Αστυνομια - Jo Nesbo

December 24, 2017 | Author: Evi Zafirakou | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

fascinating writing by Jo Nesbo...

Description

Ψηφιακή έκδοση Μάιος 2014

Τίτλος πρωτοτύπου Jo Nesbø, Politi, H. Aschehoug & Co. (W. Nygaard), Όσλο 2013

© 2013, Jo Nesbø © 2013, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-667-5

Κατόπιν συμφωνίας με το Salomonsson Agency.

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση

του συνόλου ή µέρους του έργου.

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail: [email protected]

Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 • Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 260085 www.oxygono-metaixmio.gr

Jo Nesbo Αστυνομία Μετάφραση από τα νορβηγικά Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Στον Κνουτ Νέσμπο, ποδοσφαιριστή, κιθαρίστα, φίλο, αδελφό.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ————

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Κ

οιμόταν εκεί μέσα, πίσω από την πόρτα. Το εσωτερικό του γωνιακού ντουλαπιού μύριζε παλιό ξύλο, υπολείμματα μπαρουτιού και λάδι όπλου. Όταν ο ήλιος έμπαινε στο δωμάτιο από το παράθυρο, μια αχτίδα, σε σχήμα κλεψύδρας, τρύπωνε από την κλειδαρότρυπα μέσα στο ντουλάπι και, αν ο ήλιος βρισκόταν ακριβώς στη σωστή γωνία, έπεφτε στο όπλο που κείτονταν στη μέση του ραφιού, κάνοντάς το να λάμπει αχνά. Το πιστόλι ήταν ένα ρωσικό Οντέσα, αντίγραφο του διασημότερου περιστρόφου Στέτσκιν. Το όπλο είχε ζήσει νομαδικά: είχε ταξιδέψει με τους Κοζάκους από τη Λιθουανία στη Σιβηρία, είχε μεταφερθεί σε διάφορα αρχηγεία των Ούρκα στη νότια Σιβηρία, είχε βρεθεί στην κατοχή ενός αταμάν –κοζάκου αρχηγού– που

σκοτώθηκε από την αστυνομία με το Οντέσα του στο χέρι, πριν καταλήξει στο σπίτι ενός συλλέκτη όπλων που υπηρετούσε ως διευθυντής φυλακών στο Νίζνι Ταγκίλ. Εντέλει, το άσχημο, γωνιώδες, αυτόματο όπλο είχε εισαχθεί στη Νορβηγία από τον Ρούντολφ Ασάγιεφ, που, πριν χαθούν τα ίχνη του, μονοπωλούσε το εμπόριο ναρκωτικών στο Όσλο, μ’ ένα οπιούχο που άκουγε στο όνομα βιολίνη και έμοιαζε με ηρωίνη. Το όπλο βρισκόταν ακόμη στην ίδια πόλη, και συγκεκριμένα στο σπίτι της Ράκελ Φάουκε. Ο γεμιστήρας του Οντέσα έπαιρνε είκοσι σφαίρες 9x18 mm Μακάροφ και μπορούσε να πυροβολήσει μεμονωμένα ή κατά ριπάς. Στον γεμιστήρα υπήρχαν τώρα δώδεκα σφαίρες. Από τις υπόλοιπες, τρεις είχαν χρησιμοποιηθεί εναντίον αλβανών Κοσοβάρων, ανταγωνιστών στο εμπόριο ναρκωτικών. Μόνο μία είχε βρει στόχο. Οι επόμενες δύο είχαν σκοτώσει τον Γκούστο Χάνσεν, ένα νεαρό βαποράκι που είχε υπεξαιρέσει τα λεφτά και τα ναρκωτικά του Ασάγιεφ. Όμως το όπλο μύριζε ακόμη μπαρούτι από τις τρεις τελευταίες σφαίρες· αυτές είχαν βρει στο κεφάλι και στο στήθος τον πρώην αστυνομικό Χάρι Χόλε κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για τη δολοφονία του Γκούστο Χάνσεν. Ο τόπος του εγκλήματος και στις δύο περιπτώσεις ήταν ο ίδιος: ο αριθμός 92 της οδού Χάουσμαν.

Η αστυνομία δεν είχε λύσει ακόμη την υπόθεση Χάνσεν και ο δεκαοκτάχρονος που είχε συλληφθεί αρχικά για τον φόνο αφέθηκε στη συνέχεια ελεύθερος, κυρίως επειδή η αστυνομία δεν είχε καταφέρει να βρει κάτι ενοχοποιητικό ή να τον συνδέσει με το όπλο του εγκλήματος. Ο νεαρός ονομαζόταν Όλεγκ Φάουκε και ξυπνούσε κάθε βράδυ μες στο σκοτάδι ακούγοντας πυροβολισμούς. Όχι εκείνους που είχαν σκοτώσει τον Γκούστο· τους άλλους. Τους πυροβολισμούς που είχε εξαπολύσει εναντίον του αστυνομικού τον οποίο θεωρούσε πατέρα του καθώς μεγάλωνε. Του αστυνομικού που κάποτε ονειρευόταν να παντρευτεί τη μητέρα του Όλεγκ, τη Ράκελ. Του Χάρι Χόλε. Το βλέμμα του αστυνομικού έκαιγε τώρα μπροστά στα μάτια του νεαρού μες στο σκοτάδι, και ο Όλεγκ έφερε στον νου του το όπλο, χωμένο σ’ ένα γωνιακό ντουλάπι, μακριά του, ευχόμενος να μην το ξαναδεί ποτέ στη ζωή του. Να μην το έβλεπε ποτέ ξανά κανείς. Να κοιμηθεί εκεί μέσα, στους αιώνες των αιώνων.

Κοιμόταν εκεί μέσα, πίσω από την πόρτα. Το φυλασσόμενο δωμάτιο του νοσοκομείου μύριζε φάρμακα και μπογιά. Το μηχάνημα δίπλα του κατέγραφε τους παλμούς της καρδιάς του. Η Ιζαμπέλε Σκέγιεν, σύμβουλος της Επιτροπής

Κοινωνικών Υπηρεσιών του Δήμου, και ο Μίκαελ Μπέλμαν, νεοδιορισθείς αρχηγός της αστυνομίας του Όσλο, εύχονταν να μην τον ξαναέβλεπαν ποτέ στη ζωή τους. Να μην τον έβλεπε ποτέ ξανά κανείς. Να κοιμηθεί πια, στους αιώνες των αιώνων.

1

Ή

ταν μια ζεστή, ατέλειωτη μέρα του Σεπτέμβρη, γεμάτη μ’ εκείνο το φως που μετατρέπει το φιόρδ του Όσλο σε λιωμένο ασήμι και κάνει τους χαμηλούς λόφους να λάμπουν μετά τα πρωτοβρόχια. Μία από εκείνες τις μέρες που κάνουν τους κατοίκους του Όσλο να ορκίζονται ότι ποτέ μα ποτέ δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν αυτή την πόλη. Ο ήλιος έδυε πίσω από την κορυφογραμμή του Ούλερν και οι τελευταίες αχτίδες του έπεφταν πάνω στο τοπίο, πάνω στα οικοδομικά τετράγωνα με τα διαμερίσματα που μαρτυρούσαν το σεμνό παρελθόν της πόλης, πάνω στα πανάκριβα ρετιρέ με τις βεράντες, που μαρτυρούσαν την περιπέτεια της χώρας που έγινε εν μιά νυκτί μία από τις πλουσιότερες στον κόσμο λόγω του πετρελαίου, και πάνω στους τοξικομανείς στην κορυφή του Στενσπάρκεν, σ’ αυτή τη μικρή και οργανωμένη πόλη

όπου το ποσοστό θανάτων από ναρκωτικά ήταν οκτώ φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή πόλη. Πάνω στους κήπους με τραμπολίνα περιτριγυρισμένα από προστατευτικά δίχτυα, όπου τα παιδιά δεν χοροπηδούσαν ποτέ πάνω από τρία μαζί, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες, και πάνω στους λόφους και τα δάση που κύκλωναν το μισό λεκανοπέδιο του Όσλο. Ο ήλιος άπλωνε τα ακτινωτά του δάχτυλα πάνω από την πόλη, μη θέλοντας να την εγκαταλείψει, σαν παρατεταμένος αποχαιρετισμός μέσα απ’ το παράθυρο ενός τρένου. Είχε ξημερώσει μια μέρα γεμάτη κρύο, καθαρό αέρα και έντονο φως, σαν αυτό που εκπέμπουν οι λάμπες του χειρουργείου. Κατά τη διάρκεια της ημέρας η θερμοκρασία είχε ανέβει, ο ουρανός είχε γίνει ακόμα πιο γαλάζιος και στον αέρα υπήρχε εκείνη η ευχάριστη αίσθηση που κάνει τον Σεπτέμβρη τον ωραιότερο μήνα του χρόνου. Και καθώς έπεφτε πια το σούρουπο απαλά και διστακτικά στην κατοικημένη περιοχή γύρω από τη λίμνη του Μάρινταλ, ο αέρας μύριζε μήλα και ζεστούς κορμούς ερυθρελάτης. Ο Έρλαν Βένεσλα πλησίασε την κορυφή του τελευταίου λόφου. Είχε αρχίσει να νιώθει το γαλακτικό οξύ να τον καίει, αλλά συγκεντρώθηκε ώστε να πετύχει το σωστό, κάθετο πάτημα πάνω στα πετάλια του ποδηλάτου του, με τα γόνατά του στραμμένα λίγο προς τα μέσα. Γιατί η σωστή τεχνική είχε

μεγάλη σημασία· ειδικά όταν αισθανόσουν κουρασμένος και ο εγκέφαλός σου ήθελε να αλλάξεις θέση, έτσι ώστε να μεταθέσεις το βάρος σου σε λιγότερο κουρασμένους αλλά και λιγότερο αποτελεσματικούς μυς. Ένιωθε τον άκαμπτο σκελετό του ποδηλάτου ν’ απορροφά κάθε βατ ενέργειας που παρήγαγε με κάθε του πεταλιά. Κατέβασε ταχύτητα και ένιωσε την επιτάχυνση. Σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε να κρατήσει τον ίδιο ρυθμό: ενενήντα πεταλιές το λεπτό πάνω κάτω. Κοίταξε το χρονόμετρο που μετρούσε τους σφυγμούς του: εκατόν εξήντα οκτώ. Φώτισε με τον φακό κεφαλής που είχε στο μέτωπό του το GPS που είχε τοποθετήσει στο τιμόνι. Έδειχνε λεπτομερώς την περιοχή του Όσλο και είχε κι ενεργό πομπό. Το ποδήλατο και τα αξεσουάρ του είχαν στοιχίσει παραπάνω απ’ ό,τι θα έπρεπε κανονικά να ξοδεύει ένας συνταξιούχος αστυνομικός ερευνητής. Ωστόσο ήταν σημαντικό να είναι κανείς σε φόρμα, ειδικά τώρα που η ζωή πρόσφερε νέες προκλήσεις. Μικρότερες προκλήσεις, για την ακρίβεια. Το γαλακτικό οξύ τού έκαιγε τώρα τους μηρούς και τις γάμπες σαν μια επώδυνη και ταυτόχρονα υπέροχη υπόσχεση γι’ αυτό που θα ακολουθούσε: το πάρτι των ενδορφινών, η αύξηση της μυϊκής του μάζας και η ήσυχη συνείδησή του. Και μια μπίρα με τη γυναίκα του στο μπαλκόνι, αν η

θερμοκρασία δεν έπεφτε πολύ μετά τη δύση του ήλιου. Και ξαφνικά, έφτασε. Ο δρόμος έγινε επίπεδος και η λίμνη του Μάρινταλ απλώθηκε μπροστά του. Έκοψε ταχύτητα. Βρισκόταν στην εξοχή. Ήταν σχεδόν αδιανόητο το γεγονός ότι κάνοντας ποδήλατο μόνο δεκαπέντε λεπτά από το κέντρο μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας μπορούσες να βρεθείς σ’ ένα μέρος περιτριγυρισμένο από αγροκτήματα, πεδιάδες και πυκνά δάση γεμάτα μονοπάτια που χάνονταν μες στο σούρουπο. Ο ιδρώτας τού προκαλούσε φαγούρα κάτω από το ανθρακί του κράνος μάρκας Μπελ, το οποίο του είχε κοστίσει όσο το παιδικό ποδήλατο που είχε χαρίσει στην εγγονή του Λίνε Μαρίε για τα έκτα της γενέθλια. Μέτρησε τους σφυγμούς του. Εκατόν εβδομήντα πέντε. Εκατόν εβδομήντα δύο. Μια ευπρόσδεκτη μικρή ριπή ανέμου έφερε μαζί της τις μακρινές φωνές που ακούγονταν από την πόλη. Πρέπει να έρχονταν από το στάδιο Ούλεβολ – η Εθνική είχε ένα σημαντικό παιχνίδι απόψε, εναντίον της Σλοβακίας ή της Σλοβενίας. Ο Έρλαν Βένεσλα φαντάστηκε για λίγο ότι οι επευφημίες προορίζονταν για τον ίδιο. Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που τον χειροκρότησαν; Πρέπει να ήταν κατά την αποχαιρετιστήρια τελετή της Κρίπος στο Μπριν: τούρτα και επίσημη ομιλία του αφεντικού, του Μίκαελ Μπέλμαν, που έκτοτε είχε ακολουθήσει μια σταθερά ανοδική πορεία, καταλαμβάνοντας

το πόστο του αρχηγού της αστυνομίας του Όσλο. Ο Έρλαν είχε δεχθεί το χειροκρότημά τους, τους είχε κοιτάξει στα μάτια και είχε νιώσει τον λαιμό του να σφίγγεται λίγο καθώς απήγγειλε την απλή, σύντομη και γεμάτη αναφορές σε γεγονότα ομιλία που απαιτούσε τότε η παράδοση της Κρίπος. Ενώ τώρα, με την τεχνολογική πρόοδο που είχε σημειωθεί στην ανάλυση του DNA και με την επίσημη δήλωση των ανώτερων κλιμακίων της αστυνομίας ότι θα τη χρησιμοποιούσαν και σε παλαιότερες υποθέσεις, υπήρχε πια ο κίνδυνος να βρεθούν απαντήσεις. Νέες απαντήσεις. Οι σωστές απαντήσεις. Όσο επικεντρώνονταν σε ανεξιχνίαστες υποθέσεις, ο Έρλαν το καταλάβαινε· όμως δεν συμφωνούσε όταν χρησιμοποιούνταν πολύτιμοι πόροι για να ξανανοίξουν υποθέσεις που είχαν διαλευκανθεί πριν από πολύ καιρό. Το σκοτάδι είχε πυκνώσει ακόμα και κάτω από τις λάμπες του δρόμου. Ο Έρλαν προσπέρασε την ξύλινη πινακίδα που έδειχνε προς το δάσος: ήταν ακριβώς όπως τη θυμόταν. Έστριψε και μπήκε σ’ ένα μονοπάτι με μαλακό χώμα και βρύα. Οδηγούσε όσο πιο αργά μπορούσε, για να μη χάσει την ισορροπία του. Η κωνική δέσμη φωτός που έβγαινε από τον φακό στο μέτωπό του φώτιζε τις πέτρες μπροστά του και σταματούσε στον τοίχο από έλατα που υπήρχε δεξιά και αριστερά του. Σκιές ξεπηδούσαν γρήγορα μπροστά του και

ύστερα, σαν να τρόμαζαν, ξανακρύβονταν στο σκοτάδι. Ήταν όπως τότε που είχε προσπαθήσει να βάλει τον εαυτό του στη θέση της: έτρεχε μ’ έναν φακό στο χέρι της, έχοντας ξεφύγει ύστερα από τρεις μέρες εγκλεισμού και συνεχόμενων βιασμών. Ένας φακός άναψε μπροστά του μες στο σκοτάδι και ο Έρλαν Βένεσλα νόμισε για μια στιγμή ότι ήταν ο δικός της φακός· και ότι αυτή έτρεχε πάλι να ξεφύγει ενώ εκείνος την κυνηγούσε με τη μηχανή και την ξανάπιανε. Το φως του φακού τρεμόπαιξε λίγο και ύστερα γύρισε προς τη μεριά του. Ο Έρλαν σταμάτησε και κατέβηκε από το ποδήλατο. Έριξε φως στον μετρητή των σφυγμών του: ήδη κάτω από εκατό. Καθόλου άσχημα. Χαλάρωσε τα λουράκια, έβγαλε το κράνος του και έξυσε το κεφάλι του. Θεέ μου, τι ανακούφιση. Έσβησε το φωτάκι, κρέμασε το κράνος στο τιμόνι του ποδηλάτου και προχώρησε προς το φως του φακού. Άκουσε το κράνος να χτυπάει πάνω στο τιμόνι. Σταμάτησε μπροστά στον φακό, που στράφηκε κατευθείαν προς το πρόσωπό του. Το δυνατό φως τού έτσουξε τα μάτια. Τυφλωμένος, αισθάνθηκε ν’ ανασαίνει ακόμη πολύ βαριά· τι περίεργο που οι σφυγμοί του ήταν τόσο κατεβασμένοι. Ένιωσε μια κίνηση πίσω από τον μεγάλο, τρεμουλιαστό κύκλο του φωτός, άκουσε ένα σιγανό σφύριγμα στον αέρα και

την ίδια στιγμή μια σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του: Δεν έπρεπε να το είχε κάνει. Δεν έπρεπε να βγάλει το κράνος του. Οι περισσότεροι θάνατοι ποδηλατών συμβαίνουν... Ήταν λες και η σκέψη του κοκάλωσε, λες και ο χρόνος σταμάτησε, λες και διακόπηκε προς στιγμήν η οπτική επαφή του με την πραγματικότητα. Ο Έρλαν Βένεσλα κοίταξε έκπληκτος μπροστά του και ένιωσε μια παχιά σταγόνα ιδρώτα να κυλά στο μέτωπό του. Μίλησε, μα οι λέξεις του δεν έβγαζαν νόημα, σαν να είχε χαθεί η σύνδεση μεταξύ εγκεφάλου και στόματος. Ξανάκουσε το σιγανό σφύριγμα. Ύστερα κάθε ήχος χάθηκε. Δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε καν η ανάσα του. Και ανακάλυψε ότι είχε πέσει στα γόνατα και ότι το ποδήλατό του κυλούσε αργά προς ένα χαντάκι. Μπροστά στα μάτια του έβλεπε το κίτρινο φως να χορεύει, αλλά εξαφανίστηκε κι αυτό όταν ο ιδρώτας έφτασε στη ράχη της μύτης του, κύλησε στα μάτια του και τον τύφλωσε. Και τότε ο Έρλαν Βένεσλα συνειδητοποίησε ότι το υγρό αυτό δεν ήταν ιδρώτας. Το τρίτο χτύπημα ήταν σαν παγοκρύσταλλος που διαπέρασε το κεφάλι, τον λαιμό και το κορμί του. Τα πάντα πάγωσαν. Δεν θέλω να πεθάνω, σκέφτηκε και προσπάθησε να σηκώσει το χέρι του για να προστατεύσει το κεφάλι του, όμως του ήταν αδύνατον να κουνήσει οποιοδήποτε μέλος

του κορμιού του· νόμιζε ότι είχε παραλύσει. Το τέταρτο χτύπημα δεν το κατάλαβε, αλλά η μυρωδιά του υγρού χώματος του έδωσε να καταλάβει ότι βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του αρκετές φορές και κατάφερε να ανακτήσει την όραση από το ένα του μάτι. Ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του στεκόταν ένα ζευγάρι μεγάλες, βρόμικες, λασπωμένες μπότες. Οι σόλες ανασηκώθηκαν και οι μπότες ξεκόλλησαν από το έδαφος. Και ύστερα προσγειώθηκαν. Και ξανά το ίδιο. Οι σόλες ανασηκώθηκαν, οι μπότες ξεκόλλησαν. Λες και αυτός που τον χτυπούσε πηδούσε πρώτα στον αέρα, πηδούσε για να δώσει ακόμα περισσότερη δύναμη στα χτυπήματά του. Το τελευταίο πράγμα που πέρασε από το μυαλό του Έρλαν Βένεσλα ήταν ότι έπρεπε να θυμηθεί πώς την έλεγαν, την εγγονή· δεν έπρεπε να ξεχάσει τ’ όνομά της.

2

Ο

αξιωματικός Άντον Μίτετ πήρε το μισογεμάτο πλαστικό ποτηράκι από τη μικρή κόκκινη εσπρεσομηχανή μάρκας Νεσπρέσο, μοντέλο D290, έσκυψε και το ακούμπησε στο πάτωμα. Δεν υπήρχαν έπιπλα τριγύρω για να το αφήσει. Ύστερα έβγαλε ακόμα μια κάψουλα καφέ, έλεγξε μηχανικά το αλουμινένιο της καπάκι για να δει ότι ήταν όντως αχρησιμοποίητη και την τοποθέτησε στη μηχανή. Έβαλε άλλο ένα ποτηράκι κάτω από τον μικρό πλαστικό κρουνό και πάτησε έναν από τους φωτεινούς διακόπτες. Η μηχανή άρχισε να βρυχάται και να ξεφυσά και εκείνος κοίταξε το ρολόι του. Σύντομα θα πήγαινε μεσάνυχτα. Αλλαγή βάρδιας. Τον περίμεναν στο σπίτι, όμως θεώρησε καλό να δείξει πρώτα τα κατατόπια στην καινούργια κοπέλα. Εξάλλου, η μικρή δεν είχε αποφοιτήσει ακόμη από την

Αστυνομική Ακαδημία. Πώς την είπαμε; Σίλιε. Ο Άντον Μίτετ κοίταξε τον κρουνό. Άραγε θα είχε προσφερθεί να φέρει καφέ και σε κάποιον άνδρα συνάδελφό του; Δεν ήξερε και ούτε είχε σημασία πια· είχαν πάψει να τον απασχολούν τέτοια ζητήματα. Ξαφνικά ένιωσε γύρω του υπερβολική ησυχία. Μπορούσε ν’ ακούσει μέχρι και τις τελευταίες, σχεδόν διάφανες σταγονίτσες του καφέ να πέφτουν στο ποτηράκι. Η κάψουλα είχε αδειάσει πια από γεύσεις και αρώματα, όμως για τον Άντον ήταν σημαντικό να αιχμαλωτίσει μέχρι και την τελευταία σταγόνα. Η νεαρή γυναίκα είχε μπροστά της μια ατέλειωτη νυχτερινή βάρδια, δίχως παρέα, δίχως δράση, μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνει παρά να κάθεται και να χαζεύει τους άβαφους, γυμνούς και τσιμεντένιους τοίχους του Ρικσχοσπιτάλ. Αποφάσισε ότι θα έπινε μαζί της ένα καφεδάκι στο νοσοκομείο πριν πάει σπίτι. Πήρε τα δυο ποτηράκια και επέστρεψε στη θέση του. Τα βήματά του αντήχησαν ανάμεσα στους τοίχους. Πέρασε μπροστά από κλειστές, κλειδωμένες πόρτες. Δεν υπήρχε τίποτα πίσω τους· μόνο τοίχοι, κι άλλοι τοίχοι, εξίσου γυμνοί. Πρώτη φορά οι Νορβηγοί προνοούσαν έτσι για το μέλλον τους: για ένα μέλλον που θα τους έβρισκε πολυπληθέστερους, γηραιότερους, ασθενέστερους, απαιτητικότερους. Το νοσοκομείο ήταν έργο μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, όπως οι άουτομπαν των Γερμανών και τα αεροδρόμια των Σουηδών. Άραγε να είχαν

αισθανθεί και εκείνοι έτσι, οι ελάχιστοι αυτοκινητιστές της δεκαετίας του ’30 που διέσχιζαν το μοναχικό μεγαλείο της γερμανικής επαρχίας πάνω στους μπετονένιους εκείνους λεβιάθαν; Ή οι σουηδοί επιβάτες που διέσχιζαν τις τεράστιες αίθουσες του αεροδρομίου Αρλάντα τη δεκαετία του ’60; Είχαν άραγε νιώσει την παρουσία φαντασμάτων γύρω τους; Είχαν καταλάβει ότι παρόλο που τα πάντα ήταν καινούργια και αχρησιμοποίητα, παρόλο που κανείς δεν είχε πεθάνει ακόμη σε αυτοκινητικό ή αεροπορικό δυστύχημα, οι δρόμοι εκείνοι και τα αεροδρόμια εκείνα ήταν στοιχειωμένα; Ότι ανά πάσα στιγμή οι προβολείς κάποιου οχήματος μπορούσαν να φανερώσουν στην άκρη της άουτομπαν μια οικογένεια με άδεια βλέμματα, αιμόφυρτη, χλωμή, έναν πατέρα ανασκολοπισμένο, μια μητέρα με το κεφάλι στριμμένο προς τα πίσω, και ένα παιδάκι δίχως άκρα από τη μια πλευρά; Ότι μέσα από την πλαστική κουρτίνα του ιμάντα παραλαβής αποσκευών μπορούσαν να ξεπροβάλουν καμένα πτώματα, που φλόγιζαν ακόμη καίγοντας το λάστιχο, βγάζοντας άηχα ουρλιαχτά και καπνούς απ’ τ’ ανοιχτά τους στόματα; Κανείς από τους γιατρούς του νοσοκομείου δεν ήξερε για ποιον σκοπό προοριζόταν η νεόχτιστη τούτη πτέρυγα. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι κάποια στιγμή, πίσω από αυτούς τους τοίχους, θα πέθαιναν άνθρωποι. Το ένιωθε ήδη στον αέρα

γύρω του: αόρατα σώματα με τις ανήσυχες ψυχές τους, ήδη ασθενείς αυτού του νοσοκομείου. Ο Άντον έστριψε στη γωνία και άλλος ένας μισοφωτισμένος διάδρομος απλώθηκε μπροστά του, εξίσου γυμνός και υπερβολικά συμμετρικός, τόσο που δημιουργούσε μια περίεργη οπτική ψευδαίσθηση: στο βάθος, ένα ένστολο κορίτσι καθισμένο σε μια καρέκλα έμοιαζε με μικροσκοπική εικόνα που προβαλλόταν στην επίπεδη επιφάνεια ενός τοίχου που θα μπορούσε να βρίσκεται ακριβώς μπροστά στα μάτια του. «Σου έφερα λίγο καφέ» της είπε ο Άντον στέκοντας δίπλα της. Πόσο να ήταν, είκοσι; Λίγο παραπάνω. Είκοσι δύο, ίσως. «Ευχαριστώ, μα έχω φέρει τον δικό μου» είπε εκείνη, βγάζοντας ένα θερμός από το σακίδιο δίπλα στην καρέκλα της. Ένας ανεπαίσθητος τραγουδιστός τόνος χρωμάτιζε την προφορά της, κατάλοιπο κάποιας βόρειας διαλέκτου. «Αυτός εδώ είναι καλύτερος» επέμεινε εκείνος, με το χέρι ακόμη τεντωμένο προς το μέρος της. Εκείνη δίστασε. Ύστερα πήρε το ποτηράκι. «Και δωρεάν» πρόσθεσε ο Άντον, φέρνοντας τα τσουρουφλισμένα δάχτυλά του διακριτικά πίσω από την πλάτη και τρίβοντάς τα στο κρύο ύφασμα του μπουφάν. «Έχουμε ολόκληρη καφετιέρα δικιά μας». «Την είδα καθώς ερχόμουν» είπε εκείνη. «Όμως οι

οδηγίες λένε να μην απομακρυνθούμε από την πόρτα του ασθενούς, οπότε είπα κι εγώ να φέρω λίγο καφέ απ’ το σπίτι». Ο Άντον Μίτετ ήπιε μια γουλιά από το πλαστικό του κυπελλάκι. «Δίκιο έχεις, αλλά μόνο αυτός ο διάδρομος οδηγεί στο δωμάτιο. Εδώ, στον τρίτο που είμαστε, όλες οι πόρτες μεταξύ του δωματίου και της καφετιέρας είναι κλειδωμένες. Οπότε είναι αδύνατον να μας προσπεράσει κανείς δίχως να τον πάρουμε χαμπάρι, ακόμα κι αν έχουμε πάει για καφέ». «Λογικό ακούγεται, ωστόσο θα προτιμήσω να ακολουθήσω τις οδηγίες». Του χαμογέλασε κλεφτά και ύστερα, ίσως για να αντισταθμίσει τον επικριτικό υπαινιγμό της, ρούφηξε μια γουλιά καφέ. Ο Άντον ένιωσε έναν μικρό εκνευρισμό, σαν μια σουβλιά. Πήγε να πει κάτι σχετικά με την ικανότητα ανεπηρέαστης σκέψης που προέρχεται από την εμπειρία, αλλά δεν πρόλαβε να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη σκέψη. Κάτι στην άλλη άκρη του διαδρόμου τού τράβηξε την προσοχή. Μια λευκή φιγούρα έμοιαζε να αιθεροβατεί προς το μέρος τους. Άκουσε τη Σίλιε να σηκώνεται από τη θέση της. Η φιγούρα άρχισε να παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή. Και μεταμορφώθηκε σε μια τροφαντούλα ξανθιά νοσοκόμα που φορούσε μια φαρδιά

νοσοκομειακή στολή. Ο Άντον ήξερε ότι η ξανθιά είχε νυχτερινή βάρδια απόψε. Και ότι αύριο βράδυ είχε ρεπό. «Καλησπέρα» είπε η νοσοκόμα μ’ ένα πονηρό γελάκι, σηκώνοντας ψηλά το ένα της χέρι, που κρατούσε δύο σύριγγες. Προχώρησε προς την πόρτα του δωματίου και ακούμπησε το άλλο της χέρι στο πόμολο. «Μια στιγμή» είπε η Σίλιε, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της. «Φοβάμαι ότι πρέπει να ελέγξω την ταυτότητά σας. Ξέρετε το σημερινό σύνθημα;» Η νοσοκόμα γύρισε και κοίταξε τον Άντον απορημένη. «Εκτός κι αν ο συνάδελφός μου μπορεί να εγγυηθεί για την ταυτότητά σας» πρόσθεσε η Σίλιε. Ο Άντον έγνεψε το κεφάλι του. «Μπορείς να περάσεις, Μόνα». Η νοσοκόμα άνοιξε την πόρτα και ο Άντον την ακολούθησε με το βλέμμα του. Μες στο σκοτεινό δωμάτιο διέκρινε τα μηχανήματα γύρω από το κρεβάτι και τα δάχτυλα των ποδιών του ασθενούς, που προεξείχαν από την κουβέρτα. Ο ασθενής ήταν τόσο ψηλός, που χρειάστηκε να βρουν μεγαλύτερο κρεβάτι. Η πόρτα ξανάκλεισε. «Μπράβο» είπε ο Άντον χαμογελώντας στη Σίλιε, και κατάλαβε ότι εκείνη δεν το εκτίμησε καθόλου. Ότι τον θεωρούσε έναν φαλλοκράτη που μόλις είχε αξιολογήσει και βαθμολογήσει μια νεότερη συνάδελφό του. Μα ήταν

φοιτήτρια ακόμη, για όνομα του Θεού, άρα υποτίθεται ότι έπρεπε να διδαχθεί κάποια πράγματα από άλλους, πιο έμπειρους συναδέλφους κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής της. Ο Άντον κοντοστάθηκε, αμφιταλαντευόμενος πάνω στις φτέρνες των παπουτσιών του, μην ξέροντας πώς να σώσει την κατάσταση. Του μίλησε πρώτα εκείνη: «Όπως είπα και προηγουμένως, έχω διαβάσει τις οδηγίες. Και είμαι σίγουρη ότι σας περιμένουν στο σπίτι, σωστά;». Ο Άντον ξανάφερε το ποτηράκι στα χείλη του. Πού ήξερε αυτή για την οικογενειακή του κατάσταση; Μήπως υπονοούσε κάτι, κάτι για κείνον και τη Μόνα, λόγου χάριν; Ότι την είχε πετάξει σπίτι με το αυτοκίνητο μια δυο φορές μετά τη βάρδιά της και ότι η υπόθεση δεν είχε σταματήσει εκεί, ας πούμε; «Το αυτοκόλλητο με το αρκουδάκι στην τσάντα σας» του εξήγησε εκείνη και χαμογέλασε. Ο Άντον ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ. Ξερόβηξε. «Έχω χρόνο. Και ίσως πρέπει να το εκμεταλλευτείς, μια και είναι η πρώτη σου βάρδια. Ίσως έχεις απορίες. Οι οδηγίες δεν δίνουν όλες τις απαντήσεις, ξέρεις». Μετακίνησε το βάρος του στο άλλο πόδι. Ήλπιζε η μικρή να κατάλαβε το υπονοούμενο. «Όπως θέλετε» είπε εκείνη, με μια ενοχλητική αυτοπεποίθηση που μόνο οι κάτω των είκοσι πέντε ετών

επιτρέπουν στον εαυτό τους. «Ο ασθενής μες στο δωμάτιο. Ποιος είναι;» «Δεν γνωρίζω. Το λένε και οι οδηγίες: είναι ανώνυμος κι έτσι θα παραμείνει». «Μόνο που εσείς κάτι ξέρετε». «Αλήθεια;» «Από τη Μόνα. Οι άνθρωποι που μιλούν μεταξύ τους στον ενικό όλο και κάτι έχουν μοιραστεί. Τι σας έχει πει, λοιπόν;» Ο Άντον Μίτετ παρατήρησε προσεκτικά την κοπέλα. Ήταν αρκετά όμορφη, αλλά ψυχρή και χωρίς γοητεία. Υπερβολικά αδύνατη για τα γούστα του. Είχε αχτένιστα μαλλιά, ενώ το άνω χείλος της έμοιαζε σαν να το κράταγε στη θέση του κάποιος τένοντας που άφηνε να φανούν δυο άνισοι κοπτήρες. Ωστόσο ήταν πολύ νέα. Στοιχημάτιζε ότι κάτω από τη μαύρη στολή το σώμα της ήταν σφιχτό και γυμνασμένο. Αν λοιπόν της έλεγε όλα όσα ήξερε, θα το έκανε επειδή υπολόγιζε ασυνείδητα ότι η αγαθοεργία του θα μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητές του να κοιμηθεί μαζί της κατά 0,01%; Ή μήπως επειδή κορίτσια σαν τη Σίλιε γίνονταν υπαστυνόμοι και ειδικοί ερευνητές –δηλαδή αφεντικά του– μέσα σε μια πενταετία, τη στιγμή που αυτός θα παρέμενε πάντα ένας αρχιφύλακας, ένας μίζερος αρχιφύλακας, λόγω εκείνης της υπόθεσης στο Ντράμεν, η οποία θα στεκόταν

μόνιμα μπροστά του σαν τοίχος, σαν ανεξίτηλη κηλίδα; «Απόπειρα δολοφονίας» είπε ο Άντον. «Έχασε πάρα πολύ αίμα· είπαν ότι ήταν θαύμα που είχε ακόμη σφυγμό όταν τον έφεραν.greekleech.info Έχει πέσει σε κώμα». «Και προς τι η αστυνομική φύλαξη;» Ο Άντον ανασήκωσε τους ώμους του. «Εν δυνάμει μάρτυρας κατηγορίας. Αν επιζήσει». «Τι υποτίθεται ότι γνωρίζει;» «Διάφορα για ναρκωτικά. Υψηλού επιπέδου πράγματα. Αν ξυπνήσει, ίσως θα μπορέσει να δώσει πληροφορίες που θα καταστρέψουν αρκετούς μεγαλεμπόρους ηρωίνης του Όσλο. Άσε που θα μας πει ποιος προσπάθησε να τον δολοφονήσει». «Άρα πιστεύουν ότι ο δολοφόνος θα επιστρέψει για ν’ αποτελειώσει τη δουλειά;» «Αν μαθευτεί ότι είναι ακόμη ζωντανός και ότι βρίσκεται εδώ μέσα, ναι. Γι’ αυτό είμαστε κι εμείς εδώ». Η κοπέλα κατένευσε. «Και τι λένε, θα επιβιώσει;» Ο Άντον κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Λένε ότι θα μπορέσουν να τον κρατήσουν στη ζωή για μερικούς μήνες ακόμα, αλλά οι πιθανότητες να ξυπνήσει από το κώμα είναι πολύ λίγες. Εν πάση περιπτώσει...» Ο Άντον έριξε το βάρος του στο άλλο πόδι· το ερευνητικό της βλέμμα γινόταν

αβάσταχτο. «Μέχρι τότε πρέπει να τον έχουμε υπό την εποπτεία μας».greekleech.info Ο Άντον Μίτετ έφυγε νιώθοντας ηττημένος. Κατέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην υποδοχή και βγήκε έξω, στο φθινοπωρινό βράδυ. Μόνο όταν κάθισε μες στο παρκαρισμένο του αμάξι πρόσεξε ότι χτυπούσε το τηλέφωνό του. Τον έπαιρναν από το Κέντρο Επιχειρήσεων. «Φόνος στο Μαριντάλεν» είπε ο 01. «Το ξέρω ότι τελείωσες γι’ απόψε, αλλά χρειάζονται βοήθεια για να περιφρουρήσουν τον τόπο του εγκλήματος. Και μια και φοράς ακόμη τη στολή...» «Για πόση ώρα;» «Τρεις ώρες μάξιμουμ. Μετά θα σ’ απαλλάξουμε». Ο Άντον εξεπλάγη. Τώρα τελευταία έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αποφύγουν τις υπερωρίες. Οι αυστηροί κανόνες σε συνδυασμό με τον χαμηλό προϋπολογισμό δεν επέτρεπαν παρεκκλίσεις, ακόμα και για πρακτικούς λόγους. Υποψιάστηκε ότι κάτι ιδιαίτερο έτρεχε με αυτόν τον φόνο. Μακάρι να μην ήταν κανένα παιδάκι. «Εντάξει» είπε ο Άντον Μίτετ. «Θα σου στείλω τις συντεταγμένες». Αυτό ήταν κάτι καινούργιο: GPS φορτωμένο με χάρτες του Όσλο και των γύρω περιοχών και ενεργός πομπός ώστε το Κέντρο να

μπορεί να σ’ εντοπίσει ανά πάσα στιγμή. Μάλλον γι’ αυτό τον είχαν καλέσει: βρισκόταν δίπλα σε σχέση με τους υπόλοιπους. «Ωραία» είπε ο Άντον Μίτετ. «Τρεις ώρες». Η Λάουρα θα είχε ήδη ξαπλώσει, ωστόσο της άρεσε να ξέρει πότε ο Άντον γύριζε από τη δουλειά. Της έστειλε μήνυμα στο κινητό. Ύστερα έβαλε πρώτη και κατευθύνθηκε προς τη λίμνη Μάρινταλ.

Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει το GPS. Στην είσοδο του πάρκου Ουλεβολσέτερ υπήρχαν τέσσερα περιπολικά. Λίγο παραπέρα, μια ταινία σήμανσης έδειχνε τον δρόμο. Ο Άντον έβγαλε τον φακό από το ντουλαπάκι του συνοδηγού και προχώρησε προς το μέρος του αξιωματικού που στεκόταν μπροστά από την ταινία. Φώτα τρεμόπαιζαν ανάμεσα στα δέντρα. Είδε τους προβολείς της Σήμανσης, που του θύμιζαν πάντα κινηματογραφικό γύρισμα. Κάτι που δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα: Η Σήμανση δεν έβγαζε πια μόνο φωτογραφίες, αλλά χρησιμοποιούσε και βιντεοκάμερες υψηλής ευκρίνειας για να τραβήξει όχι μόνο τα θύματα αλλά ολόκληρη τη σκηνή του εγκλήματος, ώστε αργότερα να μπορούν να την ξαναδούν, να παγώσουν την οθόνη, να εστιάσουν σε λεπτομέρειες που αρχικά τούς είχαν

φανεί αδιάφορες. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μίτετ τον αξιωματικό που στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα και έτρεμε μπροστά από την ταινία σήμανσης. «Φόνος». Η φωνή του είχε κλείσει, τα μάτια του ήταν κόκκινα και το πρόσωπό του υπερβολικά χλωμό. «Ναι, το έμαθα. Ποιος είναι επικεφαλής;» «Η Λεν, από τη Σήμανση». Ο Άντον άκουσε τις φωνές από το δάσος. Ήταν αρκετές. «Κανείς από την Κρίπος ή το Τμήμα Ανθρωποκτονιών;» «Θα έρθουν κι άλλοι όπου να ’ναι. Πριν από λίγο ανακάλυψαν το πτώμα. Ήρθες να με αντικαταστήσεις;» Κι άλλοι. Και, παρ’ όλα αυτά, τον πήραν και του ζήτησαν να κάνει κι αυτός υπερωρίες. Ο Άντον κοίταξε προσεκτικά τον αξιωματικό. Φορούσε ένα χοντρό παλτό, όμως είχε αρχίσει να τρέμει ακόμα περισσότερο. Δεν έκανε και τόσο κρύο. «Ποιος ήρθε πρώτος εδώ, εσύ;» Ο αξιωματικός κατένευσε σιωπηλά, κοίταξε το χώμα. Χτύπησε με δύναμη τα πόδια του στο έδαφος. Γαμώ το κέρατό μου, σκέφτηκε ο Άντον. Παιδί θα είναι. Ξεροκατάπιε. «Έι, Άντον, ο 01 σ’ έστειλε;» Ο Άντον σήκωσε το βλέμμα του. Δεν τους είχε ακούσει που πλησίαζαν, παρόλο που βγήκαν μέσα απ’ τους πυκνούς

θάμνους. Τους είχε ξαναδεί, τους αξιωματικούς της Σήμανσης, πώς κινούνταν γύρω από τη σκηνή του εγκλήματος, σαν αδέξιοι χορευτές, σκύβοντας από εδώ, γυρνώντας από εκεί, πατώντας τα πόδια τους λες κι ήταν αστροναύτες στο φεγγάρι. Ή ίσως να έφταιγαν οι λευκές τους στολές που έκανε αυτόν τον συνειρμό. «Ναι, μου είπαν να έρθω ν’ αντικαταστήσω κάποιον» είπε ο Άντον στη γυναίκα. Ήξερε πολύ καλά ποια ήταν· όλοι την ήξεραν: η Μπέτε Λεν, αρχηγός της Σήμανσης, γνωστή και ως «γυναίκα της βροχής», λόγω της ικανότητάς της να αναγνωρίζει πρόσωπα, κυρίως ληστών, βλέποντας τις κακής ποιότητας, αποσπασματικές λήψεις από τις κάμερες των τραπεζών. Έλεγαν ότι μπορούσε ν’ αναγνωρίσει ακόμα και τους πιο καλά μεταμφιεσμένους ληστές, εφόσον είχαν καταδικαστεί στο παρελθόν, και ότι μες στο ξανθό της κεφαλάκι υπήρχε ολόκληρη βάση δεδομένων αποτελούμενη από χιλιάδες φάτσες. Αυτός ο φόνος πρέπει να ήταν ιδιαίτερος, λοιπόν, αλλιώς δεν θα έστελναν τ’ αφεντικά να τρέχουν νυχτιάτικα. Σε σχέση με το χλωμό, σχεδόν διάφανο, πρόσωπο της λεπτοκαμωμένης γυναίκας, το πρόσωπο του συναδέλφου της φαινόταν κατακόκκινο. Τα μάγουλά του ήταν γεμάτα φακίδες και πλαισιώνονταν από δύο κοκκινότριχες φαβορίτες. Τα

μάτια του ήταν ολίγον διογκωμένα, σαν να είχαν υψηλή πίεση, πράγμα που τον έκανε να μοιάζει ολίγον χαζός. Ωστόσο την παράσταση έκλεβε το καπέλο του, που αποκαλύφθηκε όταν κατέβασε τη λευκή κουκούλα: ένα μεγάλο καπέλο ράστα, στα χρώματα της σημαίας της Τζαμάικα – πράσινο, κίτρινο, μαύρο. Η Μπέτε Λεν χτύπησε φιλικά στον ώμο τον αξιωματικό, που έτρεμε. «Έλα, Σίμουν, πήγαινε. Μην πεις ότι σ’ το ’πα εγώ, αλλά καλά θα κάνεις να πιεις κάτι δυνατό. Και μετά κατευθείαν για ύπνο». Ο αξιωματικός κατένευσε και, τρία δευτερόλεπτα αργότερα, τον είχε καταπιεί το σκοτάδι. «Τι, είναι φρίκη;» είπε ο Άντον. «Καφές, γιοκ;» ρώτησε το Καπέλο ανοίγοντας ένα θερμός. Από αυτές τις δυο λέξεις μόνο, ο Άντον κατάλαβε ότι το Καπέλο δεν ήταν από το Όσλο. Από την επαρχία, προφανώς, αλλά ο Άντον –όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της ανατολικής Νορβηγίας– δεν είχε ούτε ιδέα ούτε και πολλή όρεξη ν’ ασχοληθεί με τις διάφορες διαλέκτους της νορβηγικής γλώσσας. «Γιοκ» απάντησε ο Άντον. «Είναι καλή ιδέα να φέρνεις πάντα το δικό σου καφεδάκι στη δουλειά» είπε το Καπέλο. «Ποτέ δεν ξέρεις πόσο θα χρεια​στεί να μείνεις».

«΄Ελα, Μπγιορν, λες και δεν έχει ξαναδουλέψει ο άνθρωπος σε υποθέσεις δολοφονίας» είπε η Μπέτε Λεν. «Στο Ντράμεν, σωστά;» «Ακριβώς» απάντησε ο Άντον, αμφιταλαντευόμενος πάνω στις φτέρνες του. Κάποτε δούλευε σε υποθέσεις δολοφονίας, σωστά. Και, δυστυχώς, υποψιαζόταν για ποιον λόγο τον θυμόταν η Μπέτε Λεν. Πήρε μια ανάσα. «Ποιος βρήκε το πτώμα;» «Αυτός» είπε η Μπέτε κάνοντας νόημα προς το αμάξι του αστυνομικού. Άκουσαν τη μηχανή που ανέβαζε στροφές. «Θέλω να πω, τηλέφωνο ποιος πήρε;» «Η σύζυγός του, όταν το θύμα δεν επέστρεψε απ’ τη βόλτα του με το ποδήλατο» απάντησε το Καπέλο. «Επρόκειτο να λείψει μόνο μία ώρα και η γυναίκα άρχισε ν’ ανησυχεί για την καρδιά του. Ήταν ανοιχτό το GPS του, που είχε και πομπό, κι έτσι τον βρήκαμε αμέσως». Ο Άντον έγνεψε αργά, αναπαριστώντας τη σκηνή στο μυαλό του. Δυο αστυνομικοί χτυπούν το κουδούνι· ένας άνδρας, μια γυναίκα. Ξεροβήχουν, κοιτάζουν τη σύζυγο μ’ αυτή τη σοβαρή έκφραση που προοικονομεί αυτό που θα της πούνε και με λόγια, λόγια αδιανόητα. Το πρόσωπο της γυναίκας αντιστέκεται, δεν θέλει ν’ ακούσει, και ύστερα, σαν να αναποδογυρίζει, βγαίνει το μέσα έξω, και δείχνει τα

συναισθήματά της, δείχνει τα πάντα. Η εικόνα της γυναίκας του, της Λάουρα, ήρθε στο μυαλό του. Ένα ασθενοφόρο κύλησε προς το μέρος τους, δίχως σειρήνα ή μπλε φώτα. Ο Άντον κατάλαβε: η γρήγορη αντίδραση στην κλήση για εξαφάνιση· το GPS με πομπό· η αθρόα προσέλευση αξιωματικών· οι υπερωρίες του· ο συνάδελφος που είχε κλονιστεί τόσο πολύ, που έπρεπε να τον στείλουν σπίτι. «Αστυνομικός είναι» ψιθύρισε ο Άντον. «Υποθέτω ότι η θερμοκρασία εδώ πάνω είναι γύρω στον ενάμιση βαθμό χαμηλότερη απ’ ό,τι στην πόλη» είπε η Μπέτε Λεν, σχηματίζοντας έναν αριθμό στο κινητό της. «Στάνταρ» σχολίασε το Καπέλο και ήπιε μια γουλιά από το ποτηράκι του θερμός. «Δεν έχουμε ακόμη αποχρωματισμό του δέρματος. Οπότε… συνέβη μεταξύ οκτώ και δέκα η ώρα;» «Αστυνομικός» επανέλαβε ο Άντον. «Γι’ αυτό είναι όλοι αυτοί εδώ, ε;» «Κατρίνε;» είπε η Μπέτε στο τηλέφωνο. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να τσεκάρεις κάτι για χάρη μου; Ναι, έχει σχέση με την υπόθεση της Σάντρα Τβέτεν». «Έλα, ρε γαμώτο!» φώναξε το Καπέλο. «Αφού τους είπα να περιμένουν μέχρι να ’ρθουν οι σακούλες για το πτώμα».

Ο Άντον έκανε μεταβολή και είδε δύο άνδρες να παιδεύονται κουβαλώντας ένα φορείο μες στο δάσος. Ένα ζευγάρι ποδηλατικά παπούτσια προεξείχαν κάτω από την κουβέρτα. «Οι δυο τους γνωρίζονταν» είπε ο Άντον. «Γι’ αυτό έτρεμε εκείνος έτσι, σωστά;» «Μας είπε ότι δούλευαν μαζί στο Όκερν, πριν ο Βένεσλα μετατεθεί στην Κρίπος» απάντησε το Καπέλο. «Και έχεις και την ημερομηνία;» ρώτησε η Λεν στο τηλέφωνο. Ακούστηκε μια κραυγή. «Μα τι σκα...» είπε το Καπέλο. Ο Άντον στράφηκε προς τα πίσω. Ένας από τους τραυματιοφορείς είχε γλιστρήσει μες στο χαντάκι δίπλα στο μονοπάτι. Το φως από τον φακό του έπεσε πάνω στο φορείο. Πάνω στην κουβέρτα που είχε γλιστρήσει από τη θέση της. Πάνω σε... τι ήταν αυτό; Ο Άντον κοίταξε με τα μάτια γουρλωμένα. Κεφάλι ήταν αυτό; Αυτό το πράγμα, στην κορυφή του αναμφισβήτητα ανθρώπινου σώματος, ήταν κεφάλι; Όλα αυτά τα χρόνια που ο Άντον δούλευε στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών, πριν από το μέγα λάθος, είχε δει πτώματα και πτώματα, αλλά τίποτα σαν κι αυτό. Η μορφή σε σχήμα κλεψύδρας τον έκανε να φέρει στο μυαλό του το

κυριακάτικο οικογενειακό τους πρωινό, το μελάτο αυγό της Λάουρα με τα υπολείμματα απ’ το τσόφλι να κρέμονται ακόμη από πάνω του, τον κίτρινο κρόκο να σπάει, να χύνεται από μέσα και ύστερα να στεγνώνει πάνω στο σφιχτό, μα μαλακό συνάμα, ασπράδι του αυγού. Ήταν πράγματι αυτό ένα... κεφάλι; Ο Άντον κοντοστάθηκε και ανοιγόκλεισε τα μάτια του μες στο σκοτάδι, καθώς τα πίσω φώτα του ασθενοφόρου εξαφανίζονταν. Και τότε συνειδητοποίησε πως ό,τι έβλεπε το έβλεπε σε επανάληψη: το είχε ξαναζήσει όλο αυτό. Τις λευκές φιγούρες, το θερμός, τα πόδια που προεξείχαν κάτω από την κουβέρτα, το είχε ξαναδεί όλο αυτό πριν από λίγο, στο Ρικσχοσπιτάλ. Λες και υπήρχαν παντού προειδοποιητικά σημάδια. Το κεφάλι... «Σ’ ευχαριστώ, Κατρίνε» είπε η Μπέτε. «Τι τρέχει;» ρώτησε το Καπέλο. «Είχαμε δουλέψει με τον Έρλαν ακριβώς σε αυτό το σημείο» είπε η Μπέτε. «Εδώ;» ξαναρώτησε το Καπέλο. «Ακριβώς εδώ. Εκείνος ήταν επικεφαλής της έρευνας. Πάνε δέκα χρόνια τώρα. Η υπόθεση της Σάντρα Τβέτεν. Τη βίασαν και τη δολοφόνησαν. Παιδάκι ήταν». Ο Άντον ξεροκατάπιε. Ένα παιδάκι. Επαναλήψεις. «Τη θυμάμαι αυτή την υπόθεση» είπε το Καπέλο. «Για

σκέψου, να πεθάνει στη σκηνή του εγκλήματος που είχε ερευνήσει. Παράξενο πράγμα η μοίρα. Και η υπόθεση της Σάντρα Τβέτεν φθινόπωρο δεν είχε συμβεί;» Η Μπέτε δεν απάντησε, κατένευσε μόνο αργά. Ο Άντον ανοιγόκλεισε τα μάτια του, ξανά και ξανά. Δεν μπορεί, είχε όντως δει και άλλη φορά ένα πτώμα σαν κι αυτό. «Έλα, ρε γαμώτο!» είπε το Καπέλο ψιθυριστά. «Δεν εννοείς ότι;...» Η Μπέτε Λεν πήρε από τα χέρια του το ποτηράκι του θερμός. Ήπιε μια γουλιά. Του το ξανάδωσε. Και κατένευσε. «Διάολε...» ψιθύρισε το Καπέλο.

3

«D

éjà vu» είπε ο Στούλε Άουνε και κοίταξε το πυκνό χιόνι που έπεφτε στη Σπουρβαϊσγκάτα, καθώς το σκοτάδι του δεκεμβριάτικου πρωινού υποχωρούσε για χάρη της σύντομης μέρας. Και ύστερα στράφηκε προς τα πίσω, προς τον άνδρα που καθόταν στην καρέκλα από την άλλη μεριά του γραφείου. «Το déjà vu είναι η αίσθηση ότι έχουμε ξαναζήσει κάτι που μας συμβαίνει. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι». Με το πρώτο πληθυντικό εννοούσε τους ψυχολόγους γενικά, όχι μόνο τους ψυχοθεραπευτές. «Ορισμένοι ψυχολόγοι θεωρούν ότι όταν κουραζόμαστε οι πληροφορίες που φτάνουν στο συνειδητό μας καθυστερούν, και έτσι, όταν πια αναδύονται, έχουν ήδη υποστεί επεξεργασία στο υποσυνείδητό μας. Γι’ αυτό έχουμε το

συναίσθημα της αναγνώρισης. Αυτό το περί κούρασης εξηγεί και γιατί συνήθως έχουμε την αίσθηση του déjà vu στο τέλος της εργασιακής μας εβδομάδας. Όμως η συνεισφορά της επιστημονικής έρευνας φτάνει μέχρι εκεί: η Παρασκευή είναι μέρα déjà vu». Ίσως ο Στούλε Άουνε να ήλπιζε σε κάποιο χαμόγελο. Όχι επειδή ένα χαμόγελο σήμαινε και πολλά για τις προσπάθειες που κατέβαλλε προκειμένου να κάνει τους ανθρώπους ν’ αυτοθεραπευτούν, αλλά επειδή χρειαζόταν μες στο δωμάτιο. «Δεν εννοώ τέτοιο déjà vu» είπε ο ασθενής. Ο πελάτης. Ο αγοραστής. Ο άνθρωπος που σε περίπου είκοσι λεπτά θα πήγαινε να πληρώσει στην υποδοχή, βοηθώντας να καλυφθούν τα λειτουργικά έξοδα πέντε ψυχολόγων που συστεγάζονταν σ’ αυτό το τετραώροφο, απρόσωπο και ντεμοντέ κτίριο στη Σπουρβαϊσγκάτα, η οποία διέσχιζε την καλούτσικη δυτική μεριά του Όσλο. Ο Στούλε Άουνε έριξε μια γρήγορη ματιά στο ρολόι του τοίχου πίσω από το κεφάλι του ασθενούς. Δεκαοκτώ λεπτά. «Είναι περισσότερο σαν όνειρο που επαναλαμβάνεται». «Σαν όνειρο;» Το βλέμμα του Στούλε Άουνε έπεσε στην εφημερίδα που ήταν ανοιχτή σ’ ένα από τα συρτάρια του γραφείου, ώστε ο ασθενής να μην τη βλέπει. Στις μέρες μας, οι περισσότεροι ψυχοθεραπευτές συνηθίζουν να κάθονται σε μια καρέκλα απέναντι από τον ασθενή· όταν ο Στούλε είχε

φέρει το τεράστιο γραφείο μέσα στην αίθουσα, οι συνάδελφοί του είχαν σπεύσει να του υπενθυμίσουν χαμογελώντας τη σύγχρονη θεραπευτική προσέγγιση, που λέει ότι όσο λιγότερα εμπόδια υπάρχουν μεταξύ θεραπευτή και ασθενούς, τόσο το καλύτερο. Η απάντηση του Στούλε ήταν άμεση: «Για τον ασθενή, πιθανόν». «Ναι, όνειρο είναι. Ονειρεύομαι». «Ναι, είναι σύνηθες να επαναλαμβάνονται διάφορα όνειρα» είπε ο Άουνε, περνώντας το χέρι πάνω από το στόμα του για να κρύψει το χασμουρητό του. Σκέφτηκε με λαχτάρα τον παλιό αγαπημένο του καναπέ που είχε φύγει από το γραφείο του και τώρα διακοσμούσε τον χώρο υποδοχής, όπου, με τις σειρές τα βαράκια στο πλάι και την μπάρα από πάνω, λειτουργούσε ως ψυχοθεραπευτικό αστείο. Παλιά, όταν οι ασθενείς του κάθονταν στον καναπέ, το διάβασμα της εφημερίδας ήταν ακόμα πιο εύκολο. «Όμως δεν το θέλω αυτό το όνειρο». Ένα λεπτό, αμήχανο χαμόγελο. Λεπτά, καλοχτενισμένα μαλλιά. Καλώς ήρθατε στον εξορκιστή ονείρων, σκέφτηκε ο Άουνε, προσπαθώντας ν’ απαντήσει μ’ ένα εξίσου λεπτό χαμόγελο. Ο ασθενής φορούσε ριγέ κουστούμι, κόκκινη και γκρι γραβάτα και μαύρα καλογυαλισμένα παπούτσια. Ο Άουνε φορούσε ένα τουίντ σακάκι, ένα εύθυμο παπιγιόν κάτω

από το διπλοσάγονό του και καφετιά παπούτσια που είχαν να ξεσκονιστούν αρκετό καιρό. «Θα θέλατε ίσως να μου πείτε τι όνειρο ήταν;» «Αυτό έκανα μόλις». «Σωστά. Αν μου δίνατε ακόμα λίγες λεπτομέρειες, όμως;» «Ξεκινάει, όπως σας είπα, εκεί που τελειώνει ο δίσκος Dark side of the moon. Τελειώνει το “Eclipse” και ο Ντέιβιντ Γκίλμορ τραγουδάει...» Ο άνδρας έσφιξε τα χείλη του και άρχισε να μιλάει αγγλικά τόσο επιτηδευμένα, που ο Άουνε φαντάστηκε ένα ποτήρι τσάι να πλησιάζει το ζαρωμένο του στόμα. «...Και τα πάντα κάτω απ’ τον ήλιο αρμονικά, μόνο που ο ήλιος επισκιάζεται απ’ τη σελήνη...» «Και αυτό ονειρεύεστε;» «Όχι! Δηλαδή, ναι. Και στην πραγματικότητα έτσι τελειώνει ο δίσκος. Αισιόδοξα. Έπειτα από τρία τέταρτα θανάτου και τρέλας. Οπότε νομίζεις κι εσύ ότι όλα θα έχουν αίσιο τέλος. Σε όλα έχει επέλθει μια αρμονία. Όμως καθώς ο δίσκος σβήνει, μια φωνή ακούγεται από πίσω, μουρμουρίζοντας. Πρέπει να δυναμώσει κανείς τον ήχο για να καταλάβει τι λέει. Και τότε οι λέξεις ακούγονται καθαρά. Δεν υπάρχει η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Για την ακρίβεια, όλα σκοτεινά είναι. Όλα είναι σκοτεινά. Καταλαβαίνετε;» «Όχι» είπε ο Άουνε. Σύμφωνα με το εγχειρίδιο, θα έπρεπε κανονικά να ρωτήσει «Είναι σημαντικό για εσάς το αν

καταλαβαίνω εγώ;» ή κάτι τέτοιο. Αλλά βαριόταν. «Το κακό δεν υφίσταται, διότι τα πάντα είναι κακά. Το διάστημα είναι κάτι σκοτεινό. Γεννιόμαστε κακοί. Το κακό είναι το σημείο εκκίνησης, κάτι το φυσιολογικό. Και, καμιά φορά, υπάρχει και κάποια αχτίδα φωτός. Όμως είναι προσωρινή, γιατί πρέπει να επιστρέψουμε στο σκοτάδι. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο όνειρό μου». «Συνεχίστε» είπε ο Άουνε, στριφογυρίζοντας την καρέκλα του προς τη μεριά του παραθύρου, προσποιούμενος ότι σκεφτόταν. Προσποιούμενος, για να κρύψει το γεγονός ότι ήθελε να πάρει οπωσδήποτε το βλέμμα του από την έκφραση του άνδρα, η οποία ήταν ένα μείγμα αυτολύπησης και αυταρέσκειας. Ήταν προφανές ότι ο ασθενής θεωρούσε τον εαυτό του μοναδικό, την περίπτωσή του ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τους ψυχολόγους. Αναμφίβολα ο ασθενής είχε ξανακάνει ψυχοθεραπεία. Ο Άουνε είδε απ’ το παράθυρο έναν στραβοκάνη παρκαδόρο να περπατά σαν σερίφης· αναρωτήθηκε ποιο άλλο επάγγελμα θα ταίριαζε στον ίδιο. Συμπέρασμα: κανένα. Εξάλλου την αγαπούσε την ψυχολογία, του άρεσε να πλέει στο κενό μεταξύ αυτών που γνωρίζουμε και αυτών που αγνοούμε, συνδυάζοντας το βαρύ έρμα των γνώσεών του με τη διαίσθηση και την περιέργεια. Τουλάχιστον, αυτό έλεγε στον εαυτό του κάθε πρωί. Τότε

γιατί καθόταν τώρα εδώ, ευχόμενος ο τύπος απέναντί του να το βουλώσει και να φύγει απ’ το γραφείο και τη ζωή του; Μήπως έφταιγε ο ασθενής ή μήπως η ίδια η δουλειά του, η ψυχοθεραπεία; Το ξεκάθαρο τελεσίγραφο της Ίνγκριντ είχε επιφέρει διάφορες αλλαγές: έπρεπε να δουλεύει λιγότερο και να ’ναι περισσότερο παρών για την ίδια και για την κόρη τους Αουρόρα. Και έτσι, ο Στούλε Άουνε είχε παρατήσει τις χρονοβόρες έρευνες, τις διαβουλεύσεις με το Ανθρωποκτονιών και τις διαλέξεις στην Αστυνομική Ακαδημία και είχε γίνει ένας ψυχοθεραπευτής με σταθερό ωράριο εργασίας. Οι νέες του προτεραιότητες έμοιαζαν σωστές. Σάμπως του έλειπε και τίποτα απ’ όλα αυτά που είχε αφήσει πίσω; Το να σκιαγραφεί το προφίλ διάφορων ανώμαλων που σκότωναν ανθρώπους με ειδεχθείς τρόπους και του στερούσαν τα βράδια τον ύπνο του, ας πούμε; Ή μήπως τα τηλεφωνήματα του επιθεωρητή Χάρι Χόλε, που, όταν κατάφερνε πια να κοιμηθεί, τον ξυπνούσαν απαιτώντας γρήγορες απαντήσεις σε αδιανόητα ερωτήματα; Σάμπως του έλειπε που ο Χόλε κατάφερνε να τον μετατρέψει στην καρικατούρα που ήδη είχε στο μυαλό του, έναν πεινασμένο, εξαντλημένο και μονομανή κυνηγό, που αρπαζόταν με όποιον τολμούσε να τον ενοχλήσει όταν δούλευε πάνω στο μοναδικό πράγμα που θεωρούσε σημαντικό, αποξενώνοντας έτσι συναδέλφους, οικογένεια και φίλους;

Αν του έλειπε, λέει; Φυσικά. Του έλειπε η σπουδαιότητα του όλου ζητήματος. Του έλειπε η αίσθηση ότι έσωζε ζωές. Και όχι τις ζωές διάφορων λογικά σκεπτόμενων καταθλιπτικών που, καμιά φορά, τον έκαναν ν’ αναρωτιέται, εφόσον δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε το γεγονός ότι η ζωή είναι τόσο επώδυνη, γιατί δεν επιτρέπουμε σε αυτούς τους ανθρώπους να πεθάνουν; Του έλειπε το να είναι σε εγρήγορση, να επεμβαίνει, να είναι αυτός που σώζει τους αθώους από τους ενόχους, κάνοντας εκείνο που κανείς άλλος δεν μπορούσε να κάνει, επειδή αυτός, ο Στούλε Άουνε, ήταν ο καλύτερος απ’ όλους. Τόσο απλά. Ναι, του έλειπε ο Χάρι Χόλε. Του έλειπε να τον παίρνει τηλέφωνο αυτός ο ψηλός ξινός αλκοολικός και να του ζητάει –ή μάλλον να τον διατάζει– να κάνει το κοινωνικό του καθήκον, να θυσιάσει την οικογενειακή του ζωή και τον ύπνο του για να πιάσουν έναν απόκληρο της κοινωνίας. Όμως δεν υπήρχε πια επιθεωρητής με το όνομα Χάρι Χόλε στο Ανθρωποκτονιών· και κανείς άλλος δεν τον έπαιρνε τηλέφωνο. Το βλέμμα του ξανάπεσε στην εφημερίδα. Συνέντευξη Τύπου. Είχαν περάσει σχεδόν τρεις μήνες από τον φόνο του αστυνομικού στο Μαριντάλεν και η αστυνομία δεν είχε ούτε υπόπτους ούτε στοιχεία. Να, για κάτι τέτοιο ήδη θα τον είχαν πάρει τηλέφωνο παλιότερα. Ο φόνος είχε

διαπραχθεί στο ίδιο ακριβώς σημείο και την ίδια ακριβώς ημερομηνία μ’ εκείνη την παλιά ανεξιχνίαστη υπόθεση. Και το θύμα ήταν ο αστυνομικός που είχε αναλάβει τότε την έρευνα. Αλλά πάνε αυτά. Τώρα το πρόβλημα ήταν οι αϋπνίες ενός καταπονημένου, αντιπαθούς επιχειρηματία. Όπου να ’ναι, ο Άουνε θ’ άρχιζε να του κάνει ερωτήσεις που υποτίθεται ότι απέκλειαν την παρουσία μετατραυματικού στρες. Ο άνδρας που καθόταν μπροστά του δεν ήταν μπλοκαρισμένος από τους εφιάλτες του· στην πραγματικότητα, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να ξανανεβεί η παραγωγικότητά του στα ύψη. Ο Άουνε θα του έδινε ένα αντίγραφο του άρθρου περί θεραπευτικού οραματισμού, των Κράκοου και... αδυνατούσε να θυμηθεί τα ονόματα των υπολοίπων. Θα του ζητούσε να καταγράψει τους εφιάλτες του και να τους φέρει μαζί του την επόμενη φορά. Και τότε, θα καθόντουσαν μαζί και θα έφτιαχναν ένα διαφορετικό σενάριο, ένα χαρούμενο τέλος για τον εφιάλτη, το οποίο και θα πρόβαραν διανοητικά, έτσι ώστε το όνειρο να γινόταν πιο υποφερτό ή να εξαφανιζόταν εντελώς. Ο Άουνε άκουσε το σταθερό, υπνωτικό βουητό της φωνής του ασθενούς και σκέφτηκε ότι ο φόνος στο Μαριντάλεν είχε βαλτώσει από την πρώτη κιόλας μέρα. Ακόμα και όταν διαπιστώθηκαν οι πρόδηλες ομοιότητες με τον φόνο της

Σάντρα Τβέτεν –η μέρα, ο τόπος– καθώς και η σχέση μεταξύ των δύο θυμάτων, ούτε τότε είχε γίνει καμιά πρόοδος από την Κρίπος ή το Ανθρωποκτονιών. Και τώρα έβγαιναν και εκλιπαρούσαν τους πολίτες για πληροφορίες, όσο άσχετες κι αν ήταν. Αυτός ήταν και ο σκοπός της χθεσινής συνέντευξης Τύπου. Ο Άουνε υποπτευόταν ότι όλο αυτό γινόταν για το θεαθήναι, για να δείξει η αστυνομία ότι δήθεν κάτι έκανε, ότι δεν είχε παραλύσει τελείως. Παρόλο που ακριβώς αυτό συνέβαινε: μια σειρά από ανήμπορα και κατακριτέα ανώτερα στελέχη είχαν παρατήσει τις έρευνες και είχαν στραφεί προς τους πολίτες, λέγοντας «για να δούμε αν μπορείτε εσείς να τα βγάλετε πέρα καλύτερα». Κοίταξε τη φωτογραφία από τη συνέντευξη Τύπου. Αναγνώρισε την Μπέτε Λεν, τον Γκούναρ Χάγκεν –αρχηγό του Ανθρωποκτονιών–, που όσο πήγαινε έμοιαζε όλο και περισσότερο με μοναχό, μ’ εκείνο το δάφνινο στεφάνι από πυκνά μαλλιά που κοσμούσε το γυαλιστερό γυμνό του κρανίο. Ακόμα και ο Μίκαελ Μπέλμαν, ο νέος αρχηγός, είχε παραστεί στη συνέντευξη. Εδώ που τα λέμε, το θύμα ήταν ένας από τους δικούς του. Το πρόσωπό του σφιγμένο. Ο Άουνε τον θυμόταν πιο παχύ. Οι μπούκλες του, που τόσο άρεσαν στα μίντια και ήταν κάποτε υπερβολικά μακριές, προφανώς είχαν εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια όλων αυτών

των μετακινήσεων, από την Κρίπος στο ΌργκΚριμ και εντέλει στο γραφείο του σερίφη. Ο Άουνε αναλογίστηκε τη σχεδόν θηλυκή ομορφιά του Μίκαελ Μπέλμαν, τις μακριές του βλεφαρίδες και το μαυρισμένο του δέρμα, κατάστικτο από τις χαρακτηριστικές λευκές κηλίδες του. Τίποτε εκ των οποίων δεν φαινόταν στη φωτογραφία της εφημερίδας. Μια ανεξιχνίαστη δολοφονία αστυνομικού ήταν, προφανώς, η χείριστη αρχή για τον νέο αρχηγό της αστυνομίας, ο οποίος είχε βασίσει την εκτόξευση της καριέρας του σε μια σειρά επιτυχιών. Ο Μπέλμαν είχε καθαρίσει το Όσλο από τις συμμορίες ναρκωτικών, όμως ποιος θα το θυμόταν αυτό σε λίγο καιρό; Εντάξει, ο συνταξιούχος Έρλαν Βένεσλα δεν είχε δολοφονεί εν ώρα καθήκοντος, αλλά ήταν εμφανές ότι η υπόθεση είχε σχέση με τον φόνο της Σάντρα Τβέτεν. Συνεπώς ο Μπέλμαν είχε κινητοποιήσει ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε, συν τους εξωτερικούς συνεργάτες. Εκτός από τον ίδιο, τον Στούλε Άουνε. Το όνομά του είχε σβηστεί από τις λίστες της αστυνομίας. Διόλου περίεργο: ο ίδιος τους το είχε ζητήσει. Και να που είχε έρθει ο χειμώνας νωρίς και, μαζί μ’ αυτόν, η αίσθηση ότι το χιόνι είχε αρχίσει να καλύπτει τα ίχνη. Ίχνη ανύπαρκτα. Αυτό είχε πει και η Μπέτε Λεν στη συνέντευξη Τύπου: υπήρχε μια σχεδόν εντυπωσιακή απουσία ιατροδικαστικών στοιχείων. Προφανώς και είχαν

ξανακοιτάξει ό,τι σχετιζόταν με την υπόθεση της Σάντρα Τβέτεν: υπόπτους, συγγενείς, φίλους, ακόμα και συναδέλφους του Βένεσλα που είχαν δουλέψει μαζί του σ’ εκείνη την υπόθεση. Μάταια. Στο δωμάτιο επικρατούσε ησυχία και ο Στούλε Άουνε κατάλαβε, από την έκφραση του ασθενούς, ότι ο άνθρωπος μόλις τον είχε ρωτήσει κάτι και περίμενε απάντηση. «Χμ» είπε ο Άουνε, ακουμπώντας το πιγούνι στη γροθιά του και κοιτάζοντας τον ασθενή στα μάτια. «Εσείς τι πιστεύε​τε;» Το βλέμμα του ασθενούς μαρτύρησε σύγχυση και για μια στιγμή ο Άουνε φοβήθηκε πως ο άνθρωπος του είχε ζητήσει μονάχα ένα ποτήρι νερό, ή κάτι τέτοιο. «Τι πιστεύω εγώ για το χαμόγελό της ή για το έντονο φως;» «Και για τα δύο». «Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μου χαμογελά επειδή της αρέσω. Ύστερα σκέφτομαι ότι μου χαμογελά επειδή θέλει κάτι από μένα. Αλλά όταν παύει να χαμογελάει, σβήνει και το φως στα μάτια της και δεν προλαβαίνω πια να τη ρωτήσω, δεν μου απαντάει πια. Οπότε και εγώ νομίζω ότι φταίει ο ενισχυτής. Ή κάτι τέτοιο». «Ε... ο ενισχυτής;»

«Ναι». Παύση. «Ο ενισχυτής που σας ανέφερα προ ολίγου, ο ενισχυτής που ο πατέρας μου έσβηνε κάθε φορά που ερχόταν στο δωμάτιό μου ισχυριζόμενος ότι έπαιζα εκείνον τον δίσκο υπερβολικά συχνά, σε βαθμό τρέλας. Και μετά σας είπα ότι το μικρό κόκκινο φωτάκι δίπλα στον διακόπτη έσβηνε σιγά σιγά και εξαφανιζόταν. Σαν μάτι. Ή σαν τη δύση του ήλιου. Και ύστερα σκέφτομαι ότι τη χάνω. Γι’ αυτό δεν μου μιλάει στο τέλος του ονείρου. Είναι ο ενισχυτής που σβήνει όταν ο μπαμπάς κατεβάζει τον διακόπτη. Και τότε δεν μπορώ πια να της μιλήσω». «Βάζατε δίσκους και τη σκεφτόσασταν ακούγοντάς τους;» «Ναι. Συνεχώς. Μέχρι που έγινα δεκάξι. Και όχι δίσκους γενικά. Τον δίσκο». «Το Dark side of the moon;» «Ναι». «Αλλά εκείνη δεν σας ήθελε;» «Δεν ξέρω. Μάλλον όχι. Όχι τότε». «Χμ. Ο χρόνος μας τελείωσε. Θα σας δώσω κάτι να διαβάσετε για την επόμενη φορά. Έπειτα θέλω να σχεδιάσουμε μαζί ένα νέο τέλος για την ιστορία που βλέπετε στο όνειρό σας. Πρέπει να την κάνουμε να μιλήσει. Κάτι πρέπει να σας πει. Κάτι που εύχεστε να σας είχε πει. Ότι της αρέσετε, λόγου χάριν. Τι λέτε, θα το σκεφτείτε για την επόμενη φορά;»

«Εντάξει». Ο ασθενής σηκώθηκε, πήρε το παλτό του από τον καλόγερο και προχώρησε προς την πόρτα. Ο Άουνε κάθισε στο γραφείο του και κοίταξε το ημερολόγιο στη φωτεινή οθόνη του υπολογιστή. Ήταν γεμάτο ραντεβού – τι θλίψη. Και τότε συνειδητοποίησε τι του είχε συμβεί, για ακόμα μία φορά: είχε ξεχάσει το όνομα του ασθενούς του. Το βρήκε στα γρήγορα στο ημερολόγιό του: Πολ Στάβνες. «Θα τα πούμε σε μια βδομάδα, την ίδια ώρα, εντάξει, Πολ;» «Εντάξει». Ο Στούλε το κατέγραψε ηλεκτρονικά. Όταν ξανασήκωσε το βλέμμα του, ο Στάβνες είχε ήδη φύγει. Σηκώθηκε, πήρε την εφημερίδα του και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Πού σκατά ήταν αυτή η περιβόητη υπερθέρμανση του πλανήτη που υπόσχονταν όλοι; Ξανακοίταξε την εφημερίδα και, νιώθοντας ξαφνικά μια απίστευτη βαρεμάρα, την πέταξε στο πάτωμα: νισάφι πια το διάβασμα της εφημερίδας, τόσους μήνες και βδομάδες. Ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου. Σοβαρά τραύματα στο κεφάλι. Ο Έρλαν Βένεσλα αφήνει πίσω του σύζυγο, παιδιά και εγγόνια. Φίλους και συναδέλφους σε κατάσταση σοκ. «Ήταν ένας ζεστός, καλοσυνάτος άνθρωπος». «Αδύνατον να μην τον

συμπαθούσες». «Καλοπροαίρετος, ειλικρινής, ανεκτικός, δίχως καθόλου εχθρούς». Ο Στούλε Άουνε πήρε μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε τη συσκευή του τηλεφώνου. Τον είχαν τον αριθμό του. Μα το τηλέφωνο βουβό. Σαν το κορίτσι στο όνειρο.

4

Ο

επικεφαλής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Γκούναρ Χάγκεν χάιδεψε το μέτωπό του και ύστερα πιο πάνω, την είσοδο της λιμνοθάλασσας του κρανίου του. Ο ιδρώτας στην παλάμη του αιχμαλωτίστηκε από την πυκνή, μαλλιαρή ατόλη στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Μπροστά του καθόταν ολόκληρη η ερευνητική ομάδα. Για έναν νορμάλ φόνο θα αποτελούνταν τυπικά από δώδεκα αξιωματικούς. Όμως ο φόνος ενός συναδέλφου μόνο νορμάλ δεν ήταν, κι έτσι η αίθουσα Κ2 ήταν κατάμεστη: παρευρίσκονταν περίπου πενήντα άνθρωποι. Συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έλειπαν με άδεια ασθενείας, η ομάδα απαριθμούσε συνολικά πενήντα τρία μέλη. Πολύ σύντομα, και όσο αυξανόταν η πίεση από τα μίντια, θα ζητούσαν και άλλοι άδεια ασθενείας. Το θετικότερο σε αυτή την υπόθεση είναι ότι είχε καταφέρει

να μονοιάσει τα δύο μεγαλύτερα τμήματα διερεύνησης δολοφονιών της Νορβηγίας: το Τμήμα Ανθρωποκτονιών του Όσλο και την Κρίπος. Πρώτη φορά είχαν παραμερίσει τις αντιπαλότητές τους και συνεργάζονταν δίχως άλλον σκοπό, παρά μόνο για τον εντοπισμό του δολοφόνου του συναδέλφου τους. Τις πρώτες εβδομάδες μάλιστα, η ένταση και το πάθος που επικρατούσαν είχαν πείσει τον Χάγκεν ότι η υπόθεση θα διαλευκαινόταν συντόμως, παρ’ όλη την απουσία ιατροδικαστικών στοιχείων, μαρτύρων, πιθανών κινήτρων, υπόπτων και πιθανών ή απίθανων ενδείξεων· μόνο και μόνο επειδή η κοινή θέληση ήταν τόσο μεγάλη, επειδή το δίχτυ είχε ριχθεί τόσο πλατιά και επειδή οι διαθέσιμοι πόροι ήταν απεριόριστοι. Και όμως. Τα κουρασμένα γκρίζα πρόσωπα μπροστά του τον κοιτούσαν με μια απάθεια που γινόταν ολοένα και εμφανέστερη τις τελευταίες εβδομάδες. Η χθεσινή συνέντευξη Τύπου –τόσο χάλια, που έμοιαζε με συνθηκολόγηση με όλες εκείνες τις εκκλήσεις για βοήθεια προς πάσα κατεύθυνση– δεν είχε βελτιώσει το κλίμα. Σήμερα υπήρχαν ακόμα δύο απόντες· και δεν μπορούσες να πεις ότι εγκατέλειψαν τον αγώνα για ψύλλου πήδημα: εκτός από την υπόθεση Βένεσλα υπήρχε και ο φόνος του Γκούστο Χάνσεν, που από λυμένη υπόθεση είχε ξαναβρεθεί στα ανεξιχνίαστα περιστατικά όταν αποφυλακίστηκε ο Όλεγκ Φάουκε και

απέσυρε την ομολογία του ο Κρις Ρέντι, γνωστός και ως «Αντίντας». Ορίστε, υπήρχε και κάτι θετικό στην υπόθεση Βένεσλα: ο φόνος του αστυνομικού είχε επισκιάσει τη δολοφονία του νεαρού όμορφου εμπόρου ναρκωτικών Γκούστο Χάνσεν. Τόσο πολύ μάλιστα, που οι εφημερίδες δεν είχαν γράψει ούτε μια λέξη για το γεγονός ότι η υπόθεση είχε ξανανοίξει. Ο Χάγκεν κοίταξε το χαρτί που ήταν ακουμπισμένο στο βήμα μπροστά του. Δυο αράδες είχε όλες κι όλες. Πρωινή συνάντηση δύο αράδων. Ο Γκούναρ Χάγκεν ξερόβηξε. «Καλημέρα, παιδιά. Όπως οι περισσότεροι γνωρίζετε, λάβαμε ορισμένα τηλεφωνήματα μετά το πέρας της χθεσινής συνέντευξης. Ογδόντα εννέα συνολικά, αρκετά εκ των οποίων ερευνούμε σοβαρά». Δεν χρειαζόταν να πει αυτό που όλοι ήξεραν, ότι δηλαδή ύστερα από τρεις μήνες ερευνών είχαν πιάσει πάτο, ότι το 95% των τηλεφωνημάτων ήταν μαλακίες: οι συνήθεις τρελοί, οι μεθυσμένοι, διάφοροι τύποι που ήθελαν να κακολογήσουν όποιον τους είχε κλέψει την γκόμενα ή τον γείτονα που παρέλειπε να καθαρίσει τις σκάλες, κάτι φάρσες, ή απλώς άνθρωποι που αποζητούσαν την προσοχή, κάποιον για να μιλήσουν. Με τη λέξη «αρκετά» εννοούσε τέσσερα. Τέσσερα τηλεφωνήματα. Και όταν έλεγε «ερευνούμε», έλεγε ψέματα: η

έρευνα είχε ήδη τελειώσει. Και τους είχε οδηγήσει εκεί που βρίσκονταν αυτή τη στιγμή: στο πουθενά. «Έχουμε έναν πολύ ιδιαίτερο επισκέπτη σήμερα» είπε ο Χάγκεν, καταλαβαίνοντας αμέσως ότι αυτό μπορούσε να εκληφθεί και ως σαρκασμός. «Ο αρχηγός θα ήθελε να μοιραστεί μαζί μας ορισμένες σκέψεις. Μίκαελ...» Ο Χάγκεν έκλεισε το χάρτινο ντοσιέ του, το σήκωσε και το τοποθέτησε προσεκτικά πάνω στο τραπέζι, λες και περιείχε ένα σωρό νέα, ενδιαφέροντα στοιχεία και όχι απλώς ένα χαρτί Α4, ελπίζοντας ότι είχε σώσει την κατάσταση αποκαλώντας τον Μπέλμαν με το μικρό του όνομα και γνέφοντας προς τη μεριά του, δίπλα στην πόρτα στο πίσω μέρος της αίθουσας. Ο νεαρός αρχηγός της αστυνομίας του Όσλο ήταν ακουμπισμένος με την πλάτη στον τοίχο, έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος. Περίμενε λίγο ώστε να γυρίσουν όλοι να τον κοιτάξουν, και έπειτα, με μια δυναμική και ευέλικτη κίνηση, ξεκόλλησε απ’ τον τοίχο και προχώρησε με γοργά και σταθερά βήματα. Μειδιούσε, λες και σκεφτόταν κάτι αστείο· και όταν με μια γρήγορη κίνηση στράφηκε προς το βήμα, ακούμπησε τα μπράτσα του επάνω, έσκυψε προς τα εμπρός και κοίταξε το κοινό του σαν να ήθελε να δείξει ότι δεν κουβαλούσε τυπωμένο τον λόγο του, ο Χάγκεν σκέφτηκε: Το καλό που του θέλω να σημαίνει κάτι όλη αυτή η είσοδος. «Κάποιοι από εσάς ίσως γνωρίζουν ότι κάνω

αναρριχήσεις» είπε ο Μίκαελ. «Κάτι μέρες σαν κι αυτή, που ξυπνώ και κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω ορατότητα μηδέν, ενώ προβλέπεται ακόμα περισσότερο χιόνι και ακόμα πιο δυνατοί άνεμοι, σκέφτομαι πάντα ένα βουνό που κάποτε ήθελα να κατακτήσω». Ο Μπέλμαν κοντοστάθηκε και ο Χάγκεν είδε ότι η αναπάντεχη εισαγωγή είχε πιάσει τόπο: η προσοχή όλων ήταν στραμμένη πάνω του. Για την ώρα. Γιατί ο Χάγκεν ήξερε ότι η ανεκτικότητα της καταπονημένης του ομάδας στις μαλακίες ήταν λιγότερη από ποτέ. Ούτε θα έκαναν προσπάθεια να το κρύψουν. Ο Μπέλμαν ήταν υπερβολικά νεαρός, υπερβολικά πρόσφατος στο τιμόνι του τμήματος, και είχε μπουκάρει μέσα υπερβολικά σβέλτα ώστε να τον αφήσουν να δοκιμάσει την υπομονή τους. «Παρεμπιπτόντως, το βουνό αυτό έχει το όνομα αυτής εδώ της αίθουσας. Που είναι και το όνομα που δώσατε στην υπόθεση Βένεσλα: Κ2. Ωραίο όνομα. Το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Γης. Το Άγριο Βουνό. Το δυσκολότερο βουνό στον κόσμο να κατακτηθεί. Ένας στους τέσσερις ορειβάτες του πεθαίνει. Σχεδιάζαμε να το ανεβούμε από τη νότια μεριά, γνωστή και ως Μαγική Γραμμή. Δυο φορές την έχουν ανέβει όλες κι όλες, και θεωρείται ουσιαστικά μια τελετουργική αυτοκτονία. Η παραμικρή αλλαγή στον καιρό, στον άνεμο και

στο χιόνι έχει καταπιεί κι εσένα και το βουνό. Η θερμοκρασία μπορεί να πέσει τόσο πολύ, που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν έχει μαζί του οξυγόνο ισοδύναμο με την ποσότητα που χρειάζεται ανά κυβικό μέτρο μες στο νερό. Και, μια και μιλάμε για την οροσειρά των Ιμαλαΐων, όλοι ξέρουμε ότι ο καιρός και ο αέρας θα αλλάξουν». Παύση. «Οπότε γιατί να θέλω να σκαρφαλώσω αυτό το συγκεκριμένο βουνό;» Κι άλλη παύση. Μεγαλύτερη αυτή τη φορά, λες και περίμενε να του απαντήσουν. Το μειδίαμα στο πρόσωπο σταθερό. Η παύση συνεχιζόταν. Υπερβολικά πολύ, σκέφτηκε ο Χάγκεν. Οι αστυνομικοί δεν γουστάρουν θεατρινισμούς. «Γιατί...» Ο Μπέλμαν χτύπησε το αναλόγιο με το δάχτυλό του. «...Ακριβώς γιατί είναι η δυσκολότερη ανάβαση του κόσμου. Σωματικά και διανοητικά. Δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή ευχαρίστησης κατά τη διάρκειά της, μόνο άγχος, μόχθος, φόβος, ακροφοβία, έλλειψη οξυγόνου, θανάσιμες κρίσεις πανικού και ακόμα πιο επικίνδυνη απάθεια. Και όταν φτάνεις στην κορυφή, δεν απολαμβάνεις τον θρίαμβο, συλλέγεις μόνο αποδείξεις ότι όντως ήσουν εκεί· μια δυο φωτογραφίες, ας πούμε, χωρίς να γελιέσαι ότι τα χειρότερα πέρασαν· χωρίς ν’ αφήνεσαι σε μια ευχάριστη υπνηλία, αλλά διατηρώντας μονίμως την αυτοσυγκέντρωσή σου, κάνοντας

τις συνηθισμένες αγγαρείες συστηματικά, σαν ρομποτάκι, συνεχίζοντας να ζυγίζεις την κατάσταση. Ζυγίζεις την κατάσταση συνεχώς. Πώς είναι ο καιρός; Τι σου λέει το σώμα σου; Πού είμαστε; Πόσο είμαστε εδώ πάνω; Πώς είναι οι υπόλοιποι της ομάδας;» Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Διότι το Κ2 είναι μόνο αντιξοότητες και κακουχίες. Ακόμα και όταν το κατεβαίνεις. Αντιξοότητες και κακουχίες. Και γι’ αυτό θέλαμε κι εμείς να το ανεβούμε». Σιωπή στην αίθουσα. Εκκωφαντική. Ούτε χασμουρητά, ούτε πόδια να σέρνονται κάτω από καρέκλες. Θεέ μου, σκέφτηκε ο Χάγκεν, το ’χει. «Δυο λέξεις» είπε ο Μπέλμαν. «Όχι τρεις, μόνο δύο: επιμονή και συνοχή. Έτοιμος ήμουν να πω και φιλοδοξία, αλλά συνειδητοποίησα ότι η λέξη δεν ήταν αρκετά σημαντική, ούτε αρκετά μεγάλη σε σχέση με τις άλλες δύο. Και ίσως με ρωτήσετε, ποιος ο σκοπός της επιμονής και της συνοχής αν δεν υπάρχει ο στόχος, η φιλοδοξία; Τι δηλαδή, παλεύουμε για να παλεύουμε; Τιμή δίχως ανταμοιβή; Και εγώ σας λέω, ναι· πάλη για την πάλη. Τιμή δίχως ανταμοιβή. Όταν, χρόνια αργότερα, θα μιλούν για την υπόθεση Βένεσλα, θα το κάνουν επειδή ήταν γεμάτη αντιξοότητες. Επειδή έμοιαζε αδύνατη. Επειδή το βουνό ήταν πολύ ψηλό και ο

καιρός πολύ άσχημος και ο αέρας σχεδόν ανύπαρκτος. Επειδή όλα πήγαν στραβά. Και είναι αυτές οι αντιξοότητες που θα κάνουν την υπόθεση αυτή μύθο, που θα την κάνουν μία από αυτές τις ιστορίες που λέγονται γύρω απ’ τη φωτιά. Όπως οι περισσότεροι ορειβάτες ανά τον κόσμο δεν έχουν φτάσει ποτέ ούτε στους πρόποδες του Κ2, έτσι κάποιος μπορεί να δουλεύει μια ολόκληρη ζωή και να μην πετύχει ποτέ του μια υπόθεση σαν κι αυτή. Αν τούτη η υπόθεση είχε λυθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες, θα είχε ξεχαστεί. Αλλά τι κοινό έχουν όλες οι θρυλικές εγκληματολογικές υποθέσεις της ιστορίας;» Ο Μπέλμαν περίμενε. Έγνεψε λες και του είχαν απαντήσει. «Χρειάστηκαν χρόνο. Ήταν αντίξοες». Μια φωνή δίπλα στον Χάγκεν ψιθύρισε: «Πάρ’ τα, Τσόρτσιλ». O Χάγκεν γύρισε και είδε την Μπέτε Λεν να στέκεται δίπλα του χαμογελώντας πονηρά. Κατένευσε και κοίταξε τριγύρω. Παλιό το κόλπο μεν, αλλά μια χαρά έπιανε ακόμη. Εκεί που πριν από λίγα λεπτά υπήρχε μόνο μια μαύρη, νεκρή φωτιά, ο Μπέλμαν είχε καταφέρει να βγάλει φλόγες από τ’ αποκαΐδια. Αλλά ο Χάγκεν ήξερε ότι δεν θα έκαιγαν για πολύ ακόμη χωρίς απτά αποτελέσματα. Τρία λεπτά αργότερα ο Μπέλμαν είχε ολοκληρώσει την αναπτέρωση του ηθικού της ομάδας και εγκατέλειπε το βήμα

χαμογελώντας πλατιά, εν μέσω ηχηρών χειροκροτημάτων. Ο Χάγκεν χειροκρότησε κι αυτός υπάκουα, φοβούμενος την επιστροφή του στο βήμα για το απόλυτο ξενέρωμα: είχε να τους πει ότι η ομάδα θα έμενε μόνο με τριάντα πέντε. Διαταγές του Μπέλμαν, όμως είχαν συμφωνήσει να μην τις ανακοινώσει ο ίδιος. Ο Χάγκεν προχώρησε στο βήμα, ακούμπησε πάνω το ντοσιέ του, ξερόβηξε, προσποιήθηκε ότι κοιτούσε τα διάφορα χαρτιά του. Σήκωσε το βλέμμα. Ξανάβηξε και χαμογέλασε πικρόχολα. «Κυρίες και κύριοι, ο Έλβις αποχώρησε απ’ το κτίριο». Τσιμουδιά, ούτε ένα γέλιο. «Λοιπόν, έχουμε μερικά ζητήματα να λύσουμε. Ορισμένοι από εσάς θα πρέπει να μετατεθούν σε άλλα πόστα». Νέκρα. Έσβησε η φωτιά.

Kαθώς ο Μίκαελ Μπέλμαν έβγαινε από το ασανσέρ στο αίθριο των Κεντρικών της αστυνομίας, με την άκρη του ματιού του έπιασε μια φιγούρα που εξαφανιζόταν μες στο διπλανό ασανσέρ. Μήπως ήταν ο Τρουλς; Απίθανο· ο Τρουλς βρισκόταν ακόμη σε διαθεσιμότητα μετά την υπόθεση Ασάγιεφ. Ο Μπέλμαν βγήκε από το κτίριο και, παλεύοντας με το χιόνι, μπήκε στο αυτοκίνητο που τον περίμενε. Όταν πρωτοανέλαβε τη θέση του αρχηγού της

αστυνομίας, του είπαν ότι θεωρητικά δικαιούνταν και σοφέρ, τον οποίο οι τρεις προκάτοχοί του είχαν αποφύγει να χρησιμοποιήσουν για να μη στείλουν λάθος μηνύματα, τη στιγμή μάλιστα που ανακοινώνονταν τόσες περικοπές στους υπόλοιπους τομείς. Ο Μπέλμαν είχε αντιστρέψει αυτή την πρακτική και είχε καταστήσει σαφές ότι δεν θ’ άφηνε τέτοιες σοσιαλδημοκρατικές μικροπρέπειες να καταστρέψουν την παραγωγικότητά του· και ότι ήταν πολύ πιο σημαντικό να περάσει ένα άλλο μήνυμα στα χαμηλότερα σκαλιά της ιεραρχίας: ότι η πολλή δουλειά και η προαγωγή σημαίνουν και αντίστοιχα προνόμια. Κατόπιν τούτου, ο επικεφαλής δημοσίων σχέσεων τον είχε πάρει παράμερα και του είχε συστήσει, σε περίπτωση που έβγαινε στα μίντια, να σταματήσει τη ρητορική στην παραγωγικότητα και να κάνει μόκο περί προνομίων. «Στο Δημαρχείο» είπε ο Μπέλμαν όταν βρέθηκε στο πίσω κάθισμα. Το αυτοκίνητο ξεκόλλησε από το πεζοδρόμιο, έστριψε μετά την εκκλησία του Γκρένλαντ και κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο Πλάζα και το κτίριο του ταχυδρομείου, που, παρ’ όλη την οικοδομική δραστηριότητα γύρω από την Όπερα, κυριαρχούσε ακόμη στον ορίζοντα της πόλης. Ωστόσο σήμερα δεν υπήρχε ορίζοντας, μόνο χιόνι, και ο Μπέλμαν σκέφτηκε τρία άσχετα μεταξύ τους πράγματα: κωλο-

Δεκέμβρης, κωλο-υπόθεση Βένεσλα, κωλο-Τρουλς Μπέρντσεν. Ο Μίκαελ δεν είχε δει ούτε είχε μιλήσει με τον Τρουλς Μπέρντσεν, παιδικό του φίλο και υφιστάμενό του, από τότε που υποχρεώθηκε να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του τον προηγούμενο Οκτώβρη. Αν και του είχε φανεί πως τον πήρε το μάτι του μέσα σ’ ένα αμάξι έξω από το ξενοδοχείο Γκραντ την προηγούμενη εβδομάδα. Διάφορες μεγάλες καταθέσεις σε μετρητά στον λογαριασμό του Τρουλς είχαν οδηγήσει στη διαθεσιμότητά του. Και επειδή δεν μπορούσε – ή δεν θέλησε– να τις δικαιολογήσει, ο Μίκαελ Μπέλμαν, ως αφεντικό του, δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Μίκαελ ήξερε φυσικά από πού προέρχονταν τα χρήματα: από διάφορες βρομοδουλειές –δολιοφθορά αποδεικτικών στοιχείων– που είχε κάνει ο Τρουλς εξυπηρετώντας το καρτέλ ναρκωτικών του Ρούντολφ Ασάγιεφ. Χρήματα που ο ηλίθιος είχε καταθέσει κατευθείαν στον προσωπικό του λογαριασμό. Η μόνη παρηγοριά ήταν ότι ούτε τα χρήματα ούτε ο Τρουλς μπορούσαν να οδηγήσουν στον Μίκαελ. Μόνο δύο άνθρωποι στον κόσμο μπορούσαν ν’ αποκαλύψουν τη συνεργασία του Μπέλμαν με τον Ασάγιεφ. Η μία ήταν η δημοτική επίτροπος Κοινωνικών Υπηρεσιών και συνένοχός του. Και ο άλλος βρισκόταν σε κώμα στην κλειστή πτέρυγα

του Ρικσχοσπιτάλ. Πέρασαν από την Κβαντρατούρεν. Ο Μίκαελ κοίταξε μαγεμένος την αντίθεση μεταξύ του μαύρου δέρματος των πορνών και του κατάλευκου χιονιού που έπεφτε στα μαλλιά και στους ώμους τους. Είδε και τα νεοαφιχθέντα βαποράκια, που έσπευσαν να καλύψουν το κενό που άφησε ο Ασάγιεφ. Ο Τρουλς Μπέρντσεν. Ακολουθούσε τον Μίκαελ από τότε που ήταν παιδιά στο Μάνγκλερουντ· ο κολαούζος και ο καρχαρίας. Ο Μίκαελ είχε το μυαλό, τις ηγετικές ικανότητες, την ευφράδεια, τη γοητεία. Ο Τρουλς Μπέρντσεν, γνωστός και ως Μπίβις, έπασχε από έλλειψη φόβου, αγάπη στο μπουνίδι και από μια σχεδόν παιδιάστικη αφοσίωση. Ο Μίκαελ έκανε φίλους παντού. Ο Τρουλς ήταν τόσο αντιπαθής, που όλοι τον απέφευγαν. Και όμως, αυτοί οι δύο πήγαιναν πακέτο. Ο Μπέλμαν κι ο Μπέρντσεν. Τα ονόματά τους εκφωνούνταν στη σειρά, πρώτα στο σχολείο και μετά στην Αστυνομική Ακαδημία· πρώτα ο Μπέλμαν και μετά, από κοντά, ο Μπέρντσεν. Ο Μίκαελ τα είχε φτιάξει με την Ούλα, ωστόσο ο Τρουλς ήταν ακόμη εκεί, απείχε μόλις δυο βήματα. Και όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο πίσω ξέμενε ο Τρουλς· δεν είχε τη φυσική ζωηρότητα του Μίκαελ ούτε στην καριέρα του ούτε στην προσωπική του ζωή. Κατά κανόνα, ήταν εύκολο να κουμαντάρει και να προβλέψει κανείς τον Τρουλς: ο Μίκαελ τον είχε σήκω σήκω, κάτσε κάτσε.

Όμως καμιά φορά το βλέμμα του σκοτείνιαζε και μεταμορφωνόταν τόσο, που ο Μίκαελ δεν τον αναγνώριζε. Όπως τότε που είχαν συλλάβει τον νεαρό τον οποίο ο Τρουλς κατόπιν τύφλωσε με το κλομπ του. Ή όπως εκείνον τον τύπο που την είχε πέσει στον Μίκαελ μέσα στην Κρίπος. Έτυχε να τους δουν διάφοροι συνάδελφοι, κι έτσι ο Μίκαελ έπρεπε να κάνει κάτι για να μη νομίζουν ότι σήκωνε τέτοια. Είχε ξεγελάσει λοιπόν τον τύπο, δίνοντάς του ραντεβού στο λεβητοστάσιο της Κρίπος, κι εκεί ο Τρουλς τού την είχε πέσει μ’ έναν λοστό. Στην αρχή συγκρατημένα και ύστερα ολοένα και πιο άγρια, ενώ το βλέμμα σκοτείνιαζε συνεχώς, μέχρι που έμοιαζε δαιμονισμένος, με τα τεράστια κατάμαυρα μάτια του. Τότε ο Μίκαελ αναγκάστηκε να επέμβει, πριν ο Τρουλς προλάβει και τον σκοτώσει τον άνθρωπο. Ναι, ο Τρουλς τού ήταν αφοσιωμένος· αλλά ήταν κι ανεξέλεγκτος, και αυτό ανησυχούσε τον Μίκαελ. Όταν τον πληροφόρησε ότι η Επιτροπή Προσλήψεων είχε αποφασίσει να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του αν δεν τους εξηγούσε από πού προέρχονταν τα χρήματα στον προσωπικό του λογαριασμό, ο Τρουλς σήκωσε απλώς τους ώμους, λες και δεν τον ένοιαζε, κι έφυγε. Λες και ο Μπίβις είχε κι άλλα να κάνει στη ζωή του εκτός από τη δουλειά του. Ο Μίκαελ είχε δει το σκοτάδι μες στα μάτια του. Ήταν σαν να άναβες ένα φιτίλι, που το

παρακολουθείς να καίγεται μέσα στο σκοτεινό ορυχείο και μετά τίποτα. Δεν ξέρεις όμως αν φταίει το φιτίλι που είναι υπερβολικά μακρύ ή αν έχει σβήσει εντελώς η φωτιά· οπότε περιμένεις, είσαι σ’ αναμμένα κάρβουνα, γιατί υποψιάζεσαι ότι όσο πιο πολύ αργεί η έκρηξη, τόσο πιο καταστροφική θα είναι. Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην πίσω μεριά του Δημαρχείου. Ο Μίκαελ βγήκε και ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου. Ορισμένοι έλεγαν ότι αυτή ήταν στην πραγματικότητα η κύρια είσοδος του κτιρίου, έτσι όπως την είχαν σχεδιάσει οι αρχιτέκτονες Άρνεμπαρ και Πούλσον τη δεκαετία του ’20, και ότι τα σχέδιά τους είχαν αναποδογυριστεί κατά λάθος. Έλεγαν επίσης ότι όταν ανακαλύφθηκε το λάθος στα τέλη της δεκαετίας του ’40, η ανοικοδόμηση του κτιρίου είχε προχωρήσει τόσο πολύ, που το ζήτημα αποσιωπήθηκε και οι εργασίες προχώρησαν σαν να μη συνέβαινε τίποτα, με την ελπίδα ότι όσοι έφταναν ακτοπλοϊκώς μέσω του φιόρδ στην πρωτεύουσα της Νορβηγίας δεν θα καταλάβαιναν ότι αυτό που έβλεπαν μπροστά τους δεν ήταν τίποτα άλλο από την είσοδο της κουζίνας. Τα ιταλικά δερμάτινα παπούτσια του Μίκαελ Μπέλμαν γλίστρησαν απαλά στην πέτρινη είσοδο καθώς εκείνος προχώρησε προς τον χώρο υποδοχής. Η γυναίκα πίσω από

τον πάγκο τού χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο. «Καλή σας ημέρα, αρχηγέ. Σας περιμένουν. Ένατος όροφος, στο τέλος του διαδρόμου στα αριστερά σας». Ο Μπέλμαν παρατήρησε τον εαυτό του στον καθρέφτη του ασανσέρ καθώς ανέβαινε πάνω. Και σκέφτηκε ότι ακριβώς αυτό συνέβαινε: ανερχόταν. Παρά την υπόθεση δολοφονίας. Ίσιωσε τη μεταξωτή γραβάτα που του είχε αγοράσει η Ούλα από τη Βαρκελώνη. Διπλός κόμπος Ουίνδσορ. Είχε μάθει και στον Τρουλς πώς να δένει τη γραβάτα του στο σχολείο. Μ’ έναν μόνο κόμπο όμως, τον απλό. Η πόρτα στο τέλος του δια​δ ρόμου ήταν μισάνοιχτη. Ο Μίκαελ την έσπρωξε. Το δωμάτιο ήταν γυμνό. Το γραφείο και τα ράφια άδεια, ενώ στην ταπετσαρία υπήρχαν σημάδια εκεί που παλιά κρέμονταν φωτογραφίες. Εκείνη καθόταν στο περβάζι του παραθύρου. Το πρόσωπό της είχε μια συνηθισμένη ομορφιά –οι γυναίκες θα το αποκαλούσαν ωραίο–, αλλά χωρίς τη γλυκύτητα ή τη χάρη που θα περίμενε κανείς να προσδίδουν τα κουκλίστικα ξανθά μαλλιά της με τις καρτουνίστικες μπούκλες. Ήταν ψηλή, με αθλητικό σώμα, φαρδιές πλάτες και φαρδείς γοφούς, τους οποίους είχε καταφέρει να χωρέσει σε μια στενή δερμάτινη φούστα για χάρη της περίστασης. Είχε τα πόδια της σταυρωμένα. Η αρρενωπότητα του προσώπου της –η αετίσια μύτη και τα ψυχρά γαλάζια μάτια της που

έμοιαζαν με αυτά του λύκου– μαζί με το γεμάτο αυτοπεποίθηση, προκλητικό και παιχνιδιάρικο βλέμμα της είχαν οδηγήσει τον Μπέλμαν σε ορισμένα συμπεράσματα από την πρώτη στιγμή που την είχε γνωρίσει: η Ιζαμπέλε Σκέγιεν ήταν ένα πούμα που λάτρευε τον κίνδυνο και γούσταρε να έχει το πάνω χέρι. «Κλείδωσε την πόρτα» του είπε. Όχι, δεν είχε πέσει έξω. Ο Μίκαελ έκλεισε την πόρτα και γύρισε το κλειδί. Πλησία​σε ένα από τα παράθυρα του δωματίου. Το Δημαρχείο δέσποζε πάνω από τα ταπεινά τριώροφα και τετραώροφα κτίρια του Όσλο. Μπροστά του, απέναντι από την πλατεία του Δημαρχείου, στεκόταν το επτακοσίων ετών φρούριο του Άκερσχους, περιτριγυρισμένο από ψηλά τείχη και παμπάλαια, κατεστραμμένα πολεμικά κανόνια που έβλεπαν προς το φιόρδ, όπου η θάλασσα έμοιαζε ν’ ανατριχιάζει κάτω από τις παγωμένες ριπές του ανέμου. Είχε σταματήσει να χιονίζει και κάτω από τον μολυβένιο ουρανό η πόλη ήταν λουσμένη μ’ ένα κυανόλευκο φως. Όπως το χρώμα ενός πτώματος, σκέφτηκε ο Μπέλμαν. Η φωνή της Ιζαμπέλε αντήχησε στους γυμνούς τοίχους. «Λοιπόν, αγάπη μου, πώς σου φαίνεται η θέα;» «Εντυπωσιακή. Αν θυμάμαι καλά, το γραφείο του προηγούμενου επιτρόπου ήταν μικρότερο και σε χαμηλότερο

όροφο». «Όχι αυτή η θέα» είπε εκείνη. «Ετούτη εδώ». Ο Μίκαελ γύρισε προς το μέρος της. Η νέα επίτροπος Κοινωνικών Υπηρεσιών του Δήμου του Όσλο καθόταν με τα πόδια ανοιχτά. Το εσώρουχό της ήταν ακουμπισμένο στο περβάζι δίπλα της. Η Ιζαμπέλε είχε ξεκαθαρίσει επανειλημμένως ότι δεν θεωρούσε γοητευτικό ένα ξυρισμένο μουνί, αλλά ο Μίκαελ, κοιτάζοντας το πυκνό δάσος που απλωνόταν μπροστά του, σκέφτηκε ότι στα μισά του δρόμου θα έβρισκε ένα ξέφωτο και, μουρμουρίζοντας, επανέλαβε το σχόλιό του περί θέας: πραγματικά εντυπωσιακή. Τα τακούνια της χτύπησαν με δύναμη στο παρκέ και η Ιζαμπέλε λικνίστηκε προς το μέρος του. Έδιωξε έναν αόρατο κόκκο σκόνης από το πέτο του. Θα ήταν ψηλότερή του και χωρίς τις γόβες στιλέτο κατά ένα εκατοστό, όμως τώρα του έριχνε αρκετά σε ύψος. Ο Μίκαελ δεν ένιωθε να απειλείται από αυτό. Αντιθέτως μάλιστα, το φυσικό της μέγεθος και η αυταρχική της προσωπικότητα ήταν μια ενδιαφέρουσα πρόκληση. Απαιτούσε από κείνον να είναι περισσότερο άνδρας απ’ ό,τι ήταν με τη λεπτεπίλεπτη και πειθήνια Ούλα. «Νομίζω ότι είναι καθ’ όλα πρέπον να εγκαινιάσεις εσύ το νέο μου γραφείο. Χωρίς τη... θέλησή σου να συνεργαστείς, δεν θα είχα αυτή τη δουλειά».

«Και τούμπαλιν» είπε ο Μίκαελ Μπέλμαν. Μύρισε το άρωμά της. Του φάνηκε οικείο. Ήταν... ήταν το άρωμα της Ούλα. Του Τομ Φορντ – πώς λεγόταν να δεις; Μαύρη Ορχιδέα. Το άρωμα που της είχε αγοράσει από το Παρίσι ή το Λονδίνο επειδή δεν υπήρχε στη Νορβηγία. Σύμπτωση; Μάλλον απίθανο. Είδε τα μάτια της που γέλασαν όταν αναγνώρισαν την έκπληξη στα δικά του. Έπλεξε τα δάχτυλά της γύρω από τον αυχένα του και έριξε πίσω το κεφάλι της γελώντας. «Με συγχωρείς, δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ». Τι στον διάολο. Μετά το πάρτι που είχαν κάνει στο νέο τους σπίτι, η Ούλα παραπονέθηκε ότι το μπουκαλάκι με το άρωμά της είχε εξαφανιστεί και ότι πρέπει να το είχε κλέψει κάποιος από τους διάσημους καλεσμένους τους. Ο Μπέλμαν είχε πεισθεί ότι ήταν κάποιος από τους ντόπιους του Μάνγκλερουντ, δηλαδή ο Τρουλς Μπέρντσεν. Δεν είναι ότι δεν το είχε καταλάβει πως ο Τρουλς ήταν ερωτευμένος με την Ούλα από τότε που ήταν παιδιά. Πράγμα που δεν είχε μαρτυρήσει ποτέ ούτε στον έναν ούτε στην άλλη. Όπως και το περιστατικό με το άρωμα. Καλύτερα ο Τρουλς να κλέβει το άρωμα της Ούλα παρά τα εσώρουχά της. «Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι αυτό μπορεί και να ’ναι το πρόβλημά σου;» ρώτησε ο Μίκαελ. «Ότι δεν μπορείς ν’ αντισταθείς;»

Εκείνη χαμογέλασε. Έκλεισε τα μάτια της. Τα μακριά, φαρδιά της δάχτυλα ξεμπλέχτηκαν από τον αυχένα του, γλίστρησαν στην πλάτη του και χώθηκαν μέσα από τη ζώνη του. Τον κοίταξε κάπως απογοητευμένη. «Τι συμβαίνει, λιοντάρι μου;» «Οι γιατροί λένε ότι δεν πρόκειται να πεθάνει» είπε ο Μίκαελ. «Τα τελευταία νέα είναι ότι άρχισε να δείχνει σημάδια ανάνηψης». «Τι σημάδια; Κουνήθηκε καθόλου;» «Όχι, αλλά υπάρχουν αλλαγές στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημά του, οπότε έχουν αρχίσει να τον περνούν από διάφορους νευροφυσιολογικούς ελέγχους». «Ε και λοιπόν;» Τα χείλη της πλησίασαν τα δικά του. «Τον φοβάσαι;» «Δεν φοβάμαι αυτόν, φοβάμαι αυτά που μπορεί να πει. Για εμάς». «Γιατί να κάνει κάτι τόσο ηλίθιο; Είναι ολομόναχος και δεν έχει να κερδίσει και τίποτα». «Να σ’ το θέσω αλλιώς, αγάπη μου» είπε ο Μίκαελ, σπρώχνοντας το χέρι της μακριά. «Και μόνο στη σκέψη ότι υπάρχει κάποιος εκεί έξω που μπορεί να επιβεβαιώσει ότι εσύ και εγώ δουλεύαμε μ’ έναν έμπορο ναρκωτικών για να προωθήσουμε την καριέρα μας...»

«Άκουσέ με» είπε η Ιζαμπέλε. «Το μόνο που κάναμε ήταν να επέμβουμε με έξυπνο τρόπο, ώστε να μην κυριαρχήσουν οι δυνάμεις της αγοράς. Παλιά και αποδεδειγμένη συνταγή του Εργατικού Κόμματος, χρυσέ μου. Επιτρέψαμε στον Ασάγιεφ να έχει το μονοπώλιο και συλλάβαμε όλους τους άλλους μεγαλεμπόρους, επειδή τα ναρκωτικά του Ασάγιεφ οδηγούσαν σε λιγότερους θανάτους από υπερβολική δόση. Οτιδήποτε λιγότερο θα ήταν αναποτελεσματική πολιτική απέναντι στα ναρκωτικά». Τα λόγια της έκαναν τον Μίκαελ να χαμογελάσει. «Βλέπω ότι ακονίζεις τη ρητορική σου δεινότητα σε μαθήματα δικα​νικής». «Δεν αλλάζουμε θέμα, αγάπη μου;» Το χέρι της γλίστρησε γύρω από τη γραβάτα του. «Ξέρεις πώς θα ακουστεί κάτι τέτοιο στο δικαστήριο; Εγώ έγινα αρχηγός της αστυνομίας και εσύ επίτροπος επειδή, φαινομενικά, καθαρίσαμε το Όσλο από τα ναρκωτικά και μειώσαμε το ποσοστό θανάτων. Στην πραγματικότητα, αφήσαμε τον Ασάγιεφ να καταστρέψει αποδεικτικά στοιχεία, ν’ απαλλαγεί από τους αντιπάλους του και να πουλήσει ένα ναρκωτικό τέσσερις φορές πιο ισχυρό και εθιστικό από την ηρωίνη». «Χμ... με ανάβεις όταν λες τέτοια...» Τον τράβηξε κοντά της. Η γλώσσα της χώθηκε στο στόμα του, ενώ το καλσόν

της έτριξε καθώς ο γοφός της τρίφτηκε πάνω στον δικό του. Τον τράβηξε προς το μέρος της ενώ οπισθοχωρούσε προς το γραφείο λικνίζοντας το κορμί της. «Αν ξυπνήσει στο νοσοκομείο και αρχίσει να παραμι​λ άει...» «Κόφ’ το. Δεν σε κάλεσα για κουβεντούλα». Τα δάχτυλά της πάλευαν με τη ζώνη του. «Ιζαμπέλε, έχουμε πρόβλημα και πρέπει να το λύσουμε». «Το αντιλαμβάνομαι, αλλά τώρα που έγινες αρχηγός πρέπει να μάθεις να βάζεις προτεραιότητες. Και αυτή τη στιγμή, το Δημαρχείο σού έχει θέσει ως προτεραιότητα αυτό». Ο Μίκαελ τραβήχτηκε από το χέρι της. Η Ιζαμπέλε ξεφύσηξε. «Καλά, εντάξει. Πες μου λοιπόν. Τι σχέδιο έχεις;» «Πρέπει να τον απειλήσουμε. Με πολύ πειστικό τρόπο». «Γιατί να τον απειλήσουμε; Γιατί δεν τον σκοτώνουμε;» Ο Μίκαελ γέλασε. Μέχρι που κατάλαβε ότι η Ιζαμπέλε δεν αστειευόταν. «Επειδή...» ο Μίκαελ την κοίταξε κατάματα. Η φωνή του σοβάρεψε, προσπαθώντας να μιμηθεί τον κυρίαρχο Μίκαελ Μπέλμαν που μισή ώρα νωρίτερα είχε μιλήσει μπροστά στην ερευνητική ομάδα της αστυνομίας. Προσπαθώντας να βρει μια απάντηση. Όμως εκείνη του πήρε την μπουκιά απ’ το

στόμα: «Επειδή δεν τολμάς. Τι λες, ψάχνουμε στον Χρυσό Οδηγό να βρούμε κάποιον με ειδίκευση στην “υποκινούμενη ευθανασία”; Εσύ ανακαλείς τους φρουρούς –κακοδιαχείριση πόρων κ.λπ.– και ύστερα ο ασθενής δέχεται μια αναπάντεχη επίσκεψη από τον Χρυσό Οδηγό. Αναπάντεχη για τον ίδιο, φυσικά. Ή μάλλον όχι. Θα μπορούσες να στείλεις μέχρι και το τσιράκι σου, τον Μπίβις. Τον Τρουλς Μπέρντσεν. Θα έκανε οτιδήποτε για χάρη σου, έτσι δεν είναι;» Ο Μίκαελ κούνησε το κεφάλι του γεμάτος δυσπιστία. «Κατ’ αρχάς, τους φρουρούς τούς τοποθέτησε ο Γκούναρ Χάγκεν, επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών, ο οποίος διέταξε την εικοσιτετράωρη φρούρησή του. Αν ο ασθενής πεθάνει επειδή εγώ θα παρακάμψω τον Χάγκεν, αυτό θα με κάνει να φανώ κακός, αν μπορώ να το θέσω έτσι. Δευτερευόντως, δεν πρόκειται να δολοφονήσουμε κανέναν». «Άκουσε να δεις, αγάπη μου, κανείς πολιτικός δεν ξεπέρασε ποτέ τους συμβούλους του. Γι’ αυτό και ο καλύτερος τρόπος να φτάσει κανείς στην κορυφή είναι να περιστοιχίζεται μονίμως από ανθρώπους εξυπνότερους από αυτόν. Και αρχίζω ν’ αμφιβάλλω για το κατά πόσο είσαι εξυπνότερός μου, Μίκαελ. Πρώτα πρώτα, αδυνατείς να πιάσεις τον δολοφόνο του αστυνομικού. Και τώρα αδυνατείς να λύσεις το απλό πρόβλημα ενός ανθρώπου που βρίσκεται

σε κώμα. Αφού λοιπόν δεν θες πια ούτε να με πηδήξεις, πρέπει και εγώ ν’ αναρωτηθώ τι σκατά θα κάνω με την πάρτη σου. Θες να μου απαντήσεις;» «Ιζαμπέλε...» «Μάλιστα, κατάλαβα: όχι. Άκουσέ με λοιπόν, αυτό που θα κάνουμε είναι το εξής...» Δεν μπορούσε παρά να τη θαυμάσει· αυτόν τον στυγνό, συγκρατημένο επαγγελματισμό της, σε συνδυασμό με τη δίψα της για ρίσκο, που έκανε τους συναδέλφους της να αισθάνονται μονίμως στην τσίτα. Όσοι τη θεωρούσαν απρόβλεπτη δεν είχαν καταλάβει ότι η αβεβαιότητα ήταν μέρος του παιχνιδιού της. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που πάει μακρύτερα και ψηλότερα απ’ οποιονδήποτε άλλο, στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Και –αν τυχόν αποτύχει– γκρεμοτσακίζεται στα βάραθρα. Εννοείται πως ο Μίκαελ Μπέλμαν έβλεπε τον εαυτό του στην Ιζαμπέλε Σκέγιεν· μόνο που αντιπροσώπευε την ακραία του εκδοχή. Και το περίεργο ήταν ότι, αντί να παρασυρθεί και ο ίδιος, αναγκαζόταν να είναι πιο προσεκτικός. «Για την ώρα ο ασθενής βρίσκεται σε κώμα, οπότε δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα» είπε η Ιζαμπέλε. «Ξέρω έναν αναισθησιολόγο από το Ένεμπακ. Πολύ σκοτεινός τύπος. Μου βρίσκει χάπια που, λόγω της πολιτικής μου καριέρας,

δεν μπορώ να τα προμηθευτώ μόνη μου. Όπως και ο Μπίβις, κάνει ένα σωρό πράγματα για το χρήμα. Και τα πάντα για το σεξ. Και μια και το ’φερε η συζήτηση...» Είχε καθίσει στην άκρη του γραφείου της και τώρα σηκώθηκε, άνοιξε τα πόδια της και τα κουμπιά του παντελονιού του με μια κίνηση. Ο Μίκαελ την άρπαξε από τους καρπούς. «Ας περιμένουμε ως την Τετάρτη, στο Γκραντ». «Ας μην περιμένουμε ως την Τετάρτη, στο Γκραντ». «Και όμως. Ψηφίζω να κάνουμε ακριβώς αυτό». «Α, ναι;» είπε εκείνη, ελευθερώνοντας τα χέρια της και κατεβάζοντας το παντελόνι του. Κοίταξε κάτω. Η φωνή της βράχνιασε. «Οι ψήφοι είναι δύο προς μία υπέρ του όχι, γλυκέ μου».

5

Τ

ο σκοτάδι και η θερμοκρασία είχαν πέσει και ένα χλωμό φεγγάρι έμπαινε απ’ το παράθυρο στο παιδικό δωμάτιο του Στίαν Μπαρέλι, όταν ακούστηκε η φωνή της μητέρας του από το σαλόνι του κάτω ορόφου. «Στίαν! Τηλέφωνο!» Ο Στίαν είχε ακούσει το τηλέφωνο, όμως ήλπιζε να μη ζητούσαν εκείνον. Άφησε κάτω το τηλεχειριστήριο του Wii. Είχε δώδεκα βολές λιγότερες από το παρ και του έμεναν μόνο τρεις τρύπες· μια χαρά θα προκρινόταν στο Μάστερς. Έπαιζε με τον Ρίκι Φάουλερ γιατί ήταν ο μοναδικός παίκτης στο Tiger Wood’s Masters που ήταν ψύχραιμος και μικρός στην ηλικία, σαν κι αυτόν, είκοσι ένα μόνο. Άσε που του άρεσαν κι εκείνου ο Έμινεμ και οι Rise Against, καθώς και τα πορτοκαλί ρούχα. Ο Ρίκι Φάουλερ βέβαια έβγαζε αρκετά ώστε

να έχει το δικό του σπίτι, ενώ ο Στίαν έμενε ακόμη με τους γονείς του. Προσωρινά όμως, μέχρι να πάρει εκείνη την υποτροφία και να πάει στο πανεπιστήμιο της Αλάσκας. Κάθε αξιοπρεπής σκιέρ που έπαιρνε καλή θέση στο νορβηγικό πρωτάθλημα νέων, ή σε κάτι αντίστοιχο, εκεί πήγαινε. Εννοείται φυσικά ότι δεν γινόσουν καλύτερος σκιέρ εκεί πέρα, αλλά και τι μ’ αυτό; Γυναίκες, κρασί και σκι. Τι άλλο θέλει κανείς δηλαδή; Άντε και κάνα διαγώνισμα, αν περισσεύει χρόνος. Το δίπλωμα θα του έδινε μια χαρά δουλειά, λεφτά για το δικό του διαμέρισμα, μια ζωή καλύτερη από τούτη. Δεν θα χρειαζόταν πια να κοιμάται σ’ ένα κρεβάτι που δεν τον χώραγε, περιτριγυρισμένος από αφίσες του Μπόντι Μίλερ και του Άξελ Λουν Σβίνταλ, τρώγοντας τα μπιφτέκια της μάνας του και υπακούοντας στις εντολές του πατέρα του, κάνοντας μαθήματα σκι σε κάτι ανάγωγα κωλόπαιδα που οι γονείς τους νόμιζαν ότι είχαν τουλάχιστον το ταλέντο του Χέτιλ Αντρέ Όμοντ ή του Λάσε Χιους · δουλεύοντας στα λιφτ στην πίστα του Τρίβαν, για έναν μισθό που θα ντρεπόσουν να δώσεις σε παιδιά-εργάτες στην Ινδία. Να γιατί ο Στίαν ήξερε ποιος ήταν τώρα στο τηλέφωνο: ο πρόεδρος του Ομίλου Σκι, ο μοναδικός άνθρωπος που απέφευγε να καλέσει τους άλλους στο κινητό τους γιατί κόστιζε ελάχιστα παραπάνω, αναγκάζοντάς τους να ανεβοκατεβαίνουν σκάλες σε όσα προϊστορικά σπίτια είχαν ακόμη σταθερή τηλεφωνία.

Ο Στίαν πήρε το ακουστικό που του έτεινε η μάνα του. «Ναι;» «Γεια σου, Στίαν, ο Μπάκεν είμαι». Δηλαδή ο «Πλαγιάς». Κι όμως, έτσι τον έλεγαν. «Άκουσα ότι το λιφτ στην Κλάιβα δουλεύει». «Τι, τέτοια ώρα;» ρώτησε ο Στίαν κοιτάζοντας το ρολόι του. Έντεκα και τέταρτο το βράδυ. Οι πίστες έκλειναν στις εννιά. «Μπορείς να πεταχτείς μέχρι επάνω να δεις τι συμβαίνει;» «Τώρα;» «Εκτός κι αν είσαι υπερβολικά απασχολημένος, φυσικά». Ο Στίαν αγνόησε τον σαρκασμό στη φωνή του προέδρου. Ήξερε πολύ καλά ότι τον είχε απογοητεύσει τις δύο προηγούμενες σεζόν, όχι λόγω απουσίας ταλέντου αλλά επειδή –πράγμα που γνώριζε και ο πρόεδρος– περνούσε τις περισσότερες ώρες του τεμπελιάζοντας και αδρανώντας. «Δεν έχω αμάξι» είπε ο Στίαν. «Μπορείς να πάρεις το δικό μου» πετάχτηκε η μάνα του. Δεν είχε απομακρυνθεί· στεκόταν ακριβώς δίπλα του με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος. «Σόρι, Στίαν, αλλά το άκουσα αυτό» σχολίασε ο πρόεδρος λακωνικά. «Υποθέτω ότι μπήκαν μέσα οι σκεϊτάδες του Χέμινγκ. Να δεις που το ’καναν για πλάκα».

Σε δέκα λεπτά ο Στίαν είχε ανεβεί με το αυτοκίνητο τον φιδίσιο δρόμο που έβγαζε στην κορυφή του Τρίβαν, στις βορειοδυτικές κορυφογραμμές του Όσλο, όπου, καρφωμένο στο έδαφος, στεκόταν όρθιο ένα ακόντιο ύψους 118 μέτρων: ο Πύργος της Τηλεόρασης. Σταμάτησε στο χιονισμένο πάρκινγκ και παρατήρησε ότι το μόνο άλλο όχημα εκεί γύρω ήταν ένα κόκκινο Γκολφ. Έβγαλε τα σκι του από το κουτί της οροφής, τα φόρεσε και γλίστρησε μπροστά από το κεντρικό κτίριο μέχρι το κυρίως λιφτ, το Τρίβαν Εξπρές, στην κορυφή του χιονοδρομικού. Από εκεί μπορούσε να δει προς τα κάτω τη λίμνη και τον μικρότερο, συρόμενο αναβατήρα της Κλάιβα. Παρόλο που είχε φεγγάρι, το σκοτάδι δεν του επέτρεπε να δει αν λειτουργούσε· μπορούσε όμως ν’ ακούσει τον βόμβο του μοτέρ που αναδυόταν από χαμηλά. Καθώς ξεκίνησε να κατεβαίνει παίρνοντας μεγάλες, βαριεστημένες στροφές, του έκανε εντύπωση πόση ησυχία είχε εκεί πάνω τη νύχτα. Λες και την πρώτη ώρα μετά το κλείσιμο οι πλαγιές αντηχούσαν ακόμη από τις χαρούμενες κραυγές των παιδιών, τις δυνατές στριγκλιές των κοριτσιών που υποτίθεται ότι φοβόντουσαν, τις γεμάτες τεστοστερόνη φωνές των αγοριών που ήθελαν κάποιος να τους προσέξει· από τον ήχο του ατσαλιού που έκοβε το παχύ, καλά

στοιβαγμένο χιόνι. Ακόμα και το φως έμοιαζε να κρέμεται για λίγο στον αέρα αφότου έσβηναν οι προβολείς. Και ύστερα, σταδιακά, ησύχαζαν τα πάντα. Σκοτείνιαζαν. Και ακόμα πιο πολύ. Μέχρι που η σιωπή γέμιζε τις κουφάλες της γης και το σκοτάδι ξεχείλιζε από το δάσος. Και τότε το Τρίβαν γινόταν ένα άλλο μέρος, ένα μέρος που ακόμα και ο Στίαν, που το ήξερε απέξω κι ανακατωτά, το έβρισκε ξένο, σαν άγνωστο πλανήτη. Ένας παγωμένος, σκοτεινός και αφιλόξενος πλανήτης. Η απουσία του φωτός σήμαινε ότι έπρεπε να κατεβαίνει την πλαγιά ενστικτωδώς, προσπαθώντας να προβλέψει πού το χιόνι και το έδαφος κυμάτιζαν και πού γλιστρούσαν κάτω από τα πόδια του. Αυτό όμως ήταν και το ταλέντο του: η κακή ορατότητα, η έντονη χιονόπτωση, η ομίχλη, ο χαμηλός φωτισμός, όλα αυτά έβγαζαν τον καλύτερό του εαυτό. Ό,τι δεν μπορούσε να δει το ένιωθε· είχε αυτή τη διορατικότητα που διαθέτουν ορισμένοι μόνο σκιέρ. Χάιδευε το χιόνι, προχωρώντας αργά για να παρατείνει την ευχαρίστηση. Και ύστερα έφτασε κάτω και σταμάτησε μπροστά από το σπιτάκι του αναβατήρα. Κάποιος είχε σπάσει την πόρτα. Το χιόνι ήταν γεμάτο ροκανίδια και στη θέση της πόρτας έχασκε ένα μαύρο κενό. Μόνο τότε ο Στίαν συνειδητοποίησε

ότι ήταν ολομόναχος. Πίσσα σκοτάδι και αυτός βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή, όπου μόλις είχε διαπραχθεί ένα αδίκημα. Τι κι αν ήταν απλώς μια φάρσα; Δεν μπορούσε να είναι εκατό τοις εκατό σίγουρος. Ότι ήταν όντως φάρσα. Ότι ήταν όντως ολομόναχος. «Έι!» φώναξε ο Στίαν προσπαθώντας να ακουστεί πιο δυνατά από τον βόμβο του μοτέρ και το τρίξιμο των αγκίστρων που πηγαινοέρχονταν κρεμασμένα απ’ το χαλύβδινο σύρμα που βούιζε πάνω από το κεφάλι του. Το μετάνιωσε αμέσως. Η φωνή του αντήχησε στις βουνοπλαγιές και επέστρεψε μεταφέροντας την ηχώ του φόβου του. Ναι, φοβόταν. Γιατί το μυαλό του είχε σκαλώσει στις λέξεις «ολομόναχος» και «αδίκημα», ενθυμούμενο εκείνη την παλιά ιστορία. Κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν την έφερνε στο μυαλό του, αλλά καμιά φορά, όταν είχε νυχτερινή βάρδια και υπήρχαν ελάχιστοι σκιέρ στις πίστες, η ιστορία ξεπρόβαλλε από το σκοτάδι του δάσους. Ήταν μια νύχτα του Δεκέμβρη· εκείνη τη χρονιά ήταν ήπιος και χωρίς χιόνι. Πρέπει να είχαν ναρκώσει το κορίτσι κάπου στο κέντρο και μετά το έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο και το ’φεραν μέχρι εδώ. Με χειροπέδες και κουκούλα. Την είχαν μεταφέρει από το πάρκινγκ, είχαν σπάσει την πόρτα και την είχαν βιάσει μες στο σπιτάκι. Ο Στίαν είχε ακούσει ότι η δεκαπεντάχρονη κοπέλα ήταν τόσο μικροκαμωμένη, που ο βιαστής ή οι βιαστές πρέπει

να την είχαν μεταφέρει εύκολα από το πάρκινγκ μέχρι εδώ, αναίσθητη καθώς ήταν. Μακάρι να ήταν εντελώς αναίσθητη καθ’ όλη τη διάρκεια. Ο Στίαν είχε ακούσει ότι την είχαν καρφώσει στον τοίχο με δυο καρφιά, ένα σε κάθε ώμο κάτω από την κλείδα, ώστε αυτός που τη βίασε να μπορεί να το κάνει στα όρθια, έχοντας όσο το δυνατόν μικρότερη επαφή με τον τοίχο, το πάτωμα και το ίδιο το κορίτσι. Γι’ αυτό δεν είχαν βρεθεί ίχνη DNA, δακτυλικά αποτυπώματα ή υφασμάτινες ίνες. Ίσως όμως και να μην έγινε έτσι. Αυτό που σίγουρα συνέβη είναι ότι τη βρήκαν σε τρία διαφορετικά σημεία: το κεφάλι και το στέρνο της στον βυθό της λίμνης Τρίβαν. Το ένα μισό, από τη μέση και κάτω, στο δάσος δίπλα στην πίστα σλάλομ του Βιλέρ. Και το άλλο μισό στις όχθες της λίμνης Άουρτγιαρν. Επειδή αυτά τα δύο τελευταία κομμάτια είχαν βρεθεί τόσο μακριά και σε αντίθετη κατεύθυνση από τον τόπο του βιασμού, η αστυνομία είχε θεωρήσει ότι μπορεί και να υπήρχαν δύο βιαστές. Αλλά μέχρι εκεί έφτασαν: στη θεωρία. Οι άνδρες –αν ήταν άνδρες, διότι δεν εντοπίστηκαν ποτέ ίχνη σπέρματος– δεν βρέθηκαν ποτέ. Στον πρόεδρο και σε διάφορους άλλους πλακατζήδες τούς άρεσε να λένε στα νέα μέλη του ομίλου που έβγαιναν για την πρώτη νυχτερινή τους βάρδια ότι, τις ήσυχες νύχτες, οι άνθρωποι άκουγαν ήχους να έρχονται από το σπιτάκι.

Κραυγές. Καρφιά που τρυπούσαν τον τοίχο. Ο Στίαν ξέδεσε τις μπότες του και προχώρησε προς την πόρτα. Λύγισε τα γόνατα και τέντωσε τις κνήμες του, προσπαθώντας ν’ αγνοήσει τους σφυγμούς του, που είχαν ανέβει. Χριστός και Παναγία, δηλαδή τι περίμενε να δει; Εντόσθια και αίματα; Φαντάσματα; Άπλωσε το χέρι μέσα στο σκοτάδι, βρήκε τον διακόπτη δίπλα στην πόρτα και τον έστριψε. Κοίταξε μες στο φωτισμένο δωμάτιο. Πάνω στον άβαφο τοίχο, είδε ένα κορίτσι κρεμασμένο από ένα καρφί. Ήταν σχεδόν γυμνή· ένα κίτρινο μπικίνι κάλυπτε μόνο τα «στρατηγικά» σημεία του μαυρισμένου της κορμιού. Το ημερολόγιο έλεγε Δεκέμβρης, της προηγούμενης χρονιάς. Κάποιο ήσυχο βράδυ, πριν από μερικές εβδομάδες, ο Στίαν είχε αυνανιστεί μπροστά σε αυτήν ακριβώς τη φωτογραφία. Η κοπέλα ήταν μεν σέξι, αλλά αυτό που τον ερέθιζε περισσότερο ήταν τα κορίτσια που περνούσαν έξω από το παράθυρο. Εκείνος καθόταν εντός, με το σκληρό πουλί μες στην παλάμη του, ένα μόνο μέτρο μακριά τους. Ειδικά τα κορίτσια που έπαιρναν τον αναβατήρα μόνα τους, που άρπαζαν με έμπειρο χέρι την άκαμπτη ράβδο και την τοποθετούσαν ανάμεσα στους μηρούς τους, σφίγγοντας μετά. Τα κωλομέρια τους σηκώνονταν καθώς ακουμπούσαν

στην μπάρα και οι πλάτες τους κύρτωναν καθώς το καλώδιο μαζευόταν και τεντωνόταν ξανά, απομακρύνοντάς τες, κατά μήκος της διαδρομής, μέχρι που δεν μπορούσε να τις δει πια. Ο Στίαν μπήκε στο σπιτάκι. Δεν υπήρχε αμφιβολία, κάποιος είχε μπει μέσα. O πλαστικός μοχλός που ξεκινούσε και σταματούσε το μοτέρ ήταν σπασμένος και πεταμένος στο πάτωμα σε δύο κομμάτια, αφήνοντας γυμνό τον μεταλλικό του άξονα να προεξέχει απ’ την κονσόλα ελέγχου. Έπιασε τον άξονα με τον αντίχειρα και τον δείκτη προσπαθώντας να τον στρίψει, όμως τα δάχτυλά του γλίστρησαν. Πήγε στον πίνακα με τις ασφάλειες, που βρισκόταν στη γωνία. Η μεταλλική του πόρτα ήταν κλειδωμένη και το κλειδί, που κρεμόταν από ένα σχοινί στον απέναντι τοίχο, είχε εξαφανιστεί. Τι περίεργο. Ξαναγύρισε στην κονσόλα. Προσπάθησε να βγάλει τους πλαστικούς μοχλούς από τους διακόπτες των προβολέων ή της μουσικής, ώστε να τους βάλει στον διακόπτη του αναβατήρα, αλλά συνειδητοποίησε ότι έτσι θα τους κατέστρεφε κι αυτούς: ήταν κολλημένοι με κόλλα ή στόκο. Χρειαζόταν κάτι να το σφίξει γύρω από τον άξονα, ίσως έναν κάβουρα ή κάτι παρόμοιο. Καθώς άνοιξε ένα από τα συρτάρια του γραφείου μπροστά από το παράθυρο, ο Στίαν είχε ένα προαίσθημα. Το ίδιο που είχε κάθε φορά που έκανε σκι στα τυφλά. Ένιωθε ό,τι δεν

μπορούσε να δει. Κάποιος στεκόταν έξω απ’ το σπιτάκι, στο σκοτάδι, και τον παρακολουθούσε. Σήκωσε το βλέμμα του. Και είδε ένα πρόσωπο να τον κοιτάζει με μεγάλα ορθάνοιχτα μάτια. Το δικό του πρόσωπο, τα δικά του τρομοκρατημένα μάτια ν’ αντανακλώνται στο παράθυρο, διπλός αντικατοπτρισμός. Ο Στίαν ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Σκατά, πολύ εύκολα φοβόταν. Αλλά τότε, ενώ η καρδιά του άρχισε να ξαναχτυπά και έστρεψε πάλι την προσοχή του στο συρτάρι, ήταν σαν να έπιασε με την άκρη του ματιού του μια κίνηση απέξω, ένα πρόσωπο να αποκολλάται από την αντανάκλαση και να εξαφανίζεται προς τα δεξιά, εκτός οπτικού πεδίου. Ξανακοίταξε προς το παράθυρο. Να την πάλι η αντανάκλασή του. Διπλός αντικατοπτρισμός. Ή μήπως όχι; Η φαντασία του οργίαζε. Αυτό του είχαν πει και ο Μάριους με τον Χέλα όταν τους είπε ότι σκεφτόταν το βιασμένο κορίτσι και ερεθιζόταν. Όχι με την ιδέα του βιασμού και του φόνου, φυσικά. Ή μάλλον ναι... τον βιασμό τον σκεφτόταν, ναι. Αλλά πάνω απ’ όλα επειδή ήταν ωραία, ωραία και νόστιμη. Και το γεγονός ότι βρισκόταν στο σπιτάκι, γυμνή, μ’ έναν πούτσο στο μουνί της, ναι... αυτή η σκέψη τον ερέθιζε. Ο Μάριους του είχε πει ότι ήταν «πολύ άρρωστος» και ο Χέλα,

ο μαλάκας, πήγε και το μαρτύρησε σ’ όλους, με αποτέλεσμα, όταν ο Στίαν ξανάκουσε την ιστορία, να ήταν λες κι είχε πει ότι θα γούσταρε και αυτός να συμμετείχε στον βιασμό και κάτι τέτοια. Κάνε φίλους να δεις καλό, σκέφτηκε ο Στίαν ψάχνοντας μες στο συρτάρι. Πάσο για λιφτ, σφραγίδα, ταμπόν με μελάνι, στιλό, σελοτέιπ, ψαλίδι, ένα μαχαίρι σε δερμάτινη θήκη, μπλοκ αποδείξεων, βίδες, παξιμάδια. Γαμώτο! Άνοιξε το επόμενο συρτάρι. Ούτε κάβουρας, ούτε κλειδιά. Και τότε συνειδητοποίησε ότι μπορούσε απλώς να ψάξει να βρει τη ράβδο έκτακτης ανάγκης, την οποία έβγαζαν και σφήνωναν στο χιόνι, λίγο πιο έξω από το υπόστεγο, ώστε να μπορεί οποιοσδήποτε να πατήσει το κόκκινο κουμπί στην κορυφή της και να σταματήσει τον αναβατήρα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Και όλο και κάποια ανάγκη υπήρχε: από παιδιά που χτυπούσαν το κεφάλι τους στα άγκιστρα μέχρι αρχάριοι που έπεφταν προς τα πίσω καθώς ξεκινούσε ο αναβατήρας και επέμεναν να κρατιούνται και να παρασύρονται από το καλώδιο μέχρι επάνω. Ή διάφοροι ηλίθιοι που ήθελαν να κάνουν μόστρα και, βγάζοντας το ένα πόδι από τον αναβατήρα, κρέμονταν στο πλάι προσπαθώντας να κατουρήσουν την άκρη του δάσους καθώς ανέβαιναν προς την πίστα. Έψαξε όλα τα συρτάρια. Η ράβδος μπορούσε να βρεθεί

εύκολα: μεταλλική, μήκους περίπου ενός μέτρου, σε σχήμα λοστού, με μυτερή άκρη ώστε να μπορεί να χώνεται μες στον πάγο και το πυκνό χιόνι. Ο Στίαν παραμέρισε κάτι ξεχασμένα γάντια, σκουφιά και μάσκες του σκι. Το επόμενο συρτάρι περιείχε πυροσβεστικό εξοπλισμό. Έναν κουβά και ρούχα. Κουτί πρώτων βοηθειών. Έναν φακό. Αλλά πουθενά η ράβδος. Μπορεί και να ξέχασαν να τη βάλουν μέσα όταν κλείδωσαν το βράδυ. Πήρε τον φακό και βγήκε έξω. Έκανε μια βόλτα γύρω από το σπιτάκι. Πουθενά η ράβδος. Τι σκατά, ήταν δυνατόν να την έχουν κλέψει; Και να έχουν αφήσει τόσα πάσο για λιφτ; Ο Στίαν νόμισε ότι κάτι άκουσε και στράφηκε προς τη μεριά του δάσους. Φώτισε με τον φακό τα δέντρα. Πουλί; Κάποιος σκίουρος; Μέχρι και τάρανδοι κατέβαιναν καμιά φορά έως εδώ, αλλά δεν προσπαθούσαν να κρυφτούν. Αν μπορούσε να σταματήσει τον γαμημένο τον αναβατήρα, θ’ άκουγε και καλύτερα. Ο Στίαν ξαναμπήκε στο σπιτάκι και συνειδητοποίησε ότι ένιωθε πιο άνετα εκεί μέσα. Σήκωσε τα δυο πλαστικά κομμάτια από το πάτωμα και τα τοποθέτησε πάνω στον άξονα, προσπαθώντας να τον γυρίσει, αλλά μάταια. Κοίταξε το ρολόι του. Σε λίγο θα πήγαινε μεσάνυχτα.

Ήθελε να τελειώσει το σιρκουί της Ογκούστα πριν πάει για ύπνο. Μήπως να έπαιρνε τηλέφωνο τον πρόεδρο; Γαμώτο, το μόνο που χρειαζόταν ήταν μισή στροφή του κωλο-άξονα! Το κεφάλι του τινάχτηκε ενστικτωδώς προς τα πάνω και η καρδιά του σταμάτησε. Συνέβη τόσο γρήγορα, που δεν ήταν και πολύ σίγουρος ότι όντως είδε κάτι. Ό,τι κι αν ήταν, τάρανδος δεν ήταν. Ο Στίαν πληκτρολόγησε τον αριθμό του προέδρου στο κινητό· τα δάχτυλά του έτρεμαν τόσο πολύ, που έκανε πολλές προσπάθειες μέχρι να τα καταφέρει. «Ναι;» «Ο Στίαν είμαι. Κάποιος έχει παραβιάσει την πόρτα και έχει καταστρέψει το χερούλι του διακόπτη και η ράβδος έκτακτης ανάγκης έχει εξαφανιστεί... Δεν μπορώ να σβήσω το μοτέρ». «Στο κουτί με τις ασφάλειες...» «Είναι κλειδωμένο και το κλειδί δεν είναι εδώ». Άκουσε τον πρόεδρο να βρίζει σιγανά. Και ύστερα έναν αναστεναγμό. «Μείνε εκεί που είσαι. Έρχομαι». «Φέρτε κάνα κάβουρα ή κάτι τέτοιο». «Κάβουρα ή κάτι τέτοιο» επανέλαβε ο πρόεδρος, μην κρύβοντας την περιφρόνησή του. Ο Στίαν είχε μάθει εδώ και καιρό ότι όσο πιο ψηλούς βαθμούς συγκέντρωνες στα πρωταθλήματα, τόσο πιο πολύ

σε σεβόταν κι ο πρόεδρος. Έχωσε το κινητό στην τσέπη του. Κοίταξε έξω, στο σκοτάδι. Και συνειδητοποίησε ότι, με το φως ανοιχτό, μπορούσαν να τον δουν απέξω ενώ αυτός όχι. Σηκώθηκε, έκλεισε ό,τι είχε απομείνει από την πόρτα και έσβησε το φως. Περίμενε. Τα άδεια άγκιστρα που κατέβαιναν την πλαγιά έμοιαζαν να επιταχύνουν καθώς έπαιρναν στροφή στο τέλος του αναβατήρα, πριν ξεκινήσουν ξανά την ανάβασή τους. Ο Στίαν ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Γιατί δεν το σκέφτηκε πρωτύτερα; Γύρισε όλους τους διακόπτες στην κονσόλα. Καθώς άναβαν οι προβολείς της πίστας, το «Empire state of mind» του Jay-Z ακούστηκε από τα ηχεία και πλημμύρισε την πλαγιά. Έτσι μπράβο, πολύ πιο οικεία τώρα. Χτύπησε τα δάχτυλά του ρυθμικά πάνω στο γραφείο και ξανακοίταξε τον άξονα. Είχε μια τρύπα από πάνω. Σηκώθηκε, άρπαξε το σχοινί δίπλα στο κουτί με τις ασφάλειες, το δίπλωσε στα δύο και το πέρασε μέσα από την τρύπα. Το τύλιξε μια φορά γύρω από τον άξονα και τράβηξε προσεκτικά. Ίσως και να γινόταν η δουλειά. Έβαλε λίγη δύναμη παραπάνω. Το σχοινί δεν κόπηκε. Κι άλλο λίγο. Ο άξονας μετακινήθηκε. Τράβηξε με μανία. Ο ήχος του αναβατήρα έσβησε μ’ έναν αναστεναγμό, καταλήγοντας σε μια στριγκλιά.

«Αυτό ήταν!» φώναξε ο Στίαν. Έσκυψε πάνω από το τηλέφωνο για να καλέσει τον πρόεδρο, να του πει ότι η δουλειά έγινε. Θυμήθηκε ότι στον πρόεδρο δεν θ’ άρεσε ν’ ακούσει ραπ να παίζει στη διαπασών απ’ τα ηχεία μες στη νύχτα και έκλεισε τη μουσική. Άκουσε το τηλέφωνο να καλεί. Ξαφνικά, ήταν ο μοναδικός ήχος τριγύρω· όλα τ’ άλλα είχαν σιωπήσει. Έλα, σήκωσέ το! Και ξαφνικά, να το πάλι. Αυτή η αίσθηση. Η αίσθηση ότι κάποιος ήταν εκεί. Ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Ο Στίαν Μπαρέλι σήκωσε αργά το κεφάλι του. Και ένιωσε μια παγωνιά ν’ απλώνεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, λες και γινόταν πέτρινος, λες κι είχε δει το πρόσωπο της Μέδουσας. Μα δεν ήταν δικό της. Ήταν το πρόσωπο ενός άνδρα ντυμένου μ’ ένα μακρύ μαύρο δερμάτινο παλτό. Είχε τα ορθάνοιχτα μάτια ενός παράφρονα και το ανοιχτό στόμα ενός βρικόλακα, με δυο αυλάκια αίματος να τρέχουν από τις άκρες προς το πιγούνι. Έμοιαζε να αιωρείται πάνω από το έδαφος. «Ναι; Ναι; Στίαν; Είσαι εκεί; Στίαν;» Όμως ο Στίαν δεν απάντησε. Είχε σηκωθεί όρθιος, είχε ρίξει την καρέκλα στο πάτωμα και είχε χωθεί προς τα πίσω, πάνω στον τοίχο, σκίζοντας το Κορίτσι του Δεκέμβρη απ’ το

καρφί και ρίχνοντάς το στο πάτωμα. Είχε βρει τη ράβδο έκτακτης ανάγκης. Εξείχε από το ανοιχτό στόμα του άνδρα, ο οποίος κρεμόταν από ένα άγκιστρο του αναβατήρα.

«Ύστερα δηλαδή πήγαινε γύρω γύρω, στον αναβατήρα;» ρώτησε ο Γκούναρ Χάγκεν, γέρνοντας το κεφάλι του προς το πλάι και κοιτάζοντας προσεκτικά το πτώμα που κρεμόταν εμπρός τους. Κάτι περίεργο συνέβαινε με το σχήμα του· ήταν σαν κέρινη φιγούρα που έλιωνε και έσταζε στο έδαφος. «Έτσι μας είπε ο νεαρός» απάντησε η Μπέτε Λεν, χτυπώντας με μανία τα πόδια της στο χιόνι και κοιτάζοντας προς τα πάνω τη φωτισμένη πίστα, όπου ο λευκοντυμένος συνάδελφός της είχε γίνει σχεδόν ένα με το χιόνι. «Βρήκατε τίποτα;» ρώτησε ο Χάγκεν, σαν να γνώριζε ήδη την απάντηση. «Ένα σωρό πράγματα» είπε η Μπέτε. «Τα ίχνη αίματος απλώνονται σε έκταση τετρακοσίων μέτρων, από εδώ μέχρι την κορυφή του λιφτ. Και σε άλλα τετρακόσια μέτρα προς τα πίσω». «Εννοούσα κάτι πέραν του οφθαλμοφανούς». «Ίχνη από πατημασιές στο πάρκινγκ και κατά μήκος του μονοπατιού, που οδηγούν εδώ» πρόσθεσε η Μπέτε.

«Ταιριάζουν με τις σόλες των παπουτσιών του θύματος». «Κατέβηκε εδώ κάτω με τα παπούτσια του;» «Αμέ. Και μόνος του. Δεν υπάρχουν άλλα ίχνη πέραν των δικών του. Στο πάρκινγκ είναι παρκαρισμένο ένα κόκκινο Γκολφ. Ψάχνουμε να βρούμε τον ιδιοκτήτη του». «Βρέθηκε κανένα ίχνος του δράστη;» «Εσύ τι λες, Μπγιορν;» ρώτησε η Μπέτε γυρνώντας προς το μέρος του Χολμ, ο οποίος τους πλησίαζε κρατώντας ένα ρολό ταινίας σήμανσης. «Τίποτα ακόμη» απάντησε εκείνος λαχανιασμένος. «Δεν έχουμε άλλα ίχνη παπουτσιών. Εντάξει, χιλιάδες πατημασιές από σκι φυσικά. Ούτε δακτυλικά αποτυπώματα, ούτε ίνες, ούτε τρίχες έχουμε για την ώρα. Ίσως βρεθεί κάτι πάνω στην οδοντογλυφίδα». Ο Μπγιορν Χολμ έγνεψε προς τη ράβδο που προεξείχε από το στόμα του νεκρού. «Διαφορετικά, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελπίσουμε να βρουν κάτι οι ιατροδικαστές». Ο Γκούναρ Χάγκεν ανατρίχιασε μες στο παλτό του. «Μιλάς σαν να ξέρεις εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να βρουν και πολλά». «Λοιπόν...» είπε η Μπέτε Λεν, μια λέξη που ο Χάγκεν αναγνώρισε αμέσως: ήταν ο τρόπος του Χάρι Χόλε για να πει κακά μαντάτα. «Ούτε την προηγούμενη φορά βρήκαμε DNA ή αποτυπώματα».

Ο Χάγκεν αναρωτήθηκε αν έφταιγε η θερμοκρασία, το γεγονός ότι είχε έρθει κατευθείαν από το κρεβάτι του ή αυτό που μόλις είχε πει η αρχηγός της Σήμανσης που τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. «Τι εννοείς;» τη ρώτησε, προετοιμάζοντας τον εαυτό του. «Εννοώ ότι ξέρω ποιος είναι» είπε η Μπέτε. «Μα είπες ότι δεν βρήκατε ταυτότητα επάνω του». «Σωστά. Μου πήρε λίγο χρόνο να τον αναγνωρίσω». «Εσύ; Νόμιζα ότι δεν ξεχνούσες ποτέ κανένα πρόσωπο». «Η ατρακτοειδής έλικα του εγκεφάλου μπερδεύεται όταν έχουν διαλυθεί και τα δύο ζυγωματικά. Εν πάση περιπτώσει, αυτός είναι ο Μπέρτιλ Νίλσεν». «Ποιος είναι αυτός;» «Γι’ αυτό σε πήρα τηλέφωνο. Είναι...» Η Μπέτε Λεν πήρε μια βαθιά ανάσα. Μην το πεις, σκέφτηκε ο Χάγκεν. «Αστυνομικός» είπε ο Μπγιορν Χολμ. «Δούλευε στο τμήμα του Νέντρε Άικερ» διευκρίνισε η Μπέτε. «Λίγο πριν έρθεις στο Ανθρωποκτονιών είχαμε μια υπόθεση δολοφονίας. Ο Νίλσεν πήρε τηλέφωνο στην Κρίπος, λέγοντας ότι η υπόθεση έμοιαζε με έναν βιασμό που είχε ερευνήσει στο Κροκσταντέλβα. Προσφέρθηκε να έρθει στο Όσλο να βοηθήσει». «Και;»

«Καμένο χαρτί. Ήρθε μεν, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να μας καθυστερεί. Ο άνδρας –ή οι άνδρες– δεν πιάστηκε ποτέ». Ο Χάγκεν έγνεψε. «Πού;...» «Εδώ» είπε η Μπέτε. «Τη βίασαν στο σπιτάκι του λιφτ και την τεμάχισαν. Ένα κομμάτι της βρέθηκε στη λίμνη πιο κάτω, ένα άλλο ένα χιλιόμετρο νοτιότερα κι ένα τρίτο εφτά χιλιόμετρα προς την αντίθετη κατεύθυνση, στη λίμνη Άουρτγιαρν. Γι’ αυτό κι εμείς νομίζαμε ότι ήταν μπλεγμένοι παραπάνω από ένας άνθρωποι». «Και η ημερομηνία;...» «...Ίδια με τη σημερινή». «Πριν από πόσα χρόνια;» «Εννέα». Ακούστηκε το τρίξιμο από έναν ασύρματο. Ο Χάγκεν είδε τον Μπγιορν Χολμ να τον φέρνει στο αυτί του και να μιλάει σιγανά. Να τον κατεβάζει. «Το Γκολφ στο πάρκινγκ ανήκει στη Μίρα Νίλσεν. Μένει στην ίδια διεύθυνση με τον Μπέρτιλ Νίλσεν. Μάλλον είναι η γυναίκα του». Ο Χάγκεν ξεφύσηξε μ’ έναν στεναγμό που πάγωσε και κρεμάστηκε απ’ το στόμα του σαν λευκή σημαία. «Πρέπει να μιλήσω με τον αρχηγό» είπε. «Προς το παρόν, μην αναφερθείτε στο δολοφονημένο κορίτσι». «Ο Τύπος θα το μυριστεί».

«Το ξέρω. Ωστόσο θα συμβουλέψω τον αρχηγό ν’ αφήσει τον Τύπο να βγάζει για την ώρα τις δικές του θεωρίες». «Σοφή κίνηση». Ο Χάγκεν τής χαμογέλασε κλεφτά, ως μικρή ένδειξη ευγνωμοσύνης για την αναγκαία ενθάρρυνση. Κοίταξε προς τα πάνω την πλαγιά, προς το πάρκινγκ, την ανηφόρα που έπρεπε ν’ ανέβει. Ανατρίχιασε ξανά. «Ξέρεις ποιον φέρνω στο μυαλό μου όταν βλέπω κάτι τέτοιους ψηλούς, ισχνούς τύπους;» «Ναι» είπε η Μπέτε Λεν. «Μακάρι να ήταν εδώ». «Δεν ήταν ψηλός και ισχνός» σχολίασε ο Μπγιορν Χολμ. Οι άλλοι δύο στράφηκαν προς το μέρος του. «Ο Χάρι δεν ήταν;...» «Εννοώ ετούτος εδώ» είπε ο Χολμ, γνέφοντας προς τη μεριά του κρεμασμένου πτώματος. «Ο Νίλσεν. Ψήλωσε μέσα σ’ ένα βράδυ. Αν πιάσετε το κορμί του, μοιάζει με ζελέ. Το έχω ξαναδεί να συμβαίνει, σε ανθρώπους που έχουν πέσει από πολύ μεγάλο ύψος και έχουν σπάσει ό,τι κόκαλο είχαν και δεν είχαν. Αν σπάσει ο σκελετός, το σώμα δεν έχει πια σταθερό πλαίσιο και η σάρκα ακολουθεί τη ροή της βαρύτητας μέχρι να ξεκινήσει η νεκρική ακαμψία. Περίεργο, ε;»

Κοίταξαν το πτώμα σιωπηλά. Μέχρι που ο Χάγκεν έκανε μεταβολή και έφυγε. «Περισσότερες λεπτομέρειες απ’ όσες χρειάζονταν, ε;» είπε ο Μπγιορν Χολμ. «Ολίγον περιττές, θα έλεγα» απάντησε η Μπέτε Λεν. «Και εγώ εύχομαι να ήταν εδώ». «Λες να ξανάρθει ποτέ;» ρώτησε ο Μπγιορν Χολμ. Η Μπέτε κούνησε απλώς το κεφάλι της αριστερά δεξιά. Ο Χολμ δεν ήξερε αν η απάντηση σχολίαζε την ερώτησή του ή την όλη κατάσταση. Γύρισε και είδε ένα κλωνάρι ελάτου να ταλαντεύεται στην άκρη του δάσους. Μια ψυχρή κραυγή πουλιού έσχισε τη σιωπή.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ————

6

T

o κουδουνάκι που ήταν κρεμασμένο πάνω από την πόρτα χτύπησε με μανία καθώς ο Τρουλς Μπέρντσεν μπήκε στη γεμάτη υδρατμούς, θερμή αίθουσα, αφήνοντας πίσω του την παγωνιά των δρόμων. Ο χώρος μύριζε καμένα μαλλιά και λοσιόν. «Κουρεματάκι;» είπε ο νεαρός με τα μαύρα μαλλιά και το γυαλιστερό χτένισμα. Ο Τρουλς θα στοιχημάτιζε ότι το είχε κάνει σε άλλο σαλόνι ομορφιάς. «Πόσο, διακόσιες;» ρώτησε ο Τρουλς, ξεσκονίζοντας το χιόνι από τους ώμους του. Μάρτης: ο μήνας των αθετημένων υποσχέσεων. Έδειξε με τον αντίχειρα πάνω απ’ τον ώμο του την ταμπέλα μπροστά στο μαγαζί, για να σιγουρευτεί ότι οι τιμές ίσχυαν ακόμη. Ανδρικό, 200 κορόνες. Παιδικό, 85. Συνταξιούχοι, 75. Ο Τρουλς είχε δει διάφορους να πηγαίνουν

εκεί με τα σκυλιά τους. «Όπως πάντα, φιλαράκι» απάντησε ο κομμωτής με πακιστανική προφορά και έδειξε τη μία από τις δύο άδειες καρέκλες του κομμωτηρίου. Στην τρίτη καθόταν ένας άνδρας από τα χαρακτηριστικά του οποίου ο Τρουλς κατάλαβε αμέσως ότι ήταν Άραβας: σκοτεινά μάτια τρομοκράτη κάτω από μια υγρή φράντζα, κολλημένη στο μέτωπο· φοβισμένο βλέμμα που αμέσως απέφυγε το δικό του όταν κοιτάχτηκαν στον καθρέφτη. Είτε το μπέικον μυρίστηκε, είτε το βλέμμα του μπάτσου. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί και να ’ταν από δαύτους που πουλούσαν ναρκωτικά παρακάτω, στην Μπρίγκατα. Μαριχουάνα μόνο, μια και οι Άραβες ήταν πολύ προσεκτικοί με τα σκληρά ναρκωτικά. Μήπως το Κοράνι εξισώνει τα σπιντάκια και την ηρωίνη με τα χοιρινά μπριζολάκια; Νταβατζής ίσως, λόγω της χρυσής καδένας που φορούσε. Μικρέμπορας όμως, γιατί ο Τρουλς ήξερε τις φάτσες όλων των μεγάλων.greekleech.info Άντε να βάλουμε και τη σαλιάρα. «Μάκρυναν από την τελευταία φορά, ε, φιλαράκι;» Ο Τρουλς δεν γούσταρε να τον λένε φιλαράκι τα πακιστάνια, ιδιαίτερα τα πακιστάνια που ήταν αδερφές. Ακόμα περισσότερο, τα πακιστάνια που ήταν αδερφές και θα τον άγγιζαν οσονούπω. Τέλος πάντων· το καλό με τους γκέι κομμωτές, τουλάχιστον, ήταν ότι δεν πάρκαραν τους γοφούς

τους στους ώμους σου, δεν σε κοίταζαν μέσα απ’ τον καθρέφτη με το κεφάλι τους στο πλάι και, χώνοντας το χέρι τους στα μαλλιά σου, δεν σε ρωτούσαν αν σ’ αρέσει έτσι ή αλλιώτικα. Έκαναν απλώς τη δουλειά τους. Δεν σε ρωτούσαν αν ήθελες να σου λούσουν τα λιγδιασμένα σου μαλλιά· τα ψέκαζαν με νερό, αγνοούσαν ό,τι οδηγίες και να τους έδινες και άρχιζαν να κόβουν και να χτενίζουν, λες κι έπαιρναν μέρος σε αυστραλέζικο πρωτάθλημα κουρέματος προβάτων. Ο Τρουλς κοίταξε το εξώφυλλο της εφημερίδας στο ράφι κάτω από τον καθρέφτη. Το ίδιο ρεφρέν: ποιο ήταν το κίνητρο του αποκαλούμενου φονιά των αστυνομικών; Οι περισσότερες εικασίες περιστρέφονταν γύρω από κάποιον τρελαμένο που μισούσε την αστυνομία ή κάποιον ακραίο αναρχικό. Μερικοί μιλούσαν για ξενόφερτη τρομοκρατία, μόνο που οι τρομοκράτες συνήθως γούσταραν να πιστώνονται κάτι τέτοιες επιτυχίες, και κανείς μέχρι τώρα δεν είχε βγει να καπαρώσει την πατρότητα των εγκλημάτων. Κανείς δεν αμφισβητούσε ότι οι δύο φόνοι είχαν σχέση μεταξύ τους: οι ημερομηνίες και οι τόποι δολοφονίας απέκλειαν οτιδήποτε διαφορετικό. Για κάποιο διάστημα, μάλιστα, η αστυνομία έψαχνε κάποιον εγκληματία που πιθανόν να είχαν συλλάβει, ανακρίνει ή προσβάλει κατά κάποιον τρόπο και τα δύο θύματα, Βένεσλα και Νίλσεν.

Αλλά δεν έβρισκαν άκρη. Έτσι, για την ώρα εξέταζαν τη θεωρία ότι η δολοφονία του Βένεσλα ήταν αντίποινα για τη σύλληψη κάποιου ή μια έκρηξη ζήλιας, κάποια κληρονομική διαφορά ή κάποιο από τα συνήθη άλλα κίνητρα. Και ότι η δολοφονία του Νίλσεν είχε γίνει από εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, για εντελώς διαφορετικούς λόγους, μόνο που ο δολοφόνος ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να αντιγράψει τη δολοφονία του Βένεσλα, προκειμένου να κάνει την αστυνομία να πιστέψει ότι από πίσω βρισκόταν κάποιος κατά συρροήν δολοφόνος και να μην ψάξει εκεί που έπρεπε να ψάξει. Επομένως η αστυνομία είχε κάνει ακριβώς αυτό: είχε ψάξει όπου έπρεπε να ψάξει, σαν να μη σχετίζονταν οι φόνοι μεταξύ τους. Ούτε έτσι βρέθηκε τίποτα. Είχαν ξαναξεκινήσει λοιπόν από το μηδέν: έχουμε έναν δολοφόνο αστυνομικών. Και ο Τύπος, ακολουθώντας την ίδια τακτική, συνέχιζε να τους γκρινιάζει: Γιατί δεν μπορείτε να πιάσετε το άτομο που σκότωσε ήδη δύο δικούς σας; Ο Τρουλς ένιωθε αφενός ικανοποίηση, αφετέρου θυμό όταν διάβαζε αυτά τα πρωτοσέλιδα. Ο Μίκαελ μάλλον ήλπιζε ότι οι φόνοι θα είχαν ξεχαστεί μέχρι τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά και ότι οι εφημερίδες θ’ άρχιζαν ν’ ασχολούνται με άλλα πράγματα, αφήνοντας την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της απερίσπαστη. Δίνοντάς του την ευκαιρία να το παίξει ο νέος, γοητευτικός σερίφης του Όσλο,

το παιδί-θαύμα, ο φύλακας της πόλης. Και όχι ένας αποτυχημένος τύπος που τα ’χει κάνει μούσκεμα και κάθεται μπροστά απ’ τα φλας με την προβοσκίδα στο πάτωμα, εκπέμποντας μόνο παραίτηση και ανικανότητα εφάμιλλη αυτής των Νορβηγικών Σιδηροδρόμων. Ο Τρουλς δεν χρειαζόταν να κοιτάξει τις εφημερίδες, τις είχε διαβάσει στο σπίτι. Είχε σκάσει στα γέλια διαβάζοντας τις αμήχανες δηλώσεις του Μίκαελ σχετικά με το πού βρισκόταν η έρευνα. «Είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε αυτή τη στιγμή το πού ακριβώς βρισκόμαστε...» και «Δεν έχουμε πληροφορίες σχετικά με...». Όλες αυτές ήταν προτάσεις βγαλμένες κατευθείαν από το εγχειρίδιο Μέθοδοι Έρευνας των Μπιάρκνες και Χοφ, και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο «Πώς να χειρισθείτε τον Τύπο»: στάνταρ σύγγραμμα στο πρόγραμμα σπουδών της Αστυνομικής Ακαδημίας, που έλεγε πως ο αστυνομικός πρέπει να μιλάει γενικόλογα, γιατί οι δημοσιογράφοι είχαν βαρεθεί πια την απάντηση «ουδέν σχόλιον». Και ότι οποιαδήποτε επίθετα και χαρακτηρισμοί καλό θα ήταν να αποφεύγονται. Ο Τρουλς είχε παρατηρήσει με προσοχή τις φωτογραφίες, ψάχνοντας να βρει ίχνη απελπισίας στο πρόσωπο του Μίκαελ: εκείνη την έκφραση που είχε από μικρός, όταν τα μεγαλύτερα παιδιά στο Μάνγκλερουντ αποφάσιζαν ότι ήταν

καιρός πια να το βουλώσει αυτός ο ομορφούλης ψωροπερήφανος. Τότε ο Μίκαελ χρειαζόταν τη βοήθεια του Τρουλς. Και φυσικά ο Τρουλς ανταποκρινόταν. Και εντέλει ποιος πήγαινε σπίτι του με μελανιασμένα μάτια και πρησμένα χείλη; Αυτός, όχι ο Μίκαελ. Άπαπα, το δικό του πρόσωπο έμενε άθικτο, όμορφο. Για χάρη της Ούλα. «Μην τα πάρεις πάρα πολύ» είπε ο Τρουλς. Κοίταξε στον καθρέφτη τα μαλλιά του που έπεφταν από το χλωμό, ψηλό, ολίγον προεξέχον μέτωπό του. Το μέτωπο και ο προγναθισμός του έκαναν συχνά τους ανθρώπους να τον θεωρούν βλάκα. Πράγμα βολικό και για τον ίδιο ορισμένες φορές. Μόνο τότε. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας ν’ αποφασίσει κατά πόσο η έκφραση απελπισίας του Μίκαελ όντως υπήρχε στις φωτογραφίες από τη συνέντευξη Τύπου ή αν έβλεπε ό,τι ήθελε ο ίδιος να δει. Παύση. Απόλυση. Απόταξη. Συνέχιζε να λαμβάνει τον μισθό του. Ο Μίκαελ του είχε ζητήσει συγγνώμη. Είχε ακουμπήσει την παλάμη του στον ώμο του, λέγοντας πως ήταν για το καλό όλων. Συμπεριλαμβανομένου και του Τρουλς. Ωσότου να αποφασιστεί ποιες θα ήταν οι συνέπειες για έναν αστυνομικό που δεν μπορεί ή δεν θέλει να εξηγήσει από πού πήρε χρήματα. Ο Μίκαελ, μάλιστα, του είχε εξασφαλίσει διάφορα από τα παλιά εξτρά. Δεν ήταν αναγκασμένος, λοιπόν, να

πηγαίνει σε ένα φτηνό κουρείο· πάντα εδώ ερχόταν. Αλλά τώρα το γούσταρε ακόμα πιο πολύ. Του άρεσε να κουρεύεται ακριβώς σαν τον Άραβα στη διπλανή καρέκλα: κούρεμα τρομοκράτη. «Γιατί γελάς, φιλαράκι;» Ο Τρουλς σταμάτησε απότομα όταν άκουσε τον εαυτό του να χαχανίζει. Αυτό το γέλιο έφταιγε για το παρατσούκλι του: «Μπίβις». Όχι· ο Μίκαελ έφταιγε. Στο πάρτι του λυκείου ο Μίκαελ του είχε δώσει αυτό το παρατσούκλι και ξαφνικά, προς τέρψη όλων των υπολοίπων, οι πάντες ανακάλυψαν ότι, ναι, ρε γαμώτο, ο Τρουλς Μπέρντσεν όντως μοιάζει και ακούγεται σαν τον Μπίβις από τη σειρά κινουμένων σχεδίων του MTV. Άραγε ήταν και η Ούλα εκεί; Ή μήπως ο Μίκαελ καθόταν αγκαλιά με κάποιο άλλο κορίτσι; Η Ούλα με το ευγενικό της βλέμμα, το λευκό της πουλόβερ, μ’ εκείνο το λεπτό χέρι που είχε ακουμπήσει μια μέρα στον λαιμό του, τραβώντας τον κοντά της, φωνάζοντας στο αυτί του για να ακουστεί πιο δυνατά από τα γρυλίσματα των μηχανών Καβασάκι, μια Κυριακή στο Μπριν. Ήθελε μόνο να ρωτήσει πού ήταν ο Μίκαελ. Όμως αυτός ακόμη θυμόταν τη ζεστασιά της παλάμης της· ήταν σαν να έλιωνε κάτω από το χέρι της, σαν να έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια του, κάτω από τον πρωινό ήλιο, σε μια γέφυρα πάνω από την εθνική οδό. Η

ανάσα της στ’ αυτιά του και στο μάγουλό του όξυνε τις αισθήσεις του όσο δεν πήγαινε. Στέκονταν μες στο καυσαέριο, το πετρέλαιο και τα καμένα λάστιχα των μηχανών στην εθνική οδό, και αυτός μπορούσε να καταλάβει ποια οδοντόκρεμα χρησιμοποιούσε, ότι το λιπ γκλος της είχε γεύση φράουλα και ότι το πουλόβερ της ήταν πλυμένο με μαλακτικό Μίλου. Ότι ο Μίκαελ την είχε φιλήσει. Ότι την είχε κάνει δικιά του. Ή μήπως ήταν η φαντασία του; Εκείνο που θυμόταν ήταν ότι της είχε απαντήσει πως δεν ήξερε. Παρόλο που ήξερε. Παρόλο που κάπου μέσα του ήθελε να της πει την αλήθεια. Ήθελε να τσακίσει αυτή τη γλυκύτητα, την αγνότητα, την αθωότητα, την αφέλεια στο βλέμμα της. Ήθελε να τσακίσει τον ίδιο τον Μίκαελ. Πράγμα που, φυσικά, δεν είχε κάνει. Και γιατί να το κάνει; Ο Μίκαελ ήταν ο κολλητός του. Ο μοναδικός του φίλος. Τι θα κέρδιζε λέγοντάς της ότι ο Μίκαελ ήταν στο σπίτι της Ανγκέλικα; Η Ούλα θα μπορούσε να έχει όποιον ήθελε· αλλά τον Τρουλς δεν τον ήθελε. Εφόσον συνέχιζε να είναι η κοπέλα του Μίκαελ, ο Τρουλς είχε ακόμη τη δυνατότητα να βρίσκεται κοντά της. Τότε είχε την ευκαιρία αλλά δεν είχε το κίνητρο. Ακόμη. «Κάτι τέτοιο, φιλαράκι;» Ο Τρουλς κοίταξε το πίσω μέρος του κεφαλιού του στον

στρογγυλό καθρέφτη που κρατούσε η αδερφή. Κούρεμα τρομοκράτη. Κούρεμα βομβιστή αυτοκτονίας. Γρύλισε. Σηκώθηκε, πέταξε ένα διακοσάρικο πάνω στην εφημερίδα για ν’ αποφύγει το χέρι με χέρι. Βγήκε έξω, όπου ο Μάρτης συνέχιζε να συμπεριφέρεται λες και η άνοιξη ήταν μια ανεπιβεβαίωτη φήμη. Κοίταξε τα Κεντρικά της αστυνομίας. Καραντίνα. Προχώρησε προς τον σταθμό του μετρό του Γκρένλαντ. Το κούρεμα είχε διαρκέσει εννιάμισι λεπτά. Σήκωσε το βλέμμα του, βάδισε πιο γρήγορα. Δεν βιαζόταν να προλάβει απολύτως τίποτα. Τίποτα. Ψέματα, υπήρχε κάτι. Όμως αυτό δεν χρειαζόταν και πολλά, μόνο πράγματα που του περίσσευαν: χρόνο για να το σχεδιάσει, μίσος, την επιθυμία να χάσει τα πάντα. Κοίταξε τη βιτρίνα ενός ασιατικού εστιατορίου, από τα πολλά της περιοχής. Και συνειδητοποίησε ότι επιτέλους έμοιαζε με τον άνθρωπο που πραγματικά ήταν.

Ο Γκούναρ Χάγκεν καθόταν και χάζευε την ταπετσαρία πίσω από το γραφείο και την άδεια καρέκλα του αρχηγού της αστυνομίας. Εστίασε στα σκούρα σημάδια που είχαν αφήσει πίσω τους φωτογραφίες τοποθετημένες στον τοίχο καλοπροαίρετα, ως πηγή έμπνευσης, προ αμνημονεύτων ετών. Φωτογραφίες πρώην διοικητών, τις οποίες ο Μίκαελ

θεωρούσε προφανώς άχρηστες, όπως και τα ανακριτικά βλέμματα που ζύγιζαν τους διαδόχους τους. Ο Χάγκεν ήθελε να χτυπήσει ρυθμικά τα δάχτυλά του στα μπράτσα της καρέκλας, μα η καρέκλα δεν είχε μπράτσα. Ο Μπέλμαν είχε αντικαταστήσει ακόμα και αυτές, με κάτι χαμηλές και ξύλινες. Ο Χάγκεν είχε κληθεί να παρουσιαστεί. Η βοηθός στην υποδοχή τού είχε πει να περάσει, καθώς ο αρχηγός θα ερχόταν σύντομα. Η πόρτα άνοιξε. «Α! Είσαι ήδη εδώ!» Ο Μπέλμαν προχώρησε γρήγορα γύρω από το γραφείο και σωριάστηκε στην πολυθρόνα του. Έπλεξε τα δάχτυλά του και τα έφερε πίσω από το κεφάλι. «Κάνα νέο;» Ο Χάγκεν ξερόβηξε. Ο Μπέλμαν ήξερε πολύ καλά ότι δεν υπήρχε κανένα νέο: είχε δώσει πάγια εντολή να του μεταφέρουν και την παραμικρή εξέλιξη στις δύο υποθέσεις δολοφονίας. Εντούτοις, ο Χάγκεν απάντησε εκτενώς, εξηγώντας ότι ακόμη δεν είχαν κανένα στοιχείο για καμία από τις υποθέσεις, είτε σχετίζοντάς τες, είτε όχι: Δεν είχε εντοπιστεί κάποιος συνδετικός κρίκος πέραν του προφανούς, ότι δηλαδή και τα δύο θύματα ήταν αστυνομικοί που είχαν βρεθεί σε σκηνές ανεξιχνίαστων δολοφονιών τις οποίες είχαν ερευνήσει οι ίδιοι.

Καθώς μιλούσε ο Χάγκεν, ο Μπέλμαν σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε δίπλα στο παράθυρο με γυρισμένη την πλάτη. Ταλαντεύτηκε μπρος πίσω στις φτέρνες των ποδιών του. Προσποιήθηκε για λίγο ότι ακούει και ύστερα τον διέκοψε: «Χάγκεν, πρέπει να βρεις μια άκρη». Ο Γκούναρ Χάγκεν σταμάτησε· περίμενε τον Μπέλμαν να συνεχίσει. Ο αρχηγός έκανε μεταβολή. Τα λευκά σημάδια του προσώπου του είχαν ροδίσει. «Και πρέπει ν’ αμφιβάλλω για την απόφασή σου να δώσεις προτεραιότητα στη νυχθημερόν φύλαξη του Ρικσχοσπιτάλ, τη στιγμή που εδώ έξω δολοφονούνται αθώοι αστυνομικοί. Δεν θα έπρεπε να ρίξεις τους πάντες στην έρευνα των δύο φόνων;» Ο Χάγκεν κοίταξε τον Μπέλμαν έκπληκτος. «Μα δεν είναι δικοί μου στο Ρικσχοσπιτάλ, είναι διάφοροι από το Α.Τ. του Κέντρου και φοιτητές της Ακαδημίας που κάνουν πρακτική. Δεν νομίζω ότι η έρευνα χωλαίνει λόγω αυτού, Μίκαελ». «Σοβαρά;» είπε ο Μίκαελ. «Ξανασκέψου το, τέλος πάντων. Δεν βλέπω τον ασθενή να διατρέχει άμεσο κίνδυνο να τον σκοτώσουν έπειτα από τόσο καιρό. Αφού το ξέρουν ότι δεν μπορεί να καταθέσει, έτσι κι αλλιώς». «Οι γιατροί λένε ότι υπάρχουν σημάδια ανάκαμψης».

«Αυτή η υπόθεση δεν είναι πια προτεραιότητά μας». Τα λόγια του αρχηγού βγήκαν γρήγορα, σχεδόν θυμωμένα. Ο Μπέλμαν σταμάτησε, πήρε μια βαθιά ανάσα και έσκασε ένα γοητευτικό χαμόγελο. «Η φύλαξη ή όχι του ασθενούς είναι φυσικά δική σου απόφαση. Δεν θέλω ν’ ανακατεύομαι στα πόδια σου. Κατάλαβες;» Ο Χάγκεν πήγε να πει όχι, αλλά κρατήθηκε και έγνεψε κοφτά, προσπαθώντας να καταλάβει πού το πήγαινε ο Μπέλμαν. «Ωραία» συνέχισε ο Μπέλμαν, χτυπώντας τις παλάμες του ως ένδειξη ότι η συνάντηση είχε τελειώσει. Ο Χάγκεν πήγε να σηκωθεί, νιώθοντας εξίσου μπερδεμένος όπως όταν ήρθε, ωστόσο διάλεξε τελικά να παραμείνει καθισμένος. «Σκεφτόμασταν να δοκιμάσουμε μια διαφορετική προσέγγιση». «Α, ναι;» «Ναι» είπε ο Χάγκεν. «Να χωρίσουμε την ομάδα έρευνας σε πολλές μικρότερες». «Πώς κι έτσι;» «Ώστε να δώσουμε χώρο στις εναλλακτικές ιδέες. Οι μεγάλες ομάδες έχουν ικανότητες, αλλά δεν μπορούν να σκεφτούν εύκολα εκτός της πεπατημένης». «Και χρειάζεται να σκεφτούμε εκτός... της πεπατημένης;» Ο Χάγκεν αγνόησε τον σαρκασμό. «Γυρνάμε συνεχώς

γύρω από την ουρά μας. Δεν βλέπουμε καν τι βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας». Κοίταξε προσεκτικά τον αρχηγό της αστυνομίας. Ο Μπέλμαν ήταν πρώην επιθεωρητής και γνώριζε καλά το σενάριο: η ομάδα σκαλώνει κάπου, αρχίζει και εκλαμβάνει τις υποθέσεις της ως γεγονότα και αδυνατεί να δει άλλες, εναλλακτικές θεωρίες. Εντούτοις, ο Μπέλμαν έγνεψε αρνητικά. «Οι μικρές ομάδες δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν έρευνες σε μεγάλη κλίμακα, Χάγκεν. Η ευθύνη είναι ατομική, οι άνθρωποι αρχίζουν και μπλέκονται ο ένας στα πόδια του άλλου και επαναλαμβάνουν την ίδια δουλειά ξανά και ξανά. Μία μεγάλη, καλοσυντονισμένη ομάδα είναι πάντα καλύτερη. Εφόσον διαθέτει έναν ισχυρό, αποφασιστικό ηγέτη βέβαια...» Ο Χάγκεν έτριξε τα δόντια του και ένιωσε τους ανισοϋψείς τραπεζίτες του να τρίβονται μεταξύ τους. Ήλπισε ο αντίκτυπος των όσων υπαινίχθηκε ο Μπέλμαν να μη φανεί στο πρόσωπό του. «Μα...» «Όταν ένας ηγέτης αρχίζει και αλλάζει τακτικές, μπορεί και να θεωρηθεί απελπισμένος· ότι αποδέχεται την αποτυχία του».greekleech.info

« Μα έχουμε αποτύχει, Μίκαελ. Φτάσαμε ήδη στον Μάρτιο, δηλαδή έξι μήνες μετά τον πρώτο φόνο». «Κανείς δεν πρόκειται ν’ ακολουθήσει έναν αποτυχημένο ηγέτη, Χάγκεν». «Οι συνάδελφοί μου δεν είναι ούτε τυφλοί, ούτε ηλίθιοι. Ξέρουν πολύ καλά πως έχουμε κολλήσει. Επιπλέον, ξέρουν ότι οι καλοί ηγέτες πρέπει να έχουν την ικανότητα ν’ αλλάζουν τακτική». «Οι καλοί ηγέτες ξέρουν πώς να εμπνέουν την ομάδα τους». Ο Χάγκεν στραβοκατάπιε. Κατάπιε αυτό που ήθελε να πει, ότι, ενώ ο ίδιος δίδασκε Ηγεσία στη Στρατιωτική Ακαδημία, ο Μπέλμαν στριφογυρνούσε εδώ κι εκεί κολλώντας μπρίκια. Ότι αν ο Μπέλμαν ήταν πια τόσο γαμάτος στο να εμπνέει τους κατωτέρους του, γιατί δεν ενέπνεε κι αυτόν, τον Γκούναρ Χάγκεν; Όμως ήταν πολύ κουρασμένος, πολύ απογοητευμένος, κι έτσι κατάπιε τα λόγια που θα εκνεύριζαν περισσότερο τον Μίκαελ Μπέλμαν. «Θυμάσαι την ανεξάρτητη ομάδα της οποίας είχε ηγηθεί ο Χάρι Χόλε; Ήταν πολύ επιτυχημένη. Οι φόνοι στο Ουστάοσετ δεν θα είχαν λυθεί αν δεν...» «Πιστεύω ότι άκουσες τι σου είπα, Χάγκεν. Θα προτιμούσα να μου προτείνεις αλλαγές στην ηγεσία της έρευνας. Η ηγεσία είναι υπεύθυνη για τον συντονισμό των υπαλλήλων

και, απ’ ό,τι φαίνεται αυτή τη στιγμή, δεν είναι και πολύ προσανατολισμένη προς το αποτέλεσμα. Ωραία, άλλο τίποτα; Έχω μια συνάντηση σε λίγα λεπτά». Ο Χάγκεν δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας, λες και το αίμα δεν κυκλοφορούσε στα πόδια του όσο καθόταν στη χαμηλή στενή καρέκλα. Παραπάτησε προς την έξοδο. «Παρεμπιπτόντως» είπε ο Μπέλμαν ξοπίσω του ενώ ο Χάγκεν τον άκουσε που προσπαθούσε να κρύψει ένα χασμουρητό. «Υπάρχει τίποτα καινούργιο στην υπόθεση του Γκούστο Χάνσεν;» «Όπως είπες κι εσύ» άρχισε να λέει ο Χάγκεν με τη φωνή του να τρέμει από τον θυμό, αποφεύγοντας να γυρίσει και να δείξει το πρόσωπό του, όπου –αντιθέτως με τα πόδια του– του είχε ανέβει η πίεση, «η υπόθεση δεν είναι πια προτεραιότητά μας».

Ο Μίκαελ Μπέλμαν περίμενε μέχρι να κλείσει η πόρτα και ν’ ακούσει τον Χάγκεν να αποχαιρετά τη βοηθό του στον προθάλαμο. Έπειτα σωριάστηκε στη δερμάτινη ψηλή πολυθρόνα και κατέρρευσε. Δεν είχε καλέσει τον Χάγκεν για να τον ανακρίνει σχετικά με τις δολοφονίες των αστυνομικών και υποψιαζόταν ότι ο Γκούναρ το είχε καταλάβει. Ο λόγος

ήταν το τηλεφώνημα που είχε δεχθεί πριν από μία ώρα από την Ιζαμπέλε Σκέγιεν, η οποία, φυσικά, πήρε για να επαναλάβει τα γνωστά, ότι αυτοί οι φόνοι έκαναν και τους δυο τους να φαίνονται ανίσχυροι κι ανίκανοι. Και ότι, σε αντίθεση μ’ εκείνον, η θέση της βασιζόταν στην επιδοκιμασία της από τους ψηφοφόρους. Εκείνος απαντούσε πού και πού με κανένα ναι και κανένα αχά, περιμένοντάς τη να τελειώσει ώστε να κλείσει το τηλέφωνο, όταν εκείνη έριξε τη βόμβα. «Συνέρχεται από το κώμα». Ο Μπέλμαν ακούμπησε με τους αγκώνες στο γραφείο του και στήριξε το κεφάλι του με τα χέρια του. Κοίταξε το γυαλιστερό βερνίκι, όπου καθρεφτιζόταν το περίγραμμα της μορφής του. Οι γυναίκες τον έβρισκαν όμορφο. Η Ιζαμπέλε τού το είχε πει εξαρχής: Γι’ αυτό ακριβώς τον είχε διαλέξει, της άρεσαν οι όμορφοι άνδρες. Γι’ αυτό είχε κάνει σεξ και με τον Γκούστο, που ήταν φτυστός ο Έλβις. Οι άνθρωποι πολλές φορές παρεξηγούσαν τους όμορφους άνδρες. Ο Μίκαελ σκέφτηκε εκείνον τον αξιωματικό της Κρίπος που του τα είχε ρίξει, που ήθελε να τον φιλήσει. Σκέφτηκε την Ιζαμπέλε. Και τον Γκούστο. Φαντάστηκε τους δυο τους μαζί. Και τους τρεις μαζί. Σηκώθηκε απότομα απ’ τη θέση του. Πήγε πάλι πίσω στο παράθυρο. Ο μηχανισμός είχε ήδη τεθεί εν κινήσει. Δικιά της ήταν η έκφραση: εν κινήσει. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει

εκείνος ήταν να περιμένει. Θα έπρεπε να αισθάνεται ήρεμος, πιο φιλικός με το περιβάλλον του. Γιατί λοιπόν είχε χώσει στον Χάγκεν το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο; Για να τον δει να σφαδάζει; Για να δει ακόμα ένα ταλαιπωρημένο πρόσωπο, σαν εκείνο που αντανακλούσε τώρα στην επιφάνεια του τραπεζιού; Σύντομα όλα θα τελείωναν. Η Ιζαμπέλε κρατούσε όλα τα χαρτιά. Και όταν συνέβαινε ό,τι ήταν να συμβεί, θα μπορούσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους όπως πριν. Θα μπορούσαν επιτέλους να ξεχάσουν τον Ασάγιεφ, τον Γκούστο και σίγουρα τον άνδρα για τον οποίο κανείς δεν σταματούσε να μιλάει, τον Χάρι Χόλε. Αργά ή γρήγορα θα ξεχνιόντουσαν όλα, ακόμα και οι φόνοι των αστυνομικών. Και όλα θα γίνονταν όπως παλιά. Ο Μίκαελ Μπέλμαν ήθελε να τσεκάρει αν όντως επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Όμως αποφάσισε να μην το κάνει. Ήξερε πολύ καλά ότι, όντως, αυτό ήθελε.

7

Ο

Στούλε Άουνε πήρε μια βαθιά ανάσα. Η θεραπεία είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο και έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Αποφάσισε. «Μπορεί να υπάρχει κάτι σε σχέση με τη σεξουαλικότητά σας που χρήζει επίλυσης». Ο ασθενής τον κοίταξε καλά καλά. Χαμογέλασε με κλειστά τα χείλη. Μισόκλεισε τα μάτια του. Τα λεπτά του χέρια με τα σχεδόν αφύσικα μακριά δάχτυλα σηκώθηκαν προς τον κόμπο της γραβάτας μέσα από το ριγέ σακάκι, σαν να ήθελαν να τον ισιώσουν, όμως άλλαξαν γνώμη. Ο Στούλε είχε παρατηρήσει αυτή την κίνηση κι άλλες φορές. Του θύμιζε μερικούς ασθενείς που κατάφερναν να κόψουν κάποια ψυχαναγκαστική συνήθεια αλλά εξακολουθούσαν να κάνουν την αρχική κίνηση: το χέρι τους κάτι πήγαινε να κάνει μα

σταματούσε, διαγράφοντας μια κίνηση ακόμα πιο άσκοπη από την ανούσια συνήθεια· μια κίνηση λίαν ερμηνεύσιμη, όμως, σαν ουλή, σαν κουτσό βάδισμα. Σαν ηχώ. Μια υπόμνηση ότι τίποτα δεν εξαφανίζεται τελείως, τα πάντα αφήνουν κάποιο ίχνος. Σαν την παιδική ηλικία. Τους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει. Κάτι που φάγαμε και ο οργανισμός μας δεν το χώνεψε. Τα πάθη που ζήσαμε. Την κυτταρική μας μνήμη. Το χέρι του ασθενούς έπεσε ξανά στο γόνατό του. Ξερόβηξε και η φωνή του ακούστηκε σφιγμένη, μεταλλική: «Τι στον διάολο εννοείτε; Θ’ αρχίσουμε τις φροϋδικές αηδίες τώρα;». Ο Στούλε κοίταξε τον άνδρα. Τις προάλλες είχε δει μια σειρά περί εγκλημάτων στην τηλεόραση, όπου η αστυνομία καλούνταν να ερμηνεύσει τη συναισθηματική ζωή των υπόπτων: ενώ η γλώσσα του σώματός τους ήταν νορμάλ, τους πρόδιδε η φωνή τους. Οι μύες των φωνητικών χορδών είναι τόσο λεπτοκουρδισμένοι, που μπορούν να παραγάγουν ηχητικά κύματα με τη μορφή αναγνωρίσιμων λέξεων. Όταν ο Στούλε δίδασκε στην Αστυνομική Ακαδημία, μιλούσε πάντα στους φοιτητές του για το θαύμα της ανθρώπινης φωνής. Έλεγε, μάλιστα, ότι υπήρχε ακόμα ένα πιο ευαίσθητο όργανο από τις φωνητικές χορδές: το ανθρώπινο αυτί, το οποίο όχι μόνο μπορούσε να αποκωδικοποιήσει τα ηχητικά κύματα ως

σύμφωνα και φωνήεντα, αλλά μπορούσε ν’ αποκαλύψει και τη θερμοκρασία του σώματος, τα επίπεδα έντασης και τα συναισθήματα του ομιλητή. Στις ανακρίσεις ήταν πολύ σημαντικότερο ν’ ακούς παρά να βλέπεις. Μια μικρή αλλαγή στον τόνο της φωνής, μία ανεπαίσθητη δόνηση αποκάλυπταν περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι αν ο ασθενής καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος ή είχε σφιγμένες τις γροθιές του, από το μέγεθος της κόρης των ματιών του και όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που, κατά τον Στούλε, μπέρδευαν και παραπλανούσαν τους αστυνομικούς. Ναι, μπορεί ο ασθενής του να είχε μόλις βρίσει, αλλά ο Στούλε κατάλαβε ότι ο άνδρας θύμωσε και βρισκόταν σε εγρήγορση, ουσιαστικά από την πίεση που δέχθηκαν τα τύμπανά του. Κανονικά κάτι τέτοιο δεν θα τον ανησυχούσε, ήταν πεπειραμένος ψυχολόγος. Απεναντίας, τα έντονα συναισθήματα πολύ συχνά έδειχναν ότι η θεραπεία είχε φτάσει σε σημείο καμπής. Ωστόσο, το πρόβλημα εν προκειμένω ήταν ότι τα πράγματα γίνονταν με τη λάθος σειρά. Μήνες τακτικών συνεδριών και παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχαν επαφή, εμπιστοσύνη και οικειότητα μεταξύ θεραπευτή και ασθενούς. Μάλιστα οι συνεδρίες ήταν τόσο αποτυχημένες, που ο Στούλε σκεφτόταν να του προτείνει να τις σταματήσουν και να τον παραπέμψει σε κάποιον

συνάδελφο. Σε μια ασφαλή συνθήκη ο θυμός ήταν καλό πράγμα, ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί και να σήμαινε ότι ο ασθενής κλεινόταν ακόμα περισσότερο στον εαυτό του και ότι περιχαρακωνόταν ακόμα πιο βαθιά. Ο Στούλε αναστέναξε. Προφανώς είχε πάρει τη λάθος απόφαση, αλλά ήταν πια αργά. Έπρεπε να το προχωρήσει το θέμα. «Πολ» είπε. Ο ασθενής επέμενε να προφέρει τ’ όνομά του με τον αγγλικό τρόπο, Πολ, όχι Πάουλ. Η επιμονή του αυτή, μαζί με τα προσεκτικά βγαλμένα φρύδια και τις δύο μικρές ουλές κάτω από το σαγόνι –ένδειξη λίφτινγκ– είχαν πείσει τον Στούλε ως προς το ποιόν του εντός δέκα λεπτών, από την πρώτη τους γνωριμία. «Η καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία είναι πολύ συχνό φαινόμενο, ακόμα και στη δική μας, φαινομενικά ανεκτική, κοινωνία». Ο Άουνε παρακολουθούσε προσεκτικά τις όποιες αντιδράσεις του ασθενούς. «Συνεργάζομαι συχνά με την αστυνομία και θυμάμαι έναν αστυνομικό που μου είχε πει ότι ήταν ανοιχτά γκέι στην προσωπική του ζωή αλλά αδυνατούσε να είναι και στη δουλειά του, γιατί, λέει, θα τον εξοστράκιζαν. Τον ρώτησα αν ήταν βέβαιος ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο: πολύ συχνά η καταπίεση που νιώθουμε είναι απλώς οι δικές μας προσδοκίες για τον εαυτό μας, είτε οι προσδοκίες των γύρω μας, έτσι όπως τις ερμηνεύουμε εμείς· τι θα πουν οι κοντινοί

μας άνθρωποι, οι φίλοι, οι συνάδελφοί μας». Σταμάτησε. Οι κόρες των ματιών του ασθενούς δεν διεστάλησαν. Το πρόσωπό του δεν κοκκίνισε, το βλέμμα του παρέμεινε σταθερό, η γλώσσα του σώματος σαφής. Αντιθέτως μάλιστα, ένα μικρό, περιφρονητικό μειδίαμα σχηματίστηκε στα λεπτά του χείλη. Και προς έκπληξη του Στούλε Άουνε, η θερμοκρασία άρχισε ν’ ανεβαίνει στο δικό του πρόσωπο. Θεέ μου, πόσο τον μισούσε αυτόν τον ασθενή! Πόσο τη μισούσε αυτή τη δουλειά. «Και ο αστυνομικός» ρώτησε ο Πολ «την ακολούθησε τη συμβουλή σας;». «Ο χρόνος μας τελείωσε» είπε ο Στούλε, χωρίς να κοιτάξει το ρολόι. «Είμαι απλώς περίεργος, Άουνε». «Και εγώ δεσμευμένος να διατηρήσω το απόρρητο των ασθενών μου». «Ας τον αποκαλέσουμε Χ, τότε. Αν κρίνω από το πρόσωπό σας, δεν σας πολυάρεσε η ερώτησή μου». Ο Πολ χαμογέλασε. «Ο Χ ακολούθησε τη συμβουλή σας και είχε άσχημα αποτελέσματα, σωστά;» Ο Άουνε αναστέναξε. «Το παράκανε. Παρερμήνευσε την κατάσταση και πήγε να φιλήσει έναν συνάδελφό του στις

τουαλέτες. Και ναι, τον εξοστράκισαν. Το θέμα μας όμως είναι ότι θα μπορούσε να είχε βγει σε καλό. Κάντε μου τη χάρη να το σκεφτείτε, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη φορά». «Να το σκεφτώ, μόνο που δεν είμαι γκέι». Ο Πολ σήκωσε το χέρι του προς τον λαιμό του και ύστερα το άφησε να πέσει. Ο Στούλε Άουνε έγνεψε κοφτά. «Τα λέμε σε μία βδομάδα, την ίδια ώρα;» «Δεν ξέρω. Δεν βλέπω να καλυτερεύω και πολύ». «Προχωράμε μεν αργά, αλλά κάνουμε πρόοδο» είπε ο Στούλε. Η απάντηση ήταν εξίσου αυτόματη με το χέρι του ασθενούς που ανέβαινε προς τη γραβάτα. «Ναι, το έχετε ξαναπεί αυτό» σχολίασε ο Πολ. «Αλλά έχω την αίσθηση ότι ξοδεύομαι για το τίποτα. Και ότι είστε εξίσου άχρηστος με όλους αυτούς τους αστυνομικούς που αδυνατούν να πιάσουν έναν βιαστή και κατά συρροήν δολοφόνο...» Ο Στούλε συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι η φωνή του ασθενούς είχε γίνει πιο μπάσα. Πιο ήρεμη. Η φωνή και η στάση του σώματός του έδειχναν κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που έλεγε. Το μυαλό του Στούλε, σαν να μπήκε στον αυτόματο πιλότο, άρχισε αμέσως ν’ αναλύει τον λόγο που ο ασθενής χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο παράδειγμα, όμως η απάντηση ήταν τόσο φανερή, που δεν χρειαζόταν να ψάξει βαθύτερα. Οι εφημερίδες πάνω στο γραφείο του από το περασμένο φθινόπωρο: Ήταν πάντα

ανοιχτές στη σελίδα με τους φόνους των δύο αστυνομικών. «Δεν είναι και τόσο εύκολο να πιάσει κανείς έναν κατά συρροήν δολοφόνο, Πολ» είπε ο Στούλε Άουνε. «Ξέρω αρκετά πράγματα για τέτοιου είδους δολοφόνους, είναι η ειδικότητά μου. Όπως και αυτό που κάνουμε τώρα εδώ. Αλλά αν εσείς νιώθετε ότι θέλετε να σταματήσετε τη θεραπεία, ή αν θα θέλατε να δοκιμάσετε κάποιον από τους συναδέλφους μου, στο χέρι σας είναι. Έχω ολόκληρη λίστα από ικανότατους ψυχολόγους και θα μπορούσα να σας βοηθήσω...» «Νίπτετε τας χείρας σας, Στούλε;» Ο Πολ είχε ρίξει το κεφάλι του στο πλάι. Τα βλέφαρα με τις άχρωμες βλεφαρίδες ήταν μισόκλειστα, ενώ είχε ένα σαρδόνιο γέλιο. Ο Στούλε δεν ήξερε αν ο ασθενής του ειρωνευόταν τη θεωρία του περί ομοφυλοφιλίας ή αν αποκάλυπτε τον πραγματικό του εαυτό. Ή και τα δύο. «Μη με παρεξηγείτε» είπε ο Στούλε, ξέροντας ότι δεν είχε παρεξηγηθεί. Ήθελε να τον ξεφορτωθεί αυτόν τον ασθενή, αλλά ποιος επαγγελματίας ψυχοθεραπευτής πετάει έξω τις δύσκολες περιπτώσεις του; Το χωνεύεις και προχωράς. Ίσιωσε το παπιγιόν του. «Φυσικά και θέλω να συνεχίσουμε τις συνεδρίες, ωστόσο πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο. Και αυτή τη στιγμή, αυτό μοιάζει...»

«Απλώς είναι μια κακή μέρα για μένα» είπε ο Πολ σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, σε μια στάση άμυνας. «Με συγχωρείτε. Το ξέρω ότι είστε καλός στη δουλειά σας. Συνεργαζόσασταν με το Ανθρωποκτονιών σ’ εκείνη την υπόθεση του κατά συρροήν δολοφόνου, ε; Τότε που πιάσατε τον τύπο που ζωγράφιζε πεντάλφα στις σκηνές του εγκλήματος. Εσείς κι εκείνος ο επιθεωρητής». Ο Στούλε κοίταξε προσεκτικά τον ασθενή, που σηκώθηκε και κούμπωσε το σακάκι του. «Ω ναι, μια χαρά μου κάνετε, Στούλε. Την επόμενη εβδομάδα λοιπόν. Και σας υπόσχομαι ότι θα σκεφτώ αν είμαι κρυφογκέι μέχρι τότε». Ο Στούλε δεν σηκώθηκε. Μπορούσε ν’ ακούσει τον Πολ να σιγοτραγουδά στον διάδρομο, περιμένοντας το ασανσέρ. Η μελωδία κάτι του έλεγε. Όπως και διάφορα άλλα, που είχε ξεφουρνίσει ο Πολ. Είχε χρησιμοποιήσει την έκφραση «κατά συρροήν δολοφόνος», την οποία χρησιμοποιούσε και η αστυνομία, αντί για τη συνηθισμένη φράση «μανιακός δολοφόνος». Είχε αποκαλέσει τον Χάρι Χόλε επιθεωρητή, τη στιγμή που λίγοι άνθρωποι γνώριζαν τους βαθμούς της αστυνομίας. Ο κόσμος συνήθως θυμάται τις μακάβριες λεπτομέρειες που διαβάζει στις εφημερίδες, όχι τις ασήμαντες, όπως ένα πεντάλφα σκαλισμένο σε μια δοκό δίπλα στο πτώμα. Αλλά αυτό που

του είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση –γιατί θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις και στην ίδια τη θεραπεία– ήταν που ο Πολ τον είχε συγκρίνει με «αυτούς τους αστυνομικούς που αδυνατούν να πιάσουν έναν βιαστή και κατά συρροήν δολοφόνο...». Ο Στούλε άκουσε τον ανελκυστήρα να ανεβαίνει και να ξανακατεβαίνει. Θυμήθηκε ποια ήταν η μελωδία που σφύριζε ο Πολ. Πρόσφατα είχε βάλει να ξανακούσει το Dark side of the moon, μήπως κι έβρισκε τίποτα στοιχεία που ερμήνευαν το όνειρο του Πολ Στάβνες. Το τραγούδι λεγόταν «Brain damage», δηλαδή εγκεφαλική βλάβη. Και είχε σχέση με τρελούς. Με τρελούς πάνω στο γρασίδι και τρελούς μέσα στην αίθουσα. Τρελούς που καταλήγουν έγκλειστοι. Βιαστής. Οι δολοφονημένοι αστυνομικοί δεν βρέθηκαν βιασμένοι. Ήταν πιθανόν, φυσικά, η υπόθεση να τον απασχολούσε τόσο λίγο, που ο Πολ είχε μπερδέψει τους δολοφονηθέντες αστυνομικούς με τα προηγούμενα θύματα στις σκηνές των εγκλημάτων. Ή να υπέθετε, γενικά, ότι οι κατά συρροήν δολοφόνοι είναι και βιαστές. Ή να είχε δει στο όνειρό του τίποτα βιασθέντες αστυνομικούς, κάτι που θα ενίσχυε και τη θεωρία περί καταπιεσμένης ομοφυλοφιλίας. Ή... Ο Στούλε Άουνε κοκάλωσε πριν ολοκληρώσει την κίνησή

του και κοίταξε έκπληκτος το χέρι του, που είχε σηκωθεί προς το παπιγιόν του.

Ο Άντον Μίτετ ήπιε μια γουλιά καφέ και κοίταξε τον άνδρα που κοιμόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Δεν θα έπρεπε να νιώθει έστω και λίγο χαρούμενος; Σαν τη Μόνα, που είχε εκφράσει τη χαρά της, κάνοντας λόγο για «ένα από τα μικρά καθημερινά θαύματα, που κάνουν όλη αυτή την κούραση της νοσηλευτικής να αξίζει»; Ναι, φυσικά και τα νέα ήταν ευχάριστα: ένας ασθενής που βρισκόταν σε κώμα και όλοι υπέθεταν ότι θα πέθαινε αποφάσισε ξαφνικά να ξυπνήσει, να ζήσει. Όμως για τον Άντον Μίτετ, ο άνθρωπος που βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αυτό το χλωμό και ρημαγμένο πρόσωπο, δεν σήμαινε απολύτως τίποτα. Πλην του γεγονότος ότι η δουλειά βάδιζε προς το τέλος της. Αυτό δεν σήμαινε απαραιτήτως ότι και η σχέση του με τη Μόνα θα τελείωνε εδώ. Ούτως ή άλλως, τις πιο ερωτικές τους στιγμές τις είχαν ζήσει εκτός νοσοκομείου. Τώρα, μάλιστα, θα έπαυαν να ανησυχούν για το αν οι συνάδελφοί τους αντιλαμβάνονταν τα τρυφερά βλέμματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους, κάθε φορά που εκείνη μπαινόβγαινε στο δωμάτιο του ασθενούς· δεν θα τους ένοιαζε αν οι συνομιλίες τους διαρκούσαν πολύ ή διακόπτονταν απότομα όταν έκανε

την εμφάνισή του κάποιος τρίτος. Μόνο που ο Άντον Μίτετ είχε διαρκώς την αίσθηση ότι όλα αυτά ήταν η φλόγα που κράταγε τη σχέση τους ζωντανή: η μυστικότητα, η παρανομία, η έξαψη που νιώθεις όταν βλέπεις κάτι χωρίς να μπορείς να το αγγίξεις. Η αναμονή, το να πρέπει να την κοπανήσει από το σπίτι, να πει ψέματα στη Λάουρα ότι έχει έξτρα βάρδια, ένα ψέμα που γινόταν ολοένα και πιο εύκολο, ολοένα και πιο μεγάλο μες στο στόμα του, μέχρι που μια μέρα, το ήξερε, θα τον έπνιγε. Ήξερε ότι η Μόνα δεν έβλεπε με καλό μάτι το γεγονός ότι απατούσε τη γυναίκα του· μπορούσε να τον φανταστεί να της σερβίρει τις ίδιες δικαιολογίες στο μέλλον. Του είχε εξηγήσει ότι της είχε ξανασυμβεί, να την προδώσουν άλλοι άνδρες. Τότε μάλιστα ήταν νεότερη και λεπτότερη, και άρα δεν θα την εξέπληττε αν κάποια στιγμή αυτός την παρατούσε, τώρα που ήταν χοντρή και μεσήλικη. Εκείνος προσπάθησε να της εξηγήσει ότι δεν υπήρχε λόγος να λέει τέτοια πράγματα, ακόμα κι αν τα εννοούσε. Τέτοια λόγια την έκαναν πιο άσχημη. Τέτοια λόγια έκαναν εκείνον πιο άσχημο. Τον έκαναν από αυτούς τους τύπους που έπαιρναν ό,τι τους καθόταν, πράγμα που όντως συνέβαινε. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν χαρούμενος που τα ’χαν πει όλα αυτά. Κάποτε έπρεπε να τελειώσει αυτή η υπόθεση, και η Μόνα είχε καταστήσει το τέλος ευκολότερο. «Πού βρήκατε τον καφέ;» ρώτησε ο νέος νοσοκόμος

ισιώνοντας τα στρογγυλά του γυαλιά, ενώ διάβαζε την καρτέλα του ασθενούς που είχε ξεγαντζωθεί από το κρεβάτι. «Υπάρχει μια μηχανή εσπρέσο στο τέλος του διαδρόμου. Μόνο εγώ τη χρησιμοποιώ αλλά θα μπορούσατε...» «Ευχαριστώ πολύ» είπε ο νοσοκόμος. Ο Άντον διέκρινε κάτι περίεργο στην προφορά του. «Αλλά δεν πίνω καφέ». Ο νοσοκόμος έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί από την τσέπη του και το διάβασε. «Για να δούμε... πρέπει να πάρει προποφόλη». «Δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό». «Κάτι που θα τον κάνει να κοιμηθεί για λίγο». Ο Άντον κοίταξε προσεκτικά τον νοσοκόμο, καθώς εκείνος τρυπούσε με μια σύριγγα το αλουμινένιο καπάκι του μπουκαλιού που περιείχε κάποιο διαφανές υγρό. Ήταν κοντός, λεπτός και του θύμιζε κάποιον γνωστό ηθοποιό. Όχι από τους ωραίους, έναν με άσχημα δόντια και ιταλικό όνομα που τώρα δεν μπορούσε να θυμηθεί. Όπως δεν μπορούσε να θυμηθεί και το όνομα με το οποίο του συστήθηκε ο νοσοκόμος. «Το να ξυπνά κανείς από κώμα είναι περίπλοκη υπόθεση» είπε ο νοσοκόμος. «Η υγεία του ασθενούς είναι εξαιρετικά εύθραυστη και πρέπει να ξυπνήσει σιγά σιγά, προσεκτικά. Μια λάθος ένεση και υπάρχει κίνδυνος να ξαναπάει από εκεί που ’ρθε».

«Κατάλαβα» είπε ο Άντον. Ο άνδρας τού είχε δείξει την ταυτότητά του, είχε πει το σύνθημα και περίμενε τον Άντον να επικοινωνήσει με το κέντρο φρούρησης, ώστε να επιβεβαιώσει πως ο εν λόγω νοσοκόμος είχε βάρδια εκείνη την ώρα. «Δηλαδή έχετε πολλή πείρα με αναισθητικά και τα λοιπά;» ρώτησε ο Άντον. «Ναι, δούλευα στο Τμήμα Αναισθησιολογίας για πολλά χρόνια». «Αλλά όχι πια;» «Τα τελευταία δυο τρία χρόνια έλειπα σε ταξίδια». Ο νοσοκόμος σήκωσε τη σύριγγα προς το φως. Απελευθέρωσε έναν μικρό πίδακα, που διαλύθηκε σ’ ένα σύννεφο από σταγονίδια. «Ο ασθενής μοιάζει να έχει περάσει δύσκολα στη ζωή του. Γιατί δεν υπάρχει όνομα στην καρτέλα του;» «Υποτίθεται ότι πρέπει να παραμείνει ανώνυμος. Δεν σας το είπαν;» «Τίποτα δεν μου είπαν». «Θα ’πρεπε. Πιθανότατα είναι θύμα απόπειρας δολοφονίας. Γι’ αυτό είμαι και εγώ εδώ, έξω στον διάδρομο». Ο άνδρας πλησίασε το πρόσωπο του ασθενούς. Έκλεισε τα μάτια του. Έμοιαζε να εισπνέει την ανάσα του. Ο Άντον ανατρίχιασε.

«Τον έχω ξαναδεί» είπε ο νοσοκόμος. «Από το Όσλο είναι;» «Έχω ορκιστεί να μην αποκαλύψω την ταυτότητά του, συγγνώμη». «Και νομίζετε ότι εγώ δεν έχω;» Ο νοσοκόμος σήκωσε το μανίκι του ασθενούς. Γύρισε το εσωτερικό μέρος του βραχίονά του. Κάτι στον τρόπο που μιλούσε ακουγόταν περίεργο, όμως ο Άντον δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι. Ανατρίχιασε και πάλι, όταν η βελόνα χώθηκε στο δέρμα και, μες στην απόλυτη ησυχία που επικρατούσε, νόμισε ότι άκουσε τη σάρκα να τρυπιέται, τη ροή του υγρού καθώς ο νοσοκόμος πίεζε το έμβολο. «Ναι, ζούσε στο Όσλο πολλά χρόνια και ύστερα μετακόμισε στο εξωτερικό» είπε ο Άντον ξεροκαταπίνοντας. «Αλλά επέστρεψε. Εξαιτίας ενός αγοριού, λένε οι φήμες. Ήταν ναρκομανής». «Θλιβερή ιστορία». «Ναι, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, θα έχει αίσιο τέλος». «Είναι ακόμη νωρίς για να ελπίζουμε σε κάτι τέτοιο» είπε ο νοσοκόμος, βγάζοντας τη βελόνα. «Πολλοί ασθενείς υποτροπιάζουν ξαφνικά». Και τότε ο Άντον το κατάλαβε. Άκουσε τι το ιδιαίτερο είχε ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε. Δεν μπορούσε να πει καλά το

σίγμα. Ο τύπος ψεύδιζε. Αφού βγήκαν από το δωμάτιο και ο νοσοκόμος έφυγε από τον διάδρομο, ο Άντον γύρισε στο δωμάτιο του ασθενούς. Κοίταξε το μόνιτορ του παλμογράφου. Άκουσε τους ρυθμικούς χτύπους, σαν αναδυόμενα σινιάλα από σόναρ υποβρυχίου στα βάθη του ωκεανού. Δεν ήξερε γιατί, αλλά μιμήθηκε τον νοσοκόμο: πήγε και έσκυψε πάνω από το πρόσωπο του ασθενούς. Έκλεισε τα μάτια του και ένιωσε την ανάσα του στο μάγουλό του. Άλτμαν. Ο Άντον είχε κοιτάξει καλά καλά το καρτελάκι καθώς ο νοσοκόμος έφευγε. Το όνομά του ήταν Σίγκουρ Άλτμαν. Μια διαίσθηση είχε όλη κι όλη. Μα αποφάσισε να ελέγξει το όνομά του την επόμενη μέρα. Δεν ήθελε να την ξαναπατήσει, όπως στο Ντράμεν. Δεν θα έκανε λάθος αυτή τη φορά.

8

Η

Κατρίνε Μπρατ καθόταν με τα πόδια της ακουμπισμένα πάνω στο γραφείο και το τηλέφωνο σφηνωμένο μεταξύ αυτιού και ώμου· την είχε στην αναμονή ο Γκούναρ Χάγκεν. Τα δάχτυλά της γλιστρούσαν πάνω στο πληκτρολόγιο μπροστά της. Ήξερε ότι πίσω της, έξω από το παράθυρο, το Μπέργκεν λουζόταν στη λιακάδα. Ότι οι βρεγμένοι δρόμοι γυάλιζαν μετά τη βροχή που έπεφτε από το πρωί και είχε σταματήσει εδώ και μόλις δέκα λεπτά – και, κρίνοντας από τον μέσο όρο τοπικής βροχόπτωσης, σύντομα θα ξανάρχιζε. Όμως αυτή τη στιγμή ο ήλιος έλαμπε και η Κατρίνε ευχόταν ο Γκούναρ Χάγκεν να τελειώσει επιτέλους με το άλλο του τηλεφώνημα, ώστε να συνεχίσουν τη συζήτησή τους, να του δώσει τις πληροφορίες που είχε βρει και να βγει επιτέλους από το Αστυνομικό Τμήμα του Μπέργκεν. Έξω, στον καθαρό

αέρα του Ατλαντικού, που μύριζε σαφώς καλύτερα απ’ τον αέρα που εισέπνεε το πρώην αφεντικό της στο γραφείο του, στα ανατολικά της πρωτεύουσας. Τον αέρα τον οποίο εκείνος εξέπνευσε με μια αναστατωμένη κραυγή: «Τι εννοείς όταν λες ότι δεν μπορούμε να του μιλήσουμε ακόμη; Ξύπνησε από το κώμα ή όχι;... Ναι, καταλαβαίνω ότι η κατάστασή του είναι πολύ εύθραυστη, αλλά... Τι;» Η Κατρίνε ήλπιζε ότι οι ανακαλύψεις που είχε κάνει το τελευταίο διάστημα θα καλυτέρευαν τη διάθεση του Χάγκεν. Ξανακοίταξε τις σελίδες μπροστά της, για να ελέγξει ότι τα ήξερε όλα. «Χέστηκα τι λέει ο δικηγόρος του» είπε ο Χάγκεν. «Και χέστηκα τι λέει ο θεράποντας ιατρός του. Θέλω να του υποβληθούν ερωτήσεις τώρα!» Η Κατρίνε Μπρατ τον άκουσε να βαράει με δύναμη το ακουστικό. Και ύστερα, επιτέλους, επέστρεψε στη συνομιλία τους. «Τι συνέβη;» ρώτησε εκείνη. «Τίποτα» απάντησε ο Χάγκεν. «Για κείνον πρόκειται;» ξαναρώτησε. Ο Χάγκεν ξεφύσηξε. «Ναι, για κείνον πρόκειται. Συνέρχεται από το κώμα, αλλά τον μπουκώνουν ναρκωτικά και μας λένε ότι πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δύο μέρες πριν μπορέσουμε να του μιλήσουμε».

«Δεν είναι σοφό να είμαστε προσεκτικοί;» «Πιθανόν. Ξέρεις όμως πόσο άμεσα χρειαζόμαστε απαντήσεις. Οι φόνοι των δύο αστυνομικών μάς έχουν ξετινάξει». «Δυο μέρες δεν θα κάνουν τη διαφορά». «Το ξέρω, το ξέρω, αλλά κάποιος πρέπει να τους τα ψάλει και λίγο. Αυτό δεν είναι και το νόημα όταν φτάνει κανείς τόσο ψηλά;» Η Κατρίνε Μπρατ δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Ποτέ δεν είχε βλέψεις να φτάσει ψηλά, να γίνει αφεντικό. Και ακόμα κι αν το ήθελε, υποπτευόταν ότι αξιωματικοί με ψυχιατρικό ιστορικό δεν βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των υποψηφίων για τα μεγάλα πόστα. Η διάγνωσή της είχε αλλάξει από μανιοκατάθλιψη σε οριακή διαταραχή προσωπικότητας, ύστερα σε διπολική διαταραχή και εντέλει σε υγιή κατάσταση. Εφόσον έπαιρνε τα μικρά ροζ χαπάκια της, μπορούσε να κρατήσει τις ισορροπίες. Δεν πα να καταδίκαζαν όλοι τη χρήση ψυχιατρικών φαρμάκων; Τα χαπάκια αυτά είχαν χαρίσει στην Κατρίνε μια καινούργια, καλύτερη ζωή. Το αφεντικό της συνέχιζε, βέβαια, να την έχει μονίμως υπό την επιτήρησή του και να της αναθέτει μόνο τις απολύτως απαραίτητες εξωτερικές αποστολές. Ωστόσο η Κατρίνε δεν είχε πρόβλημα: της άρεσε να κάθεται στο γραφειάκι της με

τον υψηλών προδιαγραφών υπολογιστή της και να ψάχνει σε μηχανές αναζήτησης που η αστυνομία ούτε μπορούσε να φανταστεί. Να χαζεύει, να αναζητά, να βρίσκει. Να εντοπίζει ανθρώπους που είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης. Να βλέπει συσχετισμούς εκεί που οι άλλοι έβλεπαν συμπτώσεις. Αυτό ήταν το ταλέντο της Κατρίνε Μπρατ. Και αυτό το ταλέντο είχε προσφέρει επανειλημμένως οφέλη στην Κρίπος και το Ανθρωποκτονιών του Όσλο. Επομένως, καλά θα έκαναν να ανεχθούν τις όποιες αναμενόμενες ψυχώσεις της. «Είπες ότι με ήθελες κάτι». «Έχει πέσει πολλή ησυχία εδώ γύρω τις τελευταίες εβδομάδες και είπα να ρίξω μια ματιά στους δύο δολοφονηθέντες αστυνομικούς». «Τι, σ’ το ζήτησε το αφεντικό στο Μπέργκεν;» «Όχι, όχι. Απλώς είχε πιο ενδιαφέρον απ’ το να χαζεύω στο PornHub και να παίζω πασιέντζες». «Είμαι όλος αυτιά». Η Κατρίνε άκουσε την προσπάθεια που κατέβαλλε ο Χάγκεν για να φανεί θετικός, ωστόσο η απελπισία του δεν κρυβόταν. Προφανώς είχε βαρεθεί να αποδεικνύονται διαρκώς φρούδες οι ελπίδες του. «Μπήκα στις βάσεις δεδομένων για να δω μήπως υπήρχαν τίποτα ονόματα που επαναλαμβάνονταν στις αρχικές δολοφονίες-βιασμούς στο Μαριντάλεν και στo

Τρίβαν». «Σ’ ευχαριστώ, Κατρίνε, αλλά το κάναμε κι εμείς αυτό. Σε εξαντλητικό βαθμό, θα έλεγα». «Το ξέρω. Όμως εγώ δουλεύω κάπως διαφορετικά». Βαθύς αναστεναγμός. «Για προχώρα». «Παρατήρησα ότι οι υποθέσεις είχαν ανατεθεί σε δύο διαφορετικές ομάδες. Μόνο δύο αξιωματικοί της Σήμανσης και τρεις από το Ανθρωποκτονιών συμμετείχαν και στις δύο. Και κανείς από τους πέντε δεν θα μπορούσε να έχει πλήρη εικόνα για τους υπόπτους που προσήχθησαν να καταθέσουν. Δεδομένου ότι καμιά από τις δύο υποθέσεις δεν εξιχνιάστηκε, οι έρευνες πήραν πολύ χρόνο και οι αντίστοιχοι φάκελοι είναι τεράστιοι». «Ναι, αυτό ξαναπές το. Και είναι φυσιολογικό να μη θυμάται κανείς όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Μόνο που οι προσαχθέντες έχουν καταγραφεί όλοι στο Κεντρικό Μητρώο της αστυνομίας. Αυτό εννοείται». «Αυτό ακριβώς είναι το θέμα» είπε η Κατρίνε. «Ποιο δηλαδή;» «Όταν προσάγονται διάφοροι ύποπτοι, τα ονόματά τους καταγράφονται στο μητρώο και η κατάθεσή τους μπαίνει στον φάκελο της υπόθεσης για την οποία εκλήθησαν να απολογηθούν. Αλλά καμιά φορά τα πράγματα μένουν

μετέωρα, όπως στην περίπτωση που ο ανακριθείς είναι, ας πούμε, ήδη στη φυλακή. Σε αυτή την περίπτωση η ανάκριση γίνεται ανεπίσημα, στο κελί του, κι έτσι το όνομα του υπόπτου δεν καταγράφεται, αφού είναι ήδη εγγεγραμμένο στο μητρώο». «Ναι, όμως οι σημειώσεις της ανάκρισης βρίσκονται μες στον φάκελο της υπόθεσης». «Κανονικά, ναι. Όχι όμως στην περίπτωση που ο κρατούμενος έχει κληθεί να καταθέσει για κάποια άλλη υπόθεση στην οποία τυχαίνει να είναι ο κύριος ύποπτος. Τότε, αν τον ρωτήσουν λόγου χάριν για το Μαριντάλεν –έτσι, για το γαμώτο της υπόθεσης–, οι απαντήσεις του θα αρχειοθετηθούν στον φάκελο της άλλης υπόθεσης και μια έρευνα δεν θα τις συσχετίσει με το Μαριντάλεν». «Ενδιαφέρον. Και τι ανακάλυψες;» «Έναν τύπο που, ενώ βρισκόταν ήδη στη φυλακή για επίθεση και απόπειρα βιασμού ενός ανήλικου κοριτσιού σ’ ένα ξενοδοχείο στην Ότα, ανακρίθηκε και ως κύριος ύποπτος για μια υπόθεση βιασμού στο Όλεσουν. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ρωτήθηκε και για την υπόθεση στο Μαριντάλεν, αλλά τα πρακτικά αρχειοθετήθηκαν στον φάκελο της Ότα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι είχε προσαχθεί και πιο πριν, για την υπόθεση στο Τρίβαν, με τις συνήθεις όμως διαδικασίες».

«Και;» Για πρώτη φορά η φωνή του Χάγκεν πρόδιδε γνήσιο ενδιαφέρον. «Είχε άλλοθι και στις τρεις περιπτώσεις» είπε η Κατρίνε και περισσότερο ένιωσε παρά άκουσε τον αέρα να ξεγλιστρά από το μπαλόνι που μόλις είχε φουσκώσει στο μυαλό του Χάγκεν. «Μάλιστα. Τίποτα άλλο διασκεδαστικό που βρήκες στο Μπέργκεν και θα ήθελες να το μοιραστείς μαζί μου σήμερα;» «Έχω κι άλλα». «Έχω μια συνάντηση σε...» «Έλεγξα τα άλλοθί του. Είναι πανομοιότυπα και στις τρεις υποθέσεις: μία μάρτυρας που επιβεβαίωνε ότι βρισκόταν και τις τρεις φορές στο σπίτι. Η νεαρή είχε θεωρηθεί, τότε, αξιόπιστη: χωρίς ποινικό μητρώο, καμία σχέση με τον ύποπτο, πέραν του ότι διέμεναν στον ίδιο ξενώνα. Ωστόσο, αν ακολουθήσει κανείς τα ίχνη της στο μέλλον, θα διαπιστώσει διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα». «Όπως;» «Όπως υπεξαίρεση, εμπόριο ναρκωτικών και πλαστογραφία. Ακόμα μια πιο προσεκτική ματιά στις καταθέσεις που έχει δώσει έκτοτε αποκαλύπτει κι έναν άλλο κοινό, επαναλαμβανόμενο παρονομαστή. Μάντεψε τι μπορεί να είναι». «Ψευδορκία».

«Δυστυχώς δεν συνηθίζουμε να επανεξετάζουμε τις παλιές υποθέσεις υπό το φως νέων δεδομένων. Τουλάχιστον όχι υποθέσεις τόσο περίπλοκες και αρχαίες όσο οι φόνοι στο Μαριντάλεν και στο Τρίβαν». «Για όνομα του Θεού, πώς τη λένε αυτή τη γυναίκα;» Ο ενθουσιασμός είχε επανέλθει στη φωνή του. «Ίργια Γιάκομπσεν». «Έχεις τη διεύθυνσή της;» «Ναι. Είναι καταγεγραμμένη στο ποινικό μητρώο, στο εθνικό μητρώο, και σε ένα δυο ακόμα...» «Μα, για όνομα του Θεού, ας την πιάσουμε αμέσως!» «...Όπως το μητρώο αγνοούμενων προσώπων». Σιωπή από τη μεριά του Όσλο. Η Κατρίνε ήθελε να πάει βόλτα κάτω στις ψαρόβαρκες στο Μπρίγκεν, ν’ αγοράσει μια σακούλα με κεφάλια μπακαλιάρων, να γυρίσει στο διαμέρισμά της στο Μέλενπρις και να μαγειρέψει βραδινό με την ησυχία της, βλέποντας το Breaking Bad ενόσω –ήλπιζε– άρχιζε ξανά να βρέχει. «Τέλεια» είπε ο Χάγκεν. «Εν πάση περιπτώσει, μας έδωσες κάτι ν’ ασχοληθούμε. Τον τύπο πώς τον λένε;» «Βαλεντίν Γιέρτσεν». «Και πού βρίσκεται;» «Αυτό ακριβώς είναι το θέμα» είπε η Κατρίνε Μπρατ, συνειδητοποιώντας ότι επαναλαμβανόταν. Τα δάχτυλά της

χάιδεψαν το πληκτρολόγιο. «Δεν μπορώ να τον εντοπίσω». «Και αυτός εξαφανισμένος;» «Δεν είναι στο μητρώο αγνοουμένων. Και αυτό είναι πολύ περίεργο, γιατί είναι λες κι έχει χαθεί από προσώπου γης. Δεν έχουμε ούτε διεύθυνση, ούτε τηλέφωνα, ούτε πιστωτικές κάρτες στ’ όνομά του. Ούτε καν κάποιον τραπεζικό λογαριασμό. Δεν ψήφισε στις τελευταίες εκλογές και δεν έχει πάρει τρένο ή αεροπλάνο εδώ και δώδεκα μήνες». «Δοκίμασες να τον γκουγκλάρεις;» Η Κατρίνε έσκασε στα γέλια, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι ο Χάγκεν σοβαρολογούσε. «Χαλάρωσε» του είπε. «Θα τον βρω». Έκλεισαν το τηλέφωνο. Η Κατρίνε σηκώθηκε, φόρεσε το σακάκι της και βιάστηκε: τα σύννεφα κατέφθαναν ήδη πάνω από το νησί του Ασκέι. Πήγε να σβήσει τον υπολογιστή, όμως θυμήθηκε κάτι. Κάτι που της είχε πει κάποτε ο Χάρι Χόλε. Κάτι για το πόσο συχνά ξεχνάμε να τσεκάρουμε το οφθαλμοφανές. Πληκτρολόγησε βιαστικά. Περίμενε την ιστοσελίδα να φορτώσει. Είδε κεφάλια συναδέλφων να γυρνούν και να την κοιτάζουν, καθώς ξέσπασε σ’ έναν χείμαρρο βρισιών. Αλλά δεν έκανε τον κόπο να τους διαβεβαιώσει ότι δεν είχε ψυχωτικό επεισόδιο. Ως συνήθως, ο Χάρι είχε δίκιο.

Σήκωσε το τηλέφωνο και πάτησε την επανάκληση. Ο Γκούναρ Χάγκεν απάντησε μετά το δεύτερο χτύπημα. «Νόμιζα ότι είχες συνάντηση» είπε η Κατρίνε. «Αναβλήθηκε. Βάζω ανθρώπους να ψάξουν γι’ αυτόν τον Βαλεντίν Γιέρτσεν». «Δεν χρειάζεται. Τον βρήκα». «Ε;» «Δεν είναι τόσο περίεργο που εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Διότι όντως αυτό συνέβη, νομίζω». «Θέλεις να πεις ότι...» «Ναι, είναι νεκρός. Το γράφει ξεκάθαρα στο εθνικό μητρώο. Συγγνώμη γι’ αυτό το στραβοπάτημα από το Μπέργκεν. Θα πάω σπίτι και θα μπουκωθώ με ψαροκέφαλα από την ντροπή μου». Όταν πια κατέβασε το ακουστικό, είχε αρχίσει και πάλι να βρέχει.

Ο Άντον Μίτετ σήκωσε το βλέμμα από το φλιτζάνι του καφέ και είδε τον Γκούναρ Χάγκεν να μπαίνει φουριόζος στη σχεδόν έρημη καφετέρια στον έκτο όροφο του Αρχηγείου της αστυνομίας. Προηγουμένως καθόταν και χάζευε τη θέα. Σκεφτόταν. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να έχουν τα πράγματα. Και συνειδητοποίησε ότι είχε πάψει πια ν’

αναρωτιέται. Ίσως αυτό συμβαίνει όταν αρχίζει να γερνάει κανείς. Η μοίρα είχε δώσει στον Άντον ορισμένα χαρτιά και αυτός τα σήκωσε, τα είδε· δεν γινόταν να τ’ αλλάξει πια. Το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να παίξει με αυτά τα φύλλα όσο καλύτερα μπορούσε. Και να ονειρεύεται τα χαρτιά που θα μπορούσε να του είχαν δοθεί. «Με συγχωρείς που άργησα, Άντον» είπε ο Γκούναρ Χάγκεν, βουλιάζοντας στην καρέκλα απέναντί του. «Μου ’τυχε ένα χαζοτηλεφώνημα από το Μπέργκεν. Τι γίνεται;» Ο Άντον ανασήκωσε τους ώμους του. «Δουλειά και πάλι δουλειά. Κάθομαι και βλέπω τους νεαρούς που με προσπερνούν σκαρφαλώνοντας προς την κορυφή. Προσπαθώ να τους δώσω καμιά συμβουλή, αλλά σιγά μην κάτσουν ν’ ακούσουν έναν αποτυχημένο μεσήλικα σαν και του λόγου μου. Νομίζουν ότι η ζωή είναι ένα κόκκινο χαλί στρωμένο για την πάρτη τους». «Και στο σπίτι;» ρώτησε ο Χάγκεν. Ο Άντον ανασήκωσε και πάλι τους ώμους του. «Καλά. Η γυναίκα μου παραπονιέται ότι δουλεύω υπερβολικά. Και όταν είμαι σπίτι, πάλι παραπονιέται. Σου θυμίζει κάτι;» Ο Χάγκεν έκανε έναν απροσδιόριστο θόρυβο, που ο συνομιλητής του θα μπορούσε να τον εκλάβει όπως εκείνος ήθελε. «Θυμάσαι τη μέρα που παντρεύτηκες;»

«Ναι» απάντησε ο Χάγκεν, κοιτάζοντας διακριτικά το ρολόι του τοίχου. Όχι γιατί δεν ήξερε τι ώρα είναι, αλλά για να κάνει μια νύξη στον Άντον. «Το χειρότερο απ’ όλα είναι που στέκεσαι μπροστά σε όλους και δίνεις όρκους αιώνιας πίστης, που τους εννοείς πραγματικά». Ο Άντον έβγαλε ένα ψεύτικο γέλιο και κούνησε το κεφάλι του. «Ήθελες να μου πεις κάτι συγκεκριμένο;» ρώτησε ο Χάγκεν. «Ναι». Ο Άντον χάιδεψε τη ράχη της μύτης του από πάνω προς τα κάτω. «Χθες το βράδυ που είχα υπηρεσία εμφανίστηκε ένας νοσοκόμος. Μου φάνηκε λίγο περίεργος. Δεν ξέρω τι ακριβώς έφταιγε αλλά, ξέρεις τώρα, εμείς οι παλιοί τα καταλαβαίνουμε αυτά. Οπότε έκανα κι εγώ έναν μικρό έλεγχο. Και διαπίστωσα ότι ήταν μπλεγμένος σε μια υπόθεση δολοφονίας λίγα χρόνια πριν. Αφέθηκε ελεύθερος, απαλλαγμένος από περαιτέρω έρευνα. Αλλά και πάλι». «Μάλιστα». «Θεώρησα σωστό να σ’ το πω. Ίσως μπορείς να μιλήσεις στη διοίκηση του νοσοκομείου. Να τον μεταθέσουν αλλού, δια​κριτικά». «Θα το φροντίσω». «Ευχαριστώ».

«Εγώ σ’ ευχαριστώ, Άντον». Ο Άντον Μίτετ υποκλίθηκε ελαφρά. Χάρηκε που τον ευχαρίστησε ο Χάγκεν. Χάρηκε γιατί το αφεντικό του Ανθρωποκτονιών, με την ασκητική μορφή, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στην αστυνομία στον οποίο ένιωθε υπόχρεος. Ο Χάγκεν τού είχε σώσει το τομάρι μετά την Υπόθεση. Είχε πάρει τηλέφωνο τον επικεφαλής στο Ντράμεν για να του πει ότι είχε τιμωρήσει τον Άντον υπερβολικά σκληρά και ότι αν δεν χρειάζονταν την εμπειρία του στο Ντράμεν, δεν πειράζει, τη χρειάζονταν στα Κεντρικά, στο Όσλο. Όπερ και εγένετο. Ο Άντον άρχισε να δουλεύει στον πρώτο όροφο του Αρχηγείου στο Γκρένλαντ, αλλά συνέχισε να μένει στο Ντράμεν: αυτός ήταν ο όρος που του είχε θέσει η Λάουρα. Καθώς ο Άντον Μίτετ κατέβαινε με το ασανσέρ στον πρώτο όροφο, ένιωθε ανανεωμένος· η πλάτη του ήταν στητή και ένα χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη του. Ναι, το ένιωθε, ήταν ένα καλό ξεκίνημα. Θα έπρεπε να αγοράσει ένα μπουκέτο λουλούδια στην... Σκέφτηκε καλά. Στη Λάουρα.

Η Κατρίνε σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Το διαμέρισμά της βρισκόταν στον ημιώροφο: αρκετά ψηλά ώστε να μη βλέπει τους περαστικούς στον δρόμο, αρκετά χαμηλά ώστε να διακρίνει τις κορυφές

από τις ανοιχτές τους ομπρέλες. Και πίσω από τις σταγόνες της βροχής, που έτρεμαν στο τζάμι από τις ριπές του ανέμου, η γέφυρα του Πούντεφιουρ ένωνε την πόλη με μια τρύπα στο βουνό από τη μεριά του Λάξεβογκ. Η Κατρίνε γύρισε και κοίταξε την πενήντα ιντσών οθόνη της τηλεόρασής της, όπου ένας καρκινοπαθής καθηγητής χημείας ετοίμαζε μεθαμφεταμίνη. Πόσο τη διασκέδαζε όλο αυτό! Είχε αγοράσει την τηλεόραση επαναστατώντας απέναντι στο σκεπτικό ότι οι μεγαλύτερες τηλεοράσεις ήταν προνόμιο των εργένηδων ανδρών. Τα DVD της τα είχε τοποθετήσει με αυστηρά, υποκειμενικά κριτήρια κάτω από το DVD player μάρκας Μάραντζ. Στα αριστερά, στην πρώτη και δεύτερη θέση στο ράφι των κλασικών ταινιών βρίσκονταν H λεωφόρος της δύσης και το Τραγουδώντας στη βροχή. Οι πιο πρόσφατες ταινίες, στο κάτω ράφι, είχαν έναν αναπάντεχο νέο ηγέτη: το Toy story 3. To τρίτο ράφι ήταν αφιερωμένο σε CD που, για συναισθηματικούς λόγους, δεν είχε χαρίσει στον Στρατό της Σωτηρίας, παρόλο που τα είχε όλα αποθηκευμένα στον σκληρό της δίσκο. Το γούστο της στη μουσική ήταν πολύ εξειδικευμένο: μόνο γκλαμ ροκ και προγκρέσιβ ποπ, και μάλιστα βρετανικό και ανδρόγυνης αισθητικής: Ντέιβιντ Μπάουι, Sparks, Mott the Hoople, Στιβ Χάρλεϊ, Μαρκ Μπόλαν, Small Faces, Roxy Music, με τους Suede να κλείνουν τον κύκλο στο σήμερα.

Ο καθηγητής χημείας καβγάδιζε πάλι με τη γυναίκα του. Η Κατρίνε πάτησε το φαστ φόργουορντ στο DVD και κάλεσε την Μπέτε. «Λεν, παρακαλώ». Η φωνή ήταν τσιριχτή, σχεδόν κοριτσίστικη. Και ο τρόπος που σήκωσε το τηλέφωνο δεν αποκάλυπτε τίποτα πέραν του απαραίτητου: όταν κάποιος απαντούσε μόνο με το επώνυμο, σήμαινε ότι το τηλέφωνο ανήκε σε όλη την οικογένεια και έπρεπε να εξηγήσεις σε ποιον απ’ όλους τους Λεν ήθελες να μιλήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, Λεν ήταν μόνο η Μπέτε, η χήρα Λεν, και το αγοράκι της. «Η Κατρίνε είμαι». «Κατρίνε! Πόσο καιρό έχουμε να τα πούμε! Τι κάνεις;» «Βλέπω τηλεόραση. Εσύ;» «Χάνω στη Μονόπολη από το μόμολο εδώ δίπλα μου. Και ύστερα το ρίχνω στο φαΐ για παρηγοριά. Πίτσα». Η Κατρίνε αναρωτήθηκε πόσο χρονών να ήταν πια το μόμολο. Αρκετά μεγάλο ώστε να νικάει τη μάνα του στη Μονόπολη. Άλλη μια υπενθύμιση του πόσο τρομακτικά γρήγορα κυλούσε ο χρόνος. Πήγε ν’ απαντήσει ότι και αυτή είχε πάρει κεφάλια από μπακαλιαράκια και το ’χε ρίξει στο φαΐ για παρηγοριά, μα ύστερα σκέφτηκε πως όλο αυτό ήταν ένα τεράστιο γυναικείο κλισέ, ένας σχεδόν καταθλιπτικός

αυτοσαρκασμός τον οποίο αναμενόταν ν’ ανακυκλώνουν οι αδέσμευτες γυναίκες αντί να λένε τα πράγματα με τ’ όνομά τους: πως δεν τους ήταν και πολύ εύκολο να ζήσουν χωρίς την ελευθερία τους. Πόσες φορές είχε σκεφτεί να πάρει τηλέφωνο την Μπέτε όλα αυτά τα χρόνια, μόνο και μόνο για να τα πουν; Έτσι όπως τα έλεγαν παλιά και με τον Χάρι. Με την Μπέτε έμοιαζαν πολύ: ήταν δυο ώριμες, αδέσμευτες αστυνομικίνες, με πατεράδες αστυνομικούς, με νοημοσύνη πολύ μεγαλύτερη από αυτήν του μέσου όρου, ρεαλίστριες, δίχως αυταπάτες και δίχως να περιμένουν τον ιππότη πάνω στο λευκό του άλογο. Εντάξει, για το άλογο μπορεί και να έκαναν μια εξαίρεση, αν ήταν να τις πάει όπου γούσταραν εκείνες. Είχαν τόσα πολλά να πουν. Όμως τελικά η Κατρίνε δεν έπαιρνε ποτέ τηλέφωνο. Εκτός αν επρόκειτο για δουλειά. Ακόμα και σ’ αυτό έμοιαζαν. «Σε παίρνω για να σε ρωτήσω για κάποιον Βαλεντίν Γιέρτσεν» είπε η Κατρίνε. «Δράστης σεξουαλικών εγκλημάτων. Έχει πεθάνει. Τον έχεις ακουστά;» «Για περίμενε» είπε η Μπέτε. Η Κατρίνε άκουσε τα δάχτυλα της Μπέτε να χτυπάνε καταιγιστικά το πληκτρολόγιο και πρόσθεσε άλλο ένα στοιχείο στη λίστα των ομοιοτήτων τους: ήταν μόνιμα

συνδεδεμένες με το διαδίκτυο. «Α, αυτός» είπε η Μπέτε. «Ναι, τον έχω δει μερικές φορές». Η Κατρίνε συνειδητοποίησε ότι η Μπέτε κοίταζε το πρόσωπό του στην οθόνη της. Έλεγαν ότι η ατρακτοειδής της έλικα, το μέρος του εγκεφάλου που αναγνωρίζει πρόσωπα, συγκρατούσε την εικόνα όλων των ανθρώπων που είχε γνωρίσει. Στην περίπτωση της Μπέτε, η έκφραση «δεν ξεχνώ πρόσωπα» ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Έλεγαν, μάλιστα, ότι την είχαν εξετάσει διάφοροι νευροεπιστήμονες και ότι ήταν μία από τους τριάντα μόνο ανθρώπους σε όλο τον κόσμο που διέ​θ εταν αυτή την ικανότητα. «Τον είχαν ανακρίνει για τις υποθέσεις του Τρίβαν και του Μαριντάλεν» διευκρίνισε η Κατρίνε. «Ναι, κάτι μου λέει αυτό» είπε η Μπέτε. «Μα, αν θυμάμαι καλά, είχε άλλοθι και τις δύο φορές». «Σωστά, μια κοπέλα από τον ξενώνα όπου διέμενε είχε ορκιστεί ότι ο Γιέρτσεν βρισκόταν σπίτι και τα δύο εκείνα βράδια. Αυτό που θέλω να μάθω εγώ είναι κατά πόσο συλλέξατε δείγματα του DNA του». «Δεν φαντάζομαι να κάναμε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που είχε άλλοθι. Εκείνη την εποχή η ανάλυση DNA ήταν περίπλοκη και ακριβή διαδικασία. Την κάναμε μόνο για τους

κύριους υπόπτους στην καλύτερη περίπτωση, και αυτό μόνο αν δεν είχαμε άλλα στοιχεία». «Ναι, αλλά από τη στιγμή που σας έδωσαν δικό σας τμήμα ανάλυσης DNA στο Ιατροδικαστικό Ινστιτούτο, αρχίσατε να τσεκάρετε και τα DNA από παλιότερες υποθέσεις, σωστά;» «Σωστά, όμως δεν βρέθηκαν βιολογικά υπολείμματα ούτε στο Τρίβαν ούτε στο Μαριντάλεν. Και αν δεν κάνω λάθος, ο Βαλεντίν Γιέρτσεν τιμωρήθηκε μια και καλή. Και με το παραπάνω». «Δηλαδή;» «Τον σκότωσαν». «Ήξερα ότι ήταν νεκρός, αλλά όχι...» «Ναι, δολοφονήθηκε ενώ εξέτιε την ποινή του στις φυλακές Ίλα. Τον βρήκαν στο κελί του. Τον είχαν κάνει κιμά απ’ το ξύλο. Στους κρατουμένους δεν αρέσουν όσοι κακοποιούν μικρά κορίτσια. Ο ένοχος δεν βρέθηκε ποτέ. Κι εδώ που τα λέμε, δεν μου φαίνεται να τον έψαξαν και με ιδιαίτερο ζήλο». Σιωπή. «Με συγχωρείς που δεν μπορώ να σε βοηθήσω περισσότερο» είπε η Μπέτε. «Τώρα παίζουμε “Δοκίμασε την τύχη σου”, οπότε πρέπει...» «Ας ελπίσουμε ότι θ’ αλλάξει» είπε η Κατρίνε.

«Τι;» «Η τύχη σου». «Σωστά». «Κάτι τελευταίο» πρόσθεσε η Κατρίνε. «Θα ήθελα να μιλήσω στην Ίργια Γιάκομπσεν, την κοπέλα που αποτελούσε το άλλοθι του Βαλεντίν. Θεωρείται αγνοούμενη. Μόνο που εγώ κάθισα κι έκανα μια μικρή έρευνα». «Και;» «Δεν βρήκα ούτε διεύθυνση, ούτε πληρωμές στην εφορία, εισφορές ταμείων ή πληρωμές πιστωτικών καρτών. Ούτε ταξίδια, ούτε κινητό. Με τέτοια απουσία οποιουδήποτε στοιχείου, υποθέτει κανείς ότι συμβαίνουν δύο τινά: Πρώτον ότι πέθανε, που ακούγεται πιο πιθανό. Μόνο που εγώ βρήκα κάτι άλλο. Ένα δελτίο Λότο. Η Γιάκομπσεν συμπλήρωσε τα στοιχεία της και έπαιξε μία και μοναδική φορά. Είκοσι κορόνες». «Έπαιξε Λότο;» «Ίσως έλπιζε ότι θ’ άλλαζε η τύχη της. Εν πάση περιπτώσει, αυτό σημαίνει ότι μάλλον ανήκει στην άλλη κατηγορία». «Η οποία είναι;» «Στους ανθρώπους που κάνουν τ’ αδύνατα δυνατά για να κρυφτούν».

«Και τώρα θες να σε βοηθήσω να τη βρεις;» «Έχω την πιο πρόσφατη διεύθυνσή της στο Όσλο και τη διεύθυνση του πρακτορείου όπου συμπλήρωσε το δελτίο. Και ξέρω ότι έκανε και χρήση ναρκωτικών». «Εντάξει» είπε η Μπέτε. «Θα το τσεκάρω με τους μυστικούς». «Ευχαριστώ». «ΟΚ». Παύση. «Άλλο τίποτα;» «Όχι. Ναι. Πώς σου φαίνεται το Τραγουδώντας στη βροχή;» «Δεν μου αρέσουν τα μιούζικαλ. Γιατί;» «Δύσκολο να βρει κανείς την αδελφή ψυχή του, ε;» Η Μπέτε σιγογέλασε. «Δίκιο έχεις. Ας το συζητήσουμε εκτενώς κάποια στιγμή αυτό». Και έκλεισαν το τηλέφωνο.

Ο Άντον καθόταν με τα χέρια στο στήθος, χαζεύοντας το τέλος του διαδρόμου. Ακούγοντας τη σιωπή. Η Μόνα ήταν στο δωμάτιο του ασθενούς και θα έβγαινε σύντομα έξω. Να του χαρίσει εκείνο το πονηρό της χαμόγελο. Ν’ ακουμπήσει το χέρι της στον ώμο του. Να του χαϊδέψει τα

μαλλιά. Να του δώσει ένα γρήγορο φιλί, ίσως, αφήνοντάς τον μόλις και μετά βίας να αισθανθεί τη γλώσσα της, που είχε πάντα γεύση μέντας, πριν εξαφανιστεί στον διάδρομο. Κουνώντας περιπαιχτικά τον ηδονικό της πισινό. Ίσως και να μην το έκανε επίτηδες, αλλά ο Άντον γούσταρε να το βλέπει έτσι. Ότι έσφιγγε τους μυς της, κουνούσε τους γοφούς της, έκανε ολόκληρο σόου για χάρη του. Ναι, θα έπρεπε να είναι ευγνώμων, που λένε. Κοίταξε το ρολόι του. Σύντομα θ’ άλλαζε η βάρδια. Πήγε να χασμουρηθεί, αλλά τον διέκοψε μια κραυγή. Πετάχτηκε αμέσως όρθιος. Άνοιξε με μανία την πόρτα. Κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο, αριστερά και δεξιά, για να βεβαιωθεί ότι η νοσοκόμα και ο ασθενής ήταν μόνοι τους. Η Μόνα στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι με το στόμα ανοιχτό. Δεν σήκωνε το βλέμμα της από τον ασθενή. «Είναι;...» πήγε να πει ο Άντον, όμως δεν τέλειωσε τη φράση του: ο ήχος του παλμογράφου ήταν τόσο διαπεραστικός και η σιωπή τόσο απόλυτη, που οι κοφτοί, τακτικοί παλμοί της καρδιάς ακούγονταν μέχρι τον διάδρομο. Η Μόνα έφερε τα δάχτυλά της στο σημείο όπου οι κλείδες της συναντούσαν το στέρνο, το μέρος που η Λάουρα αποκαλούσε «λακκάκι κοσμημάτων», γιατί εκεί κρεμόταν και η χρυσή καρδιά που της είχε δωρίσει ο Άντον σε κάποια επέτειό τους, παρόλο που δεν συνήθιζαν να γιορτάζουν. Ίσως

και οι αληθινές γυναικείες καρδιές ν’ ανέβαιναν εκεί πάνω όταν φοβούνταν, όταν εξάπτονταν ή όταν τους κοβόταν η ανάσα, γιατί και η Λάουρα εκεί πέρα συνήθιζε ν’ ακουμπά τα δάχτυλά της. Ήταν λες κι αυτό το σημείο –όπως και με τη Λάουρα– είχε κλέψει τώρα όλη του την προσοχή. Έτσι, όταν η Μόνα γύρισε μ’ ένα αστραφτερό χαμόγελο και του ψιθύρισε, σαν να φοβόταν ότι θα ξυπνούσε τον ασθενή, τα λόγια της έμοιαζαν να έρχονται από πολύ μακριά. «Μου μίλησε. Μου μίλησε!»

Η Κατρίνε χρειάστηκε κάτι λιγότερο από τρία λεπτά για να γλιστρήσει μες στο κεντρικό σύστημα της αστυνομίας του Όσλο από την πίσω πόρτα, αλλά της ήταν πιο δύσκολο να βρει τις μαγνητοφωνημένες ανακρίσεις της υπόθεσης βιασμού στο ξενοδοχείο Ότα. Η υποχρεωτική ψηφιοποίηση κάθε ηχητικής και οπτικής εγγραφής βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, όμως το ευρετήριο είχε μείνει πολύ πίσω. Η Κατρίνε πληκτρολόγησε ό,τι λέξεις μπορούσε να σκεφτεί –Βαλεντίν Γιέρτσεν, ξενοδοχείο Ότα, βιασμός κ.ο.κ.– χωρίς αποτέλεσμα και ήταν έτοιμη να τα παρατήσει όταν μια λεπτή, ανδρική φωνή πλημμύρισε το δωμάτιο. «Τα ήθελε ο κώλος της». Η Κατρίνε ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρίγος, σαν τότε που

κάθονταν στη βάρκα με τον πατέρα της κι εκείνος της έλεγε ήρεμα ότι τα ψάρια τσίμπησαν. Δεν ήξερε γιατί, ήξερε μόνο ότι αυτή ήταν η φωνή του. Αυτός ήταν ο άνδρας. «Ενδιαφέρον» είπε μια άλλη φωνή. Χαμηλή, σχεδόν κολακευτική. Η φωνή ενός αστυνομικού που προσπαθεί να ψαρέψει απαντήσεις. «Γιατί το λες αυτό;» «Ολωνών ο κώλος τα θέλει. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Και ύστερα τις πιάνουν οι ντροπές και πάνε και σε καταγγέλλουν στην αστυνομία. Αλλά τα ξέρεις όλα αυτά». «Δηλαδή αυτό το κορίτσι στο ξενοδοχείο Ότα, τα ήθελε ο κώλος της, αυτό μου λες;» «Ναι, κι αυτηνής θα τα ήθελε». «Αν δεν προλάβαινες πρώτα να τη βιάσεις;» «Αν ήμουν εκεί». «Μόλις πριν από λίγο παραδέχθηκες ότι ήσουν εκεί εκείνο το βράδυ, Βαλεντίν». «Για να σε κάνω να περιγράψεις με λεπτομέρειες τον βιασμό. Ξέρεις τι βαρεμάρα είναι να κάθεσαι όλη μέρα σ’ ένα κελί; Κάπως πρέπει να... νοστιμίσεις την ημέρα σου». Σιωπή. Και ύστερα εκείνο το τσιριχτό γέλιο του Βαλεντίν. Η Κατρίνε ανατρίχιασε και τυλίχτηκε σφιχτά με τη ζακέτα της. «Μοιάζεις λες και σου ’κλεψαν... πώς το λέμε, κυρ αστυνόμε;»

Η Κατρίνε έκλεισε τα μάτια της και έφερε στον νου της το πρόσωπό του. «Ας αφήσουμε το περιστατικό στο Ότα στην άκρη για μια στιγμή. Για πες μου για το κορίτσι στο Μαριντάλεν, Βαλεντίν». «Τι να πω;» «Εσύ δεν το έκανες;» Εκκωφαντικό γέλιο αυτή τη φορά. «Θα πρέπει να εξασκηθείς λίγο παραπάνω σε αυτή την ερώτηση, αστυνόμε. Σ’ αυτό το στάδιο της συνέντευξης πρέπει να μου καταφέρνεις χτυπήματα ισχυρά σαν βαριοπούλας, όχι να μου χαϊδεύεις το κεφάλι». Η Κατρίνε παρατήρησε ότι το λεξιλόγιο του Βαλεντίν εκτεινόταν πέρα από εκείνο ενός μέσου τροφίμου φυλακών. «Δηλαδή το αρνείσαι;» «Όχι». «Όχι;» «Όχι». Η Κατρίνε μπορούσε ν’ ακούσει τη φωνή του αστυνομικού να τρέμει από την ένταση, καθώς πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει την ψυχραιμία του: «Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι... παραδέχεσαι ότι διέπραξες τη δολοφονία και τον βιασμό στο Μαριντάλεν τον

Σεπτέμβριο;». Τουλάχιστον είχε την εμπειρία να διευκρινίσει τι ακριβώς ήλπιζε να παραδεχθεί ο Βαλεντίν, ώστε να μην μπορεί αργότερα ο δικηγόρος υπεράσπισης να υποστηρίξει ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε καταλάβει για ποια υπόθεση μιλούσαν. Άκουσε όμως και τη φαιδρότητα στη φωνή του ανακρινόμενου, καθώς απαντούσε: «Σημαίνει, απλώς, ότι δεν χρειάζεται να το αρνηθώ». «Τι σκ...» «Αρχίζει με α και τελειώνει με ι». Μικρή παύση. «Πώς γίνεται να μπορείς να είσαι βέβαιος ότι έχεις άλλοθι για εκείνο το βράδυ, Βαλεντίν; Έχει περάσει πολύς καιρός». «Α, γιατί το σκεφτόμουν όταν μου είπε τι συνέβη. Θυμήθηκα τι έκανα εκείνη την ώρα». «Όταν σου είπε ποιος, τι;» «Ο τύπος που βίασε το κορίτσι». Μεγάλη παύση. «Μας δουλεύεις, Βαλεντίν;» «Εσύ τι νομίζεις, αστυνόμε Ζάκρισον;» «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι με λένε έτσι;» «Οδός Σναρλιβάιεν, αριθμός 41, σωστά;» Και άλλη παύση. Και άλλο γέλιο κι ύστερα η φωνή του Βαλεντίν: «Την μπουκιά απ’ το στόμα, αυτό είναι! Μοιάζεις λες και σου έκλεψαν την μπουκιά απ’ το στόμα».

«Πώς έμαθες για τον βιασμό;» «Η φυλακή εδώ μέσα είναι γεμάτη διεστραμμένους, αστυνόμε. Τι νομίζεις ότι συζητάμε μεταξύ μας; Σ’ ευχαριστώ που το μοιράστηκες μαζί μου, που λένε. Του τύπου δεν του πέρασε από το μυαλό ότι αποκάλυπτε και πολλά, απλώς εγώ είχα διαβάσει τις εφημερίδες και θυμόμουν πολύ καλά την υπόθεση». «Και ποιος ήταν, λοιπόν, Βαλεντίν;» «Και για πότε λες, λοιπόν, Ζάκρισον;» «Τι πότε;» «Πότε λες να με αφήσετε να φύγω αν τον καρφώσω;» Η Κατρίνε αισθάνθηκε την ανάγκη να προχωρήσει τη συνομιλία, να τελειώνει με όλες αυτές τις επαναλαμβανόμενες παύσεις. «Επιστρέφω σε λίγο». Ο ήχος μιας καρέκλας που σέρνεται στο πάτωμα. Μια πόρτα που κλείνει απαλά. Η Κατρίνε περίμενε. Άκουσε τον άνδρα να αναπνέει: εισπνοή, εκπνοή. Και ένιωσε κάτι πολύ περίεργο: δυσκολευόταν εκείνη ν’ αναπνεύσει, λες και ο ήχος της δικής του αναπνοής, που έβγαινε από τα ηχεία, ρουφούσε όλο τον αέρα στο σαλόνι της. Ο αστυνομικός δεν έλειψε πάνω από δύο λεπτά, ωστόσο

της φάνηκε ολόκληρη ώρα. «ΟΚ» είπε γδέρνοντας πάλι το πάτωμα με την καρέκλα. «Γρήγορος ήσουν. Και η ποινή μου θα μειωθεί κιόλας;» «Ξέρεις καλά ότι οι ποινές δεν είναι στο χέρι μας, Βαλεντίν. Αλλά θα μιλήσουμε στον δικαστή, εντάξει; Για πες, λοιπόν, ποιος είναι το άλλοθί σου και ποιος βίασε το κορίτσι;» «Ήμουν σπίτι όλο το βράδυ. Ήμουν με τη σπιτονοικοκυρά μου κι αν δεν έχει πάθει Αλτσχάιμερ θα το επιβεβαιώσει». «Πώς γίνεται να θυμάσαι εκείνο το βράδυ με τόση ακρίβεια;» «Έχω μανία με το να σημειώνω τις ημερομηνίες βιασμών. Ξέρω ότι, αν δεν βρείτε τον τυχερό με τη μία, έρχεστε και με ζαλίζετε στις ερωτήσεις αργά ή γρήγορα». «Μάλιστα. Και ήρθε η ώρα για την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου. Ποιος το έκανε;» Η απάντηση αρθρώθηκε αργά και με υπερβολική ακρίβεια στην προφορά: «Ο Γιού-ντας Γιό-χανσεν. Παλιός γνώριμος της αστυνομίας». «Ο Γιούντας Γιόχανσεν;» «Δουλεύεις στο Ηθών και δεν αναγνωρίζεις το όνομα ενός τέτοιου περιβόητου βιαστή, Ζάκρισον;» Ήχος από πόδια που μετακινούνται κάτω από το τραπέζι. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν το αναγνωρίζω;»

«Το βλέμμα σου είναι άδειο, Ζάκρισον, σαν το διάστημα. Ο Γιόχανσεν είναι ο πιο ταλαντούχος βιαστής μετά από... ναι, μετά από μένα. Και κρύβει έναν δολοφόνο μέσα του. Δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος ακόμη, αλλά είναι θέμα χρόνου πριν ξυπνήσει ο φονιάς μέσα του, πίστεψέ με». Η Κατρίνε φαντάστηκε τον απότομο ήχο που θα έκανε το σαγόνι του αστυνομικού καθώς άνοιγε διάπλατα. Η σιωπή ήταν απόλυτη γύρω τους. Νόμιζε ότι μπορούσε ν’ ακούσει ακόμα και τους χτύπους της καρδιάς του αστυνομικού, τον ιδρώτα που ξεπηδούσε από το μέτωπό του, καθώς εκείνος προσπαθούσε να συγκρατήσει τη νευρικότητά του, τώρα που είχε φτάσει τόσο κοντά, τόσο κοντά στη μεγάλη αποκάλυψη, στον ερευνητικό αυτόν άθλο. «Πώς, πώς...» ψέλλισε ο Ζάκρισον, όμως τον διέκοψε μια τσιρίδα που έσχισε τον αέρα μέσα από τα ηχεία. Αρχικά η Κατρίνε δεν συνειδητοποίησε ότι ήταν στην πραγματικότητα ένα γέλιο. Το γέλιο του Βαλεντίν. Σταδιακά, οι διαπεραστικές κραυγές καταλάγιασαν σε μακρόσυρτους, υγρούς λυγμούς. «Σε δουλεύω, Ζάκρισον. Ο Γιούντας Γιόχανσεν είναι αδερφή. Τον έχουν στο διπλανό μου κελί». «Τι;» «Θες ν’ ακούσεις μια ιστορία που έχει πολύ πιο ενδιαφέρον από τη δικιά σου; Ο Γιούντας είχε πάει να γαμήσει έναν

νεαρό και τους έπιασε στα πράσα η μάνα του μικρού. Δυστυχώς για τον Γιούντας, το αγόρι ήταν ακόμη κρυφο-γκέι και η οικογένειά του ήταν από εκείνες τις πλούσιες και συντηρητικές φαμίλιες. Έτσι κατήγγειλαν τον Γιούντας για βιασμό. Ποιον, τον Γιούντας! Που ούτε ψύλλο δεν θα πείραζε. Ή μήπως μυρμήγκι; Ψύλλος, μυρμήγκι· μυρμήγκι, ψύλλος. Δεν έχει σημασία. Τι λες, αναλαμβάνεις αυτή την υπόθεση αν σου δώσω μια δυο πληροφορίες; Αν σου πω, ας πούμε, πού έχει μπλέξει ο νεαρός έκτοτε; Να υποθέσω ότι η προσφορά εκπτώσεων στην ποινή μου ισχύει ακόμη;» Τα πόδια της καρέκλας γλίστρησαν στο πάτωμα· ακούστηκε ένας γδούπος καθώς έπεφτε προς τα πίσω. Ένα κλικ. Ησυχία. Είχαν κλείσει το μαγνητόφωνο. Η Κατρίνε έμεινε να κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή. Παρατήρησε ότι έξω είχε βραδιάσει. Τα ψάρια της είχαν κρυώσει.

«Ναι, ναι» είπε ο Άντον Μίτετ. «Μίλησε!» Καθόταν στον διάδρομο με το τηλέφωνο στο αυτί, ελέγχοντας ταυτόχρονα τις ταυτότητες δύο γιατρών που μόλις είχαν καταφθάσει. Τα πρόσωπά τους έδειχναν έκπληξη και ενόχληση μαζί. Πώς γινόταν να μην τους θυμάται ο αστυνομικός;

Ο Άντον τούς έκανε νόημα να περάσουν κι εκείνοι μπήκαν γρήγορα στο δωμάτιο του ασθενούς. «Και τι είπε;» ρώτησε ο Γκούναρ Χάγκεν στο τηλέφωνο. «Η νοσοκόμα τον άκουσε μόνο να μουρμουρίζει, δεν άκουσε κάτι συγκεκριμένο». «Είναι ξύπνιος αυτή τη στιγμή;» «Όχι. Μουρμούρισε για λίγο και ύστερα ξανακοιμήθηκε. Όμως οι γιατροί λένε ότι μπορεί να ξυπνήσει ανά πάσα στιγμή». «Μάλιστα» είπε ο Χάγκεν. «Κράτα με ενήμερο, σε παρακαλώ, εντάξει; Κάλεσέ με οποιαδήποτε στιγμή. Ό,τι ώρα κι αν είναι». «Εντάξει». «Ωραία. Έχω δώσει εντολή και στο νοσοκομείο να με καλέσει αμέσως αλλά... ναι, ξέρεις, έχουν και τα δικά τους στο κεφάλι τους». «Φυσικά». «Έχουν, έτσι δεν είναι;» «Έχουν, ναι». «Σωστά». Ο Άντον αφουγκράστηκε τη σιωπή στην άλλη μεριά της γραμμής. Μήπως ο Γκούναρ Χάγκεν ήθελε να του πει κάτι; Ο αρχηγός του Ανθρωποκτονιών έκλεισε το τηλέφωνο.

9

Η

Κατρίνε προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Γκαρντεμούεν στις εννέα και μισή. Μπήκε στο τρένο εξπρές που περνάει μέσα από το Όσλο. Ή, για την ακρίβεια, κάτω από το Όσλο. Είχε ζήσει κάποτε σ’ αυτή την πόλη, ωστόσο οι λίγες εικόνες που πρόλαβε να δει απ’ το παράθυρο δεν της προκάλεσαν κανένα συναίσθημα. Κάπως δυσδιάκριτος ορίζοντας. Χαμηλές, απαλές, χιονισμένες κορυφογραμμές με πλούσια φύση· βαρετή ύπαιθρος. Στα καθίσματα του τρένου, κάτι ψυχρά και ανέκφραστα πρόσωπα, που δεν θύμιζαν σε τίποτα την αυθόρμητη, καθημερινή επικοινωνία μεταξύ αγνώστων, την οποία είχε συνηθίσει να βλέπει στο Μπέργκεν. Έπειτα συνέβη κάποια βλάβη στα σήματα της διαδρομής και το τρένο που γλιστρούσε πάνω σε μία από τις ακριβότερες σιδηροτροχιές του πλανήτη σταμάτησε καταμεσής ενός

κατασκότεινου τούνελ. Στην αίτησή της για να ταξιδέψει στο Όσλο είχε προβάλει τη δικαιολογία ότι τρεις ανεξιχνίαστες υποθέσεις βιασμών στην περιφέρεια του Χόρνταλαντ παρουσίαζαν ομοιότητες με υποθέσεις πίσω από τις οποίες θα μπορούσε να βρίσκεται ο Βαλεντίν. Είχε, δε, υποστηρίξει ότι αν κατάφερναν να συνδέσουν αυτές τις υποθέσεις με τον Βαλεντίν, τότε θα μπορούσαν έμμεσα να βοηθήσουν και την Κρίπος και την αστυνομία του Όσλο να εξιχνιάσουν τις δολοφονίες των δύο αστυνομικών. «Και γιατί δεν αφήνουμε τους πρωτευουσιάνους να επιληφθούν του θέματος;» την είχε ρώτησε ο επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών του Μπέργκεν Κνουτ Μούλερ-Νίλσεν. «Γιατί το γενικό ποσοστό εξιχνίασης εγκλημάτων του Όσλο κυμαίνεται στο 20,8%. Ενώ το δικό μας πιάνει το 40,1%». Ο Μούλερ-Νίλσεν είχε σκάσει στα γέλια και η Κατρίνε ήξερε ότι είχε το εισιτήριο στο τσεπάκι της. Το τρένο ξαναξεκίνησε μ’ ένα τράνταγμα και το βαγόνι πλημμύρισε με επιφωνήματα ανακούφισης, εκνευρισμού και απελπισίας. Η Κατρίνε κατέβηκε στη Σαντβίκα και πήρε ένα ταξί μέχρι την Αϊκσμάρκα. Το ταξί σταμάτησε έξω από τον αριθμό 33 της οδού Γεσινγκβάιεν. Η Κατρίνε αποβιβάστηκε πάνω στην γκρίζα

χιονολάσπη. Αν εξαιρέσει κανείς τον ψηλό τοίχο που περιστοίχιζε το τούβλινο κτίριο, λίγα πράγματα μαρτυρούσαν ότι η φυλακή και το κρατητήριο Ίλα φιλοξενούσαν μερικούς από τους χειρότερους δολοφόνους, εμπόρους ναρκωτικών και δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων της χώρας. Μεταξύ άλλων. Το καταστατικό της φυλακής όριζε το κτίριο ως εθνικό ίδρυμα αποκατάστασης αρρένων κρατουμένων που έχρηζαν... «ειδικής βοηθείας». Ειδική βοήθεια ώστε να μη δραπετεύσουν. Ειδική βοήθεια για να μην ακρωτηριάσουν άλλους ανθρώπους. Ειδική βοήθεια με αυτό που οι κοινωνιολόγοι και οι εγκληματολόγοι επιμένουν να θεωρούν, για κάποιον λόγο, πανανθρώπινη επιθυμία: το να είναι κανείς καλός άνθρωπος, να προσφέρει στο σύνολο, να λειτουργεί σωστά εντός της κοινωνίας. Η Κατρίνε είχε περάσει αρκετό καιρό στην ψυχιατρική κλινική του Μπέργκεν και γνώριζε ότι οι περισσότεροι διεστραμμένοι ποσώς ενδιαφέρονται για το κοινό καλό, έχουν δεν έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα. Και ότι δεν είχαν καμία όρεξη να κοινωνικοποιηθούν με κανέναν άλλον πλην του εαυτού τους και των δαιμόνων τους. Ήθελαν απλώς να τους αφήσουν στην ησυχία τους. Πράγμα που δεν συνεπαγόταν ότι θα άφηναν και τους άλλους στην ησυχία

τους. Η Κατρίνε πέρασε από τον έλεγχο, έδειξε την ταυτότητά της και την άδεια που είχε λάβει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και προχώρησε στο εσωτερικό της αίθουσας υποδοχής. Εκεί την περίμενε ένας σωφρονιστικός υπάλληλος με τα χέρια στο στήθος, τα πόδια ανοιχτά και μια αρμαθιά κλειδιών που κροτάλιζαν. Γεμάτος καμάρι και προσποιητή αυτοπεποίθηση, διότι η επισκέπτρια ήταν αστυνομικός και ως εκ τούτου ανήκε στην κάστα των βραχμάνων της τάξης και του νόμου: είχε δηλαδή ιδιαίτερη μεταχείριση από σωφρονιστικούς υπαλλήλους, φύλακες, ακόμα και τροχονόμους. Η Κατρίνε συμπεριφέρθηκε όπως πάντα σε αντίστοιχες περιπτώσεις: ευγενέστερα και φιλικότερα απ’ ό,τι όριζε η φύση της. «Καλώς ήρθατε στον υπόνομο» είπε ο φρουρός. Η Κατρίνε στοιχημάτιζε ότι αυτή τη φράση δεν θα τη χρησιμοποιούσε όταν υποδεχόταν τους τακτικούς επισκέπτες της φυλακής· την είχε προετοιμάσει επιμελώς, ώστε να εκφράσει τον σωστό συνδυασμό μαύρου χιούμορ και ρεαλιστικού κυνισμού απέναντι στη δουλειά του. Από την άλλη, η συγκεκριμένη μεταφορά δεν ήταν εντελώς ακατάλληλη, σκέφτηκε η Κατρίνε καθώς διέσχιζαν

τους διαδρόμους της φυλακής. Ίσως θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει και τη φράση «πεπτικό σύστημα», το μέρος όπου τα όργανα του συστήματος χώνευαν και πετούσαν τους καταδικασμένους μέσα σε μια άμορφη καφέ μάζα που, κάποια στιγμή, θα έπρεπε ν’ απελευθερωθεί. Οι πόρτες τριγύρω τους ήταν όλες κλειστές, οι διάδρομοι άδειοι. «Τμήμα διεστραμμένων» είπε ο φρουρός, ξεκλειδώνοντας μια σιδερένια πόρτα στο βάθος του διαδρόμου. «Ώστε έχουν δικό τους τμήμα;» «Ναι. Βάζοντάς τους όλους μαζί, μειώνουμε τις πιθανότητες να τους φάνε οι υπόλοιποι». «Να τους φάνε;» «Ναι, τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων τούς σιχαίνονται εξίσου εδώ μέσα, όσο τους σιχαίνονται και έξω. Για να μην πω περισσότερο. Και ξέρετε, εδώ μέσα υπάρχουν δολοφόνοι που ελέγχουν τις παρορμήσεις τους πολύ λιγότερο απ’ ό,τι εγώ κι εσείς. Μια στραβή να γίνει...» Έσυρε ένα κλειδί πάνω στον λαιμό του κάνοντας μια κίνηση εντυπωσιασμού. «Τι, τους σκοτώνουν;» τσίριξε έκπληκτη η Κατρίνε και έπειτα αναρωτήθηκε μήπως αντέδρασε υπερβολικά. Κοίταξε τον φρουρό, όμως εκείνος δεν έμοιαζε να έχει καταλάβει τίποτα.

«Ε, ίσως να μην τους σκοτώνουν ακριβώς, αλλά τους κάνουν να το πληρώσουν. Κάθε λίγο και λιγάκι έρχονται στο ιατρείο διάφοροι διεστραμμένοι με σπασμένα χέρια και πόδια. Λένε ότι και καλά έπεσαν από τις σκάλες ή γλίστρησαν στο ντους. Δεν τολμούν να καρφώσουν τους υπόλοιπους, βλέπετε». Κλείδωσε την πόρτα ξοπίσω του και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το μυρίζετε; Είναι ξεραμένο σπέρμα, πάνω στα καλοριφέρ. Στεγνώνει αμέσως. Λες και το μέταλλο ρουφάει τη μυρωδιά και ύστερα είναι αδύνατον να την εξαφανίσεις. Σαν καμένη σάρκα δεν μυρίζει, ε;» «Homunculi» είπε η Κατρίνε, μυρίζοντας τριγύρω. Το μόνο που διέκρινε ήταν η μυρωδιά των φρεσκοβαμμένων τοίχων. «Συγγνώμη;» «Τον 17ο αιώνα οι άνθρωποι πίστευαν ότι το σπέρμα περιείχε μικρά ανθρωπάκια, τα λεγόμενα homunculi» διευκρίνισε. Βλέποντας όμως ότι ο φρουρός την αγριοκοίταξε, συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει λάθος: καλύτερα να το είχε παίξει απλώς σοκαρισμένη. «Λοιπόν» έσπευσε να προσθέσει «ο Βαλεντίν ήταν ασφαλής εδώ μέσα, με το σινάφι του;». Ο φρουρός έγνεψε αρνητικά. «Υπήρξε μια φήμη ότι ο Βαλεντίν είχε βιάσει τα κοριτσάκια στο Μαριντάλεν και το Τρίβαν. Και όταν πρόκειται για ανήλικα παιδιά, τα πράγματα αλλάζουν. Ακόμα και οι πιο διαβόητοι βιαστές μισούν όσους

πηδάνε πιτσιρίκια». Η Κατρίνε αποτραβήχτηκε μεμιάς, και αυτή τη φορά η αντίδρασή της δεν ήταν προσποιητή. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο φρουρός το είχε ξεστομίσει: αβίαστα. «Άρα κανόνισαν και τον περιποιήθηκαν τον Βαλεντίν;» «Ναι, σαφέστατα». «Και η φήμη; Ξέρουμε ποιος την ξεκίνησε;» «Φυσικά» απάντησε ο σωφρονιστικός υπάλληλος ξεκλειδώνοντας την επόμενη πόρτα. «Εσείς». «Εμείς; Η αστυνομία;» «Είχε έρθει ένας αστυνομικός και προσποιούνταν ότι ανέκρινε κάποιους κρατουμένους για τις δύο υποθέσεις. Αλλά, απ’ ό,τι άκουσα, πιο πολλά είπε παρά έμαθε». Η Κατρίνε έγνεψε με κατανόηση. Είχε ξανακούσει για κάτι τέτοιες περιπτώσεις· η αστυνομία ήταν σίγουρη για την ενοχή κάποιου κρατουμένου για βιασμό ανηλίκου, αλλά επειδή δεν μπορούσε να το αποδείξει αλλιώς φρόντιζε να τιμωρηθεί ο ένοχος με άλλον τρόπο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ενημερωθεί ο σωστός κρατούμενος. Ο κρατούμενος με τη μεγαλύτερη δύναμη. Ή εκείνος με τον μικρότερο αυτοέλεγχο. «Και εσείς το δεχθήκατε όλο αυτό;» Ο φρουρός ανασήκωσε τους ώμους του. «Και τι να κάναμε δηλαδή;» Έπειτα πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Και πιθανόν σ’

αυτή την περίπτωση να μη θέλαμε ακριβώς να...». Πέρασαν στην αίθουσα ψυχαγωγίας. «Τι εννοείτε;» «Ο Βαλεντίν Γιέρτσεν ήταν ένα άρρωστο κάθαρμα. Κακός άνθρωπος, μέχρι το κόκαλο. Ο τύπος που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι γιατί να τον έφερε ο Θεός σ’ αυτόν τον κόσμο. Είχαμε μια γυναίκα συνάδελφο και την...» «Α! Καλώς τη μας!» Η φωνή ήταν μαλακή και η Κατρίνε γύρισε αυτομάτως προς τ’ αριστερά. Δύο άνδρες στέκονταν και έπαιζαν βελάκια. Τα μάτια της συνάντησαν το χαμογελαστό βλέμμα του άνδρα που είχε μιλήσει, ενός λεπτού, σχεδόν σαραντάρη, που είχε κολλήσει όσες ξανθές τρίχες τού είχαν απομείνει πάνω στο κατακόκκινο κρανίο του. Δερματοπάθεια, σκέφτηκε η Κατρίνε. Ή ίσως να είχαν και σολάριουμ εδώ μέσα, ποιος ξέρει... με τόση ειδική βοήθεια που χρειάζονταν όλοι τους. «Νόμιζα ότι δεν θα ερχόσουν ποτέ!» Ο άνδρας έβγαλε σιγά σιγά τα βελάκια από τον φελλό, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Πήρε ένα και το έριξε στο κατακόκκινο σαν κρέας κέντρο του πίνακα. Διάνα. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του, καθώς άρχισε να σπρώχνει το βελάκι πάνω κάτω, όλο και βαθύτερα. Ύστερα το έβγαλε και άρχισε να κάνει ήχους με τα χείλη του, σαν να ρουφούσε. Ο δεύτερος άνδρας δεν γέλασε, αν και η Κατρίνε

περίμενε κάτι τέτοιο. Αντί γι’ αυτό, εκείνος κοίταξε τον σύντροφό του μ’ ένα ενοχλημένο βλέμμα. Ο φρουρός έπιασε απαλά το μπράτσο της προσπαθώντας να την απομακρύνει, όμως εκείνη σήκωσε το χέρι της και ελευθερώθηκε, ενώ το μυαλό έκανε χίλιες στροφές ψάχνοντας κάτι να πει. Απέρριψε το προφανές: για τα βελάκια και την αντιστοιχία τους με το μέγεθος των γεννητικών του οργάνων. «Αν έριχνες λιγότερο οξύ στην κούτρα σου;» Είπε και προχώρησε, συνειδητοποιώντας ότι, και διάνα να μην είχε πέσει, κάποιον στόχο είχε βρει πάντως. Η κόκκινη χροιά απλώθηκε προς τα κάτω, στο πρόσωπο του άνδρα, ο οποίος, χαμογελώντας τώρα ακόμα πιο πλατιά, έκανε ένα είδος στρατιωτικού χαιρετισμού. «Ο Βαλεντίν μιλούσε σε κανέναν εδώ μέσα;» ρώτησε η Κατρίνε τον φρουρό καθώς εκείνος άνοιγε την πόρτα του κελιού. «Στον Γιόνας Γιόχανσεν». «Αυτόν που αποκαλούν και Γιούντας;» «Αυτόν. Ήταν μέσα για τον βιασμό ενός άνδρα. Δεν έχουμε και πολλούς από δαύτους». «Και πού βρίσκεται αυτός τώρα;» «Tην κοπάνησε».

«Πώς την κοπάνησε;» «Δεν ξέρουμε». «Δεν ξέρετε;» «Ακούστε, μπορεί να έχουμε πολλούς κακούς ανθρώπους εδώ μέσα, αλλά δεν είμαστε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Στον συγκεκριμένο χώρο κρατούνται άνθρωποι με μειωμένες ποινές. Υπήρχαν, παραδείγματος χάριν, πολλά ελαφρυντικά στοιχεία για τον Γιούντας στη δίκη του. Ακόμα και ο Βαλεντίν ήταν μέσα μόνο για απόπειρα βιασμού. Τους κατά συρροήν βιαστές τούς κρατάμε αλλού. Δεν πρόκειται λοιπόν να ξοδέψουμε την ενέργειά μας παρακολουθώντας στενά όσους κρατούνται σε αυτό το τμήμα. Κάθε πρωί μετράμε κεφάλια. Άμα λείπει κανείς, τότε επιστρέφουν όλοι στα κελιά τους για να καταλάβουμε ποιος λείπει. Αν όμως η καταμέτρηση είναι σωστή, τότε συνεχίζουμε τη ρουτίνα μας. Όταν λοιπόν βρήκαμε ότι έλειπε ο Γιόχανσεν, το αναφέραμε στην αστυνομία. Δεν ξαναπέρασε από το μυαλό μου, μέχρι που είχαμε στα χέρια μας την άλλη υπόθεση». «Εννοείτε...» «Ναι, ο φόνος του Βαλεντίν». «Δηλαδή ο Γιούντας δεν βρισκόταν εδώ όταν συνέβη;» «Ακριβώς». «Και ποιος νομίζετε ότι μπορεί να τον σκότωσε;» «Δεν ξέρω».

Η Κατρίνε έγνεψε καταφατικά. Η απάντηση ήρθε υπερβολικά γρήγορα, σχεδόν αυτόματα. «Σας υπόσχομαι ότι δεν πρόκειται να βγει παραέξω. Σας ρωτώ μοναχά να μου πείτε εσείς ποιος νομίζετε ότι σκότωσε τον Βαλεντίν». Ο φρουρός έγλειψε τα δόντια του παρατηρώντας προσεκτικά την Κατρίνε. Λες και ήθελε να δει αν του είχε ξεφύγει τίποτα κατά την αρχική επιθεώρηση. «Υπήρχαν πολλοί εδώ μέσα που μισούσαν και φοβόντουσαν τον Βαλεντίν. Μερικοί μπορεί να το είδαν και ως ο θάνατός του, η ζωή τους: ο Βαλεντίν είχε μανία με την εκδίκηση. Αλλά και ο άνθρωπος που τον σκότωσε, κι αυτός μανιακός ήταν. Ο Βαλεντίν βρέθηκε... πώς να το εξηγήσω;» Η Κατρίνε είδε το μήλο του Αδάμ ν’ ανεβοκατεβαίνει στον λαιμό του φύλακα. «Το σώμα του ήταν σαν ζελέ. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα». «Μήπως ξυλοκοπήθηκε με κάποιο βαρύ εργαλείο;» «Δεν ξέρω· το μόνο που ξέρω ήταν ότι είχε φάει τόσο ξύλο, που είδαμε και πάθαμε να τον αναγνωρίσουμε. Το πρόσωπό του είχε γίνει κιμάς. Αν δεν είχε αυτό το απαίσιο τατουάζ στο στέρνο του, δεν ξέρω πώς θα καταφέρναμε να καταλάβουμε ότι ήταν αυτός. Δεν είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος, αλλά έπειτα από αυτό που συνέβη όλο γαμημένους εφιάλτες

βλέπω». «Τι είδος τατουάζ ήταν;» «Τι είδος;» «Ναι, τι...» Η Κατρίνε συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τον φιλικό της ρόλο και μαζεύτηκε για να μη δείξει τον εκνευρισμό της. «Τι απεικόνιζε, εννοούσα, το τατουάζ;» «Ποιος ξέρει; Θυμάμαι ένα πρόσωπο. Ήταν απαίσιο. Κάπως τεντωμένο στις άκρες. Σαν να ήταν φυλακισμένο και ήθελε να ξεφύγει». Η Κατρίνε έγνεψε αργά. «Μήπως να ξεφύγει από το σώμα στο οποίο ήταν αιχμάλωτο;» «Ναι, αυτό είναι. Ξέρετε τι;...» «Όχι» είπε η Κατρίνε. Αλλά ξέρω το συναίσθημα, σκέφτηκε. «Και δεν ξαναβρήκατε τον Γιούντας από τότε;» «Εσείς δεν τον ξαναβρήκατε». «Όχι. Γιατί νομίζετε ότι δεν τον βρήκαμε όμως;» Ο φύλακας ανασήκωσε τους ώμους του. «Πού να ξέρω; Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Γιούντας δεν είναι η βασική προτεραιότητά σας. Όπως είπα και πριν, υπήρχαν ελαφρυντικά στην υπόθεσή του και η πιθανότητα να υποπέσει ξανά στο ίδιο ατόπημα ήταν μηδαμινή. Η ποινή του θα τελείωνε σύντομα έτσι κι αλλιώς, αλλά ο βλάκας φαίνεται ότι δεν κρατιόταν».

Η Κατρίνε έγνεψε καταφατικά. Ο πυρετός της ελευθερίας: η ημερομηνία απελευθέρωσης πλησιάζει, ο φυλακισμένος αρχίζει και σκέφτεται την ελευθερία του και ξαφνικά δεν αντέχει ούτε μια μέρα παραπάνω πίσω από τα κάγκελα. «Υπάρχει κανείς άλλος εδώ μέσα που θα μπορούσε να μου μιλήσει για τον Βαλεντίν;» Ο φύλακας κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Μόνο ο Γιούντας τον συναναστρεφόταν. Να πάρει ο διάολος, τους τρόμαζε τους ανθρώπους ο Βαλεντίν. Όταν έμπαινε στο δωμάτιο, ήταν λες κι άλλαζε ο αέρας». Η Κατρίνε έκανε επίμονα και άλλες ερωτήσεις, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι προσπαθούσε να δικαιολογήσει τη σπατάλη της ώρας και των χρημάτων του εισιτηρίου της. «Πήγατε να μου πείτε για κάτι που είχε κάνει ο Βαλεντίν» ανέφερε. «Α, ναι;» είπε εκείνος βιαστικά, κοιτάζοντας το ρολόι του. «Με συγχωρείτε, πρέπει να...» Καθώς ξαναπερνούσαν από την αίθουσα ψυχαγωγίας, η Κατρίνε είδε μόνο τον λεπτό άνδρα με το κόκκινο κρανίο. Καθόταν όρθιος, τεντωμένος, με τα χέρια ριγμένα στο πλάι, κοιτάζοντας τον άδειο πίνακα. Δεν υπήρχαν βελάκια. Γύρισε αργά προς το μέρος της και η Κατρίνε δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω του. Δεν χαμογελούσε και

το βλέμμα του ήταν θαμπό και γκρίζο σαν μέδουσα. Κάτι φώναξε. Τέσσερις επαναλαμβανόμενες λέξεις. Δυνατά, διαπεραστικά, σαν πουλί που προειδοποιεί τους άλλους για κάποιον επικείμενο κίνδυνο. Και ύστερα γέλασε. «Μη σας απασχολεί αυτός» είπε ο φρουρός. Το γέλιο ξοπίσω τους έσβησε καθώς προχώρησαν στο βάθος του διαδρόμου. Μετά η Κατρίνε βρέθηκε έξω από το κτίριο, ανασαίνοντας τον καθαρό, γεμάτο βροχή αέρα. Έβγαλε το τηλέφωνό της, έκλεισε το μαγνητοφωνάκι που είχε ανοιχτό καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψής της και κάλεσε την Μπέτε. «Τέλειωσα από την Ίλα» είπε. «Μήπως έχεις λίγη ώρα;» «Έλα, θα βάλω καφέ». «Αχ, δεν έχετε...» «Αστυνομικός είσαι, Κατρίνε. Θα πιεις καφέ μηχανής όπως όλοι, ΟΚ;» «Άκου, θυμάμαι παλιά που πήγαινα να φάω στο καφέ Σάρα στην Τουργκάτα. Καλό θα σου κάνει να βγεις λίγο από το εργαστήριο. Έλα για μεσημεριανό. Κερνάω εγώ». «Φυσικά και κερνάς». «Α, ναι;» «Τη βρήκα». «Ποια;»

«Την Ίργια Γιάκομπσεν. Είναι ζωντανή. Αν βιαστούμε». Συμφώνησαν να συναντηθούν σε σαράντα πέντε λεπτά και έκλεισαν το τηλέφωνο. Καθώς η Κατρίνε περίμενε για ταξί, έβαλε το κινητό να ξαναπαίξει τις επαναλαμβανόμενες προει​δ οποιητικές κραυγές του Κόκκινου Κρανίου: «Ο Βαλεντίν ζει. Ο Βαλεντίν σκοτώνει. Ο Βαλεντίν ζει. Ο Βαλεντίν σκοτώνει».

«Ξύπνησε σήμερα το πρωί» έλεγε ο Άντον Μίτετ καθώς προχωρούσε γρήγορα στον διάδρομο συνοδευόμενος από τον Γκούναρ Χάγκεν. Η Σίλιε τούς είδε να καταφθάνουν και σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Μπορείς να φύγεις, Σίλιε» είπε ο Άντον «θα μείνω εγώ». «Μα η βάρδιά σας αρχίζει σε μία ώρα». «Μπορείς να φύγεις, σου είπα. Πήγαινε, πάρε ένα μικρό ρεπό». Η κοπέλα κοίταξε τον Άντον καλά καλά. Και ύστερα τον άλλον άνδρα. «Γκούναρ Χάγκεν» είπε εκείνος, σκύβοντας προς το μέρος της με το χέρι τεντωμένο. «Επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών». «Ξέρω ποιος είστε» είπε εκείνη, σφίγγοντάς του το χέρι.

«Σίλιε Γκράβσεν. Ευελπιστώ μια μέρα να δουλέψω για εσάς». «Ωραία» σχολίασε αυτός. «Μπορείς ν’ αρχίσεις κάνοντας ό,τι σου λέει ο Άντον». Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά προς τη μεριά του Χάγκεν. «Το όνομά σας περιλαμβάνεται στις οδηγίες μου, οπότε...» Ο Άντον την κοίταζε καθώς μάζευε τα πράγματά της. «Παρεμπιπτόντως, σήμερα είναι η τελευταία μέρα της πρακτικής μου άσκησης» τους είπε. «Πρέπει ν’ αρχίσω να σκέφτομαι τις εξετάσεις τώρα». «Η Σίλιε είναι εκπαιδευόμενη αστυνομικός» διευκρίνισε ο Άντον. «Φοιτήτρια στην Αστυνομική Ακαδημία, έτσι λέγεται πια» διόρθωσε εκείνη. «Αναρωτιόμουν για κάτι, αρχηγέ» είπε γυρίζοντας προς τον Χάγκεν. «Ναι;» Ο Χάγκεν χαμογέλασε πικρόχολα ακούγοντας την επίκληση. «Ο θρύλος που δούλευε κάποτε για εσάς, ο Χάρι Χόλε. Λένε ότι δεν έκανε ποτέ του λάθος. Ότι έλυσε όποια υπόθεση κι αν του ανατέθηκε. Είναι αλήθεια αυτό;» Ο Άντον παρενέβη βήχοντας προειδοποιητικά και κοιτάζοντας τη νεαρή, όμως εκείνη τον αγνόησε. Το χαμόγελο του Χάγκεν έγινε πιο έντονο. «Κατ’ αρχάς, μπορεί κανείς να έχει ανεξιχνίαστες υποθέσεις στο ενεργητικό του, δίχως αυτό να σημαίνει ότι έχει κάνει κάποιο λάθος.

Σωστά;» Η Σίλιε Γκράβσεν δεν απάντησε. «Τώρα, όσον αφορά τον Χάρι και τις ανεξιχνίαστες υποθέσεις...» Έτριψε το πιγούνι του. «Υποθέτω ότι έχουν δίκιο. Αλλά έχει να κάνει και με το πώς το βλέπει κανείς». «Πώς το βλέπετε εσείς;» «Επέστρεψε από το Χονγκ Κονγκ για να διερευνήσει έναν φόνο για τον οποίο είχε συλληφθεί ο γιος της συντρόφου του. Και, παρόλο που κατάφερε να απαλλάξει τον Όλεγκ, και κάποιος άλλος ομολόγησε, η δολοφονία του Γκούστο Χάνσεν δεν εξιχνιάστηκε ποτέ. Όχι επισήμως, τουλάχιστον». «Σας ευχαριστώ» είπε η Σίλιε μ’ ένα κοφτό χαμόγελο. «Καλή τύχη στην καριέρα σου» ευχήθηκε ο Γκούναρ Χάγκεν. Την κοίταξε καθώς απομακρυνόταν προς το βάθος του διαδρόμου. Όχι τόσο επειδή, ως άνδρας, του άρεσε να κοιτάζει τις νεαρές, όμορφες γυναίκες –σκέφτηκε ο Άντον– αλλά για να αποφύγει το αναπόφευκτο για μερικά ακόμα δευτερόλεπτα. Ο Άντον είχε παρατηρήσει τα τεντωμένα νεύρα του αρχηγού του Ανθρωποκτονιών. Ο Χάγκεν γύρισε προς τη μεριά της κλειστής πόρτας. Κούμπωσε το σακάκι του. Ταλαντεύτηκε για λίγο πάνω στις φτέρνες του, σαν παίκτης του τένις που περιμένει το σερβίς του αντιπάλου.

«Μπαίνω, λοιπόν». «Να μπείτε» είπε ο Άντον. «Θα καθίσω εδώ, σκοπιά». «Εντάξει» είπε ο Χάγκεν. «Εντάξει».

Στα μισά του μεσημεριανού γεύματος, η Μπέτε ρώτησε την Κατρίνε αν τελικά είχε κάνει σεξ με τον Χάρι, εκείνη τη φορά. Στην αρχή, η Μπέτε τής είχε εξηγήσει ότι ένας από τους μυστικούς πράκτορες αναγνώρισε τη φωτογραφία της Ίργια Γιάκομπσεν, της γυναίκας που πρόσφερε ψεύτικα άλλοθι. Ως επί το πλείστον, η γυναίκα δεν πολυέβγαινε έξω και ζούσε σ’ ένα σπίτι κοντά στην πλατεία Αλεξάντερ Χίλαν· η αστυνομία παρακολουθούσε το σπίτι γιατί γνώριζε ότι μέσα γινόταν εμπόριο αμφεταμινών. Αλλά μέχρι τότε δεν είχε ενδιαφερθεί για την ίδια την Ίργια, μια και η κοπέλα δεν έκανε εμπόριο ναρκωτικών. Στη χειρότερη περίπτωση, άντε να ήταν απλή πελάτισσα. Ύστερα η συζήτηση είχε ξεφύγει από τη δουλειά, είχε περάσει στα προσωπικά και στις παλιές, καλές μέρες. Η Κατρίνε διαμαρτυρήθηκε λίγο όταν η Μπέτε τής είπε ότι το μισό Ανθρωποκτονιών είχε πάθει αυχενικό χαζεύοντάς τη να περνοδιαβαίνει τους διαδρόμους. Και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε ότι έτσι έβαζαν οι γυναίκες τις υπόλοιπες στη θέση τους: τονίζοντάς τους πόσο όμορφες ήταν κάποτε.

Ειδικά αν οι ίδιες δεν ήταν και πολύ ωραίες. Όμως, παρόλο που η Μπέτε δεν ευθυνόταν για κανενός το αυχενικό σύνδρομο, δεν ήταν και ο τύπος της γυναίκας που γυρνούσε αποδώ κι αποκεί εκτοξεύοντας πικρόχολα βέλη. Ήταν μια ήσυχη, ντροπαλή, εργατική, πιστή γυναίκα, που ποτέ δεν χρησιμοποιούσε βρόμικες τακτικές. Προφανώς κάτι είχε αλλάξει. Ίσως να έφταιγε το λευκό κρασί που είχαν πιει. Εν πάση περιπτώσει, η Μπέτε δεν συνήθιζε να ρωτάει τόσο προσωπικές ερωτήσεις. Η Κατρίνε χάρηκε που το στόμα της ήταν μπουκωμένο με πίτα και δεν μπορούσε ν’ απαντήσει αμέσως. Έγνεψε αρνητικά. «Αλλά εντάξει» είπε αφού κατάπιε. «Οφείλω να ομολογήσω ότι μου πέρασε από το μυαλό. Γιατί, σου έχει πει τίποτα ο Χάρι;» «Ο Χάρι μού έλεγε σχεδόν τα πάντα» είπε η Μπέτε, σηκώνοντας το σχεδόν άδειο ποτήρι της. «Απλώς αναρωτιόμουν αν μου είπε ψέματα όταν αρνήθηκε ότι εσύ και αυτός...» Η Κατρίνε σήκωσε το χέρι της και ζήτησε τον λογαριασμό. «Γιατί πιστεύεις ότι έχουμε κοιμηθεί μαζί;» «Θυμάμαι ότι παρατηρούσα τον τρόπο που κοιτάζατε ο ένας τον άλλο. Τον τρόπο που μιλούσατε ο ένας στον άλλο».

«Με τον Χάρι καβγαδίζαμε, Μπέτε!» «Αυτό εννοώ και εγώ». Η Κατρίνε ξέσπασε στα γέλια. «Και μ’ εσένα και τον Χάρι; Συνέβη ποτέ κάτι ανάμεσά σας;» «Αδύνατον. Ήμασταν πολύ καλοί φίλοι. Μετά τα έφτιαξα με τον Χάλβορσεν, οπότε...» Η Κατρίνε έγνεψε με κατανόηση. Ο Χάλβορσεν ήταν ο παρτενέρ του Χάρι στην αστυνομία, ένας νεαρός ντετέκτιβ από το Στάινχερ, και πατέρας του παιδιού της Μπέτε. Είχε σκοτωθεί εν ώρα υπηρεσίας. Παύση. «Τι συμβαίνει;» Η Κατρίνε ανασήκωσε τους ώμους της. Έβγαλε το κινητό της και ξανάπαιξε το τέλος της ηχογράφησης. «Η Ίλα είναι γεμάτη τρελούς» σχολίασε η Μπέτε. «Και εγώ έχω μπει σε κλινική και ξέρω τι θα πει τρέλα» είπε η Κατρίνε. «Αυτό που με απασχολεί είναι πώς ήξερε ότι βρισκόμουν εκεί για να μάθω για τον Βαλεντίν».

Ο Άντον Μίτετ καθόταν στην καρέκλα του κοιτάζοντας τη Μόνα να τον πλησιάζει. Απολαμβάνοντας το θέαμα. Σκεφτόμενος ότι μπορεί να το έκανε ελάχιστες φορές ακόμα. Η Μόνα τού χαμογελούσε από μακριά. Προχωρούσε

κατευθείαν προς το μέρος του. Την κοιτούσε καθώς πλησίαζε, με το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, σαν να πατούσε πάνω σε μια αόρατη, ολόισια γραμμή. Ίσως αυτό να έκανε. Ή ίσως να περπατούσε έτσι μόνο για κείνον. Μετά στάθηκε εμπρός του, γυρνώντας αυτόματα προς τα πίσω για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω. Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του. Εκείνος, χωρίς να σηκωθεί, την αγκάλιασε απ’ τους γοφούς και την κοίταξε στο πρόσωπο. «Έχεις κι εσύ βάρδια;» τη ρώτησε. «Ναι» απάντησε εκείνη. «Ο Άλτμαν μετατέθηκε πίσω, στην πτέρυγα των καρκινοπαθών». «Τότε θα σε βλέπουμε πιο συχνά» είπε χαμογελώντας ο Άντον. «Μην είσαι και τόσο σίγουρος» πρόσθεσε εκείνη. «Οι εξετάσεις λένε ότι συνέρχεται γρήγορα». «Ναι, αλλά εμείς θα συναντιόμαστε έτσι κι αλλιώς». Ο τόνος της φωνής του ήταν περιπαιχτικός. Όμως δεν ήταν αστείο. Και η Μόνα το ήξερε. Άραγε γι’ αυτό να σφίχτηκε ξαφνικά; Το χαμόγελό της έγινε μορφασμός και τον έσπρωξε μακριά, ξανακοιτάζοντας πίσω της, σαν να ήθελε να δείξει ότι το έκανε αυτό γιατί δεν ήθελε να τους δει κανείς. Ο Άντον την άφησε. «Είναι μέσα ο αρχηγός του Ανθρωποκτονιών».

«Τι κάνει εκεί μέσα;» «Μιλάνε». «Για ποιο πράγμα;» «Δεν μπορώ να σου πω» απάντησε εκείνος. Αντί να πει, δεν ξέρω. Θεέ μου, πόσο θλιβερός ήταν. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και βγήκε ο Γκούναρ Χάγκεν. Σταμάτησε, κοίταξε μια τη Μόνα και μια τον Άντον, τους ξανακοίταξε, λες κι είχαν κωδικοποιημένα μηνύματα ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους. Αν μη τι άλλο, η Μόνα είχε πράγματι κοκκινίσει στο πρόσωπο καθώς χώθηκε μέσα στο δωμάτιο, γλιστρώντας δίπλα από τον Χάγκεν. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Άντον, προσπαθώντας ν’ ακουστεί ήρεμος. Και συνειδητοποίησε ότι η έκφραση του Χάγκεν πρόδιδε ότι δεν είχε καταλάβει τίποτα. Κοιτούσε τον Άντον σαν να ήταν αρειανός, με το μπερδεμένο βλέμμα ενός ανθρώπου στη ζωή του οποίου μόλις είχαν έρθει τα πάνω κάτω. «Ο άνδρας εκεί μέσα...» είπε ο Χάγκεν, δείχνοντας με τον αντίχειρα πάνω από τον ώμο του. «Το καλό που σου θέλω, να τον προσέχεις συνέχεια, Άντον. Μ’ ακούς; Συνέχεια πρόσεχέ τον». Ο Άντον τον άκουσε να επαναλαμβάνει με ένταση τα τελευταία του λόγια ξανά και ξανά, καθώς εξαφανιζόταν με

γρήγορες δρασκελιές στο βάθος του διαδρόμου.

10

Ό

ταν η Κατρίνε πρωτοείδε το πρόσωπο που εμφανίστηκε στην πόρτα, νόμισε ότι είχαν έρθει σε λάθος μέρος και ότι η γερασμένη γυναίκα με τα γκρίζα μαλλιά και το ισχνό πρόσωπο δεν θα μπορούσε να είναι η Ίργια Γιάκομπσεν. «Τι θέλετε;» ρώτησε η γυναίκα, κοιτάζοντάς τες με καχυποψία. «Σας πήρα τηλέφωνο προηγουμένως» είπε η Μπέτε. «Θα θέλαμε να σας μιλήσουμε για τον Βαλεντίν». Η γυναίκα τούς έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Η Μπέτε περίμενε μέχρι να απομακρυνθεί ο ήχος των σερνόμενων ποδιών. Ύστερα πίεσε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα. Ρούχα και πλαστικές σακούλες κρέμονταν στον διάδρομο. Αυτές οι πλαστικές σακούλες, πανταχού παρούσες. Τι μανία

είχαν οι τοξικομανείς με τις πλαστικές σακούλες, αναρωτήθηκε η Κατρίνε. Γιατί επέμεναν να αποθηκεύουν, να προστατεύουν και να μεταφέρουν όλα τους τα υπάρχοντα μες στις πιο εύθραυστες και αναξιόπιστες συσκευασίες; Γιατί πήγαιναν και έκλεβαν μοτοποδήλατα, καλόγερους και τσαγιέρες –οτιδήποτε– και ποτέ μα ποτέ μια βαλίτσα, μια τσάντα, κάτι τέλος πάντων; Το διαμέρισμα ήταν βρόμικο, αλλά πολύ καλύτερο από άλλα λημέρια τοξικομανών. Ίσως η σπιτονοικοκυρά, η Ίργια δηλαδή, να είχε κάποια στάνταρ και φρόντιζε να το καθαρίζει πού και πού. Η μοναδική που το έκανε, το δίχως άλλο, υπέθεσε αυτομάτως η Κατρίνε. Ακολούθησε την Μπέτε στο σαλόνι. Ένας άνδρας κοιμόταν ξαπλωμένος στον παλιό καναπέ. Μαστουρωμένος, χωρίς αμφιβολία. Το δωμάτιο μύριζε καπνό, ιδρώτα, ξύλο ποτισμένο με μπίρα και μια γλυκιά μυρωδιά που η Κατρίνε δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε, να προσδιορίσει. Κατά μήκος των τοίχων ήταν αραδιασμένα τα υποχρεωτικά κλοπιμαία: στοίβες ολόκληρες με παιδικές σανίδες του σερφ, πακεταρισμένες στο διαφανές τους πλαστικό, ζωγραφισμένες με απαράλλαχτα σαγόνια ενός τεράστιου λευκού καρχαρία και κάτι μαύρες δαγκωματιές στην άκρη της σανίδας, λες κι ένα κομμάτι είχε φαγωθεί. Ένας Θεός ξέρει πώς θα κατάφερναν να μετατρέψουν τις σανίδες σε ρευστό.

Η Μπέτε και η Κατρίνε προχώρησαν στην κουζίνα, όπου η Ίργια είχε καθίσει ήδη δίπλα σ’ ένα μικροσκοπικό τραπεζάκι και ετοίμαζε ένα τσιγάρο. Το τραπέζι ήταν σκεπασμένο μ’ ένα μικρό κομμάτι πανί και στο περβάζι του παραθύρου υπήρχε ένα λουλουδάτο μπολ με ζάχαρη. Η Κατρίνε και η Μπέτε κάθισαν απέναντί της. «Δεν σταματούν ποτέ» είπε η Ίργια γνέφοντας προς την κίνηση των αυτοκινήτων στην οδό Ίελαν. Η φωνή της είχε τη βραχνάδα που περίμενε η Κατρίνε, έχοντας δει το διαμέρισμα και το γερασμένο πρόσωπο της τριαντάχρονης κοπέλας. «Ποτέ δεν σταματούν. Πού πάνε όλοι αυτοί;» «Σπίτια τους» απάντησε η Μπέτε. «Ή φεύγουν απ’ τα σπίτια τους». Η Ίργια ανασήκωσε τους ώμους της. «Και εσύ έφυγες απ’ το σπίτι σου» είπε η Κατρίνε. «Η διεύθυνση στο μητρώο...» «Εγώ το πούλησα το σπίτι μου» διευκρίνισε η Ίργια. «Το κληρονόμησα. Ήταν τεράστιο. Ήταν...» Έβγαλε έξω μια ξερή, λευκή γλώσσα και έγλειψε το χαρτάκι του τσιγάρου· η Κατρίνε συμπλήρωσε την πρόταση με το μυαλό της: πολύ δελεαστικό για να μην το πουλήσω, αφού το επίδομα ανεργίας δεν έφτανε για ν’ αγοράζω ναρκωτικά. «Πάρα πολλές, κακές αναμνήσεις».

«Τι σόι αναμνήσεις;» ρώτησε η Μπέτε, και η Κατρίνε ανατρίχιασε: η Μπέτε, ειδικευμένη στη Σήμανση και όχι στις ανακριτικές τεχνικές, έθετε υπερβολικά ευρείες ερωτήσεις, ζητώντας ουσιαστικά ν’ ακούσει την τραγωδία μιας ολόκληρης ζωής. Και κανείς δεν περιγράφει κάτι τέτοιες τραγωδίες πιο εξονυχιστικά και αργόσυρτα από ένα μεμψίμοιρο πρεζόνι. «Από τον Βαλεντίν». Η Κατρίνε ξύπνησε. Ίσως και να ήξερε τι έκανε η Μπέτε τελικά. «Τι έκανε ο Βαλεντίν;» Εκείνη ανασήκωσε και πάλι τους ώμους της. «Ο Βαλεντίν νοίκιαζε το υπόγειο διαμέρισμα. Ήταν... ήταν απλώς εκεί». «Ήταν απλώς εκεί;» «Δεν τον ξέρετε τον Βαλεντίν. Είναι διαφορετικός. Είναι...» Προσπάθησε ν’ ανάψει τον αναπτήρα της. Μάταια. Ξαναπροσπάθησε. Πάλι. «Ήταν τρελός;» ρώτησε η Κατρίνε ανυπόμονα. «Όχι!» Η Ίργια πέταξε με μανία τον αναπτήρα και το τσιγάρο στο πάτωμα. Η Κατρίνε έβρισε από μέσα της. Τώρα έμοιαζε η ίδια με ερασιτέχνη που προσπαθούσε να καθοδηγήσει τη συζήτηση. «Όλοι αυτό λένε, ότι ο Βαλεντίν ήταν τρελός! Δεν είναι! Κάνει μόνο κάτι...» Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, στον

δρόμο. Χαμήλωσε τη φωνή της. «Κάνει κάτι με τον αέρα, φοβίζει τους ανθρώπους». «Σε χτυπούσε;» ρώτησε η Μπέτε. Και άλλη ερώτηση καθοδήγησης. Η Κατρίνε προσπάθησε να συναντήσει το βλέμμα της Μπέτε. «Όχι» είπε η Ίργια. «Δεν με χτυπούσε. Με έπνιγε. Κάθε φορά που τον αμφισβητούσα. Ήταν τόσο δυνατός, που μπορούσε να με πιάσει απ’ τον λαιμό με το ένα χέρι και ν’ αρχίσει απλώς να σφίγγει. Έσφιγγε μέχρι που γύριζε όλος ο κόσμος γύρω μου. Ήταν αδύνατον να τον κάνω να πάρει το χέρι του». Η Κατρίνε υπέθεσε ότι το χαμόγελο που εντωμεταξύ είχε απλωθεί στο πρόσωπο της Ίργια ήταν μαύρο χιούμορ. Μέχρι που εκείνη πρόσθεσε: «...Και το περίεργο είναι ότι μαστούρωνα έτσι. Ερεθιζόμουν». Η Κατρίνε έκανε μια γκριμάτσα δίχως να το θέλει. Είχε διαβάσει πως η έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλο μπορεί να έχει τέτοια αποτελέσματα σε μερικούς ανθρώπους, αλλά κι απ’ το χέρι ενός βιαστή; «Και μετά κάνατε σεξ;» ρώτησε η Μπέτε, σκύβοντας και σηκώνοντας το τσιγάρο από το πάτωμα. Το άναψε και το έδωσε στην Ίργια· η οποία το έχωσε γρήγορα ανάμεσα στα

χείλια της, έσκυψε μπροστά και ρούφηξε με μανία την αναξιόπιστη φλόγα. Ύστερα έβγαλε τον καπνό, ακούμπησε πίσω στην καρέκλα και φάνηκε να καταρρέει εσωτερικά, λες και το σώμα της ήταν μια σακούλα που η καύτρα του τσιγάρου είχε μόλις τρυπήσει. «Δεν ήθελε πάντα να γαμηθούμε» είπε η Ίργια. «Σηκωνόταν και έφευγε. Ενώ εγώ καθόμουν και τον περίμενα, ελπίζοντας να επιστρέψει σύντομα». Η Κατρίνε έπρεπε να προσέξει να μη ρουθουνίσει ή να δείξει την απέχθειά της με άλλον τρόπο. «Και τι έκανε όταν έβγαινε;» «Δεν ξέρω. Δεν μου έλεγε κι εγώ...» Ξανά αυτό το ανασήκωμα των ώμων. Το ανασήκωμα των ώμων ως στάση ζωής, σκέφτηκε η Κατρίνε. Η παραίτηση ως παυσίπονο. «...κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήθελα να ξέρω». Η Μπέτε ξερόβηξε. «Ήσουν το άλλοθί του εκείνα τα δύο βράδια που σκοτώθηκαν τα κοριτσάκια. Στο Μαριντάλεν και...» «Ναι, ναι, ναι» τη διέκοψε η Ίργια. «Μόνο που στην πραγματικότητα δεν ήταν σπίτι όπως ανέφερες στην κατάθεσή σου, ε;» «Πού να θυμάμαι, γαμώτο; Μου είχε δώσει εντολές, καταλάβατε;» «Τι εντολές;»

«Ο Βαλεντίν μού είπε εκείνο το βράδυ που βρεθήκαμε μαζί, δηλαδή σχεδόν μαζί... για πρώτη φορά. Μου είπε ότι, κάθε φορά που κάποιος έπεφτε θύμα βιασμού, η αστυνομία θα ερχόταν και θα με ρωτούσε τις ίδιες ερωτήσεις. Μόνο και μόνο επειδή ήταν ύποπτος σε μια υπόθεση που δεν είχαν καταφέρει να του φορτώσουν. Και αν δεν είχε κάθε φορά άλλοθι, τότε οι αστυνομικοί θα τον παγίδευαν, όσο αθώος και να ’ταν. Έτσι κάνει η αστυνομία, μου είπε, με ανθρώπους που νομίζουν ότι τη σκαπούλαραν σ’ άλλες περιπτώσεις. Οπότε κι εγώ έπρεπε να λέω ότι ήμουν σπίτι, για όποια ώρα και να με ρωτούσαν. Έλεγε ότι ήθελε να μας γλιτώσει και τους δύο από ένα σωρό προβλήματα και χαμένο χρόνο. Δεν λέω, έβγαζε νόημα». «Και εσύ πίστευες πραγματικά ότι ήταν αθώος για όλους αυτούς τους βιασμούς;» ρώτησε η Κατρίνε. «Παρόλο που γνώριζες ότι είχε βιάσει έναν άνθρωπο στο παρελθόν;» «Αρχίδια!» φώναξε η Ίργια και οι γυναίκες άκουσαν το σώμα από το καθιστικό να βρυχάται. «Τίποτα δεν ήξερα!» Η Κατρίνε ήταν έτοιμη να της δώσει μια σπρωξιά, όταν ένιωσε το χέρι της Μπέτε να ζουλάει το γόνατό της κάτω από το τραπέζι. «Ίργια» είπε η Μπέτε ήρεμα «αν όντως δεν ήξερες τίποτα, τότε γιατί δέχτηκες να μας μιλήσεις;».

Η Ίργια κοίταξε την Μπέτε, τσιμπώντας ανύπαρκτα κομματάκια καπνού από την άκρη της γλώσσας της. Το σκέφτηκε. Και το πήρε απόφαση. «Αφού καταδικάστηκε, δεν καταδικάστηκε; Για απόπειρα βιασμού. Και όταν κάθισα να καθαρίσω το διαμέρισμα για να το νοικιάσω σε κάποιον άλλο, βρήκα αυτές... αυτές...» Και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, η φωνή της έμοιαζε να συναντά έναν τούβλινο τοίχο που δεν μπορούσε να υπερπηδήσει. «Αυτές...» Δάκρυα έτρεχαν από τα μεγάλα κατακόκκινα μάτια της. «Αυτές τις φωτογραφίες». «Τι είδους φωτογραφίες;» Η Ίργια ρούφηξε τη μύτη της. «Κοριτσιών. Νεαρών κοριτσιών, μικρών κοριτσιών. Με τα στόματα κλεισμένα με...» «Με φίμωτρα;» «Ναι, με φίμωτρα. Καθόντουσαν σε καρέκλες ή κρεβάτια. Μπορούσες να δεις το αίμα πάνω στα σεντόνια». «Και ο Βαλεντίν» ρώτησε η Μπέτε «είναι και ο Βαλεντίν σε αυτές τις φωτογραφίες;». Η Ίργια έγνεψε αρνητικά. «Άρα θα μπορούσαν να έχουν σκηνοθετηθεί» είπε η Κατρίνε. «Ξέρεις, υπάρχουν διάφορες υποτιθέμενες φωτογραφίες βιασμών που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και είναι φτιαγμένες από επαγγελματίες, για πελάτες που

ενδιαφέρονται γι’ αυτού του είδους τα πράγματα». Η Ίργια ξανακούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε. «Έμοιαζαν πραγματικά φοβισμένα. Φαινόταν στα μάτια τους. Ανα... αναγνώρισα τον φόβο όταν ο Βαλεντίν πήγε να... ήθελε να...» «Αυτό που θέλει να πει η Κατρίνε είναι ότι δεν είναι απαραίτητο να τράβηξε ο Βαλεντίν αυτές τις φωτογραφίες». «Τα παπούτσια» ψευτόκλαψε η Ίργια. «Συγγνώμη;» «Ο Βαλεντίν φορούσε κάτι μεγάλες, μυτερές, καουμπόικες μπότες με αγκράφες στο πλάι. Και σε μία από τις φωτογραφίες φαίνονται οι μπότες στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι. Τότε κατάλαβα ότι ήταν αλήθεια. Ότι μπορούσε όντως να έχει βιάσει όλα αυτά τα κοριτσάκια, όπως έλεγαν. Αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο απ’ όλα...» «Δεν ήταν;» «Φαίνεται και η ταπετσαρία δίπλα στο κρεβάτι. Και ήταν η ίδια ταπετσαρία. Η φωτογραφία είχε τραβηχθεί στο υπόγειο, στο κρεβάτι που κάναμε εμείς...» Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Δυο σταγόνες κύλησαν στο πρόσωπό της. «Και τι έκανες;» ρώτησε η Κατρίνε. «Εσύ τι λες;» Έφτυσε η Ίργια, σκουπίζοντας τη μύτη της με τον βραχίονά της. «Ήρθα και σας βρήκα! Εσάς, τους

ανθρώπους που υποτίθεται ότι μας προστατεύουν». « Και εμείς τι είπαμε;» ξαναρώτησε η Κατρίνε, μην μπορώντας να κρύψει την απέχθειά της. «Εσείς είπατε ότι θα το ψάχνατε το θέμα. Οπότε πήγατε και βρήκατε τον Βαλεντίν και του δείξατε τις φωτογραφίες. Αλλά φυσικά εκείνος κατάφερε να ξεγλιστρήσει με τα λόγια. Είπε ότι ήταν ένα παιχνίδι, ότι δεν υπήρξε βία, ότι δεν θυμόταν τα ονόματα των κοριτσιών, ότι δεν τις είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του και μετά ρώτησε αν τον είχαν καταγγείλει. Κανένας δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο, οπότε το ζήτημα έληξε εκεί. Για εσάς, δηλαδή. Γιατί για μένα μόλις άρχιζε...» Χάιδεψε προσεκτικά το κάτω μέρος των ματιών της μ’ ένα σκελετωμένο δάχτυλο, πιστεύοντας προφανώς ότι φορούσε μέικ απ και είχε μουντζουρωθεί. «Δηλαδή;» «Στην Ίλα τούς επιτρέπουν ένα τηλεφώνημα την εβδομάδα. Πήρα λοιπόν κι εγώ ένα μήνυμα που έλεγε ότι ήθελε να μου μιλήσει. Και έτσι σηκώθηκα και πήγα να τον δω». Η Κατρίνε δεν χρειαζόταν να ακούσει τη συνέχεια. «Τον περίμενα στο δωμάτιο επισκεπτών. Όταν ήρθε, με κοίταξε με τέτοιον τρόπο, που νόμιζα ότι με είχε αρπάξει ήδη από τον λαιμό. Ούτε ν’ αναπνεύσω δεν μπορούσα. Κάθισε κάτω και μου είπε ότι αν ποτέ τολμούσα και έλεγα σ’

οποιονδήποτε έστω και μία λέξη για τα άλλοθι, θα με σκότωνε. Κι αν ποτέ μιλούσα στην αστυνομία, για οποιονδήποτε λόγο, θα με σκότωνε. Κι αν νόμιζα ότι θα έμενε μέσα για πολύ, τότε γελιόμουν. Και ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε. Κι εμένα δεν μου έμεινε καμία αμφιβολία. Εφόσον ήξερα ό,τι ήξερα, θα με σκότωνε με την πρώτη ευκαιρία. Πήγα κατευθείαν σπίτι, κλείδωσα όλες τις πόρτες και έμεινα μέσα τρεις μέρες κλαίγοντας από τον φόβο μου. Την τέταρτη μέρα με πήρε τηλέφωνο μια δήθεν φίλη που ήθελε να δανειστεί κάτι χρήματα. Παλιά με έπαιρνε αρκετά συχνά, είχε κολλήσει με μια ηρωίνη που μόλις είχαν βγάλει στην αγορά και που μετά άρχισαν όλοι να τη λένε βιολίνη. Συνήθως της έκλεινα το τηλέφωνο, αλλά εκείνη τη φορά δεν το έκανα. Το επόμενο βράδυ ήρθε σπίτι μου και με βοήθησε να χτυπήσω την πρώτη δόση από αυτό που έψαχνα όλη μου τη ζωή. Θεέ μου, πόσο βοήθησε! Αυτή η βιολίνη... όλα τα γιάτρευε...» Η Κατρίνε μπορούσε να δει τη λάμψη μιας παλιάς αγάπης στο βλέμμα της κατεστραμμένης γυναίκας. «Και μετά κόλλησες» είπε η Μπέτε. «Πούλησες το σπίτι...» «Δεν το έκανα μόνο για τα χρήματα» διευκρίνισε η Ίργια. «Έπρεπε να ξεφύγω. Έπρεπε να του κρυφτώ. Οτιδήποτε μπορούσε να τον οδηγήσει σ’ εμένα έπρεπε να εξαφανιστεί».

«Σταμάτησες να χρησιμοποιείς πιστωτικές κάρτες, άλλαξες σπίτι δίχως να ειδοποιήσεις τις Αρχές» είπε η Κατρίνε. «Μέχρι και τα επιδόματά σου σταμάτησες να εισπράττεις». «Φυσικά». «Δεν πήγες να τα πάρεις ούτε αφότου πέθανε ο Βαλεντίν». Η Ίργια δεν απάντησε. Δεν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της. Κάθισε εντελώς ακίνητη, καθώς ο καπνός από το ήδη σβησμένο τσιγάρο της άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τα πάνω μέσα από τα κιτρινισμένα απ’ τη νικοτίνη δάχτυλά της. Στην Κατρίνε θύμισε ζώο που τρομάζει με τα φώτα του αυτοκινήτου. «Φαντάζομαι ότι ένιωσες ανακούφιση όταν έμαθες τα νέα, σωστά;» ρώτησε η Μπέτε ψύχραιμα. Η Ίργια κούνησε το κεφάλι της μηχανικά, σαν κούκλα. «Δεν πέθανε». Η Κατρίνε κατάλαβε αμέσως ότι το εννοούσε. Τι ήταν το πρώτο πράγμα που είχε πει για τον Βαλεντίν; Δεν τον ξέρετε τον Βαλεντίν. Είναι διαφορετικός. Όχι ήταν διαφορετικός. Είναι. «Γιατί νομίζετε ότι σας τα λέω όλα αυτά;» είπε η Ίργια και έσβησε το τσιγάρο πάνω στο τραπεζάκι. «Πλησιάζει. Μέρα με τη μέρα, το νιώθω. Ορισμένες φορές ξυπνώ το πρωί και νιώθω το χέρι του γύρω από τον λαιμό μου».

Η Κατρίνε ήθελε να απαντήσει ότι αυτό λέγεται και παράνοια και ότι είναι η αχώριστη σύντροφος της ηρωίνης. Όμως ξαφνικά δεν ήταν και πολύ σίγουρη. Και όταν η φωνή της Ίργια έγινε ένας ψίθυρος και τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν από τη μια σκοτεινή γωνιά του δωματίου στην άλλη, η Κατρίνε το ένιωσε κι αυτή. Το χέρι γύρω από τον λαιμό της. «Πρέπει να τον βρείτε. Σας παρακαλώ. Πριν με βρει εκείνος».

Ο Άντον Μίτετ κοίταξε το ρολόι του. Έξι και μισή. Χασμουρήθηκε. Η Μόνα είχε έρθει μια δυο φορές να επισκεφτεί τον ασθενή, συνοδευόμενη από έναν γιατρό. Πλην αυτού, τίποτα άλλο δεν είχε συμβεί. Όταν κάθεται κανείς, έχει πολύ χρόνο να σκεφτεί. Υπερβολικά πολύ. Γιατί οι σκέψεις έχουν την τάση να γίνονται αρνητικές ύστερα από λίγο. Και αυτό δεν θα ενοχλούσε τον Άντον Μίτετ, αν είχε τρόπο να διαχειριστεί την αρνητικότητα. Ωστόσο δεν μπορούσε ν’ αλλάξει την υπόθεση του Ντράμεν, ούτε την απόφασή του να μην αναφέρει το κλομπ που είχε βρει στο δάσος λίγο πιο κάτω από τη σκηνή του εγκλήματος. Δεν μπορούσε να γυρίσει και να πάρει πίσω όσα είχε πει και όσα είχε κάνει για να πληγώσει τη Λάουρα. Και δεν μπορούσε να πάρει πίσω το πρώτο του βράδυ με τη Μόνα. Ούτε και το δεύτερο.

Πετάχτηκε απότομα. Τι ήταν αυτό; Έμοιαζε να έρχεται από το βάθος του διαδρόμου. Αφουγκράστηκε με προσοχή. Τώρα επικρατούσε ησυχία. Είχε ακούσει όμως έναν ήχο και, πλην των τακτικών χτύπων του παλμογράφου, δεν θα έπρεπε να υπάρχει κανένας άλλος ήχος εδώ μέσα. Ο Άντον σηκώθηκε όρθιος αθόρυβα, χαλάρωσε το λουράκι που προστάτευε το υπηρεσιακό του περίστροφο και έβγαλε το όπλο από τη θήκη του. Τράβηξε την ασφάλεια. Να τον προσέχεις συνέχεια, Άντον. Περίμενε, μα δεν ήρθε κανείς. Τότε άρχισε να περπατά αργά κατά μήκος του διαδρόμου. Δοκίμασε ν’ ανοίξει όλες τις πόρτες, όμως ήταν κλειδωμένες, όπως έπρεπε. Έστριψε στη γωνία και είδε τον υπόλοιπο διάδρομο ν’ απλώνεται μπροστά του φωτισμένος απ’ άκρη σ’ άκρη. Δεν υπήρχε κανείς. Σταμάτησε και αφουγκράστηκε ξανά. Τίποτα. Ίσως τελικά να μην είχε ακούσει τίποτα. Ξανάβαλε το περίστροφο στη θήκη του. Τίποτα; Και όμως, κάτι είχε ακούσει. Κάτι είχε δημιουργήσει κύματα που είχαν έρθει σε επαφή με την ευαίσθητη μεμβράνη του αυτιού του και την είχαν κάνει να δονηθεί, έστω και μετά βίας, αρκετά όμως ώστε να το αντιληφθούν τα νεύρα και να στείλουν μήνυμα στον εγκέφαλό του. Ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός. Η αιτία θα μπορούσε να είναι χίλια δυο πράγματα. Ένας ποντικός ή ένας

αρουραίος. Κάποια λάμπα που έσκασε με κρότο. Η θερμοκρασία που έπεφτε τη νύχτα και έκανε τα ξύλα του κτιρίου να συστέλλονται. Κάποιο πουλί που χτύπησε σ’ ένα παράθυρο. Μόνο τώρα, που ηρεμούσε σιγά σιγά, συνειδητοποίησε ο Άντον πόσο υψηλοί ήταν οι σφυγμοί του. Έπρεπε να ξαναρχίσει τις προπονήσεις. Να εξασκηθεί. Να αποκτήσει ξανά το σώμα που του αντιστοιχούσε. Ήταν έτοιμος να επιστρέψει όταν σκέφτηκε ότι, αφού ήρθε ως εδώ, ας έπαιρνε και ένα ποτήρι καφέ. Πήγε στην κόκκινη εσπρεσομηχανή και πήρε στα χέρια του τη μοναδική πράσινη κάψουλα που έγραφε Fortissio Lungo πάνω στο γυαλιστερό της καπάκι. Kαι τότε σκέφτηκε ότι ο θόρυβος που είχε ακούσει θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον που μπήκε μέσα για να τους κλέψει τον καφέ: δεν υπήρχαν ένα σωρό κάψουλες χθες; Έβαλε την κάψουλα στη μηχανή και τότε πρόσεξε ότι είχε μια μικρή τρυπούλα. Ήταν, δηλαδή, χρησιμοποιημένη. Όχι, δεν γινόταν: τότε το καπάκι θα είχε το ανάλογο αποτύπωμα, ένα καρό σχέδιο σαν σκακιέρα, που το αποκτούσε μόνον όταν είχε συμπιεσθεί. Άναψε τη μηχανή. Άκουσε τον βρυχηθμό της και συνειδητοποίησε ότι για τα επόμενα είκοσι δευτερόλεπτα αυτός ο θόρυβος θα υπερκάλυπτε οποιονδήποτε άλλο. Έκανε πίσω δυο βήματα

ώστε να απέχει από τον σαματά. Όταν το ποτηράκι γέμισε, ο Άντον κοίταξε προσεκτικά τον καφέ. Μαύρος, με ωραία υφή. Όχι, η κάψουλα δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί. Καθώς η τελευταία σταγόνα έπεφτε στο ποτηράκι του, νόμισε ότι τον ξανάκουσε. Τον θόρυβο. Τον ίδιο εκείνο θόρυβο. Αυτή τη φορά όμως από την άλλη μεριά, από τη μεριά του δωματίου του ασθενούς. Μήπως του ξέφυγε τίποτα; Ο Άντον κράτησε το ποτήρι με το αριστερό χέρι και ξαναέβγαλε το περίστροφό του.greekleech.info Περπάτησε προς το δωμάτιο, με μεγάλα, στρωτά βήματα, προσπαθώντας να ισορροπήσει το ποτήρι δίχως να το κοιτάζει, νιώθοντας τον καυτό καφέ να του καίει το χέρι. Έστριψε στη γωνία. Κανείς. Εξέπνευσε. Προχώρησε προς την καρέκλα του. Πήγε να κάτσει. Μα κοκάλωσε. Γύρισε προς την πόρτα του δωματίου του ασθενούς· την άνοιξε. Ήταν αδύνατον να τον δει, ήταν σκεπασμένος με το πάπλωμα. Αλλά οι ήχοι του παλμογράφου ήταν σταθεροί, όπως πάντα, και ο Άντον μπορούσε να δει την πράσινη γραμμή που γλιστρούσε από τα αριστερά προς τα δεξιά, χοροπηδώντας κάθε φορά που ακουγόταν ένα μπιπ. Πήγε να κλείσει την πόρτα. Αλλά κάτι τον έκανε ν’ αλλάξει γνώμη.

Προχώρησε μες στο δωμάτιο, άφησε την πόρτα ανοιχτή και πήγε γύρω γύρω από το κρεβάτι. Κοίταξε τον ασθενή. Αυτός ήταν. Συνοφρυώθηκε. Έσκυψε προς το στόμα του. Ανέπνεε; Ναι, ορίστε. Ένιωσε την ένταση στον αέρα κι εκείνη την αηδιαστική, γλυκιά μυρωδιά που μάλλον προερχόταν από τα φάρμακα. Ο Άντον Μίτετ βγήκε από το δωμάτιο. Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Κοίταξε το ρολόι του. Ήπιε τον καφέ του. Ξανακοίταξε το ρολόι του. Κατάλαβε ότι μετρούσε τα λεπτά. Ότι ήθελε να τελειώνει αυτή η βάρδια το συντομότερο δυνατόν.

«Πολύ χαίρομαι που συμφώνησε να μου μιλήσει» είπε η Κατρίνε. «Συμφώνησε;» επανέλαβε ο αξιωματικός. «Οι περισσότεροι κρατούμενοι σ’ αυτή την πτέρυγα θα έδιναν μέχρι και το χέρι τους για να περάσουν έστω και λίγα λεπτά μόνοι με μια γυναίκα. Ο Ρίκο Χέρεμ είναι εν δυνάμει βιαστής. Είστε σίγουρη ότι δεν θέλετε κανέναν να σας συνοδεύσει μέσα;» «Μπορώ να προστατέψω τον εαυτό μου μόνη μου,

ευχαριστώ». «Ναι, αυτό είπε και η οδοντίατρος. Τέλος πάντων, τουλάχιστον εσείς φοράτε παντελόνι». «Παντελόνι;» «Εκείνη φορούσε φούστα με νάιλον κάλτσες. Κάθισε τον Βαλεντίν στην καρέκλα του οδοντιάτρου χωρίς την παρουσία κάποιου φύλακα. Φαντάζεστε τι...» Η Κατρίνε προσπάθησε να φανταστεί. «Ήθελές τα κι έπαθές τα αν ντύνεσαι σαν... Α, φτάσαμε!» Ξεκλείδωσε την πόρτα του κελιού και την άνοιξε. «Θα βρίσκομαι ακριβώς απέξω. Απλώς φωνάξτε αν χρειαστείτε κάτι». «Σας ευχαριστώ» είπε η Κατρίνε και μπήκε μέσα. Ο άνδρας με το κόκκινο κρανίο καθόταν σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα στο γραφείο. Γύρισε προς τη μεριά της Κατρίνε. «Καλώς ήρθες στο ταπεινό μου σπιτικό». «Ευχαριστώ» είπε εκείνη. «Να, πάρε αυτή». Ο Ρίκο Χέρεμ σηκώθηκε, έσπρωξε την καρέκλα προς το μέρος της, ξαναγύρισε και πήγε και κάθισε στο καλοστρωμένο κρεβάτι. Απόσταση ασφαλείας. Η Κατρίνε κάθισε και ένιωσε τη ζέστη του κορμιού του στην καρέκλα. Καθώς η Κατρίνε τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά στο κρεβάτι, εκείνος αποτραβήχτηκε πιο πίσω. Η Κατρίνε

αναρωτήθηκε μήπως ήταν από κείνους τους άνδρες που κατά βάθος φοβούνταν τις γυναίκες. Και γι’ αυτό δεν τις βίαζε, αλλά τις έπαιρνε μάτι. Εξέθετε τον εαυτό του απέναντί τους. Τις έπαιρνε τηλέφωνο και τους έλεγε όλα όσα θα ήθελε να τους κάνει, πράγματα που φυσικά δεν θα τολμούσε ποτέ να πραγματοποιήσει. Το ποινικό μητρώο του Ρίκο Χέρεμ ήταν περισσότερο κακόγουστο παρά επικίνδυνο. «Μου φώναξες ότι ο Βαλεντίν δεν έχει πεθάνει» είπε η Κατρίνε, σκύβοντας προς τα εμπρός. Εκείνος τραβήχτηκε ακόμα πιο πίσω. Η γλώσσα του σώματος ήταν καθαρά αμυντική, ωστόσο το χαμόγελο παρέμενε το ίδιο: θρασύ, γεμάτο μίσος. Αισχρό. «Tι εννοούσες;» «Εσύ τι λες, Κατρίνε;» Φωνή ένρινη. «Ότι ζει ακόμη, φαντάζομαι». «Ο Βαλεντίν Γιέρτσεν βρέθηκε νεκρός μέσα σ’ αυτήν εδώ τη φυλακή». «Αυτό νομίζουν όλοι. Ο τύπος απέξω σου είπε τι έκανε στην οδοντογιατρό;» «Κάτι ανέφερε για μια φούστα και νάιλον κάλτσες. Προφανώς σ’ ανάβουν κάτι τέτοια». «Τον Βαλεντίν τον ανάβουν κάτι τέτοια. Η τύπισσα ερχόταν μια δυο φορές την εβδομάδα. Είχαμε πολλούς που παραπονιούνταν για τα δόντια τους τότε. Ο Βαλεντίν

χρησιμοποίησε ένα από τα εργαλεία της για να την αναγκάσει να φορέσει το καλσόν στο κεφάλι. Και ύστερα την πήδηξε πάνω στην οδοντιατρική καρέκλα. Αλλά όπως είπε και μετά: “Καθόταν απλώς εκεί, σαν σφαγμένο ζώο”. Προφανώς της είχαν δώσει λάθος συμβουλές για το τι έπρεπε να κάνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Μετά ο Βαλεντίν έβγαλε τον αναπτήρα του και, ναι, έβαλε φωτιά στο καλσόν. Έχεις δει πόσο γρήγορα λιώνει το νάιλον όταν καίγεται; Ε, έγινε της κολάσεως. Ούρλιαζε, χτυπιόταν αυτή. Η βρόμα από το τηγανισμένο της πρόσωπο πότισε τους τοίχους για μήνες. Δεν ξέρω τι έγινε με την πάρτη της, αλλά στοιχηματίζω ότι δεν φοβάται πια μήπως τη βιάσουν ξανά». Η Κατρίνε τον κοίταξε. Ταλαίπωρη μουσούδα, σκέφτηκε. Από αυτές που έχουν φάει τόσο ξύλο, που το χαμόγελο έχει γίνει αυτόματη άμυνα. «Ωραία, αν ο Βαλεντίν δεν είναι νεκρός, τότε πού είναι;» τον ρώτησε. Το χαμόγελο έγινε πιο πλατύ. Τράβηξε το πάπλωμα πάνω απ’ τα γόνατά του. «Αν έχεις την καλοσύνη, Ρίκο, πες μου τουλάχιστον αν χάνω τον χρόνο μου» αναστέναξε η Κατρίνε. «Έχω περάσει τόσο καιρό σε τρελάδικα, που τους τρελούς τους βαριέμαι αφάνταστα, ΟΚ;» «Δεν νομίζω να πιστεύεις ότι θα σου δώσω όλες αυτές τις

πληροφορίες με το αζημίωτο, κυρία αξιωματικέ;» «Ειδική ερευνήτρια είμαι. Τι θες; Να μειωθεί η ποινή σου;» «Μπα, βγαίνω την επόμενη εβδομάδα. Πενήντα χιλιάρικα θέλω». Η Κατρίνε έσκασε στα γέλια· δυνατά, με την καρδιά της. Όσο πιο δυνατά μπορούσε. Και είδε τον θυμό να φωλιάζει μες στα μάτια του. «Ε, τότε δεν μπορώ να σε βοηθήσω» είπε και σηκώθηκε όρθια. «Τριάντα χιλιάρικα» επέμεινε εκείνος. «Δεν έχω μία, και όταν βγω θα πρέπει κάπως να πάρω ένα εισιτήριο αεροπλάνου και να την κάνω για όσο πιο μακριά γίνεται». Η Κατρίνε κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Τους πληροφοριοδότες τούς πληρώνουμε μόνο όταν ρίχνουν άπλετο φως σε κάποια υπόθεση. Σε κάποια μεγάλη υπόθεση». «Και αν αυτή εδώ είναι μεγάλη;» «Τότε θα πρέπει να συνεννοηθώ με το αφεντικό μου. Μα νόμιζα ότι κάτι είχες να μου πεις. Δεν έχω έρθει να διαπραγματευτώ για κάτι που δεν υφίσταται». Περπάτησε ως την πόρτα και σήκωσε το χέρι της για να χτυπήσει. «Περίμενε» είπε το Κόκκινο Κρανίο. Η φωνή του ήταν λεπτή. Είχε φέρει το πάπλωμα μέχρι το πιγούνι του. «Υπάρχει

κάτι που μπορώ να σου πω...» «Δεν έχω να σου δώσω τίποτα, όπως είπα». Η Κατρίνε χτύπησε την πόρτα. «Θες να μάθεις τι είναι αυτό;» Σήκωσε το χέρι και της έδειξε ένα εργαλείο στο χρώμα του χαλκού. Η καρδιά της Κατρίνε σχεδόν σταμάτησε. Για ένα δευτερόλεπτο νόμιζε ότι ο τύπος κρατούσε όπλο, όμως μετά κατάλαβε ότι ήταν μια αυτοσχέδια κατασκευή για τατουάζ. Από την άκρη εξείχε ένα καρφί. «Εδώ μέσα εγώ τους κάνω τα τατουάζ» είπε ο άνδρας. «Και κάνω και γαμώ τις δουλειές. Ξέρεις πώς αναγνώρισαν το πτώμα που βρέθηκε στο κελί του Βαλεντίν;» Η Κατρίνε τον κοίταξε προσεκτικά. Τα μικρά, γεμάτα μίσος μάτια του, τα λεπτά, υγρά του χείλια. Το κόκκινο δέρμα, που ακτινοβολούσε κάτω από τις λιγοστές του τρίχες. Το τατουάζ. Με το δαιμονικό πρόσωπο. «Συνεχίζω να μην έχω τίποτα να σου δώσω, Ρίκο». «Θα μπορούσες να...» έκανε μια γκριμάτσα. «Να;» «Να ξεκουμπώσεις λίγο την μπλούζα σου να δω...» Η Κατρίνε κοίταξε προς τα κάτω με δυσπιστία. «Εννοείς... αυτά;» Καθώς έβαλε τα χέρια της κάτω από τα στήθη της, μπορούσε σχεδόν να νιώσει τη ζέστη που ανέδιδε ο άνδρας

απ’ το κρεβάτι. Άκουσε την κλαγγή των κλειδιών στην κλειδαριά. «Αξιωματικέ» φώναξε δυνατά δίχως ν’ αφήσει τον Ρίκο Χέρεμ από τα μάτια της «δώσε μας λίγο χρόνο παραπάνω, σε παρακαλώ». Άκουσε την κλαγγή να σταματά, τον άνδρα να μουρμουρίζει κάτι και ύστερα ν’ απομακρύνεται. Το μήλο του Αδάμ μπροστά της έμοιαζε με μικρό εξωγήινο που ανεβοκατέβαινε πίσω από το δέρμα, προσπαθώντας να δραπετεύσει. «Για προχώρα» του είπε. «Δεν προχωρώ πριν...» «Άκου να δεις. Δεν θα ξεκουμπώσω την μπλούζα. Αλλά θα πιέσω τη μία ρώγα για να δεις το περίγραμμα. Μόνο αν αυτό που έχεις να μου πεις αξίζει τον κόπο...» «Αξίζει!» «Έτσι και κουνηθείς, πάει η συμφωνία, ΟΚ;» «ΟΚ». «Εντάξει, λοιπόν, ακούω». «Έκανα τατουάζ το πρόσωπο του δαίμονα στο στέρνο του». «Πού; Εδώ μέσα, στη φυλακή;» Εκείνος έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί κάτω από το πάπλωμα.

Η Κατρίνε προχώρησε προς το μέρος του. «Σταμάτα!» Σταμάτησε. Τον κοίταξε. Σήκωσε το δεξί της χέρι. Προσπάθησε να βρει τη ρώγα κάτω από το λεπτό ύφασμα του σουτιέν της. Την έπιασε μεταξύ αντίχειρα και δείκτη. Πίεσε. Δεν αγνόησε τον πόνο, τον καλοδέχτηκε. Τέντωσε την πλάτη της. Ξέροντας ότι το αίμα κυλούσε προς τη ρώγα της και ότι αυτή σκλήραινε. Τον άφησε να κοιτάξει. Άκουσε τον ρυθμό της ανάσας του ν’ αυξάνεται. Τέντωσε το χαρτί προς το μέρος της και αυτή έκανε ένα βήμα μπροστά και το άρπαξε. Κάθισε στην καρέκλα. Ήταν ένα σχέδιο. Το αναγνώρισε από την περιγραφή του σωφρονιστικού υπαλλήλου. Το πρόσωπο ενός δαίμονα. Τεντωμένο στις άκρες, σαν να είχε αγκίστρια στα μάγουλα και στο μέτωπο. Ούρλιαζε από τον πόνο, ούρλιαζε για ν’ απελευθερωθεί. «Νόμιζα ότι το τατουάζ το είχε πολλά χρόνια πριν πεθάνει» είπε εκείνη. «Δεν θα το ’λεγα έτσι». «Τι εννοείς;» Η Κατρίνε κοίταξε προσεκτικά το περίγραμμα του σχεδίου. «Ότι το απέκτησε αφού πέθανε». Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Είδε τα μάτια του κολλημένα ακόμη στην μπλούζα της. «Έκανες τατουάζ στον

Βαλεντίν αφού πέθανε; Αυτό μου λες;» «Κουφή είσαι, Κατρίνε; Ο Βαλεντίν δεν πέθανε». «Και τότε... ποιος;» «Δυο κουμπιά». «Τι;» «Άνοιξε δυο κουμπιά». Η Κατρίνε άνοιξε τρία. Τράβηξε την μπλούζα στην άκρη, τον άφησε να δει το σουτιέν της και τη σκληρή ρώγα που δια​γραφόταν από μέσα. «Στον Γιούντας». Η φωνή του είχε γίνει ένας τραχύς ψίθυρος. «Στον Γιούντας έκανα το τατουάζ. Ο Βαλεντίν τον είχε κλεισμένο στη βαλίτσα του για τρεις μέρες. Κλειδωμένο μέσα, φαντάσου!» «Τον Γιούντας Γιόχανσεν;» «Νόμιζαν όλοι ότι την κοπάνησε, αλλά ο Βαλεντίν τον σκότωσε και τον έκρυψε στη βαλίτσα. Ποιος ψάχνει να βρει έναν άνδρα μέσα σε μια βαλίτσα, ε; Ο Βαλεντίν τον είχε δείρει τόσο πολύ, που μέχρι κι εγώ αναρωτήθηκα αν ήταν όντως ο Γιούντας. Κιμά τον είχε κάνει. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Το μόνο πράγμα που είχε μείνει στη θέση του ήταν το στέρνο, εκεί που έπρεπε να ζωγραφίσω το τατουάζ». «Ο Γιούντας Γιόχανσεν. Δικό του ήταν το πτώμα που βρήκαν».

«Και τώρα που σ’ το είπα, είμαι κι εγώ νεκρός». «Γιατί να σκοτώσει τον Γιούντας;» «Τον Βαλεντίν τον μισούσαν εδώ μέσα. Επειδή είχε βιάσει κοριτσάκια κάτω των δέκα ετών, φυσικά. Και ύστερα έγινε και το περιστατικό με την οδοντογιατρό. Ξέρεις, υπήρχαν πολλοί που τη συμπαθούσαν εδώ μέσα. Και οι φρουροί ακόμα. Ε, ήταν ζήτημα χρόνου να του συμβεί κάποιο ατύχημα. Υπερβολική δόση, ας πούμε. Να φαίνεται σαν αυτοκτονία. Οπότε κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κάτι». «Δεν μπορούσε απλώς να δραπετεύσει;» «Θα τον έπιαναν. Γι’ αυτό έπρεπε να το κάνει να φανεί σαν να πέθανε». «Και ο φίλος του, ο Γιούντας, ήταν...» «Αναλώσιμος. Ο Βαλεντίν δεν είναι σαν και του λόγου μας, Κατρίνε». Η Κατρίνε αγνόησε τον πληθυντικό. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Συνένοχός του είσαι». «Εγώ το μόνο που έκανα ήταν ένα τατουάζ σ’ έναν νεκρό. Συν τοις άλλοις, τον Βαλεντίν πρέπει να πιάσετε». «Γιατί;» Το Κόκκινο Κρανίο έκλεισε τα μάτια του. «Ονειρεύομαι συνέχεια τώρα τελευταία, Κατρίνε. Πλησιάζει. Επιστρέφει στον κόσμο των ζωντανών. Πρώτα, όμως, πρέπει να ξεφορτωθεί το παρελθόν. Όσους του κλείνουν τον δρόμο.

Όσους ξέρουν. Και εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς. Και βγαίνω την επόμενη εβδομάδα. Πρέπει να τον πιάσετε...» «...πριν σε πιάσει» συμπλήρωσε η Κατρίνε, κοιτάζοντας τον άνδρα εμπρός της. Κοιτάζοντας, στην πραγματικότητα, ένα απροσδιόριστο σημείο στον αέρα μπροστά από το μέτωπό του. Γιατί ήταν λες και έβλεπε μπροστά της τη σκηνή που της περιέγραψε ο Ρίκο, τη σκηνή όπου ζωγράφιζε το τριών ημερών πτώμα. Και ήταν τόσο συνταρακτική η εικόνα, που η Κατρίνε δεν καταλάβαινε τίποτα άλλο: δεν άκουγε, δεν έβλεπε. Δεν καταλάβαινε τίποτα, μέχρι που ένιωσε μια σταγονίτσα στον λαιμό της. Άκουσε έναν χαμηλό ρόγχο και κοίταξε κάτω. Και τότε πετάχτηκε από την καρέκλα της και σκόνταψε προς τη μεριά της πόρτας, καθώς την έπιασε ναυτία.

Ο Άντον Μίτετ ξύπνησε. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και αυτός κατάπινε λαίμαργα αέρα. Για μια στιγμή ανοιγόκλεισε τα μάτια του μπερδεμένος, πριν καταφέρει να εστιάσει. Κοίταξε τον λευκό τοίχο εμπρός του. Ήταν ακόμη καθισμένος στην καρέκλα του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο πίσω του. Είχε κοιμηθεί. Εν ώρα υπηρεσίας.

Δεν του είχε ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Σήκωσε το αριστερό του χέρι. Ήταν λες και ζύγιζε είκοσι κιλά. Και γιατί χτυπούσε τόσο γρήγορα η καρδιά του, λες κι είχε τρέξει μίνι μαραθώνιο; Κοίταξε το ρολόι του. Εφτά και τέταρτο. Είχε κοιμηθεί για πάνω από μία ώρα! Πώς έγινε αυτό το πράγμα; Ένιωσε την καρδιά του να ηρεμεί σιγά σιγά. Πρέπει να ήταν το άγχος όλων των προηγούμενων εβδομάδων. Οι βάρδιες, ο καθημερινός ρυθμός του που είχε διαταραχθεί. Η Λάουρα και η Μόνα. Από τι ξύπνησε; Από κάποιον άλλο θόρυβο ίσως; Αφουγκράστηκε. Τίποτα, μονάχα μια τρεμάμενη ησυχία. Και αυτή η απροσδιόριστη μνήμη ενός ονείρου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο εγκέφαλος είχε καταγράψει κάτι το ανησυχητικό. Ήταν όπως τότε που κοιμόταν στο σπίτι τους στο Ντράμεν, δίπλα στο ποτάμι: ήξερε ότι ακριβώς έξω από το παράθυρο περνούσαν βάρκες με τσίτα τους βροντερούς τους κινητήρες, αλλά το μυαλό του δεν κατέγραφε απολύτως τίποτα. Ένα τρίξιμο, όμως, στην πόρτα του υπνοδωματίου και πεταγόταν αμέσως όρθιος. Η Λάουρα έλεγε ότι όλο αυτό άρχισε λίγο μετά την υπόθεση του Ντράμεν, όταν είχαν βρει εκείνον τον νεαρό, τον Ρενέ Καλσνές, δίπλα στο ποτάμι. Έκλεισε τα μάτια του. Τα ξανάνοιξε με μανία. Έλα,

Παναγία μου, πάλι αποκοιμήθηκε! Σηκώθηκε όρθιος. Ένιωσε να ζαλίζεται τόσο πολύ, που ξανακάθισε κάτω. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Τι σόι ομίχλη ήταν αυτή που σκέπαζε τις αισθήσεις του; Κοίταξε κάτω, το άδειο ποτηράκι του καφέ δίπλα στην καρέκλα. Έπρεπε να σηκωθεί, να πάει να φτιάξει έναν διπλό εσπρέσο. Όχι, ρε γαμώτο, είχαν τελειώσει οι κάψουλες. Θα έπρεπε να πάρει τηλέφωνο τη Μόνα και να της πει να του φέρει κάνα ποτήρι καφέ· η βάρδιά της θα άρχιζε σε λίγο. Σήκωσε το τηλέφωνο. Το όνομά της ήταν καταχωρισμένο ως ΓΚΑΜΛΕΜ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΡΙΚΣΧΟΣΠΙΤΑΛ. Μια απλή δικλίδα ασφαλείας σε περίπτωση που η Λάουρα έλεγχε τις καταγεγραμμένες κλήσεις και έβλεπε πολλές προς αυτόν τον αριθμό. Εννοείται ότι τα μηνύματα τα έσβηνε όλα, αμέσως. Ο Άντον Μίτετ θα πατούσε το κουμπί της κλήσης όταν ο εγκέφαλός του κατάφερνε επιτέλους να το βρει. Ο λάθος ήχος. Το τρίξιμο της πόρτας του υπνοδωματίου. Η σιωπή. Ήταν ο ήχος που έλειπε που ήταν λάθος. Ο ήχος του παλμογράφου. Ο Άντον σηκώθηκε με δυσκολία όρθιος. Τρέκλισε προς την πόρτα, όρμησε στο δωμάτιο. Προσπάθησε να διώξει τη θολούρα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του. Κοίταξε την

πράσινη οθόνη που λαμπύριζε. Κοίταξε τη νεκρή, ολόισια γραμμή που τη διέσχιζε. Έτρεξε στο κρεβάτι. Κοίταξε το χλωμό πρόσωπο του άνδρα. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν τρέχοντας στον διάδρομο. Κάποιος συναγερμός πρέπει να είχε χτυπήσει στο γραφείο όταν σταμάτησε ο παλμογράφος να καταγράφει σφυγμούς. Ο Άντον ενστικτωδώς ακούμπησε την παλάμη του στο μέτωπο του άνδρα. Ήταν ακόμη ζεστό. Όμως είχε δει αρκετά πτώματα ώστε να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία. Ο άνδρας ήταν νεκρός.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ————

11

Η

κηδεία του ασθενούς ήταν μια σύντομη, τυπική διαδικασία με ελάχιστους παρισταμένους. Ο πάστορας δεν προσπάθησε καν να υπονοήσει ότι ο άνδρας μες στο φέρετρο υπήρξε αγαπητός σε πολλούς ή ότι είχε ζήσει μια υποδειγματική ζωή ή ότι θα πήγαινε στον παράδεισο. Αναφέρθηκε κατευθείαν στον Ιησού, ο οποίος, όπως ισχυρίστηκε, είχε γλιτώσει το τομάρι των πανταχόθεν αμαρτωλών. Δεν υπήρχαν αρκετοί εθελοντές για να μεταφέρουν το φέρετρο, το οποίο έμεινε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, καθώς ο κόσμος βγήκε έξω, στο χιόνι, μπροστά από την εκκλησία του Βέστρε Άκερ. Οι περισσότεροι εκ των παρευρισκομένων ήταν αστυνομικοί – τέσσερις για την ακρίβεια. Φεύγοντας, μπήκαν στο ίδιο αυτοκίνητο και πήγαν μέχρι το καφέ

Γιουστίσεν, που μόλις είχε ανοίξει και όπου τους περίμενε ένας ψυχολόγος. Χτύπησαν τις μπότες τους στο πάτωμα για να φύγει το χιόνι, παρήγγειλαν μια μπίρα και τέσσερα μπουκαλάκια νερό, που δεν ήταν ούτε καθαρότερο ούτε πιο εύγευστο απ’ το νερό της βρύσης, τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, καταράστηκαν τον νεκρό κατά το έθιμο και ήπιαν. «Πολύ νωρίς έφυγε» είπε ο αρχηγός του Ανθρωποκτονιών Γκούναρ Χάγκεν. «Ε, όχι και τόσο» διαφώνησε η αρχηγός της Σήμανσης Μπέτε Λεν. «Είθε να καψαλιστεί για τα καλά» ευχήθηκε ο κοκκινοτρίχης αξιωματικός της Σήμανσης με το σουέντ σακάκι με το βολάν, ονόματι Μπγιορν Χολμ. «Ως ψυχολόγος διαγιγνώσκω πως έχετε χάσει όλοι πάσα επαφή με τα συναισθήματά σας» παρατήρησε ο Στούλε Άουνε, σηκώνοντας το ποτήρι του με την μπίρα. «Σας ευχαριστούμε, γιατρέ, αλλά η σωστή διάγνωση είναι ότι πάσχουμε από αστυνομία» είπε ο Χάγκεν. «Τη νεκροψία» επισήμανε η Κατρίνε «δεν είμαι και πολύ σίγουρη ότι την κατάλαβα». «Πέθανε από ισχαιμικό επεισόδιο» διευκρίνισε η Μπέτε. «Από εγκεφαλικό. Συμβαίνει». «Μα είχε ξυπνήσει από το κώμα» είπε ο Μπγιορν Χολμ. «Μπορεί να συμβεί στον καθένα μας, οποιαδήποτε

στιγμή» σχολίασε η Μπέτε ανέκφραστα. «Ευχαριστούμε, Μπέτε, γι’ αυτό» είπε ο Χάγκεν χαμογελώντας πλατιά. «Και τώρα που απαλλαχθήκαμε από τον νεκρό, προτείνω να κοιτάξουμε μπροστά». «Η ικανότητα ν’ αντιμετωπίζει κανείς τόσο γρήγορα ένα τραύμα είναι ένδειξη χαμηλής νοημοσύνης» σχολίασε ο Άουνε, πίνοντας μια γουλιά μπίρα. «Έτσι, είπα να το πω κι αυτό». Ο Χάγκεν κοίταξε για μια στιγμή τον ψυχολόγο και συνέχισε: «Νομίζω ότι ήταν σωστό που μαζευτήκαμε εδώ και όχι στο Αρχηγείο τελικά». «Σούπερ. Και γιατί είμαστε λοιπόν εδώ;» ρώτησε ο Μπγιορν Χολμ. «Για να μιλήσουμε για τους φόνους των αστυνομικών». Γύρισε στο πλάι: «Κατρίνε;». Η Κατρίνε Μπρατ έγνεψε καταφατικά. Ξερόβηξε. «Μια σύντομη ανασκόπηση ώστε να ενημερωθεί και ο ψυχολόγος» είπε. «Δύο αστυνομικοί έχουν δολοφονηθεί. Και οι δύο σε τόπους εγκλημάτων τα οποία οι ίδιοι δεν κατάφεραν να εξιχνιάσουν ως υπεύθυνοι της έρευνας. Σε σχέση με τους φόνους των αστυνομικών, δεν έχουμε καθόλου στοιχεία, ούτε υπόπτους, ούτε ενδείξεις σχετικά με το κίνητρο. Σε σχέση με τις αρχικές ανεξιχνίαστες

δολοφονίες, υποθέτουμε ότι είχαν σεξουαλικά κίνητρα. Υπήρξαν ορισμένα στοιχεία, αλλά κανένα δεν οδήγησε σε συγκεκριμένους υπόπτους. Σαφώς και προσήχθησαν διάφοροι για ανάκριση, όμως αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι, είτε επειδή είχαν άλλοθι, είτε επειδή δεν ταίριαζαν με το προφίλ που ψάχναμε. Εντωμεταξύ, όμως, ένας εξ αυτών μοιάζει εκ νέου ύποπτος...» Έβγαλε κάτι από την τσάντα της και το τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι για να βλέπουν όλοι. Ήταν η φωτογραφία ενός άνδρα με το στήθος γυμνό. Η ημερομηνία και ο αριθμός υποδήλωναν ότι ήταν αστυνομική. «Αυτός είναι ο Βαλεντίν Γιέρτσεν. Δράστης σεξουαλικών εγκλημάτων. Κατά ανδρών, γυναικών και παιδιών. Η πρώτη καταγγελία εναντίον του έγινε όταν ήταν δεκαέξι ετών, για την υπόθεση ενός εννιάχρονου κοριτσιού το οποίο είχε εξαπατήσει και είχε ανεβάσει σε μια βάρκα. Την επόμενη χρονιά η γειτόνισσά του τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να τη βιάσει στην αίθουσα των πλυντηρίων». «Και πώς συνδέεται αυτός με το Μαριντάλεν και το Τρίβαν;» ρώτησε ο Μπγιορν Χολμ. «Για την ώρα ταιριάζει με το προφίλ του δράστη, ενώ η γυναίκα που του είχε προσφέρει άλλοθι για τα βράδια των φόνων πρόσφατα ομολόγησε ότι έλεγε ψέματα. Ακολουθούσε, λέει, τις οδηγίες που της είχε δώσει».

«Ο Βαλεντίν τής είπε ότι η αστυνομία προσπαθούσε να τον ενοχοποιήσει» πρόσθεσε η Μπέτε Λεν. «Μάλιστα» είπε ο Χάγκεν. «Αυτό θα μπορούσε όντως ν’ αποτελεί αιτία μίσους απέναντι στην αστυνομία. Εσείς τι λέτε, γιατρέ; Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;» Ο Άουνε ρούφηξε τα χείλια του. «Σαφέστατα. Όμως έχω έναν γενικό κανόνα για ό,τι αφορά θέματα της ανθρώπινης ψυχής: οτιδήποτε είναι δυνατόν είναι και πιθανόν. Για να μη μιλήσω για ένα σωρό πράγματα που μοιάζουν αδύνατα». «Ενώ ο Βαλεντίν εξέτιε την ποινή του για βιασμό ανηλίκου, βίασε και παραμόρφωσε την οδοντίατρο των φυλακών Ίλα. Θεώρησε σίγουρο ότι θα τον εκδικούνταν γι’ αυτό, κι έτσι αποφάσισε πως έπρεπε να αποδράσει. Η απόδραση από τις φυλακές Ίλα δεν είναι και το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο, αλλά ο Βαλεντίν ήθελε να δοθεί η εντύπωση ότι πέθανε, ώστε να μην τον κυνηγήσει κανείς. Σκότωσε λοιπόν έναν συγκρατούμενό του, ονόματι Γιούντας Γιόχανσεν, τον έκανε τόπι στο ξύλο και έκρυψε το σώμα του, κι έτσι, όταν ο Γιόχανσεν δεν εμφανίστηκε τις επόμενες μέρες, κατεγράφη ως εξαφανισθείς. Κατόπιν, υποχρέωσε τον τατουατζή της φυλακής να κοπιάρει το δαιμονικό του τατουάζ στο μοναδικό μέρος του πτώματος που δεν είχε γίνει κιμάς, το στήθος του. Ξεκαθάρισε στον καλλιτέχνη ότι ο

ίδιος και η οικογένειά του θα έπεφταν θύματα βάναυσου και πρόωρου θανάτου αν ποτέ άνοιγε το στόμα του, κι έτσι, το βράδυ της απόδρασης, έντυσε το πτώμα του Γιούντας Γιόχανσεν με τα δικά του ρούχα, το τοποθέτησε στο πάτωμα του κελιού του και άφησε την πόρτα μισάνοιχτη. Το επόμενο πρωί, όταν οι φύλακες βρήκαν το πτώμα του άνδρα, υπέθεσαν ότι ήταν ο Βαλεντίν και κανείς δεν εξεπλάγη. Όλοι λίγο πολύ περίμεναν να δολοφονηθεί κάποια στιγμή ο πιο μισητός κρατούμενος της πτέρυγας. Τους ήταν τόσο οφθαλμοφανές, που δεν τους πέρασε καν απ’ το μυαλό να ελέγξουν τα δακτυλικά αποτυπώματα, πόσο μάλλον να κάνουν τεστ DNA». Σιωπή γύρω από το τραπέζι. Ένας πελάτης μπήκε στο καφέ και πήγε να καθίσει στο διπλανό τραπέζι, όμως μια ματιά του Χάγκεν τον ανάγκασε να τραβηχτεί παραπέρα. «Μας λες λοιπόν ότι ο Βαλεντίν απέδρασε και ζει και βασιλεύει» είπε η Μπέτε Λεν. «Ότι αυτός ευθύνεται για τις αρχικές δολοφονίες καθώς και για τους φόνους των δύο αστυνομικών. Ότι το κίνητρο για τους τελευταίους είναι να εκδικηθεί την αστυνομία, γενικά. Και ότι χρησιμοποίησε τους ίδιους τόπους εγκλημάτων για να διαπράξει τους φόνους των αστυνομικών. Αλλά για ποιον ακριβώς λόγο να θέλει να πάρει εκδίκηση; Επειδή η αστυνομία κάνει τη δουλειά της; Αν είναι έτσι, τότε πολλοί εξ ημών θα είχαν ήδη βρεθεί στα

θυμαράκια». «Δεν νομίζω ότι κυνηγάει γενικά την αστυνομία» είπε η Κατρίνε. «Ο σωφρονιστικός υπάλληλος στην Ίλα με πληροφόρησε ότι τους είχαν επισκεφθεί δύο αστυνομικοί, οι οποίοι μίλησαν με ορισμένους κρατουμένους για τις δολοφονίες των κοριτσιών στο Μαριντάλεν και το Τρίβαν. Μου είπε ότι μίλησαν και σε κατάδικους που βρίσκονταν μέσα για φόνο και, αντί να συλλέξουν πληροφορίες, άφησαν να διαρρεύσουν διάφορα. Είχαν μάλιστα υποδείξει τον Βαλεντίν, λέγοντας πως…» η Κατρίνε προετοιμάστηκε γι’ αυτό που είχε να πει «...πήδαγε πιτσιρίκια». Είδε τους πάντες, ακόμα και την Μπέτε Λεν, να κλονίζονται. Περίεργο που μια φράση μπορεί πολλές φορές να είναι πιο δυνατή και απ’ τα φρικτότερα φωτογραφικά ντοκουμέντα ενός εγκλήματος. «Ε, κι αυτό δεν απέχει και πολύ από θανατική καταδίκη». «Ποιοι ήταν οι δύο αστυνομικοί;» «Ο υπάλληλος στον οποίο μίλησα δεν θυμόταν· και τα ονόματά τους δεν έχουν καταγραφεί πουθενά. Αλλά μπορείτε να φανταστείτε». «Ο Έρλαν Βένεσλα και ο Μπέρτιλ Νίλσεν» είπε ο Μπγιορν Χολμ. «Αρχίζει και διαφαίνεται ένα σχέδιο, ε;» διαπίστωσε ο

Γκούναρ Χάγκεν. «Ο Γιούντας εκτέθηκε στην ίδια, ακραία βία που εξετέθησαν και οι δύο αστυνομικοί. Γιατρέ;» «Σωστά» είπε ο Άουνε. «Οι δολοφόνοι συχνά είναι πλάσματα της συνήθειας, επαναλαμβάνουν δοκιμασμένες μεθόδους». «Μόνο που ο φόνος του Γιούντας είχε έναν συγκεκριμένο σκοπό» επισήμανε η Μπέτε. «Να συγκαλυφθεί η διαφυγή του Βαλεντίν». «Αν τα πράγματα συνέβησαν όντως έτσι» είπε ο Μπγιορν Χολμ «ο κατάδικος με τον οποίο μίλησε η Κατρίνε δεν είναι και ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας του κόσμου». «Όχι» παραδέχθηκε η Κατρίνε. «Αλλά εγώ τον πιστεύω». «Γιατί;» Η Κατρίνε μειδίασε. «Τι έλεγε ο Χάρι; Η διαίσθηση είναι το άθροισμα πολλών, μικρών, αλλά συγκεκριμένων πραγμάτων που ο εγκέφαλος δεν έχει ακόμη κωδικοποιήσει». «Και αν γινόταν εκταφή και ελέγχαμε το πτώμα;» πρότεινε ο Άουνε. «Μαντέψτε». «Αποτεφρώθηκε;» «Ο Βαλεντίν είχε κάνει τη διαθήκη του μία βδομάδα πριν από το συμβάν. Εκεί ανέφερε ότι, αν πέθαινε, το σώμα του έπρεπε να αποτεφρωθεί το συντομότερο δυνατόν». «Κι έκτοτε δεν έχει λάβει νέα του κανείς» είπε ο Χολμ.

«Μέχρι που σκότωσε τους Βένεσλα και Νίλσεν». «Ναι, αυτή την εκδοχή μού παρουσίασε η Κατρίνε» είπε ο Γκούναρ Χάγκεν. «Για την ώρα είναι αμφιλεγόμενη, για να μην πω ολίγον τολμηρή, αλλά εφόσον η ερευνητική μας ομάδα δυσκολεύεται να προχωρήσει προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση, θα ήθελα τουλάχιστον να της δίναμε μια ευκαιρία. Γι’ αυτό σας κάλεσα σήμερα εδώ. Θέλω να δημιουργήσετε μια μικρή, ειδική μονάδα, που θα παρακολουθεί μόνο αυτή την εκδοχή. Με τα υπόλοιπα θα ασχοληθεί η μεγαλύτερη ομάδα. Εάν δεχτείτε να συμμετάσχετε, τότε θα αναφέρεστε σ’ εμένα...» Έβηξε δυνατά και κοφτά, σαν να έπεσε πυροβολισμός. «Και μόνο σ’ εμένα». «Αχά» είπε η Μπέτε. «Αυτό σημαίνει ότι...» «Ναι, σημαίνει ότι θα εργάζεστε με πλήρη μυστικότητα». «Μυστικότητα σε σχέση με ποιον;» ρώτησε ο Μπγιορν Χολμ. «Σε σχέση με όλους» απάντησε ο Χάγκεν. «Όλους πλην εμού». Ο Στούλε Άουνε έβηξε. «Και σε σχέση με ποιον συγκεκριμένα;» Με τον αντίχειρα και τον δείκτη του, ο Χάγκεν τσίμπησε ένα μικρό κομματάκι δέρμα στον λαιμό του. Τα βλέφαρά του

έμοιαζαν βαριά, σαν μιας σαύρας που λιάζεται στον ήλιο. «Με τον Μπέλμαν» εξήγησε η Μπέτε. «Τον αρχηγό της αστυνομίας». Ο Χάγκεν σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Θέλω απλώς αποτελέσματα. Όταν ο Χάρι ήταν μαζί μας, είχαμε επιτυχίες με αυτό το σχήμα των μικρών ανεξάρτητων μονάδων. Όμως ο αρχηγός το απέκλεισε. Θέλει μία, μεγάλη ομάδα. Μόνο που η μεγάλη ομάδα έχει στερέψει από ιδέες και κάπως πρέπει να τον πιάσουμε αυτόν τον δολοφόνο. Αν δεν τα καταφέρουμε, θα γίνει χαμός. Σε περίπτωση αντιπαράθεσης με τον αρχηγό, θα αναλάβω πλήρως την ευθύνη. Θα πω απλώς ότι δεν σας είχα ενημερώσει ότι ο αρχηγός δεν γνώριζε γι’ αυτή τη μικρή μονάδα. Από την άλλη, καταλαβαίνω τη θέση στην οποία σας φέρνω, οπότε είναι καθαρά δικό σας θέμα αν θελήσετε να συμμετάσχετε». Η Κατρίνε παρατήρησε ότι το βλέμμα της –όπως και των υπολοίπων– στράφηκε προς την Μπέτε Λεν. Η πραγματική απόφαση ήταν δική της. Αν έλεγε ναι, τότε θ’ ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι. Αν όχι... «Αυτό το δαιμονικό πρόσωπο στο στέρνο του» είπε η Μπέτε. Είχε σηκώσει απ’ το τραπέζι τη φωτογραφία και την παρατηρούσε. «Μοιάζει λες και θέλει να ξεφύγει. Από τη φυλακή. Απ’ το σώμα του. Απ’ το κεφάλι του. Σαν τον Χιονάνθρωπο. Ίσως είναι ένας από αυτούς». Σήκωσε το

κεφάλι της. Ένα κοφτό μειδίαμα. «Είμαι μέσα». Ο Χάγκεν κοίταξε τους υπόλοιπους. Σύντομα, καταφατικά νεύματα στη σειρά. «Ωραία» είπε ο Χάγκεν. «Εγώ θα συνεχίσω να ηγούμαι της μεγάλης ερευνητικής ομάδας, όπως και πριν, και η Κατρίνε θα είναι η επίσημη αρχηγός αυτής της μικρής μονάδας. Αφού υπάγεται στο Α.Τ. του Μπέργκεν και στην περιφέρεια του Χόρνταλαν, επισήμως δεν χρειάζεται να δίνετε αναφορά στον αρχηγό της αστυνομίας του Όσλο». «Δουλεύουμε για το Μπέργκεν!» είπε η Μπέτε. «Γιατί όχι; Στην υγειά του Μπέργκεν, φίλοι μου!» Σήκωσαν τα ποτήρια τους.

Ψιχάλιζε καθώς στέκονταν στο πεζοδρόμιο έξω από το καφέ Γιουστίσεν. Μύριζε αμμοχάλικο, λάδι και άσφαλτος. «Επιτρέψτε μου να επωφεληθώ της ευκαιρίας και να σας ευχαριστήσω όλους που με καλέσατε πίσω» δήλωσε ο Στούλε Άουνε, κουμπώνοντας την Μπέρμπερι καμπαρντίνα του. «Οι αδιάφθοροι ξαναχτυπούν» χαμογέλασε η Κατρίνε. «Σαν τον παλιό καλό καιρό» σχολίασε ο Μπγιορν, χαϊδεύο​ντας ευχαριστημένος την κοιλιά του. «Σχεδόν» είπε η Μπέτε. «Λείπει ένας».

«Ε!» είπε ο Χάγκεν. «Αποφασίσαμε ότι δεν θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτόν. Έφυγε και αυτό είναι όλο». «Ποτέ δεν θα φύγει εντελώς, Γκούναρ». Ο Χάγκεν αναστέναξε. Γύρισε και κοίταξε τον ουρανό. Ανασήκωσε τους ώμους του. «Μπορεί και όχι. Υπήρχε μια φοιτήτρια της Ακαδημίας που έκανε βάρδιες στο Ρικσχοσπιτάλ. Με ρώτησε αν ο Χάρι Χόλε δεν κατάφερε ποτέ να λύσει κάποια υπόθεση. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν απλώς περίεργη, γιατί είχε μελετήσει κάποια από τις υποθέσεις του. Της απάντησα ότι η υπόθεση του Γκούστο Χάνσεν στην πραγματικότητα δεν εξιχνιάστηκε ποτέ. Και σήμερα άκουσα τη γραμματέα μου να λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από την Αστυνομική Ακαδημία: ζητούσαν αντίγραφα του φακέλου της υπόθεσης». Ο Χάγκεν χαμογέλασε μελαγχολικά. «Ίσως έχει αρχίσει ήδη και γίνεται θρύλος». «Τον Χάρι θα τον θυμούνται πάντα» είπε ο Μπγιορν Χολμ. «Αξεπέραστος, απαράμιλλος». «Ίσως» είπε η Μπέτε. «Αλλά έχουμε τέσσερις ανθρώπους εδώ πέρα που δεν απέχουν και πολύ από αυτόν. Σωστά;» Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Έγνεψαν καταφατικά. Χαιρετήθηκαν με θερμές χειραψίες και πήρε ο καθένας τον δρόμο του.

12

O

Mίκαελ Μπέλμαν κοίταξε τη φιγούρα πάνω από τη διόπτρα του όπλου του. Σφάλισε το ένα μάτι και πίεσε αργά τη σκανδάλη, ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς του. Ήρεμοι αλλά βαριοί· ένιωσε το αίμα να ρέει με δύναμη στα χέρια του. Η φιγούρα ήταν ακίνητη, όμως εκείνος ένιωθε ότι κινούνταν. Άφησε τη σκανδάλη, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναεστίασε. Κοίταξε τη φιγούρα μέσα από τη διόπτρα. Τράβηξε. Είδε τη φιγούρα να συσπάται. Όπως έπρεπε. Νεκρή. Ο Μίκαελ Μπέλμαν ήξερε ότι την είχε πετύχει στο κεφάλι. «Φέρε το πτώμα να κάνουμε νεκροψία» φώναξε, κατεβάζοντας το Χέκλερ & Κοχ P30L του. Έβγαλε τη μάσκα και τις ωτοασπίδες. Άκουσε το ηλεκτρικό βούισμα, τα καλώδια που τραγουδούσαν και είδε τη φιγούρα να τους πλησιάζει χορεύο​ντας. Σταμάτησε μισό μέτρο μπροστά του.

«Ωραία» είπε ο Τρουλς Μπέρντσεν, αφήνοντας τον διακόπτη. Το βούισμα έπαψε. «Καθόλου άσχημα» είπε ο Μίκαελ, κοιτάζοντας προσεκτικά τον χάρτινο στόχο με τις οπές στο κεφάλι και στο στέρνο. Έγνεψε προς τη μεριά του ακέφαλου στόχου στον διπλανό διάδρομο. «Αλλά καμία σχέση μ’ εσένα». «Αρκετά καλά ώστε να περάσεις το τεστ. Άκουσα ότι 10,2% απέτυχαν φέτος». Με έμπειρα χέρια, ο Τρουλς αντικατέστησε τον χάρτινο στόχο του, πάτησε τον διακόπτη και μια νέα φιγούρα εμφανίστηκε τραγουδώντας. Σταμάτησε στην κατάστικτη πράσινη μεταλλική επιφάνεια είκοσι μέτρα μακριά τους. Ο Μίκαελ άκουσε σιγανά γυναικεία γέλια από τους διπλανούς διαδρόμους. Είδε δυο νεαρές γυναίκες να πλησιάζουν τα κεφάλια τους και να κοιτάζουν προς το μέρος τους. Μάλλον φοιτήτριες της Ακαδημίας που τον είχαν αναγνωρίσει. Κάθε ήχος εδώ μέσα είχε τη δική του συχνότητα· ακόμα και πάνω από τους πυροβολισμούς, ο Μίκαελ μπορούσε να διακρίνει το χαρτί να μαστιγώνεται και τη σφαίρα να χτυπά πάνω στη μεταλλική πλάκα. Και ύστερα το μικρό μεταλλικό κλικ καθώς η σφαίρα έπεφτε στο κουτί με τους πεπιε​σμένους κάλυκες, κάτω από τον στόχο. «Στην πράξη δηλαδή, πάνω από το 10% του Σώματος αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή τους άλλους. Τι έχει να πει για όλο αυτό ο αρχηγός;»

«Δεν μπορούν να προπονούνται όλοι σαν κι εσένα, Τρουλς». «Εννοείς ότι δεν έχουν όλοι τόσο χρόνο για χάσιμο;» O Μίκαελ κοίταξε τον υφιστάμενο και παιδικό του φίλο, καθώς εκείνος ξέσπασε στον γνωστό εκνευριστικό του βρυχηθμό. Κοίταξε τα στραβά δόντια, τα οποία οι γονείς του δεν θεώρησαν ποτέ σκόπιμο να φτιάξουν, τα κόκκινα ούλα του. Τα πάντα έμοιαζαν ίδια, όμως κάτι είχε αλλάξει. Ίσως να ήταν μονάχα το πρόσφατο κούρεμά του. Ή μήπως ήταν το γεγονός ότι τέθηκε σε διαθεσιμότητα; Κάτι τέτοια επηρεάζουν ακόμα και ανθρώπους που δεν θα τους έλεγες ευαίσθητους. Ίσως κυρίως αυτούς, μάλιστα, που τα κρατάνε όλα μέσα τους, κρυμμένα, ελπίζοντας ότι θα ξεθυμάνουν με τον καιρό. Κάτι τέτοιοι λύγιζαν στο τέλος και έσπαγαν· φύτευαν μια σφαίρα στο κεφάλι τους. Μόνο που ο Τρουλς έμοιαζε ευχαριστημένος. Γελούσε. Ο Μίκαελ του είχε πει κάποτε ότι το γέλιο του πανικόβαλλε τους ανθρώπους. Γιατί δεν προσπαθούσε να το αλλάξει; Να εξασκηθεί και ν’ αποκτήσει ένα πιο φυσιολογικό, πιο ευχάριστο γέλιο; Ο Τρουλς είχε σκάσει στα γέλια ακόμα πιο δυνατά. Και έδειχνε με το δάχτυλό του τον Μίκαελ. Λέξη δεν είχε πει, μόνο έδειχνε τον φίλο του με το δάχτυλο και γελούσε με αυτό το τρομερό διακεκομμένο του ρουθούνισμα.

«Δεν θα με ρωτήσεις;» είπε ο Τρουλς γεμίζοντας το όπλο του. «Για ποιο πράγμα;» «Για τα λεφτά στον λογαριασμό μου». Ο Μίκαελ στηρίχτηκε στο άλλο του πόδι. «Γι’ αυτό με κάλεσες εδώ; Για να σε ρωτήσω;» «Δεν θες να μάθεις πώς έφτασαν τα χρήματα ως εκεί;» «Γιατί να κάνω ολόκληρη φασαρία τώρα;» «Γιατί είσαι ο αρχηγός». «Και εσύ αποφάσισες να μην πεις τίποτα. Βλακεία σου, αλλά το σέβομαι». «Σοβαρά;» Ο Τρουλς έσπρωξε τον γεμιστήρα στη θέση του. «Ή μήπως θες να μ’ αφήσεις ήσυχο γιατί ήδη ξέρεις από πού προέρχονται, Μίκαελ;» Ο Μπέλμαν κοίταξε τον παιδικό του φίλο. Το κατάλαβε τώρα, τι είχε αλλάξει. Το αρρωστημένο βλέμμα του. Το βλέμμα που είχε όταν ήταν παιδί, όταν θύμωνε, όταν τα μεγαλύτερα παιδιά στο Μάνγκλερουντ απειλούσαν να σπάσουν στο ξύλο τον ομορφούλη εξυπνάκια που είχε ρίξει την Ούλα και πήγαινε ύστερα και κρυβόταν πίσω από τον Τρουλς. Εξαπέλυε πάνω τους την ύαινα, την ψωριάρικη, ταλαίπωρη ύαινα που είχε φάει ήδη τόσο ξύλο, που λίγο παραπάνω δεν θα την πείραζε. Τελικά, τα μεγαλύτερα παιδιά κατάλαβαν ότι δεν συνέφερε να τον σπάνε στο ξύλο. Αυτοί

πονούσαν στο τέλος παραπάνω από κείνον: ο Τρουλς αποκτούσε αυτή τη λάμψη στο βλέμμα του –τη λάμψη της ύαινας– και τότε, δεν πα να πέθαινε, έτσι και έχωνε τα δόντια του στο χέρι σου, δεν σ’ άφηνε με τίποτα. Με τίποτα όμως. Κλείδωνε τα σαγόνια του και έμενε εκεί, μέχρι να λυγίσεις ή να τον τραβήξουν με το ζόρι από πάνω σου. Αργότερα ο Μίκαελ ξανάβλεπε αυτό το βλέμμα πού και πού. Πιο πρόσφατα, σε αυτή την υπόθεση με την αδερφή, στο λεβητοστάσιο· και επίσης όταν αναγκάστηκε να τον πληροφορήσει ότι είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα. Τώρα όμως η λάμψη στο βλέμμα του ήταν μόνιμη –αυτό είχε αλλάξει–, λες κι ο Τρουλς είχε συνεχώς πυρετό. Ο Μίκαελ κούνησε αργά το κεφάλι του, δύσπιστα. «Τι ’ναι αυτά που λες, Τρουλς;» «Ίσως τα χρήματα να ήρθαν εμμέσως από σένα. Ίσως να με πλήρωνες ανέκαθεν. Ίσως εσύ να οδήγησες τον Ασάγιεφ σ’ εμένα». «Νομίζω ότι εισέπνευσες πάρα πολύ μπαρούτι, Τρουλς. Ποτέ μου δεν είχα πάρε δώσε με τον Ασάγιεφ». «Ίσως να ρωτήσουμε τον ίδιο;» «Ο Ρούντολφ Ασάγιεφ είναι νεκρός, Τρουλς». «Ω, τι βολικό! Όλοι όσοι θα μπορούσαν να μιλήσουν έχουν αποδημήσει εις Κύριον».

Όλοι, σκέφτηκε ο Μίκαελ Μπέλμαν, εκτός από σένα. «Εκτός από μένα» χαμογέλασε πλατιά ο Τρουλς. «Πρέπει να φύγω» είπε ο Μίκαελ, τραβώντας προς τα κάτω τον χάρτινο στόχο του και διπλώνοντάς τον. «Α, σωστά» σχολίασε ο Τρουλς. «Το ραντεβού της Τετάρτης». Ο Μίκαελ κοκάλωσε. «Τι είπες;» «Θυμάμαι που πάντα έφευγες από το γραφείο τέτοια ώρα τις Τετάρτες». Ο Μίκαελ τον παρατήρησε. Ήταν πολύ περίεργο: ήξερε τον Τρουλς Μπέρντσεν τριάντα χρόνια και ακόμη δεν ήταν σίγουρος αν ήταν πολύ έξυπνος ή πολύ βλάκας. «Μάλιστα. Επίτρεψέ μου όμως να σου πω ότι καλά θα κάνεις να κρατήσεις τέτοιου είδους σκέψεις για τον εαυτό σου. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, εσύ θα χάσεις, Τρουλς. Ίσως θα ήταν καλύτερο να μη μου λες και πολλά πολλά. Θα βρισκόμουν σε δύσκολη θέση έτσι και με καλούσαν για μάρτυρα. Κατάλαβες;» Όμως ο Τρουλς είχε φορέσει ήδη τις ωτοασπίδες του και είχε γυρίσει προς τον στόχο. Τα μάτια του εστίαζαν πίσω από τη μάσκα. Μια λάμψη. Δυο. Τρεις. Το όπλο έμοιαζε να θέλει να ξεφύγει, αλλά ο Τρουλς το κρατούσε σφιχτά. Σαν ύαινα. Στο πάρκινγκ ο Μίκαελ ένιωσε το κινητό του να δονείται μες στην τσέπη.

Ήταν η Ούλα. «Μίλησες με τους ανθρώπους απ’ την απεντόμωση;» «Ναι» είπε ο Μίκαελ, που ούτε καν το είχε θυμηθεί, πόσο μάλιστα είχε μιλήσει μαζί τους. «Και τι είπαν;» «Είπαν ότι η μυρωδιά που νομίζεις ότι προέρχεται από τη βεράντα μπορεί να είναι κάλλιστα κάποιο νεκρό ποντίκι ή κάποιος αρουραίος. Αλλά αφού είναι μπετόν, δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά. Ό,τι κι αν είναι, θα σαπίσει και η μυρωδιά θα φύγει μόνη της. Μας συμβούλεψαν να μην γκρεμίσουμε τη βεράντα, εντάξει;» «Έπρεπε να είχες φέρει επαγγελματίες να τη φτιάξουν, όχι τον Τρουλς». «Μα πήγε και την έκανε τη νύχτα, χωρίς να με ρωτήσει. Σ’ το έχω ξαναπεί. Πού είσαι, αγάπη μου;» «Έχω βγει να συναντήσω μια φίλη. Θα έρθεις για βραδινό;» «Ναι, ναι. Και μην ανησυχείς για τη βεράντα. Εντάξει, αγάπη μου;» «Εντάξει». Ο Μίκαελ έκλεισε το τηλέφωνο. Είχε πει «αγάπη μου» δυο φορές, δηλαδή μία παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε: ακούστηκε ψεύτικο. Έβαλε μπρος το αμάξι, πάτησε το γκάζι, άφησε τον

συμπλέκτη και ένιωσε την υπέροχη πίεση του μαξιλαριού στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, καθώς το ολοκαίνουργιο Άουντι τινάχτηκε και διέσχισε το ανοιχτό πάρκινγκ. Έφερε στον νου του την Ιζαμπέλε. Την ένιωσε. Ένιωσε το αίμα του να σφυροκοπάει. Και ύστερα σκέφτηκε το παράδοξο της υπόθεσης: όχι, δεν είχε πει ψέματα. Ποτέ δεν ένιωθε την αγάπη του για την Ούλα τόσο έντονη, όσο όταν πήγαινε να πηδήξει μιαν άλλη γυναίκα.

Ο Άντον Μίτετ καθόταν στη βεράντα. Με τα μάτια κλειστά, ένιωθε τον ήλιο να του ζεσταίνει το δέρμα. Σχεδόν. Η άνοιξη πάλευε, ωστόσο ο χειμώνας είχε ακόμη το πάνω χέρι. Άνοιξε τα μάτια του και το βλέμμα του ξανάπεσε στο γράμμα πάνω στο τραπέζι, δίπλα του. Η σφραγίδα του ΕΣΥ του Ντράμεν τυπωμένη στα μπλε. Ήξερε τι ήταν· ήταν τα αποτελέσματα των αιματολογικών του εξετάσεων. Ήθελε να το σχίσει, να το ανοίξει, μα το ανέβαλε και πάλι, κοιτάζοντας ξανά προς τη μεριά του ποταμού Ντράμεν. Όταν είχαν δει το προσπέκτους για τα καινούργια διαμερίσματα στο Ελβεπάρκεν, στα δυτικά του Οσίντεν, δεν δίστασαν. Τα παιδιά είχαν φύγει από το σπίτι και το συμμάζεμα του κήπου και η διατήρηση του παλιού τεράστιου ξύλινου σπιτιού που είχαν κληρονομήσει από τους

γονείς της Λάουρα στο Κόνεριντ γίνονταν ολοένα και πιο δύσκολα κάθε χρονιά που περνούσε. Η ιδέα ήταν η εξής: θα πουλούσαν το σπίτι με τον κήπο και θ’ αγόραζαν ένα σύγχρονο, άνετο διαμέρισμα, κι έτσι θα εξοικονομούσαν χρόνο και χρήματα γι’ αυτό που ανέκαθεν έλεγαν να κάνουν: να ταξιδέψουν μαζί. Σε χώρες εξωτικές. Να βιώσουν όσες εμπειρίες είχε ακόμη να τους προσφέρει αυτή η σύντομη ζωή πάνω στη Γη. Γιατί λοιπόν δεν είχαν ταξιδέψει από τότε που μετακόμισαν; Γιατί το ανέβαλλαν κι αυτό; Ο Άντον ίσιωσε τα γυαλιά ηλίου του, έσπρωξε το γράμμα παραπέρα. Έβγαλε το κινητό του απ’ τη μεγάλη τσέπη του παντελονιού του. Μήπως έφταιγε η καθημερινή ζωή, που ήταν τόσο αγχώδης, με τις μέρες να έρχονται και να φεύγουν ξανά και ξανά; Μήπως έφταιγε η θέα του ποταμού Ντράμεν, που ήταν τόσο ευλογημένα καταπραϋντική; Μήπως φοβόντουσαν το γεγονός ότι θα περνούσαν τόσο χρόνο μαζί και το τι θα αποκάλυπτε αυτό για τους δυο τους, για τον γάμο τους; Ή μήπως έφταιγε η Υπόθεση, η Πτώση, που του είχε στερήσει την ενέργειά του, την πρωτοβουλία του, αφήνοντάς τον σε μια κατάσταση όπου η καθημερινή ρουτίνα έμοιαζε ως η μοναδική διέξοδος από την ολική κατάρρευση; Και ύστερα, εμφανίστηκε η Μόνα...

Ο Άντον κοίταξε την οθόνη του κινητού. ΓΚΑΜΛΕΜ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΡΙΚΣΧΟΣΠΙΤΑΛ. Τρεις επιλογές από κάτω: κλήση, αποστολή μηνύματος, επεξεργασία. Επεξεργασία: και η ζωή θα έπρεπε να ’χει τέτοιο πλήκτρο. Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα! Θα ενημέρωνε για το κλομπ. Δεν θα προσκαλούσε τη Μόνα για καφέ. Δεν θα κοιμόταν εν ώρα εργασίας. Αυτός όμως κοιμήθηκε. Κοιμήθηκε ενώ είχε βάρδια, πάνω σε μια σκληρή ξύλινη καρέκλα. Ποιος, αυτός, που συνήθως δεινοπαθούσε μέχρι να τον πάρει ο ύπνος στο ίδιο του το κρεβάτι, έπειτα από μια κουραστική μέρα. Ήταν ακατανόητο. Περιφερόταν, μάλιστα, ζαλισμένος για αρκετή ώρα. Ακόμα και το νεκρό πρόσωπο του άνδρα και ο χαμός που ακολούθησε δεν είχαν καταφέρει να τον ξυπνήσουν· στεκόταν ακίνητος, σαν ζόμπι, με το μυαλό του ομιχλώδες, ανίκανος να κάνει οτιδήποτε ή ν’ απαντήσει ξεκάθαρα σε ερωτήσεις. Όχι ότι ο ασθενής θα είχε απαραιτήτως σωθεί αν δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Η νεκροψία δεν απέδειξε τίποτα, ενδεχομένως και να πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Άντον όμως ήξερε: δεν είχε κάνει καλά τη δουλειά του. Όχι ότι θα το μάθαινε ποτέ κανείς, τσιμουδιά δεν είχε βγάλει. Ήξερε όμως. Ήξερε ότι είχε

αποτύχει ξανά. Ο Άντον Μίτετ κοίταξε τα πλήκτρα στο κινητό. Κλήση. Αποστολή μηνύματος. Επεξεργασία. Είχε έρθει η ώρα. Η ώρα να κάνει επιτέλους κάτι. Κάτι σωστό. Κάν’ το. Μην το αναβάλλεις. Πάτησε επεξεργασία. Εμφανίστηκαν νέες επιλογές. Διάλεξε. Διάλεξε σωστά. Διαγραφή. Και ύστερα πήρε τον φάκελο και τον άνοιξε με μανία. Έβγαλε το γράμμα και το διάβασε. Είχε πάει στο Κέντρο Υγείας νωρίς νωρίς το επόμενο πρωί, μετά τον θάνατο του ασθενούς. Τους εξήγησε ότι ήταν αστυνομικός, ότι πήγαινε στη δουλειά του και ότι είχε πάρει ένα χάπι χωρίς να ξέρει τι περιείχε, ότι ένιωθε περίεργα και ανησυχούσε για τυχόν παρενέργειες. Στην αρχή ο γιατρός ήθελε να τον βάλει μέσα, αλλά ο Άντον επέμενε να του πάρουν απλώς αίμα. Το βλέμμα του γλίστρησε πάνω στις γραμμές. Δεν καταλάβαινε όλες τις λέξεις και τα ονόματα ή τις αριθμητικές τιμές δίπλα τους, όμως ο γιατρός είχε προσθέσει δύο επεξηγηματικές φράσεις στο τέλος της σύντομης επιστολής: ...Η νιτραζεπάμη είναι συστατικό ισχυρών ηρεμιστικών. ΜΗΝ ΞΑΝΑΠΑΡΕΤΕ αυτά τα χάπια χωρίς να συμβουλευτείτε πρώτα τον γιατρό σας. Ο Άντον έκλεισε τα μάτια του και ρούφηξε αέρα μέσα από σφιγμένα δόντια.

Σκατά. Οι υποψίες του είχαν επαληθευτεί. Τον είχαν ναρκώσει. Κάποιος τον είχε ναρκώσει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ήξερε και πώς: ο καφές. Ο θόρυβος στον διάδρομο. Το κουτί που είχε μέσα μόνο μία κάψουλα. Είχε αναρωτηθεί αν το καπάκι ήταν τρυπημένο. Κάποιος πρέπει να έριξε το ναρκωτικό μες στην κάψουλα με μια σύριγγα. Και ύστερα το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει τον Άντον να πάει να φτιάξει το υπνωτικό του: εσπρέσο με νιτραζεπάμη. Είπαν ότι ο ασθενής είχε πεθάνει από φυσικά αίτια. Ή, καλύτερα, δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι είχε συμβεί κάποιο έγκλημα. Αλλά ένα μεγάλο μέρος του πορίσματός τους βασιζόταν στην κατάθεση του Άντον, ότι κανείς δεν είχε έρθει να δει τον ασθενή μετά την επίσκεψη του γιατρού, δυο ώρες πριν σταματήσει να χτυπάει η καρδιά του. Ο Άντον ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να το αναφέρει. Τώρα. Σήκωσε το τηλέφωνο. Έπρεπε ν’ αναφέρει την γκάφα του. Να εξηγήσει γιατί δεν τους είχε πει μια κι έξω ότι τον είχε πάρει ο ύπνος. Κοίταξε την οθόνη. Αυτή τη φορά ούτε ο Γκούναρ Χάγκεν δεν θα τον γλίτωνε. Άφησε το τηλέφωνο. Θα έπαιρνε, κάποια στιγμή. Απλώς όχι τώρα.

Ο Μίκαελ Μπέλμαν έφτιαξε τη γραβάτα του στον καθρέφτη.

«Ήσουν πολύ καλός σήμερα» ακούστηκε μια φωνή απ’ το κρεβάτι. Ο Μίκαελ ήξερε ότι ήταν αλήθεια. Κοίταξε πίσω του την Ιζαμπέλε Σκέγιεν να σηκώνεται και να φοράει το καλσόν της. «Μήπως επειδή πέθανε;» Σκέπασε το πάπλωμα μ’ ένα κάλυμμα από δέρμα τάρανδου. Πάνω από τον καθρέφτη κρεμόταν ένα εντυπωσιακό ζευγάρι κέρατα και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με πίνακες λαπώνων καλλιτεχνών. Σ’ αυτή την πτέρυγα του ξενοδοχείου τα δωμάτια ήταν σχεδιασμένα από γυναίκες καλλιτέχνιδες και έφεραν τα ονόματά τους. To δικό τους δωμάτιο είχε το όνομα μιας τραγουδίστριας των γιόικ, των παραδοσιακών λαπωνικών τραγουδιών. Το μόνο πρόβλημα του δωματίου ήταν ότι κάτι ιάπωνες τουρίστες είχαν κλέψει τα κέρατα του αγριοκάτσικου, πιστεύοντας ότι το εκχύλισμά τους είχε εκπληκτικά αποτελέσματα για τη λίμπιντο. Τις δύο τελευταίες φορές είχε περάσει και απ’ το μυαλό του Μίκαελ να κάνει κάτι αντίστοιχο. Αλλά όχι σήμερα. Ίσως η Ιζαμπέλε να είχε δίκιο, ίσως ήταν ανακουφισμένος που ο ασθενής είχε επιτέλους πεθάνει. «Δεν θέλω να ξέρω πώς συνέβη» είπε ο Μίκαελ. «Δεν θα μπορούσα να σου πω έτσι κι αλλιώς». Φόρεσε τη φούστα της. «Ας μην το συζητήσουμε».

Ήρθε και στάθηκε πλάι του. Τον δάγκωσε στον λαιμό. «Μη δείχνεις τόσο ανήσυχος». Χαχάνισε. «Η ζωή είναι ένα παιχνίδι». «Για σένα, ίσως. Εγώ εξακολουθώ να πρέπει να εξιχνιάσω εκείνους τους δύο γαμημένους φόνους». «Ναι, αλλά δεν χρειάζεσαι τις ψήφους του κοσμάκη. Εγώ τις χρειάζομαι. Με βλέπεις ν’ ανησυχώ;» Ο Μίκαελ ανασήκωσε τους ώμους του. Άπλωσε το χέρι να πάρει το σακάκι του. «Θα φύγεις πρώτη;» Χαμογέλασε καθώς εκείνη του έδωσε μια απαλή φάπα στο κεφάλι. Άκουσε τα τακούνια της να προχωρούν προς την πόρτα. «Ίσως να μην μπορώ την επόμενη Τετάρτη» του είπε. «Μεταφέρθηκε το διοικητικό συμβούλιο». «Κανένα πρόβλημα» είπε εκείνος, παρατηρώντας την αλήθεια των λέξεών του: όντως, κανένα πρόβλημα. Ούτε καν. Στην πραγματικότητα ένιωθε ανακούφιση. Αυτό ακριβώς. Εκείνη σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. Αφουγκράστηκε για να σιγουρευτεί ότι ο διάδρομος ήταν άδειος. «Μ’ αγαπάς;» Ο Μίκαελ άνοιξε το στόμα του. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Είδε τη μαύρη τρύπα στη μέση του προσώπου

του, απ’ όπου δεν βγήκε κανένας ήχος. Την άκουσε να γελά χαμηλόφωνα. «Αστειεύομαι» ψιθύρισε. «Φοβήθηκες; Δέκα λεπτά». Η πόρτα άνοιξε και έκλεισε απαλά πίσω της. Η συμφωνία ήταν ότι ο δεύτερος θα περίμενε δέκα λεπτά πριν φύγει από το δωμάτιο. Ο Μίκαελ δεν θυμόταν αν η ιδέα ήταν δική του ή δική της. Φοβόντουσαν μήπως πέσουν πάνω σε κανέναν περίεργο δημοσιογράφο ή κάποιον γνωστό τους στη ρεσεψιόν, αλλά μέχρι τώρα δεν είχε συμβεί τίποτα τέτοιο. Ο Μίκαελ έβγαλε τη χτένα του και χτενίστηκε. Τα μαλλιά του ήταν λίγο πιο μακριά απ’ ό,τι θα ’πρεπε. Οι άκρες τους ήταν ακόμη υγρές μετά το ντους. Η Ιζαμπέλε δεν έκανε ποτέ μπάνιο αφότου είχαν κάνει έρωτα· έλεγε ότι της άρεσε να περιφέρεται έχοντας τη μυρωδιά του πάνω της όλη μέρα. Κοίταξε το ρολόι του. Τα πάντα είχαν πάει μια χαρά σήμερα. Ούτε τον Γκούστο είχε χρειαστεί να σκεφτεί, ούτε τίποτα. Μάλιστα, το είχε τραβήξει και σε διάρκεια. Τόσο πολύ, δε, που αν περίμενε εδώ μέσα για δέκα ολόκληρα λεπτά θ’ αργούσε στη συνάντηση με τον επικεφαλής του Συμβουλίου Επιτρόπων του Δήμου.

Η Ούλα Μπέλμαν κοίταξε το ρολόι της. Ήταν μάρκας Μοβάντο, μοντέλο του 1947, δώρο του Μίκαελ για την

επέτειό τους. Είχαν περάσει είκοσι λεπτά. Ακούμπησε πίσω στην πολυθρόνα της και κοίταξε τριγύρω στο λόμπι. Αναρωτήθηκε αν θα τον αναγνώριζε. Εδώ που τα λέμε, είχαν συναντηθεί δυο φορές όλες κι όλες. Τη μία όταν της είχε κρατήσει την πόρτα ενώ πήγαιναν και οι δύο να δουν τον Μίκαελ στο Α.Τ. του Στόβνερ. Της είχε συστηθεί. Ήταν ένας γοητευτικός, χαμογελαστός Νορβηγός από τον βορρά. Τη δεύτερη φορά, σ’ ένα χριστουγεννιάτικο γεύμα στο Στόβνερ· είχαν χορέψει και την είχε σφίξει πάνω του λίγο παραπάνω απ’ ό,τι θα έπρεπε. Όχι ότι την είχε πειράξει, ένα αθώο φλερτ ήταν, μια όμορφη επιβεβαίωση. Και εν πάση περιπτώσει, ο Μίκαελ βρισκόταν κάπου στο δωμάτιο και οι υπόλοιπες γυναίκες χόρευαν επίσης με καβαλιέρους που δεν ήταν οι σύζυγοί τους. Υπήρχε, δε, και κάποιος άλλος, πλην του Μίκαελ, που την ακολουθούσε με το άγρυπνο βλέμμα του. Στεκόταν στην πίστα μ’ ένα ποτό στο χέρι. Ο Τρουλς Μπέρντσεν. Η Ούλα τον είχε ρωτήσει μετά αν θα ήθελε να χορέψουν, αλλά ο Τρουλς είχε χαμογελάσει και είχε αρνηθεί. Δεν ήταν του χορού, της είχε πει. Ρούναρ. Είχε ξεχάσει ότι τον έλεγαν έτσι. Δεν είχε νέα του, ούτε τον είχε δει έκτοτε. Μέχρι που την πήρε τηλέφωνο και της ζήτησε να συναντηθούν εδώ σήμερα. Της υπενθύμισε το όνομά του: Ρούναρ. Στην αρχή εκείνη αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι δεν είχε ώρα, μα εκείνος επέμενε ότι είχε κάτι

σημαντικό να της πει. Η φωνή του ήταν περίεργα παραμορφωμένη· η Ούλα δεν τη θυμόταν έτσι, αλλά ίσως να έφταιγε κάποιο παράξενο μείγμα βόρειας και ανατολικής προφοράς: συνέβαινε συχνά στους ανθρώπους από την επαρχία, αφού είχαν ζήσει μερικά χρόνια στο Όσλο. Του είχε απαντήσει, λοιπόν, θετικά· θα μπορούσαν όντως να συναντηθούν για έναν γρήγορο καφέ – θα κατέβαινε στο κέντρο έτσι κι αλλιώς σήμερα. Ψέματα. Όπως και η απάντηση που είχε δώσει στον Μίκαελ όταν τη ρώτησε πού ήταν: είχε πει ότι πήγαινε να συναντήσει μια φίλη της. Δεν είχε σκοπό να πει ψέματα, αλλά η ερώτηση της ήρθε απότομα. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να είχε πει στον Μίκαελ πως θα πήγαινε για καφέ με έναν πρώην συνάδελφό του. Γιατί δεν του το είπε; Μήπως επειδή υποπτευόταν ότι θα μιλούσαν για κάτι που είχε σχέση με τον Μίκαελ; Το ’χε ήδη μετανιώσει που ήρθε μέχρι εδώ. Κοίταξε το ρολόι της. Παρατήρησε τον υπάλληλο της ρεσεψιόν να την κοιτάζει μια δυο φορές. Είχε βγάλει το παλτό της· από κάτω φορούσε παντελόνι και πουλόβερ, που τόνιζαν τη λεπτή της σιλουέτα. Δεν κατέβαινε συχνά στο κέντρο, κι έτσι είχε προσέξει λίγο παραπάνω το μακιγιάζ της και τα ξανθά, μακριά της μαλλιά, που κάποτε έκαναν τα αγόρια στο Μάνγκλερουντ να την προσπερνούν για να διαπιστώσουν αν από μπροστά

εκπλήρωνε τις υποσχέσεις που έταζε όπισθεν. Από τα πρόσωπά τους καταλάβαινε πως ναι, επιτέλους. Ο πατέρας του Μίκαελ της είχε πει κάποτε ότι έμοιαζε με την ομορφούλα από τους The Mamas & The Papas, αλλά η Ούλα δεν ήξερε ποια ήταν αυτή, ούτε προσπάθησε ποτέ να μάθει. Γύρισε και κοίταξε προς την έξοδο. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έμπαιναν μέσα, όμως κανείς τους δεν ήταν ο άνδρας που περίμενε, ο άνδρας με το έντονο βλέμμα. Άκουσε το υπόκωφο κουδούνισμα από τους ανελκυστήρες και είδε να βγαίνει από έναν μια ψηλή γυναίκα ντυμένη με γούνα. Η Ούλα σκέφτηκε ενστικτωδώς ότι αν κάποιος δημοσιογράφος τύχαινε να ρωτήσει τη γυναίκα κατά πόσο η γούνα της ήταν αυθεντική, εκείνη θα το αρνούνταν. Οι πολιτικοί του Εργατικού Κόμματος συνήθιζαν να χαϊδεύουν τ’ αυτιά της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων. Ήταν η Ιζαμπέλε Σκέγιεν, η επίτροπος Κοινωνικών Υπηρεσιών του Δήμου. Είχε έρθει σπίτι τους στο πάρτι που είχαν κάνει για να γιορτάσουν την προαγωγή του Μίκαελ. Στην πραγματικότητα, για να γιορτάσουν το νέο τους σπίτι, αλλά αντί για φίλους ο Μίκαελ είχε καλέσει κυρίως ανθρώπους που ήταν σημαντικοί για την εξέλιξη της καριέρας του. Ή μάλλον, της καριέρας «τους», όπως συνήθιζε να λέει. Ο Τρουλς Μπέρντσεν ήταν από τους λίγους καλεσμένους που η Ούλα γνώριζε. Και δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου με τον οποίο μπορούσε κανείς να μιλά

για ώρες. Όχι ότι της είχε μείνει χρόνος για τέτοια: ήταν πολύ απασχολημένη ως οικοδέσποινα. Η Ιζαμπέλε Σκέγιεν γύρισε, την κοίταξε και πήγε να προχωρήσει, όμως η Ούλα είχε ήδη δει έναν μικρό δισταγμό. Έναν δισταγμό που σήμαινε ότι την είχε αναγνωρίσει και τώρα έπρεπε είτε να προσποιηθεί το αντίθετο, είτε να πάει και να της πει δυο λόγια. Η Ούλα θα προτιμούσε το πρώτο. Ένιωθε κι εκείνη συχνά το ίδιο. Καλή ώρα, με τον Τρουλς. Παρόλο που τον συμπαθούσε, είχαν μεγαλώσει μαζί και ήταν πάντα καλός και πιστός απέναντί της. Τέλος πάντων. Ήλπιζε ότι η Ιζαμπέλε θα επέλεγε να προσποιηθεί, που θα ήταν ευκολότερο και για τις δυο τους. Με ανακούφιση την είδε να προχωρά προς την έξοδο. Την τελευταία στιγμή, όμως, η Ιζαμπέλε, σαν να άλλαξε γνώμη, έκανε μεταβολή και μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο και σπινθηροβόλο βλέμμα την πλησίασε σεινάμενη κουνάμενη, σαν ένα τεράστιο ακρόπρωρο που ορμούσε με μια δραματική κίνηση προς το μέρος της. «Ούλα!» αναφώνησε από μακριά, λες και ξανάβλεπε την καλύτερή της φίλη έπειτα από χρόνια. Η Ούλα σηκώθηκε όρθια, νιώθοντας ήδη άβολα στη σκέψη ότι έπρεπε ν’ απαντήσει στο αναπόφευκτο ερώτημα: Τι κάνεις εδώ; «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, γλυκιά μου, τι ωραίο που

ήταν το παρτάκι σας!» Η Ιζαμπέλε Σκέγιεν έβαλε το ένα της χέρι πάνω στον ώμο της Ούλα και γύρισε το μάγουλό της με τέτοιο τρόπο, ώστε ν’ ακουμπήσει και η Ούλα το δικό της πάνω του. Παρτάκι; Τριάντα δύο καλεσμένους είχαν. «Με συγχωρείς που έπρεπε να φύγω νωρίς». Η Ούλα θυμήθηκε ότι η Ιζαμπέλε είχε μεθύσει λίγο. Ενώ εκείνη σέρβιρε τους καλεσμένους, η ψηλή, γοητευτική επίτροπος είχε βγει για λίγο με τον Μίκαελ στη βεράντα. Για μια στιγμή η Ούλα είχε νιώσει ένα τσίμπημα ζήλιας. «Μην το συζητάς. Τιμή μας που ήρθες». Η Ούλα ήλπισε το χαμόγελό της να μην ήταν τόσο ψεύτικο όσο το ένιωθε. «Ιζαμπέλε». Η επίτροπος την κοίταξε από ψηλά. Παρατηρώντας την. Σαν να έψαχνε να βρει κάτι. Ίσως την απάντηση στο ερώτημα που δεν είχε θέσει ακόμη: Τι δουλειά έχεις εδώ, γλυκιά μου; Η Ούλα αποφάσισε να της πει την αλήθεια. Πράγμα που θα έκανε και με τον Μίκαελ αργότερα. «Πρέπει να φύγω» είπε η Ιζαμπέλε, χωρίς όμως να κάνει καμία κίνηση προς την έξοδο και χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω της. «Ναι, υποθέτω ότι είσαι πολύ πιο πολυάσχολη από μένα» είπε εκείνη, ακούγοντας εκνευρισμένη τον εαυτό της να βγάζει ένα σιγανό, βλακώδες γελάκι, το οποίο είχε προσπαθήσει να

κρύψει. Η Ιζαμπέλε συνέχισε να την κοιτάζει και ξαφνικά η Ούλα αισθάνθηκε ότι αυτή η παράξενη γυναίκα είχε σκοπό να της το βγάλει με το ζόρι, δίχως να χρειαστεί καν να ρωτήσει: Τι δουλειά έχεις εσύ, η γυναίκα του αρχηγού της αστυνομίας, εδώ, στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου Γκραντ; Θεέ μου, λες να φανταζόταν ότι είχε έρθει να συναντήσει τον εραστή της; Γι’ αυτό ήταν τόσο διακριτική; Η Ούλα ένιωσε το παγωμένο της χαμόγελο να λιώνει· ήταν ευκολότερο, άρχισε να χαμογελάει όπως χαμογελούσε στην πραγματικότητα, όπως ήθελε να χαμογελάει. Ένιωθε το χαμόγελο να έχει φτάσει μέχρι το βλέμμα της. Λίγο έλειπε και θα γελούσε στα μούτρα της Ιζαμπέλε Σκέγιεν. Και το περίεργο ήταν ότι και η Ιζαμπέλε έμοιαζε να θέλει κι αυτή να γελάσει. «Ελπίζω να σε δω σύντομα, γλυκιά μου» είπε η Ιζαμπέλε, πιέζοντας την παλάμη της Ούλα με τα μεγάλα δυνατά της δάχτυλα. Ύστερα έκανε μεταβολή και έτρεξε ελαφρά προς την έξοδο, όπου ένας από τους πορτιέρηδες έσπευσε να τη βοηθήσει. Η Ούλα πρόλαβε να τη δει να βγάζει το κινητό της τηλέφωνο, πριν η Ιζαμπέλε εξαφανιστεί από την άλλη μεριά της διπλής πόρτας.

Ο Μίκαελ στεκόταν μπροστά από τον ανελκυστήρα, λίγα

βήματα από την πόρτα του δωματίου με το όνομα της τραγουδίστριας από τη Λαπωνία. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει μόνο τέσσερα ή πέντε λεπτά, αλλά έφταναν· το σημαντικό, εξάλλου, ήταν να μην τους δει κανείς μαζί. Η Ιζαμπέλε έκλεινε πάντα η ίδια το δωμάτιο και ερχόταν δέκα λεπτά πριν απ’ αυτόν. Ξάπλωνε στο κρεβάτι και περίμενε. Έτσι της άρεσε. Σ’ εκείνον όμως; Ευτυχώς το ξενοδοχείο Γκραντ απείχε μόνο τρία λεπτά με τα πόδια από το Δημαρχείο, όπου τον περίμενε ο πρόεδρος. Οι πόρτες άνοιξαν και ο Μίκαελ μπήκε μέσα. Πάτησε το 1. Ο ανελκυστήρας ξεκίνησε και σταμάτησε στον επόμενο όροφο. «Guten Tag». Γερμανοί τουρίστες. Μιας κάποιας ηλικίας. Μια παλιά φωτογραφική μηχανή μέσα στην καφετιά της θήκη. Ο Μίκαελ ένιωθε ότι χαμογελούσε. Η διάθεσή του ήταν εξαιρετική. Τους έκανε χώρο για να μπουν. Η Ιζαμπέλε είχε δίκιο: ένιωθε ανακούφιση που ο ασθενής είχε πεθάνει. Μια σταγόνα έπεσε από τα μακριά του μαλλιά στον σβέρκο του, υγραίνοντας τον γιακά του πουκαμίσου του. Η Ούλα τον είχε συμβουλέψει να κόψει τα μαλλιά του πιο κοντά τώρα που είχε γίνει αρχηγός, μα γιατί να το κάνει; Το γεγονός ότι έδειχνε τόσο νέος ήταν το όλο ζήτημα, έτσι δεν είναι; Ο Μίκαελ Μπέλμαν ήταν ο νεότερος αρχηγός της αστυνομίας του

Όσλο στην ιστορία. Το ζευγάρι κοίταζε ανήσυχα τα κουμπιά του ασανσέρ. Το κλασικό πρόβλημα: το 1 ήταν το ισόγειο ή ο πρώτος όροφος; Τι ίσχυε στη Νορβηγία; «Είναι το ισόγειο» είπε ο Μίκαελ, πατώντας το κουμπί. Οι πόρτες έκλεισαν. «Danke» μουρμούρισε η γυναίκα. Ο άνδρας είχε κλείσει τα μάτια του και βαριανάσαινε. Das Boot, σκέφτηκε ο Μίκαελ. Βυθίστηκαν προς τον πάτο του κτιρίου σιωπηλά. Καθώς οι πόρτες άνοιγαν στο επίπεδο της ρεσεψιόν, ο μηρός του Μίκαελ άρχισε να δονείται. Το κινητό του είχε ξαναβρεί σήμα. Είδε μια αναπάντητη κλήση από την Ιζαμπέλε. Πήγε να την καλέσει, αλλά το τηλέφωνο δονήθηκε ξανά. Μήνυμα.

Χαιρετηθήκαμε με τη γυναίκα σου στη ρεσεψιόν :)

Ο Μίκαελ σταμάτησε απότομα. Σήκωσε το κεφάλι του. Όμως ήταν πολύ αργά. Η Ούλα καθόταν σε μια πολυθρόνα ακριβώς απέναντί του. Ήταν πολύ όμορφη. Είχε προσέξει τον εαυτό της παραπάνω απ’ ό,τι συνήθως. Όμορφη και μαρμαρωμένη.

«Γεια σου, αγάπη μου» αναφώνησε εκείνος και ακούστηκε κραυγαλέα ψεύτικος. Το είδε μεμιάς στο πρόσωπό της. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο πάνω του, προδίδοντας μια σύγχυση που γρήγορα έμοιαζε ν’ αντικαθίσταται από κάτι άλλο. Τα γρανάζια στο μυαλό του Μίκαελ Μπέλμαν γυρνούσαν με μανία. Ρουφώντας και αναλύοντας δεδομένα, ψάχνοντας συνδέσεις, καταλήγοντας σε συμπεράσματα. Οι υγρές άκρες των μαλλιών του δεν μπορούσαν να εξηγηθούν. Η Ούλα είχε δει την Ιζαμπέλε. Το μυαλό της, σαν το δικό του, έκανε υπολογισμούς με αστραπιαία ταχύτητα. Έτσι είναι ο ανθρώπινος νους· αδυσώπητα λογικός καθώς συγκεντρώνει όλα τα θραύσματα πληροφοριών που έχει, και αυτά ξαφνικά αρχίζουν και ταιριάζουν. Ο Μίκαελ παρατήρησε ότι αυτό το κάτι άλλο είχε ήδη αντικαταστήσει τη σύγχυση της γυναίκας του: ήταν η βεβαιότητα. Η γυναίκα του κατέβασε το βλέμμα της, έτσι ώστε όταν αυτός βρέθηκε μπροστά της, εκείνη κοιτούσε κατευθείαν στην κοιλιά του. Σχεδόν δεν αναγνώρισε τη φωνή της όταν του ψιθύρισε: «Βλέπω πήρες το μήνυμά της πολύ αργά».

H Κατρίνε γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και τράβηξε την πόρτα, αλλά αυτή είχε κολλήσει. Ο Γκούναρ Χάγκεν έκανε ένα βήμα μπροστά και την

τράνταξε. Η πόρτα άνοιξε. «Ορίστε» είπε ο Χάγκεν. «Έχει μείνει ανέγγιχτο από την τελευταία φορά που το χρησιμοποιήσαμε». Η Κατρίνε μπήκε πρώτη μέσα και πίεσε τον διακόπτη για τα φώτα. «Καλώς ήρθατε στο γραφείο του Μπέργκεν στο Όσλο» είπε μ’ έναν μακρόσυρτο τόνο. Η Μπέτε Λεν πέρασε το κατώφλι. «Ώστε εδώ θα κρυβόμαστε». Το γαλαζωπό ψυχρό φως απ’ τους λαμπτήρες φθορισμού στο ταβάνι φώτιζε το τετράγωνο δωμάτιο με τους γυμνούς τοίχους από μπετόν και το γκριζομπλέ λινόλαιο. Χωρίς παράθυρα, το δωμάτιο είχε τρία γραφεία, τρεις υπολογιστές, τρεις καρέκλες. Σ’ ένα από τα γραφεία υπήρχε μια μαυρισμένη καφετιέρα και μια μεγάλη καράφα νερό. «Μας έδωσαν γραφείο στο υπόγειο των Κεντρικών;» αναφώνησε ο Στούλε Άουνε δύσπιστα. «Επισήμως, βρίσκεστε εντός ιδιοκτησίας των Φυλακών του Όσλο» είπε ο Γκούναρ Χάγκεν. «Ο διάδρομος απέξω περνάει κάτω από το πάρκινγκ. Εάν ανεβείτε τις σκάλες ακριβώς έξω από την πόρτα, θα βρεθείτε στην κεντρική είσοδο των φυλακών». Προς απάντησή του, ακούστηκαν οι πρώτες νότες του «Rhapsody in blue» του Γκέρσουιν. Ο Χάγκεν έβγαλε το κινητό του. Η Κατρίνε κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του και είδε

το όνομα Άντον Μίτετ στη φωτισμένη οθόνη. Ο Χάγκεν πάτησε το πλήκτρο της απόρριψης και ξαναέβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη του. «Η ερευνητική ομάδα έχει συνάντηση τώρα, οπότε σας αφήνω» είπε. Όταν έφυγε ο Χάγκεν, οι υπόλοιποι στάθηκαν και κοιτούσαν ο ένας τον άλλο. «Τι σκατά ζέστη είναι αυτή εδώ μέσα» διαμαρτυρήθηκε η Κατρίνε, ξεκουμπώνοντας το μπουφάν της. «Δεν βλέπω όμως καλοριφέρ». «Οι λέβητες της κεντρικής θέρμανσης είναι στο διπλανό δωμάτιο» είπε ο Μπγιορν Χολμ γελώντας και κρεμώντας το σουέντ σακάκι του στην πλάτη μιας καρέκλας. «Θυμάμαι που το λέγαμε λεβητοστάσιο». «Ώστε έχεις ξανάρθει εδώ, ε;» ρώτησε ο Άουνε και χαλάρωσε τη γραβάτα του. «Ναι, βεβαίως. Τότε ήμασταν ακόμα πιο μικρή ομάδα». Έγνεψε προς τα γραφεία. «Τρεις, όπως βλέπεις. Τη λύσαμε όμως την υπόθεση. Αλλά τότε είχαμε επικεφαλής τον Χάρι...» Κοίταξε στα γρήγορα την Κατρίνε. «Δεν εννοούσα ότι...» «Μην ανησυχείς, Μπγιορν» είπε η Κατρίνε. «Ούτε ο Χάρι είμαι, ούτε επικεφαλής είμαι. Δεν θα είχα πρόβλημα αν έδινες

επισήμως αναφορά σ’ εμένα, ώστε ο Χάγκεν να μην έχει σχέση με την όλη υπόθεση, αλλά έχω ήδη πολλή δουλειά προσπαθώντας να οργανώσω τον εαυτό μου. Το αφεντικό είναι η Μπέτε. Έχει και περισσότερη προϋπηρεσία και ηγετική εμπειρία». Οι υπόλοιποι κοίταξαν την Μπέτε, που ανασήκωσε τους ώμους της. «Αν το θέλετε όλοι, θα μπορούσα να είμαι το αφεντικό, αν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο». «Υπάρχει ανάγκη» είπε η Κατρίνε. Ο Άουνε και ο Μπγιορν συγκατένευσαν. «Καλώς» είπε η Μπέτε. «Ας αρχίσουμε λοιπόν. Έχουμε σήμα στα κινητά και ίντερνετ. Και έχουμε και... κούπες για καφέ». Πήρε μια λευκή κούπα που βρισκόταν πίσω από την καφετιέρα. Διάβασε αυτό που ήταν γραμμένο πάνω της με μαρκαδόρο. «Χανκ Γουίλιαμς;» «Δικιά μου είναι αυτή» είπε ο Μπγιορν. Σήκωσε τη δεύτερη. «Τζον Φάντε;» «Του Χάρι». «ΟΚ, ας αναθέσουμε καθήκοντα» πρότεινε, αφήνοντας κάτω την κούπα. «Κατρίνε;» «Εγώ θα παρακολουθώ το διαδίκτυο. Δεν έχουμε ακόμη σημεία ζωής από τον Βαλεντίν Γιέρτσεν, ούτε από τον Γιούντας Γιόχανσεν. Πρέπει να είσαι αρκετά ξύπνιος για να

μη σε πιάσει το ηλεκτρονικό μάτι τόσο καιρό, και αυτό ενισχύει τη θεωρία ότι ο δραπέτης δεν είναι ο Γιούντας Γιόχανσεν. Ο Γιόχανσεν δεν είναι πρώτη προτεραιότητα για την αστυνομία, και έτσι μοιάζει μάλλον απίθανο να θέλει να κρυφτεί τόσο καλά, περιορίζοντας εντελώς την ελευθερία του, μόνο και μόνο για να γλιτώσει λίγους ακόμα μήνες φυλακή. Ο Βαλεντίν προφανώς έχει πολύ περισσότερα να χάσει. Εν πάση περιπτώσει, εάν οποιοσδήποτε εκ των δύο είναι ακόμη ζωντανός και αφήσει έστω και ένα ηλεκτρονικό σημάδι, τον τσάκωσα». «Ωραία. Μπγιορν;» «Θα ερευνήσω όλους τους φακέλους υποθέσεων στις οποίες έχουν εμπλακεί ο Βαλεντίν και ο Γιούντας και θα ψάξω να δω αν μπορώ να βρω κάτι που να τις συνδέει με το Τρίβαν και το Μαριντάλεν. Ονόματα που επαναλαμβάνονται ή τυχόν στοιχεία που η Σήμανση μπορεί να τα προσπέρασε. Κάνω ήδη μια λίστα με ανθρώπους που τους γνωρίζουν και μπορούν να μας βοηθήσουν να τους βρούμε. Όλοι σε όσους έχω μιλήσει μέχρι τώρα είναι ανοιχτοί στο να μιλήσουν για τον Γιούντας Γιόχανσεν. Για τον Βαλεντίν Γιέρτσεν όμως...» «Τι, φοβούνται;» Ο Μπγιορν κατένευσε. «Στούλε;»

«Θα εξετάσω και εγώ τις υποθέσεις του Βαλεντίν και του Γιούντας για να ετοιμάσω ένα προφίλ για τον καθέναν. Θα γράψω μία αναφορά και για τους δυο τους ως εν δυνάμει κατά συρροήν δολοφόνους». Ησυχία στο δωμάτιο ξαφνικά. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος έλεγε αυτές τις λέξεις. «Στην περίπτωσή μας το “κατά συρροήν δολοφόνος” είναι ένας τεχνικός, μηχανικός όρος· δεν πρόκειται περί διάγνωσης» έσπευσε να τονίσει ο Στούλε Άουνε. «Ένας όρος που περιγράφει ένα άτομο που έχει ήδη σκοτώσει παραπάνω από μία φορά και πιθανόν να το ξανακάνει, εντάξει;» «Εντάξει» είπε η Μπέτε. «Όσο για μένα, θα εξετάσω όλο τα οπτικοακουστικό υλικό που έχουμε από τις κάμερες ασφαλείας κοντά στους τόπους των εγκλημάτων. Πρατήρια βενζίνης, μαγαζιά ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο, φωτογραφικούς θαλάμους. Έχω δει μερικές φωτογραφίες από τις δολοφονίες των δύο αστυνομικών, αλλά όχι όλο το υλικό. Επιπλέον, υπάρχουν και οι αρχικοί φόνοι». «Έχουμε αρκετά στα χέρια μας» είπε η Κατρίνε. «Ναι, αρκετά» επανέλαβε η Μπέτε. Οι τέσσερίς τους στάθηκαν και κοίταξαν ο ένας τον άλλο. Η Μπέτε πήρε την κούπα που έγραφε Τζον Φάντε και την επανατοποθέτησε πίσω από την καφετιέρα.

13

«Ό

λα καλά;» ρώτησε η Ούλα, ακουμπώντας πίσω, στον πάγκο της κουζίνας. «Ναι, ναι» απάντησε ο Τρουλς, στριφογυρίζοντας στην καρέκλα του και σηκώνοντας την κούπα με τον καφέ από τον στενό πάγκο. Ήπιε μια γουλιά. Την κοίταξε μ’ εκείνο το βλέμμα που ήξερε καλά. Φοβισμένο και πεινασμένο. Ντροπαλό και ερευνητικό. Επικριτικό και ικετευτικό. Και ναι και όχι. Η Ούλα το είχε μετανιώσει τη στιγμή που δέχτηκε να έρθει να την επισκεφθεί. Δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη όταν την πήρε τηλέφωνο να ρωτήσει αν στο σπίτι πήγαιναν όλα καλά, αν χρειάζονταν τίποτα επισκευές και τα λοιπά. Ήταν σε διαθεσιμότητα, ο χρόνος δεν περνούσε, δεν είχε τίποτα να κάνει. «Όχι, όχι, δεν έχουμε τίποτα για φτιάξιμο» του είχε

απαντήσει εκείνη, ψέματα. «Α, καλά. Τότε τι λες για έναν καφέ; Λίγη κουβεντούλα για τον παλιό, καλό καιρό;» Η Ούλα πήγε να πει ότι δεν ήξερε αν... αλλά ο Τρουλς έκανε πως δεν άκουσε, θα περνούσε, είπε, ένας καφές ήταν ό,τι έπρεπε. Κι εκείνη απάντησε «εντάξει, Τρουλς, γιατί όχι, πέρνα». «Ακόμη μόνος μου είμαι, όπως τα ξέρεις» είπε εκείνος. «Τίποτα καινούργιο σ’ αυτόν τον τομέα». «Θα βρεις κι εσύ κάποια. Φυσικά και θα βρεις». Κοίταξε επιδεικτικά το ρολόι, σκεπτόμενη να του πει ότι έπρεπε να πάει να πάρει τα παιδιά, αλλά ακόμα και ένας εργένης σαν τον Τρουλς θα καταλάβαινε ότι ήταν ακόμη πολύ νωρίς. «Ίσως» απάντησε εκείνος, κοιτάζοντας την κούπα του. Αντί να την αφήσει κάτω, ήπιε κι άλλη μια γουλιά. Σαν να χρειάζεται κουράγιο, σκέφτηκε έντρομος. «Όπως πολύ καλά ξέρεις, Ούλα, πάντα σε συμπαθούσα». Η Ούλα έσφιξε τον πάγκο. «Οπότε να ξέρεις, αν ποτέ έχεις κάποιο πρόβλημα και θες... ε, να μιλήσεις σε κάποιον, εγώ είμαι εδώ». Η Ούλα ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Άκουσε καλά; Να μιλήσει; «Σ’ ευχαριστώ, Τρουλς» είπε. «Όμως έχω και τον Μί​καελ». Εκείνος άφησε ήρεμα την κούπα του στον πάγκο. «Ναι,

φυσικά, έχεις και τον Μίκαελ». «Παρεμπιπτόντως, πρέπει ν’ αρχίσω να μαγειρεύω. Για κείνον και τα παιδιά». «Ναι, φυσικά και πρέπει. Εσύ είσαι στην κουζίνα και του μαγειρεύεις ενώ εκείνος...» Σταμάτησε. «Αυτός τι, Τρουλς;» «Πάει και τρώει αλλού». «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, Τρουλς». «Νομίζω ότι καταλαβαίνεις πολύ καλά. Άκουσέ με, είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Το καλό σου θέλω, Ούλα. Και των παιδιών φυσικά. Τα παιδιά είναι σημαντικά». «Ναι, θα τους ετοιμάσω κάτι καλό. Κάτι τέτοια οικογενεια​κά δείπνα θέλουν χρόνο, Τρουλς, οπότε...» «Ούλα, έχω κάτι να σου πω». «Όχι, Τρουλς, μην το πεις, σε παρακαλώ». «Είσαι πολύ καλή για τον Μίκαελ. Ξέρεις πόσες άλλες γυναίκες έχει...» «Όχι, Τρουλς!» «Μα...» «Θέλω να φύγεις, Τρουλς. Τώρα. Και δεν θέλω να ξανάρθεις εδώ για αρκετό καιρό». Η Ούλα στάθηκε δίπλα στον πάγκο της κουζίνας κοιτάζοντας τον Τρουλς να βγαίνει από την πόρτα του κήπου

και να πηγαίνει προς το αμάξι που ήταν παρκαρισμένο στον φιδίσιο χωματόδρομο ανάμεσα στις νεόκτιστες βίλες του Χέγιενχαλ. Ο Μίκαελ είχε υποσχεθεί ότι θα έλεγε μια δυο κουβέντες με τους κατάλληλους ανθρώπους στον Δήμο ώστε να στρωθεί άσφαλτος, αλλά ακόμη τίποτα. Άκουσε το σύντομο σφύριγμα καθώς ο Τρουλς πάτησε το κουμπί και απενεργοποίησε τον συναγερμό του αυτοκινήτου. Τον είδε να μπαίνει στο αμάξι. Να κάθεται ακίνητος, κοιτάζοντας το κενό. Και ύστερα, σαν να τραντάχτηκε όλο του το σώμα, άρχισε να κοπανάει με λύσσα το τιμόνι, τόσο δυνατά, που αυτό έμοιαζε να υποχωρεί. Ακόμα και από μακριά φαινόταν τόσο βίαιος, που η Ούλα ανατρίχιασε. Ο Μίκαελ της είχε μιλήσει για τον θυμό του Τρουλς, αλλά δεν τον είχε δε ποτέ ιδίοις όμμασι. Αν ο Τρουλς δεν είχε γίνει αστυνομικός, είχε πει ο Μίκαελ, τότε θα ήταν εγκληματίας. Το ίδιο έλεγε και για τον εαυτό του, όταν ήθελε να το παίξει σκληρός. Εκείνη δεν τον πίστευε. Ο Μίκαελ ήταν υπερβολικά ευθύς, υπερβολικά... ευπροσάρμοστος. Αλλά ο Τρουλς... ο Τρουλς ήταν φτιαγμένος από άλλη στόφα, από κάτι πολύ πιο σκοτεινό. Ο Τρουλς Μπέρντσεν. Ο απλοϊκός, αθώος, πιστός τους Τρουλς. Φυσικά και η Ούλα είχε υποψίες, εννοείται, αλλά δεν το περίμενε ότι ο Τρουλς θα ήταν τόσο πονηρός. Τόσο... εφευρετικός. Το ξενοδοχείο Γκραντ.

Ήταν τα πιο επώδυνα δευτερόλεπτα της ζωής της. Όχι ότι δεν της είχε περάσει από το μυαλό ότι μπορεί και να την απατούσε. Ειδικά από τότε που σταμάτησαν να κάνουν σεξ. Αλλά αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί με χίλιους δυο τρόπους: το άγχος λόγω των φόνων των δύο αστυνομικών, ας πούμε... Μα με την Ιζαμπέλε Σκέγιεν; Νηφάλιος, σ’ ένα ξενοδοχείο, μεσημεριάτικα; Η Ούλα σκέφτηκε ότι η όλη υπόθεση ήταν μια καλοστημένη παγίδα: εφόσον κάποιος ήξερε ότι οι δυο τους ήταν εκεί, αυτό σήμαινε ότι δεν συνέβαινε για πρώτη φορά. Κάθε φορά που το σκεφτόταν αυτό, της ερχόταν να ξεράσει. Το πρόσωπο του Μίκαελ, που είχε χλωμιάσει στη θέα της · τα φοβισμένα, ένοχα μάτια ενός αγοριού που το πιάσανε να κλέβει απ’ τη μηλιά. Πώς τα κατάφερνε; Πώς τα κατάφερνε το άπιστο καθοίκι να κάνει το όλο ζήτημα να μοιάζει ήσσονος σημασίας; Ο άνθρωπος που είχε ποδοπατήσει ό,τι είχαν και δεν είχαν ιερό, ο πατέρας των παιδιών της. Πώς γινόταν να φαίνεται λες κι εκείνος κουβαλούσε τον σταυρό του μαρτυρίου; «Θα γυρίσω νωρίς στο σπίτι» της είχε ψιθυρίσει. «Θα το συζητήσουμε τότε. Πριν έρθουν τα παιδιά... Πρέπει να βρίσκομαι στο γραφείο του προέδρου σε τέσσερα λεπτά». Δάκρυ ήταν αυτό στην άκρη του ματιού του; Είχε το θράσος

να δακρύσει, ο παλιοκρετίνος; Μετά την αναχώρησή του, η Ούλα είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία της αναπάντεχα γρήγορα. Ίσως αυτό συμβαίνει στους ανθρώπους όταν δεν έχουν άλλη επιλογή, όταν δεν έχουν την πολυτέλεια για νευρικούς κλονισμούς. Μουδιασμένα, κάλεσε τον αριθμό από τον οποίο την είχε πάρει ο άνδρας που ισχυριζόταν ότι ήταν ο Ρούναρ. Κανείς δεν το σήκωσε. Περίμενε να περάσουν πέντε λεπτά και ύστερα έφυγε. Όταν έφτασε σπίτι, ζήτησε από μια γνωστή της στην Κρίπος να ελέγξει τον αριθμό. Ανήκε σ’ ένα μη καταχωρισμένο καρτοκινητό. Το ερώτημα ήταν ποιος θα έμπαινε σε τόσο κόπο να τη στείλει στο Γκραντ, ώστε να το δει και με τα ίδια της τα μάτια; Κάποιος δημοσιογράφος κουτσομπολίστικου περιοδικού; Μια λίγο πολύ καλοπροαίρετη φίλη της; Κάποιος από τον κύκλο της Ιζαμπέλε, κάποιος ανταγωνιστής του Μίκαελ που ήθελε εκδίκηση; Ή μήπως κάποιος που δεν ήθελε να χωρίσει τον Μίκαελ από την Ιζαμπέλε, αλλά από την Ούλα; Κάποιος που μισούσε τον Μίκαελ ή την ίδια; Ή κάποιος που την αγαπούσε; Που νόμιζε ότι, αν χώριζε από τον Μίκαελ, θα του δινόταν πια μια ευκαιρία; Η Ούλα ήξερε μόνο έναν άνθρωπο που την αγαπούσε υπέρ το δέον. Δεν ανέφερε τις υποψίες της στον Μίκαελ όταν μιλήσανε αργότερα μέσα στη μέρα. Προφανώς εκείνος νόμιζε ότι η

παρουσία της στη ρεσεψιόν ήταν καθαρή σύμπτωση, ένας κεραυνός εν αιθρία που θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε, μία από αυτές τις απίθανες συμπτώσεις που ορισμένοι αποκαλούν μοίρα. Ο Μίκαελ δεν προσπάθησε να πει ψέματα και ν’ αρνηθεί ότι βρισκόταν στο ξενοδοχείο με την Ιζαμπέλε. Έπρεπε να του το αναγνωρίσει αυτό. Δεν ήταν τόσο ανόητος. Της εξήγησε ότι δεν χρειαζόταν καν να του ζητήσει να διακόψει τον δεσμό του με την Ιζαμπέλε: το είχε κάνει ο ίδιος, πριν από λίγο. Ναι, αυτή τη λέξη είχε χρησιμοποιήσει: δεσμός. Σκόπιμα, προφανώς· έτσι το όλο θέμα ακουγόταν τόσο μικρό, τόσο ασήμαντο και βρόμικο, που μπορούσαν να το κρύψουν κάτω από το χαλί, που λένε. Αν ήταν σχέση, τότε θ’ άλλαζε το πράγμα. Ούτε στιγμή δεν πίστεψε η Ούλα ότι ο Μίκαελ είχε «διακόψει τον δεσμό τους πριν από λίγο»: η Ιζαμπέλε τής είχε φανεί πολύ χαρούμενη. Τα υπόλοιπα, όμως, ήταν αλήθεια: αν το σκάνδαλο έβγαινε παραέξω, δεν θα στιγμάτιζε μόνο εκείνον αλλά και την ίδια και τα παιδιά τους. Άσε που θα συνέβαινε τη χειρότερη στιγμή. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επιτρόπων τον είχε καλέσει για να μιλήσουν για πολιτική, ήθελε να τον εγγράψει στο κόμμα. Οι Εργατικοί θεωρούσαν τον Μίκαελ ενδιαφέρουσα περίπτωση πιθανού μελλοντικού υποψηφίου για κάποιο πολιτικό αξίωμα. Ήταν

ακριβώς ό,τι έψαχναν: νέος, φιλόδοξος, δημοφιλής και επιτυχημένος. Μέχρι που είχε σκάσει η βόμβα των δύο φόνων, φυσικά. Αν όμως τους εξιχνίαζε, τότε θα μπορούσαν να κάτσουν και να συζητήσουν για το μέλλον του: είτε στην αστυνομία είτε στην πολιτική, όπου ο Μίκαελ πίστευε πως θα είχε πιθανότατα μεγαλύτερο αντίκτυπο. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη τι θα προτιμούσε από τα δύο, αλλά ήταν προφανές ότι οποιοδήποτε σκάνδαλο θα του έκλεινε μια για πάντα την πόρτα της πολιτικής. Και ύστερα υπήρχαν η Ούλα και τα παιδιά. Το τι θα συνέβαινε στην καριέρα του ήταν ασήμαντο σε σύγκριση με την απώλεια της οικογενειακής ζωής που θα βίωνε. Τον διέκοψε, πριν η αυτολύπησή του αγγίξει την υπερβολή, λέγοντάς του ότι το είχε σκεφτεί καλά και οι υπολογισμοί της έμοιαζαν με τους δικούς του: για την καριέρα του, τα παιδιά τους, την κοινή τους ζωή. Του είπε απλώς ότι τον συγχωρούσε, όμως θα έπρεπε να της υποσχεθεί ότι δεν θα ξαναείχε επαφές με την Ιζαμπέλε Σκέγιεν. Ποτέ ξανά. Μόνο ως αρχηγός της αστυνομίας σε συνεδριάσεις όπου θα ήταν παρόντες κι άλλοι. Για μια στιγμή, ο Μίκαελ της φάνηκε σχεδόν απογοητευμένος, λες και είχε προετοιμαστεί για ολόκληρη μάχη και όχι για μια τέτοια ήπια αψιμαχία, με κατάληξη ένα τελεσίγραφο που δεν θα του κόστιζε και πολλά πολλά. Αλλά εκείνο το βράδυ, όταν τα παιδιά είχαν πάει για

ύπνο, ο Μίκαελ πήρε τουλάχιστον την πρωτοβουλία να κάνουν σεξ πρώτη φορά μετά από πολλούς μήνες. Η Ούλα έβλεπε τώρα τον Τρουλς να βάζει μπρος το αυτοκίνητο και να φεύγει. Δεν είχε μοιραστεί τις υποψίες της με τον Μίκαελ και ούτε είχε σκοπό να το κάνει. Σε τι θα εξυπηρετούσε κάτι τέτοιο; Αν είχε δίκιο, τότε ο Τρουλς θα συνέχιζε να είναι ο κατάσκοπος που θα έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου σε περίπτωση που ο Μίκαελ παραβίαζε την υπόσχεσή του σχετικά με την Ιζαμπέλε. Το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε και η ηρεμία στο προάστιο μπλέχτηκε μ’ ένα σύννεφο σκόνης. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της. Μια άγρια, εντελώς απαράδεκτη σκέψη, αλλά το μυαλό λογοκρισία δεν αντέχει... Ο Τρουλς κι εκείνη. Στην κρεβατοκάμαρά τους, εδώ. Ως εκδίκηση και μόνο, φυσικά. Έσπρωξε τη σκέψη απ’ το μυαλό της τόσο γρήγορα όσο είχε εμφανιστεί.

Το χιονόνερο, που έλιωνε πάνω στο παρμπρίζ σαν γκρίζο σάλιο, άρχισε ν’ αντικαθίσταται απ’ τη βροχή. Κάθετη, δυνατή βροχή. Οι υαλοκαθαριστήρες πολεμούσαν απελπισμένα ενάντια σ’ έναν υδάτινο τοίχο. Ο Άντον Μίτετ οδηγούσε αργά. Ήταν πίσσα σκοτάδι και το νερό παραμόρφωνε και θόλωνε τα πάντα, σαν να ήταν

μεθυσμένος. Κοίταξε το ρολόι του Φολκσβάγκεν Σαράν του. Όταν αποφάσισαν ν’ αγοράσουν καινούργιο αυτοκίνητο εδώ και τρία χρόνια, η Λάουρα επέμενε να πάρουν ένα εφταθέσιο κι εκείνος, αστειευόμενος, την είχε ρωτήσει αν σκόπευε να κάνουν μεγάλη οικογένεια, παρόλο που ήξερε ότι το έλεγε επειδή δεν ήθελε να βρίσκεται μέσα σ’ ένα αμαξάκι σε περίπτωση ατυχήματος. Ε, ούτε ο Άντον ήθελε να τρακάρει τώρα. Ήξερε τον δρόμο καλά και ήξερε επίσης ότι η πιθανότητα να συναντήσει επερχόμενα οχήματα μες στο βράδυ ήταν μικρή, όμως δεν το διακινδύνευε με τίποτα. Τα μηνίγγια του πήγαιναν να σπάσουν. Λόγω, κυρίως, του τηλεφωνήματος που είχε λάβει εδώ και είκοσι λεπτά. Αλλά και επειδή δεν είχε πιει καφέ σήμερα. Δεν γούσταρε να βάλει καφέ στο στόμα του μετά τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων. Βλακεία του, φυσικά. Και τώρα οι εθισμένες στην καφεΐνη αρτηρίες του είχαν στενέψει τόσο, που ο πονοκέφαλος ήταν τεράστιος, σαν μια δυσάρεστη, συνεχής μουσική υπόκρουση μες στο κεφάλι του. Είχε διαβάσει ότι τα συμπτώματα στέρησης των εθισμένων στην καφεΐνη κάνουν δυο εβδομάδες να εξαφανιστούν. Ο Άντον δεν ήθελε να απαλλαγεί από τον εθισμό του· ήθελε να πίνει καφέ, ήθελε να τον βρίσκει νόστιμο. Νόστιμο σαν τη γλώσσα της Μόνα, που μύριζε μέντα. Μα το μόνο που γευόταν τώρα όταν έπινε καφέ ήταν η πικρίλα των υπνωτικών χαπιών.

Είχε βρει το κουράγιο να πάρει τηλέφωνο τον Γκούναρ Χάγκεν για να του πει ότι τον είχαν ναρκώσει όταν πέθανε ο ασθενής. Ότι τον είχε πάρει ο ύπνος ενώ κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο. Ότι ακόμα κι αν οι γιατροί έλεγαν ότι ο θάνατος επήλθε από φυσιολογικά αίτια, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Ότι θα έπρεπε να κάνουν μια νέα, πιο λεπτομερή νεκροψία. Δυο φορές τον είχε καλέσει. Χωρίς εκείνος ν’ απαντήσει. Προσπάθησε. Πραγματικά. Και θα ξαναπροσπαθούσε. Αλλιώς από κάπου θα του ερχόταν. Όπως τώρα, καλή ώρα: του είχε ξανασυμβεί, κάποιος είχε πεθάνει. Πάτησε φρένο, έστριψε το τιμόνι και άρχισε ν’ ανεβαίνει τον χωματόδρομο προς το Αϊκερσάγκα. Ανέπτυξε ταχύτητα και άκουσε τα πετραδάκια να χτυπούν στις ζάντες. Εδώ πάνω ήταν ακόμα πιο σκοτεινά και ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες με νερό. Σύντομα θα ’φταναν μεσάνυχτα. Και τότε, την πρώτη φορά, γύρω στα μεσάνυχτα ήταν. Επειδή το μέρος βρισκόταν στα σύνορα με τη γειτονική κοινότητα του Νέντρε Άικερ, ένας αξιωματικός από την άλλη πλευρά είχε φτάσει πρώτος στη σκηνή του εγκλήματος, μετά το τηλεφώνημα κάποιου που, ακούγοντας θόρυβο, σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε πέσει κάποιο αμάξι στο ποτάμι. Και δεν έφτανε το γεγονός ότι ο αξιωματικός είχε μπει στην περιοχή τους δίχως άδεια· τα είχε κάνει σαν τα μούτρα του κι αποπάνω,

πηγαίνοντας πέρα δώθε με το αυτοκίνητό του και καταστρέφοντας πιθανά αποδεικτικά στοιχεία.greekleech.info Ο Άντον πέρασε τη στροφή όπου είχε βρει το κλομπ. Τέσσερις μέρες είχαν περάσει από τη δολοφονία του Ρενέ Καλσνές και επιτέλους ο Άντον είχε πάρει μια μέρα άδεια. Επειδή βαριόταν όμως, είχε αποφασίσει να πάει μια βόλτα στο δάσος, να συνεχίσει την έρευνα μόνος τους. Άλλωστε, δεν είχαν και κάθε μέρα φόνους στο Σέντρε Μπίσκεριντ – ούτε καν κάθε χρόνο. Βγήκε λοιπόν από την περιοχή που η αστυνομία είχε χτενίσει. Και εκεί το βρήκε, κάτω από τα έλατα, πάνω στη στροφή. Εκεί πήρε και την απόφαση, την ηλίθια απόφαση που κατέστρεψε τα πάντα: να μην αναφέρει το εύρημά του. Γιατί; Πρώτον, γιατί η σκηνή του εγκλήματος βρισκόταν τόσο μακριά από την Αϊκερσάγκα, που το κλομπ δεν θα μπορούσε να είχε σχέση με τον φόνο. Αργότερα τον ρώτησαν γιατί πήγε να ψάξει εκεί, αν πραγματικά πίστευε ότι η περιοχή ήταν τόσο μακριά ώστε να είναι άσχετη με τον φόνο. Εκείνη όμως τη στιγμή σκεφτόταν ότι η εύρεση ενός αστυνομικού κλομπ θα έστρεφε τα βλέμματα, αδίκως και δυσμενώς, προς την αστυνομία. Οι πληγές του Ρενέ Καλσνές θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί από οποιοδήποτε βαρύ αντικείμενο ή ακόμα και απ’ τα χτυπήματα που υπέστη μες στο αυτοκίνητο, όταν αυτό έπεσε στον ύψους σαράντα μέτρων γκρεμό, καταλήγοντας στο ποτάμι. Επιπλέον, δεν

ήταν το κλομπ το όπλο του εγκλήματος. Ο Ρενέ Καλσνές είχε πυροβοληθεί στο πρόσωπο μ’ ένα εννιάρι· και εκεί τελείωνε η όλη ιστορία. Όμως ο Άντον είχε μιλήσει στη Λάουρα για το κλομπ λίγες εβδομάδες αργότερα. Εκείνη ήταν που τον έπεισε να το αναφέρει, λέγοντάς του ότι δεν ήταν δική του δουλειά να αξιολογήσει πόσο σημαντικό ήταν ως εύρημα. Και αυτός πήγε και το ’κανε. Πήγε στο αφεντικό του και του είπε τι βρήκε. «Ένας κατάφωρα εσφαλμένος υπολογισμός» σχολίασε ο αρχηγός, και το ευχαριστώ που είχε θυσιάσει την άδειά του για να βοηθήσει στην έρευνα ήταν να τον βγάλουν από την ενεργό υπηρεσία και να τον χώσουν σ’ ένα γραφείο να σηκώνει τηλέφωνα. Είχε χάσει τα πάντα εν ριπή οφθαλμού. Και γιατί; Κανείς δεν το ομολογούσε, μα όλοι ήξεραν ότι ο Ρενέ ήταν ένα ψυχρό, ασυνείδητο γουρούνι που εξαπατούσε φίλους και γνωστούς. Οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι ο κόσμος ήταν χίλιες φορές καλύτερος χωρίς δαύτον. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι η Σήμανση δεν είχε βρει κανένα στοιχείο που να συνδέει το κλομπ με τη δολοφονία. Έπειτα από τρεις μήνες τιμωρίας σ’ ένα γραφείο, ο Άντον είχε τις εξής επιλογές: ή να τρελαθεί ή να παραιτηθεί ή να μετατεθεί. Οπότε πήρε τηλέφωνο τον παλιό του φίλο Γκούναρ Χάγκεν και βρήκε δουλειά στην αστυνομία του

Όσλο. Επαγγελματικά, η προσφορά του Χάγκεν σήμαινε ένα βήμα πίσω, αλλά τουλάχιστον ο Άντον θα συγχρωτιζόταν και πάλι με ανθρώπους, μ’ εγκληματίες, στο Όσλο · και εν πάση περιπτώσει, οτιδήποτε άλλο ήταν προτιμότερο απ’ το να αναπνέει τον αέρα που μύριζε κλεισούρα στο Α.Τ. του Ντράμεν, όπου προσπαθούσαν μόνιμα να μιμηθούν το Όσλο, αποκαλώντας τα γραφεία τους «Αρχηγείο της αστυνομίας». Ακόμα και η διεύθυνση έμοιαζε με κακή απομίμηση: οδός Γκρένλαντ 36 – και του Όσλο: Γκρενλαντσλέιρετ. Ο Άντον καβάλησε τον λόφο και το δεξί του πόδι πάτησε αυτόματα φρένο με το που είδε φως. Τα λάστιχά του γαντζώθηκαν στο χώμα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι, πνίγοντας σχεδόν τον ήχο της μηχανής. Είκοσι μέτρα μπροστά, ένας φακός στράφηκε προς το έδαφος. Τα φώτα του αυτοκινήτου έπεσαν πάνω στο φωσφοριζέ πορτοκαλί και άσπρο της ταινίας και στο κίτρινο αστυνομικό γιλέκο του ανθρώπου που κρατούσε τον φακό. Ο άνθρωπος του έκανε νόημα να πλησιάσει και ο Άντον οδήγησε προς τα εκεί σιγά σιγά. Εδώ ήταν που είχε πέσει και το αυτοκίνητο του Ρενέ, πίσω από το προστατευτικό κιγκλίδωμα. Είχαν χρησιμοποιήσει ολόκληρο γερανό με ατσαλόσυρμα για να ανασύρουν το αυτοκίνητο από το ποτάμι και να το εναποθέσουν στο χώμα, δίπλα στο εγκαταλειμμένο πριονιστήριο. Έπρεπε να ξεσφηνώσουν από

μέσα το σώμα του Ρενέ Καλσνές, γιατί η μηχανή είχε χωθεί μες στην καμπίνα του αυτοκινήτου, στο ύψος των γοφών. Ο Άντον πάτησε το κουμπί και κατέβασε το παράθυρο. Υγρός παγωμένος νυχτερινός αέρας. Τεράστιες βαριές σταγόνες χτύπησαν την άκρη του παραθύρου και εκτόξευσαν μικρές πιτσίλες στον λαιμό του. «Λοιπόν» είπε. «Πού;...» Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Δεν ήταν και πολύ σίγουρος ότι ολοκλήρωσε τη φράση του. Ήταν λες και ο χρόνος προχώρησε για λίγο, σαν σ’ ένα κακομονταρισμένο φιλμ. Δεν κατάλαβε τι συνέβη, απλώς ότι χάθηκε για λίγο. Κοίταξε την ποδιά του και είδε θραύσματα από γυαλί. Σήκωσε το κεφάλι και κατάλαβε ότι το πάνω μέρος του παραθύρου είχε σπάσει. Άνοιξε το στόμα για να ρωτήσει τι συνέβαινε. Άκουσε κάτι να σχίζει τον νυχτερινό αέρα, διαισθάνθηκε τι μπορεί να ήταν, θέλησε να σηκώσει το χέρι του αλλά ήταν πολύ αργός. Άκουσε ένα κρατς. Συνειδητοποίησε ότι προερχόταν από το κεφάλι του, κάτι είχε σπάσει. Σήκωσε το χέρι του, ούρλιαξε. Άρπαξε τις ταχύτητες, προσπάθησε να βάλει όπισθεν. Όμως δεν μπορούσε. Τα πάντα γίνονταν σε αργή κίνηση. Ήθελε να βγάλει το πόδι από τον συμπλέκτη, να αναπτύξει ταχύτητα, αλλά αυτό θα τον έστελνε μπροστά. Στην άκρη του γκρεμού. Κάτω στο ποτάμι. Σαράντα μέτρα. Ζούσε μια... ζούσε μια...

Ταρακούνησε τον λεβιέ και τον τράβηξε. Άκουσε τη βροχή να πέφτει πιο έντονα και ένιωσε την παγωνιά του νυχτερινού αέρα σ’ όλη την αριστερή μεριά του σώματός του. Κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα. Ο συμπλέκτης. Μα πού ήταν το πόδι του; Ζούσε μια επανάληψη. Όπισθεν. Έτσι, ναι.

Ο Μίκαελ Μπέλμαν κοίταξε το ταβάνι. Άκουσε τον χαλαρωτικό ήχο της βροχής στη στέγη. Ολλανδικά κεραμίδια. Εγγυημένα για σαράντα χρόνια. Αναρωτήθηκε πόσα κεραμίδια είχαν πουληθεί μόνο και μόνο λόγω αυτής της εγγύησης. Αρκετά ώστε να δοθούν οι αποζημιώσεις για όσες στέγες δεν θ’ άντεχαν τόσο. Ένα πράγμα αποζητούν όλοι: μια εγγύηση ότι τα πράγματα θ’ αντέξουν. Η Ούλα ήταν ξαπλωμένη με το κεφάλι της στο στήθος του. Είχαν μιλήσει. Για πολλή ώρα, για πολλά πράγματα. Και για πρώτη φορά, απ’ όσο θυμόταν. Εκείνη έκλαψε. Όχι μ’ εκείνους τους οδυνηρούς λυγμούς που ο Μίκαελ μισούσε, αλλά μ’ εκείνα τα γλυκά δάκρυα που μαρτυρούσαν λιγότερο πόνο και περισσότερη απώλεια, την απώλεια κάποιου πράγματος που είχαν χάσει μια για πάντα. Τα δάκρυα που σήμαιναν ότι στη σχέση τους υπήρχε κάτι τόσο πολύτιμο, που η απώλειά του άξιζε τον κόπο. Ο Μίκαελ δεν το ’χε νιώσει

μέχρι που είδε τη γυναίκα του να κλαίει. Ήταν λες και χρειαζόταν τα δάκρυά της για να καταλάβει, για να σηκωθεί αυτό το πέπλο που ήταν μόνιμα εκεί και χώριζε όσα ο Μίκαελ Μπέλμαν σκεφτόταν από εκείνα που ο Μίκαελ Μπέλμαν ένιωθε. Η Ούλα έκλαιγε και για τους δυο τους, όπως έκανε πάντα. Όπως γελούσε επίσης και για τους δυο τους. Ήθελε να την παρηγορήσει. Της χάιδεψε τα μαλλιά. Άφησε τα δάκρυά της να μουσκέψουν το γαλάζιο πουκάμισο που του είχε σιδερώσει την προηγουμένη. Και ύστερα, σχεδόν κατά λάθος, την είχε φιλήσει. Ή μήπως το έκανε συνειδητά; Από περιέργεια μήπως; Για να δει πώς θ’ αντιδρούσε, όπως έκανε όταν ήταν μικρότερος, νεόκοπος ακόμη επιθεωρητής, και ανέκρινε υπόπτους σύμφωνα με τα εννέα βήματα του εγχειριδίου των Ίνμπο, Ριντ και Μπάκλεϊ: πατούσε τα συναισθηματικά κουμπιά του άλλου, μόνο και μόνο για να δει τι σόι αντίδραση θα είχαν. Στην αρχή η Ούλα δεν αντέδρασε στο φιλί του, ήταν κλειδωμένη. Ύστερα ανταποκρίθηκε απαλά. Ο Μίκαελ νόμιζε ότι ήξερε τα φιλιά της, μα έκανε λάθος. Αυτό το δειλό, διστακτικό φιλί δεν το ’ξερε. Τη φίλησε τότε με απληστία. Κι εκείνη απογειώθηκε. Τον έριξε στο κρεβάτι. Του έσχισε τα ρούχα. Και στο σκοτάδι ο Μίκαελ έκανε ξανά εκείνη τη σκέψη: ότι η Ούλα ήταν κάποιος άλλος, ο Γκούστο· και έχασε τη στύση του πριν καλά καλά προλάβουν να μπουν

κάτω από τα σκεπάσματα. Της εξήγησε ότι ήταν πολύ κουρασμένος. Ότι είχε πολλά στο μυαλό του. Ότι η κατάσταση ήταν μπερδεμένη, η ντροπή που ένιωθε μεγάλη. Σπεύδοντας να προσθέσει ότι εκείνη, η άλλη γυναίκα, δεν είχε καμία σχέση με όλο αυτό. Πείθοντας τον ίδιο του τον εαυτό ότι έτσι είχαν τα πράγματα. Ξανάκλεισε τα μάτια του, αλλά ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Ένιωθε ταραγμένος, όπως όταν ξυπνούσε εδώ και αρκετούς μήνες: με μια διαίσθηση ότι κάτι κακό συνέβη ή επρόκειτο να συμβεί. Ήλπισε ότι ήταν απλώς η επίγευση ενός ονείρου που είχε ξεχάσει. Κάτι τον έκανε να ξανανοίξει τα μάτια του. Ένα φως. Ένα λευκό φως στο ταβάνι. Ερχόταν από το πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι. Γύρισε και κοίταξε την οθόνη του κινητού του. Το είχε πάντα ανοιχτό και πάντα στο αθόρυβο. Με την Ιζαμπέλε είχαν συμφωνήσει να μην ανταλλάσσουν ποτέ μηνύματα βραδιάτικα. Τους δικούς της λόγους δεν τους ήξερε, ούτε ρώτησε ποτέ. Η Ιζαμπέλε είχε αντιδράσει καλά όταν της είπε ότι δεν θα μπορούσαν να βλέπονται για λίγο καιρό. Παρόλο που πίστευε ότι είχε καταλάβει το πραγματικό νόημα: το «για λίγο καιρό» ήταν τρόπος του λέγειν. Ο Μίκαελ ηρέμησε όταν είδε ότι το μήνυμα ήταν από τον Τρουλς. Ύστερα, σάστισε. Μάλλον μεθυσμένος ήταν ο

Τρουλς. Ή ίσως να είχε κάνει λάθος στον αριθμό, ίσως να ήθελε να το στείλει σε κάποια γυναίκα για την οποία δεν είχαν μιλήσει. Το μήνυμα είχε δύο λέξεις όλες κι όλες. Καλόν ύπνο.

Ο Άντον Μίτετ ξύπνησε. Το πρώτο πράγμα που αντιλήφθηκε ήταν ο ήχος της βροχής, ένας ελαφρύς πια ψίθυρος στο παρμπρίζ. Μετά συνειδητοποίησε ότι η μηχανή του αυτοκινήτου ήταν σβηστή, το κεφάλι του πονούσε και ότι δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια του. Άνοιξε τα μάτια του. Τα φώτα του αμαξιού ήταν ακόμη αναμμένα. Έφεγγαν κατά μήκος του εδάφους, μέσα στη βροχή, προς το σκοτάδι που απλωνόταν μπροστά τους, εκεί που η γη ξαφνικά υποχωρούσε. Το βρεγμένο παρμπρίζ δεν τον άφηνε να δει το δάσος με τα έλατα από την άλλη μεριά του γκρεμού, όμως ο Άντον ήξερε ότι ήταν εκεί. Ακατοίκητο. Σιωπηλό. Τυφλό. Δεν είχαν βρεθεί μάρτυρες την τελευταία φορά. Ούτε εκείνη τη φορά. Κοίταξε τα χέρια του. Ο λόγος που δεν μπορούσε να τα κουνήσει ήταν επειδή ήταν δεμένα στο τιμόνι με πλαστικά πιαστράκια. Τα πιαστράκια είχαν αντικαταστήσει σχεδόν

εξολοκλήρου τις χειροπέδες στην αστυνομία. Τα περνούσες απλώς γύρω από τους καρπούς του συλληφθέντος και τα έσφιγγες: συγκρατούσαν ακόμα και τους πιο δυνατούς. Το καλύτερο που μπορούσε να πετύχει κανείς προσπαθώντας να απελευθερωθεί ήταν βαθιές αμυχές στο δέρμα και τη σάρκα του. Μέχρι το κόκαλο, αν δεν το έβαζε κάτω. Ο Άντον έπιασε το τιμόνι. Δεν αισθανόταν τα δάχτυλά του. «Ξύπνησες;» Η φωνή τού ακούστηκε περιέργως γνωστή. Ο Άντον γύρισε προς τη θέση του συνοδηγού. Είδε δυο μάτια να τον κοιτάζουν μέσα από μια μαύρη κουκούλα. Ολόιδια μ’ εκείνες που χρησιμοποιούσε η ομάδα Δέλτα. «Ας το λύσουμε αυτό, τι λες;» Ένα αριστερό χέρι με γάντι έπιασε το χειρόφρενο που βρισκόταν μεταξύ τους και το τράβηξε. Στον Άντον πάντα άρεσε ο ήχος των παλιών χειρόφρενων, που έδινε μια αίσθηση μηχανική, την αίσθηση των γραναζιών και των αλυσίδων, της διαδικασίας του τι ακριβώς συνέβαινε. Αυτή τη φορά το χειρόφρενο σηκώθηκε και λύθηκε αθόρυβα. Ένα ελαφρύ τρίξιμο. Οι τροχοί. Κύλησαν προς τα εμπρός. Μα μονάχα ένα δυο μέτρα. Ο Άντον ενστικτωδώς είχε πατήσει με το πόδι του το φρένο. Έπρεπε να πιέζει με μανία, η γκλομπ μηχανή ήταν σβηστή. «Ωραία αντίδραση, Μίτετ». Ο Άντον κοίταξε μέσα από το παρμπρίζ. Η φωνή. Αυτή η

φωνή. Πήρε το πόδι του απ’ το φρένο. Το αμάξι έτριξε σαν σκουριασμένος μεντεσές, προχώρησε και ο Άντον ξαναπάτησε το φρένο με δύναμη. Το κράτησε πατημένο. Το φωτάκι της καμπίνας άναψε. «Λες ο Ρενέ να ήξερε ότι θα πέθαινε;» Ο Άντον Μίτετ δεν απάντησε. Είχε μόλις δει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ή τουλάχιστον ένα πρόσωπο που νόμιζε δικό του. Ήταν αιματοβαμμένο. Η μύτη του είχε πρηστεί από τη μία πλευρά. Μάλλον είχε σπάσει. «Για πες μου, Μίτετ, πώς είναι να ξέρεις ότι θα πεθάνεις; Μπορείς να μου πεις;» «Για... γιατί;» Η ερώτηση του Άντον βγήκε σχεδόν αυτόματα. Δεν ήξερε καν αν ήθελε να μάθει το γιατί. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε παγώσει μέχρι το κόκαλο. Και ότι ήθελε να ξεφύγει. Να πάει στη Λάουρα. Να την κρατήσει. Να τον κρατήσει. Να μυρίσει το άρωμά της. Να νιώσει τη ζεστασιά της. «Ακόμη δεν το κατάλαβες, Μίτετ; Είναι επειδή δεν κατάφερες να εξιχνιάσεις την υπόθεση, γι’ αυτό. Θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να μάθεις από προηγούμενα λάθη». «Να μά... μάθω;» «Ήξερες ότι έρευνες στον τομέα της ψυχολογίας έχουν

αποδείξει ότι το να λαμβάνει κανείς ελαφρώς αρνητικές κριτικές στη δουλειά του βελτιώνει την απόδοσή του; Όχι πολύ αρνητικές, ούτε πολύ θετικές, μόνο ελαφρώς. Τιμωρώντας σας σιγά σιγά, λοιπόν, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό τη φορά, αποτελεί κι αυτό μια ελαφρώς αρνητική κριτική, δεν νομίζεις;» Οι τροχοί έτριξαν και ο Άντον ξαναπάτησε με μανία το φρένο. Κοιτάζοντας την άκρη του γκρεμού. Ήταν λες και έπρεπε να πιέζει όλο και πιο πολύ.greekleech.info «Φταίει το υγρό φρένων» είπε η φωνή. «Τρύπησα το σωληνάκι. Το υγρό χύνεται και σύντομα δεν θα έχει καμία σημασία είτε πατάς το φρένο είτε όχι. Τι λες, νομίζεις ότι θα προλάβεις να σκεφτείς ενώ πέφτεις; Να μετανιώσεις για ό,τι έχεις κάνει;» «Να μετανιώ;...» Ο Άντον ήθελε να συνεχίσει, αλλά οι λέξεις στέρεψαν, το στόμα του ήταν σαν να γέμισε με αλεύρι. Ενώ έπεφτε. Δεν ήθελε να πέσει. «Να μετανιώσεις που πήρες το κλομπ» είπε η φωνή. «Να μετανιώσεις που δεν βοήθησες να συλληφθεί ο δολοφόνος. Θα είχες γλιτώσει απ’ όλο αυτό τότε». Ο Άντον είχε την αίσθηση ότι πιέζοντας το φρένο έσπρωχνε ο ίδιος το υγρό έξω απ’ το σωληνάκι· όσο πιο δυνατά πίεζε, τόσο πιο γρήγορα θ’ άδειαζε το σύστημα. Μαλάκωσε την πίεση στο πόδι του. Το χώμα κάτω από τις

ρόδες έτριξε και μες στον πανικό του έσπρωξε με δύναμη την πλάτη του στο κάθισμα και τέντωσε με μανία τα πόδια του στο πάτωμα και στο φρένο. Το αυτοκίνητο είχε δύο συστήματα υδραυλικών φρένων, ίσως να είχε καταστραφεί μόνο το ένα. «Εάν μετανοήσεις, ίσως λάβεις άφεση αμαρτιών, Μίτετ. Ο Χριστός είναι μεγαλόψυχος». «Με... μετανοώ. Βγάλε με από εδώ μέσα». Ένα σιγανό γελάκι. «Μίτετ, στον παράδεισο εννοώ. Δεν είμαι εγώ ο Χριστός. Από μένα συγχώρεση μην ψάχνεις». Μια μικρή παύση. «Και η απάντηση είναι ναι, τρύπησα και τα δύο συστήματα». Για μια στιγμή ο Άντον Μίτετ πίστεψε ότι μπορούσε μέχρι και ν’ακούσει το υγρό φρένων να στάζει απ’ το αυτοκίνητο, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι άκουγε το αίμα του, που έσταζε στην ποδιά του. Θα πέθαινε. Ξαφνικά το γεγονός αυτό ήταν τόσο αδιαμφισβήτητο, που ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα του και έκανε πολύ δύσκολη οποιαδήποτε κίνηση, λες και η νεκρική ακαμψία είχε ήδη αρχίσει. Γιατί καθόταν ο δολοφόνος δίπλα του ακόμη; «Φοβάσαι να πεθάνεις» συνέχισε η φωνή. «Το ίδιο το σώμα σου εκκρίνει μια μυρωδιά, τη μυρίζεις; Αδρεναλίνη. Μυρίζει φάρμακο και ούρα. Είναι η μυρωδιά που υπάρχει στα

σπίτια των γέρων και στα σφαγεία. Η μυρωδιά του φόβου του θανάτου». Ο Άντον ρούφηξε λαχανιασμένος αέρα, λες και δεν έφτανε και για τους δυο τους. «Όσο για μένα, δεν φοβάμαι καθόλου να πεθάνω» είπε η φωνή. «Δεν είναι παράξενο; Να μπορεί κανείς να χάσει κάτι τόσο πανανθρώπινο όσο ο φόβος του θανάτου; Φυσικά και έχει να κάνει και με την επιθυμία να ζήσει κανείς, αλλά μόνο εν μέρει. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι περνούν τις ζωές τους σε μέρη που δεν θέλουν, μόνο και μόνο επειδή φοβούνται ότι η εναλλακτική θα είναι χειρότερη... Δεν είναι λυπηρό;» Ο Άντον ένιωθε ότι ασφυκτιούσε. Ο ίδιος δεν υπέφερε από άσθμα αλλά είχε δει τη Λάουρα σε στιγμές κρίσης, είχε δει την απελπισμένη, ικετευτική έκφραση στο πρόσωπό της, είχε νιώσει απελπισία που δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, που ήταν ένας απλός παρατηρητής στην πανικόβλητη προσπάθειά της ν’ αναπνεύσει. Αλλά βαθιά μέσα του ήταν και περίεργος, ήθελε να ξέρει, να αισθανθεί πώς είναι να βρίσκεσαι στα πρόθυρα του θανάτου, να μην υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις, μόνο κάτι που μπορούν να σου κάνουν. Τώρα πια ήξερε. «Εγώ πιστεύω ότι ο θάνατος είναι ένα καλύτερο μέρος» τόνισε η φωνή. «Αλλά δεν μπορώ να σε συνοδεύσω, Άντον.

Έχω δουλειές να κάνω, βλέπεις». Ο Άντον ξανάκουσε το τρίξιμο του χώματος, σαν μια τραχιά φωνή που εισήγαγε μια πρόταση, έναν ήχο που σύντομα θα ανέβαζε ταχύτητες. Και ήταν αδύνατο πια να πιέσει περισσότερο το φρένο, ήταν πατημένο τέρμα. «Αντίο». Ένιωσε τον παγωμένο αέρα από την ανοιχτή πόρτα του συνοδηγού. «Ο ασθενής» βόγκηξε ο Άντον. Ξανακοίταξε τον γκρεμό, που καταβρόχθιζε τα πάντα, όμως ένιωσε τον άνθρωπο δίπλα του να γυρνά προς το μέρος του. «Ποιος ασθενής;» Ο Άντον έβγαλε τη γλώσσα του και έγλειψε το πάνω χείλος του, γευόμενος κάτι υγρό, γλυκό και μεταλλικό. Έγλειψε το εσωτερικό του στόματός του. Βρήκε τη φωνή του. «Ο ασθενής στο Ρικσχοσπιτάλ. Με νάρκωσαν πριν τον σκοτώσουν. Εσύ το έκανες;» Μερικά δευτερόλεπτα σιωπής και ο ήχος της βροχής. Η βροχή που έπεφτε μες στο σκοτάδι: υπήρχε πιο όμορφος ήχος από αυτόν; Αν μπορούσε, θα καθόταν ν’ ακούει τον ήχο της βροχής όλη μέρα, κάθε μέρα από εδώ και πέρα. Για χρόνια ολόκληρα. Ν’ ακούει, ν’ ακούει, απολαμβάνοντας

κάθε στιγμή. Ύστερα ένιωσε το σώμα να κουνιέται, το αυτοκίνητο να ανασηκώνεται καθώς απαλλασσόταν από το βάρος του άνδρα. Η πόρτα έκλεισε απαλά. Έμεινε μόνος του. Το αυτοκίνητο μετακινήθηκε. Ο ήχος των τροχών καθώς γλιστρούσαν πάνω στο χώμα και στις πέτρες ήταν σαν βραχνός ψίθυρος. Το χειρόφρενο. Απείχε πενήντα εκατοστά απ’ το δεξί του χέρι. Ο Άντον προσπάθησε να τραβήξει τα χέρια του. Ούτε που ένιωσε τον πόνο καθώς το δέρμα του σχιζόταν. Ο βραχνός ψίθυρος έγινε δυνατότερος, πιο γρήγορος. Ήξερε ότι ήταν υπερβολικά ψηλός και δύσκαμπτος για να χώσει το ένα του πόδι κάτω από το χειρόφρενο, οπότε έσκυψε. Άνοιξε το στόμα του. Κράτησε την άκρη του χειρόφρενου ανάμεσα στα δόντια του, το ένιωσε να πιέζει τα πάνω του δόντια, τράβηξε, μα εκείνο γλίστρησε απ’ το στόμα του. Ξαναπροσπάθησε, ξέροντας ότι ήταν ήδη πολύ αργά, αλλά προτιμούσε να πεθάνει έτσι, πολεμώντας, απελπισμένος, ζωντανός. Γύρισε το σώμα του, ξανάπιασε το χειρόφρενο με τα δόντια του. Ξαφνικά, η απόλυτη σιωπή. Η φωνή είχε πάψει και η βροχή είχε σταματήσει απότομα. Όχι, δεν είχε σταματήσει. Ήταν ο ίδιος, που έπεφτε. Αβαρής, περιστρεφόταν σε ένα αργό βαλς, σαν τότε που είχε χορέψει με τη Λάουρα ξέροντας πως τους κοιτούσαν όλοι. Περιστράφηκε γύρω από τον

άξονά του αργά, ταλαντευόμενος, δυο τρία βήματα, μόνο που τώρα ήταν ολομόναχος. Έπεφτε μέσα σ’ αυτή την παράξενη ησυχία. Μαζί με τη βροχή.

14

Η

Λάουρα Μίτετ τούς κοίταξε καλά καλά. Όταν την πήραν τηλέφωνο, κατέβηκε μπροστά από το πρώτο κτίριο στο Ελβεπάρκεν και τους περίμενε, με τα χέρια σταυρωμένα, παγώνοντας μες στη ρόμπα της. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου είχαν αρχίσει να λαμπυρίζουν πάνω στον ποταμό Ντράμεν. Κάτι συνέβη μέσα της: για λίγα δευτερόλεπτα δεν ήταν παρούσα, δεν τους άκουγε, δεν έβλεπε τίποτα, παρά μόνο το ποτάμι πίσω τους. Για λίγα δευτερόλεπτα στάθηκε εκεί σκεφτόμενη ότι ο Άντον δεν ήταν ποτέ ο ένας και μοναδικός. Δεν είχε συναντήσει ποτέ τον κ. Τέλειο, ή τουλάχιστον δεν τον είχε ποτέ δικό της. Και αυτός με τον οποίο κατέληξε, ο Άντον, την είχε απατήσει τον πρώτο χρόνο του γάμου τους. Ποτέ του δεν έμαθε ότι εκείνη το ήξερε. Η Λάουρα είχε πάρα πολλά να χάσει. Καθόλου απίθανο, δε, αυτός να είχε κι άλλη

σχέση τώρα. Πάντα οι ίδιες γελοίες δικαιολογίες, πάντα με την ίδια έκφραση υπερβολικής φυσικότητας. Ξαφνικές υποχρεωτικές υπερωρίες. Φρικτό μποτιλιάρισμα κατά την επιστροφή απ’ τη δουλειά. Κλειστό κινητό γιατί είχε πεθάνει η μπαταρία του. Ήταν δύο, ένας άνδρας και μια γυναίκα. Και οι δυο τους με άψογα σιδερωμένες στολές, σαν να τις είχαν μόλις βγάλει από την ντουλάπα. Το βλέμμα τους ήταν σοβαρό, σχεδόν φοβισμένο. Την αποκάλεσαν «κυρία Μίτετ»· κανείς άλλος δεν το έκανε αυτό. Ούτε και της άρεσε. Ήταν τ’ όνομά του και το ’χε μετανιώσει πάμπολλες φορές που το είχε αποκτήσει. Έβηξαν. Είχαν κάτι να της πουν. Ωραία, τι ακριβώς περίμεναν; Κι όμως, λες και το ήξερε ήδη. Το είχε καταλάβει από τα ηλίθια, υπερβολικά, τραγικά τους πρόσωπα. Ήταν έξαλλη. Τόσο έξαλλη, που ένιωθε το πρόσωπό της να σπαρταρά, να σπαρταρά και να παραμορφώνεται σε κάτι που δεν ήθελε, σ’ έναν συγκεκριμένο ρόλο σ’ αυτή την ιλαροτραγωδία. Κάτι της είπαν. Τι; Νορβηγικά μιλούσαν; Οι λέξεις τους δεν έβγαζαν νόημα. Ποτέ της δεν ήθελε τον τέλειο άνδρα. Και ποτέ της δεν είχε θελήσει τ’ όνομά του. Έως τώρα.

15

Τ

ο μαύρο Φολκσβάγκεν Σαράν στροβιλίστηκε καθώς ανυψωνόταν αργά προς τον γαλάζιο ουρανό. Σαν πύραυλος σε αργή κίνηση, σκέφτηκε η Κατρίνε, κοιτάζοντας το νερό που χυνόταν από τις πόρτες και το πορτμπαγκάζ του στραπατσαρισμένου αυτοκινήτου να γίνεται σταγόνες που λαμπύριζαν πέφτοντας προς το ποτάμι. «Και την προηγούμενη φορά εδώ πάνω ανεβάσαμε το αμάξι» είπε ο χωροφύλακας της περιοχής. Στέκονταν δίπλα στο εγκαταλειμμένο πριονιστήριο. Η κόκκινη μπογιά ξεφλούδιζε από τους τοίχους και τα μικρά παράθυρα ήταν σπασμένα σε πολλά σημεία. Το μαραμένο χορτάρι στο έδαφος θύμιζε τη φράντζα του Χίτλερ, έτσι όπως το ’χε χτενίσει η βροχή με μανία το προηγούμενο βράδυ. Στα σκιερά μέρη υπήρχαν ακόμη κομμάτια λασπωμένου χιονιού.

Ένα καταδικασμένο αποδημητικό πουλί που είχε επιστρέψει πρόωρα τραγουδούσε αισιόδοξα και ο ποταμός κελάρυζε ικανοποιημένος. «Μόνο που ετούτο εδώ είχε σφηνώσει ανάμεσα σε δύο βράχια, οπότε μας ήταν πιο εύκολο να το σηκώσουμε κατευθείαν προς τα πάνω». Η Κατρίνε ακολούθησε το ποτάμι με το βλέμμα της. Πιο πάνω από το πριονιστήριο ξυλείας υπήρχε ένα φράγμα, απ’ όπου κατηφόριζε το νεράκι που κυλούσε ήσυχα ανάμεσα στους βράχους που είχαν συγκρατήσει το όχημα. Είδε τον ήλιο να λαμποκοπάει πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Ύστερα το βλέμμα της σκαρφάλωσε στον κατακόρυφο βράχο: γρανίτης του Ντράμεν. Ξεχωριστό είδος, υποτίθεται. Κοίταξε το πίσω μέρος του ρυμουλκού φορτηγού και τον κίτρινο γερανό που εξείχε στην άκρη του γκρεμού. Ήλπισε να είχαν υπολογίσει σωστά την αναλογία βάρους και βραχίονα. «Αφού είστε επιθεωρητές, γιατί δεν βρίσκεστε εκεί πάνω με τους υπόλοιπους;» τους είχε ρωτήσει ο χωροφύλακας που σήκωσε την ταινία σήμανσης για χάρη τους, έχοντας εξετάσει πρώτα προσεκτικά τις ταυτότητές τους. Η Κατρίνε είχε ανασηκώσει απλώς τους ώμους της. Τι να του εξηγήσει; Ότι είχαν έρθει να κλέψουν το μήλο απ’ τη μηλιά, τέσσερις άνθρωποι δίχως επίσημη άδεια, σε μια αποστολή που επέβαλλε να κρατούν αποστάσεις από την

κυρίως ομάδα; «Ό,τι είναι να δούμε μπορούμε να το δούμε κι από εδώ» απάντησε η Μπέτε Λεν. «Ευχαριστούμε για την εξυπηρέτηση». «Κανένα πρόβλημα». Η Κατρίνε Μπρατ έσβησε το iPad της, που ήταν ακόμη συνδεδεμένο με την ιστοσελίδα των Νορβηγικών Φυλακών, και ακολούθησε γρήγορα την Μπέτε Λεν και τον Στούλε Άουνε, οι οποίοι είχαν ήδη βγει από την ταινία σήμανσης και επέστρεφαν στο πάνω από σαράντα ετών Βόλβο του Μπγιορν Χολμ. Ο ιδιοκτήτης του κατέβαινε τον απότομο χωματόδρομο απ’ την κορυφή με ελαφριά πηδηματάκια και τους συνάντησε μπροστά στην αντίκα του, που δεν είχε ούτε κλιματισμό, ούτε αερόσακους, ούτε κεντρικό κλείδωμα, μόνο δύο γραμμές στα χρώματα της σκακιέρας που διέτρεχαν το αυτοκίνητο απ’ το καπό ως την ουρά. Βλέποντας το λαχάνιασμά του, η Κατρίνε κατάλαβε ότι ο Χολμ ίσα ίσα που θα περνούσε τις εισαγωγικές εξετάσεις της Ακαδημίας σήμερα. «Λοιπόν;» ρώτησε η Μπέτε. «Το πρόσωπο είναι εν μέρει κατεστραμμένο, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, το σώμα ανήκει σε κάποιον Άντον Μίτετ» είπε ο Χολμ, βγάζοντας το καπέλο ράστα και σφουγγίζοντας με

αυτό τον ιδρώτα του προσώπου του. «Μίτετ» είπε η Μπέτε. «Μα φυσικά». Οι υπόλοιποι γύρισαν και την κοίταξαν. «Αξιωματικός της περιοχής. Είχε αντικαταστήσει τον Σίμουν στο Μαριντάλεν. Θυμάσαι, Μπγιορν;» «Όχι» είπε ο Χολμ, χωρίς να πολυντρέπεται κιόλας. Η Κατρίνε υπέθεσε ότι ο Μπγιορν είχε συνηθίσει την ιδέα ότι το αφεντικό του ήταν εξωγήινο. «Ναι, ήταν στο Αστυνομικό Τμήμα του Ντράμεν. Και είχε συμμετάσχει στις έρευνες που έγιναν εδώ γύρω για κείνον, τον παλιότερο φόνο». Η Κατρίνε κούνησε το κεφάλι της έκπληκτη. Άλλο το να αντιδράς άμεσα στο μήνυμα που είχε φτάσει στο τερματικό του Όσλο για κάποιο αυτοκίνητο που είχε πέσει στο ποτάμι, άλλο το να διατάζεις τους πάντες να τρέξουν στο Ντράμεν γιατί θυμήθηκες ότι το ατύχημα έγινε στο ίδιο ακριβώς σημείο που ο Ρενέ Καλσνές δολοφονήθηκε πριν από χρόνια, κι άλλο να θυμάσαι το όνομα του τοπικού χωροφύλακα που είχε εμπλακεί στις έρευνες. «Ήταν εύκολο να τον θυμηθώ· είχε κάνει τεράστια γκάφα» είπε η Μπέτε, παρατηρώντας τον τρόπο που η Κατρίνε κούνησε το κεφάλι της. «Βρήκε ένα κλομπ και δεν το ανέφερε, φοβούμενος ότι θα ντρόπιαζε έτσι την αστυνομία. Είπαν τίποτα για την πιθανή αιτία θανάτου;»

«Όχι» απάντησε ο Χολμ. «Εξυπακούεται ότι θα είχε έτσι κι αλλιώς πεθάνει κατά την πτώση του αυτοκινήτου. Το χειρόφρενο μπήκε απ’ το στόμα και βγήκε απ’ το πίσω μέρος του κεφαλιού. Αλλά μάλλον έφαγε και ξύλο όσο ήταν ακόμη ζωντανός, γιατί το πρόσωπό του ήταν γεμάτο μώλωπες». «Μήπως έριξε ο ίδιος το αμάξι στον γκρεμό;» ρώτησε η Κατρίνε. «Ίσως. Μόνο που οι καρποί του ήταν δεμένοι στο τιμόνι με πλαστικά πιαστράκια. Δεν βρήκαμε ίχνη πέδησης και το αμάξι προσγειώθηκε στα βράχια κοντά στην πλαγιά, άρα δεν έπεσε στο κενό με ταχύτητα. Μάλλον απλώς γλίστρησε». «Το χειρόφρενο μπήκε στο στόμα του;» επανέλαβε η Μπέτε συνοφρυωμένη. «Πώς έγινε κάτι τέτοιο;» «Τα χέρια του ήταν δεμένα και το αμάξι γλιστρούσε προς τον γκρεμό» είπε η Κατρίνε. «Μάλλον προσπάθησε να τραβήξει το χειρόφρενο με το στόμα του». «Πιθανόν. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα μας είναι ότι πρόκειται περί αστυνομικού. Και ότι σκοτώθηκε σε μια παλιά σκηνή εγκλήματος». «Ενός εγκλήματος που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, μάλιστα» πρόσθεσε ο Μπγιορν Χολμ. «Ναι, μόνο που υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ αυτής της δολοφονίας και εκείνων των κοριτσιών στο

Μαριντάλεν και το Τρίβαν» επισήμανε η Μπέτε, κρατώντας στο χέρι της την ιατροδικαστική έκθεση που είχαν τυπώσει λίγο πριν φύγουν από το υπόγειο γραφείο τους. «Ο Ρενέ Καλσνές ήταν άνδρας και δεν υπήρχαν πουθενά σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης». «Υπάρχει μια ακόμα πιο σημαντική διαφορά» είπε η Κατρίνε. «Τι;» Χάιδεψε το iPad που κρατούσε παραμάσχαλα. «Ενώ ερχόμασταν εδώ, έλεγξα το ποινικό μητρώο και τις λίστες κρατουμένων. Ο Βαλεντίν Γιέρτσεν ήταν φυλακισμένος στην Ίλα όταν σκοτώθηκε ο Ρενέ Καλσνές». «Σκατά!» αναφώνησε ο Χολμ. «Έλα τώρα» είπε η Μπέτε. «Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Βαλεντίν δεν σκότωσε τον Άντον Μίτετ. Μπορεί να άλλαξε μοτίβο, αλλά προφανώς πρόκειται για τον ίδιο τρελό. Εσύ τι λες, Στούλε;» Και οι τρεις τους γύρισαν και κοίταξαν τον Στούλε Άουνε, που μέχρι τότε, περιέργως, δεν είχε βγάλει λέξη. Η Κατρίνε παρατήρησε ότι ο παχουλός άνδρας ήταν ασυνήθιστα χλωμός. Ακουμπούσε στην πόρτα του Άμαζον, βαριανασαίνοντας. «Στούλε;» επανέλαβε η Μπέτε. «Συγγνώμη» είπε εκείνος, προσπαθώντας να χαμογελάσει

άγαρμπα. «Το χειρόφρενο...» «Θα το συνηθίσεις» είπε η Μπέτε, προσπαθώντας εξίσου άγαρμπα να κρύψει την ανυπομονησία της. «Τι λες, είναι ο ίδιος δολοφόνος των αστυνομικών ή όχι;» Ο Στούλε Άουνε ίσιωσε την πλάτη του. «Ναι, οι κατά συρροήν δολοφόνοι μπορούν να ξεφύγουν από το συνηθισμένο τους μοτίβο, αν αυτό με ρωτάς. Δεν νομίζω ότι πρόκειται για κάποιον μιμητή που προσπάθησε να... ε... να συνεχίσει τη δουλειά του προηγούμενου. Όπως συνήθιζε να λέει και ο Χάρι, ένας κατά συρροήν δολοφόνος είναι τόσο σπάνιος όσο μια λευκή φάλαινα. Άρα, ένας κατά συρροήν δολοφόνος αστυνομικών είναι μια λευκή φάλαινα με ροζ βούλες: ήτοι, μοναδικός». «Άρα συμφωνούμε ότι πρόκειται για τον ίδιο δράστη» είπε η Μπέτε. «Εφόσον ο Βαλεντίν ήταν στη φυλακή όμως, αυτό σημαίνει πως η θεωρία μας ότι πηγαίνει στα παλιά του λημέρια επαναλαμβάνοντας τους φόνους πάει στράφι». «Εντούτοις» επισήμανε ο Μπγιορν «αυτός εδώ είναι ο μοναδικός από τους τρεις φόνους που μοιάζει με τον αρχικό: χτυπήματα στο πρόσωπο, το αυτοκίνητο που πέφτει στο ποτάμι. Ίσως αυτό να σημαίνει κάτι». «Στούλε;» «Ίσως να σημαίνει ότι ο ίδιος αισθάνεται όλο και πιο

επιδέξιος, ότι τελειοποιεί τους φόνους καθιστώντας τους τέλεια αντίγραφα». «Έλα τώρα» σφύριξε η Κατρίνε. «Τον κάνεις ν’ ακούγεται σαν να είναι καλλιτέχνης». «Σοβαρά;» είπε ο Στούλε, ρίχνοντάς της ένα παράξενο βλέμμα. «Λεν!» Γύρισαν όλοι προς τη φωνή. Από την κορυφή του λόφου άρχισε να κατεβαίνει ένας άνδρας. Φορούσε ένα χαβανέζικο πουκάμισο που ανέμιζε στον αέρα, η κοιλιά του ταλαντευόταν πάνω κάτω και οι μπούκλες του χόρευαν. Η σχετικά γρήγορη ταχύτητά του ήταν μάλλον αποτέλεσμα του απότομου της πλαγιάς παρά του σωματικού του ζήλου. «Πάμε να φύγουμε» είπε η Μπέτε. Είχαν ήδη χωθεί στο Άμαζον και ο Μπγιορν προσπαθούσε για τρίτη φορά να βάλει μπρος, όταν η άρθρωση ενός δαχτύλου χτύπησε το παράθυρο του συνοδηγού, όπου καθόταν η Μπέτε. Εκείνη γκρίνιαξε και κατέβασε το τζάμι. «Ρόγκερ Γιένεμ» είπε η Μπέτε. «Για πες, έχεις τίποτα ερωτήσεις για την Aftenposten στις οποίες μπορώ να απαντήσω μ’ ένα “ουδέν σχόλιον”;» «Είναι ο τρίτος αστυνομικός που δολοφονείται» είπε ο άνδρας με το χαβανέζικο πουκάμισο λαχανιασμένος. Η

Κατρίνε παραδέχθηκε ενδόμυχα ότι η φυσική κατάσταση του Μπγιορν Χολμ ήταν σαφέστατα καλύτερη από ετούτου εδώ. «Έχετε καθόλου στοιχεία;» Η Μπέτε Λεν χαμογέλασε. «Ο-Υ-Δ-Ε-Ν...» είπε ο Ρόγκερ Γιένεμ, προσποιούμενος ότι γράφει στο σημειωματάριό του. «Ρώτησα τριγύρω. Μικρά πραγματάκια από εδώ κι από εκεί. Ο ιδιοκτήτης ενός βενζινάδικου λέει πως ο Μίτετ έβαλε βενζίνη σ’ αυτόν χθες το βράδυ. Ήταν σίγουρος πως ήταν μόνος στο αμάξι. Αυτό σημαίνει ότι;...» «Ουδέν...» «...σχόλιον. Ναι. Πιστεύετε ότι ο αρχηγός σας θα σας επιβάλει να κυκλοφορείτε ένοπλοι από εδώ και στο εξής;» Η Μπέτε σήκωσε το ένα της φρύδι. «Τι εννοείς;» «Το όπλο στο ντουλαπάκι του Μίτετ» είπε ο Γιένεμ, σκύβοντας και κοιτάζοντας τους υπόλοιπους υποψιασμένα: ήθελε να δει αν όντως δεν ήξεραν αυτή τη βασική πληροφορία. «Ήταν άδειο, παρόλο που δίπλα του υπήρχε ένα κουτί σφαίρες. Εάν το όπλο του ήταν γεμάτο, ίσως και να την είχε γλιτώσει». «Ξέρεις κάτι, Γιένεμ» είπε η Μπέτε. «Μπορείς απλώς να βάλεις ομοιωματικά κάτω από την πρώτη μου απάντηση. Για την ακρίβεια, θα προτιμούσα να μην αναφέρεις καν το

γεγονός ότι συναντηθήκαμε». «Γιατί;» Το αυτοκίνητο πήρε μπρος. «Καλημέρα, Γιένεμ». Η Μπέτε άρχισε να σηκώνει το παράθυρο. Ο δημοσιογράφος πρόλαβε να της πετάξει μια τελευταία ερώτηση: «Σου λείπει; Ξέρεις ποιος λέω». Ο Χολμ άφησε τον συμπλέκτη. Η Κατρίνε κοίταξε τη φιγούρα του Ρόγκερ Γιένεμ να μικραίνει στον καθρέφτη. Περίμενε όμως μέχρι να περάσουν το Λιερτόπεν μέχρι να μιλήσει. Και να πει αυτό που σκέφτονταν όλοι τους: «Ο Γιένεμ έχει δίκιο». «Ναι» αναστέναξε η Μπέτε. «Όμως δεν είναι πια διαθέσιμος, Κατρίνε». «Το ξέρω, μα πρέπει να προσπαθήσουμε!» «Τι να προσπαθήσουμε;» ρώτησε ο Μπγιορν Χολμ. «Να ξεθάψουμε τον νεκρό;» Η Κατρίνε κοίταξε έξω, το μονότονο δασικό τοπίο που γλιστρούσε δίπλα στον αυτοκινητόδρομο. Σκέφτηκε πως κάποτε είχε πετάξει πάνω από εδώ, απ’ το πλέον πολυπληθές μέρος της Νορβηγίας, μ’ ένα ελικόπτερο της αστυνομίας, και ότι ακόμα και τότε της είχε κάνει εντύπωση πόσο πολλά δάση υπήρχαν και πώς η φύση κυριαρχούσε στο τοπίο. Μέρη

που δεν πατούσε άνθρωπος. Καλά κρυμμένα μέρη. Πως ακόμα και τα σπίτια ήταν μικρές κουκκίδες μες στη νύχτα και ο αυτοκινητόδρομος μια λεπτή γραμμή που διέσχιζε το αδιαπέραστο σκοτάδι. Πως ήταν αδύνατον να δεις τα πάντα. Έπρεπε να μυρίσεις, ν’ αφουγκραστείς. Να ξέρεις. Είχαν φτάσει σχεδόν στο Άσκερ, όταν η Κατρίνε μίλησε ξανά. Όμως το ταξίδι τους ήταν τόσο σιωπηλό, που κανείς δεν είχε ξεχάσει την ερώτηση στην οποία εκείνη απαντούσε τώρα: «Ναι».

16

Η

Κατρίνε Μπρατ διέσχισε την ανοιχτή πλατεία μπροστά από το Chateau Neuf, την έδρα του Συλλόγου Νορβηγών Φοιτητών. Περίφημα πάρτι, σούπερ συναυλίες, έντονες συζητήσεις: αυτά θυμόταν από τα χρόνια της εδώ. Ε, και κάπου ανάμεσα σ’ όλα αυτά, είχαν καταφέρει και ν’ αποφοιτήσουν. Ο ενδυματολογικός κώδικας των φοιτητών ελάχιστα είχε αλλάξει από τότε: κοντομάνικες μπλούζες, φαρδιά παντελόνια, γυαλιά για σπασίκλες, ρετρό φουσκωτά ή στρατιωτικά μπουφάν· στιλ εγγύηση, που κάλυπτε την ανασφάλειά τους· ο μέσος κοινωνικά αναρριχώμενος φοιτητής, που ήθελε να το παίξει ξύπνιος και λουφαδόρος· ο φόβος της κοινωνικής και ακαδημαϊκής αποτυχίας. Τουλάχιστον ένιωθαν ευτυχείς που δεν ανήκαν σ’ εκείνους

τους κακομοίρηδες στην απέναντι πλευρά της πλατείας. Εκεί που κατευθυνόταν τώρα η Κατρίνε. Ορισμένοι από εκείνους τους κακομοίρηδες έβγαιναν τώρα από τη μεγάλη πύλη της Ακαδημίας, που θύμιζε φυλακή. Οι μαύρες τους αστυνομικές στολές φαινόταν ότι τους έπεφταν μεγάλες, ασχέτως αν ήταν το σωστό νούμερο. Η Κατρίνε καταλάβαινε από μακριά τους πρωτοετείς: προσπαθούσαν να γεμίσουν τη στολή τους και είχαν το γείσο του καπέλου τους κατεβασμένο χαμηλά στο μέτωπό τους. Λες και ήθελαν να κρύψουν την ανασφάλειά τους ή ν’ αποφύγουν τα άλλοτε περιφρονητικά, άλλοτε συμπονετικά βλέμματα των φοιτητών από απέναντι, των κανονικών φοιτητών δηλαδή, των ελεύθερων, ανεξάρτητων επικριτών του συστήματος, των σκεπτόμενων διανοουμένων, με τα χαμόγελα και τα μακριά λιγδιασμένα μαλλιά, που ξάπλωναν εκστασιασμένοι στα σκαλοπάτια κάτω απ’ τη λιακάδα για ν’ απολαύσουν το τσιγαράκι τους, που οι απέναντι γνώριζαν ότι μπορεί να ήταν και φούντα. Διότι αυτοί ήταν η πραγματική νεολαία, ο αφρός της κοινωνίας, αυτοί είχαν δικαίωμα στα λάθη· και οι μεγαλύτερες αποφάσεις της ζωής τους βρίσκονταν ακόμη μπροστά τους, στο μέλλον τους και όχι στο παρελθόν. Ή ίσως έτσι να είχε νιώσει μόνο η Κατρίνε ως φοιτήτρια· ήθελε να ουρλιάξει ότι δεν ήξεραν ποια είναι, ούτε γιατί είχε

επιλέξει να γίνει αστυνομικός, ούτε τι είχε αποφασίσει να κάνει στη ζωή της. Ο παλιός θυρωρός, ο Κάρστεν Κάσπερσεν, βρισκόταν ακόμη στο πόστο του μέσα από την πύλη, ωστόσο δεν φάνηκε να τη θυμόταν καθώς εξέταζε την αστυνομική της ταυτότητα. Της έγνεψε να περάσει. Η Κατρίνε προχώρησε στον διάδρομο, προς μία από τις αίθουσες διαλέξεων. Προσπέρασε το δωμάτιο όπου αναπαριστάνονταν σκηνές εγκλήματος: ένα διαμέρισμα, διαχωρισμένο από τοιχία και πλαισιωμένο από ένα θεωρείο, απ’ όπου μπορούσες να δεις τους άλλους να ασκούνται στην έρευνα, την εύρεση στοιχείων και την ερμηνεία της σειράς των γεγονότων. Έπειτα πέρασε από το γυμναστήριο: στρωματάκια για προπόνηση, μυρωδιά ιδρώτα· εδώ σου μάθαιναν την τέχνη του να ρίχνεις άνθρωπο στο έδαφος και να του περνάς χειροπέδες. Στο τέλος του διαδρόμου χώθηκε στην αίθουσα διαλέξεων νούμερο 2. Η διάλεξη βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Η Κατρίνε προχώρησε προσεκτικά προς ένα ελεύθερο κάθισμα στην τελευταία σειρά. Κάθισε κάτω τόσο ήσυχα, που κανένα από τα δύο μπροστινά της κορίτσια, που ψιθύριζαν ενθουσια​σμένα, δεν το κατάλαβε. «Είναι περίεργη, σου λέω. Έχει τη φωτογραφία του στον τοίχο του δωματίου της».

«Έλα τώρα». «Ναι, την έχω δει». «Θεέ μου. Είναι γέρος. Και άσχημος». «Βρίσκεις;» «Με δουλεύεις;» Η κοπέλα έγνεψε προς τον πίνακα, όπου ο ομιλητής στεκόταν με την πλάτη του προς το ακροατήριο. «Κίνητρο!» Ο ομιλητής γύρισε προς το μέρος τους και επανέλαβε τη λέξη που είχε γράψει στον πίνακα. «Το ψυχολογικό κόστος μιας δολοφονίας είναι τόσο μεγάλο για λογικούς ανθρώπους με φυσιολογικά συναισθήματα, που για να σκοτώσουν πρέπει να έχουν ένα πάρα πολύ καλό κίνητρο. Ένα καλό κίνητρο εντοπίζεται, κατά κανόνα, πολύ πιο εύκολα από το φονικό όπλο ή διάφορους μάρτυρες ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Και μας οδηγεί κατευθείαν στον δράστη. Γι’ αυτό κάθε ερευνητής πρέπει να ξεκινά από την ερώτηση: Γιατί;» Έκανε μια παύση και κοίταξε το ακροατήριο, σαν τσοπανόσκυλο που γυροφέρνει και ελέγχει το κοπάδι του, σκέφτηκε η Κατρίνε. Ο ομιλητής σήκωσε το ένα του δάχτυλο. «Να σας το πω με απλά λόγια: βρείτε το κίνητρο και έχετε τον δολοφόνο». Η Κατρίνε Μπρατ δεν τον έβρισκε άσχημο. Αλλά ούτε και ωραίο, με την κλασική έννοια της λέξης. Ήταν αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν «an acquired taste», ένα επίκτητο

γούστο. Και η φωνή του ήταν βαθιά, ζεστή, μ’ αυτή την ελαφρώς φθαρμένη βραχνάδα, που δεν αρέσει μόνο σε νεαρές φοιτήτριες. «Μάλιστα». Ο ομιλητής είχε διστάσει λίγο πριν δώσει τον λόγο σε μια φοιτήτρια που είχε σηκώσει το χέρι της. «Γιατί λοιπόν χρησιμοποιούμε τεράστιες και πολυέξοδες ερευνητικές ομάδες, όταν ένας καταπληκτικός επιθεωρητής, σαν και του λόγου σας, μπορεί να εξιχνιάσει μια υπόθεση μόνο με τις κατάλληλες ερωτήσεις και την επαγωγική του δεινότητα;» Η ερώτηση δεν είχε ίχνος ειρωνείας, μόνο μια παιδική σχεδόν αθωότητα και έναν τραγουδιστό τόνο, που πρόδιδε καταβολές από τον βορρά. Η Κατρίνε είδε διάφορα συναισθήματα να περνούν από το πρόσωπο του ομιλητή –αμηχανία, απόγνωση, εκνευρισμό–, προτού εκείνος ηρεμήσει και απαντήσει: «Γιατί ποτέ δεν φτάνει να γνωρίζουμε ποιος είναι ο δράστης, Σίλιε. Κατά τη διάρκεια του κύματος ληστειών που είχε ξεσπάσει στις τράπεζες του Όσλο πριν από δέκα χρόνια, η Ειδική Ομάδα είχε μία αξιωματικό που μπορούσε ν’ αναγνωρίζει μασκοφορεμένους ληστές μόνο και μόνο από το σχήμα του προσώπου τους». «Την Μπέτε Λεν» είπε το κορίτσι με το όνομα Σίλιε. «Το

αφεντικό της Σήμανσης». «Πολύ σωστά. Ξέραμε, λοιπόν, ποιοι ήταν οι μασκοφόροι που είχαν καταγραφεί στις κάμερες ασφαλείας σε οκτώ από τις δέκα περιπτώσεις. Αλλά δεν είχαμε αποδείξεις. Τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι αποδείξεις. Ή το όπλο που χρησιμοποιήθηκε. Ένας πεπεισμένος επιθεωρητής δεν συνιστά απόδειξη, όσο έξυπνος ή έξυπνη κι αν είναι. Χρησιμοποίησα διάφορες απλουστεύσεις σήμερα, αλλά ορίστε και η τελευταία: η απάντηση στο ερώτημα γιατί; δεν αξίζει μία αν δεν ξέρουμε το πώς, και τούμπαλιν. Και μια και προχωρήσαμε σε διαδικαστικά θέματα, ο Φόλκεστα θα σας μιλήσει για την τεχνική έρευνα». Κοίταξε το ρολόι του. «Θα συζητήσουμε εκτενώς για τα κίνητρα την επόμενη φορά, αλλά μέχρι τότε θα σας δώσω τροφή για σκέψη: Γιατί σκοτώνουν οι άνθρωποι;» Κοίταξε ενθαρρυντικά τριγύρω στο ακροατήριο. Η Κατρίνε είδε ότι, εκτός από την ουλή που διέσχιζε το πρόσωπό του από το αυτί μέχρι το στόμα, είχε και δύο νέες: η μία έμοιαζε λες κι είχαν προσπαθήσει να του κόψουν τον λαιμό· και η άλλη θα μπορούσε να έχει προκληθεί από σφαίρα στο πλάι του κεφαλιού του, στο ύψος των φρυδιών. Αν εξαιρέσει κανείς τις ουλές, ο άνδρας φαινόταν καλύτερα από ποτέ. Ένα και ενενήντα τρία ύψος, φιγούρα ευθυτενής και ευλύγιστη, μαλλιά κοντοκουρεμένα σαν βούρτσα, ξανθά, δίχως ίχνος

γκρίζου. Οι γραμμώσεις του σώματός του διαγράφονταν κάτω από το κοντομάνικο. Δεν ήταν πια πετσί και κόκαλο. Και το πιο σημαντικό: τα μάτια του έσφυζαν από ζωή. Είχε ξανά αυτό το ξύπνιο, ενεργητικό, σχεδόν μανιώδες βλέμμα, ρυτίδες γέλιου στο πρόσωπό του και ένα σώμα τόσο εκφραστικό, που η Κατρίνε δεν πίστευε στα μάτια της. Ήταν λες και ζούσε μια όμορφη ζωή. Πράγμα που, αν συνέβαινε, θα ήταν πρωτάκουστο. «Γιατί έχουν κάτι να κερδίσουν απ’ τον φόνο» ακούστηκε η φωνή ενός αγοριού. Ο ομιλητής έγνεψε καταφατικά. «Ναι, έτσι θα περίμενε κανείς. Όμως οι φόνοι για το κέρδος είναι αρκετά σπάνιοι, Βέτλε». Ακούστηκε μια στεντόρεια φωνή από το Σινμέρε: «Επειδή μισούνε κάποιον;». «Ο Έλιν αναφέρεται σε εγκλήματα πάθους» είπε ο ομιλητής. «Από ζήλια, απόρριψη, εκδίκηση. Ναι, σαφώς. Τίποτα άλλο;» «Γιατί είναι παράφρονες» πρότεινε ένα ψηλό, σκυφτό αγόρι. «Δεν τους αποκαλούμε παράφρονες, Ρόμπερτ». Πάλι εκείνο το κορίτσι. Η Κατρίνε έβλεπε μόνο την ξανθιά της αλογοουρά στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. «Λέμε...»

«Εντάξει, καταλάβαμε τι εννοεί, Σίλιε». Ο ομιλητής ακούμπησε πάνω στην έδρα, τέντωσε τα μακριά του πόδια και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος, εκεί που η μπλούζα του έγραφε Glasvegas. «Προσωπικά πιστεύω ότι η λέξη “παράφρων” είναι ένας εξαιρετικός χαρακτηρισμός. Αλλά δυστυχώς όχι και συχνή αιτία φόνων. Υπάρχουν φυσικά κι εκείνοι που θεωρούν ότι η διάπραξη ενός φόνου αυτή καθαυτή είναι δείγμα παραφροσύνης, όμως οι περισσότερες δολοφονίες είναι απολύτως λογικές. Όπως είναι λογικό να αποζητά κανείς το υλικό κέρδος, εξίσου λογικό είναι ν’ αποζητά και τη συναισθηματική αποσυμφόρηση. Ο δολοφόνος πιστεύει ότι η πράξη του θα μουδιάσει τον πόνο που νιώθει από το μίσος, τη ζήλια, την ταπείνωση». «Μα αν το να διαπράττει κανείς φόνο είναι πράξη λογική...» είπε το πρώτο αγόρι πάλι «μπορείτε να μου πείτε πόσους χαρούμενους δολοφόνους έχετε γνωρίσει;». Ο εξυπνάκιας της τάξης, υπέθεσε η Κατρίνε. «Ελάχιστους» απάντησε ο ομιλητής. «Όμως το γεγονός ότι ο φόνος καταλήγει σε απογοήτευση δεν σημαίνει ότι δεν είναι πράξη λογική, από τη στιγμή που ο δολοφόνος πιστεύει ότι διαπράττοντάς τον θα επιτύχει τη λύτρωση. Δυστυχώς για κείνον, η εκδίκηση είναι συνήθως πιο γλυκιά στη φαντασία του. Σε φόνους λόγω ζήλιας, η οργή της πράξης ακολουθείται συνήθως από τύψεις. Και έτσι το κρεσέντο που

αποζητά ο κατά συρροήν δολοφόνος καταλήγει σε μια μόνιμη απογοήτευση, που τον κάνει να θέλει να ξαναπροσπαθήσει. Με λίγα λόγια...» Σηκώθηκε και πήγε στον πίνακα. «Όταν μιλάμε για φόνο, μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι το έγκλημα δεν αξίζει τον κόπο. Για την επόμενη φορά, θα ήθελα να σκεφτείτε ένα κίνητρο που θα μπορούσε να σας οδηγήσει σε φόνο. Και δεν θέλω πολιτικά ορθές μαλακίες. Θέλω να καθίσετε και να ψάξετε τα πιο μύχια μέρη του εαυτού σας. Καλά, όχι τα πιο μύχια· τα αμέσως επόμενα τέλος πάντων. Και ύστερα θέλω να διαβάσετε τη διατριβή του Άουνε πάνω στην προσωπικότητα των δολοφόνων και στο πώς διαμορφώνουμε το προφίλ τους. ΟΚ; Και ναι, θα σας εξετάσω. Να φοβάστε και να προετοιμαστείτε. Άντε, γεια σας τώρα». Ένας χαμός, καθώς τα καθίσματα ξαναδιπλώνονταν πίσω στη θέση τους. Η Κατρίνε παρέμεινε καθισμένη, κοιτάζοντας τους φοιτητές να την προσπερνούν. Στο τέλος έμειναν τρεις άνθρωποι. Η ίδια, ο ομιλητής, που έσβηνε τον πίνακα, και η ξανθιά αλογοουρά, που στεκόταν ακριβώς από πίσω του προσοχή, με τις σημειώσεις παραμάσχαλα. Η Κατρίνε μπορούσε να διακρίνει το λεπτό της σώμα. Και τη φωνή της, που ακουγόταν τώρα διαφορετική απ’ ό,τι κατά τη διάρκεια

του μαθήματος. «Πιστεύετε ότι ο κατά συρροήν δολοφόνος που πιάσατε στην Αυστραλία χαιρόταν με κάθε γυναίκα που σκότωνε;» Επιτηδευμένα κοριτσίστικη φωνή. Σαν το κοριτσάκι που προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του μπαμπά της. «Σίλιε...» «Θέλω να πω, τις βίαζε. Αυτό δεν θα έπρεπε να τον ευχαριστεί κάπως;» «Διάβασε τη διατριβή και θα επανέλθουμε στο ζήτημα την επόμενη φορά, εντάξει;» «Εντάξει». Η νεαρή δεν έφευγε. Ανεβοκατέβαινε στα πέλματα των ποδιών της. Λες και τεντώνεται στις μύτες για να τον φτάσει, σκέφτηκε η Κατρίνε. Ο ομιλητής έχωσε τα χαρτιά του μέσα σ’ έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα, δίχως να της δώσει περαιτέρω σημασία. Η κοπέλα έκανε μεταβολή και ανέβηκε τα σκαλοπάτια ως την έξοδο. Δίστασε όταν είδε την Κατρίνε, της έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα και έσπευσε να φύγει. «Γεια σου, Χάρι» είπε η Κατρίνε χαμηλόφωνα. «Γεια σου, Κατρίνε» είπε εκείνος χωρίς να την κοιτάξει. «Μια χαρά φαίνεσαι». «Και εσύ» απάντησε, κλείνοντας το φερμουάρ του χαρτοφύλακα. «Με είδες που ήρθα;»

« Σε ένιωσα που ήρθες». Σήκωσε το βλέμμα του. Και της χαμογέλασε. Η Κατρίνε πάντα έμενε άναυδη μπροστά στη μεταμορφωτική δύναμη του χαμόγελού του. Στο πώς εξαφάνιζε μονομιάς εκείνη τη σκληρή, απορριπτική, κουρασμένη έκφραση, την οποία φορούσε σαν φθαρμένο παλτό. Στο πώς τον μεταμόρφωνε ξαφνικά σε παιχνιδιάρικο, μεγάλο αγόρι που ακτινοβολούσε φως. Σαν μια ηλιόλουστη μέρα στο Μπέργκεν: ευπρόσδεκτη, σπάνια και σύντομη. «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι σχεδόν περίμενα να εμφανιστείς». «Α, ώστε έτσι, ε;» «Ναι. Και η απάντησή μου είναι όχι». Έχωσε τον χαρτοφύλακα παραμάσχαλα, ανέβηκε τα σκαλιά προς το μέρος της με τέσσερις μεγάλες δρασκελιές και της έκανε μια αγκαλιά. Τον έσφιξε, ρουφώντας το άρωμά του. «Όχι για ποιο πράγμα, Χάρι;» «Όχι, δεν μπορείς να με έχεις» της ψιθύρισε στο αυτί. «Αλλά το ήξερες αυτό, σωστά;» «Άντε, ρε» είπε εκείνη προσπαθώντας ν’ απελευθερωθεί. «Αν δεν υπήρχε η ασχημομούρα, θα σ’ έκανα να πέσεις στα γόνατα μέσα σε πέντε λεπτά, καρδιά μου. Και εν πάση περιπτώσει, μια χαρά είπα ότι φαίνεσαι, όχι και κούκλος».

Εκείνος έσκασε στα γέλια, άνοιξε τα χέρια του και η Κατρίνε έμεινε να σκέφτεται ότι θα μπορούσε να την κρατούσε και λίγο παραπάνω. Ποτέ της δεν είχε αποφασίσει αν όντως ήθελε τον Χάρι ή όχι. Ίσως επειδή κάτι τέτοιο ήταν τόσο απίθανο, που ποτέ δεν χρειάστηκε να διαμορφώσει συγκεκριμένη γνώμη επί του θέματος. Και όσο περνούσαν τα χρόνια, το θέμα έγινε ανέκδοτο και τα νερά θόλωσαν. Συν τοις άλλοις, ο Χάρι τα είχε ξαναβρεί με τη Ράκελ. Την «ασχημομούρα», όπως επέτρεπε στην Κατρίνε να την αποκαλεί, μόνο και μόνο επειδή ο ισχυρισμός ήταν τόσο παράλογος, που υπογράμμιζε απλώς την ενοχλητική της ομορφιά. Ο Χάρι έτριψε το κακοξυρισμένο του πιγούνι. «Χμ, αν δεν θες το ακαταμάχητο σώμα μου, τότε μάλλον θες...» Σήκωσε το δάχτυλό του. «Το βρήκα! Το πανέξυπνο μυαλό μου!» «Καμιά βελτίωση στον τομέα του χιούμορ, βλέπω, Χάρι». «Και η απάντησή μου παραμένει όχι. Και αυτό το ήξερες». «Έχεις γραφείο; Να συζητήσουμε». «Ναι και όχι. Έχω γραφείο, αλλά δεν μπορούμε να συζητήσουμε κατά πόσο μπορώ να σε βοηθήσω στην υπόθεση δολοφονίας εκεί μέσα». «Υποθέσεις δολοφονίας· πληθυντικός». «Εγώ για μία πληροφορήθηκα». «Συναρπαστικό, ε;»

«Μην τολμήσεις. Πάει για μένα αυτή η ζωή και το ξέρεις». «Χάρι, η υπόθεση σε χρειάζεται. Και εσύ τη χρειάζεσαι». Το χαμόγελο δεν καθρεφτίστηκε στα μάτια του αυτή τη φορά. «Όσο χρειάζομαι ένα ποτό, Κατρίνε, άλλο τόσο χρειάζομαι και μια νέα υπόθεση δολοφονίας. Με συγχωρείς. Μη σπαταλάς τον χρόνο σου, πήγαινε βρες μια εναλλακτική λύση». Τον κοίταξε προσεκτικά. Η αναλογία με το ποτό τού είχε βγει αβίαστα και επιβεβαίωνε τις υποψίες της: ότι ο Χάρι απλώς φοβόταν. Φοβόταν ότι μια ματιά και μόνο σε μια υπόθεση θα είχε πάνω του το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα με μια σταγόνα αλκοόλ: δεν θα μπορούσε να σταματήσει· θα τον έπνιγε, θα τον καταβρόχθιζε. Για μια στιγμή η Κατρίνε ένιωσε τύψεις, αυτή την απρόσκλητη επίθεση αυταπέχθειας που αισθάνονται καμιά φορά όσοι πιέζουν τους άλλους. Μέχρι που ξανάφερε στο μυαλό της τη σκηνή του εγκλήματος: το διαλυμένο κρανίο του Άντον Μίτετ. «Δεν υπάρχουν εναλλακτικές για του λόγου σου, Χάρι». «Μπορώ να σου δώσω μερικά ονόματα» είπε εκείνος. «Υπάρχει ένας τύπος, κάναμε μαζί μετεκπαίδευση στο FBI. Μπορώ να τον πάρω τηλέφωνο και...» «Χάρι...» Η Κατρίνε τον έπιασε από το μπράτσο και τον οδήγησε ως την πόρτα. «Έχεις τουλάχιστον καφέ στο

γραφείο σου;» «Ναι, έχω, αλλά όπως σου είπα...» «Ξέχνα την υπόθεση. Ας τα πούμε λίγο, ας μιλήσουμε για τα παλιά». «Έχεις ώρα για τέτοια;» «Το χρειάζομαι ένα διάλειμμα». Την κοίταξε. Κάτι πήγε να πει, μα άλλαξε γνώμη. Έγνεψε καταφατικά. «ΟΚ». Ανέβηκαν μια άλλη σκάλα και διέσχισαν έναν διάδρομο που οδηγούσε στα γραφεία. «Έμαθα ότι διδάσκεις και κομμάτια από τις διαλέξεις ψυχολογίας του Στούλε Άουνε» είπε η Κατρίνε. Ως συνήθως, έπρεπε να τρέχει για να τον προλαβαίνει. «Κλέβω ό,τι μπορώ. Ο τύπος ήταν ο καλύτερος». «Όπως το γεγονός ότι η λέξη “παράφρων” είναι από τους ελάχιστους ιατρικούς όρους που ακριβολογούν, είναι διαισθητικά κατανοητοί και ποιητικοί ταυτοχρόνως. Και όμως, τέτοιες ακριβείς λέξεις συνήθως καταλήγουν στα σκουπίδια, επειδή κάτι ηλίθιοι επαγγελματίες πιστεύουν ότι η γλωσσική σύγχυση είναι ό,τι καλύτερο για την υγεία του ασθενούς». «Σωστά» είπε ο Χάρι. «Γι’ αυτό κι εγώ δεν είμαι πια μανιοκαταθλιπτική. Ούτε οριακή. Είμαι διπολική, τύπου ΙΙ».

«Δύο;» «Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Γιατί δεν διδάσκει ο Άουνε; Νόμιζα ότι του άρεσε να διδάσκει». «Ήθελε μια καλύτερη ζωή. Πιο απλή. Περισσότερη ώρα με την οικογένειά του. Σοφή απόφαση». Τον κοίταξε προσεκτικά. «Πρέπει να τον μεταπείσεις. Καμιά κοινωνία δεν θα έπρεπε να επιτρέπει σε τέτοια ταλέντα να μη χρησιμοποιούν τις ικανότητές τους, ειδικά όταν τις έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Διαφωνείς;» Ο Χάρι κάγχασε. «Δεν τα παρατάς, ε; Κατρίνε, και εδώ πέρα με χρειάζονται. Ως προς τον Άουνε, η Ακαδημία δεν τον ξαναπαίρνει γιατί χρειάζονται περισσότερους ένστολους καθηγητές, όχι πολίτες». «Και εσύ πολίτης είσαι». «Ακριβώς. Δεν είμαι πια μέλος της αστυνομίας, Κατρίνε. Ήταν επιλογή μου. Που σημαίνει ότι εσύ και εγώ βρισκόμαστε σε διαφορετικά στρατόπεδα πια». «Πώς το απέκτησες το σημάδι στον κρόταφο;» τον ρώτησε και παρατήρησε έναν σχεδόν ανεπαίσθητο, στιγμιαίο μορφασμό πόνου. Πριν προλάβει να της απαντήσει, μια φωνή αντήχησε στον διάδρομο. «Χάρι!» Σταμάτησαν να μιλούν και γύρισαν. Ένας κοντός

σωματώδης άνδρας με κατακόκκινη γενειάδα βγήκε από μια πόρτα και τους πλησίασε με άνισα, σύντομα βηματάκια. Η Κατρίνε ακολούθησε τον Χάρι, ο οποίος προχώρησε για να χαιρετήσει τον μεγαλύτερο άνδρα. «Έχεις επισκέψεις» φώναξε ο άνδρας πολύ πριν φτάσουν σε μια λογική απόσταση. «Όντως» είπε ο Χάρι. «Από εδώ η Κατρίνε Μπρατ. Κι από εδώ ο Άρνολ Φόλκεστα». «Θέλω να πω ότι έχεις επισκέψεις στο γραφείο σου» διευκρίνισε ο Φόλκεστα, σταματώντας να πάρει δυο ανάσες πριν δώσει το μεγάλο, γεμάτο φακίδες χέρι του στην Κατρίνε. «Ο Άρνολ και εγώ κάνουμε διαλέξεις πάνω στις έρευνες ανθρωποκτονίας» είπε ο Χάρι. «Κι αφού του δώσανε εκείνου το ψυχαγωγικό κομμάτι της υπόθεσης, είναι προφανές γιατί είναι ο πιο δημοφιλής εκ των δυο μας» μούγκρισε ο Φόλκεστα. «Ενώ εγώ πρέπει να τους προσγειώνω με μεθοδολογίες, τεχνικά θέματα, θέματα ηθικής και κανονισμούς. Άδικη ζωή». «Από την άλλη, ο Άρνολ κάνει λίγο και τον παιδαγωγό» είπε ο Χάρι. «Nαι, τα βγάζω σιγά σιγά από τ’ αυγό τους» γέλασε ο Φόλκεστα. «Οι επισκέψεις που έχω δεν είναι;...» ρώτησε ο Χάρι συνοφρυωμένος.

«Ηρέμησε, όχι, δεν είναι η δεσποινίς Σίλιε Γκράβσεν. Κάτι παλιοί συνάδελφοί σου. Τους πρόσφερα καφέ». Ο Χάρι γύρισε και κοίταξε την Κατρίνε απότομα. Ύστερα πήγε με φούρια προς την πόρτα. Η Κατρίνε και ο Φόλκεστα τον είδαν ν’ απομακρύνεται. «Είπα τίποτα κακό;» ρώτησε ο Φόλκεστα έκπληκτος.

«Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να το εκλαμβάνεις όλο αυτό ως τακτική περικύκλωσης» είπε η Μπέτε, φέρνοντας την κούπα στο στόμα της. «Θες να πεις ότι δεν είναι;» ρώτησε ο Χάρι και έγειρε πίσω στην καρέκλα του, όσο αυτό ήταν δυνατόν μες στο μικροσκοπικό του γραφείο. Από την άλλη μεριά του τραπεζιού, πίσω από ψηλές ντάνες χαρτιών, κάθονταν η Μπέτε Λεν, ο Μπγιορν Χολμ και η Κατρίνε Μπρατ. Οι χαιρετισμοί είχαν λάβει τέλος στο άψε σβήσε. Ούτε χειραψίες ούτε αγκαλιές ούτε αδέξιες προσπάθειες για χαζοκουβέντα. Δεν ταίριαζαν αυτά στον Χάρι Χόλε. Ο Χάρι Χόλε έμπαινε κατευθείαν στο ψητό. Και οι υπόλοιποι γνώριζαν ότι ήξερε για ποιο ψητό είχαν έρθει. Η Μπέτε ήπιε μια γουλιά, μόρφασε αναπόφευκτα και άφησε κάτω την κούπα με μια έκφραση απογοήτευσης. «Το ξέρω ότι έχεις αποφασίσει να μην ξανασχοληθείς με

την ενεργό έρευνα» είπε η Μπέτε. «Και ξέρω επίσης ότι οι λόγοι που έχεις είναι πολύ καλύτεροι απ’ των περισσοτέρων. Η ερώτηση όμως είναι αν θα μπορούσες να κάνεις μια εξαίρεση γι’ αυτή την υπόθεση ή όχι. Εδώ που τα λέμε, είσαι ο μοναδικός εξπέρ που έχουμε στις κατά συρροήν ανθρωποκτονίες. Το κράτος έχει επενδύσει χρήματα για να σε μετεκπαιδεύσει στο FBI...» «...τα οποία ξεπλήρωσα με το αίμα, τον ιδρώτα και τα δάκρυά μου» τη διέκοψε ο Χάρι. «Και όχι μόνο τα δικά μου». «Δεν έχω ξεχάσει πως η Ράκελ και ο Όλεγκ κατέληξαν στο στόχαστρο στην υπόθεση του Χιονάνθρωπου, αλλά...» «Η απάντηση είναι όχι» είπε ο Χάρι. «Υποσχέθηκα στη Ράκελ ότι κανείς μας δεν θα ξανασχοληθεί μ’ αυτά. Και, για πρώτη φορά, έχω σκοπό να κρατήσω την υπόσχεσή μου». «Πώς είναι ο Όλεγκ;» ρώτησε η Μπέτε. «Καλύτερα» είπε ο Χάρι παρατηρώντας τη. «Όπως ξέρεις, βρίσκεται σε κλινική αποτοξίνωσης στην Ελβετία». «Χαίρομαι που το ακούω. Και η Ράκελ; Την πήρε τη δουλειά στη Γενεύη;» «Ναι». «Πηγαινοέρχεται;» «Ναι, τέσσερις μέρες στη Γενεύη, τρεις στο σπίτι. Του κάνει καλό του Όλεγκ να έχει τη μητέρα του κοντά του». «Το καταλαβαίνω» είπε η Μπέτε. «Ουσιαστικά, δηλαδή,

βρίσκονται εκτός οποιουδήποτε κινδύνου, σωστά; Και εσύ είσαι ολομόναχος κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Κάνεις ό,τι θες». Ο Χάρι γέλασε σιγανά. «Καλή μου Μπέτε, ίσως δεν εξηγήθηκα καλά. Αυτό θέλω να κάνω, να διδάσκω. Να διοχετεύσω τις γνώσεις μου και σε άλλους». «Έχουμε και τον Στούλε Άουνε μαζί μας» είπε η Κατρίνε. «Μπράβο του» σχολίασε ο Χάρι. «Και μπράβο σας. Όσα ξέρω εγώ για κατά συρροήν δολοφόνους τα ξέρει κι εκείνος». «Είσαι σίγουρος ότι δεν ξέρει περισσότερα;» είπε η Κατρίνε χαμογελώντας και σηκώνοντας το ένα της φρύδι. Ο Χάρι γέλασε. «Καλή προσπάθεια, Κατρίνε. ΟΚ, ναι, ξέρει περισσότερα». «Θεέ μου» είπε η Κατρίνε «πού πήγε το ανταγωνιστικό σου πνεύμα;». «Ο συνδυασμός των τριών σας και του Στούλε Άουνε είναι η καλύτερη δυνατή ομάδα γι’ αυτή την υπόθεση. Έχω κι άλλη διάλεξη τώρα, οπότε...» Η Κατρίνε κούνησε αργά το κεφάλι της πέρα δώθε. «Τι έχεις πάθει, Χάρι;» «Όμορφα πράγματα» απάντησε εκείνος. «Αυτό έπαθα». «Μήνυμα ελήφθη και έγινε κατανοητό» είπε η Μπέτε και σηκώθηκε όρθια. «Ωστόσο θα ήθελα να ξέρω αν θα

μπορούσαμε να σε συμβουλευόμαστε πού και πού». Τον είδε που πήγε να γνέψει αρνητικά. «Μην πεις όχι» έσπευσε να προσθέσει. «Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα».

Τρία λεπτά αργότερα, καθώς ο Χάρι προχωρούσε στον διάδρομο προς την αίθουσα διαλέξεων όπου τον περίμεναν ήδη οι σπουδαστές του, η Μπέτε είχε μια ιδέα: ίσως ήταν τελικά αλήθεια ότι η αγάπη μιας γυναίκας μπορούσε όντως να σώσει έναν άνδρα. Κι εν προκειμένω, πολύ αμφέβαλλε ότι η αίσθηση καθήκοντος μιας άλλης γυναίκας θα κατάφερνε να τον κάνει να επιστρέψει στην κόλαση. Όμως αυτό ήταν το καθήκον της. Πόσο υγιής και ευτυχισμένος φαινόταν! Και πόσο θα ήθελε να μπορούσε να τον αφήσει στην ησυχία του. Όμως η Μπέτε ήξερε ότι σύντομα θα επανεμφανίζονταν τα φαντάσματα των δολοφονημένων συναδέλφων τους. Και η επόμενη σκέψη της ήταν: και δεν θα είναι τα τελευταία. Πήρε τηλέφωνο τον Χάρι με το που γύρισε στο λεβητοστάσιο.

Ο Ρίκο Χέρεμ ξύπνησε απότομα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μες στο σκοτάδι, μέχρι που

μπόρεσε να εστιάσει στο λευκό πανί τρεις σειρές πιο μπροστά, όπου μια χοντρή έπαιρνε πίπα σ’ ένα άλογο. Ένιωσε τους σφυγμούς του να ηρεμούν. Κανένας λόγος να πανικοβάλλεται, ήταν ακόμη στο Ιχθυοπωλείο. Τον είχαν απλώς ξυπνήσει οι κραδασμοί ενός νέου πελάτη που είχε καθίσει ακριβώς από πίσω του. Ο Ρίκο άνοιξε το στόμα του και προσπάθησε ν’ αναπνεύσει λίγο απ’ το οξυγόνο του αέρα, που βρομούσε ιδρώτα, καπνό και κάτι που θα μπορούσε να είναι ψαρίλα, όμως δεν ήταν. Πάνε σαράντα χρόνια από τότε που πουλήθηκε το Ιχθυοπωλείο του Μούεν· πάνε και τα φρέσκα ψάρια στους πάγκους, πάνε και τα φρέσκα πορνοπεριοδικά από κάτω τους. Ο Μούεν το πούλησε και βγήκε στη σύνταξη, για να μπορέσει ν’ αυτοκτονήσει απ’ το αλκοόλ πιο συστηματικά, και οι νέοι ιδιοκτήτες είχαν ανοίξει στο υπόγειο ένα εικοσιτετράωρο σινεμά που έδειχνε πορνό. Αλλά όταν οι βιντεοταινίες και τα DVD άρχισαν να τους κλέβουν την πελατεία, άρχισαν και αυτοί να ειδικεύονται στην προβολή ταινιών που δεν τις έβρισκες στο εμπόριο ή διαδικτυακά χωρίς να ρισκάρεις επισκέψεις από την αστυνομία. Ο ήχος ήταν τόσο χαμηλός, που ο Ρίκο μπορούσε ν’ ακούσει τους υπόλοιπους ν’ αυνανίζονται μες στο σκοτάδι. Αυτή ήταν η ιδέα, υποτίθεται, γι’ αυτό ήταν ο ήχος τόσο χαμηλός. Ο Ρίκο όμως είχε προ πολλού ξεπεράσει το

εφηβικό κόλλημα με τον ομαδικό αυνανισμό, και μόνο γι’ αυτό δεν είχε έρθει. Δεν ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο, με το που βγήκε από τη φυλακή, ήρθε ως εδώ και καθόταν εδώ μέσα δύο ολόκληρες ημέρες τώρα – αν εξαιρέσει κανείς κάποιες γρήγορες αποδράσεις για φαγητό, χέσιμο και αγορά αλκοόλ. Του έμεναν τέσσερα χαπάκια Ροχιπνόλ. Έπρεπε να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Φυσικά, θα μπορούσε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στο Ιχθυοπωλείο. Αλλά είχε καταφέρει να πείσει τη μητέρα του να του δανείσει δέκα χιλιάδες κορόνες και, μέχρι η ταϊλανδέζικη πρεσβεία να του βγάλει μακροπρόθεσμη τουριστική βίζα, το Ιχθυοπωλείο τού πρόσφερε το σκοτάδι και την ανωνυμία που χρειαζόταν ώστε να παραμείνει αφανής. Πήρε ανάσα, ωστόσο ήταν λες και ο αέρας περιείχε μόνο άζωτο, αργό και διοξείδιο του άνθρακα. Κοίταξε το ρολόι του. Ο φωσφοριζέ δείκτης έδειχνε έξι. Το πρωί ή το απόγευμα; Εδώ μέσα ήταν μονίμως σκοτεινά, αλλά πρέπει να ήταν βραδάκι. Το αίσθημα ότι πνίγεται ήρθε και ύστερα έφυγε. Όχι, δεν ήταν ώρα να τον πιάσει κλειστοφοβία τώρα. Έπρεπε να περιμένει να φύγει από τη χώρα. Να φύγει. Μακριά, μακριά από τον Βαλεντίν. Θεέ μου, πόσο του έλειπε το κελί του. Η ασφάλεια και η μοναξιά του. Ο αέρας που μπορούσε ν’ αναπνεύσει.

Η γυναίκα στην οθόνη προσπαθούσε σκληρά, αλλά έπρεπε ν’ ακολουθήσει το άλογο, καθώς εκείνο έκανε μερικά βήματα προς τα εμπρός. Η εικόνα θόλωσε για λίγο. «Γεια σου, Ρίκο». Ο Ρίκο κοκάλωσε. Η φωνή ήταν χαμηλή, σχεδόν ψίθυρος, αλλά ο ήχος της διαπέρασε το αυτί του σαν παγοκρύσταλλος. «Οι φίλοι της Βανέσα. Κλασική τσόντα της δεκαετίας του ’80. Ήξερες ότι η Βανέσα πέθανε στα γυρίσματα; Ναι, την πάτησε μια φοράδα. Λες να ζήλεψε;» Ο Ρίκο ήθελε να γυρίσει, όμως τον σταμάτησε ένα χέρι, που έπιασε τον αυχένα του και τον έσφιξε σαν μέγγενη. Ήθελε να φωνάξει, μα ένα γαντοφορεμένο χέρι τού είχε ήδη φράξει μύτη και στόμα. Μύριζε ξινό, βρεγμένο μαλλί. «Απογοητεύτηκα με το πόσο εύκολα σε βρήκα. Στο ανωμαλιάρικο σινεμά. Πόσο πιο εύκολο, πια». Κάγχασε χαμηλόφωνα. «Άσε που το κόκκινο κεφάλι σου φωσφορίζει σαν φάρος εδώ μέσα. Το έκζεμά σου είναι χάλια, ε, Ρίκο; Φουντώνει όταν στρεσάρεσαι, ε;» Το χέρι τραβήχτηκε λίγο απ’ το στόμα του ώστε ο Ρίκο να μπορέσει ν’ αναπνεύσει. Μυρωδιά κιμωλίας και κεριού για σκι. «Κυκλοφορούν φήμες ότι μίλησες σε μια αστυνομικίνα στην Ίλα, Ρίκο. Τα βρήκατε πουθενά;»

Το μάλλινο γάντι απελευθέρωσε το στόμα του. Ο Ρίκο πήρε βαθιές ανάσες, καθώς η γλώσσα του έψαχνε απεγνωσμένα λίγο σάλιο. «Τίποτα δεν είπα!» ψιθύρισε λαχανιασμένος. «Το ορκίζομαι. Γιατί να το κάνω; Αφού θα έβγαινα σε λίγες μέρες». «Για τα λεφτά». «Έχω λεφτά». «Τα ξόδεψες όλα σε πρέζα, Ρίκο. Στοίχημα ότι έχεις ακόμη χάπια στην τσέπη σου». «Δεν αστειεύομαι! Φεύγω για Ταϊλάνδη μεθαύριο. Δεν θα σου δημιουργήσω προβλήματα, το υπόσχομαι». Ο Ρίκο καταλάβαινε ότι τα λόγια του ακούγονταν σαν τις απελπισμένες παρακλήσεις ενός τρομοκρατημένου ανθρώπου, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν τρομοκρατημένος. «Ηρέμησε, Ρίκο. Δεν έχω σκοπό να βλάψω τον τατουατζή μου. Όταν αφήνεις κάποιον να σου χώσει βελόνες στο δέρμα σου σημαίνει ότι τον εμπιστεύεσαι, ε;» «Ναι... μπορείς, μπορείς να με εμπιστευτείς». «Ωραία. Μια χαρά ακούγεται η Πατάγια». Ο Ρίκο δεν απάντησε. Δεν είχε πει ότι θα πήγαινε στην Πατάγια. Πώς;… Ο Ρίκο ένιωσε τη θέση του να γέρνει προς τα πίσω, καθώς ο άλλος άνδρας έπιασε την πλάτη του

καθίσματός του για να σηκωθεί. «Πρέπει να φύγω. Έχω δουλειά. Κοίτα να χαρείς τον ήλιο, Ρίκο. Κάνει καλό στο έκζεμα, λένε». Ο Ρίκο γύρισε και κοίταξε προς τα επάνω. Ο άνδρας φορούσε ένα μαντίλι στο κάτω μέρος του προσώπου του και τα μάτια του δεν φαίνονταν μες στο σκοτάδι της αίθουσας. Ξαφνικά έσκυψε προς τον Ρίκο. «Ήξερες ότι όταν έκαναν νεκροψία στη Βανέσα βρήκαν σεξουαλικά νοσήματα που οι γιατροί δεν είχαν ξανακούσει; Ο καθένας με το είδος του, λέω εγώ». Ο Ρίκο είδε τη φιγούρα να σπεύδει προς την έξοδο. Κοίταξε τον άνδρα καθώς εκείνος έβγαζε το μαντίλι. Το πράσινο φως από το σηματάκι της εξόδου έπεσε στο πρόσωπό του, τη στιγμή που εκείνος εξαφανιζόταν πίσω από τη μαύρη βελούδινη κουρτίνα. Ήταν λες και η αίθουσα γέμισε ξανά οξυγόνο και ο Ρίκο ρούφηξε άπληστα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του και προσπαθώντας να εστιάσει στο πράσινο ανθρωπάκι που έτρεχε, στο σήμα της εξόδου. Είχε μπερδευτεί. Είχε μπερδευτεί που ήταν ακόμη ζωντανός και είχε μπερδευτεί από αυτό που μόλις είδε. Όχι από το γεγονός ότι οι ανώμαλοι είχαν ανάγκη οδούς διαφυγής· ανέκαθεν είχαν. Αλλά από το γεγονός ότι ο άνδρας δεν ήταν εκείνος. Η

φωνή του ήταν ίδια, το γέλιο του ήταν ίδιο. Αλλά ο άνδρας που είδε κάτω από το πράσινο φως για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου δεν ήταν εκείνος: δεν ήταν ο Βαλεντίν.

17

«Ώ

στε εδώ μετακόμισες, ε;» είπε η Μπέτε, κοιτάζοντας τριγύρω τη μεγάλη κουζίνα. Έξω από το παράθυρο το σκοτάδι είχε πέσει πάνω από την κορυφογραμμή του Χολμενκόλεν και τα γειτονικά σπίτια. Κανένα από αυτά δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα, αλλά ήταν όλα τους διπλάσια σε μέγεθος από το σπιτάκι που η Μπέτε είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της στο ανατολικό Όσλο. Οι θάμνοι στους κήπους ήταν διπλάσιοι σε ύψος, τα γκαράζ διπλάσια σε μέγεθος και στα γραμματοκιβώτια διάβαζε κανείς διπλά επώνυμα. Η Μπέτε ήξερε ότι ήταν προκατειλημμένη απέναντι στο δυτικό Όσλο, αλλά συνέχιζε να της φαίνεται πολύ παράξενο να βλέπει τον Χάρι σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον. «Ναι» είπε ο Χάρι, σερβίροντας καφέ και στους δυο τους. «Δεν νιώθεις... μοναξιά;»

«Χμ. Και εσύ δεν μένεις μόνη σου με τον μικρό;» «Ναι, αλλά...» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση της. Ήθελε να εξηγήσει ότι εκείνη έμενε σ’ ένα συμπαθέστατο κίτρινο σπιτάκι, χτισμένο σύμφωνα με το σοσιαλιστικό πνεύμα της μεταπολεμικής εποχής, νηφάλιο και πρακτικό, που απείχε παρασάγγας από το εθνικο-ρομαντικό ύφος που έκανε τους πλούσιους να χτίζουν ξύλινα φρούρια σαν κι αυτό εδώ, καλή ώρα, με τη βαμμένη μαύρη ξυλεία του, που, ακόμα και τις ηλιόλουστες ημέρες, φόρτωνε την κληρονομιά της Ράκελ από τον πατέρα της με μια αίσθηση σκότους και κατήφειας. «Έρχεται και η Ράκελ τα Σαββατοκύριακα» πρόσθεσε εκείνος, φέρνοντας το φλιτζάνι στο στόμα του. «Δηλαδή τα πράγματα πάνε καλά;» «Τα πράγματα πηγαίνουν πολύ καλά». Η Μπέτε έγνεψε καταφατικά και τον κοίταξε προσεκτικά. Παρατήρησε τι είχε αλλάξει. Παρά τις ρυτίδες έκφρασης γύρω από τα μάτια του, έμοιαζε νεότερος. Η προσθετική από τιτάνιο, που είχε αντικαταστήσει το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού του χεριού, αντήχησε καθώς χτύπησε στο φλιτζάνι. «Εσύ τι κάνεις;» ρώτησε ο Χάρι. «Καλά. Έχει πέσει δουλειά. Ο μικρός λείπει για λίγο από το σχολείο, είναι στη γιαγιά του στο Στάινχερ». «Σοβαρά; Είναι τρομακτικό πόσο γρήγορα...» Μισόκλεισε τα μάτια του και γέλασε χαμηλόφωνα.

«Ναι» είπε η Μπέτε, πίνοντας τον καφέ της. «Χάρι, επέμενα να συναντηθούμε γιατί θέλω να μάθω τι συνέβη». «Το ξέρω» είπε ο Χάρι. «Είχα σκοπό να επικοινωνήσω μαζί σου. Αλλά έπρεπε πρώτα να ξεδιαλύνω την κατάσταση με τον Όλεγκ. Και με τον εαυτό μου». «Πες μου λοιπόν». «ΟΚ» είπε ο Χάρι, ακουμπώντας κάτω το φλιτζάνι του. «Ήσουν ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο μιλούσα όταν συνέβαιναν όλα αυτά. Με βοήθησες και σου χρωστάω πάρα πολλά, Μπέτε. Και είσαι επίσης ο μοναδικός άνθρωπος που θα μάθει τι συνέβη τελικά. Είσαι σίγουρη ότι θες να ξέρεις; Μπορεί να βρεθείς σε δίλημμα μετά». «Από τη στιγμή που αποφάσισα να σε βοηθήσω, Χάρι, έγινα συνεργός σου. Και απαλλαχθήκαμε και από τη βιολίνη. Δεν κυκλοφορεί πια στον δρόμο». «Τέλεια» είπε ξινά ο Χάρι. «Η αγορά ξαναπλημμύρισε με ηρωίνη, κρακ και σπιντάκια». «Απαλλαχθήκαμε και από τον άνθρωπο πίσω από τη βιολίνη. Ο Ρούντολφ Ασάγιεφ είναι νεκρός». «Το ξέρω αυτό». «Α ναι; Ήξερες ότι είχε πεθάνει; Ήξερες όμως ότι βρισκόταν σε κώμα στο Ρικσχοσπιτάλ, με ψεύτικη ταυτότητα, για παραπάνω από έναν χρόνο πριν πεθάνει;»

Ο Χάρι σήκωσε το ένα του φρύδι. «Ο Ασάγιεφ; Μα δεν πέθανε στο ξενοδοχείο Λεόν;» «Εκεί τον βρήκαμε, ναι. Οι τοίχοι και τα δάπεδα ήταν γεμάτα αίματα. Αλλά κατάφεραν να τον κρατήσουν στη ζωή. Μέχρι τώρα. Πώς ξέρεις για το ξενοδοχείο Λεόν; Όλα αυτά έχουν κρατηθεί κρυφά». Ο Χάρι δεν απάντησε, μόνο στριφογύρισε το φλιτζάνι ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Άι στον διάολο...» βόγκηξε η Μπέτε. Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Σ’ το είπα ότι μπορεί και να μη θες να μάθεις τι έγινε». «Εσύ τον μαχαίρωσες;» «Θα βοηθήσει αν σου πω ότι το έκανα σε κατάσταση αυτοάμυνας;» «Βρήκαμε μια σφαίρα στο ξύλινο πλαίσιο του κρεβατιού. Αλλά η μαχαιριά ήταν βαθιά, Χάρι, βαθιά και μεγάλη. Ο παθολόγος είπε ότι είχαν στριφογυρίσει τη λάμα στην πληγή πολλές φορές». Ο Χάρι κοίταξε το φλιτζάνι του. «Σκέψου, και πάλι δεν έγινε η δουλειά». «Ειλικρινά, Χάρι, εσύ... εσύ...» Η Μπέτε δεν ήταν συνηθισμένη να υψώνει τη φωνή της, που τώρα ακουγόταν σαν τρεμάμενη λεπίδα πριονιού. «Έκανε τον Όλεγκ πρεζάκι, Μπέτε». Η φωνή του ήταν

χαμηλή, τα μάτια του κολλημένα στο φλιτζάνι. Σιώπησαν, αφουγκραζόμενοι την πανάκριβη ησυχία του Χολμενκόλεν. «Ο Ασάγιεφ σε πυροβόλησε στο κεφάλι;» ρώτησε η Μπέτε κάποια στιγμή. Ο Χάρι χάιδεψε την πληγή στο πλάι του κεφαλιού του. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι από πυροβολισμό;» «Σωστά. Θα μου πεις, τι ξέρω εγώ από σφαίρες; Στη Σήμανση δουλεύω, απλώς». «Καλά, καλά. Ήταν ένας από τους τύπους που δούλευαν για τον Ασάγιεφ» είπε ο Χάρι. «Τρεις πυροβολισμοί από κοντινή απόσταση. Δύο στο στήθος. Ο τρίτος στο κεφάλι». Η Μπέτε κοίταξε τον Χάρι. Κατάλαβε ότι της έλεγε την αλήθεια. Αλλά όχι όλη την αλήθεια. «Και πώς επέζησες;» «Για δύο ολόκληρες μέρες τριγυρνούσα φορώντας αλεξίσφαιρο γιλέκο. Έφτασε λοιπόν η ώρα να κάνει τη δουλειά του. Αλλά το χτύπημα στο κεφάλι μ’ έβγαλε εκτός παιχνιδιού. Θα είχα πεθάνει αν...» «Αν...» «Αν ο τύπος που με πυροβόλησε δεν είχε τρέξει στα επείγοντα στη Στουργκάτα. Έφερε με το ζόρι έναν γιατρό και μ’ έσωσε».

«Τι; Γιατί δεν ξέρουμε εμείς τίποτα για όλα αυτά;» «Ο γιατρός μού έδεσε το κεφάλι με επιδέσμους και θέλησε να με στείλει στο νοσοκομείο, αλλά ευτυχώς ξύπνησα πάνω στην ώρα και κανόνισα να γυρίσω σπίτι». «Γιατί;» «Δεν ήθελα μπλεξίματα. Για πες, τι κάνει ο Μπγιορν; Κορίτσι βρήκε;» «Αυτός ο τύπος... πρώτα σε πυροβολεί και ύστερα σου σώζει τη ζωή; Ποιος;...» «Δεν ήθελε να με πυροβολήσει. Ατύχημα ήταν». «Ατύχημα; Τρεις φορές ατύχημα, Χάρι;» «Αν έχεις κόψει τα ναρκωτικά και κρατάς στο χέρι σου ένα Οντέσα, μπορεί και να σου συμβεί, ναι». «Ένα Οντέσα;» Η Μπέτε το ήξερε αυτό το όπλο. Ήταν η φτηνή βερσιόν του ρωσικού Στέτσκιν. Στις φωτογραφίες που είχε δει, το Οντέσα έμοιαζε σαν να είχε συγκολληθεί από έναν μέτριο μαθητή σε εργαστήρι μεταλλουργίας: το άγαρμπο, νόθο αποτέλεσμα της μείξης ενός πιστολιού και ενός πολυβόλου. Το χρησιμοποιούσαν εκτενώς όμως οι ρώσοι Ούρκα και οι επαγγελματίες του εγκλήματος, γιατί μπορούσε να πυροβολήσει και μεμονωμένα και κατά ριπάς. Με την παραμικρή πίεση είχες εξαπολύσει ήδη δυο γύρους. Ή τρεις. Και σκεπτόμενη αυτά, η Μπέτε συνειδητοποίησε ότι τα Οντέσα χρησιμοποιούσαν σφαίρες του σπάνιου

διαμετρήματος 9x18, σαν τα Μακάροφ, τα ίδια χιλιοστά που είχαν σκοτώσει τον Γκούστο Χάνσεν. «Θα ήθελα να το δω αυτό το όπλο» είπε η Μπέτε αργά, αντιλαμβανόμενη το βλέμμα του Χάρι να στρέφεται αυτόματα προς το σαλόνι. Γύρισε. Δεν έβλεπε τίποτα, μόνο ένα παλιό μαύρο ντουλάπι σε μια γωνία του καθιστικού. «Δεν μου είπες ποιος ήταν ο τύπος». «Δεν έχει σημασία» είπε ο Χάρι. «Είναι εκτός δικαιοδοσίας σας». Η Μπέτε κατένευσε. «Προστατεύεις κάποιον που παραλίγο να σε σκοτώσει». «Είναι ακόμα πιο αξιέπαινο, λοιπόν, που μ’ έσωσε». «Γι’ αυτό τον προστατεύεις;» «Το πώς διαλέγουμε ποιους θα προστατεύσουμε είναι συχνά μυστήριο πράγμα, ε;» «Ναι» είπε η Μπέτε. «Ας πάρουμε εμένα για παράδειγμα. Προστατεύω αστυνομικούς. Αφού έχω ταλέντο στην αναγνώριση προσώπων, ανέλαβα να ανακρίνω τον μπάρμαν στο “Come as you are”, το μέρος που ένα από τα βαποράκια του Ασάγιεφ βρέθηκε σκοτωμένο από κάποιον ψηλό ξανθό τύπο με μια ουλή στο μάγουλο, από το στόμα έως το αυτί. Του έδειξα μερικές φωτογραφίες και μιλήσαμε κάμποση ώρα. Όπως ξέρεις, η οπτική μνήμη είναι απίστευτα εύκολο να

χειραγωγηθεί. Αυτόπτες μάρτυρες δεν θυμούνται τι είδαν, και τα λοιπά. Στο τέλος, ο μπάρμαν ήταν χίλια τοις εκατό σίγουρος ότι ο άνδρας που είδε στο μπαρ δεν ήταν ο ίδιος με τον Χάρι Χόλε που έβλεπε στις φωτογραφίες». Ο Χάρι την κοίταξε. Ύστερα κατέβασε αργά το κεφάλι του. «Σ’ ευχαριστώ». «Θα μπορούσα να πω ότι δεν χρειάζεται να μ’ ευχαριστήσεις» είπε η Μπέτε, φέρνοντας το φλιτζάνι στα χείλη της. «Αλλά χρειάζεται. Και μάλιστα έχω και μια ιδέα για το πώς θα μπορέσεις να το κάνεις». «Μπέτε...» «Προστατεύω αστυνομικούς. Ξέρεις πόσο προσωπικά το παίρνω όταν σκοτώνεται κάποιος εν ώρα υπηρεσίας: ο Τζακ, ο πατέρας μου...» Συνειδητοποίησε ότι είχε φέρει αυτόματα το χέρι της στο σκουλαρίκι της. Ήταν το κουμπί από τη στολή του πατέρα της, που το είχε μετατρέψει σε σκουλαρίκι. «Δεν ξέρουμε ποιος έχει σειρά, Χάρι, αλλά το έχω βάλει σκοπό να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να τον πιάσουμε τον μπάσταρδο. Ό,τι και να είναι αυτό. Καταλαβαίνεις;» Ο Χάρι δεν απάντησε. «Συγγνώμη, φυσικά και καταλαβαίνεις» είπε η Μπέτε χαμηλόφωνα. «Έχεις κι εσύ δικούς σου νεκρούς να σκεφτείς».

Ο Χάρι έτριψε τη ράχη του δεξιού του χεριού πάνω στο φλιτζάνι, σαν να κρύωνε. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε μέχρι το παράθυρο. Στάθηκε εκεί αμίλητος για λίγο. «Ξέρεις πολύ καλά ότι ένας δολοφόνος έφτασε μέχρι αυτό το σπίτι και προσπάθησε να σκοτώσει τον Όλεγκ και τη Ράκελ. Από δικό μου λάθος μάλιστα». «Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, Χάρι». «Σαν να ήταν εχθές είναι. Πάντα έτσι θα είναι. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κι όμως προσπαθώ. Ν’ αλλάξω τον εαυτό μου». «Και πώς πάει;» Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους τους. «Μια έτσι, μια αλλιώς. Σου έχω πει ότι πάντα ξεχνούσα ν’ αγοράσω δώρο γενεθλίων στον Όλεγκ; Παρόλο που η Ράκελ με προειδοποιούσε βδομάδες πριν. Είχα πάντα κάποια υπόθεση ή κάτι άλλο στο μυαλό μου. Έπειτα ερχόμουν εδώ, έβλεπα το σπίτι στολισμένο για πάρτι και έπρεπε να φύγω αμέσως· το παλιό καλό κόλπο...» Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στη μια μεριά του προσώπου του. «Έλεγα ότι έπρεπε να πάω να πάρω τσιγάρα, έμπαινα στο αυτοκίνητο, έτρεχα στο κοντινότερο βενζινάδικο και αγόραζα ένα δυο CD ή κάτι τέτοιο. Η Ράκελ και εγώ είχαμε κάνει μια συμφωνία. Όταν έμπαινα πια στο σπίτι, ο Όλεγκ με περίμενε και με κοίταζε μ’ αυτό το σκοτεινό

του βλέμμα, γεμάτο κατηγορίες. Όμως πριν προλάβει να με ψάξει, ερχόταν η Ράκελ και με αγκάλιαζε, λες κι είχε να με δει χρόνια. Έχωνε τα χέρια της πίσω από την πλάτη μου και έπαιρνε κρυφά τα CD, ή ό,τι είχα φέρει τέλος πάντων, και άφηνε ύστερα τον Όλεγκ να με ξαφρίσει. Δέκα λεπτά αργότερα η Ράκελ είχε τυλίξει το δώρο, του είχε κολλήσει και μια καρτούλα, ξέρεις, κομπλέ». «Και;» «Και φέτος ο Όλεγκ πήρε πρώτη φορά δώρο τυλιγμένο από μένα. Είπε ότι δεν αναγνώριζε τον γραφικό χαρακτήρα στο καρτελάκι. Επειδή είναι δικός μου, του εξήγησα». Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της Μπέτε. «Χαριτωμένη ιστορία. Αίσιο τέλος και τα λοιπά». «Άκουσέ με, Μπέτε. Σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους χρωστάω τα πάντα. Τους χρειάζομαι. Και είμαι τυχερός που με χρειάζονται και αυτοί. Μητέρα είσαι, ξέρεις πολύ καλά ότι το να σε έχουν ανάγκη είναι ευχή και κατάρα μαζί». «Ναι. Κι αυτό που προσπαθώ να σου εξηγήσω είναι ότι και εμείς σε χρειαζόμαστε». Ο Χάρι επέστρεψε προς το μέρος της. Έσκυψε πάνω απ’ το τραπέζι. «Όχι όσο με χρειάζονται αυτοί οι δύο, Μπέτε. Κανείς δεν είναι αναντικατάστατος στη δουλειά, ούτε και...» «Έχεις δίκιο, θα καταφέρουμε να τους αντικαταστήσουμε αυτούς που δολοφονήθηκαν. Ο ένας τους ήταν

συνταξιούχος, έτσι κι αλλιώς. Και ύστερα θα βρούμε κι άλλους, ν’ αντικαταστήσουν την επόμενη σοδειά που θα σφαγιαστεί». «Μπέτε...» «Τις είδες αυτές;» Ο Χάρι δεν κοίταξε τις φωτογραφίες που η Μπέτε είχε βγάλει από την τσάντα της και είχε απλώσει πάνω στο τραπέζι. «Λιωμένοι, Χάρι. Ούτε ένα κόκαλο δεν είχε μείνει. Ακόμα κι εγώ είχα πρόβλημα να τους αναγνωρίσω». Ο Χάρι παρέμεινε όρθιος. Σαν οικοδεσπότης που ήθελε να δείξει ότι το πάρτι τελείωσε. Η Μπέτε δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Ήπιε τον καφέ της. Έμεινε ακίνητη. Ο Χάρι αναστέναξε. Εκείνη ήπιε ακόμα μια γουλιά. «Ο Όλεγκ θα πάει στη Νομική όταν γυρίσει από την κλινική, σωστά; Και μετά θα κάνει αίτηση για την Αστυνομική Ακαδημία». «Πού το έμαθες αυτό;» «Η Ράκελ μού το είπε. Της μίλησα πριν έρθω να σε βρω». Τα γαλάζια μάτια του Χάρι σκοτείνιασαν. «Τι έκανες λέει;» «Την πήρα τηλέφωνο στην Ελβετία και της μίλησα για το θέμα που έχουμε. Το ξέρω ότι είναι άδικο και ζητώ συγγνώμη, αλλά, όπως σου είπα, θα κάνω ό,τι περνάει από

το χέρι μου». Τα χείλη του Χάρι φάνηκαν να σχηματίζουν σιωπηρές βρισιές. «Και τι σου απάντησε;» «Ότι είναι δικό σου θέμα». «Ναι, πολύ πιθανόν». «Οπότε σε ρωτάω, Χάρι. Σ’ το ζητάω για χάρη του Τζακ Χάλβορσεν και της Έλεν Γιέλτεν. Για χάρη όλων των νεκρών αξιωματικών. Μα πάνω απ’ όλα, σ’ το ζητάω για χάρη όλων των αξιωματικών που είναι ακόμη εν ζωή. Και για χάρη όλων όσων θα γίνουν αξιωματικοί στο μέλλον». Είδε τους μυς στο πιγούνι του Χάρι να σφίγγονται με μανία. «Δεν σου ζήτησα να παρέμβεις στους μάρτυρες για χάρη μου, Μπέτε». «Ποτέ δεν ζητάς τίποτα, Χάρι». «Ε, λοιπόν, πήγε αργά και τώρα σου ζητώ να...» «...φύγω». Η Μπέτε κατένευσε. Ο Χάρι είχε στα μάτια του αυτό το βλέμμα που έκανε τους ανθρώπους να υπακούν. Η γυναίκα σηκώθηκε και πήγε στο χολ. Φόρεσε το παλτό της, το κούμπωσε. Ο Χάρι στεκόταν στην πόρτα και την κοίταζε. «Με συγχωρείς που είμαι τόσο απελπισμένη» του είπε. «Δεν είναι σωστό να παρεμβαίνει κανείς στη ζωή σου κατ’ αυτόν τον τρόπο. Τη δουλειά μας κάνουμε. Και είναι απλώς μια δουλειά, τίποτα άλλο». Ένιωσε ότι η φωνή της δεν θα

άντεχε και έσπευσε να προσθέσει πριν να ’ναι αργά: «Και φυσικά έχεις δίκιο. Υπάρχουν κανόνες και όρια. Αντίο». «Μπέτε...» «Καληνύχτα, Χάρι». «Μπέτε Λεν». Η Μπέτε είχε ήδη ανοίξει την πόρτα, προσπαθώντας να φύγει πριν τη δει να κλαίει. Όμως ο Χάρι στεκόταν ακριβώς από πίσω της, κρατώντας την πόρτα με το ένα του χέρι. Η φωνή του ακούστηκε δίπλα στο αυτί της. «Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς ο δολοφόνος κατάφερε να πείσει τα θύματά του να παρουσιαστούν στις σκηνές των εγκλημάτων την ίδια ημερομηνία με τις αρχικές δολοφονίες;» Η Μπέτε άφησε το πόμολο της πόρτας. «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι διαβάζω εφημερίδες. Διάβασα ότι ο Νίλσεν είχε πάει στο Τρίβαν μ’ ένα Γκολφ, το οποίο άφησε στο πάρκινγκ, και ύστερα βρήκατε τα ίχνη από τα παπούτσια του στο χιόνι, στο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπιτάκι του αναβατήρα. Και ότι έχετε βίντεο από το βενζινάδικο στο Ντράμεν, που δείχνει τον Άντον Μίτετ στο αυτοκίνητό του πριν δολοφονηθεί. Ήξεραν ότι ένας τουλάχιστον αστυνομικός είχε δολοφονηθεί υπό παρόμοιες συνθήκες. Και παρ’ όλα αυτά, πήγαν».

«Φυσικά και αναρωτηθήκαμε περί αυτού» είπε η Μπέτε. «Αλλά δεν έχουμε βρει ακόμη την απάντηση. Ξέρουμε ότι δέχθηκαν κλήσεις στο τηλέφωνό τους από τηλεφωνικούς θαλάμους που δεν απείχαν πολύ από τον τόπο του εγκλήματος, κι έτσι υποθέσαμε ότι αναγνώρισαν τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής και σκέφτηκαν ότι ήταν η μοναδική τους ευκαιρία να τσακώσουν μόνοι τους τον δολοφόνο». «Όχι». «Όχι;» «Η Σήμανση βρήκε στο ντουλαπάκι του Μίτετ ένα άδειο πιστόλι και ένα κουτί με σφαίρες. Αν περίμενε να συναντήσει τον δολοφόνο, θα είχε γεμίσει το πιστόλι του». «Μπορεί να μην πρόλαβε. Μπορεί ο δολοφόνος να τον χτύπησε πριν προλάβει ν’ ανοίξει το ντουλαπάκι και...» «Δέχθηκε το τηλεφώνημα στις δέκα και τριάντα ένα το βράδυ, αλλά έβαλε βενζίνη στις δέκα και τριάντα πέντε. Οπότε μια χαρά χρόνο είχε και μετά το τηλεφώνημα». «Μήπως του τελείωσε η βενζίνη;» «Όχι. Η Aftenposten ανέβασε το βίντεο από την κάμερα του βενζινάδικου στο διαδίκτυο, με τον τίτλο “ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝ ΜΙΤΕΤ ΠΡΙΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΙ”. Δείχνει έναν άνδρα που γεμίζει μόνο για τριάντα δευτερόλεπτα πριν κλοτσήσει η βαλβίδα. Αυτό

σημαίνει ότι το ρεζερβουάρ του ήταν γεμάτο. Που σημαίνει ότι ο Μίτετ είχε αρκετή βενζίνη να πάει μέχρι τον τόπο του εγκλήματος και να γυρίσει σπίτι. Που σημαίνει ότι δεν βιαζόταν». «Σωστά. Άρα θα πρέπει να είχε και χρόνο να γεμίσει το πιστόλι του, αλλά δεν το έκανε». «Στο Τρίβαν τώρα» είπε ο Χάρι. «Και ο Μπέρτιλ Νίλσεν είχε πιστόλι στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Το οποίο δεν πήρε μαζί του. Πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε δύο αξιωματικούς, με εμπειρία σε υποθέσεις ανθρωποκτονιών, που εμφανίζονται σε τοποθεσίες ανεξιχνίαστων εγκλημάτων, παρόλο που γνωρίζουν ότι ένας συνάδελφός τους δολοφονήθηκε πρόσφατα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Θα μπορούσαν να είναι οπλισμένοι, αλλά δεν το έκαναν, παρόλο που είχαν χρόνο να το κάνουν. Εσένα τι σου λέει αυτό;» «ΟΚ, Χάρι» είπε η Μπέτε, γυρνώντας προς το μέρος του, ακουμπώντας το βάρος της στην πόρτα και κλείνοντάς την. «Τι θα έπρεπε να μου λέει όλο αυτό;» «Ότι δεν νόμιζαν ότι πήγαιναν να πιάσουν κάποιον δολοφόνο». «Ωραία, λοιπόν, δεν νόμιζαν ότι πήγαιναν να πιάσουν κάποιον δολοφόνο. Ίσως να είχαν ραντεβού με κάποια όμορφη γυναίκα που γούσταρε να κάνει σεξ σε σκηνές

εγκλημάτων». Η Μπέτε αστειευόταν, όμως ο Χάρι τής απάντησε δίχως ίχνος χιούμορ. «Θα τους είχε ειδοποιήσει πιο πριν». Η Μπέτε το σκέφτηκε. «Κι αν ο δολοφόνος υποκρίθηκε τον δημοσιογράφο που ήθελε να τους μιλήσει για ανεξιχνίαστες υποθέσεις στον απόηχο της πιο πρόσφατης; Και είπε στον Μίτετ ότι ήθελε να συναντηθούν αργά το βράδυ για να πετύχει τη σωστή ατμόσφαιρα στις φωτογραφίες;» «Η πρόσβαση στις σκηνές των εγκλημάτων είναι δύσκολη. Ειδικά στην περίπτωση του Τρίβαν. Διάβασα ότι ο Μπέρτιλ Νίλσεν ήρθε με το αυτοκίνητο από το Νέντρε Άικερ, που απέχει τριάντα λεπτά. Και ποιος σοβαρός αξιωματικός προσφέρει εθελοντικά τον χρόνο του σ’ έναν δημοσιογράφο που θέλει να βγάλει ακόμα μία συγκλονιστική είδηση;» «Όταν λες εθελοντικά, εννοείς;...» «Ναι, αυτό εννοώ. Εγώ υποθέτω ότι νόμιζαν ότι πήγαιναν σε δουλειά». «Και ότι τους είχε πάρει κάποιος συνάδελφος;» «Αχά». «Τους πήρε τηλέφωνο ο δολοφόνος, προσποιούμενος ότι ήταν αστυνομικός που είχε δουλειά στη σκηνή του εγκλήματος γιατί... γιατί ήταν ένα από τα πιθανά σενάρια που εξέταζαν για το επόμενο χτύπημα του δολοφόνου και...

και...» η Μπέτε έτριψε το κουμπί στο αυτί της «και τους είπε ότι χρειαζόταν τη βοήθειά τους για να ανακατασκευάσει τον αρχικό φόνο!». Ένιωθε να χαμογελάει σαν μαθητριούλα που μόλις είχε δώσει τη σωστή απάντηση στον δάσκαλό της. Όταν ο Χάρι έσκασε στα γέλια, κοκκίνισε κιόλας σαν μαθητριούλα. «Χμ, κοντά είσαι. Αλλά με όλους αυτούς τους περιορισμούς στις υπερωρίες, φαντάζομαι ότι ο Μίτετ θα είχε εκπλαγεί αν τον είχαν πάρει τηλέφωνο καταμεσής της νύχτας και όχι εν ώρα υπηρεσίας». «Παραδίνομαι». «Σοβαρά;» είπε ο Χάρι. «Για πες μου, τι είδους τηλεφώνημα από έναν συνάδελφο θα σ’ έκανε να πας οπουδήποτε καταμεσής της νύχτας;» Η Μπέτε χτύπησε με την παλάμη το μέτωπό της. «Μα φυσικά!» είπε. «Πόσο βλάκες μπορεί να είμαστε!»

18

«Τ

ι εννοείς;» ρώτησε η Κατρίνε, τρέμοντας με κάθε φύσημα του παγωμένου αέρα, στα σκαλοπάτια του κίτρινου σπιτιού στην Μπεργκσλία. «Παίρνει τηλέφωνο τα θύματά του και τους λέει ότι ο δολοφόνος των αστυνομικών ξαναχτύπησε;» «Ναι· απλό και ιδιοφυές» είπε η Μπέτε, βλέποντας ότι το κλειδί ταίριαζε στην κλειδαριά. Το γύρισε και άνοιξε την πόρτα. «Τους παίρνει τηλέφωνο κάποιος που προσποιείται τον επιθεωρητή και τους λέει ότι πρέπει να έρθουν στη σκηνή του εγκλήματος αμέσως: γνωρίζουν για τους αρχικούς φόνους και χρειάζονται περαιτέρω πληροφορίες για να πάρουν τις σωστές αποφάσεις, τώρα που τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ακόμη νωπά». Η Μπέτε μπήκε πρώτη μέσα. Το ήξερε αυτό το σπίτι. Κλισέ

ξε-κλισέ, μία αξιωματικός της Σήμανσης δεν ξεχνά ποτέ τη σκηνή ενός εγκλήματος. Σταμάτησε στο σαλόνι. Ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο και σχημάτιζε λοξά ορθογώνια στο γυμνό, ομοιόμορφα ξεφτισμένο, ξύλινο πάτωμα. Τα έπιπλα θα πρέπει ν’ απουσίαζαν για χρόνια. Μάλλον η οικογένεια πήρε τα περισσότερα μαζί της, μετά τον φόνο. «Ενδιαφέρον» είπε ο Στούλε Άουνε, που είχε σταθεί μπροστά από ένα παράθυρο με θέα στο δάσος ανάμεσα στο σπίτι και σ’ αυτό που υπέθετε ότι ήταν το Λύκειο Μπεργκ. «Ο δολοφόνος χρησιμοποιεί για δόλωμα την υστερία που ο ίδιος προκάλεσε». «Αν εγώ δεχόμουν ένα τέτοιο τηλεφώνημα, θα το θεωρούσα απόλυτα πιθανό» είπε η Κατρίνε. «Και γι’ αυτό πηγαίνουν άοπλοι» συνέχισε η Μπέτε. «Θεωρούν ότι ο κίνδυνος έχει περάσει. Ότι η αστυνομία βρίσκεται ήδη εκεί, άρα έχουν και χρόνο να σταματήσουν για να βάλουν βενζίνη στον δρόμο». «Μα» είπε ο Μπγιορν με το στόμα γεμάτο κρακεράκια με χαβιάρι «πώς ξέρει ο δολοφόνος ότι το θύμα του δεν θα πάρει, ας πούμε, τηλέφωνο κάποιον συνάδελφο και δεν θα μάθει ότι δεν έχει γίνει καμιά δολοφονία;». «Υποθέτουμε ότι ο δολοφόνος τούς λέει να μη μιλήσουν σε κανέναν μέχρι νεωτέρας» είπε η Μπέτε, κοιτάζοντας αποδοκιμαστικά τα ψίχουλα που έπεφταν στο πάτωμα.

«Επίσης πιθανό» σχολίασε η Κατρίνε. «Κανείς έμπειρος αξιωματικός δεν ξαφνιάζεται με κάτι τέτοιο. Όλοι ξέρουν πόσο σημαντικό είναι να κρατάς κρυφή μια τέτοια ανθρωποκτονία». «Γιατί είναι σημαντικό;» ρώτησε ο Άουνε. «Γιατί ο δολοφόνος συχνά ρίχνει τις άμυνές του όταν πιστεύει ότι η αστυνομία δεν βρίσκει το πτώμα» είπε ο Μπγιορν και δάγκωσε κι άλλο κομμάτι από το κράκερ. «Και ο Χάρι τα κατάλαβε όλα αυτά διαβάζοντας μόνο τις εφημερίδες;» ρώτησε η Κατρίνε. «Αλλιώς δεν θα ήταν ο Χάρι» είπε η Μπέτε, ακούγοντας το τραμ να πλησιάζει από την άλλη μεριά του δρόμου. Από το παράθυρο φαινόταν η σκεπή του σταδίου Ούλεβολ. Τα λεπτά κρύσταλλα των τζαμιών δεν μπορούσαν να κρατήσουν απέξω τον θόρυβο της κίνησης από τον περιφερειακό 3. Η Μπέτε θυμήθηκε πόσο κρύο έκανε και πώς είχαν παγώσει τότε, μες στις λευκές τους στολές. Θυμήθηκε ότι σκεφτόταν πως δεν έφταιγε μόνο η θερμοκρασία που δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Ίσως γι’ αυτό και να έμεινε άδειο τόσα χρόνια. Οι επίδοξοι ενοικιαστές ή αγοραστές πρέπει να ένιωσαν κι αυτοί το κρύο· την παγωνιά που έκρυβαν οι ιστορίες και οι φήμες που κυκλοφορούσαν τότε.

«Εντάξει» είπε ο Μπγιορν. «Οπότε ο Χάρι βρήκε με ποιον τρόπο ο δολοφόνος παρασύρει τα θύματά του. Όμως ξέραμε ήδη ότι τραβιόντουσαν εκεί κάτω με δική τους θέληση. Δεν μιλάμε και για άθλο λογικής, ε;» Η Μπέτε πήγε ως το δεύτερο παράθυρο και σάρωσε με το βλέμμα της την περιοχή. Η ομάδα Δέλτα δεν θα είχε δυσκολία να κρυφτεί μες στο δάσος, στο βαθούλωμα της γης δίπλα στις ράγες του μετρό και στα εκατέρωθεν γειτονικά σπίτια – να περικυκλώσει το σπίτι, δηλαδή. «Ναι, μόνο που ο Χάρι πάντα κατέβαζε απλές ιδέες που αργότερα αναρωτιόσουν γιατί δεν τις είχες σκεφτεί κι εσύ ο ίδιος» είπε η Μπέτε. «Ψίχουλα, Μπγιορν». «Ε;» «Τα ψίχουλα, από το κράκερ σου». Ο Μπγιορν κοίταξε το πάτωμα και μετά την Μπέτε. Ύστερα έσκισε μια σελίδα από το σημειωματάριό του, έσκυψε και έσπρωξε τα ψίχουλα πάνω στο χαρτί. Η Μπέτε σήκωσε το κεφάλι της και συνάντησε το ερωτηματικό βλέμμα της Κατρίνε. «Ξέρω τι σκέφτεσαι» είπε η Μπέτε. «Και λοιπόν; Δεν βρισκόμαστε στη σκηνή κανενός εγκλήματος. Κι όμως. Οποιαδήποτε σκηνή ανεξιχνίαστου εγκλήματος ήταν και παραμένει εν δυνάμει θερμοκήπιο στοιχείων». «Τι, πιστεύεις ότι θα βρεις αποδεικτικά στοιχεία για τον

Πριονάνθρωπο εδώ μέσα;» ρώτησε ο Στούλε Άουνε. «Όχι» είπε η Μπέτε «όλο το πάτωμα έχει ξυστεί. Υπήρχε τόσο αίμα και είχε ποτίσει τόσο βαθιά το ξύλο, που μ’ ένα ξέπλυμα δεν θα έφευγε τίποτα». Ο Στούλε κοίταξε το ρολόι του. «Έχω ένα ραντεβού σε λίγο, οπότε γιατί δεν μας λες τι προτείνει ο Χάρι;» «Ποτέ δεν ενημερώσαμε τον Τύπο» είπε η Μπέτε «αλλά, όταν βρήκαμε εδώ μέσα το πτώμα, έπρεπε πρώτα πρώτα να καταλάβουμε εάν ανήκε σε άνθρωπο ή όχι». «Ωχ» είπε ο Στούλε «είναι ανάγκη ν’ ακούσω και τα υπόλοιπα;». «Ναι» απάντησε η Κατρίνε εμφατικά. «Το πτώμα είχε πριονιστεί σε τόσο μικρά κομματάκια, που στην αρχή δεν ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς. Ο δολοφόνος είχε τοποθετήσει τα δύο στήθη σ’ ένα ράφι στο σκρίνιο, εκεί. Το μοναδικό στοιχείο που βρήκαμε ήταν ένα κομμάτι σπασμένης λεπίδας από ηλεκτρική σέγα. Και ναι, όσοι από εσάς ενδιαφέρεστε μπορείτε να διαβάσετε τα υπόλοιπα στην έκθεση» πρόσθεσε η Μπέτε χτυπώντας απαλά την τσάντα της. «Ω, ευχαριστούμε» είπε η Κατρίνε μ’ ένα χαμόγελο το οποίο, κατόπιν, θεώρησε υπερβολικά γλυκό, αφού πήρε αμέσως το σοβαρό της ύφος.

«Το θύμα ήταν ένα νεαρό κορίτσι. Ήταν μόνη στο σπίτι» συνέχισε η Μπέτε. «Ακόμα και τότε ξέραμε ότι η δολοφονία παρουσίαζε ορισμένες ομοιότητες με τον φόνο στο Τρίβαν. Το πιο σημαντικό για εμάς τώρα, όμως, είναι ότι δεν εξιχνιάστηκε ποτέ. Και ότι διεπράχθη στις 17 Μαρτίου». Στο δωμάτιο έπεσε τέτοια σιωπή, που μπορούσαν ν’ ακούσουν τις φωνές από το προαύλιο του σχολείου στην άλλη μεριά του δάσους. Ο Μπγιορν ήταν ο πρώτος που μίλησε. «Αυτό είναι σε τρεις μέρες από τώρα». «Μάλιστα» είπε η Κατρίνε. «Και το αρρωστημένο μυαλό του Χάρι μάς συμβουλεύει να στήσουμε παγίδα, ε;» Η Μπέτε κατένευσε. Η Κατρίνε κούνησε αργά το κεφάλι της πέρα δώθε. «Και γιατί δεν το σκέφτηκε κανείς μας αυτό;» «Επειδή κανείς μας δεν ήξερε πώς παρασύρει ο δολοφόνος τα θύματά του στον τόπο του εγκλήματος» απάντησε ο Στούλε. «Ο Χάρι μπορεί και να κάνει λάθος» είπε η Μπέτε. «Και ως προς τον τρόπο που λειτουργεί ο δολοφόνος και στο ότι αυτή θα είναι η επόμενη σκηνή του εγκλήματος. Από την ημέρα που δολοφονήθηκε ο πρώτος αστυνομικός έχουν περάσει πολλές ημερομηνίες ανεξιχνίαστων φόνων στην ανατολική Νορβηγία, χωρίς να έχει συμβεί απολύτως

τίποτα». «Από την άλλη» παρενέβη ο Στούλε «ο Χάρι διέκρινε ομοιότητες μεταξύ του Πριονανθρώπου και των υπόλοιπων φόνων: διεξοδική προετοιμασία σε συνδυασμό με ανεξέλεγκτη βιαιότητα». «Εμένα μου μίλησε για προαίσθημα» είπε η Μπέτε. «Αλλά μάλλον εννοούσε...» «Ανάλυση φαινομενικά ασύνδετων γεγονότων» συμπέρανε η Κατρίνε. «Γνωστή και ως “μέθοδος του Χάρι”». «Και πιστεύει ότι θα ξανασυμβεί σε τρεις μέρες;» ρώτησε ο Μπγιορν. «Ακριβώς» απάντησε η Μπέτε. «Μάλιστα, έκανε ακόμα μία πρόβλεψη. Όπως παρατήρησε και ο Στούλε, ο τελευταίος φόνος έμοιαζε περισσότερο με τον αρχικό: ο δράστης έβαλε το θύμα του μέσα στο αμάξι και το έριξε στον γκρεμό. Αρχίζει λοιπόν να τελειοποιεί τους φόνους του. Λογικά, το επόμενο βήμα είναι να χρησιμοποιήσει το ίδιο ακριβώς όπλο». «Ηλεκτρική σέγα με λεπτή λάμα» είπε η Κατρίνε με κομμένη την ανάσα. «Τυπικός ναρκισσιστής δολοφόνος» πρόσθεσε ο Στούλε. «Και ο Χάρι ήταν σίγουρος ότι ο φόνος θα γίνει εδώ μέσα;» ρώτησε ο Μπγιορν, κοιτάζοντας τριγύρω και μορφάζοντας.

«Γι’ αυτό ήταν λιγότερο σίγουρος απ’ όλα» απάντησε η Μπέτε. «Ο δολοφόνος είχε εύκολη πρόσβαση στις υπόλοιπες τοποθεσίες. Παρόλο που αυτό το σπίτι είναι άδειο εδώ και χρόνια –αφού κανείς δεν θέλει να μείνει στο μέρος που έδρασε ο Πριονάνθρωπος–, παραμένει κλειδωμένο. Θα μου πείτε, και το κιόσκι στο Τρίβαν παραβιασμένο βρέθηκε. Σωστά, μόνο που εδώ υπάρχουν και γείτονες τριγύρω. Είναι μεγάλο ρίσκο να δελεάσεις έναν αστυνομικό να έρθει εδώ. Συνεπώς, ο Χάρι πιστεύει ότι το μοτίβο μπορεί και ν’ αλλάξει και ο δράστης να παρασύρει το θύμα του κάπου αλλού. Αλλά εμείς θα τη στήσουμε την παγίδα μας στον χασάπη· και βλέπουμε». Σιωπή απλώθηκε τριγύρω, καθώς οι παρευρισκόμενοι φάνηκαν να ζυγίζουν το γεγονός ότι η Μπέτε χρησιμοποίησε το όνομα που του είχε δώσει ο Τύπος: ο χασάπης της αστυνομίας. «Και το θύμα;...» ρώτησε η Κατρίνε. «Έχω εδώ» είπε η Μπέτε, χαϊδεύοντας πάλι την τσάντα της «τα ονόματα όσων δούλεψαν στην υπόθεση του Πριονανθρώπου. Θα τους ειδοποιήσουμε να μείνουν σπίτι τους και να περιμένουν τηλεφώνημα. Όποιος δεχθεί τηλεφώνημα θα πρέπει να το παίξει άνετος και να επιβεβαιώσει απλώς ότι ξεκινάει. Ύστερα θα πάρει τηλέφωνο το κέντρο επιχειρήσεων, θα τους πει πού πηγαίνει και τότε

πιάνουμε δουλειά. Αν δεν έρχεται προς την Μπεργκσλία, τότε θ’ αναλάβουν δράση οι ειδικές δυνάμεις της Δέλτα». «Και δηλαδή θα πρέπει να το παίξουν κουλ, ενώ στην άλλη άκρη της γραμμής θα είναι ένας κατά συρροήν δολοφόνος, ε;» ρώτησε ο Μπγιορν. «Εγώ δεν νομίζω ότι θα ήμουν τόσο καλός ηθοποιός». «Δεν χρειάζεται να κρύψουν την αγωνία τους» είπε ο Στούλε. «Το αντίθετο μάλιστα. Θα ήταν πολύ πιο ύποπτο αν δεν έτρεμε η φωνή τους όταν μάθαιναν για τον φόνο κάποιου συναδέλφου τους». «Εγώ ανησυχώ περισσότερο για τη Δέλτα και το κέντρο επιχειρήσεων» παρενέβη η Κατρίνε. «Ξέρω τι εννοείς» είπε η Μπέτε. «Το εγχείρημα είναι πολύ μεγάλο, δεν γίνεται να μην ενημερωθεί ο Μπέλμαν. Αυτό κάνει ο Χάγκεν αυτή τη στιγμή». «Και τι γίνεται με την ομάδα μας όταν ενημερωθεί;» «Εάν είναι να επιτύχουμε, Κατρίνε, αυτό λίγο μας απασχολεί». Η Μπέτε έτριψε ανυπόμονα το κουμπί που κρεμόταν από το αυτί της. «Άντε, λοιπόν. Δεν έχει νόημα να στριφογυρίζουμε εδώ γύρω και να μας δούνε. Και προσέξτε μην αφήσετε τίποτα». Η Κατρίνε έκανε δυο τρία βήματα προς την εξώπορτα και κοκάλωσε.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε ο Στούλε. «Το άκουσες αυτό;» ψιθύρισε εκείνη. «Ποιο;» Η Κατρίνε σήκωσε το πόδι της και γύρισε να κοιτάξει τον Μπγιορν με μισόκλειστα βλέφαρα. «Τον ήχο από κάτι τραγανό». Η Μπέτε γέλασε αναπάντεχα, ενώ ο αστυνομικός από τη Σκράια ξαναέβγαλε το μπλοκάκι του και έσκυψε να μαζέψει. «Έλα, ρε γαμ...» «Τι;» «Δεν είναι ψίχουλα» είπε ο Μπγιορν, σκύβοντας και κοιτάζοντας με προσοχή κάτω από το τραπέζι. «Είναι μια παμπάλαια τσίχλα. Η υπόλοιπη είναι κολλημένη εδώ πάνω. Είναι τόσο ξεραμένη, που θρυμματίζεται». «Μήπως είναι του δολοφόνου;» ρώτησε ο Στούλε μ’ ένα χασμουρητό. «Οι άνθρωποι κολλάνε τις τσίχλες τους κάτω από τα καθίσματα στο σινεμά ή στο λεωφορείο, αλλά όχι και κάτω από το τραπέζι του σαλονιού τους». «Ενδιαφέρουσα θεωρία» είπε ο Μπγιορν, παίρνοντας ένα κομμάτι και κοιτάζοντάς το στο φως που έμπαινε από το παράθυρο. «Θα μπορούσαμε να είχαμε βρει το DNA του σάλιου που ’χε αναμειχθεί με την τσίχλα τους πρώτους μήνες, αλλά τώρα πια δεν γίνεται. Έχει ξεραθεί τελείως». «Για δες, βρε Σέρλοκ» είπε η Κατρίνε. «Αν τη μασήσεις

μήπως καταλάβεις τι μάρκα...» «Αρκετά» τους διέκοψε η Μπέτε. «Έξω, όλοι».

Ο Άρνολ Φόλκεστα ακούμπησε κάτω το φλιτζάνι με το τσάι του και κοίταξε τον Χάρι. Έξυσε την κόκκινη γενειάδα του. Ο Χάρι τον είχε δει να βγάζει μία μία τις πευκοβελόνες από τα γένια του όταν έφτανε στη δουλειά με το ποδήλατό του. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι στο δάσος, παραδόξως κοντά στο κέντρο της πόλης. Όμως ο Άρνολ το είχε ξεκαθαρίσει στους συναδέλφους του: μην τολμούσαν να του κολλήσουν την ταμπελίτσα του προοδευτικού οικολόγου ακτιβιστή επειδή είχε γένια, ποδήλατο και σπίτι στο δάσος. Αυτός ήταν απλώς ένας παράξενος τσιγκούνης, που γούσταρε την ησυχία του. «Μπορείς να της ζητήσεις ευγενικά να μαζευτεί λίγο» πρότεινε ο Άρνολ χαμηλόφωνα, ώστε να μην τους ακούσει κανείς άλλος στην καφετέρια. «Ναι, σκεφτόμουν να σου ζητήσω να το κάνεις εσύ αυτό» είπε ο Χάρι. «Θα ήταν...» Προσπάθησε να βρει τη λέξη αλλά δεν μπορούσε. Δεν ήξερε καν αν υπήρχε τέτοια λέξη. Κάτι ανάμεσα στο «ορθότερο» και το «λιγότερo δυσάρεστο για όλους μας». «Ολόκληρος Χάρι Χόλε και φοβάται ένα κοριτσάκι που κάθεται στην πρώτη σειρά και έχει ερωτευτεί εξ αποστάσεως

τον δάσκαλό της;» χαμογέλασε ο Άρνολ Φόλκεστα. «Ορθότερο και λιγότερο δυσάρεστο για όλους μας». «Με συγχωρείς, αλλά εσύ πρέπει να επιληφθείς αυτού του θέματος, Χάρι. Να, βλέπεις; Εκεί είναι...» Ο Άρνολ έγνεψε προς το προαύλιο έξω από την καφετέρια. Η Σίλιε Γκράβσεν στεκόταν μόνη της, λίγα μέτρα μακριά από μια μεγάλη παρέα φοιτητών που γελούσαν και μιλούσαν μεταξύ τους. Κοίταζε τον ουρανό, ακολουθώντας κάτι με το βλέμμα της. Ο Χάρι αναστέναξε. «Ίσως πρέπει να περιμένω λίγο. Οι στατιστικές λένε ότι τα κολλήματα με τους καθηγητές περνούν γρήγορα στο εκατό τοις εκατό των περιπτώσεων». «Μια και μιλάμε για στατιστικές» είπε ο Φόλκεστα «άκουσα ότι ο ασθενής που είχε ο Χάγκεν υπό την εποπτεία του στο Ρικσχοσπιτάλ πέθανε από φυσικά αίτια». «Έτσι λένε, ναι». «Το FBI έχει κάνει ολόκληρη έρευνα πάνω σ’ αυτό το θέμα. Εξέτασαν όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας πέθανε αφού κλήθηκε να καταθέσει και πριν από την έναρξη της δίκης. Στις σοβαρές υποθέσεις, όταν δηλαδή ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε παραπάνω από δέκα χρόνια κάθειρξη, οι μάρτυρες πέθαιναν από μη φυσικά αίτια στο 78% των περιπτώσεων. Με τέτοιες στατιστικές, έπρεπε να γίνουν επαναληπτικές νεκροψίες. Κατόπιν αυτών, δε, το ποσοστό εκτοξεύτηκε στο 94%».

«Και λοιπόν;» «Δεν βρίσκεις ότι το 94% είναι αξιοσημείωτο;» Ο Χάρι γύρισε και χάζεψε το προαύλιο. Η Σίλιε κοιτούσε ακόμη τον ουρανό. Ο ήλιος έπεφτε στο πρόσωπό της. Ο Χάρι έβρισε από μέσα του και τελείωσε τον υπόλοιπο καφέ του.

Ο Γκούναρ Χάγκεν προσπαθούσε να ισορροπήσει στα δύο πόδια μιας ξύλινης καρέκλας στο γραφείο του Μπέλμαν. Ξαφνικά, γύρισε και κοίταξε τον αρχηγό της αστυνομίας γεμάτος έκπληξη. Μόλις τον είχε ενημερώσει για τη μικρή ομάδα που είχε φτιάξει, σε πλήρη αντιδιαστολή με τις διαταγές του, και για το σχέδιό τους να στήσουν παγίδα στην Μπεργκσλία. Η έκπληξή του οφειλόταν στο γεγονός ότι η καλή διάθεση του αρχηγού δεν είχε χαλάσει καθόλου από τα νέα που μόλις του είχε μεταφέρει. «Εξαιρετικά» είπε ο Μπέλμαν, χτυπώντας τα χέρια του. «Επιτέλους, κάτι κινείται. Μπορώ να παραδώσω τα σχέδια και τον χάρτη ώστε να ξεκινήσουμε;» «Να ξεκινήσουμε; Εννοείτε ότι εσείς, προσωπικά, θα;...» «Ναι, Γκούναρ, νομίζω ότι είναι απολύτως φυσιολογικό να ηγηθώ εγώ αυτής της επιχείρησης. Ένα τέτοιο εγχείρημα χρειά​ζεται αποφάσεις από υψηλά κλιμάκια...»

«Μα, μιλάμε μόνο για ένα σπίτι και έναν άνδρα, που...» «Τότε είναι απολύτως σωστό ν’ αναμειχθώ κι εγώ, ως αρχηγός, αφού διακυβεύεται κάτι τόσο μεγάλο. Και πρέπει αυτή η επιχείρηση να παραμείνει μυστική πάση θυσία, κατάλαβες;» Ο Χάγκεν κατένευσε. Μυστική θα παρέμενε αν δεν απέδιδε καρπούς, σκέφτηκε. Αν, από την άλλη, είχε επιτυχία και οδηγούσε στη σύλληψη του δράστη, τότε θ’ αποκτούσε τεράστια δημοσιότητα πάση θυσία και ο Μίκαελ Μπέλμαν θα άρπαζε την ευκαιρία να διαμηνύσει στον Τύπο ότι ο ίδιος, προσωπικά, ήταν επικεφαλής της επιχείρησης. «Κατάλαβα» είπε ο Χάγκεν. «Ώρα να πηγαίνω κι εγώ. Να υποθέσω, λοιπόν, ότι η ομάδα του λεβητοστάσιου μπορεί να συνεχίσει τη δουλειά της;» Ο Μίκαελ Μπέλμαν γέλασε. Ο Χάγκεν αναρωτήθηκε ποια θα μπορούσε να είναι η αφορμή γι’ αυτήν του την αντίδραση. Ο αρχηγός της αστυνομίας έμοιαζε δέκα χρόνια νεότερος, δέκα κιλά ελαφρύτερος και απαλλαγμένος από τη βαθιά ρυτίδα που κουβαλούσε σαν βαθύ χαντάκι στο μέτωπό του από την ημέρα που είχε αναλάβει τα ηνία της αστυνομίας. «Μην το παρατραβάς, Γκούναρ. Επειδή μου άρεσε η ιδέα σου δεν σημαίνει και ότι μου αρέσει οι υφιστάμενοί μου να παραβαίνουν τις διαταγές μου». Ο Χάγκεν ανατρίχιασε, αλλά προσπάθησε να μην πάρει τα

μάτια του από το παγωμένο, εριστικό βλέμμα του προϊστάμενού του. «Να σταματήσει κάθε δραστηριότητα της ομαδούλας σου μέχρι νεωτέρας, Γκούναρ. Θα συζητήσουμε επ’ αυτού όταν τελειώσει αυτή η επιχείρηση. Και αν, εντωμεταξύ, μάθω ότι έχεις χρησιμοποιήσει έστω κι έναν υπολογιστή ή έχεις κάνει έστω κι ένα τηλεφώνημα σε σχέση με την υπόθεση...» Είμαι μεγαλύτερός του· και είμαι καλύτερος άνθρωπος, σκέφτηκε ο Γκούναρ Χάγκεν συνεχίζοντας να κοιτάζει στα ίσια τον Μπέλμαν. Ένα μείγμα περιφρόνησης και ντροπής έκανε τα μάγουλά του να κοκκινίσουν. Tι κολλάς, επέπληξε τον εαυτό του. Διακόσμηση είναι όλο αυτό, παράσημα σε στολή. Και ύστερα κατέβασε το βλέμμα του.

Είχε πάει αργά. Η Κατρίνε Μπρατ κοιτούσε την αναφορά που είχε μπροστά της. Κανονικά δεν θα έπρεπε. Η Μπέτε μόλις της είχε πει από το τηλέφωνο ότι ο Χάγκεν τούς ζητούσε να σταματήσουν κάθε ενέργεια: προσωπική εντολή του Μπέλμαν. Που σημαίνει ότι η Κατρίνε θα έπρεπε να βρίσκεται σπίτι της, με μια μεγάλη κούπα χαμομήλι και έναν άνδρα που την αγαπούσε, ή, εν πάση περιπτώσει, μια τηλεοπτική σειρά που αγαπούσε εκείνη. Αντί να κάθεται εδώ μέσα, στο

λεβητοστάσιο, και να διαβάζει τους φακέλους των υποθέσεων, ψάχνοντας για λάθη, για ίχνη, για οτιδήποτε δεν ταίριαζε ή είχε έστω και μια αόριστη σύνδεση με την υπόθεση. Και η σύνδεση που είχε βρει ήταν τόσο αόριστη, που έμοιαζε σχεδόν γελοία. Ή μήπως όχι; Ήταν εύκολο να μπει στο αρχείο με τις αναφορές για τον φόνο του Άντον Μίτετ μέσα από το κεντρικό σύστημα της αστυνομίας. H συνοπτική περιγραφή της κατάστασης του αυτοκινήτου ήταν τόσο λεπτομερής, που παραλίγο να την πάρει ο ύπνος. Γιατί λοιπόν κοντοστάθηκε σε αυτήν τη συγκεκριμένη πρόταση; Μεταξύ διάφορων πιθανών στοιχείων που είχαν αφαιρεθεί από το αυτοκίνητο του Μίτετ ήταν ένας παγοκόφτης, ένας αναπτήρας και μια τσίχλα που βρισκόταν κολλημένη κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού. Η αναφορά περιείχε και τα στοιχεία επικοινωνίας της χήρας του Άντον Μίτετ. Η Κατρίνε δίστασε για μια στιγμή και ύστερα κάλεσε τον αριθμό. Η φωνή της γυναίκας που απάντησε ακούστηκε κουρασμένη, μουδιασμένη από τα χάπια. Η Κατρίνε εξήγησε ποια ήταν και έκανε την ερώτησή της. «Τσίχλα;» ρώτησε η Λάουρα Μίτετ αργά. «Όχι, δεν μασούσε τσίχλες. Καφέ έπινε». «Υπήρχε κάποιος άλλος που οδηγούσε το αυτοκίνητο και θα μπορούσε;...»

«Κανείς άλλος δεν οδηγούσε αυτό το αυτοκίνητο. Μόνο ο Άντον». «Σας ευχαριστώ» είπε η Κατρίνε.

19

Β

ράδυ. Τα παράθυρα της κουζίνας του κίτρινου σπιτιού στο Όπσαλ είχαν ακόμη φως. Η Μπέτε μόλις είχε μιλήσει με τον γιο της στο τηλέφωνο, όπως κάθε μέρα, και μετά είχαν αποφασίσει με την πεθερά της ν’ αναβάλουν το ταξίδι της επιστροφής για λίγες μέρες: το παιδί είχε ακόμη πυρετό και έβηχε. Άλλο που δεν ήθελαν οι παππούδες, να μείνει λίγο ακόμη μαζί τους στο Στάινχερ. Η Μπέτε ξεκρέμασε την πλαστική σακούλα με τ’ απομεινάρια του φαγητού από το πόμολο του ντουλαπιού του νεροχύτη και ήταν έτοιμη να τη βάλει μέσα σε μια λευκή σακούλα σκουπιδιών, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Κατρίνε. Μπήκε κατευθείαν στο ψητό. «Υπήρχε μια τσίχλα κολλημένη κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού στο αμάξι του Μίτετ».

«Ναι...» «Την αφαίρεσαν, αλλά δεν την έχουν στείλει για τεστ DNA». «Oύτε εγώ θα την έστελνα. Του Μίτετ ήταν. Άκου, αν ήταν να περνάμε από τεστ DNA ό,τι έπεφτε στα χέρια μας από τη σκηνή του κάθε εγκλήματος, η λίστα αναμονής θα έφτανε μέχρι...» «Ο Στούλε είχε δίκιο, Μπέτε! Οι άνθρωποι δεν κολλάνε τις τσίχλες τους κάτω από τα τραπέζια του σπιτιού τους. Ούτε στ’ αυτοκίνητά τους. Σύμφωνα με τη γυναίκα του μάλιστα, ο Μίτετ δεν μασούσε ποτέ τσίχλες. Ούτε κανείς άλλος χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό του. Νομίζω ότι όποιος άφησε την τσίχλα στη θέση του συνοδηγού έγερνε προς τη μεριά του οδηγού όταν το ’κανε. Και στην αναφορά λέει ότι ο δολοφόνος καθόταν στη θέση του συνοδηγού και έσκυψε προς τον οδηγό για να δέσει τα χέρια του στο τιμόνι. Το αυτοκίνητο μπορεί να ήταν στο νερό, αλλά ο Μπγιορν λέει ότι το DNA από το σάλιο μπορεί...» «Καταλαβαίνω πού το πας» τη διέκοψε η Μπέτε. «Πρέπει να πάρεις τηλέφωνο την ομάδα του Μπέλμαν και να τους το πεις». «Μα δεν καταλαβαίνεις;» είπε η Κατρίνε. «Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει κατευθείαν στον δολοφόνο». «Φυσικά και καταλαβαίνω. Και το μόνο μέρος που θα μας

οδηγήσει είναι στον διάβολο. Μας έχουν βγάλει από την υπόθεση, Κατρίνε». «Μπορώ να περάσω από τη Διεύθυνση Στοιχείων και Κατασχέσεων και να δώσω την τσίχλα για τεστ» είπε η Κατρίνε. «Θα συγκρίνουμε τ’ αποτελέσματα με το αρχείο. Αν δεν υπάρξει αντιστοιχία, δεν χρειάζεται να το μάθει κανείς. Αν υπάρξει, λύσαμε την υπόθεση. Κανείς δεν πρόκειται να σχολιάσει το πώς το κάναμε. Ναι, το εγώ μου είναι τεράστιο αυτή τη στιγμή. Αλλά για μια φορά μπορούμε εμείς να πιστωθούμε τη λύση, Μπέτε, εσύ και εγώ. Οι γυναίκες. Και το αξίζουμε, γαμώ το κέρατό μου!» «Ναι, ακούγεται δελεαστικό· κι ούτε πρόκειται να καταστρέψει τη δουλειά κανενός άλλου, αλλά...» «Τέρμα τα αλλά! Πρέπει επιτέλους να βγούμε κι εμείς μπροστά. Ή μήπως προτιμάς, για ακόμα μία φορά, να δεις τον Μπέλμαν να κάθεται με το αυτάρεσκο χαμογελάκι του και να τον επαινούν για τη δουλειά που κάναμε εμείς;» Σιωπή. Μακρά σιωπή. «Λες ότι δεν χρειάζεται να το μάθει κανείς» είπε η Μπέτε. «Μόνο που η απόσπαση πιθανών αποδεικτικών στοιχείων από τη Διεύθυνση Στοιχείων και Κατασχέσεων πρέπει να γίνει με γραπτή αίτηση. Έτσι και διαπιστώσουν ότι χώσαμε τη μύτη μας στον φάκελο του Μίτετ, ο Μπέλμαν θα το μάθει στο άψε

σβήσε». «Αιτήσεις και βλακείες» σχολίασε η Κατρίνε. «Αν δεν με απατά η μνήμη μου, το αφεντικό της Σήμανσης –που χρειάζεται, φυσικά, ν’ αναλύει στοιχεία εκτός εργασιακού ωραρίου πού και πού– έχει το δικό της κλειδί. Ε;» Η Μπέτε βόγκηξε εκνευρισμένα. «Σου το υπόσχομαι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει πρόβλημα» έσπευσε να προσθέσει η Κατρίνε. «Άκου. Θα περάσω από το σπίτι σου, θα πάρω το κλειδί, θα βρω την τσίχλα, θα κόψω ένα απειροελάχιστο κομματάκι, θα τα ξαναβάλω όλα στη θέση τους και αύριο το πρωί θα τεστάρουμε το κομμάτι στη Σήμανση. Κι αν μας ρωτήσουν, θα τους πούμε ότι είναι για μια άλλη υπόθεση, ΟΚ; Τι λες;» Η επικεφαλής της Σήμανσης ζύγισε στο μυαλό της τα υπέρ και τα κατά. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο: τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Όπως έλεγε κι ο Χάρι» πρόσθεσε η Κατρίνε «κλότσα απλώς την μπάλα στα δίχτυα, γαμώτο».

Ο Ρίκο Χέρεμ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και χάζευε τηλεόραση. Η ώρα ήταν πέντε τα χαράματα, αλλά είχε τζετ λαγκ και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η εκπομπή προβαλλόταν σ’ επανάληψη, την είχε δει και χθες. Ένας

δράκος του Κομόντο περπατούσε αδέξια σε μια παραλία. Η μακριά του γλώσσα γλιστρούσε έξω από το στόμα του, στριφογύριζε στον αέρα και ξανάμπαινε μέσα. Ακολουθούσε από μακριά ένα βουβάλι στο οποίο είχε δώσει μια, φαινομενικά, ακίνδυνη δαγκωνιά πριν από μέρες. Ο Ρίκο είχε κλείσει τον ήχο της τηλεόρασης και το μόνο που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν ο βόμβος του κλιματιστικού, που αδυνατούσε να παγώσει τον χώρο. Η μύτη του Νορβηγού είχε αρχίσει να τρέχει από το αεροπλάνο. Κλασικά: φοράς τα καλοκαιρινά σου και μπαίνεις στο αεροπλάνο για τον ζεστό Νότο, και με τόσο κλιματισμό οι διακοπές σου καταλήγουν εφιάλτης με μύξες και πυρετό. Είχε όμως αρκετό χρόνο να συνέλθει, καθώς δεν σκόπευε να επιστρέψει σύντομα σπίτι. Γιατί να το κάνει άλλωστε; Βρισκόταν στην Πατάγια, τον παράδεισο των διεστραμμένων και κάθε φυγόδικου εγκληματία. Ό,τι λαχταρούσε μπορούσε να το βρει έξω από την πόρτα του δωματίου του. Από τη σήτα του παραθύρου μπορούσε ν’ ακούσει την κίνηση στον δρόμο και φωνές να φλυαρούν σε μια ξένη γλώσσα. Ταϊλανδέζικα. Δεν καταλάβαινε λέξη. Δεν χρειαζόταν. Αυτά ήταν εδώ για χάρη του και όχι εκείνος για αυτά. Τα είχε δει καθώς ερχόταν με το αυτοκίνητο από το αεροδρόμιο: τα μικρά· τα πολύ μικρά. Τα είχε δει χωμένα στα σοκάκια, πίσω απ’ τους ξύλινους πάγκους, όπου πουλούσαν τσίχλες. Τα πολύ μικρά παιδάκια.

Όταν θα ξαναστεκόταν στα πόδια του, αυτά θα ήταν ακόμη εκεί. Έστησε αυτί ν’ ακούσει τα κύματα, αν και ήξερε ότι το φτηνό ξενοδοχείο του ήταν μακριά από την παραλία. Ακόμα και στην παραλία θα υπήρχαν παιδάκια. Παιδάκια και καυτός ήλιος. Και αλκοόλ και άλλοι φαράνγκ, και άλλοι Ευρωπαίοι, που είχαν έρθει εδώ για τον ίδιο σκοπό και θα μπορούσαν να τον συμβουλέψουν πώς γίνονταν εδώ κάτω τα πράγματα. Και για τον δράκο του Κομόντο. Το προηγούμενο βράδυ είχε δει ξανά στο όνειρό του τον Βαλεντίν. Ο Ρίκο τέντωσε το χέρι του προς το μπουκάλι με το νερό πάνω στο κομοδίνο. Είχε τη γεύση του στόματός του, του θανάτου και της μόλυνσης. Του είχαν δώσει προχθεσινές νορβηγικές εφημερίδες και δυτικού τύπου πρωινό – το είχε αγγίξει ελάχιστα. Δεν υπήρχαν νέα για τη σύλληψη του Βαλεντίν. Δεν του ήταν και πολύ δύσκολο να καταλάβει γιατί. Ο Βαλεντίν δεν ήταν πια ο Βαλεντίν. Ο Ρίκο είχε αναρωτηθεί αν έπρεπε να τους το πει. Να πάρει τηλέφωνο και να βρει εκείνη την αστυνομικίνα, την Κατρίνε Μπρατ. Να της πει ότι ο Βαλεντίν είχε αλλάξει. Ο Ρίκο ήξερε ότι εδώ κάτω μπορούσες να κάνεις αυτή τη δουλειά για μερικές χιλιάδες νορβηγικές κορόνες, σε κάποια ιδιωτική

κλινική. Να πάρει τηλέφωνο την Μπρατ, ν’ αφήσει ένα ανώνυμο μήνυμα ότι είχαν δει τον Βαλεντίν κοντά στο Ιχθυοπωλείο και ότι είχε κάνει πλαστική επέμβαση στο πρόσωπό του. Δεν θα ζητούσε ανταλλάγματα. Θα τους βοηθούσε απλώς να τον πιάσουν. Και εκείνοι θα βοηθούσαν τον Ρίκο να κοιμάται τα βράδια χωρίς να τον βλέπει πια στα όνειρά του. Ο δράκος του Κομόντο είχε κουλουριαστεί λίγα μέτρα μακριά από μια λακκούβα με νερό. Μέσα της, το βουβάλι ξεκουραζόταν στη δροσερή λάσπη, ατάραχο στη θέα του τρίμετρου τέρατος που περίμενε υπομονετικά. Ο Ρίκο ένιωσε ναυτία και κατέβασε γρήγορα τα πόδια του από το κρεβάτι. Πονούσε παντού. Γαμώτο, μιλάμε για γρίπη, όχι αστεία. Γύρισε από το μπάνιο με τον λαιμό του να καίει ακόμη απ’ το οξύ και τη χολή και με δύο ξεκάθαρες αποφάσεις μες στο μυαλό του. Πρώτον: θα πήγαινε σε μια κλινική και θα έπαιρνε αυτά τα φάρμακα-στούκας που δεν σου χορηγούν στη Νορβηγία. Δεύτερον: αφού έπαιρνε τα φάρμακα και αισθανόταν καλύτερα, θα τηλεφωνούσε στην Μπρατ. Θα της περιέγραφε τον Βαλεντίν. Και επιτέλους θα κοιμόταν. Ανέβασε τον ήχο με το τηλεκοντρόλ. Μια ενθουσιώδης φωνή εξήγησε στα αγγλικά ότι για χρόνια πίστευαν ότι ο δράκος του Κομόντο σκότωνε τα θύματά του δαγκώνοντάς

τα και μολύνοντας το αίμα τους με το σάλιο του, που ήταν γεμάτο βακτήρια. Πρόσφατα, όμως, είχαν ανακαλύψει ότι στην πραγματικότητα το δηλητήριο στους αδένες της τεράστιας σαύρας δεν άφηνε το αίμα των θυμάτων της να πήξει, κι έτσι αυτά πέθαιναν από αιμορραγία λόγω μιας φαινομενικά αθώας πληγής. Ο Ρίκο ανατρίχιασε. Έκλεισε τα μάτια του να κοιμηθεί. Ροχιπνόλ. Του είχε περάσει αυτό από το μυαλό, ότι δεν βίωνε συμπτώματα γρίπης αλλά συμπτώματα στέρησης. Πλάκα πλάκα, κάτι φάρμακα σαν το Ροχιπνόλ τα είχαν στον κατάλογο του ρουμ σέρβις εδώ στην Πατάγια. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Ξαφνικά δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Για μια στιγμή καθαρού και απόλυτου πανικού, ο Ρίκο Χέρεμ άρχισε να χτυπιέται σαν το ψάρι, λες και προσπαθούσε να παλέψει μ’ έναν αόρατο αντίπαλο · όπως ακριβώς του είχε συμβεί και στο Ιχθυοπωλείο. Δεν υπήρχε οξυγόνο στο δωμάτιο! Ύστερα τα πνευμόνια του βρήκαν αυτό που αποζητούσαν και σωριάστηκε μονομιάς στο κρεβάτι του. Κόλλησε το βλέμμα του στην πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί μέσα. Κανείς. Ήταν ολομόναχος.

20

Η

Κατρίνε ανέβηκε την ανηφόρα μες στο σκοτάδι της νύχτας. Ένα χλωμό αναιμικό φεγγάρι κρεμόταν στον ουρανό πίσω της, μα το λιγοστό φως του δεν καθρεφτιζόταν στην πρόσοψη των Κεντρικών της αστυνομίας: το είχαν καταπιεί, σαν μαύρη τρύπα. Η Κατρίνε κοίταξε το μικρό πρακτικό ρολόι χεριού που της είχε κληροδοτήσει ο πατέρας της, ο απαξιωμένος αστυνομικός με το αποκαλυπτικό ψευδώνυμο «Σιδερένιος Ράφτο». Έντεκα και τέταρτο. Άνοιξε τη βαριά και αφιλόξενη πόρτα της κεντρικής εισόδου με το παράξενο φινιστρίνι: λες και οι υποψίες άρχιζαν εκεί. Έκανε νόημα στον νυχτερινό φρουρό, ο οποίος καθόταν κρυμμένος στ’ αριστερά, έχοντας όμως πλήρη θέα της κεντρικής εισόδου, και ύστερα ξεκλείδωσε την πόρτα που

οδηγούσε στο αίθριο. Προσπέρασε τον άδειο χώρο υποδοχής και πήρε τον ανελκυστήρα για το πρώτο υπόγειο. Βγήκε και διέσχισε τον κακοφωτισμένο τσιμεντένιο διάδρομο, ακούγοντας τα βήματά της και αφουγκραζόμενη για βήματα άλλων. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η ατσάλινη πόρτα που οδηγούσε στη Διεύθυνση Στοιχείων παρέμενε ανοιχτή. Στο εσωτερικό υπήρχε ένας πάγκος. Η Κατρίνε έβγαλε το κλειδί που της είχε δώσει η Μπέτε, το έβαλε στην κλειδαριά, το γύρισε και η πόρτα άνοιξε. Μπήκε μέσα. Αφουγκράστηκε προσεκτικά. Έπειτα κλείδωσε την πόρτα πίσω της. Άναψε τον φακό, σήκωσε το τμήμα του πάγκου που επέτρεπε την είσοδο στον χώρο και προχώρησε μες στο πηχτό σκοτάδι: το φως πάσχιζε να το διαπεράσει. Άρχισε να ψάχνει τα φαρδιά ράφια, γεμάτα παγωμένα πλαστικά κουτιά, το περιεχόμενο των οποίων ίσα ίσα που διακρινόταν. Ο υπεύθυνος ταξινόμησης πρέπει να είχε τεράστια αίσθηση της τάξης, διότι τα κουτιά ήταν παρατεταγμένα στα ράφια με τέτοια ακρίβεια, που οι στενές τους πλευρές δημιουργούσαν μία αδιάσπαστη επιφάνεια. Η Κατρίνε προχωρούσε αργά, διαβάζοντας τον αριθμό υποθέσεως στην ταμπελίτσα κάθε κουτιού. Ήταν αριθμημένα ημερολογιακά, από την αριστερή πλευρά της αίθουσας προς το βάθος της, όπου

αντικαθιστούσαν κατά καιρούς τα κουτιά απαρχαιωμένων υποθέσεων, των οποίων τα αποθηκευμένα στοιχεία είτε είχαν επιστραφεί στους ιδιοκτήτες τους είτε είχαν καταστραφεί. Είχε φτάσει σχεδόν στο τέρμα του μεσαίου διαδρόμου όταν ο φακός της έπεσε πάνω στο κουτί που αναζητούσε. Βρισκόταν στο κάτω κάτω ράφι και σύρθηκε με θόρυβο στο πάτωμα καθώς το τράβηξε προς τα έξω. Άνοιξε το καπάκι. Τα περιεχόμενα ταίριαζαν με την αναφορά που κρατούσε στα χέρια της. Ένας παγοκόφτης. Ένα κάλυμμα καθίσματος. Ένα πλαστικό σακουλάκι με λίγες τρίχες. Ένα πλαστικό σακουλάκι με μια τσίχλα. Άφησε κάτω τον φακό, άνοιξε την τσάντα, αφαίρεσε την τσίχλα μ’ ένα τσιμπιδάκι και ήταν έτοιμη να την κόψει όταν ένιωσε ένα αεράκι στην υγρή ατμόσφαιρα. Κοίταξε τον βραχίονά της στο φως του φακού και είδε πως είχε ανατριχιάσει. Ύστερα σήκωσε το βλέμμα της, άρπαξε τον φακό και τον γύρισε προς τον τοίχο. Κάτω από το ταβάνι υπήρχε εξαερισμός, όμως, λόγω της κατασκευής του, ήταν απίθανο να είχε προκαλέσει από μόνος του το ρεύμα που είχε αισθανθεί η Κατρίνε. Αφουγκράστηκε προσεκτικά. Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Άκουγε μόνο την πίεση του αίματος στ’ αυτιά της.

Συγκεντρώθηκε ξανά στη σκληρή τσίχλα. Έκοψε ένα κομματάκι με τον ελβετικό σουγιά που είχε φέρει. Και κοκάλωσε. Ερχόταν από τη μεριά της πόρτας τόσο μακριά, που το αυτί της δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν. Το κροτάλισμα κάποιου κλειδιού; Ο γδούπος του πάγκου; Μάλλον τίποτα. Ίσως ένα τόσο μεγάλο κτίριο να παράγει μόνο του παράξενους ήχους. Η Κατρίνε έσβησε τον φακό και κράτησε την ανάσα της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της μες στο σκοτάδι, λες κι αυτό θα τη βοηθούσε να δει καλύτερα. Απόλυτη σιωπή. Σαν τη σιωπή του... Προσπάθησε να μην ολοκληρώσει τη σκέψη της. Αντ’ αυτής, άρχισε να σκέφτεται κάτι άλλο, κάτι που θα ηρεμούσε τον ρυθμό των σφυγμών της: τι θα συνέβαινε στη χειρότερη περίπτωση; Θα την κατηγορούσαν για υπερβολικό ζήλο και θα επέπλητταν όλη την ομάδα. Ίσως να την έστελναν πίσω στο Μπέργκεν. Ενοχλητικό μεν, αλλά όχι και τόσο φοβερό, ώστε να κάνει την καρδιά της να χτυπάει σαν κομπρεσέρ στο στήθος της. Περίμενε, αφουγκράστηκε. Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Και τότε το συνειδητοποίησε: επικρατούσε απόλυτο

σκοτάδι. Αν κάποιος είχε μπει μέσα, θα είχε ανάψει το φως. Η Κατρίνε χαμογέλασε με τη βλακεία της και ένιωσε τους παλμούς της καρδιάς της να πέφτουν. Άναψε τον φακό της, έβαλε τα στοιχεία μέσα στο κουτί και το τοποθέτησε στη θέση του, βεβαιώθηκε ότι ήταν ακριβώς ευθυγραμμισμένο με τα υπόλοιπα και άρχισε να προχωράει προς την έξοδο. Μια σκέψη τής καρφώθηκε στο μυαλό. Θα τον έπαιρνε τηλέφωνο. Θα του τηλεφωνούσε και θα του έλεγε τι είχε κάνει. Σταμάτησε απότομα. Το φως του φακού είχε πέσει πάνω σε κάτι. Η πρώτη της παρόρμηση ήταν να συνεχίσει να προχωρά· μια μικρή, δειλή φωνή που την παρότρυνε να την κοπανήσει πριν να ’ναι αργά. Αλλά η Κατρίνε γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω. Στο φως του φακού, μια δυσαρμονία. Ένα από τα κουτιά δεν ήταν ευθυγραμμισμένο με τα υπόλοιπα. Το πλησίασε. Και φώτισε την ετικέτα του.

Ο Χάρι νόμισε ότι άκουσε την πόρτα να κλείνει με γδούπο. Έβγαλε τ’ ακουστικά του, που έπαιζαν ακόμη τον καινούργιο δίσκο του Μπον Ιβέρ· μέχρι τώρα φαινόταν ότι άξιζε την απήχηση που είχε στο κοινό. Αφουγκράστηκε τον χώρο.

Τίποτα. «Άρνολ;» φώναξε. Δεν πήρε απάντηση. Είχε συνηθίσει να είναι ολομόναχος σε αυτή την πτέρυγα της Αστυνομικής Ακαδημίας αργά το βράδυ. Θα μπορούσε φυσικά να είναι κάποιος από το συνεργείο καθαρισμού, που γύρισε να πάρει κάτι που ξέχασε. Όμως ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, ο Χάρι κατάλαβε ότι δεν ήταν πια βράδυ, μα νύχτα. Γύρισε και κοίταξε στ’ αριστερά του τη στοίβα με τις αδιόρθωτες ακόμη εργασίες. Οι περισσότεροι φοιτητές τις τύπωναν στο τραχύ ανακυκλωμένο χαρτί των εκτυπωτών της βιβλιοθήκης· ήταν τόσο σκονισμένο, που ο Χάρι πήγαινε σπίτι με τα δάχτυλα κατακίτρινα, σαν από νικοτίνη, και η Ράκελ τού έλεγε να πάει να πλυθεί πριν την αγγίξει. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το φεγγάρι, μεγάλο και στρογγυλό, κρεμόταν στον ουρανό και καθρεφτιζόταν στα παράθυρα και τις στέγες των κτιρίων από τη μεριά της Χιρκεβάιεν και της Μαγιόρστουεν. Προς τα νότια διακρινόταν η πράσινη φωτεινή σιλουέτα του κτιρίου της KPMG, των οικονομικών υπηρεσιών, δίπλα στον κινηματογράφο Κολοσέουμ. Δεν ήταν υπέροχη, δεν ήταν όμορφη· δεν ήταν καν γραφική. Ήταν όμως η πόλη όπου είχε ζήσει και εργαστεί σ’ όλη του σχεδόν τη ζωή. Είχαν υπάρξει και εκείνα τα πρωινά στο Χονγκ Κονγκ βέβαια, όταν έβαζε όπιο σ’ ένα

τσιγάρο και ανέβαινε στην ταράτσα του Τσανγκίνγκ να δει την ανατολή. Καθόταν εκεί μες στο σκοτάδι και ευχόταν η πόλη, που σύντομα θα ξυπνούσε, να ήταν η δικιά του – μια μικρή πόλη, με χαμηλά ταπεινά κτίρια, αντί γι’ αυτά τα τρομακτικά ατσάλινα καμπαναριά. Να μπορούσε να δει τους απαλούς πράσινους λόφους του Όσλο αντί για τις κατάμαυρες απότομες βουνοπλαγιές του Χονγκ Κονγκ. Να μπορούσε ν’ ακούσει το τραμ ή το πλοίο απ’ τη Δανία, που έμπαινε στο λιμάνι σφυρίζοντας ενθουσιασμένο που για άλλη μια φορά, όπως κάθε μέρα, είχε καταφέρει να διασχίσει τη θάλασσα και να φτάσει από το Φρεντερίκσχαν στο Όσλο. Ο Χάρι κοίταξε το χαρτί που είχε μπροστά του, κάτω από το φως του πορτατίφ, της μοναδικής πηγής φωτός στο δωμάτιο. Θα μπορούσε φυσικά να τα πάρει όλα μαζί του και να τα διορθώσει στο Χολμενκόλεν. Με τον καφέ του, το ραδιοφωνάκι του και τη μυρωδιά του φρέσκου δάσους έξω από το παράθυρο. Αλλά είχε αποφασίσει να μην το πολυσκέφτεται, γιατί προτιμούσε να κάθεται εδώ πέρα ολομόναχος παρά εκεί πάνω ολομόναχος. Πιθανώς επειδή υποψιαζόταν την απάντηση. Ότι εκεί πάνω δεν ήταν ακριβώς ολομόναχος. Το μαύρο ξύλινο κάστρο με την τριπλή κλειδαριά στην πόρτα και έναν ψεκαστήρα μπροστά από κάθε παράθυρο δεν μπορούσε να τους προφυλάξει απ’ τα τέρατα.

Τα φαντάσματα περίμεναν στις σκοτεινές γωνίες και τον κοιτούσαν μέσα από τις άδειες κόγχες των ματιών τους. Το κινητό του δονήθηκε στην τσέπη. Το έβγαλε και είδε το μήνυμα στη φωτεινή οθόνη. Ήταν από τον Όλεγκ· όχι γράμματα, μόνο αριθμοί. 665625. Ο Χάρι χαμογέλασε. Απείχε, βέβαια, πολύ από το θρυλικό παγκόσμιο ρεκόρ του Στίβεν Κρόγκμαν –1.648.905 βαθμοί στο Tetris το 1999–, όμως ο Όλεγκ ήδη είχε καταρρίψει όλα τα ρεκόρ του Χάρι σ’ αυτό το παμπάλαιο παιχνίδι. Ο Στούλε Άουνε έλεγε ότι υπήρχε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στα φοβερά ρεκόρ στο Tetris και στα θλιβερά ρεκόρ στο Tetris. Και ότι ο Χάρι με τον Όλεγκ την είχαν ξεπεράσει προ πολλού. Κανείς ωστόσο δεν γνώριζε την άλλη γραμμή που είχαν ξεπεράσει. Τη γραμμή ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Ο Όλεγκ σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του Χάρι· ο Χάρι να παλεύει με τον πυρετό και τις πληγές που είχαν αφήσει πίσω τους οι σφαίρες του Όλεγκ· ο Όλεγκ να κλαίει καθώς το σώμα του πάλευε με τη στέρηση. Δεν είχαν πει πολλά, αλλά ο Χάρι θυμόταν αμυδρά ότι κρατούσαν σφιχτά τα χέρια τους, τόσο δυνατά που πονούσαν. Και αυτή η εικόνα –δυο άνδρες προσκολλημένοι ο ένας στον άλλον, δυο άνδρες που δεν ήθελαν ν’ αφήσουν ο ένας τον άλλον– θα έμενε χαραγμένη μέσα του. Ο Χάρι έγραψε: Θα επανέλθω. Απάντησε στον αριθμό με δυο λεξούλες. Έφταναν. Έφταναν για να δείξουν ότι ο άλλος

ήταν εκεί, ακόμα κι αν περνούσαν εβδομάδες μέχρι να ξαναϊ​δ ωθούν. Ο Χάρι ξαναφόρεσε τ’ ακουστικά του και έψαξε να βρει τη μουσική που του είχε στείλει ο Όλεγκ μέσω Dropbox, χωρίς περαιτέρω σχόλια. Το γκρουπ λεγόταν The Decemberists και ήταν πιο πολύ στο στιλ του Χάρι παρά του Όλεγκ, ο οποίος προτιμούσε σκληρότερους ήχους. Ο μαλακός, καθαρός ήχος μιας σόλο κιθάρας Φέντερ ξεχύθηκε στ’ ακουστικά. Πρέπει να χρησιμοποιούσαν ενισχυτή με λυχνία και όχι κάποιον με τρανζίστορ ή φαινομενικά καλό. Ο Χάρι έσκυψε πάνω από την επόμενη εργασία. Ο φοιτητής έγραφε ότι έπειτα από μια ξαφνική αύξηση του αριθμού των ανθρωποκτονιών τη δεκαετία του ’70, ο μέσος όρος είχε σταθεροποιηθεί σε νέα, υψηλά επίπεδα. Διαπράττονταν περίπου πενήντα ανθρωποκτονίες τον χρόνο στη Νορβηγία, δηλαδή περίπου μία την εβδομάδα. Ο Χάρι παρατήρησε ότι ο αέρας είχε γίνει βαρύς και ότι έπρεπε να σηκωθεί ν’ ανοίξει κανένα παράθυρο. Ο φοιτητής θυμόταν ότι το ποσοστό εξιχνιάσεων ήταν περίπου 95%. Και συμπέραινε ότι θα πρέπει, λοιπόν, να υπήρχαν γύρω στις πενήντα ανεξιχνίαστες ανθρωποκτονίες τα τελευταία είκοσι χρόνια. Εβδομήντα πέντε τα τελευταία τριάντα. «Πενήντα οκτώ».

Ο Χάρι πετάχτηκε από την καρέκλα του. Η φωνή είχε φτάσει στον εγκέφαλό του πριν από τη μυρωδιά του αρώματος. Ο γιατρός είχε εξηγήσει ότι η αίσθηση της όσφρησης –ή, μάλλον, τα οσφρητικά του νημάτια– είχε καταστραφεί εδώ και χρόνια λόγω αλκοόλ και οπίου. Μόνο που το συγκεκριμένο άρωμα μπορούσε να το αναγνωρίσει παντού: ήταν το Όπιουμ του Ιβ Σεν Λοράν και βρισκόταν στο μπάνιο του σπιτιού τους στο Χολμενκόλεν. Έβγαλε με μανία τ’ ακουστικά του. «Πενήντα οκτώ, τα τελευταία τριάντα χρόνια» είπε εκείνη. Είχε βαφτεί. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα και ήταν ξυπόλυτη. «Αλλά οι στατιστικές της Κρίπος δεν περιλαμβάνουν νορβηγούς πολίτες που σκοτώθηκαν στο εξωτερικό. Γι’ αυτούς πρέπει να ρωτήσουμε την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία. Αυτή θα μας ανεβάσει τον αριθμό στους εβδομήντα δύο. Πράγμα που σημαίνει ότι το ποσοστό εξιχνιάσεων στη Νορβηγία είναι μεγαλύτερο από 95%. Στατιστική που ο αρχηγός της αστυνομίας χρησιμοποιεί τακτικά για διαφημιστικούς λόγους». Ο Χάρι έσπρωξε την καρέκλα του μακριά της. «Πώς μπήκες μέσα;» «Είμαι η αντιπρόσωπος της τάξης. Έχω κλειδιά» είπε η Σίλιε Γκράβσεν και κάθισε στην άκρη του γραφείου. «Αλλά οι περισσότερες δολοφονίες στο εξωτερικό είναι επιθέσεις,

οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δράστες δεν γνωρίζουν τα θύματά τους». Ο Χάρι παρατήρησε τα μαυρισμένα της γόνατα και τους μηρούς εκεί που το φόρεμα ανέβαινε λίγο. Θα πρέπει να είχε πάει διακοπές πρόσφατα. «Και σε αυτού του είδους τις ανθρωποκτονίες τα ποσοστά μας είναι πολύ χαμηλότερα από εκείνα διάφορων χωρών με τις οποίες θα έπρεπε να συγκρινόμαστε. Τρομακτικά χαμηλά, για την ακρίβεια». Είχε γείρει το κεφάλι της πάνω στον έναν ώμο και τα υγρά ξανθά της μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπό της. «Α, ναι;» είπε ο Χάρι. «Ναι. Υπάρχουν όλοι κι όλοι τέσσερις επιθεωρητές στη Νορβηγία με ποσοστό εξιχνίασης που αγγίζει το εκατό τοις εκατό. Και εσείς είστε ένας από αυτούς...» «Δεν γνωρίζω αν αυτό αληθεύει» είπε ο Χάρι. «Το γνωρίζω όμως εγώ». Του χαμογέλασε, μισοκλείνοντας τα μάτια της λες και την εμπόδιζε ο χαμηλός απογευματινός ήλιος. Κούνησε πέρα δώθε τα πόδια της σαν να καθόταν στην άκρη μιας προβλήτας. Απάντησε στο βλέμμα του λες και θα του ρουφούσε τους βολβούς από τις κόγχες των ματιών του. «Τι κάνεις εδώ πέρα τόσο αργά;» ρώτησε ο Χάρι. «Είχα πάει για προπόνηση στο γυμναστήριο». Έδειξε το

σακίδιο στο πάτωμα και έσφιξε το δεξί της μπράτσο. Εμφανίστηκε ένας καλοσχηματισμένος δικέφαλος. Ο Χάρι θυμήθηκε τον εκπαιδευτή πολεμικών τεχνών, ο οποίος έλεγε ότι η Γκράβσεν έβαζε κάτω πολλά από τα αγόρια. «Γυμναζόσουν μόνη σου τόσο αργά;» «Πρέπει να μάθω όσο περισσότερα μπορώ. Μήπως θα θέλατε να μου δείξετε πώς να ρίχνω κάτω έναν ύποπτο;» Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. «Κανονικά δεν θα έπρεπε να είσαι;...» «Για ύπνο; Δεν μπορώ να κοιμηθώ, Χάρι. Σκέφτομαι συνέχεια...» Την κοίταξε. Εκείνη στραβομουτσούνιασε. Έφερε ένα δάχτυλο πάνω στα κατακόκκινα χείλια της. Ο Χάρι ένιωσε ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. «Χαίρομαι που χρησιμοποιείς το μυαλό σου, Σίλιε. Συνέχισε να το χρησιμοποιείς κι εγώ θα συνεχίσω να...» Έδειξε τη στοίβα με τις εργασίες. «Δεν με ρώτησες τι σκέφτομαι, Χάρι». «Άκου, Σίλιε, τρία πράγματα: Πρώτον, είμαι ο καθηγητής σου και όχι ο εξομολογητής σου. Δεύτερον, δεν έχεις καμιά δουλειά να βρίσκεσαι σε αυτή την πτέρυγα δίχως ραντεβού. Και τρίτον, για σένα είμαι ο κύριος Χόλε και όχι ο Χάρι, κατάλαβες;» Ήξερε ότι η φωνή του ήταν πιο αυστηρή απ’ ό,τι χρειαζόταν και όταν την ξανακοίταξε ανακάλυψε ότι τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα. Κατέβασε το δάχτυλο από

τα χείλια της. Η έκφρασή της άλλαξε. Κι όταν ξαναμίλησε, η φωνή της ήταν ένας ψίθυρος. «Εσένα σκεφτόμουν, Χάρι». Και ύστερα γέλασε, μ’ ένα γέλιο δυνατό και διαπεραστικό. «Θα σου πρότεινα να σταματήσεις να μιλάς αυτή τη στιγμή, Σίλιε». «Μα σ’ αγαπώ, Χάρι». Και ξανά γέλια. Μαστουρωμένη ήταν ή πιωμένη; Μήπως είχε έρθει κατευθείαν από κάποιο πάρτι; «Σίλιε, μην...» «Χάρι, το ξέρω ότι έχεις υποχρεώσεις. Και το ξέρω ότι υπάρχουν κανόνες ανάμεσα σε φοιτητές και καθηγητές. Αλλά ξέρω τι θα κάνουμε. Θα πάμε στο Σικάγο. Εκεί που έκανες τη μετεκπαίδευση στους κατά συρροήν δολοφόνους. Μπορώ να κάνω αίτηση κι εσύ...» «Σταμάτα!» Ο Χάρι άκουσε τη φωνή του να ηχεί μέχρι τα βάθη του διαδρόμου. Η Σίλιε κουλουριάστηκε λες και τη χτύπησε. «Θα σε συνοδεύσω μέχρι την πόρτα τώρα, Σίλιε». Ανοιγόκλεισε τα μάτια της έκπληκτη. «Μα τι συμβαίνει, Χάρι; Είμαι η δεύτερη πιο όμορφη στο έτος μου. Θα μπορούσα να έχω όποιον μου κάνει κέφι. Ακόμα και καθηγητές. Όμως κρατήθηκα για χάρη σου».

«Έλα, πάμε». «Θες να μάθεις τι έχω κάτω απ’ το φουστάνι μου, Χάρι;» Έβαλε το γυμνό της πέλμα πάνω στο γραφείο, ανοίγοντας τα πόδια της. Ο Χάρι ήταν τόσο γρήγορος, που εκείνη δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει όταν της έσπρωξε το πόδι από το γραφείο. «Κανείς άλλος δεν βάζει τα πόδια του πάνω στο γραφείο μου, εκτός από μένα». Έφερε τα δάχτυλα στον σβέρκο της, σαν να ήθελε να χωθεί σε μια κρυψώνα κάτω από τα μακριά μυώδη μπράτσα της. Άρχισε να κλαίει. Σιγανά. Ο Χάρι την άφησε να ξεσπάσει, μέχρι που τ’ αναφιλητά άρχισαν να καταλαγιάζουν. Σκέφτηκε να βάλει το χέρι του στον ώμο της, μα άλλαξε γνώμη. «Άκου, Σίλιε» είπε. «Ίσως έχεις πάρει κάτι. Δεν ξέρω. Δεν πειράζει. Συμβαίνουν αυτά σ’ όλους μας. Άκου τι προτείνω: πήγαινε τώρα και θα ξεχάσουμε ότι συνέβη όλο αυτό και κανείς μας δεν θα το ξαναναφέρει, εντάξει;» «Φοβάσαι μη μάθουν για μας, Χάρι;» «Δεν υπάρχει τίποτα να μάθουν, Σίλιε. Άκου με προσεκτικά. Σου δίνω μια ευκαιρία». «Φοβάσαι μη μάθει κανείς ότι πηδιέσαι με μια μαθήτριά σου;» «Με κανέναν δεν πηδιέμαι. Το καλό σου σκέφτομαι».

Η Σίλιε κατέβασε τα μπράτσα της και σήκωσε το κεφάλι. Ο Χάρι σοκαρίστηκε. Το μέικ απ είχε ξεβάψει κι έτρεχε σαν μαύρο αίμα. Τα μάτια της είχαν μια λάμψη άγρια και ξαφνικά η Σίλιε χαμογέλασε μ’ ένα σαρκοβόρο ύφος, που τον έκανε να σκεφτεί τ’ αρπακτικά που έβλεπε καμιά φορά στα ντοκιμαντέρ. «Λες ψέματα, Χάρι. Πηδιέσαι μ’ εκείνη τη σκύλα, τη Ράκελ. Και ούτε που με σκέφτεσαι εμένα έτσι όπως λες, παλιοϋποκριτή. Με σκέφτεσαι αλλιώς, όμως. Σαν ένα κομμάτι κρέας που θες να γαμήσεις. Που θα γαμήσεις». Είχε κατέβει από το γραφείο και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Ο Χάρι συνέχιζε να κάθεται χωμένος στην καρέκλα του, με τα πόδια τεντωμένα προς τα εμπρός, όπως πάντα. Την κοιτούσε με μια αίσθηση ότι έπαιζε σ’ ένα θεατρικό έργο, σε μια σκηνή που άρχιζε... όχι, σε μια σκηνή που παιζόταν ήδη. Τι σκατά! Η Σίλιε έσκυψε προς το μέρος του με χάρη, το χέρι της ακούμπησε το γόνατό του και ύστερα σύρθηκε προς τα επάνω, στη ζώνη του, και χάθηκε κάτω από την μπλούζα του. Η φωνή της γουργούρισε: «Ω, φέτες είστε, κύριε καθηγητά». Ο Χάρι τής άρπαξε το χέρι και της γύρισε τον καρπό καθώς πετάχτηκε από την καρέκλα του. Εκείνη ούρλιαξε, ενώ εκείνος της πίεσε το μπράτσο στην πλάτη και της έσπρωξε το κεφάλι στο πάτωμα. Τη γύρισε προς την

πόρτα, άρπαξε το σακίδιό της και άρχισε να τη σπρώχνει έξω από την αίθουσα, στον διάδρομο. «Χάρι!» βόγκηξε εκείνη. «Αυτή η λαβή λέγεται Half Nelson ή, όπως λένε πολλοί, κεφαλοκλείδωμα των μπάτσων» είπε ο Χάρι χωρίς να σταματήσει, τραβώντας τη στις σκάλες. «Καλό θα ήταν να την ξέρεις για τις εξετάσεις. Γιατί μ’ έφερες σε δύσκολη θέση και πρέπει να σε αναφέρω». «Χάρι!» «Όχι επειδή ένιωσα κάποια ιδιαίτερη παρενόχληση, αλλά επειδή πολύ αμφιβάλλω ότι έχεις την ψυχολογική ισορροπία που χρειάζεται για να δουλέψεις στην αστυνομία, Σίλιε. Αυτό θα πρέπει να το αποφασίσουν οι Αρχές. Που σημαίνει ότι θα πρέπει να τους πείσεις ότι όλο αυτό ήταν ένα λάθος που δεν θα επαναληφθεί. Σου ακούγεται άδικο;» Με το ελεύθερο χέρι του άνοιξε την κεντρική πόρτα και την έσπρωξε στο προαύλιο. Καθώς απελευθερωνόταν, εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Το βλέμμα της είχε τέτοια απροκάλυπτη οργή και αγριότητα, που επιβεβαίωσε αυτό που ο Χάρι σκεφτόταν εδώ και καιρό: η Σίλιε Γκράβσεν δεν ήταν από τους ανθρώπους στους οποίους δίνεις αστυνομική εξουσία απέναντι στους πολίτες. Ο Χάρι την κοιτούσε καθώς εκείνη τρέκλιζε προς την κεντρική πύλη και διέσχιζε την πλατεία προς το Chateau

Neuf, όπου κάποιος φοιτητής είχε βγει από τον πανικό και τα κλαπατσίμπαλα που επικρατούσαν εντός για να καπνίσει. Στεκόταν ακουμπισμένος σ’ έναν φανοστάτη, φορώντας ένα στρατιωτικό μπουφάν σε στιλ Φιντέλ Κάστρο, από τη δεκαετία του ’60. Κοίταξε τη Σίλιε με αδιαφορία, μέχρι που εκείνη τον προσπέρασε και αυτός γύρισε να τη χαζέψει απροκάλυπτα. Ο Χάρι στάθηκε στον διάδρομο βρίζοντας. Ένιωσε τους σφυγμούς του να επιβραδύνονται. Έβγαλε το τηλέφωνό του και κάλεσε μία από τις επαφές του καταλόγου του που ήταν τόσο μικρός, ώστε τα ονόματα ήταν καταχωρισμένα μόνο με το αρχικό τους γράμμα. «Άρνολ στο τηλέφωνο, παρακαλώ;» «Ο Χάρι είμαι. Η Σίλιε Γκράβσεν μόλις ήρθε στο γραφείο μου. Ξέφυγαν τα πράγματα». «Α, ναι; Για πες!» Ο Χάρι τού είπε τη σύντομη εκδοχή. «Καθόλου καλά τα πράγματα, Χάρι. Ίσως και χειρότερα απ’ όσο φαντάζεσαι». «Ίσως να είχε πάρει κάτι, δεν ξέρω. Έμοιαζε να έχει έρθει από κάποιο πάρτι. Ή ίσως δεν ελέγχει τις παρορμήσεις της. Χρειάζομαι βοήθεια, πες μου τι να κάνω. Ξέρω ότι πρέπει να το αναφέρω, αλλά...»

«Δεν κατάλαβες. Δεν μου λες, είσαι ακόμη μπροστά στην εξώπορτα;» «Ναι. Και λοιπόν;» ρώτησε ο Χάρι έκπληκτος. «Ο φρουρός πρέπει να έχει φύγει. Βλέπεις κανέναν τριγύρω σου;» «Ποιον δηλαδή;» «Οποιονδήποτε!» «Ε, ναι, υπάρχει ένας τύπος από την άλλη μεριά της πλατείας, μπροστά από το Chateau Neuf». «Την είδε που έφευγε, τι λες;» «Ναι». «Τέλεια! Πήγαινε μίλησέ του. Τώρα. Πάρε το όνομα και τη διεύθυνσή του. Κράτα τον μη σου φύγει και έρχομαι να σε πάρω». «Τι κάνεις λέει;» «Θα σου εξηγήσω αργότερα». «Νομίζεις ότι θα κάτσω εγώ στη μηχανή σου;» «Οφείλω να ομολογήσω ότι έχω κι ένα αμαξάκι, τέλος πάντων. Θα είμαι εκεί σε είκοσι λεπτά».

«Καλή... ε... μέρα;» μουρμούρισε ο Μπγιορν Χολμ. Κοίταξε το ρολόι του, αλλά δεν ήταν και πολύ σίγουρος ότι είχε ξυπνήσει ακόμη.

«Κοιμόσουν;» «Όχι, όχι» απάντησε ο Μπγιορν Χολμ, ακουμπώντας στο κεφαλάρι του κρεβατιού και πιέζοντας το κινητό στο αυτί του. Λες κι αυτό θα την έφερνε πιο κοντά του. «Ήθελα απλώς να σου πω ότι έχω στα χέρια μου ένα κομματάκι από την τσίχλα που βρέθηκε κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού στο αυτοκίνητο του Μίτετ» είπε η Κατρίνε Μπρατ. «Βάζω στοίχημα ότι ανήκει στον δολοφόνο. Ξέρω, βέβαια, ότι ζητώ πολλά». «Ναι» είπε ο Μπγιορν. «Τι, δηλαδή, είναι παντελώς χάσιμο χρόνου;» O Μπγιορν την άκουσε απογοητευμένη. «Εσύ είσαι η τακτική ερευνήτρια» απάντησε εκείνος, κι αμέσως μετάνιωσε που δεν της είπε τίποτα πιο ενθαρρυντικό. Ακολούθησε σιωπή. Ο Μπγιορν αναρωτήθηκε πού βρισκόταν η Κατρίνε. Στο σπίτι; Στο κρεβάτι; «Καλά» αναστέναξε εκείνη. «Παρεμπιπτόντως, κάτι περίεργο συνέβη όταν ήμουν στη Διεύθυνση Στοιχείων». «Τι;» ρώτησε ο Μπγιορν και μετάνιωσε για τον υπερβάλλοντα ενθουσιασμό στη φωνή του. «Νόμισα ότι άκουσα κάποιον. Μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά βγαίνοντας έξω μου φάνηκε ότι κάποιος είχε μετακινήσει ένα από τα κουτιά πάνω στο ράφι. Κοίταξα την ετικέτα του...»

Ο Μπγιορν Χολμ σκέφτηκε ότι μάλλον ήταν ξαπλωμένη: η φωνή της είχε αυτή την απαλή νωθρότητα. «Ήταν η υπόθεση Ρενέ Καλσνές».

Ο Χάρι έκλεισε τη βαριά πόρτα και κλείδωσε απέξω το απαλό φως του πρωινού. Περπάτησε μες στο δροσερό σκοτάδι του ξύλινου σπιτιού. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα στην κουζίνα. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό του. Είχε κρατήσει πάρα πολλή ώρα. Ο νεαρός με το στρατιωτικό μπουφάν είχε αναστατωθεί όταν τον πλησίασε και του ζήτησε να περιμένει μέχρι να έρθει ένας συνάδελφος, της αστυνομίας. «Κανονικό καπνό καπνίζω, φίλε!» είπε, δίνοντας στον Χάρι το τσιγάρο. Όταν έφτασε ο Άρνολ, πήραν την ένορκη δήλωση του νεαρού και μετά επιβιβάστηκαν σ’ ένα σκονισμένο Φίατ αορίστων λοιπών στοιχείων για να πάνε κατευθείαν στη Σήμανση, όπου οι υπάλληλοι εργάζονταν τόσο αργά πάνω στην πρόσφατη ανθρωποκτονία. Εκεί ο Χάρι γδύθηκε και ενώ κάποιος πήρε τα ρούχα του για περαιτέρω εξετάσεις, δυο άνδρες αξιωματικοί έλεγξαν τα χέρια και τα γεννητικά του όργανα με ειδικό φως και αυτοκόλλητα. Ύστερα του έδωσαν έναν άδειο ουροσυλλέκτη.

«Γέμισέ το μέχρι επάνω, Χόλε. Αν σε φτάσει. Η τουαλέτα είναι στο βάθος του διαδρόμου. Σκέψου κάτι καλό, ε;» «Χμ». Ο Χάρι περισσότερο ένιωσε παρά άκουσε τα γελάκια που προσπάθησαν να πνίξουν καθώς έφευγε. Σκέψου κάτι καλό. Ο Χάρι έσκυψε τώρα προς τον πάγκο της κουζίνας και πήρε στα χέρια του ένα αντίγραφο της ιατροδικαστικής έκθεσης. Το είχε ζητήσει απ’ τον Χάγκεν. Ιδιωτικά. Διακριτικά. Ήταν γεμάτο λατινικούς όρους, μερικούς από τους οποίους τους καταλάβαινε όμως: Ο Ρούντολφ Ασάγιεφ είχε πεθάνει με τον ίδιο ανεξήγητο τρόπο με τον οποίο είχε ζήσει. Και, λόγω απουσίας στοιχείων που θα προσέδιδαν εγκληματική πρόθεση στον θάνατό του, οι ιατροδικαστές είχαν αναγκαστεί ν’ αποφανθούν ότι πέθανε από ισχαιμικό επεισόδιο. Εγκεφαλικό. Συμβαίνουν αυτά, δυστυχώς. Ως επιθεωρητής του Ανθρωποκτονιών, ο Χάρι θα μπορούσε να τους εξηγήσει ότι τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν. Ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας δεν πεθαίνει ποτέ «δυστυχώς». Τι είχε πει ο Άρνολ; Στο 94% των περιπτώσεων πρόκειται για δολοφονία, αν κάποιος έχει πολλά να χάσει από την κατάθεσή του. Το παράδοξο, φυσικά, ήταν ότι και ο ίδιος ο Χάρι θα έχανε από την κατάθεση του Ρούντολφ Ασάγιεφ. Και πολλά

μάλιστα. Γιατί καθόταν κι έσκαγε λοιπόν; Θα έπρεπε να είναι ευγνώμων, να κάνει μια υπόκλιση και να προχωρήσει παρακάτω. Γιατί να μην το κάνει; Η απάντηση ήταν απλή: το σύστημά του δυσλειτουργούσε κάπου. Ο Χάρι πέταξε την έκθεση στην άκρη του μεγάλου δρύινου τραπεζιού. Θα την έσχιζε το πρωί. Για την ώρα χρειαζόταν ύπνο. Σκέψου κάτι καλό. Ο Χάρι σηκώθηκε και γδύθηκε πηγαίνοντας στο μπάνιο. Στάθηκε κάτω από το ντους και άνοιξε το νερό στο καυτό. To ένιωσε να του τσούζει το δέρμα, να τον καίει· να τον τιμωρεί. Σκέψου κάτι καλό. Σκουπίστηκε, χώθηκε κάτω από τα καθαρά λευκά σεντόνια στο διπλό τους κρεβάτι, έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να κοιμηθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μα οι σκέψεις τον πρόλαβαν. Είχε σκεφτεί εκείνη. Είχε σταθεί στην τουαλέτα με τα μάτια του κλειστά, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί, προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι καλό, και η εικόνα που εμφανίστηκε μπροστά του ήταν αυτή της Σίλιε Γκράβσεν. Το απαλό ηλιοκαμένο της δέρμα, τα χείλη της, η καυτή της ανάσα στο πρόσωπό του, η άγρια οργή στο βλέμμα της, το γυμνασμένο της σώμα, οι

καμπύλες, η ένταση, αυτή η άδικη ομορφιά της νεότητας. Σκατά! Το χέρι της πάνω από τη ζώνη του, στο στομάχι του. Το σώμα της που έσκυψε να συναντήσει το δικό του. Η λαβή. Το κεφάλι της σχεδόν στο πάτωμα, τα βογκητά της διαμαρτυρίας της, η τεντωμένη πλάτη της και ο πισινός της, σηκωμένος προς το μέρος του, λεπτεπίλεπτος σαν ουρά πουλιού. Σκατά! Σκατά! Ανακάθισε στο κρεβάτι. Η Ράκελ τού χαμογελούσε γλυκά από τη φωτογραφία στο κομοδίνο. Ζεστά, με σοφία και γνώση. Τι γνώριζε όμως; Έτσι και βρισκόταν για πέντε δευτερόλεπτα μες στο κεφάλι του και έβλεπε ποιος πραγματικά ήταν, θα έφευγε τρομοκρατημένη. Ή μήπως είμαστε όλοι εξίσου άρρωστοι; Μήπως διαφέρουμε απλώς στο ποιος αφήνει ελεύθερο το τέρας μέσα του και ποιος όχι; Είχε σκεφτεί εκείνη. Ότι της έκανε ακριβώς αυτό που ήθελε, εκεί, πάνω στο γραφείο, ότι έσπρωχνε τις στοίβες με τις εργασίες των φοιτητών και τα χαρτιά πετάγονταν στον αέρα σαν κιτρινωπές πεταλούδες και ύστερα κολλούσαν στο ιδρωμένο δέρμα τους, τραχιά φύλλα με μικρά μαύρα γράμματα, κατηγορίες φόνων: επίθεση, σεξουαλική κακοποίηση, μέθη, ζήλια, οικογενειακή βεντέτα, αντίπαλη συμμορία, έγκλημα τιμής, απληστία. Την είχε σκεφτεί ενώ

στεκόταν όρθιος στην τουαλέτα. Και είχε γεμίσει το ποτήρι μέχρι επάνω.

21

Η

Μπέτε Λεν χασμουρήθηκε, ανοιγόκλεισε τα μάτια της και κοίταξε έξω από το παράθυρο του τραμ. Ο πρωινός ήλιος είχε αρχίσει να διαλύει την ομίχλη πάνω από το πάρκο του Φρόγκνερ. Τα υγρά γήπεδα του τένις ήταν άδεια. Mόνο ένας αδύνατος, ηλικιωμένος άνδρας, χαμένος στις σκέψεις του, στεκόταν στη μέση ενός χωμάτινου γηπέδου, όπου δεν είχαν βάλει ακόμη το φιλέ για τη νέα σεζόν. Χάζευε το τραμ. Οι ισχνοί του μηροί διαγράφονταν κάτω από ένα παμπάλαιο κοντό παντελόνι. Φορούσε ένα καλό γαλάζιο πουκάμισο, στραβοκουμπωμένο, και η ρακέτα του σερνόταν στο χώμα. Περίμενε τον παρτενέρ του που δεν θα ερχόταν, σκέφτηκε η Μπέτε. Ίσως γιατί το ραντεβού τους ήταν την ίδια ώρα, πέρυσι· και τώρα εκείνος είχε πεθάνει. Η Μπέτε το είχε αισθανθεί αυτό το συναίσθημα.

Kοίταξε τον Μονόλιθο, καθώς προσπερνούσαν την κεντρική είσοδο του πάρκου, προς το τέρμα της γραμμής. Για την ακρίβεια, η Μπέτε είχε παρτενέρ. Μάλιστα τον είχε επισκεφθεί χθες το βράδυ, αφού είχε δώσει στην Κατρίνε το κλειδί για τη Διεύθυνση Στοιχείων και Κατασχέσεων. Γι’ αυτό βρισκόταν τώρα στο τραμ, σε αυτή τη μεριά της πόλης. Ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Έτσι τον είχε στο μυαλό της. Δεν ήταν από τους άνδρες που ονειρεύονται οι γυναίκες, ήταν από τους άνδρες που χρειάζονται πού και πού. Τα παιδιά του βρίσκονταν με την πρώην σύζυγό του και τώρα που και ο μικρός της ήταν στην πεθερά της στο Στάινχερ, είχαν περισσότερες ευκαιρίες να ιδωθούν. Ωστόσο η Μπέτε περιόριζε συνειδητά τις συνευρέσεις τους. Της ήταν πολύ πιο σημαντικό να ξέρει ότι είχαν την ευκαιρία να βρεθούν, παρά να βρίσκονται μαζί. Ο άνδρας δεν μπορούσε επ’ ουδενί ν’ αντικαταστήσει τον Τζακ, κι εξάλλου δεν είχε καμία σημασία: η Μπέτε δεν ήθελε αντικαταστάτη, ήθελε αυτό ακριβώς που είχε. Κάτι διαφορετικό, κάτι μη δεσμευτικό, κάτι που δεν θα της κόστιζε αν της το έπαιρναν. Κοίταξε μέσα από το παράθυρο το τραμ, που γλιστρούσε δίπλα τους προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μες στη σιωπή του βαγονιού μπορούσε να διακρίνει τη μουσική που έβγαινε από τ’ ακουστικά του κοριτσιού που καθόταν δίπλα της · αναγνώρισε μια εκνευριστική επιτυχία της δεκαετίας του ’90.

Τότε που ήταν το πιο ήσυχο κορίτσι της Αστυνομικής Ακαδημίας. Χλωμή, με μια τάση να κοκκινίζει με το που την κοιτούσαν. Όχι ότι το έκαναν πολλοί. Και αυτοί που το έκαναν την ξεχνούσαν αμέσως. Η Μπέτε Λεν είχε το πρόσωπο και το χάρισμα ενός ψαριού σε γυάλα, ενός οπτικού τεφλόν: μια απόλυτη κοινοτοπία. Τους θυμόταν όμως εκείνη. Όλους τους. Και γι’ αυτό μπορούσε να κοιτάζει τώρα τα πρόσωπα που την προσπερνούσαν απ’ το απέναντι τραμ και να θυμάται πού είχε δει τον καθένα τους. Ίσως στο ίδιο τραμ, την προηγούμενη μέρα· ίσως σε κάποια αυλή ενός σχολείου πριν από είκοσι χρόνια· ίσως στο βίντεο κάποιας κάμερας ασφαλείας κατά τη διάρκεια μιας ληστείας τράπεζας· ίσως σε κάποια κυλιόμενη σκάλα στο Στέεν & Στρεμ, όπου είχε πάει να ψωνίσει καλσόν. Και δεν είχε σημασία αν είχαν γεράσει, αν φορούσαν μέικ απ, αν είχαν αφήσει γενειάδα, αν είχαν κουρευτεί, αν είχαν κάνει μπότοξ ή αυξητική στήθους: ήταν λες και το πρόσωπό τους, το πραγματικό τους πρόσωπο, διαφαινόταν μέσα από αυτές τις αλλαγές σαν κάτι το σταθερό, κάτι το μοναδικό, ένας συγκεκριμένος εντεκαψήφιος κώδικας DNA. Και αυτό ήταν ευλογία και κατάρα μαζί για την Μπέτε. Ορισμένοι ψυχίατροι αποφαίνονταν ότι είχε

σύνδρομο Άσπεργκερ· άλλοι, κάποια μικρή εγκεφαλική βλάβη, την οποία προσπαθούσε να αντισταθμίσει η ατρακτοειδής της έλικα – το εγκεφαλικό κέντρο αναγνώρισης προσώπων. Κι άλλοι, σοφότεροι, σήκωναν τα χέρια και έλεγαν απλώς ότι ο εγκέφαλός της θυμόταν και αναγνώριζε όλους αυτούς τους εντακαψήφιους κώδικες. Γι’ αυτό δεν ήταν καθόλου περίεργο που τα γρανάζια στον εγκέφαλο της Μπέτε Λεν γύριζαν ήδη, προσπαθώντας να βρουν πού είχε ξαναδεί το πρόσωπο του άνδρα στο διερχόμενο τραμ. Το περίεργο ήταν ότι δεν μπορούσε να το προσδιορίσει αμέσως. Τους χώριζε μόνο ενάμισι μέτρο. Της είχε τραβήξει την προσοχή, γιατί έγραφε στο τζάμι και είχε γυρισμένο το πρόσωπό του προς το μέρος της. Τον είχε ξαναδεί, αλλά ο κωδικός του της διέφευγε. Ίσως να έφταιγε η αντανάκλαση στο τζάμι, ίσως κάποια σκιά που έπεφτε στα μάτια του. Ήταν έτοιμη να τα παρατήσει, όταν το τραμ της ξεκίνησε απότομα, το φως άλλαξε και ο άνδρας σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. Ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το κορμί της Μπέτε Λεν. Ήταν το βλέμμα ενός ερπετού. Τα κρύα μάτια ενός δολοφόνου. Του Βαλεντίν Γιέρτσεν.

Και τότε κατάλαβε γιατί δεν τον είχε αναγνωρίσει αμέσως, πώς είχε καταφέρει να παραμείνει κρυμμένος. Η Μπέτε Λεν σηκώθηκε από τη θέση της. Προσπάθησε να βγει, αλλά το κορίτσι δίπλα της είχε τα μάτια του κλειστά και κουνούσε το κεφάλι του στον ρυθμό. Η Μπέτε τη σκούντηξε και το κορίτσι την κοίταξε ενοχλημένο. «Σήκω» είπε η Μπέτε. Το κορίτσι σήκωσε ένα βαμμένο φρύδι, αλλά δεν κουνήθηκε. Η Μπέτε τής τράβηξε τ’ ακουστικά. «Αστυνομία. Σήκω να κατέβω». «Μα κουνιόμαστε» είπε το κορίτσι. «Σήκωσε τον χοντρό σου κώλο τώρα!» Οι υπόλοιποι επιβάτες γύρισαν και την κοίταξαν. Αλλά εκείνη δεν κοκκίνισε. Δεν ήταν πια εκείνο το ήσυχο κορίτσι. Μπορεί να ήταν μικροσκοπική, μπορεί το δέρμα της να ήταν χλωμό και σχεδόν διάφανο, τα μαλλιά της άχρωμα και ξηρά σαν άψητα μακαρόνια. Αλλά εκείνη η Μπέτε Λεν δεν υπήρχε πια. «Σταματήστε το τραμ! Αστυνομία! Σταματήστε!» Έσπρωξε ν’ ανοίξει δρόμο προς τον οδηγό και την έξοδο. Άκουσε το στρίγκλισμα των φρένων. Έφτασε μπροστά, έδειξε την ταυτότητά της στον οδηγό, περίμενε ανυπόμονα. Το τραμ

σταμάτησε επιτέλους με ένα απότομο τράβηγμα και οι όρθιοι επιβάτες έπεσαν προς τα εμπρός, προσπαθώντας να πιαστούν απ’ τους ιμάντες. Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα. Η Μπέτε πήδηξε έξω, πέρασε μπροστά από το τραμ και άρχισε να τρέχει στο γρασίδι της νησίδας. Ένιωσε την υγρασία στο λεπτό ύφασμα των παπουτσιών της, είδε το άλλο τραμ να ξεκινάει, άκουσε το χαμηλό, ολοένα και γρηγορότερο τραγούδι των σιδηροτροχιών και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο Βαλεντίν δεν θα ήταν οπλισμένος, δεν υπήρχε λόγος. Και δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από ένα γεμάτο τραμ, αν προλάβαινε να δείξει την ταυτότητά της και άρχιζε να φωνάζει συλλαμβάνεσαι! Να το προλάβει μόνο, το κωλοτράμ! Το τρέξιμο δεν ήταν το φόρτε της. Αυτό της είχε πει ο γιατρός που νόμιζε ότι έχει σύνδρομο Άσπεργκερ. Άνθρωποι σαν και του λόγου της ήταν συνήθως αδέξιοι. Γλίστρησε πάνω στο υγρό γρασίδι αλλά κράτησε την ισορροπία της. Λίγα μέτρα ακόμα. Πρόφτασε το τελευταίο βαγόνι. Το χτύπησε με την παλάμη της. Ούρλιαξε, κραδαίνοντας στον αέρα την ταυτότητά της, ελπίζοντας ο οδηγός να τη δει στον καθρέφτη. Και ίσως και να την είδε. Η Μπέτε είδε έναν επιβάτη που είχε παρακοιμηθεί να κυματίζει στον αέρα απελπισμένος τη μηνιαία του κάρτα. Το τραγούδι των σιδηροτροχιών ανέβηκε ένα ημιτόνιο και το τραμ γλίστρησε μακριά της.

Η Μπέτε έμεινε να κοιτάζει το τραμ να εξαφανίζεται προς τη μεριά της Μαγιόρστουεν. Γύρισε και είδε το δικό της τραμ να προχωράει προς τη Φρόγκνερ Πλας. Βρίζοντας από μέσα της, έβγαλε το κινητό της, διέσχισε τον δρόμο, ακούμπησε πάνω στο συρματόπλεγμα των γηπέδων του τένις και πληκτρολόγησε έναν αριθμό. «Χολμ εδώ». «Εγώ είμαι. Μόλις είδα τον Βαλεντίν». «Τι; Είσαι σίγουρη;» «Μπγιορν…» «Καλά, συγγνώμη. Πού;» «Στο τραμ. Κατευθύνεται προς τη Μαγιόρστουεν, από τη μεριά του πάρκου Φρόγκνερ. Είσαι στη δουλειά;» «Ναι». «Είναι το νούμερο 12. Βρες πού πηγαίνει και σταμάτησέ το. Δεν πρέπει να μας ξεφύγει». «Εντάξει. Θα βρω τις στάσεις και θα στείλω την περιγραφή του Βαλεντίν προς όλα τα περιπολικά». «Όχι, δεν μας κάνει αυτό». «Τι δεν μας κάνει;» «Η περιγραφή. Έχει αλλάξει». «Τι εννοείς;» «Έχει κάνει πλαστική. Τόσο πολύ, που μπορεί να περάσει

απαρατήρητος οπουδήποτε στο Όσλο. Πες μου πού θα σταματήσει το τραμ και θα πάω να το βρω και να τους τον δείξω». «Έγινε. Όβερ». Η Μπέτε έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη της. Συνειδητοποίησε μεμιάς πόσο λαχανιασμένη ήταν. Μπροστά της, η πρωινή ώρα αιχμής συνεχιζόταν λες και δεν είχε γίνει τίποτα. Λες και το γεγονός της αποκάλυψης ενός δολοφόνου δεν έκανε την παραμικρή διαφορά. «Τι τους συνέβη;» Η Μπέτε ξεκόλλησε από τα σίδερα και γύρισε προς την τρεμάμενη φωνή. Ο ηλικιωμένος άνδρας την κοιτούσε με απορία. «Πού πήγαν όλοι;» είπε. Και, όταν η Μπέτε είδε τον πόνο στο βλέμμα του, κατάπιε γρήγορα τον κόμπο στον λαιμό της. «Νομίζετε πως...» είπε εκείνος και κούνησε δειλά τη ρακέτα του «...είναι στο άλλο γήπεδο;». Η Μπέτε κατένευσε αργά. «Ναι, μάλλον εκεί είναι» απάντησε. «Δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ. Είναι στο άλλο γήπεδο. Με περιμένουν εκεί». Η Μπέτε κοίταξε τη στενή του πλάτη ν’ απομακρύνεται, καθώς ο άνδρας τρέκλισε προς την πύλη. Και ύστερα ξεκίνησε γρήγορα για τη Μαγιόρστουεν. Και,

παρόλο που το μυαλό της έτρεχε και αναρωτιόταν πού πήγαινε ο Βαλεντίν, από πού ερχόταν και πόσο κοντά βρίσκονταν στη σύλληψή του, δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την ηχώ της φωνής του άνδρα, που ψιθύριζε: Με περιμένουν εκεί.

Η Μία Χάρτβιγκσεν κοίταξε τον Χάρι Χόλε. Είχε τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος και του είχε γυρίσει τον έναν ώμο. Γύρω από την παθολόγο υπήρχαν μπλε, πλαστικά δοχεία με ακρωτηριασμένα ανθρώπινα μέλη. Οι φοιτητές μόλις είχαν φύγει από την αίθουσα στο Ινστιτούτο Ανατομίας, στο ισόγειο του Ρικσχοσπιτάλ, και ξαφνικά μπήκε αυτός ο απόηχος από το παρελθόν, κρατώντας στη μασχάλη του την ιατροδικαστική έκθεση για τον Ασάγιεφ. H απόρριψη που εξέφραζε η γλώσσα του σώματός της δεν σήμαινε ότι η Μία Χάρτβιγκσεν αντιπαθούσε τον Χάρι Χόλε. Απλώς, ήξερε ότι όπου Χόλε και πρόβλημα. Ως αστυνομικός επιθεωρητής έφερνε πάντα έξτρα δουλειά, σύντομες προθεσμίες και μεγάλες πιθανότητες να τους την πέσουν για λάθη για τα οποία δεν ήταν καν υπεύθυνοι. «Κάναμε νεκροψία στον Ρούντολφ Ασάγιεφ» είπε η Μία. «Ενδελεχή νεκροψία».

«Προφανώς όχι» αντέτεινε ο Χάρι, ακουμπώντας την έκθεση πάνω σ’ ένα από τα αστραφτερά μεταλλικά τραπέζια, όπου πριν από λίγο οι φοιτητές τεμάχιζαν ανθρώπινα σώματα. Ένα μυώδες μπράτσο, κομμένο από τον ώμο, εξείχε κάτω από μια κουβέρτα. Ο Χάρι διάβασε τα γράμματα του ξεφτισμένου τατουάζ στο πάνω μέρος: Πολύ νέος για να πεθάνει. Ίσως ν’ ανήκε σε κάποιον μοτοσικλετιστή απ’ τους Λος Λόμπος, την αντίπαλη συμμορία που ο Ασάγιεφ είχε θελήσει πάση θυσία να εξοντώσει. «Και τι σε κάνει να λες ότι δεν ήμασταν ενδελεχείς, Χόλε;» «Κατ’ αρχάς, δεν ήσασταν σε θέση να προσδιορίσετε την αιτία του θανάτου». «Ξέρεις πολύ καλά ότι μερικές φορές το σώμα δεν μας δίνει ενδείξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αιτία του θανάτου δεν είναι φυσική». «Και το πιο φυσικό σε αυτή την περίπτωση θα ήταν να δολοφονήθηκε». «Ξέρω ότι ήταν κύριος μάρτυρας κατηγορίας, αλλά η νεκροψία ακολουθεί συγκεκριμένες διαδικασίες που δεν επηρεάζονται από τέτοιου είδους συνθήκες. Εμείς βρίσκουμε ό,τι είναι να βρούμε, κι εκεί τελειώνει η υπόθεση. Η παθολογία είναι επιστήμη, δεν βασίζεται στη διαίσθηση». «Η επιστήμη» είπε ο Χόλε και κάθισε στο γραφείο

«βασίζεται στον έλεγχο υποθέσεων, σωστά; Πρώτα διαμορφώνετε μια θεωρία και μετά την ελέγχετε, να δείτε αν είναι σωστή ή όχι. Κάνω λάθος;». Η Μία Χάρτβιγκσεν κούνησε το κεφάλι της. Όχι επειδή έκανε λάθος, αλλά επειδή δεν της άρεσε η τροπή που έπαιρνε η συζήτηση. «Η θεωρία μου λοιπόν» συνέχισε ο Χόλε μ’ ένα αθώο χαμόγελο, που τον έκανε να μοιάζει με μικρό αγόρι που προσπαθούσε να πείσει τη μητέρα του να του πάρει δώρο για τα Χριστούγεννα μια ατομική βόμβα «είναι ότι ο Ασάγιεφ δολοφονήθηκε από κάποιον που ξέρει ακριβώς πώς εργάζεστε και τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να μη βρείτε τίποτα». Η Μία μετακίνησε το βάρος της στο άλλο πόδι και του γύρισε τον άλλο ώμο. «Και λοιπόν;» «Και λοιπόν, εσύ πώς θα έκανες κάτι τέτοιο, Μία;» «Εγώ;» «Ξέρεις όλα τα κόλπα. Πώς θα ξεγελούσες τον εαυτό σου;» «Με υποπτεύεστε;» «Μέχρι νεωτέρας». Πήγε ν’ αντιδράσει, όμως σταμάτησε όταν τον είδε να

χαμογελάει. «Φονικό όπλο;» ρώτησε. «Σύριγγα» είπε ο Χόλε. «Γιατί;» «Έχει σχέση με αναισθησία». «Μάλιστα. Μπορούμε να ανιχνεύσουμε οποιαδήποτε ουσία, ειδικά όταν έχουμε πρόσβαση στο πτώμα τόσο γρήγορα όσο εδώ. Η μοναδική δυνατότητα που μπορώ να σκεφτώ είναι...» «Ναι;» Ο Χάρι χαμογέλασε λες κι είχε ήδη κερδίσει το στοίχημα. Τι εκνευριστικός άνθρωπος. Από αυτούς που δεν ξέρεις αν θες να τους χαστουκίσεις ή να τους φιλήσεις. «Εμβολισμός με αέρα». «Δηλαδή;» «Το παλιότερο και καλύτερο τέχνασμα που υπάρχει. Γεμίζεις μια σύριγγα με αρκετό αέρα, ώστε το αιμοφόρο αγγείο να γεμίσει φυσαλίδες και να προκληθεί απόφραξη. Εάν η απόφραξη κρατήσει πολύ, το αίμα δεν φτάνει σε ζωτικά μέλη του σώματος, όπως η καρδιά ή ο εγκέφαλος, και πεθαίνεις. Γρήγορα και δίχως ίχνη που μπορούν να εντοπιστούν. Ένας θρόμβος μπορεί να δημιουργηθεί χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση». «Θα φαινόταν όμως το σημάδι από τη βελόνα». «Όχι αν η βελόνα είναι αρκετά λεπτή. Θα πρέπει να

εξετάσει κανείς το σώμα εκατοστό προς εκατοστό για να βρει κάποιο σημάδι». Ο Χάρι αναθάρρεψε. Το αγόρι άνοιξε το δώρο του και νόμιζε ότι ήταν ατομική βόμβα. Η Μία το απολάμβανε. «Ε, τότε θα πρέπει να εξετάσετε...» «Το κάναμε». Χαστούκι. «Χιλιοστό προς χιλιοστό. Ακόμα και τον ενδοφλέβιο ορό ελέγξαμε. Βλέπεις, μέχρι κι εκεί είναι δυνατόν να βάλεις φυσαλίδες αέρα. Ούτε τσίμπημα από κουνούπι δεν βρήκαμε». Είδε το πυρετώδες φως στα μάτια του να σβήνει. «Συγγνώμη, Χόλε, αλλά ξέραμε ότι ο θάνατός του ήταν ύποπτος». Έμφαση στον παρελθοντικό χρόνο. «Και τώρα πρέπει να ετοιμαστώ για την επόμενη διάλεξη, οπότε...» «Κι αν δεν του τρύπησαν το δέρμα;» «Συγγνώμη;» «Αν του έχωσαν τη βελόνα κάπου αλλού, σε κάποια οπή; Στο στόμα, στον πρωκτό, στα ρουθούνια, στ’ αυτιά;» «Ενδιαφέρουσα ιδέα, αλλά στη μύτη και τ’ αυτιά υπάρχουν ελάχιστα αγγεία που θα ήταν κατάλληλα για κάτι τέτοιο. Ο πρωκτός αποτελεί ένα ενδεχόμενο, αλλά οι πιθανότητες να γίνει η έκκριση σε ζωτικά όργανα είναι πολύ μικρές σ’ εκείνη την περιοχή και, συν τοις άλλοις, ο δράστης θα έπρεπε να είναι άριστος γνώστης της περιοχής, ώστε να βρει στα

σκοτεινά κάποιο αγγείο. Το στόμα είναι μια καλή ιδέα, δεδομένου ότι έχει αιμοφόρα αγγεία πλησίον του εγκεφάλου, πράγμα που θα είχε τάχιστο και βέβαιο θανατηφόρο αποτέλεσμα, αλλά το στόμα το ελέγχουμε πάντα. Και ο βλεννογόνος του θα είχε διογκωθεί αν είχε τρυπηθεί, πράγμα που θα το βλέπαμε αμέσως». Τον κοίταξε. Τον ένιωσε να στύβει το μυαλό του να βρει μια λύση, μα στο τέλος παραιτήθηκε κουνώντας το κεφάλι του. «Χάρηκα που σε ξαναείδα, Χόλε. Ξαναέλα αν σου κατέβει καμιά καλή ιδέα». Η Μία έκανε μεταβολή και προχώρησε προς ένα δοχείο, όπου βύθισε ένα γκρι χλωμό χέρι μέσα στο οινόπνευμα. «Γύρνα πίσω...» άκουσε τον Χάρι να μουρμουράει. «Πίσω...» Η Μία αναστέναξε βαριά. Τι εκνευριστικός άνδρας. «Θα μπορούσε να έχει καρφώσει τη σύριγγα από πίσω» είπε ο Χάρι. «Πώς από πίσω;» «Είπες ότι χρειαζόταν μικρή απόσταση από τον εγκέφαλο. Από πίσω λοιπόν. Από την πίσω πλευρά. Να έκρυβε το τσίμπημα στο πίσω μέρος». «Στο πίσω μέρος ποιανού πράγματος...» Σταμάτησε. Τον είδε που της έδειχνε ένα σημείο. Έκλεισε τα μάτια της και αναστέναξε ξανά.

«Συγχώρεσέ με» είπε ο Χάρι «αλλά οι στατιστικές του FBI δείχνουν ότι στις περιπτώσεις μαρτύρων το ποσοστό δολοφονιών ανεβαίνει από το 78% στο 94% κατά τη δεύτερη νεκροψία». Η Μία Χάρτβιγκσεν κούνησε το κεφάλι της. Χάρι Χόλε. Ίσον πρόβλημα. Ίσον έξτρα δουλειά. Ίσον μεγαλύτερες πιθανότητες να της την πέσουν για λάθη για τα οποία δεν ήταν καν υπεύθυνη.

«Εδώ είμαστε» είπε η Μπέτε Λεν και το ταξί σταμάτησε δίπλα στο πεζοδρόμιο. Το τραμ βρισκόταν στη στάση της οδού Βελχάβενς. Ένα περιπολικό τού έκλεινε τον δρόμο και δύο είχαν σταματήσει ξοπίσω του. Ο Μπγιορν Χολμ και η Κατρίνε Μπρατ ήταν ακουμπισμένοι πάνω στο Άμαζον. Η Μπέτε πλήρωσε και κατέβηκε. «Λοιπόν;» «Τρεις αστυνομικοί βρίσκονται στο τραμ και δεν αφήνουν κανέναν να κατέβει. Σε περιμέναμε». «Αυτό το τραμ γράφει 11. Εγώ σας είπα το 12». «Αλλάζει νούμερο μετά τη διασταύρωση της Μαγιόρστουεν, αλλά είναι το ίδιο τραμ». Η Μπέτε πήγε γρήγορα στην μπροστινή πόρτα, χτύπησε με

δύναμη το χέρι πάνω της και έδειξε την ταυτότητά της. Η πόρτα άνοιξε μ’ ένα ρουθούνισμα και η Μπέτε μπήκε αμέσως μέσα. Έκανε απότομο νόημα στον ένστολο αστυνομικό που στεκόταν μπροστά της κραδαίνοντας ένα Χέκλερ & Κοχ P30L. «Ακολούθησέ με» του είπε και άρχισε να προχωρά μες στο γεμάτο τραμ. Παρατήρησε τα πρόσωπα των ανθρώπων καθώς προχωρούσε προς το μέσο της αμαξοστοιχίας. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα, είδε τα αφηρημένα σχέδια στο θαμπό τζάμι. Έκανε νόημα στον αστυνομικό πριν απευθυνθεί στον άνδρα που καθόταν δίπλα στο τζάμι. «Συγγνώμη! Ναι, εσύ». Το πρόσωπο που γύρισε να την κοιτάξει ήταν κατακόκκινο, γεμάτο σπυράκια και τρομοκρατημένο. «Δεν... δεν το ’θελα. Συγγνώμη. Ξέχασα την κάρτα μου στο σπίτι. Δεν θα το ξανακάνω». Η Μπέτε έκλεισε τα μάτια της και έβρισε από μέσα της. Έκανε νόημα στον αστυνομικό να την ακολουθήσει. Όταν έφτασαν στο τέλος δίχως αποτέλεσμα, φώναξε στον οδηγό ν’ ανοίξει την πόρτα και κατέβηκαν. «Λοιπόν;» ρώτησε η Κατρίνε. «Άφαντος. Ρωτήστε τους επιβάτες να μάθετε αν τον είδαν. Σε μια ώρα θα τον έχουν ξεχάσει, αν δεν το έχουν κάνει ήδη.

Ως υπενθύμιση, είναι γύρω στα σαράντα, ένα και ογδόντα, με μάτια γαλανά, λίγο σχιστά πια. Έχει κοντά καστανά μαλλιά, ψηλά, έντονα ζυγωματικά και λεπτά χείλη. Και κανείς να μην ακουμπήσει το παράθυρο όπου ζωγράφισε. Πάρτε αποτυπώματα και φωτογραφίες. Μπγιορν;» «Ναι;» «Πήγαινε σε όλες τις στάσεις από εδώ μέχρι το πάρκο του Φρόγκνερ, μίλα με ανθρώπους στα γύρω μαγαζιά, ρώτα τους αν είδαν κάποιον που να ανταποκρίνεται σε αυτήν την περιγραφή. Οι περισσότεροι πρωινοί επιβάτες παίρνουν το τραμ λόγω ρουτίνας. Πάνε στη δουλειά τους, στο σχολείο, στο γυμναστήριο, σε κάποιο καφέ». «Κι έτσι έχουμε περισσότερες πιθανότητες» πρόσθεσε η Κατρίνε. «Ναι, αλλά να προσέχεις, Μπγιορν. Να σιγουρευτείς ότι οι άνθρωποι στους οποίους θα μιλήσεις δεν θα τον προειδοποιήσουν. Κατρίνε, για δες αν μπορούμε να αποσπάσουμε τίποτα αστυνομικούς να τους βάλουμε στο τραμ πρωί πρωί από εδώ και πέρα. Επιπλέον, ας βάλουμε ένα ζευγάρι αστυνομικών σε όλα τα τραμ από εδώ μέχρι το πάρκο Φρόγκνερ για το υπόλοιπο της ημέρας, σε περίπτωση που ο Βαλεντίν επιστρέψει με τον ίδιο τρόπο, εντάξει;» Ενώ η Κατρίνε με τον Μπγιορν πήγαν να βρουν τους

αστυνομικούς για να τους αναθέσουν τα καθήκοντά τους, η Μπέτε κοίταξε το παράθυρο του τραμ. Αυλάκια υγρασίας είχαν τρέξει στις γραμμές πάνω στο τζάμι. Η Μπέτε διέκρινε ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο, κάτι σαν πλισέ μπορντούρα. Μια σειρά κάθετες γραμμές ακολουθούμενες από έναν κύκλο. Κι από κάτω, άλλη μια σειρά με τα ίδια σχέδια. Μαζί σχημάτιζαν ένα τετράγωνο πλέγμα. Δεν σήμαινε απαραιτήτως κάτι. Αλλά, όπως έλεγε και ο Χάρι, «μπορεί να μην είναι σημαντικά ή χρήσιμα, ωστόσο τα πάντα σημαίνουν κάτι. Και εμείς αρχίζουμε και ψάχνουμε εκεί που βρίσκουμε φως στο σκοτάδι, εκεί που βλέπουμε κάτι». Η Μπέτε έβγαλε το κινητό της και φωτογράφισε το παράθυρο. Και τότε θυμήθηκε κάτι. «Κατρίνε! Έλα εδώ!» Η Κατρίνε την άκουσε και άφησε τον Μπγιορν να διευθετήσει τα υπόλοιπα. «Πώς πήγε χθες;» «Μια χαρά» είπε η Κατρίνε. «Πήγα την τσίχλα για έλεγχο σήμερα το πρωί. Την καταχώρισα με τον σειριακό αριθμό μιας υπόθεσης βιασμού που ήδη έχει κλείσει. Προφανώς και δίνουν προτεραιότητα στις δολοφονίες των συναδέλφων, αλλά μου υποσχέθηκαν ότι θα το κοιτάξουν το συντομότερο δυνατόν».

Η Μπέτε κατένευσε σκεφτική. Έτριψε με την παλάμη της το πρόσωπό της. «Πόσο σύντομα είναι το “συντομότερο δυνατόν”; Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε το πιθανό DNA του δολοφόνου να περιμένει στη σειρά, μόνο και μόνο για να κερδίσουμε εμείς τη δόξα». Η Κατρίνε έβαλε το χέρι της στη μέση και κοίταξε προς τη μεριά του Μπγιορν, που χειρονομούσε προς τους αστυνομικούς. «Ξέρω κάποια εκεί μέσα» είπε ψέματα. «Θα πάρω τηλέφωνο και θα το κανονίσω». Η Μπέτε την κοίταξε. Δίστασε. Κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας.

«Είσαι σίγουρη ότι δεν ήθελες απλώς να δεις τον Βαλεντίν Γιέρτσεν;» ρώτησε ο Στούλε Άουνε. Στεκόταν δίπλα στο παράθυρο και χάζευε την κίνηση στον δρόμο. Τους αστυνομικούς που πήγαιναν πέρα δώθε· τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ο Βαλεντίν Γιέρτσεν. «Οι οπτικές ψευδαισθήσεις είναι κοινό σύμπτωμα σε όσους πάσχουν από έλλειψη ύπνου. Πόσες ώρες κοιμήθηκες τις τελευταίες δύο μέρες;» «Θα σ’ τις μετρήσω» απάντησε η Μπέτε Λεν μ’ έναν τρόπο που σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να το κάνει. «Σε πήρα γιατί ο Βαλεντίν ζωγράφισε κάτι στο θαμπό παράθυρο του

τραμ. Πήρες το μήνυμά μου;» «Ναι» είπε ο Άουνε. Μόλις είχε αρχίσει μια συνεδρία όταν το μήνυμα της Μπέτε φώτισε το ανοιχτό του συρτάρι. Δες φωτό. Επείγον. Θα σε πάρω. Και ο Στούλε είχε νιώσει μια σχεδόν διεστραμμένη ευχαρίστηση, λέγοντας στον έκπληκτο Πολ Στάβνες ότι έπρεπε οπωσδήποτε ν’ απαντήσει σε αυτό το τηλεφώνημα και βλέποντας ότι είχε πάρει το μήνυμα: το τηλεφώνημα είναι πολύ πιο σημαντικό από την καταραμένη γκρίνια σου. «Μου είχες πει κάποτε ότι εσείς οι ψυχολόγοι μπορούσατε να αναλύσετε τις μουτζούρες των ψυχοπαθών και να καταλήξετε σε διάφορα συμπεράσματα για το υποσυνείδητό τους». «Αυτό που μάλλον σου είπα είναι ότι το πανεπιστήμιο της Γρανάδας, στην Ισπανία, έχει αναπτύξει μια μέθοδο ανάλυσης των ψυχοπαθολογικών διαταραχών της προσωπικότητας. Μόνο που αυτοί λένε στους ανθρώπους τι να ζωγραφίσουν. Και αυτό που μου έστειλες μοιάζει περισσότερο με λέξεις παρά με ζωγραφιές» είπε ο Στούλε. «Σοβαρά;» «Εγώ βλέπω γιώτα και όμικρον. Αυτό είναι πολύ πιο ενδια​φ έρον από οποιαδήποτε ζωγραφιά». «Κατά ποιον τρόπο;» «Βρίσκεσαι πρωί πρωί μέσα στο τραμ. Ό,τι γράφεις

κυριαρχείται από το υποσυνείδητό σου. Και το ζήτημα με το υποσυνείδητο είναι ότι του αρέσουν οι κώδικες και οι γρίφοι. Καμιά φορά είναι ακατανόητοι, ενώ άλλες φορές είναι απίστευτα απλοί, σχεδόν κοινότοποι. Είχα κάποτε μια ασθενή που κυκλοφορούσε με τον συνεχή φόβο ότι θα τη βιάσουν. Έβλεπε ξανά και ξανά ένα όνειρο κατά το οποίο ξυπνούσε από το κανόνι ενός τανκ που έμπαινε από το παράθυρό της και σταματούσε στην άκρη του κρεβατιού. Και από την άκρη του κανονιού κρεμόταν ένα σημείωμα, στο οποίο έγραφε Π, τρία, μηδέν, Σ. Μπορεί ν’ ακούγεται περίεργο που δεν μπορούσε η ίδια να καταλάβει τον παιδιάστικο αυτό γρίφο, αλλά πολλές φορές το μυαλό καμουφλάρει τι πραγματικά συμβαίνει. Λόγω ευκολίας, ενοχής, φόβου...» «Και τι σημαίνουν τα γιώτα και τα όμικρόν του;» «Μπορεί να σημαίνουν ότι βαριέται τα τραμ. Μην υπερεκτιμάς τις ικανότητές μου, Μπέτε. Σπούδασα ψυχολογία σε μια εποχή που θεωρούνταν καλή επιλογή για όσους δεν ήταν αρκετά έξυπνοι να γίνουν γιατροί ή μηχανικοί. Άσε με να το σκεφτώ και θα επανέλθω. Έχω έναν ασθενή μέσα τώρα». «Εντάξει». Ο Άουνε έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε πάλι τον δρόμο. Υπήρχε ένα τατουατζίδικο στην απέναντι μεριά, εκατό μέτρα

πιο κάτω, στην οδό Μπουγκσταβάιεν. Το τραμ 11 κατέβαινε την Μπουγκσταβάιεν και ο Βαλεντίν είχε τατουάζ. Ένα τατουάζ μπορούσε να τον προδώσει. Εκτός κι αν το είχε αφαιρέσει. Ή το είχε αλλάξει, σε κάποιο τατουατζίδικο. Μια εικόνα μπορεί ν’ αλλάξει εντελώς με την προσθήκη δύο απλών γραμμών. Όπως το να προσθέτεις ένα ημικύκλιο σε μια κάθετη γραμμή για να σχηματίσεις το γράμμα D. Ή να τραβάς μια διαγώνια γραμμή πάνω από έναν κύκλο για να κάνεις το γράμμα Ø. Ο Άουνε έριξε τη ζεστή του ανάσα πάνω στο κρύο τζάμι. Από πίσω του άκουσε ένα εκνευρισμένο βήξιμο. Σχημάτισε στο θαμπό τζάμι μια κάθετη γραμμή και έναν κύκλο, έτσι όπως τα είχε δει στη φωτογραφία του μηνύματος της Μπέτε. «Αρνούμαι να πληρώσω όλη την ώρα αν δεν...» «Ξέρετε κάτι, Πολ;» είπε ο Άουνε, προσθέτοντας ένα ημικύκλιο και μια διαγώνια γραμμή. DØ. Να πεθάνεις. Τα έσβησε γρήγορα. «Δεν θα σας χρεώσω αυτή τη φορά».

22

Ο

Ρίκο Χέρεμ ήξερε ότι θα πεθάνει. Ανέκαθεν το ήξερε. Τα νέα ήταν ότι θα πέθαινε μέσα στις επόμενες τριάντα έξι ώρες. «Anthrax» επανέλαβε ο ταϊλανδέζος γιατρός. Με ρολαριστό ρ και αμερικάνικη προφορά. Ο σχιστομάτης πρέπει να είχε σπουδάσει ιατρική εκεί. Γι’ αυτό εργαζόταν σε αυτή την ιδιωτική κλινική που είχε για πελάτες ξένους ομογενείς και τουρίστες. «Λυπάμαι». Ο Ρίκο εισέπνευσε μες στη μάσκα οξυγόνου. Ακόμα κι αυτό του ήταν δύσκολο. Τριάντα έξι ώρες. Έτσι του είπαν. Τον ρώτησαν αν είχε συγγενείς που θα ήθελε να ειδοποιήσουν. Ίσως να προλάβαιναν να πάνε στην Ταϊλάνδη με το επόμενο αεροπλάνο. Μήπως ήθελε κάποιον παπά;

Ήταν καθολικός; Ο γιατρός μάλλον κατάλαβε, από την έκφραση σύγχυσης στο πρόσωπο του Ρίκο, ότι ο ασθενής χρειαζόταν περαιτέρω εξηγήσεις. «Ο άνθρακας είναι βακτήριο. Είναι στα πνευμόνια σας. Πιθανόν να τον εισπνεύσατε μερικές μέρες πριν» του είπε στα αμερικάνικα. Ο Ρίκο συνέχιζε να μην καταλαβαίνει. «Εάν τον είχατε καταπιεί ή τον είχατε απλώς ακουμπήσει, ίσως και να μπορούσαμε να σας σώσουμε. Αλλά στα πνευμόνια...» Βακτήριο; Θα πέθαινε από ένα βακτήριο που είχε εισπνεύσει; Πού; Η σκέψη του επαναλήφθηκε σαν απόηχος, από το στόμα του γιατρού. «Μήπως ξέρετε πού; Η αστυνομία θα θελήσει να μάθει, μήπως και προλάβει άλλους πριν εκτεθούν στο βακτήριο». Ο Ρίκο Χέρεμ έκλεισε τα μάτια του. «Μίστερ Χέρεμ, σας παρακαλώ, προσπαθήστε να σκεφτείτε. Ίσως σώσετε τις ζωές άλλων...» Άλλων. Αλλά όχι τη δικιά του. Τριάντα έξι ώρες. «Μίστερ Χέρεμ;» Ο Ρίκο ήθελε να κάνει νόημα ότι κατάλαβε, αλλά δεν μπορούσε. Μια πόρτα άνοιξε. Μπήκαν μέσα διάφορα

ζευγάρια παπούτσια. Η λαχανιασμένη φωνή μιας γυναίκας είπε χαμηλά: «Κάρι Φάρστα, από τη νορβηγική πρεσβεία. Ήρθαμε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Είναι;...» «Η κυκλοφορία του αίματος έχει σταματήσει, μις. Εισέρχεται σε καταπληξία». Πού; Στο φαγητό που έφαγε όταν το ταξί σταμάτησε σ’ εκείνο το άθλιο εστιατόριο μεταξύ Μπανγκόκ και Πατάγια; Μήπως από εκείνη τη βρομερή τρύπα στο πάτωμα που αποκαλούσαν τουαλέτα; Ή στο ξενοδοχείο; Έτσι δεν εξαπλώνονται συχνά τα βακτήρια, μέσω κλιματισμού; Αλλά ο γιατρός είπε ότι τα αρχικά συμπτώματα μοιάζουν με αυτά του κρυολογήματος και κείνος θυμάται να τα έχει στο αεροπλάνο. Αν υπήρχαν όμως βακτήρια στην καμπίνα, θα τα είχαν εισπνεύσει και οι υπόλοιποι επιβάτες. Άκουσε τη φωνή της γυναίκας να λέει χαμηλόφωνα στα νορβηγικά: «Άνθρακας. Θεέ μου. Νόμιζα ότι τον χρησιμοποιούσαν μόνο σε βιολογικά όπλα». «Κάθε άλλο». Μια ανδρική φωνή. «Το γκούγκλαρα καθώς ερχόμουν. Βάκιλος του άνθρακα. Μπορεί να κοιμάται μέσα σου για χρόνια. Δύσκολο πράγμα να τον ξεριζώσεις. Εξαπλώνεται σπέρνοντας σπόρους. Σαν κι εκείνους που είχαν στείλει με φακέλους στην Αμερική πριν από δέκα χρόνια,

θυμάσαι;» «Τι δηλαδή, του έστειλε κάποιος έναν φάκελο γεμάτο άνθρακα;» «Θα μπορούσε να έχει κολλήσει οπουδήποτε. Το πιο πιθανό σενάριο είναι να το βούτηξε από την επαφή με διάφορα ζώα. Ποτέ δεν θα το μάθουμε». Ο Ρίκο όμως ήξερε. Ξαφνική διαύγεια. Έφερε ένα χέρι στη μάσκα οξυγόνου του. «Βρήκες τους συγγενείς του;» «Ναι». «Και;» «Και μου είπαν να τον αφήσουμε να σαπίσει στο χώμα». «Κατάλαβα. Παιδόφιλος;» «Όχι. Όμως χίλια δυο άλλα. Κοίτα, κουνήθηκε». Ο Ρίκο είχε καταφέρει να βγάλει τη μάσκα του και προσπαθούσε να μιλήσει. Αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ένας βραχνός ψίθυρος. Ξαναπροσπάθησε. Είδε ότι η γυναίκα είχε ξανθές μπούκλες και είχε σκύψει και τον κοίταζε μ’ ένα μείγμα ανησυχίας και αηδίας. «Γιατρέ, είναι;…» «Όχι, δεν είναι μεταδοτικό». Δεν ήταν μεταδοτικό. Δηλαδή ήταν ο μόνος. Το πρόσωπό της πλησίασε κι άλλο. Και ακόμα και τώρα που πέθαινε –ή ακριβώς επειδή πέθαινε– ο Ρίκο Χέρεμ

εισέπνευσε με λαιμαργία το άρωμά της. Έτσι λαίμαργα όπως είχε εισπνεύσει εκείνη τη μέρα στο Ιχθυοπωλείο. Το γάντι, που μύριζε μαλλί και κιμωλία. Τη σκόνη. Ο άνδρας που φορούσε ένα μαντίλι στο στόμα και τη μύτη του. Όχι για να κρύψει το πρόσωπό του. Μα για τους σπόρους, που υπήρχαν στον αέρα. Ίσως και να μπορούσαμε να σας σώσουμε. Αλλά στα πνευμόνια... Κατέβαλε προσπάθεια να μιλήσει. Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να ψελλίσει. Tρεις λέξεις. Πρόλαβε να σκεφτεί ότι ήταν οι τελευταίες του. Και ύστερα, σαν να έπεφτε η κουρτίνα στα σαράντα δύο χρόνια της άθλιας και αγωνιώδους παράστασής του, ένα μεγάλο σκοτάδι σκέπασε τον Ρίκο Χέρεμ.

Μια καταρρακτώδης, βίαιη βροχή έπεφτε στην οροφή του αυτοκινήτου, λες και προσπαθούσε να μπει μέσα. Η Κάρι Φάρστα ανατρίχιασε άθελά της. Το δέρμα της ήταν μονίμως σκεπασμένο μ’ ένα στρώμα ιδρώτα. Της είχαν πει ότι τα πράγματα θα καλυτέρευαν όταν τελείωνε η περίοδος των βροχών, κάποια στιγμή τον Νοέμβρη. Ήθελε να γυρίσει σπίτι της, στο διαμέρισμά της στην πρεσβεία· τα σιχαινόταν αυτά τα ταξίδια στην Πατάγια, δεν ήταν η πρώτη φορά. Δεν είχε διαλέξει αυτή την καριέρα για ν’ ασχολείται με ανθρώπινα

αποβράσματα. Το αντίθετο μάλιστα. Ονειρευόταν δεξιώσεις γεμάτες ενδιαφέροντες και ευφυείς ανθρώπους, υψηλές συζητήσεις περί πολιτικής και πολιτισμού. Αποζητούσε την προσωπική της καλλιέργεια και μια καλύτερη κατανόηση των μείζονων ερωτημάτων. Αντί γι’ αυτή τη σύγχυση γύρω από ζητήματα ήσσονος σημασίας. Όπως το πώς θα ’βρισκε καλούς δικηγόρους να εκδώσουν διάφορους διεστραμμένους Νορβηγούς στην πατρίδα τους, ώστε να μπορέσουν εκείνοι να τη βγάλουν λάδι σε φυλακές με ανέσεις ξενοδοχείων τριών αστέρων. Η βροχή κόπασε απότομα, όπως είχε ξεκινήσει. Το αυτοκίνητο χώθηκε μέσα σε σύννεφα ατμού, που άχνιζαν πάνω από την καυτή άσφαλτο. «Τι είπες ότι σου είπε ο Χέρεμ;» τη ρώτησε ο γραμματέας της πρεσβείας. «Βαλεντίν» απάντησε η Κάρι. «Τα υπόλοιπα». «Δεν πολυκατάλαβα. Δυο μασημένες λέξεις. Κάτι που ακουγόταν σαν κομό». «Κομό;» «Ναι, και κάτι άλλο, δεν ξέρω». Η Κάρι κοίταξε τις σειρές από καουτσουκόδεντρα που είχαν φυτευτεί κατά μήκος του δρόμου. Ήθελε να πάει σπίτι. Σπίτι στη Νορβηγία.

23

O

Xάρι έτρεχε στον διάδρομο. Προσπέρασε τον πίνακα του Φρανς Βίντερμπαρ. Εκείνη στεκόταν στην είσοδο του γυμναστηρίου έτοιμη για μάχη. Φορούσε ένα στενό αθλητικό κορμάκι. Με τα χέρια σταυρωμένα ακουμπούσε στο πλαίσιο της πόρτας, ακολουθώντας τον με το βλέμμα της. Ο Χάρι πήγε να της γνέψει, αλλά κάποιος φώναξε «Σίλιε!» και αυτή εξαφανίστηκε μες στην αίθουσα. Στον πρώτο όροφο, ο Χάρι έχωσε το κεφάλι του στην πόρτα ψάχνοντας τον Άρνολ. «Πώς πήγε η διάλεξη;» «Καθόλου άσχημα, αλλά βάζω στοίχημα ότι πεθύμησαν τα ανατριχιαστικά και άσχετα, δήθεν πραγματικά, παραδείγματά σου» είπε ο Άρνολ, συνεχίζοντας να μαλάζει το πονεμένο του πόδι.

«Ευχαριστώ που με αντικατέστησες» είπε ο Χάρι με χαμόγελο. «Μην ανησυχείς. Προς τι η όλη αναστάτωση;» «Έπρεπε να πάω στο Ιατροδικαστικό. Η παθολόγος συμφώνησε να ξεθάψουν το πτώμα του Ρούντολφ Ασάγιεφ και να επαναλάβουν τη νεκροψία. Χρησιμοποίησα τις στατιστικές που μου έδωσες για να τους πείσω». «Χαίρομαι που βοήθησα. Παρεμπιπτόντως, πάλι έχεις επισκέψεις». «Όχι...» «Όχι, ούτε τη δεσποινίδα Γκράβσεν ούτε τους πρώην συναδέλφους σου. Του είπα να περιμένει στο γραφείο σου». «Ποιος;...» «Νομίζω ότι γνωρίζεστε. Του πρόσφερα καφέ». Ο Χάρι κοίταξε τον Άρνολ. Ύστερα κατένευσε και έφυγε. O άνδρας που τον περίμενε καθισμένος σε μια καρέκλα δεν είχε αλλάξει πολύ. Είχε βάλει λίγο παραπάνω κρέας πάνω του, ακόμα και στο πρόσωπο, και είχε γκριζάρει στους κροτάφους. Όμως είχε ακόμη εκείνη την αγορίστικη φράντζα, που δικαιολογούσε τη λέξη Τζούνιορ στο τέλος του ονόματός του, το κουστούμι του έμοιαζε ακόμη δανεικό και διατηρούσε εκείνο το διαπεραστικό και έξυπνο βλέμμα που μπορούσε να διαβάσει ένα κείμενο μέσα σε τέσσερα δευτερόλεπτα και ν’ απομνημονεύσει, αν χρειαζόταν, την

κάθε του λέξη μες στην αίθουσα του δικαστηρίου. Εν ολίγοις, ο Γιουχάν Κρον ήταν η Μπέτε Λεν της Νομικής, ο δικηγόρος που κέρδιζε ακόμα κι όταν αντίπαλός του ήταν ο νόμος. «Χάρι Χόλε» είπε με τη νεανική του φωνή. Σηκώθηκε και πρότεινε το χέρι του. «Πέρασε πολύς καιρός». «Όχι αρκετός» απάντησε ο Χάρι, σφίγγοντάς το. Πιέζοντας το δάχτυλο από τιτάνιο στη ράχη της παλάμης του δικηγόρου. «Ήσουν πάντα προάγγελος κακών ειδήσεων, Κρον. Ο καφές τι λέει;» Ο Κρον έσφιξε με δύναμη το χέρι του Χόλε. Τα έξτρα κιλά μάλλον ήταν μύες. «Καλός ο καφές» χαμογέλασε πονηρά. «Αλλά τα νέα μου είναι, ως συνήθως, άσχημα». «Α, ναι;» «Δεν συνηθίζω να εμφανίζομαι αυτοπροσώπως, όμως ήθελα να τα πούμε πρόσωπο με πρόσωπο πριν γράψω οτιδήποτε. Αφορά τη Σίλιε Γκράβσεν, που είναι μαθήτριά σου». «Μαθήτριά μου» επανέλαβε ο Χάρι. «Δεν είναι;» «Κατά κάποιον τρόπο. Το κάνεις ν’ ακούγεται λες κι είναι αποκλειστικά δική μου». «Θα κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για να είμαι ακριβής»

είπε ο Κρον και χαμογέλασε. «Η Σίλιε ήρθε κατευθείαν σ’ εμένα αντί να πάει στην αστυνομία. Από φόβο ότι θα αλληλοϋποστηριχθείτε». «Ποιοι είμαστε εμείς;» «Εσείς, οι αστυνομικοί». «Δεν είμαι...» «Ήσουν στην αστυνομία χρόνια και, ως καθηγητής στην Ακαδημία, είσαι μέρος του συστήματος. Το θέμα μας είναι ότι φοβάται ότι η αστυνομία θα προσπαθήσει να την πείσει να μην αναφέρει τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη. Και ότι, μακροπρόθεσμα, θα κινδύνευε η καριέρα της εάν της πήγαινε κόντρα». «Τι είναι αυτά που λες, Κρον;» «Ακόμη δεν έγινα σαφής; Βίασες τη Σίλιε Γκράβσεν εδώ, σε αυτό το γραφείο, χθες το βράδυ, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα». Ο Κρον παρατήρησε τον Χάρι στη σιωπή που ακολούθησε. «Και παρόλο που δεν μπορώ να τη χρησιμοποιήσω στο δικαστήριο, η απουσία εύλογης αντίδρασης εκ μέρους σου μιλάει από μόνη της, ενισχύοντας την αξιοπιστία της πελάτισσάς μου». «Γιατί, χρειάζεται ενίσχυση;» Ο Κρον ένωσε τις άκρες των δαχτύλων του. «Ελπίζω να συνειδητοποιείς τη σοβαρότητα του θέματος, Χόλε. Το

γεγονός και μόνο ότι ο εν λόγω βιασμός έχει αναφερθεί και θα δημοσιοποιηθεί πρόκειται να κάνει τη ζωή σου άνω κάτω». Ο Χάρι προσπάθησε να τον φανταστεί με τη δικηγορική του τήβεννο. Στη δίκη. Το δάχτυλό του να τον δείχνει και να τον κατηγορεί στο εδώλιο. Τη Σίλιε να σκουπίζει, γενναία, ένα δάκρυ. Τους δικαστές, αγανακτισμένους, να μένουν με το στόμα ανοιχτό. Την ψυχρή αντιμετώπιση του κοινού. Το ατέρμονο γρατζούνισμα του μολυβιού του σκιτσογράφου. «Ο μόνος λόγος για τον οποίο βρίσκομαι εγώ εδώ, αντί για δύο αστυνομικούς έτοιμους να σου περάσουν χειροπέδες και να σε οδηγήσουν έξω μπροστά από συναδέλφους και μαθητές, είναι ότι κάτι τέτοιο θα είχε κόστος και για τον πελάτη μου». «Τι κόστος;» «Καταλαβαίνεις, φαντάζομαι. Θα είχε το στίγμα της γυναίκας που έστειλε έναν συνάδελφό της στη φυλακή. Θα γινόταν “το καρφί”· ας το θέσουμε έτσι. Αυτό το είδος ανθρώπου δεν είναι καλοδεχούμενο στους κύκλους της αστυνομίας». «Βλέπεις πάρα πολλές ταινίες, Κρον. Η αστυνομία θέλει πάντα να εξιχνιάζει βιασμούς, όποιος κι αν είναι ο ύποπτος». «Άσε που η δίκη θα ήταν βάρος για μια νεαρή κοπέλα σαν

κι εκείνη. Ιδιαιτέρως τώρα, που πλησιάζουμε στην περίοδο των εξετάσεων. Δεδομένου ότι δεν τόλμησε να πάει στην αστυνομία και έπρεπε να το σκεφτεί πολύ πριν έρθει ακόμα και σ’ εμένα, τα περισσότερα ιατροδικαστικά και βιολογικά αποδεικτικά στοιχεία θα έχουν χαθεί. Και αυτό σημαίνει ότι η δίκη μπορεί να κρατήσει πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε». «Και τι σόι στοιχεία έχετε;» «Μώλωπες. Γδαρσίματα. Ένα σχισμένο φόρεμα. Κι αν ζητήσω να γίνει εξονυχιστική έρευνα αυτού του δωματίου για περαιτέρω στοιχεία, είμαι σίγουρος πως θα βρούμε κι άλλα κομμάτια από το ίδιο φόρεμα». «Αν;» «Ναι. Δεν σου φέρνω μόνο άσχημα νέα, Χάρι». «Δηλαδή;» «Σου φέρνω και μια εναλλακτική πρόταση». «Διαβολική, φαντάζομαι». «Είσαι έξυπνος άνθρωπος, Χόλε. Το ξέρεις ότι δεν έχουμε καταδικαστικά στοιχεία. Πρόκειται για μια τυπική υπόθεση βιασμού, έτσι δεν είναι; Οι ισχυρισμοί του ενός εναντίον των ισχυρισμών του άλλου. Και στο τέλος καταλήγουμε να χάνουμε και οι δύο. Οι δικαστές υποπτεύονται το θύμα για χαλαρά ήθη και ψευδείς κατηγορίες, ενώ θεωρούν ότι ο κατηγορούμενος την έχει γλιτώσει πολύ φτηνά. Δεδομένoυ

λοιπόν ότι κανείς δεν θα βγει κερδισμένος από όλο αυτό, η Σίλιε Γκράβσεν μου διαμήνυσε μια ευχή, μια πρόταση αν θες, την οποία δεν έχω λόγο να μην υποστηρίξω. Και, για να βγω για μια στιγμή από τη θέση του ενάγοντος, Χόλε, σε συμβουλεύω να κάνεις ακριβώς το ίδιο. Διότι η εναλλακτική είναι να σε καταγγείλει. Είναι κάθετη σε αυτό». «Σοβαρά;» «Ναι. Ως άτομο που θέλει να κάνει καριέρα επιβάλλοντας τον νόμο, θεωρεί αυτονόητο καθήκον της να διασφαλίσει την τιμωρία οποιουδήποτε βιαστή. Αλλά, ευτυχώς για σένα, όχι κατ’ ανάγκην από δικαστήριο». «Σε επίπεδο αρχών, δηλαδή;» «Εάν ήμουν στη θέση σου, θα ήμουν λιγότερο σαρκαστικός και περισσότερο ευγνώμων, Χόλε. Θα μπορούσα να τη συμβουλέψω να πάει στην αστυνομία». «Τι ακριβώς θέλετε οι δυο σας, Κρον;» «Εν συντομία, να παραιτηθείς από τη θέση σου στην Ακαδημία και να μην ξαναδουλέψεις ή να έχεις σχέσεις με την αστυνομία. Ν’ αφήσεις τη Σίλιε να συνεχίσει τις σπουδές της στην ησυχία της, χωρίς παρενοχλήσεις εκ μέρους σου. Το ίδιο θα ισχύσει και όταν θ’ αρχίσει να δουλεύει. Έστω κι ένα αρνητικό σχόλιο εκ μέρους σου, και η συμφωνία μας ακυρώνεται και ο βιασμός καταγγέλλεται».

Ο Χάρι ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι και το κεφάλι στις παλάμες του. Έτριψε το μέτωπό του. «Θα γράψω ένα ιδιωτικό συμφωνητικό εν είδει διευθετήσεως» είπε ο Κρον. «Η παραίτησή σου σε αντάλλαγμα για τη σιωπή της. Η συμφωνία προϋποθέτει μυστικότητα και από τις δυο πλευρές. Αν και είναι ιδιαιτέρως απίθανο να τη βλάψεις με οποιαδήποτε δημοσιοποίηση της συμφωνίας μας. Η απόφασή της μόνο θετικά θα εκληφθεί». «Ενώ εγώ θα θεωρηθώ ένοχος, μόνο και μόνο επειδή συμφώνησα να διευθετηθούν έτσι τα πράγματα». «Δες το ως περιορισμό ζημιών, Χόλε. Ένας άνδρας με τη δική σου εμπειρία δεν θα δυσκολευτεί να βρει δουλειά. Ως εμπειρογνώμονας ασφαλιστικής εταιρείας, λόγου χάριν. Ο μισθός είναι καλύτερος απ’ ό,τι στην Ακαδημία. Πίστεψέ με». «Σε πιστεύω». «Ωραία». Ο Κρον άνοιξε το κάλυμμα του κινητού του. «Πώς είναι το πρόγραμμά σου τις επόμενες μέρες;» «Και αύριο είμαι διαθέσιμος». «Ωραία. Πέρνα από το γραφείο στις δύο. Θυμάσαι τη διεύ​θ υνση από την προηγούμενη φορά;» Ο Χάρι κατένευσε. «Τέλεια. Καλή σου μέρα, Χόλε!» Ο Κρον πετάχτηκε από την καρέκλα του. Άρσεις ποδιών, έλξεις, πιέσεις πάγκου, υπέθεσε ο Χάρι.

Όταν έφυγε, ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. Ήταν Πέμπτη. Η Ράκελ θα ερχόταν μια μέρα νωρίτερα αυτό το Σαββατοκύριακο. Προσγειωνόταν στις πεντέμισι και ο Χάρι είχε προσφερθεί να την παραλάβει από το αεροδρόμιο. Έπειτα από δύο τυπικά «όχι, δεν χρειάζεται», η Ράκελ είχε δεχθεί με ευγνωμοσύνη. Ο Χάρι ήξερε ότι της άρεσαν εκείνα τα σαράντα πέντε λεπτά της ώρας από το αεροδρόμιο στο σπίτι. Η κουβέντα που θα έκαναν. Η ηρεμία. Το προοίμιο μιας υπέροχης βραδιάς. Σκέφτηκε τον ενθουσιασμό στη φωνή της όταν του εξηγούσε τι πραγματικά σημαίνει να μπορούν μόνο κράτη να συμμετέχουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Όταν του μιλούσε για τη νομική εξουσία του ΟΗΕ –ή την απουσία της–, καθώς διέσχιζαν τη νορβηγική ύπαιθρο. Ή όταν μιλούσαν για τον Όλεγκ, για το πώς τα πήγαινε, πώς ομόρφαινε μέρα με τη μέρα, πώς γινόταν πάλι ο παλιός Όλεγκ. Για τα σχέδια που έκανε να σπουδάσει Νομική, να μπει στην Αστυνομική Ακαδημία. Για το πόσο τυχεροί είχαν υπάρξει όλοι τους. Για το πόσο εύθραυστη είναι η ευτυχία. Μιλούσαν για ό,τι τους κατέβαινε στο μυαλό, δίχως φίλτρα και αηδίες. Σχεδόν. Ο Χάρι δεν ανέφερε ποτέ το πόσο φοβόταν. Το πόσο φοβόταν να δίνει υποσχέσεις που μπορεί και να αθετούσε. Το πόσο φοβόταν ότι δεν θα κατάφερνε να είναι ο άνθρωπος που θα ήθελε να ήταν, που θα έπρεπε να

ήταν για χάρη τους. Το πόσο φοβόταν ότι ούτε κι εκείνοι μπορούσαν να είναι όπως έπρεπε για κείνον. Το ότι δεν ήξερε πώς θα μπορούσε κάποιος να τον κάνει ευτυχισμένο. Το ότι ήταν ξανά μαζί της και με τον Όλεγκ αποτελούσε εξαιρετική περίσταση, κάτι που σχεδόν δεν το πίστευε, ένα ύποπτο, υπέροχο όνειρο, από το οποίο περίμενε μονίμως να ξυπνήσει. Έτριψε με τα χέρια του το πρόσωπό του. Ίσως και να πλησίαζε η ώρα, η ώρα του ξυπνήματος. Το ανελέητο, βάρβαρο φως της ημέρας. Η πραγματικότητα. Όταν όλα θα γίνονταν όπως πριν. Παγωμένα, σκληρά, μοναχικά. Ο Χάρι ανατρίχιασε.

Η Κατρίνε Μπρατ κοίταξε το ρολόι της. Εννιά και δέκα. Έξω, το βράδυ ήταν ήπιο, λες κι είχε έρθει ξαφνικά η άνοιξη. Εδώ κάτω στο υπόγειο ήταν ακόμη χειμώνας, κρύος και υγρός. Κοίταξε τον Μπγιορν Χολμ, που έξυνε τις κόκκινες φαβορίτες του. Τον Στούλε Άουνε, που έγραφε κάτι στο σημειωματάριό του. Την Μπέτε Λεν, που προσπαθούσε να κρύψει ένα χασμουρητό. Καθόντουσαν γύρω από την οθόνη ενός υπολογιστή που έδειχνε τη φωτογραφία του παραθύρου του τραμ, την οποία είχε τραβήξει η Μπέτε. Είχαν μιλήσει λίγο για το σχέδιο και είχαν αποφασίσει πως, ό,τι κι αν ήταν,

μάλλον δεν θα τους βοηθούσε να πιάσουν τον Βαλεντίν. Μετά η Κατρίνε τούς είχε πει για την αίσθησή της ότι βρισκόταν και κάποιος άλλος στη Διεύθυνση Στοιχείων. «Πρέπει να ήταν κάποιος υπάλληλος» είπε ο Μπγιορν. «Από την άλλη, είναι περίεργο που δεν άναψε το φως». «Το κλειδί αντιγράφεται εύκολα» επισήμανε η Κατρίνε. «Ίσως δεν είναι γράμματα, ίσως είναι αριθμοί» είπε η Μπέτε. Γύρισαν όλοι και την κοίταξαν. Εκείνη χάζευε ακόμη την οθόνη του υπολογιστή. «Μηδέν και ένα. Όχι όμικρον και γιώτα. Κάτι σαν δυαδικός κώδικας. Το μηδέν σημαίνει όχι και το ένα ναι, έτσι δεν είναι, Κατρίνε;» «Δεν είμαι προγραμματίστρια» απάντησε η Κατρίνε. «Αλλά ναι, έχεις δίκιο. Επίσης ένα σημαίνει ότι περνάει το ηλεκτρικό ρεύμα και μηδέν σημαίνει ότι δεν περνάει». «Ένα σημαίνει δράσε, μηδέν σημαίνει κάτσε στ’ αυγά σου» είπε η Μπέτε. «Κάν’ το, μην το κάνεις. Κάν’ το, μην το κάνεις. Ένα, μηδέν. Η μία σειρά μετά την άλλη». «Σαν μαργαρίτα που τη μαδάς» σχολίασε ο Μπγιορν. Έμειναν σιωπηλοί. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ανεμιστήρας του υπολογιστή. «Οι σειρές καταλήγουν σε μηδενικό» παρατήρησε ο Άουνε. «Μην το κάνεις».

«Αν πρόλαβε να τελειώσει το γράψιμο» είπε η Μπέτε. «Έπρεπε να κατέβει και στη στάση του». «Καμιά φορά οι κατά συρροήν δολοφόνοι σταματούν να σκοτώνουν» είπε η Κατρίνε. «Εξαφανίζονται και δεν τους ξαναβλέπει κανείς». «Αυτοί είναι η εξαίρεση» είπε η Μπέτε. «Μηδέν, ξε-μηδέν. Ποιος θεωρεί ότι ο δολοφόνος των αστυνομικών έχει σκοπό να σταματήσει; Στούλε;» «Η Κατρίνε έχει δίκιο, συμβαίνει κι αυτό, αλλά πολύ φοβάμαι ότι αυτός εδώ θα συνεχίσει». Φοβάμαι, σκέφτηκε η Κατρίνε και ήταν έτοιμη να ομολογήσει ότι αυτή φοβόταν το αντίθετο: ότι τώρα που είχαν φτάσει τόσο κοντά, ο δολοφόνος θα τα παρατούσε, θα εξαφανιζόταν. Ήθελε να ομολογήσει ότι άξιζε το ρίσκο. Και ναι, ότι, στη χειρότερη των περιπτώσεων, ήταν διατεθειμένη να θυσιάσει έναν συνάδελφο για να πιάσει τον Βαλεντίν. Άρρωστη σκέψη, μα αληθινή. Μπορούσε να αντέξει ακόμα έναν φόνο. Αυτό που δεν μπορούσε να αντέξει ήταν να ξεφύγει ο Βαλεντίν. Και τότε σχημάτισε με τα χείλη της ένα σιωπηλό ξόρκι: ακόμα μία φορά, καριόλη, μόνο μία φορά. Χτύπησε το τηλέφωνό της. Είδε το νούμερο: Ιατροδικαστικό. «Γεια. Ελέγξαμε το κομμάτι της τσίχλας από την υπόθεση

βιασμού». «Ναι;» Η Κατρίνε ένιωθε τον παλμό της να χτυπά με δύναμη στις φλέβες. Να πάνε να γαμηθούν οι θεωρίες· εδώ υπήρχαν αδιάψευστα στοιχεία. «Πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να βρούμε DNA». «Τι;» Ήταν λες και της είχαν ρίξει έναν κουβά παγωμένο νερό. «Μα... πρέπει να είναι γεμάτη σάλια!» «Συμβαίνουν αυτά καμιά φορά, λυπάμαι πολύ. Θα μπορούσαμε φυσικά να το ξαναελέγξουμε, αλλά με τις δολοφονίες των αστυνομικών...» Η Κατρίνε έκλεισε το τηλέφωνο. «Δεν βρήκαν τίποτα στην τσίχλα» είπε χαμηλόφωνα. Ο Μπγιορν και η Μπέτε κούνησαν το κεφάλι τους με κατανόηση. Η Κατρίνε νόμισε ότι είδε την Μπέτε κάπως ανακουφισμένη. Ένα χτύπημα στην πόρτα. «Ναι!» φώναξε η Μπέτε. Η Κατρίνε κοίταξε τη σιδερένια πόρτα, σίγουρη ξαφνικά ότι ήταν εκείνος. Ο ψηλός ξανθός άνδρας. Είχε αλλάξει γνώμη και είχε έρθει να τους σώσει από αυτή τη μιζέρια. Η πόρτα άνοιξε. Η Κατρίνε έβρισε. Ήταν ο Γκούναρ Χάγκεν. «Πώς πάει;» Η Μπέτε τέντωσε τα χέρια της πάνω απ’ το κεφάλι.

«Άφαντος ο Βαλεντίν στο 11 και στο 12 το απόγευμα και ουδέν αποτέλεσμα ρωτώντας και ψάχνοντας. Έχουμε δύο αστυνομικούς στο τραμ για σήμερα το βράδυ, αλλά οι ελπίδες μας επικεντρώνονται στο επόμενο πρωί». «Η ομάδα έρευνας με πολιόρκησε με ερωτήσεις για τους αστυνομικούς στο τραμ. Αναρωτιούνται τι συμβαίνει και αν έχει σχέση με τις δολοφονίες». «Οι φήμες ταξιδεύουν γρήγορα» είπε η Μπέτε. «Υπερβολικά, θα έλεγα» σχολίασε ο Χάγκεν. «Θα φτάσει σίγουρα στ’ αυτιά του Μπέλμαν». Η Κατρίνε κοίταξε ξανά την οθόνη. Σχέδια, μοτίβα. Είχε ταλέντο σ’ αυτά, πραγματικά είχε. Έτσι είχαν καταφέρει να βρουν και τον Χιονάνθρωπο. Ωραία λοιπόν. Ένα. Μηδέν. Ένα ζευγάρι ψηφίων. Δέκα μήπως; Ένα ζευγάρι αριθμών που επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Πολλές φορές. Πολλές... «Και γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να τον ενημερώσω για τον Βαλεντίν απόψε». «Τι σημαίνει αυτό για μας;» ρώτησε η Μπέτε. «Δεν φταίμε εμείς που ο Βαλεντίν αποφάσισε να κάνει την εμφάνισή του σ’ ένα τραμ. Προφανώς και κάτι έπρεπε να κάνουμε. Ως εδώ όμως. Καταφέραμε να υποδείξουμε έναν κύριο ύποπτο και διαπιστώσαμε ότι ο Βαλεντίν είναι ζωντανός. Και ξέρουμε ότι, ακόμα κι αν δεν τον πιάσουμε,

υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εμφανιστεί στο σπίτι στην Μπεργκσλία. Φτάνει· ώρα ν’ αναλάβουν άλλοι, παιδιά». «Πώς σας φαίνεται το πολύ-τι;» ρώτησε η Κατρίνε. «Συγγνώμη;» είπε ο Χάγκεν. «Ο Στούλε είπε ότι η γραφή πηγάζει από το υποσυνείδητό μας. Ο Βαλεντίν έγραψε πολλά δεκάρια, το ένα μετά το άλλο. Πολύ-10. Πώς λέμε πολύ-γλωσσος, που μιλάει πολλές γλώσσες, ή πολυ-τάλαντος, με πολλά ταλέντα; Έτσι. Πολύ-10: με πολλά δεκάρια. Πολύ-10: ΠΟΛΙ-ΤΙ* . Όπως λέμε “POLITI”, δηλαδή αστυνομία! Ίσως αυτό σημαίνει, ότι σχεδιάζει να σκοτώσει κι άλλους αστυνομικούς». «Τι στο καλό μουρμουρίζει;» ρώτησε ο Χάγκεν, απευθυνόμενος στον Στούλε. Ο Στούλε Άουνε ανασήκωσε τους ώμους του. «Προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τις μουτζούρες του Βαλεντίν στο τζάμι του τραμ. Η δικιά μου ερμηνεία ήταν ότι έγραφε DØ, να πεθάνεις. Αλλά, αν αυτός είναι ευχαριστημένος με τους άσους και τα μηδενικά του, εγώ τι να πω; Το ανθρώπινο μυαλό είναι τετραδιάστατος λαβύρινθος. Όλοι έχουμε βρεθεί μέσα του· κανείς δεν ξέρει πού να πάει».

Καθώς προχωρούσε στους δρόμους του Όσλο με κατεύθυνση το διαμέρισμα που της είχε παραχωρήσει η

αστυνομία στην Γκρουνερλέκα, η Κατρίνε δεν έδινε σημασία στη ζωή που απλωνόταν γύρω της· στους γελαστούς και ενθουσιώδεις ανθρώπους που είχαν βγει να γιορτάσουν τη σύντομη εκείνη άνοιξη, το σύντομο εκείνο Σαββατοκύριακο, τη ζωή πριν τελειώσει. Τώρα ήξερε. Ήξερε γιατί είχαν γίνει όλοι τους εμμονικοί με αυτόν τον ηλίθιο «γρίφο». Γιατί εύχονταν απεγνωσμένα τα πράγματα να έχουν συνοχή, να βγάζουν νόημα. Και ακόμα πιο πολύ, επειδή οι έρευνες είχαν κολλήσει. Γι’ αυτό έχαναν άδικα την ώρα τους. Είχε καρφώσει το βλέμμα στο πεζοδρόμιο μπροστά της και τα τακούνια της χτυπούσαν πάνω στην άσφαλτο. Κρατούσαν τον ρυθμό στο ξόρκι που έλεγε και ξανάλεγε μέσα της: ακόμα μία φορά, καριόλη, μόνο μία φορά.

Ο Χάρι κρατούσε στα χέρια του τα μακριά της μαλλιά. Ήταν σκούρα και λαμπερά, παχιά και μαλακά, λες και κρατούσε σχοινί. Τα τράβηξε προς το μέρος του. Το κεφάλι της έγειρε προς τα πίσω και αυτός κοίταξε τη λεπτή τοξωτή της πλάτη, τη σπονδυλική της στήλη, που διαγραφόταν σαν φίδι κάτω από το λαμπερό ιδρωμένο της δέρμα. Ξανάσπρωξε το σώμα του μέσα της. Το βογκητό της, υπόκωφο γρύλισμα που βγήκε από τα βάθη του στήθους της, ένας ήχος άγριος, σχεδόν

θυμωμένος. Άλλες φορές έκαναν έρωτα ήσυχα, ήρεμα, τεμπέλικα σχεδόν, σαν να έσερναν τα πόδια τους σ’ έναν αργό χορό. Κι άλλες φορές πάλευαν. Όπως απόψε. Η σφοδρή της επιθυμία γεννούσε μεγαλύτερη επιθυμία, σαν να προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά με βενζίνη, ενώ αυτή δυνάμωνε και έκαιγε πέρα από κάθε έλεγχο. Κάτι τέτοιες στιγμές ο Χάρι σκεφτόταν ότι όλο αυτό δεν θα είχε καλό τέλος. Το φόρεμά της βρισκόταν στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι. Κόκκινο. Ήταν τόσο όμορφη στα κόκκινα, σαν αμαρτία. Ξυπόλυτη. Όχι, δεν ήταν ξυπόλυτη. Ο Χάρι έσκυψε και ρούφηξε το άρωμά της. «Μη σταματάς» γρύλισε εκείνη. Όπιουμ. Η Ράκελ τού είχε πει ότι η πικρή επίγευση προερχόταν από τον ιδρώτα του κορμού ενός αραβικού δέντρου. Όχι, όχι από τον ιδρώτα, από τα δάκρυα, το ρετσίνι του. Ήταν τα δάκρυα μιας πριγκίπισσας που διέφυγε στην Αραβία εξαιτίας ενός απαγορευμένου έρωτα. Της πριγκίπισσας Σμύρνας ή Μύρρας. Που μεταμορφώθηκε σε δέντρο και έκτοτε έκλαιγε, βγάζοντας μύρο. Η ζωή της τελείωσε μες στη θλίψη, αλλά ο Ιβ Σεν Λοράν πλήρωνε μια ολόκληρη περιουσία για κάθε λίτρο δακρύων της. «Μη σταματάς, πιάσε...» Πήρε το χέρι του και το έβαλε γύρω από τον αυχένα της.

Εκείνος πίεσε προσεκτικά. Ένιωσε τα αγγεία και τους τεντωμένους μυς στον λεπτό λαιμό της. «Πιο δυνατά! Πιο δυν...» Η φωνή της κόπηκε καθώς ο Χάρι υπάκουσε. Ήξερε ότι της είχε κόψει τη ροή οξυγόνου στον εγκέφαλο. Αυτό ήταν το βίτσιο της, κι εκείνος γούσταρε επειδή γούσταρε εκείνη. Μα κάτι είχε αλλάξει τώρα: η ιδέα ότι την εξουσίαζε. Ότι μπορούσε να την κάνει ό,τι ήθελε. Κοίταξε το φόρεμά της. Κόκκινο. Ένιωσε να πνίγεται, ένιωσε ότι δεν θα μπορούσε να κρατηθεί. Έκλεισε τα μάτια του και τη φαντάστηκε. Στα τέσσερα, να γυρνάει αργά προς το μέρος του, να τον κοιτάζει, ενώ τα μαλλιά της άλλαζαν χρώμα κι εκείνος συνειδητοποιούσε ποια ήταν. Τα μάτια της είχαν γυρίσει βίαια προς τα επάνω και ο λαιμός της ήταν γεμάτος μώλωπες, που φάνηκαν αμέσως με το που έσβησε η λάμπα του ιατροδικαστή. Ο Χάρι σταμάτησε και άφησε τα μαλλιά απ’ το χέρι του. Μα η Ράκελ είχε ήδη τελειώσει. Έτρεμε με ένταση, σαν ελάφι λίγο πριν σωριαστεί στο χώμα. Και ύστερα πέθανε. Ακούμπησε με το μέτωπο στο στρώμα και ένας λυγμός ξέφυγε από το στόμα της. Έμεινε εκεί, γονατιστή, σαν να προσευχόταν. Ο Χάρι βγήκε από μέσα της. Εκείνη μόρφασε και γύρισε να

τον κοιτάξει επικριτικά. Συνήθως περίμενε πριν βγει, μέχρι να είναι εκείνη έτοιμη να χωρίσουν τα κορμιά τους. Ο Χάρι τη φίλησε γρήγορα στον σβέρκο, σηκώθηκε από το κρεβάτι και έψαξε να βρει τα εσώρουχα Πολ Σμιθ που του είχε αγοράσει από κάποιο αεροδρόμιο. Από το τζιν του, μάρκας Ράνγκλερ, που κρεμόταν από την καρέκλα, πήρε το πακέτο του με τα Camel. Κατέβηκε κάτω, στο σαλόνι. Κάθισε σε μια καρέκλα και κοίταξε έξω από το παράθυρο το βαθύ σκοτάδι. Και όμως, στον ορίζοντα η κορυφογραμμή του Χολμενκόλεν ξεχώριζε ακόμη. Άναψε τσιγάρο. Άκουσε τα πόδια της να σέρνονται πίσω απ’ την πλάτη του. Ένα χέρι τού χάιδεψε τα μαλλιά και τον σβέρκο. «Τι συμβαίνει;» «Τίποτα». Η Ράκελ κάθισε στο μπράτσο της καρέκλας και έχωσε τη μύτη της στον λαιμό του. Το δέρμα της ήταν ακόμη καυτό και μύριζε Ράκελ και έρωτα. Και τα δάκρυα της Σμύρνας. «Όπιουμ» είπε. «Τι όνομα κι αυτό για άρωμα». «Δεν σου αρέσει;» «Μου αρέσει». Ο Χάρι ξεφύσηξε τον καπνό προς το ταβάνι. «Αλλά είναι ιδιαίτερα... έντονο». Σήκωσε το κεφάλι της. Τον κοίταξε καλά. «Και τώρα μου το λες αυτό;» «Δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό πιο πριν».

«Φταίει το αλκοόλ;» «Τι;» «Το οινόπνευμα του αρώματος. Μήπως φταίει αυτό;...» Ο Χάρι έγνεψε αρνητικά. «Κάτι σου φταίει όμως» του είπε. «Σε ξέρω, Χάρι. Κάτι σε βασανίζει, είσαι ανήσυχος. Κοίτα τον τρόπο που καπνίζεις. Το ρουφάς λες κι είναι η τελευταία σταγόνα νερού στον κόσμο». Ο Χάρι χαμογέλασε. Χάιδεψε την πλάτη της, που είχε ανατριχιάσει. Τον φίλησε απαλά στο μάγουλο. «Αν δεν είναι στέρηση του αλκοόλ, τότε είναι στέρηση του άλλου είδους». «Ποιου άλλου είδους;» «Του αστυνομικού είδους». «Α, αυτού» είπε εκείνος. «Οι φόνοι των αστυνομικών, ε;» «Η Μπέτε ήρθε μέχρι εδώ προσπαθώντας να με πείσει. Μου είπε ότι μιλήσατε πρώτα». Η Ράκελ κατένευσε. «Και ότι της έδωσες την εντύπωση ότι δεν είχες πρόβλημα» είπε ο Χάρι. «Της είπα ότι η επιλογή ήταν δική σου». «Ξέχασες την υπόσχεσή μας;» «Όχι, αλλά δεν μπορώ να σε πιέσω να κρατήσεις μια

υπόσχεση, Χάρι». «Και τι θα γινόταν δηλαδή αν έλεγα “ναι” κι εντασσόμουν στην ομάδα;» «Τότε θα αθετούσες την υπόσχεσή σου». «Και οι συνέπειες ποιες θα ήταν;» «Για σένα, για μένα και για τον Όλεγκ, μεγαλύτερες πιθανότητες να μην τα καταφέρουμε. Για την έρευνα, μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας». «Χμ. Το μεν είναι σίγουρο, το δε εξαιρετικά αβέβαιο, Ράκελ». «Ίσως. Αλλά ξέρεις καλά ότι μπορεί και να μην τα καταφέρουμε έτσι κι αλλιώς, είτε εργάζεσαι για την αστυνομία είτε όχι. Καραδοκούν πολλές παγίδες. Πρώτα πρώτα, μπορεί ν’ αρχίσεις να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο γιατί δεν κάνεις αυτό για το οποίο είσαι φτιαγμένος. Ξέρεις πόσες ιστορίες έχω ακούσει για άνδρες που χωρίζουν πάνω που αρχίζει η κυνηγετική σεζόν;» «Αυτοί όμως κυνηγούν τάρανδους και όχι τσαλαπετεινούς». «Ναι, αυτό να λέγεται». Ο Χάρι πήρε μια βαθιά ανάσα. Οι φωνές τους ήταν χαμηλές, ήρεμες, λες και συζητούσαν απλώς για τα ψώνια. Έτσι μιλάμε, σκέφτηκε. Έτσι είμαστε. Την τράβηξε στην αγκαλιά του. Της ψιθύρισε στο αυτί.

«Σκοπεύω να σε κρατήσω, Ράκελ. Σκοπεύω να το διαφυλάξω όλο αυτό». «Ναι;» «Ναι. Είναι ωραίο. Είναι το ωραιότερο πράγμα που μου έχει συμβεί. Ξέρεις τι με βιδώνει, αν θυμάσαι τη διάγνωση του Στούλε: επιρρεπής σε εξαρτήσεις και με ήπια ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Αλκοόλ ή κυνήγι, δεν έχει διαφορά: αν αρχίσει το μυαλό μου να γυρίζει ανάποδα, επιστρέφει πάντα στις ίδιες διαδρομές. Με το που θ’ ανοίξω την πόρτα, είμαι εκεί, Ράκελ. Και δεν θέλω· θέλω να είμαι εδώ. Γαμώτο, νιώθω ότι πηγαίνω προς τα εκεί μόνο και μόνο που το συζητώ! Δεν το κάνω για σένα και τον Όλεγκ, για μένα το κάνω». «Έλα τώρα» είπε η Ράκελ, χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά. «Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο λοιπόν». «Ναι. Σου είπαν ότι ο Όλεγκ μπορεί να βγει πιο νωρίς;» «Ναι. Δεν έχει πια συμπτώματα στέρησης. Και μοιάζει να έχει πιο πολλή όρεξη να πάει μπροστά, περισσότερο από ποτέ. Χάρι;» «Ναι;» «Μου είπε τι συνέβη εκείνο το βράδυ». Συνέχισε να τον χαϊδεύει στο κεφάλι. Μπορεί εκείνος να μην ήξερε ακριβώς τι ήθελε, ήξερε όμως ότι ήθελε το χέρι της πάντα εκεί.

«Ποιο βράδυ;» «Ξέρεις ποιο. Το βράδυ που σε μπάλωσε εκείνος ο γιατρός». «Α, σου τα είπε, ε;» «Μου είχες πει ότι σε πυροβόλησε ένα βαποράκι του Ασάγιεφ». «Αλήθεια ήταν. Και ο Όλεγκ βαποράκι του ήταν». «Προτιμούσα την παλιά εκδοχή. Όπου ο Όλεγκ εμφανιζόταν στη σκηνή αργότερα, έβλεπε πόσο άσχημα ήσουν χτυπημένος και έτρεχε κατά μήκος του ποταμού προς τα επείγοντα». «Αλλά δεν την πίστεψες κατά βάθος, την πίστεψες;» «Μου είπε ότι μπούκαρε στο γραφείο ενός γιατρού και τον απείλησε με το Οντέσα να τον ακολουθήσει». «Ο γιατρός τον συγχώρεσε όταν με είδε σ’ εκείνη την κατάσταση». Η Ράκελ κούνησε το κεφάλι της. «Ήθελε να μου πει και τα υπόλοιπα, όμως λέει πως δεν θυμάται και πολλά από εκείνους τους μήνες». «Τα κάνει αυτά η ηρωίνη». «Σκέφτηκα ότι θα μου τα πεις εσύ. Τι λες;» Ο Χάρι τράβηξε μια ρουφηξιά. Περίμενε. Εξέπνευσε τον καπνό. «Προτιμώ να πω όσο λιγότερα γίνεται». H Ράκελ τού τράβηξε τα μαλλιά. «Σε πίστεψα τότε γιατί

ήθελα να σε πιστέψω. Για τον Θεό, Χάρι. Ο Όλεγκ σε πυροβόλησε, θα έπρεπε να είναι στη φυλακή». Ο Χάρι έγνεψε αρνητικά. «Ατύχημα ήταν, Ράκελ. Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν και εφόσον η αστυνομία δεν βρει το Οντέσα, κανείς δεν θα συνδέσει τον Όλεγκ με τον φόνο του Γκούστο Χάνσεν ή με τίποτα άλλο». «Τι εννοείς; Ο Όλεγκ αθωώθηκε για τον φόνο του Χάνσεν. Εννοείς ότι τελικά είχε σχέση;» «Όχι, Ράκελ». «Άρα τι εννοείς, Χάρι;» «Είσαι σίγουρη ότι θες να μάθεις, Ράκελ; Πολύ σίγουρη;» Εκείνη τον κοίταξε δίχως να του απαντήσει. Ο Χάρι περίμενε. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είδε τη σιλουέτα των βουνών να αγκαλιάζει την ήσυχη και ασφαλή του πόλη, την πόλη όπου τίποτα δεν συνέβαινε. Την πόλη που στην πραγματικότητα ήταν χτισμένη στην άκρη ενός σβησμένου ηφαιστείου. Τα πάντα εξαρτώνται απ’ την οπτική γωνία που τα βλέπεις. Τα πάντα εξαρτώνται από όσα γνωρίζεις. «Όχι» ψιθύρισε εκείνη στο σκοτάδι. Πήρε το χέρι του και το ακούμπησε στο μάγουλό της. Ήταν απολύτως δυνατόν να ζει κανείς ευτυχισμένος μες στην άγνοιά του, σκέφτηκε ο Χάρι. Ήταν απλώς ζήτημα

απώθησης. Απώθησης της γνώσης ότι υπήρχε ή δεν υπήρχε ένα Οντέσα κλειδωμένο στο ντουλάπι. Απώθησης των τριών φόνων που δεν ήταν δική του ευθύνη. Απώθησης του μισητού βλέμματος μιας φοιτήτριας την οποία απέρριψε, και του κόκκινου φορέματός της, που της ανέβαινε πάνω από τη μέση. Ο Χάρι έσβησε το τσιγάρο του. «Πάμε για ύπνο;» Στις τρεις τα χαράματα ο Χάρι ξύπνησε απότομα. Την είχε δει ξανά στο όνειρό του. Μπήκε σ’ ένα δωμάτιο και αυτή ήταν ήδη εκεί, ξαπλωμένη σ’ ένα βρόμικο στρώμα στο πάτωμα. Έκοβε το κόκκινό της φόρεμα μ’ ένα ψαλίδι. Δίπλα της, μια τηλεορασούλα που αναμετέδιδε την εικόνα της με δύο δευτερόλεπτα καθυστέρηση. Ο Χάρι κοίταξε τριγύρω, αλλά δεν μπορούσε να βρει την κάμερα. Ύστερα εκείνη ακούμπησε τη λαμπερή λεπίδα του ψαλιδιού στο εσωτερικό του λευκού της μηρού, πίεσε και ψιθύρισε: «Μην το κάνεις». Ο Χάρι ψαχούλεψε ξοπίσω του και βρήκε το πόμολο της πόρτας. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ανακάλυψε ότι ήταν γυμνός και ότι πήγαινε προς το μέρος της. «Μην το κάνεις». Ακούστηκε σαν ηχώ από την τηλεόραση. Με καθυστέρηση δύο δευτερολέπτων.

«Πρέπει να πάρω το κλειδί» είπε εκείνος, αλλά ήταν λες και μιλούσε κάτω από το νερό. Κατάλαβε ότι δεν τον άκουγε. Εκείνη έβαλε ένα, δύο, τρία δάχτυλα μες στο αιδοίο της και ο Χάρι είδε το λεπτό της χέρι να γλιστρά ολόκληρο μέσα. Έκανε άλλο ένα βήμα προς το μέρος της. Το χέρι της βγήκε κρατώντας ένα πιστόλι. Το έστρεψε προς το μέρος του. Ένα γυαλιστερό πιστόλι που έσταζε. Από τη λαβή ξεκινούσε ένα καλώδιο και έμπαινε στον κόλπο της, σαν ομφάλιος λώρος. Μην το κάνεις, του είχε πει, αλλά εκείνος είχε ήδη γονατίσει μπροστά της και έσκυβε προς το μέρος της. Ένιωσε το όπλο, κρύο και ευπρόσδεκτο, στο μέτωπό του. Και τότε της ψιθύρισε: «Κάν’ το».

* Στα νορβηγικά, ti σημαίνει δέκα. (Σ.τ.Μ.)

24

Τ

α γήπεδα του τένις ήταν άδεια όταν το Άμαζον του Μπγιορν Χολμ σταμάτησε μπροστά από την κεντρική είσοδο του πάρκου Φρόγκνερ, δίπλα σ’ ένα περιπολικό. Η Μπέτε πήδηξε έξω, φρέσκια φρέσκια, παρόλο που είχε κοιμηθεί ελάχιστα το προηγούμενο βράδυ. Δεν κοιμόταν εύκολα σε ξένα κρεβάτια. Ναι, στο μυαλό της ακόμη ήταν ένας ξένος. Μπορεί να ήξερε το σώμα του, αλλά το μυαλό του, οι συνήθειές του και οι σκέψεις του παρέμεναν ένα μυστήριο που δεν ήξερε αν είχε την υπομονή ή τη θέληση να εξερευνήσει. Έτσι, κάθε φορά που ξυπνούσε στο κρεβάτι του, η Μπέτε αναρωτιόταν: Θα συνεχιστεί κι άλλο αυτό; Δύο αστυνομικοί με πολιτικά, ακουμπισμένοι στο αμάξι, σηκώθηκαν και ήρθαν να τη χαιρετήσουν. Μες στο περιπολικό κάθονταν δύο ένστολοι και ένας άνδρας στο

πίσω κάθισμα. «Αυτός είναι;» ρώτησε η Μπέτε, νιώθοντας με χαρά την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. «Ναι» απάντησε ο ένας με τα πολιτικά. «Καταπληκτικό σκίτσο. Φτυστός είναι». «Και το τραμ;» «Το αφήσαμε να προχωρήσει, ήταν φίσκα. Πήραμε όμως τα στοιχεία μιας γυναίκας, γιατί είχαμε κάτι ψιλοδράματα». «Τι;» «Δείξαμε τις ταυτότητές μας και ζητήσαμε απ’ τον τύπο να μας ακολουθήσει, όμως αυτός προσπάθησε να την κοπανήσει. Πήδηξε στον διάδρομο και άρπαξε ένα καροτσάκι μωρού για να μας φράξει τον δρόμο. Ούρλιαξε στον οδηγό να σταματήσει». «Ένα καρότσι;» «Ναι, το πιστεύεις; Εγκληματική πράξη, ρε πούστη μου». «Καλά, εδώ έχει διαπράξει πολύ χειρότερα πράγματα». «Το να βάζεις το μωρό με το καρότσι στο τραμ σε ώρα αιχμής, εννοώ». «Καλά, καλά. Τέλος πάντων, τον συλλάβατε». «Η μάνα του μωρού ούρλιαξε και του άρπαξε το χέρι. Έτσι όπως το τραβούσε, κατάφερα και του ’χωσα μια μπουνιά». Ο αστυνομικός τής έδειξε τα ματωμένα του δάχτυλα. «Δεν έχει νόημα να κουβαλάς σιδερικό αν έχεις βαρύ χέρι, ε;»

«Μπράβο» είπε η Μπέτε προσποιούμενη ότι το εννοούσε. Έσκυψε και κοίταξε στο πίσω κάθισμα, αλλά το μόνο που διέκρινε ήταν μια ανθρώπινη σιλουέτα, πίσω από την αντανάκλασή της στο τζάμι. «Μπορεί κάποιος να κατεβάσει λίγο το παράθυρο;» Προσπάθησε να αναπνέει ήρεμα, καθώς το τζάμι κατέβηκε σιωπηλά. Τον αναγνώρισε αμέσως. Εκείνος δεν την κοίταξε· κοιτούσε ίσια μπροστά, το πρωινό Όσλο, με τα μάτια του μισόκλειστα, λες και ονειρευόταν ακόμη και δεν ήθελε να ξυπνήσει. «Τον ψάξατε;» τους ρώτησε. «Στενές επαφές τρίτου τύπου» είπε ο αστυνομικός με τα πολιτικά μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο. «Όχι, δεν κουβαλούσε όπλο». «Εννοώ, τον ψάξατε για ναρκωτικά; Ψάξατε στις τσέπες του;» «Ε... όχι. Γιατί να τις ψάξουμε;» «Γιατί αυτός εδώ είναι ο Κρις Ρέντι, γνωστός και ως Αντίντας, και κουβαλάει στους ώμους του πολλαπλές καταδίκες για πώληση σπιντ. Και αφού προσπάθησε να ξεφύγει, βάζω στοίχημα ότι κάτι κουβαλάει. Γδύστε τον». Η Μπέτε σηκώθηκε και πήγε πίσω στο Άμαζον.

«Εγώ ήξερα ότι ασχολούνταν με δακτυλικά αποτυπώματα» άκουσε τον αστυνομικό με τα πολιτικά να λέει στον Μπγιορν Χολμ, που είχε βγει να τους συναντήσει. «Όχι ότι αναγνώριζε και πρεζάκια». «Μπορεί ν’ αναγνωρίσει οποιονδήποτε υπάρχει στο αστυνομικό αρχείο του Όσλο» είπε ο Μπγιορν. «Την επόμενη φορά να κοιτάτε πιο προσεκτικά, εντάξει;» Ο Μπγιορν γύρισε στο αμάξι, έβαλε μπρος τη μηχανή και κοίταξε την Μπέτε. Εκείνη ήξερε ότι είχε ύφος ξινισμένης γριάς, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το βλέμμα θυμωμένο και καρφωμένο μπροστά απ’ το παρμπρίζ. «Θα τον τσακώσουμε την Κυριακή» είπε ο Μπγιορν. «Ας το ελπίσουμε» είπε η Μπέτε. «Όλα έτοιμα στην Μπεργκσλία;» «Η Δέλτα ήδη έχει κάνει αναγνώριση της γύρω περιοχής. Έχουν εντοπίσει τις θέσεις τους. Ήταν εύκολο, είπαν, με τόσο δάσος τριγύρω. Θα βρίσκονται όμως και στο γειτονικό σπίτι». «Ειδοποιήθηκαν όλοι όσοι είχαν σχέση με την αρχική υπόθεση;» «Ναι. Θα βρίσκονται δίπλα στο τηλέφωνο όλη μέρα και με το που θα τους καλέσει θα το αναφέρουν». «Συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού σου, Μπγιορν». «Και του δικού σου, επίσης. Δεν μου λες, δεν ήταν κι ο Χάρι μαζί μας τότε, σ’ εκείνη την υπόθεση; Ήταν

επιθεωρητής στο Ανθρωποκτονιών». «Ήταν αδιάθετος τότε...» «Τι, λόγω αλκοόλ;» «Η Κατρίνε τι ρόλο θα ’χει;» «Θα είναι στο δάσος, με θέα στο σπίτι». «Θέλω τακτική επαφή μαζί της στο κινητό για όσο βρίσκεται εκεί». «Θα της το πω». Η Μπέτε κοίταξε το ρολόι της. Εννιά και δεκάξι το πρωί. Κατηφόρισαν την οδό Τούμας Χέφτιες και την Μπίγκντεϊ Αλέ. Όχι επειδή ήταν ο συντομότερος δρόμος για τα Κεντρικά, αλλά επειδή ήταν ο πιο όμορφος. Και επειδή κάπως έπρεπε να περάσει η ώρα. Η Μπέτε ξανακοίταξε το ρολόι της. Εννιά και είκοσι δύο. D-Day σε δύο μέρες. Την Κυριακή. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη σαν τρελή. Η καρδιά της χτυπούσε από τώρα σαν τρελή.

Ο Γιουχάν Κρον άφησε τον Χάρι να περιμένει στην υποδοχή για τέσσερα λεπτά, όπως συνηθίζεται, πριν βγει να τον προϋπαντήσει. Έδωσε ένα δυο οφθαλμοφανώς περιττά μηνύματα στη γραμματέα του και ύστερα έστρεψε την προσοχή του στους δύο άνδρες που κάθονταν και τον

περίμεναν. «Χόλε» είπε, περιεργαζόμενος γρήγορα την έκφραση του αστυνομικού για να διαγνώσει τις διαθέσεις και τη συμπεριφορά του. Ύστερα πρόσφερε το χέρι του. «Έφερες τον δικηγόρο σου, βλέπω». «Από εδώ ο Άρνολ Φόλκεστα» είπε ο Χάρι. «Είναι συνάδελφος και του ζήτησα να με συνοδεύσει, ώστε να έχω μάρτυρα σε όσα θα πούμε και θα συμφωνήσουμε». «Πολύ σοφά έπραξες» είπε ο Γιουχάν Κρον, χωρίς ο τόνος της φωνής του να υπονοεί ότι το εννοούσε. «Περάστε, περάστε». Προχώρησε μπροστά τους κοιτάζοντας βιαστικά το αναπάντεχα μικρό γυναικείο ρολόι που φορούσε στο χέρι του. Ο Χάρι το ’πιασε το νόημα: Είμαι πολύ απασχολημένος και έχω πολύ λίγο χρόνο για μικροπράγματα σαν κι αυτό εδώ. Το γραφείο του ήταν διευθυντικών προδιαγραφών και μύριζε δέρμα· ο Χάρι υπέθεσε ότι η μυρωδιά προερχόταν από τους σκληρόδετους τόμους των Νορβηγικών Δικαστικών Χρονικών, που ήταν τοποθετημένοι με χρονολογική σειρά στα ράφια. Το γραφείο μύριζε και ένα άρωμα το οποίο ο Χάρι αναγνώρισε αμέσως. Η Σίλιε Γκράβσεν καθόταν σε μια καρέκλα, γυρισμένη μισή προς το μέρος τους, μισή προς το επιβλητικό γραφείο του Γιουχάν Κρον. «Απειλούμενο είδος;» είπε ο Χάρι, χαϊδεύοντας την

επιφάνεια του γραφείου πριν καθίσει. «Κοινό τικ» απάντησε ο Κρον και κάθισε στη θέση του οδηγού πίσω από το τροπικό δάσος. «Κοινό σήμερα, απειλούμενο αύριο» είπε ο Χάρι γνέφοντας ψύχραιμα προς τη Σίλιε Γκράβσεν. Εκείνη ανταποκρίθηκε ανοιγοκλείνοντας αργά τα βλέφαρά της, λες και δεν έπρεπε να κουνήσει το κεφάλι της. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια πολύ σφιχτή αλογοουρά, που έκανε τα μάτια της πιο σχιστά απ’ ό,τι συνήθως. Το ταγέρ που φορούσε την έκανε να μοιάζει με υπάλληλο γραφείου. Φαινόταν ήρεμη. «Ας μπούμε στο θέμα μας» είπε ο Γιουχάν Κρον και ένωσε τα δάχτυλά του, όπως συνήθιζε. «Η δεσποινίς Γκράβσεν κατέθεσε ότι βιάστηκε στο γραφείο σας στην Αστυνομική Ακαδημία γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα. Αποδεικτικά στοιχεία: εκδορές, μώλωπες και το σχισμένο της φόρεμα. Όλα αυτά έχουν φωτογραφηθεί και μπορούν να παρουσιαστούν ως πειστήρια στο δικαστήριο». Ο Κρον κοίταξε στα γρήγορα τη Σίλιε για να σιγουρευτεί ότι άντεχε την όλη διαδικασία και μετά συνέχισε: «Η ιατρική εξέταση στο Κέντρο Αντιμετώπισης Σεξουαλικών Επιθέσεων δεν αποκάλυψε, είναι η αλήθεια, εκδορές ή μώλωπες στην περιοχή των γεννητικών οργάνων,

αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια έτσι κι αλλιώς, ακόμα και σε περιπτώσεις βάναυσων επιθέσεων, δηλαδή στο 15-30% των περιπτώσεων. Δεν υπήρχαν ίχνη σπέρματος, αφού εσείς, χερ Χόλε, είχατε αρκετή διανοητική διαύγεια ώστε να εκσπερματώσετε εκτός κόλπου, συγκεκριμένα στο στομάχι της εναγούσης, πριν τη βάλετε να ντυθεί, τη σύρετε μέχρι την πόρτα και την πετάξετε έξω. Δυστυχώς η πελάτισσά μου δεν είχε την αντίστοιχη διαύγεια ώστε να κρατήσει λίγο από το σπέρμα σας ως αποδεικτικό στοιχείο. Αντ’ αυτού, καθόταν και έκλεγε στο ντους για ώρες, και ύστερα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να ξεπλύνει τα σημάδια της βεβήλωσής της. Δεν επρόκειτο εν προκειμένω για την καλύτερη ιδέα, μα ήταν μία καθ’ όλα κατανοητή και φυσιολογική αντίδραση ενός νεαρού κοριτσιού στη θέση της». Η φωνή του Κρον είχε αποκτήσει μια τρεμάμενη, αγανακτισμένη χροιά, που ο Χάρι υποψιαζόταν ότι ήταν ψεύτικη, σχεδιασμένη να τους δείξει πόσο αποτελεσματική θα ήταν η αγόρευσή του στο δικαστήριο. «Οι υπάλληλοι, όμως, του Κέντρου υποχρεούνται να περιγράψουν συντόμως στην αναφορά τους τη διανοητική κατάσταση του θύματος κατά την άφιξή του. Πρόκειται για επαγγελματίες με πολύχρονη εμπειρία στην παρατήρηση της συμπεριφοράς των θυμάτων σεξουαλικών επιθέσεων και, ως εκ τούτου, οι περιγραφές τους θα αναγνωρισθούν ως

ιδιαιτέρας βαρύτητος εκ του δικαστηρίου. Και, πιστέψτε με, στην εν λόγω περίπτωση οι ψυχολογικές διαπιστώσεις τους υποστηρίζουν καθ’ όλα τα λεγόμενα της πελάτισσάς μου». Ένα σχεδόν απολογητικό μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπο του δικηγόρου. «Αλλά πριν δούμε εκτενέστερα τα αποδεικτικά στοιχεία, ας καταστήσουμε σαφές κατά πόσο έχετε σκεφτεί την πρότασή μου, Χόλε. Εάν καταλήξατε ότι αποδέχεστε την πρότασή μου –κι ελπίζω, για το καλό όλων μας, να το έχετε κάνει–, τότε έχω μπροστά μου μία γραπτή σύμβαση. Η οποία, δεν χρειάζεται να σας το πω, θα πρέπει να παραμείνει καθ’ όλα απόρρητη». Ο Κρον έδωσε στον Χόλε έναν μαύρο δερμάτινο φάκελο κοιτάζοντας με νόημα τον Άρνολ Φόλκεστα, που κατένευσε αργά. Ο Χάρι άνοιξε τον φάκελο και κοίταξε τη σελίδα Α4 που είχε μέσα. «Χμ, πρέπει να παραιτηθώ από την Ακαδημία και από οποιαδήποτε θέση στην ή σε σχέση με την αστυνομία. Και υπό οποιανδήποτε περίπτωση δεν δύναμαι να μιλήσω στη ή με τη Σίλιε Γκράβσεν. Έτοιμο για υπογραφή, βλέπω». «Τα πράγματα δεν είναι περίπλοκα, Χόλε, οπότε εάν έχετε κάνει τους υπολογισμούς σας και έχετε καταλήξει στη σωστή

λύση...» Ο Χάρι κατένευσε. Γύρισε και κοίταξε τη Σίλιε Γκράβσεν, που καθόταν στην καρέκλα της, άκαμπτη σαν παλούκι, παρατηρώντας τον με το χλωμό και ανέκφραστο πρόσωπό της. Ο Άρνολ Φόλκεστα έβηξε χαμηλόφωνα και ο Κρον έστρεψε την προσοχή του προς εκείνον, κοιτάζοντάς τον φιλικά και ισιώνοντας το ρολογάκι του μ’ έναν επιμελώς ατημέλητο τρόπο. Ο Άρνολ έτεινε προς το μέρος του έναν κίτρινο φάκελο. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Κρον σηκώνοντας το ένα του φρύδι. Τέντωσε το χέρι του και τον πήρε. «Είναι η δική μας πρόταση για συμβιβασμό» είπε ο Φόλκεστα. «Όπως θα δείτε, προτείνουμε την άμεση, εθελούσια παύση της φοίτησης της Σίλιε Γκράβσεν στην Ακαδημία, καθώς και τη ρητή υπόσχεσή της ότι δεν θα αιτηθεί, σε καμία περίπτωση, εργασίας σε οποιοδήποτε θέση στην, ή σε σχέση με την, αστυνομία». «Θα αστειεύεστε βέβαια...» «Και ότι δεν θα προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τον Χάρι Χόλε ποτέ ξανά». «Αυτό είναι ανήκουστο!» «Σε αντάλλαγμα, και για το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων, θα απέχουμε από το να καταγγείλουμε τις

κατηγορίες αυτές ως ψευδείς και τη δράση της ως προσπάθεια εκβιασμού υπαλλήλου της Αστυνομικής Ακαδημίας». «Σε αυτήν την περίπτωση, θα τα πούμε στο δικαστήριο» είπε ο Κρον, καταφέρνοντας να κάνει το κλισέ να μην ακουστεί σαν κλισέ. «Και αν το αποτέλεσμα είναι να ζημιωθείτε, θα χαρώ πάρα πολύ να επιληφθώ του θέματος». Ο Φόλκεστα ανασήκωσε τους ώμους του. «Τότε, πολύ φοβάμαι ότι θα απογοητευτείτε, Κρον». «Θα το δούμε αυτό». Ο Κρον ήδη είχε σηκωθεί όρθιος και είχε κουμπώσει ένα κουμπί από το σακάκι του, ένδειξη ότι ξεκινούσε για την επόμενη συνάντησή του, όταν είδε τον τρόπο με τον οποίο τον κοιτούσε ο Χάρι. Σταμάτησε στη μέση της κίνησής του. Δίστασε. «Τι θέλετε να πείτε;» «Αν δεν σας πειράζει» συνέχισε ο Φόλκεστα «θα σας πρότεινα πρώτα να διαβάσετε τα έγγραφα πίσω από την προτεινόμενη συμφωνία». Ο Κρον ξανάνοιξε τον φάκελο. Ξεφύλλισε το περιεχόμενο. Διάβασε. «Όπως βλέπετε» συνέχισε ο Φόλκεστα «η πελάτισσά σας έχει παρακολουθήσει στην Ακαδημία τις διαλέξεις περί βιασμών, κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, περιγράφονται οι

τυπικές ψυχολογικές αντιδράσεις των θυμάτων». «Αυτό δεν σημαίνει ότι...» «Σας παρακαλώ να περιμένετε με τις ενστάσεις σας μέχρι να τελειώσω και να γυρίσετε στην επόμενη σελίδα. Εκεί θα βρείτε μια υπογεγραμμένη, και για την ώρα ανεπίσημη, μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα, ενός φοιτητή που στεκόταν έξω από την κεντρική πύλη όταν είδε τη δεσποινίδα Γκράβσεν να φεύγει από την Ακαδημία τη συγκεκριμένη ώρα. Ο φοιτητής καταθέτει ότι η πελάτισσά σας έμοιαζε περισσότερο θυμωμένη παρά φοβισμένη. Δεν αναφέρει κανένα σχισμένο φόρεμα. Αντιθέτως, λέει ότι η πελάτισσά σας ήταν ντυμένη και δίχως ίχνος τραυματισμού. Παραδέχεται, δε, ότι την παρατήρησε εξονυχιστικά». Γύρισε προς τη Σίλιε Γκράβσεν. «Ως φιλοφρόνηση προς εσάς, υποθέτω...» Εκείνη καθόταν εξίσου ακίνητη με πριν, αλλά τα μάγουλά της είχαν πάρει χρώμα και τα μάτια της ανοιγόκλειναν δίχως σταματημό. «Όπως βλέπετε, ο Χάρι Χόλε τον πλησίασε το πολύ ένα λεπτό, ήτοι εξήντα δεύτερα, μετά τη διέλευση της δεσποινίδος Γκράβσεν. Ο Χόλε έμεινε με τον μάρτυρα μέχρι που έφτασα εγώ για να τον συνοδεύσω στη Σήμανση, πράγμα που μπορείτε να δείτε...» –ο Φόλκεστα έκανε νόημα με το χέρι του– «στην επόμενη σελίδα, ναι, εκεί». Ο Κρον τη διάβασε και κατέρρευσε στην καρέκλα του.

«Η αναφορά λέει ότι ο Χάρι Χόλε δεν έχει καμία από τις ενδείξεις που θα περίμενε κανείς σ’ έναν άνδρα που μόλις έχει διαπράξει βιασμό. Ούτε δέρμα κάτω από τα νύχια του, ούτε εκκρίσεις των γεννητικών οργάνων, ούτε ηβικές τρίχες άλλων προσώπων στα χέρια ή στα γεννητικά του όργανα. Και αυτό διαψεύδει τα λεγόμενα της δεσποινίδος Γκράβσεν περί εκδορών και διείσδυσης. Συν τοις άλλοις, δεν υπήρχε κανένα σημάδι στο σώμα του ίδιου του Χόλε που να προδίδει ότι είχε προηγηθεί πάλη. Η μοναδική υπόνοια επαφής ήταν δύο τρίχες πάνω στα ρούχα του, πράγμα απολύτως αναμενόμενο, αφού η πελάτισσά σας είχε σκύψει επάνω του, όπως θα δείτε στη σελίδα τρία». Ο Κρον γύρισε σελίδα δίχως να σηκώσει το βλέμμα του. Τα μάτια του γλίστρησαν προς το τέρμα της σελίδας, τα χείλη του σχημάτισαν μια σιωπηλή βρισιά έπειτα από τρία δευτερόλεπτα και ο Χάρι κατάλαβε ότι ο μύθος ήταν πέρα για πέρα αληθινός: κανείς στους νομικούς κύκλους της Νορβηγίας δεν μπορούσε να διαβάσει ένα κομμάτι χαρτί γρηγορότερα από τον Γιουχάν Κρον. «Εντέλει» συνέχισε ο Φόλκεστα «εάν κοιτάξετε την ποσότητα της εκσπερμάτισης του Χόλε μισή ώρα μετά τον υποτιθέμενο βιασμό, θα δείτε ότι είναι τέσσερα χιλιοστά. Μια δεύτερη εκσπερμάτιση μέσα σε αυτή τη μισή ώρα θα

παρήγαγε λιγότερο από το 10% αυτού. Εν ολίγοις, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία οι όρχεις του Χάρι Χόλε είναι μαγικοί, ο Χάρι Χόλε δεν εκσπερμάτισε την ώρα που ισχυρίζεται η δεσποινίς Γκράβσεν». Ακολούθησε σιωπή. Ο Χάρι άκουσε απέξω την κόρνα ενός αυτοκινήτου, φωνές, γέλια και βρισιές. Τα αυτοκίνητα είχαν κολλήσει στην κίνηση. «Τα πράγματα δεν είναι περίπλοκα» είπε ο Φόλκεστα κρύβοντας ένα ντροπαλό χαμόγελο. «Οπότε, εάν έχετε κάνει τους υπολογισμούς σας...» Ακούστηκε το υδραυλικό ρουθούνισμα φρένων που λύνονται. Και ύστερα ένας γδούπος, καθώς η Σίλιε Γκράβσεν σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της, ακολουθούμενος από το βρόντημα της πόρτας αφού βγήκε από το δωμάτιο. Ο Κρον καθόταν με το βλέμμα χαμηλωμένο. Όταν σήκωσε πια το κεφάλι του, γύρισε και κοίταξε τον Χάρι. «Ζητώ συγγνώμη» είπε. «Ως σύμβουλος υπεράσπισης παραδέχομαι ότι οι πελάτες μας ψεύδονται για να σώσουν το τομάρι τους. Αλλά αυτό εδώ... Έπρεπε να έχω ζυγίσει καλύτερα την όλη υπόθεση». Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν την ξέρεις, ε;» «Όχι» απάντησε ο Κρον. «Αλλά ξέρω εσένα. Θα έπρεπε να σε ξέρω μετά από τόσα χρόνια, Χόλε. Θα τη βάλω να υπογράψει τη σύμβασή σου».

«Κι αν δεν το κάνει;» «Θα της εξηγήσω τις συνέπειες που επιφέρουν οι ψευδείς κατηγορίες. Και η επίσημη εκδίωξή της από την Ακαδημία. Δεν είναι χαζή, ξέρεις». «Το ξέρω» είπε ο Χάρι και σηκώθηκε βγάζοντας έναν αναστεναγμό. «Το ξέρω». Έξω η κίνηση είχε αρχίσει να κυλάει ξανά.

Ο Χάρι και ο Άρνολ Φόλκεστα ανέβαιναν την οδό Καρλ Γιουχάν. «Σ’ ευχαριστώ» είπε ο Χάρι. «Όμως εξακολουθώ ν’ αναρωτιέμαι πώς τα κατάλαβες όλα τόσο γρήγορα». «Έχω μια κάποια εμπειρία με ΙΔΨ» χαμογέλασε ο Άρνολ. «Συγγνώμη;» «Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Όταν ένα άτομο που πάσxει από ΙΔΨ πάρει μια απόφαση, δεν σταματάει σε τίποτα. Η δράση γίνεται πιο σημαντική από τις συνέπειες». «Ξέρω τι είναι η ΙΔΨ. Έχω έναν φίλο ψυχολόγο, που με κατηγορεί ότι δεν απέχω και πολύ. Εννοούσα πώς κατάλαβες τόσο γρήγορα ότι χρειαζόμασταν έναν μάρτυρα και ότι έπρεπε να πάμε στη Σήμανση αμέσως». Ο Άρνολ Φόλκεστα κάγχασε άκακα. «Δεν ξέρω αν μπορώ να σου το πω αυτό, Χάρι».

«Γιατί όχι;» «Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι είχα μπλεχτεί σε μια υπόθεση όπου δύο αξιωματικοί παραλίγο να βρεθούν αντιμέτωποι με καταγγελίες ξυλοδαρμού. Είχαν κάνει κάποιον μαύρο στο ξύλο. Αλλά κάνοντας κάτι ανάλογο με αυτό που κάναμε εμείς, του τη βγήκαν από πάνω. Ο ένας απ’ αυτούς έκαψε τα αποδεικτικά στοιχεία που στρέφονταν εναντίον τους, και όσα έμειναν δεν ήταν αρκετά, οπότε ο δικηγόρος του ενάγοντος τον συμβούλεψε να αποσύρει τις κατηγορίες γιατί δεν θα έβγαζαν πουθενά. Σκέφτηκα ότι το ίδιο θα συνέβαινε κι εδώ». «Ναι, αλλά τώρα το κάνεις ν’ ακούγεται λες και τη βίασα πραγματικά, Άρνολ». «Συγγνώμη» είπε ο Άρνολ γελώντας. «Το ψιλοπερίμενα ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο. Η κοπέλα είναι μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Θα έπρεπε να έχει απορριφθεί μόνο και μόνο από τα ψυχολογικά μας τεστ, πριν τη δεχτούμε καν στην Ακαδημία». Διέσχισαν την πλατεία Εγκερτούργκε. Το μυαλό του Χάρι γέμισε εικόνες. Το χαμόγελο της κοπέλας του κάποιον Μάη της νεότητάς του. Το πτώμα ενός στρατιώτη του Στρατού της Σωτηρίας μπροστά απ’ το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τσουκάλι τους. Μια πόλη γεμάτη αναμνήσεις. «Και ποιοι ήταν οι δύο αξιωματικοί;»

«Ο ένας τους ήταν υψηλά ιστάμενος». «Γι’ αυτό δεν μου λες; Και εσύ ήσουν μπλεγμένος σ’ όλο αυτό; Τι έχεις, ενοχές;» Ο Άρνολ Φόλκεστα ανασήκωσε τους ώμους του. «Οποιοσδήποτε δεν τολμά να υπερασπιστεί το δίκιο πρέπει να έχει ενοχές». «Χμ. Ένας αστυνομικός με βίαιο παρελθόν και την τάση να καίει στοιχεία. Δεν κυκλοφορούν και πολλοί από δαύτους. Δεν αναφέρεσαι, κατά τύχη, σ’ έναν αξιωματικό που ακούει στο όνομα Τρουλς Μπέρντσεν, ε;» Ο Άρνολ Φόλκεστα δεν είπε τίποτα, όμως η ανατριχίλα που διαπέρασε το σώμα του ήταν αρκετά προφανής για τον Χάρι. «Μάλιστα, η σκιά του Μίκαελ Μπέλμαν. Αυτό εννοούσες όταν είπες υψηλά ιστάμενος, ε;» Ο Χάρι έφτυσε στην άσφαλτο. «Δεν αλλάζουμε κουβέντα, Χάρι;» «Ναι, ας αλλάξουμε. Τι λες για μεσημεριανό στου Σρέντερ;» «Στου Σρέντερ; Γιατί, σερβίρουν και... μεσημεριανό;» «Ναι, έχουν κάτι σάντουιτς με μπιφτέκι. Και πολύ χώρο».

«A, κάτι μου θυμίζει αυτό, Ρίτα» είπε ο Χάρι στη σερβιτόρα,

που άφησε μπροστά του δυο καμένα μπιφτέκια με λευκά κρεμμύδια. «Τίποτα δεν αλλάζει εδώ μέσα, ξέρεις» απάντησε εκείνη χαμογελώντας και τους άφησε μόνους. «Ναι, λοιπόν, ο Τρουλς Μπέρντσεν» είπε ο Χάρι και έριξε μια ματιά πίσω από την πλάτη του. Ήταν σχεδόν μόνοι τους στην απλή, τετράγωνη αίθουσα, που εξακολουθούσε να μυρίζει τσιγαρίλα, παρ’ όλα τα χρόνια αντικαπνιστικής νομοθεσίας. «Νομίζω ότι δουλεύει ως καύτης στην αστυνομία χρόνια τώρα». «Ναι;» ρώτησε σκεφτικός ο Φόλκεστα, περιεργαζόμενος το πτώμα που είχε μπροστά του. «Και ο Μπέλμαν;» «Ήταν τότε υπεύθυνος για το εμπόριο ναρκωτικών. Ξέρω ότι είχε κάνει μια συμφωνία μ’ έναν Ρούντολφ Ασάγιεφ, ο οποίος πουλούσε μια ναρκωτική ουσία με το όνομα βιολίνη» είπε ο Χάρι. «Ο Μπέλμαν έδωσε στον Ασάγιεφ το μονοπώλιο του Όσλο, με αντάλλαγμα τη μείωση του φανερού εμπορίου, των περιφερόμενων τοξικομανών και, φυσικά, των θανάτων από υπερβολική δόση. Και όλο αυτό ήταν άριστη διαφήμιση για τον Μπέλμαν». «Τόσο άριστη ώστε να του χαρίσει το πόστο του αρχηγού;» Ο Χάρι δάγκωσε διστακτικά την πρώτη μπουκιά του μπιφτεκιού του και σήκωσε τους ώμους σαν να έλεγε: Ίσως.

«Και γιατί τα κρατάς όλα αυτά κρυφά;» Ο Άρνολ Φόλκεστα έκοψε προσεκτικά αυτό που ευχόταν να είναι πραγματικό κρέας. Παραιτήθηκε και στράφηκε προς τον Χάρι, που τον κοιτούσε σαν χαζός ενώ μασουλούσε αμέριμνος. «Μήπως πληγώσεις το γόητρο του νόμου;» Ο Χάρι κατάπιε. Σκουπίστηκε με μια χαρτοπετσέτα. «Δεν είχα αποδείξεις. Εξάλλου, δεν ήμουν πια αστυνομικός. Δεν ήταν δουλειά μου. Ούτε τώρα είναι, Άρνολ». «Όχι, μάλλον έχεις δίκιο». Ο Φόλκεστα τρύπησε ένα κομμάτι με το πιρούνι του και το σήκωσε για να το εξετάσει από κοντά. «Αλλά αν όλο αυτό δεν είναι δουλειά σου, κι αν εσύ δεν θεωρείς τον εαυτό σου αστυνομικό, τότε πώς και σου έστειλε η ιατροδικαστής το πόρισμα της νεκροψίας του Ασάγιεφ, ε;» «Α, το είδες βλέπω». «Μόνο επειδή συνηθίζω να μαζεύω και τη δική σου αλληλογραφία όταν περνώ από τις θυρίδες μας. Και επειδή γουστάρω να χώνω τη μύτη μου παντού, φυσικά». «Πώς σου φαίνεται;» «Δεν το ’χω δοκιμάσει ακόμη». «Άντε ντε. Δεν δαγκώνει». «Αυτό ακριβώς σου λέω κι εγώ, Χάρι». Ο Χάρι χαμογέλασε. «Έψαξαν πίσω από τον βολβό του

ματιού. Και βρήκαν αυτό που ψάχναμε: μια απειροελάχιστη οπή στο μεγάλο αιμοφόρο αγγείο. Κάποιος έσπρωξε τον βολβό στο πλάι όταν ο Ασάγιεφ ήταν ακόμη σε κώμα και εισήγαγε φυσαλίδες αέρα στην άκρη του ματιού. Το αποτέλεσμα μάλλον ήταν άμεση τύφλωση και, λίγο αργότερα, ένας μη εντοπίσιμος θρόμβος στον εγκέφαλο». «Α, τι ωραία, τώρα μου άνοιξε η όρεξη» μόρφασε ο Φόλκεστα και άφησε κάτω το πιρούνι του. «Θες να πεις ότι μπορείς ν’ αποδείξεις ότι ο Ασάγιεφ δολοφονήθηκε;» «Όχι. Η αιτία θανάτου δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακόμη. Αλλά το σημάδι δείχνει τι είναι πιθανόν να έχει συμβεί. Το ερώτημα είναι, φυσικά, πώς μπόρεσε και μπήκε κάποιος στο δωμάτιό του. Ο φρουρός επέμενε ότι δεν είδε κανέναν την ώρα κατά την οποία θα πρέπει να έγινε η ένεση. Ούτε γιατρό, ούτε κανέναν άλλον». «Α, το μυστήριο του κλειδωμένου δωματίου». «Ή κάτι πολύ πιο απλό: είτε ο φρουρός άφησε το πόστο του, είτε κοιμήθηκε και δεν τόλμησε, δικαιολογημένα, να το αναφέρει. Είτε ήταν συνένοχος στον φόνο, άμεσα ή έμμεσα». «Και θεωρείς ότι το να εγκαταλείψει το πόστο του ή ν’ αποκοιμηθεί ήταν τυχαίο γεγονός; Δεν πιστεύουμε σε τέτοια πράγματα, Χάρι, έτσι δεν είναι;» «Έτσι είναι. Θα μπορούσαν να τον έχουν δελεάσει με κάποιον τρόπο. Ή να τον έχουν ναρκώσει».

«Ή να τον έχουν δωροδοκήσει. Θα πρέπει να τον ανακρίνετε!» Ο Χάρι κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Και γιατί όχι, παρακαλώ;» «Πρώτα απ’ όλα, δεν είμαι πια αστυνομικός. Δεύτερον, ο αστυνομικός αυτός δολοφονήθηκε. Ήταν ο τύπος που έπεσε με το αυτοκίνητο στον γκρεμό έξω από το Ντράμεν». Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του λες κι απευθυνόταν στον εαυτό του· σήκωσε την κούπα του και ήπιε μια γουλιά. «Γαμώτο!» Ο Άρνολ έσκυψε προς το μέρος του. «Και τρίτον;» Ο Χάρι έκανε νόημα στη Ρίτα για τον λογαριασμό. «Είπα εγώ ότι υπάρχει και τρίτον;» «Είπες “δεύτερον”, όχι “και δεύτερον”. Σαν να είχες και κάτι άλλο να προσθέσεις». «Σωστά. Θα προσέχω πώς εκφράζομαι από εδώ και πέρα». Ο Άρνολ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Και ο Χάρι διέκρινε στο βλέμμα του την απορία: Αφού δεν πρόκειται να παρακολουθήσεις αυτή την υπόθεση, εμένα γιατί μου τα λες όλα αυτά; «Έλα, τρώγε» είπε ο Χάρι. «Έχω και μάθημα».

Ο

ήλιος

κατρακύλησε

πάνω

στον

χλωμό

ουρανό,

προσγειώθηκε απαλά στον ορίζοντα και έβαψε τα σύννεφα πορτοκαλί. Ο Τρουλς Μπέρντσεν καθόταν στο αυτοκίνητό του ακούγοντας τη συχνότητα της αστυνομίας και περιμένοντας να πέσει το σκοτάδι. Ν’ ανάψουν τα φώτα στο σπίτι λίγο πιο πάνω. Να τη δει. Μια γρήγορη ματιά τού έφτανε και του περίσσευε. Κάτι συνέβαινε. Το άκουγε στον τρόπο επικοινωνίας των αστυνομικών, κάτι συνέβαινε εκτός της συνήθους, φυσιολογικής υποτονικότητας. Κοφτά και έντονα μηνύματα ακούγονταν περιστασιακά, λες και τους είχαν πει να μη χρησιμοποιούν τον ασύρματο περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Και δεν ήταν τόσο αυτά που έλεγαν, όσο αυτά που δεν έλεγαν, που ήταν περίεργα. Ο τρόπος με τον οποίο δεν τα έλεγαν. Κοφτές φράσεις περί παρακολούθησης και μεταφοράς, αλλά δίχως διευθύνσεις, ώρες ή ονόματα. Παλιά έλεγαν ότι η συχνότητα της αστυνομίας ήταν ο τέταρτος πιο δημοφιλής ραδιοφωνικός σταθμός του Όσλο, όμως μετά κωδικοποιήθηκε. Κι όμως· οι αστυνομικοί μιλούσαν απόψε λες και φοβόντουσαν ν’ αποκαλύψουν το παραμικρό. Να τοι πάλι. Ο Τρουλς ανέβασε τον ήχο. «Μηδέν ένα. Δέλτα δύο μηδέν. Όλα ήρεμα». Δέλτα, ειδικές δυνάμεις. Ένοπλη επιχείρηση. Ο Τρουλς σήκωσε τα κιάλια του. Εστίασε στο παράθυρο

του καθιστικού. Το καινούργιο σπίτι δεν βοηθούσε: τον εμπόδιζε η βεράντα ακριβώς μπροστά από την τζαμαρία. Στο παλιό σπίτι, ο Τρουλς χωνόταν ανάμεσα στα δέντρα και έβλεπε κατευθείαν μέσα. Την κοιτούσε να κάθεται στον καναπέ, κουρνιασμένη πάνω στα λυγισμένα της πόδια. Ξυπόλυτη. Να απομακρύνει τις ξανθιές της μπούκλες απ’ το πρόσωπό της. Λες και ήξερε ότι την κοιτούσαν. Η ομορφιά της του έφερνε δάκρυα στα μάτια. Ο ουρανός πάνω από το φιόρδ του Όσλο από πορτοκαλοκόκκινος έγινε μοβ. Το βράδυ που πάρκαρε δίπλα στο τζαμί στην οδό Όκεμπαρ ο ουρανός ήταν κατάμαυρος. Πήγε με τα πόδια μέχρι το αρχηγείο της αστυνομίας, φόρεσε την ταυτότητά του σε περίπτωση που τον πετύχαινε κάποιος φρουρός, ξεκλείδωσε την πόρτα προς το αίθριο και κατέβηκε μέχρι τη Διεύθυνση Στοιχείων. Άνοιξε την πόρτα με το αντικλείδι που είχε βγάλει πριν από τρία χρόνια. Φόρεσε τα γυαλιά νυχτερινής όρασης που είχε φέρει μαζί του. Είχε μάθει το μάθημά του ύστερα από εκείνο το βράδυ, όταν είχε ανάψει τα φώτα και είχε ανησυχήσει τον φρουρό, κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης καψίματος στοιχείων για τον Ασάγιεφ. Κινήθηκε γρήγορα· βρήκε το κουτί με τη σωστή ημερομηνία, άνοιξε το σακουλάκι που περιείχε τη σφαίρα εννέα χιλιοστών που είχε βρεθεί στο

κεφάλι του Ρενέ Καλσνές και την αντικατέστησε μ’ αυτήν που είχε στην τσέπη του. Το μόνο πράγμα που του είχε φανεί περίεργο ήταν η αίσθηση ότι δεν ήταν μόνος του. Κοίταξε τώρα την Ούλα. Άραγε να ’χε κι εκείνη το ίδιο προαίσθημα; Γι’ αυτό σήκωνε κάθε τόσο το βλέμμα από το βιβλίο της και κοίταζε έξω από το παράθυρο; Λες και υπήρχε κάτι απέξω. Κάτι που την περίμενε. Άκουσε πάλι ομιλίες στη συχνότητα. Ήξερε για τι πράγμα μιλούσαν. Κατάλαβε τι σχεδίαζαν.

25

H

D-Day έφτανε στο τέλος της. Το γουόκι τόκι έτριξε χαμηλόφωνα. Η Κατρίνε Μπρατ στριφογύρισε πάνω στο λεπτό στρωματάκι. Σήκωσε τα κιάλια της και εστίασε στο σπίτι στην Μπεργκσλία. Σκοτεινό και ήσυχο. Εδώ και σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες. Κάτι θα γινόταν σύντομα, δεν μπορεί. Αλλιώς σε τρεις ώρες θα άλλαζε η μέρα. Θα έμπαινε η λάθος μέρα. Ανατρίχιασε. Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Την ημέρα είχε εννιά βαθμούς, χωρίς βροχή. Αλλά μόλις έδυε ο ήλιος, η θερμοκρασία έπεφτε κατακόρυφα και η Κατρίνε είχε αρχίσει ήδη να κρυώνει, παρά τα ισοθερμικά εσώρουχα και το μπουφάν με την ειδική επένδυση που, σύμφωνα με τον πωλητή, ήταν «οχτακοσάρι, στην αμερικανική κλίμακα, όχι

την ευρωπαϊκή!». Μάλλον εννοούσε το πάχος της επένδυσης. Ή μήπως ήταν o αριθμός των πούπουλων που είχε; Αυτή τη στιγμή η Κατρίνε ευχόταν να είχε κάτι πιο ζεστό από το οχτακοσάρι. Όπως έναν άνδρα να την αγκαλιάσει... Δεν είχαν τοποθετήσει άνθρωπο στο σπίτι· δεν ήθελαν να τους δει κανείς να μπαίνουν και να βγαίνουν. Για να κάνουν επιθεώρηση, είχαν σταθμεύσει μακριά και είχαν πλησιάσει το σπίτι από κάποια απόσταση, στα κρυφά, δυο δυο και πάντα με πολιτικά. Το πόστο της Κατρίνε ήταν ένας μικρός λόφος στο δάσος Μπεργκ, μακριά από την ομάδα Δέλτα. Γνώριζε τις θέσεις τους, όμως δεν μπορούσε να τους διακρίνει ούτε με κιάλια. Ωστόσο ήξερε ότι υπήρχαν τέσσερις σκοπευτές, ένας για κάθε πλευρά του σπιτιού, και έντεκα καταδρομείς έτοιμοι να μπουν στο σπίτι σε λιγότερο από οκτώ δευτερόλεπτα. Ξανακοίταξε το ρολόι της. Δύο ώρες και πενήντα οκτώ λεπτά απέμεναν. Απ’ όσο γνώριζαν, ο αρχικός φόνος είχε διαπραχθεί στο τέλος της ημέρας, αλλά ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί η ακριβής ώρα θανάτου, αφού το πτώμα είχε βρεθεί τεμαχισμένο σε κομμάτια μικρότερα των δύο κιλών το καθένα. Εν πάση περιπτώσει, αφού οι ώρες των νέων δολοφονιών αντιστοιχούσαν μέχρι τώρα με τις αρχικές, το γεγονός ότι δεν είχε συμβεί τίποτα ακόμη ήταν, κατά κάποιον

τρόπο, αναμενόμενο. Ο άνεμος έφερνε σύννεφα από τα δυτικά. Το δελτίο είχε προβλέψει καλό καιρό, αλλά όσο λιγόστευε το φως, τόσο πιο περιορισμένη ήταν η ορατότητα. Από την άλλη, ίσως να έκοβε και λίγο το κρύο. Έπρεπε να είχε φέρει μαζί της έναν υπνόσακο. Το κινητό της δονήθηκε. Απάντησε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Μπέτε. «Δεν έχω τίποτα ν’ αναφέρω» είπε η Κατρίνε, ξύνοντας τον αυχένα της. «Εκτός απ’ το γεγονός ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι γεγονός. Μ’ έχουν ταράξει οι μαύρες μύγες. Μάρτη μήνα». «Τα κουνούπια, θες να πεις». «Όχι, μαύρες μύγες. Είναι... τέλος πάντων, τις έχουμε στο Μπέργκεν. Κανένα ενδιαφέρον τηλεφώνημα;» «Μπα. Εγώ τη βγάζω με γαριδάκια, Πέπσι Μαξ και Γκάμπριελ Μπερν. Για πες, δεν τον βρίσκεις σέξι; Ή μήπως είναι λίγο κρυόκωλος;» «Σέξι. Βλέπεις το Μαθήματα ψυχολογίας;» «Ναι. Πρώτη σεζόν, τρίτο DVD». «A, δεν ήξερα ότι ήσουν εθισμένη στις θερμίδες και τα DVD. Φοράς και φόρμα;» «Ναι, και πολύ φαρδιά μάλιστα. Τι να πω, κάτι τέτοιες απολαύσεις τις ευχαριστιέμαι τώρα που λείπει ο μικρός».

«Τι λες, αλλάζουμε;» «Με τίποτα. Λοιπόν, σε κλείνω μήπως πάρει ο πρίγκιπας. Κράτα με ενήμερη». Η Κατρίνε έβαλε το τηλέφωνο δίπλα στο γουόκι τόκι. Σήκωσε τα κιάλια και παρατήρησε τον δρόμο που περνούσε μπροστά από το σπίτι. Ο δράστης θα μπορούσε να καταφθάσει απ’ οπουδήποτε. Ίσως να μην πηδούσε τους φράχτες κατά μήκος των γραμμών του μετρό, που μόλις είχε ακουστεί να περνά, αλλά αν ερχόταν από την Νταμπλάσεν, θα μπορούσε να διασχίσει το δάσος μέσα από μια σειρά μονοπατιών και να περπατήσει κατά μήκος των κήπων των γειτονικών σπιτιών, ειδικά τώρα που πλησίαζαν τα σύννεφα και χανόταν το φως. Απ’ την άλλη, αν ένιωθε σίγουρος για τον εαυτό του, γιατί να μην έρθει από τον δρόμο; Η Κατρίνε είδε κάποιον ν’ ανεβαίνει τον λόφο μ’ ένα παλιό ποδήλατο, παρεκκλίνοντας λίγο εδώ, λίγο εκεί· ίσως ο τύπος να μην ήταν εντελώς νηφάλιος. Αναρωτιέμαι τι κάνει απόψε ο Χάρι. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς τι έκανε ο Χάρι, ακόμα κι όταν καθόταν απέναντί σου. Ο μυστηριώδης Χάρι. Που δεν ήταν σαν τους άλλους. Όχι σαν τον Μπγιορν Χολμ, που ήταν ανοιχτό βιβλίο. Που της είχε εκμυστηρευτεί εχθές ότι θα περίμενε τηλεφώνημα παίζοντας τους δίσκους του Μερλ Χάγκαρντ και τρώγοντας σπιτικά μπιφτέκια ταράνδου από τη

Σκράια. Και όταν η Κατρίνε είχε σουφρώσει τη μύτη της, εκείνος της είχε πει ότι μόλις τελείωνε όλο αυτό, θα την καλούσε να φάει τα μπιφτέκια της μάνας του με τηγανητές πατάτες και θα της μάθαινε τα μυστικά του Μπεϊκερσφίλντ σάουντ – της κάντρι μουσικής που αναπτύχθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή της Καλιφόρνιας τη δεκαετία του ’50. Που μάλλον ήταν η μόνη μουσική που διέθετε. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που ήταν μπακούρι. Και όταν εκείνη αρνήθηκε ευγενικά, ο Μπγιορν φάνηκε να μετανιώνει για την πρότασή του.

Ο Τρουλς Μπέρντσεν διέσχιζε με το αυτοκίνητο την Κβαντρατούρεν, όπως έκανε σχεδόν κάθε βράδυ τώρα τελευταία. Οδηγούσε αργά, πάνω κάτω, δεξιά αριστερά. Από την Ντρόνινγκενς Γκάτε, στη Χιρχεγκάτα και τη Σιπεργκάτα, κι από τη Νέντρε Σλοτσγκάτε προς την Τολμπουγκάτα. Αυτή ήταν κάποτε η πόλη του. Και θα ξαναγινόταν δική του. Στη συχνότητα της αστυνομίας φλυαρούσαν ακόμη. Αντάλλασσαν κωδικούς που είχαν στόχο τον ίδιο, τον Τρουλς Μπέρντσεν· αυτόν ήθελαν να κρατήσουν στην απέξω. Και οι ηλίθιοι νόμιζαν ότι τα είχαν καταφέρει, ότι ο Τρουλς δεν τους καταλάβαινε. Αλλά δεν τον ξεγελούσαν. Ο Τρουλς Μπέρντσεν ίσιωσε το καθρεφτάκι του και κοίταξε το

υπηρεσιακό του περίστροφο, ακουμπισμένο πάνω στο μπουφάν του στο μπροστινό κάθισμα. Ως συνήθως, συνέβαινε το αντίστροφο: τους είχε ξεγελάσει εκείνος. Οι γυναίκες στην άκρη του δρόμου τον αγνόησαν. Αναγνώρισαν το αμάξι του· ήξεραν ότι δεν είχε πάει ν’ αγοράσει τις υπηρεσίες τους. Ένα αγόρι, βαμμένο, με παντελόνια υπερβολικά στενά, περιστράφηκε γύρω από μια κολόνα ενός σήματος που έγραφε Απαγορεύεται το παρκάρισμα, λες κι έκανε πόουλ ντάνσινγκ, τουρλώνοντας τον ποπό του και σουφρώνοντας τα χείλη για φιλί προς τη μεριά του Τρουλς. Εκείνος του απάντησε σηκώνοντας το μεσαίο του δάχτυλο. Ήταν λες και το σκοτάδι είχε γίνει πιο πυκνό. Ο Τρουλς έσκυψε προς το παρμπρίζ και κοίταξε προς τα επάνω. Είδε σύννεφα να πλησιάζουν από τα δυτικά. Σταμάτησε στο φανάρι. Ξανακοίταξε το διπλανό κάθισμα. Τους είχε ξεγελάσει τόσες φορές και θα τους ξεγελούσε ακόμα μία τώρα. Αυτή ήταν η πόλη του, κανείς δεν θα του την έπαιρνε. Έβαλε το πιστόλι στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. Το όπλο του εγκλήματος. Είχαν περάσει τόσα χρόνια, αλλά θυμόταν το πρόσωπό του. Το πρόσωπο του Ρενέ Καλσνές. Το ασθενικό, κοριτσίστικο σχεδόν, όμορφο πρόσωπο. Ο Τρουλς κοπάνησε τη γροθιά του στο τιμόνι. Άναψε πράσινο, γαμώ το κέρατό μου πια!

Πρώτα τον είχε χτυπήσει με το κλομπ. Ύστερα είχε βγάλει το περίστροφό του. Ακόμα και μέσα από τα αίματα και με διαλυμένο το πρόσωπό του, ο Τρουλς είχε δει το ικετευτικό βλέμμα του Ρενέ Καλσνές και είχε ακούσει τις παρακλήσεις του ενώ ξεφυσούσε, σαν τρυπημένη σαμπρέλα ποδηλάτου που έχανε αέρα. Βουβά. Μάταια. Είχε ακουμπήσει το περίστροφο στη μύτη του τύπου, είχε πατήσει τη σκανδάλη, είχε δει το κεφάλι του να τινάζεται προς τα πίσω, λες και παρακολουθούσε κινηματογραφική ταινία. Ύστερα είχε σπρώξει το αμάξι στον γκρεμό και είχε φύγει με το αυτοκίνητό του. Πιο κάτω είχε σκουπίσει το κλομπ και το είχε πετάξει στο δάσος. Είχε ένα σωρό ανταλλακτικά στην ντουλάπα του υπνοδωματίου του. Όπλα, κιάλια νυχτερινής όρασης, αλεξίσφαιρο γιλέκο και μια καραμπίνα Μάρκλιν που όλοι νόμιζαν ότι βρισκόταν ακόμη στη Διεύθυνση Στοιχείων. Ο Τρουλς διέσχισε τις σήραγγες στην κοιλιά του Όσλο. Το δεξιό λόμπι των αυτοκινητοβιομηχανιών είχε χαρακτηρίσει τις νεόχτιστες σήραγγες αρτηρίες ζωτικής σημασίας για την πρωτεύουσα. Ο εκπρόσωπος των Πρασίνων, από την άλλη, τις είχε αποκαλέσει «τα έντερα της πόλης»: ζωτικής σημασίας μεν, δεν έπαυαν να κουβαλάνε σκατά δε.

Οδήγησε μέσα από εξόδους και κυκλικούς κόμβους, σηματοδοτούμενους κατά τη μακρόχρονη παράδοση του Όσλο, που λέει ότι, αν δεν είσαι ντόπιος, πιάνεσαι κορόιδο με τις φάρσες του υπουργείου Μεταφορών. Βρέθηκε ψηλά, στο ανατολικό Όσλο. Στα λημέρια του. Στον ασύρματο εκείνοι συνέχιζαν να κακαρίζουν. Μια από τις φωνές πνίγηκε από ένα κροτάλισμα. Το μετρό. Τους ηλίθιους. Τι νόμιζαν, ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τους παιδιάστικους κωδικούς τους; Την είχαν στήσει στην Μπεργκσλία. Έξω από το κίτρινο σπίτι.

Ο Χάρι ήταν ξαπλωμένος και χάζευε τις τολύπες καπνού που ανέβαιναν αργά προς το ταβάνι. Σχημάτιζαν φιγούρες, πρόσωπα. Ήξερε πολύ καλά ποιανών. Μπορούσε να τους ονοματίσει έναν προς έναν. Ο Κύκλος των Χαμένων Αστυνομικών. Ο Χάρι φύσηξε και αυτοί εξαφανίστηκαν. Είχε πάρει την απόφασή του. Δεν ήταν πολύ σίγουρος πότε ακριβώς συνέβη αυτό, αλλά ήξερε ότι από εδώ και πέρα τα πράγματα θ’ άλλαζαν εντελώς. Στην αρχή προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν έπαιρνε και τόσο μεγάλο ρίσκο, ότι υπερέβαλλε, αλλά είχε υπάρξει αλκοολικός για πάρα πολλά χρόνια και αναγνώριζε την επιπόλαιη τάση αποδραματοποίησης που έχουν οι

ανόητοι. Από τη στιγμή που θα ξεστόμιζε αυτό που ήταν έτοιμος να πει, θα άλλαζαν τα πάντα στη σχέση του με τη γυναίκα που βρισκόταν τώρα ξαπλωμένη δίπλα του. Το έτρεμε κάτι τέτοιο. Δοκίμασε μερικές φράσεις στο μυαλό του. Έπρεπε να μιλήσει, τώρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, μα τον πρόλαβε η Ράκελ. «Μου δίνεις μια τζούρα;» μουρμούρισε και χώθηκε στην αγκαλιά του. Το γυμνό της κορμί είχε τη θερμότητα μιας σόμπας, τη θερμότητα που του έλειπε τις πιο απίθανες στιγμές. Κάτω από το πάπλωμα είχε ζέστη, έξω από το πάπλωμα έκανε κρύο. Λευκά σεντόνια· πάντοτε λευκά σεντόνια: τίποτα άλλο δεν έχει αυτή την κρύα αίσθηση. Της έδωσε το Camel του. Την κοίταξε να το κρατάει με τον χαρακτηριστικό, αδέξιο τρόπο της, είδε τα μάγουλά της να βαθουλώνουν καθώς εκείνη προσπάθησε να το κοιτάξει, λες και ήταν ασφαλέστερο απ’ το να το αφήσει από τα μάτια της. Σκέφτηκε όσα είχε στη ζωή του. Και όλα όσα μπορεί να έχανε. «Να σε πάω στο αεροδρόμιο αύριο;» τη ρώτησε. «Δεν χρειάζεται». «Το ξέρω. Αλλά έχω μάθημα αργά». «Τότε να με πας». Τον φίλησε στο μάγουλο. «Υπό δύο προϋποθέσεις». Η Ράκελ γύρισε στο πλάι και τον κοίταξε με απορία.

«Η πρώτη είναι ότι δεν θα σταματήσεις ποτέ να καπνίζεις σαν έφηβη σε σχολικό πάρτι». Εκείνη χαχάνισε σιγανά. «Θα προσπαθήσω. Και η δεύτερη;» Ο Χάρι ξεροκατάπιε. Ξέροντας ότι στο μέλλον θα τη σκέφτεται αυτήν ως την τελευταία ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του. «Μάλλον θα...» Σκατά. Σκατά. «Σκέφτομαι να αθετήσω μια υπόσχεση» είπε. «Μια υπόσχεση που έχω δώσει πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μου, αλλά πολύ φοβάμαι ότι επηρεάζει κι εσάς τους δύο». Περισσότερο ένιωσε, παρά άκουσε, την αλλαγή στην αναπνοή της μες στο σκοτάδι. Σύντομη, πιο γοργή. Φόβος.

Η Κατρίνε χασμουρήθηκε. Κοίταξε το ρολόι της, τον φωσφοριζέ δείκτη που μετρούσε τα λεπτά. Κανείς από τους επιθεωρητές της αρχικής υπόθεσης δεν είχε δεχθεί απόψε τηλεφώνημα. Θα περίμενε κανείς η ένταση μέσα της ν’ αυξάνεται καθώς πλησίαζε η προθεσμία, όμως η Κατρίνε ένιωθε το ακριβώς αντίθετο· είχε αρχίσει ήδη να χωνεύει την απογοήτευσή της, πιέζοντας τον εαυτό της να σκέφτεται θετικά πράγματα:

εκείνο το καυτό μπάνιο που θα έκανε όταν γυρνούσε σπίτι· μια καινούργια μέρα που θα ξημέρωνε γεμάτη νέες ευκαιρίες. Πάντα υπήρχε κάτι καινούργιο, έτσι δεν θα έπρεπε να είναι τα πράγματα; Μπορούσε να διακρίνει τα φώτα των αυτοκινήτων στον περιφερειακό 3. Η ζωή στο Όσλο συνεχιζόταν με τον ίδιο, ακατανόητα ακούραστο, ρυθμό. Το σκοτάδι βάθαινε καθώς τα σύννεφα σκέπαζαν σαν κουρτίνα τη σελήνη. Πήγε να γυρίσει μα κοκάλωσε. Ένας θόρυβος. Ένα σπάσιμο. Κάποιο κλαράκι. Εδώ. Κράτησε την ανάσα της και αφουγκράστηκε. Το πόστο της ήταν περιτριγυρισμένο από πυκνούς θάμνους και δέντρα, καλά κρυμμένο απ’ οποιοδήποτε μονοπάτι. Αλλά στα μονοπάτια δεν υπήρχαν πεταμένα κλαράκια. Κι άλλο ένα. Πιο κοντά της αυτή τη φορά. Η Κατρίνε άνοιξε ενστικτωδώς το στόμα της λες και το αίμα που σφυροκοπούσε τις φλέβες της χρειαζόταν κι άλλο οξυγόνο. Τεντώθηκε για να πιάσει το γουόκι τόκι. Αλλά δεν πρόλαβε. Θα πρέπει να κινήθηκε με ταχύτητα αστραπής, και όμως η ανάσα του στον σβέρκο της ήταν ήρεμη και η ψιθυριστή του φωνή ατάραχη, σχεδόν χαρούμενη στο αυτί της. «Τι τρέχει;» Η Κατρίνε γύρισε προς το μέρος του και άφησε την ανάσα

της να γλιστρήσει έξω μ’ ένα σφύριγμα. «Τίποτα». Ο Μίκαελ Μπέλμαν πήρε τα κιάλια και κοίταξε προς το σπίτι. «Η Δέλτα έχει δύο άτομα τοποθετημένα μέσα στις γραμμές του μετρό, δεν έχει;» «Ναι. Πώς;...» «Έλαβα ένα αντίγραφο του χάρτη της επιχείρησης» είπε ο Μπέλμαν. «Έτσι βρήκα το πόστο σου. Καλά κρυμμένο, δεν μπορώ να πω». Ο Μίκαελ χαστούκισε το μέτωπό του. «Αν είναι δυνατόν. Κουνούπια τον Μάρτη». «Μαύρες μύγες» τον διόρθωσε η Κατρίνε. «Κάνεις λάθος» διαφώνησε ο Μίκαελ Μπέλμαν, κρατώντας ακόμη τα κιάλια μπροστά στα μάτια του. «Ε, τότε έχουμε κι οι δύο δίκιο. Οι μαύρες μύγες μοιάζουν με τα κουνούπια αλλά είναι πολύ μικρότερες». «Κάνεις λάθος για το...» «Μερικές μάλιστα είναι τόσο μικρές, που δεν πίνουν το αίμα ανθρώπων, μα άλλων εντόμων. Ή τα δικά τους σωματικά υγρά». Η Κατρίνε ήξερε ότι φλυαρούσε λόγω νευρικότητας, χωρίς όμως να καταλαβαίνει γιατί ήταν νευρική. Ίσως γιατί βρισκόταν δίπλα στον αρχηγό της αστυνομίας του Όσλο. «Τα έντομα, φυσικά, δεν έχουν...» «...ότι δεν τρέχει τίποτα. Βλέπω ένα αμάξι σταματημένο έξω από τον κήπο. Κάποιος βγαίνει και πλησιάζει την

πόρτα». «Κι αν μία μαύρη μύγα... Τι είπατε;» Του άρπαξε τα κιάλια. Αρχηγός, ξε-αρχηγός, αυτό ήταν το πόστο της. Και ο Μπέλμαν είχε δίκιο. Στο φως από τις λάμπες του δρόμου, είδε κάποιον να έχει μπει μες στον κήπο και να προχωράει προς την εξώπορτα. Φορούσε κόκκινα και κρατούσε κάτι που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Η Κατρίνε ένιωσε το στόμα της να ξεραίνεται. Αυτός ήταν. Συνέβαινε, επιτέλους. Συνέβαινε τώρα. Άρπαξε το κινητό της τηλέφωνο.

«Και δεν αθετώ εύκολα υποσχέσεις» είπε ο Χάρι. Κοίταξε το τσιγάρο που του είχε ξαναδώσει η Ράκελ. Ελπίζοντας να έχει μείνει αρκετό για μία τελευταία, μεγάλη τζούρα. Τη χρειαζόταν. «Και ποια υπόσχεση είναι αυτή;» Η φωνή της Ράκελ ακούστηκε χαμηλή, ανήμπορη. Μονάχη. «Υποσχέθηκα στον εαυτό μου...» είπε ο Χάρι, πιέζοντας το φίλτρο ανάμεσα στα χείλια του. Γεύτηκε τον καπνό, το τελείωμα του τσιγάρου που, για κάποιον περίεργο λόγο, είχε εντελώς διαφορετική γεύση από το ξεκίνημά του. «...ότι δεν θα σου ζητούσα ποτέ να με παντρευτείς». Απόλυτη ησυχία έπεσε στο δωμάτιο και ο Χάρι άκουσε τον αέρα να στριφογυρίζει ανάμεσα στα φυλλοβόλα δέντρα, σαν

ένα σοκαρισμένο, ενθουσιασμένο κοινό που σιγοψιθύριζε. Η απάντησή της, κοφτή, σαν σύντομο μήνυμα σε γουόκι τόκι: «Επανάλαβε». Ο Χάρι ξερόβηξε. «Ράκελ, θα με παντρευτείς;» Ο άνεμος είχε φύγει. Το μόνο που απέμεινε στη θέση του ήταν σιωπή, γαλήνη. Νύχτα. Και στο κέντρο της, ο Χάρι και η Ράκελ. «Με δουλεύεις;» Είχε τραβηχτεί μακριά του. Ο Χάρι έκλεισε τα μάτια του. Ελεύθερη πτώση. «Δεν κάνω πλάκα». «Είσαι σίγουρος;» «Γιατί να σε δουλεύω; Προτιμάς να σε δουλεύω;» «Κατ’ αρχάς, Χάρι, η αίσθηση του χιούμορ σου είναι χάλια». «Δεκτόν». «Δεύτερον, πρέπει να σκεφτώ και τον Όλεγκ. Κι εσένα, φυσικά». «Δεν καταλαβαίνεις ότι ο Όλεγκ αποτελεί μεγάλο συν για να σε παντρευτώ, κορίτσι μου;» «Τρίτον, ακόμα κι αν ήθελα να σε παντρευτώ, υπάρχουν συγκεκριμένες νομικές προεκτάσεις. Το σπίτι μου...» «Σκεφτόμουν ότι θα έχουμε χωριστές ιδιοκτησίες. Σιγά μην κάτσω να σου προσφέρω όλη μου την περιουσία σ’

ασημένιο πιάτο. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ πολλά, αλλά σου υπόσχομαι το πιο ανώδυνο διαζύγιο του κόσμου». Εκείνη χαχάνισε. «Μα είμαστε μια χαρά έτσι όπως είμαστε, Χάρι, δεν είμαστε;» «Ναι, μπορούμε να χάσουμε τα πάντα. Και τέταρτον;» «Τέταρτον, δεν ζητάς έτσι μια κοπέλα σε γάμο, Χάρι. Στο κρεβάτι, με το τσιγάρο στο χέρι». «Αν θες να πέσω στα γόνατα, κάτσε να φορέσω πρώτα το παντελόνι μου». «Ναι». «Ναι, να το φορέσω, ή ναι...» «Ναι, ανόητε! Ναι, θέλω να σε παντρευτώ!» Η αντίδραση του Χάρι ήταν αυτόματη, εξασκημένη καθ’ όλη τη μακρά θητεία του στην αστυνομία. Γύρισε και κοίταξε το ρολόι του. Σημείωσε την ώρα: 23.11. Από τα πρώτα πράγματα που έπρεπε να γράψει στις αναφορές του. Πότε έφτασαν στη σκηνή του εγκλήματος, πότε συνέλαβαν τον ύποπτο, πότε έπεσε ο πυροβολισμός. «Ω, Θεέ μου» άκουσε τη Ράκελ να μουρμουρίζει. «Τι λέω;» «Η περίοδος υπαναχώρησης λήγει σε πέντε δευτερόλεπτα» είπε ο Χάρι γυρίζοντας προς το μέρος της. Τα πρόσωπά τους ήταν τόσο κοντά, που το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν μια αδύναμη λάμψη στα

ορθάνοιχτα μάτια της. «Τέλος χρόνου» είπε. «Και τι σόι χαμόγελο είναι αυτό;» Και τώρα το αισθάνθηκε και ο ίδιος: ένα χαμόγελο που συνέχιζε ν’ ανθίζει στο πρόσωπό του, σαν ένα φρεσκοσπασμένο αυγό που απλώνεται στο τηγάνι.

Η Μπέτε ήταν ξαπλωμένη με τα πόδια πάνω στο μπράτσο του καναπέ και χάζευε τον Γκάμπριελ Μπερν να στριφογυρίζει άβολα στην καρέκλα του. Είχε καταλάβει ότι αυτό που της άρεσε ήταν οι βλεφαρίδες του και η ιρλανδέζικη προφορά του. Οι βλεφαρίδες του Μίκαελ Μπέλμαν και η τραγουδιστή φωνή ενός ποιητή. Ο άνδρας με τον οποίο έβγαινε δεν είχε τίποτα από τα δύο, αλλά δεν ήταν αυτό το πρόβλημά της. Κάτι περίεργο συνέβαινε μ’ εκείνον. Αρχικά, όλη αυτή η έντασή του. Δεν καταλάβαινε γιατί δεν μπορούσε να την επισκεφτεί, αφού θα ήταν μόνη της απόψε το βράδυ. Και ύστερα, το παρελθόν του: άλλα της έλεγε κι άλλα ανακάλυπτε εκ των υστέρων η Μπέτε. Ίσως όμως και να μην ήταν τόσο περίεργο όλο αυτό. Όλοι μας θέλουμε να κάνουμε καλή εντύπωση στην αρχή, κι έτσι μαγειρεύουμε και ολίγον τα πράγματα. Από την άλλη, ίσως το πρόβλημα να το είχε η ίδια. Εδώ που τα λέμε, κάθισε να τον ψάξει στο Google. Δίχως

αποτέλεσμα. Έτσι, γκούγκλαρε αντ’ αυτού τον Γκάμπριελ Μπερν. Διάβασε με ενδιαφέρον ότι κάποτε δούλευε τοποθετώντας μάτια σε χνουδωτά αρκουδάκια και ύστερα βρήκε αυτό που πραγματικά την ενδιέφερε. Σύζυγος: Έλεν Μπάρκιν (1988-1999). Για μια στιγμή νόμιζε ότι και ο Γκάμπριελ ήταν χήρος, μόνος σαν κι εκείνη, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι αυτός που είχε πεθάνει ήταν μάλλον ο γάμος του. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο Γκάμπριελ ήταν μόνος του για περισσότερο καιρό από κείνην. Ή μήπως η Βικιπαίδεια δεν ήταν καλά ενημερωμένη; Στην οθόνη, η ασθενής φλέρταρε μαζί του χωρίς αναστολές. Όμως ο Γκάμπριελ δεν γελάστηκε. Της χαμογέλασε για λίγο, κάπως ανήσυχα, την κοίταξε με το γλυκό του βλέμμα και είπε κάτι ανούσιο, που από τα χείλη του ακούστηκε σαν ποίημα του Γέιτς. Ένα φωτάκι άναψε πάνω στο τραπέζι και η καρδιά της σταμάτησε. Σήκωσε το τηλέφωνο, κοίταξε τον αριθμό που καλούσε. Αναστέναξε. «Έλα, Κατρίνε». «Ήρθε». Η Μπέτε κατάλαβε από τον ενθουσιασμό στη φωνή της συναδέλφου της ότι έλεγε την αλήθεια. Το ψάρι είχε τσιμπήσει.

«Για πες...» «Στέκεται στην εξώπορτα». Στην εξώπορτα! Δεν είχε τσιμπήσει απλώς, σιγόβραζε ήδη στη φωτιά! Το σπίτι ήταν περικυκλωμένο. «Στέκεται στην εξώπορτα. Διστακτικός». Άκουσε θόρυβο στο γουόκι τόκι από την άλλη μεριά της γραμμής. Πιάστε τον, πιάστε τον, ευχήθηκε. Η Κατρίνε απάντησε σαν να άκουσε την προσευχή της: «Δόθηκε εντολή να μπουκάρουν». Η Μπέτε άκουσε μια δεύτερη φωνή να λέει κάτι. Της φάνηκε γνωστή, ωστόσο δεν μπορούσε να την προσδιορίσει. «Τρέχουν προς το σπίτι» είπε η Κατρίνε. «Λεπτομέρειες θέλω». «Η ομάδα Δέλτα. Φοράνε μαύρα. Έχουν αυτόματα. Θεέ μου, κοίτα τους πώς τρέχουν...» «Έλα, λιγότερα σχόλια, περισσότερες πληροφορίες». «Είναι τέσσερις, ανεβαίνουν το μονοπάτι. Τον τυφλώνουν με φακούς. Οι άλλοι παραμένουν κρυμμένοι. Περιμένουν, μήπως έχει ενισχύσεις. Κρατάει κάτι, το αφήνει να πέσει...» «Τι, έχει όπλ;...» Ένας διαπεραστικός ήχος. Η Μπέτε βόγκηξε. Το κουδούνι. «Δεν προλαβαίνει. Τον έπιασαν. Τον έχουν ρίξει στο

χώμα». Ναι! «Μάλλον τον ψάχνουν. Κραδαίνουν κάτι στον αέρα». «Όπλο;» Ξανά το κουδούνι. Με μανία. «Μοιάζει με τηλεκοντρόλ». «Ω! Βόμβα;» «Δεν ξέρω. Εν πάση περιπτώσει, τον έπιασαν. Κάνουν σινιάλο ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο. Περίμενε...» «Πρέπει ν’ ανοίξω την πόρτα. Σε ξαναπαίρνω». Η Μπέτε πήδηξε από τον καναπέ. Έτρεξε στην πόρτα. Πώς θα του εξηγούσε ότι όλο αυτό ήταν απαράδεκτο, ότι, όταν έλεγε ότι ήθελε να μείνει μόνη, εννοούσε ότι ήθελε να μείνει μόνη. Ανοίγοντας την πόρτα σκέφτηκε πόση απόσταση είχε διανύσει από εκείνο το ήσυχο, ντροπαλό κορίτσι γεμάτο αυταπάρνηση, το κορίτσι που αποφοίτησε από την ίδια σχολή που είχε βγάλει και ο πατέρας της, μέχρι τη γυναίκα που όχι μόνο ήξερε τι θέλει αλλά έκανε και τα πάντα ώστε να το πετύχει. Ήταν μια μακριά κι επώδυνη πορεία ώρες ώρες, αλλά η ανταμοιβή άξιζε κάθε προσπάθεια. Κοίταξε τον άνδρα που στεκόταν μπροστά της. Η αντανάκλαση του προσώπου του χτύπησε τον αμφιβληστροειδή της, μετατράπηκε σε οπτικά ερεθίσματα και

έφτασε στην ατρακτοειδή της έλικα υπό μορφή πληροφορίας. Η κατευναστική φωνή του Γκάμπριελ Μπερν είπε ξοπίσω της: «Μην πανικοβληθείς». Και μέχρι να την ακούσει, η Μπέτε είχε αναγνωρίσει το πρόσωπο που είχε απέναντί της.

Ο Χάρι ένιωσε τον οργασμό να καταφθάνει. Τον δικό του. Αυτόν τον γλυκό, γλυκό πόνο, τους μυς στην πλάτη και στην κοιλιά του να τεντώνονται. Έκλεισε την πόρτα στη φαντασία του και άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε τη Ράκελ, που τον κοιτούσε με γυάλινο βλέμμα. Η αρτηρία στο μέτωπό της διαγραφόταν πεντακάθαρα. Το πρόσωπο και το σώμα της τραντάζονταν κάθε φορά που έμπαινε μέσα της. Έμοιαζε να θέλει να πει κάτι. Και κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν η συνήθης ταλαιπωρημένη, αδικημένη έκφραση που είχε το πρόσωπό της λίγο πριν τελειώσει, μα κάτι άλλο: ένας τρόμος κυριαρχούσε στα μάτια της, ένας τρόμος που ο Χάρι δεν θυμόταν να έχει ξαναδεί, παρά μόνο μια φορά ακόμα, σε αυτό εδώ το δωμάτιο. Συνειδητοποίησε ότι είχε αρπάξει τον καρπό του και με τα δυο της χέρια, προσπαθώντας να βγάλει το χέρι του από τον λαιμό της. Ο Χάρι περίμενε. Χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Μα δεν μπορούσε να πάρει το χέρι του μακριά. Ένιωσε την αντίσταση

στο σώμα της, είδε τα μάτια της να πετάγονται έξω από τις κόγχες τους. Και τότε την άφησε. Άκουσε το σφύριγμα καθώς η Ράκελ ρουφούσε αέρα με μανία. «Χάρι...» Η φωνή της ήταν βραχνή, αγνώριστη. «Τι κάνεις;» Την κοίταξε. Δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. «Δεν...» Έβηξε. «Δεν πρέπει να με σφίγγεις τόση ώρα!» «Συγγνώμη» είπε εκείνος. «Παρασύρθηκα». Και τότε τον ένιωσε. Όχι τον οργασμό, αλλά έναν βαθύ πόνο μες στο στήθος του, που ανέβηκε στον λαιμό του και απλώθηκε πίσω από τα μάτια του. Σωριάστηκε δίπλα της. Έχωσε το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Ένιωσε δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια του. Γύρισε στο πλάι, μακριά της, πήρε βαθιές ανάσες, προσπάθησε να μην κλάψει. Τι σκατά του συνέβαινε; «Χάρι;» Δεν της απάντησε. Δεν μπορούσε. «Τι συμβαίνει, Χάρι;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Είμαι απλώς κουρασμένος» είπε με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι. Ένιωσε το χέρι της να χαϊδεύει απαλά τον σβέρκο του. Ύστερα γλίστρησε πάνω στο στήθος του και ένιωσε το κορμί της ν’ αγκαλιάζει από πίσω το δικό του.

Και τότε σκέφτηκε αυτό στο οποίο πάντα ήξερε ότι έπρεπε, κάποια στιγμή, ν’ απαντήσει: πώς ήταν δυνατόν να ζητάει από έναν άνθρωπο που αγαπούσε τόσο να μοιραστεί τη ζωή του μ’ έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν;

Η Κατρίνε είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, ακούγοντας τον λυσσαλέο διάλογο στο γουόκι τόκι. Ξοπίσω της, ο Μίκαελ Μπέλμαν έβριζε. Ο άνδρας στο κατώφλι δεν κουβαλούσε τηλεχειριστήριο. «Είναι τερματικό αποδοχής καρτών» είπε μια λαχανιασμένη φωνή. «Και τι έχει μες στη σακούλα;» «Πίτσα». «Επανάλαβε». «Ο τύπος είναι ντελιβεράς, γαμώ το κέρατό μου. Λέει ότι δουλεύει για την Πίτσα Εξπρές. Έλαβαν μια παραγγελία από αυτή τη διεύθυνση πριν από σαράντα πέντε λεπτά». «Εντάξει, θα το τσεκάρουμε, όβερ». Ο Μίκαελ Μπέλμαν έσκυψε και άρπαξε το γουόκι τόκι. «Εδώ Μπέλμαν. Τον τύπο τον έστειλε για ναρκαλιευτή. Που σημαίνει ότι βρίσκεται στην περιοχή και παρακολουθεί τι συμβαίνει. Έχουμε σκυλιά;» Σιωπή. Μόνο το τρίξιμο του γουόκι τόκι.

«Ομάδα 05 εδώ. Δεν έχουμε σκυλιά. Μπορούν να είναι εδώ σε δεκαπέντε λεπτά». Ο Μπέλμαν ξανάρχισε τις βρισιές χαμηλόφωνα και ύστερα ξαναπάτησε το κουμπί ομιλίας. «Φέρτε τα. Και ένα ελικόπτερο με προβολείς και υπέρυθρη απεικόνιση. Επιβεβαιώστε». «Ρότζερ. Αίτηση για ελικόπτερο. Δεν νομίζω ότι έχει υπέρυθρη κάμερα». Ο Μπέλμαν έκλεισε τα μάτια του και ψιθύρισε, ηλίθιε. «Φυσικά και έχει, ενσωματωμένη, οπότε αν είναι μες στο δάσος θα τον βρούμε. Στείλε την ομάδα να δημιουργήσει ένα δίχτυ βόρεια και δυτικά του δάσους. Από εκεί θα προσπαθήσει να το σκάσει. Ποιος είναι ο αριθμός του κινητού σου, Ομάδα 05;» Ο Μπέλμαν άφησε το κουμπί και έκανε νόημα στην Κατρίνε που είχε έτοιμο το τηλέφωνο. Πάτησε τους αριθμούς όπως τους είπε ο 05. Έδωσε το τηλέφωνο στον Μπέλμαν. «05; Φάλκαϊντ; Άκουσέ με προσεκτικά, το έχουμε μάλλον χάσει το παιχνίδι, δεν έχουμε αρκετούς αστυνομικούς για να ψάξουμε σωστά το δάσος, οπότε θα προσπαθήσουμε κάτι ολίγον απίθανο. Αφού υποψιαζόταν ότι ήμασταν εδώ, θα πρέπει να έχει πρόσβαση στις ραδιοφωνικές μας συχνότητες. Το ξέρω ότι δεν έχουμε υπέρυθρες, αλλά αν τώρα νομίζει ότι έχουμε και ότι απλώνουμε το δίχτυ βόρεια και δυτικά...» Ο

Μπέλμαν άκουσε για λίγο. «Ακριβώς. Βάλε τους άνδρες σου ανατολικά. Όμως κράτα και δύο κοντά στο σπίτι σε περίπτωση που γυρίσει να το ελέγξει». Ο Μπέλμαν έκλεισε το τηλέφωνο και το επέστρεψε στην Κατρίνε. «Τι πιστεύετε;» ρώτησε η Κατρίνε. Η οθόνη έσβησε και ήταν λες και οι λευκές, δίχως μελανίνη, κηλίδες στο πρόσωπό του φωσφόριζαν στο σκοτάδι. «Πιστεύω» είπε ο Μπέλμαν «ότι μας έπιασε κορόιδα».

26

Έ

φυγαν από το Όσλο στις εφτά το πρωί. Ώρα αιχμής. Τα εισερχόμενα αμάξια είχαν κολλήσει στην κίνηση, σιωπηλά. Όπως κι οι δυο τους, μες στο αυτοκίνητο, τιμώντας τη συμφωνία που είχαν κάνει εδώ και χρόνια: καμιά περιττή κουβέντα πριν από τις εννιά. Περνώντας τα διόδια, άρχισε να ψιχαλίζει. Οι υαλοκαθαριστήρες έμοιαζαν να ρουφούν τη βροχή παρά να την απομακρύνουν. Ο Χάρι άνοιξε το ραδιόφωνο, άκουσε για ακόμα μία φορά τις ειδήσεις, αλλά ούτε τώρα την ανέφεραν. Την είδηση που θα έπρεπε να κυριαρχεί σε όλες τις ιστοσελίδες και τους σταθμούς σήμερα το πρωί. Για τη σύλληψη στην Μπεργκσλία, την είδηση ότι συνελήφθη ο ύποπτος για τις δολοφονίες των αστυνομικών. Μετά τα αθλητικά και το πώς

πήγε το ματς μεταξύ Νορβηγίας και Αλβανίας, ο Παβαρότι άρχισε να τραγουδά ένα ντουέτο με κάποιον αστέρα της ποπ και ο Χάρι έσπευσε να κλείσει το ραδιόφωνο. Ανέβαιναν την πλαγιά προς το Καριχάουγκεν, με το χέρι της Ράκελ πάνω στο χέρι του, που ακουμπούσε ως συνήθως πάνω στον λεβιέ των ταχυτήτων. Ο Χάρι περίμενε να μιλήσει εκείνη πρώτα. Τα λόγια ήταν περιττά μεταξύ τους, γι’ αυτό και γίνονταν απαραίτητα αυτή τη στιγμή. Σύντομα θα χωρίζονταν για μια ολόκληρη εργάσιμη εβδομάδα και η Ράκελ δεν είχε βγάλει μιλιά για την πρόταση που της είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ. Μήπως είχε ενδοιασμούς; Συνήθως δεν έλεγε πράγματα που δεν εννοούσε. Στην έξοδο προς Λέρενσκουγκ, συνειδητοποίησε ότι μπορεί και να νόμιζε ότι εκείνος είχε ενδοιασμούς. Ότι αν προσποιούνταν ότι τίποτα δεν είχε συμβεί, αν βυθιζόταν σε μια θάλασσα σιωπής, τότε τίποτα δεν είχε συμβεί. Στη χειρότερη περίπτωση, θα το θυμούνταν σαν ένα παράλογο όνειρο. Γαμώτο, μήπως όντως το είχε ονειρευτεί; Τις εποχές που κάπνιζε μετά μανίας όπιο, μιλούσε σε διάφορους ανθρώπους για πράγματα που ήταν σίγουρος ότι είχαν συμβεί και ως απάντηση λάμβανε μόνο απορημένα βλέμματα. Στην έξοδο προς Λίλεστρεμ, έσπασε τη συμφωνία τους. «Πώς σου φαίνεται ο Ιούνης; Είκοσι μία Ιουνίου, Σάββατο».

Της έριξε μια ματιά, αλλά εκείνη ήταν γυρισμένη και κοιτούσε την εξοχή που ξεδιπλωνόταν απέξω. Σκατά, είχε ενδοιασμούς. Είχε... «Μια χαρά είναι ο Ιούνιος» απάντησε. «Αλλά είμαι σίγουρη ότι πέφτει Παρασκευή». Ο τόνος της φωνής της πρόδωσε το χαμόγελό της. «Μεγάλη ιστορία ή...» «Ή μήπως μόνο εμείς και οι κουμπάροι;» «Λες;» «Αποφάσισε εσύ, αλλά όχι παραπάνω από δέκα καλεσμένους. Δεν έχουμε σερβίτσια για περισσότερους. Κι αν πούμε πέντε ο καθένας, μπορείς να καλέσεις όλες σου τις επαφές στο κινητό». Εκείνος έσκασε στα γέλια. Πλάκα θα ’χει τελικά όλο αυτό. «Κι αν σκέφτεσαι ήδη τον Όλεγκ για κουμπάρο, είναι πιασμένος» του είπε. «Μάλιστα». Ο Χάρι πάρκαρε μπροστά από την είσοδο αναχωρήσεων και φίλησε τη Ράκελ με ανοιχτό ακόμη το πορτμπαγκάζ. Επιστρέφοντας στην πόλη, πήρε τηλέφωνο τον Έισταϊν Άικελαντ, μοναδικό παιδικό του φίλο, σύντροφο στο ποτό και ταξιτζή. Ο Έισταϊν έμοιαζε να είναι στουπί. Όχι ότι ο Χάρι ήξερε πώς ακουγόταν νηφάλιος.

«Κουμπάρος; Γαμώ, ρε Χάρι, με συγκίνησες. Που το είπες σ’ εμένα, δηλαδή. Πω, έχω ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά τώρα». «Είκοσι μία Ιουνίου. Κάνεις τίποτα τότε;» Ο Έισταϊν κάγχασε με το αστείο. Ο ήχος μετατράπηκε σε βήξιμο. Που μετατράπηκε στον γάργαρο ήχο ενός μπουκαλιού που άδειαζε. «Α, συγκινήθηκα, ρε Χάρι. Αλλά όχι. Εσύ, φίλε μου, χρειάζεσαι κάποιον που θα στέκεται στα πόδια του στην εκκλησιά και θα μιλήσει μετά, στο δείπνο, δίχως να μασάει τα λόγια του. Και εγώ χρειάζομαι μια ωραία γκόμενα στο τραπέζι μου, δωρεάν ποτά και καμία ευθύνη. Σου υπόσχομαι όμως να βάλω το καλύτερο κουστούμι μου». «Τι ψεύτης που είσαι, Έισταϊν. Αφού δεν έχεις φορέσει ποτέ σου κουστούμι». «Ε, γι’ αυτό είναι ακόμη σαν καινούργια! Δεν τα χρησιμοποιώ. Σαν τους φίλους σου, Χάρι. Να παίρνεις και κάνα τηλέφωνο πού και πού, ε;» «Ναι, έχεις δίκιο». Έκλεισαν το τηλέφωνο και ο Χάρι γύρισε στην πόλη με βήμα σημειωτόν, προσπαθώντας να σκεφτεί σε ποιον άλλον θα μπορούσε να ζητήσει να γίνει κουμπάρος του. Μικρή η λίστα. Μονοψήφια. Πήρε τηλέφωνο την Μπέτε Λεν. Βγήκε ο τηλεφωνητής και της άφησε μήνυμα. Τα αμάξια προχωρούσαν με ταχύτητα χελώνας.

Πήρε τηλέφωνο τον Μπγιορν Χολμ. «Έλα, ρε Χάρι». «Είναι η Μπέτε στη δουλειά;» «Λείπει σήμερα». «Η Μπέτε; Δεν λείπει ποτέ. Τι, κρύωσε;» «Δεν ξέρω. Έστειλε μήνυμα στην Κατρίνε χθες βράδυ. Άκουσες για την Μπεργκσλία;» «Α, το είχα ξεχάσει όλο αυτό» είπε ψέματα ο Χάρι. «Λοιπόν, τι έγινε;» «Δεν εμφανίστηκε». «Κρίμα. Συνεχίστε όμως. Θα την πάρω στο σπίτι». Ο Χάρι έκλεισε και κάλεσε το τηλέφωνο του σπιτιού της. Άφησε το τηλέφωνο να χτυπά δύο ολόκληρα λεπτά. Δεν πήρε απάντηση. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πολλή ώρα ακόμη πριν από το μάθημα και το Όπσαλ ήταν στον δρόμο του. Βγήκε από τον αυτοκινητόδρομο στο Χέλσφιρ. Η Μπέτε είχε κληρονομήσει αυτό το σπίτι από τη μητέρα της και στον Χάρι θύμιζε το πατρικό του σπίτι, επίσης στο Όπσαλ: ένα τυπικό ξύλινο κτίσμα της δεκαετίας του ’50, ένα απλό κουτάκι κατασκευασμένο για την αναδυόμενη μεσαία τάξη, που πίστευε ότι ένας κήπος με μηλιές δεν θα ’πρεπε να είναι προνόμιο μόνο της ανώτερης τάξης. Εκτός από τη φασαρία ενός σκουπιδιάρικου που ανέβαινε

τον δρόμο σταματώντας από κάδο σε κάδο, επικρατούσε ησυχία. Έλειπαν όλοι στη δουλειά, στο σχολείο, στο νηπιαγωγείο. Ο Χάρι πάρκαρε το αμάξι, μπήκε στον κήπο, προσπέρασε ένα παιδικό ποδηλατάκι κλειδωμένο πάνω στον φράχτη, έναν κάδο σκουπιδιών τίγκα στις μαύρες πλαστικές σακούλες, μια κούνια, ανέβηκε με δυο πήδους τα σκαλιά και στάθηκε μπροστά σ’ ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια Νάικ, που του ήταν γνώριμα. Χτύπησε το κουδούνι που βρισκόταν κάτω από ένα πλακάκι με χαραγμένα τα ονόματα της Μπέτε και του γιου της. Περίμενε. Ξαναχτύπησε. Στον πρώτο όροφο είδε ένα ανοιχτό παράθυρο, μάλλον κάποιου υπνοδωματίου. Φώναξε το όνομά της. Ίσως δεν τον άκουγε λόγω του θορύβου που έκανε το μεταλλικό πιστόνι του σκουπιδιάρικου καθώς πατίκωνε τα σκουπίδια, πλησιάζοντας ολοένα και περισσότερο. Τράβηξε την πόρτα. Ήταν ανοιχτή. Μπήκε στο σπίτι. Φώναξε το όνομά της. Καμία απάντηση. Δεν μπορούσε πια να αγνοήσει την ταραχή που ήξερε ότι υπέβοσκε μέσα του εδώ και ώρα. Από τότε που δεν άκουσε την είδηση στο ραδιόφωνο. Από τότε που δεν απάντησε στο τηλεφώνημά του. Ανέβηκε πάνω και πήγε από δωμάτιο σε δωμάτιο.

Άδεια. Ανέγγιχτα. Ξανακατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και πήγε προς το σαλόνι. Κάθισε στην πόρτα και με το βλέμμα του σάρωσε τον χώρο. Ήξερε πάρα πολύ καλά γιατί δεν έμπαινε μέσα, αλλά δεν τολμούσε να τ’ ομολογήσει ούτε στον εαυτό του. Δεν τολμούσε να ομολογήσει ότι πιθανόν και να κοιτούσε τη σκηνή ενός εγκλήματος. Είχε ξαναβρεθεί εδώ μέσα, αλλά του έκανε εντύπωση πόσο άδειο του φαινόταν τώρα το δωμάτιο. Ίσως να έφταιγε το πρωινό φως, ίσως το γεγονός ότι η Μπέτε δεν ήταν εκεί. Το βλέμμα του σταμάτησε στο τραπεζάκι. Ένα κινητό. Άκουσε τον εαυτό του να εκπνέει βαριά και συνειδητοποίησε πόσο ανακουφισμένος αισθάνθηκε. Η Μπέτε είχε πεταχτεί να ψωνίσει δυο λεπτά, αφήνοντας το κινητό της και μην μπαίνοντας στον κόπο να κλειδώσει. Στο φαρμακείο για ασπιρίνες, ας πούμε. Ναι, αυτό συνέβη. Ο Χάρι θυμήθηκε τ’ αθλητικά παπούτσια στην πόρτα. Και λοιπόν; Μια γυναίκα πάντα έχει παραπάνω από ένα ζευγάρι παπούτσια. Αν περίμενε λίγο, θα επέστρεφε. Ο Χάρι μετακίνησε το βάρος του στο άλλο πόδι. Ο καναπές τον καλούσε, αλλά δίστασε να προχωρήσει στο εσωτερικό. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο πάτωμα. Υπήρχε ένας λεκές πίσω από το τραπεζάκι, δίπλα στην

τηλεόραση. Προφανώς η Μπέτε είχε μαζέψει το χαλί. Πρόσφατα. Ο Χάρι ένιωσε το δέρμα του να τον τρώει μέσα από το πουκάμισο, λες κι είχε μόλις σηκωθεί από το γρασίδι, γυμνός και ιδρωμένος. Έσκυψε προς το πάτωμα. Το παρκέ μύριζε ελαφρά αμμωνία. Εκτός κι αν έκανε λάθος, ξύλινο πάτωμα και αμμωνία δεν πάνε μαζί. Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος, τεντώνοντας την πλάτη του. Γύρισε στο χολ, μπήκε στην κουζίνα. Άδεια, τακτοποιημένη. Άνοιξε το ντουλάπι δίπλα στο ψυγείο. Ήταν λες και τα σπίτια του ’50 είχαν όλα άγραφους κανόνες για το πού μπαίνει το καθετί: τα φαγητά, τα εργαλεία, τα σημαντικά έγγραφα και, σε αυτή την περίπτωση, τα καθαριστικά προϊόντα. Κάτω κάτω στο ντουλάπι υπήρχε ένας κουβάς και ένα μαλακό πανάκι, διπλωμένο όμορφα. Στο πρώτο ράφι υπήρχαν τρία ξεσκονόπανα και δυο πακέτα λευκές σακούλες σκουπιδιών, ένα σφραγισμένο κι ένα ανοιχτό. Ένα μπουκάλι πράσινο σαπούνι μάρκας Κρίσταλ. Και ένα κουτάκι γυαλιστικό Μπούνα. Έσκυψε και διάβασε την ετικέτα. Για παρκέ. Δεν περιέχει αμμωνία. Ο Χάρι σηκώθηκε αργά αργά. Στάθηκε και αφουγκράστηκε τριγύρω. Οσμίστηκε τον αέρα.

Είχε ξεσυνηθίσει, αλλά προσπάθησε να απορροφήσει και να συγκρατήσει στη μνήμη του ό,τι είχε δει. Την πρώτη εντύπωση. Πόσες φορές δεν είχε τονίσει στις διαλέξεις του ότι οι πρώτες εντυπώσεις σε μια σκηνή ενός εγκλήματος ήταν, συχνά, οι πιο σημαντικές και οι πιο σωστές; Αυτά τα δεδομένα που συλλέγονται όταν οι αισθήσεις σου είναι σε υπερδιέγερση, πριν τις κατευνάσουν και τις εξουδετερώσουν τα στεγνά ευρήματα της Σήμανσης. Ο Χάρι έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε ν’ αφουγκραστεί τι του έλεγε το σπίτι, τι λεπτομέρειες είχε αγνοήσει, το ένα στοιχείο που θα του έλεγε αυτό που ήθελε να μάθει. Η φωνή του σπιτιού πνιγόταν, όμως, από τη φασαρία του σκουπιδιάρικου έξω από την ανοιχτή εξώπορτα. Άκουσε τις φωνές των σκουπιδιάρηδων, την πόρτα του κήπου ν’ ανοίγει, το χαρούμενο γέλιο τους. Δίχως έγνοιες. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ίσως και να μην είχε συμβεί τίποτα. Ίσως η Μπέτε να γύριζε σε λίγο, με τη μύτη της να τρέχει και σφίγγοντας το κασκόλ της γύρω απ’ τον λαιμό της, να χαιρόταν που θα τον έβλεπε, το πρόσωπό της να φωτιζόταν. Θα εκπλήσσονταν ακόμα περισσότερο όταν θα της ζητούσε να γίνει η κουμπάρα στον γάμο του με τη Ράκελ. Τότε εκείνη θα γελούσε και θα κοκκίνιζε πολύ, έτσι όπως έκανε κάθε

φορά που κάποιος γύριζε να την κοιτάξει. Το κορίτσι που κάποτε συνήθιζε να κρύβεται στο «Σπίτι του πόνου», στην αίθουσα βίντεο των Κεντρικών της αστυνομίας, βλέποντας για δώδεκα ώρες υλικό από κάμερες ασφαλείας και αναγνωρίζοντας με αλάνθαστη ακρίβεια μασκοφόρους ληστές. Το κορίτσι που έγινε προϊσταμένη της Σήμανσης. Μία πολύ αγαπητή προϊσταμένη. Ο Χάρι ξεροκατάπιε. Ήταν λες και της ετοίμαζε τον επικήδειο. Κόφ’ το. Η Μπέτε έρχεται, σκέφτηκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Άκουσε την πόρτα του κήπου να κλείνει με γδούπο, το σκουπιδιάρικο να στριφογυρίζει. Και τότε του ήρθε. Η λεπτομέρεια. Που δεν κολλούσε. Κοίταξε μες στο ντουλάπι. Ένα ανοιγμένο πακέτο λευκές σακούλες σκουπιδιών. Οι σακούλες στον κάδο ήταν μαύρες. Ο Χάρι εκσφενδονίστηκε. Πήγε τρέχοντας στο χολ, βγήκε από την πόρτα και έτρεξε προς τον δρόμο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μα η καρδιά του ήταν πιο γρήγορη από αυτόν. «Στοπ!» Ο ένας σκουπιδιάρης σήκωσε το κεφάλι του. Στεκόταν με το ένα πόδι στην πίσω πλατφόρμα του φορτηγού, που είχε ήδη ξεκινήσει για το επόμενο σπίτι. Τα ατσάλινα σαγόνια μασούσαν τη λεία τους και ο ήχος ήταν λες και προερχόταν

από το κεφάλι του Χάρι. «Σταματήστε τη σφαγή!» Πήδηξε πάνω από την πόρτα του κήπου και προσγειώθηκε όρθιος στην άσφαλτο. Ο σκουπιδιάρης αντέδρασε αμέσως, πάτησε το κόκκινο κουμπί και χτύπησε στο πλάι το φορτηγό, που σταμάτησε μ’ έναν θυμωμένο βρυχηθμό. Τα σαγόνια σταμάτησαν. Ο σκουπιδιάρης κοίταξε μέσα. Ο Χάρι περπάτησε αργά προς το μέρος του, κοιτάζοντας προς την ίδια κατεύθυνση, προς τα ανοιχτά, ατσαλένια σαγόνια. Βρομούσε, αλλά ο Χάρι δεν έδινε σημασία. Έβλεπε μόνο τις μισολιωμένες, σκισμένες σακούλες και το περιεχόμενό τους που χυνόταν και έτρεχε, βάφοντας το μέταλλο κόκκινο. «Δεν πάνε καλά οι άνθρωποι» ψιθύρισε ο σκουπιδιάρης. «Τι συμβαίνει;» φώναξε ο οδηγός έχοντας βγάλει το κεφάλι του από το παράθυρο. «Μάλλον κάποιος πέταξε μέσα τον σκύλο του ξανά» φώναξε ο συνάδελφός του. Και κοίταξε τον Χάρι. «Δικός σου είναι;» Ο Χάρι δεν απάντησε, ανέβηκε απλώς στην πλατφόρμα και χάθηκε ανάμεσα στα μισάνοιχτα, υδραυλικά σαγόνια. «Ε! Πού πας! Είναι επικίνδ...»

Ο Χάρι έσπρωξε μακριά το χέρι του άνδρα. Γλίστρησε πάνω στα κόκκινα υγρά, χτυπώντας τον αγκώνα και το μάγουλό του στο ολισθηρό, χαλύβδινο πάτωμα. Οσμίστηκε τη γνωστή μυρωδιά, τη γνωστή γεύση του μπαγιάτικου, κατά μία μέρα, αίματος. Σηκώθηκε στα γόνατα και έσχισε μια σακούλα. Το περιεχόμενό της ξεχύθηκε και γλίστρησε κάτω από το αμάξωμα. «Χριστός κι Απόστολος!» αναφώνησε ο άνδρας πίσω του. Ο Χάρι έσχισε κι άλλη σακούλα. Και ύστερα κι άλλη. Άκουσε τον σκουπιδιάρη να κατεβαίνει από την πλατφόρμα και να κάνει εμετό, το πιτσίλισμα του υγρού στην άσφαλτο. Ο Χάρι βρήκε αυτό που γύρευε στην τέταρτη σακούλα. Τα υπόλοιπα μέλη του σώματός της θα μπορούσαν να ανήκουν στον οποιονδήποτε. Αλλά όχι αυτό. Όχι αυτά τα ξανθά μαλλιά, αυτό το χλωμό πρόσωπο που δεν θα ξανακοκκίνιζε ποτέ. Όχι αυτά τα άδεια, ακίνητα μάτια, που είχαν αναγνωρίσει όλους όσους είχε δει ποτέ στη ζωή της. Το πρόσωπό της ήταν κατακομματιασμένο, αλλά ο Χάρι δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Ακούμπησε με το δάχτυλο ένα σκουλαρίκι φτιαγμένο από κουμπί αστυνομικής στολής. Ήταν τόσο επώδυνο, τόσο πραγματικά επώδυνο, που του κόπηκε η ανάσα, τόσο επώδυνο, που λύγισε και έπιασε το

στομάχι του, σαν μέλισσα που πεθαίνει με βγαλμένο το κεντρί της. Και άκουσε απ’ το στόμα του να βγαίνει ένας ήχος, ένας ξένος ήχος, μία μακρόσυρτη κραυγή που αντήχησε παντού μες στη σιωπηλή γειτονιά.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ————

27

Τ

ην Μπέτε Λεν την έθαψαν στο κοιμητήριο της Γκαμλεμπίεν, δίπλα στον πατέρα της. Τον είχαν θάψει εκεί όχι επειδή ήταν η ενορία του, αλλά επειδή ήταν το κοντινότερο κοιμητήριο στο αρχηγείο της αστυνομίας.

Ο Μίκαελ Μπέλμαν έσφιξε τη γραβάτα του και κράτησε την Ούλα από το χέρι. Ήταν ιδέα του συμβούλου δημοσίων σχέσεων να τον συνοδεύσει στην κηδεία η γυναίκα του: η κατάσταση είχε γίνει ιδιαιτέρως επισφαλής για την εικόνα του ως αρχηγού της αστυνομίας μετά την τελευταία δολοφονία. Ο Μίκαελ Μπέλμαν χρειαζόταν βοήθεια. Ως αρχηγός της αστυνομίας, είχε εξηγήσει ο σύμβουλος, θα έπρεπε να επιδείξει προσωπική συμμετοχή, ενσυναίσθηση· παραήταν

επαγγελματική η μέχρι τώρα συμπεριφορά του. Κι έτσι στρατολογήθηκε η Ούλα. Προφανώς. Ήταν πανέμορφη μες στην πένθιμη φορεσιά της, την οποία είχε επιλέξει με ιδιαίτερη προσοχή. Ήταν καλή σύζυγος. Δεν θα το ξεχνούσε αυτό ο Μίκαελ. Δεν θα το ξεχνούσε για πολύ καιρό ακόμη. Ο πάστορας μιλούσε για τα μεγάλα ερωτήματα, για το τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε και τα λοιπά. Τα πραγματικά μεγάλα ερωτήματα βέβαια δεν ήταν αυτά· ήταν τι είχε συμβεί στην Μπέτε, το ποιος την είχε σκοτώσει, αυτήν κι άλλους τρεις αστυνομικούς σε διάστημα έξι μηνών. Αυτά ήταν τα μεγάλα ερωτήματα και για τον Τύπο, που είχε αναλωθεί τις τελευταίες ημέρες σε αφιερώματα για την ιδιοφυή επικεφαλής της Σήμανσης και σε μομφές κατά του νέου και σοκαριστικά άπειρου αρχηγού της αστυνομίας. Αυτά ήταν τα μεγάλα ερωτήματα και για το Δημοτικό Συμβούλιο, που τον είχε καλέσει ν’ απολογηθεί για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τους φόνους. Του είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν επρόκειτο να τον καλύψουν. Κι αυτά ήταν, τέλος, τα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούσαν και τις ομάδες έρευνας της αστυνομίας, τόσο τη μεγάλη όσο και τη μικρή, την οποία είχε συστήσει ο Χάγκεν εν αγνοία του Μπέλμαν και που την αποδεχόταν τώρα ο αρχηγός, μια και είχε καταδείξει τον μόνο αληθοφανή ύποπτο, τον Βαλεντίν Γιέρτσεν. Η αχίλλειος πτέρνα της όλης

θεωρίας που ήθελε αυτό το φάντασμα υπεύθυνο για τους φόνους, βέβαια, ήταν ότι βασιζόταν αποκλειστικά στην κατάθεση μίας και μόνης μάρτυρος, που έλεγε ότι τον είχε δει ζωντανό. Και η οποία βρισκόταν τώρα μες στο φέρετρο, στον βωμό της εκκλησίας, μπροστά τους. Τα πορίσματα της Σήμανσης, των επιθεωρητών και του Ιατροδικαστικού δεν ήταν αρκετά λεπτομερή ώστε να γίνει αντιληπτό τι ακριβώς είχε συμβεί. Όλα όσα ήξεραν μέχρι τώρα, όμως, αντικατόπτριζαν τις παλιές αναφορές του πρώτου φόνου στην Μπεργκσλία. Αν, λοιπόν, τα πράγματα είχαν κυλήσει παρομοίως, τότε η Μπέτε Λεν είχε πεθάνει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος αναισθητικού σε κανένα από τα μέλη του σώματός της. Η ιατροδικαστική έκθεση έκανε λόγο για μαζική εσωτερική αιμορραγία στους μυϊκούς και τους υποδόριους ιστούς και για φλεγμονώδη αντίδραση σε λοιμώξεις των ιστών, πράγμα που σήμαινε ότι η Μπέτε Λεν όχι μόνο ήταν ζωντανή κατά τη διάρκεια του τεμαχισμού της, αλλά δυστυχώς και για κάποιο χρονικό διάστημα έπειτα από αυτόν. Τα κοψίματα έδειχναν ότι ο δράστης είχε χρησιμοποιήσει σπαθόσεγα αυτή τη φορά για να κόψει το σώμα. Οι ιατροδικαστές υπέθεταν ότι η λάμα της ήταν διμεταλλική,

δηλαδή λεπτή και οδοντωτή, μήκους δεκατεσσάρων εκατοστών, ικανή να κόψει ακόμα και κόκαλα. Ο Μπγιορν Χολμ είπε ότι οι κυνηγοί στο χωριό του την αποκαλούν ταρανδολάμα. Ο τεμαχισμός πιθανόν να έγινε στο γυάλινο τραπεζάκι, το οποίο μπορούσε να καθαριστεί εύκολα. Ο δολοφόνος μάλλον κουβαλούσε μαζί του αμμωνία και μαύρες πλαστικές σακούλες, μια και δεν βρέθηκε τίποτα αντίστοιχο στη σκηνή του εγκλήματος. Στο σκουπιδιάρικο βρέθηκαν επίσης ρετάλια από χαλί ποτισμένα με αίμα. Δεν υπήρχε ίχνος δακτυλικών αποτυπωμάτων, πατημασιών, ινών, τριχών ή οποιουδήποτε άλλου δείγματος DNA που δεν ανήκε στους ενοίκους του σπιτιού. Ούτε ίχνη διάρρηξης. Η Κατρίνε Μπρατ τούς εξήγησε ότι η Μπέτε τής είχε κλείσει το τηλέφωνο γιατί είχε ακούσει να χτυπά το κουδούνι της πόρτας. Ήταν απίθανο η Μπέτε να είχε αφήσει έναν άγνωστο να μπει στο σπίτι της, ειδικά κατά τη διάρκεια μιας αστυνομικής επιχείρησης. Η θεωρία τους, λοιπόν, ήταν ότι ο δολοφόνος είχε εισβάλει υπό την απειλή όπλου. Επίσης, υπήρχε και η άλλη θεωρία. Ότι ο δράστης δεν της ήταν άγνωστος. Γιατί η Μπέτε είχε αλυσίδα στην εξώπορτα·

και από τα σημάδια στο ξύλο, ήταν εμφανές ότι τη χρησιμοποιούσε τακτικά. Ο Μπέλμαν κοίταξε τριγύρω στα στασίδια. Τον Γκούναρ Χάγκεν. Τον Μπγιορν Χολμ και την Κατρίνε Μπρατ. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μ’ ένα αγοράκι, το οποίο υπέθεσε ότι ήταν ο γιος της Λεν· η ομοιότητά τους ήταν εκπληκτική. Άλλο ένα φάντασμα: τον Χάρι Χόλε. Τη Ράκελ Φάουκε. Καστανή, με σκούρα, λαμπερά μάτια, εξίσου όμορφη σχεδόν με την Ούλα. Του ήταν ακατανόητο πώς ένας άνδρας σαν τον Χόλε είχε ρίξει τέτοια γκόμενα. Και λίγο πιο πίσω, την Ιζαμπέλε Σκέγιεν. Ήταν προφανές ότι κάποιος έπρεπε να εκπροσωπήσει το Δημοτικό Συμβούλιο στην κηδεία, αλλιώς ο Τύπος θα το έκανε ζήτημα. Πριν μπουν στην εκκλησία, η Ιζαμπέλε τον είχε πάρει παράμερα, αγνοώντας παντελώς την Ούλα, να τον ρωτήσει για πόσο καιρό ακόμη δεν θα απαντούσε στα τηλεφωνήματά της. Και ύστερα τον είχε κοιτάξει με τον τρόπο που κοιτάζει κανείς ένα έντομο πριν το λιώσει, εξηγώντας ότι αυτή παρατούσε τους άνδρες, δεν την παρατούσαν. Και ότι ο Μίκαελ Μπέλμαν θα το διαπίστωνε συντόμως. Είχε νιώσει το βλέμμα της να του τρυπάει την πλάτη, καθώς γύριζε στην Ούλα και της πρόσφερε το μπράτσο του. Πέραν αυτών, οι υπόλοιποι πρέπει να ήταν ένα

συνονθύλευμα συγγενών, φίλων και συναδέλφων, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν έρθει ένστολοι. Τους είχε ακούσει που προσπαθούσαν ν’ αλληλοπαρηγορηθούν όσο καλύτερα μπορούσαν: δεν υπήρχαν σημάδια βασανισμού και με τόση απώλεια αίματος, η Μπέτε θα πρέπει να έχασε τις αισθήσεις της πολύ γρήγορα. Για μια στιγμή, το βλέμμα του συναντήθηκε με το βλέμμα κάποιου άλλου· ο Μίκαελ έκανε πως δεν τον είχε δει. Ο Τρουλς Μπέρντσεν. Τι δουλειά είχε αυτός εδώ πέρα; Δεν ήταν φίλος της Μπέτε Λεν. Η Ούλα τού έσφιξε το χέρι απαλά, τον κοίταξε με περιέργεια και αυτός της χαμογέλασε στα γρήγορα. Εντάξει, στον θάνατο είμαστε όλοι συνάδελφοι, σκέφτηκε.

Η Κατρίνε είχε κάνει λάθος. Τα δάκρυά της δεν είχαν στερέψει. Μια δυο φορές νόμιζε ότι είχαν πια στραγγίσει, αλλά διαψεύστηκε ξανά και ξανά. Συνέχιζαν να τρέχουν από ένα σώμα που είχε διαλυθεί από τα αναφιλητά και τις συσπάσεις. Έκλαιγε μέχρι που το σώμα της αρνιόταν να κλάψει άλλο και έκανε εμετό. Έκλαιγε μέχρι που την έπαιρνε ο ύπνος από την εξάντληση. Έκλαιγε από τη στιγμή που ξυπνούσε. Και έκλαιγε και τώρα, ακόμη.

Τις ώρες που κατάφερνε να κοιμηθεί έβλεπε εφιάλτες, βγαλμένους από τη συμφωνία που είχε κάνει με τον διάβολο: που έλεγε ότι δεχόταν πρόθυμα να θυσιαστεί ακόμα ένας συνάδελφός της αν ήταν να συλληφθεί ο Βαλεντίν. Τη συμφωνία που είχε επικυρώσει με το ξόρκι της: ακόμα μία φορά, καριόλη, μόνο μία φορά. Η Κατρίνε ξέσπασε σε λυγμούς.

Οι δυνατοί λυγμοί έκαναν τον Τρουλς Μπέρντσεν να τιναχθεί. Παραλίγο να τον πάρει ο ύπνος. Το φτηνό του κουστούμι γλιστρούσε τόσο πολύ πάνω στο φαγωμένο στασίδι της εκκλησίας, που λίγο έλειψε να πέσει στο πάτωμα. Έστρεψε το βλέμμα του στο τέμπλο. Ο Ιησούς, με ηλιαχτίδες να βγαίνουν από το κεφάλι του. Σαν προβολέας. Η άφεση των αμαρτιών. Ιδιοφυές τέχνασμα, εδώ που τα λέμε. Κάποια στιγμή η θρησκεία έπαψε να πουλάει πολύ, γιατί ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υπακούσει κανείς όλες τις εντολές της, όταν μάλιστα είχε τα λεφτά για να μπορεί να υποκύπτει σε σωρεία πειρασμών. Η Εκκλησία αναγκάστηκε, λοιπόν, να κατεβάσει νέες ιδέες για να πείσει τους ανθρώπους να πιστέψουν. Και βρήκε μια ιδέα τόσο αποτελεσματική, όσο η πίστωση για την οικονομία: δωρεάν σωτηρία. Αλλά, όπως και με τις πιστώσεις, τα πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχο, οι

άνθρωποι έπαψαν να νοιάζονται, διέπρατταν αμαρτήματα όσο περνούσε από το χέρι τους, αφού το μόνο που είχαν να κάνουν πια ήταν να πιστέψουν και τελείωσαν. Έτσι, κατά τον Μεσαίωνα, οι παπάδες αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και ν’ αρχίσουν να συλλέγουν τα χρέη. Σκέφτηκαν λοιπόν την ιδέα της κόλασης και όλα αυτά περί ψυχών που θα καίγονταν αιωνίως. Και ιδού! Τρομοκρατημένοι οι πελάτες άρχισαν πάλι να συρρέουν στις εκκλησίες, κι αυτή τη φορά ξεχρέωναν κιόλας. Η Εκκλησία έγινε πάμπλουτη, και μπράβο τους δηλαδή, με τόσο καλή δουλειά που είχαν κάνει. Αυτή ήταν η ειλικρινής γνώμη του Τρουλς επί του θέματος. Παρόλο που πίστευε ότι θα πέθαινε κι εκεί θα τελείωναν όλα· ούτε άφεση αμαρτιών υπήρχε, ούτε κόλαση, ούτε τίποτα. Αν έκανε λάθος βέβαια, τότε την είχε γαμήσει. Υπήρχαν και όρια στο τι μπορεί να συγχωρεθεί και τι όχι. Πόσο μάλιστα αυτά που είχε κάνει ο Τρουλς, μερικά εκ των οποίων ο ίδιος ο Ιησούς δεν θα μπορούσε καν να τα φανταστεί.

Ο Χάρι κοιτούσε ίσια μπροστά του. Το μυαλό του ήταν αλλού. Στο «Σπίτι του πόνου», με την Μπέτε να του δείχνει και να του εξηγεί. Βγήκε από τις σκέψεις του όταν άκουσε τη Ράκελ να του ψιθυρίζει. «Πρέπει να βοηθήσεις τον Γκούναρ και τους υπόλοιπους,

Χάρι». Εκείνος μαζεύτηκε. Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. Εκείνη έγνεψε προς τη μεριά του φέρετρου, γύρω από το οποίο οι υπόλοιποι είχαν ήδη λάβει τις θέσεις τους. Ο Γκούναρ Χάγκεν, ο Μπγιορν Χολμ, η Κατρίνε Μπρατ, ο Στούλε Άουνε και ο αδερφός τού Τζακ Χάλβορσεν. Ο Χάγκεν είχε πει ότι ο Χάρι έπρεπε να σηκώσει το φέρετρο μαζί με τον κουνιάδο της, που ήταν λίγο πιο κοντός από κείνον. Ο Χάρι σηκώθηκε και περπάτησε γρήγορα προς τον βωμό. Πρέπει να βοηθήσεις τον Γκούναρ και τους υπόλοιπους. Ήταν σαν αντίλαλος των χθεσινοβραδινών της δηλώσεων. Ο Χάρι αντάλλαξε ανεπαίσθητα νεύματα με τους υπόλοιπους. Στάθηκε στην άδεια θέση. «Με το τρία» είπε ο Χάγκεν χαμηλόφωνα. Ο ήχος του εκκλησιαστικού οργάνου απλώθηκε παντού. Και ύστερα κουβάλησαν την Μπέτε Λεν έξω στο φως. Το καφέ Γιουστίσεν ήταν γεμάτο κόσμο από την κηδεία. Από τα ηχεία έπαιζε ένα τραγούδι που ο Χάρι είχε ξανακούσει εκεί μέσα: το «Ι fought the law» των Bobby Fuller Four, που κατέληγε αισιόδοξα «...και ο νόμος νίκησε». Είχε συνοδεύσει τη Ράκελ μέχρι το τρένο εξπρές για το αεροδρόμιο. Επιστρέφοντας, είχε βρει πολλούς πρώην συναδέλφους του τύφλα στο μεθύσι. Ως νηφάλιος

παρατηρητής, ο Χάρι τούς έβλεπε να καταναλώνουν αλκοόλ με φρενήρη ρυθμό, λες κι ήταν όλοι τους παγιδευμένοι σ’ ένα πλοίο που βυθιζόταν στον ωκεανό. Στα τραπέζια τριγύρω ούρλιαζαν μαζί με τον Μπόμπι Φούλερ ότι ο νόμος νίκησε. Ο Χάρι έκανε νόημα στην Κατρίνε και τους υπόλοιπους παραστάτες του φέρετρου ότι θα επέστρεφε σύντομα και πήγε στην τουαλέτα. Είχε ήδη αρχίσει το κατούρημα όταν ένας άνδρας ήρθε και στάθηκε δίπλα του. Άκουσε το φερμουάρ του να κατεβαίνει. «Αυτό είναι μέρος για μπάτσους» ρουθούνισε μια φωνή. «Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» «Κατουράω» είπε ο Χάρι, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Κι εσύ τι κάνεις εδώ; Ήρθες για κάψιμο;» «Μη μου κολλάς, Χόλε». «Αν το ’χα κάνει, δεν θα κυκλοφορούσες ελεύθερος, Μπέρντσεν». «Κοίτα τη δουλειά σου» μούγκρισε ο Τρουλς Μπέρντσεν, ακουμπώντας με το ελεύθερο χέρι του στον τοίχο. «Μπορώ να σου φορτώσω ολόκληρο φόνο και το ξέρεις. Τον Ρώσο στο μπαρ “Come as you are”. Όλοι ξέρουν ότι εσύ το ’κανες, αλλά μόνο εγώ μπορώ να το αποδείξω. Και γι’ αυτό δεν τολμάς να τα βάλεις μαζί μου». «Αυτό που εγώ ξέρω, Μπέρντσεν, είναι ότι ο Ρώσος ήταν

ένα τσιράκι που προσπάθησε να με στείλει στον άλλο κόσμο. Αλλά αν νομίζεις ότι έχεις τα κότσια, έλα, ρίξε μου. Δεν θα ’ναι η πρώτη φορά που ξυλοφορτώνεις αστυνομικό». «Ε;» «Εσύ και ο Μπέλμαν. Έναν γκέι τύπο, σωστά;» Ο Χάρι άκουσε τη δυναμική που είχε χτίσει ο Μπέρντσεν να ξεφουσκώνει μεμιάς. «Πάλι πιωμένος είσαι, Χάρι;» «Χμ» είπε ο Χάρι και κούμπωσε το παντελόνι του. «Φαίνεται ότι τώρα τελευταία ανθίζει το μίσος κατά της αστυνομίας». Πήγε στον νιπτήρα. Είδε στον καθρέφτη ότι ο Μπέρντσεν δεν είχε ανοίξει ακόμη τη βρύση. Ο Χάρι έπλυνε τα χέρια του και τα σκούπισε. Πήγε προς την πόρτα. Άκουσε τον Μπέρντσεν να σφυρίζει χαμηλόφωνα: «Μην τολμήσεις να κάνεις τίποτα, σε προειδοποιώ. Αν με καρφώσεις, θα σ’ το ανταποδώσω». Ο Χάρι επέστρεψε στην αίθουσα. Το τραγούδι του Μπόμπι Φούλερ είχε σχεδόν τελειώσει. Και τότε ο Χάρι σκέφτηκε πως οι ζωές μας είναι γεμάτες συμπτώσεις. Ο Μπόμπι Φούλερ βρέθηκε νεκρός στο αμάξι του το 1966, ποτισμένος στο πετρέλαιο. Πολλοί νόμιζαν ότι τον είχε σκοτώσει η αστυνομία. Ήταν μόνο είκοσι τριών χρονών. Όπως και ο Ρενέ Καλσνές. Μπήκε καινούργιο τραγούδι. Το «Caught by the fuzz» των

Supergrass. Ο Χάρι χαμογέλασε. Ο Γκαζ Κουμπς τραγουδούσε ότι τον έπιασαν οι μπάτσοι –the fuzz– για να τον κάνουν να το βουλώσει, και είκοσι χρόνια αργότερα οι μπάτσοι έπαιζαν το τραγούδι του ως φόρο τιμής στην πάρτη τους. Σόρι, Γκαζ. Ο Χάρι κοίταξε τριγύρω στην αίθουσα. Έφερε στον νου του τη μακρά συζήτηση που είχε το προηγούμενο βράδυ με τη Ράκελ. Για όλα εκείνα που μπορεί κανείς να παρακάμψει, ν’ αποφύγει, να αγνοήσει στη ζωή. Και για κείνα που δεν μπορεί. Γιατί εκείνα είναι η ζωή, το νόημά της. Όλα τα υπόλοιπα –αγάπη, ειρήνη, ευτυχία– ήταν παρεπόμενα. Την περισσότερη ώρα μιλούσε εκείνη, εξηγώντας του ότι έπρεπε να το κάνει. Η σκιά του θανάτου της Μπέτε είχε απλωθεί παντού, σκεπάζοντας ακόμα και τη μέρα εκείνη του Ιουνίου· μάταιες οι προσπάθειες του ήλιου να λάμψει. Έπρεπε να το κάνει. Και για τους δυο τους. Για όλους τους. Ο Χάρι, σπρώχνοντας, έφτασε στο τραπέζι των παραστατών. Ο Χάγκεν σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε την καρέκλα που είχαν κρατήσει για κείνον. «Λοιπόν;» τον ρώτησε. «Είμαι μέσα» απάντησε ο Χάρι.

O Τρουλς στεκόταν ακόμη μπροστά από το ουρητήριο,

ημιπαράλυτος, σκεφτόμενος τα λόγια του Χάρι. Φαίνεται ότι τώρα τελευταία ανθίζει το μίσος κατά της αστυνομίας. Λες να ήξερε τίποτα; Αηδίες! Τίποτα δεν ήξερε. Πώς γινόταν άλλωστε; Αν μάλιστα ήξερε, δεν θα το πετούσε έτσι, σαν πρόκληση. Κι όμως· για τον πούστη στην Κρίπος ήξερε, για κείνον τον τύπο που είχαν σπάσει στο ξύλο. Πώς γινόταν να γνωρίζει κάτι τέτοιο; Ο τύπος την είχε πέσει στον Μίκαελ, είχε προσπαθήσει να τον φιλήσει στις τουαλέτες. Ο Μίκαελ νόμιζε ότι μπορεί και να τους είχαν δει. Του είχαν φορέσει μια κουκούλα στο λεβητοστάσιο και ο Τρουλς τον είχε ξυλοφορτώσει. Ενώ ο Μίκαελ απλώς κοιτούσε. Ως συνήθως. Επενέβη μόνο για να του πει να σταματήσει, όταν τα πράγματα πήγαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Όχι· είχαν ήδη ξεφύγει από τον έλεγχο. Ο τύπος ήταν ακόμη διπλωμένος στο πάτωμα όταν έφυγαν. Ο Μίκαελ είχε φοβηθεί. Ο τύπος τις είχε φάει άσχημα· τι θα γινόταν αν αποφάσιζε να τους καταγγείλει; Κι έτσι, ο Τρουλς Μπέρντσεν έγινε για πρώτη φορά στη ζωή του καύτης. Φόρεσαν μπλε καρούμπαλο στο αυτοκίνητο και τσακίστηκαν να επιστρέψουν στο Γιουστίσεν, όπου χώθηκαν μπροστά μπροστά στην ουρά, στο μπαρ, και απαίτησαν να πληρώσουν για τις δύο μπίρες Mούνκχολμ που είχαν πιει μισή ώρα πριν. Ο μπάρμαν έγνεψε, λέγοντας πως χαιρόταν να βλέπει τίμιους ανθρώπους, και ο Τρουλς τού έδωσε ένα τόσο

μεγάλο φιλοδώρημα, που ο τύπος θα το θυμόταν για καιρό. Ύστερα πήρε την απόδειξη –με ώρα και ημερομηνία επάνω– και πήγε με τον Μίκαελ κατευθείαν στη Σήμανση, όπου ήξερε έναν πρωτάρη που καιγόταν να μεταπηδήσει στο Ανθρωποκτονιών. Του εξήγησαν ότι κάποιος ήθελε να τους φορτώσει έναν ξυλοδαρμό και ότι ήρθαν για να διαπιστωθεί ότι ήταν καθαροί. Ο πρωτάρης έλεγξε στα γρήγορα ρούχα και παπούτσια δίχως να διαπιστώσει ίχνη αίματος ή άλλο DNA, είπε, κι ύστερα ο Τρουλς πήγε τον Μίκαελ σπίτι και γύρισε κατόπιν στο λεβητοστάσιο της Κρίπος. Η λούγκρα είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει. Μπορεί λοιπόν και να μην υπήρχε πρόβλημα. Αλλά ο Τρουλς είχε καθαρίσει τον χώρο έτσι κι αλλιώς, πριν παρκάρει μπροστά από το κτίριο Χαβνελάγκερε, όπου έριξε το κλομπ στη θάλασσα. Την επόμενη μέρα πήρε τηλέφωνο τον Μίκαελ ένας συνάδελφος και του είπε ότι η λούγκρα είχε τηλεφωνήσει από το νοσοκομείο απειλώντας να τον καταγγείλει για βιαιοπραγία. Τότε ο Τρουλς πήγε στο νοσοκομείο, περίμενε μέχρι ο γιατρός να επισκεφθεί όλους τους ασθενείς και έπειτα πήγε και είπε στον τύπο ότι δεν είχε ούτε αποδεικτικά στοιχεία ούτε καριέρα, αν τολμούσε να βγάλει κιχ για ό,τι έγινε ή να ξαναεμφανιστεί για δουλειά. Δεν ξανάκουσαν για δαύτον, και όλα αυτά χάρη σε αυτόν,

τον Τρουλς Μπέρντσεν. Οπότε, ποιος τον χέζει τον Μίκαελ Μπέλμαν. Ο Τρουλς τού είχε σώσει το τομάρι. Μέχρι τώρα, τουλάχιστον. Γιατί τώρα ήξερε και ο Χόλε τι είχε παίξει. Και ο Χόλε ήταν επικίνδυνος. Υπερβολικά επικίνδυνος. Ο Τρουλς Μπέρντσεν κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Τρομοκράτης. Ναι ρε, αυτό ήταν. Και ήταν ακόμη στην αρχή. Πήγε να κάτσει με τους υπόλοιπους. Έφτασε την ώρα που ο Μίκαελ Μπέλμαν τελείωνε το λογύδριό του. «...Η Μπέτε Λεν ήταν φτιαγμένη απ’ το γερό υλικό απ’ το οποίο είναι φτιαγμένο όλο το Σώμα. Στο χέρι μας είναι να τους το αποδείξουμε. Με τον μόνο τρόπο που μπορούμε, τιμώντας τη μνήμη της όπως θα ήθελε κι εκείνη. Πιάνοντάς τον. Στην υγειά σας!» Ο Τρουλς κοίταξε τον παιδικό του φίλο καθώς οι παρευρισκόμενοι σήκωσαν τα ποτήρια τους, σαν πολεμιστές που σήκωναν τις λόγχες τους προς τιμήν του αρχηγού. Είδε τα πρόσωπά τους: λαμπερά, σοβαρά, αποφασισμένα. Είδε τον Μπέλμαν να συγκατανεύει λες και συμφωνούσαν όλοι στο ίδιο πράγμα, τον είδε να συγκινείται από τη στιγμή, από τα ίδια του τα λόγια, από τη συγκυρία που τα προκάλεσε, από την επιρροή που είχαν στους παρευρισκομένους. Ο Τρουλς γύρισε στον διάδρομο δίπλα στις τουαλέτες, στάθηκε δίπλα σε μια παιχνιδομηχανή με φρουτάκια, έχωσε

ένα κέρμα στο τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό. Κάλεσε την Άμεσο Δράση. «Αστυνομία». «Έχω μια ανώνυμη πληροφορία. Έχει να κάνει με τη σφαίρα στην υπόθεση του Ρενέ Καλσνές. Ξέρω από ποιο όπλο προερχέρεται... προέρχεται». Ο Τρουλς προσπαθούσε να μιλήσει καθαρά, ξέροντας ότι ηχογραφούσαν τη φωνή του και ότι μετά θα την έπαιζαν ξανά και ξανά. Αλλά η γλώσσα του δεν υπάκουγε το μυαλό του. «Τότε θα πρέπει να μιλήσετε με τους επιθεωρητές του Τμήματος Ανθρωποκτονιών ή της Κρίπος» είπε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Όμως βρίσκονται όλοι σε μια κηδεία». «Το ξέρω!» είπε ο Τρουλς, ακούγοντας τη φωνή του να δυναμώνει αχρείαστα. «Ήθελα απλώς να σας δώσω μια πληροφορία». «Το ξέρετε;» «Ναι. Ακούστε...» «Βλέπω ότι καλείτε από το καφέ Γιουστίσεν. Μπορείτε να τους βρείτε όλους εκεί». Ο Τρουλς κοίταξε το τηλέφωνο με ορθάνοιχτα μάτια. Συνειδητοποίησε ότι ήταν μεθυσμένος. Ότι είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος. Ότι αν κάποιος έπαιρνε στα σοβαρά αυτό το

τηλεφώνημα, θα μπορούσαν απλώς να καλέσουν όλους τους αξιωματικούς που βρίσκονταν τώρα εδώ και να τους ρωτήσουν αν αναγνώριζε κανείς τη φωνή στην ηχογράφηση. Και αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο. «Πλάκα κάνω» είπε ο Τρουλς. «Συγγνώμη, τα έχουμε πιει λιγάκι παραπάνω εδώ πέρα». Κατέβασε το ακουστικό και έφυγε. Διέσχισε την αίθουσα χωρίς να κοιτάξει ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Αλλά μόλις άνοιξε την πόρτα και ένιωσε τον υγρό παγωμένο αέρα να τον χτυπάει κατάμουτρα, σταμάτησε. Γύρισε και κοίταξε πίσω του, τον Μίκαελ με το μπράτσο περασμένο στους ώμους ενός συναδέλφου. Είδε ένα άλλο γκρουπ μαζεμένο γύρω από τον Χάρι Χόλε, τον μεθύστακα. Η γυναίκα του γκρουπ τον είχε αγκαλιάσει. Ο Τρουλς ξαναγύρισε προς τον δρόμο. Κοίταξε τη βροχή. Σε διαθεσιμότητα. Αποκλεισμένος. Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Γύρισε αμέσως. Το πρόσωπο του ανθρώπου θόλωσε, λες και το κοιτούσε μέσα από νερό. Τόσο πολύ μεθυσμένος ήταν πια; «Μην ανησυχείς» είπε το θολό πρόσωπο με την ευγενικά φωνή, ενώ το χέρι έσφιγγε τον ώμο του. «Κοπάνα τη. Έτσι νιώθουμε όλοι απόψε». Ο Τρουλς αντέδρασε αστραπιαία. Τίναξε το χέρι από πάνω του και χώθηκε μες στο σκοτάδι. Περπάτησε με μανία,

νιώθοντας τη βροχή να διαπερνά το σακάκι του και να βρέχει τους ώμους του. Να πάνε στον διάβολο. Να πάνε στον διάβολο όλοι τους. Θα τους έστελνε μάλιστα ο ίδιος, προσωπικά.

28

Κ

άποιος είχε κολλήσει ένα φύλλο χαρτί πάνω στην γκρίζα, μεταλλική πόρτα: ΛΕΒΗΤΟΣΤΑΣΙΟ. Πίσω της, ο Γκούναρ Χάγκεν κοίταξε το ρολόι του βλέποντας ότι είχε πάει μόλις εφτά το πρωί και ότι ήταν παρόντες όλοι τους. Η πέμπτη της παρέας δεν θα ερχόταν· η θέση της παρέμενε κενή. Το νέο μέλος είχε κατεβάσει μια καρέκλα από τις αίθουσες συνεδριάσεων των πάνω ορόφων του αρχηγείου της αστυνομίας. Ο Γκούναρ Χάγκεν τούς κοίταξε όλους, έναν προς έναν. Η χθεσινή μέρα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τον Μπγιορν Χολμ. Και για την Κατρίνε Μπρατ επίσης. Ο Στούλε Άουνε ήταν, ως συνήθως, άψογα ντυμένος, με τουίντ σακάκι και παπιγιόν. Ο Γκούναρ Χάγκεν κοίταξε το νέο μέλος της ομάδας πολύ προσεκτικά. Ο επικεφαλής του

Ανθρωποκτονιών είχε φύγει από το Γιουστίσεν πριν από τον Χάρι Χόλε, και τότε ο Χάρι έπινε ακόμη καφέδες και αναψυκτικά. Όμως βλέποντάς τον τώρα σωριασμένο στην καρέκλα του, χλωμό, αξύριστο και με τα μάτια του κλειστά, ο Χάγκεν δεν ήταν σίγουρος αν είχε καταφέρει να παραμείνει νηφάλιος. Η ομάδα χρειαζόταν τον επιθεωρητή Χάρι Χόλε. Κανείς δεν χρειαζόταν τον αλκοολικό Χάρι Χόλε. Ο Χάγκεν έριξε το βλέμμα του στον λευκό πίνακα, όπου η ομάδα είχε συνοψίσει όλα τα μέχρι τώρα στοιχεία της υπόθεσης για να ενημερώσει τον Χάρι: ένα χρονοδιάγραμμα με τα ονόματα των θυμάτων, τις σκηνές του κάθε εγκλήματος, το όνομα Βαλεντίν Γιέρτσεν και διάφορα βελάκια που οδηγούσαν στο παρελθόν, στις αρχικές δολοφονίες και στις αντίστοιχες ημερομηνίες. «Λοιπόν» είπε ο Χάγκεν. «Μαριντάλεν, Τρίβαν, Ντράμεν και, πρόσφατα, το σπίτι του θύματος. Τέσσερις επιθεωρητές που συμμετείχαν στις έρευνες των αρχικών, ανεξιχνίαστων φόνων, κατά τις ίδιες ημερομηνίες και –στις τρεις των περιπτώσεων– στο ίδιο μέρος. Τρεις εκ των αρχικών φόνων ήταν τυπικά σεξουαλικά εγκλήματα και, παρόλο που απείχαν χρονικά ο ένας από τον άλλο, συνδέονταν μεταξύ τους ακόμα και τότε. Εξαίρεση αποτελεί ο φόνος στο Ντράμεν, όπου το θύμα ήταν άνδρας, ο Ρενέ Καλσνές, και δεν βρέθηκαν ίχνη σεξουαλικής βίας. Κατρίνε;»

«Εάν υποθέσουμε ότι πίσω από τους τέσσερις αρχικούς και τους τέσσερις πρόσφατους φόνους κρύβεται ο Βαλεντίν Γιέρτσεν, ο Καλσνές αποτελεί ενδιαφέρουσα εξαίρεση. Ήταν ομοφυλόφιλος, και οι άνθρωποι με τους οποίους μιλήσαμε, εγώ κι ο Μπγιορν, στο Ντράμεν τον περιγράφουν ως ασύδοτο αλάνι. Όχι μόνο είχε γηραιότερους, εμμονικούς εραστές, τους οποίους και εκμεταλλευόταν οικονομικά, αλλά πουλούσε και το κορμί του στα κλαμπ με την πρώτη ευκαιρία. Για τα λεφτά ήταν πρόθυμος να κάνει σχεδόν τα πάντα». «Δηλαδή είχε τη δουλειά και τη συμπεριφορά κάποιου που κινδυνεύει να βρεθεί δολοφονημένος, ε;» ρώτησε ο Μπγιορν Χολμ. «Ακριβώς» είπε ο Χάγκεν. «Αλλά αυτό σημαίνει ότι και ο δράστης ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, ομοφυλόφιλος. Ή αμφιφυλόφιλος. Στούλε;» Ο Στούλε Άουνε ξερόβηξε. «Αρπακτικά σαν τον Βαλεντίν Γιέρτσεν έχουν συνήθως ιδιαίτερα περίπλοκη σχέση με τη σεξουαλικότητά τους. Αυτό που τους ανάβει είναι η ανάγκη τους για έλεγχο, ο σαδισμός και μια μανία να ξεπεράσουν τα όρια, όχι το φύλο ή η ηλικία του θύματος. Ο φόνος του Ρενέ Καλσνές μπορεί να διεπράχθη, βέβαια, και για λόγους ζηλοφθονίας. Κάτι τέτοιο μαρτυρά η απουσία σεξουαλικής βίας. Το ίδιο και η οργή με την οποία διεπράχθη. Είναι ο

μοναδικός εκ των αρχικών θυμάτων που χτυπήθηκε με κάτι βαρύ, όπως συνέβη και με τους δολοφονημένους αστυνομικούς». Έπεσε ησυχία. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον Χάρι Χόλε, που είχε απλωθεί σε ημιοριζόντια θέση στην καρέκλα του, με τα μάτια κλειστά και τα χέρια διπλωμένα πάνω στην κοιλιά του. Η Κατρίνε Μπρατ νόμιζε ότι τον είχε πάρει ο ύπνος, μέχρι που ο Χάρι έβηξε. «Έχουμε βρει ενδείξεις που να συνδέουν τον Βαλεντίν με τον Καλσνές;» «Όχι ακόμη» απάντησε η Κατρίνε. «Ούτε μέσω της λίστας επαφών του τηλεφώνου του, ούτε μέσω του αρχείου συναλλαγών με πιστωτικές κάρτες στο κλαμπ ή στο Ντράμεν, ούτε μέσω οποιουδήποτε άλλου ηλεκτρονικού στοιχείου που να αποδεικνύει ότι ο Βαλεντίν βρισκόταν κοντά στον Ρενέ Καλσνές. Και κανείς από τους γνωστούς του Καλσνές δεν έχει ακουστά τον Βαλεντίν, ούτε έχει δει κάποιον που να του μοιάζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν...» «Όχι φυσικά» είπε ο Χάρι, σφαλίζοντας τα μάτια του. «Απλώς αναρωτιόμουν». Σιωπή απλώθηκε στο λεβητοστάσιο. Όλοι κοιτούσαν τον Χάρι. Εκείνος άνοιξε το ένα του μάτι. «Τι;» Κανείς δεν απάντησε.

«Μην περιμένετε να σηκωθώ και να περπατήσω στο νερό ή να κάνω το νερό κρασί» είπε. «Όχι, όχι, όχι» απάντησε η Κατρίνε. «Φτάνει να δώσεις σε τέσσερις τυφλούς το φως τους». «Ούτε αυτό μπορώ να το κάνω». «Είχα την εντύπωση ότι ένας ηγέτης πρέπει να μπορεί να κάνει τον λαό του να πιστέψει ότι όλα είναι δυνατά» είπε ο Μπγιορν Χολμ. «Ηγέτης;» Ο Χάρι χαμογέλασε και ανακάθισε στην καρέκλα του. «Χάγκεν, δεν τους μίλησες για τη συμμετοχή μου;» Ο Γκούναρ Χάγκεν ξερόβηξε. «Ο Χάρι δεν έχει ούτε τον βαθμό ούτε τη δύναμη ενός αξιωματικού της αστυνομίας, οπότε βρίσκεται εδώ εξ ολοκλήρου ως σύμβουλος, σαν τον Στούλε. Αυτό σημαίνει, λόγου χάριν, ότι δεν μπορεί να αιτηθεί ενταλμάτων, να οπλοφορεί ή να συλλαμβάνει οποιονδήποτε. Και συνεπώς, δεν μπορεί να ηγηθεί μιας αστυνομικής επιχείρησης. Είναι πολύ σημαντικό να τηρήσουμε αυτούς τους κανόνες. Φανταστείτε να πιάσουμε τον Βαλεντίν, να βρούμε κι ένα κάρο αποδεικτικά στοιχεία και η υπεράσπιση να μας τη φέρει στο δικαστήριο επειδή δεν σεβαστήκαμε τους κανόνες του παιχνιδιού». «Αυτοί οι σύμβουλοι...» είπε ο Στούλε Άουνε γεμίζοντας

την πίπα του και κάνοντας μια γκριμάτσα. «Έχω ακούσει ότι πληρώνονται ωρομίσθια που βάζουν τα γυαλιά στους ψυχολόγους. Ας εκμεταλλευτούμε, λοιπόν, στο έπακρο τον χρόνο μας. Άντε, Χάρι, πες κάτι έξυπνο». Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Κατάλαβα» είπε ο Στούλε Άουνε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο και βάζοντας τη σβηστή ακόμη πίπα του στο στόμα. «Έχουμε ήδη πει ό,τι έξυπνο είχαμε να πούμε, καιρό τώρα». Ο Χάρι κοίταξε τα χέρια του. Και κάποια στιγμή, πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν ξέρω κατά πόσο είναι έξυπνο αυτό που θα πω, ακόμη δεν το έχω επεξεργαστεί, αλλά εγώ σκεφτόμουν το εξής...» Σήκωσε το κεφάλι του και είδε να τον κοιτούν τέσσερα ζευγάρια ορθάνοιχτα μάτια. «Καταλαβαίνω ότι ο Βαλεντίν είναι ύποπτος. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούμε να τον εντοπίσουμε. Προτείνω λοιπόν να βρούμε κάποιον άλλο ύποπτο». Η Κατρίνε Μπρατ δεν πίστευε στ’ αυτιά της. «Τι; Να υποψιαστούμε κάποιον που δεν πιστεύουμε ότι το έκανε δηλαδή;» «Δεν είναι θέμα πίστης» είπε ο Χάρι. «Είναι θέμα υποθέσεων με ποικίλους βαθμούς πιθανοτήτων. Τις πιθανότητες αυτές τις ζυγίζουμε έναντι του κόστους

επιβεβαίωσης ή διάψευσής τους. Θεωρούμε, παραδείγματος χάριν, ότι είναι λιγότερο πιθανό να υφίσταται ζωή στο φεγγάρι παρά στον πλανήτη Gliese 581d, που έχει και την κατάλληλη απόσταση από τον Ήλιο και όπου το νερό ούτε κοχλάζει, ούτε παγώνει· αλλά ψάχνουμε πρώτα στο φεγγάρι». «Η τέταρτη εντολή του Χάρι Χόλε» παρενέβη ο Μπγιορν Χολμ. «Άρχισε να ψάχνεις εκεί που υπάρχει φως. Ή μήπως ήταν η πέμπτη;» Ο Χάγκεν ξερόβηξε. «Οι εντολές που έχουμε είναι να βρούμε τον Βαλεντίν. Οτιδήποτε άλλο είναι ευθύνη της μεγάλης ερευνητικής ομάδας. Ο Μπέλμαν δεν θα δεχθεί τίποτε διαφορετικό». «Με όλο τον σεβασμό» είπε ο Χάρι «ο Μπέλμαν ας πάει στον διάολο. Μπορεί να μην είμαι εξυπνότερός σας, αλλά είμαι φρέσκος στην υπόθεση, κι αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να τη δούμε με άλλο μάτι». Η Κατρίνε ρουθούνισε ενοχλημένη. «Μαλακίες. Δεν τα εννοείς αυτά περί εξυπνάδας». «Όχι, δεν τα εννοώ, αλλά ας προσποιηθούμε ότι τα εννοώ» είπε ο Χάρι χωρίς δισταγμό. «Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κατ’ αρχάς, το κίνητρο. Ποιος θα ήθελε να σκοτώσει ένα μάτσο αστυνομικούς που δεν κατάφεραν να εξιχνιάσουν μια σειρά υποθέσεων; Γιατί αυτός

είναι ο κοινός παρονομαστής, έτσι δεν είναι; Για ν’ ακούσω λοιπόν». Ο Χάρι σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος, γλίστρησε προς τα κάτω στην καρέκλα του και έκλεισε ξανά τα μάτια. Ο Μπγιορν Χολμ ήταν ο πρώτος που έσπασε τη σιωπή. «Συγγενείς των θυμάτων». Η Κατρίνε χώθηκε στη συζήτηση. «Θύματα βιασμών που δεν έγιναν πιστευτά από την αστυνομία ή που οι κατηγορίες τους δεν ερευνήθηκαν όσο θα ήθελαν. Ο δολοφόνος τιμωρεί την αστυνομία επειδή δεν εξιχνίασε τις επιθέσεις σεξουαλικής βίας». «Τον Ρενέ Καλσνές δεν τον βίασαν» επισήμανε ο Χάγκεν. «Κι αν ήμουν εγώ στη θέση του δολοφόνου και η υπόθεσή μου δεν είχε διερευνηθεί όπως έπρεπε, τότε θα σκότωνα μόνο τους υπεύθυνους αστυνομικούς, όχι και τους υπόλοιπους». «Συνεχίστε με τις προτάσεις σας και τις συζητάμε όλες μαζί αργότερα» είπε ο Χάρι και κάθισε καλά στην καρέκλα του. «Στούλε;» «Οι αδίκως καταδικασθέντες» είπε ο Άουνε. «Μπήκαν φυλακή, στιγματίστηκαν, έχασαν τις δουλειές τους, έχασαν τον αυτοσεβασμό τους και τον σεβασμό των άλλων. Τα πιο επικίνδυνα είναι τα λιοντάρια που εξοστρακίζονται από την αγέλη. Δεν νιώθουν καμιά ευθύνη για την κατάντια τους, μόνο μίσος και πικρία. Διακινδυνεύουν, δε, πάρα πολλά στον

βωμό της εκδίκησης, αφού οι ζωές τους έχουν υπονομευθεί έτσι κι αλλιώς. Σαν ζώα της αγέλης, νιώθουν ότι δεν έχουν και πολλά να χάσουν. Από τη στιγμή που θ’ ανοίξουν το μάτι τους το πρωί σκέφτονται πώς να πληγώσουν αυτούς που τους έχουν πληγώσει». «Εκδικητικοί τρομοκράτες δηλαδή» συμπέρανε ο Μπγιορν Χολμ. «Ωραία» είπε ο Χάρι. «Σιγουρευτείτε ότι θα ελέγξουμε όλες τις υποθέσεις βιασμού στις οποίες ο δράστης δεν ομολόγησε και η υπόθεση δεν ξεκαθαρίστηκε. Και στις οποίες οι δράστες έχουν αποφυλακιστεί και κυκλοφορούν πάλι ελεύθεροι». «Ίσως όμως να μην είναι κάποιος από τους καταδικασθέντες» παρενέβη η Κατρίνε. «Μπορεί ο καταδικασθείς να βρίσκεται ακόμη στη στενή ή να αυτοκτόνησε από απελπισία, κι έτσι η κοπέλα ή ο αδερφός ή ο πατέρας του να θέλησε να εκδικηθεί για χάρη του». «Αγάπη ακούω» είπε ο Χάρι. «Ωραία». «Έλα, ρε, δεν το εννοείς αυτό τώρα» πετάχτηκε ο Μπγιορν. «Γιατί όχι;» είπε ο Χάρι. «Αγάπη;» Η φωνή του ήταν μεταλλική, το πρόσωπό του είχε μεταμορφωθεί με μια περίεργη γκριμάτσα. «Δεν είναι

δυνατόν να πιστεύεις ότι αυτή η αιματοχυσία έχει να κάνει με την αγάπη;» «Αυτό ακριβώς πιστεύω» είπε ο Χάρι, ξαναγλιστρώντας στην καρέκλα του και ξανακλείνοντας τα μάτια. Ο Μπγιορν σηκώθηκε όρθιος· το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο. «Ένας ψυχοπαθής δολοφόνος που, από αγάπη, κάνει...» Η φωνή του έσπασε και ο Χολμ έγνεψε προς την άδεια καρέκλα «...αυτό». «Κοίτα καλά τον εαυτό σου» είπε ο Χάρι, ανοίγοντας το ένα του μάτι. «Ε;» «Κοίτα τον εαυτό σου και νιώσε τι νιώθεις. Είσαι έξαλλος, μισείς, θες να στείλεις τον ένοχο στην κρεμάλα, να τον δεις να υποφέρει, δεν θες; Γιατί εσύ, όπως κι εμείς, αγαπούσες τη γυναίκα που καθόταν σ’ αυτή την καρέκλα. Άρα το μίσος σου το γεννά η αγάπη, Μπγιορν. Και αυτό που σε κάνει να θες να κάνεις οτιδήποτε, ό,τι περνά από το χέρι σου για να πιάσεις τον ένοχο, αυτό το πράγμα είναι η αγάπη, Μπγιορν, και όχι το μίσος. Κάτσε κάτω». Ο Μπγιορν κάθισε. Και ο Χάρι σηκώθηκε. «Αυτό που λέτε μου κάνει κι εμένα εντύπωση σε αυτούς τους φόνους. Η προσπάθεια του δράστη ν’ αναπαραστήσει τις αρχικές δολοφονίες. Το ρίσκο που παίρνει. Δεδομένης της πολλής δουλειάς που έχει ρίξει στο στήσιμο των

εγκλημάτων, δεν είμαι σίγουρος ότι οι πράξεις τους εξηγούνται από αιμοβορία και μίσος. Ένας αιμοδιψής δολοφόνος σκοτώνει πόρνες, παιδιά, ή άλλους, πιο εύκολους στόχους. Κάποιος που μισεί χωρίς ν’ αγαπά δεν κάνει τέτοια ακραία προσπάθεια. Νομίζω ότι πρέπει να ψάξουμε για κάποιον που αγαπά πιο πολύ απ’ ό,τι μισεί. Κι άρα το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: από όσα ξέρουμε για τον Βαλεντίν Γιέρτσεν, έχει αυτός ο άνθρωπος τη δυνατότητα ν’ αγαπά τόσο πολύ;» «Ίσως» είπε ο Γκούναρ Χάγκεν. «Δεν ξέρουμε και τόσα πολλά για τον Βαλεντίν Γιέρτσεν». «Χμ. Πότε είναι η ημερομηνία του επόμενου ανεξιχνίαστου φόνου;» «Έχουμε λίγο κενό διάστημα τώρα» απάντησε η Κατρίνε. «Τον Μάιο. Μια υπόθεση δεκαεννέα ετών». «Σε παραπάνω από έναν μήνα λοιπόν» είπε ο Χάρι. «Ναι· ο φόνος όμως δεν ήταν σεξουαλικής φύσεως. Περισσότερο μοιάζει με οικογενειακή βεντέτα. Επέτρεψα λοιπόν στον εαυτό μου να μελετήσω μια υπόθεση εξαφάνισης που θα μπορούσε να είναι και δολοφονία. Ένα κορίτσι εξαφανίζεται στο Όσλο. Δηλώνεται αγνοούμενη μόνο αφότου δεν την έχει δει κανείς για πάνω από δύο εβδομάδες. Ο λόγος για τον οποίο κανείς δεν αντιδρά πιο πριν είναι γιατί

η νεαρή έχει στείλει μήνυμα από το κινητό σε αρκετούς φίλους της για να τους πει ότι βρήκε φτηνό εισιτήριο για πιο θερμά κλίματα και ότι έχει ανάγκη από ένα διάλειμμα. Πολλοί της απαντούν, όμως δεν παίρνουν άλλη απάντηση, κι έτσι υποθέτουν ότι το διάλειμμα περιλαμβάνει και την τηλεφωνική επικοινωνία. Όταν πια δηλώνεται η εξαφάνισή της, η αστυνομία ελέγχει όλες τις αεροπορικές εταιρείες και δεν βρίσκει τίποτε. Με λίγα λόγια, η κοπέλα εξαφανίστηκε δίχως κανένα ίχνος». «Το τηλέφωνό της;» ρώτησε ο Μπγιορν Χολμ. «Η τελευταία μετάδοση σήματος ήταν από το κέντρο του Όσλο. Ύστερα τίποτα. Μπορεί να τέλειωσε και η μπαταρία». «Χμ» είπε ο Χάρι. «Το μήνυμα στο κινητό. Το ευρύ κοινό έπρεπε να πιστέψει ότι ήταν άρρωστη...» Ο Μπγιορν και η Κατρίνε κατένευσαν αργά. Ο Στούλε Άουνε αναστέναξε. «Και λοιπόν;» «Και λοιπόν, το ίδιο πράγμα συνέβη και στην Μπέτε» είπε η Κατρίνε. «Έλαβα μήνυμα από το κινητό της ότι ήταν άρρωστη». «Φυσικά» είπε ο Χάγκεν. Ο Χάρι κατένευσε αργά. «Πιθανόν, για παράδειγμα, να ελέγχει τις πρόσφατες κλήσεις των τηλεφώνων τους και να στέλνει κατόπιν μηνύματα στους εν λόγω αριθμούς, μόνο και μόνο για να καθυστερήσει την έρευνα».

«Κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη την εύρεση στοιχείων στις σκηνές των εγκλημάτων» πρόσθεσε ο Μπγιορν. «Ο τύπος παίζει πολύ καλά το παιχνίδι». «Πότε στάλθηκε το μήνυμα;» «Στις είκοσι πέντε Μαρτίου» είπε η Κατρίνε. «Σαν σήμερα δηλαδή» διαπίστωσε ο Μπγιορν. «Χμ» είπε ο Χάρι και έξυσε το πιγούνι του. «Έχουμε μια πιθανή σεξουαλική επίθεση, την ημερομηνία της, αλλά όχι την τοποθεσία της. Ποιοι επιθεωρητές συμμετείχαν στην έρευνα;» «Καμία έρευνα δεν έγινε. Η υπόθεση παρέμεινε καταχωρημένη στις εξαφανίσεις προσώπων και δεν θεωρήθηκε ποτέ δολοφονία». Η Κατρίνε κοίταξε τις σημειώσεις της. «Στο τέλος όμως, εστάλη στο Ανθρωποκτονιών και τοποθετήθηκε στη λίστα ενός εκ των επιθεωρητών. Στη δική σου, για την ακρίβεια». «Στη δική μου;» συνοφρυώθηκε ο Χάρι. «Συνήθως τις θυμάμαι τις υποθέσεις μου». «Συνέβη ακριβώς μετά την ιστορία με τον Χιονάνθρωπο. Εσύ την είχες κοπανήσει για το Χονγκ Κονγκ, χωρίς να δώσεις περαιτέρω σημεία ζωής. Αφού στο τέλος σε βάλαμε κι εσένα στη λίστα των αγνοουμένων, να φανταστείς». Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Καλώς. Μπγιορν,

εσύ θα πας να μιλήσεις με την Ειδική Ομάδα Αγνοούμενων Προσώπων για να δεις τι έχουν να μας πουν. Και να τους προειδοποιήσεις να έχουν τον νου τους σε περίπτωση που κάποιος αρχίσει και τους χτυπάει την πόρτα ή δεχθούν περίεργα τηλεφωνήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, εντάξει; Νομίζω ότι πρέπει να εξετάσουμε αυτή την υπόθεση, ασχέτως αν δεν υφίσταται πτώμα ή συγκεκριμένο έγκλημα». Ο Χάρι χτύπησε κοφτά παλαμάκια. «Λοιπόν! Ποιος φτιάχνει τον καφέ εδώ γύρω;» «Χμ» είπε η Κατρίνε με βαθιά και βραχνή φωνή. Είχε χωθεί στην καρέκλα της, με τα πόδια της τεντωμένα μπροστά και τα μάτια της κλειστά. Έξυσε το πιγούνι της. «Ο νέος μας σύμβουλος, υποθέτω». Ο Χάρι σούφρωσε τα χείλη του, κατένευσε, πετάχτηκε όρθιος και, για πρώτη φορά από τότε που βρήκαν την Μπέτε, το λεβητοστάσιο πλημμύρισε γέλια.

Η βαρύτητα της υπόθεσης έσπαγε κόκαλα στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημαρχείου. Ο Μίκαελ Μπέλμαν καθόταν στη μία άκρη του τραπεζιού, ο επικεφαλής του Δημοτικού Συμβουλίου στην κορυφή. Ο Μίκαελ γνώριζε τα ονόματα των περισσότερων επιτρόπων: ήταν από τα πρώτα πράγματα που έμαθε ως αρχηγός της

αστυνομίας. Ονόματα και πρόσωπα. Δεν παίζεις σκάκι χωρίς να ξέρεις τα πιόνια, του είχε πει ο πρώην αρχηγός. Πρέπει να ξέρεις τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν. Ήταν μια καλοπροαίρετη συμβουλή από έναν έμπειρο αρχηγό. Τι δουλειά είχε λοιπόν αυτός ο συνταξιούχος, πλέον, αξιωματικός σε τούτη εδώ την αίθουσα; Μήπως τον είχαν προσκαλέσει με την ιδιότητα του συμβούλου; Όση εμπειρία και να είχε ο πρώην αρχηγός στο σκάκι, ο Μίκαελ αμφέβαλλε αν είχε αναμετρηθεί ποτέ με πιόνια όπως αυτή η ψηλή ξανθιά που καθόταν δύο θέσεις παραδίπλα από τον πρόεδρο. Η γυναίκα δηλαδή που είχε τον λόγο αυτή τη στιγμή· η βασίλισσα· η επίτροπος Κοινωνικών Υπηρεσιών. Η Ιζαμπέλε Σκέγιεν, η γκόμενα που παρατούσε τους άνδρες. Η φωνή της είχε την κρύα, γραφειοκρατική χροιά κάποιου που γνωρίζει ότι όλα καταγράφονται στα πρακτικά. «Με αυξανόμενη ανησυχία παρατηρούμε πως η αστυνομία του Όσλο αδυνατεί να σταματήσει αυτές τις δολοφονίες με τις δυνάμεις της. Όπως είναι φυσικό, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας πιέζουν εδώ και καιρό να δράσουμε ως Συμβούλιο, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι αυτής της πόλης έχουν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους. Δεν είναι δυνατόν να κλονίζεται καθημερινώς η εμπιστοσύνη τους απέναντι στους θεσμούς, ήτοι απέναντι στην αστυνομία και το Δημοτικό Συμβούλιο. Και μια και η εν

λόγω υπόθεση άπτεται των δικών μου αρμοδιοτήτων, ζήτησα αυτή την ανεπίσημη διαβούλευση ώστε το Συμβούλιο να τοποθετηθεί υπέρ ή κατά της λύσεως που προτείνει ο σημερινός αρχηγός –η οποία υποθέτουμε ότι υφίσταται– και να εξετάσει ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις». Ο Μίκαελ Μπέλμαν είχε αρχίσει να ιδρώνει. Σιχαινόταν να ιδρώνει μες στη στολή του. Μάταια προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή του προκατόχου του. Τι στον διάολο συνέβαινε εδώ πέρα; «Και νομίζω ότι θα έπρεπε να είμαστε, ει δυνατόν, πιο ανοιχτοί και καινοτόμοι απέναντι στις όποιες εναλλακτικές λύσεις» τόνισε η Ιζαμπέλε Σκέγιεν. «Καταλαβαίνουμε φυσικά ότι πρόκειται για μια ιδιαιτέρως απαιτητική συγκυρία για έναν νεαρό και νεοδιορισθέντα αρχηγό. Είναι πραγματικά ατυχές το γεγονός ότι βρέθηκε αντιμέτωπος, τόσο νωρίς στην καριέρα του, με μία κατάσταση που απαιτεί πολύχρονη εμπειρία και άψογη γνώση των διαδικασιών. Θα ήταν προτιμότερο μια τέτοια υπόθεση να είχε κάνει την εμφάνισή της κατά τη θητεία του προηγούμενου αρχηγού, δεδομένης της μακράς του εμπειρίας και των πολλών προσόντων του. Είμαι σίγουρη ότι αυτό θα θέλαμε όλοι, όλοι οι παρευρισκόμενοι σε τούτη την αίθουσα, συμπεριλαμβανομένων και των δύο αρχηγών της

αστυνομίας». Ο Μίκαελ Μπέλμαν αναρωτήθηκε αν όντως άκουσε αυτό που νόμισε ότι άκουσε. Τι δηλαδή, εννοούσε ότι… ήταν έτοιμη να…; «Έτσι δεν είναι, Μπέλμαν;» Ο Μίκαελ Μπέλμαν ξερόβηξε. «Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, Μπέλμαν» είπε η Ιζαμπέλε Σκέγιεν, φορώντας ένα ζευγάρι γυαλιά Πράντα στην άκρη της μύτης της και παρατηρώντας ένα φύλλο χαρτί που είχε μπροστά της. «Θα σας διαβάσω από τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης που είχαμε πάνω σ’ αυτό το θέμα και κατά την οποία είπατε –και το παραθέτω– θέλω να διαβεβαιώσω το Συμβούλιο ότι η υπόθεση βρίσκεται υπό πλήρη έλεγχο και ότι είμαστε βέβαιοι για την τάχιστη επίλυσή της». Η Ιζαμπέλε έβγαλε τα γυαλιά της. «Ας γλιτώσουμε λοιπόν λίγο χρόνο, ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν μας περισσεύει, αποφεύγοντας τις επαναλήψεις και αφήνοντάς σας να μας πείτε τι ακριβώς το διαφορετικό προτίθεστε να κάνετε τώρα που θα φέρει καλύτερα αποτελέσματα από όσα έχετε δοκιμάσει στο παρελθόν». Ο Μπέλμαν πίεσε τους ώμους του προς τα πίσω ξανά και ξανά, ελπίζοντας να καταφέρει να ξεκολλήσει το πουκάμισο από την πλάτη του. Γαμώ τον ιδρώτα μου, γαμώ.

Μαλακισμένη.

Ήταν οκτώ η ώρα το βράδυ όταν ο Χάρι, κουρασμένος, ξεκλείδωσε την πόρτα της Αστυνομικής Ακαδημίας. Είχε προφανώς ξεσυνηθίσει να συγκεντρώνεται για τόσο πολλή ώρα. Όχι ότι είχαν καταφέρει και πάρα πολλά. Είχαν ξαναδιαβάσει τις εκθέσεις, είχαν ξανασυζητήσει σκέψεις που είχαν ήδη περάσει από το μυαλό τους δεκάδες φορές, γυρνώντας γύρω γύρω από την ουρά τους, χτυπώντας το κεφάλι τους στον τοίχο, με την ελπίδα ότι ο τοίχος τελικά θα υπέκυπτε. Ο πρώην επιθεωρητής έκανε νόημα στην καθαρίστρια και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Κουρασμένος και όμως διαυγέστατος. Ενθουσιασμένος. Ετοιμοπόλεμος. Περνώντας από το γραφείο του Άρνολ, τον άκουσε να φωνάζει το όνομά του. Έκανε μεταβολή και έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας. Ο συνάδελφός του είχε πλέξει τα χέρια του πίσω από το αχτένιστο κεφάλι του. «Ήθελα απλώς να μάθω πώς αισθάνεσαι που είσαι πάλι κανονικός αστυνομικός». «Ωραία» απάντησε ο Χάρι. «Μόνο που έχω να τελειώσω τη διόρθωση των υπόλοιπων γραπτών πάνω στη δικαστική

έρευνα». «Μην ανησυχείς. Εδώ τα έχω» είπε ο Άρνολ, χτυπώντας με το δάχτυλό του μια στοίβα με χαρτιά μπροστά του. «Εσύ κοίτα να πιάσεις τον τύπο». «ΟΚ, Άρνολ. Ευχαριστώ». «Παρεμπιπτόντως, είχαμε μια διάρρηξη». «Τι σόι διάρρηξη;» «Στο γυμναστήριο. Άνοιξαν την ντουλάπα με τον εξοπλισμό, μα το μόνο που πήραν ήταν δύο κλομπ». «Τι σκατά; Και η εξωτερική πόρτα;» «Δεν υπήρχαν σημάδια διάρρηξης εκεί. Πράγμα που σημαίνει ότι ήταν πιθανόν να το έκανε κάποιος που εργάζεται εδώ μέσα. Ή ότι μπήκαν με τη βοήθεια κάποιου που εργάζεται εδώ ή χρησιμοποιώντας το πάσο του». «Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε πώς έγινε;» Ο Άρνολ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν έχουμε και τίποτα αξίας εδώ μέσα, οπότε δεν σπαταλάμε τον προϋπολογισμό μας σε περίπλοκες καταγραφές εισόδωνεξόδων, σε κάμερες επιτήρησης ή σε εικοσιτετράωρη φύλαξη». «Μπορεί να μην έχουμε όπλα, ναρκωτικά ή κάποιο χρηματοκιβώτιο, αλλά είμαι σίγουρος ότι έχουμε πολλά πράγματα που αξίζουν σε μετρητά, και μάλιστα πολλά περισσότερα απ’ ό,τι δύο κλομπ, έτσι δεν είναι;»

Ο Άρνολ μειδίασε. «Καλά θα κάνεις να τσεκάρεις αν ο υπολογιστής σου βρίσκεται ακόμη στη θέση του». Ο Χάρι πήγε μέχρι το γραφείο του, είδε ότι φαινόταν άθικτο, κάθισε σε μια καρέκλα και αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει. Είχε αφήσει ελεύθερο το βράδυ του για να διορθώσει τα γραπτά. Στο σπίτι τον περίμεναν μόνο σκιές. Προς απάντησή του, το κινητό του άρχισε να δονείται. «Κατρίνε;» «Γεια. Άκου, κάτι βρήκα». Ακουγόταν ενθουσιασμένη. «Θυμάσαι που σου είπα ότι η Μπέτε κι εγώ είχαμε μιλήσει στην Ίργια, την ιδιοκτήτρια του υπόγειου διαμερίσματος που νοίκιαζε ο Βαλεντίν;» «Αυτήν που του πρόσφερε ψεύτικα άλλοθι;» «Ναι, αυτήν. Μας είχε πει ότι είχε βρει κάτι φωτογραφίες στο υπόγειο. Φωτογραφίες από βιασμούς και κακοποιήσεις. Σε μία από αυτές είχε αναγνωρίσει τα παπούτσια του Βαλεντίν και την ταπετσαρία του υπνοδωματίου του». «Χμ. Εννοείς…» «…Δεν είναι πολύ πιθανό, αλλά μπορεί και να πρόκειται για σκηνή εγκλήματος. Επικοινώνησα με τους νέους ιδιοκτήτες και μου είπαν ότι μένουν σε μια οικογένεια εκεί γύρω, μέχρι να τελειώσει η ανακαίνιση του σπιτιού. Αλλά δεν τους πειράζει να δανειστούμε τα κλειδιά τους και να ρίξουμε

μια ματιά». «Νόμιζα ότι συμφωνήσαμε να μην ψάξουμε τον Βαλεντίν για την ώρα». «Νόμιζα ότι συμφωνήσαμε να ψάξουμε εκεί που υπάρχει φως». «Touché. Μπράβο, Μπρατ. Το Βίντερεν είναι εδώ δίπλα μάλιστα. Έχεις τη διεύθυνση;» Του την έδωσε. «Θα πάω με τα πόδια, τώρα αμέσως. Έρχεσαι;» «Θα έρθω, αλλά είχα τέτοια ανησυχία, που ξέχασα να φάω». «Καλά. Έλα όποτε είσαι έτοιμη».

Ήταν εννέα παρά τέταρτο το βράδυ, όταν ο Χάρι ανέβηκε το πλακόστρωτο μονοπάτι μέχρι το σπίτι. Δίπλα στον τοίχο υπήρχαν άδεια δοχεία χρωμάτων, πλαστικά ρολά και ξύλινες σανίδες που προεξείχαν κάτω από μουσαμάδες. Κατέβηκε τα μικρά πέτρινα σκαλοπάτια, όπως του είχαν υποδείξει οι ιδιοκτήτες, και περπάτησε το πλακόστρωτο προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Ξεκλείδωσε την πόρτα του υπόγειου διαμερίσματος και αμέσως ένιωσε τη μυρωδιά της μπογιάς και της κόλλας να χώνεται στα ρουθούνια του. Αλλά και κάτι άλλο, μια μυρωδιά την οποία είχαν αναφέρει οι ιδιοκτήτες και

λόγω της οποίας αποφάσισαν ν’ ανακαινίσουν το σπίτι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν από πού προερχόταν. Ήταν λες και κυριαρχούσε σε ολόκληρο το σπίτι. Μέχρι και ειδικό στις μυοκτονίες είχαν φέρει, αλλά τους είχε εξηγήσει ότι η μυρωδιά ήταν τόσο έντονη, που αποκλείεται να προερχόταν από ένα και μόνο τρωκτικό. Κατά πάσα πιθανότητα, θα έπρεπε να ξηλώσουν το πάτωμα και ν’ ανοίξουν τους τοίχους για να βρουν τι συνέβαινε. Ο Χάρι άναψε το φως. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο μ’ ένα διαφανές πλαστικό, κατάστικτο με γκρίζες πατημασιές από τις μπότες των εργατών, και ξύλινα κιβώτια γεμάτα εργαλεία, σφυριά, λοστούς και τρυπάνια πιτσιλισμένα με μπογιές. Από τον τοίχο έλειπαν δύο ξύλα· από μέσα φαινόταν η μόνωση. Εκτός από το χολ, το διαμέρισμα διέθετε επίσης μια μικρή κουζίνα, ένα μπάνιο και το καθιστικό, που χωριζόταν από το υπνοδωμάτιο με μια κουρτίνα. Προφανώς, η ανακαίνιση δεν έχει φτάσει ακόμη στο υπνοδωμάτιο: αυτό το χρησιμοποιούσαν για να στοιβάξουν τα έπιπλα των υπόλοιπων δωματίων. Για να προστατεύσουν, δε, αυτά τα έπιπλα από τη σκόνη, είχαν τραβήξει τη διαχωριστική κουρτίνα στην άκρη και την είχαν αντικαταστήσει με ένα παχύ, ματ πλαστικό διαχωριστικό, που θύμιζε στον Χάρι σφαγεία, αποθήκες-ψυγεία και αποκλεισμένες σκηνές εγκλημάτων.

Ο Χάρι εισέπνευσε τη μυρωδιά από διαλύτες και σαπίλα. Και κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με τον υπάλληλο της εταιρείας μυοκτονιών: δεν επρόκειτο για ένα μικρούλι τρωκτικό. Το κρεβάτι ήταν σπρωγμένο στη γωνία, ώστε να υπάρχει χώρος και για τα υπόλοιπα έπιπλα. Το δωμάτιο ήταν τόσο γεμάτο, που ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς ακριβώς είχε διαπραχθεί ο βιασμός και πού είχε φωτογραφηθεί το κορίτσι. Η Κατρίνε είχε πει ότι θα πήγαινε να ξαναδεί την Ίργια, σε περίπτωση που μπορούσε να τους δώσει τίποτα νέες πληροφορίες, αλλά αν ο Βαλεντίν ήταν όντως ο δολοφόνος που έψαχναν, τότε ο Χάρι για ένα πράγμα ήταν σίγουρος: δεν θ’ άφηνε πίσω του ενοχοποιητικά στοιχεία. Οι όποιες φωτογραφίες, λοιπόν, είχαν είτε καταστραφεί, είτε τις είχε πάρει μαζί του εκεί που κρυβόταν. Ο Χάρι παρατήρησε προσεκτικά το δωμάτιο από πάνω έως κάτω, και ύστερα γύρισε και κοίταξε την αντανάκλασή του πάνω στο παράθυρο που έβλεπε στο σκοτάδι του κήπου. Το δωμάτιο είχε κάτι κλειστοφοβικό. Αν όμως ήταν η σκηνή κάποιου εγκλήματος, στον Χάρι δεν έλεγε απολύτως τίποτα. Εν πάση περιπτώσει, είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε και εντωμεταξύ είχαν συμβεί τόσα πράγματα εδώ κάτω, που το μόνο που έμενε από τότε ήταν η ταπετσαρία. Και η μυρωδιά.

Ο Χάρι γύρισε το βλέμμα του ξανά προς το ταβάνι. Έμεινε να το κοιτάζει με προσοχή. Κλειστοφοβικό. Γιατί ένιωθε έτσι εδώ και όχι στο σαλόνι; Τεντώθηκε –1,92 μέτρα ύψος συν τα χέρια του– προς το ταβάνι. Ίσα ίσα που το έφτανε με τις άκρες των δακτύλων του. Γυψοσανίδα. Πήγε πάλι στο σαλόνι και έκανε ακριβώς το ίδιο. Εκεί δεν έφτασε ν’ ακουμπήσει το ταβάνι. Άρα το ταβάνι του υπνοδωματίου ήταν ψευδοροφή. Τυπική πρακτική της δεκαετίας του εβδομήντα, όταν οι άνθρωποι προσπαθούσαν να κρατήσουν χαμηλά το κόστος θέρμανσης. Στο κενό ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο ταβάνι υπήρχε συνήθως αρκετός άδειος χώρος για να κρύψει κανείς ό,τι ήθελε. Ο Χάρι πήγε στο χολ, άρπαξε έναν λοστό από μία από τις εργαλειοθήκες και επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα. Το βλέμμα του έπεσε στο παράθυρο. Κοκάλωσε. Ξέροντας ότι τα μάτια αντιδρούν αυτόματα σε οποιαδήποτε κίνηση. Παρέμεινε ακίνητος για δύο δευτερόλεπτα, κοιτάζοντας το παράθυρο και αφουγκραζόμενος τον χώρο. Τίποτα. Έστρεψε ξανά την προσοχή του στο ταβάνι. Δεν υπήρχε εγκοπή για να βάλει τον λοστό, αλλά με τις γυψοσανίδες τα πράγματα είναι εύκολα: ανοίγεις απλώς μια μεγάλη τρύπα και στη συνέχεια την ξανασφραγίζεις, βάφοντας κατόπιν όλο το ταβάνι. Δουλειά μισής μέρας, αν εργαζόταν κανείς

αποδοτικά. Aνέβηκε σε μια πολυθρόνα και πάτησε τα δυο του πόδια στα δυο της μπράτσα. Σημάδεψε το ταβάνι. Ο Χάγκεν είχε δίκιο: αν ένας επιθεωρητής γκρέμιζε το ταβάνι χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη ή το μπλε χαρτάκι, το ένταλμα έρευνας, το δικαστήριο θα απέρριπτε οποιαδήποτε στοιχεία έβγαιναν, ενδεχομένως, στο φως. Ο Χάρι σημάδεψε και χτύπησε το ταβάνι. Ο λοστός διαπέρασε τη γυψοσανίδα με ένα υπόκωφο τρίξιμο. Το πρόσωπό του γέμισε άσπρη κιμωλία. Και ο Χάρι δεν ήταν καν επιθεωρητής, μόνο ένας εξωτερικός σύμβουλος, επισήμως άσχετος με την έρευνα, ένας ιδιώτης που θα μπορούσε να κατηγορηθεί, συνεπώς, για βανδαλισμό και να καταδικαστεί. Ο Χάρι ήταν πρόθυμος να πληρώσει το τίμημα. Έκλεισε τα μάτια του και τράβηξε τον λοστό προς τα πίσω. Ένιωσε κομμάτια γύψου να πέφτουν στους ώμους και στο μέτωπό του. Και ένιωσε και τη μυρωδιά. Ήταν πολύ χειρότερη τώρα. Τράβηξε έξω τον λοστό και τον ξανάχωσε μέσα, κάνοντας την τρύπα μεγαλύτερη. Κοίταξε τριγύρω μήπως έβρισκε κάτι να βάλει πάνω στην καρέκλα και να πατήσει πάνω του, ώστε να περάσει το κεφάλι του μέσα από το άνοιγμα.

Να την ξανά: μια κίνηση έξω απ’ το παράθυρο. Ο Χάρι πήδηξε από την καρέκλα και έτρεξε στο παράθυρο, κολλώντας το πρόσωπό του στο τζάμι και σκιάζοντας τα μάτια με τα χέρια του για να δει καλύτερα. Αλλά το μόνο που έβλεπε εκεί έξω ήταν το σκοτεινό περίγραμμα που διέγραφαν οι μηλιές. Μερικά κλαδιά σάλευαν απαλά. Μήπως είχε αρχίσει να φυσάει; Ο Χάρι γύρισε στο δωμάτιο, βρήκε ένα μεγάλο πλαστικό κουτί ΙΚΕΑ, το έβαλε πάνω στην πολυθρόνα και πήγε να ανεβεί, όταν άκουσε έναν ήχο από το χολ. Ένα κλικ. Στάθηκε ακίνητος και περίμενε, αφουγκραζόμενος τριγύρω του. Δεν ακούστηκε άλλος ήχος. Ο Χάρι χαλάρωσε. Ήταν απλώς οι ήχοι που κάνουν τα παλιά, ξύλινα σπίτια όταν σηκώνεται αέρας. Ανέβηκε πάνω στο πλαστικό κουτί, τεντώθηκε προσεκτικά, ακούμπησε τις παλάμες του στο ταβάνι και πέρασε το κεφάλι του μέσα από το άνοιγμα στην ψευδοροφή. Η βρόμα ήταν τόσο έντονη, που τα μάτια του αμέσως δάκρυσαν, και ο Χάρι προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να κρατήσει την ανάσα του. Η δυσοσμία ήταν οικεία: σάρκα σε διαδικασία σήψης, στο στάδιο που τα αέρια μοιάζουν τοξικά για την υγεία. Κατά το παρελθόν, τέτοια έντονη δυσοσμία είχε νιώσει μονάχα μία φορά, όταν είχαν βρει ένα πτώμα τυλιγμένο μέσα σε πλαστικό για δύο χρόνια, και το είχαν τρυπήσει. Όχι, δεν επρόκειτο περί τρωκτικού, δεν ανήκε καν

στην οικογένεια των τρωκτικών. Τριγύρω του ήταν σκοτεινά και το κεφάλι του εμπόδιζε τη μοναδική πηγή φωτός, αλλά ο Χάρι διέκρινε κάτι μπροστά του. Περίμενε να διασταλούν αργά οι κόρες των ματιών του για να αξιοποιήσει όσο περισσότερο μπορούσε το λιγοστό φως. Και τότε το είδε. Ένα τρυπάνι. Όχι, μια σέγα. Αλλά και κάτι άλλο πίσω της, κάτι που δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά. Αισθανόταν απλώς μια φυσική παρουσία. Κάτι… Ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό. Ένας θόρυβος. Από βήματα. Από κάτω του. Προσπάθησε να βγάλει το κεφάλι του από το άνοιγμα, αλλά ήταν λες και αυτό είχε στενέψει, λες και είχε συσταλεί γύρω από τον λαιμό του, κλείνοντάς τον μέσα σε μια ατμόσφαιρα θανάτου. Ένιωσε να πανικοβάλλεται, έχωσε τα δάχτυλά του μεταξύ λαιμού και κατακρεουργημένης ψευδοροφής και γκρέμισε κι άλλα κομμάτια γύψου. Τράβηξε το κεφάλι του έξω. Τα βήματα είχαν σταματήσει. Ο Χάρι αισθανόταν τους χτύπους της καρδιάς στις φλέβες του λαιμού του. Περίμενε μέχρι να ηρεμήσει εντελώς. Ύστερα έβγαλε έναν αναπτήρα από την τσέπη του, πέρασε το χέρι του μέσα από το άνοιγμα, η φλόγα έλαμψε και ήταν έτοιμος να ξαναβάλει το κεφάλι του στην τρύπα, όταν κάτι τράβηξε την προσοχή του. Το πλαστικό διαχωριστικό μεταξύ των δύο

δωματίων. Κάτι διαγραφόταν από πίσω του. Μια φιγούρα. Κάποιος τον κοιτούσε πίσω από το πλαστικό. Ο Χάρι έβηξε. «Κατρίνε;» Καμία απάντηση. Ο Χάρι έψαξε με το βλέμμα του τον λοστό που είχε αφήσει κάπου στο πάτωμα. Τον βρήκε και άρχισε να κατεβαίνει όσο πιο ήσυχα μπορούσε. Ακούμπησε το ένα πόδι στο πάτωμα, άκουσε το διαχωριστικό να παραμερίζεται και συνειδητοποίησε ότι δεν προλάβαινε να τον πιάσει. Η φωνή ακούστηκε σχεδόν χαρούμενη: «Συναντιόμαστε και πάλι». Σήκωσε το βλέμμα του. Στο λιγοστό φως, άργησε μια στιγμή να αναγνωρίσει το πρόσωπο. Έβρισε από μέσα του. Το μυαλό του άρχισε να ψάχνει πιθανά σενάρια για το πώς θα εξελίσσονταν τα επόμενα δευτερόλεπτα, μα δεν βρήκε κανένα, μόνο μια επίμονη ερώτηση: Τι σκατά κάνουμε τώρα;

29

Ε

ίχε στον ώμο της μια τσάντα, την οποία άφησε πάνω στο πάτωμα μ’ έναν εκπληκτικά βαρύ γδούπο. «Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» ρώτησε ο Χάρι κοφτά, αντιλαμβανόμενος ότι το είχε ξαναδεί το έργο. Όπως και την απάντησή της. «Είχα προπόνηση στο γυμναστήριο. Πολεμικές τέχνες». «Δεν είναι απάντηση αυτή, Σίλιε». «Πώς δεν είναι» είπε η Σίλιε Γκράβσεν, φέρνοντας με νάζι μπροστά τον έναν της γοφό. Φορούσε ένα λεπτό μαύρο μπλουζάκι, μαύρο κολάν και αθλητικά παπούτσια. Είχε πιάσει τα μαλλιά της αλογοουρά και χαμογελούσε ύπουλα. «Μόλις είχα τελειώσει την προπόνηση και σε είδα που έφευγες από την Ακαδημία. Κι έτσι σε ακολούθησα». «Γιατί;»

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Ίσως για να σου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία». «Μια δεύτερη ευκαιρία να κάνω τι;» «Να κάνεις αυτό που θες». «Το οποίο είναι;» «Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σ’ το πω». Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Το είδα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου στο γραφείο του Κρον. Σου είναι αδύνατον να κρυφτείς, Χάρι. Το ξέρω ότι θες να με πηδήξεις». Ο Χάρι έγνεψε προς τη μεριά της τσάντας. «Η προπόνηση που κάνεις είναι τύπου νίντζα, με σπαθιά και τα λοιπά;» Η φωνή του ήταν βραχνή, το στόμα του ξερό. Η Σίλιε Γκράβσεν γύρισε και κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. «Κάτι τέτοιο. Για δες, μέχρι και κρεβάτι έχουμε εδώ». Άρπαξε την τσάντα της, τον προσπέρασε και τράβηξε έξω μια καρέκλα. Άφησε την τσάντα πάνω στο κρεβάτι και προσπάθησε να μετακινήσει έναν μεγάλο καναπέ που τους έκλεινε τον δρόμο, αλλά αυτός είχε κολλήσει. Έσκυψε μπροστά, άρπαξε την πλάτη του καναπέ και τράβηξε. Ο Χάρι κοίταξε τον πισινό της, εκεί που η μπλούζα είχε σηκωθεί προς τα πάνω, κοίταξε τους μυς των μηρών της να σφίγγονται και την άκουσε να γκρινιάζει χαμηλόφωνα: «Δεν θα με βοηθήσεις;». Ο Χάρι ξεροκατάπιε.

Γαμώτο. Γαμώτο. Κοίταξε την ξανθιά αλογοουρά που χόρευε πάνω στον αυχένα της. Λυγερή σαν κλαράκι, το κέρατό μου. Κοίταξε τους γλουτούς της που διαγράφονταν κάτω από το λεπτό ύφασμα. Η Σίλιε είχε σταματήσει να τραβάει τον καναπέ και στεκόταν ακίνητη, λες και είχε παρατηρήσει κάτι. Λες και είχε καταλάβει. Λες και είχε καταλάβει τι σκεφτόταν εκείνος. «Έτσι;» του ψιθύρισε. «Έτσι με θες;» Εκείνος δεν απάντησε. Καταλάβαινε μόνο τη στύση του, που είχε αρχίσει να θεριεύει, σαν τον καθυστερημένο πόνο που νιώθει κανείς έπειτα από μια γροθιά στο στομάχι, κι απλωνόταν προς τα πάνω από ένα σημείο στην κάτω κοιλιακή του χώρα. Το κεφάλι του άρχισε να βράζει, φούσκες αναδύονταν και έσκαγαν με έναν ήχο που όλο και δυνάμωνε. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Σταμάτησε. Εκείνη μισογύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του, αλλά κράτησε το βλέμμα της χαμηλωμένο, να κοιτάζει το πάτωμα. «Τι περιμένεις λοιπόν;» ψιθύρισε. «Θέλεις… θέλεις μήπως να σου φέρω αντίσταση;» Ο Χάρι κατάπιε με δυσκολία. Δεν ενεργούσε ενστικτωδώς, ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Αυτός ήταν. Τέτοιου είδους άνθρωπος ήταν. Παρόλο που τα είπε όλα αυτά φωναχτά στον εαυτό του, θα το έκανε, ναι. Θα το έκανε.

«Ναι» άκουσε τον εαυτό του να λέει. «Σταμάτησέ με». Την είδε να σηκώνει τους γλουτούς της προς το μέρος του. Ο Χάρι ένιωσε ότι συμμετείχε σε ένα ζωώδες τελετουργικό· ίσως τελικά να ήταν προγραμματισμένος να το κάνει όλο αυτό. Ακούμπησε ένα χέρι στο κάτω μέρος της πλάτης της, στο κοίλο της μέσης της, και ένιωσε το γυμνό και ιδρωμένο της δέρμα εκεί που τελείωνε το κολάν της. Έβαλε δύο δάχτυλα κάτω από το λάστιχο. Το μόνο που έμενε ήταν να το τραβήξει προς τα κάτω. Το ένα της χέρι ακουμπούσε στην πλάτη της καρέκλας και το άλλο πάνω στο κρεβάτι, πάνω στην τσάντα. Η τσάντα ήταν ανοιχτή. «Θα προσπαθήσω» του ψιθύρισε. «Θα προσπαθήσω». Ο Χάρι πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα. Παρατήρησε μια κίνηση. Συνέβη τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε να αντιδράσει.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ούλα καθώς κρεμούσε το παλτό του Μίκαελ στην εντοιχισμένη ντουλάπα. «Τι να συμβαίνει δηλαδή;» είπε εκείνος, τρίβοντας το πρόσωπό του με τις παλάμες του. «Έλα» είπε εκείνη, οδηγώντας τον στο σαλόνι. Τον έβαλε να καθίσει στον καναπέ. Στάθηκε από πίσω του. Ακούμπησε τα δάχτυλά της στο σημείο μεταξύ ωμοπλατών και αυχένα,

βρήκε τον τραπεζοειδή και πίεσε. Εκείνος βόγκηξε με δύναμη. «Λοιπόν;» ξαναρώτησε εκείνη. Ο Μίκαελ αναστέναξε. «Η Ιζαμπέλε Σκέγιεν. Πρότεινε να μας βοηθήσει ο πρώην αρχηγός να λύσουμε την υπόθεση των δολοφονιών». «Κατάλαβα. Και πού είναι το πρόβλημα; Εσύ ο ίδιος είχες πει ότι χρειαζόσαστε περισσότερους πόρους». «Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι εκείνος θα είναι ο de facto αρχηγός της αστυνομίας και ότι εγώ θα φτιάχνω καφέδες. Ήταν ψήφος μομφής, πράγμα που δεν μπορούσα να δεχθώ. Φαντάζομαι ότι το καταλαβαίνεις». «Μα πρόκειται απλώς για μια προσωρινή λύση, έτσι δεν είναι;» «Και ύστερα; Τι θα γίνει όταν η υπόθεση εξιχνιαστεί μ’ εκείνον στο τιμόνι; Νομίζεις ότι το Δημοτικό Συμβούλιο θα μου πει τότε “εντάξει, τελείωσε, ξαναγύρνα τώρα στη δουλειά σου”; Άουτς!» «Συγγνώμη, μόνο εδώ, λίγο. Προσπάθησε να χαλαρώσεις, αγάπη μου». «Με εκδικείται φυσικά, το ξέρεις ε; Οι γυναίκες που τις παρατάνε… ωχ!» «Ω, Θεούλη μου, ξαναπίεσα το λάθος σημείο;» Ο Μίκαελ στριφογύρισε και απελευθερώθηκε από τα χέρια της. «Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν μπορώ να κάνω

τίποτα. Ξέρει να παίζει πολύ καλά αυτό το παιχνίδι. Ενώ εγώ είμαι πρωτάρης. Λίγο χρόνο να είχα μόνο, λίγο καιρό να οργανώσω καλές συμμαχίες, να δω ποιος στηρίζει ποιον». «Θα πρέπει να χρησιμοποιήσεις τις συμμαχίες που έχεις ήδη» πρότεινε η Ούλα. «Όλες οι σημαντικές συμμαχίες βρίσκονται στο γήπεδό της» είπε ο Μίκαελ. «Μαλάκες πολιτικοί, δεν κάθονται να σκεφτούν τις συνέπειες, όπως κάνουμε εμείς. Γι’ αυτούς μετρούν μόνον οι ψήφοι, πώς εκλαμβάνουν τα πράγματα οι ηλίθιοι ψηφοφόροι τους». Ο Μίκαελ χαμήλωσε το κεφάλι του. Τα δάχτυλά της ξανάρχισαν να δουλεύουν στον σβέρκο του. Πιο απαλά αυτή τη φορά. Τον έτριψε, του χάιδεψε τα μαλλιά. Και πάνω που ήταν έτοιμος να αφεθεί, το μυαλό του ξαναγύρισε σε αυτό που του είπε: Να χρησιμοποιήσεις τις συμμαχίες που ήδη έχεις.

Ο Χάρι τυφλώθηκε. Είχε αφήσει αυτόματα τη Σίλιε και είχε γυρίσει προς τη μεριά της πλαστικής κουρτίνας, που είχε τραβηχτεί στην άκρη. Ένα δυνατό, λευκό φως τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Χάρι έφερε το χέρι στα μάτια του. «Συγγνώμη» είπε μια οικεία φωνή. Το φως χαμήλωσε προς το πάτωμα. «Έφερα μαζί μου και φακό. Δεν περίμενα

ότι…» Ο Χάρι εξέπνευσε σαν να βρυχιόταν. «Γαμώτο, Κατρίνε, με τρόμαξες!… Μας τρόμαξες!» «Α, μάλιστα, αυτή δεν είναι η φοιτήτρια…; Σε είδα στην Ακαδημία». «Δεν φοιτώ πια εκεί». Η φωνή της Σίλιε ήταν παντελώς ήρεμη, θα έλεγες σχεδόν ότι βαριόταν. «Α ναι; Άρα τι κάνεις…;» «Μετακινεί έπιπλα» απάντησε ο Χάρι ρουφώντας τη μύτη του και δείχνοντας την τρύπα στο ταβάνι. «Προσπαθούμε να βρούμε κάτι γερό πάνω στο οποίο να πατήσουμε». «Έχει στο σαλόνι ολόκληρη σκάλα» είπε η Κατρίνε. «Σοβαρά; Πάω να τη φέρω». Ο Χάρι προσπέρασε φουριόζος την Κατρίνε και μπήκε στο σαλόνι. Σκατά, σκατά κι απόσκατα. Η σκάλα ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο ανάμεσα σε δύο κουβάδες με μπογιά. Στην κρεβατοκάμαρα επικρατούσε νεκρική ησυχία όταν επέστρεψε ο Χάρι. Έσπρωξε μακριά την καρέκλα και τοποθέτησε την αλουμινένια σκάλα ακριβώς κάτω από το άνοιγμα στο ταβάνι. Οι κοπέλες δεν φαίνονταν να έχουν ανταλλάξει ούτε μία κουβέντα. Κάθονταν με τα χέρια σταυρωμένα και τα πρόσωπα ανέκφραστα. «Τι είναι αυτή η μπόχα;» ρώτησε η Κατρίνε.

«Δώσε μου τον φακό» είπε ο Χάρι ανεβαίνοντας τη σκάλα. Έκοψε και άλλο κομμάτι γύψο, έχωσε τον φακό μέσα στο άνοιγμα και έπειτα το κεφάλι του. Άγγιξε την πράσινη σέγα. Η λάμα ήταν κομμένη. Την κράτησε ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα και την έδωσε στην Κατρίνε. «Πρόσεχε, μπορεί να έχει αποτυπώματα». Ξαναφώτισε με τον φακό το σκοτεινό κενό. Κοίταξε προσεκτικά. Το νεκρό σώμα ήταν γυρισμένο στο πλάι, σφηνωμένο ανάμεσα στο παλιό ταβάνι και την ψευδοροφή. Ο Χάρι σκεφτόταν ότι του άξιζε που βρισκόταν τώρα εδώ και μύριζε τη βρόμα του θανάτου και της σάπιας σάρκας. Όχι, του άξιζε να είναι σάπια σάρκα. Ήταν άρρωστος, πολύ άρρωστος. Και αφού δεν γινόταν να τουφεκιστεί επιτόπου, τότε έπρεπε να ζητήσει βοήθεια. Διότι, παραλίγο να το κάνει, έτσι δεν είναι; Ή μήπως πρόλαβε να σταματήσει; Ή μήπως εφηύρε την ιδέα ότι θα μπορούσε να σταματήσει, μόνο και μόνο για να δείξει αμφιβολία; «Βλέπεις τίποτα;» ρώτησε η Κατρίνε. «Βλέπω» είπε ο Χάρι. «Χρειαζόμαστε τη Σήμανση;» «Εξαρτάται». «Από τι;» «Από το κατά πόσο θέλει το Ανθρωποκτονιών να

ερευνήσει τον συγκεκριμένο θάνατο».

30

«Μ

ου είναι πολύ δύσκολο να μιλάω για όλο αυτό» είπε ο Χάρι, σβήνοντας το τσιγάρο του στο περβάζι, αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο που έβλεπε στη Σπουρβαϊσγκάτα και επιστρέφοντας στη θέση του. Ο Στούλε Άουνε του είπε να περάσει στις οκτώ, πριν από το πρώτο του ραντεβού, αφού ο Χάρι τον είχε καλέσει στο τηλέφωνο στις έξι το πρωί για να του πει ότι είχε το μαύρο του το χάλι. «Έχεις ξανάρθει να μου μιλήσεις για δύσκολα πράγματα στο παρελθόν» είπε ο Στούλε. Ο Χάρι θυμόταν ότι ο Στούλε ήταν ανέκαθεν ο ψυχολόγος στον οποίο απευθύνονταν οι επιθεωρητές του Τμήματος Ανθρωποκτονιών όταν έβρισκαν σκούρα τα πράγματα. Όχι επειδή είχαν το τηλέφωνό του, αλλά επειδή ο Στούλε Άουνε ήταν από τους λίγους ψυχολόγους που είχαν ιδέα πώς ήταν η ζωή ενός

επιθεωρητή. Και επειδή ήξεραν ότι μπορούσαν να τον εμπιστευθούν για την πλήρη εχεμύθειά του. «Ναι, αλλά τότε μιλούσαμε για το ποτό» είπε ο Χάρι. «Τώρα τα πράγματα… είναι πολύ διαφορετικά». «Είναι;» «Δεν νομίζεις ότι είναι;» «Αφού το πρώτο πράγμα που έκανες ήταν να πάρεις τηλέφωνο εμένα, εγώ νομίζω ότι εσύ θεωρείς ότι είναι μια από τα ίδια». Ο Χάρι αναστέναξε. Έσκυψε μπροστά και ακούμπησε το μέτωπό του στα διπλωμένα χέρια του. «Μπορεί και να ’ναι. Θυμάμαι πάντα ν’ αναρωτιέμαι γιατί διάλεγα τις χειρότερες στιγμές για να πιω. Υπέκυπτα όταν έπρεπε να είμαι στα καλύτερά μου. Λες και υπήρχε ένας δαίμονας μέσα μου, που ήθελε να τα στείλει όλα στον διάβολο. Να με στείλει στον διάβολο». «Αυτόν τον σκοπό έχουν οι δαίμονες, Χάρι». Ο Στούλε έκρυψε ένα χασμουρητό. «Σε αυτή την περίπτωση, έκανε πολύ καλή δουλειά. Παραλίγο να βιάσω μια κοπέλα». «Τι είπες;» Του Στούλε Άουνε του κόπηκε το χασμουρητό. «Πότε έγινε αυτό;» «Χθες το βράδυ. Η κοπέλα είναι πρώην φοιτήτριά μου στην Αστυνομική Ακαδημία. Εμφανίστηκε από το πουθενά

ενώ ερευνούσα ένα διαμέρισμα όπου έμενε κάποτε ο Βαλεντίν». «Σοβαρά;» Ο Στούλε έβγαλε τα γυαλιά του. «Βρήκες τίποτα;» «Μια σέγα με σπασμένη λεπίδα. Πρέπει να βρισκόταν εκεί μέσα χρόνια τώρα. Θα μπορούσαν φυσικά να την έχουν αφήσει και οι μάστορες που τοποθέτησαν την ψευδοροφή, αλλά για την ώρα ελέγχουμε την κόψη της λεπίδας της για να δούμε εάν ταιριάζει στα ευρήματα της Μπεργκσλία». «Βρήκατε τίποτα άλλο;» «Όχι. Ναι. Έναν νεκρό ασβό». «Έναν ασβό;» «Ναι. Μάλλον είχε στήσει τη φωλιά του εκεί μέσα». «Χε χε! Κι εμείς είχαμε έναν ασβό κάποτε, αλλά ευτυχώς ζούσε στον κήπο. Το δάγκωμά τους είναι φρικτό, ξέρεις. Λες να πέθανε κατά τη διάρκεια της χειμερίας νάρκης;» Ο Χάρι μειδίασε. «Αν θέλεις, μπορώ να στείλω τη Σήμανση να μας πει». «Συγγνώμη, δεν…» Ο Στούλε κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του και ξαναφόρεσε τα γυαλιά του. «Άρα, ήρθε το κορίτσι κι εσύ μπήκες στον πειρασμό να τη βιάσεις, έτσι έγιναν τα πράγματα;» Ο Χάρι σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Μόλις ζήτησα από τη

γυναίκα που αγαπώ περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο να με παντρευτεί. Το μόνο που θέλω είναι να ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή μαζί. Και με το που έχω εκφράσει αυτή μου την επιθυμία, να σου ο δαίμονας και... και...» Ξανακατέβασε τα χέρια του. «Γιατί σταμάτησες;» «Γιατί κάθομαι εδώ πέρα και φαντάζομαι διάφορους δαίμονες και ξέρω πολύ καλά τι θα πεις. Ότι αποποιούμαι τις ευθύνες μου». «Δεν το κάνεις;» «Φυσικά και το κάνω. Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς. Κάποτε νόμιζα ότι έφταιγε το Jim Beam. Ύστερα η μάνα μου, που πέθανε νέα, ή η πίεση της δουλειάς. Ή το γονίδιο της τεστοστερόνης και του ποτού. Ίσως να φταίνε κι όλα αυτά μαζί, δεν ξέρω, αλλά αν τον γδύσεις τον δαίμονα, από κάτω θα βρεις τον Χάρι Χόλε». «Και μου λες ότι ο Χάρι Χόλε παραλίγο να βιάσει χθες βράδυ ένα κορίτσι». «Το φαντασιώνομαι εδώ και καιρό». «Τον βιασμό; Γενικά;» «Όχι. Με τη συγκεκριμένη κοπέλα. Μου ζήτησε να το κάνω». «Να τη βιάσεις; Εδώ που τα λέμε, αυτό δεν είναι ακριβώς βιασμός».

«Την πρώτη φορά μού ζήτησε απλώς να την πηδήξω. Με προκάλεσε, αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Ήταν φοιτήτρια στην Ακαδημία. Και ύστερα άρχισα να φαντασιώνομαι ότι τη βιάζω. Δεν...» Ο Χάρι πέρασε το χέρι του πάνω από το πρόσωπό του. «Δεν περίμενα ότι θα μπορούσα να κάνω τέτοιο πράγμα εγώ. Δεν είμαι βιαστής. Τι μου συμβαίνει, Στούλε;» «Δηλαδή είχες την επιθυμία και την ευκαιρία να τη βιάσεις και επέλεξες να μην το κάνεις;» «Κάποιος μας διέκοψε. Ήταν βιασμός; Δεν ξέρω, αλλά με προσκάλεσε να παίξω έναν ρόλο. Και ήμουν πρόθυμος να το κάνω, Στούλε. Πολύ πρόθυμος». «Ναι, αλλά εγώ δεν βλέπω πουθενά βιασμό». «Ίσως όχι με τη νομική έννοια του όρου, αλλά...» «Αλλά τι;» «Αλλά αν αρχίζαμε να κάνουμε σεξ και μου ζητούσε να σταματήσω, δεν ξέρω εάν θα μπορούσα να το κάνω». «Δεν ξέρεις;» Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Από τι πάσχω, γιατρέ;» Ο Στούλε κοίταξε το ρολόι του. «Χρειάζομαι να μου πεις κι άλλα, αλλά με περιμένει ο ασθενής μου τώρα». «Δεν έχω ώρα για συνεδρίες, Στούλε. Πρέπει να πιάσουμε

τον δολοφόνο». «Σ’ αυτή την περίπτωση» είπε ο Στούλε, κουνώντας το στρουμπουλό του σώμα μπρος πίσω στην καρέκλα του «θα σου μιλήσω στα ίσια. Ήρθες να με βρεις γιατί νιώθεις κάτι που δεν μπορείς να το προσδιορίσεις· κι ο λόγος που δεν μπορείς να το προσδιορίσεις είναι ότι αυτό το συναίσθημα μεταμφιέζεται σε κάτι άλλο. Γιατί, στην πραγματικότητα, είναι κάτι που δεν θέλεις να αισθάνεσαι. Είναι μια κλασική περίπτωση άρνησης, σαν τους άνδρες που αρνούνται να αποδεχθούν ότι είναι ομοφυλόφιλοι». «Μα εγώ δεν αρνούμαι ότι είμαι εν δυνάμει βιαστής! Σε ρωτάω έξω από τα δόντια». «Δεν είσαι βιαστής, Χάρι. Βιαστής δεν γίνεσαι μέσα σε μια νύχτα. Νομίζω ότι σου συμβαίνει ένα από τα εξής δύο πράγματα, ή ίσως και τα δύο. Είτε νιώθεις οργή απέναντι σε αυτό το κορίτσι και η οργή, ουσιαστικά, κρύβει την επιθυμία να ασκήσεις έλεγχο πάνω της. Για να το πω πιο πεζά, πρόκειται για γαμήσι-τιμωρία. Έπεσα κοντά;» «Χμ, ίσως. Είτε;» «Η Ράκελ». «Συγγνώμη;» «Αυτό που σε εξιτάρει δεν είναι ούτε ο βιασμός, ούτε το συγκεκριμένο κορίτσι. Είναι η ιδέα της απιστίας. Της απιστίας απέναντι στη Ράκελ».

«Στούλε, αφού...» «Ηρέμησε τώρα. Ήρθες να με βρεις γιατί χρειάζεσαι απλώς κάποιον να σου πει αυτό που έχεις καταλάβει από μόνος σου. Να σ’ το πει δυνατά και ξάστερα. Γιατί από μόνος σου δεν μπορείς να το παραδεχτείς. Δεν θες να νιώθεις έτσι». «Πώς δηλαδή;» «Τρομοκρατημένος στην ιδέα και μόνο της δέσμευσης. Στην ιδέα και μόνο ότι παντρεύεσαι. Σ’ έχει κυριεύσει πανικός». «Και γιατί συμβαίνει αυτό;» «Αν υποθέσουμε ότι μπορώ να καυχιέμαι ότι σε γνωρίζω έστω και λίγο έπειτα από τόσα χρόνια, πιστεύω ότι φοβάσαι να αναλάβεις την ευθύνη των άλλων ανθρώπων. Έχεις πολύ κακές εμπειρίες...» Ο Χάρι ξεροκατάπιε. Ένιωσε κάτι να τον πιέζει στο στήθος, σαν ένας κακοήθης όγκος με υπερταχεία ανάπτυξη. «Αρχίζεις το ποτό κάθε φορά που ο κόσμος γύρω σου βασίζεται επάνω σου. Και επειδή δεν μπορείς να αναλάβεις αυτή την ευθύνη, θέλεις τα πράγματα να πάνε κατά διαόλου. Είναι σαν να στήνεις ολόκληρο πύργο από τραπουλόχαρτα, αλλά λίγο πριν τον τελειώσεις, η πίεση είναι τόσο μεγάλη, που δεν την αντέχεις· κι έτσι, αντί να επιμείνεις, προτιμάς να τα γκρεμίσεις όλα. Να ηττηθείς και να τελειώνεις. Κι αυτό

νομίζω πως σου συμβαίνει τώρα. Θέλεις ν’ απογοητεύσεις τη Ράκελ όσο πιο γρήγορα γίνεται, γιατί είσαι πεπεισμένος ότι θα συμβεί έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή και δεν αντέχεις όλη αυτή την αναμονή, αυτό το βασανιστήριο. Παίρνεις λοιπόν την κατάσταση στα χέρια σου και γκρεμίζεις μεμιάς τα γαμημένα τα τραπουλόχαρτα, που είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπεις τη σχέση σου με τη Ράκελ». Ο Χάρι ήθελε ν’ απαντήσει, αλλά ο κόμπος στον λαιμό είχε φράξει τον δρόμο στις λέξεις. Κατάφερε να ξεστομίσει μόνο μία: «Καταστροφικός». «Η βασική σου συμπεριφορά είναι δημιουργική, Χάρι. Απλώς φοβάσαι. Φοβάσαι ότι πονάει πολύ. Εσείς οι δύο». «Είμαι δειλός. Αυτό μου λες;» Ο Στούλε παρατήρησε προσεκτικά τον Χάρι, πήρε μια βαθιά ανάσα, πήγε να τον διορθώσει, μα ύστερα άλλαξε γνώμη. «Ναι, είσαι δειλός. Είσαι δειλός γιατί νομίζω ότι το θες πραγματικά αυτό. Τη θες τη Ράκελ, τη θες συγκυβερνήτη σου, θες να τη δέσεις στο κατάρτι και να προχωρήσεις μ’ αυτό το πλοίο ή να βουλιάξεις πάνω του. Αυτό συμβαίνει τις σπάνιες φορές που δίνεις υποσχέσεις, Χάρι. Πώς το λέει το τραγούδι;» Ο Χάρι μουρμούρισε. «No retreat baby, no surrender». «Αυτό ακριβώς, αυτό ακριβώς είσαι».

«Αυτό ακριβώς είμαι» επανέλαβε χαμηλόφωνα ο Χάρι. «Σκέψου το λίγο. Μπορούμε να το ξανασυζητήσουμε σήμερα το απόγευμα, μετά τη συνάντηση στο λεβητοστάσιο». Ο Χάρι κατένευσε και σηκώθηκε όρθιος. Στον διάδρομο καθόταν ένας άνδρας κουνώντας ανυπόμονα τα πόδια του και ιδρώνοντας μέσα στην αθλητική του φόρμα. Κοίταξε το ρολόι του και έριξε ένα άγριο βλέμμα προς τη μεριά του Χάρι. Ο Χάρι άρχισε να κατηφορίζει τη Σπουρβαϊσγκάτα. Δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα, ούτε είχε φάει πρωινό. Κάτι του έλειπε. Το σκέφτηκε. Του έλειπε το ποτό. Έβγαλε τη σκέψη από το μυαλό του και μπήκε στο καφέ πριν από τη γωνία της Μπουγκσταβάιεν. Ζήτησε έναν τριπλό εσπρέσο. Τον κατέβασε με τη μία, στα όρθια, και ζήτησε ακόμα έναν. Άκουσε γελάκια ξοπίσω του, αλλά δεν γύρισε να κοιτάξει. Το δεύτερο φλιτζάνι το ήπιε ήρεμα. Πήρε την εφημερίδα που βρισκόταν διπλωμένη μπροστά του. Κοίταξε το πρωτοσέλιδο και άρχισε να την ξεφυλλίζει. Ο Ρόγκερ Γιένεμ είκαζε ότι, υπό την πίεση των ανεξιχνίαστων ανθρωποκτονιών, το Δημοτικό Συμβούλιο θα αναγκαζόταν να κάνει αλλαγές στην ηγεσία της αστυνομίας του Όσλο.

Ο Στούλε Άουνε άφησε τον Πολ Στάβνες να περάσει μες στο γραφείο και ξανακάθισε στην καρέκλα του πίσω από το τραπέζι. Ο Στάβνες στάθηκε σε μια γωνιά για ν’ αλλάξει την ιδρωμένη του μπλούζα. Ο Άουνε βρήκε την ευκαιρία να χασμουρηθεί δίχως αναστολές, ν’ ανοίξει το πάνω πάνω συρτάρι του γραφείου του και να τοποθετήσει μέσα το κινητό του, ώστε να μπορεί να το βλέπει εύκολα. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι του. Κοίταξε την πλάτη του ασθενούς του. Από τότε που ο Στάβνες άρχισε να πηγαίνει στα ραντεβού τους με το ποδήλατο, είχε καθιερωθεί ότι θ’ αλλάζει την μπλούζα του στο γραφείο. Πάντα με την πλάτη γυρισμένη. Η μόνη διαφορά ήταν ότι το παράθυρο όπου πριν από λίγο κάπνιζε ο Χάρι ήταν τώρα ανοιχτό. Το φως έπεφτε υπό τέτοια γωνία, που ο Στούλε Άουνε μπορούσε να δει την αντανάκλαση του γυμνού στήθους του ασθενούς του. Ο Στάβνες κατέβασε γρήγορα την μπλούζα του και γύρισε προς τον ψυχολόγο. «Θα πρέπει να προσέξετε λίγο...» «...τον χρόνο μου, ναι, ξέρω» είπε ο Στούλε. «Έχετε δίκιο. Δεν θα ξανασυμβεί». Ο Στάβνες τον κοίταξε καλά. «Συμβαίνει κάτι;» «Τίποτα απολύτως. Απλώς ξύπνησα πιο πριν απ’ ό,τι συνηθίζω. Μπορείτε μήπως ν’ αφήσετε το παράθυρο ανοιχτό

να μπει λίγος αέρας;» «Μια χαρά αέρα έχει εδώ μέσα». «Όπως θέλετε». Ο Στάβνες πήγε να κλείσει το παράθυρο. Και σταμάτησε. Στάθηκε κοιτάζοντάς το. Γύρισε αργά προς τη μεριά του Στούλε. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε τότε στο πρόσωπό του. «Έχετε δυσκολία στην αναπνοή, Άουνε;» Ο Στούλε Άουνε ένιωθε το στήθος και τα χέρια του να πονούν. Τυπικά προεόρτια καρδιακής προσβολής. Μόνο που δεν επρόκειτο για καρδιακή προσβολή. Επρόκειτο για καθαρό, ολοκληρωτικό τρόμο. Ο Στούλε Άουνε πίεσε τον εαυτό του να μιλήσει, χαμηλόφωνα. «Την προηγούμενη φορά μιλήσαμε για το επεισόδιο όπου είχατε βάλει ν’ ακούσετε το Dark side of the moon και μπήκε ο πατέρας σας, έσβησε τον ενισχυτή κι εσείς κοιτάζατε το κόκκινο φωτάκι να σιγοσβήνει, όπως έσβηνε και το κορίτσι που αγαπούσατε». «Είπα ότι βουβάθηκε» είπε ο Πολ Στάβνες εκνευρισμένος. «Δεν είπα ότι έσβησε. Έχει διαφορά». «Ναι, έχει» συμφώνησε ο Στούλε Άουνε, προσπαθώντας με προσοχή να φτάσει το τηλέφωνό του, στο συρτάρι. «Εύχεστε να μπορούσε να μιλήσει;»

«Δεν ξέρω. Είστε κάθιδρος, γιατρέ. Είστε σίγουρος ότι είσαστε καλά;» Ξανά αυτός ο ειρωνικός τόνος, το αποτρόπαιο αυτό χαμογελάκι. «Καλά είμαι, σας ευχαριστώ». Τα δάχτυλα του Στούλε ακούμπησαν το κινητό. Έπρεπε να κάνει τον ασθενή του να μιλήσει, ώστε να μην ακουστεί ότι έγραφε μήνυμα. «Δεν έχουμε μιλήσει για τον γάμο σας. Τι έχετε να μου πείτε για τη γυναίκα σας;» «Όχι πολλά. Γιατί θέλετε να μιλήσουμε γι’ αυτήν;» «Είναι στενή σας συγγενής. Μοιάζετε ν’ αντιπαθείτε τους κοντινούς σας ανθρώπους. Τους σιχαίνεστε, αυτή τη λέξη χρησιμοποιήσατε». «Ώστε κάτι έχετε συγκρατήσει τελικά». Ένα κοφτό, πικρό γέλιο. «Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που είναι αδύναμοι, ηλίθιοι και άτυχοι». Κι άλλο γέλιο. «Μηδέν στα τρία. Πείτε μου, τι συνέβη με τον Χ;» «Τι;» «Τον αστυνομικό. Την αδερφή, που προσπάθησε να φιλήσει τον άλλο αστυνομικό στις τουαλέτες. Το ξεπέρασε;» «Όχι ακριβώς». Ο Στούλε Άουνε πατούσε τα κουμπιά και καταριόταν τα χοντρά δάχτυλά του, που έμοιαζαν να έχουν πρηστεί ακόμα πιο πολύ από την αγωνία του.

«Αν λοιπόν νομίζετε ότι είμαι σαν κι αυτόν, γιατί πιστεύετε ότι εγώ θα το ξεπεράσω;» «Ο Χ ήταν σχιζοφρενικός. Άκουγε φωνές». «Και νομίζετε ότι εγώ δεν ακούω;» Ο ασθενής ξαναγέλασε πικρά καθώς ο Στούλε συνέχιζε να πληκτρολογεί. Προσπαθώντας να γράψει ενώ ο ασθενής τού μιλούσε, προσπαθώντας να καλύψει τους ήχους των πλήκτρων γδέρνοντας το πάτωμα με τα παπούτσια του. Ακόμα ένα γράμμα. Ακόμα ένα. Κωλοδάχτυλα. Εντάξει. Συνειδητοποίησε ότι ο ασθενής είχε πάψει να μιλάει. Ο ασθενής: ο Πολ Στάβνες. Πού το βρήκε αυτό το όνομα; Πάντα μπορείς ν’ αποκτήσεις νέο όνομα. Ή να απαλλαγείς από το παλιό σου. Ενώ με τα τατουάζ ήταν δύσκολο. Ειδικά αν είναι μεγάλα και καλύπτουν όλο σου το στέρνο. «Ξέρω γιατί ιδρώνεις, Άουνε» είπε ο ασθενής. «Έτυχε να δεις την αντανάκλασή μου στο παράθυρο όταν άλλαζα την μπλούζα μου, ε;» Ο Στούλε Άουνε ένιωσε τον πόνο στο στήθος του να αυξάνεται, λες κι η καρδιά του δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει αν έπρεπε να χτυπήσει πιο γρήγορα ή να σταματήσει να χτυπάει εντελώς· ελπίζοντας η έκφραση του προσώπου του να μοιάζει προβληματισμένη και όχι τρομοκρατημένη. «Πώς είπατε;» είπε δυνατά για να κρύψει τον ήχο του

μηνύματος που αποστελλόταν. Ο ασθενής σήκωσε την μπλούζα του μέχρι το πιγούνι. Ένα βουβό, κραυγαλέο πρόσωπο αντίκριζε τον Στούλε Άουνε από το στήθος του ασθενούς. Το πρόσωπο ενός δαίμονα.

«Έλα, για πες» είπε ο Χάρι με το τηλέφωνο στο αυτί, πίνοντας το δεύτερο φλιτζάνι καφέ. «Η σέγα έχει πάνω της τα δακτυλικά αποτυπώματα του Βαλεντίν Γιέρτσεν» είπε ο Μπγιορν Χολμ. «Και η κόψη της λεπίδας ταιριάζει. Είναι η ίδια λεπίδα που χρησιμοποιήθηκε στην Μπεργκσλία». «Άρα ο Βαλεντίν Γιέρτσεν είναι ο Πριονάνθρωπος» είπε ο Χάρι. «Έτσι φαίνεται» είπε ο Μπγιορν Χολμ. «Αυτό που με εκπλήσσει είναι που ο Γιέρτσεν έκρυψε το φονικό όπλο στο σπίτι του αντί να το ξεφορτωθεί». «Σχεδίαζε να το ξαναχρησιμοποιήσει» είπε ο Χάρι. Ο Χάρι ένιωσε το τηλέφωνό του να δονείται. Μήνυμα. Κοίταξε την οθόνη. Αποστολέας: Σ. Άρα, Στούλε Άουνε. Ο Χάρι διάβασε το μήνυμα. Ύστερα το ξαναδιάβασε. βαλεντίν εδώ τώρα ΣΟΣ «Μπγιορν, στείλε αμέσως ένα περιπολικό στο γραφείο του

Στούλε στη Σπουρβαϊσγκάτα. Είναι εκεί ο Βαλεντίν». «Χάρι; Χάρι; Πού πήγες;» Αλλά ο Χάρι είχε ήδη αρχίσει να τρέχει.

31

«Ο

ι αποκαλύψεις είναι δύσκολο πράγμα» είπε ο ασθενής. «Αλλά πολλές φορές είναι ακόμα χειρότερες γι’ αυτόν που τις κάνει». «Ποιες αποκαλύψεις;» Ξεροκατάπιε ο Στούλε. «Ένα τατουάζ είναι. Και λοιπόν; Δεν είναι δα και κάνα έγκλημα. Πολλοί άνθρωποι έχουν…» έγνεψε προς το δαιμονικό πρόσωπο «…τατουάζ σαν κι αυτό». «Σοβαρά;» ρώτησε ο ασθενής κατεβάζοντας την μπλούζα του. «Γι’ αυτό πήγες να πάθεις καρδιακή προσβολή όταν το είδες;» «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε» είπε Στούλε με σφιγμένη φωνή. «Να μιλήσουμε καλύτερα για τον πατέρα σας;» Ο ασθενής ξέσπασε σε γέλια. «Ξέρεις κάτι, Άουνε; Όταν πρωτοήρθα εδώ δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ήμουν

περήφανος ή απογοητευμένος που δεν με αναγνώρισες». «Δεν σας αναγνώρισα;» «Έχουμε ξανασυναντηθεί στο παρελθόν. Είχα κατηγορηθεί για σεξουαλική κακοποίηση και η δουλειά σου ήταν να αποφασίσεις αν έχαιρα ψυχικής υγείας. Θα πρέπει να ’χες δουλέψει σε εκατοντάδες παρόμοιες υποθέσεις. Σου πήρε μόνο σαράντα πέντε λεπτά. Όμως εγώ ήθελα, κατά κάποιον τρόπο, να σου είχα κάνει μεγαλύτερη εντύπωση». Ο Στούλε τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Πότε είχε κληθεί να αξιολογήσει ψυχολογικά τον άνδρα που βρισκόταν τώρα εμπρός του; Ήταν αδύνατο να τους θυμάται όλους, αλλά συνήθως συγκρατούσε τα πρόσωπά τους τουλάχιστον. Τον κοίταξε προσεκτικά. Τις δύο μικρές αμυχές κάτω από το πιγούνι του. Μα φυσικά! Είχε υποθέσει ότι ο ασθενής του πρέπει να είχε κάνει λίφτινγκ, αλλά η Μπέτε τούς είχε εξηγήσει ότι ο Βαλεντίν Γιέρτσεν μάλλον είχε υποβληθεί σε ολική πλαστική προσώπου. «Δεν πειράζει, έκανες εσύ εντύπωση σ’ εμένα, Άουνε. Με κατάλαβες. Δεν σε τρόμαξαν οι λεπτομέρειες, συνέχισες να σκαλίζεις. Να ρωτάς τα σωστά πράγματα. Τα άσχημα πράγματα. Σαν καλός μασέρ που ξέρει πού ακριβώς βρίσκονται οι κόμποι. Βρήκες το κέντρο του πόνου, Άουνε, γι’ αυτό κι εγώ γύρισα σ’ εσένα. Ελπίζοντας να το ξαναβρείς το καταραμένο απόστημα, να το κόψεις, να το ανοίξεις, να το

αδειάσεις από τα σκατά που έχει μέσα. Μπορείς να το κάνεις ή έχεις χάσει τη λάμψη σου, Άουνε;» Ο Στούλε ξερόβηξε. «Δεν μπορώ να το κάνω αν μου λες ψέματα, Πολ». «Μα δεν σου λέω ψέματα, Άουνε. Ψέματα είπα μόνο για τη δουλειά και τη σύζυγο. Όλα τα άλλα είναι αλήθεια. Ακόμα και το όνομα. Διαφορετικά…» «Και οι Pink Floyd; Το κορίτσι;» Ο άνθρωπος μπροστά του κούνησε τα χέρια του και χαμογέλασε. «Και γιατί μου τα λες όλα αυτά τώρα, Πολ;» «Δεν χρειάζεται να με φωνάζεις πια έτσι. Μπορείς να με λες Βαλεντίν αν θέλεις». «Βαλ… τι;» Ο ασθενής κάγχασε. «Συγγνώμη, αλλά είσαι κακός ηθοποιός, Άουνε. Ξέρεις πολύ καλά ποιος είμαι. Το ήξερες από τη στιγμή που είδες το τατουάζ μου στο παράθυρο». «Τι ακριβώς πρέπει να ξέρω;» «Ότι είμαι ο Βαλεντίν Γιέρτσεν. Αυτός που ψάχνετε». «Ποιοι είμαστε εμείς;» «Ξεχνάς ότι καθόμουν τις προάλλες και σ’ άκουγα να μιλάς στο τηλέφωνο με εκείνον τον μπάτσο για τα ορνιθοσκαλίσματα του Βαλεντίν Γιέρτσεν στο παράθυρο του

τραμ. Σου παραπονέθηκα και δεν με χρέωσες, θυμάσαι;» Ο Στούλε έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή. Κλείνοντας τα πάντα απέξω. Είπε στον εαυτό του ότι ο Χάρι θα ξαναγύριζε σύντομα. Δεν θα ’χε προλάβει να πάει μακριά. «Παρεμπιπτόντως, γι’ αυτό άρχισα να έρχομαι με το ποδήλατο αντί για το τραμ» είπε ο Βαλεντίν Γιέρτσεν. «Υπέθεσα ότι θα το παρακολουθούσατε». «Κι όμως συνέχισες να έρχεσαι». Ο Βαλεντίν ανασήκωσε τους ώμους του και ακούμπησε το χέρι στο σακίδιό του. «Είναι σχεδόν αδύνατο ν’ αναγνωρίσεις κάποιον όταν φοράει κράνος και γυαλιά. Άσε που εσύ δεν υποπτεύθηκες τίποτα· ή ήσουν απλώς πεπεισμένος ότι ήμουν ο Πολ Στάβνες. Και τις χρειαζόμουν αυτές τις συνεδρίες, Άουνε. Λυπάμαι πραγματικά που πρέπει να σταματήσουν…» O Άουνε έπνιξε έναν λυγμό όταν είδε τι είχε βγάλει ο Βαλεντίν Γιέρτσεν από το σακίδιό του. Το ατσάλι έλαμψε στο φως. «Το ήξερες πως αυτό λέγεται μαχαίρι επιβίωσης;» ρώτησε ο Βαλεντίν. «Στη δική σου περίπτωση, βέβαια, πολύ εσφαλμένος χαρακτηρισμός. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τόσα πολλά πράγματα. Αυτή η μεριά της λεπίδας, για παράδειγμα» χάιδεψε με το δάχτυλό του την οδοντωτή πλευρά «αναστατώνει τους περισσότερους ανθρώπους. Τους φαίνεται αποκρουστική. Και ξέρεις κάτι;» Χαμογέλασε ξανά,

με το λεπτό και άσχημο χαμόγελό του. «Δίκιο έχουν. Όταν κόβεις έναν λαιμό, έτσι... τα δόντια της αρπάζουν και σχίζουν το δέρμα. Και έπειτα σχίζουν ό,τι υπάρχει από κάτω. Τη λεπτή μεμβράνη μιας αρτηρίας, ας πούμε. Κι αν πρόκειται για την κεντρική αρτηρία... μιλάμε για πραγματικό θέαμα, πίστεψέ με! Εσύ όμως μη φοβάσαι. Δεν θα το καταλάβεις, σ’ το υπόσχομαι». Στον Στούλε ήρθε ίλιγγος. Ξαφνικά ήλπισε να πήγαινε από έμφραγμα. «Ένα πράγμα μάς μένει μόνο, Στούλε. Δεν σε πειράζει να σε αποκαλώ Στούλε, τώρα που τελειώνουν όλα, ε; Ποια είναι η διάγνωσή σου;» «Η διά… διά…» «Η διάγνωση. Τι πρόβλημα έχω λοιπόν;» «Δεν... δεν ξέρω. Εγώ...» Η κίνηση που ακολούθησε ήταν τόσο γρήγορη, που ο Στούλε δεν πρόλαβε να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Ο Βαλεντίν εξαφανίστηκε από εμπρός του κι όταν η φωνή του ξανακούστηκε, βρισκόταν πίσω από τον Στούλε, δίπλα στο αυτί του. «Φυσικά και ξέρεις, Στούλε! Ασχολείσαι με ανθρώπους σαν και μένα τόσα χρόνια. Όχι ακριβώς σαν και μένα, αυτό να λέγεται, αλλά παραπλήσιους. Ελαττωματικά προϊόντα».

Ο Στούλε δεν έβλεπε πια το μαχαίρι. Το ένιωθε. Ήταν κάτω απ’ το διπλοσάγονό του. Άρχισε ν’ αναπνέει βαριά, από τη μύτη. Του έμοιαζε αφύσικο που μπορούσε κάποιος να κινηθεί τόσο γρήγορα. Ο Στούλε δεν ήθελε να πεθάνει. Ήθελε να ζήσει. Δεν είχε περιθώριο για άλλες σκέψεις. «Δεν έχεις… δεν έχεις κανένα πρόβλημα, Πολ». «Βαλεντίν. Δείξε λίγο σεβασμό, σε παρακαλώ. Βρίσκομαι εδώ πέρα έτοιμος να σου χύσω το αίμα, με το πουλί μου να έχει πρηστεί από την αιμάτωση, κι εσύ μου λες ότι δεν έχω πρόβλημα;» Γέλασε μες στο αυτί του Άουνε. «Έλα. Πες μου τη διάγνωση». «Είσαι θεότρελος». Σήκωσαν κι οι δυο μαζί τα κεφάλια τους. Κοίταξαν προς την πόρτα, από εκεί που είχε έρθει η φωνή. «Τέλος χρόνου. Μπορείς να πληρώσεις με μετρητά στην έξοδο, Βαλεντίν». Η ψηλή, γεροδεμένη φιγούρα έκρυβε ολόκληρο το άνοιγμα της πόρτας. Έκανε ένα βήμα προς το εσωτερικό του γραφείου. Έσερνε κάτι ξοπίσω της· του Στούλε τού πήρε μια στιγμή να καταλάβει τι ήταν: η μπάρα για τα βάρη πάνω από τον καναπέ, στη ρεσεψιόν. «Κοίτα τη δουλειά σου, μπάτσε» σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του ο Βαλεντίν, και ο Στούλε ένιωσε το μαχαίρι να του πιέζει το δέρμα.

«Τα περιπολικά καταφθάνουν όπου να ’ναι, Βαλεντίν. Τελείωσαν τα ψέματα. Άσε τον γιατρό να φύγει τώρα». Ο Βαλεντίν έγειρε προς το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο. «Εγώ δεν ακούω σειρήνες. Κοπάνα την ή θα σκοτώσω τον γιατρό εδώ και τώρα». «Δεν νομίζω ότι θα κάνεις κάτι τέτοιο» είπε ο Χάρι Χόλε, σηκώνοντας την μπάρα. «Χωρίς αυτόν δεν έχεις ασπίδα προστασίας». «Σε αυτήν την περίπτωση» είπε ο Βαλεντίν και τράβηξε τον βραχίονα του Στούλε πίσω από την πλάτη του, αναγκάζοντάς τον να σηκωθεί όρθιος, «θα τον αφήσω να φύγει. Παίρνοντάς τον μαζί μου». «Πάρε εμένα καλύτερα» είπε ο Χάρι Χόλε. «Για ποιον λόγο;» «Γιατί είμαι καλύτερος όμηρος. Ο Στούλε μπορεί να πανικοβληθεί και να χάσει τις αισθήσεις του. Για να μην πω τίποτα άλλο». Έπεσε σιωπή. Από το παράθυρο έφτασε ένας μακρινός ήχος. Ίσως κάποια σειρήνα, ίσως και όχι. Η πίεση από το μαχαίρι χαλάρωσε. Και τότε, ενώ πήγαινε να πάρει ξανά ανάσα, ο Στούλε ένιωσε ένα σούβλισμα στον λαιμό και τον ήχο από κάτι που έσπαγε και κοβόταν. Αυτό το κάτι έπεσε στο πάτωμα. Ήταν το παπιγιόν του.

«Μην τολμήσεις να με ακολουθήσεις...» σφύριξε ο Βαλεντίν στο αυτί του Στούλε, πριν απευθυνθεί στον Χάρι. «Εντάξει, μπάτσε, ό,τι πεις. Άσε κάτω την μπάρα πρώτα. Ύστερα στήσου στον τοίχο με τα πόδια ανοιχτά και...» «Γνωρίζω τη διαδικασία» είπε ο Χάρι, αφήνοντας την μπάρα στο πάτωμα, γυρνώντας προς τον τοίχο, ακουμπώντας τις παλάμες ψηλά, πάνω από το κεφάλι του, και ανοίγοντας τα πόδια του. Ο Στούλε ένιωσε το μπράτσο του να απελευθερώνεται και την επόμενη στιγμή είδε τον Βαλεντίν να στέκεται πίσω από τον Χάρι, να σπρώχνει με το χέρι την πλάτη του και με το άλλο χέρι να πιέζει το μαχαίρι στον λαιμό του. «Πάμε, ομορφούλη» είπε ο Βαλεντίν. Βγήκαν από το γραφείο. Και επιτέλους, ο Στούλε μπόρεσε να πάρει ανάσα. Από το παράθυρο άκουσε τον κυματιστό ήχο των σειρήνων να έρχεται και να φεύγει με τη ριπή του ανέμου.

Ο Χάρι διέκρινε την τρομοκρατημένη έκφραση της ρεσεψιονίστ, καθώς προχώρησαν προς το μέρος της σαν δικέφαλο τέρας και την προσπέρασαν αμίλητοι. Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, ο Χάρι προσπάθησε να περπατήσει πιο αργά, αλλά σύντομα ένιωσε έναν πόνο να του

σουβλίζει το πλευρό. «Κόφ’ τις εξυπνάδες, γιατί αλλιώς το μαχαίρι θα χωθεί πιο βαθιά μες στο νεφρό σου». Ο Χάρι αύξησε ταχύτητα. Δεν μπορούσε να νιώσει ακόμη το αίμα του να τρέχει: είχε την ίδια θερμοκρασία με το δέρμα του. Καταλάβαινε όμως ότι κυλούσε μες στο πουκάμισό του. Ύστερα έφτασαν στο ισόγειο και ο Βαλεντίν κλότσησε την πόρτα για να ανοίξει κι έσπρωξε τον Χάρι να βγει έξω. Το μαχαίρι δεν έχασε στιγμή την επαφή μαζί του. Βγήκαν και στάθηκαν στη Σπουρβαϊσγκάτα. Ο Χάρι άκουσε τις σειρήνες. Ένας άνδρας με γυαλιά ηλίου τούς προσπέρασε μαζί με τον σκύλο του, χωρίς να τους ρίξει ούτε ματιά. Το λευκό του μπαστούνι χτυπούσε στο πεζοδρόμιο σαν καστανιέτα. «Κάτσε εδώ» είπε ο Βαλεντίν δείχνοντας μια πινακίδα που έγραφε «Απαγορεύεται η στάθμευση». Πάνω στον στύλο της ήταν κλειδωμένο ένα ποδήλατο. Ο Χάρι στάθηκε δίπλα στον στύλο. Το πουκάμισό του κολλούσε, ενώ οι πόνοι στα πλευρά του χτυπούσαν στον δικό τους παλμό. Ένιωσε το μαχαίρι στην πλάτη του. Άκουσε την κλαγγή από κλειδιά και το κροτάλισμα μιας αλυσίδας ποδηλάτου. Οι σειρήνες πλησίασαν. Το μαχαίρι εξαφανίστηκε. Αλλά πριν ο Χάρι μπορέσει να αντιδράσει, το κεφάλι του τραβήχτηκε προς τα πίσω, λες και κάτι τον είχε

αρπάξει από τον λαιμό. Τα μάτια του είδαν αστράκια και το κεφάλι του χτύπησε με δύναμη πάνω στον στύλο. Ο Χάρι ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Άκουσε πάλι τον ήχο των κλειδιών. Η πίεση μειώθηκε κάπως και ο Χάρι, ενστικτωδώς, σήκωσε το χέρι του και έχωσε δύο δάχτυλα μεταξύ του λαιμού του και του πράγματος που τον έπνιγε. Γαμώτο μου. Ο Βαλεντίν σταμάτησε μπροστά του πάνω στο ποδήλατό του. Φόρεσε τα γυαλιά του, τον αποχαιρέτησε φέρνοντας δυο δάχτυλα στο κράνος του και πάτησε με δύναμη τα πετάλια του ποδηλάτου. Ο Χάρι κοίταξε το μαύρο σακίδιο να χάνεται στο βάθος του δρόμου. Οι σειρήνες πρέπει να απείχαν μόνο δύο τετράγωνα. Ένας ποδηλάτης τον προσπέρασε. Κράνος, μαύρο σακίδιο. Άλλος ένας. Χωρίς κράνος, αλλά με μαύρο σακίδιο. Ακόμα ένας. Σκατά, σκατά κι απόσκατα. Οι σειρήνες ηχούσαν σαν να ’ταν μέσα στο κεφάλι του. Έκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε το αρχαίο ελληνικό παράδοξο που λέει ότι όταν κάτι πλησιάζει, απέχει πρώτα ένα χιλιόμετρο, μετά μισό χιλιόμετρο, μετά ένα τρίτο του χιλιομέτρου, μετά ένα τέταρτο, ένα εκατοστό, κι αν αληθεύει ότι η ακολουθία των αριθμών τείνει προς το άπειρο, τότε δεν καταφθάνει ποτέ.

32

«Δ

ηλαδή περίμενες εκεί, κλειδωμένος στον στύλο, με μια κλειδαριά ποδηλάτου γύρω απ’ τον λαιμό σου;» ρώτησε ο Μπγιορν Χολμ με δυσπιστία. «“Απαγορεύεται η στάθμευση” έλεγε» είπε ο Χάρι, κοιτάζοντας το φλιτζάνι του. «Τι ειρωνεία» σχολίασε η Κατρίνε. «Έπρεπε να στείλουν κάποιον να φέρει μια τεράστια πένσα με το περιπολικό για να με απελευθερώσουν». Η πόρτα του λεβητοστάσιου άνοιξε και ο Γκούναρ Χάγκεν μπήκε μέσα φουριόζος. «Μόλις έμαθα τα νέα. Τι συμβαίνει;» «Υπάρχουν περιπολικά στην περιοχή και τον ψάχνουν» τον ενημέρωσε η Κατρίνε. «Σταματούν και ελέγχουν όλους τους ποδηλάτες». «Παρόλο που αυτός θα έχει ήδη παρατήσει το ποδήλατό

του και αυτή τη στιγμή θα βρίσκεται σε κάποιο ταξί ή σε κάποιο από τα μέσα μαζικής μεταφοράς» είπε ο Χάρι. «Ο Βαλεντίν μπορεί να είναι ένα σωρό πράγματα, χαζός όμως δεν είναι». Ο επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών σωριάστηκε σε μια καρέκλα λαχανιασμένος. «Άλλα στοιχεία άφησε;» Απόλυτη ησυχία. Κοίταξε ξαφνιασμένος το τείχος των ανέκφραστων προσώπων. «Τι συμβαίνει, ρε παιδιά;» Ο Χάρι ξερόβηξε. «Κάθεσαι στην καρέκλα της Μπέτε». «Ωχ, σοβαρά;» είπε ο Χάγκεν και πετάχτηκε όρθιος. «Ο Βαλεντίν ξέχασε το μπουφάν της φόρμας του» είπε ο Χάρι. «Ο Μπγιορν το έστειλε στη Σήμανση». «Ιδρώτας, τρίχες, όλο το πακέτο» σχολίασε ο Μπγιορν. «Υπολογίζω σε μια δυο μερούλες να μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι ο Πολ Στάβνες και ο Βαλεντίν Γιέρτσεν είναι το ένα και το αυτό πρόσωπο». «Βρήκατε τίποτα μέσα στο μπουφάν του;» ρώτησε ο Χάγκεν. «Ούτε πορτοφόλι, ούτε κινητό, ούτε κάποιο ημερολόγιο που να μαρτυρά τα σχέδιά του για τις επόμενες δολοφονίες» απάντησε ο Χάρι. «Μόνο αυτό εδώ». Ο Χάγκεν το άρπαξε αυτομάτως και κοίταξε να δει τι του είχε δώσει ο Χάρι. Μια κλειστή σακουλίτσα με τρεις

μπατονέτες για τα αυτιά. «Τι σκόπευε να κάνει μ’ αυτά εδώ;» «Να σκοτώσει κάποιον;» πρότεινε ο Χάρι λακωνικά. «Για να καθαρίζεις τ’ αυτιά είναι» είπε ο Μπγιορν Χολμ. «Στην πραγματικότητα είναι για να τα ξύνεις, όμως, σωστά; Το δέρμα ερεθίζεται, εσύ ξύνεις περισσότερο, μαζεύεται κι άλλο κερί και ξαφνικά οι μπατονέτες σού έχουν γίνει απαραίτητες. Ηρωίνη για τ’ αυτιά». «Ή για μακιγιάρισμα» πρόσθεσε ο Χάρι. «Λες;» είπε ο Χάγκεν, κοιτάζοντας προσεκτικά τη σακούλα. «Εννοείς δηλαδή ότι… φοράει μακιγιάζ;» «Περί μασκαρέματος μάλλον πρόκειται. Ο τύπος έχει ήδη υποβληθεί σε πλαστική χειρουργική. Στούλε, εσύ τον έχεις δει κι από κοντά». «Δεν μου πέρασε από το μυαλό, αλλά μπορεί και να ’χεις δίκιο». «Δεν χρειάζεσαι έναν τόνο μάσκαρα ή μολύβι για να δεις τη διαφορά» σχολίασε η Κατρίνε. «Τέλεια» είπε ο Χάγκεν. «Βρήκαμε τίποτα για το όνομα “Πολ Στάβνες”;» «Ελάχιστα πράγματα» είπε η Κατρίνε. «Δεν υπάρχει κανείς Στάβνες στο Εθνικό Μητρώο Πληθυσμού με ημερομηνία γεννήσεως που ν’ αντιστοιχεί με αυτήν που έδωσε στον

Άουνε. Οι μόνοι δύο άνθρωποι με παρόμοιο όνομα έχουν αποκλειστεί από τοπικά αστυνομικά τμήματα, εκτός Όσλο. Και το ζευγάρι των ηλικιωμένων που ζει στη διεύθυνση που έδωσε στον Άουνε δεν έχει ακούσει ποτέ του το όνομα “Πολ Στάβνες” ή “Βαλεντίν Γιέρτσεν”». «Δεν συνηθίζουμε να ελέγχουμε τα προσωπικά στοιχεία των πελατών μας» είπε ο Άουνε. «Εξάλλου πλήρωνε πάντα, ύστερα από κάθε συνεδρία». «Ξενοδοχεία» είπε ο Χάρι «πανσιόν, ξενώνες: όλοι οι πελάτες καταγράφονται πια». «Θα το κοιτάξω». Η Κατρίνε στριφογύρισε με την καρέκλα της και άρχισε να πληκτρολογεί. «Βρίσκει κανείς τέτοιου είδους πληροφορίες στο διαδίκτυο;» ρώτησε ο Χάγκεν σκεφτικός. «Όχι» απάντησε ο Χάρι. «Αλλά η Κατρίνε χρησιμοποιεί μηχανές αναζήτησης που ειλικρινά θα ευχόσουν να μην υπήρχαν». «Γιατί το λες αυτό;» «Γιατί έχουν πρόσβαση σε τέτοιο επίπεδο κωδικοποίησης, που ακόμα και τα καλύτερα τείχη προστασίας καταντούν παντελώς άχρηστα» είπε ο Μπγιορν Χολμ, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της Κατρίνε, της οποίας τα δάχτυλα πληκτρολογούσαν ταχύτατα· σαν τα πόδια μιας κατσαρίδας που τρεπόταν σε φυγή πάνω σε γυάλινο τραπέζι.

«Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Χάγκεν. «Γιατί χρησιμοποιούν τους κώδικες που έχουν και τα τείχη προστασίας» απάντησε ο Μπγιορν. «Οι μηχανές αναζήτησης είναι τα τείχη προστασίας». «Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα» σχολίασε η Κατρίνε. «Πουθενά ο Πολ Στάβνες». «Κάπου πρέπει να μένει» είπε ο Χάγκεν. «Μήπως νοικιάζει κάποιο διαμέρισμα; Μπορείς να κοιτάξεις κάτι τέτοιο;» «Πολύ αμφιβάλλω ότι θα έκανε ό,τι ένας κανονικός ενοικιαστής» είπε η Κατρίνε. «Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες στις μέρες μας ελέγχουν τους μελλοντικούς ενοικιαστές τους. Τους γκουγκλάρουν για να τσεκάρουν τουλάχιστον τις φορολογικές τους δηλώσεις. Ο Βαλεντίν ξέρει ότι θα τον υποψιάζονταν αν δεν τον έβρισκαν πουθενά». «Τότε σε ξενοδοχείο» είπε ο Χάρι, έχοντας σηκωθεί όρθιος και στέκοντας τώρα δίπλα στον πίνακα. Εκεί ήταν σχεδιασμένο ένα γράφημα που, στην αρχή, είχε φανεί στον Χάγκεν ασυνάρτητο, γεμάτο βελάκια και συνδέσμους, μέχρι που αναγνώρισε τα ονόματα των δολοφονηθέντων θυμάτων. Ένα από αυτά αναφερόταν μόνο ως Μ. «Το ξανάπες το ξενοδοχείο, καρδιά μου» είπε η Κατρίνε. «Τρεις μπατονέτες» συνέχισε ο Χάρι, γυρνώντας προς τη μεριά του Χάγκεν και ξαναπαίρνοντας στα χέρια του το

σακουλάκι. «Στα μαγαζιά δεν βρίσκεις κάτι τέτοιο. Αυτά τα σακουλάκια κυκλοφορούν σε δωμάτια ξενοδοχείων, μαζί με μίνι σαμπουάν και μίνι κρέμες μαλλιών. Ξαναπροσπάθησε, Κατρίνε. Δοκίμασε το όνομα Γιούντας Γιόχανσεν αυτή τη φορά». Η αναζήτηση τελείωσε σε λιγότερο από 15 δευτερόλεπτα. «Αρνητικό» είπε η Κατρίνε. «Γαμώτο» είπε ο Χάγκεν. «Δεν τελειώσαμε» παρενέβη ο Χάρι, κοιτάζοντας προσεκτικά το σακουλάκι. «Δεν βλέπω τη μάρκα του κατασκευαστή εδώ πέρα, αλλά συνήθως οι μπατονέτες έχουν πλαστικό ραβδάκι, ενώ αυτές είναι ξύλινες. Θα πρέπει να εντοπίσουμε τους αντίστοιχους παραγωγούς και τα ξενοδοχεία που προμηθεύονται τέτοιες μπατονέτες στο Όσλο». «Προμήθειες ξενοδοχείων» επανέλαβε η Κατρίνε και τα δάχτυλά της, σαν έντομα, άρχισαν να τρέχουν πάνω στο πληκτρολόγιο. «Εγώ φεύγω» ανακοίνωσε ο Στούλε και σηκώθηκε όρθιος. «Θα σε συνοδεύσω μέχρι έξω» είπε ο Χάρι. «Δεν θα τον βρεις» είπε ο Στούλε όταν είχαν πια βγει έξω από το Αρχηγείο της αστυνομίας και κοίταζαν το πάρκο Μποτς, λουσμένο στο ψυχρό, δυνατό φως της άνοιξης. «Δεν θα τον βρούμε, εννοείς;»

«Ίσως» αναστέναξε ο Στούλε. «Δεν νιώθω ότι προσφέρω και πολλά σ’ αυτή την προσπάθεια». «Μα τι λες;» είπε ο Χάρι. «Εδώ μας έφερες τον Βαλεντίν ολομόναχος». «Ναι, αλλά μας ξέφυγε». «Η ταυτότητά του έχει αποκαλυφθεί. Πλησιάζουμε. Γιατί νομίζεις ότι δεν θα τον πιάσουμε;» «Εσύ τι νομίζεις; Τον είδες και μόνος σου». Ο Χάρι κατένευσε. «Σου είπε ότι ήρθε σ’ εσένα γιατί στο παρελθόν τον είχες περάσει από ψυχολογική αξιολόγηση. Τότε είχες αποφανθεί ότι είχε σώας τας φρένας, υπό τη νομική έννοια του όρου, τουλάχιστον, έτσι δεν είναι;» «Ναι, αλλά, όπως πολύ καλά ξέρεις, υπάρχουν άνθρωποι με σοβαρές διαταραχές προσωπικότητας που καταδικάζονται έτσι και αλλιώς». «Έψαχνες τότε να εντοπίσεις κάποιο δείγμα σχιζοφρένειας ή ψύχωσης κατά τη διάρκεια της τέλεσης του εγκλήματος, έτσι δεν είναι;» «Έτσι είναι». «Θα μπορούσε όμως να μην είναι απλώς μανιοκαταθλιπτικός ή ψυχοπαθής. Συγγνώμη, διόρθωση: διπολικός τύπου 2 ή με αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας».

«Ο σωστός όρος στις μέρες μας είναι δυσκοινωνικός, όχι αντικοινωνικός». Ο Στούλε πήρε το τσιγάρο που του πρόσφερε ο Χάρι. Ο Χάρι άναψε τα τσιγάρα και των δύο. «Είναι καλό που ήρθε σ’ εσένα, παρόλο που ήξερε ότι δούλευες για τους μπάτσους. Αλλά ότι συνέχισε να έρχεται κι αφού κατάλαβε ότι συμμετείχες στην ομάδα που τον κυνηγούσε, τι σου λέει αυτό;» Ο Στούλε πήρε μια ρουφηξιά και ανασήκωσε τους ώμους. «Μάλλον είμαι τόσο καταπληκτικός ψυχολόγος, που αποφάσισε να το διακινδυνεύσει». «Για ξαναπροσπάθησε». «Τι να πω, ίσως του αρέσουν οι συγκινήσεις. Πολλοί κατά συρροήν δολοφόνοι επισκέπτονται την αστυνομία προφασιζόμενοι ένα σωρό πράγματα, μόνο και μόνο για να βρίσκονται κοντά στο κυνήγι, για να ζήσουν τον θρίαμβο ότι την ξεγελούν». «Ο Βαλεντίν έβγαλε την μπλούζα του, παρόλο που πρέπει να ήξερε ότι γνώριζες για το τατουάζ του. Παρακινδυνευμένο, θα έλεγα, όταν σε καταζητούν για φόνο». «Και τι θες να πεις;» «Χμ, ναι, τι θέλω να πω;» «Μήπως θες να πεις ότι έχει μια ασυνείδητη επιθυμία να τον πιάσουν; Φαίνεται πως ήθελε να τον αναγνωρίσω. Και

όταν δεν τα κατάφερα, με βοήθησε δείχνοντάς μου το τατουάζ του, για να μου πει ότι ήξερε πως είχα δει την αντανάκλασή του στο τζάμι». «Και όταν τελικά τα κατάφερε να τον αναγνωρίσεις, ξύπνησε ξαφνικά και θέλησε να ξεφύγει;» «Εγώ νομίζω ότι ανέλαβε δράση το συνειδητό του. Ξέρεις, όλο αυτό μπορεί να δώσει μια εντελώς νέα προοπτική στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε αυτές τις δολοφονίες, Χάρι. Οι φόνοι που διαπράττει ο Βαλεντίν είναι καταναγκαστικές πράξεις, τις οποίες αυτός, ασυνείδητα, θέλει να σταματήσει. Θέλει να τον τιμωρήσουν, θέλει να τον εξορκίσουν, θέλει κάποιον να σταματήσει τον δαίμονα που έχει μέσα του. Όταν λοιπόν δεν καταφέραμε να τον πιάσουμε για τους αρχικούς φόνους, αποφάσισε να κάνει αυτό που κάνουν αρκετοί κατά συρροήν δολοφόνοι: να αυξήσει τον βαθμό επικινδυνότητας. Στη δική μας περίπτωση, στοχεύοντας στους ίδιους τους αστυνομικούς που δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν την πρώτη φορά, ξέροντας ότι εγκλήματα κατά της αστυνομίας επισύρουν τη χρήση απεριόριστων πόρων. Και στο τέλος, κάθεται και δείχνει το τατουάζ του σε κάποιον που ξέρει ότι είναι μέλος της ομάδας έρευνας. Χάρι, νομίζω ότι μπορεί και να έχεις δίκιο τελικά». «Δεν νομίζω ότι θα πρέπει να πιστωθώ εγώ αυτή την ιδέα.

Άκου και μια πιο απλή εξήγηση: ο Βαλεντίν δεν είναι τόσο προσεκτικός όσο περιμένουμε να είναι γιατί δεν έχει να χάσει τόσο πολλά όσα νομίζουμε». «Δεν καταλαβαίνω». Ο Χάρι έκανε μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του. Έβγαλε τον καπνό από το στόμα, ρουφώντας τον ταυτόχρονα από τη μύτη. Ήταν ένα τέχνασμα που είχε μάθει στο Χονγκ Κονγκ, από έναν χλωμό Γερμανό που έπαιζε ντιντζεριντού. Φύσα και ρούφα την ίδια στιγμή, φιλάρα, και θα καπνίζεις μ’ ένα τσιγάρο, δύο, σκέφτηκε. «Πήγαινε σπίτι να ξεκουραστείς» είπε ο Χάρι. «Πέρασες πολλά». «Σ’ ευχαριστώ, αλλά εγώ είμαι ο ψυχολόγος εδώ πέρα, Χάρι». «Ένας δολοφόνος μόλις σου έβαλε το μαχαίρι στον λαιμό! Συγγνώμη, γιατρέ, αλλά δεν πρόκειται να καταφέρεις να το εκλογικεύσεις αυτό τώρα. Οι εφιάλτες σε περιμένουν στη γωνία, ξέρεις. Πίστεψέ με, το έχω ζήσει. Άκου λοιπόν και τη συμβουλή ενός συναδέλφου σου. Εξάλλου είναι διαταγή». «Διαταγή;» Μια ελαφριά σύσπαση στο πρόσωπο του Στούλε μαρτύρησε ότι χαμογελούσε. «Έγινες κι αφεντικό τώρα, Χάρι;» «Γιατί, είχες ποτέ αμφιβολίες;» Ο Χάρι έχωσε το χέρι του στην τσέπη του. Έβγαλε το

τηλέφωνό του. «Λέγετε!» Ύστερα πέταξε το μισοκαπνισμένο του τσιγάρο στο πάτωμα. «Θα το κάνεις για μένα; Κάτι βρήκαν». Ο Στούλε Άουνε έμεινε να κοιτάζει τον Χάρι να ξαναμπαίνει μες στο αρχηγείο. Ύστερα γύρισε και κοίταξε το τσιγάρο που καιγόταν ακόμη στην άσφαλτο. Το πάτησε απαλά. Ύστερα πιο δυνατά. Το πάτησε στρίβοντας το πόδι του. Ένιωσε το τσιγάρο να λιώνει κάτω από τη δερμάτινη σόλα του παπουτσιού του. Ένιωσε την οργή να φουντώνει μέσα του. Πίεσε με δύναμη. Έλιωσε φίλτρο, τέφρα, χαρτί και καπνό πάνω στην άσφαλτο. Πέταξε και το δικό του τσιγάρο. Επανέλαβε τη διαδικασία. Ένιωθε ενθουσιασμένος και θλιμμένος συνάμα. Ένιωθε σαν να ήθελε να ουρλιάξει, να χτυπήσει κάποιον, να γελάσει, να κλάψει. Είχε δοκιμάσει κάθε απόχρωση του τσιγάρου. Ήταν ζωντανός. Και είχε επιζήσει από την κόλαση.

«Στο ξενοδοχείο Κάσμπα, στην οδό Γκάνγκε-Ρολβς» είπε η Κατρίνε πριν ο Χάρι προλάβει να κλείσει την πόρτα πίσω του. «Το χρησιμοποιούν συνήθως οι πρεσβείες για τους εργαζομένους τους, πριν τους βρουν κάτι πιο μόνιμο. Σχετικά ανέξοδο· μικρά δωμάτια».

«Χμ. Γιατί το συγκεκριμένο ξενοδοχείο;» «Γιατί είναι το μοναδικό ξενοδοχείο που προμηθεύεται αυτές τις μπατονέτες και γιατί βρίσκεται στη σωστή μεριά της πόλης, από εκεί που περνάει το τραμ 12» είτε ο Μπγιορν. «Τους πήρα τηλέφωνο. Δεν έχουν στο βιβλίο επισκεπτών τους κάποιον Στάβνες. Ούτε Γιέρτσεν, ούτε Γιόχανσεν, αλλά τους έστειλα με φαξ το σχέδιο της Μπέτε». «Και;» «Από τη ρεσεψιόν μού είπαν ότι έχουν έναν πελάτη που μοιάζει με το σκίτσο, κάποιον με το όνομα Σαβίτσκι, που δήλωσε ότι εργαζόταν για την πρεσβεία της Λευκορωσίας. Συνήθιζε παλιά να φεύγει για τη δουλειά φορώντας κουστούμι, αλλά τώρα τελευταία το έχει γυρίσει στις αθλητικές φόρμες. Και στο ποδήλατο». Ο Χάρι κρατούσε ήδη το ακουστικό στο χέρι. «Χάγκεν; Κάλεσε τη Δέλτα. Αυτή τη στιγμή».

33

«Α

υτό λοιπόν θες να κάνω;» είπε ο Τρουλς, στριφογυρίζοντας το ποτήρι με την μπίρα ανάμεσα στα δάχτυλά του. Καθόντουσαν στο μπιστρό Κάμπεν, στο ανατολικό Όσλο, όπου τους είχε φέρει ο Μίκαελ λέγοντας ότι ήταν πολύ καλό μέρος για φαγητό. Σικάτο και χιπ, δημοφιλές μεταξύ εκείνων που μετρούσαν, του κουλ πλήθους, δηλαδή εκείνων που είχαν περισσότερο πολιτιστικό παρά οικονομικό κεφάλαιο και μισθούς αρκετά χαμηλούς ώστε να διατηρούν τον φοιτητικό τρόπο ζωής τους χωρίς να μοιάζουν αξιοθρήνητοι. Ο Τρουλς είχε ζήσει στο ανατολικό Όσλο όλη του τη ζωή και δεν είχε ακούσει ποτέ γι’ αυτό το μέρος. «Και γιατί να το έχω ακούσει δηλαδή;» «Τη διαθεσιμότητά σου» είπε ο Μίκαελ, αδειάζοντας το

εμφιαλωμένο νερό στο ποτήρι του. «Θα την ανακαλέσω». «Α, σοβαρά;» Ο Τρουλς κοίταξε τον Μίκαελ δύσπιστα. «Ναι». Ο Τρουλς κατέβασε μια μεγάλη γουλιά μπίρα. Σκούπισε το στόμα του με την παλάμη του, παρόλο που ο αφρός είχε προ πολλού καθίσει. Δεν βιαζόταν. «Αφού σου είναι τόσο εύκολο, γιατί δεν το έκανες πιο πριν;» Ο Μίκαελ έκλεισε τα μάτια του, πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν είναι εύκολο, απλώς θέλω να το κάνω». «Γιατί;» «Γιατί αν δεν με βοηθήσεις, την έχω γαμήσει». Ο Τρουλς κάγχασε. «Κοίτα να δεις πόσο γρήγορα αλλάζουν οι ισορροπίες, ε, Μίκαελ;» Ο Μίκαελ Μπέλμαν κοίταξε δεξιά κι αριστερά. Το εστιατόριο ήταν γεμάτο. Το είχε επιλέξει γιατί δεν σύχναζαν εδώ μέσα μπάτσοι· δεν έπρεπε να τον δει κανείς με τον Τρουλς. Είχε την αίσθηση ότι το ήξερε και ο Τρουλς αυτό. Αλλά και τι έγινε; «Λέγε, θα με βοηθήσεις; Ή να ρωτήσω κάποιον άλλον;» Ο Τρουλς γέλασε δυνατά. «Σιγά μη ρωτήσεις!» Ο Μίκαελ κοίταξε τριγύρω στο εστιατόριο. Δεν ήθελε να πει στον Τρουλς να χαμηλώσει τη φωνή του, αλλά... Στο παρελθόν μπορούσε να προβλέψει στο περίπου τις αντιδράσεις του Τρουλς, να τον χειραγωγήσει, να τον βάλει

να κάνει αυτά που ήθελε εκείνος. Όμως κάτι είχε αλλάξει: ο παιδικός του φίλος είχε κάτι το σκοτεινό, κάτι το διαβολικό και το απρόβλεπτο πάνω του τώρα. «Χρειάζομαι μιαν απάντηση. Επείγει». «Εντάξει» είπε ο Τρουλς, αδειάζοντας το ποτήρι του. «Προχώρα με τη διαθεσιμότητα. Αλλά θέλω και κάτι ακόμα». «Τι;» «Ένα κιλοτάκι της Ούλα· άπλυτο». Ο Μίκαελ τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Μεθυσμένος ήταν; Ή μήπως η αγριότητα στο υγρό του βλέμμα είχε γίνει μόνιμο χαρακτηριστικό του; Ο Τρουλς γέλασε ακόμα πιο δυνατά και βάρεσε το ποτήρι του πάνω στο τραπέζι. Ορισμένοι που μετρούσαν γύρισαν και τον κοίταξαν. «Θα...» πήγε να πει ο Μίκαελ. «Θα δω τι μπορώ να...» «Πλάκα σου κάνω, ρε μαλάκα!» Ο Μίκαελ γέλασε χαμηλόφωνα. «Κι εγώ. Δηλαδή, θα με...» «Για τ’ όνομα του Θεού, είμαστε φίλοι από παιδιά, δεν είμαστε;» «Φυσικά. Δεν ξέρεις πόσο ευγνώμων σου είμαι, Τρουλς» είπε ο Μίκαελ. Προσπάθησε να χαμογελάσει.

Ο Τρουλς τέντωσε το χέρι του πάνω από το τραπέζι. Το ακούμπησε βαριά πάνω στον ώμο του Μίκαελ. «Ξέρω πολύ καλά». Υπερβολικά βαριά, σκέφτηκε ο Μίκαελ.

Ούτε αναγνώριση του χώρου έγινε, ούτε μελέτησε κανείς την κάτοψη του κτιρίου για πιθανές εξόδους διαφυγής. Ούτε στάλθηκαν περιπολικά ν’ αποκλείσουν τη γύρω περιοχή και ν’ ανοίξουν δρόμο στο τεθωρακισμένο όχημα παντός εδάφους, που μετέφερε τώρα την ομάδα Δέλτα. Μόνο μια ενημέρωση στο πόδι έγινε, με τον Σίβερτ Φάλκαϊντ να γαβγίζει διαταγές και τους βαριά οπλισμένους άνδρες του να το έχουν βουλώσει στα πίσω καθίσματα, πράγμα που σήμαινε ότι είχαν καταλάβει. Ήταν πια θέμα χρόνου. Αν το πουλί είχε πετάξει, και το καλύτερο σχέδιο στον κόσμο θα ήταν άχρηστο. Ο Χάρι, καθισμένος στο τέρμα του εννιαθέσιου οχήματος, άκουγε τις διαταγές. Ήξερε ότι όχι μόνο το καλύτερο, αλλά ούτε και το δεύτερο ή το τρίτο καλύτερο σχέδιο στον κόσμο δεν είχαν. Το πρώτο πράγμα που ο Φάλκαϊντ ρώτησε τον Χάρι ήταν αν ο Βαλεντίν είχε όπλο. Ο Χάρι απάντησε ότι ο Ρενέ Καλσνές είχε δολοφονηθεί με όπλο· και την Μπέτε, με όπλο

πρέπει να την είχε απειλήσει. Κοίταξε τους άνδρες που κάθονταν μπροστά του: απλοί αστυνομικοί, που συμμετείχαν εθελοντικά σε ένοπλες αποστολές. Ήξερε ότι το κάτι παραπάνω που έβγαζαν ήταν πολύ λίγο για τη δουλειά που έκαναν και ότι αυτά που τους ζητούσαν οι φορολογούμενοι ήταν υπερβολικά πολλά. Πόσες φορές δεν είχε ακούσει να κατακρίνουν την ομάδα Δέλτα κατόπιν εορτής, κατηγορώντας τους αξιωματικούς της ότι δεν εξέθεταν τον εαυτό τους σε κίνδυνο, ότι δεν διέθεταν την απαραίτητη διαίσθηση να καταλάβουν τι συνέβαινε πίσω από την κλειστή πόρτα ενός αεροπλάνου γεμάτου αεροπειρατές, σε μια παραλία περιτριγυρισμένη από δάση, καθώς και ότι δεν έπεφταν με τα μούτρα να σώσουν την κατάσταση. Ένας αξιωματικός της Δέλτα με, κατά μέσο όρο, τέσσερις αποστολές τον χρόνο και μια καριέρα είκοσι πέντε ετών, αντιμετώπιζε τεράστιες πιθανότητες να σκοτωθεί εν δράσει. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό ήταν το εξής: ο θάνατός του εν ώρα υπηρεσίας θα σήμαινε αυτομάτως την αποτυχία της όποιας επιχείρησης και την άμεση έκθεση των υπόλοιπων μελών της ομάδας Δέλτα σε κίνδυνο. «Υπάρχει μόνο ένας ανελκυστήρας» γάβγισε ο Φάλκαϊντ. «Δύο και Τρία, δικός σας. Τέσσερα, Πέντε κι Έξι, εσείς από τις κεντρικές σκάλες. Εφτά κι Οκτώ, από την έξοδο κινδύνου. Χόλε, εσύ κι εγώ απέξω, σε περίπτωση που την κάνει από

κάνα παράθυρο». «Δεν έχω όπλο» είπε ο Χάρι. «Πάρε» είπε ο Φάλκαϊντ, δίνοντάς του ένα Γκλοκ 17. Ο Χάρι το κράτησε στο χέρι του, αισθάνθηκε το βάρος του, την ισορροπία του. Δεν καταλάβαινε την εμμονή με τα όπλα· όπως δεν καταλάβαινε την εμμονή με τ’ αυτοκίνητα ή κάτι τύπους που έχτιζαν ολόκληρα σπίτια, μόνο και μόνο για να στεγάσουν τα ηχοσυστήματά τους. Αλλά ποτέ του δεν είχε πρόβλημα να κρατήσει όπλο. Μέχρι πέρυσι. Ο Χάρι θυμήθηκε την τελευταία φορά που κράτησε πιστόλι: το Οντέσα στο ντουλάπι. Έβγαλε αυτή τη σκέψη απ’ το μυαλό του. «Φτάσαμε» είπε ο Φάλκαϊντ. Πάρκαραν σ’ ένα ήσυχο δρομάκι δίπλα στην είσοδο του κομψού, τετραώροφου σπιτιού, που δεν ξεχώριζε από τα υπόλοιπα της περιοχής. Ορισμένα ανήκαν σε παλιές, αριστοκρατικές, πλούσιες οικογένειες, κι άλλα σε νεόπλουτους που ήθελαν να το παίξουν αριστοκράτες. Μερικά ήταν, επίσης, πρεσβείες, κατοικίες πρέσβεων, διαφημιστικές και δισκογραφικές εταιρείες και μικρά ναυτιλιακά γραφεία. Μια διακριτική μπρούντζινη πλάκα δίπλα στην είσοδο του κήπου επιβεβαίωνε ότι είχαν έρθει στο σωστό μέρος. Ο Φάλκαϊντ σήκωσε ψηλά το χέρι του κι έδειξε το ρολόι

του. «Ραδιοεπικοινωνία» είπε. Οι αξιωματικοί αναφώνησαν τους αριθμούς τους, που ήταν ζωγραφισμένοι στα κράνη τους. Φόρεσαν τις κουκούλες τους. Έσφιξαν τους ιμάντες των πολυβόλων όπλων τους, τύπου ΜΡ5. «Αντίστροφη μέτρηση από το πέντε. Πέντε, τέσσερα...» Ο Χάρι δεν ήξερε αν έφταιγε η δική του αδρεναλίνη ή η αδρεναλίνη των υπόλοιπων ανδρών, μα στον αέρα πλανιόταν μια χαρακτηριστική μυρωδιά, πικρή και αλμυρή, σαν τη μυρωδιά απ’ τα καψούλια στα ψεύτικα πιστόλια. Οι πόρτες άνοιξαν και ο Χάρι είδε έναν τοίχο από μαυροντυμένες πλάτες να τρέχει προς την πύλη και έπειτα, δέκα μέτρα πιο μπροστά, οι άντρες εξαφανίστηκαν στο άνοιγμα της εισόδου του κτιρίου. Ο Χάρι βγήκε και άρχισε να τρέχει ξοπίσω τους, προσαρμόζοντας το αλεξίσφαιρο γιλέκο του. Το δέρμα του από μέσα είχε γίνει ήδη μούσκεμα. Ο Φάλκαϊντ πετάχτηκε έξω από τη μεριά του συνοδηγού, παίρνοντας μαζί του τα κλειδιά της μηχανής. Θύμισε στον Χάρι αμυδρά ένα επεισόδιο κατά το οποίο οι δράστες είχαν ξεφύγει από την αιφνίδια επιδρομή της αστυνομίας παίρνοντας το περιπολικό, που είχε ακόμη τα κλειδιά στη μηχανή. Ο Χάρι έδωσε το Γκλοκ στον Φάλκαϊντ. «Η άδειά μου χρειάζεται ανανέωση».

«Σ’ την ανανεώνω εγώ προσωρινά, εδώ και τώρα» είπε ο Φάλκαϊντ. «Έκτακτη ανάγκη. Κανονισμός αστυνομικού κώδικα, παράγραφος τάδε, ξέρω εγώ». Ο Χάρι γέμισε το όπλο και προχώρησε στο χαλικόστρωτο μονοπάτι. Ένας νεαρός με ψηλόλιγνο, στραβό λαιμό, βγήκε έξω τρέχοντας. Το μήλο του Αδάμ ανεβοκατέβαινε στον λαιμό του λες και κατάπινε. Ο Χάρι παρατήρησε ότι το όνομα στο καρτελάκι πάνω στο μαύρο του σακάκι αντιστοιχούσε με το όνομα του ρεσεψιονίστ με τον οποίο είχε μιλήσει στο τηλέφωνο. Ο υπάλληλος δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει αν ο πελάτης τους βρισκόταν στο δωμάτιό του ή κάπου αλλού μες στο ξενοδοχείο, αλλά είχε προσφερθεί να πάει να ελέγξει. Πράγμα που ο Χάρι τού είχε απαγορεύσει αυστηρά να κάνει. Έπρεπε να συνεχίσει τη δουλειά του σαν να μη συνέβαινε τίποτα· έτσι θα γλίτωνε κι αυτός κι όλοι οι άλλοι. Όμως η θέα εφτά μαυροφορεμένων ανδρών, οπλισμένων σαν τους αστακούς, αποδείχθηκε υπερβολικά σοκαριστική για τον νεαρό. «Έχω το πασπαρτού» είπε ο νεαρός ρεσεψιονίστ, με μια έντονα ανατολικοευρωπαϊκή προφορά. «Μου είπαν να βγω έξω και...» «Πήγαινε πίσω απ’ το όχημά μας» ψιθύρισε ο Φάλκαϊντ,

δείχνοντας με τον αντίχειρα πάνω από τον ώμο του. Ο Χάρι τούς άφησε και, με το πιστόλι στο χέρι, περπάτησε προς το πίσω μέρος του κτιρίου, όπου ένας σκιερός κήπος γεμάτος μηλιές εκτεινόταν μέχρι τον γειτονικό φράχτη. Ένας ηλικιωμένος άνδρας καθόταν στη βεράντα και διάβαζε την Daily Telegraph . Χαμήλωσε την εφημερίδα του και κοίταξε τον Χάρι πάνω από τα γυαλιά του. Ο Χάρι τού έδειξε τα κίτρινα γράμματα που σχημάτιζαν τη λέξη POLITI πάνω στο αλεξίσφαιρο γιλέκο του, έφερε το ένα του δάχτυλο στα χείλη, εξέλαβε προς απάντηση ένα σύντομο νεύμα και έστρεψε την προσοχή του στα παράθυρα του τρίτου ορόφου. Ο υπάλληλος της ρεσεψιόν τούς είχε υποδείξει πού βρισκόταν το δωμάτιο του δήθεν Λευκορώσου – στο τέλος του διαδρόμου, απ’ τη μεριά του κήπου. Ο Χάρι προσάρμοσε το ακουστικό καλά στο αυτί του και περίμενε. Τον άκουσε ύστερα από λίγο: τον υπόκωφο, περιορισμένο ήχο μιας εκρηκτικής χειροβομβίδας, ακολουθούμενο από τον ήχο γυαλιών που έσπαγαν. Γνώριζε ότι η πίεση του αέρα ουσιαστικά δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να κουφάνει προσωρινά όποιον βρισκόταν στο δωμάτιο. Αλλά η έκρηξη, σε συνδυασμό με την εκτυφλωτική λάμψη του φωτός και την επίθεση των ανδρών ήταν ικανή να κάνει ακόμα και εκπαιδευμένους ανθρώπους

να παραλύσουν από το σοκ για δυο τρία δευτερόλεπτα. Και τρία δευτερόλεπτα ήταν υπεραρκετά για την ομάδα Δέλτα. Ο Χάρι περίμενε. Ύστερα μια χαμηλή φωνή ακούστηκε στο αυτί του. Ακριβώς ό,τι περίμενε: «Δωμάτιο 406 καθαρό. Κανείς εδώ». Αλλά όταν άκουσε τη συνέχεια, ο Χάρι άρχισε να βρίζει ασταμάτητα. «Φαίνεται ότι πρόλαβε να γυρίσει και να μαζέψει τα πράγματά του».

Ο Χάρι στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στέρνο, στον διάδρομο έξω από το 406. Η Κατρίνε και ο Μπγιορν μόλις είχαν φτάσει. «Τι, δοκάρι κι έξω;» ρώτησε η Κατρίνε. «Σε κενή εστία» απάντησε ο Χάρι, κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε. Τους ακολούθησε στο δωμάτιο. «Ήρθε κατευθείαν εδώ, άρπαξε όλα τα πράγματά του και την κοπάνησε». «Όλα;» ρώτησε έκπληκτος ο Μπγιορν. «Όλα εκτός από δύο μπατονέτες και δυο εισιτήρια του τραμ, τα οποία βρήκαμε στο καλάθι των αχρήστων. Κι ένα απόκομμα από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στον οποίο

νομίζω ότι κερδίσαμε». «Εμείς» ρώτησε ο Μπγιορν, κοιτάζοντας τριγύρω στο εντελώς συνηθισμένο δωμάτιο. «Εννοείς η Βολερένγκα;» «Εννοώ η Νορβηγία. Εναντίον της Σλοβενίας, έτσι λέει». «Α, ναι, νικήσαμε» είπε ο Μπγιορν. «Σκόραρε ο Ρίισε στις καθυστερήσεις». «Είστε άρρωστοι άμα θυμάστε πράγματα σαν κι αυτά» σχολίασε η Κατρίνε, κουνώντας το κεφάλι της. «Εγώ δεν θυμάμαι καν αν η Μπραν κέρδισε το πρωτάθλημα ή έπεσε στη Β΄ Εθνική πέρυσι». «Ε, δεν είμαι έτσι εγώ» παραπονέθηκε ο Μπγιορν. «Το θυμάμαι μόνο και μόνο επειδή πήγαινε για ισοπαλία και μετά πήρα μια κλήση από το κέντρο και ύστερα ο Ρίισε...» «Ναι, αλλά το θυμάσαι, Άνθρωπε της Βροχής. Θυμάσαι...» «Ε!» Γύρισαν και κοίταξαν τον Χάρι, που στεκόταν ακόμη με το εισιτήριο στο χέρι. «Θυμάσαι γιατί, Μπγιορν;» «Γιατί τι;» «Γιατί σε κάλεσαν από το κέντρο». Ο Μπγιορν Χολμ έξυσε τη φαβορίτα του. «Για να δω... ήταν νωρίς το βράδυ...» «Καλά, ξέχνα το» είπε ο Χάρι. «Θα σας πω εγώ. Ήταν για τον φόνο του Έρλαν Βένεσλα στο Μαριντάλεν». «Σοβαρά;»

«Το ίδιο βράδυ που η Νορβηγία υποδεχόταν τη Σλοβενία στο στάδιο Ούλεβολ. Ορίστε και η ημερομηνία, πάνω στο εισιτήριο. Ώρα, 7 μ.μ.». «Αχά» είπε η Κατρίνε. Το πρόσωπο του Μπγιορν Χολμ έδειχνε πονεμένο. «Μη μου πεις, γαμώτο. Μη μου πεις ότι ο Βαλεντίν Γιέρτσεν ήταν στο ματς. Αν ναι...» «...τότε δεν μπορεί να είναι ο δολοφόνος» ολοκλήρωσε τη φράση του η Κατρίνε. «Ενώ εμείς θα θέλαμε πάρα πολύ να είναι, Χάρι. Οπότε, σε παρακαλώ, πες μας κάτι ενθαρρυντικό». «ΟΚ» είπε ο Χάρι. «Γιατί δεν ήταν αυτό το εισιτήριο στο καλάθι των αχρήστων, μαζί με τις μπατονέτες και τα εισιτήρια του τραμ; Γιατί το άφησε πάνω στο γραφείο, αλλά μάζεψε όλα τα υπόλοιπα; Γιατί μας το άφησε να το βρούμε;» «Για να μας δείξει ότι έχει άλλοθι» είπε η Κατρίνε. «Για να μας κάνει να στεκόμαστε εδώ, όπως ακριβώς κάνουμε τώρα» είπε ο Χάρι «γεμάτοι, ξαφνικά, αμφιβολίες, μην ξέροντας τι να κάνουμε. Ένα απόκομμα είναι μόνο: δεν αποδεικνύει ότι βρισκόταν εκεί. Αντιθέτως, το περίεργο είναι ότι όχι μόνο βρισκόταν σε ποδοσφαιρικό αγώνα –όπου κανείς δεν θυμάται κανέναν– αλλά, περιέργως, έχει κρατήσει και το απόκομμα».

«Το απόκομμα έχει αριθμό θέσεως» παρατήρησε η Κατρίνε. «Ίσως όσοι κάθονταν δίπλα του ή πίσω του να θυμούνται ποιος καθόταν σ’ αυτή τη θέση. Ή αν η θέση ήταν κενή. Μπορώ να ψάξω να βρω τον αριθμό. Ίσως βρω και...» «Να το κάνεις αυτό» είπε ο Χάρι «αλλά έχουμε ξανασυναντήσει τέτοια άλλοθι σε αίθουσες σινεμά ή θεάτρων. Με το πέρας τριών τεσσάρων ημερών, κανείς δεν θυμάται τίποτα για τον διπλανό του». «Δίκιο έχεις» παραδέχτηκε η Κατρίνε απογοητευμένη. «Διεθνή» είπε ο Μπγιορν. «Τι διεθνή;» ρώτησε ο Χάρι, πηγαίνοντας προς το μπάνιο, με το παντελόνι μισοκατεβασμένο. «Τα διεθνή παιχνίδια υπόκεινται στους κανονισμούς της FIFA» είπε ο Μπγιορν. «Για τον χουλιγκανισμό». «Φυσικά!» φώναξε ο Χάρι πίσω από την πόρτα του μπάνιου. «Μπράβο, Μπγιορν!» Και έκλεισε με γδούπο την πόρτα. «Τι;» ρώτησε η Κατρίνε. «Τι λέτε; Δεν καταλαβαίνω». «Κάμερες ασφαλείας» είπε ο Μπγιορν. «Η FIFA απαιτεί οι διοργανωτές του ματς να βιντεοσκοπούν τους θεατές, σε περίπτωση που γίνουν επεισόδια. Είναι κανονισμός της δεκαετίας του ’90· λόγω των συχνών επεισοδίων, θέλησαν να βοηθήσουν την αστυνομία να βρίσκει τους ταραξίες και να τους αποδίδει ευθύνες. Έτσι φιλμάρουν όλες τις κερκίδες

καθόλη τη διάρκεια του ματς, με κάμερες υψηλής ευκρίνειας, ώστε να μπορούν μετά να ζουμάρουν αν χρειαστεί και ν’ αναγνωρίζουν τους πάντες. Και εμείς ξέρουμε σε ποια θύρα, σε ποια σειρά και σε ποια θέση καθόταν ο Βαλεντίν». «Δεν καθόταν!» φώναξε η Κατρίνε. «Δεν έχει δικαίωμα να βρίσκεται σε καμία θέση και σε καμία θύρα, γαμώ το κέρατό μου, καταλάβατε; Αλλιώς δεν έχουμε τίποτα!» «Μπορεί και να ’χουν ήδη σβήσει τα βίντεο, φυσικά» είπε ο Μπγιορν. «Δεν είχαμε επεισόδια και οι αρχές διαχείρισης δεδομένων προβλέπουν συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που μπορούν...» «Οι αρχές διαχείρισης δεδομένων...» «Αν οι εικόνες μπαίνουν σε ηλεκτρονικό αρχείο, τότε το μόνο που ’χουν να κάνουν είναι να πατήσουν ένα κουμπί και να τις διαγράψουν». «Το να προσπαθήσεις να σβήσεις εντελώς ηλεκτρονικά αρχεία είναι σαν να προσπαθείς να καθαρίσεις τ’ αθλητικά σου παπούτσια απ’ τα σκατά, Μπγιορν – δύσκολο. Πώς νομίζεις ότι βρίσκουμε υλικό παιδικής πορνογραφίας στους υπολογιστές των παιδόφιλων που μας τους δίνουν οικειοθελώς, νομίζοντας ότι έχουν διαγράψει τα πάντα; Πίστεψέ με, αν ο Βαλεντίν Γιέρτσεν ήταν σ’ εκείνο το ματς, εγώ θα τον βρω. Τι ώρα θεωρούμε ότι πέθανε ο Έρλαν

Βένεσλα;» Άκουσαν το καζανάκι της τουαλέτας. «Μεταξύ εφτά κι οκτώ και μισή» είπε ο Μπγιορν. «Με λίγα λόγια, στην αρχή του αγώνα, αφότου είχαμε ισοφαρίσει με τον Χένρικσεν. Ο Βένεσλα πρέπει ν’ άκουσε τους πανηγυρισμούς στο Μαριντάλεν. Δεν απέχει και πολύ απ’ το Ούλεβολ, ε;» Άνοιξε η πόρτα του μπάνιου. «Που σημαίνει ότι θα μπορούσε να έχει επιστρέψει στο ματς μετά τον φόνο στο Μαριντάλεν» είπε ο Χάρι, κουμπώνοντας το τελευταίο κουμπί. «Και ότι όταν βρέθηκε στο γήπεδο, μπορεί να έκανε κάτι αξιομνημόνευτο για τους άλλους θεατές και να, ορίστε ένα ωραιότατο άλλοθι». «Ο Βαλεντίν δεν ήταν στο ματς» επέμεινε η Κατρίνε. «Αλλά αν ήταν, θα δω το βίντεο από την αρχή έως το τέλος, κι έτσι και σηκώσει έστω και λίγο τον κώλο του από την καρέκλα, τον έχω χρονομετρήσει με τη μία. Να το χέσω εγώ τέτοιο άλλοθι».

Ησυχία επικρατούσε πάνω από τις βίλες. Η ησυχία που επικρατεί πριν οι στρατοί των Άουντι και των Βόλβο επιστρέψουν στα σπίτια τους, έχοντας δουλέψει όλη μέρα για τη Νορβηγία Α.Ε., σκέφτηκε ο Τρουλς Μπέρντσεν.

Χτύπησε το κουδούνι και κοίταξε γύρω του. Όμορφα διαμορφωμένος κήπος. Καλά φυλασσόμενος. Προλάβαινες μια χαρά ν’ ασχοληθείς με τον κήπο σου αν ήσουν συνταξιούχος, πρώην αρχηγός της αστυνομίας. Η πόρτα άνοιξε. Έδειχνε μεγαλύτερος. Τα βλέμμα ίδιο – αιχμηρό, γαλάζιο–, όμως το δέρμα γύρω από τον λαιμό ήταν πιο χαλαρό, η πλάτη του έγερνε περισσότερο. Με λίγα λόγια, ήταν πολύ λιγότερο εντυπωσιακός απ’ ό,τι τον θυμόταν ο Τρουλς. Ίσως να έφταιγαν τα ξεφτισμένα, καθημερινά ρούχα· ίσως αυτό συμβαίνει όταν η δουλειά σου δεν σε κρατάει πια σε συνεχή εγρήγορση. «Μπέρεντζεν λέγομαι, από την ΌργκΚριμ». Ο Τρουλς σήκωσε το χέρι κραδαίνοντας την ταυτότητά του, όντας σίγουρος ότι αν ο αρχηγός διάβαζε Μπέρντσεν, θα νόμιζε πως αυτό είχε ακούσει. Αλλά ο αρχηγός απλώς κατένευσε, δίχως να κοιτάξει. «Νομίζω ότι σ’ έχω ξαναδεί κάπου. Τι θες, Μπέρεντζεν;» Δεν έδειχνε να έχει διάθεση να καλέσει τον Τρουλς μέσα. Κανένα πρόβλημα. Κανείς δεν μπορούσε να τους δει και ο θόρυβος τριγύρω ήταν μηδαμινός. «Πρόκειται για τον γιο σας, τον Σόντρε». «Τι συμβαίνει;» «Οργανώνουμε μια επιχείρηση για να συλλάβουμε διάφορους αλβανούς νταβατζήδες και, για αυτόν τον λόγο,

παρακολουθούμε και φωτογραφίζουμε ό,τι συμβαίνει στην περιοχή της Κβαντρατούρεν. Έχουμε ταυτοποιήσει αρκετά αυτοκίνητα που σταματούν και παίρνουν πόρνες και σκοπεύουμε να καλέσουμε τους κατόχους τους για ανάκριση. Προσφέρουμε μειωμένες ποινές με αντάλλαγμα έγκυρες πληροφορίες για το κύκλωμα. Ένα από τα αυτοκίνητα που φωτογραφήθηκαν ανήκει στον γιο σας». Ο αρχηγός της αστυνομίας σήκωσε τα δασώδη του φρύδια. «Τι είπες; Στον Σόντρε; Αδύνατον». «Κι εγώ αυτό σκέφτηκα. Αλλά ήθελα να το συζητήσω μαζί σας. Εάν νομίζετε ότι έχει γίνει κάποια παρεξήγηση, ότι η γυναίκα την οποία βάζει στο αυτοκίνητο δεν είναι καν πόρνη, τότε θα σκίσουμε τη φωτογραφία». «Ο Σόντρε είναι παντρεμένος και ευτυχισμένος. Εγώ τον μεγάλωσα. Ξέρει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό, πιστέψτε με». «Φυσικά. Απλώς ήθελα να δω αν το βλέπατε κι εσείς έτσι το ζήτημα». «Θεέ μου, γιατί να πάει να πληρώσει...» ο άνδρας που στεκόταν μπροστά στον Τρουλς μόρφασε λες κι είχε μασήσει ξινισμένο σταφύλι «...για σεξ στον δρόμο; Ο κίνδυνος της μόλυνσης. Τα παιδιά. Όχι, όχι, όχι». «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, συμφωνούμε ότι δεν έχει νόημα

να προχωρήσουμε σ’ αυτό το ζήτημα. Παρόλο που έχουμε λόγους να υποψιαζόμαστε ότι η γυναίκα ήταν πόρνη, μπορεί ο γιος σας να είχε δανείσει το αυτοκίνητό του σε κάποιον άλλον. Δεν έχουμε φωτογραφία του οδηγού». «Άρα δεν έχετε καν αποδείξεις. Ναι, καλύτερα να την ξεχάσετε την όλη υπόθεση». «Σας ευχαριστώ. Θα κάνουμε ό,τι είπατε». Ο αρχηγός της αστυνομίας κατένευσε αργά παρατηρώντας με προσοχή τον Τρουλς. «Μπέρεντζεν, από την ΌργκΚριμ, έτσι δεν είπατε;» «Σωστά». «Σας ευχαριστώ, Μπέρεντζεν. Οι αξιωματικοί σας κάνουν καλά τη δουλειά τους». Ο Τρουλς χαμογέλασε μέχρι τ’ αυτιά. «Κάνουμε ό,τι μπορούμε. Καλή σας ημέρα».

«Για ξαναπές μου τι είπες» είπε η Κατρίνε, κοιτάζοντας τη μαύρη οθόνη μπροστά της. Στον κόσμο έξω από το λεβητοστάσιο είχε πάει απόγευμα και η ανθρωπότητα εξατμιζόταν στον πυκνό αέρα. «Είπα ότι υπάρχει πιθανότητα οι εικόνες του πλήθους να έχουν σβηστεί λόγω των αρχών διατήρησης δεδομένων» είπε ο Μπγιορν. «Και όπως βλέπεις, είχα δίκιο».

«Και τι σου είπα εγώ;» «Είπες ότι τα ηλεκτρονικά αρχεία είναι σαν σκατά στις σόλες αθλητικών παπουτσιών» είπε ο Χάρι. «Αδύνατον να αφαιρεθούν». «Δεν είπα αδύνατον» διευκρίνισε η Κατρίνε. Οι τέσσερις της ομάδας καθόντουσαν γύρω από τον υπολογιστή της Κατρίνε. Όταν ο Χάρι πήρε τηλέφωνο τον Στούλε και του ζήτησε να παρευρεθεί, ο Στούλε ακούστηκε ανακουφισμένος. «Είπα ότι είναι δύσκολο» επέμεινε η Κατρίνε. «Λογικά πρέπει να υπάρχει κάποια εικόνα-καθρέφτης τους κάπου. Κι ένας έξυπνος κομπιουτεράς μπορεί να τη βρει». «Ή κομπιουτερού;» πρότεινε ο Στούλε. «Όχι» απάντησε η Κατρίνε. «Οι γυναίκες δεν μπορούν να παρκάρουν, δεν θυμούνται αποτελέσματα ποδοσφαιρικών αγώνων και δεν μπαίνουν στον κόπο να μάθουν τα πιο πρόσφατα κολπάκια σε σχέση με τους υπολογιστές. Για κάτι τέτοια χρειάζεσαι παράξενους άνδρες που φορούν μπλουζάκια με συγκροτήματα και κάνουν ελάχιστο σεξ. Κι έτσι συνέβαινε ανέκαθεν, από την εποχή των σπηλαίων». «Άρα δεν μπορείς να...» «Πόσες φορές έχω προσπαθήσει να σας εξηγήσω ότι δεν είμαι ειδική στους υπολογιστές, Στούλε; Οι μηχανές αναζήτησης στις οποίες μπήκα έψαξαν τα αρχεία της

Νορβηγικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και τα βίντεο έχουν διαγραφεί. Πολύ φοβάμαι ότι, από εδώ και πέρα, είμαι εντελώς άχρηστη». «Θα γλιτώναμε και χρόνο αν με άκουγες» είπε ο Μπγιορν. «Και τι κάνουμε τώρα, παίδες;» «Δεν εννοώ ότι είμαι άχρηστη στα πάντα» είπε η Κατρίνε, συνεχίζοντας να απευθύνεται στον Στούλε. «Ευτυχώς έχω oρισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Όπως γυναικεία γοητεία, ανδρική αυτοπεποίθηση και μηδέν αναστολές. Πλεονεκτήματα που φέρνουν οφέλη στη χώρα με τους σπασίκλες. Ο τύπος που μου έμαθε αυτές τις μηχανές αναζήτησης μου γνώρισε επίσης κι έναν εκπληκτικό πληροφορικάριο, Ινδό, με το καλλιτεχνικό όνομα Σάιντ Κατ. Και πριν από μία ώρα μιλούσα στο τηλέφωνο με τον Χιντεραμπάντ και τον ενημέρωσα για τι πράγμα ψάχναμε». «Και;...» «Και, ορίστε το βίντεο» είπε η Κατρίνε, πατώντας το έντερ. Η οθόνη φωτίστηκε. Κοιτούσαν όλοι τους με γουρλωμένα μάτια. «Αυτός είναι» είπε ο Στούλε. «Μοναξιά διαβλέπω». Ο Βαλεντίν Γιέρτσεν, γνωστός και ως Πολ Στάβνες, καθόταν μπροστά τους με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Κοιτούσε τον αγώνα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

«Έλα, ρε πούστη μου» έβρισε ο Μπγιορν σχεδόν από μέσα του. Ο Χάρι ζήτησε από την Κατρίνε να προχωρήσει παρακάτω. Εκείνη πάτησε το κουμπί και το πλήθος γύρω του άρχισε να κουνιέται σπασμωδικά, καθώς το ρολόι και το χρονόμετρο στο κάτω δεξί μέρος της οθόνης άρχισαν να τρέχουν. Μόνο ο Βαλεντίν Γιέρτσεν καθόταν ακίνητος, σαν νεκρό άγαλμα, στη μέση ενός ζωηρού πλήθους ολοζώντανων ανθρώπων. «Πιο γρήγορα» είπε ο Χάρι. Η Κατρίνε ξαναπάτησε το κουμπί και οι ίδιοι άνθρωποι άρχισαν να κινούνται ακόμα πιο έντονα, να σκύβουν εμπρός, ν’ ακουμπούν πίσω, να σηκώνονται, να σηκώνουν τα χέρια τους ψηλά, να επιστρέφουν κρατώντας ένα χοτ ντογκ ή έναν καφέ. Ύστερα, δεκάδες άδειες, μπλε καρέκλες. «Ημίχρονο, ένα ένα» είπε ο Μπγιορν. Το στάδιο ξαναγέμισε. Κι άλλη κινητικότητα στο πλήθος. Το ρολόι στη γωνία έτρεχε. Κεφάλια που κουνιούνταν με εμφανή εκνευρισμό. Και ξαφνικά: χέρια ψηλά. Για ένα δυο δευτερόλεπτα ήταν λες και η εικόνα πάγωσε. Και έπειτα οι άνθρωποι ξαναπήδηξαν από τις θέσεις τους, πανηγυρίζοντας, χοροπηδώντας πάνω κάτω, αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο. Όλοι, εκτός από έναν. «Πέναλτι του Ρίισε στις καθυστερήσεις» είπε ο Μπγιορν. Κι ύστερα τελείωσε.

Οι άνθρωποι έφυγαν. Ο Βαλεντίν κάθισε και περίμενε μέχρι να φύγουν όλοι και μετά σηκώθηκε κι έφυγε κι αυτός. «Να υποθέσω ότι δεν γουστάρει τις ουρές, ε;» ρώτησε ο Μπγιορν. Η οθόνη ξαναμαύρισε. «Λοιπόν» είπε ο Χάρι. «Τι είδαμε μόλις τώρα;» «Είδαμε τον ασθενή μου να παρακολουθεί έναν αγώνα ποδοσφαίρου» είπε ο Στούλε. «Ίσως θα έπρεπε να πω τον πρώην ασθενή μου, εφόσον δεν εμφανιστεί στην επόμενη συνεδρία φυσικά. Εν πάση περιπτώσει, ο αγώνας ήταν φαινομενικά διασκεδαστικός για όλους τους άλλους πλην αυτού. Ξέροντας τη γλώσσα του σώματός του, θα έλεγα ότι δεν τον ενδιέφερε. Πράγμα που, φυσικά, γεννά το ερώτημα: γιατί να πάει να τον παρακολουθήσει τότε;» «Κι ούτε έφαγε, ούτε πήγε στην τουαλέτα, ούτε καν σηκώθηκε από τη θέση του κατά τη διάρκεια όλου του αγώνα» παρατήρησε η Κατρίνε. «Σαν να ήταν στήλη άλατος. Πόσο τρομακτικό είναι όλο αυτό; Λες κι ήξερε ότι θα τσεκάραμε αυτό το βίντεο και δεν ήθελε να χάσει το άλλοθί του ούτε για δέκα δευτερόλεπτα». «Ας έκανε μωρέ ένα τηλεφώνημα από το κινητό του τουλάχιστον» είπε ο Μπγιορν. «Τότε θα μπορούσαμε να ζουμάρουμε και να δούμε, ίσως, ποιον αριθμό καλούσε. Ή να

υπολογίσουμε το χιλιοστό κατά το οποίο κάλεσε και να το τσεκάρουμε με τα αρχεία εξερχομένων κλήσεων στους σταθμούς βάσης που καλύπτουν το Ούλεβολ και...» «Μόνο που δεν έκανε» είπε ο Χάρι. «Ναι, αλλά...» «Δεν έκανε κανένα τηλεφώνημα, Μπγιορν. Κι όποιο κι αν ήταν το κίνητρο του Βαλεντίν Γιέρτσεν να δει αυτόν τον αγώνα, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι βρισκόταν εκεί όταν ο Έρλαν Βένεσλα δολοφονήθηκε στο Μαριντάλεν. Και το άλλο γεγονός είναι ότι...» Ο Χάρι σήκωσε το βλέμμα του πάνω από τα κεφάλια τους και κοίταξε τον γυμνό τοίχο «...βρεθήκαμε και πάλι στο μηδέν».

34

Η

Αουρόρα έκανε κούνια και χάζευε τον ήλιο, που διαπερνούσε τα φυλλώματα των αχλαδιών. Ο μπαμπάς επέμενε με πείσμα ότι ήταν αχλαδιές, αλλά κανείς τους δεν τις είχε δει ποτέ να κάνουν αχλάδια. Η Αουρόρα ήταν δώδεκα χρονών και λίγο μεγάλη για την κούνια και για να πιστέψει όλα όσα έλεγε ο μπαμπάς της. Είχε γυρίσει από το σχολείο, είχε κάνει τα μαθήματά της κι ύστερα βγήκε στον κήπο, ενώ η μαμά πήγε να ψωνίσει. Ο μπαμπάς δεν θα ερχόταν για βραδινό· είχε αρχίσει να δουλεύει πάλι μέχρι αργά, παρόλο που είχε υποσχεθεί ότι θα γυρνούσε πια στο σπίτι σαν τους άλλους μπαμπάδες και δεν θα έκανε αστυνομικές δουλειές τα βράδια· μόνο τις ψυχοθεραπείες του, στο γραφείο του, και ύστερα κατευθείαν σπίτι. Να όμως που δούλευε και πάλι για την αστυνομία. Ούτε

η μαμά, ούτε ο μπαμπάς τής εξηγούσαν τι ακριβώς έκανε εκεί. Βρήκε το τραγούδι που έψαχνε στο iPod της: η Ριάνα τραγουδούσε ότι, αν την ήθελε, θα ’πρεπε να ’ρθει να την πάρει. Η Αουρόρα τέντωσε τα πόδια της για ν’ αναπτύξει ταχύτητα· είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ, που έπρεπε να τα διπλώνει κάτω από την κούνια ή να τα κρατάει τεντωμένα ψηλά για να μη σέρνονται κάτω στο χώμα. Σύντομα θα έφτανε σε ύψος τη μαμά της. Έσκυψε προς τα πίσω, ένιωσε το βάρος από τα μακριά, πυκνά της μαλλιά της που κρέμονταν από το τριχωτό της κεφαλής της. Τι ωραία! Έκλεισε τα μάτια προς τον ήλιο που λαμπύριζε πάνω από τα δέντρα και τα σχοινιά της κούνιας, άκουσε τη Ριάνα να τραγουδάει και το ελαφρύ τρίξιμο στον άξονα κάθε φορά που η κούνια βρισκόταν ψηλά. Άκουσε και κάτι άλλο: την πόρτα του κήπου ν’ ανοίγει και βήματα να πλησιάζουν, πάνω στα χαλίκια. «Μαμά;» φώναξε μη θέλοντας ν’ ανοίξει τα μάτια της, μη θέλοντας να πάρει το πρόσωπό της από τον ήλιο και την υπέροχη ζέστη του. Αλλά δεν πήρε απάντηση κι ύστερα θυμήθηκε ότι δεν είχε ακούσει τον ήχο του αυτοκινήτου, αυτόν τον ξέφρενο, περιστροφικό βρυχηθμό που έβγαζε το αυτοκίνητο-σκυλόσπιτο της μαμάς. Ακούμπησε τα πόδια της στο έδαφος και επιβράδυνε την ταχύτητα της ταλάντευσης, μέχρι που η κούνια σταμάτησε· με

τα μάτια κλειστά, μη θέλοντας να απολέσει αυτή την υπέροχη φούσκα μουσικής, ήλιου και ονειροπόλησης. Αισθάνθηκε μια σκιά να πέφτει πάνω στο πρόσωπό της και ένιωσε αμέσως κρύο, όπως τις κρύες μέρες, που τα σύννεφα κρύβουν τον ήλιο. Άνοιξε τα μάτια της και είδε μπροστά της μια φιγούρα, μια σιλουέτα κόντρα στον ουρανό, μ’ ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι, στη θέση του ήλιου. Και για μια στιγμή, ανοιγόκλεισε τα μάτια της, μπερδεμένη από την ιδέα που της είχε καρφωθεί στον νου. Ότι ο Ιησούς επέστρεψε. Ότι στεκόταν εδώ, μπροστά της. Και ότι αυτό σήμαινε ότι ο μπαμπάς και η μαμά έκαναν λάθος. Ο Θεός υπήρχε πραγματικά και υπήρχε και συγχώρεση όλων των αμαρτιών μας. «Γεια σου, κοριτσάκι» είπε η φωνή. «Πώς σε λένε;» Ο Ιησούς μιλούσε και νορβηγικά άμα ήθελε. «Αουρόρα» απάντησε εκείνη, κλείνοντας το ένα μάτι για να τον βλέπει καλύτερα. Ούτε γένια, ούτε μακριά μαλλιά. «Ο μπαμπάς σου είναι σπίτι;» «Είναι στη δουλειά». «Μάλιστα. Δηλαδή είσαι μόνη σου, Αουρόρα;» Η Αουρόρα πήγε ν’ απαντήσει, αλλά κάτι τη σταμάτησε. Δεν ήξερε ακριβώς τι. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε, αντ’ αυτού.

«Κάποιος που πρέπει να μιλήσει στον μπαμπά σου. Αλλά κι εμείς οι δυο μπορούμε να μιλήσουμε. Αφού είσαι μόνη σου, εννοώ. Δεν μπορούμε;» Η Αουρόρα δεν απάντησε. «Τι ακούς;» ρώτησε ο άνδρας, δείχνοντας το iPod. «Ριάνα» απάντησε η Αουρόρα, σπρώχνοντας προς τα πίσω την κούνια της. Όχι μόνο για να φύγει απ’ τη σκιά του, μα για να τον δει καλύτερα. «Α, ναι» είπε ο άνδρας. «Έχω πολλά CD της στο σπίτι. Θα ήθελες να δανειστείς μερικά;» «Ό,τι τραγούδια δεν έχω τ’ ακούω στο Spotify» εξήγησε η Αουρόρα. Σιγουρεύτηκε ότι ο άνδρας ήταν φυσιολογικός, δηλαδή δεν έμοιαζε και πολύ με τον Ιησού. «Α, ναι, στο Spotify» είπε εκείνος και κάθισε ανακούρκουδα, όχι απλώς στο ύψος της μικρής, αλλά πιο κάτω. Ωραία ήταν. «Τότε μπορείς ν’ ακούς ό,τι θες». «Σχεδόν» απάντησε η Αουρόρα. «Έχω το δωρεάν Spotify και έχει πολλές διαφημίσεις μεταξύ των τραγουδιών». «Και δεν σ’ αρέσουν εσένα οι διαφημίσεις;» «Δεν μ’ αρέσει που μιλάνε. Χαλάει την ατμόσφαιρα». «Ξέρεις ότι υπάρχουν CD όπου οι άνθρωποι μιλάνε και είναι τα καλύτερα CD απ’ όλα;» «Όχι» απάντησε η Αουρόρα, γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι και διερωτώμενη γιατί ο άνδρας μιλούσε τόσο απαλά·

δεν έμοιαζε να είναι αυτή η κανονική του φωνή· έμοιαζε με τη φωνή που χρησιμοποιούσε η Εμίλιε, η φίλη της, όταν ήθελε να της ζητήσει μια χάρη, όπως το να δανειστεί μερικά από τ’ αγαπημένα της ρούχα. Όμως στην Αουρόρα δεν άρεσε να τα δανείζει, γιατί ήταν ολόκληρη φασαρία μετά· δεν ήξερες πια πού ήταν τα ρούχα σου. «Πρέπει ν’ ακούσεις Pink Floyd». «Ποιος είναι αυτός;» Ο άνδρας κοίταξε τριγύρω. «Μπορούμε να πάμε μέσα, στον υπολογιστή, και να σου δείξω. Περιμένοντας τον μπαμπά σου». «Μπορείς να μου πεις πώς γράφεται. Θα το θυμάμαι». «Καλύτερα να σου το δείξω. Έτσι θα πιω κι ένα ποτήρι νερό». Η Αουρόρα τον κοίταξε. Τώρα που ο άνδρας καθόταν πιο κάτω από αυτήν, ο ήλιος έπεφτε πάλι στο πρόσωπό της, αλλά δεν τη ζέσταινε πια. Τι περίεργο. Έγειρε πίσω στην κούνια. Ο άνδρας χαμογέλασε. Είδε κάτι να γυαλίζει ανάμεσα στα δόντια του. Λες και η άκρη της γλώσσας του βγήκε και ξαναμπήκε στο στόμα του. «Έλα» της είπε και σηκώθηκε όρθιος. Συγκράτησε ένα από τα σχοινιά, στο ύψος του. Η Αουρόρα γλίστρησε από την κούνια και πέρασε

τρέχοντας κάτω από το χέρι του. Άρχισε να περπατάει προς το σπίτι. Άκουσε τα βήματά του πίσω της. Τη φωνή του. «Θα σου αρέσει, Αουρόρα. Σ’ το υπόσχομαι». Μιλούσε απαλά, σαν ιερέας. Έτσι έλεγε ο μπαμπάς. Μήπως τελικά ήταν ο Ιησούς; Ιησούς, ξε-Ιησούς, δεν τον ήθελε μες στο σπίτι. Και παρ’ όλα αυτά, συνέχιζε να περπατάει. Τι θα ’λεγε στον πατέρα της; Ότι δεν είχε επιτρέψει σε κάποιον γνωστό του να μπει να πιει ένα ποτήρι νερό; Δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Περπάτησε πιο αργά, για να προλάβει να σκεφτεί κάτι, να βρει μια δικαιολογία να μην τον αφήσει να μπει μέσα. Αλλά δεν μπορούσε. Κι όσο πιο αργά πήγαινε εκείνη, τόσο πιο πολύ πλησίαζε αυτός· μπορούσε ν’ ακούσει την ανάσα του. Βαριά, λες κι είχε λαχανιάσει μετά τα λιγοστά βήματα που είχαν κάνει από την κούνια μέχρι εδώ. Και το στόμα του έβγαζε μια παράξενη μυρωδιά, που της θύμιζε ασετόν. Πέντε βήματα μέχρι την πόρτα. Μια δικαιολογία. Δυο βήματα. Τα σκαλιά. Έλα! Όχι! Στέκονταν στην πόρτα. Η Αουρόρα ξεροκατάπιε. «Νομίζω ότι είναι κλειδωμένη» είπε. «Πρέπει να περιμένουμε έξω». «Αλήθεια;» είπε ο άνδρας στο κεφαλόσκαλο, κοιτάζοντας τριγύρω, λες και περίμενε τον μπαμπά να πεταχτεί από τους θάμνους. Ή τους γείτονες. Η μικρή ένιωσε τη ζέστη του μπράτσου του καθώς το τέντωσε δίπλα στον ώμο της,

άρπαξε το χερούλι και το πίεσε. Η πόρτα άνοιξε. «Να μαστε» είπε και η ανάσα του έγινε ακόμα πιο γρήγορη. Και η φωνή του λίγο τρεμουλιαστή. «Τυχεροί ήμασταν». Η Αουρόρα κοίταξε το άνοιγμα της πόρτας, το σκοτεινό χολ. Ένα ποτήρι νερό μόνο. Και αυτή τη μουσική πάνω στην οποία μιλούσαν, που δεν την ενδιέφερε καθόλου. Από μακριά ακούστηκε ο ήχος μιας μηχανής του γκαζόν. Θυμωμένος, επιθετικός, επίμονος. Το κορίτσι μπήκε μέσα. «Πρέπει να...» πήγε να πει, σταμάτησε απότομα και ένιωσε το χέρι του ν’ αγγίζει τον ώμο της, λες κι είχε ξεπεράσει κάποια διαχωριστική γραμμή. Ένιωσε τη ζέστη του χεριού του εκεί που σταματούσε η μπλούζα της και άρχιζε το δέρμα της. Ένιωσε την καρδούλα της να χτυπάει σαν τρελή. Άκουσε κι άλλη μηχανή του γκαζόν. Που δεν ήταν μηχανή του γκαζόν, αλλά μια μηχανή που έβγαζε ταραχώδεις, περιστροφικούς βρυχηθμούς. «Μαμά!» φώναξε η Αουρόρα και απελευθερώθηκε από το χέρι του άνδρα, πέρασε από κάτω του, πήδηξε και τα τέσσερα σκαλιά, προσγειώθηκε στο χαλίκι και έτρεξε προς τον δρόμο. Φωνάζοντας ξοπίσω της: «Πρέπει να βοηθήσω με τα ψώνια». Έτρεξε προς την εξώπορτα του κήπου, άκουσε βήματα να

την ακολουθούν, αλλά το τρίξιμο κάτω από τ’ αθλητικά της παπούτσια ήταν εκκωφαντικό. Έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε με μανία και έτρεξε προς τη μητέρα της, που έβγαινε από το μπλε της αυτοκινητάκι μπροστά στο γκαράζ. «Γεια σου, γλυκιά μου!» είπε η μαμά, κοιτάζοντάς τη με απορία. «Τι ταχύτητα είναι αυτή!» «Έχει έρθει κάποιος και θέλει τον μπαμπά» την πληροφόρησε η Αουρόρα, συνειδητοποιώντας ότι το χαλικόστρωτο μονοπάτι ήταν πιο μεγάλο απ’ ό,τι νόμιζε· είχε λαχανιάσει. «Περιμένει στα σκαλιά». «Αλήθεια;» είπε η μαμά, δίνοντάς της μια σακούλα από το πίσω κάθισμα, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα και συνοδεύο​ντάς τη στο μονοπάτι προς το σπίτι. Δεν υπήρχε κανείς στα σκαλιά, αλλά η εξώπορτα του σπιτιού παρέμενε ανοιχτή. «Μήπως μπήκε μέσα;» ρώτησε η μαμά. «Δεν ξέρω» απάντησε η Αουρόρα. Μπήκαν στο σπίτι, αλλά η Αουρόρα παρέμεινε στο χολ, κοντά στην ανοιχτή πόρτα, ενώ η μητέρα της συνέχισε προς το καθιστικό και την κουζίνα. «Είναι κανείς εδώ;» άκουσε τη μητέρα της να φωνάζει. «Είναι κανείς εδώ;» Έπειτα, γύρισε στο χολ, χωρίς τις σακούλες της. «Κανείς δεν είναι εδώ, Αουρόρα».

«Μα ήταν! Σου το ορκίζομαι!» Η μαμά την κοίταξε έκπληκτη και έσκασε στα γέλια. «Φυσικά και ήταν, καρδούλα μου. Γιατί να μη σε πιστέψω;» Η Αουρόρα δεν απάντησε. Δεν ήξερε τι να πει. Πώς να της εξηγήσει ότι μπορεί και να ήταν ο Ιησούς; Ή το Άγιο Πνεύμα; Εν πάση περιπτώσει, κάποιος που λίγοι μόνο μπορούσαν να δουν. «Αν ήταν σημαντικό, θα ξαναπεράσει» είπε η μαμά και ξαναμπήκε στην κουζίνα. Η Αουρόρα παρέμεινε στο χολ. Αυτή η γλυκιά, μπαγιάτικη μυρωδιά ήταν ακόμη εκεί.

35

«Δ

εν μου λες, άλλη ζωή δεν έχεις;» Ο Άρνολ Φόλκεστα σήκωσε το κεφάλι του απ’ τα χαρτιά του. Κι είδε τον ψηλό στην κάσα της πόρτας. Χαμογέλασε. «Όχι. Ούτε εγώ, Χάρι». «Είναι περασμένες εννέα και είσαι ακόμη εδώ». Ο Άρνολ χασκογέλασε σιγανά και τακτοποίησε τα χαρτιά του. «Εγώ πάω σπίτι όμως. Εσύ μόλις ήρθες. Πόση ώρα σκοπεύεις να μείνεις;» «Όχι πολλή» είπε ο Χάρι και κάθισε στην ξύλινη καρέκλα. «Άσε που εγώ έχω και κοπέλα, να μου κρατάει παρέα τα Σαββατοκύριακα». «Α, ναι; Εγώ έχω μια πρώην γυναίκα που μπορώ ν’ αποφεύγω τα Σαββατοκύριακα».

«Σοβαρά; Δεν το ’ξερα αυτό». «Πρώην σύντροφο, τέλος πάντων». «Έχουμε καφέ; Τι συνέβη;» «Ο καφές μάς τελείωσε. Ένας απ’ τους δυο μας είχε την απαίσια ιδέα να αρραβωνιαστούμε. Από τότε, τα πράγματα πήγαν κατά διαόλου. Εγώ αποφάσισα να μην παντρευτούμε αφού είχαν σταλεί όλες οι προσκλήσεις για τον γάμο κι εκείνη σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν το άντεχε, είπε. Το καλύτερο πράγμα που μου έχει συμβεί, Χάρι». «Χμ» μουρμούρισε ο Χάρι και έτριψε τα μάτια του με τον αντίχειρα και τον δείκτη του. Ο Άρνολ σηκώθηκε και πήρε το μπουφάν του από το πιαστράκι στον τοίχο. «Αργά πάνε τα πράγματα στο λεβητοστάσιο;» «Ε... Σήμερα μάλιστα είχαμε και μια αναποδιά. Ο Βαλεντίν Γιέρτσεν...» «Ναι;» «Νομίζουμε ότι είναι ο Πριονάνθρωπος. Αλλά δεν είναι ο δολοφόνος όλων των αστυνομικών». «Είσαι σίγουρος;» «Τουλάχιστον του ενός, δεν είναι». «Γιατί, θα μπορούσαν να υπάρχουν κι άλλοι;» «Θεωρία της Κατρίνε. Αλλά το ζήτημα είναι ότι στο 98,6% των φόνων με σεξουαλικά κίνητρα ο δράστης είναι ένας».

«Άρα...» «Εκείνη επιμένει. Υπογράμμισε μάλιστα ότι είναι πιθανόν να εμπλέκονται δύο άνθρωποι στον φόνο του κοριτσιού στο Τρίβαν». «Εκεί που βρήκαν το πτώμα διασκορπισμένο σε ακτίνα χιλιομέτρων;» «Ναι. Σκέφτηκε, λοιπόν, ότι ο Βαλεντίν μπορεί να δουλεύει μαζί με κάποιον. Για να μπερδέψει την αστυνομία». «Να εναλλάσσονται στους φόνους για να έχουν άλλοθι;» «Ακριβώς. Μη νομίζεις, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δύο πρώην κατάδικοι από το Μίσιγκαν, στη δεκαετία του ’60, κατέστρωσαν ολόκληρο σχέδιο το οποίο ακολουθούσαν πιστά σε κάθε τους φόνο, κάνοντάς τους να μοιάζουν με έργο κάποιου κατά συρροήν δολοφόνου. Οι φόνοι ήταν κόπιες προηγούμενων εγκλημάτων. Ήταν σαν εκείνα που είχαν διαπράξει οι δυο τους στο παρελθόν. Οι προτιμήσεις τους ήταν ιδιαίτερα άρρωστες, κι έτσι τράβηξαν την προσοχή του FBI. Αλλά όταν ο πρώτος, και ύστερα ο δεύτερος, παρουσίασαν αδιαμφισβήτητα άλλοθι για αρκετές από τις δολοφονίες, το FBI τούς θεώρησε, φυσικά, υπεράνω πάσης υποψίας». «Έξυπνο. Και γιατί λοιπόν να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο κι εδώ;»

«Ενενήντα οκτώ...» «...κόμμα έξι τοις εκατό, ΟΚ. Αυτή η σκέψη είναι λίγο περιοριστική όμως, δεν είναι;» «Τι να σου πω; Το ότι ο Ασάγιεφ δεν πέθανε από φυσικά αίτια το βρήκαμε λόγω των στατιστικών στοιχείων που μου έδωσες». «Αλλά και πάλι, δεν κάνατε τίποτα για εκείνη την υπόθεση». «Όχι, αλλά αυτό δεν είναι επί του παρόντος, Άρνολ. Εδώ καιγόμαστε». Ο Χάρι ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο πίσω του. Έκλεισε τα μάτια του. «Σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο εμείς οι δύο, κι εγώ είμαι εξουθενωμένος. Οπότε ήρθα κατευθείαν σ’ εσένα, να σου ζητήσω να με βοηθήσεις να σκεφτώ». «Εγώ;» «Πρέπει ν’ αρχίσουμε απ’ το μηδέν πάλι, Άρνολ. Και το μυαλό σου φαίνεται να έχει έναν δυο νευρώνες παραπάνω από το δικό μου». Ο Φόλκεστα έβγαλε πάλι το μπουφάν του, το κρέμασε προσεκτικά στην πλάτη της καρέκλας και κάθισε. «Χάρι;» «Ναι;» «Δεν έχεις ιδέα πόσο ωραία νιώθω αυτή τη στιγμή». Ο Χάρι μόρφασε χαμογελώντας. «Τέλεια. Κίνητρο».

«Κίνητρο. Ναι, η αρχή των πάντων». «Εκεί βρισκόμαστε. Ποιο θα μπορούσε να είναι το κίνητρο του δολοφόνου;» «Πάω να δω μήπως και βρω τελικά λίγο καφέ, Χάρι».

Μέχρι να τελειώσει την πρώτη κούπα, ο Χάρι δεν έβαλε γλώσσα μέσα. Έπρεπε να φτάσουν στη δεύτερη για να πάρει τον λόγο ο Άρνολ. «Νομίζω ότι ο φόνος του Ρενέ Καλσνές είναι σημαντικός γιατί αποτελεί εξαίρεση, δεν ταιριάζει με όλους τους άλλους. Δηλαδή ταιριάζει και δεν ταιριάζει. Δεν ταιριάζει με τους αρχικούς φόνους, το σεξ, τον σαδισμό και τη χρήση μαχαιριών. Αλλά ταιριάζει με τους φόνους των αστυνομικών, λόγω των χτυπημάτων στο κεφάλι και το πρόσωπο με κάποιο βαρύ αντικείμενο». «Για προχώρα» είπε ο Χάρι, ακουμπώντας την κούπα του στο τραπέζι. «Τον θυμάμαι τον φόνο του Καλσνές» είπε ο Άρνολ. «Ήμουν στο Σαν Φρανσίσκο για μετεκπαίδευση όταν συνέβη. Σ’ ένα ξενοδοχείο όπου, καθημερινά, μας έφερναν στο δωμάτιο την εφημερίδα Gayzette». «Την εφημερίδα για τους γκέι;» «Ναι, και στο πρωτοσέλιδο είδα αυτή την είδηση, για τον

φόνο στη μικρούλα μας Νορβηγία. Θεωρούσαν ότι ήταν ακόμα ένα ομοφοβικό έγκλημα εναντίον ενός ομοφυλόφιλου άνδρα. Το ενδιαφέρον ήταν ότι καμία από τις νορβηγικές εφημερίδες που διάβασα αργότερα μες στη μέρα δεν μιλούσε για ομοφοβικό φόνο. Αναρωτήθηκα πώς γινόταν μια αμερικάνικη εφημερίδα να βγάζει τόσο κατηγορηματικά και πρόωρα συμπεράσματα, οπότε κάθισα και διάβασα ολόκληρο το άρθρο. Ο δημοσιογράφος έγραφε ότι ο φόνος είχε όλες τις τυπικές ενδείξεις: ο ομοφυλόφιλος που επιδεικνύεται προκλητικά “ψαρεύεται” από κάποιον και οδηγείται σε κάποια απομακρυσμένη τοποθεσία, όπου υποβάλλεται σε τελετουργικές και μανιώδεις βιαιοπραγίες. Ο δολοφόνος έχει πιστόλι, αλλά δεν του φτάνει να πυροβολήσει τον Καλσνές μια κι έξω, όχι, πρέπει πρώτα να του λιώσει το πρόσωπο. Πρέπει να ξεσπάσει την ομοφοβία του διαλύοντας το υπερβολικά όμορφο, θηλυπρεπές του πρόσωπο. Ήταν μια προμελετημένη και σχεδιασμένη γκέι δολοφονία. Αυτό ήταν το συμπέρασμα του δημοσιογράφου. Και ξέρεις κάτι; Δεν νομίζω ότι είναι παράλογο».greekleech.info «Χμ. Αν πρόκειται για μια καθαρά “γκέι δολοφονία”, όπως λες, τότε φυσικά και δεν ταιριάζει με τους υπόλοιπους φόνους. Δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει ότι οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα θύματα ήταν γκέι· ούτε στις

αρχικές δολοφονίες, ούτε σε αυτές των αστυνομικών». «Ίσως όχι. Αλλά άκου κάτι ενδιαφέρον: είπες ότι η δολοφονία του Καλσνές ήταν η μοναδική στην οποία ήταν μπλεγμένοι, ως ερευνητές, όλοι οι υπόλοιποι δολοφονηθέντες αστυνομικοί, σωστά;» «Με τέτοιο μικρό αριθμό επιθεωρητών, είναι φυσιολογικό οι ερευνητές να είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι, Άρνολ, άρα δεν πρόκειται και για καμιά φοβερή σύμπτωση». «Κι όμως, η διαίσθησή μου μου λέει ότι είναι σημαντικό στοιχείο». «Έλα, μην αιθεροβατείς τώρα, Άρνολ». Ο κοκκινοτρίχης γενειοφόρος ανασηκώθηκε στην καρέκλα του και είπε: «Είπα τίποτα κακό;». «Αυτό για τη διαίσθηση. Θα σου πω πότε θα έχεις φτάσει στο σημείο να είναι η διαίσθησή σου επιχείρημα». «Επειδή ελάχιστοι καταφέρνουν να φτάσουν ως εκεί;» «Ακριβώς. Συνέχισε λοιπόν, αλλά προσγειωμένα, εντάξει;» «Εντάξει. Αλλά μου επιτρέπεται τουλάχιστον να πω ότι διαισθάνομαι πως συμφωνείς μαζί μου;» «Ίσως». «Τότε δράττομαι της ευκαιρίας και σας συνιστώ να ρίξετε όλο σας το βάρος στην ανεύρεση του δολοφόνου αυτού του

ομοφυλόφιλου τύπου. Στη χειρότερη περίπτωση, εξιχνιάζετε μόνο τη συγκεκριμένη υπόθεση· στην καλύτερη, εξιχνιάζετε και τις δολοφονίες των αστυνομικών». «Χμ» είπε ο Χάρι και αποτελείωσε τον καφέ του. Σηκώθηκε όρθιος. «Σ’ ευχαριστώ Άρνολ». «Εγώ σ’ ευχαριστώ. Ξέρεις, αστυνομικοί εκτός δράσης σαν και του λόγου μου χαίρονται μόνο και μόνο που τους ακούει κανείς. Παρεμπιπτόντως, έπεσα πάνω στη Σίλιε Γκράβσεν σήμερα στην είσοδο. Παρέδιδε το πάσο της. Τι ήταν, να δεις;...» «Φοιτητική εκπρόσωπος». «Ναι. Εν πάση περιπτώσει, με ρώτησε για σένα. Δεν είπα τίποτα. Ύστερα είπε ότι ήσουν ένας ψεύτης. Το αφεντικό τής είχε είπε ότι δεν είχες ποσοστό εξιχνίασης εκατό τοις εκατό: η υπόθεση Γκούστο Χάνσεν, είπε. Αλήθεια είναι;» «Χμ, ναι, περίπου». «Περίπου; Τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει ότι διερεύνησα την υπόθεση, αλλά δεν συνέλαβα ποτέ κανέναν. Πώς σου φάνηκε;» Ο Άρνολ Φόλκεστα σφάλισε το ένα μάτι και κοίταξε τον Χάρι λες και τον έβαζε στο στόχαστρο, ψάχνοντας κάτι στο πρόσωπό του. «Ποιος ξέρει. Είναι περίεργο κορίτσι η Σίλιε Γκράβσεν. Με κάλεσε να πάμε για σκοποβολή στο Όκερν, έτσι, στα καλά

καθούμενα». «Μάλιστα. Κι εσύ τι απάντησες;» «Είπα ότι η κακή μου όραση και το τρέμουλο στα χέρια δεν μου το επέτρεπαν. Και ότι θα έπρεπε να έχω τον στόχο σε απόσταση μισού μέτρου για να τον πετύχω. Αλήθεια είναι. Το αποδέχτηκε, αλλά μετά άρχισα ν’ αναρωτιέμαι γιατί να θέλει να πάει για σκοποβολή, αφού δεν χρειαζόταν πλέον να περάσει τα κατατακτήρια τεστ της αστυνομίας». «Τι να πω» σχολίασε ο Χάρι «ορισμένοι άνθρωποι γουστάρουν να πυροβολούν για να πυροβολούν». «Γούστο τους, καπέλο τους» είπε ο Άρνολ και σηκώθηκε από το κάθισμά του. «Αλλά φαινόταν μια χαρά, αυτό να λέγεται». Ο Χάρι κοίταξε τον συνάδελφό του που πήγαινε χωλαίνοντας έως την πόρτα. Σκεφτικός, βρήκε το τηλέφωνο της επικεφαλής του Αστυνομικού Τμήματος του Νέντρε Άικερ. Μετά τη συνομιλία τους, κάθισε ν’ αναλογιστεί αυτά που είχαν συζητήσει. Ήταν αλήθεια ότι ο Μπέρτιλ Νίλσεν δεν ήταν μέλος της ομάδας διερεύνησης του φόνου του Ρενέ Καλσνές στον γειτονικό δήμο του Ντράμεν. Από την άλλη, όμως, αυτός είχε σηκώσει το τηλέφωνο όταν κάλεσαν στο Όσλο για ν’ αναφέρουν ένα όχημα στο ποτάμι κοντά στην Αϊκερσάγκα, μην ξέροντας σε ποιανού τμήματος

αρμοδιότητα ενέπιπτε το ζήτημα. Η επικεφαλής του Νέντρε Άικερ εξήγησε, μάλιστα, στον Χάρι ότι τόσο η αστυνομία του Ντράμεν όσο και η Κρίπος τα είχαν ψάλει στο Όσλο γιατί ο Νίλσεν είχε αναστατώσει το ελώδες έδαφος με το αμάξι του, καταστρέφοντας πιθανά ίχνη ελαστικών. «Οπότε, ας πούμε ότι είχε έμμεσο αντίκτυπο στην έρευνα» είχε πει η αρχηγός.

H ώρα είχε πάει σχεδόν δέκα και ο ήλιος είχε προ πολλού βυθιστεί πίσω από τον καταπράσινο λόφο στα δυτικά, όταν ο Στούλε Άουνε πάρκαρε το αμάξι του στο γκαράζ και διέσχισε το χαλικόστρωτο μονοπάτι μέχρι το σπίτι του. Δεν είδε φως στην κουζίνα ή στο σαλόνι. Καθόλου περίεργο. Η γυναίκα του έπεφτε συχνά για ύπνο νωρίς. Ένιωθε το σώμα του να βαραίνει τις κλειδώσεις των γονάτων του. Θεέ μου, πόσο κουρασμένος ήταν. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Τι κουραστική μέρα. Ήλπιζε να τη βρει ξύπνια. Να μιλήσουν λίγο. Να ηρεμήσει κι αυτός κάπως. Είχε κάνει αυτό που τον συμβούλεψε ο Χάρι· επικοινώνησε μ’ έναν συνάδελφο και του μίλησε για την επίθεση με το μαχαίρι. Για το πόσο είχε φοβηθεί ότι θα πέθαινε. Αφού τα έκανε όλα αυτά, λοιπόν, ώρα να κοιμηθεί. Ώρα να προσπαθήσει να κοιμηθεί. Είδε το μπουφάν της Αουρόρα κρεμασμένο σ’ έναν

γάντζο. Κι άλλο μπουφάν, καινούργιο. Πόσο γρήγορα ψήλωνε αυτό το κορίτσι! Έβγαλε τα παπούτσια του και τα κλότσησε στην άκρη. Τεντώθηκε, αφουγκραζόμενος την ησυχία που επικρατούσε μες στο σπίτι. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αλλά το σπίτι έμοιαζε πιο ήσυχο από άλλες φορές. Κάτι έλειπε, κάποιος ήχος που, προφανώς, ο Στούλε δεν του έδινε άλλες φορές σημασία. Ανέβηκε στον επάνω όροφο. Με κάθε του βήμα, έχανε ταχύτητα, σαν παραφορτωμένο μηχανάκι σε ανηφόρα. Έπρεπε ν’ αρχίσει να γυμνάζεται, να χάσει δέκα κιλά, κάπου τόσο. Θα του έκανε καλό και στον ύπνο, στην υγεία του, στην ενέργεια που χρειαζόταν στη δουλειά, στο προσδόκιμο ζωής του, στο σεξ, στην αυτοπεποίθησή του· με λίγα λόγια, παντού. Αλλά σιγά μην αρχίσει να γυμνάζεται τώρα. Βάδισε με κόπο, προσπερνώντας το δωμάτιο της Αουρόρα. Σταμάτησε, δίστασε. Υπαναχώρησε. Άνοιξε την πόρτα. Ήθελε απλώς να τη δει να κοιμάται, όπως έκανε παλιά. Πολύ σύντομα δεν θα ήταν και τόσο φυσιολογικό κάτι τέτοιο· ήξερε ότι η κόρη του είχε αρχίσει να έχει μεγαλύτερη επίγνωση πραγμάτων όπως της ιδιωτικότητας. Δεν είναι ότι το κορίτσι είχε πάψει να κυκλοφορεί τσιτσίδι όταν αυτός ήταν στο σπίτι, απλώς δεν το έκανε τόσο ανέμελα όσο παλιά. Και όταν ο Στούλε κατάλαβε ότι δεν της ήταν πια φυσιολογικό,

έπαψε να το θεωρεί κι ο ίδιος φυσιολογικό. Αλλά ήθελε ακόμη να μπορεί να χαζέψει την κορούλα του να κοιμάται ήρεμα, ασφαλής και προστατευμένη απ’ όλα όσα εκείνος είχε ζήσει όλη μέρα. Όμως δεν το έκανε. Δεν πειράζει· θα την έβλεπε αύριο, στο πρωινό. Αναστέναξε, έκλεισε την πόρτα και πήγε στο μπάνιο. Ξεντύθηκε, πήρε τα ρούχα του μαζί στο υπνοδωμάτιο, τα κρέμασε σε μια καρέκλα και πήγε να χωθεί ανάμεσα στα σκεπάσματα, όταν αναστατώθηκε ξανά. Αυτή η ησυχία... Τι έλειπε; Ο βόμβος του ψυγείου; Ο ψίθυρος του εξαερισμού, τον οποίο άφηναν συνήθως ανοιχτό; Δεν άντεχε να σκέφτεται άλλο και χώθηκε γρήγορα μέσα στα σεντόνια. Είδε το δέρμα της Ίνγκριντ να ανατριχιάζει. Ήθελε να την ακουμπήσει, να της χαϊδέψει τα μαλλιά, την πλάτη, να τη νιώσει δίπλα του. Μα η γυναίκα του κοιμόταν τόσο ελαφριά και σιχαινόταν να την ξυπνούν· το ήξερε. Ήταν έτοιμος να κλείσει τα μάτια του, όταν άλλαξε γνώμη. «Ίνγκριντ;» Καμία απάντηση. «Ίνγκριντ;» Σιωπή. Καλά, μπορούσε να περιμένει. Έκλεισε τα μάτια του.

«Ναι;» Η γυναίκα είχε γυρίσει προς το μέρος του. «Τίποτα» μουρμούρισε εκείνος. «Να, μόνο... η υπόθεση αυτή...» «Να τους πεις ότι δεν τη θες». «Κάποιος πρέπει να την αναλάβει, όμως». Τι κλισέ, Θεέ μου. «Τότε δεν θα βρουν καλύτερο από σένα». Ο Στούλε άνοιξε τα μάτια του. Την κοίταξε, της χάιδεψε το στρουμπουλό, ζεστό της μάγουλο. Καμιά φορά –λάθος, πολύ πιο συχνά– τίποτα στον κόσμο δεν συγκρινόταν με τη γυναίκα του. Ο Στούλε Άουνε έκλεισε τα μάτια του. Και ύστερα ήρθε: ο ύπνος, η απώλεια της συνείδησης. Οι πραγματικοί εφιάλτες.

36

Ο

πρωινός ήλιος αντανακλούσε πάνω στις υγρές στέγες μετά τη σύντομη, δυνατή βροχή. Ο Μίκαελ Μπέλμαν χτύπησε το κουδούνι και κοίταξε γύρω του. Όμορφα διαμορφωμένος κήπος. Να, κάπως έτσι περνούσες τον καιρό σου όταν έπαιρνες σύνταξη. Η πόρτα άνοιξε. «Μίκαελ! Τι ευχάριστη έκπληξη!» Έμοιαζε να έχει γεράσει. Το ίδιο αιχμηρό, γαλανό βλέμμα, αλλά... πιο γερασμένο. «Πέρασε μέσα». Ο Μίκαελ σκούπισε τα υγρά του παπούτσια στο χαλάκι της εισόδου και μπήκε στο σπίτι. Τη μυρωδιά που κυριαρχούσε τριγύρω τη θυμόταν από τα παιδικά του χρόνια, όμως δεν

μπορούσε να την απομονώσει, να καταλάβει τι ήταν. Κάθισαν στο σαλόνι. «Είστε μόνος σας;» ρώτησε ο Μίκαελ. «Η γυναίκα μου είναι με την οικογένεια του γιου μας, του μεγάλου. Χρειάζονταν τη βοήθειά της και δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί». Χαμογέλασε μέχρι τ’ αυτιά. «Σκεφτόμουν μάλιστα να επικοινωνήσω μαζί σου. Το Συμβούλιο δεν έχει λάβει ακόμη την τελική του απόφαση, το ξέρω, αλλά κι οι δυο μας ξέρουμε τι θέλουν. Θεωρώ λοιπόν ότι πρέπει να κάτσουμε μαζί και να συζητήσουμε τα καθέκαστα· την κατανομή των εργασιών και λοιπά, θέλω να πω». «Σωστά» είπε ο Μίκαελ. «Εσείς θα μπορούσατε να φτιάξετε τους καφέδες». «Συγγνώμη;» Τα δασώδη φρύδια τινάχτηκαν προς τα πάνω. «Εάν είναι να συζητήσουμε για πολλή ώρα, τότε μια κούπα καφές θα ήταν ό,τι πρέπει, σωστά;» Ο άνδρας κοίταξε προσεκτικά τον Μίκαελ. «Σωστά, σωστά. Έλα, πάμε να καθίσουμε στην κουζίνα». Ο Μίκαελ τον ακολούθησε. Προσπέρασε ένα ολόκληρο δάσος από οικογενειακές φωτογραφίες πάνω στο τραπέζι και στα ντουλάπια. Θύμιζαν οχυρά στις ακτές της Νορμανδίας –μάταια αναχώματα ενάντια σε εξωτερικές επιθέσεις. Η κουζίνα ήταν κατά το ήμισυ –και αταίριαστα– μοντέρνα,

σαν συμβιβασμός ανάμεσα στην επιμονή του ενοικιαστή να διαθέτει τα ελάχιστα που απαιτεί μια κουζίνα και την επιθυμία του ιδιοκτήτη να μην αλλάξει τίποτα, πλην πιθανώς του χαλασμένου ψυγείου. Καθώς ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας έπαιρνε ένα πακέτο καφέ από ένα ψηλό ντουλάπι με γυάλινη πόρτα, έβγαζε το λαστιχάκι και μετρούσε τις δόσεις μ’ ένα κίτρινο κουταλάκι, ο Μίκαελ Μπέλμαν κάθισε, άφησε το μαγνητοφωνάκι του στο τραπέζι και πάτησε το πλέι. Η φωνή του Τρουλς ακούστηκε μεταλλική και λεπτή: «Παρόλο που έχουμε λόγους να υποψιαζόμαστε ότι η γυναίκα ήταν πόρνη, μπορεί ο γιος σας να είχε δανείσει το αυτοκίνητό του σε κάποιον άλλον. Δεν έχουμε φωτογραφία του οδηγού». Η φωνή του πρώην αρχηγού της αστυνομίας ακουγόταν πιο απόμακρη, αλλά απουσία άλλων θορύβων οι λέξεις διακρίνονταν εύκολα: «Άρα δεν έχετε καν αποδείξεις. Ναι, καλύτερα να την ξεχάσετε την όλη υπόθεση». Ο Μίκαελ είδε τον καφέ να χύνεται από το κουταλάκι καθώς ο άνδρας μαζεύτηκε και κοκάλωσε, λες και κάποιος είχε χώσει την κάννη ενός όπλου στη μέση του. Η φωνή του Τρουλς, ξανά: «Σας ευχαριστώ. Θα κάνουμε ό,τι είπατε». «Μπέρεντζεν, από την ΌργκΚριμ, έτσι δεν είπατε;»

«Σωστά». «Σας ευχαριστώ, Μπέρεντζεν. Οι αξιωματικοί σας κάνουν καλά τη δουλειά τους». Ο Μίκαελ πάτησε το στοπ. Ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας γύρισε αργά αργά προς το μέρος του. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό. Κατάχλωμο, σαν πτώμα, σκέφτηκε ο Μίκαελ. Tο στόμα του άνδρα συσπάστηκε νευρικά. «Ξέρω τι προσπαθείτε να πείτε» είπε ο Μίκαελ Μπέλμαν. «Προσπαθείτε να ρωτήσετε: τι είναι αυτό; Και η απάντηση είναι ότι πρόκειται για την ηχογραφημένη φωνή του πρώην αρχηγού της αστυνομίας του Όσλο, που προσπαθεί να πιέσει έναν αξιωματικό να απαλλάξει τον γιο του από μια διαδικασία έρευνας και διώξεως, την οποία κανένας άλλος νορβηγός πολίτης δεν θα γλίτωνε». Η φωνή του μεγαλύτερου άνδρα ακούστηκε σαν τον αέρα της ερήμου: «Μα δεν ήταν καν εκεί. Του μίλησα του Σόντρε και το αυτοκίνητό του βρίσκεται στο συνεργείο από τον Μάιο λόγω φωτιάς στον κινητήρα. Δεν είναι δυνατόν να βρισκόταν εκεί». «Τι κρίμα» συνέχισε ο Μίκαελ. «Δεν χρειαζόταν καν να σώσετε τον γιο σας, λοιπόν, και τώρα θα πρέπει να δικαιολογήσετε στον Τύπο και στο Δημοτικό Συμβούλιο γιατί προσπαθήσατε να διαφθείρετε έναν αστυνομικό».

«Δεν υπάρχουν ούτε φωτογραφίες του αυτοκινήτου, ούτε της πόρνης, έτσι δεν είναι;» «Όχι πια. Διατάξατε να σκιστούν, δεν διατάξατε; Και ποιος ξέρει; Ενδεχομένως αυτή η φωτογραφία να πάρθηκε πριν από τον Μάιο» χαμογέλασε ο Μίκαελ. Άθελά του, αλλά δεν κρατιόταν. Το χρώμα επέστρεψε στα μάγουλα του άνδρα, μαζί και η μπάσα του φωνή. «Δεν φαντάζομαι να νομίζεις ότι θα τη βγάλεις καθαρή μ’ αυτό το κόλπο, Μπέλμαν;» «Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι το Συμβούλιο δεν θα θέλει να έχει έναν αποδεδειγμένα διεφθαρμένο άνδρα για αρχηγό της αστυνομίας». «Τι ακριβώς θες, Μπέλμαν;» «Εγώ θεωρώ ότι πρέπει να αναρωτηθείτε εσείς τι θέλετε. Να ζήσετε μια ήσυχη ζωούλα έχοντας τη φήμη ενός καλού και έντιμου αστυνομικού, έτσι δεν είναι; Ε, τότε δεν διαφέρουμε και πολύ· κι εγώ ακριβώς αυτό θέλω. Θέλω να κάνω τη δουλειά μου ήρεμα και ωραία, να εξιχνιάσω τις δολοφονίες χωρίς να έχω την επίτροπο Κοινωνικών Υπηρεσιών του Δήμου να χώνει τη μύτη της παντού και, αργότερα, να έχω κι εγώ τη φήμη ενός καλού αστυνομικού. Επομένως, πώς θα το πετύχουμε κι οι δυο μας αυτό;» Ο Μπέλμαν περίμενε μέχρι ο άνδρας να ξαναβρεί εντελώς

την αυτοσυγκέντρωσή του και να είναι σε θέση να τον παρακολουθήσει. «Θέλω να πάτε στο Συμβούλιο και να τους πείτε ότι ερευνήσατε το θέμα εις βάθος κι ότι είστε τόσο εντυπωσιασμένος με τον τρόπο που η αστυνομία χειρίζεται την υπόθεση, ώστε δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ αναλάβετε εσείς το τιμόνι. Αντιθέτως, μάλιστα, πιστεύετε ότι κάτι τέτοιο θα στένευε τα περιθώριά μας να διαλευκάνουμε εύκολα το όλο ζήτημα. Θα πρέπει επίσης να αμφισβητήσετε τον τρόπο με τον οποίο η επίτροπος Κοινωνικών Υπηρεσιών του Δήμου χειρίστηκε το όλο θέμα. Ενώ θα έπρεπε να γνωρίζει ότι η δουλειά της αστυνομίας είναι μεθοδική και με μακροπρόθεσμη πνοή, εκείνη μάλλον πανικοβλήθηκε και αντέδρασε σπασμωδικά. Και δεν λέω, σαφώς και βρισκόμαστε όλοι υπό πίεση αυτή τη στιγμή, αλλά οι πολιτικοί και επιχειρηματικοί ηγέτες πρέπει ν’ αντιδρούν ψύχραιμα σε τέτοιες καταστάσεις. Θα επιμείνετε, λοιπόν, ότι ο εν ενεργεία αρχηγός της αστυνομίας πρέπει να συνεχίσει τη δουλειά του δίχως άλλες παρεμβάσεις αφού, κατά τη γνώμη σας, αυτή η στρατηγική έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Και συνεπώς, θα αποσύρετε την υποψηφιότητά σας». Ο Μπέλμαν έβγαλε έναν φάκελο από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και τον έσπρωξε προς την άλλη μεριά του

τραπεζιού. «Αυτό, εν ολίγοις, γράφει τούτο εδώ το γράμμα, που απευθύνεται προσωπικά στον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να το υπογράψετε και να το στείλετε. Όπως βλέπετε, μέχρι και γραμματόσημο έχει. Παρεμπιπτόντως, θα πάρετε την ηχογραφημένη συνομιλία, να την κάνετε ό,τι θέλετε, όταν λάβω ικανοποιητικές πληροφορίες περί της απόφασης του Συμβουλίου». Ο Μπέλμαν έγνεψε προς τον βραστήρα: «Τι λέτε, θα τον πιούμε αυτόν τον καφέ;».

Ο Χάρι ήπιε μια γουλιά καφέ και χάζεψε τριγύρω την πόλη του. Τα Κεντρικά της αστυνομίας διέθεταν μια καφετέρια στον τελευταίο όροφο με θέα από το Έκεμπαρ μέχρι το φιόρδ και το νέο τμήμα της πόλης, που μόλις τώρα χτιζόταν στην Μπιορβίκα. Πρώτα, όμως, εκείνος κοίταξε τα παλιά αξιοθέατα. Πόσες φορές δεν είχε κάτσει σ’ αυτήν την καφετέρια προσπαθώντας να δει τις ίδιες υποθέσεις υπό διαφορετική οπτική γωνία, με άλλα μάτια, με νέες και διαφορετικές προοπτικές, ενώ η ανάγκη του για τσιγάρο και αλκοόλ τού έτρωγε τα σωθικά κι εκείνος πίεζε τον εαυτό του να μη βγει στο μπαλκόνι να καπνίσει μέχρι να διαμορφώσει

μια καινούργια, ελέγξιμη θεωρία; Του είχε λείψει όλο αυτό. Μια θεωρία που δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας αλλά ριζωμένη σε κάτι που μπορούσε να ελεγχθεί. Ένα κίνητρο. Έστυβαν τα κεφάλια τους μάταια τόσο καιρό· ίσως είχε έρθει η ώρα να κοιτάξουν κάπου αλλού. Κάπου που υπήρχε φως. Άκουσε μια καρέκλα να σέρνεται στο πάτωμα. Σήκωσε το βλέμμα του: ο Μπγιορν Χολμ. Ακούμπησε τον καφέ του στο τραπέζι δίχως να τον χύσει, έβγαλε το ράστα καπέλο του και αναμάλλιασε τις κόκκινες τρίχες του κεφαλιού του. Ο Χάρι τον κοίταζε αφηρημένος. Γιατί το έκανε αυτό; Για να πάρει αέρα το κεφάλι του; Ή για ν’ αποφύγει αυτό το λουκ της γλειμμένης αγελάδας που η δικιά του γενιά σιχαινόταν, αλλά η γενιά του Όλεγκ λάτρευε; Μια φράντζα κολλημένη στο ιδρωμένο μέτωπο, πάνω από ένα ζευγάρι κοκάλινα γυαλιά. Ο σπασίκλας, ο θεωρητικός, ο αυνανιστής του δικτύου, ο ανασφαλής χίπστερ που θέλει να μοιάζει με λούζερ, ο και καλά αουτσάιντερ. Άραγε έτσι να έμοιαζε κι ο άνδρας που κυνηγούσαν; Ή μήπως ήταν κανένα χωριατόπαιδο με κόκκινα μάγουλα, άρτι αφιχθέν στη μεγάλη πόλη, με τα γαλάζια του τζιν, τα άνετα παπούτσια του, ένα κούρεμα από τον μπαρμπέρη της γειτονιάς; Ο τύπος που έπλενε τις σκάλες όταν ερχόταν η σειρά του και ήταν ευγενής κι εξυπηρετικός, και κανείς δεν έλεγε ποτέ τίποτα κακό για του λόγου του; Μη

ελέγξιμες θεωρίες, όλες τους. Δεν έχει καφέ ακόμη. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Μπγιορν, πίνοντας με την καρδιά του. «Λοιπόν...» είπε ο Χάρι. Ποτέ του δεν είχε ρωτήσει τον Μπγιορν γιατί ένα χωριατόπαιδο διάλεγε να περιφέρεται μ’ ένα καπέλο ράστα αντί για ένα Στέτσον, ας πούμε. «Νομίζω ότι πρέπει να ψάξουμε καλά την υπόθεση Ρενέ Καλσνές. Και να ξεχάσουμε το κίνητρο, να δούμε μόνο τα ιατροδικαστικά στοιχεία. Έχουμε τη σφαίρα με την οποία δολοφονήθηκε – εννιά χιλιοστά: το πιο κοινό διαμέτρημα σ’ όλο τον κόσμο. Ποιος θα χρησιμοποιούσε κάτι τέτοιο;» «Όλοι. Απολύτως. Ακόμα κι εμείς». «Χμ. Το ήξερες ότι σε καιρό ειρήνης το 4% όλων των δολοφονιών, παγκοσμίως, διαπράττεται από αστυνομικούς; Στις τριτοκοσμικές χώρες το ποσοστό ανεβαίνει στο 9%. Κι αυτό μας κάνει, εν ολίγοις, την πιο θανατηφόρα επαγγελματική ομάδα παγκοσμίως». «Ουάου» είπε ο Μπγιορν. «Σε δουλεύει» παρενέβη η Κατρίνε. Τράβηξε μια καρέκλα προς το μέρος τους κι άφησε μια κούπα αχνιστό τσάι πάνω στο τραπέζι. «Όταν ακούς ανθρώπους να χρησιμοποιούν στατιστικές, να ξέρεις πως στο 72% των περιπτώσεων τις βγάζουν απ’ το μυαλό τους εκείνη τη στιγμή».

Ο Χάρι έσκασε στα γέλια. «Είναι αστείο αυτό;» ρώτησε ο Μπγιορν. «Είναι» απάντησε ο Χάρι. «Πώς δηλαδή;» είπε ο Μπγιορν. «Ρώτησέ τη». Ο Μπγιορν κοίταξε την Κατρίνε. Εκείνη απλώς χαμογέλασε κι ανακάτεψε το τσάι της. «Δεν το πιάνω!» είπε ο Μπγιορν, αγριοκοιτάζοντας τον Χάρι. «Γιατί αποδεικνύει αυτό που λέει: το 72% το έβγαλε από το κεφάλι της, εκείνη τη στιγμή». Ο Μπγιορν κούνησε το κεφάλι του, χαμογελώντας. «Σαν μαθηματικό παράδοξο» είπε ο Χάρι. «Σαν τον Έλληνα που λέει ότι όλοι οι Έλληνες ψεύδονται». «Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι αλήθεια» είπε η Κατρίνε. «Το 72% εννοώ. Θεωρείς, λοιπόν, ότι ο δολοφόνος είναι αστυνομικός, ε, Χάρι;» «Δεν είπα κάτι τέτοιο» χαμογέλασε ο Χάρι, με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι του. «Το μόνο που είπα ήταν ότι...» Σταμάτησε. Άρχισε ν’ ανατριχιάζει. Αυτό το ωραίο, γνώριμο συναίσθημα. Να η θεωρία! Κοίταξε την κούπα του. Πόσο ήθελε μια γουλιά τώρα! «Αστυνομία» μουρμούρισε, σήκωσε το κεφάλι του και είδε τους άλλους δύο να τον κοιτάζουν έντονα. «Ο Ρενέ Καλσνές

δολοφονήθηκε από έναν αστυνομικό». «Τι;» είπε η Κατρίνε. «Ορίστε η θεωρία μας. Η σφαίρα ήταν εννέα χιλιοστών, διαμέτρημα που χρησιμοποιούν τα περίστροφα Χέκλερ & Κοχ. Ένα αστυνομικό κλομπ βρέθηκε σχετικά κοντά στη σκηνή του εγκλήματος. Ο φόνος είναι ο μοναδικός που συνδέει τους αρχικούς φόνους με τους φόνους όλων των αστυνομικών. Ολωνών τα πρόσωπα είχαν γίνει κιμάς. Αν και οι περισσότεροι αρχικοί φόνοι είχαν σεξουαλικά κίνητρα, αυτός εδώ ήταν έγκλημα μίσους. Γιατί μισούν οι άνθρωποι;» «Τώρα το γυρνάς στο κίνητρο» διαμαρτυρήθηκε ο Μπγιορν. «Γρήγορα, γιατί;» «Από ζήλια» απάντησε η Κατρίνε. «Εκδικούνται επειδή ταπεινώθηκαν, απορρίφθηκαν, πληγώθηκαν, διαπομπεύτηκαν, επειδή τους έκλεψαν τη γυναίκα, το παιδί, τον αδερφό, την αδερφή, το μέλλον, την περηφάνια τους...» «Σταμάτα. Ακριβώς εκεί» είπε ο Χάρι. «Η θεωρία μας λοιπόν είναι ότι ο δολοφόνος είχε κάποια σχέση με την αστυνομία. Και έχοντας αυτό υπόψη μας, θα πρέπει να ξεθάψουμε την υπόθεση Καλσνές και να βρούμε ποιος τον δολοφόνησε». «Ωραία» είπε η Κατρίνε «αλλά παρόλο που έχουμε

ορισμένες ενδείξεις, εγώ ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί ξαφνικά είσαι πεπεισμένος ότι ο δολοφόνος ήταν αστυνομικός». «Αν κανείς σας δεν έχει κάποια καλύτερη θεωρία, μετρώ αντίστροφα από το πέντε· τέσσερα...» Ο Χάρι κοίταξε και τους δυο τους, ερωτηματικά, επιθετικά. Ο Μπγιορν αναστέναξε βαριά. «Έλα, ρε Χάρι, τώρα». «Τι;» «Αν οι υπόλοιποι πάρουν πρέφα ότι ψάχνουμε τους δικούς μας...» «Θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε» είπε ο Χάρι. «Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στα τρίσβαθα κι από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε. Στη χειρότερη, λύνουμε μια υπόθεση. Στην καλύτερη, βρίσκουμε...» Η Κατρίνε ολοκλήρωσε τη φράση του: «...τον άνθρωπο που σκότωσε την Μπέτε». Ο Μπγιορν μασουλούσε το κάτω του χείλος. Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους του σε ένδειξη ότι ήταν μέσα. «Ωραία» είπε ο Χάρι. «Κατρίνε, εσύ θα πας να ελέγξεις το μητρώο απολεσθέντων όπλων και να μάθεις αν ο Ρενέ είχε πάρε δώσε με κανέναν στην αστυνομία. Μπγιορν, εσύ θα ξαναδείς τα ιατροδικαστικά στοιχεία και, με τη θεωρία μας στο μυαλό, θα ψάξεις να δεις μήπως βρεις και τίποτα καινούργιο».

Ο Μπγιορν και η Κατρίνε σηκώθηκαν όρθιοι. «Θα έρθω κι εγώ σε λίγο» είπε ο Χάρι. Τους κοιτούσε καθώς προχωρούσαν προς την έξοδο. Είδε και μια παρέα από αξιωματικούς που δούλευαν για τη μεγάλη ερευνητική ομάδα· τα βλέμματα που αντάλλαξαν. Κάποιος είπε κάτι κι έσκασαν στα γέλια όλοι μαζί. Ο Χάρι έκλεισε τα μάτια του και αφουγκράστηκε τις αισθήσεις του. Τι θα μπορούσε να έχει συμβεί; Τι είχε γίνει; Αναρωτήθηκε το ίδιο πράγμα που είχε αναρωτηθεί και η Κατρίνε: Γιατί ήταν πεπεισμένος ότι ο δολοφόνος ήταν αστυνομικός; Γιατί κάτι του το μαρτυρούσε. Συγκεντρώθηκε, απέκλεισε οποιαδήποτε άλλη σκέψη απ’ το μυαλό του, ξέροντας ότι η διαίσθησή του ήταν σαν όνειρο: έπρεπε να βιαστεί να την αρπάξει πριν χαθεί. Αργά αργά, βυθίστηκε μέσα του, σαν δύτης χωρίς φως, ψηλαφώντας το σκοτάδι του ασυνείδητού του. Άγγιξε κάτι· το ένιωσε. Κάτι που είχε να κάνει με το αστείο της Κατρίνε. Που ήταν αυτοαναφορικό. Μήπως ήταν και ο δολοφόνος αυτοαναφορικός; Όμως εκείνη τη στιγμή, του γλίστρησε μέσα απ’ τα χέρια και ο Χάρι αναδύθηκε ξανά στην επιφάνεια, πίσω στο φως. Άνοιξε τα μάτια του και οι ήχοι τον κατέκλυσαν ξανά: ο θόρυβος από τα πιάτα, οι συζητήσεις, τα γέλια. Σκατά, σκατά κι απόσκατα. Παρά τρίχα να το βρει, αλλά τώρα πάει. Το μόνο που ήξερε

ήταν ότι είχε σχέση με το ανέκδοτο, ότι το ανέκδοτο κάτι είχε ξεκλειδώσει μέσα του. Κάτι που αυτή τη στιγμή αδυνατούσε να κατανοήσει, ήλπιζε όμως ότι θα αναδυόταν από μόνο του. Εν πάση περιπτώσει, κάτι είχε βγει απ’ όλο αυτό: μια νέα κατεύθυνση, μια νέα αρχή. Μια ελέγξιμη θεωρία. Ο Χάρι ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ, σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει.

Στη Διεύθυνση Στοιχείων ο Μπγιορν Χολμ παρέλαβε δυο πλαστικά κουτιά πάνω από τον πάγκο και υπέγραψε για το περιεχόμενό τους. Τα πήρε μαζί του στη Σήμανση, στο Μπριν, και ξεκίνησε να ψάχνει στο κουτί του αρχικού φόνου. Το πρώτο πράγμα που τον ανησύχησε ήταν η σφαίρα που είχαν βρει στο κρανίο του Ρενέ. Καταρχήν, η σφαίρα ήταν παραμορφωμένη, παρόλο που είχε περάσει μέσα από σάρκες, χόνδρους και οστά, υλικά σχετικά μαλακά και εύκαμπτα. Δευτερευόντως, δεν φαινόταν να έχει σκουριάσει καθόλου τόσα χρόνια που βρισκόταν κλεισμένη εδώ μέσα. Μπορεί ο χρόνος να μην άφηνε ιδιαιτέρως έντονα σημάδια στο μολύβι, αλλά του Μπγιορν αυτή η σφαίρα τού φαινόταν περιέργως καινούργια. Κοίταξε τις φωτογραφίες του νεκρού από τη σκηνή του

εγκλήματος. Κοντοστάθηκε σ’ ένα κοντινό πλάνο που έδειχνε την πλαϊνή μεριά του προσώπου, εκεί που η σφαίρα είχε τρυπήσει το δέρμα κι εξείχε το σπασμένο ζυγωματικό. Το αστραφτερό λευκό του οστού ήταν λεκιασμένο από μια μαύρη κηλίδα. Ο Μπγιορν έβγαλε τον μεγεθυντικό φακό. Έμοιαζε με τρύπα, σαν κι αυτές που έχουμε στα δόντια μας, αλλά οι άνθρωποι δεν κάνουν τέτοιες τρύπες στα ζυγωματικά τους. Μήπως ήταν λεκές από πετρέλαιο, από το διαλυμένο αμάξι; Κάποιο σάπιο φύλλο ή ξεραμένη λάσπη απ’ το ποτάμι; Κοίταξε την έκθεση της νεκροψίας. Έψαξε, έψαξε, μέχρι που το βρήκε. Μικρή ποσότητα μαύρης μπογιάς στην άνω γνάθο. Άγνωστης προελεύσεως. Μπογιά στο μάγουλο! Οι ιατροδικαστές συνήθως έγραφαν μόνο ό,τι μπορούσαν να εξηγήσουν, τίποτα παραπάνω και συνήθως πολύ λιγότερα. Ο Μπγιορν ξανακοίταξε τις φωτογραφίες μέχρι που βρήκε το αμάξι. Κόκκινο. Άρα δεν ήταν χρώμα απ’ το αυτοκίνητο. Από εκεί που καθόταν, ο Μπγιορν έβαλε μια φωνή: «Κιμ Έρικ!». Έξι δευτερόλεπτα αργότερα ένα κεφάλι εμφανίστηκε στην πόρτα. «Με φώναξες;» «Ναι. Ήσουν με τους ιατροδικαστές στον φόνο του Μίτετ στο Ντράμεν, έτσι δεν είναι; Βρήκατε καθόλου μαύρη

μπογιά;» «Μπογιά;» «Κάτι που να ’χει ξεφτίσει από κάποιο βαρύ εργαλείο αν το χτυπήσεις έτσι ξανά και ξανά...» Ο Μπγιορν έδειξε τι εννοούσε, κουνώντας τη γροθιά του πάνω κάτω, λες κι έπαιζε πέτρα-μολύβι-ψαλίδι-χαρτί. «Το δέρμα στο μάγουλο σχίζεται, το κόκαλο σπάει, αλλά εσύ συνεχίζεις να το χτυπάς με μανία, κι έτσι το χρώμα του εργαλείου με το οποίο βαρούσες ξεβάφει στην άνω γνάθο». «Όχι». «Kαλά. Ευχαριστώ». Ο Μπγιορν σήκωσε το καπάκι από το δεύτερο κουτί, από τη δολοφονία του Μίτετ, αλλά είδε ότι ο ιατροδικαστής στεκόταν ακόμη στο άνοιγμα της πόρτας. «Ναι;» είπε ο Μπγιορν δίχως να σηκώσει το κεφάλι του. «Ήταν μπλε σκούρα». «Τι ήταν μπλε σκούρα;» «Η μπογιά. Και δεν άφησε σημάδι στην άνω, αλλά στην κάτω γνάθο, μέσα από το κάταγμα. Την αναλύσαμε. Κοινή μπογιά, σαν αυτές που χρησιμοποιούνται σε σιδερένια εργαλεία. Καλύπτει καλά και αποτρέπει τη σκουριά». «Καμιά ιδέα για το τι είδους εργαλείο ήταν;» Ο Μπγιορν είδε τον Κιμ Έρικ να φουσκώνει, στην

κυριολεξία, από περηφάνια στο άνοιγμα της πόρτας. Τον είχε εκπαιδεύσει ο ίδιος, και τώρα ο μετρ ζητούσε από τον μαθητευόμενο τη γνώμη του! «Αδύνατο να πει κανείς. Αυτές οι μπογιές υπάρχουν παντού». «Εντάξει, ευχαριστώ». «Αλλά έχω κάτι να προτείνω». Ο Μπγιορν είδε τον συνάδελφό του να μην κρατιέται απ’ τη χαρά του. Αυτό το παιδί θα πήγαινε μπροστά. «Άντε, λέγε». «Γρύλος. Όλα τ’ αυτοκίνητα έχουν γρύλους, αλλά σ’ αυτό δεν βρήκαμε κανέναν». Ο Μπγιορν κατένευσε. Δεν του έκανε καρδιά ν’ απαντήσει. «Το αμάξι ήταν ένα Φολκσβάγκεν Σαράν, μοντέλο 2010, Κιμ Έρικ. Απ’ τα λίγα αμάξια που δεν έχουν γρύλο στο πορτμπαγκάζ». «Α!» Το πρόσωπο του νεαρού κατέρρευσε, σαν κλαταρισμένη πλαστική μπάλα. «Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθεια, όμως, Κιμ Έρικ». Φυσικά και θα πήγαινε μπροστά. Σε λίγα χρόνια, όμως. Ο Μπγιορν εξέτασε το κουτί της υπόθεσης Μίτετ ενδελεχώς. Δεν βρήκε κάτι άλλο. Ξανατοποθέτησε το καπάκι στο κουτί, σηκώθηκε και πήγε μέχρι το γραφείο στο βάθος του

διαδρόμου. Χτύπησε διακριτικά την ανοιχτή πόρτα. Στην αρχή ανοιγόκλεισε τα μάτια του, σαστισμένος στη θέα του ξυρισμένου κρανίου, πριν καταλάβει ποιος καθόταν μπροστά του: ο Ρούαρ Μιντστούεν, ο γηραιότερος και πιο έμπειρος αξιωματικός ολόκληρης της Σήμανσης. Είχαν υπάρξει στιγμές στο παρελθόν κατά τις οποίες ο Μιντστούεν είχε πρόβλημα να δουλεύει για ένα αφεντικό νεότερης ηλικίας και γυναικείου φύλου. Μα κάποια στιγμή κατάλαβε ότι η Μπέτε Λεν ήταν το καλύτερο πράγμα που είχε συμβεί στη Σήμανση και τα πνεύματα ηρέμησαν. Ο Μιντστούεν είχε επιστρέψει στη δουλειά ύστερα από πολύμηνη αναρρωτική άδεια, λόγω του θανάτου της κόρης του σε τροχαίο δυστύχημα. Η κοπέλα επέστρεφε στο Όσλο από μια εκδρομή αναρρίχησης στα ανατολικά. Είχαν βρει το ποδήλατό της στο χαντάκι δίπλα στον δρόμο. Αλλά όχι και τον υπεύθυνο οδηγό. «Τι κάνεις, Μιντστούεν;» «Καλά, Χολμ. Εσύ;» Ο Μιντστούεν γύρισε πάνω στην περιστρεφόμενη καρέκλα του, ανασήκωσε τους ώμους του, χαμογέλασε και προσπάθησε να φανεί ευδιάθετος, αλλά ήταν αδύνατον. Όταν ο άνδρας είχε επιστρέψει στη δουλειά, ο Μπγιορν λίγο έλειψε να μην αναγνωρίσει το πρησμένο του πρόσωπο. Έλεγαν ότι ήταν τυπική παρενέργεια των

αντικαταθλιπτικών. «Δεν μου λες, τα κλομπ της αστυνομίας πάντα μαύρα ήταν;» Ως αξιωματικοί της Σήμανσης είχαν συνηθίσει ν’ ανταλλάσσουν ερωτήσεις για περίεργες λεπτομέρειες και ο Μιντστούεν δεν βρέθηκε προ εκπλήξεως. «Πάντα τους ήταν σκούρα». «Θυμάμαι όμως ότι κάπου στη δεκαετία του ’90 ήταν για λίγο μπλε. Ανάθεμα, είναι ενοχλητικό». «Τι πράμα;» «Που τους αλλάζουμε συνέχεια χρώμα, ρε παιδάκι μου, λες και δεν γίνεται να ’χουμε μόνο ένα. Πρώτα, τα περιπολικά ήταν μαυρόασπρα, μετά λευκά με κρεμεζιές και μπλε ρίγες και τώρα θα τα ξανακάνουν, λέει, λευκά με μαυροκίτρινες. Όλ’ αυτό το πέρα δώθε χαλάει τη μάρκα. Να, σαν τις αστυνομικές ταινίες στο Ντράμεν». «Ποιες ταινίες;» «Ο Κιμ Έρικ πήγε στο Ντράμεν όταν βρήκαμε τον Μίτετ, έτσι δεν είναι; Και βρήκε κάτι κομμάτια αστυνομικής ταινίας και νόμιζε το παιδί ότι ήταν απ’ τον παλιό τον φόνο. Κι οι δυο μας ήμασταν τότε εκεί, παλιά, αλλά πάντα ξεχνάω, μωρέ, το όνομα αυτής της αδερφής...» «Ρενέ Καλσνές». «Α γεια σου, μόνο που κάτι νέοι σαν τον Κιμ Έρικ δεν

θυμούνται ότι παλιά οι ταινίες μας ήταν γαλάζιες και λευκές». Και έσπευσε να προσθέσει, φοβούμενος ότι είχε κάνει καμιά χαζομάρα: «Ο Κιμ Έρικ είναι αστέρι. Θα πάει μπροστά». «Ναι, κι εγώ έτσι λέω». «Α γεια σου». Τα σαγόνια του Μιντστούεν μασούσαν με μανία. «Συμφωνούμε λοιπόν». Ο Μπγιορν πήρε τηλέφωνο την Κατρίνε με το που ξαναμπήκε στο γραφείο του, της ζήτησε να περάσει από τον πρώτο όροφο του Α.Τ., να ξύσει λίγη μπογιά από τα κλομπ τους και να τη στείλει για ανάλυση στο Μπριν. Μετά, καθόταν και σκεφτόταν ότι είχε πάει αυτόματα στο γραφείο στο βάθος του διαδρόμου, εκεί που πάντα πήγαινε για συμβουλές. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ απ’ τη δουλειά του, που είχε ξεχάσει ότι η Μπέτε δεν ήταν πια εκεί. Ότι το γραφείο είχε προσφερθεί στον Ρούαρ Μιντστούεν. Και για μια στιγμή νόμιζε ότι μπορούσε να τον καταλάβει τον Μιντστούεν· πώς ο θάνατος ενός ανθρώπου σού ρουφούσε το μεδούλι και σε καθιστούσε ανίκανο να κάνεις το οτιδήποτε, να σηκωθείς ακόμα κι από το κρεβάτι σου. Έβγαλε τη σκέψη από το μυαλό του, μαζί και την εικόνα του στρογγυλού και πρησμένου προσώπου του Μιντστούεν. Γιατί κάτι είχαν βρει, το διαισθανόταν.

Ο Χάρι, η Κατρίνε και ο Μπγιορν κάθονταν στη στέγη της Όπερας και χάζευαν τα νησάκια στο φιόρδ, το Χουβεντόγια και το Γκρεσχόλμεν. Ο Χάρι είχε προτείνει αυτό το μέρος ως σημείο συνάντησης. Για να πάρουν καθαρό αέρα. Το βράδυ ήταν ζεστό, λίγο συννεφιασμένο, οι τουρίστες είχαν φύγει από τη στέγη εδώ και ώρα, κι έτσι την είχαν δική τους, σ’ όλο το μαρμάρινο μεγαλείο της, από εκεί που κάθονταν μέχρι την επικλινή της άκρη που άγγιζε το φιόρδ του Όσλο, το οποίο στραφτάλιζε κάτω από τα φώτα των σπιτιών στον λόφο του Έκεμπαρ, του κτιρίου Χαβνελάγκερε και του πλοίου από τη Δανία, που ήταν αγκυροβολημένο στο Βιπετάνγκεν. «Ξανακοίταξα όλες τις δολοφονίες των αστυνομικών» είπε ο Μπγιορν. «Και βρήκα σημάδια μπλε μπογιάς τόσο στον Βένεσλα, όσο στον Νίλσεν και στον Μίτετ. Κοινή μπογιά, από αυτή που χρησιμοποιούν και για τα αστυνομικά κλομπ». «Μπράβο, Μπγιορν» είπε ο Χάρι. «Και ύστερα κοίταξα τ’ απομεινάρια της αστυνομικής πλαστικής ταινίας που βρέθηκε στον τόπο δολοφονίας του Μίτετ. Δεν γίνεται να ’ναι από την εποχή του φόνου του Καλσνές. Τότε χρησιμοποιούσαν άλλη ταινία». «Ήταν από το προηγούμενο βράδυ» είπε ο Χάρι. «Ο δολοφόνος πήρε τηλέφωνο τον Μίτετ και του είπε να έρθει

στο μέρος όπου ο Μίτετ νομίζει ότι έχουν δολοφονήσει κάποιον αστυνομικό, στον τόπο κάποιου παλιού φόνου. Κι έτσι, όταν ο Μίτετ καταφθάνει και βλέπει την αστυνομική ταινία, δεν υποψιάζεται ότι έχει πέσει σε παγίδα. Ποιος ξέρει; Μπορεί ο δολοφόνος να φορούσε ακόμα και τη στολή του». «Ρε γαμώτο» είπε η Κατρίνε. «Μου έφυγε όλη μέρα να ψάχνω να διασταυρώσω τον Καλσνές με κάποιον στην αστυνομία και δεν βρήκα τίποτα. Αλλά νομίζω ότι, όντως, κάτι έχουμε βρει». Κοίταξε με ενθουσιασμό τον Χάρι, που άναβε τσιγάρο. «Και τώρα, τι κάνουμε;» ρώτησε ο Μπγιορν. «Τώρα» είπε ο Χάρι «μαζεύουμε τα υπηρεσιακά περίστροφα να δούμε αν ταιριάζουν με τη σφαίρα». «Ποια απ’ όλα;» «Όλα». Κοίταξαν τον Χάρι αποσβολωμένοι. «Τι ακριβώς εννοείς όλα;» ρώτησε η Κατρίνε. «Εννοώ όλα τα περίστροφα που ανήκουν στην αστυνομία και στους υπαλλήλους της. Πρώτα στο Όσλο, μετά στην ανατολική Νορβηγία και, αν χρειαστεί, σ’ ολόκληρη τη χώρα». Ξανά σιωπή. Ένας γλάρος πέρασε τσιρίζοντας μες στο σκοτάδι πάνω από τα κεφάλια τους.

«Πλάκα μού κάνεις;» τόλμησε να πει ο Μπγιορν. Το τσιγάρο ανεβοκατέβηκε στα χείλη του Χάρι καθώς εκείνος απάντησε: «Δεν σου κάνω καμιά πλάκα». «Δεν γίνεται, με τίποτα, ξέχνα το» είπε ο Μπγιορν. «Νομίζουν οι άνθρωποι ότι παίρνει πέντε λεπτά να τσεκάρεις βαλλιστικά ένα όπλο, επειδή έτσι λένε στο CSI στην τηλεόραση. Ακόμα κι οι αστυνομικοί, αυτό πιστεύουν. Για να τσεκάρεις όμως ένα όπλο, παίρνει ολόκληρη μέρα. Κι εσύ λες να τα τσεκάρουμε όλα; Μόνο στο Όσλο υπάρχουν... Πόσους αξιωματικούς έχουμε;» «1.872» είπε η Κατρίνε. Γύρισαν και την κοίταξαν με μάτια γουρλωμένα. Εκείνη σήκωσε απλώς τους ώμους της. «Το διάβασα στην ετήσια αναφορά της Αστυνομικής Περιφέρειας του Όσλο». Εκείνοι συνέχιζαν να την κοιτάζουν με μάτια γουρλωμένα. «Έχει χαλάσει η τηλεόραση και δεν μ’ έπιανε ύπνος, ΟΚ;» «Τέλος πάντων» είπε ο Μπγιορν «δεν έχουμε τέτοιες δυνατότητες. Δεν γίνεται». «Το πιο σημαντικό το είπες μόλις τώρα· ότι ακόμα κι οι αξιωματικοί νομίζουν ότι παίρνει πέντε λεπτά» είπε ο Χάρι, φυσώντας τον καπνό του προς τον νυχτερινό ουρανό. «Γιατί;» «Γιατί σημαίνει ότι θεωρούν κάτι τέτοιο εφικτό. Και τι θα συμβεί όταν ο δολοφόνος μάθει ότι το περίστροφό του

πρέπει να ελεγχθεί;» «Τι διαβολικό μυαλό που έχεις!» είπε η Κατρίνε. «Ε;» ρώτησε ο Μπγιορν. «Θα σπεύσει να δηλώσει ότι το πιστόλι του χάθηκε ή κλάπηκε» απάντησε η Κατρίνε. «Κι από εκεί, λοιπόν, θ’ αρχίσουμε να ψάχνουμε κι εμείς» είπε ο Χάρι. «Ίσως όμως να βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά, άρα θα πρέπει να κάνουμε μια λίστα όλων των περιστρόφων που δηλώθηκαν ως απολεσθέντα από τον φόνο του Καλσνές και μετά». «Μικρό προβληματάκι;» είπε η Κατρίνε. «Ξέρω» είπε ο Χάρι. «Ποιος μας λέει ότι ο αρχηγός της αστυνομίας θα συμφωνήσει να βγάλει διαταγή που, στην ουσία, στρέφει τις υποψίες εναντίον ολόκληρου του Σώματος; Φαντάσου τις εφημερίδες, πάρτι θα κάνουν». Ο Χάρι ζωγράφισε με τα δάχτυλά του στον αέρα ένα ορθογώνιο: «Η αστυνομία υποψιάζεται τα δικά της παιδιά» / «Αρχηγός της αστυνομίας: Απώλεια Ελέγχου;». «Δεν με πείθεις και πάρα πολύ» είπε η Κατρίνε. «Κοίτα να δεις» απάντησε ο Χάρι. «Ό,τι και να λέμε για τον Μπέλμαν, χαζός δεν είναι και ξέρει το καλό του. Αν είμαστε σε θέση ν’ αποδείξουμε ότι ο δολοφόνος είναι αστυνομικός και μάλιστα να τον συλλάβουμε, ο Μπέλμαν

ξέρει ότι θα φανεί πολύ χειρότερο αν αργότερα βγει στο φως ότι καθυστέρησε τη διαλεύκανση της υπόθεσης επειδή φοβόταν. Αυτό που θα πρέπει να του εξηγήσουμε, λοιπόν, είναι ότι με το να ερευνήσει ακόμα και τους αξιωματικούς του δείχνει στον κόσμο ότι η αστυνομία δεν θα σταματήσει πουθενά για να βρει τη λύση, όποια δολιοφθορά κι αν αποκαλυφθεί εντωμεταξύ. Κάτι τέτοιο δείχνει θάρρος, ηγετικές ικανότητες, σοφία· όλα τα καλά». «Και πιστεύεις ότι εσύ θα μπορέσεις να πείσεις τον Μπέλμαν;» κάγχασε η Κατρίνε. «Αν θυμάμαι καλά, ο Χάρι Χόλε παίζει πολύ ψηλά στη λίστα μίσους του αρχηγού». Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Έχω μιλήσει στον Γκούναρ Χάγκεν». «Και πότε θα του τα πει με το καλό;» είπε ο Μπγιορν. «Όσο μιλάμε» είπε ο Χάρι, κοιτάζοντας το τσιγάρο του. Το είχε καπνίσει σχεδόν μέχρι το φίλτρο. Ήθελε να το πετάξει μακριά, να δει τις σπίθες να ίπτανται μες στο σκοτάδι και τη γόπα να κατρακυλά πάνω στην επικλινή στέγη που λαμπύριζε αμυδρά. Μέχρι που θα έφτανε στο σκοτεινό νερό και θα έσβηνε αμέσως. Κάτι τον σταματούσε, όμως. Μήπως η σκέψη ότι ρύπαινε την πόλη ή μήπως η αποδοκιμασία των αυτοπτών μαρτύρων; Η ίδια η πράξη ή η τιμωρία της; Το ζήτημα ήταν απλό στην περίπτωση του Ρώσου στο μπαρ· ο Χάρι βρισκόταν σε αυτοάμυνα: ήταν ή ο Ρώσος ή η ζωή του.

Αλλά η λεγόμενη ανεξιχνίαστη δολοφονία του Γκούστο Χάνσεν ήταν καθαρά επιλογή. Κι όμως· ανάμεσα σε τόσα και τόσα φαντάσματα που τον επισκέπτονταν τακτικά, το φάντασμα του νεαρού με το κοριτσίστικα όμορφο πρόσωπο και τα μυτερά δόντια δεν τον είχε επισκεφτεί ποτέ. Ανεξιχνίαστη υπόθεση; Αρχίδια. Ο Χάρι τίναξε τη γόπα του στον αέρα. Το λαμπερό στοιχείο αιωρήθηκε μια στιγμή στον αέρα και μετά χάθηκε.

37

Τ

ο πρωινό φως γλίστρησε μέσα από τις περσίδες των αναπάντεχα μικρών παραθύρων του Δημαρχείου του Όσλο, όπου ο επικεφαλής του Δημοτικού Συμβουλίου έβηξε, σημαίνοντας την έναρξη της συνεδρίασης. Γύρω από το τραπέζι ήταν καθισμένοι οι εννέα επίτροποι, καθείς με την αρμοδιότητά του, καθώς και ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας, που είχε κληθεί να δώσει μία σύντομη περιγραφή του πώς θα χειριζόταν την υπόθεση των δολοφονηθέντων αστυνομικών – ή, αλλιώς, την υπόθεση του «φονιά των μπάτσων», όπως αναφερόταν συνεχώς στον Τύπο. Ξεμπέρδεψαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα με τις επίσημες διατυπώσεις, οι οποίες καταγράφηκαν στα πρακτικά και έλαβαν, αντί φωνητικής έγκρισης, ένα καταφατικό νεύμα από τον πρόεδρο του Συμβουλίου.

Ο οποίος, εν συνεχεία, προχώρησε στα τρέχοντα θέματα. Ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας σήκωσε το κεφάλι του, είδε την Ιζαμπέλε Σκέγιεν να τον κοιτάζει ενθαρρυντικά και ξεκίνησε την αγόρευσή του. «Σας ευχαριστώ, κύριε πρόεδρε. Θα είμαι σύντομος και δεν θα σπαταλήσω τον χρόνο του Συμβουλίου της πόλεώς μας». Γύρισε και κοίταξε την Ιζαμπέλε Σκέγιεν, που έμοιαζε λιγότερο ενθουσιώδης μετά τη σύντομη εισαγωγή. «Εξέτασα εις βάθος την υπόθεση, όπως μου επροτάθη. Εξέτασα το έργο της αστυνομίας, την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, την ηγεσία του Σώματος, τη στρατηγική που αυτή όρισε και τα αποτελέσματα αυτής. Ή, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της επιτρόπου Σκέγιεν, τις στρατηγικές που ενδεχομένως ορίσθηκαν αλλά, προφανώς, δεν έφεραν αποτελέσματα». Το γέλιο της Ιζαμπέλε Σκέγιεν αντήχησε βαθύ κι αυτάρεσκο, μα κόπηκε νωρίς, ίσως γιατί συνειδητοποίησε ότι κανείς άλλος δεν γελούσε. «Έθεσα στην υπηρεσία αυτού του σκοπού την πολύχρονή μου εμπειρία ως αρχηγού της αστυνομίας και κατέληξα σ’ ένα σαφές συμπέρασμα για το τι πρέπει να γίνει». Είδε την Ιζαμπέλε Σκέγιεν να γνέφει καταφατικά· η λάμψη στα μάτια της του θύμιζε ζώο, μα δεν μπορούσε να καταλάβει ποιο.

«Η διαλεύκανση ενός συγκεκριμένου εγκλήματος δεν σημαίνει ότι η αστυνομία διευθύνεται σωστά. Κατά το ίδιο σκεπτικό, η έλλειψη διαλεύκανσής του δεν οφείλεται κατ’ ανάγκην σε κακή διαχείριση. Και έχοντας δει τι έχει πράξει η εν ενεργεία Διοίκηση, και συγκεκριμένα ο Μίκαελ Μπέλμαν, δεν βλέπω κάτι το οποίο εγώ θα είχα κάνει διαφορετικά. Και για να το θέσω ακόμα πιο καθαρά, δεν νομίζω ότι θα είχα ενεργήσει εξίσου σωστά στη θέση του». Είδε το στόμα της Ιζαμπέλε Σκέγιεν ν’ ανοίγει και νιώθοντας, έκπληκτος, μια σαδιστική ευχαρίστηση σε αυτό το θέαμα, συνέχισε. «Το επάγγελμα του αστυνομικού ερευνητή εξελίσσεται, όπως καθετί στην κοινωνία. Απ’ όσα έχω δει, ο Μπέλμαν και οι συνεργάτες του έχουν τόσο γνώση όσο και ικανότητες διαχείρισης των νέων μεθόδων ερεύνης, καθώς και των τεχνολογικών καινοτομιών, πράγματα που οι συνάδελφοί μου κι εγώ πιθανόν να μην μπορούσαμε να διαχειριστούμε σωστά. Ο εν ενεργεία αρχηγός απολαμβάνει την πλήρη εμπιστοσύνη των αξιωματικών του, αποτελεί εξαίσιο κίνητρο γι’ αυτούς και έχει οργανώσει τις εργασίες της αστυνομίας με τρόπο που οι συνάδελφοί του στις λοιπές σκανδιναβικές χώρες θεωρούν υποδειγματικό. Δεν ξέρω εάν η επίτροπος Σκέγιεν το γνωρίζει αυτό, αλλά ο Μίκαελ Μπέλμαν εκλήθη

μόλις προ ολίγων ημερών να δώσει διάλεξη στο συνέδριο της Ιντερπόλ στη Λυών, σχετικά με την οργάνωση και τη διαχείριση εγκληματικής έρευνας, με αφορμή την παρούσα υπόθεση. Η επίτροπος Σκέγιεν υπαινίχθη ότι ο Μίκαελ Μπέλμαν δεν έκανε για τη δουλειά αυτή και συμφωνώ στο ότι είναι αρκετά νεαρός για τη θέση του αρχηγού της αστυνομίας. Αλλά δεν είναι μόνο άνθρωπος του μέλλοντος· ο Μίκαελ Μπέλμαν είναι κι ο άνθρωπος του παρόντος. Με λίγα λόγια, είναι ακριβώς ο άνθρωπος που χρειάζεστε σε αυτήν εδώ την περίπτωση, κ. πρόεδρε. Πράγμα που καθιστά εμένα και τις υπηρεσίες μου περιττές. Αυτό είναι το κατηγορηματικό μου συμπέρασμα». Ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας τέντωσε την πλάτη του, τακτοποίησε τα δύο φύλλα χαρτί που κρατούσε μπροστά του και κούμπωσε το πάνω πάνω κουμπί του σακακιού του, ένα προσεκτικά διαλεγμένο, ευρύχωρο τουίντ σακάκι, που φοριέται πολύ από συνταξιούχους. Έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω, σαν να χρειαζόταν χώρο για να σηκωθεί όρθιος. Είδε ότι το στόμα της Ιζαμπέλε Σκέγιεν είχε μείνει ορθάνοιχτο και την επίτροπο να τον κοιτάζει λες και δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Περίμενε μέχρι ν’ ακούσει τον πρόεδρο να παίρνει ανάσα, έτοιμος ν’ απαντήσει, και προχώρησε στην τελική πράξη. Το τελικό χτύπημα.

«Και, αν μου επιτρέπετε να προσθέσω, μια και η όλη συνάντηση αφορά επίσης την ικανότητα του Συμβουλίου να διαχειρίζεται σοβαρές υποθέσεις, όπως αυτοί οι φόνοι, κύριε πρόεδρε...» Τα φουντωτά φρύδια του προέδρου, που συνήθως σκίαζαν τα χαμογελαστά του μάτια, ήταν τώρα χαμηλωμένα και πυκνά, σαν γκριζόλευκα σκίαστρα πάνω από το αγριεμένο του βλέμμα. Ο πρώην αρχηγός περίμενε τον πρόεδρο να κατανεύσει. «...Καταλαβαίνω ότι το Συμβούλιο έχει τύχει ισχυροτάτων πιέσεων· η υπόθεση βρίσκεται εντός των ευθυνών του και δυστυχώς έχει τύχει τεραστίας κάλυψης από τα ΜΜΕ. Αλλά όταν το Συμβούλιο υποχωρεί μπροστά σε αυτήν την πίεση και ενεργεί πανικοβλημένα, προσπαθώντας ν’ αποκεφαλίσει τον αρχηγό της αστυνομίας, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί, κατ’ εμέ, είναι το εξής: Μήπως το Συμβούλιο είναι ακατάλληλο για να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη κατάσταση; Εμείς, φυσικά, καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολη μπορεί να είναι η συγκεκριμένη κατάσταση για ένα νεοεκλεχθέν Συμβούλιο. Είναι πραγματικά ατυχές το γεγονός ότι βρέθηκε αντιμέτωπο, τόσο νωρίς στη σταδιοδρομία του, με μία κατάσταση που απαιτεί πολύχρονη εμπειρία και άψογη γνώση των διαδικασιών».

Είδε το κεφάλι του προέδρου να οπισθοχωρεί, αναγνωρίζοντας τη φράση. «Θα ήταν προτιμότερο μια τέτοια υπόθεση να είχε εμφανιστεί, πιθανόν, κατά τη διάρκεια της θητείας του προηγουμένου Συμβουλίου, δεδομένης της μακράς του εμπειρίας και των πολλαπλών επιτυχιών του». Κι από το χλωμό πρόσωπο της Ιζαμπέλε Σκέγιεν κατάλαβε ότι κι εκείνη είχε αναγνωρίσει τις λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει για να κατηγορήσει τον Μπέλμαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης συνάντησής τους. Και έπρεπε να το παραδεχθεί: είχε να σπάσει τόσο μεγάλη πλάκα εδώ και πολύ καιρό. «Είμαι σίγουρος» κατέληξε «ότι αυτό ευχόμαστε όλοι όσοι παρευρισκόμεθα σε τούτη εδώ την αίθουσα, συμπεριλαμβανομένων και των μελών του παρόντος Συμβουλίου». «Σας ευχαριστώ που ήσασταν τόσο σαφής και ειλικρινής» είπε ο πρόεδρος του Συμβουλίου. «Να υποθέσω, λοιπόν, ότι δεν προτείνετε κάποιο εναλλακτικό σχέδιο δράσης». Ο ηλικιωμένος άνδρας κατένευσε. «Όχι. Αλλά υπάρχει ένας άνδρας που περιμένει απέξω και τον οποίον κάλεσα με δική μου πρωτοβουλία. Θα σας πει ό,τι χρειάζεται να ξέρετε». Σηκώθηκε όρθιος, έγνεψε κοφτά και περπάτησε ως την πόρτα. Νόμιζε ότι ένιωσε το φλογισμένο βλέμμα της

Ιζαμπέλε Σκέγιεν να τρυπάει το τουίντ σακάκι του, κάπου ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Αλλά δεν είχε σημασία· αυτός δεν είχε καμία πορεία την οποία μπορούσε ν’ ανακόψει η επίτροπος Κοινωνικών Υπηρεσιών. Και ήξερε ότι απόψε αυτό που θα ευχαριστιόταν περισσότερο απ’ όλα, όταν θα το ξαναθυμόταν μαζί μ’ ένα ποτήρι κρασί, ήταν οι δύο μικρές λέξεις που είχε προσθέσει ο ίδιος στο σενάριο το προηγούμενο βράδυ· περιείχαν όλα τα υπονοούμενα που χρειάζονταν: η μία ήταν το προσπαθώντας – στο «προσπαθώντας ν’ αποκεφαλίσει τον αρχηγό της αστυνομίας». Και η άλλη ήταν το παρόντος – στο «συμπεριλαμβανομένων και των μελών του παρόντος Συμβουλίου».

Η πόρτα άνοιξε και ο Μίκαελ Μπέλμαν σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Σειρά σου» του είπε ο άνδρας με το τουίντ σακάκι, προσπερνώντας τον και πηγαίνοντας προς τον ανελκυστήρα δίχως να του χαρίσει ούτε ένα βλέμμα. Ο Μπέλμαν υπέθεσε ότι το μειδίαμα που είχε δει στο πρόσωπο του άνδρα ήταν δική του παρανόηση. Ύστερα ξεροκατάπιε, πήρε βαθιά ανάσα και μπήκε στην ίδια αίθουσα όπου, λίγο καιρό πριν, τον είχαν κάνει

κομματάκια. Γύρω από το μακρύ τραπέζι κάθονταν εννέα πρόσωπα. Οκτώ εξ αυτών έμοιαζαν περιέργως ενθουσιώδη, όπως το κοινό ενός θεατρικού έργου που περίμενε πώς και πώς την έναρξη της δεύτερης πράξης, μετά το πέρας μιας εξαιρετικής πρώτης. Κι ένα εξ αυτών, περιέργως χλωμό. Τόσο χλωμό που, για μια στιγμή, τρόμαξε να την αναγνωρίσει. Δεκατέσσερα λεπτά αργότερα, είχε τελειώσει. Τους είχε παρουσιάσει το σχέδιο. Τους είχε εξηγήσει ότι η υπομονή της αστυνομίας είχε φέρει αποτελέσματα κι ότι, με συστηματική δουλειά, είχαν οδηγηθεί σε μια σημαντικότατη ανακάλυψη. Η ανακάλυψη αυτή ήταν ελπιδοφόρα κι επώδυνη συνάμα, διότι υπήρχε η περίπτωση ο δράστης να βρίσκεται εντός της αγκάλης της ίδιας της αστυνομίας. Αλλά δεν μπορούσαν ν’ αγνοήσουν κάτι τέτοιο. Έπρεπε να δείξουν στον κόσμο ότι ήταν προετοιμασμένοι να ψάξουν παντού, ό,τι κι αν προέκυπτε. Να δείξουν ότι δεν ήταν δειλοί. Ότι ήταν πάντα προετοιμασμένοι για τα δύσκολα, αλλά σ’ αυτήν ειδικά την περίπτωση έπρεπε να επιδείξουν θάρρος, ηγετικές ικανότητες, σοφία. Όχι μόνο ως αστυνομία, αλλά και ως Δημοτικό Συμβούλιο. Ήταν έτοιμος να πάρει το τιμόνι στα χέρια του, αλλά χρειαζόταν τη ρητή εμπιστοσύνη του Συμβουλίου για να μπει στον αγώνα. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, είχε παρατηρήσει ότι οι

λέξεις του είχαν αρχίσει ν’ ακούγονται πομπώδεις, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι όταν τις είχε εκφέρει ο Γκούναρ Χάγκεν στο σαλόνι του το προηγούμενο βράδυ. Ασχέτως όμως, είχε καταφέρει να κερδίσει μερικούς από τους επιτρόπους, ειδικά κάτι κυρίες που είχαν αποκτήσει χρώμα όταν είχε τονίσει το τελευταίο εκείνο σημείο: ότι, όταν άρχιζαν να ελέγχουν όλα τα υπηρεσιακά περίστροφα της χώρας για να βρουν ποιο ταίριαζε στη σφαίρα, σαν το γοβάκι της Σταχτοπούτας, ο ίδιος, πρώτος και καλύτερος, θα παρέδιδε το δικό του για βαλλιστική εξέταση. Αυτό που μετρούσε τώρα, βέβαια, δεν ήταν η γοητεία που ασκούσε στις γυναίκες, αλλά η γνώμη του προέδρου. Κι οι προθέσεις του προέδρου ήταν πολύ πιο δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν.

Ο Τρουλς Μπέρντσεν έβαλε το κινητό στην τσέπη του κι έκανε νόημα στην Ταϊλανδέζα να του φέρει κι άλλο καφέ. Εκείνη του χαμογέλασε και εξαφανίστηκε. Εξυπηρετικότατοι αυτοί οι Ταϊλανδοί. Σε αντίθεση με τους ελάχιστους Νορβηγούς που έκαναν ακόμη το επάγγελμα του σερβιτόρου. Οι Νορβηγοί ήταν τεμπέληδες και οξύθυμοι και έμοιαζαν τσαντισμένοι που έπρεπε να κάνουν μια τίμια δουλειά. Ενώ η οικογένεια από την Ταϊλάνδη, στην οποία

ανήκε αυτό το καφέ στο Τούρσοβ, τσακιζόταν να σ’ εξυπηρετήσει έτσι και κουνούσες έστω και το μικρό σου δαχτυλάκι. Κι όταν πλήρωνε για ένα ασήμαντο ανοιξιάτικο ρολό ή έναν καφέ, του χαμογελούσαν μέχρι τ’ αυτιά και υποκλίνονταν, με τις παλάμες τους κολλημένες σε στάση προσευχής, λες κι ήταν ο μεγάλος, λευκός Θεός που είχε κατέβει απ’ τα ουράνια. Κάποια στιγμή τού είχε περάσει από το μυαλό να πάει στην Ταϊλάνδη. Αλλά δεν επρόκειτο· ήθελε να επιστρέψει στη δουλειά του. Ο Μίκαελ τον είχε πάρει μόλις τηλέφωνο να του πει ότι το σχέδιο είχε δουλέψει ρολόι. Η διαθεσιμότητά του θ’ ανακαλούνταν σύντομα. Δεν θέλησε να εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε λέγοντας «σύντομα», απλώς το επανέλαβε ακόμα μία φορά: σύντομα. Ήρθε ο καφές του και ο Τρουλς ήπιε μια γουλιά. Δεν ήταν ιδιαίτερα καλός, αλλά είχε καταλάβει ότι δεν του άρεσε ό,τι οι άλλοι αποκαλούσαν «καλό καφέ». Η γεύση του έπρεπε να είναι ακριβώς αυτή: η γεύση μιας πολυχρησιμοποιημένης καφετιέρας. Θα πρέπει να μυρίζει χάρτινο φίλτρο, πλαστικό και παμπάλαιο λίπος κόκκων καφέ. Αλλά μάλλον έτσι εξηγούνταν το γεγονός ότι ήταν ο μόνος πελάτης του καταστήματος. Οι υπόλοιποι έπιναν το καφεδάκι τους αλλού και ερχόντουσαν εδώ αργότερα μες στη μέρα, για φτηνό φαγητό ή πακέτο για το σπίτι.

Η Ταϊλανδέζα πήγε να καθίσει στο γωνιακό τραπέζι μαζί με την οικογένειά της· έσκυψαν όλοι και χαζεύανε ένα χαρτί, που μάλλον ήταν λογαριασμός. Ο Τρουλς άκουσε το βούισμα της παράξενης γλώσσας τους. Δεν καταλάβαινε λέξη, αλλά του άρεσε. Του άρεσε να κάθεται κοντά τους· να τους κάνει ευγενικά νόημα όταν γυρνούσαν και του χαμογελούσαν· να νιώθει ότι ανήκε σ’ αυτήν την κοινότητα. Άραγε γι’ αυτό σύχναζε εδώ πέρα; Ο Τρουλς απέρριψε την ιδέα. Συγκεντρώθηκε ξανά στο πρόβλημα που του τριβέλιζε το μυαλό. Τη συνέχεια των όσων του είχε πει ο Μίκαελ. Ότι έπρεπε να παραδώσουν τα υπηρεσιακά τους περίστροφα. Ότι έπρεπε να ελεγχθούν σε σχέση με τους φόνους των αστυνομικών και ότι ακόμα κι ο ίδιος ο Μίκαελ –για να δείξει ότι η εντολή αφορούσε τους πάντες, υψηλά και χαμηλά ιστάμενους– είχε ήδη παραδώσει το όπλο του για βαλλιστική εξέταση το ίδιο κιόλας πρωί. Ο Τρουλς θα έπρεπε να κάνει το ίδιο το συντομότερο δυνατό, παρόλο που βρισκόταν σε διαθεσιμότητα. Πρέπει να έφταιγε η σφαίρα του Ρενέ Καλσνές. Είχαν καταλάβει ότι προερχόταν από αστυνομικό περίστροφο. Όμως ο Τρουλς δεν ανησυχούσε για τον εαυτό του. Όχι

μόνο είχε αντικαταστήσει τη σφαίρα, αλλά είχε δηλώσει και την απώλεια του περιστρόφου του λόγω κλοπής. Έπειτα από έναν ολόκληρο χρόνο φυσικά, για να είναι σίγουρος ότι κανείς δεν θα συνέδεε το πιστόλι του με τον φόνο. Είχε σπάσει την κλειδαριά της πόρτας του σπιτιού του μ’ έναν λοστό και είχε προφασιστεί ληστεία. Είχε φτιάξει μάλιστα και ολόκληρη λίστα απολεσθέντων αντικειμένων και είχε πάρει αποζημίωση σαράντα χιλιάρικα από την ασφαλιστική εταιρεία. Και καινούργιο υπηρεσιακό περίστροφο. Όχι, δεν είχε αυτός το πρόβλημα. Το πρόβλημα ήταν η σφαίρα στο κουτί με τ’ αποδεικτικά στοιχεία. Τότε του είχε φανεί καλή ιδέα να την αντικαταστήσει. Αλλά τώρα, ξαφνικά, τον χρειαζόταν τον Μίκαελ Μπέλμαν. Κι αν ο Μίκαελ Μπέλμαν ετίθετο σε διαθεσιμότητα, δεν θα μπορούσε να ανακαλέσει πια τη δική του! Τέλος πάντων, ήταν ήδη πολύ αργά πια. Διαθεσιμότητα. Ο Τρουλς χαμογέλασε πλατιά στη σκέψη αυτή και σήκωσε την κούπα του για να ευχηθεί στην υγειά σου στην αντανάκλασή του στα γυαλιά ηλίου πάνω στο τραπέζι. Κι ύστερα συνειδητοποίησε ότι μάλλον είχε σκάσει στα γέλια, γιατί οι Ταϊλανδοί τον κοιτούσαν περίεργα.

«Δεν ξέρω εάν θα μπορέσω να σε πάρω από το αεροδρόμιο» είπε ο Χάρι, προσπερνώντας το μέρος που θα έπρεπε να έχει γίνει πάρκο, αλλά το Συμβούλιο –σε στιγμές συλλογικής εγκεφαλικής συμφόρησης– είχε αποφασίσει να μετατρέψει σε στάδιο που έμοιαζε με φυλακή, για ένα διεθνές τουρνουά που θα λάμβανε χώρα φέτος, χωρίς όμως περαιτέρω χρήση για την πόλη. Είχε κολλήσει το τηλέφωνο στο αυτί του για να μπορεί να την ακούει πάνω από τον βόμβο της κίνησης των αυτοκινήτων την ώρα αιχμής. «Σου απαγορεύω να έρθεις να με πάρεις» είπε η Ράκελ. «Έχεις πολύ σημαντικότερα πράγματα να κάνεις πια. Αναρωτιόμουν, μάλιστα, μήπως έπρεπε να μείνω εδώ το Σαββατοκύριακο, να σου δώσω λίγο χώρο». «Χώρο να κάνω τι;» «Χώρο να γίνεις ξανά ο επιθεωρητής Χόλε. Είναι πολύ γλυκό εκ μέρους σου που προσποιείσαι ότι δεν θα σου ήμουν εμπόδιο, αλλά ξέρουμε κι οι δυο πώς γίνεσαι όταν εργάζεσαι σε μια υπόθεση». «Εγώ θέλω να σ’ έχω δίπλα μου. Αν εσύ δεν θες...» «Εγώ θέλω να είμαι δίπλα σου όλη την ώρα, Χάρι. Θέλω να καθίσω πάνω σου μόνιμα ώστε να μην μπορείς να φύγεις, αυτό θέλω! Αλλά δεν νομίζω ότι ο Χάρι με τον οποίο θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου είναι διαθέσιμος αυτή

τη στιγμή». «Μου αρέσει να κάθεσαι επάνω μου. Και δεν πρόκειται να φύγω». «Ακριβώς αυτό λέω κι εγώ. Δεν πρόκειται να φύγει κανείς. Έχουμε όσο χρόνο θέλουμε, ΟΚ;» «ΟΚ». «Εντάξει». «Είσαι σίγουρη; Γιατί αν θα σε χαροποιούσε να σε πρήξω λίγο παραπάνω, δεν έχω πρόβλημα να το κάνω». Το γέλιο της. Μόνον αυτό. «Κι ο Όλεγκ». Του είπε για τον Όλεγκ. Ο Χάρι χαμογέλασε μια δυο φορές. Και μια φορά έσκασε στα γέλια. «Πρέπει να κλείσω» είπε ο Χάρι, μπροστά από την πόρτα του Σρέντερ. «ΟΚ. Τι είδους συνάντηση έχεις;» «Ράκελ...» «Ναι, ξέρω, δεν πρέπει να ρωτάω. Απλώς είναι τόσο βαρετά εδώ πέρα! Χάρι;» «Ναι;» «Μ’ αγαπάς;» «Σ’ αγαπώ». «Ακούω αυτοκίνητα. Δηλαδή είσαι σε δημόσιο χώρο και

μόλις μου είπες ότι μ’ αγαπάς;» «Ναι». «Γύρισαν κεφάλια;» «Δεν είδα». «Είναι πολύ χαζό εκ μέρους μου να σου ζητήσω να το ξανακάνεις;» «Ναι». Ξανά αυτό το γέλιο της. Θα έκανε τα πάντα για να μπορεί να το ακούει. «Λοιπόν;» «Σ’ αγαπώ, Ράκελ Φάουκε!» «Κι εγώ σ’ αγαπώ, Χάρι Χόλε. Θα σε πάρω τηλέφωνο αύριο». «Πες γεια στον Όλεγκ». Έκλεισαν το τηλέφωνο. Ο Χάρι άνοιξε την πόρτα και μπήκε στου Σρέντερ. Η Σίλιε Γκράβσεν καθόταν μόνη της σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στην τζαμαρία, το παλιό τραπέζι του Χάρι. Η κόκκινη φούστα και η κόκκινη μπλούζα της ξεχώριζαν σαν φρέσκο αίμα μπροστά στους μεγάλους πίνακες που απεικόνιζαν την παλιά πρωτεύουσα, πίσω της. Μόνο το στόμα της ήταν πιο κόκκινο από τα ρούχα της. Ο Χάρι πήγε και κάθισε απέναντί της. «Γεια» της είπε.

«Γεια σου» του απάντησε εκείνη.

38

«Σ’

ευχαριστώ που ήρθες τόσο γρήγορα» είπε ο Χάρι. «Έχω έρθει εδώ και μισή ώρα» είπε η Σίλιε, γνέφοντας προς το άδειο ποτήρι μπροστά της. «Μήπως άργ...» «Όχι. Απλώς εγώ δεν μπορούσα να περιμένω». «Χάρι;» Ο Χάρι σήκωσε το κεφάλι του. «Γεια σου, Ρίτα. Δεν θα πάρω τίποτα σήμερα». Η σερβιτόρα έφυγε. «Έχεις δουλειά;» ρώτησε η Σίλιε. Καθόταν με την πλάτη ολόισια στην καρέκλα της και είχε τα μπράτσα της σταυρωμένα στο στήθος. Το πρόσωπό της έμοιαζε να μεταβάλλεται συνεχώς: από κάτι όμορφο, σχεδόν κουκλίστικο, σε κάτι άλλο, σχεδόν άσχημο. Το μόνο πράγμα

που έμενε σταθερό ήταν η ένταση στο βλέμμα της. Ο Χάρι ένιωθε ότι από αυτό και μόνο το βλέμμα οποιοσδήποτε θα μπορούσε να διαβάσει την παραμικρή αλλαγή στη διάθεση της Σίλιε Γκράβσεν. Άρα ο ίδιος θα πρέπει να ήταν τυφλός, γιατί το μόνο που διάβαζε ήταν ένταση, τίποτε άλλο. Την επιθυμία για κάτι, αλλά ένας Θεός ξέρει τι. Διότι το ζήτημα δεν ήταν μονάχα τι ήθελε η Σίλιε Γκράβσεν – μια βραδιά, μια ώρα, ένα δεκάλεπτο γαμήσι-προσομοίωση βιασμού... Όχι, δεν ήταν τόσο απλό. «Ήθελα να σου μιλήσω για τις φορές που είχες βάρδια στο Ρικσχοσπιτάλ». «Έχω ήδη μιλήσει στην αστυνομία γι’ αυτό». «Για ποιο πράγμα ακριβώς;» «Για το αν μου είπε τίποτα ο Άντον Μίτετ πριν πεθάνει. Για το αν είχε τσακωθεί με κανέναν ή αν είχε σχέσεις με κανέναν απ’ το νοσοκομείο. Αλλά εγώ τους είπα ότι εδώ δεν επρόκειτο για μεμονωμένη δολοφονία ή για κάποιον ζηλιάρη σύζυγο. Εδώ επρόκειτο για τον φονιά των μπάτσων, σωστά; Όλα αυτό δείχνουν. Έχω διαβάσει πάρα πολλά πάνω σε κατά συρροήν δολοφόνους. Θα το έβλεπες και στο μάθημα όταν θα φτάναμε σ’ εκείνο το σημείο». «Δεν έχουμε ενότητα για κατά συρροήν δολοφόνους στο μάθημά μου, Σίλιε. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει να μάθω είναι αν είδες κανέναν να έρχεται και να φεύγει ενώ ήσουν εκεί,

κάποιον ή κάτι που δεν κολλούσε στη ρουτίνα του νοσοκομείου, κάτι που σ’ έκανε να αναρωτηθείς, κάτι που, με λίγα λόγια...» «...δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί;» Η Σίλιε χαμογέλασε. Νεαρά, λευκά δόντια. Τα δύο λίγο στραβά. «Τώρα επαναλαμβάνεις ό,τι είπες και στο μάθημα». Η πλάτη της ήταν περισσότερο τεντωμένη απ’ ό,τι χρειαζόταν. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Χάρι. «Νομίζεις ότι ο ασθενής δολοφονήθηκε και ότι ο Μίτετ ήταν συνεργός, έτσι δεν είναι;» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, έσπρωξε μπροστά το στήθος της και ο Χάρι αναρωτήθηκε αν έπαιζε θέατρο ή αν είχε πραγματικά τόση αυτοπεποίθηση. Ή αν ήταν ένα βαθιά διαταραγμένο άτομο, που προσπαθούσε να συμπεριφερθεί –όπως νόμιζε– φυσιολογικά, αλλά αποτύγχανε συνεχώς. «Ναι, αυτό νομίζεις» συνέχισε εκείνη. «Άρα νομίζεις ότι και τον Μίτετ τον σκότωσαν γιατί ήξερε παραπάνω απ’ όσα έπρεπε. Κι ότι ο δολοφόνος το έκανε επίτηδες να μοιάζει με τις δολοφονίες των υπόλοιπων αστυνομικών». «Όχι» είπε ο Χάρι. «Αν τον Μίτετ τον είχαν σκοτώσει τέτοιοι τύποι, θα είχαν πετάξει το σώμα του στη θάλασσα με τις τσέπες γεμάτες πέτρες. Σε παρακαλώ, σκέψου προσεκτικά. Συγκεντρώσου».

Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και ο Χάρι απέφυγε να κοιτάξει το στήθος της να φουσκώνει. Η Σίλιε προσπάθησε να τον κοιτάξει στα μάτια, αλλά εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του και έξυσε τον αυχένα του, περιμένοντας. «Όχι, δεν είδα κανέναν» είπε επιτέλους εκείνη. «Η ίδια ρουτίνα ξανά και ξανά. Μόνο ένας καινούργιος αναισθησιολόγος ήρθε κάποια στιγμή, αλλά ξαναέφυγε ύστερα από μια δυο επισκέψεις». «Εντάξει» είπε ο Χάρι, βάζοντας το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του. «Κι αυτός εδώ, στ’ αριστερά;» Ακούμπησε ένα τυπωμένο χαρτί μπροστά της στο τραπέζι. Είχε βρει τη φωτογραφία στο διαδίκτυο, στις εικόνες της Google. Έδειχνε έναν νεαρό Τρουλς Μπέρντσεν και δεξιά του τον Μίκαελ Μπέλμαν, έξω από το Αστυνομικό Τμήμα του Στόβνερ. Η Σίλιε κοίταξε προσεκτικά τη φωτογραφία. «Όχι, δεν τον είδα ποτέ στο νοσοκομείο αυτόν, αλλά ο άλλος, στα δεξιά...» «Είδες εκείνον;» «Όχι, όχι, απλώς αναρωτιόμουν αν είναι...» «Ναι, είναι ο αρχηγός της αστυνομίας» είπε ο Χάρι κι έκανε να πάρει πίσω τη φωτογραφία, αλλά η Σίλιε ακούμπησε το χέρι της πάνω στο δικό του. «Χάρι;» Ένιωσε τη ζέστη της παλάμης της. Περίμενε.

«Τους έχω ξαναδεί μαζί. Πώς τον λένε τον άλλο;» «Τρουλς Μπέρντσεν. Πού τους είδες;» «Στο σκοπευτήριο, στο Όκερν, εδώ και λίγο καιρό». «Ευχαριστώ» είπε ο Χάρι, αποτραβώντας το χέρι του μαζί με τη φωτογραφία. «Δεν θέλω να σε κρατάω άλλο». «Μην ανησυχείς, έχω άπειρο χρόνο ύστερα από αυτό που μου έκανες». Εκείνος δεν απάντησε. Η Σίλιε Γκράβσεν κάγχασε. Έσκυψε προς το μέρος του. «Δεν νομίζω να με κάλεσες εδώ μόνο γι’ αυτό, Χάρι;» Το φως από το πορτατίφ χόρευε στα μάτια της. «Μου πέρασε απ’ το μυαλό κάτι τρελό. Ξέρεις τι ήταν; Ότι με πέταξες έξω από τη σχολή για να μπορέσεις να είσαι μαζί μου χωρίς μπλεξίματα με τη διοίκηση. Γιατί δεν μου λες, λοιπόν, τι πραγματικά θες;» «Αυτό που πραγματικά ήθελα, Σίλιε...» «Τι κρίμα που η συνάδελφός σου μας διέκοψε την τελευταία φορά, πάνω που...» «...είναι να σε ρωτήσω για το νοσοκομείο...» «Μένω στη Γιουζεφίνες Γκάτε, αλλά μάλλον το έχεις ψάξει και το ξέρεις...» «Η τελευταία φορά ήταν μεγάλο λάθος εκ μέρους μου, έκανα βλακεία και...»

«Απέχει από εδώ έντεκα λεπτά και είκοσι τρία δευτερόλεπτα, ακριβώς. Το χρονομέτρησα καθώς ερχόμουν». «...Δεν γίνεται, δεν θέλω. Το καλοκαίρι...» «Άντε, πάμ...» Η Σίλιε πήγε να σηκωθεί όρθια. «...παντρεύομαι». Η κοπέλα σωριάστηκε στην καρέκλα της. Τον κοίταξε εμβρόντητη. «Τι κάνεις, λέει; Παντρεύεσαι;» Η φωνή της ίσα ίσα που ακουγόταν μες στο θορυβώδες δωμάτιο. «Ναι» είπε ο Χάρι. Οι κόρες των ματιών της συρρικνώθηκαν, σαν αστερίας που τον τρυπούσαν με ραβδί, σκέφτηκε ο Χάρι. «Με ποια, μ’ εκείνη;» ψιθύρισε. «Με τη Ράκελ Φάουκε;» «Ναι, αυτό είναι το όνομά της. Αλλά είτε είμαι παντρεμένος, είτε όχι, είτε εσύ είσαι φοιτήτρια, είτε όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Ζητώ συγγνώμη λοιπόν για... την κατάσταση που δημιουργήθηκε». «Παντρεύεσαι...» επανέλαβε εκείνη σαν να υπνοβατούσε, κοιτάζοντάς τον αλλά χωρίς να τον βλέπει. Ο Χάρι κατένευσε. Ένιωσε κάτι να δονείται στο στήθος του. Για μια στιγμή νόμιζε ότι ήταν η καρδιά του, αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν το τηλέφωνο που είχε στην τσέπη του. «Επανάλαβε» είπε κι έβαλε το τηλέφωνο στο αυτί. «Είπα ότι βρήκαμε το όπλο» είπε ο Μπγιορν Χολμ. «Και

ναι, σ’ αυτόν ανήκει». «Πόσοι το ξέρουν;» «Κανείς». «Προσπάθησε να το κρατήσεις μυστικό για όσο περισσότερο γίνεται». Ο Χάρι έκλεισε τη γραμμή και κάλεσε έναν άλλο αριθμό. «Πρέπει να φύγω» είπε στη Σίλιε και έχωσε ένα χαρτονόμισμα κάτω από το ποτήρι της. Την είδε ν’ ανοίγει το βαμμένο της στόμα, αλλά σηκώθηκε και έφυγε πριν εκείνη προλάβει να βγάλει μιλιά. Μέχρι να φτάσει στην πόρτα, η Κατρίνε είχε σηκώσει το τηλέφωνο. Της επανέλαβε ό,τι του είχε πει ο Μπγιορν. «Πλάκα κάνεις» είπε η Κατρίνε. «Και γιατί δεν γελάς, λοιπόν;» «Γιατί... γιατί είναι απίστευτο». «Και προφανώς γι’ αυτό κι εμείς δεν το πιστεύουμε» είπε ο Χάρι. «Βρες το. Βρες μου πού έγινε το λάθος». Από το τηλέφωνο άκουσε το δεκάποδο έντομο να τρέχει πάνω στο πληκτρολόγιο.

Η Αουρόρα και η Εμίλιε περπατούσαν προς τη στάση του λεωφορείου. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει· καιρός που λες συνεχώς «τώρα θα βρέξει» και τελικά δεν βρέχει ποτέ. Χαλάει

τη διάθεση, σκέφτηκε η μικρή. Μοιράστηκε τις σκέψεις της με την Εμίλιε. Που της απάντησε «Χμ», χωρίς να πολυκαταλαβαίνει. «Αν άρχιζε να βρέχει, τουλάχιστον κάποια στιγμή θα σταματούσε, κατάλαβες;» είπε η Αουρόρα. «Μ’ αρέσει η βροχή». «Κι εμένα. Λίγο, τουλάχιστον. Αλλά...» Σταμάτησε. Βαριόταν να εξηγεί. «Τι συνέβη στην προπόνηση;» «Τι εννοείς τι συνέβη;» «Ο Άρνε σού φώναξε γιατί δεν κάλυψες τα πλαϊνά». «Ήμουν λίγο αργή, απλώς». «Όχι. Είχες κολλήσει και χάζευες τις κερκίδες. Ο Άρνε λέει ότι η άμυνα είναι το κλειδί στο χάντμπολ. Και η κάλυψη το κλειδί στην άμυνα. Που σημαίνει ότι η κάλυψη είναι το κλειδί στο χάντμπολ». Ο Άρνε λέει ένα σωρό βλακείες, σκέφτηκε η Αουρόρα. Αλλά δεν το είπε φωναχτά. Ξέροντας ότι η Εμίλιε δεν θα το καταλάβαινε ούτε αυτό. Η Αουρόρα είχε χάσει την αυτοσυγκέντρωσή της γιατί ήταν σίγουρη ότι τον είχε δει να κάθεται στις κερκίδες. Δεν της ήταν και πολύ δύσκολο να τον ξεχωρίσει, μόνο η ομάδα των αγοριών βρισκόταν στο γήπεδο, περιμένοντας με αγωνία να τελειώσουν τα κορίτσια. Αυτός ήταν. Ήταν σχεδόν σίγουρη.

Ο άνδρας από τον κήπο. Που είχε ζητήσει τον πατέρα της· που ήθελε να τη βάλει ν’ ακούσει εκείνο το συγκρότημα που τ’ όνομά του δεν θυμόταν πια· που είχε θελήσει ένα ποτήρι νερό. Θα πρέπει να κοκάλωσε μεμιάς, κι έτσι οι αντίπαλες έβαλαν γκολ και ο προπονητής Άρνε είχε σταματήσει το παιχνίδι και της είχε βάλει τις φωνές. Και ως συνήθως, εκείνη είχε ζητήσει συγγνώμη και είχε προσπαθήσει να το καταπολεμήσει: το σιχαινόταν να αισθάνεται άσχημα για κάτι τέτοια ασήμαντα πράγματα, αλλά της ήταν αδύνατον. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και τα σκούπισε με το φαρδύ λαστιχένιο περικάρπιο για τον ιδρώτα. Σκούπισε και το μέτωπό της, δήθεν ότι σκούπιζε μόνον τον ιδρώτα. Κι όταν ο Άρνε είπε ό,τι είχε να πει και η μικρή ξανασήκωσε το βλέμμα της στην κερκίδα, ο άνδρας είχε εξαφανιστεί. Όπως και την προηγούμενη φορά. Μόνο που τώρα είχε συμβεί τόσο γρήγορα, που η Αουρόρα αναρωτήθηκε αν πραγματικά τον είχε δει ή αν τον είχε, απλώς, φανταστεί. «Ωχ, όχι» είπε η Εμίλιε, διαβάζοντας το χρονοδιάγραμμα στη στάση του λεωφορείου. «Το 149 έρχεται σε είκοσι λεπτά. Και η μαμά μάς έχει φτιάξει πίτσα απόψε. Θα παγώσει μέχρι τότε». «Κρίμα» είπε η Αουρόρα. Δεν της άρεσε και πολύ η πίτσα·

ούτε το να μένει το βράδυ σε σπίτια φίλων. Αλλά όλα τα παιδιά αυτό έκαναν. Όλοι κοιμόντουσαν στα σπίτια όλων. Ήταν σαν κυκλικός χορός και έπρεπε να πάρεις μέρος. Είτε χόρευες, είτε σε ξέγραφαν μια για πάντα. Και η Αουρόρα δεν ήθελε να την ξεγράψουν. Όχι για πάντα, εν πάση περιπτώσει. «Εμίλιε» είπε, κοιτάζοντας το ρολόι της. «Το 131 θα περάσει σε ένα λεπτό και μόλις θυμήθηκα ότι ξέχασα την οδοντόβουρτσά μου στο σπίτι. Το 131 περνάει από το σπίτι μου, οπότε, αν το πάρω, μπορώ να έρθω μετά από σένα με το ποδήλατο». Είδε ότι στην Εμίλιε δεν άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα. Η ιδέα του να μείνει μόνη της μες στο σκοτάδι, ενώ πήγαινε να βρέξει κι ας μην έβρεχε τελικά, η ιδέα του να περιμένει μόνη της το λεωφορείο για το σπίτι. Άσε που μάλλον υποψιαζόταν ότι η Αουρόρα όλο και κάποια δικαιολογία θα έβρισκε για να μην κοιμηθεί τελικά στο σπίτι της. «Καλά» μούγκρισε η Εμίλιε, πασπατεύοντας την τσάντα της προπόνησης. «Δεν θα σε περιμένουμε για πίτσα όμως». Η Αουρόρα είδε ένα λεωφορείο να στρίβει στη γωνία, στην αρχή του λόφου. Το 131. «Και μπορούμε να μοιραστούμε την οδοντόβουρτσά μου» είπε η Εμίλιε. «Φίλες δεν είμαστε;» Όχι, δεν είμαστε φίλες, σκέφτηκε η Αουρόρα. Εσύ είσαι η Εμίλιε και είσαι φίλη με όλα τα κορίτσια της τάξης. Φοράς τα

σωστά ρούχα και έχεις το πιο δημοφιλές όνομα σ’ όλη τη Νορβηγία και δεν μαλώνεις ποτέ με κανέναν γιατί είσαι πάντα τόσο καλόβολη και δεν κριτικάρεις κανέναν, μπροστά του τουλάχιστον. Ενώ εγώ είμαι η Αουρόρα, που κάνω ό,τι πρέπει να κάνω –αλλά τίποτα παραπάνω– ώστε να είμαι φίλη σου, γιατί δεν έχω το κουράγιο να είμαι μόνη μου. Η Αουρόρα που όλοι σας θεωρείτε περίεργη αλλά κι αρκετά έξυπνη και δυναμική, ώστε να μη με πειράζετε. «Θα είμαι σπίτι σου πριν από σένα» είπε η Αουρόρα. «Σ’ το υπόσχομαι».

Ο Χάρι καθόταν στις σεμνές κερκίδες, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, κοιτάζοντας τον αγωνιστικό χώρο. Ο αέρας μύριζε βροχή. Από στιγμή σε στιγμή οι ουρανοί θ’ άνοιγαν και το Βάλε Χόβιν δεν είχε στέγη. Ένα ολόκληρο, άσχημο στάδιο για την πάρτη του. Το ήξερε ότι θα ήταν μόνος του εδώ, γι’ αυτό το διάλεξε. Δεν γίνονταν και πολλές συναυλίες πια κι η σεζόν για πατινάζ – όταν ο οποιοσδήποτε μπορούσε να έρθει και να προπονηθεί– απείχε πολύ ακόμα. Εδώ ήταν που είχε δει τον Όλεγκ να κάνει τα πρώτα του διστακτικά βήματα πάνω στον πάγο και να εξελίσσεται σιγά σιγά σε ανερχόμενο πατινέρ. Ήλπιζε να τον ξανάβλεπε σύντομα να προπονείται εδώ μέσα. Ώστε να τον

χρονομετρήσει και πάλι, δίχως εκείνος να το ξέρει· ώστε να σημειώσει την πρόοδο και τα πλατό του· να τον ενθαρρύνει όταν τα πράγματα δεν προχωρούσαν γρήγορα, να του πει ψέματα για τα πέδιλά του και την κατάστασή τους και να το παίξει ψύχραιμος όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, χωρίς να του δείξει τη χαρά που φούντωνε μέσα του. Ώστε να γίνει ξανά ο οδοστρωτήρας που χρειαζόταν ο Όλεγκ για να ισιώσει κορυφές και βάραθρα, μην τυχόν και πνιγεί από τα έντονα συναισθήματά του. Ο Χάρι δεν ήξερε και πολλά από πέδιλα. Ήξερε όμως από συναισθηματικό έλεγχο – έτσι το αποκαλούσε ο Στούλε. Ήξερε δηλαδή πώς να παρηγορεί τον εαυτό του. Ήταν ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα στην ανάπτυξη ενός παιδιού, αλλά δεν κατάφερναν όλα να το αναπτύξουν εξίσου. Ο Στούλε θεωρούσε, παραδείγματος χάριν, ότι ο Χάρι χρειαζόταν κι άλλον συναισθηματικό έλεγχο: του έλειπε, έλεγε, αυτή η ικανότητα του μέσου ανθρώπου ν’ αποφεύγει τον πόνο και να συγκεντρώνει τις σκέψεις του σε άλλα πράγματα, πολύ πιο όμορφα και ευχάριστα. Στο παρελθόν ο Χάρι χρησιμοποιούσε το αλκοόλ για ν’ αντεπεξέλθει στη δουλειά του. Ο πατέρας του Όλεγκ, στη Μόσχα, ήταν κι αυτός αλκοολικός και είχε χάσει στο ποτό ολόκληρη περιουσία και τη ζωή του επίσης – έτσι είχε πει η Ράκελ. Ίσως και γι’ αυτό να ένιωθε ο Χάρι τόση τρυφερότητα για το αγόρι.

Έλειπε και στους δύο αυτός ο ποθητός συναισθηματικός έλεγχος. Άκουσε βήματα στο μπετόν. Κάποιος πλησίαζε τον αγωνιστικό χώρο από την απέναντι μεριά, μες στο σκοτάδι. Ο Χάρι ρούφηξε βαθιά το τσιγάρο του, για να δει ο νεοαφιχθείς πού καθόταν. Ο άνδρας καβάλησε τον προστατευτικό φράχτη και με ελαφριά, ευκίνητα βήματα, ανέβηκε τις μπετονένιες κερκίδες. «Χάρι Χόλε» είπε ο άνδρας, σταματώντας δύο σκαλιά πιο κάτω. «Μίκαελ Μπέλμαν» είπε ο Χάρι. Στο σκοτάδι, οι λευκές κηλίδες στο πρόσωπο του Μπέλμαν έμοιαζαν να φωσφορίζουν. «Δυο πράγματα, Χάρι. Το καλό που σου θέλω, όλο αυτό ν’ αξίζει. Είχα σχεδιάσει σούπερ βραδιά με τη γυναίκα μου απόψε». «Και το δεύτερο;» «Σβήσ’ το τσιγάρο. Ο καπνός κάνει κακό». «Σ’ ευχαριστώ που με σκέφτεσαι». «Τον εαυτό μου σκέφτομαι. Σε παρακαλώ, σβήσ’ το». Ο Χάρι έτριψε τη γόπα στο μπετόν και την ξανάβαλε πίσω στο πακέτο. Ο Μπέλμαν ήρθε και κάθισε δίπλα του. «Ασυνήθιστο μέρος, Χόλε».

«Το μόνο στέκι που έχω, με εξαίρεση του Σρέντερ. Έχει και λιγότερο κόσμο». «Υπερβολικά λίγο, θα έλεγα. Για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως ήσουν ο δολοφόνος και ήθελες να με φέρεις μέχρι εδώ για να με ξεφορτωθείς. Συνεχίζουμε να υποψιαζόμαστε κάποιον από το Σώμα, σωστά;» «Σωστά» είπε ο Χάρι. Του έλειπε ήδη το τσιγάρο. «Βρήκαμε μάλιστα σε ποιο όπλο ανήκει η σφαίρα». «Ήδη; Τι ταχύτητα είναι αυτή! Δεν ήξερα καν ότι είχαμε αρχίσει να..». «Δεν χρειάστηκε. Το πετύχαμε με την πρώτη». «Τι;» «Το όπλο σου ήταν, Μπέλμαν. Όταν το περάσαμε από δοκιμή, τo αποτέλεσμα ταίριαζε με τη σφαίρα στην υπόθεση του Ρενέ Καλσνές». Ο Μπέλμαν έσκασε στα γέλια. Η φωνή του αντήχησε σ’ όλες τις κερκίδες. «Με δουλεύεις, Χάρι;» «Πολύ φοβάμαι ότι κι εγώ αυτό σε ρωτώ, Μίκαελ». «Για σένα, είμαι ο αρχηγός της αστυνομίας ή χερ Μπέλμαν, Χάρι. Και δεν έχω καμία υποχρέωση να σου απαντήσω σε τίποτα. Τι σκατά συμβαίνει εδώ πέρα;» «Αυτό θα πρέπει να μου πεις –συγγνώμη– να μας πείτε, κύριε αρχηγέ. Αλλιώς θα πρέπει να σας συλλάβουμε και να σας ανακρίνουμε επισήμως. Και είμαι σίγουρος ότι κανείς

μας δεν θέλει κάτι τέτοιο. Συνεννοηθήκαμε;» «Μπες στο ψητό, Χάρι. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο;» «Εγώ δύο εξηγήσεις βλέπω. Η πρώτη είναι εύκολη: πυροβολήσατε και σκοτώσατε τον Ρενέ Καλσνές, κύριε αρχηγέ». «Εγώ... εγώ…» Ο Χάρι είδε το στόμα του Μίκαελ Μπέλμαν ν’ ανοιγοκλείνει σιωπηλά, ενώ οι λευκές κηλίδες πάλλονταν ρυθμικά, λες κι ήταν κάποιο εξωτικό πλάσμα του βυθού. «Εσύ έχεις άλλοθι» είπε ο Χάρι. «Έχω άλλοθι;» «Όταν λάβαμε τ’ αποτελέσματα έβαλα την Κατρίνε Μπρατ να το ψάξει. Διαπίστωσε ότι βρισκόσουν στο Παρίσι το βράδυ της δολοφονίας του Ρενέ Καλσνές». «Εγώ;» «Το όνομά σου ήταν στη λίστα επιβατών της πτήσης της Air France από το Όσλο για το Παρίσι και στο βιβλίο επισκεπτών του ξενοδοχείου Γκόλντεν Οριόλ. Υπάρχει κάποιος που να μπορεί να επιβεβαιώσει ότι ήσουν όντως εκεί;» Ο Μίκαελ Μπέλμαν ανοιγόκλεισε τα μάτια του λες κι έτσι θα έβλεπε καλύτερα. Το βόρειο σέλας στα μάγουλά του

έσβησε. Έγνεψε αργά με το κεφάλι του. «Η υπόθεση Καλσνές, ναι... Εκείνη τη μέρα είχα πάει για συνέντευξη στην Ιντερπόλ. Μπορώ σίγουρα να βρω μερικούς μάρτυρες για εκείνο το ταξίδι. Βγήκαμε και για φαγητό το βράδυ, ναι». «Άρα απομένει να μάθουμε πού βρισκόταν το πιστόλι σου εκείνο το βράδυ». «Σπίτι» είπε ο Μίκαελ Μπέλμαν με σιγουριά. «Κλειδωμένο. Το κλειδί βρισκόταν στο μπρελόκ που έχω πάντα μαζί μου». «Μπορείς να το αποδείξεις;» «Πολύ αμφιβάλλω. Αλλά είπες ότι υπήρχαν δύο πιθανές εξηγήσεις. Άσε με να μαντέψω· η δεύτερη είναι ότι οι τύποι που έκαναν τη βαλλιστική...» «Οι περισσότερες είναι κοπέλες, πια». «...εξέταση έκαναν κάποιο λάθος, μπέρδεψαν ας πούμε τη σφαίρα του Καλσνές με τη δικιά μου». «Όχι. Η σφαίρα στο κουτί που πήραμε από τη Διεύθυνση Στοιχείων προέρχεται όντως από το όπλο σου, Μπέλμαν». «Τι εννοείς;» «Για ποιο πράγμα;» «Λέγοντας “η σφαίρα στο κουτί που πήραμε από τη Διεύθυνση Στοιχείων” και όχι η σφαίρα που βρήκαμε στο κρανίο του Καλσνές». Ο Χάρι κατένευσε. «Αυτό ακριβώς εννοώ, Μπέλμαν».

«Που είναι τι ακριβώς;» «Η άλλη πιθανότητα, κατ’ εμέ, είναι ότι κάποιος πήγε και αντικατέστησε τη σφαίρα που υπήρχε στο κουτί στη Διεύθυνση Στοιχείων με μια σφαίρα από το όπλο σου. Η σφαίρα από το όπλο σου έχει κάτι που δεν ταιριάζει στην όλη υπόθεση: είναι πεπιεσμένη κατά τέτοιο τρόπο, που μας δείχνει ότι είχε χτυπήσει σε κάτι πολύ πιο ανθεκτικό από σάρκα και οστά». «Μάλιστα. Σε τι δηλαδή;» «Στο ατσάλι του στόχου στο σκοπευτήριο του Όκερν». «Τι στο καλό σε κάνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο;» «Δεν είναι θέμα πίστης, Μπέλμαν, αλλά θέμα γνώσης. Έστειλα τα κορίτσια από το Βαλλιστικό Τμήμα να πάνε εκεί πάνω και να τεστάρουν το όπλο σου. Και μάντεψε: η σφαίρα που έριξαν ήταν ολόιδια με τη σφαίρα που βρήκαμε στο κουτί του Καλσνές». «Και τι σ’ έκανε να πας να ψάξεις στο σκοπευτήριο;» «Δεν είναι φανερό; Οι περισσότερες σφαίρες που εκτοξεύονται από αστυνομικά περίστροφα και δεν έχουν προορισμό το ανθρώπινο κορμί καταναλώνονται εκεί». Ο Μίκαελ Μπέλμαν κούνησε αργά το κεφάλι του. «Κάτι δεν μου λες, Χάρι. Τι είναι;» «Να σου πω» είπε ο Χάρι, βγάζοντας το πακέτο τα Camel

και προσφέροντας ένα στον Μπέλμαν, που αρνήθηκε. «Κάθισα και σκέφτηκα πόσους καύτες ξέρω μες στην αστυνομία. Και ξέρεις κάτι; Βρήκα μόνον έναν». Ο Χάρι έβγαλε τη μισοκαπνισμένη γόπα, την ξανάναψε και πήρε μια βαθιά, ένρινη ρουφηξιά. «Τον Τρουλς Μπέρντσεν. Και η τύχη το έφερε να μιλήσω με μία μάρτυρα που σας είδε να προπονείστε πρόσφατα στο σκοπευτήριο. Ξέρεις, αφού χτυπήσουν το ατσάλι του στόχου, οι σφαίρες πέφτουν σ’ ένα δοχείο. Είναι πολύ εύκολο να πάει κανείς και να συλλέξει από εκεί οποιαδήποτε χρησιμοποιημένη σφαίρα». «Θες να πεις ότι υποψιάζεσαι ότι ο κοινός μας συνάδελφος Τρουλς Μπέρντσεν πήγε και τοποθέτησε αυτή τη σφαίρα στο κουτί για να μ’ ενοχοποιήσει, Χάρι;» «Εσύ όχι;» Ο Μπέλμαν κάτι πήγε να πει, αλλά το μετάνιωσε. Ανασήκωσε απλώς τους ώμους του. «Δεν ξέρω τι σχεδιάζει ο Μπέρντσεν, Χόλε. Και, για να πούμε την αλήθεια, μάλλον ούτε εσύ ξέρεις». «Να σου πω. Δεν ξέρω πόσο ειλικρινής είσαι, Μπέλμαν, αλλά ξέρω ένα δυο πράγματα για τον Μπέρντσεν. Και ο Μπέρντσεν ξέρει ένα δυο πράγματα για σένα. Σωστά;» «Έχω την εντύπωση ότι κάτι υπαινίσσεσαι, Χόλε, αλλά δεν ξέρω τι». «Νομίζω ότι ξέρεις. Όμως δεν μπορεί να αποδειχθεί, οπότε

ας το ξεχάσουμε. Αυτό που θέλω να μάθω είναι τι θέλει ο Μπέρντσεν». «Η δουλειά σου, Χόλε, είναι να ερευνάς τους φόνους των αστυνομικών, όχι να εκμεταλλεύεσαι τις καταστάσεις για να ξεκινήσεις ένα προσωπικό κυνήγι μαγισσών εναντίον μου ή εναντίον του Τρουλς Μπέρντσεν». «Αυτό νομίζεις ότι κάνω;» «Δεν αποτελεί δα και κάνα μεγάλο μυστικό, Χάρι. Εμείς οι δυο έχουμε τις διαφορές μας. Μάλλον βρήκες την ευκαιρία να αντεπιτεθείς». «Κι εσύ με τον Μπέρντσεν τι έχετε να χωρίσετε; Εσύ ο ίδιος τον έθεσες σε διαθεσιμότητα με την υποψία διαφθοράς». «Όχι, αυτό το έκανε το Συμβούλιο των Εργαζομένων. Και αυτή η παρεξήγηση δεν θα κρατήσει για πολύ ακόμη». «Α, ναι;» «Για την ακρίβεια, ήταν δικό μου το λάθος. Τα λεφτά που μπήκαν στον λογαριασμό του προήλθαν από μένα». «Από σένα;» «Ναι. Έχτισε τη βεράντα του σπιτιού μας και τον πλήρωσα μετρητά, τα οποία έβαλε στον λογαριασμό του. Αλλά μετά εγώ του ζήτησα τα χρήματα πίσω λόγω κατασκευαστικών προβλημάτων. Γι’ αυτό και δεν τα δήλωσε στην εφορία. Δεν ήθελε να πληρώσει φόρο σε χρήματα που δεν του ανήκαν.

Έστειλα τις πληροφορίες στο ΣΔΟΕ χθες». «Τι κατασκευαστικά προβλήματα;» «Τα θεμέλια από μπετόν βγάζουν υγρασία και μυρίζουν άσχημα. Όταν το ΣΔΟΕ βρήκε το μυστηριώδες ποσό στον λογαριασμό του, ο Τρουλς νόμιζε ότι, αν τους έλεγε από πού πήρε τα χρήματα, θα εξέθετε εμένα. Εν πάση περιπτώσει, ξεκαθάρισαν όλα τώρα». Ο Μπέλμαν γύρισε το μανίκι του και το καντράν του ρολογιού Tag Heuer γυάλισε στο σκοτάδι. «Εάν δεν έχεις άλλες ερωτήσεις για τη σφαίρα και το περίστροφό μου, Χάρι, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω. Και υποθέτω κι εσύ. Να προετοιμάσεις τις διαλέξεις σου, ας πούμε». «Για την ώρα ασχολούμαι μόνο με αυτό». «Ασχολιόσουν μόνο με αυτό θες να πεις». «Τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει ότι, μια και πρέπει να κόψουμε δαπάνες στο Σώμα, θα διατάξω την ομαδούλα του Χάγκεν να απαλλαγεί από τους εξωτερικούς της συμβούλους με άμεση ισχύ». «Τον Στούλε Άουνε δηλαδή κι εμένα. Τη μισή ομάδα». «50% οικονομία στις δαπάνες προσωπικού με τη μία! Αξίζω θερμά συγχαρητήρια. Αλλά καθώς η ομάδα σας έχει πάρει ήδη τον στραβό δρόμο, μου φαίνεται ότι θα σας ακυρώσω όλους μαζί, να τελειώνουμε». «Τόσα πολλά έχεις να φοβηθείς, Μπέλμαν;»

«Όταν είσαι το μεγαλύτερο θηρίο στη ζούγκλα, Χάρι, δεν έχεις να φοβηθείς απολύτως τίποτα. Άλλωστε, είμαι...» «...ο αρχηγός της αστυνομίας. Φυσικά και είσαι. Αρχηγός». Ο Μπέλμαν σηκώθηκε όρθιος. «Πολύ χαίρομαι που το έβαλες για τα καλά στην κούτρα σου. Και ξέρω πια ότι όταν αρχίζεις να υποψιάζεσαι έμπιστους συνεργάτες μου όπως ο Μπέρντσεν, δεν πρόκειται για πραγματολογική έρευνα, αλλά για προσωπική βεντέτα στημένη από έναν πικραμένο αλκοολικό, πρώην αστυνομικό. Και ως αρχηγός της αστυνομίας, έχω το καθήκον να προστατέψω τη φήμη του Σώματος. Όταν λοιπόν με ρωτήσουν γιατί έκλεισα άρον άρον την υπόθεση με τον Ρώσο που του έχωσαν ένα τιρμπουσόν στην καρωτίδα στο “Come as you are”, ξέρεις τι θ’ απαντήσω; Θα απαντήσω ότι πρέπει να ξέρουμε πώς να θέτουμε προτεραιότητες και ότι η εν λόγω υπόθεση δεν έχει κλείσει, απλώς δεν είναι στις προτεραιότητές μας αυτή τη στιγμή. Και παρόλο που οποιοσδήποτε έχει σχέση με την αστυνομία ξέρει τις φήμες για το ποιος διέπραξε τον φόνο, εγώ θα συνεχίσω να προσποιούμαι ότι δεν τις έχω ακούσει. Γιατί είμαι ο αρχηγός της αστυνομίας». «Με απειλείς, Μπέλμαν;» «Να απειλήσω εγώ έναν καθηγητή της Αστυνομικής

Ακαδημίας; Καληνύχτα σου, Χάρι». Ο Χάρι κοίταξε τον Μπέλμαν να κατεβαίνει με διασκελισμούς προς το διαχωριστικό, κουμπώνοντας το σακάκι του καθ’ οδόν. Ήξερε ότι καλά θα έκανε να μην ανοίξει το στόμα του. Αυτό τον άσο είχε αποφασίσει να τον κρατήσει στο μανίκι για την περίπτωση που τον χρειαζόταν. Αλλά μόλις του είχαν πει να τα παρατήσει όλα και να σηκωθεί να φύγει, δεν είχε τίποτα να χάσει. Ή όλα ή τίποτα. Περίμενε μέχρι ο Μπέλμαν να περάσει το ένα πόδι πάνω από το διαχωριστικό. «Συναντήθηκες ποτέ με τον Ρενέ Καλσνές, Μπέλμαν;» Ο Μπέλμαν κοκάλωσε στη μέση της κίνησης. Η Κατρίνε είχε ελέγξει τον Μπέλμαν σε σχέση με τον Καλσνές και δεν είχε βρει τίποτα. Έστω κι ένας κοινός λογαριασμός σε κάποιο εστιατόριο, κάποιο εισιτήριο κινηματογράφου ή κοντινές θέσεις σε κάποιο αεροπλάνο ή τρένο, κι η Κατρίνε θα το είχε βρει. Τίποτα. Κοίτα να δεις, όμως, που κοκάλωσε. Ο Μπέλμαν στάθηκε με το ένα πόδι στη μία και το άλλο στην άλλη μεριά του διαχωριστικού. «Τι σόι ηλίθια ερώτηση είναι αυτή τώρα, Χάρι;» Ο Χάρι ρούφηξε βαθιά το τσιγάρο του. «Ήταν ευρέως γνωστό ότι ο Ρενέ Καλσνές πουλούσε το κορμί του για σεξ με την πρώτη ευκαιρία. Και εσύ χαζεύεις γκέι πορνό στο διαδίκτυο».

Ο Μπέλμαν δεν κουνήθηκε, προφανώς το είχε πάρει απόφαση. Ο Χάρι δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του καθαρά μες στο σκοτάδι, μόνο τις λευκές κηλίδες του προσώπου του να λαμπυρίζουν σαν το καντράν του ρολογιού του πριν από λίγο. «Ο Καλσνές ήταν γνωστός στην πιάτσα ως άπληστος και κυνικός αμοραλιστής» είπε ο Χάρι. «Φαντάσου έναν παντρεμένο άνδρα, με σπουδαίο κοινωνικό προφίλ, να εκβιάζεται από έναν τύπο σαν τον Ρενέ Καλσνές. Ίσως ο τύπος να είχε φωτογραφίες τους όταν έκαναν σεξ. Εμένα αυτό μια χαρά μου ακούγεται σαν κίνητρο για φόνο. Αλλά τι θα γινόταν αν ο Ρενέ είχε κελαηδήσει περί του παντρεμένου ανδρός και έβγαινε ύστερα στο φως ότι τελικά υπήρχε κίνητρο στη δολοφονία του; Ο παντρεμένος, λοιπόν, ζητάει από κάποιον άλλο να διαπράξει το έγκλημα. Κάποιον τον οποίο γνωρίζει πολύ καλά, κάποιον που τον έχει στο χέρι, κάποιον που εμπιστεύεται. Ο φόνος διαπράττεται, ενώ ο παντρεμένος άνδρας έχει το τέλειο άλλοθι: δειπνεί σε εστιατόριο του Παρισιού, ας πούμε. Κοίτα, όμως, που χρόνια μετά, οι δύο παιδικοί φίλοι τα τσουγκρίζουν. Ο δολοφόνος απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του και ο παντρεμένος αρνείται να τον προστατέψει, παρόλο που μπορεί να το κάνει· αφεντικό του είναι, εξάλλου. Κι έτσι ο δολοφόνος παίρνει μια

χρησιμοποιημένη σφαίρα από το περίστροφο του παντρεμένου και την τοποθετεί στο κουτί με τα αποδεικτικά στοιχεία. Είτε για να εκδικηθεί, είτε για να πιέσει τον παντρεμένο άνδρα να τον επαναπροσλάβει στη δουλειά. Διότι δεν είναι καθόλου εύκολο, για κάποιον που δεν ξέρει από “κάψιμο”, να ξεφορτωθεί τη σφαίρα. Ήξερες, παρεμπιπτόντως, ότι ο Τρουλς Μπέρντσεν είχε δηλώσει την απώλεια του υπηρεσιακού του περιστρόφου ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Καλσνές; Βρήκα το όνομά του στη λίστα που μου έδωσε η Κατρίνε εδώ και δυο ώρες». Ο Χάρι πήρε μια βαθιά ανάσα. Έκλεισε τα μάτια του ώστε η λάμψη να μην επηρεάσει τη νυχτερινή του όραση. «Τι έχει να πει για όλα αυτά ο κύριος αρχηγός της αστυνομίας;» «Έχει να πει ευχαριστώ. Ευχαριστώ, Χάρι, που με βοήθησες με την απόφασή μου να καταργήσω την ομάδα σας. Θα το κάνω αύριο πρωί πρωί». «Αυτό σημαίνει ότι ισχυρίζεσαι πως δεν συνάντησες ποτέ τον Ρενέ Καλσνές;» «Μη με περνάς εμένα από ανάκριση, Χάρι Χόλε. Εγώ τις έφερα αυτές τις τεχνικές στη Νορβηγία, από την Ιντερπόλ. Οποιοσδήποτε μπορεί να πέσει πάνω σε γκέι φωτογραφίες όταν σερφάρει στο διαδίκτυο· βρίσκονται παντού. Και δεν έχουμε ανάγκη από ομάδες επιθεωρητών που θεωρούν κάτι τέτοια έγκυρα τεκμήρια μιας σοβαρής έρευνας».

«Δεν έτυχε να πέσεις πάνω τους, Μπέλμαν. Πλήρωσες για ολόκληρα βίντεο με την πιστωτική σου και τα κατέβασες στον υπολογιστή σου». «Δεν ακούς τι σου λέω! Εσύ δεν αναρωτήθηκες ποτέ για τέτοιου είδους ταμπού; Όταν κατεβάζεις φωτογραφίες από μια δολοφονία δεν σημαίνει ότι είσαι και δολοφόνος. Αν μια γυναίκα γοητεύεται στην ιδέα του βιασμού δεν σημαίνει ότι θέλει και να τη βιάσουν!» Ο Μπέλμαν πέρασε από πάνω και το άλλο του πόδι. Τώρα στεκόταν από την άλλη μεριά. Είχε ξεφύγει. Έστρωσε το σακάκι του. «Μια τελευταία συμβουλή, Χάρι. Μην τολμήσεις να με κυνηγήσεις. Αν θες το καλό σου. Και το καλό της γυναίκας σου». Ο Χάρι είδε την πλάτη του Μπέλμαν ν’ απομακρύνεται μες στο σκοτάδι και άκουσε τα βαριά του βήματα να ηχούν θολά τριγύρω στις κερκίδες. Πέταξε το τσιγάρο του και το έλιωσε με το πόδι. Με μανία. Προσπαθώντας να το χώσει μες στο μπετόν.

39

Ο

Χάρι βρήκε την ταλαιπωρημένη Μερσεντές του Έισταϊν Άικελαντ στην πιάτσα των ταξί στη βόρεια έξοδο του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού του Όσλο. Τα ταξί ήταν παρκαρισμένα σε κύκλο, σχηματίζοντας ένα αμυντικό δαχτυλίδι, σαν βαγόνια τρένου κουλουριασμένα ενάντια σε επιθέσεις Απάτσι, εφοριακών, ανταγωνιστών κι οποιουδήποτε άλλου απειλούσε να τους πάρει αυτό που θεωρούσαν ότι τους ανήκε δικαιωματικά. Ο Χάρι μπήκε στο μπροστινό κάθισμα. «Πολλή δουλειά απόψε;» «Δεν έχω πάρει το πόδι μου απ’ το γκάζι» είπε ο Έισταϊν, ρουφώντας προσεκτικά ένα μικροσκοπικό στριφτό τσιγάρο και φυσώντας τον καπνό προς τον καθρέφτη, όπου αντικατοπτριζόταν η ουρά ξοπίσω του, που έμοιαζε να

μεγαλώνει. «Πόσο συχνά παίρνεις επιβάτες κατά τη διάρκεια της νύχτας;» ρώτησε ο Χάρι, βγάζοντας το πακέτο με τα τσιγάρα του. «Τόσο σπάνια, που σκέφτομαι να σου βάλω το ταξίμετρο να γράφει. Ε! Δεν διαβάζεις τι λέει εδώ, ρε;» Ο Έισταϊν έδειξε το σήμα «Απαγορεύεται το κάπνισμα», πάνω στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. «Άκου, Έισταϊν, χρειάζομαι τη συμβουλή σου». «Εγώ λέω μη. Μην παντρευτείς. Μια χαρά γυναίκα η Ράκελ, αλλά ο γάμος είναι περισσότερο πρόβλημα παρά διασκέδαση. Άκου και τον παλιό». «Έισταϊν, δεν έχεις παντρευτεί ποτέ σου». «Ακριβώς». Ο παιδικός του φίλος έδειξε τα κίτρινα δόντια στη μέση του ισχνού του προσώπου και κούνησε το κεφάλι του, μαστιγώνοντας το μαξιλαράκι με τη μαδημένη αλογοουρά του. Ο Χάρι άναψε τσιγάρο. «Και να σκεφτεί κανείς ότι σου ζήτησα να γίνεις και κουμπάρος μου...» «Ο κουμπάρος πρέπει πάντα να τα ’χει δεκατέσσερα, Χάρι. Και γάμος χωρίς μεθύσι δεν λέει: σαν τόνικ δίχως τζιν είναι». «Καλά καλά. Δεν έχω έρθει για συμβουλές περί γάμου». «Πες το, ντε. Ο Άικελαντ είναι όλος αυτιά». Ο καπνός τον τσίμπησε στον λαιμό. Ο βλεννογόνος του

Χάρι δεν ήταν πια συνηθισμένος σε δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα. Κι ήξερε πολύ καλά ότι ο Έισταϊν δεν μπορούσε να τον συμβουλέψει – σωστά, τουλάχιστον. Οι αρχές και η λογική με τις οποίες είχε μεγαλώσει ο Έισταϊν Άικελαντ είχαν διαμορφώσει έναν τόσο δυσλειτουργικό τρόπο ζωής, που έμοιαζε δελεαστικός μόνο σε άτομα με πολύ συγκεκριμένα ενδιαφέροντα. Οι στύλοι του αϊκελάνειου οικοδομήματος ήταν το αλκοόλ, η εργένικη ζωή, οι γυναίκες κατωτάτου επιπέδου, μια ενδιαφέρουσα και δυστυχώς φθίνουσα διανόηση, μια κάποια περηφάνια και ένα ένστικτο επιβίωσης που, σε πείσμα όλων, παρήγε περισσότερη οδήγηση παρά μεθύσια, όπως επίσης μια ικανότητα να βλέπεις ζωή και διάολο κατά πρόσωπο και να γελάς με την καρδιά σου – μια ικανότητα που ακόμα και ο Χάρι έβρισκε αξιοθαύμαστη. Ο Χάρι πήρε μια τζούρα από το τσιγάρο του. «Υποψιάζομαι έναν αστυνομικό πίσω απ’ όλους αυτούς τους φόνους των μπάτσων». «Χώσ’ τον μέσα, λοιπόν» είπε ο Έισταϊν, βγάζοντας ένα τρίμμα καπνού απ’ τη γλώσσα του. Και ξαφνικά σταμάτησε. «Είπες φόνους των μπάτσων; Όπως λέμε φόνους των μπάτσων;» «Ναι. Το πρόβλημά μου είναι ότι αν συλλάβω αυτόν τον άνθρωπο θα με πάρει μαζί του στα τάρταρα».

«Και γιατί παρακαλώ;» «Γιατί μπορεί να αποδείξει ότι εγώ σκότωσα τον Ρώσο στο μπαρ». Ο Έισταϊν γούρλωσε τα μάτια του. «Καθάρισες κάποιον Ρώσο σε κάποιο μπαρ;» «Τι κάνω λοιπόν; Τον συλλαμβάνω και πέφτω μαζί του στον γκρεμό; Πράγμα που σημαίνει ότι η Ράκελ δεν θα ’χει σύζυγο και ο Όλεγκ πατέρα;» «Συμφωνώ». «Με τι συμφωνείς;» «Συμφωνώ ότι πρέπει να τους χρησιμοποιήσεις σαν πρόχωμα. Είναι διαβολικά έξυπνο να έχεις σε εφεδρεία κάτι τέτοιες φιλανθρωπικές προφάσεις. Κοιμάσαι πολύ καλύτερα μετά. Θυμάσαι εκείνη τη φορά που κλέβαμε μήλα κι εγώ την κοπάνησα και άφησα τον Τρέσκο να βγάλει το φίδι από την τρύπα; Προφανώς και δεν μπορούσε να τρέξει γρήγορα μ’ όλο αυτό το βάρος και τα τσόκαρα που φορούσε. Είπα λοιπόν στον εαυτό μου ότι ο Τρέσκο τη χρειαζόταν την κατσάδα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι εγώ, για να χτίσει χαρακτήρα, ηθικό εννοώ, για να βρει τη σωστή κατεύθυνση. Γιατί προς τα εκεί έρρεπε από την αρχή, κατάλαβες; Προς τον καθωσπρεπισμό. Ενώ εγώ ήθελα ανέκαθεν να είμαι λήσταρχος. Εμένα τι να μου κάνει ένα χέρι ξύλο για μερικά ψωρομήλα;»

«Δεν πρόκειται να βάλω άλλους να φάνε σκατά για χάρη μου, Έισταϊν». «Και τι γίνεται αν αυτός ο τύπος ξεπαστρέψει κι άλλους αστυνομικούς, ενώ εσείς θα ξέρετε ότι μπορούσατε να τον είχατε σταματήσει;» «Αυτό είναι το ζήτημα» είπε ο Χάρι, φυσώντας τον καπνό προς το «Απαγορεύεται το κάπνισμα». Ο Έισταϊν κοίταξε τον φίλο του. «Μην το κάνεις, Χάρι...» «Μην κάνω τι;» «Μην...» Ο Έισταϊν κατέβασε το παράθυρό του και πέταξε έξω ό,τι είχε μείνει απ’ το στριφτό: δυο εκατοστά σαλιωμένο χαρτάκι Ρίζλα. «Δεν θέλω να ξέρω. Απλώς μην το κάνεις». «Κοίτα να δεις. Το πιο άνανδρο θα ήταν να μην κάνω τίποτα. Να πω στον εαυτό μου ότι δεν έχω αποδείξεις – πράγμα που είναι αλήθεια, παρεμπιπτόντως– και να κλείσω τα μάτια. Αλλά πώς χωνεύεται όλο αυτό μετά, Έισταϊν;» «Μια χαρά χωνεύεται, ρε. Αλλά πάντα ήσουν ολίγον σαλεμένος σε κάτι τέτοια, Χάρι. Δεν ξέρω αν θα μπορέσεις να το χωνέψεις». «Κανονικά, δεν θα μπορούσα. Αλλά όπως είπα και πριν, έχω άλλα πράγματα στο μυαλό μου πια». «Δεν μπορεί να τον συλλάβει κάποιος άλλος;» «Είναι ικανός να χρησιμοποιήσει ό,τι ξέρει και δεν ξέρει για

τους πάντες μες στην αστυνομία, μόνο και μόνο για να διαπραγματευτεί μείωση της ποινής. Έχει δουλέψει και ως επιθεωρητής και ως καύτης και ξέρει όλα τα τεχνάσματα. Συν τοις άλλοις, θα τον σώσει ο αρχηγός της αστυνομίας. Ξέρει πάρα πολλά ο ένας για τον άλλο». Ο Έισταϊν πήρε από τον Χάρι το πακέτο με τα τσιγάρα. «Ξέρεις κάτι; Μου φαίνεται ότι ήρθες να σου δώσω την ευχή μου για να διαπράξεις φόνο. Ξέρει κανείς άλλος τι σκέφτεσαι να κάνεις;» Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ούτε καν η ομάδα μου». Ο Έισταϊν έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε με τον αναπτήρα του. «Χάρι». «Ναι». «Είσαι ο πιο μόνος άνθρωπος που ξέρω, ρε». Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. Κοντά μεσάνυχτα. Κοίταξε μέσα από το παρμπρίζ. «Μοναχικός, θες να πεις». «Όχι. Μόνος. Επιλογή σου και παραξενιά σου». «Εν πάση περιπτώσει» είπε ο Χάρι, ανοίγοντας την πόρτα. «Ευχαριστώ για τη συμβουλή». «Ποια συμβουλή;» Η πόρτα έκλεισε με γδούπο. «Ποια συμβουλή, ρε μαλάκα;» φώναξε ο Έισταϊν προς την

πόρτα και την κυρτή φιγούρα που χανόταν μες στο σκοτάδι. «Και ούτε ταξί δεν παίρνεις για να πας σπίτι, μίζερε καριόλη!»

Το σπίτι έστεκε σκοτεινό και σιωπηλό. O Xάρι καθόταν στον καναπέ και χάζευε το ντουλάπι. Δεν είχε πει σε κανέναν τις υποψίες που έτρεφε για τον Τρουλς Μπέρντσεν. Είχε πάρει τηλέφωνο τον Μπγιορν και την Κατρίνε να τους ενημερώσει ότι είχε μιλήσει για λίγο με τον Μίκαελ Μπέλμαν. Κι ότι, μια και ο αρχηγός είχε άλλοθι για το βράδυ της δολοφονίας, κάπου θα πρέπει να έχει γίνει λάθος ή τα στοιχεία ήταν πειραγμένα, άρα θα έπρεπε να μη βγει παραέξω ότι η σφαίρα στο κουτί με τα αποδεικτικά στοιχεία ταίριαζε με το περίστροφο του Μπέλμαν. Τσιμουδιά δεν είχε πει για ό,τι πραγματικά συζητήθηκε. Τσιμουδιά δεν είχε βγάλει για τον Τρουλς Μπέρντσεν. Και τσιμουδιά, επίσης, και για το τι πραγματικά έπρεπε να γίνει. Έτσι ήταν το σωστό: σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις οδεύεις ολομόναχος. Το κλειδί το είχε κρύψει στο ράφι με τα CD. O Xάρι έκλεισε τα μάτια του. Προσπάθησε να χαλαρώσει λίγο, να μη δίνει σημασία στις φωνές που στριφογύριζαν μες

στο κεφάλι του. Αλλά δεν είχε νόημα· με το που προσπαθούσε να ηρεμήσει, εκείνες άρχιζαν να ουρλιάζουν. Ο Τρουλς Μπέρντσεν είναι τρελός, έλεγαν. Υπόθεση, όχι γεγονός. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα ξεκινούσε ολόκληρη εκστρατεία δολοφονίας εναντίον των συναδέλφων του. Yπήρχε μέτρο σύγκρισης, βέβαια: φτάνει να κοιτάξει κανείς τι συνέβαινε στην Αμερική όταν κάποιος απολυμένος, ή κατά κάποιο τρόπο ταπεινωμένος, επέστρεφε στον χώρο εργασίας του και ξέκανε τους παλιούς του συναδέλφους. Ο Ομάρ Θόρντον είχε σκοτώσει οκτώ σε μια αποθήκη διανομής μπίρας όταν τον έπιασαν να κλέβει. Ο Γουέζλι Νιλ Χίγκντον πέντε, όταν το αφεντικό τού είπε να βγάλει τον σκασμό. Η Τζένιφερ Σαν Μάρκο είχε φυτέψει έξι σφαίρες στα κεφάλια των συναδέλφων της στο ταχυδρομείο όταν την απέλυσαν επειδή ήταν –οποία έκπληξις– τρελή. Η διαφορά με τους φόνους στο Όσλο ήταν ο βαθμός προετοιμασίας τους και η άψογη εκτέλεση του σχεδίου. Πόσο τρελός ήταν, λοιπόν, ο Τρουλς Μπέρντσεν; Ήταν αρκετά τρελός ώστε η αστυνομία να απορρίψει τις κατηγορίες του ότι ο Χάρι Χόλε είχε σκοτώσει κάποιον σ’ ένα μπαρ; Όχι. Όχι αν είχε τεκμήρια. Τα τεκμήρια δεν μπορούν να κηρυχθούν παράφρονα.

Ο Χάρι άφησε το μυαλό του να δουλέψει όπως ήθελε αυτό. Τα πάντα ταίριαζαν. Το κίνητρο όμως, το σημαντικότερο απ’ όλα; Ταίριαζε; Τι είχε πει ο Μίκαελ Μπέλμαν; Αν μια γυναίκα γοητεύεται στην ιδέα του βιασμού δεν σημαίνει ότι θέλει και να τη βιάσουν. Αν ένας άνδρας φαντασιώνεται βία, δεν σημαίνει ότι... Για τ’ όνομα του Θεού, κόφ’ το! Αλλά δεν γινόταν. Δεν θα έβρισκε την ηρεμία του μέχρι να λυθεί το πρόβλημα. Και μόνο δύο τρόποι υπήρχαν για να λυθεί. Ο παλιός, καλός τρόπος, η λύση για την οποία ούρλιαζε τώρα ολόκληρο το σώμα του: το ποτό. Το ποτό που πολλαπλασιαζόταν, συσκότιζε, μεταμφίεζε τα πράγματα και τον ηρεμούσε. Ο προσωρινός τρόπος· ο κακός τρόπος. Κι ύστερα υπήρχε και ο άλλος, ο τελικός τρόπος. Ο αναγκαίος τρόπος. Ο τρόπος που θα απομάκρυνε το πρόβλημα μια για πάντα. Η μεφιστοφελική εναλλακτική. Ο Χάρι πετάχτηκε όρθιος. Δεν υπήρχε αλκοόλ στο σπίτι· από τη στιγμή που είχε μετακομίσει εκεί μέσα, το αλκοόλ είχε εξαφανιστεί. Άρχισε να βαδίζει ανήσυχα πάνω κάτω. Κοίταξε το παλιό γωνιακό ντουλάπι. Κάτι του θύμιζε. Μια παλιά κάβα που είχε στο παλιό του σπίτι, την οποία συνήθιζε να γυροφέρνει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Τι τον σταματούσε;

Πόσες φορές στο παρελθόν δεν είχε πουλήσει την ψυχή του για κάτι λιγότερο από αυτό; Ίσως αυτό να ήταν και το ζήτημα: ότι όσες φορές είχε δώσει την ψυχή του για ψίχουλα, είχε τη δικαιολογία της ηθικής αγανάκτησης. Ενώ αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν... ακάθαρτα. Ήθελε να σώσει και το τομάρι του μέσα σ’ όλα. Το άκουγε μέσα του πια, να του ψιθυρίζει. Βγάλε με, χρησιμοποίησέ με. Χρησιμοποίησέ με με τον τρόπο που πρέπει να με χρησιμοποιούν. Κι αυτή τη φορά θα την τελειώσω τη δουλειά. Δεν θ’ αφήσω να με ξεγελάσει ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο. Μισή ώρα απείχε από εκεί, με το αυτοκίνητο, το διαμέρισμα του Τρουλς Μπέρντσεν στο Μάνγκλερουντ. Και το οπλοστάσιο που είχε δει με τα ίδια του τα μάτια στο υπνοδωμάτιό του: όπλα, χειροπέδες, μάσκες οξυγόνου. Κλομπ. Τι περίμενε λοιπόν; Αφού ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Κι αν είχε άδικο; Αν ο Τρουλς Μπέρντσεν δεν είχε σκοτώσει τον Ρενέ Καλσνές ακολουθώντας τις οδηγίες του Μίκαελ Μπέλμαν; Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Τρουλς ήταν παλαβός· ο Μίκαελ όμως; Ή μήπως όλο αυτό ήταν δημιούργημα του μυαλού του, ένα παζλ που είχε κατασκευάσει ο ίδιος από τα κομμάτια που είχε στα χέρια του, αναγκάζοντάς τα να ταιριάξουν μόνο και μόνο επειδή το ήθελε, επειδή χρειαζόταν, επειδή απαιτούσε

να δει μια εικόνα, οποιαδήποτε εικόνα που θα του έδινε κάποια απάντηση –αν όχι το νόημα– το συναίσθημα ότι οι τελείες ενώνονταν και έκλεινε η γραμμή; Ο Χάρι έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη του και διάλεξε το γράμμα Α. Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα, άκουσε ένα γρύλισμα στην άλλη άκρη. «Ναι;» «Έλα, Άρνολ, εγώ είμαι». «Χάρι;» «Ναι. Είσαι στη δουλειά;» «Είναι μία η ώρα το πρωί, Χάρι. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, είμαι στο κρεβάτι μου». «Συγγνώμη. Θες να ξανακοιμηθείς;» «Αφού ρωτάς, ναι». «ΟΚ, αλλά μια και ξύπνησες...» Άκουσε ένα βογκητό απ’ την άλλη άκρη. «Αναρωτιόμουν κάτι για τον Μίκαελ Μπέλμαν. Θυμάμαι ότι εργαζόσουν στην Κρίπος όταν ήταν εκεί. Παρατήρησες ποτέ τίποτα που να σε κάνει να υποψιαστείς ότι ένιωθε σεξουαλική έλξη για άνδρες;» Ακολούθησε σιωπή κατά τη διάρκεια της οποίας ο Χάρι άκουσε τις ανάσες του Άρνολ κι ένα τρένο που περνούσε στο βάθος. Από τους ήχους ο Χάρι συμπέρανε ότι ο Άρνολ είχε το παράθυρο ανοικτό: πιο πολύ άκουγες τι γινόταν έξω από

το δωμάτιο παρά μέσα. Θα πρέπει να την είχε συνηθίσει όλη αυτή τη φασαρία, γιατί δεν έμοιαζε να τον ενοχλεί. Και ξαφνικά, του ήρθε. Όχι σαν αποκάλυψη· περισσότερο σαν αδέσποτη ιδέα: ότι ίσως αυτό συνέβαινε και σ’ αυτήν την υπόθεση. Ίσως να ήταν οι ήχοι, οι οικείοι τους ήχοι, αυτοί οι ήχοι που είχαν συνηθίσει και άρα δεν τους ξυπνούσαν· ίσως αυτούς να έπρεπε ν’ αφουγκραστούν. «Κοιμήθηκες, Άρνολ;» «Καθόλου, απλώς η ιδέα μού είναι τόσο ανοίκεια, που πρέπει πρώτα να την αφήσω να κατασταλάξει μέσα μου. Λοιπόν. Εκ των υστέρων, αν δούμε τα πάντα από διαφορετική οπτική γωνία... Αλλά και πάλι, δεν μπορώ να... είναι όμως πασιφανές...» «Τι είναι πασιφανές;» «Δεν ξέρω, ο Μπέλμαν και το σκυλάκι του, εκείνος που του είναι τυφλά αφοσιωμένος». «Ο Τρουλς Μπέρντσεν». «Ακριβώς. Αυτοί οι δύο...» Κι άλλη παύση. Κι άλλο τρένο. «Δεν ξέρω, ρε Χάρι. Δεν μπορώ να τους δω σαν ζευγάρι. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;» «Καταλαβαίνω. Εντάξει, συγγνώμη που σε ξύπνησα. Καληνύχτα». «Καληνύχτα. Για μισό...» «Ε;»

«Υπήρχε ένας τύπος στην Κρίπος. Το είχα σχεδόν ξεχάσει αλλά να, μια φορά που είχα πάει στην τουαλέτα, τον είδα με τον Μπέλμαν δίπλα στους νεροχύτες και τα πρόσωπα και των δύο ήταν κατακόκκινα. Λες και κάτι είχε συμβεί. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Θυμάμαι να σκέφτομαι κάτι παρόμοιο τότε, αλλά δεν είχα δώσει και πολλή σημασία. Και ο τύπος έφυγε από την Κρίπος λίγο αργότερα». «Πώς τον έλεγαν;» «Δεν έχω ιδέα. Μπορώ να μάθω, αλλά όχι τώρα». «Ευχαριστώ, Άρνολ. Καλόν ύπνο». «Ευχαριστώ. Τι συμβαίνει;» «Τίποτα το ιδιαίτερο, Άρνολ» είπε ο Χάρι, έκλεισε το τηλέφωνο και το ξανάβαλε στη θέση του. Άνοιξε το άλλο του χέρι. Κοίταξε το ράφι με τα CD. Το κλειδί ήταν κάτω από το γράμμα W. «Τίποτα το ιδιαίτερο» επανέλαβε. Πηγαίνοντας στο μπάνιο έβγαλε την μπλούζα του. Ήξερε ότι τα σεντόνια ήταν λευκά, καθαρά και κρύα. Και ότι η ησυχία έξω από το ανοιχτό παράθυρο θα ήταν απόλυτη και ο νυχτερινός αέρας όσο κρύος έπρεπε. Και ότι δεν επρόκειτο να κοιμηθεί ούτε στιγμή απόψε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι άκουσε τον αέρα που σφύριζε.

Σφύριζε μέσα από την κλειδαρότρυπα ενός πολύ παλιού, μαύρου, γωνιακού ντουλαπιού.

Η αξιωματικός υπηρεσίας στο τηλεφωνικό κέντρο δέχθηκε μια κλήση για πυρκαγιά στις τέσσερις και έξι τα ξημερώματα. Όταν άκουσε τη γεμάτη ένταση φωνή του πυροσβέστη, υπέθεσε αμέσως ότι επρόκειτο για μεγάλη πυρκαγιά και ίσως να χρειαζόταν να σταματήσουν την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, να διαφυλάξουν προσωπικές περιουσίες ή να αντιμετωπίσουν νεκρούς και τραυματίες. Εξεπλάγη, λοιπόν, όταν ο πυροσβέστης τής εξήγησε ότι ο καπνός είχε θέσει σε λειτουργία το σύστημα συναγερμού σ’ ένα μπαρ στο κέντρο, το οποίο ήταν κλειστό εκείνο το βράδυ, και ότι η φωτιά είχε σβήσει από μόνη της πριν καλά καλά φτάσει εκεί η Πυροσβεστική. Κι ακόμα πιο πολύ, όταν ο πυροσβέστης επέμεινε να στείλει αμέσως ένα περιπολικό. Κατάλαβε ότι αυτό που στην αρχή είχε εκλάβει ως ένταση στη φωνή του πυροσβέστη ήταν, στην πραγματικότητα, τρόμος. Η φωνή του έτρεμε, σαν τη φωνή κάποιου που είχαν δει πολλά τα μάτια του αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τον προετοιμάσει γι’ αυτό που προσπαθούσε τώρα να ξεστομίσει. «Ένα μικρό κορίτσι. Πρέπει να την έλουσαν με κάτι. Υπάρχουν άδεια μπουκάλια αλκοόλ στο μπαρ».

«Πού είστε;» «Έχει... έχει γίνει κάρβουνο. Την είχαν δέσει σε έναν σωλήνα». «Πού είστε;» «Γύρω από τον λαιμό. Μοιάζει με κλειδαριά ποδηλάτου. Πρέπει να έρθετε, μ’ ακούτε;» «Ναι, αλλά πού;...» «Στην Κβαντρατούρεν. Το μέρος λέγεται “Come as you are”. Xριστέ μου, είναι ένα μικρό κοριτσάκι...»

40

Ο

Στούλε Άουνε ξύπνησε στις 6.28 το πρωί από ένα κουδούνισμα. Για κάποιον λόγο, στην αρχή νόμισε ότι ήταν το τηλέφωνο, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι ήταν το ξυπνητήρι του. Κάτι θα ’βλεπε στ’ όνειρό του. Αφού όμως δεν πίστευε στην ερμηνεία των ονείρων, όπως δεν πίστευε και στην ψυχοθεραπεία, δεν έκανε καμία προσπάθεια ν’ ανακαλέσει τι ήταν αυτό. Κατέβασε με δύναμη το χέρι του πάνω στο ξυπνητήρι και έκλεισε τα μάτια του για να απολαύσει τα δύο ενδιάμεσα λεπτά πριν αυτό ξαναχτυπήσει. Περίμενε ν’ ακούσει τα γυμνά ποδαράκια της Αουρόρα να τρέχουν στο πάτωμα, όπως συνήθιζαν, για να προλάβει να μπει πρώτη στο μπάνιο. Ησυχία. «Πού είναι η Αουρόρα;»

«Κοιμήθηκε στης Εμίλιε» μουρμούρισε η Ίνγκριντ με βαριά φωνή. Ο Στούλε Άουνε σηκώθηκε από το κρεβάτι. Έκανε ντους, ξυρίστηκε, έφαγε πρωινό με τη γυναίκα του σιωπηλά, καθώς εκείνη διάβαζε την εφημερίδα της. Ο Στούλε είχε γίνει εξπέρ στο να διαβάζει την εφημερίδα ανάποδα. Απέφυγε να διαβάσει για τους φόνους των αστυνομικών· δεν υπήρχαν νεότερα, μόνο θεωρίες. «Δεν θα περάσει από εδώ πριν πάει στο σχολείο;» ρώτησε ο Στούλε. «Έχει πάρει τα πράγματά της μαζί». «Μάλιστα. Δεν μου λες τώρα, επιτρέπεται να κοιμάται αλλού όταν έχει σχολείο την επόμενη μέρα;» «Όχι, δεν επιτρέπεται. Κοίτα λοιπόν να της πεις ένα δυο πραγματάκια» είπε η Ίνγκριντ και γύρισε τη σελίδα της εφημερίδας της. «Ξέρεις τι κάνει η έλλειψη ύπνου στο μυαλό, Ίνγκριντ;» «Το νορβηγικό κράτος σε πλήρωνε επί έξι χρόνια για να το ανακαλύψεις, Στούλε, άρα κρίμα στους φόρους μου αν ήξερα κι εγώ». Αυτή η ικανότητα της γυναίκας του να είναι διανοητικά τόσο σβέλτη νωρίς το πρωί δημιουργούσε ανέκαθεν στον Στούλε ένα μείγμα εκνευρισμού και θαυμασμού. Μέχρι τις δέκα το πρωί τον έβγαζε νοκ άουτ. Πριν από το μεσημέρι,

ούτε χτύπημα δεν μπορούσε να της καταφέρει. Τον πρώτο γύρο τον κέρδιζε μετά τις έξι το απόγευμα. Αυτό σκεφτόταν καθώς έκανε όπισθεν για να βγει από το γκαράζ και κατευθυνόταν προς το γραφείο του στη Σπουρβαϊσγκάτα. Δεν θα μπορούσε να ζήσει με μια γυναίκα που δεν θα τον κατατρόπωνε πνευματικά επί καθημερινής βάσεως. Και ευτυχώς που ήξερε από γενετική, γιατί αλλιώς θα του ήταν ακόμη απόλυτο μυστήριο πώς αυτοί οι δύο είχαν καταφέρει να βγάλουν ένα τόσο γλυκό και ευαίσθητο παιδί σαν την Αουρόρα. Κάποια στιγμή έπαψε να τα σκέφτεται όλα αυτά. Είχε πολλή κίνηση, αλλά όχι περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως. Το σημαντικότερο ήταν η προβλεψιμότητα της διαδρομής και όχι το πόση ώρα έπαιρνε. Είχαν συνάντηση στο λεβητοστάσιο στις δώδεκα και ο Στούλε είχε τρεις ασθενείς να δει πριν από αυτό. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Άκουσε τις ειδήσεις και το τηλέφωνό του να χτυπάει την ίδια στιγμή, διαισθανόμενος ενστικτωδώς κάποια σχέση ανάμεσα στα δύο. Ήταν ο Χάρι. «Η συνάντηση αναβάλλεται. Έχουμε καινούργιο φόνο». «Το κορίτσι για το οποίο άκουσα στο ραδιόφωνο;» «Ναι. Τουλάχιστον ξέρουμε ότι είναι κορίτσι».

«Δεν ξέρετε ποια είναι;» «Όχι. Δεν έχει γίνει κάποια δήλωση εξαφάνισης». «Πόσων χρονών;» «Αδύνατο να πει κανείς, αλλά από το μέγεθος και το σχήμα του κορμιού της θα έλεγα μεταξύ δέκα και δεκατεσσάρων». «Και νομίζεις ότι σχετίζεται με την υπόθεσή μας;» «Ναι». «Γιατί;» «Γιατί βρέθηκε στη σκηνή ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος, στο μπαρ “Come as you are”. Και γιατί...» ο Χάρι ξερόβηξε «...γιατί είχε περασμένη στον λαιμό της μια αλυσίδα ποδηλάτου, που ήταν κλειδωμένη πάνω σ’ έναν σωλήνα». «Ο Χριστός και η Παναγία». Ο Χάρι ξερόβηξε ξανά. «Χάρι;» «Ναι;» «Είσαι εντάξει;» «Ναι». «Συμβαίνει... συμβαίνει κάτι;» «Ναι». «Εκτός της αλυσίδας; Καταλαβαίνω ότι...» «Την περιέλουσε με αλκοόλ πριν ανάψει το σπίρτο.

Υπάρχουν άδεια μπουκάλια πάνω στο μπαρ. Τρία, όλα της ίδιας μάρκας. Θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει τόσα και τόσα άλλα». «Τι, είναι;...» «Ναι. Είναι Jim Beam». «...το ουίσκι σου». Ο Στούλε άκουσε τον Χάρι να ουρλιάζει να μην αγγίξει κανείς τίποτα. Ύστερα επανήλθε στη γραμμή: «Θες να έρθεις να δεις τη σκηνή;». «Έχω κάτι ασθενείς πρώτα. Ίσως μετά». «Εντάξει, όπως θες. Εμείς εδώ θα είμαστε». Έκλεισαν το τηλέφωνο. Ο Στούλε προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην οδήγηση. Ένιωθε την ανάσα του λαχανιασμένη, τα ρουθούνια του ν’ ανοιγοκλείνουν, το στήθος του βαρύ. Σήμερα θα ήταν ακόμα χειρότερος στη δουλειά του απ’ ό,τι συνήθως.

Ο Χάρι βγήκε στον δρόμο, όπου ποδηλάτες, άνθρωποι, αυτοκίνητα και τραμ τον προσπερνούσαν με ταχύτητα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να συνηθίσουν στο φως μετά το τόσο σκοτάδι και κάθισε να χαζέψει τη μάταιη φασαρία του πλήθους που αγνοούσε ότι λίγα μόνο μέτρα παραδίπλα υπήρχαν τα σημάδια ενός εξίσου μάταιου θανάτου: το

καρβουνιασμένο πτώμα ενός κοριτσιού, καθισμένο πάνω σε μια λιωμένη, πλαστική καρέκλα. Η αστυνομία δεν είχε ιδέα ποια θα μπορούσε να ήταν. Βέβαια ο Χάρι κάποια ιδέα είχε, αλλά δεν τολμούσε καν να τη σκεφτεί. Πήρε βαθιές ανάσες και πίεσε το μυαλό του να συλλογιστεί. Ύστερα κάλεσε στο τηλέφωνο την Κατρίνε, την οποία είχε στείλει πίσω στο λεβητοστάσιο, μπροστά στον υπολογιστή. «Ακόμη τίποτα για το θέμα των εξαφανίσεων;» τη ρώτησε. «Τίποτα». «Εντάξει. Ψάξε, σε παρακαλώ, ποιοι επιθεωρητές έχουν κόρες μεταξύ οκτώ και δεκαέξι ετών. Άρχισε με όσους δούλεψαν στην υπόθεση Καλσνές. Αν βρεις κάποιον, πάρ’ τον τηλέφωνο και ρώτα τον αν έχει δει την κόρη του σήμερα. Με το μαλακό». «Εντάξει». Ο Χάρι έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Μπγιορν βγήκε έξω και στάθηκε δίπλα του. Η φωνή του ήταν χαμηλή, απαλή, λες και βρίσκονταν μέσα σε εκκλησία. «Χάρι;» «Ναι;» «Δεν νομίζω ότι έχω δει χειρότερο πράμα σε όλη μου τη ζωή». Ο Χάρι κατένευσε. Ήξερε μερικά απ’ όσα είχε δει ο

Μπγιορν στη ζωή του, αλλά αυτό πρέπει να ήταν όντως το χειρότερο. «Ο άνθρωπος που το έκανε αυτό...» σήκωσε ο Μπγιορν τα χέρια του στον αέρα, πήρε μια βαθιά ανάσα, ξεφύσηξε μ’ έναν αναστεναγμό και τα ξανακατέβασε. «Πρέπει να τον κάνουν σουρωτήρι απ’ τις σφαίρες». Μες στις τσέπες του μπουφάν του, ο Χάρι έσφιξε τις γροθιές του. Ξέροντας ότι ο Μπγιορν είχε δίκιο. Τουφέκι τού χρειαζόταν του μπάσταρδου. Ή δυο τρεις σφαίρες από το Οντέσα στο ντουλάπι στο Χολμενκόλεν. Όχι τώρα· εχθές το βράδυ έπρεπε να τον είχε ξεπαστρέψει· αντί να ξαπλώνει στο κρεβάτι του, ποιος, αυτός ο άνανδρος, πρώην αστυνομικός, που δεν είχε μπορέσει να τελειώσει τη δουλειά γιατί δεν είχε, λέει, ξεκάθαρα κίνητρα. Για ποιον θα το έκανε, για το καλό των εν δυνάμει θυμάτων, της Ράκελ και του Όλεγκ, ή για το δικό του καλό; Το κορίτσι στο μπαρ όμως δεν ενδιαφερόταν πια για τα κίνητρά του. Ήταν πολύ αργά για κείνη και τους γονείς της. Σκατά, σκατά κι απόσκατα! Κοίταξε το ρολόι του. Ο Τρουλς Μπέρντσεν ήξερε πια ότι ο Χάρι θα τον έπαιρνε για τα καλά στο κυνήγι και θα προετοιμαζόταν καταλλήλως. Μέχρι και προσκλητήριο του είχε στείλει: δελεάζοντάς τον στην παλιά σκηνή του δικού του εγκλήματος, ταπεινώνοντάς

τον, χρησιμοποιώντας το ίδιο δηλητήριο –Jim Beam– και την αλυσίδα του ποδηλάτου για την οποία τον κορόιδευε όλη η αστυνομία. Ο μεγάλος Χάρι Χόλε, που τον είχαν αλυσοδέσει στην πινακίδα «Απαγορεύεται το παρκάρισμα» στη Σπουρβαϊσγκάτα, σαν σκύλο με κολάρο. Ο Χάρι πήρε μια βαθιά ανάσα. Θα μπορούσε να τα παίξει όλα για όλα: να μιλήσει για τον Γκούστο, τον Όλεγκ και τον νεκρό Ρώσο και μετά να κάνει επιδρομή στο σπίτι του Τρουλς Μπέρντσεν με την ομάδα Δέλτα – κι αν τύχαινε και τους ξέφευγε, θα τον καταζητούσαν από την Ιντερπόλ μέχρι και το μικρότερο αστυνομικό τμήμα της χώρας. Ή... Ο Χάρι πήγε να βγάλει το πακέτο με τα τσιγάρα του. Αλλά το ξανάχωσε στην τσέπη του. Βαρέθηκε πια να καπνίζει. ...Ή θα μπορούσε να παίξει το παιχνίδι ακριβώς όπως ήθελε αυτός ο μπάσταρδος.

Στο διάλειμμα μεταξύ δεύτερου και τρίτου ασθενούς, ο Στούλε Άουνε ολοκλήρωσε επιτέλους τη σκέψη που του τριβέλιζε το μυαλό τόσες ώρες. Ή, μάλλον, τις σκέψεις: δύο ήταν. Η μία ήταν ότι κανείς δεν είχε δηλώσει την εξαφάνιση του κοριτσιού. Κι όμως· το κορίτσι ήταν μεταξύ δέκα και δεκατεσσάρων ετών. Οι γονείς της θα έπρεπε να είχαν

ανησυχήσει όταν δεν γύρισε σπίτι το βράδυ. Δεν θα έπρεπε να είχαν δηλώσει την εξαφάνισή της; Η δεύτερη σκέψη είχε να κάνει με το πώς συνδεόταν ο φόνος του κοριτσιού με τους φόνους των αστυνομικών. Μέχρι τώρα, ο δολοφόνος είχε διαλέξει ως θύματά του επιθεωρητές της αστυνομίας. Ίσως, λοιπόν, ν’ άρχιζε τώρα να επιδεικνύει αυτή την τάση που έχουν οι κατά συρροήν δολοφόνοι να κλιμακώνουν τη βία που προκαλούν: τι πιο κακό να κάνεις σε κάποιον από το να τον σκοτώσεις; Απλό· να σκοτώσεις τους απογόνους του. Το παιδί του. Σε αυτή την περίπτωση, έπρεπε ν’ αναρωτηθούν ποιανού η σειρά ήταν. Προφανώς όχι του Χάρι. Ο Χάρι δεν είχε παιδιά. Και τότε ήταν που τον έλουσε κρύος ιδρώτας, βίαια και ξαφνικά· άρχισε ν’ αναβλύζει απ’ όλους τους πόρους του ογκώδους κορμιού του. Ο Στούλε άρπαξε το τηλέφωνο που είχε στο ανοιχτό συρτάρι, βρήκε το όνομα της Αουρόρα και το κάλεσε. Το τηλέφωνο χτύπησε οκτώ φορές και ύστερα απάντησε ο τηλεφωνητής. Προφανώς και δεν θα απαντούσε, ήταν στο σχολείο και, πολύ λογικά, απαγορευόταν να έχουν ανοιχτά τα κινητά τους κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Πώς ήταν το επώνυμο της Εμίλιε; Το είχε ακούσει τόσες και τόσες φορές, αλλά με αυτά ασχολούνταν η Ίνγκριντ.

Σκέφτηκε να της τηλεφωνήσει αλλά αποφάσισε να μην την ανησυχήσει αδίκως και, αντί γι’ αυτό, έψαξε τις λέξεις «σχολική κατασκήνωση» στον υπολογιστή του. Βρήκε ένα σωρό μέιλ από την προηγούμενη χρονιά, μαζί με τις διευθύνσεις όλων των γονιών των συμμαθητών της Αουρόρα. Τις κοίταξε στα γρήγορα ευχόμενος να το αναγνωρίσει και, όντως, έπειτα από λίγο, διάβασε: Τόρουν Άινερσεν. Όπως Εμίλιε Άινερσεν – πόσο εύκολο να το θυμάται κανείς! Kι ακόμα καλύτερα, από κάτω ήταν καταγεγραμμένα τα τηλέφωνα όλων των γονιών. Ο Στούλε είδε τα δάχτυλά του να τρέμουν, του ήταν δύσκολο να πατήσει τα σωστά πλήκτρα· μάλλον είχε πιει πάρα πολύ, ή υπερβολικά λίγο, καφέ. «Τόρουν Άινερσεν στο τηλέφωνο». «Ε... καλημέρα. Είμαι ο Στούλε Άουνε, ο πατέρας της Αουρόρα. Ε... ήθελα να ρωτήσω αν όλα πήγαν καλά χθες το βράδυ». Σιωπή. Παρατεταμένη. «Εννοώ, που ήρθε η Αουρόρα να κοιμηθεί σ’ εσάς» είπε. Και για να είναι εντελώς σίγουρος, πρόσθεσε: «Με την Εμίλιε». «Α, κατάλαβα. Φοβάμαι ότι η Αουρόρα δεν ήρθε χθες το βράδυ σπίτι μας. Ξέρω ότι το συζητούσαν κάποια στιγμή,

αλλά...» «Τότε μάλλον λάθος έκανα» είπε ο Στούλε και παρατήρησε ότι η φωνή του ήταν στην τσίτα. «Ναι, έχετε δίκιο, δεν είναι εύκολο να θυμάται κανείς ποιος κοιμάται στο σπίτι ποιανού, πια» γέλασε η Τόρουν Άινερσεν, αλλά η φωνή της πρόδιδε και μια μικρή ανησυχία για τον πατέρα που δεν γνώριζε πού είχε κοιμηθεί η κόρη του το προηγούμενο βράδυ. Ο Στούλε Άουνε έκλεισε το τηλέφωνο. Το πουκάμισό του ήταν σχεδόν μούσκεμα. Πήρε τηλέφωνο την Ίνγκριντ. Απάντησε ο τηλεφωνητής. Της άφησε μήνυμα να τον ξανακαλέσει. Και ύστερα πετάχτηκε όρθιος και βγήκε τρέχοντας από το γραφείο του. Η τελευταία του ασθενής, μια μεσήλικη γυναίκα που έκανε θεραπεία για λόγους ακατανόητους στον Στούλε, γύρισε και τον κοίταξε. «Φοβάμαι ότι πρέπει να το ακυρώσουμε για σήμερα...» Ήθελε να προσθέσει το όνομά της, αλλά δεν το θυμήθηκε μέχρι που κατέβηκε στο ισόγειο, βγήκε από την πόρτα κι άρχισε να τρέχει μ’ όλη του τη δύναμη προς το αμάξι του, στη Σπουρβαϊσγκάτα.

Ο Χάρι συνειδητοποίησε ότι πίεζε επικίνδυνα το χάρτινο

ποτηράκι του καφέ του, καθώς το σκεπασμένο φορείο περνούσε από μπροστά τους, κατευθυνόμενο προς το ασθενοφόρο. Αγριοκοίταξε το πλήθος των θεατών που είχαν συρρεύσει γύρω τους. Είχε πάρει τηλέφωνο η Κατρίνε. Καμία δήλωση εξαφάνισης ακόμα και κανείς από τους ερευνητές της υπόθεσης Καλσνές δεν είχε κόρη μεταξύ οκτώ και δεκάξι ετών. Ο Χάρι τής είχε ζητήσει ν’ αρχίσει να ψάχνει και τους υπόλοιπους συναδέλφους στην αστυνομία. Ο Μπγιορν βγήκε από το μπαρ βγάζοντας τα γάντια μιας χρήσης και κατεβάζοντας την κουκούλα από τη λευκή του στολή. «Τίποτα νέα από την ομάδα DNA;» ρώτησε ο Χάρι. «Όχι». Το πρώτο πράγμα που είχε κάνει ο Χάρι όταν έφτασε στον τόπο του εγκλήματος ήταν να πάρει ένα δείγμα ιστού και να το στείλει κατεπειγόντως στη Σήμανση. Ένα ολοκληρωμένο τεστ DNA έπαιρνε ώρα, αλλά η εύρεση των αρχικών ψηφίων του κωδικού ήταν γρήγορη υπόθεση και υπεραρκετή για τις έρευνές τους. Όλοι οι ερευνητές που ασχολούνταν με ανθρωποκτονίες –στο Ανθρωποκτονιών ή τη Σήμανση– είχαν καταγεγραμμένο το προφίλ του γενετικού τους κώδικα, προς αποφυγήν μόλυνσης αποδεικτικών στοιχείων. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, είχαν καταγραφεί τα DNA και

απλών αστυνομικών που έτυχε να φτάσουν πρώτοι στον τόπο του εγκλήματος ή να τον περιφρουρούν, ή ακόμα και απλών πολιτών που θεωρούνταν πιθανόν να έχουν περάσει από εκεί. Ήταν ζήτημα απλών πιθανοτήτων. Με τα πρώτα τρία τέσσερα, από τα συνολικά έντεκα, ψηφία, θα μπορούσαν ν’ αποκλείσουν τους περισσότερους εμπλεκόμενους επιθεωρητές. Με πέντε ή έξι, όλους τους. Πλην ενός· αν ο Χάρι μάντευε σωστά. Κοίταξε το ρολόι του. Δεν ήξερε για ποιον λόγο αργούσαν ή τι προσπαθούσαν να κάνουν· το μόνο που ήξερε ήταν ότι δεν είχαν πολλή ώρα. Ότι ο ίδιος δεν είχε πολλή ώρα.

Ο Στούλε Άουνε πάρκαρε το αυτοκίνητό του μπροστά από την είσοδο του σχολικού συγκροτήματος και άναψε τα αλάρμ. Άκουσε το τρέξιμό του ν’ αντηχεί μεταξύ των κτιρίων γύρω από το προαύλιο. Οι μοναχικοί ήχοι της παιδικής του ηλικίας. Ο ήχος της καθυστερημένης άφιξης στο σχολείο ή των καλοκαιρινών διακοπών, όταν έφευγαν όλοι από την πόλη κι έμενε μόνος. Τράβηξε με δύναμη τη βαριά πόρτα, μπήκε στον διάδρομο· τα βήματά του δεν αντηχούσαν τώρα, μόνο το λαχάνιασμά του ακουγόταν. Να η πόρτα του τμήματός της. Αυτή δεν ήταν; Τμήμα ή τάξη ήταν το σωστό; Πόσο λίγα ήξερε για την καθημερινή της ζωή! Πόσο λίγο την

είχε δει τους τελευταίους έξι μήνες. Πόσο πολλά ήθελε να μάθει! Και πόση ώρα θα περνούσε μαζί της από εδώ και πέρα. Φτάνει μόνο να... φτάνει να...

Ο Χάρι κοίταξε τριγύρω στο μπαρ. «Διέρρηξαν την πίσω πόρτα με αντικλείδι» είπε ο αστυνομικός ξοπίσω του. Ο Χάρι κατένευσε. Είχε δει τις γρατζουνιές γύρω από την κλειδαριά. Αντικλείδι. Αστυνομικό εργαλείο. Γι’ αυτό και ο Χάρι δεν είχε παραξενευτεί. Σημάδια αντίστασης ή τσακωμού δεν υπήρχαν. Τα πάντα βρίσκονταν στη θέση τους, στο πάτωμα δεν είχε πέσει τίποτα, ούτε καρέκλες ούτε τραπέζια αναποδογυρισμένα υπήρχαν. Ο ιδιοκτήτης είχε κληθεί για ανάκριση. Ο Χάρι είπε ότι δεν χρειαζόταν να τον δει. Όχι ότι δεν ήθελε να τον δει. Δεν τους είχε πει τον λόγο, ότι δεν ήθελε να τον αναγνωρίσουν. Κάθισε σ’ ένα σκαμπό στο μπαρ και θυμήθηκε την τελευταία φορά που βρισκόταν εκεί, μ’ ένα ανέγγιχτο ποτήρι Jim Beam μπροστά του. Ο Ρώσος τού την είχε πέσει από πίσω, προσπαθώντας να καρφώσει τη λάμα του σιβηριανού του μαχαιριού στην καρωτίδα του. Τον Χάρι τον είχε σώσει το ψεύτικό του δάχτυλο από τιτάνιο, το οποίο πρόλαβε να χώσει

ανάμεσα στη λεπίδα και τον λαιμό του. Ο ιδιοκτήτης είχε σταθεί πίσω από το μπαρ, τρομοκρατημένος και παράλυτος, καθώς ο Χάρι ψηλαφούσε πάνω στον πάγκο να βρει το τιρμπουσόν. Θυμήθηκε το αίμα που είχε πεταχτεί στο πάτωμα, λες κι είχε σπάσει ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. «Ακόμη τίποτα από πλευράς στοιχείων» είπε ο Μπγιορν. Ο Χάρι κατένευσε. Φυσικά και τίποτα. Ο Μπέρντσεν ήταν ολομόναχος, γιατί να βιαστεί; Κοίταξε να τακτοποιήσει γύρω του πριν τη βουτήξει στο αλκοόλ, πριν την περιλούσει, πριν – η λέξη τού βγήκε ασυναίσθητα– τη μαρινάρει. Και ύστερα της είχε βάλει φωτιά. Οι πρώτες νότες του «She» του Γκραμ Πάρσονς αντήχησαν τριγύρω και ο Μπγιορν σήκωσε το τηλέφωνό του. «Ναι;... Βρήκατε αποτέλεσμα απ’ το μητρώο; Για περίμενε λίγο...» Έβγαλε ένα μολύβι και το σημειωματάριο μάρκας Μόουλσκιν, το οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ. Ο Χάρι υποψιαζόταν ότι στον Μπγιορν άρεσε τόσο το εξώφυλλό του, που όταν γέμιζε έσβηνε όλες τις σημειώσεις του και το ξαναχρησιμοποιούσε από την αρχή. «Όχι, όχι, δεν έχει καταδικαστεί αλλά έχει δουλέψει σε πολλές έρευνες ανθρωποκτονιών... Ναι, φοβάμαι ότι περιμέναμε κάτι τέτοιο... Και πώς τον λένε;» Ο Μπγιορν είχε ακουμπήσει το σημειωματάριο στο μπαρ

και περίμενε να γράψει, αλλά το μολύβι του έμεινε μετέωρο. «Πώς είπες το όνομα του πατέρα της;» Ο Χάρι κατάλαβε από τη φωνή του συναδέλφου του ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Καθόλου καλά.

Ενώ ο Στούλε Άουνε τραβούσε με μανία την πόρτα της αίθουσας, οι κάτωθι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του: Ότι είχε υπάρξει κακός πατέρας. Ότι δεν ήταν και πολύ σίγουρος ότι το τμήμα της Αουρόρα είχε τη δική του αίθουσα. Και ότι, αν όντως είχε, μπορεί και να μην ήταν αυτή εδώ. Είχαν περάσει δυο χρόνια από την τελευταία φορά που είχε έρθει στο σχολείο, κατά τη διάρκεια μιας γιορτής όπου οι μαθητές εξέθεταν τις ζωγραφιές τους, τα ανθρωπάκια τους, τις φιγούρες που είχαν φτιάξει από πηλό, όλες αυτές τις παιδικές κατασκευές που διόλου δεν τον είχαν εντυπωσιάσει. Οποιοσδήποτε καλός πατέρας θα είχε, αν μη τι άλλο, εντυπωσιαστεί. Οι φωνές καταλάγιασαν και η τάξη γύρισε σύσσωμη προς το μέρος του. Και στη σιωπή που ακολούθησε, ο Στούλε κοίταξε τριγύρω, τα παιδικά, απαλά πρόσωπα, τα άθικτα, αγνά πρόσωπά τους που δεν είχαν ζήσει ακόμη όσο τους

αναλογούσε, πρόσωπα που δεν είχαν σχηματιστεί και δεν είχαν αποκτήσει ακόμη χαρακτήρα, που δεν είχαν σκληρύνει και γίνει μια μάσκα που αντικατόπτριζε τον εσωτερικό τους κόσμο. Σαν τη δικιά του. Κορούλα μου. Το βλέμμα του συνάντησε πρόσωπα που είχε ξαναδεί σε φωτογραφίες, σε πάρτι γενεθλίων, σε –αχ, τόσο λίγους!– αγώνες χάντμπολ, την τελευταία μέρα της κάθε σχολικής χρονιάς. Συνέχισε να ψάχνει για το ένα και μοναδικό πρόσωπο και το όνομά της γεννήθηκε και μεγάλωσε σαν λυγμός μες στον λαιμό του: Αουρόρα, Αουρόρα, Αουρόρα.

Ο Μπγιορν έχωσε το κινητό στην τσέπη του. Ακούμπησε στον πάγκο με την πλάτη προς τον Χάρι και έμεινε ακίνητος, κουνώντας αργά το κεφάλι του πέρα δώθε. Ύστερα έκανε μεταβολή. Το πρόσωπό του έμοιαζε να έχει υποστεί αφαίμαξη. Ήταν χλωμό, εντελώς άχρωμο. «Είναι κάποιος που ξέρεις καλά» είπε ο Χάρι. Ο Μπγιορν κατένευσε αργά, σαν υπνοβάτης. Ξεροκατάπιε. «Μα δεν είναι δυνατόν...»

«Αουρόρα». Ένα τείχος από πρόσωπα κοιτούσε άφωνο τον Στούλε

Άουνε. Το όνομά της είχε βγει από τα χείλη του σαν λυγμός. Σαν προσευχή. «Αουρόρα» επανέλαβε. Με την άκρη του ματιού του είδε τον δάσκαλο να κινείται προς το μέρος του.

«Τι δεν είναι δυνατόν;» ρώτησε ο Χάρι. «Η κόρη του» είπε ο Μπγιορν. «Απλώς δεν... δεν... Είναι αδύνατον». Τα μάτια του Στούλε ήταν πλημμυρισμένα δάκρυα. Αισθάνθηκε ένα χέρι στον ώμο του. Ύστερα είδε μια φιγούρα να σηκώνεται και να έρχεται προς το μέρος του, με το περίγραμμά της να φθίνει, σαν σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Κι όμως, σκέφτηκε, της μοιάζει. Έμοιαζε στην Αουρόρα. Ως ψυχολόγος, βέβαια, ήξερε ότι όλο αυτό ήταν στο μυαλό του, ήταν ο τρόπος του ν’ αντιμετωπίσει το ανυπόφορο, να πει ψέματα στον εαυτό του. Να δει αυτό που ήθελε να δει. Ωστόσο ψιθύρισε τ’ όνομά της. «Αουρόρα». Ακόμα και η φωνή έμοιαζε με τη δική της. «Συμβαίνει τίποτα...» Ο Στούλε άκουσε την τελευταία λέξη στο τέλος της ερώτησης, αλλά δεν ήξερε κατά πόσο ειπώθηκε ή την

πρόσθεσε μετά ο εγκέφαλός του. «... μπαμπά;»

«Γιατί είναι αδύνατον;» «Γιατί...» είπε ο Μπγιορν, κοιτάζοντας τον Χάρι χωρίς όμως να τον βλέπει. «Ναι;» «Γιατί έχει ήδη πεθάνει».

41

Ή

ταν ένα ήσυχο πρωινό στο κοιμητήριο Βέστρε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το μακρινό βουητό από την κίνηση των αυτοκινήτων στην οδό Σερκεντάλ και η κλαγγή από τα τραμ που μετέφεραν τους ανθρώπους στο κέντρο της πόλης. «Ο Ρούαν Μιντστούεν, λοιπόν» είπε ο Χάρι, προσπερνώντας τη μια ταφόπετρα μετά την άλλη. «Πόσα χρόνια δουλεύει μαζί σας;» «Κανείς δεν ξέρει» απάντησε ο Μπγιορν τρέχοντας να τον φτάσει. «Από την απαρχή του κόσμου». «Και η κόρη του πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα;» «Πέρσι το καλοκαίρι. Αρρωστημένα πράγματα, σου λέω, δεν είναι δυνατόν. Έχουμε διαβάσει μόνο το πρώτο μέρος του γενετικού κώδικα, άρα υπάρχει ακόμα 10-15% πιθανότητα

να ’ναι κάποια άλλη, ίσως...» Έπεσε πάνω στον Χάρι, που είχε σταματήσει απότομα. «Για δες» είπε ο Χάρι, γονατίζοντας στο χώμα και χώνοντας τα δάχτυλά του στη φρεσκοσκαμμένη γη μπροστά από την ταφόπλακα που έγραφε «Φία Μιντστούεν». «Η πιθανότητα αυτή μόλις εξαφανίστηκε». Σήκωσε το χέρι του και το φρέσκο χώμα γλίστρησε ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Ξέθαψε το πτώμα, το μετέφερε στο μπαρ και του έβαλε φωτιά». «Τι διάο...» Ο Χάρι άκουσε την κλαμένη φωνή του συναδέλφου του. Απέφυγε να τον κοιτάξει. Τον άφησε στην ησυχία του και περίμενε. Έκλεισε τα μάτια του και αφουγκράστηκε. Ένα πουλί τραγουδούσε ένα ακατανόητο, για τ’ ανθρώπινα αυτιά, τραγούδι. Ο ανέμελος αέρας σφύριζε απαλά σπρώχνοντας τα συννεφάκια στον ουρανό. Το υπέργειο μετρό κροτάλισε πηγαίνοντας προς τα δυτικά. Ο χρόνος περνούσε, αλλά πού πήγαινε; Ο Χάρι ξανάνοιξε τα μάτια του. Έβηξε. «Καλά θα κάνουμε να ζητήσουμε την εκταφή του φέρετρου για να βεβαιωθούμε, πριν ενημερώσουμε τον πατέρα της». «Θα το κάνω εγώ αυτό». «Μπγιορν» είπε ο Χάρι «είναι καλύτερα έτσι. Τουλάχιστον δεν κάηκε ζωντανό κανένα κοριτσάκι».

«Συγχώρα με, είμαι εξαντλημένος. Και ο Ρούαρ έχει ήδη τα χάλια του και...» Τίναξε ψηλά τα χέρια του, απελπισμένος. «Μην ανησυχείς» είπε ο Χάρι και σηκώθηκε όρθιος. «Πού πας;» Ο Χάρι κοίταξε προς τον βορρά, προς τον δρόμο και το μετρό. Τα σύννεφα κατευθύνονταν προς το μέρος του. Βοριαδάκι. Και να σου πάλι αυτή η αίσθηση, ότι ήξερε κάτι που δεν συνειδητοποιούσε ακόμη, κάτι χωμένο στα σκοτεινά τρίσβαθα του μυαλού του, κάτι που δεν έλεγε ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια. «Πρέπει να φύγω, έχω μια δουλειά». «Τι δουλειά;» «Τίποτα, κάτι που έχω αναβάλει πολύ καιρό τώρα». «Καλά. Να σου πω, όμως, υπάρχει κάτι που μ’ απα​σχολεί». Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του και του έκανε νόημα να συνεχίσει. «Όταν μίλησες στον Μπέλμαν εχθές, σου είπε τι θα μπορούσε να έχει συμβεί με τη σφαίρα;» «Όχι, ιδέα δεν είχε». «Ούτε εσύ; Εσύ συνήθως έχεις τουλάχιστον κάποια θεωρία». «Χμ. Πρέπει να φύγω, Μπγιορν».

«Χάρι;» «Ναι;» «Μην...» είπε ο Μπγιορν, χαμογελώντας ντροπαλά. «Μην κάνεις καμιά βλακεία, ΟΚ;»

Η Κατρίνε Μπρατ έγειρε πίσω στην καρέκλα της και κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή. Ο Μπγιορν Χολμ μόλις είχε πάρει τηλέφωνο να της πει ότι βρέθηκε ο πατέρας, κάποιος Μιντστούεν, που είχε ερευνήσει τον φόνο του Καλσνές, αλλά δεν τον είχαν ψάξει γιατί η κόρη του ήταν ήδη νεκρή. Η Κατρίνε, προσωρινώς άεργη, ξανακοίταζε τώρα την αναζήτηση που είχε κάνει την προηγούμενη μέρα. Δεν είχε βρει κάποια σχέση μεταξύ Μπέλμαν και Καλσνές, αλλά όταν είχε ψάξει για τους ανθρώπους με τον συχνότερο συσχετισμό με τον Μίκαελ Μπέλμαν, τρία ονόματα ξεχώριζαν: η πρώτη ήταν η Ούλα Μπέλμαν· ύστερα ο Τρουλς Μπέρντσεν. Και στην τρίτη θέση, η Ιζαμπέλε Σκέγιεν. Δεν της φάνηκε περίεργο που η γυναίκα του ερχόταν πρώτη στη λίστα, ούτε που η επίτροπος Κοινωνικών Υπηρεσιών –το αφεντικό του ουσιαστικά– ερχόταν τρίτη. Το όνομα που την είχε παραξενέψει ήταν αυτό του Τρουλς Μπέρντσεν. Για τον απλούστατο λόγο ότι είχε βρει κι ένα εσωτερικό

σημείωμα από το ΣΔΟΕ προς τον αρχηγό της αστυνομίας, γραμμένο εδώ, στα Κεντρικά, που εξηγούσε ότι υπήρχε μία κατάθεση μετρητών στο όνομα του Τρουλς Μπέρντσεν την οποία ο δικαιούχος αρνούνταν να δικαιολογήσει, και ζητούσε, ως εκ τούτου, την άδεια να ξεκινήσει το ΣΔΟΕ έρευνα για πιθανή δωροδοκία. Η Κατρίνε δεν βρήκε κάποιο απαντητικό έγγραφο και υπέθεσε ότι ο Μπέλμαν πρέπει να τους είχε απαντήσει προφορικά. Αυτό που την εξέπληξε, πάνω απ’ όλα, ήταν ότι ο αρχηγός της αστυνομίας είχε ανταλλάξει χιλιάδες μηνύματα με τον εν λόγω ύποπτο για διαφθορά, είχε χρησιμοποιήσει τις πιστωτικές του κάρτες στα ίδια μέρη και την ίδια ώρα, είχε ταξιδέψει με τα ίδια τρένα και αεροπλάνα, είχε πάει στα ίδια ξενοδοχεία κατά τις ίδιες ημερομηνίες και είχε βρεθεί στο ίδιο σκοπευτήριο μαζί του μόλις πρόσφατα. Όταν ο Χάρι τής είχε ζητήσει να ψάξει εκτενώς τον Μπέλμαν, η Κατρίνε είχε ανακαλύψει ότι ο αρχηγός έβλεπε διαδικτυακά γκέι πορνό. Λες ο Τρουλς Μπέρντσεν να ήταν ο εραστής του; Η Κατρίνε καθόταν και κοιτούσε την οθόνη. Και λοιπόν; Δεν σήμαινε κάτι αυτό. Ήξερε ότι ο Χάρι είχε συναντήσει τον Μπέλμαν το προηγούμενο βράδυ στο Βάλε Χόβιν. Και ότι του είχε μιλήσει για τη συσχέτιση σφαίρας και περιστρόφου. Κι ότι πριν φύγει

από το λεβητοστάσιο, ο Χάρι μουρμούριζε διάφορα περί ενός προαισθήματος που είχε για το ποιος μπορεί ν’ άλλαξε τη σφαίρα στο κουτί του Καλσνές από τη Διεύθυνση Στοιχείων. Όταν τον ρώτησε, εκείνος της απάντησε μόνο: «Η Σκιά». Η Κατρίνε άπλωσε τα δίχτυα της αναζήτησης βαθύτερα στο παρελθόν. Κοίταξε τ’ αποτελέσματα. Ο Μπέλμαν και ο Μπέρντσεν ήταν αυτοκόλλητοι κατά τη διάρκεια όλης της καριέρας τους, η οποία ξεκινούσε από το Α.Τ. του Στόβνερ, μετά την αποφοίτησή τους από την Αστυνομική Ακαδημία. Η Κατρίνε εμφάνισε μια λίστα με υπαλλήλους του Στόβνερ εκείνη την περίοδο. Τα μάτια της έτρεξαν πάνω στην οθόνη. Σταμάτησαν σ’ ένα όνομα. Η Κατρίνε σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε έναν αριθμό που άρχιζε από 55. «Να σου πω, δεσποινίς Μπρατ, μας θυμήθηκες επιτέλους;» είπε τραγουδιστά η φωνή και η Κατρίνε ένιωσε τεράστια ανακούφιση στο άκουσμα μιας αυθεντικής επαρχιώτικης προφοράς. «Υποτίθεται ότι έπρεπε να ’χεις περάσει για τσεκάπ καιρό τώρα!» «Χανς...» «Δόκτωρ Χανς, σε παρακαλώ. Και κάνε μου τη χάρη να

βγάλεις την μπλούζα σου πρώτα». «Κόφ’ το» είπε η Κατρίνε, χαμογελώντας. «Σε παρακαλώ, μη συγχέεις την ιατρική επιστήμη με την ανεπιθύμητη σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, Μπρατ». «Κάποιος μου σφύριξε ότι γύρισες στο Τμήμα, σωστά;» «Σωστά. Κι εσύ πού είσαι του λόγου σου;» «Στο Όσλο. Παρεμπιπτόντως, έχω μια λίστα μπροστά μου που λέει ότι εργαζόσουν στο Α.Τ. του Στόβνερ όταν ήταν εκεί ο Μίκαελ Μπέλμαν κι ο Τρουλς Μπέρντσεν». «Ναι, ήταν μόλις είχα βγάλει την Ακαδημία και βρισκόμουν εκεί για τα μάτια μιας γυναίκας, Μπρατ. Ο εφιάλτης με τα πεπόνια, σου την έχω πει την ιστορία;» «Πιθανόν». «Αλλά όταν τα τσουγκρίσαμε, τα τσούγκρισα και με το Όσλο». Ο δόκτωρ Χανς ξέσπασε σε ιαχές από την άλλη άκρη της γραμμής: «Βέστλαν, Βέστλαν!». «Χανς! Όταν δούλευες με τους...» «Κανείς δεν δούλευε μαζί τους, Κατρίνε! Είτε δούλευες για την πάρτη τους, είτε δούλευες εναντίον τους». «Ο Τρουλς Μπέρντσεν βρίσκεται σε διαθεσιμότητα». «Καιρός ήταν, σου λέω. Τι έγινε, τις έβρεξε πάλι σε κανέναν;» «Τις έβρεξε; Δεν κατάλαβα, έδερνε κρατουμένους;»

«Χειρότερα. Έδερνε αστυνομικούς». Η Κατρίνε ανατρίχιασε. «Σοβαρά; Ποιον, ας πούμε;» «Οποιονδήποτε τα ’ριχνε στη γυναίκα του Μπέλμαν. Ο Μπίβις Μπέρντσεν ήταν τρελός και παλαβός και για τους δυο τους». «Πώς τους έδερνε;» «Τι εννοείς;» «Εννοώ, χρησιμοποιούσε τίποτα για να τους δείρει;» «Κι εγώ πού να ξέρω; Κάτι σκληρό, φαντάζομαι. Τουλάχιστον έτσι φάνηκε όταν εκείνος ο νεαρός από τον βορρά έκανε τη βλακεία να χορέψει μάγουλο με μάγουλο με την κυρία Μπέλμαν στον χριστουγεννιάτικο χορό του Τμήματος». «Ποιος νεαρός από τον βορρά;» «Να δεις πώς τον έλεγαν... Κάτσε να θυμηθώ... Κάτι από Ρ. Ναι, Ρούναρ. Ρούναρ, ναι. Ρούναρ τι, όμως; Ρούναρ... κοίτα να δεις...» Έλα, θυμήσου, σκέφτηκε η Κατρίνε, καθώς τα δάχτυλά της αυτομάτως άρχισαν να τρέχουν πάνω στο πληκτρολόγιο. «Συγγνώμη, Κατρίνε, πάνε πολλά χρόνια τώρα. Ίσως να βοηθούσε αν έβγαζες την μπλούζα σου». «Δελεαστικό» είπε η Κατρίνε «αλλά το βρήκα δίχως τη βοήθειά σου. Μόνο ένας Ρούναρ υπήρχε τότε στο Στόβνερ.

Γεια σου, Χανς». «Περίμενε! Μια εξέταση στήθους μόνο...» «Γεια σου, διεστραμμένε». Του έκλεισε το τηλέφωνο. Πάτησε το έντερ. Άφησε τη μηχανή αναζήτησης να ψάξει και εκείνη κόλλησε το βλέμμα της στο όνομά του. Κάτι της έλεγε. Πού το είχε ξανακούσει; Έκλεισε τα μάτια της, μουρμουρίζοντάς το. Ήταν τόσο σπάνιο, που αποκλείεται να ήταν απλή σύμπτωση. Άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε τ’ αποτελέσματα. Ήταν πολλά· αρκετά· ιατρικές εξετάσεις, εισαγωγή στο νοσοκομείο για απεξάρτηση απ’ τα ναρκωτικά. Η αλληλογραφία μεταξύ του διευθυντή της κλινικής απεξάρτησης στο Όσλο και του αρχηγού της αστυνομίας. Ένα ζευγάρι αθώα, πεντακάθαρα γαλανά μάτια την κοιτούσαν από την οθόνη. Και ξαφνικά, θυμήθηκε από πού τον ήξερε.

Ο Χάρι μπήκε στο σπίτι και πήγε κατευθείαν στο ράφι με τα CD, χωρίς καν να βγάλει τα παπούτσια του. Έχωσε τα δάχτυλά του μεταξύ του Bad as me του Τομ Γουέιτς και του A pagan place, του πρώτου στη σειρά από τα CD των Waterboys, τοποθετημένο εκεί με ένα κάποιο άγχος, μια και ήταν η επανέκδοση του 2002. Το ασφαλέστερο μέρος του σπιτιού. Η Ράκελ κι ο Όλεγκ δεν θα διάλεγαν ποτέ ν’

ακούσουν Τομ Γουέιτς ή Μάικ Σκοτ. Ψηλάφισε και βρήκε το κλειδί. Ήταν μπρούντζινο, μικρό και κούφιο, σχεδόν αβαρές. Κι όμως το ένιωθε λες και βάραινε το χέρι του προς το πάτωμα, καθώς σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το γωνιακό ντουλάπι. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισε. Περίμενε. Ξέροντας ότι δεν υπήρχε επιστροφή αν το άνοιγε. Θα είχε αθετήσει την υπόσχεσή του. Έπρεπε να βάλει δύναμη για ν’ ανοίξει τη φουσκωμένη πόρτα. Ήξερε πως το ξύλο ήταν παλιό κι έπρεπε να ξεκολλήσει από το πλαίσιό του, αλλά ο ήχος που ακούστηκε έμοιαζε με αναστεναγμό από κάποιο βαθύ σκοτάδι. Λες κι αυτό συνειδητοποιούσε ότι, επιτέλους, θα απελευθερωνόταν. Ότι θα ήταν πια ελεύθερο να σπείρει την κόλαση στη Γη. Μύριζε μέταλλο και λάδι. Ο Χάρι πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν λες κι έβαζε το χέρι του σε μπαούλο με φίδια. Ψηλάφισε από εδώ κι από εκεί, μέχρι που βρήκε το κρύο, φολιδωτό δέρμα από ατσάλι. Έπιασε το κεφάλι του ερπετού και το έβγαλε έξω. Ήταν ένα άσχημο πιστόλι. Συναρπαστικά άσχημο. Δείγμα σοβιετικής μηχανικής στην πιο βάναυση και αποτελεσματική της εκδοχή. Άντεχε όσες κακουχίες κι ένα Καλάσνικοφ. Ο Χάρι ζύγισε το όπλο στο χέρι του. Ήξερε ότι ήταν βαρύ, κι όμως του φαινόταν ελαφρύ τώρα

που είχε πάρει την απόφασή του. Εξέπνευσε. Ο δαίμονας είχε απελευθερωθεί.

«Γεια» είπε ο Στούλε Άουνε, κλείνοντας πίσω του την πόρτα του λεβητοστάσιου. «Μόνος είσαι;» «Ναι» απάντησε ο Μπγιορν από την καρέκλα του, κοιτάζοντας το τηλέφωνο. Ο Στούλε κάθισε σε μια καρέκλα. «Κι οι άλλοι;...» «Ο Χάρι είχε κάτι δουλειές και η Κατρίνε δεν ήταν εδώ όταν ήρθα». «Δύσκολη μέρα σήμερα; Δεν φαίνεσαι καλά». Ο Μπγιορν χαμογέλασε πικρά. «Κι εσείς το ίδιο, δόκτωρ Άουνε». Ο Στούλε χάιδεψε με την παλάμη το κρανίο του. «Εγώ τι να σου πω, μπήκα στην τάξη της κόρης μου και την αγκάλιασα σφιχτά ενώ με κοιτούσαν όλοι με γουρλωμένα μάτια. Η Αουρόρα λέει ότι τη στιγμάτισα για πάντα. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι τα περισσότερα παιδιά γεννιούνται αρκετά δυνατά ώστε να σηκώσουν το βάρος της αγάπης των γονιών τους, κι άρα, από δαρβινικής απόψεως, θα το ξεπερνούσε. Κι όλο αυτό μόνο και μόνο επειδή κοιμήθηκε στο σπίτι της Εμίλιε, και εγώ ξέχασα ότι υπήρχαν δύο Εμίλιε στην τάξη και πήρα τηλέφωνο τη λάθος Εμίλιε».

«Δεν πήρες το μήνυμα ότι αναβλήθηκε η συνάντησή μας για σήμερα; Βρήκαμε ένα πτώμα, ένα κοριτσάκι». «Ναι, το ξέρω. Φαντάζομαι ότι ήταν άσχημα τα πράγματα». Ο Μπγιορν κατένευσε αργά. Έδειξε το τηλέφωνο. «Πρέπει να πάρω τον πατέρα της τώρα». «Και φαντάζομαι ότι τα έχεις κάνει πάνω σου». «Ακριβώς». «Και αναρωτιέσαι γιατί πρέπει να τιμωρηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γιατί να χάσει την κόρη του δυο φορές. Μία δεν έφτανε;» «Ναι, κάτι τέτοιο». «Η απάντηση είναι ότι ο δολοφόνος την έχει δει θείος εκδικητής, Μπγιορν». «Ε;» είπε ο Μπγιορν κοιτάζοντας τον ψυχολόγο σαν χαμένος. «Δεν έχεις διαβάσει την Αγία Γραφή; Θεὸς ζηλωτὴς καὶ ἐκδικῶν Κύριος, ἐκδικῶν Κύριος μετὰ θυμοῦ, ἐκδικῶν Κύριος τοὺς ὑπεναντίους αὐτοῦ, καὶ ἐξαίρων αὐτὸς τούς ἐχθροὺς αὐτοῦ. Καταλαβαίνεις περίπου τι θέλω να πω;» «Ένα απλό χωριατόπαιδο από το Έστρε Τούτεν είμαι, Στούλε». «Γι’ αυτό είμαι εγώ εδώ». Ο Στούλε έσκυψε μπροστά. «Ο δολοφόνος είναι εκδικητής και ο Χάρι έχει δίκιο: σκοτώνει

από αγάπη και όχι από μίσος, κέρδος ή σαδισμό. Κάποιος κάποτε του στέρησε ό,τι αγαπούσε και τώρα αυτός στερεί από τα θύματα ό,τι αγαπούν περισσότερο στον κόσμο. Είτε τη ζωή τους, είτε κάτι ακόμα πιο πολύτιμο: τα παιδιά τους». Ο Μπγιορν κατένευσε. «Ο Ρούαρ Μιντστούεν με χαρά θ’ αντάλλασσε τη ζωή του με της κόρης του». «Άρα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε κάποιον που έχασε κάτι που αγαπούσε υπερβολικά πολύ. Κάποιον που εκδικείται από αγάπη. Γιατί η αγάπη...» ο Στούλε έσφιξε τη δεξιά του γροθιά «...γιατί η αγάπη είναι το μόνο ισχυρό κίνητρο εδώ πέρα, Μπγιορν. Κατάλαβες;» Ο Μπγιορν έγνεψε καταφατικά. «Νομίζω πως ναι. Αλλά πρέπει να πάρω τον Μιντστούεν τώρα». «Σ’ αφήνω στην ησυχία σου λοιπόν». Ο Μπγιορν περίμενε μέχρι να φύγει ο Στούλε και ύστερα κάλεσε τον αριθμό που χάζευε τόση ώρα και έμοιαζε να έχει αποτυπωθεί πια στις κόρες των ματιών του. Με κάθε χτύπημα έπαιρνε και μια βαθιά ανάσα. Πόσες φορές να το αφήσει να χτυπήσει πριν κατεβάσει το τηλέφωνο; Και ξαφνικά, άκουσε τη φωνή του συναδέλφου του. «Μπγιορν, εσύ είσαι;» «Ναι. Έχεις σώσει το νούμερό μου;» «Ναι, φυσικά».

«Μάλιστα. ΟΚ. Φοβάμαι πως έχω δυσάρεστα νέα». Σιωπή. Ο Μπγιορν ξεροκατάπιε. «Σε σχέση με τη Φία». «Μπγιορν, σταμάτα. Δεν ξέρω τι ακριβώς έχεις να μου πεις, αλλά απ’ τον τόνο σου κρίνω ότι είναι σοβαρό. Και δεν αντέχω άλλα τηλέφωνα για τη Φία. Μου θυμίζουν τότε που συνέβη. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, έλα αποδώ. Να τα πούμε από κοντά. Εντάξει, Μπγιορν;» «Φυσικά» είπε ο Μπγιορν Χολμ, απροετοίμαστος. Δεν είχε ξανακούσει τον Ρούαρ Μιντστούεν να μιλάει τόσο ανοιχτά και ειλικρινά για την αδυναμία του. «Πού είσαι;» «Σήμερα κλείνουν εννιά μήνες και είμαι καθ’ οδόν για το σημείο όπου πέθανε. Πήγαινα ν’ αφήσω λίγα λουλούδια...» «Πες μου πού είσαι κι έφτασα».

Η Κατρίνε δεν έβρισκε να παρκάρει με τίποτα. Πιο εύκολα βρήκε το τηλέφωνο και τη διεύθυνσή του στο διαδίκτυο. Τον είχε κάλεσε τέσσερις φορές και δεν το σήκωσε κανείς, ούτε καν ο τηλεφωνητής, κι έτσι επέταξε ένα αυτοκίνητο και οδήγησε προς την Ιντουστρίγκατα, στη Μαγιόρστουεν, που ήταν μονόδρομος και είχε ένα μπακάλικο, δυο γκαλερί, τουλάχιστον ένα εστιατόριο, ένα εργαστήρι για κορνίζες, αλλά καμία, μα καμία θέση για παρκάρισμα.

Η Κατρίνε το πήρε απόφαση· ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, έσβησε τη μηχανή και άφησε ένα σημείωμα στο παρμπρίζ ότι ήταν αστυνομικός. Πολύ που την ένοιαζε την τροχαία, βέβαια, η οποία, σύμφωνα με τον Χάρι, ήταν το μόνο πράγμα που έστεκε ανάμεσα στον πολιτισμό και το χάος. Κατευθύνθηκε προς τη μεριά απ’ όπου είχε έρθει, προς τη στιλάτη υστερία των εμπορικών καταστημάτων της Μπουγκσταβάιεν. Σταμάτησε έξω από μια πολυκατοικία στη Γιουζεφίνες Γκάτε, όπου, στα φοιτητικά της χρόνια, είχε έρθει μια δυο φορές για έναν καφέ, μετά από πάρτι, αργά το βράδυ. Για καφέ, τάχα μου. Όχι ότι δεν της είχε αρέσει. Η πολυκατοικία ανήκε στην αστυνομία του Όσλο, που ενοικίαζε τα δωμάτια σε φοιτητές της Ακαδημίας. Βρήκε το όνομα που έψαχνε στα κουδούνια, το πάτησε και περίμενε χαζεύοντας την απλή όψη του τετραώροφου κτιρίου. Ξαναπάτησε. Και ξαναπερίμενε. «Κανείς δεν απαντάει;» Η Κατρίνε γύρισε απότομα. Χαμογέλασε αυτόματα. Υπέθεσε ότι ο άνδρας ήταν σαραντάρης, ίσως και καλοστεκούμενος πενηντάρης. Ψηλός, είχε ακόμη μαλλιά και φορούσε ένα φανελένιο πουκάμισο και τζιν Levi’s 501. «Είμαι ο θυρωρός» της είπε. «Κι εγώ η Κατρίνε Μπρατ, απ’ το Ανθρωποκτονιών. Ψάχνω τη Σίλιε Γκράβσεν».

Ο θυρωρός κοίταξε την ταυτότητα που του έδειξε και, ανενδοίαστα, την ίδια την Κατρίνε από την κορυφή ως τα νύχια. «Τη Σίλιε Γκράβσεν, μάλιστα» είπε. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, έφυγε από την Ακαδημία, άρα δεν θα μένει μαζί μας για πολύ ακόμη». «Για την ώρα, όμως, μένει όντως εδώ, σωστά;» «Ναι. Στο δωμάτιο 412. Να της μεταφέρω κάποιο μήνυμα;» «Ναι, παρακαλώ. Ζητήστε της να με καλέσει σε αυτό το τηλέφωνο. Πρέπει να μιλήσουμε για τον Ρούναρ Γκράβσεν, τον αδελφό της». «Έκανε τίποτα κακό;» «Πολύ αμφιβάλλω, έτσι όπως τον κρατούν κλειδωμένο και απομονωμένο σ’ ένα δωμάτιο όπου νομίζει ότι οι τοίχοι γύρω του είναι άνθρωποι που θέλουν να τον ξυλοφορτώσουν». «Ω, Θεέ μου». Η Κατρίνε έβγαλε το σημειωματάριό της και σημείωσε το όνομά της και τον αριθμό του τηλεφώνου της. «Μπορείτε να της πείτε ότι πρόκειται για τις δολοφονίες των αστυνομικών». «Ναι, μου φαίνεται λίγο εμμονική με το όλο ζήτημα». Η Κατρίνε σταμάτησε να γράφει. «Τι εννοείτε;»

«Κάθεται και κόβει άρθρα από τις εφημερίδες για τους νεκρούς αστυνομικούς και τα κολλάει στον τοίχο της σαν ταπετσαρία. Δεν είναι δική μου δουλειά βέβαια τι κάνει ο καθένας, οι φοιτητές μπορούν να κάνουν ό,τι γουστάρουν, αλλά εδώ που τα λέμε είναι λίγο... ανατριχιαστικό, έτσι δεν είναι;» Η Κατρίνε τον κοίταξε καλά καλά. «Πώς είπατε το όνομά σας;» «Λάιφ Ρέντμπεκ». «Ακούστε, Λάιφ. Θα σας πείραζε να ρίξω μια ματιά στο δωμάτιό της; Θα μ’ ενδιάφερε να δω αυτά τα αποκόμματα». «Για ποιον λόγο;» «Θα μπορούσα;» «Κανένα πρόβλημα. Δείξτε μου απλώς το ένταλμα έρευνας». «Πολύ φοβάμαι ότι δεν...» «Αστειευόμουν» χαμογέλασε εκείνος πλατιά. «Από εδώ, περάστε». Ένα λεπτό αργότερα βρίσκονταν στο ασανσέρ κι ανέβαιναν στον τρίτο όροφο. «Το συμβόλαιο ενοικίασης λέει ότι μπορώ να μπω στα δωμάτια εφόσον έχω προειδοποιήσει τον ένοικο. Και τυχαίνει τώρα να ελέγχουμε όλα τα θερμαντικά πάνελ για συσσωρευμένη σκόνη. Ένα από αυτά έπιασε φωτιά την

προηγούμενη εβδομάδα. Προσπαθήσαμε να πάρουμε τηλέφωνο και τη Σίλιε, αλλά δεν απαντούσε κι έτσι ήρθαμε, χτυπήσαμε την πόρτα και αναγκαστικά μπήκαμε μέσα. Πώς σας ακούγεται όλο αυτό, επιθεωρήτρια Μπρατ;» Κι άλλο χαμόγελο. Λυκίσιο, σκέφτηκε η Κατρίνε. Γοητευτικό. Αν είχε τολμήσει να χρησιμοποιήσει το μικρό της όνομα στο τέλος της ερώτησής του, θα είχε χάσει πάσα ιδέα γι’ αυτόν, αλλά ήταν κι αυτή η φωνή του, που είχε μια κάποια μουσικότητα... Το βλέμμα της έπεσε αυτομάτως στο τέταρτό του δάχτυλο. Η χρυσή βέρα ήταν θαμπή. Οι πόρτες του ασανσέρ γλίστρησαν στο πλάι και τον ακολούθησε στον στενό διάδρομο, μέχρι που σταμάτησαν έξω από μία μπλε πόρτα. Ο Λάιφ χτύπησε και περίμενε. Ξαναχτύπησε. Ξαναπερίμενε. «Ας μπούμε μέσα» είπε, βγάζοντας ένα κλειδί και γυρνώντας το στην κλειδαριά. «Είστε πολύ εξυπηρετικός, Ρέντμπεκ». «Λάιφ, παρακαλώ. Χαρά μου που μπορώ να σας εξυπηρετήσω. Δεν συναντώ καθημερινά τόσο...» Άνοιξε την πόρτα αλλά στάθηκε μπροστά της κατά τέτοιον τρόπο, ώστε, αν εκείνη ήθελε να μπει μέσα, να έπρεπε να πέσει πάνω του. Η Κατρίνε τού χάρισε ένα προειδοποιητικό βλέμμα. «...σοβαρές υποθέσεις» είπε εκείνος και τα μάτια του γέλασαν. Παραμέρισε.

Η Κατρίνε μπήκε στο δωμάτιο. Tα δωμάτια δεν είχαν αλλάξει και πολύ από τότε. Είχαν ακόμα μια κουζινούλα κι ένα μπάνιο στη μια άκρη και μια κουρτίνα στην άλλη, πίσω από την οποία, θυμόταν η Κατρίνε, βρισκόταν το κρεβάτι. Το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή της Κατρίνε ήταν ότι η ένοικος του δωματίου δεν πρέπει να ήταν και πολύ ώριμη: στη Σίλιε Γκράβσεν έλειπε το παρελθόν της. Ο καναπές στη γωνία ήταν γεμάτος με κάθε λογής αρκουδάκια, κούκλες και άλλα μαλακά ζωάκια. Τα ρούχα της, πεταμένα από εδώ κι από εκεί, πάνω στο τραπέζι και στις καρέκλες, είχαν έντονα χρώματα, κυρίως ροζ. Στους τοίχους υπήρχαν φωτογραφίες, ένα ανθρώπινο θηριοτροφείο νεαρών αγοριών και κοριτσιών αγνώστου προελεύσεως, αλλά μάλλον ήταν από κάποιο μουσικό συγκρότημα ή το Ντίσνεϊ Τσάνελ. Το δεύτερο πράγμα που της έκανε εντύπωση ήταν τα ασπρόμαυρα αποκόμματα κολλημένα ανάμεσα στις χλιδάτες, πολύχρωμες αφίσες. Περπάτησε τριγύρω στο δωμάτιο και κοντοστάθηκε στον τοίχο πάνω από τον iMac πάνω στο γραφείο. Η Κατρίνε πλησίασε κι άλλο, παρόλο που είχε ήδη αναγνωρίσει τα περισσότερα αποκόμματα: ήταν κολλημένα και στον τοίχο του λεβητοστάσιου. Τα αποκόμματα ήταν καρφιτσωμένα με πινέζες και δεν είχαν άλλα σημάδια πάνω τους εκτός από την ημερομηνία,

γραμμένη με στιλό. Η Κατρίνε απέρριψε την πρώτη της σκέψη και είπε να εξετάσει τη δεύτερη: ότι δεν ήταν και τόσο παράξενο μια φοιτήτρια της Αστυνομικής Ακαδημίας να έχει πάθει εμμονή με μια τόσο μεγάλη, εν εξελίξει, υπόθεση. Δίπλα στο πληκτρολόγιο βρήκε τις εφημερίδες από τις οποίες είχαν παρθεί τα αποκόμματα. Και μεταξύ των εφημερίδων βρήκε μια καρτ ποστάλ που έδειχνε την κορυφή ενός οικείου της βουνού: το Σβολβαργιάιτα στα νησιά Λοφότεν. Πήρε στα χέρια της την καρτ ποστάλ και τη γύρισε ανάποδα, αλλά δεν είδε ούτε γραμματόσημο, ούτε διεύθυνση, ούτε υπογραφή. Είχε ήδη ξαναφήσει την κάρτα στο τραπέζι όταν ο εγκέφαλός της την πληροφόρησε για το τι είχαν καταγράψει τα μάτια της εκεί που έπρεπε να υπάρχει η υπογραφή: τη λέξη ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ. Ξανασήκωσε την κάρτα, κρατώντας την από τις γωνίες αυτή τη φορά, και διάβασε από την αρχή:

Νομίζουν ότι οι αστυνομικοί δολοφονήθηκαν επειδή κάποιος τους μισεί. Ακόμη να καταλάβουν ότι συμβαίνει το αντίθετο, ότι δολοφονούνται από κάποιον που αγαπάει την αστυνομία και το ιερό της έργο, που είναι να συλλαμβάνει και να τιμωρεί αναρχικούς, μηδενιστές,

αθεϊστές, άπιστους και άθρησκους, όλες τις καταστρεπτικές αυτές δυνάμεις. Δεν ξέρουν ότι κυνηγούν έναν απόστολο της δικαιοσύνης, κάποιον που τιμωρεί όχι μόνο τους βάνδαλους αλλά και όσους δεν επωμίζονται τις ευθύνεςτους, όσους τεμπελιάζουν ή αδιαφορούν και δεν ανταποκρίνονται στο πρότυπο, όσους δεν τους αξίζει να φέρουν το όνομα ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ.

«Ξέρετε κάτι, Λάιφ;» είπε η Κατρίνε, χωρίς να πάρει τα μάτια της από τα μικροσκοπικά, καθαρά, σχεδόν παιδικά γράμματα σε μπλε μελάνι. «Μακάρι να είχα ένταλμα έρευνας». «Γιατί;» «Όχι ότι δεν θα πάρω, αλλά ξέρετε τώρα πώς έχουν αυτά τα πράγματα. Παίρνουν χρόνο. Και μπορεί μέχρι τότε αυτό που ψάχνω να έχει εξαφανιστεί». Η Κατρίνε γύρισε και τον κοίταξε. Ο Λάιφ Ρέντμπεκ την κοίταξε κι αυτός. Όχι σαν να τη φλέρταρε, αλλά σαν να έψαχνε επιβεβαίωση στο βλέμμα της. Ότι η υπόθεση ήταν όντως πολύ σοβαρή. «Μπρατ, ξέρετε κάτι;» είπε εκείνος. «Μόλις θυμήθηκα ότι πρέπει να κατέβω στο υπόγειο. Οι ηλεκτρολόγοι αλλάζουν τα ντουλάπια και πρέπει να είμαι εκεί. Τι λέτε, θα τα καταφέρετε μόνη σας για λίγο;»

Η Κατρίνε τού χαμογέλασε. Κι όταν της χαμογέλασε κι εκείνος, δεν ήταν σίγουρη τι είδος χαμόγελου ήταν. «Θα κάνω ό,τι μπορώ» του είπε. Με το που έφυγε ο Ρέντμπεκ απ’ το δωμάτιο, η Κατρίνε πάτησε το πλήκτρο διαστήματος στον iMac. Η οθόνη ξύπνησε. Έβαλε τον κέρσορα στο κουτί αναζήτησης και πληκτρολόγησε Μίτετ. Κανένα αποτέλεσμα. Πληκτρολόγησε κι άλλα δύο ονόματα από την υπόθεση, τόπους εγκλημάτων, καθώς και τη φράση φόνοι αστυνομικών, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Που σήμαινε ότι η Σίλιε Γκράβσεν δεν είχε χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή της. Έξυπνο κορίτσι. Η Κατρίνε τράβηξε τα συρτάρια του γραφείου. Κλειδωμένα. Περίεργο. Τι σόι εικοσάχρονη κοπέλα κλειδώνει τα συρτάρια του γραφείου μες στο δωμάτιό της; Προχώρησε προς την κουρτίνα και την τράβηξε. Ήταν ακριβώς αυτό που θυμόταν: μια εσοχή. Με ένα κρεβάτι και δυο μεγάλες φωτογραφίες κολλημένες στον τοίχο από πάνω του. Τη Σίλιε Γκράβσεν την είχε δει μονάχα δυο φορές στη ζωή της, την πρώτη εκ των οποίων στην Ακαδημία, όταν είχε πάει να επισκεφθεί τον Χάρι. Αλλά η ομοιότητα μεταξύ της ξανθιάς Σίλιε και του προσώπου της φωτογραφίας ήταν τόσο εντυπωσιακή, που η Κατρίνε ήταν σχεδόν σίγουρη.

Όσο για το πρόσωπο στην άλλη φωτογραφία, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Η Σίλιε μάλλον είχε βρει μια φωτογραφία υψηλής ευκρίνειας απ’ το διαδίκτυο και την είχε μεγεθύνει. Κάθε ουλή, κάθε ρυτίδα, κάθε πόρος του δέρματος στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του ήταν εμφανής. Όλα αυτά όμως λες κι ωχριούσαν μπροστά στη λάμψη των μπλε του ματιών και την άγρια έκφραση του προσώπου του, καθώς ο άνδρας ανακάλυπτε τον φωτογράφο και του ούρλιαζε ότι απαγορεύονταν οι φωτογραφίες στη σκηνή του εγκλήματος. Ο Χάρι Χόλε. Γι’ αυτή τη φωτογραφία μιλούσαν λοιπόν τα δυο κορίτσια της μπροστινής της σειράς στην αίθουσα διαλέξεων. Η Κατρίνε χώρισε το δωμάτιο σε νοητά τετράγωνα και άρχισε από το πάνω αριστερά. Κοίταξε προσεκτικά το πάτωμα μέχρι την άκρη, ξανασήκωσε το βλέμμα της και συνέχισε στην από κάτω γραμμή, όπως της είχε μάθει να κάνει ο Χάρι. Θυμήθηκε τα λόγια του: «Μην ψάχνετε για κάτι συγκεκριμένο. Απλώς ψάξτε. Αν ψάξετε για κάτι συγκεκριμένο, δεν θα δείτε τα υπόλοιπα. Προσπαθήστε να είστε ανοιχτοί στα πάντα». Όταν τελείωσε με την παρατήρηση του δωματίου, ξανακάθισε μπροστά στον iMac, με τη φωνή του φίλου της

ακόμη στ’ αυτιά της: «Και όταν τελειώσετε και νομίζετε ότι δεν βρήκατε τίποτα, σκεφτείτε αντιστρόφως, φανταστείτε την αντεστραμμένη εικόνα όσων είδατε και αφήστε τα πράγματα να σας μιλήσουν: τα πράγμα που ΔΕΝ ήταν εκεί αλλά θα έπρεπε να ήταν. Το μαχαίρι για το ψωμί. Τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Το σακάκι από κάποιο κουστούμι». Ήταν αυτό το τελευταίο που την είχε κάνει να καταλάβει πού βρισκόταν η Σίλιε Γκράβσεν. Είχε ψάξει τα ρούχα μες στην ντουλάπα, στο καλάθι των απλύτων στο μπάνιο και στους γάντζους δίπλα στην πόρτα, αλλά δεν βρήκε το κολάν που η Σίλιε φορούσε την τελευταία φορά που την είχε δει, με τον Χάρι στο υπόγειο διαμέρισμα του Βαλεντίν. Ντυμένη από την κορυφή ως τα νύχια στα μαύρα. Η Κατρίνε σκέφτηκε ότι της είχε θυμίσει πεζοναύτη κατά τη διάρκεια νυχτερινής άσκησης. Η Σίλιε, λοιπόν, είχε βγει για τρέξιμο. Για προπόνηση. Όπως είχε κάνει για να περάσει τις εισαγωγικές εξετάσεις για την Αστυνομική Ακαδημία. Ώστε να μπει μέσα και να κάνει ό,τι είχε να κάνει. Ο Χάρι είχε πει ότι το κίνητρο για τους φόνους ήταν η αγάπη, όχι το μίσος. Η αγάπη για έναν αδελφό, ας πούμε. Τ’ όνομά του ήταν που την είχε κάνει να αντιδράσει: Ρούναρ Γκράβσεν. Και έπειτα από λίγο ψάξιμο, πολλά είχαν βγει στη φόρα. Μέσα σε όλα αυτά, τα ονόματα του Μπέλμαν

και του Μπέρντσεν. Στη συζήτηση που είχε ο Ρούναρ Γκράβσεν με τον διευθυντή της κλινικής απεξάρτησης, είχε αναφέρει ότι είχε υποστεί ξυλοδαρμό από έναν μασκοφόρο άνδρα όταν δούλευε στο Α.Τ. του Στόβνερ. Αυτός ήταν ο λόγος για την αναρρωτική άδεια, την παραίτησή του από την αστυνομία και την κατρακύλα του στα ναρκωτικά. Ο Γκράβσεν υποστήριζε ότι δράστης ήταν κάποιος Τρουλς Μπέρντσεν και ότι το κίνητρο της βιαιοπραγίας ήταν ο πολύ ζεστός τρόπος με τον οποίο είχε χορέψει στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του Τμήματος με τη σύζυγο του Μίκαελ Μπέλμαν. Ο αρχηγός της αστυνομίας είχε αρνηθεί να συμμεριστεί τις σφοδρές κατηγορίες ενός τοξικομανούς και είχε βρει σύμμαχο σ’ αυτό και τον διευθυντή της κλινικής. Το μόνο που ήθελε αυτός, είχε δηλώσει, ήταν να μεταφέρει στην αστυνομία ό,τι του είχαν πει. Η Κατρίνε άκουσε τον ανελκυστήρα από τον διάδρομο, καθώς το βλέμμα της έπεφτε σε κάτι που εξείχε κάτω από το γραφείο, κάτι που δεν είχε δει πιο πριν. Έσκυψε. Ένα μαύρο κλομπ. Η πόρτα άνοιξε. «Όλα καλά με τους ηλεκτρολόγους;» «Ναι» είπε ο Λάιφ Ρέντμπεκ. «Μοιάζετε σαν να θέλετε να το χρησιμοποιήσετε αυτό».

Η Κατρίνε χτύπησε με το κλομπ την παλάμη της. «Ενδιαφέρον να ’χει κανείς ένα κλομπ στο δωμάτιό του, δεν βρίσκετε;» «Πράγματι. Το ίδιο της είπα κι εγώ όταν άλλαζα τη βρύση στο μπάνιο της την προηγουμένη εβδομάδα. Μου είπε ότι το είχε για προπόνηση, για τις εξετάσεις. Και σε περίπτωση που ο φονιάς τον μπάτσων περνούσε για επίσκεψη». Ο Λάιφ Ρέντμπεκ έκλεισε πίσω του την πόρτα. «Βρήκατε τίποτα;» «Αυτό. Την έχετε δει ποτέ να το παίρνει μαζί της;» «Μια δυο φορές, ναι». «Σοβαρά;» Η Κατρίνε έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα της. «Τι ώρα της ημέρας;» «Νύχτα, φυσικά. Ξέρετε· μακιγιάζ, ψηλοτάκουνα, πιστολάκι στα μαλλιά και το κλομπ στο χέρι». Γέλασε χαμηλόφωνα. «Σοβαρολογείτε;» «Έλεγε ότι το έπαιρνε για να προστατευτεί από τους βιαστές». «Και ο τρόπος της ήταν να κυκλοφορεί μ’ ένα κλομπ στο χέρι;» Η Κατρίνε ζύγισε το κλομπ στην παλάμη της. Της θύμισε την κορυφή από καλόγερο του ΙΚΕΑ. «Δεν θα ήταν πιο εύκολο να μην περνούσε, ας πούμε, από τα πάρκα;» «Σε καμία περίπτωση. Μα, στα πάρκα πήγαινε». «Τι είπατε;»

«Κυρίως στο Βατερλανσπάρκεν. Ήθελε να προπονηθεί στη μάχη σώμα με σώμα». «Ήθελε δηλαδή να της την πέσουν και μετά...» «Να τους κάνει τόπι στο ξύλο, ναι». Ο Λάιφ Ρέντμπεκ χαμογέλασε ξανά μ’ εκείνο το λυκίσιο του χαμόγελο, κοιτάζοντας τόσο απροκάλυπτα την Κατρίνε, που όταν ξεστόμισε την επόμενη φράση, εκείνη δεν ήξερε για ποια ακριβώς μιλούσε: «Τι κορίτσι, όμως». «Μάλιστα» είπε η Κατρίνε και σηκώθηκε όρθια. «Και τώρα πρέπει να ψάξω να τη βρω». «Πολυάσχολη;» Η ερώτησή του δεν έκανε την Κατρίνε να νιώσει αμήχανα, μέχρι που είχε περάσει από δίπλα του και είχε βγει από το δωμάτιο. Αλλά καθώς κατέβαινε τις σκάλες το ξανασκέφτηκε: όχι, δεν ήταν δα και τόσο απελπισμένη. Aκόμα κι αν o χασομέρης που περίμενε τόσο καιρό δεν κουνούσε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι.

Ο Χάρι μπήκε με το αυτοκίνητο στο τούνελ του Σβάρνταλ. Τα φώτα γυάλισαν πάνω στο καπό και το παρμπρίζ. Δεν έτρεχε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν· δεν υπήρχε λόγος να φτάσει εκεί πιο γρήγορα απ’ ό,τι χρειαζόταν. Το πιστόλι βρισκόταν στο κάθισμα δίπλα του. Ήταν γεμάτο με δώδεκα

σφαίρες Μακάροφ 9x18 mm. Αρκετές για να γίνει η δουλειά. Το θέμα ήταν αν θ’ άντεχε να την κάνει. Η καρδιά του πάντως το ’λεγε. Ποτέ του δεν είχε πυροβολήσει άνθρωπο εν ψυχρώ. Αλλά έπρεπε να το κάνει. Δεν γινόταν διαφορετικά. Κράτησε αλλιώς το τιμόνι. Κατέβασε ταχύτητα καθώς έβγαινε από το τούνελ, στο φως του ηλιοβασιλέματος, προς τους λόφους και τη διασταύρωση του Ρίεν. Ένιωσε το τηλέφωνό του να χτυπάει και το έβγαλε από την τσέπη με το ένα χέρι. Κοίταξε την οθόνη. Ήταν η Ράκελ. Περίεργο που έπαιρνε τέτοια ώρα· είχαν μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ τους, ότι δεν τηλεφωνούσαν ο ένας στον άλλο πριν από τις δέκα το βράδυ. Δεν μπορούσε να της μιλήσει τώρα. Ήταν υπερβολικά νευρικός. Θα το καταλάβαινε και θ’ άρχιζε τις ερωτήσεις. Και δεν ήθελε να της πει ψέματα. Δεν ήθελε να λέει ψέματα πια. Άφησε το τηλέφωνο να χτυπάει μέχρι που σταμάτησε κι ύστερα το έσβησε και το άφησε δίπλα στο πιστόλι. Δεν είχε τίποτα άλλο να σκεφτεί πια, τέρμα οι σκέψεις· με την παραμικρή αμφιβολία θα έπρεπε να πάρει τα πράγματα απ’ την αρχή, μόνο και μόνο για να ξανακάνει την ίδια, δύσκολη διαδρομή και να καταλήξει εκεί ακριβώς που βρισκόταν τώρα. Η απόφαση είχε παρθεί λοιπόν. Ήταν απολύτως φυσιολογικό να θέλει να κάνει πίσω, αλλά κάτι τέτοιο ήταν

αδύνατον. Σκατά! Χτύπησε την παλάμη του στο τιμόνι. Σκέφτηκε τον Όλεγκ. Τη Ράκελ. Τον βοήθησε κάπως. Στην κυκλική διασταύρωση πήρε την έξοδο για Μάνγκλερουντ. Προς την πολυκατοικία που ζούσε ο Τρουλς Μπέρντσεν. Ένιωσε σιγά σιγά να χαλαρώνει. Επιτέλους. Πάντα αυτό συνέβαινε όταν ξεπερνούσε τα όρια, όταν ήταν πια πολύ αργά, όταν άρχιζε να πέφτει πάλι σ’ αυτή την υπέροχη ελεύθερη πτώση, όπου κάθε συνειδητή σκέψη σταματούσε και τα πάντα γίνονταν αυτόματη, στοχευμένη πράξη και καλολαδωμένη ρουτίνα. Αλλά είχε περάσει τόσος μα τόσος καιρός από την τελευταία φορά – τώρα το καταλάβαινε. Είχε αναρωτηθεί αν το είχε ακόμη μέσα του. Ε, λοιπόν ναι. Το είχε και το παραείχε. Οδήγησε αργά στους προαστιακούς δρόμους. Έσκυψε προς το παρμπρίζ και κοίταξε τα γκριζομπλέ σύννεφα να πλέουν προς το μέρος του, σαν την αιφνίδια άφιξη κάποιας αρμάδας με άγνωστες προθέσεις. Κάθισε πίσω στο κάθισμα. Είδε τις ψηλές πολυκατοικίες να υψώνονται πάνω από τα χαμηλά σπιτάκια. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει για να δει αν το όπλο ήταν δίπλα του. Δεν χρειαζόταν να σκεφτεί τη σειρά των γεγονότων για να δει αν τη θυμόταν.

Δεν χρειαζόταν να μετρήσει τους σφυγμούς του για να δει αν ήταν φυσιολογικοί. Και για μια στιγμή, έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε τι έμελλε να συμβεί. Και τότε, ξαφνικά, το ένιωσε· εκείνο το συναίσθημα που είχε μερικές φορές στα πρώτα χρόνια της καριέρας του ως αστυνομικού: φόβος. Ο ίδιος φόβος που ανέδιδαν καμιά φορά κι αυτοί που κυνηγούσε. Ο φόβος του δολοφόνου όταν βλέπει την αντανάκλαση του εαυτού του.

42

O

Τρουλς Μπέρντσεν σήκωσε τους γοφούς του και πίεσε το κεφάλι του πίσω στο μαξιλάρι. Έκλεισε τα μάτια του, γρύλισε χαμηλόφωνα και εκσπερμάτισε. Ένιωσε τους σπασμούς να διαπερνούν όλο του το κορμί. Ύστερα παρέμεινε ακίνητος και μισοκοιμήθηκε. Από μακριά ακούστηκε ένας συναγερμός. Υπέθεσε ότι ερχόταν από το μεγάλο, υπαίθριο πάρκινγκ. Πέραν αυτού, μια εκκωφαντική σιωπή κυριαρχούσε απέξω. Τι περίεργο, πραγματικά, που σ’ ένα τέτοιο μέρος, όπου διέμεναν τόσα πολλά θηλαστικά το ένα πάνω στο άλλο, επικρατούσε περισσότερη ησυχία απ’ ό,τι σ’ ένα επικίνδυνο δάσος, όπου κι ο παραμικρός ήχος σε καθιστούσε αυτομάτως θήραμα. Ο Τρουλς σήκωσε το κεφάλι του και συνάντησε το βλέμμα της Μέγκαν Φοξ. «Σου άρεσε, μωρό μου;» της ψιθύρισε.

Εκείνη δεν του απάντησε. Τα μάτια της έμειναν ακίνητα, το χαμόγελό της δεν έσβησε, η πρόκληση στη γλώσσα του σώματός της παρέμεινε απαράλλαχτη. Μέγκαν Φοξ: ο μοναδικός άνθρωπος στη ζωή του Τρουλς Μπέρντσεν που παρέμενε σταθερός, πιστός και αξιόπιστος. Έσκυψε προς το κομοδίνο και άρπαξε το χαρτί υγείας. Καθαρίστηκε και βρήκε το τηλεκοντρόλ του DVD. Το έστρεψε προς τη μεριά της Μέγκαν, που έτρεμε ελάχιστα στην παγωμένη εικόνα της επίπεδης, επιτοίχιας οθόνης 50 ιντσών, μάρκας Pioneer, την οποία η εταιρεία είχε πάψει να βγάζει γιατί αποδείχθηκε υπερβολικά ακριβή, υπερβολικά καλή για την τιμή στην οποία την κοστολογούσαν. Ο Τρουλς είχε καταφέρει ν’ αγοράσει το τελευταίο κομμάτι μ’ ένα μέρος των χρημάτων που είχε κερδίσει καίγοντας αποδεικτικά στοιχεία για έναν πιλότο ο οποίος έφερνε παράνομα ηρωίνη στη χώρα για λογαριασμό του Ασάγιεφ. Ήταν μεγάλη βλακεία να πάει να καταθέσει τα υπόλοιπα στον λογαριασμό του στην τράπεζα, βέβαια. Ο Ασάγιεφ ήταν πολύ επικίνδυνος τότε. Και όταν ο Τρουλς έμαθε ότι είχε πεθάνει, η πρώτη του σκέψη ήταν ότι, επιτέλους, απελευθερώθηκε. Ότι τα πάντα είχαν σβηστεί και κανείς δεν μπορούσε πια να τον πιάσει. Τα μάτια της Μέγκαν Φοξ λαμπύριζαν κοιτάζοντάς τον. Σμαραγδένια. Το σκεφτόταν εδώ και καιρό να πάει να της αγοράσει

σμαράγδια. Η Ούλα το φορούσε πολύ το πράσινο. Σαν εκείνο το πράσινο πουλόβερ που έβαζε όταν καθόταν στον καναπέ για να διαβάσει. Είχε πάει μέχρι και σε κοσμηματοπώλη. Ο ιδιοκτήτης είχε ζυγίσει με το μάτι τον Τρουλς, είχε εκτιμήσει καράτια και τιμή και του είχε πει ότι ένα καθαρό και έντονο σμαράγδι μπορεί ν’ αξίζει περισσότερο κι από διαμάντι· γιατί λοιπόν δεν έβλεπε κάτι άλλο, ένα όμορφο οπάλιο, ας πούμε, αν έπρεπε σώνει και καλά να αγοράσει κάτι πράσινο; Ή, γιατί όχι, ένα πετράδι με χρώμιο; Το χρώμιο ήταν αυτό που χάριζε στο σμαράγδι το πράσινό του χρώμα, δεν ήταν δα και κάνα μυστικό. Δεν ήταν δα και κάνα μυστικό. Ο Τρουλς είχε φύγει από το κατάστημα έχοντας υποσχεθεί στον εαυτό του ότι την επόμενη φορά που θα του ζητούσε οποιοσδήποτε να κάψει στοιχεία θα του συνιστούσε να διαρρήξει πρώτα αυτό το κοσμηματοπωλείο. Και να το κάψει. Στην κυριολεξία. Να το κάψει με τον ίδιο τρόπο που είχε καεί το κορίτσι στο «Come as you are». Tο είχε ακούσει στο ραδιόφωνο καθώς τριγυρνούσε άσκοπα στην πόλη με το αυτοκίνητο. Για μια στιγμή τού πέρασε από το μυαλό να πάει να δει τι γινόταν κι αν μπορούσε να βοηθήσει. Εξάλλου, δεν βρισκόταν πια σε διαθεσιμότητα. Ο Μίκαελ είχε πει, βέβαια, ότι έπρεπε να ακολουθηθεί πρώτα μια μικρή, τυπική

διαδικασία, πριν ο Τρουλς μπορέσει και επισήμως να επιστρέψει στη δουλειά. Για την ώρα, τα σχέδιά του να τρομοκρατήσει τον Μίκαελ είχαν παγώσει. Τώρα θα αναθέρμαιναν τη φιλία τους, θα ξεχνούσαν τα προβλήματα και τα πάντα θα γίνονταν όπως πριν. Επιτέλους, θα του επέτρεπαν να παίξει κι αυτός, να προσπαθήσει, να προσφέρει. Να τον πιάσει πια αυτόν τον αρρωστημένο χασάπη των μπάτσων. Μια ευκαιρία ήθελε μόνο και θα του έδειχνε του τύπου, θα... ναι. Κοίταξε το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του. Μέσα υπήρχαν αρκετά όπλα για να καθαρίσει πενήντα χασάπηδες. Χτύπησε το κουδούνι της πολυκατοικίας. Ο Τρουλς αναστέναξε. Κοίτα να δεις τώρα: κάποιος στεκόταν εκεί έξω και ήθελε κάτι από τον Τρουλς. Η εμπειρία του έλεγε ότι υπήρχαν τέσσερις πιθανότητες: είτε τον ήθελαν να γίνει μάρτυρας του Ιεχωβά και ν’ αυξήσει δραματικά τις πιθανότητές του να καταλήξει στον Παράδεισο· είτε να δώσει χρήματα για την εκστρατεία κάποιου αφρικανού προέδρου που είχε κάνει περιουσία από κάτι τέτοιες εκστρατείες· είτε ν’ ανοίξει την πόρτα για να βρεθεί αντιμέτωπος με μια συμμορία νεαρών που ισχυρίζονταν ότι είχαν ξεχάσει τα κλειδιά τους, αλλά το μόνο που ήθελαν ήταν να διαρρήξουν τις αποθήκες του υπογείου. Είτε ήταν κάποιος από αυτούς τους σπασίκλες του

συγκροτήματος που ήθελε σώνει και καλά να κατέβει ο Τρουλς κάτω τέτοια ώρα και να κάνει κάτι που είχε υποσχεθεί καιρό τώρα, αλλά είχε ξεχάσει να διεκπεραιώσει. Κανείς από τους τέσσερις λόγους δεν του φάνηκε αρκετός να τον σηκώσει απ’ το κρεβάτι του. Το κουδούνι χτύπησε για τρίτη φορά. Κοίτα να δεις, ακόμα και οι μάρτυρες του Ιεχωβά τα παρατούσαν μετά τη δεύτερη. Θα μπορούσε φυσικά να είναι και ο Μίκαελ, που είχε έρθει να μιλήσουν για θέματα που δεν συζητιούνται από το τηλέφωνο. Να συνεννοηθούν ότι θα πουν τα ίδια πράγματα σε περίπτωση που τον ρωτήσουν κι άλλα για τα χρήματα στον λογαριασμό του. Ο Τρουλς το σκέφτηκε για λίγο. Κι ύστερα σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Είμαι ο Άρονσεν, από το κτίριο Γ. Εσείς δεν είστε ο ιδιοκτήτης ενός ασημένιου Σουζούκι Βιτάρα;» «Ναι» είπε ο Τρουλς στο θυροτηλέφωνο. Κανονικά θα έπρεπε να είναι ένα Άουντι Q5 2.0 με έξι ταχύτητες. Αυτή θα ήταν η αμοιβή του για την τελευταία δουλειά που έκανε για τον Ασάγιεφ. Η τελευταία δόση, όταν θα παρέδιδε επί πίνακι την κεφαλή εκείνου του εκνευριστικού ντετέκτιβ, του Χάρι Χόλε. Κι αντ’ αυτού, είχε ένα γιαπωνέζικο αμάξι με το οποίο

γελούσαν όλοι: ένα Σουτζούκι Βυζάρα. «Δεν ακούτε τον συναγερμό τόση ώρα;» Ο Τρουλς τον άκουσε τώρα πιο καθαρά μέσα από το θυροτηλέφωνο. «Όχι, ρε γαμώτο» είπε. «Για μισό, να δω αν μπορώ να τον σβήσω με το τηλεκοντρόλ». «Στη θέση σας εγώ θα πήγαινα αμέσως εκεί κάτω. Όταν κατέβηκα να δω τι συμβαίνει, είχαν ήδη σπάσει ένα παράθυρο κι έβγαζαν έξω το σιντί πλέιερ. Νομίζω πως έχουν κρυφτεί και περιμένουν να δουν τι θα γίνει». «Όχι, ρε γαμώτο!» επανέλαβε ο Τρουλς. «Παρακαλώ» είπε ο Άρονσεν. Ο Τρουλς φόρεσε τ’ αθλητικά του παπούτσια, σιγουρεύτηκε ότι είχε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και ξαφνικά κοντοστάθηκε. Επέστρεψε στο δωμάτιο, άνοιξε το κομοδίνο κι έβγαλε έξω ένα από τα όπλα, ένα Τζέριχο 941· το έχωσε στη ζώνη του παντελονιού του. Σταμάτησε. Ήξερε ότι οι οθόνες στις τηλεοράσεις πλάσμα καίγονται εάν παγώσεις την εικόνα για πάρα πολλή ώρα. Αλλά τι σκατά, θα επέστρεφε αμέσως. Βγήκε τρέχοντας στον διάδρομο. Ησυχία κι εκεί. Ο ανελκυστήρας ήταν στον όροφό του κι έτσι τον πήρε αμέσως· πάτησε το κουμπί για το ισόγειο. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε κλειδώσει την πόρτα του σπιτιού, αλλά δεν σταμάτησε το ασανσέρ. Λίγα λεπτά θα έλειπε μόνο.

Μισό λεπτό αργότερα έτρεχε προς το πάρκινγκ μες στο καθαρό, παγωμένο βράδυ. Παρόλο που ήταν περιτριγυρισμένο από πολυκατοικίες, γίνονταν αρκετές διαρρήξεις αυτοκινήτων σ’ εκείνο το πάρκινγκ. Θα ’πρεπε να βάλουν περισσότερα φώτα· η μαύρη άσφαλτος καταβρόχθιζε ό,τι λιγοστό φως υπήρχε· ήταν πανεύκολο να χαθείς ανάμεσα στ’ αμάξια όταν νύχτωνε. Μετά την επιβολή της διαθεσιμότητας, ο Τρουλς είχε πρόβλημα στον ύπνο. Αυτά συμβαίνουν όταν έχεις όλη τη μέρα για να κοιμηθείς, ν’ αυνανιστείς, να κοιμηθείς, ν’ αυνανιστείς, να φας και ν’ αυνανιστείς. Μερικές βραδιές είχε καθίσει στο μπαλκόνι φορώντας τα γυαλιά νυχτερινής όρασης και κρατώντας την καραμπίνα Μάρκλιν, ελπίζοντας να πετύχει κανέναν αλήτη στο πάρκινγκ. Δυστυχώς, κανείς δεν είχε έρθει. Ή, μάλλον, ευτυχώς. Δεν ήταν δα και κάνας δολοφόνος. Εντάξει, υπήρχε εκείνος ο μοτοσικλετιστής από τους Λος Λόμπος, που του είχε ανοίξει μια τρύπα στο κεφάλι με ηλεκτρικό τρυπάνι, αλλά αυτό ήταν ατύχημα. Τώρα ο τύπος αναπαυόταν στα θεμέλια της βεράντας στο Χέγιενχαλ. Και υπήρχε κι εκείνη η εκδρομή στη φυλακή Ίλα, όταν είχε διαδώσει τις φήμες ότι ο Βαλεντίν Γιέρτσεν βρισκόταν πίσω από τους φόνους στο Μαριντάλεν και το Τρίβαν. Όχι ότι ήταν εκατό τοις εκατό σίγουροι ότι εκείνος ήταν ο δράστης,

αλλά ακόμα και να μην ήταν, υπήρχαν αρκετοί άλλοι λόγοι για τους οποίους αυτό το καθοίκι έπρεπε να σαπίσει στη φυλακή. Δεν περίμενε όμως και να τον δολοφονήσουν. Αν το πτώμα ήταν όντως δικό του. Απ’ ό,τι είχε ακούσει τώρα τελευταία στη ραδιοφωνική συχνότητα της αστυνομίας, μάλλον αλλιώς είχαν τα πράγματα. Όχι ότι δεν είχε φτάσει και στον φόνο ο Τρουλς, μ’ εκείνη τη συκιά που φορούσε και μακιγιάζ, στο Ντράμεν. Αλλά αυτό ήταν κάτι το αναπόφευκτο· τα ήθελε ο κώλος του, μα τον Θεό. Είχε έρθει κάποια στιγμή ο Μίκαελ και του είχε πει ότι έλαβε ένα τηλεφώνημα από κάποιον τύπο που ισχυριζόταν ότι ήξερε πως είχαν κάνει τόπι στο ξύλο εκείνη την αδερφή στο λεβητοστάσιο της Κρίπος. Και ότι είχε και αποδείξεις. Και ότι ήθελε χρήματα για να μην αποκαλύψει τα πάντα. Εκατό χιλιάδες κορόνες, να παραδοθούν σε μια απομονωμένη περιοχή έξω από το Ντράμεν. Ο Μίκαελ είχε έρθει για να ζητήσει από τον Τρουλς να επιληφθεί του θέματος – από ποιον, από τον Τρουλς, που είχε δημιουργήσει εξαρχής το πρόβλημα, ξεπερνώντας τα όρια. Κι όταν ο Τρουλς είχε μπει στο αμάξι για να πάει να συναντήσει τον τύπο, είχε καταλάβει ότι ήταν εντελώς μόνος. Ολομόναχος. Κι ότι έτσι είχαν ανέκαθεν τα πράγματα. Είχε ακολουθήσει τις πινακίδες προς έναν εγκαταλελειμμένο δασικό δρόμο έξω από το Ντράμεν και

σταμάτησε σε μια στροφή, πάνω σ’ έναν γκρεμό που έπεφτε κατευθείαν στο ποτάμι. Περίμενε πέντε λεπτά και μετά είδε το αμάξι. Το αυτοκίνητο σταμάτησε με τη μηχανή αναμμένη και ο Τρουλς έκανε ό,τι είχαν συμφωνήσει: πήγε τον καφέ φάκελο προς το αυτοκίνητο. Το παράθυρο του οδηγού κατέβηκε. Ο τύπος φορούσε ένα μάλλινο σκουφί και είχε το κάτω μέρος του προσώπου του καλυμμένο με μεταξωτό φουλάρι. Ο Τρουλς θυμόταν ν’ αναρωτιέται αν ο τύπος ήταν καθυστερημένος και δεν καταλάβαινε ότι θα τον εντόπιζαν κάποια στιγμή. Το αυτοκίνητο όχι μόνο δεν είχε κλαπεί, αλλά και οι πινακίδες του ήταν εμφανέστατες. Συν τοις άλλοις, ο Μίκαελ είχε ήδη βρει από πού τον είχε καλέσει στο τηλέφωνο· από ένα κλαμπ στο Ντράμεν με πολύ λίγους υπαλλήλους. Ο τύπος είχε ανοίξει τον φάκελο και είχε αρχίσει να μετράει. Κάποια στιγμή έχασε τον λογαριασμό κι άρχισε πάλι από την αρχή, με το πρόσωπο συνοφρυωμένο. Γύρισε και κοίταξε τον Τρουλς. «Δεν είναι εκατό...» Το χτύπημα τον είχε βρει κατευθείαν στο στόμα κι ο Τρουλς είχε νιώσει το κλομπ να χώνεται μέσα και να του σπάει τα δόντια. Με το δεύτερο χτύπημα του έσπασε τη μύτη. Ευκολάκι: χόνδροι και λεπτά οστά. Στο τρίτο χτύπημα, ένα μαλακό τραγάνισμα ακούστηκε όταν το κλομπ προσέκρουσε

στο μέτωπο του άνδρα. Ο Τρουλς είχε περπατήσει γύρω από το αυτοκίνητο και είχε μπει στη θέση του συνοδηγού. Περίμενε μέχρι ο τύπος ν’ ανακτήσει τις αισθήσεις του κι ύστερα του έπιασε συζήτηση. «Ποιος;...» είχε ψελλίσει ο άνδρας. «Ένας από τους δύο. Τι αποδείξεις έχεις;» «Ε... Ε...» «Κρατώ στο χέρι μου ένα Χέκλερ & Κοχ. Και έχει φαγωθεί να τραγουδήσει. Ποιος θα κελαηδήσει λοιπόν; Εσύ ή αυτό;» «Μην...» «Τότε λέγε». «Αυτός που δείρατε. Αυτός μου το είπε. Μη, σε παρακαλώ, ήθελα μόνο...» «Τα ονόματά μας σ’ τα ανέφερε;» «Τι; Όχι». «Και τότε πώς ήξερες ποιοι είμαστε;» «Μου είπε την ιστορία. Και πήγα και ρώτησα κάποιον στην Κρίπος και σας περιέγραψα. Μόνο εσείς οι δύο ταιριάζατε στην περιγραφή». Ο τύπος είχε δει τότε το πρόσωπό του στον καθρέφτη και η κραυγή που βγήκε από το στόμα του ακούστηκε σαν την γκρίνια της ηλεκτρικής σκούπας όταν τη σβήνεις. «Θεέ μου! Πάει το πρόσωπό μου!» «Σκάσε και κάτσε ακίνητος. Ο τύπος που λες ότι σπάσαμε στο ξύλο το ξέρει ότι μας εκβιάζεις;»

«Αυτός; Όχι, όχι, ποτέ δεν θα...» «Κι εσύ τι του είσαι, γκόμενός του;» «Όχι! Δεν ξέρω αν έτσι νομίζει, αλλά...» «Κανείς άλλος το ξέρει;» «Όχι! Το υπόσχομαι! Άφησέ με να φύγω. Υπόσχομαι να μην...» «Άρα κανείς δεν ξέρει ότι βρίσκεσαι τώρα εδώ». Ο Τρουλς είχε απολαύσει τότε την τρομοκρατημένη έκφραση του άνδρα, καθώς η επίπτωση των όσων είχε μόλις ξεστομίσει άρχισε να καταγράφεται απ’ τον εγκέφαλό του. «Ναι, ναι, ναι! Πολλοί... πολλοί άνθρωποι το ξέρουν!» «Δεν είσαι και τόσο κακός στις ψευτιές βλέπω» είχε πει ο Τρουλς, ακουμπώντας την κάννη στο μέτωπο του άνδρα. Το πιστόλι το ένιωθε αναπάντεχα ελαφρύ. «Αλλά ούτε και καλός». Και είχε πατήσει τη σκανδάλη. Δεν ήταν δύσκολη η απόφαση, δεν είχε άλλη επιλογή. Ήταν κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει. Ήταν θέμα επιβίωσης. Ο τύπος γνώριζε βρομιές και αργά ή γρήγορα θα έβρισκε την ευκαιρία να τις χρησιμοποιήσει. Έτσι συμπεριφέρονται κάτι ύαινες σαν και του λόγου του: πρόσωπο με πρόσωπο το παίζουν δειλές και δουλοπρεπείς, ενώ στην πραγματικότητα είναι άπληστες και υπομονετικές. Αφήνουν τον εαυτό τους να ξεφτιλιστεί, να

πτοηθεί και περιμένουν. Και με το που γυρίσεις την πλάτη σου, σου επιτίθενται. Μετά ο Τρουλς είχε σκουπίσει τη θέση και οποιοδήποτε μέρος στο οποίο θα μπορούσε να έχει αφήσει δακτυλικά αποτυπώματα, είχε τυλίξει το χέρι του με ένα κασκόλ και είχε λύσει το χειρόφρενο. Είχε βάλει την ταχύτητα στο νεκρό και είχε σπρώξει το αμάξι μέχρι την άκρη του γκρεμού. Και κάτω. Η απόκοσμη ησυχία αγκάλιασε το μεταλλικό αντικείμενο που έπεφτε κι ύστερα ακούστηκε ένας υπόκωφος γδούπος και ο ήχος από τσακισμένη λαμαρίνα. Ο Τρουλς είχε κοιτάξει κάτω στον γκρεμό και είχε δει το αμάξι χωμένο μες στο ποτάμι. Είχε ξεφορτωθεί το κλομπ όσο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά μπορούσε. Αρκετά πιο κάτω, στον δασικό δρόμο, είχε ανοίξει το παράθυρο του αυτοκινήτου του και το είχε εκτοξεύσει προς την πυκνή βλάστηση. Δεν ήταν και πολύ πιθανό να το βρουν, αλλά και να το έβρισκαν, δεν θα υπήρχαν πάνω του ούτε δακτυλικά αποτυπώματα ούτε ίχνη DNA, τίποτα που θα μπορούσε να τον συνδέσει με τον φόνο. Το πιστόλι, όμως, ήταν άλλο ζήτημα: η σφαίρα θα μπορούσε να υποδείξει το πιστόλι και το πιστόλι τον δολοφόνο. Περίμενε λοιπόν μέχρι να περάσει τη γέφυρα του Ντράμεν. Και όταν βρέθηκε εκεί, οδήγησε αργά αργά και πέταξε το πιστόλι πάνω από τα κάγκελα και κάτω στο νερό, όπου το

ποτάμι χύνεται στο φιόρδ. Δεν θα το έβρισκαν ποτέ στα δέκα, είκοσι μέτρα βάθος. Υφάλμυρο νερό. Δόλιο νερό. Ούτε τελείως αλμυρό, ούτε τελείως φρέσκο. Ούτε τελείως σωστό, ούτε τελείως λάθος. Θάνατος σε παραμεθόρια ζώνη. Ποτέ του όμως ο Τρουλς δεν είχε διαβάσει για τα ζώα που επιβίωναν ακριβώς σε τέτοιου είδους νερά. Ζωικά είδη που ήταν τόσο διεστραμμένα, ώστε να μην μπορούν να ζήσουν στο νερό όπου αναπτύσσονταν οι υπόλοιπες, φυσιολογικές μορφές ζωής. Ο Τρουλς πίεσε τώρα το τηλεκοντρόλ του Βιτάρα πριν καν φτάσει στο υπαίθριο πάρκινγκ και ο συναγερμός σίγησε αμέσως. Κανείς δεν είχε βγει στα μπαλκόνια και κανείς άλλος δεν φαινόταν τριγύρω, αλλά ήταν λες και μπορούσε να νιώσει τη μαζική ανακούφιση απ’ όλες τις πολυκατοικίες: καιρός ήταν, ρε μαλάκα· το αμάξι το προσέχουμε, ρε· άλλη φορά να βάζεις χρονικό όριο στον συναγερμό, ηλίθιε. Το πλαϊνό παράθυρο είχε γίνει θρύψαλα, όντως. Ο Τρουλς έχωσε μέσα το κεφάλι του. Καμία ένδειξη ότι κάποιος είχε προσπαθήσει ν’ αποσπάσει το σιντί πλέιερ. Τι εννοούσε ο Άρονσεν λέγοντας... Και ποιος στον διάολο ήταν αυτός ο Άρονσεν; Κτίριο Γ, είχε πει. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Πραγματικά οποιοσ... Ο Τρουλς κατάλαβε τι συνέβαινε ένα κλάσμα του

δευτερολέπτου πριν νιώσει το ατσάλι ν’ ακουμπάει στον αυχένα του. Από ένστικτο κατάλαβε ότι ήταν ατσάλι. Το ατσάλι της κάννης ενός όπλου. Κατάλαβε ότι δεν υπήρχε Άρονσεν. Ούτε συμμορία που του είχε σπάσει το αμάξι. Η φωνή τού ψιθύρισε στ’ αυτί: «Ακίνητος, Μπέρντσεν. Ούτε να τολμήσεις να κουνηθείς όταν βάλω το χέρι μου στο παντελόνι σου. Για δες, για δες... φέτες βλέπω οι κοιλιακοί...» Ο Τρουλς ήξερε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, απλώς δεν καταλάβαινε σε τι είδους κίνδυνο. Η φωνή του Άρονσεν του φαινόταν οικεία. «Ωωωωω, βλέπω ιδρώσαμε, Μπέρντσεν. Τι, σ’ αρέσει δηλαδή; Εγώ μόνο αυτό θέλω. Τζέριχο; Τι σκόπευες να κάνεις με αυτό; Να πυροβολήσεις κανέναν στο πρόσωπο; Όπως έκανες με τον Ρενέ;» Και τότε ο Τρουλς Μπέρντσεν κατάλαβε σε τι είδους κίνδυνο βρισκόταν. Σε θανάσιμο κίνδυνο.

43

Η

Ράκελ στεκόταν στο παράθυρο της κουζίνας σφίγγοντας το τηλέφωνο και κοιτάζοντας έξω, που σουρούπωνε. Ίσως και να ήταν η φαντασία της, αλλά νόμισε ότι είδε μια κίνηση ανάμεσα στα έλατα στην απέναντι μεριά του δρόμου. Αλλά εδώ που τα λέμε, πάντα έβλεπε κινήσεις στο σκοτάδι. Τόσο βαθιά ήταν η πληγή. Μην το σκέφτεσαι. Να φοβάσαι, αλλά να μην το σκέφτεσαι. Άσε το κορμί σου να κάνει τα τσαλίμια του αλλά αγνόησέ τα, όπως θ’ αγνοούσες ένα παράλογο παιδί. Το φως στην κουζίνα ήταν άπλετο· αν υπήρχε κανείς εκεί έξω, θα μπορούσε να την παρατηρήσει με την ησυχία του. Όμως η Ράκελ δεν κουνήθηκε. Έπρεπε να το παλέψει, να μην αφήσει τον φόβο να υπαγορεύει τις κινήσεις της ή το πού θα

στεκόταν. Αυτό ήταν το σπίτι της, το καταφύγιό της, για όνομα του Θεού! Από τον πάνω όροφο ερχόταν μουσική. Ένα από τα παλιά CD του Χάρι, εκείνα που της άρεσαν. Talking Heads, Little creatures. Ξανακοίταξε το τηλέφωνο, παρακαλώντας το να χτυπήσει. Τον είχε καλέσει δύο φορές δίχως να πάρει απάντηση. Είχαν σκεφτεί να του κάνουν έκπληξη. Τα νέα από την κλινική είχαν φτάσει την προηγουμένη: ο μικρός ήταν έτοιμος νωρίτερα από το αναμενόμενο. Ο Όλεγκ είχε κατενθουσιαστεί. Δικιά του ιδέα ήταν να μην πουν τίποτα στον Χάρι. Να πάνε σπίτι και, όταν εκείνος θα ερχόταν, να πεταχτούν μπροστά του και να τον τρομάξουν! Ου-λα-λα! Ναι, αυτή την έκφραση είχε χρησιμοποιήσει: ου-λα-λα. Η Ράκελ δεν είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα: στον Χάρι δεν άρεσαν οι εκπλήξεις. Αλλά ο Όλεγκ επέμενε. «Ε, δεν πειράζει να χαρεί και καμιά φορά αναπάντεχα, ρε γαμώτο». Κι έτσι η Ράκελ είχε υποχωρήσει. Και τώρα το μετάνιωνε. Απομακρύνθηκε από το παράθυρο και άφησε το τηλέφωνο στον πάγκο της κουζίνας, δίπλα στην κούπα του καφέ του. Ο Χάρι ήταν συνήθως υπερβολικά τακτικός· πριν βγει απ’ το σπίτι ήταν όλα στη θέση τους. Μάλλον είχε αγχωθεί με αυτούς τους φόνους. Τις τελευταίες ημέρες δεν

είχε αναφερθεί καθόλου στην Μπέτε Λεν όταν μιλούσαν τα βράδια στο τηλέφωνο, πράγμα που σήμαινε ότι τη σκεφτόταν. Η Ράκελ γύρισε απότομα προς το παράθυρο. Αυτή τη φορά δεν το ’χε φανταστεί, όντως είχε ακούσει κάτι. Τον ήχο από παπούτσια πάνω σε χαλίκια. Πήγε προς το παράθυρο στο πίσω μέρος της κουζίνας. Κοίταξε έξω στο σκοτάδι, που έμοιαζε να γίνεται ολοένα και πιο πηχτό. Κοκάλωσε. Κάποιος στεκόταν εκεί. Μια φιγούρα είχε μόλις ξεκολλήσει από ένα δέντρο και ερχόταν προς το μέρος της. Κάποιος ντυμένος στα μαύρα. Πόσην ώρα στεκόταν εκεί; «Όλεγκ!» φώναξε η Ράκελ με την καρδιά στο στόμα. «Όλεγκ!» Η μουσική χαμήλωσε στον πάνω όροφο. «Ναι;» «Κατέβα κάτω αυτή τη στιγμή!» «Έρχεται;» Ναι, σκέφτηκε η Ράκελ. Έρχεται. Η φιγούρα που πλησίασε το σπίτι ήταν μικρότερη απ’ ό,τι νόμισε αρχικά η Ράκελ. Κατευθύνθηκε προς την μπροστινή είσοδο και, καθώς πλησίασε τα εξωτερικά φώτα του σπιτιού, η Ράκελ είδε με έκπληξη και ανακούφιση ότι επρόκειτο για γυναίκα. Ή, μάλλον, κορίτσι. Ντυμένο με μια μαύρη φόρμα.

Τρία δευτερόλεπτα αργότερα, χτύπησε το κουδούνι. Η Ράκελ δίστασε. Γύρισε και κοίταξε τον Όλεγκ, που είχε σταματήσει στο μέσον της σκάλας και την κοιτούσε παραξενεμένος. «Δεν είναι ο Χάρι» του είπε η Ράκελ μ’ ένα χαμόγελο. «Θ’ ανοίξω εγώ. Πήγαινε επάνω, εντάξει;» Το κορίτσι που στεκόταν στην είσοδο έκανε την καρδιά της Ράκελ να ηρεμήσει ακόμα περισσότερο. Έμοιαζε φοβισμένο. «Είστε η Ράκελ» είπε. «Η κοπέλα του Χάρι». Για μια στιγμή η Ράκελ σκέφτηκε ότι έπρεπε ν’ ανησυχήσει: ένα όμορφο κορίτσι που ερχόταν σπίτι της και της απευθυνόταν με τρεμάμενη φωνή, αναφερόμενη στον μέλλοντα σύζυγό της. Μήπως έπρεπε να ελέγξει το κολλητό μπλουζάκι της για φουσκωμένη κοιλίτσα; Αλλά δεν ανησύχησε. Ούτε κοίταξε την κοιλιά της. Απλώς έγνεψε καταφατικά. «Εγώ είμαι, ναι». «Είμαι η Σίλιε Γκράβσεν». Το κορίτσι κοίταξε με προσμονή τη Ράκελ λες και περίμενε κάποια αντίδραση, λες και το όνομά της θα έπρεπε να ακουστεί οικείο. Η Ράκελ παρατήρησε ότι το κορίτσι είχε τα χέρια πίσω από την πλάτη. Οι άνθρωποι που κρύβουν τα χέρια τους, της είχε πει κάποτε ένας ψυχολόγος, έχουν κι άλλα πράγματα να κρύψουν. Ναι, σκέφτηκε. Τα χέρια.

Η Ράκελ χαμογέλασε. «Πώς μπορώ να σε βοηθήσω, Σίλιε;» «Ο Χάρι είναι... ήταν ο καθηγητής μου». «Α, ναι;» «Υπάρχει κάτι που πρέπει να σας πω. Γι’ αυτόν και για μένα». Η Ράκελ συνοφρυώθηκε. «Σοβαρά;» «Μπορώ να περάσω;» Η Ράκελ δίστασε. Δεν ήθελε κανέναν άλλον μες στο σπίτι. Μόνο τον εαυτό της, τον Όλεγκ και τον Χάρι, όταν θα ερχόταν. Τους τρεις τους. Κανέναν άλλο. Και προφανώς καμία κοπέλα που ισχυριζόταν ότι είχε νέα για τον Χάρι και την ίδια. Τότε συνέβη έτσι κι αλλιώς: άθελά της, τα μάτια της Ράκελ κοίταξαν την κοιλιά της κοπέλας. «Δεν θα σας απασχολήσω πολύ, κυρία Φάουκε». Κυρία Φάουκε. Τι να της είχε πει ο Χάρι; Η Ράκελ ζύγισε την κατάσταση. Άκουσε τη μουσική του Όλεγκ να δυναμώνει στον πάνω όροφο. Και άνοιξε την πόρτα. Το κορίτσι μπήκε μέσα, έσκυψε και άρχισε να λύνει τα κορδόνια του. «Δεν χρειάζεται να τα βγάλεις» είπε η Ράκελ. «Δεν θα πάρει πολύ χρόνο· έτσι κι αλλιώς έχω κι άλλα πράγματα να κάνω».

«Σωστά» είπε το κορίτσι. Μόνο τώρα, κάτω από το δυνατό φως του χολ, παρατήρησε η Ράκελ ότι η κοπέλα ήταν ιδρωμένη. Την οδήγησε στην κουζίνα. «Η μουσική...» είπε το κορίτσι. «Είναι ο Χάρι εδώ;» Ξαφνικά, η Ράκελ ανησύχησε. Το κορίτσι είχε συνδέσει τη μουσική με τον Χάρι. Λες να ήξερε ότι του άρεσε αυτού του είδους η μουσική; Και πριν προλάβει να διώξει μακριά την επόμενη σκέψη: Μήπως επειδή την είχαν ακούσει μαζί; Το κορίτσι κάθισε στο μεγάλο τραπέζι. Ακούμπησε τις παλάμες της στην επιφάνεια και χάιδεψε το ξύλο. Η Ράκελ την παρατηρούσε με μεγάλη προσοχή. Το χάιδευε λες και γνώριζε την αίσθηση της τραχιάς, φυσικής επιφάνειας: ευχάριστη, ζωντανή αίσθηση. Το βλέμμα του κοριτσιού καρφώθηκε στην κούπα του Χάρι. Λες;... «Τι ήθελες να μου πεις, Σίλιε;» Το κορίτσι χαμογέλασε μ’ ένα πικρό, σχεδόν πονεμένο χαμόγελο, χωρίς να πάρει τα μάτια του από την κούπα. «Πραγματικά δεν μ’ έχει αναφέρει ποτέ ο Χάρι, κυρία Φάουκε;» Για μια στιγμή, η Ράκελ έκλεισε τα μάτια της. Όχι, δεν ήταν αλήθεια. Τον εμπιστευόταν. Τα ξανάνοιξε. «Πες μου ό,τι θες να πεις σαν να μη σ’ έχει αναφέρει, Σίλιε». «Όπως προτιμάτε, κυρία Φάουκε». Το κορίτσι έστρεψε το

βλέμμα της στη Ράκελ. Τα σχεδόν αφύσικα γαλανά της μάτια έμοιαζαν αθώα και ανήξερα, σαν των παιδιών. Σκληρά σαν των παιδιών, σκέφτηκε η Ράκελ. «Θέλω να σας μιλήσω για τον βιασμό» είπε η Σίλιε. Και ξαφνικά η Ράκελ συνειδητοποίησε ότι οι ανάσες δεν της έρχονταν εύκολα, λες και κάποιος είχε ρουφήξει όλο τ’ οξυγόνο από το δωμάτιο, σαν τις αεροστεγείς συσκευασίες. «Ποιον βιασμό;» κατάφερε να ψελλίσει η Ράκελ.

Το σκοτάδι είχε ήδη αρχίσει να πέφτει όταν ο Μπγιορν Χολμ βρήκε επιτέλους το αμάξι. Είχε πάρει την έξοδο του Κλέμετσρουντ και είχε προχωρήσει στην κεντρική επαρχιακή οδό 155, μα προσπέρασε άθελά του την πινακίδα για το Φιέλ. Την είδε κατά την επιστροφή, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε πάει πια πολύ μακριά και έκανε να γυρίσει πίσω. Ο παράδρομος ήταν ακόμα πιο άδειος από τον κεντρικό και, μες στο βράδυ, φαινόταν τελείως έρημος. Το πυκνό δάσος δεξιά και αριστερά έμοιαζε να συγκλίνει προς την άσφαλτο. Κάποια στιγμή, διέκρινε τα πίσω φώτα ενός αυτοκινήτου παρκαρισμένου στην άκρη του δρόμου. Έκοψε ταχύτητα και κοίταξε τον καθρέφτη του. Μόνο σκοτάδι ξοπίσω του· μόνο δυο μοναχικά, κόκκινα φώτα

εμπρός του. Ο Μπγιορν πάρκαρε πίσω από το αμάξι και βγήκε έξω. Ένα πουλί σφύριξε στο δάσος, βγάζοντας έναν ήχο κούφιο, μελαγχολικό. Ο Ρούαρ Μιντστούεν ήταν γονατισμένος δίπλα στο χαντάκι του δρόμου, στο φως των προβολέων του αυτοκινήτου του. «Έφτασες» είπε ο Ρούαρ. Ο Μπγιορν άρπαξε τη ζώνη του και σήκωσε το παντελόνι του. Ήταν μια αυτόματη κίνηση, δεν ήξερε από πού την είχε ξεσηκώσει. Ή, μάλλον, ήξερε: ο πατέρας του σήκωνε το παντελόνι του αντί προλόγου, όταν ήθελε να πει ή να κάνει κάτι σημαντικό. Είχε αρχίσει, λοιπόν, να συμπεριφέρεται σαν τον πατέρα του... Μόνο που σπάνια είχε κάτι σημαντικό να πει. «Εδώ έγινε;» ρώτησε ο Μπγιορν. Ο Ρούαρ έγνεψε καταφατικά. Ύστερα γύρισε και κοίταξε το μπουκέτο με τα λουλούδια που είχε εναποθέσει στην άσφαλτο. «Είχε έρθει για αναρρίχηση με φίλους κι ερχόμενη σπίτι σταμάτησε για κατούρημα στο δάσος. Είπε στους άλλους να προχωρήσουν. Λένε ότι συνέβη όταν ξαναβγήκε κι ανέβηκε στο ποδήλατό της. Ήθελε να προλάβει τους άλλους. Τέτοιο κορίτσι ήτανε, γεμάτο ενθουσιασμό...» Προσπαθούσε να ελέγξει τη συγκίνηση στη φωνή του. «Και τότε μάλλον έστριψε λίγο προς τον δρόμο και το ποδήλατό της δεν είχε πάρει ακόμη να ισορροπεί και...» Ο Ρούαρ

σήκωσε το κεφάλι του για να υποδείξει από πού είχε έρθει το αμάξι. «...Δεν βρήκαν σημάδι από φρένα. Ψυχή δεν θυμόταν πώς ήταν το αυτοκίνητο, παρόλο που πρέπει να προσπέρασε τους φίλους της αμέσως μετά. Μα κείνοι ήταν απασχολημένοι και συζητούσαν τις αναρριχήσεις που ’χαν κάνει. Είπαν ότι τους προσπέρασαν πολλά αμάξια. Είχαν φτάσει πια κοντά στο Κλέμετσρουντ όταν συνειδητοποίησαν ότι η Φία θα ’πρεπε να τους είχε προλάβει. Τότε κατάλαβαν ότι κάτι είχε συμβεί». Ο Μπγιορν κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας ότι καταλάβαινε. Ξερόβηξε, για να καθαρίσει τον λαιμό του. Ήθελε να το πει και να τελειώνει. Αλλά ο Ρούαρ δεν τον άφηνε να πει κουβέντα. «Ξέρεις, Μπγιορν, δεν μ’ άφησαν να πάρω μέρος στην έρευνα. Γιατί ήμουν, λέει, ο πατέρας, κατάλαβες; Και πάνε και βάζουν κάτι ξεπεταρούδια στην υπόθεση κι όταν μετά κατάλαβαν ότι δεν ήταν παιχνιδάκι, ότι ο οδηγός δεν έλεγε να παραδοθεί κι ούτε στοιχεία του είχαν, τότε ήταν πια πολύ αργά να φέρουν τα μεγάλα μέσα. Το ψητό είχε κρυώσει και οι μνήμες είχαν σβηστεί». «Ρούαρ...» «Σου μιλώ για παλιοδουλειά, Μπγιορν. Καθόμαστε και δουλεύουμε μια ζωή για το Σώμα, δίνουμε ό,τι έχουμε και δεν

έχουμε, και όταν μας παίρνουν κι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε, τι μένει; Τίποτε. Μεγάλη προδοσία, Μπγιορν, άκου με που σου λέω». Ο Μπγιορν κοίταξε τα σαγόνια του συναδέλφου του που κινούνταν νευρικά: μια έσφιγγαν και μια χαλάρωναν οι μύες του. Λιώμα την έχει κάνει την τσίχλα, σκέφτηκε ο Μπγιορν. «Ντρέπομαι, ντρέπομαι που ’μαι αστυνομικός» είπε ο Μιντστούεν. «Και στην υπόθεση Καλσνές, μια απ’ τα ίδια. Προχειροδουλειές, απ’ άκρη σ’ άκρη. Αφήσαμε τον δολοφόνο να γλιστρήσει μέσ’ απ’ τα χέρια μας και μετά κανείς δεν έδωσε λογαριασμό. Και κανείς δεν ζήτησε λογαριασμό. Βάλανε τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα». «Το κορίτσι που βρήκανε απανθρακωμένο στο μπαρ το πρωί...» «Αναρχία λέω, αυτό είναι. Κάποιος πρέπει να λογοδοτήσει. Κάποιος...» «Ήταν η Φία». Στη σιωπή που ακολούθησε, το πουλί ξανασφύριξε, μα από κάπου αλλού μες στο δάσος αυτή τη φορά. Πρέπει να μετακινήθηκε. Και τότε μια σκέψη ήρθε στον νου του Μπγιορν. Ότι μπορεί να ήταν ένα άλλο πουλί. Ότι μπορεί να υπήρχαν δύο. Δύο του ίδιου είδους. Που σφύριζαν το ένα στο άλλο μες στο δάσος.

«Τον βιασμό μου από τον Χάρι» είπε η Σίλιε και κοίταξε τη Ράκελ ήρεμα, λες και μόλις της είχε πει την πρόγνωση του καιρού. «Ο Χάρι σε βίασε;» Η Σίλιε χαμογέλασε. Ήταν ένα σύντομο χαμόγελο, σαν μυϊκός σπασμός, μια έκφραση που δεν πρόλαβε να φτάσει στα μάτια της και χάθηκε. Μαζί με την αδιαφορία και την αξιοπιστία της. Κι αντί να χαμογελάσουν, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Θεέ μου, σκέφτηκε η Ράκελ, λέει την αλήθεια. Άνοιξε το στόμα της να ρουφήξει οξυγόνο και ένιωσε απόλυτη βεβαιότητα: το κορίτσι μπορεί να ήταν τρελό, ψέματα όμως δεν έλεγε. «Ήμουν τόσο ερωτευμένη μαζί του, κυρία Φάουκε. Νόμιζα ότι ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Πήγα λοιπόν στο γραφείο του. Είχα βαφτεί. Και αυτός το παρεξήγησε». Η Ράκελ είδε το πρώτο δάκρυ να κυλάει από τις βλεφαρίδες της πάνω στο απαλό, νεαρό της μάγουλο. Υγραίνοντας το δέρμα της, κάνοντάς το ροζ. Ήξερε ότι πίσω της, στον πάγκο της κουζίνας, υπήρχε ένα ρολό χαρτί. Αλλά δεν το αναζήτησε. Σιγά μην της δώσω και χαρτί τώρα. «Ο Χάρι δεν παρεξηγεί» είπε η Ράκελ, έκπληκτη με την ηρεμία της ίδιας της της φωνής. «Ούτε βιάζει». Με την ηρεμία και την αυτοπεποίθησή της. Πόσο ακόμα θα

μπορούσε να τη διατηρήσει; «Λάθος κάνετε» είπε η Σίλιε και χαμογέλασε, με δάκρυα στα μάτια. «Σοβαρά;» Η Ράκελ ένιωσε μια απίστευτη επιθυμία να της χώσει μια μπουνιά στο αυτάρεσκο, βιασμένο πρόσωπό της. «Ναι, κυρία Φάουκε. Εσείς με παρεξηγείτε τώρα». «Πες ό,τι είναι να πεις και δίνε του». «Ο Χάρι...» Τόσο πολύ σιχαινόταν η Ράκελ ν’ ακούει το όνομά του να βγαίνει από το στόμα της, που ενστικτωδώς κοίταξε τριγύρω να βρει κάτι να της το βουλώσει. Ένα τηγάνι, ας πούμε, το μαχαίρι του ψωμιού, μια αυτοκόλλητη ταινία, οτιδήποτε. «...νόμιζε ότι πήγα να τον ρωτήσω κάτι για το μάθημα. Αλλά έκανε λάθος. Πήγα να τον αποπλανήσω». «Ξέρεις κάτι, κορίτσι μου; To ήξερα ήδη ότι αυτό ήθελες. Και τώρα έρχεσαι και μου λες ότι συνέβη ό,τι ακριβώς ήθελες, αλλά και πάλι σε βίασε; Πώς το βλέπεις δηλαδή; Ξαφνικά, έπειτα από ένα σωρό καυλωμένα και τάχα μου αγνά μη, μη, μη, αποφάσισες ότι κάπου είπες ένα ειλικρινές όχι, κι αυτός έπρεπε να μυρίσει τα νύχια του και να το καταλάβει πριν από σένα;» Η Ράκελ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι το λογύδριό της έμοιαζε με τη συνήθη υπερασπιστική γραμμή των διάφορων

βιαστών στα δικαστήρια, ένα τραγουδάκι που η ίδια μισούσε αφάνταστα, αλλά όλοι οι δικηγόροι κατανοούσαν κι αποδέχονταν ότι έπρεπε να ακουστεί. Όμως η Ράκελ εννοούσε αυτά που έλεγε, έτσι είχαν τα πράγματα, δεν γινόταν να είχαν διαφορετικά. «Όχι» είπε η Σίλιε. «Αυτό που ήθελα να σας πω ήταν ότι δεν με βίασε». Η Ράκελ ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Ξανάπαιξε τα λόγια της κοπέλας στο μυαλό της, να σιγουρευτεί ότι άκουσε καλά. Δεν τη βίασε. «Απείλησα να τον καταγγείλω για βιασμό επειδή...» Το κορίτσι σκούπισε τα δάκρυά του με τον αντίχειρα. «...Γιατί ήθελε να με αναφέρει στο Διοικητικό Συμβούλιο για ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντί του. Πράγμα που είχε κάθε δικαίωμα να κάνει. Αλλά εγώ ήμουν απελπισμένη. Προσπάθησα να του τη βγω, κατηγορώντας τον για βιασμό. Ήθελα να του πω ότι μετάνιωσα για ό,τι έκανα. Να του πω ότι... ναι, ότι αυτό που έκανα ήταν έγκλημα: ψευδής κατηγορία. Παράγραφος 168 του Ποινικού Κώδικα. Μέγιστη ποινή: οκτώ χρόνια». «Σωστά» είπε η Ράκελ. «Α, ναι». Χαμογέλασε η Σίλιε με δάκρυα στα μάτια. «Ξέχασα ότι είστε δικηγόρος». «Πώς το ξέρεις αυτό;»

«Ω» είπε η Σίλιε, ρουφώντας τη μύτη της. «Ξέρω ένα σωρό πράγματα για τη ζωή του Χάρι. Μπορείτε να πείτε ότι την έχω μελετήσει. Ήταν το είδωλό μου κι εγώ ήμουν ένα χαζό κορίτσι. Κάθισα κι ερεύνησα τους φόνους των αστυνομικών για χάρη του, νομίζοντας ότι θα μπορούσα να τον βοηθήσω. Ποια, εγώ, μια αδαής φοιτήτρια. Προσπάθησα να του εξηγήσω πώς ταίριαζαν μεταξύ τους τα κομμάτια του παζλ. Ήθελα να δείξω στον Χάρι Χόλε πώς να τσακώσει τον δολοφόνο». Η Σίλιε ξαναχαμογέλασε πικρά, κουνώντας το κεφάλι της. Η Ράκελ πήρε από πίσω της το ρολό κουζίνας και το έδωσε στο κορίτσι. «Και ήρθες εδώ για να του τα πεις όλα αυτά;» Η Σίλιε κούνησε αργά το κεφάλι της σ’ ένδειξη κατάφασης. «Το ήξερα ότι δεν θα σήκωνε το τηλέφωνο. Σκέφτηκα, λοιπόν, να έρθω μέχρι εδώ, μια και είχα βγει για τρέξιμο. Όταν σας είδα στο παράθυρο της κουζίνας πήγα να φύγω, αλλά μετά αποφάσισα ότι θα ήταν ακόμα καλύτερο να σας τα πω πρόσωπο με πρόσωπο. Θα ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι εννοούσα όσα έλεγα, ότι δεν ήρθα μέχρι εδώ σκεφτόμενη υστερόβουλα». «Σε είδα που στεκόσουν εκεί έξω» είπε η Ράκελ. «Ναι. Σκεφτόμουν τι έπρεπε να κάνω. Έπαιρνα κουράγιο».

Η Ράκελ ένιωθε την οργή της για το μπερδεμένο, ερωτοχτυπημένο κορίτσι με τα γουρλωμένα μάτια να μετατοπίζεται στον Χάρι: γιατί δεν της είχε πει λέξη για όλο αυτό; «Καλά έκανες και ήρθες, Σίλιε. Αλλά ίσως είναι καλύτερα να φύγεις τώρα». Η Σίλιε έγνεψε καταφατικά. Σηκώθηκε όρθια. «Στην οικογένειά μας έχουμε το μικρόβιο της σχιζοφρένειας» είπε. «Πώς είπες;» «Ναι, νομίζω ότι δεν είμαι εντελώς νορμάλ». Και πρόσθεσε, με ώριμη φωνή: «Αλλά δεν πειράζει, πραγματικά». Η Ράκελ τη συνόδευσε έως την πόρτα. «Δεν θα με ξαναδείτε» είπε το κορίτσι στο κεφαλόσκαλο. «Καλή τύχη, Σίλιε». Η Ράκελ στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, κοιτάζοντας το κορίτσι να διασχίζει τρέχοντας την αυλή. Γιατί είχε αποφύγει ο Χάρι να της μιλήσει για όλο αυτό; Λες να νόμιζε ότι δεν θα τον πίστευε; Ότι πάντα θα υπήρχαν αμφιβολίες για το πρόσωπό του; Και αμέσως, μια δεύτερη σκέψη συμπλήρωσε την πρώτη: υπήρχαν όντως αμφιβολίες; Πόσο καλά ήξεραν ο ένας τον άλλο; Πόσο καλά μπορεί να ξέρει οποιοσδήποτε άνθρωπος τον συνάνθρωπό του; Η μαυροντυμένη φιγούρα με την ξανθιά, χοροπηδηχτή

αλογοουρά εξαφανίστηκε στο σκοτάδι, πολύ πριν σβήσει ο ήχος των παπουτσιών της πάνω στα χαλίκια.

«Την ξέθαψε» είπε ο Μπγιορν Χολμ. Ο Ρούαρ Μιντστούεν κρέμασε το κεφάλι του. Έξυσε τον αυχένα του, εκεί που οι κοντοκουρεμένες τρίχες του έμοιαζαν με βούρτσα. Το σκοτάδι έπεσε σιωπηλά και τους βρήκε να κάθονται ακόμη εκεί, στο φως των προβολέων του αυτοκινήτου. Κι όταν ο Ρούαρ μίλησε τελικά, ο Μπγιορν έπρεπε να σκύψει προς το μέρος του για ν’ ακούσει τι έλεγε. «Το μονογενές μου...» Κατένευσε κοφτά. «Τι να πεις, έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει». Στην αρχή ο Μπγιορν νόμιζε ότι είχε παρακούσει. Μετά νόμισε ότι είχε παραμιλήσει ο Μιντστούεν, ότι κάτι άλλο εννοούσε, ότι κάποια λέξη είχε ξεχάσει ή ότι δεν είχε εκφραστεί σωστά. Μα η φράση του ήταν τόσο σαφής και άψογη συντακτικά, που ακουγόταν εντελώς φυσική. Αληθινή. Ο φονιάς είχε κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει. «Πάω να φέρω και τ’ άλλα άνθη» είπε ο Μιντστούεν και σηκώθηκε όρθιος. «ΟΚ» είπε ο Μπγιορν, με κολλημένο το βλέμμα στη μικρή ανθοδέσμη που βρισκόταν στο χώμα, ενώ ο Μιντστούεν εξαφανίστηκε από τη δέσμη του φωτός και πήγε προς το

πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ο Μπγιορν άκουσε το πορτμπαγκάζ ν’ ανοίγει σκεφτόμενος τα λόγια του συναδέλφου του. Το μονογενές μου. Θυμήθηκε τα λόγια του Άουνε, ότι ο δολοφόνος ένιωθε Θεός. Ένας εκδικητικός Θεός. Και ο Θεός είχε κάνει και θυσίες, είχε θυσιάσει τον υιό του τον μονογενή. Κρεμώντας τον επί ξύλου. Για να τον δούνε όλοι. Να τον δουν και να φανταστούν το μαρτύριό του. Το μαρτύριο του υιού και το μαρτύριο του πατρός.greekleech.info Ο Μπγιορν φαντάστηκε τη Φία Μιντστούεν πάνω στην καρέκλα. Το τέκνον το μονογενές. Οι δυο τους. Ή οι τρεις τους. Τρεις είναι. Πώς το ονομάζουν οι ιερείς; Ακούστηκε ένα κροτάλισμα από τη μεριά του πορτμπαγκάζ και ο Μπγιορν σκέφτηκε ότι τα λουλούδια πρέπει να βρίσκονταν κάτω από κάτι μεταλλικό. Η Αγία Τριάδα: αυτό ήταν. Ο τρίτος ήταν το Άγιο Πνεύμα. To στοιχειό και ο δαίμων μαζί. Το μονίμως αόρατο, αυτό που εμφανιζόταν αναπάντεχα στην Αγία Γραφή και εξαφανιζόταν μετά. Το κεφάλι της Φία Μιντστούεν ήταν δεμένο στον σωλήνα με μια αλυσίδα, έτσι ώστε το σώμα της να στέκεται όρθιο, εκτεθειμένο, για να το δούνε όλοι. Όπως στη σταύρωση. Ο Μπγιορν Χολμ άκουσε βήματα ξοπίσω του. Θυσιάστηκε το τέκνον, σταυρώθηκε από τον ίδιο του τον

πατέρα. Γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Πώς το είπε; Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει.

Ο Χάρι κοίταξε τη Μέγκαν Φοξ. Η υπέροχη φιγούρα της έτρεμε, αλλά το βλέμμα της ήταν σταθερό. Το χαμόγελό της άσβεστο. Η πρόκληση του κορμιού της αμετάβλητη. Σήκωσε το τηλεχειριστήριο και έσβησε την τηλεόραση. Η Μέγκαν Φοξ εξαφανίστηκε αλλά παρέμεινε συνάμα· η σιλουέτα της είχε αποτυπωθεί στην κλειστή οθόνη. Είχε εξαφανιστεί, μα ήταν ακόμη εκεί. Ο Χάρι κοίταξε τριγύρω, στο υπνοδωμάτιο του Τρουλς. Και ύστερα προχώρησε προς το ντουλάπι που ήξερε ότι φύλαγε ο Τρουλς τα παιχνίδια του. Ολόκληρος άνθρωπος χωρούσε εκεί μέσα θεωρητικά. Ο Χάρι είχε έτοιμο το Οντέσα στο χέρι. Στις μύτες των ποδιών του πλησίασε το ντουλάπι, κόλλησε στον τοίχο κι άνοιξε την πόρτα με το αριστερό του χέρι. Το εσωτερικό φωτάκι άνοιξε αυτομάτως. Πλην αυτού, τίποτα άλλο δεν συνέβη. Ο Χάρι έφερε το κεφάλι του μπροστά και το τράβηξε πίσω. Είχε δει ό,τι χρειαζόταν να δει: κανείς δεν υπήρχε εκεί μέσα. Πήγε και στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Ο Τρουλς είχε αντικαταστήσει ό,τι είχε πάρει ο Χάρι την τελευταία φορά: ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο, την

αντιασφυξιογόνο μάσκα, το πιστόλι MP5, το πιστόλι με τις λαστιχένιες σφαίρες. Τα υπόλοιπα όπλα παρέμεναν στη θέση τους. Εκτός από ένα: στο κέντρο του τοίχου υπήρχε σχεδιασμένο το περίγραμμα ενός όπλου γύρω από δύο γάντζους, μα όπλο πουθενά. Μήπως ο Τρουλς Μπέρντσεν ανακάλυψε ότι ο Χάρι ερχόταν σπίτι του, πήρε το όπλο και την κοπάνησε; Χωρίς να κλειδώσει την πόρτα ή να σβήσει την τηλεόραση; Γιατί να μην του στήσει ενέδρα εδώ, στο σπίτι; Ο Χάρι έψαξε ολόκληρο το διαμέρισμα και κατάλαβε ότι δεν υπήρχε ψυχή. Έψαξε πρώτα την κουζίνα, μετά το καθιστικό κι ύστερα έκλεισε την πόρτα σαν να είχε φύγει, και πήγε και κάθισε στον δερμάτινο καναπέ, με το Οντέσα ακόμη απασφαλισμένο. Έτοιμος. Είχε πλήρη ορατότητα του υπνοδωματίου, χωρίς αυτός να φαίνεται από την κλειδαρότρυπα. Αν ο Τρουλς βρισκόταν όντως κρυμμένος εκεί μέσα, τότε ο πρώτος που θα εμφανιζόταν από τους δυο τους θα έχανε τη μάχη: η σκηνή ήταν στημένη για μονομαχία. Περίμενε. Ακίνητος, αναπνέοντας ήρεμα, βαθιά, αθόρυβα, με την υπομονή μιας λεοπάρδαλης. Όταν πέρασαν σαράντα λεπτά και δεν συνέβη τίποτα, ο Χάρι σηκώθηκε και μπήκε στο υπνοδωμάτιο. Κάθισε στο κρεβάτι. Μήπως να έπαιρνε τηλέφωνο τον

Μπέρντσεν; Αυτό θα τον προειδοποιούσε, βέβαια, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Τρουλς ήξερε ήδη ότι ο Χάρι τον κυνηγούσε. Έβγαλε το κινητό του και το άνοιξε. Περίμενε να πιάσει σήμα και πληκτρολόγησε τον αριθμό που είχε μάθει απέξω πριν φύγει από το Χολμενκόλεν, πριν από περίπου δυο ώρες. Το άφησε να χτυπήσει τρεις φορές κι όταν κανείς δεν απάντησε, το έκλεισε. Ύστερα πήρε τηλέφωνο τον Τούρκιλντσεν στην εταιρεία τηλεπικοινωνιών. Εκείνος το σήκωσε μέσα σε δυο δευτερόλεπτα. «Τι θες, Χόλε;» «Θέλω να μου βρεις το γεωγραφικό στίγμα ενός τηλεφώνου από τον σταθμό βάσης. Ο αριθμός ανήκει στο όνομα Τρουλς Μπέρντσεν. Είναι το υπηρεσιακό του κινητό της αστυνομίας, άρα πρέπει να είναι συνδρομητής σας».greekleech.info «Δεν γίνεται να τα λέμε κάθε φορά μ’ αυτόν τον τρόπο, Χάρι». «Πρόκειται για επίσημη έρευνα». «Τότε ν’ ακολουθήσεις τις επίσημες διαδικασίες. Να επικοινωνήσεις με τον δικηγόρο της αστυνομίας, να στείλει αυτός την υπόθεση στον επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών και όταν πάρεις επίσημη άδεια, τότε να με πάρεις τηλέφωνο».

«Το ζήτημα επείγει». «Δεν ακούς τι σου λέω, δεν μπορώ να σου δώσω...» «Πρόκειται για τους φόνους των αστυνομικών». «Ε, τότε θα σου πάρει μόνο λίγα δευτερόλεπτα να πάρεις την άδεια του αφεντικού σου, Χάρι». Ο Χάρι έβρισε από μέσα του. «Συγγνώμη, Χάρι, αλλά δεν μπορώ να ρισκάρω έτσι τη δουλειά μου. Αν μάθουν ότι έχω ελέγξει τις κινήσεις ενός αστυνομικού δίχως επίσημη άδεια... Τι πρόβλημα έχεις με το να πάρεις άδεια, πια;» «Καλά, άντε γεια» είπε ο Χάρι και έκλεισε το τηλέφωνο. Είχε δύο αναπάντητες κλήσεις και τρία μηνύματα. Πρέπει να τον κάλεσαν ενώ είχε το τηλέφωνο κλειστό. Άνοιξε με τη σειρά τα μηνύματα. Το πρώτο ήταν από τη Ράκελ.

Σ’ έπαιρνα τηλέφωνο. Είμαι σπίτι. Πες μου τι ώρα θα έρθεις να μαγειρέψω κάτι. Σου έχω και μια έκπληξη. Κάποιον που θέλει να σε τσακίσει στο Tetris.

Ο Χάρι ξαναδιάβασε το μήνυμα. Η Ράκελ ήταν σπίτι. Μαζί με τον Όλεγκ. Η πρώτη του παρόρμηση ήταν να μπει στο αμάξι και να πάει κατευθείαν εκεί. Να παρατήσει τα σχέδιά

του: ήταν λάθος, δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ. Ήξερε όμως ότι επρόκειτο ακριβώς για μια παρόρμηση. Μια προσπάθεια να ξεφύγει από το αναπόφευκτο. Το δεύτερο μήνυμα ήταν από έναν αριθμό που δεν γνώριζε.

Πρέπει να μιλήσουμε. Είσαι σπίτι; Σίλιε Γκ.

Έσβησε το μήνυμα. Τον τρίτο αριθμό, όμως, τον αναγνώρισε αμέσως.

Νομίζω ότι με ψάχνεις. Υπάρχει λύση για το πρόβλημά μας. Συνάντησέ με εκεί που πέθανε ο Γκ. το συντομότερο δυνατόν. Τρουλς.

44

Κ

αθώς ο Χάρι διέσχιζε το υπαίθριο πάρκινγκ, παρατήρησε ένα αμάξι με σπασμένο τζάμι. Το φως από τη λάμπα του δρόμου γυάλιζε πάνω στα σπασμένα γυαλιά στην άσφαλτο. Ήταν ένα Σουζούκι Βιτάρα. Σαν εκείνο του Μπέρντσεν. Ο Χάρι πήρε τηλέφωνο την Άμεση Δράση. «Εδώ Χάρι Χόλε. Χρειάζομαι κάποιον να τσεκάρει τις πινακίδες ενός αυτοκινήτου». «Κι εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό πια, Χόλε. Μπες στο διαδίκτυο». «Ε, τότε μπορείτε κι εσείς, σωστά;» Ένας βρυχηθμός ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής και ο Χάρι έδωσε τα στοιχεία της πινακίδας. Σε τρία δευτερόλεπτα είχε την απάντηση. «Τρουλς Μπέρντσεν, διεύθυνση...»

«Δεν χρειάζεται». «Έχεις να κάνεις κάποια αναφορά;» «Τι;» «Συνέβη κάτι στο αυτοκίνητο; Μήπως το διέρρηξαν, το έσπασαν, παραδείγματος χάριν;» Σιωπή. «Χάρι;» «Όχι, όχι, μια χαρά είναι. Μια παρεξήγηση μόνο». «Μια παρεξ...» Ο Χάρι έκλεισε το τηλέφωνο. Γιατί δεν είχε πάρει ο Μπέρντσεν το αμάξι του; Ο μισθός ενός αστυνομικού δεν φτάνει για να κυκλοφορείς με ταξί αποδώ κι αποκεί. Ο Χάρι προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του το δίκτυο του μετρό. Υπήρχε μία στάση εκατό μέτρα μακριά. Ο σταθμός Ρίεν. Δεν είχε ακούσει τρένα να περνούν. Που σημαίνει ότι έμπαιναν σε κάποιο υπόγειο τούνελ. Ο Χάρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του μες στο σκοτάδι. Μόλις είχε ακούσει κάτι άλλο. Τις τρίχες στον αυχένα του, που μόλις είχαν σηκωθεί. Ήξερε ότι στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, αλλά παρέμενε το μόνο πράγμα που άκουγε τώρα ο Χάρι. Ξαναέβγαλε το τηλέφωνό του. Πάτησε το Κ. «Επιτέλους» απάντησε η Κατρίνε. «Τι επιτέλους;» «Καλά, δεν είδες ότι έχω προσπαθήσει να σε πάρω

τηλέφωνο τόσες φορές;» «Όχι. Λαχανιασμένη ακούγεσαι». «Έτρεχα, Χάρι. Η Σίλιε Γκράβσεν». «Τι συμβαίνει με τη Σίλιε Γκράβσεν;» «Έχει γεμίσει το δωμάτιό της με αποκόμματα εφημερίδων που έχουν σχέση με τους φόνους. Έχει ένα κλομπ για να ξυλοφορτώνει πιθανούς βιαστές, σύμφωνα με τον θυρωρό. Κι έναν αδερφό στο τρελάδικο, ο οποίος βρίσκεται εκεί μέσα από τότε που δύο αστυνομικοί τον έκαναν τόπι στο ξύλο. Και η τύπισσα είναι θεόμουρλη, Χάρι. Εντελώς κούκου». «Πού βρίσκεσαι;» «Στο πάρκο Βάτερλαν. Δεν είναι εδώ. Νομίζω ότι πρέπει να στείλουμε σήμα ότι την ψάχνουμε». «Όχι». «Όχι;» «Όχι, δεν είναι ο άνθρωπος που ψάχνουμε». «Τι εννοείς; Κίνητρο, ευκαιρία, ψυχική κατάσταση: όλα τα ’χει, Χάρι». «Ξέχνα τη Σίλιε Γκράβσεν! Θέλω να τσεκάρεις μια στατιστική». «Μια στατιστική!» Φώναξε τόσο δυνατά, που πόνεσε η μεμβράνη του αυτιού του. «Κάθομαι εδώ χάμω, πνιγμένη στα σκατά από τις μισές υποθέσεις του Ηθών, ψάχνοντας έναν

δολοφόνο, κι εσύ μου λες ότι θέλεις να τσεκάρω μια στατιστική; Ε, είσαι μεγάλος κόπανος, Χάρι Χόλε!» «Τσέκαρε, σε παρακαλώ, τις στατιστικές του FBI για το ποσοστό των αυτοπτών μαρτύρων που έχουν πεθάνει μεταξύ της στιγμής που κλήθηκαν να καταθέσουν και της αρχής της δίκης». «Τι σχέση έχει όλο αυτό;» «Πες μου απλώς τους αριθμούς, εντάξει;» «Όχι, δεν είναι καθόλου εντάξει!» «Ε, τότε πάρ’ το ως διαταγή, Κατρίνε Μπρατ». «Καλά, αλλά... Έι! Για μισό λεπτό! Ποιος είναι το αφεντικό εδώ;» «Αν πρέπει να ρωτάς, τότε δεν είσαι εσύ». Πριν κλείσει το τηλέφωνο, ο Χάρι λούστηκε και άλλες τέτοιες βρισιές.

Ο Μίκαελ Μπέλμαν καθόταν στον καναπέ και χάζευε τηλεόραση. Οι ειδήσεις είχαν τελειώσει και άρχιζαν τ’ αθλητικά, κι έτσι το βλέμμα του γλίστρησε προς το παράθυρο. Προς τη μεριά της πόλης που έβραζε σαν μαύρη χύτρα κάτω από τα πόδια του. Το όλο ζήτημα με τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου είχε κρατήσει δέκα δευτερόλεπτα. Ο πρόεδρος είχε πει ότι οι αλλαγές στη

σύσταση του Συμβουλίου ήταν αρκετά συχνές και ότι αυτή τη στιγμή, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας στο συγκεκριμένο πόστο, ήταν απολύτως λογικό η Ιζαμπέλε Σκέγιεν να δώσει τη σκυτάλη σε κάποιον άλλο. Η ίδια θα μπορούσε να γυρίσει στην προηγούμενη θέση της, ως γραμματέας του Συμβουλίου, ώστε να επωφεληθεί και το Συμβούλιο από τη μεγάλη της εμπειρία. Η ίδια η Σκέγιεν δεν είχε κάνει κάποιο σχόλιο, έμαθε αργότερα. Η πόλη του στραφτάλιζε σαν κόσμημα. Άκουσε την πόρτα του παιδικού υπνοδωματίου να κλείνει απαλά, κι αμέσως μετά η Ούλα ήρθε και κουλουριάστηκε δίπλα του στον καναπέ. «Κοιμήθηκαν;» «Σε λήθαργο έπεσαν» του απάντησε, κι ο Μίκαελ ένιωσε την ανάσα της στον λαιμό του. «Έχεις όρεξη για τηλεόραση ή για;...» είπε και δάγκωσε τον λοβό του αυτιού του. Ο Μίκαελ χαμογέλασε μα δεν κουνήθηκε. Απολάμβανε τη στιγμή, νιώθοντας πως όλα ήταν τέλεια. Εδώ και τώρα. Το κυρίαρχο αρσενικό κι όλες οι γυναίκες στα πόδια του. Η μία να κρέμεται από το χέρι του· η άλλη, εξουδετερωμένη κι αβλαβής. Όπως και οι άνδρες αντίπαλοί του. Ο Ασάγιεφ νεκρός, ο Τρουλς ξανά το πρωτοπαλίκαρό του, ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας συνένοχος στο κοινό τους έγκλημα, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο που, αν ποτέ τον

ξαναχρειαζόταν, να πρέπει να τον εξυπηρετήσει. Μέχρι και την εμπιστοσύνη του Δημοτικού Συμβουλίου είχε κερδίσει ο Μίκαελ, όσο καιρό κι αν του έπαιρνε να βρει τον «χασάπη των μπάτσων». Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε νιώσει τόσο όμορφα, τόσο άνετος. Ένιωσε τα χέρια της πάνω του. Ήξερε τι θα συνέβαινε πριν από κείνη. Θα τον ερέθιζε, αλλά όχι με τον τρόπο που το κατάφερναν οι άλλοι. Όχι σαν εκείνη, που της είχε μόλις κόψει τα φτερά. Ούτε σαν εκείνον που είχε πεθάνει στην οδό Χάουσμαν. Αλλά θα τον ερέθιζε αρκετά ώστε να την πηδήξει. Έτσι είναι ο γάμος. Κι ευτυχώς δηλαδή. Ήταν υπεραρκετό: υπήρχαν κι άλλα πράγματα στη ζωή. Την τράβηξε κοντά του κι έβαλε το χέρι του μέσα από το πράσινο πουλόβερ της. Γυμνό δέρμα, όπως όταν ακουμπάς το χέρι σου στο χλιαρό μάτι της κουζίνας. Η Ούλα αναστέναξε ελαφρά. Έσκυψε προς το μέρος του. Δεν του άρεσε να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του όταν τη φιλούσε. Ίσως κάποτε να του άρεσε, αλλά όχι πια. Δεν της το είχε πει ποτέ. Τι νόημα είχε αφού αυτή το ήθελε κι αυτός το σιχαινόταν; Έγγαμος βίος. Κι όταν το ασύρματο τηλέφωνο δίπλα στον καναπέ άρχισε να χτυπάει, ο Μίκαελ ένιωσε μια μικρή ανακούφιση.

Το σήκωσε. «Παρακαλώ;» «Γεια σου, Μίκαελ». Η φωνή τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα και με τόσο οικείο τρόπο, που στην αρχή πείστηκε ότι την ήξερε, ότι ήθελε απλώς λίγο χρόνο για να την αναγνωρίσει. «Γεια» απάντησε στον ίδιο τόνο και σηκώθηκε από τον καναπέ. Πήγε προς τη βεράντα. Μακριά από την τηλεόραση. Μακριά από την Ούλα. Ήταν μια αυτόματη αντίδραση πια, τελειοποιημένη με τα χρόνια. Aπό σεβασμό για τη γυναίκα του. Από σεβασμό για τα μυστικά του. Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής γέλασε χαμηλόφωνα. «Δεν με ξέρεις, Μίκαελ. Ηρέμησε». «Ευχαριστώ πολύ, αλλά είμαι απολύτως ήρεμος» είπε ο Μίκαελ. «Έχεις πάρει στο σπίτι και γι’ αυτόν τον λόγο θα το εκτιμούσα ιδιαιτέρως αν έμπαινες στο θέμα». «Είμαι νοσοκόμος, απ’ το Ρικσχοσπιτάλ». Αυτή η σκέψη δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του· δεν θυμόταν να την έχει ξανακάνει. Κι όμως, τώρα ήταν λες και ήξερε ακριβώς τι θ’ ακολουθούσε. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στη βεράντα, πατώντας πάνω στις κρύες πλάκες. Στιγμή δεν άφησε το τηλέφωνο απ’ το αυτί του. «Ήμουν ο νοσοκόμος του Ρούντολφ Ασάγιεφ. Τον θυμάσαι, φαντάζομαι. Φυσικά και τον θυμάσαι! Κάνατε

μπίζνες μαζί. Κι όταν συνήλθε από το κώμα, μου εκμυστηρεύτηκε διάφορα. Συμπεριλαμβανομένων και των σχεδίων σας». Είχε συννεφιάσει, η θερμοκρασία είχε πέσει κατακόρυφα και οι πλάκες της βεράντας ήταν τόσο κρύες, που τα πόδια του πονούσαν ακόμα και μέσα από τις κάλτσες. Οι ιδρωτοποιοί αδένες του Μίκαελ Μπέλμαν, όμως, δούλευαν σαν τρελοί. «Και μια και αναφέρθηκα σε μπίζνες» είπε η φωνή «ίσως κι εμείς να έχουμε να συζητήσουμε κάτι μεταξύ μας». «Τι θες;» «Να το θέσω απλά: θέλω μερικά χρήματα για να κάνω μόκο». Δεν θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος παρά εκείνος: ο νοσοκόμος από το Ένεμπακ. Ο τύπος που η Ιζαμπέλε είχε εξαγοράσει για να σκοτώσει τον Ασάγιεφ. Εκείνη ισχυριζόταν ότι του έφτανε να πληρωθεί σε είδος, αλλά προφανώς είχε κάνει λάθος. «Πόσα;» είπε ο Μπέλμαν, προσπαθώντας να το παίξει επαγγελματίας, δίχως όμως ν’ ακουστεί όσο αδίστακτος θα ήθελε. «Όχι πολλά. Δεν έχω ακριβά γούστα. Δέκα χιλιάρικα». «Είναι πολύ λίγα».

«Πολύ λίγα;» «Ναι, μου ακούγεται περισσότερο σαν πρώτη δόση». «Θα μπορούσα να πω εκατό χιλιάρικα». «Και τότε γιατί δεν το λες;» «Γιατί τα χρειάζομαι απόψε, τώρα. Οι τράπεζες είναι κλειστές κι από το μηχάνημα δεν μπορείς να βγάλεις παραπάνω από δέκα χιλιάδες». Είναι απελπισμένος, σκέφτηκε ο Μίκαελ. Καλό ήταν αυτό. Ή μήπως όχι; Πήγε στην άκρη της βεράντας, κοίταξε την πόλη του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις ήταν στα καλύτερά του, όταν τα πάντα παίζονταν και η παραμικρή κίνηση μπορούσε να αποδειχθεί μοιραία. «Πώς σε λένε;» «Μπορείς να με λες Νταν. Όπως λέμε Ντανούβιους». «Εντάξει, Νταν. Το καταλαβαίνεις, φαντάζομαι, ότι, παρόλο που κάνω παζάρια μαζί σου, δεν σημαίνει ότι παραδέχομαι οτιδήποτε, ε; Μπορεί και να σου στήνω παγίδα για να σε συλλάβω για εκβιασμό». «Κι ο μόνος λόγος που το λες αυτό είναι επειδή φοβάσαι ότι είμαι δημοσιογράφος και έχω ακούσει διάφορες φήμες και προσπαθώ να σε κάνω να τα ομολογήσεις όλα». Σκατά. «Πού;» «Είμαι στη δουλειά, οπότε πρέπει να έρθεις μέχρι εδώ. Θα

συναντηθούμε κάπου διακριτικά. Έλα να με βρεις στην κλειστή πτέρυγα. Δεν υπάρχει κανείς εκεί πια. Σε τρία τέταρτα στο δωμάτιο του Ασάγιεφ». Σε τρία τέταρτα· ο τύπος βιαζόταν. Ή πρόσεχε πολύ. Δεν ήθελε να προλάβει ο Μίκαελ να του στήσει καμιά παγίδα. Μόνο που ο Μπέλμαν πίστευε στις απλές εξηγήσεις· όπως σε αυτήν που έλεγε ότι επρόκειτο για έναν τοξικομανή νοσοκόμο, που του ’χαν ξαφνικά τελειώσει οι προμήθειες. Αν τα πράγματα είχαν έτσι, τότε ήταν εύκολο το ζήτημα. Ίσως και να κατάφερνε να του κρατήσει το στόμα κλειστό μια για πάντα. «Εντάξει» είπε ο Μίκαελ κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ανέπνευσε την περίεργη, σχεδόν αποκρουστική μυρωδιά που ανέδιδε η βεράντα. Κι ύστερα γύρισε στο καθιστικό κλείνοντας πίσω του την μπαλκονόπορτα. «Πρέπει να βγω για λίγο έξω» είπε. «Τώρα;» ρώτησε η Ούλα, κοιτάζοντάς τον με μια πληγωμένη έκφραση, που άλλες φορές θα τον εκνεύριζε αρκετά ώστε να της μιλήσει απότομα. «Τώρα». Σκέφτηκε το πιστόλι που είχε κλειδωμένο στο πορτμπαγκάζ. Ένα Γκλογκ 22, δώρο από έναν αμερικανό φίλο. Αχρησιμοποίητο. Μη καταγεγραμμένο. «Τι ώρα θα γυρίσεις;»

«Δεν ξέρω. Μη με περιμένεις». Προχώρησε προς το χολ, νιώθοντας το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του. Δεν σταμάτησε μέχρι που βρέθηκε στην εξώπορτα. «Όχι, δεν πάω να τη συναντήσω, εντάξει;» Η Ούλα δεν απάντησε. Γύρισε απλώς προς την τηλεόραση και προσποιήθηκε ότι χάζευε την πρόγνωση του καιρού.

Η Κατρίνε έβριζε ιδρώνοντας στη ζέστη και την υγρασία του λεβητοστάσιου, αλλά συνέχισε την προσπάθεια. Πού σκατά την είχαν κρύψει αυτή τη στατιστική του FBI πια; Και τι σκατά την ήθελε ο Χάρι; Κοίταξε το ρολόι της. Ξεφύσηξε και τον πήρε τηλέφωνο. Δεν απαντούσε. Φυσικά και δεν απαντούσε. Του άφησε μήνυμα λέγοντάς του ότι χρειαζόταν κι άλλο χρόνο. Είχε μπει βαθιά μέσα στην ιστοσελίδα του FBI, αλλά αυτή η στατιστική ή ήταν παρά πολύ καλά κρυμμένη ή εκείνος δεν είχε καταλάβει κάτι σωστά. Μετά πέταξε το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο. Της ήρθε να πάρει τον Λάιφ Ρέντμπεκ. Όχι, όχι αυτόν. Κάποιον άλλο μαλάκα που θα έκανε τον κόπο να την πηδήξει απόψε. Ο πρώτος άνθρωπος που της ήρθε στον νου την έκανε να συνοφρυωθεί. Από πού κι ως πού αυτός; Χαριτωμένος μεν, αλλά... αλλά τι; Λες να

την κλωσούσε ασυνείδητα αυτή τη σκέψη καιρό τώρα; Τον έβγαλε από το μυαλό της και συγκεντρώθηκε πάλι στην οθόνη του υπολογιστή. Ίσως να μην ήταν στατιστική του FBI. Μήπως ήταν της CIA; Ξαναπροσπάθησε με τα νέα δεδομένα: Central Intelligence Agency, witness, trial και death. Έντερ. Ο υπολογιστής γουργούρισε. Εμφανίστηκαν τα πρώτα αποτελέσματα. Η πόρτα άνοιξε ξοπίσω της κι ένα ρεύμα αέρα μπήκε από τον διάδρομο. «Μπγιορν;» είπε εκείνη, χωρίς να πάρει τα μάτια της από την οθόνη. Ο Χάρι πάρκαρε έξω από την εκκλησία Γιάκουμπ στην οδό Χάουσμαν και περπάτησε μέχρι τον αριθμό 92. Σταμάτησε απέξω και κοίταξε την πρόσοψη του κτι​ρίου. Ένα αχνό φως έκαιγε στον δεύτερο όροφο. Είχαν εγκαταστήσει προστατευτικές μπάρες στα παράθυρα. Ο νέος ιδιοκτήτης προφανώς είχε βαρεθεί να τον κλέβουν μπαίνοντας από τη σκάλα κινδύνου στο πίσω μέρος του κτιρίου. Ο Χάρι περίμενε ότι θα ένιωθε κάτι περισσότερο. Εδώ είχε εξάλλου σκοτωθεί ο Γκούστο. Εδώ παραλίγο να χάσει κι ο ίδιος τη ζωή του. Έσπρωξε απαλά την πόρτα της εισόδου. Ήταν ανοιχτή,

όπως παλιά. Ελεύθερη πρόσβαση. Κοντοστάθηκε στην αρχή της σκάλας και τράβηξε το Οντέσα, το απασφάλισε, κοίταξε προς τα πάνω κι αφουγκράστηκε τον χώρο γύρω του, εισπνέοντας τη μυρωδιά ούρων κι εμετού που ανέδιδαν τα ξύλα. Απόλυτη ησυχία. Άρχισε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες. Κινούνταν όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πάνω από βρεγμένες εφημερίδες, χάρτινες συσκευασίες γάλακτος και χρησιμοποιημένες σύριγγες. Στον δεύτερο όροφο σταμάτησε δίπλα στην πόρτα. Ήταν κι αυτή καινούργια. Μεταλλική. Με πολλές κλειδαριές. Θα έπρεπε να έχει εξαιρετικά κίνητρα όποιος κλέφτης αποφάσιζε να διαρρήξει μια τέτοια πόρτα. Δεν είχε νόημα να χτυπήσει πριν μπει. Δεν είχε νόημα να διακινδυνεύσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Έσπρωξε προς τα κάτω το χερούλι της πόρτας και αισθάνθηκε τον μηχανισμό ν’ αντιστέκεται αλλά την πόρτα να ανοίγει. Άρπαξε το Οντέσα και με τα δυο του χέρια κι έδωσε μια κλοτσιά στη βαριά πόρτα ν’ ανοίξει εντελώς. Μπήκε με φόρα μέσα και αριστερά, ώστε να μη διαγράφεται η σιλουέτα του στο άνοιγμα της πόρτας. Ο μηχανισμός ξανάκλεισε πίσω του την πόρτα με ορμή. Παντού σιωπή. Μονάχα ένας σιγανός, σταθερός χτύπος. Τακ τακ τακ.

Ο Χάρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος. Εκτός από μια μικρή φορητή τηλεόραση σε λειτουργία αναμονής, που έδειχνε τη λάθος ώρα με λευκούς αριθμούς στη μαύρη οθόνη, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Το διαμέρισμα είχε παραμείνει το ίδιο κι απαράλλαχτο βρομερό καταφύγιο τοξικομανών, με στρώματα πεταμένα στο πάτωμα και σκουπίδια σκορπισμένα παντού. Κι ένα από αυτά τα σκουπίδια καθόταν σε μια καρέκλα και τον κοιτούσε. Ήταν ο Τρουλς Μπέρντσεν. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Ότι κάποτε αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Τρουλς Μπέρντσεν.

45

Η

καρέκλα ήταν τοποθετημένη στο κέντρο του δωματίου, κάτω από το μοναδικό φως, ένα σχισμένο φωτιστικό από ρυζόχαρτο που κρεμόταν από το ταβάνι. Το φωτιστικό, η καρέκλα, η τηλεόραση με το σταθερό τακ τακ και ο ήχος από κάποια ετοιμοθάνατη συσκευή στην κουζίνα θύμισαν στον Χάρι τη δεκαετία του ’70. Το ίδιο και το σώμα που ήταν καθισμένο στην καρέκλα. Δεν ήταν εύκολο να πει κανείς ότι όντως επρόκειτο για τον Τρουλς Μπέρντσεν, γεννηθέντα κάποια στιγμή τη δεκαετία του ’70 και τώρα πια νεκρό. Ο άνδρας δεν είχε πρόσωπο. Στη θέση του υπήρχε μια μάζα από σχετικά φρέσκο αίμα, μαύρο ξεραμένο αίμα και λευκά θραύσματα οστών. Κι αυτή η μάζα θα είχε κυλήσει προς το πάτωμα, αν δεν τη συγκρατούσε στη θέση της μια διαφανής, πλαστική μεμβράνη τυλιγμένη

σφιχτά γύρω από το κεφάλι. Ένα από τα κόκαλα εξείχε από τη μεμβράνη. Φρέσκο, συσκευασμένο κρέας, σαν αυτό που βρίσκει κανείς στα καταστήματα. Ο Χάρι πίεσε τον εαυτό του να πάρει το βλέμμα του από τον άνδρα. Κόλλησε στον τοίχο και κράτησε την ανάσα του για ν’ αφουγκραστεί καλύτερα τον χώρο. Με το όπλο μετέωρο, κοίταξε το δωμάτιο από τ’ αριστερά προς τα δεξιά. Κοίταξε και στην κουζίνα, στην πλαϊνή μεριά του παλιού ψυγείου και στον πάγκο. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να κρύβεται εκεί μέσα, στο μισοσκόταδο. Ούτε ένας ήχος, ούτε μια κίνηση. Ο Χάρι περίμενε. Σκεφτόταν. Αν επρόκειτο για παγίδα, θα έπρεπε να ήταν ήδη νεκρός. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε το πλεονέκτημα ότι είχε ξανάρθει σ’ αυτό το διαμέρισμα και ήξερε ότι δεν υπήρχε πουθενά αλλού να κρυφτεί κανείς, εκτός από την κουζίνα και το μπάνιο. Το μειονέκτημα ήταν ότι για να ελέγξει το ένα έπρεπε να γυρίσει την πλάτη του στο άλλο. Πήρε την απόφαση και πήγε προς την κουζίνα, έβγαλε το κεφάλι του απ’ τη γωνία του τοίχου, τραβήχτηκε αμέσως προς τα πίσω κι άφησε το μυαλό του να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που είχε καταγράψει. Ηλεκτρική κουζίνα, άδεια κουτιά πίτσας κι ένα ψυγείο. Τίποτα άλλο. Πήγε προς το μπάνιο. Για κάποιο λόγο, πόρτα δεν υπήρχε.

Στάθηκε δίπλα στο άνοιγμα και πάτησε τον διακόπτη. Το φως άναψε, ο Χάρι μέτρησε ως το εφτά, έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα και τραβήχτηκε αμέσως προς τα πίσω. Τίποτα. Με την πλάτη στον τοίχο, γλίστρησε στο πάτωμα. Μόνο τώρα ένιωσε την καρδιά του, που τράνταζε μέχρι και τα πλευρά του. Έκατσε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα, να ηρεμήσει. Ύστερα σηκώθηκε και περπάτησε ως το ανθρώπινο σώμα που βρισκόταν στην καρέκλα. Λύγισε τα γόνατα και εξέτασε από κοντά την κόκκινη μάζα πίσω από τη διαφανή μεμβράνη. Πρόσωπο δεν υπήρχε, αλλά το μεγάλο μέτωπο, ο έντονος προγναθισμός και το φτηνό κούρεμα δεν άφηναν καμία αμφιβολία: ήταν όντως ο Τρουλς Μπέρντσεν. Το μυαλό του Χάρι είχε ήδη αρχίσει να επεξεργάζεται την πληροφορία ότι είχε κάνει λάθος. Ο Τρουλς Μπέρντσεν δεν ήταν ο δολοφόνος των αστυνομικών. Κι αμέσως μετά, ακόμα μια σκέψη, η πρώτη από πολλές: Μήπως έβλεπε μπροστά του τον φόνο ενός συνεργού, τον τρόπο του δολοφόνου να καλύψει τα ίχνη του; Μήπως ο Τρουλς «Μπίβις» Μπέρντσεν δούλευε μαζί με κάποιον εξίσου άρρωστο, με κάποιον που ήταν υπεύθυνος γι’ αυτήν εδώ την αποτρόπαια πράξη; Μήπως ο Βαλεντίν καθόταν επίτηδες μπροστά στις κάμερες του σταδίου Ούλεβολ, ενώ ο

Μπέρντσεν δολοφονούσε τον αστυνομικό στο Μαριντάλεν; Κι αν ναι, πώς μοιράζονταν τους φόνους; Για ποιους φόνους είχε ο Μπέρντσεν άλλοθι και για ποιους δεν είχε; Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος και ξανακοίταξε τριγύρω. Γιατί τον είχαν καλέσει να έρθει μέχρι εδώ; Όλο και κάποιος θα έβρισκε το πτώμα. Υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν κολλούσαν μεταξύ τους. Ο Τρουλς Μπέρντσεν δεν ήταν μέρος της ομάδας που διερεύνησε τη δολοφονία του Γκούστο Χάνσεν· ήταν μια μικρή ομάδα, αποτελούμενη από την Μπέτε κι έναν δυο άλλους επιθεωρητές, που δεν είχαν και πολλά να κάνουν, γιατί ο Όλεγκ είχε ήδη συλληφθεί για τη δολοφονία λίγα μόνο λεπτά μετά την άφιξή τους και τα αποδεικτικά στοιχεία έμοιαζαν να υποστηρίζουν την ενοχή του. Ο μόνος... Μες στην ησυχία ο Χάρι συνέχισε ν’ ακούει εκείνο το σιγανό τακ τακ τακ. Σταθερά, αμετάβλητα, σαν ρολόι. Ολοκλήρωσε τη σκέψη του. Ο μόνος άλλος άνθρωπος που είχε μπει στον κόπο να διερευνήσει τον φόνο αυτού του ασήμαντου τοξικομανούς βρισκόταν τώρα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. Ήταν ο ίδιος ο Χάρι. Κι άρα είχε κληθεί –όπως οι υπόλοιποι αστυνομικοί– για να πεθάνει κι αυτός στον τόπο ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος.

Σαν αστραπή, έφτασε στην πόρτα και πίεσε το πόμολο. Ακριβώς ό,τι περίμενε· το πόμολο δεν υποχώρησε. Ήταν σαν την εξωτερική πλευρά της πόρτας ενός δωματίου ξενοδοχείου. Μόνο που αυτός δεν είχε την ειδική μαγνητική κάρτα. Ο Χάρι κοίταξε και πάλι γύρω στο δωμάτιο. Είδε τα χοντρά τζάμια με τις ατσάλινες ράβδους από την εσωτερική μεριά. Την ατσάλινη πόρτα που είχε κλείσει από μόνη της. Ήταν μια καλά στημένη παγίδα κι αυτός είχε πέσει κατευθείαν μέσα της, μεθυσμένος κι αποχαυνωμένος από την έξαψη του κυνηγιού. Ο ήχος από τα χτυπήματα δεν είχε δυναμώσει· απλώς έτσι του φαινόταν. Κοίταξε τη φορητή τηλεορασούλα. Τα δευτερόλεπτα που κυλούσαν. Δεν έδειχνε τη λάθος ώρα. Δεν έδειχνε καν την ώρα. Τα ρολόγια δεν πηγαίνουν προς τα πίσω. Όταν είχε μπει μες στο διαμέρισμα, η οθόνη έδειχνε 00:06:10. Τώρα ήταν 00:03:51. Αντίστροφη μέτρηση. Ο Χάρι πήγε προς την τηλεόραση και προσπάθησε να τη σηκώσει. Μάταιος κόπος. Πρέπει να ήταν βιδωμένη στο πάτωμα. Σημάδεψε το πάνω μέρος και κλότσησε με όση δύναμη είχε. Το πλαστικό της κάλυμμα έσπασε. Ο Χάρι

κοίταξε μέσα: μεταλλικοί αγωγοί, γυάλινοι σωλήνες, σύρματα. Ο Χάρι δεν ήταν εξπέρ στα ηλεκτρολογικά, αλλά είχε δει τα σωθικά αρκετών τηλεοράσεων για να καταλάβει ότι ετούτη εδώ είχε πολλά παραπάνω απ’ όσα έπρεπε. Και αρκετές εικόνες από αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, για να αναγνωρίσει μία βόμβα-σωλήνα. Κοίταξε τα καλώδια και παραιτήθηκε μεμιάς. Ένας πυροτεχνουργός της Δέλτα τού είχε εξηγήσει ότι η κλασική συνταγή «κόβω το μπλε ή το κόκκινο καλώδιο και τελειώνει η υπόθεση» ίσχυε τον παλιό καιρό. Τώρα πια ζούσαμε σε μια ψηφιακή κόλαση, με ασύρματα σήματα μέσω bluetooth, κωδικούς ασφαλείας και άλλους τρόπους προστασίας, που μηδένιζαν το χρονόμετρο με την παραμικρή παρέμβαση. Ο Χάρι πήρε φόρα κι έπεσε με δύναμη πάνω στην πόρτα. Ήλπιζε το πλαίσιο της πόρτας να είχε κατασκευαστικά ελαττώματα. Δεν είχε. Ούτε οι ράβδοι στα παράθυρα. Όταν ξανασηκώθηκε όρθιος, οι ώμοι και τα πλευρά του πονούσαν. Ούρλιαξε προς το παράθυρο. Κανένας ήχος δεν περνούσε προς τα έξω, κανείς ήχος δεν έμπαινε μέσα. Ο Χάρι έβγαλε το κινητό του. Άμεση Δράση. Δέλτα. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν εκρηκτικά. Κοίταξε το

χρονόμετρο στην τηλεόραση. 00:03:04. Ούτε τη διεύθυνση δεν θα προλάβαιναν να καταγράψουν. 00:02:59. Κοίταξε τη λίστα επαφών του. Ρ. Ράκελ. Τηλεφώνησέ της. Πες αντίο. Σ’ εκείνην και στον Όλεγκ. Πες τους ότι τους αγαπάς. Ότι πρέπει να συνεχίσουν τη ζωή τους. Καλύτερα από πριν. Πέρνα μαζί τους τα τελευταία δύο σου λεπτά. Μην πεθάνεις μόνος. Να έχεις παρέα, μοιράσου μαζί τους αυτή την τραυματική εμπειρία, άσ’ τους να γευτούν τον θάνατο, χάρισέ τους έναν τελευταίο εφιάλτη να τους συντροφεύει στο υπόλοιπο της ζωής τους. Σκατά, σκατά, σκατά! Ο Χάρι ξανάχωσε το τηλέφωνο στην τσέπη του. Κοίταξε τριγύρω. Οι πόρτες είχαν βγει από τους μεντεσέδες τους. Δεν είχε πουθενά να κρυφτεί. 00:02:40 Ο Χάρι μπήκε στην κουζίνα, που ήταν ουσιαστικά το μικρό τμήμα του διαμερίσματος σχήματος Γ. Δεν είχε αρκετό βάθος. Η βόμβα θα συνέθλιβε τα πάντα ακόμα κι εδώ. Κοίταξε το ψυγείο. Το άνοιξε. Ένα γάλα, δυο μπίρες και μια συσκευασία πατέ. Για μια στιγμή ζύγισε τις επιλογές του – μπίρα ή πανικός– πριν διαλέξει τον πανικό κι αρχίσει να τραβάει με μανία έξω τα ράφια του ψυγείου, τα γυάλινα

χωρίσματά του, τα πλαστικά κουτιά του. Έπεσαν στο πάτωμα με θόρυβο. Ο Χάρι προσπάθησε να κουλουριαστεί όσο μπορούσε και να χωρέσει μέσα. Μούγκρισε απογοητευμένος. Δεν μπορούσε να σκύψει άλλο τον αυχένα του για να χωρέσει και το κεφάλι του. Ξαναπροσπάθησε, βλαστημώντας το ύψος του, προσπαθώντας να τοποθετήσει τα μέλη του σώματός του με τον πιο αποτελεσματικό, εργονομικό τρόπο. Αδύνατον, το κέρατό μου μέσα! Κοίταξε το χρονόμετρο στην οθόνη. 00:02:06. Έχωσε μέσα το κεφάλι του, τράβηξε τα γόνατά του, αλλά τώρα η πλάτη του δεν έλεγε να λυγίσει όσο έπρεπε. Σκατά! Ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Κοίτα να δεις που θα πήγαινε επειδή κάποτε είχε αρνηθεί να παρακολουθήσει δωρεάν μαθήματα γιόγκα στο Χονγκ Κονγκ. Χουντίνι... Κάτι θυμήθηκε, κάτι που είχε να κάνει με τις εισπνοές και τις εκπνοές και τη χαλάρωση. Εξέπνευσε, προσπάθησε να σκεφτεί καθαρά, να συγκεντρωθεί και να χαλαρώσει. Να ξεχάσει τα δευτερόλεπτα που περνούσαν. Να νιώσει τις αρθρώσεις και τους μυς του να γίνονται όλο και πιο εύκαμπτοι, όλο και πιο ευλύγιστοι. Να νιώσει τον εαυτό του σιγά σιγά να συμπιέζεται. Κι όντως συνέβη. Ρε πούστη μου, όντως χωράω! Ήταν μέσα στο ψυγείο. Σ’ ένα ψυγείο με αρκετό μέταλλο και μόνωση ώστε να

προστατευθεί. Ίσως. Εάν δεν επρόκειτο για τη μητέρα όλων των βομβών. Κράτησε την άκρη της πόρτας κι έριξε μια τελευταία ματιά στην οθόνη πριν προσπαθήσει να την κλείσει. 00:01:47. Ήθελε να την κλείσει, όμως το χέρι του δεν υπάκουγε. Δεν υπάκουγε γιατί το μυαλό του αρνούνταν να ξεχάσει αυτό που είχαν δει τα μάτια του αλλά η λογική του προσπαθούσε να αγνοήσει. Να το αγνοήσει γιατί δεν είχε καμία σχέση με το μοναδικό πράγμα που μετρούσε αυτή τη στιγμή, την επιβίωσή του, τη σωτηρία του εαυτού του. Να το αγνοήσει γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, δεν είχε ούτε την ώρα, ούτε την ενσυναίσθηση που χρειαζόταν. Ο κιμάς στην καρέκλα. Είχε αποκτήσει δυο λευκούς κύκλους. Λευκούς, σαν τους βολβούς δύο ματιών. Και τον κοιτούσε στα ίσια μέσα από τη διαφανή μεμβράνη. Απίστευτο, ο μπάσταρδος ήταν ζωντανός. Ο Χάρι ούρλιαξε με μανία και βγήκε από το ψυγείο. Έτρεξε προς την καρέκλα κοιτάζοντας την οθόνη με την άκρη του ματιού του. Έσχισε τη μεμβράνη που κάλυπτε το πρόσωπο. Τα μάτια του κιμά ανοιγόκλεισαν κι ο Χάρι άκουσε μια ρηχή ανάσα. Θα πρέπει να έπαιρνε τόση ώρα αέρα από την τρύπα που είχε κάνει το κόκαλο στη μεμβράνη.

«Ποιος σ’ το ’κανε αυτό;» ρώτησε ο Χάρι. Αντί για απάντηση, άκουσε μόνο έναν ρόγχο. Ο κιμάς άρχισε να ρέει προς τα κάτω σαν λιωμένο κερί. «Ποιος είναι; Ποιος είναι ο φονιάς των μπάτσων;» Μόνο ο ήχος της ανάσας του. Ο Χάρι κοίταξε το χρονόμετρο. 00:01:26. Κι ήθελε χρόνο να ξαναμπεί μες στο ψυγείο. «Έλα, Τρουλς! Μπορώ να τον πιάσω!» Μια φούσκα από αίμα δημιουργήθηκε εκεί που μάλλον ήταν το στόμα του. Κι όταν έσπασε, ένας ψίθυρος διέρρευσε από μέσα. «Φορούσε μάσκα. Δεν μιλούσε». «Τι μάσκα;» «Πράσινη. Καταπράσινη». «Πράσινη;» «Χειρ...ουρ..» «Χειρουργική;» Ένα μικρό γνέψιμο κι ύστερα τα μάτια ξανάκλεισαν. Ένα λεπτό και πέντε δευτερόλεπτα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να μάθει. Ξαναπήγε προς το ψυγείο. Ήταν γρήγορος αυτή τη φορά. Έκλεισε την πόρτα και το φωτάκι έσβησε. Τρέμοντας μες στο κρύο, μετρούσε τα δευτερόλεπτα. Σαράντα εννιά.

Ο μπάσταρδος θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Σαράντα οκτώ. Καλύτερα που την έκανε κάποιος άλλος τη δουλειά τελικά. Σαράντα εφτά. Πράσινη μάσκα. Ο Τρουλς Μπέρντσεν είχε πει στον Χάρι ό,τι ήξερε χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα. Είχε λοιπόν έναν πραγματικό αστυνομικό βαθιά μέσα του. Σαράντα έξι. Δεν είχε νόημα να σκοτίζεται τώρα. Δεν υπήρχε χώρος και γι’ αυτόν εδώ μέσα. Σαράντα πέντε. Άσε που δεν θα μπορούσε να τον λύσει από την καρέκλα. Σαράντα τέσσερα. Κι ακόμα και να ’θελε, δεν υπήρχε πια χρόνος. Σαράντα τρία. Όλα τελείωσαν. Σαράντα δύο. Σκατά. Σαράντα ένα. Σκατά, σκατά κι απόσκατα. Σαράντα. Ο Χάρι άνοιξε με μια κλοτσιά την πόρτα του ψυγείου και

έσπρωξε με το άλλο πόδι για να βγει έξω. Άνοιξε το συρτάρι κάτω από τον πάγκο της κουζίνας, πήρε από μέσα κάτι σαν μαχαίρι ψωμιού, έτρεξε στην καρέκλα κι έκοψε την ταινία που κρατούσε τα χέρια του Τρουλς δεμένα στα μπράτσα της. Απέφυγε να κοιτάξει την οθόνη της τηλεόρασης, αλλά άκουσε τους χτύπους. «Άντε και γαμήσου, Μπέρντσεν!» Πήγε από πίσω κι έκοψε την ταινία στην πλάτη και στα πόδια της καρέκλας. Πέρασε τα χέρια του κάτω από τις μασχάλες και τον σήκωσε με όλη του τη δύναμη. Προφανώς! Ο μπάσταρδος ήταν σχεδόν ασήκωτος. Ο Χάρι τραβούσε κι έβριζε, έσερνε κι έβριζε, μην ακούγοντας πια τις λέξεις να βγαίνουν απ’ το στόμα του, ελπίζοντας μονάχα ότι είχε προσβάλει αρκετά ιερά και όσια, διαόλους και αγγέλους, ώστε κάποιος απ’ όλους να παρέμβει και ν’ αλλάξει αυτή τη γελοία μα αναπόφευκτη πορεία των γεγονότων. Έβαλε στόχο το ανοιχτό ψυγείο κι έσπρωξε μέσα τον Τρουλς Μπέρντσεν. Το αιματοβαμμένο σώμα κατακάθισε για λίγο κι ύστερα γλίστρησε πάλι έξω. Ο Χάρι προσπάθησε να τον ξαναχώσει μέσα, αλλά ήταν μάταιο. Τον τράβηξε έξω από το ψυγείο, γεμίζοντας αίματα τον μουσαμά, τον άφησε κάτω, τράβηξε το ψυγείο από τον

τοίχο, άκουσε την πρίζα του να βγαίνει και το έριξε με την πλάτη στο πάτωμα μεταξύ πάγκου και ηλεκτρικής κουζίνας. Άρπαξε τον Μπέρντσεν και τον έχωσε μέσα. Χώθηκε κι αυτός από πάνω του. Με τα δυο του πόδια πίεσε τον Τρουλς όσο πιο βαθιά γινόταν, προς τη μεριά του μοτέρ. Ξάπλωσε από πάνω του, ρουφώντας τη μυρωδιά του ιδρώτα, του αίματος και των ούρων που χάνει κανείς όταν κάθεται δεμένος σε μια καρέκλα, ξέροντας ότι θα πεθάνει από στιγμή σε στιγμή. Ο Χάρι είχε ελπίσει ότι θα υπήρχε χώρος και για τους δυο τους, αφού μέχρι τώρα το πρόβλημα ήταν το ύψος και το πλάτος του θαλάμου κι όχι το βάθος του. Αυτή τη φορά ήταν το βάθος. Δεν μπορούσε να κλείσει την πόρτα. Προσπάθησε να την τραβήξει με όλη του τη δύναμη, αλλά η πόρτα δεν έκλεινε. Υπολείπονταν λιγότερα από είκοσι εκατοστά, αλλά αν δεν κατάφερναν να την κλείσουν εντελώς, δεν είχαν καμία ελπίδα. Τα ωστικά κύματα θα τους τρυπούσαν το συκώτι και τη σπλήνα και η ζέστη θα τους έκαιγε τα μάτια. Οποιοδήποτε ελεύθερο αντικείμενο στον χώρο θα μετατρεπόταν σε σφαίρα, σαν μυδραλιοβόλο που έφτυνε σκάγια κι έκανε τα πάντα κομματάκια. Δεν χρειαζόταν καν να πάρει μια απόφαση, ήταν ήδη αργά. Πράγμα που σήμαινε ότι δεν είχε πια τίποτα να χάσει.

Ο Χάρι κλότσησε και ξανάνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και ξανασήκωσε όρθιο το ψυγείο. Με την άκρη του ματιού του είδε ότι ο Τρουλς Μπέρντσεν είχε ξαναγλιστρήσει στο πάτωμα. Δεν μπόρεσε να μην κοιτάξει την οθόνη της τηλεόρασης. 00:00:12. Δώδεκα δευτερόλεπτα. «Με συγχωρείς, Μπέρντσεν» είπε ο Χάρι. Κι ύστερα τον άρπαξε από το στέρνο, τον σήκωσε όρθιο κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, μέσα στο ανοιχτό ψυγείο. Άπλωσε το ένα του χέρι και μισόκλεισε την πόρτα. Κι άρχισε να κουνάει πέρα δώθε όλο το ψυγείο. Το βαρύ μοτέρ ήταν τοποθετημένο ψηλά δίνοντας στον θάλαμο ψηλό κέντρο βάρους, που, λογικά, θα τους βοηθούσε. Το ψυγείο έγειρε προς τα πίσω. Στάθηκαν στο σημείο ισορροπίας. Ο Τρουλς έπεσε πάνω στον Χάρι. Έπεφταν από τη λάθος μεριά! Ο Χάρι αντιστάθηκε, προσπάθησε να πιέσει τον Τρουλς προς τα πίσω, προς την πόρτα του ψυγείου. Ύστερα το ψυγείο άλλαξε γνώμη, ξαναπάτησε στο έδαφος κι άρχισε να πέφτει προς τα μπροστά. Ο Χάρι κοίταξε για τελευταία φορά την οθόνη, καθώς το ψυγείο έγειρε κι έπεσε με τη μούρη στο πάτωμα. Καθώς χτύπησαν στον μουσαμά, του Χάρι τού κόπηκε η ανάσα· πανικοβλήθηκε γιατί δεν μπορούσε να πάρει οξυγόνο. Όμως τα πάντα γύρω του ήταν σκοτεινά.

Θεοσκότεινα. Το βάρος του μοτέρ είχε κάνει τη δουλειά του: είχε σπρώξει την πόρτα να κλείσει πάνω στο πάτωμα. Και τότε εξερράγη η βόμβα. Και το μυαλό του Χάρι κατέρρευσε κι έσβησε.

Ο Χάρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του μες στο σκοτάδι. Θα πρέπει να έχασε τις αισθήσεις του για λίγο. Τα αυτιά του βούιζαν μανιωδώς κι ένιωθε λες και του είχαν ρίξει οξύ στο πρόσωπο. Αλλά ήταν ζωντανός. Ακόμη. Χρειαζόταν οξυγόνο. Έχωσε τα χέρια του μεταξύ του σώματός του και του Τρουλς και πίεσε με όλη του τη δύναμη προς την πλάτη του ψυγείου. Το ψυγείο στριφογύρισε κι έπεσε στο πλάι. Ο Χάρι ξεδιπλώθηκε και βγήκε παλεύοντας έξω. Σηκώθηκε όρθιος. Το δωμάτιο γύρω του έμοιαζε με δυστοπικό, μελλοντικό τοπίο, μια γκρίζα και καπνισμένη κόλαση δίχως ένα αναγνωρίσιμο αντικείμενο. Ακόμα κι αυτή η μάζα που κάποτε ήταν ψυγείο, έμοιαζε με κάτι άλλο. Η ατσάλινη πόρτα στο χολ είχε ξεκολλήσει από το πλαίσιό της. Ο Χάρι άφησε τον Μπέρντσεν κι έφυγε. Ελπίζοντας ο μπάσταρδος να είναι νεκρός. Τρεκλίζοντας, κατέβηκε τα

σκαλοπάτια και βγήκε στον δρόμο. Στάθηκε και κοίταζε αποσβολωμένος την οδό Χάουσμαν. Είδε τα φώτα από τα περιπολικά μα άκουγε μόνο το βουητό στ’ αυτιά του, σαν τον ήχο που βγάζει ο εκτυπωτής όταν δεν έχει χαρτί· ένας συναγερμός που κάποιος έπρεπε να κλείσει. Και καθώς στεκόταν εκεί κοιτάζοντας τα σιωπηλά περιπολικά, σκέφτηκε το ίδιο πράγμα που είχε σκεφτεί όταν προσπαθούσε ν’ ακούσει το μετρό στο Μάνγκλερουντ: ότι δεν άκουγε τίποτα. Ούτε αυτό που θα έπρεπε να είχε ακούσει, αλλά δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό μέχρι που είχε βρεθεί στο Μάνγκλερουντ και είχε προσπαθήσει να θυμηθεί τον χάρτη του μετρό. Κι επιτέλους κατάλαβε· κατάλαβε αυτό που τόσο καιρό βρισκόταν βυθισμένο στο σκοτάδι και δεν έλεγε να βγει στην επιφάνεια. Δάσος! Στο δάσος δεν υπήρχε μετρό.

46

Ο

Μίκαελ σταμάτησε. Αφουγκράστηκε προσεκτικά και κοίταξε προς το βάθος του άδειου διαδρόμου. Σαν έρημος, σκέφτηκε. Τίποτα να δεις, μόνο ένα τρεμάμενο λευκό φως που σβήνει το περίγραμμα των πραγμάτων. Κι αυτός ο ήχος, αυτός ο δονούμενος βόμβος από τα φώτα φθορισμού, η ζέστη της ερήμου, το πρελούδιο σε κάτι που δεν συμβαίνει τελικά ποτέ. Ένας άδειος διάδρομος νοσοκομείου και στο τέρμα του τίποτα. Ίσως τα πάντα να ήταν ένας αντικατοπτρισμός φάτα μοργκάνα: η λύση της Ιζαμπέλε Σκέγιεν στο πρόβλημα που τους προκαλούσε ο Ασάγιεφ, το τηλεφώνημα που δέχτηκε πριν μια ώρα, τα χαρτονομίσματα των χιλίων κορονών που είχε πάρει από ένα

ΑΤΜ στο κέντρο· και τώρα, αυτός ο έρημος διάδρομος στην άδεια πτέρυγα του νοσοκομείου. Ας είναι αντικατοπτρισμός, ας είναι όνειρο, σκέφτηκε ο Μίκαελ και ξανάρχισε να προχωράει. Έλεγξε μες στην τσέπη του παλτού του ότι το Γκλογκ 22 ήταν απασφαλισμένο. Στην άλλη τσέπη είχε τα λεφτά. Εάν η κατάσταση το απαιτούσε, τότε θα πλήρωνε, ναι. Αν ήταν παραπάνω από ένας, ας πούμε. Αλλά δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Τα λεφτά ήταν πολύ λίγα για μοίρασμα και το μυστικό πολύ μεγάλο. Προσπέρασε την εσπρεσομηχανή, έστριψε στη γωνία και είδε ότι ο διάδρομος συνεχιζόταν με την ίδια, ισοπεδωτική λευκότητα. Είδε όμως και μια καρέκλα. Την καρέκλα όπου καθόταν κάποτε ο φρουρός του Ασάγιεφ. Δεν την είχαν αφαιρέσει. Γύρισε προς τα πίσω να βεβαιωθεί ότι δεν τον ακολουθούσε κανείς κι ύστερα συνέχισε. Έκανε μεγάλα βήματα και πατούσε απαλά, σχεδόν αθόρυβα, στο πάτωμα. Έλεγχε κάθε πόρτα καθώς περνούσε. Ήταν όλες τους κλειδωμένες. Κι έπειτα έφτασε μπροστά στην πόρτα, δίπλα στην καρέκλα. Μια απότομη παρόρμηση τον έκανε να βάλει την παλάμη του πάνω στο κάθισμα. Ήταν κρύο. Πήρε μια ανάσα κι έβγαλε από την τσέπη του το όπλο. Κοίταξε το χέρι του. Δεν έτρεμε, έτρεμε;

Στις δύσκολες καταστάσεις ήταν στα καλύτερά του. Ξανάβαλε το όπλο στην τσέπη του, πίεσε προς τα κάτω το πόμολο της πόρτας. Η πόρτα άνοιξε. Δεν είχε νόημα να διακινδυνεύσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, σκέφτηκε ο Μίκαελ Μπέλμαν, σπρώχνοντας την πόρτα και μπαίνοντας μέσα. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό αλλά άδειο, εκτός από το κρεβάτι στο οποίο ήταν κάποτε ξαπλωμένος ο Ασάγιεφ. Βρισκόταν τώρα στο μέσον του δωματίου κι είχε από πάνω του μια χειρουργική λάμπα. Σ’ ένα μεταλλικό τρόλεϊ δίπλα του έλαμπαν διάφορα καλογυαλισμένα χειρουργικά εργαλεία. Ίσως και να είχαν μετατρέψει το δωμάτιο σε χειρουργείο. Ο Μίκαελ είδε μια κίνηση στο τζάμι και το χέρι του έσφιξε το όπλο καθώς τα μάτια του έγιναν δυο σχισμές, για να τον βοηθήσουν να δει καλύτερα. Χρειαζόταν άραγε γυαλιά; Όταν κατάφερε πια να εστιάσει, ήταν ήδη πολύ αργά: συνειδητοποίησε ότι είχε δει την αντανάκλαση μιας κίνησης πίσω του. Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του και αντέδρασε αμέσως, αλλά ήταν λες κι ο πόνος στον αυχένα διέκοψε άμεσα τη σύνδεση μεταξύ χεριού και όπλου. Και πριν τον πνίξει το σκοτάδι, είδε το πρόσωπο του άνδρα δίπλα στο δικό του, ν’ αντανακλάται στο μαύρο παράθυρο. Φορούσε ένα πράσινο

σκουφάκι και μια πράσινη μάσκα στο πρόσωπό του. Σαν χειρουργός. Σαν χειρουργός έτοιμος να χειρουργήσει.

Η Κατρίνε ήταν πολύ απασχολημένη με τον υπολογιστή της για ν’ αντιδράσει όταν δεν έλαβε απάντηση από τον άνθρωπο που είχε μπει στο δωμάτιο και στεκόταν τώρα πίσω της. Αλλά όταν η πόρτα έκλεισε σβήνοντας τους ήχους του υπόγειου διαδρόμου, επανέλαβε την ερώτησή της. «Πού ήσουν, Μπγιορν;» Ένιωσε ένα χέρι στον λαιμό και στον ώμο της. Και σκέφτηκε ότι δεν ήταν και τόσο δυσάρεστη η αίσθηση ενός ζεστού χεριού πάνω στο γυμνό της δέρμα· ενός φιλικού, ανδρικού χεριού. «Ήμουν στον τόπο του εγκλήματος, ν’ αφήσω κάτι λουλούδια» είπε η φωνή ξοπίσω της. Η Κατρίνε συνοφρυώθηκε έκπληκτη. Δεν βρέθηκαν στοιχεία, έγραφε η οθόνη. Σοβαρά; Δεν υπήρχαν πουθενά στοιχεία για τις στατιστικές θνησιμότητας των μαρτύρων κατηγορίας; Ξαναπληκτρολόγησε τον αριθμό του Χάρι στο τηλέφωνό της. Το χέρι είχε αρχίσει να τρίβει τους μυς του αυχένα της. Η Κατρίνε βόγκηξε απαλά, για να δείξει πόσο της άρεσε, έκλεισε τα μάτια της κι έριξε το κεφάλι της μπροστά. Άκουσε το τηλέφωνο να καλεί.

«Λίγο πιο κάτω. Σε ποιον απ’ όλους;» «Σ’ έναν επαρχιακό δρόμο. Ένα κορίτσι. Αυτοκινητιστικό. Δεν διαλευκάνθηκε ποτέ». Ο Χάρι δεν απαντούσε. Η Κατρίνε ξεκόλλησε το τηλέφωνο από το αυτί της και του έγραψε μήνυμα. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη στατιστική. Πάτησε αποστολή. «Σου πήρε πολλή ώρα» είπε η Κατρίνε. «Και μετά τι έκανες;» «Κάθισα να βοηθήσω τον άλλον που ’ταν εκεί» απάντησε η φωνή. «Κατέρρευσε, θα μπορούσες να πεις». Η Κατρίνε τελείωσε ό,τι έκανε κι ήταν λες και το υπόλοιπο δωμάτιο έγινε ξανά αντιληπτό από τις αισθήσεις της. Η φωνή, το χέρι, το άρωμα. Στριφογύρισε αργά αργά στην καρέκλα της. Κοίταξε προς τα πάνω. «Ποιος είσαι;» ρώτησε. «Ποιος είμαι;» «Ναι, δεν είσαι ο Μπγιορν Χολμ εσύ». «Δεν είμαι;» «Όχι. Ο Μπγιορν Χολμ σημαίνει αποτυπώματα, βαλλιστικές μετρήσεις κι αίμα. Ο Μπγιορν Χολμ δεν κάνει μασάζ που σου αφήνει το στόμα μελωμένο. Τι θες από μένα, λοιπόν;» Είδε το στρογγυλό, χλωμό πρόσωπο να κατακοκκινίζει. Τα στρογγυλά του μάτια γούρλωσαν ακόμα περισσότερο κι ο

Μπγιορν τράβηξε το χέρι του κι άρχισε να ξύνει μανιωδώς τη μια του φαβορίτα. «Ε... συγγνώμη, δεν ήθελα να... Εγώ μόνο... εγώ...» Το πρόσωπό του κοκκίνισε ακόμα περισσότερο κι άρχισε να τραυλίζει τόσο πολύ, που εντέλει άφησε το χέρι του να πέσει στο πλάι και την κοίταξε με ένα απελπισμένο ύφος παραίτησης. «Γαμώτο, Κατρίνε, χάλια τα ’κανα». Η Κατρίνε τον κοίταξε καλά καλά. Και έσκασε στα γέλια. Ανάθεμά τον, ήταν τόσο χαριτωμένος όταν έκανε έτσι. «Με αυτοκίνητο ήρθες;» τον ρώτησε.

Ο Τρουλς Μπέρντσεν ξύπνησε. Κοίταξε μπροστά του, τριγύρω του· τα πάντα ήταν κατάλευκα και ολόφωτα. Και δεν ένιωθε πια πόνο. Αντιθέτως, ένιωθε υπέροχα. Τα πάντα ήταν λευκά και υπέροχα. Πρέπει να ήταν νεκρός. Φυσικά και ήταν νεκρός. Τι περίεργο. Ή, μάλλον, τι περίεργο που τον είχαν στείλει στο λάθος μέρος. Στο καλό μέρος. Ένιωσε το σώμα του να ταλαντεύεται. Ίσως ήταν ακόμη νωρίς για να βγάλει συμπεράσματα, ίσως ήταν καθ’ οδόν για το καλό μέρος. Άρχισε ν’ ακούει διάφορους ήχους. Τον μακρινό θρήνο μιας σειρήνας που ερχόταν και έφευγε μες στην ομίχλη.

Κάτι εμφανίστηκε στο οπτικό του πεδίο, κάτι που του έκρυβε το φως. Ένα πρόσωπο. Κι ύστερα άλλο ένα. «Να του δώσετε κι άλλη μορφίνη αν αρχίσει να φωνάζει». Και τότε ο Τρουλς το ξανάνιωσε: τον πόνο. Πονούσε όλο του το κορμί, το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί. Το σώμα του ταλαντεύτηκε ξανά. Ένα ασθενοφόρο. Ήταν σ’ ένα ασθενοφόρο με τις σειρήνες του να ουρλιάζουν. «Είμαι ο Ούλσρουντ από την Κρίπος» είπε η φωνή πάνω από το κεφάλι του. «Η ταυτότητά σας λέει ότι είστε ο αστυνόμος Τρουλς Μπέρντσεν». «Τι συνέβη;» ψιθύρισε ο Τρουλς. «Εξερράγη μια βόμβα. Έσπασαν όλα τα τζάμια της γειτονιάς. Σας βρήκαμε μέσα στο ψυγείο, στο διαμέρισμα. Τι συνέβη;» Ο Τρουλς έκλεισε τα μάτια του κι άκουσε την ερώτηση να επαναλαμβάνεται. Άκουσε τον άλλον άνδρα, κάποιον νοσοκόμο μάλλον, να λέει στον αστυνομικό να μην πιέζει τον ασθενή. Είχε πάρει μορφίνη, έτσι κι αλλιώς, και μπορεί να έλεγε ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι. «Πού είναι ο Χόλε;» ψιθύρισε ο Τρουλς. Παρατήρησε ότι κάτι μπλόκαρε ξανά το φως. «Τι είπατε, Μπέρντσεν;»

Ο Τρουλς προσπάθησε να σαλιώσει τα χείλια του κι ένιωσε ότι δεν είχε χείλια. «Ο άλλος. Ήταν κι αυτός στο ψυγείο;» «Μόνο εσείς ήσασταν στο ψυγείο, Μπέρντσεν». «Μα ήταν εκεί. Μου... μου έσωσε τη ζωή». «Αν υπήρχε και κάποιος άλλος στο διαμέρισμα, φοβάμαι ότι έχει γίνει ταπετσαρία στον τοίχο τώρα. Τα πάντα έγιναν θρύψαλα. Ακόμα και το ψυγείο όπου σας βρήκαμε είχε διαλυθεί. Είστε πολύ τυχερός που επιζήσατε. Αν μπορείτε να μου πείτε ποιος έβαλε τη βόμβα, θ’ αρχίσουμε να ψάχνουμε». Ο Τρουλς έγνεψε αρνητικά· φαντάστηκε πως έγνεψε, δηλαδή. Δεν τον είχε δει, όχι. Ήταν μονίμως πίσω του, από τη στιγμή που τον οδήγησε από το αυτοκίνητό του σ’ ένα άλλο κι έκατσε ο Τρουλς στο τιμόνι και ο άγνωστος στο πίσω κάθισμα, με την κάννη του όπλου στο κεφάλι του Τρουλς. Οδήγησαν μέχρι τον αριθμό 92 της οδού Χάουσμαν: μια διεύθυνση τόσο γνωστή ως τόπος διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών, που ο Τρουλς είχε ξεχάσει ότι ήταν και σκηνή ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος. Ο φόνος του Γκούστο, φυσικά. Και τότε ήταν που συνειδητοποίησε ό,τι προσπαθούσε τόση ώρα ν’ απωθήσει: ότι θα πέθαινε. Ότι πίσω του βρισκόταν ο χασάπης των μπάτσων, αυτός τον ακολουθούσε

καθώς ανέβηκαν τις σκάλες, καθώς πέρασαν την ατσάλινη πόρτα, αυτός τον έδεσε στην καρέκλα με την κολλητική ταινία, κοιτάζοντάς τον μονίμως πίσω από την πράσινή του μάσκα. Ο Τρουλς τον είδε να πηγαίνει στο πίσω μέρος της τηλεόρασης και να χαρχαλεύει μ’ ένα κατσαβίδι. Είδε το χρονόμετρο, που είχε αρχίσει να μετράει όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, να σταματάει και να ξαναγυρίζει στα έξι λεπτά. Μια βόμβα. Ύστερα, ο άνδρας με την πράσινη μάσκα έβγαλε ένα κλομπ, ολόιδιο με το δικό του, κι άρχισε να τον χτυπάει στο πρόσωπο. Συγκεντρωμένος, χωρίς ιδιαίτερη ευχαρίστηση ή συναισθηματική φόρτιση. Απαλά χτυπήματα που δεν έσπαγαν κόκαλα, αλλά αρκετά δυνατά ώστε να σπάσουν τα αιμοφόρα αγγεία, τις φλέβες και τις αρτηρίες, να κάνουν το πρόσωπο να πρηστεί και το αίμα ν’ αρχίσει να τρέχει ή να κουρνιάζει κάτω από το μωλωπισμένο δέρμα. Κι ύστερα άρχισε να τον χτυπάει πραγματικά δυνατά. Ο Τρουλς είχε χάσει κάθε αίσθηση στο δέρμα του, το ένιωθε μόνο να σκάει, ένιωθε το αίμα να τρέχει στον λαιμό και το στέρνο του, τον θαμπό πόνο στον εγκέφαλό του –όχι, ακόμα πιο βαθιά–, κάθε φορά που το κλομπ έβρισκε στόχο. Κοιτούσε τον άνδρα με τα πράσινα, έναν αφοσιωμένο κωδωνοκρούστη εντελώς πεπεισμένο για τη σπουδαιότητα της δουλειάς του, να χτυπάει τη γλώσσα στο εσωτερικό της χάλκινης καμπάνας,

και κάθε φορά το αίμα να εκτοξεύεται και να μουσκεύει την πράσινη στολή του σαν μικρά σχέδια Ρόρσαχ. Άκουσε τα κόκαλα και τους χόνδρους της μύτης του να συνθλίβονται, ένιωσε τα δόντια του να σπάνε μες στο στόμα του, το σαγόνι του να ξεκολλάει και να κρέμεται μόνο από τα νεύρα του προσώπου του... κι ύστερα, επιτέλους, βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μέχρι που ξύπνησε και τον είδε χωρίς τη χειρουργική αμφίεση: ο Χάρι Χόλε, μπροστά από το ψυγείο. Στην αρχή τα ’χασε. Ύστερα του είχε φανεί λογικό. Ήταν λογικό ο Χόλε να θέλει να ξεφορτωθεί κάποιον που ήξερε λεπτομερώς τις αμαρτίες του. Και να το κάνει να μοιάζει με τους φόνους των αστυνομικών. Μόνο που ο Χόλε ήταν ψηλότερος από τον άλλον άνδρα. Η έκφρασή του ήταν εντελώς διαφορετική. Και προσπαθούσε να χωθεί μες στο γαμημένο το ψυγείο! Με μανία. Στην ίδια βάρκα βρίσκονταν κι οι δυο τους, δυο αστυνομικοί στην ίδια σκηνή του εγκλήματος, για να πεθάνουν ταυτοχρόνως. Οι δυο τους, τι ειρωνεία! Εάν δεν πονούσε τόσο πολύ, θα είχε σκάσει στα γέλια. Και τότε ο Χόλε είχε βγει από το ψυγείο, είχε κόψει την ταινία που τον κρατούσε ακινητοποιημένο και τον είχε τραβήξει μαζί του μέχρι το ψυγείο. Κι εκεί ξανάχασε τις

αισθήσεις του. «Λίγη μορφίνη, παρακαλώ» ψιθύρισε ο Τρουλς, ευχόμενος ν’ ακουστεί πιο δυνατά από τη σειρήνα που στρίγκλιζε και περιμένοντας πώς και πώς αυτό το κύμα χαλάρωσης που θα πλημμύριζε το κορμί του και θ’ απομάκρυνε τους τρομακτικούς του πόνους. Και σκέφτηκε ότι μάλλον η μορφίνη έφταιγε που σκεφτόταν ό,τι σκεφτόταν. Γιατί αλλιώς, όλο αυτό τον βόλευε πολύ. Κι όμως, το σκεφτόταν. Ότι ήταν ντροπή να πεθάνει έτσι ο Χάρι Χόλε. Λες κι ήταν ήρωας, ο μαλάκας. Δίνοντας τη θέση του και θυσιάζοντας τον εαυτό του για τον εχθρό. Και τώρα ο εχθρός έπρεπε να συνεχίσει τη ζωή του, με τη γνώση ότι ένας καλύτερος άνθρωπος πέθανε για χάρη του. Ο Τρουλς ένιωσε ν’ ανεβαίνει από τη μέση του αυτό το ρίγος που προηγείται του μεγάλου πόνου. Να πεθαίνεις για κάτι άλλο, οτιδήποτε, για κάτι διαφορετικό από αυτό το σκάρτο κουφάρι του εαυτού σου. Ίσως αυτό να ήταν τελικά το νόημα. Ε, άντε και γαμήσου, ρε Χόλε, στο κάτω κάτω της γραφής. Κοίταξε τον νοσοκόμο, ύστερα το παράθυρο που ήταν βρεγμένο· πρέπει να είχε αρχίσει να βρέχει. «Κι άλλη μορφίνη, γαμώτο μου!»

47

O

αστυνομικός με το όνομα-γλωσσοδέτη, ο Κάρστεν Κάσπερσεν, καθόταν στο θυρωρείο της Αστυνομικής Ακαδημίας χαζεύοντας τη βροχή να πέφτει κάθετα μες στο σκοτάδι, να στάζει από την καγκελόπορτα της πύλης, να χτυπάει σαν ταμπούρλο τη μαύρη, γυαλιστερή άσφαλτο. Είχε σβήσει το φως, για να μη φαίνεται ότι υπήρχε κάποιος στο θυρωρείο τόσο αργά τη νύχτα. Σκεφτόμενος τους τύπους που είχαν μπει μέσα για να κλέψουν κλομπ κι άλλον εξοπλισμό. Είχαν πάρει κι ένα ρολό παλιά ελαστική ταινία, από εκείνες που χρησιμοποιούσαν στην προπόνηση. Αφού δεν υπήρχαν σημάδια διάρρηξης, ήταν προφανές ότι οι δράστες είχαν πάσο για το κτίριο. Κι αφού είχαν πάσο, το ζήτημα δεν ήταν πια η απώλεια ενός κλομπ ή μιας ελαστικής ταινίας, αλλά το γεγονός ότι υπήρχαν κλέφτες ανάμεσά τους.

Κλέφτες που μπορεί κάποια στιγμή να περιφέρονταν από εδώ κι από εκεί ντυμένοι αστυνομικοί. Κι ο Κάρστεν Κάσπερσεν δεν επρόκειτο ν’ αφήσει να συμβεί τίποτα τέτοιο· όχι στη δική του αστυνομία. Κάποιος πλησίαζε το κτίριο τώρα, μες στη βροχή. Η φιγούρα είχε εμφανιστεί από τη μεριά της Σλεμνταλσβάιεν, είχε περάσει μπροστά από τα φώτα του Chateau Neuf και προχωρούσε προς την πύλη. Ο Κάρστεν Κάσπερσεν δεν αναγνώρισε το βάδισμα, ή μάλλον το παραπάτημα, του άνδρα που έγερνε κιόλας από τη μια μεριά, λες και τον φυσούσε λυσσασμένα ο αέρας. Τον είδε όμως να βάζει το πάσο του στον μηχανισμό κι από τη μια στιγμή στην άλλη είχε μπει στην Ακαδημία. Ο Κάσπερσεν –που ήξερε τον τρόπο που περπατούσαν όλοι όσοι είχαν πρόσβαση σε αυτό εδώ το κτίριο– πετάχτηκε από το θυρωρείο προς το μέρος του. Είτε είχες πρόσβαση, είτε δεν είχες· δεν υπήρχε ενδιάμεση κατάσταση. «Ε, εσύ!» φώναξε ο Κάσπερσεν βγαίνοντας από το θυρωρείο, έχοντας ήδη φουσκώσει το στέρνο του, όπως τα ζώα που θέλουν να δείξουν πιο μεγάλα απ’ όσο είναι. Δεν ήξερε γιατί έπιανε αυτό το κόλπο, αλλά έπιανε. «Ποιος είσαι; Τι θες εδώ μέσα; Πού το βρήκες αυτό το πάσο;» Ο στραβοχυμένος, βρεγμένος άνδρας έκανε μεταβολή και προσπάθησε να τεντωθεί. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο

κάτω από μια κουκούλα, αλλά τα δυο του μάτια έλαμπαν στο σκοτάδι κι ο Κάσπερσεν σκέφτηκε ότι μπορούσε να νιώσει τη ζέστη τους· τόσο έντονο ήταν το βλέμμα του. Ενστικτωδώς, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνειδητοποίησε ότι ήταν άοπλος. Γιατί δεν το σκέφτηκε αυτό, γαμώτο του; Έπρεπε να είχε πάντα κάτι μαζί του, για ν’ αποτρέπει τους κλέφτες. Ο άνδρας έβγαλε την κουκούλα του. Ξέχνα το «αποτρέπει», σκέφτηκε ο Κάσπερσεν. Εδώ χρεια​ζόταν κάτι για ν’ αμυνθεί, όχι αστεία. Ο άνδρας εμπρός του έμοιαζε εξωπραγματικός. Το παλτό του ήταν γεμάτο μεγάλες τρύπες· το ίδιο και το πρόσωπό του. Ο Κάσπερσεν άρχισε να βηματίζει προς τα πίσω, προς το θυρωρείο, ενώ αναρωτιόταν αν το κλειδί βρισκόταν από τη μέσα μεριά της πόρτας. «Κάσπερσεν». Αυτή η φωνή. «Εγώ είμαι, Κάσπερσεν». Ο Κάσπερσεν κοντοστάθηκε. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Ήταν δυνατόν;... «Ο Χριστός κι η Παναγία, Χάρι, τι σου συνέβη;» «Μια έκρηξη, απλώς. Μην ανησυχείς, νιώθω καλύτερα απ’ ό,τι φαίνομαι». «Είναι δυνατόν; Μοιάζεις με χριστουγεννιάτικο πορτοκάλι

τρυπημένο με γαρίφαλα». «Είναι μόνον...» «Εννοώ σαγκουίνι, Χάρι. Αιμορραγείς. Περίμενε λίγο, θα φέρω το κουτί των πρώτων βοηθειών». «Μπορείς να ’ρθεις να με βρεις στο γραφείο του Άρνολ; Υπάρχει κάτι που επείγει». «Μα ο Άρνολ λείπει». «Το ξέρω». Ο Κάρστεν Κάσπερσεν έτρεξε προς το κουτί με τα φάρμακα στο θυρωρείο. Κι ενώ έβγαζε έξω επιδέσμους, χανζαπλάστ και ψαλίδια, ήταν λες και το υποσυνείδητό του επαναλάμβανε τη συζήτηση που είχε με τον Χόλε, σταματώντας στην τελευταία του φράση. Στον τρόπο που την είχε πει. Στην έμφαση που είχε δώσει. Το ξέρω. Λες και δεν το έλεγε σ’ αυτόν, στον Κάρστεν Κάσπερσεν, αλλά στον ίδιο του τον εαυτό.

Ο Μίκαελ Μπέλμαν ξύπνησε κι άνοιξε τα μάτια του. Και τα ξανάκλεισε αμέσως, καθώς το φως διαπέρασε τις μεμβράνες και τους φακούς των βολβών του κι έκαψε κατευθείαν το οπτικό του νεύρο. Του ήταν αδύνατον να κουνήσει το σώμα του. Γύρισε το κεφάλι του και προσπάθησε να κοιτάξει τριγύρω. Βρισκόταν

ακόμη στο ίδιο δωμάτιο. Κοίταξε κάτω. Είδε τη λευκή ταινία που τον κρατούσε δεμένο στο κρεβάτι. Με τα χέρια κολλητά στο σώμα και τα πόδια του δεμένα. Σαν μούμια. Ήδη. Άκουσε την κλαγγή ενός μετάλλου από πίσω του και γύρισε το κεφάλι του από την άλλη μεριά. Ο άνθρωπος που στεκόταν δίπλα του και χαρχάλευε τα χειρουργικά εργαλεία ήταν ντυμένος στα πράσινα και φορούσε μια μάσκα στο πρόσωπό του. «Πω πω, συμφορά» είπε ο άνδρας με τα πράσινα. «Πέρασε κιόλας η επήρεια του αναισθητικού; Ε, τι να κάνουμε, δεν είμαι και ειδικευμένος αναισθησιολόγος, έτσι δεν είναι; Για την ακρίβεια, δεν είμαι ειδικευμένος σε τίποτα που έχει να κάνει με νοσοκομεία». Το μυαλό του Μίκαελ πήρε φωτιά, προσπάθησε ν’ ανασυνθέσει τα γεγονότα, να καταλάβει. Τι σκατά συνέβαινε εδώ πέρα; «Παρεμπιπτόντως, βρήκα τα χρήματα που έφερες μαζί σου. Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά δεν τα χρειάζομαι. Άσε που αυτό που κάνατε δεν σηκώνει αποζημίωση, Μίκαελ». Αν δεν ήταν ο αναισθησιολόγος, πώς ήξερε τη σχέση του με τον Ασάγιεφ; Ο άνδρας με τα πράσινα σήκωσε ένα εργαλείο προς το

φως. Ο Μίκαελ αισθάνθηκε τον φόβο να σφυροκοπάει τ’ αυτιά του. Δεν ένιωθε τίποτα· το αναισθητικό κυλούσε ακόμα μες στον εγκέφαλό του σαν ομίχλη, αλλά όταν το πέπλο του θα σηκωνόταν, αυτά που έκρυβε από πίσω θα έβγαιναν στην επιφάνεια: πόνος και τρόμος. Και θάνατος. Γιατί ο Μίκαελ είχε επιτέλους καταλάβει. Ήταν τόσο εμφανές, που του φάνηκε απίστευτο που δεν το είχε υποψιαστεί πριν καν βγει από το σπίτι. Βρισκόταν στη σκηνή ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος. «Εσύ κι ο Τρουλς Μπέρντσεν». Ο Τρουλς; Είναι δυνατόν να πιστεύει ότι ο Τρουλς είχε σχέση με τον φόνο του Ασάγιεφ; «Αλλά αυτός έχει τιμωρηθεί. Τι λες, τι είναι καλύτερο να χρησιμοποιήσει κανείς όταν θέλει να αφαιρέσει ένα πρόσωπο; Λαβή νούμερο τρία με λεπίδα νούμερο δέκα, που είναι για δέρμα και μυς; Ή αυτό εδώ: λαβή νούμερο εφτά με δεκαπεντάρα λεπίδα;» Ο άνδρας με τα πράσινα του έδειξε τα δύο φαινομενικά πανομοιότυπα νυστέρια. Το φως έπεφτε σ’ ένα από τα δύο, δημιουργώντας μια λεπτή λαμπερή γραμμή στο πρόσωπό του, κάθετη πάνω στο μάτι του. Και στο μάτι αυτό ο Μίκαελ είδε κάτι που νόμισε ότι αναγνώρισε. «Ο προμηθευτής δεν γράφει ποιο από τα δύο ενδείκνυται

για τέτοιου είδους επέμβαση». Και η φωνή του είχε κάτι οικείο, δεν είχε; «Ναι, τέλος πάντων, θα κάνω ό,τι μπορώ με αυτά που έχω. Θα πρέπει να κολλήσω το πρόσωπό σου με ταινία, Μίκαελ». Η ομίχλη είχε πια πυκνώσει και ο Μίκαελ τον είδε: τον φόβο. Κι ο φόβος είδε τον Μίκαελ και σφηνώθηκε στον λαιμό του. Του Μίκαελ τού κόπηκε η ανάσα καθώς ένιωσε το κεφάλι του να πιέζεται πάνω στο στρώμα και την ταινία να κολλάει στο μέτωπό του. Το πρόσωπο του άνδρα ήταν ακριβώς από πάνω του τώρα. Η μάσκα είχε γλιστρήσει. Αλλά ο εγκέφαλος του Μίκαελ έκανε λίγη ώρα να αντιστρέψει την εικόνα, να κάνει το πάνω κάτω και το κάτω πάνω. Και τότε τον αναγνώρισε. Και κατάλαβε. «Με θυμήθηκες, Μίκαελ;» ρώτησε ο άνδρας. Ήταν εκείνος! Η αδερφή, ο τύπος που είχε προσπαθήσει να τον φιλήσει στις τουαλέτες όταν δούλευε στην Κρίπος. Κάποιος είχε μπει μέσα κι ύστερα ο Τρουλς τον είχε κάνει κιμά στο λεβητοστάσιο. Ο τύπος δεν είχε ξανάρθει στη δουλειά. Ήξερε τι τον περίμενε έτσι και τολμούσε. Όπως ήξερε τώρα και ο Μίκαελ.greekleech.info «Λυπήσου με». Ο Μίκαελ ένιωσε δάκρυα στα μάτια του. «Σταμάτησα τον Τρουλς. Θα μπορούσε να σ’ έχει σκοτώσει

αν εγώ...» «...Αν εσύ δεν τον είχες σταματήσει για να σώσεις την καριέρα σου και να γίνεις αρχηγός της αστυνομίας». «Άκουσέ με. Θα πληρώσω όσο...» «Φυσικά και θα πληρώσεις, Μίκαελ. Θα πληρώσεις ό,τι μου έκλεψες και με το παραπάνω». «Ό,τι σου έκλεψα... Τι σου κλέψαμε;» «Μου έκλεψες την εκδίκηση, Μίκαελ. Την τιμωρία του ανθρώπου που σκότωσε τον Ρενέ Καλσνές. Αφήσατε τον δολοφόνο να φύγει». «Δεν εξιχνιάζονται όλες οι υποθέσεις. Εσύ το ξέρεις καλύτερα απ’ όλους...» Ο άνδρας γέλασε. Ένα γέλιο παγωμένο, σύντομο, που κόπηκε απότομα. «Αυτό που ξέρω, Μίκαελ, είναι ότι δεν προσπαθήσατε καν. Δεν σας ένοιαζε, για δύο λόγους. Πρώτον, βρήκατε ένα κλομπ κοντά στον τόπο του εγκλήματος και φοβηθήκατε ότι αν το πολυψάχνατε θα μαθευόταν ότι πίσω από τον φόνο αυτής της οχιάς, αυτής της αηδιαστικής αδερφής, βρισκόταν ένας δικός σας άνθρωπος. Και ο δεύτερος λόγος, Μίκαελ, ήταν ότι ο Ρενέ δεν ήταν στρέιτ, όπως θα ’θελε η αστυνομία όλους τους αξιωματικούς της. Έτσι δεν είναι, Μίκαελ; Όμως εγώ τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα, μ’ ακούς; Σ’ το φωνάζω ότι εγώ,

ένας άνδρας, αγαπούσα εκείνο το αγόρι, ήθελα να το φιλώ και να του χαϊδεύω τα μαλλιά, να του ψιθυρίζω γλυκόλογα στο αυτί. Το βρίσκεις αηδιαστικό όλο αυτό; Κι όμως το ξέρεις βαθιά μέσα σου, ότι το ν’ αγαπάς έναν άλλον άνδρα είναι δώρο. Θα ’πρεπε να το ’χες πει εδώ και καιρό στον εαυτό σου, Μίκαελ, γιατί τώρα είναι πια πολύ αργά, δεν πρόκειται να το ζήσεις ποτέ αυτό που σου πρόσφερα όταν ήμασταν στην Κρίπος. Φοβόσουν τόσο πολύ τον άλλο σου εαυτό, που εξοργίστηκες. Έπρεπε να τον καταπνίξεις. Έπρεπε να με καταπνίξεις». Η φωνή του είχε σιγά σιγά δυναμώσει, αλλά τώρα ξαναέγινε ψίθυρος. «Αλλά τι χαζός φόβος που είναι όλος αυτός, Μίκαελ! Κι εγώ τον έχω νιώσει, μη νομίζεις, δεν θα σε τιμωρούσα ποτέ τόσο σκληρά μόνο γι’ αυτό. Εσύ και οι υπόλοιποι αστυνομικοί στην υπόθεση του Ρενέ τιμωρείστε επειδή αμαυρώσατε τη μνήμη του μοναδικού προσώπου που αγάπησα. Του κλέψατε την αξιοπρέπεια. Είπατε ότι το θύμα δεν άξιζε ούτε καν τη δουλειά που σας πληρώνουν να κάνετε. Δεν άξιζε τον όρκο που έχετε δώσει όλοι, να υπηρετείτε την κοινότητα και τη δικαιοσύνη. Που σημαίνει, Μίκαελ, ότι αποτύχατε, ότι μολύνατε το κοπάδι, που είναι το μόνο ιερό πράγμα πλην της αγάπης. Κι άρα έπρεπε ν’ αφανιστείτε. Όπως αφανίσατε τη χαρά των ματιών μου. Τα πολλά λόγια

είναι φτώχεια, όμως. Πρέπει τώρα να συγκεντρωθώ για να πετύχω το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ευτυχώς για σένα, υπάρχουν διάφορα εκπαιδευτικά βίντεο στο διαδίκτυο. Πώς σου φαίνεται αυτό;» Κράτησε μια φωτογραφία μπροστά στα μάτια του Μίκαελ. «Απλό δεν φαίνεται; Ε, μη μιλάς, Μίκαελ! Κανείς δεν μπορεί να σε ακούσει. Αλλά αν είναι να φωνάζεις συνεχώς, τότε θα σου κλείσω και το στόμα με ταινία».

O Xάρι σωριάστηκε στην καρέκλα του Άρνολ Φόλκεστα. Αυτή άφησε έναν μακρόσυρτο, υδραυλικό συριγμό και κατέρρευσε από το βάρος του, καθώς ο Χάρι άνοιξε τον υπολογιστή και είδε την οθόνη να φωτίζει το σκοτάδι. Και ενώ ο υπολογιστής άρχισε να δουλεύει, να βγάζει τους παράξενους ήχους του, να τρέχει διάφορα προγράμματα, ο Χάρι ξαναδιάβαζε το μήνυμα της Κατρίνε στο κινητό του. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη στατιστική. Ο Άρνολ τού είχε πει ότι το FBI είχε στατιστικές που αποδείκνυαν ότι στο 94% των περιπτώσεων θανάτου του βασικού μάρτυρα κατηγορίας, οι θάνατοι αυτοί ήταν ύποπτοι. Αυτό το νούμερο τον είχε κάνει να ξανακοιτάξει από κοντά τον θάνατο του Ασάγιεφ. Αλλά η στατιστική δεν υπήρχε. Ήταν σαν εκείνο το αστείο της Κατρίνε, εκείνο που τριβέλιζε

το μυαλό του Χάρι, που του είχε κάνει τόση εντύπωση χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί: Όταν ακούς ανθρώπους να χρησιμοποιούν στατιστικές, να ξέρεις πως στο 72% των περιπτώσεων τις βγάζουν από το μυαλό τους εκείνη τη στιγμή. Ο Χάρι πρέπει να το αναμασούσε πολύ καιρό. Θα πρέπει να είχε κάποιες υποψίες. Ότι ο Άρνολ είχε βγάλει τη στατιστική του FBI από το μυαλό του, εκείνη τη στιγμή. Γιατί όμως; Η απάντηση ήταν απλή. Για να κάνει τον Χάρι να επανεξετάσει τον θάνατο του Ασάγιεφ. Γιατί ο Άρνολ ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να το πει στα ίσια, ούτε ν’ αποκαλύψει την πηγή του. Γιατί θα ξεσκεπαζόταν. Αλλά ως τυπικός ζηλωτής, εμμονικός με την εξιχνίαση ανθρωποκτονιών, έπρεπε κάπως να ρισκάρει να βάλει και τον Χάρι στο παιχνίδι. Γιατί ο Άρνολ ήξερε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν θα οδηγούσαν τον Χάρι μόνο στη γνώση ότι ο Ασάγιεφ είχε δολοφονηθεί και στον δολοφόνο του, αλλά και στον ίδιο τον Άρνολ Φόλκεστα και σ’ έναν άλλο φόνο. Επειδή ο μοναδικός άλλος άνθρωπος που θα μπορούσε να γνωρίζει – κι είχε την ανάγκη να ομολογήσει– τι ακριβώς συνέβη στο Ρικσχοσπιτάλ ήταν ο Άντον Μίτετ. O ναρκωμένος, γεμάτος τύψεις φρουρός. Κι υπήρχε ένας και μοναδικός τρόπος με τον οποίο ο Άρνολ Φόλκεστα και ο Άντον Μίτετ, δυο κατά τ’

άλλα παντελώς άγνωστοι μεταξύ τους, θα μπορούσαν να έχουν έρθει σ’ επαφή. Ο Χάρι ανατρίχιασε. Ένας φόνος. Ο υπολογιστής ήταν έτοιμος για αναζήτηση.

48

Ο

Xάρι κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή. Κάλεσε ξανά στο τηλέφωνο την Κατρίνε. Ήταν έτοιμος να κλείσει όταν άκουσε τη φωνή της. «Ναι;» Ήταν λαχανιασμένη, λες κι έτρεχε. Η ακουστική του χώρου, όμως, παρέπεμπε σε κάτι εσωτερικό. Και τότε σκέφτηκε ότι έπρεπε να το είχε παρατηρήσει κι εχθές το βράδυ, στο τηλεφώνημα με τον Άρνολ Φόλκεστα. Την ακουστική του χώρου: ο Φόλκεστα ήταν εκτός σπιτιού, όχι εντός. «Στο γυμναστήριο είσαι;» «Στο γυμναστήριο;» ρώτησε εκείνη λες κι άκουγε για πρώτη φορά αυτή τη λέξη. «Ναι, έλεγα μήπως γι’ αυτό δεν απαντούσες στα

τηλεφωνήματά μου». «Όχι, σπίτι είμαι. Τι συμβαίνει;» «Καλά καλά, ηρέμησε τώρα. Είμαι στην Ακαδημία. Έχω μπροστά μου το ιστορικό των ιστοσελίδων που έχει επισκεφθεί ένας γνωστός μας. Και δεν μπορώ να προχωρήσω άλλο». «Τι εννοείς;» «Ο Άρνολ Φόλκεστα έχει επισκεφθεί ιστοσελίδες προμηθευτών ιατρικού εξοπλισμού. Και θέλω να μάθω το γιατί». «Ο Άρνολ Φόλκεστα; Τι σχέση έχουν όλα αυτά μ’ αυτόν;» «Νομίζω ότι αυτόν ψάχνουμε». «Ο χασάπης των μπάτσων είναι ο Άρνολ Φόλκεστα;» Πίσω από τη φωνή της Κατρίνε ο Χάρι διέκρινε έναν ήχο που αναγνώρισε αμέσως: τον τσιγαρόβηχα του Μπγιορν Χολμ. Και, πιθανόν, το τρίξιμο ενός κρεβατιού. «Είσαι με τον Μπγιορν στο λεβητοστάσιο;» «Όχι, σου είπα... ε... ναι, στο λεβητοστάσιο είμαστε». Ο Χάρι το σκέφτηκε. Και κατέληξε ότι σ’ όλη του την καριέρα ως αστυνομικού δεν είχε ακούσει πιο αποτυχημένο ψέμα. «Εάν βρίσκεσαι δίπλα σε κάποιον υπολογιστή, κοίταξε σε παρακαλώ να δεις αν ο Άρνολ έχει αγοράσει τίποτα ιατρικό υλικό. Κι αν τ’ όνομά του εμφανίζεται σε σχέση με καμία από

τις σκηνές των παλιών εγκλημάτων ή στις αντίστοιχες έρευνες. Και ξαναπάρε με. Δώσε μου τον Μπγιορν τώρα». Την άκουσε να δίνει το τηλέφωνο, να του λέει κάτι κι ύστερα η βαριά φωνή του Μπγιορν ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής: «Ναι;» «Βάλ’ τα παπούτσια σου και τσακίσου να πας στο λεβητοστάσιο. Βρες έναν δικηγόρο από τα Κεντρικά και βγάλε ένταλμα παρακολούθησης για το κινητό του Άρνολ Φόλκεστα. Κι ύστερα τσέκαρε ποιος πήρε τηλέφωνο τον Τρουλς Μπέρντσεν απόψε, εντάξει; Εντωμεταξύ εγώ θα πάρω τον Μπέλμαν να ετοιμάσει την ομάδα Δέλτα. ΟΚ;» «Ναι.. θα... Εμείς... να, ξέρεις...» «Είναι σημαντικό αυτό που πας να πεις, Μπγιορν;» «Όχι». «Εντάξει λοιπόν». Ο Χάρι έκλεισε το τηλέφωνο κι εκείνη τη στιγμή μπήκε στο γραφείο ο Κάρστεν Κάσπερσεν. «Βρήκα βαμβάκι και ιώδιο. Κι ένα τσιμπιδάκι. Για να βγάλουμε τα θραύσματα». «Σ’ ευχαριστώ, Κάσπερσεν, αλλά μου φαίνεται ότι αυτά τα θραύσματα είναι που με κρατούν όρθιο, οπότε άφησε ό,τι έφερες πάνω στο τραπέζι».

«Ναι, αλλά...» Ο Χάρι έκανε νόημα στον διαμαρτυρόμενο Κάσπερσεν να βγει από το δωμάτιο ενώ έπαιρνε τηλέφωνο από το κινητό του τον Μπέλμαν. Απάντησε ο τηλεφωνητής. Ο Χάρι έβρισε από μέσα του. Έψαξε να βρει το τηλέφωνο της Ούλα Μπέλμαν, βρήκε έναν αριθμό σταθερού στο Χέγιενχαλ. Μια γλυκιά, μελωδική φωνή απάντησε στο τηλέφωνο. «Εδώ Χάρι Χόλε. Μήπως ο σύζυγός σας βρίσκεται εκεί;» «Όχι, μόλις βγήκε». «Είναι σημαντικό. Ξέρετε πού βρίσκεται;» «Δεν μου είπε». «Πότε;...» «Δεν είπε». «Εάν...» «....γυρίσει, θα του πω να σας τηλεφωνήσει, Χάρι Χόλε». «Σας ευχαριστώ». Η γραμμή έκλεισε. Ο Χάρι ανάγκασε τον εαυτό του να περιμένει. Με τους αγκώνες στο τραπέζι και το κεφάλι μες στα χέρια του, ακούγοντας το αίμα του που έσταζε πάνω στις εργασίες που ακόμη δεν είχε διορθώσει. Μέτρησε τις σταλαγματιές λες κι ήταν δευτερόλεπτα. Το δάσος. Το δάσος. Δεν υπάρχει μετρό στο δάσος. Και η ακουστική του χώρου: ο Φόλκεστα ακουγόταν λες κι ήταν

κάπου εκτός, όχι σε εσωτερικό χώρο. Αλλά όταν τον είχε ρώτησε ο Χάρι, ο Άρνολ είχε πει ότι βρισκόταν σπίτι του. Μόνο που ο Χάρι είχε ακούσει το μετρό να περνάει από πίσω του. Θα μπορούσαν, φυσικά, να υπάρχουν ένα σωρό αθώοι λόγοι για τους οποίους ο Άρνολ Φόλκεστα είχε πει ψέματα για το πού βρισκόταν. Θα μπορούσε να καλύπτει κάποια γυναικεία γνωριμία του, ας πούμε. Θα μπορούσε να είναι εντελώς συμπτωματικό το γεγονός ότι την ίδια ώρα που μιλούσαν στο τηλέφωνο, κάποιος ξέθαβε ένα νεαρό κορίτσι στο κοιμητήριο Βέστρε. Κοντά στις γραμμές του μετρό. Συμπτώσεις. Αρκετές ώστε ν’ αναδυθεί η γνώση που είχε μέσα του. Οι ψεύτικες στατιστικές. Ο Χάρι ξανακοίταξε το ρολόι του. Σκέφτηκε τη Ράκελ και τον Όλεγκ. Που ήταν σπίτι. Σπίτι. Εκεί που θα ήταν τώρα κι αυτός. Εκεί που θα έπρεπε να ήταν κι αυτός. Εκεί που δεν θα ήταν ποτέ. Τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά, όχι πλήρως, όχι με τον τρόπο που θα ήθελε να είναι. Ήταν τελικά αλήθεια· δεν ήταν φτιαγμένος για όλα αυτά. Ήταν φτιαγμένος γι’ άλλα πράγματα, για το σαρκοβόρο μικρόβιο που καταβρόχθιζε όλη τη ζωή του κι ούτε το αλκοόλ δεν μπορούσε να το κατευνάσει, το μικρόβιο

που ακόμη δεν μπορούσε να κατανοήσει, τόσα χρόνια μετά. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι, κατά κάποιον τρόπο, το μοιραζόταν με τον Άρνολ Φόλκεστα. Ήταν μια ανάγκη τόσο επιτακτική, τόσο ισχυρή, τόσο σφαιρική, που δικαιολογούσε σχεδόν όλα όσα κατέστρεφε. Κι εκείνη τη στιγμή, επιτέλους, πήρε τηλέφωνο η Κατρίνε. «Παρήγγειλε ορισμένα χειρουργικά εργαλεία, καθώς και ρουχισμό, μερικές εβδομάδες πιο πριν. Δεν χρειάζεται ειδική άδεια για κάτι τέτοιο». «Τίποτα άλλο;» «Όχι, φαίνεται ότι δεν μπαίνει συχνά στο διαδίκτυο. Μοιάζει ιδιαιτέρως προσεκτικός, μάλιστα». «Τίποτα άλλο;» «Έλεγξα μήπως είχε τίποτα τραυματισμούς ή κάτι παρόμοιο. Και βρήκα ένα ιατρικό ιστορικό από νοσοκομείο, πολλά χρόνια πριν». «Τι δηλαδή;» «Είχε εισαχθεί με ενδείξεις ξυλοδαρμού, σύμφωνα με τον γιατρό, αλλά ο ασθενής επέμενε ότι είχε πέσει από τις σκάλες. Ο γιατρός απέρριψε την εξήγηση του ασθενούς, ορμώμενος από τις εκτεταμένες κακώσεις που είχε υποστεί όλο του το σώμα. Σημείωνε, δε, ότι ο ασθενής ήταν αστυνομικός κι ότι στο χέρι του ήταν να κρίνει αν θα έπρεπε να κάνει καταγγελία ή όχι. Έγραφε επίσης ότι το γόνατό του

δεν θα ανέκαμπτε ποτέ πλήρως». «Τον έδειραν, λοιπόν. Και για τις σκηνές των εγκλημάτων και τον δολοφόνο, τι βρήκες;» «Δεν βρήκα τίποτα συσχετισμούς εκεί, αν και φαίνεται να έχει δουλέψει σε μερικούς από τους αρχικούς φόνους όταν ήταν στην Κρίπος. Βρήκα όμως μια σύνδεση με ένα από τα θύματα». «Με ποιον;» «Με τον Ρενέ Καλσνές. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν σύμπτωση, αλλά μετά έτρεξα μια συνδυαστική αναζήτηση και βρήκα ότι περνούσαν αρκετή ώρα ο ένας με τον άλλον. Πτήσεις στο εξωτερικό που πλήρωνε ο Φόλκεστα, διπλά δωμάτια και σουίτες στα ονόματα και των δύο σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Κοσμήματα που πολύ αμφιβάλλω ότι φορούσε ο ίδιος ο Φόλκεστα, αγορασμένα στη Βαρκελώνη και στη Ρώμη. Με λίγα λόγια, φαίνεται πως οι δυο τους ήταν...» «...εραστές» είπε ο Χάρι. «Κρυφοί εραστές, το πιο πιθανόν. Όταν ταξίδευαν εκτός Νορβηγίας, έκλειναν θέσεις σε διαφορετικές σειρές του αεροπλάνου, καμιά φορά και σε διαφορετικές πτήσεις. Κι όταν έμεναν σε ξενοδοχεία στη Νορβηγία, έκλειναν πάντα δύο μονόκλινα δωμάτια».

«Ο Άρνολ ήταν αστυνομικός» είπε ο Χάρι. «Θεωρούσε προφανώς ότι δεν μπορούσε να είναι ανοιχτά γκέι». «Αλλά δεν ήταν ο μοναδικός άνδρας που πρόσφερε στον Ρενέ δώρα και ταξίδια στο εξωτερικό». «Είμαι σίγουρος. Όσο σίγουρος είμαι και για το γεγονός ότι οι προηγούμενες ερευνητικές ομάδες θα έπρεπε να το είχαν μυριστεί όλο αυτό». «Μη γίνεσαι σκληρός, Χάρι. Δεν είχαν τις δικές μου μηχανές αναζήτησης». Ο Χάρι χάιδεψε απαλά το πρόσωπό του. «Ίσως όχι. Ίσως έχεις δίκιο. Ίσως γίνομαι άδικος όταν θεωρώ ότι ο φόνος ενός εκδιδόμενου γκέι άνδρα δεν προκάλεσε στους συναδέλφους μου την απαραίτητη λαχτάρα να τον διαλευκάνουν». «Ναι, γίνεσαι». «Καλώς. Τι άλλο έχουμε;» «Τίποτα για την ώρα». «Εντάξει». Ξανάβαλε το κινητό στην τσέπη του. Κοίταξε το ρολόι του. Μια φράση του Άρνολ Φόλκεστα του ήρθε ξαφνικά στον νου: Οποιοσδήποτε δεν τολμά να υπερασπιστεί το δίκιο πρέπει να ’χει ενοχές. Αυτό προσπαθούσε να κάνει ο Φόλκεστα με αυτούς τους

φόνους; Να υπερασπιστεί το δίκαιο; Και τι είχε πει όταν είχαν συζητήσει την ψυχική κατάσταση της Σίλιε Γκράβσεν; Έχω κάποια εμπειρία από ΙΔΨ. Δηλαδή ήξερε πολύ καλά πώς είναι να ξεπερνάς τα όρια μέχρι να πετύχεις τον σκοπό σου. Ο άνθρωπος είχε καθίσει μπροστά στον Χάρι και του τα είχε προσφέρει όλα στο πιάτο. Ο Μπγιορν πήρε έπειτα από εφτά λεπτά. «Τσέκαραν το τηλέφωνο του Τρουλς Μπέρντσεν και κανείς δεν τον πήρε απόψε». «Χμ... Άρα ο Φόλκεστα πήγε κατευθείαν στο σπίτι του Μπέρντσεν και τον πήρε αποκεί. Το δικό του τηλέφωνο;» «Έχει σήμα, το οποίο βρίσκεται κάπου μεταξύ Σλεμνταλσβάιεν, Chateau Neuf και...» «Σκατά» είπε ο Χάρι. «Μπγιορν, κλείσε και κάλεσε τον αριθμό του». Ο Χάρι περίμενε λίγα δευτερόλεπτα. Κι ύστερα άκουσε μια δόνηση από ένα από τα συρτάρια του γραφείου. Προσπάθησε να τ’ ανοίξει μα ήταν κλειδωμένα. Εκτός από το τελευταίο, το πιο βαθύ. Το άνοιξε και είδε τη φωτεινή οθόνη ενός κινητού τηλεφώνου. Το πήρε στα χέρια του και απάντησε. «Το βρήκα» είπε. «Παρακαλώ;»

«Μπγιορν, ο Χάρι είμαι. Ο Φόλκεστα είναι έξυπνος. Άφησε το τηλέφωνο που είναι στο όνομά του εδώ. Βάζω στοίχημα ότι το είχε εδώ καθ’ όλη τη διάρκεια όλων των φόνων». «Ώστε η τηλεφωνική εταιρεία να μην μπορεί να ιχνηλατήσει τις κινήσεις του». «Και ως αποδεικτικό στοιχείο, σε περίπτωση που χρειαζόταν άλλοθι: απόδειξη ότι ήταν εδώ και δούλευε, ως συνήθως. Κι αφού δεν είναι καν κλειδωμένο, βάζω στοίχημα ότι δεν θα βρούμε τίποτα ενδιαφέρον σ’ αυτό». «Δηλαδή έχει και δεύτερο;» «Ναι, κάποιο καρτοκινητό πιθανόν, αγορασμένο τοις μετρητοίς κι ίσως σε κάποιο άλλο όνομα. Από εκεί παίρνει τηλέφωνο τα θύματά του». «Κι αφού το τηλέφωνο είναι στην Ακαδημία...» «...σημαίνει ότι αυτός έχει βγει για δουλειά». «Μα αν το τηλέφωνο του χρειάζεται για άλλοθι, τότε είναι περίεργο που δεν το έχει μαζί του. Που δεν το έχει αφήσει σπίτι του, θέλω να πω. Εάν το σήμα δείχνει ότι το τηλέφωνο βρισκόταν στην Ακαδημία όλο το βράδυ...» «...δεν έχει άλλοθι. Υπάρχει όμως κι άλλη εξήγηση». «Ποια;» «Μπορεί να μην έχει τελειώσει ακόμη την αποψινή δουλειά».

«Ω, Θεέ μου. Θες να πεις;...» «Δεν θέλω να πω τίποτα. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν μπορώ να βρω τον Μπέλμαν για να κινητοποιήσει την ομάδα Δέλτα... Πάρε τον Χάγκεν, σε παρακαλώ, εξήγησέ του την κατάσταση και ρώτα τον αν μπορεί να εγκρίνει αυτός την κινητοποίησή της. Να τους στείλει στο σπίτι του Φόλκεστα». «Νομίζεις ότι βρίσκεται σπίτι;» «Όχι. Αλλά πρέπει να…» «...αρχίσουμε να ψάχνουμε από εκεί που υπάρχει φως» συμπλήρωσε ο Μπγιορν. Ο Χάρι έκλεισε το τηλέφωνο. Και τα μάτια του. Το βουητό στ’ αυτιά του είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Αντ’ αυτού, άκουγε τώρα έναν άλλο ήχο: τακ τακ τακ. Δευτερόλεπτα σε αντίστροφη μέτρηση. Γαμώτο! Πίεσε τα μάτια του με τις αρθρώσεις των δακτύλων του. Ποιος άλλος θα μπορούσε να έχει δεχθεί ένα ανώνυμο τηλεφώνημα απόψε; Ποιος; Κι από πού; Από ένα καρτοκινητό. Ή από έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Ή από κάποιο τηλεφωνικό κέντρο που το νούμερο δεν εμφανίζεται στην οθόνη. Ο Χάρι κάθισε ακίνητος για μερικές στιγμές. Ύστερα έβγαλε τα δάχτυλα από τα μάτια του. Κοίταξε το μεγάλο, μαύρο τηλέφωνο πάνω στο γραφείο.

Δίστασε. Ύστερα σήκωσε το ακουστικό. Άκουσε τον τόνο κλήσης από το τηλεφωνικό κέντρο. Πάτησε το κουμπί της επανάκλησης και τα μικρά, πρόθυμα μπιπ που καλούσαν τον πιο πρόσφατο αριθμό. Άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει. Κάποιος το σήκωσε. Η ίδια γλυκιά, μελωδική φωνή. «Οικία Μπέλμαν». «Συγγνώμη, λάθος αριθμός» είπε ο Χάρι και κατέβασε το ακουστικό. Έκλεισε τα μάτια του. Σκατά, σκατά κι απόσκατα!

49

Ο

ύτε πώς, ούτε γιατί. Ο Χάρι προσπάθησε να καθαρίσει το μυαλό του απ’ όλες τις περιττές πληροφορίες. Να συγκεντρωθεί μόνο στο σημαντικότερο ερώτημα: πού. Πού στον διάολο θα μπορούσε να βρίσκεται ο Άρνολ Φόλκεστα; Στη σκηνή κάποιου ανεξιχνίαστου εγκλήματος. Με χειρουργικά εργαλεία ανά χείρας. Όταν ο Χάρι το κατάλαβε, για ένα μόνο πράγμα εξεπλάγη: ότι δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ήταν τόσο εμφανές, που ακόμα κι ένας πρωτοετής φοιτητής με μέση φαντασία θα συνδύαζε τις πληροφορίες και θ’ ακολουθούσε τον τρόπο σκέψης του. Η σκηνή ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος, όπου ένας άνδρας ντυμένος χειρουργός δεν θα τραβούσε την

προσοχή. Το Ρικσχοσπιτάλ απείχε δύο λεπτά με το αυτοκίνητο από την Αστυνομική Ακαδημία. Αυτός προλάβαινε να πάει. Η Δέλτα όχι. Του πήρε είκοσι πέντε δευτερόλεπτα να βγει από το κτίριο. Τριάντα να μπει στο αμάξι του, να βάλει μπρος και να βγει στη Σλεμνταλσβάιεν, που οδηγούσε σχεδόν κατευθείαν στον προορισμό του. Ένα λεπτό και σαράντα πέντε δευτερόλεπτα αργότερα ο Χάρι σταματούσε το αμάξι του έξω από την είσοδο του Ρικσχοσπιτάλ. Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα είχε μπει από τις αναδιπλούμενες πόρτες και προσπερνούσε την υποδοχή, ακούγοντας ένα «Ε! Εσείς!» κι αγνοώντας το. Άκουσε τα βήματά του ν’ αντηχούν στους τοίχους και στο ταβάνι του διαδρόμου. Καθώς έτρεχε, ψηλάφισε την πλάτη του κι άγγιξε το Οντέσα που είχε περάσει στη ζώνη του παντελονιού του. Ένιωθε τον σφυγμό του να μετράει αντιστρόφως, όλο και πιο γρήγορα. Προσπέρασε την εσπρεσομηχανή. Επιβράδυνε λίγο για να μην κάνει πολύ θόρυβο. Σταμάτησε δίπλα στην καρέκλα, έξω από την πόρτα της σκηνής του εγκλήματος. Πολλοί ήξεραν ότι ο βαρόνος της βιολίνης είχε πεθάνει εδώ μέσα, αλλά ελάχιστοι ότι είχε δολοφονηθεί. Κι ότι το έγκλημα δεν είχε

εξιχνιαστεί. Ο Άρνολ Φόλκεστα, όμως, το ήξερε. Ο Χάρι πλησίασε την πόρτα. Αφουγκράστηκε. Σιγουρεύτηκε ότι το πιστόλι του ήταν απασφαλισμένο. Η αντίστροφη μέτρηση των σφυγμών του τελείωσε. Από το βάθος του διαδρόμου άκουσε τρεξίματα. Έρχονταν να τον σταματήσουν. Και πριν ανοίξει την πόρτα και μπει μέσα, πρόλαβε να κάνει ακόμα μια σκέψη: ζούσε έναν εφιάλτη όπου τα πάντα επαναλαμβάνονταν, ξανά και ξανά, κι έπρεπε να πάψει πια όλο αυτό. Έπρεπε να ξυπνήσει. Ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του στο ηλιόλουστο πρωινό, μέσα από το κρύο, λευκό πάπλωμα, με τα χέρια της να τον σφίγγουν, αρνούμενα να τον αφήσουν, αρνούμενα να τον αφήσουν να φύγει μακριά της. Ο Χάρι έκλεισε ήσυχα την πόρτα ξοπίσω του. Κοίταξε τον άνδρα με τα πράσινα, πάνω από το ξαπλωμένο σώμα ενός γνωστού του άνδρα. Του Μίκαελ Μπέλμαν. O Xάρι σήκωσε το πιστόλι. Πίεσε τη σφύρα προς τα πίσω, φανταζόμενος ήδη τις σφαίρες να σχίζουν το πράσινο ύφασμα, να κόβουν τα νεύρα, να διαλύουν τον μυελό των οστών, την πλάτη να τεντώνεται και το σώμα να πέφτει μπροστά. Μόνο που δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Δεν ήθελε να πυροβολήσει τον άνδρα πισώπλατα και να τον σκοτώσει. Ήθελε να τον πυροβολήσει στο πρόσωπο και να τον

σκοτώσει. «Άρνολ» είπε ο Χάρι χαμηλόφωνα. «Γύρνα προς εμένα». Μια κλαγγή ακούστηκε απ’ το μεταλλικό τραπεζάκι καθώς ο άνδρας με τα πράσινα άφησε να πέσει κάτι γυαλιστερό, ένα νυστέρι. Γύρισε αργά αργά. Κατέβασε τη μάσκα του. Κοίταξε τον Χάρι. Ο Χάρι τον κοίταξε καλά καλά. Το δάχτυλό του σφίχτηκε γύρω από τη σκανδάλη. Τα βήματα απέξω πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Ήταν πολλοί. Αν ήθελε να γίνει η δουλειά δίχως αυτόπτες μάρτυρες, έπρεπε να βιαστεί. Ένιωσε την αντίσταση της σκανδάλης να εξαφανίζεται· είχε φτάσει στο μάτι του κυκλώνα, το μέρος όπου όλα ήταν ήρεμα. Η ηρεμία πριν από την έκρηξη. Τώρα. Όχι τώρα. Είχε αφήσει το δάχτυλό του να γλιστρήσει λίγο πίσω. Όχι, δεν ήταν αυτός. Δεν ήταν ο Άρνολ Φόλκεστα. Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως είχε κάνει λάθος ξανά; Το πρόσωπο εμπρός του ήταν απαλό, το στόμα ανοιχτό, τα μαύρα μάτια άγνωστα. Αυτός ήταν ο δολοφόνος; Έμοιαζε... σαν να μην καταλάβαινε τι γινόταν. Η πράσινη φιγούρα έκανε ένα βήμα στο πλάι και μόνο τότε συνειδητοποίησε ο Χάρι ότι ο άνθρωπος με την πράσινη στολή ήταν γυναίκα. Η πόρτα άνοιξε με φούρια και δυο άλλοι άνθρωποι ντυμένοι στα πράσινα έσπρωξαν τον Χάρι στο πλάι.

«Πώς είναι η κατάστασή του;» ρώτησε ένας από τους νεοα​φ ιχθέντες με ψιλή μα επιβλητική φωνή. «Είναι αναίσθητος» απάντησε η γυναίκα. «Χαμηλοί σφυγμοί». «Αιμορραγία;» «Δεν υπάρχει πολύ αίμα στο πάτωμα, αλλά θα μπορούσε να έχει τρέξει στο στομάχι του». «Βρες τον τύπο αίματος και ζήτα τρία σακουλάκια». Ο Χάρι κατέβασε το όπλο του. «Αστυνομία» είπε. «Τι συμβαίνει εδώ μέσα;» «Βγες έξω. Προσπαθούμε να σώσουμε μια ανθρώπινη ζωή» είπε η επιβλητική φωνή. «Κι εγώ το ίδιο» είπε ο Χάρι, ξανασηκώνοντας το όπλο του. Ο άνδρας τον κοίταξε καλά καλά. «Προσπαθώ να σταματήσω έναν δολοφόνο, κύριε χειρουργέ. Και δεν ξέρουμε εάν έχει τελειώσει την εγχείρηση για σήμερα, εντάξει;» Ο άνδρας γύρισε την πλάτη του στον Χάρι. «Αν υπάρχει μόνον αυτή η πληγή και δεν έχει υποστεί τραύματα στα εσωτερικά του όργανα, τότε δεν πρέπει να έχει σημαντική απώλεια αίματος. Είναι σε σοκ; Κάρεν, βοήθησε τον αξιωματικό, σε παρακαλώ». Η γυναίκα μίλησε μέσα από τη μάσκα της χωρίς να απομακρυνθεί από το κρεβάτι. «Κάποιος στη ρεσεψιόν είδε

έναν άνδρα με αιματοβαμμένη στολή και μάσκα να βγαίνει από την άδεια πτέρυγα και να φεύγει κατευθείαν από το νοσοκομείο. Του φάνηκε παράξενο κι έστειλε κάποιον να δει τι συμβαίνει. Ο ασθενής πέθαινε όταν τον βρήκαμε». «Ξέρει κανείς προς τα πού μπορεί να πήγε αυτός ο άνδρας;» ρώτησε ο Χάρι. «Εμένα μου είπαν απλώς ότι εξαφανίστηκε». «Πότε θα συνέλθει ο ασθενής;» «Δεν ξέρουμε καν αν θα επιζήσει. Παρεμπιπτόντως, κι εσείς φαίνεστε να χρήζετε ιατρικής βοήθειας». «Δεν μπορούμε να κάνουμε περισσότερα από το να το σκεπάσουμε μ’ έναν επίδεσμο» είπε η επιβλητική φωνή. Ο Χάρι κατάλαβε ότι δεν θα έπαιρνε άλλες πληροφορίες από εδώ. Δεν έφευγε όμως. Έκανε δύο βήματα μπροστά και κοντοστάθηκε. Κοίταξε το χλωμό πρόσωπο του Μίκαελ Μπέλμαν. Είχε άραγε τις αισθήσεις του; Δεν μπορούσε να πει. Το ένα του μάτι τον κοιτούσε, ορθάνοιχτο. Το άλλο έλειπε. Στη θέση του υπήρχε μόνο μια μαύρη κουφάλα, με αιματοβαμμένα κομμάτια τενόντων και λευκές κλωστές να κρέμονται απέξω. Ο Χάρι έκανε μεταβολή και βγήκε έξω. Έβγαλε το τηλέφωνό του και προχώρησε στον διάδρομο να πάρει καθαρό αέρα.

«Ναι;» «Στούλε;» «Τι συμβαίνει, Χάρι, ακούγεσαι αναστατωμένος». «Ο χασάπης έπιασε τον Μπέλμαν». «Τι εννοείς τον έπιασε;» «Του αφαίρεσε το ένα μάτι και τον άφησε να πεθάνει από αιμορραγία. Αυτός ευθύνεται και για την έκρηξη απόψε· φαντάζομαι ότι το άκουσες στις ειδήσεις. Προσπάθησε να σκοτώσει δύο αστυνομικούς μαζί, ένας εκ των οποίων ήμουν εγώ. Πρέπει να μάθω τι σκέφτεται γιατί έχω ξεμείνει από ιδέες». Σιωπή. Ο Χάρι περίμενε. Άκουσε τη βαριά ανάσα του Στούλε Άουνε. Και, επιτέλους, τη φωνή του. «Πραγματικά, δεν ξέρω...» «Όχι, Στούλε, δεν μου κάνει αυτή η απάντηση. Προσποιήσου ότι ξέρεις, ΟΚ;» «ΟΚ, ΟΚ. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο τύπος έχει ξεφύγει, Χάρι. Η συναισθηματική πίεση έχει ξεπεράσει κάθε όριο, ο τύπος βράζει, κι έτσι σταμάτησε να ακολουθεί οποιουδήποτε είδους μοτίβο. Από εδώ και πέρα μπορεί να κάνει το οτιδήποτε». «Δηλαδή μου λες ότι δεν έχεις ιδέα ποια θα είναι η επόμενή του κίνηση».

Ξανά σιωπή. «Καλά, ευχαριστώ» είπε ο Χάρι κι έκλεισε. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Ήταν ο Μπγιορν. «Ναι;» «Η Δέλτα πάει στο σπίτι του Φόλκεστα». «Μπράβο! Πες τους ότι υπάρχει περίπτωση να πηγαίνει κι αυτός προς τα εκεί. Κι ότι τους δίνουμε μία ώρα πριν βγάλουμε ανακοινωθέν, μην τυχόν και λάβει προειδοποίηση μέσω της ραδιοφωνικής συχνότητας της αστυνομίας ή κάτι παρόμοιο. Πάρε την Κατρίνε και πες της να έρθει στο λεβητοστάσιο. Εγώ πηγαίνω εκεί τώρα». Ο Χάρι έφτασε στην υποδοχή και είδε τους ανθρώπους να τον κοιτάζουν με μάτια γουρλωμένα, πισοπατώντας. Μια γυναίκα άρχισε να ουρλιάζει και κάποιος χώθηκε πίσω από έναν πάγκο. Ο Χάρι κατάλαβε το γιατί κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη πίσω από τον πάγκο υποδοχής. «Συγγνώμη, παιδιά» μουρμούρισε και βγήκε από το κτίριο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μπγιορν. «Τίποτα» είπε ο Χάρι, γυρνώντας το πρόσωπό του στη βροχή, να δροσίσει λίγο τη φωτιά που τον έκαιγε. «Μπγιορν, είμαι πέντε λεπτά από το σπίτι. Θα περάσω πρώτα από εκεί να κάνω ένα ντους, να βάλω επιδέσμους και ν’ αλλάξω ρούχα». Έκλεισαν το τηλέφωνο και ο Χάρι είδε έναν της τροχαίας να στέκεται δίπλα στο αμάξι του με το μπλοκάκι έτοιμο.

«Θα μου κόψεις κλήση;» ρώτησε ο Χάρι. «Έχεις μπλοκάρει την είσοδο του νοσοκομείου, οπότε φυσικά και θα σου κόψω» είπε ο αστυνομικός χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. «Ίσως θα ήταν ευκολότερο να έφευγες από τη μέση ώστε να πάρω το αυτοκίνητό μου» είπε ο Χάρι. «Δεν μπορείς να μου μιλάς εμένα έτ....» πήγε να πει ο αστυνομικός, αλλά σήκωσε το κεφάλι του και κοκάλωσε στη θέα του Χάρι και του Οντέσα. Παρέμεινε ακίνητος, στην ίδια θέση, ενώ ο Χάρι μπήκε στο αμάξι, έβαλε το πιστόλι ξανά στη ζώνη του, γύρισε το κλειδί στη μηχανή, άφησε το ντεμπραγιάζ και ξεκίνησε για το σπίτι. Ο Χάρι έστριψε στη Σλεμνταλσβάιεν, ανέπτυξε ταχύτητα και προσπέρασε το τραμ. Προσευχήθηκε από μέσα του ο Άρνολ Φόλκεστα να πηγαίνει σπίτι του, όπως αυτός. Μπήκε στην οδό Χολμενκόλ. Ελπίζοντας η Ράκελ να μην τρομάξει πάρα πολύ όταν τον δει έτσι. Ελπίζοντας ο Όλεγκ... Θεέ μου, πόσο πολύ ανυπομονούσε να τους δει! Ακόμα και τώρα, στα χάλια που είχε. Ιδιαιτέρως τώρα! Έκοψε ταχύτητα πριν μπει στον κήπο του σπιτιού. Ύστερα πάτησε απότομα φρένο. Έβαλε όπισθεν και πήγε αργά προς τα πίσω. Κοίταξε τη σειρά με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα που

μόλις είχε προσπεράσει. Σταμάτησε. Ρούφηξε αέρα από τα ρουθούνια του. Ο Άρνολ Φόλκεστα όντως πήγαινε σπίτι του. Ακριβώς όπως κι ο Χάρι Χόλε. Γιατί, παρκαρισμένο ανάμεσα σε δύο τυπικά δείγματα αυτοκινήτων του Χολμενκόλεν –ένα Άουντι και μια Μερσεντές–, ήταν ένα Φίατ αόριστης προέλευσης.

50

Ο

Χάρι στάθηκε για λίγο κάτω από τα έλατα εξετάζοντας προσεκτικά το σπίτι. Από εκεί που στεκόταν δεν έβλεπε ενδείξεις διάρρηξης, ούτε στην κεντρική είσοδο με τις τρεις κλειδαριές, ούτε μέσα από τις βέργες που προστάτευαν τα παράθυρα. Φυσικά μπορεί και να μην ήταν το Φίατ του Φόλκεστα παρκαρισμένο στον δρόμο. Πολλοί άνθρωποι είχαν Φίατ. Ο Χάρι είχε ακουμπήσει το χέρι του πάνω στο καπό. Ήταν ακόμη ζεστό. Είχε αφήσει το δικό του αμάξι παρκαρισμένο στη μέση του δρόμου. Ο Χάρι έτρεξε ανάμεσα στα έλατα μέχρι που έφτασε στην πίσω μεριά του σπιτιού. Σταμάτησε, περίμενε, αφουγκράστηκε. Τίποτα. Πήγε προσεκτικά προς τον εξωτερικό τοίχο. Τεντώθηκε,

κοίταξε μέσα από το παράθυρο και δεν είδε τίποτα. Μόνο ένα σκοτεινό δωμάτιο. Περπάτησε κατά μήκος του τοίχου, μέχρι που έφτασε στα παράθυρα της κουζίνας και του σαλονιού. Εκεί υπήρχε φως. Στάθηκε στις μύτες των ποδιών του και κοίταξε μέσα. Έσκυψε γρήγορα κάτω. Ακούμπησε την πλάτη του στο άγριο ξύλο και προσπάθησε ν’ αναπνεύσει. Γιατί έπρεπε ν’ αναπνεύσει, να δώσει αρκετό οξυγόνο στο μυαλό του να σκεφτεί στα γρήγορα. Το σπίτι-φρούριο. Και τι στον διάολο είχαν καταφέρει μεταμορφώνοντάς το σε φρούριο; Τους είχε πιάσει. Ήταν εκεί. Ο Άρνολ Φόλκεστα. Η Ράκελ. Και ο Όλεγκ. Ο Χάρι προσπάθησε ν’ απομνημονεύσει ό,τι είχε δει. Καθόντουσαν στο χολ, δίπλα στην μπροστινή πόρτα. Ο Όλεγκ ήταν καθισμένος σε μια ξύλινη καρέκλα, στη μέση του δωματίου, με τη Ράκελ ακριβώς από πίσω του. Ο Όλεγκ είχε ένα λευκό φίμωτρο στο στόμα και η Ράκελ τον έδενε στην καρέκλα. Και λίγα μέτρα ξοπίσω τους, βυθισμένος σε μια πολυθρόνα, ήταν ο Άρνολ Φόλκεστα, μ’ ένα πιστόλι στο χέρι, δίνοντας προφανώς εντολές. Οι λεπτομέρειες: το πιστόλι του Φόλκεστα ήταν ένα

Χέκλερ & Κοχ, τυπικό υπηρεσιακό περίστροφο. Αξιόπιστο· δεν κολλούσε. Το κινητό της Ράκελ ήταν στο τραπεζάκι του καθιστικού. Κανείς από τους δυο τους δεν έμοιαζε τραυματισμένος για την ώρα. Για την ώρα. Γιατί;... Ο Χάρι σταμάτησε να σκέφτεται. Δεν υπήρχε ούτε χώρος, ούτε χρόνος για το «γιατί». Έπρεπε να σταματήσει τον Φόλκεστα. Είχε ήδη υπολογίσει ότι ήταν αδύνατον να τον πυροβολήσει· δεν υπήρχε περίπτωση να τον πετύχει χωρίς να βάλει σε κίνδυνο τον Όλεγκ και τη Ράκελ. Ο Χάρι ξανακοίταξε μέσα από το παράθυρο και ξανακούρνιασε στο χώμα. Σύντομα η Ράκελ θα είχε τελειώσει τη δουλειά της. Κι ο Φόλκεστα θ’ άρχιζε τότε τη δικιά του. Ο Χάρι είχε δει το κλομπ. Ήταν ακουμπισμένο στο πλάι της βιβλιοθήκης, δίπλα στην πολυθρόνα. Σύντομα ο Φόλκεστα θα έκανε κιμά το πρόσωπο του Όλεγκ, όπως είχε κάνει και με τους υπόλοιπους. Το πρόσωπο ενός νεαρού αγοριού που δεν ήταν καν αστυνομικός. Κι ο Φόλκεστα έπρεπε να είχε την εντύπωση ότι ο Χάρι ήταν νεκρός. Οπότε προς τι η εκδίκηση; Γιατί;... Σταμάτα! Όχι άλλα «γιατί». Έπρεπε να καλέσει τον Μπγιορν. Να στείλουν εδώ την

ομάδα Δέλτα. Βρίσκονταν στη λάθος μεριά της πόλης. Θα τους έπαιρνε σαράντα πέντε λεπτά μες στο νερό να φτάσουν εδώ πέρα... Σκατά! Έπρεπε να επέμβει μόνος του. Ο Χάρι είπε στον εαυτό του ότι υπήρχε χρόνος. Είχε αρκετά δευτερόλεπτα στη διάθεσή του, ίσως κι ένα ολόκληρο λεπτό. Αλλά έτσι και προσπαθούσε να μπουκάρει μέσα, πάει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Η πόρτα είχε τρεις κλειδαριές. Ο Φόλκεστα θα τον άκουγε πολύ πριν καταφέρει να μπει μέσα. Και θα έχωνε την κάννη του όπλου του στο κεφάλι της Ράκελ ή του Όλεγκ. Έλα, έλα! Σκέψου κάτι, οτιδήποτε, Χάρι! Έβγαλε το κινητό του. Ήθελε να στείλει μήνυμα στον Μπγιορν. Αλλά τα δάχτυλά του δεν υπάκουαν, είχαν κοκαλώσει, είχαν μουδιάσει, λες και δεν έτρεχε αίμα μέσα τους. Όχι τώρα, Χάρι, μην κοκαλώνεις τώρα! Αυτή είναι τυπική διαδικασία. Δεν φταίνε αυτοί, αυτοί είναι... θύματα. Απρόσωπα θύματα.... Η γυναίκα που θα παντρευόσουν και το αγόρι που σε φώναζε μπαμπά όταν ήταν μικρό και κουραζόταν και ξεχνούσε ότι δεν ήσουν ο πατέρας του. Το αγόρι που δεν ήθελες να απογοητεύεις όσο κι αν ξεχνούσες τα γενέθλιά του, κι αυτό σε τσάκιζε κι έβαζες τα κλάματα κι έπρεπε μετά, απελπισμένος, να του πεις ψέματα. Πάντα

ψέματα έλεγες. Ο Χάρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Παλιομασκαρά. Το κινητό στο τραπεζάκι. Μήπως να πάρει τηλέφωνο τη Ράκελ, να δει αν ο Φόλκεστα θα σηκωθεί να δει τι συμβαίνει, απομακρυνόμενος από τη Ράκελ και τον Όλεγκ; Να τον πυροβολήσει καθώς το σήκωνε; Κι αν δεν σηκωνόταν από τη θέση του; Αν έμενε εκεί, καθιστός; Ο Χάρι ξανακοίταξε μέσα. Έσκυψε στα γρήγορα, ευχόμενος ο Φόλκεστα να μην έχει δει την κίνησή του. Ο Φόλκεστα είχε σηκωθεί όρθιος, με το κλομπ στο χέρι, κι είχε σπρώξει μακριά τη Ράκελ. Αλλά αυτή συνέχιζε να βρίσκεται στο πεδίο βολής. Όμως ακόμα κι αν έφευγε από τη μέση, ο Χάρι είχε πολύ μικρή πιθανότητα να σταματήσει τον Φόλκεστα από δέκα μέτρα απόσταση. Χρειαζόταν ένα πιο ακριβές όπλο από το Οντέσα και καταλληλότερες σφαίρες από τις Μακάροφ 9x18. Έπρεπε να βρίσκεται πιο κοντά, κατά προτίμηση σε απόσταση δύο μέτρων. Άκουσε τη φωνή της Ράκελ μέσα από το τζάμι. «Πάρε εμένα στη θέση του! Σε παρακαλώ». Ο Χάρι πίεσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του στον τοίχο, σφαλίζοντας τα μάτια του με δύναμη. Κάνε κάτι! Αλλά τι;

Θεούλη μου, τι να κάνω; Δώσε μια συμβουλή στον αμαρτωλό σου μασκαρά και θα σου δώσει... ό,τι θες. Ο Χάρι πήρε μια ανάσα, ψιθύρισε μια υπόσχεση.

Η Ράκελ στεκόταν κοιτάζοντας τον άνδρα με την κόκκινη γενειάδα. Αυτός στεκόταν ακριβώς πίσω από την καρέκλα του Όλεγκ, με την άκρη του κλομπ ακουμπισμένη στον ώμο του. Με το άλλο χέρι κρατούσε ένα πιστόλι στραμμένο προς το μέρος της. «Ειλικρινά λυπάμαι, Ράκελ, αλλά δεν μπορώ να τον αφήσω να φύγει. Αυτός είναι ο πραγματικός στόχος, βλέπεις». «Μα γιατί;» Η Ράκελ δεν συνειδητοποιούσε ότι έκλαιγε, ένιωθε μόνο τα καυτά δάκρυα πάνω στα μάγουλά της, σαν σωματική αντίδραση άσχετη με τα συναισθήματά της. Ή με την απουσία τους. Με το μούδιασμά της. «Γιατί το κάνεις αυτό, Άρνολ; Είναι... είναι...» «Τι είναι; Αρρωστημένο;» Ο Άρνολ Φόλκεστα της χάρισε ένα φαινομενικά απολογητικό χαμόγελο. «Προφανώς όλοι σας αυτό θέλετε να πιστεύετε. Ότι όλοι έχουμε κατά καιρούς φαντασιώσεις εκδίκησης, αλλά κανείς μας δεν θέλει ή δεν μπορεί να τις πραγματοποιήσει». «Γιατί το κάνεις αυτό;»

«Γιατί μπορώ ν’ αγαπώ και να μισώ. Δεν αγαπώ πια, βέβαια. Οπότε αντικατέστησα την αγάπη με...» σήκωσε το κλομπ και της το έδειξε «...με αυτό. Τιμώ τον έρωτά μου για τον Ρενέ. Βλέπεις, δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε εραστής. Ήταν...». Ακούμπησε το κλομπ στο πάτωμα και το άφησε να γείρει στο πλάι της πολυθρόνας. Έχωσε το χέρι του στην τσέπη, χωρίς όμως να κατεβάσει το πιστόλι ούτε χιλιοστό. «...Η χαρά των ματιών μου. Και μου τον έκλεψαν. Και κανείς τους δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό». Η Ράκελ κοίταξε το αντικείμενο που κρατούσε ο Φόλκεστα ξέροντας ότι θα έπρεπε να έχει σοκαριστεί, να έχει παραλύσει από τον φόβο. Αλλά δεν ένιωθε τίποτα· η καρδιά της είχε ήδη παγώσει. «Είχε τόσο όμορφα μάτια ο Μίκαελ Μπέλμαν. Οπότε του έκλεψα κι εγώ αυτό που μου έκλεψε κι εκείνος. Ό,τι ομορφότερο είχε». «Ένα μάτι. Γιατί τον Όλεγκ, όμως;» «Ακόμη δεν καταλαβαίνεις, Ράκελ; Είναι σπόρος. Ο Χάρι μού είπε ότι θα γινόταν αστυνομικός. Κι αφού έχει ήδη αποτύχει στα καθήκοντά του, τότε είναι ήδη ένας από αυτούς». «Καθήκοντα; Σε ποια καθήκοντα;» «Στο καθήκον που έχει να συλλαμβάνει και να κρίνει τους δολοφόνους. Ξέρει ποιος σκότωσε τον Γκούστο Χάνσεν,

Ράκελ. Μην κάνεις ότι εκπλήσσεσαι. Την έχω ψάξει την υπόθεση. Και είναι φανερό ότι, αν ο Όλεγκ δεν σκότωσε ο ίδιος τον Γκούστο, τότε ξέρει πάρα πολύ καλά ποιος το έκανε. Οτιδήποτε άλλο δεν στέκει λογικά. Δεν σου το είπε ο Χάρι; Ο Όλεγκ ήταν παρών όταν σκοτώθηκε ο Γκούστο. Και ξέρεις τι σκέφτηκα τη στιγμή που είδα το πτώμα του στις φωτογραφίες της Σήμανσης; Πόσο όμορφος ήταν! Σαν τον Ρενέ. Ήταν δυο νεαροί, όμορφοι άνδρες, με όλη τη ζωή μπροστά τους». «Και το αγόρι μου έχει όλη του τη ζωή μπροστά του! Σε παρακαλώ, Άρνολ, δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του κι αυτός σήκωσε το όπλο. Δεν τη σημάδεψε· σημάδεψε τον Όλεγκ. «Μην ανησυχείς, Ράκελ. Κι εσύ θα πεθάνεις. Δεν είσαι στόχος από μόνη σου, αλλά είσαι αυτόπτης μάρτυρας και θα πρέπει να σε ξεφορτωθώ». «Ο Χάρι θα σε βρει. Και θα σε σκοτώσει». «Πραγματικά λυπάμαι που σου προκαλώ τόσο πόνο, Ράκελ. Σε συμπαθώ αφάνταστα, αλλά πρέπει να το μάθεις. Ο Χάρι δεν θα βρει τίποτα. Είναι ήδη νεκρός». Η Ράκελ τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. Όντως λυπόταν. Ξαφνικά, το τηλέφωνο στο τραπεζάκι φωτίστηκε κι άρχισε να σφυρίζει απαλά. Η Ράκελ γύρισε και το κοίταξε.

«Κάνεις λάθος, απ’ ό,τι φαίνεται» του είπε. Ο Φόλκεστα συνοφρυώθηκε. «Δώσ’ το μου εδώ αυτό». Η Ράκελ το πήρε και του το έδωσε. Ο Άρνολ ακούμπησε την κάννη στον αυχένα του Όλεγκ καθώς άρπαζε το τηλέφωνο. Διάβασε στα γρήγορα το μήνυμα. Γύρισε και κοίταξε αυστηρά τη Ράκελ. «Μην αφήσεις τον Όλεγκ να δει το δώρο του. Τι σκατά σημαίνει αυτό;» Η Ράκελ ανασήκωσε τους ώμους της. «Σημαίνει ότι είναι ζωντανός, αυτό σημαίνει». «Αδύνατον. Αφού το άκουσα στο ραδιόφωνο, η βόμβα εξερράγη». «Άρνολ, δεν φεύγεις από εδώ πριν να ’ναι πολύ αργά;» Ο Φόλκεστα ανοιγόκλεισε τα μάτια του σκεπτικός, κοιτάζοντάς τη χωρίς να τη βλέπει. «Κατάλαβα! Κάποιος τον πρόλαβε. Κάποιος μπήκε στο διαμέρισμα και μπουμ! Φυσικά...» Κάγχασε χαμηλόφωνα. «Κι ο Χάρι είναι τώρα καθ’ οδόν προς τα εδώ, ε; Δεν υποψιάζεται απολύτως τίποτα. Θα μπορούσα να σε πυροβολήσω κι ύστερα να κάτσω να τον περιμένω να εμφανιστεί». Έμοιαζε να ξανασκέφτεται το σχέδιό του κι ύστερα κατένευσε στον εαυτό του, λες κι είχε καταλήξει σε κάποια απόφαση. Έστρεψε το όπλο προς τη Ράκελ.

Ο Όλεγκ άρχισε να χτυπιέται στην καρέκλα του, προσπαθώντας να πηδήξει, βρυχώμενος απελπισμένα μέσα από το φίμωτρό του. Η Ράκελ κοίταξε την κάννη του όπλου. Ένιωσε την καρδιά της να σταματάει. Λες και το μυαλό της είχε αποδεχθεί το αναπόφευκτο κι είχε πάψει να λειτουργεί. Δεν φοβόταν πια. Ήθελε να πεθάνει. Να πεθάνει για τον Όλεγκ. Ίσως ο Χάρι να προλάβαινε να έρθει πριν... ίσως να έσωζε τουλάχιστον τον Όλεγκ. Γιατί τώρα ήξερε. Έκλεισε τα μάτια της. Περίμενε το άγνωστο. Το χτύπημα, τη μαχαιριά του πόνου, το σκοτάδι. Δεν είχε θεούς για να προσευχηθεί. Από την πόρτα ακούστηκε το τράνταγμα μιας κλειδαριάς. Άνοιξε τα μάτια της. Ο Άρνολ είχε κατεβάσει το όπλο του και κοιτούσε την πόρτα. Και πάλι σιωπή. Κι ύστερα κι άλλο τράνταγμα. Ο Άρνολ έκανε ένα βήμα πίσω, άρπαξε την κουβέρτα από την πολυθρόνα και την πέταξε πάνω στον Όλεγκ, καλύπτοντας αγόρι και καρέκλα. «Κάνε σαν να μη συμβαίνει τίποτα» ψιθύρισε. «Μια λέξη να τολμήσεις να πεις και θα πυροβολήσω τον μικρό στον αυχένα». Ένα τρίτο τράνταγμα ακούστηκε. Η Ράκελ είδε τον Άρνολ να πηγαίνει και να στέκεται πίσω από τον Όλεγκ με τέτοιο

τρόπο, ώστε το πιστόλι να μη φαίνεται από την είσοδο του σπιτιού. Η πόρτα άνοιξε. Κι εμφανίστηκε αυτός. Η ψηλή του φιγούρα μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο. Το παλτό του ήταν ανοιχτό και το πρόσωπό του κατεστραμμένο. «Άρνολ!» φώναξε με χαρά. «Τι έκπληξη!» Ο Άρνολ γέλασε. «Χάρι, τι εμφάνιση είναι αυτή! Τι συνέβη;» «Ο φονιάς των μπάτσων. Εξερράγη μια βόμβα». «Σοβαρολογείς;» «Τίποτα το σοβαρό. Τι κάνεις εδώ;» «Απλώς περνούσα. Και θυμήθηκα ότι έπρεπε να συζητήσουμε ορισμένα πράγματα για το χρονοδιάγραμμα. Θέλεις να έρθεις εδώ να τα πούμε;» «Όχι πριν σφίξω αυτή τη γυναίκα στην αγκαλιά μου» είπε ο Χάρι κι άνοιξε την αγκαλιά του στη Ράκελ. Εκείνη έτρεξε και τον αγκάλιασε. «Πώς ήταν το ταξίδι σου, αγάπη μου;» Ο Άρνολ ξερόβηξε. «Άφησέ τον τώρα, Ράκελ. Έχουμε κι άλλα πράγματα να κάνουμε απόψε». «Μη γίνεσαι τόσο αυστηρός, Άρνολ» γέλασε ο Χάρι και άφησε τη Ράκελ, σπρώχνοντάς τη στο πλάι και βγάζοντας το παλτό του. «Έλα λοιπόν εδώ» είπε ο Άρνολ.

«Εδώ έχει περισσότερο φως». «Πονάει το γόνατό μου. Έλα εδώ». Ο Χάρι έσκυψε και τράβηξε τα κορδόνια του. «Βρέθηκα σε ολόκληρη έκρηξη βόμβας σήμερα, Άρνολ, οπότε θα με συγχωρέσεις αν βγάλω πρώτα τα παπούτσια μου. Το γόνατό σου πρέπει να το χρησιμοποιήσεις έτσι κι αλλιώς φεύγοντας, οπότε φέρε το χρονοδιάγραμμα εδώ, αφού βιάζεσαι τόσο πολύ».

Ο Χάρι κοίταξε τα παπούτσια του. Η απόσταση που τον χώριζε από τον Άρνολ και την κουβέρτα ήταν γύρω στα έξι με εφτά μέτρα. Πολύ μακριά για κάποιον που παραδεχόταν ότι η μειωμένη του όραση και το τρέμουλο στα χέρια του δεν του επέτρεπαν να βρει τον στόχο σε απόσταση μεγαλύτερη του μισού μέτρου. Και τώρα, ο στόχος είχε ξαφνικά σκύψει και είχε γίνει ακόμα μικρότερος, κατεβάζοντας το κεφάλι του, ώστε να προστατεύεται από τους ώμους του. Τράβηξε τα κορδόνια, προσποιούμενος ότι ήταν δεμένα. Δελεάζοντας τον Άρνολ. Έπρεπε να τον δελεάσει να έρθει προς το μέρος του. Γιατί ένας τρόπος υπήρχε μόνον να γίνει όλο αυτό. Κι ίσως γι’ αυτό τελικά να ήταν τόσο ήρεμος, τόσο χαλαρός. Όλα ή τίποτα. Το στοίχημα είχε ήδη μπει. Τα υπόλοιπα ήταν

θέμα τύχης. Κι ίσως να ήταν αυτή του η ηρεμία που αισθάνθηκε τελικά και ο Άρνολ. «Όπως θες, Χάρι». Ο Χάρι άκουσε τον Άρνολ να προχωράει πάνω στο πάτωμα. Συνέχισε να χαρχαλεύει τα κορδόνια του. Ήξερε ότι ο Άρνολ προσπέρασε τον Όλεγκ, που καθόταν εντελώς ακίνητος πάνω στην καρέκλα, λες και ήξερε τι γινόταν. Ύστερα προσπέρασε και τη Ράκελ. Είχε έρθει η στιγμή. Ο Χάρι σήκωσε το κεφάλι του. Και κοίταξε την κάννη του όπλου, το μαύρο μάτι που τον κοιτούσε από απόσταση είκοσι, τριάντα εκατοστών. Ήξερε, από τη στιγμή που είχε μπει μες στο σπίτι, ότι η παραμικρή κίνηση θα έκανε τον Άρνολ ν’ αντιδράσει. Να πυροβολήσει όποιον βρισκόταν πιο κοντά του. Τον Όλεγκ. Γνώριζε άραγε ο Άρνολ ότι ο Χάρι ήταν οπλισμένος; Γνώριζε ότι θα έπαιρνε μαζί του όπλο στη συνάντηση με τον Τρουλς Μπέρντσεν; Ίσως και να το ήξερε. Ίσως και όχι. Δεν είχε σημασία πια. Ο Χάρι δεν θα προλάβαινε να το χρησιμοποιήσει έτσι κι αλλιώς, όσο εύκολα προσβάσιμο και αν ήταν. «Άρνολ, για;...»

«Αντίο, φίλε μου». Ο Χάρι είδε το δάχτυλο του Άρνολ Φόλκεστα να σφίγγεται γύρω από τη σκανδάλη. Και ήξερε ότι δεν θα έπαιρνε απαντήσεις, τις απαντήσεις που νομίζουμε όλοι ότι θα λάβουμε στο τέλος της μεγάλης μας πορείας. Ούτε τη μεγάλη αποκάλυψη –για ποιον λόγο γεννιόμαστε και πεθαίνουμε και ποιο είναι το νόημα της ζωής, ενδιάμεσα– ούτε τη μικρή, τον λόγο για τον οποίο άνθρωποι σαν τον Φόλκεστα θυσιάζουν τη ζωή τους για να καταστρέψουν τις ζωές των άλλων. Αντ’ αυτού, θα έμενε με αυτή τη συγκοπή, αυτή την απότομη διακοπή της ζωής, αυτή την ανούσια αλλά λογικά τοποθετημένη παύση στη μέση μιας λέξης. Για...τί; Το μπαρούτι πήρε φωτιά με –κυριολεκτικά– εκρηκτική ταχύτητα και η πίεση που δημιούργησε ξεκόλλησε τη σφαίρα από το χάλκινο περίβλημά της με ταχύτητα περίπου τριακοσίων εξήντα μέτρων το δευτερόλεπτο. Το μαλακό μολύβι γδάρθηκε από τις αυλακώσεις της κάννης κάνοντας τη σφαίρα να στριφογυρίζει, ώστε να είναι πιο σταθερή κατά τη διάρκεια της πτήσης της. Μια σταθερότητα άχρηστη σε αυτή την περίσταση, γιατί λίγα μόλις εκατοστά μετά την εκτόξευσή του, το μολύβι τρύπησε το δέρμα κι επιβραδύνθηκε συναντώντας το κρανίο. Κι όταν η σφαίρα έφτασε στον

εγκέφαλο η ταχύτητά της είχε μειωθεί σε τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα. Το βλήμα πέρασε πρώτα και κατέστρεψε τον κινητήριο φλοιό, προκαλώντας πλήρη παράλυση, ύστερα τρύπησε τον βρεγματικό λοβό, κατέστρεψε τη λειτουργία του δεξιού και μετωπιαίου λοβού, έκοψε το οπτικό νεύρο και χτύπησε το εσωτερικό του κρανίου από την αντίθετη πλευρά. Η γωνία και η μειωμένη ταχύτητα της σφαίρας σήμαιναν ότι, αντί το βλήμα να διαπεράσει το κρανίο και να συνεχίσει την πορεία του, εξοστρακίστηκε και χτύπησε άλλα τμήματα του κρανίου, με όλο και μικρότερη ταχύτητα, μέχρι που τελικά σταμάτησε. Μέχρι τότε είχε κάνει τόσο μεγάλη ζημιά, που η καρδιά είχε ήδη σταματήσει να χτυπάει.

51

Η

Κατρίνε ανατρίχιασε και χώθηκε στην αγκαλιά του Μπγιορν. Έκανε κρύο στη μεγάλη εκκλησία. Κρύο απέξω, κρύο μέσα. Έπρεπε να είχε ντυθεί πιο ζεστά. Περίμεναν. Όλοι μες στην εκκλησία του Όπσαλ περίμεναν. Βήχοντας. Τι συμβαίνει κι οι άνθρωποι αρχίζουν και βήχουν με το που μπαίνουν σ’ εκκλησία; Μήπως ο ίδιος ο χώρος τούς προκαλεί στένωση στον λαιμό και τον φάρυγγα; Ακόμα και σε μια μοντέρνα εκκλησία φτιαγμένη από μπετόν και γυαλί; Μήπως η αγωνία τού να μην κάνουν τον παραμικρό θόρυβο, ξέροντας ότι θα πολλαπλασιαστεί από την ακουστική του κτιρίου, καθιστά τον βήχα ομαδικό καταναγκασμό; Ή μήπως είναι απλώς ένας πολύ ανθρώπινος τρόπος να απελευθερώσουν συσσωρευμένα συναισθήματα, να βήξουν δηλαδή, αντί να ξεσπάσουν σε

γέλια ή σε κλάματα; Η Κατρίνε τεντώθηκε για να δει τριγύρω. Οι παρευρισκόμενοι δεν ήταν πολλοί, μόνο οι κοντινότεροί του άνθρωποι. Τόσο λίγοι ώστε να είναι καταγεγραμμένοι στη λίστα επαφών του μόνο με το αρχικό τους. Ο Στούλε Άουνε με γραβάτα, πρώτη φορά. Η γυναίκα του. Ο Γκούναρ Χάγκεν και η σύζυγός του. Αναστέναξε. Έπρεπε να έχει ντυθεί πιο ζεστά. Παρόλο που ο Μπγιορν δεν έμοιαζε να κρυώνει μες στο σκούρο του κουστούμι. Δεν περίμενε να του πηγαίνει τόσο πολύ το κουστούμι. Ξεσκόνισε το πέτο του. Όχι ότι είχε τίποτα επάνω, μια κίνηση ήταν απλώς. Μια οικεία κίνηση αγάπης. Σαν τις μαϊμούδες μου καθαρίζουν η μία την άλλη από τις ψείρες. Η υπόθεση είχε διαλευκανθεί. Στην αρχή νόμιζαν ότι τον είχαν χάσει, ότι ο Άρνολ Φόλκεστα –γνωστός πια και ως χασάπης της αστυνομίας– είχε καταφέρει να διαφύγει στο εξωτερικό ή να βρει κάποια τρύπα να χωθεί κάπου στη Νορβηγία. Θα έπρεπε να ήταν πολύ βαθιά και πολύ σκοτεινή αυτή η τρύπα, μάλιστα, γιατί τις πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες μετά το επίσημο ανακοινωθέν, η περιγραφή του και τα προσωπικά του στοιχεία είχαν μεταδοθεί από όλα τα ΜΜΕ με τόσες λεπτομέρειες, που κάθε νοήμων άνθρωπος στη χώρα είχε καταλάβει ποιος ήταν και πώς έμοιαζε ο Άρνολ Φόλκεστα.

Και η Κατρίνε είχε καταλάβει τότε πόσο κοντά είχαν βρεθεί στη λύση της υπόθεσης, όταν, στα αρχικά στάδια της έρευνάς τους, ο Χάρι τής είχε ζητήσει να ελέγξει τις πιθανές σχέσεις του Ρενέ Καλσνές με τους αξιωματικούς της αστυνομίας. Εάν είχε σκεφτεί να συμπεριλάβει στην αναζήτησή της και πρώην αξιωματικούς, θα είχαν βρει αμέσως τη σχέση του Άρνολ Φόλκεστα με τον νεαρό άνδρα. Σταμάτησε να χαϊδεύει το πέτο του Μπγιορν κι εκείνος της χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη. Ένα γρήγορο, σπασμωδικό χαμόγελο. Το πιγούνι του έτρεμε. Ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Για πρώτη φορά η Κατρίνε θα έβλεπε τον Μπγιορν Χολμ να κλαίει. Εκείνη ξερόβηξε.

Ο Μίκαελ Μπέλμαν γλίστρησε στην τελευταία σειρά των καθισμάτων. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε ακόμα μία συνέντευξη σε σαράντα πέντε λεπτά. Το περιοδικό Stern. Ένα εκατομμύριο αναγνώστες. Άλλος ένας νεαρός δημοσιογράφος που ήθελε να εξιστορήσει πώς ο αρχηγός της αστυνομίας του Όσλο είχε δουλέψει ακούραστα, βδομάδα τη βδομάδα, μήνα τον μήνα, για να πιάσει αυτόν τον δολοφόνο, και πώς στο τέλος κόντεψε ο ίδιος να γίνει θύμα του χασάπη της αστυνομίας. Για ακόμα μια φορά, ο Μίκαελ θα έπαιρνε βαθιά ανάσα και θα ομολογούσε ότι το

μάτι που έχασε ήταν πολύ μικρό αντίτιμο για το επίτευγμά του: κατάφερε να σταματήσει έναν τρελό δολοφόνο από το να σκοτώσει κι άλλους αξιωματικούς του. Ο Μίκαελ Μπέλμαν κατέβασε τη μανσέτα του πάνω από το ρολόι του. Θα έπρεπε να έχουν ήδη αρχίσει. Τι περίμεναν δηλαδή; Εχθές είχε σκεφτεί πολύ σοβαρά τι να φορέσει σήμερα στην τελετή. Μαύρο, για να ταιριάζει με την περίσταση και την καλύπτρα στο μάτι του; Η καλύπτρα είχε αποδειχθεί πραγματική επιτυχία: εξέφραζε την ιστορία του με τόσο δραματικό και αποτελεσματικό τρόπο, που η εφημερίδα Aftenposten είχε υπολογίσει ότι ήταν ο πιο πολυφωτογραφημένος Νορβηγός στα διεθνή ΜΜΕ εκείνη τη χρονιά. Ή μήπως να διάλεγε κάτι σκούρο, αλλά ουδέτερο, κάτι που θα ταίριαζε και στην περίσταση και στη συνέντευξη που είχε να δώσει μετά; Άσε που μετά τη συνέντευξη έπρεπε να συναντήσει κατευθείαν τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου. Οπότε η Ούλα τού είχε διαλέξει, τελικά, ένα κουστούμι σε σκούρο, ουδέτερο χρώμα. Εάν δεν άρχιζαν συντόμως, θα αργούσε. Συλλογίστηκε αν ένιωθε τίποτα. Όχι. Γιατί να νιώθει, εξάλλου; Ο Χάρι Χόλε ήταν μόνο, δεν ήταν δα και φίλοι· δεν ήταν καν συνάδελφοι στο Α.Τ. του Όσλο. Όμως υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες να έρθουν τα ΜΜΕ κι ήταν, φυσικά, καλές δημόσιες σχέσεις να εμφανιστεί στην εκκλησία. Ήταν

αδύνατον να αγνοήσει το γεγονός ότι ο Χάρι ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχε υποψιαστεί τον Άρνολ Φόλκεστα. Και με τις διαστάσεις που είχε λάβει η υπόθεση και τον συσχετισμό του Μίκαελ με τον Χάρι, ήταν αδύνατον να λείπει από την τελετή. Άσε που οι δημόσιες σχέσεις τού ήταν τώρα σημαντικότερες από ποτέ. Ήξερε πολύ καλά ποιο ήταν το θέμα συζήτησης στη συνάντηση που θα είχε με τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου αμέσως μετά: το κόμμα είχε χάσει μια πολύ δυνατή προσωπικότητα με την αποχώρηση της Ιζαμπέλε Σκέγιεν κι έψαχνε κάτι καινούργιο. Μια δημοφιλή και σεβαστή προσωπικότητα για να μπει στην ομάδα τους και να πάει το Όσλο μπροστά. Όταν τον είχε πάρει τηλέφωνο ο πρόεδρος, είχε συγχαρεί τον Μπέλμαν για τη ζεστή και προσεγμένη εντύπωση που είχε αφήσει η συνέντευξή του στο κυριακάτικο περιοδικό Magazinet. Κι ύστερα τον είχε ρωτήσει αν το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματός του ήταν εναρμονισμένο με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Εναρμονισμένο. Το Όσλο μπροστά. Η πόλη του Μίκαελ Μπέλμαν. Τελειώνετε λοιπόν, ας αρχίσουν τα όργανα!

Ο Μπγιορν Χολμ ένιωθε την Κατρίνε να τρέμει στην αγκαλιά

του και κρύο ιδρώτα να τρέχει μέσα απ’ το παντελόνι του κουστουμιού του. Σκέφτηκε ότι θα τραβούσε πολύ αυτή η μέρα. Πολλές ώρες ακόμη, πριν μπορέσουν να γδυθούν και να πέσουν στο κρεβάτι. Μαζί. Αφήνοντας τη ζωή να συνεχίζεται. Έτσι όπως συνεχίζεται πάντα για τους επιζήσαντες, είτε το θέλουν, είτε όχι. Και καθώς το βλέμμα του έπεσε πάνω στα στασίδια, σκέφτηκε όλους εκείνους που δεν βρίσκονταν τώρα κοντά τους. Την Μπέτε Λεν. Τον Έρλαν Βένεσλα, τον Άντον Μίτετ. Την κόρη του Ρούαρ Μιντστούεν, Φία. Και τη Ράκελ και τον Όλεγκ Φάουκε, που δεν ήταν εδώ. Που είχαν πληρώσει το τίμημα του να δεθούν με τον άνδρα που βρισκόταν τώρα μπροστά τους στον βωμό της εκκλησίας. Τον Χάρι Χόλε. Και, κατά έναν παράξενο τρόπο, ήταν λες κι αυτός ο άνδρας συνέχιζε να είναι αυτό που ανέκαθεν ήταν: μια μαύρη τρύπα που ρουφούσε ό,τι καλό υπήρχε γύρω του, καταναλώνοντας όλη την αγάπη που του πρόσφεραν, αλλά κι αυτή που δεν του πρόσφεραν. Το προηγούμενο βράδυ, αφού είχαν πέσει για ύπνο, η Κατρίνε τού είχε εκμυστηρευθεί ότι κι αυτή υπήρξε ερωτευμένη με τον Χάρι Χόλε. Όχι επειδή το άξιζε, αλλά επειδή ήταν αδύνατον να μην τον αγαπήσει κανείς· όσο αδύνατον ήταν και να τον πιάσεις, να τον κρατήσεις, να ζήσεις μαζί του. Φυσικά και τον είχε αγαπήσει. Αλλά είχε

περάσει κι αυτό, η επιθυμία τής είχε φύγει· ή είχε προσπαθήσει να την αποβάλει, τουλάχιστον. Όμως η λεπτεπίλεπτη ουλή στην καρδιά της, αυτή που μοιραζόταν μαζί με τόσες άλλες γυναίκες, θα υπήρχε πάντα εκεί. Τον Χάρι τον δανειζόσουν για λίγο καιρό, ποτέ δεν τον είχες. Και τώρα, όλο αυτό είχε τελειώσει. Κι ο Μπγιορν τής είχε ζητήσει να σταματήσουν εκεί τη συζήτηση. Το εκκλησιαστικό όργανο άρχισε να παίζει. Στον Μπγιορν πάντα άρεσαν τα όργανα: το αρμόνιο της μητέρας του στο καθιστικό τους στη Σκράια, το Χάμοντ-Β3 του Γκρεγκ Όλμαν, κάτι αρμόνια που έτριζαν καθώς έπαιζαν παλιούς, εκκλησιαστικούς ύμνους. Για τον Μπγιορν είχαν όλα τους την ίδια αίσθηση: σαν να βυθιζόσουν σε μια μπανιέρα με ήχους ζεστούς, ελπίζοντας ότι δεν θα σε πάρουν τα δάκρυα. Δεν κατάφεραν να σταματήσουν τον Άρνολ Φόλκεστα· είχε σταματήσει από μόνος του. Πιθανόν να έφτασε στο συμπέρασμα ότι η αποστολή του είχε τελειώσει. Και μαζί της κι η ζωή του. Είχε κάνει, λοιπόν, το μοναδικό λογικό πράγμα. Τρεις μέρες τούς είχε πάρει να τον βρουν. Τρεις μέρες ανελέητης αναζήτησης. Στον Μπγιορν είχε φανεί ότι είχε κινητοποιηθεί ολόκληρη η χώρα. Κι ίσως γι’ αυτό να ένιωσε τελικά απογοήτευση όταν τον βρήκαν στο δάσος στο Μαριντάλεν, λίγες εκατοντάδες μέτρα

πιο μακριά από το σημείο που είχαν βρει τον Έρλαν Βένεσλα. Με μια μικρή, σχεδόν διακριτική σφαίρα στο κεφάλι κι ένα πιστόλι στο χέρι. Πρώτα είχαν βρει το αυτοκίνητό του: στο πάρκινγκ, κοντά στην αρχή των πεζοπορικών μονοπατιών· ένα παλιό Φίατ, ίδιο μ’ εκείνο που αναφερόταν στο εθνικό ανακοινωθέν. Ο Μπγιορν είχε ηγηθεί της ομάδας της Σήμανσης. Ο Άρνολ Φόλκεστα έμοιαζε τόσο αθώος έτσι όπως κείτονταν ξαπλωμένος ανάσκελα στα ρείκια, σαν καλικάντζαρος με κόκκινη γενειάδα. Ήταν πεσμένος σ’ ένα άνοιγμα του δάσους. Στις τσέπες του βρέθηκαν τα κλειδιά του Φίατ και της πόρτας που είχε ανατιναχτεί στο διαμέρισμα της οδού Χάουσμαν, ένα Χέκλερ & Κοχ, εκτός από το πιστόλι που κρατούσε στο χέρι του, κι ένα πορτοφόλι που περιείχε την τσακισμένη φωτογραφία ενός νεαρού άνδρα που ο Μπγιορν αναγνώρισε αμέσως ως τον Ρενέ Καλσνές. Καθώς έβρεχε συνεχώς το τελευταίο εικοσιτετράωρο και το σώμα βρισκόταν εκτεθειμένο για τρεις ολόκληρες μέρες, δεν είχαν βρεθεί πολλά στοιχεία. Αλλά δεν είχε σημασία· είχαν παραπάνω απ’ όσα χρειάζονταν. Το δέρμα γύρω από την οπή της σφαίρας στον δεξιό του κρόταφο είχε σημάδια καψίματος από την εκπυρσοκρότηση και τ’ απομεινάρια της καμένης πυρίτιδας. Τα βαλλιστικά αποτελέσματα έδειξαν ότι η σφαίρα στο κεφάλι του Φόλκεστα προερχόταν από το όπλο που

κρατούσε στο χέρι του. Γι’ αυτόν τον λόγο επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους αλλού. Η πραγματική έρευνα ξεκίνησε όταν μπήκαν στο σπίτι του, όπου βρήκαν στοιχεία που τους βοήθησαν να επιλύσουν όλους τους φόνους των αστυνομικών. Κλομπ γεμάτα αίματα και μαλλιά από τα θύματα, μία σπαθόσεγα με το DNA της Μπέτε Λεν, ένα φτυάρι λερωμένο με χώμα που ταίριαζε στο έδαφος του κοιμητηρίου Βέστρε, πλαστικά πιαστράκια, αστυνομική ταινία παλαιάς κοπής, σαν αυτή που είχαν βρει έξω από το Ντράμεν, μπότες που ταίριαζαν στα ίχνη που είχαν ανακαλύψει στο Τρίβαν. Είχαν ό,τι τους χρειαζόταν. Καμία εκκρεμότητα. Έμενε μόνο να συνταχθεί η έκθεση. Είχαν τελειώσει. Και μετά –όπως έλεγε ο Χάρι τόσο συχνά, αλλά ο ίδιος ο Χολμ δεν είχε νιώσει ποτέ– το κενό. Γιατί, πλέον, δεν υπήρχε συνέχεια. Δεν ήταν σαν να κόβεις το νήμα, να μπαίνεις στο λιμάνι ή να φτάνεις στον σταθμό. Ήταν λες κι είχαν εξαφανιστεί ο ίδιος ο στίβος, η αποβάθρα, οι ράγες. Ήταν το τέλος της διαδρομής κι εκεί άρχιζε η πτώση στο κενό. Τετέλεσται. Τη σιχαινόταν αυτή τη λέξη. Κι έτσι λοιπόν, σχεδόν από απελπισία, ο Μπγιορν είχε πέσει με τα μούτρα στη διερεύνηση των αρχικών φόνων. Και

είχε βρει εντέλει αυτό που έψαχνε: κάτι που να συνδέει τη δολοφονία του κοριτσιού στο Τρίβαν, τον Γιούντας Γιόχανσεν και τον Βαλεντίν Γιέρτσεν. Το εν τέταρτο ενός δακτυλικού αποτυπώματος. Δεν ήταν πλήρης ταυτοποίηση, αλλά 30% πιθανότητες δεν ήταν κι άσχημα. Όχι, δεν τελείωνε. Δεν τελείωνε ποτέ. «Έλα, αρχίζουν». Ήταν η φωνή της Κατρίνε. Τα χείλη της ακουμπούσαν σχεδόν στο αυτί του. Οι νότες του εκκλησιαστικού οργάνου υψώθηκαν προς τον ουρανό, έγιναν μουσική, οικεία μουσική. Κι ο Μπγιορν κατάπιε με δυσκολία.

Ο Γκούναρ Χάγκεν έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή για ν’ ακούσει μόνο τη μουσική, μη θέλοντας να σκέφτεται. Αλλά οι σκέψεις τον πολιορκούσαν. Η υπόθεση είχε κλείσει. Τα πάντα είχαν τελειώσει. Είχαν θάψει ό,τι ήταν να θάψουν, έμενε όμως ένα ζήτημα ανοιχτό, ένα ζήτημα που δεν γινόταν να θαφτεί με τίποτα. Ένα ζήτημα που δεν το είχε αναφέρει ποτέ και σε κανέναν. Γιατί δεν είχε πια νόημα. Οι λέξεις που είχε προφέρει ο Ασάγιεφ στα σουηδικά, με την τραχιά, ψιθυριστή του φωνή, εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα που είχαν περάσει μαζί στο νοσοκομείο: «Τι μου δίνεις αν καταθέσω εναντίον της Ιζαμπέλε Σκέγιεν;» και «Δεν ξέρω με ποιον, αλλά

δούλευε με κάποιον υψηλά ιστάμενο στην αστυνομία». Τα λόγια αυτά ήταν η νεκρή ηχώ ενός νεκρού ανθρώπου. Αναπόδεικτοι ισχυρισμοί που περισσότερο ζημιά θα έκαναν τώρα που η Σκέγιεν είχε βγει απ’ το παιχνίδι. Τους είχε κρατήσει, λοιπόν, κρυφούς. Όπως είχε κάνει ο Άντον Μίτετ μ’ εκείνο το διαολεμένο κλομπ. Ο Χάγκεν είχε πάρει την απόφασή του, αλλά ακόμη δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια. Δούλευε με κάποιον υψηλά ιστάμενο στην αστυνομία. Ο Γκούναρ Χάγκεν ξανάνοιξε τα μάτια του. Αργά αργά, γύρισε και κοίταξε όλους τους παρευρισκόμενους στην εκκλησία.

Ο Τρουλς Μπέρντσεν καθόταν με το παράθυρο του Σουζούκι Βιτάρα κατεβασμένο, ώστε να μπορεί ν’ ακούει τον ήχο του οργάνου που έβγαινε από την εκκλησία. Ο ήλιος έλαμπε στον καθαρό ουρανό. Ζεστός κι απαίσιος. Ποτέ δεν του είχε αρέσει το Όπσαλ. Γεμάτο χουλιγκάνους ήταν. Είχε παίξει πολύ ξύλο εδώ πέρα. Κι είχε φάει και πολύ ξύλο. Όχι βέβαια τόσο πολύ όσο στην οδό Χάουσμαν. Ευτυχώς η ζημιά ήταν μικρότερη απ’ ό,τι έδειχνε. Κι ο Μίκαελ είχε έρθει στο νοσοκομείο να του πει ότι δεν φαινόταν πόσο ξύλο είχε φάει, έτσι άσχημος

που ήταν. Άσε που, με τέτοιο μυαλό κουκούτσι, τι διαφορά έκανε η εγκεφαλική διάσειση; Το είχε πει για πλάκα και ο Τρουλς είχε προσπαθήσει να γελάσει με το γνωστό του γρύλισμα, αλλά οι πόνοι απ’ τη σπασμένη του γνάθο και την τσακισμένη μύτη του τον είχαν αποτρέψει. Έπαιρνε ακόμη δυνατά παυσίπονα, φορούσε επιδέσμους γύρω από το κεφάλι του και, προφανώς, δεν του επιτρεπόταν να οδηγεί, αλλά τι άλλο να έκανε δηλαδή; Δεν μπορούσε να κάθεται σπίτι περιμένοντας να περάσουν οι ζαλάδες και να γιάνουν οι πληγές του. Ακόμα και τη Μέγκαν Φοξ είχε αρχίσει να τη βαριέται. Άσε που ο γιατρός τού είχε πει να μη βλέπει τηλεόραση. Γιατί λοιπόν να μην έρθει να καθίσει εδώ; Σ’ ένα αμάξι έξω από μία εκκλησία, για να... για να κάνει τι; Να δείξει σεβασμό σ’ έναν άνδρα που ποτέ του δεν είχε σεβαστεί; Μια κενή χειρονομία για χάρη ενός ηλίθιου που δεν ήξερε ούτε τι τον συνέφερε; Που πήγε κι έσωσε τη ζωή του μοναδικού ανθρώπου που μπορούσε να του κάνει κακό; Ο Τρουλς Μπέρντσεν δεν μπορούσε να το καταλάβει, γαμώ το κέρατό του. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να γυρίσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στη δουλειά. Και να πάρει πίσω την πόλη του.

Η Ράκελ πήρε μια ανάσα. Τα δάχτυλά της είχαν ιδρώσει έτσι όπως κρατούσε την ανθοδέσμη. Κοίταξε την πόρτα. Σκέφτηκε τους ανθρώπους που κάθονταν εκεί μέσα. Τους φίλους, τους γνωστούς, την οικογένεια. Τον παπά. Όχι ότι ήταν και πολλοί, αλλά περίμεναν τόση ώρα τώρα. Δεν γινόταν ν’ αρχίσουν χωρίς εκείνην. «Μου το υπόσχεσαι ότι δεν θα κλάψεις;» είπε ο Όλεγκ. «Όχι» του απάντησε, χαμογελώντας γρήγορα και χαϊδεύοντας το μάγουλό του. Είχε ψηλώσει τόσο πολύ! Κι ήταν τόσο όμορφος. Δέσποζε από πάνω της. Χρειάστηκε να του αγοράσει καινούργιο σκούρο κουστούμι κι όταν βρέθηκαν στο κατάστημα για να του πάρουν τα μέτρα, η Ράκελ συνειδητοποίησε ότι ο γιος της είχε σχεδόν το ίδιο ύψος με τον Χάρι, σχεδόν ένα και ενενήντα δύο. Αναστέναξε. «Καλύτερα να πηγαίνουμε» είπε εκείνη, περνώντας το χέρι της στο μπράτσο του. Ο Όλεγκ άνοιξε την πόρτα, είδε τον κλητήρα να του γνέφει κι άρχισε να προχωρά κατά μήκος του κεντρικού διαδρόμου. Κι όταν η Ράκελ είδε ολωνών τα πρόσωπα να γυρνούν προς το μέρος της, ένιωσε τη νευρικότητά της να εξαφανίζεται. Δεν ήταν δική της ιδέα όλο αυτό, η ίδια δεν συμφωνούσε, αλλά ο Όλεγκ είχε καταφέρει τελικά να την πείσει. Θεωρούσε ότι ήταν σωστό να τελειώσουν όλα έτσι. Αυτή τη λέξη είχε χρησιμοποιήσει: να τελειώσουν. Αλλά δεν ήταν, πάνω απ’

όλα, μια καινούργια αρχή; Η αρχή ενός καινούργιου κεφαλαίου στη ζωή τους; Έτσι ένιωθε η Ράκελ. Και ξαφνικά αισθάνθηκε ότι όλα ήταν σωστά. Το εδώ και το τώρα. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. Χαμογέλασε προς όλα τ’ άλλα χαμογελαστά πρόσωπα. Κι εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε ότι αν χαμογελούσαν όλοι τους λίγο παραπάνω, αυτή και οι καλεσμένοι, θα είχανε ατυχήματα: η εικόνα των προσώπων που σχίζονταν από τα υπερβολικά χαμόγελα αντί να της προκαλέσει ανατριχίλα, της προκαλούσε γέλιο. Όχι, μη γελάσεις τώρα, είπε στον εαυτό της. Όχι τώρα. Παρατήρησε ότι ο Όλεγκ, που μέχρι τώρα φαινόταν απορροφημένος στην προσπάθειά του να συμβαδίσει με τον ρυθμό του εκκλησιαστικού οργάνου, είχε διαισθανθεί τη διάθεσή της. Γύρισε και τον κοίταξε και συνάντησε την έκπληκτη, προειδοποιητική του ματιά. Το αγόρι έστρεψε αμέσως το βλέμμα του αλλού, γιατί είχε καταλάβει – η μητέρα του ήταν έτοιμη να βάλει τα γέλια. Εδώ και τώρα. Και το θεώρησε τόσο απαράδεκτο, που άρχισε να γελάει κι αυτός. Προσπαθώντας να συγκεντρωθεί σε αυτό που επρόκειτο να συμβεί και στη σοβαρότητα της όλης κατάστασης, η Ράκελ κοίταξε τον άνδρα που την περίμενε. Τον Χάρι. Ντυμένο στα μαύρα.

Καθόταν και τους κοίταζε μ’ ένα ηλίθιο, τεράστιο χαμόγελο, χαραγμένο στο γοητευτικό, σκοροφαγωμένο του πρόσωπο. Ψηλός και περήφανος σαν παγόνι. Όταν είχε σταθεί πλάτη με πλάτη με τον Όλεγκ στο ραφείο του Γκούναρ Όγιε, ο βοηθός με τη μεζούρα είχε ανακοινώσει ότι τους χώριζαν μόνο τρία εκατοστά, υπέρ του Χάρι. Και τα δύο μεγαλόσωμα σχολειαρόπαιδα είχαν τότε κολλήσει τα χέρια τους, λες κι ήταν ικανοποιημένα με το αποτέλεσμα κάποιου αόρατου ανταγωνισμού. Αλλά τώρα ο Χάρι έμοιαζε πολύ ώριμος. Οι αχτίδες του ήλιου του Ιουνίου έμπαιναν από τα βιτρό της εκκλησίας και τον περιέβαλλαν μ’ ένα φως σχεδόν ουράνιο, κάνοντάς τον να φαίνεται ψηλότερος από ποτέ. Και χαλαρός, όπως πάντα. Στην αρχή η Ράκελ δεν καταλάβαινε πώς γινόταν να είναι τόσο χαλαρός έπειτα από όσα είχαν συμβεί. Αλλά τελικά τής είχε μεταδώσει αυτή του την ηρεμία, αυτή την ακλόνητη πεποίθηση ότι όλα είχαν μπει σε τάξη. Τις πρώτες βδομάδες μετά την επίσκεψη του Άρνολ Φόλκεστα στο σπίτι τους, η Ράκελ δεν μπορούσε να κοιμηθεί, παρόλο που ο Χάρι την έσφιγγε κάθε νύχτα στην αγκαλιά του λέγοντάς της ότι όλα είχαν τελειώσει πια. Ότι όλα πήγαν καλά. Ότι δεν υπήρχε πια κίνδυνος. Επαναλάμβανε τα ίδια λόγια κάθε βράδυ, σαν υπνωτική επίκληση που στην αρχή δεν έπειθε. Αλλά σιγά σιγά, λίγο λίγο, είχε αρχίσει να το

πιστεύει και η ίδια. Και ύστερα από μερικές βδομάδες, το είχε συνειδητοποιήσει κιόλας. Ότι όλα είχαν πράγματι μπει σε τάξη. Κι είχε μπορέσει τελικά να κοιμηθεί. Έναν ύπνο βαθύ, δίχως όνειρα, από τον οποίο ξυπνούσε κάθε πρωί όταν ο Χάρι σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι νομίζοντας ότι εκείνη ακόμη κοιμόταν, ενώ εκείνη προσποιούνταν ότι κοιμόταν, ξέροντας πόσο περήφανος κι ευτυχισμένος ένιωθε μόλις την ξυπνούσε μ’ ένα μικρό, διακριτικό βήξιμο και τον δίσκο με το πρωινό στα χέρια του. Ο Όλεγκ έπαψε να προσπαθεί να συμβαδίσει με τον ρυθμό του Μέντελσον και του οργανίστα. Για τη Ράκελ δεν έκανε καμία διαφορά: έτσι κι αλλιώς, έκανε δυο βήματα για κάθε δικό του. Είχαν αποφασίσει ότι ο Όλεγκ θα είχε διπλό ρόλο, κάτι εντελώς προφανές από τη στιγμή που το είχε σκεφτεί. Ο Όλεγκ θα την παρέδιδε στον Χάρι και θα ήταν και κουμπάρος της. Ο Χάρι δεν είχε άλλο κουμπάρο. Είχε όμως για μάρτυρα τον άνθρωπο που είχε πρωτοδιαλέξει γι’ αυτήν τη δουλειά. Δίπλα του υπήρχε μια άδεια καρέκλα. Και πάνω της στεκόταν η φωτογραφία της Μπέτε Λεν. Έφτασαν. Ο Χάρι δεν είχε πάρει το βλέμμα του στιγμή από πάνω της.

Η Ράκελ ποτέ δεν είχε καταλάβει πώς ένας άνδρας με τόσο χαμηλούς σφυγμούς, ο άνθρωπος που μπορούσε να χάνεται μέρες ολόκληρες στον κόσμο του, βυθισμένος στη σιωπή και χωρίς την ανάγκη εξωτερικών ερεθισμάτων, μπορούσε να πατήσει έναν διακόπτη και, ξαφνικά, να έχει συνείδηση του παραμικρού, κάθε δευτερολέπτου που περνούσε, κάθε τρεμάμενου δεκάτου κι εκατοστού του δευτερολέπτου. Με την ήρεμη, μπάσα φωνή που, με λίγες μόνο λέξεις, μπορούσε ν’ εκφράσει περισσότερα συναισθήματα, πληροφορίες, κατάπληξη, τρέλα και σοφία απ’ ό,τι προλάβαιναν να πουν κατά τη διάρκεια ενός εφτάωρου γεύματος όλοι οι συνομιλητές που είχε ποτέ γνωρίσει. Κι ύστερα, είχε κι αυτό το βλέμμα. Αυτό το προστατευτικό, σχεδόν ντροπαλό του βλέμμα, που σε ανάγκαζε να τον προσέξεις, που σε ανάγκαζε να είσαι εκεί, μαζί του. Η Ράκελ Φάουκε θα παντρευόταν τον άνδρα που αγαπούσε. Ο Χάρι την κοίταξε καθώς ήρθε και στάθηκε δίπλα του. Ήταν τόσο όμορφη, που τα μάτια του δάκρυσαν. Δεν το περίμενε αυτό. Όχι το ότι ήταν τόσο ωραία· φυσικά, ήταν προφανές ότι η Ράκελ Φάουκε θα ήταν εκθαμβωτική μέσα στο λευκό της νυφικό. Απλώς δεν περίμενε να αντιδράσει κατά τέτοιον τρόπο. Είχε ευχηθεί να μην κρατήσει πάρα πολύ το μυστήριο και ο παπάς να μην αποδειχθεί ιδιαιτέρως

πνευματικός ή εμπνευσμένος. Και φανταζόταν πως, ως συνήθως σε περιστάσεις που απαιτούσαν έντονα συναισθήματα, θα ένιωθε αλώβητος, μουδιασμένος, ένας ψυχρός και σχεδόν απογοητευμένος παρατηρητής της συγκινησιακής πλημμύρας των υπολοίπων και της δικής του συναισθηματικής ξηρασίας. Και είχε αποφασίσει ότι, όπως και να ’χε, θα έπαιζε τον ρόλο του όσο πιο καλά μπορούσε· εξάλλου ο ίδιος είχε επιμείνει να παντρευτούν στην εκκλησία. Να τον τώρα όμως, με δάκρυα στα μάτια, πραγματικές, χοντρές σταγόνες αλμυρού νερού στις άκρες των ματιών του. Ο Χάρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του και είδε τη Ράκελ να τον κοιτάζει. Το βλέμμα της στο βλέμμα του. Όχι αυτό το βλέμμα σε στιλ «σε κοιτάζω και με κοιτάζεις και ξέρω ότι μας κοιτάζουν όλοι οι καλεσμένοι κι άρα προσπαθώ να δείξω όσο πιο ευτυχισμένη γίνεται». Όχι. Ήταν το βλέμμα ενός συμπαίκτη. Το βλέμμα ενός που λέει θα τα καταφέρουμε, εσύ και εγώ. Πάμε. Κι ύστερα του χαμογέλασε. Κι ο Χάρι ανακάλυψε ότι κι αυτός χαμογελούσε, χωρίς να ξέρει ποιος το ξεκίνησε πρώτος. Η Ράκελ είχε αρχίσει να τραντάζεται λίγο. Γελούσε από μέσα της και το γέλιο φούντωνε σιγά σιγά, κι ήταν ζήτημα χρόνου πότε θα ξεσπούσε. Οι σοβαρές καταστάσεις

ανέκαθεν της προκαλούσαν γέλιο. Και στον Χάρι το ίδιο. Κι έτσι, για να μη σκάσει στα γέλια, η Ράκελ γύρισε και κοίταξε τον Όλεγκ. Που δεν βοηθούσε καθόλου, γιατί κι αυτός ήταν έτοιμος να εκραγεί. Κατάφερε να το σώσει κατεβάζοντας το κεφάλι του και κλείνοντας τα μάτια. Τι ομάδα, σκέφτηκε ο Χάρι και συγκεντρώθηκε στον παπά. Η ομάδα που είχε πιάσει τον χασάπη της αστυνομίας. Η Ράκελ είχε καταλάβει το μήνυμά του. Μην αφήσεις τον Όλεγκ να δει το δώρο του. Αρκετά λογικό, ώστε να μην υποψιαστεί τίποτα ο Άρνολ Φόλκεστα. Αρκετά ξεκάθαρο, ώστε η Ράκελ να καταλάβει τι ήθελε να πει. Το παλιό κόλπο των γενεθλίων. Όταν, λοιπόν, είχε μπει μες στο σπίτι, η Ράκελ τον είχε αγκαλιάσει, είχε αρπάξει αυτό που έκρυβε στη ζώνη του κι ύστερα είχε κάνει δυο βήματα πιο πίσω, με τα χέρια της μπροστά, ώστε ο Άρνολ να μην μπορεί να δει τι κρατούσε. Το απασφαλισμένο Οντέσα. Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι το είχε καταλάβει μέχρι κι ο Όλεγκ. Είχε παραμείνει ακίνητος, ξέροντας ότι δεν έπρεπε να επέμβει σε ό,τι συνέβαινε. Πράγμα που σήμαινε ότι ποτέ του δεν είχε πιστέψει το κόλπο των γενεθλίων του κι ας μην το μαρτυρούσε. Τι ομάδα! Τι ομάδα, που κατάφερε να δελεάσει τον Άρνολ Φόλκεστα να προχωρήσει προς τη μεριά του Χάρι, αφήνοντας ξοπίσω

του τη Ράκελ, ώστε να κάνει αυτή ένα βήμα μπροστά και, εξ επαφής σχεδόν, να χώσει μια σφαίρα στο κεφάλι του Φόλκεστα, ενώ αυτός ετοιμαζόταν να σκοτώσει τον Χάρι. Μια ανίκητη ομάδα πρωταθλητών, αυτό ήταν. Ο Χάρι ρούφηξε στα γρήγορα τη μύτη του κι αναρωτήθηκε αν τα άθλια τα δάκρυά του θα ήξεραν να παραμείνουν στη θέση τους ή αν θα έπρεπε να τα σκουπίσει πριν τον πάρουν κανονικά τα ζουμιά. Στοιχημάτισε στο δεύτερο. Η Ράκελ τον είχε ρωτήσει γιατί επέμενε να παντρευτούν στην εκκλησία. Aπ’ όσο ήξερε, ο Χάρι μόνο πιστός δεν ήταν. Ούτε εκείνη, παρ’ όλη την καθολική της ανατροφή. Κι ο Χάρι τής είχε απαντήσει πως, όταν βρισκόταν έξω από το σπίτι, είχε δώσει μια υπόσχεση στον υποτιθέμενο, φανταστικό Θεό· ότι, αν όλα πήγαιναν καλά, θα υπέκυπτε σε αυτή τη χαζή, τελετουργική πράξη: θα την παντρευόταν ενώπιόν του. Και τότε η Ράκελ είχε σκάσει στα γέλια, λέγοντάς του ότι αυτό μόνο πίστη στον Θεό δεν έδειχνε, ότι τέτοια στοιχήματα ήταν παιδικά παιχνίδια, αλλά τον αγαπούσε και φυσικά μπορούσαν να παντρευτούν στην εκκλησία. Όταν έλυσαν τον Όλεγκ, είχαν αγκαλιάσει ο ένας τον άλλο, μια αγκαλιά ομαδική. Για ένα ατελείωτο λεπτό είχαν σταθεί εκεί αμίλητοι, χαϊδεύοντας ο ένας τον άλλο,

σιγουρεύοντας ότι ήταν όλοι τους καλά. Λες κι ο ήχος και η μυρωδιά του πυροβολισμού πλανιόνταν ακόμη μες στον χώρο κι έπρεπε να περιμένουν να σβηστεί. Και μετά, ο Χάρι τούς είχε καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας και τους είχε σερβίρει από ένα φλιτζάνι καφέ, από την καφετιέρα που ήταν ακόμη ανοιχτή. Και, άθελά του, είχε αναρωτηθεί: αν ο Άρνολ Φόλκεστα κατάφερνε να τους σκοτώσει και τους τρεις τους, θα είχε άραγε σβήσει την καφετιέρα πριν φύγει από το σπίτι; Είχε καθίσει κι αυτός στο τραπέζι, είχε πιει μια γουλιά από το φλιτζάνι του κι είχε ρίξει μια ματιά στο πτώμα στο πάτωμα, λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα. Κι όταν είχε γυρίσει να κοιτάξει τη Ράκελ, είχε δει το γεμάτο απορία βλέμμα της: γιατί δεν κάλεσε ακόμη την αστυνομία; Ο Χάρι είχε πιει άλλη μια γουλιά καφέ, είχε γνέψει προς τη μεριά του Οντέσα, πάνω στο τραπέζι, και την είχε ξανακοιτάξει. Η Ράκελ ήταν έξυπνη γυναίκα. Ήταν θέμα χρόνου μέχρι να καταλάβει. Θα κατέληγε κι αυτή στο ίδιο συμπέρασμα. Ότι αν σήκωνε το τηλέφωνο, θα έστελνε τον Όλεγκ κατευθείαν στη φυλακή. Και τότε η Ράκελ είχε γνέψει σιωπηλά. Είχε καταλάβει. Ότι όταν η Σήμανση θα εξέταζε το πιστόλι για να δει αν ταίριαζε με τη σφαίρα μες στο κεφάλι του Άρνολ Φόλκεστα, θα το συνέδεαν αμέσως με τον φόνο του Γκούστο Χάνσεν, όπου ποτέ δεν βρέθηκε το φονικό όπλο. Δεν σκοτώνονται

άνθρωποι με σφαίρες Μακάροφ 9x18 mm καθημερινά· ούτε καν κάθε χρόνο. Κι αν η Σήμανση ανακάλυπτε ότι η σφαίρα ταίριαζε μ’ ένα όπλο που είχε σχέση με τον Όλεγκ, θα τον συλλάμβαναν ξανά. Κι αυτή τη φορά, θα τον καταδίκαζαν βάσει αδιάψευστων στοιχείων. «Κάντε ό,τι πρέπει να κάνετε» είχε πει ο Όλεγκ. Είχε ήδη καταλάβει τη βαρύτητα της υπόθεσης. Ο Χάρι είχε κατανεύσει χωρίς να πάρει τα μάτια του από τη Ράκελ. Έπρεπε να υπάρχει πλήρης ομοφωνία. Η απόφαση έπρεπε να είναι κοινή. Όπως τώρα. Ο παπάς τελείωσε με το χωρίο της Βίβλου και το εκκλησίασμα κάθισε και πάλι κάτω. Ο Χάρι τού είχε ζητήσει να συντομεύσει την όλη τελετή. Είδε τα χείλια του να κινούνται, είδε την ηρεμία στο πρόσωπό του και θυμήθηκε το ήρεμο πρόσωπο της Ράκελ εκείνο το βράδυ. Την ηρεμία που την είχε πλημμυρίσει όταν έκλεισε τα μάτια της κι ύστερα τα ξανάνοιξε. Λες κι ήθελε να σιγουρευτεί ότι ήταν όλα ένας εφιάλτης από τον οποίο μπορούσε πλέον να ξυπνήσει. Και τότε, είχε αναστενάξει. «Τι θα κάνουμε;» τον είχε ρωτήσει. «Θα τα κάψουμε» είχε απαντήσει εκείνος. «Θα τα κάψουμε;» Ο Χάρι είχε γνέψει καταφατικά. Θα τα έκαιγαν. Τα

αποδεικτικά στοιχεία. Όπως έκανε ο Τρουλς Μπέρντσεν. Με τη διαφορά ότι εκείνος το έκανε για τα χρήματα. Αυτό ήταν όλο. Έτσι λοιπόν, είχαν αναλάβει δράση. Ο Χάρι είχε κάνει ό,τι έπρεπε να κάνει. Είχαν κάνει ό,τι έπρεπε να κάνουν. Ο Όλεγκ είχε πάει το αυτοκίνητο του Χάρι στο γκαράζ, ενώ η Ράκελ έχωνε κι έδενε το πτώμα μέσα σε πλαστικές σακούλες σκουπιδιών κι ο Χάρι κατασκεύαζε ένα αυτοσχέδιο φορείο από καμβά, σχοινιά και δύο αλουμινένιους σωλήνες. Αφού έβαλε το πτώμα στο πορτμπαγκάζ, ο Χάρι πήρε τα κλειδιά του Φίατ και ο ίδιος κι ο Όλεγκ, ο καθένας με διαφορετικό αμάξι, πήγαν στο Μαριντάλεν, ενώ η Ράκελ έμεινε σπίτι να καθαρίσει όλα τα ίχνη. Όπως είχαν προβλέψει, κανείς δεν υπήρχε στο βουνό Γκρεφσενκόλεν, μες στη βροχή και το σκοτάδι, όταν έφτασαν εκεί. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισαν να πάρουν ένα από τα πιο στενά μονοπάτια, για να σιγουρευτούν ότι δεν θα έπεφταν πάνω σε κανέναν. Η βροχή έκανε τη μεταφορά του πτώματος κουραστική και ολισθηρή υπόθεση. Από την άλλη, ο Χάρι ήξερε ότι η βροχή θα έσβηνε τα ίχνη τους και, κατά πάσα πιθανότητα, οτιδήποτε άλλο πρόδιδε ότι το πτώμα είχε μεταφερθεί έως εδώ.

Τους πήρε παραπάνω από μία ώρα να βρουν ένα κατάλληλο μέρος να εναποθέσουν το πτώμα, ένα σημείο όπου οι περαστικοί δεν θα το ανακάλυπταν αμέσως, αλλά τα σκυλιά της αστυνομίας θα οσμίζονταν κάποια στιγμή τη μυρωδιά του. Αρκετές μέρες μετά, ενδεχομένως, όταν τα ιατροδικαστικά στοιχεία θα είχαν καταστραφεί ή θα ήταν πια ιδιαιτέρως αναξιόπιστα. Αρκετά σύντομα, όμως, ώστε η νορβηγική κοινωνία να μην ξοδέψει ένα κάρο πόρους προσπαθώντας να το βρει. Και τότε ο Χάρι είχε σκάσει στα γέλια συνειδητοποιώντας ότι, τελικά, ήταν κι αυτός ένα προϊόν της κοινωνίας του, ένα πρόβατο στο κοπάδι, ένας γαμημένος σοσιαλδημοκράτης που είχε υποστεί πλύση εγκεφάλου και πονούσε, σωματικά, στην ιδέα τού ν’ αφήσει ένα φως ανοιχτό όλο το βράδυ ή να πετάξει κάτι πλαστικό στη φύση. Ο παπάς τελείωσε την ομιλία του κι ένα κορίτσι –φίλη του Όλεγκ– άρχισε να τραγουδάει το «Spanish boots of spanish leather» του Μπομπ Ντίλαν: επιλογή του Χάρι, με τις ευλογίες της Ράκελ. Η ομιλία του ιερέα είχε εστιάσει περισσότερο στη σημασία της συνεργασίας στον γάμο, παρά στο βλέμμα του Θεού. Κι ο Χάρι θυμήθηκε πώς, συνεργαζόμενοι, είχαν βγάλει τον Άρνολ από τις πλαστικές σακούλες και τον είχαν εναποθέσει σε μια πόζα που έμοιαζε

λογική για έναν άνθρωπο που είχε διαλέξει να χώσει μια σφαίρα στο κεφάλι του καταμεσής του δάσους. Και ήξερε ότι δεν θα ρωτούσε ποτέ τη Ράκελ γιατί είχε κρατήσει την κάννη τόσο κοντά στον δεξιό κρόταφο του Άρνολ Φόλκεστα, αντί να κάνει αυτό που θα έκαναν εννιά στους δέκα ανθρώπους, να τον πυροβολήσει δηλαδή στα γρήγορα, στο πίσω μέρος του κεφαλιού ή στην πλάτη. Μπορεί φυσικά να το έκανε επειδή είχε φοβηθεί ότι η σφαίρα θα διαπερνούσε τον Φόλκεστα και θα έβρισκε τον Χάρι. Αλλά μπορεί, κιόλας, το κοφτερό και ταχύτατο μυαλό της να είχε ήδη σκεφτεί ένα βήμα παραπέρα, τι θα συνέβαινε μετά. Ότι θα έπρεπε να υπάρξει κάποιου είδους συγκάλυψη προκειμένου να σωθούν. Mια ανασκευή της αλήθειας. Μια αυτοκτονία. Η γυναίκα που στεκόταν αυτή τη στιγμή δίπλα του μπορεί και να είχε σκεφτεί ότι όσοι αυτοκτονούν δεν πυροβολούν τον εαυτό τους στο πίσω μέρος του κεφαλιού, από μισό μέτρο απόσταση· αλλά –δεδομένου ότι ο Άρνολ Φόλκεστα ήταν δεξιόχειρας– στον δεξή τους κρόταφο.greekleech.info Τι γυναίκα! Πόσα πράγματα ήξερε γι’ αυτήν. Και πόσα δεν ήξερε. Σ’ αυτή την ερώτηση επανερχόταν τελικά ξανά και ξανά, αφού την είχε δει εν δράσει, αφού είχε περάσει μήνες μαζί με τον Άρνολ Φόλκεστα, αφού είχε περάσει σαράντα

χρόνια με τον ίδιο του τον εαυτό. Πόσο καλά μπορείς να ξέρεις κάποιον άλλον; Το τραγούδι τελείωσε και ο παπάς άρχισε να απαγγέλλει τις γαμήλιες υποσχέσεις: Υπόσχεσαι να την αγαπάς και να την τιμάς... Αλλά ο Χάρι κι η Ράκελ αγνοούσαν την όλη τελετή και συνέχιζαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, κι ο Χάρι ήξερε πια ότι δεν θα την άφηνε ποτέ του, όσα ψέματα κι αν έπρεπε να πει, όσο αδύνατον και να ’ναι να υπόσχεσαι σ’ έναν άλλον άνθρωπο ότι θα τον αγαπάς μέχρι το τέλος της ζωής σου. Ήλπιζε ο παπάς να το βουλώσει γρήγορα, ώστε να μπορέσει να πει πια αυτό το ναι που έβραζε ήδη μες στο στήθος του.

Ο Στούλε Άουνε έβγαλε από την τσέπη το μαντίλι του και το έδωσε στη γυναίκα του. Ο Χάρι είχε μόλις πει το ναι και η ηχώ της φωνής του αιωρούνταν ακόμη κάτω από τον θόλο της εκκλησίας. «Τι;» ψιθύρισε η Ίνγκριντ. «Κλαις, αγάπη μου» της ψιθύρισε κι αυτός. «Όχι, εσύ κλαις». «Κλαίω εγώ;» Ο Στούλε Άουνε το έλεγξε και όντως έκλαιγε. Όχι πολύ, αλλά αρκετά ώστε να βρέξει το μαντιλάκι του. Αυτά δεν ήταν

κανονικά δάκρυα, που θα έλεγε και η Αουρόρα. Ήταν απλώς ένα λεπτό, διάφανο στρώμα νερού που, χωρίς προειδοποίηση, άρχιζε συχνά να τρέχει κατά μήκος της μύτης του, παρόλο που κανείς άλλος τριγύρω δεν θεωρούσε την εν λόγω κατάσταση, ταινία ή συζήτηση ιδιαιτέρως συγκινητική. Σαν λάστιχο που ξαφνικά τρυπούσε κι έσταζε νερό. Πόσο θα ’θελε να ήταν μαζί τους κι η Αουρόρα, αλλά η μικρή έπαιρνε μέρος σε ένα διήμερο τουρνουά χάντμπολ στο Γυμναστήριο Νάντερουντ και μόλις τους είχε στείλει μήνυμα ότι είχαν κερδίσει το πρώτο ματς. Η Ίνγκριντ ίσιωσε τη γραβάτα του Στούλε κι ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. Έβαλε κι αυτός το δικό του πάνω στο δικό της και σκέφτηκε το ίδιο πράγμα που σκεφτόταν εκείνη: τον γάμο τους. Η υπόθεση είχε κλείσει κι ο Στούλε είχε γράψει την τελική ψυχολογική έκθεση. Σ’ αυτήν είκαζε ότι το όπλο που είχε χρησιμοποιήσει ο Άρνολ Φόλκεστα για ν’ αυτοκτονήσει ήταν το ίδιο που είχε χρησιμοποιηθεί στον φόνο του Γκούστο Χάνσεν. Κι ότι υπήρχαν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον Γκούστο Χάνσεν και τον Ρενέ Καλσνές. Ήταν δύο πανέμορφοι νεαροί που πουλούσαν, χωρίς ενδοιασμούς, το κορμί τους σε άνδρες ανεξαρτήτως ηλικίας. Δεν αποκλείεται ο Φόλκεστα να είχε την τάση να ερωτεύεται τέτοιου είδους άνδρες. Ούτε ήταν απίθανο ένας παρανοϊκός σχιζοφρενής

σαν τον Φόλκεστα να έχει σκοτώσει τον Γκούστο Χάνσεν από ζήλια ή για ένα σωρό άλλους λόγους, βασισμένους σε αυταπάτες, προϊόν σοβαρής ψύχωσης – παρόλο που κάτι τέτοιο μπορεί να μην ήταν εμφανές στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Στούλε είχε επισυνάψει σημειώσεις από την εποχή που ο Φόλκεστα δούλευε για την Κρίπος κι είχε έρθει σ’ αυτόν, να παραπονεθεί ότι άκουγε φωνές. Και παρόλο που η ψυχολογία είχε αποφανθεί εδώ και καιρό ότι το ν’ ακούει κανείς φωνές δεν είναι πάντα συνώνυμο της σχιζοφρένειας, ο Άουνε είχε πιστέψει ότι στην περίπτωση του Φόλκεστα ήταν. Είχε μάλιστα αρχίσει να προετοιμάζει μια διάγνωση που θα είχε κοστίσει στον Φόλκεστα την καριέρα του ως επιθεωρητή. Αλλά δεν χρειάστηκε ποτέ να την κοινοποιήσει, αφού ο Φόλκεστα είχε παραιτηθεί, έχοντας προλάβει να μιλήσει στον Άουνε για την ιδιαίτερη προσέγγιση που είχε κάνει σ’ έναν ανώνυμο συνάδελφό του. Μαζί με την παραίτησή του, είχε διακόψει και τις συνεδρίες του. Ήταν όμως προφανές ότι είχαν υπάρξει ένα δυο γεγονότα που μπορεί να ευθύνονταν για την επιδείνωση της κατάστασής του. Ένα από αυτά ήταν οι κρανιακές κακώσεις που είχε υποστεί και για τις οποίες είχε νοσηλευθεί αρκετό καιρό στο νοσοκομείο. Υπήρχαν αρκετές μελέτες που έδειχναν ότι, ακόμα και απαλά χτυπήματα στο κεφάλι,

μπορούν να προκαλέσουν συμπεριφορικές αλλαγές, όπως αυξημένη επιθετικότητα και μειωμένο έλεγχο των παρορμήσεων. Τα τραύματά του εκείνα, παρεμπιπτόντως, έμοιαζαν με τα τραύματα που προκαλούσε ο ίδιος, αργότερα, στα θύματά του. Και το δεύτερο γεγονός ήταν η απώλεια του Ρενέ Καλσνές, με τον οποίο –αν κρίνει κανείς από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων– ο Φόλκεστα είχε υπάρξει τρελά, σχεδόν εμμονικά ερωτευμένος. Εντέλει, δεν ήταν καθόλου παράξενο που ο Φόλκεστα ολοκλήρωσε την αποστολή του αυτοκτονώντας. Το μόνο παράδοξο ήταν ότι δεν είχε αφήσει πίσω του κανένα γραπτό ή προφορικό στοιχείο που θα εξηγούσε τις πράξεις του. Ήταν σύνηθες οι μεγαλομανείς να νιώθουν την ανάγκη να τους θυμούνται, να τους καταλάβουν, να τους ανακηρύξουν ιδιοφυείς, να τους θαυμάζουν και να τους δώσουν μια επάξια θέση στην ιστορία. Η ψυχολογική έκθεση είχε τύχει καλής υποδοχής. Ήταν το τελευταίο κομμάτι του παζλ, είχε πει ο Μίκαελ Μπέλμαν. Αλλά ο Στούλε Άουνε υποψιαζόταν ότι υπήρχε και κάτι άλλο από πίσω, κάτι μεγίστης σημασίας για την αστυνομία. Με αυτή του τη διάγνωση, είχε μπει τέλος σ’ ένα ερώτημα που μπορεί να είχε δημιουργήσει πικρίες και προβλήματα: πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος μέσα από τους κόλπους

της αστυνομίας να βρίσκεται πίσω από όλες αυτές τις σφαγές; Ο Φόλκεστα ήταν πρώην αστυνομικός· τι έλεγαν οι πράξεις για το επάγγελμά του και για την κουλτούρα που επικρατούσε μες στο Σώμα; Ενώ τώρα αυτή η συζήτηση μπορούσε να κλείσει επειδή ένας ψυχολόγος είχε αποφανθεί ότι ο Άρνολ Φόλκεστα ήταν τρελός. Και η τρέλα δεν έχει αιτία. Η τρέλα απλώς υπάρχει, σαν φυσική καταστροφή που ξεσπάει από το πουθενά. Και μετά η ζωή συνεχίζεται, γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Έτσι σκεφτόταν ο Μίκαελ Μπέλμαν και οι υπόλοιποι. Ο Στούλε Άουνε, όμως, δεν σκεφτόταν έτσι. Αλλά θα έπρεπε να το ξεχάσει για την ώρα. Είχε γυρίσει πίσω στη δουλειά του, όμως ο Γκούναρ Χάγκεν είχε εκφράσει την επιθυμία να επισημοποιηθεί η παρέα του λεβητοστάσιου ως σταθερή ομάδα, μονίμως διαθέσιμη, περίπου σαν τη Δέλτα. Η Κατρίνε είχε ήδη δεχθεί πρόσκληση να προσληφθεί ως επιθεωρήτρια στο Ανθρωποκτονιών και την είχε αποδεχθεί. Ισχυριζόταν ότι είχε πολλούς καλούς λόγους να μετακομίσει στην απαίσια πρωτεύουσά τους. Ο οργανοπαίχτης ξανάρχισε: ο Στούλε άκουσε το τρίξιμο των πεντάλ και μετά τη μουσική. Να και η νύφη με τον γαμπρό, νιόπαντροι πια. Δεν χρειαζόταν να γυρίσουν τα κεφάλια τους αποδώ κι αποκεί, γνέφοντας· οι καλεσμένοι

ήταν τόσοι λίγοι, που μπορούσαν να τους κοιτάξουν όλους με μια ματιά. Η δεξίωση θα γινόταν στου Σρέντερ. Βεβαίως, το στέκι του Χάρι δεν ήταν το πρώτο πράγμα που σου ερχόταν στο μυαλό όταν σκεφτόσουν «γαμήλια δεξίωση», αλλά σύμφωνα με τον Χάρι ήταν επιλογή της Ράκελ, όχι δική του. Οι καλεσμένοι γύρισαν κι ακολούθησαν τη Ράκελ και τον Χάρι, που συνέχισαν να προσπερνούν τα άδεια στασίδια στο βάθος της εκκλησίας, προχωρώντας προς την έξοδο. Προς τη λιακάδα του Ιούνη, σκέφτηκε ο Στούλε. Προς το υπόλοιπο αυτής της ημέρας. Προς το μέλλον. Οι τρεις τους, ο Όλεγκ, η Ράκελ και ο Χάρι. «Ω, Στούλε» είπε η Ίνγκριντ, βγάζοντας το μαντίλι από το τσεπάκι του και προσφέροντάς του το.

Η Αουρόρα καθόταν στον πάγκο και, από τις ζητωκραυγές, συμπέρανε ότι οι συμπαίκτριές της είχαν σκοράρει ξανά. Ήταν το δεύτερο ματς του τουρνουά και φαινόταν ότι θα το κέρδιζαν κι αυτό. Υπενθύμισε στον εαυτό της να στείλει μήνυμα στον μπαμπά. Η αλήθεια ήταν ότι δεν την πολυενδιέφερε αν θα κέρδιζαν ή όχι. Ήξερε ότι ούτε τη μαμά την ένοιαζε. Αλλά ο μπαμπάς πάντα έκανε λες και ήταν η νέα παγκόσμια πρωταθλήτρια όταν του έλεγε για κάποια νέα νίκη

της ομάδας της στο πρωτάθλημα παγκορασίδων. Η Εμίλιε κι η Αουρόρα είχαν παίξει σχεδόν σε όλο το πρώτο ματς κι έτσι κάθονταν τώρα στον πάγκο. Η Αουρόρα είχε αρχίσει να μετράει τους θεατές στις απέναντι κερκίδες και τις είχαν μείνει μόνο δύο σειρές. Οι περισσότεροι ήταν γονείς, φυσικά, και παίχτες από άλλες ομάδες που συμμετείχαν στο τουρνουά, αλλά νόμιζε ότι είχε δει κάπου κι ένα οικείο της πρόσωπο. Η Εμίλιε τη σκούντηξε. «Δεν παρακολουθείς τον αγώνα;» «Ναι, φυσικά... Να σου πω, βλέπεις εκείνον τον άνδρα εκεί πάνω, στην τρίτη σειρά; Εκείνον που κάθεται μακριά από τους άλλους. Τον έχεις ξαναδεί;» «Δεν ξέρω. Είναι πολύ μακριά. Δεν θα ’θελες να ’χες πάει στον γάμο;» «Όχι. Αυτά είναι για μεγάλους. Πρέπει να πάω στην τουα​λ έτα. Έρχεσαι;» «Στη μέση του αγώνα, είσαι καλά; Κι αν μας φωνάξουν;» «Αφού είναι η σειρά της Σαρλότε και της Κατίνκα. Έλα, ντε». Η Εμίλιε την κοίταξε. Και η Αουρόρα κατάλαβε τι σκεφτόταν: ότι συνήθως η Αουρόρα δεν ζητούσε από κανέναν να τη συνοδεύσει στην τουαλέτα. Δεν ζητούσε από κανέναν να τη συνοδεύσει σε τίποτα. Η Εμίλιε δίστασε. Γύρισε προς το γήπεδο. Κοίταξε τον

προπονητή που καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα στη γραμμή του άουτ. Κούνησε το κεφάλι της. Η Αουρόρα αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να τελειώσει το ματς και να πάνε όλοι μαζί μέχρι τα αποδυτήρια και τις τουαλέτες. «Έρχομαι αμέσως» ψιθύρισε. Σηκώθηκε και πήγε τρέχοντας προς στις σκάλες. Στην πόρτα κοντοστάθηκε, γύρισε και κοίταξε τις κερκίδες. Έψαξε για το πρόσωπο που νόμισε ότι είχε αναγνωρίσει, αλλά δεν το είδε πουθενά. Ύστερα κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας.

Η Μόνα Γκάμλεμ στεκόταν μόνη της στο κοιμητήριο της εκκλησίας Μπράγκερνες. Είχε οδηγήσει από το Όσλο ως το Ντράμεν και της είχε πάρει κάποια ώρα μέχρι να το βρει. Έπρεπε να ζητήσει οδηγίες για να εντοπίσει τον τάφο. Ο ήλιος γυάλιζε πάνω στην πέτρινη ταφόπλακα γύρω από το όνομά του. Άντον Μίτετ. Γυάλιζε περισσότερο απ’ ό,τι όσο ήταν ζωντανός, σκέφτηκε. Την είχε αγαπήσει όμως. Η Μόνα έχωσε μια τσίχλα μέντας στο στόμα της, σκεφτόμενη αυτό που της είχε πει όταν την είχε πάει σπίτι, μετά τη βάρδια της στο Ρικσχοσπιτάλ και είχαν φιληθεί για πρώτη φορά: του άρεσε η γεύση μέντας στο στόμα της. Και την τρίτη φορά, όταν ήταν παρκαρισμένοι μπροστά από το σπίτι της κι εκείνη

είχε γείρει προς το μέρος του, είχε ανοίξει το φερμουάρ του και –πριν ξεκινήσει– είχε βγάλει την τσίχλα από το στόμα της και την είχε κολλήσει, διακριτικά, κάτω από το κάθισμα. Κι αμέσως μετά είχε μασήσει μια ολοκαίνουργια τσίχλα, πριν αρχίσουν να φιλιούνται ξανά. Γιατί έπρεπε να έχει γεύση μέντας· αυτή η γεύση του άρεσε. Της έλειπε τώρα. Δεν είχε καν το δικαίωμα να νιώθει ότι της λείπει, κι αυτό το έκανε ακόμα χειρότερο. Η Μόνα Γκάμλεμ άκουσε βήματα στο χαλικόστρωτο μονοπάτι ξοπίσω της. Ίσως να ήταν εκείνη. Η άλλη γυναίκα. Η Λάουρα. Η Μόνα Γκάμλεμ άρχισε να απομακρύνεται χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει, προσπαθώντας να απομακρύνει τα δάκρυά της, προσπαθώντας να μην παρεκκλίνει από το μονοπάτι.

Η πόρτα της εκκλησίας άνοιξε, αλλά ο Τρουλς δεν είδε κανέναν να βγαίνει έξω. Κοίταξε το περιοδικό στη θέση του συνοδηγού. Το Magazinet. Είχε συνέντευξη του Μίκαελ. Ο ευτυχισμένος οικογενειάρχης, φωτογραφημένος με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο ταπεινός, σοφός αρχηγός της αστυνομίας, που ομολογούσε ότι η υπόθεση του χασάπη της αστυνομίας δεν θα είχε λυθεί δίχως την υποστήριξη της γυναίκας του, Ούλα, στο σπίτι. Χωρίς τη βοήθεια όλων των εξαίρετων

συναδέλφων του στα Κεντρικά. Και ότι η αποκάλυψη του Φόλκεστα είχε σημάνει και τη διαλεύκανση ακόμα μιας δολοφονίας: η βαλλιστική έκθεση είχε δείξει ότι το πιστόλι με το οποίο είχε αυτοκτονήσει ο Άρνολ Φόλκεστα ήταν το ίδιο μ’ εκείνο που είχε κοστίσει τη ζωή του Γκούστο Χάνσεν. Ο Τρουλς είχε σκάσει ένα τεράστιο χαμόγελο διαβάζοντάς το. Δεν υπήρχε περίπτωση! Έβαζε το χέρι του στη φωτιά ότι ο Χάρι Χόλε όλο και κάτι είχε μαγειρέψει πάλι. Ο Τρουλς δεν ήξερε το πώς και το γιατί, αυτό που ήξερε ήταν ότι ο Όλεγκ Φάουκε ήταν από εδώ και στο εξής υπεράνω πάσης υποψίας και μπορούσε να σταματήσει πια να κοιτάζει κάθε τρεις και λίγο πίσω από την πλάτη του. Να δεις που ο Χόλε θα τον έβαζε και στην Αστυνομική Ακαδημία τώρα! Εντάξει λοιπόν, ο Τρουλς δεν επρόκειτο να τους σταθεί εμπόδιο. Καταπληκτικό κάψιμο· σεβασμός. Εν πάση περιπτώσει, δεν είχε κρατήσει το περιοδικό λόγω του Μίκαελ, του Όλεγκ ή του Χάρι. Τη φωτογραφία της Ούλα ήθελε. Μια προσωρινή υποτροπή πριν το ξεφορτωθεί – και το περιοδικό και την Ούλα. Έφερε στον νου του τη γυναίκα που είχε συναντήσει στο καφέ την προηγούμενη μέρα. Online dating. Δεν συγκρινόταν φυσικά ούτε με την Ούλα, ούτε με τη Μέγκαν Φοξ. Λίγο μεγάλη του έπεφτε, με μεγαλύτερο κώλο απ’ ό,τι θα ’πρεπε

και παραπάνω φλυαρία απ’ ό,τι χρειαζόταν. Αλλά, πλην αυτών, του άρεσε. Όχι ότι δεν είχε αναρωτηθεί αν μια γυναίκα που αποτυγχάνει στην ηλικία, το πρόσωπο και τον κώλο και δεν μπορεί να το βουλώσει κιόλας ήταν ποτέ δυνατόν ν’ αξίζει τον κόπο. Δεν ήξερε την απάντηση. Αυτό που ήξερε ήταν ότι του άρεσε. Ή, για την ακρίβεια, του άρεσε το γεγονός ότι άρεσε αυτός σ’ εκείνην. Ίσως να τον είχε λυπηθεί για το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο. Ίσως ο Μίκαελ να είχε δίκιο τελικά: ήταν τόσο άσχημος έτσι κι αλλιώς, που μια μικρή αναδιάταξη προσώπου δεν έκανε καμία διαφορά. Ή ίσως κάτι είχε αλλάξει μέσα του, κατά κάποιον τρόπο. Δεν ήξερε τι και πώς, αλλά μερικές μέρες ξυπνούσε κι αισθανόταν νέος. Σκεφτόταν αλλιώς. Μιλούσε στους γύρω του με τρόπο διαφορετικό. Κι ήταν λες και οι γύρω του το καταλάβαιναν αυτό. Λες και του συμπεριφέρονταν κι εκείνοι με άλλο τρόπο. Με καλό τρόπο. Κι αυτό του είχε δώσει το κουράγιο να κάνει ακόμα ένα βήμα παραπέρα, παρόλο που δεν ήξερε πού θα τον οδηγούσε. Όχι ότι είχε εξιλεωθεί, ή τίποτα τέτοιο. Η διαφορά ήταν πολύ μικρή. Και μερικές μέρες πάλι δεν ένιωθε καθόλου νέος.

Τέλος πάντων, σκέφτηκε, κάποια στιγμή θα την έπαιρνε τηλέφωνο. Η συχνότητα της αστυνομίας έτριξε στο ραδιόφωνο. Από τον τόνο της φωνής κατάλαβε ότι κάτι σημαντικό γινόταν, κάτι διαφορετικό από τα γνωστά μποτιλιαρίσματα, τις διαρρήξεις υπογείων, τους οικογενειακούς καβγάδες και τoυς αχαλίνωτους μεθύστακες. Ένα πτώμα. «Μοιάζει με φόνο;» ρώτησε ο αρχηγός της ομάδας. «Θα έλεγα πως ναι». Η απάντηση ήταν μια προσπάθεια επίδειξης αυτού του λακωνικού, κουλ τόνου που η νεότερη γενιά φιλοδοξούσε να κατακτήσει. Όχι ότι δεν είχε είδωλα από τις παλιότερες γενιές. Παρόλο που ο Χόλε δεν συγκαταλεγόταν πια ανάμεσά τους, οι ρήσεις του ακόμη ζούσαν και βασίλευαν. «Η γλώσσα της... νομίζω ότι είναι η γλώσσα της. Την έχουν κόψει και την έχουν χώσει...» Ο νεαρός αστυνομικός δεν άντεξε, η φωνή του έσπασε. Ο Τρουλς αισθάνθηκε τον ενθουσιασμό να ξυπνάει μέσα του· την καρδιά του να χτυπάει πιο γρήγορα στους ζωογόνους της ρυθμούς. Τα πράγματα ακούγονταν άσχημα. Ήταν Ιούνης. Το ραντεβού του είχε ωραία μάτια. Και μεγάλα βυζιά κάτω από τα ρούχα της, έβαζε στοίχημα. Ναι, το καλοκαίρι προμηνυόταν ωραίο.

«Διεύθυνση;» «Πλατεία Αλεξάντερ Χίλαν, νούμερο 22. Τι σκατά, κοίτα πόσους καρχαρίες έχει!» «Καρχαρίες;» «Ναι, μωρέ, από αυτούς που ζωγραφίζουν πάνω στις σανίδες του σερφ. Το μέρος είναι τίγκα σ’ αυτούς». Ο Τρουλς έβαλε πρώτη. Ίσιωσε τα γυαλιά ηλίου του, πάτησε το γκάζι και άφησε τον συμπλέκτη. Ορισμένες μέρες ήταν καινούργιες. Άλλες, πάλι, όχι.

Η τουαλέτα των κοριτσιών ήταν στο τέρμα του διαδρόμου. Η πόρτα έκλεισε ξοπίσω της και η Αουρόρα σκέφτηκε αμέσως πως είχε πολλή ησυχία εκεί μέσα. Η φασαρία του πλήθους είχε σβήσει και τώρα ήταν μόνη της. Κλειδώθηκε στα γρήγορα μέσα σε μία τουαλέτα, κατέβασε το σορτσάκι της, το εσώρουχό της και κάθισε πάνω στο κρύο, πλαστικό κάθισμα. Σκέφτηκε τη γαμήλια τελετή. Ναι, θα προτιμούσε να βρίσκεται τώρα εκεί. Δεν είχε ξαναδεί ανθρώπους να παντρεύονται, όχι επισήμως τουλάχιστον. Αναρωτήθηκε αν μια μέρα θα παντρευόταν και η ίδια. Προσπάθησε να το φανταστεί: να κάθεται έξω από την εκκλησία, γελώντας και σκύβοντας κάτω από το ρύζι που θα της πετούσαν, με το

λευκό της νυφικό, ένα σπίτι και μια δουλειά που θα της άρεσε. Με το αγόρι με το οποίο θα έκαναν παιδιά. Προσπάθησε να φανταστεί αυτό το αγόρι. Η πόρτα άνοιξε και κάποιος μπήκε στις τουαλέτες. Η Αουρόρα καθόταν σε μια κούνια στον κήπο, έχοντας τον ήλιο στο πρόσωπό της, και δεν μπορούσε να δει το αγόρι. Ήλπιζε ότι ήταν τέλειο. Ένα αγόρι που σκεφτόταν σαν κι εκείνη. Λίγο σαν τον μπαμπά της, αλλά όχι τόσο ιδιότροπο. Όχι, όχι· ακριβώς τόσο ιδιότροπο. Τα βήματα ήταν πολύ βαριά για να είναι γυναικεία. Η Αουρόρα τεντώθηκε για να κόψει λίγο χαρτί τουαλέτας και κοκάλωσε. Προσπάθησε να πάρει ανάσα αλλά δεν μπορούσε. Δεν υπήρχε αέρας. Ένιωσε τον λαιμό της να σφίγγεται. Υπερβολικά βαριά για να είναι γυναικεία. Και τώρα είχαν σταματήσει. Η Αουρόρα κοίταξε κάτω. Στο κενό ανάμεσα στην πόρτα και το πάτωμα είδε μια σκιά. Κι ένα ζευγάρι μακριές, μυτερές μπότες. Καουμπόικες μπότες. Η Αουρόρα δεν ήξερε αν το κουδούνισμα στο κεφάλι της ήταν από τις γαμήλιες καμπάνες ή από την καρδιά της, που χτυπούσε σαν τρελή. Ο Χάρι βγήκε έξω, στα σκαλιά της εκκλησίας. Μισόκλεισε τα μάτια του στη λιακάδα του Ιούνη. Στάθηκε έτσι, με τα μάτια

κλειστά, ακούγοντας τον ήχο από τις καμπάνες να αντηχεί πέρα για πέρα στο Όπσαλ. Νιώθοντας ότι ο κόσμος βρισκόταν σε πλήρη αρμονία, σε πλήρη γαλήνη, σε πλήρη τάξη. Ξέροντας ότι εδώ τελείωναν όλα. Έτσι.

Διαβάστε τις πρώτες σελίδες από το επόμενο βιβλίο του Jo Nesbo O γιος μετάφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΟ 2015

Το φθινόπωρο του 2014 θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ το δεύτερο βιβλίο της σειράς με τον Χάρι Χόλε (μετά τη Νυχτερίδα) με τίτλο Οι κατσαρίδες (μετάφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη).

1

O

Ρόβερ κοίταξε το λευκοβαμμένο, τσιμεντένιο πάτωμα του ορθογώνιου κελιού, εμβαδού έντεκα τετραγωνικών μέτρων, και έσφιξε τα δόντια του, τους μεγάλους κεντρικούς κοπτήρες της κάτω γνάθου, που ήταν από χρυσό. Είχε φτάσει στο δύσκολο μέρος της εξομολόγησης. Το μόνο που ακουγόταν στο κελί ήταν τα νύχια του, που έξυναν τώρα το τατουάζ της Παναγίας στον πήχη του χεριού του. Το αγόρι που καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι απέναντί του δεν είχε βγάλει μιλιά από τη στιγμή που ο Ρόβερ είχε μπει στο κελί. Απλώς κατένευε και χαμογελούσε σαν τον Βούδα, ικανοποιημένο, με το βλέμμα του καρφωμένο σε κάποιο ακαθόριστο σημείο πάνω στο μέτωπο του άνδρα απέναντί του. Το φώναζαν Σόνι και έλεγαν ότι στα δέκα είχε σκοτώσει ήδη δύο ανθρώπους, ότι ο πατέρας του ήταν ένα

διεφθαρμένος αστυνομικός και ότι είχε υπερφυσικές ικανότητες. Δύσκολο να πει κανείς αν είχε ακούσει τίποτα τώρα: τα πράσινα μάτια και το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του ήταν κρυμμένα πίσω από τα μακριά, βρόμικα μαλλιά του. Αλλά δεν είχε σημασία. Το μόνο που ήθελε ο Ρόβερ ήταν άφεση αμαρτιών, την ευλογία του, ώστε να διαβεί την επομένη τις πύλες των φυλακών υψίστης ασφαλείας με την αίσθηση ότι είχε εξιλεωθεί. Όχι ότι ήταν άνθρωπος θρησκευόμενος. Αλλά λίγη πίστη δεν βλάπτει όταν κανείς αποφασίζει ν’ αλλάξει τα πράγματα και να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό σου να πάρει τον ίσιο δρόμο. Για την ώρα, ο Ρόβερ πήρε μια βαθιά ανάσα: «Νομίζω πως ήταν Λευκορωσίδα. Εκεί δεν βρίσκεται το Μινσκ; Στη Λευκορωσία, ε;» είπε και σήκωσε απότομα το βλέμμα, αλλά ο νεαρός άνδρας δεν του απάντησε. «Ο Νέστωρ τη φώναζε Μινσκ» είπε ο Ρόβερ. «Αυτός μου ’πε ότι έπρεπε να την πυροβολήσω». Το πλεονέκτημα του να εξομολογείται κανείς σε κάποιον με καμένο εγκέφαλο ήταν ότι ο ακροατής δεν θυμόταν κατόπιν ούτε ονόματα, ούτε γεγονότα· ήταν λες και μιλούσε στον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως γι’ αυτό οι κρατούμενοι προτιμούσαν το αγόρι, αντί για κάποιον παπά ή ψυχολόγο. «Ο Νέστωρ την είχε μαζί με άλλα οκτώ κορίτσια σε κάτι

κλουβιά κάτω στο Ενερχάουγκεν. Ανατολικοευρωπαίες και Ασιάτισσες. Μικρές. Έφηβες. Έτσι ήθελε να πιστεύει, τουλάχιστον. Αλλά η Μινσκ ήταν μεγαλύτερη. Δυνατότερη. Κατάφερε να δραπετεύσει. Πρόλαβε κι έφτασε μέχρι το πάρκο Τέγιεν, πριν η σκύλα του Νέστορα την προλάβει. Ένα αργεντίνικο ντόγκο, τα ξέρεις;» Το βλέμμα του νεαρού δεν άλλαξε, απλώς το χέρι του σηκώθηκε, βρήκε τη γενειάδα του κι άρχισε να τη χτενίζει αργά με τα δάχτυλά του. Το μανίκι του βρόμικου, μεγάλου πουκαμίσου του γλίστρησε και αποκάλυψε σημάδια και κοψίματα. Ο Ρόβερ συνέχισε: «Μια θεόρατη, αλμπίνο σκύλα, ρε φίλε. Σκότωνε ό,τι της έδειχνε ο κύριός της. Κι άλλα τόσα. Στη Νορβηγία απαγορεύονται. Ο Νέστωρ την είχε φέρει από την Τσεχία, μέσω ενός κυνοκομείου στο Ράλινγκεν, όπου την είχαν καταγράψει ως λευκό μπόξερ. Πήγαμε και την αγοράσαμε όταν ήταν ακόμη κουτάβι. Πενήντα χιλιάρικα κολλαριστά μάς κόστισε. Κι ανάθεμά την, ήταν τόσο χαριτωμένη, που ήταν αδύνατον να φανταστείς πώς...» Ο Ρόβερ σταμάτησε απότομα. Ήξερε ότι μιλούσε για τη σκύλα, μόνο και μόνο για να καθυστερήσει να πει τα υπόλοιπα. «Τέλος πάντων...» Τέλος πάντων. Κοίταξε το τατουάζ που είχε στον άλλο του

πήχη. Έναν καθεδρικό ναό με δυο καμπαναριά. Ένα για κάθε ποινή που είχε εκτίσει. Καμιά τους δεν είχε, τέλος πάντων, σχέση με τα τατουάζ του. Ο Ρόβερ είχε φέρει στη λέσχη μοτοσικλετιστών ένα περίστροφο, λαθραία. Τροποποιούσε διάφορα τέτοια στο ιδιωτικό του συνεργείο. Ήταν καλός σ’ αυτά. Υπερβολικά καλός. Tόσο καλός, που στο τέλος η δουλειά του έπαψε να περνάει απαρατήρητη και τον τσάκωσαν. Τόσο καλός τέλος πάντων, που, με το που βγήκε την πρώτη φορά από τη φυλακή, τον ψάρεψε ο Νέστωρ με τη μία. Κι έγινε δικός του μέχρι το κόκαλο, μια κι οι άνθρωποι του Νέστορα –εν αντιθέσει με τους μοτοσικλετάδες ή όποιους άλλους ανταγωνιστές– έπρεπε πάντα να ’χουν τα καλύτερα όπλα. Για λίγους μήνες δουλειάς, ο Νέστωρ τον είχε πληρώσει παραπάνω απ’ όσα θα ’βγαζε δουλεύοντας στο συνεργείο μια ολόκληρη ζωή. Αλλά του είχε ζητήσει σε αντάλλαγμα πολλά. Πάρα πολλά. «Κείτονταν στο δασάκι με τα αίματα να τρέχουν. Εκεί, ξαπλωμένη, ακίνητη, να μας κοιτάζει. Η σκύλα τής είχε φάει ένα ολόκληρο κομμάτι απ’ το πρόσωπο, μπορούσες να δεις τα δόντια της». Ο Ρόβερ κάνει μια γκριμάτσα. Έχει φτάσει στο ζουμί της υπόθεσης τώρα. «Ο Νέστωρ μάς είπε πως είχε έρθει η ώρα να πάρουν ένα μάθημα και τα υπόλοιπα κορίτσια, να καταλάβουν τι διακινδύνευαν. Και ότι η Μινσκ δεν είχε πια καμιά αξία, σαν το πρόσωπό της...» Ο Ρόβερ ξεροκατάπιε.

«Και μου ζήτησε να το κάνω, να τελειώνω εγώ την υπόθεση. Είπε ότι έτσι θα αποδείκνυα την αφοσίωσή μου, καταλαβαίνεις; Είχα πάνω μου ένα Ρούγκερ ΜΚ2, λίγο πειραγμένο. Και ήθελα να το κάνω. Πραγματικά ήθελα. Δεν ήταν αυτό...» Ο Ρόβερ ένιωσε ένα σφίξιμο στον λαιμό. Πόσο συχνά δεν τα ’χε σκεφτεί όλα αυτά, πόσες φορές δεν είχε ξαναπαίξει στο μυαλό του εκείνα τα δευτερόλεπτα στο πάρκο Τέγιεν, εκείνο το βράδυ; Εκατό φορές; Χίλιες; Σ’ επανάληψη· η κοπέλα, ο Νέστωρ κι αυτός, σε πρωταγωνιστικό ρόλο, κι όλοι οι υπόλοιποι, σιωπηλοί μάρτυρες. Ακόμα και η σκύλα το είχε βουλώσει τότε. Κι όμως τώρα, που τ’ ομολογούσε πρώτη φορά στα φωναχτά, τώρα καταλάβαινε ότι δεν ήταν όνειρο, ότι είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Ή, μάλλον, ήταν λες και το σώμα του το κατανοούσε για πρώτη φορά και προσπάθησε να τον κάνει ν’ αναγουλιάσει. Ο Ρόβερ πήρε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη για να διώξει το αίσθημα ναυτίας. «Αλλά δεν μπόρεσα. Παρόλο που ήξερα ότι θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Εκείνοι περίμεναν, με τη σκύλα έτοιμη, κι εγώ σκεφτόμουν ότι, στη θέση της, από σφαίρα θα διάλεγα κι εγώ να πάω. Αλλά ήταν λες και η σκανδάλη ήταν από μπετόν. Δεν μπορούσα να την τραβήξω με τίποτα». Ο νεαρός φάνηκε να γνέφει ελάχιστα. Είτε προς αυτά που

έλεγε ο Ρόβερ, είτε στον ρυθμό μιας μουσικής που μόνο εκείνος άκουγε. «Ο Νέστωρ είπε ότι δεν γινόταν να περιμένουμε για πάντα, εξάλλου ήμασταν στη μέση ενός δημόσιου πάρκου. Κι έτσι έβγαλε από τη θήκη που είχε στο πόδι του ένα μικρό, κυρτό μαχαίρι, έκανε ένα βήμα εμπρός, την έπιασε από τα μαλλιά, σήκωσε λίγο το κεφάλι της και της έσχισε τον λαιμό με τη μία. Λες και καθάριζε ψάρι. Το αίμα πετάχτηκε τρεις, πέντε φορές και ύστερα άδειασε. Αλλά ξέρεις τι μου ’χει μείνει στο μυαλό; Η σκύλα. Πώς άρχισε να ουρλιάζει με το που πετάχτηκε το αίμα απ’ τον λαιμό της κοπέλας». Ο Ρόβερ έγειρε προς τα εμπρός πάνω στην καρέκλα του, με τους αγκώνες πάνω στα γόνατα. Έκλεισε τ’ αυτιά με τις παλάμες του. Άρχισε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. «Κι εγώ δεν έκανα τίποτα. Απλώς καθόμουν και κοιτούσα. Τίποτα δεν έκανα, γαμώ το κέρατό μου. Τους κοιτούσα απλώς που την τύλιξαν σ’ ένα χαλί και την πήγαν μέχρι το αμάξι. Την πήγαμε ως το δάσος, στην Εστμάρκα, στο δασικό περίπτερο. Κατεβήκαμε την πλαγιά και την κουβαλήσαμε ως τη λίμνη Ούλσρουντ. Πολλά σκυλιά βγαίνουν βόλτα εκεί κάτω, κι έτσι τη βρήκαν την επομένη κιόλας. Ακριβώς αυτό ήθελε κι ο Νέστωρ, να τη βρουν, καταλαβαίνεις; Για να δει τις φωτογραφίες στις εφημερίδες, που έδειχναν τι της συνέβη. Για να τις δείξει στα υπόλοιπα κορίτσια».

Ο Ρόβερ πήρε τα χέρια από τ’ αυτιά του. «Σταμάτησα να κοιμάμαι. Κάθε φορά που κοιμόμουν έβλεπα μόνο εφιάλτες. Την κοπέλα να μου χαμογελάει με τα γυμνά της δόντια. Πήγα λοιπόν στον Νέστορα και του ’πα ότι αυτό ήταν, φεύγω. Τέρμα το λιμάρισμα των Ούζι και των Γκλογκ, από εδώ και πέρα θα βίδωνα βίδες μόνο σε μοτοσικλέτες. Ήθελα να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου, χωρίς να πρέπει ν’ ανησυχώ για τους μπάτσους κάθε τρεις και λίγο. Ο Νέστωρ είπε εντάξει, είχε λέει καταλάβει ότι δεν είχα ίχνος κακού τύπου μέσα μου. Όμως μου εξήγησε λεπτομερώς τι θα πάθαινα έτσι κι άνοιγα το στόμα μου. Εγώ καταχάρηκα και ξανάρχισα τη ζωή μου. Αρνήθηκα κάθε προσφορά, παρόλο που μου ’χαν μείνει διάφορα γαμάτα Ούζι. Αλλά είχα μονίμως την αίσθηση ότι κάτι μαγειρευόταν, καταλαβαίνεις; Ότι ήθελαν να με καθαρίσουν. Ναι, τόσο πολύ μάλιστα, που σχεδόν ανακουφίστηκα όταν μ’ έπιασαν οι μπάτσοι και μ’ έχωσαν μέσα, σ’ ένα ασφαλές κελί. Για μια παλιά υπόθεση ήταν, όπου είχα δευτερεύοντα ρόλο, αλλά τσάκωσαν δυο τύπους που μαρτύρησαν ότι τους είχα προμηθεύσει τα όπλα. Έτσι κι εγώ ομολόγησα επιτόπου». Ο Ρόβερ έσκασε στα γέλια. Έβηξε. Έσκυψε μπροστά: «Βγαίνω αποδώ σε οκτώ ώρες. Δεν έχω ιδέα τι σκατά με περιμένει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Νέστωρ γνωρίζει ότι

θα βγω, παρόλο που βγαίνω τέσσερις βδομάδες νωρίτερα. Ξέρει ό,τι συμβαίνει εδώ μέσα και ό,τι τρέχει με την μπατσαρία. Απ’ ό,τι κατάλαβα, έχουν κόσμο παντού. Οπότε αν ήταν να με καθαρίσει, μπορούσε να το κάνει κι εδώ μέσα, αντί να περιμένει να βγω έξω πρώτα. Εσύ τι λες;» Ο Ρόβερ περίμενε. Σιωπή. Ο νεαρός δεν φαινόταν να πολυσκέφτεται. «Τέλος πάντων» είπε ο Ρόβερ. «Μια ευλογία δεν βλάπτει, βλάπτει;» Με το άκουσμα της λέξης «ευλογία» ήταν λες και τα μάτια του άλλου άστραψαν· σήκωσε το δεξί του χέρι κάνοντας νόημα στον Ρόβερ να έρθει πιο κοντά και να γονατίσει. Αυτός γονάτισε πάνω στο μικρό χαλάκι που βρισκόταν μπροστά στο κρεβάτι. O Φρανκ δεν άφηνε κανέναν άλλο κρατούμενο να ’χει χαλί στο πάτωμα· σύμφωνα με το ελβετικό μοντέλο που ακολουθούσαν στη φυλακή, απαγορευόταν καθετί περιττό. Κάθε κρατούμενος μπορούσε να έχει μόνο είκοσι υπάρχοντα. Αν ήθελες ένα ζευγάρι παπούτσια, έπρεπε να στερηθείς δυο σώβρακα ή δυο βιβλία, παραδείγματος χάριν. Ο Ρόβερ κοίταξε το πρόσωπο του νεαρού. Η άκρη της γλώσσας του ύγραινε τα ξερά του χείλη. Η φωνή του ήταν αναπάντεχα λεπτή όταν ακούστηκε και, παρόλο που οι λέξεις έβγαιναν αργά και ψιθυριστά, ήταν ξεκάθαρες:

«Όλοι της γης και τ’ ουρανού οι θεοί ελεούν σε και οι αμαρτίες σου συγχωρούνται. Θα πεθάνεις, αλλά του μετανοημένου η ψυχή στον Παράδεισο και πάλι καταλήγει. Αμήν». Ο Ρόβερ έσκυψε το κεφάλι. Ένιωσε το αριστερό χέρι του άλλου πάνω στο ξυρισμένο του κρανίο. Το αγόρι ήταν αριστερόχειρας, αλλά δεν χρειαζόταν να είσαι στατιστικολόγος για να ξέρεις ότι είχε μικρότερο προσδόκιμο ζωής από τους δεξιόχειρες. Ο θάνατος από υπερβολική δόση μπορεί να ερχόταν αύριο, μπορεί σε δέκα χρόνια· κανείς δεν ήξερε. Αλλά αυτό που έλεγαν, ότι το αριστερό του χέρι θεράπευε, ο Ρόβερ δεν το έχαβε. Εδώ δεν πίστευε καλά καλά σε όλα αυτά περί ευλογίας... Τότε, τι δουλειά είχε εδώ πέρα; Τα γνωστά. Τι θρησκεία, τι ασφάλεια πυρός: πολύ πιθανόν να μην τη χρειάζεσαι, αλλά όταν όλοι σού λένε ότι το αγόρι μπορεί να σε ξαλαφρώσει από τα βάσανά σου, γιατί να μην πεις κι εσύ ένα ναι στην ψυχική γαλήνη; Ο Ρόβερ απορούσε περισσότερο με το πώς ήταν δυνατόν ένας τέτοιος τύπος να έχει σκοτώσει εν ψυχρώ. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Ίσως τελικά να ήταν αλήθεια αυτό που λένε: ο διάβολος φορά πολλά κοστούμια. «Σαλάμ αλέκουμ» είπε η φωνή και το χέρι αποτραβήχτηκε. Ο Ρόβερ παρέμεινε καθιστός με το κεφάλι του σκυμμένο.

Πιέζοντας τη λεία πίσω επιφάνεια των χρυσών του δοντιών με τη γλώσσα. Ήταν έτοιμος άραγε; Έτοιμος να συναντήσει τον Δημιουργό του, αν αυτό τον περίμενε εκεί έξω; Σήκωσε το κεφάλι του. «Το ξέρω ότι δεν ζητάς ποτέ πληρωμή αλλά...» Κοίταξε το γυμνό πόδι του νεαρού, που ήταν διπλωμένο από κάτω του. Eίδε την κατατρυπημένη μεγάλη φλέβα του ταρσού. «Την προηγούμενη φορά ήμουν στην Μπότσεν και όλοι εκεί μέσα έβρισκαν ντόπα εύκολα, χωρίς πρόβλημα. Αλλά δεν ήταν και υψίστης ασφαλείας. Εδώ λένε ότι ο Φρανκ έχει καταφέρει να κλείσει όλα τα κανάλια. Αλλά...» ο Ρόβερ έχωσε το χέρι του στην τσέπη «... δεν είναι αλήθεια». Έβγαλε έξω ένα αντικείμενο στο μέγεθος κινητού τηλεφώνου, μια επίχρυση θήκη που έμοιαζε με μίνι πιστόλι. Πάτησε τη μικροσκοπική σκανδάλη. Μια μικρή φλόγα ξεπήδησε από την κάννη. «Έχεις ξαναδεί τέτοιο πράγμα; Σίγουρα έχεις δει. Οι φρουροί που με ξάφρισαν όταν πρωτομπήκα ήξεραν τι είναι. Με ενημέρωσαν, μάλιστα, ότι πουλούσαν φτηνά λαθραία τσιγάρα, αν ενδιαφερόμουν. Και μ’ άφησαν να κρατήσω αυτόν τον μικρό αναπτήρα. Προφανώς δεν είχαν διαβάσει όλο μου το μητρώο. Δεν έχει ενδιαφέρον που η χώρα λειτουργεί συνολικά, τη στιγμή που τόσο πολλοί άνθρωποι κάνουν τσαπατσοδουλειές όλη την ώρα;» O Ρόβερ ζύγισε τον αναπτήρα στο χέρι του.

«Έφτιαξα δυο τέτοια πριν από οκτώ χρόνια. Δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι κανείς σ’ αυτή τη χώρα δεν κάνει καλύτερη δουλειά από μένα. Έμαθα από τον μεσάζοντα ότι ο πελάτης ήθελε ένα όπλο που να μη χρειάζεται καν να το κρύψει· ήθελε να μοιάζει, λέει, με κάτι άλλο. Κι έτσι έφτιαξα αυτό. Το μυαλό των ανθρώπων είναι παράξενο πράγμα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτονται όταν βλέπουν τούτο δω είναι, φυσικά, πιστόλι. Αλλά αν τους δείξεις ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναπτήρας, ξεχνούν αμέσως την πρώτη τους σκέψη. Μπορεί να είναι ανοιχτοί ακόμα και στην ιδέα ότι χρησιμοποιείται ως οδοντόβουρτσα ή ως κατσαβίδι. Αλλά ως πιστόλι, με τίποτα πια. Κι όμως...» Ο Ρόβερ γύρισε μια βίδα στο κάτω μέρος της λαβής. «Παίρνει δυο σφαίρες εννιά χιλιοστών. To ονόμασα γυναικοσκοτώστρα». Ο Ρόβερ έστρεψε την κάννη προς το αγόρι. «Μία για σένα, αγάπη μου...» Και ύστερα προς τον κρόταφό του. «Και μία για μένα...» Το γέλιο του ακούστηκε παράξενο, μοναχικό μες στο μικρό κελί. «Τέλος πάντων. Βασικά, έπρεπε να ’χω φτιάξει μόνο ένα, ο πελάτης δεν ήθελε να ξέρει κανείς άλλος το μυστικό αυτής της εφεύρεσης. Αλλά εγώ έφτιαξα άλλο ένα. Και το πήρα μαζί μου προληπτικά, σε περίπτωση που ο Νέστωρ έστελνε κάποιον να με καθαρίσει εδώ μέσα. Αλλά μια και βγαίνω

αύριο και δεν μου χρειάζεται πια, είναι δικό σου. Να, πάρε κι αυτό...» Ο Ρόβερ έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την άλλη του τσέπη. «Θα ’ναι πολύ περίεργο αν δεν έχεις και τσιγάρα, ε;» Έβγαλε το πλαστικό απ’ την κορυφή του πακέτου, το άνοιξε, τράβηξε μια ξεθωριασμένη κάρτα που έγραφε Συνεργείο Μηχανών «Ο Ρόβερ» και την έχωσε μέσα. «Έτσι έχεις και τη διεύθυνσή μου σε περίπτωση που χρειαστείς καμιά επιδιόρθωση σε καμιά μηχανή. Ή αν θες κάνα γαμάτο Ούζι. Όπως σου ’πα, έχω μερικά...» Η πόρτα άνοιξε και μια φωνή βρυχήθηκε: «Ρόβερ! Έξω τώρα!». O Ρόβερ γύρισε προς τη φωνή. Του δεσμοφύλακα που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας τού έπεφτε το παντελόνι, λόγω της μεγάλης αρμαθιάς κλειδιών που κρεμόταν από τη ζώνη του, μισοκρυμμένη από την κοιλιά του, η οποία ξεχείλιζε πάνω από το παντελόνι του σαν φουσκωμένη ζύμη. «Η Αγιότητά Του έχει επισκέψεις. Από έναν στενό συγγενή, μπορείς να πεις». Ο αξιωματικός γέλασε χλιμιντρίζοντας και γύρισε προς το μέρος κάποιου που στεκόταν πίσω από την πόρτα. «Θα το αντέξεις, Περ;» Ο Ρόβερ έχωσε το πιστόλι και τα τσιγάρα κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του αγοριού, σηκώθηκε και τον

κοίταξε για τελευταία φορά. Ύστερα βγήκε γρήγορα έξω.

Ο ιερέας της φυλακής ίσιωσε το καινούργιο του, λευκό κολάρο, που ποτέ δεν έμοιαζε να κάθεται σωστά. Ένας στενός συγγενής. Θα το αντέξεις, Περ; Πόσο θα ’θελε να φτύσει το γελαστό, χοντρό και λιπαρό πρόσωπο του φύλακα! Αντ’ αυτού, κατένευσε φιλικά προς τον κρατούμενο που έβγαινε από το κελί, προσποιούμενος ότι τον αναγνώριζε. Είδε τα τατουάζ στους πήχεις των χεριών του. Την Παναγία και τον καθεδρικό ναό. Αλλά όχι· είχε δει τόσα και τόσα τατουάζ και πρόσωπα τόσα χρόνια τώρα, που του ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο. Ο ιερέας πέρασε μέσα. Μύριζε λιβάνι. Κάτι, τέλος πάντων, που θύμιζε θυμίαμα. Ίσως και καμένη φούντα. «Καλημέρα, Σόνι». O νεαρός στο κρεβάτι δεν σήκωσε το κεφάλι του, ωστόσο κατένευσε αργά. Ο Περ Βολάν υπέθεσε ότι η παρουσία του καταγράφηκε και αναγνωρίστηκε. Kαι εγκρίθηκε. Κάθισε στην καρέκλα, νιώθοντας λίγο άβολα όταν αισθάνθηκε τη ζέστη από το σώμα που καθόταν εκεί προηγουμένως. Ακούμπησε την Αγία Γραφή που είχε φέρει μαζί του πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στο αγόρι. «Πήγα και άφησα λουλούδια στον τάφο των γονιών σου

σήμερα» είπε. «Το ξέρω ότι δεν μου το ζήτησες, αλλά...» Ο Περ Βολάν προσπάθησε να συναντήσει το βλέμμα του νεαρού. Είχε κι ο ίδιος δύο γιους, ενήλικες· είχαν φύγει κι οι δύο από το σπίτι. Όπως κι αυτός. Με τη διαφορά ότι εκείνοι ήταν ευπρόσδεκτοι να ξαναγυρίσουν. Στα πρακτικά της δίκης, ένας από τους μάρτυρες υπεράσπισης, ένας δάσκαλος, είχε καταθέσει ότι ο Σόνι ήταν πρότυπο μαθητή· ταλαντούχος παλαιστής, αρεστός σε όλους, πάντα εξυπηρετικός και, ναι, αλήθευε ότι το αγόρι είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνει αστυνομικός, σαν τον πατέρα του. Μόνο που ο Σόνι δεν ξαναπάτησε στο σχολείο από την ημέρα που βρήκαν το σημείωμα αυτοκτονίας του πατέρα του, όπου παραδεχόταν τη διαφθορά του. Ο ιερέας προσπάθησε να φανταστεί τι ντροπή μπορεί να είχε νιώσει ένας δεκαπεντάχρονος. Προσπάθησε να φανταστεί την ντροπή και των δικών του γιων αν μάθαιναν ποτέ τι έκανε και ο δικός τους πατέρας. Ίσιωσε το κολάρο του. «Ευχαριστώ» είπε το αγόρι. Ο Περ σκέφτηκε πόσο παράξενα νέος έμοιαζε ο νεαρός. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα πια. Είχε μπει εδώ μέσα στα δεκαοχτώ κι είχαν περάσει ήδη δώδεκα χρόνια. Ίσως έφταιγαν τα ναρκωτικά που τον είχαν μουμιοποιήσει, δεν τον άφηναν να μεγαλώσει. Μόνο τα μαλλιά και η γενειάδα του μάκραιναν, ενώ αυτός κοιτούσε τον κόσμο μέσα από τα ίδια

αθώα, παιδικά μάτια. Έναν κόσμο κακό. Γιατί ο Θεός ήξερε ότι ήταν κακός. Ο Περ Βολάν ήταν ιερέας των φυλακών για πάνω από σαράντα χρόνια και είχε δει τον κόσμο να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Το Κακό ήταν σαν καρκινικό κύτταρο, που πολλαπλασιαζόταν κι έκανε τα υγιή κύτταρα άρρωστα, τα δάγκωνε σαν βρικόλακας και τα εκφύλιζε. Kαι κανένα δεν γλίτωνε από τη στιγμή που δαγκωνόταν το πρώτο. Κανένα. «Πώς πάει, Σόνι; Πώς πήγε η άδεια; Είδες τη θάλασσα;» Καμία απάντηση. Ο Περ Βολάν ξερόβηξε. «Ο αξιωματικός μού είπε ότι είδατε και τη θάλασσα. Μάλλον το διάβασες στις εφημερίδες, ε; Βρήκανε μια γυναίκα, δολοφονημένη, κοντά στο μέρος που πήγατε, την επόμενη μέρα. Τη βρήκαν στο κρεβάτι της, μες στο σπίτι της. Το κεφάλι της ήταν... ναι. Οι πληροφορίες βρίσκονται εδώ...» Χτύπησε με τον δείκτη του τη ράχη της Αγίας Γραφής. «Ο αξιωματικός έχει ήδη αναφέρει ότι το έσκασες όταν ήσασταν δίπλα στη θάλασσα και ότι σε βρήκε μια ώρα αργότερα, στον δρόμο. Και ότι δεν ήθελες να του πεις πού είχες πάει. Είναι σημαντικό να μην πεις κάτι που θα διαψεύσει την κατάθεσή του, καταλαβαίνεις; Θα πεις, ως συνήθως, όσα το δυνατόν λιγότερα. Σύμφωνοι, Σόνι;»

Ο Περ Βολάν συνάντησε το βλέμμα του αγοριού. Τα μάτια του δεν αποκάλυπταν τι συνέβαινε εντός του, αλλά ο ιερέας ήταν σίγουρος ότι ο Σόνι Λόφτχους θα ακολουθούσε τις οδηγίες του. Δεν θα έλεγε τίποτα το περιττό ούτε στους αστυνομικούς επιθεωρητές, ούτε στους εισαγγελείς. Θα έλεγε απλώς ένα απαλό, ελαφρύ ναι, όταν τον ρωτούσαν αν παραδεχόταν την ενοχή του. Γιατί, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο Περ παρατηρούσε καμιά φορά έναν σκοπό, μια βούληση, ένα ένστικτο επιβίωσης σ’ αυτόν τον τοξικομανή, που τον έκαναν να διαφέρει από τους υπόλοιπους, όλους εκείνους που κυκλοφορούσαν μονίμως ελεύθεροι, που δεν είχαν ποτέ τους άλλα σχέδια, που μονίμως βρίσκονταν με το ένα πόδι εδώ μέσα. Κι αυτή η βούληση μπορούσε ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια μέσα από μια απότομη καθαρότητα στο βλέμμα του, μια ερώτηση που έδειχνε ότι ήταν τελικά παρών όλη την ώρα, ότι είχε ακούσει και είχε αντιληφθεί τα πάντα. Ή ακόμα και από τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε άξαφνα να σηκωθεί, με έναν συντονισμό, μια ισορροπία και μια ευκινησία που δεν συναντούσες σε άλλους χρήστες. Ενώ άλλες φορές, όπως τώρα, κανείς δεν μπορούσε να πει αν το αγόρι είχε επαφή με την πραγματικότητα. Ο Βολάν κουνήθηκε ανυπόμονα στην καρέκλα του. «Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι δεν πρόκειται να πάρεις άλλη άδεια για μερικά χρόνια. Αλλά έτσι κι αλλιώς, δεν σ’ αρέσει

να είσαι απέξω, έτσι δεν είναι; Άσε που τώρα έχεις δει και τη θάλασσα». «Ποτάμι ήταν. Ο σύζυγός της το ’κανε;» Ο ιερέας αναπήδησε. Όπως όταν αναπηδάει κανείς στην αναπάντεχη θέα κάποιου πράγματος που ξεπηδάει μέσα από τη μαύρη επιφάνεια του νερού. «Δεν ξέρω. Τι σημασία έχει;» Καμία απάντηση. Ο Βολάν αναστέναξε. Ξανάνιωσε ναυτία. Ερχόταν κι έφευγε ανά διαστήματα τώρα. Ίσως θα έπρεπε να κλείσει ραντεβού με τον γιατρό και να κάνει εξετάσεις. «Μην το σκέφτεσαι, Σόνι. Το σημαντικό είναι ότι εκεί έξω, άλλοι σαν κι εσένα ψάχνουν όλη μέρα για να βρουν μια δόση. Ενώ εδώ μέσα σού παρέχονται τα πάντα. Και να θυμάσαι ότι ο καιρός περνάει. Όταν οι προηγούμενες δολοφονίες παλιώσουν, παύεις να τους είσαι χρήσιμος. Με αυτήν εδώ, τουλάχιστον, πήρες παράταση της προθεσμίας». «Ο σύζυγός της το ’κανε. Είναι πλούσιος;» Ο Βολάν τού έδειξε την Αγία Γραφή. «Το σπίτι στο οποίο μπήκες περιγράφεται εδώ μέσα. Μοιάζει μεγάλο και πλήρως εξοπλισμένο. Αλλά ο συναγερμός που θα έπρεπε να προστατεύει όλον αυτόν τον πλούτο δεν λειτουργούσε, η πόρτα δεν ήταν καν κλειδωμένη. Το όνομά του είναι Μούρσαν. Ο εφοπλιστής με την καλύπτρα στο μάτι. Μήπως

τον έχεις δει στις εφημερίδες;» «Ναι». «Σοβαρά; Δεν πιστεύεις πως...» «Ναι, εγώ τη σκότωσα. Και ναι, θα διαβάσω για να δω πώς το έκανα». Ο Περ Βολάν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχει καλώς. Υπάρχουν ορισμένες λεπτομέρειες στον τρόπο που σκοτώθηκε, τις οποίες πρέπει να προσέξεις». «Εντάξει». «Η κορυφή του κεφαλιού της... ήταν κομμένη. Θα πρέπει να χρησιμοποίησες πριόνι, με κατάλαβες;» Τις λέξεις του ακολούθησε μια μακρά σιωπή, την οποία ο Περ Βολάν αναρωτήθηκε αν έπρεπε να γεμίσει με εμετό. Ναι, καλύτερα ο εμετός παρά οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα του. Κοίταξε τον νεαρό άνδρα. Τι αποφασίζει πώς θα είναι η ζωή του καθενός; Μια σειρά τυχαίων γεγονότων, των οποίων κύριος δεν είναι κανείς, ή κάποια κοσμική βαρύτητα που, άθελά σου, σε τραβάει προς τα εκεί που πρέπει να πας; Ο Περ Βολάν ξαναπίεσε το καινούργιο, περιέργως άκαμπτο κολάρο του μες στο πουκάμισό του. Έδιωξε την αίσθηση ναυτίας, προετοιμάστηκε ψυχικά. Σκέφτηκε αυτό που θα ακολουθούσε. Σηκώθηκε όρθιος. «Αν θες να επικοινωνήσεις μαζί μου, μένω πια στην πανσιόν της πλατείας Αλεξάντερ Χίλαν».

Συνάντησε το απορημένο βλέμμα του νεαρού. «Προσωρινά μόνο». Γέλασε κοφτά. «Με πέταξε έξω η γυναίκα μου και ξέρω τα παιδιά στην πανσιόν, οπότε...» Σταμάτησε απότομα. Μόλις είχε συνειδητοποιήσει γιατί τόσο πολλοί από τους κρατουμένους αναζητούσαν τον νεαρό για να του μιλήσουν. Για τη σιωπή του. Αυτό το απορροφητικό κενό των ανθρώπων που μόνο ακούνε, δίχως ν’ αντιδρούν ή να καταδικάζουν. Που, χωρίς να κάνουν τίποτα, σε ωθούν να βγάλεις από μέσα σου λέξεις και μυστικά. Είχε προσπαθήσει να κάνει κι αυτός το ίδιο ως ιερέας, αλλά ήταν λες κι οι κρατούμενοι μπορούσαν να οσμιστούν ότι είχε κάποια κρυφή ατζέντα. Δεν ήξεραν τι ακριβώς, μόνο ότι θα χρησιμοποιούσε τα μυστικά τους για να επιτύχει κάτι. Πρόσβαση στην ψυχή τους ίσως, κι ένα καλό πριμ για τον παράδεισο αργότερα. Ο ιερέας είδε το αγόρι ν’ ανοίγει την Αγία Γραφή. Ήταν τόσο αναμενόμενο, που έμοιαζε σχεδόν αστείο: οι σελίδες είχαν κοπεί για να δημιουργήσουν μια κοιλότητα. Και μέσα στην κοιλότητα, διπλωμένα, υπήρχαν τα χαρτιά με τις οδηγίες που χρειαζόταν το αγόρι για να ομολογήσει. Και τρία μικρά σακουλάκια με ηρωίνη.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF