιον να τον τραβάει με δύναμη προς τα πίσω. Ήταν η Τζένιφερ, που τον είχε αδράξει από το μπράτσο, κάνοντας τη σκέψη ότι, όποιος κι αν ήταν, σίγουρα ήταν καλύτερος από τον άντρα και τη γυναίκα που το δίχως άλλο καραδοκούσαν στην κορυφή της σκάλας. Το ένστικτο της επιβίωσης την έκανε να τραβήξει τον Έιντριαν στο βάθος του υπογείου. Εκείνος την άφησε να τον παρασύρει προς τα πίσω. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Και ενώ δίσταζε, επιμένοντας ενδόμυχα ότι έπρεπε να καταστρώσει κάποιο σχέδιο, ξαφνικά ξέσπασε πανδαιμόνιο. Μια βροχή από σφαίρες έπεσε από την κορυφή της σκάλας. Το υπόγειο γέμισε θόρυβο και καπνό. Βλήματα των 7,62 χιλιοστών αναπηδούσαν πάνω στους τσιμεντένιους τοίχους και πετάγονταν σφυρίζοντας δεξιά κι αριστερά μέσα στον σκονισμένο αέρα. Χαλάσματα τινάζονταν ολόγυρά τους καθώς ο μικρός χώρος του υπογείου γινόταν κόσκινο. Ο Έιντριαν και η Τζένιφερ βούτηξαν στο πλάι και κόλλησαν στον τοίχο, όσο πιο μακριά μπορούσαν από τις σφαίρες. Και οι δυο ούρλιαζαν σαν να είχαν χτυπηθεί, αλλά δεν είχαν πάθει τίποτε. Αυτό, και με τη μεγαλύτερη τύχη, φαινόταν αδύνατο, αλλά ο Έιντριαν κατάλαβε ότι η γωνία υπό την οποία έπεφταν τα στρατιωτικού τύπου βλήματα,
χτυπώντας πάνω σε τοίχους και πατώματα και σκίζοντας το σκοτάδι και τις σκιές, μείωνε την αποτελεσματικότητα του καταιγισμού. Ήταν ολοφάνερο –αποκλειόταν να πάνε προς τα κει. Η μόνη οδός διαφυγής που τους έμενε ήταν εκείνη που είχε χρησιμοποιήσει για να μπει στο υπόγειο. Το μικρό παράθυρο έλαμπε από το φως που ερχόταν απέξω. Ήταν επικίνδυνο να πάνε προς τα κει –αν αυτοί που πυροβολούσαν κατέβαιναν έστω και ένα δυο σκαλοπάτια, θα μπορούσαν να καλύψουν ολόκληρο το υπόγειο. Το μόνο μέρος όπου μπορούσαν να κρυφτούν ήταν το κελί της Τζένιφερ, αλλά ο Έιντριαν ήξερε ότι η κοπέλα δεν επρόκειτο να ξαναπάει εκεί, ούτε θα της το ζητούσε άλλωστε. Εκείνος την είχε βγάλει, και δεν μπορούσε να της ζητήσει να επιστρέψει στο κελί. Δεν είχε σημασία αν εκείνο το δωμάτιο ήταν το μοναδικό ασφαλές μέρος –πράγμα αμφίβολο–, η Τζένιφερ ποτέ δε θα το αντιμετώπιζε με αυτό το σκεπτικό. Ήταν κουρνιασμένη πλάι του, κρατώντας σφιχτά το αρκουδάκι και το χέρι του, και κλαψούριζε. Έπεσε μια δεύτερη ομοβροντία και οι σφαίρες χαράκωσαν τον αέρα, που γινόταν όλο και πιο βαρύς. Γύρω τους στροβιλιζόταν καπνός γεμάτος σκόνη και διαπεραστικές οσμές κι άρχισαν να βήχουν. Δυσκολεύονταν να ανασάνουν. Μόνο μία έξοδος υπήρχε. Ο Έιντριαν άνοιξε απαλά τα δάχτυλα της Τζένιφερ που είχαν χωθεί στο μπράτσο του. Η κοπέλα φαινόταν πανικόβλητη και δεν ήθελε να τον αφήσει, αλλά όταν της έδειξε το παράθυρο με το πιστόλι του, φάνηκε να καταλαβαίνει. «Πρέπει να φτάσουμε εκεί πάνω», της είπε ψιθυριστά, και η φωνή του ακούστηκε βραχνή μέσα στον ορυμαγδό.
Στην αρχή, τα μάτια της κοπέλας ήταν θολά από το φόβο. Αλλά όταν έστρεψε το βλέμμα της προς το παράθυρο, που ήταν σε ύψος περίπου δυόμισι ή τριών μέτρων, τα μάτια της καθάρισαν και ο Έιντριαν είδε πως κατάλαβε τι της είχε πει. Φάνηκε να παίρνει δύναμη, λες και είχε ωριμάσει εκείνη ακριβώς τη στιγμή, περνώντας από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας στην ενηλικίωση, και όλα αυτά εξαιτίας των πυροβολισμών. «Μπορώ να το κάνω», του είπε σιγανά, κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά. Θα έπρεπε να είχε φωνάξει για να ακουστεί πάνω απ’ το θόρυβο, αλλά ο Έιντριαν κατάλαβε την απάντησή της με τη διαύγεια που προκαλεί ο κίνδυνος. Σηκώθηκε από εκεί όπου είχαν κουρνιάσει κι άρχισε να παίρνει παλιά έπιπλα, στραπατσαρισμένα αντικείμενα που κάποτε ήταν μέρος της ζωής στην αγροικία –μια σπασμένη βάση λεκάνης, δυο ξύλινες καρέκλες–, να τα σέρνει απελπισμένα στην άλλη πλευρά του υπογείου και να τα κολλάει στον τοίχο κάτω απ’ το παράθυρο. Έπρεπε να βρει αρκετά για να σκαρφαλώσουν και να το φτάσουν. Ο σπασμένος αστράγαλός του τον πονούσε φοβερά και για μια στιγμή ο Έιντριαν διερωτήθηκε μήπως είχε χτυπηθεί από σφαίρα. Έπειτα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε καμιά σημασία.
Στην κορυφή της σκάλας, ο Μάικλ βιντεοσκοπούσε πάνω από τον ώμο της Λίντα ενώ εκείνη έριχνε ριπές με το ΑΚ-47. Φρόντιζε να μη βλέπει το πρόσωπό της ο φακός για να μην μπορεί να την αναγνωρίσει κανείς. Οι πυροβολισμοί ήταν εκκωφαντικοί, κι όταν η Λίντα σταμάτησε να ρίχνει, έσκυψαν
και οι δύο να κοιτάξουν στο υπόγειο. Ο Μάικλ αμφέβαλλε αν είχαν καταφέρει να σκοτώσουν τη Νούμερο 4 και το γέρο. Ενδεχομένως να τους είχαν τραυματίσει. Σίγουρα τους είχαν φοβίσει. Ο Μάικλ δεν ξεχνούσε το πιστόλι που κρατούσε ο γέρος. Και η Νούμερο 4 μπορεί να ήταν οπλισμένη. Στο κάτω κάτω, είχε το Μάγκνουμ που της είχαν δώσει για την αυτοκτονία της μπροστά στο φακό. Ο Μάικλ προσπαθούσε να σκεφτεί λογικά και αναλυτικά, έστω κι αν η αδρεναλίνη κυλούσε ορμητικά μέσα του και το μάτι του ήταν κολλημένο στο σκόπευτρο της κάμερας. «Το πιστόλι που έδωσες στη Νούμερο 4...» είπε στη Λίντα. Μιλούσε σιγανά, ελπίζοντας ότι το μικρόφωνο της κάμερας δε θα έπιανε τη φωνή του, παρ’ ότι ήξερε ότι κάποια από τα λόγια του σίγουρα θα καταγράφονταν και θα μεταδίδονταν στο Διαδίκτυο. «Πόσες σφαίρες είχε...;» «Μόνο μία», απάντησε η Λίντα. Κράτησε το ΑΚ-47 στο ύψος του γοφού της και τύλιξε το δάχτυλό της γύρω απ’ τη σκανδάλη. Όπως ακριβώς είχε παρατηρήσει ο Έιντριαν, ήξερε ότι, αν κατέβαινε μερικά σκαλοπάτια, θα ήταν σε θέση να καλύψει αποτελεσματικά ολόκληρο το υπόγειο. Αλλά τότε θα ήταν πολύ δύσκολο για τον Μάικλ να συνεχίσει τη βιντεοσκόπηση. Σαν κινηματογραφιστής που προετοίμαζε την κάθε λήψη για μια περίπλοκη ακολουθία δράσης –με αυτοκίνητα που έτρεχαν, εκρήξεις και ηθοποιούς που σκόρπιζαν προς κάθε κατεύθυνση–, η Λίντα έκανε νοερά μερικούς γρήγορους υπολογισμούς. «Αν τους ορμήσουμε...» άρχισε να λέει, αλλά ο Μάικλ τη διέκοψε. «Άκου», της είπε. «Τι είναι αυτός ο ήχος;» Προσπάθησαν και οι δύο ν’ ακούσουν πάνω από το
κουδούνισμα που είχαν προκαλέσει στ’ αυτιά τους οι εκπυρσοκροτήσεις του αυτόματου μέσα σε τόσο περιορισμένο χώρο. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβουν ότι αυτό που άκουγαν ήταν το σύρσιμο πραγμάτων πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο και η τοποθέτησή τους κοντά σε κάποιον τοίχο. Στην αρχή ο Μάικλ φαντάστηκε πως ο γέρος και η Νούμερο 4 έστηναν κάποιο φράγμα για να ταμπουρωθούν και να πολεμήσουν. Έφερε στο νου του την εικόνα του υπογείου, προσπαθώντας να υπολογίσει ποιο ήταν το καλύτερο σημείο για ένα αυτοσχέδιο χαράκωμα όπου θα κρύβονταν τα στριμωγμένα ποντίκια. Καθώς το έκανε αυτό, θυμήθηκε το μικρό, αραχνιασμένο παράθυρο. Ήταν η μόνη οδός διαφυγής που απέμενε ή, αν η Λίντα κι εκείνος έφταναν πρώτοι εκεί, το σημείο απ’ όπου θα μπορούσαν να ρίξουν στο υπόγειο με όλα τα όπλα τους και ταυτόχρονα να κάνουν βιντεοσκόπηση. Ο Μάικλ άγγιξε την ερωμένη του στον ώμο κι έφερε το δάχτυλο στα χείλη, δείχνοντάς της ότι δεν έπρεπε να μιλήσει. Της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει, αφού πρώτα έριχνε άλλη μια ριπή. Εκείνη υπάκουσε, γαζώνοντας τον στενό χώρο της σκάλας και στέλνοντας μια βροχή από σφαίρες στο υπόγειο μέχρι που άδειασε ο γεμιστήρας. Πήρε τον δεύτερο γεμιστήρα από την τσέπη του Μάικλ και τον τοποθέτησε επιδέξια, τραβώντας το ουραίο ώστε να είναι έτοιμη να πυροβολήσει. Μετά τον ακολούθησε βιαστικά.
Η Τέρι Κόλινς χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να
καταλάβει τι γινόταν. Από κει όπου στεκόταν μαζί με τον Μαρκ Γουλφ δίπλα στο αυτοκίνητο του Έιντριαν, οι πυροβολισμοί φαίνονταν ασύνδετοι, σαν να ακούγονταν από κάποια τηλεόραση σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Αυτό που άκουγε έπρεπε να μεταφραστεί σε μια εικόνα στο μυαλό της, για να μπορέσει να αντιδράσει κι εκείνη με ξεκάθαρο τρόπο. Έστω κι αν το σπίτι έπνιγε τους ήχους, ο θόρυβος των πυροβολισμών από αυτόματα όπλα ήταν χαρακτηριστικός. Πριν από χρόνια, η Τέρι περνούσε ατέλειωτες ώρες μέσα στο παλιό αυτοκίνητό της μαζί με τα μικρά παιδιά της, που γκρίνιαζαν, περιμένοντας να τελειώσει ο πρώην άντρας της τη σκοποβολή που έκανε σ’ ένα στρατιωτικό σκοπευτήριο, όπου ήταν πολύ συνηθισμένο να αδειάζει κανείς γεμιστήρες των εκατό σφαιρών εναντίον σταθερών στόχων που υποτίθεται ότι ήταν τρομοκράτες. Η αναγνώριση των ήχων την έκανε να νιώσει σαν να τη διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Στράφηκε στον Μαρκ Γουλφ. «Ειδοποίησε να έρθει βοήθεια!» του φώναξε. Εκείνος άρχισε να πληκτρολογεί αδέξια στο κινητό, ενώ η Τέρι έτρεχε στο αυτοκίνητό της. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ κι έβγαλε από μέσα ένα μαύρο αλεξίσφαιρο γιλέκο που πάντα είχε εκεί. Της το είχε κάνει δώρο η γειτόνισσά της η Λόρι πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμη απλή αστυφύλακας, και δεν το είχε φορέσει ούτε μια φορά από τότε που το είχε ξετυλίξει σε μια πρωινή χριστουγεννιάτικη συγκέντρωση. «Δώσ’ τους τη σωστή διεύθυνση», φώναξε πάνω απ’ τον ώμο της. «Πες τους ότι χρειαζόμαστε τους πάντες. Ότι γίνεται χρήση αυτόματων όπλων. Πες να στείλουν κι ένα ασθενοφόρο! Αν χρειαστεί, πες τους ότι χτυπήθηκε αστυνομικός. Αυτό θα τους κάνει να κινηθούν γρήγορα». Έσφιξε το γιλέκο γύρω απ’ το στήθος της, κλείνοντας τα
Βέλκρο. Της φάνηκε πολύ μικρό και σαθρό. Κατόπιν έφερε μια σφαίρα στη θαλάμη του όπλου της. Άκουσε άλλη μια μακρινή ομοβροντία. Χωρίς να το σκεφτεί, ξέροντας μόνο ότι έπρεπε να πάει εκεί όπου έπεφταν οι πυροβολισμοί, άρχισε να τρέχει. Η τελευταία εντολή που έδωσε πάνω από τον ώμο της ήταν: «Περίμενε εδώ. Πες τους πού έχω πάει!» Τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με το πιστόλι στο χέρι, έτρεξε προς το δρόμο που οδηγούσε στην παλιά αγροικία. Ο Γουλφ πληκτρολόγησε τον αριθμό και την κοίταζε καθώς η Τέρι έστριβε στη γωνία. Όταν απάντησαν από το κέντρο της τοπικής αστυνομίας, ο τόνος του ήταν κοφτός και ξεκάθαρος. «Στείλτε βοήθεια», είπε. «Μπόλικη βοήθεια. Μια ντετέκτιβ δίνει μάχη». Έδωσε στην τηλεφωνήτρια τη διεύθυνση και άκουσε αμέσως τη σοκαρισμένη γυναίκα να λέει ξέπνοα: «Θα χρειαστεί αρκετή ώρα για να φτάσει η πολιτειακή αστυνομία εκεί πέρα. Τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά». «Δεν υπάρχουν δεκαπέντε λεπτά», απάντησε απότομα ο Γουλφ, και μετά έκλεισε. Η τύπισσα δεν έχει αντιμετωπίσει ξανά τέτοια κλήση, σκέφτηκε. Έστρεψε το βλέμμα του στο μονοπάτι που είχε πάρει η Τέρι Κόλινς. Η ντετέκτιβ είχε χαθεί στη στροφή μετά το στραπατσαρισμένο γραμματοκιβώτιο. Το δάσος δίπλα στην είσοδο του δρόμου ήταν πολύ πυκνό και ο Γουλφ δεν μπορούσε να την ξεχωρίσει· ήταν σαν να την είχαν καταπιεί αμέσως τα δέντρα. Εκείνος δεν ήξερε τι να κάνει. Του είχε πει να περιμένει. Το δειλό μέρος του εαυτού του δεν είχε καμία
αντίρρηση να βρει ένα ασφαλές σκιερό μέρος και να αφήσει να εξελιχθούν τα πράγματα χωρίς να αναμειχθεί άμεσα ο ίδιος. Αλλά το φυσικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης πάλευε με ένα άλλο μέρος της προσωπικότητάς του, το μέρος που ήθελε να δει τι γινόταν και ήταν πρόθυμο να πάρει οποιοδήποτε ρίσκο για να ικανοποιήσει εκείνη την ιδιαίτερα έντονη περιέργεια και την ανυποχώρητη επιθυμία. Αυτό που είχε σημασία ήταν να βλέπει τα πάντα από κοντά. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να τρέχει πίσω από την ντετέκτιβ, αν και επαναλάμβανε διαρκώς στον εαυτό του, ακολουθώντας το ρυθμό των διασκελισμών του, να κρατηθεί πίσω, να μείνει κρυμμένος και να αφήσει το σκηνικό να εξελιχθεί μπροστά του. Πλησίασε, αλλά όχι υπερβολικά, επέμεινε, ενώ τα πόδια του φαίνονταν να έχουν δική τους θέληση.
Ο Έιντριαν ισορρόπησε πάνω στα σαραβαλιασμένα πράγματα και βοήθησε την Τζένιφερ να ανέβει δίπλα του. Αισθανόταν το κατασκεύασμα που είχε φτιάξει μέσα στον πανικό του να γέρνει κάτω από το βάρος τους και να ταλαντεύεται, απειλώντας να καταρρεύσει. Έχωσε το πιστόλι στην τσέπη του, ελπίζοντας ότι δε θα του έπεφτε, και μετά ένωσε τα χέρια του για να πατήσει η γυμνή κοπέλα. Εκείνη σήκωσε το πόδι της και κρατήθηκε από τον ώμο του για να σταθεροποιηθεί, χωρίς όμως ν’ αφήσει το αρκουδάκι της. Γρυλίζοντας από την προσπάθεια, ο Έιντριαν τη σήκωσε με δύναμη προς το παράθυρο. Η Τζένιφερ αρπάχτηκε από το
πλαίσιο. Ο Έιντριαν την είδε να πετάει το αρκουδάκι έξω και να πιάνει το θρυμματισμένο ξύλο. Για μια στιγμή η κοπέλα ταλαντεύτηκε, κι έπειτα, κάνοντας σαν ψάρι που σπαρταρούσε πάνω στο κατάστρωμα της βάρκας, κατάφερε να ανέβει και να βγει απ’ το παράθυρο. Ο Έιντριαν έβγαλε έναν πνιχτό αναστεναγμό ανακούφισης. Είχε ξαφνιαστεί κάπως απ’ αυτό που είχε κάνει. Δεν ήξερε πώς θα κατάφερνε να σκαρφαλώσει ο ίδιος. Από κει όπου ήταν ανεβασμένος –σαν πουλί κουρνιασμένο πάνω σ’ ένα ετοιμόρροπο κλαδί– κοίταξε γύρω για να βρει κάτι που θα μπορούσε ίσως να προσθέσει στο σωρό και να μειώσει την απόσταση απ’ το παράθυρο. Δεν είδε τίποτα. Μια μοιρολατρική διάθεση άρχισε να του τρώει τα σωθικά. Η Τζένιφερ μπορεί να το βάλει στα πόδια. Εγώ έχω κολλήσει εδώ. Θα ήθελα να βγω από δω μέσα, αλλά δεν μπορώ. Καθώς άρχισαν να τον κυριεύουν αυτές οι γεννημένες από την ηττοπάθεια σκέψεις, άκουσε ένα θόρυβο από πάνω. «Καθηγητά, γρήγορα!» Η Τζένιφερ ήταν σκυμμένη από το παράθυρο, η μισή μέσα και η μισή έξω, και είχε απλώσει το λιπόσαρκο χέρι της προς το μέρος του. Ο Έιντριαν σκέφτηκε πως αποκλειόταν να έχει τη δύναμη να τον βοηθήσει. «Προσπάθησε, γαμώτο, Όντι! Προσπάθησε!» Ήταν ο Μπράιαν και του φώναζε στ’ αυτί. Ο Έιντριαν κοίταξε ψηλά. Μόνο που αυτή τη φορά στο παράθυρο δεν ήταν σκυμμένη η Τζένιφερ, αλλά η Κάσι. «Έλα, Όντι», του είπε ικετευτικά.
Εκείνος δε δίστασε. Την έπιασε σφιχτά απ’ το μπράτσο, έχωσε τα νύχια του στον τοίχο και έσπρωξε με όλη του τη δύναμη και με τα δύο πόδια, και το γερό και το σπασμένο. Ένιωσε το σωρό των πραγμάτων να γκρεμίζεται από κάτω του και για μια στιγμή φάνηκε να μένει μετέωρος. Ταυτόχρονα όμως, αισθάνθηκε να χτυπάει με δύναμη πάνω στο τσιμέντο και νόμισε πως έπεφτε, ώσπου συνειδητοποίησε ότι δε συνέβαινε κάτι τέτοιο, ότι είχε αρπαχτεί από το πλαίσιο του παραθύρου, βυθίζοντας τα ματωμένα νύχια του στο ξύλο. Τίναξε τα πόδια του με μανία. Δεν πίστευε πως είχε τη δύναμη να κάνει την έλξη που χρειαζόταν, αλλά επιστράτευσε τη λιγοστή δύναμη που του είχε απομείνει κι ένιωσε να τον σηκώνουν, από τη μια η κοπέλα που τον είχε πιάσει από το γιακά του σακακιού του, κι από την άλλη οι αναμνήσεις του. Φτερά, είπε με τη φαντασία του. Και ξαφνικά είδε πάνω απ’ το κεφάλι του το φως του ήλιου. Βγήκε σέρνοντας απ’ το παράθυρο, ενώ η Τζένιφερ τον βοήθησε να καλύψει το τελευταίο μισό μέτρο. Ο γέρος και η γυμνή κοπέλα έγειραν εξαντλημένοι πάνω στον τοίχο της αγροικίας. Η Τζένιφερ ρουφούσε τον καθαρό αέρα σαν να ήταν η καλύτερη σαμπάνια, ενώ ο ήλιος έλουζε το πρόσωπό της. Άλλη μια ανάσα ακόμη, είπε στον εαυτό της, και μετά μπορώ να πεθάνω, γιατί αυτή η γεύση είναι υπέροχη. Ο Έιντριαν αγωνίστηκε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Έβλεπε την πόρτα του αχυρώνα στην άλλη πλευρά του ανοιχτού χώρου που είχε διασχίσει τρέχοντας προηγουμένως. Από την πέρα άκρη του αχυρώνα ήταν πιο κοντά η ασφάλεια του δάσους. Αν κατάφερναν να φτάσουν εκεί, θα μπορούσαν
να κρυφτούν. Έπιασε την Τζένιφερ από τον ώμο και της έδειξε απεγνωσμένα προς εκείνη την κατεύθυνση –εκεί θέλουμε να πάμε. Και τότε μια βροχή από σφαίρες του ΑΚ-47 καρφώθηκαν στον τοίχο πάνω απ’ τα κεφάλια τους και στο έδαφος μπροστά στα πόδια τους. Σβόλοι χώματος τινάχτηκαν στα πρόσωπά τους, ενώ κομμάτια ξύλου και μονωτικού υλικού έπεσαν στα κεφάλια τους. Ήταν σαν να χτυπούσε κάποιος ξέφρενα ένα πελώριο τύμπανο. Τραβήχτηκαν απότομα, κόλλησαν ο ένας πάνω στον άλλο και η Τζένιφερ άρχισε να ξεφωνίζει πάλι, αν και η φωνή της δεν είχε αρκετή δύναμη για να ακουστεί πάνω από το ασταμάτητο κροτάλισμα του πολυβόλου. Ήταν λες και το θανάσιμο σφυροκόπημα ξεπηδούσε από το ανοιχτό της στόμα. Η Λίντα και ο Μάικλ είχαν χωριστεί. Εκείνη είχε πάει στο πίσω μέρος και πυροβολούσε από τη γωνία του σπιτιού. Ήταν δύσκολο να σημαδέψει χωρίς να εκτεθεί, γι’ αυτό στηριζόταν στον καταιγισμό πυρών για να κάνει τη δουλειά της. Ο Μάικλ είχε πάει τρέχοντας στην πρόσοψη, πέρα από το παλιό ημιφορτηγό του, που του πρόσφερε αρκετή κάλυψη ώστε να συνεχίσει τη βιντεοσκόπηση. Είχε χαμηλώσει το κυνηγετικό όπλο και είχε σηκώσει την κάμερα, ακουμπώντας τον φορητό υπολογιστή πάνω στην οροφή της καμπίνας του αυτοκινήτου. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν φοβερή παράσταση. Ενώ οι σφαίρες έπεφταν βροχή, η Τζένιφερ ξεφώνιζε και είχε τα χέρια πάνω στ’ αυτιά της. Κόλλησε στον Έιντριαν. Εκείνος είχε βάλει το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό της, λες και μπορούσε έτσι να αποκρούσει τα πυρά. Είχε κλείσει τα
μάτια του και περίμενε ότι θα πέθαινε από στιγμή σε στιγμή. «Όντι, άκουσέ με! Δεν τελείωσαν όλα!» Ο Έιντριαν γύρισε και είδε τον Μπράιαν. Ήταν ο Μπράιαν του Βιετνάμ, ένας νεαρός αξιωματικός στον πόλεμο με άντρες που ήταν ελάχιστα μεγαλύτεροι από την Τζένιφερ. Η φόρμα του ήταν γεμάτη βρόμα και είχε το κράνος κατεβασμένο χαμηλά πάνω στο κεφάλι του. Ήταν ιδρωμένος, μέσα στη λέρα, και ήταν πεσμένος μπρούμυτα στο έδαφος, καθώς τοποθετούσε το γεμιστήρα στο Μ-16 του. Το πρόσωπό του ήταν μια μάσκα αποφασιστικότητας. Δεν έδειχνε ίχνος φόβου. «Έλα, Όντι! Ρίξ’ τους κι εσύ, που να πάρει οργή! Ανταπόδωσε τα πυρά!» Ο Μπράιαν έριξε μια παρατεταμένη ριπή, έχοντας ρυθμίσει το όπλο του στο αυτόματο. Ξαφνικά ο Έιντριαν είδε την άκρη του σπιτιού απ’ όπου έριχνε η Λίντα να γίνεται κομμάτια. Ένα παράθυρο θρυμματίστηκε και τα γυαλιά τινάχτηκαν στον ουρανό. Χαμήλωσε το βλέμμα του και είδε ότι είχε βγάλει το εννιάρι πιστόλι του αδερφού του και με κάποιον τρόπο είχε καταφέρει να σταθεί γονατιστός. Οι σφαίρες που χτυπούσαν το σπίτι ήταν οι δικές του. Η Λίντα τραβήχτηκε, με κομμένη την ανάσα. Μια σφαίρα είχε χαράξει τον τοίχο πάνω ακριβώς απ’ το κεφάλι της και μια σχίζα της είχε κόψει το μάγουλο. Κόλλησε στον τοίχο για να βγει από τη γραμμή πυρός και άγγιξε το κόψιμο. Βλέποντας αίμα στα ακροδάχτυλά της εξοργίστηκε. «Καταπληκτικό!» φώναξε ο Μπράιαν. «Μην τους αφήσεις να σε πλευροκοπήσουν, Όντι. Συνέχισε τα πυρά προκάλυψης!» Ο Έιντριαν τράβηξε τη σκανδάλη ξανά και ξανά. Ολόγυρά
του έπεφταν οι κάλυκες. Άκουσε τον Τόμι να του φωνάζει στ’ αυτί: «Τώρα, μπαμπά! Τώρα είναι η ευκαιρία!» Χωρίς να πάψει να πυροβολεί, ο Έιντριαν φώναξε στην Τζένιφερ: «Τώρα! Τρέχα τώρα! Τρέχα!» Η Τζένιφερ δεν ξεχώρισε τα λόγια του, αλλά το νόημα ήταν ξεκάθαρο. Πήγαινε στον αχυρώνα. Χρησιμοποίησέ τον για κάλυψη. Τρέχα στο δάσος. Φύγε. Κρύψου. Ξέφυγε απ’ το θάνατο. Πετάχτηκε όρθια και, χωρίς δισταγμό, άρχισε να τρέχει. Με όλη της τη δύναμη, πιο γρήγορα απ’ όσο είχε φανταστεί ποτέ ότι μπορούσε, όπως ακριβώς είχε ονειρευτεί όσο ήταν παγιδευμένη στο κελί της. Αισθανόταν τον άνεμο να τη χαϊδεύει, σαν την ανάσα ενός τυφώνα στη ράχη της που την έσπρωχνε προς την ασφάλεια του αχυρώνα. Ο Έιντριαν σηκώθηκε με κόπο πίσω της. Έτρεξε κι αυτός, αλλά ήταν ένα ερείπιο που κούτσαινε και ο σπασμένος αστράγαλός του τον έκανε να παραπατάει σε κάθε βήμα. Έριχνε καθώς έτρεχε, προσπαθώντας να διαπεράσει τη γωνία του σπιτιού, ελπίζοντας ότι κάποια τυχερή βολή θα έβρισκε το στόχο της. Είχε καταφέρει να φτάσει μόνο στα μισά της απόστασης, όταν ένα ξαφνικό, πανίσχυρο χτύπημα σαν κεραυνός τον σήκωσε ψηλά και μετά τον πέταξε στο έδαφος σαν να ήταν πούπουλο. Το πρόσωπό του χτύπησε με γδούπο στο υγρό έδαφος. Ένιωσε στο στόμα του τη γεύση του χώματος, ενώ τα αυτιά του κουδούνιζαν και ο πόνος ανέβηκε από τα πόδια στη μέση του και τελικά στην καρδιά του, που για μια στιγμή πίστεψε ότι θα σταματούσε. Δεν μπορούσε να σχηματίσει τη λέξη χτυπήθηκα στο μυαλό του, αν και αυτό είχε συμβεί. Δεν κατάφερνε να εστιάσει το θολό βλέμμα του, λες και
είχε ξαφνικά πέσει η νύχτα μπροστά στα μάτια του. Αναρωτήθηκε αν η Τζένιφερ είχε κατορθώσει να φτάσει στον αχυρώνα, το πρώτο βήμα προς την ασφάλεια. Ήλπιζε ότι η Κάσι, ο Μπράιαν και ο Τόμι θα την οδηγούσαν στον υπόλοιπο δρόμο, αφού ήξερε ότι ο ίδιος δεν μπορούσε πια να το κάνει. Έκλεισε τα μάτια του κι άκουσε έναν δυσοίωνο ήχο. Ένα κλικ-κλακ. Δεν ήξερε πως αυτός ήταν ο ήχος που έκανε ένα κυνηγετικό όπλο όταν πεταγόταν ο κάλυκας και έμπαινε στη θαλάμη ένα καινούριο φυσίγγιο, αλλά κατάλαβε ότι ήταν ο ήχος του θανάτου.
Όταν ο Έιντριαν είχε αρχίσει να τρέχει για να διασχίσει τον ανοιχτό χώρο, ο Μάικλ είχε αφήσει την κάμερα πάνω στο καπό του ημιφορτηγού. Την είχε ρυθμίσει στην αυτόματη λειτουργία ώστε να συνεχίσει να καταγράφει και της είχε δώσει μια πλευρική κλίση για να τραβάει υπό λοξή γωνία. Στα πλάνα φαινόταν από πίσω καθώς προχωρούσε. Ήξερε ότι παρέμενε ανώνυμος. Το μόνο που θα έβλεπαν οι πελάτες ήταν η πλάτη του. Είχε ρίξει μόνο μία βολή με το δωδεκάρι όπλο του. Τα σκάγια είχαν πετύχει τον Έιντριαν στους μηρούς και στους γοφούς, σηκώνοντάς τον ψηλά και ρίχνοντάς τον στο έδαφος με τη δύναμη ενός αμυντικού παίκτη του ράγκμπι ή ενός ποδοσφαιριστή που κάνει τάκλινγκ αρκετά βίαιο για να του κοστίσει μια κόκκινη κάρτα. Ο Μάικλ έβγαλε προσεκτικά τον κάλυκα κι έφερε το όπλο στον ώμο του, σημαδεύοντας με ακρίβεια αυτή τη φορά τον
άνθρωπο που ήταν πεσμένος στο χώμα μπροστά του. Δώσε ένα τέλος σ’ αυτή την παράσταση, σκέφτηκε. Δεν άκουσε την κίνηση πίσω του, μέχρι που η διαπεραστική εντολή έσκισε τον αέρα. «Αστυνομία! Ακίνητος! Πέτα το όπλο σου!» Ο Μάικλ αιφνιδιάστηκε. Δίστασε. «Πέτα το όπλο, είπα!» Εκείνος απλούστατα δεν είχε φανταστεί κάτι τέτοιο. Διάφορες σκέψεις τον σφυροκοπούσαν. Πού είναι η Λίντα; Ποια είναι αυτή; Η Νούμερο 4 ξόφλησε πια. Τι γίνεται; Αλλά εκείνες οι σκέψεις ήταν κενές και άσχετες. Και, αντί να υπακούσει, ο Μάικλ έκανε απότομα μεταβολή, στρέφοντας την κάννη προς τον αλλόκοτο ήχο του ατόμου που του έδινε διαταγές. Δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει οτιδήποτε άλλο πέρα από το να σκοτώσει εκείνο το άτομο και να συνεχίσει την ολοκλήρωση της Σειράς 4, που ήταν πολύ πιο σημαντικό πράγμα. Δεν πρόλαβε να το κάνει. Η Τέρι Κόλινς ήταν συσπειρωμένη σε θέση βολής κοντά στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού. Κρατούσε το πιστόλι της και με τα δύο χέρια και είχε σημαδέψει προσεκτικά. Της φάνηκε ότι ο Μάικλ έκανε μεταβολή σε αργή κίνηση, στρέφοντας προς το μέρος της το στήθος του. Της ήταν αδύνατον να καταλάβει για ποιο λόγο δεν είχε πετάξει το όπλο του. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τα καταφέρει. Τον πυροβόλησε πέντε φορές, όπως ακριβώς είχε διδαχτεί. Μην κάνετε λάθος. Ρίξτε για να σκοτώσετε. Το πιστόλι της ντετέκτιβ βρυχήθηκε εκκωφαντικά. Τόσα χρόνια που ήταν μέλος της αστυνομικής δύναμης της μικρής
κολεγιακής πόλης, η Τέρι δεν είχε χρειαστεί ούτε μια φορά να βγάλει το όπλο από τη θήκη του, παρά μόνο για να κάνει εξάσκηση στο σκοπευτήριο. Τώρα, στην πρώτη αυτή περίπτωση που αναγκαζόταν να το χρησιμοποιήσει στα σοβαρά, προσπαθούσε να θυμηθεί όλα όσα έπρεπε να κάνει και να τα κάνει σωστά. Κατά την εκπαίδευσή της είχε μάθει ότι δε δίνονταν δεύτερες ευκαιρίες. Αλλά το όπλο φαινόταν να έχει τη δική του θέληση, πράγμα που βοήθησε. Ήταν σαν να σημάδευε και να έριχνε από μόνο του· εκείνη κατάλαβε πολύ αόριστα ότι είχε τραβήξει τη σκανδάλη. Οι σφαίρες με την ατσάλινη επένδυση καρφώθηκαν στο κορμί του Μάικλ. Η απόσταση ήταν μικρή και η ορμή των βλημάτων τον σήκωσε ψηλά και τον πέταξε προς τα πίσω. Ήταν νεκρός πριν αντικρίσουν τα μάτια του για τελευταία φορά τον ουρανό. Η Τέρι Κόλινς άφησε την ανάσα της να βγει, εξαντλημένη. Έκανε ένα βήμα μπροστά, ζαλισμένη. Το κεφάλι της γύριζε, αλλά τα νεύρα της ήταν τεντωμένα στο έπακρο. Το βλέμμα της καρφώθηκε στη μορφή που ήταν πεσμένη μπροστά της. Ένας πελώριος ματωμένος λεκές είχε πάρει τη θέση του στήθους. Το θέαμα του ανθρώπου που είχε σκοτώσει την υπνώτισε. Θα είχε μείνει σ’ εκείνη τη στάση, ασάλευτη, αν δεν ακουγόταν η ξαφνική κραυγή. Η Λίντα είδε το θάνατο του εραστή της από την άκρη της αγροικίας. Ένα τελεσίδικο, φρικτό θέαμα. Είδε την αστυνομικό να στέκεται πάνω από τον Μάικλ. Είδε το αίμα. Ήταν σαν να ξεριζωνόταν απ’ την καρδιά της το πιο σημαντικό κομμάτι του εαυτού της.
Όρμησε τρέχοντας, με μάτια γεμάτα δάκρυα και πανικό, αδειάζοντας το ΑΚ-47 ενώ ούρλιαζε: «Μάικλ! Μάικλ! Όχι!» Οι σφαίρες χτύπησαν την Τέρι Κόλινς. Καρφώθηκαν στο γιλέκο της και τη γύρισαν σαν σβούρα. Η Τέρι ένιωσε το όπλο να φεύγει απ’ το χέρι της όταν μια σφαίρα την πέτυχε στον καρπό. Μια άλλη τη χτύπησε πάνω απ’ την κορυφή του γιλέκου, σχίζοντας το λαιμό της σαν μαχαίρι. Προσγειώθηκε ανάσκελα, με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό. Ένιωθε το αίμα να αναβλύζει καυτό στο στήθος της, να την πνίγει, και κάθε ανάσα της γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Ήξερε πως θα έπρεπε να σκέφτεται τα παιδιά της, το σπίτι της, και όλα όσα δε θα ξανάβλεπε, αλλά ο πόνος τη σάρωσε αδυσώπητα, καλύπτοντας τα μάτια της σαν μαύρο σάβανο. Δεν πρόλαβε να πει στον εαυτό της Δε θέλω να πεθάνω πριν αφήσει την τελευταία ανάσα της. Η Λίντα εξακολουθούσε να τρέχει. Πέταξε το πολυβόλο και τράβηξε το πιστόλι που είχε βάλει ο Μάικλ στη ζώνη της. Ήθελε να συνεχίσει να πυροβολεί, λες και, σκοτώνοντας ξανά και ξανά την αστυνομικό, θα μπορούσε να αντιστρέψει το χρόνο και να φέρει πίσω τον Μάικλ. Πήγε κατευθείαν δίπλα του. Ρίχτηκε πάνω στον εραστή της, τον ανασήκωσε και τον λίκνισε στην αγκαλιά της, σαν την Παναγία του Μικελάντζελο με τον σταυρωμένο Χριστό. Χάιδεψε το πρόσωπό του, προσπαθώντας να σκουπίσει το αίμα από τα χείλη του, λες και μπορούσε έτσι να του ξαναδώσει ζωή. Από τα δικά της χείλη ανάβλυσε ένα πονεμένο ουρλιαχτό. Έπειτα ο πόνος έδωσε τη θέση του στην τυφλή οργή. Τα μάτια της στένεψαν από ασυγκράτητο μίσος. Πετάχτηκε όρθια και άρπαξε το πιστόλι της. Είδε το γέρο που ήταν
πεσμένος στο έδαφος. Δεν ήξερε ποιος ήταν, ούτε πώς είχε καταφέρει να φτάσει ως εκεί, αλλά ήταν σίγουρη πως εκείνος έφταιγε για όλα. Δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός, αλλά το βέβαιο ήταν πως δεν του άξιζε να ζήσει. Η Λίντα ήξερε επίσης ότι και η Νούμερο 4 πρέπει να βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Σκότωσέ τους. Σκότωσέ τους και τους δύο. Και μετά μπορείς να αυτοκτονήσεις και να είσαι μαζί με τον Μάικλ για πάντα. Σήκωσε το πιστόλι της και σημάδεψε προσεκτικά το γέρο. Ο Έιντριαν την είδε τι πήγαινε να κάνει. Αν μπορούσε να σαλέψει, να συρθεί κάπου για να καλυφθεί ή να πιάσει το δικό του όπλο και να τη σημαδέψει, θα το έκανε, αλλά ήταν αδύνατον. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει. Σκέφτηκε πως δεν τον πείραζε να πεθάνει εκεί πέρα, αρκεί να γλίτωνε η Τζένιφερ. Έτσι κι αλλιώς, αυτό σκόπευε να κάνει στον εαυτό του από την πρώτη στιγμή. Αλλά η αυτοκτονία του είχε ματαιωθεί όταν είδε να απάγουν την κοπέλα μπροστά στο σπίτι του. Αυτό ήταν άδικο, ήταν τρομερά άσχημο, κι έτσι εκείνος είχε κάνει ό,τι του είχαν πει οι αγαπημένοι του νεκροί: η γυναίκα του, ο αδερφός του και ο γιος του. Όλα αυτά αποτελούσαν μέρος του θανάτου του και δεν είχε καμία αντίρρηση. Είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, και ίσως τώρα η Τζένιφερ κατάφερνε να το σκάσει, να ζήσει και να μεγαλώσει. Άξιζε τον κόπο. Έκλεισε τα μάτια του. Άκουσε το μουγκρητό του πιστολιού. Κι όμως ο θάνατος δεν έφτασε στα χιλιοστά του δευτερολέπτου που ακολούθησαν. Ένιωθε ακόμη το νοτισμένο χώμα στο μάγουλό του. Αισθανόταν την καρδιά του να χτυπάει και τον πόνο από τις
πληγές του να διαπερνά το σώμα του. Ένιωθε ακόμη και την αρρώστια του, που, λες και εκμεταλλευόταν ύπουλα όλα όσα είχαν συμβεί, απαιτούσε να βγει στο προσκήνιο. Δεν καταλάβαινε το λόγο, αλλά αισθανόταν τις αναμνήσεις να ξεγλιστρούν και τη λογική να ξεμακραίνει. Ήθελε ν’ ακούσει τη γυναίκα του άλλη μια φορά, το γιο του, τον αδερφό του. Ήθελε ένα ποίημα που θα τον βοηθούσε να διαβεί το κατώφλι της τρέλας, της λησμονιάς και του θανάτου. Αλλά το μόνο που άκουγε μέσα του ήταν ο καταρράκτης της άνοιας που έπεφτε βροντερά, σβήνοντας τα λιγοστά μέρη της ύπαρξής του που εξακολουθούσαν να μένουν γαντζωμένα από τη ζωή. Άνοιξε τα μάτια του. Αυτό που είδε του φάνηκε πως ήταν μια παραίσθηση που ξεπερνούσε ακόμη και τα φαντάσματα της νεκρής οικογένειάς του. Η Λίντα βρισκόταν μπρούμυτα στο έδαφος. Αίμα κυλούσε από τα υπολείμματα του κεφαλιού της. Και πίσω της... ήταν ο Μαρκ Γουλφ. Κρατούσε το πιστόλι της ντετέκτιβ Κόλινς. Ο Έιντριαν ήθελε να γελάσει, επειδή σκέφτηκε πως είχε κάποια λογική το να πεθάνει μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Έκλεισε τα μάτια του και περίμενε.
Ο Γουλφ κοίταζε το μακελειό έξω από την αγροικία. «Θεέ και Κύριε, Θεέ και Κύριε», μουρμούριζε ξανά και ξανά, αν και τα λόγια του δεν είχαν καμιά σχέση με την πίστη ή τη θρησκεία, αλλά με το σοκ. Σήκωσε πάλι το όπλο της ντετέκτιβ, χωρίς
να σημαδεύει κάπου συγκεκριμένα, και μετά το ξανακατέβασε, αφού ήταν φανερό πως δε θα το χρειαζόταν άλλο. Είδε τον φορητό υπολογιστή στη στέγη του ημιφορτηγού και την κάμερα που κατέγραφε πιστά ό,τι έβλεπε. Η αντήχηση των πυροβολισμών έσβησε σιγά σιγά ώσπου σίγησε εντελώς. Η σιωπή ήταν απόλυτη. «Θεέ και Κύριε», είπε πάλι ο Γουλφ. Κοίταξε την Κόλινς και κούνησε το κεφάλι του. Μετά πλησίασε αργά εκεί όπου ήταν πεσμένος ο Έιντριαν. Ξαφνιάστηκε όταν είδε τα βλέφαρα του γέρου να τρεμοπαίζουν. Κατάλαβε ότι ήταν χτυπημένος άσχημα και αμφέβαλλε αν θα επιζούσε. Ωστόσο, έσκυψε κοντά του για να του δώσει κουράγιο. «Είσαι σκληρό καρύδι, καθηγητά. Κράτα καλά». Άκουσε σειρήνες να πλησιάζουν γρήγορα. «Έρχεται βοήθεια», είπε στον Έιντριαν. «Μην τα παρατήσεις τώρα. Θα είναι εδώ από στιγμή σε στιγμή». Σκέφτηκε να προσθέσει, Μου χρωστάς πολύ περισσότερα από είκοσι χιλιάρικα, αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα, εκείνη τη στιγμή αυτό που πλημμύρισε το μυαλό του ήταν ένα ξέσπασμα περηφάνιας και μια πραγματικά εκπληκτική διαπίστωση: Είμαι ήρωας. Είμαι ήρωας, γαμώτο. Σκότωσα κάποια που σκότωσε μια αστυνομικό. Δεν πρόκειται να μου ξανακολλήσουν, για οποιονδήποτε λόγο, ό,τι κι αν κάνω. Είμαι ελεύθερος. Ο κλαψιάρικος ήχος των σειρήνων ακούστηκε πιο κοντά. Ο Γουλφ πήρε το βλέμμα του από τον τραυματισμένο καθηγητή, κι αυτό που είδε τον έκανε να μείνει με ανοιχτό το στόμα.
Πίσω από τον ετοιμόρροπο αχυρώνα ξεπρόβαλε μια θεόγυμνη κοπέλα. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σκεπάσει τη γύμνια της, μόνο έσφιγγε το αρκουδάκι της πάνω στην καρδιά της. Ο Γουλφ σηκώθηκε κι έκανε στο πλάι. Η Τζένιφερ διέσχισε τον ανοιχτό χώρο και γονάτισε δίπλα στον Έιντριαν τη στιγμή που στον ιδιωτικό δρόμο της αγροικίας εμφανιζόταν το πρώτο περιπολικό της πολιτειακής αστυνομίας. Ο Γουλφ δίστασε, αλλά μετά έβγαλε το ελαφρύ μπουφάν του. Το έριξε στους ώμους της κοπέλας, εν μέρει για να κρύψει τη γύμνια της, αλλά περισσότερο επειδή ήθελε ν’ αγγίξει την πορσελάνινη επιδερμίδα της. Τα δάχτυλά του ακούμπησαν φευγαλέα τον ώμο της και αναστέναξε, νιώθοντας βαθιά μέσα του ένα γνώριμο και ασυγκράτητο κύμα ηλεκτρισμού. Πίσω τους σταμάτησαν απότομα τα περιπολικά κι από μέσα πετάχτηκαν αστυνομικοί και ταμπουρώθηκαν πίσω από τις ανοιχτές πόρτες, κραδαίνοντας τα όπλα τους και φωνάζοντας διαταγές. Ο Γουλφ είχε την κοινή λογική να πετάξει το πιστόλι της ντετέκτιβ και να σηκώσει τα χέρια ψηλά, παρ’ ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος. Όμως η Τζένιφερ δε φάνηκε να έχει ακούσει οτιδήποτε πέρα από την τραχιά ανάσα του γέρου. Έπιασε το χέρι του και το έσφιξε δυνατά, λες και μπορούσε να του διοχετεύσει ένα μέρος της νιότης της και να του δώσει λίγη δύναμη. Ο Έιντριαν την κοίταξε σαν να έβγαινε από έναν πολύωρο ύπνο, μη ξέροντας αν ονειρευόταν ακόμη. Χαμογέλασε. «Γεια σου», της είπε ψιθυριστά. «Ποια είσαι εσύ;»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Το Τελευταίο Ποίημα Ο καθηγητής Ρότζερ Πάρσονς διάβασε όλο το γραπτό. Έπειτα το διάβασε για δεύτερη φορά και τελικά το άνοιξε στην τελευταία σελίδα κι έγραψε μ’ ένα κόκκινο στυλό: Έξοχο, δεσποινίς Ρίγκινς. Κοιτάζοντας το κορνιζαρισμένο, ενυπόγραφο πόστερ της ταινίας Η Σιωπή των Αμνών που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο του γραφείου του, σκέφτηκε για λίγο τι έπρεπε να γράψει στη συνέχεια. Εδώ και είκοσι δύο χρόνια δίδασκε το μάθημα της Εισαγωγής στην Ψυχοπαθολογία σε φερέλπιδες πρωτοετείς φοιτητές και δεν μπορούσε να φέρει στο νου του καλύτερο γραπτό. Το θέμα ήταν «Αυτοκαταστροφική Συμπεριφορά στην Εφηβική Ηλικία» και η δεσποινίς Ρίγκινς είχε αποδομήσει αρκετούς τύπους αντικοινωνικής συμπεριφοράς που ήταν συνηθισμένοι μεταξύ των εφήβων και είχε αναλύσει τα στοιχεία τους με βάση ψυχολογικά πρότυπα, με μέθοδο πολύ πιο επιστημονική απ’ όσο θα περίμενε κάποιος από έναν πρωτοετή φοιτητή. Ο Πάρσονς κατάλαβε ότι η κοπέλα, που καθόταν πάντα στο μπροστινό μέρος της αίθουσας και ήταν η πρώτη που έκανε εύστοχες ερωτήσεις στο τέλος κάθε μαθήματος, είχε διαβάσει όλα τα πρόσθετα άρθρα και πολύ περισσότερα βιβλία απ’ όσα είχε περιλάβει εκείνος στη διδακτέα ύλη. Έτσι λοιπόν έγραψε: «Παρακαλώ να με συναντήσετε το συντομότερο δυνατό για να συζητήσουμε το θέμα του
ερευνητικού προγράμματος σπουδών ψυχολογίας. Επίσης, ίσως θα σας ενδιέφερε να εργαστείτε ένα καλοκαίρι σε κάποιο νοσοκομείο ως εσωτερική βοηθός. Συνήθως αυτό ισχύει για τους τελειόφοιτους, αλλά ίσως μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση αυτή τη φορά». Κατόπιν βαθμολόγησε το γραπτό με άριστα. Στο πανεπιστήμιο είχε τη φήμη του αυστηρού βαθμολογητή και θυμόταν ελάχιστες περιπτώσεις στην καριέρα του που είχε βάλει τόσο υψηλό βαθμό, οπωσδήποτε όμως ποτέ σε πρωτοετή φοιτητή. Η προσπάθεια της δεσποινίδας Ρίγκινς ήταν ισάξια των γραπτών που περίμενε από φοιτητές που παρακολουθούσαν τα ανώτερα σεμινάρια Ψυχοπαθολογίας. Ο καθηγητής Πάρσονς έβαλε το γραπτό στην κορυφή της στοίβας που σκόπευε να επιστρέψει στους άλλους φοιτητές μετά την επόμενη διάλεξη, η οποία θα ήταν η τελευταία πριν από τις θερινές διακοπές. Δίστασε ν’ αρχίσει την αξιολόγηση του επόμενου γραπτού. Όταν το έκανε, μόρφασε άγρια κι έβγαλε ένα δυνατό βογκητό, διότι το γραπτό είχε ένα εξόφθαλμο τυπογραφικό λάθος στη δεύτερη πρόταση της εισαγωγικής παραγράφου. «Δεν έχουν ακούσει για τη λειτουργία ορθογραφικού ελέγχου;» μουρμούρισε. «Δεν μπαίνουν καν στον κόπο να διαβάσουν αυτά που έγραψαν πριν τα παραδώσουν;» Με μια πλατιά χειρονομία, έκανε έναν έντονο κόκκινο κύκλο γύρω απ’ το λάθος.
Η Τζένιφερ βγήκε βιαστικά από το μάθημα Κοινωνικές
Τάσεις στη Σύγχρονη Ποίηση και διέσχισε την πανεπιστημιούπολη με γρήγορα βήματα. Κάθε Πέμπτη ακολουθούσε ένα καθιερωμένο πρόγραμμα και, παρ’ όλο που ήξερε ότι θα υπήρχαν ορισμένες απαραίτητες αλλαγές αυτή τη φορά, που θα ήταν και η τελευταία, ήθελε να το τηρήσει όσο πιο πιστά γινόταν. Η πρώτη στάση της ήταν σε ένα μικρό ανθοπωλείο στο κέντρο της πόλης, όπου αγόρασε ένα μπουκέτο με διάφορα λουλούδια σε λογική τιμή. Διάλεγε πάντα όσα είχαν έντονα και ζωηρά χρώματα, ακόμη και μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Είτε έκανε τσουχτερό κρύο είτε η μέρα ήταν ηλιόλουστη και γλυκιά, όπως η συγκεκριμένη μέρα στην αρχή του καλοκαιριού, ήθελε να ξεχωρίζει το μπουκέτο της. Πήρε τα λουλούδια από την ευγενική πωλήτρια, που την αναγνώρισε από τις συχνές επισκέψεις της αλλά ποτέ δεν την είχε ρωτήσει για ποιο λόγο χρειαζόταν τα λουλούδια σε τόσο εντυπωσιακά τακτά διαστήματα. Η Τζένιφερ υπέθετε απλώς ότι η κυρία εκείνη είχε διαπιστώσει τυχαία πού τα έβαζε, και γι’ αυτόν το λόγο, από διακριτικότητα, δεν την είχε ρωτήσει για ποιο σκοπό προορίζονταν. Η πωλήτρια τη θεωρούσε ενδιαφέρουσα, επειδή όλοι οι άλλοι που αγόραζαν λουλούδια συνήθως δήλωναν γιατί τα ήθελαν. Για μια επέτειο γάμου που, ευτυχώς, είχαν θυμηθεί. Για κάποια γενέθλια. Για τη Γιορτή της Μητέρας. Τα λουλούδια της Τζένιφερ προορίζονταν για κάτι διαφορετικό. Τα πήρε χωρίς να πει λέξη, βγήκε απ’ το ανθοπωλείο και τα άφησε στο κάθισμα του αυτοκινήτου της. Διέσχισε την πόλη και πήγε στο αρχηγείο της αστυνομίας. Συνήθως έβρισκε πάρκινγκ εκεί κοντά και τις λιγοστές φορές που ο
δρόμος ήταν γεμάτος οι αστυφύλακες την άφηναν να πάει στον ιδιωτικό χώρο στάθμευσης πίσω απ’ το κτίριο. Την τελευταία μέρα στάθηκε τυχερή και βρήκε εύκολα χώρο μπροστά ακριβώς από τη μοντέρνα είσοδο από τούβλο και γυαλί. Δεν μπήκε στον κόπο να βάλει χρήματα στο παρκόμετρο· βγήκε απλώς βιαστικά από το αυτοκίνητο, κρατώντας τα λουλούδια. Διέσχισε το φαρδύ πεζοδρόμιο μέχρι την εξώπορτα του κτιρίου. Ακριβώς απέξω υπήρχε μια μεγάλη μπρούντζινη πλάκα τοποθετημένη στον τοίχο. Στην κορυφή είχε ένα γυαλιστερό χρυσό αστέρι που αιχμαλώτιζε τις ακτίνες του ήλιου και τόνιζε την ανάγλυφη επιγραφή. Στη μνήμη της ντετέκτιβ Τέρι Κόλινς. Έπεσε στο βωμό του καθήκοντος. Τιμή. Πίστη. Αφοσίωση. Η Τζένιφερ τοποθέτησε τα λουλούδια κάτω από την πλάκα και στάθηκε για λίγο σιωπηλή. Μερικές φορές θυμόταν την ντετέκτιβ καθισμένη απέναντί της στο τέλος μιας από τις αποτυχημένες προσπάθειες που είχε κάνει να το σκάσει απ’ το σπίτι της. Τη θυμόταν να προσπαθεί να της εξηγήσει για ποιο λόγο αυτό που είχε κάνει ήταν πολύ κακή ιδέα, ενώ ήταν ξεκάθαρο ότι κι η ίδια δεν πίστευε αυτά που έλεγε. Της έλεγε ότι υπήρχαν κι άλλες διέξοδοι. Ότι το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τις αναζητήσει επίμονα. Αυτό, όπως είχε μάθει η Τζένιφερ στα τρία χρόνια που είχαν περάσει από τη μέρα που η ντετέκτιβ πέθανε για να τη σώσει, ήταν αλήθεια. «Κάνω ακριβώς αυτό που μου είπατε, ντετέκτιβ. Έπρεπε να σας είχα ακούσει. Είχατε δίκιο από την πρώτη στιγμή». Ήταν αρκετοί οι αστυνομικοί που την είχαν ακούσει να λέει
αυτά τα λόγια, ή κάτι παρόμοιο, αλλά κανείς δεν είχε θελήσει ποτέ να τη διακόψει. Αντίθετα με την ανθοπώλισσα που την περίμενε κάθε Πέμπτη, εκείνοι ήξεραν για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί η Τζένιφερ.
«Σήμερα είναι Πέμπτη, πρέπει να είναι η μέρα του ποιήματος», είπε η νοσοκόμα με φιλικό, τραγουδιστό τόνο, παίρνοντας το βλέμμα της από κάτι χαρτιά και την οθόνη ενός υπολογιστή στο κεντρικό γραφείο της εισόδου ενός χαμηλού, άχαρου κτιρίου, σε μικρή απόσταση από έναν από τους κεντρικούς δρόμους που κατέληγαν στη μικρή κολεγιακή πόλη. Οι πόρτες του ήταν σχεδιασμένες για να διευκολύνουν τις αναπηρικές πολυθρόνες και τα φορεία και άνοιγαν με ένα ελαφρό σφύριγμα όταν πατούσε κανείς το σωστό κουμπί. «Και βέβαια», απάντησε η Τζένιφερ, ανταποδίδοντας το χαμόγελο. Η νοσοκόμα έγνεψε καταφατικά, αλλά μετά κούνησε το κεφάλι της, λες και η άφιξη της Τζένιφερ ήταν χαρμόσυνη και λυπηρή ταυτόχρονα. «Ξέρεις, καλή μου, ίσως να μην καταλαβαίνει πλέον και πολλά πράγματα, αλλά πάντα περιμένει ανυπόμονα τις επισκέψεις σου. Το βλέπω. Τις Πέμπτες φαίνεται να έχει μεγαλύτερη διαύγεια περιμένοντας να σε δει». Η Τζένιφερ κοντοστάθηκε. Για μια στιγμή γύρισε και κοίταξε έξω. Ο ήλιος περνούσε μέσα από τα κλαδιά των δέντρων, που λικνίζονταν καθώς το πλούσιο πράσινο φύλλωμά τους πάλευε με τις πνοές του αέρα. Από κει όπου
στεκόταν η Τζένιφερ διέκρινε την επιγραφή έξω απ’ το κτίριο: Κέντρο Μακροπρόθεσμης Φροντίδας και Αποκατάστασης του Βάλεϊ. Γύρισε πάλι προς τη νοσοκόμα. Ήξερε ότι όλα όσα της έλεγε δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ο Έιντριαν δε φαινόταν να έχει μεγαλύτερη διαύγεια. Η κατάστασή του χειροτέρευε κάθε βδομάδα που περνούσε. Όχι, σκέφτηκε η Τζένιφερ, κάθε ώρα που περνάει μαραίνεται όλο και περισσότερο. «Κι εγώ το βλέπω», απάντησε, σιγοντάροντας στο ψέμα. «Ποιον έφερες λοιπόν μαζί σου σήμερα;» τη ρώτησε η νοσοκόμα. «Τον Γ. Χ. Όντεν και τον Τζέιμς Μέριλ», είπε η Τζένιφερ. «Και τον Μπίλι Κόλινς, επειδή είναι πολύ αστείος. Και έναν δυο ακόμη, αν προλάβω». Το πιθανότερο ήταν ότι η νοσοκόμα δε γνώριζε κανέναν από τους ποιητές, αλλά υποκρίθηκε ότι ήταν απόλυτα λογικές όλες οι επιλογές. «Είναι στην πίσω βεράντα, καλή μου», είπε. Η Τζένιφερ ήξερε το δρόμο. Χαιρέτησε μερικά άτομα του προσωπικού καθώς προχωρούσε. Όλοι την ήξεραν σαν το κορίτσι με την ποίηση της Πέμπτης, και ήταν τόσο τακτικές οι επισκέψεις της, ώστε την άφηναν όλοι στην ησυχία της. Βρήκε τον Έιντριαν καθισμένο σε μια αναπηρική πολυθρόνα στη σκιά. Ήταν ελαφρά γερμένος, εξετάζοντας φαινομενικά κάτι που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, αν και η γωνία του κεφαλιού του έδειξε στην Τζένιφερ ότι ούτε καν έβλεπε τον απογευματινό ήλιο. Τα χέρια του έτρεμαν και το κάτω χείλος του συσπόταν με τρόπο που θύμιζε Πάρκινσον. Τα μαλλιά
του ήταν πλέον κατάλευκα και είχε χάσει τη φυσική κατάσταση που κάποτε τον στήριζε. Τα μπράτσα του ήταν σαν κλαράκια και τα αδύνατα πόδια του τινάζονταν κάθε τόσο. Ήταν αδύνατος σαν σκελετός και, καθώς δεν τον είχαν ξυρίσει, τα βαθουλωμένα μάγουλα και το πιγούνι του καλύπτονταν από γκρίζα γένια. Η Τζένιφερ δεν μπόρεσε να καταλάβει αν την αναγνώρισε. Βρήκε μια καρέκλα και την τράβηξε δίπλα στο γεροκαθηγητή. Το πρώτο πράγμα που είπε ήταν: «Θα πάρω άριστα για το γραπτό μου –όχι, για το γραπτό μας, καθηγητά. Το ίδιο θα γίνει και του χρόνου. Θα συνεχίσω όσο καιρό χρειαστεί και θα τελειώσω ό,τι ξεκίνησες, σου το υπόσχομαι». Προετοίμαζε αυτά τα λόγια εδώ και αρκετές μέρες. Δεν του τα είχε ξαναπεί. Τις περισσότερες φορές την απασχολούσαν πιο απλά πράγματα που του έλεγε, όπως, για παράδειγμα, ότι είχε τελειώσει το γυμνάσιο και είχε μπει στο κολέγιο, τι μαθήματα παρακολουθούσε και τι γνώμη είχε για τους καθηγητές που κάποτε ήταν συνάδελφοί του. Μερικές φορές του μιλούσε για κάποιο αγόρι ή για κάτι πεζό σαν την καινούρια δουλειά της μητέρας της, που φαινόταν να έχει ξεπεράσει το τέλος της σχέσης της με τον Σκοτ Γουέστ. Κυρίως όμως του διάβαζε ποιήματα. Είχε γίνει πολύ καλή στην απαγγελία και στη γλώσσα, βρίσκοντας τις λεπτές αποχρώσεις των στίχων και αποδίδοντάς τες για το χατίρι του γέροντα –έστω κι αν ήξερε ότι εκείνος δεν μπορούσε πια να ακούσει ή να καταλάβει οτιδήποτε του έλεγε. Το σημαντικό ήταν ότι του τα έλεγε. Έπιασε το χέρι του. Της φάνηκε αδύναμο και λεπτό σαν χαρτί. Είχε κάνει την έρευνά της και είχε επιβεβαιώσει τα
ευρήματα συζητώντας με το προσωπικό του κέντρου αποκατάστασης. Ο καθηγητής Τόμας κυλούσε αναπόδραστα προς το θάνατο. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτε για το μαρτύριό του, παρά μόνο να ελπίζει ότι, εφόσον ο εγκέφαλός του δε λειτουργούσε πια, δεν ένιωθε φρικτούς πόνους. Μόνο που εκείνη ήξερε ότι ο γέροντας πονούσε. Χαμογέλασε στον άνθρωπο που την είχε σώσει. «Σκέφτηκα να σου απαγγείλω λίγο Λιούις Κάρολ σήμερα, καθηγητά. Θα σου άρεσε κάτι τέτοιο;» Λίγο σάλιο κύλησε στην άκρη του στόματός του. Η Τζένιφερ πήρε ένα χαρτομάντιλο και το σκούπισε προσεκτικά. Σκέφτηκε πως ο καθηγητής είχε βρεθεί πολύ κοντά στο θάνατο, η αρρώστια και τα τραύματα από το πιστολίδι θα έπρεπε να τον είχαν σκοτώσει, αλλά δεν το έκαναν, μόνο τον είχαν αφήσει ανάπηρο. Αυτό της φαινόταν άδικο. Έβγαλε ένα βιβλίο με ποιήματα απ’ το σακίδιό της. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω της. Στον κοντινό κήπο, νοσοκόμες έκαναν βόλτα μερικούς άλλους ασθενείς, που θαύμαζαν τα λουλούδια στα παρτέρια, αλλά στη βεράντα ήταν μόνοι οι δυο τους. Η Τζένιφερ σκέφτηκε πως δε θα έβρισκε καλύτερη στιγμή για να διαβάσει στον καθηγητή. Άνοιξε το βιβλίο, αλλά απήγγειλε από μνήμης τους πρώτους στίχους: «Μες στο ψητοβασίλεμα, οι γλυγερές τιρμπαύρες τα πλαϊμπροσπισώχορτα τρυπάνιζαν, στριφούσαν...»******* ******** Λιούις Κάρολ, Μέσα απ’ τον Καθρέφτη , μετάφραση Παυλίνας Παμπούδη, εκδόσεις Printa. (Σ.τ.Μ.) Το βιβλίο ήταν χοντρό –μια συλλογή με γενιές Άγγλων και Αμερικανών ποιητών– και η Τζένιφερ είχε βάλει μια μικρή
σύριγγα ανάμεσα στις σελίδες του. Την είχε βουτήξει από το Κέντρο Υγείας της πανεπιστημιούπολης πριν από έξι μήνες, βήχοντας δήθεν εξαιτίας μιας υποτιθέμενης βρογχίτιδας για να καλύψει τη λαθροχειρία. Η σύριγγα ήταν γεμάτη με ένα μείγμα φαιντανύλης και κοκαΐνης. Την κοκαΐνη την είχε εξασφαλίσει εύκολα από κάποιον από τους πολλούς φοιτητές που «εργάζονταν» για να βγάλουν το κολέγιο. Η φαιντανύλη ήταν πιο δύσκολη περίπτωση. Ήταν ένα ισχυρό φάρμακο για καρκινοπαθείς, ένα ναρκωτικό που χορηγούσαν για να καλύψουν τη δριμύτητα της χημειοθεραπείας. Η Τζένιφερ είχε χρειαστεί μερικούς μήνες για να πιάσει φιλίες με μια κοπέλα που ζούσε σ’ ένα από τα διπλανά δωμάτια του υπνωτηρίου και της οποίας η μητέρα είχε καρκίνο του μαστού. Πηγαίνοντας για επίσκεψη στο σπίτι της κοπέλας στη Βοστόνη ένα Σαββατοκύριακο, είχε καταφέρει να κλέψει πέντ’ έξι χάπια από ένα ντουλάπι. Έφταναν και με το παραπάνω για μια θανάσιμη δόση. Θα έκαναν την καρδιά του να σταματήσει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Η Τζένιφερ ένιωθε άσχημα που είχε κάνει την κλοπή και είχε προδώσει την εμπιστοσύνη της καινούριας φίλης της, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Συνέχισε να απαγγέλλει καθώς σήκωνε το μανίκι του πουκαμίσου του καθηγητή. «Φυλάξου, παλικάρι μου, από το Τζαμπερόκι! Σαγόνια δαγκωνιάρικα και νύχια που αρπάζουν!» Έριξε μια τελευταία ματιά γύρω της για να βεβαιωθεί ότι δεν έβλεπε κανείς τι έκανε. «Τραβάει το στροβιλοσπαθί αμέσως ο γενναίος, και μια και δυο και χρατς και χρουτς, του κόβει το κεφάλι!» Δεν είχε καμία εμπειρία από ενέσεις, αλλά αμφέβαλλε αν
αυτό είχε σημασία. Ο καθηγητής δεν τραβήχτηκε καθώς η βελόνα τρύπησε τη σάρκα του και βρήκε μια φλέβα. Η Τζένιφερ κατέβασε το έμβολο κι έστειλε το παρασκεύασμα στον προορισμό του.
Από τη φαντασία του Έιντριαν δεν είχε απομείνει παρά μια γκρίζα θολούρα. Ο καθηγητής διέκρινε κάποιο διάχυτο φως, άκουγε μερικούς ήχους, καταλάβαινε ότι αντηχούσαν λέξεις σε κάποιο μέρος της ύπαρξής του που ήταν κρυμμένο από την αρρώστια. Αλλά όλα τα στοιχεία που κάποτε συνενώνονταν και τον έκαναν αυτό που ήταν τώρα πια είχαν σκορπίσει τσακισμένα. Κι όμως, ξαφνικά όλα τα αδιάφανα νερά που κυλούσαν μέσα του φάνηκε να ενώνονται και να γίνονται σαν κύμα, και κατάφερε να σηκώσει λίγο το κεφάλι του και να δει κάποιες μορφές πέρα μακριά, που του έγνεφαν. Η αρρώστια και τα γηρατειά παραμέρισαν και ο Έιντριαν έτρεξε προς τα κει γελώντας.
«Εσύ, εσύ που σκότωσες το Παλιοτζαμπερόκι, ω παλικάρι αστραφτουλό, έλα στην αγκαλιά μου! Τι μέρα θαυμαστόλαμπρη! Ζήτω και Ζηζηζήτω!» Η Τζένιφερ τον παρατηρούσε προσεκτικά, με το δάχτυλο στο σφυγμό του που έσβηνε. Μετά, αφού βεβαιώθηκε απόλυτα ότι τον είχε ελευθερώσει όπως την είχε ελευθερώσει κι εκείνος, έκλεισε το βιβλίο με τα ποιήματα. Έσκυψε, τον φίλησε στο μέτωπο κι επανέλαβε σιγανά: «Τι μέρα
θαυμαστόλαμπρη! Ζήτω και Ζηζηζήτω!» Έβαλε πάλι τη σύριγγα και το βιβλίο στο σακίδιό της και μετά έσπρωξε την πολυθρόνα σ’ ένα ηλιόλουστο σημείο της βεράντας και άφησε εκεί τον καθηγητή. Η όψη του της φάνηκε γαλήνια. Βγαίνοντας, είπε στη νοσοκόμα υπηρεσίας: «Ο καθηγητής Τόμας αποκοιμήθηκε στον ήλιο. Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω». Αυτό, σκέφτηκε, ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει.
View more...
Comments