Ο γιός-Jo Nesbo

December 24, 2017 | Author: Kaisaras89 | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

ΤΟΥ ΕΛΕΓΑΝ ΨΕΜΑΤΑ ΜΙΑ ΖΩΗ. O ηρωινομανής Σόνι έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη φυλακή. Χάρη στο απόκοσ...

Description

Ψηφιακή έκδοση Φεβρουάριος 2015

τλος πρωτοτύπου Jo Nesbø, Sønnen, Η. Αschehoug & Co. (W. Nygaard), Oslo

ιλολογική επιμέλεια Κατερίνα Λελούδη

χεδιασμός εξωφύλλου Βάσω Αβραμοπούλου/Α4 Art Design

© 2014, Jo Nesbø © 2014, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-618-03-0112-0

Κατόπιν συμφωνίας με το Salomonsson Agency.

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποια​δ ήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562

http://www.metaixmio.gr • e-mail: [email protected]

Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581

• Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 260085 www.oxygono-metaixmio.gr

Jo Nesbo Ο γιος Μετάφραση από τα νορβηγικά Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

κατά την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν και την ένδοξον βασιλείαν του μέλλει να κρίνη ζώντας και νεκρούς

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ————

1

O

Ρόβερ κοίταξε το λευκοβαμμένο τσιμεντένιο πάτωμα

του ορθογώνιου κελιού, εμβαδού έντεκα τετραγωνικών μέτρων, κι έσφιξε τα δόντια του, τους μεγάλους κεντρικούς κοπτήρες της κάτω γνάθου, που ήταν από χρυσό. Είχε φτάσει στο δύσκολο μέρος της εξομολόγησης. Το μόνο που ακουγόταν στο κελί ήταν τα νύχια του, που έξυναν τώρα το τατουάζ της Παναγίας στον πήχη του χεριού του. Το αγόρι που καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι απέναντί του δεν είχε βγάλει μιλιά από τη στιγμή που ο Ρόβερ μπήκε στο κελί. Απλώς έγνεφε καταφατικά και είχε το ικανοποιημένο χαμόγελο του Βούδα, ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο σε

κάποιο ακαθόριστο σημείο πάνω στο μέτωπο του άνδρα απέναντί του. Το φώναζαν Σόνι κι έλεγαν ότι στα δέκα είχε σκοτώσει ήδη δύο ανθρώπους, ότι ο πατέρας του ήταν ένας διεφθαρμένος αστυνομικός κι ότι είχε υπερφυσικές ικανότητες. Δύσκολο να πει κανείς αν τόση ώρα είχε ακούσει τίποτα: Τα πράσινα μάτια και το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του ήταν κρυμμένα πίσω από τα μακριά βρόμικα μαλλιά του. Αλλά δεν είχε σημασία. Το μόνο που ήθελε ο Ρόβερ ήταν άφεση αμαρτιών, την ευλογία του, ώστε να διαβεί την επομένη τις πύλες των φυλακών υψίστης ασφαλείας με την αίσθηση ότι είχε εξιλεωθεί. Όχι ότι ήταν άνθρωπος θρησκευόμενος. Αλλά λίγη πίστη δεν βλάπτει όταν κανείς αποφασίζει ν’ αλλάξει τα πράγματα και να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό του να πάρει τον ίσιο δρόμο. Για την ώρα ο Ρόβερ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Νομίζω πως ήταν Λευκορωσίδα. Εκεί δεν βρίσκεται το Μινσκ; Στη Λευκορωσία, ε;» είπε και σήκωσε απότομα το βλέμμα, αλλά το αγόρι δεν του απάντησε. «Ο Νέστορ της είχε δώσει το παρατσούκλι Μινσκ» είπε ο Ρόβερ. «Αυτός μου ’πε ότι έπρεπε να την πυροβολήσω». Το πλεονέκτημα του να εξομολογείται κανείς σε κάποιον

με καμένο εγκέφαλο ήταν ότι ο ακροατής δεν θυμόταν κατόπιν ούτε ονόματα ούτε γεγονότα· ήταν λες και μιλούσε στον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως γι’ αυτό κι οι κρατούμενοι προτιμούσαν το αγόρι αντί για κάποιον παπά ή ψυχολόγο. «Ο Νέστορ την είχε μαζί με άλλα οκτώ κορίτσια σε κάτι κλουβιά κάτω στο Ενερχάουγκεν. Ανατολικοευρωπαίες και Ασιά​τισσες. Μικρές. Έφηβες. Έτσι ήθελε να πιστεύει τουλάχιστον. Αλλά η Μινσκ ήταν μεγαλύτερη. Δυνατότερη. Κατάφερε να δραπετεύσει. Πρόλαβε κι έφτασε μέχρι το πάρκο Τέγεν πριν η σκύλα του Νέστορ την προλάβει. Ένα αργεντίνικο ντόγκο, τα ξέρεις;» Το βλέμμα του νεαρού δεν άλλαξε, απλώς το χέρι του σηκώθηκε, βρήκε τη γενειάδα του κι άρχισε να τη χτενίζει αργά αργά με τα δάχτυλά του. Το μανίκι του βρόμικου μεγάλου πουκαμίσου του γλίστρησε κι αποκάλυψε σημάδια και κοψίματα. Ο Ρόβερ συνέχισε: «Μια θεόρατη αλμπίνα σκύλα, ρε φίλε. Σκότωνε ό,τι της έδειχνε ο κύριός της. Κι άλλα τόσα. Στη Νορβηγία απαγορεύο​νται, ξέρεις. Ο Νέστορ την είχε φέρει από την Τσεχία, μέσω ενός κυνοκομείου στο Ράλινγκεν όπου την είχαν καταγράψει ως λευκό μπόξερ. Πήγαμε μαζί και την

αγοράσαμε όταν ήταν ακόμη κουτάβι. Πενήντα χιλιάρικα κολλαριστά μάς κόστισε. Κι ανάθεμά την, ήταν τόσο χαριτωμένη, που σου ήταν αδύνατον να φανταστείς πώς…». Ο Ρόβερ σταμάτησε απότομα. Ήξερε ότι εξηγούσε τα της σκύλας μόνο και μόνο για να καθυστερήσει να πει τα υπόλοιπα. «Τέλος πάντων…» Τέλος πάντων. Κοίταξε το τατουάζ που είχε στον άλλο του πήχη. Έναν καθεδρικό ναό με δύο καμπαναριά. Ένα για κάθε ποινή που είχε εκτίσει. Καμιά τους δεν είχε, τέλος πάντων, σχέση με τα τατουάζ του. Ο Ρόβερ είχε φέρει στη λέσχη μοτοσικλετιστών ένα περίστροφο λαθραία. Τροποποιούσε διάφορα τέτοια στο ιδιωτικό του συνεργείο. Ήταν καλός σ’ αυτά. Υπερβολικά καλός. Tόσο καλός, που στο τέλος η δουλειά του έπαψε να περνάει απαρατήρητη και τον τσάκωσαν. Τόσο καλός, τέλος πάντων, που, με το που βγήκε την πρώτη φορά από τη φυλακή, τον ψάρεψε ο Νέστορ με τη μία. Κι έγινε δικός του μέχρι το κόκαλο, μιας κι οι άνθρωποι του Νέστορ –σε αντίθεση με τη συμμορία των μηχανόβιων ή όποιους άλλους ανταγωνιστές– έπρεπε πάντα να ’χουν τα καλύτερα όπλα. Για λίγους μήνες δουλειάς ο Νέστορ τον είχε πληρώσει παραπάνω απ’ όσα θα ’βγαζε δουλεύοντας στο

συνεργείο μια ολόκληρη ζωή. Αλλά του είχε ζητήσει σε αντάλλαγμα πολλά. Πάρα πολλά. «Ήταν ξαπλωμένη στο δασάκι με τα αίματα να τρέχουν. Εκεί ακίνητη να μας κοιτάζει. Η σκύλα τής είχε φάει ένα ολόκληρο κομμάτι απ’ το πρόσωπο, μπορούσες να δεις μέσα απ’ τα δόντια». Ο Ρόβερ έκανε μια γκριμάτσα. Είχε φτάσει στο ζουμί της υπόθεσης. «Ο Νέστορ μάς είπε πως είχε έρθει η ώρα να πάρουν ένα μάθημα και τα υπόλοιπα κορίτσια, να καταλάβουν τι διακινδύνευαν. Κι ότι η Μινσκ δεν είχε πια καμιά αξία, σαν το πρόσωπό της…» Ο Ρόβερ ξεροκατάπιε. «Και μου ζήτησε να το κάνω, να τελειώσω εγώ την υπόθεση. Είπε ότι έτσι θα αποδείκνυα την αφοσίωσή μου, καταλαβαίνεις; Είχα πάνω μου ένα Ρούγκερ ΜΚ2, λίγο πειραγμένο. Και ήθελα να το κάνω. Πραγματικά ήθελα. Δεν ήταν αυτό…» Ο Ρόβερ ένιωσε ένα σφίξιμο στον λαιμό. Πόσο συχνά δεν τα ’χε σκεφτεί όλα αυτά, πόσες φορές δεν είχε ξαναπαίξει στο μυαλό του εκείνα τα δευτερόλεπτα στο πάρκο Τέγεν εκείνο το βράδυ; Εκατό φορές; Χίλιες; Σ’ επανάληψη· η κοπέλα, ο Νέστορ κι αυτός σε πρωταγωνιστικό ρόλο, κι όλοι οι υπόλοιποι σιωπηλοί μάρτυρες. Ακόμα κι η σκύλα το είχε βουλώσει τότε. Κι όμως ήταν τώρα που το ομολογούσε

πρώτη φορά στα φωναχτά, τώρα καταλάβαινε ότι δεν ήταν όνειρο, ότι είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Ή μάλλον ήταν λες και το σώμα του το κατανοούσε για πρώτη φορά· και προσπάθησε να τον κάνει ν’ αναγουλιάσει. Ο Ρόβερ πήρε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη για να διώξει ένα αίσθημα ναυτίας. «Αλλά δεν μπόρεσα. Παρόλο που ήξερα ότι θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Εκείνοι περίμεναν, με τη σκύλα έτοιμη, κι εγώ σκεφτόμουν ότι στη θέση της από σφαίρα θα διάλεγα να πάω. Αλλά η σκανδάλη έμοιαζε σαν να ήταν από μπετόν. Δεν μπορούσα να την τραβήξω με τίποτα». Ο νεαρός φάνηκε να γνέφει αδύναμα. Είτε προς αυτά που έλεγε ο Ρόβερ είτε στον ρυθμό μιας μουσικής που μόνο εκείνος άκουγε. «Ο Νέστορ είπε ότι δεν γινόταν να περιμένουμε για πάντα.Εξάλλου ήμασταν στη μέση ενός δημόσιου πάρκου. Κι έτσι έβγαλε από τη θήκη που είχε στο πόδι του ένα μικρό κυρτό μαχαίρι, έκανε ένα βήμα εμπρός, την έπιασε από τα μαλλιά, σήκωσε λίγο το κεφάλι της και της έσχισε τον λαιμό με τη μία. Λες και καθάριζε ψάρι. Το αίμα πετάχτηκε τρεις, πέντε φορές κι ύστερα άδειασε. Αλλά ξέρεις τι μου ’χει μείνει στο μυαλό; Η σκύλα. Πώς άρχισε να ουρλιάζει με το που

πετάχτηκε το αίμα απ’ τον λαιμό της κοπέλας». Ο Ρόβερ έγειρε προς τα εμπρός πάνω στην καρέκλα του, με τους αγκώνες πάνω στα γόνατα. Έκλεισε τ’ αυτιά με τις παλάμες του. Άρχισε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. «Κι εγώ δεν έκανα τίποτα. Απλώς καθόμουν και κοιτούσα. Τίποτα δεν έκανα, γαμώ το κέρατό μου. Τους κοιτούσα απλώς που την τύλιξαν σ’ ένα χαλί και τη μετέφεραν μέχρι το αμάξι. Την πήγαμε ως το δάσος, στην Εστμάρκα, στο δασικό περίπτερο. Κατεβήκαμε την πλαγιά και την κουβαλήσαμε ως τη λίμνη Ουλσρουντβάνε. Πολλά σκυλιά βγαίνουν βόλτα εκεί κάτω, κι έτσι τη βρήκαν την επομένη κιόλας. Ακριβώς αυτό ήθελε κι ο Νέστορ, να τη βρουν, καταλαβαίνεις; Για να δει τις φωτογραφίες στις εφημερίδες, που έδειχναν τι της συνέβη. Για να τις δείξει στα υπόλοιπα κορίτσια». Ο Ρόβερ πήρε τα χέρια από τ’ αυτιά του. «Σταμάτησα να κοιμάμαι. Κάθε φορά που κοιμόμουν έβλεπα μόνο εφιάλτες. Την κοπέλα, χωρίς σαγόνι, να μου χαμογελάει με τα γυμνά της δόντια. Πήγα λοιπόν στον Νέστορ και του ’πα ότι αυτό ήταν, φεύγω. Τέρμα το λιμάρισμα των Ούζι και των Γκλογκ, από εδώ και πέρα θα βίδωνα βίδες μόνο σε μοτοσικλέτες. Ήθελα να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου, χωρίς να πρέπει ν’

ανησυχώ για τους μπάτσους κάθε τρεις και λίγο. Ο Νέστορ είπε εντάξει, είχε, λέει, καταλάβει ότι δεν είχα ίχνος από bad guy μέσα μου. Αλλά μου εξήγησε λεπτομερώς τι θα πάθαινα έτσι κι άνοιγα το στόμα μου. Εγώ καταχάρηκα και ξανάρχισα τη ζωή μου. Αρνήθηκα κάθε προσφορά, παρόλο που μου ’χαν μείνει διάφορα γαμάτα Ούζι. Αλλά είχα μονίμως την αίσθηση ότι κάτι μαγειρευόταν, καταλαβαίνεις; Ότι ήθελαν να με καθαρίσουν. Ναι, τόσο πολύ μάλιστα, που σχεδόν ανακουφίστηκα όταν μ’ έπιασαν οι μπάτσοι και μ’ έχωσαν μέσα, σ’ ένα ασφαλές κελί. Για μια παλιά υπόθεση ήταν, όπου είχα δευτερεύοντα ρόλο, αλλά τσάκωσαν δυο τύπους που μαρτύρησαν ότι εγώ τους είχα προμηθεύσει τα όπλα. Κι έτσι κι εγώ ομολόγησα επιτόπου». Ο Ρόβερ έσκασε στα γέλια. Έβηξε. Έσκυψε μπροστά. «Βγαίνω αποδώ σε οκτώ ώρες. Δεν έχω ιδέα τι σκατά με περιμένει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Νέστορ ξέρει ότι εγώ θα βγω, παρόλο που είμαι τέσσερις βδομάδες πρώιμος. Ξέρει ό,τι συμβαίνει εδώ μέσα κι ό,τι τρέχει με την μπατσαρία. Απ’ ό,τι κατάλαβα, έχει κόσμο παντού. Οπότε, αν ήταν να με καθαρίσει, μπορούσε να το κάνει κι εδώ μέσα αντί να περιμένει να βγω έξω πρώτα. Εσύ τι λες;»

Ο Ρόβερ περίμενε. Σιωπή. Ο νεαρός δεν φαινόταν να πολυσκέφτεται. «Τέλος πάντων» είπε ο Ρόβερ. «Μια ευλογία δεν βλάπτει, βλάπτει;» Με το άκουσμα της λέξης ευλογία ήταν λες και τα μάτια του άλλου άστραψαν· σήκωσε το δεξί του χέρι κάνοντας νόημα στον Ρόβερ να έρθει πιο κοντά και να γονατίσει. Αυτός γονάτισε πάνω στο μικρό χαλάκι που βρισκόταν μπροστά στο κρεβάτι. O Φρανκ δεν άφηνε κανέναν άλλο κρατούμενο να ’χει χαλί στο πάτωμα – μέρος του ελβετικού μοντέλου που χρησιμοποιούσαν στη φυλακή: Απαγορευόταν καθετί περιττό. Κάθε κρατούμενος μπορούσε να έχει μόνο είκοσι υπάρχοντα. Αν ήθελες ένα ζευγάρι παπούτσια, έπρεπε να στερηθείς δυο σώβρακα ή δυο βιβλία, παραδείγματος χάριν. Ο Ρόβερ κοίταξε το πρόσωπο του νεαρού. Η άκρη της γλώσσας του ύγραινε τα ξηρά σκασμένα χείλη του. Η φωνή του ήταν αναπάντεχα λεπτή όταν ακούστηκε και, παρόλο που οι λέξεις έβγαιναν αργά και ψιθυριστά, ήταν πεντακάθαρες: «Όλοι της γης και τ’ ουρανού οι θεοί σε ελεούν κι οι αμαρτίες σου συγχωρούνται. Θα πεθάνεις, αλλά του μετανοημένου η ψυχή στον παράδεισο και πάλι καταλήγει.

Αμήν». Ο Ρόβερ έσκυψε το κεφάλι. Ένιωσε το αριστερό χέρι του άλλου πάνω στο ξυρισμένο του κρανίο. Το αγόρι ήταν αριστερόχειρας, αλλά δεν χρειαζόταν να είσαι στατιστικολόγος για να ξέρεις ότι είχε μικρότερο προσδόκιμο ζωής από τους δεξιό​χειρες. Ο θάνατος από υπερβολική δόση μπορεί να ερχόταν αύριο, μπορεί σε δέκα χρόνια· κανείς δεν ήξερε. Αλλά αυτό που έλεγαν, ότι το αριστερό του χέρι θεράπευε, ο Ρόβερ δεν το έχαβε. Εδώ δεν πίστευε καλά καλά σε όλα αυτά περί ευλογίας… Τότε τι δουλειά είχε εδώ πέρα; Τα γνωστά. Τι θρησκεία, τι ασφάλεια πυρός: Πολύ πιθανόν να μην τη χρειάζεσαι, αλλά, όταν όλοι σού λένε ότι το αγόρι μπορεί να σε ξελαφρώσει από τα βάσανά σου, γιατί να μην πεις κι εσύ ένα ναι στην ψυχική γαλήνη; Ο Ρόβερ απορούσε περισσότερο με το πώς ήταν δυνατόν ένας τέτοιος τύπος να έχει σκοτώσει εν ψυχρώ. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Ίσως τελικά να ήταν αλήθεια αυτό που λένε: Ο διάβολος φορά πολλά κοστούμια. «Σαλάαμ Αλέκουμ» αποτραβήχτηκε.

είπε

η

φωνή

και

το

χέρι

Ο Ρόβερ παρέμεινε καθιστός με το κεφάλι του σκυμμένο. Πιέζοντας τη λεία πίσω επιφάνεια των χρυσών του δοντιών με τη γλώσσα. Ήταν έτοιμος άραγε; Έτοιμος να συναντήσει τον Δημιουργό του, αν η μοίρα του τον περίμενε εκεί έξω; Σήκωσε το κεφάλι του. «Το ξέρω ότι δεν ζητάς ποτέ πληρωμή, αλλά…» Κοίταξε το γυμνό πόδι του νεαρού, που ήταν διπλωμένο από κάτω του. Eίδε την κατατρυπημένη μεγάλη φλέβα του ταρσού. «Την προηγούμενη φορά ήμουν στην Μπότσεν κι όλοι εκεί μέσα έβρισκαν ντόπα εύκολα, no problem. Αλλά δεν ήταν και υψίστης ασφαλείας. Εδώ λένε ότι ο Φρανκ έχει καταφέρει να κλείσει όλα τα κανάλια. Αλλά…» –ο Ρόβερ έχωσε το χέρι του στην τσέπη– «…δεν είναι αλήθεια». Έβγαλε έξω ένα αντικείμενο στο μέγεθος κινητού τηλεφώνου, μια επίχρυση θήκη που έμοιαζε με μίνι πιστόλι. Πάτησε τη μικροσκοπική σκανδάλη. Μια μικρή φλόγα ξεπήδησε από την κάννη. «Έχεις ξαναδεί τέτοιο πράγμα; Σίγουρα έχεις δει. Οι φρουροί που με ξάφρισαν όταν πρωτομπήκα ήξεραν τι είναι. Μου είπαν μάλιστα ότι πουλούσαν φτηνά λαθραία τσιγάρα αν ενδιαφερόμουν. Και μ’ άφησαν να κρατήσω αυτό τον

μικρό αναπτήρα. Προφανώς, δεν είχαν διαβάσει όλο μου το μητρώο. Δεν έχει ενδιαφέρον που η χώρα λειτουργεί, τη στιγμή που τόσο πολλοί άνθρωποι κάνουν τσαπατσοδουλειές όλη την ώρα;» O Ρόβερ ζύγισε τον αναπτήρα στο χέρι του. «Έφτιαξα δυο τέτοια πριν από οκτώ χρόνια. Δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι κανείς σ’ αυτή τη χώρα δεν κάνει καλύτερη δουλειά από μένα. Έμαθα από τον μεσάζοντα ότι ο πελάτης ήθελε ένα όπλο που δεν χρειαζόταν καν να το κρύψει· ήθελε να μοιάζει, λέει, με κάτι άλλο. Κι έτσι έφτιαξα αυτό. Το μυαλό των ανθρώπων λειτουργεί παράξενα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτονται όταν βλέπουν τούτο δω είναι, φυσικά, πιστόλι. Αλλά, αν τους δείξεις ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναπτήρας, ξεχνούν αμέσως την πρώτη τους σκέψη. Μπορεί να είναι ανοιχτοί ακόμα και στην ιδέα ότι χρησιμοποιείται ως οδοντόβουρτσα ή ως κατσαβίδι. Αλλά ως πιστόλι, με τίποτα πια. Κι όμως…» Ο Ρόβερ γύρισε μια βίδα στο κάτω μέρος της λαβής. «Παίρνει δύο σφαίρες των εννιά χιλιοστών. To ονόμασα γυναικοσκοτώστρα». Ο Ρόβερ έστρεψε την κάννη προς το αγόρι. «Μία για σένα, αγάπη μου…» Κι ύστερα προς τον

κρόταφό του. «Και μία για μένα…» Το γέλιο του ακούστηκε παράξενο, μοναχικό μες στο μικρό κελί. «Τέλος πάντων. Βασικά, έπρεπε να ’χω φτιάξει μόνο ένα, ο πελάτης δεν ήθελε να ξέρει κανείς άλλος το μυστικό αυτής της εφεύρεσης. Αλλά εγώ έφτιαξα ένα ακόμα. Και το πήρα μαζί μου προληπτικά, σε περίπτωση που ο Νέστορ έστελνε κάποιον να με καθαρίσει εδώ μέσα. Αλλά, μιας και βγαίνω αύριο και δεν μου χρειάζεται πια, είναι δικό σου. Να, πάρε κι αυτό…» Ο Ρόβερ έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την άλλη του τσέπη. «Θα ’ναι πολύ περίεργο αν δεν έχεις και τσιγάρα, ε;» Έβγαλε το πλαστικό απ’ την κορυφή του πακέτου, το άνοιξε, τράβηξε μια ξεθωριασμένη κάρτα που έγραφε Συνεργείο Μηχανών «Ο Ρόβερ» και την έχωσε μέσα. «Έτσι έχεις και τη διεύθυνσή μου σε περίπτωση που χρεια​στείς επιδιόρθωση σε καμιά μηχανή. Ή αν θες κάνα γαμάτο Ούζι. Όπως σου ’πα, έχω μερικά…» Η πόρτα άνοιξε και μια φωνή βρυχήθηκε: «Ρόβερ! Έξω τώρα!».

O Ρόβερ γύρισε προς τη φωνή. Του αξιωματικού που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας τού έπεφτε το παντελόνι, λόγω της μεγάλης αρμαθιάς κλειδιών που κρεμόταν από τη ζώνη του, μισοκρυμμένη από την κοιλιά του, που ξεχείλιζε πάνω από τη ζώνη του σαν φουσκωμένη ζύμη. «Η Αγιότητά Του έχει επισκέψεις. Από έναν στενό συγγενή, μπορείς να πεις». Ο αξιωματικός γέλασε χλιμιντρίζοντας και γύρισε προς το μέρος κάποιου που στεκόταν πίσω από την πόρτα. «Θα το αντέξεις, Περ;» Ο Ρόβερ έχωσε το πιστόλι και τα τσιγάρα κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του αγοριού, σηκώθηκε και τον κοίταξε για τελευταία φορά. Ύστερα βγήκε γρήγορα έξω.

Ο ιερέας της φυλακής ίσιωσε το νέο του λευκό κολάρο που ποτέ δεν έμοιαζε να κάθεται σωστά. Ένας στενός συγγενής. Θα το αντέξεις, Περ; Πόσο θα ’θελε να φτύσει το γελαστό, χοντρό και λιπαρό πρόσωπο του φύλακα! Αντ’ αυτού, κατένευσε φιλικά προς τον κρατούμενο που έβγαινε από το κελί, προσποιούμενος ότι τον αναγνώριζε. Είδε τα τατουάζ στους πήχεις των χεριών του. Την Παναγία και τον καθεδρικό

ναό. Αλλά όχι· είχε δει τόσα και τόσα τατουάζ και πρόσωπα τόσα χρόνια τώρα, που του ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο. Ο ιερέας πέρασε μέσα. Μύριζε λιβάνι. Κάτι, τέλος πάντων, που θύμιζε θυμίαμα. Ίσως και καμένη φούντα. «Καλημέρα, Σόνι». O νεαρός στο κρεβάτι δεν σήκωσε το κεφάλι του, μα κατένευσε αργά. Ο Περ Βολάν υπέθεσε ότι η παρουσία του καταγράφηκε κι αναγνωρίστηκε. Kαι εγκρίθηκε. Κάθισε στην καρέκλα, νιώθοντας λίγο άβολα όταν αισθάνθηκε τη θέρμη από το σώμα που καθόταν εκεί προηγουμένως. Ακούμπησε την Αγία Γραφή που είχε φέρει μαζί του πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στο αγόρι. «Πήγα κι άφησα λουλούδια στον τάφο των γονιών σου σήμερα» είπε. «Το ξέρω ότι δεν μου το ζήτησες, αλλά…» Ο Περ Βολάν προσπάθησε να συναντήσει το βλέμμα του νεαρού. Είχε κι ο ίδιος δύο γιους, ενήλικες· είχαν φύγει κι οι δύο από το σπίτι. Όπως κι αυτός. Με τη διαφορά ότι εκείνοι ήταν ευπρόσδεκτοι να ξαναγυρίσουν. Στα πρακτικά της δίκης

ένας από τους μάρτυρες υπεράσπισης, ένας δάσκαλος, είχε καταθέσει ότι ο Σόνι ήταν υπόδειγμα μαθητή· ταλαντούχος παλαιστής, δημοφιλής, πάντα εξυπηρετικός και, ναι, αλήθευε ότι το αγόρι είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνει αστυνομικός σαν τον πατέρα του. Μόνο που ο Σόνι δεν ξαναπάτησε στο σχολείο από την ημέρα που βρήκαν το σημείωμα αυτοκτονίας του πατέρα του, όπου παραδεχόταν τη διαφθορά του. Ο ιερέας προσπάθησε να φανταστεί τι ντροπή μπορεί να είχε νιώσει ένας δεκαπεντάχρονος. Προσπάθησε να φανταστεί την ντροπή και των δικών του γιων αν μάθαιναν ποτέ τι έκανε ο πατέρας τους. Ίσιωσε το κολάρο του. «Ευχαριστώ» είπε το αγόρι. Ο Περ σκέφτηκε πόσο παράξενα νέος έμοιαζε ο Σόνι. Θα πρέπει πια να ήταν γύρω στα τριάντα. Είχε μπει εδώ μέσα στα δεκαοκτώ κι είχαν περάσει ήδη δώδεκα χρόνια. Ίσως έφταιγαν τα ναρκωτικά που τον είχαν μουμιοποιήσει, δεν τον άφηναν να μεγαλώσει. Μόνο τα μαλλιά κι η γενειάδα του μάκραιναν, ενώ αυτός κοιτούσε τον κόσμο μέσα από τα ίδια αθώα παιδικά μάτια. Έναν κόσμο κακό. Γιατί ο Θεός ήξερε ότι ήταν κακός. Ο Περ Βολάν ήταν ιερέας των φυλακών για πάνω από σαράντα χρόνια κι είχε δει τον κόσμο να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Το κακό ήταν σαν καρκινικό

κύτταρο, που πολλαπλασιαζόταν κι έκανε τα υγιή κύτταρα άρρωστα, τα δάγκωνε σαν βρικόλακας και τα εκφύλιζε. Kαι κανένα δεν γλίτωνε από τη στιγμή που δαγκωνόταν το πρώτο. Κανένα. «Πώς είσαι, Σόνι; Πώς πήγε η άδεια; Είδες τη θάλασσα;» Καμία απάντηση. Ο Περ Βολάν ξερόβηξε. «Ο αξιωματικός μού είπε ότι είδατε και τη θάλασσα. Μάλλον το διάβασες στις εφημερίδες, ε; Βρήκανε μια γυναίκα δολοφονημένη κοντά στο μέρος που πήγατε, την επόμενη μέρα. Τη βρήκαν στο κρεβάτι της, μες στο σπίτι της. Το κεφάλι της ήταν… ναι. Οι πληροφορίες βρίσκονται εδώ…» Χτύπησε με τον δείκτη του τη ράχη της Αγίας Γραφής. «Ο αξιωματικός έχει ήδη αναφέρει ότι το έσκασες όταν ήσαστε δίπλα στη θάλασσα κι ότι σε βρήκε μια ώρα αργότερα στον δρόμο. Κι ότι δεν ήθελες να του πεις πού είχες πάει. Είναι σημαντικό να μην πεις κάτι που θα διαψεύσει την κατάθεσή του, καταλαβαίνεις; Θα πεις, ως συνήθως, όσο το δυνατόν λιγότερα. Σύμφωνοι, Σόνι;» Ο Περ Βολάν συνάντησε το βλέμμα του αγοριού. Τα μάτια του δεν αποκάλυπταν τι συνέβαινε εντός του, αλλά ο ιερέας ήταν σίγουρος ότι ο Σόνι Λόφτχους θα ακολουθούσε τις

οδηγίες του. Δεν θα έλεγε τίποτα περιττό ούτε στους αστυνομικούς επιθεωρητές ούτε στους εισαγγελείς. Θα έλεγε απλώς ένα απαλό, ελαφρύ ναι όταν τον ρωτούσαν αν παραδεχόταν την ενοχή του. Γιατί, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο Περ παρατηρούσε καμιά φορά έναν σκοπό, μια βούληση, ένα ένστικτο επιβίωσης σ’ αυτό τον τοξικομανή, που τον έκαναν να διαφέρει από τους υπόλοιπους, όλους εκείνους που κυκλοφορούσαν μονίμως ελεύθεροι, που δεν είχαν ποτέ τους άλλα σχέδια, που μονίμως βρίσκονταν με το ένα πόδι εδώ μέσα. Κι αυτή η βούληση μπορούσε ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια μέσα από μια ξαφνική καθαρότητα στο βλέμμα του, μια ερώτηση που έδειχνε ότι ήταν τελικά παρών όλη την ώρα, ότι είχε ακούσει κι είχε αντιληφθεί τα πάντα. Ή ακόμα κι από τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε άξαφνα να σηκωθεί, με έναν συντονισμό, μια ισορροπία και μια ευκινησία που δεν συναντούσες σε άλλους χρήστες. Ενώ άλλες φορές, όπως τώρα, κανείς δεν μπορούσε να πει αν το αγόρι είχε επαφή με την πραγματικότητα. Ο Βολάν κουνήθηκε ανυπόμονα στην καρέκλα του. «Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι δεν πρόκειται να πάρεις άλλη άδεια για μερικά χρόνια από τώρα. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν σ’ αρέσει να είσαι απέξω, έτσι δεν είναι; Άσε που τώρα έχεις

δει και τη θάλασσα». «Ποτάμι ήταν. Ο σύζυγός της το ’κανε;» Ο ιερέας αναπήδησε. Όπως όταν αναπηδάει κανείς στην αναπάντεχη θέα κάποιου πράγματος που ξεπηδάει μέσα από τη μαύρη επιφάνεια του νερού. «Δεν ξέρω. Τι σημασία έχει;» Καμία απάντηση. Ο Βολάν αναστέναξε. Ξανάνιωσε ναυτία. Τον τελευταίο καιρό ερχόταν κι έφευγε ανά διαστήματα. Ίσως θα έπρεπε να κλείσει ραντεβού με τον γιατρό και να ελέγξει το σώμα του. «Μην το σκέφτεσαι, Σόνι. Το σημαντικό είναι ότι εκεί έξω άλλοι σαν κι εσένα ψάχνουν όλη μέρα για να βρουν μια δόση. Ενώ εδώ μέσα σου παρέχονται τα πάντα. Και να θυμάσαι ότι ο καιρός περνάει. Όταν οι προηγούμενες δολοφονίες παλιώσουν, παύεις να τους είσαι χρήσιμος. Με αυτήν εδώ τουλάχιστον πήρες παράταση της προθεσμίας». «Ο σύζυγός της το ’κανε. Είναι πλούσιος;» Ο Βολάν τού έδειξε την Αγία Γραφή. «Το σπίτι στο οποίο μπήκες περιγράφεται εδώ μέσα. Είναι μεγάλο και πλήρως εξοπλισμένο. Αλλά ο συναγερμός που θα έπρεπε να

προστατεύει όλον αυτό τον πλούτο δεν λειτουργούσε, η πόρτα δεν ήταν καν κλειδωμένη. Το όνομά του είναι Μούρσαν. Ο εφοπλιστής με την καλύπτρα στο μάτι. Μήπως τον έχεις δει στις εφημερίδες;» «Ναι». «Σοβαρά; Δεν πιστεύεις πως…» «Ναι, εγώ τη σκότωσα. Και, ναι, θα διαβάσω για να δω πώς το έκανα». Ο Περ Βολάν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχει καλώς. Υπάρχουν ορισμένες λεπτομέρειες στον τρόπο που σκοτώθηκε, τις οποίες πρέπει να προσέξεις». «Εντάξει». «Η κορυφή του κεφαλιού της… ήταν κομμένη. Θα πρέπει να χρησιμοποίησες πριόνι, με κατάλαβες;» Τις λέξεις του ακολούθησε μια μακρά σιωπή, την οποία ο Περ Βολάν αναρωτήθηκε αν έπρεπε να καλύψει κάνοντας εμετό. Ναι, καλύτερα ο εμετός παρά οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα του. Κοίταξε τον νεαρό άνδρα. Τι αποφασίζει πώς θα είναι η ζωή του καθενός; Μια σειρά από τυχαία

γεγονότα, των οποίων κύριος δεν είναι κανείς, ή κάποια κοσμική βαρύτητα που, άθελά σου, σε τραβάει προς τα εκεί που πρέπει να πας; Ο Περ Βολάν ξαναπίεσε το νέο, περιέργως άκαμπτο κολάρο του μες στο πουκάμισό του. Έσπρωξε μακριά το αίσθημα ναυτίας, προετοιμάστηκε ψυχικά. Σκέφτηκε αυτό που θα επακολουθούσε. Σηκώθηκε όρθιος. «Αν θες να επικοινωνήσεις μαζί μου, μένω πια στην πανσιόν της πλατείας Αλεξάντερ Χιέλαντς». Συνάντησε το απορημένο βλέμμα του νεαρού. «Προσωρινά μόνο». Γέλασε κοφτά. «Με πέταξε έξω η γυναίκα μου και ξέρω τα παιδιά στην πανσιόν, οπότε…» Σταμάτησε απότομα. Είχε μόλις συνειδητοποιήσει γιατί τόσο πολλοί κρατούμενοι αναζητούσαν τον νεαρό για να του μιλήσουν. Για τη σιωπή του. Αυτό το απορροφητικό κενό των ανθρώπων που μόνο ακούνε, δίχως ν’ αντιδρούν ή να καταδικάζουν. Που, χωρίς να κάνουν τίποτα, σε ωθούν να βγάζεις από μέσα σου λέξεις και μυστικά. Είχε προσπαθήσει να κάνει κι αυτός το ίδιο σαν ιερέας, αλλά ήταν λες κι οι κρατούμενοι οσμίζονταν ότι είχε κάποια κρυφή ατζέντα. Δεν ήξεραν τι ακριβώς, μόνο ότι θα χρησιμοποιούσε τα μυστικά τους για να επιτύχει κάτι. Πρόσβαση στην ψυχή τους ίσως, κι

ένα καλό πριμ στον ουρανό αργότερα. Ο ιερέας είδε το αγόρι ν’ ανοίγει την Αγία Γραφή. Ήταν τόσο αναμενόμενο, που έμοιαζε σχεδόν αστείο: Οι σελίδες είχαν κοπεί για να δημιουργήσουν μια κοιλότητα. Και μέσα στην κοιλότητα, διπλωμένα, υπήρχαν τα χαρτιά με τις οδηγίες που χρειαζόταν το αγόρι για να ομολογήσει. Και τρία μικρά σακουλάκια με ηρωίνη.

2

Ο

Άριλ Φρανκ γάβγισε κοφτά «Περάστε!» δίχως να

σηκώσει το βλέμμα από τα χαρτιά του. Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει. Η Ίνα, η γραμματέας του αναπληρωτή διευθυντή της φυλακής, ανακοίνωσε την άφιξη του εφημέριου και για μια στιγμή ο Άριλ Φρανκ σκέφτηκε να προσποιηθεί στον επισκέπτη του ότι ήταν απασχολημένος. Δεν θα ’λεγε δα και κανένα ψέμα: Είχε όντως ραντεβού με τον διοικητή της αστυνομίας στα κεντρικά σε μισή ώρα. Μόνο που τώρα τελευταία ο εφημέριος Περ Βολάν δεν ήταν και τόσο σταθερός όσο θα ήθελαν και καλό θα ήταν να ελέγξει

τις αντοχές του. Δεν υπήρχαν περιθώρια για λάθη σε τούτη την υπόθεση· για κανέναν τους. «Μην κάθεσαι» είπε ο Άριλ Φρανκ, υπογράφοντας ένα έγγραφο μπροστά του. Σηκώθηκε όρθιος. «Θα τα πούμε καθ’ οδόν». Προχώρησε προς την πόρτα, πήρε το πηλήκιό του από τον καλόγερο κι άκουσε τον εφημέριο να σέρνει τα βήματά του ξοπίσω του. Ενημέρωσε την Ίνα ότι θα επέστρεφε σε μιάμιση ώρα και πίεσε τον δείκτη του χεριού του στον αισθητήρα δακτυλικών αποτυπωμάτων δίπλα στις σκάλες. Η φυλακή ήταν διώροφη και δεν διέθετε ασανσέρ. Ασανσέρ σήμαινε φρεάτιο, το οποίο με τη σειρά του σήμαινε διέξοδο, κι άρα αποκλεισμό αυτής σε περίπτωση πυρκαγιάς. Και μια πυρκαγιά, με επακόλουθη εκκένωση του κτιρίου, ήταν μόνο μία από τις μεθόδους διαφυγής που είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν διάφοροι ιδιοφυείς κρατούμενοι. Για τον ίδιο λόγο καλώδια ηλεκτρικού, πίνακες ασφαλείας και σωλήνες νερού είχαν τοποθετηθεί σε απρόσιτα για τους κρατούμενους σημεία· εκτός κτιρίου ή στο εσωτερικό των τσιμεντένιων τοίχων. Τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη. Ή μάλλον ο Άριλ Φρανκ δεν είχε αφήσει τίποτα στην τύχη. Κάθισε με τους αρχιτέκτονες και τους διεθνείς εμπειρογνώμονες φυλακών

και σχεδίασαν τις φυλακές Στάτεν, εμπνεόμενοι από τις φυλακές Λέντσμπουργκ στο καντόνι Άαργκαου της Ελβετίας: Υπερσύγχρονες κι όμως απλές, εστίαζαν στην ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα παρά στην άνεση. Η Στάτεν ήταν ο Άριλ Φρανκ κι ο Άριλ Φρανκ ήταν η Στάτεν. Κι επομένως ένας Θεός μόνο ήξερε γιατί εκείνος ήταν αναπληρωτής διευθυντής, ενώ ο μαλάκας από τις φυλακές Χάλερν έγινε διευθυντής, γαμώ το συμβούλιό μου, γαμώ. Εντάξει, μπορεί ο Φρανκ να ήταν ακατέργαστο διαμάντι και να μην έγλειφε τους πολιτικούς, όπως τόσοι άλλοι που κάναν τούμπες κάθε φορά που κάποιος πρότεινε αλλαγή του σωφρονιστικού συστήματος, τη στιγμή που οι προηγούμενες αλλαγές δεν είχαν καν εφαρμοστεί. Ήξερε όμως τη δουλειά του: πώς να κρατάει τους ανθρώπους πίσω απ’ τα κάγκελα χωρίς να του αρρωσταίνουν, να του πεθαίνουν ή να χειροτερεύουν ως χαρακτήρες. Ήταν πιστός σ’ αυτούς που το άξιζαν και φρόντιζε τους δικούς του – πράγμα που δεν έλεγες και για τους ανωτέρους του σ’ αυτή τη σάπια πολιτικάντικη ιεραρχία. Πριν τον αγνοήσουν επιδεικτικά για τη θέση του διευθυντή, ο Άριλ Φρανκ ονειρευόταν, στα γεράματά του, μια μικρή προτομή στο φουαγέ των φυλακών, όσο κι αν η γυναίκα του έλεγε ότι ο χοντροκομμένος του λαιμός, το κεφάλι του σαν του μπουλντόγκ κι οι λιγοστές τρίχες που έκρυβαν την

καράφλα του μόνο για προτομή δεν έκαναν. Όταν όμως οι άλλοι δεν σε ανταμείβουν όσο αξίζεις –πίστευε ο Άριλ Φρανκ–, ε, τότε καλά θα κάνεις ν’ ανταμείψεις εσύ τον εαυτό σου. «Δεν αντέχω άλλο, Άριλ» ακούστηκε η φωνή του Περ Βολάν ξοπίσω του καθώς προχωρούσαν στον διάδρομο. «Τι δεν αντέχεις;» «Εφημέριος είμαι. Δεν αντέχω αυτό που κάνουμε στον μικρό, που τον βάζουμε να πληρώσει για τ’ αμαρτήματα άλλων. Για έναν σύζυγο που…» «Σσσς!» Έξω απ’ την πόρτα της αίθουσας ελέγχου –της «γέφυρας», όπως την αποκαλούσε ο Φρανκ– συναντήθηκαν μ’ έναν ηλικιωμένο άνδρα που σταμάτησε το σφουγγάρισμα κι έγνεψε φιλικά προς το μέρος τους. Ο Γιουχάνες ήταν ο γηραιότερος έγκλειστος της φυλακής, από εκείνους τους κρατούμενους που ο Φρανκ συμπαθούσε πολύ: μια ευγενική ψυχή που, κάποια στιγμή τον προηγούμενο αιώνα, είχε συλληφθεί –σχεδόν τυχαία– να εμπορεύεται ναρκωτικά, δίχως να ’χει πειράξει στη ζωή του ούτε κουνούπι. Τόσα

χρόνια μέσα, είχε γίνει πια μέρος της φυλακής· ζούσε τη ρουτίνα και την ηρεμία της και το μόνο που τον τρόμαζε ήταν η μέρα που θα αποφυλακιζόταν. Αν και μια φυλακή σαν τη Στάτεν δεν είχε φτιαχτεί για ν’ αντιμετωπίσει τη μηδενική πρόκληση κρατούμενων σαν και του λόγου του. «Αισθάνεσαι ενοχές, Βολάν;» «Ναι, αυτό ακριβώς, Άριλ». Ο Φρανκ δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε οι υπάλληλοί του είχαν αρχίσει να απευθύνονται στους ανωτέρους τους με το μικρό τους όνομα, ούτε πότε οι διευθυντές των φυλακών είχαν αρχίσει να φορούν ρούχα καθημερινά αντί για τις στολές τους. Σ’ ορισμένα μέρη ακόμα κι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι φορούσαν πολιτικά. Κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης στη φυλακή Φρανσίσκο ντε Μαρ στο Σάο Πάολο, πολλοί φύλακες είχαν πυροβοληθεί από συναδέλφους που δεν κατάφεραν να τους ξεχωρίσουν ανάμεσα σε τόσους κρατούμενους. «Θέλω να φύγω» παρακάλεσε ο εφημέριος. «Σοβαρά;» Ο Φρανκ κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Για άνδρα δέκα χρόνια πριν από τη συντάξιμη ηλικία, κρατιόταν

μια χαρά. Γιατί προπονούνταν – μια ξεχασμένη αρετή σε μια δουλειά όπου η παχυσαρκία είχε γίνει από εξαίρεση κανόνας. Κι όταν η κόρη του έκανε ακόμη πρωταθλητισμό, είχε υπάρξει προπονητής της τοπικής ομάδας κολύμβησης. Κι ήταν και εθελοντής στον ελεύθερό του χρόνο, προσφέροντας κι αυτός σ’ ετούτη την κοινωνία, που είχε κάνει τόσο πολλά για τόσο πολλούς. Άντε, μην τα πάρει τώρα. «Και δεν μου λες, Βολάν, οι ενοχές σου πού πάνε όταν κακοποιείς τα αγοράκια που ξέρουμε αποδεδειγμένα ότι κακοποιείς;» Πάτησε τον αισθητήρα αποτυπωμάτων δίπλα στην επόμενη πόρτα κι εκείνη άνοιξε σ’ έναν διάδρομο που δυτικά οδηγούσε προς τα κελιά και ανατολικά προς τα αποδυτήρια των υπαλλήλων και την έξοδο προς το πάρκινγκ. «Σε συμβουλεύω να δεις τον Σόνι Λόφτχους ως εξιλαστήριο θύμα και για τις δικές σου αμαρτίες, Βολάν». Κι άλλη πόρτα, κι άλλος αισθητήρας. Ο Φρανκ ακούμπησε πάνω του τον δείκτη του χεριού του. Πόσο του άρεσαν αυτοί οι αισθητήρες: Είχε κλέψει την ιδέα από τις φυλακές Ομπιχίρο στο Κουσίρο της Ιαπωνίας. Αντί για κλειδιά, που μπορούσαν ν’ αντιγραφούν ή να χαθούν, τα αποτυπώματα όσων είχαν έγκριση να μπαινοβγαίνουν από τις πόρτες αποθηκεύονταν σε βάση δεδομένων. Κι έτσι όχι

μόνο είχαν πάψει να φοβούνται την απώλεια των κλειδιών αλλά και είχαν αυτομάτως ολόκληρο αρχείο για το ποιος είχε περάσει ποια πόρτα και πότε. Υπήρχαν φυσικά και κάμερες ασφαλείας, αλλά πολλές φορές τα πρόσωπα δεν ήταν αναγνωρίσιμα στο γυαλί – σε αντίθεση με τα δακτυλικά αποτυπώματα. Η πόρτα άνοιξε μ’ έναν αναστεναγμό κι οι δυο άνδρες μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο-θυρόφραγμα, όπου για ν’ ανοίξει η μία πόρτα έπρεπε πρώτα να κλείσει η άλλη. «Σου λέω πως δεν αντέχω πια, Άριλ». Ο Φρανκ έφερε το δάχτυλο στα χείλη. Εκτός από τις κάμερες ασφαλείας που κάλυπταν όλη τη φυλακή, τα δωμάτια-θυροφράγματα είχαν και αμφίδρομη ηχητική επικοινωνία με τη «γέφυρα», έτσι ώστε να μπορείς να επικοινωνήσεις με το κέντρο ελέγχου σε περίπτωση αποκλεισμού. Βγήκαν από το θυρόφραγμα και προχώρησαν προς τ’ αποδυτήρια, όπου υπήρχαν ντους και λόκερ για κάθε υπάλληλο της φυλακής. Για όλα αυτά τα λόκερ ο αναπληρωτής διευθυντής είχε ένα πασπαρτού. Μα δεν υπήρχε λόγος να το γνωρίζουν αυτό οι υπάλληλοί του, πίστευε ο Άριλ Φρανκ. Το αντίθετο μάλιστα. «Νόμιζα ότι ήξερες με τι είχες να κάνεις» είπε ο Φρανκ.

«Δεν γίνεται να σηκωθείς και να φύγεις έτσι απλά. Για κάτι τέτοιους ανθρώπους η αφοσίωση είναι ζήτημα ζωής και θανάτου». «Το ξέρω» απάντησε ο Περ Βολάν. Η ανάσα του είχε γίνει τραχιά. «Μα εδώ πρόκειται για ζήτημα αιώνιας ζωής ή θανάτου». Ο Φρανκ κοντοστάθηκε πριν από την έξοδο και κοίταξε στα πεταχτά τα λόκερ προς τ’ αριστερά του, να σιγουρευτεί ότι ήταν εντελώς μόνοι τους. «Ξέρεις τι ρισκάρεις;» «Μάρτυς μου ο Θεός, δεν πρόκειται να βγάλω μιλιά. Αυτό ακριβώς να τους πεις, Άριλ. Να τους πεις ότι θα το πάρω στον τάφο μου. Το μόνο που θέλω είναι να ξεφύγω απ’ όλα αυτά. Θα με βοηθήσεις; Σε παρακαλώ». Ο Φρανκ κοίταξε το έδαφος. Ύστερα τον αισθητήρα. Να ξεφύγω. Δυο τρόποι υπήρχαν μόνο να ξεφύγει κανείς από εδώ μέσα. Αυτός εδώ, η πίσω έξοδος· κι η κεντρική είσοδος των φυλακών, στην αίθουσα υποδοχής. Ούτε φρεάτια εξαερισμού ούτε έξοδοι κινδύνου ούτε αποχετευτικά δίκτυα που να χωρούσαν ανθρώπινα σώματα, τίποτα.

«Ίσως» είπε κι ακούμπησε το δάχτυλό του στον αισθητήρα. Ένα κόκκινο φωτάκι αναβόσβησε πάνω από το χερούλι της πόρτας, δείχνοντας ότι αναζητούσε το αποτύπωμα στη βάση δεδομένων. Το φωτάκι έσβησε και δίπλα του άναψε ένα πράσινο. Ο Άριλ Φρανκ πίεσε το χερούλι κι έσπρωξε την πόρτα. Το δυνατό φως του ήλιου τούς τύφλωσε. Οι δύο άνδρες φόρεσαν τα γυαλιά του ηλίου τους καθώς διέσχιζαν το μεγάλο πάρκινγκ. «Θα τους πω ότι θέλεις να ξεφύγεις απ’ όλο αυτό» είπε ο Φρανκ κι έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κοιτάζοντας στο πλάι το φυλάκιο ασφαλείας. Δυο ένοπλοι φρουροί κρατούσαν σκοπιά είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, δίπλα σε κάτι ατσάλινες μπάρες που ούτε η νέα Πόρσε Καγέν του Φρανκ δεν μπορούσε να παραβιάσει. Ίσως ένα Χάμερ Η1 να τα κατάφερνε –κι ο Φρανκ το είχε σκεφτεί να τ’ αγοράσει–, μόνο που το Χάμερ ήταν τόσο φαρδύ, που θα φράκαρε στους τοίχους, που ήταν κατασκευασμένοι επίτηδες στενοί, ώστε να μην επιτρέπουν τη διέλευση ακριβώς σε τέτοια μεγάλα οχήματα. Με την ίδια σκέψη είχε τοποθετήσει ατσάλινα οδοφράγματα εντός του εξάμετρου φράχτη που περιέφραζε τη φυλακή. Είχε ζητήσει μάλιστα ο φράχτης να είναι ηλεκτροφόρος, αλλά η πολεοδομία απέρριψε την αίτησή του με τη δικαιολογία ότι η Στάτεν ήταν στο κέντρο του Όσλο και

μπορεί να τραυματίζονταν αθώοι πολίτες. Τι αθώοι και κουραφέξαλα; Για ν’ ακουμπήσεις τον φράχτη απέξω έπρεπε να ξεπεράσεις πρώτα έναν πεντάμετρο τοίχο με αγκαθωτό σύρμα στην κορυφή. «Πού πας, παρεμπιπτόντως;» «Στην πλατεία Αλεξάντερ Χιέλαντς» είπε ο Περ Βολάν ελπιδοφόρα. «Α, συγγνώμη. Δεν πάω προς τα εκεί». «Μην ανησυχείς. Υπάρχει και λεωφορείο, σταματάει ακριβώς απέξω». «Ωραία. Τα λέμε λοιπόν». Ο αναπληρωτής διευθυντής των φυλακών κάθισε στο τιμόνι του αυτοκινήτου του και οδήγησε μέχρι το φυλάκιο ασφαλείας. Σύμφωνα με τους κανόνες, όλα τα οχήματα, μηδενός εξαιρουμένου, έπρεπε να σταματούν στο φυλάκιο και να ελέγχονται μαζί με τους επιβάτες τους. Μόνο τώρα, επειδή τον είχαν δει να βγαίνει από το κτίριο και να μπαίνει στο αμάξι του, τον άφησαν οι φρουροί να περάσει σηκώνοντας τις μπάρες. Ο Φρανκ τούς ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.

Σταμάτησε στα φανάρια της διασταύρωσης με τον κεντρικό δρόμο, εκατό μέτρα παρακάτω. Γύρισε το βλέμμα στον καθρέφτη και κοίταξε την αγαπημένη του Στάτεν. Δεν ήταν τέλεια, μα δεν απείχε και πολύ. Για την απόκλιση θεωρούσε υπεύθυνους την πολεο​δ ομία, τους καινούργιους, ηλίθιους νόμους του υπουργείου και το ημιδιεφθαρμένο γραφείο ανθρώπινων πόρων. Τι ζητούσε κι αυτός; Το μόνο που ήθελε ήταν ό,τι καλύτερο για τους πάντες, για τους εργατικούς και έντιμους κατοίκους του Όσλο που άξιζαν μια άνετη κι ασφαλή ζωή. Εντάξει, τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν κι αλλιώς· ούτε σ’ εκείνον άρεσε αυτό που γινόταν. Όμως – όπως έλεγε πάντα στους μαθητές του στην κολύμβηση– ή κολυμπάς ή βουλιάζεις· κανείς δεν είναι εδώ για να σου κάνει τα χατίρια. Οι σκέψεις του επέστρεψαν στα επερχόμενα: Είχε ένα μήνυμα να παραδώσει. Και καμία αμφιβολία για το αποτέλεσμα. Το φανάρι έγινε πράσινο κι ο Άριλ Φρανκ πάτησε το γκάζι.

3

Ο

Περ Βολάν διέσχισε το πάρκο δίπλα στην πλατεία

Αλεξάντερ Χιέλαντς. Αυτός ο Ιούλης ήταν ασυνήθιστα κρύος και υγρός, μα να που ο ήλιος ξανάβγαινε τώρα και το πάρκο άστραφτε καταπράσινο λες κι ήταν άνοιξη. Το καλοκαίρι είχε επιστρέψει· οι άνθρωποι τριγύρω γυρνούσαν το πρόσωπο στον ήλιο κι απολάμβαναν τη λιακάδα σχεδόν απελπισμένα, λες κι ήταν με το δελτίο. Βουητό από σκέιτμπορντ και κλαγγές από εξάδες μπίρας καθ’ οδόν προς τα μπάρμπεκιου της πόλης, στα πάρκα της και στα μπαλκόνια. Κι υπήρχαν κι αυτοί που χαίρονταν ακόμα περισσότερο με την άνοδο της θερμοκρασίας: άνθρωποι

μπαρουτοκαπνισμένοι απ’ την κίνηση των δρόμων γύρω απ’ την πλατεία, κουρελιάρικες φιγούρες κουλουριασμένες σε παγκάκια, που φώναζαν στον Βολάν καθώς περνούσε με φωνές χαρούμενες και τραχιές, σαν κρωξίματα γλάρων. Ο Περ Βολάν στάθηκε στο φανάρι στη διασταύρωση των οδών Ουελαντσγκάτε και Βάλντεμαρ Τράνες Γκάτε, όπου φορτηγά και λεωφορεία περνούσαν ξυστά από μπροστά του. Κοίταξε τις προσόψεις των κτιρίων από την απέναντι μεριά να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται ανάμεσά τους. Τα παράθυρα του περιβόητου μπαρ Τράνεν, που είχε ξεδιψάσει τους πιο διψασμένους κατοίκους της πόλης από το 1921, ήταν καλυμμένα με πλαστικό. Τα τελευταία τριάντα χρόνια βασιλιάς του Τράνεν ήταν ο Άρνι «Skiffle Joe» Νορς, που έπαιζε την κιθάρα του ντυμένος καουμπόης πάνω σ’ ένα μονόκυκλο, συνοδευόμενος από έναν ηλικιωμένο τυφλό οργανοπαίχτη και μια Ταϊ​λ ανδή με ταμπουρίνο και κλάξον. Ο Περ Βολάν άφησε το βλέμμα του να πέσει στην πρόσοψη ενός κτιρίου που έγραφε Ξενώνας Ίλα με μεγάλα σιδερένια γράμματα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε χρησιμοποιηθεί ως χώρος φιλοξενίας γυναικών με εξώγαμα παιδιά. Τώρα στέγαζε τους πλέον ευαίσθητους τοξικομανείς της πόλης: αυτούς που δεν ήθελαν να απεξαρτηθούν. Τερματικός σταθμός.

Ο Περ Βολάν διέσχισε τον δρόμο, σταμάτησε έξω από την είσοδο του κτιρίου, χτύπησε το κουδούνι και κοίταξε την κάμερα κλειστού κυκλώματος. Άκουσε τον βόμβο της πόρτας, την έσπρωξε και μπήκε. Το κέντρο τού είχε παραχωρήσει ένα δωμάτιο για δύο εβδομάδες, έτσι, για τον παλιό, καλό καιρό. Από τότε είχε περάσει ήδη ένας μήνας. «Γεια σου, Περ» είπε η νεαρή καστανομάτα γυναίκα που κατέβηκε να ξεκλειδώσει την καγκελόφραχτη πόρτα που οδηγούσε στις σκάλες. Κάποιος είχε πειράξει την κλειδαριά και δεν μπορούσες να βάλεις πια κλειδί από έξω. «Το καφέ έχει κλείσει, αλλά προλαβαίνεις να φας βραδινό αν πας κατευθείαν μέσα». «Σ’ ευχαριστώ, Μάρτα, αλλά δεν πεινάω». «Κουρασμένος φαίνεσαι». «Ήρθα με τα πόδια από τη Στάτεν». «Σοβαρά; Μα δεν έχει λεωφορείο;» Η γυναίκα άρχισε να ξανανεβαίνει τις σκάλες κι ο Περ έσυρε τα πόδια του ξοπίσω της. «Είχα να ξεκαθαρίσω διάφορα πράγματα στο μυαλό μου»

απάντησε εκείνος. «Ήρθε κάποιος και σε ζητούσε πριν από λίγο». Ο Περ κοκάλωσε. «Ποιος;» «Δεν ρώτησα. Μπορεί να ήταν κι η αστυνομία». «Γιατί το λες αυτό;» «Φαινόταν να θέλει να σου μιλήσει πάση θυσία κι άρα σκέφτηκα πως μάλλον είχε σχέση με κάποιον από τους κρατούμενους που ξέρεις. Ή κάτι τέτοιο». Ήδη, σκέφτηκε ο Περ. Με ψάχνουν ήδη. «Μάρτα, πιστεύεις σε τίποτα;» Εκείνη έκανε μεταβολή. Χαμογέλασε. Ο Περ σκέφτηκε ότι ένας νεαρός θα μπορούσε εύκολα να ερωτευτεί αυτό το χαμόγελο. «Στον Θεό ή στον Χριστό, ας πούμε;» ρώτησε η Μάρτα, σπρώχνοντας την πόρτα προς τη ρεσεψιόν, ένα απλό παράθυρο στον τοίχο, μ’ ένα γραφείο από πίσω του.

«Στη μοίρα. Στην τύχη, αντί για την κοσμική βαρύτητα». «Πιστεύω στην τρελο-Γκρέτα» μουρμούρισε η Μάρτα ξεφυλλίζοντας κάτι εφημερίδες. «Τα φαντάσματα δεν…» «Η Ίνγκερ είπε ότι άκουσε το κλάμα ενός μωρού χτες». «Η Ίνγκερ έχει σπασμένα νεύρα, Μάρτα». Η Μάρτα πέρασε πίσω από τον τοίχο κι έβγαλε το κεφάλι της από το άνοιγμα. «Περ, πρέπει να μιλήσουμε…» Εκείνος αναστέναξε. «Ξέρω. Είστε πλήρεις και…» «Μας πήραν από το κέντρο στη Σπουρβαϊσγκάτα να μας πουν ότι λόγω της πυρκαγιάς θα παραμείνουν κλειστοί για ακόμα δυο μήνες. Τουλάχιστον σαράντα από τους ενοίκους μας μοιράζονται δωμάτια. Δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι. Ο ένας κλέβει τον άλλο και μετά πιάνονται στα χέρια. Ζήτημα χρόνου είναι να ’χουμε τραυματίες». «Εντάξει, εντάξει, δεν θα μείνω για πολύ ακόμα εδώ». Η Μάρτα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και τον κοίταξε

απορημένη. «Γιατί δεν σ’ αφήνει να κοιμηθείς σπίτι σου; Πόσα χρόνια είστε παντρεμένοι; Σαράντα;» «Τριάντα οκτώ. Το σπίτι τής ανήκει και… είναι μεγάλο μπλέξιμο» είπε χαμογελώντας πικρά ο Περ. Άφησε τη γυναίκα στη ρεσεψιόν και προχώρησε στον διάδρομο. Πίσω από δύο πόρτες ακουγόταν εκκωφαντική μουσική. Αμφεταμίνες. Δευτέρα σήμερα: Το Γραφείο Επιδομάτων μόλις είχε ανοίξει μετά το Σαββατοκύριακο και γινόταν ο κακός χαμός. Ο Περ ξεκλείδωσε την πόρτα του δωματίου του. Το μικροσκοπικό, κακοσυντηρημένο δωμάτιο με το μονό κρεβάτι του και τη μοναδική ντουλάπα κόστιζε έξι χιλιάδες κορόνες τον μήνα. Με τα ίδια λεφτά μπορούσες να νοικιάσεις ολόκληρο διαμέρισμα έξω από το Όσλο. Κάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε έξω από το βρόμικο παράθυρο. Η κίνηση απέξω βούιζε, σαν υπνωτισμένη. Ο ήλιος έλαμπε μέσ’ από τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες. Μια μύγα πάλευε να επιβιώσει πάνω στο περβάζι. Σύντομα θα πέθαινε. Έτσι είναι η ζωή. Όχι ο θάνατος, η ζωή. Ο θάνατος δεν είναι τίποτα. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που το πρωτοσυνειδητοποίησε αυτό; Πως όλα τα υπόλοιπα, ό,τι κήρυττε, δεν ήταν παρά μια ανθρώπινη ασπίδα ενάντια στον

φόβο του θανάτου; Και που το κατάλαβε όμως, τι μ’ αυτό; Γιατί αυτά που νομίζουμε ότι ξέρουμε δεν σημαίνουν τίποτα σε σύγκριση με τα όσα έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε για να κατευνάσουμε τον πόνο και τον φόβο μας. Κι όταν το κατάλαβε αυτό, επέστρεψε εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει: στην πίστη του σ’ έναν ελεήμονα Θεό και στη ζωή μετά θάνατον. Και τώρα πίστευε σ’ αυτά περισσότερο από ποτέ. Έβγαλε ένα μπλοκάκι κάτω από μία εφημερίδα κι άρχισε να γράφει. Ο Περ Βολάν δεν είχε και πολλά να πει. Λίγες αράδες σε μια κόλα χαρτί, αυτό ήταν όλο. Πήρε έναν χρησιμοποιημένο φάκελο που κάποτε περιείχε το γράμμα του δικηγόρου της Άλμα, αυτό που τον πληροφορούσε εν συντομία τι ποσοστό της μητρικής περιουσίας δικαιούνταν – λίγα πράγματα. Έσβησε τ’ όνομά του από τη θέση του παραλήπτη. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη, ίσιωσε το κολάρο του πάστορα, φόρεσε το παλτό του και βγήκε έξω. Η Μάρτα δεν ήταν πια στη ρεσεψιόν. Η Ίνγκερ πήρε τον φάκελο και του υποσχέθηκε να τον παραδώσει εκεί που έπρεπε.

Ο ήλιος ήταν χαμηλά στον ουρανό, η μέρα υποχωρούσε. Διέσχισε το πάρκο καταγράφοντας με την άκρη του ματιού του πώς τα πάντα κι οι πάντες τριγύρω του έπαιζαν σωστά τους ρόλους τους, δίχως πολλές παραφωνίες. Κανείς δεν σηκώθηκε βιαστικά από κανένα παγκάκι να τον ακολουθήσει, ούτε κανένα αυτοκίνητο πάρκαρε διακριτικά δίπλα στο πεζοδρόμιο όταν άλλαξε γνώμη κι αποφάσισε να κατέβει την οδό Σανεργκάτα προς το ποτάμι. Κι όμως, ήταν εκεί: πίσω από κάποιο παράθυρο που αντανακλούσε το ήρεμο καλοκαιρινό απόγευμα, σε κάποιο βλέμμα ενός τυχαίου περαστικού, στις κρύες σκιές που ξεκινούσαν από την ανατολική μεριά των σπιτιών και ροκάνιζαν το φως, μεγαλώνοντας ολοένα. Και τότε ο Περ Βολάν σκέφτηκε πως όλη του η ζωή ήταν αυτό το πράγμα: ένας συνεχής, μάταιος, αμφίρροπος αγώνας ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ένας αγώνας που ποτέ δεν κατέληγε στη νίκη κανενός. Ή μήπως κατέληγε; Γιατί κάθε μέρα που περνούσε το σκοτάδι κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος. Όδευαν προς τη μεγάλη νύχτα. Ο Περ άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα.

4

O

Σίμουν Κέφας έφερε το φλιτζάνι του καφέ στο στόμα.

Από το τραπέζι της κουζίνας είχε θέα στον μικρό τους κήπο, μπροστά από το σπίτι τους στην οδό Φαγκερλιβάιεν στο Ντίσεν. Είχε βρέξει αποβραδίς και το χορτάρι γυάλιζε ακόμη στην πρωινή λιακάδα. Είχε την εντύπωση ότι μεγάλωνε μπροστά στα μάτια του. Προμηνύονταν νέες περιπέτειες για τη χλοοκοπτική μηχανή· θορυβώδεις περιπέτειες, γεμάτες ιδρώτα και περιστασιακές βρισιές, αλλά χαλάλι τους. Η Έλσε τον είχε ρωτήσει γιατί δεν αγόρασε μια ηλεκτρική μηχανή για το γκαζόν, όπως όλοι οι γείτονες, κι η απάντησή του ήταν απλή: λόγω χρημάτων. Αυτή η απάντηση είχε υπάρξει η

ταφόπλακα πολλών συζητήσεων καθώς μεγάλωνε στο σπίτι αυτό μα και στη γειτονιά. Αλλά τότε ήταν ακόμη γειτονιά απλών ανθρώπων: δασκάλων, κομμωτριών, ταξιτζήδων και δημοτικών υπαλλήλων. Ή αστυνομικών, σαν και του λόγου του. Όχι ότι οι τωρινοί κάτοικοι ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, απλώς δούλευαν σε διαφημιστικές εταιρείες και στην τηλεόραση, ήταν δημοσιογράφοι και γιατροί, αντιπρόσωποι και προωθητές ακατανόητων προϊό​ντων ή κληρονόμοι κάποιας περιουσίας που τους έφτανε για ν’ αγοράσουν ένα από τα μικρά γραφικά σπίτια της περιοχής, εκτοξεύοντας τις τιμές τους στα ουράνια και τη γειτονιά στα ανώτερα κοινωνικά κλιμάκια. «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Έλσε, που στεκόταν πίσω από την καρέκλα του, χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά. Αραίωναν κι αυτά εμφανώς πια. Αν το φως έπεφτε από πάνω, φαινόταν το κρανίο του. Όμως η Έλσε ισχυριζόταν ότι της άρεσε. Της άρεσε που ο Σίμουν έμοιαζε με αυτό που ήταν: ένας αστυνομικός σε συντάξιμη ηλικία. Της άρεσε που κι αυτή κάποτε θ’ άρχιζε να γερνάει. Παρόλο που ο Σίμουν της έριχνε είκοσι χρόνια. Ένας γείτονας, ένας σχετικά γνωστός κινηματογραφικός παραγωγός, την είχε περάσει για κόρη του μια μέρα. Τον Σίμουν δεν τον πείραξε καθόλου.

«Σκέφτομαι πόσο τυχερός είμαι» της απάντησε. «Που έχω εσένα. Που έχω όλα αυτά». Η Έλσε τον φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού. Ένιωσε τα χείλη της στο δέρμα του. Στον ύπνο του είχε δει πως της είχε δώσει την όρασή του. Κι όταν ξύπνησε και δεν έβλεπε τίποτα, τα λίγα δευτερόλεπτα πριν καταλάβει ότι φορούσε ακόμη τη μάσκα ύπνου, είχε νιώσει μια απέραντη ευτυχία. Χτύπησε το κουδούνι. «Η Έντιτ θα είναι» είπε η Έλσε. «Πάω ν’ αλλάξω». Άνοιξε την πόρτα στην αδερφή της κι εξαφανίστηκε στον πάνω όροφο. «Θείε Σίμουν! Θείε Σίμουν!» «Για δες ποιος μας θυμήθηκε!» είπε ο Σίμουν χαζεύοντας το απαστράπτον πρόσωπο του αγοριού. Η Έντιτ μπήκε στην κουζίνα. «Με συγχωρείς, Σίμουν, αλλά μ’ έπρηξε να έρθουμε όσο πιο γρήγορα γινόταν για να προλάβει να δοκιμάσει το πηλήκιό σου». «Μα φυσικά» είπε ο Σίμουν «αλλά γιατί δεν είσαι στο

σχολείο, Ματς;». «Ημέρα εκπαίδευσης των καθηγητών» αναστέναξε η Έντιτ. «Δεν έχουν ιδέα τι εφιάλτης είναι για εμάς τις ανύπαντρες μητέρες». «Ε, τότε είναι πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου να προσφερθείς να πας την Έλσε με το αυτοκίνητο». «Μη λες τέτοια. Εξάλλου, αυτός θα βρίσκεται στο Όσλο μόνο για δυο μέρες, σήμερα κι αύριο, αν δεν κάνω λάθος». «Ποιος;» Ο Ματς τραβούσε κι έσπρωχνε το χέρι του θείου του, για να τον κάνει να σηκωθεί από την καρέκλα του. «Ένας αμερικανός γιατρός που είναι ξεφτέρι στις εγχειρήσεις των ματιών» είπε ο Σίμουν, προσποιούμενος ότι ήταν ακόμα πιο δύσκαμπτος από το κανονικό, επιτρέποντας στον ανιψιό του να τον τραβήξει απ’ την καρέκλα του. «Έλα, για να πάμε να βρούμε αυτό το πηλήκιο. Έντιτ, έχει καφέ, βάλε άμα θες». Ο Σίμουν κι ο Ματς μπήκαν στον διάδρομο και το αγόρι τσίριξε από τη χαρά του βλέποντας τον θείο του να κατεβάζει από το επάνω ράφι της ντουλάπας το ασπρόμαυρο

αστυνομικό του πηλήκιο. Όταν όμως ο θείος του φόρεσε το καπέλο, το αγόρι σώπασε σε ένδειξη σεβασμού. Στάθηκαν οι δυο τους μπροστά στον καθρέφτη. Το αγόρι έδειξε την αντανάκλαση του θείου του κι έκανε ήχους πυροβολισμών. «Ποιον πυροβολείς;» ρώτησε ο Σίμουν. «Τους ληστές» είπε το αγόρι φτύνοντας σάλια. «Μπαμ! Μπαμ!» «Ή απλώς έναν στόχο» είπε ο Σίμουν. «Ούτε η αστυνομία δεν μπορεί να πυροβολήσει τους ληστές χωρίς να πάρει άδεια». «Πώς δεν μπορεί! Μπαμ! Μπαμ!» «Ματς, αν τους πυροβολήσουμε, θα πάμε φυλακή». «Αλήθεια;» Το αγόρι σταμάτησε και κοίταξε σαστισμένο τον θείο του. «Μα γιατί; Αφού είμαστε η αστυνομία». «Γιατί, αν πυροβολήσουμε κάποιον ενώ μπορούσαμε απλώς να τον συλλάβουμε, τότε οι κακοί είμαστε εμείς». «Μα… όταν τους πιάσουμε, τότε, τότε μπορούμε να τους πυροβολήσουμε, σωστά;»

Ο Σίμουν έσκασε στα γέλια. «Όχι. Τότε έρχεται ο δικαστής κι αποφασίζει πόσον καιρό θα πάνε φυλακή». «Εγώ νόμιζα ότι εσύ το αποφάσιζες αυτό, θείε Σίμουν». Ο Σίμουν είδε την απογοήτευση στο βλέμμα του αγοριού. «Να σου πω κάτι, Ματς; Πολύ χαίρομαι που δεν πρέπει ν’ αποφασίζω εγώ για κάτι τέτοια. Πολύ χαίρομαι που το μόνο που έχω να κάνω είναι να πιάνω τους κακούς. Γιατί αυτό είναι το διασκεδαστικό μέρος της δουλειάς». Ο Ματς σφάλισε το ένα μάτι και το πηλήκιο γλίστρησε λίγο προς τα πίσω. «Θείε Σίμουν…» «Ναι;» «Γιατί δεν κάνετε παιδιά με τη θεία Έλσε;» Ο Σίμουν πέρασε πίσω από τον Ματς κι ακούμπησε τις παλάμες του στους ώμους του μικρού. Χαμογέλασε στον καθρέφτη. «Δεν χρειαζόμαστε παιδιά. Έχουμε εσένα, ε;» Ο Ματς κοίταξε για λίγο σιωπηλά τον θείο του, σαν να σκεφτόταν. Κι ύστερα το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Ναι!»

Ο Σίμουν έχωσε το χέρι του στην τσέπη, να βγάλει το κινητό του που είχε αρχίσει να χτυπά. Ένας συνάδελφος. Ο Σίμουν άκουσε προσεκτικά. «Πού στο ποτάμι;» ρώτησε. «Μετά το Κούμπα, δίπλα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Υπάρχει μια πεζογέφυρα…» «Ναι, ξέρω πού είναι. Θα είμαι εκεί σε μισή ώρα». Φόρεσε τα παπούτσια του, έδεσε τα κορδόνια του κι έβαλε το σακάκι του. «Έλσε!» φώναξε. «Ναι;» Το πρόσωπό της φάνηκε στην κορυφή της σκάλας. Για μια ακόμα φορά ο Σίμουν έμεινε κατάπληκτος με το πόσο όμορφη ήταν· τα μακριά της μαλλιά, σαν κόκκινο ποτάμι γύρω απ’ το μικρό της πρόσωπο· οι φακίδες πάνω και γύρω απ’ τη μυτούλα της. Ξαφνικά σκέφτηκε πως οι φακίδες αυτές θα βρίσκονται ακόμη εκεί κι όταν αυτός θα έχει φύγει. Κι η επόμενη σκέψη τού ήρθε αυτόματα, όσο κι αν προσπάθησε να την καταπιέσει: Και τότε ποιος θα τη φροντίζει;

Ήξερε ότι ήταν απίθανο να μπορεί να τον διακρίνει από εκεί που στεκόταν· απλώς προσποιούνταν. Ο Σίμουν ξερόβηξε. «Πρέπει να φύγω, αγάπη μου. Θα με πάρεις να μου πεις τι είπε ο γιατρός;» «Ναι. Να προσέχεις με το αυτοκίνητο».

Δύο μεσήλικες αξιωματικοί της αστυνομίας διέσχιζαν το πάρκο που ο πολύς κόσμος αποκαλούσε απλώς «Κούμπα». Οι περισσότεροι νόμιζαν ότι το όνομα παρέπεμπε στην Κούβα, από τη μια επειδή φιλοξενούσε συχνά πολιτικές συγκεντρώσεις κι από την άλλη επειδή η Γκρινερλέκα ήταν κάποτε εργατική συνοικία. Έπρεπε να έχεις ζήσει εκεί γύρω δεκαετίες ολόκληρες για να ξέρεις ότι κάποτε υπήρχε εδώ μια μεγάλη δεξαμενή αερίου κι ότι ο σκελετός της ήταν φτιαγμένος σε σχήμα κύβου. Οι δύο άνδρες διέσχιζαν την πεζογέφυρα που οδηγούσε στο παλιό εργοστάσιο που ήταν τώρα Σχολή Καλών Τεχνών. Τα κάγκελα της γέφυρας ήταν διάστικτα με κλειδωμένα λουκέτα, χαραγμένα με ημερομηνίες

και τ’ αρχικά διαφόρων εραστών. Ο Σίμουν κοντοστάθηκε και κοίταξε ένα από αυτά. Αγαπούσε την Έλσε εδώ και δέκα χρόνια, καθεμία από τις παραπάνω από τρεισήμισι χιλιάδες μέρες που ήταν μαζί. Δεν θα υπήρχε ποτέ άλλη γυναίκα στη ζωή του και δεν του χρειαζόταν κάποιο συμβολικό λουκέτο για να το επιβεβαιώσει. Ούτε για εκείνη. Ο Σίμουν ήλπιζε να ζήσει η Έλσε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του και να βρει και νέους άνδρες ν’ αγαπήσει ύστερα από αυτόν. Όλα καλά. Από εκεί που στέκονταν μπορούσαν να δουν τη γέφυρα Όμοντ, μια μικρή γεφυρούλα που διέσχιζε το ποταμάκι που διαιρούσε τη μικρή τους πολιτεία σε ανατολή και δύση. Κάποτε, τα χρόνια τα παλιά, όταν ήταν ακόμη νέος κι επιπόλαιος, είχε βουτήξει από τη γέφυρα αυτή μες στο ποτάμι. Τρεις νεαροί –η τρόικα– μεθυσμένοι, οι δυο τους γεμάτοι ακλόνητη πίστη στον εαυτό και τις ικανότητές τους, εντελώς πεπεισμένοι ότι ο καθένας τους ήταν σίγουρα ο καλύτερος εκ των τριών. Κι ύστερα ο Σίμουν, ο τρίτος της παρέας, που είχε από καιρό καταλάβει ότι δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τους φίλους του ούτε σ’ εξυπνάδα ούτε σε δύναμη ούτε σε κοινωνικές συναναστροφές ούτε σε γοητεία. Ήταν όμως ο γενναιότερος απ’ όλους. Ή, για να το πούμε κι αλλιώς, ο πιο απερίσκεπτος. Μα οι βουτιές σε μολυσμένα ποτάμια δεν χρειάζονται ούτε εξυπνάδα ούτε σωματικές

ικανότητες· μόνο απερισκεψία. Συχνά σκεφτόταν ότι το μοναδικό ανταγωνιστικό του πλεονέκτημα όταν ήταν νέος ήταν η απαισιοδοξία του, μια απαισιο​δ οξία που τον είχε κάνει πρόθυμο να ρισκάρει τα πάντα για ένα μέλλον το οποίο δεν είχε και σε πολύ μεγάλη εκτίμηση, μια έμφυτη γνώση ότι είχε πολύ λιγότερα να χάσει από τους άλλους. Είχε σταθεί στα κάγκελα της γέφυρας, με τους φίλους του να του φωνάζουν να μην το κάνει, να ουρλιάζουν ότι ήταν τρελός. Κι είχε βουτήξει. Από τη γέφυρα, από τη ζωή, μες στην υπέροχη, στροβιλιζόμενη ρουλέτα της μοίρας. Είχε βουτήξει στο νερό που δεν είχε επιφάνεια, μόνο λευκό αφρό, κι είχε αφήσει να τον αγκαλιάσει ο πάγος από κάτω. Και στον κόρφο του είχε βρει ησυχία, μοναξιά και γαλήνη. Όταν βγήκε ξανά στην επιφάνεια, αλώβητος, τους άκουσε να ζητωκραυγάζουν. Άκουσε τον εαυτό του να ζητωκραυγάζει μαζί τους, όσο απογοητευμένος κι αν ένιωθε που είχε επιστρέψει στον κόσμο ετούτο. Είναι απίστευτο τι κάνουν οι νέοι για μια ερωτική απογοήτευση. Ο Σίμουν έβγαλε απ’ το μυαλό τις αναμνήσεις του κι εστία​σε στον καταρράχτη ανάμεσα στις δυο γέφυρες. Συγκεκριμένα, στη φιγούρα που είχε μείνει μετέωρη εκεί, ακίνητη σαν φωτογραφία.

«Υποθέτουμε ότι τον παρέσυρε το ρέμα» δήλωσε ο τεχνικός της Σήμανσης που στεκόταν παραδίπλα. «Και πιάστηκαν τα ρούχα του σε κάτι που εξείχε απ’ το νερό, στο ύψος του καταρράκτη. Το ποτάμι είναι συνήθως πολύ ρηχό εκεί γύρω, μπορείς να το διασχίσεις με τα πόδια». «Εντάξει» είπε ο Σίμουν, μασουλώντας το snus του, τον υγρό καπνό που είχε στο στόμα, γέρνοντας το κεφάλι του προς το πλάι. Ο άνθρωπος κρεμόταν όρθιος, με τα χέρια κρεμασμένα στο πλάι· το νερό απ’ τον καταρράκτη δημιουργούσε ένα υδάτινο στεφάνι γύρω απ’ το κεφάλι και το σώμα του. Στον Σίμουν θύμιζε τα μαλλιά της Έλσε. Η ομάδα του Εγκληματολογικού είχε καταφέρει να φτάσει επιτέλους με τη βάρκα ως το πτώμα και τώρα προσπαθούσαν να το απαγκιστρώσουν. «Στοίχημα μια μπίρα πως είναι αυτοκτονία». «Νομίζω ότι κάνεις λάθος, Ελίας» είπε ο Σίμουν, χώνοντας ένα δάχτυλο κάτω απ’ το πάνω χείλος του, για να βγάλει τον καπνό απ’ το στόμα. Πήγε να το ρίξει στο ποτάμι, αλλά σταμάτησε. Άλλαξαν οι καιροί. Κοίταξε τριγύρω να βρει κάνα σκουπιδοτενεκέ. «Ούτε μια μπίρα στοίχημα δηλαδή;»

«Όχι, Ελίας, ούτε μία». «Ω, ναι, μωρέ, συγγνώμη, το ξέχασα…» Ο αξιωματικός του Εγκληματολογικού κοκκίνισε. «Δεν βαριέσαι» είπε ο Σίμουν κι αποχώρησε. Φεύγοντας, έκανε νόημα σε μια ψηλή ξανθιά γυναίκα με μαύρη φούστα και κοντό σακάκι. Αν δεν φορούσε αστυνομική διαπίστευση γύρω από τον λαιμό της, θα την είχε περάσει για τραπεζική υπάλληλο. Πέταξε το snus του στον σκουπιδοτενεκέ στην άκρη της γέφυρας και κατέβηκε στην κοίτη του ποταμού, σαρώνοντας προσεκτικά το χώμα με το βλέμμα του.

«Ο αξιωματικός Κέφας;» Ο Ελίας σήκωσε το βλέμμα του. Η γυναίκα που του είχε απευθύνει τον λόγο ήταν η αρχετυπική εικόνα της Σκανδιναβής στις συνειδήσεις κάθε ξένου. Η γυναίκα έσκυβε λίγο κι ο Ελίας έβγαλε το συμπέρασμα ότι πιθανόν να θεωρούσε τον εαυτό της υπερβολικά ψηλό. Φορούσε, εξάλλου, ολόισια παπούτσια.

«Όχι, δεν είμαι εγώ. Εσείς ποια είστε;» «Κάρι Άντελ». Η γυναίκα σήκωσε τη διαπίστευση που είχε περασμένη στον λαιμό της. «Είμαι νέα στο Ανθρωποκτονιών. Μου είπαν να σας βρω εδώ κάτω». «Καλώς ήρθατε. Τι τον θέλετε τον Σίμουν;» «Θα είναι ο μέντοράς μου, υποτίθεται». «Τυχερούλα» είπε ο Ελίας και της έδειξε τον άνδρα που περπατούσε κατά μήκος του ποταμού. «Εκείνος εκεί είναι». «Τι ψάχνει;» «Αποδεικτικά στοιχεία». «Μα τα στοιχεία βρίσκονται στο ποτάμι, όπου βρίσκεται και το πτώμα, και όχι πιο κάτω». «Σαφώς, γι’ αυτό κι υπέθεσε ότι ψάξαμε ήδη σ’ εκείνη την περιοχή. Πράγμα που όντως κάναμε». «Οι υπόλοιποι αυτοκτονία».

αξιωματικοί

λένε

ότι

μοιάζει

με

«Ναι, έκανα κι εγώ το λάθος να του βάλω στοίχημα μια μπίρα ότι είναι αυτοκτονία». «Γιατί λάθος;» «Έχει πρόβλημα» είπε ο Ελίας. «Είχε πρόβλημα, θέλω να πω». Είδε τη γυναίκα να σηκώνει τα φρύδια της. «Δεν είναι μυστικό. Και καλό θα ήταν να το ξέρετε αφού θα δουλέψετε και μαζί». «Δεν μου ’πε κανείς ότι θα δουλέψω με έναν αλκοολικό». «Δεν είναι αλκοολικός. Εθισμένος στον τζόγο είναι» είπε ο Ελίας. Η γυναίκα έφερε τα ξανθά της μαλλιά πίσω απ’ το ένα της αυτί και στένεψε τα μάτια της κοιτάζοντας κατάματα τον ήλιο. «Σε τι σόι τζόγο;» «Σ’ οτιδήποτε χάνει κανείς. Αφού είστε όμως η νέα του συνεργάτιδα, γιατί δεν τον ρωτάτε η ίδια; Από πού μας ήρθατε;» «Από το Ναρκωτικών». «Ε, τότε ξέρετε πολύ καλά τι συμβαίνει εδώ κάτω στο

ποτάμι». «Ναι». Στένεψε για άλλη μια φορά τα μάτια της και κοίταξε πάλι προς τη μεριά του πτώματος. «Θα μπορούσε να είναι φόνος για ναρκωτικά, φυσικά, αλλά η τοποθεσία δεν ταιριάζει. Κανείς δεν εμπορεύεται σκληρά ναρκωτικά σ’ αυτό το ύψος του ποταμού. Πρέπει να πας στη Σους Πλας και τη Νίμπρια για τέτοια. Και ποιος σκοτώνει, εξάλλου, για χασίς;» «Α, σούπερ» είπε ο Ελίας γνέφοντας προς τη βάρκα. «Κατάφεραν να τον κατεβάσουν πια. Αν έχει πάνω του ταυτότητα, θα μάθουμε σύντομα ποιος…» «Ξέρω ποιος είναι» είπε η Κάρι Άντελ. «Ο Περ Βολάν. Ο εφημέριος της φυλακής». Ο Ελίας την κοίταξε καλά καλά· σύντομα θ’ απαρνιόταν τη στολή γραφείου, όπως κάνουν όλες οι γυναίκες ντετέκτιβ στα αμερικάνικα σίριαλ. Αν εξαιρέσεις αυτό όμως, αυτή η γυναίκα είχε κάτι. Ίσως να ήταν από τους ανθρώπους που άντεχαν, που νοιάζονταν πραγματικά. Ίσως ν’ ανήκε σ’ αυτή τη σπάνια φυλή. Μα έτσι είχε σκεφτεί ο Ελίας και γι’ άλλους στο παρελθόν κι αποδείχθηκε εντέλει λάθος.

5

Τ

α χρώματα του ανακριτικού δωματίου ήταν απαλά· τα

έπιπλα από ξύλο πεύκου. Κόκκινες κουρτίνες έκρυβαν το παράθυρο που έβλεπε στην αίθουσα ελέγχου. Ο επιθεωρητής Χένρικ Βέστα από την αστυνομία του Μπούσκερουντ έβρισκε πολύ ευχάριστη αυτή τη διαρρύθμιση. Είχε ξανακάνει το ταξίδι από την Ντράμεν στο Όσλο κι είχε ξαναβρεθεί σε τούτο το δωμάτιο. Τότε είχε ανακρίνει κάτι παιδάκια σχετικά με μια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης· το δωμάτιο είχε γεμίσει πλαστικές κούκλες-ομοιώματα. Αυτή τη φορά επρόκειτo για φόνο. Παρατήρησε προσεκτικά τον μακρυμάλλη, γενειοφόρο νεαρό που καθόταν απέναντί του στο τραπέζι. Ο Σόνι

Λόφτχους έμοιαζε πολύ μικρότερος από την ηλικία που αναγραφόταν στον φάκελό του. Ούτε υπό την επήρεια ναρκωτικών έμοιαζε να είναι: Οι κόρες των ματιών του είχαν φυσιολογικό μέγεθος. Κάτι τέτοιο όμως συνέβαινε σε άτομα με υψηλές αντοχές στα ναρκωτικά. Ο Βέστα ξερόβηξε. «Άρα την έδεσες, την έκοψες μ’ ένα συνηθισμένο σιδεροπρίονο κι έφυγες;» «Ναι» απάντησε ο άνδρας. Είχε παραιτηθεί από το δικαίω​μα συνηγόρου υπεράσπισης, όμως απαντούσε σε όλες σχεδόν τις ερωτήσεις μονολεκτικά. Στο τέλος ο Βέστα αναγκάστηκε να τον ρωτάει πράγματα που χρειάζονταν μόνο ένα απλό ναι ή όχι. Καθόλου άσχημα, ρε γαμώτο: Ομολογία ήθελε ν’ αποσπάσει, έτσι δεν ήταν; Κι ωστόσο… Ο Βέστα κοίταξε τις φωτογραφίες που ήταν απλωμένες μπροστά του. Η κορυφή του κρανίου της γυναίκας είχε πριονισθεί κι ανοιχθεί και κρεμόταν από το κεφάλι μόνο με το δέρμα. Μέσα στο κρανίο φαινόταν η επιφάνεια του εγκεφάλου. Χρόνια τώρα ο Χένρικ Βέστα είχε απαλλαγεί από οποιαδήποτε αυταπάτη τού να νομίζει ότι μπορεί να συμπεράνει τι σόι κακό ήταν ικανός να κάνει ένας άνθρωπος μόνο και μόνο κοιτάζοντάς τον. Μόνο που αυτός εδώ…

αυτός εδώ δεν απέπνεε ούτε την παγωμάρα ούτε την επιθετικότητα ούτε τη βλακεία που ο Βέστα ανέκαθεν νόμιζε ότι διέκρινε στους εν ψυχρώ δολοφόνους. Ο Βέστα έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Γιατί ομολογείς;» Ο άνδρας ανασήκωσε τους ώμους του. «Βρήκαν DNA στη σκηνή του εγκλήματος». «Εσύ πού το ξέρεις αυτό;» Ο άνδρας χάιδεψε τα μακριά πλούσια μαλλιά του, μαλλιά που η διεύθυνση της φυλακής θα μπορούσε να του τα είχε κουρέψει στο άψε σβήσε αν ήθελε. «Μου πέφτουν τα μαλλιά. Απ’ τη μακροχρόνια χρήση ουσιών. Να φύγω τώρα;» Ο Βέστα αναστέναξε. Ομολογία. Αποδεικτικά στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος. Τι στον άνεμο τον έκανε ν’ αμφιβάλλει πια; Έσκυψε προς τη μεριά του μικροφώνου ανάμεσά τους. «Ανάκριση του υπόπτου Σόνι Λόφτχους τέλος, ώρα δεκατρείς και μηδέν τέσσερα λεπτά». Είδε το κόκκινο φωτάκι να σβήνει κι ήξερε ότι ο συνάδελφός του απέξω είχε κλείσει το μαγνητόφωνο.

Σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα για να μπουν μέσα οι δεσμοφύλακες και να συνοδεύσουν τον Λόφτχους πίσω στο κελί του. «Τι λες;» ρώτησε ο συνάδελφος βλέποντας τον Βέστα να μπαίνει στην αίθουσα ελέγχου. «Τι λέω;» Ο Βέστα φόρεσε το λεπτό μπουφάν του και τράβηξε εκνευρισμένος το φερμουάρ. «Δεν έχω τίποτα να πω με αυτά που είπε». «Για την άλλη ανάκριση μιλάω, την πρωινή». Ο Βέστα ανασήκωσε τους ώμους του. Ήταν μια φίλη του θύματος. Είχε καταθέσει ότι το θύμα τής είχε πει ότι ο σύζυγός της Ίνγκβε Μούρσαν είχε απειλήσει ότι θα τη σκοτώσει, κατηγορώντας την πως τον απατούσε. Κι ότι το θύμα, η Χιέρστι Μούρσαν, φοβόταν. Και καλά έκανε βέβαια, γιατί όντως είχε γνωρίσει κάποιον και σκεφτόταν να παρατήσει τον σύζυγό της. Υπάρχει πιο κλασικό κίνητρο δολοφονίας από αυτό; Το κίνητρο του αγοριού όμως ποιο ήταν; Ούτε βίασε το θύμα του ούτε έκλεψε τίποτα από το σπίτι. Μόνο το ντουλάπι με τα φάρμακα στο μπάνιο είχε παραβιαστεί· ο σύζυγος κατήγγειλε ότι έλειπαν μερικά υπνωτικά χάπια. Όμως για ποιο λόγο να θέλει ένας άνδρας

συνηθισμένος σε σκληρά ναρκωτικά –κοίτα τα χέρια του– να κλέψει υπνωτικά χάπια; Το επόμενο ερώτημα γεννήθηκε στο καπάκι: Γιατί ένας επιθεωρητής –που μόλις απέσπασε μια υπογεγραμμένη ομολογία– να θέλει να τυραννάει το μυαλό του με κάτι τέτοια;

Ο Γιουχάνες Χαλντέν σφουγγάριζε το πάτωμα ανάμεσα στα κελιά στην Α´ Πτέρυγα της φυλακής όταν είδε να τον πλησιάζουν δύο δεσμοφύλακες, με το αγόρι ανάμεσά τους. Το αγόρι χαμογελούσε, λες και περπατούσε με τα φιλαράκια του, λες και πήγαιναν κάπου ωραία – αν ξεχάσουμε, βέβαια, τις χειροπέδες. Ο Γιουχάνες σταμάτησε να σφουγγαρίζει και σήκωσε το δεξί του χέρι. «Κοίτα, Σόνι! Ο ώμος μου πάει πολύ καλύτερα! Χάρη σε σένα». Το αγόρι έκανε το σήμα της νίκης προς τον ηλικιωμένο άνδρα, σηκώνοντας αναγκαστικά και τα δυο του χέρια. Σταμάτησαν μπροστά από την πόρτα ενός κελιού. Οι

δεσμοφύλακες αφαίρεσαν τις χειροπέδες. Δεν χρειάστηκε να ξεκλειδώσουν την πόρτα του κελιού: Όλες οι πόρτες ξεκλείδωναν αυτόματα κάθε πρωί στις οκτώ και ξανακλείδωναν κάθε βράδυ στις δέκα. Οι φύλακες στην αίθουσα ελέγχου της Στάτεν είχαν δείξει μια φορά στον Γιουχάνες πώς κλείδωναν και ξεκλείδωναν όλες τις πόρτες με το πάτημα ενός κουμπιού. Στον Γιουχάνες άρεσε η αίθουσα ελέγχου· εκεί πάνω σφουγγάριζε με το πάσο του. Ήταν σαν γέφυρα υπερωκεάνιου τάνκερ. Σαν το μέρος όπου θα έπρεπε, κανονικά, να βρίσκεται. Λίγο πριν από το «περιστατικό» ο Γιουχάνες Χαλντέν εργαζόταν ως ναυτικός και σπούδαζε ναυσιπλοΐα. Σχεδίαζε να γίνει αξιωματικός καταστρώματος. Ύστερα ανθυποπλοίαρχος, υποπλοίαρχος και τέλος καπετάνιος. Και μετά θ’ αποσυρόταν με τη γυναίκα και την κόρη του στο σπίτι τους έξω από το Φάρσιν και θα γινόταν ακτοπλοηγός στο λιμάνι. Τι πήγε κι έκανε λοιπόν; Γιατί τα διέλυσε όλα; Τι στο καλό τον έπεισε να δεχτεί να μεταφέρει λαθραία δυο μεγάλα σακιά από το λιμάνι της Σονγκλά στην Ταϊλάνδη; Προφανώς και ήξερε ότι περιείχαν ηρωίνη. Και προφανώς ήξερε και τι έλεγε ο νόμος και το υστερικό νομικό σύστημα της Νορβηγίας, που τότε ακόμη εξίσωνε τη διακίνηση ναρκωτικών με φόνο. Ούτε να πεις ότι του χρειαζόταν αυτό το

αστρονομικό ποσό που του προσφέρθηκε για να μεταφέρει τα σακιά στο Όσλο. Τι ήταν λοιπόν; Η αδρεναλίνη; Ή μήπως η ελπίδα να την ξαναδεί, την πανέμορφη εκείνη Ταϊλανδή, με το μεταξωτό της φόρεμα και τα κατάμαυρα λαμπερά μαλλιά της, με τ’ αμυγδαλωτά της μάτια, να την ακούσει να του λέει απαλά με τα γλυκά ρόδινα χείλη της τις δύσκολες εκείνες αγγλικές λέξεις, ότι έπρεπε να το κάνει για εκείνην, για την οικογένειά της στο Τσιανγκ Ράι, επειδή ήταν ο μόνος τρόπος για να σωθούν; Την ιστορία της ποτέ δεν την πίστεψε· πίστεψε όμως το φιλί της. Και το φιλί αυτό τον έστειλε από ωκεανό σε ωκεανό, από τελωνείο σε τελωνείο, στο αυτόφωρο κι ύστερα στο δικαστήριο κι από εκεί στην αίθουσα επισκεπτών, όπου η σχεδόν ενήλικη κόρη του εμφανίστηκε για να του πει ότι η οικογένειά του τον είχε πια ξεγράψει, κι από εκεί στο δικαστήριο και τέλος στο κελί του, στη φυλακή της Ίλα. Το μόνο που θέλησε ήταν εκείνο το φιλί· κι η υπόσχεσή του το μόνο που του ’χε μείνει. Όταν αποφυλακίστηκε, δεν τον περίμενε κανείς έξω. Η οικογένειά του τον είχε αποκληρώσει, οι φίλοι του είχαν εξαφανιστεί και δεν μπορούσε να ξαναπιάσει δουλειά στα καράβια. Κι έτσι ο Γιουχάνες Χαλντέν πήγε και βρήκε τους μοναδικούς ανθρώπους που θα τον αποδέχονταν: τους εγκληματίες. Και ξανάρχισε τα παλιά: αδρομολόγητα φορτία.

Τον προσέλαβε ένας Ουκρανός, ο Νέστορ. Η ηρωίνη από την Ταϊλάνδη έφτανε μέσα σε καμιόνια, μέσω των πάλαι ποτέ εμπορικών οδών της Τουρκίας και των Βαλκανίων, και στη Γερμανία το προϊόν χωριζόταν για διανομή στις διαφορετικές σκανδιναβικές χώρες. Η δουλειά του Γιουχάνες ήταν να φτάσει το προϊόν στον τελικό του προορισμό. Αργότερα έγινε χαφιές. Ούτε γι’ αυτό είχε κάποια καλή εξήγηση· έναν αστυνομικό μόνο, που κάτι είχε αγγίξει μέσα του, φαίνεται, κάτι που ούτε ο ίδιος γνώριζε ότι είχε. Και, παρόλο που η ήσυχη συνείδηση δεν συγκρινόταν με το φιλί μιας όμορφης γυναίκας, ο Γιουχάνες Χαλντέν είχε πιστέψει πραγματικά σ’ εκείνο τον αστυνομικό, στο βλέμμα του. Κι ίσως να είχε ξεκόψει τελικά απ’ όλα αυτά, ποιος ξέρει; Μα ο αστυνομικός σκοτώθηκε ένα φθινοπωρινό βράδυ κι ο Γιουχάνες Χαλντέν άκουσε τότε, για πρώτη και τελευταία φορά, εκείνο το όνομα, ψιθυρισμένο μ’ ένα μείγμα φόβου και δέους: ο Δίδυμος. Από τη στιγμή εκείνη ήταν θέμα χρόνου να παραστρατήσει ξανά. Άρχισε να παίρνει όλο και μεγαλύτερα ρίσκα, να μεταφέρει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες. Γαμώ το κέρατό του, ήθελε να τον πιάσουν. Ήθελε να εξιλεωθεί για τις πράξεις του. Κι όταν εντέλει οι τελωνειοφύλακες τον έπιασαν

στα σύνορα με τη Σουηδία, με τα έπιπλα που είχε στην νταλίκα του τίγκα στα ναρκωτικά, ο δικαστής θύμισε στους ενόρκους ότι όχι μόνο ήταν μεγάλη η ποσότητα των ναρκωτικών αλλά και ότι ο Γιουχάνες είχε ξανασυλληφθεί για διακίνηση στο παρελθόν. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από τότε. Στη Στάτεν βρισκόταν τα τελευταία τέσσερα, από την ημέρα που άνοιξε. Είχε δει κρατούμενους να μπαινοβγαίνουν, δεσμοφύλακες να πηγαινοέρχονται κι είχε δείξει απέναντί τους τον σεβασμό που άξιζε στον καθένα τους. Ως αντάλλαγμα είχε λάβει κι αυτός τον σεβασμό που του άξιζε: τον σεβασμό δηλαδή του παλιού, πρώτα, κι ύστερα τον σεβασμό του «υπερήλικα», του ακίνδυνου. Γιατί κανείς τους δεν γνώριζε το μυστικό του. Την προδοσία που είχε διαπράξει. Τον λόγο για τον οποίο αυτοτιμωρούνταν έτσι. Κι όσο για τα μόνα πράγματα που μετρούσαν πια –το φιλί που του ’χε υποσχεθεί μια όμορφη γυναίκα, την ήσυχη συνείδηση που του ’χε υποσχεθεί κάποτε ένας νεκρός πια αστυνομικός–, τα είχε όλα ξεχάσει. Μέχρι που μεταφέρθηκε στην Α′ Πτέρυγα και γνώρισε το αγόρι που όλοι έλεγαν ότι μπορούσε να γιατρεύει. Ο Γιουχάνες είχε αναστατωθεί όταν πρωτάκουσε το επώνυμό του, μα δεν έβγαλε μιλιά. Συνέχισε να σφουγγαρίζει πατώματα, να κρατάει το κεφάλι του σκυφτό, να χαμογελά, να κάνει και ν’ ανταποδίδει τις μικρές χάρες που καθιστούν

υποφερτή τη ζωή σε τέτοια μέρη. Κι έτσι πέρασαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια κι έγιναν μια ολόκληρη ζωή που σύντομα θα έφτανε στο τέλος της. Καρκίνος. Των πνευμόνων. Μικροκυτταρικός, εξήγησε ο γιατρός. Επιθετικός· απ’ τους χειρότερους που υπάρχουν, εκτός κι αν διαγνωστεί εγκαίρως. Πράγμα που δεν έγινε. Χαμένη υπόθεση δηλαδή. Πόσο μάλλον για τον Σόνι, που ούτε είχε πάρει χαμπάρι από τι έπασχε ο Γιουχάνες όταν αυτός του ζήτησε να μαντέψει. Ο μικρός είχε γνέψει προς τα γεννητικά όργανα, αν με πιάνεις. Κι ο ώμος του από μόνος του έγινε καλά, εδώ που τα λέμε, κι όχι από το παγωμένο χέρι του μικρού που πρέπει να ’χε πολύ χαμηλότερη θερμοκρασία από τους συνήθεις 37 βαθμούς. Μα ήταν καλό παιδί, πραγματικά καλό, και του Γιουχάνες δεν του πήγαινε η καρδιά να τον απογοητεύσει εξηγώντας του ότι δεν είχε θεραπευτικές ικανότητες. Κι έτσι ο Γιουχάνες δεν είχε μιλήσει σε κανέναν ούτε για το μυστικό του ούτε για την αρρώστια του. Ήξερε όμως ότι ο χρόνος λιγόστευε. Κι ότι αν ήθελε ν’ αναπαυτεί εν ειρήνη και να μην ξυπνήσει ζόμπι, παγιδευμένο και σκουληκιασμένο και καταδικασμένο σ’ αιώνια μαρτύρια, δεν γινόταν να πάρει

τέτοιο μυστικό μαζί του στον τάφο. Ο ίδιος δεν είχε θρησκευτικές πεποιθήσεις σχετικά με το ποιος αξίζει αιώνια βάσανα, αλλά τόσα λάθη είχε κάνει στη ζωή του κι αυτός. «Τόσα λάθη…» μουρμούρισε ο Γιουχάνες Χαλντέν στον εαυτό του. Κι ύστερα άφησε παραδίπλα τη σφουγγαρίστρα, πήγε ως το κελί του Σόνι και χτύπησε την πόρτα. Καμιά απάντηση. Ξαναχτύπησε. Περίμενε. Άνοιξε την πόρτα. Ο Σόνι καθόταν μ’ ένα λάστιχο δεμένο στο μπράτσο του, ακριβώς κάτω από τον αγκώνα, τραβώντας τη μια του άκρη με τα δόντια του. Με το άλλο χέρι κρατούσε μια σύριγγα ακριβώς πάνω από μια διογκωμένη φλέβα, στην κλασική γωνία των τριάντα μοιρών, για μέγιστη ευκολία και ακρίβεια. Ο Σόνι γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας. «Ναι;» «Α, συγγνώμη… καλά, θα περιμένω». «Σίγουρα;»

«Ναι, ναι… δεν βιάζομαι». Ο Γιουχάνες γέλασε. «Τι είναι μια ώρα αναμονής ακόμα;» «Τέσσερις ώρες;» «Και τέσσερις». Ο ηλικιωμένος είδε τη βελόνα να χώνεται στη φλέβα. Το αγόρι πίεσε το έμβολο. Το δωμάτιο λες και γέμισε ξαφνικά σιωπή και σκοτάδι, σαν μαύρο παγωμένο νερό. Ο Γιουχάνες αποσύρθηκε σιωπηρά κι έκλεισε ξοπίσω του την πόρτα.

6

Ο

Σίμουν πίεζε το κινητό του στο αυτί κι είχε τα πόδια του

πάνω στο γραφείο, ισορροπώντας στην καρέκλα που έγερνε προς τα πίσω. Ήταν μια τέχνη που είχαν τελειοποιήσει σε τέτοιο βαθμό και οι τρεις της τρόικας, που, όταν πια έπαιζαν στοίχημα ποιος θα ισορροπήσει περισσότερο, κέρδιζε αυτός που είχε μεγαλύτερη υπομονή. «Δηλαδή ο Αμερικανός δεν είπε τίποτα;» είπε με τη φωνή χαμηλωμένη, πρώτον γιατί δεν έβρισκε τον λόγο ν’ ανακατέψει τους υπόλοιπους του Ανθρωποκτονιών στην προσωπική του ζωή και δεύτερον επειδή έτσι μιλούσαν

πάντοτε με τη γυναίκα του στο τηλέφωνο. Απαλά και οικεία. Λες κι ήταν στο κρεβάτι, αγκαλιά. «Θέλει να δει πρώτα τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων και της τομογραφίας. Θα τα έχουμε αύριο». «ΟΚ. Και πώς είσαι;» «Καλά». «Πόσο καλά;» Εκείνη γέλασε. «Μην ανησυχείς χωρίς λόγο, αγάπη μου. Θα σε δω το βράδυ». «Εντάξει. Κι η αδερφή σου; Είναι ακόμη;…» «Ναι, εδώ είναι ακόμη και θα με πάει αυτή στο σπίτι. Άντε, σταμάτα ν’ ανησυχείς και κλείσ’ το τηλέφωνο, στη δουλειά είσαι!» Ο Σίμουν έκλεισε διστακτικά. Θυμήθηκε το όνειρό του: Της είχε δώσει την όρασή του. «Ο επιθεωρητής Κέφας;»

Σήκωσε το βλέμμα του. Κι ύστερα κι άλλο. Η γυναίκα που στεκόταν μπροστά στο γραφείο του ήταν ψηλή. Πολύ ψηλή. Και λεπτή. Δυο ξυλοπόδαρα προεξείχαν από μια σοβαρή φούστα. «Ονομάζομαι Κάρι Άντελ. Με έστειλαν να σας βοηθήσω. Προσπάθησα να σας μιλήσω στη σκηνή του εγκλήματος, μα είχατε εξαφανιστεί». Και νέα, πάρα πολύ νέα. Έμοιαζε περισσότερο με φιλόδοξη τραπεζοϋπάλληλο παρά με αστυνομικό. Ο Σίμουν έσπρωξε την καρέκλα του ακόμα πιο πίσω. «Ποια σκηνή;» «Στο Κούμπα». «Και πού το ξέρετε εσείς ότι πρόκειται περί σκηνής κάποιου εγκλήματος;» Την είδε να ξεβολεύεται· από το ένα πόδι στο άλλο. Να ψάχνει διέξοδο. Δεν υπήρχε όμως. «Πιθανή σκηνή εγκλήματος τότε» είπε εκείνη. «Και ποιος σας είπε ότι χρειάζομαι βοήθεια;» Έδειξε με τον αντίχειρά της πάνω από τον ώμο της, για να

υποδείξει από πού προέρχονταν οι διαταγές. «Αλλά μάλλον εγώ χρειάζομαι βοήθεια· είμαι ολοκαίνουργια εδώ γύρω». «Κατευθείαν από την Ακαδημία;» «Δεκαοκτώ μήνες προϋπηρεσία στο Ναρκωτικών». «Φρέσκια, λοιπόν. Και φτάσατε ήδη στο Ανθρωποκτονιών; Συγχαρητήρια, Άντελ. Είστε ή πάρα πολύ τυχερή ή πάρα πολύ καλά δικτυωμένη ή…» Τεντώθηκε σχεδόν οριζόντια στην καρέκλα του κι έβγαλε ένα κομμάτι υγρού καπνού από την τσέπη του τζιν του. «…γυναίκα;» του πρότεινε εκείνη. «Έξυπνη, πήγαινα να πω». Η κοπέλα κοκκίνισε κι ο Σίμουν διέκρινε την αμηχανία στο βλέμμα της. «Είστε έξυπνη;» ρώτησε ο Σίμουν, τοποθετώντας το snus κάτω από το πάνω χείλος του. «Αποφοίτησα δεύτερη στη χρονιά μου». «Και πόσο σχεδιάζετε να μείνετε στο Ανθρωποκτονιών;»

«Τι εννοείτε;» «Αφού δεν σας άρεσαν τα ναρκωτικά, γιατί νομίζετε ότι θα σας αρέσουν οι φόνοι;» Εκείνη ξανάριξε το βάρος της στο άλλο της πόδι. Ο Σίμουν κατάλαβε ότι είχε υποθέσει σωστά: Η Κάρι Άντελ ήταν από εκείνους που περνούσαν από το Ανθρωποκτονιών για μια σύντομη επίσκεψη, πριν ανέλθουν στους πιο πάνω ορόφους, στα ανώτερα κλιμάκια. Έξυπνη. Ίσως και να εγκατέλειπε εντελώς την αστυνομία. Σαν τα μυαλά του ΣΔΟΕ. Που σηκώθηκαν κι έφυγαν παίρνοντας μαζί τους όλα τα ταλέντα κι αφήνοντας τον Σίμουν στη μοίρα του. Αν ήσουν έξυπνος, ταλαντούχος, φιλόδοξος κι ήθελες να ζήσεις τη ζωή σου, δεν έμενες στην αστυνομία. «Έφυγα από τη σκηνή του εγκλήματος γιατί δεν υπήρχε τίποτα άλλο να βρούμε εκεί κάτω» είπε ο Σίμουν. «Πείτε μου, λοιπόν, εσείς πού θα ψάχνατε;» «Θα μιλούσα με τους πλησιέστερους συγγενείς του» είπε η Κάρι Άντελ, ψάχνοντας να βρει τριγύρω κάποια καρέκλα. «Θα χαρτογραφούσα τις τελευταίες του κινήσεις». Από την προφορά της υπέθεσε ότι ήταν από κάπου στα

ανατολικά όρια του δυτικού Όσλο, κάπου όπου οι άνθρωποι τρομοκρατούνταν με την ιδέα ότι η προφορά τους και μόνο θα τους στιγμάτιζε. «Σωστά, Άντελ. Και ο πλησιέστερος συγγενής του…» «…είναι η σύζυγός του. Η πρώην σύζυγός του. Τον πέταξε έξω από το σπίτι πρόσφατα. Της μίλησα ήδη. Το θύμα κατοικούσε στο Κέντρο Φιλοξενίας Ίλα, για τους τοξικομανείς. Σας πειράζει να καθίσω;» Έξυπνη. Σαφέστατα έξυπνη. «Δεν χρειάζεται» είπε ο Σίμουν και σηκώθηκε κι ο ίδιος. Την κοίταξε και υπολόγισε ότι του έριχνε τουλάχιστον δεκαπέντε εκατοστά. Παρ’ όλα αυτά έκανε δυο βήματα για καθένα δικό του: πολύ στενή αυτή η φούστα. Σύντομα θ’ άρχιζε να φοράει άλλα ρούχα. Τα εγκλήματα μόνο με τζιν παντελόνια λύνονται.

«Το ξέρετε ότι απαγορεύεται να περάσετε μέσα».

Η Μάρτα εμπόδισε την είσοδο των δύο ανθρώπων στο Κέντρο Φιλοξενίας Ίλα. Η κοπέλα τής φάνηκε γνωστή. Το ύψος και η ισχνότητά της δεν ξεχνιούνταν εύκολα. Από το Ναρκωτικών ίσως; Είχε ξανθά, άτονα μαλλιά, ήταν ελάχιστα βαμμένη κι είχε μια πονεμένη έκφραση στο πρόσωπο που την έκανε να μοιάζει με κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο. Ο άνδρας ήταν το ακριβώς αντίθετο. Γύρω στο 1,70, εξήντα χρονών πάνω κάτω. Ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Αραιά γκρίζα μαλλιά πάνω από ένα ζευγάρι μάτια στα οποία η Μάρτα έβλεπε ρυτίδες έκφρασης και καλοσύνη, χιούμορ, αλλά και πείσμα. Διάβαζε τους ανθρώπους αυτόματα, συνηθισμένη από τις υποχρεωτικές συνεντεύξεις με τους νέους ενοίκους κατά τις οποίες έπρεπε να ψυλλιαστεί τι σόι συμπεριφορά ή προβλήματα έπρεπε να περιμένουν. Πού και πού έκανε και λάθη. Σπάνια όμως. «Δεν χρειάζεται να περάσουμε» είπε ο άνδρας που της συστήθηκε ως επιθεωρητής Κέφας. «Είμαστε από το Ανθρωποκτονιών. Έχουμε έρθει για τον Περ Βολάν. Ζούσε εδώ και…» «Ζούσε;» «Ναι, είναι νεκρός».

Της Μάρτα τής κόπηκε η ανάσα. Όπως κάθε φορά που μάθαινε ότι πέθανε πάλι κάποιος. Μήπως ήθελε έτσι να υπενθυμίσει στον εαυτό της ότι ήταν ακόμη ζωντανή; Κι ύστερα ήρθε η έκπληξη. Ή μάλλον η απουσία της. Μόνο που ο Περ δεν ήταν πρεζάκι, δεν καθόταν περιμένοντας τον θάνατο σαν τους υπόλοιπους. Ή μήπως έκανε ακριβώς αυτό; Και μήπως η Μάρτα το είχε ψυλλιαστεί, μήπως το ήξερε ασυνείδητα; Μήπως γι’ αυτό η συνήθης κομμένη ανάσα ακολουθήθηκε από την εξίσου συνηθισμένη σκέψη: μα φυσικά; Όχι, όχι, δεν ήταν γι’ αυτό. Ήταν το άλλο. «Τον βρήκαμε στο ποτάμι». Μίλησε πάλι ο άνδρας. Η γυναίκα λες και κουβαλούσε ταμπελάκι στο κούτελο με τη λέξη ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΗ. «Μάλιστα» είπε η Μάρτα. «Δεν σας βλέπω να εκπλήσσεστε». «Όχι. Ίσως και να μην εξεπλάγην. Παραμένει σοκαριστικό βέβαια, αλλά…» «…αλλά είναι κάτι που συνηθίζεται στα επαγγέλματά μας, ε;» Ο άνδρας έγνεψε προς τα παράθυρα του διπλανού κτιρίου. «Δεν ήξερα ότι έκλεισε το Τράνεν».

«Θα γίνει τρέντι ζαχαροπλαστείο» είπε η Μάρτα, αγκαλιάζοντας τον εαυτό της λες και κρύωνε. «Για τις μαμάδες που γουστάρουν καφέ λάτε». «Για δες, μέχρι εδώ έφτασαν λοιπόν». Ο άνδρας έγνεψε απαλά προς έναν από τους παλιούς ενοίκους του κέντρου που πέρασε από μπροστά του σέρνοντας τα δυο τρεμάμενα πόδια του· το πρεζάκι τού έγνεψε απαλά με τη σειρά του. «Βλέπω πολλές γνωστές φάτσες εδώ γύρω. Ο Βολάν όμως ήταν εφημέριος στη φυλακή. Η ιατροδικαστική έκθεση δεν είναι ακόμη έτοιμη, αλλά δεν βρήκαμε σημάδια από σύριγγα πάνω του». «Δεν έμενε μαζί μας επειδή έκανε χρήση. Μας βοηθούσε κάθε φορά που είχαμε προβλήματα με πρώην τροφίμους. Τον εμπιστεύονταν. Κι όταν χρειάστηκε να φύγει από το σπίτι του, του προσφέραμε προσωρινά μια στέγη». «Το ξέρουμε αυτό. Αυτό που θέλω να μάθω είναι γιατί δεν σας εκπλήσσει το γεγονός ότι είναι νεκρός, αφού ξέρετε ότι δεν ήταν χρήστης. Ο θάνατός του θα μπορούσε να είναι ένα απλό ατύχημα». «Ήταν όμως;»

Ο Σίμουν γύρισε και κοίταξε την ψηλή λεπτή γυναίκα. Εκείνη δίστασε μέχρι που τον είδε να γνέφει. Άνοιξε επιτέλους το στόμα της. «Δεν βρήκαμε σημάδια βίας, μα η περιοχή γύρω από το ποτάμι είναι κέντρο εγκληματικών συμπεριφορών». Η Μάρτα παρατήρησε την άρθρωση των λέξεών της: Κάποια αυστηρή μητέρα είχε σώνει και καλά διορθώσει τη γλώσσα της κορούλας της καθώς κάθονταν γύρω από το τραπέζι. Προειδοποιώντας τη μάλιστα ότι δεν θα έβρισκε ποτέ της έναν καλό σύζυγο αν μιλούσε σαν νταλικιέρης. Ο επιθεωρητής έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Τι λέτε εσείς, Μάρτα;» Της άρεσε της Μάρτα ο επιθεωρητής. Έμοιαζε να νοιάζεται πραγματικά. «Νομίζω ότι ήξερε ότι θα πέθαινε σύντομα». Εκείνος σήκωσε το ένα του φρύδι. «Γιατί;» «Γιατί μου έγραψε ένα γράμμα».

Η Μάρτα χώθηκε πίσω από το τραπέζι στην αίθουσα συνεδριά​σεων, απέναντι από τη ρεσεψιόν του πρώτου ορόφου. Το γοτθικό στιλ στην εσωτερική διακόσμηση διατηρούνταν ακόμη εκεί μέσα κι η αίθουσα συνεδριάσεων ήταν μακράν το ομορφότερο δωμάτιο ολόκληρου του κτιρίου. Όχι ότι υπήρχε ανταγωνισμός. Η Μάρτα έδωσε στον επιθεωρητή μια κούπα καφέ κι εκείνος κάθισε κι άρχισε να διαβάζει το γράμμα που είχε αφήσει ο Περ Βολάν στη ρεσεψιόν. Η συνεργάτιδά του καθόταν δίπλα του, στην άκρη της καρέκλας της, γράφοντας μηνύματα στο κινητό. Είχε αρνηθεί ευγενικά την προσφορά του καφέ, του τσαγιού και του νερού, λες κι υποπτευόταν ότι ακόμα και το νερό που έτρεχε από τη βρύση εδώ κάτω ήταν γεμάτο μικρόβια. Ο Κέφας τής έτεινε το γράμμα πάνω απ’ το τραπέζι. «Εδώ πέρα λέει ότι αφήνει όλη του την περιουσία στο άσυλο». Η συνάδελφός του έστειλε το μήνυμά της και ξερόβηξε. Ο επιθεωρητής γύρισε προς το μέρος της. «Μάλιστα, Άντελ;» «Απαγορεύεται να το αποκαλείτε άσυλο πια. Κέντρο Φιλοξενίας είναι το σωστό».

Ο Κέφας φάνηκε να εκπλήσσεται. «Και γιατί αυτό;» «Γιατί έχουμε κοινωνικούς λειτουργούς και ιατρείο εδώ μέσα» εξήγησε η Μάρτα. «Είμαστε πολύ παραπάνω από μία πανσιόν. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι η λέξη άσυλο δημιουργεί πια πάμπολλους αρνητικούς συνειρμούς: μεθύσια, καβγάδες, απαίσιες συνθήκες διαβίωσης. Κι έτσι πιάνουν λίγη μπογιά, ξαναβάφουν τη σκουριά και νομίζουν ότι κάτι έκαναν». «Εν πάση περιπτώσει…» είπε ο επιθεωρητής. «Είχε πραγματικά σκοπό ο Βολάν ν’ αφήσει την περιουσία του στο κέντρο;» Η Μάρτα ανασήκωσε τους ώμους. «Πολύ αμφιβάλλω αν είχε και τίποτα ν’ αφήσει. Είδατε την ημερομηνία κάτω απ’ την υπογραφή του;» «Το γράμμα γράφτηκε χτες. Πιστεύετε ότι το έγραψε γιατί ήξερε ότι θα πεθάνει; Θέλετε να πείτε δηλαδή ότι αυτοκτόνησε;» Η Μάρτα το καλοσκέφτηκε. «Δεν ξέρω». Η ψηλόλιγνη γυναίκα ξερόβηξε για άλλη μια φορά. «Απ’

όσο ξέρω, η διάλυση ενός γάμου δεν είναι και τόσο σπάνια αιτία αυτοκτονίας στους άνδρες άνω των σαράντα». Η Μάρτα είχε την εντύπωση ότι η γυναίκα δεν το ήξερε απλώς, έπαιζε τις στατιστικές στα δάχτυλά της. «Σας έμοιαζε να πάσχει από κατάθλιψη;» ρώτησε ο Σίμουν. «Περισσότερο κακόκεφος ήταν παρά καταθλιπτικός, θα έλεγα». «Το ν’ αυτοκτονεί κανείς κατά την έξοδό του από μία καταθλιπτική περίοδο δεν είναι και τόσο σπάνιο» είπε η ψηλόλιγνη γυναίκα κι ακούστηκε λες και διάβαζε από κάποιο βιβλίο. Οι άλλοι δύο γύρισαν και την κοίταξαν. «Η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται συχνά από απάθεια, ενώ η αυτοκτονία χρειάζεται ενέργεια, κίνητρο». Ένα μπιπ υποδήλωσε την άφιξη κάποιου μηνύματος. Ο Κέφας ξαναγύρισε προς τη Μάρτα. «Ένας μεσήλικας μένει στον δρόμο επειδή τον πέταξε έξω η γυναίκα του και σας γράφει ένα γράμμα που μοιάζει αποχαιρετιστήριο. Γιατί να μην είναι αυτοκτονία;»

«Δεν είπα ότι δεν ήταν». «Αλλά;» «Έμοιαζε φοβισμένος». «Τι φοβόταν;» Η Μάρτα ανασήκωσε πάλι τους ώμους. Μήπως έμπλεκε σε προβλήματα δίχως λόγο; «Ο Περ είχε και μια σκοτεινή πλευρά. Για την οποία μιλούσε όμως ανοιχτά. Είπε ότι έγινε εφημέριος επειδή χρειαζόταν παραπάνω συγχώρεση απ’ το συνηθισμένο». «Υπονοείτε ότι είχε κάνει πράγματα τα οποία μερικοί δεν του τα είχαν συγχωρέσει;» «Που κανείς δεν μπορούσε να του συγχωρέσει». «Μάλιστα. Μήπως μιλάμε για αμαρτίες στις οποίες ο κλήρος υπερεκπροσωπείται;» Η Μάρτα δεν απάντησε. «Γι’ αυτό τον πέταξε έξω η γυναίκα του;»

Η Μάρτα κόμπιασε. Αυτός ο αστυνομικός ήταν πολύ πιο έξυπνος από τους υπόλοιπους. Να τον εμπιστευτεί ή όχι; «Στη δουλειά μου μαθαίνουμε να συγχωρούμε τ’ ασυγχώρητα, κύριε επιθεωρητή. Ίσως όμως ο Περ να μην μπορούσε να συγχωρήσει τον ίδιο του τον εαυτό και γι’ αυτό να διάλεξε εντέλει αυτό τον δρόμο. Αλλά είναι εξίσου πιθανό να…» «…να εμφανίστηκε κάποιος άλλος, ο πατέρας του κακοποιη​μένου παιδιού ας πούμε, που δεν ήθελε να πάει τον Βολάν στα δικαστήρια, γιατί αυτό θα στιγμάτιζε και το ίδιο του το παιδί. Αφήστε που μπορεί και να μην πίστευε ότι θα καταδικαζόταν ή ότι, κι αν καταδικαζόταν, θα λάμβανε την ποινή που του άξιζε. Αποφάσισε λοιπόν να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του, να γίνει αυτός ο εκτελεστής». Η Μάρτα έγνεψε καταφατικά. «Είναι κι αυτή μια ανθρώπινη αντίδραση όταν κάποιος πειράξει το παιδί σου, υποθέτω. Δεν έχετε βρεθεί ποτέ αντιμέτωπος με υποθέσεις όπου ο νόμος αποδείχτηκε ανεπαρκής;» Ο Σίμουν Κέφας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αν εμείς οι αστυνομικοί μπαίναμε στον πειρασμό να κρίνουμε από μόνοι μας, ο νόμος θα ήταν περιττός. Εγώ πιστεύω

στους νόμους. Η δικαιοσύνη πρέπει να είναι τυφλή. Υποπτεύεστε κάποιον συγκεκριμένο;» «Όχι». «Κάποιο χρέος για ναρκωτικά;» ρώτησε η Κάρι Άντελ. Η Μάρτα κούνησε το κεφάλι της. «Αν έκανε χρήση, θα το είχα καταλάβει». «Σας ρωτάω γιατί μόλις αντάλλασσα μηνύματα μ’ έναν αξιωματικό του Ναρκωτικών σχετικά με τον Περ Βολάν. Και μου απάντησε…» Έβγαλε το κινητό της από τη στενή τσέπη του σακακιού της και μαζί του βγήκε κι ένας βόλος, που έπεσε στο πάτωμα με γδούπο κι άρχισε να κυλάει. «Τον έχω δει να μιλά με βαποράκι του Νέστορ» διάβασε η κοπέλα το μήνυμα φωναχτά, ενώ σηκώθηκε κι άρχισε να ψάχνει τον βόλο της. «Πήρε ένα πακέτο, αλλά δεν πλήρωσε». Η Κάρι Άντελ ξανάβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη της και πρόλαβε τον βόλο πριν αυτός χτυπήσει στον τοίχο. «Και τι συμπέρασμα βγαίνει από αυτό;» ρώτησε ο Σίμουν. «Ότι το κτίριο αυτό γέρνει προς την πλατεία Αλεξάντερ Χιέλαντς. Μάλλον υπάρχει λιγότερος γρανίτης και

περισσότερη λάσπη προς εκείνη την πλευρά». Η Μάρτα γέλασε. Η ψηλόλιγνη γυναίκα χαμογέλασε για λίγο. «Κι ότι ο Βολάν χρωστούσε σε κάποιον χρήματα. Ένα πακέτο ηρωίνης κοστίζει τριακόσιες κορόνες. Και δεν είναι γεμάτο, είναι μόνο 0,2 γραμμάρια. Δυο σακουλάκια την ημέρα…» «Ένα λεπτό» τη διέκοψε ο Σίμουν. «Τα πρεζόνια δεν έχουν πίστωση, σωστά;» «Συνήθως όχι. Ίσως εξυπηρετούσε κάποιον κι η πληρωμή του ήταν σε ηρωίνη». Η Μάρτα σήκωσε τα χέρια της ψηλά. «Μα σας λέω, δεν έκανε χρήση! Η μισή μου δουλειά είναι να καταλαβαίνω αν οι άνθρωποι είναι καθαροί, εντάξει;» «Έχετε δίκιο, δεσποινίς Λίαν» είπε ο Σίμουν κι έξυσε το πιγούνι του. «Ίσως η ηρωίνη δεν ήταν καν για εκείνον». Σηκώθηκε όρθιος. «Τέλος πάντων, πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι θα πει κι ο ιατροδικαστής».

«Καλή ιδέα να στείλετε μήνυμα στο Ναρκωτικών» είπε ο Σίμουν καθώς κατέβαιναν με το αυτοκίνητο την οδό Ουελαντσγκάτε προς το κέντρο. «Ευχαριστώ» είπε η Κάρι. «Ωραίο κορίτσι αυτή η Μάρτα Λίαν. Την ξέρετε;» «Όχι, αλλά δεν θα έλεγα κι όχι». «Τι είπατε;» «Συγγνώμη, χαζοαστείο. Εσείς εννοούσατε εάν την ξέρω από τη δουλειά μου στο Ναρκωτικών. Ναι. Είναι πανέμορφη και πάντα αναρωτιόμουν γιατί εργαζόταν στο κέντρο». «Επειδή είναι τόσο όμορφη;» «Είναι κοινή γνώση ότι η όμορφη εμφάνιση δημιουργεί εργασιακές ευκαιρίες που άνθρωποι με, κατά τ’ άλλα, μέση νοημοσύνη ή ικανότητες δεν θα είχαν. Η δουλειά στο Κέντρο Ίλα δεν αποτελεί εφαλτήριο για τίποτα, απ’ όσο βλέπω». «Ίσως να πιστεύει απλώς ότι είναι μια δουλειά που αξίζει

αυτή καθαυτή». «Που αξίζει; Έχετε ιδέα πόσο πληρώνουν…» «Δεν εννοούσα χρηματικά. Ούτε η αστυνομία πληρώνει καλά». «Σωστό κι αυτό». «Μα είναι ένα καλό εφαλτήριο αν τη συνδυάσει κανείς μ’ ένα πτυχίο Νομικής» είπε ο Σίμουν. «Πότε τελειώνετε;» Για μια ακόμα φορά ο λαιμός της Κάρι κοκκίνισε και ο Σίμουν κατάλαβε ότι είχε χτυπήσει κάποιο νεύρο. «Μάλιστα» είπε ο Σίμουν. «Χαίρομαι που σας έχω δανεική έστω και για λίγο. Φαντάζομαι πως σύντομα θα είστε το αφεντικό μου. Ή ότι θα πιάσετε κάποια δουλειά στον ιδιωτικό τομέα όπου οι μισθοί είναι τουλάχιστον μιάμιση φορά μεγαλύτεροι για κάποιαν με τις δικές σας ικανότητες». «Ίσως» απάντησε η Κάρι. «Αλλά δεν νομίζω ότι θα γίνω ποτέ αφεντικό σας. Βγαίνετε στη σύνταξη τον Μάρτη». Ο Σίμουν δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Έστριψε στην Γκρενλασλάιρετ, προς τα κεντρικά της

αστυνομίας. «Μιάμιση φορά ο μισθός σας είναι ό,τι πρέπει για ν’ ανακαινίσει κανείς το σπίτι του. Διαμέρισμα ή μονοκατοικία;» «Μονοκατοικία» είπε η Κάρι. «Σχεδιάζουμε να κάνουμε δύο παιδιά και χρειαζόμαστε περισσότερο χώρο. Δεδομένων των τιμών ανά τετραγωνικό μέτρο στο κέντρο, μπορούμε ν’ αγοράσουμε μόνο κάτι που χρειάζεται πολλή δουλειά. Ή να κληρονομήσουμε. Οι γονείς και των δυο μας είναι εν ζωή και, συν τοις άλλοις, συμφωνούμε ότι οι επιδοτήσεις διαφθείρουν». «Διαφθείρουν; Σοβαρά;» «Ναι». Ο Σίμουν κοίταξε τους πακιστανούς ιδιοκτήτες που είχαν βγει από τα ζεστά τους καταστήματα, κατακαλόκαιρο, για να πάρουν αέρα, να συζητήσουν, να καπνίσουν και να χαζέψουν την κίνηση. «Δεν είστε περίεργη πώς ήξερα ότι ψάχνατε για σπίτι;» «Απ’ τον βόλο» απάντησε η Κάρι. «Όσοι ενήλικες χωρίς παιδιά έχουν έναν βόλο στην τσέπη τους σημαίνει πως έχουν

βγει παγανιά για νέο σπίτι και πρέπει να ελέγξουν αν το πάτωμα έχει πάθει καθίζηση και θα χρειαστεί να το ξαναφτιάξουν από την αρχή». Ήταν πραγματικά έξυπνη. «Να θυμάστε το εξής μόνο» είπε ο Σίμουν. «Εάν ένα σπίτι στέκεται ακόμη ύστερα από 120 χρόνια, τότε τα πατώματά του πρέπει να είναι και λίγο επικλινή». «Ίσως» είπε η Κάρι, σκύβοντας μπροστά για να δει από το παρμπρίζ το καμπαναριό της εκκλησίας της Γκρένλαν. «Αλλά μ’ αρέσουν τα ίσια πατώματα». Ο Σίμουν ξέσπασε στα γέλια. Μπορεί και να το συμπαθούσε τελικά αυτό το κορίτσι. Και σ’ αυτόν άρεσαν τα ίσια πατώματα.

7

«Ή

ξερα τον πατέρα σου» είπε ο Γιουχάνες Χαλντέν.

Έξω έβρεχε. Κατά τη διάρκεια της μέρας είχε ζέστη και λιακάδα. Ύστερα όμως μαζεύτηκαν σύννεφα στον ορίζοντα και μια απαλή καλοκαιρινή βροχούλα άρχισε να πέφτει πάνω από την πόλη. Αχ, οι στάλες της βροχής που ζεσταίνονται τη στιγμή που ακουμπούν το ηλιοκαμένο κορμί! Κι η μυρωδιά της σκόνης που σηκώνεται απ’ την άσφαλτο· και το άρωμα των λουλουδιών, του γρασιδιού και των φύλλων, που τον έκαναν να νιώθει αχαλίνωτος, ζαλισμένος σχεδόν, ξαναμμένος. Αχ και να ξαναγινόταν νέος!

«Ήμουν το καρφί του» είπε ο Γιουχάνες. Ο Σόνι καθόταν κοντά στον τοίχο, στο σκοτάδι. Ήταν αδύνατον να δει το πρόσωπό του. Ο Γιουχάνες δεν είχε πολύ χρόνο ακόμα, τα κελιά σύντομα θα κλείδωναν για βράδυ. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Άντε λοιπόν. Η πρόταση έπρεπε να βγει όσο κι αν φοβόταν τις συνέπειές της. Έπρεπε να ξεστομίσει τις λέξεις που είχε κρύψει στο στέρνο του τόσο καιρό, που φοβόταν ότι είχαν ριζώσει μέσα του. «Ο πατέρας σου δεν αυτοκτόνησε, Σόνι». Ορίστε. Του το ’πε. Επιτέλους. Σιωπή. «Σόνι, κοιμάσαι; Δεν κοιμάσαι, ε;» Ο Γιουχάνες διέκρινε μια κίνηση απ’ το σώμα, ανάμεσα στις σκιές. «Ξέρω πώς πρέπει να νιώσατε εσύ κι η μητέρα σου. Να βρείτε τον πατέρα σου νεκρό… Να διαβάζετε το σημείωμα που σας άφησε, που έλεγε ότι ήταν ο προδότης της αστυνομίας, που βοηθούσε εμπόρους ναρκωτικών και διακινητές. Ότι τους προειδοποιούσε για επιδρομές,

υπόπτους, στοιχεία…» Οι λευκές κόρες δυο ματιών ανοιγόκλεισαν μες στο σκοτάδι. «Μα δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Το αντίθετο. Ο πατέρας σου υποψιαζόταν τον προδότη. Θυμάμαι να κρυφακούω τον Νέστορ να λέει στο τηλέφωνο στο αφεντικό του ότι έπρεπε να ξεφορτωθούν τον αστυνομικό Λόφτχους πριν καταστρέψει τα πάντα. Μίλησα στον πατέρα σου γι’ αυτή τη συζήτηση, του είπα ότι κινδύνευε, ότι η αστυνομία έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα. Αλλά ο πατέρας σου επέμενε ότι δεν γινόταν να μπλέξει κι άλλους, ότι έπρεπε να το κάνει μόνος του, γιατί ο Νέστορ είχε κι άλλους αστυνομικούς στο τσεπάκι του. Κι έτσι μ’ έβαλε να ορκιστώ να κρατήσω το στόμα μου κλειστό και να μην πω κουβέντα σε κανέναν ποτέ. Κι εγώ κράτησα την υπόσχεσή μου μέχρι αυτή τη στιγμή». Καταλάβαινε άραγε ο Σόνι τι του έλεγε; Μάλλον όχι, αλλά το σημαντικότερο δεν ήταν αν τον άκουγε, ούτε καν οι επιπτώσεις· το σημαντικότερο ήταν ότι ο Γιουχάνες είχε ξεστομίσει επιτέλους αυτά τα νέα. Είχε παραδώσει το μήνυμα στον σωστό άνθρωπο. «Ο

πατέρας

σου

ήταν

μονάχος

του

εκείνο

το

Σαββατοκύριακο. Εσύ και η μητέρα σου είχατε πάει σ’ έναν διαγωνισμό πάλης κάπου μακριά απ’ την πόλη. Κι ήξερε ότι τον κυνηγούσαν και πήγε και οχυρώθηκε στο κίτρινο το σπίτι σας, στο Τόσεν». Ο Γιουχάνες νόμισε ότι κάτι αισθάνθηκε μες στο σκοτάδι. Μια αλλαγή στους σφυγμούς, στις ανάσες. «Κι όμως, ο Νέστορ κι οι άνδρες του κατάφεραν να μπουν μέσα. Και, επειδή δεν ήθελαν όλο το νταραβέρι που γίνεται όταν σκοτώνεται ένας αστυνομικός, τον ανάγκασαν να γράψει εκείνο το σημείωμα». Ο Γιουχάνες ξεροκατάπιε. «Με αντάλλαγμα να μην πειράξουν εσένα και τη μητέρα σου. Κι ύστερα τον πυροβόλησαν εξ επαφής με το ίδιο του το περίστροφο». Ο Γιουχάνες έκλεισε τα μάτια του. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία, κι όμως ήταν λες και κάποιος ούρλιαζε μες στ’ αυτί του. Και το στέρνο του ήταν τόσο σφιγμένο, χρόνια είχε να το νιώσει έτσι. Δεκαετίες. Θεέ μου, από πότε είχε να κλάψει; Από τότε που γεννήθηκε η κόρη του; Δεν έπρεπε να σταματήσει όμως τώρα, έπρεπε να ολοκληρώσει ό,τι είχε αρχίσει. «Φαντάζομαι ότι αναρωτιέσαι πώς κατάφερε ο Νέστορ να μπει στο σπίτι».

Ο Γιουχάνες κράτησε την ανάσα του. Ήταν λες και το αγόρι κρατούσε κι εκείνο τη δική του. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η ροή του αίματος στ’ αυτιά του. «Κάποιος με είχε δει να μιλάω στον πατέρα σου και ο Νέστορ το συνδύασε αυτό με το γεγονός ότι η αστυνομία είχε υπάρξει υπερβολικά τυχερή με τα καμιόνια που είχε σταματήσει τον τελευταίο καιρό. Εγώ το αρνήθηκα, λέγοντας ότι ήξερα πολύ λίγο τον πατέρα σου κι ότι προσπαθούσε να μου αποσπάσει πληροφορίες. Και τότε ο Νέστορ είπε ότι, αν ο πατέρας σου πίστευε ότι μπορούσα να τον βοηθήσω, ότι μπορούσα να γίνω το καρφί του, τότε θα έπρεπε και να μπορώ να χτυπήσω την πόρτα του και να τον κάνω ν’ ανοίξει. Έτσι θα βλέπαμε, είπε, με ποιανού το μέρος ήμουν…» Ο Γιουχάνες άκουσε το αγόρι να αναπνέει ξανά. Γρήγορα. Βαριά. «Ο πατέρας σου άνοιξε την πόρτα. Γιατί το καρφί σου το εμπιστεύεσαι, δεν το εμπιστεύεσαι;» Ένιωσε κάποια κίνηση γύρω του, αλλά δεν πρόλαβε ούτε ν’ ακούσει ούτε να δει τίποτα πριν τον χτυπήσει η γροθιά. Κι όπως ήταν πεσμένος στο πάτωμα με τη μεταλλική γεύση του αίματος στο στόμα, νιώθοντας το δόντι να κατεβαίνει στον

λαιμό του, ακούγοντας το αγόρι να ουρλιάζει, να ουρλιάζει, την πόρτα του κελιού ν’ ανοίγει, τους δεσμοφύλακες να φωνάζουν και ν’ αρπάζουν το αγόρι, να του περνούν χειροπέδες, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πόσο απίστευτα γρήγορη, πόσο ακριβής και πόσο δυνατή ήταν η μπουνιά ενός πρεζονιού. Και σκέφτηκε τη συγχώρεση, τη συγχώρεση που δεν πήρε. Τον χρόνο. Τα δευτερόλεπτα που έτρεχαν. Τη νύχτα που πλησίαζε.

8

Τ

ο αγαπημένο πράγμα του Άριλ Φρανκ στις Πόρσε Καγέν

ήταν ο ήχος τους. Ή μάλλον η απουσία ήχου. Το βούισμα της πεντάλιτρης, οκταβάλβιδης μηχανής τού θύμιζε τη ραπτομηχανή της μάνας του όταν μεγάλωνε στο Στάνγκε, έξω από το Χάμαρ: τον ήχο της σιωπής· της σιωπής, της ηρεμίας και της συγκέντρωσης. Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε και μέσα μπήκε ο Άιναρ Χάρνες. Ο Φρανκ δεν είχε ιδέα πού ψώνιζαν τα κουστούμια τους οι νεαροί δικηγόροι του Όσλο, ήξερε όμως ότι δεν ψώνιζαν από εκεί που ψώνιζε κι αυτός. Ούτε καταλάβαινε γιατί

αγόραζαν ανοιχτόχρωμα κουστούμια. Τα κουστούμια έπρεπε να είναι σκούρα. Και να κοστίζουν λιγότερο από πέντε χιλιάδες κορόνες. Η διαφορά στην τιμή ανάμεσα στα δικά του κουστούμια και σε κείνα του Χάρνες θα έπρεπε να κατατίθεται σ’ έναν λογαριασμό ταμιευτηρίου για τις μελλοντικές γενιές που θα θρέψουν τις οικογένειές τους και θα χτίσουν τη Νορβηγία. Ή να χρησιμοποιηθεί για πρόωρη και άνετη συνταξιοδότηση. Ή για την αγορά μιας Πόρσε Καγέν. «Έμαθα ότι είναι στην απομόνωση» είπε ο Χάρνες καθώς το αμάξι βγήκε στον δρόμο κι άφησε πίσω τη γεμάτη γκραφίτι είσοδο του δικηγορικού γραφείου Χάρνες & Φαλμπάκεν. «Χτύπησε έναν συγκρατούμενό του» είπε ο Φρανκ. Ο Χάρνες σήκωσε το περιποιημένο φρύδι του. «Ο Γκάντι έριξε γροθιές;» «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει ένα πρεζόνι. Αλλά έχει να πάρει τη δόση του τέσσερις μέρες τώρα, οπότε φαντάζομαι ότι θα είναι ιδιαίτερα συνεργάσιμος». «Ναι, είναι οικογενειακό χάρισμα, έτσι έχω ακούσει».

«Τι έχεις ακούσει;» Ο Φρανκ πάτησε την κόρνα προς τη μεριά ενός αργοκίνητου Κορόλα. «Ό,τι ξέρει όλος ο κόσμος. Υπάρχει κι άλλο;» «Όχι». Ο Άριλ Φρανκ χώθηκε μπροστά από μία κάμπριο Μερσεντές. Είχε επισκεφθεί την απομόνωση χτες. Οι υπάλληλοι είχαν μόλις καθαρίσει το κελί από τους εμετούς και το αγόρι καθόταν κουλουριασμένο κάτω από μια μάλλινη κουβέρτα στη γωνία. Ο Φρανκ δεν είχε γνωρίσει ποτέ του τον Αμπ Λόφτχους, μα ήξερε ότι ο γιος είχε ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του. Ότι ήταν παλαιστής, σαν τον μπαμπά του, κι ότι ήταν τόσο πολλά υποσχόμενος στα δεκαπέντε του, που η Αφτενπόστεν είχε προβλέψει λαμπρή καριέρα στην εθνική. Και τώρα βρισκόταν σ’ ένα βρομερό κελί, τρέμοντας σαν το φύλλο και κλαίγοντας σαν κοριτσάκι. Στη στέρηση είμαστε όλοι ίσοι. Σταμάτησαν μπροστά από το φυλάκιο, ο Άιναρ Χάρνες έδειξε την ταυτότητά του και η ατσάλινη μπάρα σηκώθηκε για να περάσουν. Ο Φρανκ πάρκαρε την Καγέν στη ρεζερβέ

θέση της και περπάτησε μαζί με τον Χάρνες προς την κεντρική είσοδο, όπου η επίσκεψη του δικηγόρου καταγράφηκε στα πρακτικά. Συνήθως ο Φρανκ περνούσε τον Χάρνες από την πίσω είσοδο, δίπλα στα αποδυτήρια των υπαλλήλων, για ν’ αποφύγει να καταγραφεί η άφιξή του. Δεν ήθελε να δώσει αφορμή ν’ αρχίσουν τα σχόλια για το τι δουλειά είχε ένας τόσο γνωστός δικηγόρος στη Στάτεν κάθε τρεις και λίγο. Όποιος κρατούμενος ήταν ύποπτος για καινούργιες εγκληματικές υποθέσεις ανακρινόταν στα κεντρικά της αστυνομίας. Ο Φρανκ είχε ζητήσει όμως να γίνει η συγκεκριμένη ανάκριση στη Στάτεν, μιας και ο Σόνι Λόφτχους βρισκόταν στην απομόνωση. Γι’ αυτό τον λόγο είχαν προετοιμάσει κι εξοπλίσει καταλλήλως ένα άδειο κελί. Δύο αστυνομικοί –ένας άνδρας και μία γυναίκα– με πολιτικά κάθονταν από τη μία μεριά του τραπεζιού. Ο Φρανκ τούς είχε ξαναδεί, αλλά δεν θυμόταν τα ονόματά τους. Η μορφή από την άλλη μεριά του τραπεζιού ήταν τόσο χλωμή, που έμοιαζε ν’ απορροφάται από τον υπόλευκο τοίχο πίσω της. Το κεφάλι ήταν σκυμμένο και τα χέρια είχαν αρπάξει την άκρη του τραπεζιού τόσο σφιχτά, που νόμιζε κανείς ότι το δωμάτιο ταλαντευόταν πέρα δώθε.

«Λοιπόν, Σόνι» είπε ο Χάρνες χαρωπά κι ακούμπησε ένα χέρι στον ώμο του αγοριού. «Είσαι έτοιμος;» Η αστυνομικός ξερόβηξε. «Η σωστή ερώτηση είναι αν έχει τελειώσει». Ο Χάρνες τής χάρισε ένα λεπτό χαμόγελο και σήκωσε τα φρύδια του. «Τι εννοείτε; Δεν πιστεύω να ξεκινήσατε ν’ ανακρίνετε τον πελάτη μου δίχως την παρουσία του δικηγόρου του;» «Μας είπε ότι δεν χρειαζόταν να σας περιμένουμε» απάντησε ο αστυνομικός. Ο Φρανκ κοίταξε το αγόρι. Κάτι του βρόμαγε στην όλη υπόθεση. «Ομολόγησε ήδη;» Ο Χάρνες αναστέναξε, άνοιξε τον χαρτοφύλακά του κι έβγαλε τρία χαρτιά, συνδεδεμένα με συρραπτικό. «Ορίστε, αν το θέλετε και γραπτά…» «Αντιθέτως» είπε η αστυνομικός. «Μόλις αρνήθηκε ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με τον φόνο». Έπεσε τέτοια σιωπή στο δωμάτιο, που ο Φρανκ μπορούσε ν’ ακούσει τα πουλάκια που κελαηδούσαν έξω από τη

φυλακή. «Τι έκανε λέει;» Τα φρύδια του Χάρνες είχαν φτάσει στις φύτρες των μαλλιών του. Ο Φρανκ δεν ήξερε τι τον εκνεύριζε περισσότερο: τα βγαλμένα φρύδια του δικηγόρου ή η βραδύτητα με την οποία κατανοούσε την επικείμενη καταστροφή. «Είπε τίποτα άλλο;» ρώτησε ο Φρανκ. Η αστυνομικός κοίταξε πρώτα τον αναπληρωτή διευθυντή των φυλακών κι ύστερα τον δικηγόρο. «Μην ανησυχείτε» είπε ο Χάρνες «ο αναπληρωτής διευθυντής βρίσκεται εδώ έπειτα από δική μου προτροπή, σε περίπτωση που χρειαζόσαστε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την άδεια του Λόφτχους». «Του την έδωσα εγώ ο ίδιος προσωπικά» είπε ο Φρανκ. «Δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι θα είχε τόσο τραγικές συνέπειες». «Δεν το ξέρουμε ακόμη αυτό» υπενθύμισε η αστυνομικός. «Δεν έχουμε καμία ομολογία». «Μα τα στοιχεία…» πήγε να ξεσπάσει ο Άριλ Φρανκ,

αλλά κρατήθηκε. «Τι ακριβώς ξέρετε για τα αποδεικτικά στοιχεία;» τον ρώτησε ο αστυνομικός. «Υπέθεσα ότι θα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία» είπε ο Φρανκ. «Πώς αλλιώς θα ήταν ύποπτος ο Λόφτχους; Σωστά δεν λέω, κύριε;…» «Επιθεωρητής Χένρικ Βέστα» είπε ο αστυνομικός. «Ήμουν ο πρώτος που ανέκρινε τον Λόφχτους, αλλά τώρα έχει αλλάξει την κατάθεσή του. Έχει, λέει, ακόμα και άλλοθι για την ώρα του φόνου: έναν αυτόπτη μάρτυρα». «Έχει όντως μάρτυρα» είπε ο Χάρνες, κοιτάζοντας τον σιωπηλό πελάτη του. «Τον δεσμοφύλακα που τον συνόδευε καθ’ όλη τη διάρκεια της ημερήσιας άδειάς του. Κι ο οποίος δήλωσε ότι ο Λόφτχους εξαφανίστηκε για…» «Έναν άλλο μάρτυρα» είπε ο Βέστα. «Και ποιος είναι αυτός;» ξίνισε ο Φρανκ. «Ο Λόφτχους λέει ότι συναντήθηκε μ’ έναν άνδρα με το όνομα Λάιφ».

«Λάιφ τι;» Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον μακρυμάλλη κρατούμενο που έμοιαζε ούτε να βλέπει ούτε ν’ ακούει τίποτα τριγύρω του. «Δεν ξέρει, λέει» είπε ο Βέστα. «Λέει ότι συζήτησαν για λίγο σ’ έναν χώρο στάσης αυτοκινήτων στην εθνική οδό. Λέει ότι ο μάρτυρας οδηγούσε ένα μπλε Βόλβο μ’ ένα αυτοκόλλητο που έγραφε Ι ♥ Drammen κι ότι μάλλον ήταν άρρωστος ή είχε κάποιο πρόβλημα με την καρδιά του». Ο Φρανκ έσκασε στα γέλια. «Νομίζω» είπε ο Άιναρ Χάρνες, πιέζοντας τον εαυτό του να είναι ήρεμος και ξαναβάζοντας τα χαρτιά στον χαρτοφύλακά του, «ότι πρέπει να σταματήσουμε εδώ και να συμβουλευτώ τον πελάτη μου για περαιτέρω οδηγίες». Ο Φρανκ είχε το συνήθειο να δείχνει τα δόντια του όταν τσαντιζόταν. Και τώρα το κεφάλι του έβραζε από θυμό σαν βραστήρας κι ο αναπληρωτής διευθυντής έπρεπε να συγκρατηθεί να μη σκάσει στα γέλια. Κοίταξε αγριεμένος τον και-καλά-πελάτη του Χάρνες. Ο Σόνι Λόφτχους πρέπει να ήταν τρελός. Πρώτα επιτίθεται στον γερο-Χαλντέν κι ύστερα τούτο εδώ. Η ηρωίνη πρέπει να του έφαγε πια τον εγκέφαλο.

Ο Φρανκ πήρε μια βαθιά ανάσα κι άκουσε στο μυαλό του ένα κλικ, τον ήχο ενός βραστήρα που σβήνει. Χρειαζόταν ψυχραιμία, ήταν θέμα χρόνου. Η στέρηση χρειαζόταν λίγο χρόνο ακόμα για να κάνει τη δουλειά της.

Ο Σίμουν στεκόταν στη γέφυρα Σανερμπρούα και χάζευε το νερό που κυλούσε οκτώ μέτρα από κάτω τους. Ήταν έξι το απόγευμα και η Κάρι Άντελ τον είχε μόλις ρωτήσει τους κανόνες περί υπερωρίας στο Ανθρωποκτονιών. «Δεν έχω ιδέα» είπε ο Σίμουν. «Μιλήστε με το Ανθρώπινο Δυναμικό». «Βλέπετε τίποτα εκεί κάτω;» Ο Σίμουν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Πίσω από τις φυλλωσιές στ’ ανατολικά του ποταμού διέκρινε ένα μονοπάτι που ακολουθούσε το νερό κι έφτανε μέχρι τη νέα Όπερα, δίπλα στο φιόρδ. Ένας άνδρας καθόταν στο παγκάκι και τάιζε τα περιστέρια. Συνταξιούχος, σκέφτηκε ο Σίμουν. Αυτά κάνουν οι συνταξιούχοι. Προς τα δυτικά υψωνόταν μια

ολοκαίνουργια πολυκατοικία με παράθυρα και μπαλκόνια που έβλεπαν στο ποτάμι και στη γέφυρα. «Κι άρα τι κάνουμε εδώ πάνω;» ρώτησε η Κάρι, κλοτσώντας ανυπόμονα την άσφαλτο. «Βιάζεστε να πάτε κάπου;» ρώτησε ο Σίμουν και κοίταξε τριγύρω. Ένα αυτοκίνητο περνούσε οδηγώντας αργά· ένας χαμογελαστός ζητιάνος τούς ρώτησε αν είχαν να του χαλάσουν ένα διακοσάρικο κορόνες· ένα ζευγάρι με τρέντι γυαλιά ηλίου κι ένα μπάρμπεκιου μιας χρήσης στο κάτω σακουλάκι της κούνιας του μωρού γελούσαν με κάτι, προσπερνώντας τους. Πόσο του άρεσε το Όσλο στις καλοκαιρινές διακοπές, όταν η πόλη άδειαζε απ’ τους ανθρώπους και ξαναγινόταν δική του. Όταν ξαναγινόταν το σχετικά ξεχειλωμένο χωριό των παιδικών του χρόνων, όπου τίποτα σχεδόν δεν συνέβαινε και ό,τι συνέβαινε σήμαινε και κάτι. Μια πόλη την οποία καταλάβαινε. «Μας έχουν καλέσει για δείπνο κάτι φίλοι». Φίλοι, σκέφτηκε ο Σίμουν. Κι αυτός είχε κάποτε φίλους. Τι απέγιναν; Ίσως ν’ αναρωτιούνταν κι εκείνοι το ίδιο. Τι απέγινε ο Σίμουν; Ούτε αυτός δεν ήξερε αν μπορούσε ν’ απαντήσει σ’ ετούτη την ερώτηση.

Το ποτάμι δεν ήταν παραπάνω από ενάμισι μέτρο βαθύ. Πού και πού διάφοροι βράχοι εξείχαν από το νερό. Η ιατροδικαστική αναφορά υποδείκνυε τραύματα που δημιουργήθηκαν λόγω της πτώσης από ένα συγκεκριμένο ύψος, κάτι που ταίριαζε και με τον σπασμένο αυχένα του, που ήταν η πραγματική αιτία θανάτου. «Ήρθαμε εδώ γιατί περπατήσαμε πάνω κάτω τις όχθες του ποταμού κι εδώ είναι το μοναδικό μέρος όπου η γέφυρα είναι αρκετά ψηλή και το νερό αρκετά ρηχό, ώστε το σώμα να πέσει με δύναμη στα βράχια. Εξάλλου, είναι η κοντινότερη γέφυρα στο άσυλο». «Κέντρο φιλοξενίας» τον διόρθωσε η Κάρι. «Εσείς θα προσπαθούσατε ν’ αυτοκτονήσετε από εδώ πάνω;» «Όχι». «Εννοώ, αν το θέλατε». Η Κάρι έπαψε να σέρνει τα πόδια της από εδώ κι από εκεί. Κοίταξε πάνω από το κάγκελο. «Υποθέτω ότι θα είχα διαλέξει κάτι πιο ψηλό. Από εδώ το ρίσκο του να επιζήσω

είναι πολύ μεγάλο. Το ρίσκο του να καταλήξω σε αναπηρικό καροτσάκι…» «Ούτε όμως θα σπρώχνατε κάποιον από αυτή τη γέφυρα, αν θέλατε να τον σκοτώσετε, εννοώ». «Όχι, ίσως όχι» χασμουρήθηκε εκείνη. «Άρα ψάχνουμε για κάποιον που έσπασε τον αυχένα του Περ Βολάν κι ύστερα τον πέταξε στο ποτάμι από εδώ πάνω». «Ναι, είναι κι αυτό μια θεωρία, υποθέτω». «Όχι, αυτό είναι η θεωρία μας. Αυτό το δείπνο…» «Ναι;» «Πάρτε τηλέφωνο το άλλο σας μισό και ακυρώστε το». «Γιατί;» «Γιατί ξεκινάμε έρευνα από πόρτα σε πόρτα για πιθανούς αυτόπτες μάρτυρες. Μπορείτε να ξεκινήσετε χτυπώντας τα κουδούνια όσων τα διαμερίσματα βλέπουν στο ποτάμι. Κατόπιν πρέπει να πάμε στα αρχεία και να τα ελέγξουμε εξονυχιστικά για δυνητικούς δράστες που σπάνε αυχένες». Ο

Σίμουν έκλεισε τα μάτια του κι εισέπνευσε τον αέρα. «Α, δεν είναι υπέροχο το Όσλο το καλοκαίρι;»

9

Ο

Άιναρ Χάρνες ποτέ του δεν ήθελε να σώσει τον κόσμο.

Ένα μέρος του μόνο. Το δικό του. Σπούδασε λοιπόν νομικά. Ένα μέρος τους μόνο. Το μέρος που του χρειαζόταν για να περάσει τις εξετάσεις. Μετά βρήκε δουλειά σ’ ένα δικηγορικό γραφείο που λειτουργούσε στα κατώτατα στρώματα του νομικού συστήματος του Όσλο, έμεινε μαζί τους όσο χρειαζόταν για να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, ίδρυσε το δικό του γραφείο με τον Έρικ Φαλμπάκεν –έναν γερασμένο ψιλο-αλκοολικό– και μαζί έθεσαν ολοκαίνουργια χαμηλά πρότυπα. Αναλάμβαναν τις πιο απέλπιδες υποθέσεις και τις έχαναν όλες, κερδίζοντας όμως καθ’ οδόν τη φήμη

των υπερασπιστών των αθλίων της κοινωνίας. Η φύση της πελατείας τους σήμαινε ότι το δικηγορικό γραφείο Χάρνες & Φαλμπάκεν πληρωνόταν –αν πληρωνόταν– αυθημερόν τις ημέρες διανομής των επιδομάτων. Ο Άιναρ Χάρνες σύντομα κατάλαβε ότι δεν ήταν δουλειά του ν’ αποδίδει δικαιοσύνη, δουλειά του ήταν να προσφέρει μια εναλλακτική λύση ελαφρώς πιο δαπανηρή από τους τοκογλύφους, τις κοινωνικές υπηρεσίες και τις χαρτορίχτρες. Απειλούσε με μηνύσεις επί πληρωμή, προσλάμβανε τους πιο άχρηστους πολίτες της πόλης με τον κατώτατο μισθό και υποσχόταν, ανελλιπώς, δικαστικές νίκες προς όλους τους πελάτες του. Εντούτοις, είχε έναν πελάτη που αποτελούσε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο έκανε ακόμη ετούτη τη δουλειά· έναν πελάτη δίχως φάκελο στο μητρώο της επιχείρησης – αν μπορούσες ν’ αποκαλέσεις «μητρώο» το απόλυτο χάος που επικρατούσε στα συρτάρια των Χάρνες & Φαλμπάκεν και το οποίο υποτίθεται ότι διαχειριζόταν μια γραμματέας που ήταν σχεδόν σε μόνιμη αναρρωτική άδεια. Έναν πελάτη που πλήρωνε καλά, συνήθως μετρητά, και σπάνια ζητούσε τιμολόγιο. Ο Σόνι Λόφτχους καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι του, με τα μάτια να καίνε από λευκή απόγνωση. Έξι μέρες είχαν περάσει από την περίφημη ανάκριση και το αγόρι υπέφερε, μα

είχε αντέξει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι υπολόγιζαν. Οι αναφορές από τους υπόλοιπους κρατούμενους με τους οποίους είχε επαφές ο Χάρνες έμοιαζαν απίστευτες: Ο Σόνι δεν είχε διόλου προσπαθήσει να βρει ναρκωτικά, το αντίθετο μάλιστα· είχε αρνηθεί το χασίς που του είχε προσφερθεί. Τον είχαν δει, λέει, στο γυμναστήριο, να τρέχει δυο ώρες στον διάδρομο κι ύστερα να σηκώνει βάρη γι’ άλλες δύο. Κραυγές ακούγονταν απ’ το κελί του τη νύχτα, αλλά ο Σόνι άντεχε ακόμη. Σκληρός χρήστης ηρωίνης δώδεκα χρόνια τώρα, όχι αστεία. Τους μόνους ανθρώπους που ο Χάρνες ήξερε να σταματούν μαχαίρι τα ναρκωτικά ήταν εκείνους που το ’χαν ρίξει σε κάτι εξίσου εθιστικό, κάτι εξίσου διεγερτικό και κινησιεργές με το τριπάκι που τους έδινε η δόση τους. Εν δυνάμει λίγα πράγματα δηλαδή: στην πίστη στον Θεό, στον έρωτα ή σ’ ένα παιδί. Αυτά. Με λίγα λόγια, έβρισκαν στη ζωή τους κάτι που τους έδινε νέο σκοπό. Ή μήπως όλα αυτά ήταν, με τη σειρά τους, το τελευταίο ταξίδι του πνιγμένου πριν τον καταπιεί το νερό; Το μόνο που ήξερε ο Άιναρ Χάρνες ήταν ότι ο εργοδότης του χρειαζόταν απαντήσεις. Όχι, όχι απαντήσεις· αποτέλεσμα. «Έχουν το DNA σου, άρα θα καταδικαστείς είτε ομολογήσεις είτε όχι. Γιατί να παρατείνεις, λοιπόν, την

αγωνία χωρίς λόγο;» Καμιά απάντηση. Ο Χάρνες χτένισε με το χέρι τα κολλημένα προς τα πίσω μαλλιά του με τέτοια δύναμη, που έτσουξαν οι ρίζες τους. «Μπορώ να σου φέρω ολόκληρο σακουλάκι Σουπερμπόι μες στην επόμενη ώρα, άρα ποιο είναι το πρόβλημα; Το μόνο που χρειάζομαι είναι η υπογραφή σου». Χτύπησε με το δάχτυλο τα τρία χαρτιά που βρίσκονταν απλωμένα πάνω στον χαρτοφύλακά του, στα πόδια του. Το αγόρι προσπάθησε να υγράνει τα ξηρά σκασμένα χείλη του, μα η γλώσσα ήταν τόσο λευκή, που ο Χάρνες αναρωτήθηκε για μια στιγμή μήπως το μόνο πράγμα που έβγαζε ήταν αλάτι. «Ευχαριστώ. Θα το σκεφτώ». Ευχαριστώ; Θα το σκεφτώ; Εδώ πρόσφερε ναρκωτικά σ’ ένα πρεζόνι που βρισκόταν σε στέρηση! Τι στον άνεμο, τον νόμο της βαρύτητας είχε αψηφήσει αυτό το αγόρι; «Άκου, Σόνι…» «Και σας ευχαριστώ για την επίσκεψη».

Ο Χάρνες κούνησε το κεφάλι του και σηκώθηκε όρθιος. Το αγόρι δεν επρόκειτο ν’ αντέξει. Έπρεπε να περιμένει απλώς μια ακόμα μέρα. Μέχρι να περάσει ο καιρός των θαυμάτων. Όταν ο δικηγόρος ξαναβρέθηκε στη ρεσεψιόν, συνοδευόμενος από έναν φύλακα που εντωμεταξύ του είχε ξεκλειδώσει όλες τις πόρτες, ζήτησε να του καλέσουν ένα ταξί κι αναρωτήθηκε τι θα έλεγε ο πελάτης του. Ή μάλλον τι θα έκανε ο πελάτης του σε περίπτωση που ο Χάρνες δεν έσωζε τον κόσμο. Το δικό του μέρος του κόσμου δηλαδή.

Ο Γκάρι Γκόλσρουντ έγειρε μπροστά στην καρέκλα του και κοίταξε μ’ ορθάνοιχτα μάτια την οθόνη. «Τι στον διάολο κάνει αυτός;» «Μοιάζει σαν να θέλει να τραβήξει την προσοχή» είπε ένας άλλος φύλακας στην αίθουσα ελέγχου. Ο Γκόλσρουντ κοίταξε το αγόρι. Η μακριά γενειάδα του

κρεμόταν στο γυμνό του στήθος. Στεκόταν πάνω σε μια καρέκλα, μπροστά από μία κάμερα ασφαλείας, χτυπώντας την κάμερα με τον κόνδυλο του δείκτη του χεριού του, εκφέροντας ακαταλαβίστικες λέξεις. «Φίνστα, έλα μαζί μου» είπε ο Γκόλσρουντ και σηκώθηκε. Πέρασαν μπροστά από τον Γιουχάνες, που σφουγγάριζε τον διάδρομο. Αυτή η εικόνα θύμισε στον Γκόλσρουντ κάτι από ταινία. Κατέβηκαν στο ισόγειο, ξεκλείδωσαν την πόρτα, πέρασαν από το μαγειρείο και προχώρησαν στο βάθος του διαδρόμου, όπου και βρήκαν τον Σόνι να κάθεται στην καρέκλα απ’ την οποία είχε μόλις κατέβει. Ο Γκόλσρουντ συμπέρανε από το στέρνο και τα χέρια του ότι το αγόρι είχε μόλις ασκηθεί: Οι μύες κι οι φλέβες του διαγράφονταν έντονα κάτω από το δέρμα του. Είχε ακούσει ότι μερικοί απ’ τους πιο σκληρούς χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών έκαναν άρσεις δικεφάλων στο γυμναστήριο πριν χτυπήσουν. Κυκλοφορούσαν αμφεταμίνες κι όλων των ειδών τα χάπια, αλλά η Στάτεν ήταν από τις λίγες φυλακές στη Νορβηγία –ίσως και η μοναδική– στην οποία είχε επιτευχθεί ένας κάποιος έλεγχος στην εισαγωγή ηρωίνης. Όπως και να ’χε, ο Σόνι ποτέ δεν είχε πρόβλημα να βρει τη δόση του.

Μέχρι τώρα. Από το τρέμουλο στο σώμα του αγοριού ο Γκόλσρουντ κατάλαβε ότι το αγόρι δεν είχε πάρει τη δόση του για μέρες. Προφανώς και το είχε πιάσει μαύρη απελπισία. «Βοηθήστε με» είπε ο Σόνι όταν τους είδε να πλησιάζουν. «Έγινε» είπε ο Γκόλσρουντ, κλείνοντας το μάτι στον Φίνστα. «Δυο χιλιάδες το πακέτο». Αστειευόταν, αλλά κοιτάζοντας τον Φίνστα κατάλαβε ότι ο συνάδελφός του δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του. Οι μύες του ήταν τεταμένοι παντού: ακόμα και στον λαιμό και τον αυχένα. Ο Γκόλσ​ρουντ θυμήθηκε τη φήμη που κυκλοφορούσε, ότι το αγόρι ήταν κάποτε ένας πολλά υποσχόμενος παλαιστής. Ίσως και να ’ταν αλήθεια αυτό που λένε τελικά: ότι οι μύες που χτίζει κανείς πριν από τα δώδεκα επανέρχονται όταν μεγαλώσεις με άσκηση λίγων εβδομάδων. «Κλειδώστε με μέσα». «Δεν κλειδώνουμε μέχρι τις δέκα, Λόφτχους». «Σας παρακαλώ».

Ο Γκόλσρουντ έμοιαζε μπερδεμένος. Δεν ήταν παράξενο να ζητούν οι κρατούμενοι να τους κλειδώσουν στα κελιά τους γιατί φοβούνταν. Ορισμένες φορές καλά έκαναν. Ο φόβος ήταν σύνηθες υποπροϊόν μιας εγκληματικής ζωής. Και τούμπαλιν. Μα ο Σόνι ήταν πιθανόν ο μοναδικός κρατούμενος της Στάτεν δίχως ούτε έναν εχθρό ανάμεσα στους συγκρατούμενούς του. Αντίθετα, του συμπεριφέρονταν όλοι σαν σε ιερή αγελάδα. Και το αγόρι δεν είχε δείξει ποτέ σημάδια φόβου. Κι είχε την ψυχική και τη φυσική κατάσταση ν’ αντεπεξέρχεται στον εθισμό καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο. Γιατί λοιπόν;… Το αγόρι έξυσε το καύκαλο από την πληγή μιας σύριγγας στον βραχίονά του και τότε μόνο συνειδητοποίησε ο Γκόλσρουντ ότι όλες οι πληγές του είχαν καύκαλο. Δεν υπήρχαν νέες. Το αγόρι το είχε κόψει μαχαίρι. Γι’ αυτό ήθελε να τον κλειδώσουν μέσα. Υπέφερε από στέρηση κι ήξερε πολύ καλά ότι δεν θ’ αντιστεκόταν σε ό,τι του προσέφεραν, οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό. «Έλα, πάμε» είπε ο Γκόλσρουντ.

«Σήκωσε τα πόδια σου, βρε Σίμουν». O Σίμουν σήκωσε το βλέμμα του. Η ηλικιωμένη καθαρίστρια ήταν τόσο μικροσκοπική και διπλωμένη στα δύο, που ίσα ίσα που ξεχώριζε πίσω από το καροτσάκι της. Είχε πιάσει δουλειά στα κεντρικά της αστυνομίας πολύ πριν από τον Σίμουν, κάποια στιγμή την προηγούμενη χιλιετηρίδα. Γυναίκα με απόλυτες απόψεις, προτιμούσε να αυτοαποκαλείται και να αποκαλεί όλους τους συναδέλφους της –ασχέτως γένους– καθαρίστριες. «Γεια σου, Σίσελ, ήρθε κιόλας η ώρα;» Ο Σίμουν κοίταξε το ρολόι του. Περασμένες τέσσερις. Η επίσημη ώρα λήξης εργασιών στη Νορβηγία. Ο νόμος, μάλιστα, σε υποχρέωνε να φύγεις από τη δουλειά στις τέσσερις ακριβώς, προς όφελος του λαού, της χώρας και του βασιλιά. Παλιά δεν θα του καιγόταν καρφάκι. Άλλαξαν όμως τα πράγματα. Ήξερε ότι τον περίμενε η Έλσε, ότι είχε αρχίσει να μαγειρεύει ώρα τώρα κι ότι όταν εκείνος έφτανε σπίτι θα προσποιούνταν ότι είχε φτιάξει απλώς κάτι στο άψε σβήσε, ελπίζοντας να μην παρατηρούσε τον χαλασμό στην κουζίνα, τα χυμένα υγρά και ό,τι άλλο αποκάλυπτε την ολοένα και ασθενέστερη όρασή της.

«Πάει καιρός απ’ την τελευταία φορά που κάναμε μαζί τσιγάρο, Σίμουν». «Το ’χω ρίξει στο snus τώρα». «Ξέρω γιατί το κάνεις: Έχεις ήδη ένα παιδί, σιγά μην ήθελες και δεύτερο». Ο Σίμουν χαμογέλασε, την κοίταξε καθώς εκείνη σφουγγάριζε κάτω από τα πόδια του και αναρωτήθηκε –για πολλοστή φορά– πώς γινόταν να βγει ένα τόσο μεγάλο μωρό από το μικροσκοπικό σώμα της Σίσελ Τόου. Το μωρό της Ρόζμαρι. Τακτοποίησε τα χαρτιά του. Η υπόθεση Βολάν είχε μπει στο αρχείο. Κανείς από τους κατοίκους της πολυκατοικίας στη γέφυρα Σανερμπρούα δεν είχε δει τίποτα και κανείς αυτόπτης μάρτυρας δεν είχε κάνει την εμφάνισή του. Μέχρι να βρεθούν αποδεικτικά στοιχεία περί εγκληματικής ενέργειας, η υπόθεση θα έμπαινε σε δεύτερη μοίρα, εξήγησε το αφεντικό του, ζητώντας από τον Σίμουν να περάσει τις επόμενες ημέρες εμπλουτίζοντας τις εκθέσεις δύο εξιχνιασθεισών δολοφονιών, τις οποίες η εισαγγελέας είχε χαρακτηρίσει «ισχνές», πριν ρίξει ένα γερό βρίσιμο στην αστυνομία. Δεν είναι ότι περιείχαν λάθη· απλώς εκείνη περίμενε ένα «υψηλότερο επίπεδο» λεπτομερειών.

Ο Σίμουν έσβησε τον υπολογιστή, φόρεσε το σακάκι του και πήγε προς την πόρτα. Μιας κι ήταν ακόμη καλοκαίρι, πολλοί υπάλληλοι που δεν έφυγαν για διακοπές είχαν αποχωρήσει ήδη από τις τρεις. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν στον ενιαίο χώρο γραφείων που μύριζε κόλλα απ’ τα παλιά χωρίσματα ήταν κάποιος που πληκτρολογούσε αραιά και πού. Είδε την Κάρι πίσω από ένα χώρισμα. Είχε βάλει τα πόδια της πάνω στο γραφείο και διάβαζε. Έχωσε το κεφάλι του πίσω από το χώρισμα. «Δεν έχει δείπνο με φίλους απόψε;» Αυτόματα εκείνη έκλεισε το βιβλίο και τον κοίταξε μ’ ένα μείγμα εκνευρισμού και ντροπής. Εκείνος κοίταξε τον τίτλο: Εταιρική Νομοθεσία. Ήξεραν κι οι δυο τους ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να νιώθει η Κάρι ενοχές που διάβαζε στο γραφείο: Κανείς δεν της είχε αναθέσει κάποια δουλειά. Έτσι γινόταν στο Ανθρωποκτονιών· χωρίς δολοφονίες δεν υπήρχε δουλειά. Κι έτσι ο Σίμουν συμπέρανε ότι το κοκκίνισμα μαρτυρούσε την ακούσια παραδοχή ότι οι σπουδές στη Νομική θα την απομάκρυναν από το παρόν τμήμα, πράγμα που έμοιαζε με προδοσία· κι έναν εκνευρισμό γιατί, παρόλο που η ίδια ήταν πεπεισμένη ότι ορθώς χρησιμοποιούσε τον χρόνο της μελετώντας, δεν απέφυγε να κλείσει ενστικτωδώς

το βιβλίο. «Ο σύντροφός μου έχει πάει για σερφ στη δυτική Νορβηγία για το Σαββατοκύριακο. Σκέφτηκα να μελετήσω εδώ, αντί για μόνη στο σπίτι». Ο Σίμουν έγνεψε καταφατικά. «Η δουλειά της αστυνομίας μπορεί να γίνει πολύ βαρετή. Ακόμα και στο Ανθρωποκτονιών». Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Ο Σίμουν ανασήκωσε τους ώμους του. «Ειδικά στο Ανθρωποκτονιών». «Και τότε γιατί γίνατε ντετέκτιβ;» Η Κάρι έβγαλε τα παπούτσια της κι έφερε τα γυμνά της πόδια στην άκρη του καθίσματός της. Λες και περιμένει μακροσκελή απάντηση, σκέφτηκε ο Σίμουν. Είναι μάλλον από τους ανθρώπους που προτιμούν την παρέα – οποιαδήποτε παρέα– από τη μοναξιά, κι αντί να καθίσουν στο σαλόνι τους με εξασφαλισμένη τη γαλήνη και την ησυχία τους προτιμούν να κάθονται σ’ ένα σχεδόν έρημο γραφείο, έστω και με την παραμικρή πιθανότητα ανθρώπινης επαφής.

«Αν θέλετε το πιστεύετε: Ήταν ένα είδος διαμαρτυρίας» είπε, ακουμπώντας στην άκρη του γραφείου. «Ο πατέρας μου ήταν ωρολογοποιός και ήθελε να κληρονομήσω την επιχείρηση. Μα εγώ δεν ήθελα να είμαι μια κακή απομίμηση του πατέρα μου». Η Κάρι αγκάλιασε τα ισχνά μακριά της πόδια. «Το ’χετε μετανιώσει;» Ο Σίμουν γύρισε προς το παράθυρο. Η ζέστη απέξω έκανε τον αέρα να τρεμουλιάζει. «Πολλοί άνθρωποι έχουν βγάλει λεφτά απ’ τα ρολόγια». «Όχι ο πατέρας μου» είπε ο Σίμουν. «Ούτε του άρεσαν οι απομιμήσεις. Αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει την τάση των φτηνών αντιγραφών και των πλαστικών ψηφιακών ρολογιών. Το μονοπάτι της μικρότερης αντίστασης. Χρεοκόπησε με στιλ». «Έτσι εξηγείται λοιπόν το γιατί δεν θελήσατε να γίνετε ωρολογοποιός». «Όχι, έγινα τελικά ωρολογοποιός». «Πώς;»

«Στη Σήμανση: βαλλιστικός εμπειρογνώμων. Τροχιές σφαιρών και τα λοιπά. Σαν να κατασκευάζεις ρολόι είναι. Τελικά μοιάζουμε πολύ περισσότερο στους γονείς μας απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε». «Και τι συνέβη λοιπόν;» ρώτησε εκείνη με χαμόγελο. «Χρεο​κοπήσατε;» «Ε». Ο Σίμουν κοίταξε το ρολόι του. «Υποθέτω ότι άρχισε να μ’ ενδιαφέρει περισσότερο το γιατί παρά το πώς. Δεν ξέρω κατά πόσο πήρα τη σωστή απόφαση να γίνω ειδικός επιθεωρητής. Τα βλήματα κι οι πληγές τους είναι απείρως πιο προβλέψιμα από το ανθρώπινο μυαλό». «Γι’ αυτό αρχίσατε να εργάζεστε για το ΣΔΟΕ;» «Διαβάσατε το βιογραφικό μου, βλέπω». «Πάντα ενημερώνομαι για τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργαστώ. Σας κούρασαν τα αίματα κι οι σκοτωμοί;» «Εμένα όχι, αλλά φοβήθηκα μήπως κουράσουν τη σύζυγό μου Έλσε. Όταν παντρευτήκαμε, της υποσχέθηκα πιο στρωτό ωράριο και καθόλου υπερωρίες. Μου άρεσε το ΣΔΟΕ· ήταν

σαν να δούλευα και πάλι με ρολόγια. Μιας κι ανέφερα τη σύζυγό μου, παρεμπιπτόντως…» Σηκώθηκε όρθιος. «Γιατί φύγατε από το ΣΔΟΕ αφού σας άρεσε τόσο πολύ;» Ο Σίμουν χαμογέλασε κουρασμένα. Ναι, αυτή λεπτομέρεια δεν υπήρχε στο βιογραφικό του.

η

«Λαζάνια. Νομίζω ότι έχει μαγειρέψει λαζάνια. Θα τα πούμε αύριο». «Παρεμπιπτόντως, έλαβα ένα τηλεφώνημα από έναν παλιό μου συνάδελφο. Είπε ότι είδε έναν τοξικομανή να τριγυρνάει φορώντας ένα κολάρο πάστορα». «Ένα κολάρο;» «Ναι, σαν αυτό που φορούσε ο Περ Βολάν». «Και πώς χρησιμοποιήσατε αυτή την πληροφορία;» Η Κάρι ξανάνοιξε το βιβλίο της. «Δεν τη χρησιμοποίησα. Του εξήγησα ότι η υπόθεση έχει μπει στο αρχείο». «Υποβαθμίστηκε. Μέχρι να βρεθούν νέα στοιχεία. Πώς λένε το πρεζόνι και πού μπορούμε να το βρούμε;»

«Γκίλμπερτ. Στο άσυλο». «Στο Κέντρο Φιλοξενίας θέλετε να πείτε. Τι λέτε; Κάνετε ένα διάλειμμα από το διάβασμά σας;» Η Κάρι αναστέναξε κι έκλεισε το βιβλίο της. «Και τα λαζάνια;» Ο Σίμουν ανασήκωσε τους ώμους του. «Όλα καλά. Θα τηλεφωνήσω στην Έλσε και θα καταλάβει. Αφήστε που τα λαζάνια είναι πιο νόστιμα ξαναζεσταμένα».

10

Ο

Γιουχάνες έριξε το βρόμικο νερό στον νεροχύτη κι

έκλεισε τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα στο ντουλάπι με τις σκούπες. Είχε σφουγγαρίσει όλους τους διαδρόμους του πρώτου ορόφου και της αίθουσας ελέγχου κι ανυπομονούσε να γυρίσει στο κελί του και να διαβάσει το βιβλίο του. Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο. Συλλογή διηγημάτων ήταν, αυτός όμως διάβαζε μία και μοναδική ιστορία ξανά και ξανά. Την ιστορία ενός άνδρα με γάγγραινα στο πόδι, ενός άνδρα που ξέρει ότι θα πεθάνει. Και το πώς αυτή του η γνώση δεν τον κάνει καλύτερο ή χειρότερο άνθρωπο, απλώς πιο διορατικό, πιο ειλικρινή, λιγότερο υπομονετικό. Ο Γιουχάνες ποτέ του

δεν υπήρξε βιβλιοφάγος· το βιβλίο τού το είχε προτείνει ο βιβλιοθηκάριος της φυλακής. Αλλά, μιας κι είχε επισκεφθεί την Αφρική ως ναυτικός –τη Λιβερία και την Ακτή του Ελεφαντοστού–, άρχισε να διαβάζει τις πρώτες σελίδες της ιστορίας αυτού του φαινομενικά αθώου άνδρα, που βρισκόταν ετοιμοθάνατος σε μία σκηνή στη σαβάνα. Την πρώτη φορά την είχε διαβάσει στα γρήγορα· τώρα διάβαζε αργά αργά, λέξη τη λέξη, λες κι έψαχνε για κάτι που δεν ήξερε καν τι είναι. «Γεια». Ο Γιουχάνες γύρισε απότομα. Η φωνή του Σόνι είχε ακουστεί σχεδόν σαν ψίθυρος. Η φιγούρα που στεκόταν μπροστά του με ρουφηγμένα μάγουλα και φλογοβόλο βλέμμα ήταν χλωμή σαν φάντασμα. Σαν άγγελος, σκέφτηκε ο Γιουχάνες. «Γεια σου, Σόνι. Άκουσα ότι σε βάλανε στην απομόνωση. Τι κάνεις;» Ο Σόνι ανασήκωσε τους ώμους του. «Το αριστερό σου χουκ είναι πολύ καλό, αγόρι μου». Ο

Γιουχάνες χαμογέλασε δείχνοντας το κενό ανάμεσα στα μπροστινά του δόντια. «Με συγχωρείς πολύ». Ο Γιουχάνες ξεροκατάπιε. «Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη, Σόνι». Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο Γιουχάνες είδε το αγόρι να κοιτάζει πάνω κάτω τον διάδρομο. Μια μικρή παύση. «Θα την κοπανούσες από εδώ μέσα για χάρη μου, Γιουχάνες;» Ο Γιουχάνες δίστασε κι άρχισε να παίζει με τη σειρά των λέξεων στο μυαλό του, μήπως και βγάλει παραπάνω νόημα από τα λόγια του νεαρού. «Τι εννοείς; Δεν θέλω ν’ αποδράσω. Άσε που δεν έχω πού να πάω. Θα με βρουν και θα με ξαναχώσουν μέσα αμέσως». Ο Σόνι δεν απάντησε, μα τα μάτια του λες κι εξέπεμπαν μια μαύρη απελπισία. Ο Γιουχάνες κατάλαβε. «Θες… θες να βγω έξω μήπως και σου βρω λίγο Σουπερμπόι, σωστά;»

Ο Σόνι παρέμεινε σιωπηλός· το τρελό, έντονο βλέμμα του δεν ξεκολλούσε από το βλέμμα του γέρου. Κακόμοιρο παιδί, σκέφτηκε ο Γιουχάνες. Κωλο-ηρωίνη. «Γιατί εγώ;» «Γιατί είσαι ο μόνος που μπαίνει στην αίθουσα ελέγχου κι άρα ο μόνος που μπορεί να βγει έξω». «Λάθος κάνεις. Είμαι όντως ο μόνος που μπαίνει στην αίθουσα ελέγχου κι άρα ξέρω ότι δεν γίνεται να βγει κανείς έξω. Οι πόρτες ανοίγουν μόνο με δακτυλικά αποτυπώματα που βρίσκονται ήδη στη βάση δεδομένων. Και τα δικά μου δεν είναι, φίλε μου. Ούτε γίνεται να προστεθούν αν δεν καταθέσω τέσσερις κόπιες της ειδικής αίτησης, που θα πρέπει να εγκριθούν από πολύ ψηλά. Τις έχω δει…» «Όλες οι πόρτες κλειδώνουν και ξεκλειδώνουν από την αίθουσα ελέγχου». Ο Γιουχάνες κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε τριγύρω, να σιγουρευτεί ότι ήταν ακόμη μόνοι τους στον διάδρομο. «Ακόμα κι αν βγεις απ’ το κτίριο, υπάρχουν φύλακες στην έξοδο του περίβολου, στο πάρκινγκ. Ελέγχουν τις ταυτότητες όλων εκείνων που μπαίνουν και βγαίνουν».

«Όλων;» «Ναι. Μ’ εξαίρεση γνωστά αυτοκίνητα και φάτσες, όταν αλλάζουν οι βάρδιες». «Όσους φορούν στολή δεσμοφύλακα, ας πούμε». «Εννοείται». «Δηλαδή το μόνο που χρειάζεσαι είναι να βάλεις μια στολή και να βγεις την ώρα που αλλάζουν οι βάρδιες;» Ο Γιουχάνες έφερε αντίχειρα και δείκτη κάτω απ’ το πιγούνι του. Ακόμη πονούσε το σαγόνι του. «Και πού θα βρω εγώ στολή;» «Από το λόκερ του Σέρενσεν, στα αποδυτήρια. Μπορείς να το παραβιάσεις μ’ ένα κατσαβίδι». Ο Σέρενσεν έλειπε με αναρρωτική άδεια δυο μήνες τώρα. Νευρικός κλονισμός. Ο Γιουχάνες ήξερε ότι κάπως αλλιώς το αποκαλούσαν όλο αυτό πια, αλλά το ίδιο πράγμα ήταν, ένα κωλομπλεγμένο κουβάρι συναισθημάτων. Το ’χε περάσει κι αυτός.

Ο Γιουχάνες ξανακούνησε το κεφάλι του. «Τ’ αποδυτήρια είναι τίγκα στους φρουρούς κατά την αλλαγή βάρδιας. Κάποιος θα μ’ αναγνωρίσει». «Ν’ αλλάξεις την εμφάνισή σου». Ο Γιουχάνες έσκασε στα γέλια. «Ναι, καλά. Κι ας υποθέσουμε ότι την παίρνω τη στολή, πώς ακριβώς θα βγω έξω, θα τους απειλήσω;» Ο Σόνι σήκωσε το μακρύ λευκό του πουκάμισο κι έβγαλε απ’ την κωλότσεπη ένα πακέτο τσιγάρα. Έχωσε ένα ανάμεσα στα σκασμένα χείλη του και το άναψε μ’ έναν αναπτήρα σε σχήμα πιστολιού. Ο Γιουχάνες έγνεψε αργά, καταφατικά. «Δεν θες ναρκωτικά εσύ. Κάτι άλλο θες να σου κάνω εκεί έξω, σωστά;» Ο Σόνι ρούφηξε τη φλόγα απ’ τον αναπτήρα στο τσιγάρο κι εξέπνευσε τον καπνό. Έκλεισε τα μάτια του. «Θα το κάνεις;» Η φωνή του ήταν ζεστή, απαλή. «Θα μου δώσεις άφεση αμαρτιών;» ρώτησε ο Γιουχάνες.

Ο Άριλ Φρανκ τούς είδε στρίβοντας στη γωνία. Ο Σόνι Λόφτχους είχε κολλήσει την παλάμη του στο μέτωπο του Γιουχάνες, που στεκόταν με το κεφάλι γερτό και τα μάτια κλεισμένα. Σαν πούστηδες τού έμοιαζαν. Τους είχε δει στην οθόνη στην αίθουσα ελέγχου, να μιλάνε γι’ αρκετή ώρα. Πού και πού το μετάνιωνε που δεν είχε φορέσει μικρόφωνα σ’ όλες τις κάμερες: Είχε καταλάβει απ’ τα περίεργα βλέμματά τους, που κοιτούσαν πού και πού στο πλάι, ότι δεν συζητούσαν για το Στοίχημα. Το αγόρι στεκόταν με την πλάτη στην κάμερα, ώστε να μην καταλάβουν τι γινόταν, μέχρι που είδαν καπνό να σηκώνεται μπροστά απ’ τους ώμους του. «Ε! Καπνίζουμε μόνο εκεί που επιτρέπεται, έτσι δεν έχουμε πει;» Το χέρι του Σόνι γλίστρησε στο πλάι, αφήνοντας το γκρίζο κεφάλι του Γιουχάνες να πέσει προς τα κάτω. Ο Φρανκ τούς πλησίασε. Έδειξε με τον αντίχειρα πάνω απ’ τον ώμο του. «Τράβα να σφουγγαρίσεις πουθενά αλλού, Γιουχάνες». Ο Φρανκ περίμενε μέχρι ο γέρος να φύγει απ’ το πεδίο ακοής. «Τι λέγατε εσείς οι δύο;»

Ο Σόνι ανασήκωσε τους ώμους του. «Όχι, μη μου πεις» κορόιδεψε ο Άριλ Φρανκ. «Το απαραβίαστο της εξομολόγησης». Το χάχανό του αντήχησε στους γυμνούς τοίχους του διαδρόμου. «Δεν μου λες, Σόνι, σκέφτηκες αυτά που είπαμε;» Το αγόρι έσβησε το τσιγάρο στο πακέτο, το έχωσε στην τσέπη του κι έξυσε τη μασχάλη του. «Τρώγεσαι;» Το αγόρι δεν απάντησε. «Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα απ’ τη φαγούρα, ξέρεις. Χειρότερα κι απ’ το να το κόψεις μαχαίρι. Άκουσες για τον τύπο του 121; Λένε ότι κρεμάστηκε από τον γάντζο για το φως. Άλλαξε όμως γνώμη, λέει, αφού είχε κλοτσήσει μακριά του την καρέκλα, γι’ αυτό τον βρήκαμε με τον λαιμό καταξεσκισμένο απ’ τα ίδια του τα νύχια. Πώς τον έλεγαν να δεις; Γκόμεζ; Ντίαζ; Για τον Νέστορ δούλευε. Κάποιος ανησύχησε ότι θα μιλούσε. Χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, μια υπόνοια ήταν μόνο. Και κοίτα τι έπαθε. Περίεργο δεν είναι, ε, να είσαι στο κρεβάτι σου στη φυλακή το βράδυ και το μόνο πράγμα που σε τρομάζει να είναι η υποψία ότι η πόρτα του

κελιού σου μπορεί και να μην είναι κλειδωμένη. Ότι κάποιος στην αίθουσα ελέγχου μπορεί να σε κάνει βορά για μια ολόκληρη φυλακή δολοφόνων με το πάτημα μόνο ενός κουμπιού». Το αγόρι είχε ήδη κατεβάσει το κεφάλι, μα ο Φρανκ διέκρινε τον ιδρώτα στο μέτωπό του. Θα συνετιζόταν, πού θα πήγαινε. Καλά θα έκανε να συνετιζόταν. Ο Φρανκ δεν γούσταρε οι κρατούμενοί του να τα τινάζουν στο κελί τους· όλο και κάτι θα βρομούσε, όσο πειστικά κι αν είχε στηθεί η σκηνή. «Εντάξει». Ακούστηκε τόσο αχνά, που ο Φρανκ ενστικτωδώς έσκυψε προς τα εμπρός. «Εντάξει;» επανέλαβε. «Αύριο. Θα έχετε την ομολογία μου αύριο». Ο Φρανκ σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος κι έσπρωξε το βάρος του προς τα πίσω. «Ωραία. Θα φέρω λοιπόν τον κύριο Χάρνες μαζί μου αύριο το πρωί. Και δεν θέλω χαζομάρες αυτή τη φορά. Όταν πας για ύπνο απόψε, να κοιτάξεις καλά καλά τον γάντζο στο ταβάνι, με πιάνεις;»

Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι του και κάρφωσε τα μάτια του στο βλέμμα του αναπληρωτή διευθυντή. Ο Φρανκ είχε από καιρό απορρίψει το απόφθεγμα ότι τα μάτια καθρεφτίζουν την ψυχή: Είχε δει εκατοντάδες μάτια να τον κοιτούν αθώα ενώ το στόμα τους έφτυνε το ένα ψέμα μετά το άλλο. Εξάλλου, τι σόι έκφραση ήταν κι αυτή, ο καθρέφτης της ψυχής; Κανονικά θα έπρεπε να σημαίνει ότι έβλεπες τη δική σου ψυχή στα μάτια των άλλων. Άρα γι’ αυτό δυσκολευόταν να κοιτάξει το αγόρι αυτό στα μάτια; Ο Φρανκ έκανε μεταβολή. Έπρεπε να παραμείνει συγκεντρωμένος στα σημαντικά κι όχι ν’ αφήνεται σε σκέψεις που δεν έβγαζαν πουθενά.

«Αφού ’ναι στοιχειωμένο, ρε». Με δάχτυλα μαύρα σαν το κάρβουνο, ο Λαρς Γκίλμπαρ έφερε το λεπτό τσιγαριλίκι στα χείλια του και κοίταξε με μάτια μισόκλειστα τους δυο αστυνομικούς που στέκονταν από πάνω του. Τρεις ώρες τον έψαχναν ο Σίμουν κι η Κάρι, πριν τον βρουν κάτω απ’ τη γέφυρα Γκρινερμπρούα. Τον έψαξαν πρώτα στο

Κέντρο Φιλοξενίας Ίλα, όπου είχε να φανεί μια βδομάδα τώρα· μετά στο καφενείο της Αποστολής της Εκκλησίας στη Σιπεργκάτα, ύστερα στην Πλάτα δίπλα στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, όπου γινόταν ακόμη ναρκοπάζαρο, και τέλος στο Κέντρο Φροντίδας του Στρατού της Σωτηρίας στην Ιρτεγκάτα, απ’ όπου πήραν την πληροφορία που τους οδήγησε στο άγαλμα Έλγκεν στο ποτάμι, στα όρια μεταξύ σπιντ και ηρωίνης. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής η Κάρι εξήγησε στον Σίμουν ότι κύριοι του εμπορίου αμφεταμίνης και μεθαμφεταμίνης νότια του Έλγκεν και κατά μήκος του ποταμού, μέχρι τη γέφυρα Βάτερλαν, ήταν οι Αλβανοί κι οι Βορειοαφρικανοί. Φτάνοντας, βρήκαν τέσσερις Σομαλούς να στέκονται γύρω από ένα παγκάκι ξεμουδιάζοντας, με τις κουκούλες κατεβασμένες χαμηλά στον ήλιο του απόβραδου. Ένας τους κατένευσε όταν η Κάρι τού έδειξε τη φωτογραφία που κρατούσε· έδειξε με το δάχτυλο προς τον βορρά, προς τη μεριά της ηρωίνης, κλείνοντάς τους το μάτι και ρωτώντας τους αν γούσταραν κάνα γραμμάριο κρυστάλλους για το ταξίδι τους. Τα γέλια τους αντηχούσαν ακόμη καθώς ο Σίμουν κι η Κάρι απομακρύνθηκαν προς τη μεριά της Γκρινερμπρούα.

«Δηλαδή μας λες ότι δεν θες να μείνεις άλλο στο Ίλα επειδή νομίζεις ότι είναι στοιχειωμένο;» «Δεν το νομίζω, αδερφάκι μου. Το ξέρω. Κανείς δεν κοιμάται εκεί χάμου, τα δωμάτια είναι ήδη πιασμένα, νιώθεις την παρουσία τους με το που πατήσεις το πόδι σου εκεί μέσα. Ξυπνούσα μες στη νύχτα και δεν έβλεπα κανέναν, αλλά ήταν λες κι είχα την ανάσα κάποιου μες στη μούρη μου. Και δεν ήταν μοναχά στο δικό μου δωμάτιο αυτό, για ρώτα και τους άλλους». Ο Γκίλμπαρ κοίταξε το τελειωμένο του τσιγάρο με απογοήτευση. «Και προτιμάς δηλαδή να κοιμάσαι εδώ έξω;» ρώτησε ο Σίμουν, προσφέροντάς του το κουτάκι του με τον καπνό. «Φαντάσματα ξε-φαντάσματα, δεν τους αντέχω τους μικρούς χώρους, πνίγομαι. Κι αυτό το μέρος…» ο Γκίλμπαρ έδειξε προς τη μεριά του στρώματος από εφημερίδες και του φθαρμένου υπνόσακου δίπλα του «…καλοκαιρινό θέρετρο, δικέ μου!». Ύστερα έδειξε τη γέφυρα από πάνω τους. «Η στέγη δεν μπάζει. Έχω θέα στο νερό. Ούτ’ έξοδα, δίπλα στις συγκοινωνίες είμαι και στα μαγαζιά. Τι άλλο θες;» Πήρε τρεις τσιμπιές snus από το κουτάκι του Σίμουν, έχωσε τη μία κάτω απ’ τα χείλια του και τις άλλες δυο στην τσέπη.

«Μια δουλειά ως πάστορας;» πρότεινε η Κάρι. Ο Γκίλμπαρ έγειρε το κεφάλι του προς το πλάι και κοίταξε τον Σίμουν. «Το κολάρο που φοράς» εξήγησε εκείνος. «Δεν διάβασες στις εφημερίδες σου ότι βρέθηκε νεκρός ένας εφημέριος στο ποτάμι, λίγο πιο πάνω από εδώ;» «Δεν ξέρω εγώ τίποτα για όλα αυτά». Ο Γκίλμπαρ έβγαλε το snus από την τσέπη του και το ξανάβαλε στο κουτάκι του Σίμουν πριν του το επιστρέψει. «Είκοσι λεπτά θέλει η Σήμανση για ν’ αποδείξει ότι το κολάρο που φοράς ανήκε στον εφημέριο, Λαρς. Ούτε ένα παραπάνω. Ενώ εσένα θα σου πάρει είκοσι χρόνια να εκτίσεις την ποινή που θα φας για τη δολοφονία του». «Δολοφονία; Ποια δολοφονία, δεν διάβασα…» «Ώστε διαβάζεις, λοιπόν. Τον σκότωσαν πριν τον ρίξουν στο ποτάμι. Το μαρτυρούν οι μώλωπες στο δέρμα του. Χτύπησε σε κάτι βράχους πέφτοντας κι οι μώλωπες που γίνονται μετά θάνατον διαφέρουν απ’ τους κανονικούς. Καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω;»

«Όχι». «Να σ’ το πω με το νι και με το σίγμα ή να σου εξηγήσω απλώς πόσο κλειστοφοβικό είναι το κελί της φυλακής;» «Μα δεν έκανα…» «Κι ύποπτος να είσαι μόνο, άνετα τρως εβδομάδες προφυλάκισης. Άσε που εκείνα τα κελιά είναι ακόμα μικρότερα απ’ τα κανονικά». Ο Γκίλμπαρ έμοιαζε να σκέφτεται. Ρούφηξε γερά το snus μια δυο φορές. «Τι θέλετε;» Ο Σίμουν έκατσε ανακούρκουδα μπροστά στον Γκίλμπαρ. Η ανάσα του άστεγου όχι απλώς βρομούσε, είχε τη δική της γεύση. Τη γλυκιά, σάπια γεύση των πεσμένων φρούτων και του θανάτου. «Θέλουμε να μας πεις τι συνέβη». «Μα δεν ξέρω τίποτα, αυτό δεν σας λέω;» «Τίποτα δεν μας λες, Λαρς. Άρα μάλλον σε νοιάζει· για να

μη μας λες τίποτα, εννοώ. Γιατί;» «Το κολάρο μόνο. Το βρήκα στην ακτή και…» Ο Σίμουν σηκώθηκε όρθιος αρπάζοντας τον Γκίλμπαρ από το μπράτσο. «Έλα, φύγαμε». «Περίμενε!» Ο Σίμουν τον άφησε. Ο Γκίλμπαρ έσκυψε το κεφάλι. Αναστέναξε βαριά. «Τα τσιράκια του Νέστορ ήταν. Αλλά δεν μπορώ… Ξέρετε τι κάνει ο Νέστορ σ’ όσους…» «Ναι, ξέρω. Αλλά κι εσύ ξέρεις ότι θα το μάθει αν τ’ όνομά σου εμφανιστεί στο ανακριτικό αρχείο στα κεντρικά. Προτείνω λοιπόν να μας πεις τι ξέρεις τώρα κι αποφασίζουμε ύστερα τι θα κάνουμε». Ο Γκίλμπαρ κούνησε το κεφάλι του αργά, μια δεξιά, μια αριστερά. «Τώρα, Λαρς!» «Καθόμουν στο παγκάκι κάτω απ’ τα δέντρα, εκεί που το

μονοπάτι κατεβαίνει στη Σανερμπρούα. Δέκα μέτρα μακριά ήμουν μόνο και τους είδα πάνω στη γέφυρα, αλλά δεν νομίζω ότι μ’ είδαν εκείνοι, ήμουν κρυμμένος ανάμεσα στις φυλλωσιές, αν με πιάνεις. Ήταν δύο. Ο ένας κρατούσε τον εφημέριο κι ο άλλος έβαλε το μπράτσο του γύρω απ’ το μέτωπό του. Είδα τους λευκούς βολβούς στα μάτια του εφημέριου, τόσο κοντά ήμουν. Ήταν κατάλευκοι, λες κι είχε γυρίσει όλο το μάτι προς τα πίσω, με πιάνεις; Κιχ δεν έβγαλε. Λες κι ήξερε ότι δεν είχε νόημα. Κι ύστερα αυτός ο δεύτερος, κρατς, του σπάει τον αυχένα προς τα πίσω λες κι ήταν χειροπράκτης, γαμώτη μου. Τον άκουσα να σπάει, δεν κάνω πλάκα, ήταν λες και πατούσες σε ξερά κλαδιά στο δάσος». Ο Γκίλμπαρ έφερε τον δείκτη του στα χείλια, ανοιγόκλεισε τα μάτια του δύο φορές και κάρφωσε το βλέμμα του στο κενό. «Κοίταξαν τριγύρω. Θεέ μου, μόλις είχαν ξεπαστρέψει ολόκληρο τύπο στη μέση της Σανερμπρούα κι ήταν λες και δεν έγινε τίποτα! Εντάξει, το Όσλο είναι άδειο το κατακαλόκαιρο ώρες ώρες, δεν λέω, αλλά… Ύστερα τον έπιασαν και τον έφεραν τούμπα πάνω από το τούβλινο τοιχάκι, εκεί που τελειώνει το κιγκλίδωμα». «Ταιριάζει με το μέρος όπου εξέχουν οι βράχοι» είπε η Κάρι.

«Σκάλωσε για λίγο στα βράχια πριν τον παρασύρει το ρεύμα. Ρούπι δεν κινήθηκα. Αν οι τύποι ήξεραν ότι τους έχω δει…» «Τους είδες όμως» είπε ο Σίμουν. «Από τόσο κοντά μάλιστα, που θα μπορούσες και να τους αναγνωρίσεις, σωστά;» Ο Γκίλμπαρ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Με τίποτα. Τους έχω ήδη ξεχάσει. Αυτά συμβαίνουν όταν σνιφάρεις και χτυπάς ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει, με πιάνεις; Σου γαμάνε το κεφάλι». «Πλεονέκτημα θα το έλεγα αυτό εγώ» είπε ο Σίμουν, ξύνοντας το πρόσωπό του. «Και πού το ξέρεις ότι ήταν τσιράκια του Νέστορ;» Η Κάρι πήγαινε από το ένα πόδι στο άλλο ασταμάτητα. «Απ’ τα κουστούμια τους» είπε ο Γκίλμπαρ. «Ήταν ολόιδιοι, λες κι είχαν κλέψει φορτηγό γεμάτο κατάμαυρα κουστούμια που προορίζονταν για τον Σύλλογο Νεκροθαφτών, να πούμε». Με τη γλώσσα του μετακίνησε το snus μέσα στο στόμα. «Με πιάνεις;»

«Η υπόθεση αποκτά άμεση προτεραιότητα» είπε ο Σίμουν στην Κάρι καθώς οδηγούσαν πίσω στα κεντρικά. «Θέλω να μάθετε τις κινήσεις του Βολάν το τελευταίο σαρανταοκτάωρο πριν πεθάνει και να μου φτιάξετε μια λίστα με όλους, κι εννοώ όλους εκείνους με τους οποίους ήρθε σ’ επαφή». «Έγινε» είπε η Κάρι. Πέρασαν με το αυτοκίνητο μπροστά από το Μπλο, το τζαζ κλαμπ, και κοντοστάθηκαν για κάτι πεζούς. Χίπστερ που πάνε σε συναυλία, σκέφτηκε ο Σίμουν και γύρισε να κοιτάξει προς το πάρκο Κούμπα. Είδε μια γιγαντοοθόνη που είχε στηθεί πάνω απ’ τη σκηνή. Η Κάρι πήρε τηλέφωνο τον πατέρα της να ενημερώσει ότι δεν θα πήγαινε για δείπνο. Στην οθόνη έπαιζε μια ασπρόμαυρη ταινία. Εικόνες της πόλης απ’ τη δεκαετία του ’50. Τη θυμόταν εκείνη την εποχή ο Σίμουν, τα παιδικά του χρόνια. Για τα χιπστεράκια ήταν απλώς ένας άλλος, παράξενος κόσμος από το παρελθόν, αθώος και γοητευτικός. Γέλια έφτασαν στ’ αυτιά του. «Αναρωτιόμουν κάτι» είπε η Κάρι. «Είπατε ότι ο Νέστορ

θα το μάθει αν ανακρίνουμε τον Γκίλμπαρ. Το εννοούσατε;» «Εσείς τι λέτε;» είπε ο Σίμουν και πάτησε το γκάζι ανεβαίνοντας τη Χαουσμανσγκάτε. «Δεν ξέρω, αλλά ακούστηκε σαν να το εννοείτε». «Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσα. Μεγάλη ιστορία, ξέρετε. Χρόνια τώρα κυκλοφορούσαν φήμες για ένα καρφί μες στην αστυνομία, που έδινε αναφορά στον άνθρωπο που ήλεγχε το εμπόριο ναρκωτικών και λευκής σαρκός στο Όσλο. Μα έχουν περάσει χρόνια έκτοτε και, παρόλο που πολλά ειπώθηκαν, κανείς δεν βρήκε επαρκή στοιχεία ν’ αποδείξει ότι όντως υπήρχε το καρφί ή ο άλλος άνθρωπος». «Ποιος ήταν ο άλλος άνθρωπος;» Ο Σίμουν κοίταξε έξω αποκαλούσαμε όλοι Δίδυμο».

απ’ το

παράθυρο. «Τον

«Α, ο Δίδυμος» είπε η Κάρι. «Και στο Ναρκωτικών τον συζητούσαν, να, καλή ώρα, όπως ο Γκίλμπαρ μάς είπε για τα φαντάσματα στο Ίλα. Υπήρξε ποτέ;» «Ω, μα φυσικά και υπάρχει».

«Και το καρφί;» «Τι να πω; Ένας τύπος που τον έλεγαν Αμπ Λόφτχους αυτοκτόνησε κι άφησε πίσω του ένα σημείωμα στο οποίο ομολογούσε ότι ήταν το καρφί». «Κι αυτό δεν ήταν επαρκές στοιχείο;» «Όχι, κατά τη γνώμη μου». «Γιατί όχι;» «Γιατί ο Αμπ Λόφτχους ήταν ο λιγότερο διεφθαρμένος αστυνομικός που πέρασε ποτέ απ’ την αστυνομία του Όσλο». «Κι εσείς πού το ξέρετε;» Ο Σίμουν σταμάτησε στο κόκκινο στη Στουργκάτα. Το σκοτάδι έμοιαζε να διαχέεται μέσα απ’ τις προσόψεις των κτιρίων. Και με το σκοτάδι βγαίνουν και τα πλάσματα της νύχτας, που σέρνουν τα πόδια τους από εδώ κι από εκεί ή ακουμπούν νωχελικά σε τοίχους και σε εισόδους κτιρίων, με τη μουσική να ουρλιάζει, ή κάθονται σ’ αμάξια με τους αγκώνες έξω απ’ τα παράθυρα. Αναζητώντας, με το βλέμμα πεινασμένο. Κυνηγοί.

«Το ξέρω γιατί ήταν ο καλύτερός μου φίλος».

Ο Γιουχάνες κοίταξε το ρολόι. Δέκα και δέκα. Δέκα λεπτά μετά το κλείδωμα. Οι υπόλοιποι ήταν κλεισμένοι μες στα κελιά τους τώρα. Αυτόν θα τον κλείδωναν στο δικό του στις έντεκα, χειροκίνητα, όταν τελείωνε και το τελευταίο του σφουγγάρισμα. Περίεργο πράγμα· όταν είσαι στη φυλακή για χρόνια ολόκληρα, οι μέρες χάνονται και τα κορίτσια στο ημερολόγιο στο κελί σου δεν προλαβαίνουν τους μήνες που φεύγουν σαν νερό. Κι όμως, ετούτη η τελευταία ώρα τού είχε φανεί ολόκληρος χρόνος. Ένας μακρύς κι απαίσιος χρόνος. Μπήκε στην αίθουσα ελέγχου. Τρεις φύλακες είχαν βάρδια: ένας λιγότερος απ’ ό,τι την ημέρα. Τα ελατήρια στην καρέκλα έσκουξαν καθώς ο ένας τους γύρισε το κεφάλι μακριά απ’ την οθόνη. «’σπέρα, Γιουχάνες». Ο Γκάρι Γκόλσρουντ. Έσπρωξε το καλάθι των αχρήστων κάτω απ’ το τραπέζι με το πόδι του. Αυτόματη κίνηση: Ο νεα​-

ρός υπεύθυνος φρουράς που βοηθάει τον γηραιό καθαριστή με την πιασμένη πλάτη. Ο Γιουχάνες ανέκαθεν συμπαθούσε τον Γκάρι Γκόλσρουντ. Έβγαλε το πιστόλι από την τσέπη του και σημάδεψε το πρόσωπο του Γκόλσρουντ. «Γαμάτο. Πού το βρήκες;» είπε ένας από τους άλλους φύλακες, ένας ξανθός που έπαιζε ποδόσφαιρο στην τρίτη εθνική για τη Χάσλε-Λέρεν. Ο Γιουχάνες δεν απάντησε, παρέμεινε με το βλέμμα και το πιστόλι καρφωμένο ανάμεσα στα δυο μάτια του Γκόλσρουντ. «Ε, δεν μου ανάβεις το τσιγάρο;» είπε ο τρίτος φύλακας, μ’ ένα καινούργιο τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη. «Γιουχάνες, πάρ’ το από εδώ» είπε ο Γκόλσρουντ απαλά, χωρίς ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του, κι ο Γιουχάνες κατάλαβε ότι ο Γκόλσρουντ είχε μπει στο νόημα. Ότι το πιστόλι δεν ήταν αναπτήρας. «Σούπερ γκάτζετ αλά Τζέιμς Μποντ, μαλάκα μου» είπε ο ποδοσφαιριστής. «Πόσα θες να σου τ’ αγοράσω;» Σηκώθηκε από τη θέση του κι άρχισε να περπατάει προς τη μεριά του Γιουχάνες, να δει το πιστόλι-αναπτήρα από κοντά.

Ο Γιουχάνες έστρεψε την κάννη του προς μία από τις οθόνες κοντά στο ταβάνι και τράβηξε τη σκανδάλη. Δεν ήξερε τι ακριβώς να περιμένει και ξαφνιάστηκε όσο κι οι άλλοι όταν ακούστηκε το μπαμ κι η οθόνη εξερράγη. Γυαλιά παντού. Ο ποδοσφαιριστής κοκάλωσε. «Στο πάτωμα, τώρα!» Ο Γιουχάνες είχε μια βροντερή φωνή, βαρύτονου, μα η φωνή που βγήκε τώρα από το στόμα του ήταν λεπτή, κλαψιάρικη, σαν τη φωνή υστερικής γριάς. Έκανε όμως τη δουλειά της. Η γνώση ότι βρίσκεσαι αντιμέτωπος μ’ έναν απελπισμένο άνδρα που κρατάει φονικό όπλο έχει καλύτερο αποτέλεσμα απ’ οποιαδήποτε βαρύτονη φωνή. Οι τρεις άνδρες γονάτισαν στο πάτωμα κι έβαλαν τα χέρια τους πίσω απ’ το κεφάλι, λες κι όλο αυτό ήταν ρουτίνα, λες κι είχαν εκπαιδευτεί στο τι να κάνουν αν απειλούνταν ποτέ με πιστόλι. Κι ίσως και να είχαν εκπαιδευτεί, ποιος ξέρει· ίσως γνώριζαν ότι η πλήρης παράδοση ήταν η μόνη επιλογή. Κι η μόνη αποδεκτή επιλογή για το δικό τους μισθολογικό επίπεδο. «Κάτω, εντελώς κάτω! Στο πάτωμα!» Εκείνοι υπάκουσαν. Μαγικά!

Ο Γιουχάνες κοίταξε το ταμπλό μπροστά του. Βρήκε το κουμπί που ανοιγόκλεινε τα κελιά. Ύστερα αυτό που ήλεγχε τις κλειδαριές στις δυο εισόδους και εξόδους. Κι ύστερα το μεγάλο, ενιαίο κόκκινο κουμπί, το κουμπί που άνοιγε όλες τις πόρτες, το κουμπί που χρησιμοποιούσαν σε περίπτωση πυρκαγιάς. Το πάτησε. Ένα μακρόσυρτο μπιιιπ υποδήλωσε ότι η φυλακή ήταν τώρα ανοιχτή. Μια αστεία σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του: Εδώ δεν ήθελε πάντα να βρίσκεται; Καπετάνιος στη γέφυρα του πλοίου. «Το βλέμμα στο πάτωμα!» είπε. Η φωνή του ήδη δυνάμωνε. «Αν έστω κι ένας σας προσπαθήσει να με σταματήσει, οι σύντροφοί μου κι εγώ θα κυνηγήσουμε τις οικογένειές σας. Μην ξεχνάτε ότι ξέρω τα πάντα για σας. Για την Τρίνε, τη Βάλμπορ…» Άρχισε να φωνάζει τα ονόματα των γυναικών τους, των παιδιών τους, τα σχολεία τους, τα χόμπι τους, τη διεύθυνσή τους, πληροφορίες που είχε μαζέψει τόσα χρόνια. Στιγμή δεν άφησε το βλέμμα του από τις οθόνες. Κι όταν τελείωσε, τους άφησε κι έφυγε. Βγήκε από την πόρτα κι άρχισε να τρέχει. Διέσχισε τον διάδρομο, κατέβηκε στον κάτω όροφο. Τράβηξε την πρώτη πόρτα. Εκείνη άνοιξε. Συνέχισε να τρέχει στον επόμενο διάδρομο. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, δεν είχε ασκηθεί όσο θα έπρεπε, δεν είχε κρατηθεί σε φόρμα. Καιρός ήταν. Πάει και η

δεύτερη πόρτα. Τα πόδια του άρχισαν να διαμαρτύρονται που τα κουνούσε τόσο γρήγορα. Ίσως έφταιγε ο καρκίνος, ίσως είχε φτάσει στους μυς του και τον εμπόδιζε. Η τρίτη πόρτα οδηγούσε στο δωμάτιο-θυρόφραγμα. Περίμενε να κλείσει πρώτα η πόρτα πίσω του μ’ ένα χαμηλό βουητό· μέτρησε τα δευτερόλεπτα. Κοίταξε τον διάδρομο προς τ’ αποδυτήρια του προσωπικού. Όταν άκουσε επιτέλους την πόρτα πίσω του να κλείνει, άρπαξε το χερούλι της μπροστινής και το πίεσε κάτω. Τράβηξε την πόρτα. Κλειδωμένη. Σκατά! Την ξανατράβηξε. Η πόρτα δεν μετακινήθηκε. Κοίταξε τη λευκή πλάκα με τον αισθητήρα δακτυλικών αποτυπωμάτων δίπλα στην πόρτα. Ακούμπησε τον δείκτη του πάνω της. Ένα φως αναβόσβησε κίτρινο για λίγο κι ύστερα έσβησε. Κόκκινο φως. Ο Γιουχάνες κατάλαβε ότι το αποτύπωμά του δεν αναγνωρίστηκε, αλλά ξαναπροσπάθησε έτσι κι αλλιώς ν’ ανοίξει την πόρτα. Παγιδευμένος. Νικημένος. Έπεσε στα γόνατα μπροστά στην πόρτα. Την ίδια στιγμή άκουσε τη φωνή του Γκάρι Γκόλσρουντ. «Λυπάμαι, Γιουχάνες».

Η φωνή έβγαινε από ένα ηχείο στην κορυφή του τοίχου κι ακουγόταν ήρεμη, σχεδόν συμπονετική. «Τη δουλειά μας κάνουμε, Γιουχάνες. Αν ήταν να παραδίδαμε τα όπλα κάθε φορά που κάποιος απειλούσε τις οικογένειές μας, δεν θα υπήρχε σωφρονιστικός υπάλληλος για δείγμα σ’ όλη τη Νορβηγία. Ηρέμησε τώρα, θα ’ρθουμε να σε πάρουμε. Θες ν’ αφήσεις το πιστόλι έξω απ’ τα κάγκελα πρώτα ή προτιμάς να σου ρίξουμε αέριο;» Ο Γιουχάνες κοίταξε την κάμερα. Φαινόταν άραγε η απελπισία στο πρόσωπό του; Ή ανακούφιση; Η ανακούφιση ότι η απόπειρα απόδρασής του είχε λήξει άδοξα κι ότι η ζωή θα συνεχιζόταν λίγο πολύ ακριβώς όπως και πριν; Μάλλον δεν θα τον ξανάφηναν να σφουγγαρίσει τον πάνω όροφο. Έσπρωξε το επιχρυσωμένο πιστόλι μέσα από τα κάγκελα. Ύστερα ξάπλωσε στο πάτωμα, έβαλε τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι του και μαζεύτηκε σαν μέλισσα που έχασε μόλις το ένα και μοναδικό της κεντρί. Μα όταν έκλεισε τα μάτια του δεν άκουσε ούτε ύαινες ούτε βρέθηκε πάνω σ’ ένα αεροπλάνο, προς την κορυφή του Κιλιμάντζαρο. Ήταν ακόμη στο πουθενά κι ήταν ακόμη ζωντανός. Ήταν εδώ.

11

Ε

φτά και μισή το πρωί και η βροχή έπεφτε στο πάρκινγκ

της Στάτεν. «Θέμα χρόνου ήταν μόνο» είπε ο Άριλ Φρανκ και κράτησε ανοιχτή την πόρτα της πίσω εισόδου. «Δεν υπάρχει τοξικομανής που να μην είναι αδύναμος χαρακτήρας. Ξέρω ότι δεν είναι και πολύ της μόδας αυτό που λέω, αλλά πίστεψέ με, τους ξέρω καλά». «Εμένα το μόνο που με νοιάζει είναι να υπογράψει την ομολογία». Ο Άιναρ Χάρνες πήγε να μπει στο κτίριο, αλλά

έπρεπε να παραμερίσει πρώτα, να βγουν τρεις δεσμοφύλακες. «Λέω να το γιορτάσω με λίγη σαμπάνια απόψε». «Α, τόσο καλά σε πληρώνουν λοιπόν;» «Είδα το αμάξι σου και κατάλαβα ότι έπρεπε να ζητήσω αύξηση» είπε και χαμογέλασε πλατιά, γνέφοντας προς την Πόρσε Καγέν στο πάρκινγκ. «Βαρέα κι ανθυγιεινά έγραψα στο τιμολόγιο κι ο Νέστορ είπε…» «Σσσς!» Ο Φρανκ έκοψε τον δρόμο στον Χάρνες με το χέρι, καθώς κάποιοι ακόμα δεσμοφύλακες βγήκαν από την πόρτα. Οι περισσότεροι είχαν αλλάξει ρούχα, αλλά ορισμένοι ήταν προφανώς τόσο ανυπόμονοι να επιστρέψουν σπίτι τους μετά τη νυχτερινή βάρδια, που σχεδόν έτρεξαν να μπουν στ’ αμάξια τους φορώντας ακόμη τις πράσινες στολές της Στάτεν. Ένας άνδρας που είχε ρίξει ανέμελα το παλτό του πάνω από τη στολή του έριξε στον Χάρνες μια κοφτερή ματιά. Ο Χάρνες κάπου τον είχε ξαναδεί. Αλλά, παρόλο που δεν μπορούσε να συνδυάσει πρόσωπο κι όνομα, ήταν σίγουρος ότι ο φύλακας μπορούσε να συνδυάσει τα δικά του: εκείνος ο σκιώδης δικηγόρος που εμφανιζόταν πού και πού στις εφημερίδες σε σχέση με εξίσου σκιώδεις υποθέσεις. Ίσως ο εν λόγω δεσμοφύλακας, ίσως κι οι υπόλοιποι ν’

αναρωτιούνταν τι δουλειά είχε ο Χάρνες να μπαίνει στη Στάτεν από την πίσω είσοδο. Κι αν τον άκουγαν ν’ αναφέρεται στον Νέστορ, μόνο καλό δεν θα ’ταν… Ο Φρανκ συνόδευσε τον Χάρνες μες στο κτίριο. Πέρασαν από πολλές πόρτες μέχρι που έφτασαν στο κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Ο Νέστορ είχε ξεκαθαρίσει ότι έπρεπε ν’ αποσπάσουν τη γραπτή ομολογία σήμερα. Αν δεν σταματούσαν αμέσως οι έρευνες για τον Ίνγκβε Μούρσαν, η αστυνομία μπορεί να έβρισκε στοιχεία που θα έκαναν την ομολογία του Σόνι λιγότερο πειστική. Ο Χάρνες δεν γνώριζε πώς είχαν φτάσει στον Νέστορ αυτές οι πληροφορίες, ούτε ήθελε να μάθει. Μπορεί το γραφείο του διευθυντή των φυλακών να ήταν μεγαλύτερο, όμως το γραφείο του αναπληρωτή διευθυντή είχε θέα στο τζαμί και τον λόφο του Έκεμπαρ. Βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου κι ήταν διακοσμημένο με τους απαίσιους πίνακες μιας νεαρής ζωγράφου που ειδικευόταν στην απεικόνιση λουλουδιών και στη φλυαρία για τη λίμπιντό της στον κίτρινο Τύπο. Ο Φρανκ πάτησε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας και ζήτησε να του φέρουν τον κρατούμενο του 317 στο γραφείο

του. «Αυτό το αυτοκίνητο μου κόστισε 1,2 εκατομμύρια κορόνες, ξέρεις» είπε. «Στοίχημα ότι τα μισά πήγαν για το σήμα της Πόρσε στο καπό» απάντησε ο Χάρνες. «Ναι, και τ’ άλλα μισά πήγαν στην εφορία». Ο Φρανκ αναστέναξε και χώθηκε στην περίεργη πολυθρόνα με την πολύ ψηλή πλάτη. Κανονικός θρόνος, σκέφτηκε ο Χάρνες. Ένα χτύπημα στην πόρτα. «Περάστε» φώναξε ο Φρανκ. Εμφανίστηκε ένας δεσμοφύλακας. Είχε το κασκέτο του κάτω απ’ τη μασχάλη και χαιρέτησε χλιαρά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Χάρνες αναρωτιόταν πώς είχε πείσει ο Φρανκ τους υπαλλήλους του να χρησιμοποιούν τέτοιου είδους στρατιωτικές τελετουργίες σε κάτι που, ουσιαστικά, ήταν μια σύγχρονη επιχείρηση· και ποιος ξέρει και τι άλλου είδους κανόνες είχαν καταπιεί… «Μάλιστα, Γκόλσρουντ;»

«Φεύγω, αλλά πριν φύγω ήθελα να μάθω αν έχετε τίποτα άλλες ερωτήσεις για την αναφορά της βραδινής βάρδιας». «Δεν είχα την ευκαιρία να τη δω ακόμη. Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω, μιας και είσαι εδώ;» «Τίποτα το ιδιαίτερο. Μια απόπειρα απόδρασης μονάχα, ας το πούμε έτσι». Ο Φρανκ ένωσε τις παλάμες του και χαμογέλασε. «Πόσο χαίρομαι που οι κρατούμενοί μας δείχνουν τέτοια πρωτοβουλία κι εξυπνάδα! Ποιος και πώς;» «Ο Γιουχάνες Χαλντέν, στο 2…» «238. Ο γέρος; Σοβαρά;» «Βρήκε κάπως ένα περίστροφο. Νομίζω ότι του βγήκε εντελώς αυθόρμητα. Πέρασα μόνο να σας ενημερώσω ότι το επεισόδιο ήταν πολύ λιγότερο δραματικό απ’ ό,τι φαίνεται στην έκθεση. Εάν θέλετε τη γνώμη μου, κάποια ήπια επίπληξη φτάνει και περισσεύει. Ο άνθρωπος έχει κάνει πολύ καλή δουλειά για μας εδώ και χρόνια και…» «Το να κερδίσεις την εμπιστοσύνη κάποιου χρόνο με τον χρόνο, ώστε μετά να τον συντρίψεις, είναι πολύ έξυπνη

κίνηση, δεν βρίσκεις; Αυτό φαντάζομαι έκανε». «Ε, δηλαδή…» «Θες να μου πεις ότι σε πιάσανε κορόιδο, Γκόλσρουντ; Μέχρι πού έφτασε;» Ο Χάρνες ένιωσε μια κάποια συμπάθεια για τον δεσμοφύλακα, που σκούπιζε τώρα τον ιδρώτα απ’ το πάνω χείλος του με το δάχτυλό του. Πάντα συμπαθούσε τα αουτσάιντερ. Μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του στη θέση τους. «Μέχρι το θυρόφραγμα. Μα ποτέ δεν υπήρξε ο κίνδυνος να περάσει από τους εξωτερικούς φύλακες, ακόμα κι αν έβγαινε από το θυρόφραγμα. Ο θάλαμός τους έχει αλεξίσφαιρα τζάμια, σχισμές για τα όπλα και…» «Σ’ ευχαριστώ για την πληροφόρηση, Γκόλσρουντ, όμως εγώ τη σχεδίασα ως επί το πλείστον αυτή τη φυλακή. Και ξέρεις τι νομίζω; Νομίζω ότι έχεις αδυναμία σ’ αυτό τον τυπάκο κι ότι πολλή παρέα τον έχεις κάνει. Δεν θα πω τίποτε άλλο, προτιμώ να διαβάσω πρώτα την αναφορά, αλλά η βάρδιά σας καλά θα κάνει να προετοιμαστεί για σκληρή ανάκριση. Όσο για τον Γιουχάνες, δεν γίνεται να είμαστε

επιεικείς μαζί του, το πελατολόγιό μας θα εκμεταλλευτεί κάθε σημάδι αδυναμίας μας. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα». Χτύπησε το τηλέφωνο. «Ελεύθερος» είπε ο Φρανκ και σήκωσε το ακουστικό. Ο Χάρνες περίμενε κι άλλο χαιρετισμό, μεταβολή κι εμπρός μαρς, αλλά ο Γκόλσρουντ έφυγε απ’ το δωμάτιο σαν απλός πολίτης. Ο δικηγόρος τον παρατήρησε που έφευγε, μα πετάχτηκε από τη θέση του στο άκουσμα της βροντερής φωνής του Άριλ Φρανκ: «Τι σκατά εννοείς, δεν είναι εκεί;».

O Φρανκ κοίταξε με μάτια γουρλωμένα το στρωμένο κρεβάτι του κελιού 317. Μπροστά του υπήρχε ένα ζευγάρι σανδάλια. Δίπλα στο κρεβάτι, στο κομοδίνο, η Αγία Γραφή· στο γραφείο μια σύριγγα μίας χρήσης, τυλιγμένη ακόμη στο πλαστικό της, και στην καρέκλα ένα λευκό πουκάμισο. Αυτά. Ο φύλακας πίσω από τον Φρανκ επανέλαβε το προφανές:

«Δεν είναι εδώ». Ο Φρανκ κοίταξε το ρολόι του. Τα κελιά θα ξεκλειδώνονταν σε δεκατέσσερα λεπτά, άρα ο κρατούμενος δεν μπορούσε να βρίσκεται σε κάποια από τις κοινόχρηστες αίθουσες. «Μάλλον βγήκε από το κελί του όταν ο Γιουχάνες άνοιξε χτες όλες τις πόρτες από την αίθουσα ελέγχου». Ο Γκόλσρουντ στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. «Θεέ μου» ψιθύρισε ο Χάρνες και από συνήθεια έφερε το δάχτυλο στη ράχη της μύτης του, εκεί που κάποτε υπήρχαν τα γυαλιά του, πριν πληρώσει δεκαπέντε χιλιάδες κορόνες κι εγχειρίσει τα μάτια του πέρυσι στην Ταϊλάνδη. «Αν την κοπάνησε…» «Βγάλε τον σκασμό» ούρλιαξε ο Φρανκ. «Πώς πέρασε τους εξωτερικούς φρουρούς; Δεν τους πέρασε. Κάπου εδώ γύρω είναι ακόμη. Γκόλσρουντ, τον συναγερμό. Κλειδώστε όλες τις πόρτες – κανείς δεν μπαίνει ή βγαίνει από εδώ μέσα». «Μα πρέπει να πάω τα παιδιά μου στο…»

«Ούτε εσύ». «Κι η αστυνομία;» είπε ένας από τους δεσμοφύλακες. «Δεν πρέπει να το μάθει;» «Όχι!» ούρλιαξε ο Φρανκ. «Ο Λόφτχους είναι ακόμη μέσα στη Στάτεν, σας λέω! Τσιμουδιά σε κανέναν».

Ο Άριλ Φρανκ κοίταξε οργισμένος τον ηλικιωμένο κρατούμενο. Είχε κλειδώσει πίσω του την πόρτα, αφού πρώτα είχε σιγουρευτεί ότι κανένας φύλακας δεν στεκόταν απέξω. «Πού είναι ο Σόνι;» Ο Γιουχάνες ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, τρίβοντας τον ύπνο από τα μάτια του. «Δεν είναι στο κελί του;» «Ξέρεις πολύ καλά πως όχι». «Ε, τότε μάλλον έφυγε». Ο Φρανκ έσκυψε, άρπαξε τον άνδρα απ’ την μπλούζα και

τον τράβηξε προς το μέρος του. «Κόψ’ τα χαμόγελα, Γιουχάνες. Ξέρω ότι οι εξωτερικοί φρουροί δεν είδαν τίποτα, άρα είναι ακόμη εδώ μέσα. Κι αν δεν μου πεις πού είναι, να την ξεχάσεις τη θεραπεία σου για τον καρκίνο». Ο Φρανκ είδε την έκπληξη να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του γέρου. «Ω, καλά θα κάνεις να ξεχάσεις το ιατρικό απόρρητο. Βλέπω κι ακούω τα πάντα. Για πες, λοιπόν». Άνοιξε τη γροθιά του και το κεφάλι του Γιουχάνες ξανάπεσε στο μαξιλάρι. Ο ηλικιωμένος άνδρας χτένισε τα μαλλιά του κι έπλεξε τα δάχτυλα πίσω απ’ το κεφάλι του. Καθάρισε τον λαιμό του. «Ξέρεις κάτι, αρχηγέ; Νομίζω ότι αρκετά έζησα. Κανείς δεν με περιμένει εκεί έξω. Κι οι αμαρτίες μου συγχωρέθηκαν, οπότε για πρώτη φορά κι εγώ ίσως να ’χω την ευκαιρία να την κάνω για τα πολύ ψηλά. Ίσως και να πρέπει να την αρπάξω πριν είναι αργά. Τι λες;» Ο Άριλ Φρανκ έτριξε τα δόντια του με τέτοια μανία, που νόμισε ότι θα σπάσουν τα σφραγίσματά του. «Αυτό που λέω, Γιουχάνες, είναι ότι θ’ ανακαλύψεις ότι δεν έχει συγχωρεθεί καμιά σου αμαρτία, ούτε μία. Γιατί εδώ μέσα Θεός είμαι εγώ και σου εγγυώμαι έναν πολύ αργό και

βασανιστικό θάνατο. Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου να μείνεις στο κελί σου και να σε τρώει ο καρκίνος σιγά σιγά, χωρίς ίχνος παυσίπονου. Ούτε ο πρώτος θα είσαι, να το ξέρεις». «Προτιμώ αυτό παρά την κόλαση που θα πας εσύ, αφεντικό». Ο Φρανκ δεν ήξερε αν οι γάργαροι ήχοι που ξέφυγαν απ’ τον λαιμό του κρατούμενου ήταν προάγγελμα θανάτου ή γέλιο. Επιστρέφοντας στο κελί 317, ο Φρανκ ήλεγξε ξανά το γουό​κι τόκι του. Κανένα ίχνος του Σόνι Λόφτχους ακόμη. Ήξερε ότι σύντομα θ’ αναγκάζονταν να διατάξουν επίσημη έρευνα. Μπήκε μες στο 317, κάθισε βαριά πάνω στο κρεβάτι και κοίταξε προσεκτικά το πάτωμα, τους τοίχους και το ταβάνι. Απίστευτο. Άρπαξε την Αγία Γραφή και την πέταξε με δύναμη στον τοίχο. Το βιβλίο έπεσε ανοιχτό στο πάτωμα. Ήξερε ότι ο Βολάν το χρησιμοποιούσε για να φέρνει λαθραία μέσα ηρωί​νη. Κοίταξε τις κατακομμένες σελίδες. Κατεστραμμένα δόγματα και κομμένες προτάσεις δίχως νόημα.

Έβρισε και πέταξε το μαξιλάρι στον τοίχο. Το είδε να προσγειώνεται στο πάτωμα. Κοίταξε τις τρίχες που ξεπήδησαν από μέσα. Κόκκινες τρίχες, σαν από γενειάδα, και μερικές μακριές. Κλότσησε το μαξιλάρι. Κι άλλα μαλλιά, βρόμικα και ξανθά, βγήκαν από μέσα. Κοντοκουρεμένος. Φρεσκοξυρισμένος. Και τότε ακριβώς το κατάλαβε. «Τη νυχτερινή βάρδια!» ούρλιαξε μες στο γουόκι τόκι. «Τσεκάρετε όλους τους φύλακες που έφυγαν στο τέλος της νυχτερινής βάρδιας!» Ο Φρανκ κοίταξε το ρολόι του. Οκτώ και δέκα το πρωί. Τώρα ήξερε τι συνέβη. Κι ήξερε ότι ήταν πια πολύ αργά για να το διορθώσει. Σηκώθηκε όρθιος και κλότσησε την καρέκλα κι αυτή έσπασε τον καθρέφτη δίπλα στην πόρτα.

Ο οδηγός του λεωφορείου κοίταξε τον δεσμοφύλακα που στεκόταν και κοιτούσε μπερδεμένος το εισιτήριο και τα ρέστα

του από το κατοστάρικο: πενήντα κορόνες. Κατάλαβε ότι ήταν δεσμοφύλακας γιατί φορούσε τη στολή του κάτω από το μακρύ παλτό του κι είχε και μια ταυτότητα που έγραφε «Σέρενσεν», που δεν του έμοιαζε καθόλου. «Πάει καιρός από την τελευταία φορά που μπήκες σε λεω​φορείο, ε, φίλε μου;» ρώτησε ο οδηγός. Ο άνδρας με το κακοκουρεμένο κεφάλι κατένευσε. «Αν πάρεις κάρτα απεριορίστων διαδρομών, είναι μόνο είκοσι έξι κορόνες» είπε ο οδηγός, αλλά κατάλαβε από την έκφραση του επιβάτη του ότι κι αυτή η τιμή κλεψιά τού φαινόταν. Συνήθης αντίδραση όσων είχαν να πάρουν μέσα συγκοινωνίας μερικά χρόνια. «Ευχαριστώ για τη βοήθεια» είπε ο άνδρας. Ο οδηγός ξεκίνησε το όχημα ακολουθώντας με το βλέμμα του τον δεσμοφύλακα που προχωρούσε προς το πίσω μέρος του λεωφορείου. Δεν ήξερε γιατί, ίσως έφταιγε η φωνή του, τόσο ζεστή κι ειλικρινής, λες και τον ευγνωμονούσε πραγματικά. Τον είδε να κάθεται κάτω και να κοιτάζει με δέος έξω από το παράθυρο σαν εκείνους τους τουρίστες που παίρνουν καμιά φορά το λεωφορείο. Τον είδε να βγάζει ένα

μάτσο κλειδιά από το παλτό του και να τα κοιτάζει λες και τα έβλεπε για πρώτη φορά. Να βγάζει από την άλλη τσέπη ένα κουτάκι τσίχλες. Κι ύστερα γύρισε και συγκεντρώθηκε στην κίνηση του δρόμου.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ————

12

O

Άριλ Φρανκ στεκόταν μπροστά απ’ το παράθυρο στο

γραφείο του. Κοίταξε το ρολόι του. Οι περισσότεροι φυγάδες πιάνονταν εντός των πρώτων δώδεκα ωρών. Στον Τύπο είχε κάνει λόγο για τις πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες, ώστε να φανεί ότι ενήργησαν γρήγορα ακόμα κι αν το κυνηγητό κρατούσε παραπάνω από δώδεκα ώρες. Μόνο που τώρα πλησίαζαν τις είκοσι πέντε και δεν είχαν ούτε ένα ίχνος του. Μόλις είχε επιστρέψει από το μεγάλο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Έναν χώρο δίχως άποψη, όπου ο άνθρωπος δίχως άποψη του είχε ζητήσει εξηγήσεις. Ο

διευθυντής είχε νεύρα γιατί αναγκάστηκε να γυρίσει πριν της ώρας του από το ετήσιο Συνέδριο Φυλακών Βόρειων και Σκανδιναβικών Χωρών στο Ρέικιαβικ. Την προηγούμενη μέρα, στο τηλέφωνο από την Ισλανδία, είχε πει ότι θα ειδοποιούσε τον Τύπο. Γούσταρε να μιλάει στον Τύπο το αφεντικό. Ο Φρανκ είχε ζητήσει εικοσιτετράωρη σιωπή προς τα μίντια για να βρει τον Λόφτχους, μα το αφεντικό είχε απορρίψει ευθύς εξαρχής την ιδέα αυτή, λέγοντας ότι δεν γινόταν να παραμείνει κρυφή η απόδραση. Καταρχήν, ο Σόνι Λόφτχους ήταν ένας επικίνδυνος δολοφόνος κι έπρεπε να προειδοποιήσουν τον κόσμο. Και, κατά δεύτερον, έπρεπε να στείλουν τη φωτογραφία του στα ΜΜΕ για να βρεθεί όσο πιο γρήγορα γινόταν. Και, κατά τρίτον, γουστάρεις να δεις τη δικιά σου μούρη πρωτοσέλιδο, σκέφτηκε ο Φρανκ, ώστε να πειστούν τα τσιράκια σου της πολιτικής ότι δουλεύεις και δεν κάθεσαι απλώς σε μια γαλάζια λίμνη στην Ισλανδία πίνοντας σφηνάκια. Ο Φρανκ προσπάθησε να εξηγήσει στον διευθυντή του ότι δεν θα βοηθούσε να δημοσιευτούν φωτογραφίες του Λόφτχους στις εφημερίδες: Ήταν από την προφυλάκισή του, δώδεκα χρόνια πριν, και ακόμα και τότε είχε μακριά μαλλιά

και γενειάδα. Κι οι εικόνες από τις εσωτερικές κάμερες ασφαλείας, που τον έδειχναν με κομμένα τα μαλλιά, ήταν τόσο χαμηλής ανάλυσης, που ήταν άχρηστες. Παρ’ όλα αυτά, ο διευθυντής επέμενε· και το όνομα της Στάτεν διασύρθηκε δημοσίως. «Τον ψάχνει η αστυνομία, Άριλ, άρα κατανοείς, φαντάζομαι, ότι είναι απλώς θέμα χρόνου πριν μου τηλεφωνήσει κάποιος ρεπόρτερ ζητώντας μου εξηγήσεις. Γιατί δεν ειδοποιήθηκε ο κόσμος για την απόδραση; Έχετε αποσιωπήσει κι άλλες αποδράσεις στο παρελθόν; Προτιμώ λοιπόν να είμαι εγώ κύριος αυτής της ιστορίας και κανείς άλλος». Κατόπιν τούτου, ο διευθυντής είχε ρωτήσει τι θα μπορούσε να βελτιωθεί στο σύστημα ασφαλείας. Κι ο Άριλ ήξερε πολύ καλά γιατί τον ρωτούσε: για να πάει στα πολιτικά φιλαράκια του και να παρουσιάσει τις ιδέες του Φρανκ σαν να ήταν δικές του. Ιδέες ενός ανθρώπου με άποψη. Κι εντούτοις, ο Άριλ Φρανκ ανταποκρίθηκε στο αίτημα του ηλιθίου: αναγνώριση φωνής αντί για αναγνώριση αποτυπωμάτων και ηλεκτρονικά βραχιολάκια εξοπλισμένα με άφθαρτα τσιπάκια με GPS. Αυτά χρειάζονταν. Τελικά υπήρχαν ορισμένα πράγματα που ο Άριλ Φρανκ θεωρούσε σημαντικότερα κι από τον ίδιο του τον

εαυτό· κι ένα από αυτά ήταν οι φυλακές Στάτεν. Ο αναπληρωτής διευθυντής κοίταξε τον λόφο του Έκεμπαρ λουσμένο στην πρωινή λιακάδα. Κάποτε ήταν η ηλιόλουστη μεριά μιας εργατικής γειτονιάς. Κάποτε ονειρευόταν κι ο ίδιος ν’ αγοράσει ένα μικρό σπιτάκι εκεί πάνω. Τώρα ήταν ιδιοκτήτης ενός πολύ ακριβότερου σπιτιού σε μια πολύ ακριβότερη γειτονιά του Όσλο. Μα το σπιτάκι εκείνο το ονειρευό​ταν ακόμη. O Νέστορ φαινόταν να έχει πάρει τα νέα της απόδρασης σχετικά ψύχραιμα. Μα ο Φρανκ δεν φοβόταν τυχόν έλλειψη ψυχραιμίας από τη μεριά του Νέστορ και των συνεργατών του, αντιθέτως· υποψιαζόταν ότι τις πιο αποτρόπαιες αποφάσεις, αυτές που πάγωναν το αίμα, αυτοί οι άνθρωποι τις έπαιρναν εν πλήρη αταραξία. Από την άλλη, αυτή η απλή, ξεκάθαρη και πρακτική νοοτροπία φαινόταν εντυπωσιακή ακόμα και στον Άριλ Φρανκ. «Βρες τον» είχε πει ο Νέστορ. «Ή σιγουρέψου ότι δεν θα τον βρει κανένας». Εάν έβρισκαν τον Λόφτχους, θα μπορούσαν να τον πείσουν να ομολογήσει τον φόνο της κυρίας Μούρσαν πριν προλάβει να μιλήσει. Είχαν τον τρόπο τους. Εάν τον

σκότωναν, ο Λόφτχους δεν θα ήταν μεν σε θέση να μαρτυρήσει γιατί τον συνέδεαν τόσα στοιχεία με τον φόνο της Μούρσαν, αλλά κι αυτοί από την άλλη δεν θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν σε μελλοντικές υποθέσεις. Έτσι έχουν τα πράγματα: πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Στο τέλος όμως τα πάντα ήταν θέμα απλής λογικής. «Κάποιος Σίμουν Κέφας στο τηλέφωνο για εσάς». Η φωνή της Ίνα από την ενδοεπικοινωνία. Ο Άριλ Φρανκ αυτομάτως ρουθούνισε. Ο Σίμουν Κέφας. Να ένας άνθρωπος που έβαζε πάνω απ’ όλα τον εαυτό του. Ένας άβουλος φουκαράς που είχε πατήσει επί πτωμάτων λόγω του εθισμού του στα τυχερά παιχνίδια. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχε αλλάξει από τότε που γνώρισε την τωρινή του σύντροφο. Ωστόσο ένας αναπληρωτής διευθυντής φυλακών ξέρει καλύτερα απ’ όλους ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Κι ο Φρανκ ήξερε ακριβώς ό,τι χρειαζόταν να ξέρει για τον Κέφας. «Να του πεις ότι λείπω». «Θέλει να συναντηθείτε αργότερα. Πρόκειται για τον Περ

Βολάν». Για τον Βολάν; Ο Φρανκ είχε μείνει με την εντύπωση ότι η αστυνομία θεωρούσε τον θάνατο του Βολάν αυτοκτονία. Αναστέναξε βαριά και κοίταξε την εφημερίδα που ήταν ακουμπισμένη στο γραφείο του. Η απόδραση, ευτυχώς, δεν είχε γίνει πρωτοσέλιδο: ίσως επειδή το γραφείο Τύπου δεν είχε κάποια καλή φωτογραφία του φυγά. Τα κοράκια ίσως περίμεναν να λάβουν κάποιο διαβολικό, ει δυνατόν, σκίτσο του δολοφόνου. Θ’ απογοητεύονταν σφόδρα. «Άριλ;» Ο άγραφος κανόνας έλεγε ότι μπορούσαν να μιλάνε με τα μικρά τους ονόματα όταν κανείς άλλος δεν ήταν παρών. «Βρες λίγο χρόνο στο πρόγραμμά μου, Ίνα. Όχι πάνω από τριάντα λεπτά». Ο Φρανκ γύρισε και κοίταξε το τζαμί. Είκοσι πέντε ώρες.

Ο Λαρς Γκίλμπαρ πλησίασε ένα βήμα.

Το αγόρι βρισκόταν ξαπλωμένο σ’ ένα ανοιχτό χαρτόκουτο κι ήταν σκεπασμένο μ’ ένα μακρύ παλτό. Είχε εμφανιστεί την προηγούμενη μέρα και είχε διαλέξει για κρησφύγετο ένα σημείο κατά μήκος του μονοπατιού, ανάμεσα από τους θάμνους και τα κτίρια. Κάθισε εκεί, σιωπηλό κι ακίνητο, λες κι έπαιζε κρυφτό. Δυο ένστολοι αξιωματικοί είχαν περάσει και είχαν σταματήσει μπροστά στον Γκίλμπαρ, κοιτάζοντας μια τη φωτογραφία που κρατούσαν στα χέρια τους και μια τον ίδιο, πριν συνεχίσουν τον δρόμο τους. Ο Γκίλμπαρ δεν είχε βγάλει μιλιά. Αργότερα το ίδιο βράδυ, όταν άρχισε να βρέχει, το αγόρι βγήκε από την κρυψώνα του και ήρθε να ξαπλώσει κάτω από τη γέφυρα. Χωρίς να ζητήσει καν την άδειά του! Δεν είναι ότι δεν θα του την έδινε, μα εκείνο ούτε που τη ζήτησε! Και κάτι ακόμα: Φορούσε στολή. Ο Λαρς Γκίλμπαρ δεν ήταν σίγουρος τι σόι στολή ήταν αυτή, είχε απορριφθεί από τον στρατό πριν προλάβει να δει τίποτα άλλο πέρα από την πράσινη στολή του νεοσύλλεκτου· – ασαφής εξήγηση: «ακατάλληλος». Πού και πού αναρωτιόταν έκτοτε αν και κατά πόσο υπήρχε κάτι για το οποίο να ήταν κατάλληλος. Κι αν ναι, θα μάθαινε ποτέ του τι; Ίσως να ήταν μόνο αυτό: να κερδίζει χρήματα απ’ τα ναρκωτικά και να ζει κάτω από μία γέφυρα.

Όπως καλή ώρα τώρα. Το αγόρι κοιμόταν και η ανάσα του ήταν σταθερή. Ο Λαρς Γκίλμπαρ πλησίασε λίγο ακόμα. Κάτι στις κινήσεις του αγοριού και στο χρώμα του δέρματός του φανέρωνε στον Λαρς ότι ο νεαρός ήταν πρεζόνι. Πράγμα που σήμαινε ότι μπορεί ακόμη να είχε πάνω του τίποτα ναρκωτικά. Ο Γκίλμπαρ είχε φτάσει τόσο κοντά, που έβλεπε τα βλέφαρα του αγοριού να συσπώνται, λες κι οι βολβοί των ματιών από κάτω γυρνούσαν από εδώ κι από εκεί. Χαμήλωσε και κάθισε ανακούρκουδα, σηκώνοντας προσεκτικά το παλτό. Τέντωσε τα δάχτυλά του προς την τσέπη της στολής, στο στέρνο. Συνέβη τόσο ξαφνικά, που ο Λαρς δεν είδε τίποτα. Το χέρι του αγοριού κλείδωσε γύρω από τον καρπό του κι ο Λαρς βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει στα γόνατα, με το πρόσωπο πατικωμένο πάνω στο υγρό χώμα και το μπράτσο του κλειδωμένο πίσω από την πλάτη. Μια φωνή τού ψιθύρισε στο αυτί: «Τι θες;».

Δεν ήταν θυμωμένη ούτε επιθετική αυτή η φωνή· δεν ήταν καν φοβισμένη. Περισσότερο ευγενική ήταν, λες και το αγόρι ήθελε πραγματικά να τον βοηθήσει. Ο Λαρς Γκίλμπαρ έκανε αυτό που έκανε πάντα όταν καταλάβαινε ότι είχε ηττηθεί: Ομολόγησε πριν να ’ναι αργά. «Να κλέψω τη δόση σου. Κι αν δεν έχεις, τα λεφτά σου». Το αγόρι τον είχε κλειδώσει με μια κλασική λαβή: Ο καρπός του είχε λυγίσει προς τον βραχίονα και πίεζε τον αγκώνα προς τα πίσω. Αστυνομική λαβή. Μόνο που ο Γκίλμπαρ ήξερε πώς μιλούσαν, πώς περπατούσαν, πώς έμοιαζαν και πώς μύριζαν οι αστυνομικοί, και το αγόρι αυτό δεν ήταν αστυνομικός. «Τι κάνεις;» «Μορφίνη» απάντησε ο Γκίλμπαρ. «Πόση παίρνεις με πενήντα κορόνες;» «Λίγη. Όχι πολλή». Η λαβή χαλάρωσε και ο Γκίλμπαρ έσπευσε να τραβήξει μακριά το χέρι του.

Κοίταξε το αγόρι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του χαζεύοντας το χαρτονόμισμα που εκείνο του έτεινε. «Συγγνώμη, δεν έχω άλλα». «Δεν έχω τίποτα να σου πουλήσω, φίλε». «Για σένα είναι τα χρήματα. Εγώ το ’κοψα». Ο Γκίλμπαρ μισόκλεισε το ένα του μάτι. Τι λένε να δεις; Όταν κάτι ακούγεται πολύ καλό για να είναι αληθινό, συνήθως δεν είναι. Κι αν ο τύπος ήταν απλώς τρελός; Άρπαξε το πενηντάρικο και το έχωσε στην τσέπη του. «Ενοίκιο που σ’ αφήνω και κοιμάσαι εδώ είναι αυτό». «Είδα την αστυνομία που πέρασε από εδώ χτες» είπε το αγόρι. «Το κάνουν συχνά αυτό;» «Πού και πού, αλλά τώρα τελευταία έχουμε πήξει». «Ξέρεις κανένα μέρος που να μην έχει πήξει από δαύτους;» Ο Γκίλμπαρ έγειρε το κεφάλι στο πλάι και κοίταξε το αγόρι προσεκτικά.

«Αν θες ν’ αποφύγεις τους μπάτσους γενικά, καλά θα κάνεις να βρεις κάποιο δωμάτιο σε πανσιόν ή άσυλο. Ψάξε στο Κέντρο Ίλα. Δεν τους αφήνουν να μπουν εκεί μέσα». Το αγόρι κοίταξε το ποτάμι σκεφτικό, ύστερα κατένευσε αργά αργά. «Σ’ ευχαριστώ, φίλε μου». «Τίποτα» μουρμούρισε έκπληκτος ο Γκίλμπαρ. Τρελός ήταν, στα σίγουρα. Και, λες κι ήθελε να τον επιβεβαιώσει, το αγόρι άρχισε να γδύνεται. Ο Γκίλμπαρ έκανε ένα δυο βήματα προς τα πίσω, να κρατήσει μια απόσταση ασφαλείας. Όταν το αγόρι έμεινε μόνο με το εσώρουχό του, τύλιξε τη στολή γύρω από τα παπούτσια του, ζήτησε από τον Γκίλμπαρ μια πλαστική σακούλα, την πήρε κι έβαλε μέσα παπούτσια και στολή. Τοποθέτησε τη σακούλα κάτω από έναν βράχο, ανάμεσα στους θάμνους όπου είχε κοιμηθεί την προηγούμενη μέρα. «Μην ανησυχείς, δεν θα τη βρει κανείς, θα την κανονίσω εγώ» είπε ο Γκίλμπαρ. «Σ’ ευχαριστώ. Σου έχω εμπιστοσύνη». Το αγόρι χαμογέλασε και κούμπωσε το παλτό του μέχρι επάνω, ώστε να μη φαίνεται το γυμνό του στέρνο.

Κι ύστερα άρχισε να προχωρά κατά μήκος του ποταμού. Ο Γκίλμπαρ τον ακολούθησε με το βλέμμα του· είδε τις γυμνές πατούσες του να εκτοξεύουν νερό απ’ τις λιμνούλες στο πεζοδρόμιο. Σου έχω εμπιστοσύνη; Τρελός και με τη βούλα.

Η Μάρτα στεκόταν στη ρεσεψιόν και χάζευε μια οθόνη από τις κάμερες ασφαλείας του Κέντρου Φιλοξενίας Ίλα. Συγκεκριμένα, την εικόνα ενός άνδρα που κοιτούσε την κάμερα της εισόδου. Δεν είχε χτυπήσει ακόμη το κουδούνι· δεν είχε ανακαλύψει την ειδική τρύπα στο πλεξιγκλάς. Το πλεξιγκλάς το είχαν εγκαταστήσει γιατί ουκ ολίγοι είχαν διαλύσει το κουδούνι όταν δεν τους είχε επιτραπεί η είσοδος στο κέντρο. Η Μάρτα πάτησε το μικρόφωνο του θυροτηλεφώνου. «Θέλετε κάτι;» Το αγόρι δεν απάντησε. Η Μάρτα είχε ήδη καταλάβει ότι

δεν ήταν ένας από τους εβδομήντα έξι ενοίκους τους. Παρόλο που είχαν περάσει πάνω από εκατό άνθρωποι από το κέντρο τους τελευταίους μήνες, η Μάρτα θυμόταν τα πρόσωπα ολωνών. Κατάλαβε όμως ότι ανήκε στην ομάδα «πελατών» του Ίλα: στους τοξικομανείς. Δεν έμοιαζε μαστουρωμένος, μα το κατάλαβε από το κάτισχνο πρόσωπό του, τις ρυτίδες γύρω από το στόμα του. Το απαίσιο κούρεμά του. Η Μάρτα αναστέναξε. «Χρειάζεσαι δωμάτιο;» Το αγόρι κατένευσε κι η Μάρτα γύρισε το κλειδί στον δια​κόπτη που ξεκλείδωνε την πόρτα στο ισόγειο. Φώναξε τη Στίνε, που έφτιαχνε σάντουιτς στην κουζίνα για κάποιον ένοικο, να προσέχει τη ρεσεψιόν όσο εκείνη θα έλειπε. Ύστερα κατέβηκε με φούρια τις σκάλες, βγήκε από την καγκελόπορτα που εμπόδιζε την είσοδο στο κέντρο σε οποιονδήποτε παραβίαζε την εξώπορτα και συνάντησε το αγόρι, που στεκόταν και κοίταζε γύρω του με περιέργεια. Το παλτό του ήταν κουμπωμένο μέχρι επάνω και του έφτανε σχεδόν μέχρι τους αστραγάλους. Ήταν ξυπόλυτος κι η Μάρτα διέκρινε αίματα στο αποτύπωμα της μίας υγρής πατούσας του, δίπλα στην πόρτα. Ωστόσο είχαν δει τόσο

πολλά τα μάτια της, που το πρώτο πράγμα που της έκανε εντύπωση ήταν τα δικά του. Τα μάτια του, που ήταν καρφωμένα πάνω της. Την έβλεπαν. Δεν μπορούσε να το ονομάσει αλλιώς. Τον είδε που επεξεργαζόταν τα οπτικά ερεθίσματα που έφταναν στον εγκέφαλό του. Δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά ήταν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι είχε συνηθίσει στο Κέντρο Ίλα. Για μια στιγμή η Μάρτα σκέφτηκε μήπως ο νεαρός δεν ήταν καν χρήστης, απέρριψε όμως αμέσως την ιδέα. «Γεια. Έλα μαζί μου». Την ακολούθησε στον πάνω όροφο, μέσα από τη ρεσεψιόν και στην αίθουσα συνεδριάσεων. Η Μάρτα άφησε την πόρτα ανοιχτή, ως συνήθως, ώστε να μπορούν να τους δουν η Στίνε και οι υπόλοιποι. Του ζήτησε να καθίσει κι ακούμπησε μπροστά της τα έγγραφα της υποχρεωτικής εισαγωγικής συνέντευξης. «Όνομα;» τον ρώτησε. Το αγόρι δίστασε. «Πρέπει να συμπληρώσω κάτι στη φόρμα εισαγωγής» είπε εκείνη, δίνοντάς του την πάσα που πολλοί από τους ενοίκους

χρειάζονταν. «Στιγκ» είπε εκείνος διστακτικά. «Στιγκ· μια χαρά. Τι άλλο;» «Μπέργκερ». «Ωραία. Αυτό θα γράψω κι εγώ. Ημερομηνία γέννησης;» Το αγόρι έδωσε μια ημερομηνία και η Μάρτα υπολόγισε ότι είχε περάσει τα τριάντα. Φαινόταν πολύ νεότερος. Αυτό είναι το περίεργο με τους χρήστες: Είναι πολύ εύκολο να κάνεις λάθος με την ηλικία τους, είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. «Σ’ έστειλε κανείς εδώ πέρα;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Πού κοιμήθηκες χτες το βράδυ;» «Κάτω από μία γέφυρα». «Να υποθέσω ότι δεν έχεις σταθερή διεύθυνση κι άρα δεν ξέρεις σε ποιο τμήμα των κοινωνικών υπηρεσιών ανήκεις. Θα

διαλέξω λοιπόν εγώ το νούμερο έντεκα, την ημερομηνία γέννησής σου, κι αυτό σημαίνει ότι ανήκεις…» Κοίταξε τη λίστα της. «Στο γραφείο Κοινωνικών Υπηρεσιών της Άλνα· ας ελπίσουμε ότι θα δεχτούν να σε σπονσοράρουν. Τι ναρκωτικά παίρνεις;» Το στιλό έτοιμο να γράψει· το αγόρι δεν απάντησε. «Ένα πράγμα μόνο φτάνει, το αγαπημένο σου». «Τα ’κοψα». Η Μάρτα άφησε κάτω το στιλό. «Εδώ στο Ίλα φιλοξενούμε μόνο ενεργούς χρήστες. Μπορώ να πάρω τηλέφωνο το κέντρο στη Σπουρβαϊσγκάτα να ρωτήσω αν έχουν κάποιο ελεύθερο δωμάτιο. Είναι πολύ καλύτερα απ’ ό,τι εδώ». «Δηλαδή;…» «Δηλαδή, ναι, για να μείνεις μαζί μας πρέπει να τριπάρεις τακτικά» χαμογέλασε η κοπέλα αχνά. «Κι αν είπα ότι ήμουν καθαρός μόνο και μόνο επειδή νόμιζα ότι έτσι θα έβρισκα πιο εύκολα δωμάτιο;»

«Τότε θα έχεις απαντήσει και αυτή την ερώτηση σωστά, αλλά δεν έχεις άλλες ευκαιρίες για λάθη, φίλε μου, εντάξει;» «Ηρωίνη» είπε εκείνος. «Και;» «Μόνο ηρωίνη». Η Μάρτα έβαλε ένα x στο αντίστοιχο κουτάκι, αλλά πολύ αμφέβαλλε αν ήταν αλήθεια. Δεν υπήρχαν καθαροί χρήστες ηρωίνης στο Όσλο πια. Όλοι έπαιρναν συνδυασμούς: Αν συνδύαζες την ήδη αραιωμένη ηρωίνη με βενζοδιαζεπίνες τύπου Ροχιπνόλ, είχες και μεγαλύτερο και εντονότερο τριπάκι για τα ίδια χρήματα. «Γιατί ήρθες σ’ εμάς;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Για να ’χω μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου». «Καμιά αρρώστια; Φαρμακευτική αγωγή;» «Όχι». «Τίποτα σχέδια για το μέλλον;»

Το αγόρι την κοίταξε καλά καλά. Ο πατέρας της Μάρτα πάντα έλεγε ότι το παρελθόν των ανθρώπων ήταν γραμμένο στα μάτια τους κι ότι άξιζε να μάθει κανείς να το διαβάζει. Μα το μέλλον τους δεν βρισκόταν εκεί. Το μέλλον ήταν άγνωστο. Εντούτοις, η Μάρτα θα θυμόταν αργότερα αυτήν εδώ τη στιγμή και θ’ αναρωτιόταν αν μπορούσε, αν είχε υπάρξει σε θέση να διαβάσει τα μελλοντικά σχέδια του άνδρα που της συστήθηκε ως Στιγκ Μπέργκερ. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και επανέλαβε αυτή του την απάντηση στις ερωτήσεις που του έκανε και σε σχέση με δουλειά, εκπαίδευση, παρελθοντικές υπερβολικές δόσεις, σωματικές ασθένειες, μολύνσεις του αίματος και ψυχικά προβλήματα. Στο τέλος του εξήγησε ότι το κέντρο τηρούσε το απόρρητο σε όλα τα θέματα και κανείς δεν θα μάθαινε ότι έμενε μαζί τους, αλλά, αν ήθελε, μπορούσε να συμπληρώσει ένα έντυπο συγκατάθεσης με τα ονόματα όσων θα ήθελε να ξέρουν ότι βρίσκεται εκεί, σε περίπτωση που αυτοί επικοινωνούσαν μαζί τους. «Σε περίπτωση που θες να μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί σου οι γονείς σου ή η κοπέλα σου, ας πούμε». Το αγόρι χαμογέλασε πικρά. «Δεν έχω ούτε το ένα ούτε το

άλλο». Η Μάρτα Λίαν είχε ακούσει αντίστοιχες απαντήσεις πάμπολλες φορές. Τόσο πολλές μάλιστα, που πια δεν της έκαναν καμία εντύπωση. Η ψυχολόγος της το ονόμαζε compassion fatigue, κόπωση συμπόνιας, και της είχε εξηγήσει ότι κάποια στιγμή έπληττε τους περισσότερους του επαγγέλματός της. Αυτό που την απασχολούσε είναι ότι ποτέ δεν περνούσε. Καταλάβαινε, φυσικά, ότι υπήρχαν όρια στο πόσο κυνικός μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος που τον απασχολεί αυτός ο κυνισμός του, αλλά εκείνη πυροδοτούνταν ανέκαθεν από ένα πράγμα: ενσυναίσθηση. Από συμπόνια. Και αγάπη. Και το ρεζερβουάρ είχε σχεδόν στερέψει. Εξεπλάγη επομένως όταν οι λέξεις του νεαρού «δεν έχω ούτε το ένα ούτε το άλλο» την άγγιξαν σαν βελόνα που τσιμπάει και ξυπνάει κάποιον ατροφικό μυ. Μάζεψε τα έγγραφα και τα έβαλε σ’ έναν φάκελο που άφησε στη ρεσεψιόν κι ύστερα συνόδευσε τον νέο ένοικο σε μια αποθηκούλα στο ισόγειο. «Ελπίζω να μην είσαι από τους παρανοϊκούς που παθαίνουν μόλις τους πουν να φορέσουν ρούχα από δεύτερο χέρι» είπε και του γύρισε την πλάτη καθώς εκείνος έβγαλε το

παλτό του και φόρεσε τα ρούχα και τα αθλητικά παπούτσια που του είχε διαλέξει. Η Μάρτα περίμενε μέχρι που άκουσε ένα διακριτικό βήξιμο. Έκανε μεταβολή. Ο νεαρός έμοιαζε ψηλότερος τώρα, πιο ευθυτενής μες στο γαλάζιο φούτερ και το τζιν του. Ούτε ήταν όσο ισχνός φαινόταν μέσα από το παλτό του. Το αγόρι έσκυψε και κοίταξε τα απλά μπλε αθλητικά του παπούτσια. «Ναι» είπε εκείνη. «Παπούτσια για άστεγους». Τεράστιες ποσότητες μπλε αθλητικών παπουτσιών είχαν δοθεί από το πλεόνασμα των Ενόπλων Δυνάμεων σε διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις τη δεκαετία του ’80, κι είχαν ταυτιστεί πια με τους τοξικομανείς και τους άστεγους. «Ευχαριστώ» είπε εκείνος απαλά. H Μάρτα αναγκάστηκε για πρώτη φορά ν’ αναζητήσει ψυχολόγο επειδή ένας ένοικος δεν την είχε ευχαριστήσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά: Ήταν απλώς ένα ακόμα ευχαριστώ που δεν είπαν τα χείλη πάμπολλων αυτοκαταστροφικών τοξικομανών, που από τη μία έβριζαν το κοινωνικό κράτος και τις υπηρεσίες του κι από την άλλη όφειλαν την ύπαρξή τους σ’ αυτές. Είχε χάσει κι αυτή την υπομονή της. Του είπε

να πάει στον διάολο που δεν του άρεσε κιόλας το μέγεθος της δωρεάν σύριγγας που του έδιναν για να τρυπιέται στο δωμάτιό του –έξι χιλιάρικα τον μήνα, από τα ταμεία των κοινωνικών υπηρεσιών– με ναρκωτικά που είχε αγοράσει κλέβοντας τα ποδήλατα της γειτονιάς. Στη μετέπειτα καταγγελία του ο ένοικος είχε επισυνάψει και την τετρασέλιδη δακρύβρεχτη προσωπική του ιστορία. Κι η Μάρτα είχε αναγκαστεί να ζητήσει συγγνώμη. «Έλα να σε συνοδεύσω στο δωμάτιό σου» είπε. Ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο, του έδειξε πού βρίσκονταν οι τουαλέτες και τα ντους. Τους προσπέρασαν διάφοροι βιαστικοί άνδρες, με γυάλινο βλέμμα. «Καλώς ήρθες στο καλύτερο εμπορικό κέντρο ναρκωτικών του Όσλο» είπε η Μάρτα. «Εδώ μέσα;» είπε το αγόρι. «Επιτρέπεται το εμπόριο;» «Οι κανονισμοί το απαγορεύουν, μα αν είσαι τοξικομανής προφανώς και θα έχεις ναρκωτικά πάνω σου. Σ’ το λέω γιατί καλό είναι να το ξέρεις, δεν μας ενδιαφέρει αν κουβαλάς ένα γραμμάριο ή ένα κιλό. Δεν έχουμε κανέναν έλεγχο του τι αγοράζεται και τι πουλιέται από δωμάτιο σε δωμάτιο. Θα

μπουκάρουμε μόνο εάν υποψιαζόμαστε ότι κρύβεις όπλα». «Κρύβουν και όπλα εδώ μέσα;» Η Μάρτα τον κοίταξε στραβά. «Γιατί ρωτάς;» «Θέλω να ξέρω πόσο επικίνδυνο είναι το να μένει κανείς εδώ». «Όλοι οι έμποροι εδώ μέσα έχουν βαποράκια που επιβάλλονται με χίλιους δυο τρόπους, από ρόπαλα του μπέιζμπολ μέχρι κανονικά πιστόλια. Μαζεύουν τα χρέη των ενοίκων. Την προηγούμενη εβδομάδα μπήκα σ’ ένα από τα δωμάτια με το ζόρι και βρήκα κάτω από το κρεβάτι ένα ψαροντούφεκο». «Ένα ψαροντούφεκο;» «Αμέ. Ένα Στινγκ 65. Γεμάτο». Εξεπλάγη και η ίδια που γέλασε κι ο νεαρός τής χαμογέλασε. Ωραίο χαμόγελο είχε. Πόσοι και πόσοι είχαν τέτοια ωραία χαμόγελα… Η Μάρτα χτύπησε την πόρτα πριν ξεκλειδώσει το δωμάτιο 323.

«Αναγκαστήκαμε να κλείσουμε διάφορα δωμάτια λόγω πυρκαγιάς κι έτσι πολλοί ένοικοι μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο μέχρι ν’ αποκατασταθούν οι ζημιές. Ο συγκάτοικός σου λέγεται Τζόνι· οι άλλοι τον φωνάζουν Τζόνι Πούμα. Πάσχει από χρόνια κόπωση και περνάει σχεδόν όλη του τη μέρα στο κρεβάτι. Αλλά είναι καλό παιδί, ήσυχο, κι άρα δεν πιστεύω να έχετε προβλήματα». Η πόρτα άνοιξε. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές και το δωμάτιο σκοτεινό. Η Μάρτα άναψε το φως. Οι φωσφορίζουσες λάμπες στο ταβάνι ανοιγόκλεισαν μια δυο φορές πριν ανάψουν κανονικά. «Τι ωραία» είπε το αγόρι. Η Μάρτα κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. Δεν είχε ακούσει ποτέ να περιγράφουν τα δωμάτια του Κέντρου Ίλα κατ’ αυτό τον τρόπο, εκτός κι αν το εννοούσαν σαρκαστικά. Αλλά ο νεα​ρός είχε δίκιο. Μπορεί το πάτωμα από λινέλαιο να ήταν ξεφτισμένο κι οι γαλάζιοι τοίχοι να ήταν φαγωμένοι και γεμάτοι τζίφρες που ούτε με αλυσίβα δεν έβγαιναν, το δωμάτιο όμως ήταν καθαρό κι ευήλιο. Μέσα υπήρχαν μια κουκέτα, μια συρταριέρα κι ένα φθαρμένο χαμηλό τραπέζι, που η μπογιά του ξέφτιζε, αλλά ήταν όλα λειτουργικά κι

ακέραια. Στον αέρα πλανιόταν η μυρωδιά του άνδρα που κοιμόταν στην κάτω κουκέτα. Το αγόρι είχε δηλώσει ότι ποτέ του δεν είχε πάρει υπερβολική δόση, κι έτσι η Μάρτα τού έδωσε το πάνω κρεβάτι. Οι κάτω κουκέτες πήγαιναν σε αυτούς που είχαν περισσότερες πιθανότητες να πάρουν υπερβολική δόση: Ήταν ευκολότερο να τους μετακινήσεις έτσι απ’ το κρεβάτι στο φορείο. «Ορίστε» είπε η Μάρτα δίνοντάς του το κλειδί. «Είμαι ο πρωταρχικός σου σύνδεσμος, που σημαίνει πως, ό,τι κι αν συμβεί, έρχεσαι σε μένα. Εντάξει;» «Ευχαριστώ» είπε πάλι το αγόρι, παίρνοντας το πλαστικό μπλε μπρελόκ στα χέρια του και κοιτάζοντάς το καλά καλά. «Ευχαριστώ πάρα πολύ».

13

«Κ

ατεβαίνει αμέσως» φώναξε η ρεσεψιονίστ στον

Σίμουν και στην Κάρι, που κάθονταν στον δερμάτινο καναπέ κάτω από έναν τεράστιο πίνακα που παρίστανε μάλλον κάποιο ηλιοβασίλεμα. «Αυτό δεν είπε και πριν από δέκα λεπτά;» σχολίασε η Κάρι. «Μόνο ο Θεός αποφασίζει την ώρα στα ουράνια» είπε ο Σίμουν κι έχωσε ένα κομμάτι καπνό κάτω απ’ το χείλος του. «Πόσο λέτε να κάνει αυτός ο πίνακας; Και γιατί να τον

αγοράσει κανείς;» «Η αγορά τέχνης απ’ το δημόσιο δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας τρόπος επιδότησης των μέτριων ζωγράφων αυτής της χώρας» είπε η Κάρι. «Τους αγοραστές ούτε που τους νοιάζει τι έχουν στον τοίχο τους, φτάνει να ταιριάζει στα έπιπλα και στο πορτοφόλι τους». Ο Σίμουν γύρισε και την κοίταξε. «Σας έχει πει ποτέ κανείς ότι ακούγεστε λες κι έχετε μάθει διάφορα πιασιάρικα αποφθέγματα απέξω;» Η Κάρι χαμογέλασε ειρωνικά. «Και το snus είναι φτηνό υποκατάστατο του καπνίσματος. Εξίσου κακό για την υγεία. Να φανταστώ ότι η γυναίκα σας σας έπεισε να αλλάξετε τα τσιγάρα για τον καπνό επειδή δεν άντεχε άλλο τη μυρωδιά στα ρούχα της;» Ο Σίμουν χασκογέλασε απαλά και κούνησε το κεφάλι του. Το χιούμορ των νέων σήμερα… «Καλή η προσπάθεια, αλλά κάνετε λάθος. Μου ζήτησε να σταματήσω το κάπνισμα γιατί θέλει να μ’ έχει δίπλα της όσο το δυνατόν περισσότερο. Και δεν γνωρίζει ότι μασάω καπνό. Τον έχω μόνο για το γραφείο».

«Ίνα, πες τους να περάσουν» ακούστηκε μια στεντόρια φωνή. Ο Σίμουν κοίταξε το θυρόφραγμα, όπου ένας ένστολος άνδρας με περίεργο καπέλο –από αυτά που πιθανόν ν’ άρεσαν στον πρόεδρο της Λευκορωσίας– χτυπούσε ρυθμικά τα δάχτυλά του στα κάγκελα της σιδερένιας πόρτας. Σηκώθηκε όρθιος. «Κι αποφασίζουμε μετά αν θα τους αφήσουμε να ξαναβγούν» είπε ο Άριλ Φρανκ. Ο Σίμουν κατάλαβε από τη σχεδόν ανεπαίσθητη γκριμάτσα της ρεσεψιονίστ ότι το αστείο ήταν παλιό. «Για πείτε μου, πώς είναι τα πράγματα στον βούρκο;» ρώτησε ο Φρανκ καθώς τους συνόδευε μέσα από το θυρόφραγμα και προς τη μεριά της σκάλας. «Είστε στο ΣΔΟΕ τώρα, σωστά; Α, συγγνώμη, πρέπει να παθαίνω Αλτσχάιμερ, ξέχασα εντελώς ότι σας έδιωξαν από εκεί». Ο Σίμουν ούτε που χαμογέλασε με τη σκόπιμη προσβολή. «Έχουμε έρθει λόγω της υπόθεσης του Περ Βολάν».

«Το άκουσα, ναι. Νόμιζα ότι είχε κλείσει». «Καμία υπόθεση δεν κλείνει μέχρι να λυθεί». «Μπα, νέα μόδα;» Ο Σίμουν έκανε πως χαμογελούσε, σφίγγοντας τα χείλια πάνω στα δόντια του. «Ο Περ Βολάν ήρθε να επισκεφθεί διάφορους κρατούμενους τη μέρα που πέθανε, σωστά;» Ο Φρανκ άνοιξε την πόρτα του γραφείου του. «Ο Βολάν ήταν εφημέριος της φυλακής, υποθέτω λοιπόν πως έκανε τη δουλειά του. Μπορώ να ελέγξω τη λίστα επισκεπτών, αν θέλετε». «Ναι, σας ευχαριστώ. Κι αν μπορούσατε να μας δώσετε και μια λίστα με τα ονόματα όλων εκείνων με τους οποίους μίλησε τη συγκεκριμένη μέρα…» «Πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορώ να γνωρίζω τα ονόματα όλων των συνομιλητών του». «Γνωρίζουμε τουλάχιστον έναν από τους κρατούμενους με τους οποίους μίλησε» είπε η Κάρι. «Α, ναι;» είπε ο Φρανκ και κάθισε πίσω από το γραφείο

που τον είχε συνοδεύσει σε όλη του την καριέρα. Δεν είχε νόη​μα να σπαταλάει κανείς δημόσιους πόρους. «Δεσποινίς μου, αν θέλετε μπορείτε να μας φέρετε τις κούπες του καφέ που βρίσκονται στο ντουλάπι πίσω σας, ενόσω εγώ ελέγχω τη λίστα επισκεπτών;» «Ευχαριστώ, αλλά δεν πίνω καφεΐνη» είπε η Κάρι. «Τ’ όνομά του είναι Σόνι Λόφτχους». Ο Φρανκ την κοίταξε ανέκφραστα. «Αναρωτιόμαστε αν θα μπορούσαμε να τον επισκεφθούμε» είπε ο Σίμουν. Είχε καθίσει ήδη σε μια καρέκλα χωρίς κανείς να του την προσφέρει. Γύρισε και κοίταξε το ήδη κατακόκκινο πρόσωπο του Φρανκ. «Α, συγγνώμη, πρέπει να παθαίνω Αλτσχάιμερ, ξέχασα εντελώς ότι απέδρασε». Ο Σίμουν είδε τον Φρανκ να προετοιμάζει την απάντησή του, μα τον πρόλαβε: «Μας ενδιαφέρει, βλέπετε, γιατί η σύμπτωση της επίσκεψης του Βολάν με την απόδραση του Λόφτχους καθιστά τον θάνατο του εφημέριου ακόμα πιο ύποπτο».

Ο Φρανκ ίσιωσε τον γιακά του. «Πώς ξέρετε ότι συναντήθηκαν;» «Οι ανακρίσεις της αστυνομίας βρίσκονται όλες στην ίδια βάση δεδομένων» είπε η Κάρι, που στεκόταν ακόμη όρθια. «Όταν έψαξα για τον Περ Βολάν, είδα ότι το όνομά του αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης για την απόδραση του Λόφτχους. Από έναν κρατούμενο με το όνομα Γκούσταβ Ρόβερ». «Ο Ρόβερ μόλις αποφυλακίστηκε. Τον ανακρίναμε επειδή μίλησε με τον Σόνι Λόφτχους λίγο πριν από την απόδραση του δευτέρου. Θέλαμε να μάθουμε μήπως ο Λόφτχους τού είπε κάτι που θα μπορούσε να προδώσει τις κινήσεις του». «Θέλαμε; Να μάθουμε; Δεν είναι καθαρά δουλειά της αστυνομίας –και μόνο της αστυνομίας– να πιάνει τους φυγάδες και όχι δική σας;» «Ο Λόφτχους είναι κρατούμενός μου, επιθεωρητή Κέφας». «Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Ρόβερ δεν κατάφερε να σας βοηθήσει» είπε ο Σίμουν. «Αλλά στην ανάκριση δήλωσε ότι, φεύγοντας από το κελί, έπεσε πάνω στον Περ Βολάν που είχε έρθει να μιλήσει στον Λόφτχους».

Ο Φρανκ ανασήκωσε τους ώμους του. «Και λοιπόν;» «Κι έτσι αναρωτιόμαστε για ποιο πράγμα μπορεί να μίλησαν οι δυο τους. Και γιατί ο ένας τους βρίσκεται δολοφονημένος λίγες ώρες αργότερα, ενώ ο άλλος αποδρά από τη φυλακή». «Μπορεί και να πρόκειται για σύμπτωση». «Φυσικά. Γνωρίζετε έναν άνδρα με το όνομα Χιούγκο Νέστορ, Φρανκ; Γνωστό και ως Ουκρανό;» «Τον έχω ακουστά». «Άρα ναι. Υπάρχουν τίποτα στοιχεία που να εμπλέκουν τον Νέστορ στην απόδραση του Λόφτχους;» «Πώς δηλαδή;» «Μήπως βοήθησε τον Λόφτχους να αποδράσει, λόγου χάριν; Ή μήπως τον απείλησε στη φυλακή, επισπεύδοντας, ας πούμε, τη φυγή του;» Ο Φρανκ άρχισε να χτυπά ένα στιλό ρυθμικά πάνω στο γραφείο του. Έμοιαζε βυθισμένος σε σκέψεις.

Με την άκρη του ματιού του ο Σίμουν είδε την Κάρι να ελέγχει τα μηνύματά της. «Καταλαβαίνω πόσο πολύ χρειάζεστε αποτελέσματα» είπε ο Φρανκ «όμως δεν πρόκειται να βγάλετε κελεπούρι από εδώ μέσα. Ο Σόνι Λόφτχους δραπέτευσε αποκλειστικά με δική του πρωτοβουλία». «Για δες» είπε ο Σίμουν κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, ακουμπώντας τ’ ακροδάχτυλά του μεταξύ τους. «Ένας νεαρός τοξικομανής, ένας ερασιτέχνης, δραπετεύει από τη Στάτεν –από τη Στάτεν κιόλας!– εντελώς αβοήθητος!» Ο Φρανκ χαμογέλασε. «Θέλετε να βάλουμε στοίχημα για τον ερασιτεχνισμό της υπόθεσης, Κέφας;» Το χαμόγελό του απλώθηκε βλέποντας πως ο Κέφας δεν ανταποκρίθηκε. «Αχ, πάλι ξέχασα. Δεν είστε πια άνθρωπος του στοιχήματος. Ελάτε, λοιπόν, να σας δείξω για τι ερασιτεχνισμό μιλάμε».

«Aυτό είναι το βίντεο από τις κάμερες παρακολούθησης» είπε ο Φρανκ, δείχνοντας μια οθόνη υπολογιστή είκοσι

τεσσάρων ιντσών. «Οι φύλακες στην αίθουσα ελέγχου βρίσκονται μπρούμυτα στο πάτωμα και ο Γιουχάνες έχει ξεκλειδώσει όλες τις πόρτες της φυλακής». Η οθόνη ήταν διαιρεμένη σε δεκαέξι τετράγωνα, ένα για κάθε κάμερα, κι έδειχνε διαφορετικές γωνιές της φυλακής. Στο κάτω μέρος της οθόνης υπήρχε ένα ρολόι. «Να τος» είπε ο Φρανκ επισημαίνοντας ένα από τα τετράγωνα, που έδειχνε έναν διάδρομο. Ο Σίμουν κι η Κάρι είδαν έναν νεαρό άνδρα να βγαίνει από ένα κελί και να τρέχει, κάπως άχαρα, προς την κάμερα. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο που του έφτανε σχεδόν στα γόνατα. Ο Σίμουν συμπέρανε ότι ο κουρέας του νεαρού ήταν χειρότερος ακόμα κι απ’ τον δικό του: Ήταν λες και κάποιος είχε κλοτσήσει τα μαλλιά απ’ το κεφάλι του. O νεαρός εξαφανίστηκε απ’ το οπτικό πεδίο της κάμερας. Κι εμφανίστηκε σ’ ένα άλλο παραθυράκι. «Ο Λόφτχους περνάει από το δωμάτιο-θυρόφραγμα» είπε ο Φρανκ «ενώ ο Γιουχάνες βγάζει ένα λογύδριο για το τι προτίθεται να κάνει στις οικογένειες των φυλάκων έτσι και τον σταματήσουν. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι το τι

συμβαίνει μετά, στα αποδυτήρια». Είδαν τον Λόφτχους να μπαίνει τρέχοντας σ’ ένα δωμάτιο με λόκερ, αλλά, αντί να πάει κατευθείαν προς την έξοδο, εκείνος έστριψε αριστερά κι εξαφανίστηκε απ’ την οθόνη, πίσω από την τελευταία σειρά ντουλαπιών. Ο Φρανκ χτύπησε με μανία ένα πλήκτρο και το ρολόι της οθόνης σταμάτησε να τρέχει. Ο Φρανκ μετακίνησε τον κέρσορα πάνω στο ρολόι και πληκτρολόγησε μια νέα ώρα: 07:20. Ύστερα πάτησε έναρξη κι έβαλε την ταινία να παίζει στο τετραπλάσιο της κανονικής της ταχύτητας. Ένστολοι άνδρες εμφανίστηκαν σ’ ένα από τα παράθυρα της οθόνης. Μπαινόβγαιναν στ’ αποδυτήρια· η πόρτα ανοιγόκλεινε συνεχώς. Ήταν αδύνατον να τους ξεχωρίσεις, μέχρι που ο Φρανκ πάγωσε την εικόνα μ’ ένα ακόμα χτύπημα του πληκτρολογίου. «Να τος» είπε η Κάρι. «Φοράει στολή και παλτό τώρα». «Ναι, τη στολή και το παλτό του Σέρενσεν» είπε ο Φρανκ. «Πρέπει ν’ άλλαξε ρούχα κι ύστερα περίμενε ώρες στ’ αποδυτήρια. Κάθισε στον πάγκο, με το κεφάλι σκυφτό, προσποιούμενος ότι έδενε ας πούμε τα κορδόνια του ή κάτι τέτοιο, ενώ οι άλλοι μπαινόβγαιναν. Έχουμε τόσο πολλές

αλλαγές προσωπικού, που κανείς δεν παραξενεύεται βλέποντας κάποιον νέο υπάλληλο που αργεί ν’ αλλάξει. Περίμενε μέχρι να έχει πάρα πολλή κίνηση κι ύστερα βγήκε έξω μαζί με τους άλλους. Κανείς δεν τον αναγνώρισε χωρίς τη γενειάδα και τα μακριά του μαλλιά, τα οποία είχε κόψει στο κελί του και τα είχε παραχώσει στο μαξιλάρι του. Ούτε εγώ…» Ξαναπατώντας το πλήκτρο, η εικόνα άρχισε ξανά να κινείται, με κανονική ταχύτητα αυτή τη φορά. Στην οθόνη ένας νεαρός ένστολος άνδρας με παλτό βγήκε από την πίσω είσοδο καθώς ο Άριλ Φρανκ κι ένας άνδρας με καλοχτενισμένα προς τα πίσω μαλλιά και γκρίζο κουστούμι έμπαιναν μέσα. «Και οι εξωτερικοί φρουροί δεν τον σταμάτησαν;» Ο Φρανκ έδειξε το παραθυράκι στο κάτω δεξιά μέρος της οθόνης. «Αυτό είναι από το εξωτερικό φυλάκιο. Όπως βλέπετε, αφήνουμε ανθρώπους κι αμάξια να βγουν δίχως να ελέγχουμε τις ταυτότητές τους. Αν ήταν να εφαρμόζουμε πλήρεις ελέγχους ασφαλείας κάθε φορά που έχουμε αλλαγή βάρδιας, τότε θα είχαμε τεράστιο μποτιλιάρισμα. Από εδώ και πέρα όμως θα πρέπει να ελέγχουμε κι όλους όσους

βγαίνουν». «Ε, ναι, φαντάζομαι ότι κανείς δεν στριμώχνεται για να μπει μέσα» αστειεύτηκε ο Σίμουν. Στη σιωπή που ακολούθησε η Κάρι προσπάθησε να καταπνίξει ένα χασμουρητό, ως απάντηση στην προσπάθεια του Σίμουν ν’ ανακυκλώσει το πολυκαιρισμένο αστείο του Φρανκ κατά την υποδοχή. «Αυτός είναι λοιπόν ο ερασιτέχνης σας» είπε ο Φρανκ. Ο Σίμουν Κέφας δεν απάντησε, κοίταξε μόνο προσεκτικά την πλάτη της φιγούρας που περνούσε στην οθόνη μπροστά από τους εξωτερικούς φύλακες. Για κάποιον λόγο άρχισε να χαμογελάει. Συνειδητοποίησε ότι έφταιγε το περπάτημα του Λόφτχους: Το ήξερε αυτό το περπάτημα.

Η Μάρτα στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ζυγίζοντας τους δύο άνδρες που στέκονταν μπροστά της. Δεν ήταν του Ναρκωτικών· τους ήξερε σχεδόν όλους του Ναρκωτικών, κι αυτούς τους δύο δεν τους είχε ξαναδεί.

«Ψάχνουμε τον…» άρχισε να λέει ο ένας, αλλά η φωνή του πνίγηκε στο ουρλιαχτό μιας σειρήνας ασθενοφόρου που περνούσε από πίσω τους, στην οδό Βάλντεμαρ Τράνες. «Τι;» φώναξε η Μάρτα. Πού στο καλό είχε ξαναδεί τέτοια μαύρα κουστούμια; Σε καμιά διαφήμιση; «Σόνι Λόφτχους» επανέλαβε ο μικρότερος εκ των δύο ανδρών. Ήταν ξανθός κι έμοιαζε να έχει σπάσει τη μύτη του πολλές φορές. Η Μάρτα έβλεπε τέτοιες μύτες καθημερινά, αλλά αυτή εδώ ήταν μάλλον αποτέλεσμα κάποιας πολεμικής τέχνης. «Το κέντρο μας διατηρεί το απόρρητο ως προς τους ενοίκους του» πληροφόρησε τους δύο άνδρες. Ο άλλος, ένας ψηλός αλλά γεροδεμένος άνδρας με μαύρες μπούκλες, χτενισμένες σαν σε ημικύκλιο γύρω από το κεφάλι του, της έδειξε μια φωτογραφία. «Δραπέτευσε από τις φυλακές Στάτεν και θεωρείται επικίνδυνος». Κι άλλο ασθενοφόρο από πίσω τους, κι ο άνδρας έγειρε προς το μέρος της Μάρτα, φωνάζοντας σε απόσταση

αναπνοής: «Αν λοιπόν βρίσκεται εδώ μέσα και μας το κρύβετε, το κρίμα στον λαιμό σας. Καταλάβατε;». Όχι, δεν ήταν του Ναρκωτικών. Γι’ αυτό λοιπόν δεν τους είχε ξαναδεί. Η Μάρτα κατένευσε, περιεργαζόμενη τη φωτογραφία. Άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά μια ριπή αέρα φύσηξε τα σκούρα μαλλιά της μες στο στόμα. Στην κορυφή της σκάλας ήταν ο Τόι. «Ε, Μάρτα, ο Μπούρε πήγε και κόπηκε. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ξανάρθε στο καφέ». «Τα καλοκαίρια πολλοί έρχονται και φεύγουν» είπε η Μάρτα. «Πολλοί απ’ τους ενοίκους μας προτιμούν να κοιμούνται στα πάρκα κι αυτό σημαίνει ότι έχουμε χώρο για νέες αφίξεις. Είναι πολύ δύσκολο να θυμάμαι κάθε νέο…» «Σας είπα και πριν, το όνομά του είναι Σόνι Λόφτχους». «…και ελάχιστοι δηλώνουν τα πραγματικά τους ονόματα. Δεν περιμένουμε από τους ενοίκους μας να έχουν διαβατήρια ή κάποια άλλη ταυτότητα, κι έτσι κι εμείς αποδεχόμαστε ό,τι όνομα μας λένε». «Καλά, και οι κοινωνικές υπηρεσίες δεν πρέπει να ξέρουν

ποιοι είναι;» ρώτησε ο ξανθός. Η Μάρτα δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Ε, Μάρτα, λέμε! Ο Μπούρε αιμορραγεί, μιλάμε, παντού!» Ο άνδρας με το στεφάνι από μπούκλες ακούμπησε το μεγάλο τριχωτό του χέρι στο γυμνό μπράτσο της Μάρτα. «Γιατί δεν μας αφήνετε να ρίξουμε μια ματιά μήπως και τον βρούμε;» Βλέποντας το βλέμμα της, μάζεψε το χέρι του. «Μιας και μιλάμε για ταυτότητες» είπε εκείνη «μήπως να έβλεπα κι εγώ τις δικές σας;». Είδε τα μάτια του ξανθού να σκοτεινιάζουν. Να το πάλι το χέρι του σγουρομάλλη. Όχι πάνω στο μπράτσο της αυτή τη φορά· τριγύρω του. «Ο Μπούρε είναι σχεδόν λιπόθυμος, λέμε». Ο Τόι τούς είχε πια πλησιάσει. Γύρισε προς το μέρος τους και κάρφωσε το υγρό του βλέμμα πάνω τους. «Τι συμβαίνει εδώ πέρα;» Η Μάρτα ξέφυγε απ’ το γράπωμα του σγουρομάλλη κι έβαλε το χέρι της στον ώμο του Τόι. «Τότε καλά θα κάνουμε να πάμε να τον σώσουμε. Κύριοι, μπορείτε να περιμένετε».

Η Μάρτα κι ο Τόι πήγαν προς το καφέ. Κι άλλο ασθενοφόρο πέρασε από μπροστά τους. Τρία ασθενοφόρα στη σειρά. Χωρίς να το θέλει, η Μάρτα ανατρίχιασε. Όταν έφτασε στην πόρτα του καφέ, έκανε μεταβολή. Οι δυο άνδρες είχαν εξαφανιστεί.

«Δηλαδή εσείς κι ο Χάρνες είδατε τον Σόνι από απόσταση αναπνοής;» ρώτησε ο Σίμουν τον Φρανκ καθώς κατέβαιναν κι οι τρεις τους ξανά στο ισόγειο. Ο Φρανκ κοίταξε το ρολόι του. «Εμείς είδαμε έναν νεαρό φρεσκοξυρισμένο άνδρα με κοντά μαλλιά και στολή δεσμοφύλακα. Ο Σόνι που ξέραμε φορούσε πάντα ένα βρόμικο πουκάμισο κι είχε μακριά λιγδιασμένα μαλλιά και γένια». «Άρα θα είναι πολύ δύσκολο να τον εντοπίσουμε τώρα, με αλλαγμένη εμφάνιση;» ρώτησε η Κάρι. «Οι εικόνες από τις κάμερες είναι χαμηλής ανάλυσης,

όπως καταλαβαίνετε». Ο Άριλ Φρανκ γύρισε προς το μέρος της και την κάρφωσε με το βλέμμα του. «Αλλά θα τον βρούμε». «Κρίμα που δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε στον Χαλντέν» είπε ο Σίμουν. «Ναι, όπως σας είπα, η αρρώστια του μοιάζει να επιδεινώθηκε» είπε ο Φρανκ συνοδεύοντάς τους στην μπροστινή είσοδο. «Θα σας ενημερώσω όταν θα είναι σε θέση να δεχτεί επισκέψεις». «Και δεν έχετε ιδέα τι θα μπορούσαν να έχουν πει ο Περ Βολάν κι ο Σόνι Λόφτχους;» Ο Φρανκ κούνησε το κεφάλι του. «Τα γνωστά ποιμενικά τους θέματα, φαντάζομαι. Αν και ο Σόνι Λόφτχους ήταν κι αυτός εξομολογητής». «Δηλαδή;» «Ο Λόφτχους δεν συγχρωτιζόταν με τους άλλους συγκρατούμενούς του. Ήταν ουδέτερος, δεν ανήκε σε καμία από τις συμμορίες που συναντά κανείς σε κάθε φυλακή. Και δεν μιλούσε ποτέ. Ο ορισμός του καλού ακροατή δηλαδή.

Είχε γίνει ένα είδος εξομολογητή για τους υπόλοιπους, κάποιος στον οποίο μπορούσαν να μιλήσουν εμπιστευτικά για τα πάντα. Σε ποιον θα τα έλεγε; Δεν είχε συμμάχους και δεν επρόκειτο να βγει απ’ τη φυλακή στο άμεσο μέλλον». «Για τι σόι φόνους ήταν μέσα;» ρώτησε η Κάρι. «Για φόνους ανθρώπων» είπε ξερά ο Φρανκ. «Δεν εννοώ αυτό…» «Για βάναυσους φόνους. Πυροβόλησε μια μικρή Ασιάτισσα και στραγγάλισε έναν αλβανό Κοσοβάρο». Ο Φρανκ κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να περάσουν. «Για σκέψου, κι αυτός ο εγκληματίας κυκλοφορεί τώρα ελεύθερος» είπε ο Σίμουν, ξέροντας πολύ καλά ότι έμπηγε το μαχαίρι στο κόκαλο. Όχι ότι ήταν σαδιστής, μα για τον Άριλ Φρανκ πάντα έκανε μια εξαίρεση. Όχι επειδή ο Φρανκ ήταν αντιπαθής – η προσωπικότητά του μάλλον λειτουργούσε ως ελαφρυντικό στοιχείο. Ούτε επειδή δεν έκανε τη δουλειά του – δεν υπήρχε άνθρωπος στα κεντρικά που να μην ξέρει ότι το πραγματικό αφεντικό της Στάτεν ήταν ο Άριλ Φρανκ. Όχι, το άλλο έφταιγε: Αυτές οι φαινομενικές συμπτώσεις που, συνδυα​σμένες, δημιουργούσαν μια υποψία που τον

κατέτρωγε ολοένα κι είχε αρχίσει να γίνεται η πιο ενοχλητική γνώση απ’ όλες: αυτή που δεν μπορείς ν’ αποδείξεις. Ότι ο Άριλ Φρανκ ήταν διεφθαρμένος. «Του δίνω σαράντα οκτώ ώρες, κύριε επιθεωρητή» είπε ο Φρανκ. «Δεν έχει ούτε λεφτά ούτε συγγενείς ούτε φίλους. Είναι ένας μοναχικός τύπος που βρίσκεται στη φυλακή από τα δεκαοκτώ του. Εδώ και δώδεκα χρόνια. Δεν ξέρει τίποτα για τον κόσμο εκεί έξω, δεν έχει πού να πάει, ούτε πού να κρυφτεί». Κι ενώ η Κάρι έσπευδε να προλάβει τον Σίμουν καθώς προχωρούσαν προς το αμάξι, εκείνος όλο και σκεφτόταν τις σαράντα οκτώ αυτές ώρες και τον πειρασμό του στοιχήματος. Γιατί είχε αναγνωρίσει κάτι σε σχέση με το αγόρι. Δεν ήξερε τι ακριβώς, ίσως να ήταν απλώς ο τρόπος που περπατούσε. Ίσως όμως και να είχε κληρονομήσει πολύ περισσότερα απ’ το περπάτημα.

14

Ο

Τζόνι Πούμα στριφογύρισε στο κρεβάτι του και ζύγισε

με το βλέμμα τον καινούργιο του συγκάτοικο. Δεν ήξερε ποιος είχε εφεύρει τη λέξη «συγκάτοικος», ήξερε μόνο ότι στο Κέντρο Ίλα η οικειότητα που υποδήλωνε η λέξη ήταν εντελώς παραπλανητική. Ο συγκάτοικός σου ήταν ο εχθρός σου. Ούτε ένας δεν είχε περάσει που να μην προσπάθησε να τον κλέψει. Ή αντιστρόφως. Κι έτσι ο Τζόνι Πούμα έκρυβε ό,τι πολύτιμο είχε –δηλαδή ένα αδιάβροχο πορτοφόλι με τρεις χιλιάδες κορόνες και μια διπλή πλαστική σακούλα με τρία γραμμάρια αμφεταμίνες– κολλημένο με γερή αυτοκόλλητη ταινία πάνω στον μηρό του, πάνω σε τόσο πολλές τρίχες, που

οποιαδήποτε προσπάθεια να μετακινηθεί θα τον ξύπναγε κι από τον πιο βαθύ λήθαργο. Κι αυτή ήταν όλη η ζωή του Τζόνι Πούμα τα τελευταία είκοσι χρόνια: ύπνος κι αμφεταμίνες. Τη δεκαετία του ’70 είχε διαγνωστεί με ό,τι μπορείς να φανταστείς, σε μια προσπάθεια των γιατρών να εξηγήσουν γιατί κάποιος προτιμά να ξενυχτάει απ’ το να δουλεύει, να καβγαδίζει και να πηδάει αντί ν’ αγοράσει ένα σπίτι και να κάνει οικογένεια, να προτιμά να τριπάρει αντί να κόψει τα ναρκωτικά και να έχει κι αυτός μια νορμάλ, βαρετή ζωή. Η τελευταία όμως διάγνωση του κόλλησε: μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα. Χρόνια κόπωση. Κουρασμένος; Ποιος, ο Τζόνι Πούμα; Όποιος το άκουγε έσκαγε στα γέλια. Ο Τζόνι Πούμα ο αρσιβαρίστας, η ψυχή των πάρτι, ο πιο περιζήτητος μεταφορέας του Λίλεσαν, ο άνδρας που μετακινούσε ολόκληρο πιάνο ολομόναχος; Όλα ξεκίνησαν μ’ ένα σπασμένο ισχίο· μετά ήρθαν παυσίπονα που δεν έκαναν τη δουλειά τους, παυσίπονα που παραέκαναν τη δουλειά τους και αργά ή γρήγορα εθίστηκε. Περνούσε πια τη ζωή του στο κρεβάτι, ξεκουραζόταν μέρες ολόκληρες, που διακόπτονταν από σύντομες, έντονες περιόδους δράσης, όπου διοχέτευε όλη του την ενέργεια στην προσπάθειά του να βρει ναρκωτικά. Ή λεφτά για να ξεπληρώσει το ήδη ανησυχητικό του χρέος προς τη βαρόνη του κέντρου, μια

λιθουανή τρανσέξουαλ που είχε μείνει μισοεγχειρισμένη κι άκουγε στο όνομα Κόκο. Με την πρώτη ματιά ο Τζόνι κατάλαβε ότι ο νεαρός που στεκόταν στο παράθυρο χρειαζόταν τη δόση του. Αυτό το αιώνιο, κολασμένο κυνήγι. Το άγχος. Ο αγώνας. «Φίλε μου, κλείνεις, σε παρακαλώ, τις κουρτίνες;» Το αγόρι υπάκουσε και το δωμάτιο ξανάγινε σκοτεινό και οικείο. «Τι παίρνεις, φίλε μου;» «Ηρωίνη». Ηρωίνη; Εδώ στο κέντρο έλεγαν μαύρο κι εννοούσαν ηρωίνη. Σκατά, φίλτρο, άλογο ή και σκόνη. Ή μπόι. Ή Σουπερμπόι όταν επρόκειτο γι’ αυτό το νέο σούπερ πράμα που πουλούσε στη γέφυρα Νιμπρούα εκείνος ο τύπος που έμοιαζε με τον Υπναρά από τη Χιονάτη και τους εφτά νάνους. Ηρωίνη έλεγαν την ηρωίνη μόνο στη φυλακή. Ή οι πρωτάρηδες φυσικά. Αλλά, αν ήσουν σωστός πρωτάρης, τότε έλεγες μαλακίες του τύπου china white και mexican mud, που τις είχες ακούσει στις ταινίες.

«Μπορώ να σου βρω καλή, φτηνή ηρωίνη. Δεν χρειάζεται να βγεις έξω». Ο Τζόνι είδε τη φιγούρα ν’ αλλάζει μες στο σκοτάδι. Είχε δει απελπισμένους χρήστες να τριπάρουν μόνο και μόνο στην υπόσχεση των ναρκωτικών: Υπήρχαν έρευνες που κατέγραφαν αλλαγές στο κέντρο ευχαρίστησης του εγκεφάλου, ολόκληρα δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει ο χρήστης. Με 40% προσαύξηση στην τιμή της ηρωίνης που θα έπαιρνε από τον Χέβντινγκεν του 306, ο Τζόνι θα μπορούσε να πάει να πάρει τρία τέσσερα σακουλάκια σπιντ και για την πάρτη του. Καλύτερα από το να βγαίνει και να κλέβει πάλι τη γειτονιά. «Όχι, ευχαριστώ. Αν θες να κοιμηθείς, μπορώ να φύγω». Η φωνή που ερχόταν από τη μεριά του παραθύρου ήταν τόσο απαλή και τόσο χαμηλή, που ο Τζόνι δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γινόταν να την ακούει πάνω από τον μόνιμο θόρυβο του κέντρου: τα πάρτι, τις στριγκλιές, τη μουσική, τους καβγάδες, την κίνηση του δρόμου. Ο τύπος ήθελε, λοιπόν, να μάθει αν ο Τζόνι θα έπεφτε να κοιμηθεί, ε; Καλά. Για να τον ξαφρίσει. Ίσως για να βρει το πακετάκι που είχε κολλημένο στον μηρό του.

«Ποτέ δεν κοιμάμαι. Τα μάτια μου απλώς κλείνω. Με πιάνεις, φίλε μου;» Ο νεαρός κατένευσε. «Φεύγω τώρα». Όταν η πόρτα έκλεισε ξοπίσω απ’ τον νέο του εχθρό, ο Τζόνι Πούμα σηκώθηκε όρθιος. Του πήρε δυο λεπτά να ψάξει την ντουλάπα και το κρεβάτι του τύπου. Τίποτα. Mα τίποτα, λέμε. Δεν μπορεί, ο τύπος αποκλείεται να ήταν τόσο φρέσκο κρέας: Απλώς τα κουβαλούσε όλα μαζί του.

Ο Μάρκους Ένγκσετ φοβόταν. «Φοβάσαι;» ρώτησε το μεγαλύτερο από τα δυο αγόρια που του ’χαν κλείσει τον δρόμο. Ο Μάρκους κούνησε το κεφάλι του και ξεροκατάπιε. «Για δες, φοβάσαι τόσο, χοντρογούρουνο. Ποπό, βρόμα!»

που

έχεις

ιδρώσει,

«Κοίτα τον, θα βάλει τα κλάματα» χασκογέλασε το άλλο

αγόρι. Δεν θα ’ταν πάνω από δεκαπέντε δεκάξι χρονών. Άντε δεκαεφτά. Ο Μάρκους δεν ήξερε πόσο· ήξερε μόνο ότι ήταν μεγαλύτεροί του σε ηλικία και μέγεθος. «Να το δανειστούμε θέλουμε μόνο» είπε το μεγαλύτερο αγόρι, αρπάζοντας το τιμόνι του ποδηλάτου του Μάρκους. «Θα σ’ το επιστρέψουμε, ντε». «Κάποια στιγμή» χασκογέλασε ξανά το άλλο. Ο Μάρκους σήκωσε το βλέμμα του στα παράθυρα του σιω​π ηλού δρόμου: μαύρες τυφλές γυάλινες επιφάνειες. Κανονικά δεν του άρεσε να τον κοιτάζουν. Του άρεσε να γίνεται αόρατος, ώστε να μπορεί να χώνεται από την πόρτα του κήπου και να πηγαίνει στα κρυφά μέχρι το εγκαταλειμμένο κίτρινο σπίτι. Μα τώρα ευχόταν κάποιο παράθυρο ν’ ανοίξει, μια φωνή κάποιου μεγάλου να φωνάξει στα δυο αγόρια να την κοπανήσουν πίσω στο Τόσεν ή το Νίνταλεν ή όπου τέλος πάντων ανήκουν κωλόπαιδα σαν και του λόγου τους. Μα η σιωπή ήταν απόλυτη. Καλοκαιρινή σιωπή. Τα υπόλοιπα παιδιά στον δρόμο είχαν φύγει για διακοπές στα εξοχικά τους, στις παραλίες ή στο εξωτερικό. Δεν είχε και πολλή σημασία για το παιχνίδι – έτσι κι αλλιώς ο

Μάρκους έπαιζε πάντα μόνος του. Αλλά το να είσαι μικρός γίνεται ξαφνικά επικίνδυνο αν δεν υπάρχουν κι άλλοι τριγύρω. Το μεγάλο αγόρι τράβηξε το ποδήλατο με δύναμη κι ο Μάρκους δεν άντεξε να ανοιγοκλείνει άλλο τα μάτια του προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυά του. Ήταν το ποδήλατο που του αγόρασε η μαμά του, με χρήματα που θα μπορούσαν να τους έχουν στείλει σε ταξίδι αυτές τις διακοπές. «Είναι ο μπαμπάς μου στο σπίτι» είπε, δείχνοντας από την άλλη μεριά του δρόμου το κόκκινο σπίτι τους, απέναντι από το άδειο κίτρινο σπίτι απ’ όπου είχε μόλις βγει. «Και τότε γιατί δεν τον φωνάζεις;» Το αγόρι έκατσε στο ποδήλατο να το δοκιμάσει. Το ποδήλατο λικνίστηκε και το αγόρι θύμωσε που τα λάστιχα δεν ήταν καλά φουσκωμένα. «Μπαμπά!» φώναξε ο Μάρκους, μα κι ο ίδιος κατάλαβε πόσο ψόφιο και ψεύτικο ακούστηκε. Τα δυο αγόρια έσκασαν στα γέλια. Το μεγαλύτερο κάθισε στη σχάρα του ποδηλάτου κι ο Μάρκους είδε τα λάστιχά του να ξεχειλίζουν από τις ζάντες τους. «Δεν νομίζω ότι έχεις μπαμπά» είπε το αγόρι κι έφτυσε.

«Έλα, Χέρμαν, φύγαμε!» «Προσπαθώ, αλλά δεν μ’ αφήνεις». «Εγώ δεν σ’ αφήνω;» Τα τρία αγόρια γύρισαν απότομα προς τα πίσω. Ένας άνδρας στεκόταν πίσω από το ποδήλατο και το κρατούσε από τη σχάρα. Σήκωσε το πίσω μέρος του, το λάστιχο γύρισε στον αέρα και τα δυο αγόρια έπεσαν προς τα εμπρός. Κατέβηκαν κακήν κακώς απ’ το ποδήλατο και κοίταξαν τον άνδρα θυμωμένα. «Τι στον διάολο κάνεις;» γάβγισε το μεγαλύτερο από τα δύο. Ο άνδρας δεν απάντησε, απλώς το κοίταξε καλά καλά. Ο Μάρκους είδε το παράξενο κούρεμά του, το σήμα του Στρατού της Σωτηρίας στο μπλουζάκι του και τις πληγές στα χέρια του. Είχε τόση ησυχία, που ο μικρός πίστευε ότι μπορούσε ν’ ακούσει κάθε πουλάκι που τραγουδούσε στο Μπαργκ. Τα δυο μεγαλύτερα αγόρια παρατήρησαν κι αυτά τις ουλές του άνδρα. «Να το δανειστούμε θέλαμε μόνο». Η φωνή του

μεγαλύτερου αγοριού είχε αλλάξει χροιά: Είχε γίνει τραχιά και λεπτή. «Αλλά μπορείς να το πάρεις, αν θες» πρόσθεσε το άλλο στα γρήγορα. Ο άνδρας συνέχισε απλώς να τα κοιτάζει. Έκανε νόημα στον Μάρκους να πλησιάσει το ποδήλατο. Τα δυο αγόρια άρχισαν να υποχωρούν. «Πού μένετε;» «Στο Τόσεν. Είσαι… ο μπαμπάς του είσαι;» «Μπορεί και να ’μαι. Επόμενη στάση, Τόσεν. Εντάξει;» Τα αγόρια κατένευσαν ταυτόχρονα. Έκαναν μεταβολή λες κι ακολουθούσαν εντολές κι απομακρύνθηκαν με μεγάλα βήματα. Ο Μάρκους κοίταξε τον άνδρα που του χαμογελούσε. Άκουσε τ’ αγόρια να λένε από μακριά: «Ο μπαμπάς του είναι πρεζόνι, είδες τα χέρια του;». «Πώς σε λένε;» ρώτησε ο άνδρας.

«Μάρκους». «Καλό καλοκαίρι, Μάρκους» είπε ο άνδρας, δίνοντάς του πίσω το ποδήλατο και προχωρώντας προς την πόρτα του κήπου του κίτρινου σπιτιού. Ο Μάρκους κρατούσε την ανάσα του. Ήταν ένα σπίτι σαν όλα τ’ άλλα: τετράγωνο σαν κουτί, όχι ιδιαίτερα μεγάλο, περιτριγυρισμένο από κήπο. Μόνο που είχε ανάγκη από ένα χέρι βάψιμο κι ένα κούρεμα με το χλοοκοπτικό. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν Το Σπίτι. Ο άνθρωπος προχώρησε κατευθείαν προς τα σκαλιά που οδηγούσαν στο υπόγειο – όχι προς την εξώπορτα, όπως τόσοι και τόσοι μικροπωλητές ή μάρτυρες του Ιεχωβά που είχε δει κατά καιρούς ο Μάρκους. Ήξερε άραγε για το κλειδί που ήταν κρυμμένο πάνω από τη δοκό της εξώπορτας του υπογείου και το οποίο ο Μάρκους τοποθετούσε πάντα πίσω στη θέση του, προσεκτικά; Η απάντηση ήρθε όταν η πόρτα του υπογείου άνοιξε κι ύστερα ξανάκλεισε. Ο Μάρκους έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Κανείς δεν είχε μπει στο σπίτι απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί. Η αλήθεια είναι ότι είχε αναμνήσεις μόνο από τα πέντε και μετά, δηλαδή εφτά χρόνια πριν, αλλά του φαινόταν σωστό που το σπίτι έστεκε

άδειο. Ποιος εξάλλου να θέλει να μείνει στο σπίτι ενός αυτόχειρα; Υπήρχε ένας μόνο άνθρωπος που ερχόταν στο σπίτι τουλάχιστον δυο φορές τον χρόνο. Ο Μάρκους τον είχε δει μια φορά και πίστευε πως ήταν ο άνθρωπος που γύριζε τη θέρμανση στο χαμηλό πριν από τον χειμώνα και την έκλεινε πάλι την άνοιξη. Αυτός πρέπει να πλήρωνε και τους λογαριασμούς. Η μαμά είχε πει ότι δίχως ηλεκτρικό και θέρμανση το σπίτι θα ήταν τόσο σαραβαλιασμένο, που θα ’ταν ακατοίκητο. Ούτε εκείνη ήξερε ποιος ήταν εκείνος ο άνδρας. Μα δεν έμοιαζε καθόλου μ’ αυτόν που βρισκόταν τώρα μες στο σπίτι· ο Μάρκους ήταν σίγουρος γι’ αυτό.

Το πρόσωπο του άνδρα διαφαινόταν στο παράθυρο της κουζίνας. Το σπίτι δεν είχε κουρτίνες κι ο Μάρκους θα έπρεπε να προσέξει να μην τον δει όταν θα κοίταζε από τα απέναντι παράθυρα. Ο άνδρας δεν έμοιαζε να θέλει να ανάψει τη θέρμανση. Τότε τι δουλειά είχε εκεί μέσα; Πώς γίνεται να… και τότε ο Μάρκους θυμήθηκε το τηλεσκόπιο.

Έφερε το ποδήλατο μέχρι τον κήπο του κόκκινου σπιτιού κι έτρεξε στο υπνοδωμάτιό του, στον πάνω όροφο. Το τηλεσκόπιό του –ένα απλό ζευγάρι κιάλια πάνω σ’ ένα τρίποδο– ήταν το μόνο πράγμα που είχε αφήσει ο μπαμπάς φεύγοντας. Έτσι έλεγε η μαμά τουλάχιστον. Ο Μάρκους γύρισε τα κιάλια προς το κίτρινο σπίτι κι εστίασε τους φακούς. Ο άνδρας είχε εξαφανιστεί. Ο μικρός κούνησε το κυκλικό οπτικό του πεδίο πάνω στους τοίχους από παράθυρο σε παράθυρο. Να τος! Στο παράθυρο του παιδικού υπνοδωματίου. Εκεί που ζούσε ο ναρκομανής. Ο Μάρκους είχε εξερευνήσει το σπίτι κι ήξερε κάθε του γωνίτσα. Συμπεριλαμβανομένης και της κρυψώνας κάτω απ’ τη σανίδα στο υπνοδωμάτιο των γονιών. Ποτέ δεν θα ’θελε να ζήσει εκεί μέσα, ακόμα κι αν κανείς δεν είχε αυτοκτονήσει. Πριν το σπίτι εγκαταλειφθεί για τα καλά, ζούσε εκεί μέσα ο γιος του νεκρού. Ο γιος ήταν ναρκομανής και στο σπίτι επικρατούσε ο κακός χαμός, δεν καθάριζε ποτέ του. Ούτε επισκεύαζε ποτέ τίποτα και το νερό έμπαινε από τη στέγη κάθε φορά που έβρεχε. Ο γιος εξαφανίστηκε λίγο μετά τη γέννηση του Μάρκους. Μπήκε φυλακή, είχε πει η μαμά. Επειδή σκότωσε κάποιον. Κι ο Μάρκους είχε αναρωτηθεί μήπως το σπίτι στοίχειωνε όσους ζούσαν μέσα του, ώστε είτε σκότωναν τον εαυτό τους είτε τους άλλους. Ο Μάρκους ανατρίχιασε,

παρόλο που αυτό του άρεσε πάνω απ’ όλα στο κίτρινο σπίτι: ότι ήταν λίγο τρομακτικό, ότι έφτιαχνε ένα σωρό ιστορίες για το τι μπορεί να συνέβαινε εκεί μέσα. Μόνο που σήμερα δεν χρειαζόταν να φτιάξει τίποτα· σήμερα συνέβαινε κάτι από μόνο του. Ο άνδρας είχε ανοίξει το παράθυρο του υπνοδωματίου, πράγμα διόλου περίεργο, μιας και το σπίτι χρειαζόταν ν’ αεριστεί. Του Μάρκους τού άρεσε αυτό το δωμάτιο περισσότερο απ’ όλα, παρά τα βρόμικα σεντόνια του και τις πευκοβελόνες στο πάτωμα. Ο άνδρας στεκόταν με την πλάτη στο παράθυρο, κοιτάζοντας τις φωτογραφίες που τόσο άρεσαν στο μικρό αγόρι. Την οικογενειακή φωτογραφία όπου οι τρεις τους χαμογελούσαν χαρούμενοι· το αγόρι με στολή παλαιστή, να κρατάει ένα τρόπαιο μαζί με τον πατέρα του, ντυμένο με φόρμες. Τη φωτογραφία του πατέρα με τη στολή του αστυνομικού. Ο άνδρας άνοιξε την ντουλάπα κι έβγαλε από μέσα ένα γκρι φούτερ κι έναν κόκκινο σάκο που έγραφε επάνω Όμιλος Πάλης του Όσλο. Έχωσε ένα δυο πράγματα μες στον σάκο, αλλά ο Μάρκους δεν μπόρεσε να δει τι. Ύστερα βγήκε από το δωμάτιο κι εξαφανίστηκε. Εμφανίστηκε ξανά στο γραφείο, ένα μικρό δωματιάκι μ’ ένα τραπέζι κάτω από το παράθυρο.

Εκεί βρήκαν τον νεκρό, είχε πει η μαμά του. Ο άνδρας έψαχνε κάτι δίπλα στο παράθυρο· ο Μάρκους ήξερε τι ήταν. Δεν θα το έβρισκε ποτέ αν δεν ήξερε πού να ψάξει. Ο άνδρας επέστρεψε στο τραπέζι και φάνηκε ν’ ανοίγει το συρτάρι του. Είχε βάλει όμως τον σάκο πάνω στην επιφάνεια κι ο Μάρκους δεν μπορούσε να δει τι ακριβώς έκανε. Ο άνδρας είτε βρήκε αυτό που ήθελε είτε τα παράτησε· εν πάση περιπτώσει, πήρε τον σάκο κι έφυγε. Ξαναπέρασε από το υπνοδωμάτιο και κατέβηκε στο ισόγειο κι ο Μάρκους τον έχασε από τα μάτια του. Δέκα λεπτά αργότερα άνοιξε η πόρτα του υπογείου και ο άνδρας ανέβηκε τα σκαλοπάτια προς τον κήπο. Είχε φορέσει το φούτερ, είχε τραβήξει την κουκούλα χαμηλά πάνω απ’ το πρόσωπό του και κουβαλούσε το αθλητικό σακίδιο στον ώμο. Βγήκε από την πόρτα του κήπου κι άρχισε να κατεβαίνει τον δρόμο, από εκεί που είχε έρθει. Ο Μάρκους πετάχτηκε όρθιος και βγήκε στον δρόμο τρέχοντας. Είδε την πλάτη του άνδρα, πήδηξε τον φράχτη του κίτρινου σπιτιού, διέσχισε τρέχοντας τον κήπο και κατέβηκε τα σκαλιά του υπογείου. Λαχανιασμένος και τρέμοντας άπλωσε το χέρι του πάνω από την οριζόντια δοκό

της πόρτας. Ψηλάφισε. Το κλειδί ήταν στη θέση του! Ο μικρός ξεφύσηξε ανακουφισμένος και μπήκε στο σπίτι. Στην πραγματικότητα δεν φοβόταν, αυτό το σπίτι ήταν δικό του. Ο ξένος ήταν ο εισβολέας. Εκτός κι αν… Ανέβηκε τρέχοντας στο γραφείο. Πήγε γραμμή για την κατάμεστη βιβλιοθήκη. Στο δεύτερο ράφι, μεταξύ του Άρχοντα των μυγών και του Καίνε τα γαϊδουράγκαθα, έχωσε τα δάχτυλά του. Το κλειδί του συρταριού του γραφείου ήταν εκεί. Να το είχε βρει άραγε; Να το χρησιμοποίησε; Βάζοντας το κλειδί στην κλειδαριά κοίταξε την επιφάνεια του γραφείου. Πάνω στο ξύλο υπήρχε ένας σκούρος λεκές. Μπορεί φυσικά να ήταν κάποιο σημάδι που δημιουργήθηκε ύστερα από τόσα χρόνια χρήση, μα στο μυαλό του Μάρκους δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία πως ήταν το αποτύπωμα του αιμόφυρτου κεφαλιού που είχε ακουμπήσει εκεί, με το αίμα να ’χει βάψει κόκκινο τον τοίχο, έτσι όπως είχε δει να συμβαίνει στις ταινίες. Ο Μάρκους γούρλωσε τα μάτια του ανοίγοντας το συρτάρι. Του κόπηκε η ανάσα. Πάει! Τότε ήταν εκείνος! Ο γιος. Είχε επιστρέψει. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να ξέρει πού βρισκόταν το κλειδί του συρταριού. Και τα χέρια του ήταν γεμάτα σημάδια από τρυπήματα…

Ο Μάρκους μπήκε στο παιδικό υπνοδωμάτιο. Το δωμάτιό του. Κοίταξε τριγύρω και κατάλαβε αμέσως τι έλειπε. Η φωτογραφία του πατέρα με τη στολή του αστυνομικού. Το φορητό ντίσκμαν. Κι ένα από τα τέσσερα CD. Ο Μάρκους κοίταξε τα εναπομείναντα τρία. Έλειπε το CD των Depeche Mode, το Violator. Ο Μάρκους το είχε ακούσει, αλλά δεν του είχε πολυαρέσει. Κάθισε στο πάτωμα για να μην μπορεί να τον δει κανείς από τον δρόμο. Άκουσε την καλοκαιρινή ησυχία που βασίλευε απέξω. Ο γιος είχε επιστρέψει. Ο Μάρκους είχε πλάσει στο κεφάλι του ολόκληρη ζωή για το αγόρι στις φωτογραφίες. Είχε ξεχάσει όμως ότι οι άνθρωποι γερνούν. Και να που τώρα επέστρεψε. Για να πάρει αυτό που βρισκόταν στο συρτάρι του γραφείου. Κάτι έσπασε τη σιωπή· ένας απόμακρος βρυχηθμός ενός κινητήρα.

«Είστε σίγουρος ότι οι αριθμοί δεν πηγαίνουν ανάποδα;» ρώτησε η Κάρι κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τα ταπεινά

ξύλινα σπιτάκια κι ελπίζοντας να βρει κάποιον αριθμό να την καθοδηγήσει. «Ίσως πρέπει να ρωτήσουμε αυτόν εκεί». Η κοπέλα έγνεψε προς τη μεριά του πεζοδρομίου, όπου ένας άνδρας με κουκούλα, σκυμμένο κεφάλι κι αθλητική τσάντα στον ώμο κατέβαινε τον δρόμο προς το μέρος τους. «Το σπίτι είναι αμέσως μετά την κορυφή του λόφου» είπε ο Σίμουν και πάτησε το γκάζι. «Έχετέ μου εμπιστοσύνη». «Ξέρατε, λοιπόν, τον πατέρα του». «Ναι. Εσείς βρήκατε τίποτα σε σχέση με τον γιο;» «Όσοι δέχτηκαν να μου μιλήσουν στη φυλακή είπαν ότι ήταν ήσυχος κι ότι δεν μιλούσε πολύ, αλλά ήταν γενικά αρεστός. Δεν είχε πραγματικούς φίλους και περνούσε πολλές ώρες μόνος του. Δεν κατάφερα να εντοπίσω τίποτα συγγενείς. Αυτή εδώ ήταν η τελευταία του διεύθυνση πριν μπει μέσα». «Έχετε κλειδιά για το σπίτι;» «Ναι, ήταν μαζί με τα υπάρχοντά του, αποθηκευμένα στη φυλακή. Δεν χρειάστηκα καινούργιο ένταλμα ερεύνης – έχει ήδη εκδοθεί ένα λόγω της απόδρασής του».

«Άρα κάποιος απ’ την υπηρεσία έχει έρθει ήδη εδώ πάνω;» «Μόνο και μόνο για να ελέγξει αν ο Σόνι επέστρεψε σπίτι. Αν και κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να είναι τόσο βλάκας». «Δίχως συγγενείς, δίχως φίλους κι άφραγκος. Δεν έχει και πολλές επιλογές, έχει; Θ’ ανακαλύψετε σύντομα ότι οι φυλακισμένοι είναι, γενικά, εκπληκτικά ηλίθιοι». «Μπορεί, αλλά η απόδραση μόνο δουλειά ηλιθίου δεν ήταν». «Ίσως όχι» παραδέχτηκε ο Σίμουν. «Όχι» επέμεινε κοφτά η Κάρι. «Ο Σόνι Λόφτχους ήταν άριστος μαθητής. Κι από τους καλύτερους παλαιστές της χώρας για την ηλικία του. Όχι επειδή είχε την περισσότερη δύναμη, αλλά επειδή είχε εξαιρετική τακτική». «Βλέπω έχετε μελετήσει καλά». «Όχι» είπε πάλι εκείνη. «Απλώς τον γκούγκλαρα, διάβασα τα pdf παλιών εφημερίδων, πήρα ένα δυο τηλέφωνα. Δεν χρειά​ζεται κανείς να είναι αστροφυσικός για κάτι τέτοιο».

«Να το σπίτι» είπε ο Σίμουν. Πάρκαρε το αμάξι, βγήκαν έξω κι η Κάρι άνοιξε την πόρτα του κήπου. «Πόσο εγκαταλειμμένο φαίνεται» είπε ο επιθεωρητής. Ύστερα έβγαλε το υπηρεσιακό του περίστροφο κι ήλεγξε ότι ήταν απασφαλισμένο πριν η Κάρι ξεκλειδώσει την εξώπορτα. Πρώτος μπήκε μέσα ο Σίμουν, με το περίστροφο προτεταμένο. Σταμάτησε στο χολ κι αφουγκράστηκε. Άναψε ένα φως. Μια λάμπα φωτίστηκε αμέσως. «Ουπς» ψιθύρισε εκείνος. «Περίεργο που ένα εγκαταλειμμένο σπίτι έχει ακόμη ηλεκτρικό. Φαίνεται πως κάποιος ήρθε πρόσφατα και…» «Όχι» τον διέκοψε η Κάρι. «Το ήλεγξα. Από τότε που ο Λόφτχους μπήκε φυλακή, οι λογαριασμοί πληρώνονται από έναν τραπεζικό λογαριασμό στα Νησιά Κέιμαν. Αδύνατο να εντοπιστεί ο ιδιοκτήτης. Τα ποσά δεν είναι μεγάλα, αλλά…» «…παραμένει μυστήριο» είπε ο Σίμουν. «Μια χαρά. Ως ντετέκτιβ διψάμε για κάτι τέτοια, ε;»

Προχώρησε στον διάδρομο και μπήκε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο. Ανακάλυψε ότι δεν ήταν στην πρίζα, παρόλο που μέσα υπήρχε ένα και μοναδικό μπουκάλι γάλα. Έκανε νόημα στην Κάρι, που τον κοίταξε πρώτα απορημένη πριν μπει στο νόημα. Άνοιξε το μπουκάλι και μύρισε. Καμιά μυρωδιά. Ύστερα το κούνησε με μανία κι άκουσαν να χτυπιούνται από μέσα κομμάτια που κάποτε ήταν γάλα. Η Κάρι άφησε το μπουκάλι κι ακολούθησε τον Σίμουν στο καθιστικό. Κι ύστερα στις σκάλες για τον επάνω όροφο. Ήλεγξαν όλα τα δωμάτια και κατέληξαν στο παιδικό. Ο Σίμουν μύρισε τον αέρα. «Η οικογένειά του» είπε η Κάρι, δείχνοντας μια από τις φωτογραφίες στον τοίχο. «Ναι» είπε ο Σίμουν. «Η μητέρα του μοιάζει με τραγουδίστρια ή ηθοποιό, έτσι δεν είναι;» Ο Σίμουν δεν απάντησε. Κοιτούσε την άλλη φωτογραφία, εκείνη που έλειπε. Για την ακρίβεια, κοιτούσε το ορθογώνιο κομμάτι της ταπετσαρίας όπου το χρώμα ήταν πιο σκούρο απ’ το υπόλοιπο, εκεί που κάποτε κρεμόταν μια κορνίζα. Ξαναμύρισε τον αέρα.

«Κατάφερα να βρω έναν από τους παλιούς δασκάλους του Σόνι» είπε η Κάρι. «Μου είπε ότι ο μικρός ήθελε να γίνει αστυνομικός, σαν τον πατέρα του, αλλά τα έχασε εντελώς όταν εκείνος πέθανε. Στο σχολείο μπήκε σε μπελάδες, απομακρυνόταν από τους ανθρώπους, άρχισε να απομονώνεται και ν’ αυτοκαταστρέφεται. Κι η μητέρα του μια από τα ίδια, κατέρρευσε εντελώς μετά την αυτοκτονία και…» «Ελένε» είπε ο Σίμουν. «Συγγνώμη;» «Το όνομά της ήταν Ελένε. Υπερβολική δόση υπνωτικών». Ο Σίμουν κοίταξε προσεκτικά τριγύρω στο δωμάτιο. Το βλέμμα του σταμάτησε στο σκονισμένο κομοδίνο, ενώ η φωνή της Κάρι συνέχιζε ξοπίσω του. «Στα δεκαοκτώ του ο Σόνι ομολόγησε δύο φόνους και μπήκε φυλακή». Πάνω στη σκόνη υπήρχε μια γραμμή. «Μέχρι τότε οι έρευνες της αστυνομίας έδειχναν προς εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις». Ο Σίμουν έκανε δυο γρήγορα βήματα προς τη μεριά του

παραθύρου. Ο απογευματινός ήλιος έπεφτε στο ποδήλατο που βρισκόταν παρατημένο στον δρόμο μπροστά από το κόκκινο σπίτι. Κοίταξε τον δρόμο, προς τη μεριά απ’ όπου είχαν έρθει. Δεν υπήρχε κανείς. «Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως δείχνουν» είπε. «Τι εννοείτε;» Ο Σίμουν έκλεισε τα μάτια του. Είχε το κουράγιο να τα ξαναπεί; Για μια ακόμα φορά; Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Όλοι στην αστυνομία νόμιζαν ότι ο Αμπ Λόφτχους ήταν καρφί. Όταν εκείνος πέθανε, η δράση του καρφιού σταμάτησε: Έπαψαν οι ανεπιτυχείς επιδρομές, σταμάτησαν να εξαφανίζονται ως διά μαγείας διάφορα στοιχεία, ύποπτοι ή αυτόπτες μάρτυρες. Κι όλοι το εξέλαβαν αυτό ως απόδειξη». «Αλλά;» Ο Σίμουν ανασήκωσε τους ώμους του. «Μόνο που ο Αμπ ήταν ένας περήφανος αστυνομικός. Δεν τον ένοιαζε να πλουτίσει, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η οικογένειά του. Βέβαια καρφί υπήρχε, αναμφίβολα». «Κι άρα;»

«Άρα ακόμη να μάθουμε ποιος ήταν πραγματικά». Ο Σίμουν ξαναμύρισε τριγύρω του. Μύριζε ιδρώτα. Κάποιος είχε μπει εδώ μέσα πρόσφατα. «Και ποιος θα μπορούσε να είναι;» «Κάποιος φιλόδοξος, γεμάτος νεανικό ενθουσιασμό». Ο Σίμουν κοίταξε την Κάρι. Κι ύστερα πάνω από τον ώμο της. Την πόρτα της ντουλάπας. Ιδρώτας. Φόβος. «Δεν είναι κανείς εδώ» είπε ο Σίμουν φωναχτά. «Όλα καλά. Ας πάμε πάλι κάτω». Ο Σίμουν σταμάτησε στη μέση της σκάλας κι έκανε νόημα στην Κάρι να συνεχίσει να κατεβαίνει. Ο ίδιος σταμάτησε και περίμενε. Αφουγκράστηκε προσεκτικά, κρατώντας σφιχτά το γεμάτο του περίστροφο. Ησυχία. Ύστερα ακολούθησε την Κάρι. Επέστρεψε στην κουζίνα, βρήκε ένα στιλό κι έγραψε κάτι πάνω σ’ ένα κίτρινο αυτοκόλλητο χαρτάκι.

Η Κάρι ξερόβηξε. «Τι ακριβώς εννοούσε ο Φρανκ όταν είπε ότι σας έδιωξαν από το ΣΔΟΕ;» «Θα προτιμούσα να μη μιλήσουμε γι’ αυτό» είπε ο Σίμουν, πήρε το σημείωμα και το κόλλησε στην πόρτα του ψυγείου. «Είχε να κάνει με τον τζόγο;» Ο Σίμουν τής έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. Κι ύστερα έφυγε. Η Κάρι διάβασε το σημείωμα.

Ήξερα τον πατέρα σου. Ήταν καλός άνθρωπος και νομίζω ότι το ίδιο θα έλεγε και για μένα. Επικοινώνησε μαζί μου και σου υπόσχομαι ότι θα σε φέρω πίσω με ασφαλή και αξιοπρεπή τρόπο. Σίμουν Κέφας, τηλ. 550106573, [email protected]

Έτρεξε ξοπίσω του να τον προλάβει.

Ο Μάρκους Ένγκσετ άκουσε τη μηχανή του αυτοκινήτου να παίρνει μπρος και ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Καθόταν ανακούρκουδα κάτω από τα κρεμασμένα ρούχα, στο βάθος της ντουλάπας. Δεν είχε ξαναφοβηθεί τόσο πολύ στη ζωή του. Η μπλούζα του μύριζε ιδρώτα· ήταν τόσο υγρή, που κολλούσε πάνω του. Κι όμως, πόσο απολαυστικό ήταν όλο αυτό την ίδια στιγμή! Όπως οι ελεύθερες βουτιές που έκανε από τον δεκάμετρο βατήρα στις πισίνες του πάρκου Φρόγκνερ, όταν το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί ήταν να πεθάνει. Κι αυτό δεν ήταν και τόσο άσχημο, εδώ που τα λέμε.

15

«Π

ώς δύναμαι να σας εξυπηρετήσω σήμερα, κύριε;»

είπε ο Τουρ Γιούνασον. Έτσι συνήθιζε να χαιρετά τους πελάτες του.

Ο Τουρ ήταν είκοσι χρονών, ο μέσος όρος ηλικίας των πελατών του είκοσι πέντε· και τα προϊόντα του καταστήματος λιγότερο από πέντε ετών – εξού και το διασκεδαστικό του αρχαΐζοντος χαιρετισμού. Μόνο που μ’ αυτόν εδώ τον πελάτη το χιούμορ πήγαινε στράφι… Αν και, ποιος ξέρει; Με κατεβασμένη την κουκούλα τόσο χαμηλά, το πρόσωπό του

χανόταν στη σκιά. Από τη χώρα της σκιάς ακούστηκαν τα εξής λόγια: «Θα ήθελα ένα κινητό τηλέφωνο χωρίς αναγνώριση χρήστη». Μα φυσικά, ένα βαποράκι. Μόνο αυτά ζητούσαν τέτοια τηλέφωνα. «Με το iPhone μπορείτε να μπλοκάρετε τα στοιχεία του χρήστη» είπε ο Τουρ και πήρε στα χέρια του ένα λευκό τηλέφωνο απ’ το ράφι του μικρού καταστήματος. «Ο αριθμός σας δεν θα φαίνεται στη συσκευή αυτού που καλείτε. Έχει και πολύ καλό συμβόλαιο». Ο εν δυνάμει πελάτης μετέφερε το βάρος του στο άλλο πόδι. Τράβηξε τον ιμάντα της κόκκινης τσάντας του πιο πάνω στον ώμο. Ο Τουρ αποφάσισε να μην πάρει τα μάτια από πάνω του μέχρι ο τύπος να απομακρυνθεί για τα καλά απ’ το κατάστημα. «Όχι, δεν θέλω τηλέφωνο με συμβόλαιο» είπε ο τύπος. «Θέλω ένα τηλέφωνο που δεν μπορεί να εντοπιστεί. Ούτε από την ίδια την εταιρεία».

Ή την αστυνομία, σκέφτηκε ο Τουρ. «Ένα ανώνυμο τηλέφωνο με προπληρωμένη κάρτα, αυτό δεν θέλετε; Σαν αυτά που χρησιμοποιούν στο The Wire» είπε. «Συγγνώμη;» «Στο The Wire, την τηλεοπτική σειρά. Που ούτε το Ναρκωτικών δεν μπορεί να εντοπίσει τον ιδιοκτήτη». Ο Τουρ συνειδητοποίησε ότι ο πελάτης του δεν είχε ιδέα απ’ όλα αυτά. Θεέ μου, ένα βαποράκι που λέει «συγγνώμη» και δεν έχει δει το The Wire! «Aυτά υπάρχουν στην Αμερική, δεν έχουμε τέτοια στη Νορβηγία. Ακόμα και κινητό με προπληρωμένη SIM ν’ αγοράσετε, πρέπει να δείξετε ταυτότητα. Υποχρεωτικό από το 2005 κι έπειτα. Πρέπει το κινητό να είναι στο όνομα κάποιου». «Κάποιου;» «Ναι, πρέπει να είναι στο όνομά σας. Ή στο όνομα των γονιών σας, αν το αγοράζετε για εκείνους». «Εντάξει» είπε ο άνδρας. «Δώστε μου το φτηνότερο κινητό που έχετε, με προπληρωμένη SIM».

«Φυσικά» είπε ο υπάλληλος, παραλείποντας το κύριε, αφήνοντας το iPhone στο ράφι και κατεβάζοντας ένα άλλο μικρότερο τηλέφωνο. «Aυτό εδώ δεν είναι το φτηνότερο που έχουμε, αλλά έχει τουλάχιστον πρόσβαση στο διαδίκτυο. Μαζί με τη SIM κάνει 1.200 κορόνες». «Πρόσβαση στο διαδίκτυο;» Ο Τουρ ξανακοίταξε τον άνδρα. Δεν πρέπει να ήταν και πολύ μεγαλύτερός του, έμοιαζε όμως πραγματικά απορημένος. Με δυο δάχτυλα ο Τουρ έσπρωξε τα μακριά μαλλιά του πίσω απ’ τ’ αυτιά. Ήταν μια χειρονομία που είχε ξεσηκώσει από την πρώτη σεζόν του Sons of Anarchy. «H κάρτα SIM σάς επιτρέπει να σερφάρετε από το κινητό σας». «Δεν μπορώ να το κάνω από κάποιο ίντερνετ καφέ;» Ο Τουρ Γιούνασον έσκασε στα γέλια. Ίσως ο πελάτης του να είχε χιούμορ τελικά. «Το αφεντικό μου λέει ότι αυτό το κατάστημα ήταν παλιά ίντερνετ καφέ. Ίσως το τελευταίο σ’ ολόκληρο το Όσλο…» Ο άνδρας έμοιαζε ν’ αμφιταλαντεύεται. Ύστερα κατένευσε.

«Θα το πάρω». Άφησε ένα μάτσο χαρτονομίσματα πάνω στον πάγκο. Ο Τουρ τα πήρε στα χέρια του. Τα λεφτά ήταν γαριασμένα και σκονισμένα, λες κι ήταν φυλαγμένα κάπου για πολύ καιρό. «Όπως σας είπα και πριν, χρειάζομαι μια ταυτότητα». Ο άνδρας έβγαλε από την τσέπη του μια ταυτότητα και την έδωσε στον υπάλληλο. Ο Τουρ την κοίταξε και συνειδητοποίη​σε ότι είχε κάνει λάθος. Απίστευτο λάθος. Δεν υπήρχε περίπτωση ο άνδρας αυτός να είναι βαποράκι. Το αντίθετο μάλιστα. Πληκτρολόγησε το όνομα στον υπολογιστή του: Χέλγκε Σέρενσεν. Βρήκε τη διεύθυνση. Επέστρεψε την ταυτότητα και τα ρέστα στον σωφρονιστικό υπάλληλο. «Μπαταρίες γι’ αυτό έχετε;» ρώτησε ο άνδρας και του έδειξε μια ασημένια συσκευή. «Τι είναι αυτό;» είπε ο Τουρ. «Ένα ντίσκμαν» απάντησε ο άνδρας. «Ακουστικά, βλέπω, έχετε». Ο Τουρ κοίταξε σαν χαμένος τη σειρά με τ’ ακουστικά

πάνω από τα iPhone. «Μπαταρίες όμως έχω;» Ο Τουρ άνοιξε το πίσω μέρος του μουσειακού κομματιού κι έβγαλε τις παλιές κλασικές μπαταρίες. Βρήκε δύο επαναφορτιζόμενες Sanyo AA, τις έβαλε στο ντίσκμαν και πάτησε το play. Ένας απότομος βόμβος ξεπήδησε από τ’ ακουστικά. «Αυτές είναι επαναφορτιζόμενες» είπε. «Δηλαδή δεν θα πεθάνουν σαν τις παλιές;» «Πώς! Μόνο που μπορούν ν’ αναστηθούν ξανά». Ο Τουρ είδε ένα χαμόγελο μέσα απ’ τις σκιές. Ο άνδρας έσπρωξε την κουκούλα προς τα πίσω και φόρεσε τ’ ακουστικά του. «Depeche Mode» είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και πλήρωσε για τις μπαταρίες. Ύστερα έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα. Ο Τουρ Γιούνασον έμεινε άναυδος με το πόσο συμπαθές ήταν το πρόσωπο κάτω από την κουκούλα. Πλησίασε έναν νέο πελάτη, τον ρώτησε πώς δύνατο να τον εξυπηρετήσει

σήμερα και του πήρε μέχρι το μεσημεριανό του διάλειμμα να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον είχε εκπλήξει τόσο πολύ στο πρόσωπο του άνδρα. Δεν ήταν το πόσο συμπαθές ήταν. Ήταν το γεγονός ότι δεν έμοιαζε καθόλου με τη φωτογραφία της ταυτότητάς του.

Τι είναι αυτό που καθιστά ένα πρόσωπο τόσο συμπαθητικό; αναρωτήθηκε η Μάρτα κοιτάζοντας τον νεαρό από την άλλη μεριά της ρεσεψιόν. Μήπως τα λόγια που είχε μόλις ξεστομίσει; Οι περισσότεροι έρχονταν στη ρεσεψιόν για να ζητήσουν ένα σάντουιτς, έναν καφέ ή για να μιλήσουν για τα προβλήματά τους – πραγματικά ή φανταστικά. Ή κουβαλώντας απλώς ένα κουτί χρησιμοποιημένες σύριγγες να τις ανταλλάξουν με αποστειρωμένες. Μα ο καινούργιος αυτός ένοικος είχε έρθει να της πει ότι σκέφτηκε την ερώτηση που του είχε κάνει κατά την εισαγωγική συνέντευξη –είχε τίποτα σχέδια για το μέλλον;– και, ναι, αποφάσισε πως είχε. Ήθελε να βρει δουλειά. Και γι’ αυτό χρειαζόταν πολύ καλύτερα ρούχα: ένα κουστούμι. Κι είχε δει μερικά κουστούμια στην αποθήκη. Θα μπορούσε μήπως να

δανειστεί… «Φυσικά» είπε η Μάρτα, δείχνοντάς του τον δρόμο. Χρόνια είχε το βήμα της να ’ναι τόσο ελαφρύ. Κι αν ήταν μόνο μια ιδιοτροπία, ένα σχέδιο που ο νεαρός θα εγκατέλειπε στην πρώτη δυσκολία, τι μ’ αυτό; Ήταν κάτι, μια ελπίδα, ένα προσωρινό διάλειμμα στον αέναο δρόμο προς την άβυσσο. Η Μάρτα κάθισε σε μια καρέκλα στην είσοδο της στενής αποθηκούλας και τον κοίταζε που φορούσε το παντελόνι μπροστά από έναν μεγάλο καθρέφτη, γερμένο στον τοίχο. Ήταν το τρίτο κουστούμι που δοκίμαζε. Ένα μάτσο δημοτικοί σύμβουλοι είχαν κάποτε επισκεφτεί το κέντρο, σε μια προσπάθεια να πεισθούν ότι οι συνθήκες διαβίωσης στα άσυλα του Όσλο ήταν καλές. Ένας από αυτούς είχε αναρωτηθεί γιατί υπήρχαν τόσο πολλά κουστούμια στην αποθήκη, υπονοώντας φυσικά ότι τέτοιου είδους ενδυμασία δεν ταίριαζε στην «πελατεία» του κέντρου. Μισοαστεία μισοσοβαρά, οι δημοτικοί σύμβουλοι έπιασαν κουβέντα για το ζήτημα μέχρι που η Μάρτα τούς εξήγησε: «Διότι οι ένοικοί μας πρέπει να παρευρίσκονται σε πολύ περισσότερες κηδείες απ’ ό,τι εσείς». Ο νεαρός άνδρας ήταν λεπτός αλλά όχι τόσο εύθραυστος

όσο είχε νομίσει η Μάρτα αρχικά. Είδε τους μυς του να συσπώνται καθώς σήκωσε τα μπράτσα του να φορέσει ένα πουκάμισο. Δεν είχε τατουάζ, αλλά το χλωμό του δέρμα ήταν κατάστικτο με ουλές από σύριγγες: στο πίσω μέρος των γονάτων, στους έσω μηρούς, στις γάμπες, στο πλάι του λαιμού. Φόρεσε το σακάκι και κοιτάχτηκε για μια στιγμή στον καθρέφτη πριν γυρίσει προς το μέρος της. Ήταν ένα ριγέ κουστούμι που ο προηγούμενος ιδιοκτήτης δεν πρόλαβε να φορέσει πριν αλλάξει η μόδα και –απ’ την καλή του την καρδιά και λόγω καλού γούστου– το χάρισε στο κέντρο μαζί με την υπόλοιπη περσινή του γκαρνταρόμπα. Του έπεφτε ελάχιστα μεγάλο. «Τέλειο» είπε εκείνη και χτύπησε παλαμάκια. Ο νεαρός χαμογέλασε. Κι όταν το χαμόγελο απλώθηκε στα μάτια του, ήταν λες κι άναψε μέσα τους μια σόμπα· το είδος του χαμόγελου που μαλακώνει σκουριασμένους μυς κι επώδυνα συναισθήματα. Ένα χαμόγελο-βάλσαμο για κάποιαν που είχε κουραστεί πια να δείχνει συμπόνια. Ένα χαμόγελο που η Μάρτα δεν μπορούσε να επιτρέψει – συνειδητοποιούσε μόλις– στον εαυτό της. Απέστρεψε το

βλέμμα της απ’ το δικό του και τον κοίταξε από πάνω έως κάτω. «Κρίμα που δεν έχω και καλά παπούτσια να φορέσεις». «Μια χαρά είναι κι αυτά». Χτύπησε τη σόλα του μπλε παπουτσιού του στο πάτωμα. Εκείνη χαμογέλασε, μα δεν τον ξανακοίταξε. «Σου χρειάζεται κι ένα κούρεμα. Για πάμε». Τον ακολούθησε στον επάνω όροφο και πίσω από τη ρεσεψιόν τον κάθισε σε μια καρέκλα, τον σκέπασε με δυο πετσέτες και βρήκε ένα ψαλίδι. Έβρεξε τα μαλλιά του με νερό από τη βρύση και τα χτένισε με μια χτένα. Κι ενώ τα υπόλοιπα κορίτσια στη ρεσεψιόν άρχισαν τις συμβουλές και τα σχόλια, τούφες μαλλιών άρχισαν να πέφτουν στο πάτωμα. Κάνα δυο ένοικοι κοντοστάθηκαν να παραπονεθούν ότι εκείνους δεν τους κούρευαν ποτέ, και γιατί, παρακαλώ, τέτοια περιποίηση στον νεοφερμένο; Η Μάρτα τούς έκανε νόημα να φύγουν και συγκεντρώθηκε στη δουλειά της. «Πού θα ψάξεις για δουλειά;» ρώτησε και κοίταξε τις

λεπτές λευκές τρίχες στον αυχένα του. Έπρεπε να χρησιμοποιήσει μηχανή ξυρίσματος γι’ αυτές· ή ξυραφάκι. «Έχω κάτι γνωστούς, μα δεν ξέρω πού ζουν, κι έτσι σκέφτηκα να τους βρω στον τηλεφωνικό κατάλογο». «Στον τηλεφωνικό κατάλογο;» ρουθούνισε ένα από τα κορίτσια. «Και γιατί δεν τους ψάχνεις στο ίντερνετ;» «Μπορώ να τους βρω από εκεί;» ρώτησε ο νεαρός. «Καλά, μιλάμε, την παλεύεις;» γέλασε η νεαρή. Ίσως και λίγο επιτηδευμένα. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες, παρατήρησε η Μάρτα. «Αγόρασα ένα κινητό με πρόσβαση στο διαδίκτυο» είπε εκείνος «αλλά δεν ξέρω πώς…». «Θα σου δείξω εγώ!» Το κορίτσι τον πλησίασε με το χέρι τεντωμένο. Εκείνος έβγαλε το κινητό και της το έδωσε. Το κορίτσι πάτησε τα πλήκτρα με σιγουριά. «Τους γκουγκλάρεις, απλώς. Πώς τους λένε;» «Πώς τους λένε;»

«Ναι. Το όνομά τους. Εμένα με λένε Μαρία, ας πούμε». Η Μάρτα γύρισε και της έριξε μια ήπια προειδοποιητική ματιά. Το κορίτσι ήταν νεαρό και μόλις είχε αρχίσει να δουλεύει στο κέντρο. Ήταν απόφοιτος Κοινωνικών Επιστημών, αλλά διέθετε λίγη πρακτική εμπειρία για το πού βρίσκεται η αόρατη γραμμή μεταξύ του «βοηθώ» και του «πιάνω φιλίες» με τους ενοίκους. «Ίβερσεν» είπε εκείνος. «Αυτό θα βγάλει πάρα πολλά αποτελέσματα. Δεν ξέρεις το μικρό τους όνομα;» «Δείξε μου απλώς πώς να ψάξω και θα το βρω μόνος μου» απάντησε ο νεαρός. «ΟΚ». Η Μαρία πάτησε ένα δυο κουμπιά και του ξαναέδωσε το τηλέφωνο. «Γράψε το όνομά τους εδώ πέρα». «Ευχαριστώ πολύ». Η Μάρτα είχε τελειώσει, έμεναν μόνο οι λεπτές τρίχες στον αυχένα του. Θυμήθηκε ότι το πρωί, όταν καθάριζε, είχε βρει ένα ξυράφι μπηγμένο στην κάσα του παραθύρου ενός δωματίου. Το είχαν χρησιμοποιήσει μάλλον για να κόψουν

κόκα. Το είχε αφήσει στον πάγκο της κουζίνας για να το πετάξει μαζί με την επόμενη φουρνιά χρησιμοποιημένες σύριγγες. Άναψε ένα σπίρτο και κράτησε τη λάμα πάνω από τη φλόγα για λίγα δευτερόλεπτα. Το ξέπλυνε κατόπιν με λίγο νερό και το κράτησε γερά στα δάχτυλά της. «Πρέπει να μείνεις εντελώς ακίνητος, εντάξει;» «Μμμ» είπε ο νεαρός, που ήταν απασχολημένος με το να πατάει διάφορα κουμπιά στο κινητό του. Η Μάρτα ανατρίχιασε παρατηρώντας τη λεπτή ατσάλινη λάμα να κυλάει πάνω στο απαλό δέρμα του αυχένα του. Είδε τις τρίχες να κόβονται και να πέφτουν. Μια σκέψη τής γεννήθηκε σχεδόν αυτόματα: Πόσο λίγο χρειαζόταν, πόσο λίγο απείχε η ζωή απ’ τον θάνατο. Η ευτυχία από την τραγωδία. Το νόημα από την απουσία του. Τελείωσε το ξύρισμα και κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Είδε το όνομα που είχε πληκτρολογήσει στο κινητό, το σηματάκι που έδειχνε ότι η συσκευή έψαχνε. «Είσαι έτοιμος» του είπε. Ο άνδρας έγειρε πίσω το κεφάλι και την κοίταξε.

«Ευχαριστώ». Η Μάρτα πήρε τις πετσέτες και πήγε γρήγορα στο δωμάτιο των πλυντηρίων για να μη σκορπίσει παντού τρίχες.

Ο Τζόνι Πούμα ήταν ξαπλωμένος στα σκοτεινά, με το πρόσωπο γυρισμένο προς τον τοίχο, όταν άκουσε τον συγκάτοικό του να μπαίνει στο δωμάτιο, να κλείνει αθόρυβα πίσω του την πόρτα και να περπατάει στις μύτες των ποδιών του. Ο Τζόνι όμως ήταν σ’ ετοιμότητα. Αν προσπαθούσε να του κλέψει τίποτα, θα έτρωγε μια μπουνιά όλη δικιά του. Ο εχθρός όμως δεν προσπάθησε καν να τον πλησιάσει. Αντ’ αυτού, ακούστηκε ν’ ανοίγει την πόρτα της ντουλάπας. Ο Τζόνι γύρισε από την άλλη μεριά. Ήταν η ντουλάπα του εχθρού. Εντάξει, δικέ μου, ο τύπος έψαξε ήδη την ντουλάπα μου ενώ κοιμόμουν και κατάλαβε ότι δεν έχω μέσα τίποτα, σκέφτηκε. Μια αχτίδα φωτός μπήκε απ’ τις κουρτίνες κι έπεσε πάνω στο αγόρι. Ο Πούμα μόρφασε. Είχε δει επιτέλους τι είχε

βγάλει το αγόρι από τον κόκκινο αθλητικό του σάκο. Το αγόρι έχωσε το αντικείμενο μέσα στο άδειο κουτί παπουτσιών στο πάνω πάνω ράφι. Έκλεισε την ντουλάπα κι έκανε μεταβολή, ενώ ο Τζόνι σφάλισε γρήγορα γρήγορα τα μάτια του. Μαλάκα μου, σκέφτηκε ο Πούμα, συνεχίζοντας να κρατάει τα μάτια του κλειστά. Ήξερε όμως ότι δεν θα τον έπαιρνε πια ο ύπνος.

Ο Μάρκους χασμουρήθηκε. Ξαναπίεσε τη μούρη του πάνω στα κιάλια και παρατήρησε το φεγγάρι που κρεμόταν πάνω απ’ το κίτρινο σπίτι. Ύστερα γύρισε τους φακούς προς το ίδιο το σπίτι. Ήταν σιωπηλό. Τίποτα άλλο δεν είχε συμβεί. Θα γύριζε άραγε ο γιος; Ο Μάρκους πολύ το ευχόταν. Ίσως και να μάθαινε επιτέλους γιατί στο καλό πήρε εκείνο το παλιόπραγμα, το αντικείμενο που ήταν φυλαγμένο στο συρτάρι, γυαλισμένο, μεταλλικό και λαδωμένο· ίσως να ήταν αυτό που ο πατέρας χρησιμοποίησε για να… Ο Μάρκους

ξαναχασμουρήθηκε. Επεισοδιακή μέρα.

Απόψε θα κοιμόταν σαν πουλάκι.

16

Η

Ανιέτε Ίβερσεν ήταν σαράντα εννέα ετών, κρίνοντας

όμως κανείς από το λείο δέρμα της, τα φλογερά της μάτια και τη λεπτή σιλουέτα, δεν φαινόταν παραπάνω από τριάντα πέντε. Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι την έκαναν μεγαλύτερη, λόγω των γκρίζων της μαλλιών, του συντηρητικού, κλασικού, διαχρονικού της ντυσίματος και της εκλεπτυσμένης μα σχετικά παλιομοδίτικης γλώσσας που χρησιμοποιούσε. Και της ζωής, φυσικά, που ζούσε η οικογένεια Ίβερσεν στον λόφο του Χολμενκόλεν. Οι Ίβερσεν έμοιαζαν ν’ ανήκουν σ’ εποχές παλιότερες: η Ανιέτε, η νοικοκυρά που μαζί με δύο υπηρέτριες φρόντιζε το σπίτι, τον κήπο και τον εαυτό της· ο σύζυγός της

Ίβερ και ο γιος τους Ίβερ Τζούνιορ, μικρός αλλά θαυματουργός. Ακόμα και σε σύγκριση με τις τεράστιες βίλες της περιοχής, το σπίτι των Ίβερσεν ήταν εντυπωσιακό. Ωστόσο οι οικιακές εργασίες παρέμεναν διαχειρίσιμες από το «προσωπικό» –όπως προτιμούσε να αποκαλεί τις υπηρέτριες ο Ίβερ Τζούνιορ από τη στιγμή που αποφοίτησε απ’ το σχολείο κι απέκτησε νέα, σοσιαλδημοκρατική συνείδηση–, κι έτσι καμιά δουλειά δεν ξεκινούσε πριν από τις δώδεκα το μεσημέρι. Πράγμα που σήμαινε ότι σήμερα το πρωί η Ανιέτε Ίβερσεν σηκώθηκε πρώτη απ’ όλους, πήγε μια μικρή βόλτα στο δάσος παραδίπλα να μαζέψει μαργαρίτες κι ύστερα γύρισε σπίτι, έφτιαξε πρωινό για τα δύο της αγόρια και κάθισε μετά, με το τσάι της στο χέρι, να τους χαζεύει να καταβροχθίζουν το υγιεινό και θρεπτικό γεύμα που είχε ετοιμάσει ως ξεκίνημα μιας ακόμα μακριάς και απαιτητικής ημέρας στο γραφείο. Κι όταν οι δυο τους τελείωσαν κι ο Ίβερ Τζούνιορ την ευχαρίστησε με μια χειραψία –οικογενειακή παράδοση των Ίβερσεν για γενεές ολόκληρες–, εκείνη καθάρισε το τραπέζι, σκούπισε τα χέρια της στη λευκή ποδιά που θα πήγαινε κατευθείαν στο καλάθι των απλύτων και τους ακολούθησε στην εξώπορτα. Κατέβηκε μαζί τους τα σκαλιά, τους φίλησε στο μάγουλο, τους είδε να μπαίνουν στην παλιά

καλοδιατηρημένη Μερσεντές τους στο διπλό γκαράζ και ν’ απομακρύνονται μες στη λιακάδα. Ο Ίβερ Τζούνιορ περνούσε τις καλοκαιρινές του διακοπές στο οικογενειακό μεσιτικό γραφείο, ελπίζοντας να μάθει τι σήμαινε σκληρή δουλειά, ότι «ο τζαμπατζής πέθανε» κι ότι το να διαχειρίζεσαι την οικογενειακή περιουσία ενέχει μεν προνόμια αλλά κι υποχρεώσεις. Τα χαλίκια στο προαύλιο έτριξαν κάτω από τα λάστιχα του αυτοκινήτου καθώς η Ανιέτε αποχαιρέτισε τους άνδρες της με μια κίνηση του χεριού. Κι αν κάποιος έλεγε πως η όλη σκηνή τού θύμιζε διαφήμιση του ’50, εκείνη θα γελούσε, ύστερα θα συμφωνούσε κι έπειτα θα έπαυε να το σκέφτεται. Γιατί η Ανιέτε Ίβερσεν ζούσε ακριβώς τη ζωή που ήθελε: Περνούσε τις μέρες της φροντίζοντας τους δύο άνδρες που αγαπούσε, ώστε να μπορούν εκείνοι να διαχειριστούν το οικογενειακό κεφάλαιο για το καλό το δικό τους αλλά και της κοινωνίας. Αυτός δεν ήταν ο σκοπός; Από το ραδιόφωνο της κουζίνας ίσα που έφτανε στ’ αυτιά της η φωνή του εκφωνητή ειδήσεων. Πολλαπλασιασμός των θανάτων από υπερβολική δόση στο Όσλο· ένα ολοένα αυξανόμενο κύμα πορνείας· η απόδραση ενός κρατουμένου που κυκλοφορούσε ακόμη ελεύθερος, δυο μέρες τώρα. Πόση

δυστυχία υπήρχε εκεί κάτω, στον κόσμο… Πόσα πράγματα δεν λειτουργούσαν, σε πόσα έλειπαν η ισορροπία κι η αρμονία, για τις οποίες πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε… Κι ενώ στεκόταν στα σκαλιά αναλογιζόμενη την τέλεια αρμονία της δικής της ζωής –την οικογένεια, το σπίτι της, τούτην εδώ τη μέρα–, συνειδητοποίησε ότι η πλαϊνή πόρτα του δίμετρου καλοκουρεμένου φράχτη, που χρησιμοποιούνταν μόνο από το προσωπικό, ήταν ανοιχτή. Σήκωσε ένα χέρι να σκιάσει τα μάτια της από τον ήλιο. Το αγόρι που περπατούσε προς το μέρος της πάνω στο στενό μονοπάτι έμοιαζε συνομήλικο με τον Ίβερ Τζούνιορ κι η πρώτη της σκέψη ήταν ότι μάλλον επρόκειτο για κάποιον φίλο του. Ίσιωσε με τα χέρια την ποδιά της. Όσο η μορφή πλησίαζε όμως, η Ανιέτε συνειδητοποιούσε ότι ο νεαρός ήταν μάλλον μεγαλύτερος από τον γιο της κι ότι φορούσε ρούχα που ο γιος της και οι φίλοι του δεν θα φορούσαν ποτέ: ένα παλιομοδίτικο καφετί ριγέ κουστούμι κι ένα ζευγάρι μπλε αθλητικά παπούτσια. Από τον ώμο του κρεμόταν μια κόκκινη αθλητική τσάντα. Για μια στιγμή η Ανιέτε αναρωτήθηκε αν ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά, πριν θυμηθεί ότι εκείνοι κυκλοφορούν πάντοτε δυο δυο. Ούτε με πλασιέ έμοιαζε. Ο νεαρός βρισκόταν πια στη βάση της σκάλας.

«Μπορώ να σε βοηθήσω;» ρώτησε εκείνη ευγενικά, έχοντας αποφασίσει στα γρήγορα να του μιλήσει στον ενικό. «Εδώ κατοικεί η οικογένεια Ίβερσεν;» «Μάλιστα. Μα, αν θες να μιλήσεις στον Ίβερ Τζούνιορ ή στον σύζυγό μου, μόλις έφυγαν». Έδειξε προς την απέναντι μεριά του κήπου, στον δρόμο. Το αγόρι κατένευσε, έβαλε το αριστερό του χέρι στην τσάντα του και κάτι έβγαλε. Το έστρεψε προς το μέρος της κι έκανε ένα μικρό βήμα προς τ’ αριστερά. Η Ανιέτε δεν είχε ξαναζήσει παρόμοια εμπειρία. Ποτέ της όμως δεν είχε πρόβλημα οράσεως, κανείς στην οικογένεια δεν είχε. Κι έτσι δεν αμφέβαλε στιγμή για το τι είδε: Της κόπηκε η ανάσα κι έκανε αυτομάτως ένα βήμα πίσω, προς την ανοιχτή εξώπορτα. Ήταν ένα περίστροφο. Η Ανιέτε συνέχισε να υποχωρεί κοιτάζοντας σταθερά το αγόρι, το βλέμμα του όμως ήταν κρυμμένο πίσω απ’ το όπλο. Ακούστηκε ένας κρότος κι ήταν λες και κάποιος της έριξε γροθιά κατευθείαν στο στήθος. Η γυναίκα συνέχισε να

κινείται προς τα πίσω, παραπατώντας πια· μουδιασμένη, πέρασε το κατώφλι της πόρτας και, δίχως να ελέγχει τις κινήσεις των ποδιών της, διέσχισε όρθια όλο τον διάδρομο. Στην προσπάθειά της να πιαστεί από κάπου, άνοιξε τα χέρια κι ένιωσε να χτυπάει σ’ έναν πίνακα πάνω στον τοίχο. Στο πάτωμα βρέθηκε μόνο αφού έπεσε πρώτα με φόρα στην πόρτα της κουζίνας, χτυπώντας κατόπιν το κεφάλι της στον πάγκο και συμπαρασύροντας στην πτώση ένα γυάλινο βάζο. Κι όταν πια βρέθηκε σωριασμένη στο πάτωμα, με το κεφάλι ν’ ακουμπά το τελευταίο συρτάρι και τον αυχένα της κυρτό, να βλέπει το ίδιο της το σώμα, το πρώτο πράγμα που κατάλαβε ήταν τα λουλούδια: τις μαργαρίτες ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά. Κι ένα κατακόκκινο λουλούδι που όλο κι άπλωνε πάνω στη λευκή ποδιά της. Ύστερα κοίταξε προς την εξώπορτα κ είδε τη σιλουέτα του αγοριού έξω απ’ το σπίτι να στρέφεται προς τους σφενδάμους αριστερά απ’ το μονοπάτι, να σκύβει και να εξαφανίζεται. Και προσευχήθηκε στον Θεό να έχει φύγει. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε, λες και το σώμα της δεν υπάκουε τον εγκέφαλο. Έκλεισε τα μάτια της κι ένιωσε τον πόνο, έναν πόνο που ποτέ ξανά δεν είχε νιώσει. Πλημμύριζε όλο της το σώμα λες και την έκοβε στα δύο, αλλά την ίδια στιγμή ήταν σαν μούδιασμα, σαν κάτι μακρινό.

Οι ειδήσεις τελείωσαν. Ξανάρχισε η κλασική μουσική: Σούμπερτ, Abends unter der Linde. Απαλά βήματα αντήχησαν από κάπου. Αθλητικά παπούτσια πάνω στο γρανιτένιο πάτωμα. Άνοιξε τα μάτια της. Το αγόρι την πλησίαζε, μα το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο αντικείμενο που κρατούσε στα δάχτυλά του, τον κάλυκα μιας σφαίρας. Η Ανιέτε Ίβερσεν είχε ξαναδεί κάλυκες: Η οικογένειά της πήγαινε για κυνήγι το φθινόπωρο στο εξοχικό τους στη Χαρντανγκερβίντα. Το αγόρι έχωσε τον κάλυκα μες στην κόκκινη τσάντα του, έβγαλε ένα ζευγάρι κίτρινα πλαστικά γάντια κι ένα μαντίλι. Λύγισε τα γόνατα, φόρεσε τα γάντια και σκούπισε κάτι από το πάτωμα. Αίμα· το δικό της αίμα. Ύστερα σκούπισε τις σόλες των παπουτσιών του. Η Ανιέτε συνειδητοποίησε ότι καθάριζε τ’ αποτυπώματά του και τα παπούτσια του. Όπως θα έκανε ένας επαγγελματίας δολοφόνος. Κάποιος που δεν ήθελε ν’ αφήσει πίσω του αποδεικτικά στοιχεία. Ή μάρτυρες. Αυτό θα έπρεπε να την τρομοκρατεί, μα εκείνη παρέμενε ψύχραιμη, αναίσθητη, παρατηρώντας μόνο, καταγράφοντας και βγάζοντας συμπεράσματα.

Εκείνος τη δρασκέλισε και ξαναπήγε στο χολ, μπήκε στο μπάνιο και στα υπνοδωμάτια, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Η Ανιέτε κατάφερε να στρέψει κάπως το κεφάλι της κι είδε το αγόρι να έχει ανοίξει την τσάντα της, που ήταν αφημένη πάνω στο κρεβάτι – μιας κι είχε σκοπό να κατέβει εκείνη τη μέρα στην πόλη, ν’ αγοράσει ένα πουκάμισο από το Φέρνερ Γιάκομπσεν. Το αγόρι άνοιξε το πορτοφόλι, έβγαλε τα χρήματα και πέταξε τα υπόλοιπα. Πήγε στη σιφονιέρα, άνοιξε το πρώτο συρτάρι κι ύστερα το δεύτερο, όπου βρισκόταν το κουτί με τα κοσμήματα. Τα υπέροχα κι ανεκτίμητα σκουλαρίκια που είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά της. Ανεκτίμητα, τρόπος του λέγειν· ο κοσμηματοπώλης του άνδρα της τα είχε εκτιμήσει στις 280.000 κορόνες. Άκουσε τα κοσμήματα να πέφτουν μες στον σάκο. Ο νεαρός εξαφανίστηκε στο μεγάλο μπάνιο. Ξαναβγήκε κρατώντας τις τρεις τους οδοντόβουρτσες. Ήταν είτε πάμφτωχος είτε εντελώς τρελός. Την πλησίασε κι έσκυψε από πάνω της. Ακούμπησε την παλάμη του στον ώμο της. «Πονάς;» Εκείνη κατάφερε να κουνήσει το κεφάλι της. Δεν θα του έκανε τη χάρη.

Εκείνος μετακίνησε το χέρι του κι η Ανιέτε ένιωσε το γάντι στον γυμνό της αυχένα. Αντίχειρας και δείκτης πίεσαν την αρτηρία της. Να τη στραγγαλίσει ήθελε; Όχι, δεν πίεζε με δύναμη. «Σύντομα η καρδιά σου θα σταματήσει να χτυπάει» της είπε. Κατόπιν σηκώθηκε όρθιος και πήγε προς την εξώπορτα. Σκούπισε το πόμολο με το μαντίλι. Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Η Ανιέτε άκουσε ύστερα από λίγο την πόρτα του κήπου να κλείνει. Κι ύστερα ένιωσε να την κυριεύει ένα φοβερό κρύο. Άρχισε από τα πόδια και τα χέρια της, απλώθηκε στο κεφάλι, στην κορυφή του κρανίου, κι άρχισε να την κατατρώει από παντού, με στόχο την καρδιά της. Κι ύστερα έπεσε σκοτάδι.

Η Σάρα κοίταξε τον άνδρα που είχε μόλις επιβιβαστεί στο μετρό, στον σταθμό του Χολμενκόλεν. Μπήκε στο διπλανό βαγόνι, από εκεί που η Σάρα είχε μόλις φύγει, μη θέλοντας να βρίσκεται μόνη με τους τρεις νεαρούς που φορούσαν ανάποδα τα καπέλα τους κι είχαν επιβιβαστεί στον

προηγούμενο σταθμό, της Βοκσένλια. Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών δεν υπήρχαν και πολλοί επιβάτες στο μετρό μετά την πρωινή ώρα αιχμής. Οι τρεις τους είχαν αρχίσει τώρα να πειράζουν τον καινούργιο επιβάτη. Η Σάρα άκουσε τον μικρότερο απ’ τους τρεις –που ήταν προφανώς κι ο αρχηγός– να τον αποκαλεί «χαμένο» και να κοροϊδεύει τα παπούτσια του. Τον διέταξε ν’ αλλάξει βαγόνι κι όταν δεν εισακούστηκε έφτυσε στο πάτωμα μπροστά του. Ηλίθιοι γκάνγκστα-wannabes. Ένας από αυτούς, ένα όμορφο, ξανθό και ίσως παραμελημένο πλουσιόπαιδο, έβγαλε σουγιά. Θεέ μου, τι πάνε να κάνουν! Τίναξε το χέρι του μπροστά απ’ τον άνδρα. Η Σάρα παραλίγο να ουρλιάξει. Δυνατά γέλια ξέσπασαν στο διπλανό βαγόνι. Το ξανθό αγόρι είχε χώσει τον σουγιά στο κάθισμα ανάμεσα στα γόνατα του άνδρα. Ο αρχηγός κάτι είπε κι ύστερα έδωσε στον άνδρα πέντε δευτερόλεπτα να βγει από το βαγόνι. Ο άνδρας σηκώθηκε όρθιος. Για μια στιγμή φάνηκε να σκέφτεται ν’ αντεπιτεθεί. Μα ύστερα αγκάλιασε την κόκκινη αθλητική του τσάντα και μετακόμισε στο δικό της βαγόνι. «Κοτούλααα!» φώναξαν εκείνοι ξοπίσω του, σε άπταιστη μίμηση του νορβηγικού MTV. Κι ύστερα ξεράθηκαν ξανά στα γέλια.

Στο τρένο υπήρχαν μόνο η Σάρα, ο άνδρας και τα τρία αγόρια. Περνώντας απ’ την πόρτα που συνέδεε τα δύο βαγόνια, ο άνδρας κοντοστάθηκε να βρει την ισορροπία του και τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Παρόλο που στα μάτια του δεν φαινόταν ο φόβος, η Σάρα ήξερε ότι ο άνδρας φοβόταν· μ’ αυτό τον φόβο των πολιτισμένων, των εκφυλισμένων, αυτών που είναι πάντα έτοιμοι να υποχωρήσουν σ’ όποιον δείχνει τα δόντια του και απειλεί με βία. Ξαφνικά η Σάρα τον σιχάθηκε, σιχάθηκε την αδυναμία του και την καλοπροαίρετη ευγένεια με την οποία του άρεσε, σίγουρα, να περιστοιχίζεται. Κατά κάποιον τρόπο ήθελε οι τρεις νεαροί να τον είχαν δείρει, να του είχαν μάθει να μισεί και λίγο. Ήλπιζε αυτή η αηδία που ένιωθε ν’ αντανακλάται στο πρόσωπό της. Να τον κάνει να αισθανθεί εκτεθειμένος, σαν το σκουλήκι στο τσιγκέλι. Μα αυτός γύρισε και της χαμογέλασε, προφέροντας ένα ντροπαλό «καλημέρα». Κάθισε δυο σειρές παραδίπλα και κοίταξε έξω από το παράθυρο σαν να ονειροπολούσε, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Θεέ μου, τι σόι άνθρωποι έχουμε καταντήσει; σκέφτηκε η Σάρα. Ένα μάτσο βιόλες που δεν έχουν καν την ευπρέπεια να ντραπούν για την κατάντια τους. Κι ένιωσε την επιθυμία να

φτύσει στο πάτωμα κι η ίδια.

17

«Κ

αι μετά σου λένε ότι η Νορβηγία δεν έχει

αριστοκρατία» είπε ο Κέφας τραβώντας προς τα πάνω την πορτοκαλί και λευκή αστυνομική κορδέλα για να περάσει από κάτω της η Κάρι Άντελ. Ένας ασθμαίνων ένστολος αστυνομικός με ιδρωμένο κούτελο τους σταμάτησε μπροστά από το διπλό γκαράζ. Του έδειξαν το ένταλμά τους. Εκείνος ήλεγξε τις ταυτότητές τους και ζήτησε από τον Κέφας να βγάλει τα γυαλιά ηλίου του. «Ποιος τη βρήκε;» ρώτησε ο Σίμουν, μισοσφαλίζοντας τα

μάτια στην έντονη λιακάδα. «Οι καθαρίστριες» είπε ο αστυνομικός. «Έφτασαν στις δώδεκα το μεσημέρι και πήραν αμέσως το εκατό». «Τίποτα αυτόπτες μάρτυρες;» «Κανείς δεν είδε τίποτα» είπε ο αστυνομικός. «Μιλήσαμε όμως με μια γειτόνισσα που λέει ότι άκουσε έναν δυνατό κρότο. Στην αρχή τον πέρασε για σκασμένο λάστιχο. Δεν ξέρουν από όπλα εδώ γύρω». «Σ’ ευχαριστώ» είπε ο Σίμουν, ξαναφόρεσε τα γυαλιά του κι ανέβηκε τα σκαλιά με την Κάρι ξοπίσω του. Ένας τεχνικός της Σήμανσης με λευκή στολή ξεσκόνιζε γι’ αποτυπώματα την εξώπορτα με μια παλιομοδίτικη μικρή μαύρη βούρτσα. Η δια​δ ρομή μέχρι την κουζίνα ήταν κατάστικτη με σημαιούλες, τοποθετημένες από τη Σήμανση. Μια αχτίδα φωτός έμπαινε από το παράθυρο, απλωνόταν στο γρανιτένιο πάτωμα της κουζίνας και γυάλιζε πάνω στο χυμένο νερό και τα σπασμένα γυαλιά γύρω από τις μαργαρίτες. Ένας κουστουμαρισμένος άνδρας καθόταν με λυγισμένα τα γόνατα δίπλα στο πτώμα και συζητούσε με τον ιατροδικαστή, έναν γνωστό του Κέφας. «Με συγχωρείτε» είπε ο Σίμουν και το Κουστούμι γύρισε

να τον κοιτάξει. Τα μαλλιά του, πασπαλισμένα με διάφορα προϊόντα, και οι προσεκτικά κουρεμένες φαβορίτες του έκαναν τον Σίμουν ν’ αναρωτηθεί αν ήταν Ιταλός. «Ποιος είστε;» «Το ίδιο ακριβώς θα σας ρωτούσα κι εγώ» απάντησε ο άνδρας, παραμένοντας στη θέση του. Ο Σίμουν τον υπολόγιζε γύρω στα τριάντα. «Επιθεωρητής Κέφας, Τμήμα Ανθρωποκτονιών». «Χάρηκα πολύ. Όσμουν Μπιόρνστα, αξιωματικός της Κρίπος. Δεν φαίνεται να σας ενημέρωσαν ότι θ’ αναλάβουμε εμείς αυτή την υπόθεση». «Ποιος να μ’ ενημερώσει;» «Το αφεντικό σας, ας πούμε». «Ο αρχηγός του τμήματος;» Το Κουστούμι κούνησε το κεφάλι του κι έδειξε προς το ταβάνι. Ο Σίμουν παρατήρησε τα νύχια του: μανικιούρ ο τύπος. «Ο ίδιος ο διευθυντής της αστυνομίας;»

Ο Μπιόρνστα κατένευσε. «Επικοινώνησε με την Κρίπος και μας είπε να σπεύσουμε στη σκηνή του εγκλήματος». «Γιατί;» «Υποθέτω ότι θεώρησε ότι θα ζητούσατε τη βοήθειά μας έτσι κι αλλιώς». «Κι εσείς τότε θα μπουκάρατε μέσα όπως και τώρα;» Ο Όσμουν Μπιόρνστα χαμογέλασε χλιαρά. «Ακούστε, δεν ήταν δική μου η απόφαση. Όταν όμως ζητούν τη συνδρομή της Κρίπος, να ξέρετε πως είναι κανόνας μας ν’ αναλαμβάνουμε εξολοκλήρου την ερευνητική διαδικασία, τόσο σε θέματα τεχνικά όσο και σε θέματα στρατηγικής». Ο Σίμουν κατένευσε. Το ήξερε αυτό, και μάλιστα πολύ καλά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της αστυνομίας του Όσλο και η Εθνική Εγκληματολογική Υπηρεσία –η Κρίπος– έμπαιναν ο ένας στη μύτη του άλλου. Κι ήξερε επίσης ότι αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να πει κι ευχαριστώ αποπάνω, γιατί τώρα θα ’χε μία λιγότερη υπόθεση να τον απασχολεί. Θα μπορούσε να επιστρέψει στο γραφείο και να εστιάσει στην υπόθεση Βολάν.

«Ε, μιας κι ήρθαμε όμως, ας ρίξουμε μια ματιά τριγύρω» είπε ο Σίμουν. «Γιατί;» Ο Μπιόρνστα δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του. «Είμαι σίγουρος ότι έχετε τα πάντα υπό έλεγχο, Μπιόρνστα, αλλά έχω μαζί μου μια φρέσκια ερευνήτρια που θα επωφελούνταν πολύ αν παρατηρούσε μια πραγματική σκηνή εγκλήματος. Τι λέτε;» Ο αξιωματικός της Κρίπος κοίταξε την Κάρι κι ύστερα ανασήκωσε απλώς τους ώμους του. «Τέλεια» είπε ο Σίμουν κι έσκυψε κι αυτός προς το πτώμα. Το παρατηρούσε ουσιαστικά για πρώτη φορά. Το είχε αγνοή​σει επίτηδες μέχρι τώρα, ώστε να μπορεί να συγκεντρωθεί πλήρως στην παρατήρησή του: Πρώτες εντυπώσεις σχηματίζει κανείς μία και μοναδική φορά. Ο σχεδόν συμμετρικός κύκλος αίματος στη μέση της λευκής ποδιάς τού θύμισε την ιαπωνική σημαία. Μόνο που ο ήλιος είχε δύσει, αντί ν’ ανατείλει, για τη γυναίκα με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, το νεκρό βλέμμα που ποτέ του δεν θα συνήθιζε – πώς να μην αναστατωθεί κανείς βλέποντας ένα ανθρώπινο σώμα μ’ ένα βλέμμα τόσο απάνθρωπο, τόσο

άδειο, λες κι ο άνθρωπος είχε καταντήσει αντικείμενο; Του είχαν πει πως το όνομα του θύματος ήταν Ανιέτε Ίβερσεν. Κι ήξερε ότι την είχαν πυροβολήσει στο στήθος μία και μοναδική φορά. Κοίταξε τα χέρια της: Τα νύχια της ήταν ακέραια και το δέρμα της δεν είχε σημάδια κόπωσης. Το βερνίκι των νυχιών στον παράμεσο του αριστερού χεριού είχε ξεφλουδίσει, αλλά αυτό μπορεί και να συνέβη κατά την πτώση της. «Υπάρχουν σημάδια διάρρηξης;» ρώτησε ο Σίμουν κι έκανε νόημα στον ιατροδικαστή να αναποδογυρίσει το πτώμα. Ο Μπιόρνστα κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Η πόρτα ήταν μάλλον ξεκλείδωτη· ο άνδρας κι ο γιος της μόλις είχαν φύγει για τη δουλειά. Ούτε βρήκαμε αποτυπώματα στο πόμολο». «Ούτε ένα;» Ο Σίμουν κοίταξε πάνω κάτω τον πάγκο της κουζίνας. «Όχι. Ήταν πολύ καθαρή γυναίκα, απ’ ό,τι βλέπετε». Ο Σίμουν περιεργάστηκε την οπή από την έξοδο της σφαίρας στην πλάτη του πτώματος. «Διαμπερές το τραύμα. Η

σφαίρα μοιάζει να πέρασε μόνο από μαλακό ιστό». Ο ιατροδικαστής έσφιξε τα χείλη του κι ύστερα εξέτεινε το κάτω χείλος, ανασηκώνοντας ταυτόχρονα τους ώμους: Ο Σίμουν κατάλαβε ότι η υπόθεσή του δεν ήταν παράλογη. «Κι η σφαίρα;» ρώτησε ο Σίμουν, σηκώνοντας το βλέμμα στα ντουλάπια και στον τοίχο. Απρόθυμα, ο Όσμουν Μπιόρνστα έδειξε λίγο πιο ψηλά. «Ευχαριστώ» είπε ο Σίμουν. «Κι ο κάλυκας;» «Δεν τον έχουμε βρει ακόμη» είπε ο αξιωματικός κι έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο με χρυσό κάλυμμα. «Μάλιστα. Και ποια είναι η προκαταρκτική θεωρία της Κρίπος για το τι συνέβη εδώ μέσα;» «Η θεωρία;» ρώτησε χαμογελώντας ο Μπιόρνστα τη στιγμή που ακουμπούσε το κινητό στο αυτί του. «Είναι πασιφανές, φαντάζομαι. Ο ληστής μπήκε, πυροβόλησε εδώ το θύμα, πήρε ό,τι πολύτιμο βρήκε και τράπηκε σε φυγή. Μια σχεδιασμένη ληστεία και μια απρόβλεπτη δολοφονία. Ίσως εκείνη προσπάθησε ν’ αντισταθεί, ίσως άρχισε να ουρλιάζει».

«Και νομίζετε πως…» Ο Μπιόρνστα σήκωσε το χέρι για να υποδηλώσει ότι η κλήση του είχε απαντηθεί. «Έλα, εγώ είμαι. Μπορείς να μου βρεις μια λίστα με υπόπτους για ληστείες; Για δες αν βρίσκεται κανείς τους στο Όσλο. Δώσε προτεραιότητα σ’ αυτούς που ξέρουμε ότι έχουν χρησιμοποιήσει και όπλα. Ευχαριστώ». Ξανάβαλε το κινητό στην τσέπη του σακακιού του. «Άκου, παππού, έχουμε και δουλειές, οπότε πρέπει να…» «Μια χαρά» είπε ο Σίμουν χαμογελώντας όσο πιο πλατιά γινόταν. «Αλλά, αν υποσχεθούμε να μην μπλεχτούμε στα πόδια σας, θα μπορούσαμε ίσως να ρίξουμε καμιά ματιά τριγύρω, τι λέτε;» Ο αξιωματικός της Κρίπος κοίταξε τον γηραιότερο συνάδελφό του με καχυποψία. «Και δεν θα πατήσουμε μες υπόσχομαι».

στα σημαιάκια, το

Ο Μπιόρνστα συγκατένευσε ευγενικά.

«Βρήκε αυτό που έψαχνε» είπε η Κάρι όταν στάθηκαν μπροστά από το κρεβάτι, πάνω στην παχιά μοκέτα του υπνοδωματίου. Πάνω στο κάλυμμα υπήρχαν μια τσάντα, ένα ανοιχτό άδειο πορτοφόλι και μια άδεια μπιζουτιέρα με κόκκινη βελούδινη επένδυση. «Ίσως» είπε ο Σίμουν, αγνοώντας το σημαιάκι και σκύβοντας δίπλα στο κρεβάτι. «Κάπου εδώ πρέπει να στεκόταν όταν άδειασε την τσάντα και την μπιζουτιέρα, τι λέτε;» «Ναι, αφού βρίσκονται όλα πάνω στο κρεβάτι». Ο Σίμουν κοίταξε τη μοκέτα. Πήγε να ξανασηκωθεί, αλλά σταμάτησε απότομα. Ξανάσκυψε. «Τι βρήκατε;» «Αίματα» είπε ο Σίμουν. «Μάτωσε ο ληστής πάνω στο χαλί;» «Δεν νομίζω. Το σημάδι είναι ορθογώνιο, άρα μάλλον γι’

αποτύπωμα παπουτσιού πρόκειται. Για πείτε μου… Φανταστείτε ότι πάτε να κλέψετε ένα σπίτι σε μια τέτοια πλούσια γειτονιά. Πού είναι το χρηματοκιβώτιο;» Η Κάρι έδειξε την ντουλάπα. «Ακριβώς» είπε ο Σίμουν, σηκώθηκε κι άνοιξε την ντουλάπα. Το χρηματοκιβώτιο, σε μέγεθος φούρνου μικροκυμάτων, ήταν καταμεσής του τοίχου. Ο Σίμουν πίεσε προς τα κάτω το πόμολο. Τίποτα. Κλειδωμένο. «Εκτός κι αν ο ληστής κάθισε και το ξανακλείδωσε – πράγμα απίθανο, αν λάβουμε υπόψη μας την τσάντα και την μπιζουτιέρα που είναι πεταμένες στο κρεβάτι–, εγώ λέω ότι ο λη​στής δεν το άγγιξε καν αυτό το χρηματοκιβώτιο» είπε ο Σίμουν. «Για πάμε να δούμε τι έκαναν με το πτώμα». Επιστρέφοντας στην κουζίνα, ο Σίμουν μπήκε στο μπάνιο. Ξαναβγήκε συνοφρυωμένος. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Κάρι. «Το ξέρατε ότι στη Γαλλία μόνο ένας στους σαράντα έχει οδοντόβουρτσα;»

«Ξεπερασμένος απάντησε εκείνη.

μύθος,

ξεπερασμένες

στατιστικές»

«Κι εγώ ξεπερασμένος είμαι» είπε ο Σίμουν. «Εν πάση περιπτώσει, κανείς από τους Ίβερσεν δεν φαίνεται να διαθέτει οδοντόβουρτσα». Επέστρεψαν στην κουζίνα, όπου το πτώμα της Ανιέτε είχε προσωρινά εγκαταλειφθεί κι ο Σίμουν μπορούσε να το εξετάσει με την ησυχία του. Κοίταξε πρώτα τα χέρια της κι ύστερα τις γωνίες εισόδου κι εξόδου του βλήματος. Μετά σηκώθηκε όρθιος και ζήτησε από την Κάρι να πάει να σταθεί ακριβώς μπροστά στα πέλματα του θύματος, με πλάτη προς τον πάγκο της κουζίνας. Πήγε δίπλα της. «Ζητώ συγγνώμη εκ των προτέρων» είπε και πίεσε με το δάχτυλο ένα σημείο ανάμεσα στα μικρά της στήθη –το σημείο απ’ όπου είχε μπει η σφαίρα στον θώρακα της Ανιέτε Ίβερσεν– κι ένα άλλο ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, απ’ όπου η σφαίρα είχε βγει. Παρατήρησε τη γωνία πορείας της σφαίρας ανάμεσα στις δυο οπές κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στον τοίχο, στην τρύπα που είχε αφήσει η σφαίρα. Ύστερα έσκυψε και πήρε από κάτω μία μαργαρίτα, στηρίχτηκε με το ένα του γόνατο πάνω στον

πάγκο και τεντώθηκε προς τα πάνω. Έχωσε τη μαργαρίτα στην τρύπα στον τοίχο. «Ελάτε» είπε μετά, κατεβαίνοντας από τον πάγκο και περπατώντας στο χολ προς την εξώπορτα. Σταμάτησε σ’ έναν στραβοκρεμασμένο πίνακα, έσκυψε προς το μέρος του κι έδειξε κάτι κόκκινο στην άκρη της κορνίζας. «Αίμα;» ρώτησε η Κάρι. «Βερνίκι νυχιών» είπε ο Σίμουν κι ακούμπησε τη ράχη της αριστερής του παλάμης στην κορνίζα, γυρνώντας και κοιτώντας το πτώμα πάνω από τον ώμο του. Ύστερα συνέχισε προς την εξώπορτα. Σταμάτησε και κάθισε ανακούρκουδα στο πλατύσκαλο. Έσκυψε πάνω από ένα βουναλάκι χώμα στο οποίο υπήρχε καρφιτσωμένο ένα σημαιάκι. «Μακριά τα χέρια σου!» ακούστηκε μια φωνή ξοπίσω τους. Γύρισαν προς το μέρος της. «Α, εσύ είσαι, Σίμουν;» είπε ο άνδρας στα λευκά και χάιδεψε τα χείλια και την κόκκινη γενειάδα του.

«Γεια σου, Νιλς. Χρόνια και ζαμάνια. Όλα καλά στην Κρίπος;» Ο άνδρας ανασήκωσε τους ώμους του. «Ω, ναι, ναι. Αλλά μάλλον είμαι ένας ξεπερασμένος γέρος και με λυπούνται». «Είσαι;» «Δεν λες τίποτα» είπε ο τεχνικός της Σήμανσης. «Στις μέρες μας όλα είναι DNA, Σίμουν. DNA και υπολογιστικά μοντέλα, απ’ τα οποία τύποι σαν και του λόγου μας δεν σκαμπάζουν γρι. Πάνε οι δικές μας μέρες». «Δεν νομίζω ότι είμαστε δα και τόσο ξεπερασμένοι» είπε ο Σίμουν, γυρνώντας την προσοχή του στην κλειδαριά της εξώπορτας. «Χαιρετίσματα στη γυναίκα σου, Νιλς». Ο γενειοφόρος άνδρας παρέμεινε ακίνητος. «Ακόμη δεν έχω…» «Ε, στον σκύλο σου τότε». «Ο σκύλος μου πέθανε, Σίμουν». «Ε, τότε χέσε τις φιλοφρονήσεις, Νιλς» είπε ο Σίμουν και βγήκε έξω απ’ το σπίτι. «Κάρι, μετρήστε, σας παρακαλώ,

μέχρι το τρία κι ύστερα ουρλιάξτε όσο πιο δυνατά μπορείτε, εντάξει; Μετά βγείτε και περιμένετέ με στο πλατύσκαλο». Εκείνη κατένευσε κι ο Σίμουν έκλεισε την πόρτα. Η Κάρι κοίταξε τον Νιλς να κουνάει πέρα δώθε το κεφάλι του και κατόπιν ν’ απομακρύνεται. Κι ύστερα άνοιξε το στόμα της και φώναξε μ’ όλη της τη δύναμη. Φώναξε «fore!», την κραυγή που της είχαν μάθει να βγάζει τις σπάνιες φορές που φαλτσάριζε το μπαλάκι της αριστερόστροφα ή δεξιόστροφα στο γκολφ. Ύστερα άνοιξε την πόρτα. Ο Σίμουν τη σημάδευε με το δάχτυλο από τη βάση των σκαλοπατιών. «Για πηγαίνετε λίγο στην άκρη τώρα» της είπε εκείνος. Η Κάρι έκανε ό,τι της είπε και είδε τον Σίμουν να μετακινείται λίγο προς τ’ αριστερά και να σφαλίζει το ένα του μάτι. «Εδώ πρέπει να στεκόταν» είπε εκείνος, συνεχίζοντας να τη σημαδεύει με τον δείκτη του χεριού του. Εκείνη γύρισε και κοίταξε τη λευκή μαργαρίτα που κρεμόταν από την τρύπα

στον τοίχο της κουζίνας. Ο Σίμουν κοίταξε στα δεξιά του. Πήγε προς τους σφενδάμους. Τους παραμέρισε. Η Κάρι κατάλαβε τι έψαχνε: τον κάλυκα. «Αχά!» μουρμούρισε ο επιθεωρητής στον εαυτό του, έβγαλε το κινητό του, το κράτησε στο ύψος του ματιού κι άκουσε τον ψηφιακά αναπαραγόμενο ήχο μιας συμβατικής φωτογραφικής μηχανής. Τσίμπησε λίγο απ’ το χώμα που υπήρχε μπροστά του κι ύστερα το πέταξε. Επέστρεψε στα σκαλιά κι έδειξε στην Κάρι τη φωτογραφία που είχε τραβήξει. «Ένα αποτύπωμα παπουτσιού» είπε εκείνη. «Του δολοφόνου» απάντησε αυτός. «Τέρμα τ’ αστεία, Κέφας». Έκαναν μεταβολή κι αντίκρισαν τον Μπιόρνστα. Έδειχνε θυμωμένος. Άλλοι τρεις αξιωματικοί της Κρίπος στέκονταν δίπλα του· ένας από αυτούς ήταν ο κοκκινοτρίχης Νιλς. «Έχουμε σχεδόν τελειώσει» είπε ο Σίμουν και προσπάθησε να ξαναμπεί στο σπίτι. «Πρέπει μόνο να…»

«Τέρμα είπα» επανέλαβε ο Μπιόρνστα και στάθηκε μπροστά του με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στο στήθος, εμποδίζοντας την είσοδο στο σπίτι. «Βρήκα ένα λουλούδι στην τρύπα της σφαίρας κι αυτό παραπάει. Τέρμα για σήμερα». Ο Σίμουν ανασήκωσε τους ώμους. «Εντάξει, έτσι κι αλλιώς είδαμε αρκετά. Θα βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα. Καλή τύχη με τον πληρωμένο δολοφόνο, παιδιά». Ο Μπιόρνστα κάγχασε. «Πληρωμένο δολοφόνο; Θες να πουλήσεις μούρη στη νεαρή μαθητευόμενή σου;» Γύρισε προς τη μεριά της Κάρι. «Λυπάμαι που η πραγματική ζωή δεν είναι εξίσου συναρπαστική με τα παραμύθια του παππούλη από εδώ. Φοβάμαι ότι πρόκειται για μια συνηθισμένη δολοφονία». «Κάνεις λάθος» είπε ο Σίμουν. Ο Μπιόρνστα έφερε το χέρι στον γοφό του. «Οι γονείς μου μου έμαθαν να σέβομαι τους μεγαλύτερους. Από σεβασμό και μόνο, λοιπόν, σας δίνω δέκα δευτερόλεπτα για να την κοπανήσετε». Ένας από την Κρίπος ρουθούνισε.

«Τι ευγενικοί γονείς» είπε ο Σίμουν. «Εννέα δευτερόλεπτα». «Η γειτόνισσα είπε ότι άκουσε έναν πυροβολισμό». «Και λοιπόν;» «Οι κήποι εδώ γύρω είναι μεγάλοι και τα σπίτια βρίσκονται σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Κι έχουν εξαιρετική μόνωση. Αποκλείεται η γειτόνισσα ν’ άκουσε έναν κρότο από το εσωτερικό του σπιτιού. Απέξω όμως…» Ο Μπιόρνστα έφερε το κεφάλι του προς τα πίσω, λες κι έβλεπε τον Σίμουν υπό άλλη γωνία. «Πού το πας;» «Η κυρία Ίβερσεν είχε περίπου το ύψος της Κάρι. Και η μόνη γωνία πρόσκρουσης που ταιριάζει με το τραύμα της εδώ» είπε κι έδειξε το στέρνο της Κάρι «την οπή εξόδου και το ύψος στο οποίο κατέληξε η σφαίρα στον τοίχο –εκεί που είναι η μαργαρίτα– δείχνει ότι ο δολοφόνος βρισκόταν σε επίπεδο χαμηλότερο από το δικό της, αλλά και ότι οι δυο τους βρίσκονταν σχετικά μακριά από τον τοίχο της κουζίνας. Με άλλα λόγια, το θύμα στεκόταν εδώ που στεκόμαστε εμείς τώρα, ενώ ο θύτης στεκόταν στη βάση των σκαλιών, στο

γρανιτένιο μονοπάτι. Γι’ αυτό μπόρεσε ν’ ακούσει η γειτόνισσα τον πυροβολισμό. Εντούτοις, δεν άκουσε καμιά κραυγή ή τίποτα άλλη φασαρία πριν από τον πυροβολισμό, τίποτα που ν’ αποδεικνύει αντίσταση ή αναταραχή, πράγμα που σημαίνει πως ό,τι συνέβη έγινε πολύ γρήγορα». O Mπιόρνστα δεν κατάφερε να μην κοιτάξει τους συναδέλφους του. Έριξε το βάρος στο άλλο πόδι. «Και μετά την τράβηξε μέσα, αυτό λες;» Ο Σίμουν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι, νομίζω ότι εκείνη παραπάτησε προς τα πίσω». «Και τι σε κάνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο;» «Έχεις δίκιο ότι η κυρία Ίβερσεν ήταν ψείρα με την καθαριότητα. Το μόνο παράταιρο πράγμα σ’ ολάκερο το σπίτι είναι εκείνος εκεί ο πίνακας». Οι υπόλοιποι γύρισαν να κοιτάξουν εκεί που έδειχνε ο Σίμουν. «Υπάρχει και βερνίκι νυχιών στο πλάι της κορνίζας. Που σημαίνει ότι το νύχι της χτύπησε τον πίνακα καθώς εκείνη παραπατούσε προς τα πίσω, πράγμα που συνάδει και με το ξεφλουδισμένο βερνίκι στον παράμεσο του αριστερού της χεριού». Ο Μπιόρνστα κούνησε το κεφάλι του. «Εάν πυροβολήθηκε

στο άνοιγμα της πόρτας και παραπάτησε προς τα μέσα, θα έπρεπε να υπάρχουν σταγόνες αίματος σε όλο το μήκος του διαδρόμου». «Υπήρχαν» είπε ο Σίμουν «αλλά ο δολοφόνος τις καθάρισε. Όπως είπες κι εσύ πριν, δεν υπάρχουν καθόλου αποτυπώματα στο πόμολο της εξώπορτας. Ούτε καν της οικογένειας! Όχι επειδή την οικοδέσποινα την έπιασε μανία καθαριότητας τη στιγμή που έφυγαν ο άνδρας της και ο γιος της, αλλά επειδή ο δολοφόνος δεν ήθελε ν’ αφήσει σημάδια. Κι είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχει αίμα στο πάτωμα είναι επειδή το σκούπισε. Φαίνεται το πάτησε και δεν ήθελε ν’ αφήσει παντού το αποτύπωμα των παπουτσιών του. Σκούπισε, λοιπόν, το πάτωμα και τις σόλες των παπουτσιών του». «Τι λες τώρα» είπε ο Μπιόρνστα, με το κεφάλι ακόμη προς τα πίσω, αλλά με χλιαρό πια χαμόγελο. «Και για όλα αυτά σου ήρθε θεία έμπνευση;» «Όταν σκουπίζεις τις σόλες των παπουτσιών σου, δεν μπορείς να καθαρίσεις και το αίμα που βρίσκεται ανάμεσα στα βαθιά αυλακώματα της σόλας» είπε ο Σίμουν κοιτάζοντας το ρολόι του. «Κι αυτό το αίμα θα φανεί αν

σταθείς, λόγου χάριν, σε κάποιο παχύ χαλί, που οι ίνες του μπορούν να χωθούν βαθιά στις σόλες και να ρουφήξουν το αίμα που έχει μείνει. Στο υπνοδωμάτιο θα βρείτε έναν ορθογώνιο λεκέ από αίμα στη μοκέτα. Νομίζω ότι ο ειδικός αιματολόγος της Σήμανσης θα συμφωνήσει μαζί μου, Μπιόρνστα». Στην απόλυτη σιωπή που ακολούθησε τα λόγια του Κέφας, η Κάρι άκουσε στον δρόμο την αστυνομία να σταματάει ένα αυτοκίνητο. Αγχωμένες φωνές ακούστηκαν. Μία από αυτές ήταν ανδρική, νεανική: ο σύζυγος και ο γιος του θύματος. «Καλά» είπε ο Μπιόρνστα ειρωνικά. «Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν έχει σημασία πού πυροβολήθηκε το θύμα· για ληστεία πρόκειται, όχι για δολοφονία. Κι απ’ ό,τι βλέπω, σύντομα θα μάθουμε τι σόι κοσμήματα λείπουν από την μπιζουτιέρα». «Καλά είναι και τα τιμαλφή δεν λέω» είπε ο Σίμουν «αλλά, αν ήμουν ληστής, εγώ θα είχα τραβήξει με το ζόρι την Ανιέτε Ίβερσεν μες στο σπίτι και θα την είχα αναγκάσει να μου δείξει πού βρίσκονται αυτά που έχουν πραγματική αξία. Ακόμα και ο τελευταίος κλέφτης καταλαβαίνει ότι αυτό το

σπίτι πρέπει να διαθέτει χρηματοκιβώτιο: Θα την πίεζα λοιπόν να μου αποκαλύψει τον συνδυασμό. Αντ’ αυτού, ο δικός μας την πυροβολεί εδώ έξω, που μπορούν να τον ακούσουν μέχρι κι οι γείτονες. Όχι επειδή πανικοβάλλεται – ο τρόπος που καθάρισε τα ίχνη του δείχνει ότι όλα έγιναν εν ψυχρώ. Όχι· το κάνει επειδή ξέρει ότι δεν πρόκειται να μείνει και για πολύ στο σπίτι, ότι θα την έχει κοπανήσει πολύ πριν φτάσει η αστυνομία. Γιατί δεν έχει έρθει για να κλέψει πολλά πράγματα, βλέπεις. Έχει έρθει να κλέψει όσα χρειάζονται ώστε ο άπειρος αξιωματικός με τους ευγενέστατους γονείς να συμπεράνει στα γρήγορα ότι πρόκειται για ληστεία μετ’ ατυχήματος και να μην ψάξει καν να βρει το πραγματικό κίνητρο». Ο Σίμουν έπρεπε να παραδεχτεί ότι γούσταρε τη σιωπή που ακολούθησε και το ξαφνικό κοκκίνισμα στα μάγουλα του Μπιόρνστα. Επειδή κατά βάθος ο Σίμουν Κέφας ήταν ένας απλός άνθρωπος. Όχι εκδικητικός, απλός μόνο. Και, παρόλο που μπήκε στον πειρασμό να πει «τέρμα το μάθημα για σήμερα, Μπιόρνστα», εντέλει δεν το έκανε. Γιατί, έπειτα από χρόνια και έχοντας περισσότερη εμπειρία, μπορεί ο Όσμουν Μπιόρνστα να γινόταν μια μέρα ένας καλός ερευνητής. Η ταπεινότητα ήταν κάτι που όλοι οι έξυπνοι

άνθρωποι μαθαίνουν να έχουν. «Πλάκα έχει η θεωρία σου, Κέφας» είπε ο Μπιόρνστα. «Θα την έχω στα υπόψη μου. Μόνο που ο χρόνος μας τέλειωσε και…» –κοφτό χαμόγελο– «μήπως να πηγαίνατε τώρα;».

«Γιατί δεν του τα είπατε όλα;» ρώτησε η Κάρι ενώ ο Σίμουν οδηγούσε προσεκτικά το αυτοκίνητο στις απότομες στροφές του λόφου Χολμενκόλεν. «Όλα;» ρώτησε ο Σίμουν αθώα. Η Κάρι γέλασε: ο δήθεν αθώος παππούλης. «Ξέρατε ότι ο κάλυκας προσγειώθηκε κάπου στο παρτέρι, εκεί γύρω. Δεν τον βρήκατε, βρήκατε όμως το αποτύπωμα ενός παπουτσιού. Το φωτογραφίσατε. Και το χώμα στο παρτέρι ταιριάζει με το χώμα που βρέθηκε στο χολ. Σωστά;» «Σωστά».

«Και γιατί δεν του τα είπατε όλα αυτά;» «Επειδή πρόκειται για έναν υπερφιλόδοξο ερευνητή, με περισσότερο εγωισμό πάρα ομαδικό πνεύμα. Είναι, λοιπόν, καλύτερο να τ’ ανακαλύψει όλα αυτά μόνος του. Θα δουλέψει με περισσότερο ζήλο εάν νομίζει ότι οι έρευνες της ομάδας του οφείλονται σε δική του πρωτοβουλία παρά σε δική μου: έρευνες για τον άνδρα που μάζεψε τον κάλυκα της σφαίρας από εκείνο το παρτέρι κι ο οποίος φοράει παπούτσι νούμερο 43». Σταμάτησαν στο κόκκινο στη Στασιουνβάιεν. Η Κάρι έκρυψε ένα χασμουρητό. «Και πώς αποκτήσατε τέτοια διορατικότητα για το πώς σκέφτεται ο Μπιόρνστα;» «Εύκολα. Ήμουν κι εγώ κάποτε νέος και φιλόδοξος». «Και η φιλοδοξία εξαφανίζεται με τον καιρό;» «Η περισσότερη ναι» είπε ο Σίμουν και χαμογέλασε. Ένα πικρό χαμόγελο, σκέφτηκε η Κάρι. «Γι’ αυτό σταματήσατε να δουλεύετε για το ΣΔΟΕ;» «Γιατί το λέτε αυτό;»

«Διότι κατείχατε διευθυντική θέση. Επιθεωρητής. Υπεύθυνος ολόκληρης ομάδας. Εδώ στο Ανθρωποκτονιών κρατήσατε μεν τον τίτλο σας, αλλά μόνο για μένα είστε υπεύθυνος, για κανέναν άλλο». «Σωστά» είπε ο Σίμουν περνώντας τη διασταύρωση και προχωρώντας προς το Σμέστα. «Ακριβοπληρωμένος, υπερβολικά ικανός, περιττός. Προπάντων περιττός». «Τι συνέβη λοιπόν;» «Δεν θέλετε να…» «Ναι, θέλω». Ακολούθησε σιωπή, την οποία η Κάρι έκρινε υπέρ της. Κράτησε το στόμα της κλειστό. Έφτασαν σχεδόν στη Μαγιόρστουα μέχρι ν’ αρχίσει να μιλάει ο Σίμουν: «Ανακάλυψα μια επιχείρηση ξεπλύματος χρημάτων. Μιλάμε για πολλά λεφτά. Άνθρωποι σε υψηλά κλιμάκια και τα λοιπά. Οι ανώτεροί μου θεώρησαν ότι οι έρευνές μου ενείχαν υπερβολικά μεγάλο ρίσκο, ότι δεν είχαμε αρκετά αποδεικτικά στοιχεία, ότι θα μέναμε τελείως ακάλυπτοι αν συνεχίζαμε την έρευνα χωρίς να καταφέρουμε ν’

αποσπάσουμε καταδικαστικές αποφάσεις στα δικαστήρια. Δεν μιλάμε για κάποιον απλό εγκληματία, βλέπετε· οι ύποπτοι ήταν άνθρωποι με δύναμη κι εξουσία, άνθρωποι που θα αντεπετίθεντο με το ίδιο σύστημα που χρησιμοποίησε η αστυνομία εναντίον τους. Οι συνάδελφοί μου φοβήθηκαν ότι, ακόμα κι αν δικαιωνόμαστε δικαστικά, θα την πληρώναμε αργότερα, θα υπήρχαν αντίποινα». Και πάλι σιωπή. Που κράτησε μέχρι το πάρκο του Φρόγκνερ, οπότε και η Κάρι έχασε την υπομονή της. «Δηλαδή σας πέταξαν έξω επειδή ηγηθήκατε μιας έρευνας;» Ο Σίμουν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, είχα προβλήματα τότε. Με τον τζόγο. Ή, για να το πούμε πιο επίσημα, ήμουν εθισμένος στα τυχερά παιχνίδια. Έπαιζα με αγοραπωλησίες μετοχών. Όχι τίποτα το υπερβολικό, αλλά όταν δουλεύεις για το ΣΔΟΕ…» «…τότε έχεις πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες». «Ποτέ μου δεν έπαιξα μετοχές για τις οποίες είχα πληροφορίες, αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το ότι αψήφησα τους κανόνες. Κι αυτό χρησιμοποιήθηκε εναντίον

μου». Η Κάρι κατένευσε. Προχώρησαν προς το κέντρο, προς το Τούνελ Ίψεν. «Κι έκτοτε;» «Από τότε έκοψα τον τζόγο. Και τις ανάλογες έρευνες». Ξανά αυτό το θλιμμένο χαμόγελο, χαμόγελο παραίτησης. Η Κάρι σκέφτηκε τα σχέδια που είχε κάνει για εκείνο το βράδυ. Να πάει γυμναστήριο· να φάει με τα πεθερικά· να δει ένα σπίτι στο Φάγκερμπορ. Κι άκουσε τον εαυτό της να ξεστομίζει μια ερώτηση, που γεννήθηκε σε κάποιο ασύνειδο σίγουρα τμήμα του εγκεφάλου της: «Γιατί πήρε μαζί του τον κάλυκα ο δολοφόνος;». «Γιατί κάθε κάλυκας έχει τον δικό του σειριακό αριθμό, όσο σπάνια κι αν οδηγούμαστε εμείς στον δολοφόνο μόνο και μόνο από αυτόν» απάντησε ο Σίμουν. «Μπορεί να φοβήθηκε πως ο κάλυκας είχε ακόμη επάνω τα αποτυπώματά του, αν και νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα το είχε σκεφτεί ήδη, θα φορούσε, ας πούμε, ήδη γάντια πριν γεμίσει το όπλο. Νομίζω ότι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το πιστόλι αυτό είναι σχετικά καινούργιο, κατασκευασμένο όχι πριν από την τελευταία πενταετία».

«Γιατί;» «Γιατί εδώ και δέκα χρόνια έχει γίνει υποχρεωτικό να μαρκάρονται οι επικρουστήρες των όπλων μ’ έναν σειριακό αριθμό, ώστε ν’ αφήνουν ένα μοναδικό αποτύπωμα κατά την πρόσκρουσή τους με τον κάλυκα. Πράγμα που σημαίνει ότι εμείς το μόνο που χρειαζόμαστε για ν’ ανακαλύψουμε τον ιδιοκτήτη οποιουδήποτε τέτοιου νέου όπλου είναι να έχουμε το φυσίγγι και τη λίστα οπλοκατοχής». Η Κάρι προέτεινε το κάτω χείλος της και κατένευσε σιγά σιγά. «ΟΚ, το καταλαβαίνω αυτό. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί τότε να μπει στον κόπο να το κάνει να φανεί σαν ληστεία». «Γιατί, όπως φοβάται ότι ο κάλυκας μπορεί ν’ αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο, έτσι φοβήθηκε ότι το πραγματικό του κίνητρο μπορεί να μας αποκάλυπτε και την ταυτότητά του». «Εντάξει τότε, απλά τα πράγματα» είπε η Κάρι, σκεφτόμενη στην πραγματικότητα το σπίτι στο Φάγκερμπορ. Είχε, λέει, δυο μπαλκόνια: ένα προς την ανατολή, ένα προς τη δύση. «Α, ναι;» είπε ο Σίμουν.

«Ο σύζυγος» είπε η Κάρι. «Κάθε σύζυγος γνωρίζει ότι οι υποψίες θα στραφούν εναντίον του, εκτός και αν το κάνει να φανεί ότι η γυναίκα του σκοτώθηκε από κάποια άλλη αιτία. Από κάποιον ληστή, ας πούμε». «Κάποια άλλη αιτία; Αντί για ποια;» «Αντί για ζήλια. Αγάπη. Μίσος. Τι άλλο υπάρχει;» «Τίποτα» είπε ο Σίμουν.

18

Ν

ωρίς το απόγευμα έβρεξε στο Όσλο, δίχως όμως να

δροσίσει η πόλη. Κι όταν ο ήλιος ξαναβγήκε καυτός ανάμεσα απ’ τα σύννεφα, ήταν λες κι ήθελε να επανορθώσει για τον χαμένο χρόνο, ψήνοντας την πρωτεύουσα μ’ ένα φως κατάλευκο που έκανε δρόμους και σκεπές ν’ αχνίζουν. Όταν ο Λούις ξύπνησε, ο ήλιος ήταν τόσο χαμηλά, που μπήκαν μες στα μάτια του οι αχτίδες του φωτός έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος. Ο Λούις κοίταξε τον κόσμο γύρω του: τους ανθρώπους και τ’ αυτοκίνητα που περνούσαν μπροστά από το μπολ που χρησιμοποιούσε για να ζητιανεύει. Η

επαιτεία είχε υπάρξει μια σχετικά επικερδής απασχόληση μέχρι που άρχισαν να καταφθάνουν από τη Ρουμανία οι τσιγγάνοι εδώ και κάποια χρόνια. Οι λίγοι έγιναν πολλοί και οι πολλοί έγιναν πλήθος. Ένα πλήθος από ακρίδες που έκλεβαν και ζητιάνευαν. Και σαν ακρίδες έπρεπε φυσικά να καταπολεμηθούν με κάθε δυνατό μέσο. Αυτή ήταν η ειλικρινής γνώμη του Λούις για το όλο ζήτημα: ότι οι νορβηγοί ζητιάνοι –όπως και οι νορβηγοί εφοπλιστές– δικαιούνταν την προστασία της κυβέρνησής τους από τον ξένο ανταγωνισμό. Έτσι όπως είχαν πια τα πράγματα, αναγκάστηκε να το γυρίσει στο κλέψιμο· κάτι που δεν ήταν μόνο κουραστικό αλλά και αναξιοπρεπές. Αναστέναξε βαθιά κι έσπρωξε το μπολ με το βρόμικο δάχτυλό του. Άκουσε κάτι να χτυπάει μες στο μπολ. Δεν ήταν ψιλά. Μήπως ήταν χαρτονομίσματα; Καλά θα έκανε να τα χώσει στην τσέπη του στα γρήγορα, πριν του τα κλέψουν οι τσιγγάνοι. Κοίταξε μέσα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Άλλη μια φορά. Το σήκωσε: ένα ρολόι. Ένα μάλλον γυναικείο ρολόι. Ρόλεξ. Ψεύτικο, προφανώς. Βαρύ όμως. Πολύ βαρύ. Γιατί αρέσει στους ανθρώπους να κουβαλούν τέτοιο βάρος πάνω στους καρπούς τους ένας Θεός ξέρει. Είχε ακούσει ότι κάτι τέτοια ρολόγια ήταν αδιάβροχα σε βάθος πενήντα μέτρων, πράγμα που σίγουρα βοηθούσε έτσι και πήγαινες για

μπάνιο με τέτοια μπιχλιμπίδια. Λες;… Κυκλοφορούσαν διάφοροι θεόμουρλοι, εδώ που τα λέμε. Ο Λούις κοίταξε πάνω κάτω στον δρόμο. Ήξερε τον ωρολογοποιό στη γωνία της Στουρτινσγκάτα, ήταν συμμαθητές στο σχολείο. Ίσως θα έπρεπε να… Με δυσκολία ο Λούις σηκώθηκε όρθιος.

Η Κίνε στεκόταν δίπλα στο καρότσι του σουπερμάρκετ της, καπνίζοντας. Όταν άναψε πράσινο κι οι υπόλοιποι πεζοί έσπευσαν να διασχίσουν τον δρόμο, εκείνη δεν κουνήθηκε. Είχε αλλάξει γνώμη. Δεν θα διέσχιζε τον δρόμο σήμερα. Θα έμενε ακίνητη, να τελειώσει το τσιγάρο της. Το καρότσι το είχε τσιμπήσει απ’ την ΙΚΕΑ παλιά, πολύ παλιά. Το είχε βγάλει απλώς από το κατάστημα και το είχε χώσει ανενόχλητη στο βανάκι της στο πάρκινγκ. Αυτό κι ένα κρεβάτι Χέμνες, ένα τραπέζι Χέμνες και κάτι βιβλιοθήκες Μπίλι. Τα είχε πάει στο μέρος που νόμιζε ότι ήταν το μέλλον τους. Το μέλλον της. Εκείνος είχε φτιάξει πρώτα τα έπιπλα και ύστερα έφτιαξε και τους δυο τους. Ήταν νεκρός τώρα· εκείνη, πάλι, όχι. Ούτε τοξικομανής ήταν πια. Μια χαρά ήταν.

Είχαν περάσει όμως χρόνια που είχε να κοιμηθεί σε κρεβάτι Χέμνες. Πάτησε τη γόπα της κι άρπαξε γερά τη λαβή του καροτσιού απ’ την ΙΚΕΑ. Συνειδητοποίησε ότι κάποιος – μάλλον κάποιος από τους πεζούς– είχε αφήσει μια πλαστική σακούλα πάνω στη μάλλινη κουβέρτα που είχε στο καρότσι. Εκνευρισμένη, άρπαξε τη σακούλα με μανία. Δεν ήταν η πρώτη φορά που νόμιζαν διάφοροι ότι το καρότσι της ήταν κάδος απορριμμάτων. Έκανε μεταβολή. Ήξερε τη θέση κάθε κάδου στην πόλη του Όσλο με τα μάτια κλειστά. Ήξερε ότι υπήρχε ένας ακριβώς από πίσω της. Μα σταμάτησε. Το βάρος της πλαστικής σακούλας τής ξύπνησε την περιέργεια. Η Κίνε την άνοιξε. Έχωσε μέσα το χέρι της κι έβγαλε έξω μια χούφτα απ’ το περιεχόμενό της, λαμπερό και στραφταλιστό στον απογευματινό ήλιο. Κοσμήματα, κολιέ κι ένα δαχτυλίδι. Διαμάντια κρεμασμένα από αλυσίδες και το δαχτυλίδι από χρυσό. Πραγματικό χρυσό, πραγματικά διαμάντια. Η Κίνε ήταν σχεδόν σίγουρη· είχε ξαναδεί χρυσό και διαμάντια στη ζωή της. Στο πατρικό της σπίτι κάποτε δεν είχαν συναρμολογούμενα έπιπλα.

Ο Τζόνι Πούμα άνοιξε τα μάτια του, ένιωσε τον τρόμο να τον κυριεύει και γύρισε πλευρό. Δεν είχε ακούσει κανέναν να μπαίνει μέσα, αλλά κάποιος ξεφυσούσε λαχανιασμένα. Μήπως είχε έρθει η Κόκο; Όχι, το ξεφύσημα ανήκε περισσότερο σε κάποιον που πηδούσε παρά σε κάποιον που είχε έρθει να εισπράξει χρωστούμενα. Μια φορά είχαν αφήσει να μείνει στον ξενώνα ένα ζευγάρι· η διεύθυνση μάλλον νόμιζε ότι είχαν μεγάλη ανάγκη ο ένας τον άλλο κι έκανε μια εξαίρεση στον κανόνα που επέτρεπε μόνο άνδρες ενοίκους στο κέντρο. Κι αυτός, ήταν αλήθεια, τη χρειαζόταν τη σύντροφό του: γιατί εκείνη έβρισκε χρήματα για την ηρωίνη και των δύο πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο και πηδώντας τους άλλους ενοίκους, μέχρι που η διεύθυνση είπε «ως εδώ» και την πέταξε έξω. Όχι. Ήταν ο νεοφερμένος. Βρισκόταν στο πάτωμα και από τ’ ακουστικά του έβγαινε ένας συνθετικός, μονότονος, ρομποτικός ήχος. Το αγόρι έκανε πούσαπ. Στο απόγειο της δόξας του ο Τζόνι μπορούσε να κάνει εκατό πούσαπ μόνο με το ένα χέρι. Το αγόρι ήταν δυνατό, προφανώς, αλλά δεν είχε αντοχές, η πλάτη του είχε ήδη κυρτώσει. Στο φως που έμπαινε από τις κουρτίνες και χτυπούσε τον τοίχο, ο Τζόνι είδε μια φωτογραφία που το αγόρι είχε καρφώσει στον τοίχο: ένας ένστολος αστυνομικός. Και κάτι άλλο, στο περβάζι του

παραθύρου: ένα ζευγάρι ακριβά σκουλαρίκια. Από πού να τα είχε βουτήξει ο μικρός; Αν ήταν όσο ακριβά φαίνονταν, ίσως και να έλυναν τα προβλήματα του Τζόνι. Υπήρχαν φήμες ότι η Κόκο έφευγε την επομένη από το κέντρο κι ότι είχε στείλει τα τσιράκια της να μαζέψουν όλα τα χρωστούμενα. Αυτό σήμαινε ότι ο Τζόνι είχε ελάχιστες ώρες να συγκεντρώσει ό,τι της χρωστούσε. Είχε σκεφτεί να ληστέψει ένα από τα διαμερίσματα στο Μπίσλετ: Οι περισσότεροι ένοικοι ήταν διακοπές τέτοια εποχή. Να χτυπήσει το κουδούνι και να δει αν θα του απαντούσαν. Λίγη ενέργεια να είχε μόνο… Να όμως, αυτή εδώ ήταν ευκολότερη κι ασφαλέστερη λύση. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να κατέβει απ’ το κρεβάτι και να βουτήξει τα σκουλαρίκια χωρίς να τον αντιληφθεί ο άλλος, αλλά πολύ αμφέβαλλε. Αντοχή ξε-αντοχή, θα έτρωγε ένα χοντρό χέρι ξύλο, η ιδέα και μόνο ήταν γελοία. Θα μπορούσε ίσως να τραβήξει την προσοχή του νεοφερμένου, να σκαρφιστεί κάποια δικαιολογία για να τον στείλει έξω από το δωμάτιο και κατόπιν να τ’ αρπάξει. Ξαφνικά ο Τζόνι συνειδητοποίησε ότι κοιτούσε τον νεαρό στα μάτια. Εκείνος είχε γυρίσει ανάσκελα κι έκανε τώρα κοιλιακούς. Χαμογελούσε.

Ο Τζόνι έκανε νόημα ότι κάτι ήθελε να του πει και το αγόρι έβγαλε τ’ ακουστικά απ’ τα αυτιά του. Ο Τζόνι άκουσε τους στίχους «…κι είμαι καθαρός τώρα», πριν ανοίξει το στόμα του και πει: «Ρε φιλαράκι, με βοηθάς να πάμε μέχρι την καντίνα; Κι εσύ θα θες κάτι να φας μετά τη γυμναστική. Αν δεν έχεις λίπος ή υδατάνθρακες να κάψεις, το σώμα θ’ αρχίσει να σου τρώει τους μυς, ξέρεις. Και πάει στράφι όλη η δουλειά μετά». «Ευχαριστώ για τη συμβουλή, Τζόνι. Πρέπει να κάνω ένα ντους πρώτα, αλλά εσύ ετοιμάσου και πάμε». Το αγόρι σηκώθηκε όρθιο. Έχωσε τα σκουλαρίκια στην τσέπη του και βγήκε από το δωμάτιο, με κατεύθυνση τα κοινόχρηστα ντους. Γαμώτο! Ο Τζόνι έκλεισε τα μάτια του. Είχε τη δύναμη να κουνηθεί; Ναι, έπρεπε να τη βρει. Για δυο λεπτά μόνο. Άρχισε να μετράει δευτερόλεπτα. Ύστερα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Έσπρωξε τον εαυτό του να σηκωθεί. Άρπαξε το παντελόνι του από την καρέκλα. Ντυνόταν ακόμη όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Το αγόρι μάλλον ξέχασε τα κλειδιά του. Ο Τζόνι πήγε κουτσό μέχρι την πόρτα και την άνοιξε. «Πόσες φορές πρέπει να…» Μια σιδερογροθιά προσγειώθηκε στο μέτωπό του και τον

πέταξε προς τα πίσω. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα κι η Κόκο μπήκε μέσα μαζί με δύο απ’ τα αγόρια της. Τον άρπαξαν από τα μπράτσα κι η Κόκο τού έχωσε μια κεφαλιά. Το κεφάλι του Τζόνι χτύπησε πάνω στην κουκέτα. Όταν κατάφερε να ξανασηκώσει το βλέμμα του, αντίκρισε τα άσχημα, υπερβολικά μακιγιαρισμένα μάτια της και τη λάμψη ενός στιλέτου. «Βιάζομαι, Τζόνι» είπε η Κόκο σε σπαστά νορβηγικά. «Άλλοι έχουν χρήματα, αλλά δεν πληρώνουν. Εσύ δεν έχεις, το ξέρω, κι έτσι γίνεις παράδειγμα». «Πα… παράδειγμα;» «Δεν είμαι παράλογη, Τζόνι. Θ’ αφήσω ένα μάτι». «Μα… Κόκο, σε παρακαλώ!» «Μην κουνιέσαι ή μάτι χαλάσει όταν το βγάλω. Θέλω να το δείξει στ’ άλλα καθοίκια και να ξέρουν ότι είναι κανονικό, εντάξει;» Ο Τζόνι άρχισε να ουρλιάζει, ένα χέρι όμως του κάλυψε αμέσως το στόμα.

«Ήρεμα, Τζόνι, δεν είναι πολλά νεύρα στο μάτι, μικρός πόνος, σου υπόσχομαι». Ο Τζόνι ήξερε ότι ο φόβος του θα έπρεπε κανονικά να τον γεμίσει δύναμη, αλλά ένιωθε λες κι είχε μαραθεί ολόκληρος. Ποιος; Ο Τζόνι Πούμα, που κάποτε σήκωνε αμάξια, παρατηρούσε τώρα με απάθεια το στιλέτο να πλησιάζει στο μάτι του. «Πόσα;» Η φωνή ακούστηκε μειλίχια, σχεδόν ψιθυριστή. Γύρισαν όλοι προς την πόρτα. Κανείς δεν τον είχε ακούσει που μπήκε. Τα μαλλιά του ήταν υγρά και φορούσε μόνο ένα τζιν παντελόνι. «Βγες έξω!» ούρλιαξε η Κόκο. Το αγόρι έμεινε ακίνητο. «Πόσα χρωστάει;» «Τώρα! Τι θες, να τη φας εσύ πρώτα;» Ο νεοφερμένος παρέμεινε στη θέση του. Το τσιράκι που μέχρι τότε έκλεινε το στόμα του Τζόνι τον άφησε και πήγε προς το μέρος του νεαρού.

«Έκλεψε… έκλεψε τα σκουλαρίκια μου» είπε ο Τζόνι. «Αλήθεια! Στην τσέπη του είναι. Θα σ’ τα έδινα, Κόκο!» Ο Τζόνι άκουσε τον λυγμό στη φωνή του, αλλά δεν νοιάστηκε. Εξάλλου, η Κόκο δεν έμοιαζε να τον έχει ακούσει· είχε καρφώσει το βλέμμα της στο αγόρι. Μάλλον γούσταρε αυτό που έβλεπε, το ανώμαλο γουρούνι. Mε μια χειρονομία η Κόκο φώναξε το τσιράκι της και κάγχασε για την πάρτη της. «Δεν μου λες, γλύκα, αλήθεια λέει ο Τζόνι Μπόι από εδώ;» «Γιατί δεν δοκιμάζεις να δεις;» είπε το αγόρι. «Στη θέση σου εγώ θα μου έλεγα απλώς πόσα χρωστάει και θα γλίτωνα και φασαρίες και αίματα». «Δώδεκα χιλιάρικα» είπε η Κόκο. «Γιατί…» Το βούλωσε με το που το αγόρι έχωσε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε μια μικρή δεσμίδα χαρτονομίσματα κι άρχισε να μετράει δυνατά. Στα δώδεκα γύρισε και τα έδωσε στην Κόκο κι έβαλε τα υπόλοιπα χρήματα στην τσέπη του. Η Κόκο δίστασε. Λες και τα χρήματα της φαίνονταν πλαστά. Κι ύστερα ξέσπασε σε γέλια. Άνοιξε το στόμα της κι αποκάλυψε μια σειρά χρυσά δόντια, τα οποία είχε φυτέψει στη

θέση των παλιών υγιέστατων λευκών της. «Για δες, ρε πούστη μου, για δες!» Ύστερα ξαναμέτρησε τα χαρτονομίσματα. Κοίταξε το αγόρι. «Είμαστε εντάξει;» ρώτησε το αγόρι και το πρόσωπό του δεν είχε την παγωμένη έκφραση ενός νεαρού εμπόρου ναρκωτικών που έχει δει υπερβολικά πολλές ταινίες· αντιθέτως, χαμογελούσε. Όπως οι σερβιτόροι που κάποτε χαμογελούσαν στον Τζόνι όταν έτρωγε σε κλασάτα εστιατόρια, θέλοντας να μάθουν αν όλα ήταν εντάξει με την παραγγελία του. «Μια χαρά είμαστε» είπε η Κόκο χαμογελώντας πλατιά. Ο Τζόνι ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια του. Το γέλιο της Κόκο πλανιόταν ακόμη στον αέρα, αρκετή ώρα αφού τα τσιράκια της είχαν κλείσει την πόρτα ξοπίσω τους κι είχαν εξαφανιστεί. «Μην ανησυχείς γι’ αυτό» είπε το αγόρι. Ο Τζόνι τον άκουγε παρόλο που προσπαθούσε να κλείσει τ’ αυτιά του στη φωνή εκείνη. «Το ίδιο θα ’χα κάνει κι εγώ στη θέση σου».

Μόνο που δεν είσαι στη θέση μου, σκέφτηκε ο Τζόνι κι ένιωσε τα δάκρυα να βρίσκονται ακόμη εκεί, κάπου ανάμεσα στον λαιμό και το στήθος του. Δεν ήσουν ποτέ Τζόνι Πούμα. Κι ούτε ποτέ σταμάτησες να είσαι. «Πάμε μέχρι την καφετέρια, Τζόνι;»

Η λάμψη από την οθόνη του υπολογιστή ήταν το μοναδικό φως σ’ όλο το δωμάτιο. Οι όποιοι ήχοι προέρχονταν από την πόρτα: Ο Σίμουν την είχε αφήσει μισάνοιχτη. Ο χαμηλός ήχος του ραδιοφώνου από την κουζίνα στον κάτω όροφο, η Έλσε, που καταπιανόταν με κάτι. Η γυναίκα του προερχόταν από αγροτική οικογένεια· στο σπίτι υπήρχε μονίμως κάτι που έπρεπε να καθαριστεί, να πλυθεί, να οργανωθεί, να μετακινηθεί, να φυτευτεί, να ραφτεί ή να ψηθεί. Οι δουλειές δεν τελείωναν ποτέ. Όσα και να έκανες σήμερα, αύριο ήταν πάντα μια καινούργια, γεμάτη μέρα. Ήθελε ρυθμό κι όχι βιασύνες ή να σου βγαίνει η πλάτη κάθε μέρα. Κι ήταν χαλαρωτικοί αυτοί οι ήχοι, οι ήχοι του να βρίσκεις νόημα και χαρά στις καθημερινές σου δουλειές, ένας σφυγμός σταθερός, ο ήχος της ικανοποίησης. Τη ζήλευε την Έλσε

κατά κάποιον τρόπο. Είχε στήσει αυτί όμως και γι’ άλλους ήχους: βήματα που μπερδεύονταν, αντικείμενα που έπεφταν στο πάτωμα. Αν τους άκουγε θα περίμενε· θα περίμενε να δει αν εκείνη είχε τα πάντα υπό έλεγχο. Κι αν όλα ήταν εντάξει, δεν θα το ανέφερε αργότερα, θα την άφηνε να πιστεύει ότι δεν άκουσε τίποτα. Βρισκόταν στο εσωτερικό διαδίκτυο του Τμήματος Ανθρωποκτονιών και διάβαζε αναφορές για την υπόθεση Περ Βολάν. Η Κάρι είχε γράψει εντυπωσιακά πολλές: πολύ αποτελεσματικό κορίτσι. Κι όμως, όταν τις διάβαζε, ήταν λες και κάτι έλειπε. Ακόμα κι οι πιο γραφειοκρατικές, διαδικαστικές αναφορές δεν μπορούν να κρύψουν το πάθος ενός ενθουσιώδους ερευνητή. Μα οι αναφορές της Κάρι – άψογα δομημένα παραδείγματα αναφορών, αντικειμενικά και νηφάλια, δίχως προκαταλήψεις ή λάθη μεροληψίας– ήταν άψυχες, κρύες. Διάβασε τις καταθέσεις των μαρτύρων μήπως και συναντούσε τίποτα ενδιαφέροντα ονόματα ανάμεσα σε όσους είχαν επικοινωνήσει με τον Βολάν. Τίποτα. Κοίταξε τον τοίχο. Δυο λέξεις του ’ρθαν στο μυαλό: Νέστορ και αρχειοθετήθηκε. Ύστερα γκουγκλάρισε την Ανιέτε Ίβερσεν. Στην οθόνη εφημερίδων.

εμφανίστηκαν

τα

πρωτοσέλιδα

των

Βάναυση δολοφονία διάσημης μεσίτριας. Την πυροβόλησε και τη λήστεψε στο ίδιο της το σπίτι. Έκανε κλικ σ’ ένα από τα πρωτοσέλιδα. Ο επιθεωρητής της Κρίπος Όσμουν Μπιόρνστα είχε πει στη συνέντευξη Τύπου στο Μπριν: «Η ερευνητική ομάδα της Κρίπος ανακάλυψε ότι, παρόλο που η Ανιέτε Ίβερσεν βρέθηκε στην κουζίνα, μάλλον πυροβολήθηκε στην είσοδο του σπιτιού». Και παρακάτω: «Πολλά στοιχεία συνάδουν στη θεωρία της ληστείας, αλλά δεν μπορούμε ν’ αποκλείσουμε και άλλα κίνητρα για την ώρα». Ο Σίμουν κατέβηκε παρακάτω στη σελίδα να δει και τίποτα πιο παλιά άρθρα. Ήταν σχεδόν αποκλειστικά άρθρα οικονομικών εφημερίδων. Η Ανιέτε Ίβερσεν ήταν η κόρη ενός εκ των μεγαλύτερων ιδιοκτητών ακινήτων του Όσλο, είχε MBA στα Οικονομικά από το πανεπιστήμιο Γουόρτον στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και σε νεαρή σχετικά ηλικία είχε αναλάβει το χαρτοφυλάκιο ακινήτων της οικογένειας. Είχε γίνει νοικοκυρά όμως μετά τον γάμο της με τον Ίβερ Ίβερσεν, οικονομολόγο. Ένας δημοσιογράφος του οικονομικού ρεπορτάζ την περιέγραφε ως «σωστή δια​χειρίστρια, σωστή διαμεσολαβήτρια, έναν άνθρωπο που ήξερε να διαχειρίζεται

ακίνητα με αποτελεσματικό και κερδοφόρο τρόπο». Ο άνδρας της, από την άλλη, φαινόταν ν’ ακολουθεί μια πιο επιθετική πολιτική, με συχνές αγοραπωλησίες που ενείχαν μεγαλύτερο ρίσκο αλλά κι αντίστοιχο κέρδος. Ένα άλλο άρθρο, δύο ετών, είχε τη φωτογραφία του γιου τους Ίβερ Τζούνιορ κάτω από την επικεφαλίδα: Κληρονόμος εκατομμυρίων ζει τη ζωή του διεθνούς τζετ σετ στην Ιμπίζα. Ηλιοκαμένος, χαμογελαστός, μ’ ένα απαστράπτον χαμόγελο και μάτια κόκκινα απ’ το φλας της μηχανής, ιδρωμένος από τον χορό, μ’ ένα μπουκάλι σαμπάνια στο ένα χέρι και μια εξίσου ιδρωμένη ξανθιά στο άλλο. Τρία χρόνια πιο πριν, πάλι σελίδα οικονομικής εφημερίδας: Ο Ίβερ σε χειραψία με τον υπεύθυνο επίτροπο Οικονομικών του δήμου του Όσλο, μετά την ανακοίνωση ότι οι Κτηματομεσιτικές Επιχειρήσεις Ίβερσεν είχαν μόλις ξοδέψει ένα δισεκατομμύριο κορόνες για ν’ αγοράσουν πρώην δημόσια κτίρια. Ο Σίμουν άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει. Ένα φλιτζάνι αχνιστό τσάι βρέθηκε μπροστά του. «Δεν θες λίγο παραπάνω φως εδώ μέσα;» ρώτησε η Έλσε, ακουμπώντας τον στους ώμους. Για να τον χαϊδέψει. Ή να στηριχτεί.

«Περιμένω ν’ ακούσω και τα υπόλοιπα» είπε ο Σίμουν. «Ποια υπόλοιπα;» «Τα υπόλοιπα από αυτά που είπε ο γιατρός». «Μα δεν σε πήρα τηλέφωνο και σου είπα… μήπως ξεχνάς, αγάπη μου;» Η γυναίκα χαμογέλασε απαλά κι ακούμπησε τα χείλια της στο κεφάλι του. Τα απαλά της χείλη στο κρανίο του. Ο Σίμουν υποψιάστηκε ότι τον αγαπούσε. «Με πήρες να μου πεις ότι δεν μπορεί να κάνει και πολλά» απάντησε ο Σίμουν. «Ακριβώς». «Αλλά;» «Αλλά τι;» «Σε ξέρω, Έλσε. Αποκλείεται να είπε μόνο αυτό». Εκείνη αποτραβήχτηκε λίγο, αφήνοντας ένα μόνο χέρι στον ώμο του. Ο Σίμουν περίμενε. «Είπε ότι υπάρχει κάποια νέα χειρουργική επέμβαση στις

ΗΠΑ. Ότι υπάρχει ελπίδα για όσους έρθουν έπειτα από μένα». «Τι εννοείς, έπειτα από σένα;» «Όταν η επέμβαση αυτή κι ο εξοπλισμός γίνουν διαδικασία ρουτίνας. Αλλά αυτό μπορεί να πάρει χρόνια ολόκληρα. Για την ώρα, είναι μια πολύπλοκη επέμβαση που κοστίζει ολόκληρη περιουσία». Ο Σίμουν γύρισε τόσο γρήγορα προς το μέρος της, που η Έλσε αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω. «Μα αυτά είναι υπέροχα νέα! Πόσο κοστίζει;» «Πολύ περισσότερα απ’ όσα κερδίζουν μια γυναίκα μ’ επίδομα αναπηρίας κι ένας μισθωτός αστυνομικός». «Έλσε, άκουσέ με. Δεν έχουμε παιδιά. Το σπίτι μάς ανήκει, δεν ξοδεύουμε για τίποτα άλλο. Αν κάνουμε οικονομία…» «Σταμάτα, Σίμουν. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν έχουμε λεφτά. Και το σπίτι είναι υποθηκευμένο εξολοκλήρου». Ο Σίμουν ξεροκατάπιε. Η Έλσε δεν είχε αναφερθεί άμεσα στα χρέη του από τον τζόγο – ήταν ως συνήθως πολύ ευγενής για να του θυμίσει ότι ξεπλήρωναν ακόμη τις παλιές

του αμαρτίες. Της έσφιξε τα χέρια. «Κάτι θα σκεφτώ. Έχω φίλους που θα μας δανείσουν τα χρήματα. Πίστεψέ με. Πόσο κοστίζει;» «Είχες φίλους, Σίμουν. Αλλά έχεις να τους μιλήσεις χρόνια. Πόσες φορές θα σ’ το πω; Είτε θα επικοινωνείς μαζί τους είτε θα χαθείτε εντελώς». Ο Σίμουν αναστέναξε. Ανασήκωσε τους ώμους. «Έχω εσένα». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν φτάνω εγώ, Σίμουν». «Φτάνεις και περισσεύεις». «Δεν το θέλω όμως». Έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο. «Είμαι κουρασμένη, θα πάω να ξαπλώσω». «Εντάξει, αλλά πόσο κοστίζει;…» Η Έλσε όμως είχε ήδη φύγει. Ο Σίμουν κοίταξε το κενό που είχε αφήσει πίσω της. Ύστερα έσβησε τον υπολογιστή κι έβγαλε το κινητό του. Κοίταξε τον τηλεφωνικό κατάλογο. Παλιοί φίλοι. Παλιοί

εχθροί. Ορισμένοι τους χρήσιμοι, οι περισσότεροι άχρηστοι. Πάτησε το όνομα ενός. Εχθρός. Μα χρήσιμος. Ο Φρέντρικ Άνσγκαρ εξεπλάγη που άκουσε τον Σίμουν στην άλλη άκρη της γραμμής. Το έπαιξε όμως χαρούμενος και συμφώνησε να συναντηθούν. Δεν προσποιήθηκε καν ότι ήταν απασχολημένος. Όταν τελείωσε το τηλεφώνημα, ο Σίμουν έμεινε να κάθεται στο σκοτάδι κοιτάζοντας ακόμη το τηλέφωνό του. Σκεφτόταν το όνειρό του. Την όρασή του· θα της έδινε τα μάτια του. Κι ύστερα συνειδητοποίησε τι κοιτούσε τόση ώρα στο τηλέφωνό του: τη φωτογραφία του αποτυπώματος του παπουτσιού στο παρτέρι των Ίβερσεν.

«Μια χαρά φαΐ» είπε ο Τζόνι, σκουπίζοντας το στόμα του. «Δεν θα φας τίποτα;» Το αγόρι χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Ο Τζόνι κοίταξε τριγύρω. Η καντίνα ήταν ένας χώρος μ’ ανοιχτή κουζίνα, πάγκους σερβιρίσματος, τμήμα σελφ σέρβις και τραπέζια, όλα γεμάτα. Συνήθως έκλεινε μετά το

μεσημεριανό, αλλά από τη στιγμή που το Στέκι –το καφέ της Αποστολής για τους τοξικομανείς στη Σιπεργκάτα– ανακαινιζόταν, είχαν νέο, εκτεταμένο ωράριο, που σήμαινε ότι η καντίνα δεν πρόσφερε φαγητό μόνο στους ενοίκους του κέντρου αλλά και σε άλλους. Οι περισσότεροι βέβαια είχαν υπάρξει ένοικοι του κέντρου κάποια στιγμή στη ζωή τους κι άρα ο Τζόνι αναγνώριζε τους πάντες γύρω του. Ρούφηξε κι άλλο λίγο καφέ χαζεύοντας τους σκυθρωπούς ανθρώπους τριγύρω: αυτή η αιώνια παράνοιά τους, το κυνήγι, τα κεφάλια που γύριζαν μια από εδώ και μια από εκεί, λες και βρίσκονταν γύρω από έναν τεράστιο νερόλακκο στη σαβάνα, όπου όλα τα ζώα ήταν μια θηρευτές και μια θηράματα. Εκτός από το αγόρι. Το αγόρι έμοιαζε σχεδόν ήρεμο. Μέχρι τώρα. Ο Τζόνι ακολούθησε το βλέμμα του κι είδε τη Μάρτα να βγαίνει από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου προσωπικού, πίσω από την κουζίνα. Φορούσε το παλτό της και ήταν έτοιμη να πάει σπίτι της. Ο Τζόνι είδε τις κόρες των ματιών του αγοριού να διαστέλλονται. Η παρατήρηση των ματιών των άλλων ανθρώπων είναι κάτι που κάθε τοξικομανής κάνει αυτόματα. Ξέρει έτσι αν χτυπάνε, αν είναι μαστουρωμένοι ή επικίνδυνοι. Με τον ίδιο τρόπο κοιτάζει τι κάνουν και με τα χέρια τους, χέρια που μπορούν να σε κλέψουν ή να σου βγάλουν μαχαίρι. Ή, σε απειλητικές καταστάσεις, να καλύψουν ενστικτωδώς

κρυψώνες με λεφτά ή ναρκωτικά. Κι αυτή τη στιγμή τα χέρια του αγοριού βρίσκονταν στις τσέπες του. Στην ίδια τσέπη που είχε κρύψει και τα σκουλαρίκια. Ο Τζόνι δεν ήταν βλάκας. Ή, εντάξει, ήταν αλλά όχι στα πάντα: Έρχεται η Μάρτα, οι κόρες του αγοριού διαστέλλονται· τα σκουλαρίκια. Η καρέκλα έξυσε το πάτωμα καθώς το αγόρι σηκώθηκε απότομα, με το πυρετώδες βλέμμα του καρφωμένο πάνω της. Ο Τζόνι ξερόβηξε. «Στιγκ…» Μα ήταν ήδη πολύ αργά, το αγόρι είχε κάνει μεταβολή κι είχε αρχίσει να προχωράει προς το μέρος της. Την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας άνδρας που δεν ταίριαζε καθόλου στον χώρο. Φορούσε ένα κοντό πέτσινο μπουφάν κι είχε κοντοκουρεμένα σκούρα μαλλιά. Μεγάλες πλάτες και αποφασιστικό βλέμμα. Με μια χειρονομία γεμάτη ένταση έσπρωξε στην άκρη έναν ένοικο που βρέθηκε στον δρόμο του, κοκαλωμένος και κυρτός σ’ αυτή τη στάση που έχουν συχνά οι τοξικομανείς. Έκανε νόημα στη Μάρτα, που του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Κι ο Τζόνι είδε τώρα αυτό που παρατήρησε και το αγόρι: πώς ο άνδρας κοντοστάθηκε, λες κι είχε χάσει την ορμή του, ενώ η Μάρτα συνέχισε να κινείται προς την εξώπορτα. Είδε τον

άνδρα να χώνει τη χούφτα του στην τσέπη του μπουφάν και να στρίβει προς τα έξω τον αγκώνα του, ώστε εκείνη να τον πιάσει από το μπράτσο. Πράγμα που έκανε. Ήταν οι προβαρισμένες κινήσεις ανθρώπων που έχουν υπάρξει ζευγάρι για αρκετό καιρό. Ύστερα εξαφανίστηκαν μες στο θυελλώδες κι άξαφνα ψυχρό βράδυ. Το αγόρι στάθηκε στη μέση της αίθουσας, μπερδεμένο, λες και χρειαζόταν χρόνο να αφομοιώσει τις νέες αυτές πληροφορίες. Ο Τζόνι είδε όλα τα κεφάλια της καντίνας να γυρνούν και να εξετάζουν προσεκτικά τον νεαρό. Ήξερε πολύ καλά τι σκέφτονταν. Θήραμα.

Ο Τζόνι ξύπνησε επειδή κάποιος έκλαιγε. Για μια στιγμή σκέφτηκε το φάντασμα, το μωρό. Ότι ήταν εδώ. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι ο ήχος ερχόταν από την πάνω κουκέτα. Γύρισε στο πλάι. Το κρεβάτι άρχισε να τρέμει.

Τα δάκρυα έγιναν λυγμοί. Ο Τζόνι σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στην κουκέτα. Έβαλε το χέρι του στον ώμο του αγοριού, που έτρεμε σαν το φύλλο. Άναψε το φως που κρεμόταν απ’ τον τοίχο. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν μια σειρά από λευκά δόντια που δάγκωναν το μαξιλάρι. «Πονάει;» είπε ο Τζόνι περισσότερο ως σχόλιο παρά ως ερώτηση. Ένα χλωμό σαν πτώμα πρόσωπο με βαθουλωμένα μάτια γύρισε και τον κοίταξε. «Ηρωίνη;» ρώτησε ο Τζόνι. Το πρόσωπο κατένευσε. «Θες να δω αν μπορώ να σου βρω τίποτα;» Αρνητικό κούνημα του κεφαλιού. «Ξέρεις, είσαι σε πολύ λάθος μέρος αν προσπαθείς να το κόψεις» είπε ο Τζόνι. Το αγόρι κατένευσε.

«Τι να κάνω λοιπόν;» Το αγόρι σάλιωσε τα χείλια του με τη λευκή του γλώσσα. Ψιθύρισε κάτι. «Ε;» είπε ο Τζόνι, σκύβοντας προς το μέρος του. Μπορούσε να μυρίσει τη βαριά, σάπια μυρωδιά της ανάσας του. Ίσα ίσα κατάλαβε τι του είπε το αγόρι. Ύστερα τεντώθηκε και κατένευσε. «Ό,τι πεις». Ο Τζόνι ξαναξάπλωσε στο κρεβάτι του και κάρφωσε το βλέμμα του στο στρώμα του αγοριού. Ήταν καλυμμένο με πλαστικό για να προφυλάσσεται από τα σωματικά υγρά των ενοίκων. Αφουγκράστηκε τη συνεχή φασαρία του κέντρου, τους αδιάκοπους ήχους από τρεξίματα και κυνηγητό στον διάδρομο, τις βρισιές, τη βροντερή μουσική, τα γέλια, τα χτυπήματα στις πόρτες, τις απελπισμένες κραυγές και τις αγχωμένες αγοραπωλησίες που συνέβαιναν έξω από την πόρτα του. Μα τίποτα δεν μπορούσε να καλύψει τους λυγμούς και τις λέξεις που είχε ψιθυρίσει το αγόρι: «Σταμάτησέ με έτσι και προσπαθήσω να βγω έξω».

19

«E

ίσαι στο Ανθρωποκτονιών, λοιπόν, τώρα» είπε ο

Φρέντρικ, χαμογελώντας πίσω από τα γυαλιά ηλίου του. Η μάρκα φαινόταν τόσο αμυδρά στον βραχίονά τους, που έπρεπε να έχεις τα αετίσια μάτια του Σίμουν για να τη δεις, αλλά και γνώση της μόδας πολύ μεγαλύτερη από τη δική του, για να καταλάβεις πόσο αποκλειστική ήταν. Εν πάση περιπτώσει, ο Σίμουν συμπέρανε ότι τα γυαλιά ήταν ακριβά, όπως άλλωστε ήταν το πουκάμισο, η γραβάτα, το μανικιούρ και το κούρεμα του Φρέντρικ. Αλλά, εδώ που τα λέμε, ανοιχτό γκρι κουστούμι με καφέ παπούτσια πάει; Μπορεί να ήταν καμιά τελευταία τάση της μόδας.

«Nαι» αποκρίθηκε ο Σίμουν και μισόκλεισε τα μάτια του. Κάθισε σε μια καρέκλα με την πλάτη στον ήλιο και τον άνεμο, αλλά το φως αντανακλώνταν πάνω στις γυάλινες επιφάνειες των νέων κτιρίων από την άλλη μεριά του καναλιού κι εξακολουθούσε να τον τυφλώνει. Συναντιούνταν έπειτα από πρόσκληση του Σίμουν. Το εστιατόριο όμως το είχε διαλέξει ο Φρέντρικ: Ήταν το γιαπωνέζικο στο Χιιβχόλμεν. Χιιβχόλμεν σημαίνει «ο λόφος των κλεφτών», όνομα που ο Σίμουν έβρισκε ταιριαστό για μια περιοχή που συγκέντρωνε πλήθος χρηματοοικονομικών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης κι εκείνης του Φρέντρικ. «Κι εσύ διαχειρίζεσαι τα χρήματα ανθρώπων που είναι τόσο πλούσιοι, ώστε να μην τους νοιάζει πια τι θα συμβεί σ’ αυτά τα ποσά;» Ο Φρέντρικ γέλασε. «Κάπως έτσι». Ο σερβιτόρος είχε τοποθετήσει μπροστά τους ένα μικρό πιάτο με κάτι που έμοιαζε με μικροσκοπική μέδουσα. Ο Σίμουν υποψιαζόταν ότι μπορεί και να ήταν πραγματική. Καθόλου περίεργο φαινόμενο στο Χιιβχόλμεν: Το σούσι είχε γίνει η πίτσα των ανώτερων αστικών τάξεων. «Σου λείπει ποτέ το ΣΔΟΕ;» ρώτησε ο Σίμουν, πίνοντας

λίγο νερό. Το μπουκάλι έγραφε Νερό από τους Παγετώνες του Βος – εμφιαλωμένο νερό, που είχε σταλεί στις ΗΠΑ και είχε εισαχθεί ξανά στη Νορβηγία, απογυμνωμένο απ’ όλα τα μεταλλικά στοιχεία που χρειάζεται το ανθρώπινο σώμα και τα οποία μπορούσες να πάρεις πίνοντας δωρεάν το νορβηγικό νεράκι της βρύσης. Εξήντα κορόνες το μπουκάλι. Ο Σίμουν είχε παραιτηθεί απ’ την προσπάθεια να καταλάβει τους μηχανισμούς της αγοράς, την ψυχολογία τους, τα παιχνίδια της εξουσίας. Ο Φρέντρικ όμως όχι: Εκείνος καταλάβαινε. Είχε κάτι κοινό με την Κάρι: Ήταν κι οι δυο τους υπέρμετρα μορφωμένοι, υπέρμετρα φιλόδοξοι και πλήρως συνειδητοποιημένοι ως προς την αξία τους. Πώς να τους κρατήσει λοιπόν η αστυνομία; «Μου λείπουν οι συνάδελφοι και η αδρεναλίνη» είπε ο Φρέντρικ. «Αλλά όχι και η γραφειοκρατία ή οι αργοί ρυθμοί. Ίσως γι’ αυτό να παραιτήθηκες κι εσύ, ε;» Ο Φρέντρικ έφερε το ποτήρι του στα χείλια τόσο γρήγορα, που ο Σίμουν δεν πρόλαβε να καταλάβει εάν δεν ήξερε όντως τι συνέβη ή απλώς προσποιούνταν. Ήταν λίγο μετά την αυτομόληση του Φρέντρικ προς τη μεριά των εχθρών –όπως έλεγαν πολλοί– που ξέσπασε όλος ο θόρυβος με την υπόθεση του βρόμικου χρήματος. Ο Φρέντρικ ήταν ένας από

τους υπαλλήλους που είχαν δουλέψει πάνω στην υπόθεση. Ίσως όμως και να μην είχε πια επαφές μέσα στην αστυνομία. «Κάτι τέτοιο» μουρμούρισε ο Σίμουν. «Οι φόνοι σού ταιριάζουν περισσότερο» είπε ο Φρέντρικ και κοίταξε με ψεύτικη διακριτικότητα το ρολόι του. «Μιας και μιλάμε για μένα» είπε ο Σίμουν «ήθελα να συναντηθούμε γιατί χρειάζομαι ένα δάνειο. Είναι για τη γυναίκα μου, πρέπει να κάνει εγχείρηση στα μάτια της. Τη θυμάσαι την Έλσε;». Ο Φρέντρικ μασούλησε τη μέδουσά του κι έβγαλε ένα μουγκρητό που μπορούσε να σημαίνει και ναι και όχι. Ο Σίμουν τον περίμενε να τελειώσει. «Με συγχωρείς, Σίμουν, τα λεφτά των πελατών μας τα επενδύουμε μόνο σε μετοχές ή ομόλογα, δεν δανείζουμε ποτέ στην ιδιωτική αγορά». «Το ξέρω, αλλά σε ρωτώ επειδή δεν μπορώ να ακολουθήσω την πεπατημένη». Ο Φρέντρικ σκούπισε προσεκτικά τις άκρες των χειλιών του

κι ακούμπησε την πετσέτα του στο πιάτο. «Λυπάμαι που δεν μπορώ να βοηθήσω. Εγχείρηση στα μάτια είπες; Σοβαρό ακούγεται». Όταν έφτασε ο σερβιτόρος, πήρε το πιάτο του Φρέντρικ, είδε το ανέγγιχτο πιάτο του Σίμουν και τον κοίταξε εξεταστικά. Ο Σίμουν τού έκανε νόημα να το πάρει. «Δεν σου άρεσε;» ρώτησε ο Φρέντρικ και ζήτησε τον λογαριασμό με λίγες λέξεις που μπορεί να ήταν και στα ιαπωνικά. «Δεν ξέρω, αλλά είμαι γενικά δύσπιστος με τα ασπόνδυλα. Γλιστράνε υπερβολικά εύκολα, αν με πιάνεις. Δεν μου αρέσει να πετάω πράγματα, αλλά αυτό το ζώο έμοιαζε ακόμη ζωντανό κι ευελπιστώ να του έδωσα τουλάχιστον μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσει στο ενυδρείο». Ο Φρέντρικ γέλασε με υπερβολική εγκαρδιότητα, ίσως ανακουφισμένος που το δεύτερο μέρος της συζήτησής τους είχε λάβει τέλος. Με το που έφτασε στο τραπέζι τους ο λογαριασμός τον άρπαξε. «Επίτρεψέ μου…» είπε ο Σίμουν, αλλά ο Φρέντρικ είχε ήδη χώσει την πιστωτική του κάρτα στο τερματικό μηχάνημα που

είχε φέρει ο σερβιτόρος και πατούσε τα κουμπιά. «Χάρηκα που σε ξαναείδα και λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να βοηθήσω» είπε ο Φρέντρικ όταν ο σερβιτόρος έφυγε. Ο Σίμουν αισθάνθηκε ότι η πίεση στην καρέκλα του Φρέντρικ είχε ήδη ελαττωθεί. «Διάβασες για τη δολοφονία Ίβερσεν χτες;» «Ω Θεέ μου, ναι». Ο Φρέντρικ κούνησε το κεφάλι του, έβγαλε τα γυαλιά του κι έτριψε τα μάτια του. «Ο Ίβερ Ίβερσεν είναι πελάτης μας. Τι τραγωδία». «Ήταν ήδη πελάτης σου όταν εργαζόσουν για το ΣΔΟΕ». «Συγγνώμη;» «Ύποπτος, θέλω να πω. Είναι κρίμα που παραιτηθήκατε όλοι. Με τόση μόρφωση… Αν είχατε μείνει στην ομάδα, ίσως και να καταφέρναμε να τους πάμε στα δικαστήρια. Η βιομηχανία ακινήτων χρειάζεται μια εκκαθάριση, θυμάσαι που το λέγαμε μαζί αυτό, Φρέντρικ;» Ο Φρέντρικ ξαναφόρεσε τα γυαλιά ηλίου του. «Πάντα σου άρεσε το υψηλό ρίσκο, Σίμουν».

Ο Σίμουν κατένευσε. Άρα ο Φρέντρικ ήξερε πολύ καλά γιατί είχε μετακινηθεί στο Ανθρωποκτονιών. «Μιλώντας για ρίσκο» είπε ο Σίμουν «εγώ είμαι ένας απλός μπάτσος χωρίς διπλώματα στα χρηματοοικονομικά, αλλά κάθε φορά που έβλεπα τους λογαριασμούς του Ίβερσεν αναρωτιόμουν πώς γινόταν κι η επιχείρησή του δεν φαλίριζε. Ήταν σκράπας στις αγοραπωλησίες ακινήτων. Τις περισσότερες φορές είχε φοβερές απώλειες». «Ναι, αλλά ήταν πάντα καλός στη διαχείριση». «Ευλογημένες οι ζημίες που μεταφέρονται στα επόμενα έτη. Εξαιτίας τους ο Ίβερσεν είχε να πληρώσει φόρους επί των λειτουργικών κερδών χρόνια ολόκληρα». «Θεέ μου, είναι λες κι επέστρεψες στο ΣΔΟΕ». «Ο κωδικός που έχω μου επιτρέπει πρόσβαση στα παλιά αρχεία. Ξενύχτησα χτες διαβάζοντάς τα στον υπολογιστή». «Σοβαρά τώρα; Μα δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό σ’ όλο αυτό. Το επιτρέπει η φορολογική νομοθεσία». «Σωστά» είπε ο Σίμουν, ακουμπώντας το πιγούνι στο χέρι του και κοιτάζοντας τον γαλανό ουρανό. «Κι εσύ τα ξέρεις

όλα αυτά επειδή ήλεγχες κάποτε τον Ίβερσεν. Ποιος ξέρει; Ίσως την Ανιέτε Ίβερσεν τη σκότωσε κάποιος πικραμένος εφοριακός». «Τι;» Ο Σίμουν γέλασε για λίγο κι ύστερα σηκώθηκε. «Τίποτα. Σε δουλεύω μόνο. Σ’ ευχαριστώ για το γεύμα». «Σίμουν;» «Ναι». «Δεν θέλω να το δέσεις, αλλά θα ρωτήσω τριγύρω για το δάνειό σου, εντάξει;» «Το εκτιμώ αυτό» είπε ο Σίμουν και κούμπωσε το μπουφάν του. «Αντίο». Δεν χρειάστηκε να γυρίσει να κοιτάξει: Ήξερε πολύ καλά ότι ο Φρέντρικ τον παρατηρούσε με περίσκεψη καθώς απομακρυνόταν.

Ο Λαρς Γκίλμπαρ άπλωσε την εφημερίδα που είχε βρει στα σκουπίδια έξω από το Σέβεν Ιλέβεν και θα του χρησίμευε απόψε για μαξιλάρι. Η μία σελίδα μετά την άλλη ήταν γεμάτη αναφορές στον φόνο αυτής της πλούσιας γκόμενας από τα δυτικά προάστια. Αν το θύμα ήταν κάνας φουκαράς που είχε πεθάνει από μολυσμένη υπερβολική δόση δίπλα στο ποτάμι ή στη Σιπεργκάτα, ούτε γραμμή δεν θα έγραφαν για χάρη του. Ένας άσος της Κρίπος, ένας τύπος ονόματι Μπιόρνστα, ανακοίνωσε ότι για την έρευνα θα χρησιμοποιούνταν όλοι οι διαθέσιμοι πόροι. Σοβαρά, ρε φίλε; Και γιατί δεν πιάνετε πρώτα τους μαζικούς δολοφόνους που ανακατεύουν αρσενικό ή ποντικοφάρμακο στα ναρκωτικά που πουλάνε; Ο Γκίλμπαρ έριξε μια ματιά έξω από τη χώρα των σκιών. Η μορφή που τον πλησίαζε φορούσε κουκούλα κι έμοιαζε με τους τύπους που έτρεχαν συχνά κατά μήκος του ποταμού. Όταν τον είδε όμως, ο τύπος άρχισε να επιβραδύνει τον ρυθμό του και ο Λαρς Γκίλμπαρ υπέθεσε ότι ήταν ή μπάτσος ή κάνα κωλόπαιδο που έψαχνε για σπιντ. Κι όταν έφτασε κάτω από τη γέφυρα και σήκωσε την κουκούλα του, ο Γκίλμπαρ αναγνώρισε το αγόρι. Ήταν ξέπνοο και ιδρωμένο. Ο Γκίλμπαρ σηκώθηκε από τις κούτες του ανυπόμονα, σχεδόν χαρούμενος. «Γεια σου, παλικάρι! Τα πρόσεξα τα πράγματά σου, ξέρεις. Εδώ είναι ακόμη». Έκανε νόημα προς

τους θάμνους. «Ευχαριστώ» είπε το αγόρι τη στιγμή που καθόταν ανακούρκουδα και μετρούσε τους σφυγμούς του. «Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσες να μου κάνεις άλλη μια χάρη». «Φυσικά. Ό,τι θες». «Ευχαριστώ. Ξέρεις ποιοι πουλάνε Σουπερμπόι στην πόλη;» Ο Λαρς Γκίλμπαρ έκλεισε τα μάτια του. Γαμώτο. «Μην το κάνεις, αγόρι μου. Όχι το κωλο-Σουπερμπόι». «Γιατί όχι;» «Γιατί ξέρω τρεις ανθρώπους που πέθαναν από αυτό το δηλητήριο μέσα σ’ ένα καλοκαίρι». «Ποιος πουλάει το πιο καθαρό;» «Για καθαρότητα δεν ξέρω. Δεν κάνω εγώ τέτοια πράγματα. Αλλά είναι εύκολο να το βρεις: Ένα μέρος υπάρχει όλο κι όλο στην πόλη για Σουπερμπόι. Οι έμποροι δουλεύουν δυο δυο. Ο ένας έχει το πράμα κι ο άλλος παίρνει

τα χρήματα. Κοντά στη γέφυρα Νιμπρούα». «Πώς θα τους αναγνωρίσω;» «Ανάλογα. Ο λεφτάς συνήθως είναι ένας κοντόχοντρος γεμάτος ουλές στο πρόσωπο, με κοντά μαλλιά. Είναι το αφεντικό, αλλά γουστάρει να είναι στον δρόμο και να ρεγουλάρει ο ίδιος τα χρήματα. Καχύποπτος τύπος, δεν εμπιστεύεται βαποράκια». «Κοντόχοντρος με ουλές;» «Ναι, είναι εύκολο να τον καταλάβεις από τα βλέφαρά του. Κρέμονται απ’ τα μάτια του λες και κοιμάται όρθιος. Με πιάνεις;» «Τον Κάλε λες;» «Τον ξέρεις;» Το αγόρι κατένευσε αργά αργά. «Άρα ξέρεις τι συνέβη στα βλέφαρά του, ε;» «Ξέρεις τι ώρες δουλεύει;» ρώτησε το αγόρι.

«Είναι εκεί από τις τέσσερις μέχρι τις εννιά. Το ξέρω γιατί οι πελάτες αρχίζουν να μαζεύονται μισή ώρα πιο πριν. Οι τελευταίοι έρχονται τρέχοντας, λίγο πριν από τις εννιά, τόσο απελπισμένοι μη χάσουν τη δόση τους, που τα μάτια τους φέγγουν πάνω στην άσφαλτο». Το αγόρι ξαναφόρεσε την κουκούλα του. «Σ’ ευχαριστώ πολύ, φίλε μου». «Λαρς. Λαρς με λένε». «Ευχαριστώ, Λαρς. Χρειάζεσαι τίποτα; Λεφτά μήπως;» Ο Λαρς πάντα χρειαζόταν λεφτά. Κούνησε όμως το κεφάλι του. «Πώς σε λένε;» Το αγόρι ανασήκωσε τους ώμους του σαν να έλεγε: «Πώς θες να με λες;» κι ύστερα ξανάρχισε το τρέξιμο.

Η Μάρτα καθόταν στη ρεσεψιόν όταν το αγόρι ανέβηκε τις σκάλες και πέρασε από μπροστά της.

«Στιγκ!» τον φώναξε. Του πήρε λίγο να σταματήσει. Ίσως επειδή είχε αργές αντιδράσεις. Ίσως το όνομά του να μην ήταν στην πραγματικότητα Στιγκ. Ήταν ιδρωμένος: Φαινόταν σαν να ’χε τρέξει. Η Μάρτα ευχόταν να μην προσπαθούσε να ξεφύγει από κανέναν. «Έχω κάτι για σένα» είπε. «Περίμενε!» Πήρε το κουτί, είπε στη Μαρία ότι θα επέστρεφε σε δυο λεπτά κι έσπευσε κοντά του. Τον ακούμπησε απαλά στον αγκώνα. «Έλα, πάμε επάνω στο δωμάτιό σας». Όταν μπήκαν στο δωμάτιο, αντίκρισαν ένα απρόσμενο θέαμα: Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και το φως έλουζε το δωμάτιο. Ο Τζόνι ήταν άφαντος κι ο αέρας ήταν φρέσκος· ένα απ’ τα παράθυρα ήταν ανοιχτό, όσο δηλαδή επέτρεπε η κλειδαριά του. Το συμβούλιο τους είχε πει να βάλουν κλειδαριές σε κάθε παράθυρο ύστερα από διάφορες πτώσεις αντικειμένων που παραλίγο να χτυπήσουν διάφορους πεζούς: ραδιόφωνα, ηχεία, στερεοφωνικά, καμιά τηλεόραση. Τα περισσότερα ήταν ηλεκτρικές συσκευές, αλλά το έναυσμα για τη λήψη μέτρων είχε δώσει η ρίψη οργανικής ύλης. Λόγω της εκτεταμένης κοινωνικής φοβίας, πολλοί ένοικοι συχνά

δίσταζαν να πάνε ως τις κοινόχρηστες τουαλέτες κι ορισμένοι είχαν πάρει άδεια να έχουν στο δωμάτιό τους έναν κουβά που άδειαζαν σε τακτά –και καμιά φορά άτακτα, δυστυχώς– διαστήματα. Ένας από τους ενοίκους συνήθιζε να βάζει τον κουβά του στο περβάζι, για να κρατάει το παράθυρο ανοιχτό και να φεύγουν και οι μυρωδιές. Μια μέρα ένας υπάλληλος άνοιξε την πόρτα και το ρεύμα του αέρα παρέσυρε τον κουβά. Ακριβώς κάτω από το παράθυρο ένας ελαιοχρωματιστής έβαφε τον τοίχο ενός καινούργιου ζαχαροπλαστείου. Ο άνθρωπος γλίτωσε χωρίς να τραυματιστεί, αλλά η Μάρτα – που είχε τρέξει πρώτη στη σκηνή για να βοηθήσει τον σοκαρισμένο άνδρα– ήξερε ότι η όλη εμπειρία τον είχε σημαδέψει. «Κάθισε» του είπε, δείχνοντας μια καρέκλα. «Και βγάλε τα παπούτσια σου». Το αγόρι έκανε ό,τι του είπε. Εκείνη άνοιξε το κουτί. «Δεν ήθελα να τα δουν οι άλλοι» είπε κι έβγαλε ένα ζευγάρι μαλακά μαύρα δερμάτινα παπούτσια. «Ήταν του πατέρα μου» πρόσθεσε και του τα έδωσε. «Πρέπει να φοράτε το ίδιο νούμερο». Ο νεαρός ήταν τόσο έκπληκτος, που η Μάρτα ένιωσε τον

εαυτό της να κοκκινίζει. «Δεν γίνεται να πας σε συνέντευξη με αθλητικά» είπε. Εκείνη κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο, ενώ εκείνος φορούσε τα παπούτσια. Δεν ήταν και πολύ σίγουρη, μα νόμιζε ότι μύριζε καθαριστικό. Το συνεργείο καθαρισμού δεν είχε έρθει σήμερα, απ’ ό,τι ήξερε. Σηκώθηκε και πλησίασε μια φωτογραφία κρεμασμένη στον τοίχο με μια πινέζα. «Ποιος είναι αυτός;» «Ο πατέρας μου». «Αλήθεια; Αστυνομικός;» «Ναι. Για δες». Γύρισε και τον κοίταξε. Εκείνος σηκώθηκε και πίεσε πρώτα το δεξί κι ύστερα το αριστερό πόδι στο πάτωμα. «Και;» «Είναι τέλεια» είπε χαμογελώντας εκείνος. «Μάρτα, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ».

Εκείνη ταράχτηκε όταν άκουσε τ’ όνομά της. Δεν είναι ότι δεν είχε συνηθίσει να το ακούει· όλοι τα μικρά τους ονόματα χρησιμοποιούσαν. Επώνυμα, διευθύνσεις και ονόματα συγγενών ήταν απόρρητα. Πώς αλλιώς; Γινόταν εμπόριο ναρκωτικών καθημερινά εκεί μέσα. Μα ήταν κάτι στον τρόπο που το είχε πει. Κάτι σαν άγγιγμα. Προσεκτικό κι αθώο μαζί, κι όμως απτό. Η Μάρτα συνειδητοποίησε ότι δεν επιτρεπόταν να βρίσκεται μόνη μαζί του στο δωμάτιο. Καθώς ερχόταν, πίστευε ότι θα έβρισκαν και τον Τζόνι. Πού ήταν ο Τζόνι; Μόνο για ναρκωτικά σηκωνόταν, για τουαλέτα ή φαγητό – με αυτή τη σειρά. Η Μάρτα δεν έκανε καμία κίνηση να φύγει. «Τι δουλειά ψάχνεις;» τον ρώτησε. Κατάλαβε ότι ακουγόταν λίγο λαχανιασμένη. «Κάτι που έχει να κάνει με το δικαστικό σώμα» είπε εκείνος σοβαρά. Υπήρχε κάτι το αφοπλιστικό στην ειλικρίνειά του. Kάτι το υπερβολικά ώριμο. «Σαν τον πατέρα σου;» «Όχι, οι αστυνομικοί εντάσσονται στην εκτελεστική εξουσία. Εγώ θέλω να δουλέψω για τη δικαστική εξουσία». Η Μάρτα χαμογέλασε. Ήταν τόσο διαφορετικός από τους

άλλους. Ίσως γι’ αυτό τον σκεφτόταν συνεχώς, γιατί δεν τους έμοιαζε. Ούτε στον Άνερς έμοιαζε. Ο Άνερς είχε πάντα ατσάλινο αυτοέλεγχο, ενώ το αγόρι έμοιαζε ανοιχτό κι ευάλωτο. Ο Άνερς ήταν καχύποπτος και περιφρονητικός με τις καινούργιες γνωριμίες, τη στιγμή που ο Στιγκ έμοιαζε φιλικός, ευγενής, σχεδόν αφελής. «Πρέπει να πηγαίνω τώρα» είπε η Μάρτα. «Ναι» απάντησε εκείνος, ακουμπώντας στον τοίχο. Είχε ξεκουμπώσει το φούτερ του. Το φανελάκι από μέσα ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και κολλούσε στο σώμα του. Κάτι πήγε να πει το αγόρι, μα το γουόκι τόκι της του έκοψε τη φόρα. Η Μάρτα το έφερε στο αυτί της. Είχε επισκέψεις. «Τι πήγες να πεις;» τον ρώτησε όταν είχε λάβει πια το μήνυμα. «Θα σου πω μιαν άλλη φορά» είπε το αγόρι και χαμογέλασε.

Ήταν πάλι εκείνος, ο ηλικιωμένος αστυνομικός. Την περίμενε στη ρεσεψιόν. «Με άφησαν να περάσω» της είπε απολογητικά. Η Μάρτα έριξε ένα βλέμμα επίπληξης στη Μαρία, που σήκωσε τους ώμους της θέλοντας να πει «ε, και τι έγινε;». «Μπορούμε κάπου να;…» Η Μάρτα τον συνόδευσε στην αίθουσα συσκέψεων, δεν του πρόσφερε όμως καφέ. «Ξέρετε τι είναι αυτό;» ρώτησε ο αστυνομικός, δείχνοντάς της το κινητό του τηλέφωνο. «Μια φωτογραφία από χώματα;» «Είναι ένα αποτύπωμα παπουτσιού. Και μάλλον εσάς δεν σας λέει τίποτα, μα εγώ το βρήκα πολύ οικείο. Και μετά συνειδητοποίησα ότι το είχα δει σε πάρα πολλές πιθανές σκηνές εγκλημάτων, ξέρετε, στα μέρη που βρίσκουμε διάφορα πτώματα. Είναι συνήθως κάποιο αποτύπωμα στα

χιόνια σε εμπορικά λιμάνια με κοντέινερ ή σε κάποιο λημέρι γεμάτο ναρκωτικά, δίπλα σ’ ένα βαποράκι στον ακάλυπτο κάποιου κτιρίου ή ενός μπάνκερ από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου πάνε τέλος πάντων οι τοξικομανείς για να χτυπήσουν ενέσεις… Με λίγα λόγια…» «Με λίγα λόγια, σε μέρη όπου συχνάζουν οι ένοικοι του κέντρου μας» είπε με έναν αναστεναγμό η Μάρτα. «Ακριβώς. Ο θάνατος έχει συνήθως προκληθεί από τους ίδιους, αλλά άσχετα από αυτό το αποτύπωμα αυτό εμφανίζεται ξανά και ξανά. Αυτά τα μπλε αθλητικά του στρατού έχουν γίνει τα πιο συχνά υποδήματα τοξικομανών κι αστέγων σ’ όλη τη Νορβηγία. Τα μοιράζουν ο Στρατός της Σωτηρίας και η Αποστολή της Εκκλησίας. Άρα είναι εντελώς άχρηστα ως αποδεικτικά στοιχεία: Τα φοράνε χιλιάδες πόδια που έχουν εγκληματικά μητρώα». «Άρα τι θέλετε από εμάς, επιθεωρητή Κέφας;» «Αυτά τα παπούτσια δεν κατασκευάζονται πια και όσα κυκλοφορούν έχουν φθαρεί. Αν όμως κοιτάξετε προσεκτικά τη φωτογραφία, θα δείτε ότι το εν λόγω αποτύπωμα είναι πεντακάθαρο, πράγμα που σημαίνει ότι τα παπούτσια είναι καινούργια. Μίλησα με τον Στρατό της Σωτηρίας και μου

είπαν ότι έστειλαν σε σας την τελευταία παρτίδα που είχαν φέτος τον Μάρτη. Άρα η ερώτησή μου είναι η εξής: Έχετε μοιράσει τέτοια παπούτσια από τον Μάρτη και μετά; Νούμερο 43». «Η απάντηση είναι ναι». «Ποιοι…» «Πολλοί». «Με νούμερο…» «Το 43 είναι το πιο κοινό νούμερο ανδρικών παπουτσιών στον δυτικό κόσμο, συνεπώς και μεταξύ των τοξικομανών. Δεν μπορώ και ούτε θέλω να σας πω τίποτε παραπάνω». Η Μάρτα τον κοίταξε στα ίσια κι έσφιξε τα χείλια της. Ήταν σειρά του αστυνομικού ν’ αναστενάξει. «Εκτιμώ την αλληλεγγύη που δείχνετε στους ενοίκους σας. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως δεν μιλάμε για ένα δυο γραμμάρια σπιντ. Μιλάμε για υπόθεση δολοφονίας. Βρήκα αυτό το αποτύπωμα στο σπίτι όπου πυροβόλησαν και σκότωσαν εκείνη τη γυναίκα χτες, στον λόφο του Χολμενκόλεν. Την Ανιέτε Ίβερσεν».

«Ίβερσεν;» Ξαφνικά της Μάρτα της κόπηκε η ανάσα. Άντε πάλι. Ο ψυχοθεραπευτής που είχε διαγνώσει «κόπωση συμπόνιας» της είχε πει να προσέξει για τίποτα ενδείξεις υπερβολικού άγχους. Ο επιθεωρητής Κέφας έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Μάλιστα, Ίβερσεν. Το γράφουν όλες οι εφημερίδες. Την πυροβόλησαν στο κατώφλι του σπιτιού…» «Ναι, ναι, είδα μερικά πρωτοσέλιδα. Δεν διαβάζω ποτέ κάτι τέτοια, αρκετό άγχος έχουμε σ’ αυτή τη δουλειά, αν με καταλαβαίνετε». «Σας καταλαβαίνω. Το όνομά της ήταν Ανιέτε Ίβερσεν. Σαράντα εννέα ετών. Πρώην επιχειρηματίας, νυν νοικοκυρά. Παντρεμένη, μ’ έναν εικοσάχρονο γιο. Πρόεδρος του τοπικού συλλόγου κοινωνικής πρόνοιας. Σημαντική χορηγός του Νορβηγικού Οργανισμού Τουρισμού. Μάλλον πληροί τις προϋποθέσεις για στυλοβάτης της κοινωνίας, ε;» H Mάρτα ξερόβηξε. «Πώς είστε σίγουρος ότι το αποτύπωμα ανήκει στον δολοφόνο;» «Δεν είμαι. Βρήκαμε όμως ένα ολόιδιο, αν και μισό, αποτύπωμα παπουτσιού στο υπνοδωμάτιο, με το αίμα του

θύματος επάνω». Η Μάρτα ξανάβηξε. Έπρεπε να πάει στον γιατρό. «Κι αν υποθέσουμε ότι βρίσκουμε τα ονόματα όσων πήραν παπούτσια νούμερο 43, πώς μπορείτε εσείς να καταλάβετε ποιο απ’ όλα ανήκει στη σκηνή του εγκλήματος;» «Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, ο δολοφόνος πάτησε το αίμα του θύματος. Αν έχει πήξει, ίσως να υπάρχουν ακόμη ίχνη αίματος στα αυλάκια της σόλας». «Κατάλαβα» είπε η Μάρτα. Ο επιθεωρητής Κέφας περίμενε. Εκείνη σηκώθηκε όρθια. «Αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Μπορώ φυσικά να ρωτήσω και τους άλλους υπαλλήλους, μήπως θυμούνται κάποιο νούμερο 43». Ο αστυνομικός παρέμεινε στη θέση του λες και ήθελε να της δώσει την ευκαιρία ν’ αλλάξει γνώμη. Ύστερα σηκώθηκε και της έδωσε την κάρτα του. «Σας ευχαριστώ, εκτιμώ τη βοήθειά σας. Μπορείτε να με

πάρετε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας». Η Μάρτα παρέμεινε στην αίθουσα μετά την αποχώρηση του επιθεωρητή. Δάγκωσε το κάτω της χείλος. Του είχε πει την αλήθεια. Το 43 ήταν το πιο κοινό νούμερο ανδρικών παπουτσιών.

«Κλείσαμε!» φώναξε ο Κάλε. Ήταν εννιά η ώρα και ο ήλιος έδυε πίσω από τα κτίρια στο ποτάμι. Ο Κάλε πήρε το τελευταίο κατοστάρικο και το έβαλε στη ζώνη-πορτοφόλι γύρω από την κοιλιά του. Είχε ακούσει ότι στην Αγία Πετρούπολη τους εμπόρους που κουβαλούσαν πάνω τους χρήματα τους λήστευαν τόσο συχνά, που η μαφία τούς είχε δώσει ατσάλινες ζώνες-πορτοφόλια συγκολλημένες γύρω απ’ την κοιλιά τους. Η ζώνη είχε μια σχισμή από την οποία έμπαιναν τα λεφτά κι έναν κωδικό που τον ήξερε μόνο ο τύπος στο γραφείο, ώστε να μην μπορούν τα βαποράκια ούτε με βασανιστήρια ν’ αποκαλύψουν τον κωδικό ούτε να κλέψουν οι ίδιοι τα χρήματα. Κοιμούνταν, έτρωγαν, έχεζαν και πηδούσαν με τη ζώνη γύρω απ’ την κοιλιά. Μέχρι κι αυτό είχε

σκεφτεί ο Κάλε ως έσχατη λύση. Είχε βαρεθεί να στέκεται εδώ πέρα καθημερινά. «Σας παρακαλώ!» είπε μία από εκείνες τις κάτισχνες γκόμενες, πετσί και κόκαλο· το τεντωμένο δέρμα πάνω στο κρανίο της θύμιζε Ολοκαύτωμα. «Αύριο» είπε ο Κάλε και γύρισε να φύγει. «Μα πρέπει να πάρω!» «Δεν έχουμε άλλο» είπε εκείνος ψέματα κι έκανε νόημα στον Πέλβις, που είχε τα ναρκωτικά, να συνεχίσει να περπατάει. Εκείνη ξέσπασε σε κλάματα. Ο Κάλε δεν ένιωσε κανέναν οίκτο. Έπρεπε να μάθουν ότι το μαγαζί έκλεινε στις εννιά και δεν είχε κανένα νόημα να έρχονται εννιά και δύο. Θα μπορούσε φυσικά να παραμείνει μέχρι τις δέκα και δέκα ή δέκα και τέταρτο για να εξυπηρετήσει όσους κατάφερναν να βρουν από εδώ κι από εκεί χρήματα την τελευταία στιγμή, αλλά στο κάτω κάτω ήταν σημαντικό να κρατάει κανείς μια ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά και την υπόλοιπη ζωή του, να ξέρει πότε να πάει σπίτι του να ξεκουραστεί. Ούτε θα είχε κανένα φοβερό κέρδος αν έμενε λίγο παραπάνω: Το

Σουπερμπόι ήταν μονοπώλιο. Η τύπισσα θα εμφανιζόταν αύριο με το που θα ξανάνοιγαν. Εκείνη τον άρπαξε απ’ το μπράτσο, αλλά ο Κάλε την έσπρωξε μακριά. Η γυναίκα παραπάτησε κι έπεσε με τα γόνατα στο γρασίδι. «Καλά πήγε η μέρα» είπε ο Πέλβις καθώς κατέβαιναν γρήγορα το μονοπάτι. «Πόσα λες;» «Εσύ πόσα λες;» είπε ο Κάλε κοφτά και τσαντισμένα. Τον μαλάκα, ούτε πολλαπλασιασμό δεν μπορούσε να κάνει: τόσα σακουλάκια επί την τιμή. Αδύνατον να βρεις καλούς υπαλλήλους τη σήμερον ημέρα. Πριν διασχίσουν τη γέφυρα, ο Κάλε γύρισε και κοίταξε πίσω του να δει αν τους ακολουθούσαν. Ήταν μια κίνηση αυτόματη, ένα μάθημα που το είχε πληρώσει ακριβά κουβαλώντας μια μέρα πολλά λεφτά ως βαποράκι, θύμα μιας ληστείας που ποτέ δεν θα καταγραφόταν από την αστυνομία. Ήταν μια μέρα του καλοκαιριού δίπλα στο ποτάμι· τα μάτια του Κάλε έκλειναν από την κούραση και τον πήρε ο ύπνος σ’ ένα παγκάκι, με ηρωίνη αξίας τριακοσίων χιλιάδων κορονών που έπρεπε να πάνε για λογαριασμό του Νέστορ. Όταν ξύπνησε, τα ναρκωτικά είχαν κάνει φτερά. Ο

Νέστορ ήρθε και τον βρήκε και του εξήγησε ότι το αφεντικό είχε την ευγενική καλοσύνη να του δώσει δυο επιλογές. Και τους δυο αντίχειρες –γιατί είχε υπάρξει τόσο απρόσεκτος– ή και τα δυο του βλέφαρα –γιατί είχε κοιμηθεί εν ώρα εργασίας. Ο Κάλε διάλεξε τα βλέφαρα. Δυο άνδρες με μαύρα κουστούμια, ένας μελαχρινός, ένας ξανθός, τον κρατούσαν στο έδαφος, ενώ ο Νέστορ τού τράβηξε τα βλέφαρα κόβοντάς τα μ’ εκείνο το απαίσιο αραβικό μαχαίρι του. Ύστερα του είχε δώσει λεφτά να πάρει ταξί μέχρι το νοσοκομείο: εντολές του αφεντικού. Οι γιατροί τού εξήγησαν ότι για να του δώσουν καινούργια βλέφαρα έπρεπε να πάρουν δέρμα από κάποιο άλλο σημείο του σώματός του κι ότι ήταν πολύ τυχερός που δεν ήταν εβραίος και δεν είχε κάνει περιτομή. Aπ’ ό,τι φαίνεται, η ακροποσθία είναι ο τύπος του δέρματος που μοιάζει περισσότερο με τα βλέφαρα απ’ οποιοδήποτε άλλο. Δεδομένων των συνθηκών η εγχείρηση είχε πετύχει κι έκτοτε η στάνταρ απάντηση του Κάλε σε όποιον τον ρώταγε πώς έχασε τα βλέφαρά του ήταν ότι είχε ένα ατύχημα με οξύ κι ότι του έβαλαν νέο δέρμα απ’ τον μηρό. Τον μηρό κάποιου άλλου, ξεκαθάριζε, αν η ερώτηση γινόταν στο κρεβάτι, από κάποια γυναίκα που έψαχνε να βρει την ουλή στο πόδι. Κι ύστερα εξηγούσε ότι ήταν κατά το ένα τέταρτο εβραίος, σε περίπτωση που αναρωτιούνταν και γι’

αυτό. Για πολύ καιρό πίστευε ότι το μυστικό του ήταν καλά φυλαγμένο, μέχρι που ο τύπος που πήρε τη δουλειά του στου Νέστορ ήρθε και τον βρήκε σ’ ένα μπαρ και τον ρώτησε αν μύριζε ξεραμένα χύσια σαν έτριβε τα μάτια του να βγάλει τις τσίμπλες το πρωί. Ο τύπος και τα φιλαράκια του είχαν σκάσει στα γέλια. Ο Κάλε έσπασε ένα μπουκάλι μπίρα στον πάγκο και του το έχωσε στο πρόσωπο ξανά και ξανά, μέχρι που ο τύπος δεν είχε πια μάτια να τρίψει. Την επομένη ο Νέστορ επισκέφτηκε τον Κάλε και του είπε ότι το αφεντικό έμαθε τα νέα κι ότι μπορούσε να αναλάβει πάλι την παλιά του δουλειά –μιας κι έμεινε κενή η θέση– κι ότι το αφεντικό ενέκρινε την επινοητικότητά του. Έκτοτε ο Κάλε δεν ξανάκλεισε τα μάτια του μέχρι να σιγουρευτεί ότι είχε τα πάντα υπό έλεγχο. Το μόνο όμως που έβλεπε τώρα τριγύρω του ήταν μια αξιοθρήνητη γκόμενα στο γρασίδι κι ένας μοναχικός δρομέας. «Διακόσια χιλιάρικα;» πρότεινε ο Πέλβις. Τι μαλάκας. Ύστερα από δεκαπέντε λεπτά περπάτημα στο κέντρο του ανατολικού Όσλο και στα αβέβαια μα γραφικά σοκάκια της

παλιάς πόλης, της Γκαμλεμπίεν, μπήκαν από μια ανοιχτή πύλη στον χώρο ενός εγκαταλειμμένου εργοστασίου. Το μέτρημα θα τους έπαιρνε γύρω στη μία ώρα. Εκτός από αυτούς, στον χώρο ήταν μόνο ο Ενόκ κι ο Σιφ, που πουλούσαν σπιντ στο άγαλμα Έλγκεν και στην Τολμπουγκάτα αντίστοιχα. Μετά το μέτρημα έπρεπε να κόψουν, να αναμείξουν και να φτιάξουν καινούργια σακουλάκια για αύριο. Και μετά μπορούσε επιτέλους να πάει σπίτι, στη Βέρα. Τώρα τελευταία όλο μούτρα τού έκανε. Της είχε υποσχεθεί ταξίδι στη Βαρκελώνη και δεν την είχε πάει, γιατί πουλούσε σταθερά όλη την άνοιξη. Μετά της υποσχέθηκε ταξίδι στο Λος Άντζελες τον Αύγουστο. Έλα όμως που με το ποινικό του μητρώο δεν του είχαν δώσει βίζα. Ο Κάλε ήξερε ότι γυναίκες σαν τη Βέρα δεν είχαν υπομονή, είχαν επιλογές· για να την κρατήσει λοιπόν, αναγκαζόταν να την πηδάει τακτικά και να κολακεύει τ’ αμυγδαλωτά άπληστα μάτια της μ’ ένα σωρό μπιχλιμπίδια. Πράγμα που ήθελε προσπάθεια και χρόνο. Και λεφτά, άρα κι άλλη δουλειά. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή. Διέσχισαν ένα αίθριο με χαλίκια λαδωμένα από πετρέλαιο, ψηλό γρασίδι και δυο φορτηγά χωρίς τροχούς, παρκαρισμένα μια για πάντα πάνω σε τσιμεντόλιθους. Ανέβηκαν μια αποβάθρα φόρτωσης μπροστά από ένα κτίριο με κόκκινα

τούβλα. Ο Κάλε πάτησε τον τετραψήφιο κωδικό στην είσοδο, άκουσε την κλειδαριά ν’ ανοίγει κι έσπρωξε την πόρτα. Ήχοι από ντραμς και μπάσα έφτασαν στ’ αυτιά τους: Ο δήμος είχε μετατρέψει το ισόγειο του διώροφου εργοστασίου σε στούντιο για νέες μπάντες. Ο Κάλε νοίκιαζε τον ελεύθερο χώρο του πρώτου ορόφου για ψίχουλα, υπό το πρόσχημα ότι ήταν ατζέντης διαφόρων συγκροτημάτων. Ακόμη δεν είχε καταφέρει να κλείσει ούτε μία συναυλία, κανείς όμως δεν διαμαρτυρόταν: δύσκολοι καιροί για τις τέχνες. Ο Κάλε κι ο Πέλβις προχώρησαν στον διάδρομο προς τον ανελκυστήρα, ενώ η εξώπορτα έκλεινε σιγά σιγά, μηχανικά, πίσω τους. Ο Κάλε νόμισε για μια στιγμή ότι άκουσε γρήγορα βήματα στα χαλίκια απέξω. «Τριακόσια;» ρώτησε ο Πέλβις. Ο Κάλε κούνησε το κεφάλι του και πάτησε το κουμπί του ανελκυστήρα.

Ο Κνουτ Σρέντερ άφησε την κιθάρα του πάνω στον ενισχυτή.

«Διάλειμμα για τσιγάρο» είπε και πήγε προς την πόρτα. Ήξερε ότι οι υπόλοιποι κοιτούσαν απαυδισμένοι ο ένας τον άλλο. Είχαν συναυλία σε τρεις μέρες κι έπρεπε να κάνουν πρόβες σαν τρελοί για να μην τους πάρουν με τις λεμονόκουπες, κι αυτός ήθελε κι άλλο διάλειμμα για τσιγάρο; Για τον Κνουτ ήταν όλοι τους γατάκια: Δεν κάπνιζαν, σπάνια έπιναν και δεν είχαν κάνει ποτέ τους φούντα. Τι σόι ροκ εν ρολ ήταν αυτό; Έκλεισε πίσω του την πόρτα και τους άκουσε να ξαναπαίζουν το κομμάτι απ’ την αρχή. Δεν ήταν και τόσο άσχημο, μα δεν είχε ψυχή, ρε γαμώτο. Σε αντίθεση μ’ αυτόν. Στη σκέψη αυτή χαμογέλασε και συνέχισε προς την έξοδο, περνώντας μπροστά από το ασανσέρ και δυο άδειες αίθουσες για πρόβες. Η όλη φάση τού θύμισε την καλύτερη σκηνή από το DVD των Eagles Hell Freezes Over –ένοχο μυστικό του Κνουτ– όταν, σε μια πρόβα με τη Φιλαρμονική του Μπέρμπανκ, ο Ντον Χένλεϊ γυρνάει συνοφρυωμένος στην κάμερα, σουφρώνει τη μούρη του και ψιθυρίζει: «…but they don’t have the blues…». O Κνουτ πέρασε μπροστά από την αίθουσα με τη χαλασμένη κλειδαριά και τους στραβούς της μεντεσέδες –

μονίμως ανοιχτή, προφανώς– και κοντοστάθηκε. Ένας άνδρας με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα βρισκόταν μες στην αίθουσα. Στο παρελθόν στο κτίριο έμπαιναν ό,τι σόι αλήτες ήθελες, ψάχνοντας για μουσικά όργανα και πράγματα που μπορούσαν να μεταπουλήσουν. Μα από τότε που μετακόμισε εκείνο το πρακτορείο στον πρώτο κι εγκατέστησε καινούργια πόρτα με ηλεκτρονικό κωδικό είχαν πάψει όλα αυτά. «Ε!» είπε ο Κνουτ. Ο τύπος γύρισε προς το μέρος του. Ο Κνουτ δεν κατάλαβε τι ήταν. Δρομέας; Όχι. Φορούσε μεν φούτερ και φόρμα, αλλά στα πόδια του φορούσε ένα ζευγάρι καλά δερμάτινα παπούτσια. Μόνο οι αλήτες ντύνονταν τόσο χάλια. Όμως ο Κνουτ δεν φοβήθηκε. Γιατί να φοβηθεί; Ήταν ψηλός σαν τον Τζόι Ραμόν και φορούσε και το ίδιο δερμάτινο. «Τι θες εδώ μέσα, φίλε;» Ο τύπος χαμογέλασε. Που σημαίνει ότι δεν ήταν ροκάς. «Προσπαθώ να βάλω λίγη τάξη». Ναι, γιατί όχι; Συνέβαιναν αυτά στις κοινόχρηστες αίθουσες: Όλα ήταν πεταμένα ή κλεμμένα και κανείς ποτέ δεν αναλάμβανε την ευθύνη να τα τακτοποιήσει. Το παράθυρο

ήταν ακόμη καλυμμένο με ηχομονωτικά πάνελ, αλλά το μόνο πράγμα που υπήρχε στον χώρο ήταν μια παλιά μπότα από ντραμς, πάνω στην οποία κάποιος είχε ζωγραφίσει το όνομα The Young Hopeless με γοτθικά γράμματα. Στο πάτωμα, ανάμεσα σε γόπες, σπασμένες χορδές, αυτοκόλλητη ταινία και μια μοναδική μπαγκέτα, υπήρχε ένας ανεμιστήρας, τον οποίο ο ντράμερ χρησιμοποιούσε προφανώς κάποτε για να μη σκάσει από τη ζέστη. Κι ένα μεγάλο ηλεκτρικό καλώδιο ήχου τύπου καρφί-καρφί, που ο Κνουτ ίσως έπρεπε να ελέγξει αν δουλεύει, αλλά δεν βαριέσαι τώρα, σιγά μη δουλεύει. No problem, φίλε· τέτοια καλώδια ήταν αναξιόπιστα καταναλωτικά αγαθά, το μέλλον ήταν ασύρματο κι η μάνα του του είχε υποσχεθεί ότι θα του έδινε χρήματα γι’ ασύρματη κιθάρα αν έκοβε το κάπνισμα – επεισόδιο που τον ενέπνευσε να γράψει το τραγούδι «Σκληρά παζάρια κάνει η γκόμενα». «Δεν είναι αργά για τον δήμο να καθαρίζει τέτοια ώρα;» ρώτησε ο Κνουτ. «Λέμε να ξαναρχίσουμε τις πρόβες». «Ποιοι;» «Οι Τhe Young Hopeless».

«A, μ’ αυτούς ήσουν;» «Ήμουν ο ντράμερ τους, ναι. Νομίζω ότι τους πήρε το μάτι μου να μπαίνουν μέσα, αλλά εξαφανίστηκαν με το ασανσέρ». «Όχι, αυτοί είναι οι τύποι από το πρακτορείο στον πρώτο». «Α, λες να μας φανούν χρήσιμοι;» «Δεν νομίζω ότι παίρνουν νέους πελάτες. Τους ρωτήσαμε κι εμείς και μας έστειλαν στον διάολο». Ο Κνουτ χαμογέλασε πλατιά, έβγαλε τσιγάρο και το έφερε στο στόμα. Ίσως ο τύπος κάπνιζε, ίσως ήθελε να έρθει μαζί του για τσιγάρο. Να τα πούνε για μουσικές κι έτσι. «Δεν πειράζει, θα πάω να ρωτήσω έτσι κι αλλιώς». Ο τύπος δεν έμοιαζε με ντράμερ, μάλλον με τραγουδιστή. Κι ο Κνουτ σκέφτηκε πως ίσως και να ’τανε καλή ιδέα να πάει να τους μιλήσει. Ο τύπος είχε κάτι, ένα χάρισμα… Αν τον δέχονταν, ίσως ν’ άκουγαν αργότερα και τον Κνουτ. «Θα ’ρθω μαζί σου να σου δείξω πού είναι». Ο τύπος δίστασε. Ύστερα κατένευσε. «Ευχαριστώ».

Ο ανελκυστήρας εμπορευμάτων πήγαινε τόσο αργά, που ο Κνουτ είχε χρόνο να εξηγήσει λεπτομερώς πόσο γαμάτος ήταν ο ενισχυτής Μέσα Μπούγκι και πόσο ροκ ήχο απέδιδε. Βγήκαν απ’ το ασανσέρ κι ο Κνουτ έστριψε αριστερά, δείχνοντας μια μπλε μεταλλική πόρτα, τη μοναδική πόρτα σ’ όλο τον όροφο. Ο τύπος χτύπησε. Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα ένα μίνι πορτάκι στο ύψος του κεφαλιού άνοιξε κι εμφανίστηκαν από μέσα ένα ζευγάρι κατακόκκινα μάτια. Όπως και στην περίπτωση του Κνουτ. «Τι θες;» Ο τύπος έσκυψε προς το πορτάκι προσπαθώντας να δει τι κρυβόταν πίσω από τον άνδρα στο εσωτερικό. «Μπορείτε να μας κλείσετε συναυλίες; Είμαστε οι The Young Hopeless. Κάνουμε πρόβες στο ισόγειο». «Άι στον διάολο και μην ξανάρθεις. Capisce?» Ο τύπος όμως δεν απομακρύνθηκε από το πορτάκι. Ο Κνουτ είδε τα μάτια του να κουνιούνται μια αριστερά, μια δεξιά. «Είμαστε καλοί. Σας αρέσουν οι Depeche Mode;»

Μια φωνή ακούστηκε από το εσωτερικό: «Ποιος είναι, Πέλβις;». «Μια μπάντα». «Ε, στείλ’ τους στον διάολο να τελειώνουμε! Θέλω να ’μαι σπίτι μέχρι τις έντεκα!» «Άκουσες τι είπε τ’ αφεντικό». Το πορτάκι έκλεισε με δύναμη. Ο Κνουτ έκανε τα τέσσερα βήματα προς το ασανσέρ και πάτησε το κουμπί. Οι πόρτες άνοιξαν διστακτικά κι ο νεαρός μπήκε μέσα. Ο τύπος όμως δεν είχε κουνήσει ρούπι. Kοιτούσε τώρα τον καθρέφτη που είχε βάλει το πρακτορείο στα δεξιά του ανελκυστήρα κι ο οποίος καθρέφτιζε τη μεταλλική πόρτα. Ένας Θεός ξέρει γιατί. Εντάξει, δεν ήταν και στην καλύτερη γειτονιά του Όσλο, αλλά οι τύποι του πρακτορείου πρέπει να ήταν πραγματικά παρανοϊκοί. Ίσως κρατούσαν πολλά λεφτά από τις συναυλίες στο γραφείο, ποιος ξέρει. Ο Κνουτ είχε ακούσει ότι οι μεγάλες μπάντες έπαιρναν μέχρι και μισό εκατομμύριο κορόνες ανά συναυλία ή φεστιβάλ. Να γιατί έπρεπε να κάνουν πρόβες ξανά και ξανά. Τι καλά που θα ’ταν να ’χε ασύρματη κιθάρα! Ή άλλη μπάντα, με ψυχή. Ίσως να

ένωνε τις δυνάμεις του με τον καινούργιο τύπο. Ο οποίος είχε επιστρέψει επιτέλους στο ασανσέρ, αλλά κρατούσε τις πόρτες ανοιχτές έχοντας βάλει το χέρι του μπροστά στον αισθητήρα. Ύστερα το τράβηξε και κοίταξε τις λάμπες φθορίου στην οροφή. Όχι, σκέφτηκε ο Κνουτ. Αρκετά δούλεψα με ψυχάκηδες. Ο Κνουτ βγήκε να καπνίσει το τσιγάρο του ενώ ο τύπος πήγε να καθαρίσει την αίθουσα. Ο Κνουτ καθόταν στην καρότσα ενός από τα δύο φορτηγά, όταν ο τύπος βγήκε έξω. «Οι άλλοι έχουν αργήσει, αλλά δεν μπορώ να τους βρω γιατί τέλειωσε η μπαταρία μου» είπε, δείχνοντας ένα ολοκαίνουργιο κινητό. «Πάω λοιπόν να πάρω τσιγάρα». «Έλα, πάρε ένα απ’ τα δικά μου» είπε ο Κνουτ προσφέροντας το πακέτο του. «Τι ντραμς έχεις; Όχι, μη μου πεις! Μοιάζεις old school. Λούτβιγκ έχεις;» Ο τύπος χαμογέλασε. «Ευχαριστώ, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά καπνίζω μόνο Μάλμπορο». Ο Κνουτ ανασήκωσε τους ώμους του. Τους σεβόταν τους ανθρώπους που δεν άλλαζαν μάρκα, στα ντραμς ή στα τσιγάρα. Μάλμπορο όμως, ρε παιδάκι μου; Ήταν λες κι

επέμενες να μην οδηγείς τίποτε άλλο από Τογιότα. «Καλά, μάγκα μου» είπε ο Κνουτ. «Τα λέμε». «Ευχαριστώ για τη βοήθεια». Ο τύπος διέσχισε τα χαλίκια προς την πύλη, μα άλλαξε γνώμη και ξαναγύρισε στον Κνουτ. «Μόλις θυμήθηκα ότι ο κωδικός της πόρτας είναι στο κινητό μου» είπε μ’ ένα ντροπαλό χαμόγελο. «Και…» «…πέθανε η μπαταρία, ναι. 666S. Εγώ ο ίδιος τον σκέφτηκα. Ξέρεις τι σημαίνει;» Ο τύπος κατένευσε. «Είναι ο κωδικός της αστυνομίας της Αριζόνα για τις αυτοκτονίες». Ο Κνουτ «Σοβαρά;»

ανοιγόκλεισε έκπληκτος

τα

μάτια

του.

«Ναι. Το S σημαίνει suicide, αυτοκτονία. Μου το ’μαθε ο πατέρας μου». Ο Κνουτ είδε τον τύπο να εξαφανίζεται πέρα από την πύλη, μες στο γλυκό καλοκαιρινό βράδυ, καθώς μια ριπή αέρα

φύσηξε το ψηλό γρασίδι κι αυτό λικνίστηκε σαν ακροατήριο κάποιας συναισθηματικής μπαλάντας. Suicide. Γαμάτο, πόσο πιο προχώ από το 666 Satan!

O Πέλε κοίταξε στον καθρέφτη κι έτριψε το πονεμένο πόδι του. Όλα πήγαιναν σκατά: η δουλειά, το κέφι του και η διεύθυνση που του ’χε μόλις δώσει ο πελάτης, στο Κέντρο Ίλα. Kι έτσι έμεναν για την ώρα ακινητοποιημένοι στη συνήθη πιάτσα του Πέλε, στη σειρά των ταξί στην Γκαμλεμπίεν. «Το άσυλο εννοείτε;» ρώτησε ο Πέλε. «Ναι, μόνο που τώρα το λένε… Ναι, το άσυλο τέλος πάντων». «Δεν πάω κανέναν μέχρι εκεί αν δεν με πληρώσουν από πριν. Να με συγχωρείτε, αλλά μου ’χουν τύχει διάφορα εκεί κάτω». «Φυσικά, φυσικά. Δεν το σκέφτηκα».

Ο Πέλε κοίταξε τον πελάτη του ή μάλλον τον πιθανό πελάτη του να ψάχνει τις τσέπες του. Ο Πέλε έκλεινε δεκατρείς ώρες στο τιμόνι, αλλά του έμεναν ακόμη λίγες ώρες πριν πάει σπίτι στη Σβάιγκορς Γκάτε, πριν παρκάρει, πριν ανεβεί με δυσκολία τις σκάλες με τις αναδιπλούμενες πατερίτσες που είχε κάτω από το κάθισμα, πριν πέσει με τα μούτρα στο κρεβάτι και μείνει ξερός. Χωρίς όνειρα, αν ήταν τυχερός. Ανάλογα το όνειρο βέβαια. Παράδεισος ή κόλαση, ποτέ δεν ξέρεις. Ο πελάτης τού έδωσε ένα πενηντάρικο και κάτι ψιλά. «Αυτά είναι λίγο πάνω από εκατό, δεν φτάνουν». «Δεν φτάνουν εκατό κορόνες μέχρι εκεί;» είπε ο όχι και τόσο πιθανός του πελάτης, πραγματικά έκπληκτος. «Έχετε καιρό να πάρετε ταξί;» «Ναι, ναι. Αυτά έχω, δεν έχω άλλα. Μπορείτε όμως να με πάτε μέχρι εκεί που φτάνουν». «Ό,τι πείτε» είπε ο Πέλε, έβαλε τα λεφτά στο ντουλαπάκι, μιας και ο πελάτης δεν φαινόταν να θέλει απόδειξη, και πάτησε το γκάζι.

Η Μάρτα ήταν μόνη της στο δωμάτιο 323. Περίμενε στη ρεσεψιόν μέχρι να φύγουν οι ένοικοί του. Πρώτα βγήκε ο Στιγκ. Ύστερα ο Τζόνι. Ο Στιγκ φορούσε τα παπούτσια που του είχε δώσει. Οι κανονισμοί του κέντρου τούς επέτρεπαν να ψάχνουν τα δωμάτια των ενοίκων δίχως προειδοποίηση όταν υπήρχε υποψία ότι κάποιος έκρυβε όπλα. Αλλά οι κανόνες έλεγαν ότι η έρευνα έπρεπε να γίνεται κανονικά από δύο υπαλλήλους ταυτόχρονα. Κανονικά. Τι σημαίνει κανονικά; Η Μάρτα κοίταξε το συρτάρι. Κι ύστερα την ντουλάπα. Άρχισε απ’ το συρτάρι. Ρούχα. Τα ρούχα του Τζόνι μόνο. Ήξερε τι ρούχα είχε ο Στιγκ. Άνοιξε την ντουλάπα. Τα εσώρουχα που είχε δώσει στον Στιγκ ήταν τακτικά διπλωμένα στο ράφι. Το παλτό του κρεμασμένο στην

κρεμάστρα. Στο πάνω πάνω ράφι ήταν ο κόκκινος αθλητικός σάκος που τον είχε δει να κουβαλάει. Είχε τεντωθεί για να τον φτάσει όταν είδε τα μπλε αθλητικά παπούτσια στο πάτωμα της ντουλάπας. Άφησε τον σάκο, έσκυψε και σήκωσε τα παπούτσια. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Την κράτησε. Έψαχνε να βρει ξεραμένο αίμα. Τα γύρισε απ’ τη μεριά της σόλας. Ένας αναστεναγμός χαλάρωσης ξέφυγε απ’ τα χείλια της. Οι σόλες ήταν πεντακάθαρες. «Τι κάνεις εκεί;» Η Μάρτα έκανε απότομα μεταβολή, με την καρδιά της έτοιμη να σπάσει. Πίεσε ένα χέρι στο στήθος. «Άνερς!» Έσκυψε μπροστά κι έβαλε τα γέλια. «Με τρόμαξες!» «Σε περίμενα» είπε εκείνος κατσουφιασμένος, φέρνοντας τις χούφτες μες στις τσέπες του δερμάτινου μπουφάν του. «Έχει πάει εννιά και μισή σχεδόν». «Με συγχωρείς, έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου. Κάποιος είπε ότι ένας ένοικος μπορεί να κρύβει όπλα κι έχουμε υποχρέωση να το ελέγξουμε». Η Μάρτα ήταν τόσο ταραγμένη, που το ψέμα τής βγήκε φυσιολογικότατα.

«Υποχρέωση;» είπε ο Άνερς καγχάζοντας. «Ίσως πρέπει ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι τι πραγματικά σημαίνει να ’χει κανείς υποχρεώσεις. Οι περισσότεροι εννοούν την οικογένεια και το σπίτι τους, όχι ένα μέρος σαν κι αυτό». Η Μάρτα αναστέναξε βαριά. «Μην αρχίζεις τώρα, Άνερς». Ήξερε όμως ότι ο άνδρας δεν επρόκειτο να σταματήσει· ως συνήθως, είχε εκνευριστεί μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα. «Μπορείς να δουλέψεις στην γκαλερί της μητέρας μου όποτε θες. Συμφωνώ μαζί της. Θα σου έκανε χίλιες φορές καλό να συγχρωτίζεσαι με ενδιαφέροντες ανθρώπους παρά μ’ αυτά τα βλίτα εδώ μέσα». «Άνερς!» Η Μάρτα ύψωσε τον τόνο της φωνής της, ξέροντας όμως ότι ήταν ήδη κουρασμένη, δεν είχε τη δύναμη για τέτοια τώρα. «Μην τους αποκαλείς έτσι. Σ’ το ’χω ξαναπεί, η μητέρα σου κι οι πελάτες της δεν με χρειάζονται». Ο Άνερς έκανε μια απότομη κίνηση με το χέρι του. «Οι άνθρωποι εδώ μέσα δεν χρειάζονται εσένα! Χρειάζονται την κοινωνία να πάψει να τους γλείφει τον κώλο. Έχουν γίνει όλοι τους η ιερή αγελάδα της Νορβηγίας!» «Δεν έχω όρεξη πάλι γι’ αυτή τη συζήτηση. Γιατί δεν

φεύγεις χωρίς εμένα και εγώ θα πάρω ένα ταξί όταν τελειώσω;» Ο Άνερς όμως δίπλωσε τα μπράτσα του στο στήθος κι ακούμπησε στην κάσα της πόρτας. «Και ποια συζήτηση έχεις όρεξη να κάνεις, Μάρτα; Προσπαθώ να σε κάνω ν’ αποφασίσεις ημερομηνία…» «Όχι τώρα». «Ναι, τώρα! Η μητέρα μου θέλει να κάνει σχέδια για το καλοκαίρι και…» «Όχι τώρα είπα». Προσπάθησε να τον σπρώξει στο πλάι, μα ο Άνερς δεν το κουνούσε ρούπι. Άπλωσε το χέρι του να της κόψει τον δρόμο. «Τι σόι απάντηση είναι αυτή; Αν πρόκειται να σε πληρώσουν…» Η Μάρτα έσκυψε, πέρασε κάτω από το χέρι του και βγήκε στον διάδρομο. «Έι!» Άκουσε την πόρτα του δωματίου να κλείνει με δύναμη και τα βήματα του Άνερς να την ακολουθούν. Την άρπαξε απ’ το μπράτσο, τη γύρισε προς το μέρος του και την

τράβηξε στην αγκαλιά του. Η Μάρτα αναγνώρισε το ακριβό άφτερ σέιβ που η μητέρα του του είχε κάνει δώρο τα Χριστούγεννα, τη μυρωδιά του οποίου η Μάρτα δεν άντεχε με τίποτα. Η καρδιά της σχεδόν σταμάτησε όταν αντίκρισε το μαύρο κενό στα μάτια του. «Πώς τολμάς να φεύγεις μακριά μου;» γρύλισε εκείνος. Ενστικτωδώς, η κοπέλα σήκωσε το ένα χέρι να προστατεύσει το πρόσωπό της κι είδε το σοκαρισμένο του βλέμμα. «Τι είναι όλο αυτό;» ψιθύρισε εκείνος με την ατσάλινη φωνή του. «Νομίζεις ότι θα σε χτυπήσω;» «Ε…» «Δυο φορές» ψιθύρισε εκείνος με μανία κι η Μάρτα ένιωσε την καυτή ανάσα του στο πρόσωπό της. «Δυο φορές σε εννέα χρόνια, Μάρτα. Και μου συμπεριφέρεσαι λες κι είμαι κάνας αγροίκος που πλακώνει στο ξύλο τη γυναίκα του». «Άνερς, άφησέ με, με…» Άκουσε ένα βήξιμο πίσω της. Ο Άνερς την άφησε και κοίταξε εξαγριωμένος πάνω από τον ώμο της, φτύνοντας τις

λέξεις: «Τι θες, ρε τζάνκι, θες να περάσεις ή όχι;». Η Μάρτα γύρισε και τον είδε. Ήταν εκείνος, ο Στιγκ. Στεκόταν από πίσω της και περίμενε. Με το ήπιο βλέμμα του κοιτούσε μια τον Άνερς, μια εκείνη. Σαν να τη ρωτούσε. Η Μάρτα τού απάντησε μ’ ένα νεύμα: ναι, όλα καλά. Το αγόρι κατένευσε και τους προσπέρασε. Οι δύο άνδρες αλληλοκοιτάχτηκαν αγριεμένα. Είχαν το ίδιο ύψος, μα ο Άνερς ήταν πιο στιβαρός, πιο μυώδης. Η Μάρτα κοιτούσε τον Στιγκ καθώς απομακρυνόταν στο βάθος του διαδρόμου. Ύστερα γύρισε το βλέμμα της στον Άνερς. Είχε γείρει το κεφάλι του στο πλάι και την κοιτούσε με μια έκφραση εχθρική, όλο και πιο συνηθισμένη τώρα τελευταία, την οποία η Μάρτα εξηγούσε ως απογοήτευση για τη μη αναγνώριση της αξίας του στη δουλειά του. «Τι στον διάολο ήταν αυτό;» είπε εκείνος. Ούτε έβριζε παλιά.

«Τι;» «Ήταν λες κι οι δυο σας επικοινωνείτε… ποιος είναι αυτός ο τύπος;» Η Μάρτα ξεφύσηξε. Σχεδόν ανακουφισμένη. Τώρα βρίσκονταν σε οικεία νερά, εντάξει. Ζήλια. Η ίδια ιστορία από τότε που ήταν ερωτοχτυπημένοι έφηβοι. Ήξερε πώς να το χειριστεί. Έβαλε το χέρι της στον ώμο του. «Άνερς, μη λες χαζομάρες. Έλα μαζί μου. Πάμε να πάρουμε το μπουφάν μου και να πάμε σπίτι. Δεν πρόκειται να τσακωθούμε απόψε, πρόκειται να μαγειρέψουμε». «Μάρτα…» «Σσσσς» είπε εκείνη, ξέροντας ότι είχε ήδη το πάνω χέρι. «Εσύ θα μαγειρέψεις κι εγώ θα κάνω ένα μπάνιο, ΟΚ; Και μιλάμε αύριο για τον γάμο. Εντάξει;» Ο Άνερς ήθελε να διαμαρτυρηθεί, η Μάρτα όμως έφερε ένα δάχτυλο στα χείλια του· τα σφριγηλά χείλια που είχε κάποτε ερωτευτεί. Κατέβασε το δάχτυλο πιο χαμηλά, χαϊδεύοντας τα σκούρα, προσεκτικά κουρεμένα γένια του. Ή μήπως είχε ερωτευτεί τις ζήλιες του; Δεν θυμόταν πια.

Μέχρι να μπουν στο αμάξι, ο Άνερς είχε ηρεμήσει εντελώς. Είχε αγοράσει την BMW παρά τη θέλησή της, πιστεύοντας ότι θα της άρεσε όταν ένιωθε πόσο άνετη ήταν, ειδικά σε μακρινές διαδρομές. Και πόσο αξιόπιστη. Ο Άνερς έβαλε μπροστά κι η Μάρτα ξαναείδε με την άκρη του ματιού της τον Στιγκ: Βγήκε από την είσοδο του κέντρου, διέσχισε στα γρήγορα τον δρόμο και κατευθύνθηκε ανατολικά. Είχε τον κόκκινο σάκο περασμένο στον ώμο του.

20

Ο

Σίμουν πέρασε μπροστά από τα γήπεδα ποδοσφαίρου

κι έστριψε στον δρόμο τους. Ο γείτονάς τους έκανε ξανά μπάρμπεκιου. Τα δυνατά, ηλιοκαμένα, αλκοολούχα γέλια τους τόνιζαν την καλοκαιρινή σιωπή της γειτονιάς. Τα περισσότερα σπίτια ήταν άδεια και μόνο ένα αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο στον δρόμο. «Σπίτι μας!» είπε ο Σίμουν και σταμάτησε μπροστά στο γκαράζ τους. Δεν ήξερε γιατί το είπε. Προφανώς κι η Έλσε μπορούσε να

δει πού βρίσκονται. «Σ’ ευχαριστώ που με πήγες σινεμά» είπε εκείνη κι ακούμπησε την παλάμη της πάνω στο χέρι του, που κρατούσε ακόμη τον λεβιέ των ταχυτήτων, λες και θα τη συνόδευε μέχρι την πόρτα κι ύστερα θα έκανε μεταβολή και θα ’φευγε, αφήνοντάς την. Ποτέ μου δεν θα το ’κανα, σκέφτηκε ο Σίμουν και χαμογέλασε. Αναρωτήθηκε τι είχε καταφέρει να δει η γυναίκα του απ’ όλο το φιλμ. Δικιά της ήταν η ιδέα να πάνε σινεμά. Κατά τη διάρκεια της ταινίας γυρνούσε και την κοίταζε κλεφτά· γελούσε τουλάχιστον όπου έπρεπε. Το χιούμορ του Γούντι Άλεν, βέβαια, ήταν όλο στον διάλογο. Τέλος πάντων, η βραδιά ήταν υπέροχη. Μια ακόμα υπέροχη βραδιά. «Βάζω στοίχημα όμως ότι σου έλειψε η Μία Φάροου» τον πείραξε εκείνη. Εκείνος γέλασε. Ήταν ένα προσωπικό τους ανέκδοτο: Η πρώτη ταινία που είχαν δει μαζί στο σινεμά ήταν το Μωρό της Ρόζμαρι, αυτή η αηδιαστικά έξοχη ταινία του Πολάνσκι, όπου η Φάροου γεννάει τον γιο του σατανά. Η Έλσε είχε συγκλονιστεί και για καιρό πίστευε ότι ο Σίμουν την είχε πάει να δουν την ταινία για να της πει ότι δεν ήθελε παιδιά –

ειδικά επειδή επέμενε να την ξαναδούν. Μόνο αργότερα, ύστερα από τέσσερις ταινίες του Γούντι Άλεν με τη Μία Φάροου, κατάλαβε ότι ο Σίμουν ενδιαφερόταν για την πρωταγωνίστρια κι όχι για τον σπόρο του διαβόλου. Περπατώντας από το αυτοκίνητο στο σπίτι, ο Σίμουν είδε ένα φλας απ’ τη μεριά του δρόμου. Σαν τη σύντομη λάμψη απ’ το φως ενός φάρου. Προερχόταν από το παρκαρισμένο αυτοκίνητο. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Έλσε. «Δεν ξέρω» είπε ο Σίμουν και ξεκλείδωσε την πόρτα. «Πήγαινε φτιάξε λίγο καφέ κι έρχομαι αμέσως». Ο Σίμουν άφησε τη γυναίκα του να μπει στο σπίτι και διέ​σχισε τον δρόμο. Το αυτοκίνητο δεν ανήκε σε κανέναν από τους γείτονες. Ή σε κάποιον από εκεί κοντά. Στο Όσλο λιμουζίνες έχουν ως επί το πλείστον οι πρεσβείες, η βασιλική οικογένεια ή οι υπουργοί. Μόνο ένας άλλος άνθρωπος υπήρχε που πήγαινε από εδώ κι από εκεί με φιμέ τζάμια, τέτοια άνεση στο εσωτερικό και τον προσωπικό του σοφέρ. Τον σοφέρ που είχε μόλις βγει έξω και κρατούσε ανοιχτή την πόρτα της λιμουζίνας για τον Σίμουν.

Ο Σίμουν έσκυψε, μα δεν μπήκε στο αυτοκίνητο. Ο μικρόσωμος άνδρας με τη σουβλερή μύτη και το στρογγυλό κόκκινο πρόσωπο, που συνήθως οι άνθρωποι αποκαλούν «πρόσχαρο», φορούσε ένα μπλε σκούρο μπλέιζερ με χρυσά κουμπιά – είδος-φετίχ για τους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές και τους τραγουδιστές της δεκαετίας του ’80 στη Νορβηγία. Ο Σίμουν πάντα αναρωτιόταν αν επρόκειτο για κάποια ασυνείδητη φαντασίωση των Νορβηγών να θέλουν να είναι καπετάνιοι. «Καλησπέρα, επιθεωρητή Κέφας» είπε ο άνδρας με φωνή χαρούμενη. «Tι θες έξω απ’ το σπίτι μου, Νέστορ; Κανείς δεν αγοράζει τα σκατά σου εδώ γύρω». «Έλα τώρα, Κέφας… Μια ζωή επίμονος τιμωρός του εγκλήματος, ε;» «Δώσ’ μου μια αφορμή για να σε μπαγλαρώσω και θα το κάνω». «Από πότε είναι παράνομο να θέλει κανείς να βοηθά τον συνάνθρωπό του; Γιατί δεν μπαίνεις στο αμάξι να τα πούμε με την ησυχία μας;»

«Δεν μπορώ να δω τον λόγο». «Ούτε εσύ βλέπεις καλά, λοιπόν;» Ο Σίμουν κοίταξε τον Νέστορ καλά καλά. Κοντά χέρια, κοντόχοντρο στέρνο. Κι όμως, τα μανίκια του μπλέιζερ ήταν εξίσου κοντά, ώστε να φαίνονται από μέσα τα χρυσά μανικετόκουμπα με το μονόγραμμα ΧΝ. Ο Χιούγκο Νέστορ έλεγε ότι ήταν Ουκρανός, αλλά, σύμφωνα με το μητρώο του, ήταν γέννημα θρέμμα του Φλούρε, παιδί οικογένειας ψαράδων, και το όνομά του ήταν κανονικά Χάνσεν· μετά το άλλαξε. Δεν είχε βγει ποτέ του στο εξωτερικό, εκτός από εκείνο το σύντομο διάστημα για σπουδές στη Λουντ της Σουηδίας, σπουδές που δεν τελείωσε ποτέ. Ένας Θεός ξέρει από πού είχε κολλήσει αυτή την περίεργη προφορά που χρησιμοποιούσε, αλλά στην Ουκρανία πάντως δεν ήταν. «Λες η σύζυγός σου να μπόρεσε να δει τους ηθοποιούς στο πανί, Κέφας; Φαντάζομαι θα κατάλαβε ότι δεν έπαιζε ο Άλεν στην ταινία του: τι εκνευριστική, φλύαρη φωνή που έχει αυτός ο Εβραίος, ρε παιδί μου. Όχι ότι έχω πρόβλημα με τους Εβραίους, γενικά. Απλώς ο Χίτλερ δεν είχε και πολύ άδικο για τη φάρα τους. Και για τους Σλάβους το ίδιο. Παρόλο που είμαι Ανατολικοευρωπαίος, πρέπει να το παραδεχτώ: Είχε

δίκιο όταν έλεγε ότι οι Σλάβοι δεν μπορούν να κυβερνήσουν τον εαυτό τους. Φυλετικά, εννοώ. Άσε που ο Άλεν είναι και παιδόφιλος, δεν είναι;» Στο μητρώο του ο Χιούγκο Νέστορ αναφερόταν ως ο πιο σημαντικός έμπορος ναρκωτικών και λευκής σαρκός όλου του Όσλο. Μηδέν καταδίκες, μηδέν κατηγορίες εναντίον του, μόνιμες υποψίες. Ήταν πανέξυπνος και πάρα πολύ προσεκτικός· σωστό χέλι. «Δεν ξέρω, Νέστορ. Αυτό που ξέρω είναι ότι κυκλοφορούν φήμες ότι εσείς ξαποστείλατε τον εφημέριο της φυλακής. Τι έγινε, σας χρωστούσε χρήματα;» Ο Νέστορ χαμογέλασε αγέρωχα. «Κάθεσαι κι ακούς φήμες, Κέφας; Τι αναξιοπρέπεια. Νόμιζα ότι είχες ένα επίπεδο, εν αντιθέσει με τους συναδέλφους σου. Αν είχες πραγματικά στοιχεία –αυτόπτες μάρτυρες, ας πούμε, που θα έρχονταν στο δικαστήριο να με υποδείξουν–, τότε θα με είχες ήδη συλλάβει, σωστά;» Χέλι σωστό. «Τέλος πάντων. Εγώ ήρθα να προσφέρω χρήματα στη γυναίκα σου. Όσα χρήματα χρειάζονται για μια ακριβή

οφθαλμολογική επέμβαση, ας πούμε». Ο Σίμουν στραβοκατάπιε. Άκουσε τη φωνή του να σπάει όταν είπε: «Σου μίλησε ο Φρέντρικ;». «Ο πρώην συνάδελφός σου στο ΣΔΟΕ; Να σ’ το θέσω ως εξής: Το πήρε τ’ αυτί μου. Κι υποθέτω ότι γι’ αυτό πήγες να τον βρεις: με την ελπίδα ότι το αίτημά σου θα ’φτανε σε κάποιο αυτί σαν και το δικό μου. Έτσι δεν είναι, Κέφας;» Ο Νέστορ χαμογέλασε. «Τέλος πάντων, εγώ έχω μια λύση που συμφέρει και τους δυο μας. Μπες μέσα λοιπόν να τα πούμε, ε;» Ο Σίμουν ακούμπησε το χέρι του στο χερούλι της πόρτας κι είδε τον Νέστορ να πηγαίνει αυτόματα στην άκρη για να του κάνει χώρο. Συγκεντρώθηκε στις ανάσες του, για να μην αφήσει την οργή του να φανεί: «Συνέχισε να μιλάς, Νέστορ. Μια αφορμή θέλω μόνο για να σε συλλάβω, θυμάσαι;». Ο Νέστορ σήκωσε το ένα του φρύδι. «Και τι αφορμή θα είναι αυτή, επιθεωρητή;» «Απόπειρα δωροδοκίας δημοσίου υπαλλήλου». «Δωροδοκία;» είπε ο Νέστορ, γελώντας κοφτά, σαν

στριγκλιά. «Ας το ονομάσουμε επιχειρηματική πρόταση, Κέφας. Θα δεις ότι μπορούμε…» Ο Σίμουν δεν άκουσε το υπόλοιπο της φράσης· η λιμουζίνα είχε ηχομόνωση. Απομακρύνθηκε από το αμάξι δίχως να κοιτάξει πίσω του, ευχόμενος να είχε κοπανήσει την πόρτα ακόμα πιο δυνατά. Άκουσε τη μηχανή να παίρνει μπρος και τα ελαστικά να τρίζουν στα χαλίκια και την άσφαλτο. «Μοιάζεις ταραγμένος, αγάπη μου» είπε η Έλσε όταν ο Σίμουν κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, μπροστά από την κούπα του. «Ποιος ήταν;» «Κάποιος που χάθηκε» είπε ο Σίμουν. «Του είπα πού να πάει». Η Έλσε ήρθε προς το μέρος του με την καφετιέρα. Ο Σίμουν γύρισε και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ξαφνικά, ένας καυτός πόνος απλώθηκε στους μηρούς του. «Γαμώτο!» Έσπρωξε απότομα την καφετιέρα και τα χέρια της μακριά

του κι η καφετιέρα έπεσε στο πάτωμα με κρότο. Ο Σίμουν φώναξε: «Γαμώ το κέρατό μου, μ’ έκαψες με τον καφέ, γαμώτο μου! Μα καλά…». Κι ένα μέρος του εγκεφάλου του ήξερε τι επακολουθούσε και προσπαθούσε να μπλοκάρει τη λέξη, αλλά ήταν σαν το δυνατό χτύπημα της πόρτας της λιμουζίνας του Νέστορ: Δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί, αρνιόταν, ήθελε να κάνει κακό, να βυθίσει το μαχαίρι βαθιά στον εαυτό του. Και σ’ εκείνη. «…τυφλή είσαι;» Στην κουζίνα απλώθηκε σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το καπάκι της καφετιέρας που κυλούσε στο πάτωμα και ο αχνιστός καφές που χυνόταν έξω. Όχι! Δεν το εννοούσε! Δεν το εννοούσε! «Έλσε, με συγχωρείς… δεν…» Σηκώθηκε να την αγκαλιάσει, μα εκείνη πήγαινε ήδη προς τον νεροχύτη. Άνοιξε το κρύο νερό κι έβαλε από κάτω μια πετσέτα. «Κατέβασε το παντελόνι σου, Σίμουν, άσε με να…» Εκείνος την αγκάλιασε από πίσω. Πίεσε το μέτωπό του στον αυχένα της. Της ψιθύρισε: «Συγγνώμη, συγγνώμη, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με. Δεν ξέρω… δεν ξέρω τι να κάνω.

Θέλω να σε βοηθήσω, αλλά δεν… δεν μπορώ, δεν ξέρω, δεν…». Δεν μπορούσε να την ακούσει που έκλαιγε ακόμη, αισθανόταν όμως το τρέμουλο στο σώμα της, πώς μεταδιδόταν στο δικό του. Του σφίχτηκε ο λαιμός. Προσπάθησε να πνίξει τους λυγμούς του, δεν ήξερε αν τα κατάφερε, το μόνο που ήξερε ήταν ότι κι οι δυο τους έτρεμαν. «Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη» ξέσπασε εκείνη. «Θα μπορούσες να ήσουν με κάποια καλύτερη, κάποια που δεν… σε καίει». «Μα δεν υπάρχει καλύτερη» ψιθύρισε εκείνος. «Εντάξει; Οπότε μη σε νοιάζει, όσο καυτό καφέ και να χύσεις επάνω μου, εγώ δεν σ’ αφήνω, εντάξει;» Κι ο Σίμουν ήξερε ότι και η γυναίκα του ήξερε πως έλεγε αλήθεια: Θα έκανε τα πάντα, θα θυσίαζε τα πάντα, θα υπέφερε τα πάντα. …θα ’φτανε σε κάποιο αυτί σαν και το δικό μου… Μα δεν μπόρεσε να το κάνει. Μακρινά, εκστατικά γέλια ακούστηκαν απ’ τους γείτονες,

ενώ τα δάκρυα της Έλσε κυλούσαν στο σκοτάδι.

Ο Κάλε κοίταξε το ρολόι. Έντεκα παρά είκοσι. Η μέρα είχε πάει καλά. Είχαν πουλήσει παραπάνω Σουπερμπόι απ’ ό,τι σ’ ολόκληρο Σαββατοκύριακο, άρα τα σακουλάκια και το μέτρημά τους είχαν παραπάνω ώρα να ετοιμαστούν. Έβγαλε τη χειρουργική μάσκα που φορούσαν όταν έκοβαν κι αναμείγνυαν τα ναρκωτικά στον πάγκο του άδειου δωματίου είκοσι τετραγωνικών που χρησιμοποιούσαν για γραφείο, παρασκευα​στήριο και τράπεζα. Το ναρκωτικό είχε ήδη κοπεί πριν φτάσει στα χέρια του, προφανώς, αλλά ακόμα και μετά το δικό του κόψιμο το Σουπερμπόι ήταν το καθαρότερο ναρκωτικό που είχε συναντήσει ποτέ σ’ όλη του την καριέρα. Τόσο καθαρό, που, αν δεν φορούσαν μάσκες, όχι μόνο θα είχαν μαστουρώσει αλλά και θα πέθαιναν από την εισπνοή των σωματιδίων που σηκώνονταν στον αέρα όταν έκοβαν κι ανακάτευαν την απαλή καφέ σκόνη. Ξανάβαλε τις μάσκες στο χρηματοκιβώτιο, μπροστά από τις ντάνες τα χαρτονομίσματα και τα σακουλάκια με το ναρκωτικό. Να πάρει τη Βέρα να της πει ότι θ’ αργήσει; Ή μήπως είχε έρθει η

ώρα να πατήσει πόδι, να δείξει ποιος είναι το αφεντικό, ποιος έφερνε το παραδάκι και ποιος λοιπόν θα έπρεπε να μπαινοβγαίνει στο σπίτι όποτε ήθελε, χωρίς να δίνει λογαριασμό; Ο Κάλε είπε στον Πέλβις να ελέγξει τον διάδρομο. Ο ανελκυστήρας ήταν λίγα μέτρα προς τα δεξιά μακριά από την ατσαλένια πόρτα του γραφείου. Στην άλλη άκρη του διαδρόμου υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε σ’ ένα κλιμακοστάσιο, αλλά την είχαν κλειδώσει με αλυσίδα και λουκέτο –ενάντια στους κανονισμούς πυρασφάλειας–, κι έτσι ήταν μονίμως κλειστή. «Κάσιους, τσέκαρε το πάρκινγκ!» φώναξε ο Κάλε στ’ αγγλικά ενώ κλείδωνε το χρηματοκιβώτιο. Το γραφείο ήταν ήσυχο, οι μόνοι θόρυβοι προέρχονταν από τις αίθουσες όπου γίνονταν πρόβες, αλλά ο Κάλε γούσταρε να φωνάζει. Ο Κάσιους ήταν ο μεγαλύτερος και χοντρότερος Αφρικανός στο Όσλο. Το άμορφο κορμί του ήταν τόσο μεγάλο, που δεν καταλάβαινες τι ήταν τι· αλλά και 10% μόνο να ήταν μύες, αυτό έφτανε και περίσσευε για να σε σταματήσει. «Ούτε αυτοκίνητα ούτε άνθρωποι» απάντησε ο Κάσιους στ’ αγγλικά, κοιτάζοντας μέσα από τις σιδερένιες βέργες του

παραθύρου. «Άδειος κι ο διάδρομος» είπε ο Πέλβις, που κοιτούσε από το παραθυράκι της πόρτας. Ο Κάλε γύρισε το λουκέτο με τον συνδυασμό του χρηματοκιβωτίου. Του άρεσε αυτή η λεία, λαδερή αντίστασή του, το απαλό κλικ. Ο συνδυασμός υπήρχε μόνο στο κεφάλι του, πουθενά αλλού, και δεν είχε καμιά λογική αλληλουχία· ούτε γενέθλια ούτε τίποτα. «Πάμε» είπε και σηκώθηκε. «Να ’χετε έτοιμα τα όπλα σας κι οι δυο σας». Οι άλλοι τον κοίταξαν απορημένοι. Ο Κάλε δεν είχε πει τίποτα, αλλά κάτι στα μάτια που κοιτούσαν μέσα από το παραθυράκι νωρίτερα τον είχε ανησυχήσει. Ήξερε ότι τον είχαν δει που καθόταν στο τραπέζι. ΟΚ, ήταν κάποιος τύπος από κάποια κωλομπάντα που έψαχνε μάνατζερ, αλλά το τραπέζι είχε πάνω τόσα ναρκωτικά και λεφτά, που οποιοσδήποτε ηλίθιος ήθελε να δοκιμάσει την τύχη του δεν θα το σκεφτόταν δεύτερη φορά. Ας ελπίσουμε ότι είχε δει και τα δυο περίστροφα πάνω στο τραπέζι, που ανήκαν στον Κάσιους και τον Πέλβις.

Ο Κάλε πήγε προς την πόρτα. Κλείδωνε κι από μέσα και ξεκλείδωνε μόνο με το κλειδί του. Πράγμα που σήμαινε ότι ο Κάλε μπορούσε να κλειδώσει μέσα οποιονδήποτε, αν ο ίδιος έπρεπε να βγει λίγο έξω. Οι σιδερένιες μπάρες στο παράθυρο ήταν απαραβίαστες επίσης. Με λίγα λόγια, κανείς από όσους δούλευαν για τον Κάλε δεν μπορούσε να πάρει χρήματα, ναρκωτικά και να σηκωθεί να φύγει. Ή να βάλει μέσα απρόσκλητους επισκέπτες. Ο Κάλε κοίταξε μέσα απ’ το πορτάκι. Όχι επειδή είχε ξεχάσει τα λόγια του Πέλβις, αλλά επειδή ήταν σίγουρος ότι ο Πέλβις θα τον πρόδιδε ανοίγοντας την πόρτα αν κάποιος του προσέφερε αρκετά λεφτά. Προφανώς, ρε φίλε, κι ο Κάλε το ίδιο θα έκανε στη θέση του. Είχε κάνει το ίδιο στη θέση του. Απ’ το πορτάκι δεν φαινόταν κανείς. Κοίταξε τον καθρέφτη που είχε βάλει στον τοίχο για να ελέγχει ότι κανείς δεν κρυβόταν ακουμπώντας στην πόρτα, κάτω από το πορτάκι. Ο μισοσκότεινος διάδρομος ήταν άδειος. Γύρισε το κλειδί και κράτησε την πόρτα να περάσουν οι άλλοι δύο πρώτα. Ο Πέλβις βγήκε πρώτος, ύστερα ο Κάσιους και στο τέλος ο Κάλε. Ο τελευταίος γύρισε να κλειδώσει την πόρτα.

«Τι σκατά!» Η φωνή του Πέλβις. Ο Κάλε έκανε μεταβολή και μόνο τότε είδε αυτό που δεν μπορούσε να δει από το παραθυράκι της πόρτας, λόγω της οπτικής γωνίας: Οι πόρτες του ασανσέρ ήταν ανοικτές. Μα δεν μπορούσε να δει τι υπήρχε μες στο ασανσέρ, το φως του ήταν σβηστό. Το μόνο που μπορούσε να δει στον μισοσκότεινο διά​δ ρομο ήταν κάτι μεταλλικό στο πλάι της πόρτας του ασανσέρ: αυτοκόλλητη ταινία κολλημένη πάνω στους αισθητήρες. Και σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα. «Πρόσεχε…» Ο Πέλβις όμως είχε ήδη κάνει τα τρία βήματα προς τη μεριά του ασανσέρ. Ο εγκέφαλος του Κάλε κατέγραψε τη φλόγα της εκπυρσοκρότησης μες στο σκοτάδι, πριν ακούσει τον κρότο του πιστολιού. Ο Πέλβις περιστράφηκε απότομα, λες κι είχε φάει χαστούκι. Κοίταξε τον Κάλε με βλέμμα έκπληκτο. Ήταν λες κι είχε αποκτήσει και τρίτο μάτι στο μάγουλό του. Κι ύστερα η ζωή τον εγκατέλειψε και το σώμα του σωριάστηκε στο πάτωμα σαν άδειο παλτό.

«Κάσιους! Βάρα, γαμώ το κέρατό μου!» Μες στον πανικό του ο Κάλε ξέχασε πως ο Κάσιους δεν μιλούσε νορβηγικά. Μα εκείνος είχε ήδη γυρίσει το πιστόλι του προς το σκοτάδι του ασανσέρ και πυροβολούσε. Ο Κάλε ένιωσε κάτι να τον χτυπάει στο στήθος. Δεν είχε ξαναδεχτεί ποτέ του πυρά και πρώτη φορά καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι που είχε πυροβολήσει στο παρελθόν είχαν σταθεί κοκαλωμένοι, κωμικά σχεδόν, μπροστά του, λες κι ήταν από τσιμέντο. Ο πόνος στο στήθος άρχισε ν’ απλώνει, ο Κάλε δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει, αλλά έπρεπε να ξεφύγει, υπήρχε αέρας κι ασφάλεια πίσω από την αλεξίσφαιρη πόρτα του γραφείου, την πόρτα που μπορούσε να κλειδώσει. Μα το χέρι του δεν υπάκουγε, δεν μπορούσε να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, ήταν λες κι έβλεπε όνειρο, λες και βρισκόταν κάτω απ’ την επιφάνεια του νερού. Ευτυχώς τον προφύλασσε το γιγάντιο σώμα του Κάσιους, που συνέχιζε να πυροβολεί. Επιτέλους το κλειδί μπήκε στην κλειδαριά κι ο Κάλε το γύρισε, άνοιξε την πόρτα και χώθηκε στο δωμάτιο. Η επόμενη έκρηξη ακούστηκε εντελώς διαφορετικά κι ο Κάλε υπέθεσε ότι προερχόταν απ’ το εσωτερικό του ανελκυστήρα. Γύρισε να κλείσει την πόρτα, αλλά η πόρτα σταμάτησε στον ώμο και στο μπράτσο του Κάσιους, που βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο. Γαμώτο! Προσπάθησε να τα βγάλει από τη μέση, ο

Κάσιους όμως πάλευε να χωθεί μέσα. «Ε, τότε μπες μέσα, χοντρέ γαμιόλη!» ούρλιαξε ο Κάλε και άνοιξε την πόρτα. Ο Αφρικανός χώθηκε μέσα σαν φουσκωμένη ζύμη, ξεχύθηκε η μάζα του στο κατώφλι και στο πάτωμα. Ο Κάλε κοίταξε τα γυάλινα άδεια μάτια του. Έμοιαζε με φρεσκαλιευμένο ψάρι: Το στόμα του ανοιγόκλεινε, τα μάτια του είχαν βγει απ’ τις κόγχες. «Κάσιους!» Η μόνη απάντηση που πήρε ήταν υγρή, καθώς μια μεγάλη κόκκινη φυσαλίδα αέρα έσκασε ανάμεσα στα χείλη του Αφρικανού. Ο Κάλε έσπρωξε κόντρα με τα πόδια του τον τοίχο, προσπαθώντας να μετακινήσει το μαύρο σάρκινο βουνό έξω απ’ το δωμάτιο, ώστε να καταφέρει να κλείσει την πόρτα. Άδικος κόπος! Ο Κάλε έσκυψε κι άρχισε να τον τραβάει προς τα μέσα. Αδύνατον. Το πιστόλι! Ο Κάσιους προσγειώθηκε πάνω στο χέρι του. Ο Κάλε καβάλησε το πτώμα και προσπάθησε να χώσει από κάτω το χέρι του, αλλά έβρισκε συνέχεια λίπος, λίπος κι άλλο λίπος και πουθενά πιστόλι. Είχε χώσει το μπράτσο του μέχρι τον αγκώνα μες στο λίπος, όταν ακούστηκαν βήματα έξω απ’ την πόρτα. Ήξερε τι

θα συμβεί· προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά ήταν πολύ αργά· η πόρτα τον χτύπησε στο μέτωπο κι ο Κάλε έχασε τις αισθήσεις του. Όταν τις ανέκτησε, βρισκόταν ανάσκελα στο πάτωμα και κοιτούσε έναν τύπο με κουκούλα, που φορούσε κίτρινα γάντια για πλύσιμο των πιάτων και κρατούσε ένα περίστροφο με το οποίο τον σημάδευε. Γύρισε το κεφάλι του, αλλά δεν είδε κανέναν άλλο, μόνο τον Κάσιους που βρισκόταν πεσμένος με το μισό του σώμα μέσα και το άλλο μισό έξω απ’ το δωμάτιο. Από αυτή τη γωνία ο Κάλε μπορούσε να δει το όπλο του Κάσιους να ξεμυτίζει κάτω απ’ την κοιλιά του. «Τι θες;» «Θέλω ν’ ανοίξεις το χρηματοκιβώτιο. Έχεις εφτά δευτερόλεπτα». «Εφτά;» «Το μέτρημα άρχισε πριν ξυπνήσεις. Έξι». Ο Κάλε σηκώθηκε όρθιος με δυσκολία. Ζαλισμένος, προχώρησε προς το χρηματοκιβώτιο. «Πέντε».

Γύρισε τον μηχανικό συνδυασμό. «Τέσσερα». Ένα ακόμα ψηφίο και το χρηματοκιβώτιο θ’ άνοιγε· πάνε τα χρήματα. Κι ύστερα θα έπρεπε να τ’ αντικαταστήσει ο ίδιος. Αυτοί ήταν οι κανόνες. «Τρία». Ο Κάλε δίστασε. Κι αν κατάφερνε να φτάσει το πιστόλι του Κάσιους; «Δύο». Λες να μπλόφαρε ο τύπος; Ή θα τον πυροβολούσε; «Ένα». Ο τύπος μόλις σκότωσε δυο ανθρώπους για την πλάκα του, το τρίτο πτώμα θα τον ένοιαζε; «Εντάξει, εντάξει» είπε ο Κάλε κι έκανε στο πλάι. Δεν άντεχε να βλέπει λεφτά και ναρκωτικά έτσι εκτεθειμένα. «Βάλ’ τα όλα εδώ μέσα» είπε ο τύπος απειλητικά και του

έδωσε ένα κόκκινο σακίδιο. Ο Κάλε έκανε ό,τι του ζητήθηκε. Ούτε αργά ούτε βιαστικά, έβαλε απλώς το περιεχόμενο στον σάκο, ενώ το μυαλό του μετρούσε αυτόματα. Διακόσιες χιλιάδες κορόνες. Διακόσιες χιλιάδες… Όταν τελείωσε, ο τύπος τού είπε να πετάξει τον σάκο στο πάτωμα μπροστά του. Ο Κάλε υπάκουσε για άλλη μια φορά. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι, αν ήταν να τον σκοτώσει, θα το έκανε τώρα· δεν τον είχε πια ανάγκη. Αυτό ήταν. Ο Κάλε έκανε δυο βήματα προς το μέρος του Κάσιους. Έπρεπε να φτάσει το όπλο. «Αν δεν το κάνεις, δεν θα σε πυροβολήσω» είπε ο τύπος. Τι σκατά; Στο μυαλό του ήταν; «Φέρε τα χέρια στο κεφάλι και βγες στον διάδρομο». Ο Κάλε δίστασε. Λες να σήμαινε ότι θα τον άφηνε να ζήσει; Πέρασε πάνω από τον Κάσιους. «Ακούμπα στον τοίχο με τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι σου».

Ο Κάλε υπάκουσε. Γύρισε το κεφάλι του. Είδε τον τύπο να κρατάει ήδη το όπλο του Πέλβις και να κάθεται ανακούρκουδα, με το χέρι του κάτω από τον Κάσιους και το βλέμμα μονίμως στραμμένο προς τη μεριά του Κάλε. Στο τέλος κατάφερε να πάρει και το όπλο του Κάσιους. «Βγάζεις τη σφαίρα απ’ τον τοίχο εκεί πάνω, σε παρακαλώ;» είπε ο τύπος κι έδειξε τον τοίχο κι ο Κάλε συνειδητοποίη​σε πού τον είχε ξαναδεί. Στο ποτάμι· ο δρομέας ήταν. Τους ακολούθησε, προφανώς. Ο Κάλε σήκωσε το βλέμμα του και είδε την παραμορφωμένη σφαίρα, σφηνωμένη στον γύψο. Ένα λουτρό αίματος οδηγούσε πίσω, στην αφετηρία της: το κεφάλι του Πέλβις. Δεν είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα στο σύντομο ταξίδι της κι ο Κάλε μπορούσε να την αφαιρέσει μόνο με τα δάχτυλά του. «Δώσ’ την εδώ» είπε ο τύπος, παίρνοντάς την με το ελεύθερο χέρι του. «Βρες μου τώρα την άλλη μου σφαίρα και τους δύο άδειους κάλυκες. Έχεις τριάντα δευτερόλεπτα». «Κι αν η σφαίρα είναι μες στον Κάσιους;» «Δεν νομίζω. Είκοσι εννέα». «Κοίτα πόσο λίπος έχει, ρε φίλε!»

«Είκοσι οκτώ». Ο Κάλε έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να ψάχνει. Γαμώτο! Γιατί να μην έχει ξοδέψει παραπάνω χρήματα να βάλει πιο ισχυρές λάμπες; Στα δεκατρία είχε βρει τέσσερις κάλυκες του Κάσιους κι έναν που ανήκε στον τύπο. Στα εφτά είχε βρει την άλλη σφαίρα που είχε ρίξει ο τύπος: Πρέπει να διαπέρασε τον Κάσιους και να χτύπησε τη μεταλλική πόρτα του δωματίου, γιατί η πόρτα είχε ένα μικρό σημάδι. Η αντίστροφη μέτρηση τελείωσε και δεν είχε βρει ακόμη τον άλλο κάλυκα. Έκλεισε τα μάτια του. Ένιωσε ένα από τα βλέφαρά του – υπερβολικά σφιχτό– να ξύνει τον βολβό του ματιού του. Προσευχήθηκε στον Θεό μην πεθάνει απόψε. Άκουσε τον πυροβολισμό, μα δεν ένιωσε πόνο. Άνοιξε τα μάτια του και συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμη πεσμένος στα τέσσερα στο πάτωμα. Ο τύπος σήκωσε την κάννη του πιστολιού του Πέλβις από το πτώμα του Κάσιους.

Χριστέ μου! O τύπος ξαναπυροβόλησε τον Κάσιους με το πιστόλι του Πέλβις για να σιγουρευτεί ότι πέθανε! Και τώρα ξαναπήγαινε στον Πέλβις και τον σκόπευε με το όπλο του Κάσιους στο ίδιο σημείο που είχε χτυπήσει η πρώτη σφαίρα, προσαρμόζοντας τη γωνία και τραβώντας τη σκανδάλη. «Γαμώτο!» ούρλιαξε ο Κάλε κι τρομοκρατημένη ήταν η ίδια του η φωνή.

άκουσε

πόσο

Ο τύπος έβαλε τα όπλα των πρώην συνεργατών του στον σάκο του και στόχευσε τον Κάλε με το δικό του. «Σήκω. Μπες στο ασανσέρ». Το ασανσέρ. Τα σπασμένα γυαλιά. Στο ασανσέρ έπρεπε να του επιτεθεί, δεν υπήρχε άλλη ευκαιρία. Μπήκαν στον ανελκυστήρα και στο φως του διαδρόμου ο Κάλε διέκρινε ότι υπήρχαν πολλά σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα. Διάλεξε ένα σχετικά μεγάλο κομμάτι που έμοιαζε τέλειο για τη δουλειά που το ’θελε. Με το που θα έκλειναν οι πόρτες κι έπεφτε το σκοτάδι, θα έσκυβε, θ’ άρπαζε το κομμάτι και θα του το ’χωνε με μια γρήγορη, απότομη κίνηση. Οι πόρτες έκλεισαν. Ο τύπος έχωσε το πιστόλι στη ζώνη του παντελονιού του. Τέλεια! Σαν να έσφαζε κοτόπουλο θα

’ταν: εύκολο. Σκοτάδι. Ο Κάλε έσκυψε. Τα χέρια του βρήκαν το γυαλί. Σηκώθηκε όρθιος. Κι ένιωσε να παραλύει. Ο Κάλε δεν ήξερε τι σόι λαβή τού είχε κάνει, ήξερε μόνο ότι του ήταν αδύνατον να κουνήσει έστω και το μικρό του δαχτυλάκι. Προσπάθησε να τρανταχτεί, ν’ απελευθερωθεί, μα ήταν λες και τραβούσε το λάθος σχοινί σ’ έναν κόμπο. Αυτός έσφιγγε όλο και πιο πολύ· ο αυχένας και τα μπράτσα του πονούσαν αφάνταστα. Θα πρέπει να ήταν λαβή κάποιας πολεμικής τέχνης. Το γυαλί τού ξέφυγε απ’ το χέρι. Ο ανελκυστήρας άρχισε να κατεβαίνει. Οι πόρτες ξανάνοιξαν, ακούστηκε ο επαναλαμβανόμενος γδούπος των ντραμς κι η λαβή χαλάρωσε. Ο Κάλε άνοιξε το στόμα του και πήρε βαθιά ανάσα. Το πιστόλι ξαναστράφηκε εναντίον του και του υπέδειξε να προχωρήσει στον διάδρομο. Ο τύπος τον διέταξε να μπει σε μία από τις άδειες αίθουσες και να καθίσει στο πάτωμα, με την πλάτη του στο καλοριφέρ. Ο Κάλε κάθισε χωρίς πολλά πολλά και κοίταξε την μπότα που είχε πάνω γραμμένο Τhe Young Hopeless, ενώ ο τύπος τον έδενε στο καλοριφέρ μ’ ένα μακρύ μαύρο καλώδιο. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να παλέψει· αν ο τύπος τον ήθελε νεκρό, θα τον είχε ήδη καθαρίσει. Και τα λεφτά και τα

ναρκωτικά θα τ’ αντικαταστούσε. Από την τσέπη του βέβαια, αλλά αυτό που τον απασχολούσε τώρα πάνω απ’ όλα ήταν πώς θα εξηγούσε στη Βέρα ότι δεν επρόκειτο να πάνε κανένα ταξίδι στο εξωτερικό για ψώνια το επόμενο διάστημα. Ο τύπος πήρε δυο σπασμένες χορδές κιθάρας από το πάτωμα, έσφιξε την πιο χοντρή γύρω από το κεφάλι του στο ύψος της μύτης και την πιο λεπτή στο ύψος του πιγουνιού. Πρέπει να τον έδεσε στο καλοριφέρ από πίσω· ο Κάλε μπορούσε να νιώσει τη λεπτή χορδή να χώνεται στο δέρμα του και να πιέζει τα κάτω ούλα του. «Κούνησε το κεφάλι σου» είπε ο τύπος. Για ν’ ακουστεί, έπρεπε να φωνάξει· η φασαρία που ερχόταν από τον διάδρομο ήταν μεγάλη. Ο Κάλε προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι του, οι χορδές όμως ήταν πολύ σφιχτά δεμένες. «Ωραία». Ο τύπος τοποθέτησε έναν ανεμιστήρα σε μια καρέκλα, τον έβαλε μπρος και τον γύρισε προς το πρόσωπο του Κάλε. Ο Κάλε έκλεισε τα μάτια του για ν’ αποφύγει τη ριπή του αέρα κι ένιωσε τον ιδρώτα του να στεγνώνει πάνω στο δέρμα. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια, είδε τον τύπο να έχει τοποθετήσει μία από τις άκοπες σακούλες με Σουπερμπόι πάνω στην

καρέκλα, μπροστά από τον ανεμιστήρα. Είχε ανεβάσει το φούτερ του να καλύψει στόμα και μύτη. Τι σκατά πήγαινε να κάνει; Και τότε ο Κάλε είδε το κομμάτι το γυαλί. Ένιωσε ένα παγωμένο χέρι να του σφίγγει την καρδιά. Κατάλαβε τι θα συνέβαινε. Ο τύπος έκανε μια απότομη κίνηση με το γυαλί. Ο Κάλε ήταν γεμάτος ένταση. Η άκρη του γυαλιού έσχισε το σακουλάκι και την επόμενη στιγμή ο αέρας γέμισε λευκή σκόνη. Μπήκε στα μάτια του Κάλε, στο στόμα του, στη μύτη του. Εκείνος έκλεισε το στόμα, αλλά έπρεπε να βήξει. Το ξανάκλεισε. Ένιωσε την πικράδα της σκόνης να κατακάθεται στον βλεννογόνο του, που άρχισε να καίει και να τσούζει. Το ναρκωτικό είχε μπει ήδη στο αίμα του.

Στο αριστερό μέρος του ταμπλό, ανάμεσα στο τιμόνι και την πόρτα, υπήρχε μια φωτογραφία του Πέλε και της γυναίκας του. Ο Πέλε χάιδεψε τη λεία, λιπαρή επιφάνεια. Είχε παρκάρει στην κλασική του πιάτσα στην Γκαμλεμπίεν, αλλά ήταν

χάσιμο χρόνου: καλοκαίρι, ησυχία και οι μόνες κούρσες που εμφανίζονταν στην οθόνη του έφευγαν από άλλες γειτονιές. Τέλος πάντων, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Είδε κάποιον να βγαίνει από την πύλη του παλιού εργοστασίου. Περπατούσε με στρωτό ρυθμό, σταθερή ταχύτητα· φαινόταν ότι για κάπου το είχε βάλει, άρα θα έπαιρνε το μοναδικό ταξί στην πιάτσα, πριν αυτό σβήσει το φωτάκι του και ξεκινήσει γι’ αλλού. Ξαφνικά όμως ο άνδρας σταμάτησε. Ακούμπησε στον τοίχο και διπλώθηκε στα δύο. Στεκόταν ακριβώς κάτω από μια λάμπα του δρόμου κι ο Πέλε μπορούσε να δει το περιεχόμενο του στομαχιού του ν’ αδειάζει στο έδαφος. Δεν τον έβαζε στο ταξί του τον τύπο με τίποτα. Ο άνδρας συνέχιζε να σκύβει και να κάνει εμετό. Ο Πέλε είχε βρεθεί στη θέση του πολλές φορές, μπορούσε να γευτεί χολή μόνο που τον έβλεπε. Ύστερα ο τύπος σκουπίστηκε με το μανίκι του φούτερ του, σηκώθηκε όρθιος, στερέωσε τον σάκο του στον ώμο και συνέχισε την πορεία του προς το ταξί του Πέλε. Μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά συνειδητοποίησε ο ταξιτζής ότι ήταν ο τύπος που είχε πάρει στο ταξί του πριν από μια ώρα. Εκείνος που δεν είχε αρκετά λεφτά να φτάσει μέχρι το Κέντρο Ίλα. Και τώρα έκανε νόημα στον Πέλε ότι ήθελε καινούργια κούρσα. Ο Πέλε κλείδωσε κεντρικά το αμάξι κι άνοιξε μια σχισμή το ένα παράθυρο. Περίμενε να έρθει ο άνδρας στο πλάι του αμαξιού

και να προσπαθήσει –μάταια– ν’ ανοίξει την πόρτα. «Σόρι, φίλε, δεν την παίρνω αυτή την κούρσα». «Σε παρακαλώ». Ο Πέλε τον κοίταξε καλά καλά. Τα μάγουλά του ήταν υγρά από τα δάκρυα. Ένας Θεός ξέρει τι του συνέβη, αλλά δεν ήταν πρόβλημα του Πέλε αυτό. Εντάξει, ποιος ξέρει τι δακρύβρεχτη ιστορία κουβαλούσε ο τύπος, αλλά κανείς ταξιτζής δεν επιβιώ​νει στο Όσλο αν ανοίγει τις πόρτες του στα σκατά του καθενός. «Άκου. Σε είδα που ξερνούσες εκεί κάτω. Αν ξεράσεις μες στο αμάξι, θα σου κοστίσει χίλιες κορόνες κι εμένα τα κέρδη μιας ολόκληρης ημέρας. Εξάλλου, την τελευταία φορά που σε πήρα με το ταξί ήσουν ταπί και ψύχραιμος. Δεν σε παίρνω λοιπόν, ΟΚ;» Ο Πέλε σήκωσε το παράθυρο και κοίταξε ίσια μπροστά, ελπίζοντας ότι ο νεαρός θα προχωρούσε χωρίς πολλά πολλά, έτοιμος όμως και να πατήσει το γκάζι και να φύγει αν χρειαζόταν. Χριστέ μου, πόσο πονούσε το πόδι του απόψε! Με την άκρη του ματιού του είδε το αγόρι να βγάζει κάτι από την τσάντα του και να το κολλάει στο τζάμι.

Ο Πέλε μισογύρισε προς το μέρος του. Ήταν ένα χαρτονόμισμα των χιλίων κορονών. Ο Πέλε κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, αλλά ο τύπος έμεινε στη θέση του, ακίνητος. Περιμένοντας. Ο Πέλε δεν ανησυχούσε στην πραγματικότητα, ο τύπος δεν είχε δημιουργήσει προβλήματα το απόγευμα. Αντιθέτως· αντί να πρήξει τον Πέλε να οδηγήσει και λίγο παρακάτω όταν το ταξίμετρο έδειξε το ποσό που είχε πάνω του, κατέβηκε από το ταξί και είπε κι ευχαριστώ. Ένα ευχαριστώ τόσο ειλικρινές, που ο Πέλε ένιωσε άσχημα που δεν τον πήγε τελικά μέχρι το Ίλα, δυο λεπτά οδήγηση ήταν. Ο Πέλε αναστέναξε και πάτησε το κουμπί που ξεκλείδωνε τις πόρτες. Ο τύπος μπήκε στο πίσω κάθισμα. «Ευχαριστώ, ευχαριστώ πάρα πολύ». «Εντάξει. Πού πάμε;» «Πρώτα στο Μπαργκ, παρακαλώ. Πρέπει ν’ αφήσω κάτι και θα ήμουν ευγνώμων αν με περιμένατε. Ύστερα στο Κέντρο Ίλα. Θα σας πληρώσω προκαταβολικά, φυσικά». «Δεν χρειάζεται» είπε ο Πέλε κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Δίκιο είχε η γυναίκα του: Ήταν υπερβολικά καλός γι’ αυτό τον

κόσμο.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ————

21

Η

ώρα ήταν δέκα το πρωί και ο ήλιος έλαμπε εδώ και

ώρες στην οδό Βάλντεμαρ Τράνες Γκάτε. Η Μάρτα πάρκαρε το καμπριολέ Γκολφ της, βγήκε έξω και περπάτησε μ’ ελαφρύ βήμα προς το Κέντρο Ίλα. Πέρασε μπροστά από το ζαχαροπλαστείο κι έφτασε στην είσοδο της καφετέριας. Παρατήρησε ότι την κοιτούσαν καθώς περνούσε, άνδρες και γυναίκες, κάτι όχι τόσο σπάνιο, μόνο που σήμερα φαίνεται ότι τραβούσε την προσοχή περισσότερο από άλλες μέρες. Το απέδωσε στην εξαιρετικά καλή της διάθεση, για την οποία όμως δεν είχε εξήγηση. Είχε τσακωθεί με τη μέλλουσα πεθερά της για την ημερομηνία του γάμου, με την Γκρέτε –τη

διευθύντρια του κέντρου– για τις βάρδιες και με τον Άνερς για τα πάντα. Ίσως να ένιωθε έτσι επειδή είχε ρεπό, επειδή ο Άνερς είχε φύγει με τη μητέρα του να πάνε στο εξοχικό τους για το Σαββατοκύριακο κι επειδή είχε όλη αυτή τη λιακάδα ολόδική της για τις επόμενες δυο μέρες. Μόλις μπήκε στην καφετέρια, όλα τα παρανοϊκά κεφάλια γύρισαν να την κοιτάξουν. Όλα, εκτός από ένα. Η Μάρτα χαμογέλασε, χαιρέτησε τους ανθρώπους που φώναξαν το όνομά της και πήγε προς τα κορίτσια πίσω από τον πάγκο. Τους έδωσε ένα κλειδί. «Μια χαρά θα τα πάτε. Απλώς κάντε τη δουλειά σας. Μην ξεχνάτε, έχετε η μία την άλλη». Το ένα κορίτσι κατένευσε, μα φαινόταν λίγο χλωμό. Η Μάρτα σερβιρίστηκε λίγο καφέ. Στάθηκε με την πλάτη προς την αίθουσα. Ήξερε ότι είχε υψώσει τη φωνή της λίγο παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε. Γύρισε και χαμογέλασε λες κι εξεπλάγη όταν αντίκρισε το βλέμμα του. Πήγε προς το τραπέζι όπου καθόταν ολομόναχος. Σήκωσε την κούπα και την έφερε στα χείλη της. Άρχισε να μιλάει πάνω απ’ το φλιτζάνι.

«Νωρίς δεν σηκώθηκες;» Εκείνος σήκωσε το ένα του φρύδι κι η Μάρτα συνειδητοποίη​σε το ηλίθιο της ερώτησής της: Ήταν ήδη περασμένες δέκα. «Οι περισσότεροι ένοικοι σηκώνονται πολύ αργά» πρόσθεσε στα γρήγορα. «Όντως» είπε εκείνος. «Άκου, ήθελα να ζητήσω συγγνώμη για χτες». «Χτες;» «Ναι. Ο Άνερς δεν είναι συνήθως έτσι, αλλά καμιά φορά… Τέλος πάντων, δεν έπρεπε να σου μιλήσει μ’ αυτό τον τρόπο. Να σε πει “τζάνκι” και… ξέρεις». Ο Στιγκ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν χρειάζεται να μου ζητήσεις συγγνώμη, δεν έκανες τίποτα κακό. Ούτε το αγόρι σου. Είμαι τζάνκι». «Κι εγώ είμαι κακή οδηγός. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπω στους ανθρώπους να μου το τρίβουν στη μούρη».

Εκείνος έσκασε στα γέλια. Η Μάρτα είδε πώς τα χαρακτηριστικά του μαλάκωναν μ’ αυτό το γέλιο, γίνονταν πιο παιδικά. «Kι απ’ ό,τι βλέπω, ακόμη οδηγείς». Έκανε νόημα προς το παράθυρο. «Δικό σου είναι το αμάξι;» «Nαι, σαράβαλο, το ξέρω, αλλά μου αρέσει η ανεξαρτησία που μου παρέχει. Δεν συμφωνείς;» «Δεν ξέρω, δεν έχω οδηγήσει ποτέ». «Ποτέ; Σοβαρά;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Τι κρίμα» είπε η Μάρτα. «Γιατί κρίμα;» «Τίποτα δεν συγκρίνεται με μια βόλτα σε καμπριολέ στη λιακάδα». «Ακόμα και για…» «Ακόμα και για ένα τζάνκι, ναι» είπε γελώντας εκείνη. «Το

καλύτερο τριπάκι της ζωής σου, πίστεψέ με». «Ε, τότε ελπίζω να με πας μια βόλτα κάποια στιγμή». «Φυσικά» απάντησε εκείνη. «Πάμε τώρα;» Eίδε την έκπληξη στα μάτια του. Τα λόγια τής είχαν ξεφύγει, ήξερε ότι τους κοιτούσαν οι υπόλοιποι. Ε, και λοιπόν; Καθόταν ώρες και μιλούσε με τους ενοίκους για τα προβλήματά τους και κανείς δεν έλεγε τίποτα. Το αντίθετο μάλιστα, ήταν μέρος της δουλειάς της. Και σήμερα είχε ρεπό και θα έκανε ό,τι ήθελε, σωστά; «Εντάξει» είπε ο Στιγκ. «Έχω λίγες ώρες μόνο» είπε η Μάρτα, συνειδητοποιώντας την ένταση στη φωνή της. Τι, μήπως είχε αλλάξει ήδη γνώμη; «Φτάνει να μ’ αφήσεις να δοκιμάσω λίγο» είπε. «Να οδηγήσω. Πρέπει να έχει πλάκα». «Έλα, ξέρω ακριβώς πού να σε πάω». Φεύγοντας, η Μάρτα ένιωθε ολωνών τα μάτια πάνω τους.

Ο Στιγκ έμοιαζε τόσο συγκεντρωμένος, που η Μάρτα δεν μπορούσε παρά να γελάσει. Σκυφτός, κρατώντας γερά το τιμόνι, οδηγούσε βασανιστικά αργά γύρω γύρω στο πάρκινγκ του Έκερν, που ήταν άδειο τα Σαββατοκύριακα. «Ωραία» είπε εκείνη. «Τώρα προσπάθησε να κάνεις οκτάρια». Εκείνος έκανε ό,τι του είπε και πάτησε λίγο παραπάνω το γκάζι, όταν όμως ανέβηκαν οι στροφές φοβήθηκε και το άφησε. «Τις προάλλες ήρθε η αστυνομία από το κέντρο» είπε η Μάρτα. «Ήθελαν να μάθουν αν μοιράσαμε τίποτα καινούργια αθλητικά παπούτσια. Λόγω της δολοφονίας Ίβερσεν, δεν ξέρω αν έμαθες τι έγινε». «Ναι, το διάβασα» είπε εκείνος. Η Μάρτα τον κοίταξε. Της άρεσε που διάβαζε. Οι περισσότεροι ένοικοι δεν διάβαζαν ποτέ τους τίποτα, ούτε παρακολουθούσαν τις ειδήσεις, δεν ήξεραν ποιος ήταν

πρωθυπουργός, ούτε τι ήταν η 11η Σεπτεμβρίου. Μπορούσαν να σου πουν με ακρίβεια τις τιμές του σπιντ σ’ όλη την πόλη, την καθαρότητα της ηρωίνης ή το ποσοστό των δραστικών συστατικών οποιουδήποτε ολοκαίνουργιου φαρμακευτικού προϊόντος. «Και μιας και μιλάμε για το όνομα Ίβερσεν, αυτός δεν ήταν ο άνθρωπος που θα σου έβρισκε δουλειά;» «Ναι. Πήγα και τον βρήκα, αλλά δεν έχει τίποτα για μένα αυτή τη στιγμή». «Κρίμα». «Ναι, αλλά δεν πρόκειται να τα παρατήσω. Έχω κι άλλα ονόματα στη λίστα». «Τέλεια! Έχεις και λίστα;» «Ναι, έχω». «Θες ν’ αλλάξεις και ταχύτητα;» Δυο ώρες αργότερα κατέβαιναν με ταχύτητα τη λεωφόρο Μοσεβάιεν. Οδηγούσε εκείνη. Δίπλα τους το φιόρδ του Όσλο λαμπύριζε κάτω από τον ήλιο. Ο Στιγκ είχε αποδειχθεί

εξαιρετικός μαθητής. Είχαν υπάρξει μερικά κολλήματα με την αλλαγή των ταχυτήτων και τον συμπλέκτη, αλλά όταν πια κατάλαβε τη διαδικασία ήταν λες κι είχε προγραμματίσει το μυαλό του να θυμάται ό,τι είχε κάνει επιτυχώς και μπορούσε να το επαναλάβει, να το αυτοματοποιήσει. Έπειτα από τρεις προσπάθειες εκκίνησης σε ανηφόρα, μπορούσε να ξεκινήσει δίχως καν να χρησιμοποιήσει το χειρόφρενο. Κι όταν κατάλαβε τη γεωμετρία του παράλληλου παρκαρίσματος, μπορούσε πια να παρκάρει με σχεδόν ενοχλητική ευκολία. «Τι ακούμε;» «Depeche Mode» είπε εκείνος. «Σ’ αρέσουν;» Η Μάρτα άκουσε με προσοχή τη δίφωνη ψαλμωδική μελωδία και τον μηχανικό ρυθμό τους. «Ναι» απάντησε δυναμώνοντας τον ήχο. «Είναι πολύ… Άγγλοι». «Σωστά. Τι άλλο ακούς;» «Χμ… Μια χαρούμενη δυστοπία. Λες και δεν παίρνουν την κατάθλιψή τους στα σοβαρά. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις».

Εκείνος γέλασε. «Σε καταλαβαίνω». Ύστερα από λίγο έστριψαν προς τη χερσόνησο Νεσοντάνγκεν. Οι δρόμοι στένεψαν, η κίνηση λιγόστεψε. Η Μάρτα βγήκε από τον δρόμο και σταμάτησε. «Έτοιμος να το ζήσεις πραγματικά;» Εκείνος κατένευσε. «Ναι. Είμαι έτοιμος να το ζήσω πραγματικά». Βγήκαν από το αμάξι κι ανταλλάξανε θέσεις. Τον είδε να κάθεται στο τιμόνι και να κοιτάζει ίσια μπροστά συγκεντρωμένος. Η Μάρτα ξαφνικά υποψιάστηκε ότι η απάντησή του αφορούσε πολύ περισσότερα από την οδήγηση. Εκείνος πίεσε τον συμπλέκτη, έβαλε ταχύτητα, πάτησε το γκάζι προσεκτικά και λίγο διστακτικά. «Καθρέφτης» είπε εκείνη, ελέγχοντας κι η ίδια την κίνηση από τον καθρέφτη. «Άδειος ο δρόμος». «Φλας». Εκείνος άναψε το φλας, μουρμούρισε φλας κι άφησε απαλά

απαλά τον συμπλέκτη. Σιγά σιγά μπήκαν στον δρόμο. Οι στροφές αυτοκινήτου ήταν πολύ υψηλές.

του

«Χειρόφρενο» είπε εκείνη και κατέβασε τελείως το λεβιέ ανάμεσά τους. Ένιωσε το χέρι του, που έσπευσε να κάνει ακριβώς το ίδιο, να την αγγίζει και να πετάγεται λες κι είχε καεί. «Σ’ ευχαριστώ» της είπε. Οδήγησαν για δέκα λεπτά χωρίς να μιλάνε. Άφησαν κάποιον που βιαζόταν να τους προσπεράσει. Τους πλησίασε μια νταλίκα. Η Μάρτα σταμάτησε ν’ αναπνέει. Ήξερε ότι σε τόσο στενό δρόμο η ίδια θα πατούσε φρένο και θα έβγαινε στο πλάι, παρόλο που χωρούσαν κι οι δύο να περάσουν. Αλλά ο Στιγκ δεν φοβήθηκε καθόλου. Και το περίεργο ήταν ότι τον εμπιστευόταν. Η έμφυτη κλίση του αρσενικού μυαλού στην κατανόηση του τρισδιάστατου χώρου. Είδε τα χέρια του να κρατούν ήρεμα το τιμόνι. Και σκέφτηκε ότι του έλειπε αυτό που εκείνη είχε σε αφθονία: η αμφιβολία για την ικανότητά της να κρίνει. Στη ράχη της παλάμης του οι όμορφες, παχιές του φλέβες έδειχναν πόσο ήρεμα χτυπούσε η καρδιά του, φέρνοντας αίμα στα χέρια του. Είδε αυτά τα χέρια να στρίβουν

γρήγορα το τιμόνι, όσο χρειαζόταν στα δεξιά, καθώς το κύμα αέρα απ’ την νταλίκα ταρακούνησε το αυτοκίνητό τους. «Χα!» γέλασε εκείνος ενθουσιασμένος και γύρισε να την κοιτάξει. «Το ένιωσες αυτό;» «Ναι, το ένιωσα». Τον οδήγησε ως τη μύτη της χερσονήσου, σ’ έναν χαλικόστρωτο δρόμο. Πάρκαραν πίσω από μια σειρά χαμηλά σπίτια με μικρά παραθυράκια προς τον δρόμο και τζαμαρίες προς τη θάλασσα. «Αναπαλαιωμένα εξοχικά του ’50» εξήγησε η Μάρτα καθώς προπορευόταν στο μονοπάτι με το ψηλό γρασίδι. «Μεγάλωσα σ’ ένα από αυτά. Κι αυτό εδώ ήταν το κρησφύγετό μας για ηλιοθεραπεία…» Είχαν φτάσει σε κάτι βράχια. Από κάτω έσκαγε το κύμα και στον αέρα ακούγονταν χαρούμενες κραυγές παιδιών που έπαιζαν στο νερό. Λίγο πιο μακριά υπήρχε η αποβάθρα απ’ την οποία έπαιρνες το φέρι μποτ για το Όσλο, που τις μέρες με καθαρό καιρό έμοιαζε να βρίσκεται μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά. Η πραγματική απόσταση ήταν πέντε χιλιόμετρα, αλλά οι περισσότεροι προτιμούσαν να

κατεβαίνουν στην πόλη με το πλοίο παρά να κάνουν τα σαράντα πέντε χιλιόμετρα παράκαμψης με το αυτοκίνητο. Η Μάρτα κάθισε στον βράχο και εισέπνευσε την αλμύρα του αέρα. «Οι γονείς μου κι οι φίλοι τους αποκαλούσαν τη χερσόνησο “Μικρό Βερολίνο” γιατί ήταν γεμάτη καλλιτέχνες. Ήταν πολύ πιο φτηνό να μένεις σ’ ένα καλύβι που μπάζει από παντού παρά στο κέντρο του Όσλο. Αν η θερμοκρασία κατέβαινε υπό το μηδέν, μαζεύονταν όλοι στο πιο ζεστό απ’ τα σπιτάκια, το οποίο τύχαινε να είναι το δικό μας. Έρχονταν και ξενυχτούσαν πίνοντας κόκκινο κρασί γιατί δεν είχαμε αρκετά στρώματα να τους κοιμίσουμε όλους. Το πρωί τρώγαμε όλοι μαζί πρωινό». «Ωραίο ακούγεται». Ο Στιγκ πήγε και κάθισε δίπλα της. «Ναι, ωραία ήταν. Βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο». «Ειδυλλιακό ακούγεται». «Δεν ξέρω αν ήταν ειδυλλιακό. Πού και πού τσακώνονταν για τα χρήματα ή επέκρινε ο ένας τη δουλειά του άλλου ή κοιμόταν ο ένας με τη γυναίκα του άλλου. Αλλά το μέρος

ήταν ολοζώντανο, συναρπαστικό. Η αδερφή μου κι εγώ πιστεύαμε ότι ζούσαμε όντως στο Βερολίνο, μέχρι που μου έδειξε ο μπαμπάς το Βερολίνο στον χάρτη, εξηγώντας μου ότι ήταν μακριά, πολύ μακριά, πάνω από χίλια χιλιόμετρα μακριά. Κι ότι μια μέρα θα μας πήγαινε εκεί με το αυτοκίνητο. Κι ότι θα βλέπαμε την πύλη του Βραδεμβούργου και το παλάτι Σαρλότενμπουργκ, όπου η αδερφή μου κι εγώ θα στεφόμασταν πριγκίπισσες». «Και πήγατε ποτέ;» «Στο κανονικό Βερολίνο;» Η Μάρτα κούνησε το κεφάλι της. «Οι γονείς μου δεν είχαν ποτέ αρκετά λεφτά. Και δεν έζησαν πολλά χρόνια. Ήμουν δεκαοκτώ όταν πέθαναν κι έπρεπε να φροντίσω την αδερφή μου. Πάντα όμως ονειρευόμουν να πάω. Τόσο πολύ, που πια δεν είμαι καν σίγουρη ότι υπάρχει». Ο Στιγκ κατένευσε απαλά, έκλεισε τα μάτια του και ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στο γρασίδι. Η Μάρτα γύρισε και τον κοίταξε. «Θες ν’ ακούσουμε κι άλλη μουσική από αυτή που σ’ αρέσει;» Εκείνος άνοιξε το ένα του μάτι. Το μισόκλεισε. «Depeche

Mode; Το CD είναι στο αμάξι». «Δώσε μου το κινητό σου» είπε εκείνη. Της το έδωσε κι εκείνη άρχισε να πατάει τα κουμπιά. Πολύ σύντομα ρυθμικοί ήχοι άρχισαν να βγαίνουν από τα ηχειάκια του. Κι ύστερα μια σοβαρή φωνή τούς πρότεινε να τους πάει ταξίδι. Ο Στιγκ ήταν τόσο σοκαρισμένος, που η Μάρτα δεν μπορούσε παρά να γελάσει. «Λέγεται Spotify» είπε, ακουμπώντας το κινητό ανάμεσά τους. «Μπορείς ν’ ακούσεις μουσική κατευθείαν από το διαδίκτυο. Δεν το ήξερες;» «Δεν είχαμε κινητά στη φυλακή» είπε, παίρνοντας με ενθουσιασμό το κινητό στα χέρια του. «Στη φυλακή;» «Ναι, ήμουν μέσα». «Για εμπόριο ναρκωτικών;» Ο Στιγκ έφερε το χέρι του στο μέτωπο για να προφυλαχθεί από τον ήλιο. «Ναι».

Εκείνη κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της. Και χαμογέλασε αμέσως. Τι φανταζόταν δηλαδή; Ότι θα ήταν και ηρωι​νομανής και καθ’ όλα νόμιμος πολίτης; Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, όπως τόσοι άλλοι. Πήρε το τηλέφωνο από τα χέρια του. Του έδειξε το GPS και πώς μπορούσε να τους πει πού στον χάρτη βρίσκονταν και να υπολογίσει τη συντομότερη διαδρομή με το αυτοκίνητο προς οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο. Τράβηξε μια φωτογραφία του με την κάμερα, πάτησε το κουμπί εγγραφή, κράτησε το κινητό κοντά του και του ζήτησε να πει κάτι. «Σήμερα είναι μια υπέροχη μέρα» είπε εκείνος. Η Μάρτα πάτησε στοπ κι ύστερα αναπαραγωγή. «Η φωνή μου είναι αυτή;» ρώτησε εκείνος έκπληκτος και ντροπαλός. Εκείνη ξαναπάτησε στοπ και ξανά απ’ την αρχή. Η φωνή ακούστηκε περιορισμένη, ψιλή μέσα από τα ηχεία. «Η φωνή μου είναι αυτή;» Έσκασε στα γέλια όταν είδε την έκφραση του προσώπου του. Κι ύστερα ακόμα πιο δυνατά, όταν της άρπαξε το

τηλέφωνο, βρήκε το κουμπί της μαγνητοφώνησης και της είπε ότι είχε έρθει η σειρά της, τώρα έπρεπε εκείνη να πει κάτι, όχι, έπρεπε να τραγουδήσει! «Όχι!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Προτιμώ να με βγάλεις φωτογραφία». Εκείνος αρνήθηκε. «Προτιμώ τις φωνές». «Γιατί;» Έκανε μια κίνηση λες κι ήθελε να βάλει τα μαλλιά πίσω απ’ το αυτί του. Η αυτόματη κίνηση κάποιου που είχε χρόνια μακριά μαλλιά και ξέχασε ότι τα έχει κουρέψει, σκέφτηκε η Μάρτα. «Το παρουσιαστικό των ανθρώπων αλλάζει. Μα η φωνή τους παραμένει ίδια». Γύρισε και κοίταξε προς τη μεριά της θάλασσας κι η Μάρτα ακολούθησε το βλέμμα του. Δεν είδε τίποτα άλλο πλην της στραφταλίζουσας θάλασσας, κάτι γλάρους, τα βράχια και μερικά πανιά στον ορίζοντα. «Ορισμένες φωνές δεν αλλάζουν, όντως» είπε. Σκεφτόταν το μωρό. Το κλαψούρισμά του στο γουόκι τόκι. Αυτό δεν

άλλαζε ποτέ. «Σου αρέσει να τραγουδάς» είπε εκείνος. «Απλώς όχι μπροστά στους άλλους». «Κι εσύ πού το ξέρεις;» «Γιατί σου αρέσει η μουσική. Όταν όμως σου ζήτησα να τραγουδήσεις κοκάλωσες, σαν το κορίτσι στην καφετέρια όταν της έδωσες το κλειδί». Εκείνη ταράχτηκε. Διάβαζε τις σκέψεις της; «Τι λες να φοβόταν;» τη ρώτησε. «Τίποτα» είπε η Μάρτα. «Μαζί με το άλλο κορίτσι πρέπει να σχίσουν και να μετακινήσουν διάφορα αρχεία που έχουμε στη σοφίτα. Σε κανέναν δεν αρέσει ν’ ανεβαίνει εκεί πάνω. Κι έτσι παίρνουμε σειρά για το ποιος θ’ ανέβει εκεί πάνω κάθε φορά». «Τι πρόβλημα υπάρχει με τη σοφίτα;» Η Μάρτα ακολούθησε με το βλέμμα της έναν γλάρο που κρεμόταν, λες, στον αέρα, ψηλά πάνω απ’ τη θάλασσα, γέρνοντας ελαφρώς μια από εδώ, μια από εκεί. Ο άνεμος εκεί

πάνω πρέπει να ήταν πολύ πιο δυνατός απ’ ό,τι εδώ κάτω. «Πιστεύεις στα φαντάσματα;» ρώτησε εκείνη ήσυχα. «Όχι». «Ούτε εγώ». Ξάπλωσε πίσω, στους αγκώνες της, έτσι ώστε να μην μπορεί να τον δει χωρίς να γυρίσει. «Το Κέντρο Ίλα μοιάζει σαν να έχει χτιστεί τον 19ο αιώνα, ε; Χτίστηκε όμως τη δεκαετία του ’20. Στην αρχή ήταν ένα απλό οικοτροφείο…» «Τα χαλύβδινα γράμματα πάνω από την πόρτα». «Ακριβώς, από τότε έχουν μείνει. Αλλά κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Γερμανοί το μετέτρεψαν σε άσυλο για ανύπαντρες μητέρες και τα παιδιά τους. Υπάρχουν ένα σωρό τραγικές ιστορίες για εκείνη την εποχή· έχουν αφήσει τα σημάδια τους στους τοίχους. Μια από τις γυναίκες ενοίκους, ας πούμε, είχε ένα μωράκι το οποίο ισχυριζόταν ότι προήλθε από παρθενογένεση – κάτι που πολλά κορίτσια ισχυρίζονταν τότε, αν τα έβρισκαν σκούρα. Ο άνδρας που όλοι υποψιάζονταν για πατέρα ήταν, φυσικά, παντρεμένος κι αρνιόταν την πατρότητα. Κυκλοφορούσαν δυο φήμες γι’ αυτόν: Η μία ήταν ότι ήταν μέλος της Αντίστασης. Η δεύτερη,

ότι ήταν γερμανός κατάσκοπος που είχε εισχωρήσει στην Αντίσταση και γι’ αυτό είχαν επιτρέψει οι Γερμανοί στην κοπέλα να μείνει στο άσυλο δίχως να συλλάβουν τον πατέρα. Εν πάση περιπτώσει, μια μέρα ο υποτιθέμενος πατέρας σκοτώθηκε από πυροβολισμό σ’ ένα γεμάτο τραμ στο κέντρο του Όσλο. Ο δολοφόνος δεν αναγνωρίστηκε ποτέ. Η Αντίσταση ισχυρίστηκε ότι καθάρισαν έναν προδότη, οι Γερμανοί ότι σκότωσαν ένα μέλος της Αντίστασης. Για να κατευνάσουν τους αμφισβητίες, οι Γερμανοί κρέμασαν το πτώμα του από την κορυφή του φάρου Κάβρινγκεν». Έδειξε προς τη μεριά της θάλασσας. «Οι ναυτικοί που περνούσαν μπροστά από τον φάρο την ημέρα έβλεπαν το στεγνό, φαγωμένο από τους γλάρους πτώμα· κι αυτοί που περνούσαν τη νύχτα έβλεπαν τη μακριά σκιά που έριχνε πάνω στο νερό. Μέχρι που ξαφνικά μια μέρα το πτώμα εξαφανίστηκε. Κάποιοι είπαν ότι το πήρε η Αντίσταση. Από εκείνη τη μέρα πάντως η γυναίκα άρχισε να χάνει τα μυαλά της και να λέει ότι τη στοίχειωνε ο πεθαμένος άνδρας. Ότι ερχόταν το βράδυ στο δωμάτιό της, ότι έσκυβε πάνω από την κούνια του μωρού, κι όταν εκείνη του έλεγε να βγει έξω ουρλιάζοντας, αυτός γυρνούσε και την κοιτούσε με δυο μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών».

Ο Στιγκ σήκωσε το ένα φρύδι. «Έτσι μου τη διηγήθηκε την ιστορία η Γκρέτε, η διευθύντρια του κέντρου» συνέχισε η Μάρτα. «Εν πάση περιπτώσει, ο θρύλος λέει ότι το παιδί δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει, κι ότι κάθε φορά που οι άλλες γυναίκες διαμαρτύρονταν κι έλεγαν στη μητέρα του να το πάρει αγκαλιά για να το καθησυχάσει, εκείνη απαντούσε ότι το παιδί έκλαιγε και για τους δυο τους κι ότι θα έκλαιγε για πάντα». Η Μάρτα σταμάτησε. Το αγαπημένο της κομμάτι ξεκινούσε τώρα. «Οι φήμες έλεγαν ότι η γυναίκα δεν ήξερε για ποιον δούλευε ο πατέρας του μωρού. Κι έτσι, για να τον εκδικηθεί που δεν αναγνώριζε το παιδί του, πήγε κι είπε στους αντιστασιακούς ότι ήταν κατάσκοπος και στους Γερμανούς ότι δούλευε για την Αντίσταση». Μια ξαφνική ριπή του ανέμου έκανε τη Μάρτα ν’ ανατριχιάσει. Σηκώθηκε κι αγκάλιασε τα γόνατά της. «Ένα πρωί η γυναίκα δεν κατέβηκε να φάει πρωινό. Τη βρήκαν στη σοφίτα. Είχε κρεμαστεί από την κεντρική δοκό της στέγης. Μπορείς ακόμη να δεις μια ελαφριά γραμμή στο ξύλο, από εκεί που λένε ότι κρεμάστηκε». «Και τώρα υποτίθεται ότι στοιχειώνει τη σοφίτα;»

«Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι είναι ένα περίεργο, δύσκολο μέρος. Δεν πιστεύω σε φαντάσματα, αλλά κανείς δεν φαίνεται ν’ αντέχει πολλή ώρα εκεί μέσα. Είναι λες και νιώθεις την παρουσία του κακού. Σε πιάνει πονοκέφαλος, άλλοι νιώθουν ότι κάτι τους σπρώχνει να βγουν από το δωμάτιο. Και πολλές φορές πρόκειται για καινούργιους εργάτες που έρχονται να κάνουν δουλειές, ανθρώπους που δεν γνωρίζουν την ιστορία που σου είπα. Και, όχι, δεν υπάρχει ασβέστης στη μόνωση στους τοίχους ή τίποτα τέτοιο». Γύρισε και τον κοίταξε με προσοχή, μα εκείνος δεν είχε τη δύσπιστη έκφραση ή το χαμογελάκι που περίμενε να δει. Απλώς την άκουγε. «Αλλά δεν φτάνει όλο αυτό» συνέχισε. «Υπάρχει και το μωρό». «Ναι» είπε εκείνος. «Τι ναι; Το μάντεψες;» «Το μωρό εξαφανίστηκε». Τον κοίταξε αποσβολωμένη. «Πώς το ξέρεις;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν μου είπες να

μαντέψω;» «Μερικοί πιστεύουν ότι η μητέρα το έδωσε στην Αντίσταση το ίδιο βράδυ που κρεμάστηκε. Άλλοι ότι το σκότωσε και το έθαψε στην πίσω αυλή, ώστε κανείς ποτέ να μην της το πάρει. Τέλος πάντων…» Η Μάρτα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το παιδί δεν βρέθηκε ποτέ. Και το περίεργο είναι ότι πού και πού ακούμε έναν παράξενο θόρυβο στα γουόκι τόκι μας, που δεν ξέρουμε από πού προέρχεται. Αλλά νομίζουμε ότι είναι…» Έμοιαζε να το έχει μαντέψει κι αυτό. «Το κλάμα ενός μωρού» είπε εκείνη. «Το κλάμα ενός μωρού» επανέλαβε αυτός. «Πολλοί, ιδιαιτέρως οι καινούργιοι του προσωπικού, φρικάρουν όταν το πρωτακούν, αλλά η Γκρέτε τούς λέει ότι τα γουόκι τόκι καμιά φορά πιάνουν σήματα από άλλα γουόκι τόκι που ανήκουν σε μαμάδες της γειτονιάς». «Αλλά εσύ δεν πείθεσαι». «Μπορεί να έχει και δίκιο».

«Αλλά;» Κι άλλη ριπή αέρα. Σκούρα σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους από τα δυτικά. Η Μάρτα μετάνιωσε που δεν είχε φέρει μπουφάν. «Δουλεύω στο κέντρο εδώ κι εφτά χρόνια. Κι όταν είπες ότι οι φωνές δεν αλλάζουν…» «Ναι;» «Βάζω το χέρι μου στη φωτιά ότι το μωρό είναι το ίδιο». Ο Στιγκ κατένευσε. Δεν είπε τίποτα, ούτε προσπάθησε να προσφέρει κάποια εξήγηση ή κάποιο σχόλιο. Απλώς κατένευσε. Της άρεσε αυτό. «Ξέρεις τι σημαίνουν αυτά τα σύννεφα;» είπε τελικά εκείνος την ώρα που σηκωνόταν όρθιος. «Ότι θα βρέξει κι ότι καλά θα κάνουμε να γυρίσουμε πίσω;» «Όχι» της απάντησε. «Ότι πρέπει να κολυμπήσουμε τώρα, για να προλάβουμε να στεγνώσουμε στον ήλιο πριν μας πιάσει η μπόρα».

«Compassion fatigue» είπε η Μάρτα. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, κοιτάζοντας τον ουρανό. Είχε ακόμη τη γεύση του αλατιού στο στόμα και τη ζέστη του βράχου στο δέρμα, μέσα απ’ τα βρεγμένα της εσώρουχα. «Σημαίνει ότι έχω χάσει την ικανότητα να συμπονώ, να νοιάζομαι. Είναι τόσο αδιανόητο για κάποια που δουλεύει ως κοινωνική λειτουργός στη Νορβηγία να πάσχει από κάτι τέτοιο, που δεν έχουμε καν όρο γι’ αυτό στα νορβηγικά!» Εκείνος δεν απάντησε. Και δεν την πείραζε· δεν μιλούσε σ’ αυτόν, αυτός ήταν το πρόσχημα για να σκεφτεί φωναχτά. «Υποθέτω ότι είναι ένας τρόπος να προστατεύσεις τον εαυτό σου, να αποστασιοποιείσαι όταν τα πράγματα γίνονται πολύ φορτικά. Ή μπορεί το πηγάδι απλώς να στέρεψε, ποιος ξέρει, ίσως δεν έχω άλλη αγάπη να δώσω». Το ξανασκέφτηκε. «Όχι, όχι, δεν είναι αλήθεια αυτό. Έχω πολλή αγάπη να δώσω. Απλώς όχι…» Η Μάρτα είδε ένα σύννεφο στο σχήμα του Ηνωμένου Βασιλείου να έρχεται προς το μέρος τους. Λίγο πριν φτάσει

τις άκρες των δέντρων πάνω απ’ τα κεφάλια τους, άλλαξε κι έγινε μαμούθ. Η Μάρτα ένιωσε σαν να κάθεται στον καναπέ του ψυχαναλυτή της – ενός από τους λίγους που είχαν ακόμη καναπέ. «Ο Άνερς ήταν το ομορφότερο και το εξυπνότερο αγόρι στο σχολείο» είπε κοιτάζοντας τα σύννεφα. «Αρχηγός της ομάδας ποδοσφαίρου. Μη με ρωτήσεις αν ήταν και αρχηγός του δεκαπενταμελούς». Η Μάρτα περίμενε. «Ήταν;» «Ναι, ήταν». Έσκασαν κι οι δυο στα γέλια. «Τον ερωτεύτηκες;» «Πολύ. Ακόμη είμαι ερωτευμένη μαζί του. Είναι καλό παιδί. Δεν είναι μόνο όμορφος κι έξυπνος, ξέρεις. Είμαι πολύ τυχερή που έχω τον Άνερς… Εσύ;» «Τι εγώ;»

«Πόσες σχέσεις είχες;» «Καμία». «Καμία;» Η Μάρτα στηρίχτηκε στους αγκώνες της. «Κάποιος τόσο γοητευτικός όσο εσύ; Δεν το πιστεύω». Ο Στιγκ είχε βγάλει το κοντομάνικο μπλουζάκι του. Το δέρμα του ήταν τόσο χλωμό, που σχεδόν την τύφλωνε κάτω απ’ τον ήλιο. Η Μάρτα παρατήρησε, κάπως έκπληκτη, ότι δεν είχε φρέσκα τσιμπήματα από σύριγγες. Υπέθεσε ότι θα χτυπούσε στους μηρούς ή τη βουβωνική χώρα. «Σοβαρά;» του είπε. «Εντάξει, έχω φιλήσει μερικά κορίτσια…» Έφερε τα δάχτυλά του στις παλιές ουλές. «Αλλά αυτή εδώ ήταν η μοναδική μου ερωμένη…» Η Μάρτα κοίταξε τα τρυπήματα. Κι αυτή ήθελε να τρέξει τα δάχτυλά της πάνω τους. Να τα κάνει να εξαφανιστούν. «Όταν κάναμε εκείνη την εισαγωγική συνέντευξη, μου είπες ότι είχες κόψει τα ναρκωτικά» είπε. «Δεν πρόκειται να το πω στην Γκρέτε. Όχι ακόμη. Ξέρεις όμως ότι το κέντρο είναι…»

«…μόνο για ενεργούς χρήστες, ναι». Εκείνη κατένευσε. «Λες να τα καταφέρεις;» «Τι; Να πάρω το δίπλωμα;» Χαμογέλασαν κι οι δυο τους. «Σήμερα είμαι καθαρός» είπε εκείνος. «Αύριο είναι μια άλλη μέρα». Τα σκούρα σύννεφα ήταν ακόμη μακριά, αλλά οι βροντές ακούγονταν στο βάθος, προμήνυμα του τι θα ερχόταν. Και ήταν λες κι ο ήλιος το ήξερε κι αυτός και είχε αρχίσει να λάμπει λίγο πιο αδύναμα. «Δώσ’ μου το τηλέφωνό σου» του είπε. Η Μάρτα πίεσε το κουμπί μαγνητοφώνηση. Κι ύστερα άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι που έπαιζε κάποτε ο πατέρας της στην κιθάρα για τη μητέρα της, όταν τα θρυλικά εκείνα καλοκαιρινά τους πάρτι έβαιναν προς το τέλος τους. Καθόταν ακριβώς εκεί που κάθονταν τώρα οι δυο τους, με την ταλαιπωρημένη του κιθάρα, χαϊδεύοντας τις χορδές τόσο απαλά, σχεδόν άηχα. Εκείνο το τραγούδι του Λέοναρντ Κοέν που έλεγε ότι ήταν πάντα ο εραστής της, ότι θα ταξίδευε μαζί

της, θα την ακολουθούσε τυφλά, ότι ήξερε ότι τον εμπιστευόταν γιατί είχε αγγίξει το τέλειο κορμί της με το μυαλό του. Τραγούδησε τους στίχους με μια φωνή λεπτή, εύθραυστη. Έτσι ακουγόταν πάντα όταν τραγουδούσε: πιο αδύναμη κι ευάλωτη απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Καμιά φορά αναρωτιόταν και η ίδια αν όντως ήταν έτσι κι αν ήταν η άλλη της φωνή που ήταν ψεύτικη, η δυνατή φωνή, η φωνή που χρησιμοποιούσε για να προστατευτεί. «Σ’ ευχαριστώ» είπε εκείνος όταν τελείωσε. «Ήταν πραγματικά όμορφο». Η Μάρτα δεν αναρωτήθηκε γιατί ντράπηκε. Αναρωτήθηκε γιατί δεν ντράπηκε περισσότερο. «Ώρα να γυρίσουμε». Χαμογέλασε και του επέστρεψε το τηλέφωνο. Έπρεπε να το ξέρει ότι πήγαιναν γυρεύοντας όταν αποφάσισαν να κατεβάσουν την παλιά φθαρμένη οροφή του αυτοκινήτου, μα ήθελε να νιώσει τον φρέσκο αέρα να τη χτυπά στο πρόσωπο καθώς οδηγούσαν. Τους πήρε δεκαπέντε λεπτά σκληρής δουλειάς, πρακτικής σκέψης και σωματικής

δύναμης για να τα καταφέρουν, αλλά τελικά τα κατάφεραν. Κι η Μάρτα ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα μπορούσε να την ξανανεβάσει δίχως έξτρα εργαλεία και τη βοήθεια του Άνερς. Όταν μπήκαν στο αμάξι, ο Στιγκ τής έδειξε το τηλέφωνό του. Είχε βάλει στους χάρτες προορισμό το Βερολίνο. «Ο πατέρας σου είχε δίκιο» είπε. «Απ’ το μικρό ως το μεγάλο Βερολίνο είναι χίλια τριάντα χιλιόμετρα. Προβλεπόμενος χρόνος οδήγησης: δώδεκα ώρες και πενήντα λεπτά». Στο τιμόνι κάθισε εκείνη. Οδηγούσε γρήγορα, λες και βιαζόντουσαν. Ή λες και προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Κοίταξε στον καθρέφτη. Τα λευκά πανύψηλα σύννεφα πάνω απ’ το φιόρδ τής θύμισαν μια νύφη. Μια νύφη που βάδιζε σκόπιμα κι ασταμάτητα καταπάνω τους, τραβώντας πίσω της ένα πέπλο βροχής. Οι πρώτες χοντρές στάλες τούς βρήκαν ενώ ήταν παγιδευμένοι στην κίνηση στον τρίτο περιφερειακό της πόλης κι η Μάρτα κατάλαβε μεμιάς ότι είχαν χάσει το παιχνίδι. «Βγες από αυτή την έξοδο» είπε ο Στιγκ δείχνοντας. Έκανε ό,τι της είπε και ξαφνικά βρέθηκαν σε μια γειτονιά

γεμάτη μονοκατοικίες. «Κάνε δεξιά». Οι στάλες άρχισαν να πέφτουν πιο πυκνές. «Πού είμαστε;» «Στο Μπαργκ. Βλέπεις εκείνο το κίτρινο σπίτι;» «Ναι». «Ξέρω τους ιδιοκτήτες του, είναι άδειο. Σταμάτα έξω από το γκαράζ και θα πάω ν’ ανοίξω την πόρτα». Πέντε λεπτά αργότερα κάθονταν ακόμη μες στο αμάξι, που το είχαν παρκάρει ανάμεσα σε σκουριασμένα εργαλεία, φαγωμένα λάστιχα και έπιπλα κήπου καλυμμένα με αράχνες, χαζεύοντας τη βροχή να πέφτει με μανία έξω από την πόρτα του γκαράζ. «Δεν φαίνεται να κοπάζει» είπε η Μάρτα. «Και η οροφή του αμαξιού τα ’χει φτύσει». «Συμφωνώ» είπε ο Στιγκ. «Θες καφέ;» «Από πού;»

«Απ’ την κουζίνα. Ξέρω πού είναι τα κλειδιά». «Μα…» «Το σπίτι μου είναι αυτό». Εκείνη τον κοίταξε καλά καλά. Δεν είχε οδηγήσει όσο γρήγορα έπρεπε. Δεν είχε προλάβει. Ό,τι κι αν γινόταν, ήταν ήδη πολύ αργά. «Εντάξει» αποκρίθηκε.

22

Ο

Σίμουν έσφιξε τη χειρουργική μάσκα πάνω στο

πρόσωπό του και παρατήρησε το πτώμα. Κάτι του θύμιζε.

«Το μέρος ανήκει και διευθύνεται από τον δήμο» είπε η Κάρι. «Νοικιάζουν τις αίθουσες για πρόβες σε νέα συγκροτήματα για ψίχουλα. Καλύτερα να γράφεις τραγούδια για γκάνγκστερ παρά να τριγυρνάς στους δρόμους και να το παίζεις γκάνγκστερ». Ο Σίμουν θυμήθηκε: Του θύμιζε τον Τζακ Νίκολσον πεθαμένο, κοκαλωμένο, στη Λάμψη του Κιούμπρικ. Την είχε

δει μόνος του αυτή την ταινία. Πριν γνωρίσει την Έλσε. Ίσως έφταιγε το χιόνι. Ο νεκρός έμοιαζε λες κι είχε παγιδευτεί σε χιονοθύελλα. Ένα λεπτό στρώμα ηρωίνης κάλυπτε το πτώμα και σχεδόν όλο το δωμάτιο. Γύρω απ’ το στόμα, τη μύτη και τα μάτια του νεκρού, η σκόνη είχε έρθει σ’ επαφή με υγρά κι είχε αρχίσει να πήζει. «Τον βρήκε μια μπάντα που έκανε πρόβες στο τέρμα του διαδρόμου, όταν έφευγαν» είπε η Κάρι. Το πτώμα είχε ανακαλυφθεί το προηγούμενο βράδυ, αλλά, όταν ο Σίμουν πήγε στη δουλειά νωρίς νωρίς το πρωί, έμαθε ότι τελικά υπήρχαν τρία πτώματα. Κι ότι η Κρίπος είχε αναλάβει την υπόθεση. Με άλλα λόγια, ο διοικητής της αστυνομίας είχε ζητήσει αυτοπροσώπως βοήθεια από την Κρίπος –πράγμα που σήμαινε ότι τους ανέθεσε ουσιαστικά την υπόθεση– χωρίς να μιλήσει καν πρώτα με το δικό του Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Το αποτέλεσμα, εντέλει, μπορεί να ήταν το ίδιο, αλλά τέλος πάντων. «Το όνομά του είναι Κάλε Φάρισεν» είπε η Κάρι. Διάβαζε φωναχτά από την προκαταρκτική έκθεση. Την είχε ζητήσει ο ίδιος ο Σίμουν στο τηλέφωνο από τον διοικητή της

αστυνομίας, ζητώντας να τους δοθεί άμεση πρόσβαση στη σκηνή του εγκλήματος. Εξάλλου, ο τομέας τους ήταν. «Σίμουν» του απάντησε ο διοικητής «πήγαινε δες τι γίνεται, δεν λέω, αλλά μην μπλεχτείς. Είμαστε κι οι δυο πολύ μεγάλοι για παιδαριώδεις ανταγωνισμούς». «Εσείς μπορεί και να είστε» απάντησε ο Σίμουν. «Άκουσες τι είπα, Σίμουν». Ο Σίμουν το σκεφτόταν πού και πού: Δεν υπήρχε αμφιβολία ποιος απ’ τους δυο τους είχε περισσότερο ταλέντο. Πώς χώρισαν οι δρόμοι τους; Πότε αποφασίστηκε ποιος απ’ τους δυο θα έπαιρνε την καρέκλα; Ποιος θα καθόταν τελικά στην επίσημη θέση του διοικητή της αστυνομίας και ποιος σε μια φθαρμένη καρέκλα της σειράς στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών, με τα φτερά του κομμένα; Και ότι ο καλύτερος εκ των δυο τους θα καθόταν στο τέλος στην καρέκλα του γραφείου του με μια σφαίρα απ’ το δικό του περίστροφο σφηνωμένη στο κρανίο του. «Οι χορδές γύρω απ’ το κεφάλι του είναι η μι και η σολ. Κατασκευαστής: Έρνι Μπαλ. Το καλώδιο είναι μάρκας Φέντερ, τύπου καρφί-καρφί» είπε η Κάρι.

«Κι ο ανεμιστήρας, το καλοριφέρ;» «Τι;» «Τίποτα. Για συνεχίστε». «Ο ανεμιστήρας δούλευε όταν τον βρήκαν. Το προκαταρκτικό συμπέρασμα του ιατροδικαστή είναι ότι ο Κάλε Φάρισεν πέθανε από ασφυξία». Ο Σίμουν κοίταξε τον κόμπο στο καλώδιο. «Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Κάλε αναγκάστηκε να εισπνεύσει το ναρκωτικό που φυσούσε προς το μέρος του. Συμφωνείτε;» «Συμφωνώ» είπε η Κάρι. «Κατάφερε ίσως να κρατήσει την ανάσα του για λίγο, αλλά στο τέλος δεν άντεξε. Οι χορδές της κιθάρας δεν του επέτρεψαν να γυρίσει το κεφάλι του από την άλλη μεριά. Προσπάθησε όμως, γι’ αυτό και έχει πληγές απ’ τη λεπτότερη χορδή. Η ηρωίνη κατέληξε στη μύτη, το στομάχι και τα πνευμόνια του, απορροφήθηκε απ’ το αίμα του, άρχισε να νιώθει μαστουρωμένος, με αποτέλεσμα να συνεχίσει ν’ αναπνέει πιο χαλαρά. Ολοένα και λιγότερο όμως, γιατί η ηρωίνη άρχισε να του φράζει την αναπνευστική οδό. Και τελικά σταμάτησε ν’ αναπνέει».

«Ένας τυπικός θάνατος από υπερβολική δόση» είπε ο Σίμουν. «Ό,τι συνέβη και σε αρκετούς από τους πελάτες του». Ύστερα έδειξε το καλώδιο. «Κι όποιος έδεσε αυτό τον κόμπο είναι αριστερόχειρας». «Δεν γίνεται να συναντιόμαστε έτσι συνέχεια». Έκαναν μεταβολή και είδαν τον Όσμουν Μπιόρνστα να στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη και δυο άνδρες από πίσω του να κρατούν ένα φορείο. «Θέλουμε να πάρουμε το πτώμα, οπότε αν έχετε τελειώσει…» «Είδαμε ό,τι ήταν να δούμε απ’ το πτώμα» είπε ο Σίμουν και σηκώθηκε με το πάσο του. «Μπορούμε να ρίξουμε και καμιά ματιά τριγύρω;» «Φυσικά» είπε ο αξιωματικός της Κρίπος, συνεχίζοντας να μισοχαμογελάει και δείχνοντάς τους ευγενικά τον δρόμο. Ο Σίμουν κοίταξε πρώτα την Κάρι κάπως έκπληκτος κι εκείνη ανταποκρίθηκε σηκώνοντας τα φρύδια της, σαν να του έλεγε: «Άλλαξε τροπάρι, φαίνεται». «Υπάρχουν μάρτυρες;» ρώτησε ο Σίμουν στο ασανσέρ,

κοιτάζοντας τα σπασμένα γυαλιά. «Όχι» απάντησε ο Μπιόρνστα. «Αλλά ο κιθαρίστας του συγκροτήματος που βρήκε το πτώμα μάς είπε ότι εμφανίστηκε ένας άνδρας εδώ το απόγευμα. Του είπε ότι ήταν μέλος της μπάντας Τhe Young Hopeless, αλλά εμείς βρήκαμε ότι αυτό το συγκρότημα δεν υφίσταται πια». «Πώς έμοιαζε;» «Ο μάρτυρας λέει ότι ο τύπος φορούσε μια κουκούλα που του έκρυβε το πρόσωπο. Πολλοί νεαροί φοράνε έτσι τις κουκούλες τους». «Tόσο νέος ήταν;» «Έτσι λέει ο μάρτυρας. Μεταξύ είκοσι και είκοσι πέντε». «Τι χρώμα κουκούλα φορούσε;» Ο Μπιόρνστα άνοιξε το μπλοκάκι με τις σημειώσεις του. «Γκρίζα, νομίζω». Οι πόρτες άνοιξαν και βγήκαν όλοι έξω, προσέχοντας να μην πατήσουν τις ταινίες και τα σημαιάκια της Σήμανσης. Τέσσερις άνθρωποι υπήρχαν στον όροφο: δύο ζωντανοί, δύο

νεκροί. Ο Σίμουν έγνεψε απαλά προς έναν από τους ζωντανούς. Είχε φουντωτή κόκκινη γενειάδα κι ήταν σκυμμένος στα τέσσερα πάνω από ένα πτώμα, κρατώντας έναν φακό μεγέθους στιλό στο ένα του χέρι. Ο νεκρός είχε μια μεγάλη πληγή κάτω από το ένα μάτι. Ένα σκουροκόκκινο αιμάτινο στεφάνι απλωνόταν γύρω από το κεφάλι του. Στην κορυφή του το αίμα, διάσπαρτο, σχημάτιζε ένα δάκρυ. Ο Σίμουν είχε κάποτε προσπαθήσει να εξηγήσει στην Έλσε πώς γίνεται η σκηνή ενός εγκλήματος να είναι όμορφη· για πρώτη και τελευταία φορά. Το δεύτερο –και κατά πολύ ογκωδέστερο– θύμα βρισκόταν στο κατώφλι της πόρτας, με το πάνω μέρος του σώματός του μέσα στο δωμάτιο. Το βλέμμα του Σίμουν αυτομάτως σάρωσε τους τοίχους και βρήκε την τρύπα που είχε αφήσει η σφαίρα. Παρατήρησε το πορτάκι της πόρτας και τον καθρέφτη λίγο κάτω απ’ το ταβάνι. Ύστερα έκανε ένα βήμα πίσω, μπήκε ξανά στο ασανσέρ, σήκωσε το δεξί του χέρι κι έκανε πως στοχεύει. Άλλαξε γνώμη και σήκωσε το αριστερό του χέρι. Έκανε ένα βήμα δεξιά, έτσι ώστε να ταιριάζει η οπτική γωνία: η πορεία της σφαίρας μέσα από το κεφάλι και –αν δεν είχε εκτραπεί λόγω της επαφής με το κρανίο– μέσα στην τρύπα στον τοίχο.

Έκλεισε τα μάτια του. Είχε σταθεί στην ίδια ακριβώς στάση πολύ πρόσφατα. Στα σκαλιά έξω απ’ το σπίτι των Ίβερσεν. Είχε στοχεύσει με το δεξί του χέρι. Κι εκεί είχε αναγκαστεί να προσαρμόσει τη θέση του για να ταιριάξει στη σωστή οπτική γωνία· είχε κάνει ένα βήμα έξω από τα σημαιάκια, πάνω στο μαλακό χώμα. Το ίδιο μαλακό χώμα που βρέθηκε έξω, στους θάμνους. Μα δεν είχε δει κάποιο αποτύπωμα στο χώμα. «Τι λέτε, συνεχίζουμε το γκραν τουρ, κυρίες και κύριοι;» Ο Μπιόρνστα κράτησε την πόρτα ανοιχτή και περίμενε μέχρι η Κάρι και ο Σίμουν να δρασκελίσουν το πτώμα και να μπουν στο δωμάτιο. «Οι δημοτικές αρχές νόμιζαν ότι νοίκιαζαν το δωμάτιο σε ένα πρακτορείο μάνατζμεντ νέων συγκροτημάτων». Ο Σίμουν κοίταξε μες στο άδειο χρηματοκιβώτιο. «Τι λέτε ότι συνέβη;» «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών» είπε ο Μπιόρνστα. «Έφτασαν στο εργοστάσιο την ώρα που έκλεινε. Το πρώτο θύμα πυροβολήθηκε ενώ βρισκόταν ήδη πεσμένο στο πάτωμα – βρήκαμε τη σφαίρα σφηνωμένη στα σανίδια. Το δεύτερο, ξαπλωμένο πάνω στο κατώφλι – κι εκεί βρήκαμε σφαίρα. Έβαλαν τον τρίτο ν’ ανοίξει το χρηματοκιβώτιο,

πήραν λεφτά και ναρκωτικά και τον σκότωσαν στο ισόγειο για να στείλουν μήνυμα στον ανταγωνισμό και να μάθουν όλοι ποιος παίρνει πια τις αποφάσεις». «Μάλιστα» είπε ο Σίμουν. «Και οι κάλυκες;» Ο Μπιόρνστα γέλασε. «Κατάλαβα. Ο Σέρλοκ Χολμς οσφραίνεται ότι η υπόθεση συνδέεται με τη δολοφονία της Ίβερσεν». «Δεν υπάρχουν δηλαδή άδειοι κάλυκες;» Ο Όσμουν Μπιόρνστα κοίταξε μια τον Σίμουν, μια την Κάρι, μετά πάλι τον Σίμουν. Κι ύστερα –με το χαμόγελο του ταχυδακτυλουργού που κάνει μαγικά– έβγαλε ένα πλαστικό σακουλάκι από την τσέπη του σακακιού του. Το κούνησε μπροστά στο πρόσωπο του Σίμουν. Περιείχε δυο άδειους κάλυκες. «Λυπάμαι που σου καταστρέφω τη θεωρία, παππούλη» είπε. «Εξάλλου, η διάμετρος των πληγών που βρήκαμε στα θύματα είναι πολύ μεγαλύτερη του διαμετρήματος της σφαίρας που σκότωσε την Ανιέτε Ίβερσεν. Κι εδώ τελείωσε η ξενάγησή σας. Ελπίζω να την απολαύσατε».

«Τρεις ερωτήσεις πριν φύγουμε μπορώ να κάνω;» «Άντε, κάν’ τες, επιθεωρητή». «Πού βρήκατε τους άδειους κάλυκες;» «Δίπλα στα πτώματα». «Πού είναι τα όπλα των θυμάτων;» «Δεν είχαν όπλα. Κι η τελευταία;» «Ο διοικητής σού είπε να είσαι συνεργάσιμος και να μας ξεναγήσεις αναλόγως;» Ο Όσμουν Μπιόρνστα ξέσπασε στα γέλια. «Ίσως, αλλά πάντα μέσω του αφεντικού μου στην Κρίπος. Κάνουμε πάντα ό,τι μας λένε τα αφεντικά μας, ε;» «Ναι» απάντησε ο Σίμουν. «Αν θέλουμε να πάμε μπροστά, αυτό ακριβώς κάνουμε. Ευχαριστούμε για την ξενάγηση». Ο Μπιόρνστα παρέμεινε στο δωμάτιο, αλλά η Κάρι ακολούθησε τον Σίμουν. Σταμάτησε απότομα πίσω του όταν αυτός, αντί να μπει στο ασανσέρ, κοντοστάθηκε και ζήτησε από τον γενειοφόρο αξιωματικό της Σήμανσης να του δώσει

τον φακό του. Ύστερα προχώρησε προς την τρύπα που είχε αφήσει η σφαίρα πάνω στον τοίχο. Έστρεψε τον φακό πάνω της. «Τη σφαίρα την πήρες εσύ, Νιλς;» «Αυτή η τρύπα πρέπει να είναι παλιά. Δεν βρήκαμε άλλες σφαίρες» είπε ο Νιλς ενώ εξέταζε το πάτωμα γύρω από το πτώμα μ’ έναν απλό μεγεθυντικό φακό. Ο Σίμουν έσκυψε, σάλιωσε τα δάχτυλά του και τα ακούμπησε στο πάτωμα, κάτω ακριβώς από την τρύπα. Τα σήκωσε και τα έδειξε στην Κάρι. Εκείνη είδε μικροσκοπικά κομμάτια σοβά να έχουν κολλήσει πάνω τους. «Ευχαριστώ για τον φακό» είπε ο Σίμουν κι ο Νιλς σήκωσε για λίγο το βλέμμα του, πήρε τον φακό και κατένευσε κοφτά. «Τι ήταν όλο αυτό;» ρώτησε η Κάρι όταν ήταν πια στο ασανσέρ με τις πόρτες κλειστές, κατεβαίνοντας όροφο. «Δώστε μου λίγο χρόνο να σκεφτώ και θα σας πω» είπε ο Σίμουν. Η Κάρι εκνευρίστηκε. Όχι επειδή το αφεντικό της δεν της απάντησε, αλλά επειδή δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει τη

σκέψη του από μόνη της. Κι αυτό ήταν κάτι το ασυνήθιστο για εκείνη. Οι πόρτες άνοιξαν και η Κάρι βγήκε απ’ τον ανελκυστήρα. Γύρισε και κοίταξε προβληματισμένη τον Σίμουν, που είχε μείνει μες στο ασανσέρ. «Θα μου δώσετε τον βόλο σας, παρακαλώ;» είπε εκείνος. Εκείνη αναστέναξε κι έχωσε το χέρι μες στην τσέπη. Ο Σίμουν τοποθέτησε τον μικρό κίτρινο βόλο στο κέντρο του δαπέδου του ανελκυστήρα. Στην αρχή άρχισε να κυλάει αργά αργά κι ύστερα ολοένα και πιο γρήγορα προς την πόρτα του ασανσέρ, όπου κι εξαφανίστηκε στη ρωγμή ανάμεσα στις εσωτερικές και εξωτερικές θύρες του. «Ουπς» είπε ο Σίμουν. «Ελάτε, πάμε στο υπόγειο να ψάξουμε». «Μην ανησυχείτε» είπε η Κάρι. «Έχω κι άλλους στο σπίτι». «Δεν αναφέρομαι στον βόλο σας». Η Κάρι έσπευσε και πάλι να τον ακολουθήσει, εξακολουθώντας να είναι δυο βήματα ξοπίσω του τουλάχιστον. Ξαφνικά, της ήρθε μια σκέψη: ότι θα μπορούσε

να έχει διαλέξει κάποια άλλη δουλειά κι αυτή τη στιγμή να είχε καλύτερο μισθό, περιθώριο για περισσότερες πρωτοβουλίες, ένα λιγότερο εκκεντρικό αφεντικό και ούτε ένα βρομερό πτώμα. Θα έρχονταν κι αυτά κάποια στιγμή, δεν θα έρχονταν; Για την ώρα έπρεπε να κάνει υπομονή. Βρήκαν το κλιμακοστάσιο, τον διάδρομο του υπογείου, την πόρτα του ασανσέρ. Εν αντιθέσει με τους παραπάνω ορόφους, αυτή ήταν μια απλή σιδερένια πόρτα με γυαλί στη μέση. Πάνω της ήταν κρεμασμένη μια πινακίδα. ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ. O Σίμουν τράβηξε το χερούλι. Κλειδωμένο. «Πηγαίνετε πάνω στις αίθουσες που κάνουν πρόβες και βρείτε μου ένα καλώδιο, σας παρακαλώ» είπε ο Σίμουν. «Τι σόι καλώδιο;» «Οτιδήποτε» απάντησε εκείνος κι έγειρε πάνω στον τοίχο. Η Κάρι κατάπιε την όποια διαφωνία της και πήγε προς το κλιμακοστάσιο. Δυο λεπτά αργότερα επέστρεψε μ’ ένα καλώδιο τύπου καρφί-καρφί. Ο Σίμουν ξεβίδωσε τα βύσματα και έβγαλε την

πλαστική επένδυση από το καλώδιο. Ύστερα το λύγισε σε σχήμα U και το έχωσε ανάμεσα στην πόρτα του ανελκυστήρα και στην κάσα, στο ύψος του πόμολου. Ακούστηκε ένα δυνατό κλικ και πετάχτηκαν σπίθες. Η πόρτα άνοιξε. «Θεέ μου» είπε η Κάρι «πού μάθατε να κάνετε τέτοια πράγματα;». «Ήμουν κωλόπαιδο μικρός» είπε εκείνος, κατεβαίνοντας προσεκτικά στον βυθό του φρεατίου του ανελκυστήρα, μισό μέτρο πιο κάτω. Κοίταξε προς τα πάνω. «Αν δεν είχα γίνει αστυνομικός…» «Δεν είναι λίγο επικίνδυνο αυτό που κάνετε;» είπε η Κάρι, νιώθοντας ένα παράξενο μυρμήγκιασμα στο τριχωτό της κεφαλής της. «Κι αν ξεκινήσει το ασανσέρ;» Μα ο Σίμουν ήταν ήδη πεσμένος στα τέσσερα, ψηλαφώντας το πάτωμα με τις παλάμες του. «Δεν χρειάζεστε λίγο φως;» τον ρώτησε, ελπίζοντας να μην ακούστηκε η ένταση στη φωνή της. «Πάντα» είπε γελώντας ο Σίμουν. Μια μικρή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της Κάρι όταν μ’

έναν υπόκωφο γδούπο τα χοντρά ατσαλόσχοινα άρχισαν να μετακινούνται. Όμως ο Σίμουν είχε ήδη σηκωθεί όρθιος και πίεζε τώρα τις παλάμες του στο πάτωμα. Ανέβηκε στον διάδρομο στα γρήγορα και είπε: «Πάμε». Εκείνη έτρεξε να τον προλάβει στα σκαλοπάτια, στην πόρτα της εξόδου, στη χαλικόστρωτη αλάνα απέξω. «Περιμένετε!» φώναξε πριν εκείνος μπει στο αμάξι που είχαν παρκάρει ανάμεσα σε δυο εγκαταλειμμένα φορτηγά. Ο Σίμουν σταμάτησε και την κοίταξε πάνω από την οροφή του αυτοκινήτου. «Ξέρω» είπε. «Τι ξέρετε;» «Ξέρω πόσο εκνευριστικό είναι όταν ο συνεργάτης σου αποχωρεί ολομόναχος και δεν σου εξηγεί ούτε πού πάει ούτε τι κάνει». «Ακριβώς! Άρα πότε…» «Μόνο που εγώ δεν είμαι ο συνεργάτης σας, δεσποινίς Άντελ» είπε ο Σίμουν. «Είμαι το αφεντικό και ο δάσκαλός σας. Τα πράγματα γίνονται με τον δικό μου ρυθμό.

Καταλάβατε;» Εκείνη τον κοίταξε καλά καλά. Είδε τις αστείες, λεπτές τρίχες του κεφαλιού του να λικνίζονται απ’ τον αέρα πάνω στο στιλπνό του κρανίο. Είδε τη σπίθα στο κατά τ’ άλλα φιλικό του βλέμμα. «Κατάλαβα». «Κρατήστε αυτά». Με το ένα χέρι τής πέταξε κάτι πάνω από την οροφή του αυτοκινήτου. Εκείνη άνοιξε τις χούφτες της κι έπιασε και τα δύο αντικείμενα: τον κίτρινο βόλο της κι έναν άδειο κάλυκα. «Μπορείτε ν’ ανακαλύψετε ένα σωρό πράγματα με μια απλή αλλαγή προοπτικής» της είπε. «Να δείτε πράγματα που πριν ήταν αόρατα. Φύγαμε». Η Κάρι κάθισε στη θέση του συνοδηγού, εκείνος έβαλε μπρος τη μηχανή και διέσχισαν την αλάνα προς την πύλη του εργοστασιακού χώρου. Η Κάρι δεν μιλούσε, περίμενε. Ο Σίμουν σταμάτησε και κοίταξε προσεκτικά, ώρα ολόκληρη προς τα δεξιά κι ύστερα μόνο βγήκε στον δρόμο, όπως συνηθίζουν να κάνουν πολλοί υπερβολικά προσεκτικοί, γηραιότεροι άνδρες οδηγοί. Η Κάρι πάντα νόμιζε ότι έφταιγαν

τα φθίνοντα επίπεδα τεστοστερόνης τους. Για πρώτη φορά κατάλαβε την αλήθεια: Η ορθολογική ικανότητα βασίζεται στην εμπειρία. «Κάποιος πυροβόλησε τουλάχιστον μία φορά από το εσωτερικό του ανελκυστήρα» είπε εκείνος και σταμάτησε πίσω από ένα Βόλβο. Η Κάρι παρέμεινε σιωπηλή. «Τι ενστάσεις έχετε;» «Ότι όλο αυτό δεν ταιριάζει με τα ευρήματα» απάντησε εκείνη. «Τα θύματα σκοτώθηκαν από τις σφαίρες που βρέθηκαν σφηνωμένες στο πάτωμα, ακριβώς από κάτω τους. Θα πρέπει να ήταν ήδη οριζοντιωμένα όταν πυροβολήθηκαν. Η γωνία βολής δεν ταιριάζει αν πυροβολήθηκαν μέσα από το ασανσέρ». «Σωστά κι εξάλλου βρέθηκε μπαρούτι στο δέρμα του τύπου που πυροβολήθηκε στο κεφάλι και καμένες ίνες γύρω από την οπή της σφαίρας στο πουκάμισο του άλλου θύματος. Πράγμα που σημαίνει τι;» «Ότι πυροβολήθηκαν και οι δύο από απόσταση αναπνοής,

ενώ βρίσκονταν ήδη στο πάτωμα. Οι σφαίρες και οι κάλυκες που βρήκαμε το επιβεβαιώνουν». «Και πάλι σωστά. Δεν σας κάνει όμως εντύπωση που οι άνδρες βρίσκονταν ήδη στο πάτωμα όταν πυροβολήθηκαν;» «Ίσως τρομοκρατήθηκαν βλέποντας το πιστόλι, σκόνταψαν κι έπεσαν. Ή κάποιος τους διέταξε να ξαπλώσουν πριν τους εκτελέσει». «Σωστή η σκέψη σας. Δεν παρατηρήσατε όμως τίποτα περίεργο στο αίμα του θύματος που βρισκόταν κοντά στον ανελκυστήρα;» «Ότι ήταν υπερβολικά πολύ;» «Ναιιι» είπε τραβώντας το δίψηφο φωνήεν, ένδειξη ότι περίμενε κι άλλα. «Το αίμα είχε δημιουργήσει μια λιμνούλα γύρω από το κεφάλι του θύματος» συνέχισε εκείνη «που σημαίνει ότι το πτώμα δεν μετακινήθηκε μετά τον θάνατό του». «Ναι, μόνο που στις παρυφές αυτής της λιμνούλας το αίμα ήταν πιτσιλισμένο, λες και το αίμα που διέρρευσε από το κεφάλι του κάλυψε τα ίχνη από το αίμα που είχε ήδη πεταχτεί

με μανία από μέσα. Κρίνοντας από το μήκος και την επιφάνεια του πιτσιλίσματος, θεωρώ ότι το θύμα πρέπει να ήταν όρθιο όταν πυροβολήθηκε. Γι’ αυτό κι ο Νιλς κοιτούσε και ξανακοιτούσε με τον μεγεθυντικό φακό: Δεν μπορούσε να ταιριάξει τα ευρήματα». «Κι εσείς μπορέσατε;» «Ναι» είπε απλώς εκείνος. «Ο δολοφόνος πυροβόλησε πρώτα μέσα από τον ανελκυστήρα. Η σφαίρα διαπέρασε το κεφάλι του θύματος και καρφώθηκε στην τρύπα που είδατε κι εσείς στον τοίχο. Ενώ ο κάλυκας έπεσε στο πάτωμα του ασανσέρ…» «…κύλησε προς την πόρτα κι έπεσε στη σχισμή ανάμεσα σε ασανσέρ και όροφο». «Ακριβώς». «Και… και η σφαίρα που βρέθηκε σφηνωμένη στο πάτωμα τότε;» «Ο δολοφόνος τον ξαναπυροβόλησε από κοντά». «Η πληγή εισόδου…»

«Το φιλαράκι μας από την Κρίπος νόμισε ότι ο δολοφόνος χρησιμοποίησε σφαίρα μεγαλύτερου διαμετρήματος, αλλά, αν ήξερε πραγματικά από βαλλιστική, θα καταλάβαινε ότι οι άδειοι κάλυκες προέρχονται από σφαίρες πολύ μικρότερου διαμετρήματος. Κι άρα η μεγάλη διάμετρος της πληγής δείχνει ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο πληγές, δύο οπές εισόδου, που ο δολοφόνος προσπάθησε να τις κάνει να μοιάζουν με μία. Γι’ αυτό και πήρε μαζί του την πρώτη σφαίρα, αυτή που άφησε την τρύπα στον τοίχο». «Άρα δεν ήταν παλιά τρύπα, όπως νομίζει η Σήμανση» είπε η Κάρι. «Γι’ αυτό υπήρχε φρέσκος σοβάς ακριβώς από κάτω». «Κοιτάξτε τον τύπο και τον σειριακό αριθμό του κάλυκα που σας έδωσα. Ανήκει σε διαφορετικού τύπου βλήμα από αυτά που βρήκαμε. Αυτό σημαίνει ότι ο δολοφόνος πυροβόλησε μέσα από το ασανσέρ μ’ ένα άλλο όπλο, το οποίο δεν το ξαναχρησιμοποίησε για να πυροβολήσει εκ νέου τα δύο θύματα. Βάζω στοίχημα ότι η βαλλιστική υπηρεσία θ’ αποδείξει ότι οι σφαίρες που βρήκαμε προέρχονται από τα όπλα των ίδιων των θυμάτων».

«Τα δικά τους όπλα;» «Εδώ ερχόμαστε στα δικά σας λημέρια, Άντελ, αλλά δεν σας φαίνεται απίθανο να υπάρχουν τρεις άοπλοι εγκληματίες μέσα σε μια γιάφκα με ναρκωτικά; Ο δολοφόνος πήρε μαζί του τα όπλα τους, ώστε να μην ανακαλύψει η αστυνομία ότι τα χρησιμοποίησε». «Έχετε δίκιο». «Το ερώτημα είναι φυσικά» είπε ο Σίμουν και χώθηκε πίσω από το τραμ «γιατί τον νοιάζει τόσο πολύ να μη βρούμε την πρώτη σφαίρα και τον κάλυκά της, που μόλις ανακαλύψαμε». «Μα δεν είναι προφανές; Το αποτύπωμα από τον επικρουστήρα θα μας δώσει τον σειριακό αριθμό του όπλου κι ο αριθμός αυτός θα μας οδηγήσει στο Μητρώο Οπλοκατοχής κι άρα στο…» «Λάθος. Κοιτάξτε το πίσω μέρος του κάλυκα. Δεν υπάρχει αποτύπωμα. Το πιστόλι είναι παλιό». «ΟΚ» είπε η Κάρι, υπενθυμίζοντας στον εαυτό της να μην ξαναχρησιμοποιήσει τη λέξη «προφανές». «Τότε δεν ξέρω γιατί. Νομίζω όμως ότι είστε έτοιμος να μου το πείτε».

«Ναι, είμαι, δεσποινίς Άντελ. Ο κάλυκας που κρατάτε στα χέρια σας είναι ο ίδιος τύπος σφαίρας που σκότωσε την Ανιέτε Ίβερσεν». «Μάλιστα. Δηλαδή θέλετε να πείτε ότι;…» «Νομίζω ότι ο δολοφόνος προσπάθησε να συγκαλύψει το γεγονός ότι πυροβόλησε την Ανιέτε Ίβερσεν» είπε ο Σίμουν και σταμάτησε τόσο απότομα στο πορτοκαλί, που το αυτοκίνητο που τους ακολουθούσε πάτησε κλάξον. «Ο λόγος για τον οποίο εξαφάνισε τον κάλυκα στο σπίτι των Ίβερσεν δεν ήταν αυτός που νόμιζα, μιας κι ο επικρουστήρας δεν αφήνει αποτυπώματα στο δικό του όπλο. Ήταν το γεγονός ότι σχεδίαζε ήδη και δεύτερο φόνο και δεν ήθελε εμείς σε καμία περίπτωση να συνδέσουμε τον πρώτο με τον δεύτερο. Στοίχημα ότι ο κάλυκας που πήρε από το σπίτι των Ίβερσεν ανήκει στην ίδια σειρά με τον κάλυκα που κρατάτε στα χέρια σας». «Ίδιος τύπος σφαίρας είπατε, ωστόσο είναι ένας τύπος αρκετά κοινός, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Τότε γιατί είστε τόσο σίγουρος ότι οι δύο υποθέσεις

συνδέονται;» «Δεν είμαι σίγουρος» είπε ο Σίμουν, κοιτάζοντας το φανάρι λες κι ήταν ωρολογιακή βόμβα. «Μα μόνο το 10% του πληθυσμού είναι αριστερόχειρες». Εκείνη κατένευσε. Προσπάθησε να καταλάβει. Τα παράτησε. Αναστέναξε. «Σηκώνω τα χέρια ψηλά, δεν καταλαβαίνω». «Όποιος έδεσε στο καλοριφέρ τον Κάλε Φάρισεν ήταν αριστερόχειρας. Η Ανιέτε Ίβερσεν πυροβολήθηκε από κάποιον που ήταν αριστερόχειρας». «Καταλαβαίνω πώς καταλήξατε στο πρώτο συμπέρασμα, το δεύτερο όμως…» «Έπρεπε να το είχα καταλάβει πολύ πιο νωρίς μάλιστα. Από τη γωνία που έκανε η σφαίρα από την πόρτα στον τοίχο της κουζίνας. Αν ο δολοφόνος ήταν δεξιόχειρας και πυροβόλησε την Ανιέτε Ίβερσεν από το σημείο που πίστευα αρχικώς, θα έπρεπε να στέκεται στο πλάι του γρανιτένιου μονοπατιού και θα είχε αφήσει σημάδια στο χώμα με τα παπούτσια του. Η λύση στον γρίφο είναι, φυσικά, ότι στεκόταν πάνω στο μονοπάτι, γιατί πολύ απλά ήταν

αριστερόχειρας. Μεγάλη παράλειψη εκ μέρους μου». «Για μισό λεπτό, να δω αν το κατάλαβα» είπε η Κάρι, ακουμπώντας το πιγούνι στην παλάμη της. «Ο φόνος της Ανιέτε Ίβερσεν συνδέεται με τους φόνους των τριών θυμάτων στο εργοστάσιο. Κι ο δολοφόνος μπήκε σε μεγάλο κόπο για να κρύψει αυτή τη σχέση, φοβούμενος ότι από τη σχέση αυτή και μόνο θα τον ανακαλύψουμε». «Πολύ σωστά, ανθυπαστυνόμε προοπτική και τώρα βλέπετε».

Άντελ.

Αλλάξατε

Η Κάρι άκουσε ένα μανιασμένο κορνάρισμα και ξανάνοιξε τα μάτια της. «Πράσινο» είπε.

23

Η

βροχή είχε κάπως

κοπάσει, αλλά η Μάρτα,

κουκουλωμένη ακόμη με το μπουφάν της, περίμενε τον Στιγκ να βγάλει το κλειδί και να ανοίξει την πόρτα του υπογείου. Το υπόγειο, σαν το γκαράζ, ήταν γεμάτο αντικείμενα που μαρτυρούσαν την ιστορία της οικογένειας: ταξιδιωτικά σακίδια, πάσσαλοι για σκηνές, ένα ζευγάρι κόκκινα παλιομοδίτικα μποτάκια που μάλλον χρησιμοποιούνταν σε κάποιο άθλημα – μποξ ίσως; Ένα έλκηθρο. Μια χειροκίνητη χλοοκοπτική μηχανή, που είχε κάποια στιγμή αντικατασταθεί από την αυτόματη που ήταν παρκαρισμένη στο γκαράζ. Ένας μεγάλος ορθογώνιος καταψύκτης. Μεγάλα ράφια γεμάτα

χυμούς και αποστάγματα και μαρμελάδες. Παντού ιστοί από αράχνες. Ένα κλειδί κρεμασμένο σ’ ένα καρφί και μια ετικέτα που κάποτε θα έγραφε τι άνοιγε το κλειδί. Η Μάρτα σταμάτησε μπροστά από τη συστάδα των σκι· μερικά είχαν ακόμη λάσπη πάνω τους από κάποια πασχαλινή εκδρομή. Το μεγαλύτερο και φαρδύτερο απ’ όλα ήταν σχισμένο κατά μήκος. Όταν μπήκαν στο σπίτι, η Μάρτα συνειδητοποίησε αμέσως ότι είχε μείνει ακατοίκητο χρόνια ολόκληρα. Ίσως από τη μυρωδιά ή τη σκόνη ή ίσως από το αόρατο πέπλο του χρόνου. Σιγουρεύτηκε όταν μπήκαν στο σαλόνι. Δεν υπήρχε ούτε ένα αντικείμενο που να είναι κατασκευασμένο τα τελευταία δέκα χρόνια. «Θα μας φτιάξω καφέ» είπε ο Στιγκ και μπήκε δίπλα, στην κουζίνα. Η Μάρτα κοίταξε τις φωτογραφίες στην κορνίζα του τζακιού. Μια γαμήλια φωτογραφία. Η ομοιότητα του Στιγκ με τη νύφη ήταν εκπληκτική. Μια άλλη φωτογραφία, ίσως τραβηγμένη δυο χρόνια

αργότερα, έδειχνε το ζευγάρι με άλλα δύο ζευγάρια. Η Μάρτα ενστικτωδώς σκέφτηκε ότι οι άνδρες της παρέας ήταν φίλοι: Έμοιαζαν μεταξύ τους. Είχαν την ίδια σχεδόν στάση, σαν να ποζάρουν, την ίδια αυτοπεποίθηση στα χαμόγελά τους· καταλάμβαναν τον χώρο με τον ίδιο τρόπο, σαν τρεις φίλοι, σαν τρία κυρίαρχα αρσενικά, μαρκάροντας αβίαστα τον προσωπικό τους χώρο. Ισότιμα, σκέφτηκε η Μάρτα. Πήγε στην κουζίνα. Ο Στιγκ στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη κι έσκυβε προς το ψυγείο. «Βρήκες καφέ;» τον ρώτησε. Εκείνος γύρισε, ξεκόλλησε ένα κίτρινο αυτοκόλλητο χαρτάκι από την πόρτα του ψυγείου και το έχωσε στα γρήγορα στην τσέπη του. «Ναι» απάντησε κι άνοιξε το ντουλάπι πάνω από τον νεροχύτη. Έβαλε καφέ σ’ ένα φίλτρο, νερό στην καφετιέρα και την άναψε με γρήγορες και οικείες κινήσεις. Έβγαλε το μπουφάν του και το κρέμασε στην πλάτη μιας καρέκλας. Όχι στην κοντινότερή του καρέκλα, σ’ εκείνη δίπλα στο παράθυρο· τη δική του καρέκλα. «Εδώ έμενες λοιπόν» είπε εκείνη.

Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Μοιάζεις πολύ στη μητέρα σου». Ένα πικρό χαμόγελο. «Ναι, έτσι έλεγαν». «Έλεγαν;» «Οι γονείς μου δεν ζούνε πια». «Σου λείπουν;» Το πρόσωπό του άλλαξε μεμιάς. Πώς μια απλή, σχεδόν καθημερινή ερώτηση είχε χωθεί σαν σφήνα σε μια σχισμή που αμέλησε να κλείσει. Ανοιγόκλεισε μάτια και στόμα δύο φορές, λες κι ο πόνος ήταν τόσο δυνατός και τόσο απότομος, που τον έκανε να χάσει τη μιλιά του. Έγνεψε καταφατικά και βιάστηκε να γυρίσει προς την καφετιέρα. Μετακίνησε λίγο το γυάλινο δοχείο, λες και δεν είχε μπει καλά στη θέση του. «Ο πατέρας σου μοιάζει πολύ αυστηρός σ’ αυτές τις φωτογραφίες». «Ήταν αυστηρός».

«Με καλό ή κακό τρόπο;» Ο Στιγκ γύρισε προς το μέρος της. «Με καλό τρόπο. Μας φρόντιζε». Εκείνη κατένευσε και σκέφτηκε τον δικό της πατέρα, που ήταν ακριβώς το αντίθετο. «Χρειαζόσαστε κάποιον να σας φροντίζει;» «Ναι» είπε και χαμογέλασε. «Εγώ τουλάχιστον». «Τι; Τι σκέφτεσαι;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Τι;» επανέλαβε εκείνη. «Τίποτα, σε είδα που κοίταξες το σχισμένο πέδιλο του σκι». «Και λοιπόν;» Ο Στιγκ γύρισε και χάζεψε τον καφέ που είχε αρχίσει να στάζει. «Πηγαίναμε να δούμε τον παππού μου στο Λέσασκου κάθε Πάσχα. Είχαν κι ένα άλμα του σκι κι ο μπαμπάς είχε το

ρεκόρ. Πριν από αυτόν το είχε ο παππούς. Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών κι είχα προπονηθεί όλο τον χειμώνα για να σπάσω το ρεκόρ. Μόνο που το Πάσχα εκείνη τη χρονιά ήταν ήπιο κι όταν φτάσαμε στου παππού δεν είχε μείνει και πολύ χιόνι στη βάση του άλματος. Το είχε λιώσει ο ήλιος, έβλεπες πέτρες και κλαδιά από κάτω. Δεν μπορούσα να μην προσπαθήσω όμως». Κοίταξε στα γρήγορα τη Μάρτα, που του έκανε νόημα να συνεχίσει. «Ο πατέρας μου ήξερε πόσο πολύ ήθελα να προσπαθήσω να σπάσω το ρεκόρ, αλλά μου το απαγόρευσε, ήταν πολύ επικίνδυνο. Κι έτσι κι εγώ είπα “ναι, ναι” και πήγα και βρήκα ένα γειτονόπουλο για μάρτυρα, για να βεβαιώσει το μήκος του άλματός μου. Με βοήθησε κι απλώσαμε έξτρα χιόνι στη βάση του άλματος κι ύστερα εγώ ανέβηκα τρέχοντας τον λόφο, φόρεσα τα σκι που ο μπαμπάς μου είχε κληρονομήσει από τον δικό του πατέρα και ξεκίνησα. Η πίστα ήταν υπερβολικά γλιστερή. Παρ’ όλα αυτά, την κατέβηκα με ταχύτητα, με υπερβολική ταχύτητα μάλιστα. Βρέθηκα να πετάω, να πετάω, να πετάω στον αέρα λες κι ήμουν αετός, δεν μ’ ένοιαζε πια τίποτα, γιατί το ζούσα, αυτό ακριβώς ήταν, τίποτα δεν θα μπορούσε να συγκριθεί μ’ αυτό που ζούσα». Η

Μάρτα είδε τα μάτια του που πετούσαν σπίθες. «Προσγειώθηκα γύρω στα τέσσερα μέτρα πιο πέρα από το μέρος όπου είχαμε εναποθέσει το παραπάνω χιόνι. Τα πέδιλά μου χώθηκαν στο λασπωμένο χιόνι και μια κοφτερή πέτρα έσχισε το δεξί μου πέδιλο λες κι ήταν μπανάνα σπλιτ». «Κι εσύ;» «Έφαγα τα μούτρα μου. Ολόκληρο αυλάκι δημιούργησα στο λασπωμένο χιόνι, κι εκτός αυτού». «Θεέ μου!» είπε η Μάρτα κι έφερε ασυναίσθητα το ένα χέρι στο στέρνο της. «Χτύπησες πολύ». «Μαύρος έγινα. Και μούσκεμα. Μα δεν έσπασα τίποτα. Κι ακόμα κι αν είχα σπάσει, ούτε που θα το είχα πάρει χαμπάρι γιατί το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ, θυμάμαι, ήταν τι έχω ν’ ακούσω απ’ τον πατέρα μου… Είχα παρακούσει τις εντολές του. Και είχα καταστρέψει τα σκι του». «Κι εκείνος τι είπε τελικά;» «Όχι πολλά. Με ρώτησε απλώς ποια νόμιζα ότι θα ήταν κατάλληλη τιμωρία». «Κι εσύ τι απάντησες;»

«Του είπα να μη βγω από το σπίτι τρεις μέρες. Ήταν όμως Πάσχα και θεώρησε ότι δυο μέρες έφταναν και περίσσευαν. Αφού πέθανε, η μητέρα μου μου εκμυστηρεύτηκε ότι, όταν εγώ ήμουν κλεισμένος στο σπίτι, πήγε και βρήκε το γειτονόπουλο και το έβαλε να του δείξει πού ακριβώς προσγειώθηκα και να του διηγηθεί ξανά και ξανά την όλη ιστορία. Και ότι κάθε φορά που την άκουγε γελούσε και έκλαιγε συνάμα. Η μαμά τον έβαλε να υποσχεθεί να μη μου το πει ποτέ όμως, γιατί θα έπαιρνα θάρρος να κάνω κι άλλες τρέλες. Κι έτσι ο μπαμπάς πήρε το σχισμένο σκι στο σπίτι, δεν το πέταξε, λέγοντας ότι ήθελε δήθεν να το φτιάξει. Βλακείες, μου είχε πει η μαμά, ήταν το πιο αγαπημένο του ενθύμιο». «Μπορούμε να πάμε να το ξαναδώ;» O Στιγκ σερβίρισε καφέ και πήραν τα φλιτζάνια τους και κατέβηκαν στο υπόγειο. Η Μάρτα κάθισε πάνω στον καταψύκτη κι ο Στιγκ έβγαλε και της έδειξε το σχισμένο πέδιλο. Ένα βαρύ λευκό πέδιλο, κατασκευασμένο στο Σπλιτκάιν, μ’ έξι ραβδώσεις στο πάτημα. Κι η Μάρτα συλλογίστηκε πόσο περίεργη ήταν αυτή η μέρα: λιακάδα και βροχή· η εκθαμβωτική θάλασσα και το σκοτεινό, ψυχρό αυτό υπόγειο. Ένας άγνωστος που τον ένιωθε δικό της, λες και τον ήξερε ολόκληρη ζωή. Τόσο μακριά και τόσο κοντά. Τόσο

σωστά και τόσο λάθος… «Και το άλμα;» τον ρώτησε. «Ήταν πραγματικά έτσι, ασύγκριτο;» Εκείνος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Το πρώτο μου τριπάκι: Αυτό ήταν πιο μεγάλο κι από εκείνο το άλμα». Η Μάρτα κλότσησε απαλά τον καταψύκτη με τις σόλες των παπουτσιών της. Ίσως να ’ρχόταν από εκεί το κρύο. Τι περίεργο όμως: Ο καταψύκτης δούλευε – ένα μικρό κόκκινο λαμπάκι έλαμπε μεταξύ κλειδαριάς και πόμολου. Παρόλο που το σπίτι έμοιαζε εγκαταλειμμένο χρόνια τώρα. «Τουλάχιστον έσπασες το ρεκόρ». Εκείνος κούνησε το χαμογέλασε.

κεφάλι του πέρα

δώθε και

«Τι, δεν το έσπασες;» «Το άλμα δεν μετράει αν πέσεις, Μάρτα» είπε εκείνος κι ήπιε μια γουλιά καφέ. Παρόλο που δεν ήταν η πρώτη φορά που έλεγε το όνομά της, η Μάρτα ένιωσε λες κι ήταν η πρώτη φορά που άκουγε

το όνομά της απ’ οποιονδήποτε. «Κι άρα συνέχισες να κάνεις άλματα, γιατί τ’ αγοράκια συγκρίνουν τους εαυτούς τους με τους μπαμπάδες τους και τα κοριτσάκια με τις μαμάδες». «Έτσι λες;» «Κάθε γιος πιστεύει ότι μια μέρα θα γίνει, κατά κάποιον τρόπο, σαν τον πατέρα του, όχι; Γι’ αυτό και πέφτετε απ’ τα σύννεφα όταν αποκαλύπτονται οι αδυναμίες των μπαμπάδων σας. Αποκαλύπτονται έτσι και οι δικές σας αδυναμίες, οι ήττες που σας περιμένουν στο μέλλον. Και καμιά φορά το σοκ είναι τόσο μεγάλο, που ορισμένοι γιοι τα παρατούν πριν καλά καλά αρχίσουν». «Μιλάς από δική σου εμπειρία;» Η Μάρτα ανασήκωσε τους ώμους της. «Η μητέρα έπρεπε να είχε χωρίσει προ πολλού τον μπαμπά μου. Επέλεξε όμως να προσαρμοστεί. Θυμάμαι της το πέταξα μια φορά, όταν τσακωνόμασταν για κάτι που δεν μ’ άφηνε να κάνω, ούτε που θυμάμαι τι ήταν πια. Ούρλιαξα πως ήταν άδικο να μου στερεί εμένα την ευτυχία μόνο και μόνο επειδή την είχε στερηθεί η ίδια. Δεν έχω ξαναμετανιώσει τόσο πολύ στη ζωή μου και δεν

θα ξεχάσω ποτέ τον πόνο στο πρόσωπό της όταν μου απάντησε: “Αλλιώς μπορεί να έχανα το μοναδικό πράγμα που με κάνει τόσο ευτυχισμένη, εσένα”». Ο Στιγκ κατένευσε και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. «Καμιά φορά κάνουμε λάθος όταν νομίζουμε ότι ξέρουμε την αλήθεια για τους γονείς μας. Ίσως τελικά να μην ήταν αδύναμοι. Ίσως κάτι έγινε και μας έδωσε τις λάθος εντυπώσεις. Ίσως τελικά να ήταν δυνατοί, ν’ άφησαν πίσω τους μια μιαρή παρακαταθήκη ή να είχαν τέλος άδοξο, μόνο και μόνο για ν’ αναλάβουν την ευθύνη και να σώσουν όσους αγαπούσαν. Κι αν μπόρεσαν εκείνοι να είναι τόσο δυνατοί, ίσως είμαστε κι εμείς». Το τρέμουλο στη φωνή του ίσα που ακούστηκε. Ακούστηκε όμως. Η Μάρτα περίμενε να γυρίσει να την ξανακοιτάξει και τότε τον ρώτησε: «Τι έκανε;». «Ποιος;» «Ο πατέρας σου». Eίδε το καρύδι στον λαιμό του ν’ ανεβοκατεβαίνει. Τα

μάτια του ανοιγόκλεισαν πιο γρήγορα, τα χείλη του σφίχτηκαν. Τον είδε που ήθελε να μιλήσει· κοιτούσε ξανά το σημείο απογείωσης του άλματος. Θα μπορούσε να πέσει στο πλάι, να γλιστρήσει, ν’ ακυρώσει το άλμα. «Υπέγραψε το σημείωμα αυτοκτονίας του πριν κάποιος άλλος τον σκοτώσει» είπε ο Στιγκ. «Για να σώσει εμένα και τη μητέρα μου». Η Μάρτα άρχισε να ζαλίζεται. Εκείνος συνέχισε να μιλάει. Τον πίεσε να πηδήξει στο κενό και τώρα έπρεπε να πετάξει μαζί του. Δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής, δεν μπορούσε να ξεμάθει όσα είχε μάθει. Εν γνώσει της έκανε ό,τι έκανε τόσην ώρα άραγε; Μήπως κατά βάθος το αποζητούσε αυτό το άγριο πέταγμα, την ελεύθερη αυτή πτώση; Ο Στιγκ κι η μητέρα του είχαν πάει σ’ ένα τουρνουά πάλης στο Λιλεχάμερ για το Σαββατοκύριακο. Κανονικά θα έπρεπε να τους είχε συνοδεύσει κι ο πατέρας του, αλλά είπε ότι έπρεπε να μείνει σπίτι, είχε κάτι πολύ σημαντικό να κάνει. Ο Στιγκ είχε πάρει το χρυσό στην κατηγορία του και με το που έφτασαν σπίτι ανέβηκε τρέχοντας στο γραφείο του μπαμπά να του πει τα νέα. Βρήκε τον πατέρα του στην καρέκλα του, με την πλάτη προς την πόρτα και το κεφάλι ακουμπισμένο στο

γραφείο. Στην αρχή νόμισε ότι τον είχε πάρει ο ύπνος. Κι ύστερα είδε το όπλο. «Μια φορά το είχα δει αυτό το όπλο. Ο πατέρας μου συνήθιζε να κάθεται στο γραφείο του και να γράφει στο ημερολόγιό του, ένα δερμάτινο μαύρο ημερολόγιο με κίτρινες σελίδες. Όταν ήμουν μικρός, μου έλεγε ότι εκεί μέσα εξομολογούνταν, κι έτσι για πολύ καιρό νόμιζα ότι η εξομολόγηση και το γράψιμο ήταν λέξεις συνώνυμες. Μέχρι που έγινα έντεκα ετών κι ο καθηγητής των Θρησκευτικών μού είπε ότι εξομολογούμαι σημαίνει λέω σε κάποιον τις αμαρτίες μου. Όταν γύρισα απ’ το σχολείο εκείνη τη μέρα, χώθηκα στο γραφείο του στα κρυφά και βρήκα το κλειδί του συρταριού του· ήξερα πού το κρατούσε κρυμμένο. Ήθελα να μάθω τι αμαρτίες είχε κάνει. Ξεκλείδωσα το συρτάρι…» Η Μάρτα πήρε μια βαθιά ανάσα λες και διηγούνταν η ίδια την ιστορία. «…μα το ημερολόγιο πουθενά. Βρήκα όμως ένα παλιό μαύρο περίστροφο. Ξανακλείδωσα το συρτάρι, επέστρεψα το κλειδί στη θέση του και βγήκα απ’ το γραφείο. Ένιωθα φοβερή ντροπή. Είχα κατασκοπεύσει τον ίδιο μου τον πατέρα, ήθελα να του βγάλω τ’ άπλυτα στη φόρα. Δεν το ’πα σε

κανέναν, ούτε ξαναπροσπάθησα να βρω το ημερολόγιό του. Όταν όμως βρέθηκα πίσω απ’ την πλάτη του πατέρα μου εκείνο το Σαββατοκύριακο, ξαναθυμήθηκα τι είχα κάνει. Ήταν λες και με τιμωρούσε για ό,τι είχα κάνει. Ακούμπησα τον αυχένα του να τον ξυπνήσω. Κι όχι μόνο δεν ήταν ζεστός, ήταν παγωμένος. Μια σκληρή, μαρμάρινη σχεδόν, θανατερή ψυχρότητα έβγαινε απ’ το κορμί του. Και κατάλαβα ότι έφταιγα εγώ. Και τότε είδα το γράμμα…» Ενώ ο Στιγκ διηγούνταν πώς το διάβασε, η Μάρτα είχε το βλέμμα της καρφωμένο στην αρτηρία του λαιμού του. Ο μικρός είχε δει τη μητέρα του να στέκεται στην πόρτα, είχε γυρίσει να της πει στην αρχή ότι θα έσκιζε το γράμμα, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Μα δεν τα κατάφερε. Κι όταν ήρθε η αστυνομία, τους το έδωσε. Κι όταν τους είδε να το διαβάζουν, έμοιαζαν κι αυτοί να θέλουν να το σκίσουν. Η αρτηρία του παλλόταν, λες κι έπρεπε να τραγουδήσει ενώ δεν ήξερε. Λες και δεν είχε συνηθίσει να διηγείται ιστορίες. Ο γιατρός έγραψε στη μητέρα του αντικαταθλιπτικά κι αυτή ξεκίνησε να τα παίρνει. Πέρασε μετά σε άλλα χάπια, με δική της πρωτοβουλία. Τίποτα όμως δεν συγκρινόταν με το αλκοόλ, έλεγε· ούτε σε ένταση ούτε σε ταχύτητα. Το έριξε λοιπόν στο ποτό. Βότκα για πρωινό, βότκα για μεσημεριανό,

βότκα για βραδινό. Ο μικρός προσπάθησε να τη φροντίσει, να την κάνει να κόψει χάπια κι αλκοόλ. Για να τη φροντίζει, έπρεπε να σταματήσει τις προπονήσεις της πάλης κι οτιδήποτε άλλο έκανε εκτός σχολείου. Οι δάσκαλοί του ήρθαν στο σπίτι, χτύπησαν το κουδούνι να ρωτήσουν γιατί ένας τόσο άριστος μαθητής είχε ξεπέσει έτσι. Κι αυτός τούς είχε στείλει όλους στον διάολο. Η μητέρα του πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο, γινόταν όλο και πιο λυσσαλέα ανισόρροπη, στο τέλος αυτοκτονική. Ήταν δεκάξι χρονών όταν ανακάλυψε μια σύριγγα ανάμεσα στα χάπια της μάνας του, ενώ καθάριζε το δωμάτιο. Ήξερε πολύ καλά τι ήταν. Ή μάλλον γιατί τη χρησιμοποιούσε. Την έχωσε στον μηρό του και ξαφνικά όλα έγιναν ευκολότερα. Την επόμενη μέρα τράβηξε γραμμή στην Πλάτα κι αγόρασε την πρώτη του δόση. Έξι μήνες αργότερα είχε πουλήσει ό,τι μπορούσε απ’ τα πράγματα του σπιτιού κι είχε κατακλέψει την ανυπεράσπιστη μητέρα του. Δεν τον ένοιαζε τίποτα, πόσο μάλλον ο εαυτός του, μα χρειαζόταν χρήματα για να κρατάει μακριά τον πόνο. Ήταν ακόμη έφηβος και δεν μπορούσε να πάει φυλακή, κι έτσι άρχισε να χρηματοδοτεί τον εθισμό του ομολογώντας ψευδώς διάφορες ληστείες και κλοπές για τις οποίες μεγαλύτεροι δράστες θα είχαν πάει φυλακή. Όταν έκλεισε τα δεκαοκτώ και στέρεψε αυτή η πηγή εισοδήματος κι η πίεση, η

συνεχής πίεση για χρήμα γινόταν όλο και χειρότερη, είχε δεχτεί να κατηγορηθεί για δυο άσχετους με αυτόν φόνους με αντάλλαγμα να του παραχωρούνται ναρκωτικά όσο θα εξέτιε την ποινή του. «Και την εξέτισες την ποινή σου;» τον ρώτησε εκείνη. «Εγώ; Ναι» απάντησε αυτός, κουνώντας εμφατικά το κεφάλι του. Η Μάρτα κατέβηκε απαλά απ’ τον καταψύκτη και τον πλησίασε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί, ήταν πια πολύ αργά. Άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε την αρτηρία που παλλόταν στον λαιμό του. Εκείνος την κοίταξε με δυο μεγάλες διεσταλμένες μαύρες κόρες, που είχαν εξαφανίσει σχεδόν τις ίριδες των ματιών του. Πέρασε τα χέρια της γύρω απ’ τη μέση του κι εκείνος την αγκάλιασε απ’ τους ώμους, σαν δυο χορευτές που αντάλλαξαν ρόλους. Στάθηκαν για λίγο έτσι κι ύστερα ο Στιγκ την τράβηξε στην αγκαλιά του. Έκαιγε· πρέπει να είχε πυρετό. Ή μήπως είχε εκείνη; Η Μάρτα έκλεισε τα μάτια της κι ένιωσε τη μύτη και τα χείλια του πάνω στα μαλλιά της. «Πάμε επάνω» της ψιθύρισε εκείνος. «Έχω κάτι για σένα».

Ξανανέβηκαν στην κουζίνα. Η βροχή είχε σταματήσει. Ο Στιγκ έβγαλε κάτι από την τσέπη του μπουφάν του, που ήταν ακόμη κρεμασμένο στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. «Αυτά είναι για σένα». Τα σκουλαρίκια ήταν τόσο υπέροχα, που της κόπηκε η μιλιά. «Δεν σ’ αρέσουν;» «Είναι πανέμορφα, Στιγκ. Μα πού… Τα έκλεψες;» Την κοίταξε συνοφρυωμένος, δίχως ν’ απαντάει. «Με συγχωρείς». Δάκρυα κύλησαν στα μάτια της, μπλέχτηκαν οι σκέψεις στο μυαλό. «Το ξέρω ότι δεν είσαι πια χρήστης, αλλά είναι φανερό ότι αυτά τα σκουλαρίκια σε κάποιαν ανήκαν…» «Δεν ζει πια» τη διέκοψε ο Στιγκ. «Και κάτι τόσο όμορφο είναι κρίμα να μην το χαίρεται κάποια που είναι ζωντανή». Η Μάρτα ανοιγόκλεισε τα μάτια της μπερδεμένη. Κι ύστερα κατάλαβε. «Ήταν… ήταν…» Γύρισε και τον κοίταξε, μισοτυφλωμένη από τα δάκρυα. «Ήταν της μητέρας σου».

Έκλεισε τα μάτια της κι ένιωσε την ανάσα του στο πρόσωπό της. Το χέρι του στο μάγουλο, στον λαιμό, στον αυχένα της. Το δικό της χέρι, το ελεύθερο, ν’ ακουμπάει τα πλευρά του· μια να θέλει να τον σπρώξει μακριά, μια να τον τραβήξει κοντά της. Ήξερε ότι είχαν ήδη φιληθεί πολλές φορές στη φαντασία τους. Εκατό φορές τουλάχιστον από τότε που πρωτογνωρίστηκαν. Μα όταν τα χείλη τους συναντήθηκαν, ένιωσε να τη διαπερνά ηλεκτρισμός. Kράτησε κλειστά τα μάτια της κι ένιωσε τα χείλη του, τόσο απαλά, τα χέρια του να γλιστρούν στη μέση της, τις τρίχες στο πιγούνι του, τη μυρωδιά, τη γεύση του. Τα ήθελε όλα, όλα. Μα το άγγιγμά του την αφύπνισε, την τράβηξε απ’ το όμορφο ονειροπόλημα που είχε επιτρέψει στον εαυτό της, μιας και τα όνειρα δεν έχουν συνέπειες. Μέχρι αυτήν τη στιγμή. «Δεν μπορώ» ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή. «Πρέπει να φύγω, Στιγκ». Εκείνος την άφησε κι η Μάρτα γρήγορα απομακρύνθηκε. Άνοιξε την εξώπορτα, μα κοντοστάθηκε πριν βγει έξω. «Εγώ φταίω, Στιγκ. Δεν γίνεται να ξαναϊδωθούμε έτσι. Κατάλαβες; Ποτέ». Έκλεισε την πόρτα ξοπίσω της πριν προλάβει ν’ ακούσει

την απάντησή του. Ο ήλιος είχε τρυπώσει ανάμεσα στα σύννεφα κι η γυαλιστερή μαύρη άσφαλτος άχνιζε. Η Μάρτα χώθηκε μες στην κουφόβραση.

Μέσα από τα κιάλια του ο Μάρκους είδε τη γυναίκα να μπαίνει στο γκαράζ, να βάζει μπρος το παλιό Γκολφ και να βγαίνει με την όπισθεν στον δρόμο, με την οροφή ακόμη κατεβασμένη. Οδηγούσε τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε να εστιάσει πάνω της. Του φάνηκε όμως ότι η γυναίκα έκλαιγε. Ύστερα γύρισε τα κιάλια του ξανά προς το παράθυρο της κουζίνας. Ζουμάρισε. Ο άνδρας στεκόταν ακόμη εκεί και την κοιτούσε να φεύγει. Με τα χέρια δυο γροθιές, σφιγμένο το πιγούνι, τις φλέβες του να πάλλονται στο μέτωπο λες και πονούσε. Ο Μάρκους κατάλαβε γιατί αμέσως μετά. Ο γιος τέντωσε τα μπράτσα του κι άνοιξε τις παλάμες του, ακουμπώντας τες πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Κάτι γυάλισε στο φως του ήλιου. Σκουλαρίκια. Ήταν καρφωμένα σε κάθε παλάμη και δυο λεπτά ρυάκια αίμα έσταζαν πάνω στους καρπούς του.

24

Τ

ο γραφείο κολυμπούσε στο ημίφως του σούρουπου.

Κάποιος είχε σβήσει όλα τα φώτα φεύγοντας, νομίζοντας προφανώς πως ήταν ο τελευταίος μες στην αίθουσα, κι ο Σίμουν δεν είχε σηκωθεί να τα ξανανάψει· τα καλοκαιρινά βράδια ήταν ακόμη αρκετά φωτεινά. Εξάλλου, το καινούργιο του πληκτρολόγιο διέθετε φωτεινά πλήκτρα, κι έτσι ούτε τη λάμπα του γραφείου του χρειαζόταν ν’ ανάψει. Μόνο ο δικός τους όροφος κατανάλωνε ετησίως διακόσιες πενήντα χιλιάδες κιλοβατώρες. Αν μπορούσαν να μειώσουν την κατανάλωση στις διακόσιες χιλιάδες, θα εξοικονομούσαν αρκετά για δυο ολοκαίνουργια οχήματα εκτάκτου ανάγκης.

Βρισκόταν στην ιστοσελίδα της Κλινικής Χάουελ, στην Αμερική. Οι φωτογραφίες της οφθαλμολογικής κλινικής δεν έμοιαζαν με άλλα αμερικάνικα ιδιωτικά νοσοκομεία – πεντάστερα ξενοδοχεία, χαμογελαστοί ασθενείς, εκστατικές μαρτυρίες πρώην ασθενών, χειρουργοί που έμοιαζαν με σταρ του Χόλιγουντ ή πιλότους αεροπλάνων. Η Κλινική Χάουελ είχε μόνο μερικές φωτογραφίες και λεπτομερείς αναφορές στα προσόντα των εργαζομένων της, τα αποτελέσματα των ερευνών τους, τις δημοσιεύσεις τους σε περιοδικά με μεγάλο κύρος και τις υποψηφιότητές τους για βραβεία Νόμπελ. Και πάνω απ’ όλα: το ποσοστό επιτυχίας της χειρουργικής επέμβασης που έπρεπε να κάνει η Έλσε. Ήταν πάνω από 50%, αλλά όχι όσο υψηλό θα ήθελε. Από την άλλη, ήταν αρκετά χαμηλό, ώστε να είναι πιστευτό. Η ιστοσελίδα δεν είχε τιμές. Όμως ο Σίμουν δεν μπορούσε να τις ξεχάσει: Ήταν αρκετά υψηλές, ώστε να είναι πιστευτές. Ένιωσε κάποιον να κινείται μες στο σκοτάδι. Ήταν η Κάρι. «Προσπάθησα να σας τηλεφωνήσω και στο σπίτι. Η γυναίκα σας μου είπε ότι είστε εδώ». «Ναι». «Τι δουλειά κάνετε τόσο αργά;»

Ο Σίμουν ανασήκωσε τους ώμους του. «Όταν δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι με καλά νέα, διαλέγεις καμιά φορά ν’ αναβάλεις την επιστροφή σου όσο πιο πολύ μπορείς». «Τι εννοείτε;» Ο Σίμουν δεν έδωσε σημασία. «Τι με θέλετε;» «Έκανα ό,τι μου είπατε, έψαξα παντού, κάθε πιθανή κι απίθανη σχέση μεταξύ του φόνου της Ίβερσεν και της τριπλής δολοφονίας. Δεν βρήκα τίποτα». «Καταλαβαίνετε, φυσικά, ότι αυτό δεν αποκλείει να υπάρχει σχέση μεταξύ τους» είπε ο Σίμουν και κλίκαρε σε μια άλλη σελίδα του σάιτ. Η Κάρι τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του. «Αν υπάρχει, εγώ πάντως δεν μπορώ να τη βρω. Κι έψαξα εξονυχιστικά. Σκεφτόμουν λοιπόν…» «Μου αρέσει να σκέφτεστε». «Ίσως τα πράγματα να είναι πάρα πολύ απλά. Ο ληστής είδε μπροστά του δυο ευκαιρίες και τις άρπαξε: το σπίτι των Ίβερσεν και το εργοστάσιο. Κι από την πρώτη ληστεία έμαθε ότι πρέπει πάντα να πιέζεις τα θύματά σου για τον κωδικό του

χρηματοκιβωτίου πριν τα σκοτώσεις». Ο Σίμουν γύρισε και την κοίταξε. «Ποιος ληστής, που έχει ήδη σκοτώσει δυο ανθρώπους, πετάει στον βρόντο μισό κιλό Σουπερμπόι αξίας μισού εκατομμυρίου, μόνο και μόνο για να σκοτώσει το τρίτο θύμα του;» «Ο Μπιόρνστα θεωρεί ότι ήταν ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ένας τρόπος να στείλουν μήνυμα στον ανταγωνισμό». «Οι συμμορίες μπορούν να στείλουν μηνύματα και χωρίς να χαραμίσουν μισό εκατομμύριο σε ταχυδρομικά, ανθυπαστυνόμε Άντελ». Η Κάρι τίναξε πίσω το κεφάλι της και ξεφύσηξε. «Η Ανιέτε Ίβερσεν δεν είναι μπλεγμένη με εμπόριο ναρκωτικών, ούτε με ανθρώπους σαν τον Κάλε Φάρισεν. Νομίζω ότι μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι’ αυτό». «Υπάρχει όμως κάποια σύνδεση» επέμεινε ο Σίμουν. «Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς, ενώ καταφέραμε επιτέλους ν’ ανακαλύψουμε ό,τι προσπαθούσε να μας αποκρύψει –το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχει σύνδεση–, αδυνατούμε ακόμη να καταλάβουμε τι σόι σύνδεση είναι

αυτή. Αν είναι τόσο δυσνόη​τη, γιατί να μπει στον κόπο ν’ αποκρύψει ότι πρόκειται για τον ίδιο δολοφόνο;» «Ίσως θέλει να παραπλανήσει κάποιον άλλο, όχι απαραιτήτως την αστυνομία» είπε η Κάρι. Το βούλωσε αμέσως βλέποντας τον Σίμουν να την κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. «Φυσικά. Αυτό είναι». «Αυτό είναι;» Ο Σίμουν σηκώθηκε όρθιος. Και ξανακάθισε. Χτύπησε την παλάμη του πάνω στο γραφείο. «Δεν ανησυχεί για την αστυνομία. Κάποιος άλλος δεν θέλει να μάθει την ταυτότητά του». «Μήπως φοβάται ότι θα τον κυνηγήσουν;» «Ναι. Ή ίσως να μη θέλει καν να εμφανιστεί στο ραντάρ τους. Αλλά την ίδια στιγμή…» Ο Σίμουν χάιδεψε το πιγούνι του και καταράστηκε αθόρυβα. «Την ίδια στιγμή;…»

«Είναι πιο πολύπλοκο από αυτό. Γιατί δεν κρύβεται ακριβώς. Η δολοφονία του Κάλε είναι όντως ένα μήνυμα». Ο Σίμουν κλότσησε ενοχλημένος κι η καρέκλα του έγειρε προς τα πίσω. Κάθισαν έτσι αμίλητοι, με το σκοτάδι να πυκνώνει τριγύρω ερήμην τους. Πρώτος μίλησε ο Σίμουν: «Σκεφτόμουν ότι ο Κάλε έχασε τη ζωή του με τον ίδιο περίπου τρόπο που την έχουν χάσει και μερικοί από τους πελάτες του. Πνευμονική ανεπάρκεια λόγω υπερβολικής δόσης. Λες κι ο δολοφόνος την έχει δει άγγελος της εκδίκησης. Σας λέει τίποτα όλο αυτό;» Η Κάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Μόνο ότι η Ανιέτε Ίβερσεν δεν δολοφονήθηκε με το ίδιο σκεπτικό. Απ’ ό,τι ξέρω, δεν πυροβόλησε ποτέ της κανέναν στο στήθος». Ο Σίμουν σηκώθηκε όρθιος. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε απέξω τις λάμπες του δρόμου. Ένα βουητό ακούστηκε και δυο αγόρια με κουκούλες πάνω σε σκέιτμπορντ πέρασαν κάτω από το παράθυρο. «Α, ξέχασα να σας πω» είπε η Κάρι. «Βρήκα μία σύνδεση. Μεταξύ Περ Βολάν και Κάλε Φάρισεν όμως».

«Α, ναι;» «Μιλούσα μ’ ένα από τα παλιά μου αφεντικά στο Ναρκωτικών, όταν μου είπε ότι το έβρισκε πολύ παράξενο δυο άνθρωποι που γνωρίζονταν τόσο καλά να πεθαίνουν και οι δύο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα». «Ο Βολάν ήξερε τον Φάρισεν;» «Ναι. Καλά. Πολύ καλά μάλιστα, σύμφωνα με το αφεντικό μου. Και κάτι άλλο. Έριξα μια ματιά στον φάκελο του Κάλε. Ανακρίθηκε επανειλημμένα σχετικά μ’ έναν φόνο εδώ και μερικά χρόνια. Δεν συνελήφθη ποτέ και το θύμα δεν αναγνωρίστηκε ποτέ». «Ποτέ;» «Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι επρόκειτο για κορίτσι ασιατικής καταγωγής. Η οδοντιατρική ανάλυση έδειξε πως ήταν δεκαέξι ετών. Αυτόπτης μάρτυρας είδε έναν άνδρα να της χώνει μία σύριγγα σ’ έναν ακάλυπτο. Ο ίδιος μάρτυρας αναγνώρισε τον Κάλε από μια σειρά υπόπτων». «Μάλιστα». «Ο Κάλε αφέθηκε ελεύθερος όταν ομολόγησε κάποιος

τρίτος». «Τυχεράκιας ο Κάλε». «Ναι. Παρεμπιπτόντως, ο άνδρας που ομολόγησε τον φόνο είναι ο πρόσφατος φυγάς από τις φυλακές Στάτεν». Η Κάρι κοιτούσε την ακίνητη μορφή του Σίμουν μπροστά από το παράθυρο. Αναρωτήθηκε αν είχε ακούσει την τελευταία της φράση. Άνοιξε το στόμα της να την επαναλάβει, αλλά την πρόλαβε η τραχιά, ανακουφιστική, πατρική του φωνή: «Κάρι;». «Μάλιστα;» «Θέλω να κάνεις φύλλο και φτερό κάθε πτυχή της ζωής της Ανιέτε Ίβερσεν. Σημείωσε οτιδήποτε μπορεί να έχει σχέση με πυροβολισμό κι εκείνη. Οτιδήποτε – με κατάλαβες;» «Μάλιστα. Τι ακριβώς σκέφτεστε;» «Σκέφτομαι…» η ανακουφιστική χροιά είχε χαθεί «ότι αν… αν… τότε…».

«Τότε τι;» «Τότε είμαστε ακόμη στην αρχή».

25

Ο

Μάρκους είχε ήδη σβήσει το φως στο δωμάτιό του.

Περίεργο συναίσθημα να παρακολουθείς τους άλλους δίχως εκείνοι να μπορούν να σε δουν. Παρ’ όλα αυτά, κάτι σαν ηλεκτρισμός τον διαπερνούσε κάθε φορά που ο Γιος κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο και τύχαινε το βλέμμα του να διασταυρωθεί με τα κιάλια του αγοριού. Ήταν λες και ήξερε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Ο Γιος ήταν τώρα στο διπλό υπνοδωμάτιο, καθισμένος πάνω στο ροζ σεντούκι που ο Μάρκους ήξερε ότι ήταν άδειο, εκτός από κάτι παπλωματοθήκες και σεντόνια. Το δωμάτιο δεν είχε κουρτίνες και φωτιζόταν από έναν πολυέλαιο με τέσσερις

λαμπτήρες – ήταν πολύ εύκολο να δει κανείς μέσα. Και μιας και το κίτρινο σπίτι ήταν χτισμένο πιο χαμηλά απ’ το δικό τους κι ο Μάρκους είχε τραβήξει το κρεβάτι προς το παράθυρο και καθόταν τώρα στην πάνω κουκέτα, του ήταν πολύ εύκολο να παρατηρεί τι έκανε ο Γιος. Σχεδόν τίποτα δηλαδή. Καθόταν εκεί πέρα ώρα τώρα, με τ’ ακουστικά στο τηλέφωνό του, ακούγοντας προφανώς κάτι. Πρέπει να ήταν πολύ καλό τραγούδι, γιατί κάθε τρία λεπτά ξαναπατούσε το κουμπί, λες και δεν χόρταινε να το ακούει. Και κάθε φορά χαμογελούσε στο ίδιο ακριβώς σημείο, παρόλο που σίγουρα θα αισθανόταν και λίγο λυπημένος που είχε φύγει εκείνο το κορίτσι. Είχαν φιληθεί κι ύστερα εκείνη την κοπάνησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τον καημένο. Ο Μάρκους είχε αναρωτηθεί μήπως έπρεπε να πάει απέναντι, να χτυπήσει την πόρτα και να προσκαλέσει τον Γιο στο σπίτι, να φάνε μαζί. Η μαμά του μάλλον θα σκεφτόταν ότι ήταν πολύ καλή ιδέα. Μόνο που ο Γιος έμοιαζε τόσο θλιμμένος, που ίσως και να μην ήθελε παρέα. Τέλος πάντων, υπήρχε κι η αυριανή μέρα. Ο Μάρκους θα ξυπνούσε νωρίς νωρίς, θα πήγαινε απέναντι, θα χτυπούσε το κουδούνι και θα του πρόσφερε ολόφρεσκα ψωμάκια. Ναι, αυτό θα έκανε. Ο Μάρκους χασμουρήθηκε. Και στο δικό του μυαλό στριφογυρνούσε ένα τραγούδι· όχι ακριβώς τραγούδι, μια φράση μάλλον. Έπαιζε και ξαναέπαιζε

στο μυαλό του. Από τότε που εκείνο το κωλόπαιδο από το Τόσεν είχε ρωτήσει τον Γιο αν ήταν ο μπαμπάς του Μάρκους: «Mπορεί και να ’μαι». Μπορεί και να ’μαι! Ουάου. Ο Μάρκους χασμουρήθηκε ξανά. Ώρα για ύπνο. Μην ξεχνάμε, αύριο πρωί έπρεπε να σηκωθεί νωρίς νωρίς να ψήσει τα ψωμάκια. Πάνω όμως που πήγε ν’ αφήσει τα κιάλια του, κάτι συνέβη. Ο Γιος σηκώθηκε. Ο Μάρκους έφερε γρήγορα τα κιάλια στα μάτια του. Ο Γιος μάζεψε το χαλί και σήκωσε τη μια σανίδα του πατώματος. Η κρυψώνα! Τοποθετούσε κάτι στην κρυψώνα! Ήταν η κόκκινη αθλητική τσάντα. Την άνοιξε. Έβγαλε έξω ένα σακουλάκι με άσπρη σκόνη. Ο Μάρκους κατάλαβε αμέσως τι ήταν, είχε δει χιλιάδες τέτοια στην τηλεόραση. Ναρκωτικά. Ξαφνικά ο Γιος σήκωσε το κεφάλι του. Έμοιαζε λες κι αφουγκραζόταν κάτι, σαν τις αντιλόπες που τεντώνουν τ’ αυτιά τους γύρω απ’ τους νερόλακκους στις εκπομπές του Άνιμαλ Πλάνετ. Και τώρα το άκουσε κι ο Μάρκους: ο μακρινός ήχος της μηχανής ενός αυτοκινήτου. Δεν κυκλοφορούσαν και πολλά αυτοκίνητα στον δρόμο τους τέτοια ώρα και καλοκαιριάτικα. Ο Γιος καθόταν ακίνητος, λες κι ήταν παράλυτος. Ο Μάρκους είδε προβολείς να φωτίζουν την άσφαλτο. Ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο, από αυτά που

τα λένε SUV, ήρθε και σταμάτησε κάτω από τη λάμπα του δρόμου ανάμεσα στα δυο τους σπίτια. Από μέσα βγήκαν δυο άνδρες. Ο Μάρκους τους παρατήρησε μέσα από τα κιάλια του. Φορούσαν κι οι δυο τους μαύρα κουστούμια. Οι άνδρες με τα μαύρα. Το νούμερο δύο ήταν το πιο γαμάτο. Μόνο που εδώ ο πιο κοντός είχε ξανθά μαλλιά και του Μάρκους δεν του πήγαινε καθόλου. Ο ψηλός είχε μαύρα σγουρά μαλλιά σαν τον Γουίλ Σμιθ, αλλά είχε μια τεράστια καράφλα. Άσε που το δέρμα του ήταν κατάλευκο σαν κιμωλία. Ο Μάρκους τους είδε να διορθώνουν τα σακάκια τους καθώς προχώρησαν προς το σπίτι. Ο καραφλός έδειξε το φωτισμένο παράθυρο του δωματίου και οι άνδρες έσπευσαν να μπουν στον κήπο. Α, τι ωραία! Ο Γιος είχε επιτέλους επισκέψεις! Πήδησαν τον φράχτη, όπως έκανε κι ο Μάρκους, αντί να μπουν από την πόρτα του κήπου. Και, σαν κι εκείνον, πάτησαν στο γρασίδι, για να κάνουν λιγότερο θόρυβο απ’ ό,τι στα χαλίκια. Ο Μάρκους έστρεψε τα κιάλια του προς το υπνοδωμάτιο. Ο Γιος είχε εξαφανιστεί. Μάλλον τους είχε δει κι αυτός και κατέβαινε κάτω να τους υποδεχτεί. Τα κιάλια στράφηκαν στην εξώπορτα του σπιτιού. Οι δύο άνδρες είχαν ήδη ανέβει τα σκαλιά. Ήταν πολύ σκοτεινά για να καταλάβει ο Μάρκους τι ακριβώς έκαναν, αλλά ακούστηκε ένας κρότος κι ύστερα η πόρτα άνοιξε. Του Μάρκους τού κόπηκε η ανάσα.

Είχαν… είχαν σπάσει την πόρτα. Ήταν κλέφτες! Ίσως κάποιος τους σφύριξε ότι το σπίτι ήταν άδειο. Δεν έχει σημασία, έπρεπε να ειδοποιήσει τον Γιο, μπορεί να ήταν επικίνδυνοι! Ο Μάρκους πήδηξε στο πάτωμα. Να ξυπνήσει τη μαμά ή όχι; Να πάρει το εκατό; Και τι να τους πει; Ότι κατασκόπευε τον γείτονά του με τα κιάλια; Κι αν ερχόντουσαν να πάρουν αποτυπώματα για τους κλέφτες κι έβρισκαν τα δικά του; Κι αν ανακάλυπταν τα ναρκωτικά του Γιου και τον έστελναν στη φυλακή; Ο Μάρκους στάθηκε στη μέση του δωματίου του, μην ξέροντας τι να κάνει. Ξαφνικά, το μάτι του έπιασε μια κίνηση στο απέναντι υπνοδωμάτιο. Ξανάφερε τα κιάλια του στα μάτια. Ήταν οι δυο άνδρες, είχαν ανέβει στο υπνοδωμάτιο. Κάτι έψαχναν. Μέσα στην ντουλάπα, κάτω από το κρεβάτι. Κρατούσαν… κρατούσαν όπλα! Ο Μάρκους έκανε ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω όταν ο ψηλός σγουρομάλλης τύπος πλησίασε το παράθυρο, ήλεγξε ότι ήταν κλειστό και κοίταξε έξω, κατευθείαν προς τη μεριά του Μάρκους. Ο Γιος πρέπει να κρύφτηκε, αλλά πού; Μάλλον είχε βάλει την κόκκινη τσάντα στην κρυψώνα, μα δεν χωρούσε ολόκληρος άνθρωπος εκεί μέσα. Χα! Ποτέ δεν θα τον έβρισκαν, ήξερε το σπίτι του απέξω κι ανακατωτά, όπως ήξεραν οι Βιετναμέζοι τη ζούγκλα καλύτερα από τους Αμερικανούς. Έπρεπε απλώς να μη βγάλει κιχ, όπως

ακριβώς κι ο Μάρκους. Θα γλίτωνε ο Γιος! Έπρεπε να γλιτώσει. Θεούλη μου, σε παρακαλώ, κάνε να γλιτώσει!

Ο Σιλβέστερ κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο κι έξυσε το γυμνό κρανίο ανάμεσα απ’ τις μπούκλες του. «Γαμώτο, ρε Μπου, εδώ ήταν, σου λέω! Χτες δεν υπήρχε φως στο σπίτι». Κάθισε απαυδισμένος πάνω στο ροζ μπαούλο, έχωσε το περίστροφο στη θήκη ώμου κι άναψε τσιγάρο. Ο κοντός ξανθός άνδρας στεκόταν ακόμη στη μέση του δωματίου με το περίστροφο στο χέρι. «Κάτι μου λέει ότι είναι ακόμη κάπου εδώ γύρω». Ο Σιλβέστερ κούνησε το χέρι του. «Χαλάρωσε. Ήρθε κι έφυγε. Τσέκαρα και τα δύο μπάνια και το άλλο υπνοδωμάτιο». Ο ξανθός κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, είναι ακόμη κάπου μες στο σπίτι». «Άσε μας, ρε Μπου, ο τύπος δεν είναι φάντασμα, ένας πρωτάρης είναι που του ’κατσε η τύχη μέχρι τώρα».

«Μπορεί να ’χεις και δίκιο. Ποτέ μην υποτιμάς τον γιο του Αμπ Λόφτχους όμως, εντάξει;» «Και ποιος είναι αυτός;» «Ένας τύπος πολύ πριν σκάσεις μύτη, Σιλβέστερ. Ο Αμπ Λόφτχους ήταν μακράν ο σκληρότερος μπάτσος της πόλης». «Κι εσύ πού το ξέρεις;» «Γιατί τον γνώρισα, ηλίθιε. Μια φορά, τη δεκαετία του ’90, ο Νέστορ κι εγώ είχαμε μια δουλειά στη γέφυρα Άλναμπρου και πάνω που τα κανονίζαμε να σου και περνάει ο Λόφτχους μαζί μ’ έναν άλλο μπάτσο, με περιπολικό. Ο Λόφτχους κατάλαβε αμέσως ότι είχαν πέσει πάνω σε ναρκωδουλειά, αλλά αντί να καλέσει ενισχύσεις προσπάθησαν να μας πιάσουν μαζί με τον άλλο μπάτσο. Ο Αμπ Λόφτχους πρόλαβε να σπάσει στο ξύλο τέσσερις δικούς μας πριν καταφέρουμε να τον βάλουμε κάτω, πράγμα καθόλου εύκολο, μάγκα μου – ο τύπος ήταν παλαιστής, λέμε. Θα του τη βαρούσαμε μια κι έξω, αλλά ο Νέστορ κώλωσε, είπε ότι το αίμα ενός μπάτσου θα ήταν καταστροφή για τη δουλειά μας. Κι ενώ εμείς το συζητούσαμε να τον σκοτώσουμε ή όχι, ο τύπος, πεσμένος στο πάτωμα, ούρλιαζε “Ελάτε, ρε!” σαν εκείνο τον σαλεμένο Μαύρο Ιππότη στους Μόντι Πάιθον,

θυμάσαι; Εκείνον που του κόβουν χέρια πόδια κι αυτός επιμένει ότι δεν έχει νικηθεί». Ο Μπου έσκασε στα γέλια. Όπως γελάει κανείς μ’ αγαπημένες αναμνήσεις, σκέφτηκε ο Σιλβέστερ. Ο τύπος ήταν άρρωστος, γούσταρε θανάτους κι ακρωτηριασμούς και καθόταν στον καναπέ χαζεύοντας στον υπολογιστή ολόκληρες σεζόν της σειράς Ridiculousness του ΜΤV μόνο και μόνο επειδή είχε σκηνές με ανθρώπους που πάθαιναν τρομερά πράγματα, πόνο, όχι αστεία· όχι σαν τα γελοία τα αστεία βιντεάκια που έδειχναν ανθρώπους να σκοντάφτουν ή να στραμπουλάνε δάχτυλα, βλακείες για όλη την οικογένεια. «Δεν είπες ότι ήταν δύο οι μπάτσοι;» πέταξε ο Σιλβέστερ. «Ο άλλος τα παράτησε αμέσως. Εκεί να δεις προθυμία για συνεργασία. Ο τύπος έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να παρακαλάει για έλεος, ξέρεις τι σόι άνθρωπο εννοώ». «Ναι» είπε ο Σιλβέστερ. «Λούζερ». «Όχι» απάντησε ο Μπου. «Γουίνερ. Νικητής. Λέγεται και συναισθηματική νοημοσύνη. Και τον πήγε τον τύπο πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι μπορείς να φανταστείς. Τέλος πάντων, ας ξαναψάξουμε άλλη μια φορά το σπίτι».

Ο Σιλβέστερ ανασήκωσε τους ώμους κι είχε βγει σχεδόν από την πόρτα όταν συνειδητοποίησε ότι ο Μπου δεν τον ακολουθούσε. Έκανε μεταβολή κι είδε τον Μπου να στέκει ακόμη ακίνητος, με το βλέμμα καρφωμένο στο σημείο απ’ όπου είχε μόλις σηκωθεί ο Σιλβέστερ: από το καπάκι του μπαούλου. Ο Μπου έφερε ένα δάχτυλο στο στόμα κι έδειξε το μπαούλο. Ο Σιλβέστερ έβγαλε το περίστροφο και το απασφάλισε. Ένιωσε τις αισθήσεις του να ξυπνούν. Το φως έμοιαζε φωτεινότερο, οι ήχοι δυνάμωσαν, οι σφυγμοί του βροντούσαν στον λαιμό. Αθόρυβα ο Μπου πήγε στ’ αριστερά του μπαούλου, ώστε να έχει κι ο Σιλβέστερ ελεύθερο πεδίο βολής. Ο Σιλβέστερ αγκάλιασε τη λαβή του περιστρόφου του και με τα δύο χέρια και πλησίασε το μπαούλο. Ο Μπου έκανε νόημα ότι θ’ άνοιγε ο ίδιος το καπάκι. Ο Σιλβέστερ κατένευσε. Κράτησε την ανάσα του καθώς ο Μπου, με το πιστόλι στραμμένο στο μπαούλο, έχωσε τις άκρες των δαχτύλων του αριστερού χεριού του κάτω από το καπάκι. Περίμενε ένα δευτερόλεπτο. Αφουγκράστηκε. Και το άνοιξε με ταχύτητα. Ο Σιλβέστερ ένιωσε την αντίσταση της σκανδάλης στο δάχτυλό του.

«Σκατά!» ψιθύρισε ο Μπου. Εκτός από κάτι σεντόνια, το μπαούλο ήταν άδειο. Ο Μπου κι ο Σιλβέστερ μπήκαν κι έψαξαν και τ’ άλλα δωμάτια, αναβοσβήνοντας τα φώτα, αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Στο τέλος επέστρεψαν στο δωμάτιο, όπου βρήκαν τα πάντα έτσι όπως τα είχαν αφήσει. «Έκανες λάθος, είδες;» είπε ο Σιλβέστερ, μιλώντας αργά αργά γιατί ήξερε πόσο τσάντιζαν αυτές οι λέξεις τον συνάδελφό του. «Δεν είναι εδώ». Ο Μπου περιέστρεψε τους ώμους του λες και δεν χωρούσε στο κουστούμι του. «Αν το αγόρι έφυγε κι άφησε το φως αναμμένο, σημαίνει ότι θα ξανάρθει. Κι αν περιμένουμε να γυρίσει, τότε η δουλειά μας είναι πολύ πιο εύκολη απ’ το να ξαναερχόμαστε». «Ίσως» είπε ο Σιλβέστερ. Μυριζόταν πού το πήγαινε ο Μπου. «Ο Νέστορ θέλει να τον τσακώσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μπορεί να κάνει μεγάλη ζημιά». «Ναι, εντάξει» ξίνισε ο Σιλβέστερ.

«Γι’ αυτό κι εσύ θα μείνεις απόψε εδώ, σε περίπτωση που επιστρέψει». «Γιατί πρέπει σκατοδουλειές;»

να

κάνω

πάντα

εγώ

όλες

τις

«Η απάντηση αρχίζει από Π». Προϋπηρεσία. Ο Σιλβέστερ αναστέναξε βαριά. Ώρες ώρες ευχόταν κάποιος να πυροβολήσει τον Μπου, ώστε να έχει καινούργιο παρτενέρ. Κάποιον με λιγότερη προϋπηρεσία από τον ίδιο. «Προτείνω να τον περιμένεις στο σαλόνι. Από εκεί θα βλέπεις και την εξώπορτα και την πόρτα του υπογείου» είπε ο Μπου. «Δεν ξέρω αν μπορούμε να ξεκάνουμε τον τύπο τόσο εύκολα όσο φάγαμε τον εφημέριο». «Σ’ άκουσα και την πρώτη φορά» είπε ο Σιλβέστερ.

Ο Μάρκους είδε τους δύο άνδρες να φεύγουν από το κατάφωτο υπνοδωμάτιο κι ύστερα ο ξανθός βγήκε από το

σπίτι, μπήκε στο SUV κι έφυγε. Ο Γιος ήταν κάπου εκεί μέσα, αλλά πού; Ίσως ν’ άκουσε το αυτοκίνητο να φεύγει, ήξερε όμως ότι ο ένας άνδρας ήταν ακόμη μες στο σπίτι; Ο Μάρκους γύρισε τα κιάλια του προς τα σκοτεινά παράθυρα, μα δεν μπορούσε να δει τίποτα. Ο Γιος θα μπορούσε να έχει βγει φυσικά από την πίσω πόρτα και να φύγει, αλλά ο Μάρκους δεν πίστευε ότι έγινε κάτι τέτοιο. Είχε το αυτί του κολλημένο στο παράθυρο – θα το είχε καταλάβει. Ο Μάρκους διαισθάνθηκε μια κίνηση και γύρισε να ξανακοιτάξει το υπνοδωμάτιο, που παρέμενε ο μοναδικός φωτισμένος χώρος του σπιτιού. Είχε, λοιπόν, δίκιο. Το κρεβάτι. Κουνιόταν. Ή μάλλον κουνιόταν το στρώμα. Σηκώθηκε από τη μία μεριά. Να τος! Είχε χωθεί ανάμεσα στα ξύλα του κρεβατιού και το μεγάλο παχύ διπλό στρώμα, στο οποίο ο Μάρκους λάτρευε να ξαπλώνει. Ευτυχώς που ο Γιος ήταν τόσο λεπτός! Αν ήταν όσο παχύς φοβόταν η μάνα του Μάρκους ότι θα γίνει ο γιος της, θα τον είχαν πάρει χαμπάρι. Προσεκτικά, ο Γιος πήγε προς τη σανίδα στο πάτωμα, τη σήκωσε και πήρε κάτι μέσα από την κόκκινη τσάντα. Ο Μάρκους ζουμάρισε να δει καλύτερα, εστίασε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Ο Σιλβέστερ τοποθέτησε την πολυθρόνα έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει την εξώπορτα και την πόρτα του κήπου. Η πόρτα του κήπου φωτιζόταν από τη λάμπα του δρόμου, αλλά έτσι κι αλλιώς μια χαρά θα το καταλάβαινε αν ερχόταν κάποιος. Είχε ακούσει πόσο δυνατός ήταν ο ήχος των βημάτων του Μπου πάνω στα χαλίκια. Μπορεί η νύχτα να ήταν μεγάλη, άρα ο Σιλβέστερ έπρεπε να βρει έναν τρόπο να μείνει ξύπνιος. Πήγε στη βιβλιοθήκη και βρήκε αυτό που έψαχνε: το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες. Άναψε ένα πορτατίφ και το τράβηξε μακριά απ’ το παράθυρο, ώστε το φως να μη φαίνεται απέξω. Άρχισε να χαζεύει τις φωτογραφίες. Έμοιαζαν με ευτυχισμένη οικογένεια. Πολύ διαφορετική απ’ τη δική του. Ίσως γι’ αυτό να είχε μανία με τις φωτογραφίες των άλλων. Του άρεσε να τις χαζεύει και να φαντάζεται πώς ήταν οι ζωές τους. Ήξερε ότι οι οικογενεια​κές φωτογραφίες δεν έλεγαν όλη την αλήθεια, έλεγαν όμως ένα μέρος της αλήθειας. Ο Σιλβέστερ κοντοστάθηκε στη φωτογραφία τριών ανθρώπων, τραβηγμένη ίσως κάποιο Πάσχα. Χαμογελαστοί,

ηλιοκαμένοι, πόζαραν μπροστά από έναν σωρό από πέτρες. Στη μέση ήταν η γυναίκα· από τις άλλες φωτογραφίες ο Σιλβέστερ υπέθεσε ότι ήταν η μητέρα. Στα αριστερά της ήταν ο πατέρας, αυτός ο Αμπ Λόφτχους. Και στα δεξιά της, ένας άνδρας με γυαλιά χωρίς σκελετό. Κάτω από τη φωτογραφία υπήρχε μια λεζάντα, γραμμένη με γυναικεία γράμματα: Ταξίδι με την τρόικα. Φωτογράφος: ο Δύτης. Ο Σιλβέστερ σήκωσε απότομα το βλέμμα του. Άκουσε κάτι; Κοίταξε την πόρτα του κήπου. Κανείς. Κι ο ήχος δεν είχε έρθει από την εξώπορτα, ούτε από την πόρτα του υπογείου. Όμως κάτι είχε αλλάξει· η πυκνότητα του αέρα, υπήρχε κάτι απτό μες στο σκοτάδι. Το σκοτάδι, πάντα το φοβόταν το σκοτάδι, έστω και λίγο. Ο πατέρας του δεν του είχε αφήσει περιθώρια. Ο Σιλβέστερ ξαναεστίασε στη φωτογραφία. Πόσο ευτυχισμένοι έδειχναν! Όλοι ξέρουμε ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε το σκοτάδι. Ο ήχος έμοιαζε λες κι είχε προέλθει από τη ζώνη του πατέρα του. Ο Σιλβέστερ κοίταξε καλά τη φωτογραφία. Ήταν ραντισμένη με αίματα κι είχε μια τρύπα που διαπερνούσε ολόκληρο το άλμπουμ. Κάτι λευκό ήρθε και προσγειώθηκε πάνω στο αίμα. Πούπουλο ήτανε; Μάλλον

προήλθε από την πλάτη της πολυθρόνας. Ο Σιλβέστερ σκέφτηκε ότι μάλλον ήταν σε σοκ. Γιατί δεν ένιωθε να πονάει. Όχι ακόμη. Κοίταξε το πιστόλι του, που του είχε γλιστρήσει από το χέρι και βρισκόταν τώρα στο πάτωμα, μακριά του. Περίμενε και τον επόμενο πυροβολισμό, μα δεν έγινε τίποτα. Ίσως ο τύπος να νόμιζε ότι τον είχε σκοτώσει ήδη. Που σημαίνει ότι είχε ακόμη ελπίδες, φτάνει να μην καταλάβαινε ο άλλος ότι ήταν ζωντανός. Ο Σιλβέστερ έκλεισε τα μάτια του κι άκουσε το αγόρι να τον πλησιάζει. Κράτησε την ανάσα του. Ένιωσε ένα χέρι πάνω στο στέρνο του, να ψάχνει το σακάκι, να βρίσκει το πορτοφόλι του και την άδεια οδήγησης, να τα παίρνει. Δυο μπράτσα τον άρπαξαν από τη μέση, τον έβγαλαν από την πολυθρόνα και τον κρέμασαν στον ώμο του αγοριού. Το αγόρι άρχισε να περπατάει. Πρέπει να ήταν πολύ δυνατό. Άκουσε τον ήχο μιας πόρτας που άνοιγε, ενός διακόπτη που άναβε, βήματα που τρέκλιζαν να κατεβαίνουν μια σκάλα. Φρέσκος αέρας. Τον κουβαλούσε στο υπόγειο. Είχαν φτάσει κάτω τώρα. Ένας ήχος σαν βεντούζες που ξεκολλούσαν. Κι ύστερα ο Σιλβέστερ ένιωσε ότι έπεφτε, αλλά προσγειώθηκε πολύ πιο ελαφρά απ’ ό,τι φοβόταν. Ένιωσε

πίεση στ’ αυτιά του και ξαφνικά το σκοτάδι έγινε πιο πηχτό. Άνοιξε τα μάτια του. Δεν έβλεπε τίποτα. Βρισκόταν μέσα σε κάποιου είδους κουτί. Μη φοβάσαι το σκοτάδι. Δεν υπάρχουν τέρατα. Άκουσε βήματα να πηγαίνουν μια εδώ, μια εκεί, μέχρι που απομακρύνθηκαν. Η πόρτα του υπογείου έκλεισε. Ήταν μόνος του. Το αγόρι δεν είχε καταλάβει τίποτα. Τώρα έπρεπε απλώς να παραμείνει ήρεμος· όχι βιασύνες! Να περιμένει μέχρι το αγόρι να πάει για ύπνο κι ύστερα να το σκάσει. Ή να πάρει τηλέφωνο τον Μπου και να του πει να έρθει με τους μάγκες του να ξεκάνουν το αγόρι. Το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ότι δεν πονούσε πολύ, ένιωθε μόνο καυτό αίμα να κυλάει στο χέρι του. Και κρύωνε. Κρύωνε πάρα πολύ. Ο Σιλβέστερ προσπάθησε να κουνήσει τα πόδια του, ώστε να γυρίσει και να πιάσει το κινητό του, όμως δεν μπορούσε. Τα πόδια του πρέπει να είχαν μουδιάσει. Κατάφερε να χώσει το χέρι του μέσα στο σακάκι του και να βγάλει το κινητό του. Πίεσε ένα κουμπί και η οθόνη φώτισε το σκοτάδι. Ο Σιλβέστερ σταμάτησε ν’ αναπνέει. Το τέρας βρισκόταν ακριβώς μπροστά του και τον κοιτούσε με δυο μάτια τεράστια, πάνω από ένα στόμα ανοιχτό, γεμάτο μικρά μυτερά δόντια.

Ένας βακαλάος, πολύ πιθανόν. Τυλιγμένος σε πλαστικό. Τριγύρω του υπήρχαν κι άλλες πλαστικές σακούλες, ένα κουτί με θαλασσινά Φριουνούρ, φιλέτα κοτόπουλου, χοιρινά παϊ​δ άκια, φρούτα. Η λάμψη της οθόνης αντανακλώνταν στους παγωμένους κρυστάλλους των λευκών τοιχωμάτων που τον περιτριγύριζαν. Ο Σιλβέστερ βρισκόταν μέσα σ’ έναν καταψύκτη.

Ο Μάρκους παρατήρησε το σπίτι κι άρχισε να μετράει δευτερόλεπτα. Είχε ανοίξει το παράθυρο, είχε ακούσει έναν κρότο και είχε δει μια λάμψη να έρχεται από το σαλόνι. Κι ύστερα όλα είχαν πάλι ησυχάσει. Ήταν πεπεισμένος ότι επρόκειτο για πυροβολισμό. Ποιος είχε πυροβολήσει ποιον όμως; Θεούλη μου, ας πυροβόλησε ο Γιος! Ας μην τον πυροβόλησαν! Όταν έφτασε μετρώντας τα εκατό, είδε την πόρτα του

υπνοδωματίου να ανοίγει. Σ’ ευχαριστώ, Θεούλη μου, σ’ ευχαριστώ. Ήταν εκείνος! Ο Γιος επέστρεψε το πιστόλι στον κόκκινο σάκο, έβγαλε εντελώς τη σανίδα από το πάτωμα κι άρχισε να γεμίζει τον σάκο με σακουλάκια λευκής σκόνης. Όταν τελείωσε, πέρασε τον σάκο στον ώμο και βγήκε από το δωμάτιο δίχως να σβήσει το φως. Λίγο αργότερα η εξώπορτα έκλεισε με γδούπο και ο Μάρκους είδε τον Γιο να πηγαίνει προς την πόρτα του κήπου. Σταμάτησε, κοίταξε δεξιά κι αριστερά κι ύστερα κατέβηκε τον δρόμο προς τη μεριά που ο Μάρκους τον είχε δει να πρωτοφτάνει. Ο Μάρκους γύρισε ανάσκελα και κοίταξε το ταβάνι. Ήταν ζωντανός! Είχε πυροβολήσει τους κακούς! Γιατί πρέπει να ήταν κακοί, έτσι δεν είναι; Φυσικά και ήταν. Ο Μάρκους ήταν τόσο ενθουσιασμένος, που ήξερε ότι δεν επρόκειτο να κλείσει μάτι όλη νύχτα.

Ο Σιλβέστερ άκουσε την εξώπορτα να κλείνει μ’ έναν γδούπο. Ο καταψύκτης είχε καλή μόνωση και δεν μπορούσε ν’ ακούσει πολλά πολλά, αλλά η πόρτα είχε κλείσει με τόση δύναμη, που ένιωσε τις δονήσεις από την κρούση. Επιτέλους. Το τηλέφωνό του δεν είχε φυσικά σήμα κι ο Σιλβέστερ τα είχε παρατήσει ύστερα από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να επικοινωνήσει. Ένιωθε πιο έντονα τώρα τον πόνο και την ίδια στιγμή ζαλιζόταν. Το κρύο τον κρατούσε όμως ξύπνιο. Ακούμπησε τις παλάμες του στο καπάκι κι έσπρωξε προς τα επάνω. Ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα πανικού όταν εκείνο δεν κουνήθηκε σπιθαμή. Ο Σιλβέστερ έσπρωξε πιο δυνατά. Τίποτα ακόμη. Θυμήθηκε τον ήχο της βεντούζας, των ελαστικών κουφωμάτων του καταψύκτη, πώς ξεκόλλησαν το ένα από το άλλο· ήταν ζήτημα δύναμης. Λίγη ακόμα. Πίεσε τα χέρια του στο καπάκι, βάζοντας όση δύναμη είχε και δεν είχε. Καμία υποχώρηση. Και τότε το κατάλαβε. Το αγόρι είχε κλειδώσει τον καταψύκτη. Κι αυτή τη φορά ο πανικός δεν τον τσίμπησε, τον έπνιξε. Ο Σιλβέστερ άρχισε να λαχανιάζει, αλλά προσπάθησε να μπλοκάρει την κρίση, μήπως κι ο πανικός καταλάβει το μυαλό του αφήνοντας να μπει μέσα το σκοτάδι, το πραγματικό σκοτάδι. Σκέψου! Ξέχνα τον πανικό και σκέψου

καθαρά. Τα πόδια του. Γιατί τα ξέχασε; Τα πόδια του ήταν πολύ πιο δυνατά από τα χέρια του. Σήκωνε διακόσια κιλά στο γυμναστήριο με τα πόδια· με τα χέρια μόνο εβδομήντα. Μιλάμε για μια απλή κλειδαριά καταψύκτη, ήταν φτιαγμένη ν’ αποτρέπει την κλοπή κρέατος και φρούτων κι όχι να σταματάει έναν μεγαλόσωμο, απελπισμένο άνδρα απ’ το να ξεφύγει. Υπήρχε αρκετός χώρος μεταξύ του σώματός του και της οροφής, ώστε να λυγίσει τα γόνατά του και να σπρώξει με τα πόδια το καπάκι για να… Μόνο που δεν μπορούσε να λυγίσει τα γόνατά του. Τα πόδια του δεν τον υπάκουαν. Πρώτη φορά ένιωθε τέτοιο μούδιασμα. Ξαναπροσπάθησε. Τίποτα. Ήταν λες κι είχαν αποκοπεί απ’ το υπόλοιπο σώμα του. Τσίμπησε την κνήμη του. Τσίμπησε τον μηρό του. Το μυαλό του άρχισε να παραδίδεται. Σκέψου. Όχι, μη σκέφτεσαι! Πολύ αργά. Η τρύπα στο άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Το αίμα. Η σφαίρα πρέπει να διέλυσε τoν νωτιαίο μυελό. Έτσι εξηγούνταν κι η απουσία πόνου. Ο Σιλβέστερ έφερε το χέρι του στο στομάχι. Ήταν μούσκεμα στο αίμα. Ήταν λες κι άγγιζε το σώμα κάποιου άλλου.

Ήταν παράλυτος από τη μέση και κάτω. Άρχισε να χτυπάει την οροφή του καταψύκτη με τις γροθιές του, αλλά δεν είχε νόημα, το μόνο πράγμα που άνοιγε ήταν οι πόρτες του μυαλού του. Το φράγμα που ο πατέρας του του είχε μάθει να μην ανοίγει ποτέ. Μα τώρα το φράγμα είχε ραγίσει και ο Σιλβέστερ ήξερε ότι θα πέθαινε όπως στους εφιάλτες του. Κλειδωμένος. Μόνος. Μες στο σκοτάδι.

26

«Τ

ι τέλειο πρωινό Κυριακής!» είπε η Έλσε κοιτάζοντας

έξω απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου.

«Συμφωνώ» είπε ο Σίμουν, κατεβάζοντας ταχύτητα και γυρνώντας να την κοιτάξει. Αναρωτήθηκε πόσα έβλεπε η γυναίκα του· μπορούσε άραγε να δει πόσο πράσινοι ήταν οι Κήποι του Παλατιού μετά τη χθεσινή βροχή; Μπορούσε να δει ότι περνούσαν μπροστά από τους Κήπους του Παλατιού; Ήταν ιδέα της Έλσε να επισκεφθούν την έκθεση του Σαγκάλ στο ακρωτήριο Χεβικόντεν. Ο Σίμουν είχε

συμφωνήσει· στον δρόμο για την γκαλερί έπρεπε μόνο να σταματήσουν πρώτα σ’ έναν παλιό συνάδελφο στο Σίλεμπεκ. Υπήρχαν πολλές θέσεις για παρκάρισμα στη λεωφόρο Γκάμλε Ντραμενσβάιεν. Οι παλιές βίλες και οι πολυκατοικίες έμοιαζαν άδειες λόγω διακοπών. Πού και πού καμιά σημαία κυμάτιζε στον κήπο κάποιας πρεσβείας. «Δεν θ’ αργήσω» είπε ο Σίμουν. Βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε προς το σπίτι, τη διεύθυνση του οποίου είχε βρει στο διαδίκτυο. Το επώνυμο που έψαχνε ήταν πρώτο πρώτο σε μια σειρά από κουδούνια. Χτύπησε το κουδούνι δυο φορές κι ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, όταν ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας. «Ναι;» «Γεια σας, είναι μέσα ο Φρέντρικ;» «Ε… Ποιος τον ζητεί;» «Ο Σίμουν Κέφας πείτε του». Έπεσε σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά ο Σίμουν άκουσε τα παράσιτα που έκανε το χέρι όταν κάλυψε το

μικρόφωνο του θυροτηλεφώνου. Η γυναίκα ξαναμίλησε. «Κατεβαίνει αμέσως». «ΟΚ». Ο Σίμουν περίμενε. Ήταν πολύ νωρίς για τους νορμάλ ανθρώπους κι οι μόνοι που κυκλοφορούσαν έξω τέτοια ώρα ήταν δυο άνθρωποι της ηλικίας του. Είχαν βγει την κυριακάτικη βόλτα τους, με απαρχή και προορισμό το ίδιο μέρος. Ο άνδρας φορούσε τραγιάσκα κι ένα αδιάφορο χακί παντελόνι. Έτσι ντύνεται κανείς όταν μεγαλώσει. Ο Σίμουν κοίταξε τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στο γυαλί της δρύινης ξύλινης εξώπορτας. Τουίντ τραγιάσκα και γυαλιά ηλίου. Χακί παντελόνι. Κυριακάτικη στολή. Ο Φρέντρικ αργούσε. Ο Σίμουν σκέφτηκε ότι μάλλον τον ξύπνησε. Και τη γυναίκα του επίσης· ή όποια ήταν τέλος πάντων. Γύρισε προς το αμάξι κι είδε την Έλσε να τον κοιτάζει. Της κούνησε το χέρι. Καμιά αντίδραση. Η πόρτα άνοιξε. Ο Φρέντρικ εμφανίστηκε με τζιν και κοντομάνικο. Είχε προλάβει να μπει για ένα γρήγορο ντους· τα παχιά μαλλιά του ήταν υγρά, χτενισμένα προς τα πίσω.

«Τι απροσδόκητη επίσκεψη» είπε. «Τι…» «Δεν πάμε μια βόλτα, λέω εγώ;» Ο Φρέντρικ κοίταξε το βαρύ ρολόι που είχε περασμένο στον καρπό του. «Άκου, έχω…» «Δέχτηκα επισκέψεις από τον Νέστορ και τα βαποράκια του» είπε ο Σίμουν αρκετά δυνατά, ώστε να τον ακούσει και το ζευγάρι που περνούσε από δίπλα. «Αλλά αν θες να το συζητήσουμε και πάνω, να μας ακούει και η… γυναίκα σου;» Ο Φρέντρικ κοίταξε τον Σίμουν καλά καλά. Ύστερα έκλεισε ξοπίσω του την πόρτα. Περπάτησαν στο πεζοδρόμιο. Οι σαγιονάρες του Φρέντρικ χτυπούσαν ρυθμικά την άσφαλτο και η ηχώ τους ακουγόταν ανάμεσα στους τοίχους. «Ήρθε να μου προσφέρει εκείνο το δάνειο που συζητήσαμε, Φρέντρικ. Που συζητήσαμε εμείς μόνο». «Δεν έχω μιλήσει με κανέναν Νέστορ». «Δεν χρειάζεται να κάνεις έτσι. Ξέρουμε κι οι δυο πολύ καλά ότι τον έχεις ακουστά. Από εκεί και πέρα σκασίλα μου τι

άλλο ξέρεις γι’ αυτόν». Ο Φρέντρικ σταμάτησε. «Έλα τώρα, Σίμουν, πώς ήθελες να σου βρω τέτοιο δάνειο απ’ τους πελάτες μου; Συζήτησα λοιπόν την υπόθεση με κάποιον τρίτο. Αυτό δεν ήθελες; Να είσαι ειλικρινής». Ο Σίμουν δεν απάντησε. Ο Φρέντρικ ξεφύσηξε. «Άκου, να βοηθήσω ήθελα. Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί ήταν να σου γίνει μια πρόταση που δεν μπορούσες ν’ αρνηθείς». «Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί συνέβη και είναι ότι τώρα διάφορα καθοίκια νομίζουν ότι μ’ έχουν επιτέλους στο χέρι. Επιτέλους! Γιατί μέχρι τώρα δεν είχαν τίποτα, Φρέντρικ, ακούς; Μπορεί να είχαν εσένα, αλλά όχι εμένα». Ο Φρέντρικ ακούμπησε στα κάγκελα. «Ίσως αυτό να είναι τελικά το πρόβλημά σου, Σίμουν. Ίσως γι’ αυτό δεν έκανες την καριέρα που σου άξιζε». «Επειδή δεν αγοράζομαι;» Ο Φρέντρικ χαμογέλασε. «Λόγω του χαρακτήρα σου. Δεν

είσαι διπλωμάτης. Κάθεσαι και προσβάλλεις ακόμα και τους ανθρώπους που θέλουν να σε βοηθήσουν». Ο Σίμουν κοίταξε κάτω, την παλιά εγκαταλειμμένη σιδηροδρομική γραμμή. Από την εποχή του Δυτικού Σιδηρόδρομου Βεστμπάνεν. Δεν ήξερε γιατί, αλλά τα ίχνη στο έδαφος τον έκαναν να νιώθει ενθουσιασμένος και μελαγχολικός ταυτόχρονα. «Έμαθες για την τριπλή δολοφονία στην Γκαμλεμπίεν;» «Φυσικά» είπε ο Φρέντρικ. «Οι εφημερίδες είναι γεμάτες από δαύτη. Απ’ ό,τι φαίνεται, έχει πέσει όλη η Κρίπος με τα μούτρα στην υπόθεση. Σας αφήνουν να παίξετε ακόμη μαζί τους;» «Ναι, αλλά κρατούν τα καλύτερα παιχνίδια για την πάρτη τους, ως συνήθως. Ένα από τα θύματα ήταν ο Κάλε Φάρισεν. Σου λέει τίποτα το όνομα αυτό;» «Δεν νομίζω. Αλλά, αφού δεν Ανθρωποκτονιών να βοηθήσει, εσύ τι…»

αφήνουν

το

«Γιατί ο Φάρισεν ήταν κάποτε ύποπτος για τον φόνο αυτού του κοριτσιού» είπε ο Σίμουν κι έδειξε στον Φρέντρικ μια φωτογραφία που είχε τυπώσει από τον αστυνομικό

φάκελο. Ο Φρέντρικ την πήρε στα χέρια του κι ο Σίμουν τον είδε να παρατηρεί με προσοχή το χλωμό ασιατικό πρόσωπο. Δεν χρεια​ζόταν να δεις και το υπόλοιπο σώμα για να καταλάβεις ότι το κορίτσι της φωτογραφίας ήταν νεκρό. «Τη βρήκαν σ’ έναν ακάλυπτο πολυκατοικίας. Η σκηνή είχε στηθεί έτσι ώστε να φαίνεται ότι πέθανε από υπερβολική δόση. Δεκαπέντε χρονών ήταν. Άντε, δεκάξι. Δεν είχε χαρτιά επάνω της, κι έτσι δεν βρήκαμε ποτέ ούτε ποια ήταν ούτε από πού είχε έρθει. Ούτε πώς μπήκε στη Νορβηγία. Ίσως με κάποιο φορτηγό πλοίο, λαθραία, από το Βιετνάμ. To μόνο που ανακαλύψαμε ήταν ότι ήταν έγκυος». «Για περίμενε, ναι, τη θυμάμαι την υπόθεση. Αλλά νόμιζα ότι κάποιος είχε ομολογήσει τον φόνο, όχι;» «Σωστά. Από το πουθενά μάλιστα, αφήνοντάς μας όλους άφωνους. Αυτό που θέλω να μάθω είναι το εξής: Υπήρχε κάποια σύνδεση μεταξύ του Κάλε Φάρισεν και του αγαπητού σου πελάτη Ίβερ Ίβερσεν;» Ο Φρέντρικ ανασήκωσε τους ώμους του και κοίταξε προς τη μεριά της θάλασσας. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Ο Σίμουν ακολούθησε το βλέμμα του προς το δάσος με τα κατάρτια των σκαφών που ήταν αγκυροβολημένα στη

μαρίνα. Ο όρος «σκάφος» σήμαινε πια κάτι λίγο μικρότερο από ολόκληρη φρεγάτα. «Ξέρεις ότι ο άνδρας που ομολόγησε και καταδικάστηκε για τον φόνο του κοριτσιού δραπέτευσε πρόσφατα από τη φυλακή;» Ο Φρέντρικ ξανακούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Άντε, πήγαινε να πάρεις το πρωινό σου» είπε ο Σίμουν.

Ο Σίμουν ακουμπούσε στον καμπύλο πάγκο της γκαρνταρόμπας, στην πινακοθήκη στο Χεβικόντεν. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν καμπύλα. Νεο-εξπρεσιονιστικά. Ακόμα και τα γυάλινα πάνελ που διαχώριζαν τα δωμάτια ήταν καμπύλα και πιθανόν νεο-εξπρεσιονιστικά. Κοίταξε την Έλσε. Η Έλσε κοίταζε τον Σαγκάλ. Πόσο μικρή τού φαινόταν μπροστά απ’ τους πίνακες! Μικρότερη κι απ’ τις φιγούρες του Σαγκάλ. Ίσως έφταιγαν οι καμπύλες, ίσως δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ενός δωματίου Έιμς. «Δηλαδή πήγατε να δείτε αυτό τον Φρέντρικ για να του

κάνετε αυτή και μόνο την ερώτηση;» ρώτησε η Κάρι, που στεκόταν δίπλα του. Την είχε πάρει τηλέφωνο· είκοσι λεπτά αργότερα ήταν στην πινακοθήκη. «Και τώρα λέτε ότι…» «Ότι ήξερα από πριν ότι θα μου απαντούσε αρνητικά» είπε ο Σίμουν. «Έπρεπε όμως να τον έχω μπροστά μου, να δω αν μου έλεγε ψέματα». «Το ξέρετε ότι στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να καταλάβετε αν κάποιος λέει ψέματα, ε; Μην κοιτάτε τι λένε ορισμένες σειρές στην τηλεόραση». «Ο Φρέντρικ δεν είναι οποιοσδήποτε. Τον έχω δει να λέει ψέματα, καταλαβαίνω τα σημάδια που τον προδίδουν». «Τι δηλαδή, είναι φημισμένος ψεύτης;» «Όχι. Από ανάγκη ψεύδεται, όχι επειδή το θέλει ή το προτιμά». «Μάλιστα. Κι εσείς πού το ξέρετε αυτό;» «Το έμαθα αφότου αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί σε μια μεγάλη υπόθεση μεσιτικής διαφθοράς στο ΣΔΟΕ». Η Έλσε τού φάνηκε να ψάχνει κάτι κι ο Σίμουν έβηξε για να καταλάβει η γυναίκα του πού βρισκόταν μες στον χώρο. «Δεν

ήταν εύκολο ν’ αποδειχθεί ότι έλεγε ψέματα» συνέχισε. «Ο Φρέντρικ ήταν ο μοναδικός οικονομικός εμπειρογνώμων της όλης έρευνας και μας ήταν δύσκολο να επαληθεύουμε καθετί που έλεγε. Στην αρχή ήταν μόνο μικροπράγματα και περίεργες συμπτώσεις, αλλά συνολικά ήταν πάρα πολλές οι παρασπονδίες ώστε να πρόκειται για απλή σύμπτωση. Είτε δεν μας ενημέρωσε καθόλου για κάποια πράγματα είτε μας παραπληροφόρησε. Εγώ τον μυρίστηκα πρώτος. Και σιγά σιγά έμαθα πότε έλεγε ψέματα». «Πώς το καταλάβατε;» «Απλά πράγματα. Από τη φωνή του». «Τη φωνή του;» «Όταν κάποιος λέει ψέματα, γεννιούνται μέσα του διάφορα συναισθήματα. Ο Φρέντρικ ήταν άσος στο να λέει ψέματα χρησιμοποιώντας τις σωστές λέξεις, τα σωστά επιχειρήματα, τη γλώσσα του σώματός του. Αλλά η φωνή του ήταν το συναισθηματικό του βαρόμετρο και δεν μπορούσε να την ελέγξει. Του ήταν αδύνατο ν’ ακουστεί φυσικός, ήταν λες κι άλλαζε η προφορά του όταν έλεγε ψέματα, πράγμα που άκουγε κι ο ίδιος και γνώριζε ότι τον πρόδιδε. Αν του έκανες μια σταράτη ερώτηση κι έπρεπε να δώσει μια σταράτη

απάντηση, δεν μπορούσε να ελέγξει τη φωνή του. Κι έτσι άρχισε να κουνάει το κεφάλι του, να κατανεύει ή να το κουνάει πέρα δώθε, προκειμένου ν’ απαντήσει». «Και τι έκανε όταν τον ρωτήσατε αν υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στον Κάλε Φάρισεν και τον Ίβερσεν;» «Ανασήκωσε απλώς τους ώμους του, λες και δεν είχε ιδέα». «Έλεγε όμως ψέματα;» «Ναι. Κι όταν τον ρώτησα αν ήξερε ότι ο Σόνι Λόφτχους είχε δραπετεύσει από τη φυλακή, κούνησε απλώς το κεφάλι του αρνητικά». «Δεν είναι πολύ απλοϊκό όλο αυτό;» «Ναι, όμως ο Φρέντρικ είναι ένας απλός άνθρωπος που τυχαίνει απλώς να ξέρει τον περιοδικό πίνακα καλύτερα απ’ τους περισσότερους. Άκου τι θέλω να κάνεις. Θέλω να ερευνήσεις όλες τις καταδίκες του Σόνι Λόφτχους. Δες, σε παρακαλώ, αν υπήρχαν άλλοι ύποπτοι στις υποθέσεις αυτές». Η Κάρι Άντελ κατένευσε. «Σούπερ. Δεν είχα τι να κάνω

αυτό το Σαββατοκύριακο έτσι κι αλλιώς». Ο Σίμουν χαμογέλασε. «Εκείνη η υπόθεση με το ΣΔΟΕ» είπε η Κάρι «τι σόι υπόθεση ήταν;». «Διαφθοράς» είπε ο Σίμουν. «Φοροδιαφυγή, πολλά λεφτά όμως, μεγάλα ονόματα. Όπως είχαν τα πράγματα, μπορούσαμε να έχουμε γκρεμίσει τιτάνες των επιχειρήσεων, μαζί με πολιτικούς, και να φτάσουμε ακόμα και στην κορυφή». «Η οποία ήταν;» «Ο Δίδυμος». Η Κάρι ανατρίχιασε. «Τι περίεργο παρατσούκλι». «Λιγότερο περίεργο από την ιστορία που το συνοδεύει». «Ξέρετε το πραγματικό όνομα του Δίδυμου;» Ο Σίμουν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Έχει πολλά ονόματα. Τόσο πολλά, που στην πραγματικότητα είναι ανώνυμος. Όταν ξεκίνησα στο ΣΔΟΕ, ήμουν τόσο αδαής,

που πίστευα ότι το μεγάλο ψάρι θα είναι και το πιο ορατό. Η αλήθεια είναι πως όσο πιο σημαντικός είναι κάποιος τόσο πιο αόρατος είναι. Ο Δίδυμος μου ξέφυγε επειδή ο Φρέντρικ έλεγε ψέματα». «Πιστεύετε ότι ο Φρέντρικ Άνσγκαρ μπορεί να ήταν το καρφί;» Ο Σίμουν το αρνήθηκε εμφατικά, κουνώντας το κεφάλι. «Ο Φρέντρικ δεν δούλευε καν για την αστυνομία όταν πρωτοεμφανίστηκε το καρφί. Είχε κάποιον αμελητέο ρόλο τότε, αλλά ήταν εμφανές ότι θα μπορούσε να κάνει μεγάλη ζημιά έτσι κι ανέβαινε σε υψηλά κλιμάκια. Γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ τον σταμάτησα». Η Κάρι γούρλωσε τα μάτια της. «Καρφώσατε τον Φρέντρικ Άνσγκαρ στον διοικητή της αστυνομίας;» «Όχι. Απλώς του έκανα μια προσφορά. Είτε θα έφευγε ήσυχα ήσυχα είτε θα ξερνούσα τα λίγα που ήξερα γι’ αυτόν στους αποπάνω. Πολύ πιθανόν να μην έφταναν για να τον απολύσουν ή να τον ερευνήσουν, αλλά τα φτερά θα του είχαν κοπεί όπως και να ’χε, η καριέρα του θα βάλτωνε για λίγο. Δέχτηκε να αποχωρήσει».

Μια φλέβα άρχισε να πάλλεται στο μέτωπο της Κάρι. «Δηλαδή… δηλαδή τον αφήσατε να φύγει έτσι;» «Ξεφορτωθήκαμε τη σαπίλα χωρίς ν’ αμαυρώσουμε το όνομα της αστυνομίας. Ναι, τον άφησα να φύγει. Έτσι». «Δεν γίνεται να τους αφήνετε να φεύγουν κατ’ αυτό τον τρόπο!» Η φωνή της έκρυβε θυμό. Δίκιο είχε. «Όπως είπα, ο Φρέντρικ ήταν μικρό ψάρι. Έτσι κι αλλιώς θα την είχε γλιτώσει. Δεν μπήκε καν στον κόπο να προσποιηθεί ότι ήταν μια κακή προσφορά εκ μέρους μου. Για την ακρίβεια, νιώθει ότι μου χρωστάει κι αποπάνω». Ο Σίμουν γύρισε και την κοίταξε κατάματα. Τα λόγια του είχαν σκοπό να την προκαλέσουν. Το είχε πετύχει. Και τώρα ο θυμός της έμοιαζε να έχει καταλαγιάσει. Λες κι είχε βρει ακόμα έναν λόγο να παραιτηθεί από το Σώμα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. «Ποια είναι η ιστορία πίσω από το όνομα του Δίδυμου;» Ο Σίμουν σήκωσε τους ώμους. «Νομίζω πως είχε έναν δίδυμο αδερφό. Όταν ήταν έντεκα χρονών, ονειρεύτηκε δυο

συνεχόμενα βράδια ότι σκότωνε τον αδερφό του. Και σκέφτηκε, αφού ήταν δίδυμοι, ότι κι ο αδερφός του θα είχε το ίδιο ακριβώς όνειρο. Έκτοτε ήταν θέμα χρόνου: Όποιος προλάβει πρόλαβε». Η Κάρι τον κοίταξε σαστισμένη. «Όποιος προλάβει πρόλαβε;» επανέλαβε. «Με συγχωρείς» είπε ο Σίμουν κι έτρεξε προς το μέρος της Έλσε. Η γυναίκα του παραλίγο να πέσει πάνω σ’ ένα γυάλινο χώρισμα.

Ο Φιντέλ Λάε πρώτα είδε το αμάξι κι ύστερα το άκουσε. Έτσι ήταν όλα τα νέα αμάξια: αθόρυβα. Αν ο αέρας φυσούσε απ’ τη μεριά του δρόμου, πάνω απ’ τον βάλτο και προς το κτήμα, μπορούσε ν’ ακούσει τα λάστιχα πάνω στον χωματόδρομο, την αλλαγή των ταχυτήτων ή τις στροφές που αυξάνονταν καθώς το αμάξι ανέβαινε τους λόφους. Κατά τ’ άλλα όμως, μπορούσε να βασίζεται μόνο στα μάτια του. Για τ’ αμάξια. Γιατί με τους ανθρώπους και τα ζώα άλλαζε το ζήτημα – τότε είχε το πιο γαμάτο σύστημα συναγερμού στον κόσμο. Εννέα

ντόμπερμαν πίντσερ στο κλουβί. Εφτά σκύλες που γεννούσαν κάθε χρόνο κι έφερναν εισόδημα δώδεκα χιλιάδες κορόνες – το κουτάβι. Αυτή ήταν η επίσημη δουλειά του κυνοτροφείου του: Έρχονταν πελάτες κι έπαιρναν τα κουτάβια έτοιμα, με μικροτσίπ και εγγύηση εναντίον οποιωνδήποτε μελλοντικών ελαττωμάτων, καταγεγραμμένα όλα ως καθαρόαιμα στο Μητρώο του Νορβηγικού Συλλόγου Κυνοτρόφων. Η ανεπίσημη δουλειά γινόταν μες στο δάσος, πίσω απ’ το κυνοτροφείο. Δυο σκύλες κι ένας αρσενικός. Μη καταγεγραμμένα στα μητρώα. Αργεντίνικα ντόγκο. Τα πίντσερ χεζόντουσαν πάνω τους όταν τα έβλεπαν. Εξήντα πέντε κιλά επιθετικότητας και αφοσίωσης τυλιγμένα μ’ ένα κοντό τρίχωμα χρώματος λευκού, αλμπίνο, πράγμα που εξηγούσε και γιατί τα ονόματά τους είχαν μέσα τη λέξη «φάντασμα»: Γκοστ Μασίν και Χόλι Γκοστ οι δύο σκύλες, Γκοστμπάστερ o αρσενικός. Οι αγοραστές ας ονόμαζαν τα κουτάβια τους όπως ήθελαν, χέστηκε ο Φιντέλ. Εκατόν είκοσι χιλιάρικα είχαν να τον πληρώσουν; Τότε εντάξει. Έδινες πολλά, έπαιρνες όμως ένα σκυλί απίστευτα σπάνιο, απαγορευμένο στη Νορβηγία και σε πολλές άλλες χώρες, ένα σκυλί με δολοφονικό ένστικτο. Κι επειδή οι πελάτες του δεν πολυνοιάζονταν για τις τιμές ή τη

νορβηγική νομοθεσία, ο Φιντέλ δεν είχε κανέναν λόγο να κάνει σκόντο στις τιμές του. Αντιθέτως. Γι’ αυτό και μετακόμισε την περίφραξή τους βαθιά μέσα στο δάσος φέτος, για να μην ακούγονται τα γαβγίσματά τους ως το κτήμα. Το αμάξι ερχόταν προς το κτήμα, ο δρόμος δεν οδηγούσε πουθενά αλλού. Ο Φιντέλ κατέβηκε γρήγορα στη μονίμως κλειστή πύλη του κτήματος. Όχι για να μη βγουν έξω οι σκύλοι αλλά για να μην μπουν μέσα διάφοροι επιτήδειοι. Και, μιας και οποιοσδήποτε δεν ήταν πελάτης ήταν αυτομάτως επιτήδειος, ο Φιντέλ είχε πάντα ένα Μάουζερ Μ98 κρυμμένο σ’ ένα ντουλάπι δίπλα στην πύλη. Είχε κι άλλα όπλα, πολύ πιο εξελιγμένα, στο σπίτι, αλλά το Μάουζερ μπορούσε να το δικαιολογήσει λέγοντας ότι κυνηγούσε καμιά φορά άλκες στον βάλτο. Όταν ο αέρας δεν φυσούσε από την περίφραξη με τα αργεντίνικα ντόγκο, βέβαια. Ο Φιντέλ έφτασε στην πύλη μαζί με το αμάξι. Το αυτοκίνητο είχε βαμμένο πάνω του το σήμα μιας εταιρείας ενοικιάσεων. Από τις ταχύτητες που αγκομαχούσαν, ο Φιντέλ κατάλαβε ότι ο οδηγός δεν είχε και πολύ μεγάλη εμπειρία με το εν λόγω αυτοκίνητο. Άσε που του πήρε ώρα να βρει να σβήσει τα φώτα, τους υαλοκαθαριστήρες και στο τέλος τη

μηχανή. «Όλα καλά;» ρώτησε ο Φιντέλ, παρατηρώντας τον τύπο που κατέβηκε απ’ το αμάξι. Φούτερ με κουκούλα και καφετιά παπούτσια. Πρωτευουσιάνος. Πού και πού εμφανίζονταν και τέτοιοι εδώ κάτω, δίχως ραντεβού. Σπάνια όμως. Το κτήμα του Φιντέλ δεν είχε ιστοσελίδα και οδηγίες πώς να φτάσεις, όπως άλλα κυνοτροφεία. Ο τύπος πλησίασε την πύλη. Ο Φιντέλ δεν φάνηκε να έχει όρεξη να την ανοίξει. «Ψάχνω για σκύλο». Ο Φιντέλ έσπρωξε το καπέλο του μπέιζμπολ προς τα πάνω. «Σόρι, φίλε, αλλά άδικα μπήκες στον κόπο. Δεν μιλώ με εν δυνάμει αγοραστές αν δεν έχω πρώτα τις κατάλληλες συστάσεις. Δεν γίνεται αλλιώς. Τα πίντσερ δεν είναι γι’ αγκαλιές, χρειάζονται ιδιοκτήτες που να ξέρουν πώς να τα χειρίζονται. Πάρε με τηλέφωνο τη Δευτέρα». «Δεν ψάχνω για ντόμπερμαν» είπε ο τύπος και κοίταξε πάνω από τον ώμο του Φιντέλ, πέρα απ’ το κτήμα και τα κλουβιά των νόμιμων ντόμπερμαν, προς το δάσος. «Κι οι συστάσεις μου έρχονται από τον Γκούσταβ Ρόβερ». Έτεινε μια επαγγελματική κάρτα. Ο Φιντέλ την κοίταξε. Συνεργείο Μηχανών «Ο Ρόβερ». Ρόβερ: ο τύπος με τη μοτοσικλέτα και

το χρυσό δόντι. Ο Φιντέλ θυμόταν ονόματα κι ανθρώπους γιατί δεν έβλεπε και πολλούς εδώ γύρω. Ο Ρόβερ είχε έρθει με τον Νέστορ, να πάρουν ένα αργεντίνικο ντόγκο. «Ο Ρόβερ είπε ότι τα σκυλιά σου είναι μανούλες στο να προσέχουν τις λευκορωσίδες υπηρέτριες να μην το σκάνε». Ο Φιντέλ έξυσε για λίγο την κρεατοελιά που είχε στον καρπό του. Κι ύστερα άνοιξε την πύλη. Ο τύπος δεν μπορούσε να είναι από την αστυνομία – η αστυνομία δεν είχε το δικαίωμα να σε παγιδεύσει προκαλώντας εγκλήματα όπως η πώληση παράνομων κουταβιών. Δεν θα περνούσε στο δικαστήριο. Έτσι του είχε πει τουλάχιστον ο δικηγόρος του. «Έχεις;…» Ο τύπος έγνεψε καταφατικά, έχωσε το χέρι στην τσέπη του φούτερ του κι έβγαλε έξω ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Χιλιάρικα. Ο Φιντέλ άνοιξε το ντουλάπι κι έβγαλε το Μάουζερ. «Δεν πάω ποτέ χωρίς αυτό» εξήγησε στον επισκέπτη του. «Αν γινόταν καμιά στραβή και ξέφευγε κανένα…» Τους πήρε δέκα λεπτά να φτάσουν μέχρι την περίφραξη

των ντόγκο. Τα τελευταία πέντε λεπτά άκουγαν έξαλλα κι ολοένα και πιο δυνατά γαβγίσματα. «Νομίζουν ότι έρχομαι να τα ταΐσω» είπε ο Φιντέλ, δίχως να προσθέσει «εσένα». Με το που εμφανίστηκαν οι δύο άνδρες, τα μανιώδη σκυλιά πετάχτηκαν πάνω στα συρματοπλέγματα. Ο Φιντέλ ένιωθε το έδαφος να δονείται κάθε φορά που προσγειώνονταν. Ήξερε πόσο βαθιά ήταν χωμένοι οι πάσσαλοι, ήλπιζε μόνο το βάθος αυτό να είναι αρκετό. Τα εισαγόμενα από τη Γερμανία κλουβιά είχαν μεταλλικά πατώματα –για σκυλιά τύπου τεριέ, ντάτσχουντ και μπλαντχάουντ, που ήξεραν να σκάβουν– και στέγες από κασσίτερο, που τα προφύλασσαν από τη βροχή και δεν άφηναν ούτε τα πιο δυνατά να πηδήσουν τον φράχτη. «Όταν βρίσκονται μαζί, είναι πιο επικίνδυνα» είπε ο Φιντέλ. «Μιμούνται ό,τι κάνει ο αρσενικός, ο Γκοστμπάστερ. Εκείνος εκεί, ο πιο μεγάλος». Ο πελάτης απλώς έγνεψε καταφατικά. Κοίταξε τα σκυλιά. Ο Φιντέλ ήξερε ότι ο τύπος πρέπει να φοβόταν. Φοβόταν τα

ανοιχτά σαγόνια, τις σειρές αστραφτερών, κοφτερών δοντιών πάνω στα απαλά κόκκινα ούλα. Ρε πούστη μου, μέχρι κι ο ίδιος τα φοβόταν. Μόνο όταν βρισκόταν μ’ έναν μόνο σκύλο, ιδανικά ένα από τα θηλυκά, μόνο τότε ήξερε ότι είχε το πάνω χέρι. «Στα κουτάβια πρέπει να μάθεις απ’ την αρχή ποιος έχει το πάνω χέρι και να σιγουρευτείς ότι είναι πάντα έτσι. Να θυμάσαι ότι η καλοσύνη εκλαμβάνεται ως επιείκεια και η συγχώρεση ως αδυναμία. Η κακή συμπεριφορά πρέπει να τιμωρείται. Κι αυτό είναι δική σου δουλειά. Το ’πιασες;» Ο πελάτης στράφηκε προς τον Φιντέλ. Κάτι περίεργο κι απόμακρο υπήρχε στο χαμόγελό του όταν επανέλαβε: «Είναι δική μου δουλειά να τιμωρώ την κακή συμπεριφορά». «Ακριβώς». «Γιατί είναι άδειο αυτό το κλουβί;» Ο πελάτης έδειξε έναν περιφραγμένο χώρο κοντά στα σκυλιά. «Είχα δυο αρσενικούς. Αν τους έβαζα στο ίδιο κλουβί, κάποιος απ’ τους δύο θα σκοτωνόταν». Ο Φιντέλ έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά. «Έλα να δεις τα

κουτάβια, έχουν το δικό τους κλουβί, από εδώ…» «Πριν πάμε εκεί, πες μου κάτι». «Τι;» «Δεν είναι κακή συμπεριφορά να βάζεις τον σκύλο σου να δαγκώνει ένα κορίτσι στο πρόσωπο;» Ο Φιντέλ κοκάλωσε. «Ε;» «Δεν είναι κακή συμπεριφορά να χρησιμοποιείς σκυλιά για ν’ αρπάξεις ένα κορίτσι που προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τη σκλαβιά; Δεν πρέπει να τιμωρηθείς γι’ αυτό;» «Άκου, ο σκύλος δουλεύει με το ένστικτο, δεν μπορείς να τον κατηγορείς μόνο και μόνο…» «Δεν μιλάω για τον σκύλο. Μιλάω για τους ιδιοκτήτες. Πρέπει ή δεν πρέπει να τιμωρούνται κατά τη γνώμη σου;» Ο Φιντέλ κοίταξε προσεκτικά τον πελάτη του. Λες να ήταν μπάτσος τελικά; «Αν συνέβαινε ένα τέτοιο ατύχημα, τότε…» «Πολύ αμφιβάλλω ότι ήταν ατύχημα. Ο ιδιοκτήτης έκοψε μετά τον λαιμό της μικρής και πέταξε το κορμί της στο

δάσος». Ο Φιντέλ έσφιξε το Μάουζερ στις χούφτες του. «Δεν έχω ιδέα τι λες, φίλε». «Έχω εγώ όμως. Το όνομα του ιδιοκτήτη ήταν Χιούγκο Νέστορ». «Δεν μου λες, θέλεις ή δεν θέλεις σκύλο;» Ο Φιντέλ σήκωσε την κάννη του όπλου του απ’ το χώμα, λίγα εκατοστά μόνο. «Το σκυλί το αγόρασε από σένα. Έχει αγοράσει πολλά σκυλιά από σένα. Επειδή πουλάς σκυλιά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατ’ αυτό τον τρόπο». «Τι ξέρεις εσύ από αυτά;» «Πολλά. Ήμουν δώδεκα χρόνια κλεισμένος σε κλουβί, ακούγοντας ένα σωρό ιστορίες. Ξέρεις πώς είναι να είσαι κλεισμένος σε κλουβί;» «Άκου να σου πω…» «Θα το μάθεις τώρα».

Ο Φιντέλ δεν πρόλαβε να σηκώσει το όπλο του και ο άνδρας τον είχε αρπάξει σε μια τόσο σφιχτή λαβή, πιέζοντας τα μπράτσα του τόσο πολύ πάνω στα πλευρά του, που ο αέρας βγήκε από τον κυνοτρόφο μ’ έναν συριγμό. Ούτε που καταλάβαινε τα λυσσασμένα γαβγίσματα των σκύλων καθώς ο άνδρας τον σήκωσε απ’ το έδαφος, λύγισε την πλάτη του προς τα πίσω και τον εκτόξευσε πάνω από τους ώμους. Ο Φιντέλ προσγειώ​θ ηκε με το κεφάλι και τους ώμους. Ο άνδρας δεν έχασε καιρό, πήδηξε και προσγειώθηκε πάνω του. Ο Φιντέλ προσπάθησε να πάρει ανάσα, να ελευθερωθεί. Κι ύστερα κοκάλωσε στη θέα της κάννης ενός όπλου.

Τέσσερα λεπτά αργότερα ο Φιντέλ κοιτούσε την πλάτη του άνδρα που απομακρυνόταν. Έμοιαζε σαν να περπατούσε πάνω στο νερό, έτσι όπως διέσχιζε τον βάλτο μες στην ομίχλη. Τα δάχτυλα του Φιντέλ είχαν αρπάξει το συρματόπλεγμα δίπλα στο μεγάλο λουκέτο. Ήταν κλειδωμένος μέσα στο άδειο κλουβί. Στο διπλανό κλουβί ο Γκοστμπάστερ είχε ξαπλώσει στο έδαφος και τον κοιτούσε μισοκοιμισμένος. Ο άνδρας είχε γεμίσει το μπολ του Φιντέλ

με νερό και του είχε αφήσει τέσσερα κουτιά ωμού φαγητού. Είχε πάρει το κινητό, τα κλειδιά και το πορτοφόλι του. Ο Φιντέλ άρχισε να ουρλιάζει. Οι λευκοί διάβολοι τριγύρω του ανταποκρίθηκαν με ουρλιαχτά και γαβγίσματα. Από έναν περιφραγμένο χώρο τόσο βαθιά μες στο δάσος, που κανείς δεν μπορούσε να τους δει ή να τους ακούσει. Σκατά! Ο άνδρας εξαφανίστηκε. Μια περίεργη ησυχία απλώθηκε παντού. Ένα πουλί έκρωξε κάπου. Κι ύστερα ο Φιντέλ άκουσε τις πρώτες στάλες της βροχής να πέφτουν στη λαμαρίνα πάνω από το κεφάλι του.

27

Τ

ρία πράγματα είχε στο μυαλό του ο Σίμουν όταν βγήκε

από το ασανσέρ και μπήκε στην αίθουσα του Τμήματος Ανθρωποκτονιών στις 08:08 το πρωί της Δευτέρας: ότι η Έλσε είχε πάει στο μπάνιο να ξεπλύνει τα μάτια της δίχως να ξέρει ότι ο Σίμουν την παρατηρούσε από το υπνοδωμάτιο· ότι μάλλον είχε φορτώσει στην Κάρι πάρα πολλή δουλειά για το Σαββατοκύριακο· κι ότι σιχαινόταν τη διαρρύθμιση του γραφείου, από τότε που ένας φίλος της Έλσε, αρχιτέκτονας, του είχε εξηγήσει πως ήταν μύθος ότι οι ενιαίοι χώροι γραφείων εξοικονομούσαν χώρο και χρήμα. Ο θόρυβος ήταν τόσο πολύς, που έπρεπε να κατασκευαστούν επιπλέον

αίθουσες συνεδριά​σεων και νεκρές ζώνες, κι έτσι τα όποια οφέλη θ’ αντισταθμίζονταν από το επιπρόσθετο κόστος για όλα αυτά. Πήγε γραμμή στο γραφείο της Κάρι. «Νωρίς ήρθες» της είπε. Ένα σχετικά ξενυχτισμένο πρόσωπο γύρισε και τον κοίταξε. «Καλημέρα και σε σας, Σίμουν Κέφας». «Ευχαριστώ. Τι βρήκες;» Η Κάρι έγειρε πίσω στην καρέκλα της. Παρόλο που χασμουρήθηκε, ο Σίμουν νόμισε πως διέκρινε κάποια ικανοποίη​ση χαραγμένη στο πρόσωπό της. «Έψαξα πρώτα να συνδέσω τον Ίβερσεν με τον Φάρισεν. Τζίφος. Ύστερα κοίταξα τις καταδίκες του Σόνι Λόφτχους και τους υπόλοιπους υπόπτους στις εν λόγω υποθέσεις. Ο Λόφτχους καταδικάστηκε για τον φόνο ενός άγνωστου κοριτσιού, πιθανόν από το Βιετνάμ, που πέθανε από υπερβολική δόση. Ο πρώτος ύποπτος της αστυνομίας ήταν ο Κάλε Φάρισεν. Μόνο που ο Λόφτχους ήταν ήδη μέσα για έναν άλλο φόνο. Τον φόνο του Όλιβερ Γιόβιτς, εμπόρου

ναρκωτικών, Σέρβου από το Μαυροβούνιο, που προσπαθούσε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της αγοράς μέχρι που βρέθηκε νεκρός στο πάρκο Στενσπάρκεν, μ’ ένα μπουκάλι κόκα στον λαιμό». Ο Σίμουν έκανε μια γκριμάτσα. «Του ’κοψαν τον λαιμό;» «Όχι, δεν είπα αυτό. Βρέθηκε μ’ ένα μπουκάλι κόκα μέσα στον οισοφάγο». «Στον οισοφάγο;» «Ναι, με το στόμιο προς τα κάτω. Ήταν πιο εύκολο έτσι. Του το είχαν σπρώξει τόσο βαθιά, που το πίσω μέρος ακουμπούσε τους τραπεζίτες του». «Πού το ξέρεις…» «Έχω δει τις φωτογραφίες. Το Ναρκωτικών θεώρησε ότι ήταν ένα μήνυμα προς τον ανταγωνισμό, του τύπου: “Να τι παθαίνουν όσοι πάνε να μας πάρουν τη δουλειά στην κόκα”». Σήκωσε γρήγορα το βλέμμα της προς τον Σίμουν και πρόσθεσε: «Κόκα, όπως λέμε κοκαΐνη». «Ναι, ξέρω, μην ανησυχείς».

«Η αστυνομία ξεκίνησε τις έρευνες, αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Η υπόθεση δεν έκλεισε ποτέ ουσιαστικά, αλλά δεν είχε γίνει σχεδόν τίποτα μέχρι που ο Λόφτχους συνελήφθη για τον φόνο της μικρής Βιετναμέζας. Τότε ομολόγησε και τη δολοφονία Γιόβιτς. Στην ανάκριση κατέθεσε ότι είχαν συναντηθεί με τον Γιόβιτς στο πάρκο για να κλείσουν κάτι λογαριασμούς. Ο Λόφτχους όμως δεν είχε αρκετά λεφτά κι ο Γιόβιτς τον απείλησε μ’ ένα περίστροφο. Ο Λόφτχους πετάχτηκε πάνω του και τον έριξε στο χώμα. Υποθέτω ότι η αστυνομία το θεώρησε λογικό, αφού ο Λόφτχους ήταν κάποτε παλαιστής». «Χμ». «Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι η αστυνομία βρήκε ένα αποτύπωμα στο μπουκάλι». «Και;» «Και δεν ανήκε στον Λόφτχους». «Και πώς το εξήγησε αυτό ο Λόφτχους;» «Είπε ότι βρήκε το μπουκάλι πεταμένο σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ παραδίπλα. Ότι τοξικομανείς σαν κι αυτόν

ψάχνουν συνέχεια για άδεια πεταμένα μπουκάλια, για να πάρουν τα χρήματα της επιστροφής». «Αλλά;» «Αλλά οι τοξικομανείς στην πραγματικότητα δεν μαζεύουν άδεια μπουκάλια. Παίρνει πολύ χρόνο να μαζέψεις όσα χρειά​ζεσαι για να βγάλεις χρήματα για τη δόση σου. Και η αναφορά γράφει ότι το αποτύπωμα ανήκει σε αντίχειρα κι ότι βρέθηκε στον πάτο του μπουκαλιού». Ο Σίμουν κατάλαβε πού το πήγαινε η νεαρά, αλλά δεν ήθελε να της το χαλάσει ως προπετής. «Θέλω να πω, ποιος βάζει τον αντίχειρα στον πάτο του μπουκαλιού όταν πίνει; Ενώ, αν θες να σπρώξεις το μπουκάλι στον λαιμό κάποιου…» «Και δεν νομίζεις ότι τα σκέφτηκε όλα αυτά η αστυνομία τότε;» Η Κάρι σήκωσε τους ώμους της. «Δεν πιστεύω ότι η αστυνομία δίνει την απαραίτητη προσοχή σε ξεκαθαρίσματα ναρκωλογαριασμών. Από τη στιγμή που δεν βρήκαν το αποτύπωμα στη βάση δεδομένων και αφού ύστερα από καιρό

εμφανίστηκε κάποιος κι ομολόγησε έναν φόνο που είχε παραμείνει άλυτος…» «Τότε είπαν, σας ευχαριστούμε πολύ, η υπόθεση έκλεισε, πάμε παρακάτω». «Έτσι δεν κάνετε;» Ο Σίμουν αναστέναξε. Εσείς… Στις εφημερίδες διάβαζε ότι η φήμη της αστυνομίας βελτιωνόταν κάπως μετά τα γεγονότα των τελευταίων ετών, το Σώμα όμως ήταν ελάχιστα πιο δημοφιλές από τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων, ας πούμε. Εσείς… Σκέφτηκε ότι η Κάρι Άντελ ευγνωμονούσε ήδη την καλή της τύχη που βρισκόταν με το ένα πόδι έξω από αυτό το γραφείο. «Άρα ο Σόνι Λόφτχους καταδικάστηκε για δύο φόνους για τους οποίους οι υποψίες είχαν στραφεί πρώτα στον κόσμο των ναρκωτικών. Θες να πεις ότι ο τύπος κάνει τον αποδιοπομπαίο τράγο ως επάγγελμα;» «Εσείς δεν το βλέπετε;» «Ίσως. Μα δεν βλέπω ακόμη τίποτα που να τον συνδέει με τον Φάρισεν ή την Ανιέτε Ίβερσεν».

«Υπάρχει κι ένας τρίτος φόνος» είπε η Κάρι. «Της Χιέρστι Μούρσαν». «Α, η γυναίκα του εφοπλιστή» είπε ο Σίμουν, παρόλο που η σκέψη του ήταν τώρα επικεντρωμένη στην καφετιέρα και τον καφέ. «Η υπόθεση ανήκε στην αστυνομία του Μπούσκερουντ». «Πολύ σωστά. Της είχαν πριονίσει το πάνω μέρος του κρανίου. Ο Σόνι Λόφτχους ήταν ύποπτος και γι’ αυτό τον φόνο». «Μια στιγμή, δεν γίνεται αυτό. Πρέπει να ήταν μέσα όταν δολοφονήθηκε η Μούρσαν». «Όχι, ήταν σε ημερήσια έξοδο. Στη γύρω περιοχή. Βρήκαν μάλιστα μια τρίχα του στον τόπο του εγκλήματος». «Πλάκα μού κάνεις» είπε ο Σίμουν, ξεχνώντας απότομα καφέ και καφετιέρες. «Δεν μπορεί να μην υπήρξε τίποτα για όλο αυτό στις εφημερίδες. Διαβόητος δολοφόνος συνδέεται με νέο έγκλημα – τι πιο σκανδαλιστικό από αυτό;» «Ο αξιωματικός απ’ το Μπούσκερουντ αποφάσισε να μη δημοσιοποιηθεί» είπε η Κάρι.

«Γιατί, παρακαλώ;» «Γιατί δεν ρωτάτε τον ίδιο;» Η Κάρι έδειξε έναν ψηλό γεμάτο άνδρα που τους πλησίαζε μ’ ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι. Παρά την καλοκαιρινή ζέστη, φορούσε ένα βαρύ πουλόβερ. «Χένρικ Βέστα» είπε ο άνδρας, τείνοντας το χέρι του. «Είμαι επιθεωρητής της αστυνομίας του Μπούσκερουντ, υπεύθυνος για τη διερεύνηση της δολοφονίας της Χιέρστι Μούρσαν». «Ζήτησα από τον Χένρικ να έρθει μέχρι εδώ για να συζητήσουμε» είπε η Κάρι. «Οδηγήσατε από την Ντράμεν πρωί πρωί; Σε ώρα αιχμής;» είπε ο Σίμουν και του έσφιξε το χέρι. «Σας είμαστε ευγνώμονες». «Πριν από την ώρα αιχμής» είπε ο Βέστα. «Είμαστε εδώ από τις έξι και μισή το πρωί. Νόμιζα ότι δεν είχαμε και πολλά να πούμε για την όλη υπόθεση, αλλά η συνάδελφός σας από εδώ διενεργεί πολύ εξονυχιστική έρευνα». Έγνεψε προς τη μεριά της Κάρι και κάθισε σε μια καρέκλα

απέναντί της. «Γιατί λοιπόν δεν γνωστοποιήσατε το γεγονός ότι βρήκατε την τρίχα ενός σεσημασμένου δολοφόνου στη σκηνή του εγκλήματος;» ρώτησε ο Σίμουν, κοιτάζοντας ζηλόφθονα το φλιτζάνι που ο Βέστα έφερνε τώρα στα χείλη του. «Είναι σαν να λέτε έκλεισε η υπόθεση. Η αστυνομία δεν συνηθίζει να το βουλώνει όταν τα νέα είναι καλά». «Δεν έχετε άδικο» είπε ο Βέστα. «Ειδικά όταν ο ιδιοκτήτης της τρίχας ομολόγησε τον φόνο την πρώτη φορά που τον ανακρίναμε». «Ωραία. Και τι έγινε μετά;» «Μετά… μετά ήρθε ο Λάιφ». «Ποιος είναι ο Λάιφ;» Ο Βέστα κούνησε απαλά το κεφάλι του. «Θα μπορούσα να έχω εκδώσει δελτίο Τύπου μετά την πρώτη ανάκριση, αλλά κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Κάτι στη συμπεριφορά του υπόπτου. Περίμενα λοιπόν. Και τη δεύτερη φορά που τον ανακρίναμε εκείνος απέσυρε την ομολογία του κι ισχυρίστηκε μάλιστα ότι είχε και άλλοθι. Έναν τύπο που τον λένε Λάιφ κι

οδηγεί ένα μπλε Βόλβο που έχει πάνω ένα αυτοκόλλητο Ι ♥ Drammen κι ο οποίος, σύμφωνα με τον Λόφτχους, έχει για κάποιον λόγο πρόβλημα με την καρδιά του. Έτσι κι εγώ πήρα όλες τις αντιπροσωπείες Βόλβο στην Ντράμεν και την Καρδιολογική Μονάδα του νοσοκομείου του Μπούσκερουντ». «Και;» «Ο τύπος λέγεται Λάιφ Κρούγκνας, ετών πενήντα τριών. Ζει στο Κόνερουντ, στην Ντράμεν, κι αναγνώρισε αμέσως τον ύποπτο από τη φωτογραφία που του έδειξα. Τον είχε δει σ’ έναν χώρο στάσης αυτοκινήτων, στην παλιά εθνική οδό, αυτή που πάει παράλληλα με την Ντραμενσβάιεν. Ξέρετε τι εννοώ, κάτι μέρη με παγκάκια και πάγκους όπου μπορείς να σταματήσεις και να χαρείς τη φύση. Ο Λάιφ Κρούγκνας είχε βγει μια βόλτα στη λιακάδα με το αυτοκίνητο, αλλά σταμάτησε στον χώρο στάσης και παρέμεινε εκεί για αρκετές ώρες, γιατί αισθανόταν περίεργα εξαντλημένος. Ελάχιστοι άνθρωποι περνούν από αυτό το μέρος, οι περισσότεροι προτιμούν τον νέο δρόμο, αφήστε που έχει και μια λιμνούλα τίγκα στα κουνούπια εκεί δίπλα. Εν πάση περιπτώσει, εκείνη την ώρα κάθονταν δυο τύποι σ’ ένα από τα άλλα παγκάκια. Κάθονταν απλώς αμίλητοι ώρες ολόκληρες, λες και

περίμεναν κάτι. Ύστερα ο ένας τους κοίταξε το ρολόι του και είπε ότι ήταν ώρα να πηγαίνουν. Περνώντας από το τραπέζι του Κρούγκνας, ο άλλος άνδρας έσκυψε από πάνω του, ρώτησε τ’ όνομά του και του είπε να πάει να δει έναν γιατρό, ότι είχε κάποιο πρόβλημα με την καρδιά του. Ύστερα ο πρώτος τράβηξε τον δεύτερο μακριά κι έφυγαν με το αυτοκίνητο. Ο Κρούγκνας συμπέρανε ότι επρόκειτο για κάποιον ψυχασθενή που είχε βγει, συνοδευόμενος, για βόλτα». «Μόνο που δεν μπορούσε να ξεχάσει το όλο επεισόδιο» πρόσθεσε η Κάρι. «Πήγε λοιπόν και βρήκε τον γιατρό του, κι ο γιατρός ανακάλυψε ότι είχε όντως πρόβλημα με την καρδιά του και τον έστειλε γραμμή στο νοσοκομείο. Γι’ αυτό λοιπόν ο Λάιφ Κρούγκνας θυμάται ακόμη τον άνδρα που συνάντησε τυχαία στον χώρο στάσης των αυτοκινήτων στην παλιά εθνική οδό, δίπλα στον ποταμό Ντράμεν». «Έτσι ακριβώς» είπε ο Βέστα. «Ο Λάιφ Κρούγκνας ισχυρίζεται ότι ο τύπος τού έσωσε τη ζωή. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι η ιατροδικαστική αναφορά λέει ότι η Χιέρστι Μούρσαν δολοφονήθηκε την ώρα που οι άνδρες βρίσκονταν ακόμη στον χώρο στάσης στην εθνική οδό».

Ο Σίμουν έγνεψε ότι κατάλαβε. «Και η τρίχα; Πώς λέτε ότι κατέληξε στη σκηνή του εγκλήματος;» Ο Βέστα ανασήκωσε τους ώμους του. «Τι να σας πω; Ο ύποπτος έχει άλλοθι». Ο Σίμουν συνειδητοποίησε ότι ο Βέστα δεν είχε αναφέρει ακόμη το όνομα του αγοριού. Ξερόβηξε. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, η τρίχα τοποθετήθηκε επίτηδες στη σκηνή του εγκλήματος. Κι αν ο Σόνι Λόφτχους έλαβε ημερήσια άδεια μόνο και μόνο για να φαίνεται ότι εκείνος σκότωσε τη Μούρσαν, τότε κάποιος από τους υπαλλήλους των φυλακών Στάτεν είναι μες στο κόλπο. Γι’ αυτό αποσιωπήσατε την όλη υπόθεση;» Ο Χένρικ Βέστα έσπρωξε το φλιτζάνι του πιο μέσα στο γραφείο της Κάρι. Ίσως να μην του άρεσε πια ο καφές. «Με πίεσαν να το αποσιωπήσω» είπε. «Κάποιος από τα πιο υψηλά κλιμάκια ξεκαθάρισε στο αφεντικό μου ότι καλά θα κάνω ν’ αφήσω την υπόθεση στην άκρη μέχρι να την ελέγξουν οι ίδιοι». «Θέλουν να ελέγξουν τα γεγονότα πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο» είπε η Κάρι. «Ναι, ας ελπίσουμε ότι πρόκειται μόνο γι’ αυτό» απάντησε

απαλά ο Σίμουν. «Και τότε γιατί μας τα λέτε εμάς όλα αυτά, επιθεωρητή Βέστα;» Ο Βέστα ανασήκωσε τους ώμους του. «Γιατί είναι δύσκολο να είσαι ο μόνος που ξέρει τι συνέβη. Κι όταν η Κάρι μού ανέφερε ότι δούλευε με τον Σίμουν Κέφας… Τι να πω, έχετε τη φήμη του ακέραιου ερευνητή, αυτό». Ο Σίμουν κοίταξε καλά καλά τον Βέστα. «Το ξέρετε ότι αυτό είναι συνώνυμο του “προβληματικού”, έτσι δεν είναι;» «Ναι» απάντησε εκείνος. «Δεν θέλω προβλήματα. Θέλω απλώς να μην είμαι ο μόνος που το ξέρει». «Γιατί έτσι αισθάνεστε πιο ασφαλής;» Ο Βέστα ανασήκωσε τους ώμους του για τρίτη φορά. Καθισμένος, δεν έμοιαζε τόσο ψηλός και στιβαρός όσο πριν. Και, παρά το πουλόβερ του, ο Χένρικ Βέστα έμοιαζε να κρυώνει.

Στη μακρόστενη αίθουσα συσκέψεων επικρατούσε νεκρική

σιγή. Ο Χιούγκο Νέστορ είχε το βλέμμα του καρφωμένο στην καρέκλα στο τέλος του τραπεζιού. Η ψηλή της πλάτη, ντυμένη με λευκό δέρμα βουβαλιού, ήταν γυρισμένη προς το μέρος του. Ο άνδρας που καθόταν στην καρέκλα τούς είχε ζητήσει εξηγήσεις. Ο Νέστορ σήκωσε το βλέμμα του προς τον πίνακα που κοσμούσε τον τοίχο πάνω από την καρέκλα. Η σκηνή της Σταύρωσης. Αλλόκοτη, αιματοβαμμένη, υπερβολική μέσα στον πλούτο των λεπτομερειών της. Ο εσταυρωμένος είχε δυο κέρατα στο μέτωπο και κατακόκκινα μάτια. Αν εξαιρούσε κανείς αυτά τα δυο στοιχεία, η ομοιότητα ήταν πασιφανής. Οι φήμες έλεγαν ότι ο καλλιτέχνης είχε φιλοτεχνήσει τον πίνακα αφού ο άνδρας στην ψηλή δερμάτινη καρέκλα τού είχε κόψει δύο δάχτυλα λόγω ανεξόφλητων χρεών. Αυτό με τα δάχτυλα ήταν αλήθεια, το είχε δει κι ο Νέστορ με τα ίδια του τα μάτια. Οι φήμες έλεγαν επίσης ότι ο καλλιτέχνης δεν πρόλαβε καλά καλά να εκθέσει το έργο του και δώδεκα ώρες αργότερα ο άνδρας που καθόταν στην καρέκλα το είχε αφαιρέσει, μαζί με το συκώτι του καλλιτέχνη. Ψέματα ήταν. Είχαν περάσει οκτώ

μόνο ώρες και δεν του είχαν βγάλει το συκώτι, αλλά τη σπλήνα. Κι όσο για το δέρμα βουβαλιού, ο Νέστορ δεν μπορούσε ούτε να επιβεβαιώσει ούτε να αρνηθεί ότι ο άνδρας είχε δώσει δεκατρεισήμισι χιλιάδες δολάρια για να πάρει την άδεια να κυνηγήσει και να σκοτώσει έναν λευκό βούβαλο – το ιερό ζώο των Ινδιάνων Λακότα. Τον είχε τρυπήσει με βέλη και, όταν το ζώο αρνούνταν να πεθάνει παρά τα δύο βέλη στην καρδιά του, ο άνδρας που καθόταν τώρα στην καρέκλα είχε καβαλήσει το ζώο, που ζύγιζε μισό τόνο, κι είχε χρησιμοποιήσει τους δυνατούς του μηρούς για να του στρίψει τον λαιμό. Ο Νέστορ ωστόσο δεν έβλεπε κανέναν λόγο ν’ αμφισβητήσει την αλήθεια αυτής της ιστορίας. Η διαφορά βάρους ανάμεσα στο ζώο και τον άνδρα ήταν πολύ μικρή. Ο Χιούγκο Νέστορ κατέβασε το βλέμμα του από τον πίνακα. Στην αίθουσα υπήρχαν τρεις ακόμα άνθρωποι. Ο Νέστορ ανασήκωσε επανειλημμένα τους ώμους του κι ένιωσε το πουκάμισο να κολλάει στην πλάτη του κάτω από το σακάκι του κουστουμιού του. Σπάνια ίδρωνε. Όχι μόνο επειδή απέφευγε τον ήλιο, το κακής ποιότητας μαλλί, την άσκηση, το σεξ και πολλές άλλες σωματικές προσπάθειες, αλλά επειδή, σύμφωνα με τον γιατρό του, είχε ένα ελάττωμα στον

φυσικό του θερμοστάτη, με αποτέλεσμα να μην ιδρώνει σαν τους άλλους. Οπότε ακόμα κι αν επιδιδόταν σε κάποιου είδους προσπάθεια, δεν ίδρωνε ποτέ· αντίθετα, κινδύνευε από υπερθέρμανση. Ήταν μια κληρονομική προδιάθεση που απλώς αποδείκνυε κάτι που ανέκαθεν ήξερε: ότι οι γονείς του δεν ήταν οι πραγματικοί του γονείς κι ότι τα όνειρα όπου έβλεπε τον εαυτό του ξαπλωμένο σε μια κούνια σ’ ένα μέρος που έμοιαζε με το Κίεβο της δεκαετίας του ’70 δεν ήταν απλώς όνειρα. Ήταν οι πρώτες πρώτες μνήμες που είχε από την παιδική του ηλικία. Τώρα είχε ιδρώσει όμως. Παρόλο που μετέφερε καλά νέα, είχε ιδρώσει. Ο άνδρας στην καρέκλα δεν είχε θυμώσει, δεν είχε εξοργιστεί επειδή κλάπηκαν τόσα λεφτά και ναρκωτικά από το γραφείο του Κάλε Φάρισεν. Δεν είχε ουρλιάξει πώς είναι δυνατόν να έχει εξαφανιστεί ο Σιλβέστερ. Ούτε επειδή δεν είχαν βρει ακόμη τον Σόνι Λόφτχους. Παρόλο που όλοι ήξεραν τι διακυβευόταν. Υπήρχαν τέσσερα πιθανά σενάρια και τα τρία τους ήταν άσχημα. Άσχημο σενάριο νούμερο ένα: Ο Σόνι σκότωσε την Ανιέτε Ίβερσεν, τον Κάλε και τον Σιλβέστερ και θα συνέχιζε μέχρι να σκοτώσει όλους τους συνεργάτες τους. Άσχημο σενάριο νούμερο δύο: Ο Σόνι

συλλαμβάνεται, ομολογεί και αποκαλύπτει τα ονόματα των πραγματικών δραστών στις δολοφονίες για τις οποίες έχει καταδικαστεί. Άσχημο σενάριο νούμερο τρία: Το αγόρι δεν ομολογεί, ο Ίνγκβε Μούρσαν συλλαμβάνεται για τον φόνο της συζύγου του, δεν αντέχει την πίεση και τα βγάζει όλα στη φόρα. Όταν ο Μούρσαν είχε πρωτοέρθει να τον βρει λέγοντάς του ότι ήθελε να σκοτώσει τη γυναίκα του που τον απατούσε, ο Νέστορ είχε καταλάβει ότι ο άνθρωπος έψαχνε κάποιον πληρωμένο δολοφόνο. Όμως ο Μούρσαν είχε επιμείνει ότι γούσταρε να σκοτώσει τη γυναίκα του ο ίδιος, από αυτούς ήθελε μόνο να κανονίσουν να την πληρώσει κάποιος άλλος, αφού αυτός, ως απατημένος σύζυγος, θα ήταν αμέσως ο νούμερο ένα ύποπτος. Κι όταν η τιμή είναι καλή, τα πάντα είναι προς πώληση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η τιμή καθορίστηκε στα τρία εκατομμύρια κορόνες. Ικανοποιητικός ωριαίος μισθός για ισόβια κάθειρξη, είχε πει ο Νέστορ κι ο Μούρσαν είχε συμφωνήσει. Αργότερα, όταν ο Μούρσαν τούς εξήγησε ότι ήθελε να τη δέσει και να την κοιτάζει στα μάτια καθώς της πριόνιζε το κρανίο, ο Νέστορ είχε ανατριχιάσει από τρόμο κι ενθουσιασμό. Είχαν κανονίσει τα πάντα με τον Άριλ Φρανκ: την ημερήσια άδεια του αγοριού, τον τόπο του εγκλήματος, τον έμπιστο, διεφθαρμένο και καλοπληρωμένο

δεσμοφύλακα που θα συνόδευε τον φυλακισμένο στην άδειά του – έναν μοναχικό τύπο από το Κάουπαν, που ξόδευε τα λεφτά του στις κοκαΐνες, στα χρέη και σε κάτι πουτάνες τόσο χοντρές και άσχημες, που περίμενε κανείς τα χρήματα ν’ αλλάζουν χέρια απ’ την ανάποδη. Το τέταρτο και μοναδικό καλό σενάριο ήταν πολύ απλό: να βρουν το αγόρι και να το σκοτώσουν. Δεν ήταν δύσκολο. Έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό. Παρ’ όλα αυτά, ο άνδρας μιλούσε ήρεμα, με μια φωνή βαθιά, ψιθυριστή. Αυτή η φωνή έκανε τον Νέστορ να ιδρώνει. Πίσω από την ψηλή λευκή πλάτη, η φωνή ζήτησε από τον Νέστορ μια εξήγηση. Αυτό μόνο. Μία εξήγηση. Ο Νέστορ ξερόβηξε, ελπίζοντας η φωνή του να μην προδώσει τον τρόμο που ένιωθε πάντα όταν βρισκόταν παρουσία του αφεντικού του. «Γυρίσαμε στο σπίτι να βρούμε τον Σιλβέστερ και το μόνο που βρήκαμε ήταν μια άδεια πολυθρόνα με μια τρύπα από σφαίρα στην πλάτη. Μιλήσαμε με τον άνθρωπό μας στην Τελενούρ, αλλά κανένας σταθμός βάσης δεν έχει λάβει σήμα από το κινητό του Σιλβέστερ από χτες το βράδυ. Αυτό σημαίνει είτε ότι ο Λόφτχους κατέστρεψε το τηλέφωνο είτε ότι

αυτό βρίσκεται εκτός εμβέλειας. Όπως και να ’χει, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο Σιλβέστερ να είναι πια νεκρός». Η καρέκλα στην κορυφή του τραπεζιού περιστράφηκε αργά κι εμφανίστηκε η φιγούρα του άνδρα. Το παχύ του κορμί, οι μύες που πίεζαν κάθε ραφή του κουστουμιού του, το ψηλό του μέτωπο, το παλιομοδίτικο μουστάκι, τα πυκνά φρύδια του, το παραπλανητικά απλανές του βλέμμα. Ο Χιούγκο Νέστορ προσπάθησε να συναντήσει αυτό το βλέμμα. Ο Νέστορ είχε σκοτώσει άνδρες, γυναίκες και παιδιά χωρίς ν’ αποστρέψει το βλέμμα· το αντίθετο, τους κοιτούσε ίσια στα μάτια, ήθελε να δει αν μπορούσε να δει τον φόβο του θανάτου, τη σιγουριά του επερχόμενου θανάτου, όποια επίγνωση μπορεί ν’ αποκτούσε ο μελλοθάνατος στο κατώφλι του άλλου κόσμου. Σαν εκείνη τη Λευκορωσίδα, που της είχε κόψει το λαρύγγι όταν οι άλλοι κώλωναν, κοιτάζοντας το παρακλητικό της βλέμμα. Ήταν λες κι ερεθιζόταν με αυτό το μείγμα των δικών του συναισθημάτων, την οργή που ένιωθε απέναντι στην αδυναμία και την παραίτηση του κοριτσιού και των άλλων. Λες και τον ερέθιζε το να κρατάει στα χέρια του μια ανθρώπινη ζωή και να αποφασίζει αν –ακόμα καλύτερα, πότε– θα την έσβηνε. Μπορούσε να παρατείνει τη ζωή της κατά ένα δευτερόλεπτο, και ακόμα ένα. Κι ύστερα κι άλλο. Ή

όχι. Ήταν εντελώς στο χέρι του. Κι είχε καταλάβει τότε ότι έτσι μόνο θα έφτανε αυτό που οι υπόλοιποι αποκαλούσαν σεξουαλική έκσταση, που γι’ αυτόν δεν ήταν παρά μια ήπια δυσφορία και μια αμήχανη προσπάθεια να περάσει ως «φυσιολογικός» άνθρωπος. Κάπου είχε διαβάσει ότι ένας στους εκατό ήταν ασεξουαλικός. Αυτό δεν τον έκανε ανώμαλο, τον έκανε μια εξαίρεση. Αντιθέτως, έτσι μπορούσε να συγκεντρωθεί στα πράγματα που πραγματικά άξιζαν: να χτίσει τη ζωή του, τη φήμη του, να απολαύσει τον σεβασμό και τον φόβο των άλλων δίχως να του αποσπάται η προσοχή ή να χάνει την ενέργειά του λόγω του εθισμού στο σεξ, που υποδούλωνε όλους τους άλλους. Πόσο λογικό –κι άρα φυσιολογικό– δεν ήταν αυτό; Ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος που δεν ένιωθε φόβο απέναντι στον θάνατο· μόνο περιέργεια. Και, συν τοις άλλοις, είχε καλά νέα να πει στο αφεντικό του. Μα δεν κατάφερε να αντικρίσει το βλέμμα του αφεντικού του πάνω από πέντε δευτερόλεπτα. Γιατί αυτό που αντίκρισε ήταν πιο ψυχρό και πιο κενό και από τον ίδιο τον θάνατο, την ίδια την καταστροφή. Ήταν όλεθρος. Η υπόσχεση ότι έχεις ψυχή κι ότι θα σου την έκλεβε. «Έχουμε όμως νέα για το πού μπορεί να βρίσκεται το αγόρι» είπε ο Νέστορ.

Ο μεγαλόσωμος άνδρας σήκωσε το ένα από τα παχιά του φρύδια. «Από ποιον;» «Από την Κόκο. Ένα βαποράκι που μέχρι πρότινος έμενε στο Κέντρο Ίλα». «Τον ψυχάκια με το στιλέτο, ε;» Ο Νέστορ ποτέ του δεν κατάλαβε πώς το αφεντικό του συνέλεγε τις πληροφορίες του. Δεν έβγαινε ποτέ έξω. Ο Νέστορ δεν ήξερε κανέναν που να ισχυρίζεται ότι του έχει μιλήσει, πόσο μάλλον ότι τον έχει δει. Κι όμως το αφεντικό του ήξερε τα πάντα. Ανέκαθεν ήξερε τα πάντα. Την εποχή του καρφιού αυτό δεν ήταν και τόσο εντυπωσιακό: Απ’ το καρφί το αφεντικό του μάθαινε ό,τι είχε κι ό,τι δεν είχε ειπωθεί κεκλεισμένων των αστυνομικών θυρών. Αλλά, αφότου δολοφόνησαν τον Αμπ Λόφτχους, που απειλούσε να ξεσκεπάσει την αλήθεια, το καρφί είχε σταματήσει τις διαρροές. Είχαν περάσει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια από τότε κι ο Νέστορ είχε πια αποδεχτεί ότι μάλλον δεν θα μάθαινε ποτέ την πραγματική ταυτότητα του εντός της αστυνομίας συνεργάτη τους. «Η Κόκο μάς είπε για έναν νεαρό στο κέντρο, που κυκλοφορεί με τόσα μετρητά, ώστε να πληρώσει μέχρι και το

χρέος του συγκατοίκου του» είπε ο Νέστορ μ’ έναν τόνο καλά προε​τοιμασμένο, σταθερό, κι ένα βαρύ ρ που ήλπιζε ν’ ακούγεται ανατολικοευρωπαϊκό. «Δώδεκα χιλιάδες κορόνες σε μετρητά». «Κανείς στο Ίλα δεν ξεχρεώνει για τους άλλους» είπε ο Λύκος, ένας μεγαλύτερος σε ηλικία τύπος, υπεύθυνος για το εμπόριο λευκής σαρκός. «Ακριβώς» είπε ο Νέστορ. «Μόνο που ο τυπάκος αυτός το έκανε, παρόλο που ο συγκάτοικός του τον κατηγόρησε ότι του είχε κλέψει κάτι σκουλαρίκια. Σκέφτηκα λοιπόν…» «Ότι τα χρήματα μπορεί να προήλθαν από το χρηματοκιβώτιο του Κάλε» είπε ο μεγαλόσωμος άνδρας. «Και τα σκουλαρίκια από την Ίβερσεν. Σωστά;» «Ναι. Πήγα λοιπόν και βρήκα την Κόκο και της έδειξα μια φωτογραφία του Λόφτχους και μου επιβεβαίωσε ότι ήταν αυτός. Μέχρι και τον αριθμό του δωματίου του μου είπε: 323. Το ερώτημα τώρα είναι πώς…» Ο Νέστορ πίεσε μεταξύ τους τ’ ακροδάχτυλά του και πλατάγισε τα χείλη του, λες και γευό​ταν διαφορετικά συνώνυμα του «θα τον σκοτώσουμε». «Δεν μπορούμε να μπούμε μέσα» είπε ο Λύκος. «Θα μας

πάρουν χαμπάρι. Η πόρτα είναι κλειδωμένη και υπάρχει παντού προσωπικό και κάμερες ασφαλείας». «Μπορούμε να προσλάβουμε κάποιον απ’ τους ενοίκους να κάνει τη δουλειά» είπε ο Βος, πρώην αφεντικό μιας εταιρείας ασφαλείας, που είχε απολυθεί επειδή εισήγε και μεταπουλούσε παρανόμως αναβολικά. «Δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αφήσουμε τέτοια δουλειά στα χέρια κάποιου πρεζονιού» είπε ο Λύκος. «Ο Λόφτχους όχι μόνο έχει ξεφύγει από τους δικούς μας –και καλά ικανούς– δολοφόνους, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, κατάφερε να σκοτώσει κι έναν από αυτούς». «Κι άρα τι κάνουμε;» είπε ο Νέστορ. «Στήνουμε καρτέρι έξω από το κέντρο και τον περιμένουμε; Τοποθετούμε ελεύθερο σκοπευτή στο απέναντι κτίριο; Βάζουμε φωτιά στο κτίριο και μπλοκάρουμε τις εξόδους κινδύνου;» «Χιούγκο, δεν είναι ώρα για αστεία» είπε ο Βος. «Το ξέρεις ότι δεν αστειεύομαι ποτέ». Ο Νέστορ ένιωσε το πρόσωπό του να ζεσταίνεται. Να ζεσταίνεται χωρίς να ιδρώνει. «Αν δεν τον βρούμε πριν τον πιάσει η αστυνομία…»

«Καλή ιδέα». Οι δύο λέξεις προφέρθηκαν τόσο απαλά, ίσα ίσα που ακούστηκαν. Κι όμως· έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία. Σιωπή. «Τι είναι καλή ιδέα;» ρώτησε κάποια στιγμή ο Νέστορ. «Να μην τον πιάσουμε πριν τον συλλάβει η αστυνομία» είπε ο γιγαντόσωμος άνδρας. Ο Νέστορ κοίταξε τριγύρω στην αίθουσα, για να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν ο μόνος που δεν καταλάβαινε. Μετά ρώτησε: «Τι εννοείτε;». «Αυτό ακριβώς που είπα» ψιθύρισε ο άνδρας, χαμογελώντας απαλά και γυρνώντας να κοιτάξει τον μοναδικό άνθρωπο που δεν είχε αρθρώσει τόση ώρα λέξη. «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, σωστά;» «Καταλαβαίνω» απάντησε ο άνδρας. «Το αγόρι θα επιστρέψει στη Στάτεν κι ίσως τελικά αυτοκτονήσει. Όπως ο πατέρας του, ας πούμε». «Ακριβώς».

«Θα αφήσω να διαρρεύσει η πληροφορία για το πού βρίσκεται το αγόρι» είπε ο άνδρας, σηκώνοντας το πιγούνι του και ξεκολλώντας το δέρμα του αυχένα του από τον γιακά της πράσινης στολής του. «Δεν θα χρειαστεί. Την αστυνομία θα την αναλάβω εγώ» είπε ο γιγαντόσωμος άνδρας. «Εσείς;» είπε ο Άριλ Φρανκ ξαφνιασμένος. Ο άνδρας γύρισε την καρέκλα του κι απευθύνθηκε σ’ όλο το ακροατήριο. «Και ο αυτόπτης μάρτυρας στην Ντράμεν;» «Είναι στο νοσοκομείο, στο καρδιολογικό» άκουσε μια φωνή να λέει ο Χιούγκο Νέστορ, ενώ εκείνος χάζευε και πάλι τον πίνακα. «Και τι θα κάνουμε γι’ αυτό;» Συνέχισε να χαζεύει. «Ό,τι πρέπει να γίνει» απάντησε η μπάσα φωνή. Ο Χιούγκο Νέστορ συνέχιζε να χαζεύει τον Δίδυμο, που κρεμόταν από τον σταυρό.

Απαγχονισμός. Η Μάρτα καθόταν στη σοφίτα. Χαζεύοντας την κεντρική δοκό. Είχε πει στους συναδέλφους της ότι ήθελε τάχα να ελέγξει ότι η αρχειοθέτηση είχε γίνει σωστά. Σίγουρα ήταν· ούτε που την ένοιαζε. Τίποτα δεν την ένοιαζε, εδώ που τα λέμε, τώρα τελευταία. Το μόνο που έκανε ήταν να σκέφτεται τον Στιγκ όλη την ώρα. Τι μπανάλ! Τι τραγικό. Ήταν ερωτευμένη. Πάντα νόμιζε ότι δεν είχε αντοχές για δυνατά συναισθήματα. Είχε ενθουσιαστεί στο παρελθόν, φυσικά, πολλές φορές. Ποτέ όμως κατ’ αυτό τον τρόπο. Όλοι οι άλλοι ήταν απλώς ένα γαργαλητό στο στομάχι, ένα συναρπαστικό παιχνίδι, όξυνση των αισθήσεων, ζέστη στα μάγουλα. Αυτό όμως… ήταν αρρώστια. Είχε μπει στο σώμα της και είχε κατακυριεύσει κάθε της σκέψη, κάθε της πράξη. Ερωτοχτυπημένη. Χτυπημένη από έρωτα, σαν από κάποια ασθένεια. Υπερβολικά εύστοχη έκφραση. Υπερβολικά έντονο το συναίσθημα. Ανεπιθύμητο. Καταστροφικό.

Η γυναίκα που είχε κρεμαστεί στη σοφίτα άραγε να είχε νιώσει κι αυτή έτσι; Είχε κι αυτή ερωτευτεί έναν άνδρα που ήξερε, στα μύχια της καρδιάς της, ότι ήταν λάθος; Και μήπως είχε κι αυτή τυφλωθεί τόσο πολύ από τον έρωτα, που είχε αρχίσει να αναρωτιέται τι ήταν λάθος, τι σωστό, προσπαθώντας να πλάσει μια νέα ηθική, μια ηθική που θα χωρούσε αυτή την όμορφη ασθένεια; Ή μήπως το κατάλαβε κι αυτή όταν ήταν πια πολύ αργά; Την ώρα του πρωινού η Μάρτα είχε επιστρέψει στο δωμάτιο 323. Είχε ξανακοιτάξει τις σόλες των παπουτσιών. Μύριζαν απορρυπαντικό. Ποιος πλένει τις σόλες σχεδόν ολοκαίνουργιων αθλητικών παπουτσιών αν δεν έχει κάτι να κρύψει; Και γιατί είχε νιώσει τόση απελπισία, που δεν άντεξε και θέλησε ν’ ανέβει στη σοφίτα; Θεέ μου, ούτε καν τον ήθελε! Σήκωσε τα μάτια προς τη δοκό. Δεν επρόκειτο όμως να κάνει ό,τι είχε κάνει η νεκρή γυναίκα: Δεν θα τον κατέδιδε. Δεν μπορούσε. Κάποιος λόγος θα υπήρχε, κάποιος λόγος που εκείνη αγνοούσε. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Είχε ακούσει τόσο πολλά ψέματα λόγω της δουλειάς της, τόσες δικαιολογίες και τόσες παρερμηνείες της πραγματικότητας, που είχε πάψει να πιστεύει ότι οι άνθρωποι ήταν αυτό που έδειχναν. Ήξερε όμως ένα πράγμα:

Ο Στιγκ δεν ήταν ψυχρός δολοφόνος. Το ήξερε επειδή ήταν ερωτευμένη. Η Μάρτα έκρυψε το πρόσωπο μες στις παλάμες της. Ένιωσε τα δάκρυα να ξεσπούν. Το σώμα της άρχισε να τρέμει μες στη σιωπή της σοφίτας. Ήθελε να τη φιλήσει. Κι εκείνη ήθελε να τον φιλήσει. Ακόμη ήθελε να τον φιλήσει. Τώρα, εδώ, για πάντα! Να χαθεί σ’ αυτό τον τεράστιο, υπέροχο, καυτό ωκεα​νό των συναισθημάτων. Να πάρει τη δόση της, να παραδοθεί, να πατήσει το έμβολο, να νιώσει την έκσταση, να νιώσει ευγνώμων και καταραμένη συνάμα. Άκουσε κάποιον να κλαίει κι ανατρίχιασε. Koίταξε τρομοκρατημένη το γουόκι τόκι. To τρυφερό, απελπισμένο κλάμα ενός μωρού. Ήθελε να το κλείσει, αλλά δεν το έκανε. Το κλάμα ακουγόταν διαφορετικό αυτή τη φορά. Λες και το μωρό φοβόταν, λες και την καλούσε. Ήταν το ίδιο μωρό, πάντα το ίδιο μωρό. Το δικό της μωρό. Το χαμένο μωρό. Παγιδευμένο στο κενό, στην ανυπαρξία, προσπαθώντας να επιστρέψει. Και κανείς δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να το βοηθήσει. Κανείς δεν τολμούσε. Γιατί δεν ήξεραν τι ήταν κι οι άνθρωποι φοβούνται το άγνωστο. Η Μάρτα αφουγκράστηκε το κλάμα του. Oλοένα

και δυνάμωνε. Ξαφνικά, ένα δυνατό τρίξιμο και μια φωνή υστερική: «Μάρτα! Μάρτα! Μ’ ακούς;». Η Μάρτα κοκάλωσε. Τι ήταν αυτό; «Μάρτα! Κάνουν επιδρομή στο κέντρο! Είναι οπλισμένοι! Για τ’ όνομα του Θεού, πού είσαι;» Η Μάρτα άρπαξε το γουόκι τόκι και πάτησε το κουμπί της ομιλίας. «Τι συμβαίνει, Μαρία;» Το άφησε. «Είναι ντυμένοι στα μαύρα και φοράνε μάσκες, έχουν ασπίδες και όπλα και είναι πάρα πολλοί! Πρέπει να έρθεις αμέσως εδώ κάτω!» Η Μάρτα σηκώθηκε κι έτρεξε στην πόρτα. Άκουσε τα πόδια της να κουτρουβαλιάζονται στις σκάλες, δίχως να πέφτει. Τράβηξε με δύναμη την πόρτα που οδηγούσε στον διάδρομο του δεύτερου ορόφου. Είδε έναν άνδρα ντυμένο στα μαύρα να κάνει μεταβολή και να τη σημαδεύει με μια καραμπίνα. Ή πολυβόλο; Τρεις άλλοι στέκονταν μπροστά απ’ το δωμάτιο 323. Οι δύο από αυτούς κράδαιναν έναν μικρό πολιορκητικό κριό.

«Τι στο…» πήγε να πει η Μάρτα, αλλά σταμάτησε όταν ο άνδρας με το πολυβόλο μπήκε μπροστά της κι έφερε ένα δάχτυλο στο ύψος των χειλιών του, που κρύβονταν πίσω από τη μάλλινη μάσκα του. Η Μάρτα κοντοστάθηκε για μια στιγμή, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι το μόνο πράγμα που την εμπόδιζε ήταν το ηλίθιο όπλο του. «Πού είναι το ένταλμά σας; Δεν έχετε δικαίωμα να…» Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε καθώς ο κριός χτύπησε την πόρτα ακριβώς κάτω από την κλειδαριά. Ο τρίτος άνδρας την άνοιξε μια στιγμή και πέταξε μέσα κάτι που έμοιαζε με δυο χειροβομβίδες. Ύστερα οι τρεις τους έκαναν μεταβολή και κάλυψαν τ’ αυτιά τους. Θεέ μου, τι πήγαιναν;… Η λάμψη που ξέφυγε από το δωμάτιο ήταν τόσο δυνατή, που οι σκιές των αστυνομικών ζωντάνεψαν στον ήδη φωτεινό διάδρομο· τ’ αυτιά της Μάρτα άρχισαν να βουίζουν. Ύστερα μπούκαραν μες στο δωμάτιο. «Κάντε πίσω, δεσποινίς!» Οι λέξεις που ακούστηκαν πίσω από τη μάλλινη μάσκα του αστυνομικού ήταν θαμπές. Έμοιαζε να φωνάζει. Η Μάρτα απλώς στεκόταν και τον κοίταζε. Φορούσε τη μαύρη

στολή και το αλεξίσφαιρο γιλέκο της ομάδας Δέλτα. Η Μάρτα ξύπνησε κι έτρεξε πίσω στο κλιμακοστάσιο. Ακούμπησε στον τοίχο. Έψαξε τις τσέπες της. Η κάρτα ήταν ακόμη στην τσέπη του μπουφάν της· ήξερε απ’ την αρχή ότι κάποτε θα τη χρειαζόταν. Πήρε το τηλέφωνο που αναγραφόταν κάτω από τ’ όνομά του. «Παρακαλώ;» Η φωνή είναι ένα παράξενο θερμόμετρο ακριβείας. Ο Σίμουν Κέφας ακουγόταν κουρασμένος κι αγχωμένος, αλλά δίχως τον ενθουσιασμό που γεννάει η γνώση μιας εφόδου, μιας μεγάλης σύλληψης. Από την ακουστική του χώρου, επίσης, η Μάρτα κατάλαβε ότι δεν βρισκόταν στον δρόμο ούτε σε κάποιο από τα δωμάτια του Κέντρου Ίλα, αλλά σε κάποια μεγάλη ανοιχτή αίθουσα, περιστοιχισμένος από κόσμο. «Είναι εδώ» του είπε. «Εκτοξεύουν χειροβομβίδες». «Τι λέτε;» «Είμαι η Μάρτα Λίαν, από το Κέντρο Ίλα. Δεχόμαστε έφοδο από ένοπλη ομάδα κρούσης. Μας επιτίθενται».

Στη σιωπή που ακολούθησε η Μάρτα άκουσε μια φωνή να κάνει μια ανακοίνωση, ένα όνομα, «παρακαλείται να έρθει στη μετεγχειρητική μονάδα». Ο επιθεωρητής βρισκόταν στο νοσοκομείο. «Έρχομαι αμέσως» της είπε. Η Μάρτα έκλεισε το τηλέφωνο, άνοιξε την πόρτα κι επέστρεψε στον διάδρομο. Μπορούσε ν’ ακούσει τα τριξίματα από τους ασύρματους της αστυνομίας. Ο αστυνομικός έστρεψε και πάλι το όπλο πάνω της. «Ε! Τι σου είπα;» Μια μεταλλική φωνή ακούστηκε απ’ τον ασύρματο. «Τον φέρνουμε έξω τώρα». «Κάνε ό,τι θες, πυροβόλησέ με κιόλας, αλλά εγώ κάνω κουμάντο εδώ μέσα και δεν πάω πουθενά αν δεν δω το ένταλμα ερεύνης» είπε η Μάρτα και πέρασε από δίπλα του. Και τότε τους είδε να βγαίνουν από το δωμάτιο 323. Του είχαν περάσει χειροπέδες και τον συνόδευαν οι δύο αστυνομικοί. Ήταν σχεδόν γυμνός, φορώντας μόνο ένα λευκό σώβρακο, που του έπεφτε και λίγο μεγάλο. Έμοιαζε

παράξενα τρωτός. Έμοιαζε ισχνός, καταπονημένος, τελειωμένος, παρά το δυνατό του στέρνο. Ένα αιμάτινο ρυάκι έσταζε από το αυτί του. Γύρισε και την κοίταξε. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Ύστερα την προσπέρασαν κι εξαφανίστηκαν στο τέλος του διαδρόμου. Πάει, τελείωσε. Η Μάρτα αναστέναξε ανακουφισμένη.

Αφού χτύπησε δυο φορές την πόρτα, η Μπέτι έβγαλε το πασπαρτού και μπήκε στη σουίτα του ξενοδοχείου. Ως συνήθως, καθυστέρησε λίγο, ώστε αν τυχόν ο πελάτης βρισκόταν στο δωμάτιό του να έχει χρόνο ν’ αποφύγει τη δυνάμει αμήχανη συνάντησή τους. Αυτή ήταν εξάλλου η πολιτική του ξενοδοχείου Πλάζα: Το προσωπικό δεν έπρεπε να δει ή ν’ ακούσει ό,τι δεν έπρεπε να ιδωθεί ή ν’ ακουστεί. Δεν ήταν όμως η πολιτική της Μπέτι – το αντίθετο μάλιστα. Η μητέρα της ανέκαθεν την προειδοποιούσε ότι η περιέργειά

της θα την έβαζε σε μπελάδες. Και, ναι, είχε δίκιο. Σε πολλές περιπτώσεις. Ως ρεσεψιονίστ όμως η περιέργειά της αποδείχθηκε χρήσιμη. Κανείς δεν μυριζόταν τους απατεώνες καλύτερα από την Μπέτι. Είχε γίνει σχεδόν το σήμα κατατεθέν της: ν’ ανακαλύπτει απατεώνες που είχαν σκοπό να διαμείνουν, να φάνε και να πιούνε στο ξενοδοχείο τζάμπα. Κι ήταν γεμάτη πρωτοβουλίες, ποτέ δεν είχε κρύψει τις φιλοδοξίες της. Κατά την περσινή ετήσια αξιο​λ όγηση, το αφεντικό την είχε επαινέσει για την επαγρύπνηση αλλά και τη διακριτικότητά της, για την ικανότητα να υπηρετεί πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα του ξενοδοχείου. Θα πάτε μπροστά, της είχε πει, η ρεσεψιόν ήταν απλώς το πρώτο βήμα για κάποιαν σαν και του λόγου της. Η σουίτα ήταν από τις μεγαλύτερες του ξενοδοχείου, με πανοραμική θέα στο Όσλο. Είχε μπαρ, κουζίνα, κεντρικό μπάνιο και ξεχωριστό μπάνιο δίπλα στο υπνοδωμάτιο. Από εκεί ακουγόταν ο ήχος του τρεχούμενου νερού στο ντους. Σύμφωνα με το μητρώο επισκεπτών, ο ένοικος της σουίτας ονομαζόταν Φιντέλ Λάε και δεν είχε κανένα απολύτως οικονομικό πρόβλημα. Το κουστούμι που του έφερνε η Μπέτι ήταν κατασκευασμένο από τη σουηδική φίρμα Τίγκερ, αγορασμένο στην πανάκριβη οδό Μπουγκσταβάιεν και μόλις

είχε επιστρέψει με ταξί από τον ράφτη, όπου είχε σταλεί νωρίτερα για προσαρμογές από την υπηρεσία εξπρές του ίδιου του ξενοδοχείου. Τα καλοκαίρια το ξενοδοχείο συνήθως χρησιμοποιούσε γκρουμ για τη μεταφορά πραγμάτων στα δωμάτια, αλλά φέτος το καλοκαίρι η δουλειά ήταν λίγη και στα δωμάτια ανέβαιναν οι ίδιοι οι ρεσεψιονίστ. Η Μπέτι προσφέρθηκε αμέσως. Όχι επειδή είχε πραγματικούς λόγους να τον υποψιάζεται. Όταν έκανε τσεκ ιν, ο Λάε είχε πληρώσει προκαταβολικά δυο βραδιές και οι απατεώνες δεν κάνουν τέτοια πράγματα. Αλλά κάτι πάνω του έμοιαζε ψεύτικο· δεν φαινόταν ο τύπος του ανθρώπου που κλείνει τη σουίτα του τελευταίου ορόφου. Περισσότερο με άστεγο έμοιαζε ή με τύπο που μένει σε ξενώνες. Ήταν τόσο άπειρος και τόσο συγκεντρωμένος κατά την όλη διαδικασία του τσεκ ιν, που έμοιαζε να μην έχει ξαναμείνει ποτέ του σε ξενοδοχείο, λες κι είχε ακούσει μόνο πώς ήταν και δεν ήθελε να κάνει κανένα λάθος. Άσε που είχε πληρώσει τοις μετρητοίς. Η Μπέτι άνοιξε την ντουλάπα και είδε μέσα δυο καινούργια πουκάμισα και μια γραβάτα, πάλι από τα Τίγκερ, μάλλον από το ίδιο κατάστημα. Ένα ζευγάρι ολοκαίνουργια μαύρα παπούτσια στον πάτο της ντουλάπας· στην εσωτερική σόλα διάβασε το λογότυπο Vass. Κρέμασε το κουστούμι δίπλα σε μια ψηλή μαλακή βαλίτσα με ροδάκια. Σχεδόν στο

ύψος της. Είχε ξαναδεί τέτοιες βαλίτσες, τις χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά σνόουμπορντ ή σερφ. Πολύ ήθελε να την ανοίξει, αντ’ αυτού όμως την έσπρωξε με το δάχτυλο. Καμία αντίσταση, η βαλίτσα ήταν άδεια – ή, τέλος πάντων, δεν είχε μέσα σνόουμπορντ ή τίποτα τέτοιο. Δίπλα της η Μπέτι είδε το μοναδικό αντικείμενο σ’ όλη την ντουλάπα που δεν έμοιαζε καινούργιο: έναν κόκκινο αθλητικό σάκο που έγραφε επάνω Όμιλος Πάλης Όσλο. Έκλεισε την πόρτα της ντουλάπας, προχώρησε προς την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου και φώναξε προς τη μεριά του μπάνιου: «Κύριε Λάε! Με συγχωρείτε, κύριε Λάε;». Άκουσε το νερό να κλείνει και σύντομα έκανε την εμφάνισή του ένας άνδρας με βρεγμένα μαλλιά και αφρό ξυρίσματος σ’ όλο του το πρόσωπο. «Κρέμασα το κουστούμι σας στην ντουλάπα. Μου είπαν ότι έχετε ένα γράμμα που θέλετε να σταλεί με ταχυδρομείο;» «Α, ναι. Σας ευχαριστώ. Μπορείτε να περιμένετε λίγο;» Η Μπέτι πήγε προς το παράθυρο του σαλονιού και κοίταξε τη θέα προς την Όπερα και το φιόρδ του Όσλο. Οι νέοι ουρανοξύστες ήταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο,

σαν τις σανίδες ενός φράχτη. Είδε τον λόφο του Έκεμπαρ. Το κτίριο του κεντρικού ταχυδρομείου. Το δημαρχείο. Τις σιδηροδρομικές γραμμές που κατέφταναν απ’ όλη τη χώρα στον νευραλγικό κόμβο του Κεντρικού Σιδηροδρομικού Σταθμού. Πάνω στο γραφείο είδε ένα δίπλωμα οδήγησης. Δεν ήταν στο όνομα του Λάε. Δίπλα του υπήρχαν ένα ψαλίδι και μια φωτογραφία διαβατηρίου του Λάε, όπου ο πελάτης τους φορούσε τα βαριά τετράγωνα γυαλιά με τον μαύρο σκελετό που φορούσε όταν έκλεισε το δωμάτιό του. Παραδίπλα υπήρχαν δυο ολόιδιοι και προφανώς ολοκαίνουργιοι χαρτοφύλακες. Μέσα από τον ένα εξείχε η άκρη μιας πλαστικής σακούλας. Η Μπέτι γούρλωσε τα μάτια της. Το πλαστικό ήταν ματ αλλά διάφανο. Και στο εσωτερικό του είχε ίχνη από κάτι λευκό. Έκανε δυο βήματα πίσω κι έριξε μια ματιά στο μπάνιο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή κι η Μπέτι είδε την πλάτη του ενοίκου στον καθρέφτη. Είχε μια πετσέτα τυλιγμένη στη μέση του και προσπαθούσε να ξυριστεί με μεγάλη προσοχή. Αυτό σήμαινε ότι είχε λίγο χρόνο στη διάθεσή της. Προσπάθησε ν’ ανοίξει τον χαρτοφύλακα με την πλαστική σακούλα. Κλειδωμένος.

Κοίταξε τον κωδικό της κλειδαριάς. Οι τροχοί έδειχναν 0999. Κοίταξε τον άλλο χαρτοφύλακα. 1999. Είχαν κι οι δυο τον ίδιο κωδικό άραγε; Αν ναι, τότε το 1999 ήταν το πιο πιθανό. Μια χρονιά. Η γενέθλια χρονιά κάποιου ίσως. Ή το τραγούδι του Πρινς. Αλλά δεν θα ήταν κλειδωμένοι τότε. Η Μπέτι άκουσε τον ένοικο ν’ ανοίγει το νερό. Έπλενε το πρόσωπό του τώρα. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να το κάνει. Άνοιξε το καπάκι του δεύτερου χαρτοφύλακα. Και κράτησε την ανάσα της. Ήταν γεμάτος δεσμίδες χαρτονομισμάτων. Ύστερα άκουσε βήματα από το υπνοδωμάτιο, έκλεισε γρήγορα το καπάκι κι έκανε τρία βήματα προς την πόρτα του διαδρόμου, με την ψυχή στο στόμα. Ο άνδρας βγήκε από το υπνοδωμάτιο και την κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα. Κάτι όμως ήταν διαφορετικό πάνω του. Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι δεν φορούσε πια τα γυαλιά του. Ή εκείνο το ματωμένο κομμάτι χαρτί πάνω απ’ το ένα μάτι. Και τότε η Μπέτι κατάλαβε τι είχε αλλάξει: Είχε ξυρίσει τα φρύδια του. Ποιος στον άνεμο ξυρίζει τα φρύδια του; Εκτός από τον Μπομπ Γκέλντοφ στο The Wall φυσικά.

Αλλά εκείνος ήταν τρελός ή υποδυόταν τέλος πάντων τον τρελό. Μήπως ήταν κι αυτός εδώ τρελός; Όχι. Οι τρελοί δεν κουβαλάνε μαζί τους χαρτοφύλακες γεμάτους λεφτά. Νομίζουν ότι κουβαλάνε. Ο άνδρας άνοιξε το συρτάρι του γραφείου, έβγαλε έναν καφέ φάκελο και τον έδωσε στην Μπέτι. «Σας παρακαλώ, μπορείτε να το στείλετε με το σημερινό ταχυδρομείο; Είναι επείγον». «Φυσικά και μπορούμε» απάντησε εκείνη, ελπίζοντας να μην είχε διακρίνει την ταραχή της. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, Μπέτι». Εκείνη ανοιγόκλεισε σαστισμένη τα μάτια της. Μα φυσικά· τ’ όνομά της ήταν γραμμένο στο καρτελάκι της. «Καλή σας ημέρα, κύριε Λάε» είπε εκείνη χαμογελώντας κι ακούμπησε το χέρι της στο πόμολο της εξώπορτας. «Ένα λεπτό, Μπέτι…» Το χαμόγελό της πάγωσε. Την είχε δει που άνοιξε τον χαρτοφύλακα και τώρα θα…

«Ίσως… συνηθίζεται ένα κάποιο φιλοδώρημα γι’ αυτές τις υπηρεσίες;» Η Μπέτι ξεφύσηξε ανακουφισμένη. «Όχι, κύριε Λάε, μη σας απασχολεί». Μόνο αφού είχε μπει στο ασανσέρ κατάλαβε ότι ήταν κάθιδρη. Γιατί δεν μπορούσε να δαμάσει την περιέργειά της; Ούτε μπορούσε να μαρτυρήσει σε κανέναν ότι είχε χώσει τη μύτη της στα υπάρχοντα ενός πελάτη. Κι εδώ που τα λέμε, από πότε ήταν παράνομο να έχει κανείς λεφτά σε χαρτοφύλακα; Ειδικά όταν δουλεύεις για την αστυνομία. Γιατί αυτό έγραφε ως παραλήπτη του καφέ φακέλου: Γενική Διεύθυνση Αστυνομίας, Γκρενλασλάιρετ 44. Υπ’ όψιν επιθεωρητή Σίμουν Κέφας.

Ο Σίμουν Κέφας βρισκόταν μες στο δωμάτιο 323 και κοίταζε τριγύρω. «Ήρθε η Δέλτα και μπούκαρε μέσα;» ρώτησε. «Και συνέλαβε τον τύπο της κάτω κουκέτας; Τζόνι… κάτι, πώς τον

είπαμε;» «Πούμα» απάντησε η Μάρτα. «Σας κάλεσα γιατί ίσως ξέρατε…» «Όχι, δεν είχα ιδέα. Ποιος είναι ο συγκάτοικος του Τζόνι;» «Τ’ όνομά του είναι Στιγκ Μπέργκερ». «Χμ. Και πού βρίσκεται;» «Δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει. Η αστυνομία ρώτησε τους πάντες εδώ μέσα. Ακούστε, αν δεν τους στείλατε εσείς, τότε ποιος τους έστειλε; Θέλω να ξέρω». «Δεν έχω ιδέα» είπε ο Σίμουν ανοίγοντας την ντουλάπα. «Μόνο ο διοικητής μπορεί να δώσει εντολή για έφοδο της ομάδας Δέλτα, αυτόν πρέπει να ρωτήσετε. Του Στιγκ Μπέργκερ είναι αυτά τα ρούχα;» «Απ’ όσο ξέρω». Ο Σίμουν Κέφας υποψιαζόταν ότι η Μάρτα έλεγε ψέματα· ότι ήξερε πολύ καλά ότι τα ρούχα ήταν δικά του. Πήρε στα χέρια του ένα ζευγάρι μπλε αθλητικά παπούτσια από τον πάτο της ντουλάπας. Νούμερο 43. Τα έβαλε πάλι στη θέση

τους, έκλεισε την ντουλάπα κι ύστερα είδε τη φωτογραφία που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο δίπλα της. Όσες αμφιβολίες και να είχε προηγουμένως, εξαφανίστηκαν μεμιάς. «Το όνομά του είναι Σόνι Λόφτχους» είπε. «Τι;» «Ο δεύτερος ένοικος του δωματίου. Το όνομά του είναι Σόνι κι αυτός εδώ στη φωτογραφία είναι ο πατέρας του, ο Αμπ Λόφτχους. Ήταν αστυνομικός. Ο γιος του έγινε φονιάς. Μέχρι τώρα είχε σκοτώσει έξι ανθρώπους. Μπορείτε κάλλιστα να διαμαρτυρηθείτε στον διοικητή της αστυνομίας, αλλά νομίζω ότι η αντίδρασή του ήταν σχετικά δικαιολογημένη». Είδε το πρόσωπό της να κοκαλώνει και τις κόρες των ματιών της να συστέλλονται, λες κι έπεσε άξαφνα επάνω τους πολύ δυνατό φως. Τα μάτια τους είχαν σίγουρα δει πολλά στο κέντρο, μα ήταν άλλο πράγμα να μαθαίνεις ότι είχες δώσει καταφύγιο σ’ έναν μαζικό δολοφόνο. Ο Κέφας κάθισε ανακούρκουδα· κάτι υπήρχε κάτω από το κρεβάτι. Το τράβηξε έξω.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Μάρτα. «Oβίδα κρότου – λάμψης» είπε εκείνος, δείχνοντας το λαδί αντικείμενο που έμοιαζε με τα λαστιχένια καλύμματα του τιμονιού ενός ποδηλάτου. «Δημιουργεί μια ισχυρότατη λάμψη κι έναν κρότο γύρω στα 170 ντεσιμπέλ. Δεν είναι επικίνδυνη, αλλά σε αφήνει τυφλό, κουφό, τόσο ζαλισμένο και αποπροσανατολισμένο για λίγα δευτερόλεπτα, ώστε η Δέλτα να έχει χρόνο και να μπει μέσα για να κάνει τη δουλειά της. Μόνο που σ’ αυτήν εδώ δεν έβγαλαν ποτέ την περόνη, κι έτσι δεν έσκασε. Έτσι είναι αυτά, οι άνθρωποι κάνουν λάθη υπό πίεση. Δεν συμφωνείτε;» Κοίταξε μια τα αθλητικά παπούτσια και μια τη Μάρτα. Αλλά, όταν συνάντησε το βλέμμα της, το δικό της ήταν σταθερό, αποφασισμένο. Και άδειο. «Πρέπει να επιστρέψω στο νοσοκομείο» είπε ο Σίμουν Κέφας. «Θα με πάρετε τηλέφωνο αν επιστρέψει;» «Πάσχετε από κάτι;» «Πολύ πιθανόν, μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση η ασθενής είναι η γυναίκα μου. Τυφλώνεται, βλέπετε».

Κοίταξε τα χέρια του. Σαν εμένα, μπήκε στον πειρασμό να πει.

28

Ο

Χιούγκο Νέστορ αγαπούσε το Βερμόντ. Ήταν ένα από

τα ελάχιστα μπαρ-εστιατόρια-κλαμπ που κατάφερνε να είναι τέλειο και στα τρία. Η πελατεία ήταν όμορφη και πλούσια· άσχημη και πλούσια· όμορφη και φτωχή: ένα μείγμα διασημοτήτων, ημιεπιτυχημένων χρηματιστών και νυχτόβιων βολταδόρων της βιομηχανίας του θεάματος και της νύχτας. Συν μια καλή δόση επιτυχημένων εγκληματιών. Τη δεκαετία του ’90 η συμμορία Τβάιτα κι όσοι ήσαν μπλεγμένοι σε ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και ληστείες τραπεζών και ταχυδρομείων έρχονταν στο Βερμόντ κι αγόραζαν τεράστια μπουκάλια Ντομ Περινιόν και την κατανάλωναν στα πριβέ

τραπέζια τους, παρέα με στριπτιζέζ από την Κοπεγχάγη, αποκλειστικά αφιχθείσες για έναν γρήγορο πριβέ χορό. Βλέπεις, στις νορβηγίδες στριπτιζέζ τότε έλειπε η φινέτσα… Χρησιμοποιούσαν καλαμάκια για να φυσήξουν κοκαΐνη κατευθείαν μέσα στις διάφορες σωματικές οπές των κοριτσιών, πριν τη σνιφάρουν οι ίδιοι, ενώ οι σερβιτόροι τούς έφερναν στρείδια, μαύρες τρούφες από το Περιγκόρ και φουαγκρά από χήνες που είχαν ζήσει ζωή και κότα, σαν τη δικιά τους. Με λίγα λόγια, το Βερμόντ είχε στιλ και είχε και παράδοση. Κι ο Χιούγκο Νέστορ μπορούσε να κάθεται κάθε βράδυ με τα φιλαράκια του στο ιδιωτικό τους τραπέζι και να χαζεύει ανενόχλητος τον κόσμο απέξω να πηγαίνει κατά διαόλου. Έκλειναν δουλειές εκεί μέσα· χρηματιστές και τραπεζίτες τα έλεγαν με εγκληματίες κι οι αστυνομικοί θαμώνες ούτε που νοιάζονταν. Συνεπώς, το αίτημα του ανθρώπου που είχε καθίσει στο τραπέζι τους δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο. Ο άνδρας είχε μπει στο Βερμόντ, είχε ρίξει μια ματιά τριγύρω και, διακρίνοντάς τους ανάμεσα στο πλήθος, είχε έρθει κατευθείαν στο τραπέζι τους. Τον σταμάτησε όμως ο Μπου, όταν προσπάθησε να περάσει πάνω από το κόκκινο κορδόνι που διαχώριζε την περιοχή τους από το υπόλοιπο εστιατόριο. Αντάλλαξαν μερικές κουβέντες κι ύστερα ο Μπου πλησίασε

τον Νέστορ και ψιθύρισε: «Θέλει ένα κορίτσι από την Ασία. Για έναν πελάτη του, λέει, που πληρώνει όσο όσο». Ο Νέστορ έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω κι ήπιε λίγη σαμπάνια. Είχε υιοθετήσει μια ρήση του Δίδυμου που του άρεσε πολύ: Money can buy you champagne. Τα λεφτά αγοράζουν σαμπάνιες. «Σου μοιάζει για μπάτσος;» «Όχι». «Ούτε εμένα. Φέρ’ του μια καρέκλα». Ο τύπος φορούσε ακριβό κουστούμι, φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο και γραβάτα. Δυο αχνά φρύδια πάνω από ένα ζευγάρι διακεκριμένα γυαλιά, κάποιας αποκλειστικής μάρκας. Όχι, λάθος. Δεν είχε φρύδια. «Τη θέλω κάτω από είκοσι». «Δεν έχω ιδέα για τι μιλάτε» είπε ο Νέστορ. «Τι ακριβώς θέλετε;» «Ο πελάτης μου είναι φίλος του Ίβερ Ίβερσεν».

Ο Χιούγκο Νέστορ τον κοίταξε προσεκτικά. Ούτε βλεφαρίδες είχε. Ίσως έπασχε από καθολική αλωπεκία, όπως ο αδερφός του –ο υποτιθέμενος αδερφός του– που δεν είχε τρίχα για τρίχα στο σώμα του. Τότε τα μαλλιά στο κεφάλι του πρέπει να ήταν περούκα. «Ο πελάτης μου είναι εφοπλιστής. Πληρώνει μετρητά και σε ηρωίνη που έρχεται με τα πλοία. Ξέρετε πολύ καλά τι σημαίνει αυτό ως προς την καθαρότητά της». Λιγότερες κοψίματα.

στάσεις,

λιγότεροι

μεσάζοντες,

λιγότερα

«Για να πάρω τον Ίβερσεν τηλέφωνο» είπε ο Νέστορ. Ο τύπος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ο πελάτης μου θέλει πλήρη εχεμύθεια. Κανείς δεν πρέπει να το ξέρει, ούτε ο Ίβερσεν ούτε κανείς. Αν ο Ίβερσεν είναι αρκετά ηλίθιος ώστε να λέει στους φίλους του τι κάνει, αυτό είναι δικό του πρόβλημα». Πιθανόν και δικό μας, σκέφτηκε ο Νέστορ. Ποιος ήταν αυτός ο τύπος; Δεν έμοιαζε με τσιράκι. Προστατευόμενος ίσως; Ο φερέγγυος οικογενειακός δικηγόρος;

«Καταλαβαίνω, φυσικά, ότι ένα τέτοιο άμεσο αίτημα από κάποιον που δεν γνωρίζετε χρειάζεται έξτρα διασφάλιση της συναλλαγής. Ο πελάτης μου κι εγώ, λοιπόν, σας προτείνουμε μια προκαταβολή, για να σας δείξουμε ότι δεν αστειευόμαστε. Τι λέτε;» «Τετρακόσιες χιλιάδες, αυτό λέω» είπε ο Νέστορ. «Έτσι μου ήρθε, από το πουθενά. Ακόμη δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάτε». «Φυσικά και όχι» είπε ο τύπος. «Έγινε». «Πότε;» «Απόψε». «Απόψε;» «Φεύγω απ’ το Όσλο αύριο το πρωί, πετάω για Λονδίνο. Τα λεφτά είναι στη σουίτα μου στο Πλάζα». Ο Νέστορ αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Μπου. Ύστερα άδειασε όλο το ποτήρι της σαμπάνιας με μια γουλιά. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ όσα μου λέτε, κύριε. Εκτός αν εννοείτε ότι θέλετε να μας καλέσετε στη σουίτα σας για

ένα ποτό». Ο τύπος χαμογέλασε πλατιά. «Αυτό ακριβώς εννοώ».

Έκαναν φύλλο και φτερό τον τύπο τη στιγμή που έφτασαν στο πάρκινγκ. Ο Μπου τον κρατούσε κι ο Νέστορ έψαχνε για όπλα ή μικρόφωνα. Ο τύπος δεν αντιστάθηκε. Ήταν εντελώς καθαρός. Ο Μπου οδήγησε τη λιμουζίνα στο Πλάζα και περπάτησαν από το γκαράζ πίσω από το Σπέκτρουμ μέχρι τον γυάλινο πύργο του ξενοδοχείου. Πήραν το εξωτερικό ασανσέρ κι ο Νέστορ κοίταξε τριγύρω την πόλη, σκεφτόμενος το μεταφορικό νόημα της όλης σκηνής – όσο αυτός ανέβαινε τόσο ο κόσμος εκεί κάτω γινόταν ολοένα και πιο μηδαμινός. Ο Μπου έβγαλε το πιστόλι του καθώς ο άνδρας άνοιξε την πόρτα της σουίτας του. Δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος να περιμένουν ενέδρα: Ο Νέστορ δεν είχε εν ζωή εχθρούς. Ούτε άλυτες διαφωνίες με την αγορά. Η αστυνομία μπορούσε να τον συλλάβει αν ήθελε, μα δεν είχε

τίποτα εναντίον του. Κι όμως· ένιωθε μια ανησυχία που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Θεώρησε ότι ήταν αποκύημα της επαγγελματικής του επαγρύπνησης κι αποφάσισε να μη χαλαρώσει, κάτι που πολλοί συνάδελφοί του έπρεπε να μάθουν. Ο Νέστορ δεν είχε φτάσει εκεί που είχε φτάσει για το τίποτα. Η σουίτα ήταν μια χαρά. Υπέροχη θέα, αυτό να λέγεται. Ο τύπος είχε ακουμπήσει δυο χαρτοφύλακες στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ενώ ο Μπου πήγε να ελέγξει τα υπόλοιπα δωμάτια, ο τύπος πήγε πίσω από το μπαρ κι άρχισε να ετοιμάζει ποτά. «Παρακαλώ» είπε, δείχνοντας με το χέρι του τους δύο χαρτοφύλακες. Ο Νέστορ κάθισε στο τραπεζάκι κι άνοιξε το καπάκι του ενός, ύστερα του άλλου. Εδώ υπήρχαν παραπάνω από τετρακόσια χιλιάρικα. Σίγουρα. «Σας πειράζει ν’ ανοίξω την τηλεόραση;» ρώτησε ο Νέστορ, παίρνοντας στο χέρι το τηλεκοντρόλ. «Καθόλου, παρακαλώ» είπε ο τύπος. Δεν έμοιαζε και πολύ άνετος έτσι όπως ετοίμαζε τα ποτά. Τουλάχιστον ήξερε να

κόψει λίγο λεμόνι για τα τρία τζιν με τόνικ. Ο Νέστορ πάτησε το κουμπί της συνδρομητικής τηλεόρασης, πέρασε τα παιδικά και τα οικογενειακά κανάλια, έφτασε στα κανάλια με πορνό και δυνάμωσε τον ήχο. Σηκώθηκε και πλησίασε το μπαρ. «Είναι δεκάξι χρονών και θα σας έρθει στο πάρκινγκ της πισίνας του Ινγκίερστραν αύριο τα μεσάνυχτα. Θα παρκάρετε στη μέση ακριβώς του πάρκινγκ και θα παραμείνετε στο αυτοκίνητο. Ένας από τους άνδρες μου θα έρθει, θα μπει στο αμάξι σας και θα μετρήσει τα χρήματα. Θα τα πάρει μαζί του και τότε ένας άλλος θα σας φέρει το κορίτσι. Κατανοητό;» Ο τύπος κατένευσε. Αυτό που ο Νέστορ δεν εξήγησε –γιατί δεν χρειαζόταν– ήταν ότι το κορίτσι δεν θα ερχόταν με το αμάξι που θα παραλάμβανε τα χρήματα. Πρώτα θα έφευγαν τα χρήματα κι ύστερα θα ερχόταν το κορίτσι. Με άλλο αμάξι. Όπως ακριβώς και σε μια συναλλαγή με ναρκωτικά. «Και τα λεφτά;» «Άλλα τετρακόσια χιλιάρικα» είπε ο Νέστορ.

«Εντάξει». Ο Μπου βγήκε από το υπνοδωμάτιο και σταμάτησε να χαζέψει την οθόνη. Του άρεσε. Στους περισσότερους ανθρώπους άρεσε. Ο Νέστορ έβρισκε το πορνό χρήσιμο μόνο και μόνο επειδή του πρόσφερε ένα προβλέψιμο και ομοιόμορφο ηχητικό χαλί που καθιστούσε αδύνατη την παρακολούθηση ενός χώρου. «Στην πισίνα του Ινγκίερστραν αύριο τα μεσάνυχτα» επανέλαβε ο Νέστορ. «Ας πιούμε στην υγειά μας λοιπόν» είπε ο τύπος, κρατώντας δυο ποτήρια. «Ευχαριστώ, αλλά εγώ οδηγώ» είπε ο Μπου. «Μα φυσικά» γέλασε ο τύπος και χτύπησε απαλά το μέτωπό του. «Κόκα κόλα;» Ο Μπου ανασήκωσε τους ώμους του κι ο τύπος άνοιξε ένα κουτάκι κόκα κόλα, το άδειασε σ’ ένα ποτήρι κι έβαλε μέσα άλλη μια καινούργια φέτα λεμόνι. Είπαν «στην υγειά σας» και κάθισαν στο τραπέζι. Ο Νέστορ έκανε νόημα στον Μπου, κι αυτός πήρε την πρώτη δεσμίδα

χαρτονομισμάτων κι άρχισε να μετράει φωναχτά. Είχε φέρει απ’ τη λιμουζίνα μια τσάντα, για να βάλουν μέσα τα χρήματα. Δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ τις τσάντες των πελατών τους. Ενδεχομένως να είχαν αισθητήρες που μπορούσαν να εντοπίσουν τη μετακίνηση των χρημάτων. Μόνο όταν άκουσε τον Μπου να κάνει λάθος στο μέτρημα κατάλαβε ο Νέστορ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήξερε όμως τι. Κοίταξε τριγύρω. Άλλαξαν οι τοίχοι χρώμα; Κοίταξε το άδειο του ποτήρι. Το άδειο ποτήρι του Μπου. Και το ποτήρι του – μάλλον– δικηγόρου. «Γιατί δεν έχει λεμόνι το ποτό σου;» ρώτησε ο Νέστορ. Η φωνή του ακούστηκε σαν από πολύ μακριά. Το ίδιο κι η απάντηση. «Έχω δυσανεξία στα εσπεριδοειδή». Ο Μπου είχε σταματήσει το μέτρημα· το κεφάλι του είχε προσγειωθεί πάνω στα χαρτονομίσματα. «Μας νάρκωσες!» είπε ο Νέστορ και έκανε να φτάσει το μαχαίρι που είχε πάντα στην κνήμη του. Πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ότι έψαχνε στο λάθος πόδι, πριν δει το επιδαπέδιο φωτιστικό να έρχεται καταπάνω του. Κι ύστερα, σκοτάδι.

Στον Χιούγκο Νέστορ πάντα άρεσε η μουσική. Και δεν μιλάμε τώρα για όποια κι όποια μουσική, αυτή τη φασαρία, τις παιδαριώδεις αρμονίες που αρέσουν στον κοσμάκη· μιλάμε για μουσική για ενήλικες, σκεπτόμενους ανθρώπους. Ρίχαρντ Βάγκνερ. Χρωματικές κλίμακες. Δώδεκα ημιτόνια με αναλογία συχνοτήτων βασισμένη στη δωδέκατη ρίζα του δύο. Καθαρά μαθηματικά, αμιγείς αρμονίες, γερμανική τάξη. Ο ήχος που έφτανε στ’ αυτιά του όμως τώρα ήταν το αντίθετο της μουσικής. H πλήρης αταξία, τίποτα σε σχέση με τίποτα, το απόλυτο χάος. Όταν είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του, κατάλαβε ότι βρισκόταν σε κάποιο αμάξι, μέσα σ’ ένα είδος μεγάλης τσάντας. Ένιωθε ναυτία και ζαλάδα· τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα σφιχτά με κάτι που του έκοβε το δέρμα – πλαστικές πιάστρες για καλώδια μάλλον, τις χρησιμοποιούσε κι αυτός καμιά φορά στα κορίτσια. Όταν το αμάξι είχε σταματήσει, τον έβγαλαν έξω κι ο Νέστορ συνειδητοποίησε ότι πρέπει να βρισκόταν μέσα σε μια μαλακή βαλίτσα με ρόδες. Μισοξαπλωμένο, μισοόρθιο τον είχαν μεταφέρει, σπρώχνοντας και τραβώντας πάνω από

ανώμαλο έδαφος. Όποιος τραβούσε τη βαλίτσα τού είχε βγει το λάδι. Ο Νέστορ φώναξε, του έκανε ένα σωρό προσφορές για να τον αφήσει ελεύθερο, μάταια όμως. Κι ύστερα είχε αρχίσει αυτός ο άμουσος, άτονος, χαοτικός ήχος, που ολοένα δυνάμωνε. Και τον οποίο αναγνώρισε τη στιγμή που η βαλίτσα αφέθηκε στο έδαφος κι αυτός βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα, νιώθοντας στην πλάτη του έδαφος κάτω από τη βαλίτσα και ξέροντας –έχοντας καταλάβει πια πού βρισκόταν– ότι το παγωμένο νερό που έμπαινε στη βαλίτσα κι είχε μουσκέψει το κουστούμι του ήταν το νερό ενός βάλτου. Σκυλιά. Τα κοφτά, διαπεραστικά γαβγίσματα αργεντίνικων ντόγκο. Αυτό που δεν καταλάβαινε ήταν τι δουλειά είχε εδώ. Ποιος ήταν αυτός ο τύπος και γιατί του συνέβαιναν όλα αυτά; Ξεκαθάρισμα λογαριασμών ήταν; Να τον είχε άραγε απαγάγει ο τύπος που σκότωσε τον Κάλε; Γιατί όμως να μπει σε τόσο κόπο; Η βαλίτσα άνοιξε κι ο Νέστορ ανοιγόκλεισε τα μάτια του, τυφλωμένος από το φως του φακού που έμπαινε κατευθείαν στα μάτια του.

Ένα χέρι τον άρπαξε από τον σβέρκο και τον έστησε όρθιο. Ο Νέστορ άνοιξε τα μάτια του κι είδε τη λάμψη ενός περίστροφου. Τα γαβγίσματα των σκύλων είχαν ξαφνικά πάψει. «Ποιος ήταν το καρφί;» ρώτησε η φωνή πίσω από τον φακό. «Ποιος;» «Ποιος ήταν το καρφί; Η αστυνομία νόμιζε ότι ήταν ο Αμπ Λόφτχους». Ο Χιούγκο Νέστορ μισόκλεισε τα μάτια του μπροστά στο φως. «Δεν ξέρω. Πυροβόλησέ με αν θες, αλλά δεν ξέρω να σου πω». «Ποιος ξέρει;» «Κανείς. Κανείς από μας. Ίσως κάποιος μέσα στην αστυνομία». Ο φακός χαμήλωσε κι ο Νέστορ είδε τον δικηγόρο. Είχε βγάλει τα γυαλιά του.

«Πρέπει να τιμωρηθείς» είπε. «Θες να πας με ήσυχη τη συνείδηση;» Τι έλεγε ο τύπος; Λες κι ήταν παπάς μιλούσε. Λες να είχε σχέση με τον εφημέριο που καθάρισαν τις προάλλες; Μα εκείνος ήταν απλώς ένας διεφθαρμένος παιδεραστής. Ποιος να θέλει να εκδικηθεί τον θάνατο τέτοιων τύπων; «Δεν μετανιώνω για τον τύπο. Κάν’ το να τελειώνουμε». Ένιωθε παράξενα ήρεμος. Ίσως να έφταιγε το ναρκωτικό. Ή το ότι είχε φανταστεί αυτή τη στιγμή τόσο πολλές φορές, που είχε αποδεχθεί ότι κάπως έτσι θα τελείωναν όλα, με μια σφαίρα στο κεφάλι. «Ούτε και για εκείνο το κοριτσάκι που το άφησες να του φάνε το πρόσωπο πριν της κόψεις το κεφάλι με αυτό εδώ το μαχαίρι;» Ο Νέστορ ανοιγόκλεισε ξανά τα μάτια του καθώς το φως του φακού έπεσε πάνω στην κυρτή λάμα του μαχαιριού. Του δικού του αφρικάνικου μαχαιριού. «Μην…» «Πού τα κρατάς τα κορίτσια σου, Νέστορ;»

Τα κορίτσια; Αυτό ήθελε; Να πάρει στα χέρια του το εμπόριο λευκής σαρκός; Ο Νέστορ προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Δύσκολο πράγμα όμως, το μυαλό του ήταν θολό. «Μου υπόσχεσαι να μη με πυροβολήσεις αν σου πω;» ρώτησε, παρόλο που ήξερε ότι το ναι θα είχε την ίδια αξιοπιστία με το γερμανικό μάρκο στα 1923. «Ναι». Και τότε, γιατί τον πίστευε; Γιατί να πιστεύει την υπόσχεση ενός τύπου που μόνο ψέματα του είχε πει από τη στιγμή που εμφανίστηκε στο Βερμόντ; Το τρελό του το μυαλό έφταιγε, που προσπαθούσε να πιαστεί απ’ όποια ψήγματα ελπίδας είχαν απομείνει. Γιατί δεν είχε τίποτα άλλο, μόνο αυτή την ηλίθια ελπίδα. Σ’ ένα κυνοτροφείο μες στο δάσος νυχτιάτικα: την ελπίδα ότι ο απαγωγέας τού έλεγε την αλήθεια. «Οδός Ενερχαουγκάτα 96». «Σ’ ευχαριστώ πολύ» είπε ο τύπος κι έχωσε το πιστόλι του στη ζώνη του παντελονιού του. Σ’ ευχαριστώ πολύ;

Ο τύπος είχε βγάλει το κινητό του και πληκτρολογούσε τώρα κάτι που είχε γραμμένο σ’ ένα κίτρινο χαρτάκι, κάποιο τηλέφωνο πιθανόν. Η οθόνη φώτισε το πρόσωπό του και ο Νέστορ σκέφτηκε ότι ο τύπος μπορεί να ήταν και πάστορας, τελικά. Ένας πάστορας που δεν έλεγε ψέματα. Αντιφατικοί οι δύο αυτοί όροι από τη φύση τους, αλλά ο Νέστορ ήταν πεπεισμένος ότι υπήρχαν και τέτοιοι παπάδες, που δεν ήξεραν ότι έλεγαν ψέματα. Ο τύπος συνέχισε να πληκτρολογεί. Μήνυμα έστελνε. Το τέλειωσε και το έστειλε. Ύστερα έβαλε στην τσέπη του το κινητό και κοίταξε τον Νέστορ. «Έκανες και μια καλή πράξη, Νέστορ. Ίσως τώρα τα κορίτσια τη γλιτώσουν» είπε. «Φαντάζομαι ότι θες να το μάθεις πριν…» Πριν; Ο Νέστορ ξεροκατάπιε. Μόλις τώρα δεν του είχε υποσχεθεί ότι δεν θα τον σκότωνε; Αυτό είχε… Ένα λεπτό. Υποσχέθηκε να μην τον πυροβολήσει. Το φως του φακού έπεφτε τώρα στο λουκέτο του περιφραγμένου χώρου. Ο τύπος έβαλε ένα κλειδί μες στην κλειδαριά. Ο Νέστορ άκουσε ξανά τα σκυλιά. Δεν γάβγιζαν πια, έβγαζαν ένα χαμηλό αρμονικό μπάσο βιμπράτο. Έναν σιγανό βρυχηθμό που έβγαινε απ’ τα στομάχια τους κι όλο δυνάμωνε σε τόνο, μεγάλωνε σε όγκο,

αργά κι ελεγχόμενα, όπως η αντιστικτική μουσική του Βάγκνερ. Κανένα ναρκωτικό δεν μπορούσε να κατευνάσει πια τον τρόμο του. Κι ο τρόμος τον κατέκλυσε σαν νερό παγωμένο, λες και τον έβρεχαν με κάνουλα. Κι ο Νέστορ ευχόταν το νερό να τον αφανίσει, μα ο άνδρας ήταν μέσα του, τον κατάβρεχε εσωτερικά, στο κεφάλι και στο κορμί του, μέσα, υγρή παγωνιά. Καμιά έξοδος διαφυγής. Ο ίδιος ο Νέστορ κρατούσε την κάνουλα.

Ο Φιντέλ Λάε καθόταν αμίλητος, κοιτάζοντας το σκοτάδι. Κουρνιασμένος σε μια γωνιά, προσπαθούσε να ζεσταθεί και να σταματήσει να τρέμει. Είχε αναγνωρίσει τις φωνές των δυο ανδρών. Ο ένας ήταν ο τύπος που είχε εμφανιστεί από το πουθενά και τον είχε κλείσει εδώ μέσα πριν από είκοσι τέσσερις ολόκληρες ώρες. Ο Φιντέλ δεν είχε αγγίξει το φαγητό των σκύλων, μόνο λίγο νερό είχε πιει. Έτρεμε ολόκληρος. Ακόμα και τα βράδια του καλοκαιριού η υγρασία διαπερνάει το κορμί σου, το κοκαλώνει, σε κυνηγάει παντού. Είχε ουρλιάξει βοήθεια, βοήθεια, μέχρι που είχε γδάρει τον λαιμό του κι η φωνή του είχε κλείσει, μέχρι που άρχισε να φτύνει αίμα κι όχι σάλιο, και το νερό, αντί να τον ξεδιψά, είχε

αρχίσει να τον τσούζει σαν οινόπνευμα. Όταν άκουσε το αμάξι, προσπάθησε να ξαναφωνάξει, αλλά ξέσπασε σε κλάματα όταν δεν βγήκε φωνή απ’ το στόμα του, μόνο ένα γρύλισμα σαν από σκουριασμένη μηχανή. Κι ύστερα, από την αντίδραση των σκυλιών, κατάλαβε ότι κάποιος πλησίαζε. Ήλπισε, προσευχήθηκε και τελικά είδε τη φιγούρα του άνδρα να πλησιάζει κάτω απ’ τον αχνό καλοκαιρινό ουρανό. Είχε επιστρέψει. Ο άνδρας που είχε διασχίσει τον βάλτο σαν να πατούσε πάνω στο νερό ήταν τώρα διπλωμένος στα δύο, τραβώντας με δύναμη κάτι. Μια βαλίτσα. Που έκρυβε μέσα έναν άνθρωπο. Έναν άνδρα που τώρα στεκόταν με τα χέρια δεμένα στην πλάτη και τα πόδια τόσο κολλητά το ένα με το άλλο, που είχε πρόβλημα ισορροπίας και δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος όταν τον έστησαν μπροστά στην πόρτα του περιφραγμένου χώρου. Τον Χιούγκο Νέστορ. Οι δύο άνδρες απείχαν μόνο τέσσερα μέτρα από το κλουβί του Φιντέλ, αλλά δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν. Ο άνδρας ξεκλείδωσε το λουκέτο κι έβαλε ένα χέρι στο κεφάλι του Νέστορ, λες και του έδινε την ευλογία του. Κάτι είπε. Κι ύστερα τον έσπρωξε απαλά. Ο παχουλός άνδρας με το

κουστούμι ούρλιαξε κοφτά κι ύστερα έπεσε και χτύπησε την πόρτα, που άνοιξε προς τα μέσα. Τα σκυλιά αντέδρασαν. Ο άνδρας έσπρωξε γρήγορα τα πόδια του Νέστορ μες στον περιφραγμένο χώρο κι έκλεισε την πόρτα. Τα σκυλιά κοντοστάθηκαν. Κι ύστερα ο Γκοστμπάστερ τινάχτηκε κι έπεσε πάνω του. Ο Φιντέλ είδε τα άσπρα σκυλιά να πέφτουν με μανία στον Νέστορ. Οι κινήσεις τους ήταν τόσο αθόρυβες, που το μόνο που ακουγόταν ήταν τα σαγόνια τους που ανοιγόκλειναν, ο ήχος της σάρκας που σχιζόταν στα δύο, οι εκστατικοί τους βρυχηθμοί και μετά η κραυγή του Νέστορ. Μία και μοναδική, τρεμουλιαστή, πεντακάθαρη κορόνα που υψώθηκε προς τον ουρανό του βορρά, όπου στο λυκόφως ο Φιντέλ είδε έντομα να χορεύουν. Κι ύστερα ο ήχος κόπηκε απότομα κι ο Φιντέλ είδε κάτι άλλο να υψώνεται στον ουρανό. Έμοιαζε με σμήνος που ερχόταν καταπάνω του κι ένιωσε δεκάδες μικρές σταγόνες στο πρόσωπό του και ήξερε τι είναι, γιατί είχε κι αυτός κάποτε κόψει την αρτηρία ενός ζωντανού ακόμη ελαφιού σ’ ένα κυνήγι. Ο Φιντέλ σκούπισε το πρόσωπό του με το μανίκι του κι απέστρεψε το βλέμμα του. Είδε τον άνδρα έξω από τον περιφραγμένο χώρο να κάνει ακριβώς το ίδιο. Είδε τους ώμους του να τρέμουν. Λες κι είχε ξεσπάσει σε κλάματα.

29

«Ε

ίναι περασμένα μεσάνυχτα» είπε ο γιατρός τρίβοντας

τα μάτια του. «Γιατί δεν πάτε σπίτι να κοιμηθείτε λίγο, κύριε Κέφας; Ας μιλήσουμε αύριο». «Όχι» απάντησε ο Σίμουν. «Όπως θέλετε» είπε ο γιατρός, κάνοντας νόημα στον Σίμουν να καθίσει σε μια από τις καρέκλες κατά μήκος του ζοφερού νοσοκομειακού διαδρόμου. Όταν ο γιατρός κάθισε δίπλα του και κοντοστάθηκε πριν σκύψει προς το μέρος του, ο Σίμουν κατάλαβε ότι τα νέα δεν ήταν καλά.

«Η γυναίκα σας δεν έχει πολλά περιθώρια. Αν θέλετε να πετύχει η εγχείρηση, πρέπει να μπει στο χειρουργείο το συντομότερο δυνατόν». «Δεν γίνεται τίποτα άλλο;» Ο γιατρός αναστέναξε. «Κανονικά δεν συμβουλεύουμε τους ασθενείς μας να βγουν στο εξωτερικό και να πληρώσουν τόσα χρήματα στον ιδιωτικό τομέα, πόσο μάλλον όταν το αποτέλεσμα μιας εγχείρησης είναι τόσο αβέβαιο. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως…» «Θέλετε να πείτε ότι πρέπει να την πάω στην Κλινική Χάουελ αυτή τη στιγμή;» «Δεν πρέπει να κάνετε τίποτα. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι τυφλοί άνθρωποι που ζουν μια χαρά τη ζωή τους παρά την αναπηρία τους». Ο Σίμουν κατένευσε ενώ τα δάχτυλά του χάιδευαν την οβίδα κρότου – λάμψης που ακόμη είχε στην τσέπη του. Προσπάθησε να σκεφτεί καθαρά, μα ήταν λες και το μυαλό του ήθελε να ξεφύγει, αναζητώντας καταφύγιο στο ερώτημα αν η λέξη «ανάπηρος» ήταν πολιτικά ορθή. Φαντάστηκε ότι κάπως αλλιώς θα λεγόταν σήμερα. Μη αρτιμελής, ας πούμε.

Ή μήπως ήταν κι αυτό –όπως το «άσυλο»– μη πολιτικά ορθό; Τα πράγματα άλλαζαν τόσο γρήγορα, που δεν τα προλάβαινε· το δε λεξιλόγιο της υγείας και της κοινωνικής περίθαλψης ξίνιζε πιο γρήγορα κι από ένα μπουκάλι γάλα. Ο γιατρός ξερόβηξε. «Εγώ…» πήγε να πει ο Σίμουν όταν άκουσε το κινητό του να χτυπάει. Το άρπαξε, ευγνώμων για τη διακοπή. Μήνυμα. Δεν αναγνώριζε τον αριθμό του αποστολέα.

Θα βρεις τα κορίτσια του Νέστορ στον αριθμό 96 της Ενερχαουγκάτα. Γρήγορα. Ο Γιος.

O Σίμουν πληκτρολόγησε έναν αριθμό. «Ακούστε, Σίμουν» είπε ο γιατρός. «Δεν έχουμε ώρα για…» «Όλα καλά, όλα καλά» είπε ο Σίμουν και σήκωσε το χέρι

του για να κάνει τον γιατρό να σωπάσει, καθώς μια κοιμισμένη φωνή τού απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής: «Εδώ Φάλκαϊντ». «Σίβερτ, εδώ Σίμουν Κέφας. Θέλω να στείλεις μια ομάδα Δέλτα να κάνει έφοδο στην παρακάτω διεύθυνση: Ενερχαουγκάτα 96. Πόσο γρήγορα μπορείτε να είστε εκεί;» «Είναι μαύρα μεσάνυχτα». «Δεν ρώτησα αυτό». «Τριάντα πέντε λεπτά. Έχεις πάρει άδεια απ’ τον διοικητή;» «Ο Πόντιος Πιλάτος δεν είναι διαθέσιμος αυτή τη στιγμή» είπε ψέματα ο Σίμουν. «Αλλά μην ανησυχείς, είμαστε πλήρως καλυμμένοι. Εμπόριο λευκής σαρκός. Κι ο χρόνος είναι πολύτιμος. Κάν’ το, που σου λέω, και τ’ ακούω εγώ μετά αν χρειαστεί». «Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις, Σίμουν». Ο Σίμουν έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε ξανά τον γιατρό. «Σας ευχαριστώ, γιατρέ. Θα το σκεφτώ. Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά τώρα».

Η Μπέτι άκουσε τους ήχους του ζευγαρώματος με το που βγήκε από το ασανσέρ στο ρετιρέ. «Σοβαρά τώρα;» είπε συνοφρυωμένη. «Συνδρομητική τηλεόραση είναι» είπε ο σεκιουριτάς που είχε πάρει μαζί της. Είχαν δεχτεί παράπονα από τα διπλανά δωμάτια και η Μπέτι είχε καταγράψει τις καταγγελίες στο μητρώο της ρεσεψιόν: 02:13 π.μ. Παράπονα σχετικά με θόρυβο από τη σουί​τα 4. Είχε πάρει τηλέφωνο στη σουίτα 4, αλλά κανείς δεν απάντησε. Και τότε κάλεσε την εταιρεία ασφαλείας. Αγνόησαν το καρτελάκι που έγραφε Μην Ενοχλείτε και χτύπησαν με δύναμη την πόρτα. Περίμεναν. Ξαναχτύπησαν. Η Μπέτι έριξε το βάρος της στο άλλο πόδι. «Μοιάζετε νευρική» είπε ο σεκιουριτάς. «Έχω την εντύπωση ότι ο πελάτης κάτι… μαγειρεύει».

«Μαγειρεύει;» «Ναρκωτικά, ας πούμε. Αλλά τι ξέρω εγώ από τέτοια;» O φρουρός κράτησε το κλομπ του καλά και τεντώθηκε μπροστά από την πόρτα. Η Μπέτι έβαλε το πασπαρτού στην κλειδαριά και τη γύρισε. Η πόρτα άνοιξε. «Κύριε Λάε;» Το σαλόνι ήταν άδειο. Οι ήχοι προέρχονταν από μια γυναίκα με κόκκινο δερμάτινο κορσέ με λευκό σταυρό, πράγμα που μάλλον σήμαινε ότι ήταν νοσοκόμα. Η Μπέτι άρπαξε το τηλεχειριστήριο από το τραπεζάκι κι έκλεισε την τηλεόραση, ενώ ο σεκιουριτάς μπήκε στο υπνοδωμάτιο. Οι χαρτοφύλακες έλειπαν. Η Μπέτι είδε κάτι άδεια ποτήρια και μισό λεμόνι στον πάγκο του μπαρ. Το λεμόνι είχε ξεραθεί και η σάρκα του είχε ένα περίεργο καφετί χρώμα. Η Μπέτι άνοιξε την ντουλάπα. Το κουστούμι, η βαλίτσα και η κόκκινη τσάντα είχαν κάνει φτερά. Ήταν το πιο συνηθισμένο κόλπο στην εξαπάτηση ξενοδοχείων: Κρεμάς ένα Μην Ενοχλείτε στην πόρτα, ανοίγεις και την τηλεόραση λες και είσαι ακόμη εκεί και την κοπανάς. Μόνο που ο κύριος Λάε είχε προπληρώσει το δωμάτιο. Κι η Μπέτι είχε ήδη ελέγξει ότι δεν υπήρχαν τίποτα έξτρα χρεώσεις από το μπαρ ή το εστιατόριο στο

δωμάτιο αυτό. «Είναι ένας τύπος στο μπάνιο». Η Μπέτι γύρισε προς τον σεκιουριτά που καθόταν στην είσοδο του υπνοδωματίου. Τον ακολούθησε εντός. Ο άνδρας που βρισκόταν ξαπλωμένος στο πάτωμα του μπάνιου έμοιαζε να έχει αγκαλιάσει την τουαλέτα. Από πιο κοντά φάνηκε ότι ήταν δεμένος γύρω της με κάτι πλαστικά πιαστράκια, απ’ τους καρπούς. Φορούσε μαύρο κουστούμι, είχε ξανθά μαλλιά και δεν έμοιαζε καθόλου νηφάλιος. Τριπαρισμένος ίσως. Ή μαστουρωμένος. Τα βαριά του βλέφαρα ανοιγόκλεισαν νωχελικά προς το μέρος τους. «Λύστε με» είπε με μια αδιανόητα απροσδιόριστη προφορά. Η Μπέτι έκανε νόημα προς τον σεκιουριτά, που έβγαλε έναν ελβετικό σουγιά κι έκοψε τα πιαστράκια. «Τι συνέβη;» τον ρώτησε. Ο άνδρας σηκώθηκε όρθιος με δυσκολία. Ταλαντεύτηκε

λίγο πέρα δώθε. Προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα του. «Ένα χαζό παιχνίδι» μουρμούρισε. «Πάω σπίτι μου τώρα…» Ο φρουρός στάθηκε καταμεσής της πόρτας και του έκοψε τον δρόμο. Η Μπέτι κοίταξε τριγύρω. Τίποτα δεν είχε φθαρεί. Ο λογαριασμός ήταν πληρωμένος. Το μόνο παράπονο ήταν ο θόρυβος από την τηλεόραση. Από την άλλη, διακινδύνευαν να μπλέξουν με αστυνομίες, αρνητικά σχόλια στον Τύπο και βιτριολικές φήμες ότι είχαν γίνει τόπος συνάντησης μιαρών στοιχείων. Το αφεντικό της την είχε παινέψει για τη διακριτικότητά της, για την προτεραιότητα που έδειχνε στα συμφέροντα του ξενοδοχείου. Θα πήγαινε μπροστά, έτσι της είχε πει· η ρεσεψιόν ήταν απλώς το πρώτο βήμα για κάποια σαν του λόγου της. «Άσ’ τον να φύγει» είπε στον φρουρό.

Ο Λαρς Γκίλμπαρ ξύπνησε από ένα απότομο θρόισμα στους θάμνους. Γύρισε από την άλλη. Είδε μια σιλουέτα ανάμεσα

στα κλαδιά και τα φύλλα. Κάποιος προσπαθούσε να κλέψει τα ρούχα του αγοριού. Ο Λαρς βγήκε από τον υπερβολικά βρόμικο υπνόσακό του και σηκώθηκε όρθιος. «Έι, εσύ!» Η μορφή κοντοστάθηκε, έκανε μεταβολή. Το αγόρι είχε μεταμορφωθεί. Και δεν έφταιγε μόνο το κουστούμι που φορούσε, κάτι στο πρόσωπό του είχε αλλάξει, έμοιαζε πρησμένο. «Ευχαριστώ που πρόσεχες τα πράγματά μου» είπε το αγόρι, δείχνοντας την τσάντα που είχε πάρει παραμάσχαλα. «Χμ» είπε ο Λαρς και προχώρησε προς το μέρος του, να δει μήπως μπορούσε να καταλάβει τι είχε αλλάξει. «Δεν έχεις μπλέξει πουθενά, έτσι, αγόρι μου;» «Φυσικά κι έχω μπλέξει» είπε χαμογελώντας το αγόρι. Κάτι χλωμό υπήρχε σε αυτό το χαμόγελο. Τα χείλη του έτρεμαν. Έμοιαζε λες κι είχε κλάψει. «Χρειάζεσαι βοήθεια;» «Όχι, αλλά σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον».

«Χμ. Μάλλον δεν θα σε ξαναδώ, ε;» «Όχι, δεν νομίζω. Να ’σαι καλά, Λαρς». «Θα είμαι. Κι εσύ…» Έκανε ένα βήμα εμπρός κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του αγοριού. «Κοίτα να ζήσεις πολλά χρόνια, μου το υπόσχεσαι;» Το αγόρι κατένευσε γρήγορα. «Κοίτα κάτω από το μαξιλάρι σου» είπε. Ο Λαρς γύρισε αυτομάτως και κοίταξε τα πράγματά του, κάτω από τη γέφυρα. Κι όταν ξαναγύρισε προς το αγόρι, αυτό είχε ήδη φύγει μακριά κι ίσα που πρόλαβε να δει την πλάτη του πριν το καταπιεί το σκοτάδι. Ο Λαρς επέστρεψε στον υπνόσακό του. Τότε είδε τον φάκελο κάτω από το μαξιλάρι του. Τον πήρε στα χέρια του. Για τον Λαρς, έγραφε. Τον άνοιξε. Ο Λαρς Γκίλμπαρ δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τόσο πολλά χρήματα.

«Δεν θα έπρεπε η Δέλτα να είναι ήδη εδώ;» είπε η Κάρι. Χασμουρήθηκε και κοίταξε το ρολόι της. «Ναι» απάντησε ο Σίμουν και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχαν παρκάρει στα μισά της οδού Ενερχαουγκάτα. Το νούμερο 96 ήταν γύρω στα πενήντα μέτρα πιο κάτω, από την άλλη μεριά του δρόμου. Ήταν ένα λευκό διώροφο ξύλινο κτίριο, από εκείνα που είχαν γλιτώσει το γκρέμισμα όταν τα γραφικά ξύλινα κτίρια της γειτονιάς του Ενερχάουγκεν είχαν γκρεμιστεί το 1960 για να γίνουν τέσσερις μπετονένιοι πύργοι. Το σπίτι ήταν τόσο ήσυχο μες στην καλοκαιρινή βραδιά, που ο Σίμουν δυσκολευόταν να πιστέψει ότι υπήρχαν άνθρωποι φυλακισμένοι εκεί μέσα. «Έχουμε λίγες τύψεις» είπε ο Σίμουν «μα πιστεύουμε πως το γυαλί και το σκυρόδεμα είναι καλύτερα προσαρμοσμένα στις ανάγκες του σήμερα». «Τι;» «Έτσι είχε πει ο γενικός διευθυντής του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας το 1960». «Τι λέτε τώρα…» είπε η Κάρι και ξαναχασμουρήθηκε. Ο Σίμουν αναρωτήθηκε αν προσπαθούσε να τον κάνει να νιώσει

τύψεις που την έβγαλε από το κρεβάτι της νυχτιάτικα. Η παρουσία της δεν ήταν ακριβώς απαραίτητη για την έφοδο. «Γιατί δεν είναι ακόμη εδώ η Δέλτα;» ξαναρώτησε. «Δεν ξέρω» είπε ο Σίμουν κι εκείνη τη στιγμή το εσωτερικό του αυτοκινήτου φωτίστηκε από την οθόνη του κινητού του, που ήταν ακουμπισμένο ανάμεσα στα δυο καθίσματα. Ο Σίμουν κοίταξε τον αριθμό. «Θα το μάθουμε όμως σύντομα» είπε και έφερε το τηλέφωνο στο αυτί του. «Παρακαλώ;» «Εγώ είμαι, Σίμουν. Κανείς δεν πρόκειται να έρθει». Ο Σίμουν έφτιαξε τον καθρέφτη. Ένας ψυχολόγος θα μπορούσε πιθανόν να εξηγήσει αυτή την κίνηση, αλλά, όπως και να ’χε, ήταν μια κίνηση αυτόματη κάθε φορά που ο Σίμουν άκουγε τη φωνή αυτού του άνδρα. Εστίασε τον καθρέφτη να δει τι υπήρχε πίσω τους. «Γιατί όχι;» «Επειδή δεν έδωσες ικανοποιητική εξήγηση για την έφοδο, ούτε για την αναγκαιότητά της, και επειδή δεν έκανες καμία προσπάθεια να εξουσιοδοτήσεις τη Δέλτα με τους

προβλεπόμενους τρόπους». «Εσύ μπορείς να την εξουσιοδοτήσεις, Πόντιους». «Ναι. Και είπα όχι». Ο Σίμουν έβρισε από μέσα του. «Άκουσέ με, είναι…» «Όχι, εσύ να με ακούσεις. Διέταξα τον Φάλκαϊντ να τα παρατήσει και τους άνδρες του να πάνε σπίτια τους. Τι ακριβώς σκαρώνεις, Σίμουν;» «Έχω λόγους να πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι που κρατούνται παρά τη θέλησή τους στον αριθμό 96 της οδού Ενερχαουγκάτα. Ειλικρινά, Πόντιους, πρέπει…» «Καλή η ειλικρίνεια, Σίμουν. Να το θυμάσαι αυτό την επόμενη φορά που θα πάρεις τηλέφωνο τον αρχηγό της Δέλτα». «Δεν υπήρχε χρόνος να του εξηγήσω. Δεν υπάρχει χρόνος, γαμώτο! Παλιά εμπιστευόσουνα την κρίση μου!» «Καλά κάνεις και χρησιμοποιείς παρελθοντικό χρόνο, Σίμουν».

«Άρα δεν με εμπιστεύεσαι πια;» «Ξεχνάς ότι έφαγες όλα σου τα λεφτά σε τυχερά παιχνίδια; Και της γυναίκας σου επίσης; Εσύ τι λες να σημαίνουν όλα αυτά για την ικανότητά σου να κρίνεις καταστάσεις;» Ο Σίμουν έτριξε τα δόντια του. Κάποτε δεν ήταν τόσο εύκολο να προβλέψεις ποιος απ’ τους δυο τους θα κέρδιζε τη μάχη, ποιος θα έπαιρνε τους καλύτερους βαθμούς, ποιος θα έτρεχε πιο γρήγορα ή θα κέρδιζε το ομορφότερο κορίτσι. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι μετά θα ήταν ενωμένοι, μαζί με τον τρίτο της τρόικας. Μα εκείνος ήταν νεκρός πια. Και, παρόλο που εκείνος είχε υπάρξει ο εξυπνότερος και ο δυνατότερος των τριών, ο Πόντιους Παρ είχε πάντα ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους άλλους δύο: Σκεφτόταν με γνώμονα το απώτερο μέλλον. «Θα το δούμε πρωί πρωί» είπε ο διοικητής της αστυνομίας, με αυτή την άνετη αυτοπεποίθηση που έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ο Πόντιους Παρ ήξερε πάντα καλύτερα απ’ όλους. Κι από τον ίδιο του τον εαυτό. «Εάν κάποιος σου σφύριξε ότι γίνεται εμπόριο λευκής σαρκός στη συγκεκριμένη διεύθυνση, τότε δεν πρόκειται να πάψει να γίνεται μέχρι αύριο το πρωί. Τράβα σπίτι σου και κοιμήσου

τώρα». Ο Σίμουν άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, κάνοντας νόημα στην Κάρι να παραμείνει στη θέση της. Έκλεισε την πόρτα και προχώρησε μερικά μέτρα παρακάτω. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και μίλησε στο τηλέφωνο: «Δεν γίνεται, Πόντιους. Είναι επείγον». «Τι σε κάνει να λες κάτι τέτοιο;» «Το σφύριγμα». «Και πώς το άκουσες εσύ αυτό το σφύριγμα;» «Μήνυμα στο κινητό. Από κάποιον… ανώνυμο. Εντάξει λοιπόν, πάω μόνος μου». «Τι; Ούτε να το σκέφτεσαι! Σίμουν! Σταμάτα! Μ’ ακούς; Σίμουν, μ’ ακούς;» Ο Σίμουν κοίταξε το κινητό του. Το ξανάφερε στο αυτί. «Aξιολόγηση από επιτόπου παρόντα αξιωματικό. Το θυμάσαι που το μαθαίναμε αυτό, Πόντιους; Θυμάσαι που μας μάθαιναν ότι υπερτερούσε πάντα σε σχέση με εντολές από

αξιωματικούς μακριά από τη σκηνή;» «Σίμουν! Το Όσλο είναι που είναι χάος. Το δημοτικό συμβούλιο και ο Τύπος μάς έχουν πιάσει από τον λαιμό μ’ αυτούς τους φόνους, κι εσύ πας και βουτάς σε καινούργια σκατά. Σίμουν!» Ο Σίμουν έκλεισε το τηλέφωνο, το έσβησε κι άνοιξε το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Ξεκλείδωσε το κουτί με τα όπλα. Έβγαλε την καραμπίνα του, το περίστροφό του και μερικά κουτιά σφαίρες. Πήρε και δυο αλεξίσφαιρα γιλέκα που υπήρχαν στο πορτμπαγκάζ και μπήκε στην καμπίνα. «Ετοιμάσου να μπουκάρουμε» είπε, καραμπίνα και το ένα γιλέκο στην Κάρι.

δίνοντας

την

Εκείνη τον κοίταξε καλά καλά. «Με τον διοικητή μιλούσατε;» «Ναι» είπε ο Σίμουν, ελέγχοντας αν ο γεμιστήρας του Γκλοκ 17 ήταν γεμάτος. Τον έσπρωξε πίσω στη λαβή του περιστρόφου. «Μου δίνεις τις χειροπέδες και την οβίδα κρότου – λάμψης από το ντουλαπάκι, σε παρακαλώ;» «Έχετε οβίδα κρότου – λάμψης;»

«Σουβενίρ από την έφοδο στο Κέντρο Ίλα». Η Κάρι έδωσε στον Σίμουν τις χειροπέδες του και την οβίδα. «Σας έδωσε άδεια για όλο αυτό;» «Έχει ενημερωθεί» είπε ο αλεξίσφαιρο γιλέκο του.

Σίμουν, φορώντας

το

Η Κάρι άνοιξε την καραμπίνα και τη γέμισε φυσίγγια με κοφτές, οικείες κινήσεις. «Κυνηγώ χήνες από τα εννιά μου» είπε για να δικαιολογηθεί, έχοντας δει την έκπληξη στο πρόσωπο του Σίμουν. «Προτιμώ όμως τα τουφέκια. Λοιπόν, πώς θα το κάνουμε;» «Με το τρία» είπε ο Σίμουν. «Εννοώ, πώς θα πλησιάσουμε…» «Τρία» είπε ο Σίμουν και πετάχτηκε από την πόρτα.

Το ξενοδοχείο Μπίσμαρκ βρισκόταν όσο πιο κεντρικά γινόταν: στο κέντρο της Κβαντρατούρεν, εκεί που ιδρύθηκε η πόλη κι εκεί που τα ναρκωτικά συναντούσαν τα κόκκινα φανάρια. Νοίκιαζε δωμάτια με την ώρα και τα εξόπλιζε με πετσέτες γαριασμένες από το σκληρό πλύσιμο. Τα δωμάτια είχαν να ανακαινισθούν από τότε που ανέλαβε η καινούργια διεύθυνση, εδώ και δεκαέξι χρόνια, αλλά τα κρεβάτια ανανεώνονταν κάθε δύο χρόνια, λόγω φθοράς και ζημιών. Συνεπώς, όταν ο Ούλα –ο γιος του ιδιοκτήτη, που δούλευε στη ρεσεψιόν από τα δεκάξι του– σήκωσε το βλέμμα του από τον υπολογιστή στις 3:02 τα χαράματα και είδε τον άνδρα που στεκόταν μπροστά από τον πάγκο της ρεσεψιόν, ήταν πολύ λογικό να συμπεράνει ότι ο άνδρας είχε έρθει στο λάθος μέρος. Όχι μόνο φορούσε ακριβό κουστούμι και κουβαλούσε δύο χαρτοφύλακες και μια κόκκινη αθλητική τσάντα αλλά και δεν συνοδευόταν από κανέναν, άνδρα ή γυναίκα. Όμως εκείνος επέμενε να πληρώσει προκαταβολικά για μια ολόκληρη εβδομάδα και πήρε την πετσέτα του μ’ ένα σχεδόν ταπεινό «ευχαριστώ», πριν εξαφανιστεί στο δωμάτιό του, στον δεύτερο όροφο. Ο Ούλα επέστρεψε στην ανάγνωση της ιστοσελίδας της Αφτενπόστεν, όπου γινόταν λόγος για ένα κύμα δολοφονιών στο Όσλο, για έναν πόλεμο συμμοριών που είχε ξεσπάσει και για το κατά πόσο όλα αυτά ήταν

συνδεδεμένα με τον δολοφόνο που είχε αποδράσει από τις φυλακές Στάτεν. Ο Ούλα κοίταξε τη φωτογραφία του δραπέτη καλά καλά. Κι ύστερα άνοιξε μιαν άλλη ιστοσελίδα. Ο Σίμουν σταμάτησε μπροστά στα σκαλιά που οδηγούσαν στο σπίτι κι έκανε νόημα στην Κάρι να είναι σ’ επιφυλακή με την καραμπίνα της και να κοιτάζει τα παράθυρα του πρώτου ορόφου. Ύστερα ανέβηκε τα τρία σκαλιά και χτύπησε απαλά την πόρτα. Ψιθύρισε: «Αστυνομία». Κοίταξε την Κάρι για να σιγουρευτεί ότι σε περίπτωση δίκης θα κατέθετε ότι είχε ακολουθήσει την προβλεπόμενη επίσημη διαδικασία. Κι άλλο χτύπημα. Ξαναψιθύρισε: «Αστυνομία». Ύστερα έπιασε γερά το περίστροφό του και έγειρε στο πλάι, έτοιμος να σπάσει το παράθυρο δίπλα στην πόρτα. Κρατούσε την οβίδα κρότου – λάμψης στο άλλο χέρι έτοιμη. Είχε σχέδιο. Φυσικά και είχε σχέδιο. Περίπου. Δεν λένε ότι o αιφνιδιασμός και η ταχύτητα είναι το παν; Πόνταρε πάλι σε μία και μόνο κάρτα. Ανέκαθεν αυτό έκανε. Κι αυτό, του είχε εξηγήσει ο νεαρός ψυχολόγος του, ήταν ασθένεια. Οι έρευνες αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι συστηματικά υπερβάλλουν ως προς τις πιθανότητες του να τους συμβεί κάτι απίθανο: θα πεθάνουν σε αεροπορικό δυστύχημα· θα απαγάγουν ή θα βιάσουν το παιδί τους στον δρόμο για το σχολείο· το άλογο στο οποίο έχουν στοιχηματίσει όλες τις οικονομίες της γυναίκας τους

θα κερδίσει κούρσα για πρώτη φορά στην καριέρα του. Ο ψυχολόγος είχε εξηγήσει ότι κάτι στο ασυνείδητο του Σίμουν ήταν πιο δυνατό απ’ ό,τι η λογική και ότι έπρεπε ν’ αναγνωρίσει και να ξεκινήσει έναν διάλογο με τον άρρωστο και τρελό εσωτερικό τύραννο που τρομοκρατούσε και κατέστρεφε όλη του τη ζωή. Έπρεπε ν’ αναρωτηθεί τι ήταν πιο σημαντικό σ’ αυτή τη ζωή. Πιο σημαντικό από αυτό τον τύραννο. Κάτι που αγαπούσε πιο πολύ από το ρίσκο. Κι αυτό ήταν η Έλσε. Και τα κατάφερε. Μίλησε στο κτήνος και το δάμασε. Δεν είχε υποτροπιάσει ούτε μία φορά. Μέχρι αυτή τη στιγμή. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν έτοιμος να χτυπήσει το γυαλί με το πιστόλι του, όταν άνοιξε η πόρτα. Ο Σίμουν γύρισε απότομα με το πιστόλι του μπροστά του, αλλά δεν ήταν τόσο γρήγορος όπως παλιά. Αν ο άνδρας ήταν οπλισμένος, δεν θα είχε καμία ελπίδα να γλιτώσει. «Παρακαλώ» είπε ο άνδρας απλώς. «Καλησπέρα σας» είπε ο Σίμουν, προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Αστυνομία». «Πώς μπορώ να βοηθήσω;» Ο άνδρας άνοιξε διάπλατα

την πόρτα. Ήταν ντυμένος. Φορούσε στενό τζιν και κοντομάνικο μπλουζάκι. Ήταν ξυπόλυτος. Δεν μπορούσε να κρύβει όπλο πουθενά. Ο Σίμουν έχωσε την οβίδα στην τσέπη του κι έδειξε την ταυτότητά του. «Πρέπει να σας ζητήσω να βγείτε έξω και να σταθείτε εδώ στον τοίχο. Τώρα». Ο άνδρας ανασήκωσε τους ώμους απαλά και υπάκουσε. «Εκτός από τα κορίτσια, πόσοι άλλοι άνθρωποι βρίσκονται μες στο σπίτι;» ρώτησε ο Σίμουν ενώ έψαχνε στα γρήγορα τον άνδρα. Ήταν όντως άοπλος. «Ποια κορίτσια; Μόνος μου είμαι. Τι θέλετε;» «Δείξε μου πού βρίσκονται» είπε ο Σίμουν και, περνώντας στον άνδρα χειροπέδες, τον έσπρωξε με τη βία μες στο σπίτι κι έκανε νόημα στην Κάρι να τον ακολουθήσει. Ο άνδρας κάτι είπε. «Τι;» είπε ο Σίμουν. «Είπα στη συνάδελφό σας ότι μπορεί να περάσει, δεν έχω τίποτα να κρύψω».

Ο Σίμουν έμεινε να στέκεται πίσω από τον άνδρα. Κοιτάζοντας τον αυχένα του είδε το δέρμα του να συσπάται λίγο, όπως στα εκνευρισμένα άλογα. «Κάρι;» φώναξε ο Σίμουν. «Ναι;» «Μείνε έξω. Θα προχωρήσω μόνος μου». «ΟΚ». Ο Σίμουν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του άνδρα. «Ξεκίνα να περπατάς και δεν θέλω απότομες κινήσεις. Το πιστόλι μου σημαδεύει την πλάτη σου». «Τι κάν…» «Αποδέξου ότι για την ώρα σε θεωρώ εγκληματία κι ότι υπάρχει περίπτωση να σε πυροβολήσω. Αν χρειαστεί, θα λάβεις την ειλικρινή συγγνώμη μου αργότερα». Χωρίς περαιτέρω διαμαρτυρίες, ο άνδρας προχώρησε στο χολ. Ο Σίμουν αυτομάτως κατέγραψε διάφορα στοιχεία που θα μπορούσαν να του πουν τι να περιμένει: τέσσερα ζευγάρια παπούτσια. Άρα ο άνδρας δεν ζούσε μόνος του. Ένα

πλαστικό μπολ με νερό κι ένα χαλάκι δίπλα στην πόρτα της κουζίνας. «Πού είναι ο σκύλος σου;» ρώτησε ο Σίμουν. «Ποιος σκύλος;» «Εσύ πίνεις από αυτό το μπολάκι;» Ο άνδρας δεν απάντησε. «Οι σκύλοι συνήθως γαβγίζουν όταν έρχονται διάφοροι άγνωστοι στο σπίτι. Άρα ο δικός σου ή είναι χάλια φύλακας ή…» «Είναι στο κυνοκομείο. Πού πηγαίνουμε;» Ο Σίμουν κοίταξε τριγύρω. Δεν υπήρχαν μπάρες στα παράθυρα και η εξώπορτα είχε μία και μοναδική κλειδαριά, που κλείδωνε με το χέρι από μέσα. Τα κορίτσια δεν ήταν εδώ. «Στο υπόγειο» είπε ο Σίμουν. Ο άνδρας ξανασήκωσε τους ώμους του και προχώρησε στον διάδρομο. Και ο Σίμουν κατάλαβε ότι είχε πέσει διάνα όταν τον είδε να ξεκλειδώνει την πόρτα του υπογείου: δυο

κλειδαριές. Ο Κέφας αναγνώρισε τη μυρωδιά με το που κατέβηκαν τις σκάλες. Δεν χρειαζόταν άλλες αποδείξεις. Άνθρωποι κρατούνταν εδώ κάτω. Πολλοί άνθρωποι. Κράτησε σφιχτά το περίστροφό του. Μα δεν υπήρχε κανείς. «Γιατί τα έχεις αυτά;» ρώτησε ο Σίμουν καθώς περνούσαν από διάφορα δωμάτια που ήταν χωρισμένα με συρματόπλεγμα αντί για τοίχους. «Τίποτα το ιδιαίτερο. Εδώ μένει ο σκύλος. Κι έχω αποθηκεύσει και ορισμένα στρώματα» είπε ο άνδρας. Η μυρωδιά ήταν ακόμα πιο έντονη τώρα. Τα κορίτσια πρέπει να ήταν εδώ πολύ πρόσφατα. Γαμώτο, είχαν φτάσει πολύ αργά. Θα έβρισκαν όμως ίχνη DNA στα στρώματα. Πράγμα που αποδείκνυε τι; Ότι κάποιος είχε κοιμηθεί σ’ ένα στρώμα που τώρα βρισκόταν στο υπόγειο. Πιο περίεργο θα ήταν αν δεν έβρισκαν ίχνη DNA στα παλιά στρώματα. Δεν είχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, παρά μόνο μια παράνομη έφοδο. Σκατά. Σκατά.

Ο Σίμουν είδε ένα μικρό αθλητικό παπούτσι χωρίς κορδόνια πεταμένο δίπλα σε μια πόρτα. «Πού βγάζει αυτή η πόρτα;» «Στο υπαίθριο γκαράζ μόνο». Μόνο. Ο τύπος προσπαθούσε να τονίσει πόσο ασήμαντη ήταν η πόρτα. Ακριβώς όπως είχε τονίσει ότι ήθελε η Κάρι να μπει μες στο σπίτι. O Σίμουν άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα λευκό φορτηγάκι παρκαρισμένο πάνω στην άσφαλτο που είχε στρωθεί μεταξύ του σπιτιού και του φράχτη που το χώριζε από τους γείτονες. «Το φορτηγάκι τι το θες;» ρώτησε ο Σίμουν. «Ηλεκτρολόγος είμαι» είπε ο άνδρας. Ο Σίμουν έκανε ένα δυο βήματα προς τα πίσω. Έσκυψε και πήρε στα χέρια του το παπούτσι. Νούμερο 36 μάλλον. Μικρότερο απ’ τα παπούτσια της Έλσε. Έχωσε μέσα το χέρι του. Ήταν ακόμη ζεστό. Η ιδιοκτήτριά του πρέπει να το έχασε μόλις πριν από λίγα λεπτά. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας ήχος. Υπόκωφος, παγιδευμένος, αλλά ολοφάνερος: ένα

ουρλιαχτό. Ο Σίμουν κοίταξε το φορτηγάκι κι ήταν έτοιμος να σηκωθεί ξανά όρθιος, όταν ένιωσε μια κλοτσιά στα πλευρά κι άκουσε τον άνδρα να ουρλιάζει: «Φύγε! Φύγε!». O Σίμουν κατάφερε να πέσει στο πλάι και να σημαδέψει τον άνδρα, αλλά εκείνος είχε ήδη πέσει στα γόνατα κι είχε φέρει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι, πλήρως παραδομένος. Η μηχανή πήρε μπρος, με τις στροφές τόσο υψηλές, που το αμάξι ούρλιαξε. Ο Σίμουν γύρισε από την άλλη και διέκρινε κεφάλια από το παρμπρίζ του αμαξιού. Τα κορίτσια ήταν κρυμμένα στην καρότσα. «Σταματήστε! Αστυνομία!» Ο Σίμουν προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, μα πονούσε απίστευτα, ο τύπος πρέπει να του έσπασε κάποιο πλευρό. Και πριν προλάβει να σημαδέψει το παρμπρίζ, το φορτηγάκι είχε ξεκινήσει και δεν μπορούσε να το φτάσει. Γαμώτο! Τότε ακούστηκε ένας κρότος και ο ήχος γυαλιού που σπάει. Οι στριγκλιές της μηχανής σώπασαν. «Μείνε εκεί που είσαι» είπε ο Σίμουν και σηκώθηκε αγκομαχώντας να βγει από την πόρτα.

Το φορτηγάκι είχε σταματήσει. Ανθρώπινα ουρλιαχτά και δυνατά γαβγίσματα ακούστηκαν από το εσωτερικό. Αλλά ήταν η σκηνή μπροστά από τους προβολείς του οχήματος που καταγράφηκε για πάντα στη μνήμη του Σίμουν. Η Κάρι Άντελ, μ’ ένα μακρύ μαύρο δερμάτινο παλτό, στεκόταν μπροστά από τους προβολείς ενός φορτηγού που δεν είχε πια παρμπρίζ. Η λαβή της καραμπίνας ήταν ακουμπισμένη στον ώμο της και, λίγο πιο κάτω από το χέρι της, η κάννη του όπλου κάπνιζε ακόμη. Ο Σίμουν προχώρησε στο πλάι του βαν κι άνοιξε την πόρτα του οδηγού. «Αστυνομία!» Ο άνδρας στο εσωτερικό δεν αντέδρασε, συνέχισε μόνο να κοιτάζει ίσια μπροστά, σαν σοκαρισμένος. Αίμα έτρεχε από τα μαλλιά του. Στα γόνατά του υπήρχαν κομμάτια γυαλιών. Ο Σίμουν αγνόησε τον πόνο στα πλευρά του, τράβηξε έξω τον άνδρα και τον ξάπλωσε στην άσφαλτο. «Τη μούρη στην άσφαλτο, τα χέρια πίσω από την πλάτη σου! Τώρα!» Ύστερα περπάτησε γύρω γύρω από το όχημα κι έκανε στον συνοδηγό ακριβώς τα ίδια. Ο Σίμουν κι η Κάρι προχώρησαν στο πλάι του οχήματος.

Άκουγαν τον σκύλο που γάβγιζε με μανία από μέσα. Ο Σίμουν άρπαξε το πόμολο της πόρτας και η Κάρι στάθηκε ακριβώς μπροστά της με την καραμπίνα στο χέρι. «Μοιάζει μεγάλος» είπε ο Σίμουν. «Μήπως πρέπει να κάνεις άλλο ένα βήμα πιο πίσω;» Εκείνη κατένευσε κι ακολούθησε τη συμβουλή του. Ο Σίμουν τράβηξε την πόρτα στο πλάι. Ένα λευκό τέρας πετάχτηκε από το φορτηγάκι και πήδηξε προς την Κάρι, με τα σαγόνια του ανοιχτά κι αγριεμένα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που η Κάρι δεν πρόλαβε καν να πυροβολήσει. Το ζώο έσκασε πάνω στην άσφαλτο μπροστά της κι έμεινε ακίνητο. Ο Σίμουν κοίταξε έκπληκτος το περίστροφό του που κάπνιζε. «Ευχαριστώ» είπε η Κάρι. Γύρισαν και κοίταξαν το φορτηγάκι. Τρομοκρατημένα πρόσωπα τους κοίταζαν από μέσα με μάτια γουρλωμένα. «Police» είπε ο Σίμουν. Όταν είδε από τις εκφράσεις τους ότι αυτό δεν τις καθησύχαζε, πρόσθεσε: «Good police. We

will help you». Ύστερα έβγαλε το τηλέφωνό του και κάλεσε έναν αριθμό. Έφερε το τηλέφωνο στο αυτί του και κοίταξε την Κάρι. «Μπορείς να πάρεις το εκατό και να τους πεις να στείλουν δυο περιπολικά;» «Κι εσείς τότε ποιον παίρνετε;» «Τους δημοσιογράφους».

30

O

ήλιος είχε αρχίσει ν’ ανατέλλει πίσω από το

Ενερχάουγκεν, αλλά οι δημοσιογράφοι δεν είχαν τελειώσει ακόμη. Έπαιρναν φωτογραφίες και συνεντεύξεις από τα κορίτσια, που, τυλιγμένα με μάλλινες κουβέρτες, έπιναν το τσάι που είχε φτιάξει η Κάρι στην κουζίνα. Τρεις ρεπόρτερ είχαν περικυκλώσει τον Σίμουν σε μια προσπάθεια ν’ αρμέξουν επιπλέον πληροφορίες.

«Όχι, δεν γνωρίζουμε αν υπάρχουν κι άλλοι πίσω από το κύκλωμα, πλην αυτών που συλλάβαμε απόψε» επανέλαβε ο Σίμουν. «Και, ναι, είναι αλήθεια ότι στη διεύθυνση βρεθήκαμε

έπειτα από ανώνυμη καταγγελία». «Γιατί σκοτώσατε ένα αθώο ζωάκι;» ρώτησε μια δημοσιογράφος, γνέφοντας προς τη μεριά του σκύλου. Η Κάρι είχε καλύψει το πτώμα του με μια κουβέρτα από το σπίτι. «Μας επιτέθηκε» είπε ο Σίμουν. «Σας επιτέθηκε;» ρουθούνισε απαξιωτικά η δημοσιογράφος. «Δυο ενήλικες εναντίον ενός σκυλάκου; Θα μπορούσατε κάπως να τον έχετε δαμάσει». «Η απώλεια μιας ζωής είναι πάντα θλιβερή» είπε ο Σίμουν και συνέχισε, ενώ ήξερε ότι δεν έπρεπε: «Αλλά, δεδομένου ότι το προσδόκιμο της ζωής ενός σκύλου είναι πάντα αντιστρόφως ανάλογο με το μέγεθός του, θα καταλάβετε, κοιτάζοντας την κουβέρτα, ότι δεν είχε και πολλά ψωμιά ακόμη». Ο Στάλτσμπαρ, ο ηλικιωμένος αστυνομικός ρεπόρτερ που είχε δεχτεί το πρώτο τηλεφώνημα του Σίμουν, χαμογέλασε πλατιά. Ένα πολυμορφικό όχημα της αστυνομίας εμφανίστηκε από την κορυφή του λόφου και πάρκαρε πίσω από το

περιπολικό, που είχε ακόμη αναμμένους τους μπλε περιστρεφόμενους φάρους του – προς μεγάλο εκνευρισμό του Σίμουν. «Αντί να ρωτάτε εμένα όμως, καλά θα κάνετε να μιλήσετε με το αφεντικό». Ο Σίμουν έγνεψε προς τη μεριά του πολυμορφικού και οι δημοσιογράφοι έκαναν μεταβολή. Ο άνδρας που βγήκε από το αμάξι ήταν ψηλός κι αδύνατος, με τα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω. Φορούσε ορθογώνια γυαλιά δίχως σκελετό. Σήκωσε το ανάστημά του και κοίταξε έκπληκτος προς τους δημοσιογράφους που είχαν αρχίσει να τρέχουν προς το μέρος του. «Συγχαρητήρια για τις συλλήψεις, διοικητή Παρ» είπε ο Στάλτσμπαρ. «Θα κάνετε μερικά σχόλια για το πώς νιώθετε που επιτέλους σημειώνεται πρόοδος στο ζήτημα του εμπορίου λευκής σαρκός; Θεωρείτε το αποψινό μεγάλο επίτευγμα;» Ο Σίμουν δίπλωσε τα μπράτσα του στο στήθος και συνάντησε το παγωμένο βλέμμα του Πόντιους Παρ. Ο διοικητής κατένευσε αδιόρατα κι ύστερα γύρισε προς τον δημοσιογράφο που του είχε θέσει το ερώτημα. «Είναι ένα

μεγάλο βήμα της αστυνομίας στην καταπολέμηση του εμπορίου λευκής σαρκός. Είχαμε ήδη τονίσει ότι ήταν ένα ζήτημα που έχρηζε προτεραιότητας και, απ’ ό,τι βλέπετε, την έλαβε και απέδωσε και αποτελέσματα. Θέλουμε λοιπόν να συγχαρούμε τον επιθεωρητή Κέφας και τους συναδέλφους του για την επιτυχία αυτή».

Ο Παρ άρπαξε τον Σίμουν καθώς αυτός επέστρεφε στο αμάξι του. «Τι σκατά νομίζεις ότι κάνεις, Σίμουν;» Ένα από τα πράγματα που ο Σίμουν δεν καταλάβαινε ήταν πώς η φωνή του παλιού του φίλου δεν άλλαζε ποτέ χροιά. Είτε ήταν εκστασιασμένος είτε οργισμένος, η φωνή του παρέμενε ίδια κι απαράλλαχτη. «Τη δουλειά μου κάνω. Πιάνω εγκληματίες». Ο Σίμουν κοντοστάθηκε, έχωσε ένα κομμάτι καπνό κάτω από το χείλος του και πρόσφερε το κουτάκι στον Παρ, που έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανό. Παλιό ανέκδοτο που ο Σίμουν δεν

βαριόταν ποτέ: Ο Παρ δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του καπνό, ούτε είχε καπνίσει τσιγάρο στη ζωή του. «Εννοώ με όλη αυτή την παράσταση» είπε ο Παρ. «Αψηφάς εντολές να μην προχωρήσεις και μετά καλείς ένα κάρο δημοσιογράφους για να καλύψουν το θέμα; Γιατί;» Ο Σίμουν ανασήκωσε τους ώμους του. «Σκέφτηκα ότι θα μας έκανε καλό και λίγη δημοσιότητα. Παρεμπιπτόντως, δεν είναι ένα κάρο δημοσιογράφοι· μόνο όσοι έτυχε να δουλεύουν νυχτιάτικα. Και χαίρομαι που συμφωνούμε ότι η επιτόπου αξιολόγηση της κατάστασης είναι τελικά αποφασιστικός παράγοντας. Εάν δεν συμφωνούσαμε, δεν θα τα ’χαμε βρει τα κορίτσια – ήταν έτοιμοι να τα μεταφέρουν αλλού». «Αναρωτιέμαι πώς έμαθες γι’ αυτό το μέρος». «Σου είπα και πριν. Μήνυμα στο κινητό». «Από;» «Ανώνυμη πηγή. Από καρτοκινητό». «Βάλε τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας να το βρουν και κοίτα να καλέσεις όποιον βρίσκεται από πίσω για ανάκριση,

για να πάρουμε κι άλλες πληροφορίες. Γιατί, αν δεν κάνω λάθος, δεν πρόκειται να πάρουμε λέξη απ’ τους τύπους που συλλάβαμε απόψε». «Α, ναι;» «Μαρίδες είναι, Σίμουν. Ξέρουν ότι το μεγάλο ψάρι θα τους κάνει μια χαψιά έτσι κι ανοίξουν το στόμα τους. Κι εμείς τους μεγάλους θέλουμε να πιάσουμε, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά». «Ωραία λοιπόν. Άκου, Σίμουν, με ξέρεις και ξέρεις ότι καμιά φορά μπορεί να είμαι πεπεισμένος για την ορθότητα της σκέψης μου και…» «Και;» Ο Παρ ξερόβηξε. Ταλαντεύτηκε μπρος πίσω στις σόλες των ποδιών του, λες κι ήθελε να φύγει. «Και η εκτίμηση της κατάστασης εκ μέρους σου ήταν καλύτερη απ’ τη δική μου απόψε. Απλά και σταράτα. Δεν πρόκειται να το ξεχάσω στην επόμενη αξιολόγηση». «Σ’ ευχαριστώ, Πόντιους, αλλά μέχρι τότε θα έχω πάρει σύνταξη».

«Σωστά» είπε ο Πόντιους και χαμογέλασε. «Είσαι όμως άξιος αστυνομικός, Σίμουν. Πάντα ήσουν». «Σωστό κι αυτό». «Τι κάνει η Έλσε;» «Καλά, ευχαριστώ. Ή μάλλον…» «Τι;» «Αρκετά καλά, ας τα λέμε» είπε ο Σίμουν παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Θα τα πούμε μια άλλη φορά. Πάμε για ύπνο;» Ο Παρ κατένευσε. «Πάμε». Χτύπησε τον Σίμουν φιλικά στον ώμο, έκανε μεταβολή και προχώρησε προς το πολυμορφικό. Ο Σίμουν τον κοίταξε καθώς αποχωρούσε. Έβαλε το δάχτυλο και πέταξε τον καπνό απ’ το στόμα. Δεν είχε τη γεύση που θα ’πρεπε να έχει.

31

Ο

Σίμουν έφτασε στη δουλειά στις εφτά το πρωί. Έπειτα

από δυόμισι ώρες ύπνου, ενάμισι φλιτζάνι καφέ και μισό παυσίπονο για τον πονοκέφαλο. Ορισμένοι άνθρωποι δεν χρειά​ζονται πολύ ύπνο. Ο Σίμουν δεν ανήκε σ’ αυτούς. Η Κάρι, αντιθέτως, μπορεί και να ήταν. Όπως και να ’χε, έμοιαζε αναπάντεχα σε εγρήγορση καθώς προχωρούσε προς το μέρος του.

«Λοιπόν;» είπε ο Σίμουν και χώθηκε στην καρέκλα του. Άνοιξε τον καφέ φάκελο που είχε έρθει με το ταχυδρομείο.

«Κανείς από τους τρεις που συλλάβαμε χτες δεν μίλησε» είπε η Κάρι. «Ούτε λέξη. Μέχρι και τα ονόματά τους αρνήθηκαν να μας πουν». «Τι καλά παιδιά. Ξέρουμε ποιοι είναι;» «Ω, ναι. Τους αναγνώρισαν οι μυστικοί. Κι οι τρεις τους έχουν προηγούμενες καταδίκες. Ο δικηγόρος τους εμφανίστηκε μέσα στη νύχτα και έκοψε στη μέση τις προσπάθειές μας να τους ανακρίνουμε. Ένας τύπος ονόματι Άιναρ Χάρνες. Κατάφερα επίσης να βρω από πού μας ήρθε το μήνυμα που υπέγραφε αυτός ο “Γιος”. Το κινητό ανήκει σε κάποιον Φιντέλ Λάε. Ιδιοκτήτη κυνοτροφείου. Δεν απαντάει στο τηλέφωνο, αλλά από το σήμα που λαμβάνουν οι σταθμοί βάσης μοιάζει να μένει σε κτήμα. Έχουμε στείλει δύο περιπολικά». Ο Σίμουν συνειδητοποίησε γιατί η Κάρι δεν έμοιαζε να έχει μόλις ξυπνήσει. Γιατί δεν κοιμήθηκε καθόλου· δούλευε όλο το βράδυ. «Ύστερα έψαξα αυτό τον Χιούγκο Νέστορ που μου ζητήσατε». «Ναι;»

«Δεν είναι σπίτι του, δεν σηκώνει το τηλέφωνό του, ούτε στο γραφείο είναι, αλλά μπορεί οι αριθμοί αυτοί να είναι και ψεύτικοι. Το μόνο που έχουμε μέχρι τώρα είναι έναν μυστικό που είδε, λέει, τον Νέστορ χτες στο εστιατόριο Βερμόντ». «Χμ. Μυρίζει η ανάσα μου, αστυνόμε Άντελ;» «Όχι, απ’ όσο ξέρω, αλλά δεν έχουμε…» «Άρα πώς θα το έπαιρνες εσύ αυτό;» Ο Σίμουν τής έδειξε τρεις οδοντόβουρτσες που κρατούσε στο χέρι του. «Μοιάζουν χρησιμοποιημένες» είπε η Κάρι. «Πού τις βρήκατε;» «Καλή ερώτηση» είπε ο Σίμουν κοιτάζοντας μέσα στον φάκελο. Έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί με το σήμα του ξενοδοχείου Πλάζα. Δεν υπήρχε αποστολέας, μόνο ένα μήνυμα γραμμένο στο χέρι.

Ψάξε για DNA.

Σ.

Έδωσε το χαρτί στην Κάρι και κοίταξε τις οδοντόβουρτσες. «Κάποιος μουρλός μάλλον» είπε η Κάρι. «Η Σήμανση έχει πήξει στη δουλειά με όλες τις δολοφονίες, οπότε…» «Πήγαινέ τες κατευθείαν σ’ αυτούς». «Πώς;» «Αυτός είναι». «Ποιος;» «Σ. Ο Σόνι». «Πού το ξέρετε…» «Πες τους ότι επείγει». Η Κάρι τον κοίταξε καλά καλά. Το τηλέφωνο του Σίμουν άρχισε να δονείται.

«ΟΚ» είπε εκείνη κι έκανε μεταβολή. Στεκόταν μπροστά από τον ανελκυστήρα όταν ο Σίμουν την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της. Φορούσε το παλτό του. «Έλα μαζί μου πρώτα». «Πού;» «Μόλις πήρε ο Όσμουν Μπιόρνστα. Βρήκαν κι άλλο πτώμα».

Μία πέρδικα ακούστηκε από το δάσος με τα έλατα. Ο Όσμουν Μπιόρνστα είχε χάσει κάθε έκφραση αλαζονείας. Ήταν κατάχλωμος. Στο τηλέφωνο δεν μασούσε τα λόγια του: «Κέφας, χρειαζόμαστε βοήθεια». Ο Σίμουν στεκόταν δίπλα στον αξιωματικό της Κρίπος και την Κάρι, κοιτάζοντας μέσα από το συρματόπλεγμα τα υπολείμματα ενός σώματος που είχε προκαταρκτικά αναγνωριστεί, με βάση διάφορες πιστωτικές κάρτες, ως ο

Χιούγκο Νέστορ. Θα έπρεπε να περιμένουν τα οδοντιατρικά αρχεία για σίγουρη αναγνώριση. Από τα σφραγίσματα που διακρίνονταν στα απογυμνωμένα δόντια του πτώματος ο Σίμουν μπορούσε να καταλάβει ότι το θύμα είχε όντως επισκεφτεί οδοντίατρο. Οι δύο αστυνομικοί από το Τμήμα Περιπολίας που είχαν περισυλλέξει τα δύο αργεντίνικα ντόγκο είχαν μια πολύ απλή εξήγηση για το θέαμα: «Τα σκυλιά ήταν πεινασμένα. Κάποιος ξέχασε να τα ταΐσει». «Ο Νέστορ ήταν το αφεντικό του Κάλε Φάρισεν» είπε ο Σίμουν. «Το ξέρω» γκρίνιαξε ο Μπιόρνστα. «Με το που θα το πάρουν πρέφα οι δημοσιογράφοι, ποιος μας σώζει». «Πώς βρήκατε τον Λάε;» «Δυο περιπολικά. Ακολουθούσαν το σήμα ενός κινητού» είπε ο Μπιόρνστα. «Εγώ τα έστειλα» είπε η Κάρι. «Λάβαμε ένα ανώνυμο μήνυμα». «Πρώτα βρήκαν το κινητό του Λάε» είπε ο Μπιόρνστα. «Ήταν πάνω στην πύλη, λες και κάποιος το είχε αφήσει

επίτηδες εκεί ώστε να εντοπιστεί. Αλλά δεν βρήκαν τον Λάε όταν έψαξαν στο σπίτι. Ήταν έτοιμοι να φύγουν, όταν ένα από τα αστυνομικά σκυλιά αντέδρασε κι ήθελε σώνει και καλά να μπει στο δάσος. Και τότε ήταν που βρήκαν… αυτό». Τίναξε τα χέρια του στο πλάι απελπισμένα. «Κι ο Λάε;» ρώτησε ο Σίμουν γνέφοντας προς τη μεριά του άνδρα που έτρεμε σύγκορμος κάτω από μια μάλλινη κουβέρτα, καθισμένος στον κομμένο κορμό ενός δέντρου ξοπίσω τους. «Ο δολοφόνος τον απείλησε με περίστροφο, μας είπε. Τον κλείδωσε στο διπλανό κλουβί, του πήρε κινητό και πορτοφόλι. Ήταν κλειδωμένος εκεί μέσα για τριάντα έξι ώρες. Είδε τα πάντα». «Και τι λέει;» «Έχει τρελαθεί ο άνθρωπος, δεν μπορεί να σταματήσει να μουρμουρίζει. Ο Λάε πουλούσε παράνομα σκυλιά κι ο Νέστορ ήταν πελάτης του. Αλλά δεν μπορεί να μας πει πώς έμοιαζε ο δολοφόνος. Ξέρουμε όλοι πόσο συχνά οι αυτόπτες μάρτυρες δεν θυμούνται τα πρόσωπα των ανθρώπων που απείλησαν τη ζωή τους».

«Ω, μα τα θυμούνται» διαφώνησε ο Σίμουν. «Τα θυμούνται για το υπόλοιπο της ζωής τους. Απλώς δεν τα θυμούνται με τον τρόπο που τα βλέπουμε εμείς, γι’ αυτό κι οι περιγραφές τους είναι άλλα αντί άλλων. Περιμένετε εδώ». Ο Σίμουν πλησίασε τον τρεμάμενο άνδρα. Κάθισε σ’ έναν άλλο κορμό δίπλα του. «Πώς έμοιαζε;» ρώτησε ο Σίμουν. «Έχω ήδη δώσει την περιγραφή του…» «Έτσι;» είπε ο Σίμουν κι έβγαλε μια φωτογραφία από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. «Προσπάθησε να τον φανταστείς χωρίς τη γενειάδα και τα μακριά μαλλιά». Ο άνδρας κοίταξε τη φωτογραφία για πολλή ώρα. Ύστερα κατένευσε αργά αργά. «Αυτό το βλέμμα. Ναι, είχε αυτό το βλέμμα στα μάτια του. Λες κι ήταν αθώος». «Είσαι σίγουρος;» «Εντελώς». «Ευχαριστώ».

«Αυτό έλεγε κι αυτός συνέχεια. “Ευχαριστώ” κι “ευχαριστώ”. Και ξέσπασε στα κλάματα όταν τα σκυλιά σκότωσαν τον Νέστορ». Ο Σίμουν έβαλε τη φωτογραφία ξανά στην τσέπη του. «Και κάτι ακόμα. Είπες στην αστυνομία ότι σε απείλησε με περίστροφο. Σε ποιο χέρι το κρατούσε;» Ο άνδρας ανοιγόκλεισε τα μάτια του μια δυο φορές, λες και δεν το είχε ξανασκεφτεί. «Στο αριστερό. Αριστερόχειρας ήταν». Ο Σίμουν σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε τον Μπιόρνστα και την Κάρι. «Ο Σόνι Λόφτχους είναι». «Ποιος;» ρώτησε ο Όσμουν Μπιόρνστα. Ο Σίμουν κοίταξε τον αξιωματικό της Κρίπος καλά καλά. «Εσύ δεν έστειλες την ομάδα Δέλτα στο Κέντρο Ίλα για να τον πιάσουν;» Ο Μπιόρνστα κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Τέλος πάντων» είπε ο Σίμουν, ξαναβγάζοντας και δείχνοντας τη φωτογραφία. «Πρέπει να βγάλουμε ειδοποίηση για αναζήτηση καταζητούμενου, μαζί με μια

περιγραφή, ώστε να μας βοηθήσει και ο κόσμος. Πρέπει να στείλουμε αυτή τη φωτογραφία στις ειδήσεις των κρατικών και των ιδιωτικών καναλιών». «Πολύ αμφιβάλλω αν θα τον αναγνωρίσουν από αυτήν τη φωτογραφία». «Πόσο σύντομα μπορούμε να την έχουμε στον αέρα;» «Θα κοιτάξουν να τη βγάλουν αμέσως, πιστέψτε με» είπε ο Μπιόρνστα. «Σε δεκαπέντε λεπτά λοιπόν, για τις πρωινές ειδήσεις» είπε η Κάρι, βγάζοντας το κινητό της και γυρνώντας το στη φωτογραφική μηχανή. «Κρατήστε λίγο ακίνητη τη φωτογραφία. Ποιον ξέρετε στα κρατικά κανάλια για να τη στείλουμε;»

Ο Μόργκαν Άσκεϊ έξυνε προσεκτικά την πληγή στη ράχη της παλάμης του όταν ο οδηγός του λεωφορείου πάτησε ξαφνικά τα φρένα και τον έκανε να απογυμνώσει την πληγή. Αίμα φάνηκε στο δέρμα του. Ο Μόργκαν κοίταξε αμέσως από την

άλλη· δεν άντεχε να βλέπει αίματα. Κατέβηκε από το λεωφορείο στις Φυλακές Υψίστης Ασφαλείας Στάτεν, όπου δούλευε εδώ και δύο μήνες. Περπατούσε πίσω από μια ομάδα δεσμοφυλάκων, όταν ένας τύπος με στολή δεσμοφύλακα τον πλησίασε. «Καλημέρα». «Καλημέρα» απάντησε αυτομάτως ο Μόργκαν και γύρισε να τον κοιτάξει, δίχως να μπορεί να τον αναγνωρίσει. Ο τύπος συνέχισε να περπατάει δίπλα του, λες και γνωρίζονταν ή λες και ήθελε να γνωριστούν. «Δεν δουλεύεις στην Πτέρυγα Α΄» είπε ο άγνωστος. «Ή μήπως είσαι νέος;» «Πτέρυγα Β΄» απάντησε ο Μόργκαν. «Δυο μήνες τώρα». «Α, γι’ αυτό». Ο τύπος ήταν πιο μικρός σε ηλικία από τους υπόλοιπους ένστολους φετιχιστές. Συνήθως ήταν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που έρχονταν κι έφευγαν απ’ τη δουλειά φορώντας τη στολή τους, λες και ήταν περήφανοι γι’ αυτήν. Σαν τον Φρανκ, τον αναπληρωτή διευθυντή. Ο Μόργκαν θα ένιωθε

εντελώς μαλάκας αν φορούσε τη δικιά του στο λεωφορείο κι οι άνθρωποι τον κοιτούσαν και τον ρωτούσαν πού δούλευε. Στη Στάτεν. Σε φυλακή; Τι λες! Κοίταξε την ταυτότητα του δεσμοφύλακα. Σέρενσεν. Πέρασαν μαζί από το φυλάκιο ασφαλείας κι ο Μόργκαν έγνεψε προς τον φρουρό στο εσωτερικό του. Όταν έφτασαν στην είσοδο, ο τύπος έβγαλε το κινητό του και κοντοστάθηκε για λίγο· ίσως να έστελνε κάποιο μήνυμα. Η πόρτα είχε προλάβει να κλείσει μπροστά τους κι ο Μόργκαν αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το δικό του κλειδί. Την ξεκλείδωσε. «Ευχαριστώ πολύ» είπε ο Σέρενσεν καθώς πρόλαβε να μπει μέσα πριν από αυτόν. Ο Μόργκαν τον ακολούθησε, αλλά έστριψε στ’ αριστερά, προς τα αποδυτήρια. Είδε τον τύπο να ακολουθεί τους υπόλοιπους συναδέλφους του καθώς προχωρούσαν στο δωμάτιο-θυρόφραγμα, κι από εκεί στις πτέρυγες της φυλακής.

Η Μπέτι έβγαλε τα παπούτσια της και ξάπλωσε στο κρεβάτι.

Τι βάρδια κι αυτή! Ήταν εξουθενωμένη κι ήξερε ότι δεν θα την έπαιρνε αμέσως ο ύπνος, έπρεπε όμως να προσπαθήσει να κοιμηθεί. Και για να το κάνει αυτό έπρεπε πρώτα να απαλλαγεί από την αίσθηση ότι είχε κάνει λάθος που δεν ανέφερε στην αστυνομία το επεισόδιο στη σουίτα 4. Αφού έψαξαν το δωμάτιο με τον φρουρό να δουν αν έλειπε τίποτα, η Μπέτι είχε βάλει τα πράγματα στη θέση τους και πήγε να πετάξει το μισό λεμόνι που είχε μείνει, όταν βρήκε μια χρησιμοποιημένη σύριγγα μιας χρήσεως στα σκουπίδια. Χωρίς πολλά πολλά, το μυαλό της συνέδεσε αμέσως το αποχρωματισμένο λεμόνι με τη σύριγγα. Είχε ψηλαφίσει τη φλούδα του κι είχε ανακαλύψει μικρές μικρές τρυπούλες. Στύβοντας λίγο λεμόνι στο χέρι, ανακάλυψε ότι ο χυμός ήταν θολός, σαν να περιείχε κιμωλία. Ακούμπησε τον χυμό ίσα ίσα στη γλώσσα της για να τον δοκιμάσει. Πέρα από την οικεία του οξύτητα, υπήρχε μια άλλη, πικρή, φαρμακευτική γεύση. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Ήταν παράνομο να έχουν οι πελάτες τους περίεργα λεμόνια ή σύριγγες μιας χρήσεως; Κι αν ήταν διαβητικοί ή έπασχαν από κάποια άλλη ασθένεια; Αν έπαιζαν περίεργα παιχνίδια με τους φίλους τους στα δωμάτιά τους; Πήρε λοιπόν κι αυτή το περιε​χόμενο του σκουπιδοτενεκέ και το πέταξε στη ρεσεψιόν. Κατέγραψε επιγραμματικά το επεισόδιο στη σουίτα 4 –για τον άνδρα που

είχαν βρει δεμένο στο μπάνιο, ο οποίος είχε από μόνος του απορρίψει το όλο επεισόδιο– και τέρμα. Τι άλλο να έκανε δηλαδή; Άναψε την επιτοίχια τηλεόρασή της και ξεντύθηκε. Πήγε στο μπάνιο, ξεβάφτηκε και βούρτσισε τα δόντια της. Από το δωμάτιο ακουγόταν το σταθερό βουητό από τις φωνές των παρουσιαστών του καναλιού TV2. Συνήθιζε ν’ αφήνει την τηλεόραση ανοιχτή, με χαμηλωμένο τον ήχο, γιατί τη βοηθούσε να κοιμηθεί. Ίσως γιατί οι καθησυχαστικές φωνές των εκφωνητών ειδήσεων της θύμιζαν τη φωνή του πατέρα της, μια φωνή που κάποτε μπορούσε ν’ ανακοινώσει την καταστροφή ολόκληρης ηπείρου και να σε κάνει να νιώσεις ασφαλής την ίδια στιγμή. Αλλά η τηλεόραση από μόνη της δεν έφτανε πια. Η Μπέτι είχε αρχίσει να παίρνει και χάπια. Όχι πολύ δυνατά χάπια, είναι η αλήθεια, αλλά χάπια. Ο γιατρός είχε πει ότι ίσως θα έπρεπε να ζητήσει να τη βγάλουν από τις νυχτερινές βάρδιες, μήπως και βοηθήσει. Αλλά κανείς δεν φτάνει στην κορυφή υπεκφεύγοντας· έπρεπε να σφίξει τα δόντια. Πάνω από τον θόρυβο του τρεχούμενου νερού και του βουρτσίσματος, άκουσε μια φωνή να λέει ότι η αστυνομία έψαχνε έναν άνθρωπο που σχετιζόταν με τη χθεσινοβραδινή δολοφονία ενός άνδρα σ’ ένα κυνοτροφείο, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος και με τον φόνο της Ανιέτε Ίβερσεν και την

τριπλή δολοφονία στην Γκαμλεμπίεν. Η Μπέτι ξέπλυνε το στόμα της, έκλεισε τη βρύση κι επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα. Στο άνοιγμα της πόρτας κοκάλωσε. Κοίταξε τη φωτογραφία του καταζητούμενου στην τηλεόραση. Αυτός ήταν. Είχε γενειάδα και μακριά μαλλιά, αλλά η Μπέτι είχε μάθει να μη δίνει σημασία σε μεταμφιέσεις και μάσκες, είχε μάθει να συγκρίνει πρόσωπα με φωτογραφίες διαφόρων απατεώνων που το ξενοδοχείο Πλάζα κι άλλα ξενοδοχεία στο εξωτερικό φύλαγαν στο μητρώο τους και οι οποίοι πολύ πιθανόν να έκαναν την εμφάνισή τους στη ρεσεψιόν κάποια στιγμή. Αυτός ήταν, ναι. Ο άνδρας που είχε κλείσει τη σουίτα 4, χωρίς τα γυαλιά του, με τα φρύδια του άθικτα. Η Μπέτι γύρισε και κοίταξε το τηλέφωνο που βρισκόταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Προσεχτική μα διακριτική. Τα συμφέροντα ξενοδοχείου πρώτα. Θα πήγαινε μπροστά. Σφάλισε τα μάτια της.

του

Η μητέρα της είχε δίκιο: Αμάν αυτή η περιέργειά της.

Από το παράθυρο του γραφείου του ο Άριλ Φρανκ χάζευε τους δεσμοφύλακες της βραδινής βάρδιας να φεύγουν και τους πρωινούς να έρχονται, συγκρατώντας στο μυαλό του όσους αργούσαν. Πόσο τον εκνεύριζαν οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους σωστά! Όπως η Κρίπος ή το Ανθρωποκτονιών. Η αστυνομία είχε λάβει ανώνυμη καταγγελία να κάνει έφοδο στο Κέντρο Ίλα και παρ’ όλα αυτά ο Λόφτχους τούς είχε ξεφύγει. Ανίκανοι όλοι τους! Και να τώρα, πλήρωναν αυτή την ανικανότητά τους με τη δολοφονία του Χιούγκο Νέστορ το προηγούμενο βράδυ. Σ’ ένα κυνοτροφείο! Του ήταν αδιανόητο ότι ένας και μόνο άνθρωπος –και μάλιστα τοξικομανής– μπορούσε να προκαλέσει τέτοιο χάος. Αλλά και ως νομοταγής πολίτης ο Φρανκ πάλι εκνευριζόταν με την ανεπάρκεια της αστυνομίας. Ώρες ώρες σκεφτόταν ότι δεν μπορούσαν να πιάσουν τον ίδιο, ολόκληρο διεφθαρμένο υποδιευθυντή φυλακών! Ήταν εμφανές ότι ο Κέφας τον υποψιαζόταν, αλλά ο Κέφας ήταν

ένας δειλός, δεν είχε τα κότσια να τον κυνηγήσει· είχε πάρα πολλά να χάσει. Μόνο όταν παίζονταν λεφτά είχε κότσια ο Σίμουν Κέφας. Κωλολεφτά! Τι περίμενε δηλαδή; Ότι τα λεφτά θα του εξαγόραζαν μια προτομή, ένα όνομα ως στυλοβάτη της κοινωνίας; Είχε εθιστεί σιγά σιγά στο χρήμα· και το χρήμα έγινε η ηρωίνη του και το μέγεθος του τραπεζικού λογαριασμού έγινε αυτοσκοπός κι εκεί ήταν που χάθηκε οποιοδήποτε νόημα. Ακριβώς όπως ένας ηρωινομανής, ο Άριλ Φρανκ ήξερε πολύ καλά σε τι θέση βρισκόταν. Κι αδυνατούσε να κάνει οτιδήποτε για να την αλλάξει. «Ένας αξιωματικός ονόματι Σέρενσεν έρχεται να σας δει» είπε η γραμματέας του από την ενδοεπικοινωνία. «Μην τον αφήσεις…» «Με προσπέρασε κατευθείαν λέγοντας ότι θα πάρει μια στιγμή μόνο». «Σοβαρά;» είπε ο Φρανκ συνοφρυωμένος. Eίχε επιστρέψει ο Σέρενσεν πριν τελειώσει η αναρρωτική του; Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει πίσω του.

«Δεν μου λες, Σέρενσεν» είπε ο Φρανκ συνεχίζοντας να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. «Ξέχασες να χτυπάς την πόρτα πριν μπεις;» «Κάτσε κάτω». Ο Φρανκ άκουσε την πόρτα να κλειδώνει και γύρισε έκπληκτος προς τη μεριά της φωνής. Κοκάλωσε όταν είδε το περίστροφο. «Αν βγάλεις κιχ, θα σου την καρφώσω κατευθείαν στο κούτελο». Όταν ένας άνθρωπος απειλείται με όπλο, στρέφει συνήθως την προσοχή του στο ίδιο το όπλο και του παίρνει κάποια ώρα να κοιτάξει τον άνθρωπο που το κραδαίνει. Όταν όμως το αγόρι έσπρωξε με το πόδι την καρέκλα για να κυλήσει προς τη μεριά του αναπληρωτή διευθυντή των φυλακών, ο Φρανκ κατάλαβε ποιος ήταν. Ο Γιος είχε επιστρέψει. «Άλλαξες» είπε ο Φρανκ. Σκόπευε ν’ ακουστεί αυτό που είπε με περισσότερο κύρος, αλλά ο λαιμός του είχε ξεραθεί και μόνο ένα κρώξιμο ξέφυγε από μέσα. Το πιστόλι σηκώθηκε λίγο και ο Φρανκ έσπευσε να

καθίσει. «Βάλε τα χέρια σου στα μπράτσα της καρέκλας» είπε το αγόρι. «Θα πατήσω το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας κι εσύ θα πεις στην Ίνα να πάει στον φούρνο να πάρει τίποτα γλυκά. Τώρα». Το αγόρι πάτησε το κουμπί. «Ναι;» ακούστηκε η φωνή της Ίνα. «Ίνα…» Το μυαλό του Φρανκ έψαχνε απελπισμένα για εναλλακτικές λύσεις. «Ναι;» «Πήγαινε…» To ψάξιμο κόπηκε απότομα, καθώς το δάχτυλο του αγοριού σφίχτηκε πάνω στη σκανδάλη. «Πήγαινε, σε παρακαλώ, μέχρι τον φούρνο και φέρε μου μερικά φρέσκα γλυκά, εντάξει;» «Φυσικά». «Σ’ ευχαριστώ, Ίνα». Το αγόρι έβγαλε το δάχτυλο από τη σκανδάλη, άφησε το

περίστροφο, πήρε ένα ρολό αυτοκόλλητης ταινίας, πήγε γύρω από τον Φρανκ κι άρχισε να δένει τα μπράτσα του στην καρέκλα. Ύστερα πέρασε την ταινία γύρω από το στήθος του και την πλάτη της καρέκλας και γύρω από τα πόδια του, το κάθισμα και τo κεντρικό σιδερένιο στέλεχος. Ξαναπήρε στα χέρια του το περίστροφο. Μια παράξενη σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό του Φρανκ: ότι θα έπρεπε να φοβάται πολύ περισσότερο. Το αγόρι είχε δολοφονήσει την Ανιέτε Ίβερσεν, τον Κάλε, τον Σιλβέστερ και τον Χιούγκο Νέστορ. Γιατί δεν συνειδητοποιούσε ότι θα πέθαινε κι ο ίδιος; Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι βρισκόταν στην ασφάλεια του γραφείου του, μεσημεριάτικα, στη Στάτεν. Ότι είχε δει το αγόρι να ανδρώνεται μες στην ίδια του τη φυλακή και ότι –αν εξαιρέσουμε το περιστατικό με τον Χαλντέν– δεν είχε δείξει ποτέ πρόθυμο ή ικανό να ασκήσει βία. Το αγόρι έψαξε τις τσέπες του Φρανκ κι αφαίρεσε πορτοφόλι και κλειδιά αυτοκινήτου. «Πόρσε Καγέν» διάβασε το αγόρι από το μπρελόκ. «Πολύ ακριβό αμάξι δεν είναι αυτό για έναν δημόσιο υπάλληλο;» «Τι θες;» «Θέλω απαντήσεις σε τρία πολύ απλά ερωτήματα. Αν μου

πεις την αλήθεια, θα σε αφήσω να ζήσεις. Αν όχι, θα σε σκοτώσω» είπε με έναν σχεδόν απολογητικό τόνο στη φωνή του. «Η πρώτη ερώτηση είναι: Ποιο είναι το όνομα και ο αριθμός λογαριασμού στον οποίο σε πλήρωνε ο Νέστορ;» Ο Φρανκ το σκέφτηκε για λίγο. Κανείς δεν ήξερε γι’ αυτό τον λογαριασμό, θα μπορούσε να πει ό,τι του κατέβει, να εφεύρει όλες τις λεπτομέρειες. Ποιος θα το καταλάβαινε; «Αν ήμουν στη θέση σου, θα σκεφτόμουν καλά καλά πριν ανοίξω το στόμα μου». Ο Φρανκ κοίταξε την κάννη του όπλου. Τι εννοούσε; Κανείς δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την ύπαρξη του λογαριασμού. Μόνο ο Νέστορ τον είχε χρησιμοποιήσει για να στείλει χρήματα. Ο Φρανκ ανοιγόκλεισε τα μάτια του μερικές φορές. Λες το αγόρι να είχε εκμαιεύσει πληροφορίες από τον Νέστορ πριν τον σκοτώσει; Από τεστ τον περνούσε; «Ο λογαριασμός είναι στο όνομα μιας εταιρείας στα Νησιά Κέιμαν» είπε ο Φρανκ. «Ντένις Λίμιτεντ». «Κι ο αριθμός;» Το αγόρι κρατούσε κάτι που έμοιαζε με κίτρινη επαγγελματική κάρτα. Λες να είχε σημειώσει τον

αριθμό που του έδωσε ο Νέστορ; Αλλά και να μπλοφάριζε, τι μ’ αυτό; Δεν θα μπορούσε να πάρει τα χρήματα ακόμα κι αν ο Φρανκ τού έδινε τον αριθμό του λογαριασμού. Ο Φρανκ άρχισε ν’ απαγγέλλει μια σειρά ψηφίων. «Πιο αργά» είπε το αγόρι, κοιτάζοντας την κίτρινη κάρτα. «Και πιο καθαρά». Ο Φρανκ υπάκουσε. «Ωραία. Μένουν δύο μόνο ερωτήσεις» είπε το αγόρι όταν ο Φρανκ έπαψε να μιλάει. «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου; Και ποιος ήταν το καρφί που δούλευε με τον Δίδυμο;» Ο Άριλ Φρανκ ανοιγόκλεισε ξανά τα μάτια του. Το σώμα του το ήξερε. Ήξερε ότι ίδρωνε από κάθε πόρο του κορμιού του, ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα να τρομοκρατηθεί. Το αγόρι είχε αφήσει και πάλι το όπλο και κρατούσε τώρα ένα μαχαίρι. Το απαίσιο κυρτό μαχαίρι του Χιούγκο Νέστορ. Ο Άριλ Φρανκ ούρλιαξε.

«Τώρα το ’πιασα» είπε ο Σίμουν Κέφας βάζοντας το κινητό του πίσω στην τσέπη του μπουφάν του και καρφώνοντας το βλέμμα του στο άνοιγμα του τούνελ, στον ουρανό πάνω από την Μπιορβίκα και το φιόρδ του Όσλο. «Τι πιάσατε;» ρώτησε η Κάρι. «Μία από τις νυχτερινές ρεσεψιονίστ του Πλάζα πήρε μόλις το εκατό να καταγγείλει ότι ο καταζητούμενος πέρασε το βράδυ σε μια από τις σουίτες του. Χρησιμοποίησε το όνομα Φιντέλ Λάε. Κι ότι στη σουίτα βρήκαν δεμένο έναν άλλο άνδρα, γύρω από την τουαλέτα, ύστερα από καταγγελία διαφόρων πελατών για υπερβολική φασαρία. Ο άλλος άνδρας την κοπάνησε με το που τον απελευθέρωσαν. Το ξενοδοχείο ήλεγξε επίσης τις κάμερες ασφαλείας και είδε τον Λόφτχους να εισέρχεται μαζί με τον Χιούγκο Νέστορ και τον άνδρα που έφυγε αφού τον απελευθέρωσαν από τη σουίτα». «Δεν μου είπατε ακόμη τι πιάσατε όμως». «Α, σωστά. Πώς ήξεραν οι τρεις άνδρες στην Ενερχαουγκάτα ότι πηγαίναμε να τους πιάσουμε. Σύμφωνα με το βιβλίο εισόδου – εξόδου του ξενοδοχείου, ο άνδρας από τη σουίτα έφυγε από το Πλάζα την ώρα που εμείς περιμέναμε έξω από το σπίτι. Πήρε τηλέφωνο και

προειδοποίησε τους άνδρες ότι ο Νέστορ είχε απαχθεί κι αυτοί άρχισαν να τα μαζεύουν και να φεύγουν μην τυχόν ο Νέστορ κελαηδούσε. Ήξεραν πολύ καλά τι συνέβη στον Κάλε, βλέπεις. Αλλά με το που πήγαν να φύγουν με το φορτηγάκι συνειδητοποίησαν ότι ήμαστε ήδη εκεί. Κι αποφάσισαν να περιμένουν να φύγουμε πρώτα. Ή να μπούμε, τέλος πάντων, στο σπίτι ώστε να φύγουν από τον δρόμο δίχως να τους πάρουμε χαμπάρι». «Το σκεφτόσαστε πολύ όλο αυτό, ε;» είπε η Κάρι. «Πώς ήξεραν ότι ερχόμαστε να τους πιάσουμε». «Ίσως» είπε ο Σίμουν. «Τώρα όμως ξέρω». «Ξέρετε ότι μπορεί και να έγινε έτσι» τον διόρθωσε η Κάρι. «Θα μου πείτε τι σκέφτεστε τώρα;» Ο Σίμουν ανασήκωσε τους ώμους του. «Ότι πρέπει να πιάσουμε τον Σόνι Λόφτχους πριν φέρει την καταστροφή».

«Τι περίεργος τύπος» είπε ο Μόργκαν Άσκεϊ στον γηραιότερο συνάδελφό του καθώς προχωρούσαν μαζί στον φαρδύ

διάδρομο. Τα κελιά ήταν ανοιχτά, έτοιμα για επιθεώρηση. «Σέρενσεν τον έλεγαν. Με πλησίασε έτσι, χωρίς να τον ξέρω». «Αποκλείεται να ήταν αυτός» είπε ο άλλος. «Ο Σέρενσεν της Πτέρυγας Α΄ είναι σπίτι του με αναρρωτική». «Αυτός ήταν, σου λέω. Είδα την ταυτότητά του πάνω στη στολή». «Μα του μίλησα πριν από δύο μέρες. Μόλις είχε ξαναμπεί στο νοσοκομείο». «Ε, τότε ανέκαμψε γρήγορα». «Τι περίεργο. Φορούσε στολή, είπες; Αποκλείεται να ήταν ο Σέρενσεν· τη σιχαίνεται τη στολή του. Τη βγάζει πάντα πριν φύγει και τη φυλάει στο λόκερ του. Από εκεί την έκλεψε ο Λόφτχους». «Ο άνδρας που δραπέτευσε;» «Ναι. Πώς σου φαίνεται η δουλειά, Άσκεϊ;» «Καλή είναι».

«Ωραία. Μην ξεχνάς να χρησιμοποιείς τις άδειές σου. Μην μπεις στον πειρασμό να κάνεις υπερωρίες». Έκαναν άλλα έξι βήματα πριν σταματήσουν κι οι δύο και κοιταχτούν καλά καλά, με μάτια γουρλωμένα. «Πώς έμοιαζε αυτός ο τύπος;» ρώτησε ο άλλος. «Πώς μοιάζει ο Σόνι Λόφτχους;» ρώτησε ο Μόργκαν.

Ο Φρανκ ξεφύσηξε από τη μύτη. Το ουρλιαχτό του πνίγηκε από την παλάμη του αγοριού. Το αγόρι έβγαλε το ένα του παπούτσι, αφαίρεσε την κάλτσα του και την έχωσε στο στόμα του Φρανκ. Του έκλεισε το στόμα με αυτοκόλλητη ταινία. Το αγόρι έκοψε όση ταινία χρειαζόταν από το δεξί μπράτσο, ώστε ο Φρανκ να μπορεί να σηκώσει το χέρι του και να γράψει πάνω στο χαρτί που ήταν ακουμπισμένο στην άκρη του γραφείου. «Απάντησέ μου».

Ο Φρανκ έγραψε: Δεν ξέρω. Ύστερα άφησε το στιλό. Άκουσε τον ήχο της ταινίας που ξεκολλούσε από το ρολό της κι ένιωσε τη μυρωδιά της κόλλας, πριν η ταινία κολλήσει πάνω στη μύτη του, κλείνοντάς του τη δίοδο του αέρα. Το σώμα του ξέφυγε από κάθε έλεγχο, άρχισε να χτυπιέται και να τεντώνει με όλη του τη δύναμη πάνω στην καρέκλα. Να συστρέφεται από εδώ κι από εκεί. Να χορεύει γι’ αυτό το κωλόπαιδο! Η πίεση μες στο κρανίο του αυξήθηκε, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Ήταν πεπεισμένος ότι θα πέθαινε, μέχρι που είδε το αγόρι να πιέζει την άκρη του στιλό πάνω στην ταινία, στο ύψος του ρουθουνιού του. Η ταινία τρύπησε κι ο Άριλ Φρανκ ρούφηξε αέρα μέσα από το αριστερό του ρουθούνι, με τα δάκρυα να τρέχουν καυτά στο πρόσωπό του. Το αγόρι τού συγκεντρώθηκε.

ξαναέδωσε

το

στιλό.

Ο

Φρανκ

Λυπήσου με. Αν ήξερα το όνομα του καρφιού, θα σου το έλεγα.

Το αγόρι διάβασε το μήνυμα. Έκλεισε τα μάτια του κι έκανε μια γκριμάτσα σαν να πονούσε. Ύστερα πήρε την ταινία κι έκοψε ένα ακόμα κομμάτι. Το τηλέφωνο του γραφείου άρχισε να χτυπάει. Ο Φρανκ το κοίταξε γεμάτος ελπίδα. Το φωτάκι που αναβόσβηνε μαρτυρούσε ότι τον καλούσε ο Γκόλσρουντ, ο προϊστάμενος της βάρδιας. Αλλά το αγόρι αγνόησε το τηλέφωνο και συγκεντρώθηκε στο να ξανακολλήσει καλά την ταινία πάνω στο ρουθούνι του Άριλ Φρανκ. Κι ο Φρανκ ένιωσε το τρεμούλιασμα που συνοδεύει τον πανικό. Ήταν λες και δεν ήξερε αν γελούσε ή αν έκλαιγε.

«Ο διευθυντής δεν απαντά» είπε ο Γκάρι Γκόλσρουντ και κατέβασε το ακουστικό. «Κι η Ίνα λείπει – συνήθως εκείνη σηκώνει το τηλέφωνο αν εκείνος δεν απαντήσει. Αλλά πριν τον ενοχλήσουμε για ξαναπές το μου όλο αυτό ακόμα μια φορά. Λες ότι ο άνδρας που είδες ονομαζόταν Σέρενσεν κι έμοιαζε με τούτον εδώ…» Ο Γκόλσρουντ έδειξε στην οθόνη του υπολογιστή μια φωτογραφία του Σόνι Λόφτχους.

«Δεν του μοιάζει!» επέμεινε ο Μόργκαν. «Είναι αυτός! Αυτό σας λέω!» «Χαλάρωσε» είπε ο γηραιότερος συνάδελφός του. «Τι να χαλαρώσω;» πετάχτηκε ο Μόργκαν. «Ο τύπος καταζητείται για έξι δολοφονίες». «Θα πάρω την Ίνα στο κινητό, κι αν δεν ξέρει πού είναι το αφεντικό, τότε θα πάμε να ψάξουμε τη φυλακή. Αλλά χωρίς πανικό, καταλάβατε;» Ο Μόργκαν κοίταξε μια τον συνάδελφό του και μια τον προϊστάμενό του. Αν κάποιος ήταν επιρρεπής στον πανικό, μάλλον οι δυο τους ήταν. Ο ίδιος ήταν περισσότερο ενθουσιασμένος παρά κάτι άλλο. Πραγματικά ενθουσιασμένος. Ένας δραπέτης που ξαναχώθηκε μες στη φυλακή; Ήταν δυνατόν; «Ίνα;» ούρλιαξε σχεδόν ο Γκόλσρουντ στο τηλέφωνο κι ο Μόργκαν διέκρινε την ανακούφιση ν’ απλώνεται στο πρόσωπό του. Ίσως ήταν εύκολο να κατηγορήσει κανείς τον προϊστάμενο της βάρδιας για ευθυνοφοβία, αλλά πρέπει να ήταν κόλαση ν’ ανήκεις στα μεσαία στελέχη μιας φυλακής, να πρέπει να δίνεις αναφορά στον αναπληρωτή διευθυντή.

«Πρέπει να μιλήσουμε αμέσως με τον Φρανκ! Πού βρίσκεται;» Ο Μόργκαν είδε την ανακούφιση ν’ αντικαθίσταται από έκπληξη στο πρόσωπο του Γκόλσρουντ. Ύστερα από τρόμο. Ο Γκόλσρουντ έκλεισε το τηλέφωνο. «Τι;» ρώτησε ο άλλος δεσμοφύλακας. «Λέει ότι έχει επισκέψεις στο γραφείο του» απάντησε ο Γκόλσρουντ, ο οποίος σηκώθηκε όρθιος και πήγε βιαστικά προς τα ντουλάπια με τα όπλα στην άλλη άκρη του δωματίου. «Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε ο Μόργκαν. Ο Γκόλσρουντ έχωσε το κλειδί στην κλειδαριά, άνοιξε το ντουλάπι και είπε: «Αυτό εδώ». Ο Μόργκαν μέτρησε δώδεκα καραμπίνες. «Νταν, Χάραλ, ελάτε μαζί μου!» φώναξε ο Γκόλσρουντ κι ο Μόργκαν δεν διέκρινε πια ούτε έκπληξη ούτε ευθυνοφοβία στη φωνή του. «Αμέσως τώρα!»

Ο Σίμουν κι η Κάρι στέκονταν στον ανελκυστήρα, στο αίθριο των κεντρικών της αστυνομίας, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν από το Ιατροδικαστικό. «Έχουμε προκαταρκτικά αποτελέσματα DNA για τις οδοντόβουρτσες». «Τέλεια» είπε ο Σίμουν. «Και πόσο είναι το σκορ στο ημίχρονο;» «Μάλλον απομένουν πέντε δεύτερα για το ενενήντα. Έχουμε πάνω από 95% πιθανότητες». «Για ποιο πράγμα;» είπε ο Σίμουν κι είδε τις πόρτες του ασανσέρ ν’ ανοίγουν. «Δύο από τις οδοντόβουρτσες ταιριάζουν μερικώς με στοιχεία στη βάση δεδομένων μας. Το περίεργο είναι ότι δεν ταιριάζουν με το DNA κάποιου εγκληματία ή αξιωματικού αλλά με το DNA θύματος. Αυτό σημαίνει ότι όποιος χρησιμοποίησε αυτές τις οδοντόβουρτσες σχετίζεται γενετικά,

οικογενειακά με το θύμα». «Ναι, το περίμενα αυτό» είπε ο Σίμουν, μπαίνοντας στο ασανσέρ. «Είναι οι οδοντόβουρτσες της οικογένειας Ίβερσεν. Παρατήρησα ότι έλειπαν από το μπάνιο τους μετά τον φόνο. Το DNA ταιριάζει με της Ανιέτε Ίβερσεν, σωστά;» Η Κάρι είδε τον Σίμουν να σηκώνει το ένα του χέρι θριαμβευτικά στον αέρα. «Όχι» απάντησε η φωνή από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία. «Δεν έχουμε φορτώσει ακόμη το DNA της Ίβερσεν στη βάση δεδομένων». «Τι; Πώς…» «Πρόκειται για θύμα αγνώστων στοιχείων». «Μπορείς ν’ αποδείξεις τη σχέση ανάμεσα στις δύο οδοντόβουρτσες και σ’ ένα θύμα αγνώστων στοιχείων; Τι αγνώστων δηλαδή;» «Αγνώστων, πώς το λένε. Ένα πραγματικά μικρό και ολόνεκρο κορίτσι». «Πόσο μικρό;» είπε ο Σίμουν και κοίταξε τις πόρτες του

ασανσέρ που είχαν αρχίσει να ξανακλείνουν. «Πιο μικρό απ’ ό,τι συλλέγουμε συνήθως εμείς». «Τι σημαίνει αυτό;» «Ένα έμβρυο τεσσάρων μηνών». Το μυαλό του Σίμουν προσπάθησε να επεξεργαστεί τα δεδομένα όσο καλύτερα μπορούσε. «Θες να πεις ότι η Ανιέτε Ίβερσεν έκανε κάποια παράνομη έκτρωση;» «Όχι». «Όχι; Ε, τότε τι… Έλα, ρε γαμώτο!» Ο Σίμουν έκλεισε τα μάτια του και πίεσε το μέτωπό του πάνω στα τοιχώματα του ασανσέρ. «Έπεσε η γραμμή;» ρώτησε η Κάρι. Ο Σίμουν κατένευσε. «Θα είμαστε έξω σ’ ένα λεπτό».

Το αγόρι τρύπησε την αυτοκόλλητη ταινία δυο φορές. Κάτω από κάθε ρουθούνι. Κι ο Άριλ Φρανκ εισέπνευσε νέα δευτερόλεπτα ζωής. Το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσει. Ήταν το μοναδικό ένστικτο στο οποίο υπάκουε το σώμα του. «Λοιπόν, τι λες, θα μου πεις κάποιο όνομα;» ρώτησε το αγόρι χαμηλόφωνα. Ο Φρανκ πήρε όσο μεγαλύτερη ανάσα μπορούσε. Ευχόταν να έχει μεγαλύτερα ρουθούνια, μεγαλύτερες ρινικές διόδους, να ρουφήξει αυτό τον γλυκό, υπέροχο αέρα. Αφουγκράστηκε για ήχους που μπορεί να μαρτυρούσαν ότι η βοήθεια ήταν καθ’ οδόν, ότι θα τον έσωζαν, ενώ κουνούσε το κεφάλι του πέρα δώθε, προσπαθώντας να εξηγήσει με την ξεραμένη του γλώσσα πίσω από την κάλτσα, τα χείλια πίσω από την ταινία, ότι δεν ήξερε κανένα όνομα, ότι δεν ήξερε ποιος ήταν το καρφί, ότι το μόνο που αποζητούσε ήταν έλεος. Ν’ απελευθερωθεί. Να εξιλεωθεί. Κοκάλωσε όταν είδε το αγόρι να στέκεται εμπρός του και να σηκώνει το μαχαίρι. Ο Φρανκ δεν μπορούσε να κουνηθεί. Όλα τα μέλη του σώματός του ήταν δεμένα με αυτοκόλλητη ταινία. Όλα… Το μαχαίρι κατέβηκε. Το απαίσιο κυρτό μαχαίρι του Νέστορ. Το κεφάλι του Φρανκ πιέστηκε στην πλάτη της

καρέκλας, κάθε μυς του τεντώθηκε και μια σιωπηρή κραυγή ξέφυγε από κάθε πόρο του κορμιού του όταν είδε το αίμα να ξεπηδάει από το σώμα του.

32

«Δ

ύο» ψιθύρισε ο Γκόλσρουντ.

Οι άνδρες στέκονταν εν αναμονή, με τα όπλα ανά χείρας, αφουγκραζόμενοι την ησυχία πίσω από την πόρτα του αναπληρωτή διευθυντή των φυλακών. Ο Μόργκαν έβγαλε τον αέρα απ’ τα πνευμόνια του. Τώρα, τώρα θα συνέβαινε. Τώρα θα ζούσε μια σκηνή που ονειρευόταν από παιδί. Θα έπιανε επιτέλους κάποιον. Ίσως και… «Τρία» ψιθύρισε ο Γκόλσρουντ.

Κι έπειτα χτύπησε με δύναμη την πόρτα με τη βαριοπούλα. Η κλειδαριά έσπασε και σκλήθρες εκτοξεύτηκαν στον αέρα καθώς ο Χάραλ, ο ψηλότερος από τους τρεις, έσπρωξε με δύναμη την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Ο Μόργκαν μπήκε μέσα με την καραμπίνα έτοιμη, στο ύψος του στέρνου, κι έκανε δυο βήματα αριστερά, όπως του είχε πει ο Γκόλσρουντ. Στο δωμάτιο υπήρχε ένας και μοναδικός άνθρωπος. Ο Μόργκαν κοίταξε τον άνδρα που καθόταν στην καρέκλα. Το στέρνο, ο λαιμός, το πιγούνι του γεμάτα αίματα. Χριστέ μου, πόσο αίμα! Ο Μόργκαν ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν, λες και του είχαν δώσει κάποιο ναρκωτικό. Δεν πρέπει! Μα το αίμα ήταν τόσο πολύ! Και ο άνδρας στην καρέκλα έτρεμε σύγκορμος, τιναζόταν σαν να τον διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Και τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω τους, έξαλλα, διογκωμένα, σαν των ψαριών που ζουν σε μεγάλα βάθη. Ο Γκόλσρουντ έκανε δυο βήματα μπροστά και ξεκόλλησε την ταινία από το στόμα του άνδρα. «Πού χτύπησες, αφεντικό;» Ο άνδρας άνοιξε διάπλατα το στόμα του, μα δεν βγήκε φωνή. Ο Γκόλσρουντ έχωσε δυο δάχτυλα μες στο στόμα κι έβγαλε μια μαύρη κάλτσα. Σάλια πετάχτηκαν από το στόμα

του άνδρα κι ο Μόργκαν αναγνώρισε τη φωνή του αναπληρωτή διευθυντή καθώς ούρλιαζε: «Πιάστε τον! Μη σας ξεφύγει!». «Πρέπει να βρούμε από πού τρέχει το αίμα και να το σταματήσουμε!» Ο Γκόλσρουντ ήταν έτοιμος να του σχίσει το πουκάμισο, μα ο Άριλ Φρανκ ούρλιαξε: «Κλειδώστε τις πόρτες! Θα ξεφύγει! Έχει το κλειδί του αυτοκινήτου μου! Και το καπέλο μου!». «Ηρέμησε, αφεντικό» είπε ο Γκόλσρουντ καθώς έκοβε την ταινία από το μπράτσο της καρέκλας. «Είναι παγιδευμένος, δεν πρόκειται να περάσει από τον αισθητήρα αποτυπωμάτων». «Φυσικά και θα περάσει!» Ο Μόργκαν έκανε μερικά βήματα πίσω και κρατήθηκε από τον τοίχο μην πέσει. Προσπάθησε μάταια ν’ αποστρέψει το βλέμμα του απ’ όλο το αίμα που ξεπηδούσε από το σημείο όπου κάποτε βρισκόταν ο δείκτης του χεριού του αναπληρωτή διευθυντή Άριλ Φρανκ.

Η Κάρι ακολούθησε τον Σίμουν έξω από το ασανσέρ και στον διάδρομο που οδηγούσε στον ενιαίο χώρο των γραφείων τους. «Άρα» είπε, προσπαθώντας να χωνέψει όλες τις πληροφορίες. «Σας ήρθαν με το ταχυδρομείο τρεις οδοντόβουρτσες, μ’ ένα σημείωμα που έλεγε να τις ελέγξετε για ίχνη DNA και υπογεγραμμένο μ’ ένα απλό Σ.». «Ναι» είπε ο Σίμουν πατώντας τα κουμπιά του τηλεφώνου του. «Και οι δύο εξ αυτών είχαν ίχνη DNA που αποδεικνύουν γενετικό συσχετισμό μ’ ένα έμβρυο; Ένα έμβρυο που είναι καταγεγραμμένο ως θύμα δολοφονίας;» Ο Σίμουν κατένευσε κι έφερε το δάχτυλό του στα χείλη για να δείξει ότι είχε πιάσει γραμμή. Όταν μίλησε, η φωνή του ήταν δυνατή και καθαρή· είχε βάλει το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόα​ση. «Εδώ Κέφας. Ποιο ήταν το μωρό, πώς πέθανε και ποια η

οικογενειακή σχέση;» Κράτησε το τηλέφωνο ανάμεσά τους, ώστε ν’ ακούει καθαρά και η Κάρι. «Δεν ξέρουμε ποια ήταν η μητέρα του μωρού, το μόνο που ξέρουμε είναι ότι πέθανε –ή μάλλον δολοφονήθηκε– με υπερβολική δόση στο κέντρο της πόλης. Στο μητρώο την έχουμε ως αγνώστων στοιχείων». «Τη γνωρίζουμε την υπόθεση, ναι» είπε ο Σίμουν, βρίζοντας από μέσα του. «Ασιατικής καταγωγής, μάλλον από το Βιετνάμ. Πιθανό θύμα εμπορίου λευκής σαρκός». «Αυτή είναι δική σου δουλειά, Κέφας. Το μωρό, το έμβρυο τέλος πάντων, πέθανε γιατί πέθανε κι η μητέρα του». «Κατάλαβα. Κι ο πατέρας;» «Η κόκκινη οδοντόβουρτσα». «Η… κόκκινη;» «Ναι». «Ευχαριστώ» είπε ο Σίμουν κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Η Κάρι πήγε να φέρει καφέ από την καφετιέρα και για τους δυο τους. Όταν επέστρεψε, ο Σίμουν ήταν πάλι στο τηλέφωνο και από την απαλότητα της φωνής του υπέθεσε ότι μιλούσε με την Έλσε. Όταν έκλεισε, στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη αυτή η έκφραση που οι άνθρωποι ορισμένης ηλικίας έχουν καμιά φορά, πως κάτι τους είχε ξεφύγει, σαν να πρόκειται ξαφνικά να γίνουν σκόνη και να εξαφανιστούν. Η Κάρι πήγε να ρωτήσει πώς πήγαιναν τα πράγματα, άλλαξε όμως γνώμη. «Λοιπόν…» είπε ο Σίμουν, προσπαθώντας ν’ ακουστεί χαρούμενος. «Ποιος νομίζουμε ότι είναι ο μπαμπάς; Ο πατήρ Ίβερσεν ή ο υιός;» «Δεν νομίζουμε» είπε η Κάρι. «Ξέρουμε». Ο Σίμουν την κοίταξε για μια στιγμή ξαφνιασμένος. Την είδε να κουνάει απαλά απαλά το κεφάλι της. Ύστερα μισόκλεισε τα μάτια του, έσκυψε το κεφάλι του και χάιδεψε τα λιγοστά του μαλλιά με την παλάμη του, λες κι ήθελε να τα χτενίσει. «Σωστά» είπε απαλά. «Δύο οδοντόβουρτσες. Γερνάω, μου φαίνεται».

«Πάω να δω τι έχουμε για τον Ίβερ» είπε η Κάρι. Όταν έφυγε, ο Σίμουν άνοιξε τον υπολογιστή και μπήκε στα μέιλ του. Κάποιος του είχε στείλει ένα ηχητικό αρχείο. Από κάποιο κινητό, απ’ ό,τι φαίνεται. Κανείς δεν του έστελνε ηχητικά αρχεία. Ο Σίμουν άνοιξε το αρχείο και πάτησε αναπαραγωγή.

Ο Μόργκαν κοίταξε τον μαινόμενο αναπληρωτή διευθυντή των φυλακών να στέκεται καταμεσής της αίθουσας ελέγχου. Είχε τυλίξει με γάζα το κομμένο του δάχτυλο κι είχε αγνοήσει τις επίμονες παρακλήσεις του νοσοκόμου να καθίσει κάτω. «Δηλαδή σηκώσατε την μπάρα κι αφήσατε τον δολοφόνο να περάσει;» ούρλιαζε. «Οδηγούσε το αυτοκίνητό σας» είπε ο φύλακας, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του προσώπου του. «Φορούσε το

καπέλο της στολής σας». «Δεν ήμουν εγώ όμως!» γάβγισε ο Άριλ Φρανκ. Ο Μόργκαν δεν ήξερε κατά πόσο ο Άριλ Φρανκ είχε υψηλή πίεση, αλλά η κόκκινη αηδιαστική ουσία είχε αρχίσει να τρέχει μέσα από τη γάζα κι ο Μόργκαν είχε ξαναρχίσει να νιώθει ναυτία. Χτύπησε ένα από τα τηλέφωνα δίπλα στις οθόνες. Ο Γκόλσ​ρουντ το σήκωσε κι αφουγκράστηκε. «Βρήκαν το δάχτυλο» είπε, καλύπτοντας το ακουστικό με το χέρι του. «Θα σας πάμε στο νοσοκομείο Ούλεβολ για εγχείρηση, ώστε να…» «Πού;» τον διέκοψε ο Φρανκ. «Πού το βρήκαν;» «Σε κοινή θέα, στο ταμπλό του αυτοκινήτου σας. Ήταν διπλοπαρκαρισμένο καταμεσής στην Γκρένλαν». «Βρείτε τον! Βρείτε τον, λέμε!»

Ο Τουρ Γιούνασον κρεμόταν από μια χειρολαβή στο μετρό. Μουρμούρισε συγγνώμη καθώς έπεσε πάνω σε κάποιον κοιμισμένο επιβάτη του πρωινού συρμού. Έπρεπε να πουλήσει πέντε κινητά σήμερα, αυτός ήταν ο στόχος του. Κι όταν θα στεκόταν –ή θα καθόταν, όπως ήλπιζε– στο μετρό κατά την επιστροφή του το απόγευμα, θα ήξερε ότι είχε πετύχει τον στόχο του. Κι αυτό θα τον έκανε… ευτυχισμένο. Μπορεί. Ο Τουρ αναστέναξε. Κοίταξε τον άνδρα με τη στολή, που είχε την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του. Μουσική ακουγόταν από τα ακουστικά που είχε στ’ αυτιά του. Το καλώδιο οδηγούσε στο χέρι του, όπου κρατούσε ένα κινητό, στο πίσω μέρος του οποίου υπήρχε το αυτοκολλητάκι του καταστήματος στο οποίο δούλευε ο Τουρ. Ο Τουρ άλλαξε στάση, ώστε να δει καλύτερα τον άνδρα. Αυτός δεν ήταν που ήθελε ν’ αγοράσει μπαταρίες για εκείνο το απαρχαιωμένο μηχάνημα; Το ντίσκμαν; Είχε κεντρίσει την περιέργειά του τότε και το είχε ψάξει στο διαδίκτυο. Ντίσκμαν υπήρχαν μέχρι το 2000, όταν κι εμφανίστηκε κάτι που το έλεγαν γουόκμαν, το οποίο έπαιζε MP3. O Τουρ στεκόταν τόσο κοντά του, που άκουγε τον ήχο που έβγαινε από τ’ ακουστικά του πιο δυνατά από τη βοή από

τις ατσάλινες ζάντες του τρένου, αλλά ο ήχος χάθηκε όταν το τρένο έστριψε και το βαγόνι ούρλιαξε. Ακουγόταν σαν μια μοναχική γυναικεία φωνή. Αλλά είχε αναγνωρίσει το τραγούδι: «That you’ve always been her lover…», Λέοναρντ Κοέν.

Ο Σίμουν κοιτούσε το ηχητικό αρχείο αποχαυνωμένος. Κρατούσε μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Ξαναπάτησε αναπαραγωγή. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν η φωνή που είχε νομίσει αρχικά, ναι. Αλλά δεν καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο. «Τι είναι αυτό; Οι αριθμοί του Λότο;» Ο Σίμουν στράφηκε απότομα. Η Σίσελ Tόου καθάριζε πρωι​νιάτικα κι άδειαζε τους σκουπιδοτενεκέδες. «Κάτι τέτοιο» απάντησε εκείνος και πάτησε το στοπ, ενώ εκείνη άρπαζε τον σκουπιδοτενεκέ κάτω από το γραφείο του

και τον άδειαζε μες στο καρότσι της. «Τα λεφτά σου πετάς, Σίμουν. Το Λότο είναι για τους τυχερούς». «Κι εμείς δεν είμαστε τυχεροί;» μουρμούρισε ο Σίμουν με το βλέμμα καρφωμένο στον υπολογιστή. «Κοίτα τι κόσμο δημιουργήσαμε» είπε εκείνη. Ο Σίμουν έγειρε πίσω στην καρέκλα του κι έτριψε τα μάτια του. «Σίσελ;» «Ναι;» «Δολοφονήθηκε ένα νεαρό κορίτσι. Αποδεικνύεται πως ήταν έγκυος. Αλλά δεν νομίζω ότι ο δολοφόνος τη φοβόταν, το παιδί της φοβόταν μάλλον». «Αχά». Σιωπή. «Ερώτηση είναι αυτό, Σίμουν;» Ο Σίμουν ακούμπησε το κεφάλι του στο μαξιλαράκι της

καρέκλας του. «Αν ήξερες ότι κουβαλούσες μέσα σου τον γιο του διαβόλου, θα τον γεννούσες, Σίσελ;» «Την έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση, Σίμουν». «Το ξέρω, αλλά τι είχες πει;» Εκείνη του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο επίπληξη. «Είχα πει ότι η φύση δεν αφήνει επιλογή στην κακομοίρα τη μάνα, Σίμουν. Ούτε στον πατέρα, εδώ που τα λέμε». «Νόμιζα ότι ο κύριος Τόου σ’ εγκατέλειψε». «Σε σένα αναφέρομαι, Σίμουν». Ο Σίμουν ξανάκλεισε τα μάτια του. Κατένευσε αργά. «Είμαστε σκλάβοι της αγάπης, λοιπόν. Και ποιον αγαπάμε, θέμα τύχης είναι κι αυτό. Αυτό μου λες;» «Σκληρό, το ξέρω, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα» δήλωσε η Σίσελ. «Κι οι θεοί μάς χλευάζουν» είπε ο Σίμουν. «Πολύ πιθανόν, αλλά εντωμεταξύ κάποιος πρέπει να βάλει τάξη σ’ όλο αυτό το χάος εδώ κάτω».

Ο Σίμουν άκουσε τα βήματά της να απομακρύνονται. Ύστερα έστειλε το ηχητικό αρχείο από τον υπολογιστή στο κινητό του, πήγε στις τουαλέτες, μπήκε σ’ ένα από τα κουβούκλια και το έβαλε να ξαναπαίξει. Έπειτα από δύο αναπαραγωγές κατάλαβε επιτέλους περί τίνος επρόκειτο.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ————

33

Ο

Σίμουν και η Κάρι διέσχισαν μες στη λιακάδα την

υπερβολικά μεγάλη, υπερβολικά εκτεθειμένη και υπερβολικά ήσυχη –λόγω καλοκαιριού– Πλατεία Δημαρχείου. «Η περιγραφή του Φιντέλ Λάε μάς βοήθησε να εντοπίσουμε το νοικιασμένο αυτοκίνητο» είπε η Κάρι. «Το είχε επιστρέψει, αλλά ευτυχώς δεν είχαν προλάβει να το καθαρίσουν. Η Σήμανση βρήκε μέσα λάσπη που ταιριάζει στη σύσταση του χώματος από το μονοπάτι που οδηγεί στο κυνοτροφείο. Και να φανταστείτε ότι κάποτε νόμιζα ότι όλες οι λάσπες ήταν ίδιες».

«Κάθε χώμα έχει τη δική του σύσταση μεταλλικών στοιχείων» είπε ο Σίμουν. «Σε ποιο όνομα είχε ενοικιαστεί;» «Σιλβέστερ Τρούνσεν». «Ποιος είναι αυτός;» «Ένας τριαντατριάχρονος άνεργος. Δεν τον βρήκαμε στη διεύθυνση του σπιτιού του. Έχει δύο καταδίκες για βιαιοπραγία. Οι αξιωματικοί μας τον συνέδεσαν με τον Νέστορ». «ΟΚ». Ο Σίμουν σταμάτησε μπροστά από μια εξώπορτα μεταξύ δύο καταστημάτων. Η πόρτα ήταν ψηλή και φαρδιά κι απέπνεε σταθερότητα και σοβαρότητα. Πάτησε ένα από τα κουμπιά του τρίτου ορόφου. «Τι άλλο;» «Ένας από τους ενοίκους του Κέντρου Ίλα είπε στους αξιω​ματικούς μας ότι ο νέος ένοικος του δωματίου 323 τα πήγαινε πολύ καλά με την υποδιευθύντρια του κέντρου». «Τη Μάρτα Λίαν;» «Τους είδαν να φεύγουν μαζί με το αυτοκίνητο τις προάλλες».

«Μεσιτικό Ίβερσεν» ακούστηκε μια φωνή μέσα από τις τρύπες της χάλκινης πλάκας του θυροτηλεφώνου. «Θέλω να περιμένεις στη ρεσεψιόν όσο εγώ θα συνομιλώ με τον Ίβερσεν» είπε ο Σίμουν καθώς ανέβαιναν με το ασανσέρ. «Γιατί;» «Γιατί μπορεί να παραβώ διάφορους κανόνες και θα προτιμούσα να μη σε μπλέξω». «Μα…» «Με συγχωρείς, αλλά αυτό ήταν περισσότερο διαταγή παρά παράκληση». Η Κάρι σήκωσε τα μάτια της στο ταβάνι, αλλά δεν μίλησε. «Ίβερ» τους συστήθηκε ο νεαρός που ήρθε να τους υποδεχθεί στη ρεσεψιόν. Πρώτα έσφιξε δυνατά το χέρι του Σίμουν κι ύστερα της Κάρι. «Έχετε έρθει να δείτε τον πατέρα μου». Κάτι στη συμπεριφορά του αγοριού έλεγε στον Σίμουν ότι ήταν συνήθως πρόσχαρο και χαμογελαστό, ότι δεν ήξερε

πώς να διαχειριστεί τον πόνο και τη θλίψη που διαγραφόταν στο βλέμμα κάτω από το τσουλούφι του. Υπέθεσε ότι γι’ αυτό και του φαινόταν τόσο χαμένο, τόσο μπερδεμένο. «Από εδώ». Ο πατέρας μάλλον του είχε μηνύσει ότι ήταν αστυνομικοί και το αγόρι υπέθετε –όπως κι ο πατέρας του– ότι η επίσκεψη είχε να κάνει με την έρευνα για τη δολοφονία της μητέρας του. Το γραφείο είχε θέα στον παλιό Δυτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό Βεστμπάνεν και στο φιόρδ του Όσλο. Δίπλα στην πόρτα υπήρχε μια γυάλινη προθήκη, στο εσωτερικό της οποίας δέσποζε η μακέτα ενός ουρανοξύστη στο σχήμα μπουκαλιού κόκα κόλα. Ο πατέρας έμοιαζε με γηραιότερο αντίγραφο του γιου. Το ίδιο βαρύ τσουλούφι, το ίδιο απαλό, υγιές δέρμα, το ίδιο φωτεινό μα συγκρατημένο βλέμμα. Ψηλός, ευθυτενής, με θεληματικό πιγούνι, ήταν ένας άνδρας που σε κοίταζε στα ίσια με δυο μάτια φιλικά, εφηβικά και παιχνιδιάρικα συνάμα. Κάτι τέτοιοι τύποι είχαν μια αυτοπεποίθηση που ταίριαζε πολύ στο δυτικό, πλούσιο Όσλο, σκεφτόταν ο Σίμουν, λες κι είχαν βγει όλοι τους από το ίδιο καλούπι – δεν πα να ήταν

αντιστασιακοί, πολικοί εξερευνητές, πλήρωμα στο Κον Τίκι ή διοικητές της αστυνομίας. Ο πατήρ Ίβερσεν ζήτησε από τον Σίμουν να καθίσει κι ύστερα κάθισε κι ο ίδιος πίσω από το γραφείο του, κάτω από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μιας πολυκατοικίας του δεκάτου ενάτου αιώνα, στο κέντρο του Όσλο, την οποία ο Σίμουν αδυνατούσε ν’ αναγνωρίσει εκείνη τη στιγμή. Ο Σίμουν περίμενε μέχρι ο μικρός να βγει από το δωμάτιο κι ύστερα μπήκε κατευθείαν στο ψητό. «Πριν από δώδεκα χρόνια ένα κορίτσι βρέθηκε νεκρό στον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας στην Κβαντρατούρεν. Έτσι έμοιαζε όταν τη βρήκαμε». Ο Σίμουν ακούμπησε τη φωτογραφία στην επιφάνεια του γραφείου και κοίταξε το πρόσωπο του μεσίτη προσεκτικά. Καμιά αντίδραση. «Τον φόνο ομολόγησε ένα αγόρι με το όνομα Σόνι Λόφτχους» είπε ο Σίμουν. «Μάλιστα». Επίσης καμία αντίδραση. «Το κορίτσι ήταν έγκυος όταν το βρήκαμε».

Υπήρξε αντίδραση αυτή τη φορά: διευρυμένα ρουθούνια, διεσταλμένες κόρες. Ο Σίμουν περίμενε λίγα δευτερόλεπτα πριν περάσει στον δεύτερο γύρο της επίθεσης. «Ίχνη DNA από τις οδοντόβουρτσες που βρέθηκαν στο σπίτι σας αποδεικνύουν ότι κάποιος στην οικογένειά σας ήταν ο πατέρας του αγέννητου παιδιού της». Η αρτηρία στον λαιμό φούσκωσε, το χρώμα του προσώπου άλλαξε. «Η κόκκινη οδοντόβουρτσα είναι η δικιά σας, Ίβερσεν, έτσι δεν είναι;» «Πώς… πώς ξέρετε;…» Ο Σίμουν χαμογέλασε κοφτά και κοίταξε τις παλάμες του. «Κι εγώ δουλεύω με μια μικρότερη συνάδελφο, με περιμένει τώρα στη ρεσεψιόν. Μόνο που το δικό της μυαλό είναι πιο γρήγορο απ’ το δικό μου. Ήταν η πρώτη που εξήγαγε το απλό, λογικό συμπέρασμα ότι, όταν το DNA δύο μόνο εκ των τριών οδοντοβουρτσών της οικογένειας ταιριάζει στο έμβρυο, τότε ο γιος δεν μπορεί να είναι ο πατέρας. Γιατί σ’

εκείνη την περίπτωση το DNA του εμβρύου θα ταίριαζε και με τις τρεις οδοντόβουρτσες. Άρα ήταν το άλλο αρσενικό. Δηλαδή εσείς». Το υγιές χρώμα του Ίβερ Ίβερσεν χλώμιασε κι ύστερα έσβησε τελείως. «Θα το διαπιστώσετε όταν φτάσετε στην ηλικία μου» πρόσθεσε ο Σίμουν για να τον παρηγορήσει. «Τα μυαλά τους είναι απίστευτα πιο γρήγορα σε σχέση με τα δικά μας». «Μα…» «Αχ, αυτό είναι το πρόβλημα με τα στοιχεία DNA. Δεν αφήνουν καθόλου περιθώρια για ενστάσεις». Ο Ίβερσεν άνοιξε το στόμα του προσπαθώντας να χαμογελάσει, από συνήθεια. Σε μια κανονική συζήτηση αυτή θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να εκτοξεύσει κάποιο από τα αφοπλιστικά του αστεία. Ναι, κάτι που θα έκανε την όλη κατάσταση να μοιάζει λιγότερο επικίνδυνη. Αλλά δεν του ερχόταν τίποτα. Το μυαλό του είχε αδειάσει. «Ενώ ο καρβουνιάρης ο δικός μου» είπε ο Σίμουν και χτύπησε το μέτωπό του με το δάχτυλο «πάει πιο αργά, αλλά

πάει και πιο μακριά. Και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι ένας παντρεμένος άνδρας σαν κι εσάς έχει ένα πρώτης τάξεως κίνητρο να ξεφορτωθεί μία έγκυο και δυνητικά επικίνδυνη κοπέλα. Δεν συμφωνείτε;». Ο Ίβερσεν δεν απάντησε, αλλά ένιωσε το καρύδι στον λαιμό του ν’ απαντά εκ μέρους του. «Η αστυνομία είχε δημοσιεύσει μια φωτογραφία της κοπέλας στις εφημερίδες, ζητώντας από τον κόσμο πληροφορίες για την ταυτότητά της. Κι όταν ο εραστής και πατέρας του παιδιού της δεν εμφανίστηκε καθόλου, όταν δεν υπήρξε ούτε μία ανώνυμη καταγγελία, τότε η όλη υπόθεση έγινε αυτομάτως πολύ πιο ύποπτη. Συμφωνείτε;» «Δεν ήξερα…» άρχισε να λέει ο Ίβερσεν, μα σταμάτησε. Μετανιώνοντας ήδη. Μετανιώνοντας που ήταν τόσο εμφανές ότι μετάνιωνε. «Δεν ξέρατε ότι ήταν έγκυος;» ρώτησε ο αστυνομικός. «Όχι!» είπε ο Ίβερσεν, φέρνοντας τα μπράτσα του στο στήθος. «Θέλω να πω, δεν ήξερα… δεν ξέρω τίποτα για όλα αυτά. Θέλω να καλέσω τον δικηγόρο μου τώρα».

«Προφανώς και κάτι ξέρετε. Αλλά σας πιστεύω όταν λέτε ότι δεν ξέρετε τα πάντα. Νομίζω ότι αυτή που ήξερε τα πάντα ήταν η γυναίκα σας, η Ανιέτε. Τι λέτε;» Κέφας. Επιθεωρητής. Έτσι δεν του είχε συστηθεί; Ο Ίβερ Ίβερσεν άπλωσε το χέρι προς το τηλέφωνο. «Αυτό που λέω, επιθεωρητή Κέφας, είναι ότι δεν έχετε καμία απόδειξη γι’ αυτά που λέτε κι ότι η συνάντησή μας τελειώνει εδώ». «Μπορεί να έχετε δίκιο για το πρώτο, αλλά όχι και για το δεύτερο. Αυτή η συνάντηση δεν τελειώνει εδώ γιατί έχω καθήκον να σας ενημερώσω τι διαύλους επικοινωνίας κόβετε αν σηκώσετε αυτό το τηλέφωνο. Μπορεί η αστυνομία να μην έχει αποδεικτικά στοιχεία εναντίον της γυναίκας σας, αλλά ο δολοφόνος της έχει». «Πώς είναι δυνατόν;» «Έχει υπάρξει αποδιοπομπαίος τράγος κι εξομολογητής έγκλειστων κακοποιών εδώ και δώδεκα χρόνια. Γνωρίζει τα πάντα». Ο Κέφας έγειρε προς τα μπροστά και χτύπησε το δάχτυλό του επανειλημμένως στο γραφείο, για να τονίσει την κάθε του φράση: «Ξέρει ότι ο Κάλε Φάρισεν σκότωσε εκείνη

την κοπέλα κι ότι η Ανιέτε Ίβερσεν τον πλήρωσε για να το κάνει. Το ξέρει, γιατί πήγε ο ίδιος φυλακή γι’ αυτό τον φόνο. Το γεγονός ότι δεν έχει έρθει ακόμη να σας σκοτώσει είναι ο μοναδικός λόγος που με κάνει να πιστεύω ότι μπορεί και να είστε αθώος. Τολμήστε λοιπόν να σηκώσετε το τηλέφωνο και θα γίνουν όλα με το γράμμα του νόμου. Θα σας συλλάβω ως συνεργό στη δολοφονία του κοριτσιού, θα βγάλω στη φόρα ό,τι ξέρουμε και δεν ξέρουμε για εσάς και το κορίτσι, θα εξηγήσω στους συνεργάτες σας ότι θα λείψετε για κάποιο διάστημα και θα πούμε στον γιο σας ότι… για πείτε μου, τι ακριβώς θα θέλατε να πούμε στον γιο σας;».

Τι να πούνε στον γιο του; Ο Σίμουν περίμενε να χωνευτούν όλες οι πληροφορίες. Ήταν σημαντικό βήμα πριν από τα επερχόμενα. Έπρεπε να ριζώσουν καλά καλά. Ο Ίβερσεν έπρεπε να καταλάβει το μέγεθος του όλου προβλήματος και τις συνέπειές του. Έπρεπε να φανεί ανοιχτός σε εναλλακτικές λύσεις που δυο λεπτά νωρίτερα θα απέρριπτε από την πρώτη στιγμή. Έτσι όπως αναγκάστηκε κάποτε να κάνει κι ο Σίμουν. Καταλήγοντας τώρα εδώ.

Ο Σίμουν είδε το χέρι του Ίβερσεν να προσγειώνεται πάλι στην αγκαλιά του κι άκουσε τη βραχνή σπασμένη του φωνή: «Και τι ακριβώς θέλετε από μένα;». Ο Σίμουν κάθισε στητός στην καρέκλα του. «Να μου πείτε τα πάντα τώρα. Αν σας πιστέψω, τότε δεν χρειάζεται να γίνουν και πολλά. Εξάλλου, η Ανιέτε έχει ήδη τιμωρηθεί». «Τιμωρηθεί;» Τα μάτια του χήρου άνδρα πέταξαν σπίθες, αλλά η φωτιά τους έσβησε μπροστά στο παγωμένο βλέμμα του επιθεωρητή. «Εντάξει λοιπόν. Η Ανιέτε κι εγώ… ο γάμος μας δεν ήταν και πολύ επιτυχημένος. Όχι σε αυτό τον τομέα τουλάχιστον. Ένας συνάδελφος είχε κάτι κορίτσια. Από την Ασία. Έτσι γνώρισα τη Μάι. Είχε… είχε κάτι, κάτι που χρειαζόμουν. Όχι νιάτα κι αθωότητα κι όλα που λένε, αλλά… μια μοναξιά που μου θύμιζε τον εαυτό μου». «Φυλακισμένη ήταν, Ίβερσεν. Την είχαν απαγάγει από το σπίτι και την οικογένειά της». Ο μεσίτης ανασήκωσε τους ώμους του. «Το ξέρω, αλλά εγώ αγόρασα την ελευθερία της. Της πρόσφερα ένα διαμέρισμα, να συναντιόμαστε εκεί. Ήμασταν μόνο οι δυο

μας. Και μια μέρα μού είπε ότι είχε να αδιαθετήσει μήνες ολόκληρους. Ότι μπορεί να ήταν έγκυος. Της είπα να το ρίξει αμέσως, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Δεν ήξερα τι να κάνω, οπότε ζήτησα βοήθεια από την Ανιέτε…» «Από τη σύζυγό σας;» Ο Ίβερσεν σήκωσε το χέρι του ν’ απορρίψει οποιαδήποτε ένσταση. «Ναι, φυσικά, η Ανιέτε ήταν πολύ ώριμη γυναίκα. Δεν την πείραζε να προσφέρουν άλλοι υπηρεσίες που η ίδια δεν ήθελε να παρέχει. Να σας πω την αλήθεια, εγώ νομίζω ότι προτιμούσε τις γυναίκες από τους άνδρες». «Μα σας έκανε έναν γιο». «Στην οικογένειά της έπαιρναν πάντα τις υποχρεώσεις τους πολύ στα σοβαρά. Κι η Ανιέτε ήταν μια υπέροχη μητέρα». «Η οικογένειά της είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακινήτων του Όσλο στον ιδιωτικό τομέα, έχει ένα άψογο πρόσωπο κι ένα όνομα τόσο ακηλίδωτο, που ένα μπάσταρδο Ασιατάκι θα ήταν εντελώς απαράδεκτο, σωστά;» «Ναι, η Ανιέτε ήταν παλαιών αρχών. Κι εγώ κατέφυγα

λοιπόν σε αυτήν γιατί, ουσιαστικά, εκείνη είχε πάντα τον τελευταίο λόγο». «Επειδή η εταιρεία σας είναι χτισμένη απ’ τη δική της περιουσία» είπε ο Σίμουν. «Κι έτσι η Ανιέτε αποφάσισε να ξεφορτωθεί το πρόβλημα. Ολόκληρο». «Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό όμως». «Όχι, γιατί δεν ρωτήσατε ποτέ. Το αφήσατε πάνω της, να επικοινωνήσει εκείνη με ανθρώπους που θα έκαναν τη βρομοδουλειά σας. Κι αυτοί με τη σειρά τους αναγκάστηκαν ν’ αγοράσουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο όταν εμφανίστηκαν αυτόπτες μάρτυρες που κατήγγειλαν ότι είχαν δει κάποιον να κάνει ένεση στην κοπέλα σ’ εκείνο τον ακάλυπτο. Τα ίχνη έπρεπε να καλυφθούν. Με τα δικά σας χρήματα». Ο Ίβερσεν ξανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν σκότωσα κανέναν. Τιμώ απλώς τη συμφωνία μας λέγοντάς σας τι έγινε. Το ερώτημα είναι, εσείς θα την τιμήσετε;» «Το ερώτημα» είπε ο Σίμουν «είναι πού μια γυναίκα σαν τη σύζυγό σας βρήκε ένα κατακάθι σαν τον Κάλε Φάρισεν». «Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο Κάλε Φάρισεν».

«Όχι» είπε ο Σίμουν, διπλώνοντας τα χέρια πάνω στα γόνατά του. «Αλλά ξέρετε ποιος είναι ο Δίδυμος». Μια στιγμή τέλειας ησυχίας απλώθηκε στο δωμάτιο. Ήταν σαν ακόμα και η κίνηση απ’ τον δρόμο να κρατούσε την ανάσα της. «Με συγχωρείτε;» είπε εντέλει ο Ίβερσεν. «Δούλευα για το ΣΔΟΕ για πολλά χρόνια» είπε ο Σίμουν. «Οι Κτηματομεσιτικές Επιχειρήσεις Ίβερσεν έκαναν δουλειές με τον Δίδυμο. Τον βοηθούσατε να ξεπλένει χρήματα από το εμπόριο ναρκωτικών και λευκής σαρκός και, ως αντάλλαγμα, εκείνος σας πρόσφερε πλασματικά ελλείμματα και απαλλαγές φόρων εκατοντάδων εκατομμυρίων κορονών». Ο Ίβερ Ίβερσεν κουνούσε το κεφάλι του. «Φοβάμαι ότι δεν ξέρω τίποτα για κανέναν Δίδυμο». «Εκτός από τη λέξη “φοβάμαι”, τα υπόλοιπα που είπατε είναι ψέματα» είπε ο Σίμουν. «Έχω στοιχεία ότι δουλεύατε μαζί». «Τι μου λέτε τώρα;» είπε ο Ίβερσεν κι έφερε τ’ ακροδάχτυλά του μαζί. «Και τότε γιατί το ΣΔΟΕ δεν με πήγε

στα δικαστήρια;» «Γιατί μου έβαλαν τρικλοποδιά εκ των έσω» είπε ο Σίμουν. «Αλλά ξέρω πολύ καλά ότι ο Δίδυμος χρησιμοποίησε το βρόμικο χρήμα του για ν’ αγοράσει εμπορικά ακίνητα από εσάς και να σας τα ξαναπουλήσει αργότερα σε πολύ υψηλότερες τιμές. Έτσι έγραφαν τουλάχιστον τα χαρτιά. Αυτός έβγαζε κέρδη που του επέτρεπαν να καταθέσει τα χρήματά του σε τράπεζες χωρίς οι αρχές ν’ αναρωτιούνται από πού προέρχονταν. Κι εσείς είχατε ελλείμματα που μπορούσατε ν’ αντισταθμίσετε ενάντια σε μελλοντικά κέρδη, αποφεύγοντας έτσι τη συνεισφορά σας προς την κοινότητα. Aμφίπλευρα κερδισμένοι». «Ενδιαφέρουσα η θεωρία σας» είπε ο Ίβερσεν, σηκώνοντας τους ώμους. «Εγώ σας είπα ό,τι ήξερα. Έχετε κάτι άλλο να μου πείτε;» «Ναι. Θέλω να συναντήσω τον Δίδυμο». Ο Ίβερσεν αναστέναξε βαριά. «Μόλις σας είπα ότι δεν ξέρω κανέναν Δίδυμο». Ο Σίμουν φάνηκε να κουνάει το κεφάλι του ήσυχα, μάλλον στον εαυτό του. «Ξέρετε κάτι; Το ακούγαμε τόσο συχνά αυτό

στο ΣΔΟΕ, που είχαμε αρχίσει ν’ αμφιβάλλουμε αν όντως υπήρχε αυτός ο Δίδυμος, μήπως τελικά ήταν ένας μύθος». «Μάλλον κάπως έτσι μου ακούγεται κι εμένα, Κέφας». Ο Σίμουν μισοσηκώθηκε από την καρέκλα του. «Εμένα δεν με νοιάζει» είπε. «Αλλά οι μύθοι δεν μπορούν να ξεκάνουν εγκύους κατόπιν αιτήματος των συνεργατών τους». Έγειρε προς τα εμπρός, ακούμπησε και τις δυο παλάμες του στο γραφείο κι έσκυψε προς τη μεριά του Ίβερσεν, ώστε εκείνος να νιώσει την ανάσα του γέρου αστυνομικού. «Ποιος άνθρωπος τρομοκρατείται και βουτάει στο κενό μόνο και μόνο λόγω ενός μύθου; Το ξέρω ότι ο Δίδυμος υπάρχει». Ο Σίμουν έσπρωξε τα χέρια του και σηκώθηκε όρθιος· γύρισε και προχώρησε προς την πόρτα, κουνώντας στον αέρα το τηλέφωνό του. «Καλώ συνέντευξη Τύπου τη στιγμή που θα μπω στο ασανσέρ. Κοιτάξτε να δείτε τι θα πείτε στον γιο σας». «Μισό λεπτό!» Ο Σίμουν σταμάτησε μπροστά στην πόρτα, δίχως να γυρίσει πίσω.

«Θα δω… θα δω τι μπορώ να κάνω». Ο Σίμουν έβγαλε την κάρτα του και την ακούμπησε πάνω στη γυάλινη προθήκη με τον ουρανοξύστη κόκα κόλα. «Έχετε περιθώριο μέχρι τις έξι η ώρα».

«Μέσα στη Στάτεν;» επανέλαβε ο Σίμουν καθώς κατέβαιναν με το ασανσέρ. «Ο Λόφτχους επιτέθηκε στον Φρανκ μέσα στο γραφείο του;» Η Κάρι κατένευσε. «Αυτά ξέρω για την ώρα. Τι είπε ο Ίβερσεν;» Ο Σίμουν ανασήκωσε τους ώμους του. «Τίποτα. Προφανώς, επέμενε να μιλήσει πρώτα με τον δικηγόρο του. Θα πρέπει να του ξαναμιλήσουμε αύριο».

Ο Άριλ Φρανκ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού περιμένοντας

να μπει στο χειρουργείο. Φορούσε μία από τις γαλάζιες ποδιές που δίνουν τα νοσοκομεία στους ασθενείς κι είχε περασμένο στον καρπό του ένα βραχιολάκι με τ’ όνομά του. Την πρώτη ώρα δεν είχε νιώσει πόνο, αλλά τώρα το δάχτυλο είχε αρχίσει να τον πονάει και εκείνη η ενεσούλα που του είχε κάνει ο αναισθησιολόγος δεν είχε φέρει αποτελέσματα. Του είχαν υποσχεθεί ότι θα του έκαναν κανονική ένεση πριν από την εγχείρηση, για να μη νιώθει καθόλου το χέρι του. Ένας χειρουργός που ειδικευόταν σε χέρια είχε περάσει να του εξηγήσει λεπτομερώς τι μπορούσε να κάνει η μικροχειρουργική στις μέρες μας, ότι το αποκομμένο δάχτυλο είχε φτάσει στο νοσοκομείο, ότι το κόψιμο ήταν τόσο καθαρό και ομαλό, που, όταν το δάχτυλο επανενωνόταν με τον ιδιοκτήτη του, τα νεύρα θα ξαναενώνονταν μεταξύ τους και σε λίγους μήνες θα μπορούσε να ξαναχρησιμοποιήσει το δάχτυλό του «για τούτο και για εκείνο». Η προσπάθειά του ν’ αστειευτεί ήταν καλοπροαίρετη, προφανώς, αλλά ο Φρανκ δεν είχε όρεξη για αστεία. Τον διέκοψε λοιπόν και τον ρώτησε πόση ώρα θα έπαιρνε η επανασύνδεση του δαχτύλου και πότε θα μπορούσε να επιστρέψει στη δουλειά του. Κι όταν ο χειρουργός τού είπε ότι η εγχείρηση θα κρατούσε αρκετές ώρες, ο Φρανκ –προς μεγάλη έκπληξη του χειρουργού– γύρισε και κοίταξε το ρολόι κι έβρισε σιγανά μα ευδιάκριτα.

Η πόρτα άνοιξε κι ο Φρανκ σήκωσε το κεφάλι του. Ήλπιζε να είναι ο αναισθησιολόγος, γιατί δεν ήταν μόνο το δάχτυλό του που παλλόταν τώρα από τον πόνο αλλά και το κεφάλι του και το κορμί του ολόκληρο. Μα δεν ήταν ούτε άσπρη ούτε πράσινη η στολή του επισκέπτη. Ήταν ένα γκρίζο κουστούμι. Ήταν ένας ψηλός λεπτός άνδρας. «Πόντιους;» είπε ο Φρανκ. «Γεια σου, Άριλ. Πέρασα να δω πώς είσαι». Ο Φρανκ μισόκλεισε το ένα μάτι του. Λες κι αυτό θα τον βοηθούσε να κατανοήσει τον πραγματικό λόγο της επίσκεψης του διοικητή. Ο Παρ κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι κι έγνεψε προς το δεμένο χέρι του. «Πονάει;» «Θα περάσει. Πες μου, τον ψάχνετε;» Ο διοικητής σήκωσε τους ώμους. «Ο Λόφτχους έχει εξαφανιστεί. Αλλά θα τον βρούμε. Τι ήθελε, ξέρεις;» «Τι ήθελε;» ρουθούνισε απαξιωτικά ο Φρανκ. «Ποιος ξέρει

τι θέλει αυτός ο τρελός; Ολόκληρη σταυροφορία κάνει o ψυχάκιας». «Σωστά» είπε ο Παρ. «Άρα το ερώτημα είναι πού και πώς θα ξαναχτυπήσει. Σου έδωσε καμία ένδειξη;» «Ένδειξη;» βόγκηξε ο Φρανκ και λύγισε λίγο τον αγκώνα του. «Σαν τι δηλαδή;» «Κάτι θα συζητήσατε οι δυο σας, δεν μπορεί». «Εκείνος μιλούσε. Εγώ ήμουν φιμωμένος. Ήθελε να μάθει ποιος είναι το καρφί». «Ναι, το είδα». «Το είδες;» «Από τα σημειώματα στο γραφείο σου. Όσα, τέλος πάντων, δεν ήταν γεμάτα αίματα». «Πήγες στο γραφείο μου;» «Άριλ, μιλάμε για υπόθεση πρώτης προτεραιότητας. Πρόκειται περί κατά συρροήν δολοφόνου. Δεν φτάνει που μας έχει πάρει στο κατόπι ο Τύπος, τώρα άρχισαν να χώνουν

τη μύτη τους κι οι πολιτικοί. Από εδώ και πέρα μπαίνω μέσα με τα μπούνια». Ο Φρανκ ανασήκωσε τους ώμους του. «Καλά». «Έχω μια ερώτηση…» «Περιμένω να μπω στο χειρουργείο, Πόντιους, και πονάω όσο δεν πάει. Δεν μπορεί να περιμένει;» «Όχι. Ο Σόνι Λόφτχους ανακρίθηκε για τον φόνο της Χιέρστι Μούρσαν και αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση. Του είπε κανείς ότι ο σύζυγός της ήταν ο βασικός ύποπτος πριν βρούμε τις δικές του τρίχες στη σκηνή του εγκλήματος; Ή ότι είχαμε στοιχεία που έδειχναν ότι μπορεί να τη σκότωσε ο ίδιος ο Μούρσαν;» «Και πού να το ξέρω εγώ αυτό; Τι εννοείς;» «Τίποτα, αναρωτιόμουν απλώς» είπε ο Παρ κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Φρανκ κι εκείνος ένιωσε τον πόνο να διαπερνάει όλο του το κορμί. «Συγκεντρώσου στην εγχείρησή σου». «Ευχαριστώ, αλλά δεν έχω και πολλά να σκεφτώ».

«Σωστά» είπε ο Παρ, βγάζοντας τα γυαλιά του. «Δεν έχεις». Άρχισε να τα γυαλίζει με μια αφηρημένη έκφραση στο πρόσωπο. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ξαπλώσεις και κάποιος άλλος να κάνει τη δουλειά». «Ακριβώς» είπε ο Φρανκ. «Κάποιος άλλος σε επανασυναρμολογεί και σε ξανακάνει ολόκληρο». Ο Φρανκ ξεροκατάπιε. «Λοιπόν» είπε ο Παρ, ξαναφορώντας τα γυαλιά του. «Του είπες ποιος ήταν το καρφί;» «Θες να πεις αν του είπα ότι ήταν ο ίδιος του ο πατέρας; Ο Αμπ Λόφτχους ήταν, το ομολόγησε. Αν είχα γράψει κάτι τέτοιο στο χαρτί, αυτός ο μουρλός θα μου είχε πάρει το κεφάλι». «Τι του είπες, Άριλ;» «Τίποτα! Τι θα μπορούσα να του πω δηλαδή;» «Αυτό ακριβώς αναρωτιέμαι κι εγώ. Αναρωτιέμαι τι έκανε το αγόρι τόσο σίγουρο ότι εσύ ήξερες αυτή την πληροφορία κι άρα ρίσκαρε να ξαναμπεί μέσα στη φυλακή μόνο και μόνο

για να σου την εκμαιεύσει». «Το αγόρι είναι τρελό, Πόντιους. Αργά ή γρήγορα όλοι οι τοξικομανείς γίνονται ψυχωτικοί, το ξέρεις αυτό. Το καρφί; Θεέ μου, αυτή η ιστορία πέθανε μαζί με τον Αμπ Λόφτχους». «Και τι του είπες λοιπόν;» «Τι εννοείς;» «Εσένα σου έκοψε μόνο το δάχτυλο. Όλοι οι άλλοι πέθαναν. Τη γλίτωσες, Άριλ, κι αυτό σημαίνει ότι κάτι του είπες. Σε ξέρω, μην το ξεχνάς αυτό». Η πόρτα άνοιξε και δυο χαμογελαστές νοσοκόμες ντυμένες στα πράσινα μπήκαν στο δωμάτιο. «Είστε έτοιμος;» ρώτησε η μία. Ο Παρ ίσιωσε τα γυαλιά του. «Δεν έχεις κότσια, Άριλ».

Ο Σίμουν κατέβηκε τον δρόμο σκύβοντας το κεφάλι ενάντια στον θαλασσινό αέρα που φυσούσε με μανία από το φιόρδ.

Διέσχισε το Άκερ Μπρίγκε και τη Μουνκενταμσβάιεν πριν εκείνη στενέψει ανάμεσα στα κτίρια κι ανέβηκε τη Ρουσελεκβάιεν. Σταμάτησε έξω από μια εκκλησία, που στεκόταν συμπιεσμένη ανάμεσα σε δύο πολυκατοικίες. Ο Άγιος Παύλος ήταν πολύ πιο ταπεινός απ’ ό,τι άλλες συνονόματές του εκκλησίες σε άλλες πρωτεύουσες. Μια καθολική εκκλησία σε χώρα προτεσταντική. Έβλεπε προς τη λάθος μεριά, προς τα δυτικά, κι ίσα ίσα που ξεχώριζε ένα μικρό καμπαναριό στην κορυφή του. Τρία απλά σκαλάκια οδηγούσαν στην είσοδο. Μα ήταν πάντα ανοιχτή. Ο Σίμουν είχε ξαναβρεθεί μπροστά στα τρία αυτά σκαλάκια. Ήταν βράδυ, αργά, κι ο Σίμουν περνούσε μια μεγάλη κρίση κι είχε διστάσει να τ’ ανέβει. Ήταν μόλις είχε χάσει τα πάντα, πριν βρει τη σωτηρία του με την Έλσε. Ο Σίμουν ανέβηκε τα σκαλοπάτια, πίεσε το χάλκινο πόμολο, έσπρωξε τη βαριά πόρτα και μπήκε μέσα. Ήθελε να την κλείσει στα γρήγορα ξοπίσω του, αλλά ο σκουριασμένος αυτόματος μηχανισμός τον εμπόδισε. Τόσο σκουριασμένος ήταν και τότε; Δεν θυμόταν, μεθυσμένος πρέπει να ήταν. Άφησε την πόρτα, που σιγά σιγά έκλεισε πίσω του, εκατοστό εκατοστό. Τη θυμόταν αυτή τη μυρωδιά. Ξένη. Εξωτική. Ατμόσφαιρα πνευματική. Μαγεία και μυστικισμός, χαρτορίχτρες και λούνα παρκ. Στην Έλσε άρεσε ο

καθολικισμός –όχι τόσο η ηθική του όσο η αισθητική του– και του είχε εξηγήσει πως τα πάντα μες στην εκκλησία, από τα τούβλα μέχρι το κονίαμα και τα βιτρό, ήταν εμποτισμένα μ’ έναν θρησκευτικό συμβολισμό που άγγιζε τα όρια του αστείου. Κι όμως, αυτός ο απλός συμβολισμός είχε βαρύτητα, νόημα, ιστορικό πλαίσιο και την πίστη τόσων σκεπτόμενων ανθρώπων που ήταν αδύνατον να τον απορρίψεις. Ο στενός, ασβεστωμένος και απλά διακοσμημένος χώρος περιείχε σειρές από στασίδια που οδηγούσαν στην Αγία Τράπεζα και τον Εσταυρωμένο. Η ήττα ως νικηφόρο σύμβολο. Στο μέσο της διαδρομής προς τo Iερό Βήμα, δίπλα στον τοίχο, βρισκόταν το εξομολογητήριο. Είχε δύο θαλάμους, ένας εκ των οποίων κρυβόταν με μια μαύρη κουρτίνα, σαν φωτογραφικός θάλαμος. Όταν είχε πρωτοέρθει εκείνο το βράδυ, ο Σίμουν δεν ήξερε ποιος από τους δύο προοριζόταν για τον αμαρτωλό και ποιος για τον ιερέα. Το μεθυσμένο του μυαλό είχε εξαγάγει το συμπέρασμα ότι ο ιερέας, μιας και δεν έπρεπε να δει τον αμαρτωλό, καθόταν στον φωτογραφικό θάλαμο. Είχε μπει λοιπόν στον άλλο θάλαμο, τον ανοιχτό, κι είχε αρχίσει να εξομολογείται τις αμαρτίες του με φωνή στεντόρια, χωρίς προφανή λόγο. Ελπίζοντας και την ίδια στιγμή φοβούμενος ότι υπήρχε κάποιος από την άλλη μεριά ή ότι κάποιος, οποιοσδήποτε,

θα τον άκουγε και θα έπραττε τα δέοντα: Θα τον συγχωρούσε. Ή θα τον καταδίκαζε. Οτιδήποτε, φτάνει να έβγαινε από αυτό το πνιγηρό κενό όπου ήταν ολομόναχος με τον εαυτό του και τα λάθη του. Δεν συνέβη απολύτως τίποτα. Και το επόμενο πρωί ο Σίμουν ξύπνησε χωρίς τον συνήθη του πονοκέφαλο – πράγμα πολύ περίεργο– και συνειδητοποίησε ότι η ζωή συνεχιζόταν λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, λες κι εντέλει δεν νοιαζόταν κανείς. Ήταν η τελευταία φορά που πατούσε το πόδι του σ’ εκκλησία. Η Μάρτα Λίαν στεκόταν κοντά στην Αγία Τράπεζα και συνομιλούσε με μια γυναίκα με κομψό ταγέρ και απότομες χειρονομίες, η οποία είχε το κοντό εκείνο χτένισμα που ορισμένες γυναίκες κάποιας ηλικίας νομίζουν ότι τις δείχνει νεότερες. Η γυναίκα κάτι εξηγούσε κι έδειχνε και ο Σίμουν έπιασε λέξεις όπως «λουλούδια», «τελετή», «Άνερς», «καλεσμένοι». Είχε σχεδόν φτάσει δίπλα τους όταν η Μάρτα Λίαν γύρισε και τον κοίταξε. Το πρώτο πράγμα που του έκανε εντύπωση ήταν το πόσο διαφορετική του φάνηκε. Έμοιαζε άδεια, μόνη της. Πραγματικά δυστυχισμένη. «Γεια» είπε η Μάρτα άχρωμα. Η άλλη γυναίκα σταμάτησε να μιλάει.

«Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ» είπε ο Σίμουν. «Μου είπαν από το κέντρο ότι θα σας έβρισκα εδώ. Ελπίζω να μη διακόπτω κάτι σημαντικό». «Ω, όχι, μόνο…» «Ναι, για την ακρίβεια σχεδιάζουμε τον γάμο του γιου μου και της Μάρτα. Οπότε, αν μπορείτε να περιμένετε, κύριε;…» «Κέφας» είπε ο Σίμουν. «Και, όχι, δυστυχώς δεν μπορώ. Είμαι αστυνομικός». Η γυναίκα κοίταξε τη Μάρτα με σηκωμένα τα φρύδια της. «Αχ, χρυσό μου, αυτό εννοώ όταν λέω ότι ζεις σ’ έναν κόσμο υπερβολικά πραγματικό». «Κι απ’ τον οποίο θα σας γλιτώσουμε, κυρία;…» «Με συγχωρείτε;» «Η δεσποινίς Λίαν κι εγώ πρέπει να συζητήσουμε ιδιαιτέρως. Αστυνομικό απόρρητο και τα λοιπά». Η γυναίκα απομακρύνθηκε χτυπώντας τα τακούνια της κι ο Σίμουν με τη Μάρτα κάθισαν στην πρώτη σειρά.

«Σας είδαν να φεύγετε με το αυτοκίνητο με τον Σόνι Λόφτχους» της είπε. «Γιατί δεν μου το είπατε;» «Ήθελε να μάθει να οδηγεί» είπε η Μάρτα. «Τον πήγα σ’ ένα πάρκινγκ για να προπονηθεί». «Καταζητείται σ’ όλη τη χώρα». «Το είδα στην τηλεόραση». «Σας είπε τίποτα ή είδατε κάτι που μπορεί να μας πει πού βρίσκεται τώρα; Θέλω να σκεφτείτε πολύ προσεκτικά πριν μου απαντήσετε». Η Μάρτα φάνηκε να σκέφτεται πολύ προσεκτικά κι ύστερα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι; Κανένα σχέδιο για το μέλλον;» «Ήθελε να μάθει να οδηγεί». Ο Σίμουν αναστέναξε και χτένισε με τα δάχτυλά του τα λιγοστά του μαλλιά. «Κορίτσι μου, καταλαβαίνεις ότι κινδυνεύεις να κατηγορηθείς για συνέργεια σε φόνο αν τον βοήθησες ή αν μας κρύβεις πληροφορίες;»

«Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» Ο Σίμουν την κοίταξε δίχως να μιλάει. Η κοπέλα πήγαινε για γάμο. Γιατί έμοιζε τόσο δυστυχισμένη λοιπόν; «Εντάξει λοιπόν» είπε και σηκώθηκε όρθιος. Η Μάρτα παρέμεινε καθισμένη με το βλέμμα στα γόνατά της. «Ένα πράγμα μόνο» είπε. «Ναι;» «Νομίζετε ότι είναι ο τρελός δολοφόνος που όλοι λένε πως είναι;» Ο Σίμουν μετατόπισε το βάρος του σώματός του στο άλλο πόδι. «Όχι». «Όχι;» «Δεν είναι τρελός. Τιμωρός είναι. Εκδίκηση παίρνει». «Για ποιο πράγμα;» «Νομίζω ότι έχει σχέση με τον πατέρα του, που ήταν

αστυνομικός. Όταν διεφθαρμένος».

πέθανε,

όλοι

είπαν

ότι

ήταν

«Τι εννοείτε τιμωρός;» Η Μάρτα χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. «Δίκαιος τιμωρός;» Ο Σίμουν ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Αλλά λαμβάνει υπόψη του διάφορα πράγματα». «Τι σόι πράγματα;» «Πήγε και βρήκε τον υποδιευθυντή των φυλακών στο γραφείο του, ας πούμε. Χρειαζόταν θράσος να το κάνει αυτό, θα του ήταν πολύ πιο εύκολο και λιγότερο επικίνδυνο να πάει να τον βρει στο σπίτι του». «Αλλά;» «Αλλά τότε θα έβαζε τη γυναίκα του και το παιδί του σε μεγάλο κίνδυνο». «Αθώοι… Δεν θέλει να κάνει κακό σε αθώους». Ο Σίμουν κατένευσε απαλά. Είδε κάτι στο βλέμμα της ν’ αστράφτει. Μια ελπίδα. Μα καλά, είναι δυνατόν να ήταν κάτι τόσο απλό; Ερωτευμένη ήταν; Ο Σίμουν τέντωσε την πλάτη

του. Κοίταξε την Αγία Τράπεζα με τον εσταυρωμένο σωτήρα. Έκλεισε τα μάτια του. Τα ξανάνοιξε. Στον διάολο. Στον διάο​λο όλοι τους. «Ξέρεις τι έλεγε ο πατέρας του Αμπ Λόφτχους;» είπε, φτιάχνοντας το παντελόνι του. «Έλεγε ότι η εποχή του οίκτου μάς άφησε χρόνους κι ότι έχει έρθει η μέρα της κρίσεως. Αλλά, μιας κι ο Μεσσίας καθυστερεί, καλούμαστε εμείς να κάνουμε τη δουλειά του. Μόνο εκείνος μπορεί να τους τιμωρήσει, Μάρτα. Η αστυνομία του Όσλο είναι διεφθαρμένη, προστατεύει τους εγκληματίες. Νομίζω ότι ο Σόνι κάνει ό,τι κάνει γιατί νιώθει ότι το χρωστάει στον πατέρα του. Γι’ αυτό πέθανε κι ο πατέρας του: για τη δικαιοσύνη. Το είδος της δικαιοσύνης που είναι υπεράνω νόμων». Κοίταξε τη γυναίκα με το ταγέρ που συζητούσε κάτι μ’ έναν ιερέα δίπλα στο εξομολογητήριο. «Κι εσείς;» είπε η Μάρτα. «Εγώ τι; Εγώ είμαι ο νόμος. Κι άρα πρέπει να τον σταματήσω. Απλά πράγματα». «Κι εκείνη η γυναίκα, η Ανιέτε Ίβερσεν, τι έγκλημα διέπραξε;»

«Δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτήν». «Διάβασα ότι κλάπηκαν τα χρυσαφικά της». «Α, ναι;» «Ήταν κι ένα ζευγάρι σκουλαρίκια ανάμεσά τους;» «Δεν ξέρω. Έχει σημασία;» Εκείνη κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Όχι» είπε. «Δεν έχει. Προσπαθούσα απλώς να σκεφτώ τίποτα που θα σας βοη​θ ήσει». «Σ’ ευχαριστώ» είπε ο Σίμουν και κούμπωσε το μπουφάν του. Τα τακούνια τούς πλησίαζαν. «Έχεις άλλα πράγματα να σκεφτείς τώρα, απ’ ό,τι βλέπω». Η Μάρτα τού έριξε μια γρήγορη ματιά. «Τα λέμε αργότερα, Μάρτα». Φεύγοντας από την εκκλησία, χτύπησε το τηλέφωνό του. Ο Σίμουν κοίταξε την οθόνη. Ο κωδικός έδειχνε ότι το τηλεφώνημα ήταν από την Ντράμεν.

«Κέφας στο τηλέφωνο». «Ο Χένρικ Βέστα είμαι». Ο αστυνομικός που ερευνούσε τη δολοφονία της γυναίκας του εφοπλιστή. «Είμαι στο Καρδιολογικό του Κεντρικού Νοσοκομείου του Μπούσκερουντ». Ο Σίμουν κατάλαβε τι θα επακολουθούσε. «Ο Λάιφ Κρούγκνας, ο μάρτυρας με το καρδιακό πρόβλημα… Νόμιζαν ότι είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο, αλλά…» «Πέθανε ξαφνικά» είπε ο Σίμουν. Αναστέναξε και πίεσε τη ράχη της μύτης του μεταξύ αντίχειρα και δείκτη. «Ήταν ολομόναχος στην πτέρυγα όταν συνέβη. Η ιατροδικαστική έρευνα δεν θα βρει τίποτα το περίεργο. Κι εσείς με παίρνετε τηλέφωνο γιατί δεν θέλετε να είστε ο μοναδικός άνθρωπος που δεν πρόκειται να κλείσει μάτι απόψε το βράδυ». Ο Βέστα δεν απάντησε. Ο Σίμουν ξανάβαλε το κινητό στην τσέπη του. Ο άνεμος

ολοένα και δυνάμωνε κι ο επιθεωρητής σήκωσε το βλέμμα του προς τον ουρανό, πάνω απ’ τις στέγες. Δεν μπορούσε να το δει ακόμη, αλλά το καταλάβαινε από τον πονοκέφαλο που ερχόταν. Τους πλησίαζε χαμηλό βαρομετρικό.

Η μηχανή ήταν έτοιμη ν’ αναστηθεί μπροστά στα μάτια του Ρόβερ. Ήταν μια Χάρλεϊ Ντάβιντσον Χέριτατζ Σοφτέιλ, μοντέλο 1989, με τεράστιο μπροστινό τροχό: από τις αγαπημένες του. Όταν την αγόρασε, ήταν ένα ερείπιο 1.340 κυβικών. Ο ιδιοκτήτης τής είχε φερθεί άκαρδα, ανυπόμονα και δίχως ίχνος κατανόησης, πράγματα που οι Χάρλεϊ –εν αντιθέσει με τις γιαπωνέζικες ξαδερφούλες τους– απαιτούσαν. Ο Ρόβερ είχε αντικαταστήσει τη στροφαλοφόρο, την μπιέλα, τα δαχτυλίδια των πιστονιών κι είχε ζυγοσταθμίσει τα πιστόνια, αφήνοντας ελάχιστα πράγματα όρθια στην παλιά μηχανή και μεταμορφώνοντάς τη σε μία χιλιοεφτακοσάρα κούκλα με 119 ίππους στον πίσω τροχό, που κάποτε σήκωνε μόνο 43. Ο Ρόβερ σκούπιζε το πετρέλαιο από το μπράτσο με το τατουάζ του καθεδρικού ναού, όταν παρατήρησε ότι το φως

τριγύρω του είχε αλλάξει. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι συννέφιασε, όπως είχε προβλέψει το δελτίο καιρού. Αλλά όταν σήκωσε το βλέμμα του είδε μια σκιά και μια σιλουέτα στο άνοιγμα της πόρτας του συνεργείου του. «Ναι;» φώναξε ο Ρόβερ, συνεχίζοντας να σκουπίζεται. Ο άνδρας άρχισε να περπατάει προς το μέρος του. Σιωπηρά, σαν αρπακτικό. Ο Ρόβερ ήξερε πως το κοντινότερο όπλο ήταν πολύ μακριά για να προλάβει να το αρπάξει. Και καλώς ήταν. Τέρμα πια αυτή η ζωή. Όποιος έλεγε ότι ήταν δύσκολο να μην επιστρέψεις στις παλιές σου συνήθειες όταν βγεις από τη στενή έλεγε μαλακίες. Τα πάντα ήταν θέμα θέλησης. Αν το θες, το κάνεις. Αλλά αν κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, αν έχεις ψευδαισθήσεις, τότε ξανακυλάς στα σκατά στο άψε σβήσε. Ο άνδρας είχε πλησιάσει τόσο κοντά, που ο Ρόβερ ξεχώριζε πια τα χαρακτηριστικά του. Μα αυτός δεν ήταν… «Γεια σου, Ρόβερ». Αυτός ήταν. Κρατούσε στο χέρι μια κίτρινη επαγγελματική κάρτα που

έγραφε επάνω Συνεργείο Μηχανών «Ο Ρόβερ». «Η διεύθυνση ήταν σωστή λοιπόν. Υποσχέθηκες να μου βρεις ένα Ούζι». Ο Ρόβερ σκούπιζε τώρα τις παλάμες του κοιτάζοντάς τον αποσβολωμένος. Είχε διαβάσει τις εφημερίδες. Είχε δει τη φωτογραφία του στην τηλεόραση. Αλλά ο άνδρας μπροστά του δεν ήταν το αγόρι από τις φυλακές Στάτεν, ήταν το ίδιο του το μέλλον. Το μέλλον όπως το είχε φανταστεί. «Εσύ έφαγες τον Νέστορ» είπε ο Ρόβερ, σκουπίζοντας τα δάχτυλά του. Το αγόρι δεν απάντησε. Ο Ρόβερ κούνησε το κεφάλι του. «Αυτό σημαίνει ότι δεν σε ψάχνει μόνο η αστυνομία αλλά κι ο Δίδυμος». «Ξέρω ότι είμαι μπελάς» είπε το αγόρι. «Μπορώ να φύγω, αν θες». Συγχώρεση. Ελπίδα. Μια καινούργια αρχή. Μια δεύτερη ευκαιρία. Οι περισσότεροι δεν τα κατάφερναν, συνέχιζαν να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη όλη τους τη ζωή, έβρισκαν χίλιες δυο προφάσεις για να τα γαμήσουν όλα. Οι ίδιοι δεν το

ήξεραν ή μάλλον προσποιούνταν ότι δεν το ήξεραν, αλλά είχαν χάσει το παιχνίδι πριν καν παίξουν. Γιατί στην πραγματικότητα δεν ήθελαν να πετύχουν. Αλλά ο Ρόβερ ήθελε. Δεν επρόκειτο ν’ αφήσει τίποτα να τον σταματήσει πια. Ήταν δυνατότερος. Σοφότερος. Mα ένα πράγμα ήταν σίγουρο: Όποιος περπατάει με το κεφάλι ψηλά παίζει να φάει και τα μούτρα του. «Δεν κλείνουμε την γκαραζόπορτα;» είπε ο Ρόβερ. «Το πάει για βροχή».

34

Η

βροχή μαστίγωνε το παρμπρίζ καθώς ο Σίμουν έβγαζε

το κλειδί από την κλειδαριά κι ετοιμαζόταν να τρέξει μ’ όλη του τη δύναμη από το πάρκινγκ προς το κτίριο του νοσοκομείου. Μέσα από το τζάμι είδε μια ξανθή φιγούρα με παλτό, ακριβώς μπροστά από το αυτοκίνητό του. Έβρεχε τόσο πολύ, που η βροχή αναπηδούσε στο καπό και η σιλουέτα του άνδρα ήταν θολή. Η πόρτα του οδηγού του μπροστινού αυτοκινήτου άνοιξε κι ένας άλλος άνδρας, μελαχρινός, του έκανε νόημα να τους συνοδεύσει. Ο Σίμουν κοίταξε το ρολόι στο ταμπλό του αυτοκινήτου του. Τέσσερις το απόγευμα. Δύο ώρες πριν από την προθεσμία.

Οι δύο άνδρες τον οδήγησαν στο Άκερ Μπρίγκε, την παραθαλάσσια συνοικία στο κέντρο της πόλης γεμάτη μπουτίκ, γραφεία, μερικά από τα πιο ακριβά διαμερίσματα της πόλης και γύρω στα πενήντα μπαρ και καφέ. Περπάτησαν κατά μήκος της προκυμαίας, δίπλα στο νερό, κι είδαν το φέρι μποτ από τη χερσόνησο Νεσοντάνγκεν να πιάνει λιμάνι καθώς έστριβαν σ’ ένα από τα κάθετα σοκάκια. Συνέχισαν μέχρι που έφτασαν σε μια μικρή σιδερένια σκάλα που οδηγούσε σε μια υπόγεια πόρτα με φινιστρίνι, που ασφαλώς υπαινισσόταν κάποια σχέση με θάλασσα. Δίπλα στην πόρτα υπήρχε μία μικρή πλάκα που έγραφε «Εστιατόριο Ναυτίλος» με ιδιαιτέρως διακριτικά γράμματα. Ένας εκ των ανδρών κράτησε την πόρτα ανοιχτή και πέρασαν κι οι τρεις τους σ’ έναν στενό διάδρομο. Τίναξαν τη βροχή από τα παλτά τους και τα κρέμασαν στην άδεια γκαρνταρόμπα. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω κι η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του Σίμουν ήταν ότι επρόκειτο για το τέλειο μέρος για ξέπλυμα χρημάτων. Όχι πολύ μεγάλο, αλλά με τέτοιο ενοίκιο και σε τέτοια τοποθεσία ώστε να δείχνουν αληθοφανή τα κέρδη του, τα οποία, ούτως ή άλλως, δεν θα αμφισβητούνταν ποτέ –

γιατί ποιος αμφισβητεί κέρδη φορολογούνται;

που δηλώνονται και

Ο Σίμουν ήταν βρεγμένος ως το κόκαλο. Όταν κουνούσε τα δάχτυλά του μες στα παπούτσια, αυτά έκαναν σαν να πλατσούριζαν. Μα δεν ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο κρύωνε. Η τραπεζαρία ήταν χωρισμένη στη μέση από ένα μεγάλο ορθογώνιο ενυδρείο, που αποτελούσε και τη μοναδική πηγή φωτός. Με την πλάτη γυρισμένη προς το ενυδρείο καθόταν μία γιγαντόσωμη φιγούρα. Αυτός ήταν ο λόγος που κρύωνε ο Σίμουν. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ από κοντά, αλλά δεν αμφέβαλλε στιγμή για το ποιος ήταν. Ο Δίδυμος. O άνδρας έμοιαζε να γεμίζει ολόκληρη την αίθουσα. Ο Σίμουν δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στο μέγεθος και την απτή παρουσία του, στην επίδειξη δύναμης και πλούτου ή στην ικανότητα αυτού του άνδρα να ελέγχει τη μοίρα τόσο πολλών ανθρώπων. Ούτε ήξερε αν έφταιγαν οι μύθοι που τον

περιέβαλλαν και τον έκαναν να μοιάζει πραγματικά τεράστιος: όλο αυτό το βάρος του θανάτου, της άσκοπης βαναυσότητας και της καταστροφής. Ο άνδρας έκανε μια σχεδόν αδιόρατη κίνηση προς την καρέκλα που στεκόταν μπροστά του. Ο Σίμουν κάθισε. «Σίμουν Κέφας» είπε ο άνδρας, χαϊδεύοντας το πιγούνι του. Οι γιγαντόσωμοι άνδρες έχουν συχνά εκπληκτικά ψιλές φωνές. Όχι όμως κι ο Δίδυμος. Η βροντερή, μπάσα φωνή του έκανε το νερό στο ποτήρι να τρεμουλιάσει. «Ξέρω τι θέλεις, Κέφας». Οι μύες κινήθηκαν κάτω από το κουστούμι του, που έμοιαζε έτοιμο ν’ ανοίξει στις ραφές. «Και τι είναι αυτό;» «Χρήματα για την εγχείρηση της Έλσε». Ο Σίμουν ξεροκατάπιε στο άκουσμα του ονόματος της

αγαπημένης του από το στόμα του άνδρα. «Το ερώτημα είναι τι έχεις να μου πουλήσεις, σωστά;» Ο Σίμουν έβγαλε το τηλέφωνό του, άνοιξε τα μέιλ του, άφησε το τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι και πάτησε αναπαραγωγή. Η φωνή απ’ το ηχητικό αρχείο που είχε λάβει ακούστηκε μεταλλική: «…Ποιο είναι το όνομα και ο αριθμός λογαριασμού στον οποίο σε πλήρωνε ο Νέστορ;». Παύση, ύστερα μια άλλη φωνή. «Ο λογαριασμός είναι στο όνομα μιας εταιρείας στα Νησιά Κέιμαν. Ντένις Λίμιτεντ». «Κι ο αριθμός;» Πάλι παύση. «Οκτώ, τρία, μηδέν». «Πιο αργά. Και πιο καθαρά». «Οκτώ, τρία, μηδέν. Οκτώ…» Ο Σίμουν πάτησε το στοπ. «Φαντάζομαι ότι κατάλαβες ποιος απαντούσε στις ερωτήσεις». Ο γιγαντόσωμος άνδρας απάντησε με μια χειρονομία που θα μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε. «Αυτό πουλάς;» «Το αρχείο αυτό μού ήρθε από μια διεύθυνση Hotmail που ούτε μπόρεσα ούτε θέλησα να εντοπίσω. Γιατί αυτή τη στιγμή είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που γνωρίζει την ύπαρξή του. Είναι αποδεικτικό στοιχείο ότι ο διευθυν…»

«Αναπληρωτής διευθυντής». «…της Στάτεν παραδέχεται ότι έχει έναν μυστικό λογαριασμό στον οποίο παραλάμβανε εμβάσματα από τον Χιούγκο Νέστορ. Ήλεγξα τον λογαριασμό και τα στοιχεία είναι σωστά». «Και γιατί έχει αξία όλο αυτό για μένα;» «Αυτό που έχει αξία για σένα είναι ότι δεν στέλνω αυτό το αρχείο στους συναδέλφους μου, αλλιώς θα έχανες έναν πολύ μεγάλο σύμμαχο». Ο Σίμουν ξερόβηξε. «Ακόμα έναν». Ο γιγαντόσωμος άνδρας ανασήκωσε τους ώμους του. «Οι αναπληρωτές διευθυντές αναπληρώνονται εύκολα. Κι έτσι κι αλλιώς, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Φρανκ τα ’φαγε τα ψωμιά του. Τι άλλο έχεις να μου δώσεις, Κέφας;» Ο Σίμουν προέτεινε το κάτω χείλος του. «Έχω αποδείξεις ότι ξέπλυνες χρήματα μέσα από τη μεσιτική επιχείρηση του Ίβερσεν. Και ίχνη DNA που συνδέουν τον πατέρα Ίβερσεν μ’ ένα κορίτσι από το Βιετνάμ που εσύ εισήγαγες παράνομα στη χώρα, μετά το δολοφόνησες κι έβαλες τον Σόνι Λόφτχους να πληρώσει για τον φόνο».

Ο πελώριος άνδρας χάιδεψε τον λαιμό του με δυο δάχτυλα. «Σ’ ακούω. Για προχώρα». «Εάν πάρω τα χρήματα για την εγχείρηση, μπορώ να εξασφαλίσω ότι καμιά από τις δύο έρευνες δεν πρόκειται να προχωρήσει». «Για πόσα χρήματα μιλάμε;» «Δύο εκατομμύρια κορόνες». «Για ένα τέτοιο ποσό θα μπορούσες να εκβιάσεις κατευθείαν και τον Ίβερσεν. Γιατί είσαι εδώ;» «Γιατί θέλω κάτι παραπάνω από λεφτά». «Τι θες;» «Θέλω να πάψεις να ψάχνεις για το αγόρι». «Τον γιο του Λόφτχους; Και γιατί να το κάνω αυτό;» «Γιατί ο Αμπ Λόφτχους ήταν φίλος μου». Ο άνδρας κοίταξε τον Σίμουν σιωπηλά. Ύστερα έγειρε πίσω στην καρέκλα του και χτύπησε το γυαλί του ενυδρείου

με το δάχτυλό του. «Μοιάζει με κανονικό ενυδρείο, ε; Ξέρεις όμως πόσο κοστίζει αυτό το ασημί ψαράκι, αυτό που μοιάζει με παπαλίνα; Όχι, δεν ξέρεις, γιατί δεν θέλω να ξέρει το ΣΔΟΕ ότι υπάρχουν συλλέκτες που θα πλήρωναν εκατομμύρια για χάρη του. Δεν είναι ιδιαιτέρως εντυπωσιακό ή όμορφο, είναι όμως απίστευτα σπάνιο. Γι’ αυτό κι η τιμή του καθορίζεται από την αξία που του δίνει ο αγοραστής: ο μέγιστος πλειοδότης». Ο Σίμουν κουνήθηκε στην καρέκλα του. «Αυτό που λέω» είπε ο άνδρας «είναι ότι εγώ θέλω τον γιο του Λόφτχους. Είναι σπάνιο ψάρι κι έχει μεγαλύτερη αξία για μένα απ’ οποιονδήποτε άλλο. Γιατί σκότωσε τους συνεργάτες μου κι έκλεψε τα λεφτά μου. Νομίζεις ότι θα διοικούσα αυτή την πόλη είκοσι χρόνια τώρα αν άφηνα διάφορους να τη βγάζουν καθαρή ύστερα από τέτοια; Ο Λόφτχους μεταμόρφωσε τον εαυτό του σ’ ένα ψάρι που πρέπει οπωσδήποτε ν’ αποκτήσω. Με συγχωρείς, Κέφας, θα σου δώσουμε τα χρήματα, αλλά το αγόρι είναι δικό μου». «Το μόνο πράγμα που το αγόρι αυτό θέλει είναι να μάθει ποιος είναι το καρφί που πρόδωσε τον πατέρα του. Αν το

μάθει, θα εξαφανιστεί». «Εμένα δεν με νοιάζει να το βρει το καρφί. Ας το βρει κι ας το κάνει ό,τι θέλει. Το καρφί σταμάτησε να μιλάει εδώ και δώδεκα χρόνια. Ποτέ δεν έμαθα ποιος ήταν. Ανταλλάσσαμε χρήματα και πληροφορίες ανώνυμα κι αυτό με βόλευε μια χαρά. Ό,τι πλήρωνα έπαιρνα. Κι αυτό θα κάνεις κι εσύ, Κέφας. Για το καλό της γυναίκας σου, ΟΚ;» «Όπως θες» είπε ο Σίμουν και σηκώθηκε όρθιος. «Αν κυνηγήσεις το αγόρι, θα βρω τα χρήματα από αλλού». Ο γιγαντόσωμος άνδρας αναστέναξε βαριά. «Νομίζω ότι παρεξήγησες τη διαπραγμάτευσή μας, Κέφας». Ο Σίμουν είδε ότι κι ο ξανθός άνδρας είχε σηκωθεί μαζί του. «Ως έμπειρος τζογαδόρος θα πρέπει να ξέρεις ότι πρέπει να τσεκάρεις τα χαρτιά σου πριν αποφασίσεις να παίξεις» είπε ο άνδρας. «Μετά είναι πολύ αργά, δεν είναι;» Ο Σίμουν ένιωσε το χέρι του ξανθού στον ώμο του. Αντιστάθηκε στο ένστικτο να το σπρώξει μακριά. Ξανακάθισε. Ο μεγαλόσωμος άνδρας έσκυψε πάνω από το

τραπέζι. Μύριζε λεβάντα. «Ο Ίβερσεν μου είπε για τα ίχνη DNA που του ανέφερες. Και τώρα μου έφερες το ηχητικό αρχείο. Αυτό σημαίνει ότι βρίσκεσαι σ’ επαφή με το αγόρι, κάνω λάθος; Τώρα, λοιπόν, ήρθε η ώρα να μας οδηγήσεις σ’ εκείνο. Σ’ εκείνον και σ’ αυτά που μας έκλεψε». «Κι αν αρνηθώ;» Ο γιγαντόσωμος άνδρας αναστέναξε βαριά. «Τι είναι αυτό που όλοι μας φοβόμαστε όταν γερνάμε, Κέφας; Ότι θα πεθάνουμε μόνοι, σωστά; Ο λόγος για τον οποίο κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για ν’ αποκαταστήσεις την όραση της συζύγου σου είναι ότι θες να σε κοιτάζει όταν πεθαίνεις. Γιατί όλοι νομίζουμε ότι κάτι τέτοιο κάνει τον θάνατο λιγότερο μοναχικό, σωστά; Ε, φαντάσου λοιπόν ένα νεκροκρέβατο ακόμα πιο μοναχικό από αυτό που έχεις δίπλα σου με μια τυφλή μεν, μα ζωντανή γυναίκα…» «Τι;» «Μπου, δείξ’ του, σε παρακαλώ». Ο ξανθός έδειξε στον Σίμουν την οθόνη ενός κινητού. Μια

φωτογραφία. Ο Σίμουν αναγνώρισε την πτέρυγα του νοσοκομείου. Το κρεβάτι. Τη γυναίκα που κοιμόταν πάνω του. «Το ενδιαφέρον δεν είναι ότι ξέρουμε πού βρίσκεται τώρα» είπε ο μεγαλόσωμος άνδρας «αλλά ότι τη βρήκαμε, σωστά; Τη βρήκαμε σε λιγότερο από μια ώρα μετά το τηλεφώνημα του Ίβερσεν. Κι αυτό σημαίνει ότι θα την ξαναβρούμε, όπου και να την κρύψεις». Ο Σίμουν πετάχτηκε από την καρέκλα του, το δεξί του χέρι κινήθηκε ταχύτατα προς τον λαιμό του χοντρού άνδρα, αλλά κατέληξε πανεύκολα σε μια χούφτα, λες κι ήταν μια απλή πεταλουδίτσα. Κι η χούφτα άρχισε να κλείνει γύρω από τα δάχτυλά του. «Πρέπει ν’ αποφασίσεις τι θεωρείς πιο πολύτιμο, Κέφας. Τη γυναίκα με την οποία μοιράζεσαι τη ζωή σου ή αυτό το κοπρόσκυλο που υιοθέτησες;» Ο Σίμουν στραβοκατάπιε. Προσπάθησε να αγνοήσει τον πόνο, τον ήχο που έκαναν οι χόνδροι καθώς τρίβονταν ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά ήξερε ότι τον πρόδιδαν τα δάκρυα που μαζεύονταν στα μάτια του. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα. Ξανά. Ένιωσε ένα καυτό δάκρυ να κυλάει στο

μάγουλό του. «Πρέπει να ταξιδέψει στις ΗΠΑ μες στις επόμενες δυο μέρες» ψιθύρισε. «Πρέπει να έχει μαζί της τα χρήματα σε μετρητά κατά την αναχώρησή της». Ο Δίδυμος χαλάρωσε τη λαβή του και ο Σίμουν ένιωσε να ζαλίζεται καθώς το αίμα άρχισε να τρέχει πάλι και ο πόνος να γίνεται πιο οξύς. «Τη στιγμή που θα μου παραδώσεις αγόρι και κλοπιμαία, η γυναίκα σου θα βρίσκεται στο πρώτο αεροπλάνο για Αμερική». Ο ξανθός συνόδευσε τον Σίμουν έξω από το εστιατόριο. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ο αέρας ήταν ακόμη βαρύς και υγρός. «Τι θα του κάνετε;» ρώτησε ο Σίμουν. «Δεν θες να ξέρεις» είπε ο ξανθός και χαμογέλασε. «Ευχαριστούμε για την επίσκεψη όμως». Η πόρτα έκλεισε και κλείδωσε πίσω από την πλάτη του Σίμουν.

Ο Σίμουν βγήκε απ’ το σοκάκι. Έπεφτε το σκοτάδι. Ο επιθεωρητής άρχισε να τρέχει.

Η Μάρτα είχε μπροστά της ένα πιάτο ροσμπίφ και χάζευε πάνω από τα ψηλά ποτήρια του κρασιού τα κεφάλια από την άλλη μεριά του τραπεζιού, τις οικογενειακές φωτογραφίες στο τραπεζάκι μπροστά από το παράθυρο, τις βρεγμένες μηλιές στον κήπο και το σκοτάδι που όλο και πλησίαζε στον ουρανό. Ο λόγος του Άνερς ήταν υπέροχος. Δεν υπήρχε αμφιβολία, μπορούσε να φανταστεί τις θείες του να σκουπίζουν τα δάκρυά τους. «Η Μάρτα κι εγώ αποφασίσαμε να παντρευτούμε μες στον χειμώνα» είπε «γιατί ξέρουμε ότι η αγάπη μας μπορεί να λιώσει πάγους, ότι οι καρδιές των φίλων μας μπορούν να γεμίσουν οποιαδήποτε αίθουσα εκδηλώσεων κι ότι η αγάπη, η σοφία και η καθοδήγηση της οικογένειάς σας –της οικογένειάς μας– θα είναι το μόνο φως που θα χρειαστούμε στο σκοτεινό, χειμερινό μας μονοπάτι. Και, φυσικά, για έναν

ακόμα λόγο». Ο Άνερς άρπαξε το ποτήρι του και γύρισε προς τη Μάρτα, που ίσα ίσα που πρόλαβε να πάρει το βλέμμα της από τον νυχτερινό ουρανό και να του χαμογελάσει. «Επειδή δεν αντέχουμε να περιμένουμε μέχρι το καλοκαίρι!» Γέλια και χειροκροτήματα γέμισαν το δωμάτιο. Ο Άνερς άρπαξε το χέρι της με το ελεύθερο δικό του. Το πίεσε με δύναμη και χαμογέλασε. Τα μάτια του στραφτάλιζαν σαν τη θάλασσα κι η Μάρτα ήξερε ότι είχε επίγνωση της εντύπωσης που έκανε στο ακροατήριό του. Ύστερα, παρασυρμένος ίσως από την περίσταση, έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα. Το τραπέζι ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ο Άνερς σήκωσε ψηλά το ποτήρι του. «Σε μας!» Ύστερα κάθισε κάτω. Αιχμαλώτισε το βλέμμα της και της έσκασε ένα σχεδόν κρυφό χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που υποδείκνυε στους δώδεκα καλεσμένους ότι με τη Μάρτα μοιραζόντουσαν κάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό, κάτι ολόδικό τους. Αλλά το γεγονός ότι ο Άνερς ήταν καλός ηθοποιός δεν σήμαινε ότι έλεγε και ψέματα. Είχαν όντως κάτι εντελώς δικό τους. Κάτι κραταιό. Ήταν μαζί τόσο πολλά χρόνια, που ήταν εύκολο να ξεχνά κανείς τις καλές ημέρες, τα όμορφα

πράγματα που είχαν περάσει. Τις κακές στιγμές τις είχαν παλέψει κι είχαν ανακάμψει, βγαίνοντας πιο δυνατοί από πριν. Τον αγαπούσε τον Άνερς, πραγματικά τον αγαπούσε. Φυσικά και τον αγαπούσε, αλλιώς γιατί είχε αποδεχθεί να τον παντρευτεί; Το χαμόγελό του σφίχτηκε λίγο. Σαν να της έλεγε ότι έπρεπε να δείξει λίγο παραπάνω ενθουσιασμό, να τον βοηθήσει. Είχαν καλέσει τις οικογένειές τους για να μοιραστούν μαζί τους τα γαμήλια σχέδιά τους. Η μέλλουσα πεθερά της της είχε ζητήσει να κάνει η ίδια την ανακοίνωση κι η Μάρτα δεν είχε κουράγιο να της το αρνηθεί. Και τώρα η πεθερά σηκώθηκε όρθια και χτύπησε το ποτήρι με το κουτάλι της. Ήταν λες και κάποιος πάτησε τον διακόπτη σιωπή. Όχι μόνο επειδή οι καλεσμένοι περίμεναν πώς και πώς ν’ ακούσουν τι θα τους πει αλλά και επειδή κανείς δεν είχε όρεξη να τον καρφώσει το σουβλερό της βλέμμα. «Κι είμαστε ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι γιατί η Μάρτα αποφάσισε να γίνει ο γάμος στην εκκλησία του Αγίου Παύλου». Η Μάρτα μόλις και μετά βίας δεν πνίγηκε. Εκείνη αποφάσισε;

«Όπως ξέρετε, η οικογένειά μας είναι καθολική. Και, παρόλο που ο μέσος όρος εκπαίδευσης και εισοδήματος των προτεσταντών σε πολλές χώρες είναι υψηλότερος απ’ ό,τι των καθολικών, αυτό δεν συμβαίνει και στη Νορβηγία. Στη Νορβηγία οι καθολικοί είναι η ελίτ. Μάρτα, καλώς όρισες λοιπόν στους πρωταθλητές». Η Μάρτα χαμογέλασε με το αστείο, που ήξερε πολύ καλά ότι δεν επρόκειτο γι’ αστείο. Άκουσε τη φωνή της μέλλουσας πεθεράς της να συνεχίζει να μιλάει, αλλά το μυαλό της ξέφυγε και πάλι. Γιατί έπρεπε κι εκείνη να ξεφύγει, να φύγει από εκεί μέσα. «Τι σκέφτεσαι, Μάρτα;» Ένιωσε τα χείλια του Άνερς ανάμεσα στα μαλλιά και τον λοβό του αυτιού της. Κατάφερε να χαμογελάσει γιατί ήταν ήδη έτοιμη να σκάσει στα γέλια. Να σκάσει στα γέλια καθώς φανταζόταν τι θα γινόταν αν σηκωνόταν όρθια κι ανακοίνωνε σ’ αυτόν και στους υπόλοιπους καλεσμένους ότι αυτό που σκεφτόταν ήταν τον εαυτό της ξαπλωμένο στην αγκαλιά ενός δολοφόνου σ’ έναν βράχο στη λιακάδα, ενώ η μπόρα ερχόταν από το φιόρδ προς το μέρος τους. Αυτό δεν σήμαινε όμως ότι δεν αγαπούσε τον Άνερς. Είχε πει ναι. Είχε πει ναι

επειδή τον αγαπούσε.

35

«Θ

υμάσαι όταν πρωτογνωριστήκαμε;» ρώτησε ο

Σίμουν χαϊδεύοντας το χέρι της Έλσε πάνω από το πάπλωμα. Οι δύο άλλοι ασθενείς κοιμούνταν ήσυχα πίσω από τις κουρτίνες τους. «Όχι» είπε χαμογελώντας εκείνη κι ο Σίμουν φαντάστηκε τα ολοφώτεινα πεντακάθαρα γαλανά της μάτια να λαμπυρίζουν κάτω από τις γάζες. «Αλλά εσύ θυμάσαι. Πες μου λοιπόν». Αντί να σκάσει ένα χαμόγελο, ο Σίμουν γέλασε

χαμηλόφωνα για να τον ακούσει. «Δούλευες σ’ ένα ανθοπωλείο στην Γκρένλαν κι εγώ μπήκα μέσα ν’ αγοράσω λουλούδια». «Ένα στεφάνι» τον διόρθωσε εκείνη. «Ένα στεφάνι ήθελες ν’ αγοράσεις». «Ήσουν πανέμορφη κι εγώ έκανα τ’ αδύνατα δυνατά για να σου μιλήσω όσο περισσότερο γινόταν. Παρόλο που μου έπεφτες πολύ μικρή. Κι όπως κουβέντιαζα μαζί σου, γινόμουν κι εγώ πιο νέος. Και την επομένη ξαναπέρασα απ’ το ανθοπωλείο, για ν’ αγοράσω τριαντάφυλλα». «Κρίνους». «Ναι, σωστά. Ήθελα να νομίζεις ότι ήταν για κάποια φίλη μου. Την τρίτη φορά όμως αγόρασα τριαντάφυλλα». «Και την τέταρτη επίσης». «Το διαμέρισμά μου είχε γεμίσει με τόσο πολλά λουλούδια, που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα!» «Κι ήταν όλα για σένα».

«Για σένα ήταν όλα. Εγώ απλώς τα πρόσεχα μέχρι να ’ρθεις να τα πάρεις. Κι ύστερα σου ζήτησα να βγούμε. Δεν έχω ξαναφοβηθεί περισσότερο σ’ όλη μου τη ζωή». «Φαινόσουν τόσο αγχωμένος, που δεν μπορούσα ν’ αρνηθώ». «Παλιό το κόλπο, αλλά πιάνει». «Όχι» είπε γελώντας εκείνη. «Ήσουν πραγματικά αγχωμένος. Αλλά μου άρεσαν τα θλιμμένα μάτια σου, που είχαν ζήσει τη ζωή. Ήξεραν από μελαγχολία. Αυτό είναι ακαταμάχητο για μια νεαρή γυναίκα, το ξέρεις, ε;» «Εσύ πάντα έλεγες ότι σου άρεσε το γυμνασμένο σώμα μου και το γεγονός ότι ήμουν πολύ καλός ακροατής». «Όχι!» γέλασε η Έλσε ακόμα πιο δυνατά κι ο Σίμουν έσκασε κι αυτός στα γέλια. Ανακουφισμένος που δεν μπορούσε να τον δει τώρα. «Την πρώτη φορά ήρθες κι αγόρασες ένα στεφάνι» είπε εκείνη απαλά. «Έγραψες μια κάρτα, την κοίταξες για λίγο κι ύστερα την πέταξες στο καλάθι των αχρήστων. Έγραψες καινούργια. Κι όταν έφυγες, έσκυψα και πήρα την κάρτα απ’

το καλάθι και τη διάβασα. Κι έγραφε: “Στη γυναίκα της ζωής μου”. Αυτό μου τράβηξε την προσοχή». «Τι; Δεν θα προτιμούσες έναν άνδρα που δεν είχε ακόμη συναντήσει τη γυναίκα της ζωής του;» «Ήθελα έναν άνδρα που μπορούσε ν’ αγαπά, ν’ αγαπά πραγματικά». Εκείνος κατένευσε. Τόσα χρόνια επαναλάμβαναν αυτή την ιστορία ο ένας στον άλλο, τόσο που οι ατάκες τους ήταν καλοκουρδισμένες, ακόμα κι οι αντιδράσεις κι ο φαινομενικός αυθορμητισμός τους. Κάποτε είχαν ορκιστεί να μοιράζονται τα πάντα, να λένε ο ένας στον άλλο τα πάντα, κι αφού το πέτυχαν, αφού δοκίμασαν πόση αλήθεια μπορούσε ο καθένας τους ν’ αντέξει, οι ιστορίες τους έγιναν οι τοίχοι κι η σκεπή που στήριζε το σπιτικό τους. Η Έλσε τού έσφιξε το χέρι. «Κι εσύ μπορούσες, Σίμουν. Μπορούσες ν’ αγαπήσεις πραγματικά». «Γιατί με συναρμολόγησες ξανά από την αρχή». «Μόνος σου τα κατάφερες. Εσύ σταματήσεις τον τζόγο, όχι εγώ».

αποφάσισες

να

«Εσύ ήσουν το φάρμακό μου, Έλσε. Χωρίς εσένα…» Ο Σίμουν πήρε μια βαθιά ανάσα κι ήλπισε να μην ακούστηκε το τρέμουλο στη φωνή του. Δεν είχε κουράγιο να τα ξαναζήσει όλα αυτά, όχι απόψε. Δεν άντεχε να επαναλάβει την ιστορία του εθισμού και των χρεών του. Είχε κάνει το ασυγχώρητο: Είχε υποθηκεύσει το σπίτι τους εν αγνοία της. Και το είχε χάσει. Κι εκείνη τον είχε συγχωρέσει. Ούτε έξαλλη έγινε ούτε σηκώθηκε να φύγει ούτε τον άφησε ν’ αντιμετωπίσει μονάχος τις συνέπειες. Δεν του έδωσε καν τελεσίγραφο. Μόνο το μάγουλο του χάιδεψε και του ’πε ότι τον συγχωρούσε. Kι εκείνος έκλαψε, έκλαψε σαν μικρό παιδί και η ντροπή του έπνιξε τα πάντα: τη λαχτάρα για την ηλεκτροφόρο ζωή στο σταυροδρόμι μεταξύ φόβου και ελπίδας, εκεί που όλα παίζονται και όλα χάνονται ή κερδίζονται σε μια στιγμή, εκεί που η σκέψη της καταστροφικής, τελικής ήττας είναι σχεδόν –σχεδόν– εξίσου ερεθιστική με αυτή της νίκης. Αλήθεια ήταν· είχε κόψει τον τζόγο εκείνη την ημέρα και δεν είχε ξαναπαίξει ποτέ του. Ούτε μια μπίρα δεν είχε στοιχηματίσει. Κι είχε σωθεί. Είχαν σωθεί. Από αυτή την κίνηση κι από την υπόσχεση που έδωσαν να λένε τα πάντα ο ένας στον άλλο. Κι η ανακάλυψη ότι διέθετε αυτοπειθαρχία και το θάρρος να μιλήσει με πάσα ειλικρίνεια σ’ έναν άλλο άνθρωπο τον είχε μεταμορφώσει, τον είχε ξανακάνει άνθρωπο, τον είχε

ωριμάσει ακόμα περισσότερο κι απ’ όσο θα ωρίμαζε αν δεν είχε υπάρξει σκλάβος του εθισμού του. Ίσως έτσι εξηγούνταν και το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια είχε πάψει να βλέπει τους εγκληματίες ως ανεπανόρθωτα ανήθικους, μα είχε αρχίσει να τους δίνει και μια δεύτερη ευκαιρία – εν αντιθέσει με ό,τι του υπαγόρευε η πολύχρονη εμπειρία του. «Είμαστε σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν και το κορίτσι με τα λουλούδια» είπε η Έλσε. «Αν δεις την ταινία ανάποδα». Ο Σίμουν στραβοκατάπιε. Το τυφλό κορίτσι που νομίζει ότι ο αλήτης είναι στην πραγματικότητα ένας πλούσιος κύριος. Ο Σίμουν δεν θυμόταν πολλά από την ταινία, μόνο ότι ο αλήτης βοηθάει το κορίτσι να ξαναβρεί το φως της κι ύστερα δεν της αποκαλύπτεται, γιατί φοβάται ότι δεν θα τον θέλει αν μάθει ποιος είναι πραγματικά. Κι όταν εκείνη μαθαίνει, τον αγαπάει ακόμα περισσότερο. «Πάω να κάνω μια βόλτα» της είπε και σηκώθηκε όρθιος. Ο διάδρομος ήταν άδειος. Κάρφωσε το βλέμμα του σε μια πινακίδα που έδειχνε ένα κινητό τηλέφωνο διαγραμμένο από μια διαγώνια κόκκινη γραμμή. Έμεινε για λίγο ακίνητος. Ύστερα έβγαλε το κινητό του και βρήκε το τηλέφωνο που ήθελε να καλέσει. Ορισμένοι νομίζουν ότι αν στείλεις μέιλ

από κινητό μέσω Hotmail η αστυνομία δεν μπορεί να εντοπίσει τον αριθμό απ’ τον οποίο εστάλη. Λάθος. Πανεύκολο ήταν. Ο Σίμουν ένιωσε την ψυχή στο στόμα. Ο άλλος δεν είχε λόγο να σηκώσει το τηλέφωνο. «Ναι;» Η φωνή του. Ξένη, μα τόσο οικεία συνάμα, σαν αντίλαλος από το μακρινό –όχι, από το κοντινό– παρελθόν. Ο Γιος. Ο Σίμουν αναγκάστηκε να βήξει δυο φορές μέχρι να ξαναβρεί τη φωνή του. «Σόνι, πρέπει να συναντηθούμε». «Ωραία θα ήταν…» Χωρίς ίχνος ειρωνείας. «…αλλά δεν έχω σκοπό να στριφογυρνώ εδώ γύρω για πολύ ακόμα». Εδώ, πού; Στο Όσλο; Στη Νορβηγία; Στον πλανήτη Γη; «Τι θα κάνεις;» ρώτησε ο Σίμουν. «Νομίζω πως ξέρεις τι».

«Θα βρεις και θα τιμωρήσεις όσους είναι υπεύθυνοι. Όσους σ’ έβαλαν στη φυλακή κι όσους σκότωσαν τον πατέρα σου. Κι ύστερα θα ψάξεις να βρεις το καρφί». «Δεν μου μένει πολύς χρόνος». «Μπορώ να σε βοηθήσω». «Σ’ ευχαριστώ, Σίμουν, αλλά το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να συνεχίσεις όπως τώρα». «Πώς δηλαδή;» «Να συνεχίσεις να μη με σταματάς». Ακολούθησε σιωπή. Ο Σίμουν αφουγκράστηκε τους ήχους από την άλλη άκρη της γραμμής, μήπως και καταλάβει πού βρισκόταν το αγόρι. Άκουσε χαμηλούς, ρυθμικούς γδούπους και πού και πού φωνές και κραυγές. «Το ίδιο πράγμα θέλουμε, Σίμουν». Ο Σίμουν ξεροκατάπιε. «Με θυμάσαι;» «Πρέπει να κλείσω τώρα».

«Ο πατέρας σου κι εγώ…» Αλλά η γραμμή ήταν ήδη νεκρή.

«Σ’ ευχαριστώ που ήρθες». «Έλα, μην το συζητάς καν» είπε ο Πέλε, κοιτάζοντας το αγόρι μέσα απ’ τον καθρέφτη. «Το ταξίμετρο δουλεύει μόνο το ένα τρίτο της ημέρας, οπότε χάρηκα που πήρες. Και για μένα και για τη δουλειά μου. Πού πάμε απόψε;» «Στο Ούλερν». Την τελευταία φορά που είχε μπει στο ταξί του το αγόρι είχε ζητήσει απ’ τον Πέλε την κάρτα του. Πού και πού το έκαναν αυτό διάφοροι ευχαριστημένοι πελάτες, αλλά ποτέ κανείς δεν έπαιρνε τηλέφωνο. Βλέπεις, ήταν τόσο εύκολο να βρεις ταξί στον δρόμο. Κι άρα ο Πέλε δεν είχε ιδέα γιατί το αγόρι επέμενε να έρθει να τον παραλάβει ο ίδιος, από την Γκαμλεμπίεν στην Κβαντρατούρεν, έξω από το άθλιο ξενοδοχείο Μπίσμαρκ.

Το αγόρι φορούσε ένα φίνο κουστούμι κι ο Πέλε στην αρχή δεν τον αναγνώρισε. Κάτι είχε αλλάξει πάνω του. Κουβαλούσε την κλασική κόκκινη τσάντα του κι έναν χαρτοφύλακα. Ένας μεταλλικός κρότος ακούστηκε από την τσάντα καθώς το αγόρι την πέταξε στο πίσω κάθισμα. «Φαίνεσαι χαρούμενος σ’ αυτήν τη φωτογραφία» είπε το αγόρι. «Με τη γυναίκα σου είσαι;» «Α! Σ’ αυτήν εδώ;» είπε ο Πέλε κι ένιωσε να κοκκινίζει. Κανείς δεν είχε σχολιάσει ποτέ τη φωτογραφία αυτή. Την είχε κολλήσει χαμηλά, στ’ αριστερά του τιμονιού, ώστε οι πελάτες να μην τη βλέπουν. Συγκινήθηκε όμως που το αγόρι κατάλαβε πως ήταν ευτυχισμένοι. Πως εκείνη ήταν ευτυχισμένη. Δεν είχε διαλάξει την ωραιότερη φωτογραφία της, αλλά εκείνη στην οποία η γυναίκα του έμοιαζε πραγματικά ευτυχισμένη. «Έχει μαγειρέψει κεφτεδάκια σήμερα» είπε. «Ίσως πάμε και καμιά βόλτα στο πάρκο Κάμπεν αργότερα. Τ’ αεράκι εκεί πάνω είναι ευχάριστο με τέτοιες ζέστες». «Ωραίο ακούγεται» είπε το αγόρι. «Τυχερός είσαι που βρήκες μια γυναίκα να μοιραστείς τη ζωή σου».

«Δεν λες τίποτα» είπε ο Πέλε και κοίταξε το αγόρι στο πίσω κάθισμα. «Αυτό ξαναπές το». Ο Πέλε προτιμούσε οι πελάτες του να μιλάνε περισσότερο απ’ τον ίδιο. Του άρεσε να ξεκλέβει κομμάτια απ’ τις ζωές τους, έστω και σε μια σύντομη διαδρομή μες στο ταξί. Ιστορίες για τους γάμους και για τα παιδιά τους. Για τις δουλειές και τα στεγαστικά τους δάνεια. Μια ματιά στις μικρές και μεγάλες χαρές και λύπες της οικογενειακής ζωής. Δεν γούσταρε να συζητά για όλα τα υπόλοιπα, που τόσο άρεσαν στους συναδέλφους τους. Με το αγόρι είχε αναπτύξει ένα είδος οικειότητας. Του άρεσε πολύ να μιλάει με αυτό τον νεαρό. «Κι εσύ;» ρώτησε ο Πέλε. «Έχεις κορίτσι;» Το αγόρι χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι του. «Όχι; Καμιά δεν σ’ αναστατώνει;» Το αγόρι κατένευσε. «Αχά! Μπράβο, ρε φίλε. Και μπράβο και σ’ εκείνη». Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του αντίθετα.

«Τι; Μη μου πεις ότι δεν της αρέσεις; Εντάξει, δεν λέω, δεν ήσουν και μοντέλο όταν έκανες εμετό στον τοίχο, αλλά κοίτα πώς είσαι σήμερα, με το κουστούμι σου και τα όλα σου…» «Ευχαριστώ» είπε το αγόρι. «Αλλά φοβάμαι πως δεν μπορώ να την έχω». «Γιατί όχι; Της είπες ότι την αγαπάς;» «Όχι. Θα ’πρεπε;» «Όλη την ώρα! Αρκετές φορές την ημέρα. Σκέψου το σαν να ήταν οξυγόνο: Το χρειάζεσαι για να ζήσεις. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ! Δοκίμασέ το και θα δεις». Σιωπή έπεσε στο πίσω κάθισμα του ταξί. Το αγόρι ξερόβηξε. «Πώς… πώς ξέρεις αν κάποια σ’ αγαπάει, Πέλε;» «Απλώς το ξέρεις. Είναι όλα αυτά τα μικροπράγματα μαζί, που από μόνα τους δεν μπορείς να τα προσδιορίσεις. Η αγάπη είναι σαν τον ατμό στο ντους: Σε περιβάλλει. Δεν βλέπεις τις σταγόνες της, αλλά σε ζεσταίνει. Σε υγραίνει. Και σε ξεπλένει». Ο Πέλε έσκασε στα γέλια, ντροπαλός και

κάπως υπερήφανος για τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις του. «Κι εσύ συνεχίζεις να λούζεσαι την αγάπη της και να της λες ότι την αγαπάς καθημερινά;» Ο Πέλε άρχισε να νιώθει ότι οι ερωτήσεις του μικρού δεν ήταν αυθόρμητες. Μάλλον τις είχε προετοιμάσει, ίσως λόγω της φωτογραφίας. Το αγόρι πρέπει να την είχε δει σε μια από τις προηγούμενες κούρσες τους. «Φυσικά» είπε ο Πέλε κι ένιωσε λες και κάτι του είχε καθίσει στον λαιμό, κάποιο ψίχουλο ή κάτι τέτοιο. Έβηξε δυνατά κι άνοιξε το ραδιόφωνο. Χρειάστηκαν δεκαπέντε λεπτά για να φτάσουν στο Ούλερν. Το αγόρι τού έδωσε μια διεύθυνση πάνω στον λόφο κι ανέβηκαν έναν στριφογυριστό, απότομο δρόμο περιστοιχισμένο από γιγάντιους ξύλινους φράχτες, που περισσότερο με φρούρια έμοιαζαν παρά με σπίτια. Η άσφαλτος είχε ήδη στεγνώσει μετά την πρωινή βροχή. «Σταμάτα για λίγο εδώ. Μπορείς;» «Μα η πύλη είναι εκεί πέρα».

«Μια χαρά είμαστε εδώ». Ο Πέλε σταμάτησε δίπλα στο κράσπεδο. Το μέρος ήταν περιτριγυρισμένο από έναν ψηλό λευκό τοίχο με κομμένα γυαλιά στην κορυφή. Το υποβλητικό διώροφο τούβλινο σπίτι βρισκόταν καταμεσής ενός μεγάλου κήπου. Από τη βεράντα ακουγόταν μουσική και τα παράθυρα ήταν όλα κατάφωτα. Προβολείς φώτιζαν τον κήπο. Δυο τεράστιοι γορίλες με μαύρα κουστούμια φυλούσαν την πύλη. Ο ένας τους κρατούσε απ’ το λουρί ένα σκυλί. «Σε πάρτι πηγαίνεις;» ρώτησε ο Πέλε κι έτριψε το πονεμένο του πόδι. Πού και πού οι κράμπες επέστρεφαν από το πουθενά. Το αγόρι κούνησε προσκεκλημένος».

το

κεφάλι

του.

«Δεν

είμαι

«Ξέρεις τους ιδιοκτήτες;» «Όχι, τη διεύθυνση την έμαθα στη φυλακή. Είναι το σπίτι του Δίδυμου. Τον έχεις ακουστά;» «Όχι» είπε ο Πέλε. «Αλλά, μιας και δεν είναι γνωστός σου, έλα να σου πω κάτι: Δεν είναι σωστό ένας άνθρωπος να έχει

τόσο πολλά. Κοίτα σπίτι! Στη Νορβηγία είμαστε, όχι στο Αμέρικα, ούτε στη Σαουδική Αραβία. Μπορεί να είμαστε ένας παγωμένος σκατόβραχος στο τέρμα του βορρά, αλλά πάντα είχαμε κάτι που δεν είχαν οι άλλοι: το αίσθημα της δικαιοσύνης. Και κοίτα τώρα πού καταντήσαμε, να τη διαλύουμε εντελώς». Τα σκυλιά ακούστηκαν να γαβγίζουν απ’ τον κήπο. «Νομίζω ότι είσαι σοφός άνθρωπος, Πέλε». «Μπα, μην το λες. Γιατί ήσουν φυλακή;» «Για να βρω την ησυχία μου». Ο Πέλε κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπο του αγοριού στον καθρέφτη. Κάπου το είχε ξαναδεί, κι όχι μόνο εδώ στο ταξί του. «Έλα, φύγαμε» είπε το αγόρι. Όταν ο Πέλε ξανακοίταξε έξω από το παρμπρίζ, είδε ότι ο άνδρας με το λευκό σκυλί προχωρούσε προς το μέρος τους. Οι δυο γορίλες είχαν το βλέμμα καρφωμένο στο αμάξι. Ήταν τόσο μυώδεις, που μόνο μικρά βηματάκια μπορούσαν να κάνουν.

«Μάλιστα» είπε ο Πέλε, βγάζοντας φλας. «Πού πάμε;» «Της είπες αντίο;» «Ποιανής;» «Της γυναίκας σου». Ο Πέλε ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Είδε τον άνδρα να πλησιάζει. Η ερώτηση τον χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι. Ξανακοίταξε το αγόρι στον καθρέφτη. Πού τον είχε ξαναδεί, γαμώτο; Ακούστηκε ένα γρύλισμα. Ο σκύλος ετοιμαζόταν να επιτεθεί. Βλακείες, στο ταξί του τον είχε ξαναδεί κι αυτό ήταν. Η θύμηση κάποιας άλλης θύμησης. Όπως κι εκείνη πια. «Όχι» είπε ο Πέλε, κουνώντας το κεφάλι του. «Ατύχημα ήταν;» Ο Πέλε ξεροκατάπιε. «Ναι. Αυτοκινητικό». «Ήξερε ότι την αγαπούσες;» Ο Πέλε άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, μα δεν έβγαινε φωνή. Κατένευσε.

«Λυπάμαι που την έχασες, Πέλε». Τότε μόνο κατάλαβε ο Πέλε ότι είχε άθελά του κλείσει τα μάτια. Τα ξανάνοιξε και είδε τον γορίλα με το σκυλί δίπλα στην πόρτα του οδηγού. Ο Πέλε πάτησε γκάζι κι άφησε τον συμπλέκτη. Άκουσε το σκυλί να γαβγίζει σαν δαιμονισμένο ξοπίσω τους. «Πού πάμε;» «Να επισκεφτούμε έναν δολοφόνο» είπε το αγόρι, παίρνοντας στα χέρια του την κόκκινη τσάντα. «Πρώτα όμως πρέπει να παραδώσουμε κάτι». «Σε ποιον;» Το αγόρι χαμογέλασε μ’ ένα χαμόγελο παράξενο, πικρόγλυκο. «Σε κάποια που θα ήθελα κι εγώ να ’χω τη φωτογραφία της στο ταμπλό του αυτοκινήτου μου».

Η Μάρτα στεκόταν μπροστά στον πάγκο της κουζίνας, βάζοντας καφέ σ’ ένα θερμός. Προσπαθούσε να μην ακούει

τη φωνή της μέλλουσας πεθεράς της, επικεντρώνοντας την προσοχή της στα λόγια των προσκεκλημένων από την τραπεζαρία. Όμως ήταν αδύνατον. Η φωνή της ήταν τόσο επίμονη, τόσο απαιτητική: «Ο Άνερς είναι ευαίσθητο παιδί, το ξέρεις αυτό. Είναι πολύ πιο ευαίσθητος από σένα. Εσύ είσαι δυνατή. Γι’ αυτό πρέπει ν’ αναλάβεις την ευθύνη και να…». Ένα αμάξι σταμάτησε έξω από την πόρτα του κήπου. Ένα ταξί. Ένας άνδρας ντυμένος με ωραίο κουστούμι κατέβηκε από το πίσω κάθισμα. Κρατούσε έναν χαρτοφύλακα. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Ήταν εκείνος. Ο άνδρας άνοιξε την πόρτα του κήπου κι άρχισε να διασχίζει το σύντομο μονοπάτι μέχρι το σπίτι. «Με συγχωρείτε» είπε η Μάρτα και παράτησε την καφετιέρα στον νεροχύτη με γδούπο, προσπαθώντας να μην τρέξει έξω από την κουζίνα. Είχε διανύσει απόσταση μόνο λίγων μέτρων, μα όταν άνοιξε την πόρτα, πριν εκείνος χτυπήσει το κουδούνι, ήταν ήδη λαχανιασμένη.

«Έχουμε καλεσμένους» του είπε κοφτά. «Και σε ψάχνει η αστυνομία. Τι θες;» Την κοίταξε με τα απίστευτα καθαρά πράσινα μάτια του. Είχε ξυρίσει τα φρύδια του. «Θέλω να ζητήσω συγγνώμη» είπε ήσυχα, απαλά. «Και να σου δώσω αυτό. Είναι για το κέντρο». «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Μάρτα κι έδειξε τον χαρτοφύλακα που της πρόσφερε. «Είναι για τις επισκευές που δεν έχετε να πληρώσετε. Ένα μέρος αυτών δηλαδή…» «Όχι!» Γύρισε και κοίταξε πάνω από τον ώμο της κι ύστερα κατέβασε τον τόνο της φωνής της. «Τι σκατά περνάει απ’ το μυαλό σου; Νομίζεις ότι θέλω το βρόμικο χρήμα σου; Είσαι ένας δολοφόνος! Τα σκουλαρίκια που μου έδωσες…» Η Μάρτα κατάπιε με δυσκολία, κουνώντας το κεφάλι της με μανία. Δάκρυα θυμού ξεχύθηκαν απ’ τα μάτια της. «Ανήκαν… στη γυναίκα που δολοφόνησες!» «Μα…» «Φύγε από εδώ!»

Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Έκανε ένα βήμα πίσω. «Γιατί δεν είπες για μένα στην αστυνομία;» «Και ποιος σου ’πε ότι δεν το έκανα;» «Γιατί δεν μίλησες, Μάρτα;» Εκείνη έριξε το βάρος της στο άλλο πόδι κι άκουσε μια καρέκλα να ξύνει το παρκέ της τραπεζαρίας. «Επειδή ήθελα να μου πεις γιατί τους σκότωσες όλους αυτούς». «Τι διαφορά θα έκανε;» «Δεν ξέρω. Δεν θα έκανε;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν θες να πάρεις την αστυνομία, θα είμαι στο σπίτι των γονιών μου απόψε. Αύριο θα εξαφανιστώ». «Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» «Γιατί θέλω να έρθεις μαζί μου. Γιατί σ’ αγαπώ». Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Τι είπε; «Σ’ αγαπώ» επανέλαβε εκείνος αργά. Έμοιαζε να γεύεται

τις ίδιες του τις λέξεις, έκπληκτος με τον εαυτό του. «Θεέ μου!» βρυχήθηκε εκείνη απελπισμένα. «Είσαι τρελός!» «Φεύγω τώρα». Γύρισε προς το ταξί που τον περίμενε με τη μηχανή αναμμένη. «Περίμενε! Πού θα πας;» Εκείνος κοντοστάθηκε, γύρισε λίγο προς το μέρος της και χαμογέλασε πικρά. «Kάποιος μου είπε για μια πολύ ωραία ευρωπαϊκή πόλη. Είναι μακριά με το αυτοκίνητο, ειδικά αν οδηγείς μόνος, αλλά…» Έμοιαζε να θέλει να προσθέσει κάτι. Εκείνη περίμενε. Περίμενε, ευχόμενη να το πει. Δεν ήξερε καν τι ήταν αυτό που ήθελε ν’ ακούσει, ήξερε μόνο ότι αν της έλεγε τις σωστές λέξεις, τις μαγικές λέξεις, εκείνη θα ελευθερωνόταν. Αλλά έπρεπε να το κάνει μόνος του, έπρεπε εκείνος να ξέρει τι θα πει. Αλλά ο Σόνι απλώς υποκλίθηκε αδιόρατα, έκανε μεταβολή και προχώρησε προς την πόρτα του κήπου. Η Μάρτα παραλίγο να φωνάξει τ’ όνομά του, αλλά τι θα

του έλεγε; Ήταν καθαρή τρέλα. Mια ηλίθια εμμονή. Κάτι που δεν υφίστατο, κάτι που δεν μπορούσε να υπάρχει στον πραγματικό κόσμο. Η πραγματικότητα την περίμενε στην τραπεζαρία, ξοπίσω της. Γύρισε και ξαναμπήκε στο σπίτι. Κι ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Άνερς. «Κάνε στην άκρη». «Άνερς, μην…» Εκείνος την έσπρωξε, άνοιξε με δύναμη την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Η Μάρτα ξαναβρήκε τα πατήματά της και τον ακολούθησε στον κήπο. Πρόλαβε να τον δει ν’ αρπάζει τον Σόνι απ’ τον γιακά και να προσπαθεί να τον χτυπήσει στο κεφάλι. Όμως ο Σόνι μάλλον τον είχε ακούσει που πλησίαζε, γιατί έσκυψε, έκανε κάτι σαν πιρουέτα και τον άρπαξε απ’ τη μέση. «Θα σε σκοτώσω!» ούρλιαξε προσπαθώντας ν’ απελευθερωθεί, αλλά τα μπράτσα του ήταν κλειδωμένα σε λαβή. Δεν μπορούσε να κουνήσει σπιθαμή. Και τότε ξαφνικά ο Σόνι τον άφησε ελεύθερο. Στην αρχή ο Άνερς κοίταξε απορημένος τον άνδρα που στεκόταν μπροστά του αδρανής, με τα χέρια του να κρέμονται στο πλάι. Κι

ύστερα σήκωσε το χέρι του και τον χτύπησε. Μία μπουνιά. Ξανασήκωσε το χέρι γι’ άλλη μία. Δεύτερη μπουνιά. Δεν έκανε πολύ θόρυβο· έναν υπόκωφο γδούπο μόνο εκεί που οι αρθρώσεις συναντούσαν σάρκα και οστά. «Άνερς!» φώναξε η Μάρτα. «Άνερς! Σταμάτα!» Με την τέταρτη μπουνιά το δέρμα του αγοριού σχίστηκε στο μάγουλο. Με την πέμπτη ο Σόνι έπεσε στα γόνατα. Η πόρτα του ταξί άνοιξε κι ο οδηγός πήγε να βγει έξω, αλλά το αγόρι τού έκανε νόημα με το χέρι να μην μπλεχτεί στην όλη υπόθεση. «Δειλέ, ξεφτιλισμένε!» ούρλιαξε ο Άνερς. «Μείνε μακριά από την αρραβωνιαστικιά μου!» Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι και γύρισε το άλλο μάγουλο, λες κι ήθελε να του προσφέρει καλύτερη γωνία κρούσης. Ο Άνερς τον κλότσησε. Το κεφάλι του αγοριού πετάχτηκε προς τα πίσω και τα χέρια του τινάχτηκαν στο πλάι, σαν ποδοσφαιριστής που γλιστράει πανηγυρικά πάνω στο γρασίδι. Το σκληρό κομμάτι της σόλας τον βρήκε στο μέτωπο κι αίμα ξεπήδησε από μια μακριά χαρακιά κάτω από τα μαλλιά του. Καθώς οι ώμοι του άγγιζαν τα χαλίκια και το

σακάκι του άνοιξε, η Μάρτα είδε τον Άνερς να κοκαλώνει με το πόδι στον αέρα, έτοιμο για νέα κλοτσιά. Τον είδε να καρφώνει το βλέμμα του στη ζώνη του Σόνι. Και είδε τι είχε δει: ένα πιστόλι. Ένα γυαλιστερό περίστροφο με την κάννη του χωμένη μες στο παντελόνι. Εκεί ήταν όλη την ώρα, αλλά ο Σόνι δεν το είχε αγγίξει. Η Μάρτα ακούμπησε τον Άνερς στον ώμο κι αυτός πετάχτηκε λες και υπνοβατούσε. «Μπες μέσα» τον διέταξε. «Τώρα!» Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια του μπερδεμένος. Κι υπάκουσε. Γύρισε και περπάτησε ως τα σκαλοπάτια, όπου βρίσκονταν τώρα συγκεντρωμένοι όλοι οι υπόλοιποι καλεσμένοι. «Μπείτε μέσα!» τους φώναξε η Μάρτα. «Είναι ένας ένοικος απ’ το κέντρο. Θα τα κανονίσω εγώ. Μπείτε μέσα όλοι σας!» Η Μάρτα γονάτισε δίπλα στον Σόνι. Αίμα έτρεχε από το μέτωπό του κατά μήκος της μύτης του. Ανέπνεε μόνο από το στόμα.

Μια επίμονη, επιτακτική φωνή ακούστηκε από τα σκαλοπάτια: «Μάρτα, χρυσό μου, είναι ανάγκη τώρα όλο αυτό; Εξάλλου, θα φύγεις πια από εκεί, τώρα που εσύ κι ο Άνερς…». Η Μάρτα έκλεισε τα μάτια της κι έτριξε τα δόντια. «Σκάσε και μπες μέσα κι εσύ!» Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της, είδε τον Σόνι να χαμογελάει. Κι ύστερα της ψιθύρισε με χείλια ματωμένα, τόσο απαλά, που έπρεπε να σκύψει για να τον ακούσει: «Είχε δίκιο, Μάρτα. H αγάπη όντως σε ξεπλένει. Το νιώθω». Ύστερα σηκώθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύτηκε για μια στιγμή κι έφτασε τρεκλίζοντας μέχρι το ταξί. «Περίμενε!» του φώναξε εκείνη κι άρπαξε τον χαρτοφύλακα που είχε ξεμείνει στο μονοπάτι του κήπου. Αλλά το ταξί κατέβαινε ήδη τον δρόμο προς το τέλος του οικισμού, προς το σκοτάδι.

36

Ο

Ίβερ Ίβερσεν αμφιταλαντεύτηκε πάνω στις σόλες των

παπουτσιών του και στριφογύρισε το άδειο πια ποτήρι με το μαρτίνι. Κοίταξε τους καλεσμένους να συζητούν σε πηγαδάκια πάνω στην ασβεστωμένη βεράντα και μέσα στο καθιστικό, μεγέθους αίθουσας χορού κι επιπλωμένο σύμφωνα με το γούστο κάποιου που δεν θα το ζούσε ποτέ. «Διακοσμητές απεριόριστου προϋπολογισμού και περιορισμένου ταλέντου», όπως θα έλεγε κι η Ανιέτε. Οι άνδρες φορούσαν σμόκιν, όπως το απαιτούσε η πρόσκληση. Οι γυναίκες, πολύ λιγότερες, ξεχώριζαν μες στο πλήθος. Εκθαμβωτικά όμορφες, δελεαστικά νέες και απ’ όλες τις

γωνιές του πλανήτη. Μακριές τουαλέτες με μεγάλα σκισίματα, γυμνές πλάτες και βαθιά ντεκολτέ. Κομψές, εξωτικές και εισαγόμενες. Η πραγματική ομορφιά είναι πάντα σπάνια. Ο Ίβερ Ίβερσεν δεν θα εκπλησσόταν εάν κάποιος διέσχιζε το δωμάτιο συνοδευόμενος από μια λεοπάρδαλη του χιονιού. «Είναι λες κι όλοι οι χρηματιστές του Όσλο βρίσκονται εδώ μέσα». «Μόνο όσοι δεν είναι υπερβολικά σχολαστικοί» είπε ο Φρέντρικ Άνσγκαρ, φτιάχνοντας το παπιγιόν του και πίνοντας μια γουλιά τζιν τόνικ «ή δεν βρίσκονται σε διακοπές». Λάθος, σκέφτηκε ο Ίβερ Ίβερσεν. Αν έχουν πάρε δώσε με τον Δίδυμο, βρίσκονται όλοι εδώ. Δεν θα τολμούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Ο Δίδυμος. Ο Ίβερσεν κοίταξε τον γιγαντόσωμο άνδρα που στεκόταν δίπλα στο πιάνο. Ήταν το τέλειο μοντέλο εργάτη για πόστερ σοβιετικής προπαγάνδας – ή για τα μνημειώδη αγάλματα του πάρκου Βίγκελαν. Τα πάντα πάνω του ήταν στιβαρά, στέρεα και σμιλεμένα: το κεφάλι, τα μπράτσα, τα χέρια, οι κνήμες του. Ψηλό κούτελο, στιβαρό πιγούνι, γεμάτα χείλη. Ο άνδρας με τον οποίο συνομιλούσε

ήταν εύσωμος και πάνω από ένα κι ογδόντα, αλλά έμοιαζε με νάνο δίπλα του. Ο Ίβερ από κάπου τον ήξερε. Είχε το ένα μάτι καλυμμένο. Μάλλον κάποιος μεγαλοεφοπλιστής ήταν, θα τον είχε δει στις εφημερίδες. Ο Ίβερσεν άρπαξε άλλο ένα μαρτίνι από τον δίσκο που κυκλοφορούσε στο δωμάτιο. Κανονικά δεν έπρεπε, ήταν ήδη μεθυσμένος. Αλλά ποιος χέστηκε… χήρος ήταν, πένθος είχε. Αν και αυτός ακριβώς ήταν κι ο λόγος που δεν έπρεπε να πίνει. Μπορεί να του ξέφευγε καμιά μαλακία και μετά να το μετάνιωνε πικρά. «Ξέρεις πώς πήρε ο Δίδυμος το όνομά του;» ρώτησε ο Ίβερσεν. «Ναι, την έχω ακουστά την ιστορία» απάντησε ο Φρέντρικ Άνσγκαρ. «Εγώ άκουσα ότι ο αδερφός του πνίγηκε, αλλά από ατύχημα». «Ατύχημα; Σ’ έναν κουβά νερό;» Ο Φρέντρικ έσκασε στα γέλια κι ακολούθησε με το βλέμμα μια σκουρόχρωμη καλλονή που περνούσε γλιστρώντας

μπροστά του. «Κοίτα» είπε ο Ίβερσεν. «Μέχρι κι ο παπάς εκεί κάτω έπεσε στα δίχτυα του Δίδυμου». «Ναι, εντυπωσιακή συγκέντρωση. Είναι αλήθεια ότι έχει και τον διευθυντή των φυλακών στο τσεπάκι του;» «Να σ’ το θέσω αλλιώς: Και λίγα λες». «Και την αστυνομία;» Ο Ίβερ δεν απάντησε. «Πόσο ψηλά;» «Είσαι νέος, Φρέντρικ, και παρόλο που είσαι δικός μας δεν είσαι ακόμη στα βαθιά. Έχεις την επιλογή ν’ αποχωρήσεις. Όσο περισσότερα ξέρεις τόσο πιο πολύ μπλέκεσαι, πίστεψέ με. Αν είχα τη δυνατότητα ν’ αλλάξω ορισμένα πράγματα…» «Και τι γίνεται με τον Σόνι Λόφτχους και τον Σίμουν Κέφας; Θα τους κανονίσουν;» «Ω, ναι» είπε ο Ίβερ, χαζεύοντας ένα μικρόσωμο ευκίνητο κορίτσι που καθόταν μόνο του στο μπαρ. Ταϊλανδή;

Βιετναμέζα; Τόσο νέα, τόσο όμορφη και στολισμένη. Tόσο δασκαλεμένη. Τρομοκρατημένη κι απροστάτευτη. Σαν τη Μάι. Κι αυτός ο Σίμουν Κέφας… κι αυτός παγιδευμένος ήταν. Ο Ίβερ σχεδόν τον λυπόταν. Πούλησε την ψυχή του για την αγάπη μιας νεότερης γυναίκας και τώρα έπρεπε να γνωρίσει την ταπείνωση, όπως κι εκείνος. Ας προλάβαινε τουλάχιστον να ταπεινωθεί πριν τον πιάσει ο Δίδυμος! Μια λίμνη στο Έκερν είπατε; Ποιος ξέρει, ίσως και δύο λίμνες: μία για τον Κέφας, μία για τον Λόφτχους. Ο Ίβερ Ίβερσεν έκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε την Ανιέτε. Ήθελε να πετάξει το ποτήρι του στον τοίχο, να το κάνει χίλια κομμάτια. Αντ’ αυτού, κατέβασε το μαρτίνι του με μια γουλιά.

«Κέντρο Επιχειρήσεων Τελενούρ, τμήμα εξυπηρέτησης αστυνομίας, λέγετε, παρακαλώ». «Καλησπέρα σας, εδώ επιθεωρητής Σίμουν Κέφας». «Το κατάλαβα από τον αριθμό που μας καλείτε. Βρίσκεστε

στο νοσοκομείο Ούλεβολ». «Εντυπωσιακό. Θα ήθελα να μου εντοπίσετε ένα τηλέφωνο, παρακαλώ». «Έχετε αντίστοιχο ένταλμα;» «Είναι επείγον». «Καλώς. Θα το καταγράψω στα πρακτικά και θα πρέπει να το δικαιολογήσετε αύριο στον εισαγγελέα. Όνομα και αριθμός;» «Μόνο τον αριθμό έχω». «Και τι ακριβώς θέλετε;» «Την τοποθεσία όπου βρίσκεται τώρα το τηλέφωνο». «Μόνο κατά προσέγγιση μπορούμε να σας πούμε. Κι αν το τηλέφωνο δεν βρίσκεται εν χρήσει μπορεί να πάρει ώρα να λάβουμε σήμα από τους σταθμούς βάσης. Αυτό συμβαίνει αυτομάτως κάθε μία ώρα». «Θα το καλέσω τώρα, ώστε να λάβετε το σήμα του».

«Άρα δεν πειράζει αν μάθει ότι προσπαθούμε να το εντοπίσουμε;» «Έχω ξανακαλέσει τον αριθμό πολλές φορές την τελευταία ώρα, αλλά δεν απαντάει κανείς». «Καλώς. Δώστε μου, παρακαλώ, τον αριθμό, καλέστε τον και θα σας πω τι βρήκαμε».

Ο Πέλε σταμάτησε το ταξί στον έρημο χωματόδρομο. Στ’ αριστερά του το τοπίο έκλινε προς τα κάτω, προς το ποτάμι που στραφτάλιζε στο σεληνόφως. Μια στενή γεφυρούλα οδηγούσε από τον χωματόδρομο στον κεντρικό δρόμο απ’ τον οποίο είχαν έρθει. Προς τα δεξιά ένα χωράφι με στάρια ψιθύριζε και κουνιόταν κάτω απ’ τα μαύρα σύννεφα που έτρεχαν σαν φωτογραφικό αρνητικό στον φωτεινό νυχτερινό ουρανό του καλοκαιριού. Λίγο πιο κάτω, μέσα στο δάσος που απλωνόταν εμπρός τους, στεκόταν ο προορισμός τους: ένα μεγάλο σπίτι περιφραγμένο με λευκό ξύλινο φράχτη.

«Κανονικά θα έπρεπε να σε πάω στο νοσοκομείο, να σου ράψουν τις πληγές» είπε ο Πέλε. «Μην ανησυχείς, δεν θα πάθω τίποτα» είπε το αγόρι κι ακούμπησε ένα χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας στο χερούλι ανάμεσα στα δύο μπροστινά καθίσματα. «Και σ’ ευχαριστώ για το μαντίλι». Ο Πέλε τον κοίταξε προσεκτικά απ’ τον καθρέφτη. Το αγόρι είχε δέσει το μαντίλι γύρω από το κεφάλι του· ήταν κόκκινο απ’ τα αίματα. «Έλα, δεν θα σε χρεώσω. Σίγουρα υπάρχουν Επείγοντα κάπου εδώ στην Ντράμεν». «Μπορεί να πάω αύριο» είπε το αγόρι, παίρνοντας στα χέρια του την κόκκινη τσάντα. «Πρέπει να επισκεφτώ πρώτα αυτό τον άνθρωπο». «Είσαι σίγουρος; Εσύ δεν μου είπες ότι σκότωσε κάποιον;» Ο Πέλε κοίταξε προς τη μεριά του γκαράζ, που ήταν χτισμένο δίπλα στο σπίτι. Τόσος χώρος κι είχαν βάλει το γκαράζ μες στο σπίτι… Ο ιδιοκτήτης μάλλον αγαπούσε το αμερικάνικο στιλ. Η γιαγιά του Πέλε ζούσε σ’ ένα χωριό γεμάτο πρώην νορβηγούς μετανάστες στην Αμερική, όπου οι πιο φανατικοί

όχι μόνο είχαν σπίτια με περιμετρική βεράντα και την Αστερόεσσα ν’ ανεμίζει πάνω από το γκαράζ –όπου φύλαγαν την Μπούικ ή τη Σεβρολέ– αλλά και είχαν φτιάξει ολόκληρες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις για πρίζες των 110 βολτ, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τα τζουκ μποξ, τις τοστιέρες και τα ψυγεία που είχαν φέρει από το Τέξας ή είχαν κληρονομήσει απ’ τον παππού στο Μπέι Ριτζ του Μπρούκλιν. «Απόψε δεν πρόκειται να σκοτώσει κανέναν» είπε το αγόρι. «Δεν έχει σημασία» απάντησε ο Πέλε. «Είσαι σίγουρος ότι δεν θες να σε περιμένω; Είναι μισή ώρα για να γυρίσεις στο Όσλο και το καινούργιο ταξί θα σου κοστίσει τα διπλάσια, γιατί θα πρέπει να ξεκινήσει από εκεί για να σε πάρει. Εγώ θα κλείσω το ταξίμετρο». «Σ’ ευχαριστώ, Πέλε, πραγματικά, αλλά καλύτερα και για σένα και για μένα να μη γίνεις μάρτυρας σε τίποτα. Κατάλαβες;» «Όχι». «Τέλεια».

Το αγόρι βγήκε από το αμάξι. Κοίταξε τον Πέλε. Ο Πέλε ανασήκωσε τους ώμους του, έκανε αναστροφή κι έφυγε. Άκουσε τον ήχο που έκαναν τα χαλίκια κάτω από τις ρόδες του ενώ παρατηρούσε το αγόρι να μικραίνει ολοένα στον καθρέφτη του οδηγού. Μέχρι που ξαφνικά εξαφανίστηκε μες στο σκοτάδι του δάσους. Ο Πέλε πάτησε φρένο και το αμάξι σταμάτησε. Συνέχιζε να κοιτάζει τον καθρέφτη του. Το αγόρι είχε εξαφανιστεί, σαν τη γυναίκα του. Του ήταν φοβερά δύσκολο να χωνέψει ότι υπήρχαν άνθρωποι που τη μια μέρα γέμιζαν τη ζωή σου και την άλλη εξαϋλώνονταν και δεν τους ξανάβλεπες ποτέ. Μόνο στα όνειρά σου. Στα καλά όνειρά σου. Στους εφιάλτες δεν έβλεπε ποτέ τη γυναίκα του, μόνο τον δρόμο και τους προβολείς του αυτοκινήτου που ερχόταν απ’ την αντίθετη κατεύθυνση. Στους εφιάλ​τες του ο Πέλε Γκράνεριντ, ένας κάποτε πολλά υποσχόμενος οδηγός αγώνων ράλι, δεν προλάβαινε ν’ αντιδράσει, δεν κατάφερνε να κάνει την απλή μανούβρα που χρειαζόταν για ν’ αποφύγει έναν μεθυσμένο οδηγό που είχε μπει κατά λάθος στο αντίθετο ρεύμα. Αντί να κάνει όλα όσα προπονούνταν καθημερινά να κάνει μες στην πίστα, είχε κοκαλώσει. Γιατί ήξερε ότι μπορεί και να έχανε το μόνο

πράγμα που δεν άντεχε να χάσει: όχι τη ζωή του, αλλά τους δυο ανθρώπους που ήταν η ζωή του. Τους δυο ανθρώπους που μόλις είχε παραλάβει από το νοσοκομείο κι αποτελούσαν τώρα τη νέα του ζωή. Μόλις είχε γίνει πατέρας. Κι έμεινε πατέρας για τρεις μόνο ημέρες. Κι όταν ξύπνησε, είδε ότι βρισκόταν ξανά στο ίδιο νοσοκομείο. Στην αρχή του είπαν μόνο για τα τραύματα στα πόδια του. Είχε γίνει παρεξήγηση: Η βάρδια μόλις είχε αλλάξει και οι καινούργιες νοσοκόμες δεν ήξεραν ότι η γυναίκα του και το παιδί του είχαν σκοτωθεί στο ατύχημα. Ο Πέλε το έμαθε ύστερα από δυο ώρες. Ήταν αλλεργικός στη μορφίνη –κληρονομική παρακαταθήκη μάλλον– κι αναγκάστηκε να ζει μέσα σε απίστευτους πόνους, φωνάζοντας το όνομά της ξανά και ξανά, μέρα με τη μέρα. Αλλά εκείνη δεν ήρθε. Και καθώς περνούσαν οι ώρες κι οι μέρες, ο Πέλε άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Κι έτσι συνέχισε να φωνάζει τ’ όνομά της, μόνο και μόνο για να το ακούει. Δεν είχαν προλάβει να βγάλουν όνομα στο μωρό τους. Και ξαφνικά ο Πέλε συνειδητοποίησε ότι για πρώτη φορά, όταν το αγόρι τον ακούμπησε στον ώμο, είχε πάψει να πονάει. Απ’ τον καθρέφτη είδε τη σιλουέτα ενός άνδρα στο μεγάλο πανοραμικό παράθυρο του σπιτιού. Το καθιστικό

ήταν χωρίς κουρτίνες, φωταγωγημένο, λες κι ο άνδρας ήταν εκτεθειμένος για το κοινό. Λες και περίμενε κάποιον.

Ο Ίβερσεν κατάλαβε ότι ο Δίδυμος κι ο άνδρας με τον οποίο συνομιλούσε δίπλα στο πιάνο ερχόντουσαν προς τη μεριά του. «Σε σένα θέλει να μιλήσει» ψιθύρισε ο Φρέντρικ κι έφυγε, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο σε μια Ρωσίδα στο μπαρ. Ο Ίβερ ξεροκατάπιε. Τόσα χρόνια δούλευε μαζί με τον γιγαντώδη άνδρα· μαζί στο ίδιο καράβι, στις ίδιες χαρές, στις ίδιες περιστασιακές απογοητεύσεις, όπως τότε που το τσουνάμι της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης έγλειψε απαλά τις ακτές της Νορβηγίας. Κι όμως ένιωθε ακόμη ένταση, σχεδόν φόβο, κάθε φορά που ο Δίδυμος τον πλησίαζε. Έλεγαν ότι μπορούσε να σηκώσει το βάρος του σώματός του στον πάγκο του γυμναστηρίου. Κι όχι μόνο μία φορά αλλά σε δέκα επαναλήψεις. Όμως άλλο πράγμα να σε τρομάζει η εμφάνιση κάποιου κι άλλο πράγμα να ξέρεις πως ό,τι πεις –κάθε σου λέξη, κάθε αλλαγή στη χροιά της φωνής

σου– και ό,τι δεν πεις ο Δίδυμος θα το καταλάβει αμέσως. Για να μη μιλήσουμε για τη γλώσσα του σώματος, το χρώμα του προσώπου και την κίνηση των ματιών. «Λοιπόν, Ίβερ» ακούστηκε η βροντερή, μπάσα φωνή να λέει. «Τι κάνεις; Τι απαίσιο πράγμα αυτό με την Ανιέτε, ε;» «Δεν λέτε τίποτα» είπε ο Ίβερ, ψάχνοντας να βρει τον σερβιτόρο. «Θέλω να γνωρίσεις έναν φίλο μου. Οι δυο σας έχετε κάτι κοινό. Χηρέψατε προσφάτως…» Ο άνδρας με την καλύπτρα εξέτεινε το χέρι του. «…από τον ίδιο δολοφόνο» πρόσθεσε ο Δίδυμος. «Ίνγκβε Μούρσαν» του συστήθηκε ο άνδρας κι έσφιξε το χέρι του Ίβερ. «Λυπάμαι πολύ για την απώλειά σας». «Κι εγώ για τη δική σας» είπε ο Ίβερ Ίβερσεν. Γι’ αυτό λοιπόν του είχε φανεί γνωστός αυτός ο τύπος. Ήταν εκείνος ο πλοιοκτήτης, ο σύζυγος της γυναίκας που είχε σχεδόν χάσει το μισό της κεφάλι. Ο Ίνγκβε Μούρσαν ήταν ο κύριος ύποπτος της δολοφονίας της, μέχρι που βρέθηκαν στη σκηνή ίχνη DNA του Σόνι Λόφτχους.

«Ο Ίνγκβε ζει λίγο πιο έξω από την Ντράμεν» είπε ο γιγαντόσωμος άνδρας. «Κι απόψε έχουμε δανειστεί για λίγο το σπίτι του». «Α, ναι;» «Θα το χρησιμοποιήσουμε ως παγίδα. Θα πιάσουμε τον τύπο που σκότωσε την Ανιέτε, Ίβερ». «Ο Δίδυμος λέει ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο Σόνι Λόφτχους θα προσπαθήσει να με σκοτώσει απόψε» είπε ο Ίνγκβε Μούρσαν κι έσκασε στα γέλια, ψάχνοντας τριγύρω του για κάτι. «Στοιχηματίζω ότι δεν πρόκειται να το κάνει. Λες στους σερβιτόρους σου να μου βάλουν κάτι πιο δυνατό από αυτά τα μαρτίνι, Δίδυμε;» «Είναι το επόμενο λογικό του βήμα» απάντησε ο μεγαλόσωμος άνδρας. «Ευτυχώς για εμάς, είναι αρκετά συστηματικός και προβλέψιμος. Οπότε μάλλον εσύ θα με πληρώνεις στο τέλος της βραδιάς, Ίνγκβε». Ο άνδρας χαμογέλασε πλατιά: λευκά δόντια κάτω απ’ το μουστάκι, τα μάτια δυο σχισμές στο σαρκώδες πρόσωπό του. Ακούμπησε ένα γιγαντιαίο χέρι στους ώμους του εφοπλιστή. «Και θα προτιμούσα να μη με αποκαλείς έτσι».

Ο πλοιοκτήτης τού απάντησε καγχάζοντας: «Εννοείς, Δίδ… αααα». Το στόμα του άνοιξε και το πρόσωπό του πάγωσε σε μια περίεργη γκριμάτσα. Ο Ίβερ είδε τα δάχτυλα του μεγαλόσωμου άνδρα ν’ αφήνουν τον αυχένα του Μούρσαν κι ο εφοπλιστής διπλώθηκε στα δύο κι άρχισε να βήχει. «Νομίζω συνεννοηθήκαμε, σωστά;» Ο άνδρας σήκωσε το χέρι του προς τη μεριά του μπαρ και χτύπησε τα δάχτυλά του. «Ποτά!»

Η Μάρτα έχωσε αδιάφορα το κουτάλι της μέσα στην τούρτα από βατόμουρο, αγνοώντας τις λέξεις που εκτοξεύονταν προς το μέρος της από κάθε μεριά του τραπεζιού. Της είχε ξαναεπιτεθεί αυτός ο άνθρωπος; Ήταν επικίνδυνος; Αφού είναι ένοικος του κέντρου, σημαίνει ότι πρέπει να τον ξαναδεί, Θεούλη μου! Κι αν πήγαινε στην αστυνομία να καταγγείλει τον Άνερς επειδή την υπερασπίστηκε; Όλοι ξέρουμε πόσο ασταθείς είναι αυτοί οι τοξικομανείς. Όχι, μάλλον μαστουρωμένος ήταν, σιγά μη θυμόταν τίποτα. Ένας θείος πετάχτηκε για να πει ότι έμοιαζε με τον άνδρα που

καταζητούσαν από την τηλεόραση για τους φόνους. Και πώς τον λένε; Ξένος είναι; Μάρτα, γιατί δεν μιλάς; Μα δεν καταλαβαίνετε, πρέπει να τηρήσει το απόρρητο! «Τρώω το γλυκό μου» απάντησε η Μάρτα. «Δοκιμάστε κι εσείς, είναι πολύ καλό. Εγώ θα πάρω κι άλλο». Ο Άνερς την ακολούθησε στην κουζίνα. «Τον άκουσα, ξέρεις» σφύριξε. «Tι σημαίνει “σ’ αγαπώ”; Ο τύπος απ’ τον διάδρομο είναι, αυτός που μιλούσατε. Τι τρέχει μεταξύ σας;» «Άνερς, μην…» «Το κάνατε;» «Κόφ’ το!» «Εγώ ένα ξέρω, την έχει λερωμένη τη φωλιά του. Αν δεν την είχε, θα τραβούσε πιστόλι. Τι δουλειά είχε εδώ πέρα; Να με πυροβολήσει ήθελε; Θα πάρω την αστυνομία…» «Να τους πεις τι; Ότι επιτέθηκες και κλότσησες τον άνθρωπο στο κεφάλι χωρίς να σε προκαλέσει;»

«Και ποιος θα τους το πει αυτό, ότι δεν με προκάλεσε; Εσύ;» «Ή ο ταξιτζής». «Εσύ!» Την άρπαξε απ’ το χέρι κι άρχισε να γελάει. «Φυσικά! Φυσικά και θα το κάνεις! Θα πάρεις το μέρος του ενάντια στον σύντροφό σου. Παλιοπουτ…» Η Μάρτα τού ξέφυγε. Ένα πιατάκι του γλυκού έπεσε στο πάτωμα κι έσπασε. Οι φωνές στην τραπεζαρία σταμάτησαν απότομα. Η Μάρτα βγήκε με φόρα στον διάδρομο, πήρε το παλτό της και πήγε προς την πόρτα. Σταμάτησε. Ύστερα έκανε μεταβολή, μπήκε στην τραπεζαρία, άρπαξε το κουτάλι από την τούρτα της και χτύπησε ένα ποτήρι. Σήκωσε το βλέμμα της και κατάλαβε ότι άδικα το έκανε: Είχε ήδη όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω της. «Αγαπητοί φίλοι και συγγενείς» είπε. «Θέλω μόνο να προσθέσω ότι ο Άνερς είχε δίκιο. Δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι το καλοκαίρι…»

Ο Σίμουν έβρισε από μέσα του. Είχε παρκάρει στη μέση της Κβαντρατούρεν και προσπαθούσε να διαβάσει έναν χάρτη της περιοχής. Ο τύπος από την Τελενούρ είχε εντοπίσει το κινητό στη γύρω περιοχή, το καρτοκινητό με το οποίο ο Σόνι του είχε στείλει μήνυμα και το οποίο είχε αγοραστεί στο όνομα του Χέλγκε Σέρενσεν. Λογικό: Ο Σόνι είχε ξαναχρησιμοποιήσει την ταυτότητα του δεσμοφύλακα. Πού ήταν όμως; Η περιοχή κάλυπτε μόνο λίγα οικοδομικά τετράγωνα, αλλά η Κβαντρατούρεν ήταν από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του Όσλο. Καταστήματα, γραφεία, διαμερίσματα, ξενοδοχεία. Ο Σίμουν αναπήδησε όταν κάποιος τού χτύπησε το παράθυρο. Σήκωσε το βλέμμα του κι είδε ένα άσχημα μακιγιαρισμένο χοντρό κορίτσι με καυτό σορτσάκι, με το στήθος πιεσμένο μέσα σ’ έναν κορσέ. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, εκείνη τού χάρισε μια γκριμάτσα κι έφυγε. Ο Σίμουν είχε ξεχάσει ότι βρισκόταν στο πιο πολυσύχναστο «πεζοδρόμιο» της πόλης κι ότι ένας μοναχικός άνδρας στο αυτοκίνητό του περνιέται αυτομάτως για πελάτης. Μια πίπα στο αμάξι, δέκα λεπτά στο ξενοδοχείο Μπίσμαρκ ή στα τείχη

του κάστρου Άκερσχους, στα όρθια. Κάποτε τα έκανε κι αυτά. Δεν ήταν περήφανος γι’ αυτές του τις περιπέτειες, αλλά θυμόταν τις εποχές που θα πλήρωνε κι αυτός για ένα ψήγμα τρυφερότητας ή μια φωνή να του λέει «σ’ αγαπώ». Αυτό το τελευταίο θεωρούνταν σπέσιαλ υπηρεσία και κόστιζε ένα διακοσάρι παραπάνω. Ξανακάλεσε τον αριθμό και παρατήρησε τους ανθρώπους που διέσχιζαν τα πεζοδρόμια και τους δρόμους, ελπίζοντας να δει κάποιον να βγάζει και να κοιτά το κινητό του. Αναστέναξε και τερμάτισε την κλήση. Ήξερε τουλάχιστον ότι το τηλέφωνο βρισκόταν στη γύρω περιοχή κι αυτό σήμαινε ότι ο Σόνι δεν είχε σκοπό να κάνει διαολοδουλειές απόψε. Τότε γιατί είχε τη διαίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά;

Ο Μπου καθόταν στο ανοίκειο σαλόνι και χάζευε έξω από το παράθυρο με την πανοραμική θέα. Στεκόταν μπροστά από ένα δυνατό φως στραμμένο προς το παράθυρο, έτσι ώστε από τον δρόμο να ξεχωρίζει μόνο τη φιγούρα του κι όχι τα χαρακτηριστικά του. Μακάρι ο Σόνι Λόφτχους να μη γνώριζε

την κοψιά του Ίνγκβε Μούρσαν. Ο Μπου σκεφτόταν ότι έτσι καθόταν κι ο Σιλβέστερ την τελευταία φορά που τον άφησε στο σπίτι του Λόφτχους. Ο καλός, ανόητος, πιστός και θορυβώδης Σιλβέστερ… Κι αυτό το καθοίκι πήγε και τον σκότωσε. Πώς τα κατάφερε δεν θα το μάθαιναν ποτέ μάλλον. Γιατί δεν θα τον ανέκριναν ποτέ κι ο Μπου δεν θα είχε τη χαρά να τον βασανίσει, να γευτεί την αγωνία του γουλιά γουλιά, σαν τη ρετσίνα που του άρεσε να πίνει. Πολλοί άνθρωποι δεν άντεχαν τη ρετσίνα, αλλά στον Μπου θύμιζε τα παιδικά του χρόνια στην Τέλενδο, τους φίλους, τη βάρκα που λικνιζόταν απαλά στο νερό ενώ εκείνος, ξαπλωμένος μέσα της, χάζευε τον καταγάλανο ελληνικό ουρανό κι άκουγε τα κύματα και το αεράκι να τραγουδούν ντουέτο. Άκουσε ένα κλικ στο δεξί του αυτί. «Ένα αμάξι σταμάτησε στην αρχή του δρόμου. Τώρα κάνει αναστροφή». «Βγήκε κανείς απ’ τ’ αμάξι;» ρώτησε ο Μπου. Το ακουστικό, το καλώδιο και το μικρόφωνο ήταν τόσο διακριτικά, που δεν φαίνονταν στο φως. «Δεν προλάβαμε να δούμε. Το αυτοκίνητο φεύγει τώρα. Ίσως έχασε τον δρόμο».

«ΟΚ. Όλοι στις θέσεις σας». Ο Μπου ίσιωσε πάνω του το αλεξίσφαιρο γιλέκο. Ο Λόφτχους δεν θα προλάβαινε να τον πυροβολήσει, αλλά δεν υπήρχε λόγος και να ριψοκινδυνεύσει. Είχε τοποθετήσει στον κήπο δυο άνδρες, ν’ αρπάξουν τον Λόφτχους με το που θα περνούσε τον φράχτη, κι έναν στον διάδρομο, πίσω από την ξεκλείδωτη πόρτα του σπιτιού. Οποιοδήποτε άλλο πέρασμα ήταν κλειστό και κλειδωμένο. Είχαν έρθει στο σπίτι από τις πέντε το απόγευμα, ήταν κουρασμένοι κι η νύχτα ήταν ακόμη στις αρχές της. Μα η σκέψη του Σιλβέστερ κρατούσε τον Μπου ξύπνιο. Η σκέψη να πιάσει στα χέρια του εκείνο το καθοίκι. Να τον παραπλανήσει για να πέσει στην παγίδα. Αν όχι απόψε, τότε αύριο ή μεθαύριο. Πού και πού ο Μπου αναρωτιόταν πώς ο Μεγάλος –που ήταν τόσο απάνθρωπος– ήξερε να διαβάζει τόσο καλά τους ανθρώπους. Τις παρορμήσεις, τις αδυναμίες, τα κίνητρα και τις αντιδράσεις τους στην πίεση και στον φόβο. Έχοντας αρκετές πληροφορίες για τον χαρακτήρα, τις κλίσεις και τη νοημοσύνη τους, μπορούσε να προβλέψει με εκπληκτική – απογοητευτική, θα έλεγε ο ίδιος– ακρίβεια κάθε επόμενή τους κίνηση. Δυστυχώς, ο Μεγάλος ήθελε το αγόρι νεκρό με συνοπτικές διαδικασίες, κι έτσι ο θάνατός του θα ήταν ταχύς και όχι επώδυνος.

Ο Μπου στριφογύρισε λίγο στην καρέκλα του κι άξαφνα άκουσε έναν ήχο. Και πριν καν γυρίσει προς το μέρος του πρόλαβε να σκεφτεί ότι δεν διέθετε αυτή την ικανότητα του αφεντικού του, να προβλέπει την επόμενη κίνηση των αντιπάλων του. Ούτε όταν είχε αφήσει τον Σιλβέστερ μόνο του στο κίτρινο σπίτι ούτε τώρα. Το αγόρι είχε ένα αιματοβαμμένο μαντίλι γύρω από το κεφάλι και στεκόταν στο άνοιγμα της πλαϊνής πόρτας, εκείνης που οδηγούσε από το σαλόνι κατευθείαν στο γκαράζ. Πώς σκατά είχε μπει μέσα; Το γκαράζ ήταν κλειδωμένο. Πρέπει να μπήκε από πίσω, από το δάσος. Το να παραβιάζεις πόρτες γκαράζ ήταν μάλλον από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει ένα εύστροφο πρεζόνι. Αλλά δεν ήταν αυτό το πρόβλημα του Μπου. Το πρόβλημα ήταν ότι το αγόρι κρατούσε κάτι που έμοιαζε υπερβολικά με Ούζι, το ισραηλινό πολυβόλο που φτύνει σφαίρες 9 x 19 χιλιοστών πιο γρήγορα κι από εκτελεστικό απόσπασμα. «Εσύ δεν είσαι ο Ίνγκβε Μούρσαν» είπε ο Σόνι Λόφτχους. «Πού είναι ο Μούρσαν;» «Εδώ είναι» είπε ο Μπου, γυρνώντας το κεφάλι του προς το αδιόρατο μικρόφωνο.

«Πού;» «Εδώ» επέμεινε ο Μπου, λίγο πιο δυνατά. «Στο σαλόνι». Ο Σόνι Λόφτχους κοίταξε τριγύρω του καθώς προχώρησε προς τον Μπου με το δάχτυλο στη σκανδάλη του οπλοπολυβόλου. Ο γεμιστήρας φαινόταν να χωράει τριάντα έξι σφαίρες. Σταμάτησε. Είδε μήπως το ακουστικό και το καλώδιο; «Σε κάποιον μιλάς» είπε το αγόρι και πρόλαβε να κάνει ένα βήμα πίσω πριν η πόρτα του χολ ανοίξει με δύναμη κι ο Σταν εισβάλει στο δωμάτιο μ’ ένα πιστόλι. Ο Μπου έκανε να βγάλει το Ρούγκερ του, όταν άκουσε το ξερό κροτάλισμα του Ούζι και το παράθυρο με την πανοραμική θέα έγινε χίλια κομμάτια. Λευκή τζίβα τινάχτηκε έξω απ’ τα έπιπλα και ο αέρας γέμισε σκλήθρες από το παρκέ. Ο τύπος πυροβολούσε γενναιόδωρα από εδώ κι από εκεί, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο στόχο. Ένα Ούζι δεν συγκρίνεται με δύο περίστροφα· ο Μπου κι ο Σταν έτρεξαν να κρυφτούν πίσω από τον κοντινότερο καναπέ. Ξαφνικά, ησυχία. Ο Μπου ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, κρατώντας το περίστροφο και με τα δυο του χέρια, σε περίπτωση που η φάτσα του τύπου ξεπρόβαλλε πάνω από τον καναπέ.

«Σταν!» φώναξε. «Φα τον!» Καμιά απάντηση. «Σταν!» «Κάν’ το μόνος σου!» ούρλιαξε ο Σταν πίσω από τον καναπέ στον άλλο τοίχο. «Έχει Ούζι, ρε πούστη μου, δεν βλέπεις;» Ένα κλικ ακούστηκε στο αυτί του Μπου. «Αφεντικό, τι τρέχει;» Εκείνη τη στιγμή ο Μπου άκουσε τον ήχο εκκίνησης μιας μηχανής αυτοκινήτου. Τέρμα τα γκάζια. Ο Μούρσαν είχε πάρει μαζί του τη Μερσεντές 280CE, μοντέλο 1982, στο πάρτι του Δίδυμου στο Όσλο, αλλά το αυτοκίνητο της γυναίκας του ήταν ακόμη παρκαρισμένο στο γκαράζ: ένα μικρό Χόντα Σιβίκ. Μετά τη δολοφονία της ο Μούρσαν δεν το χρησιμοποιούσε κι απ’ ό,τι φαίνεται είχε αφήσει το κλειδί στην κλειδαριά. Εδώ στην επαρχία φαίνεται τα έκαναν αυτά με τις γυναίκες και τ’ αυτοκίνητά τους: Περάστε, είμαστε ανοιχτά. Άκουσε τις φωνές των ανδρών του απ’ τον κήπο. «Προσπαθεί να ξεφύγει!»

«Κάποιος ανοίγει την πόρτα του γκαράζ!» Ο Μπου άκουσε ένα γρατζούνισμα καθώς μπήκε άτσαλα η πρώτη ταχύτητα. Κι ένα βογκητό όταν μπούκωσε η μηχανή. Καλά, τόσο άσχετος ήταν ο τύπος; Ούτε να πυροβολεί ήξερε ούτε να οδηγεί. «Πιάστε τον!» Το αμάξι ξαναπήρε μπρος. «Και το Ούζι;…» «Ή το Ούζι ή ο Δίδυμος! Διαλέχτε και πάρτε!» Ο Μπου σηκώθηκε όρθιος κι έτρεξε ως το παράθυρο για να δει το αυτοκίνητο ν’ αναπηδά έξω από το γκαράζ. Ο Νούμπε κι ο Εβγκένι είχαν στηθεί μπροστά στην πύλη. Ο Νούμπε πυροβολούσε επαναλειπτικά με την Μπερέτα του. Ο Εβγκένι κρατούσε ένα Ρέμινγκτον 870 με κομμένη την κάννη στο ύψος του γεμιστήρα. Πάτησε τη σκανδάλη και τινάχτηκε ολόκληρος. Ο Μπου είδε το παρμπρίζ να εκρήγνυται, αλλά το αμάξι συνέχισε να επιταχύνει. Χτύπησε τον Εβγκένι με τον μπροστινό προφυλακτήρα λίγο πάνω από τα γόνατα, τινάζοντάς τον στον αέρα· ο Μπου τον είδε να κάνει μια

τούμπα στον αέρα πριν το Σιβίκ τον καταπιεί σαν φάλαινα που καταβροχθίζει φώκια. Το αμάξι γκρέμισε την πόρτα κι ένα μέρος του φράχτη, βγήκε στον χωματόδρομο και χώθηκε μέσα στο χωράφι με τα σπαρτά, από την απέναντι πλευρά. Συνέχισε να προχωρά χωρίς να μειώσει ταχύτητα, αγκομαχώντας με την πρώτη, άνοιγε μονοπάτι ανάμεσα στα σιτηρά κάτω απ’ το σεληνόφως, πριν καταφέρει επιτέλους να στρίψει και να επιστρέψει στον χωματόδρομο. Η μηχανή ούρλιαξε ακόμα πιο δυνατά –συμπλέκτης και γκάζι μαζί–, ο οδηγός κατάφερε να βάλει δευτέρα, η μηχανή παραλίγο να του ξανασβήσει, αλλά την πρόλαβε, και το Σιβίκ απομακρύνθηκε στον χωματόδρομο, ώσπου, μην έχοντας αναμμένα τα φώτα του, το κατάπιε το σκοτάδι. «Στο αμάξι!» ούρλιαξε ο Μπου. «Πιάστε τον πριν φτάσει στην πόλη!»

Ο Πέλε κοίταξε το Χοντάκι που περνούσε από μπροστά του με το στόμα ανοιχτό. Είχε ακούσει τους πυροβολισμούς κι είχε δει απ’ τον καθρέφτη το αμάξι να ρίχνει τον φράχτη και να εκτοξεύει από εδώ κι από εκεί λευκές σανίδες στον αέρα. Το είχε δει να χώνεται στο χωράφι με τα γενναίως

επιδοτούμενα γεωργικά προϊόντα, πριν ξαναβγεί στον χωματόδρομο και συνεχίσει το απίστευτο ταξίδι του. Το αγόρι δεν είχε ιδέα από οδήγηση, αυτό ήταν σίγουρο, αλλά ο Πέλε ξεφύσηξε μ’ ανακούφιση όταν είδε, στο σεληνόφως, το αιματοβαμμένο μαντίλι πάνω από το τιμόνι μέσα απ’ το σπασμένο παρμπρίζ. Ήταν τουλάχιστον ζωντανός! Από το σπίτι ακούστηκαν φωνές. Ο ήχος όπλων που γεμίζονταν μες καλοκαιρινή νύχτα.

στην ήσυχη

Η μηχανή ενός αυτοκινήτου. Ο Πέλε δεν είχε ιδέα ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι τύποι. Το αγόρι τού είχε πει –αλήθεια ή ψέματα, ποιος ξέρει– ότι ο άνδρας μες στο σπίτι ήταν δολοφόνος. Ίσως κάποιος μεθυσμένος οδηγός που είχε σκοτώσει ανθρώπους κι είχε καταφέρει να βγει από τη φυλακή. Ο Πέλε δεν μπορούσε να ξέρει. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ύστερα από χρόνια αυτοπροκληθείσας αγγαρείας πίσω από το τιμόνι –ώρες ολόκληρες οδήγησης για να μη σκέφτεται– είχε ξαναβρεθεί στο ίδιο πάλι σημείο: στο σημείο όπου μπορούσε ν’ αντιδράσει ή να κοκαλώσει. Ν’ αλλάξει την τροχιά των πλανητών ή όχι. Ένας νεαρός που δεν μπορούσε να έχει το

κορίτσι των ονείρων του ήταν. Χάιδεψε τη φωτογραφία δίπλα στο τιμόνι. Κι ύστερα έβαλε πρώτη και ξεχύθηκε πίσω από το Χόντα. Ανεβοκατέβηκε τα λοφάκια, έφτασε στο γεφυράκι κι απέναντι, στην κορυφή του λόφου, είδε ένα ζευγάρι προβολείς να φωτίζουν τη νύχτα. Πάτησε γκάζι, ανέπτυξε ταχύτητα, έστριψε λίγο στα δεξιά, άρπαξε το χειρόφρενο πατώντας τον συμπλέκτη κι αφήνοντας γκάζι εναλλάξ και μουσικά, λες κι έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο, κι έστριψε με μανία το τιμόνι προς τ’ αριστερά. Το πίσω μέρος του αμαξιού υπάκουσε και το αμάξι έκανε επιτόπου αναστροφή και σταμάτησε σε μια τέλεια διαγώνιο πάνω στη γέφυρα. Ο Πέλε κούνησε ευχαριστημένος το κεφάλι του: Το είχε ακόμη. Έσβησε τη μηχανή, έβαλε πρώτη, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και βγήκε έξω. Ήλεγξε ότι δεν υπήρχαν παραπάνω από είκοσι εκατοστά κενό μεταξύ του αυτοκινήτου και των τοιχωμάτων της γέφυρας κι από τις δυο πλευρές. Κλείδωσε αυτόματα τις πόρτες και ξεκίνησε να περπατά προς τον κεντρικό δρόμο. Σκέφτηκε τη γυναίκα του. Αχ, να μπορούσε να τον καμαρώσει τώρα! Να δει ότι περπατούσε! Το πόδι του δεν τον πονούσε σχεδόν καθόλου πια, μόλις και μετά βίας κούτσαινε. Ίσως οι γιατροί να είχαν δίκιο. Ίσως είχε έρθει η ώρα να πετάξει τις πατερίτσες.

37

Η

ώρα ήταν δύο το πρωί και η καλοκαιρινή νύχτα στα πιο

σκοτεινά της. Από το έρημο ξάγναντο πάνω από το δάσος, ο Σίμουν έβλεπε το φιόρδ του Όσλο να λαμπυρίζει θαμπά κάτω απ’ το μεγάλο κίτρινο φεγγάρι. «Λοιπόν;» Ο Σίμουν έσφιξε το παλτό επάνω του, σαν να κρύωνε. «Εδώ έφερνα το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα. Κοίτα θέα! Ξέρεις, να φιληθούμε κι έτσι…»

Η Κάρι στριφογύρισε λίγο στα όρθια. «Δεν είχαμε πού αλλού να πάμε. Και χρόνια αργότερα, όταν τα έφτιαξα με την Έλσε, την έφερνα κι αυτήν εδώ πάνω. Είναι τόσο… ρομαντικά κι αθώα. Ήταν λες και ξαναερωτευόμουν από την αρχή…» «Σίμουν…» Ο Σίμουν έκανε μεταβολή και ξανακοίταξε τη σκηνή: τα περιπολικά με τους μπλε φάρους τους, τις αστυνομικές κορδέλες και το μπλε Χόντα Σιβίκ με το σπασμένο παρμπρίζ. Το πτώμα, που βρισκόταν ξαπλωμένο σε μια αφύσικη – τουλάχιστον– γωνία στη θέση του συνοδηγού. Υπήρχαν ένα σωρό αστυνομικοί τριγύρω. Υπερβολικά πολλοί. Σε βαθμό πανικού. Για πρώτη φορά ο ιατροδικαστής είχε προλάβει να φτάσει πρώτος στη σκηνή. Το θύμα –είχε αποφανθεί– είχε σπάσει και τα δυο του πόδια στη σύγκρουση με το αυτοκίνητο, είχε εκτοξευτεί πάνω από το καπό και είχε σπάσει τον αυχένα του καθώς προσγειωνόταν στο κάθισμα του συνοδηγού. Θεωρούσε πολύ περίεργο, βέβαια, το γεγονός ότι δεν υπήρχαν καθόλου τραύματα στο πρόσωπο ή στο κεφάλι του μετά τη σύγκρουση με το παρμπρίζ. Μέχρι που ο Σίμουν

βρήκε μια σφαίρα χωμένη στα καθίσματα του αυτοκινήτου. Ο Σίμουν είχε ζητήσει επίσης και μια αιματολογική ανάλυση για το αίμα που βρέθηκε στη θέση του οδηγού, μιας και δεν ταίριαζε με τα τραύματα του θύματος. «Δηλαδή μας κάλεσε να έρθουμε;» ρώτησε ο Σίμουν, γνέφοντας προς τη μεριά του Όσμουν Μπιόρνστα, που στεκόταν δίπλα σ’ έναν της Σήμανσης και έκανε χειρονομίες καθώς μιλούσε. «Ναι» είπε η Κάρι. «Γιατί το αυτοκίνητο ανήκει στη Χιέρστι Μούρσαν, ένα από τα θύματα του Λόφτχους, κι ήθελε…» «Ύποπτος είναι». «Συγγνώμη;» «Ο Λόφτχους είναι απλώς ύποπτος για τον φόνο της Χιέρστι Μούρσαν. Μίλησε κανείς με τον σύζυγό της;» «Λέει ότι δεν γνωρίζει τίποτα. Βρίσκεται στο Όσλο απόψε, μένει σ’ ένα ξενοδοχείο, και την τελευταία φορά που είδε το αυτοκίνητο της γυναίκας του ήταν παρκαρισμένο στο γκαράζ του. Η αστυνομία της Ντράμεν λέει ότι μάλλον έπεσε πιστολίδι μες στο σπίτι. Δυστυχώς, ο πιο κοντινός γείτονας

είναι χιλιόμετρα μακριά κι άρα δεν έχουμε μάρτυρες». Τους πλησίασε ο Όσμουν Μπιόρνστα. «Ξέρουμε ποιος είναι ο τύπος στη θέση του συνοδηγού: Εβγκένι Ζούμποφ. Γνωστός και μη εξαιρετέος. Κι η αστυνομία της Ντράμεν λέει ότι βρήκαν σφαίρες 9 x 19 χιλιοστών μες στο σπίτι, απλωμένες σε σχήμα βεντάλιας». «Από Ούζι;» είπε ο Σίμουν, σηκώνοντας το ένα του φρύδι. «Τι νομίζετε ότι πρέπει να πω στους δημοσιογράφους;» ρώτησε ο Όσμουν κι έδειξε με τον αντίχειρα πάνω απ’ τον ώμο του. Οι πρώτοι ρεπόρτερ είχαν ήδη μαζευτεί πίσω από την αστυνομική κορδέλα, στον δρόμο. «Τα γνωστά» είπε ο Σίμουν. «Πες τους κάτι, αλλά ουσιαστικά τίποτα». Ο Μπιόρνστα αναστέναξε βαθιά. «Δεν θα μας αφήσουν ήσυχους. Ούτε να δουλέψουμε δεν μπορούμε. Τους σιχαίνομαι». «Κι αυτοί τη δουλειά τους κάνουν» είπε ο Σίμουν. «Έχει γίνει αστέρι στις εφημερίδες, το ξέρετε;» ρώτησε η Κάρι καθώς ο νεαρός αξιωματικός της Κρίπος

απομακρύνθηκε προς τα φλας των δημοσιογράφων. «Τι να πω; Έχει ταλέντο ως ερευνητής» είπε ο Σίμουν. «Όχι ο Μπιόρνστα. Ο Σόνι Λόφτχους». Ο Σίμουν γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Τι;» «Τον αποκαλούν σύγχρονο τρομοκράτη. Λένε ότι έχει κηρύξει τον πόλεμο στο οργανωμένο έγκλημα και τον καπιταλισμό. Ότι ξεπλένει την κοινωνία από καθετί σάπιο». «Μα είναι εγκληματίας». «Αυτό κάνει την όλη ιστορία ακόμα πιο σκανδαλιστική. Δεν διαβάζετε ποτέ σας εφημερίδες;» «Όχι». «Ούτε το τηλέφωνό σας σηκώνετε. Τόσες φορές σάς πήρα». «Ήμουν απασχολημένος». «Απασχολημένος; Ολόκληρο το Όσλο είναι ανάστατο από αυτούς τους φόνους κι εσείς δεν είστε ούτε στο γραφείο

σας ούτε σε περιπολία. Αφεντικό μου δεν είστε, Σίμουν;» «Μάλιστα, το πήρα το μήνυμα. Τι ήθελες να μου πεις;» Η Κάρι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σκεφτόμουν το εξής: Ο Λόφτχους είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους σ’ αυτή τη χώρα που δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό, πιστωτική κάρτα ή κάποια καταχωρισμένη διεύθυνση. Ξέρουμε όμως ότι έχει αρκετά μετρητά από τον φόνο του Κάλε Φάρισεν ώστε να μείνει σε ξενοδοχείο». «Μετρητά πλήρωσε στο Πλάζα». «Ακριβώς. Ήλεγξα λοιπόν τα ξενοδοχεία. Από τους είκοσι χιλιάδες πελάτες που διαμένουν σε ξενοδοχεία του Όσλο κάθε βράδυ, κατά μέσο όρο μόνο εξακόσιοι πληρώνουν μετρητά». Ο Σίμουν την κοίταξε καλά καλά. «Μπορείς να βρεις πόσοι από αυτούς τους εξακόσιους διαμένουν στην Κβαντρατούρεν;» «Ε, ναι. Ορίστε η λίστα με τα ξενοδοχεία». Έβγαλε από την τσέπη της μερικά τυπωμένα φύλλα χαρτί. «Γιατί;» Ο Σίμουν άρπαξε τα χαρτιά με το ένα χέρι και φόρεσε με το

άλλο τα γυαλιά του. Τα ξεδίπλωσε και τους έριξε μια γρήγορη ματιά. Διευθύνσεις. Ένα ξενοδοχείο, δύο, τρία, έξι. Και πολλά από αυτά με ενοίκους που πλήρωναν τοις μετρητοίς· ειδικά στα φτηνά ξενοδοχεία. Πάρα πολλά ονόματα. Σκέφτηκε ότι μερικά από τα πιο φτηνά ξενοδοχεία δεν θα ήταν καν στη λίστα. Και ξαφνικά σταμάτησε να διαβάζει. Φτηνά. Η γυναίκα που του είχε χτυπήσει το παράθυρο. Οι εραστές που συναντιούνται στο αμάξι, στο κάστρο Άκερσχους ή… στο ξενοδοχείο Μπίσμαρκ. Το νούμερο ένα ξενοδοχείο για τις πόρνες αυτής της πόλης. Στο κέντρο της Κβαντρατούρεν. «Σας ρώτησα γιατί». «Συνέχισε να ψάχνεις αυτά τα ονόματα, πρέπει να φύγω». Ο Σίμουν άρχισε να προχωράει προς το αμάξι του. «Σταματήστε!» φώναξε η Κάρι κι έτρεξε να του κόψει τον δρόμο. «Μην τολμήσετε να φύγετε έτσι. Τι συμβαίνει;» «Τι συμβαίνει;» «Τι σόι σόλο παράσταση είναι όλη αυτή; Δεν είναι

σωστό». Η Κάρι τράβηξε τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Ο Σίμουν το είδε τώρα: Ήταν κι εκείνη εξαντλημένη. «Δεν ξέρω τι ακριβώς νομίζετε ότι κάνετε» συνέχισε η κοπέλα. «Ίσως θέλετε να τα λύσετε όλα μόνος σας, να γίνετε ήρωας στα τελευταία της καριέρας σας, να τρίψετε τη λύση στη μούρη του Μπιόρνστα και της Κρίπος. Δεν με νοιάζει. Είναι απαράδεκτο αυτό που κάνετε, Σίμουν. Αυτή η υπόθεση είναι πολύ σημαντική για να κάθεστε να παίζετε μεταξύ σας ποιος την έχει πιο μεγάλη». Ο Σίμουν την κοίταξε προσεκτικά. Και στο τέλος κατένευσε αργά αργά. «Μπορεί και να έχεις δίκιο. Αλλά δεν είναι αυτό το κίνητρό μου». «Και τι είναι;» «Δεν μπορώ να σου πω, Κάρι. Πρέπει απλώς να μ’ εμπιστευτείς». «Όταν πήγαμε να δούμε τον Ίβερσεν, με βάλατε να καθίσω στην υποδοχή και να περιμένω γιατί μπορεί να παραβιάζατε διάφορους κανόνες, είπατε. Εγώ δεν θέλω να παραβιάσω κανέναν κανόνα, Σίμουν. Τη δουλειά μου θέλω να κάνω. Αν

λοιπόν δεν μου πείτε τι συμβαίνει…» Η φωνή της άρχισε να τρέμει. Ήταν πραγματικά εξαντλημένη. «…τότε θα πρέπει να πάω σε κάποιον υψηλότερο από εσάς και να του πω τι γίνεται». Ο Σίμουν κούνησε το κεφάλι του. «Μην το κάνεις αυτό, Κάρι». «Γιατί όχι;» «Επειδή» είπε ο Σίμουν και την κοίταξε ίσια στα μάτια «το καρφί είναι ακόμη εδώ. Δώσ’ μου είκοσι τέσσερις ώρες μόνο. Σε παρακαλώ». Δεν περίμενε την απάντησή της. Δεν είχε σημασία. Την προσπέρασε και πήγε στο αμάξι του. Ένιωσε το βλέμμα της καρφωμένο στην πλάτη του. Κατεβαίνοντας από τον λόφο του Χολμενκόλεν, ο Σίμουν ξανάκουσε τους ηχογραφημένους ήχους από τη συνομιλία του με τον Σόνι Λόφτχους. Τους ρυθμικούς γδούπους. Τις υπερβολικές κραυγές. Τα λεπτά τοιχώματα ενός κωλοξενοδοχείου σαν το Μπίσμαρκ. Είναι δυνατόν να μην το έχει καταλάβει πιο πριν;

Ο Σίμουν κοίταξε το αγόρι πίσω από τη ρεσεψιόν, που παρατηρούσε με ενδιαφέρον την αστυνομική του ταυτότητα. Τόσα χρόνια είχαν περάσει και τίποτα δεν είχε αλλάξει στο Μπίσμαρκ. Εκτός από το αγόρι: Δεν ήταν παλιά εκεί. Ευτυχώς. «Ναι, το βλέπω ότι είστε αστυνομικός, αλλά δεν έχω βιβλίο επισκεπτών να σας δείξω». «Αυτός είναι ο άνδρας που ψάχνω» είπε ο Σίμουν, αφήνοντας στον πάγκο μια φωτογραφία. Το αγόρι την κοίταξε. Δίστασε. «Εναλλακτικά, μπορούμε να κάνουμε έφοδο στο κτίριο και να κλείσουμε μια και καλή το ξενοδοχείο» είπε ο Σίμουν. «Τι νομίζεις ότι θα έλεγε ο μπαμπάκας σου αν του κλείναμε το μπουρδέλο;» Η οικογενειακή ομοιότητα ήταν μεγάλη· ο Σίμουν δεν είχε λαθέψει.

«Δεύτερος όροφος. Δωμάτιο 216. Ανεβαίνετε…» «Θα το βρω. Δώσ’ μου το κλειδί». Το αγόρι δίστασε πάλι. Ύστερα άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε ένα κλειδί από μια αρμαθιά και το έδωσε στον Σίμουν. «Δεν θέλουμε φασαρίες». Ο Σίμουν προσπέρασε το ασανσέρ και ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. Αφουγκράστηκε προσεκτικά τον χώρο καθώς διέσχιζε τον διάδρομο. Επικρατούσε ησυχία. Έξω από το δωμάτιο 216 έβγαλε το Γκλοκ του. Ακούμπησε το δάχτυλο πάνω στη σκανδάλη διπλής ενέργειας κι έχωσε το κλειδί όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στην κλειδαριά. Το γύρισε. Στήθηκε στο πλάι της πόρτας με το πιστόλι στο δεξί και την άνοιξε με το αριστερό. Μέτρησε μέχρι το τέσσερα κι έχωσε το κεφάλι του γρήγορα μέσα κι έξω από το δωμάτιο. Ξεφύσηξε. Στο δωμάτιο επικρατούσε σκοτάδι. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές, αλλά ο Σίμουν πρόλαβε να δει το κρεβάτι. Ήταν στρωμένο κι άδειο. Μπήκε στο δωμάτιο κι ύστερα Οδοντόβουρτσα και οδοντόπαστα.

στο

μπάνιο.

Ξαναμπήκε στο υπνοδωμάτιο δίχως ν’ ανάψει το φως. Κάθισε στην περιττή καρέκλα δίπλα στον τοίχο. Έβγαλε το τηλέφωνό του και πάτησε κάτι κουμπιά. Ένας ήχος ακούστηκε από κάπου στο δωμάτιο. Ο Σίμουν άνοιξε την ντουλάπα. Πάνω σ’ έναν χαρτοφύλακα ένα κινητό τηλέφωνο φώτιζε τον μικρό χώρο· ο αριθμός του Σίμουν εμφανιζόταν στην οθόνη. Ο Σίμουν πάτησε ακύρωση και ξανακάθισε στην καρέκλα. Το αγόρι είχε επίτηδες αφήσει το κινητό του στο ξενοδοχείο, ώστε να μην μπορούν να τον βρουν. Αλλά μάλλον δεν περίμενε να εντοπίσουν το τηλέφωνο σε μια τόσο πυκνοκατοικημένη περιοχή. Ο Σίμουν αφουγκράστηκε το σκοτάδι. Αφουγκράστηκε την αντίστροφη μέτρηση.

Ο Μάρκους ήταν ακόμη ξύπνιος όταν είδε τον Γιο να καταφθάνει από το τέρμα του δρόμου. Ο Μάρκους παρακολουθούσε συνεχώς το κίτρινο σπίτι, από τη στιγμή που είχε δει την άλλη μορφή να μπαίνει μέσα,

μερικές ώρες πριν. Ούτε τις πιτζάμες του δεν είχε φορέσει. Δεν είχε σκοπό να χάσει ούτε λεπτό. Αναγνώρισε τον Γιο από τον τρόπο που περπατούσε στο κέντρο του ήσυχου νυχτερινού δρόμου. Οι λάμπες τον φώτιζαν ανά τακτά διαστήματα καθώς περνούσε από κάτω τους. Έμοιαζε κουρασμένος, ίσως και να είχε περπατήσει πολύ, γιατί τρέκλιζε. Ο Μάρκους εστίασε τα κιάλια του. Φορούσε κουστούμι. Κρατούσε τα πλευρά του κι είχε ένα κόκκινο μαντίλι γύρω από το κεφάλι. Αίματα ήταν αυτά στο πρόσωπό του; Δεν είχε σημασία, έπρεπε να τον προειδοποιήσει. Ο Μάρκους άνοιξε την πόρτα του δωματίου του προσεκτικά, κατέβηκε τις σκάλες στις μύτες των ποδιών του, φόρεσε τα παπούτσια του και διέσχισε το τσαλαπατημένο γρασίδι προς την πόρτα του κήπου. Ο Γιος τον είδε και σταμάτησε ακριβώς μπροστά στην πόρτα. «Γεια σου, Μάρκους. Δεν θα ’πρεπε να έχεις πέσει για ύπνο;» Η φωνή του ήταν ήρεμη κι απαλή. Έμοιαζε λες κι είχε επιστρέψει από πόλεμο, αλλά του μιλούσε σαν να του έλεγε παραμύθια για να κοιμηθεί. Ο Μάρκους αποφάσισε ότι κι

αυτός θα μιλούσε με τέτοια φωνή όταν μεγάλωνε και δεν φοβόταν πια. «Χτύπησες;» «Κάποιος έπεσε επάνω μου καθώς χαμογέλασε ο Γιος. «Δεν είναι τίποτα».

οδηγούσα»

«Κάποιος είναι μες στο σπίτι σου». «Α, ναι;» είπε ο Γιος και γύρισε να κοιτάξει τα σκοτεινά παράθυρα. «Καλός ή κακός;» Ο Μάρκους ξεροκατάπιε. Είχε δει τη φωτογραφία του στις ειδήσεις. Αλλά η μαμά είχε πει ότι δεν έπρεπε να φοβάται, μόνο τους κακούς πείραζε. Και ότι στο Τουίτερ πολλοί έλεγαν καλά λόγια γι’ αυτόν και πως η αστυνομία θα έπρεπε ν’ αφήνει τους κακούς να σκοτώνουν τους κακούς κι ότι ήταν σαν τα έντομα που βάζουμε κατά καιρούς να σκοτώσουν άλλα έντομα. «Τίποτα απ’ τα δύο, νομίζω». «Εντάξει».

Η Μάρτα ξύπνησε όταν κάποιος μπήκε στο δωμάτιο. Ονειρευόταν. Ονειρευόταν τη γυναίκα στη σοφίτα. Το μωρό της. Ονειρευόταν ότι είδε το μωρό κι ήταν ζωντανό όλον αυτό τον καιρό, παγιδευμένο στο υπόγειο όπου έκλαιγε, έκλαιγε μέχρι να το αφήσουν να βγει έξω. Και τώρα βγήκε. Κι ήταν εδώ μαζί της. «Μάρτα;» Η φωνή του, η αγαπημένη, ήρεμη φωνή του. Της φαινόταν απίστευτο. Γύρισε από την άλλη πάνω στο κρεβάτι και τον κοίταξε. «Είπες ότι μπορούσα να έρθω να σε δω» του είπε. «Δεν ήταν κανείς όταν έφτασα, αλλά ήξερα πού είχες αφήσει το κλειδί και…» «Και ήρθες». Εκείνη κατένευσε. «Διάλεξα αυτό το δωμάτιο, ελπίζω να μην πειράζει».

Εκείνος έγνεψε απλώς και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Το στρώμα ήταν στο πάτωμα» του είπε. «Παρεμπιπτόντως, ένα βιβλίο έπεσε μέσα από τις τάβλες καθώς ξαναέβαζα το στρώμα στο κρεβάτι. Το έχω αφήσει εκεί πάνω, στο τραπέζι». «Εντάξει». «Τι δουλειά έχει το στρώμα…» «Κρυβόμουν από κάτω» είπε εκείνος, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. «Όταν βγήκα από κάτω, το έσπρωξα στο πάτωμα και το άφησα εκεί. Τι είναι αυτό εδώ;» Σήκωσε το χέρι με το οποίο κρατούσε τα πλευρά του κι ακούμπησε το αυτί της. Εκείνη δεν απάντησε. Τον άφησε ν’ αγ​γίξει το σκουλαρίκι. Ένα αεράκι μετακίνησε τις κουρτίνες: Η Μάρτα τις είχε βρει μες στο μπαούλο και τις είχε κρεμάσει στο παράθυρο. Το φως του φεγγαριού μπήκε στο δωμάτιο και φώτισε το χέρι και το πρόσωπό του. Η Μάρτα κοκάλωσε. «Δεν είναι τόσο άσχημο όσο φαίνεται» της είπε. «Όχι, δεν είναι η πληγή στο μέτωπο. Από κάπου αλλού αιμορραγείς. Από πού;»

Εκείνος άνοιξε το σακάκι του και της έδειξε. Η δεξιά μεριά του πουκαμίσου του ήταν μούσκεμα στο αίμα. «Πώς έγινε αυτό;» «Από σφαίρα. Με χτύπησε και βγήκε από πίσω. Δεν είναι τίποτα, λίγο αίμα μόνο, θα κλείσει…» «Σσσς, σταμάτα» είπε εκείνη, κλότσησε το πάπλωμα, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο μπάνιο. Αγνοώντας ότι στεκόταν και την κοιτούσε να ψάχνει στο ντουλάπι του μπάνιου ντυμένη μόνο με τα εσώρουχά της, η Μάρτα βρήκε ένα παλιό απολυμαντικό, δυο επιδέσμους, λίγο βαμβάκι κι ένα ψαλιδάκι. Τον ξέντυσε από τη μέση κι επάνω. «Απ’ ό,τι βλέπεις, είναι απλώς μια τρύπα στη σαμπρέλα» είπε χαμογελώντας εκείνος. Η Μάρτα είχε δει πολύ χειρότερα. Και πολύ καλύτερα. Καθάρισε τις πληγές του και κόλλησε βαμβάκι στις οπές που είχε αφήσει το βλήμα μπαίνοντας και βγαίνοντας από το κορμί του. Ύστερα τύλιξε τον επίδεσμο γύρω από τη μέση του. Όταν έλυσε το μαντίλι από το κεφάλι του, φρέσκο αίμα άρχισε να τρέχει από την πληγή.

«Η μητέρα σου είχε τίποτα εργαλεία για το ράψιμο;» «Δεν χρειάζ…» «Σσσς, δεν είπαμε;» Της πήρε τέσσερα λεπτά και τέσσερα ράμματα για να κλείσει εντελώς η πληγή. «Είδα τον χαρτοφύλακα στον διάδρομο» της είπε ενώ εκείνη τύλιγε το κεφάλι του μ’ επίδεσμο. «Αυτά τα λεφτά δεν είναι δικά μου. Και το δημοτικό συμβούλιο μας έδωσε αρκετά χρήματα για τις επισκευές, οπότε ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω». Κόλλησε τις άκρες του επιδέσμου και χάιδεψε το μάγουλό του. «Εντάξει, νομίζω ότι είμαστε…» Έγειρε και τη φίλησε στα χείλη. Ύστερα αποτραβήχτηκε. «Σ’ αγαπώ». Την ξαναφίλησε. «Δεν σε πιστεύω» του είπε εκείνη.

«Δεν πιστεύεις ότι σ’ αγαπώ;» «Δεν πιστεύω ότι έχεις ξαναφιλήσει ποτέ κορίτσι. Φιλάς χάλια». Το γέλιο γέμισε τα μάτια του με σπίθες. «Έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε. Μου θυμίζεις πώς, σε παρακαλώ;» «Μην το σκέφτεσαι. Άσ’ το απλώς να γίνει. Φίλα με τεμπέλικα». «Τεμπέλικα;» «Ναι, σαν ένα κοιμισμένο, απαλό ανακόντα. Να, έτσι». Πήρε το κεφάλι του απαλά μέσα στα δυο της χέρια κι έφερε τα χείλη του στα δικά της. Και της έκανε εντύπωση πόσο φυσικό της φαινόταν όλο αυτό, σαν δυο παιδιά που έπαιζαν ένα συναρπαστικό μα αθώο παιχνίδι. Την εμπιστευόταν. Όπως τον εμπιστευόταν κι εκείνη. «Κατάλαβες;» του ψιθύρισε. «Πιο πολύ με τα χείλια σου παρά με τη γλώσσα». «Σαν να λέμε πιο πολύ συμπλέκτης παρά γκάζι».

Εκείνη χαχάνισε. «Ακριβώς. Πάμε στο κρεβάτι». «Και τι θα γίνει εκεί;» «Θα δούμε. Πώς είναι τα πλευρά σου; Θα είσαι εντάξει;» «Εντάξει για ποιο πράγμα;» «Μη μου κάνεις τον αθώο». Εκείνος την ξαναφίλησε. «Είσαι σίγουρη;» ψιθύρισε. «Όχι. Οπότε αν το καθυστερήσουμε…» «Πάμε στο κρεβάτι».

O Ρόβερ σηκώθηκε και τέντωσε την πλάτη του βγάζοντας έναν βρυχηθμό. Απορροφημένος απ’ τη δουλειά του, δεν είχε καταλάβει πόσο είχε πιαστεί. Όπως όταν έκανε έρωτα με τη Γιάνε, που περνούσε καμιά φορά από το συνεργείο, να δει τι κάνει. Της είχε πει πως είχε πολλά κοινά με τις μοτοσικλέτες του: Και στις δύο περιπτώσεις ο Ρόβερ έπρεπε να κάνει μια

σταθερή, επαναλαμβανόμενη κίνηση, χωρίς να συνειδητοποιεί τον χρόνο που περνούσε ή τους μυϊκούς του πόνους. Μέχρι που τελείωνε κι ερχόταν η ώρα να πληρώσει. Της είχε αρέσει η σύγκριση αυτή. Αλλά έτσι ήταν η Γιάνε. Ο Ρόβερ σκούπισε τα χέρια του. Η δουλειά είχε τελειώσει. Το τελευταίο πράγμα που είχε κάνει ήταν να βάλει στη Χάρλεϊ καινούργια εξάτμιση. Το κερασάκι στην τούρτα. Σαν τον κουρδιστή που κάθεται και παίζει το πιάνο που μόλις κούρδισε. Αλλάζοντας την εξάτμιση και το φίλτρο αέρα, μπορούσες να «φορέσεις» άλλους είκοσι ίππους στη μηχανή, αλλά όλοι ήξεραν ότι οι εξατμίσεις άλλαζαν για ν’ αλλάξει ο ήχος. Να παραχθεί αυτό το υπέροχο, ζουμερό, βαθύ γουργουρητό που δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο στον κόσμο. Ο Ρόβερ αναρωτήθηκε: να γυρίσει το κλειδί και να επιβεβαιώσει την υπέροχη μουσική της τώρα; Ή να το αφήσει μέχρι αύριο το πρωί, σαν δώρο στον εαυτό του; Η Γιάνε έλεγε ότι ποτέ δεν πρέπει ν’ α​να​βάλλεις την ηδονή, ποτέ δεν ξέρεις αν θα την απολαύσεις κάποια άλλη μέρα. Αλλά έτσι ήταν η Γιάνε. Ο Ρόβερ σκούπισε το λάδι απ’ τα δάχτυλά του και πήγε στο πίσω δωματιάκι για να πλυθεί. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Οι λεκέδες από το λάδι έμοιαζαν με καμουφλάζ κομάντο· το χρυσό του δόντι γυάλισε στο φως. Άρχισε, ως

συνήθως, να νιώθει όλες τις ανάγκες που είχε ξεχάσει όταν δούλευε: φαγητό, ποτό, ξεκούραση. Τι ωραίο συναίσθημα! Αλλά υπήρχε κι ένα παράξενο κενό που πάντα το συνόδευε: Και τώρα; Ποιο το νόημα όλων αυτών; Έδιωξε τις σκέψεις απ’ το μυαλό του. Έκλεισε τη βρύση. Ένας ήχος ακούστηκε έξω απ’ το συνεργείο. Η Γιάνε; Τέτοια ώρα;

«Κι εγώ σ’ αγαπώ» είπε η Μάρτα. Κάποια στιγμή ο Σόνι σταμάτησε –ανάμεσα σε κοφτές ανάσες, έξαψη κι ιδρώτα– για να σκουπίσει τον ιδρώτα ανάμεσα στα στήθη της με το σεντόνι που κάλυπτε το στρώμα και για να πει ότι μπορεί να τους έπιαναν εδώ μέσα, ότι ήταν επικίνδυνο αυτό που έκαναν. Εκείνη του απάντησε ότι όταν κάτι το έπαιρνε απόφαση δεν φοβόταν πια. Και παρεμπιπτόντως, αφού του άρεσε τόσο πολύ να μιλάει, κι εκείνη τον αγαπούσε. «Σ’ αγαπώ». Και συνέχισαν.

«Είναι άλλο πράγμα να σταματήσεις να με προμηθεύεις με όπλα» είπε ο άνδρας βγάζοντας το λεπτό γάντι από το ένα του χέρι, το μεγαλύτερο χέρι που είχε δει ποτέ ο Ρόβερ, «κι άλλο πράγμα να τα δίνεις στον εχθρό μου». Ο Ρόβερ δεν προσπάθησε να παλέψει. Τον κρατούσαν δύο άνδρες. Ο τρίτος στεκόταν δίπλα στον γίγαντα, με το πιστόλι του στραμμένο στο μέτωπο του Ρόβερ. Το ήξερε καλά αυτό το πιστόλι· το είχε πειράξει ο ίδιος. «Πήγες κι έδωσες ολόκληρο Ούζι στο αγόρι. Σαν να μου λες “άι στον διάολο”. Αυτό ήθελες; Να με στείλεις στον διάολο;» Ο Ρόβερ μπορούσε ν’ απαντήσει αν ήθελε, να πει ότι δεδομένων των όσων ήξερε για τον Δίδυμο είχε υποθέσει ότι εκείνος είχε στείλει το αγόρι. Αλλά δεν ήθελε. Ήθελε να ζήσει. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα. Κοίταξε τη μοτοσικλέτα πίσω από τον γίγαντα. Η Γιάνε είχε δίκιο. Έπρεπε να την είχε βάλει μπρος, να κλείσει τα μάτια και ν’ απολαύσει τη μουσική της. Ν’ απολαύσει την ηδονή εκείνης της στιγμής. Είναι μια αλήθεια, τόσο

προφανής και τόσο κοινότοπη, αλλά και παράλογη συνάμα, αφού δεν καταλαβαίνουμε πόσο κοινότοπη είναι μέχρι που φτάνουμε στο κατώφλι του θανάτου: ότι το μόνο σίγουρο στη ζωή είναι ότι θα πεθάνουμε. Ο άνδρας ακούμπησε τα γάντια του στον πάγκο εργασίας. Έμοιαζαν με χρησιμοποιημένα προφυλακτικά. «Για να δούμε τώρα…» είπε, κοιτάζοντας τα εργαλεία που κρέμονταν στους τοίχους. Τα έδειξε με το δάχτυλο κι άρχισε να σιγοτραγουδάει: «Α μπε μπα μπλομ, του κίθε μπλομ…».

38

Ε

ίχε αρχίσει να χαράζει.

Η Μάρτα ήταν ξαπλωμένη δίπλα στον Σόνι, με τα πόδια της μπλεγμένα στα δικά του. Άκουσε τον ρυθμό στην ανάσα του ν’ αλλάζει. Αλλά τα μάτια του ήταν ακόμη κλειστά. Του χάιδεψε το στομάχι κι είδε ένα μικρό χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του. «Καλημέρα, λάβερ μπόι» του ψιθύρισε. Εκείνος χαμογέλασε πλατιά, αλλά έκανε μια γκριμάτσα καθώς προσπάθησε να γυρίσει και να την κοιτάξει.

«Πονάς;» «Στο πλάι μόνο» είπε μορφάζοντας. «Η αιμορραγία σταμάτησε, κοίταξα τον επίδεσμο μια δυο φορές το βράδυ». «Τι; Μου έκανες πράγματα ενώ εγώ κοιμόμουν;» Τη φίλησε απαλά στο μέτωπο. «Όχι παραπάνω απ’ όσα μου έκανες εσύ, κύριε Λόφτχους» είπε. «Ήταν η πρώτη μου φορά, μην το ξεχνάς» της είπε. «Δεν ξέρω τι επιτρέπεται και τι όχι». «Είσαι πολύ καλός ψεύτης, το ξέρεις;» Εκείνος έσκασε στα γέλια. «Σκεφτόμουν…» είπε η Μάρτα. «Ναι;» «Πάμε να φύγουμε. Πάμε να φύγουμε αυτή τη στιγμή». Εκείνος δεν απάντησε, αλλά το κορμί του σφίχτηκε. Κι

εκείνη ξέσπασε σε κλάματα, απότομα και βίαια, λες κι είχε σπάσει κάποιο φράγμα. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του. Περίμενε να κοπάσει το κλάμα της. «Τι τους είπες;» τη ρώτησε. «Τους είπα ότι ο Άνερς κι εγώ δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι το καλοκαίρι» κλαψούρισε εκείνη. «Ότι θα το τελειώσουμε εδώ και τώρα. Εγώ τουλάχιστον. Κι ύστερα έφυγα. Βγήκα έξω κι άρχισα να τρέχω. Φώναξα ένα ταξί. Τον είδα να τρέχει προς το μέρος μου μ’ αυτή τη μαλακισμένη τη μητέρα του ξοπίσω». Η Μάρτα έσκασε στα γέλια κι ύστερα ξανάρχισε να κλαίει. «Συγγνώμη» είπε. «Είμαι τόσο… ηλίθια! Θεέ μου, τι κάνω εδώ;» «Μ’ αγαπάς» της ψιθύρισε στ’ αυτί. «Αυτό κάνεις εδώ». «Και λοιπόν; Τι σόι άνθρωπος αγαπάει κάποιον που σκοτώνει ανθρώπους, που κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να σκοτωθεί και θα τα καταφέρει στο τέλος; Ξέρεις πώς σε αποκαλούν στο διαδίκτυο; Ο Βούδας με το σπαθί. Πήγαν και πήραν συνεντεύξεις από πρώην κρατούμενους που λένε πως είσαι άγιος. Αλλά ξέρεις τι;» Σκούπισε τα δάκρυά της. «Νομίζω ότι είσαι εξίσου θνητός με όσους έχουν δει τα μάτια

μου να περνούν από το Κέντρο Ίλα». «Θα φύγουμε». «Τότε πρέπει να φύγουμε τώρα». «Μένουν δύο ακόμα, Μάρτα». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και τα δάκρυα άρχισαν να ξανακυλούν στο πρόσωπό της. Χτύπησε αδύναμα το στήθος του με τις γροθιές της. «Είναι πολύ αργά πια, δεν το καταλαβαίνεις; Σε ψάχνουν όλοι. Όλοι!» «Δύο μόνο ακόμα. Αυτός που αποφάσισε ότι ο πατέρας μου έπρεπε να πεθάνει κι έστησε τον φόνο έτσι ώστε να φαίνεται ότι ο μπαμπάς ήταν το καρφί. Κι ύστερα, το ίδιο το καρφί. Και μετά θα φύγουμε». «Μόνο δύο ακόμα; Έχεις να σκοτώσεις μόνο δύο ανθρώπους ακόμα και μετά μπορούμε να ξεφύγουμε; Τόσο εύκολο είναι για σένα;» «Όχι, Μάρτα, δεν μου είναι εύκολο. Καμία φορά δεν μου ήταν εύκολη. Και δεν είναι αλήθεια αυτό που λένε, ότι γίνεται ευκολότερο όσο προχωράς. Αλλά πρέπει να το κάνω, δεν γίνεται αλλιώς».

«Πιστεύεις πραγματικά ότι θα επιβιώσεις;» «Όχι». «Όχι;» «Όχι». «Όχι! Ε τότε, για τ’ όνομα του Θεού, γιατί μιλάς λες και…» «Γιατί η επιβίωση είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να σχεδιάσεις». Εκείνη δεν μίλησε. Της χάιδεψε το μέτωπο, το μάγουλο, τον λαιμό. Κι ύστερα άρχισε να μιλάει, αργά και ήρεμα, λες κι ήθελε κάθε λέξη του να είναι σωστή. Κι εκείνη τον άκουσε. Της είπε για τα παιδικά του χρόνια. Για τον πατέρα του. Για τον θάνατό του και για όλα όσα είχαν συμβεί έκτοτε. Κι εκείνη από τη μία καταλάβαινε, κι από την άλλη όχι. Όταν τελείωσε τη διήγησή του, μια αχνή αχτίδα φωτός

έμπαινε μέσα απ’ τις κουρτίνες. «Άκου τι λες» του ψιθύρισε εκείνη. «Το ξέρεις ότι είναι τρέλα όλο αυτό;» «Ναι» απάντησε εκείνος. «Αλλά είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω». «Το μόνο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να σκοτώσεις τόσους ανθρώπους;» Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το μόνο που πάντα ήθελα ήταν να γίνω σαν τον πατέρα μου. Όταν διάβασα το σημείωμα αυτοκτονίας του, εκείνος λες κι εξαφανίστηκε. Μαζί κι εγώ. Αλλά αργότερα, στη φυλακή, όταν έμαθα την αλήθεια, πώς θυσιάστηκε για μένα και για τη μητέρα μου, ήταν λες και ξαναγεννήθηκα». «Ξαναγεννήθηκες για να κάνεις… όλα αυτά;» «Μακάρι να μπορούσα να κάνω αλλιώς». «Μα γιατί; Για να φτάσεις τον πατέρα σου; Γιατί ο γιος πρέπει…» Έκανε τα μάτια της δυο σχισμές, πιέζοντας να βγουν τα τελευταία της δάκρυα. Υποσχόμενη στον εαυτό της ότι θα ήταν τα τελευταία. «…πρέπει να τελειώσει ό,τι άρχισε ο

πατέρας;» «Ο πατέρας μου έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Κι εγώ κάνω αυτό που πρέπει να κάνω. Πέθανε για χάρη μας. Κι όταν τελειώσω αυτό που έχω να κάνω, θα τελειώσω μια για πάντα. Σ’ το υπόσχομαι. Όλα θα πάνε καλά». Η Μάρτα τον κοίταξε σιωπηλά για αρκετή ώρα. «Χρειάζομαι χρόνο να σκεφτώ» του είπε εντέλει. «Εσύ πέσε κοιμήσου». Κι εκείνος κοιμήθηκε ενώ εκείνη έμεινε ξύπνια, να σκέφτεται. Κι αποκοιμήθηκε μόνο όταν ακούστηκε το πρώτο κελάηδημα των πουλιών. Ήταν πια σίγουρη. Ήταν τρελή. Είχε τρελαθεί απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδε. Αλλά δεν είχε καταλάβει ότι ήταν εξίσου τρελή μ’ εκείνον μέχρι που μπήκε στο κίτρινο σπίτι, βρήκε τα σκουλαρίκια της Ανιέτε Ίβερσεν στον πάγκο της κουζίνας και τα φόρεσε.

Η Μάρτα ξύπνησε από παιδικές φωνές που έπαιζαν στον δρόμο μπροστά απ’ το σπίτι. Χαρούμενες φωνές. Ποδαράκια που έτρεχαν από εδώ κι από εκεί. Σκέφτηκε πώς η αθωότητα και η άγνοια πορεύονται χέρι χέρι. Πώς η γνώση δεν ξεκαθαρίζει, μόνο δυσκολεύει τα πράγματα. Ο Σόνι κοιμόταν τόσο ήσυχα, που για μια στιγμή νόμιζε ότι ήταν ήδη νεκρός. Του χάιδεψε το μάγουλο. Εκείνος κάτι μουρμούρισε, αλλά δεν ξύπνησε. Πώς ήταν δυνατόν να τον κυνηγάνε όλοι κι αυτός να κοιμάται τόσο βαθιά; Ο ύπνος των δικαίων. Λένε ότι είναι καλός. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντύθηκε και κατέβηκε στην κουζίνα. Βρήκε λίγο καφέ, μα τίποτε άλλο. Ο καταψύκτης στο υπόγειο: Ίσως υπήρχε καμιά πίτσα εκεί μέσα ή τίποτα άλλο κατεψυγμένο. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια κι άρπαξε το πόμολο του καταψύκτη. Ήταν κλειδωμένος. Κοίταξε τριγύρω της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο καρφί με το κλειδί και τη δυσανάγνωστη ετικέτα. Πήρε το κλειδί και το έβαλε στην κλειδαριά. Το γύρισε. Voilà. Άνοιξε το καπάκι, έσκυψε από πάνω κι ένιωσε τον παγωμένο αέρα στο στήθος και στον λαιμό της, ύστερα έβγαλε μια κραυγή κι άφησε το καπάκι να πέσει. Έκανε μεταβολή και γλίστρησε στο πάτωμα, με την πλάτη πάνω στον καταψύκτη.

Έμεινε ακίνητη, προσπαθώντας ν’ αναπνεύσει βαθιά, από τη μύτη. Προσπάθησε να βγάλει απ’ τον νου της τη θέα του πτώματος που την είχε κοιτάξει με το ανοιχτό λευκό του στόμα και τις κρυστάλλινες βλεφαρίδες του. Αφουγκράστηκε την καρδιά της. Και τις φωνές. Ήταν δύο. Η μία ούρλιαζε στο αυτί της ότι ήταν τρελή, ότι κι εκείνος ήταν τρελός, ένας δολοφόνος, ότι έπρεπε ν’ ανεβεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε τις σκάλες και να φύγει από αυτό το σπίτι τώρα! Η άλλη έλεγε ότι το πτώμα ήταν απλώς η φυσική εκδήλωση ενός πράγματος που ήξερε ήδη και είχε αποδεχτεί. Ναι, είχε σκοτώσει ανθρώπους. Ανθρώπους που άξιζαν να πεθάνουν. Η φωνή που ούρλιαζε τη διέταξε να σηκωθεί όρθια. Έπνιξε τη φωνή που προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι αργά ή γρήγορα θα τον είχε νιώσει αυτό τον πανικό. Είχε πάρει την απόφασή της χτες το βράδυ, σωστά; Όχι. Λάθος. Τώρα ήξερε. Ότι η επιλογή τού να πηδήξει μες στην κουνελότρυπα ακολουθώντας τον ή να παραμείνει εδώ, στον

κανονικό κόσμο, έπρεπε να παρθεί τώρα. Αυτή ήταν η τελευταία της ευκαιρία να γλιτώσει. Να φύγει. Οι επόμενες στιγμές ήταν οι σημαντικότερες της ζωής της. Η τελευταία ευκαιρία να… Σηκώθηκε όρθια. Ζαλιζόταν ακόμη, αλλά ήξερε ότι ήταν γρήγορη στο τρέξιμο. Δεν θα την έφτανε ποτέ. Ρούφηξε οξυγόνο μες στα πνευμόνια της και το αίμα έφτασε στον εγκέφαλό της. Στηρίχτηκε πάνω στο καπάκι του καταψύκτη, είδε τη φιγούρα της ν’ αντανακλάται πάνω στη στιλπνή επιφάνεια. Είδε τα σκουλαρίκια. Τον αγαπώ. Γι’ αυτό το κάνω. Κι ύστερα ξανάνοιξε το καπάκι. Το πτώμα είχε αιμορραγήσει σχεδόν πάνω σ’ όλα τα τρόφιμα. Τα τρόφιμα πρέπει να ήταν τουλάχιστον δώδεκα ετών, κάπου εκεί. Επικεντρώθηκε στις ανάσες της, στις σκέψεις της, διώχνοντας μακριά καθετί άχρηστο. Έπρεπε να φάνε, κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πάει να ψωνίσει. Θα ρωτούσε ένα από τα παιδιά να της πει πού βρισκόταν το κοντινότερο σουπερμάρκετ. Ναι, αυτό θα πήγαινε να κάνει. Αυγά με

μπέικον. Φρέσκο ψωμί. Φράουλες. Γιαούρτι. Έκλεισε το καπάκι. Έκλεισε και τα μάτια της. Νόμιζε ότι θα ξεσπούσε ξανά στα κλάματα. Αντ’ αυτού, ξέσπασε στα γέλια. Στα υστερικά γέλια του ανθρώπου που βρίσκεται σ’ ελεύθερη πτώση μες στην κουνελότρυπα, σκέφτηκε. Άνοιξε τα μάτια της κι ανέβηκε τις σκάλες. Στο τελευταίο σκαλί συνειδητοποίησε ότι μουρμούριζε μια μελωδία. That you’ve always been her lover and you want to travel with her. Τρελή. …and you want to travel blind and you know that she will trust you. Τρελή, εντελώς τρελή. …for you’ve touched her perfect body with your mind.

Ο Μάρκους έπαιζε Σούπερ Μάριο Μπράδερς δίπλα στο

ανοιχτό παράθυρο όταν άκουσε μια πόρτα να χτυπάει με δύναμη από απέναντι. Κοίταξε προς το κίτρινο σπίτι. Ήταν η όμορφη κυρία. Ή τουλάχιστον ήταν όμορφη σήμερα. Περπάτησε από το κίτρινο σπίτι μέχρι την πόρτα του κήπου. Ο Μάρκους θυμήθηκε πώς το πρόσωπο του Γιου φωτίστηκε όταν του είπε ότι εκείνη ήταν που τον περίμενε στο σπίτι. Όχι ότι ο Μάρκους καταλάβαινε και πολλά απ’ όλα αυτά, αλλά μάλλον ο Γιος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Η γυναίκα πλησίασε τα κοριτσάκια που έπαιζαν σχοινάκι και κάτι τα ρώτησε. Εκείνα της έδειξαν κι αυτή χαμογέλασε, τους είπε κάτι και περπάτησε γρήγορα προς την κατεύθυνση που της είχαν υποδείξει. Ο Μάρκους ήταν έτοιμος να ξαναρχίσει το παιχνίδι του, όταν πρόσεξε ότι οι κουρτίνες στο υπνοδωμάτιο ήταν ανοιχτές. Άρπαξε τα κιάλια του. Ήταν ο Γιος. Στεκόταν στο παράθυρο με τα μάτια του κλειστά και το χέρι στο πλάι, αγκαλιάζοντας τον επίδεσμο που ήταν τυλιγμένος γύρω από τη μέση του. Ήταν γυμνός και χαμογελούσε. Έμοιαζε ευτυχισμένος, όπως ο Μάρκους την παραμονή των Χριστουγέννων, πριν ανοίξει τα δώρα του. Όχι, λάθος, την επομένη καλύτερα, όταν ξυπνούσε και θυμόταν όλα τα δώρα που είχε πάρει το προηγούμενο βράδυ.

Ο Γιος πήρε μια πετσέτα από την ντουλάπα, άνοιξε την πόρτα κι ήταν έτοιμος να την ξανακλείσει όταν σταμάτησε. Κοίταξε στο πλάι, πάνω στο τραπέζι. Άρπαξε κάτι στα χέρια του. Ο Μάρκους ζουμάρισε. Ήταν ένα βιβλίο. Με σκληρό μαύρο δερματόδετο εξώφυλλο. Ο Γιος άνοιξε το βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει. Η πετσέτα τού έπεσε στο πάτωμα. Ο Γιος κάθισε στο κρεβάτι και συνέχισε να διαβάζει. Κάθισε εκεί, ακίνητος, αρκετή ώρα. Ο Μάρκους είδε το πρόσωπό του ν’ αλλάζει, το κορμί του να σφίγγεται και να παγώνει σε μια θέση καχεκτική. Και ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος και πέταξε με μανία το βιβλίο στον τοίχο. Άρπαξε το λαμπατέρ κι έκανε ακριβώς το ίδιο. Έπιασε τα πλευρά του, ούρλιαξε κι έπεσε στο κρεβάτι. Έσκυψε το κεφάλι του, πιέζοντάς το στο στρώμα με τα δυο του χέρια, που είχε διπλώσει πίσω απ’ τον αυχένα του. Κάθισε εκεί, με το σώμα του να τρέμει, λες κι είχε πάθει επιληπτική κρίση. Ο Μάρκους κατάλαβε ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί, αλλά δεν ήξερε τι. Ήθελε να τρέξει στο απέναντι σπίτι, να πει ή να

κάνει κάτι για να τον παρηγορήσει. Ήξερε πώς. Το έκανε και με τη μαμά του πολλές φορές. Της μιλούσε και της θύμιζε τα ωραία πράγματα που έκαναν μαζί. Τα θυμόταν; Δεν ήταν και πολλά, τρία τέσσερα πράγματα μόνο, άρα τα θυμόταν πάντα. Κι εκείνη χαμογελούσε μ’ ένα πικρό χαμόγελο και του χάιδευε τα μαλλιά και τα πράγματα καλυτέρευαν. Αλλά δεν είχε κάνει τίποτα ωραίο μαζί με τον Γιο. Κι ίσως ο Γιος προτιμούσε να μείνει μόνος του, κάτι που ο Μάρκους καταλάβαινε, κι αυτός ήταν έτσι. Όταν η μητέρα του προσπαθούσε να τον παρηγορήσει επειδή κάποιος τον είχε πειράξει, ο Μάρκους εκνευριζόταν· ήταν λες κι η καλοσύνη της τον έκανε πιο αδύναμο, ήταν λες και τα κωλόπαιδα είχαν δίκιο όταν τον κορόιδευαν ότι ήταν μαμόθρεφτο. Αλλά ο Γιος δεν ήταν μαμόθρεφτο. Ή μήπως ήταν; Μόλις είχε σηκωθεί κι είχε πλησιάσει το παράθυρο. Έκλαιγε. Τα μάγουλά του ήταν κόκκινα και τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. Κι αν ο Μάρκους είχε κάνει λάθος; Αν ο Γιος ήταν σαν κι αυτόν; Αδύναμος, φοβισμένος, δειλός, αν ήταν από εκείνους που έτρεχαν να κρυφτούν επειδή φοβούνταν να φάνε ξύλο;

Όχι, όχι, δεν ήταν έτσι ο Γιος! Ήταν μεγάλος και δυνατός και γενναίος και βοηθούσε όσους δεν ήταν ακόμη δυνατοί. Ο Γιος πήρε ξανά το βιβλίο στα χέρια του κι άρχισε να γράφει. Έπειτα από λίγο έσκισε μια σελίδα απ’ το βιβλίο, την τσαλάκωσε και την πέταξε στο καλάθι των αχρήστων δίπλα στην πόρτα. Ξεκίνησε να ξαναγράφει. Πιο σύντομο μήνυμα αυτή τη φορά. Κι ύστερα έκλεισε τα μάτια του κι έφερε το χαρτί στα χείλη του.

Η Μάρτα ακούμπησε τις σακούλες με τα ψώνια στον πάγκο της κουζίνας. Σκούπισε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό της. Το σουπερμάρκετ ήταν πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι υπολόγιζε κι εκείνη είχε επιστρέψει σχεδόν τρέχοντας. Ξέπλυνε το κουτί με τις φράουλες στη βρύση, διάλεξε τις δύο πιο μεγάλες και πήρε στα χέρια της το μπουκέτo με τις νεραγκούλες, που είχε μαζέψει απ’ τον δρόμο. Ένιωσε ξανά το γλυκό κεντρί στη θύμηση του καυτού κορμιού του κάτω από το πάπλωμα. Ο ηρωινομανής που είχε τριπάρει με το άγγιγμά της. Αυτός

ήταν τώρα το δικό της ναρκωτικό. Είχε εθιστεί με την πρώτη κιόλας δόση. Τα είχε χαμένα και ήταν τέλεια! Ανεβαίνοντας τις σκάλες, είδε την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν υπερβολικά ήσυχα εδώ μέσα. Το κρεβάτι ήταν άδειο. Το λαμπατέρ σπασμένο, στο πάτωμα. Τα ρούχα του πουθενά. Δίπλα στα κομμάτια του λαμπατέρ είδε το μαύρο βιβλίο που είχε βρει ανάμεσα στις τάβλες του κρεβατιού. Φώναξε τ’ όνομά του, παρόλο που ήξερε ότι δεν θα έπαιρνε απάντηση. Η πόρτα του κήπου ήταν ανοιχτή όταν επέστρεψε από το σουπερμάρκετ κι η Μάρτα ήταν σχεδόν σίγουρη ότι η ίδια την είχε κλείσει φεύγοντας. Είχαν έρθει να τον πάρουν, ακριβώς όπως της είχε πει. Αντιστάθηκε προφανώς, αλλά μάταια. Τον είχε αφήσει να κοιμάται, δεν τον πρόσεξε, δεν τον προστάτεψε, δεν… Γύρισε και είδε το σημείωμα στο μαξιλάρι. Το χαρτί ήταν κίτρινο κι έμοιαζε να έχει σχιστεί από κάποιο σημειωματάριο. Ήταν γραμμένο μ’ ένα παλιό στιλό που ήταν ακόμη δίπλα στο μαξιλάρι. Η πρώτη της αντίδραση ήταν να σκεφτεί ότι το στιλό ανήκε στον πατέρα του. Και πριν καλά καλά διαβάσει

το σημείωμα σκέφτηκε ότι η ιστορία επαναλαμβανόταν. Ύστερα σήκωσε το χαρτί, το διάβασε, άφησε τα λουλούδια να πέσουν από το χέρι της κι έφερε τις παλάμες της στο στόμα, σε μια αυτόματη κίνηση να κρύψει την γκριμάτσα που κάνει το στόμα όταν ξεσπάμε σε δάκρυα.

Αγαπημένη μου Μάρτα, Συγχώρεσέ με, αλλά θα εξαφανιστώ τώρα. Σ’ αγαπώ για πάντα. Σόνι

39

Ο

Μάρκους καθόταν στο διπλό κρεβάτι, στο κίτρινο σπίτι.

Αφού η ωραία κυρία είχε φύγει τρέχοντας από το σπίτι, είκοσι λεπτά αφότου έφυγε ο Γιος, ο Μάρκους περίμενε άλλα δέκα και μετά κατάλαβε ότι δεν θα επέστρεφαν. Ύστερα βγήκε, διέσχισε τον δρόμο. Το κλεδί ήταν στη συνηθισμένη του θέση. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο και τα σπασμένα κομμάτια της λάμπας είχαν πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων. Βρήκε το τσαλακωμένο χαρτί κάτω από τα κομμάτια.

Το μήνυμα ήταν γραμμένο με όμορφο, σχεδόν γυναικείο γραφικό χαρακτήρα.

Αγαπημένη μου Μάρτα, Ο πατέρας μου κάποτε μου διηγήθηκε ότι είχε δει έναν άνδρα να πνίγεται. Είχε περιπολία, ήταν νύχτα κι ένα αγόρι είχε πάρει τηλέφωνο από το λιμάνι στο Κόνγκεν. Ο πατέρας του είχε πέσει στη θάλασσα ενώ έπιαναν στο λιμάνι. Δεν ήξερε να κολυμπά και κρατιόταν απ’ τα φτερά της βάρκας και ο γιος δεν είχε τη δύναμη να τραβήξει τον πατέρα του μέσα στη βάρκα. Όταν έφτασε το περιπολικό, ο πατέρας του αγοριού είχε ήδη χάσει τις δυνάμεις του και είχε βουλιάξει μέσα στο νερό. Είχαν περάσει αρκετά λεπτά κι ο πατέρας μου κάλεσε δύτες να έρθουν, ενώ το αγόρι έκλαιγε απαρηγόρητα. Κι ενώ περίμεναν, ο άνδρας ξαναβγήκε στην επιφάνεια, με το χλωμό του πρόσωπο να προσπαθεί απεγνωσμένα να πάρει αέρα. Ο γιος έβγαλε μια κραυγή χαράς. Ύστερα ο πατέρας ξαναχάθηκε μες στο νερό. Ο πατέρας μου πήδηξε μέσα να τον σώσει, αλλά το νερό ήταν κατάμαυρο. Όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια, είδε το πρόσωπο του παιδιού που ακτινοβολούσε από ελπίδα,

γιατί νόμιζε ότι όλα θα πήγαιναν καλά τώρα, ο πατέρας του θα σωζόταν, είχε έρθει η αστυνομία. Κι ο πατέρας μου μου εξήγησε πώς είχε δει την καρδιά του αγοριού να σχίζεται στα δύο όταν κατάλαβε ότι ο Θεός τού έπαιζε απλώς παιχνίδια, κάνοντάς το να νομίζει ότι θα του έδινε πίσω τον πατέρα που του είχε ήδη στερήσει. Ο πατέρας μου μου είπε ότι, αν υπήρχε Θεός, τότε ήταν ένας άσπλαχνος Θεός. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε τότε, γιατί βρήκα επιτέλους το ημερολόγιό του. Ίσως και να ήθελε να το μάθουμε τελικά. Ή ίσως να ήταν κι αυτός άσπλαχνος. Αλλιώς γιατί να κρύψει το ημερολόγιό του σ’ ένα τόσο εμφανές μέρος, κάτω από το στρώμα; Έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου, Μάρτα. Νομίζω ότι μπορείς να κάνεις υπέροχα πράγματα. Εγώ, πάλι, όχι. Συγχώρεσέ με, αλλά θα εξαφανιστώ τώρα. Σ’ αγαπώ για πάντα. Σόνι

Ο Μάρκους κοίταξε το τραπέζι. Επάνω του βρισκόταν το βιβλίο που διάβαζε ο Γιος.

Μαύρο χοντρό εξώφυλλο, κιτρινισμένες σελίδες. Το ξεφύλλισε. Κατάλαβε αμέσως ότι επρόκειτο για ημερολόγιο, παρόλο που δεν υπήρχαν καθημερινές ημερομηνίες. Μερικές φορές περνούσαν ολόκληροι μήνες από τη μία καταχώριση έως την επόμενη. Σε άλλες υπήρχε μόνο μια ημερομηνία και μια δυο προτάσεις μόνο. Έγραφε, για παράδειγμα, ότι η τρόικα, ό,τι και να ήταν αυτό, θα διαλυόταν στο τέλος, κάτι τους είχε χωρίσει. Μια βδομάδα αργότερα έγραφε ότι η Ελένε ήταν έγκυος κι ότι είχαν επιτέλους αγοράσει το δικό τους σπίτι. Αλλά ήταν πολύ δύσκολο για μια οικογένεια να ζει με τον μισθό αστυνομικού και τι κρίμα που οι γονείς και των δύο προέρχονταν από τόσο φτωχές οικογένειες και δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Παρακάτω έγραφε ότι ήταν πανευτυχής που ο Σόνι είχε αρχίσει να παλεύει. Ύστερα μια σελίδα για το πώς κάποια τράπεζα είχε ανεβάσει τα επιτόκια, πώς δεν μπορούσαν πια να πληρώνουν το στεγαστικό τους δάνειο, πώς έπρεπε να κάνει κάτι πριν τους πάρουν το σπίτι. Έπρεπε κάτι να σκεφτεί. Υποσχέθηκε στην Ελένε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ευτυχώς, το αγόρι δεν φαινόταν να είχε καταλάβει τι περνούσαν οι γονείς του.

19 Μαρτίου Ο Σόνι είπε ότι θέλει ν’ ακολουθήσει τα βήματά μου και να γίνει αστυνομικός. Η Ελένε λέει ότι έχει γίνει εμμονικός μαζί μου, ότι με λατρεύει σαν θεό. Της απάντησα ότι δεν είναι κακό να το νιώθει αυτό ένας γιος, κι εγώ τα ίδια έκανα κάποτε. Ο Σόνι είναι καλό παιδί, ίσως υπερβολικά καλό γι’ αυτό τον κόσμο τον σκληρό, αλλά ένα παιδί σαν κι αυτό είναι πάντα ευλογία για τον πατέρα του.

Ακολούθησαν μερικές σελίδες που ο Μάρκους δεν καταλάβαινε. Φράσεις όπως «επικείμενη προσωπική πτώχευση» και «να πουλήσω την ψυχή μου στον διάβολο». Και το όνομα Δίδυμος.

4 Αυγούστου Σήμερα στο τμήμα μιλούσαν ξανά για το καρφί, λέγοντας ότι

ο Δίδυμος πρέπει να έχει κάποιον δικό του μέσα στο Σώμα. Τι περίεργο που οι άνθρωποι, ακόμα κι οι αστυνομικοί, έχουν τόσο περιορισμένη φαντασία. Λες κι είναι πάντα ένας δολοφόνος ή ένας προδότης. Δεν καταλαβαίνουν πόσο ιδιοφυές είναι να υπάρχουν δύο; Ότι ο ένας θα έχει πάντα άλλοθι όταν ο άλλος δρα κι ότι έτσι θα είναι και οι δυο τους πάντα υπεράνω υποψίας σε τόσες περιπτώσεις, που θ’ αποκλείονται αυτομάτως από πιθανοί ύποπτοι; Είναι το τέλειο κόλπο. Είμαστε δυο διεφθαρμένοι, σάπιοι αστυνομικοί, που έχουμε προδώσει ό,τι κάποτε πιστεύαμε για μερικά αργύρια. Κάνουμε τα στραβά μάτια στα ναρκωτικά, στην πορνεία, ακόμα και σε δολοφονίες. Τίποτα δεν μας νοιάζει πια. Υπάρχει λυτρωμός; Η δυνατότητα να ομολογήσω, να μετανοήσω, να συγχωρεθώ δίχως να διαλύσω τα πάντα και τους πάντες γύρω μου; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να ξεφύγω.

Ο Μάρκους χασμουρήθηκε. Πάντα του προκαλούσε νύστα το διάβασμα, ειδικά όταν υπήρχαν τόσο πολλές λέξεις που δεν καταλάβαινε.

15 Σεπτεμβρίου Αναρωτιέμαι πόσο ακόμα μπορούμε να συνεχίσουμε χωρίς ο Δίδυμος να μάθει ποιοι είμαστε. Επικοινωνούμε μέσω Hotmail, ο καθένας από το δικό του κλεμμένο λάπτοπ, που έχουμε «δανειστεί» από το μητρώο αποδεικτικών στοιχείων, αλλά δεν είμαστε και πλήρως καλυμμένοι. Από την άλλη, αν ήθελε, θα μπορούσε να μας είχε παρακολουθήσει κάθε φορά που κάνουμε ανταλλαγή. Όταν πήρα τον φάκελο που ήταν κολλημένος κάτω από τον πάγκο του εστιατορίου Μπρόκερς στην Μπουγκσταβάιεν τις προάλλες, ήμουν σίγουρος ότι με παρακολουθούσαν. Ένας άνδρας από το μπαρ με κοίταξε συνοφρυωμένος. Μπαμ έκανε ότι ήταν κακοποιός. Κι είχα δίκιο. Με πλησίασε και μου είπε ότι τον είχα συλλάβει πριν από δέκα χρόνια, επειδή μεταπουλούσε κλοπιμαία. Μου είπε ότι ήταν το καλύτερο πράγμα που του συνέβη ποτέ. Έκτοτε είχε σταματήσει τις κακές παρέες κι είχε ανοίξει ένα ιχθυοτροφείο με τον αδερφό του. Ύστερα μου έσφιξε το χέρι κι έφυγε. Ιστορία με καλό τέλος. Ο φάκελος περιείχε κι ένα γράμμα που έλεγε ότι ο Δίδυμος θέλει να προαχθώ –άρα δεν έχει ιδέα ότι είμαστε δύο– στο Σώμα, να καταλάβω κάποιο υψηλό αξίωμα, ώστε να του είμαι πολύ πιο χρήσιμος. Κι

αυτός σε μένα. Όσο πιο ζωτικής σημασίας οι πληροφορίες τόσο πιο πολλά τα λεφτά. Έγραφε ότι μπορούσε να με βοηθήσει ν’ ανέβω ψηλά, θα το κανόνιζε. Έσκασα στα γέλια. Ο τύπος είναι εντελώς τρελός, δεν πρόκειται να σταματήσει μέχρι να γίνει ο κυρίαρχος του κόσμου. Αυτός μπορεί να μη σταματά, αλλά κάποιος πρέπει να τον σταματήσει. Έδειξα το γράμμα στον Ζ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν γέλασε.

Ο Μάρκους άκουσε τη μητέρα του που τον καλούσε. Μάλλον κάποια αγγαρεία θα ήθελε να του φορτώσει. Το σιχαινόταν όταν η μαμά το έκανε αυτό, όταν άνοιγε το παράθυρο και φώναζε τ’ όνομά του σ’ όλη τη γειτονιά, λες κι ήταν κάνα σκυλί. Γύρισε την επόμενη σελίδα.

6 Οκτωβρίου Κάτι συνέβη. Ο Ζ λέει ότι καλά θα κάνουμε να τα παρατήσουμε τώρα που είμαστε ακόμη μπροστά, να την κάνουμε πριν είναι αργά. Και ο Δίδυμος έχει να μου

απαντήσει στο μέιλ μου μέρες τώρα. Πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Λες να μιλήσανε οι δυο τους; Δεν μπορώ να ξέρω, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι δεν μπορούμε να τα παρατήσουμε απλώς έτσι. Ξέρω ότι ο Ζ δεν μ’ εμπιστεύεται πια. Και γι’ αυτό δεν τον εμπιστεύομαι ούτε εγώ. Δείξαμε ο ένας στον άλλο το πραγματικό μας πρόσωπο.

7 Οκτωβρίου Χτες το βράδυ τα κατάλαβα όλα ξαφνικά. Ο Δίδυμος χρειά​ζεται μόνον τον έναν απ’ τους δυο μας. Και τον ένα θα κρατήσει. Ο άλλος θα φάει πόδι, είναι ένας πικραμένος μάρτυρας που πρέπει να εξαλειφθεί. Το έχει καταλάβει κι ο Ζ αυτό κι άρα το θέμα επείγει, πρέπει να του τη φέρω πριν μου τη φέρει εκείνος. Ζήτησα από την Ελένε να πάει τον Σόνι στο τουρνουά αύριο, λέγοντάς της ότι έχω πράγματα να κάνω. Ζήτησα από τον Ζ να συναντηθούμε στα μεσαιωνικά ερείπια, στο Μαριντάλεν, τα μεσάνυχτα. Έχουμε να συζητήσουμε διάφορα πράγματα. Φάνηκε να εκπλήσσεται που ήθελα να συναντηθούμε σε τόσο απόμακρο μέρος και τέτοια ώρα, αλλά στο τέλος είπε ναι.

8 Οκτωβρίου Είναι ήσυχα. Έχω γεμίσει ήδη το όπλο. Νιώθω περίεργα που ξέρω ότι θα σκοτώσω κάποιον. Αναρωτιέμαι συνέχεια πώς έφτασα ως εδώ. Για την οικογένειά μου; Ή για τον εαυτό μου; Ή μήπως το έκανα για να ξεπεράσω τους γονείς μου, που ποτέ τους δεν απέκτησαν πρόσωπο στην κοινωνία, ενώ άλλοι, ανάξιοι ηλίθιοι τα έχουν όλα στο πιάτο; Είμαι πραγματικά πολυμήχανος και γενναίος ή μήπως είμαι αδύναμος και δειλός; Είμαι κακός άνθρωπος; Κάθομαι κι αναρωτιέμαι, αν ο γιος μου ήταν στη θέση μου, θα ήθελα να τον βλέπω να κάνει ό,τι κάνω; Η απάντηση φυσικά είναι πολύ απλή. Θα ξεκινήσω σύντομα για το Μαριντάλεν. Για να δούμε, θα γυρίσω αλλαγμένος; Ένας δολοφόνος; Το ξέρω πόσο περίεργο ακούγεται, αλλά προσεύχομαι καμιά φορά να το βρει κάποιος αυτό το ημερολόγιο. Έτσι είναι ο άνθρωπος, τελικά.

Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ο Μάρκους ξεφύλλισε τις άδειες σελίδες μέχρι το τέλος, όπου είχαν σχιστεί κάνα δυο φύλλα. Ύστερα ξανάφησε το ημερολόγιο στο τραπέζι και κατέβηκε ήσυχα τα σκαλοπάτια, ενώ άκουγε τη φωνή της μητέρας του να επαναλαμβάνει τ’ όνομά του.

40

Η

Μπέτι μπήκε στο γεμάτο φαρμακείο, πήρε έναν αριθμό

αναμονής για τα συνταγογραφούμενα φάρμακα και βρήκε και κάθισε σε μια άδεια καρέκλα, μπροστά από τον τοίχο, μαζί με άλλους πελάτες που είτε χάζευαν το υπερπέραν ή –παρά την πινακίδα που απαγόρευε τη χρήση τους– πασπάτευαν τα κινητά τους. Είχε πείσει τον γιατρό της να της συνταγογραφήσει πιο δυνατά υπνωτικά.

«Αυτές εδώ είναι πολύ δυνατές βενζοδιαζεπίνες. Μόνο για βραχυπρόθεσμη χρήση» της είχε πει, επαναλαμβάνοντας κατόπιν το τραγουδάκι που η Μπέτι είχε ξανακούσει: ότι

δημιουργούσαν έναν φαύλο κύκλο που μπορούσε να οδηγήσει στον εθισμό κι ο οποίος δεν έφτανε ποτέ στη ρίζα του προβλήματος. Η Μπέτι του απάντησε ότι η ρίζα του προβλήματος ήταν ότι δεν την έπιανε ο ύπνος. Ειδικά αφότου είχε καταλάβει ότι είχε βρεθεί μόνη της στο δωμάτιο με τον πλέον καταζητούμενο δολοφόνο της χώρας. Και σήμερα οι εφημερίδες έλεγαν ότι ήταν ύποπτος και για τη δολοφονία της γυναίκας εκείνου του εφοπλιστή, ότι είχε διαρρήξει κατά τύχη ένα σπίτι έξω από την Ντράμεν κι είχε σχεδόν πριονίσει το μισό της κρανίο. Τις τελευταίες μέρες η Μπέτι περιφερόταν στο σπίτι της σαν ζόμπι, μισοξύπνια, μισοκοιμισμένη, έχοντας παραισθήσεις. Έβλεπε παντού το πρόσωπό του, όχι μόνο στις εφημερίδες και στην τηλεόραση αλλά και σε διαφημίσεις, στο τραμ, στις βιτρίνες των καταστημάτων. Ήταν ο ταχυδρόμος, ο γείτονας, ο σερβιτόρος. Και τώρα τον έβλεπε κι εδώ μέσα, στο φαρμακείο. Στεκόταν όρθιος στον πάγκο φορώντας ένα λευκό τουρμπάνι στο κεφάλι· ή ίσως ήταν ένας απλός επίδεσμος. Είχε τοποθετήσει ένα μάτσο σύριγγες και βελόνες πάνω στον πάγκο κι είχε πληρώσει μετρητά. Οι θαμπές φωτογραφίες και τα σκίτσα της αστυνομίας στις εφημερίδες δεν ήταν και πολύ

χρήσιμα, αλλά η Μπέτι παρατήρησε ότι η γυναίκα που καθόταν δίπλα της ψιθύρισε κάτι στον φίλο της κι έδειξε τον άνδρα, οπότε μπορεί να τον είχε αναγνωρίσει κι εκείνη. Αλλά, όταν ο άνδρας με το τουρμπάνι έκανε μεταβολή και προχώρησε προς την έξοδο, η Μπέτι συνειδητοποίησε ότι είχε πάλι παραισθήσεις. Το χλωμό, μαραμένο και κάτισχνο πρόσωπο του άνδρα δεν έμοιαζε καθόλου με τον ένοικο της σουίτας 4.

Η Κάρι έσκυψε πάνω απ’ το τιμόνι για να διαβάσει τους αριθμούς καθώς οδηγούσε μπροστά από τα μεγάλα σπίτια. Είχε πάρει την απόφασή της έπειτα από μια νύχτα αγρύπνιας. H Σαμ –που είχε μείνει κι αυτή ξύπνια– της είχε πει να μην παίρνει τόσο στα σοβαρά μια δουλειά στην οποία δεν είχε σκοπό να παραμείνει για πολύ ακόμα. Αλήθεια ήταν, αλλά στο κάτω κάτω της γραφής στην Κάρι άρεσε η τάξη. Κι αυτή η υπόθεση μπορεί και να της κόστιζε το μέλλον της, μπορεί να της έκλεινε πόρτες. Κι έτσι αποφάσισε να τον αναζητήσει η ίδια.

Σταμάτησε το αυτοκίνητο. Είχε βρει τον σωστό αριθμό. Αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να μπει με το αυτοκίνητο από την ανοιχτή πύλη και να οδηγήσει μέχρι το σπίτι, αλλά αποφάσισε να παρκάρει καλύτερα στον δρόμο. Ανέβηκε τον απότομο, ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Ένα μπεκ πότιζε κάπου στον κήπο. Κατά τ’ άλλα, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ανέβηκε τα σκαλιά και χτύπησε το κουδούνι. Άκουσε μανιώδη γαβγίσματα από το εσωτερικό του σπιτιού. Περίμενε. Κανείς δεν ήρθε στην πόρτα. Η Κάρι έκανε μεταβολή κι ήταν έτοιμη να κατέβει τα σκαλιά, όταν τον είδε. Στεκόταν μπροστά της, με τον ήλιο να γυαλίζει πάνω στα τετράγωνα γυαλιά του. Θα πρέπει να είχε έρθει από την πίσω μεριά του σπιτιού, αθόρυβα και γρήγορα. «Μάλιστα;» Τα χέρια του ήταν πίσω από την πλάτη. «Ονομάζομαι Κάρι Άντελ, ανθυπαστυνόμος Ανθρωποκτονιών. Θα ήθελα να σας μιλήσω για κάτι».

του

«Για ποιο πράγμα;» Έχωσε τα χέρια του μέσα από τη ζώνη του παντελονιού, στην πλάτη του, λες κι ήθελε να τραβήξει

το χακί παντελόνι του ή να βγάλει το πουκάμισό του –είχε ζέστη σήμερα– ή για να χώσει ένα πιστόλι πίσω από την πλάτη του και να το καλύψει με το πουκάμισό του, ώστε να μη φαίνεται. «Για τον Σίμουν Κέφας». «Μάλιστα. Και γιατί ήρθατε κατευθείαν σε μένα, δεσποινίς μου;» Η Κάρι κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι της. «Ο Σίμουν ήθελε να πιστέψω ότι διακινδύνευα διαρροές αν ακολουθούσα τα επίσημα κανάλια. Πιστεύει ακόμη πως υπάρχει ένα καρφί ανάμεσά μας». «Σοβαρά τώρα;» «Και γι’ αυτό κι εγώ θεώρησα σωστό να έρθω κατευθείαν στην κορυφή, σ’ εσάς, κύριε διοικητή». «Μάλιστα, μάλιστα» είπε ο Πόντιους Παρ, ξύνοντας το στενό του πιγούνι. «Τότε καλά θα κάνουμε να μπούμε μέσα, ανθυπαστυνόμε Άντελ». Ένα χαρωπό ερντέιλ τεριέ πήδηξε πάνω στην Κάρι, στο χολ.

«Γουίλοκ! Τι έχουμε πει…» Το σκυλί έπεσε στα τέσσερα και περιορίστηκε να της γλείψει το χέρι, ενώ η ουρά του στριφογύριζε σαν προπέλα. Μπαίνοντας στο καθιστικό, η Κάρι τού εξήγησε ότι της είχαν πει απ’ το γραφείο ότι ο διοικητής θα δούλευε σήμερα από το σπίτι. «Κάνω κοπάνα» είπε ο Παρ χαμογελώντας και της έδειξε έναν μεγάλο αναπαυτικό καναπέ στρωμένο με πολύχρωμα μαξιλάρια. «Είχα σκοπό να ξεκινήσω τις καλοκαιρινές μου διακοπές αυτή την εβδομάδα, αλλά με αυτό τον δολοφόνο που κυκλοφορεί ελεύθερος…» Αναστέναξε και βυθίστηκε σε μια από τις πολυθρόνες. «Τι συμβαίνει με τον Σίμουν λοιπόν;» Η Κάρι ξερόβηξε. Eίχε σχεδιάσει πώς θα του το έφερνε, με κάθε επιφύλαξη και διαβεβαίωση ότι δεν του μετέφερε κουτσομπολιά, και ότι το μόνο που ήθελε να εξασφαλίσει ήταν η ποιότητα της δουλειάς τους. Αλλά τώρα, έτσι όπως καθόταν απέναντι από τον Πόντιους Παρ, που έμοιαζε τόσο χαλαρός και τόσο φιλόξενος, της βγήκε πιο φυσικό να μπει κατευθείαν στο θέμα. «Ο Σίμουν δουλεύει σόλο» είπε.

Ο διοικητής σήκωσε το ένα φρύδι του. «Για συνεχίστε». «Ερευνούμε την υπόθεση παράλληλα με την Κρίπος, όχι μαζί με την Κρίπος, και τώρα ο Σίμουν σταμάτησε να δουλεύει και μαζί μου. Αυτό δεν με πειράζει, αυτό που με πειράζει είναι ότι φαίνεται να έχει κάποιον συγκεκριμένο σκοπό. Και δεν θέλω να με παρασύρει κι εμένα αν τυχόν κάνει τίποτα παράνομο. Μου ζήτησε να μείνω απέξω από διάφορες καταστάσεις και μου έχει δηλώσει σταράτα ότι δεν προτίθεται ν’ ακολουθήσει το γράμμα του νόμου». «Μάλιστα. Πότε όλα αυτά;» Η Κάρι τού έδωσε μια σύντομη περιγραφή της συνάντησής τους με τον Ίβερ Ίβερσεν. «Χμμμ» είπε ο Παρ, τραβώντας αρκετά αυτό το μ. «Αυτό δεν είναι καλό. Τον ξέρω καλά τον Σίμουν, μακάρι να μπορούσα να σας πω ότι δεν είναι του στιλ του όλο αυτό, αλλά δυστυχώς είναι. Τι σκοπό νομίζετε ότι έχει;» «Θέλει να πιάσει τον Σόνι Λόφτχους μόνος του». «Μάλιστα. Και ποιος άλλος ξέρει για όλο αυτό;» είπε ο Παρ στηρίζοντας το πιγούνι του μεταξύ αντίχειρα και δείκτη.

«Κανείς. Ήρθα κατευθείαν σ’ εσάς». «Καλώς. Υποσχεθείτε μου ότι δεν θα το αναφέρετε πουθενά αλλού. Το θέμα είναι πολύ ευαίσθητο, όπως καταλαβαίνετε. Ολωνών τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω στην αστυνομία και δεν μπορούμε να ανεχθούμε αξιωματικούς που ενεργούν αντιεπαγγελματικά». «Φυσικά, το καταλαβαίνω». «Αφήστε το πάνω μου. Δεν θ’ αναφέρουμε ποτέ την εμπλοκή σας. Αυτή η συνάντηση δεν έγινε ποτέ. Μπορεί ν’ ακούγεται πολύ δραματικό, αλλά έτσι τουλάχιστον δεν διακινδυνεύε​τε να σας κολλήσουν το παρατσούκλι “καταδότης”. Ξέρετε, κάτι τέτοιες ρετσινιές δεν ξεκολλούν με τίποτα». Ρετσινιές. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Η Κάρι ξεροκατάπιε και κατένευσε γρήγορα. «Σας ευχαριστώ πολύ». «Όχι, εγώ σας ευχαριστώ, ανθυπαστυνόμε Άντελ. Κάνατε το σωστό. Γυρίστε τώρα στη δουλειά σας και συνεχίστε να εργάζεστε σαν να μη συνέβη τίποτα, που λένε». Ο διοικητής σηκώθηκε όρθιος. «Πρέπει να επιστρέψω κι εγώ στην τεμπελιά μου, υποτίθεται ότι εργάζομαι από το σπίτι».

Η Κάρι σηκώθηκε όρθια, χαρούμενη κι ανακουφισμένη που η συνάντηση είχε πάει πιο ομαλά απ’ ό,τι περίμενε. Ο Παρ σταμάτησε στην πόρτα. «Κι ο Σίμουν πού βρίσκεται τώρα;» «Δεν ξέρω, απλώς έφυγε και μ’ άφησε στο μέρος όπου βρήκαμε το αυτοκίνητο και το πτώμα στη θέση του συνοδηγού χτες το βράδυ. Κανείς δεν τον έχει δει έκτοτε». «Χμ, άρα δεν έχετε ιδέα». «Το τελευταίο πράγμα που έκανα ήταν να του δώσω μια λίστα με τα ονόματα των ξενοδοχείων όπου μπορεί να διαμένει ο Λόφτχους». «Βασισμένη σε τι;» «Στο γεγονός ότι πληρώνουν πια έτσι».

πληρώνει

μετρητά.

Ελάχιστοι

«Έξυπνο. Καλή τύχη». «Σας ευχαριστώ». Η Κάρι κατέβηκε τα σκαλοπάτια κι είχε φτάσει στο μπεκ,

όταν άκουσε βήματα ξοπίσω της. Ήταν ο Παρ. «Κάτι τελευταίο» είπε ο διοικητής. «Από αυτά που άκουσα, δεν αποκλείεται τελικά να είστε εσείς που θα καταφέρετε να πιάσετε τον Λόφτχους για λογαριασμό της αστυνομίας». «Ναι;» είπε η Κάρι κι ήξερε καλά πόσο αλαζονικό ακούστηκε. «Εάν συμβεί αυτό, θέλω να θυμάστε ότι είναι οπλισμένος κι επικίνδυνος. Κι ότι θ’ αντιμετωπιστείτε με κατανόηση αν εσείς ή κάποιοι από τους συναδέλφους σας αναγκαστείτε να προστατεύσετε τον εαυτό σας». Η Κάρι τράβηξε στο πλάι τις συνήθεις δύστροπες τρίχες των μαλλιών της. «Τι ακριβώς θέλετε να πείτε;» «Ότι η χρήση των όπλων προκειμένου να σταματήσουμε αυτό τον δολοφόνο είναι ιδιαιτέρως χαλαρή σε αυτή την περίπτωση. Μην ξεχνάτε ότι έχει ήδη βασανίσει έναν δημόσιο υπάλληλο». Η Κάρι ένιωσε τη δροσιά απ’ το μπεκ στον αέρα. «Μάλιστα» είπε.

«Θα μιλήσω με τον αρχηγό της Κρίπος» είπε ο Παρ. «Ίσως είναι καλή ιδέα να δουλέψετε μαζί με τον Όσμουν Μπιόρνστα σε αυτή την έρευνα. Απ’ ό,τι κατάλαβα, έχετε την ίδια αντίληψη για την όλη κατάσταση».

Ο Σίμουν κοίταξε στον καθρέφτη. Περνούσαν τα χρόνια. Περνούσαν οι ώρες. Πού πήγε ο άνδρας που ήξερε δεκαπέντε χρόνια πριν; Εδώ δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος εβδομήντα δύο ώρες πριν. Κάποτε νόμιζε πως ήταν άτρωτος. Κάποτε νόμιζε πως ήταν καθοίκι. Είχε καταλήξει ότι δεν ήταν τίποτα από τα δύο, ότι ήταν ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά, ικανός για το σωστό και ικανός να αφεθεί στα πιο ποταπά ανθρώπινα ένστικτα. Σήμαινε όμως αυτό ότι είχε ελεύθερη βούληση; Έχει ο άνθρωπος ελεύθερη βούληση; Μήπως δεν θα κάναμε όλοι μας –δεδομένων των ίδιων υπολογισμών, των ίδιων πιθανοτήτων, των ίδιων απόψεων για το τι αποδίδει και τι όχι– την ίδια ακριβώς επιλογή ξανά και ξανά; Νομίζουμε πως οι αξίες αλλάζουν· μπαίνει μια μέρα στη ζωή μας μια γυναίκα, ας πούμε, και γινόμαστε σοφότεροι και καταλαβαίνουμε, υποτίθεται, για πρώτη φορά τα σημαντικά πράγματα στη ζωή.

Σωστά, αλλά μόνο επειδή αυτά τα πράγματα απέκτησαν τώρα αξία, ξαφνικά οι αριθμοί μάς άλλαξαν κι άρα άλλαξαν κι οι υπολογισμοί – ενώ εμείς συνεχίζουμε να τους λύνουμε με τον ίδιο τρόπο. Κι άρα θα κάναμε αυτές τις νέες επιλογές ξανά και ξανά και ξανά, καθοδηγούμενοι από τη σύσταση των χημικών ουσιών του εγκεφάλου μας, τις διαθέσιμες πληροφορίες, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τις σεξουαλικές μας ορμές, τον φόβο του θανάτου, την επίκτητη ηθική μας, τη λογική της αγέλης. Δεν τιμωρούμε τους ανθρώπους επειδή είναι κακοί, τους τιμωρούμε επειδή κάνουν λάθος επιλογές, επιλογές που είναι κακές για το κοπάδι. Κι όσοι δεν μπορούν ν’ ακολουθήσουν τους κανόνες και τα προκαθορισμένα μοτίβα συμπεριφοράς δεν θα μπορέσουν ποτέ να το κάνουν γιατί δεν έχουν ελεύθερη βούληση. Η ελευθερία είναι ψευδαίσθηση. Όπως κι εμείς, οι παραβάτες κάνουν μόνο ό,τι μπορούν. Γι’ αυτό και πρέπει να αφανιστούν, ώστε να μην αναπαράγονται, να μη μολύνουν άλλο το κοπάδι με τα γονίδια της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς τους. Ο Σίμουν Κέφας σκέφτηκε ότι αντίκριζε στον καθρέφτη ένα ρομπότ. Σύνθετο και πολύπλοκο και γεμάτο δυνατότητες. Ρομπότ όμως.

Τι ήθελε, λοιπόν, να εκδικηθεί το αγόρι; Τι ήθελε να πετύχει; Να σώσει έναν κόσμο που δεν ήθελε να σωθεί; Να εξαλείψει όλα εκείνα που δεν παραδεχόμαστε ότι χρειαζόμαστε; Ποιος αντέχει να ζει σ’ έναν κόσμο δίχως εγκλήματα, δίχως τις γελοίες εξεγέρσεις των ηλιθίων, δίχως τους παράλογους δράστες που προκαλούν κίνηση, αλλαγή; Δίχως την ελπίδα ενός καλύτερου ή ενός χειρότερου κόσμου; Δίχως αυτή την κολασμένη ανησυχία, την ανάγκη του καρχαρία να βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση για να βρει οξυγόνο. Ας μείνουμε έτσι, έτσι είναι καλά, είναι καλά εδώ. Ποιος τα πιστεύει αυτά; Η ζωή δεν πάει έτσι. Ο Σίμουν άκουσε βήματα. Ήλεγξε ότι είχε απασφαλίσει το πιστόλι του. Το κλειδί γύρισε στην κλειδαριά. Τα βήματα ακούστηκαν εσπευσμένα. Κάποιος βιαζόταν. Ο Σίμουν άρχισε να μετράει δευτερόλεπτα δίχως να παίρνει το βλέμμα του από τον καθρέφτη του μπάνιου. Το αγόρι, έχοντας δει ότι τα πάντα ήταν έτσι όπως τ’ άφησε στο δωμάτιο, θα χαλάρωνε. Mπορεί και να έμπαινε στο μπάνιο, αλλά μέχρι τότε θα είχε αφήσει κάτω ό,τι όπλο κουβαλούσε. Ο Σίμουν συνέχισε να μετράει.

Στο είκοσι άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο, κρατώντας το πιστόλι του. Το αγόρι καθόταν στο κρεβάτι. Είχε το κεφάλι τυλιγμένο με επίδεσμο. Μπροστά του, στο πάτωμα, ήταν ανοιχτός ο χαρτοφύλακας της ντουλάπας. Ήταν γεμάτος σακουλάκια λευκή σκόνη. Ο Σίμουν την αναγνώρισε αμέσως. Το αγόρι είχε ανοίξει μια τρύπα σ’ ένα από αυτά. Με το αριστερό χέρι κρατούσε το κουταλάκι με τη σκόνη, με το δεξί έναν αναπτήρα. Στο κρεβάτι επάνω υπήρχαν ένα σωρό σύριγγες μιας χρήσης και βελόνες. «Λοιπόν, ποιος θα βαρέσει πρώτος;» ρώτησε το αγόρι.

41

O

Σίμουν κάθισε στην καρέκλα απέναντί του. Τον κοίταξε

να κρατάει τον αναπτήρα κάτω από το κουταλάκι. «Πώς με βρήκες;» «Απ’ το κινητό» είπε ο Σίμουν, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τη φλόγα. «Από τους ήχους στο υπόβαθρο. Τις πουτάνες που δούλευαν στα γύρω δωμάτια. Ξέρεις ποιος είμαι;» «Ο Σίμουν Κέφας» είπε το αγόρι. «Σε κατάλαβα από τις φωτογραφίες». Η σκόνη άρχισε να λιώνει. Μικρές φυσαλίδες

άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια. «Δεν πρόκειται ν’ αντισταθώ στη σύλληψη. Θα ερχόμουν να παραδοθώ ο ίδιος αργότερα». «Ναι; Γιατί; Τελείωσε η σταυροφορία σου;» «Δεν υπάρχει καμιά σταυροφορία» είπε το αγόρι, ακουμπώντας προσεκτικά κάτω το κουταλάκι. Ο Σίμουν ήξερε ότι έπρεπε ν’ αφήσει την ηρωίνη να κρυώσει. «Μόνο πίστη υπάρχει, τυφλή πίστη, για μας που πιστεύουμε ακόμη τι διδαχτήκαμε όταν ήμαστε μικροί. Μέχρι που μια μέρα ανακαλύπτουμε ότι ο κόσμος δεν είναι έτσι. Ότι είμαστε σκουπίδια όλοι μας». Ο Σίμουν ζύγισε το πιστόλι στην παλάμη του χεριού του και το κοίταξε. «Δεν πρόκειται να σε πάω στο τμήμα, Σόνι. Στον Δίδυμο θα σε πάω. Εσένα, τα χρήματα και τα ναρκωτικά που του έκλεψες». Το αγόρι τον κοίταξε κι ύστερα έσκισε το πλαστικό γύρω από μια σύριγγα. «Εντάξει. Το ίδιο μου κάνει. Θα με σκοτώσει;» «Ναι».

«Εκκαθάριση σκουπιδιών. Άσε με να βαρέσω την ένεσή μου πρώτα». Έβαλε ένα μπαλάκι βαμβάκι στο κουτάλι, πέρασε από μέσα τη βελόνα και τράβηξε το έμβολο. «Δεν τα ξέρω αυτά τα ναρκωτικά, μπορεί και να μην είναι καθαρά» είπε, λες και ήθελε να εξηγήσει τη χρήση του βαμβακιού για φίλτρο. Ύστερα κοίταξε τον Σίμουν να δει αν κατάλαβε την ειρωνεία. «Η ηρωίνη του Κάλε Φάρισεν» είπε ο Σίμουν. «Την είχες τόσον καιρό δίχως να μπεις στον πειρασμό να δοκιμάσεις;» Το αγόρι γέλασε τραχιά, κοφτά. «Λάθος διατύπωση» είπε ο Σίμουν. «Ξέχνα τη λέξη “πειρασμός”. Κατάφερες όμως ν’ αντισταθείς. Πώς γίνεται αυτό;» Το αγόρι ανασήκωσε τους ώμους. «Ξέρω κάνα δυο πραγματάκια για τον εθισμό» είπε ο Σίμουν. «Η λίστα που μας κάνει να ξεκολλήσουμε δεν είναι και πολύ μεγάλη: Είτε το ρίχνουμε στη θρησκεία είτε ερωτευό​μαστε είτε κάνουμε παιδιά είτε μας παίρνει ο χάρος, που λένε.

Εγώ ερωτεύτηκα. Εσύ;» Το αγόρι δεν απάντησε. «Ο πατέρας σου;» Το αγόρι κοίταξε ερευνητικά τον Σίμουν, λες κι είχε ανακαλύψει κάτι. Ο Σίμουν κούνησε το κεφάλι του. «Μοιάζετε τόσο πολύ, ξέρεις. Είναι ακόμα πιο εμφανές στην πραγματικότητα απ’ ό,τι στις φωτογραφίες». «Όλοι έλεγαν ότι δεν μοιάζαμε καθόλου». «Όχι εσύ κι ο πατέρας σου, εσύ κι η μητέρα σου. Έχεις τα μάτια της. Συνήθιζε να σηκώνεται απ’ τ’ άγρια χαράματα, πριν απ’ όλους μας, και να τρώει πρωινό πριν φύγει για τη δουλειά. Καμιά φορά ξυπνούσα κι εγώ, μόνο και μόνο για να τη χαζέψω που καθόταν κι έτρωγε, πριν ετοιμαστεί, απίστευτα κουρασμένη, μα πάντα μ’ εκείνα τα υπέροχα αστραφτερά της μάτια». Το αγόρι δεν έβγαζε κιχ τώρα. Ο Σίμουν συνέχιζε να γυρίζει το περίστροφο μια από εδώ,

μια από την άλλη, λες κι έψαχνε για κάτι. «Ήμασταν τέσσερα φτωχαδάκια που μοιραζόμαστε ένα διαμέρισμα στο Όσλο, μας έβγαινε πιο φτηνά έτσι. Τρία αγόρια που φοιτούσαν στην Αστυνομική Ακαδημία κι η μητέρα σου. Εμείς τ’ αγόρια αυτοαποκαλούμαστε “η τρόικα” κι ήμασταν κολλητοί. Ο πατέρας σου, εγώ κι ο Πόντιους Παρ. Η μητέρα σου έψαχνε διαμέρισμα στις αγγελίες και κατέληξε να νοικιάζει το έξτρα δωμάτιο στο διαμέρισμά μας. Νομίζω ότι κι οι τρεις μας την ερωτευτήκαμε την πρώτη στιγμή που την είδαμε». Ο Σίμουν χαμογέλασε. «Kάναμε κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο, πολιορκώντας τη στα κρυφά. Κι ήμασταν κι οι τρεις ωραίοι, δεν ήξερε ποιον απ’ όλους να πρωτοδιαλέξει». «Δεν το ήξερα αυτό» είπε το αγόρι. «Αυτό που ξέρω είναι ότι διάλεξε λάθος». Ο Σίμουν σήκωσε τα μάτια από το πιστόλι του και συνάντησε το βλέμμα του Σόνι. «Η μητέρα σου ήταν η γυναίκα της ζωής μου, Σόνι. Παραλίγο να χαθώ όταν με παράτησε για τον πατέρα σου. Ειδικά όταν λίγο αργότερα έμαθα ότι ήταν έγκυος. Οι δυο τους έφυγαν από το διαμέρισμα, αγόρασαν το σπίτι στο Μπαργκ. Εκείνη ήταν έγκυος, εκείνος ακόμη στην Ακαδημία,

δεν είχαν να φάνε. Αλλά τα επιτόκια τότε ήταν πολύ χαμηλά και οι τράπεζες σου έδιναν χρήματα με τη σέσουλα». Ο Σόνι δεν είχε ανοιγοκλείσει τα μάτια του ούτε μια φορά. Ο Σίμουν ξερόβηξε και συνέχισε. «Τότε ήταν που το έριξα με μανία στον τζόγο. Ήμουν ήδη χρεωμένος όταν άρχισα να παίζω στον ιππόδρομο. Μεγάλα ποσά. Στεκόμουν στην άκρη της αβύσσου και σκεφτόμουν πως, ό,τι και να γινόταν, θα μ’ έπαιρνε από τον βούρκο που βρισκόμουν. Πάνω, κάτω, δεν είχε σημασία. Ήταν πολύ απελευθερωτικό. Είχαμε χαθεί με τον πατέρα σου. Μάλλον δεν άντεχα να βλέπω την ευτυχία του. Με τον Πόντιους είχαν γίνει κολλητοί, η τρόικα είχε διαλυθεί. Όταν μου ζήτησε να γίνω ο νονός σου, βρήκα μια δικαιολογία, δεν θυμάμαι, αλλά θυμάμαι να έρχομαι κρυφά στην εκκλησία τη μέρα που βαφτιζόσουν. Ήσουν το μόνο μωρό που δεν έκλαψε. Γύρισες απλώς και κοίταξες ήρεμα τον πάστορα –ήταν νέος και αγχωμένος– και του χαμογέλασες, λες κι εσύ τον βάφτιζες κι όχι εκείνος εσένα. Βγήκα απ’ τον ναό και πήγα και ποντάρισα με τη μία δεκατρία χιλιάρικα σ’ ένα άλογο που το έλεγαν Σόνι». «Και;»

«Μου χρωστάς δεκατρία χιλιάρικα». Το αγόρι χαμογέλασε. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» «Γιατί πού και πού αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν τα πράγματα είχαν γίνει αλλιώς. Αν είχα διαλέξει κάτι άλλο. Αν ο Αμπ είχε κάνει άλλες επιλογές. Αν εσύ είχες κάνει άλλες επιλογές. Ο Αϊνστάιν είχε πει κάποτε ότι ο ορισμός της τρέλας είναι να επαναλαμβάνεις το ίδιο πράγμα νομίζοντας ότι θα έχεις διαφορετικό αποτέλεσμα. Τι θα γινόταν όμως αν υπήρχε κάτι, θεϊκή έμπνευση ας πούμε, που να μας κάνει να διαλέξουμε διαφορετικά την επόμενη φορά;» Το αγόρι έδεσε ένα λαστιχένιο σωληνάκι γύρω από το μπράτσο του. «Θρήσκος μού ακούγεσαι, Σίμουν Κέφας». «Δεν ξέρω, αναρωτιέμαι απλώς. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο πατέρας σου είχε καλή θέληση, όσο σκληρά και να τον κρίνεις εσύ τώρα. Ήθελε μια καλύτερη ζωή και για τους τρεις σας. Η αγάπη έγινε η πτώση του. Και τώρα κάθεσαι και κρίνεις τον εαυτό σου εξίσου σκληρά γιατί νομίζεις ότι είσαι το αντίγραφό του. Αλλά δεν είσαι ο πατέρας σου, Σόνι. Μόνο και μόνο επειδή εκείνος απέτυχε ηθικά, δεν σημαίνει ότι θ’ αποτύχεις κι εσύ. Η ευθύνη ενός γιου δεν είναι να γίνει σαν τον πατέρα του, είναι να γίνει καλύτερος από τον πατέρα

του». Το αγόρι έμπηξε τα δόντια του στην άκρη του πλαστικού. «Ίσως, αλλά τι σημασία έχουν τώρα όλα αυτά;» είπε με την άκρη του στόματός του, τραβώντας πίσω το κεφάλι του για να σφίξει το σωληνάκι. Οι φλέβες στο μπράτσο του πετάχτηκαν έξω. Κράτησε τη σύριγγα από κάτω, με τον αντίχειρα πάνω στο έμβολο και τη βελόνα ξαπλωμένη πάνω στο μεσαίο του δάχτυλο. Σαν κινέζος παίκτης του πινγκ πονγκ, σκέφτηκε ο Σίμουν. Η σύριγγα ήταν στο δεξί του χέρι, παρόλο που ήταν αριστερόχειρας, αλλά ο Σίμουν ήξερε πολύ καλά ότι τα πρεζόνια μάθαιναν να χρησιμοποιούν και τα δυο τους χέρια για να χτυπούν ενέσεις. «Έχει σημασία γιατί ήρθε η ώρα να διαλέξεις, Σόνι, ήρθε η σειρά σου. Θα χτυπήσεις την ένεσή σου ή θα με βοηθήσεις να πιάσουμε τον Δίδυμο; Και το πραγματικό καρφί;» Μια σταγόνα γυάλισε στην άκρη της βελόνας. Από τον δρόμο ακούστηκαν οι ήχοι της πόλης: κίνηση και γέλια. Από το διπλανό δωμάτιο, ο διάλογος δύο ανθρώπων στο κρεβάτι. Ο ήσυχος καλοκαιρινός παλμός της πόλης. «Θα κανονίσω μια συνάντηση όπου θα παρευρίσκονται και ο Δίδυμος και το καρφί. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω χωρίς

εσένα, εσύ είσαι το δόλωμα». Το αγόρι δεν φαινόταν να τον έχει ακούσει. Είχε σκύψει το κεφάλι και είχε κυρτώσει το σώμα του γύρω από τη σύριγγα, έτοιμος να χτυπήσει τη δόση του. Ο Σίμουν ετοιμάστηκε. Και ξαφνιάστηκε όταν άκουσε τη φωνή του αγοριού να λέει: «Ποιος είναι το καρφί;». Ο Σίμουν ένιωσε έναν πόνο στο στήθος συνειδητοποίη​σε ότι είχε ξεχάσει να πάρει ανάσα.

και

«Θα το μάθεις όταν έρθεις στη συνάντηση, όχι πιο πριν. Ξέρω τι περνάς, Σόνι. Αλλά πάντα υπάρχει ένα σημείο δίχως γυρισμό, όπου τα πράγματα δεν γίνεται ν’ αναβληθούν άλλο, όπου δεν έχεις περιθώριο άλλη μέρα να πεις “είμαι αδύναμος τώρα, αλλά αύριο, αύριο θ’ αρχίσω το υπόλοιπο της ζωής μου”». Ο Σόνι κούνησε το κεφάλι του. «Δεν θα υπάρξει υπόλοιπο». Ο Σίμουν κοίταξε τη σύριγγα. Και τότε το κατάλαβε: Η δόση ήταν υπερβολική. «Θες να πεθάνεις χωρίς να μάθεις, Σόνι;»

Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του από τη σύριγγα και κοίταξε τον Σίμουν. «Και που έμαθα τι κατάλαβα, Κέφας;»

«Αυτό είναι;» είπε ο Όσμουν Μπιόρνστα καθώς έσκυψε πάνω από το τιμόνι. Διάβασε την πινακίδα πάνω από την πόρτα. «Ξενοδοχείο Μπίσμαρκ;» «Ναι» είπε η Κάρι κι έλυσε τη ζώνη της. «Κι είσαι σίγουρη ότι βρίσκεται εδώ;» «Ο Σίμουν ήθελε να μάθει ποια ξενοδοχεία στην Κβαντρατούρεν είχαν πελάτες που πλήρωναν μετρητά. Κάτι θα ήξερε μάλλον, κι έτσι πήρα τηλέφωνο και τα έξι ξενοδοχεία και τους έστειλα φωτογραφίες του Σόνι Λόφτχους». «Και πέτυχες διάνα με το Μπίσμαρκ». «Από τη ρεσεψιόν μού διαβεβαίωσαν ότι ο άνδρας της

φωτογραφίας διαμένει στο δωμάτιο 216. Μου είπαν επίσης ότι βρίσκεται εδώ ήδη ένας αστυνομικός κι έχει ανέβει στο δωμάτιο. Κι ότι το ξενοδοχείο είχε κάνει συμφωνία με τον αστυνομικό κι ελπίζει να την τηρήσουμε». «Ο Σίμουν Κέφας;» «Πολύ φοβάμαι πως ναι». «Εντάξει, πάμε λοιπόν» είπε ο Όσμουν Μπιόρνστα, σήκωσε το Σι-Μπι και πάτησε το κουμπί για να μιλήσει. «Δέλτα, ακούει η ομάδα Δέλτα;» Το μεγάφωνο έτριξε. «Εδώ Δέλτα. Ακούει. Όβερ». «Έχετε άδεια να μπείτε μέσα. Δωμάτιο 216». «Ελήφθη. Μπαίνουμε μέσα. Όβερ και άουτ». Ο Μπιόρνστα άφησε το Σι-Μπι κάτω. «Τι οδηγίες έχουν;» είπε η Κάρι, νιώθοντας το πουκάμισο να κολλάει πάνω της. «Προτεραιότητα στη δική τους ασφάλεια πρώτα, να πυροβολήσουν αν χρειαστεί δευτερευόντως. Πού πας;»

«Να πάρω λίγο αέρα». Η Κάρι διέσχισε τον δρόμο. Από μπροστά της πέρασαν τρέχοντας αστυνομικοί ντυμένοι στα μαύρα, κρατώντας οπλοπολυβόλα ΜΡ5. Άλλοι μπήκαν στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, άλλοι στον ακάλυπτο για ν’ ανεβούν από την έξοδο κινδύνου. Εκείνη μπήκε στη ρεσεψιόν και βρισκόταν στα μισά της σκάλας όταν άκουσε τον κρότο που έκανε η πόρτα όταν έσπασε και τον υπόκωφο γδούπο από τις οβίδες κρότου – λάμψης. Συνέχισε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες, μπήκε στον διάδρομο κι άκουσε τις φωνές στον ασύρματο: «Περιοχή διασφαλισμένη. Όβερ». Τέσσερις αστυνομικοί: ένας στο μπάνιο, τρεις στο υπνοδωμάτιο. Όλες οι ντουλάπες και τα παράθυρα ανοιχτά. Κανείς άλλος. Tίποτα άλλο. Ο ένοικος είχε αναχωρήσει από το ξενοδοχείο.

Ο Μάρκους ήταν σκυμμένος στον κήπο κι έψαχνε για βατράχια στο γρασίδι, όταν είδε τον Γιο να βγαίνει από το κίτρινο σπίτι και να έρχεται προς το μέρος του. Ο ήλιος του

απογεύματος ήταν τόσο χαμηλά πάνω από τις στέγες, που όταν ο Γιος έφτασε μπροστά του ήταν λες κι είχε ένα φωτοστέφανο πίσω από το κεφάλι του. Χαμογελούσε κι ο Μάρκους χάρηκε που δεν ήταν πια λυπημένος, όπως το πρωί. «Χάρηκα που σε γνώρισα, Μάρκους». «Φεύγεις;» «Ναι, πρέπει να φύγω». «Γιατί πρέπει πάντα να φεύγεις;» του ξέφυγε πριν προλάβει να κλείσει το στόμα του. Ο Γιος κάθισε ανακούρκουδα κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του μικρού. «Τον θυμάμαι τον πατέρα σου, Μάρκους». «Ναι;» είπε εκείνος με δυσπιστία. «Ναι. Ό,τι και να λέει η μητέρα σου, ο μπαμπάς σου ήταν πάντα πολύ καλός μαζί μου. Μια φορά θυμάμαι που κυνήγησε έναν μεγάλο τάρανδο που είχε ξεφύγει από το δάσος κι απειλούσε τη γειτονιά μας».

«Σοβαρά;» «Αμέ. Ολομόναχος». Και τότε ο Μάρκους είδε κάτι πολύ παράξενο. Πίσω απ’ το κεφάλι του Γιου, στο ανοιχτό παράθυρο του υπνοδωματίου, οι κουρτίνες τινάχτηκαν προς τα έξω. Παρόλο που δεν φυσούσε καθόλου αέρας. Ο Γιος σηκώθηκε όρθιος, χάιδεψε τα μαλλιά του Μάρκους κι άρχισε ν’ απομακρύνεται. Στο χέρι του είχε έναν χαρτοφύλακα. Σφύριζε μια μελωδία. Με την άκρη του ματιού του ο Μάρκους είδε κάτι και γύρισε ξανά προς το κίτρινο σπίτι. Οι κουρτίνες είχαν πιάσει φωτιά. Και τώρα είδε και τα υπόλοιπα παράθυρα του σπιτιού. Ήταν όλα τους ανοιχτά. Έναν τάρανδο, σκέφτηκε ο Μάρκους. Ο μπαμπάς κυνήγησε ολόκληρο τάρανδο. Ένας ήχος ακούστηκε από το σπίτι, λες και οι τοίχοι ρουφούσαν μέσα τους όλο τον αέρα. Ο ήχος έγινε υπόκωφο γουργουρητό, ύστερα τραγούδι, δυνάμωσε κατόπιν κι έγινε μια απειλητική, θριαμβευτική μουσική. Κι οι κίτρινες μπαλαρίνες στο μαύρο παράθυρο χόρευαν και στριφογύριζαν με μανία πια, γιορτάζοντας ήδη την πτώση, την Ημέρα της Κρίσεως.

Ο Σίμουν έβαλε τις ταχύτητες στο νεκρό κι άφησε τη μηχανή στο ρελαντί. Λίγο πιο κάτω στον δρόμο, έξω από το σπίτι του, ήταν ένα αυτοκίνητο. Ένα καινούργιο μπλε Φορντ Μοντέο με φιμέ τζάμια στο πίσω κάθισμα. Ένα ολόιδιο αμάξι ήταν παρκαρισμένο τις προάλλες έξω από την οφθαλμολογική πτέρυγα του νοσοκομείου. Θα μπορούσε να είναι καθαρή σύμπτωση, αλλά ο Σίμουν ήξερε ότι η αστυνομία του Όσλο είχε αγοράσει εφτά Φορντ Μοντέο πέρυσι. Με φιμέ τζάμια στο πίσω κάθισμα, ώστε να μη φαίνεται ο μπλε φάρος που ήταν τοποθετημένος στο εσωτερικό καπάκι του πορτμπαγκάζ, πίσω από το μαξιλαράκι του πίσω καθίσματος. Ο Σίμουν άρπαξε το κινητό από τη θέση του συνοδηγού. Η κλήση απαντήθηκε πριν προλάβει να χτυπήσει το τηλέφωνο δεύτερη φορά. «Τι θες;» «Γεια σου, Πόντιους. Πρέπει να είναι πολύ εκνευριστικό

που το τηλέφωνό μου βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, ε;» «Κόφ’ την αυτή την τρέλα τώρα, Σίμουν. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα υπάρξουν συνέπειες». «Καμία απολύτως;» «Όχι αν σταματήσεις τώρα, αυτή τη στιγμή. Σύμφωνοι;» «Πάντα συμφωνίες θες να κάνεις, Πόντιους. Άκου λοιπόν τι συμφωνία θα κάνουμε. Θα έρθεις να με βρεις αύριο το πρωί σ’ ένα εστιατόριο». «Σοβαρά; Τι έχει το μενού;» «Κάτι κακοποιούς που αν τους συλλάβεις μιλάμε για πολλά γαλόνια». «Κάτι πιο συγκεκριμένο;» «Δεν θα σου πω, αλλά θα σου δώσω τη διεύθυνση και την ώρα μόνο αν μου υποσχεθείς ότι θα φέρεις μαζί σου έναν και μοναδικό άνθρωπο, τη συνάδελφό μου Κάρι Άντελ». Σιωπή επικράτησε για μια στιγμή.

«Σίμουν, τι προσπαθείς να κάνεις; Να με δελεάσεις;» «Έχω κάνει ποτέ εγώ κάτι τέτοιο; Θυμήσου, έχεις πολλά να κερδίσεις. Ή μάλλον έχεις πάρα πολλά να χάσεις αν τους αφήσεις να ξεφύγουν». «Μου υπόσχεσαι ότι δεν πρόκειται για ενέδρα;» «Φυσικά. Νομίζεις ότι θ’ άφηνα ποτέ τίποτα να συμβεί στην Κάρι;» Ησυχία. «Όχι, όχι, Σίμουν, δεν θα έκανες ποτέ κάτι τέτοιο». «Γι’ αυτό πιθανώς να μην έγινα ποτέ διοικητής». «Χα χα, πολύ αστείο. Πού και πότε λοιπόν;» «Εφτά και τέταρτο. Άκερ Μπρίγκε, αριθμός 86. Τα λέμε εκεί». Ο Σίμουν άνοιξε το παράθυρο, πέταξε έξω το τηλέφωνό του και το είδε να χάνεται στον κήπο ενός γείτονα. Από μακριά ακούγονταν οι σειρήνες από πυροσβεστικά.

Ύστερα έβαλε πρώτη και ξεκίνησε. Οδήγησε προς τα δυτικά. Στη διασταύρωση του Σμέστα πήρε την έξοδο για Χολμενκόλεν. Ανέβηκε τον στριφογυριστό δρόμο προς το ξάγναντο που ανέκαθεν του πρόσφερε μια νέα ματιά πάνω από αυτή την πόλη. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, το Όσλο άρχισε να μοιάζει με φωτιά που σβήνει: κόκκινα και κίτρινα κάρβουνα που λαμπύριζαν εδώ κι εκεί. Ο Σίμουν ανέβασε τον γιακά του παλτού του κι έριξε πίσω το κάθισμα. Έπρεπε να κοιμηθεί, έστω και λίγο. Αύριο ήταν μεγάλη μέρα. Η μεγαλύτερη απ’ όλες. Αν ήταν τυχερός.

«Δοκίμασε αυτό» είπε η Μάρτα, δίνοντας στον νεαρό ένα σακάκι. Ήταν σχετικά καινούργιος στο κέντρο, τον είχε δει μόνο άλλη μία φορά. Είκοσι χρονών, όχι παραπάνω, αλλά τυχερός

θα ήταν αν ζούσε μέχρι τα είκοσι πέντε. Αυτό τουλάχιστον πίστευαν οι υπόλοιποι. «Τέλεια, σου πάει!» του είπε χαμογελώντας. «Για δοκίμασε κι αυτό» είπε και του έδωσε ένα τζιν παντελόνι, ολοκαίνουργιο σχεδόν. Ξαφνικά ένιωσε κάποιον να στέκεται από πίσω της κι έκανε μεταβολή. Μάλλον μπήκε από την καφετέρια, ίσως στεκόταν στην πόρτα της αποθήκης και τη χάζευε εδώ και ώρα. Το κουστούμι και ο επίδεσμος γύρω από το κεφάλι του έκαναν μπαμ, αλλά η Μάρτα ούτε που τα πρόσεξε. Το μόνο που πρόσεξε ήταν το έντονο, πεινασμένο του βλέμμα. Ήταν όλα όσα δεν ήθελε. Και όλα όσα ήθελε.

Ο Λαρς Γκίλμπαρ γύρισε από την άλλη μεριά μες στον ολοκαίνουργιο υπνόσακό του. Ο υπάλληλος του καταστήματος αθλητικών ειδών είχε κοιτάξει με δυσπιστία το χιλιάρικο, πριν το δεχτεί και του δώσει τον θαυματουργό αυτό

υπνόσακο. Ο Γκίλμπαρ ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Επέστρεψες!» είπε. «Ιησούς Χριστός, τι πήγες κι έκανες; Ινδουιστής έγινες;» Η φωνή του αντιλαλούσε κάτω από την καμάρα της γέφυρας. «Μπορεί» είπε το αγόρι και του χαμογέλασε. Κάθισε δίπλα του. «Χρειάζομαι κάπου να μείνω απόψε». «Ορίστε, ξάπλωσε. Αν κι εμένα μου φαίνεσαι ότι έχεις και για ξενοδοχείο». «Θα με πιάσουν αν πάω σε ξενοδοχείο». «Τότε έχουμε άπλετο χώρο και καθόλου ελέγχους εδώ πέρα». «Μπορώ να έχω μερικές από τις εφημερίδες σου, σε παρακαλώ; Εννοώ, αν τις έχεις διαβάσει». Ο Γκίλμπαρ χαχάνισε. «Μπορείς να πάρεις τον παλιό μου υπνόσακο, τον χρησιμοποιώ ως στρώμα πια». Τράβηξε τον βρόμικο υπνόσακο από κάτω του. «Ή μάλλον, ξέρεις τι; Πάρε τον καινούργιο και θα κοιμηθώ εγώ στον παλιό απόψε. O παλιός μυρίζει υπερβολικά εμένα, αν καταλαβαίνεις τι

εννοώ». «Είσαι σίγουρος;» «Ναι, αφού του έλειψα, το ξέρω». «Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, Λαρς». Ο Λαρς Γκίλμπαρ χαμογέλασε απλώς. Κι όταν ξάπλωσε και πάλι, ένιωσε μια γλυκιά ζέστη που δεν ερχόταν από τον υπνόσακο αλλά από μέσα του.

Ένας στεναγμός σαν ν’ απλώθηκε στους διαδρόμους της Στάτεν, όταν όλες οι πόρτες των κελιών κλείδωσαν ταυτόχρονα για το βράδυ. Ο Γιουχάνες Χαλντέν κάθισε στο κρεβάτι του. Δεν είχε σημασία πια τι έκανε, αν καθόταν ή στεκόταν· ο πόνος ήταν ο ίδιος. Κι ήξερε ότι δεν θα περνούσε, απλώς θα χειροτέρευε μέρα με την ημέρα. Η αρρώστια του ήταν πια εμφανής. Εκτός από καρκίνο στον πνεύμονα, είχε έναν όγκο σε μέγεθος

μπάλας του γκολφ στην κάτω κοιλία. Ο Άριλ Φρανκ είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Ως τιμωρία που βοήθησε το αγόρι να δραπετεύσει θ’ άφηνε τον Γιουχάνες να τον φάει ο καρκίνος, μονάχο στο κελί του, δίχως περίθαλψη ή παυσίπονα. Η μόνη περίπτωση να τον στείλει στο αναρρωτήριο θα ήταν αν καταλάβαινε ότι θα πέθαινε από στιγμή σε στιγμή κι ήθελε ν’ αποφύγει να καταγραφεί στην ετήσια έκθεση ένας ακόμα θάνατος μέσα σε κελί. Παντού ησυχία. Παντού κάμερες και ησυχία. Τον παλιό καιρό, όταν οι δεσμοφύλακες έκαναν περιπολία μετά το κλείδωμα, ήταν πολύ παρήγορο ν’ ακούει κανείς τα βήματά τους. Ένας από τους φρουρούς στις φυλακές Ούλερσμου – ένας ηλικιωμένος, θρήσκος άνδρας ονόματι Χόβελσμου– τραγουδούσε καθώς έκανε τις βόλτες του. Ο Γιουχάνες ευχήθηκε να ήταν ο Χόβελσμου τώρα εδώ. Ευχήθηκε να ήταν το αγόρι εδώ. Αλλά δεν παραπονιόταν. Το αγόρι τού είχε δώσει ό,τι του ζήτησε: άφεση αμαρτιών. Kι ένα νανούρισμα για καληνύχτα. Σήκωσε τη σύριγγα και την κράτησε στο φως. Αυτό ήταν το νανούρισμά του.

Το αγόρι τού είχε εξηγήσει πως την έβρισκε πάντα μες στην Αγία Γραφή που του είχε δώσει ο κακομοίρης ο εφημέριος, ο Περ Βολάν –ο Θεός ν’ αναπαύσει την ταλαιπωρημένη ψυχούλα του– κι ότι ήταν η καθαρότερη ηρωίνη που μπορούσε να βρει κανείς στο Όσλο. Του είχε δείξει και πώς να τη χτυπήσει όταν θα ερχόταν η ώρα. Ο Γιουχάνες ακούμπησε τη βελόνα πάνω σε μια παχιά μπλε φλέβα στο μπράτσο του. Πήρε μια τρεμάμενη ανάσα. Αυτό ήταν όλο λοιπόν, αυτή ήταν η ζωή. Μια ζωή που θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί πολύ διαφορετικά αν δεν είχε δεχτεί να μεταφέρει λαθραία εκείνες τις δυο σακούλες από το λιμάνι Σονγκλά. Τι περίεργο… Άραγε θα δεχόταν να το κάνει ξανά σήμερα; Όχι. Αλλά τότε είχε πει ναι. Ξανά και ξανά και ξανά. Κι άρα δεν θα μπορούσαν να έχουν αλλιώς τα πράγματα. Πίεσε τη βελόνα πάνω στο δέρμα του κι ανατρίχιασε όταν είδε το δέρμα να υποχωρεί και τη βελόνα να καρφώνεται μέσα του. Κι ύστερα πίεσε το έμβολο. Ήρεμα, απαλά. Ήταν πολύ σημαντικό ν’ αδειάσει κανείς εντελώς το περιεχόμενο. Το πρώτο πράγμα που συνέβη ήταν ότι οι πόνοι του εξαφανίστηκαν. Ως διά μαγείας.

Κι ύστερα συνέβη κάτι ακόμα. Για πρώτη φορά ο Γιουχάνες Χαλντέν κατάλαβε τι εννοούσαν τόσα χρόνια οι υπόλοιποι. Το τριπάκι. Η ελεύθερη πτώση. Η αγκαλιά. Ήταν δυνατόν να πρόκειται για κάτι τόσο απλό, να ήταν δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια, ένα τσίμπημα μόνο μακριά; Γιατί ήταν μαζί του τώρα εκείνη, με το μεταξωτό της φόρεμα και τα μακριά γυαλιστερά μαλλιά της, τα αμυγδαλωτά της μάτια. Κι η απαλή της φωνή τού ψιθύρισε τις δύσκολες αγγλικές λέξεις μέσα από τα απαλά κερασένια της χείλη. Ο Γιουχάνες Χαλντέν έκλεισε τα μάτια του και σωριάστηκε στο κρεβάτι. Το φιλί της. Ήταν το μόνο πράγμα που είχε ποτέ του θελήσει.

Ο Μάρκους κοιτούσε αποσβολωμένος την τηλεόραση. Μιλούσαν για τους ανθρώπους που είχαν σκοτωθεί τις τελευταίες εβδομάδες, ήταν στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο όλη την ώρα. Η μαμά τού είχε πει να μη βλέπει

τόσο πολλή τηλεόραση, θα είχε εφιάλτες. Αλλά ο Μάρκους είχε πάψει να έχει εφιάλτες. Και τώρα εκείνος ήταν στην οθόνη κι ο Μάρκους τον αναγνώρισε. Καθόταν σ’ ένα τραπέζι γεμάτο μικρόφωνα κι απαντούσε ερωτήσεις κι ο Μάρκους τον θυμήθηκε από τα γυαλιά του, που δεν είχαν σκελετό. Ο Μάρκους δεν καταλάβαινε τι έλεγε ή τι σήμαιναν όλα αυτά. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ο άνδρας δεν θα ξαναρχόταν ν’ ανάψει τη ζέστη στο κίτρινο σπίτι· είχε πια γίνει στάχτες.

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ————

42

Σ

τις 6:35 το πρωί η ρεσεψιονίστ του δικηγορικού γραφείου

Τούμτε & Έρε έκρυψε ένα χασμουρητό προσπαθώντας να θυμηθεί ποια ταινία τής θύμιζε η γυναίκα με την καμπαρντίνα που στεκόταν μπροστά της. Κάτι με την Όντρεϊ Χέπμπορν. Πρόγευμα στο Τίφανις; Η γυναίκα φορούσε κι ένα μεταξωτό μαντίλι και γυαλιά ηλίου και το όλο λουκ ήταν πολύ σίξτις. Ακούμπησε μια τσάντα στον πάγκο, είπε ότι ήταν για τον Γιαν Έρε, ήξερε εκείνος, κι έφυγε. Μισή ώρα αργότερα, καθώς ο ήλιος έπεφτε στα παράθυρα του κόκκινου τούβλινου δημαρχείου του Όσλο, τα πρώτα φέρι

μποτ άρχισαν να καταφθάνουν στο Άκερ Μπρίγκε γεμάτα ανθρώπους που έρχονταν για δουλειά από το Νεσοντάνγκεν, το Σον και το Ντρόμπακ. Ούτε ένα συννεφάκι πάλι στον ουρανό, αλλά ο αέρας ήταν φρέσκος, κάπως τσουχτερός, ένδειξη ότι ούτε αυτό το καλοκαίρι θα ήταν αιώνιο. Δυο άνδρες περπατούσαν πλάι πλάι, δίπλα στις αποβάθρες και μπροστά από τα τόσα εστιατόρια με τις καρέκλες στοιβαγμένες ανάποδα πάνω στα τραπέζια τους, προσπερνώντας μπουτίκ που θ’ άνοιγαν δύο ώρες αργότερα και πλανόδιους πωλητές που προετοίμαζαν την πραμάτεια τους για τις ορδές των τουριστών. Ο πιο νεαρός εκ των δύο φορούσε ένα κομψό αλλά τσαλακωμένο και λερωμένο γκρίζο κουστούμι. Ο μεγαλύτερος, ένα καρό σακάκι που είχε αγοράσει στις εκπτώσεις της αλυσίδας Ντρέσμαν κι ένα παντελόνι που του ταίριαζε μόνο στην τιμή. Φορούσαν πανομοιότυπα γυαλιά ηλίου –αγορασμένα σ’ ένα βενζινάδικο πριν από είκοσι μόλις λεπτά– και κουβαλούσαν δύο πανομοιότυπους χαρτοφύλακες. Οι δυο άνδρες έστριψαν σ’ ένα άδειο σοκάκι. Πενήντα μέτρα παρακάτω κατέβηκαν μια στενή σιδερένια σκάλα και βρέθηκαν μπροστά από την ταπεινή πόρτα ενός εστιατορίου, που, κρίνοντας κανείς από την ταπεινή του πινακίδα, μάλλον σέρβιρε θαλασσινά. Ο γηραιότερος άνδρας δοκίμασε το

πόμολο, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Χτύπησε. Ένα πρόσωπο στραβοχυμένο, λες κι έβλεπες παραμορφωτικό καθρέφτη, τους κοίταξε μέσα από το φινιστρίνι της πόρτας. Τα χείλη του κουνήθηκαν και οι λέξεις ακούστηκαν λες κι έβγαιναν μέσα από το νερό: «Σηκώστε ψηλά τα χέρια σας να τα βλέπω». Οι άνδρες υπάκουσαν και η πόρτα άνοιξε. Ο άνδρας ήταν ξανθός και κοντόχοντρος. Οι δυο άνδρες κοίταξαν το πιστόλι με το οποίο τούς σημάδευε. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω» είπε ο άνδρας με το καρό σακάκι και σήκωσε τα γυαλιά πάνω στο κεφάλι του. «Περάστε» είπε ο ξανθός. Μπήκαν μέσα και δύο άνδρες με μαύρα κουστούμια έσπευσαν να τους ψάξουν, ενώ ο ξανθός ακουμπούσε χαλαρά πάνω στον πάγκο της γκαρνταρόμπας, χωρίς να χαμηλώνει το περίστροφό του. Πήραν το πιστόλι του άνδρα από τη θήκη ώμου και το έδωσαν στον ξανθό.

«Αυτός είναι καθαρός» είπε ο άλλος άνδρας δείχνοντας τον νεαρό. «Αλλά έχει έναν επίδεσμο γύρω από τη μέση του». Ο ξανθός κοίταξε τον νεαρό άνδρα. «Εσύ είσαι λοιπόν ο Βούδας με το Σπαθί, ε; Ο Άγγελος της Κολάσεως. Χα». Ο νεαρός δεν απάντησε. Ο ξανθός έφτυσε στο πάτωμα, μπροστά από τα γυαλιστερά μαύρα παπούτσια του. «Σου πάει. Κάποιος σου ’χει χαράξει έναν γαμημένο σταυρό στο μέτωπο». «Και στο δικό σου». Ο ξανθός συνοφρυώθηκε. «Τι σκατά θες να πεις, Βούδα;» «Δεν το νιώθεις;» Ο ξανθός έκανε ένα βήμα μπροστά και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του. Η μύτη του ενός σχεδόν άγγιξε τη μύτη του άλλου. «Έλα τώρα» είπε ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας. «Σκάσε, παππού» είπε ο ξανθός, ανοίγοντας με βία το σακάκι του νεαρού. Τα δάχτυλά του πασπάτεψαν τον

επίδεσμο γύρω από τη μέση του. «Εδώ;» ρώτησε όταν το χέρι του έφτασε τα πλευρά του. Δυο στάλες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπο του νεαρού, πάνω από τα γυαλιά του. Ο ξανθός πίεσε τον επίδεσμο. Ο νεαρός άνοιξε το στόμα του, μα δεν βγήκε ήχος. Ο ξανθός γρύλισε. «Ναι, εδώ είναι». Έχωσε τα δάχτυλά του, πίεσε τη σάρκα και την τράβηξε. Ένας βραχνός ρόγχος ξέφυγε από τον νεαρό. «Μπου, μας περιμένει» του θύμισε μια φωνή. «Ναι, ναι» ο ξανθός είπε απαλά χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τον νεαρό που πάλευε να πάρει ανάσα. Ο ξανθός πίεσε κι άλλο. Ένα δάκρυ κύλησε στο χλωμό δέρμα κάτω από τα γυαλιά ηλίου. «Χαιρετίσματα από τον Σιλβέστερ και τον Εβγκένι» είπε ο ξανθός. Ύστερα άφησε τη σάρκα του νεαρού και γύρισε στους υπόλοιπους. «Πάρτε τους χαρτοφύλακες και φέρτε τους μέσα».

Οι νεοαφιχθέντες παρέδωσαν τους χαρτοφύλακες και μπήκαν στη μεγάλη αίθουσα. Ο άνδρας με το καρό σακάκι ενστικτωδώς έκοψε ταχύτητα. Η σιλουέτα ενός άνδρα, ενός μεγαλόσωμου άνδρα, διαγραφόταν μπροστά από το πράσινο φως ενός ενυδρείου, όπου πολύχρωμα ψάρια κολυμπούσαν μπρος πίσω κι ένας κρύσταλλος γυάλιζε πάνω σ’ ένα λευκό βραχάκι με ψηλά φύκια που σπαρταρούσαν στο ρεύμα των φυσαλίδων. Αστακοί με δεμένες τις δαγκάνες τους ήταν ξαπλωμένοι στον βυθό. «Όπως σου υποχέθηκα…» ψιθύρισε ο γηραιότερος άνδρας. «Ορίστε, να τος». «Το καρφί πού είναι;» ρώτησε ο νεαρός. «Πίστεψέ με, θα έρθει». «Επιθεωρητή Κέφας» βροντοφώναξε ο γιγαντόσωμος άνδρας. «Και Σόνι Λόφτχους. Περίμενα πολύ καιρό αυτή τη συνάντηση. Καθίστε». Ο νεαρός κινήθηκε πιο αργά από τον σύντροφό του καθώς οι δύο άνδρες κάθισαν στις καρέκλες απέναντι από τον

Δίδυμο. Ένας άνθρωπος μπήκε αθόρυβα μες στην αίθουσα από την πόρτα τύπου σαλούν της κουζίνας. Είχε κι αυτός φαρδιούς ώμους κι έναν λαιμό σαν κορμό δέντρου, όπως οι άλλοι δύο. «Μόνοι τους ήρθαν» είπε και στάθηκε πίσω από τους δύο νεοαφιχθέντες, μαζί με την υπόλοιπη επιτροπή υποδοχής. «Έχει πολύ φως εδώ μέσα για τα γούστα σου, ε;» είπε ο γιγαντόσωμος άνδρας στον νεαρό, που φορούσε ακόμη τα γυαλιά του. «Ό,τι χρειάζομαι να δω το βλέπω, ευχαριστώ» είπε εκείνος κοφτά. «Καλή απάντηση. Μακάρι να είχα κι εγώ τα νέα κι υγιή σου μάτια». Ο άνδρας έδειξε τα δικά του μάτια. «Ξέρεις ότι η φωτοευαισθησία των ματιών μειώνεται 30% πριν καλά καλά κλείσουμε τα πενήντα; Αν το δεις έτσι, η ζωή είναι ένα ταξίδι προς το σκοτάδι, όχι προς το φως, σωστά; Δεν είναι λογοπαίγνιο για τη γυναίκα σου, επιθεωρητή Κέφας. Γι’ αυτό και πρέπει να μάθουμε να πορευόμαστε τυφλά στη ζωή όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Πρέπει ν’ αποκτήσουμε την ικανότητα του τυφλοπόντικα να χρησιμοποιεί τις υπόλοιπες

αισθήσεις του για να βρίσκει εμπόδια και απειλές που είναι στον δρόμο του, σωστά;» Άνοιξε τα χέρια του. Ήταν σαν JCB με δυο δαγκάνες. «Αλλιώς μπορούμε να εξαγοράσουμε έναν τυφλοπόντικα για να βλέπει για την πάρτη μας. Έναν σπιούνο. Το πρόβλημα με δαύτους είναι ότι δεν βγαίνουν στην επιφάνεια, άρα είναι εύκολο να τους χάσεις. Έτσι έχασα κι εγώ τον δικό μου. Δεν έχω ιδέα τι απέγινε. Κι απ’ ό,τι κατάλαβα, κι εσύ αυτόν ψάχνεις, σωστά;» Ο νεαρός ανασήκωσε απλώς τους ώμους του. «Για να μαντέψω. Ο Κέφας σε έπεισε να έρθεις μέχρι εδώ υποσχόμενος ότι θα βρεις το καρφί, σωστά;» Ο γηραιότερος άνδρας ξερόβηξε. «Ο Σόνι βρίσκεται εδώ οικειοθελώς, επειδή αποζητά ανακωχή. Θεωρεί ότι εκδικήθηκε τον θάνατο του πατέρα του κι ότι οι δυο πλευρές πρέπει τώρα να χωρίσουν. Για να δείξει ότι το εννοεί, έχει αποδεχθεί να επιστρέψει τα χρήματα και τα ναρκωτικά που πήρε. Ως αντάλλαγμα, θα σταματήσετε να τον κυνηγάτε. Μας φέρνετε τους χαρτοφύλακες, παρακαλώ;»

Ο μεγαλόσωμος άνδρας έκανε νόημα στον ξανθό, που ακούμπησε τους χαρτοφύλακες πάνω στο τραπέζι. Ο άνδρας με το καρό σακάκι πήγε ν’ ανοίξει τον ένα, αλλά ο ξανθός τού έσπρωξε το χέρι μακριά. «Όπως προτιμάτε» είπε ο Σίμουν, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. «Θέλω απλώς να ξέρετε ότι ο κύριος Λόφτχους έχει φέρει μαζί του το ένα τρίτο των χρημάτων και το ένα τρίτο των ναρκωτικών· τα υπόλοιπα θα τα παραλάβετε όταν αποσπάσει την υπόσχεσή σας για ανακωχή και βγει από εδώ μέσα ζωντανός κι αρτιμελής».

Η Κάρι έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Κοίταξε τα φώτα πάνω στο παλιό εργοστάσιο. Μια σειρά κόκκινα γράμματα έγραφαν A-K-E-R B-R-Y-G-G-E. Μάζες ξεχύνονταν από το φέρι μποτ που είχε μόλις δέσει. «Είναι ασφαλές να συναντιέται ολόκληρος διοικητής της αστυνομίας με κακοποιούς δίχως εφεδρική δύναμη στην περιοχή;»

«Όπως έλεγε κάποτε ένας φίλος μου» είπε ο Πόντιους Παρ ελέγχοντας το περίστροφό του πριν το ξαναβάλει στη θήκη του ώμου του «αν δεν ρισκάρεις, δεν κερδίζεις». «Ο Σίμουν θα έλεγε κάτι τέτοιο» είπε η Κάρι και κοίταξε το ρολόι στην κορυφή του δημαρχείου: 7:10. «Ακριβώς» είπε ο Παρ. «Και ξέρετε κάτι, ανθυπαστυνόμε; Έχω την αίσθηση ότι η σημερινή μέρα θ’ αποδειχθεί λαμπρή και για τους δυο μας. Θέλω να με συνοδεύσετε αργότερα στη συνέντευξη Τύπου. Ο διοικητής και η νεαρή ανθυπαστυνόμος». Πλατάγισε τα χείλη του λες και δοκίμαζε κάτι. «Ναι, μια χαρά μού ακούγεται». Άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και κατέβηκε απ’ το όχημα. Η Κάρι έπρεπε να τρέξει για να τον προλάβει κατά μήκος της προκυμαίας.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο ηλικιωμένος αστυνομικός. «Είμαστε σύμφωνοι; Εσύ παίρνεις πίσω ό,τι ήταν δικό σου κι ο Λόφτχους αφήνεται ελεύθερος για να φύγει από τη χώρα».

«Κι εσύ παίρνεις τη μικρή σου προμήθεια επειδή διαμεσολάβησες να γίνει ανακωχή, σωστά;» Ο μεγαλόσωμος άνδρας χαμογέλασε. «Σωστά». «Χμ». Ο άνδρας κοίταξε τον Σίμουν λες κι έψαχνε κάτι που δεν μπορούσε να βρει. «Μπου, άνοιξε τους χαρτοφύλακες». Ο Μπου έκανε ένα βήμα μπροστά και προσπάθησε να σηκώσει το πρώτο καπάκι. «Είναι κλειδωμένο, αφεντικό». «Ένα» είπε απαλά, σχεδόν ψιθυριστά, ο νεαρός. «Εννιά, εννιά, εννιά». Ο Μπου γύρισε τους μικρούς μεταλλικούς κυλίνδρους. Άνοιξε το καπάκι. Γύρισε τον χαρτοφύλακα προς τη μεριά του αφεντικού του. «Μάλιστα» είπε ο γιγαντόσωμος άνδρας, κρατώντας ψηλά ένα σακουλάκι. «Το ένα τρίτο. Και τα υπόλοιπα πού είναι;» «Σε μια κρυψώνα» είπε ο Σίμουν. «Πού αλλού; Κι ο κωδικός της βαλίτσας με τα χρήματα;»

«Ο ίδιος» είπε ο νεαρός. «1999. Η χρονιά που πέθανε ο πατέρας σου, σωστά;» Ο νεαρός δεν απάντησε. «Εντάξει;» είπε ο Σίμουν Κέφας, χαμογελώντας και χτυπώντας μια φορά παλαμάκια. «Μπορούμε να φύγουμε τώρα;» «Νόμιζα ότι θα τρώγαμε μαζί» είπε ο μεγαλόσωμος άνδρας. «Σας αρέσει ο αστακός, ε;» Καμιά αντίδραση. Εκείνος ξεφύσηξε. «Να σας πω την αμαρτία μου, ούτε εμένα μου αρέσει. Αλλά ξέρετε κάτι; Τον τρώω έτσι κι αλλιώς. Γιατί; Γιατί είναι αναμενόμενο από έναν άνδρα της δικής μου θέσης». Το σακάκι του άνοιξε κι αποκάλυψε το τεράστιο στήθος του καθώς εκείνος τέντωσε τα χέρια του. «Αστακοί, χαβιάρια, σαμπάνιες. Τρακαρισμένες Φεράρι, πρώην μοντέλα με απαιτητικές διατροφές, η μοναξιά της θαλαμηγού, ο καύσωνας στις Σεϊχέλες. Ξέρετε πόσα πράγματα κάνω που δεν θέλω; Πρέπει όμως να υποθάλπω τα κίνητρα· όχι τα δικά μου, αλλά των ανθρώπων που

δουλεύουν για μένα. Πρέπει να βλέπουν αυτά τα σύμβολα της επιτυχίας –αυτά που έχω καταφέρει, αυτά που μπορούν να καταφέρουν κι αυτοί–, ώστε να συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους, σωστά;» Ο γιγαντόσωμος άνδρας έχωσε ένα τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του. Το τσιγάρο έμοιαζε παράξενα μικροσκοπικό μπροστά στο τεράστιο κεφάλι του. «Αλλά είναι, φυσικά, και σύμβολα της εξουσίας μου, για να θυμίζουν σε εχθρούς και ανταγωνιστές τη δύναμή μου. Το ίδιο πράγμα κάνουν και η βία κι η βαναυσότητα. Δεν μου αρέσουν. Αλλά καμιά φορά χρειάζονται, για να διατηρηθούν τα κίνητρα. Για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους διάφοροι αναίσθητοι. Για να πάψουν να μου αντιστέκονται…» Άναψε το τσιγάρο του μ’ έναν αναπτήρα-περίστροφο. «Υπήρχε ένας άνδρας, παραδείγματος χάριν, που πείραζε όπλα, τα μετέτρεπε για χάρη μου. Πήρε σύνταξη. Αποδέχομαι να θες να πειράζεις μοτοσικλέτες αντί για όπλα. Αυτό που δεν δέχομαι είναι να δίνεις Ούζι σε κάποιον που ξέρεις ότι έχει ήδη σκοτώσει πολλούς συνεργάτες μου». Ο άνδρας χτύπησε το γυαλί του ενυδρείου με το δάχτυλό του.

Οι δυο άνδρες ακολούθησαν το δάχτυλο του άνδρα και κοίταξαν στο γυαλί. Ο νεαρός πετάχτηκε στην καρέκλα του. Ο γηραιότερος απλώς έμεινε να κοιτάζει. Το λευκό βραχάκι με τα κυματιστά φύκια δεν είχε πάνω του κάποιο κρύσταλλο. Αυτό που γυάλιζε ήταν ένα χρυσό δόντι. «Ορισμένοι θα πουν ότι το να αποκεφαλίζεις κάποιον είναι υπερβολή. Αλλά, αν θες να ενσταλάξεις την έννοια της αφοσίω​σης στο προσωπικό σου, καμιά φορά πρέπει να κάνεις λίγη παραπάνω προσπάθεια. Φαντάζομαι ότι συμφωνείτε μαζί μου, επιθεωρητή». «Συγγνώμη;» είπε ο Σίμουν. Ο μεγαλόσωμος άνδρας έγειρε το κεφάλι στο πλάι και τον παρατήρησε. «Έχετε πρόβλημα ακοής, επιθεωρητή;» Ο Σίμουν Κέφας έστρεψε το βλέμμα του από το ενυδρείο στον άνδρα. «Πολύ φοβάμαι ότι γερνάω. Οπότε, αν μπορούσατε να μιλάτε λίγο πιο δυνατά λοιπόν, θα βοηθούσε την κατάσταση». Ο Δίδυμος εξεπλάγη κι έσκασε στα γέλια. «Να μιλήσω πιο δυνατά;» Ρούφηξε το τσιγάρο του κι έριξε ένα βλέμμα στον

ξανθό. «Τους ελέγξατε για κοριούς;» «Ναι, αφεντικό. Και το εστιατόριο ελέγξαμε». «Τότε όντως αρχίζεις και κουφαίνεσαι, Κέφας. Τι θα γίνει όταν η γυναίκα σου… πώς πάει η παροιμία; Οι τυφλοί θα οδηγούν τους κωφούς;» Κοίταξε τριγύρω με τα φρύδια σηκωμένα και οι τέσσερις άνδρες έσκασαν αμέσως στα γέλια. «Τους ακούς που γελάνε; Γελάνε επειδή με φοβούνται» είπε ο γιγαντόσωμος άνδρας στο αγόρι. «Εσύ με φοβάσαι;» Το αγόρι δεν απάντησε. Ο άνδρας με το καρό σακάκι κοίταξε το ρολόι του.

Η Κάρι κοίταξε το ρολόι της: 7:14. Ο Παρ είχε τονίσει ότι έπρεπε να είναι στην ώρα τους.

«Εδώ είμαστε» είπε ο Παρ δείχνοντας την πινακίδα με το όνομα. Άνοιξε την πόρτα του εστιατορίου και την κράτησε για να περάσει η Κάρι. Στην γκαρνταρόμπα ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Μια φωνή ακουγόταν από το βάθος. Ο Παρ έβγαλε το πιστόλι του από τη θήκη του ώμου του κι έκανε νόημα στην Κάρι να τον μιμηθεί. Ήξερε ότι στο τμήμα κυκλοφορούσαν διάφορες ιστορίες για τις επιδόσεις της στις καραμπίνες, λόγω του επεισοδίου στο Ενερχάουγκεν, κι έπρεπε να εξηγήσει στον διοικητή ότι ήταν πρωτάρα στις ένοπλες εφόδους. Κι εκείνος της είχε απαντήσει ότι ο Σίμουν επέμενε ότι εκείνη και μόνο εκείνη έπρεπε να τον συνοδεύσει κι ότι εννιά φορές στις δέκα δεν χρειαζόταν να κάνει κανείς τίποτε άλλο απ’ το να δείξει την αστυνομική του ταυτότητα. Και ενενήντα εννέα στις εκατό να τη συνοδεύσει με την επίδειξη του όπλου του. Παρ’ όλα αυτά, η καρδιά της Κάρι πήγαινε να σπάσει καθώς προχωρούσαν στον διάδρομο. Η φωνή σώπασε καθώς μπήκαν στην αίθουσα. «Αστυνομία!» είπε ο Παρ, σημαδεύοντας τους μοναδικούς ανθρώπους μες στην αίθουσα. Η Κάρι έκανε δυο βήματα στο πλάι και σημάδεψε τον μεγαλύτερο από τους δύο άνδρες. Για

μια στιγμή επικράτησε απόλυτη ησυχία και η φωνή του Τζόνι Κας ξεπήδησε από ένα μεγάφωνο μεταξύ του μπουφέ κι ενός ταριχευμένου κεφαλιού ενός κερασφόρου ταύρου: «Give my love to Rose». Μία ψησταριά που σέρβιρε και πρωινό. Οι δυο άνδρες στο τραπέζι, κι οι δυο τους ντυμένοι με ανοιχτά γκρίζα κουστούμια, σήκωσαν το βλέμμα τους απορημένοι. Η Κάρι συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν οι μόνοι πελάτες μες στην αίθουσα. Σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, με θέα τη θάλασσα, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι έμοιαζε να έχει πάθει ταυτόχρονη καρδιακή προσβολή. Ήρθαμε στο λάθος μέρος, σκέφτηκε η Κάρι. Αποκλείεται να ήταν αυτό το εστιατόριο που ήθελε να τους στείλει ο Σίμουν. Ο μικρότερος από τους δύο άνδρες σκούπισε το στόμα του και μίλησε: «Σας ευχαριστώ που ήρθατε αυτοπροσώπως, κύριε διοικητή. Σας διαβεβαιώ ότι κανείς εκ των δύο μας δεν είναι οπλισμένος ή έχει κακές προθέσεις». «Ποιος είσαι εσύ;» βρόντηξε ο Παρ. «Ονομάζομαι Γιαν Έρε, είμαι δικηγόρος κι εκπροσωπώ τον κύριο από εδώ, τον κύριο Ίβερ Ίβερσεν». Έδειξε με το χέρι του τον ψηλότερο συνδαιτυμόνα του κι η Κάρι αναγνώρισε αμέσως την ομοιότητα με τον γιο του Ίβερ Τζούνιορ.

«Και τι δουλειά έχετε εδώ;» «Ό,τι κι εσείς, υποθέτω». «Σοβαρά; Εμένα μου υποσχέθηκαν κακοποιούς για πρωινό». «Κι εμείς έχουμε κάθε πρόθεση να τιμήσουμε αυτή την υπόσχεση, κύριε διοικητή».

«Θα έπρεπε να με φοβάσαι» είπε ο μεγαλόσωμος άνδρας. Έκανε νόημα στον ξανθό, ο οποίος τράβηξε από τη ζώνη του ένα λεπτό μακρύ μαχαίρι, έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός, αγκάλιασε το κεφάλι του νεαρού κι ακούμπησε το μαχαίρι στον λαιμό του. «Νομίζεις πραγματικά ότι με νοιάζει αν μου έκλεψες τα ψιλά, Λόφτχους; Ξέχνα τα χρήματα και τα ναρκωτικά. Υποσχέθηκα στον Μπου να τον αφήσω να σε κόψει κομματάκια και θεωρώ τα χρήματα και τα ναρκωτιά που έχασα καλή επένδυση: επένδυση στα κίνητρα των

συνεργατών μου, σωστά; Υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνει αυτό, αλλά θα πονέσεις πολύ λιγότερο αν μας πεις πού βρίσκεται το πτώμα του Σιλβέστερ, ώστε να μπορέσουμε να του κάνουμε μια σωστή χριστιανική κηδεία. Λοιπόν;» Ο νεαρός ξεροκατάπιε, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο μεγαλόσωμος άνδρας βάρεσε τη γροθιά του στο τραπέζι κι έκανε τα ποτήρια ν’ αναπηδήσουν. «Κι εσύ κουφός είσαι;» «Ίσως και να είναι» είπε ο ξανθός, που είχε φέρει το πρόσωπό του δίπλα στο αυτί του νεαρού. «Ο Βούδας μας φοράει ωτοασπίδες». Οι υπόλοιποι έσκασαν στα γέλια. Ο μεγαλόσωμος άνδρας κούνησε το κεφάλι του μ’ απελπισία και γύρισε να σχηματίσει τον κωδικό και στον άλλο χαρτοφύλακα. «Δικός σου, Μπου. Κάν’ τον ό,τι θες. Κόψ’ τον κομματάκια». Ένα πινγκ ακούστηκε όταν ο άνδρας άνοιξε τον χαρτοφύλακα, αλλά οι άνδρες ήταν πολύ απορροφημένοι απ’ το μαχαίρι του Μπου για να προσέξουν μια μικρή μεταλλική περόνη που πετάχτηκε από τον

χαρτοφύλακα κι έπεσε στο πάτωμα. «Η μικροσκοπική πανέξυπνη μανούλα έχει δίκιο για πολλά πράγματα, αλλά όχι όσον αφορά εσένα» είπε ο Σίμουν. «Δεν έπρεπε να είχε θηλάσει τον γιο του διαβόλου, όχι». «Τι σκατ…» πήγε να πει ο μεγαλόσωμος άνδρας. Οι άνδρες του γύρισαν προς το μέρος του. Στον χαρτοφύλακα, δίπλα σ’ ένα περίστροφο κι ένα Ούζι, υπήρχε ένα αντικείμενο χρώματος λαδί, που έμοιαζε με λαστιχένιο κάλυμμα του τιμονιού ενός ποδηλάτου. Ο γιγαντόσωμος άνδρας ξανασήκωσε το βλέμμα του κι ίσα που πρόλαβε να δει τον Σίμουν Κέφας να ξαναφοράει τα γυαλιά του ηλίου του.

«Είναι αλήθεια ότι συμφωνήσαμε με τον επιθεωρητή Κέφας να σας συναντήσουμε εδώ πέρα μαζί με τον πελάτη μου» είπε ο Γιαν Έρε, αφού έδειξε στον Πόντιους Παρ την ταυτότητά του για να του αποδείξει ότι ήταν όντως δικηγόρος. «Δεν σας το είπε;»

«Όχι» απάντησε ο διοικητής της αστυνομίας. Η Κάρι διέκρινε θυμό και σύγχυση στο πρόσωπό του. Ο Έρε αντάλλαξε κλεφτές ματιές με τον πελάτη του. «Να υποθέσω λοιπόν ότι δεν ξέρετε τίποτα για τη συμφωνία μας;» «Ποια συμφωνία;» «Για την απολογία που θα κάνουμε με αντάλλαγμα μειωμένη ποινή». Ο Παρ κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Το μόνο που μου είπε ο Σίμουν Κέφας ήταν ότι θα έβρισκα δυο εγκληματίες, σερβιρισμένους κι έτοιμους στο πιάτο. Τι συμβαίνει λοιπόν;» Ο Έρε ήταν έτοιμος ν’ απαντήσει όταν ο Ίβερ Ίβερσεν έσκυψε προς το μέρος του και του ψιθύρισε κάτι. Ο Έρε κατένευσε και ο Ίβερσεν ξανακάθισε στην καρέκλα του κι έκλεισε τα μάτια του. Η Κάρι τον κοίταξε προσεκτικά. Έμοιαζε καταβεβλημένος. Διαλυμένος, παραιτημένος. Ο Έρε ξερόβηξε. «Ο επιθεωρητής Κέφας πιστεύει ότι έχει ορισμένα, ε… στοιχεία εναντίον του πελάτη μου και της αποθανούσας συζύγου του σχετικά με διάφορες

κτηματομεσιτικές συναλλαγές που είχαν ως αντισυμβαλλόμενο τον κύριο Λέβι Τόου, περισσότερο γνωστό με το ψευδώνυμο Δίδυμος». Τόου, σκέφτηκε η Κάρι. Σπάνιο όνομα, αλλά κάπου το είχε ξανακούσει πρόσφατα. Κάποιον που είχε χαιρετήσει ίσως; Κάποιον στα κεντρικά. «Ο Κέφας ισχυρίζεται επίσης ότι έχει στοιχεία για την εξαγορά μίας κατά παραγγελίαν δολοφονίας, στοιχεία που βαραίνουν την Ανιέτε Ίβερσεν. Από σεβασμό προς το νεαρό της ηλικίας του Ίβερ Τζούνιορ, υποσχέθηκε να απέχει από την παρουσίαση καταδικαστικών στοιχείων που αφορούν την εν λόγω υπόθεση. Κι όσο για τις κτηματομεσιτικές συναλλαγές, ο πελάτης μου συμφώνησε να λάβει μειωμένη ποινή ως αντάλλαγμα για την ομολογία του και την κατάθεση μαρτυρίας εναντίον του Δίδυμου σε προκείμενη δίκη». Ο Πόντιους Παρ έβγαλε τα τετράγωνα γυαλιά του και τα γυάλισε με το μαντίλι του. Η Κάρι εξεπλάγη απ’ το πόσο γαλανά και παιδιάστικα ήταν τα μάτια του. «Μου ακούγεται σαν συμφωνία που μπορούμε να τηρήσουμε, ναι».

«Πολύ ωραία» είπε ο Έρε, άνοιξε τον χαρτοφύλακα που βρισκόταν ακουμπισμένος σε μια καρέκλα δίπλα του, έβγαλε έναν φάκελο και τον έσπρωξε προς τη μεριά του Παρ. «Εδώ μέσα θα βρείτε μια λίστα με όλες τις κτηματομεσιτικές συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να ξεπλυθεί χρήμα προερχόμενο από τον Λέβι Τόου. Ο κύριος Ίβερσεν είναι επίσης προετοιμασμένος να καταθέσει εναντίον του κυρίου Φρέντρικ Άνσγκαρ, πρώην αξιωματικού του ΣΔΟΕ, που διασφάλιζε επί μακρόν ότι κανείς δεν θα διερευνούσε τις ύποπτες αυτές συναλλαγές». Ο Παρ πήρε στα χέρια του τον φάκελο. Τον πίεσε. «Έχει και κάτι άλλο μέσα» είπε. «Ένα στικάκι. Περιέχει το ηχητικό αρχείο που έστειλε ο επιθεωρητής Κέφας στον πελάτη μου από ένα κινητό τηλέφωνο και το οποίο μας ζήτησε να σας παραδώσουμε». «Ξέρετε τι περιέχει;» Ο Έρε κι ο Ίβερσεν αντάλλαξαν ξανά φευγαλέες ματιές. Ο Ίβερσεν ξερόβηξε. «Είναι η ηχογραφημένη φωνή κάποιου. Ο επιθεωρητής

Κέφας μάς είπε ότι θα καταλάβετε ποιος είναι όταν την ακούσετε». «Έφερα μαζί μου έναν υπολογιστή» είπε ο Έρε. «Σε περίπτωση που θέλετε να το ακούσετε τώρα».

Ο ανοιχτός χαρτοφύλακας. Τα όπλα. Η λαδί χειροβομβίδα. Ο επιθεωρητής Σίμουν Κέφας πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του και τ’ αυτιά του. Μια λάμψη φωτός τού έγλειψε το πρόσωπο κι ένα χτύπημα προσγειώθηκε σαν μπουνιά στο στομάχι του. Ύστερα άνοιξε τα μάτια του, πετάχτηκε μπροστά, άρπαξε το πιστόλι από τον χαρτοφύλακα κι έκανε μεταβολή. Ο ξανθός ήταν κοκαλωμένος, λες κι είχε μόλις δει τη Μέδουσα. Είχε ακόμη το κεφάλι του Σόνι σε λαβή και το μαχαίρι στο άλλο χέρι. Κι ο Σίμουν το είδε τώρα, ο Σόνι είχε δίκιο, ο τύπος είχε όντως έναν σταυρό πάνω στο μέτωπό του, το στόχαστρο της διόπτρας του. Ο Σίμουν πάτησε τη σκανδάλη κι είδε τη σφαίρα να τρυπάει το κρανίο κάτω απ’ το ξανθό

τσουλούφι. Καθώς ο άνδρας γκρεμιζόταν, ο Σόνι άρπαξε το Ούζι. Ο Σίμουν τού είχε εξηγήσει ότι είχαν μόνο δύο δευτερόλεπτα πριν φύγει η προσωρινή παράλυση. Είχαν καθίσει στο δωμάτιο του Μπίσμαρκ και είχαν εξασκηθεί ξανά και ξανά σ’ αυτήν ακριβώς τη σκηνή: ν’ αρπάζουν τα όπλα και να πυροβολούν. Φυσικά, δεν ήταν σε θέση να προβλέψουν ακριβώς πώς θα εξελίσσονταν τα γεγονότα και μέχρι ο Δίδυμος ν’ ανοίξει τον χαρτοφύλακα, πυροδοτώντας την οβίδα κρότου – λάμψης, ο Σίμουν ήταν πεπεισμένος ότι την είχαν πατήσει. Αλλά όταν είδε τον Σόνι να πατάει τη σκανδάλη και να κάνει πιρουέτα στο ένα πόδι ήξερε ότι ο Δίδυμος δεν θα επέστρεφε σπίτι του χαρούμενος απόψε. Οι σφαίρες πετάχτηκαν από το τραυλίζον όπλο, που δεν πρόλαβε να πει παραπάνω από μία συλλαβή. Δύο από τους άνδρες του Δίδυμου είχαν ήδη σκοτωθεί κι ο τρίτος ίσα που πρόλαβε να χώσει το χέρι μέσα στο σακάκι του, όταν μια διακεκομμένη κόκκινη γραμμή εμφανίστηκε στο στήθος του. Έμεινε να στέκεται ακίνητος για μια στιγμή, λες και λάμβανε το μήνυμα ότι ήταν νεκρός, αλλά ο Σίμουν είχε ήδη στραφεί προς τη μεριά του Δίδυμου. Κοιτάζοντας έκπληκτος την άδεια καρέκλα. Πώς είναι δυνατόν ένας τόσο χοντρός άνθρωπος να…

Τον είδε στην άκρη του ενυδρείου, δίπλα στην πόρτα τύπου σαλούν της κουζίνας. Σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη τρεις απανωτές φορές. Το σακάκι του Δίδυμου ξέφτισε και το τζάμι του ενυδρείου έσπασε. Για μια στιγμή το νερό έμοιαζε να θέλει να κρατήσει το ορθογώνιο σχήμα του, από συνήθεια ή από άλλες άγνωστες δυνάμεις, ώσπου εξερράγη και πετάχτηκε επάνω τους σαν πράσινος τοίχος. Ο Σίμουν προσπάθησε να πεταχτεί στο πλάι, αλλά ήταν πολύ αργός. Πάτησε πάνω σ’ έναν αστακό προσπαθώντας να ξεφύγει, ένιωσε το γόνατό του να λυγίζει κι έχασε την ισορροπία του μες στον κατακλυσμό. Όταν ξανακοίταξε προς την πόρτα, δεν μπορούσε να δει πια τον Δίδυμο, μόνο τα φύλλα της πόρτας ν’ ανοιγοκλείνουν πέρα δώθε. «Είσαι καλά;» είπε ο Σόνι καθώς προσφέρθηκε να βοηθήσει τον Σίμουν να ξανασηκωθεί όρθιος. «Καλύτερα από ποτέ» είπε ο Σίμουν βογκώντας και τινάζοντας στο πλάι το χέρι του μικρού. «Αλλά, αν μας ξεφύγει τώρα ο Δίδυμος, δεν πρόκειται να τον πιάσουμε ποτέ». Ο Σίμουν έτρεξε στην πόρτα της κουζίνας, την άνοιξε με

μια κλοτσιά και μπήκε μέσα με το πιστόλι σε ετοιμότητα. Η ταγκή μυρωδιά της μαζικής εστίασης. Το βλέμμα του πέρασε γρήγορα πάνω από μεταλλικούς πάγκους και κουζίνες, κατσαρολικά, σπάτουλες και μαχαίρια, κρεμασμένα από το χαμηλό ταβάνι, παρεμποδίζοντας τη θέα του. Ο Σίμουν έσκυψε στα γρήγορα, μήπως και δει σκιές ή κάποια κίνηση. «Το πάτωμα» είπε ο Σόνι. Ο Σίμουν κοίταξε κάτω. Κόκκινοι λεκέδες στα γκριζομπλέ πλακάκια. Τα μάτια του δεν έκαναν πουλάκια: Μία από τις σφαίρες του είχε όντως βρει τον στόχο της. Άκουσε από μακριά τον ήχο μιας πόρτας αυτοκινήτου. «Πάμε». Τα ίχνη του αίματος τους οδήγησαν έξω από την κουζίνα, κατά μήκος ενός σκοτεινού διαδρόμου όπου ο Σίμουν πέταξε τα γυαλιά του· ανέβηκαν μια σκάλα, μπήκαν σ’ έναν άλλο διάδρομο και κατέληξαν σε μια μεταλλική πόρτα. Μια πόρτα που εξηγούσε τον θόρυβο που μόλις είχαν ακούσει. Παρ’ όλα αυτά, ο Σίμουν ήλεγξε όλες τις πόρτες κατά μήκος του διαδρόμου που είχαν διασχίσει. Εννέα στους δέκα ανθρώπους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από δύο

κυνηγούς κι ένα Ούζι θα πήγαιναν προς την πιο προφανή και σύντομη έξοδο, αλλά ο Δίδυμος ήταν αυτός ο ένας στους δέκα που σκεφτόταν πάντα ορθολογικά και ψύχραιμα. Ο τύπος του ανθρώπου που επιζεί από ναυάγιο. Μπορεί και να ανοιγόκλεισε με δύναμη την πόρτα για να τους μπερδέψει. «Τον χάσαμε» είπε ο Σόνι. «Ηρέμησε» είπε ο Σίμουν κι άνοιξε την τελευταία πόρτα στον διάδρομο. Τίποτα. Τα ίχνη ήταν πλέον σαφέστατα: Ο Δίδυμος βρισκόταν πίσω από τη μεταλλική πόρτα. «Έτοιμος;» ρώτησε ο Σίμουν. Ο Σόνι κατένευσε και στήθηκε μπροστά στην πόρτα με το Ούζι στο χέρι. Ο Σίμουν κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο δίπλα στην πόρτα, πίεσε προς τα κάτω το πόμολο και την άνοιξε. Ο Σόνι χτυπήθηκε από το φως του ήλιου. Ο Σίμουν βγήκε έξω. Ο αέρας τού φύσηξε το πρόσωπο. «Γαμώτο…» Κοιτούσαν έναν άδειο δρόμο λουσμένο στην πρωινή

λιακάδα. Την οδό Ρουσελεκβάιεν, που διασταυρωνόταν με τη Μουνκενταμσβάιεν κι ανέβαινε προς τη μεριά των Βασιλικών Κήπων. Ούτε αυτοκίνητα ούτε άνθρωποι. Ούτε ο Δίδυμος.

43

«Τ

α ίχνη σταματούν εδώ» είπε ο Σίμουν δείχνοντας την

άσφαλτο. Ο Δίδυμος μάλλον κατάλαβε ότι αιμορραγούσε και κάπως κατάφερε να σταματήσει το αίμα να τρέχει στο έδαφος. Ο τύπος του ανθρώπου που επιζεί από ναυάγιο. Κοίταξε πάνω κάτω την άδεια Ρουσελεκβάιεν. Το βλέμμα του πέρασε πάνω από την εκκλησία του Αγίου Παύλου και τη γεφυρούλα όπου ο δρόμος έστριβε κι εξαφανιζόταν. Κοίταξε δεξιά αριστερά όλη τη Μουνκενταμσβάιεν. Τίποτα. «Γαμώτ…» Ο Σόνι χτύπησε το Ούζι στον μηρό του με

απελπισία. «Αν έτρεχε κατά μήκος του δρόμου, θα τον βλέπαμε» είπε ο Σίμουν. «Πρέπει να χώθηκε κάπου». «Πού;» «Δεν ξέρω». «Ίσως είχε το αμάξι του εδώ γύρω». «Ίσως. Ε!» Ο Σίμουν έδειξε το έδαφος ανάμεσα στα πόδια του νεαρού. «Κοίτα, κι άλλη σταγόνα αίμα. Αν…» Ο Σόνι κούνησε το κεφάλι του κι άνοιξε το σακάκι του. Το καθαρό πουκάμισο που του ’χε δώσει ο Σίμουν ήταν κόκκινο στο πλάι. Ο Σίμουν έβρισε από μέσα του. «Αυτό το καθοίκι κατάφερε να την ξανανοίξει την πληγή;» Ο Σόνι ανασήκωσε τους ώμους. Ο Σίμουν ξανακοίταξε πάνω κάτω τον δρόμο. Δεν υπήρχαν γραμμές για παρκάρισμα στον δρόμο. Ούτε ανοιχτά καταστήματα. Μόνο κλειστές πόρτες που οδηγούσαν σε

ακάλυπτους. Πού να έχει πάει; Δες το από άλλη οπτική γωνία, είπε ο Σίμουν στον εαυτό του. Αντιστάθμισε τα τυφλά σημεία. Άσε… Μετακίνησε το βλέμμα του. Οι κόρες των ματιών του αντέδρασαν σε κάτι. Μια ξαφνική λάμψη από το φως που αντανακλάται από κάτι γυάλινο που βρίσκεται εν κινήσει. Ή μεταλλικό. Ή χάλκινο. «Έλα» είπε ο Σόνι. «Θα ξαναψάξουμε στο εστιατόριο, ίσως να…» «Όχι» είπε ο Σίμουν χαμηλόφωνα. Το χάλκινο πόμολο μιας πόρτας. Ένας αυτόματος μηχανισμός που απαγορεύει στην πόρτα να κλείσει γρήγορα. Ένα μέρος που είναι πάντοτε ανοιχτό. «Τον είδα». «Τον είδες;» «Βλέπεις την πόρτα της εκκλησίας εκεί πέρα;» Ο Σόνι κοίταξε καλά καλά. «Όχι». «Ακόμη κλείνει. Μπήκε στην εκκλησία. Πάμε». Ο Σίμουν άρχισε να τρέχει. Έβαλε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και πετάχτηκε μπροστά. Ήταν μια απλή κίνηση, κάτι που έκανε από τότε που ήταν μικρό παιδί. Είχε τρέξει…

Κάθε χρονιά όλο και πιο γρήγορα. Κι ύστερα, κάθε χρονιά όλο και πιο αργά. Τα γόνατα και τα πνευμόνια του δεν δούλευαν όπως παλιά. Ο Σίμουν κατάφερε να συμβαδίσει με τον Σόνι τα πρώτα είκοσι μέτρα κι ύστερα το αγόρι έφυγε μπροστά. Ήταν τουλάχιστον πενήντα μέτρα πιο μπροστά όταν ο Σίμουν τον είδε να ανεβαίνει πετώντας τα τρία σκαλιά, ν’ ανοίγει τη βαριά πόρτα και να εξαφανίζεται μέσα. Ο Σίμουν έκοψε ταχύτητα. Περίμενε ν’ ακούσει το μεγάλο μπαμ, τον στακάτο, σχεδόν παιδιάστικο ήχο που αποκτούν οι πυροβολισμοί πίσω από τοίχους. Δεν άκουσε τίποτα. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια. Τράβηξε τη βαριά πόρτα και μπήκε μέσα. Η μυρωδιά. Η ησυχία. Το βάρος της πίστης τόσων σκεπτόμενων ανθρώπων. Τα στασίδια ήταν άδεια, αλλά στο ιερό βήμα τα κεριά ήταν αναμμένα και ο Σίμουν θυμήθηκε ότι η λειτουργία θα ξεκινούσε σε μισή περίπου ώρα. Τα κεριά τρεμόπαιξαν πάνω απ’ τον Εσταυρωμένο. Ύστερα άκουσε μια ψιθυριστή, τραγουδιστή φωνή και στράφηκε προς τ’ αριστερά του. Ο

Σόνι

καθόταν

στον

ανοιχτό

θάλαμο

του

εξομολογητηρίου, με το Ούζι να σημαδεύει το διάτρητο ξύλινο χώρισμα ανάμεσα σ’ αυτόν και τον θάλαμο που ήταν καλυμμένος με τη βαριά μαύρη κουρτίνα. Μια σχισμή μόνο υπήρχε ανάμεσα στην κουρτίνα και στο ξύλινο χώρισμα, αλλά ο Σίμουν νόμισε ότι ξεχώρισε ένα χέρι. Και στο πέτρινο πάτωμα κάτω από την κουρτίνα ολοένα και μεγάλωνε μια λιμνούλα αίμα. Ο Σίμουν πλησίασε προσεκτικά, άκουσε τον Σόνι να σιγοψιθυρίζει: «Όλοι της γης και τ’ ουρανού οι θεοί σε ελεούν κι οι αμαρτίες σου συγχωρούνται. Θα πεθάνεις, αλλά του μετανοημένου η ψυχή στον παράδεισο και πάλι καταλήγει. Αμήν». Ακολούθησε σιωπή. Ο Σίμουν είδε τον Σόνι να σφίγγει το δάχτυλο γύρω από τη σκανδάλη. Ο Σίμουν έβαλε το πιστόλι πίσω στη θήκη του. Δεν είχε σκοπό να παρέμβει στο παραμικρό. Η απόφαση του αγοριού θα ανακοινωνόταν και θα εκτελούνταν. Τη δική του κρίση θα την κρατούσε για μετά.

«Ναι, σκοτώσαμε τον πατέρα σου». Η φωνή του Δίδυμου ακούστηκε αδύναμη πίσω από την κουρτίνα. «Έπρεπε να το κάνουμε. Το καρφί μού είπε ότι ο πατέρας σου σχεδίαζε να τον σκοτώσει. Μ’ ακούς;» Ο Σόνι δεν απάντησε. Ο Σίμουν κράτησε την αναπνοή του. «Θα το έκανε το ίδιο εκείνο βράδυ, στα μεσαιωνικά ερείπια στο Μαριντάλεν» συνέχισε ο Δίδυμος. «Το καρφί είπε ότι τον είχαν πάρει χαμπάρι, ήταν θέμα χρόνου να τον ξεσκεπάσουν. Ήθελε λοιπόν να κάνει τη δολοφονία να μοιάζει με αυτοκτονία. Να δοθεί η εντύπωση ότι το καρφί ήταν ο πατέρας σου, ώστε οι αστυνομικοί να πάψουν να τον ψάχνουν. Κι εγώ συμφώνησα. Έπρεπε να προστατεύσω τον σπιούνο μου, δεν έπρεπε;» Ο Σίμουν είδε τον Σόνι να γλείφει τα χείλη. «Και ποιος είναι αυτός ο σπιούνος;» «Δεν ξέρω, σ’ επικοινωνούσαμε».

τ’

ορκίζομαι.

Μόνο

με

μέιλ

«Ούτε και θα μάθεις λοιπόν ποτέ». Ο Σόνι σήκωσε το Ούζι κι άγγιξε τη σκανδάλη. «Είσαι έτοιμος;»

«Περίμενε! Δεν χρειάζεται να με σκοτώσεις, Σόνι! Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω από αιμορραγία. Το μόνο που θέλω είναι να πω αντίο στους αγαπημένους μου πριν πεθάνω. Εγώ άφησα τον πατέρα σου να σας γράψει γράμμα, να σας πει ότι σας αγαπούσε. Σε παρακαλώ, δείξε λίγο οίκτο σ’ έναν αμαρτωλό». Ο Σίμουν είδε το στήθος του Σόνι ν’ ανεβοκατεβαίνει. Οι μύες της γνάθου του ταλαντεύτηκαν. «Μη!» φώναξε ο Σίμουν στον Σόνι. «Μην του κάνεις τη χάρη, Σόνι. Είναι…» Ο Σόνι γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα καλοσύνη. Τα μάτια της Ελένε. Είχε ήδη κατεβάσει το Ούζι. «Σίμουν, το μόνο που ζητά είναι…» Ο Σίμουν είδε μία κίνηση στη σχισμή μεταξύ κουρτίνας και ξύλινου χωρίσματος, ένα χέρι να υψώνεται. Ένα χρυσό πιστόλι-αναπτήρας. Και κατάλαβε αμέσως ότι δεν υπήρχε χρόνος. Δεν υπήρχε χρόνος ούτε να προειδοποιήσει τον Σόνι ώστε αυτός ν’ αντιδράσει ούτε να βγάλει το πιστόλι από τη θήκη του ούτε αρκετός χρόνος να προσφέρει στην Έλσε αυτό που της άξιζε. Στεκόταν στα κάγκελα της γέφυρας πάνω απ’ το ποτάμι κι από κάτω το νερό έπεφτε με μανία στον

καταρράκτη. Κι ο Σίμουν βούτηξε. Βούτηξε από τη ζωή μέσα στην υπέροχη στροβιλιζόμενη ρουλέτα. Δεν ήταν θέμα εξυπνάδας, ούτε κουράγιου, μόνο η τρέλα ενός καταδικασμένου άνδρα που αποδέχεται να ρισκάρει ένα μέλλον που δεν εκτιμά, ενός άνδρα που έχει πολύ λιγότερα να χάσει απ’ ό,τι οι άλλοι. Βούτηξε στον ανοιχτό θάλαμο του εξομολογητηρίου, μεταξύ του αγοριού και του ξύλινου χωρίσματος. Άκουσε τον κρότο. Ένιωσε το δάγκωμα, το παραλυτικό τσίμπημα του πάγου ή της φωτιάς, που ξέσχισε το σώμα του στα δύο, κόβοντας συνδέσμους. Κι ύστερα ακούστηκε ένας άλλος ήχος. Το Ούζι. Το κεφάλι του Σίμουν ήταν ήδη στο πάτωμα του εξομολογητηρίου και μια βροχή από σκλήθρες έπεσε επάνω στο πρόσωπό του. Άκουσε μια κραυγή· σήκωσε το κεφάλι του κι είδε τον Δίδυμο να βγαίνει από το εξομολογητήριο και να πηγαίνει τρεκλίζοντας προς τα στασίδια, είδε τις σφαίρες να του τρυπούν την πλάτη σαν μιανιασμένο μελίσσι. Άδεια φυσίγγια από το Ούζι –ακόμη καυτά– έπεσαν πάνω στον Σίμουν, καίγοντάς του το μέτωπο. Ο Δίδυμος σκόνταψε πάνω στα στασίδια, έπεσε στα γόνατα, αλλά συνέχισε να κινείται.

Αρνούνταν να πεθάνει. Δεν ήταν φυσιολογικό. Χρόνια πριν ο Σίμουν είχε μάθει ότι η μητέρα ενός από τους πλέον καταζητούμενους κακοποιούς της Νορβηγίας δούλευε στα κεντρικά της αστυνομίας ως καθαρίστρια. Πήγε και τη βρήκε και το πρώτο πράγμα που του είχε πει ήταν ότι ο Λέβι δεν ήταν φυσιολογικός. Ήταν η μάνα του, τον αγαπούσε προφανώς, αλλά την είχε τρομοκρατήσει από την πρώτη στιγμή που τον γέννησε, κι όχι μόνο λόγω του μεγέθους του. Και του είχε πει για εκείνη τη φορά που ο νεαρός αλλά ήδη γιγαντώδης γιος της είχε έρθει να δουλέψει μαζί της, γιατί δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι να τον φροντίσει κι ο μικρός είχε δει την αντανάκλασή του σ’ έναν κουβά νερό κι είχε πει «υπάρχει κάποιος εκεί μέσα, κάποιος που μου μοιάζει». Κι η Σίσελ είχε πει «γιατί δεν παίζετε μαζί» και είχε φύγει για ν’ αδειάσει τα καλάθια των αχρήστων. Όταν γύρισε, είδε τον Λέβι με το κεφάλι σφηνωμένο στον κουβά, να χτυπάει απελπισμένα τα πόδια του στον αέρα. Οι ώμοι του είχαν σφηνώσει μέσα στον κουβά κι εκείνη είχε χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις της προκειμένου να τον τραβήξει έξω. Ο Λέβι ξεκόλλησε, ήταν μούσκεμα και το πρόσωπό του ήταν μπλαβί. Αλλά, αντί να ξεσπάσει σε κλάματα όπως τα περισσότερα παιδιά, εκείνος είχε ξεσπάσει στα γέλια. Κι είχε πει ότι ο Δίδυμος ήταν κακός, ο Δίδυμος είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει. Από εκείνη τη

στιγμή η μητέρα του είχε αρχίσει ν’ αναρωτιέται από πού είχε έρθει αυτό το παιδί και δεν είχε νιώσει ελεύθερη κι ασφαλής ώσπου εκείνος έφυγε από το σπίτι. Ο Δίδυμος. Δυο τρύπες εμφανίστηκαν ανάμεσα στις δίπλες του χοντρού του αυχένα και της δυνατής του πλάτης και οι κινήσεις του κόπασαν απότομα. Βεβαίως, σκέφτηκε ο Σίμουν. Ένα απόλυτα φυσιολογικό μοναχοπαίδι. Κι ήξερε ότι ο γιγαντιαίος άνδρας ήταν νεκρός πριν τρεκλίσει προς τα εμπρός και πέσει με τα μούτρα πάνω στο πέτρινο πάτωμα. Γκντουπ. Ο Σίμουν έκλεισε τα μάτια του. «Σίμουν, πού;…» «Στο στήθος» είπε ο Σίμουν κι έβηξε. Το κατάλαβε από τη γεύση ότι ήταν αίμα. «Θα φωνάξω ασθενοφόρο».

Ο Σίμουν άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε τον εαυτό του. Είδε τον κόκκινο λεκέ ν’ απλώνει στο πουκάμισο. «Δεν θα τα καταφέρω, μην το κάνεις». «Θα τα καταφέρεις». «Άκουσέ με». Ο Σόνι είχε ήδη βγάλει το κινητό του, αλλά ο Σίμουν το κάλυψε με το χέρι του. «Ξέρω αρκετά για τραύματα από σφαίρες, εντάξει;» Ο Σόνι ακούμπησε το χέρι του στο στήθος του Σίμουν. «Δεν έχει νόημα» είπε ο Σίμουν. «Τρέχα. Είσαι ελεύθερος. Έκανες ό,τι έπρεπε να κάνεις». «Όχι ακόμη». «Τρέχα και για μένα» είπε ο Σίμουν, αρπάζοντας το χέρι του αγοριού. Ήταν τόσο οικείο, τόσο ζεστό, λες κι ήταν το δικό του. «Τελείωσε η δουλειά σου». «Μην κουνιέσαι». «Σου είπα ότι το καρφί θα ήταν σήμερα εδώ. Και ήταν. Και τώρα είναι νεκρός. Φύγε λοιπόν».

«Το ασθενοφόρο θα είναι σύντομα εδώ». «Γιατί δεν ακούς τι…» «Σταμάτα να μιλάς…» «Εγώ ήμουν, Σόνι». Ο Σίμουν κοίταξε το καθαρό μαλακό βλέμμα του αγοριού. «Εγώ ήμουν το καρφί». Ο Σίμουν περίμενε τις κόρες των ματιών του να διασταλούν από το σοκ, το μαύρο να καλύψει το ανοικτό πράσινο. Αλλά δεν συνέβη. Και τότε κατάλαβε. «Το ήξερες…» Ο Σίμουν προσπάθησε να καταπιεί, αλλά ξανάβηξε. «Το ήξερες πως ήμουν εγώ. Πώς;» Ο Σόνι σκούπισε το αίμα από το στόμα του Σίμουν με το μανίκι του. «Από τον Άριλ Φρανκ». «Τον Φρανκ;» «Του έκοψα το δάχτυλο κι άρχισε να μιλάει». «Να μιλάει; Αφού δεν ήξερε τίποτα για μένα. Μόνο ο Αμπ

κι εγώ ξέραμε ότι ήμασταν τα καρφιά, Σόνι, κανείς άλλος». «Όχι, αλλά ο Φρανκ μου είπε ό,τι ήξερε. Ότι το καρφί είχε κωδικό όνομα». «Αυτό σου είπε;» «Ναι. Και το κωδικό του όνομα ήταν Δύτης». «Ο Δύτης, ναι. Με αυτό το όνομα επικοινωνούσα με τον Δίδυμο. Μόνο ένας άνθρωπος με αποκαλούσε έτσι. Ένας μόνο, οπότε εσύ πώς;…» Ο Σόνι κάτι έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του. Το κράτησε μπροστά από τα μάτια του Σίμουν. Ήταν μια φωτογραφία. Είχε ξεραμένο αίμα επάνω της κι έδειχνε δυο άνδρες και μια γυναίκα μπροστά σ’ ένα σωρό από πέτρες, νέοι και γελαστοί. «Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε να χαζεύω τα φωτογραφικά μας άλμπουμ. Εκεί είδα αυτή τη φωτογραφία. Ρώτησα τη μητέρα μου ποιος ήταν αυτός ο μυστηριώδης φωτογράφος με το περίεργο παρατσούκλι, ο Δύτης. Και μου είπε. Μου είπε ότι ήταν ο Σίμουν, ο τρίτος της παρέας. Τον αποκαλούσε έτσι επειδή βουτούσε εκεί που κανείς άλλος δεν

τολμούσε». «Δυο και δυο κάνουν…» «Ο Φρανκ δεν ήξερε ότι υπήρχαν δύο σπιούνοι. Αλλά όσα μου είπε μ’ έκαναν να καταλάβω. Ότι ο πατέρας μου ήταν έτοιμος να σε ξεσκεπάσει. Κι εσύ τον σκότωσες πριν προλάβει να το κάνει». Ο Σίμουν ανοιγόκλεισε τα μάτια του, αλλά το σκοτάδι συνέχισε να πλησιάζει από τις άκρες του οπτικού του πεδίου. Παρ’ όλα αυτά, έβλεπε πιο καθαρά από ποτέ. «Κι έτσι αποφάσισες να με σκοτώσεις. Γι’ αυτό επικοινώνησες μαζί μου. Για να είσαι σίγουρος ότι θα σ’ έβρισκα. Με περίμενες». «Ναι» είπε ο Σόνι. «Μέχρι που βρήκα το ημερολόγιο του μπαμπά και κατάλαβα ότι και ο πατέρας μου ήταν στο κόλπο. Ότι ήσαστε δύο. Δύο προδότες». «Και τότε ο κόσμος σου διαλύθηκε κι εγκατέλειψες τη σταυροφορία σου. Δεν είχες πια λόγο να σκοτώνεις». Ο Σόνι κατένευσε. «Και γιατί άλλαξες γνώμη;»

Ο Σόνι τον κοίταξε καλά καλά. «Είπες κάτι. Ότι η ευθύνη ενός γιου δεν είναι να γίνει σαν τον πατέρα του, αλλά να γίνει…» «…καλύτερος». Ο Σίμουν άκουσε τις σειρήνες της αστυνομίας από κάπου μακριά. Ένιωσε την παλάμη του Σόνι στο μέτωπό του. «Κοίτα να γίνεις λοιπόν, Σόνι. Καλύτερος απ’ τον πατέρα σου». «Σίμουν». «Ναι;» «Πεθαίνεις. Θέλεις τίποτα;» «Θέλω να της δώσω το δώρο της όρασης». «Και συγχώρεση δεν θες;» Ο Σίμουν ξανάκλεισε τα μάτια του, κούνησε το κεφάλι του. «Δεν μπορώ… δεν μου αξίζει». «Κανείς μας δεν την αξίζει. Είμαστε άνθρωποι, κάνουμε λάθη. Όταν συγχωρούμε μόνο, γινόμαστε θεοί». «Μα δεν σου είμαι τίποτα, είμαι ένας ξένος που σου

έκλεψε ό,τι αγαπούσες». «Είσαι κάποιος, είσαι ο Δύτης, που ήταν πάντα μαζί τους, αλλά πάντα πίσω από τον φακό». Το αγόρι σήκωσε το σακάκι του Σίμουν κι έβαλε τη φωτογραφία στην εσωτερική τσέπη του. «Πάρ’ τη μαζί σου στο ταξίδι σου, οι φίλοι σου είναι». Ο Σίμουν έκλεισε τα μάτια του. Σκέφτηκε: Εντάξει λοιπόν. Οι λέξεις του γιου αντήχησαν μες στην άδεια εκκλησία. «Όλοι της γης και τ’ ουρανού οι θεοί σε ελεούν κι οι αμαρτίες σου συγχωρούνται…» Ο Σίμουν κοίταξε τη σταγόνα αίματος που είχε μόλις στάξει από το σακάκι του αγοριού στο πάτωμα της εκκλησίας. Ακούμπησε με το δάχτυλο τη χρυσοκόκκινη επιφάνειά της. Είδε το αίμα να κολλάει πάνω στο δάχτυλό του· σήκωσε το δάχτυλο και το έφερε στα χείλη του. Έκλεισε τα μάτια. Κοίταξε τον αφρίζοντα λευκό καταρράκτη. Το νερό. Την παγωμένη του αγκαλιά. Σιωπή, μοναξιά. Και ειρήνη. Κι αυτή τη φορά δεν θα ξανάβγαινε στην επιφάνεια.

Στη σιωπή που ακολούθησε τη δεύτερη ακρόαση του ηχητικού αρχείου η Κάρι διέκρινε έξω απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο στο βάθος του εστιατορίου το ανέμελο κελάηδισμα των πουλιών. Ο διοικητής κοιτούσε τον φορητό υπολογιστή έκπληκτος. «Εντάξει;» ρώτησε ο Έρε. «Εντάξει» είπε ο Παρ. Ο δικηγόρος έβγαλε το στικάκι και το έδωσε στον Παρ. «Αναγνωρίσατε τη φωνή;» «Ναι» είπε ο Παρ. «Είναι ο Άριλ Φρανκ, το πραγματικό αφεντικό των φυλακών ασφαλείας Στάτεν. Άντελ, ελέγξτε, σας παρακαλώ, αν όντως υπάρχει αυτός ο λογαριασμός που αναφέρει στα Νησιά Κέιμαν. Αν όσα λέει είναι αλήθεια, τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα σκάνδαλο τεραστίων διαστάσεων». «Λυπάμαι γι’ αυτό» είπε ο Έρε.

«Εγώ καθόλου» απάντησε ο Παρ. «Τον υποψιάζομαι εδώ και χρόνια. Πρόσφατα λάβαμε πληροφορίες από έναν γενναίο αστυνομικό του τμήματος της Ντράμεν, οι οποίες έλεγαν ότι ο Λόφτχους έλαβε ημερήσια άδεια μια συγκεκριμένη ημερομηνία, ώστε να μπορούν να τον κατηγορήσουν για τον φόνο της Χιέρστι Μούρσαν. Το κρατούσαμε μυστικό μέχρι να μπορέσουμε να μαζέψουμε ακλόνητα στοιχεία εναντίον του Φρανκ, αλλά μαζί με αυτό το οπλοστάσιό μας είναι πλήρες. Κάτι ακόμα πριν φύγετε…» «Μάλιστα;» «Ο επιθεωρητής Κέφας δεν σας εξήγησε γιατί ήθελε να συναντηθείτε μαζί μας αντί για εκείνον;» Ο Ίβερσεν αντάλλαξε ματιές με τον Έρε πριν ανασηκώσει τους ώμους του. «Είπε ότι είχε άλλα πράγματα να κάνει. Κι ότι εσείς ήσαστε οι μοναδικοί του συνάδελφοι που εμπιστευό​ταν εκατό τοις εκατό». «Κατάλαβα» είπε ο Παρ και σηκώθηκε να φύγει. «Υπάρχει όντως κάτι ακόμα…» είπε ο Έρε και σήκωσε το τηλέφωνό του. «Ο πελάτης μου ανέφερε τ’ όνομά μου στον επιθεωρητή Κέφας κι αυτός επικοινώνησε μαζί μου για να

μου ζητήσει να οργανώσω τη μεταφορά και την αποπληρωμή μιας οφθαλμολογικής εγχείρησης που ο ίδιος έχει κανονίσει στην Κλινική Χάουελ της Βαλτιμόρης αύριο. Του υποσχέθηκα ότι θα το κάνω. Κι έλαβα μήνυμα από τη ρεσεψιονίστ μας ότι μια γυναίκα εμφανίστηκε πριν από μια ώρα στο γραφείο μας κι άφησε μια κόκκινη αθλητική τσάντα που περιέχει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό χρημάτων. Θέλω απλώς να ξέρω αν η αστυνομία προτίθεται να δώσει συνέχεια σε όλο αυτό». Η Κάρι συνειδητοποίησε ότι το τραγούδι των πουλιών είχε αντικατασταθεί από τον ήχο μακρινών σειρήνων. Περιπολικό. Λάθος, περιπολικά. Ο Παρ ξερόβηξε. «Δεν βλέπω γιατί να ενδιαφέρεται η αστυνομία για κάτι τέτοιο. Και, μιας και ο άνθρωπος που σας ζήτησε αυτή τη χάρη πρέπει να λογίζεται τώρα πελάτης σας, τότε οι συνομιλίες σας διέπονται, απ’ όσο γνωρίζω, από απόρρητο και δεν θα μπορούσατε να μου είχατε δώσει περαιτέρω πληροφορίες, ακόμα κι αν σας τις ζητούσα». «Πάρα πολύ ωραία. Βλέπω ότι αντιλαμβανόμαστε με τον ίδιο τρόπο το θέμα» είπε ο Έρε κι έκλεισε τη βαλίτσα του. Η Κάρι ένιωσε το κινητό της να δονείται στην τσέπη της,

σηκώθηκε στα γρήγορα, απομακρύνθηκε από το τραπέζι και το έβγαλε από την τσέπη της. Ο βόλος ξέφυγε κι αυτός κι έπεσε στο παρκέ μ’ έναν γδούπο. «Άντελ εδώ, λέγετε». Κοίταξε τον βόλο, που έμοιαζε να διστάζει, μην ξέροντας αν έπρεπε να κυλήσει ή όχι. Και μετά αποφάσισε αργά αργά να κυλήσει προς τον νότο. «Ευχαριστώ» είπε η Κάρι κι έβαλε το τηλέφωνο πίσω στην τσέπη της. Γύρισε και κοίταξε τον Παρ, που ήταν έτοιμος να ξανασηκωθεί. «Υπάρχουν τέσσερα πτώματα στο εστιατόριο Ναυτίλος». Ο Παρ ανοιγόκλεισε τα μάτια του τέσσερις φορές πίσω από τα γυαλιά του και η Κάρι αναρωτήθηκε αν ήταν κάποια μορφή εξαναγκασμού: ένα βλεφάρισμα ανά πτώμα. «Πού είναι αυτό;» «Εδώ». «Πού εδώ;» «Εδώ, στο Άκερ Μπρίγκε. Διακόσια μέτρα από εδώ». Τα

μάτια της Κάρι είχαν εντοπίσει ξανά τον βόλο. «Φύγαμε». Η Κάρι ήθελε να τρέξει και ν’ αρπάξει τον βόλο της πρώτα. «Τι περιμένετε, Άντελ; Φύγαμε, λέμε!» Ο βόλος είχε αποκτήσει μια σταθερή πορεία κι είχε αναπτύξει ταχύτητα. Αν δεν τον άρπαζε τώρα, θα τον έχανε. «Εντάξει» είπε κι έσπευσε ν’ ακολουθήσει τον Παρ. Οι σειρήνες της αστυνομίας όλο και δυνάμωναν, ο ήχος μια ανέβαινε, μια έπεφτε, σχίζοντας τον αέρα σαν δρεπάνι. Βγήκαν τρέχοντας έξω, στη λιακάδα, σ’ ένα πολλά υποσχόμενο πρωινό, στην μπλε πόλη. Συνέχισαν να τρέχουν και οι ορδές των ανθρώπων παραμέρισαν να τους αφήσουν να περάσουν. Πρόσωπα και πρόσωπα πέρασαν κοφτά απ’ το οπτικό της πεδίο. Κι ασυνείδητα το μυαλό της αντέδρασε σ’ ένα από αυτά: γυαλιά ηλίου, γκρίζο κουστούμι. Ο Παρ κατευθυνόταν προς το σοκάκι όπου είχαν δει να χώνονται πολλοί ένστολοι αστυνομικοί. Η Κάρι σταμάτησε, γύρισε και είδε την πλάτη του γκρίζου κουστουμιού να μπαίνει στο φέρι μποτ για το Νεσοντάνγκεν, που ήταν έτοιμο να φύγει. Ύστερα

έκανε μεταβολή κι άρχισε πάλι να τρέχει.

Η Μάρτα είχε κατεβάσει την οροφή του αυτοκινήτου κι ακουμπούσε το κεφάλι στο μαξιλαράκι του καθίσματος. Κοίταξε έναν γλάρο να πλανάρει σιωπηλά στον αέρα, μεταξύ του γαλάζιου ουρανού και του γαλάζιου φιόρδ. Να εξισορροπεί εσωτερικές κι εξωτερικές δυνάμεις ψάχνοντας για φαγητό. Η ανάσα της ήταν βαθιά και σταθερή, αλλά η καρδιά της πήγαινε να σπάσει γιατί το φέρι μποτ ήταν έτοιμο να πιάσει λιμάνι. Ελάχιστοι άνθρωποι έπαιρναν το πλοίο από το Όσλο στο Νεσοντάνγκεν τόσο νωρίς το πρωί κι άρα θα τον εντόπιζε εύκολα. Αν τα είχε καταφέρει. Αν. Η Μάρτα επανέλαβε την προσευχή που έλεγε κάθε λίγο και λιγάκι από τη στιγμή που είχε φύγει από τα γραφεία των Τόμτε & Έρε μιάμιση ώρα πριν. Δεν ήταν στο καράβι που είχε φτάσει πριν από μισή ώρα. Κι αν δεν ήταν ούτε σ’ αυτό εδώ; Τότε τι; Δεν υπήρχε εναλλακτικό σχέδιο. Δεν ήθελε να υπάρχει. Να σου οι επιβάτες. Είχε δίκιο, δεν ήταν πολλοί τέτοια ώρα, οι άνθρωποι έφευγαν για το Όσλο το πρωί, δεν γυρνούσαν από εκεί. Η Μάρτα έβγαλε τα γυαλιά της από

ταρταρούγα. Η καρδιά της χοροπήδησε όταν είδε το ανοιχτό γκρίζο κουστούμι. Μα δεν ήταν εκείνος. Η καρδιά της σφίχτηκε. Μα υπήρχε κι άλλο γκρίζο κουστούμι. Περπατούσε λίγο στραβά, λες κι είχε μπάσει νερά κι έγερνε. Ένιωσε την καρδιά της να φουσκώνει μες στα στήθια, να της φέρνει λυγμούς στο στόμα. Ίσως να έφταιγε το λοξό φως του πρωινού πάνω στο γκρίζο του κουστούμι, αλλά της έμοιαζε λες κι έλαμπε ολόκληρος. «Σ’ ευχαριστώ» ευχαριστώ».

μουμούρισε.

«Σ’

ευχαριστώ,

σ’

Κοίταξε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, σκούπισε τα δάκρυά της και ίσιωσε το μαντίλι της. Κι ύστερα τον χαιρέτησε. Και τη χαιρέτησε κι αυτός. Καθώς ανέβαινε το λοφάκι για να συναντήσει το παρκαρισμένο της αυτοκίνητο, μια σκέψη τής μπήκε στο μυαλό: ότι όλα αυτά ήταν πολύ καλά για να ’ναι αληθινά. Κι ότι έβλεπε μια χίμαιρα, ένα φάντασμα, ότι ήταν νεκρός, σκοτωμένος, ότι κρεμόταν αυτή τη στιγμή από έναν φάρο,

σταυρωμένος, κι ότι αυτό που έβλεπε ήταν μόνο η ψυχή του. Μπήκε στο αμάξι προσεκτικά κι έβγαλε τα γυαλιά του ηλίου του. Ήταν κατάχλωμος. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα· είχε κλάψει. Κι ύστερα άνοιξε τα χέρια του και την πήρε στην αγκαλιά του. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν εκείνη, μέχρι που κατάλαβε ότι ήταν το δικό του σώμα που έτρεμε ολόκληρο. «Πώς;…» «Όλα καλά» της είπε, κρατώντας τη σφιχτά. «Όλα πήγαν καλά». Έμειναν έτσι, αμίλητοι, σφιχταγκαλιασμένοι σαν δύο άνθρωποι που έχουν μοναδικό σημείο αναφοράς ο ένας τον άλλο. Ήθελε να τον ρωτήσει χίλια δυο πράγματα, αλλά όχι τώρα. Είχαν τόσο χρόνο μπροστά τους. «Και τώρα;» του ψιθύρισε. «Τώρα» είπε εκείνος, αφήνοντάς την απαλά και γυρνώντας στο κάθισμά του αγκομαχώντας. «Τώρα αρχίζει. Μεγάλη βαλίτσα έφερες» είπε κι έδειξε το πίσω κάθισμα. «Τα

απολύτως

απαραίτητα

μόνο»

είπε

εκείνη

χαμογελώντας. Έσπρωξε το CD στο CD player και του έδωσε το κινητό. «Θα οδηγήσω εγώ το πρώτο κομμάτι. Θα μου διαβάζεις τον χάρτη;» Εκείνος κοίταξε την οθόνη του κινητού καθώς η επίπεδη ρομποτική φωνή άρχισε να τραγουδάει: «Your own… personal…». «Χίλια τριάντα χιλιόμετρα» είπε. «Εκτιμώμενος χρόνος οδήγησης, δώδεκα ώρες και πενήντα ένα λεπτά».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο

ι νιφάδες του χιονιού έμοιαζαν σαν να σηκώνονταν από

τον άχρωμο απύθμενο ουρανό και να κολλούσαν στην οροφή της ασφάλτου, του πεζοδρομίου, των αυτοκινήτων και των σπιτιών. Η Κάρι είχε σκύψει στα σκαλοπάτια κι έδενε το κορδόνι απ’ τα μποτάκια της βλέποντας τον κόσμο ανάποδα ανάμεσα στα πόδια της. Ο Σίμουν είχε δίκιο τελικά. Τα πράγματα άλλαζαν αν τα κοιτούσες αλλιώς. Μπορούσες ν’ αντισταθμίσεις όλα τα τυφλά σημεία. Της είχε πάρει καιρό να το καταλάβει, να συνειδητοποιήσει ότι ο Σίμουν Κέφας είχε

δίκιο σε πάρα πολλά πράγματα. Όχι σε όλα, αλλά σ’ ενοχλητικά πολλά. Σηκώθηκε όρθια. «Καλή δουλειά, αγάπη μου» είπε το κορίτσι στο άνοιγμα της πόρτας κι έσκασε ένα φιλί στα χείλη της Κάρι. «Και σε σένα». «Δεν είναι ωραία δουλειά να ξύνει κανείς πατώματα, αλλά ευχαριστώ! Τι ώρα θα γυρίσεις;» «Για δείπνο, εκτός αν προκύψει τίποτα». «Εντάξει. Αν και νομίζω ότι μόλις προέκυψε κάτι». Η Κάρι γύρισε προς την κατεύθυνση που της έδειχνε η Σαμ. Το αυτοκίνητο που είχε σταματήσει έξω απ’ την πόρτα του κήπου τούς ήταν οικείο και το πρόσωπο που εμφανίστηκε στο χαμηλωμένο παράθυρο ακόμα περισσότερο. «Έι, Όσμουν! Τι κάνεις;» φώναξε η Σαμ. «Συγγνώμη που διακόπτω τα μαστροχαλάσματά σας, αλλά πρέπει να δανειστώ τη γυναίκα σου» φώναξε ο

επιθεωρητής. «Κάτι προέκυψε». Η Κάρι γύρισε και κοίταξε τη Σαμ, που της έδωσε μια παιχνιδιάρικη ξυλιά στην πίσω τσέπη του τζιν. Η φούστα και το σακάκι της μπήκαν στην ντουλάπα κάποια στιγμή το φθινόπωρο κι έκτοτε για κάποιον λόγο δεν ξαναβγήκαν. «Άντε, κορίτσι μου, τράβα να υπηρετήσεις την κοινωνία». Καθώς το αυτοκίνητο κατευθυνόταν ανατολικά στον αυτοκινητόδρομο Ε18, η Κάρι χάζευε το χιονισμένο τοπίο. Σκέφτηκε πώς το πρώτο χιόνι σηματοδοτεί πάντα μία ρήξη, κρύβοντας ό,τι ήταν μέχρι τότε εμφανές κι αλλάζοντας την όψη του κόσμου. Οι μήνες που ακολούθησαν τις δολοφονίες στο Άκερ Μπρίγκε και στην καθολική εκκλησία ήταν χαοτικοί. Oι περισσότερες κριτικές εκτοξεύονταν – δικαιολογημένα– εναντίον της αστυνομίας, της βαναυσότητας της υπόθεσης και της προσωπικής καμπάνιας ενός ανθρώπου. Παρ’ όλα αυτά, ο Σίμουν Κέφας είχε ταφεί με τιμές ήρωα· ήταν ο αστυνομικός του λαού, ο άνθρωπος που πάλεψε με το οργανωμένο έγκλημα και πέθανε υπερασπιζόμενος τη δικαιοσύνη. Όπως είχε πει κι ο διοικητής Παρ στο εγκώμιο που του έπλεξε, δεν πειράζει που δεν είχε ακολουθήσει κατά γράμμα τους κανόνες. Ή τους νόμους του

κράτους, για την ακρίβεια. Ο Παρ έδειχνε ανοχή σ’ όλα αυτά επειδή κι ο ίδιος είχε παρακάμψει λιγουλάκι το νορβηγικό φορολογικό σύστημα, τοποθετώντας μέρος της περιουσίας του σε ανώνυμα κεφάλαια με έδρα τα Νησιά Κέιμαν. Η Κάρι τού είχε ζητήσει τον λόγο στην κηδεία του Κέφας, γιατί οι έρευνές της για το ποιος πλήρωνε τους λογαριασμούς στο σπίτι του Λόφτχους όλα αυτά τα χρόνια την οδήγησαν σ’ εκείνον. Ο Παρ το παραδέχτηκε στη στιγμή, προσθέτοντας ότι δεν είχε παραβιάσει κανέναν νόμο κι ότι το κίνητρό του ήταν καθαρά αλτρουιστικό: Ήθελε να καταλαγιάσει τις τύψεις που είχε επειδή δεν φρόντισε τον Σόνι και τη μητέρα του μετά την αυτοκτονία του φίλου του. Δεν του είχε κοστίσει και λίγο, αλλά το αγόρι θα είχε τουλάχιστον ένα σπίτι να μείνει όταν θα έβγαινε από τη φυλακή.

Έπειτα από λίγο καιρό ο κόσμος είχε αρχίσει ν’ αποδέχεται το γεγονός ότι ο Βούδας με το Σπαθί είχε εξαφανιστεί δίχως ν’ αφήσει ίχνη. Η σταυροφορία του έμοιαζε να λαμβάνει τέλος με τον θάνατο του Λέβι Τόου, γνωστού και ως Δίδυμου. Η όραση της Έλσε ήταν πια πολύ καλύτερη. Στην Κάρι,

που την επισκέφθηκε μερικές εβδομάδες μετά την κηδεία, η Έλσε είχε εξηγήσει ότι η εγχείρηση πέτυχε κατά 80%. Κι ότι τίποτα δεν είναι τέλειο. Ούτε η ζωή ούτε οι άνθρωποι ούτε φυσικά κι ο Σίμουν. Μόνο η αγάπη. «Δεν την ξέχασε ποτέ την Ελένε, ξέρεις. Ήταν η γυναίκα της ζωής του». Ήταν καλοκαίρι ακόμη και κάθονταν στις ξαπλώστρες στον κήπο της Έλσε στο Ντίσεν, πίνοντας πόρτο και χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα. Κι η Κάρι είχε καταλάβει ότι η Έλσε ήθελε συνειδητά να μοιραστεί μαζί της αυτή την ιστορία. «Μου είχε πει ότι οι άλλοι δύο που τη φλέρταραν, ο Αμπ κι ο Πόντιους, ήταν ωραιότεροι, δυνατότεροι κι εξυπνότεροι από αυτόν. Ήταν όμως ο μόνος που την έβλεπε όπως πραγματικά ήταν. Αυτό ήταν το περίεργο με τον Σίμουν. Έβλεπε τους ανθρώπους, έβλεπε τους δαίμονες και τους αγγέλους τους. Και πολεμούσε κι αυτός τους δικούς του, φυσικά. Ήταν εθισμένος στον τζόγο». «Ναι, μου το είχε πει». «Άρχισαν να βγαίνουν με την Ελένε, αλλά τα χρέη του

έκαναν τη ζωή τους κόλαση. Δεν κράτησε πολύ· ο Σίμουν ένιωθε ότι την τραβούσε κάτω, στον βυθό. Μέχρι που ήρθε ο Αμπ Λόφτχους και την έσωσε. Ο Αμπ κι η Ελένε μετακόμισαν. Ο Σίμουν ήταν απαρηγόρητος. Σύντομα έμαθε ότι εκείνη ήταν έγκυος. Άρχισε να ποντάρει σαν τρελός, έχασε τα πάντα, βρέθηκε στο χείλος της αβύσσου. Και τότε πήγε και βρήκε τον διάβολο και του πρόσφερε το μόνο πράγμα που του είχε απομείνει· την ψυχή του». «Πήγε στον Δίδυμο;» «Ναι. Ο Σίμουν ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που ήξεραν ποιος ήταν και πώς να επικοινωνήσουν μαζί του. Αλλά ο Δίδυμος δεν έμαθε ποτέ για τον Σίμουν και τον Αμπ. Αντάλλασσαν πάντα πληροφορίες μέσω τηλεφώνου ή επιστολών. Κι αργότερα, μέσω υπολογιστή». Σιωπή απλώθηκε τριγύρω. Στ’ αυτιά τους έφτασε ο βόμβος της κίνησης από την εθνική οδό και τη διασταύρωση Σίνσεν. «Ο Σίμουν κι εγώ λέγαμε τα πάντα ο ένας στον άλλο, αλλά του ήταν πολύ δύσκολο να μιλάει γι’ αυτό, για το πώς πούλησε την ψυχή του. Πίστευε ότι κατά βάθος αποζητούσε την ταπείνωση, τον εξευτελισμό, την αυτοπεριφρόνηση –

εξάλειφαν, βλέπεις, τον άλλο πόνο. Ήταν μια μορφή διανοητικού αυτοτραυματισμού». Η Έλσε ίσιωσε το φουστάνι της. Έμοιαζε τόσο εύθραυστη και τόσο δυνατή συνάμα, σκέφτηκε η Κάρι. «Το χειρότερο απ’ όλα όμως ήταν αυτό που έκανε στον Αμπ. Τον μισούσε επειδή του πήρε το μοναδικό πράγμα που είχε αξία. Κι έτσι ο Σίμουν τράβηξε τον Αμπ στην άβυσσο. Όταν ξέσπασε η τραπεζική κρίση και τα επιτόκια εκτοξεύτηκαν, ο Αμπ κι η Ελένε βρέθηκαν να κολυμπάνε στα χρέη. Ένα πράγμα μόνο τους έσωζε για να μη χάσουν το σπίτι τους, το ζεστό χρήμα. Κι έτσι, αφού ο Σίμουν τα βρήκε με τον Δίδυμο, πήγε γραμμή στον Αμπ και του έκανε μια προσφορά. Στην αρχή ο Αμπ αρνήθηκε και απείλησε να τον καταγγείλει στον διοικητή. Αλλά τότε ο Σίμουν χρησιμοποίησε την αχίλλειο πτέρνα του φίλου του: τον γιο του. Του είπε ότι έτσι είναι η σκληρή πραγματικότητα κι ότι το τίμημα της ψευτοπερηφάνιας του θα το πλήρωνε εντέλει ο γιος του, που θα μεγάλωνε μέσα στη φτώχεια. Αυτό ήταν το χειρότερο απ’ όλα, είπε ο Σίμουν: να βλέπει τον Αμπ να κατρακυλάει, να χάνει την ψυχή του. Κάνοντας όμως τον Σίμουν να αισθάνεται λιγότερο μόνος. Μέχρι που ο Δίδυμος θέλησε να δει τον σπιούνο του ν’ αναρριχάται στα κλιμάκια και το

παιχνίδι έπαψε να τους χωράει και τους δυο». «Γιατί μου τα λες όλα αυτά, Έλσε;» «Γιατί μου ζήτησε να το κάνω. Ήθελε να τα ξέρεις πριν πάρεις την απόφασή σου». «Σου ζήτησε να μου τα πεις; Ήξερε ότι θα;…» «Δεν ξέρω, Κάρι. Εμένα απλώς μου είπε ότι σε κοιτούσε κι ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό του νεότερο. Ήθελε να διδαχτείς από τα λάθη του». «Μα αφού ήξερε ότι δεν είχα σκοπό να παραμείνω στην αστυνομία». «Δεν έχεις;» Οι αχτίνες του φωτός τρεμόπαιξαν θαμπά στο ποτήρι με το πόρτο καθώς η Έλσε το έφερε προσεκτικά στο στόμα της, ήπιε λίγο και το ξανάφησε κάτω. «Όταν ο Σίμουν ανακάλυψε ότι ο Αμπ Λόφτχους ήταν πρόθυμος να τον σκοτώσει για να καλύψει τη μοναδική θέση που ανοιγόταν δίπλα στον Δίδυμο, επικοινώνησε με τον Δίδυμο και του είπε ότι έπρεπε να καθαρίσει τον Αμπ, ότι ήταν επείγον, ο Αμπ τούς είχε πάρει χαμπάρι. Του εξήγησε ότι με τον Αμπ ήταν σαν δίδυμοι που έβλεπαν τον ίδιο εφιάλτη:

Ο ένας προσπαθούσε να σκοτώσει τον άλλο. Κι έτσι τον πρόλαβε. Πρόλαβε και σκότωσε πρώτος τον καλύτερό του φίλο». Η Κάρι κατάπιε με δυσκολία, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. «Μα το μετάνιωσε» ψιθύρισε. «Ναι, το μετάνιωσε. Σταμάτησε να καρφώνει την αστυνομία στον Δίδυμο. Θα μπορούσε να συνεχίσει, βέβαια, αλλά τότε πέθανε κι η Ελένε. Κι ο Σίμουν έφτασε στο τέρμα της διαδρομής: Είχε χάσει ό,τι μπορεί να χάσει ένας άνθρωπος. Και δεν είχε τίποτα πια να φοβηθεί. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του προσπαθώντας να εξιλεωθεί, προσπαθώντας να επανορθώσει. Κι έγινε ανηλεής κυνηγός των διεφθαρμένων –στους οποίους κάποτε ανήκε κι ο ίδιος– κι αυτό, όπως καταλαβαίνεις, δεν σου χαρίζει φίλους στο αστυνομικό σώμα. Έμεινε μόνος του. Αλλά δεν λυπήθηκε ποτέ τον εαυτό του, πίστευε ότι του άξιζε αυτή η μοναξιά. Θυμάμαι να τον ακούω να λέει ότι η αυτολύπηση είναι το μίσος που νιώθει κανείς όταν ξυπνάει το πρωί και βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη». «Τον έσωσες, αυτό έκανες, σωστά;» «Με φώναζε “άγγελέ μου”. Δεν ήταν όμως η αγάπη μου

που τον έσωσε. Αντίθετα με όλα αυτά που λένε οι σοφοί, εγώ πιστεύω ότι ποτέ κανείς δεν σώθηκε επειδή τον αγαπούσαν. Η αγάπη του για μένα τον έσωσε. Σώθηκε από μόνος του». «Επειδή σε αγάπησε κι εκείνος». «Αμήν». Είχαν καθίσει έξω μέχρι αργά, ήταν πια μεσάνυχτα. Καθώς η Κάρι έφευγε, η Έλσε τής έδειξε μια φωτογραφία στο χολ: τρεις άνθρωποι μπροστά από έναν σωρό με πέτρες. «Ο Σίμουν κουβαλούσε μαζί του αυτή τη φωτογραφία όταν πέθανε. Αυτή εδώ είναι η Ελένε». «Είδα μια φωτογραφία της στο κίτρινο σπίτι, πριν καεί. Θυμάμαι να λέω στον Σίμουν ότι έμοιαζε με ηθοποιό ή τραγουδίστρια». «Με τη Μία Φάροου. Με πήγε να δούμε το Μωρό της Ρόζμαρι μόνο και μόνο για να τη δει στην οθόνη! Αν τον ρωτούσες βέβαια, θα σου έλεγε ότι δεν μοιάζουν καθόλου». Η φωτογραφία είχε συγκινήσει την Κάρι μ’ έναν πολύ περίεργο τρόπο. Κάτι στα χαμόγελά τους, η αισιοδοξία τους, η πίστη.

«Δεν σκεφτήκατε ποτέ να κάνετε παιδιά με τον Σίμουν;» Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Φοβόταν». «Τι πράγμα;» «Ότι το παιδί θα κληρονομούσε τα ελαττώματά του. Το γονίδιο του εθισμού. Την καταστροφική εμμονή με το ρίσκο. Την απουσία ορίων. Τα σκαμπανεβάσματα της διάθεσης. Φοβόταν ότι θα γεννούσαμε το παιδί του διαβόλου. Θυμάμαι να τον πειράζω λέγοντάς του ότι μάλλον μου έκρυβε κάποιο νόθο παιδί και γι’ αυτό φοβόταν». Η Κάρι είχε κουνήσει το κεφάλι της καταφατικά. Το μωρό της Ρόζμαρι. Έφερε στη μνήμη της εκείνη την κυριούλα που τους καθάριζε τα γραφεία στα κεντρικά και της οποίας το όνομα είχε τελικά θυμηθεί. Κι ύστερα είχε αποχαιρετίσει την Έλσε και είχε βγει στον δρόμο μες στην καλοκαιρινή νύχτα. Πρώτα ένα απαλό φύσημα του ανέμου κι ύστερα ο ίδιος ο χρόνος την είχαν παρασύρει και την είχαν μεταφέρει ως εδώ, σ’ ένα αμάξι που διέσχιζε τώρα τα λιβάδια με το παρθένο χιόνι, να κάθεται και να σκέφτεται πώς το λευκό μεταμορφώνει ολόκληρα τοπία. Και πόσο συχνά τα πράγματα δεν καταλήγουν έτσι όπως τα

είχαμε σχεδιάσει. Όπως το γεγονός ότι προσπαθούσαν ήδη να κάνουν με τη Σαμ το πρώτο τους παιδάκι. Ή το γεγονός ότι δεν είχε αρνηθεί μόνο μια ενδιαφέρουσα εργασιακή πρόταση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης αλλά και μια ακριβοπληρωμένη θέση σε μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία. Είχαν ήδη βγει από το Όσλο και είχαν περάσει ένα γεφυράκι που τους οδήγησε σ’ έναν χωματόδρομο, όταν η Κάρι αποφάσισε επιτέλους να ρωτήσει τον Όσμουν τι είχε συμβεί. «Η αστυνομία της Ντράμεν ζήτησε τη βοήθειά μας» είπε εκείνος. «Το θύμα είναι ένας εφοπλιστής. Ο Ίνγκβε Μούρσαν». «Θεέ μου, ο σύζυγος». «Ναι». «Τι; Φόνος; Αυτοκτονία;» «Δεν ξέρω λεπτομέρειες». Πάρκαραν πίσω από τα περιπολικά, πέρασαν την πύλη του ξύλινου τοίχου και προχώρησαν προς το μεγάλο σπίτι. Εκεί τους συνάντησε ένας επιθεωρητής από την αστυνομία του

Μπούσκερουντ. Αγκάλιασε την Κάρι και συστήθηκε στον Μπιόρνστα ως Χένρικ Βέστα. «Μπορεί να είναι αυτοκτονία;» ρώτησε η Κάρι μπαίνοντας μέσα. «Γιατί το λες αυτό;» είπε ο Βέστα. «Ξέρω εγώ; Θλίψη για τον χαμό της γυναίκας του;» πρότεινε εκείνη. «Ντροπή που ο κόσμος τον υποπτευόταν ότι τη σκότωσε; Ή επειδή τη σκότωσε και δεν μπορούσε να ζήσει πια με τις τύψεις του;» «Ίσως…» είπε ο Βέστα συνοδεύοντάς τους στο σαλόνι. Η Κάρι κι ο Μπιόρνστα κοίταξαν το πτώμα. «…αλλά πολύ αμφιβάλλω» συμπλήρωσε ο Βέστα. «Χριστέ και Παναγία» είπε ο Μπιόρνστα χαμηλόφωνα. «Λες να… ο;…» Η Κάρι έφερε στο μυαλό της το σφιχτό αυγό που είχε φάει για πρωινό. Μήπως ήταν ήδη έγκυος; Λες γι’ αυτό να ένιωθε ναυτία; Έδιωξε τις σκέψεις μακριά και συγκεντρώθηκε στο πτώμα. Είχε το ένα μάτι ανοιχτό, μια καλύπτρα πάνω από το

άλλο και πάνω από το ένα βλέφαρο μια τεθλασμένη γραμμή, εκεί που το κρανίο είχε κοπεί με πριόνι.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF