Η νυχτερίδα-Jo Nesb0

December 24, 2017 | Author: Stratos Farakos | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Hlektroniko biblio...

Description

Ψηφιακή έκδοση Ιανουάριος 2014 Τίτλος πρωτοτύπου Jo Nesbø, Flaggermusmannen, H. Aschehoug & Co. (W. Nygaard) 1997

© 1997, Jo Nesbø © 2013, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-568-5 Κατόπιν συμφωνίας με το Salomonsson Agency.

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail: [email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 • Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 260085

Jo Nesbo Η νυχτερίδα Μετάφραση Ε. Παπαγρηγοράκης

Υψώθηκε στον αέρα με ολάνοιχτες φτερούγες, ύστερα έπεσε και οι φτερούγες έγιναν μια κάπα που παλλόταν τυλιγμένη σφιχτά γύρω από το κορ​μί ενός άντρα.

ΦΡΑΝΚ ΜΙΛΕΡ

ΓΟΥΑΛΑ ————

1

ΣΙΔΝΕΪ, Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΕΝΣΙΝΓΚΤΟΝ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

Κ

άτι δεν πήγαινε καλά. Αρχικά, η υπάλληλος στον έλεγχο διαβατηρίων χαμογέλασε πλατιά: «Είχατε καλό ταξίδι;». «Καλό» απάντησε ο Χάρι Χόλε λέγοντας ψέματα. Εδώ και τριάντα ώρες είχε ξεκινήσει από το Όσλο μέσω Λονδίνου, και μετά την αλλαγή πτήσης στο Μπαχρέιν καθόταν στην ίδια αναθεματισμένη θέση μπροστά από την έξοδο κινδύνου. Για λόγους ασφαλείας, το κάθισμα μπορούσε να γείρει ελάχιστα προς τα πίσω, με αποτέλεσμα η μέση του να τον πεθάνει μέχρι να φτάσουν στη Σιγκαπούρη.

Όμως τώρα η κυρία πίσω από το γκισέ δεν χαμογελούσε πια. Περιεργάστηκε προσεκτικά το διαβατήριό του με μεγάλο ενδιαφέρον. Ήταν δύσκολο να πει κανείς αν η φωτογραφία ή το όνομά του της είχε φτιάξει τη διάθεση στην αρχή. «Για δουλειές;» Ο Χάρι Χόλε είχε την αίσθηση πως στα περισσότερα μέρη του κόσμου οι υπάλληλοι στον έλεγχο διαβατηρίων θα είχαν προσθέσει ένα «σερ» στην ερώτηση, ωστόσο είχε διαβάσει ότι τέτοιες τυπικότητες δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες στην Αυστραλία. Δεν είχε και τόση σημασία. Ο Χάρι δεν ήταν συνηθισμένος στα ταξίδια στο εξωτερικό ούτε ήταν σνομπ· το μόνο που ήθελε ήταν ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο και ένα κρεβάτι, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. «Ναι» απάντησε χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλά του στο γκισέ. Εκείνη σούφρωσε τα χείλη της, παίρνοντας μια άσχημη έκφραση, και είπε με επικριτικό τόνο: «Γιατί δεν υπάρχει βίζα στο διαβατήριό σας, σερ;». Η καρδιά του σκίρτησε, όπως γινόταν κάθε φορά που ένιωθε να πλησιάζει κάποια καταστροφή. Μήπως το «σερ» χρησιμοποιούνταν μόνο όταν τα πράγματα άρχιζαν να δυσκολεύουν; «Συγγνώμη, το ξέχασα» ψέλλισε ο Χάρι ψάχνοντας πυρετωδώς τις εσωτερικές τσέπες του. Γιατί δεν είχαν βάλει

μια ειδική βίζα στο διαβατήριό του, όπως κάνουν συνήθως με την κανονική βίζα; Ακριβώς πίσω του στην ουρά άκουσε το ελαφρύ βουητό από ένα γουόκμαν και κατάλαβε πως ήταν ο διπλανός του στο αεροπλάνο. Έπαιζε την ίδια κασέτα κατά τη διάρκεια όλης της πτήσης. Γιατί, διάολε, δεν μπορούσε ποτέ να θυμηθεί σε ποια τσέπη είχε βάλει τι; Σαν να μην έφτανε αυτό, έκανε αφόρητη ζέστη παρόλο που ήταν σχεδόν δέκα το βράδυ. Ο Χάρι ένιωσε το κρανίο του να μυρμηγκιάζει. Επιτέλους βρήκε το έγγραφο και το άφησε ανακουφισμένος στο γκισέ. «Αστυνομικός λοιπόν;» Η υπάλληλος σήκωσε τα μάτια της από την ειδική βίζα και τον κοίταξε, χωρίς σουφρωμένο στόμα πια. «Ελπίζω να μη δολοφονήθηκαν τίποτα ξανθιές Νορβηγίδες» γέλασε και πίεσε δυνατά τη σφραγίδα πάνω στην ειδική βίζα. «Μόνο μία» απάντησε ο Χάρι Χόλε.

Η αίθουσα αφίξεων ήταν γεμάτη ταξιδιωτικούς πράκτορες και οδηγούς λιμουζινών που κρατούσαν ψηλά πινακίδες με διάφορα ονόματα, όμως πουθενά δεν έλεγε «Χόλε». Ήταν έτοιμος να πάρει ταξί όταν ένας μαύρος άντρας με ανοιχτόχρωμο μπλου τζιν και χαβανέζικο πουκάμισο, με

ασυνήθιστα πλακουτσωτή μύτη και μαύρα κατσαρά μαλλιά, άνοιξε δρόμο μέσα από τον κόσμο και τον πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές. «Ο κύριος Χόλι, υποθέτω!» φώναξε θριαμβευτικά. Ο Χάρι Χόλε σκέφτηκε τι επιλογές είχε. Το είχε πάρει απόφαση ότι τον πρώτο καιρό στην Αυστραλία θα διόρθωνε συχνά την προφορά του επωνύμου του· συνήθως το πρόφεραν «Χόουλ», δηλαδή «Τρύπας», ωστόσο το «Χόλι», δηλαδή «Άγιος», δεν ήταν και τόσο κακό. «Άντριου Κένσινγκτον, χαίρω πολύ» είπε ο άντρας χαμογελώντας πλατιά και έτεινε την τεράστια παλάμη του – είχε μέγεθος λεμονοστύφτη! «Καλωσόρισες στο Σίδνεϊ. Ελπίζω να είχες καλή πτήση» πρόσθεσε εγκάρδια ο ξένος, και τα λόγια του ήταν σαν καθυστερημένος αντίλαλος του τυπικού αποχαιρετισμού της αεροσυνοδού είκοσι λεπτά νωρίτερα. Άρπαξε τη στραπατσαρισμένη βαλίτσα του Χάρι και ξεκίνησε για την έξοδο, χωρίς καν να κοιτάξει πίσω. Ο Χάρι τον ακολούθησε καταπόδι. «Εργάζεσαι στην αστυνομία του Σίδνεϊ;» άρχισε να λέει. «Ναι, βέβαια, συνάδελφε. Πρόσεχε!» Η πόρτα ανοιγόκλεισε στο πρόσωπο του Χάρι, κοπάνησε τη μύτη του και τα μάτια του δάκρυσαν. Μια χοντροκομμένη φαρσοκωμωδία δεν θα μπορούσε να είχε αρχίσει χειρότερα.greekleech.info Έτριψε τη μύτη του και

βλαστήμησε στα νορβηγικά. Ο Κένσινγκτον τον κοίταξε συμπονετικά. «Παλιοπόρτες, ε;» είπε. Ο Χάρι δεν απάντησε. Δεν ήξερε πώς απαντούν σε κάτι τέτοιο εδώ. Στο πάρκινγκ ο Κένσινγκτον άνοιξε το πορτμπαγκάζ ενός μικρού, καλοδιατηρημένου Toyota και πέταξε μέσα τη βαλίτσα. «Θέλεις να οδηγήσεις, συνάδελφε;» ρώτησε έκπληκτος. Ο Χάρι συνειδητοποίησε πως καθόταν στη θέση του οδηγού. Μα βέβαια, διάολε, οδηγούσαν στα αριστερά στους δρόμους της Αυστραλίας. Ωστόσο, η θέση του συνοδηγού ήταν τόσο γεμάτη με χαρτιά, κασέτες και σκουπίδια, που ο Χάρι στριμώχτηκε στο πίσω κάθισμα. «Πρέπει να είσαι Αβορίγινας» είπε όταν έστριψαν στον αυτοκινητόδρομο. «Δεν έπεσες έξω, αστυνόμε» απάντησε ο Κένσινγκτον και τον κοίταξε από το καθρεφτάκι. «Στη Νορβηγία σάς λέμε Αυστραλονέγρους». Ο Κένσινγκτον συνέχισε να τον κοιτάζει από το καθρεφτάκι. «Αλήθεια;» Ο Χάρι άρχισε να νιώθει αμήχανα. «Εεε… θέλω να πω ότι οι πρόγονοί σου δεν ήταν κατάδικοι που στάλθηκαν εδώ από

την Αγγλία πριν από διακόσια χρόνια» είπε απολογητικά για να δείξει πως, εν πάση περιπτώσει, είχε τουλάχιστον κάποιες γνώσεις για την ιστορία της χώρας. «Έχεις δίκιο, Χόλι, οι πρόγονοί μου ήταν λίγο νωρίτερα εδώ. Σαράντα χιλιάδες χρόνια, για την ακρίβεια». Ο Κένσινγκτον χαμογέλασε στο καθρεφτάκι. Ο Χάρι σκέφτηκε ότι έπρεπε να το βουλώσει για λίγο. «Κατάλαβα. Λέγε με Χάρι». «ΟΚ, Χάρι. Είμαι ο Άντριου».

Ο Άντριου μιλούσε ασταμάτητα σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής.greekleech.info Οδήγησε τον Χάρι ως το Κινγκς Κρος, ξεναγώντας τον συγχρόνως. Αυτή ήταν η περιοχή του Σίδνεϊ με τα κόκκινα φανάρια καθώς και κέντρο διακίνησης ναρκωτικών και, κατ’ επέκταση, όλων των άλλων σκοτεινών και παράνομων δοσοληψιών της πόλης. Ένα στα δύο σκάνδαλα είχε σχέση με κάποιο κακόφημο ξενοδοχείο ή στριπτιζάδικο που βρισκόταν σε αυτό το τετραγωνικό χιλιόμετρο. «Φτάσαμε» είπε ο Άντριου και σταμάτησε απότομα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, πετάχτηκε έξω και έβγαλε τη βαλίτσα του Χάρι από το πορτμπαγκάζ. «Θα τα πούμε αύριο» πρόσθεσε και εξαφανίστηκε μαζί με το αυτοκίνητο.

Με τσακισμένη μέση και τα πρώτα σημάδια του τζετ λαγκ να κάνουν την εμφάνισή τους, ο Χάρι έμεινε ξαφνικά μόνος αυτός και η βαλίτσα του σε ένα πεζοδρόμιο μιας πόλης με πληθυσμό περίπου όσο ολόκληρης της Νορβηγίας, έξω από το πολυτελές ξενοδοχείο Crescent. Δίπλα από το όνομά του υπήρχαν τρία αστέρια. Ο αρχηγός της αστυνομίας του Όσλο δεν φημιζόταν για τη γενναιοδωρία του όσον αφορούσε τη διαμονή των υπαλλήλων του στα ταξίδια τους εκτός έδρας. Ωστόσο, αυτό εδώ δεν φαινόταν και τόσο κακό. Μάλλον έχουν κάποια έκπτωση για τους δημόσιους υπαλλήλους και πρόκειται για το μικρότερο δωμάτιο του ξενοδοχείου, σκέφτηκε ο Χάρι. Και πράγματι, έτσι ήταν.

2

ΕΝΑΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΤΗΣ ΤΑΣΜΑΝΙΑΣ, ΕΝΑΣ ΚΛΟΟΥΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΟΥΗΔΕΖΑ

Ο

Χάρι χτύπησε επιφυλακτικά την πόρτα του γραφείου του αστυνομικού διευθυντή του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας Βόρειου Σίδνεϊ. «Περάστε» ακούστηκε μια βροντερή φωνή από μέσα. Ένας ψηλός, σωματώδης άντρας, με τόσο μεγάλη κοιλιά, που δεν μπορούσες να μην την προσέξεις, στεκόταν πλάι στο παράθυρο, πίσω από ένα δρύινο γραφείο. Κάτω από τη χαίτη του, που είχε αρχίσει να αραιώνει, προεξείχαν δυο φουντωτά γκρίζα φρύδια, όμως οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του χαμογελούσαν.

«Χάρι Χόλι από το Όσλο της Νορβηγίας, σερ». «Κάθισε, Χόλι. Φαίνεσαι σε διαολεμένα καλή φόρμα για τόσο νωρίς το πρωί. Δεν πιστεύω να επισκέφτηκες τίποτα μάγκες για καμιά πρέζα;» Ο Νιλ Μακόρμακ γέλασε δυνατά. «Τζετ λαγκ! Είμαι ξύπνιος από τις τέσσερις τα ξημερώματα, σερ» εξήγησε ο Χάρι. «Φυσικά. Ένα αστειάκι έκανα. Είχαμε μια περίπτωση σοβαρής διαφθοράς πριν από κάνα δυο χρόνια εδώ πέρα. Δέκα αστυνομικοί καταδικάστηκαν ανάμεσα σε άλλα και για διακίνηση ναρκωτικών – μεταξύ τους. Κίνησαν υποψίες γιατί δύο από αυτούς ήταν στην τσίτα χωρίς λόγο όλο το εικοσιτετράωρο. Δεν ήταν και πολύ αστείο τελικά» είπε με ένα πνιχτό γέλιο ικανοποίησης, φόρεσε τα γυαλιά του και ανακάτεψε τα χαρτιά που είχε μπροστά του. «Σε έστειλαν λοιπόν εδώ να μας βοηθήσεις στην έρευνα για τη δολοφονία της Ίνγκερ Χόλτερ, Νορβηγίδας με άδεια εργασίας στην Αυστραλία. Ξανθιά και όμορφη σύμφωνα με τις φωτογραφίες. Είκοσι τριών ετών, σωστά;» Ο Χάρι κατένευσε. Ο Μακόρμακ σοβάρεψε τώρα: «Βρέθηκε από ψαράδες έξω από τον κόλπο Γουάτσον, και συγκεκριμένα στο πάρκο Γκαπ. Μισόγυμνη, με μώλωπες που μαρτυρούν πως πρώτα βιάστηκε και στη συνέχεια στραγγαλίστηκε, ωστόσο δεν βρέθηκαν ίχνη σπέρματος. Έπειτα το πτώμα μεταφέρθηκε

στο πάρκο μέσα στο σκοτάδι και από εκεί πετάχτηκε στα απότομα βράχια». Έκανε μια γκριμάτσα. «Αν ο καιρός ήταν λίγο χειρότερος, σίγουρα θα το είχαν παρασύρει τα κύματα, όμως έμεινε να παραδέρνει εκεί ανάμεσα στα βράχια, μέχρι που το βρήκαν το επόμενο πρωί. Όπως ανέφερα, δεν βρέθηκε καθόλου σπέρμα και ο λόγος είναι πως ο κόλπος της είχε τεμαχιστεί σαν να επρόκειτο για φιλέτο ψαριού, κι έτσι η θάλασσα είχε ξεπλύνει καλά το κορίτσι. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν ούτε δακτυλικά αποτυπώματα, ωστόσο μπορούμε να προσδιορίσουμε στο περίπου τον χρόνο θανάτου της…» Ο Μακόρμακ έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε το πρόσωπό του. «Όμως δεν έχουμε τον δολοφόνο. Και τι στον διάολο θα κάνεις γι’ αυτό, κύριε Χόλι;» Ο Χάρι πήγε να απαντήσει αλλά τον διέκοψε. «Ναι, ξέρω, αυτό που θα κάνεις είναι να μας παρακολουθήσεις προσεκτικά μέχρι να συλλάβουμε αυτόν τον μπάσταρδο, να μιλήσεις στον νορβηγικό Τύπο για την εξαιρετική μας συνεργασία, να φροντίσεις να μη δυσαρεστήσουμε κανέναν από τη νορβηγική πρεσβεία ή τους συγγενείς και, κατά τα άλλα, να κάνεις διακοπές και να στείλεις και κάνα δυο κάρτες στην αγαπητή σου αρχηγό. Πώς είναι εκείνη, μια και το ’φερε η κουβέντα;»

«Καλά, απ’ όσο ξέρω». «Σπουδαία γυναίκα. Φαντάζομαι σου έχει εξηγήσει τι περιμένουμε από σένα;» «Μέχρι ενός σημείου. Θα συμμετάσχω σε μια έρευ…» «Ωραία. Ξέχνα τα αυτά. Εδώ έχουμε νέους κανόνες. Νούμερο ένα: αποδώ και πέρα θα ακούς εμένα και μόνο εμένα. Νούμερο δύο: δεν θα συμμετάσχεις σε τίποτα χωρίς να έχεις λάβει εντολή από μένα. Και νούμερο τρία: μια παρασπονδία και έφυγες με το πρώτο αεροπλάνο για την πατρίδα σου». Όλα αυτά ειπώθηκαν με χαμόγελο, αλλά το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: κάτω τα χέρια από το ψητό, εδώ είσαι μόνο παρατηρητής. Θα μπορούσε να είχε φέρει μαγιό και φωτογραφική μηχανή μαζί του. «Φαντάζομαι πως η Ίνγκερ Χόλτερ ήταν κάποιο είδος τηλεστάρ στη Νορβηγία». «Όχι και τόσο, σερ. Παρουσίαζε ένα παιδικό πρόγραμμα πριν από λίγα χρόνια. Είχε ήδη όμως σχεδόν ξεχαστεί πριν συμβεί αυτό». «Μου λένε πως οι εφημερίδες σας έκαναν μεγάλο θέμα αυτή τη δολοφονία. Μερικές μάλιστα έχουν στείλει ήδη ανθρώπους τους εδώ. Τους δώσαμε ό,τι στοιχεία είχαμε –που δεν είναι και πολλά– κι έτσι γρήγορα θα βαρεθούν και θα πάρουν τον δρόμο της επιστροφής. Δεν ξέρουν ότι είσαι εδώ

–έχουμε δικές μας νταντάδες να τους φροντίσουν–, οπότε δεν χρειάζεται να σε απασχολεί αυτό». «Ευχαριστώ, σερ» είπε ο Χάρι και το εννοούσε. Η σκέψη και μόνο κάποιου ρεπόρτερ με υπερβάλλοντα ζήλο να τρέχει από πίσω του ασθμαίνοντας δεν του ήταν καθόλου ευχάριστη. «Εντάξει, Χόλι, θα είμαι ειλικρινής μαζί σου και θα σου πω πώς έχουν τα πράγματα. Το αφεντικό μου μου έχει ξεκαθαρίσει ότι οι αρχές του Σίδνεϊ επιθυμούν να διαλευκανθεί αυτή η υπόθεση όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ως συνήθως, έχει να κάνει με πολιτική και χρήμα». «Χρήμα;» «Υπολογίζουμε ότι η ανεργία στο Σίδνεϊ θα ξεπεράσει το δέκα τοις εκατό φέτος και η πόλη έχει ανάγκη ακόμα και το τελευταίο σεντ που μπορεί να πάρει από τους τουρίστες. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2000 που θα γίνουν στη χώρα μας πλησιάζουν και ο τουρισμός από τη Σκανδιναβία βρίσκεται σε άνοδο. Ένας φόνος, ιδιαίτερα όταν δεν έχει διαλευκανθεί, δεν είναι η καλύτερη διαφήμιση για την πόλη, γι’ αυτό κάνουμε ό,τι μπορούμε. Έχουμε μια ομάδα τεσσάρων αστυνομικών που ερευνούν την υπόθεση, με ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα μέσα που διαθέτει το Σώμα, δηλαδή σε ηλεκτρονικά αρχεία, ιατροδικαστές, προσωπικό εργαστηρίων

και ούτω καθεξής». Ο Μακόρμακ τράβηξε μια σελίδα χαρτί και την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να συνεργαστείς με τον Γουάτκινς, αλλά αφού έχεις ζητήσει ειδικά τον Κένσινγκτον δεν βλέπω τον λόγο να το αρνηθώ». «Σερ, απ’ όσο ξέρω δεν…» «Ο Κένσινγκτον είναι καλός άνθρωπος. Δεν υπάρχουν πολλοί αυτόχθονες αστυνομικοί που έχουν ανεβεί στην ιεραρχία όπως αυτός». «Όχι;» Ο Μακόρμακ ανασήκωσε τους ώμους του. «Έτσι είναι. Λοιπόν, Χόλι, αν θελήσεις κάτι, ξέρεις πού θα με βρεις. Καμιά ερώτηση;» «Εεε, κάτι τυπικό, σερ. Αναρωτιέμαι αν το σερ είναι ο σωστός τρόπος να απευθύνομαι σε έναν ανώτερο αξιωματικό σε αυτή τη χώρα ή μήπως είναι κάπως…;» «Επίσημο; Ναι, υποθέτω πως είναι. Αλλά μ’ αρέσει. Μου θυμίζει ότι είμαι το αφεντικό σε αυτή την υπόθεση». Ο Μακόρμακ γέλασε δυνατά και έδωσε τέλος στη συνάντηση με μια εγκάρδια χειραψία.

«Ο Ιανουάριος είναι ο πιο τουριστικός μήνας στην Αυστραλία» εξηγούσε ο Άντριου καθώς είχαν κολλήσει στην

κίνηση γύρω από την προκυμαία Σέρκιουλαρ. «Όλοι έρχονται να δουν την Όπερα του Σίδνεϊ, κάνουν μικρές κρουαζιέρες στο λιμάνι και θαυμάζουν τις κυρίες στην παραλία Μπόντι. Τι κρίμα που ήρθες για δουλειά». Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς μου τη δίνουν οι τουριστικές ατραξιόν». Βγήκαν στον νέο νότιο αυτοκινητόδρομο και το Toyota αύξησε ταχύτητα κατευθυνόμενο δυτικά, προς τον κόλπο Γουάτσον. «Η ανατολική πλευρά του Σίδνεϊ δεν είναι ακριβώς ίδια με το Ιστ Εντ του Λονδίνου» είπε ο Άντριου καθώς περνούσαν το ένα πολυτελές σπίτι μετά το άλλο. «Η περιοχή λέγεται Διπλός Κόλπος. Εμείς την ονομάζουμε Διπλό Κόστος!» «Πού ζούσε η Ίνγκερ Χόλτερ;» «Έμενε για λίγο μαζί με τον φίλο της στο Νιούταουν. Έπειτα χώρισαν και μετακόμισε σε μια μικρή γκαρσονιέρα στο Γκλέμπε». «Τον φίλο της;» Ο Άντριου ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι Αυστραλός, μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών, και γνωρίστηκαν όταν εκείνη είχε έρθει εδώ για διακοπές πριν από δύο χρόνια. Έχει άλλοθι για τη νύχτα του φόνου και επιπλέον δεν μοιάζει με εγκληματία. Όμως ποτέ δεν ξέρεις, έτσι δεν είναι;»

Πάρκαραν κάτω από το πάρκο Γκαπ, έναν από τους πολλούς πνεύμονες πρασίνου του Σίδνεϊ. Απότομα πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούσαν στο ανεμοδαρμένο πάρκο, που απλωνόταν ψηλά πάνω από τον κόλπο Γουάτσον στα βόρεια και τον Ειρηνικό ωκεανό στα ανατολικά. Η ζέστη τούς χτύπησε κατακέφαλα μόλις άνοιξαν τις πόρτες του αυτοκινήτου. Ο Άντριου έβαλε ένα ζευγάρι μεγάλα μαύρα γυαλιά, που έκαναν τον Χάρι να σκεφτεί κάποιον χαλαρό βασιλιά του πορνό. Για κάποιον λόγο, ο αυστραλός συνάδελφός του σήμερα φορούσε ένα στενό κοστούμι και έτσι όπως οι φαρδιοί του ώμοι ήταν στριμωγμένοι μέσα σ’ αυτό και ανηφόριζε σεινάμενος το μονοπάτι προς το σημείο απ’ όπου θα μπορούσαν να έχουν καλή θέα ήταν πραγματικά κωμικό θέαμα. «Από εδώ βλέπεις τον Ειρηνικό ωκεανό, Χάρι. Επόμενη στάση η Νέα Ζηλανδία, σε περίπου δύο χιλιάδες υγρά χιλιόμετρα». Ο Χάρι κοίταξε γύρω του. Στα δυτικά είδε το κέντρο με τη γέφυρα Χάρμπορ, στα βόρεια την παραλία και τα ιστιοπλοϊκά στον κόλπο Γουάτσον, ενώ πιο μακριά, στη βορειότερη πλευρά του κόλπου, ξεχώριζε το καταπράσινο προάστιο Μάνλι. Στα ανατολικά, η γραμμή του ορίζοντα είχε πάρει διάφορες αποχρώσεις του μπλε. Οι απόκρημνοι βράχοι

κατηφόριζαν μπροστά τους, ενώ από κάτω τους τα κύματα του ωκεανού τελείωναν το μακρύ ταξίδι τους σπάζοντας στους βράχους, μ' ένα βροντερό κρεσέντο. «ΟΚ, Χάρι, πατάς σε ιστορικό έδαφος» είπε ο Άντριου. «Το 1788 οι Άγγλοι έστειλαν το πρώτο πλοίο με κατάδικους στην Αυστραλία. Αποφασίστηκε να εγκατασταθούν στον κόλπο Μπότανι, λίγα μίλια νοτιότερα από εδώ αλλά αρκετά αφιλόξενο τόπο, όπως πίστευε ο πλοίαρχος Άρθουρ Φίλιπ. Ο ίδιος έστειλε ένα μικρό πλοίο κατά μήκος της βόρειας ακτής, προς αναζήτηση καλύτερου τόπου εγκατάστασης. Όταν καβάτζαραν το ακρωτήριο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα, βρήκαν το καλύτερο λιμάνι του κόσμου. Λίγο αργότερα κατέφθασε ο πλοίαρχος Φίλιπ με τον υπόλοιπο στόλο: έντεκα πλοία, επτακόσιους πενήντα κατάδικους, γυναίκες και άντρες, τετρακόσιους ναυτικούς, πέντε πλοία συνοδείας και εφόδια για δύο χρόνια. Όμως οι συνθήκες σε αυτή τη χώρα είναι πιο δύσκολες, απ’ ό,τι φαίνεται, και οι Άγγλοι δεν ήξεραν να εκμεταλλευτούν τη γη έτσι όπως είχαν μάθει οι Αβορίγινες. Όταν έφτασε η δεύτερη αποστολή δυόμισι χρόνια αργότερα, οι Άγγλοι βρίσκονταν ήδη στα όρια της λιμοκτονίας». «Φαίνεται όμως ότι τα πράγματα πήγαν καλύτερα στη συνέχεια». Ο Χάρι έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού του τους πράσινους αγρούς του Σίδνεϊ, ενώ ένιωθε τον ιδρώτα να

κυλάει στη ραχοκοκαλιά του. Αυτή η ζέστη τού προκαλούσε δυσφορία. «Ναι, οι Άγγλοι τα κατάφεραν» είπε ο Άντριου και έφτυσε από την κορυφή του γκρεμού. Παρακολούθησαν για λίγο το σάλιο να πέφτει, πριν χαθεί στον αέρα. «Φαίνεται πως ήταν ήδη νεκρή όταν την πέταξαν και, ευτυχώς, δεν έζησε τη φρίκη της πτώσης» συνέχισε ο Άντριου. «Πρέπει να χτύπησε στα απότομα βράχια πέφτοντας. Όταν τη βρήκαν, μεγάλα κομμάτια σάρκας έλειπαν από το κορμί της». «Για πόσο χρόνο ήταν νεκρή πριν βρεθεί;» Ο Άντριου έκανε μια γκριμάτσα. «Ο γιατρός της αστυνομίας είπε σαράντα οκτώ ώρες, αλλά…» Έβαλε τον αντίχειρά του μπροστά στο στόμα του σαν να έπινε. Ο Χάρι έγνεψε. Άρα ο γιατρός της αστυνομίας ήταν μια διψασμένη ψυχή. «Και γίνεσαι δύσπιστος όταν τα νούμερα είναι στρογγυλεμένα;» «Βρέθηκε Παρασκευή πρωί, ας πούμε λοιπόν πως πέθανε κάποια στιγμή το βράδυ της Τετάρτης». «Εντοπίσατε τίποτα ίχνη;» «Όπως βλέπεις, τα αυτοκίνητα μπορούν να παρκάρουν εδώ κάτω, η περιοχή δεν φωτίζεται τη νύχτα και είναι σχετικά

έρημη. Δεν έχουμε κανέναν αυτόπτη μάρτυρα και, για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι θα έχουμε». «Τι κάνουμε λοιπόν τώρα;» «Τώρα κάνουμε αυτό που μου υπέδειξε το αφεντικό, πηγαίνουμε δηλαδή σε ένα εστιατόριο να ξοδέψουμε λίγο από το κονδύλι φιλοξενίας επισκεπτών του Σώματος. Στο κάτω κάτω, είσαι ο πιο υψηλόβαθμος εκπρόσωπος της νορβηγικής αστυνομίας σε ακτίνα μεγαλύτερη των δύο χιλιάδων χιλιομέτρων. Τουλάχιστον». Ο Άντριου και ο Χάρι κάθισαν σε ένα τραπέζι με λευκό τραπεζομάντιλο. Η ψαροταβέρνα Doyle's βρισκόταν στην πιο απομακρυσμένη άκρη του κόλπου Γουάτσον, με μόνο μια στενή λωρίδα αμμουδερής παραλίας να τη χωρίζει από τη θάλασσα. «Δεν είναι απίστευτα όμορφα;» είπε ο Άντριου. «Σαν τοπίο σε καρτ ποστάλ». Ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι έχτιζαν πύργους με άμμο στην παραλία μπροστά τους, με φόντο τη βαθιά γαλάζια θάλασσα και τους καταπράσινους λόφους, ενώ στο βάθος φαινόταν η θαυμαστή γραμμή του ορίζοντα του Σίδνεϊ. Ο Χάρι παρήγγειλε χτένια και πέστροφα της Τασμανίας, ο Άντριου μια αυστραλιανή γλώσσα, την οποία ο Χάρι φυσικά δεν είχε ακούσει ποτέ. Ο Άντριου επέλεξε ένα μπουκάλι

αυστραλιανό σαρντονέ –«καθόλου ταιριαστό με το γεύμα, αλλά είναι λευκό, καλό, και η τιμή του μέσα στα όρια του προϋπολογισμού μας»– και φάνηκε κάπως έκπληκτος όταν ο Χάρι είπε πως δεν έπινε αλκοόλ. «Είσαι κουάκερος;» ρώτησε. «Καμία σχέση» απάντησε ο Χάρι. Το Doyle's ήταν μια παλιά οικογενειακή ψαροταβέρνα, από τις καλύτερες του Σίδνεϊ, πληροφόρησε ο Άντριου τον Χάρι. Καθώς ήταν περίοδος αιχμής, ήταν ασφυκτικά γεμάτη και ο Χάρι συμπέρανε πως αυτό εξηγούσε γιατί δεν εμφανίστηκε κανένα γκαρσόνι να τους σερβίρει. «Τα γκαρσόνια εδώ είναι σαν τον πλανήτη Πλούτωνα» είπε ο Άντριου εκνευρισμένος. «Κινούνται σε τροχιά στην περιφέρεια, εμφανίζονται κάθε είκοσι χρόνια και ακόμα και τότε είναι αδύνατο να τους διακρίνεις με γυμνό μάτι». Ο Χάρι, ωστόσο, ήταν χαλαρός και έγειρε πίσω στην καρέκλα του βγάζοντας έναν αναστεναγμό ικανοποίησης. «Όμως έχουν εξαιρετικό φαγητό» είπε. «Έτσι εξηγείται και το κοστούμι». «Και ναι και όχι. Όπως βλέπεις, δεν είναι τόσο επίσημα εδώ. Αλλά είναι καλύτερα για μένα να μην έρχομαι με τζιν και φανελάκι σε τέτοια μέρη. Λόγω του παρουσιαστικού μου πρέπει να κάνω μια προσπάθεια».

«Τι εννοείς;» Ο Άντριου κοίταξε επίμονα τον Χάρι. «Οι Αβορίγινες δεν βρίσκονται ψηλά στην κοινωνική ιεραρχία ούτε χαίρουν μεγάλης εκτίμησης σε αυτή τη χώρα, όπως έχεις ίσως καταλάβει. Από παλιά οι Άγγλοι έγραφαν στους συμπατριώτες τους πως οι αυτόχθονες είχαν αδυναμία στο αλκοόλ και στις κλοπές» είπε. Ο Χάρι άκουγε με ενδιαφέρον. «Πίστευαν πως το είχαμε στα γονίδιά μας. “Το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να προκαλούν πανδαιμόνιο φυσώντας μέσα σε μακριά κομμάτια από κούφια ξύλα που τα λένε ντιντζεριντού” έγραφε ένας από αυτούς. Ωστόσο, αυτή η χώρα παινεύεται πως έχει καταφέρει να ενσωματώσει διάφορες κουλτούρες σε μια συνεκτική και λειτουργική κοινωνία. Αλλά λειτουργική για ποιον; Το μειονέκτημα, ή το πλεονέκτημα, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς, είναι ότι οι αυτόχθονες δεν εμφανίζονται πλέον πουθενά. »Οι Αβορίγινες είναι σχεδόν ολοκληρωτικά απόντες από τη ζωή και την κοινωνία της Αυστραλίας, εκτός από τις πολιτικές αποφάσεις που αφορούν τα συμφέροντα και την κουλτούρα τους. Οι Αυστραλοί εξαγοράζουν τις ενοχές τους κρεμώντας έργα τέχνης Αβορίγινων στους τοίχους των σπιτιών τους. Απ’ την άλλη, οι Αβορίγινες αντιπροσωπεύονται με το παραπάνω στις ουρές για το επίδομα ανεργίας, στις στατιστικές για τις αυτοκτονίες και

στις φυλακές. Οι πιθανότητες να καταλήξεις στη φυλακή αν είσαι Αβορίγινας είναι είκοσι έξι φορές περισσότερες απ’ ό,τι για οποιονδήποτε άλλον Αυστραλό. Για σκέψου το λίγο, Χάρι Χόλι». Ο Άντριου τελείωσε το κρασί του ενώ ο Χάρι το σκεφτόταν. Καθώς και το ότι μόλις είχε φάει το καλύτερο ψάρι στα τριάντα δύο χρόνια της ζωής του. «Και όμως, οι Αυστραλοί δεν είναι περισσότερο ρατσιστές από άλλους λαούς, αφού είμαστε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, με πολίτες από όλο τον κόσμο. Πράγμα που σημαίνει πως το να φοράς κοστούμι όταν πας στο εστιατόριο αξίζει τον κόπο». Ο Χάρι συμφώνησε με ένα νεύμα. Δεν είχε τίποτα να πει πάνω σ’ αυτό. «Η Ίνγκερ Χόλτερ δούλευε σε μπαρ;» «Ναι, στο Albury της οδού Όξφορντ, στο Πάντινγκτον. Σκέφτομαι να περάσουμε από εκεί απόψε». «Γιατί όχι τώρα;» Ο Χάρι είχε αρχίσει να ανυπομονεί. «Γιατί πρώτα πρέπει να συναντήσουμε τον σπιτονοικοκύρη της». Ο Πλούτων εμφανίστηκε απρόσκλητος στο στερέωμα.

Η Γκλέμπε Πόιντ αποδείχτηκε ένας συμπαθητικός, όχι πολυσύχναστος δρόμος, με μικρά, απλά, ως επί το πλείστον

έθνικ ταβερνάκια το ένα δίπλα στο άλλο. «Αυτή ήταν παλιά η γειτονιά των μποέμ» εξήγησε ο Άντριου. «Έμενα εδώ όταν ήμουν φοιτητής τη δεκαετία του ’70. Ακόμη μπορείς να βρεις εστιατόρια χορτοφάγων για ιντελεκτουέλ τύπους που ακολουθούν εναλλακτικούς τρόπους ζωής, βιβλιοπωλεία για λεσβίες και άλλα τέτοια. Όμως οι παλιοί χίπηδες και τα πρεζόνια έχουν εξαφανιστεί. Και καθώς το Γκλέμπε έγινε πολύ ιν, ανέβηκαν και τα νοίκια. Αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να ζήσω εδώ τώρα, ακόμα και με τον μισθό του αστυνομικού».

Έστριψαν δεξιά στην οδό Χέρεφορντ και μπήκαν στην αυλόπορτα με τον αριθμό 54. Ένα μικρό τριχωτό μαύρο ζώο τούς πλησίασε γαβγίζοντας και δείχνοντάς τους τα μικροσκοπικά, μυτερά δόντια του. Το μικρό τέρας φαινόταν εξαγριωμένο και έμοιαζε εκπληκτικά με τον δαίμονα της Τασμανίας στη φωτογραφία του τουριστικού οδηγού. Επιθετικό και γενικώς ενοχλητικό αν κρέμεται από τον λαιμό σου, έλεγε ο οδηγός. Το είδος έχει σχεδόν ολοκληρωτικά εκλείψει, πράγμα που ο Χάρι ήλπιζε πως ίσχυε. Καθώς αυτό το δείγμα του είδους όρμησε καταπάνω του με ορθάνοιχτα σαγόνια, ο Άντριου σήκωσε το πόδι του και του έδωσε μια γερή κλοτσιά, που το έστειλε να αλυχτάει στους θάμνους του

φράχτη. Όταν ανέβηκαν τα σκαλιά, ένας αγουροξυπνημένος κοιλαράς με ξινισμένο ύφος στεκόταν στην πόρτα: «Τι έγινε ο σκύλος;». «Θαυμάζει τις τριανταφυλλιές» τον πληροφόρησε ο Άντριου χαμογελώντας. «Είμαστε από την αστυνομία, Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Ο κύριος Ρόμπερτσον;» «Ναι, ναι. Τι θέλετε πάλι; Σας είπα ήδη πως έχω πει ό,τι ξέρω». «Και τώρα μας είπατε πως μας είπατε πως έχετε πει…» Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή, ενώ ο Άντριου συνέχιζε να χαμογελάει και ο Χάρι στηριζόταν αμήχανα πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. «Συγγνώμη, κύριε Ρόμπερτσον, δεν ήρθαμε να σας ρίξουμε με τη γοητεία μας, αλλά ο κύριος αποδώ είναι ο αδελφός της Ίνγκερ Χόλτερ και θα θέλαμε να δούμε το δωμάτιό της, αν δεν σας κάνει κόπο». Η στάση του Ρόμπερτσον άλλαξε αμέσως. «Να με συγχωρείτε, δεν ήξερα… Περάστε!» Άνοιξε την πόρτα και προχώρησε μπροστά τους προς τη σκάλα. «Μάλιστα η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα καν ότι η Ίνγκερ είχε αδελφό. Μα τώρα που το λέτε, βλέπω σίγουρα την ομοιότητα». Πίσω του, ο Χάρι μισογύρισε προς τον Άντριου και του έκλεισε το μάτι.

Το δωμάτιο της Ίνγκερ είχε μείνει ανέγγιχτο. Ρούχα, περιοδικά, γεμάτα τασάκια και άδεια μπουκάλια κρασιού βρίσκονταν παντού. «Η αστυνομία μού είπε να μην πειράξω τίποτα προς το παρόν». «Καταλαβαίνουμε». «Απλώς δεν γύρισε σπίτι ένα βράδυ. Εξαφανίστηκε». «Ευχαριστούμε, κύριε Ρόμπερτσον, έχουμε διαβάσει την κατάθεσή σας». «Της είχα πει να μην έρχεται από τον δρόμο που περνάει από τη γέφυρα και την ψαραγορά όταν επέστρεφε σπίτι το βράδυ. Είναι σκοτεινά και εκεί συχνάζουν ένα σωρό αραπάδες και κιτρινιάρηδες…» Κοίταξε με τρόμο τον Άντριου Κένσινγκτον. «Με το συμπάθιο, δεν ήθελε να…» «Δεν πειράζει. Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα, κύριε Ρόμπερτσον». Ο Ρόμπερτσον κατέβηκε αθόρυβα τη σκάλα και άκουσαν το τσούγκρισμα μπουκαλιών στην κουζίνα. Στο δωμάτιο υπήρχαν ένα κρεβάτι, μερικά ράφια με βιβλία και ένα γραφείο. Ο Χάρι κοίταξε τριγύρω και προσπάθησε να σχηματίσει μια εικόνα της Ίνγκερ Χόλτερ. Θυματοποίηση: να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση του θύματος. Μόλις που θυμόταν το ζωηρό κορίτσι στην τηλεόραση, με τον νεανικό

ενθουσιασμό και τα αθώα γαλανά μάτια. Σίγουρα δεν ήταν ο τύπος της νοικοκυρούλας που περνούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο της καθαρίζοντας κάθε γωνιά του σπιτιού. Δεν υπήρχαν κάδρα στους τοίχους, πέρα από μια αφίσα του Braveheart με τον Μελ Γκίμπσον, το οποίο ο Χάρι θυμόταν μόνο και μόνο επειδή, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, πήρε Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Είχε κακό γούστο στον κινηματογράφο, σκέφτηκε ο Χάρι. Και στους άντρες. Ο Χάρι ήταν ένας από αυτούς που είχαν νιώσει προδομένοι όταν το Mad Max είχε κάνει τον Γκίμπσον αστέρα του Χόλιγουντ. Στον τοίχο κρεμόταν μια φωτογραφία της Ίνγκερ. Καθόταν σε ένα παγκάκι, μπροστά από κάποια χρωματιστά, δυτικού τύπου σπίτια, με μια παρέα από μακρυμάλληδες γενειοφόρους νεαρούς. Φορούσε ένα φαρδύ, ριχτό βιολετί φουστάνι, ενώ τα ξανθά μαλλιά της κρέμονταν ολόισια γύρω από το χλωμό, σοβαρό πρόσωπό της. Κρατιόταν χέρι χέρι με έναν νεαρό που είχε ένα μωρό στην αγκαλιά του. Σε ένα ράφι υπήρχαν ένα σακούλι με καπνό, μερικά βιβλία για αστρολογία και μια άτεχνα σκαλισμένη ξύλινη μάσκα, με μακριά γαμψή μύτη σαν ράμφος. Ο Χάρι τη γύρισε από πίσω. Κατασκευασμένη στην Παπούα Νέα Γουινέα, έγραφε στην καρτελίτσα με την τιμή. Όσα ρούχα δεν ήταν στο κρεβάτι ή στο πάτωμα κρέμονταν

σε μια μικρή ντουλάπα. Δεν υπήρχαν πολλά: μερικές βαμβακερές μπλούζες, ένα φθαρμένο παλτό και ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο στο πάνω ράφι. Ο Άντριου πήρε στο χέρι του ένα πακέτο χαρτάκια για τσιγάρα από ένα συρτάρι του γραφείου. «Κάπνιζε στριφτά τσιγάρα μεγάλου μεγέθους». «Βρήκατε και ναρκωτικά εδώ;» ρώτησε ο Χάρι. Ο Άντριου έγνεψε αρνητικά και έδειξε τα χαρτάκια των τσιγάρων. «Αν όμως είχαμε εξετάσει τα τασάκια, είμαι σίγουρος πως θα βρίσκαμε ίχνη κάνναβης». «Και γιατί δεν το κάνατε; Δεν έγινε έρευνα εδώ από την Εγκληματολογική;» «Κατ’ αρχάς, δεν είχαμε λόγο να πιστεύουμε πως εδώ ήταν ο τόπος του εγκλήματος. Δεύτερον, το να καπνίζει κάποιος μαριχουάνα δεν το κάνουμε θέμα, αφού εδώ, στη Νέα Νότια Ουαλία, έχουμε μια πιο ρεαλιστική αντίληψη για τη μαριχουάνα απ’ ό,τι σε ορισμένες άλλες πολιτείες της Αυστραλίας. Δεν αποκλείω τελείως την πιθανότητα ο φόνος να έχει σχέση με ναρκωτικά, αλλά κάνα δυο τσιγαριλίκια δύσκολα σχετίζονται με την υπόθεση. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν έκανε χρήση άλλων ουσιών. Διακινούνται αρκετή κόκα και ψυχοφάρμακα στο Albury, αλλά κανένας απ’ όσους ρωτήσαμε δεν ανέφερε κάτι, ούτε υπήρχε ίχνος τέτοιας ουσίας

στις εξετάσεις αίματος. Δεν φαίνεται να είχε σχέση με σκληρά ναρκωτικά. Δεν υπήρχαν σημάδια από τρυπήματα βελόνας στο κορμί της και, επιπλέον, έχουμε ένα λογικό καθεστώς επιτήρησης στους κύκλους των χρηστών σκληρών ναρκωτικών». Ο Χάρι τον κοίταξε και ο Άντριου ξερόβηξε. «Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η επίσημη εκδοχή. Υπάρχει ωστόσο κάτι στο οποίο θεωρούν πως μπορείς να μας βοηθήσεις». Ήταν ένα γράμμα στα νορβηγικά. «Αγαπητή Ελίζαμπεθ» ξεκινούσε και φαίνεται πως δεν είχε τελειώσει. Ο Χάρι τού έριξε μια γρήγορη ματιά: Λοιπόν, είμαι καλά και το σπουδαιότερο: είμαι ερωτευμένη! Φυσικά, είναι ωραίος σαν έλληνας θεός, με μακριά σγουρά καστανά μαλλιά, στητό πισινό και βλέμμα που σου λέει αυτό που σου έχει ήδη ψιθυρίσει στο αυτί: πως σε θέλει τώρα αμέσως πίσω από τον πιο κοντινό τοίχο, στην τουαλέτα, στο τραπέζι, στο πάτωμα, οπουδήποτε. Τον λένε Έβανς, είναι τριάντα δύο χρονών και –έκπληξη!– παντρεμένος στο παρελθόν, με ένα χαριτωμένο αγοράκι ενάμισι έτους, τον Τομ-Τομ. Αυτή τη στιγμή δεν έχει μόνιμη δουλειά αλλά γυρίζει και κάνει διάφορα. Ναι, ναι, καταλαβαίνω πως μυρίζεσαι μπελάδες, αλλά υπόσχομαι να μην αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί.

Τουλάχιστον, όχι προς το παρόν. Αρκετά για τον Έβανς. Δουλεύω ακόμη στο Albury. Ο Μίστερ Μπιν σταμάτησε να μου ζητάει να βγούμε από τότε που είδε τον Έβανς ένα βράδυ στο μπαρ, και αυτό τουλάχιστον είναι πρόοδος. Όμως εξακολουθεί να με παρακολουθεί μ̓ εκείνο το γλοιώδες ύφος του. Ουφ! Η αλήθεια είναι πως έχω αρχίσει να βαριέμαι αυτή τη δουλειά, αλλά πρέπει να συνεχίσω μέχρι να παραταθεί η άδεια παραμονής μου. Έχω επικοινωνήσει με τη νορβηγική τηλεόραση, η οποία σχεδιάζει να συνεχίσει τη σειρά το επόμενο φθινόπωρο και μπορώ να την παρουσιάζω αν θέλω. Αποφάσεις, αποφάσεις! Το γράμμα σταματούσε εκεί, χωρίς υπογραφή ούτε ημερομηνία.

Βγαίνοντας, ο Χάρι ευχαρίστησε τον Ρόμπερτσον με μια χειραψία και εκείνος απάντησε εκφράζοντας τα συλλυπητήριά του με μια υπόκλιση, λέγοντας πως η Ίνγκερ ήταν αξιαγάπητη κοπέλα και εξαιρετική ένοικος, και μάλιστα το καμάρι του σπιτιού και της γειτονιάς ολόκληρης, απ’ όσο ήξερε. Η ανάσα του βρομούσε μπίρα και άρθρωνε τις λέξεις με δυσκολία. Πηγαίνοντας προς την αυλόπορτα άκουσαν ένα κλαψούρισμα από το παρτέρι με τις τριανταφυλλιές. Δυο

κόκκινα μάτια τούς κοίταζαν μέσα από τους θάμνους.

Κάθισαν σε ένα μικρό βιετναμέζικο εστιατόριο στο λιμάνι Ντάρλινγκ. Οι περισσότεροι πελάτες ήταν Ασιάτες και φαινόταν ότι σύχναζαν εκεί. Έλεγαν κάτι ακαταλαβίστικες κουβέντες στο γκαρσόνι, σε έναν τόνο που ανεβοκατέβαινε απότομα. «Ακούγονται σαν να έχουν λόξιγκα και μιλάνε σαν τον Ντόναλντ Ντακ» είπε ο Χάρι. «Δεν σου αρέσουν οι Ασιάτες;» ρώτησε ο Άντριου. Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του: «Ούτε μ’ αρέσουν ούτε δεν μ’ αρέσουν. Δεν ξέρω κανέναν. Δηλαδή, δεν έχω κανέναν λόγο να μη μου αρέσουν. Φαίνονται τίμιοι και δουλευταράδες. Εσένα;». «Πολλοί Ασιάτες επιθυμούν να έρθουν στην Αυστραλία, αλλά εδώ αρκετοί δεν τους θέλουν. Εγώ δεν έχω τίποτα εναντίον τους. Ας έρθουν». Ο Χάρι κατάλαβε πως το βαθύτερο νόημα πίσω από τα λόγια του Άντριου ήταν ότι «έτσι κι αλλιώς είναι πολύ αργά, οι δικοί μου άνθρωποι την έχουν χάσει τη γη τους». «Πριν από μερικά χρόνια ήταν σχεδόν αδύνατον για τους Ασιάτες να πάρουν άδεια παραμονής στην Αυστραλία. Οι αρχές προσπαθούσαν να κρατήσουν τη χώρα όσο το δυνατόν

πιο “λευκή”. Η δικαιολογία ήταν πως δεν ήθελαν συγκρούσεις πολιτισμών, μια και η εμπειρία της “αφομοίωσης” των Αβορίγινων δεν ήταν και τόσο καλή, για να το θέσω επιεικώς. Όμως όταν οι Γιαπωνέζοι προσφέρθηκαν να φέρουν κεφάλαια στην Αυστραλία, άλλαξαν τη στάση τους. Ξαφνικά άρχισαν να λένε ότι δεν θα έπρεπε να απομονωνόμαστε, αλλά να εκμεταλλευτούμε το γεγονός πως η Ασία είναι ο κοντινότερος γείτονας, και ότι οι εμπορικές συναλλαγές με μια χώρα όπως η Ιαπωνία γρήγορα θα ήταν σημαντικότερες από αυτές με την Ευρώπη και την Αμερική. Έτσι, ιαπωνικές αλυσίδες έχτισαν ξενοδοχεία στη Χρυσή Ακτή, προς το Μπρίσμπεϊν, και έφεραν γιαπωνέζους διευθυντές, μαγείρους και ξενοδοχοϋπαλλήλους, ενώ οι Αυστραλοί προσελήφθησαν ως γκρουμ και καθαρίστριες. Αργά ή γρήγορα θα υπάρξει αντίδραση σε αυτό. Κανένας δεν θέλει να ξεσκονίζει τα παπούτσια των ξένων στη χώρα του». «Και οι άνθρωποι της φυλής σου δεν πάνε να δουλέψουν στο εξωτερικό, φαντάζομαι». Ο Άντριου χαμογέλασε με πίκρα. «Οι Ευρωπαίοι δεν πρόσφεραν ποτέ άδεια παραμονής και δουλειά στους Αβορίγινες». Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι. Απέμεναν ακόμη κάνα δυο ώρες μέχρι να ανοίξει για βράδυ το Albury, εκεί όπου δούλευε η Ίνγκερ Χόλτερ. «Μήπως θέλεις να περάσεις από το σπίτι σου

μέχρι τότε;» ρώτησε. Ο Άντριου ένευσε αρνητικά. «Μένω μόνος μου προς το παρόν». «Προς το παρόν;» «Ναι, τα τελευταία δέκα χρόνια. Είμαι χωρισμένος. Η γυναίκα μου ζει στο Νιουκάσλ με τα παιδιά. Προσπαθώ να τους βλέπω όσο συχνότερα μπορώ, όμως φοβάμαι πως δεν θα είναι για πολύ ακόμα, αφού τα κορίτσια γρήγορα θα είναι αρκετά μεγάλα για να έχουν το δικό τους πρόγραμμα τα Σαββατοκύριακα. Καταλαβαίνω πως όπου να ’ναι δεν θα είμαι ο μοναδικός άντρας στη ζωή τους. Είναι τσαχπίνες οι μικρές μου, δεκατεσσάρων και δεκαπέντε χρονών. Διάολε, τώρα πρέπει να κυνηγάω κάθε υποψήφιο που θα πλησιάζει την πόρτα!» Ο Άντριου χαμογέλασε πλατιά. Ο Χάρι δεν μπορούσε παρά να ευχαριστηθεί αυτή τη σπάνια εξομολογητική διάθεση ενός συναδέλφου. «Τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή, Άντριου». «Σωστά, συνάδελφε. Εσύ;» «Δεν έχω σύζυγο. Ούτε παιδιά. Ούτε σκύλο. Το μόνο που έχω είναι ένα αφεντικό, έναν πατέρα και κάνα δυο τύπους που τους θεωρώ ακόμη φιλαράκια, παρόλο που περνάει καιρός για να πάρουν τηλέφωνο. Ή να πάρω εγώ».

«Με αυτή τη σειρά;» «Με αυτή τη σειρά». Γέλασαν και έμειναν σιωπηλοί να χαζεύουν την απογευματινή κίνηση απέξω. Ο Άντριου παρήγγειλε ακόμα μια Βικτόρια Μπίτερ. Ο κόσμος έβγαινε κατά κύματα από τα μαγαζιά και τις τράπεζες: γκριζομάλληδες Έλληνες με αετίσιες μύτες, Ασιάτες με γυαλιά και σκούρα κοστούμια, Ολλανδοί και κοκκινομάλλικα κορίτσια με μεγάλες μύτες, αναμφίβολα βρετανικής καταγωγής. Όλοι βιάζονταν να προλάβουν το λεωφορείο για το Παραμάτα ή τον υπόγειο για τον κόμβο Μπόντι. Έμποροι με κοντά παντελόνια –τυπικό αυστραλιανό φαινόμενο, παρατήρησε ο Άντριου– κατέβαιναν στις αποβάθρες για να πάρουν κάποιο από τα φέρι μποτ προς τα προάστια στη βόρεια πλευρά του λιμανιού Τζάκσον. «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Χάρι. «Πάμε στο τσίρκο! Είναι ακριβώς στον δρόμο μας και έχω υποσχεθεί σε έναν φίλο πως θα περάσω κάποια μέρα. Και σήμερα είναι κάποια μέρα, δεν είναι;»

Στον σταθμό παραγωγής ενέργειας, ένα μικρό περιοδεύον τσίρκο είχε αρχίσει ήδη την απογευματινή, δωρεάν παράσταση μπροστά στο λιγοστό αλλά νεανικό και ενθουσιώδες κοινό. Το κτίριο ήταν εργοστάσιο παραγωγής

ηλεκτρικής ενέργειας και σταθμός τραμ, όταν το Σίδνεϊ είχε τραμ, εξήγησε ο Άντριου. Τώρα λειτουργούσε ως πολυχώρος τέχνης. Δύο καλογυμνασμένα κορίτσια μόλις είχαν τελειώσει ένα όχι και τόσο θεαματικό ακροβατικό νούμερο, ωστόσο εισέπραξαν δυνατό χειροκρότημα. Κατόπιν, μια τεράστια γκιλοτίνα εμφανίστηκε κυλώντας στη σκηνή, συγχρόνως με έναν κλόουν που φορούσε πολύχρωμη στολή και ριγέ σκούφο, προφανώς εμπνευσμένο από τη Γαλλική Επανάσταση. Σκουντουφλούσε, έκανε ένα σωρό αστεία και διασκέδαζε πολύ τα παιδιά. Ένας άλλος κλόουν μπήκε στη σκηνή φορώντας μια μακριά άσπρη περούκα και ο Χάρι κατάλαβε ύστερα από λίγο πως υποδυόταν τον Λουδοβίκο ΙΣΤ΄. «Καταδικάζεσαι ομόφωνα σε θάνατο» ανακοίνωσε ο κλόουν με τον ριγέ σκούφο. Αμέσως ο καταδικασμένος οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα, όπου –πάντα προς τέρψη των παιδιών– ύστερα από ξεφωνητά και στριγκλιές έβαλε το κεφάλι του στην ειδικά διαμορφωμένη θέση κάτω από τη λεπίδα. Ακολούθησε ένα σύντομο χτύπημα των τυμπάνων, η λεπίδα έπεσε και προς έκπληξη όλων –συμπεριλαμβανομένου και του Χάρι– έκοψε το κεφάλι του μονάρχη, βγάζοντας έναν ήχο που θύμιζε το χτύπημα του τσεκουριού στο δάσος ένα ήσυχο χειμωνιάτικο πρωινό. Το κεφάλι, μαζί με την περούκα, έπεσε και κύλησε

μέσα σε ένα καλάθι. Τα φώτα έσβησαν και όταν ξανάναψαν, ο αποκεφαλισμένος βασιλιάς στεκόταν στο φως των προβολέων με το κεφάλι κάτω από τη μασχάλη. Τώρα τα παιδιά κυριολεκτικά ξετρελάθηκαν. Τα φώτα έσβησαν ξανά και όταν άναψαν για δεύτερη φορά όλος ο θίασος στεκόταν στη σκηνή και υποκλινόταν. Η παράσταση τελείωσε.

Ενώ ο κόσμος ξεχυνόταν προς την έξοδο, ο Άντριου και ο Χάρι μπήκαν στα παρασκήνια. Στα πρόχειρα καμαρίνια οι ηθοποιοί έβγαζαν ήδη τα κοστούμια τους και το μακιγιάζ. «Ότο, χαιρέτα έναν φίλο από τη Νορβηγία» φώναξε ο Άντριου. Ένα πρόσωπο γύρισε. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ φαινόταν λιγότερο μεγαλοπρεπής χωρίς την περούκα και με το μακιγιάζ πασαλειμμένο στο πρόσωπό του: «Καλώς τον Τούκα τον Ινδό!». «Χάρι, ο Ότο Ρεχτνάγκελ». Ο Ότο πρότεινε κομψά το χέρι του και φάνηκε ενοχλημένος όταν ο Χάρι, κάπως σαστισμένος, απλώς το έσφιξε ελαφρά. «Δεν έχει χειροφίλημα, όμορφε;» «Ο Ότο νομίζει πως είναι γυναίκα. Μια γυναίκα ευγενικής καταγωγής» εξήγησε ο Άντριου. «Σαχλαμάρες, Τούκα. Ο Ότο ξέρει πολύ καλά πως είναι

άντρας. Μοιάζεις μπερδεμένος, νεαρέ; Μήπως θέλεις να το διαπιστώσεις μόνος σου;» είπε ο Ότο με ένα τσιριχτό, διαπεραστικό γέλιο. Ο Χάρι ένιωσε τους λοβούς των αυτιών του να καίνε. Δυο ψεύτικα ματοτσίνορα ανοιγόκλεισαν διαμαρτυρόμενα προς τον Άντριου: «Έχει μιλιά ο φίλος σου;». «Ζητώ συγγνώμη. Με λένε Χάρι… εεε… Χόλι. Ωραίο το νούμερό σου. Όμορφα κοστούμια. Πολύ… ζωντανό. Και ασυνήθιστο». «Το νούμερο του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄; Ασυνήθιστο; Το αντίθετο: είναι πολύ παλιό και συνηθισμένο – από τα κλασικά. Εκτελέστηκε για πρώτη φορά από την οικογένεια των κλόουν Γιαντατσέφσκι, δύο μόλις εβδομάδες μετά την πραγματική εκτέλεση τον Ιανουάριο του 1793. Ο κόσμος το αγάπησε. Ο κόσμος πάντα αγαπάει τις δημόσιες εκτελέσεις. Ξέρεις πόσες φορές προβάλλεται η δολοφονία του Κένεντι στην αμερικανική τηλεόραση κάθε χρόνο;» Ο Χάρι ένευσε αρνητικά. Ο Ότο κοίταξε συλλογισμένος το ταβάνι. «Πάρα πολλές». «Ο Ότο βλέπει τον εαυτό του ως διάδοχο του μεγάλου Γιάντι Γιαντατσέφσκι» διευκρίνισε ο Άντριου. «Αλήθεια;» Οι διάσημες οικογένειες κλόουν δεν ήταν η ειδικότητα του Χάρι. «Δεν νομίζω πως ο φίλος σου αποδώ είναι και κανένα

αστέρι, Τούκα. Η οικογένεια Γιαντατσέφσκι, βλέπεις, ήταν ένας περιπλανώμενος θίασος κλόουν μουσικών που ήρθαν στην Αυστραλία στην αρχή του εικοστού αιώνα και εγκαταστάθηκαν εδώ. Είχαν ένα τσίρκο μέχρι που ο Γιάντι πέθανε το 1971. Εγώ τον είδα πρώτη φορά όταν ήμουν έξι χρονών, και από εκείνη τη στιγμή ήξερα τι ήθελα να γίνω. Και αυτό έγινα». Ο Ότο χαμογέλασε με το θλιμμένο χαμόγελο των κλόουν κάτω από το μέικ απ. «Πώς γνωριστήκατε εσείς οι δύο;» ρώτησε ο Χάρι. Ο Άντριου και ο Ότο κοιτάχτηκαν. Ο Χάρι είδε ότι τα χείλη τους συσπάστηκαν και κατάλαβε πως είχε κάνει γκάφα. «Εννοώ… ένας αστυνομικός και ένας κλόουν… Δεν είναι ακριβώς αυτό που…» «Είναι μεγάλη ιστορία» είπε ο Άντριου. «Θα μπορούσε να πει κανείς πως μεγαλώσαμε μαζί. Ο Ότο θα πουλούσε ακόμα και τη μάνα του για τον πισινό μου, αλλά από πολύ μικρός εγώ ένιωθα μια παράξενη έλξη για τα κορίτσια και όλες αυτές τις ετεροφυλοφιλικές αηδίες. Πρέπει να έχει να κάνει με τα γονίδια και το περιβάλλον. Τι λες εσύ, Ότο;» Ο Άντριου ψιλογέλασε καθώς έσκυψε για να αποφύγει το χαϊδευτικό μπατσάκι του Ότο. «Δεν έχεις στιλ, δεν έχεις λεφτά και υπερτιμάς τον πισινό σου» τσίριξε ο Ότο.

Ο Χάρι κοίταξε τα άλλα μέλη του θιάσου, που αδιαφορούσαν εντελώς για ό,τι συνέβαινε γύρω τους. Μία από τις ωραίες ακροβάτισσες του έκλεισε ενθαρρυντικά το μάτι. «Ο Χάρι κι εγώ θα πάμε μια βόλτα μέχρι το Albury απόψε. Θέλεις να έρθεις;» «Ξέρεις καλά πως δεν πάω πια εκεί, Τούκα» είπε ο Ότο κατσουφιάζοντας. «Πρέπει να το ξεπεράσεις, Ότο. Η ζωή συνεχίζεται, ξέρεις». «Η ζωή όλων των άλλων συνεχίζεται, εννοείς. Η δική μου σταματάει εδώ, ακριβώς εδώ. Όταν πεθαίνει η αγάπη, πεθαίνω κι εγώ». Ο Ότο έφερε με μια θεατρική κίνηση το χέρι του στο μέτωπό του. «Όπως θέλεις». «Επιπλέον, πρέπει να πάω σπίτι να ταΐσω τον Γουόλντορφ. Πηγαίνετε εσείς και μπορεί να έρθω αργότερα». «Τα λέμε» είπε ο Χάρι ακουμπώντας υπάκουα τα χείλη του στο απλωμένο χέρι του Ότο. «Το περιμένω πώς και πώς, όμορφε Χάρι».

Ο ήλιος έδυε καθώς οδηγούσαν κατά μήκος της οδού Όξφορντ, στο Πάντινγκτον, και σταμάτησαν σε ένα μικρό πάρκο. Γκριν Παρκ έγραφε η πινακίδα, αλλά το χορτάρι ήταν

ξεραμένο και καφετί και το μόνο πράσινο ήταν ένα περίπτερο στο κέντρο του πάρκου. Ένας άντρας με αίμα Αβορίγινα στις φλέβες του ήταν ξαπλωμένος στο γρασίδι ανάμεσα στα δέντρα. Φορούσε κουρελιασμένα ρούχα και ήταν τόσο βρόμικος, που φαινόταν περισσότερο γκρίζος παρά μαύρος. Όταν είδε τον Άντριου σήκωσε το χέρι του σαν να τον χαιρετούσε, αλλά εκείνος τον αγνόησε.

Το Albury ήταν τόσο γεμάτο, που χρειάστηκε να στριμωχτούν για να περάσουν μέσα από τις γυάλινες πόρτες. Ο Χάρι έμεινε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα κοιτάζοντας τον χώρο μπροστά του. H πελατεία ήταν ένα πολύχρωμο πλήθος, κυρίως νέων ανδρών: ροκάδες με ξεθωριασμένα τζιν, κοστουμαρισμένοι γιάπηδες με μπριγιαντίνη στα μαλλιά, καλλιτεχνίζοντες τύποι με μούσια και σαμπάνια στο χέρι, ξανθοί, ωραίοι σέρφερ με κατάλευκα χαμόγελα και μοτοσικλετιστές με μαύρα δερμάτινα. Στη μέση της αίθουσας, ακριβώς εκεί όπου ήταν το μπαρ, βρισκόταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη ένα σόου με κάτι μισόγυμνες δίμετρες, με μοβ τοπ και αβυσσαλέα ντεκολτέ. Χοροπηδούσαν γύρω γύρω και μιμούνταν την Γκλόρια Γκέινορ στο «I will survive», με σαρκώδη, βαμμένα κατακόκκινα χείλη. Τα κορίτσια στη σκηνή εναλλάσσονταν, έτσι που όσες δεν χόρευαν σέρβιραν

τους πελάτες, κλείνοντάς τους το μάτι και φλερτάροντάς τους ξεδιάντροπα. Ο Χάρι έφτασε μέχρι το μπαρ σπρώχνοντας και έδωσε την παραγγελία του. «Έφτασε, ξανθούλη» είπε η σερβιτόρα με τη ρωμαϊκή περικεφαλαία, με βαθιά φωνή και πονηρό χαμόγελο. «Για πες μου, εσύ κι εγώ είμαστε οι μόνοι στρέιτ άντρες σε αυτή την πόλη;» ρώτησε ο Χάρι όταν γύρισε κρατώντας μια μπίρα και έναν χυμό. «Μετά το Σαν Φρανσίσκο, το Σίδνεϊ έχει τον μεγαλύτερο γκέι πληθυσμό στον κόσμο» εξήγησε ο Άντριου. «Η αυστραλιανή επαρχία δεν φημίζεται για την ανοχή της στη σεξουαλική διαφορετικότητα. Όταν λοιπόν αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες για τις σεξουαλικές προτιμήσεις κάποιου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως κάθε γκέι αγρότης στην Αυστραλία θέλει να μετακομίσει στο Σίδνεϊ. Και, εδώ που τα λέμε, γκέι άτομα από όλο τον κόσμο –και όχι μόνο από την Αυστραλία– συρρέουν στην πόλη κάθε μέρα». Προχώρησαν σε ένα άλλο μπαρ στο βάθος της αίθουσας, όπου ο Άντριου φώναξε μια κοπέλα που βρισκόταν πίσω από τον πάγκο. Στεκόταν με την πλάτη προς εκείνους και είχε τα πιο κόκκινα μαλλιά που ο Χάρι είχε δει ποτέ. Έπεφταν μέχρι την πίσω τσέπη του κολλητού μπλου τζιν της, ωστόσο δεν

έκρυβαν τη λεπτή μέση και τους αρμονικούς, στρογγυλούς γοφούς της. Γύρισε και καθώς χαμογέλασε φάνηκε μια σειρά μαργαριταρένια δόντια. Είχε λεπτό, όμορφο πρόσωπο με αμέτρητες φακίδες και δυο γαλανά μάτια. Πολύ κρίμα αν αυτή δεν είναι γυναίκα, σκέφτηκε ο Χάρι. «Με θυμάσαι;» φώναξε ο Άντριου προσπαθώντας να ακουστεί πιο δυνατά από την ντίσκο της δεκαετίας του ’70 που έβγαινε από τα ηχεία. «Είχα έρθει ξανά και ρωτούσα για την Ίνγκερ. Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο;» Η κοκκινομάλλα σοβάρεψε. Έγνεψε καταφατικά, ειδοποίησε ένα από τα άλλα κορίτσια του μπαρ και τους οδήγησε σε ένα μικρό δωμάτιο-καπνιστήριο πίσω από την κουζίνα. «Κανένα νέο;» ρώτησε εκείνη και ο Χάρι κατάλαβε αμέσως πως σίγουρα μιλούσε καλύτερα σουηδικά απ’ ό,τι αγγλικά. «Συνάντησα κάποτε έναν γέρο» είπε ο Χάρι στα νορβηγικά. Τον κοίταξε έκπληκτη. «Ήταν καπετάνιος σε ένα πλοίο στον Αμαζόνιο. Μόνο τρεις λέξεις είπε στα πορτογαλικά και κατάλαβα πως ήταν Σουηδός. Είχε ζήσει εκεί τριάντα χρόνια. Κι εγώ δεν ήξερα λέξη πορτογαλικά». Η κοκκινομάλλα φάνηκε μπερδεμένη στην αρχή, όμως ύστερα γέλασε. Ένα κελαρυστό, χαρούμενο γέλιο, που έκανε

τον Χάρι να σκεφτεί κάποιο σπάνιο πουλί του δάσους. «Είναι αλήθεια τόσο φανερό;» ρώτησε εκείνη στα σουηδικά. Είχε βαθιά, ήρεμη φωνή και έλεγε κάπως έντονα το ρ. «Ο τονισμός» είπε ο Χάρι. «Ποτέ δεν χάνεις τον τονισμό της γλώσσας σου». «Γνωρίζεστε εσείς οι δυο;» Ο Άντριου τούς παρατηρούσε σκεπτικός. «Όχι» απάντησε εκείνη. Και είναι κρίμα, σκέφτηκε ο Χάρι.

Η κοκκινομάλλα λεγόταν Μπιργκίτα Ένκβιστ, ζούσε στην Αυστραλία εδώ και τέσσερα χρόνια και δούλευε στο Albury έναν χρόνο. «Βέβαια μιλούσαμε όταν δουλεύαμε μαζί, αλλά ουσιαστικά δεν κάναμε παρέα. Ήταν πολύ κλεισμένη στον εαυτό της. Είμαστε μια παρέα από το μπαρ που πότε πότε βγαίνουμε στην πόλη και καμιά φορά ερχόταν κι εκείνη. Είχε μόλις χωρίσει με έναν τύπο στο Νιούταουν όταν ξεκίνησε να δουλεύει εδώ. Το πιο προσωπικό που ξέρω για κείνη είναι ότι η σχέση αυτή είχε γίνει καταπιεστική όσο περνούσαν τα χρόνια. Υποθέτω πως είχε ανάγκη να κάνει μια καινούργια αρχή».

«Ξέρεις με ποιον έβγαινε;» ρώτησε ο Άντριου. «Η αλήθεια είναι πως όχι. Όπως είπα, μιλούσαμε αλλά ποτέ δεν μου έδινε πλήρη αναφορά για τη ζωή της. Ούτε κι εγώ βέβαια ρωτούσα. Τον Οκτώβριο πήγε βόρεια, στο Κουίνσλαντ, και προφανώς συνάντησε γνωστούς από το Σίδνεϊ, με τους οποίους κράτησε επαφή έκτοτε. Νομίζω πως γνώρισε κάποιον εκεί, ο οποίος πέρασε από εδώ ένα βράδυ. Όμως όλα αυτά σ’ τα έχω ξαναπεί, έτσι δεν είναι;» ρώτησε. «Το ξέρω, αγαπητή μου δεσποινίς Ένκβιστ, ήθελα μόνο ο νορβηγός συνάδελφος αποδώ να τα ακούσει από πρώτο χέρι και συγχρόνως να δει πού δούλευε η Ίνγκερ. Μάλιστα, ο Χάρι Χόλι θεωρείται ο καλύτερος ντετέκτιβ της Νορβηγίας και ίσως μπορέσει να δει πράγματα που εμείς στην αστυνομία του Σίδνεϊ έχουμε παραβλέψει». Ο Χάρι είχε μια ξαφνική έντονη κρίση βήχα. «Ποιος είναι ο Μίστερ Μπιν;» είπε με βραχνή φωνή που έβγαινε με δυσκολία. «Ο Μίστερ Μπιν;» ρώτησε η Μπιργκίτα κοιτάζοντάς τους μπερδεμένη. «Αυτός που μοιάζει με τον άγγλο κωμικό… Ρόουαν Άτκινσον νομίζω τον λένε». «Α, αυτός!» είπε η Μπιργκίτα με το ίδιο γέλιο σαν πουλί του δάσους. Μ’ αρέσει, συνέχισε, σκέφτηκε ο Χάρι.

«Είναι ο Άλεξ, ο υπεύθυνος του μπαρ. Θα έρθει αργότερα». «Έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως ενδιαφερόταν για την Ίνγκερ». «Ο Άλεξ γλυκοκοίταζε την Ίνγκερ, είναι αλήθεια. Και όχι μόνο την Ίνγκερ· τα περισσότερα κορίτσια σε αυτό το μπαρ έχουν κάποια στιγμή γίνει το αντικείμενο των απεγνωσμένων προσπαθειών του. Η Ίνγκερ ήταν που τον έβγαλε Μίστερ Μπιν. Δεν περνάει και τόσο καλά ο καημένος. Έχει περάσει τα τριάντα, ζει με τη μάνα του και δεν φαίνεται να βγαίνει καθόλου. Όμως είναι πολύ καλό αφεντικό. Και εντελώς ακίνδυνος, αν αυτό έχετε στο μυαλό σας». «Πού το ξέρεις;» Η Μπιργκίτα έξυσε τη μύτη της. «Δεν το έχει». Ο Χάρι έκανε πως κρατάει σημειώσεις σε ένα σημειωματάριο. «Ξέρεις αν εκείνη γνώριζε ή συναντούσε κάποιον που… εεε… το έχει;» «Έρχονται πολλοί και διάφοροι εδώ. Δεν είναι όλοι ομοφυλόφιλοι και αρκετοί την πρόσεχαν έτσι όμορφη που είναι… ήταν. Αλλά δεν θυμάμαι κανέναν συγκεκριμένα. Υπήρχε…» «Ναι;» «Μπα, τίποτα».

«Διάβασα στις αναφορές ότι η Ίνγκερ δούλευε εδώ το βράδυ που πιστεύουμε πως δολοφονήθηκε. Ξέρεις αν είχε κάποιο ραντεβού μετά τη δουλειά ή αν πήγε κατευθείαν σπίτι;» «Πήρε κάτι περισσεύματα φαγητού από την κουζίνα μαζί της και είπε πως ήταν για το κοπρόσκυλο. Ήξερα πως δεν είχε σκυλί και τη ρώτησα πού θα πήγαινε. Είπε ότι θα γύριζε σπίτι. Αυτό ξέρω όλο κι όλο». «Ο δαίμονας της Τασμανίας» μουρμούρισε ο Χάρι. Εκείνη τον κοίταξε με απορία. «Ο σπιτονοικοκύρης της έχει ένα κοπρόσκυλο» της εξήγησε. «Υποθέτω πως έπρεπε να το δωροδοκήσει αν ήθελε να μπει σπίτι της σώα και αβλαβής». Ο Χάρι την ευχαρίστησε για τις πληροφορίες. Καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν η Μπιργκίτα είπε: «Είμαστε πολύ στεναχωρημένοι εδώ στο Albury γι’ αυτό που συνέβη. Πώς το πήραν οι γονείς της;». «Όχι και τόσο καλά, φοβάμαι» απάντησε ο Χάρι. «Φυσικά είναι και οι δυο σοκαρισμένοι. Και κατηγορούν τον εαυτό τους που την άφησαν να έρθει εδώ. Το φέρετρο θα σταλεί στη Νορβηγία αύριο. Μπορώ να βρω τη διεύθυνση στο Όσλο αν θέλετε να στείλετε λουλούδια για την κηδεία». «Ευχαριστώ, θα ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου». Ο Χάρι ήθελε να ρωτήσει και κάτι άλλο, αλλά δεν τα κατάφερε με όλες αυτές τις κουβέντες για θανάτους και

κηδείες. Βγαίνοντας έξω είχε ακόμη στα μάτια του το αποχαιρετιστήριο χαμόγελό της. Ήξερε πως θα έμενε εκεί για κάμποση ώρα. «Τι βλάκας που είμαι» μουρμούρισε μόνος του. «Αυτά είναι κο​ρόνα ή γράμματα». Στο κλαμπ, όλοι οι τραβεστί και αρκετοί από τους πελάτες στέκονταν στον πάγκο και μιμούνταν το συγκρότημα Katrina & The Waves. Το «Walking on sunshine» ακουγόταν στη δια​π ασών από τα ηχεία. «Δεν υπάρχει χρόνος για στεναχώρια και στοχασμό σε ένα μέρος όπως το Albury» είπε ο Άντριου. «Φαντάζομαι έτσι πρέπει να είναι» συμφώνησε ο Χάρι. «Η ζωή συνεχίζεται». Ζήτησε από τον Άντριου να περιμένει ένα λεπτό, γύρισε πίσω στο μπαρ και έκανε νόημα στην Μπιργκίτα. «Συγγνώμη, μόνο μια τελευταία ερώτηση». «Ναι;» Ο Χάρι πήρε βαθιά ανάσα. Το είχε ήδη μετανιώσει αλλά ήταν πολύ αργά. «Ξέρεις κανένα καλό ταϊλανδέζικο εστιατόριο εδώ;» Η Μπιργκίτα σκέφτηκε λίγο. «Ναι, υπάρχει ένα στην οδό Μπεντ, στο κέντρο. Ξέρεις πού είναι; Θεωρείται αρκετά καλό». «Τόσο καλό, ώστε να έρθεις μαζί μου;» Δεν μου βγήκε καλά, σκέφτηκε ο Χάρι. Επιπλέον ήταν

αντιεπαγγελματικό. Μάλιστα, πολύ αντιεπαγγελματικό. Η Μπιργκίτα έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό αγανάκτησης, αλλά η αγανάκτηση δεν ήταν και τόσο πειστική, με αποτέλεσμα ο Χάρι να διακρίνει κάποιο ενδιαφέρον. Πάντως εξακολούθησε να χαμογελά. «Τη συνηθίζεις αυτή την ατάκα, αστυνόμε;» «Αρκετά θα έλεγα». «Έχει επιτυχία;» «Από άποψη στατιστικής, όχι και πολλή». Γέλασε, έγειρε το κεφάλι της και κοίταξε τον Χάρι με περιέργεια. Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους της. «Γιατί όχι; Έχω ρεπό την Τετάρτη. Στις εννιά, και πληρώνεις εσύ, νορβηγικό τρολ!»

3

ΕΝΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ, ΕΝΑΣ ΜΠΟΞΕΡ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΔΟΥΣΑ

Ό

ταν ο Χάρι άνοιξε τα μάτια του η ώρα ήταν μόλις τέσσερις πριν από το ξημέρωμα. Προσπάθησε να κοιμηθεί ξανά, όμως η σκέψη του άγνωστου δολοφόνου της Ίνγκερ Χόλτερ, συν το γεγονός πως στο Όσλο ήταν οκτώ το βράδυ, τον κρατούσαν ξάγρυπνο. Επιπλέον, είχε συνέχεια στο μυαλό του εκείνο το γεμάτο φακίδες πρόσωπο, με το οποίο είχε μιλήσει μόλις δυο λεπτά αλλά τον είχε κάνει να συμπεριφερθεί σαν βλάκας. «Ηλίθιε Χόλε» ψιθύρισε μέσα στο σκοτάδι του ξενοδο​χείου, βρίζοντας τον εαυτό του.

Στις έξι αποφάσισε να σηκωθεί. Αφού έκανε ένα αναζωογονητικό ντους βγήκε έξω, σε έναν χλωμό μπλε ουρανό και έναν αδύναμο ήλιο, για να βρει κάπου να φάει πρωινό. Ένας βόμβος ερχόταν από το κέντρο της πόλης, ωστόσο η ώρα αιχμής δεν είχε φτάσει ακόμη εδώ πάνω, στις γειτονιές με τα κόκκινα φώτα και τα βαριά από τη μαύρη μάσκαρα μάτια. Το Κινγκς Κρος είχε κάποια γοητεία, μια δική του ομορφιά που τον έκανε να σιγοτραγουδά περπατώντας. Με εξαίρεση μερικά εξαντλημένα νυχτοπούλια, ένα ζευγάρι που κοιμόταν σε κάτι σκαλιά σκεπασμένο με ένα χαλάκι και μια ωχρή, ελαφροντυμένη πόρνη που είχε πρωινή βάρδια, οι δρόμοι ήταν ακόμη άδειοι. Έξω από ένα υπαίθριο εστιατόριο ο ιδιοκτήτης έπλενε το πεζοδρόμιο με τη μάνικα και ο Χάρι δέχτηκε χαμογελαστός να του σερβίρει ένα πρόχειρο, αυτοσχέδιο πρωινό. Καθώς έτρωγε το μπέικον και τις φρυγανιές, ένα παιχνιδιάρικο αεράκι έπαιζε με την πετσέτα του.

«Βλέπω ξύπνησες με τα κοκόρια, Χόλι» είπε ο Μακόρμακ. «Ωραία, το μυαλό λειτουργεί καλύτερα μεταξύ εξίμισι και έντεκα. Μετά αρχίζει και ρετάρει, αν θες τη γνώμη μου. Άσε που έχει ησυχία τόσο πρωί. Δεν μπορώ ούτε να προσθέσω δύο και δύο με τη φασαρία που γίνεται μετά τις εννιά. Εσύ; Ο

γιος μου μου λέει πως πρέπει να έχει το στέρεο στη διαπασών για να κάνει τα μαθήματά του και πως δεν μπορεί να συγκεντρωθεί όταν έχει ησυχία. Το φαντάζεσαι;» «Εεε…» «Τέλος πάντων, χθες έφτασα στα όριά μου, μπήκα στο δωμάτιό του και έκλεισα αυτό το διαολεμένο μηχάνημα. “Μου χρειάζεται για να μπορώ να σκεφτώ!” έβαλε τις φωνές ο μικρός. Του είπα να μάθει να διαβάζει σαν φυσιολογικός άνθρωπος. “Οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι, μπαμπά” είπε τσαντισμένος. Είναι της ηλικίας του αυτά, βλέπεις». Ο Μακόρμακ σταμάτησε και κοίταξε μια φωτογραφία πάνω στο γραφείο του. «Έχεις παιδιά, Χόλι; Όχι; Είναι φορές που αναρωτιέμαι τι στον διάολο πήγα κι έκανα. Για πες μου, τι ποντικότρυπα σου έκλεισαν;» «Στο ξενοδοχείο Crescent, στο Κινγκς Κρος, σερ». «Στο Κινγκς Κρος, μάλιστα. Δεν είσαι ο πρώτος Νορβηγός που μένει εκεί. Εδώ και κάνα δυο χρόνια μάς επισκέφθηκε επισήμως ο επίσκοπος της Νορβηγίας, ή κάτι τέτοιο – δεν θυμάμαι καν πώς τον έλεγαν.greekleech.info Τέλος πάντων, οι συνεργάτες του από το Όσλο τού είχαν κλείσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο King's Cross. Μάλλον πίστευαν πως το όνομα του ξενοδοχείου είχε κάποιο θρησκευτικό νόημα. Όταν ο επίσκοπος με τη συνοδεία του

έφτασαν στο ξενοδοχείο ένα βράδυ, μια σιτεμένη, κωλοπετσωμένη πόρνη είδε το κολάρο του κληρικού και τον πλησίασε με κάποιες άσεμνες προτάσεις. Μα τον Θεό, ο επίσκοπος έκανε στροφή προς τα πίσω, πριν καν προλάβουν να ανεβάσουν τις βαλίτσες του στο δωμάτιο…» Ο Μακόρμακ γελούσε τόσο πολύ, που από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. «Μάλιστα, μάλιστα, Χόλι. Τι μπορούμε να κάνουμε για σένα;» «Αναρωτιέμαι αν μπορώ να δω το πτώμα της Ίνγκερ Χόλτερ πριν σταλεί στη Νορβηγία, σερ». «Ο Κένσινγκτον μπορεί να σε πάει στο νεκροτομείο όταν έρθει. Όμως έχεις πάρει αντίγραφο της νεκροψίας, έτσι δεν είναι;» «Μάλιστα, σερ, μόνο που…» «Μόνο που;» «…Σκέφτομαι καλύτερα βλέποντας το πτώμα, σερ». Ο Μακόρμακ γύρισε προς το παράθυρο και μουρμούρισε κάτι που ο Χάρι ερμήνευσε ως «πάω πάσο».

Η θερμοκρασία στο υπόγειο του νεκροτομείου του νότιου Σίδνεϊ ήταν οκτώ βαθμοί, σε αντίθεση με τους είκοσι οκτώ βαθμούς έξω στον δρόμο. «Έγινες σοφότερος, λοιπόν;» ρώτησε ο Άντριου.

Τουρτούριζε και έσφιξε το σακάκι του πάνω του. «Σοφότερος, όχι» είπε ο Χάρι κοιτάζοντας τα απομεινάρια της Ίνγκερ Χόλτερ. Το πρόσωπό της είχε μείνει σχετικά ανέπαφο από την πτώση. Από τη μια μεριά το ρουθούνι είχε σκιστεί και το μάγουλο ήταν μια βαθιά τρύπα, ωστόσο δεν υπήρχε αμφιβολία πως το κέρινο προσωπείο ανήκε στο κορίτσι με το λαμπερό χαμόγελο στη φωτογραφία στην αναφορά της αστυνομίας. Υπήρχαν μαύρα σημάδια γύρω από τον λαιμό. Το υπόλοιπο σώμα ήταν γεμάτο μελανιές, τραύματα και μερικά μεγάλα, βαθιά σχισίματα. Σε ένα από αυτά φαινόταν το λευκό οστό. «Οι γονείς της ήθελαν να δουν τις φωτογραφίες. Ο νορβηγός πρεσβευτής εξήγησε πως δεν θα το συνιστούσε, αλλά ο δικηγόρος τους επέμενε. Δεν θα έπρεπε μια μητέρα να δει την κόρη της σε αυτή την κατάσταση» είπε ο Άντριου κουνώντας το κεφάλι του. Ο Χάρι κοίταξε προσεκτικά τους μώλωπες στον λαιμό με μεγεθυντικό φακό. «Αυτός που τη στραγγάλισε χρησιμοποίησε μόνο τα χέρια του. Δύσκολο να σκοτώσεις κάποιον μ’ αυτό τον τρόπο. Ο δολοφόνος πρέπει να ήταν πολύ δυνατός ή πολύ αποφασισμένος». «Ή να το έχει ξανακάνει αρκετές φορές». Ο Χάρι κοίταξε τον Άντριου. «Τι εννοείς;» «Δεν βρέθηκαν ίχνη από δέρμα κάτω από τα νύχια της,

τρίχες του δολοφόνου στα ρούχα της ούτε γδαρσίματα στα χέρια της. Δολοφονήθηκε τόσο αστραπιαία και αριστοτεχνικά, που δεν είχε καν την ευκαιρία να παλέψει για τη ζωή της». «Μήπως όλο αυτό σου θυμίζει κάτι που έχεις ξαναδεί;» Ο Άντριου ανασήκωσε τους ώμους του. «Όταν έχεις δουλέψει εδώ αρκετό καιρό, όλοι οι φόνοι σού θυμίζουν κάτι που έχεις ξαναδεί». Όχι, σκέφτηκε ο Χάρι, το αντίθετο. Όταν έχεις δουλέψει αρκετό καιρό, μαθαίνεις να βλέπεις τις μικρές διαφορές του κάθε φόνου, λεπτομέρειες που ξεχωρίζουν τον έναν από τον άλλο και τον κάνουν μοναδικό. Ο Άντριου κοίταξε το ρολόι του. «Η πρωινή συνάντηση αρχίζει σε μισή ώρα. Πρέπει να βιαστούμε».

Επικεφαλής της ανακριτικής ομάδας ήταν ο Λάρι Γουάτκινς, αστυνομικός με νομικές γνώσεις και γρήγορη άνοδο στην ιεραρχία. Είχε στενά χείλη και αραιά μαλλιά, ενώ μιλούσε γρήγορα και κοφτά, χωρίς περιττά επίθετα και με κάπως μονότονη προφορά. «Χωρίς κοινωνική ευαισθησία» είπε ο Άντριου έξω από τα δόντια. «Πολύ ικανός ανακριτής, αλλά δεν είναι το πρόσωπο που του ζητάς να ανακοινώσει στους γονείς πως η κόρη τους

βρέθηκε νεκρή. Και, επιπλέον, βλαστημάει ασύστολα όταν στρεσαριστεί» πρόσθεσε. Δεξί χέρι του Γουάτκινς ήταν ο Σεργκέι Λίμπι, ένας καλοντυμένος φαλακρός Γιουγκοσλάβος με μαύρο μούσι, που τον έκανε να μοιάζει με τον Μεφιστοφελή με κοστούμι. Ο Άντριου έλεγε ότι συνήθως ήταν επιφυλακτικός με ανθρώπους που πρόσεχαν τόσο πολύ την εμφάνισή τους: «Όμως ο Λίμπι δεν είναι παγόνι, απλώς πολύ σχολαστικός. Μεταξύ άλλων, έχει τη συνήθεια να κοιτάζει τα νύχια του όταν κάποιος του μιλάει, αλλά δεν το κάνει από έπαρση. Επιπλέον, καθαρίζει τα παπούτσια του μετά το μεσημεριανό διάλειμμα. Μην περιμένεις να πει πολλά ούτε για τον εαυτό του ούτε για τίποτε άλλο». Το νεότερο μέλος της ομάδας ήταν ο Γιονγκ Σου, ένας μικροκαμωμένος, κοκαλιάρης, ευχάριστος τύπος, με ένα μόνιμο χαμόγελο πάνω από τον λεπτό, σαν πτηνού, λαιμό του. Η οικογένεια του Γιονγκ Σου είχε έρθει στην Αυστραλία από την Κίνα πριν από τριάντα χρόνια. Όταν ο Γιονγκ Σου έγινε δεκαεννιά, οι γονείς του επισκέφθηκαν την Κίνα. Έκτοτε δεν τους ξαναείδε κανείς. Ο παππούς του του είπε πως ο γιος του είχε μπλέξει με τα «πολιτικά», αλλά δεν ήθελε να πει τίποτα περισσότερο. Ο Σου δεν έμαθε ποτέ τι συνέβη. Τώρα φρόντιζε τους παππούδες του και τις δύο μικρότερες αδελφές του, δούλευε δώδεκα ώρες τη μέρα και χαμογελούσε

τουλάχιστον τις δέκα από αυτές. «Αν ξέρεις κανένα άνοστο αστείο, πες το στον Γιονγκ Σου. Γελάει με τα πάντα» του είχε πει ο Άντριου. Τώρα ήταν όλοι μαζεμένοι στην αίθουσα επιχειρήσεων, ένα μικρό, στενό δωμάτιο, με έναν θορυβώδη ανεμιστήρα σε μια γωνιά, που υποτίθεται πως δημιουργούσε κάποια κίνηση του αέρα. Ο Γουάτκινς στάθηκε πλάι σε ένα τραπέζι μπροστά τους και τους παρουσίασε τον Χάρι. «Ο νορβηγός συνάδελφός μας μετέφρασε το γράμμα που βρήκαμε στο διαμέρισμα της Ίνγκερ. Έχεις να μας πεις τίποτα ενδιαφέρον γι’ αυτό, Χόουλ;» «Χό-λε». «Σόρι, Χόλι». «Είναι φανερό πως μόλις είχε κάνει σχέση με κάποιον Έβανς. Απ’ ό,τι λέει το γράμμα, έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως αυτός είναι που της κρατάει το χέρι στη φωτογραφία». «Το έχουμε ελέγξει» είπε ο Λίμπι. «Πιστεύουμε πως είναι κάποιος Έβανς Γουάιτ». «Α ναι;» Ο Γουάτκινς σήκωσε το ένα λεπτό φρύδι του. «Δεν ξέρουμε και πολλά γι’ αυτόν. Οι γονείς του ήρθαν από την Αμερική στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και πήραν άδεια παραμονής. Εκείνη την εποχή κάτι τέτοιο ήταν πολύ εύκολο» συνέχισε ο Λίμπι. «Τέλος πάντων, ταξίδευαν σε όλη τη χώρα με ένα κλειστό

φορτηγάκι Volkswagen, κατά πάσα πιθανότητα ζώντας με λαχανικά, μαριχουάνα και LSD, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Έκαναν ένα παιδί, χώρισαν, και όταν ο Έβανς ήταν δεκαοκτώ ο πατέρας του γύρισε πίσω στην Αμερική. Η μητέρα του ασχολείται με την ψυχοθεραπεία, τη σαϊεντολογία, τον πνευματισμό και τον μυστικισμό. Έχει ένα στέκι που λέγεται Crystal Castle σε ένα ράντζο στη Χρυσή Ακτή, κοντά στο Μπρίσμπεϊν. Πουλάει πέτρες με το κάρμα του καθενός και παλιοπράματα που φέρνει από την Ταϊλάνδη για τους τουρίστες και τις χαμένες ψυχές. Όταν ο Έβανς ήταν δεκαοκτώ, αποφάσισε να κάνει αυτό που όλο και περισσότεροι νέοι Αυστραλοί κάνουν» είπε και γύρισε προς τον Χάρι: «Τίποτα». Ο Άντριου έγειρε λίγο μπροστά και μουρμούρισε: «Η Αυστραλία είναι το τέλειο μέρος γι’ αυτούς που θέλουν να τριγυρνάνε ανέμελοι, να κάνουν σέρφινγκ και να χαίρονται τη ζωή σε βάρος των φορολογούμενων πολιτών. Εξαιρετική κοινωνική οργάνωση και εξαιρετικό κλίμα. Ζούμε σε μια υπέροχη χώρα». Έγειρε πάλι πίσω. «Αυτή τη στιγμή δεν έχει μόνιμη διεύθυνση» συνέχισε ο Λίμπι «αλλά πιστεύουμε πως μέχρι πρόσφατα ζούσε σε μια τρώγλη στις παρυφές της πόλης μαζί με τον υπόκοσμο των λευκών του Σίδνεϊ. Αυτοί με τους οποίους μιλήσαμε από εκεί λένε πως έχουν να τον δουν κάμποσο καιρό. Δεν έχει

συλληφθεί ποτέ και φοβάμαι πως η μόνη φωτογραφία του Έβανς που έχουμε είναι από όταν έβγαλε διαβατήριο, στα δεκατρία του». «Είμαι εντυπωσιασμένος» είπε ο Χάρι αυθόρμητα. «Πώς καταφέρατε τόσο γρήγορα να βρείτε κάποιον που δεν έχει ποινικό μητρώο, μόνο από μια φωτογραφία και το μικρό του όνομα, μέσα σε έναν πληθυσμό δεκαοκτώ εκατομμυρίων ανθρώπων;» Ο Λίμπι έδειξε με το κεφάλι τον Άντριου. «Ο Άντριου αναγνώρισε την πόλη στη φωτογραφία. Στείλαμε με φαξ τη φωτογραφία στο τοπικό αστυνομικό τμήμα και εκείνοι βρήκαν το όνομα. Λένε πως παίζει κάποιον ρόλο στο “περιθώριο” της περιοχής, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ένας από τους βασιλιάδες της μαριχουάνας». «Πρέπει να πρόκειται για πολύ μικρή πόλη» είπε ο Χάρι. «Λέγεται Νιμπίν και έχει περίπου χίλιους κατοίκους» διευ​κρίνισε ο Άντριου. «Σε γενικές γραμμές, ζούσαν κυρίως από τη γαλακτοκομία, μέχρι που η Φοιτητική Ένωση της Αυστραλίας αποφάσισε να οργανώσει εκεί αυτό που ονόμασαν φεστιβάλ Ακουάριους, το 1973». Ακούστηκαν καγχασμοί γύρω από το τραπέζι. «Το φεστιβάλ είχε να κάνει με ιδεαλισμό, εναλλακτικούς τρόπους ζωής, επιστροφή στη φύση και άλλα τέτοια. Οι

εφημερίδες εστίασαν στη νεολαία που έπαιρνε ναρκωτικά και επιδιδόταν σε αχαλίνωτο σεξ. Το φεστιβάλ κράτησε πάνω από δέκα μέρες, για μερικούς μάλιστα δεν τελείωσε ποτέ. Οι συνθήκες ανάπτυξης γύρω από τη Νιμπίν είναι καλές. Για οτιδήποτε μπορεί να αναπτυχθεί. Ας το θέσω ως εξής: Αμφιβάλλω αν τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι η πιο επικερδής επιχείρηση εκεί πάνω πια. Στην κεντρική οδό, πενήντα μέτρα από το αστυνομικό τμήμα, θα βρεις την πιο ανοιχτή αγορά μαριχουάνας στην Αυστραλία. Και, πολύ φοβάμαι, και του LSD». «Εν πάση περιπτώσει» είπε ο Λίμπι «ο τύπος εθεάθη στη Νιμπίν πρόσφατα, σύμφωνα με την αστυνομία». «Είναι αλήθεια πως ο κυβερνήτης της Νέας Νότιας Ουαλίας ξεκινάει μια μεγάλη καμπάνια εκεί» διέκοψε ο Γουάτκινς. «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στην Καμπέρα φαίνεται πως τον πίεσε να κάνει κάτι για το αυξανόμενο εμπόριο ναρκωτικών». «Σωστά» είπε ο Λίμπι. «Η αστυνομία χρησιμοποιεί διερευνητικά ακόμα και ελικόπτερα, που φωτογραφίζουν τα χωράφια όπου καλλιεργείται κάνναβη». «ΟΚ» είπε ο Γουάτκινς. «Πρέπει να τον πιάσουμε τον τύπο. Κένσινγκτον, φαίνεται ότι ξέρεις τα μέρη εκεί πάνω, και εσύ, Χόλι, φαντάζομαι πως δεν έχεις καμιά αντίρρηση να δεις λίγο περισσότερο την Αυστραλία. Θα βάλω τον Μακόρμακ

να τηλεφωνήσει στη Νιμπίν, για να ξέρουν ότι θα πάτε. Γιονγκ, εσύ μείνε κολλημένος στον υπολογιστή σου για να μαθαίνεις οτιδήποτε νεότερο. Ας κάνουμε κάτι χρήσιμο». «Ας πάμε να φάμε» είπε ο Άντριου.

Ανακατεύτηκαν με τους τουρίστες και πήραν τον σιδηρόδρομο που κυλούσε σε μια ράγα για το λιμάνι Ντάρλινγκ. Βγήκαν στο λιμάνι και κάθισαν σε ένα τραπέζι που έβλεπε στις προβλήτες. Δυο ατέλειωτες γάμπες πέρασαν μπροστά τους, πάνω σε γόβες στιλέτο. Ο Άντριου κάρφωσε τα μάτια του πάνω τους και σφύριξε, με καθόλου πολιτικά ορθό τρόπο. Μερικά κεφάλια στο εστιατόριο γύρισαν και τους έριξαν οργισμένες ματιές. Ο Χάρι έγνεψε με κατανόηση. «Τι κάνει ο φίλος σου ο Ότο;» «Του έχει ραγίσει η καρδιά. Ο φίλος του τον εγκατέλειψε για μια γυναίκα. Αν οι εραστές τους είναι αμφισεξουαλικοί, πάντα καταλήγουν με γυναίκα, λέει. Όμως θα επιζήσει και αυτή τη φορά». Με έκπληξη ο Χάρι ένιωσε κάποιες ψιχάλες να πέφτουν, και πράγματι βαριά σύννεφα είχαν κυλήσει από τα βορειοδυτικά, σχεδόν χωρίς να τα προσέξει. «Πώς

αναγνώρισες τη Νιμπίν στη φωτογραφία, μόνο και μόνο από την πρόσοψη ενός σπιτιού;» ρώτησε. «Τη Νιμπίν; Ξέχασα να σου πω ότι είμαι παλιός χίπης» χαμογέλασε ο Άντριου. «Ισχυρίζονται πως όλοι όσοι θυμούνται το φεστιβάλ Ακουάριους δεν ήταν εκεί. Ε, εγώ τουλάχιστον θυμάμαι ακόμα και τα σπίτια στον κεντρικό δρόμο. Έμοιαζε με πόλη παρανόμων σε κάποιο μέτριο γουέστερν, βαμμένη με ψυχεδελικά μοβ και κίτρινα χρώματα. Για να πω την αλήθεια, είχα την εντύπωση πως το μοβ και το κίτρινο που έβλεπα ήταν αποτέλεσμα της επίδρασης ορισμένων ουσιών. Μέχρι που είδα τη φωτογραφία στο δωμάτιο της Ίνγκερ».

Όταν επέστρεψαν από το γεύμα, ο Γουάτκινς τούς κάλεσε σε νέα συνάντηση στην αίθουσα επιχειρήσεων. Ο Γιονγκ Σου είχε κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες από τον υπολογιστή του. «Κατέβασα όλες τις ανεξιχνίαστες υποθέσεις φόνων στη Νέα Νότια Ουαλία τα τελευταία δέκα χρόνια και τέσσερις έχουν ομοιότητες με αυτήν εδώ. Τα πτώματα έχουν βρεθεί σε απόμερα σημεία – δύο σε χωματερές, ένα σε κάποιον δρόμο στην άκρη ενός δάσους και ένα άλλο επέπλεε στον ποταμό Ντάρλινγκ. Όπως φαίνεται, όλες οι γυναίκες δολοφονήθηκαν

και βιάστηκαν αλλού και ύστερα μεταφέρθηκαν και πετάχτηκαν στα σημεία όπου βρέθηκαν. Και το πιο σημαντικό, όλες στραγγαλίστηκαν και έχουν σημάδια στον λαιμό». Ο Γιονγκ Σου χαμογέλασε ικανοποιημένος. Ο Γουάτκινς ξερόβηξε. «Ας σταθούμε λίγο πιο προσεκτικά εδώ – ο στραγγαλισμός άλλωστε δεν είναι τόσο ασυνήθιστη μέθοδος φόνου μετά από βιασμό: Ποια είναι η γεωγραφική κατανομή, Γιονγκ Σου; Ο ποταμός Ντάρλινγκ, διάολε, βρίσκεται στα μεσόγεια, πάνω από χίλια χιλιόμετρα μακριά από το Σίδνεϊ». «Εδώ δεν είχα τύχη, σερ. Δεν κατάφερα να βρω κάποια σύνδεση σε σχέση με τη γεωγραφία». Ο Γιονγκ Σου έδειχνε να λυπάται αληθινά. «Ωστόσο, τέσσερις στραγγαλισμένες γυναίκες σκορπισμένες σε ολόκληρη την πολιτεία σε μια περίοδο δέκα χρόνων δεν λέει και…» «Υπάρχει και κάτι ακόμα, σερ. Όλες οι γυναίκες είχαν ανοιχτόχρωμα μαλλιά. Δεν εννοώ απλώς ξανθά, αλλά πολύ ανοιχτά, σχεδόν άσπρα». Ο Λίμπι έβγαλε ένα άηχο σφύριγμα. Γύρω από το τραπέζι όλοι έμειναν σιωπηλοί. Ο Γουάτκινς φαινόταν ακόμη προβληματισμένος. «Μπορείς να συνοψίσεις όλα αυτά, Γιονγκ; Κοίταξε όσα στατιστικά στοιχεία έχουν σημασία και βρες αν υπάρχουν

λογικές πιθανότητες πριν φωνάξουμε “λύκος στα πρόβατα”. Για μεγαλύτερη σιγουριά, θα μπορούσες να κάνεις ένα τσεκάρισμα σε ολόκληρη την Αυστραλία. Και να συμπεριλάβεις τους ανεξιχνίαστους βιασμούς. Ίσως βρούμε κάτι εκεί». «Αυτό θα πάρει λίγο χρόνο. Αλλά θα προσπαθήσω, σερ». Ο Γιονγκ χαμογέλασε και πάλι. «ΟΚ. Κένσινγκτον και Χόλι, γιατί δεν είσαστε ήδη στον δρόμο για τη Νιμπίν;» «Φεύγουμε νωρίς αύριο το πρωί, σερ» είπε ο Άντριου. «Έχουμε έναν νέο βιασμό στο Λίθγκοου που θέλω να ερευνήσω πρώτα. Έχω την αίσθηση πως μπορεί να υπάρχει κάποια σχέση. Πηγαίνουμε αμέσως εκεί». Ο Γουάτκινς συνοφρυώθηκε. «Στο Λίθγκοου; Προσπαθούμε να δουλεύουμε σαν ομάδα εδώ, Κένσινγκτον. Αυτό σημαίνει πως συζητάμε και συντονιζόμαστε και δεν κάνει ο καθένας του κεφαλιού του. Και απ’ όσο ξέρω, δεν μιλήσαμε ποτέ για κανέναν βιασμό στο Λίθγκοου». «Είναι μόνο ένα προαίσθημα, σερ». Ο Γουάτκινς αναστέναξε. «Τέλος πάντων, ο Μακόρμακ μάλλον πιστεύει πως διαθέτεις κάποιο είδος έκτης αίσθησης…» «Εμείς οι Αβορίγινες έχουμε μεγαλύτερη σχέση με το

υπερφυσικό από εσάς τους λευκούς, σερ». «Στο τμήμα μου δεν στηρίζουμε τη δουλειά μας σε τέτοια πράγματα, Κένσινγκτον». «Ένα αστείο έκανα, σερ. Υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό στην υπόθεση». Ο Γουάτκινς κούνησε το κεφάλι του. «Φρόντισε μόνο να είσαστε στο αεροπλάνο νωρίς αύριο το πρωί, εντάξει;»

Πήραν τον αυτοκινητόδρομο από το Σίδνεϊ. Το Λίθγκοου είναι μια βιομηχανική πόλη με δέκα ή δώδεκα χιλιάδες κατοίκους, ωστόσο στον Χάρι φάνηκε σαν ένα μετρίου μεγέθους χωριό. Έξω από το αστυνομικό τμήμα αναβόσβηνε ένα γαλάζιο φως πάνω σε έναν στύλο. Ο αστυνομικός διευθυντής τούς υποδέχτηκε θερμά. Ήταν ένας υπέρβαρος, διαχυτικός τύπος με κάμποσα προγούλια που λεγόταν Λάρσεν. Είχε μακρινούς συγγενείς στη Νορβηγία. «Ξέρεις κανέναν από τους Λάρσεν της Νορβηγίας, συνάδελφε;» ρώτησε. «Υπάρχουν κάμποσοι με αυτό το όνομα» απάντησε ο Χάρι. «Ναι, έχω ακούσει τη γιαγιά μου να λέει πως έχουμε μεγάλη οικογένεια εκεί πάνω». «Δεν έχω καμιά αμφιβολία».

Ο Λάρσεν θυμόταν πολύ καλά την υπόθεση του βιασμού. «Ευτυχώς, δεν έχουμε τέτοια περιστατικά τόσο συχνά εδώ. Αυτό έγινε στις αρχές Νοέμβρη. Ο βιαστής τής επιτέθηκε από έναν πίσω δρόμο, ενώ γύριζε σπίτι μετά τη βραδινή βάρδια στο εργοστάσιο όπου δούλευε, την έσυρε μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο και έβαλε μπρος. Έστριψε σε έναν έρημο δασικό δρόμο στους πρόποδες των Γαλάζιων Ορέων, την απείλησε με ένα μεγάλο μαχαίρι και τη βίασε στο πίσω κάθισμα. Είχε ήδη τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της και την έσφιγγε όταν κόρναρε ένα αυτοκίνητο πίσω τους. Ο οδηγός πήγαινε στο εξοχικό του και νόμισε ότι είχε αιφνιδιάσει κάποιο ζευγαράκι στον έρημο δρόμο, γι’ αυτό δεν βγήκε από το αμάξι του. Όταν ο βιαστής έκατσε στη θέση του οδηγού για να μετακινήσει το αυτοκίνητο, η γυναίκα κατάφερε να βγει από την πίσω πόρτα και να τρέξει προς το άλλο αυτοκίνητο. Ο βιαστής κατάλαβε πως το παιχνίδι ήταν χαμένο, πάτησε γκάζι και εξαφανίστηκε». «Πρόλαβε κανείς να κρατήσει τον αριθμό του;» «Όχι. Ήταν σκοτεινά και όλα έγιναν μέσα σε δευτερόλεπτα». «Η γυναίκα κατάφερε να τον δει; Σας έδωσε κάποια περιγραφή;» «Κάτι μας είπε. Όπως ανέφερα, ήταν σκοτεινά». «Έχουμε μια φωτογραφία να της δείξουμε. Έχεις κάποια

διεύθυνση όπου μπορούμε να τη βρούμε;» Ο Λάρσεν πήγε στο αρχείο των φακέλων και άρχισε να ψάχνει. Ανέπνεε βαριά. «Ξέρεις» άρχισε να λέει ο Χάρι «αν είναι ξανθιά;». «Ξανθιά;» «Αν έχει ανοιχτόχρωμα μαλλιά, σχεδόν λευκά;» Τα προγούλια του Λάρσεν άρχισαν να σαλεύουν, καθώς ανέπνεε ακόμα πιο βαριά. Ο Χάρι συνειδητοποίησε πως γελούσε. «Όχι, καμία σχέση, συνάδελφε. Είναι μια κούρι». Ο Χάρι κοίταξε με απορία τον Άντριου. Ο Άντριου χάζευε το ταβάνι. «Είναι μαύρη» είπε. «Σαν κάρβουνο» σχολίασε ο Λάρσεν. «Ώστε, λοιπόν, κούρι είναι μια φυλή;» ρώτησε ο Χάρι όταν βγήκαν από το αστυνομικό τμήμα. «Εεε… όχι ακριβώς» απάντησε ο Άντριου. «Όχι ακριβώς;» «Είναι μεγάλη ιστορία: Όταν οι λευκοί ήρθαν στην Αυστραλία, οι επτακόσιες πενήντα χιλιάδες αυτόχθονες Αυστραλοί ήταν χωρισμένοι σε διάφορες φυλές. Μιλούσαν πάνω από διακόσιες πενήντα γλώσσες, μερικές τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, όσο είναι τα αγγλικά από τα κινέζικα. Όμως οι σφαίρες και το μπαρούτι, οι καινούργιες αρρώστιες που οι ιθαγενείς δεν είχαν τις δυνάμεις να

αντιμετωπίσουν, η κατάργηση των φυλετικών διαχωρισμών και άλλα καλά που οι λευκοί έφεραν μαζί τους μείωσαν δραστικά τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Μερικές φυλές εξαφανίστηκαν εντελώς. Καθώς τα παραδοσιακά συστήματα οργάνωσης των φυλών κατέρρεαν, ο κόσμος άρχισε να χρησιμοποιεί πιο γενικούς όρους γι’ αυτούς που απέμειναν. Οι Αβορίγινες που ζουν εδώ, στα νοτιοανατολικά, λέγονται κούρι». «Μα, γιατί στην ευχή δεν τσέκαρες πρώτα αν ήταν ξανθιά;» «Παράλειψη. Πρέπει να διάβασα κάτι λάθος. Δεν συμβαίνει στη Νορβηγία οι υπολογιστές να κάνουν λάθη;» «Διάολε, Άντριου, δεν έχουμε χρόνο για τέτοια». «Έχουμε, και μάλιστα για κάτι που θα σου φτιάξει τη διά​θ εση» είπε ο Άντριου και έστριψε απότομα δεξιά. «Πού πάμε;» «Σε μια αυστραλιανή γεωργική εμποροπανήγυρη – αυθεντικό πράγμα». «Γεωργική εμποροπανήγυρη; Έχω ραντεβού για δείπνο απόψε, Άντριου». «Μπα; Με τη δεσποινίδα Σουηδία να υποθέσω; Ηρέμησε, θα τελειώσουμε γρήγορα. Εδώ που τα λέμε, φαντάζομαι πως, ως εκπρόσωπος του νόμου και της τάξης, ξέρεις τις συνέπειες του να αποκτάς προσωπική σχέση με έναν πιθανό μάρτυρα;»

«Το δείπνο αποτελεί κομμάτι της έρευνας φυσικά. Θα τεθούν πολύ σημαντικές ερωτήσεις». «Ναι, βέβαια!»

Η εμποροπανήγυρη γινόταν σε μια υπαίθρια έκταση, με κάμποσα εργοστάσια και συνεργεία αυτοκινήτων σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Μόλις είχε τελειώσει ένας αγώνας ταχύτητας τρακτέρ και τα καυσαέρια διακρίνονταν ακόμη σαν σύννεφο πάνω από το σημείο τερματισμού, μπροστά από ένα μεγάλο αντίσκηνο. Η αγορά έσφυζε από ζωή, ακούγονταν φωνές και καλέσματα από διάφορους πάγκους και όλοι είχαν ένα ποτήρι μπίρα στο χέρι και ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. «Γιορτή και εμπόριο σε αγαστή συνεργασία» είπε ο Άντριου. «Δεν φαντάζομαι να έχετε κάτι τέτοιο στη Νορβηγία;» «Έχουμε κάτι που το λέμε μάρτναντ». «Μάρρρ…» προσπάθησε να επαναλάβει ο Άντριου. «Άσ’ το!» Στην είσοδο του αντίσκηνου υπήρχαν τεράστιες αφίσες που διαφήμιζαν την ομάδα πυγμαχίας του Τζιμ Τσίβερς με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Από κάτω είχε φωτογραφίες των δέκα πυγμάχων που, προφανώς, αποτελούσαν την ομάδα, ενώ δίνονταν σημαντικά στοιχεία, όπως όνομα, ηλικία, τόπος

γέννησης και βάρος του κάθε αθλητή. Κάτω κάτω έγραφε: «Η πρόκληση! Μπορείς να την αντιμετωπίσεις;». Στο εσωτερικό του αντίσκηνου ο πρώτος πυγμάχος είχε ήδη αρχίσει το ζέσταμα στο ρινγκ. Μια ρόμπα από γυαλιστερό ύφασμα ήταν τυλιγμένη γύρω του καθώς προπονούνταν χωρίς αντίπαλο, στο χλωμό φως που έμπαινε από το πάνω μέρος του αντίσκηνου. Ένας μεγαλύτερος, σωματώδης άντρας με κάπως φθαρμένο σμόκιν μπήκε στο ρινγκ, προκαλώντας μεγάλο ενθουσιασμό στο κοινό. Ήταν φανερό πως τον γνώριζαν, γιατί άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το όνομά του: «Τέ-ρι, Τέ-ρι!». Με μια επιτακτική κίνηση του χεριού του έκανε τον κόσμο να σωπάσει και έπιασε το μικρόφωνο που κρεμόταν από ψηλά: «Κυρίες και κύριοι! Ποιος θα σηκώσει το γάντι;». Ζητωκραυγές. Ακολούθησε ένας μακροσκελής λόγος, που έμοιαζε περισσότερο με τελετουργία, για την «ευγενή τέχνη της αυτοάμυνας», για τη δόξα και την τιμή, καθώς και για την άκαμπτη στάση των αρχών απέναντι στην πυγμαχία, μια και καταδικάστηκε στο πυρ το εξώτερον σε αρκετές περιπτώσεις. Τελείωσε επαναλαμβάνοντας την ερώτηση: «Ποιος θα σηκώσει το γάντι;». Κάμποσα χέρια υψώθηκαν και ο Τέρι τούς κάλεσε μπροστά. Έκαναν ουρά σε ένα τραπέζι όπου τους ζητήθηκε να υπογράψουν ένα χαρτί.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Χάρι. «Είναι νεαροί της περιοχής οι οποίοι θα προσπαθήσουν να παλέψουν με κάποιους από τους πυγμάχους του Τζιμ Τσίβερς και να τους νικήσουν. Αν τα καταφέρουν θα λάβουν μεγάλα βραβεία και, το πιο σημαντικό, τιμή και δόξα από την ντόπια κοινωνία. Τώρα υπογράφουν μια υπεύθυνη δήλωση που λέει ότι είναι υγιείς και εκπαιδευμένοι και ότι αποδέχονται πως οι διοργανωτές δεν φέρουν καμία ευθύνη για οποιαδήποτε σωματική βλάβη υποστούν» εξήγησε ο Άντριου. «Και είναι νόμιμο κάτι τέτοιο;» «Εεε…» ο Άντριου κόμπιασε. «Υπήρξε μια απαγόρευση το 1971, η οποία τους ανάγκασε να αλλάξουν λίγο τη διαδικασία. Ξέρεις, πρόκειται για ένα είδος ψυχαγωγίας με μακρά παράδοση στην Αυστραλία. Αυτός του οποίου το όνομα χρησιμοποιούν, ο αληθινός Τζίμι Τσίβερς, είχε μια ομάδα πυγμαχίας που ταξίδευε σε όλη τη χώρα και έπαιρνε μέρος σε διαγωνισμούς και πανηγύρια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο τύπος είχε γίνει θεσμός. Πολλοί από αυτούς που αργότερα έγιναν πρωταθλητές πυγμαχίας προέρχονταν από την ομάδα του, στην οποία υπήρχε πάντα μια ποικιλία εθνικοτήτων: Κινέζοι, Ιταλοί και Έλληνες. Και Αβορίγινες. Εκείνη την εποχή, οι εθελοντές μπορούσαν να διαλέξουν με ποιον ήθελαν να αγωνιστούν. Έτσι, για

παράδειγμα, αν ήσουν αντισημίτης, διάλεγες έναν Εβραίο. Ακόμα κι αν οι πιθανότητες να σε νικήσει ο Εβραίος ήταν πολλές». Ο Χάρι ξερόβηξε. «Αυτό δεν καλλιεργούσε τον ρατσισμό;» Ο Άντριου έξυσε τον λαιμό του. «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Πάντως ήταν ένας τρόπος για να εκτονωθεί η υποβόσκουσα επιθετικότητα. Οι Αυστραλοί έχουν συνηθίσει να συμβιώνουν με διάφορες κουλτούρες και φυλές, και σε γενικές γραμμές τα πάνε καλά. Όμως πάντα υπάρχουν και κάποιες τριβές. Και τότε, είναι καλύτερα να χτυπιούνται στο ρινγκ παρά ανεξέλεγκτα στους δρόμους. Πάρε για παράδειγμα τους καβγάδες μεταξύ λευκών και Αβορίγινων. Τα ματς είχαν πάντα μεγάλο ενδιαφέρον για τον κόσμο. Ένας Αβορίγινας που ήταν στην ομάδα πυγμαχίας του Τζίμι και τα πήγαινε καλά θεωρούνταν ήρωας από τους δικούς του στο χωριό του. Ενέπνεε συναισθήματα αλληλεγγύης και σεβασμού, ως απάντηση στην ταπείνωση και τον εξευτελισμό που υφίσταντο οι Αβορίγινες. Ούτε νομίζω πως αυτό μεγάλωνε το χάσμα ανάμεσα στις φυλές. Το να νικηθεί ένας λευκός από έναν μαύρο ήταν κάτι που προκαλούσε περισσότερο σεβασμό παρά μίσος. Οι Αυστραλοί είναι αρκετά ανεκτικοί από αυτή την άποψη». «Ακούγεσαι σαν σκληροτράχηλο παιδί του λαού».

Ο Άντριου γέλασε. «Περίπου – είμαι ένας όκερ. Ένας άξεστος άνθρωπος της υπαίθρου». «Σε καμία περίπτωση». Ο Άντριου γέλασε πιο δυνατά. Ο πρώτος γύρος άρχισε. Ένας κοντός, στιβαρός κοκκινομάλλης, με τα δικά του γάντια και τη δική του ομάδα οπαδών, εναντίον ενός πολύ μικρότερου τύπου από την ομάδα του Τσίβερς. «Ιρλανδός εναντίον Ιρλανδού» είπε ο Άντριου με ύφος παντογνώστη. «Η έκτη σου αίσθηση;» ρώτησε ο Χάρι. «Τα δυο μου μάτια: κόκκινα μαλλιά ίσον Ιρλανδός. Σκληρά καρύδια. Θα γίνει μεγάλη μάχη». «Πά-νω του, Τζόνι, πά-νω του, πά-νω του, Τζόνι, πά-νω του!» κραύγαζε η κερκίδα. Πρόλαβαν να το επαναλάβουν μόνο δυο φορές ακόμα πριν τελειώσει ο αγώνας, αφού μέχρι τότε ο Τζόνι είχε φάει τρεις γροθιές στη μύτη και δεν ήθελε να συνεχίσει. «Οι Ιρλανδοί δεν είναι πια αυτοί που ήταν» αναστέναξε ο Άντριου. Ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη τα στοιχήματα για τον επόμενο αγώνα. Ο κόσμος στεκόταν γύρω από δύο τύπους με ψηλά, πλατύγυρα δερμάτινα καπέλα, που προφανώς ήταν οι

πράκτορες στοιχημάτων. Όλοι φώναζαν σε όλους, ενώ τα ειδικά, ατσαλάκωτα αυστραλιανά χαρτονομίσματα άλλαζαν χέρια. Οι προφορικές συμφωνίες γίνονταν σε υψηλούς τόνους, χωρίς κανείς να γράφει ή να σημειώνει τίποτα. Μόνο ένα καταφατικό νεύμα του μπουκμέικερ επιβεβαίωνε το στοίχημα. «Αναρωτιέμαι πώς καταφέρνουν να λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο του νόμου» μουρμούρισε ο Άντριου και φώναξε πέντε έξι λέξεις που ο Χάρι δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. «Τι έκανες;» «Στοιχημάτισα εκατό δολάρια πως ο αθλητής της ομάδας του Τσίβερς θα κατατροπώσει τον αντίπαλό του πριν τελειώσει ο δεύτερος γύρος». «Και τα κατάφερες μέσα σε τέτοια φασαρία να βάλεις το στοίχημα;» Ο Άντριου χαμογέλασε. Ήταν φανερό πως του άρεσε πολύ ο ρόλος του δασκάλου. «Δεν είδες τον έναν μπουκμέικερ να σηκώνει το φρύδι του; Αυτό λέγεται “ικανότητα ταυτόχρονης επεξεργασίας πληροφοριών”, Χάρι. Μισή έμφυτη και μισή αποτέλεσμα εκπαίδευσης. Να μπορείς να ακούς πολλά πράγματα συγχρόνως, να απομονώνεις τη φασαρία και να βλέπεις μόνο αυτό που είναι σημαντικό». «Να ακούς». «Και να ακούς. Το έχεις δοκιμάσει, Χάρι; Είναι ιδιαίτερα

χρήσιμο σε διάφορες καταστάσεις». Ακούστηκαν παράσιτα από τα μεγάφωνα και ύστερα η φωνή του Τέρι, ο οποίος με το μικρόφωνο στο χέρι σύστησε τον Ρόμπιν «Μούρι» Τουγούμπα από την ομάδα του Τσίβερς και τον Μπόμπι «Λόμπι» Πέιν, έναν τοπικό ήρωα που μπήκε στο ρινγκ πηδώντας πάνω από τα σκοινιά και μουγκρίζοντας. Έβγαλε τη φανέλα του και εμφανίστηκαν το γεροδεμένο, δασύτριχο στέρνο του και οι φουσκωτοί δικέφαλοι μύες. Μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά χοροπηδούσε πλάι στο ρινγκ και ο Μπόμπι τής έστειλε ένα φιλί πριν δύο βοηθοί τού δέσουν τα γάντια πυγμαχίας. Στο αντίσκηνο άρχισε να απλώνεται βουητό καθώς ο Τουγούμπα πήδηξε στο ρινγκ ανάμεσα από τα σκοινιά. Ήταν ένας ευθυτενής, ασυνήθιστα μαύρος και όμορφος άντρας. «Μούρι;» ρώτησε ο Χάρι. «Αβορίγινας από το Κουίνσλαντ». Το γκονγκ χτύπησε και οι δύο πυγμάχοι πλησίασαν ο ένας τον άλλο. Ο λευκός ήταν πιο μεγαλόσωμος, σχεδόν ένα κεφάλι ψηλότερος από τον μαύρο αντίπαλό του, αλλά ακόμα κι ένας άσχετος ήταν εύκολο να δει πως δεν είχε την ευκινησία και τη χάρη του «Μούρι». Ο Μπόμπι όρμησε μπροστά και έριξε μια γροθιά στον Τουγούμπα, ο οποίος όμως για να την αποφύγει έγειρε προς

τα πίσω με ένα λίκνισμα. Το κοινό στις κερκίδες στέναξε και η λευκοντυμένη γυναίκα έβγαλε μια ενθαρρυντική κραυγή. Ο Μπόμπι έριξε κάνα δυο γροθιές στον αέρα, πριν ο Τουγούμπα κινηθεί αθόρυβα και φυτέψει μια προσεκτική δεξιά γροθιά στο πρόσωπο του «Λόμπι». Ο Μπόμπι έκανε δυο βήματα πίσω και έμοιαζε σαν να είχε δεχτεί ένα χαϊδευτικό μπατσάκι στο μάγουλο. «Έπρεπε να είχα στοιχηματίσει διακόσια» σχολίασε ο Άντριου. Ο Τουγούμπα έκανε κύκλους γύρω από τον Μπόμπι, του έδωσε μερικά απότομα χτυπήματα και έγειρε πίσω με το ίδιο λίκνισμα όταν ο Μπόμπι άρχισε να κραδαίνει τα ρόπαλα που είχε για χέρια. Ο Μπόμπι λαχάνιασε και μούγκρισε από απογοήτευση, ενώ το κοινό άρχισε να σφυρίζει. Ο Τουγούμπα σήκωσε το ένα του χέρι σαν να απευθύνει χαιρετισμό και ύστερα το φύτεψε στο στομάχι του Μπόμπι, ο οποίος διπλώθηκε στα δύο και στάθηκε στη μία γωνία του ρινγκ. Ο Τουγούμπα έκανε δυο βήματα πίσω και φάνηκε κάπως συλλογισμένος. «Αποτελείωσέ τον, μαύρε μπάσταρδε!» ούρλιαξε ο Άντριου. Ο Τουγούμπα γύρισε έκπληκτος, χαμογέλασε και του κούνησε το χέρι πάνω από το κεφάλι του. «Τι στέκεσαι εκεί και γελάς, τελείωνε τη δουλειά σου, ηλίθιε! Έχω στοιχηματίσει υπέρ σου!»

Ο Τουγούμπα γύρισε για να τελειώσει τη δουλειά, αλλά καθώς ήταν έτοιμος να δώσει στον Μπόμπι το τελειωτικό χτύπημα, ακούστηκε το γκονγκ. Οι δυο πυγμάχοι γύρισαν στις γωνίες τους, ενώ ο παρουσιαστής άρπαξε το μικρόφωνο. Η λευκοντυμένη γυναίκα ήταν ήδη στη γωνία του Μπόμπι και του ψιθύριζε στο αυτί, ενώ ένας από τους βοηθούς του έβαλε στο χέρι του ένα μπουκάλι μπίρα. Ο Άντριου ενοχλήθηκε. «Ο Ρόμπιν δεν θέλει να σακατέψει τον κοκκινοτρίχη, και μπράβο του. Αλλά πρέπει να σκεφτεί ότι έχω ποντάρει χρήματα πάνω του, ο άχρηστος». «Τον ξέρεις;» «Ναι, τον ξέρω τον Ρόμπιν Τουγούμπα» είπε ο Άντριου. Το γκονγκ χτύπησε ξανά και αυτή τη φορά ο Μπόμπι στεκόταν στη γωνία και περίμενε τον Τουγούμπα, ο οποίος πλησίασε με αποφασιστικό βήμα. Ο Μπόμπι κρατούσε ψηλά τα χέρια του για να προφυλάξει το κεφάλι του και ο Τουγούμπα τού έριξε μια στον κορμό. Ο Μπόμπι έπεσε πίσω στο σκοινί. O Τουγούμπα γύρισε και κοίταξε ικετευτικά τον Τέρι, τον παρουσιαστή –που εκτελούσε επίσης χρέη διαιτητή–, για να τον πείσει να σταματήσει τον αγώνα. Ο Άντριου έβγαλε μια κραυγή αλλά ήταν πολύ αργά. Η γροθιά του Μπόμπι έριξε τον Τουγούμπα στο κανναβάτσο με έναν γδούπο. Καθώς προσπαθούσε

παραζαλισμένος να σταθεί στα πόδια του, ο Μπόμπι χύμηξε πάνω του σαν λαίλαπα. Τα χτυπήματα έπεφταν απανωτά στον στόχο τους και το κεφάλι του Τουγούμπα πηγαινοερχόταν σαν μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Ένα λεπτό ρυάκι αίματος άρχισε να κυλάει από το ένα του ρουθούνι. «Γαμώτο! Είναι απατεώνας!» φώναξε ο Άντριου. «Απατεώνας;» «Ο φίλος μας ο Μπόμπι παίζει ερασιτεχνικά, ένα παλιό κόλπο, για να κάνει τον άνθρωπο του Τσίβερς να το πάρει επιπόλαια και να αφεθεί. Ο τύπος φαίνεται πως είναι ο τοπικός πρωταθλητής. Γαμώ το κέρατό μου, Ρόμπιν, σου την έφεραν». Ο Τουγούμπα, έχοντας τα χέρια στο πρόσωπο, υποχωρούσε ενώ ο Μπόμπι τον ακολουθούσε. Το αριστερό χέρι του Μπόμπι πηγαινοερχόταν και χτυπούσε. Στη συνέχεια ακολούθησαν ισχυρά δεξιά γυριστά χτυπήματα και κοντινά άπερκατ. Το ακροατήριο παρακολουθούσε εκστασιασμένο. Η λευκοντυμένη γυναίκα σηκώθηκε πάλι όρθια και φώναζε το όνομά του, τραβώντας την πρώτη συλλαβή με ένα διαπεραστικό στρίγκλισμα: «Μπόοοο…». Ο Τέρι κούνησε το κεφάλι του καθώς η κερκίδα άρχισε να φωνάζει ρυθμικά το νέο σύνθημα: «Πά-νω του, Μπόμπι, πάνω του, πά-νω του, Μπόμπι, πά-νω του!». «Αυτό ήταν, τέλειωσε» είπε ο Άντριου αποθαρρυμένος.

«Ο Τουγούμπα θα χάσει;» «Τρελάθηκες;» Ο Άντριου κοίταξε απορημένος τον Χάρι. «Ο Τουγούμπα θα τον σκοτώσει τον τύπο. Ήλπιζα πως δεν θα έφτανε μέχρι εκεί σήμερα». Ο Χάρι συγκεντρώθηκε προσπαθώντας να δει αυτό που έβλεπε ο Άντριου. Ο Τουγούμπα ήταν πεσμένος με την πλάτη στα σκοινιά και φαινόταν χαλαρός, ενώ ο Μπόμπι τον γρονθοκοπούσε στην κοιλιά. Για μια στιγμή ο Χάρι σκέφτηκε πως τον Τουγούμπα θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Η λευκοντυμένη γυναίκα τραβούσε τα σκοινιά πίσω από τον «Μούρι». Ο Μπόμπι άλλαξε τακτική και άρχισε να του ρίχνει στο κεφάλι, αλλά ο Τουγούμπα απέφευγε τα χτυπήματα με ένα χαλαρό, σχεδόν τεμπέλικο λίκνισμα του κορμιού του. Σαν κάποιο φίδι, σκέφτηκε ο Χάρι, σαν… Κόμπρα! Ο Μπόμπι κοκάλωσε ενώ η γροθιά του είχε ήδη ξεκινήσει προς τον στόχο της. Το κεφάλι του έστριψε ελαφρά προς τα αριστερά με μια έκφραση απορίας, σαν να του είχε έρθει στο μυαλό κάτι που είχε ξεχάσει, ύστερα τα μάτια του γύρισαν ανάποδα, η προστατευτική μασέλα του γλίστρησε έξω από το στόμα του και ένα λεπτό ρυάκι αίματος ανέβλυσε από μια μικρή τρύπα πάνω από τη μύτη του, όπου είχε σπάσει το οστό. Ο Τουγούμπα περίμενε μέχρι ο Μπόμπι να αρχίσει να

καταρρέει και ξαναχτύπησε. Στην πλατεία επικράτησε νεκρική σιγή και ο Χάρι άκουσε καθαρά το απαίσιο τρίξιμο όταν η γροθιά έπεσε στη μύτη του Μπόμπι για δεύτερη φορά και τη φωνή της γυναίκας καθώς στρίγκλιζε το υπόλοιπο του ονόματος: «…μπιιιι!». Ένας κόκκινος πίδακας ιδρώτα και αίματος ξεπήδησε από το κεφάλι του Μπόμπι και πιτσίλισε τη γωνία του ρινγκ. Ο Τέρι όρμησε μπροστά και με κάποιες υπερβολικές χειρονομίες έδειξε πως ο αγώνας είχε τελειώσει. Το ακροατήριο παρέμεινε σιωπηλό. Ακούστηκε μόνο ο θόρυβος από τα βήματα της λευκοντυμένης γυναίκας, καθώς έτρεξε από την κεντρική πτέρυγα και βγήκε από το αντίσκηνο. Το φουστάνι της ήταν γεμάτο κόκκινους λεκέδες και εκείνη είχε την ίδια απορημένη έκφραση με τον Μπόμπι. Ο Τουγούμπα προσπάθησε να βοηθήσει τον Μπόμπι να σηκωθεί, αλλά οι δυο βοηθοί τον έσπρωξαν παραπέρα. Ακούστηκαν μερικά σποραδικά χειροκροτήματα, που γρήγορα όμως έσβησαν. Τα σφυρίγματα δυνάμωσαν όταν ο Τέρι πλησίασε και σήκωσε το χέρι του Τουγούμπα ψηλά. Ο Άντριου κούνησε το κεφάλι του. «Είναι αρκετοί αυτοί που πόνταραν τα λεφτά τους στον τοπικό πρωταθλητή σήμερα» είπε. «Ηλίθιοι! Έλα, πάμε να πάρουμε το χρήμα και να πούμε κάνα δυο σοβαρά λόγια με

αυτόν τον αναθεματισμένο τον Μούρι». «Ρόμπιν, μπαγάσα, θα ’πρεπε να σε κλείσουν μέσα – και το εννοώ!» Το πρόσωπο του Ρόμπιν «Μούρι» Τουγούμπα φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο. Κρατούσε μια πετσέτα με πάγο πάνω στο ένα του μάτι. «Τούκα! Σε άκουγα εκεί μέσα. Άρχισες πάλι τον τζόγο;» Ο Τουγούμπα μιλούσε χαμηλόφωνα. Ένας άνθρωπος που έχει συνηθίσει να τον ακούνε, σκέφτηκε αμέσως ο Χάρι. Ο ήχος ήταν ήπιος και ευχάριστος· σαν να μην έβγαινε από κάποιον που μόλις είχε σπάσει τα μούτρα ενός τύπου, δυο φορές το μέγεθός του. Ο Άντριου ξεφύσηξε. «Τζόγος; Στις μέρες μου το να στοιχηματίζεις στους λεβέντες του Τσίβερς δεν θα αποκαλούνταν ποτέ τζόγος. Αλλά τώρα υποθέτω πως τίποτα δεν είναι πλέον σίγουρο. Για σκέψου να αφήσεις να σε ξεγελάσει ένα αναθεματισμένο λευκό κτήνος! Μέχρι πού θα πάει όλο αυτό;» Ο Χάρι ξερόβηξε. «Α, ναι, Ρόμπιν. Να γνωρίσεις έναν φίλο μου. Αποδώ ο Χάρι Χόλι. Χάρι, αποδώ ο πιο διεφθαρμένος νταής και σαδιστής του Κουίνσλαντ, ο Ρόμπιν Τουγούμπα». Έδωσαν

τα χέρια και ο Χάρι ένιωσε σαν να είχε κλείσει την παλάμη του στην πόρτα. Βόγκηξε ένα «Πώς είσαι;» και πήρε ως απάντηση ένα «Εξαιρετικά, φίλε. Εσύ πώς είσαι;» με ένα χαμόγελο που αποκάλυψε μια σειρά μαργαριταρένια δόντια. «Ποτέ δεν ήμουνα καλύτερα» είπε ο Χάρι τρίβοντας το χέρι του. Αυτές οι χειραψίες των Αυστραλών σε σακάτευαν. Σύμφωνα με τον Άντριου, ήταν σημαντικό να πει κανείς πόσο αφάνταστα καλά ήταν – ένα «καλά, ευχαριστώ» θα μπορούσε να θεωρηθεί πολύ ψυχρό. Ο Τουγούμπα έδειξε με το δάχτυλο τον Άντριου. «Μια και μιλάμε για νταήδες, σου είπε ποτέ ο Τούκα πως κάποτε ήταν πυγμάχος στην ομάδα του Τσίβερς;» «Φαντάζομαι πως υπάρχουν ακόμη μερικά πράγματα που δεν ξέρω για τον… ε… Τούκα. Είναι πολύ μυστικοπαθής τύπος». «Μυστικοπαθής;» Ο Τουγούμπα γέλασε. «Μιλάει πάντα επιλεκτικά. Ο Τούκα σού λέει όλα όσα χρειάζεται, φτάνει να ξέρεις τι να τον ρωτήσεις. Και βέβαια, δεν σου έχει πει ότι αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την ομάδα του Τσίβερς γιατί τον θεωρούσαν πολύ επικίνδυνο, έτσι δεν είναι; Πόσα ζυγωματικά οστά, μύτες και σαγόνια έχεις στη συνείδησή σου, Τούκα; Θεωρούνταν ο καλύτερος νεαρός πυγμάχος στη Νέα Νότια Ουαλία για κάμποσα χρόνια. Μόνο που υπήρχε

ένα πρόβλημα: δεν είχε καθόλου αυτοέλεγχο, καμιά πειθαρχία.greekleech.info Στο τέλος χτύπησε έναν διαιτητή γιατί θεώρησε πως σταμάτησε τον αγώνα πολύ γρήγορα. Υπέρ του Τούκα! Αυτό εγώ το λέω αιμοβορία. Τον απέβαλαν για δυο χρόνια». «Τριάμισι, με το συμπάθιο!» Ο Άντριου έκανε μια γκριμάτσα. Δεν είχε καμιά αντίρρηση να μιλάνε οι άλλοι για την καριέρα του ως πυγμάχου. «Ήταν χαμένο κορμί, σ’ το λέω. Εγώ μόνο σκούντησα εκείνον τον μπάσταρδο διαιτητή και, δεν θα το πιστέψεις, έπεσε και έσπασε την κλείδα του». Ο Τουγούμπα και ο Άντριου κόλλησαν τις παλάμες τους και ξέσπασαν σε γέλια. «Ο Ρόμπιν δεν είχε γεννηθεί καν όταν εγώ πυγμαχούσα. Επαναλαμβάνει απλώς αυτά που του έχω πει» εξήγησε ο Άντριου στον Χάρι. «Ο Ρόμπιν ήταν σε μια ομάδα που αποτελούνταν από παιδιά με προβλήματα, με τα οποία δούλευα όταν είχα καιρό. Κάναμε μερικές συναντήσεις για εξάσκηση στην πυγμαχία και για να διδάξουμε στα παιδιά τη σημασία του αυτοελέγχου, όπου τους είπα μερικές μισοαληθινές ιστορίες για τον εαυτό μου. Προς γνώση και αποφυγή. Όπως φαίνεται, ο Ρόμπιν δεν κατάλαβε και ακολούθησε τα βήματά μου». Ο Τουγούμπα σοβάρεψε. «Συνήθως είμαστε καλά παιδιά,

Χάρι. Τους αφήνουμε να κάνουν κανένα κούνημα πριν τους ρίξουμε κάνα δυο χαλαρές για να καταλάβουν ποιος είναι το αφεντικό, με πιάνεις; Ύστερα από αυτό δεν αργούν να τα παρατήσουν. Όμως αυτός ο τύπος ήξερε πυγμαχία, θα μπορούσε να τραυματίσει κάποιον. Κάτι τέτοιοι τύποι παίρνουν αυτό που τους αξίζει». Άνοιξε η πόρτα. «Ο διάολος να σε πάρει, Τουγούμπα, σαν να μην είχαμε αρκετά προβλήματα ήδη, έπρεπε να σπάσεις τη μύτη του γαμπρού του αρχηγού της τοπικής αστυνομίας!» Ο Τέρι, ο παρουσιαστής, ήταν έξω φρενών, πράγμα που έδειξε φτύνοντας με θόρυβο στο έδαφος. «Αντανακλαστική κίνηση, αφεντικό» είπε ο Τουγούμπα κοιτάζοντας την καφετιά από τον καπνό φτυσιά. «Δεν θα ξαναγίνει». Έκλεισε κρυφά το μάτι στον Άντριου. Σηκώθηκαν. Ο Τουγούμπα και ο Άντριου χαιρετήθηκαν με μια αγκαλιά και αντάλλαξαν μερικά τελευταία σχόλια σε μια γλώσσα που ο Χάρι δεν καταλάβαινε. Βιάστηκε να χαιρετήσει τον Τουγούμπα με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη για να αποφύγει άλλη μια χειραψία.

«Τι γλώσσα μιλούσατε οι δυο σας στο τέλος;» ρώτησε ο Χάρι όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο. «Α, αυτό είναι ένα είδος κρεολικής, ένα μείγμα αγγλικής

γλώσσας και λέξεων αβοριγίνικης προέλευσης. Τη μιλάνε πολλοί Αβορίγινες σε ολόκληρη τη χώρα. Τι γνώμη έχεις για την πυγμαχία;» Ο Χάρι δεν απάντησε αμέσως. «Ήταν ενδιαφέρον να σε δω να κερδίζεις μερικά δολάρια, αλλά θα μπορούσαμε να είχαμε φτάσει ήδη στη Νιμπίν». «Αν δεν είχαμε έρθει εδώ σήμερα, δεν θα μπορούσες να πας στο Σίδνεϊ απόψε» είπε ο Άντριου. «Δεν κλείνει κανείς ραντεβού με μια τέτοια γυναίκα μόνο και μόνο για να την παρατήσει. Μπορεί να μιλάμε για τη μελλοντική σου σύζυγο και μητέρα των μικρών Χόλι, Χάρι». Χαμογέλασαν κι οι δύο κάπως βεβιασμένα, καθώς περνούσαν δέντρα και χαμηλά σπίτια την ώρα που ο ήλιος στο ανατολικό ημισφαίριο έδυε.

Είχε σκοτεινιάσει πριν φτάσουν στο Σίδνεϊ, όμως ο περίφημος πύργος της πόλης έστεκε σαν τεράστιος γλόμπος στο κέντρο της και τους έδειχνε τον δρόμο. Ο Άντριου σταμάτησε στην προκυμαία Σέρκιουλαρ, όχι μακριά από το κτίριο της Όπερας. Μια νυχτερίδα μπαινόβγαινε με μεγάλη ταχύτητα στο φως που έριχναν οι προβολείς του αυτοκινήτου. Ο Άντριου άναψε τσιγάρο και έκανε νόημα στον Χάρι να μείνει στη θέση του. «Η νυχτερίδα είναι σύμβολο του θανάτου για τους

Αβορίγινες. Το ήξερες;» Ο Χάρι δεν το ήξερε. «Φαντάσου έναν τόπο με ανθρώπους που έμειναν απομονωμένοι για σαράντα χιλιάδες χρόνια. Με άλλα λόγια, δεν γνώρισαν τον ιουδαϊσμό, δεν άκουσαν για τον χριστιανισμό ή τον μωαμεθανισμό, γιατί ένας ολόκληρος ωκεανός τούς χώριζε από την πλησιέστερη ήπειρο. Ωστόσο, έχουν τη δική τους εκδοχή για τη Δημιουργία. Ο πρώτος άνθρωπος ήταν ο Μπερ-ροκ-μπουρν. Δημιουργήθηκε από τον Μπέιμ, τον Άκτιστο, ο οποίος ήταν η αρχή των πάντων και αγαπούσε και φρόντιζε όλα τα ζωντανά όντα. Δηλαδή, αυτός ο Μπέιμ ήταν ένας καλός άνθρωπος, που μεταξύ φίλων αποκαλούνταν το Μεγάλο Πατρικό Πνεύμα. Αφού ο Μπέιμ έδωσε στον Μπερ-ροκ-μπουρν και στη γυναίκα του έναν ωραίο τόπο για να ζουν, άφησε το σημάδι του σε ένα δέντρο γιάραν[1], όπου είχε φωλιά ένα μελίσσι. »“Μπορείτε να συλλέξετε την τροφή σας απ’ όπου θέλετε σε όλο τον τόπο που σας έδωσα, αλλά αυτό το δέντρο είναι δικό μου” προειδοποίησε τους δύο ανθρώπους. “Αν προσπαθήσετε να πάρετε την τροφή σας από αυτό, φοβερά δεινά θα βρουν εσάς και τους απογόνους σας”. Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Κάποια μέρα η γυναίκα του Μπερ-ροκμπουρν μάζευε ξύλα και πλησίασε στο δέντρο γιάραν. Στην αρχή φοβήθηκε όταν είδε το ιερό δέντρο να υψώνεται από

πάνω της, όμως υπήρχαν τόσα πολλά ξύλα εκεί γύρω, που δεν ακολούθησε την πρώτη της παρόρμηση – να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Επιπλέον, ο Μπέιμ δεν είχε πει τίποτα γι’ αυτό. Ενώ μάζευε ξύλα γύρω από το δέντρο, άκουσε έναν βόμβο πάνω από το κεφάλι της, κοίταξε ψηλά και είδε το σμήνος των μελισσών. Επίσης είδε το μέλι να κυλάει στον κορμό του δέντρου. Είχε δοκιμάσει μέλι μια φορά στο παρελθόν, όμως εδώ υπήρχε αρκετό για πολλά γεύματα. Ο ήλιος άστραφτε πάνω στις γλυκές, λαμπερές σταγόνες και στο τέλος δεν κατάφερε η γυναίκα του Μπερ-ροκ-μπουρν να αντισταθεί στον πειρασμό να το μαζέψει και σκαρφάλωσε στο δέντρο. »Εκείνη τη στιγμή φύσηξε παγωμένος αέρας από ψηλά και μια απαίσια φιγούρα με τεράστια μαύρα φτερά τυλίχτηκε γύρω από το σώμα της. Ήταν η νυχτερίδα Ναραχντάρν, την οποία ο Μπέιμ είχε βάλει φύλακα στο ιερό δέντρο. Η γυναίκα έπεσε στο χώμα και έτρεξε να κρυφτεί στη σπηλιά της. Όμως ήταν πολύ αργά. Είχε φέρει τον θάνατο στον κόσμο, που συμβολιζόταν με τη νυχτερίδα Ναραχντάρν, και αυτή η κατάρα θα βάραινε όλους τους απογόνους του Μπερ-ροκμπουρν. Το δέντρο γιάραν έχυσε πικρά δάκρυα για την τραγωδία που βρήκε τον κόσμο. Τα δάκρυα κύλησαν από τον κορμό και έπηξαν, και γι’ αυτό οι άνθρωποι βρίσκουν κόκκινο

κόμμι στον φλοιό του δέντρου γιάραν σήμερα». Ο Άντριου ρούφηξε ικανοποιημένος το πούρο του. «Κάτι σαν την ιστορία του Αδάμ και της Εύας, δεν νομίζεις;» Ο Χάρι κατένευσε και συμφώνησε πως υπήρχαν πολλοί παραλληλισμοί στις δύο ιστορίες. «Μπορεί απλώς να σημαίνει ότι οι άνθρωποι, όπου κι αν ζουν στην υφήλιο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μοιράζονται τις ίδιες σκέψεις ή φαντασίες. Ότι είναι στη φύση μας, γραμμένο στον σκληρό μας δίσκο, ας πούμε. Ότι εμείς οι άνθρωποι, παρ’ όλες τις διαφορές μας, αργά ή γρήγορα καταλήγουμε στις ίδιες απαντήσεις». «Ας το ελπίσουμε» είπε ο Άντριου και έριξε ένα λοξό βλέμμα μέσα από τον καπνό. «Ας το ελπίσουμε».

Ο Χάρι έπινε ήδη τη δεύτερη κόκα κόλα όταν κατέφθασε η Μπιργκίτα, δέκα λεπτά μετά τις εννιά. Φορούσε ένα απλό λευκό βαμβακερό φουστάνι και είχε τα κόκκινα μαλλιά της πιασμένα σε μια εντυπωσιακή αλογοουρά. «Είχα αρχίσει να φοβάμαι πως δεν θα ερχόσουν» είπε ο Χάρι. Ειπώθηκε σαν αστείο, όμως το εννοούσε. Είχε αρχίσει να φοβάται από τη στιγμή που συμφώνησαν να συναντηθούν. «Αλήθεια;» είπε εκείνη στα σουηδικά κοιτάζοντας

παιχνιδιάρικα τον Χάρι, ο οποίος ένιωσε πως θα περνούσαν ένα ωραίο βράδυ. Παρήγγειλαν χοιρινό με πράσινο κάρι, κοτόπουλο με κάσιους στο γουόκ, ένα αυστραλέζικο σαρντονέ και μεταλλικό νερό. «Πρέπει να πω πως ήταν μεγάλη έκπληξη να συναντήσω κάποιον από τη Σουηδία τόσο μακριά από την πατρίδα». «Δεν θα ’πρεπε. Ζουν περίπου ενενήντα χιλιάδες Σουηδοί στην Αυστραλία». «Τι λες;» «Οι περισσότεροι μετανάστευσαν πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αρκετοί νέοι έφυγαν τη δεκαετία του ’80, όταν η ανεργία είχε αρχίσει να αυξάνεται στη Σουηδία». «Κι εγώ που νόμιζα πως εσείς οι Σουηδοί αρχίζετε να νοσταλγείτε τα σουηδικά κεφτεδάκια και τους χορούς στο θερινό ηλιοστάσιο πριν καν φτάσετε στην Ελσινόρη!» «Μάλλον τους Νορβηγούς σκεφτόσουν. Είσαστε, στ’ αλήθεια, παλαβοί! Οι Νορβηγοί που γνώρισα εδώ άρχισαν να νοσταλγούν την πατρίδα ύστερα από λίγες μέρες, και έπειτα από δυο μήνες είχαν πάρει τον δρόμο του γυρισμού. Πίσω στην πατρίδα και στις μάλλινες ζακέτες τους!» «Όχι η Ίνγκερ, ωστόσο». Η Μπιργκίτα έμεινε σιωπηλή για λίγο. «Όχι, όχι η Ίνγκερ».

«Ξέρεις γιατί εκείνη έμεινε εδώ;» «Πιθανόν για τον ίδιο λόγο που ισχύει για τους περισσότερους από εμάς: έρχεσαι διακοπές, ερωτεύεσαι τη χώρα, το κλίμα, τον τρόπο ζωής ή έναν άντρα. Και ζητάς άδεια παραμονής. Κορίτσια από τη Σκανδιναβία δεν έχουν πρόβλημα να βρουν δουλειά σε μπαρ στην Αυστραλία και ξαφνικά φαίνεται τόσο μακριά η πατρίδα και τόσο απλό το να παραμείνεις εδώ». «Αυτό έγινε και μ' εσένα;» «Κάτι τέτοιο». Για λίγο έτρωγαν σιωπηλοί. Το κάρι ήταν δυνατό, καυτερό και νόστιμο. «Τι ξέρεις για τον τελευταίο φίλο της Ίνγκερ;» «Όπως έχω πει, ήρθε μόνο ένα βράδυ στο μπαρ. Γνωρίστηκαν στο Κουίνσλαντ. Νομίζω ότι ήταν στο νησί Φρέιζερ. Εκείνος έμοιαζε με μια εκδοχή των χίπηδων που πίστευα πως είχαν χαθεί από καιρό, όμως ζουν και βασιλεύουν στην Αυστραλία: μακριά μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδες, πολύχρωμα φαρδιά ρούχα και σανδάλια. Σαν να είχε βγει κατευθείαν από την παραλία του Γούντστοκ». «Το Γούντστοκ δεν είναι σε παραλία. Είναι στο Νιου Τζέρσεϊ». «Μα δεν υπήρχε κάποια λίμνη όπου κολυμπούσαν;

Νομίζω πως θυμάμαι κάτι τέτοιο». Ο Χάρι την παρατήρησε προσεκτικά. Καθόταν ελαφρώς σκυμμένη και ήταν συγκεντρωμένη στο φαγητό της. Οι φακίδες συνωστίζονταν στη μύτη της. Ο Χάρι σκέφτηκε πως ήταν όμορφη. «Δεν περιμένει κανείς να τα ξέρεις αυτά. Είσαι πολύ νέα». Γέλασε. «Κι εσύ τι είσαι; Ηλικιωμένος;» «Εγώ; Ναι, είναι μέρες που είμαι. Κάτι τέτοια τα έχει η δουλειά μου. Μέσα σου νιώθεις να γερνάς πολύ γρήγορα. Αλλά ευτυχώς δεν είμαι ακόμη τόσο απογοητευμένος και καταρρακωμένος ώστε να μην μπορώ να νιώθω ζωντανός κάπου κάπου». «Ωωω, καημενούλη μου!» Ο Χάρι κατάφερε να σκάσει ένα χαμόγελο. «Μπορείς να νομίζεις ό,τι θέλεις, όμως εγώ δεν το λέω για να προκαλέσω τα μητρικά σου αισθήματα –αν και εδώ που τα λέμε δεν θα ήταν και τόσο κακή ιδέα–, απλώς έτσι είναι τα πράγματα». Ο σερβιτόρος πλησίασε το τραπέζι τους και ο Χάρι βρήκε την ευκαιρία να παραγγείλει ακόμα ένα μεταλλικό νερό. «Κάθε φορά που ξετυλίγεις την ιστορία ενός φόνου φθείρεσαι λίγο. Δυστυχώς, κατά κανόνα υπάρχουν περισσότερα ανθρώπινα ναυάγια και θλιβερές ιστορίες, και λιγότερα έξυπνα κίνητρα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κάποιος που διαβάζει Αγκάθα Κρίστι. Στην αρχή θεωρούσα τον εαυτό μου

κάτι σαν ιππότη που απονέμει δικαιοσύνη, αλλά είναι φορές που νιώθω περισσότερο σαν σκουπιδιάρης. Οι δολοφόνοι είναι συνήθως αξιολύπητα πλάσματα και δεν είναι καθόλου δύσκολο να βρεις τουλάχιστον δέκα αιτίες για τις οποίες κατέληξαν έτσι. Άρα, αυτό που νιώθεις συχνότερα είναι απογοήτευση. Απογοήτευση που δεν ικανοποιούνται καταστρέφοντας τη δική τους ζωή, αλλά πρέπει να παρασύρουν μαζί τους στον όλεθρο και άλλες ζωές. Μπορεί αυτό να ακούγεται κάπως συναισθηματικό…» «Ζητώ συγγνώμη, δεν ήθελα να φανώ κυνική. Καταλαβαίνω τι εννοείς» είπε. Μια ελαφριά αύρα από τον δρόμο έκανε τη φλόγα του κεριού στο τραπέζι να τρεμοπαίξει. Η Μπιργκίτα τού διηγήθηκε πώς εκείνη και ο φίλος της στη Σουηδία, πριν από τέσσερα χρόνια, φορτώθηκαν τα σακίδια στην πλάτη και ξεκίνησαν να ταξιδέψουν, πώς είχαν φτάσει με λεωφορείο και οτοστόπ από το Σίδνεϊ στην Κερνς, διανυκτερεύοντας σε σκηνές και φτηνά ξενοδοχεία για ταξιδιώτες σαν αυτούς, πώς δούλεψαν σε αυτά τα ξενοδοχεία ως υπάλληλοι στη ρεσεψιόν και ως μάγειροι, πώς βούτηξαν στο Μεγάλο Κοραλλιογενές Φράγμα και κολύμπησαν πλάι πλάι με θαλάσσιες χελώνες και σφυροκέφαλους καρχαρίες. Είχαν κάνει διαλογισμό στο Ουλούρου, είχαν μαζέψει

χρήματα για να πάρουν το τρένο από την Αδελαΐδα για το Άλις Σπρινγκς, είχαν παρακολουθήσει μια συναυλία του συγκροτήματος Crowded House στη Μελβούρνη και είχαν καταλήξει σε ένα μοτέλ στο Σίδνεϊ. «Είναι παράξενο πώς κάτι που πάει τόσο καλά μπορεί να είναι τόσο… λάθος». «Λάθος;» Η Μπιργκίτα δίστασε. Ίσως σκέφτηκε ότι είχε πει πάρα πολλά σε αυτόν τον επίμονο Νορβηγό. «Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Είναι σαν να χάθηκε κάτι στην πορεία, κάτι που υπήρχε και το θεωρούσαμε δεδομένο. Σταματήσαμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο και γρήγορα σταματήσαμε να αγγίζουμε ο ένας τον άλλο. Δεν ήμασταν πια παρά σύντροφοι στο ταξίδι, κάποιος που ήταν καλό να έχεις μαζί, γιατί τα δίκλινα δωμάτια ήταν φθηνότερα και η διανυκτέρευση σε αντίσκηνο ασφαλέστερη. Εκείνος γνώρισε την κόρη κάποιου πλούσιου Γερμανού στη Νούσα κι εγώ συνέχισα να ταξιδεύω για να τον αφήσω να προχωρήσει εκείνη τη σχέση ανεμπόδιστα. Δεν έδινα δεκάρα. Όταν ήρθε στο Σίδνεϊ, του είπα πως είχα ερωτευθεί έναν αμερικανό σέρφερ που είχα γνωρίσει. Δεν ξέρω αν με πίστεψε, ίσως κατάλαβε ότι έδωσα και στους δυο μας μια δικαιολογία για να διακόψουμε. Προσπαθήσαμε να μαλώσουμε στο δωμάτιο του μοτέλ στο Σίδνεϊ, αλλά ούτε αυτό δεν μπορούσαμε να

κάνουμε πια. Έτσι, του ζήτησα να γυρίσει πρώτος στη Σουηδία και είπα ότι θα ακολουθούσα». «Πράγμα που δεν έγινε, όπως καταλαβαίνω». «Ήμασταν μαζί έξι χρόνια. Θα με πιστέψεις αν σου πω πως μετά βίας θυμάμαι το πρόσωπό του;» «Θα σε πιστέψω». Η Μπιργκίτα αναστέναξε. «Δεν φανταζόμουν πως θα κατέληγε έτσι. Ήμουν σίγουρη ότι θα παντρευόμασταν, θα κάναμε παιδιά και θα μέναμε σε ένα μικρό προάστιο του Μάλμο, με κήπο έξω από την πόρτα μας και την εφημερίδα κάθε πρωί στο κατώφλι, και τώρα… Τώρα ούτε που θυμάμαι τη χροιά της φωνής του ή πώς ήταν να κάνουμε έρωτα ή…» κοίταξε τον Χάρι «ή πως ήταν πολύ ευγενικός για να μου πει να πάψω όταν φλυαρούσα ασταμάτητα ύστερα από κάνα δυο ποτηράκια κρασί!». Ο Χάρι χαιρόταν που εκείνη δεν είχε σχολιάσει το γεγονός πως ο ίδιος δεν είχε πιει ούτε γουλιά κρασί. «Δεν είναι από ευγένεια, είναι από ενδιαφέρον» είπε. «Σειρά σου, λοιπόν. Πρέπει να μου πεις κι εσύ κάτι προσωπικό, πέρα από το ότι είσαι αστυνομικός». Η Μπιργκίτα έσκυψε πάνω από το τραπέζι. Ο Χάρι προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του να μην κοιτάζει το ντεκολτέ της. Ένιωσε το ελαφρύ άρωμά της και πήρε βαθιά

ανάσα. Μύριζε υπέροχα, αλλά δεν έπρεπε να αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί. Αυτοί οι πονηροί τύποι στου Καρλ Λάγκερφελντ ή στου Κριστιάν Ντιόρ ήξεραν πολύ καλά τι χρειαζόταν για να παγιδευτεί ένας καημένος άντρας. «Λοιπόν» άρχισε ο Χάρι «έχω μια μεγαλύτερη αδελφή, η μητέρα μου έχει πεθάνει εδώ και μερικά χρόνια, μένω σε ένα διαμέρισμα από το οποίο δεν μπορώ να απαλλαγώ στο Τόιεν, στο Όσλο. Δεν είχα μακροχρόνιες σχέσεις στο παρελθόν και μόνο μία έχει αφήσει τα σημάδια της». «Αλήθεια; Και δεν υπάρχει καμία σχέση στη ζωή σου τώρα;» «Καμία σημαντική σχέση. Υπάρχουν κάμποσες χαλαρές και ασήμαντες σχέσεις με γυναίκες που μία στο τόσο τους τηλεφωνώ, αν δεν τηλεφωνήσουν εκείνες». Η Μπιργκίτα συνοφρυώθηκε. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ο Χάρι. «Δεν είμαι σίγουρη πως εκτιμώ αυτό το είδος άντρα. Ή γυναίκας. Είμαι κάπως παλιομοδίτικη σ’ αυτό το θέμα». «Ασφαλώς, τα έχω αφήσει όλα αυτά πίσω τώρα» τη διαβεβαίωσε ο Χάρι και σήκωσε το ποτήρι με το μεταλλικό νερό. «Ούτε είμαι σίγουρη ότι μου αρέσουν αυτές οι γρήγορες απαντήσεις σου» είπε η Μπιργκίτα και σήκωσε το ποτήρι της. «Τι ψάχνεις λοιπόν σε έναν άντρα;»

Ακούμπησε το χέρι της στο πιγούνι της και κοίταξε το κενό καθώς σκεφτόταν. «Δεν ξέρω. Νομίζω πως ξέρω καλύτερα τι δεν μ’ αρέσει παρά τι μ’ αρέσει σε έναν άντρα». «Τι δεν σ’ αρέσει λοιπόν; Πέρα από τις γρήγορες απαντήσεις». «Οι άντρες που προσπαθούν να με ψαρέψουν». «Σε ενοχλεί πολύ, ε;» Εκείνη χαμογέλασε. «Θα σου δώσω μια συμβουλή, καζανόβα. Αν θέλεις να κατακτήσεις μια γυναίκα, πρέπει να την κάνεις να νιώσει μοναδική, πως την περιποιείσαι ιδιαίτερα, όπως δεν κάνεις για καμιά άλλη γυναίκα. Οι άντρες που προσπαθούν να ψαρέψουν κορίτσια στα μπαρ δεν έχουν ιδέα από αυτά. Ίσως και να μη σημαίνουν τίποτα για έναν γυναικοκατακτητή σαν εσένα». Ο Χάρι γέλασε. «Λέγοντας κάμποσες, εννοώ δύο όλες κι όλες. Είπα κάμποσες γιατί ακούγεται πιο εντυπωσιακό, ακούγεται σαν… τρεις. Η μία, μάλιστα, γυρίζει στον πρώην της, αν κρίνω από αυτό που μου είπε την τελευταία φορά που την είδα. Με ευχαρίστησε που ήμουν τόσο χαλαρός και η σχέση τόσο… ε, τόσο ασήμαντη υποθέτω. Η άλλη είναι μια γυναίκα με την οποία ξεκίνησα μια σχέση και η οποία τώρα επιμένει ότι, εφόσον ήμουν εγώ αυτός που έφυγε, είναι υποχρέωσή μου να της εξασφαλίσω ένα ελάχιστο ερωτικής

ζωής, μέχρι να βρούμε κι οι δυο άλλον σύντροφο. Για στάσου, γιατί έγινα τόσο απολογητικός εδώ; Είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος που δεν θα έβλαπτε ούτε μυρμήγκι. Μήπως υπονοείς πως προσπαθώ να γοητεύσω κάποιον;» «Σίγουρα, προσπαθείς να γοητεύσεις εμένα και μην τολμήσεις να το αρνηθείς!» Ο Χάρι δεν τόλμησε να το αρνηθεί. «Εντάξει, λοιπόν. Πώς τα πάω;» Ήπιε αργά μια γουλιά από το κρασί της και το σκέφτηκε λίγο. «Νομίζω, καλά τα πας. Μέτρια, ας πούμε. Όχι, όχι… αρκετά καλά τα καταφέρνεις». «Ακούγεται σαν κάτω του μέτρια». «Κάτι τέτοιο».

Κάτω στο λιμάνι ήταν σκοτεινά, κυκλοφορούσε ελάχιστος κόσμος και φυσούσε μια δροσερή αύρα. Στα σκαλιά, μπροστά στο φωτισμένο κτίριο της Όπερας, ένα ασυνήθιστα υπέρβαρο νιόπαντρο ζευγάρι πόζαρε για τον φωτογράφο. Τους έδινε οδηγίες να σταθούν εδώ κι εκεί και οι νιόπαντροι έμοιαζαν ενοχλημένοι που έπρεπε να μεταφέρουν πέρα δώθε τα βαριά τους σώματα. Στο τέλος, πάντως, συμφώνησαν και η νυχτερινή φωτογράφιση μπροστά στην Όπερα τελείωσε με χαμόγελα και πιθανόν κάποια δάκρυα.

«Αυτό πρέπει να σημαίνει “σκάω από ευτυχία”» είπε ο Χάρι. «Ή δεν το λέτε στα σουηδικά;» «Μα ναι, μπορεί να συμβεί να είναι κανείς τόσο ευτυχισμένος που να σκάσει και στα σουηδικά». Η Μπιργκίτα έβγαλε την κορδέλα από τα μαλλιά της και ακούμπησε στο κάγκελο του λιμανιού μπροστά από την Όπερα, έχοντας κόντρα τον άνεμο. «Μπορεί να συμβεί» επανέλαβε, σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Γύρισε τη γεμάτη φακίδες μύτη της προς τη θάλασσα και ο αέρας πήρε τα κόκκινα μαλλιά της πίσω. Έμοιαζε με μέδουσα. Εκείνος δεν ήξερε ότι μια μέδουσα μπορούσε να είναι τόσο ωραία.

1. Πρόκειται για είδος ακακίας (η ομαλόφυλλος). (Σ.τ.Μ.)

4

ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΝΙΜΠΙΝ, ΚΟΡΕ ΓΟΥΙΛΟΚ ΚΑΙ ΑΛΙΣ ΚΟΥΠΕΡ

Τ

ο ρολόι του Χάρι έδειχνε έντεκα όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Μπρίσμπεϊν, αλλά η αεροσυνοδός από τα μεγάφωνα επέμενε πως ήταν μόνο δέκα. «Δεν έχουν την καλοκαιρινή ώρα στο Κουίνσλαντ» τον πληροφόρησε ο Άντριου. «Υπήρξε μέγα πολιτικό θέμα εδώ, που κατέληξε σε δημοψήφισμα και οι αγρότες ψήφισαν κατά». «Πωπώ! Ακούγεται σαν να έχουμε έρθει πραγματικά στην επικράτεια των σκληροτράχηλων αγροτών». «Καλά λες, συνάδελφε. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια

απαγορευόταν σε μακρυμάλληδες άντρες η είσοδος στην πολιτεία. Ήταν εντελώς παράνομοι». «Αστειεύεσαι, έτσι δεν είναι;» «Το Κουίνσλαντ είναι λίγο διαφορετικό. Όπου να ’ναι θα απαγορευτεί να κυκλοφορούν σκίνχεντ εδώ». Ο Χάρι χάιδεψε το κοντοκουρεμένο ξανθό κεφάλι του. «Τίποτε άλλο που πρέπει να ξέρω για το Κουίνσλαντ;» «Αν έχεις μαριχουάνα στις τσέπες σου, καλύτερα να την αφήσεις στο αεροπλάνο. Στο Κουίνσλαντ οι νόμοι για τα ναρκωτικά είναι αυστηρότεροι απ’ ό,τι σε άλλες πολιτείες. Δεν είναι απλή σύμπτωση που το φεστιβάλ Ακουάριους έγινε στη Νιμπίν. Η πόλη βρίσκεται ακριβώς στα σύνορα με τη Νέα Νότια Ουαλία». Βρήκαν το γραφείο της Avis, όπου τους είχαν ειδοποιήσει πως θα τους περίμενε ένα αυτοκίνητο. «Από την άλλη, το Κουίνσλαντ έχει μέρη όπως το νησί Φρέιζερ, όπου η Ίνγκερ Χόλτερ συνάντησε τον Έβανς Γουάιτ. Στην πραγματικότητα, το νησί δεν είναι παρά μια τεράστια αμμουδιά, ωστόσο εκεί πάνω υπάρχουν τροπικό δάσος, λίμνες με το καθαρότερο νερό στον κόσμο και άμμος τόσο λευκή, που οι παραλίες μοιάζουν σαν να είναι από μάρμαρο. Λέγεται “άμμος σιλικόνης” γιατί περιέχει περισσότερη σιλικόνη απ’ ό,τι η κανονική άμμος. Μπορείς πιθανότατα να τη χρησιμοποιήσεις κατευθείαν στον υπολογιστή».

«Η γη της επαγγελίας, ε;» είπε ο τύπος πίσω από τον πάγκο και τους έδωσε ένα κλειδί αυτοκινήτου. «Ford Escort;» Ο Άντριου έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας αλλά υπέγραψε. «Κυκλοφορεί ακόμη;» «Ειδική τιμή, σερ». «Δεν είχα καμιά αμφιβολία».

Ο ήλιος έψηνε τον αυτοκινητόδρομο του Ειρηνικού και καθώς πλησίαζαν, τα κτίρια του Μπρίσμπεϊν από γυαλί και πέτρα άστραφταν σαν τα κρύσταλλα του πολυέλαιου. «Όμορφα» είπε ο Χάρι. «Πολύ τακτικά και καθαρά όλα. Σαν κάποιος να ζωγράφισε την πόλη και να τοποθέτησε το καθετί στη θέση του». «Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Το Μπρίσμπεϊν είναι από πολλές απόψεις μια ολοκαίνουργια πόλη, καθώς δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ήταν ένα μεγάλο χωριό με καμιά διακοσαριά χιλιάδες κατοίκους, αγρότες και κτηνοτρόφους. Αν προσέξεις, θα δεις πως οι κάτοικοι εξακολουθούν να είναι κάπως στραβοκάνηδες σαν καουμπόηδες, όμως η πόλη είναι σαν ολοκαίνουργια μοντέρνα κουζίνα μέσα σε ένα αγροτόσπιτο: με λιτές γραμμές, γυαλιστερή και λειτουργική, με ένα σωρό αγελάδες να μασουλάνε χορτάρι γύρω της».

«Συγχαρητήρια, ζωγράφισες έναν καταπληκτικό πίνακα, Άντριου!» «Μην τα παραλές!» Από τον αυτοκινητόδρομο που κατευθυνόταν ανατολικά μπήκαν σε ένα πράσινο κυματιστό τοπίο, που απλωνόταν ανάμεσα σε δάση και καλλιεργημένους αγρούς. «Καλωσόρισες στον σκληρό πυρήνα της αυστραλιανής υπαίθρου» είπε ο Άντριου. Είδαν αγελάδες που βοσκούσαν και τους κοίταζαν αποχαυνωμένες. Ο Χάρι ψιλογέλασε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Άντριου. «Έχεις δει τη γελοιογραφία του Λάρσον με τις αγελάδες που στέκονται στα δυο πόδια και κουβεντιάζουν και μία από αυτές φωνάζει “αυτοκίνητο”;» Επικράτησε σιωπή για λίγο. «Ποιος είναι ο Λάρσον;» «Ξέχασέ το». Πέρασαν χαμηλά ξύλινα σπίτια με βεράντες μπροστά, με σήτες για τα κουνούπια στις πόρτες και ημιφορτηγά απέξω. Πέρασαν μπροστά από μεγαλόσωμα άλογα-υποζύγια που τους κοίταζαν με μελαγχολικά μάτια, από μελίσσια και μαντρωμένα γουρούνια που κυλιόντουσαν ηδονικά στη λάσπη. Οι δρόμοι γίνονταν όλο και πιο στενοί. Το μεσημέρι

σταμάτησαν για βενζίνη σε έναν μικρό οικισμό όπου μια πινακίδα τούς πληροφορούσε ότι λεγόταν Ούκι και είχε ψηφιστεί ως η καθαρότερη μικρή πόλη της Αυστραλίας για δύο συνεχείς χρονιές. Δεν έλεγε ποια πόλη είχε κερδίσει την προηγούμενη χρονιά.

Μπήκαν στη Νιμπίν. Το κέντρο της πόλης εκτεινόταν σε μια ακτίνα περίπου εκατό μέτρων, με χρώματα σε όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου και με ένα πλήθος ανθρώπων που ήταν σαν να είχαν βγει από κάποιο φιλμ των Τσιτς & Τσονγκ[2], που ο Χάρι είχε στη συλλογή του. «Είμαστε πίσω στο 1970!» είπε έκπληκτος. «Για δες, να ο Πίτερ Φόντα αγκαλιά με την Τζάνις Τζόπλιν». Κυλούσαν αργά στον δρόμο, καθώς νυσταγμένα μάτια παρακολουθούσαν το αυτοκίνητο. «Φανταστικό! Δεν θα πίστευα πως υπάρχουν ακόμη τέτοια μέρη. Σου ’ρχεται να πεθάνεις στα γέλια». «Γιατί;» ρώτησε ο Άντριου. «Δεν σου φαίνεται αστείο;» «Αστείο;» είπε ο Άντριου. «Καταλαβαίνω πως είναι εύκολο να γελάς με αυτούς τους ονειροπόλους στις μέρες μας. Καταλαβαίνω πως οι νεότερες γενιές νομίζουν ότι τα

παιδιά των λουλουδιών δεν ήταν παρά μια συμμορία από πρεζόνια που δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να παίζουν κιθάρα, να διαβάζουν τα ποιήματά τους και να πηδιούνται μεταξύ τους οποιαδήποτε στιγμή. Καταλαβαίνω πως οι οργανωτές του Γούντστοκ στήνονται στις συνεντεύξεις με κοστούμι και γραβάτα και μιλάνε περιπαικτικά για τις ιδέες εκείνης της εποχής, που είναι φανερό ότι τους φαίνονται πολύ απλοϊκές τώρα πια. Όμως καταλαβαίνω επίσης πως ο κόσμος σήμερα θα ήταν πολύ διαφορετικός χωρίς τα ιδεώδη που υποστήριξε εκείνη η γενιά. Σλόγκαν όπως “ειρήνη” και “αγάπη” μπορεί να ακούγονται κοινοτοπίες στις μέρες μας, αλλά εμείς που ζήσαμε εκείνη την εποχή τα εννοούσαμε. Με όλο μας το είναι». «Δεν είσαι λίγο μεγάλος για να έχεις υπάρξει χίπης, Άντριου;» «Πράγματι, ήμουν μεγάλος. Ένας βετεράνος γερο-χίπης» είπε γελώντας ο Άντριου. «Δεν ήταν λίγα τα κορίτσια που μυήθηκαν στα πολύπλοκα μυστήρια του έρωτα από τον θείο Άντριου». Ο Χάρι χτύπησε φιλικά τον ώμο του Άντριου. «Νόμιζα πως μιλούσες για ιδεαλισμό, παλιόγερε!» «Φυσικά ήταν ιδεαλισμός» είπε ο Άντριου με αγανάκτηση. «Δεν μπορούσα να αφήσω εκείνα τα εύθραυστα μπουμπούκια σε κάποιον άγαρμπο, σπυριάρη έφηβο με τον κίνδυνο να

τραυματιστούν για την υπόλοιπη δεκαετία του ’70». «Αυτό ήταν λοιπόν η σημαντικότερη συνεισφορά της δεκαε​τίας του ’70 στη σημερινή κοινωνία;» Ο Άντριου έγνεψε αρνητικά. «Η ατμόσφαιρα, φίλε μου. Όλα ήταν στην ατμόσφαιρα: η ελευθερία, η πίστη στον άνθρωπο, η ευκαιρία να χτιστεί κάτι καινούργιο. Ακόμα κι αν ο Μπιλ Κλίντον επιμένει πως δεν εισέπνευσε μαριχουάνα, εισέπνευσε όμως τον ίδιο αέρα, το ίδιο πνεύμα της εποχής όπως και όλοι οι άλλοι. Και φυσικά όλο αυτό πέρασε σε ό,τι έγινες εσύ. Θα έπρεπε κανείς να κρατάει την αναπνοή του για πέντε ολόκληρα χρόνια το λιγότερο για να μην περάσει όλο το ντουμάνι απ’ τα τσιγαριλίκια στο αίμα του! Γι’ αυτό γέλα όσο θέλεις, Χάρι Χόλι. Σε είκοσι χρόνια, όταν τα ατημέλητα ρούχα και οι κακοί στίχοι θα έχουν ξεχαστεί, θα δούμε όλον τον τρόπο σκέψης εκείνης της εποχής κάτω από ένα άλλο πρίσμα – θυ​μήσου τα λόγια μου!» Ο Χάρι γέλασε ξανά. «Μην το παίρνεις προσωπικά, Άντριου, αλλά εγώ ανήκω στην επόμενη γενιά. Έτσι όπως εσείς γελάτε με τις στενές φούστες και τα κολλημένα γυαλιστερά μαλλιά της γενιάς της δεκαετίας του ’50, γελάμε κι εμείς με τις κελεμπίες σας και τα λουλούδια στα μαλλιά. Νομίζεις πως οι σημερινοί έφηβοι γελάνε με αυτά που γελάω κι εγώ; Όχι, βέβαια. Όμως, είναι σαν η δεκαετία του ’70 να

έχει επιζήσει εδώ πέρα». Ο Άντριου έδειξε με το χέρι του. «Νομίζω ότι το έδαφος εδώ στην Αυστραλία είναι ιδιαίτερα γόνιμο για τέτοια φρούτα. Το κίνημα των χίπηδων δεν πέθανε ποτέ ολοκληρωτικά, αλλά κατά κάποιον τρόπο πέρασε στο new age. Σε κάθε βιβλιοθήκη θα βρεις ένα ράφι με βιβλία για εναλλακτικούς τρόπους ζωής, πρακτικές θεραπείες, επαφή με τον εσώτερο κόσμο μας, χορτοφαγία, για το πώς να απελευθερωθείς από τον υλισμό και να ζήσεις σε αρμονία με τον εαυτό σου και το περιβάλλον. Ωστόσο, δεν καπνίζουν όλοι χόρτο βέβαια». «Αυτό δεν είναι new age, Άντριου. Αυτό είναι οι παλιοί καλοί πρεζάκηδες χίπηδες, λίγο πολύ». Ο Άντριου κοίταξε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου και ψιλογέλασε. Ένας τύπος με μακριά γκρίζα γενειάδα και κελεμπία καθόταν σε ένα παγκάκι και έκανε το σήμα της ειρήνης σηκώνοντας τα δύο δάχτυλά του. Ένα πλακάτ με ζωγραφισμένο ένα παλιό, κίτρινο χίπικο φορτηγάκι Volkswagen έγραφε: «Μουσείο Μαριχουάνας». Και από κάτω με μικρότερα γράμματα: «Είσοδος: ένα δολάριο. Ακόμα κι αν δεν έχετε, μπορείτε να περάσετε». «Αυτό είναι το μουσείο πρέζας της Νιμπίν» εξήγησε ο Άντριου. «Σκουπίδια ως επί το πλείστον, αλλά, αν θυμάμαι καλά, υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες φωτογραφίες από τα

ταξίδια στο Μεξικό του Κεν Κέσεϊ, του Τζακ Κέρουακ και των άλλων πρωτοπόρων της εποχής, που πειραματίζονταν με ουσίες που οξύνουν την αντιληπτικότητα». «Τότε που το LSD δεν θεωρούνταν επικίνδυνο;» «Και το σεξ θεωρούνταν απλώς υγιές. Υπέροχοι καιροί, Χάρι Χόλι. Έπρεπε να ήσουν εκεί, φίλε μου».

Στάθμευσαν αρκετά ψηλά στον κεντρικό δρόμο και γύρισαν πίσω περπατώντας. Ο Χάρι έβγαλε τα Ray-Ban γυαλιά του, προσπαθώντας να μην ξεχωρίζει από τους ντόπιους. Ήταν μια ήσυχη μέρα στη Νιμπίν και ο Χάρι και ο Άντριου δέχονταν πραγματική επίθεση από τους πωλητές: «Πρώτο χόρτο!… Το καλύτερο χόρτο στην Αυστραλία, φίλε!… Χόρτο από την Παπούα Νέα Γουινέα που σου παίρνει τα μυαλά!». «Παπούα Νέα Γουινέα!» ρουθούνισε ο Άντριου. «Ακόμα κι εδώ, στην πρωτεύουσα του χόρτου, ο κόσμος ζει με την ιδέα πως το χόρτο είναι καλύτερο αν έρχεται από κάπου πολύ μακριά. Αγοράζετε αυστραλέζικα, λέω εγώ». Μια έγκυος αλλά πολύ αδύνατη κοπέλα που καθόταν σε μια καρέκλα έξω από το μουσείο τούς έγνεψε με το χέρι. Θα μπορούσε να ήταν από είκοσι μέχρι σαράντα χρονών και φορούσε μια φαρδιά χρωματιστή φούστα και μια μπλούζα κουμπωμένη μπροστά με τέτοιον τρόπο, που η κοιλιά της

προεξείχε και το δέρμα ήταν τεντωμένο σαν τύμπανο. Υπάρχει κάτι αόριστα οικείο πάνω της, σκέφτηκε ο Χάρι. Από τις διεσταλμένες κόρες των ματιών της ο Χάρι συμπέρανε ότι υπήρχε κάτι πιο διεγερτικό από μαριχουάνα στο πρωινό της σήμερα. «Ψάχνετε κάτι άλλο;» ρώτησε. Είχε προσέξει πως δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον να αγοράσουν μαριχουάνα. «Όοοχι…» άρχισε να λέει ο Χάρι. «Θέλετε LSD, έτσι δεν είναι;» έγειρε μπροστά και μιλούσε γρήγορα, ασθματικά. «Όχι, δεν ψάχνουμε LSD» είπε ο Άντριου με χαμηλή και σταθερή φωνή. «Ψάχνουμε κάτι άλλο. Καταλαβαίνεις;» Έμεινε καθισμένη και τους κοίταζε. Ο Άντριου πήγε να προχωρήσει πιο κάτω, αλλά τότε εκείνη πετάχτηκε πάνω, προφανώς χωρίς να την εμποδίζει η φουσκωμένη κοιλιά της, και έπιασε τον Άντριου από το μπράτσο: «Εντάξει. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει εδώ. Ελάτε να με συναντήσετε στο μπαρ απέναντι σε δέκα λεπτά». Ο Άντριου κατένευσε και εκείνη έστριψε και έφυγε βιαστικά, με τη μεγάλη κοιλιά της και με ένα κουταβάκι να τρέχει ξοπίσω της. «Ξέρω τι σκέφτεσαι, Χάρι» είπε ο Άντριου και άναψε τσιγάρο. «Πως δεν ήταν και τόσο ωραίο να κάνω τη Μάνα Κουράγιο να πιστέψει ότι θα αγοράσουμε ηρωίνη. Πως το

αστυνομικό τμήμα είναι εκατό μέτρα πιο πέρα και πως θα μπορούσαμε να βρούμε ό,τι θέλουμε για τον Έβανς Γουάιτ εκεί. Αλλά έχω μια προαίσθηση ότι έτσι θα φτάσουμε γρηγορότερα εκεί που θέλουμε. Πάμε να πιούμε μια μπίρα και να δούμε τι θα γίνει».

Μισή ώρα αργότερα η Μάνα Κουράγιο μπήκε στο σχεδόν άδειο μπαρ με έναν τύπο που έδειχνε σχεδόν τόσο χαμένος στον κόσμο του όσο κι εκείνη. Έμοιαζε με τον Κλάους Κίνσκι στο Νοσφεράτου: ωχρός, λιπόσαρκος, μαυροντυμένος και με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. «Εδώ είμαστε» ψιθύρισε ο Άντριου. «Δεν θα μπορούσες να τον κατηγορήσεις πως δεν δοκιμάζει αυτό που πουλάει». Η Μάνα Κουράγιο και ο κλώνος Κίνσκι τούς πλησίασαν με βιαστικά βήματα. Ο τελευταίος μάλιστα φάνηκε να μη θέλει να μείνει περισσότερο στο φως της μέρας απ’ όσο ήταν απολύτως αναγκαίο και μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Πόσο θέλετε να αγοράσετε;» Ο Άντριου καθόταν με την πλάτη επιδεικτικά γυρισμένη προς εκείνους. «Προτιμώ να είμαστε όσο το δυνατόν λιγότεροι πριν έρθουμε στο ψητό, μίστερ» είπε χωρίς να γυρίσει. Ο Κίνσκι έκανε μια κίνηση με το κεφάλι του και η Μάνα

Κουράγιο έφυγε με ξινισμένα μούτρα. Ο Χάρι συμπέρανε ότι προφανώς δούλευε με ποσοστά και η εμπιστοσύνη μεταξύ αυτής και του Κίνσκι ήταν ανύπαρκτη – όπως συμβαίνει πάντα με τα πρεζόνια. «Δεν έχω το πράμα πάνω μου και αν είσαστε μπάτσοι θα σας κόψω τα αρχίδια. Δείξτε μου πρώτα τον παρά και ύστερα πάμε να φύγουμε αποδώ». Μιλούσε γρήγορα και νευρικά και τα μάτια του γύριζαν ασταμάτητα. «Είναι μακριά;» ρώτησε ο Άντριου. «Είναι κοντά, αλλά μεγάααλο ταξίδι». Αυτό που έμοιαζε με χαμόγελο δεν ήταν τελικά παρά μια φευγαλέα αναλαμπή δοντιών. «Το καλό που σου θέλω, φίλε, κάθισε κάτω και βούλωσέ το» είπε ο Άντριου και του έδειξε την αστυνομική του ταυτότητα. Ο Κίνσκι πάγωσε. Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος και ψηλάφησε το πίσω μέρος της ζώνης του, για να δείξει στον τύπο πως πράγματι οπλοφορούσε. «Τι είναι αυτά τα ερασιτεχνικά καραγκιοζιλίκια; Δεν έχω τίποτα πάνω μου, σας το είπα». Σωριάστηκε προκλητικά σε μια καρέκλα μπροστά στον Άντριου. «Είμαι σίγουρος πως ξέρεις τον σερίφη της περιοχής και τους βοηθούς του. Και πως σε ξέρουν κι εκείνοι. Ξέρουν όμως ότι έχεις αρχίσει να πουλάς ηρωίνη;» Ο τύπος ανασήκωσε τους ώμους.

«Ποιος μίλησε για ηρωίνη; Νόμιζα πως ήταν χόρτο…» «Ναι, βέβαια. Κανείς δεν είπε τίποτα για πρέζα και είναι πολύ πιθανό πως δεν θα πει, φτάνει να μας δώσεις μερικές πληροφορίες». «Θα αστειεύεσαι! Λες να ρισκάρω το κεφάλι μου, μόνο και μόνο επειδή δυο ξένοι μπάτσοι, που μάλιστα δεν έχουν τίποτα εναντίον μου, έρχονται από το πουθενά και…» «Δεν σου ζητήσαμε να καρφώσεις κανέναν. Εμείς απλώς συναντηθήκαμε εδώ, δυστυχώς δεν συμφωνήσαμε στην τιμή του εμπορεύματος, κι αυτό ήταν όλο. Έχεις μάλιστα και μάρτυρα πως δεν ήταν παρά μια συνηθισμένη δουλειά. Κάνε αυτό που σου είπαμε και δεν θα μας ξαναδείς ποτέ, ούτε και κανείς άλλος εδώ πέρα». Ο Άντριου άναψε πούρο, κοίταξε με μισόκλειστα μάτια το αξιολύπητο πρεζόνι στην άλλη άκρη του τραπεζιού, φύσηξε τον καπνό στο πρόσωπό του και συνέχισε: «Ωστόσο, σε περίπτωση που δεν πάρουμε αυτό που ζητάμε, μπορεί να φορέσουμε το αστυνομικό μας σήμα φεύγοντας και να κάνουμε κάνα δυο συλλήψεις αμέσως, πράγμα που δεν πρόκειται να σε κάνει πιο δημοφιλή στην τοπική κοινωνία. Δεν ξέρω αν χρησιμοποιείται η μέθοδος που ανέφερες προηγουμένως –να κόβονται τα αρχίδια των καρφιών–, είναι γνωστό όμως ότι οι χασικλήδες είναι

φιλήσυχοι άνθρωποι. Ξέρουν βέβαια κάποια κόλπα και δεν θα με εξέπληττε αν ξαφνικά κάποιο βράδυ ο σερίφης σκόνταφτε πάνω σε όλο το εμπόρευμά σου, εντελώς τυχαία. Οι χασικλήδες δεν γουστάρουν τον ανταγωνισμό με αυτούς που πουλάνε σκληρές ουσίες, όπως ξέρεις, και ειδικότερα, με πρεζάκια καρφιά. Και είμαι σίγουρος πως γνωρίζεις επίσης την ποινή για εμπόριο μεγάλης ποσότητας ηρωίνης, έτσι;». Και άλλος γαλάζιος καπνός από το πούρο στο πρόσωπο του Κίνσκι. Δεν έχεις κάθε μέρα την ευκαιρία να φυσάς τον καπνό σου στη μούρη ενός μπάσταρδου πρεζάκια, σκέφτηκε ο Χάρι. «Εντάξει» είπε ο Άντριου όταν ο άλλος δεν απάντησε. «Έβανς Γουάιτ. Πες μας πού είναι, ποιος είναι και πώς μπορούμε να τον βρούμε; Τώρα!» Ο Κίνσκι κοίταξε τριγύρω. Το μεγάλο κρανίο του με τα βαθουλωμένα μάγουλα γύριζε πάνω στον λεπτό λαιμό και τον έκανε να μοιάζει με γύπα που στριφογύριζε πάνω από κάποιο κουφάρι κοιτάζοντας με αγωνία αν είχαν επιστρέψει τα λιοντάρια. «Μόνο αυτό;» ρώτησε. «Τίποτε άλλο;» «Τίποτε άλλο» είπε ο Άντριου. «Και πώς ξέρω ότι δεν θα ξανάρθετε να ζητάτε κι άλλα;» «Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις». Κούνησε το κεφάλι του σαν να γνώριζε πως αυτή ήταν η

μόνη απάντηση που μπορούσε να πάρει. «ΟΚ. Δεν πρόκειται για πολύ μεγάλο ψάρι αλλά, απ’ ό,τι ακούω, είναι σε καλό δρόμο. Έχει δουλέψει για τη μαντάμ Ρουσό, τη βασίλισσα του χόρτου εδώ πέρα, αλλά τώρα προσπαθεί να στήσει δική του δουλειά. Χόρτο, LSD και ίσως λίγη μορφίνη. Το χόρτο είναι ίδιο με αυτό που πουλάνε όλοι εδώ πέρα – τοπική παραγωγή. Αλλά πρέπει να έχει διασυνδέσεις με το Σίδνεϊ και να ανταλλάσσει χόρτο με καλό και φτηνό LSD, που έχει ζήτηση σήμερα». «Όχι τα σκληρά ναρκωτικά;» ρώτησε ο Χάρι. «Και γιατί να είναι αυτά;» είπε ο Κίνσκι εκνευρισμένος. «Εγώ μπορώ μόνο να μιλήσω για το πώς είναι τα πράγματα από εκεί που έρχομαι. Ύστερα από κάποιες τηλεοπτικές σειρές, όπως το Γενικό Νοσοκομείο, φαίνεται πως στην Αγγλία οι μισοί νέοι άνω των δεκαέξι δοκίμασαν έκστασι. Πάντως μετά το φιλμ Trainspotting τα σκληρά ναρκωτικά έγιναν νούμερο…» «Τι; Γενικό Νοσοκομείο, Trainspotting ;» Ο τύπος τον κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει. «Πού μπορούμε να βρούμε τον Έβανς;» ρώτησε ο Άντριου. «Μένει αρκετά στο Σίδνεϊ, αλλά τον είδα στην πόλη πριν από δυο τρεις μέρες. Έχει ένα παιδί με μια γκόμενα από το

Μπρίσμπεϊν που σύχναζε εδώ. Δεν ξέρω πού βρίσκεται εκείνη τώρα, αλλά το παιδί είναι σίγουρα εκεί που μένει αυτός όταν είναι στη Νιμπίν». Τους εξήγησε με λίγα λόγια πού βρισκόταν το σπίτι. «Τι τύπος είναι ο Έβανς;» ήθελε να μάθει ο Άντριου. «Τι να πω;» Ο τύπος έξυσε τα γένια που δεν είχε. «Ένας μαλάκας γκομενάκιας, έτσι δεν τους λένε;» Ο Άντριου και ο Χάρι δεν ήξεραν αν τους έλεγαν έτσι, αλλά έκαναν ένα νεύμα σαν να καταλάβαιναν τι εννοούσε. «Είναι αρκετά στρέιτ για να έχεις σχέση μαζί του, όμως δεν θα ήθελα να είμαι το κορίτσι του, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ». Έγνεψαν αρνητικά. Δεν καταλάβαιναν τι εννοούσε. «Είναι γυναικάς και όλοι ξέρουν πως δεν του φτάνει μια γκόμενα. Γίνονται διαρκώς καβγάδες με τις γυναίκες του, φωνάζουν και μαλλιοτραβιούνται και συχνά κάποια από αυτές εμφανίζεται με μαυρισμένο μάτι». «Χμ. Μήπως γνωρίζεις τίποτα για μια ξανθιά Νορβηγίδα, την Ίνγκερ Χόλτερ; Βρέθηκε δολοφονημένη στον κόλπο Γουάτσον στο Σίδνεϊ την προηγούμενη εβδομάδα». «Αλήθεια; Δεν έχω ακούσει τίποτα γι’ αυτή ποτέ». Ήταν φανερό πως ούτε εφημερίδες διάβαζε. Ο Άντριου έσβησε το πούρο του και σηκώθηκαν. «Είναι σίγουρο πως θα κρατήσετε το στόμα σας κλειστό;»

ρώτησε ο Κίνσκι και τους έριξε μια ματιά όλο καχυποψία. «Σίγουρα» είπε ο Άντριου και προχώρησε με μεγάλα βήματα προς την πόρτα.

Η αστυνομία βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο, περίπου εκατό μέτρα από το μουσείο, και απέξω έμοιαζε με οποιοδήποτε άλλο κτίριο στη γειτονιά, με μόνη διαφορά μια μικρή ταμπέλα μπηγμένη στο γρασίδι που έλεγε ότι ήταν το αστυνομικό τμήμα της πόλης. Μέσα κάθονταν ο σερίφης και ένας βοηθός, ο καθένας πίσω από το μεγάλο γραφείο του, σε ένα πελώριο δωμάτιο όπου υπήρχαν επίσης ένας καναπές, ένα τραπεζάκι, τηλεόραση, μια εντυπωσιακή συλλογή φυτών σε γλάστρες και μια γυαλιστερή καφετιέρα πάνω σε ένα ράφι. Οι καρό κουρτίνες έδιναν στο δωμάτιο ατμόσφαιρα νορβηγικού εξοχικού. «Good day» είπε ο Χάρι. Θυμήθηκε ότι ο νορβηγός πολιτικός Κόρε Γουίλοκ είχε κάνει το ίδιο με τους αμερικανούς τηλεθεατές μια φορά το 1980. Την επόμενη μέρα οι νορβηγικές εφημερίδες αγανακτισμένες κατηγόρησαν τον πρωθυπουργό πως γελοιοποίησε τη Νορβηγία στο εξωτερικό με τα αγγλικά του, που ακούγονταν σαν αυτά μιας νορβηγικής τηλεοπτικής κωμωδίας.

«Good day» απάντησαν ο σερίφης και ο βοηθός του, που δεν διάβαζαν νορβηγικές εφημερίδες! «Είμαι ο Κένσινγκτον και αυτός είναι ο Χόλι. Φαντάζομαι ότι σας έχουν τηλεφωνήσει από το Σίδνεϊ και σας έχουν πληροφορήσει για τον λόγο που είμαστε εδώ» είπε ο Άντριου. «Και ναι και όχι» απάντησε αυτός που προφανώς ήταν ο σερίφης, ένας γαλανομάτης, ηλιοκαμένος τύπος γύρω στα σαράντα, με ευχάριστο παρουσιαστικό και θερμή χειραψία. Ένας από τους ηθικούς και νομοταγείς συνηθισμένους Αυστραλούς, που άντεχαν τα πάντα. «Από το Σίδνεϊ δεν ήταν πολύ ξεκάθαροι. Καταλάβαμε ότι ψάχνετε κάποιον τύπο, αλλά δεν θέλετε να τον συλλάβουμε εμείς». Ο σερίφης σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε ψηλά το παντελόνι του. «Φοβόσαστε πως θα τα κάνουμε μούσκεμα, ε; Νομίζετε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε καλή δουλειά εμείς εδώ πάνω;» «Μην το παίρνεις προσωπικά, αρχηγέ. Ξέρουμε πως είσαστε ήδη πολύ απασχολημένοι με αυτή την έρευνα για τη μαριχουάνα, κι έτσι σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσαμε να ψάξουμε γι’ αυτόν τον τύπο χωρίς να σας ενοχλήσουμε. Έχουμε μια διεύθυνση και θα θέλαμε τελικά μόνο να κάνουμε κάποιες ερωτήσεις στο συγκεκριμένο άτομο». Ο Άντριου πρόβαλε το κάτω χείλος του για να δείξει πως

όλο αυτό δεν άξιζε τον κόπο. Ο σερίφης μούγκρισε δυσαρεστημένος. «Το Σίδνεϊ και η Καμπέρα είναι το ίδιο πράγμα. Δίνουν διαταγές και στέλνουν ανθρώπους, ενώ εμείς που καθόμαστε εδώ είμαστε οι τελευταίοι που μαθαίνουν τι συμβαίνει. Ποιος όμως θα την πληρώσει αν κάτι δεν πάει καλά;» «Αμήν» μουρμούρισε ο βοηθός του πίσω από το γραφείο του. Ο Άντριου κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. «Και λίγα λες. Μας συμβαίνει κάθε μέρα» είπε. «Εσύ γυρνάς στους δρόμους αλλά αποφασίζουν οι προϊστάμενοι, που δεν έχουν βγει ποτέ από το γραφείο τους. Δυστυχώς, έτσι είναι η κατάσταση. Εμάς, που δουλεύουμε στο πεδίο της μάχης και ξέρουμε πώς λειτουργούν τα πράγματα, μας διευθύνουν από τα γραφεία τύποι με μέτριους βαθμούς στα πτυχία τους και με το όνειρο να ανεβούν στην ιεραρχία». Ο Χάρι βιάστηκε να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του Άντριου κουνώντας το κεφάλι του και βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. Ο σερίφης τούς κοίταξε απορημένος, όμως το πρόσωπο του Άντριου ήταν ανεξιχνίαστο. Απάλλαξε τον κατηγορούμενο λόγω αμφιβολιών και τους προσκάλεσε για καφέ.

«Ωραία καφετιέρα έχετε εσείς εδώ» είπε ο Χάρι και έδειξε μια τεράστια μηχανή για καφέ στη γωνία. Αναβόσβηνε. «Φτιάχνει ένα λίτρο καφέ το λεπτό» είπε ο σερίφης με καμάρι και έκανε μια γρήγορη παρουσίαση της τεχνολογικής τελειότητας του μηχανήματος. Ύστερα από κάνα δυο φλιτζάνια καφέ, είχαν συμφωνήσει πως η ομάδα ράγκμπι Νορθ Σίδνεϊ Μπέαρς δεν ήταν παρά μια γελοία λέσχη ψηλομύτηδων και πως ο νορβηγός παγοδρόμος, ο φίλος της αυστραλής κολυμβήτριας Σαμάνθα Ρίλεϊ, ήταν σίγουρα ξηγημένος τύπος. «Μήπως είδατε τα πλακάτ της διαδήλωσης στην πόλη;» ρώτησε ο βοηθός του σερίφη. «Παρακινούν τον κόσμο να έρθει στο ελικοδρόμιο αύριο και να αναποδογυρίσει το ελικόπτερό μας. Θεωρούν πως είναι αντισυνταγματικό να φωτογραφίζουμε ιδιωτική περιουσία. Χθες πέντε τύποι αλυσοδέθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Δεν μπορέσαμε να σηκώσουμε το ελικόπτερο παρά μόνο αργά το απόγευμα». Ο σερίφης και ο βοηθός του χαμογελούσαν πλατιά. Ήταν φανερό πως δεν βαριόντουσαν καθόλου. Έπειτα από ακόμα ένα φλιτζάνι καφέ, ο Άντριου και ο Χάρι σηκώθηκαν. Είπαν πως ήταν ώρα να μιλήσουν με αυτόν τον Έβανς Γουάιτ και τους ευχαρίστησαν για τη φιλοξενία. «Μην το ξεχάσω» είπε ο Άντριου και στάθηκε στην πόρτα. «Έφτασε στ’ αυτιά μου πως κάποιος πουλάει σκληρά

ναρκωτικά στη Νιμπίν. Ένας λιγνός, μελαψός τύπος, που μοιάζει με τον Άλις Κούπερ. Σαν βαμπίρ που βγήκε παγανιά». Ο σερίφης ξαφνιάστηκε. «Σκληρά ναρκωτικά;» «Πρέπει να εννοεί τον Μοντάλε» είπε ο βοηθός. «Ο Μοντάλε, αυτό το έκφυλο ρεμάλι!» έβαλε τις φωνές ο σερίφης. Ο Άντριου άγγιξε με το χέρι το καπέλο που δεν φορούσε. «Νομίζω μόνο πως πρέπει να το ξέρετε».

«Πώς πήγε το δείπνο με τη σουηδέζα μάρτυρα;» ρώτησε ο Άντριου στον δρόμο προς το σπίτι του Γουάιτ. «Καλά. Αρκετά πικάντικο, αλλά καλό» απάντησε ο Χάρι προκλητικά. «Έλα τώρα, Χάρι! Για τι μιλήσατε;» «Για πολλά. Για τη Νορβηγία και τη Σουηδία». «Μάλιστα. Και ποιος νίκησε;» «Εκείνη». «Τι έχει η Σουηδία που δεν το έχετε στη Νορβηγία;» ρώτησε ο Άντριου. «Να αρχίσουμε από τα σπουδαιότερα: κάνα δυο καλούς σκηνοθέτες. Μπο Βίντερμπεργκ, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν…» «Α, σκηνοθέτες» τον διέκοψε ο Άντριου. «Έχουμε κι εμείς

τέτοιους. Έντβαρντ Γκριγκ όμως έχετε μόνο εσείς». «Ουάου!» είπε ο Χάρι. «Δεν ήξερα ότι είσαι γνώστης της κλασικής μουσικής. Πέρα από όλα τ’ άλλα». «Ο Γκριγκ ήταν μεγάλο ταλέντο. Πάρε για παράδειγμα το δεύτερο μέρος της Συμφωνίας σε Ντο Μινόρε όπου…» «Συγγνώμη, Άντριου» είπε ο Χάρι. «Εγώ μεγάλωσα με πανκ μουσική παιγμένη με δυο νότες, και το κοντινότερο σε συμφωνία που έχω ακούσει είναι οι Yes και οι King Crimson. Δεν ακούω μουσική από προηγούμενους αιώνες, εντάξει; Οτιδήποτε πριν από το 1980 ανήκει στη Νεολιθική Εποχή. Έχουμε ένα συγκρότημα, τους DumDum Boys που…» «Η Συμφωνία σε Ντο Μινόρε πρωτοπαίχτηκε το 1981» είπε ο Άντριου. «DumDum Boys; Πολύ εξεζητημένο όνομα». Ο Χάρι παραιτήθηκε.

Ο Έβανς Γουάιτ τούς κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. Οι μπλεγμένες τούφες των μαλλιών του κρέμονταν στο πρόσωπό του. Έξυσε τα γεννητικά του όργανα και ρεύτηκε επιδεικτικά. Δεν φάνηκε καθόλου έκπληκτος που τους έβλεπε. Προφανώς, όχι επειδή τους περίμενε αλλά διότι θεωρούσε ότι οι επισκέψεις δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. Παρ’ όλα αυτά διέθετε το καλύτερο LSD της περιοχής, και η Νιμπίν ήταν ένα μικρό μέρος όπου οι φήμες διαδίδονταν γρήγορα. Ο

Χάρι φαντάστηκε πως ένας τύπος σαν τον Γουάιτ δεν ασχολιόταν με μικροποσότητες και σίγουρα όχι από το ίδιο του το σπίτι, αλλά αυτό μάλλον δεν εμπόδιζε τον κόσμο να έρχεται για το περίσσευμα από το χονδρεμπόριο. «Λάθος πόρτα χτυπάτε. Δοκιμάστε στην πόλη» είπε και έκλεισε τη σήτα. «Είμαστε από την αστυνομία, κύριε Γουάιτ». Ο Άντριου έδειξε το σήμα του. «Θέλουμε να σου μιλήσουμε». Ο Έβανς τούς γύρισε την πλάτη. «Όχι σήμερα. Δεν μ’ αρέσουν οι μπάτσοι. Ελάτε με ένταλμα σύλληψης, με ένταλμα έρευνας ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων και θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Μέχρι τότε, αντίο». Κοπάνησε την εσωτερική πόρτα. Ο Χάρι ακούμπησε στο πρέκι της πόρτας και φώναξε: «Έβανς Γουάιτ! Με ακούτε; Αναρωτιόμαστε αν είσαστε εσείς στη φωτογραφία, σερ; Κι αν ναι, μήπως γνωρίζετε την ξανθιά γυναίκα που κάθεται πλάι σας; Τη λένε Ίνγκερ Χόλτερ και είναι νεκρή!». Σιωπή για λίγο. Ύστερα έτριξε η πόρτα και ο Έβανς κοίταξε έξω. Ο Χάρι ακούμπησε τη φωτογραφία στη σήτα. «Δεν ήταν τόσο όμορφη όταν τη βρήκε η αστυνομία του Σίδνεϊ, κύριε Γουάιτ».

Στην κουζίνα εφημερίδες ήταν σκορπισμένες στον πάγκο, ο νεροχύτης ήταν γεμάτος πιάτα και ποτήρια και το πάτωμα δεν είχε δει σαπούνι και νερό για μήνες. Ωστόσο, με μια ματιά ο Χάρι κατάλαβε πως δεν υπήρχαν σημάδια πραγματικής εγκατάλειψης και πως αυτό δεν ήταν το σπίτι ενός απένταρου πρεζάκια. Δεν υπήρχαν αποφάγια μίας εβδομάδας ούτε μούχλα ούτε μυρωδιά ούρων και οι κουρτίνες δεν ήταν κλειστές. Μάλιστα, υπήρχε κάποια τάξη στο δωμάτιο, πράγμα που έκανε τον Χάρι να σκεφτεί ότι ο Έβανς Γουάιτ είχε ακόμη τον έλεγχο της κατάστασης. Κάθισαν στις καρέκλες της κουζίνας και ο Έβανς έφερε μια μπίρα από το ψυγείο και την έβαλε κατευθείαν στο στόμα του. Το ρέψιμο αντήχησε στην κουζίνα και ακολούθησε ένα επιφώνημα ικανοποίησης από τον Έβανς. «Πείτε μας για τη σχέση σας με την Ίνγκερ Χόλτερ, κύριε Γουάιτ» είπε ο Χάρι και έδιωξε με το χέρι του τη μυρωδιά από το ρέψιμο. «Η Ίνγκερ ήταν μια καλή, γοητευτική και ηλίθια κοπέλα που νόμιζε πως εκείνη κι εγώ θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι μαζί». Ο Έβανς κοίταξε το ταβάνι και ακούστηκε ξανά ο ήχος της ικανοποίησης. «Νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα» είπε. «Έχετε ιδέα πώς μπορεί να δολοφονήθηκε ή ποιος μπορεί

να το έκανε;» «Ναι, έχουμε κι εμείς εφημερίδες εδώ στη Νιμπίν, κι έτσι ξέρω πως τη στραγγάλισαν. Όμως ποιος; Ένας στραγγαλιστής, υποθέτω». Έριξε το κεφάλι του πίσω και γέλασε. Μια τούφα μαλλιών έπεσε στο μέτωπό του, τα λευκά του δόντια άστραψαν στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο και οι ρυτίδες που σχηματίστηκαν γύρω από τα καστανά του μάτια όταν γέλασε τραβήχτηκαν πίσω, προς τα αυτιά, όπου κρέμονταν κρίκοι πειρατή. Ο Άντριου ξερόβηξε. «Κύριε Γουάιτ, μια γυναίκα που γνώριζες καλά και με την οποία είχες στενή σχέση έχει δολοφονηθεί. Το τι νιώθεις ή δεν νιώθεις γι’ αυτό δεν είναι δική μας δουλειά. Ωστόσο, όπως σίγουρα γνωρίζεις, ψάχνουμε τον δολοφόνο και αν δεν μας βοηθήσεις τώρα αμέσως θα αναγκαστούμε να σε πάρουμε στο αστυνομικό τμήμα του Σίδνεϊ». «Έτσι κι αλλιώς πήγαινα στο Σίδνεϊ, κι αν αυτό σημαίνει πως θα μου πληρώσετε το εισιτήριο του αεροπλάνου, τόσο το καλύτερο για μένα». Έκανε μια γκριμάτσα απαξίωσης. Ο Χάρι δεν ήξερε τι να πιστέψει. Ήταν ο Έβανς Γουάιτ τόσο σκληρός όσο ήθελε να δείξει ή μήπως είχε αυτό που λένε «ανεπαρκείς ψυχικές ικανότητες» – τυπική νορβηγική αντίληψη, σκέφτηκε ο Χάρι: σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν είχαν το δικαίωμα να κρίνουν την ποιότητα της

ψυχής. «Όπως επιθυμείς, κύριε Γουάιτ» είπε ο Άντριου. «Τσάμπα αεροπορικό εισιτήριο, τσάμπα διαμονή, τσάμπα δικηγόρο και τσάμπα προσωπική φρουρά ως ύποπτος φόνου». «Σιγά το πράμα. Θα είμαι έξω μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες». «Και μετά προσφέρουμε εικοσιτετράωρη στενή παρακολούθηση, δωρεάν ξύπνημα το πρωί για να ελέγξουμε αν πέρασες τη νύχτα μέσα, ίσως και κάνα δυο δωρεάν αιφνιδιαστικές έρευνες κάθε τόσο. Και ποιος ξέρει τι άλλο θα σκεφτούμε;» Ο Έβανς κατέβασε την υπόλοιπη μπίρα και έπαιζε αφηρημένα με την ετικέτα στο μπουκάλι. «Τι θέλουν λοιπόν να μάθουν οι κύριοι;» ρώτησε μουτρωμένος. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι μια μέρα ξαφνικά εκείνη έφυγε. Πήγαινα στο Σίδνεϊ και προσπάθησα να της τηλεφωνήσω, αλλά δεν ήταν ούτε στη δουλειά ούτε στο σπίτι. Τη μέρα που έφτασα στην πόλη, διάβασα στην εφημερίδα πως είχε βρεθεί δολοφονημένη. Περιπλανιόμουν σαν το ζόμπι για δυο μέρες. Δο-λο-φο-νη-μέ-νη; Πόσες πιθανότητες έχεις να χάσεις τη ζωή σου από στραγγαλισμό, ε;» «Όχι πολλές. Όμως έχεις άλλοθι για την ώρα του φόνου;

Θα ήταν καλό…» είπε ο Άντριου καθώς κρατούσε σημειώσεις. Ο Έβανς τινάχτηκε τρομαγμένος. «Άλλοθι; Τι εννοείς; Δεν μπορεί να με υποψιάζεσαι, διάολε! Ή μήπως μου λέτε πως οι μπάτσοι ασχολούνται με την υπόθεση εδώ και μία εβδομάδα και δεν έχουν ακόμη κάποιες ενδείξεις;» «Ελέγχουμε όλες τις ενδείξεις, κύριε Γουάιτ. Μπορείτε να μας πείτε πού βρισκόσασταν τις δύο μέρες πριν έρθετε στο Σίδνεϊ;» «Ήμουν εδώ στο σπίτι, φυσικά». «Μόνος;» «Όχι εντελώς». Ο Έβανς χαμογέλασε και πέταξε το άδειο μπουκάλι. Διέγραψε ένα ωραίο τόξο στον αέρα και ύστερα εξαφανίστηκε αθόρυβα μέσα στον σκουπιδοτενεκέ μπροστά από τον πάγκο της κουζίνας. Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά. «Μπορώ να ρωτήσω ποιος ήταν μαζί σας;» «Ήδη ρώτησες. Αλλά δεν πειράζει, δεν έχω τίποτα να κρύψω. Ήταν μια κοπέλα που λέγεται Αντζελίνα Χάτσινσον. Μένει εδώ, στην πόλη». Ο Χάρι σημείωνε. «Ερωμένη;» ρώτησε ο Άντριου. «Κάτι τέτοιο» απάντησε ο Έβανς. «Τι μπορείς να μας πεις για την Ίνγκερ Χόλτερ; Ποια ήταν;»

«Α, δεν γνωριζόμασταν πολύ καιρό. Τη γνώρισα στο Σίδνεϊ, στο μπαρ όπου δούλευε – το Albury. Πιάσαμε κουβέντα και είπε πως έφευγε για μια εκδρομή στον κόλπο Μπάιρον. Απέχει λίγα μίλια από εδώ, κι έτσι της έδωσα το τηλέφωνό μου στη Νιμπίν. Μερικές μέρες αργότερα τηλεφώνησε και ρώτησε αν μπορούσε να περάσει μια νύχτα εδώ στο σπίτι. Έμεινε περισσότερο από μία εβδομάδα. Μετά ξανασυναντηθήκαμε στο Σίδνεϊ όταν ήμουν εκεί. Πρέπει να ήταν δυο τρεις φορές. Όπως καταλαβαίνετε, δεν γίναμε ένα παλιό, παντρεμένο ζευγάρι. Ωστόσο, είχε ήδη αρχίσει να γίνεται φόρτωμα». «Φόρτωμα;» «Ναι, είχε συνδεθεί με τον γιο μου, τον Τομ-Τομ, και στη φαντασία της έκανε σχέδια για οικογένεια και σπίτι στην εξοχή. Εμένα δεν μου έλεγε τίποτα όλο αυτό, αλλά την άφηνα να συνεχίζει». «Να συνεχίζει τι;» Ο Έβανς στριφογύριζε εκνευρισμένος. «Ανήκε σε αυτή την κατηγορία των ανθρώπων που φαίνονται σκληροί όταν τους πρωτοσυναντάς, αλλά γίνονται μαλακοί σαν βούτυρο όταν τους χαϊδέψεις λίγο και τους πεις και καμιά καλή κουβέντα. Τότε δεν ξέρουν τι να κάνουν για να σε ευχαριστήσουν». «Δηλαδή ήταν ευγενική και τρυφερή κοπέλα;» ρώτησε ο

Χάρι. Ο Έβανς έδειχνε φανερά ενοχλημένος από την τροπή που είχε πάρει η συζήτηση. «Μάλλον ήταν. Δεν την ήξερα και τόσο καλά, όπως είπα. Είχε καιρό να δει την οικογένειά της στη Νορβηγία και είναι πολύ πιθανό να της έλειπαν η στοργή και η αγάπη· κάποιος να είναι εκεί για κείνη, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Ποιος ξέρει; Όπως είπα, ήταν μια χαζούλα ρομαντική, δεν είχε τίποτα κακό μέσα της…» Η φωνή του Έβανς έσπασε. Έπεσε σιωπή στην κουζίνα. Είτε είναι καλός ηθοποιός είτε έχει κάποια ανθρώπινα συναισθήματα παρ’ όλα αυτά, σκέφτηκε ο Χάρι. «Αν δεν έβλεπες κανένα μέλλον στη σχέση, γιατί δεν την άφηνες;» «Ήμουν ήδη κοντά στην έξοδο. Στεκόμουν στο κατώφλι έτοιμος να πω αντίο, αλλά δεν πρόλαβα κι εκείνη χάθηκε. Έτσι…» Έκανε έναν ήχο με τα δάχτυλά του. Δεν υπάρχει αμφιβολία, η φωνή του ακούγεται ταραγμένη, σκέφτηκε ο Χάρι. Ο Έβανς έσκυψε και κοίταξε τα χέρια του. «Τι τρόπος κι αυτός να αναχωρείς!»

2. Κωμικό δίδυμο, ιδιαίτερα δημοφιλές τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, γνωστοί για τις ταινίες τους με θέμα τον χίπικο τρόπο ζωής, τον ελεύθερο έρωτα και την αγάπη για τη μαριχουάνα. (Σ.τ.Μ.)

5

ΚΟΡΕ ΓΟΥΙΛΟΚ ΚΑΙ ΑΛΙΣ ΚΟΥΠΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΔΙ ΜΠΟΥΜΠΟΥΡ

Ο

δήγησαν σε απότομους ορεινούς δρόμους. Μια ταμπέλα έδειχνε τον δρόμο προς το Crystal Castle. «Η ερώτηση είναι, λέει ο Έβανς Γουάιτ την αλήθεια;» είπε ο Χάρι. Ο Άντριου έστριψε λίγο το τιμόνι για να αποφύγει ένα τρακτέρ που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. «Θα μοιραστώ ένα μικρό μέρος της εμπειρίας μου μαζί σου, Χάρι. Εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια έχω μιλήσει με διάφορους ανθρώπους, ο καθένας από τους οποίους είχε τους δικούς του λόγους για να πει ψέματα ή αλήθεια.

Ένοχους και αθώους, δολοφόνους και πορτοφολάδες, τρελαμένους και ψυχρούς υπολογιστές, πρόσωπα με αθώα γαλάζια μάτια και τρομαγμένα πρόσωπα κακούργων, κοινωνικά απόβλητους και ψυχοπαθείς, φιλάνθρωπους…» Ο Άντριου έψαχνε για περισσότερα παραδείγματα. «Το ’πιασα, Άντριου». «…μαύρους και λευκούς. Όλοι λένε τις ιστορίες τους με έναν και μόνο σκοπό: να γίνουν πιστευτοί. Και ξέρεις τι έχω μάθει από όλο αυτό;» «Ότι είναι αδύνατον να πεις ποιος λέει αλήθεια και ποιος ψέματα;» «Ακριβώς, Χάρι!» Η κουβέντα είχε συνεπάρει τον Άντριου. «Στην κλασική αστυνομική λογοτεχνία, κάθε ντετέκτιβ που σέβεται τον εαυτό του έχει μια αλάνθαστη διαίσθηση για το πότε οι άνθρωποι ψεύδονται. Μπούρδες! Η ανθρώπινη φύση είναι ένα τεράστιο αδιαπέραστο δάσος, που κανείς δεν μπορεί να το γνωρίσει ολόκληρο. Ούτε καν μια μάνα δεν μπορεί να ξέρει τα βαθύτερα μυστικά του παιδιού της». Έστριψαν μέσα στον χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων μπροστά από έναν μεγάλο καταπράσινο κήπο, όπου ένα στενό χαλικόστρωτο δρομάκι στριφογυρνούσε ανάμεσα σε ένα σιντριβάνι και σε παρτέρια με λουλούδια και εξωτικά είδη δέντρων. Πίσω από τον κήπο δέσποζε ένα μεγάλο σπίτι, προφανώς το Crystal Castle, το οποίο τους είχε δείξει στον

χάρτη ο σερίφης στη Νιμπίν. Το Κρυστάλλινο Κάστρο. Ένα καμπανάκι πάνω από την πόρτα ανήγγειλε την άφιξή τους. Φαινόταν πως επρόκειτο για δημοφιλές μέρος, αφού το μαγαζί ήταν γεμάτο τουρίστες. Μια υπερκινητική γυναίκα με αστραφτερό χαμόγελο ήρθε να τους προϋπαντήσει και τους καλωσόρισε με ενθουσιασμό, σαν να ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που είχε δει εδώ και μήνες. «Έρχεστε πρώτη φορά;» ρώτησε. Λες και το κρυστάλλινο κάστρο της γινόταν γρήγορα μια συνήθεια που άπαξ και την αποκτούσες δεν μπορούσες παρά να είσαι εκεί κάθε τόσο. Και απ’ όσο ήξεραν, αυτό ακριβώς συνέβαινε. «Σας ζηλεύω» τους είπε όταν τη διαβεβαίωσαν πως δεν είχαν ξαναπάει. «Θα ζήσετε την εμπειρία του Crystal Castle πρώτη φορά!» Η γυναίκα σχεδόν έσκουζε από ενθουσιασμό. «Προχωρήστε σε αυτόν τον διάδρομο. Στα δεξιά, βρίσκεται το υπέροχο χορτοφαγικό μας καφέ, με εξαιρετικά πιάτα. Μετά πηγαίνετε αριστερά, στο δωμάτιο με τα κρύσταλλα και τα ορυκτά. Εκεί είναι η απόλυτη εμπειρία! Άντε, λοιπόν, άντε, άντε!» Τους έκανε νόημα να προχωρήσουν. Ύστερα από τέτοια εισαγωγή ήταν φυσικό να απογοητευτούν από την καφετέρια, που στην πραγματικότητα ήταν μια συνηθισμένη καντίνα με

καφέ, τσάι, σαλάτες με γιαούρτι και σάντουιτς με μαρούλι. Η «αίθουσα με τα κρύσταλλα και τα ορυκτά» ήταν μια συλλογή από αστραφτερούς κρυστάλλους, φιγούρες του Βούδα με σταυρωμένα πόδια, μπλε και πράσινους χαλαζίες και ακατέργαστες πέτρες, σε μια περίτεχνα φωτισμένη έκθεση. Στο δωμάτιο υπήρχε ένα ελαφρύ άρωμα από λιβάνι και μια μουσική σαν νανούρισμα παιγμένο από φλογέρα του Πανός, ενώ ακουγόταν ο ήχος τρεχούμενου νερού. Του Χάρι του φάνηκε αρκετά συμπαθητικό μαγαζί, αν και κάπως μπανάλ, και σίγουρα απείχε από το να σου κόψει την ανάσα. Αυτό που σου έκοβε την ανάσα, ωστόσο, ήταν οι τιμές. «Χα, χα» γέλασε ο Άντριου βλέποντας μερικές από τις ετικέτες με τις τιμές. «Η κυρία είναι δαιμόνια». Έδειξε τους ως επί το πλείστον μεσήλικους και εμφανώς ευκατάστατους πελάτες του μαγαζιού. «Τα παιδιά των λουλουδιών είναι ενήλικες, έχουν δουλειές ενηλίκων και εισοδήματα ενηλίκων, αλλά η καρδιά τους βρίσκεται κάπου στα άστρα». Γύρισαν πίσω στον πάγκο. Η υπερκινητική γυναίκα είχε ακόμη το αστραφτερό χαμόγελο στο πρόσωπό της. Πήρε το χέρι του Χάρι και πίεσε μια γαλαζοπράσινη πέτρα στην παλάμη του. «Είσαι Αιγόκερως, έτσι δεν είναι; Βάλε αυτή την πέτρα κάτω από το μαξιλάρι σου. Απομακρύνει όλη την αρνητική ενέργεια από το δωμάτιο. Κοστίζει 65 δολάρια, αλλά επειδή

θέλω οπωσδήποτε να την έχεις ας πούμε 50 δολάρια». Ύστερα γύρισε προς τον Άντριου. «Κι εσύ πρέπει να είσαι Λέων;» «Α, όχι, κυρία μου, εγώ είμαι αστυνομικός». Έδειξε διακριτικά το σήμα του. Εκείνη χλώμιασε και τον κοίταξε τρομοκρατημένη. «Τι φρίκη! Ελπίζω να μην έχω κάνει κανένα λάθος». «Όχι, απ’ όσο ξέρω, κυρία μου. Υποθέτω πως είσαστε η Μάργκαρετ Ντόσον, πρώην Γουάιτ; Αν ναι, μπορούμε να πούμε δυο λόγια κάπου ιδιαιτέρως;» Η Μάργκαρετ Ντόσον ξαναβρήκε την ψυχραιμία της και φώναξε ένα από τα κορίτσια να την αντικαταστήσει στο ταμείο. Ύστερα συνόδευσε τον Χάρι και τον Άντριου στον κήπο, όπου κάθισαν σε ένα λευκό ξύλινο τραπέζι. Ανάμεσα σε δυο δέντρα ήταν τεντωμένο ένα δίχτυ, που ο Χάρι στην αρχή νόμισε ότι ήταν δίχτυ ψαρέματος, αλλά όταν το κοίταξε πιο προσεκτικά κατάλαβε πως επρόκειτο για ένα γιγάντιο δίχτυ αράχνης. «Φαίνεται ότι θα βρέξει» είπε η γυναίκα και σταύρωσε τα χέρια της. Ο Άντριου ξερόβηξε. Εκείνη δάγκωνε το κάτω χείλι της. «Συγγνώμη, αστυνόμε. Όλο αυτό μου προκαλεί νευρικότητα».

«Δεν πειράζει, κυρία. Τι δίχτυ κι αυτό που έχετε εδώ!» «Α, αυτό. Είναι το δίχτυ της Μπίλι, της ποντικοαράχνης μας. Κάπου εδώ γύρω κοιμάται». Ο Χάρι μάζεψε τα πόδια του ασυνείδητα. «Ποντικοαράχνη; Αυτό σημαίνει αράχνη που τρώει… ποντικούς;» ρώτησε. Ο Άντριου χαμογέλασε. «Ο Χάρι είναι από τη Νορβηγία. Δεν είναι συνηθισμένος σε μεγάλες αράχνες». «Α, ναι; Ωστόσο μπορείς να ησυχάσεις, μια και οι μεγάλες δεν είναι τόσο επικίνδυνες» είπε η Μάργκαρετ Ντόσον. «Παρ’ όλα αυτά, έχουμε ένα θανατηφόρο μικρό πλάσμα που λέγεται μαύρη χήρα. Προτιμάει τις πόλεις όμως, όπου μπορεί να κρυφτεί μέσα στο πλήθος, που λέει ο λόγος, σε σκοτεινά υπόγεια και γωνιές με υγρασία». «Ακούγεται σαν κάποιον που ξέρω» είπε ο Άντριου. «Αλλά πίσω στο θέμα μας, κυρία. Αφορά τον γιο σας». Τώρα η κυρία Ντόσον χλώμιασε πραγματικά. «Τον Έβανς;» Ο Άντριου κοίταξε τον Χάρι. «Απ’ όσο ξέρουμε δεν είχε ποτέ προβλήματα με την αστυνομία, κυρία Ντόσον» είπε ο Χάρι. «Όχι, όχι, ποτέ. Δόξα τω Θεώ!» «Περάσαμε από εδώ επειδή είσαστε στον δρόμο της επιστροφής μας προς το Μπρίσμπεϊν. Αναρωτιόμαστε αν ξέρετε τίποτα για την Ίνγκερ Χόλτερ».

Προσπάθησε να θυμηθεί το όνομά της. Ύστερα έγνεψε αρνητικά. «Ο Έβανς δεν ξέρει πολλά κορίτσια. Αυτές που ξέρει τις φέρνει εδώ για να μου τις γνωρίσει. Μετά που έκανε το παιδί με… με αυτήν την απαίσια πιτσιρίκα, που ούτε το όνομά της δεν θέλω να θυμάμαι, του απαγόρευσα… Του είπα ότι η γνώμη μου ήταν πως έπρεπε να περιμένει λίγο. Μέχρι να βρει την κατάλληλη». «Γιατί να περιμένει;» ρώτησε ο Χάρι. «Γιατί το είπα εγώ». «Και γιατί το είπατε, κυρία μου;» «Επειδή… επειδή δεν είναι κατάλληλη η στιγμή» είπε και κοίταξε το μαγαζί για να δείξει πως ο χρόνος της ήταν πολύτιμος «και επειδή ο Έβανς είναι ευαίσθητο παιδί και πληγώνεται εύκολα. Υπήρξε πολύ αρνητική ενέργεια στη ζωή του και χρειάζεται μια γυναίκα την οποία μπορεί να εμπιστευτεί και να στηριχτεί πάνω της. Όχι αυτές τις… τσούλες που του παίρνουν το μυαλό». Τα μάτια της είχαν συννεφιάσει. «Βλέπετε συχνά τον γιο σας;» ρώτησε ο Άντριου. «Ο Έβανς έρχεται όσο συχνότερα μπορεί. Έχει ανάγκη από τη γαλήνη που βρίσκει εδώ. Δουλεύει τόσο σκληρά ο καημένος. Δοκιμάσατε κανένα από τα βότανα που πουλάει; Κάθε τόσο φέρνει μερικά και τα χρησιμοποιώ στον καφέ και

το τσάι». Ο Άντριου ξερόβηξε πάλι. Με την άκρη του ματιού του ο Χάρι πρόσεξε κάποια κίνηση μέσα στα δέντρα. «Καλύτερα να φύγουμε, κυρία. Μόνο μια τελευταία ερώτηση». «Ναι;» Ο Άντριου συνέχισε να ξεροβήχει, σαν να είχε σταθεί κάτι στον λαιμό του. Το δίχτυ της αράχνης είχε αρχίσει να ταλαντεύεται. «Είχατε πάντα τόσο ξανθά μαλλιά, κυρία Ντόσον;»

Αργά το βράδυ προσγειώθηκαν στο Σίδνεϊ. Ο Χάρι μόλις που στεκόταν στα πόδια του από την κούραση και λαχταρούσε να βρεθεί στο κρεβάτι του. «Ένα ποτό;» πρότεινε ο Άντριου. «Όχι, ευχαριστώ» είπε ο Χάρι. «Στο Albury;» «Ακούγεται σαν διατεταγμένη υπηρεσία» σχολίασε ο Χάρι. «Ακριβώς».

Η Μπιργκίτα χαμογέλασε όταν τους είδε να μπαίνουν. Σέρβιρε έναν πελάτη και όταν τελείωσε τους πλησίασε. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον Χάρι. «Γεια» είπε.

Το μόνο που ήθελε ο Χάρι ήταν να κουλουριαστεί στην αγκαλιά της και να κοιμηθεί. «Δυο διπλά τζιν, εν ονόματι του νόμου» είπε ο Άντριου. «Προτιμώ χυμό γκρέιπφρουτ» διόρθωσε ο Χάρι. Τους σέρβιρε και έσκυψε πάνω από τον πάγκο. «Ευχαριστώ πολύ για χθες» ψιθύρισε στον Χάρι στα σουηδικά. Στον καθρέφτη του μπαρ πίσω τους, ο Χάρι έβλεπε τον εαυτό του να κάθεται με ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Εεε, να λείπουν τα σκανδιναβικά τσιλημπουρδίσματα εδώ μέσα, αν έχετε την καλοσύνη. Και εφόσον εγώ είμαι αυτός που πληρώνει τα ποτά, θα μιλάμε αγγλικά» είπε ο Άντριου και τους έριξε μια αγριωπή ματιά. «Και τώρα θα πω κάτι σε σας τους νέους. Η αγάπη είναι μεγαλύτερο μυστήριο από τον θάνατο». Έκανε μια θεατρική παύση. «Ο θείος Άντριου θα σας πει έναν πολύ παλιό αυστραλέζικο μύθο, την ιστορία του γιγά​ντιου φιδιού Μπουμπούρ και του Γουάλα». Πλησίασαν μεταξύ τους και ο Άντριου έγλειψε τα χείλη του με απόλαυση καθώς άναβε ένα πούρο. «Ήταν κάποτε ένας νεαρός πολεμιστής, ο Γουάλα, που ερωτεύτηκε μια όμορφη νεαρή γυναίκα, τη Μούρα. Και εκείνη το ίδιο. Ο Γουάλα είχε περάσει με επιτυχία τις τελετές ενηλικίωσης της φυλής του, ήταν πια άντρας και μπορούσε να παντρευτεί κάποια από τις γυναίκες της φυλής του, φτάνει

να μην είχε ξαναπαντρευτεί και εκείνη να τον ήθελε. Και η Μούρα τον ήθελε. Ο Γουάλα δεν ήθελε να αποχωριστεί την αγαπημένη του, όμως η παράδοση έλεγε πως έπρεπε να πάει στο κυνήγι και να φέρει τα θηράματα σαν ένα είδος προίκας στους γονείς της νύφης και τότε θα μπορούσε να γίνει ο γάμος. Ένα ωραίο πρωί, με τις δροσοσταλίδες να αστράφτουν στα φύλλα των δέντρων, ο Γουάλα ξεκίνησε. Η Μούρα τού έδωσε ένα άσπρο φτερό από κακατούα, το οποίο εκείνος στερέωσε στα μαλλιά του. »Όσο έλειπε ο Γουάλα, η Μούρα βγήκε για να μαζέψει μέλι για τη γιορτή. Ωστόσο, δεν ήταν τόσο εύκολο να βρει και αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από τον καταυλισμό περισσότερο από όσο συνήθως. Έφτασε σε μια κοιλάδα με τεράστιες πέτρες. Μια περίεργη ησυχία πλανιόταν πάνω από την κοιλάδα – δεν ακουγόταν ούτε πουλί ούτε έντομο. Ήταν έτοιμη να φύγει όταν πρόσεξε μια φωλιά με μεγάλα άσπρα αυγά, τα μεγαλύτερα αυγά που είχε δει ποτέ της. Θα τα πάρω για τη γιορτή, σκέφτηκε και άπλωσε το χέρι της να τα πιάσει. »Εκείνη τη στιγμή άκουσε κάτι να σέρνεται στις πέτρες και πριν προλάβει καν να τρέξει, αλλά ούτε και να ανοίξει το στόμα της να φωνάξει, ένα τεράστιο καφεκίτρινο φίδι είχε τυλιχτεί γύρω από τη μέση της. Πάλεψε αλλά δεν κατάφερε να ελευθερωθεί και το φίδι είχε αρχίσει να τη σφίγγει. Η

Μούρα κοίταξε ψηλά τον γαλάζιο ουρανό πάνω από την κοιλάδα και προσπάθησε να φωνάξει το όνομα του Γουάλα, όμως δεν είχε μείνει καθόλου αέρας στα πνευμόνια της και δεν της έβγαινε η φωνή. Το φίδι την έσφιγγε όλο και περισσότερο και στο τέλος έφυγε η ζωή από μέσα της και το κορμί της τσακίστηκε. Το φίδι γλίστρησε ξανά πίσω στις σκιές απ’ όπου είχε βγει και όπου ήταν αδύνατο να το δει κανείς, γιατί τα χρώματά του μπερδεύονταν με την ποικιλία των χρωμάτων των δέντρων και των βράχων της κοιλάδας. »Πέρασαν δυο μέρες μέχρι να βρουν το τσακισμένο κορμί της ανάμεσα στα βράχια της κοιλάδας. Οι γονείς της ήταν απαρηγόρητοι και η μητέρα της έκλαιγε και ρωτούσε τον πατέρα της τι θα έλεγαν στον Γουάλα όταν θα επέστρεφε». Ο Άντριου κοίταζε την Μπιργκίτα και τον Χάρι με μάτια που έλαμπαν. «Η φωτιά του καταυλισμού είχε σβήσει πια όταν ο Γουάλα γύρισε από το κυνήγι την επόμενη αυγή. Παρόλο που ήταν μια κοπιαστική μέρα, το βήμα του ήταν ελαφρύ και τα μάτια του φωτεινά και χαρούμενα. Πήγε κατευθείαν στους γονείς της Μούρα που κάθονταν σιωπηλοί μπροστά στη σβησμένη φωτιά. “Αυτά είναι τα δώρα μου προς εσάς” είπε. Το κυνήγι είχε πάει καλά και είχε φέρει ένα καγκουρό, έναν φασκωλόμυ και τα πόδια ενός εμού. »“Ήρθες πάνω στην ώρα για την κηδεία, Γουάλα, εσύ που θα είχες γίνει γιος μας” είπε ο πατέρας της Μούρα. Ο Γουάλα

φάνηκε κεραυνοβολημένος και με κόπο μπόρεσε να κρύψει τον πόνο και τη θλίψη του, αλλά σαν σκληρός πολεμιστής που ήταν συγκράτησε τα δάκρυά του και ρώτησε ψυχρά: “Γιατί δεν τη θάψατε ακόμη;”. “Επειδή δεν τη βρήκαμε παρά σήμερα” είπε ο πατέρας. “Τότε θα τη συνοδέψω και θα ζητήσω το πνεύμα της. Ο Γουίρινουμ, ο μάγος μας, θα γιατρέψει το τσακισμένο της κορμί και εγώ θα της επιστρέψω το πνεύμα της και θα φυσήξω τη ζωή μέσα της”. “Είναι πολύ αργά” είπε ο πατέρας της. “Το πνεύμα της έφυγε ήδη για εκεί που πάει το πνεύμα όλων των γυναικών. Όμως ο δολοφόνος της είναι ακόμη ζωντανός. Ξέρεις το καθήκον σου, γιε μου;” »Ο Γουάλα έφυγε αμίλητος. Ζούσε σε μια σπηλιά μαζί με άλλους ανύπαντρους άντρες της φυλής. Ούτε σε εκείνους μιλούσε. Πέρασαν κάμποσοι μήνες χωρίς ο Γουάλα να συμμετέχει στα τραγούδια και στους χορούς – καθόταν μόνος του με τον εαυτό του. Κάποιοι έλεγαν πως είχε κάνει πέτρα την καρδιά του για να καταφέρει να ξεχάσει τη Μούρα. Άλλοι πως σχεδίαζε να ακολουθήσει τη Μούρα στον κόσμο των νεκρών γυναικών. “Αυτό δεν θα το καταφέρει ποτέ” έλεγαν. “Υπάρχει διαφορετικός τόπος για τις ψυχές των γυναικών και για αυτές των αντρών”. »Μια γυναίκα ήρθε και κάθισε κοντά στη φωτιά. “Κάνετε λάθος” είπε. “Είναι βυθισμένος στις σκέψεις για το πώς θα

μπορέσει να εκδικηθεί για τον θάνατο της γυναίκας του. Νομίζετε πως το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να αρπάξει ένα δόρυ και να πάει να καρφώσει το Μπουμπούρ, το μεγάλο καφετί και κίτρινο φίδι; Δεν το έχετε δει ποτέ αλλά εγώ το είδα μια φορά όταν ήμουν νέα και τα μαλλιά μου άσπρισαν εκείνη τη μέρα. Είναι το πιο φριχτό θέαμα που μπορούν να αντικρίσουν τα μάτια. Πιστέψτε με, μόνο με έναν τρόπο μπορεί να νικηθεί το Μπουμπούρ, και αυτός είναι η παλικαριά και η πονηριά. Και αυτά νομίζω πως τα έχει αυτός ο νεαρός πολεμιστής”. »Την άλλη μέρα ο Γουάλα πλησίασε τη φωτιά. Τα μάτια του έλαμπαν και φαινόταν σχεδόν συγκινημένος όταν ρώτησε ποιος ήθελε να τον συνοδέψει για να μαζέψουν καουτσούκ. “Έχουμε καουτσούκ” απάντησαν έκπληκτοι από την καλή διάθεση του Γουάλα. “Μπορούμε να σου δώσουμε”. “Θέλω φρέσκο καουτσούκ” είπε εκείνος. Γέλασε με την κατάπληξη στα πρόσωπά τους και είπε: “Ελάτε μαζί μου να σας δείξω τι θα κάνω το καουτσούκ”. Γεμάτοι περιέργεια τον ακολούθησαν και αφού μάζεψαν το καουτσούκ τούς οδήγησε στην κοιλάδα με τις μεγάλες πέτρες. Εκεί έφτιαξε μια εξέδρα πάνω σε ένα από τα ψηλότερα δέντρα και είπε στους άλλους να αποτραβηχτούν στην είσοδο της κοιλάδας. Εκείνος μαζί με τον καλύτερό του φίλο ανέβηκαν πάνω στο δέντρο, άρχισαν να φωνάζουν το όνομα του

Μπουμπούρ και η ηχώ της φωνής τους κυλούσε μέσα στην κοιλάδα καθώς ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό. »Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα πελώριο καφετί και κίτρινο κεφάλι που στριφογυρνούσε και έψαχνε να βρει από πού ερχόταν ο ήχος. Γύρω του ο τόπος ήταν γεμάτος μικρά κίτρινα και καφετιά φιδάκια, που είχαν προφανώς βγει από τα αυγά που είχε δει η Μούρα. Ο Γουάλα και ο φίλος του έπλασαν το καουτσούκ σε μεγάλες μπάλες. Όταν το Μπουμπούρ τούς είδε στο δέντρο άνοιξε τα σαγόνια του, έβγαλε τη γλώσσα του και τεντώθηκε για να τους φτάσει. Ο ήλιος τώρα μεσουρανούσε και το κόκκινο και άσπρο στόμα του Μπουμπούρ γυάλιζε κάτω από το φως. Τότε εξαπέλυσε την επίθεσή του ο Γουάλα πετώντας τη μεγαλύτερη μπάλα μέσα στο ανοιχτό στόμα του φιδιού και κείνο βύθισε ενστικτωδώς τα δόντια του βαθιά στο καουτσούκ. »Το Μπουμπούρ κυλιόταν και στριφογύριζε στο έδαφος, αλλά δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από το καουτσούκ που είχε κολλήσει στο στόμα του. Ο Γουάλα και ο φίλος του κατάφεραν να κάνουν το ίδιο κόλπο και με τα μικρά φίδια και γρήγορα, με τα σαγόνια τους κολλημένα, έγιναν όλα ακίνδυνα. Τότε ο Γουάλα φώναξε τους άλλους άντρες και δεν έδειξαν κανένα έλεος: σκότωσαν όλα τα φίδια. Στο κάτω κάτω, το Μπουμπούρ είχε σκοτώσει την ωραιότερη κόρη της

φυλής και οι απόγονοί του θα γίνονταν τόσο μεγάλοι όσο και η μάνα τους. Από εκείνη τη μέρα και ύστερα το φοβερό καφετί και κίτρινο φίδι Μπουμπούρ είναι σπάνιο στην Αυστραλία. Όμως ο φόβος των ανθρώπων γι’ αυτό το κάνει πιο μεγάλο και πιο χοντρό κάθε χρόνο που περνάει». Ο Άντριου ήπιε το υπόλοιπο τζιν με τόνικ από το ποτήρι του. «Και το ηθικό δίδαγμα;» ρώτησε η Μπιργκίτα. «Πως η αγάπη είναι μεγαλύτερο μυστήριο από τον θάνατο. Και πως ο άνθρωπος πρέπει να προσέχει τα φίδια». Ο Άντριου πλήρωσε τα ποτά, χτύπησε φιλικά στην πλάτη τον Χάρι και έφυγε.

ΜΟΥΡΑ ————

6

ΕΝΑ ΜΠΟΥΡΝΟΥΖΙ, ΚΑΤΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΨΑΡΙ ΕΝΥΔΡΕΙΟΥ

Ά

νοιξε τα μάτια του. Η πόλη έξω από το παράθυρό του βούιζε και στέναζε καθώς ξυπνούσε και η κουρτίνα τού έγνεφε τεμπέλικα. Έμεινε ξαπλωμένος και κοίταζε μια παραφωνία στον απέναντι τοίχο του μεγάλου δωματίου – μια φωτογραφία του σουηδικού βασιλικού ζεύγους. Η βασίλισσα με ήρεμο, καθησυχαστικό χαμόγελο και ο βασιλιάς με ύφος σαν κάποιος να κρατούσε ένα μαχαίρι στην πλάτη του. Ο Χάρι καταλάβαινε πώς ένιωθε. Είχε αναγκαστεί και ο ίδιος να παίξει τον πρίγκιπα στο έργο Ο πρίγκιπας βάτραχος όταν πήγαινε τρίτη δημοτικού.

Από κάπου ακουγόταν ο ήχος τρεχούμενου νερού και ο Χάρι κύλησε στην άλλη πλευρά του κρεβατιού για να μυρίσει το μαξιλάρι της. Ένα πλοκάμι μέδουσας –ή μήπως ήταν μια μακριά κόκκινη τρίχα;– βρισκόταν στο σεντόνι. Του θύμισε κάποιον τίτλο στις σελίδες των αθλητικών της εφημερίδας Dagbladet: «Έρλαντ Γιόνσεν, του ποδοσφαιρικού ομίλου του Μος – γνωστός για τα κόκκινα μαλλιά και τα μεγάλα αρχίδια του». Συνειδητοποίησε πώς ένιωθε: ένιωθε ελαφρύς! Ελαφρύς σαν φτερό, μάλιστα. Τόσο ελαφρύς, που φοβήθηκε πως το ρεύμα από τις κουρτίνες θα τον σήκωνε από το κρεβάτι και θα τον έβγαζε έξω από το παράθυρο, έτσι που πετώντας πάνω από το Σίδνεϊ την πρωινή ώρα αιχμής θα ανακάλυπτε ότι ήταν γυμνός. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως ένιωθε έτσι επειδή κατά τη διάρκεια της νύχτας είχε ξαλαφρώσει από διάφορα σωματικά υγρά, τόσα που πρέπει να είχε χάσει κάμποσα κιλά. «Χάρι Χόλε, της αστυνομίας του Όσλο – γνωστός για τις παράξενες ιδέες και τα άδεια αρχίδια του» μουρμούρισε. «Τι είπες;» ρώτησε μια φωνή στα σουηδικά. Η Μπιργκίτα στεκόταν στο δωμάτιο φορώντας ένα απαίσιο μπουρνούζι και έχοντας μια άσπρη πετσέτα τυλιγμένη στο κεφάλι της σαν τουρμπάνι. «Ω, καλημέρα, ωραία μου και ελεύθερη! Κοίταζα τη

φωτογραφία του βασιλιά-βατράχου στον τοίχο απέναντι. Νομίζεις πως θα προτιμούσε να είναι αγρότης και να καλλιεργεί τη γη; Έτσι μοιάζει». Εκείνη κοίταξε τη φωτογραφία. «Δεν μπορούμε όλοι να βρούμε τη σωστή μας θέση στη ζωή. Ας πούμε, για σένα πώς είναι τα πράγματα;» Έπεσε βαριά στο κρεβάτι δίπλα του. «Δύσκολη ερώτηση τόσο νωρίς το πρωί. Πριν απαντήσω απαιτώ να βγάλεις αυτό το μπουρνούζι. Χωρίς να θέλω να φανώ παράξενος, το μπουρνούζι σου παίρνει την πρώτη θέση στη λίστα μου με τίτλο “Τα χειρότερα ρούχα που έχω δει στη ζωή μου”». Η Μπιργκίτα έβαλε τα γέλια. «Εγώ τη λέω “δολοφόνο του πάθους”. Είναι πολύ χρήσιμη όταν κάποιοι θερμόαιμοι ξένοι γίνονται πολύ ξεδιάντροποι». «Έχεις ελέγξει αν αυτό το χρώμα έχει όνομα; Μπορεί να κάθεσαι πάνω σε μια άγνωστη ακόμη απόχρωση, σε κάποιο αδιερεύνητο κενό στην παλέτα των χρωμάτων, κάτι μεταξύ του πράσινου και του καφέ». «Μην προσπαθείς να αποφύγεις την ερώτηση, πεισματάρη νορβηγέ μπάτσε!» Του πέταξε το μαξιλάρι στο κεφάλι αλλά ύστερα από μια σύντομη πάλη κατέληξε από κάτω του. Ο Χάρι τής κράτησε σφιχτά τα χέρια ενώ έσκυψε και

προσπαθούσε να λύσει τη ζώνη του μπουρνουζιού της με το στόμα του. Η Μπιργκίτα έβγαλε μια στριγκλιά όταν κατάλαβε τι πήγαινε να κάνει, ελευθέρωσε το γόνατό της και το έβαλε αποφασιστικά κάτω από το σαγόνι του. Ο Χάρι αναστέναξε και κύλησε στο πλάι. Με αστραπιαία ταχύτητα εκείνη κάθισε πάνω του με τα γόνατά της στα χέρια του. «Απάντησε!» «ΟΚ, ΟΚ, παραδίνομαι. Έχω βρει τη θέση μου στη ζωή. Είμαι ο καλύτερος μπάτσος που μπορείς να φανταστείς. Και προτιμώ να κυνηγάω κακούς παρά να σκάβω τη γη ή να πηγαίνω σε επίσημα δείπνα και να στέκομαι σε ένα μπαλκόνι να χαιρετάω τον κόσμο. Και ναι, ξέρω πως αυτό είναι διεστραμμένο». Η Μπιργκίτα τον φίλησε στο στόμα. «Θα μπορούσες να είχες πλύνει τα δόντια σου» είπε ο Χάρι μέσα από τα σφιγμένα του χείλια. Καθώς εκείνη έγειρε πίσω και γελούσε, ο Χάρι βρήκε την ευκαιρία, σήκωσε γρήγορα το κεφάλι του, έπιασε τη ζώνη με τα δόντια του και την τράβηξε. Το μπουρνούζι άνοιξε και εκείνος της έσπρωξε τα γόνατα και την ξάπλωσε πάνω του. Το δέρμα της ήταν ζεστό και υγρό μετά το πρωινό μπάνιο. «Αστυνομία!» φώναξε η Μπιργκίτα και τύλιξε τα πόδια της γύρω του. Ο Χάρι ένιωσε τον σφυγμό του να χτυπάει σε ολόκληρο το κορμί του. «Βοήθεια» ψιθύρισε εκείνη και του

δάγκωσε το αυτί.

Ύστερα έμειναν ξαπλωμένοι και κοίταζαν το ταβάνι. «Θα ήθελα…» άρχισε να λέει η Μπιργκίτα. «Ναι;» «Όχι, τίποτα». Σηκώθηκαν και ντύθηκαν. Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι και διαπίστωσε πως είχε ήδη καθυστερήσει για την πρωινή συνάντηση. Στάθηκε μπροστά στην εξώπορτα και την αγκάλιασε. «Νομίζω πως ξέρω τι θα ήθελες» είπε ο Χάρι. «Θα ήθελες να σου πω κάτι για τον εαυτό μου». Η Μπιργκίτα ακούμπησε το κεφάλι της πάνω του. «Ξέρω πως δεν σου αρέσει αυτό και πως ό,τι έχω μάθει για σένα σ’ το έβγαλα με το τσιγκέλι. Ότι η μητέρα σου ήταν μια ευγενική, έξυπνη γυναίκα, μισή Εσκιμώα της Νορβηγίας, και ότι πέθανε πριν από έξι χρόνια. Ότι ο πατέρας σου είναι καθηγητής και δεν του αρέσει αυτό που κάνεις, αλλά δεν το λέει. Και το άτομο που αγαπάς περισσότερο απ’ όλα στον κόσμο, η αδελφή σου, έχει μια ήπια μορφή του συνδρόμου Ντάουν. Μ’ αρέσει να ξέρω τέτοια πράγματα για σένα. Αλλά θέλω να μου τα λες επειδή το επιθυμείς». Ο Χάρι τής χάιδεψε τον λαιμό. «Θέλεις να μάθεις κάτι

αληθινό; Ένα μυστικό;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Όταν οι άνθρωποι μοιράζονται ένα μυστικό δένονται» ψιθύρισε ο Χάρι μέσα στα μαλλιά της. «Και αυτό δεν είναι πάντα κάτι που θέλουν». Έμειναν σιωπηλοί στην είσοδο. Ο Χάρι πήρε βαθιά ανάσα. «Όλη μου τη ζωή περιστοιχίζομαι από ανθρώπους που με αγαπάνε. Μου έχει δοθεί ό,τι έχω επιθυμήσει. Με λίγα λόγια, δεν έχω καμιά εξήγηση γιατί έγινα αυτό που έγινα». Ένα αεράκι από το παράθυρο φύσηξε τα μαλλιά του Χάρι απαλά κι εκείνος έκλεισε τα μάτια του. «Γιατί έγινα αλκοολικός». Το είπε τραχιά και δυνατά. Η Μπιργκίτα έμεινε κολλημένη πάνω του, ακίνητη. «Δεν είναι τόσο εύκολο στη Νορβηγία να απολυθεί ένας δημόσιος υπάλληλος. Η ανικανότητα από μόνη της δεν φτάνει, η τεμπελιά δεν είναι θέμα και μπορείς να βρίσεις το αφεντικό όσο θέλεις χωρίς κανένα πρόβλημα. Για να πω την αλήθεια, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις – ο νόμος σε προστατεύει από τα περισσότερα. Εκτός από το ποτό. Το να πας στη δουλειά στην αστυνομία μεθυσμένος περισσότερες από δύο φορές είναι αρκετός λόγος για άμεση απόλυση. Υπήρχε μια εποχή που ήταν πιο εύκολο να μετρήσεις τις μέρες που δεν πήγαινα μεθυσμένος στη δουλειά». Χαλάρωσε τα χέρια του και την κράτησε μπροστά του.

Ήθελε να δει πώς αντιδρούσε. Ύστερα την τράβηξε ξανά στην αγκαλιά του. «Παρ’ όλα αυτά, κατά κάποιον τρόπο τα έβγαζα πέρα και όσοι καταλάβαιναν την κατάσταση έκαναν τα στραβά μάτια. Κάποιος θα έπρεπε να με είχε αναφέρει, αλλά η αφοσίωση και η αλληλεγγύη υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό στο Σώμα. Ένα βράδυ πήγαινα με έναν συνάδελφο σε ένα διαμέρισμα στο Χόλμενκολ για να ανακρίνουμε έναν τύπο για μια δολοφονία μεταξύ ναρκομανών. Δεν ήταν καν ύποπτος, αλλά ενώ ήμασταν έξω και χτυπούσαμε το κουδούνι, είδαμε το αμάξι του να βγαίνει με μεγάλη ταχύτητα από το γκαράζ, τρέξαμε στο αυτοκίνητό μας και τον πήραμε από πίσω. Ανάψαμε και την μπλε σειρήνα-φάρο και τρέχαμε με εκατόν δέκα χιλιόμετρα κατεβαίνοντας τη Σερκενταλσβάι. Ο δρόμος είχε στροφές δεξιά κι αριστερά, χτυπήσαμε σε κάνα δυο κράσπεδα πεζοδρομίων και ο συνάδελφος με ρώτησε αν ήθελα να πάρει εκείνος το τιμόνι. Ήμουν τόσο αποφασισμένος να πιάσω τον τύπο, που αγνόησα την πρόταση». Ό,τι επακολούθησε ο Χάρι το έμαθε από αυτά που του είπαν. Στoν σταθμό Βίντερεν του μετρό, ένα αυτοκίνητο είχε μόλις βγει από ένα βενζινάδικο. Οδηγούσε ένας νεαρός που πρόσφατα είχε πάρει δίπλωμα οδήγησης και είχε πάει στον

σταθμό να αγοράσει τσιγάρα για τον πατέρα του. Το αυτοκίνητο με τους δύο αστυνομικούς παρέσυρε το αμάξι του νεαρού, έριξε τον φράχτη και μπήκε στις γραμμές του τρένου, παρασύροντας επίσης το υπόστεγο της στάσης του λεωφορείου, όπου μόλις πριν από δύο λεπτά πέντε έξι άνθρωποι περίμεναν, και τελικά σταμάτησε στην πλατφόρμα στην άλλη πλευρά των σιδηροδρομικών γραμμών. Ο συνάδελφος του Χάρι τινάχτηκε από το παρμπρίζ και βρέθηκε είκοσι μέτρα πιο κάτω στις γραμμές. Είχε χτυπήσει σε έναν στύλο του φράχτη το κεφάλι του με τόση δύναμη, που η κορφή του στύλου είχε λυγίσει. Χρειάστηκε να του πάρουν δακτυλικά αποτυπώματα για να σιγουρευτούν για την ταυτότητά του. Το αγόρι στο άλλο αυτοκίνητο έμεινε παράλυτο από τον λαιμό και κάτω. «Πήγα και τον επισκέφθηκα σε ένα μέρος που λέγεται Σούνος» είπε ο Χάρι. «Ονειρεύεται πως θα μπορέσει να οδηγήσει αυτοκίνητο ξανά μια μέρα. Εμένα με βρήκαν μέσα στα συντρίμμια με κατάγματα στο κρανίο και εσωτερική αιμορραγία. Έζησα αρκετές εβδομάδες στην εντατική του νοσοκομείου, με μηχανική υποστήριξη». Η μητέρα του τον επισκεπτόταν καθημερινά μαζί με την αδελφή του. Κάθονταν στις δυο πλευρές του κρεβατιού του και του κρατούσαν τα χέρια. Ο πατέρας του πήγαινε το βράδυ, όταν είχε τελειώσει το επισκεπτήριο. Λόγω της βαριάς

διάσεισης είχε διαταραχτεί η όρασή του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ούτε να διαβάσει ούτε να δει τηλεόραση. Ο πατέρας του, λοιπόν, του διάβαζε. Καθόταν πολύ κοντά του στο κρεβάτι και του ψιθύριζε στο αυτί για να μην τον κουράζει, διαβάζοντάς του Σίγκουρντ Χόελ και Χιάρταν Φλέγκσταντ, τους αγαπημένους συγγραφείς του πατέρα του. «Είχα σκοτώσει έναν άνθρωπο και είχα σακατέψει έναν άλλο για όλη του τη ζωή, και τώρα καθόμουν και απολάμβανα τη φροντίδα και την αγάπη. Και το πρώτο που έκανα όταν μεταφέρθηκα σε θάλαμο ήταν να δωροδοκήσω έναν τύπο στο διπλανό κρεβάτι για να στείλει τον αδελφό του να μου πάρει ένα μπουκάλι τζιν». Ο Χάρι σώπασε. Η αναπνοή της Μπιργκίτα ήταν ήρεμη και κανονική. «Σοκαρίστηκες;» τη ρώτησε. «Κατάλαβα πως ήσουν αλκοολικός από την πρώτη στιγμή που σε είδα» απάντησε η Μπιργκίτα. «Ο πατέρας μου ήταν αλκοολικός». Ο Χάρι δεν ήξερε τι να πει. «Πες μου κι άλλα» είπε εκείνη. «Τα υπόλοιπα… τα υπόλοιπα αφορούν την αστυνομία της Νορβηγίας. Ίσως είναι καλύτερα να μην τα ξέρεις». «Είμαστε μακριά από τη Νορβηγία τώρα» είπε εκείνη.

Ο Χάρι την έσφιξε πάνω του. «Αρκετά άκουσες για σήμερα. Η συνέχεια προσεχώς. Πρέπει να φύγω τώρα. Να έρθω στο Albury και απόψε να σε παρενοχλήσω;» Η Μπιργκίτα χαμογέλασε θλιμμένα και ο Χάρι ένιωσε ότι εμπλεκόταν σε αυτή τη σχέση περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε.

«Άργησες» είπε ο Γουάτκινς όταν ο Χάρι έφτασε στην υπηρεσία. Άφησε ένα μάτσο φωτοτυπίες στο γραφείο του. «Τζετ λαγκ. Τίποτα νεότερο;» ρώτησε ο Χάρι. «Έχεις λίγο διάβασμα να κάνεις. Ο Γιονγκ Σου ξέθαψε κάποιες παλιές υποθέσεις βιασμών. Αυτές ακριβώς κοιτάζουν μαζί με τον Κένσινγκτον αυτή τη στιγμή». Ο Χάρι κατάλαβε πως χρειαζόταν ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ πρώτα και κατευθύνθηκε προς την καντίνα. Εκεί βρήκε τον Μακόρμακ καλοδιάθετο. Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι στην καντίνα, ο καθένας με τον δικό του καπουτσίνο. «Τηλεφώνησαν από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Τους πήραν τηλέφωνο από το υπουργείο Δικαιοσύνης της Νορβηγίας. Μίλησα πριν από λίγο με τον Γουάτκινς και μου είπε πως ήδη έχετε κάποιον ύποπτο». «Τον Έβανς Γουάιτ. Υποστηρίζει ότι έχει άλλοθι για τις μέρες που έγινε ο φόνος. Ζητήσαμε από την αστυνομία της

Νιμπίν να καλέσει τη γυναίκα με την οποία ισχυρίζεται πως ήταν, για να επιβεβαιώσει την ιστορία του. Επιπλέον έχει ειδοποιηθεί ο Έβανς να μην απομακρυνθεί από την πόλη χωρίς να το δηλώσει». Ο Μακόρμακ γρύλισε. «Συνάντησες τον τύπο πρόσωπο με πρόσωπο, Χόλι. Είναι αυτός;» Ο Χάρι κοίταξε τον καφέ του. Οι λευκές ρίγες από το γάλα περιστρέφονταν ελικοειδώς, σαν σπειροειδής γαλαξίας. «Μπορώ να χρησιμοποιήσω μια αναλογία, σερ; Ξέρετε ότι ο γαλαξίας μας είναι ένα σπειροειδές σύστημα με περισσότερα από εκατό δισεκατομμύρια αστέρια; Αν κάποιος διέσχιζε κατά πλάτος κάποια από τις σπείρες με την ταχύτητα του φωτός, σε χίλια χρόνια θα ήταν ακόμη στα μισά του δρόμου. Για να μη μιλήσουμε για τη διαδρομή κατά μήκος ή σε ολόκληρο τον γαλαξία…» «Πολύ αλληγορικά μου τα λες πρωί πρωί, Χόλι. Τι προσπαθείς να πεις;» «Πως η ανθρώπινη ψυχή είναι ένα τεράστιο, σκοτεινό δάσος, που δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος στη μικρή διάρκεια της ζωής του να το γνωρίσει εντελώς. Πως εγώ δεν τα καταφέρνω, σερ». Ο Μακόρμακ κοίταξε τον Χάρι. Φαινόταν ανήσυχος. «Έχεις αρχίσει να μιλάς σαν τον Κένσινγκτον, Χόλι. Ίσως ήταν λάθος μου που σας έβαλα να συνεργαστείτε. Είναι πολύ

αλλόκοτο το μυαλό αυτού του τύπου».

Ο Γιονγκ έβαλε μια διαφάνεια στον προβολέα. «Έχουν αναφερθεί πάνω από πέντε χιλιάδες βιασμοί φέτος σ’ αυτή τη χώρα. Αυτό από μόνο του λέει πως είναι καταδικασμένη προσπάθεια να αρχίσει να ψάχνει κανείς κάποιο σχέδιο, χωρίς να χρησιμοποιήσει τη στατιστική. Ψυχρή και αδιαμφισβήτητη στατιστική. Η πρώτη λέξη-κλειδί είναι το “στατιστικώς σημαντικό”. Με άλλα λόγια, ψάχνουμε για ένα σύστημα που δεν μπορεί να εξηγηθεί από τη στατιστική τυχαιότητα. Λέξη-κλειδί νούμερο δύο η “δημογραφία”. Έψαξα πρώτα τις αναφορές για ανεξιχνίαστους φόνους και βιασμούς κατά τα τελευταία πέντε χρόνια που περιείχαν τις λέξεις “στραγγαλισμός” ή “πνίξιμο”. Βρήκα δώδεκα φόνους και μερικές εκατοντάδες βιασμούς. Μετά, περιόρισα τον αριθμό προσθέτοντας ότι τα θύματα έπρεπε να είναι ξανθιές γυναίκες μεταξύ δεκάξι και τριάντα πέντε χρονών που ζούσαν στην ανατολική ακτή. Επίσημες στατιστικές και στοιχεία που αφορούν το χρώμα των μαλλιών και εκδόθηκαν από τη δική μας Υπηρεσία Διαβατηρίων δείχνουν πως αυτή η ομάδα αποτελεί λιγότερο από το πέντε τοις εκατό του γυναικείου πληθυσμού. Εντέλει, έμεινα με επτά δολοφονίες και πάνω από σαράντα

βιασμούς». Ο Γιονγκ έβαλε μια άλλη διαφάνεια με ποσοστά και μια γραφική παράσταση. Άφησε τους άλλους να τη διαβάσουν χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο. Ακολούθησε μακρά σιωπή. Ο Γουάτκινς ήταν ο πρώτος που μίλησε: «Αυτό σημαίνει…;». «Όχι» είπε ο Γιονγκ. «Αυτό δεν σημαίνει ότι ξέρουμε κάτι που δεν ξέραμε πριν. Οι αριθμοί είναι πολύ αόριστοι». «Μπορούμε όμως να φανταστούμε» είπε ο Άντριου. «Μπορούμε, ας πούμε, να φανταστούμε πως υπάρχει κάποιος τύπος εκεί έξω που βιάζει ξανθιές γυναίκες συστηματικά και τις σκοτώνει λιγότερο συστηματικά. Και που του αρέσει να σφίγγει τα χέρια του γύρω από γυναικείους λαιμούς». Ξαφνικά όλοι άρχισαν να μιλούν συγχρόνως και ο Γουάτκινς τούς ζήτησε να σταματήσουν. Πρώτος πήρε τον λόγο ο Χάρι: «Γιατί αυτό δεν είχε διαπιστωθεί νωρίτερα; Μιλάμε για επτά δολοφονίες και σαράντα ή πενήντα βιασμούς που μπορεί να έχουν κάποια σχέση». Ο Γιονγκ Σου ανασήκωσε τους ώμους του. «Ο βιασμός είναι δυστυχώς καθημερινή πραγματικότητα στην Αυστραλία. Επίσης, ίσως δεν του δίνεται η προτεραιότητα που θα ήθελε κανείς να πιστεύει ότι του δίνεται». Ο Χάρι κατένευσε. Δεν το βρήκε σκόπιμο να φουσκώσει

από υπερηφάνεια για λογαριασμό της δικής του χώρας. «Επιπλέον, οι περισσότεροι βιαστές βρίσκουν τα θύματά τους στην πόλη ή στην περιοχή που ζουν οι ίδιοι και δεν την εγκαταλείπουν ύστερα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει συστηματική συνεργασία ανάμεσα στις διάφορες πολιτείες σε κλασικές περιπτώσεις βιασμού. Το πρόβλημα στις περιπτώσεις που διαμορφώνουν τη στατιστική μου είναι η γεωγραφική διασπορά». Ο Γιονγκ έδειξε τον κατάλογο με τα ονόματα των τόπων και τις ημερομηνίες. «Τη μια μέρα στη Μελβούρνη, έναν μήνα μετά στην Κερνς και την επόμενη εβδομάδα στο Νιουκάσλ. Βιασμοί σε τρεις διαφορετικές πολιτείες σε λιγότερο από δύο μήνες. Ενίοτε με κουκούλα, άλλοτε με μάσκα, τουλάχιστον μία φορά με νάιλον κάλτσα, ενώ τις περισσότερες φορές οι γυναίκες δεν είδαν καν τον βιαστή. Το έγκλημα μπορεί να γίνει οπουδήποτε, από τα σκοτεινά σοκάκια μέχρι τα πάρκα. Τα θύματα έχουν συρθεί μέσα σε αυτοκίνητα ή ο βιαστής έχει παραβιάσει το σπίτι τους τη νύχτα. Εν ολίγοις, δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο σε όλο αυτό, πέρα από το ότι τα θύματα ήταν ξανθιές γυναίκες, στραγγαλίστηκαν, και κανείς δεν μπόρεσε να δώσει στην αστυνομία μια περιγραφή του άντρα. Α, υπάρχει και κάτι ακόμα: ο δολοφόνος μας κάνει εξαιρετικά

καθαρή δουλειά. Δυστυχώς. Προφανώς πλένει τα θύματά του και αφαιρεί οποιοδήποτε ίχνος του: δακτυλικά αποτυπώματα, σπέρμα, ίνες από τα ρούχα του, τρίχες, δέρμα κάτω από τα νύχια του θύματος και άλλα τέτοια. Εκτός από αυτό, δεν υπάρχει τίποτε από τα στοιχεία που συνήθως συνδέουμε με έναν κατά συρροή δολοφόνο, τίποτα το αλλόκοτο, όπως τελετουργικές πράξεις ή καρτ ποστάλ στην αστυνομία που να λένε “ήμουν εδώ”. Ύστερα από τους τρεις βιασμούς σε διάστημα δύο μηνών, επικρατεί ησυχία για έναν ολόκληρο χρόνο. Εκτός κι αν βρίσκεται ο ίδιος δράστης πίσω από κάποιους από τους άλλους βιασμούς που έχουν αναφερθεί μέσα σε αυτόν τον χρόνο. Όμως αυτό δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε». «Και οι δολοφονίες;» ρώτησε ο Χάρι. «Αυτές δεν κρούουν τον κώδωνα;» Ο Γιονγκ έγνεψε αρνητικά. «Γεωγραφική διασπορά. Όταν η αστυνομία στο Μπρίσμπεϊν βρει ένα πτώμα που έχει βιαστεί, το Σίδνεϊ δεν είναι το πρώτο μέρος που θα ψάξουν. Επιπλέον, οι δολοφονίες είναι διάσπαρτες σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, που είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς μια ξεκάθαρη σχέση μεταξύ τους. Άλλωστε, ο στραγγαλισμός δεν είναι κάτι ασυνήθιστο σε περιπτώσεις βιασμού». «Δεν υπάρχει λειτουργική Ομοσπονδιακή Αστυνομία στην

Αυστραλία;» ρώτησε ο Χάρι. Χαμόγελα γύρω από το τραπέζι. Ο Χάρι δεν επέμεινε, άλλαξε θέμα. «Αν πρόκειται για κατά συρροή δολοφόνο…» άρχισε να λέει. «…τότε συχνά έχει ένα σχέδιο, μια κεντρική ιδέα» συνέχισε ο Άντριου. «Όμως εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;» Ο Γιονγκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Σίγουρα υπήρξε κάποιος στην αστυνομία ο οποίος μερικές φορές μέσα στα χρόνια θεώρησε βάσιμη την ιδέα πως ένας κατά συρροή δολοφόνος ήταν πίσω από τις δολοφονίες. Προφανώς είχε βγάλει παλιούς φακέλους από τα αρχεία και τους είχε συγκρίνει, αλλά οι αποκλίσεις ήταν τόσο μεγάλες, που δεν μπόρεσε να στηρίξει αυτή την υποψία». «Αν πράγματι πρόκειται για κατά συρροή δολοφόνο, δεν έχει μια λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή επιθυμία να συλληφθεί;» ρώτησε ο Λίμπι. Ο Γουάτκινς ξερόβηξε. Αυτό ήταν το πεδίο του. «Έτσι παρουσιάζεται στην αστυνομική λογοτεχνία» είπε. «Ότι οι πράξεις του δολοφόνου είναι μια κραυγή για βοήθεια και ότι αφήνει μικρά κωδικοποιημένα μηνύματα και ίχνη ως αποτέλεσμα της ενδόμυχης επιθυμίας του κάποιος να τον σταματήσει. Και μερικές φορές, πράγματι αυτό συμβαίνει.

Αλλά φοβάμαι πως δεν είναι τόσο απλό. Οι περισσότεροι κατά συρροή δολοφόνοι είναι σαν τους περισσότερους ανθρώπους: δεν θέλουν να συλληφθούν. Και αν στην περίπτωσή μας πρόκειται πραγματικά για κάποιον κατά συρροή δολοφόνο, δεν μας έχει δώσει και πολλά στοιχεία για να προχωρήσουμε. Υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν μου αρέσουν…» Έκανε μια γκριμάτσα που άφησε να φανεί μια σειρά από κιτρινισμένα δόντια. «Πρώτα απ’ όλα, δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα σχέδιο στις δολοφονίες, πέρα από το γεγονός πως τα θύματα είναι ξανθιές και τις στραγγαλίζει. Αυτό μπορεί να σημαίνει πως βλέπει τις δολοφονίες ως μεμονωμένα γεγονότα, ως ένα έργο τέχνης που πρέπει να διαφέρει από εκείνο που έκανε προηγουμένως. Και αυτό κάνει τη δουλειά δυσκολότερη για εμάς. Ή μπορεί να υπάρχει κάποιο κρυμμένο κεντρικό θέμα, το οποίο δεν μπορούμε να διακρίνουμε ακόμη. Αλλά θα μπορούσε επίσης να σημαίνει πως δεν σκοτώνει προσχεδιασμένα, αλλά ότι αναγκάζεται σε μερικές περιπτώσεις. Όταν, για παράδειγμα, το θύμα δει το πρόσωπό του, αντισταθεί, φωνάξει για βοήθεια ή συμβεί κάτι άλλο απρόβλεπτο». «Μπορεί επίσης να σκοτώνει μόνο σε περιπτώσεις που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την πράξη» επισήμανε ο Λίμπι. «Ίσως θα έπρεπε να ζητήσουμε από κάποιους ψυχολόγους

να κοιτάξουν προσεκτικότερα αυτές τις υποθέσεις» είπε ο Χάρι. «Θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα ψυχολογικό προφίλ που θα μας βοηθούσε». «Ίσως» είπε ο Γουάτκινς, αλλά το μυαλό του φαινόταν να είναι αλλού. «Και ποιο είναι το δεύτερο, σερ;» ρώτησε ο Γιονγκ. «Τι;» ξαφνιάστηκε ο Γουάτκινς. «Είπατε, πρώτα απ’ όλα. Ποιο είναι το άλλο που δεν σας αρέσει;» «Η ξαφνική του αδράνεια» απάντησε ο Γουάτκινς. «Βέβαια, αυτό μπορεί να συμβαίνει για καθαρά πρακτικούς λόγους, όπως το ότι λείπει σε ταξίδι ή είναι άρρωστος. Όμως μπορεί επίσης να είναι επειδή νιώθει πως αργά ή γρήγορα κάποιος θα αρχίσει να συνδυάζει μερικά πράγματα. Έτσι, σταματάει για λίγο, μόνο για μια ανάσα!» Χτύπησε τα δάχτυλά του. «Και σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για έναν πραγματικά επικίνδυνο άνθρωπο. Κάποιον που είναι πειθαρχημένος και πανούργος και δεν οδηγείται από εκείνο το αυτοκαταστροφικό πάθος που κλιμακώνεται και στο τέλος προδίδει τους περισσότερους κατά συρροή δολοφόνους. Πρόκειται για έναν έξυπνο δολοφόνο, τον οποίο είναι δύσκολο να πιάσουμε πριν εξαπολύσει ένα αληθινό λουτρό

αίματος. Αν ποτέ τα καταφέρουμε». Επικράτησε μια στενάχωρη σιωπή στο δωμάτιο. Ο Χάρι ανατρίχιασε και μόνο με τη σκέψη. Σκέφτηκε τους κατά συρροή δολοφόνους οι οποίοι, όπως είχε διαβάσει, ποτέ δεν συλλαμβάνονταν, αλλά η αστυνομία είχε σταματήσει να τους κυνηγάει επειδή ξαφνικά οι δολοφονίες σταματούσαν. Και τότε κανείς δεν ήξερε αν ο δολοφόνος ήταν ακόμη ζωντανός και ίσως βρισκόταν σε χειμερία νάρκη. «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Άντριου. «Θα πούμε σε όλες τις ξανθιές κάτω από την ηλικία της συνταξιοδότησης να μένουν κλεισμένες μέσα τα βράδια;» «Έτσι διακινδυνεύουμε πως αυτός θα χαθεί κάτω από τη γη και δεν θα μπορέσουμε να τον βρούμε ποτέ» είπε ο Λίμπι. Είχε βγάλει έναν σουγιά και καθάριζε τα νύχια του με μεγάλη επιμέλεια. «Από την άλλη πλευρά, θα αφήσουμε όλες τις ξανθιές Αυστραλές να γίνουν δόλωμα γι’ αυτόν τον τύπο;» «Δεν έχει νόημα να πούμε στις γυναίκες να μείνουν μέσα» είπε ο Γουάτκινς. «Αν εκείνος αναζητήσει θύμα, θα το βρει. Άλλωστε, γι’ αυτό δεν διέρρηξε και κάνα δυο σπίτια; Ξεχάστε το. Πρέπει να τον παρασύρουμε να βγει από τη φωλιά του». «Πώς όμως; Ο τύπος αλωνίζει ολόκληρη την καταραμένη ανατολική Αυστραλία και κανένας δεν ξέρει πότε θα ξαναχτυπήσει. Φαίνεται πως βιάζει και σκοτώνει τυχαία». Ο

Λίμπι μιλούσε στα νύχια του. «Λάθος» απάντησε ο Άντριου. «Με έναν τύπο που τα έχει καταφέρει να επιβιώσει τόσο καιρό, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Σκέφτεται κανείς πως μερικοί κατά συρροή δολοφόνοι επιζητούν την προσοχή γύρω από τους φόνους τους. Αφήνουν την υπογραφή τους στη δολοφονία, προσδιορίζουν την ταυτότητά τους. Δεν συμβαίνει το ίδιο εδώ. Αντιθέτως, αυτός αποφεύγει τις ομοιότητες και μόνο το πάθος του να στραγγαλίζει τον προδίδει. Κατά τα άλλα, είναι εντελώς απρόβλεπτος. Έτσι νομίζει αλλά κάνει λάθος. Γιατί υπάρχει κάποιο σχέδιο. Πάντα υπάρχει κάποιο σχέδιο. Όχι επειδή κάποιος το σχεδιάζει αλλά επειδή όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα της συνήθειας και δεν υπάρχει καμιά διαφορά σε αυτό ανάμεσα σ’ εμένα, σ’ εσένα και στον βιαστή. Το θέμα είναι μόνο να βρούμε ποιες είναι αυτές οι συνήθειες αυτού του πλάσματος». «Ο άνθρωπος είναι τρελός» είπε ο Λίμπι. «Όλοι οι κατά συρροή δολοφόνοι δεν έχουν μια δόση σχιζοφρένειας; Δεν ακούνε φωνές που τους λένε να σκοτώσουν και τέτοια; Συμφωνώ με τον Χάρι, ας φωνάξουμε έναν ψυχολόγο». Ο Γουάτκινς έξυνε τον λαιμό του. Φαινόταν μπερδεμένος. «Ένας ψυχολόγος μπορεί σίγουρα να μας πει πολλά για έναν κατά συρροή δολοφόνο, αλλά δεν είναι καθόλου

σίγουρο πως πρόκειται για κάτι τέτοιο στην περίπτωσή μας» επισήμανε ο Άντριου. «Επτά φόνοι. Εγώ αυτό το λέω κατά συρροή δολοφονίες» είπε ο Λίμπι. «Ακούστε» είπε ο Άντριου γέρνοντας πάνω από το τραπέζι και σηκώνοντας ψηλά τα μεγάλα μαύρα χέρια του. «Για έναν κατά συρροή δολοφόνο η σεξουαλική πράξη έρχεται δεύτερη, μετά τον φόνο. Ο βιασμός χωρίς δολοφονία δεν έχει νόημα. Όμως για τον άνθρωπό μας ο βιασμός είναι το σημαντικότερο. Στις περιπτώσεις που σκοτώνει είναι πιθανόν για πρακτικούς λόγους, όπως είπε ο επιθεωρητής Γουάτκινς. Ίσως επειδή το θύμα μπορεί να τον αναγνωρίσει. Αν έχει δει το πρόσωπό του». Ο Άντριου έκανε μια παύση. «Ή μπορεί να καταλάβει ποιος είναι». Ακούμπησε τα χέρια του μπροστά του. Ο ανεμιστήρας στη γωνία έκανε θόρυβο, όμως η ατμόσφαιρα ήταν πιο αποπνικτική από ποτέ. «Η στατιστική είναι χρήσιμη» είπε ο Χάρι. «Όμως δεν πρέπει να την αφήσουμε να μας παρασύρει. Για να αντιστρέψω μια νορβηγική παροιμία, “βλέπουμε το δάσος και χάνουμε το δέντρο”». Ο Γουάτκινς είχε βγάλει ένα μαντίλι και σκούπιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. «Είναι πολύ πιθανόν το νόημα της οπωσδήποτε σημαντικής νορβηγικής παροιμίας του

κύριου Χόλι να χάνεται στη μετάφραση, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα» είπε. «Εννοώ ότι δεν πρέπει να αφήσουμε τη γενικότερη εικόνα να επισκιάσει το γεγονός πως η δολοφονία της Ίνγκερ Χόλτερ μπορεί να είναι μια μεμονωμένη πράξη. Κάποιοι άνθρωποι πέθαναν από συνηθισμένη πνευμονία στη διάρκεια της επιδημίας του Μαύρου Θανάτου, έτσι δεν είναι; Ας υποθέσουμε πως ο Έβανς Γουάιτ δεν είναι κατά συρροή δολοφόνος. Το γεγονός πως υπάρχει κάποιος άλλος που γυρνάει και σκοτώνει ξανθιές δεν σημαίνει ότι ο Έβανς Γουάιτ δεν μπορεί να έχει πάρει τη ζωή της Ίνγκερ Χόλτερ». «Κάπως περίπλοκη εξήγηση, αλλά καταλαβαίνω πού το πας, Χόλι» είπε ο Γουάτκινς και ανακεφαλαίωσε: «ΟΚ, συνάδελφοι. Ψάχνουμε έναν βιαστή και πιθανόν – επαναλαμβάνω πιθανόν– κατά συρροή δολοφόνο. Το αφήνω στον Μακόρμακ να αποφασίσει πώς θα κλιμακωθεί η έρευνα. Εντωμεταξύ, θα συνεχίσουμε αυτό που κάνουμε. Κένσινγκτον, έχεις τίποτα νεότερο να αναφέρεις;». «Επειδή ο Χόλι δεν πρόλαβε την πρωινή συνάντηση, θα επαναλάβω πως μίλησα με τον Ρόμπερτσον, τον υπέροχο σπιτονοικοκύρη της Ίνγκερ Χόλτερ, και τον ρώτησα αν το όνομα Έβανς Γουάιτ τού έλεγε τίποτα. Και πρέπει η σύγχυση και η θολούρα του να ξεκαθάρισαν για λίγο, γιατί πράγματι

κάτι του έλεγε το όνομα. Θα περάσουμε από εκεί το απόγευμα. Κατά τ’ άλλα, τηλεφώνησε ο καλός μας φίλος, ο σερίφης της Νιμπίν. Η Αντζελίνα Χάτσινσον επιβεβαίωσε πως ήταν στο σπίτι του Έβανς Γουάιτ εκείνες τις δυο μέρες πριν βρεθεί η Ίνγκερ Χόλτερ». Ο Χάρι βλαστήμησε. Ο Γουάτκινς χτύπησε τα χέρια του. Εντάξει, πίσω στη δουλειά, παιδιά. Πάμε να τον τσακώσουμε τον μπάσταρδο». Οι τελευταίες λέξεις δεν ακούστηκαν και πολύ πειστικές.

Ο Χάρι κάποτε είχε ακούσει πως οι σκύλοι έχουν μια μέση βραχυπρόθεσμη μνήμη τριών δευτερολέπτων, αλλά με επαναλαμβανόμενα ερεθίσματα μπορεί να επεκταθεί σημαντικά. Η φράση «ο σκύλος του Παβλόφ» αναφέρεται στα πειράματα του ρώσου φυσιολόγου Ιβάν Παβλόφ με σκύλους, βάσει των οποίων ανέπτυξε τη θεωρία των εξαρτημένων αντανακλαστικών του νευρικού συστήματος. Για μια μακρά χρονική περίοδο, κάθε φορά που έδινε τροφή στους σκύλους ακουγόταν συγχρόνως ο ήχος ενός κουδουνιού. Μια μέρα ακούστηκε το κουδούνι, χωρίς όμως να τους δώσει τροφή. Ωστόσο, στο στομάχι και στο πάγκρεας των σκύλων εκκρίθηκαν γαστρικά υγρά για τη χώνευση της τροφής. Δεν ακούγεται και τόσο εντυπωσιακό, όμως αυτό το

πείραμα έδωσε στον Παβλόφ ένα βραβείο Νόμπελ. Είχε αποδειχτεί ότι ύστερα από επαναλαμβανόμενα ερεθίσματα το σώμα «θυμόταν». Όταν ο Άντριου, για δεύτερη φορά σε λίγες μόλις μέρες, έστειλε τον δαίμονα της Τασμανίας του Ρόμπερτσον μέσα στους θάμνους με μια κλοτσιά, είχε λόγο να πιστεύει πως αυτή η κλοτσιά θα έμενε περισσότερο στο μυαλό του από την πρώτη. Την επόμενη φορά που ο σκύλος του Ρόμπερτσον θα άκουγε άγνωστα βήματα έξω από την πόρτα, αντί να σκαρώνει επιθέσεις με το μικρό, μοχθηρό μυαλό του, μπορεί να ένιωθε πόνους στα πλευρά του. Ο Ρόμπερτσον τους δέχτηκε στην κουζίνα και τους κέρασε μπίρα. Ο Άντριου ευχαρίστησε και την πήρε, αλλά ο Χάρι ζήτησε ένα ποτήρι μεταλλικό νερό. Επειδή ο Ρόμπερτσον δεν είχε, ο Χάρι σκέφτηκε πως θα αρκούνταν σε ένα τσιγάρο. «Καλύτερα όχι» είπε ο Ρόμπερτσον όταν ο Χάρι έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα. «Απαγορεύεται το κάπνισμα στο σπίτι μου. Το τσιγάρο καταστρέφει τον οργανισμό σου» συμπλήρωσε, κατεβάζοντας μισό μπουκάλι μπίρα. «Σας ενδιαφέρει λοιπόν οτιδήποτε αφορά την υγεία;» είπε ο Χάρι. «Ναι, βέβαια» απάντησε ο Ρόμπερτσον αγνοώντας τον σαρκασμό. «Σε αυτό το σπίτι δεν καπνίζουμε ούτε τρώμε κρέας ή ψάρι. Αναπνέουμε καθαρό αέρα και τρώμε αυτά που

μας δίνει η φύση». «Αυτό αφορά και τον σκύλο;» «Ο σκύλος μου δεν έχει δοκιμάσει κρέας ή ψάρι από όταν ήταν κουτάβι. Είναι πραγματικός γαλακτο-χορτοφάγος» είπε με καμάρι. «Αυτό δικαιολογεί την κακή του διάθεση» μουρμούρισε ο Χάρι. «Καταλάβαμε ότι ξέρετε κάποιον Έβανς Γουάιτ, κύριε Ρόμπερτσον. Τι μπορείτε να μας πείτε;» είπε ο Χάρι και έβγαλε το σημειωματάριό του. Δεν σκόπευε να σημειώσει τίποτα, αλλά γνώριζε από την εμπειρία του ότι οι άνθρωποι ένιωθαν πως η μαρτυρία τους ήταν πιο σημαντική αν κρατούσες σημειώσεις. Υποσυνείδητα, ήταν πιο προσεκτικοί, έλεγχαν αυτά που έλεγαν και ήταν πιο ακριβείς με τις ημερομηνίες, τα ονόματα και τους τόπους. «Ο επιθεωρητής Κένσινγκτον τηλεφώνησε για να ρωτήσει ποιοι επισκέπτονταν την Ίνγκερ Χόλτερ την εποχή που έμενε εδώ. Του είπα πως είχα ανεβεί στο δωμάτιό της, είχα δει τη φωτογραφία που είχε κρεμασμένη στον τοίχο και θυμήθηκα εκείνον τον τύπο με το παιδάκι στην αγκαλιά». «Αλήθεια;» «Ναι, ο τύπος είχε έρθει εδώ δύο φορές, απ’ όσο ξέρω. Την πρώτη φορά κλειδώθηκαν στο δωμάτιό της και έμειναν

εκεί σχεδόν δυο μέρες. Ήταν πολύ… εεε… θορυβώδεις. Είχα αρχίσει να ανησυχώ για τους γείτονες και έβαλα δυνατά μουσική για να μην τους φέρω σε αμηχανία, δηλαδή την Ίνγκερ κι εκείνο τον τύπο. Αν και δεν φάνηκε να τους νοιάζει καθόλου. Τη δεύτερη φορά ήρθε κι έφυγε ώσπου να πεις κύμινο». «Μάλωσαν;» «Ναι, νομίζω πως κάτι τέτοιο έγινε. Εκείνη του φώναζε όταν έφευγε ότι θα έλεγε στην τσούλα τι μπάσταρδος ήταν. Και ότι θα έλεγε και σε κάποιον τύπο για τα σχέδιά του». «Κάποιον τύπο;» «Είπε ένα όνομα αλλά δεν το θυμάμαι». «Και η τσούλα; Ποια μπορεί να ήταν;» ρώτησε ο Άντριου. «Προσπαθώ να μην μπερδεύομαι στην προσωπική ζωή των ενοίκων μου, επιθεωρητά». «Εξαιρετική μπίρα, κύριε Ρόμπερτσον. Ποια είναι η τσούλα;» ρώτησε ο Άντριου, αγνοώντας το προηγούμενο σχόλιο. «Αυτό είναι το θέμα» είπε διστακτικά ο Ρόμπερτσον μεταφέροντας νευρικά το βλέμμα του από τον Χάρι στον Άντριου. Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Υποθέτω πως είναι σημαντική για την υπόθεση, έτσι δεν είναι;» Η ερώτηση έμεινε μετέωρη αλλά όχι για πολύ. Ο Άντριου άφησε κάτω το μπουκάλι της μπίρας με δύναμη και πλησίασε στο πρόσωπο

του Ρόμπερτσον. «Βλέπεις πολλή τηλεόραση, Ρόμπερτσον. Στον πραγματικό κόσμο εγώ δεν σπρώχνω διακριτικά ένα εκατοδόλαρο στο τραπέζι και εσύ δεν ψιθυρίζεις ένα όνομα πριν πάρει ο καθένας μας τον δρόμο του χωρίς άλλη λέξη. Στον πραγματικό κόσμο τηλεφωνώ να έρθει ένα περιπολικό, καταφθάνει με τις σειρήνες να στριγκλίζουν, σου περνούν χειροπέδες και σε χώνουν στο αυτοκίνητο, όσο κι αν ντρέπεσαι τους γείτονες που παρακολουθούν. Σε συνοδεύουμε στο αστυνομικό τμήμα και σε μπαγλαρώνουμε σε ένα κελί για τη νύχτα, ως “πιθανό ύποπτο”, εκτός κι αν ξεράσεις ένα όνομα ή εμφανιστεί ο δικηγόρος σου. Στον πραγματικό κόσμο, στη χειρότερη περίπτωση, κατηγορείσαι πως κρύβεις πληροφορίες για να καλύψεις μια δολοφονία. Αυτό σε κάνει αυτόματα συνεργό σε έγκλημα και τιμωρείται με έξι χρόνια φυλακή. Τι θα κάνουμε λοιπόν, κύριε Ρόμπερτσον;» Ο Ρόμπερτσον είχε χλωμιάσει και ανοιγόκλεισε το στόμα του κάνα δυο φορές χωρίς να βγει ήχος. Έμοιαζε με ψάρι σε ενυδρείο που μόλις είχε καταλάβει πως δεν θα έτρωγε αλλά θα φαγωνόταν. «Εγώ… εγώ δεν εννοούσα πως…» «Για τελευταία φορά: ποια ήταν η τσούλα;»

«Νομίζω ότι ήταν εκείνη στη φωτογραφία… Η γυναίκα που ήταν εδώ…» «Ποια φωτογραφία;» «Στέκεται πίσω από την Ίνγκερ και τον τύπο στη φωτογραφία που έχει στο δωμάτιό της. Είναι εκείνη η μικρή καστανή με την μπαντάνα στο μέτωπο. Την αναγνώρισα γιατί ήρθε εδώ πριν από μερικές εβδομάδες και ζητούσε την Ίνγκερ. Τη φώναξα και στάθηκαν για λίγο στα σκαλοπάτια και μιλούσαν. Ύστερα οι φωνές τους άρχισαν να δυναμώνουν και επιτέθηκαν η μία στην άλλη. Στη συνέχεια η Ίνγκερ κοπάνησε την πόρτα στα μούτρα της άλλης και ανέβηκε στο δωμάτιό της κλαίγοντας. Έκτοτε, δεν την ξαναείδα». «Έχεις την καλοσύνη να μου φέρεις κάτω τη φωτογραφία, κύριε Ρόμπερτσον; Έχω ένα αντίγραφο, αλλά είναι στο γραφείο μου». Ο Ρόμπερτσον είχε γίνει η προσωποποίηση της προθυμίας και ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα στο δωμάτιο της Ίνγκερ. Όταν γύρισε, δεν χρειάστηκε στον Χάρι παρά μια γρήγορη ματιά για να καταλάβει ποια ήταν η γυναίκα στη φωτογραφία που εννοούσε ο Ρόμπερτσον. «Κάτι μου φάνηκε οικείο στο πρόσωπό της όταν τη συναντήσαμε» είπε ο Χάρι. «Είναι βέβαια η Μάνα Κουράγιο» φώναξε έκπληκτος ο

Άντριου. «Βάζω στοίχημα πως το πραγματικό της όνομα είναι Αντζελίνα Χάτσινσον».

Ο δαίμονας της Τασμανίας δεν φαινόταν πουθενά όταν βγήκαν έξω. «Έχεις αναρωτηθεί γιατί όλοι σε λένε “επιθεωρητή”, αστυνόμε Κένσινγκτον;» ρώτησε ο Χάρι όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο. «Πρέπει να είναι επειδή η προσωπικότητά μου εμπνέει εμπιστοσύνη. Το “επιθεωρητής” ακούγεται σαν ένας καλός θείος, έτσι δεν είναι;» είπε ο Άντριου ευχαριστημένος. «Και δεν μου πάει η καρδιά να τους διορθώσω». «Είσαι σαν ένας μεγάλος καλόκαρδος αρκούδος» γέλασε ο Χάρι. «Αρκούδος κοάλα» είπε ο Άντριου. «Έξι χρόνια φυλακή» παρατήρησε ο Χάρι. «Ψεύτη!» «Πρώτη φορά μού συμβαίνει» τον διαβεβαίωσε ο Άντριου.

7

TERRA NULLIUS, ΕΝΑΣ ΠΡΟΑΓΩΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΙΚ ΚΕΙΒ

Έ

βρεχε καταρρακτωδώς στο Σίδνεϊ. Η βροχή σφυροκοπούσε την άσφαλτο, πιτσίλιζε τους τοίχους των σπιτιών και μέσα σε ένα λεπτό σχημάτισε ποταμάκια που κυλούσαν στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Ο κόσμος έτρεχε να βρει καταφύγιο τσαλαβουτώντας στα νερά. Κάποιοι προφανώς είχαν ακούσει το δελτίο καιρού, είχαν πάρει τις ομπρέλες τους και τώρα χοροπηδούσαν σαν τεράστιοι πολύχρωμοι βάτραχοι στους δρόμους. Ο Άντριου και ο Χάρι περίμεναν μέσα στο αυτοκίνητο στο κόκκινο φανάρι της οδού Γουίλιαμ, δίπλα από το πάρκο Χάιντ.

«Θυμάσαι τον Αβορίγινα στο πάρκο κοντά στο Albury εκείνο το βράδυ;» ρώτησε ο Χάρι. «Στο πάρκο Γκριν;» «Σε χαιρέτησε αλλά εσύ δεν του απάντησες. Γιατί;» «Δεν τον ήξερα». Άναψε το πράσινο και ο Άντριου πάτησε γκάζι.

Το Albury ήταν σχεδόν άδειο όταν ο Χάρι μπήκε μέσα. «Πώς τόσο νωρίς σήμερα;» ρώτησε η Μπιργκίτα. Τοποθετούσε τα καθαρά ποτήρια στα ράφια. «Σκέφτηκα ότι θα έχω καλύτερη εξυπηρέτηση πριν γεμίσει κόσμο». «Εξυπηρετούμε τους πάντες εδώ» είπε εκείνη και του τσίμπησε το μάγουλο. «Τι θα πάρεις;» «Έναν καφέ μόνο». «Τον κερνάει το μαγαζί». «Ευχαριστώ, θησαυρέ μου». Η Μπιργκίτα γέλασε. «Θησαυρέ μου; Έτσι λέει ο πατέρας μου τη μάνα μου». Κάθισε σε ένα σκαμνί και έσκυψε πάνω από τον πάγκο προς τον Χάρι. «Και μάλλον πρέπει να ανησυχήσω όταν κάποιος που ξέρω λιγότερο από μία βδομάδα αρχίζει να με αποκαλεί έτσι». Ο Χάρι εισέπνευσε το άρωμά της. Οι επιστήμονες ξέρουν

ακόμη πολύ λίγα για το πώς το κέντρο της όσφρησης στον εγκέφαλο μετατρέπει τα ερεθίσματα από τους υποδοχείς στη συνειδητή αίσθηση της όσφρησης. Όμως ο Χάρι δεν σκεφτόταν τόσο πολύ το πώς γίνονταν όλα αυτά. Ήξερε μόνο ότι όταν ένιωθε τη μυρωδιά της, διάφορα πράγματα άρχιζαν να συμβαίνουν στο μυαλό και το κορμί του. Όπως ότι τα μάτια του μισόκλειναν, το στόμα του άνοιγε και σχημάτιζε ένα πλατύ χαμόγελο και η διάθεσή του ανέβαινε στα ύψη. «Ηρέμησε» της είπε. «Δεν ξέρεις ότι το θησαυρέ μου ανήκει στα πιο ακίνδυνα χαϊδευτικά;» «Δεν ήξερα καν πως υπάρχουν ακίνδυνα χαϊδευτικά». «Υπάρχουν. Όπως, για παράδειγμα, ψυχή μου, καρδιά μου ή φως μου». «Και ποια είναι τα επικίνδυνα;» «Εεε, μπουμπουκογατούλα μου είναι αρκετά επικίνδυνο» είπε ο Χάρι. «Τιιι;» «Μπουμπουκογατούλα, αρκουδοτζουτζούκα, τέτοιες… χνουδωτές λέξεις. Το σημαντικό είναι πως πρόκειται για χαϊδευτικά που δεν είναι κοινότοπα ή απρόσωπα, αλλά φτιαγμένα για να εκφράσουν τρυφερότητα. Και γενικώς προφέρονται κάπως ναζιάρικα και ψευδά, όπως όταν απευθύνεσαι σε παιδιά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει λόγος να νιώσεις κλειστοφοβία».

«Έχεις άλλα παραδείγματα;» «Τι έγινε ο καφές;» Η Μπιργκίτα τού έδωσε μια με το πανί που κρατούσε. Μετά έβαλε καφέ σε ένα μεγάλο κύπελλο. Στεκόταν με την πλάτη, έτσι που ο Χάρι ένιωσε μια παρόρμηση να πλησιάσει και να αγγίξει τα μαλλιά της. «Τώρα θέλω να ακούσω τη συνέχεια της ιστορίας σου» είπε εκείνη και κάθισε. Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο δικό του. Ο Χάρι ήπιε μια γουλιά καφέ και έγειρε πίσω στο κάθισμά του. Πήρε βαθιά ανάσα. «Τον έλεγαν Στίανσεν τον συνάδελφό μου, Ρόνι το μικρό του. Όνομα κακοποιού, ωστόσο ο ίδιος δεν ήταν καν κακός. Ήταν ένας καλός, πρόθυμος νεαρός, που αγαπούσε τη δουλειά του αστυνομικού. Το μεγαλύτερο μέρος της, τέλος πάντων. Η κηδεία έγινε ενώ ήμουν στην εντατική. Το αφεντικό μου ήρθε και με επισκέφθηκε στο νοσοκομείο αργότερα. Μου μετέφερε τις ευχές του αρχηγού της αστυνομίας και ίσως έπρεπε να είχα υποψιαστεί κάτι τότε. Αλλά ήμουν στεγνός και η διάθεσή μου είχε πιάσει πάτο. Η νοσοκόμα είχε ανακαλύψει το αλκοόλ που είχα περάσει λαθραία και μετέφερε τον γείτονά μου σε άλλον θάλαμο, με αποτέλεσμα να μην έχω πιει τίποτα για δύο μέρες. “Ξέρω τι σκέφτεσαι” είπε το αφεντικό μου. “Όμως σταμάτα να κάνεις

τέτοιες σκέψεις γιατί σε περιμένει δουλειά”. Νόμιζε ότι σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω. Έκανε λάθος. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς θα έσβηνα τη δίψα μου. »Το αφεντικό μου δεν ήταν από τους τύπους που μασάνε τα λόγια τους. “Ο Στίανσεν είναι νεκρός. Δεν μπορείς πια να κάνεις τίποτα για να τον βοηθήσεις” είπε. “Ο μόνος που μπορείς να βοηθήσεις είναι ο εαυτός σου και η οικογένειά σου. Και εμάς. Έχεις διαβάσει τις εφημερίδες;” Απάντησα πως δεν είχα διαβάσει τίποτα, πως ο πατέρας μου μου είχε διαβάσει μερικά βιβλία, αλλά τον είχα παρακαλέσει να μην πούμε λέξη για το δυστύχημα. Το αφεντικό μου είπε ότι αυτό μας διευκόλυνε. “Βλέπεις δεν ήσουν εσύ που οδηγούσες το αυτοκίνητο. Ή, για να το θέσω διαφορετικά, δεν καθόταν ένας μεθυσμένος αστυνομικός από το αστυνομικό τμήμα του Όσλο πίσω από το τιμόνι”. Με ρώτησε αν καταλάβαινα. Ότι ήταν ο Στίανσεν ο οδηγός. Οι εξετάσεις αίματος έδειξαν ότι από τους δυο μας εκείνος ήταν απολύτως νηφάλιος. »Μου έδειξε τις εφημερίδες της προηγούμενης εβδομάδας, όπου με τα θολωμένα μάτια μου είδα πως είχαν γράψει ότι ο οδηγός είχε σκοτωθεί ακαριαία, ενώ ο συνάδελφός του στο διπλανό κάθισμα είχε τραυματιστεί σοβαρά. “Μα εγώ ήμουν στη θέση του οδηγού” είπα. “Αμφιβάλλω” απάντησε. “Βρέθηκες στην πίσω θέση. Θυμήσου πως έπαθες μια σοβαρή διάσειση. Υποθέτω πως

δεν μπορείς να θυμηθείς τίποτα απολύτως”. Βέβαια, κατάλαβα πού ήθελε να το πάει. Ο Τύπος ενδιαφερόταν μόνο για την εξέταση αίματος του οδηγού και εφόσον αυτή ήταν καθαρή, κανένας δεν νοιαζόταν για τη δική μου. Το γεγονός ήταν ήδη αρκετά επιβαρυντικό για το Σώμα». Η Μπιργκίτα είχε μια βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα μάτια της και φαινόταν ταραγμένη. «Μα πώς μπόρεσαν να πουν στους γονείς του Στίανσεν ότι ο γιος τους ήταν αυτός που οδηγούσε; Είναι εντελώς αναίσθητοι αυτοί οι άνθρωποι; Πώς…;» «Όπως είπα, η αλληλεγγύη μέσα στην αστυνομία είναι ισχυρή. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, η αφοσίωση στο Σώμα έρχεται πριν από την αφοσίωση στην οικογένεια. Ίσως όμως στην περίπτωση του Στίανσεν, στην οικογένεια δόθηκε μια εκδοχή που τους ελάφραινε κάπως τον πόνο. Σύμφωνα με την εκδοχή του αφεντικού, ο Στίανσεν είχε πάρει ένα ρίσκο προκειμένου να κυνηγήσει έναν πιθανό έμπορο ναρκωτικών και δολοφόνο, και δυστυχήματα μπορούν να συμβούν σε οποιονδήποτε εν ώρα υπηρεσίας. Άλλωστε, το αγόρι στο άλλο αυτοκίνητο ήταν άπειρος οδηγός και ίσως ένας άλλος οδηγός στην ίδια περίπτωση να είχε αντιδράσει γρηγορότερα και να μην είχε βρεθεί στον δρόμο μας. Μην ξεχνάς πως είχαμε τη σειρήνα ανοιχτή».

«Και τρέχατε με εκατόν δέκα χιλιόμετρα». «Σε περιοχή με ανώτατο όριο τα πενήντα. Φυσικά, κανείς δεν μπορούσε να κατηγορήσει τον νεαρό. Το θέμα ήταν πώς θα παρουσιαζόταν η υπόθεση. Γιατί να ειπωθεί στην οικογένεια πως ο γιος τους ήταν επιβάτης; Θα ήταν καλύτερο για τους γονείς να ξέρουν ότι ο γιος τους ήταν κάποιος που παθητικά επέτρεψε σε έναν μεθυσμένο συνάδελφο να κάτσει στο τιμόνι; Το αφεντικό επανέλαβε τα επιχειρήματα ξανά και ξανά. Το κεφάλι μου πονούσε τόσο πολύ, που νόμιζα πως θα εκραγεί. Στο τέλος έσκυψα στην άκρη του κρεβατιού και ξέρασα, πράγμα που έκανε τη νοσοκόμα να έρθει τρέχοντας στο δωμάτιο. Την επόμενη μέρα ήρθε η οικογένεια του Στίανσεν: οι γονείς και η μικρότερη αδελφή του. Έφεραν λουλούδια και ευχήθηκαν ταχεία ανάρρωση. Ο πατέρας είπε ότι κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν ήταν πιο αυστηρός με τον γιο του στο θέμα της ταχύτητας. Έκλαψα σαν μωρό παιδί. Κάθε δευτερόλεπτο ήταν σαν μια αργή, βασανιστική εκτέλεση. Κάθισαν πάνω από μία ώρα και έφυγαν». «Ω, Θεέ μου, τι τους έλεγες;» «Τίποτα. Εκείνοι έλεγαν σ' εμένα. Για τον Ρόνι. Για τα σχέδιά του, για το τι θα γινόταν και τι θα έκανε. Για το κορίτσι του, που σπούδαζε στην Αμερική. Για το ότι τους είχε μιλήσει για μένα, πως ήμουν ένας ικανός αστυνομικός και ένας καλός φίλος. Κάποιος που μπορούσες να εμπιστευτείς».

«Τι έγινε μετά;» «Έμεινα στο νοσοκομείο δύο μήνες. Το αφεντικό ξανάρθε κάποιες φορές. Μία από αυτές επανέλαβε εκείνο που μου είχε ξαναπεί. “Ξέρω τι σκέφτεσαι, και να το σταματήσεις”. Αυτή τη φορά είχε δίκιο: το μόνο που ήθελα ήταν να πεθάνω. Ίσως να υπήρχε ένα ίχνος αλτρουισμού στο να κρύβεται η αλήθεια – το ψέμα σ’ αυτή την περίπτωση δεν ήταν ό,τι χειρότερο. Το χειρότερο ήταν πως είχα σώσει το τομάρι μου. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράξενο και το έχω σκεφτεί πολύ, γι’ αυτό άσε με να σου το εξηγήσω. »Τη δεκαετία του ’50 υπήρχε ένας νεαρός λέκτορας πανεπιστημίου, ο Τσαρλς Βαν Ντόρεν, που έγινε γνωστός σε ολόκληρη την Αμερική επειδή είχε λάβει μέρος σε ένα παιχνίδι γνώσεων σε κάποιο κανάλι της τηλεόρασης με εθνική εμβέλεια, όπου τη μια εβδομάδα μετά την άλλη έβγαζε από τον αγώνα όλους τους συμπαίκτες του. Οι ερωτήσεις ήταν κάποιες φορές απίστευτα δύσκολες και όλοι είχαν μείνει άφωνοι και θαύμαζαν αυτόν τον τύπο που κατάφερνε να τις απαντά όλες. Έλαβε προτάσεις γάμου με το ταχυδρομείο, απέκτησε όμιλο θαυμαστών και στις παραδόσεις του στο πανεπιστήμιο γινόταν συνωστισμός. Στο τέλος εμφανίστηκε σε μια συνέντευξη και δήλωσε πως οι παραγωγοί του προγράμματος του είχαν δώσει όλες τις

απαντήσεις εκ των προτέρων. »Όταν τον ρώτησαν γιατί είχε φανερώσει την απάτη, τους είπε για έναν θείο του που είχε παραδεχτεί στη γυναίκα του, τη θεία τού Βαν Ντόρεν, ότι είχε υπάρξει άπιστος. Όλο αυτό είχε προκαλέσει αναστάτωση στην οικογένεια και αργότερα ο Βαν Ντόρεν είχε ρωτήσει τον θείο του γιατί είχε μιλήσει για την απιστία του. Το περιστατικό είχε συμβεί πριν από πολλά χρόνια στο κάτω κάτω, και δεν είχε καμιά επαφή με εκείνη τη γυναίκα στη συνέχεια. Ο θείος είχε απαντήσει πως το να είναι άπιστος δεν ήταν το χειρότερο. Το να τη γλιτώσει ήταν αυτό που δεν είχε αντέξει. Το ίδιο είχε συμβεί και με τον Βαν Ντόρεν. »Νομίζω ότι οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να τιμωρηθούν όταν δεν μπορούν πια να παραδεχτούν τις ίδιες τους τις πράξεις. Τουλάχιστον εγώ λαχταρούσα να τιμωρηθώ, να βασανιστώ, να μαστιγωθώ, να ταπεινωθώ – οτιδήποτε θα μπορούσε να καθησυχάσει τις τύψεις μου. Αλλά κανείς δεν με τιμωρούσε. Δεν μπορούσαν καν να με διώξουν από την Υπηρεσία, αφού επισήμως ήμουν νηφάλιος την ώρα του δυστυχήματος. Αντιθέτως, πήρα εύφημο μνεία από τον αρχηγό της αστυνομίας επειδή είχα τραυματιστεί εν ώρα υπηρεσίας. Τιμώρησα όμως τον εαυτό μου με τη χειρότερη τιμωρία που μπορούσα να σκεφτώ: αποφάσισα να ζήσω και να κόψω το ποτό».

Το μπαρ είχε αρχίσει να γεμίζει κόσμο. Η Μπιργκίτα έκανε νόημα πως πολύ σύντομα θα τους εξυπηρετούσε. «Και μετά;» «Στάθηκα ξανά στα πόδια μου και πήγα πίσω στη δουλειά. Δούλευα περισσότερο από όλους τους άλλους. Γυμναζόμουν. Περπατούσα πολύ. Διάβαζα βιβλία, μερικά από αυτά νομικά. Σταμάτησα να κάνω κακές παρέες. Ούτε και καλές έκανα, εδώ που τα λέμε, αυτές που είχα παρατήσει τότε που το είχα ρίξει στο αλκοόλ. Ούτε και ξέρω γιατί, αλλά ήταν κάτι σαν κάθαρση: ό,τι ανήκε στην παλιά μου ζωή έπρεπε να φύγει, τα καλά και τα κακά. Κάποια μέρα κάθισα και τηλεφώνησα σε όλους εκείνους που ήξερα στην προηγούμενη ζωή μου: “Δεν θα ξανασυναντηθούμε πια. Χάρηκα που σας γνώρισα” έλεγα. Οι περισσότεροι το δέχτηκαν. Μερικοί μάλιστα χάρηκαν. Άλλοι είπαν πως απομονωνόμουν και ίσως να είχαν δίκιο. Τα τρία τελευταία χρόνια πέρασα περισσότερο χρόνο με την αδελφή μου παρά με οποιονδήποτε άλλον». «Και οι γυναίκες στη ζωή σου;» Ο Χάρι κοίταξε το μπαρ. Κάποιοι πελάτες είχαν αρχίσει να αδημονούν. «Αυτό είναι μια άλλη, εξίσου μεγάλη ιστορία. Και εξίσου παλιά. Μετά το δυστύχημα δεν υπήρξε καμιά αξιόλογη σχέση. Φαίνεται πως έγινα ένας μοναχικός λύκος,

περιχαρακωμένος μέσα στα προβλήματά μου. Ποιος ξέρει; Μπορεί απλώς να ήμουν πιο γοητευτικός όταν ήμουν μεθυσμένος!» «Γιατί σε έστειλαν εδώ;» «Κάποιοι υψηλά ιστάμενοι θεωρούν ότι είμαι χρήσιμος. Μπορεί να είναι ένα είδος δοκιμασίας για να δουν πώς λειτουργώ υπό πίεση. Αν τα καταφέρω και δεν τα κάνω μούσκεμα, έχω καταλάβει πως μπορεί να υπάρξουν για μένα καλύτερες προοπτικές πίσω στην πατρίδα». «Και το θεωρείς σημαντικό αυτό;» Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν υπάρχουν και πολλά που είναι σημαντικά». Έδειξε με το κεφάλι στην άλλη άκρη του μπαρ. «Όχι τόσο σημαντικά, εν πάση περιπτώσει, όσο είναι για τα αγόρια εκεί πέρα να πιουν κάτι γρήγορα». Η Μπιργκίτα εξαφανίστηκε και ο Χάρι έμεινε να ανακατεύει τον καφέ του. Την προσοχή του τράβηξε ο ήχος από μια τηλεόραση που κρεμόταν πάνω από τα ράφια του μπαρ. Ήταν οι ειδήσεις και ύστερα από λίγο ο Χάρι αντιλήφθηκε πως μιλούσαν για μια ομάδα Αβορίγινων που είχαν κάποιες εδαφικές απαιτήσεις. «…Σχετικά με τη νέα νομοθεσία τίτλων ιδιοκτησίας γης» έλεγε ο εκφωνητής. «Ώστε λοιπόν η δικαιοσύνη θριάμβευσε…» άκουσε μια

φωνή πίσω του. Ο Χάρι γύρισε. Στην αρχή δεν αναγνώρισε την πουδραρισμένη γυναίκα με τα μακριά πόδια, τα τραχιά χαρακτηριστικά και την ξανθιά περούκα που στεκόταν από πάνω του. Όμως ύστερα θυμήθηκε τη χοντρή μύτη και το κενό ανάμεσα στα δόντια. «Ο κλόουν!» είπε. «Ο Ότο…» «Ότο Ρεχτνάγκελ, η υψηλότητά του αυτοπροσώπως, όμορφε! Αυτό είναι το πρόβλημα με τα ψηλά τακούνια. Εγώ προτιμώ οι άντρες μου να είναι ψηλότεροι από μένα. Μπορώ να καθίσω;» Ανέβηκε στο σκαμνί του μπαρ, δίπλα στον Χάρι. «Τι φαρμάκι πίνεις;» ρώτησε ο Χάρι και προσπάθησε να πιάσει το βλέμμα της απασχολημένης Μπιργκίτα. «Ηρέμησε, ξέρει εκείνη» είπε ο Ότο. Ο Χάρι τού πρόσφερε τσιγάρο και εκείνος το πήρε χωρίς να ευχαριστήσει και το έβαλε σε μια ροζ πίπα. Ο Χάρι άναψε ένα σπίρτο και το πλησίασε, ενώ ο Ότο τον κοίταζε προκλητικά όσο άναβε το τσιγάρο του με ρουφηγμένα μάγουλα. Το μίνι φουστάνι του κρεμόταν πάνω στα αδύνατα, ντυμένα με νάιλον κάλτσες, πόδια του. Ο Χάρι έπρεπε να παραδεχτεί πως η μεταμφίεση ήταν ένα μικρό αριστούργημα. Ο τραβεστί Ότο ήταν περισσότερο γυναίκα από πολλές αληθινές γυναίκες που είχε γνωρίσει. Ο Χάρι πήρε τα μάτια του από πάνω του

και έδειξε την οθόνη της τηλεόρασης. «Τι εννοείς πως η δικαιοσύνη θριάμβευσε;» «Δεν έχεις ακούσει για την terra nullius; Τον Έντι Μάμπο;» Ο Χάρι έγνεψε αρνητικά δυο φορές. Ο Ότο στρογγύλεψε με νόημα τα χείλη του και φύσηξε δυο δαχτυλίδια καπνού, που ανέβαιναν αργά στον αέρα. «Terra nullius είναι μια παράξενη έννοια που επινόησαν οι Άγγλοι όταν ήρθαν και είδαν πως η γη ήταν ως επί το πλείστον ακαλλιέργητη στην Αυστραλία. Οι Αβορίγινες ήταν τότε ημινομάδες που ζούσαν από το κυνήγι, το ψάρεμα και ό,τι φύτρωνε μόνο του στη γη. Και επειδή δεν στέκονταν πάνω από τα πατατοχώραφα τη μισή μέρα, οι Άγγλοι θεώρησαν ότι ήταν άγριοι, απολίτιστοι. Πίστευαν ότι η καλλιέργεια της γης ήταν ένα απαραίτητο στοιχείο της ανάπτυξης των πολιτισμών και ξεχνούσαν το γεγονός πως οι πρώτοι που ήρθαν εδώ πέθαιναν από την πείνα όταν προσπάθησαν να ζήσουν από την άγονη γη. Όμως οι Αβορίγινες ήξεραν τη γη καλά, πήγαιναν εκεί όπου υπήρχε τροφή τις διάφορες εποχές του χρόνου και ζούσαν με προφανή αφθονία. Ο Κάπτεν Κουκ τούς είχε αποκαλέσει τους πιο τυχερούς ανθρώπους που είχε συναντήσει: απλώς δεν είχαν ανάγκη να καλλιεργούν τη γη. Όμως επειδή δεν ζούσαν σε μόνιμες εγκαταστάσεις, οι Άγγλοι αποφάσισαν

πως η γη δεν ανήκε σε κανέναν. Πως ήταν terra nullius, παρθένο έδαφος που δεν είχε ιδιοκτήτη. Και αφού διατύπωσαν το δόγμα της terra nullius, εξέδωσαν τίτλους ιδιοκτησίας στους νέους οικιστές, χωρίς να λάβουν υπόψη ποια μπορεί να ήταν η άποψη των Αβορίγινων. Κατά τη γνώμη τους, οι Αβορίγινες δεν είχαν λόγο ούτε δικαίωμα στη δική τους γη». Η Μπιργκίτα ακούμπησε ένα κοκτέιλ μαργαρίτα μπροστά στον Ότο. «Εδώ και μερικά χρόνια εμφανίστηκε ένας τύπος από τα νησιά Τόρες Στρέιτ, ο Έντι Μάμπο, και προκάλεσε το κατεστημένο, αμφισβητώντας το δόγμα της terra nullius και ισχυριζόμενος πως εκείνη την εποχή είχαν αρπάξει παράνομα τη γη από τους Αβορίγινες. Το 1992 το Ανώτατο Δικαστήριο δέχτηκε την άποψη του Έντι Μάμπο και αποφάσισε ότι η Αυστραλία ανήκε στους Αβορίγινες. Η απόφαση όριζε πως όπου ζούσαν ή απασχολούνταν Αβορίγινες πριν έρθουν οι λευκοί και μέχρι σήμερα μπορούσαν να διεκδικήσουν αυτές τις περιοχές και να τις πάρουν πίσω. Όπως ήταν φυσικό, αυτό δημιούργησε ένα τρομερό χάος, με πλήθη λευκών να κραυγάζουν και να απειλούν, φοβούμενοι πως θα χάσουν τη γη τους». «Και πώς είναι η κατάσταση τώρα;»

Ο Ότο ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κοκτέιλ του, πήρε ένα ύφος σαν να του είχαν σερβίρει ξίδι και με στραβωμένη έκφραση σκούπισε προσεκτικά το στόμα του με μια πετσέτα. «Η δικαστική απόφαση ισχύει βέβαια και οι νόμοι για τους τίτλους γης των αυτοχθόνων υπάρχουν. Αλλά εφαρμόζονται με έναν τρόπο καθόλου αυταρχικό. Δεν συμβαίνει δηλαδή κάποιος κακομοίρης γεωργός να βλέπει ξαφνικά την περιουσία του να κατάσχεται. Έτσι, ύστερα από λίγο ο αρχικός πανικός πέρασε». Να με λοιπόν καθισμένος σε ένα μπαρ, σκεφτόταν ο Χάρι, να ακούω έναν τραβεστί να δίνει διάλεξη για την αυστραλιανή πολιτική. Ένιωσε ξαφνικά άνετα, σαν τον Χάρισον Φορντ στη σκηνή του μπαρ στο Star Wars. Οι ειδήσεις διακόπηκαν από μια διαφήμιση με κάποιους χαμογελαστούς Αυστραλούς με φανελένια πουκάμισα και δερμάτινα καπέλα. Διαφήμιζαν μια μπίρα που το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της προφανώς ήταν η προέλευσή της: «υπερήφανα αυστραλιανή». «Ωραία λοιπόν, ας πιούμε στην terra nullius» είπε ο Χάρι. «Στην υγειά σου, όμορφε. Α, παραλίγο να το ξεχάσω. Ανεβάζουμε την καινούργια μας παράσταση στο θέατρο Σεντ Τζορτζ, στην παραλία Μπόντι. Απαιτώ εσύ και ο Άντριου να έρθετε να τη δείτε. Φέρε και κάνα φίλο, άμα θέλεις. Θα χαρώ να φυλάξετε το χειροκρότημά σας για το νούμερό μου».

Ο Χάρι έσκυψε το κεφάλι σε ένδειξη ευχαριστίας για τα τρία εισιτήρια που του πρόσφερε ο Ότο με τεντωμένο το μικρό του δάχτυλο.

Διασχίζοντας το πάρκο Γκριν και πηγαίνοντας από το Albury στο Κινγκς Κρος, ο Χάρι άθελά του αναζητούσε με το βλέμμα του τον γκρίζο Αβορίγινα, όμως απόψε υπήρχε μόνο ένα ζευγάρι μεθυσμένων που κάθονταν στο παγκάκι, κάτω από το χλωμό φως που έριχναν οι λάμπες του πάρκου. Τα σύννεφα που ταξίδευαν νωρίτερα στον ουρανό είχαν παρασυρθεί από τον άνεμο και ο ουρανός ήταν καθαρός και έναστρος. Στον δρόμο του συνάντησε δυο άντρες – προφανώς στη μέση ενός καβγά– που στέκονταν σε απέναντι πεζοδρόμια και φώναζαν ο ένας στον άλλο, κι έτσι ο Χάρι αναγκάστηκε να περάσει από τη μέση του καβγά. «Δεν είπες πως θα έμενες έξω όλη νύχτα!» φώναζε ο ένας με τσιριχτή, έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα φωνή. Έξω από ένα βιετναμέζικο εστιατόριο ένα γκαρσόνι στεκόταν ακουμπισμένο στο πρέκι της πόρτας και κάπνιζε. Φαινόταν πως ήδη είχε περάσει μια μεγάλη μέρα. Η ουρά από αυτοκίνητα και ανθρώπους προχωρούσε αργά κατά μήκος της οδού Ντάρλινγκχερστ στο Κινγκς Κρος. Στη γωνία της οδού Μπέισγουοτερ στεκόταν ο Άντριου

και μασουλούσε ένα σάντουιτς με λουκάνικο. «Να σε, λοιπόν» είπε. «Ακριβώς! Σαν αληθινός Γερμανός». «Η Γερμανία βρίσκεται…» «Οι Γερμανοί είναι Τεύτονες και εσύ κατάγεσαι από μια βορειογερμανική φυλή. Μοιάζεις άλλωστε. Αρνείσαι τη φυλή σου, φίλε μου;» Ο Χάρι μπήκε στον πειρασμό να του απαντήσει με την ίδια ερώτηση, αλλά έδωσε τόπο στην οργή. Ο Άντριου είχε πειραχτική διάθεση. «Θα αρχίσουμε με κάποιον που ξέρω» είπε. Συμφώνησαν να ξεκινήσουν να ψάχνουν για τον γνωστό ψύλλο στ’ άχυρα, όσο πιο κοντά στην καρδιά του δεματιού με τα άχυρα μπορούσαν – ανάμεσα στις πόρνες στην οδό Ντάρλινγκχερστ. Δεν ήταν δύσκολο να τις βρουν. Ο Χάρι είχε ήδη γνωριστεί με μερικές απ’ αυτές. «Μονγκάμπι, φίλε μου, πώς πάνε οι δουλειές;» Ο Άντριου σταμάτησε και χαιρέτησε θερμά έναν μαύρο άνδρα που φορούσε στενό κοστούμι και βαριά κοσμήματα. Ένα χρυσό δόντι άστραψε όταν άνοιξε το στόμα του. «Τούκα, βαρβάτε επιβήτορα! Δεν έχω παράπονο, ξέρεις». Μοιάζει πάντως με νταβατζή, σκέφτηκε ο Χάρι. «Χάρι, να σου συστήσω τον Τέντι Μονγκάμπι, τον χειρότερο πορνοβοσκό του Σίδνεϊ. Εδώ και είκοσι χρόνια

συνεχίζει να συνοδεύει τα κορίτσια του στους δρόμους. Δεν είσαι πια κάπως μεγάλος γι’ αυτό, Τέντι;» Ο Τέντι σήκωσε τα χέρια του και χαμογέλασε πλατιά. «Μου αρέσει εδώ κάτω, Τούκα. Ξέρεις, εδώ κυλάει η ζωή. Αν κάθεσαι κλεισμένος σε ένα γραφείο, πολύ γρήγορα χάνεις την προοπτική και τον έλεγχο. Και ο έλεγχος είναι το παν σε αυτό το παιχνίδι. Έλεγχος των κοριτσιών και έλεγχος των πελατών. Οι άνθρωποι είναι σαν τους σκύλους, και ένας σκύλος που δεν είναι κάτω από τον έλεγχό σου είναι δυστυχισμένος. Και οι δυστυχισμένοι σκύλοι δαγκώνουν, ξέρεις». «Ό,τι πεις, Τέντι. Θέλω να ανταλλάξω δυο λόγια με ένα από τα κορίτσια σου. Ψάχνουμε έναν αλήτη. Μπορεί να πέρασε από εδώ να παίξει λίγο». «Μάλιστα, με ποια θέλεις να μιλήσεις;» «Είναι εδώ η Σάντρα;» «Η Σάντρα θα έρθει από στιγμή σε στιγμή. Σίγουρα δεν θέλεις τίποτε άλλο; Εκτός από δυο λόγια εννοώ». «Όχι, ευχαριστώ, Τέντι. Θα είμαστε στο Palladium. Μπορείς να πεις στη Σάντρα να έρθει εκεί;» Έξω από το Palladium στεκόταν ένας κράχτης που με πρόστυχες χειρονομίες και λόγια προσπαθούσε να δελεάσει τον κόσμο να μπει μέσα. Φάνηκε να χαίρεται που είδε τον

Άντριου, με τον οποίο αντάλλαξε δυο λόγια και τους έκανε νόημα να περάσουν χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Μια στενή σκάλα οδηγούσε κάτω στο υπόγειο του μισοφωτισμένου στριπτιζάδικου, όπου μια χούφτα άντρες κάθονταν γύρω από τραπέζια και περίμεναν την επόμενη παράσταση. Βρήκαν ένα τραπέζι στο βάθος της αίθουσας. «Φαίνεται πως όλοι σε ξέρουν εδώ γύρω» είπε ο Χάρι. «Όλοι όσοι χρειάζεται να με ξέρουν. Και που χρειάζεται να τους ξέρω και εγώ. Φαντάζομαι πως θα έχετε κι εσείς αυτή την αλλόκοτη συμβίωση αστυνομίας και υπόκοσμου στο Όσλο, έτσι δεν είναι;» «Ναι βέβαια. Αλλά εσύ μοιάζει να έχεις θερμότερη σχέση με τους γνώριμούς σου από εμάς». Ο Άντριου γέλασε. «Υποθέτω πως είναι έτσι επειδή νιώθω κάποια έλξη. Αν δεν ήμουν στην αστυνομία, πολύ πιθανόν να είχα μπλέξει με τέτοιες βρομοδουλειές, ποιος ξέρει;». Μια μαύρη μίνι φούστα λικνιζόταν πάνω από δυο γόβες στιλέτο που κατέβαιναν τη σκάλα. Κάτω από την κοντή, μαύρη φράντζα τούς κοίταξε ένα βαρύ, απλανές βλέμμα. Πλησίασε στο τραπέζι τους, και ο Άντριου έσπρωξε μια καρέκλα για να καθίσει. «Σάντρα, αυτός είναι ο Χάρι Χόλι». «Αλήθεια;» είπε εκείνη με ένα βεβιασμένο χαμόγελο στα χοντρά, κόκκινα χείλη της. Της έλειπε ένας κυνόδοντας. Ο

Χάρι έπιασε το κρύο, ωχρό σαν από πτώμα, χέρι της. Υπήρχε κάτι γνώριμο πάνω της – πρέπει να την είχε δει στην οδό Ντάρλινγκχερστ κάποια νύχτα. Ίσως ήταν αλλιώς βαμμένη ή φορούσε άλλα ρούχα. «Λοιπόν, τι συμβαίνει; Κυνηγάς τίποτα κακούς, Κένσινγκτον;» «Ψάχνουμε έναν συγκεκριμένο κακό, Σάντρα. Του αρέσει να στραγγαλίζει κορίτσια. Με τα χέρια του. Σου λέει κάτι αυτό;» «Απλώς κάτι; Έτσι είναι σχεδόν οι μισοί πελάτες μας. Χτύπησε κανέναν;» «Προφανώς μόνο εκείνους που θα μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν» είπε ο Χάρι. «Έχεις δει αυτόν τον τύπο;» Της έδειξε τη φωτογραφία του Έβανς Γουάιτ. «Όχι» απάντησε εκείνη χωρίς να κοιτάξει τη φωτογραφία και γύρισε προς τον Άντριου. «Ποιος είναι αυτός ο τύπος που έχεις μαζί σου, Κένσινγκτον;» «Είναι από τη Νορβηγία» είπε ο Άντριου. «Είναι αστυνομικός και η αδελφή του δούλευε στο Albury. Τη βίασαν και τη σκότωσαν την περασμένη εβδομάδα. Είκοσι τριών χρονών. Ο Χάρι πήρε άδεια και ήρθε εδώ κάτω για να βρει τον δράστη». «Συγγνώμη» είπε η Σάντρα και κοίταξε τη φωτογραφία.

«Ναι» απάντησε. Ο Χάρι ταράχτηκε. «Τι εννοείς;» «Εννοώ ναι, τον έχω δει». «Τον έχεις, εεε… συναντήσει;» «Όχι, αλλά έχει έρθει στην οδό Ντάρλινγκχερστ αρκετές φορές. Δεν έχω ιδέα τι έκανε εδώ, αλλά η φάτσα του είναι γνωστή. Μπορώ να ρωτήσω όμως και να μάθω…» «Χίλια ευχαριστώ… εεε… Σάντρα» είπε ο Χάρι και εκείνη χαμογέλασε. «Πρέπει να πάω στη δουλειά τώρα, αγόρια. Τα λέμε». Ύστερα η μίνι φούστα εξαφανίστηκε από τον ίδιο δρόμο που είχε εμφανιστεί. «Φίνα!» είπε ο Χάρι. «Φίνα; Επειδή κάποιος είδε τον τύπο στο Κινγκς Κρος; Δεν απαγορεύεται να εμφανιστείς στην οδό Ντάρλινγκχερστ. Ούτε είναι κακό να πηδάς πόρνες, αν γι’ αυτό ήταν εδώ. Όχι πολύ κακό, τουλάχιστον». «Δεν το νιώθεις, Άντριου; Υπάρχουν τέσσερα εκατομμύρια κάτοικοι στο Σίδνεϊ, και εκείνη έχει δει αυτόν τον έναν που ψάχνουμε. Βέβαια, αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα, αλλά είναι ένα σημάδι, δεν είναι; Δεν νιώθεις πως βρήκαμε μια άκρη του νήματος;» Η μουσική σταμάτησε και τα φώτα έσβησαν. Οι πελάτες του μαγαζιού έστρεψαν την προσοχή τους στη σκηνή.

«Είσαι πολύ σίγουρος γι’ αυτόν τον Έβανς Γουάιτ;» Ο Χάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Κάθε ίνα του κορμιού μου μου λέει Έβανς Γουάιτ. Προαισθάνομαι πως μπορεί να είναι αυτός». «Προαισθάνεσαι;» «Η διαίσθηση δεν είναι αρλούμπες, Άντριου». «Τι λες, Χάρι; Εγώ δεν έχω καμιά διαίσθηση. Αν έχεις την καλοσύνη, εξήγησέ μου πώς λειτουργεί αυτή η διαίσθησή σου». «Εεε…» Ο Χάρι κοίταξε τον Άντριου για να σιγουρευτεί πως δεν τον κορόιδευε. Ο Άντριου όμως τον παρακολουθούσε με πραγματικό ενδιαφέρον. «Η διαίσθηση είναι το σύνολο των εμπειριών που έχει κάποιος. Κατά την άποψή μου, είναι όλα όσα έχεις ζήσει, όλα όσα ξέρεις, νομίζεις πως ξέρεις και αυτά που δεν ξέρεις πως ξέρεις και βρίσκονται εν υπνώσει στο υποσυνείδητό σου. Κατά κανόνα, δεν προσέχεις αυτό το κοιμισμένο πλάσμα, όμως αυτό βρίσκεται εκεί, ροχαλίζει και απορροφά νέα πράγματα. Όμως κάπου κάπου σου κλείνει το μάτι, τεντώνεται και σου λέει: “γεια, αυτήν την εικόνα την έχω ξαναδεί”. Και σου λέει πού ανήκουν τα πράγματα της εικόνας». «Θαυμάσια, Χόλι! Αλλά είσαι σίγουρος πως το

κοιμισμένο πλάσμα σου βλέπει όλες τις λεπτομέρειες της εικόνας; Αυτό που βλέπει κανείς ίσως εξαρτάται από το πού στέκεται και από ποια γωνία κοιτάζει». «Τι εννοείς;» «Πάρε τον ουρανό, για παράδειγμα. Ο ουρανός με τα αστέρια που βλέπεις στη Νορβηγία είναι ακριβώς ο ίδιος με αυτόν που βλέπεις εδώ, στην Αυστραλία. Αλλά επειδή τώρα βρίσκεσαι από κάτω, στέκεσαι με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά σε σχέση με τη χώρα σου, έτσι δεν είναι; Βλέπεις όλα τα αστέρια ανάποδα. Αν δεν το ξέρεις πως στέκεσαι ανάποδα μπερδεύεσαι και κάνεις λάθη». Ο Χάρι κοίταξε τον Άντριου. «Ανάποδα, ε;» «Ακριβώς». Ο Άντριου φύσηξε τον καπνό από το πούρο του. «Στο σχολείο έμαθα ότι ο ουρανός που βλέπετε εσείς είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν που βλέπουμε εμείς. Όταν είσαι στην Αυστραλία, η σφαίρα της Γης κρύβει την πλευρά του ουρανού που βλέπουμε από τη Νορβηγία». «Καλά, λοιπόν» είπε ο Άντριου ατάραχος. «Παρ’ όλα αυτά παραμένει η ερώτηση από ποια γωνία βλέπει κανείς τα πράγματα. Το θέμα είναι πως τα πάντα είναι σχετικά. Και αυτό είναι που τα κάνει όλα τόσο περίπλοκα». Από τη σκηνή ήρθε ένας ήχος σαν σφύριγμα και ένα σύννεφο λευκού καπνού. Την επόμενη στιγμή ο καπνός έγινε

κόκκινος και ακούστηκε ήχος βιολιού από τα ηχεία. Μια γυναίκα με ένα απλό φουστάνι και ένας άντρας με λευκό πουκάμισο βγήκαν μέσα από το σύννεφο του καπνού. Ο Χάρι είχε ξανακούσει τη μουσική. Ήταν η ίδια που βούιζε μέσα από τα ακουστικά του διπλανού του σε όλη την πτήση από το Λονδίνο. Το «Where the wild roses grow» του Νικ Κέιβ. Όμως μόλις τώρα κατάλαβε τους στίχους. Μια γυναικεία φωνή τραγουδούσε πως την έλεγαν άγριο τριαντάφυλλο και δεν ήξερε γιατί. Η κοριτσίστικη φωνή ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη βαθιά, μελαγχολική αντρική χροιά: «Then I kissed her goodbye, said all beauty must die, I bent down and planted a rose between her teeth…».

Ο Χάρι ονειρευόταν αστέρια και καφετιά και κίτρινα φίδια όταν τον ξύπνησε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα του δωματίου του στο ξενοδοχείο. Για λίγο έμεινε ακίνητος, απολαμβάνοντας την ευχαρίστηση της στιγμής. Είχε αρχίσει να βρέχει πάλι και οι υδρορροές έξω από το παράθυρό του τραγουδούσαν. Σηκώθηκε γυμνός όπως ήταν, άνοιξε διάπλατα την πόρτα ελπίζοντας πως η στύση του θα γινόταν αντιληπτή. Η Μπιργκίτα γέλασε έκπληκτη και έπεσε στην

αγκαλιά του. Τα μαλλιά της έσταζαν βροχή. «Νόμιζα ότι είχες πει τρεις η ώρα» είπε ο Χάρι κάνοντας τον προσβεβλημένο. «Οι πελάτες δεν έλεγαν να φύγουν» του εξήγησε και σήκωσε το γεμάτο φακίδες πρόσωπό της προς εκείνον. «Είμαι παράφορα, τρελά, ασυγκράτητα ερωτευμένος μαζί σου» της ψιθύρισε κρατώντας σφιχτά το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του. «Το ξέρω» είπε εκείνη με σοβαρό ύφος και άγγιξε το ολοζώντανο μέλος του με το βρεγμένο και κρύο χέρι της. «Τα σηκωμένα πανιά είναι για μένα;»

Ο Χάρι στάθηκε στο παράθυρο πίνοντας μια πορτοκαλάδα από το μίνι μπαρ και κοιτάζοντας τον ουρανό. Τα σύννεφα είχαν απομακρυνθεί και ήταν σαν κάποιος να είχε τρυπήσει με ένα πιρούνι το βελούδο του ουρανού κάμποσες φορές, με αποτέλεσμα το θείο φως από πίσω να λάμπει μέσα από τις τρύπες. «Τι γνώμη έχεις για τους τραβεστί;» ρώτησε η Μπιργκίτα από το κρεβάτι. «Εννοείς, τι γνώμη έχω για τον Ότο;» «Και γι’ αυτόν». Ο Χάρι σκέφτηκε για λίγο και μισογέλασε. «Νομίζω πως

μου αρέσει το ξιπασμένο στιλ του. Τα μισόκλειστα βλέφαρα, η έκφραση δυσαρέσκειας στο πρόσωπό του, η βαριεστημάρα του για τη ζωή. Πώς να το πω; Είναι σαν να έχει βγει από ένα μελαγχολικό καμπαρέ, όπου φλερτάρει με όλους ανεξαιρέτως. Ένα επιπόλαιο φλερτ που διακωμωδεί τον εαυτό του». «Και σ’ αρέσει αυτό;» «Μ’ αρέσει η δεν-δίνω-δεκάρα στάση του. Που συμβολίζει όλα αυτά που η πλειονότητα μισεί». «Και ποια είναι αυτά που η πλειονότητα μισεί;» «Το να είναι κανείς αδύναμος και ευάλωτος. Οι Αυστραλοί καυχώνται πως είναι ένας λαός χωρίς προκαταλήψεις και μπορεί να είναι έτσι. Όμως έχω καταλάβει πως το ιδεώδες τους είναι ο έντιμος, αγαθός και δουλευταράς Αυστραλός, καλοπροαίρετος και με μια μικρή δόση πατριωτισμού». «Dinkum». «Τι;» «Αυτό το λένε dinkum εδώ, που σημαίνει πως κάτι ή κάποιος είναι ντόμπρος, γνήσιος». «Και κάτω από το προσωπείο της υπέροχης ευπρέπειας είναι εύκολο να κρυφτεί όλη η βρομιά. Ο Ότο, από την άλλη, με την αλλόκοτη εμφάνισή του, που αντιπροσωπεύει τον εκμαυλισμό, την αυταπάτη και το ψέμα, μου δίνει την

αίσθηση πως είναι ό,τι πιο αληθινό έχω συναντήσει εδώ πέρα. Απογυμνωμένο, ευάλωτο και αληθινό». «Αυτό ακούγεται απόλυτα πολιτικά ορθό, αν θες τη γνώμη μου. Χάρι Χόλι, ο καλύτερος φίλος των ομοφυλόφιλων». Η Μπιργκίτα είχε πειραχτική διάθεση. «Ωστόσο υποστήριξα καλά τη θέση μου, έτσι;» Ξάπλωσε στο κρεβάτι και την κοίταξε με τα γαλάζια, αθώα μάτια του. «Χαίρομαι που δεν έχω διάθεση για άλλον έναν γύρο μαζί σου, δεσποινίς μου. Επειδή πρέπει να σηκωθούμε νωρίς το πρωί, δηλαδή». «Ξέρω πως κάτι τέτοια τα λες μόνο και μόνο για να με ανάψεις» είπε η Μπιργκίτα. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου σαν ξαναμμένα σκυλιά.

8

ΜΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΠΟΡΝΗ, ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΔΑΝΟΣ ΚΑΙ CRICKET

Ο

Χάρι βρήκε τη Σάντρα μπροστά από το Dez Go-Go. Στεκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου κατοπτεύοντας τη μικρή της επικράτεια στο Κινγκς Κρος, με πόδια κουρασμένα από την ακροβασία στα ψηλά τακούνια, με τα χέρια σταυρωμένα, με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα και με βλέμμα Ωραίας Κοιμωμένης – συγχρόνως προκλητικό και απωθητικό. Με λίγα λόγια, σαν μια πόρνη σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. «Καλημέρα» είπε ο Χάρι. Η Σάντρα τον κοίταξε χωρίς να δείχνει πως τον αναγνώρισε. «Με θυμάσαι;»

Οι άκρες του στόματός της υψώθηκαν. Ίσως να ήταν χαμόγελο. «Φυσικά, γλύκα. Πάμε». «Είμαι ο Χόλι, ο αστυνομικός». Η Σάντρα τον κοίταξε ερευνητικά. «Ναι, διάολε, έχεις δίκιο. Οι φακοί επαφής μου αρχίζουν να θαμπώνουν αυτή την ώρα. Πρέπει να είναι από τα καυσαέρια». «Μπορώ να σου προσφέρω έναν καφέ;» ρώτησε ευγενικά ο Χάρι. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν έχει και πολλή κίνηση πια εδώ, γι’ αυτό μπορώ να πω καληνύχτα». Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Τέντι Μονγκάμπι στην πόρτα του στριπτιζάδικου, μασώντας ένα σπίρτο. Έκανε ένα νεύμα ως χαιρετισμό στον Χάρι. «Πώς το έχουν πάρει οι γονείς σου;» ρώτησε η Σάντρα όταν ήρθε ο καφές. Κάθονταν εκεί που ο Χάρι έπαιρνε το πρωινό του, στο Bourbon & Beef, και το γκαρσόνι θυμόταν τη συνηθισμένη παραγγελία του Χάρι: αυγά μπένεντικτ, κιμαδόπιτα με λάχανο και καφέ καπουτσίνο. Η Σάντρα ήπιε τον δικό της σκέτο. «Συγγνώμη;» «Η αδελφή σου…» «Α, ναι». Σήκωσε το φλιτζάνι με τον καφέ στα χείλη του για να κερδίσει λίγο χρόνο. «Το έχουν πάρει όπως θα περίμενε κανείς, σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον».

«Ζούμε σε έναν απαίσιο κόσμο». Ο ήλιος δεν είχε φανεί ακόμη πάνω από τις στέγες των σπιτιών της οδού Ντάρλινγκχερστ, όμως ο ουρανός είχε πάρει κυανό χρώμα, με μερικά στρογγυλά, άσπρα συννεφάκια εδώ κι εκεί. Έμοιαζε σαν ταπετσαρία σε παιδικό δωμάτιο. Ωστόσο δεν ωφελούσε, γιατί ο κόσμος ήταν απαίσιος. «Μίλησα με κάποια από τα κορίτσια» είπε η Σάντρα. «Ο τύπος στη φωτογραφία λέγεται Γουάιτ. Προμήθευε σπιντ – κοκαΐνη με ηρωίνη– και LSD. Μερικά κορίτσια αγοράζουν από αυτόν. Αλλά καμία δεν τον είχε πελάτη». «Ίσως δεν χρειάζεται να πληρώσει για να καλύψει τις ανάγκες του» είπε ο Χάρι. Η Σάντρα κάγχασε. «Η ανάγκη για σεξ είναι ένα πράγμα και η ανάγκη για πληρωμένο σεξ είναι κάτι άλλο. Για αρκετούς είναι αφροδισιακό. Υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε για σένα και δεν μπορείς να τα βρεις στο σπίτι σου. Πίστεψέ με». Ο Χάρι σήκωσε τα μάτια του. Η Σάντρα τον κοίταζε κατάματα και το απλανές βλέμμα της χάθηκε για μια στιγμή. Την πίστεψε. «Έμαθες για τις ημερομηνίες που σου είπα;» «Ένα από τα κορίτσια λέει πως αγόρασε LSD από αυτόν τη νύχτα πριν βρεθεί η αδελφή σου». Ο Χάρι ακούμπησε στο τραπέζι το φλιτζάνι, πιτσιλίζοντας

τριγύρω, και έσκυψε προς το μέρος της Σάντρα. Μίλησε χαμηλόφωνα και γρήγορα. «Μπορώ να της μιλήσω; Είναι αξιόπιστη;» Το πλατύ, κόκκινο στόμα της Σάντρα έσκασε ένα χαμόγελο. Υπήρχε ένα μαύρο κενό στη θέση του κυνόδοντα. «Όπως είπα, αγόρασε LSD, το οποίο είναι απαγορευμένη ουσία στην Αυστραλία. Δεν μπορείς να μιλήσεις μαζί της.greekleech.info Και το άλλο που ρώτησες: αν ένας πρεζάκιας είναι αξιόπιστος;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Εγώ σου λέω μόνο αυτά που μου είπε. Όμως δεν νομίζω ότι έχει πλήρη αντίληψη για το ποια μέρα είναι Τετάρτη και ποια Πέμπτη, για να το θέσω έτσι».

Υπήρχε μια έντονη νευρικότητα στην πρωινή συνάντηση. Ακόμα και ο ανεμιστήρας γρύλιζε πιο εκνευριστικά απ’ ό,τι συνήθως. «Συγγνώμη, Χόλι. Παρατάμε τον Γουάιτ. Κανένα κίνητρο και η κοπέλα του λέει πως ήταν στη Νιμπίν την ώρα του φόνου» είπε ο Γουάτκινς. Ο Χάρι ύψωσε τη φωνή του. «Μα δεν ακούτε τι σας λέω; Η Αντζελίνα Χάτσινσον παίρνει σπιντ και ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Είναι έγκυος, προφανώς από τον Έβανς Γουάιτ. Διάολε, είναι ο προμηθευτής της! Ο Θεός και ο Χριστός σε

ένα! Πρόθυμη να κάνει ό,τι της πει. Μιλήσαμε με τον σπιτονοικοκύρη και η γυναίκα μισούσε την Ίνγκερ Χόλτερ και όχι χωρίς λόγο: ούτε λίγο ούτε πολύ η Νορβηγίδα προσπάθησε να της κλέψει την κότα με τα χρυσά αυγά». «Ίσως θα έπρεπε να ερευνήσουμε καλύτερα αυτή την κυρία Χάτσινσον» είπε σιγανά ο Λίμπι. «Στο κάτω κάτω αυτή έχει ξεκάθαρο κίνητρο. Μπορεί αυτή να χρειάζεται τον Γουάιτ για άλλοθι και όχι το αντίθετο». «Ο Γουάιτ λέει ψέματα, εντάξει; Τον είδαν στο Σίδνεϊ τη μέρα πριν βρεθεί η Ίνγκερ Χόλτερ». Ο Χάρι είχε σηκωθεί και περπατούσε πάνω κάτω τα δυο βήματα που του επέτρεπε ο χώρος. «Τον είδε μια πόρνη που παίρνει LSD και δεν ξέρουμε καν αν είναι σε θέση να καταθέσει» τόνισε ο Γουάτκινς γυρνώντας προς τον Γιονγκ. «Τι είπε η αεροπορική εταιρεία;» «Οι αστυνομικοί της Νιμπίν είδαν τον Γουάιτ στον κεντρικό δρόμο τρεις μέρες πριν από τη δολοφονία. Ούτε η Ansett ούτε η Qantas έχουν το όνομα του Γουάιτ στον κατάλογο των επιβατών από εκείνη τη μέρα μέχρι τη μέρα της δολοφονίας». «Αυτό δεν σημαίνει τίποτα» γρύλισε ο Λίμπι. «Αν πουλάς ναρκωτικά, δεν ταξιδεύεις με το πραγματικό σου όνομα. Θα μπορούσε εξάλλου να έχει πάει με τρένο. Ή να οδηγήσει αν είχε χρόνο».

Ο Χάρι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. «Επαναλαμβάνω: Οι αμερικανικές στατιστικές δείχνουν ότι σε ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό όλων των δολοφονιών το θύμα γνωρίζει τον δολοφόνο. Ωστόσο, εστιάζουμε την έρευνα σε έναν κατά συρροή δολοφόνο που όλοι ξέρουμε ότι έχουμε τόσες πιθανότητες να τον πιάσουμε, όσες να κερδίσουμε λαχείο. Ας κάνουμε καλύτερα κάτι εκεί που έχουμε την τύχη με το μέρος μας: έχουμε κάποιον στο χέρι, με αρκετές ενδείξεις εναντίον του. Αυτό που εννοώ είναι πως πρέπει να τον ταρακουνήσουμε, να δράσουμε όσο τα ίχνη είναι νωπά. Να τον φέρουμε εδώ και να του πετάξουμε την κατηγορία στη μούρη. Να τον πιέσουμε μέχρι να κάνει ένα λάθος. Αυτή τη στιγμή μάς έχει εκεί που θέλει: σε… σε… τέλμα». «Χμ» είπε ο Γουάτκινς, που σκεφτόταν δυνατά. «Σίγουρα θα είναι άσχημο να αποδειχτεί πως κάποιος που έχουμε κάτω από τη μύτη μας ήταν ένοχος και δεν κάναμε τίποτα». Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Άντριου. «Καλημέρα, συνάδελφοι, συγγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά κάποιος πρέπει να φροντίζει για την ασφάλεια στους δρόμους εκεί έξω. Τι συμβαίνει, αφεντικό; Ρυτίδες αυλακώνουν το μέτωπό σου, όπως οι απότομοι γκρεμοί την κοιλάδα Τζάμισον». Ο Γουάτκινς αναστέναξε. «Αναρωτιόμαστε αν πρέπει να

επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητές μας εδώ. Να αφήσουμε στην άκρη τη θεωρία του κατά συρροή δολοφόνου και να επικεντρωθούμε στον Έβανς Γουάιτ. Και στην Αντζελίνα Χάτσινσον. Ο Χόλι επιμένει ότι το άλλοθί τους δεν είναι ακλόνητο». Ο Άντριου γέλασε και έβγαλε ένα μήλο από την τσέπη του. «Πολύ θα ήθελα να δω μια κοπέλα σαράντα πέντε κιλά και έγκυο να παίρνει τη ζωή μιας γεροδεμένης Σκανδιναβής. Και να τη βιάζει επιπλέον». «Μια σκέψη έκανα» μουρμούρισε ο Γουάτκινς. «Και όσον αφορά τον Έβανς Γουάιτ, ξεχάστε το». Ο Άντριου έτριψε το μήλο στο μανίκι του. «Μπα;» «Μίλησα με κάποιον μάρτυρα. Ήταν στη Νιμπίν τη μέρα του φόνου για να αγοράσει χόρτο και άκουσε για το εξαιρετικό εμπόρευμα του Γουάιτ». «Και;» «Κανένας δεν του είχε πει πως ο Γουάιτ δεν έκανε μπίζνες από το σπίτι, κι έτσι πήγε στο διαμέρισμά του, όπου τον πήρε στο κυνήγι ένας έξαλλος φρενοβλαβής με μια καραμπίνα στο χέρι. Του έδειξα τη φωτογραφία. Συγγνώμη, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Έβανς Γουάιτ ήταν στη Νιμπίν τη μέρα του φόνου». Όλοι έμειναν σιωπηλοί. Ακουγόταν μόνο ο βόμβος του

ανεμιστήρα και το κρατς του μήλου που δάγκωσε ο Άντριου. «Πίσω λοιπόν στον πίνακα» είπε ο Γουάτκινς.

Ο Χάρι είχε κανονίσει να συναντηθεί με την Μπιργκίτα στην καφετέρια της Όπερας στις πέντε, για έναν καφέ πριν εκείνη πιάσει δουλειά. Όταν έφτασαν, η καφετέρια ήταν κλειστή. Ένα σημείωμα έλεγε πως δεν θα άνοιγε λόγω μιας παράστασης μπαλέτου. «Πάντα κάτι συμβαίνει» είπε η Μπιργκίτα. Ακούμπησαν στα κάγκελα και κοίταζαν προς το λιμάνι και το Κιριμπίλι απέναντι. Ένα σκουριασμένο, άσχημο βαπόρι με ρώσικη σημαία κινούνταν προς την έξοδο, ενώ στην άλλη άκρη του λιμανιού Τζάκσον είδαν λευκά πανιά να αρμενίζουν, και όμως να μοιάζουν ακίνητα. «Τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε η Μπιργκίτα. «Πλέον δεν υπάρχουν πολλά που μπορώ να κάνω εδώ. Το φέρετρο της Ίνγκερ Χόλτερ έφυγε για τη Νορβηγία. Μου τηλεφώνησαν από το γραφείο κηδειών στο Όσλο σήμερα. Μου είπαν πως η πρεσβεία οργάνωσε τη μεταφορά με την αεροπορική εταιρεία. Έκαναν λόγο για τη σορό. Ένα αγαπημένο παιδί έχει πολλά ονόματα, αλλά τι παράξενο να υπάρχουν τόσες λέξεις για να περιγράψουν έναν νεκρό». «Πότε φεύγεις λοιπόν;»

«Μόλις αποκλειστούν από την υπόθεση όλοι αυτοί με τους οποίους ξέρουμε ότι η Ίνγκερ Χόλτερ είχε κάποια επαφή. Θα μιλήσω με τον Μακόρμακ αύριο και πιθανόν να φύγω πριν από το Σαββατοκύριακο, αν δεν παρουσιαστεί κάτι συγκεκριμένο. Η υπόθεση μπορεί να τραβήξει πολύ και έχουμε συμφωνήσει με την πρεσβεία εδώ να μας κρατάει ενήμερους στη Νορβηγία». Κούνησε το κεφάλι της. Μια ομάδα ιάπωνες τουρίστες στεκόταν κοντά τους και ο θόρυβος από τις κάμερες μπερδευόταν με την κακόηχη γλώσσα τους, το κρώξιμο των γλάρων και το μούγκρισμα των μηχανών των περαστικών πλοίων. «Ήξερες ότι αυτός που σχεδίασε την Όπερα γύρισε την πλάτη σε ολόκληρο το κατασκεύασμα;» ρώτησε ξαφνικά η Μπιργκίτα. «Όταν η αντίδραση για το υπερβολικό κόστος της κατασκευής της Όπερας του Σίδνεϊ κορυφώθηκε, ο δανός αρχιτέκτονας Γιορν Ούτζον τα εγκατέλειψε όλα και παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος». «Ναι» είπε ο Χάρι. «Μιλήσαμε γι’ αυτό την τελευταία φορά που ήμασταν εδώ». «Όμως για σκέψου, να εγκαταλείπεις κάτι που έχεις αρχίσει. Κάτι που πίστεψες ότι θα ήταν πολύ καλό. Δεν νομίζω πως εγώ θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο».

Είχαν ήδη αποφασίσει ότι ο Χάρι θα συνόδευε την Μπιργκίτα στο Albury αντί εκείνη να πάρει λεωφορείο. Όμως δεν είχαν πολλά να πουν και ανέβαιναν σιωπηλοί την οδό Όξφορντ προς το Πάντινγκτον. Από μακριά ακούγονταν μπουμπουνητά και ο Χάρι κοίταξε έκπληκτος τον καθαρό, γαλάζιο ουρανό. Σε μια γωνιά στεκόταν ένας καλοντυμένος γκριζομάλλης με ένα πλακάτ που κρεμόταν από τον λαιμό του στο οποίο έγραφε: «Η μυστική αστυνομία μού πήρε τη δουλειά και το σπίτι και κατέστρεψε τη ζωή μου. Επισήμως δεν υπάρχω, δεν υπάρχει διεύθυνση ούτε τηλέφωνό μου και τίποτα δεν είναι καταγεγραμμένο στα βιβλία του κράτους. Νομίζουν πως δεν μπορούν να κατηγορηθούν. Βοηθήστε με να βρω τους απατεώνες και να τους καταγγείλω για τα εγκλήματά τους. Υπογράψτε εδώ ή κάντε μια δωρεά». Πρότεινε ένα τετράδιο με τις σελίδες του γεμάτες υπογραφές. Πέρασαν από ένα δισκάδικο και αυθόρμητα ο Χάρι μπήκε μέσα. Στο μισοσκόταδο πίσω από τον πάγκο στεκόταν ένας τύπος με γυαλιά ηλίου. Ο Χάρι ρώτησε αν είχαν κανέναν δίσκο του Νικ Κέιβ. «Βέβαια, είναι Αυστραλός» είπε ο τύπος και έβγαλε τα γυαλιά του. Είχε ένα τατουάζ με αετό στο μέτωπό του. «Ένα ντουέτο. Κάτι με “wild rose”…» άρχισε να λέει ο Χάρι.

«Ναι, ναι, ξέρω ποιο εννοείς. “Where the wild roses grow” από το Murder ballads. Αηδία τραγούδι. Αηδία άλμπουμ. Δεν παίρνεις κανέναν από τους καλούς δίσκους του;» Ο τύπος έβαλε πάλι τα γυαλιά του και εξαφανίστηκε πίσω από τον πάγκο. Ο Χάρι έμεινε κατάπληκτος να ανοιγοκλείνει τα μάτια του στο μισοσκόταδο. «Τι ιδιαίτερο έχει αυτό το τραγούδι;» ρώτησε η Μπιργκίτα όταν βγήκαν στον δρόμο. «Τίποτα τελικά» είπε ο Χάρι γελώντας δυνατά. Ο τύπος στο δισκάδικο τον είχε κάνει να βρει το κέφι του. «Ο Κέιβ και αυτή η κυρία τραγουδάνε για έναν φόνο. Το κάνουν να ακούγεται ωραίο, σχεδόν σαν ερωτική εξομολόγηση. Αλλά είναι πράγματι αηδία τραγούδι». Γέλασε ξανά. «Μου φαίνεται πως έχει αρχίσει να μ’ αρέσει αυτή η πόλη». Συνέχισαν να περπατάνε. Ο Χάρι κοίταζε πάνω κάτω την οδό Όξφορντ, όπου ήταν σχεδόν το μόνο ετεροφυλόφιλο ζευγάρι. Η Μπιργκίτα τού έπιασε το χέρι. «Πρέπει να ήσουν εδώ να έβλεπες την παρέλαση των γκέι, στο τέλος του καρναβαλιού» είπε η Μπιργκίτα. «Γίνεται εδώ, στην οδό Όξφορντ. Πέρσι είπαν πως πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι από όλη την Αυστραλία ήρθαν για να τη δουν και να συμμετάσχουν. Εντελώς παλαβό». Οδός των γκέι, οδός των λεσβιών! Πρώτη φορά πρόσεξε

τα ρούχα στις βιτρίνες: λάτεξ, δερμάτινα, κολλητά τοπ και μεταξωτά κολάν, φερμουάρ και καρφάκια. Ωστόσο σικάτα και ποιότητος, όχι τα ιδρωμένα, πρόστυχα ρούχα που κατέκλυζαν τα στριπτιζάδικα στο Κινγκς Κρος. «Υπήρχε ένας ομοφυλόφιλος που ζούσε κοντά στο σπίτι που μεγάλωσα» είπε ο Χάρι. «Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα, ζούσε μόνος και όλοι στη γειτονιά ήξεραν πως ήταν γκέι. Τον χειμώνα του πετάγαμε χιονόμπαλες, τον φωνάζαμε πούστη και τρέχαμε να κρυφτούμε, γιατί νομίζαμε ότι θα μας τις έβρεχε στον πισινό αν μας έπιανε. Όμως ποτέ δεν μας κυνήγησε, μόνο κατέβαζε το καπέλο του πιο χαμηλά στ’ αυτιά του και πήγαινε σπίτι του. Κάποια μέρα μετακόμισε. Ποτέ δεν μου έκανε τίποτα και πάντα αναρωτιόμουν γιατί τον μισούσα τόσο πολύ». «Οι άνθρωποι φοβούνται αυτό που δεν καταλαβαίνουν και μισούν αυτό που φοβούνται». «Είσαι πραγματικά σοφή!» είπε ο Χάρι και η Μπιργκίτα τού έδωσε μια στο στομάχι. Έπειτα έπεσε στο πεζοδρόμιο σκούζοντας και αυτή γέλασε, ικετεύοντάς τον να μην κάνει σκηνή. Εκείνος σηκώθηκε και έτρεξε πίσω της στην οδό Όξφορντ. «Ελπίζω ο γείτονας να μετακόμισε εδώ» είπε ο Χάρι μετά.

Όταν άφησε την Μπιργκίτα –ανησυχούσε που είχε αρχίσει να σκέφτεται κάθε αποχαιρετισμό, σύντομο είτε μακρύτερο, σαν αποχωρισμό– στάθηκε στην ουρά στη στάση του λεωφορείου. Ένας νεαρός με τη νορβηγική σημαία στο σακίδιό του περίμενε μπροστά του. Ο Χάρι αναρωτιόταν αν έπρεπε να του μιλήσει ή όχι, μέχρι που ήρθε το λεωφορείο. Ο οδηγός αναστέναξε όταν ο Χάρι τού έδωσε ένα εικοσαδόλαρο. «Φαντάζομαι πως δεν σου βρισκόταν κανένα πενηντάρικο, έτσι;» είπε σαρκαστικά. «Αν είχα θα σ’ το έδινα, ηλίθιε μπάσταρδε» είπε στα νορβηγικά χαμογελώντας αθώα. Ο οδηγός δεν φάνηκε να δίνει σημασία στο αν καταλάβαινε ή όχι και του έριξε μια άγρια ματιά, δίνοντάς του τα ρέστα. Είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τη διαδρομή που είχε κάνει η Ίνγκερ τη βραδιά του φόνου. Όχι επειδή δεν την είχε κάνει ήδη κάποιος άλλος: ο Λίμπι και ο Γιονγκ είχαν επισκεφτεί όλα τα μπαρ και τα εστιατόρια της διαδρομής δείχνοντας τη φωτογραφία της Ίνγκερ Χόλτερ – χωρίς αποτέλεσμα βέβαια. Είχε προσπαθήσει να πείσει τον Άντριου να έρθει μαζί, αλλά εκείνος είχε μουλαρώσει λέγοντας ότι ήταν χάσιμο πολύτιμου χρόνου, τον οποίο μπορούσε να αξιοποιήσει καλύτερα μπροστά στην τηλεόραση. «Δεν αστειεύομαι, Χάρι. Το να βλέπεις τηλεόραση σου ανεβάζει την αυτοπεποίθηση. Το να βλέπεις πόσο ανόητοι

είναι γενικώς οι άνθρωποι στην τηλεόραση σε κάνει να νιώθεις έξυπνος. Και οι επιστημονικές μελέτες δείχνουν πως οι άνθρωποι που νιώθουν έξυπνοι αποδίδουν περισσότερο από εκείνους που νιώθουν κουτοί». Ο Χάρι δεν είχε τίποτα να απαντήσει σε αυτού του είδους τη λογική. Ωστόσο ο Άντριου του είχε δώσει το όνομα ενός μπαρ στην οδό Μπριτζ, με την παραγγελία να μεταφέρει τα χαιρετίσματά του στον ιδιοκτήτη. «Αμφιβάλλω αν έχει να σου δώσει καμιά πληροφορία, αλλά ίσως σου σερβίρει κόκα κόλα στη μισή τιμή» είχε πει ο Άντριου γελώντας. Κατέβηκε από το λεωφορείο στην πλατεία του Δημαρχείου και περπάτησε αργά προς το Πίρμοντ. Κοίταζε τα ψηλά σπίτια και τον κόσμο που περπατούσε ανάμεσά τους όπως συνηθίζουν να κάνουν οι κάτοικοι στις μεγαλουπόλεις, χωρίς ωστόσο αυτό να του λέει τίποτα για το τι είχε συμβεί στην Ίνγκερ Χόλτερ εκείνο το βράδυ. Στην ψαραγορά, μπήκε σε μια καφετέρια και παρήγγειλε ένα σάντουιτς με σολομό και κάππαρη. Από το παράθυρο έβλεπε τη γέφυρα πάνω από τον κόλπο Μπλακγουάτλ και απέναντι το Γκλέμπε. Είχαν αρχίσει να στήνουν μια υπαίθρια σκηνή στην ανοιχτή πλατεία και ο Χάρι είδε από τις διαφημιστικές αφίσες πως είχε να κάνει με την εθνική γιορτή, την Ημέρα της Αυστραλίας, που θα γιορταζόταν την ερχόμενη Κυριακή. Ζήτησε από το γκαρσόνι

έναν καφέ και άρχισε να ξεφυλλίζει τη Sydney Morning Herald, μια εφημερίδα που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να τυλίξεις ένα ολόκληρο καφάσι ψάρια και που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια να τη δεις ολόκληρη, ακόμα κι αν κοιτάζεις μόνο τις φωτογραφίες. Όμως, απέμενε άλλη μία ώρα μέχρι να νυχτώσε και ο Χάρι ήθελε να δει τι είδους πλάσματα εμφανίζονταν στο Γκλέμπε όταν έπεφτε το σκοτάδι.

Ο ιδιοκτήτης του Cricket ήταν επίσης ο περήφανος ιδιοκτήτης της φανέλας που φορούσε ο εθνικός ήρωας Άλαν Μπόρντερ, ένας από τους καλύτερους παίκτες κρίκετ όλων των εποχών. Κρεμόταν κορνιζαρισμένη πάνω από τον «κουλοχέρη». Στον απέναντι τοίχο κρέμονταν δύο από τα μπαστούνια και η μπάλα που είχαν χρησιμοποιηθεί στους αγώνες του 1979, όταν η Αυστραλία είχε παίξει με το Πακιστάν. Επειδή κάποιος είχε κλέψει άλλα αναμνηστικά που ήταν εκτεθειμένα στο κατάστημα, ο ιδιοκτήτης θεώρησε αναγκαίο να καρφώνει τους θησαυρούς του. Έπειτα από αυτό, μια επιγονατίδα που ανήκε στον μυθικό παίκτη του κρίκετ Ντον Μπράντμαν έγινε κομμάτια ένα βράδυ από κάποιον επισκέπτη που δεν κατάφερνε να τη βγάλει από τον τοίχο.

Όταν ο Χάρι μπήκε και είδε τον συνδυασμό των θησαυρών στους τοίχους και τους οπαδούς του κρίκετ που αποτελούσαν την πελατεία του Cricket, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι ίσως έπρεπε να αναθεωρήσει την πεποίθησή του πως το κρίκετ ήταν σπορ των αριστοκρατών. Οι πελάτες δεν ήταν περιποιημένοι ούτε μοσχομυρωδάτοι, όπως δεν ήταν και ο Μπάροους πίσω από τον πάγκο. «’σπέρα» είπε και η φωνή του ακούστηκε τραχιά, σαν στομωμένο δρεπάνι πάνω στην ακονόπετρα. «Τόνικ, χωρίς τζιν» παρήγγειλε ο Χάρι και του είπε να κρατήσει τα ρέστα από το δεκαδόλαρο. «Πολλά για φιλοδώρημα – μοιάζει περισσότερο με δωροδοκία» σχολίασε ο Μπάροους ανεμίζοντας το χαρτονόμισμα. «Αστυνομικός είσαι;» «Τόσο πολύ φαίνεται;» ρώτησε ο Χάρι με μια έκφραση παραίτησης. «Πέρα από το ότι ακούγεσαι σαν μάπας τουρίστας, ναι». Ο Μπάροους άφησε τα ρέστα και γύρισε από την άλλη. «Είμαι φίλος του Άντριου Κένσινγκτον» είπε ο Χάρι. Ο Μπάροους γύρισε με αστραπιαία ταχύτητα και ξαναπήρε τα ρέστα που είχε αφήσει. «Και γιατί δεν το λες αμέσως;» μουρμούρισε. Ο Μπάροους δεν θυμόταν να έχει δει ή να έχει ακούσει για την Ίνγκερ Χόλτερ, πράγμα που ο Χάρι ήδη ήξερε, καθώς είχε

μιλήσει γι’ αυτό με τον Άντριου. Αλλά, όπως έλεγε πάντα ο παλιός του εκπαιδευτής στην αστυνομία του Όσλο, ο Σίμονσεν: «Καλύτερα να ρωτάς μια φορά παραπάνω». Ο Χάρι κοίταξε γύρω του. «Τι σερβίρεις εδώ;» ρώτησε. «Σουβλάκι με ελληνική σαλάτα» απάντησε ο Μπάροους. «Πιάτο ημέρας, επτά δολάρια». «Συγγνώμη, εκφράστηκα λάθος» είπε ο Χάρι. «Εννοώ τι είδους ανθρώπους σερβίρεις, ποια είναι η πελατεία σου;» «Αυτούς που μπορεί να αποκαλέσει κανείς υπόκοσμο». Χαμογέλασε συγκρατημένα, με ένα γέλιο που έλεγε πολλά για την ενήλικη επαγγελματική ζωή του Μπάροους και για το όνειρό του να κάνει κάτι καλύτερο με το μπαρ. «Έχεις σταθερούς πελάτες;» ρώτησε ο Χάρι και έδειξε με το κεφάλι μια σκοτεινή γωνία όπου πέντε τύποι έπιναν μπίρες καθισμένοι σε ένα τραπέζι. «Ναι, οι περισσότεροι είναι σταθεροί. Δεν είμαστε ακριβώς τουριστικό στέκι». «Σε πειράζει να τους κάνω κάνα δυο ερωτήσεις;» ρώτησε ο Χάρι. Ο Μπάροους δίστασε. «Αυτοί εκεί οι τύποι δεν είναι τίποτα βουτυρόπαιδα. Δεν ξέρω πώς βγάζουν την μπίρα τους αλλά ούτε και σκοπεύω να τους ρωτήσω. Όμως δεν δουλεύουν εννιά με πέντε, αν με

καταλαβαίνεις». «Ωστόσο, σε κανέναν δεν αρέσει να βιάζονται και να στραγγαλίζονται αθώα κορίτσια στην περιοχή, έτσι δεν είναι; Ούτε καν σε αυτούς που στέκονται με το ένα πόδι έξω από τον νόμο. Κάτι τέτοιο τρομάζει και διώχνει τον κόσμο και δεν κάνει καλό στις μπίζνες, όποιες κι αν είναι αυτές». Ο Μπάροους σκούπιζε και γυάλιζε ένα ποτήρι. «Εγώ πάντως θα έκανα προσεκτικά βήματα αν ήμουν στη θέση σου». Ο Χάρι τού ένευσε καταφατικά και προχώρησε με αργά βήματα προς το τραπέζι στη γωνία, για να έχουν χρόνο να τον δουν. Ένας από αυτούς σηκώθηκε πριν πλησιάσει αρκετά. Σταύρωσε τα μπράτσα του στο στήθος και αποκάλυψε ένα τατουάζ στιλέτο στο φουσκωτό ποντίκι του. «Η γωνία είναι πιασμένη, ξανθόψειρα» είπε με φωνή τόσο τραχιά, που ακουγόταν σαν αέρας μέσα σε σωλήνα. «Έχω μια ερώτηση…» άρχισε να λέει ο Χάρι, αλλά ο βαρύς τύπος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μόνο μία. Μήπως κανείς από εσάς ξέρει αυτόν εδώ τον άντρα, τον Έβανς Γουάιτ;» Ο Χάρι έδειξε τη φωτογραφία του. Μέχρι τώρα οι δύο που κάθονταν απέναντί του τον κοίταζαν περισσότερο με βαρεμάρα παρά με εχθρότητα. Μόλις αναφέρθηκε το όνομα του Γουάιτ, τον παρατήρησαν με ενδιαφέρον και ο Χάρι πρόσεξε κάποια σύσπαση στον

σβέρκο των άλλων δυο, που του είχαν γυρισμένη την πλάτη. «Ποτέ δεν τον έχω ακούσει» είπε ο τύπος. «Όμως είμαστε στη μέση μιας προσωπικής… συζήτησης εδώ, μίστερ. Άντε, καληνύχτα». «Φαντάζομαι πως η συζήτηση δεν αφορά τη διακίνηση ουσιών που είναι παράνομες σύμφωνα με τους νόμους της Αυστραλίας, έτσι;» ρώτησε ο Χάρι. Μακρά σιωπή. Είχε υιοθετήσει επικίνδυνη στρατηγική. Η απροκάλυπτη πρόκληση ήταν μια τακτική στην οποία μπορούσες να καταφύγεις αν είχες ικανοποιητική κάλυψη ή διόδους διαφυγής. Ο Χάρι δεν είχε τίποτε απ’ τα δύο. Απλώς θεωρούσε πως ήταν καιρός να αρχίσει κάτι να γίνεται. Ένα κεφάλι σηκώθηκε. Και συνέχισε να σηκώνεται. Είχε αγγίξει σχεδόν το ταβάνι όταν γύρισε και φάνηκε η άσχημη, βλογιοκομμένη όψη του. Ένα λιγδιασμένο μουστάκι τόνιζε τα ανατολίτικα χαρακτηριστικά του ατόμου. «Τζένγκις Χαν! Χαίρομαι που σε βλέπω. Νόμιζα πως ήσουν στον άλλο κόσμο!» αναφώνησε ο Χάρι και άπλωσε το χέρι του. Ο Χαν άνοιξε το στόμα του. «Ποιος είσαι;» Ακούστηκε σαν επιθανάτιος ρόγχος, μια σπηλαιώδης φωνή μπάσου που κάθε χέβι μέταλ συγκρότημα θα σκότωνε προκειμένου να την έχει στα φωνητικά του.

«Είμαι αστυνομικός και δεν πιστεύω…» «Ταυτότητα!» Ο Χαν κοίταζε τον Χάρι από το ταβάνι. «Ορίστε;» «Το σήμα του αστυνομικού». Ο Χάρι καταλάβαινε πως η περίσταση απαιτούσε κάτι περισσότερο από την πλαστική κάρτα του με τη φωτογραφία διαβατηρίου από το αστυνομικό τμήμα του Όσλο. «Σου έχει πει κανείς πως έχεις την ίδια φωνή με τον τραγουδιστή των Sepultura… Να δεις πώς τον λένε…» Ο Χάρι ακούμπησε το δάχτυλό του στο σαγόνι και έδειχνε να στύβει το μυαλό του. Ο βαρύς τύπος άρχισε να τον πλησιάζει. Ο Χάρι τον έδειξε: «Και εσύ είσαι ο Ροντ Στιούαρτ, έτσι; Α, τώρα κατάλαβα! Καθόσαστε εδώ και σχεδιάζετε συναυλίες για βοήθεια στις χώρες…». Η γροθιά έπεσε στα δόντια του Χάρι. Κλονίστηκε αλλά στάθηκε όρθιος και έφερε το χέρι του στο στόμα του. «Μάλλον δεν θεωρείτε πως έχω μέλλον ως κωμικός;» είπε ο Χάρι. Κοίταξε τα δάχτυλά του: αίμα, σάλιο και κάτι μαλακό και άσπρο, που μόνο πολφός από το εσωτερικό των δοντιών μπορούσε να φανταστεί πως ήταν. «Ο πολφός δεν είναι κόκκινος; Πολφός, αυτό το μαλακό πράγμα μέσα στα δόντια;» ρώτησε τον Ροντ και έδειξε τα δάχτυλά του. Ο Ροντ περιεργάστηκε επιφυλακτικά τον Χάρι πριν σκύψει για να δει καλύτερα τα άσπρα κομματάκια. «Αυτό είναι το

κόκαλο κάτω από το σμάλτο» αποφάνθηκε. «Ο γέρος μου είναι οδοντογιατρός» εξήγησε στους άλλους. Ύστερα έκανε ένα βήμα πίσω και χτύπησε ξανά. Για μια στιγμή ο Χάρι τα είδε όλα μαύρα, αλλά συνέχισε να βρίσκεται σε όρθια θέση όταν ξανάρθε το φως. «Για δες μήπως βρεις καθόλου πολφό τώρα» είπε ο Ροντ με περιέργεια. Ο Χάρι ήξερε πως ήταν ανοησία. Το άθροισμα της εμπειρίας του και ο κοινός νους τού έλεγαν πως ήταν ανοησία, η πονεμένη του μασέλα έλεγε πως ήταν ανοησία, αλλά δυστυχώς το δεξί του χέρι νόμιζε ότι ήταν μεγάλη εξυπνάδα και εκείνη τη στιγμή αυτό αποφάσισε. Χτύπησε τον Ροντ στην άκρη του σαγονιού και άκουσε το τρίξιμο από τα δόντια που έκλεισαν απότομα, πριν ο Ροντ κάνει δυο βήματα πίσω τρικλίζοντας, πράγμα που είναι η αναπόφευκτη συνέπεια ενός τέλεια πλασαρισμένου άπερκατ. Ένα τέτοιο χτύπημα μεταφέρεται κατά μήκος του γναθιαίου οστού προς την παρεγκεφαλίδα ή μικρό μυαλό – πολύ ταιριαστό όνομα σε αυτή την περίπτωση, σκέφτηκε ο Χάρι–, όπου μια κυματοειδής κίνηση προκαλεί μια σειρά από μικρότερες κυκλικές κινήσεις και επίσης, αν κάποιος είναι τυχερός, στιγμιαία απώλεια των αισθήσεων και/ή μακροχρόνια βλάβη του εγκεφάλου. Στην περίπτωση του Ροντ φαινόταν πως το μυαλό δεν μπορούσε να αποφασίσει τι

ακριβώς θα γινόταν: πλήρες μπλακ άουτ ή μια περαστική διάσειση. Ο σύντροφος Τζένγκις Χαν δεν σκόπευε να περιμένει την έκβαση. Άρπαξε τον Χάρι από το κολάρο, τον σήκωσε στο ύψος των ώμων του και τον πέταξε σαν ένα σακί αλεύρι. Το ζευγάρι που μόλις είχε φάει το πιάτο της ημέρας για επτά δολάρια βρήκε ξαφνικά περισσότερο κρέας στο τραπέζι από όσο είχε πληρώσει, όταν ο Χάρι τσακίστηκε με πάταγο πάνω σε αυτό και τους έκανε να αναπηδήσουν προς τα πίσω. Θεέ μου, ας λιποθυμήσω γρήγορα, σκέφτηκε ο Χάρι καθώς ένιωσε τον πόνο και είδε τον Χαν να προχωρά καταπάνω του. Η κλείδα είναι εύθραυστο κόκαλο και πολύ εκτεθειμένο. Ο Χάρι σκόπευσε και έδωσε μια κλοτσιά, όμως η περιποίηση που του είχε κάνει ο Ροντ πρέπει να είχε θολώσει την όρασή του, γιατί δεν κλότσησε παρά σκέτο αέρα. «Θα σε πονέσω!» υποσχέθηκε ο Χαν και σήκωσε τα χέρια του ψηλά, πάνω από το κεφάλι του. Δεν χρειαζόταν βαριά, βαριοπούλα ή σφυρί: τα τεράστια χέρια έπεσαν σαν βαρίδια στο στέρνο του Χάρι και παρέλυσαν αστραπιαία τις λειτουργίες της καρδιάς και της αναπνοής. Έτσι, ούτε είδε ούτε άκουσε τον μαύρο άντρα που μπήκε μέσα και άρπαξε την μπάλα που είχε χρησιμοποιήσει η Αυστραλία για να κατατροπώσει το Πακιστάν το 1979: ένα μικρό, σκληρό σαν πέτρα αντικείμενο, με διάμετρο 7,6 εκατοστά και βάρος 160

γραμμάρια. Ο νεοφερμένος έγειρε λίγο προς το πλάι και πίσω στο τέρμα του και έφερε το χέρι του πίσω. Με κτηνώδη δύναμη έκανε με το χέρι μια οριζόντια κίνηση –με λυγισμένο αγκώνα όπως στο μπέιζμπολ, όχι σε τόξο πάνω από το κεφάλι με τεντωμένο χέρι όπως στο κρίκετ– και εκτόξευσε την μπάλα, που βρήκε κατευθείαν τον στόχο της σφυρίζοντας. Αντίθετα με την παρεγκεφαλίδα του Ροντ, το μικρό μυαλό του Χαν δεν αμφέβαλε ούτε στιγμή όταν η σκληρή μπάλα τον χτύπησε στο μέτωπο, ακριβώς κάτω από εκεί που φύτρωναν τα μαλλιά του: είπε καληνύχτα χωρίς καθυστέρηση. Ο Χαν άρχισε να καταρρέει, να γκρεμίζεται σαν βομβαρδισμένος ουρανοξύστης. Τώρα, ωστόσο, οι άλλοι τρεις γύρω από το τραπέζι είχαν σηκωθεί και βαριανάσαιναν εξαγριωμένοι. Ο μαύρος νεοφερμένος προχώρησε μπροστά με τα χέρια σηκωμένα σε μια στάση χαλαρής αυτοπροστασίας. Ένας από τους τύπους όρμησε εναντίον του και ο Χάρι, που παρ’ όλη τη θολούρα του φάνηκε να αναγνωρίζει τον νεοφερμένο, μάντεψε σωστά: ο μαύρος άντρας έγειρε προς τα πίσω, μετά πλησίασε και δοκίμασε δυο καλά σχεδιασμένες αριστερές γροθιές, σαν να ήθελε απλώς να υπολογίσει την απόσταση, πριν καταφέρει μια δεξιά που ήρθε σφυρίζοντας από χαμηλά με ένα συντριπτικό άπερκατ. Ευτυχώς, υπήρχε τέτοιο στρίμωγμα

στην άκρη της αίθουσας, που δεν μπορούσαν να του επιτεθούν όλοι μαζί συγχρόνως. Με τον πρώτο τύπο κάτω, ο δεύτερος εξαπέλυσε την επίθεσή του κάπως επιφυλακτικά και με τα χέρια μπροστά, με έναν τρόπο που έδειχνε πως σίγουρα είχε χρωματιστή ζώνη σε κάποια ασιατική πολεμική τέχνη κρεμασμένη στο σπίτι του. Η πρώτη δοκιμαστική επίθεση αποκρούστηκε από την άμυνα του μαύρου και καθώς ο άλλος στροβιλιζόταν για να ολοκληρώσει την απαραίτητη κλοτσιά του καράτε, ο μαύρος είχε ήδη αλλάξει θέση. Η κλοτσιά έπεσε στο κενό. Όχι όμως και ο γρήγορος συνδυασμός αριστερή-δεξιά-αριστερή γροθιά, που έκανε τον καρατέκα να συγκρουστεί βίαια με τον τοίχο. Ο μαύρος άντρας χόρευε πίσω του και του έδωσε μια γρήγορη αριστερή μπουνιά, με αποτέλεσμα το κεφάλι του να τιναχτεί πίσω και να κουτουλήσει, βγάζοντας έναν ανατριχιαστικό γδούπο. Γλίστρησε στον τοίχο και σωριάστηκε στο δάπεδο, σαν ένα πιάτο φαγητό που κάποιος είχε πετάξει στον τοίχο. Ο παίχτης του κρίκετ τον χτύπησε ακόμα μία φορά καθώς έπεφτε, αν και δεν ήταν καθόλου αναγκαίο. Ο Ροντ είχε καθίσει σε μια καρέκλα και παρακολουθούσε τα γεγονότα με γυάλινα μάτια. Ακούστηκε ένα κλικ, καθώς άνοιξε ο σουγιάς του τρίτου άντρα. Προχωρούσε προς τον μαύρο με καμπουριασμένη πλάτη και τα χέρια ανοιχτά στα πλευρά, όταν ο Ροντ ξέρασε πάνω στα παπούτσια του –

σίγουρο σημάδι πως είχε διάσειση, παρατήρησε ο Χάρι με ευχαρίστηση. Ένιωθε κι ο ίδιος ναυτία, ιδίως όταν είδε πως ο πρώτος άντρας είχε κατεβάσει το ρόπαλο του κρίκετ από τον τοίχο και πλησίαζε τον πυγμάχο από πίσω. Ο τύπος με τον σουγιά στεκόταν δίπλα από τον Χάρι, χωρίς όμως να το έχει αντιληφθεί. «Πίσω σου, Άντριου!» ούρλιαξε ο Χάρι και ρίχτηκε στο χέρι του τρίτου άντρα, που κρατούσε τον σουγιά. Άκουσε τον ξερό, υπόκωφο ήχο του ροπάλου και τα τραπέζια και τις καρέκλες που αναποδογύριζαν, αλλά έπρεπε να επικεντρωθεί στον τύπο με τον σουγιά, που του είχε ξεφύγει και τώρα τον κύκλωνε με μεγάλες, θεατρικές χειρονομίες και με χαμόγελο παράφρονα στα χείλη. Με τα μάτια καρφωμένα στον μαχαιροβγάλτη, ψαχούλευε το τραπέζι πίσω του για κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Ακόμη άκουγε τον ήχο από το ρόπαλο του κρίκετ που χτυπούσε πίσω του από την πλευρά του μπαρ. Ο μαχαιροβγάλτης τον πλησίασε καγχάζοντας και κάνοντας ζογκλερικά με τον σουγιά. Ο Χάρι πετάχτηκε μπροστά, χτύπησε και υποχώρησε. Το δεξί χέρι του μαχαιροβγάλτη έπεσε άψυχο και ο σουγιάς κροτάλισε στο πέτρινο δάπεδο. Γύρισε και κοίταξε κατάπληκτος τον ώμο του, απ’ όπου εξείχε η άκρη από ένα

μεταλλικό σουβλάκι, με ένα μανιτάρι ακόμη καρφωμένο πάνω του. Το δεξί του χέρι έμοιαζε παράλυτο και τραβούσε προσεκτικά το σουβλί με το αριστερό του, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι πράγματι ήταν καρφωμένο εκεί, με την ίδια σαστισμένη έκφραση στο πρόσωπό του. Πρέπει να τρύπησε κάποια δέσμη με μυς και νεύρα, σκέφτηκε ο Χάρι καθώς έδινε μια χαλαρή γροθιά. Ένιωσε πως χτύπησε κάτι σκληρό και ένας ξαφνικός πόνος διαπέρασε το χέρι του. Ο μαχαιροβγάλτης τρίκλισε προς τα πίσω και κοίταξε τον Χάρι με πληγωμένο βλέμμα. Μια παχιά γραμμή σκούρου αίματος κυλούσε από το ρουθούνι του. Ο Χάρι σχημάτισε μια γροθιά με το δεξί του χέρι και ετοιμαζόταν να τον χτυπήσει ξανά, όμως άλλαξε γνώμη. «Είναι τόσο οδυνηρό να χτυπάς. Δεν μπορείς να παραδοθείς;» ρώτησε. Ο μαχαιροβγάλτης κατένευσε και σωριάστηκε δίπλα στον Ροντ, που ακόμη είχε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια του. Όταν ο Χάρι γύρισε το κεφάλι του, είδε τον Μπάροους στη μέση της αίθουσας με ένα όπλο να σημαδεύει τον πρώτο άντρα και τον Άντριου ξαπλωμένο άψυχο ανάμεσα στα αναποδογυρισμένα τραπέζια. Μερικοί από τους πελάτες είχαν πάρει δρόμο, άλλοι στέκονταν και παρακολουθούσαν με περιέργεια, όμως οι περισσότεροι κάθονταν ακόμη στο μπαρ και έβλεπαν τηλεόραση. Έδειχνε έναν αγώνα κρίκετ μεταξύ

Αγγλίας και Αυστραλίας.

Όταν έφτασε το ασθενοφόρο για να πάρει τους τραυματίες, ο Χάρι φρόντισε να ασχοληθούν πρώτα με τον Άντριου. Τον πήραν έξω με το φορείο, ενώ ο Χάρι ακολουθούσε από κοντά. Ο Άντριου αιμορραγούσε από το ένα αυτί και ανέπνεε αγκομαχώντας, όμως είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις του. «Δεν ήξερα πως έπαιζες κρίκετ, Άντριου. Ωραίο το τίναγμα του μπράτσου, αλλά ήταν ανάγκη να χτυπήσεις με τόση δύναμη;» «Έχεις δίκιο. Εκτίμησα εντελώς λάθος την κατάσταση, ενώ εσύ την είχες υπό έλεγχο». «Όχι» είπε ο Χάρι «πρέπει να είμαι ειλικρινής και να παραδεχτώ πως δεν την είχα». «ΟΚ» είπε ο Άντριου «κι εγώ πρέπει να είμαι ειλικρινής και να πω πως έχω έναν τρομερό πονοκέφαλο και μετανιώνω που μπήκα εκεί μέσα. Θα ήταν πιο δίκαιο να ήσουν εσύ ξαπλωμένος εδώ τώρα. Το εννοώ». Το νοσοκομειακό πηγαινοερχόταν και στο τέλος μόνο ο Χάρι και ο Μπάροους έμειναν στο μπαρ. «Ελπίζω να μην καταστρέψαμε πολλά πράγματα εδώ μέσα» είπε ο Χάρι. «Ε, όχι, δεν ήταν και τόσο τρομερό. Άλλωστε οι πελάτες μου εκτιμούν λίγη ζωντανή διασκέδαση πότε πότε. Ωστόσο,

καλά θα κάνεις να προσέχεις τα νώτα σου αποδώ και μπρος. Το αφεντικό αυτών των τύπων δεν θα χαρεί ιδιαίτερα όταν μάθει τι έγινε» είπε ο Μπάροους. «Αλήθεια;» ρώτησε ο Χάρι. Είχε μια αμυδρή υποψία πως ο Μπάροους προσπαθούσε να του πει κάτι. «Και ποιος είναι το αφεντικό;» «Εγώ δεν είπα τίποτα, αλλά ο τύπος στη φωτογραφία που δείχνεις δεν είναι εντελώς άγνωστος». Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Τότε καλύτερα να έχω τον νου μου. Και το όπλο μου. Σε πειράζει να πάρω ένα σουβλί μαζί μου;»

9

ΔΥΟ ΕΠΙΔΕΙΞΙΕΣ, ΕΝΑΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ, ΕΝΑΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΦΙΔΙ

Ο

Χάρι βρήκε έναν οδοντίατρο στο Κινγκς Κρος, ο οποίος του έριξε μια ματιά και αποφάσισε πως χρειαζόταν αρκετή δουλειά προκειμένου να του φτιάξει ένα μπροστινό δόντι που είχε σπάσει στη μέση. Το αντικατέστησε προσωρινά και πήρε μια αμοιβή που ο Χάρι ήλπιζε πως το αφεντικό του στην αστυνομία του Όσλο θα ήταν αρκετά ελεήμον για να την καλύψει. Πίσω στο γραφείο πληροφορήθηκε ότι το ρόπαλο του κρίκετ είχε σπάσει τρία πλευρά του Άντριου και του είχε προκαλέσει διάσειση, και ότι πιθανότατα δεν θα σηκωνόταν

από το κρεβάτι του νοσοκομείου αυτή την εβδομάδα. Μετά το μεσημεριανό γεύμα, ο Χάρι ζήτησε από τον Λίμπι να τον συνοδεύσει σε μερικές επισκέψεις στο νοσοκομείο. Οδήγησαν μέχρι το νοσοκομείο Σεντ Ετιέν, όπου έπρεπε να υπογράψουν στο βιβλίο των επισκεπτών, ένα τεράστιο, βαρύ βιβλίο που ήταν ανοιχτό μπροστά σε μια ακόμα βαρύτερη καλόγρια, θρονιασμένη πίσω από το τζάμι με σταυρωμένα χέρια. Ο Χάρι προσπάθησε να ρωτήσει πού είναι η είσοδος, αλλά εκείνη τους την έδειξε κουνώντας απλώς το κεφάλι της. «Δεν μιλάει αγγλικά» εξήγησε ο Λίμπι. Μπήκαν στην αίθουσα υποδοχής, όπου ένας γελαστός νεαρός κατέγραψε αμέσως τα ονόματά τους στον υπολογιστή, τους έδωσε τους αριθμούς των δωματίων και τους εξήγησε πώς θα τα έβρισκαν. «Από τον Μεσαίωνα στην ηλεκτρονική εποχή σε δέκα δευτερόλεπτα» ψιθύρισε ο Χάρι. Αντάλλαξαν μερικές λέξεις με έναν Άντριου κίτρινο και μελανό, που όμως ήταν κακοδιάθετος και ύστερα από πέντε λεπτά τούς ζήτησε να του αδειάσουν τη γωνιά. Στον αποπάνω όροφο βρήκαν τον μαχαιροβγάλτη σε μονό δωμάτιο. Ήταν ξαπλωμένος με το χέρι σε νάρθηκα, με πρησμένο πρόσωπο και κοίταξε τον Χάρι με το ίδιο πληγωμένο βλέμμα όπως το προηγούμενο βράδυ. «Τι θέλεις, μπάσταρδε μπάτσε;» ρώτησε.

Ο Χάρι κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. «Θέλω να μάθω αν ο Έβανς Γουάιτ έδωσε εντολή σε κάποιον να σκοτώσει την Ίνγκερ Χόλτερ, ποιος πήρε αυτή την εντολή και γιατί;» Ο μαχαιροβγάλτης πήγε να γελάσει, αλλά αντί γι’ αυτό τον έπιασε βήχας. «Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς, μπάτσε, και νομίζω ότι ούτε εσύ ξέρεις». «Πώς πάει ο ώμος;» ρώτησε ο Χάρι. Ο τύπος γούρλωσε τα μάτια του, που ήταν έτοιμα να πεταχτούν έξω από το κρανίο του. «Για προσπά…» Ο Χάρι έβγαλε το σουβλί από την τσέπη του. Μια χοντρή μπλε φλέβα άρχισε να πάλλεται στο μέτωπο του μαχαιροβγάλτη. «Μπλοφάρεις, μπάτσε του κερατά». Ο Χάρι δεν μίλησε. «Τι περνάει από το σάπιο σου μυαλό; Φαντάζεσαι πως μπορείς να τη βγάλεις καθαρή με αυτό εκεί το μαραφέτι; Αν βρεθεί έστω κι ένα τοσοδά σημάδι πάνω μου όταν θα φύγεις, την έχασες την αναθεματισμένη σου σκατοδουλειά, καθοίκι!» Ο μαχαιροβγάλτης είχε αρχίσει να σκούζει. Ο Χάρι έφερε τον δείκτη του χεριού του στα χείλη του. «Πάψε, αν έχεις την καλοσύνη. Βλέπεις εκείνον τον γεροδεμένο φαλακρό στην πόρτα; Ίσως δεν είναι τόσο

εύκολο να διακρίνεις την ομοιότητα, αλλά είναι ο ξάδελφος του τύπου που χθες του σπάσατε το κεφάλι μ̓ εκείνο το ρόπαλο του κρίκετ. Ζήτησε ειδική άδεια για να έρθει μαζί μου σήμερα. Η δουλειά του είναι να σου βουλώσει το βρομόστομα και να σε κρατάει ακίνητο, όσο εγώ θα λύνω τους επιδέσμους και θα καρφώνω αυτό το πανέμορφο πραγματάκι στο μοναδικό σημείο όπου δεν θα αφήσει σημάδι. Γιατί υπάρχει ήδη μια τρύπα από πριν, έτσι δεν είναι;» Πίεσε μαλακά τον δεξή ώμο του μαχαιροβγάλτη. Δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια του τύπου και το στέρνο του ανεβοκατέβαινε με έναν παροξυσμό δύσπνοιας. Το βλέμμα του πηδούσε από τον Χάρι στον Λίμπι, και πάλι πίσω. Η ανθρώπινη φύση είναι ένα σκοτεινό, αδιαπέραστο δάσος, αλλά ο Χάρι νόμισε πως διέκρινε ένα άνοιγμα στο σύστημα πυροπροστασίας του δάσους όταν ο μαχαιροβγάλτης άνοιξε το στόμα του. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως έλεγε την αλήθεια. «Δεν μπορείτε να μου κάνετε ούτε το ένα δέκατο αυτών που θα μου κάνει ο Έβανς Γουάιτ μόλις ανακαλύψει ότι τον κάρφωσα. Ξέρω και ξέρετε κι εσείς πως, ακόμα κι αν είχα κάτι να πω, θα το βούλωνα όσο πιο σφιχτά γινόταν. Κάντε λοιπόν ό,τι νομίζετε. Μόνο ένα έχω να σας πω: είσαστε σε λάθος δρόμο. Εντελώς λάθος». Ο Χάρι κοίταξε τον Λίμπι. Εκείνος ένευσε αρνητικά. Ο Χάρι

στάθηκε σκεφτικός για μια στιγμή και ύστερα πήγε και άφησε το σουβλί στο κομοδίνο. «Περαστικά» ευχήθηκε ο Χάρι. «Hasta la vista» είπε ο μαχαιροβγάλτης και τον σκόπευσε με τον δείκτη του.

Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου ένα μήνυμα περίμενε τον Χάρι. Αναγνώρισε το νούμερο του αρχηγείου της αστυνομίας του Σίδνεϊ και τηλεφώνησε αμέσως από το δωμάτιό του. Ο Γιονγκ Σου απάντησε. «Εξετάσαμε όλα τα αρχεία μας ξανά» είπε. «Και τα ελέγξαμε λεπτομερώς. Κάποια παραπτώματα παραγράφονται από τα επίσημα αρχεία ύστερα από τρία χρόνια. Έτσι είναι ο νόμος, δεν έχουμε το δικαίωμα να ανατρέχουμε σε αδικήματα που έχουν παραγραφεί. Ωστόσο, αν πρόκειται για σεξουαλικό παράπτωμα, τότε… εεε… θα το θέσω έτσι: καταγράφεται σε έναν ανεπίσημο φάκελο του αρχείου. Ξέθαψα λοιπόν κάτι ενδιαφέρον». «Δηλαδή;» «Το επίσημο μητρώο του σπιτονοικοκύρη της Ίνγκερ Χόλτερ, του Χάντερ Ρόμπερτσον, ήταν καθαρό. Ψάχνοντας βαθύτερα, ωστόσο, ανακαλύψαμε πως του έχει επιβληθεί πρόστιμο δύο φορές για άσεμνη επίδειξη: έκθεση γεννητικών

οργάνων». Ο Χάρι προσπάθησε να φανταστεί την άσεμνη επίδειξη. «Πόσο άσεμνη;» «Θώπευε τα γεννητικά του όργανα σε δημόσιο χώρο. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι, όμως υπάρχουν κι άλλα. Ο Λίμπι πέρασε από εκεί, αλλά δεν ήταν κανείς στο σπίτι, μόνο ένα κοπρόσκυλο που γάβγιζε μέσα από την πόρτα. Όσο στεκόταν εκεί, βγήκε ένας γείτονας. Φαίνεται ότι ο Ρόμπερτσον του είχε δώσει το κλειδί του για να βγάζει τον σκύλο έξω και να τον ταΐζει κάθε Τετάρτη βράδυ. Φυσικά, ο Λίμπι ρώτησε αν είχε ξεκλειδώσει και είχε βγάλει τον σκύλο το βράδυ της Τετάρτης, πριν βρουν την Ίνγκερ Χόλτερ. Απάντησε πως ναι, το είχε κάνει». «Λοιπόν;» «Ο Ρόμπερτσον είχε πει νωρίτερα στην κατάθεσή του πως ήταν στο σπίτι του όλη τη νύχτα πριν βρεθεί η Ίνγκερ. Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να το μάθεις αμέσως». Ο Χάρι ένιωσε τους σφυγμούς του να ανεβαίνουν. «Τι θα κάνετε τώρα;» «Ένα περιπολικό θα πάει να τον πάρει νωρίς αύριο το πρωί, πριν φύγει για τη δουλειά του». «Χμ. Πότε και πού έγιναν αυτές οι άσεμνες πράξεις;» «Για να δω. Νομίζω πως ήταν σε ένα πάρκο. Εδώ λέει πάρκο Γκριν. Είναι ένα μικρό…»

«Το ξέρω». Σκέφτηκε γρήγορα. «Λέω να πάω μια βόλτα μέχρι εκεί. Φαίνεται ότι υπάρχει μια τακτική πελατεία που συχνάζει στο πάρκο. Ίσως ξέρουν κάτι». Ο Χάρι σημείωσε τις ημερομηνίες των άσεμνων επιδείξεων. «Έτσι για να γελάσουμε, Γιονγκ, τι είναι η σεμνή επίδειξη;» «Να είσαι δεκαοκτώ ετών, μεθυσμένος, και να δείχνεις τον πισινό σου σε ένα περαστικό περιπολικό την ημέρα της εθνικής γιορτής της Νορβηγίας». Σάστισε τόσο, που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Ο Γιονγκ χαχάνιζε στην άλλη άκρη της γραμμής. «Πώς…;» άρχισε να λέει ο Χάρι. «Είναι απίστευτο τι μπορείς να κάνεις με μερικούς κωδικούς και έναν δανό συνάδελφο στο διπλανό γραφείο». Ο Γιονγκ γελούσε με την καρδιά του. Ο Χάρι ένιωσε πως κόντευε να εκραγεί. «Ελπίζω να μη σε πείραξε». Ο Γιονγκ ξαφνικά ακούστηκε ανήσυχος, σαν να κατάλαβε ότι ίσως το είχε παρατραβήξει. «Δεν έχω πει τίποτα σε κανέναν». Ακουγόταν τόσο συντετριμμένος, που ο Χάρι δεν κατάφερε να θυμώσει. «Ένας από τους αστυνομικούς στο περιπολικό ήταν γυναίκα» είπε ο Χάρι. «Εξέφρασε τον

θαυμασμό της για τον σφιχτό πισινό μου αργότερα». Ο Γιονγκ γέλασε ανακουφισμένος.

Είχε σκοτεινιάσει αρκετά και τα φώτα του πάρκου άναψαν αυτόματα την ώρα που ο Χάρι περπατούσε προς το παγκάκι. Αναγνώρισε αμέσως τον γκρίζο άνθρωπο, που ήδη καθόταν εκεί. «Καλησπέρα». Το κεφάλι του, που ήταν πεσμένο με το σαγόνι να ακουμπάει στο στήθος του, σηκώθηκε αργά και δυο καστανά μάτια κοίταξαν τον Χάρι και καρφώθηκαν σε κάποιο πολύ μακρινό σημείο. «Καμιά βόπα;» ρώτησε με βραχνή φωνή. «Τι πράγμα;» «Βόπα, βόπα» επανέλαβε ο τύπος και ανοιγόκλεισε δυο δάχτυλα στον αέρα. «Α, γόπα. Θέλεις τσιγάρο;» «Ναι, βόπα». Ο Χάρι έβγαλε δυο τσιγάρα από το πακέτο του και πήρε το ένα ο ίδιος. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί και απολάμβαναν τον καπνό. Κάθονταν μέσα σε έναν πνεύμονα πρασίνου στο κέντρο μιας μεγαλούπολης και, ωστόσο, ο Χάρι είχε την αίσθηση πως βρισκόταν σε κάποια ερημική, απομακρυσμένη

περιοχή. Ίσως επειδή είχε πέσει η νύχτα, που συνοδευόταν από τον ηλεκτρικό ήχο των αθέατων τριζονιών που έτριβαν το πόδια τους. Ή μπορεί να ήταν η αίσθηση ότι υπήρχε κάτι τελετουργικό και άχρονο στο να κάθονται και να καπνίζουν μαζί, ο λευκός αστυνομικός και ο μαύρος με το πλατύ, αλλόκοτο πρόσωπο, μέλος του αυτόχθονα πληθυσμού αυτής της τεράστιας ηπείρου. «Θέλεις να αγοράσεις το τζάκετ μου;» Κοίταξε το τζάκετ του τύπου, που ήταν ένα είδος αντιανεμικού από λεπτό υλικό, με έντονο κόκκινο και μαύρο χρώμα. «Η σημαία των Αβορίγινων» εξήγησε στον Χάρι δείχνοντάς του την πλάτη του τζάκετ. «Ο ξάδελφός μου τα φτιάχνει». Ο Χάρι αρνήθηκε ευγενικά την προσφορά. «Πώς σε λένε;» ρώτησε ο Αβορίγινας. «Χάρι; Είναι αγγλικό όνομα. Έχω κι εγώ αγγλικό όνομα. Με λένε Τζόζεφ, με “τζ”. Η αλήθεια είναι πως είναι εβραϊκό όνομα. Ο πατέρας του Χριστού, κατάλαβες; Τζόζεφ Γουόλτερ Ρόντρικ. Στη φυλή μου με λένε Νγκαρντάγκα. Ν-γκαρ-ντά-γκα». «Περνάς πολύ χρόνο εδώ στο πάρκο, Τζόζεφ;» «Ναι, πολύ». Ο Τζόζεφ ξαναπήρε το απόμακρο βλέμμα του και χάθηκε. Έβγαλε ένα μεγάλο μπουκάλι από την τσέπη του, πρόσφερε στον Χάρι και ήπιε και ο ίδιος μια γουλιά πριν

βιδώσει πάλι το καπάκι. Το τζάκετ του άνοιξε και ο Χάρι είδε τα τατουάζ στο στέρνο του. «Τζέρι» έγραφε πάνω από έναν μεγάλο σταυρό. «Ωραίο τατουάζ έχεις, Τζόζεφ. Μπορώ να ρωτήσω ποιος είναι ο Τζέρι;» «Ο Τζέρι είναι ο γιος μου. Ο γιος μου. Είναι τεσσάρων χρονών». Ο Τζόζεφ άνοιξε την παλάμη του και μέτρησε τέσσερα δάχτυλα. «Τέσσερα. Κατάλαβα. Και πού είναι τώρα ο Τζέρι;» «Σπίτι». Ο Τζόζεφ έδειξε με το χέρι προς την κατεύθυνση που ήταν το σπίτι. «Σπίτι με τη μάνα του». «Άκου να σου πω, Τζόζεφ. Ψάχνω κάποιον Χάντερ Ρόμπερτσον. Είναι λευκός, μικροκαμωμένος και δεν έχει πολλά μαλλιά. Πότε πότε έρχεται εδώ, στο πάρκο. Μερικές φορές δείχνει τα… τέτοια του. Ξέρεις ποιον εννοώ; Τον έχεις δει ποτέ, Τζόζεφ;» «Ναι, ναι. Θα έρθει» είπε ο Τζόζεφ τρίβοντας τη μύτη του, σαν να θεωρούσε πως ο Χάρι μιλούσε για ένα καθημερινό γεγονός. «Περίμενε. Θα έρθει». Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν ήταν σίγουρο πόσο μετρούσαν τα λόγια του Τζόζεφ, αλλά δεν είχε κάτι άλλο να κάνει, κι έτσι έδωσε στον Τζόζεφ ακόμα ένα τσιγάρο. Έμειναν καθισμένοι στο παγκάκι καθώς το σκοτάδι γινόταν

όλο και πιο πηχτό και, εντέλει, σχεδόν αδιαπέραστο.

Μια καμπάνα χτύπησε από μακριά, καθώς ο Χάρι άναβε το όγδοο τσιγάρο και ρουφούσε βαθιά. Η αδελφή του του είχε πει να σταματήσει το κάπνισμα την τελευταία φορά που την πήγε σινεμά. Είχαν παρακολουθήσει το Ρομπέν των Δασών, με καστ χειρότερο και από b-movie. Ωστόσο, καθόλου δεν πείραξε την αδελφή του πως ο Ρομπέν των Δασών που υποδυόταν ο Κέβιν Κόστνερ απαντούσε στον σερίφη του Νότιγχαμ με βαριά αμερικάνικη προφορά. Γενικώς, πολύ λίγα ενοχλούσαν την αδελφούλα του: έσκουζε ενθουσιασμένη όταν ο Κόστνερ ξεκαθάρισε το δάσος Σέργουντ και μυξόκλαιγε όταν η Μάριαν και ο Ρομπέν τελικά βρήκαν ο ένας τον άλλον. Μετά είχαν πάει σε ένα καφέ όπου την κέρασε ζεστή σοκολάτα. Του είχε πει πόσο ευχαριστημένη ήταν στο καινούργιο της διαμέρισμα στο κέντρο του Σον, παρόλο που ένα ζευγάρι που έμενε στον όροφό της ήταν «πολύ χαζοί». Και ήθελε να σταματήσει ο Χάρι να καπνίζει. «Ο Ερνστ λέει πως είναι επικίνδυνο» του είχε πει. «Μπορεί κανείς να πεθάνει από αυτό». «Ποιος είναι ο Ερνστ;» την είχε ρωτήσει ο Χάρι, αλλά εκείνη είχε αρχίσει να χαχανίζει. Μετά είχε σοβαρέψει. «Δεν

πρέπει να καπνίζεις, Χάραλντ. Δεν πρέπει να πεθάνεις, ακούς;» Αυτό το «Χάραλντ» και το «ακούς;» τα είχε πάρει από τη μαμά τους. Το βαφτιστικό του «Χάρι» ήταν αποτέλεσμα της επιμονής του πατέρα του, του Φρέντρικ Χόλε, ενός ανθρώπου που πάντα ακολουθούσε τη γνώμη της γυναίκας του, όμως σε αυτή την περίπτωση είχε υψώσει τη φωνή του και είχε επιμείνει ότι το παιδί έπρεπε να πάρει το όνομα του παππού του, ο οποίος ήταν θαλασσινός και καλός άνθρωπος. Η μητέρα του, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, είχε υποχωρήσει σε μια στιγμή αδυναμίας, πράγμα για το οποίο είχε μετανιώσει πικρά εκ των υστέρων. «Ακούσατε ποτέ κανένας Χάρι να έχει κάνει κάτι σοβαρό στη ζωή του;» είχε πει. (Όταν ο πατέρας του Χάρι είχε πειρακτική διάθεση συνήθιζε να επαναλαμβάνει τα λόγια της.) Τέλος πάντων, η μητέρα του τον φώναζε Χάραλντ, λόγω του θείου της, ενώ όλοι οι άλλοι τον έλεγαν Χάρι. Και τώρα, μετά τον θάνατο της μητέρας του, είχε αρχίσει και η αδελφή του να τον λέει Χάραλντ. Ίσως με αυτόν τον τρόπο γέμιζε το κενό που άφησε εκείνη. Ο Χάρι δεν ήξερε πόσα παράξενα πράγματα συνέβαιναν στο κεφάλι αυτού του κοριτσιού. Για παράδειγμα, είχε γελάσει με δάκρυα στα μάτια και μύξες στη μύτη όταν της είχε υποσχεθεί πως θα σταματούσε το

κάπνισμα, αν όχι αμέσως τουλάχιστον σύντομα. Τώρα καθόταν και φανταζόταν ότι ο καπνός συστρεφόταν σαν μεγάλο φίδι μέσα στο κορμί του. Ο Μπουμπούρ. Ο Τζόζεφ τινάχτηκε. Είχε αποκοιμηθεί. «Οι γονείς μου ήταν από τη φυλή κρόου» είπε ξαφνικά και ίσιωσε το κορμί του. «Μπορούσαν να πετάξουν». Ήταν σαν να τον είχε ξεμεθύσει ο ύπνος. Έτριψε το πρόσωπό του με τα χέρια του. «Ωραίο πράμα να πετάς! Έχεις ένα δεκάρικο;» Ο Χάρι είχε μόνο ένα εικοσαδόλαρο. «Καλό είναι κι αυτό» είπε ο Τζόζεφ και το άρπαξε. Σαν να επρόκειτο μόνο για μια προσωρινή ξαστεριά, τα σύννεφα μαζεύτηκαν ξανά στο μυαλό του Τζόζεφ και μουρμούρισε κάτι σε κάποια ακατανόητη γλώσσα, που θύμισε στον Χάρι αυτήν που μιλούσε ο Άντριου με τον Τουγούμπα. Κρεολικά δεν την είχε πει ο Άντριου; Στο τέλος, το σαγόνι του μεθυσμένου έπεσε πάλι στο στήθος του.

Ο Χάρι είχε αποφασίσει να τελειώσει το τσιγάρο του και να φύγει, όταν εμφανίστηκε ο Ρόμπερτσον. Ο Χάρι περίμενε να τον δει με πανωφόρι, όπως φανταζόταν πως ήταν το σύνηθες για τους επιδειξίες, όμως ο Ρόμπερτσον φορούσε μόνο τζιν και φανέλα. Κοίταζε δεξιά κι αριστερά και περπατούσε με ένα παράξενο χοροπηδητό, σαν να τραγουδούσε από μέσα του

και προσάρμοζε το βάδισμά του στον ρυθμό. Δεν αναγνώρισε τον Χάρι πριν πλησιάσει πολύ κοντά στα παγκάκια, οπότε η έκφρασή του φανέρωσε ότι δεν ενθουσιάστηκε με τη συνάντηση. «Καλησπέρα, Ρόμπερτσον. Προσπαθούσαμε να σε βρούμε. Για κάθισε κάτω». Ο Ρόμπερτσον κοίταζε γύρω του χωρίς να σταματήσει να κινείται. Έδειχνε πως το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει, αλλά τελικά κάθισε, βγάζοντας έναν αναστεναγμό παραίτησης. «Είπα ό,τι ήξερα. Γιατί με παρενοχλείτε;» «Γιατί βρήκαμε ότι έχεις εμπειρία στο να παρενοχλείς άλλους». «Να παρενοχλώ άλλους; Δεν έχω παρενοχλήσει κανέναν, που να πάρει ο διάολος!» Ο Χάρι τον παρατηρούσε. Ο Ρόμπερτσον ήταν ένας άνθρωπος που δύσκολα συμπαθούσες, αλλά όση καλή –ή κακή– θέληση κι αν είχε, ο Χάρι δεν μπορούσε να πιστέψει ότι καθόταν δίπλα σε έναν κατά συρροή δολοφόνο. Γεγονός που τον έκανε ιδιαίτερα κακόκεφο, αφού σήμαινε πως έχανε την ώρα του άδικα. «Ξέρεις πόσα κορίτσια έχουν χάσει τον ύπνο τους χάρη σ' εσένα;» είπε ο Χάρι προσπαθώντας να βάλει στη φωνή του όσο περισσότερη περιφρόνηση μπορούσε. «Πόσες δεν μπορούν να ξεχάσουν, αλλά πρέπει να ζήσουν όλη την

υπόλοιπη ζωή τους με την εικόνα ενός εξαχρειωμένου αλήτη που τις βιάζει νοερά; Σκέφτηκες ποτέ ότι έχεις μπει στο μυαλό τους, ότι τις έχεις καταδικάσει να νιώθουν ανασφαλείς και να φοβούνται να βγουν όταν σκοτεινιάζει; Ότι τις έχεις καταρρακώσει, τις έχεις καταντήσει να νιώθουν ντροπιασμένες;» Ο Ρόμπερτσον έβαλε τα γέλια. «Τίποτε άλλο, αστυνόμε; Τι έχεις να πεις για όλους αυτούς που τους έχω καταστρέψει τη σεξουαλική ζωή; Και γι’ αυτούς που τους έχω δημιουργήσει τέτοιο άγχος, ώστε πρέπει να ζήσουν με χάπια όλη την υπόλοιπη ζωή τους; Α, και για να μην το ξεχάσω: Πες στον συνάδελφό σου να προσέχει. Σε αυτόν που μου είπε ότι μπορεί να καταδικαστώ σε έξι χρόνια φυλάκιση ως συνεργός, αν δεν στέκομαι προσοχή μπροστά σε κάτι μάγκες σαν εσάς. Εγώ όμως μίλησα με τον δικηγόρο μου και θα πει δυο λογάκια στο αφεντικό σας, έτσι για να ξέρετε. Σταμάτα, λοιπόν, να έρχεσαι εδώ και να προσπαθείς να μπλοφάρεις». «Εντάξει, μπορούμε να το κάνουμε με δύο τρόπους, Ρόμπερτσον» είπε ο Χάρι, αλλά είχε την αίσθηση πως δεν ήταν τόσο καλός στον ρόλο του κτηνώδους μπάτσου όσο ο Άντριου. «Θα μου πεις αυτό που θέλω εδώ και τώρα ή…» «…ή θα πάμε στο τμήμα. Ευχαριστώ, τα έχω ξανακούσει αυτά. Κάνε μου τη χάρη να με συλλάβεις, για να έρθει ο

δικηγόρος μου να με βγάλει σε μια ώρα, και εσύ και ο συνάδελφός σου να φάτε και μια αναφορά από πάνω, που κυνηγάτε άδικα τον κόσμο. Στη διάθεσή σου!» «Δεν είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου» είπε ήρεμα ο Χάρι. «Σκεφτόμουν μάλλον μια διακριτική διαρροή –χωρίς δυνατότητα να αποκαλυφθεί η πηγή, φυσικά– σε μία από τις διψασμένες για πικάντικα κουτσομπολιά φυλλάδες της Κυριακής. Μπορείς να το φανταστείς; Ο σπιτονοικοκύρης της Ίνγκερ Χόλτερ (στη φωτογραφία), που έχει συλληφθεί στο παρελθόν για άσεμνη συμπεριφορά και παρακολουθείται από την αστυνομία…» «Συλληφθεί! Απλώς πλήρωσα πρόστιμο. Σαράντα δολάρια!» Η φωνή του Χάντερ Ρόμπερτσον έσπασε. «Ναι, ναι, ξέρω, Ρόμπερτσον, ήταν λίγο άσεμνη» είπε ο Χάρι με προσποιητή κατανόηση. «Τόσο λίγο, που ήταν εύκολο να μείνει κρυφή από την τοπική κοινωνία. Τι κρίμα όμως που τις κυριακάτικες εφημερίδες τις διαβάζουν οι γείτονές σου, ε; Και οι συνάδελφοί σου… Αλλά και οι γονείς σου. Διαβάζουν;» Ο Ρόμπερτσον ζάρωσε. Η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία, σαν από τρύπια σαμπρέλα. Θύμιζε στον Χάρι άδειο σακί έτσι που ήταν σωριασμένος, και κατάλαβε πως είχε αγγίξει το ευαίσθητο σημείο του όταν ανέφερε τους γονείς του. «Άκαρδε μπάτσε» ψιθύρισε ο Ρόμπερτσον με βραχνή,

θλιμμένη φωνή. «Πού φτιάχνονται άνθρωποι σαν και σένα;» και ύστερα από μια μικρή παύση: «Τι θέλεις να μάθεις;». «Πρώτα απ’ όλα, θέλω να μάθω πού ήσουν το βράδυ πριν βρεθεί η Ίνγκερ». «Είπα ήδη στην αστυνομία πως ήμουν σπίτι μόνος και πως…» «Τέρμα η συζήτηση. Ελπίζω να βρούνε μια ωραία φωτογραφία οι συντάκτες». Σηκώθηκε. «ΟΚ, ΟΚ, δεν ήμουν σπίτι!» κραύγασε ο Ρόμπερτσον. Έριξε πίσω το κεφάλι του και έκλεισε τα μάτια του. Ο Χάρι ξανακάθισε. «Όταν ήμουν φοιτητής ζούσα σε μια γκαρσονιέρα σε κάποια από τις καλύτερες περιοχές της πόλης και ακριβώς απέναντι έμενε μια χήρα» είπε ο Χάρι. «Στις επτά η ώρα –ακριβώς στις επτά– κάθε Παρασκευή βράδυ άνοιγε τις κουρτίνες της. Έμενα στον ίδιο όροφο και είχα θέα ακριβώς μέσα στο καθιστικό της, ειδικά τις Παρασκευές, όταν άναβε τον τεράστιο πολυέλαιο. Αν την έβλεπες οποιαδήποτε άλλη μέρα της εβδομάδας, ήταν μια γκριζομάλλα μεγάλη γυναίκα με γυαλιά και πλεκτή ζακέτα, ο τύπος της κυρίας που συναντάς συνήθως στο τραμ και στην ουρά στο φαρμακείο. »Όμως τις Παρασκευές στις επτά, όταν άρχιζε η παράσταση, το μόνο που δεν σκεφτόσουν ήταν οι σκυθρωπές

ηλικιωμένες με τον βήχα και το μπαστούνι. Φορούσε μια μεταξωτή ρόμπα με γιαπωνέζικα σχέδια και μαύρα ψηλοτάκουνα παπούτσια. Στις επτάμισι δεχόταν έναν αρσενικό επισκέπτη. Στις οκτώ παρά τέταρτο είχε βγάλει τη μεταξωτή ρόμπα και επιδείκνυε τον μαύρο της κορσέ. Στις οκτώ ήταν η μισή έξω από τον κορσέ και κατευθυνόταν στον τσέστερφιλντ καναπέ της. Στις οκτώμισι ο επισκέπτης είχε φύγει, οι κουρτίνες είχαν κλείσει και η παράσταση είχε τελειώσει». «Ενδιαφέρον» είπε ο Ρόμπερτσον σαρκαστικά. «Αυτό που ήταν ενδιαφέρον ήταν πως δεν υπήρξε ποτέ καμιά φασαρία. Αν έμενες στη δική μου πλευρά του δρόμου, δεν μπορούσες παρά να έβλεπες αυτά που γίνονταν και πολλοί από τη γειτονιά πρέπει να παρακολουθούσαν την παράσταση. Όμως ποτέ κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό, απ’ όσο ξέρω, ποτέ δεν το κατήγγειλαν στην αστυνομία ούτε παραπονέθηκαν. Το άλλο ενδιαφέρον ήταν η τακτικότητα της παράστασης. Στην αρχή νόμιζα πως είχε να κάνει με τον παρτενέρ της – επειδή τότε ήταν διαθέσιμος, είτε γιατί δούλευε είτε ήταν παντρεμένος ή κάτι τέτοιο. Όμως ύστερα από λίγο είδα πως ο παρτενέρ άλλαζε, όμως δεν άλλαζε η ώρα της παράστασης. Και τότε κατάλαβα πως προφανώς εκείνη ήξερε αυτό που ξέρει κάθε κανάλι της τηλεόρασης: Ότι όταν έχεις αποκτήσει κοινό με ένα σταθερό πρόγραμμα, είναι

καταστροφικό να αλλάξεις την ώρα μετάδοσης. Και ήταν ακριβώς αυτό το κοινό που πρόσθετε το αλατοπίπερο στη σεξουαλική ζωή της κυ​ρίας. Καταλαβαίνεις;» «Καταλαβαίνω» απάντησε ο Ρόμπερτσον. «Περιττή ερώτηση, φυσικά. Όμως, γιατί σου είπα αυτή την ιστορία; Μου φάνηκε πως ο φίλος μας ο Τζόζεφ αποδώ, που έχει πέσει σε κώμα, ήταν πολύ σίγουρος ότι θα ερχόσουν απόψε. Κοίταξα λοιπόν το ημερολόγιό μου και όλα ταίριαζαν: Απόψε είναι Τετάρτη, τη νύχτα που χάθηκε η Ίνγκερ ήταν Τετάρτη και οι δυο φορές που σε έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κάνεις άσεμνες πράξεις ήταν Τετάρτες. Έχεις συγκεκριμένες παραστάσεις, έτσι;» Ο Ρόμπερτσον δεν απάντησε. «Η επόμενη ερώτησή μου λοιπόν είναι πώς και δεν σε έχουν καταγγείλει περισσότερες φορές; Άλλωστε, έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από το τελευταίο περιστατικό, και αυτοί που δείχνουν τα γεννητικά τους όργανα σε μικρά κορίτσια στα πάρκα δεν είναι κάτι που ο κόσμος γενικά εκτιμά». «Και ποιος λέει πως ήταν μικρά κορίτσια;» πέταξε ο Ρόμπερτσον. «Και ποιος λέει πως δεν το εκτιμούν;» Αν ο Χάρι ήξερε να σφυρά, θα το είχε κάνει τώρα. Θυμήθηκε το ζευγάρι που μάλωνε εκεί κοντά νωρίτερα εκείνο

το βράδυ. «Δηλαδή το κάνεις για άντρες» είπε σχεδόν στον εαυτό του. «Για τους ομοφυλόφιλους της γειτονιάς. Έτσι εξηγείται γιατί το κρατάς κρυφό. Έχεις τακτικό κοινό κι εσύ;» Ο Ρόμπερτσον ανασήκωσε τους ώμους του. «Πάνε κι έρχονται. Όμως σίγουρα ξέρουν πού και πότε μπορούν να με δουν». «Και οι καταγγελίες;» «Κάποιοι άσχετοι περαστικοί. Τώρα είμαστε πιο προσεκτικοί». «Αν δεν κάνω λάθος λοιπόν, μπορεί απόψε να βρω κάποιον μάρτυρα που θα θέλει να βεβαιώσει πως ήσουν εδώ τη νύχτα που εξαφανίστηκε η Ίνγκερ;» Ο Ρόμπερτσον έγνεψε καταφατικά. Έμειναν σιωπηλοί και άκουγαν το αδύναμο ροχαλητό του Τζόζεφ. «Υπάρχει και κάτι άλλο που δεν ταιριάζει ακριβώς» είπε ο Χάρι ύστερα από λίγο. «Βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού μου, όμως δεν μπορούσα να το αγγίξω, μέχρι που άκουσα πως κάθε Τετάρτη ο γείτονάς σου ταΐζει τον σκύλο και τον βγάζει έξω». Δυο άντρες πέρασαν αργά και στάθηκαν στην άκρη του κύκλου που σχημάτιζε το φως από τις λάμπες του δρόμου. «Αναρωτήθηκα λοιπόν γιατί τον ταΐζει ο γείτονας, αφού η Ίνγκερ γυρίζει από το Albury με περισσεύματα για τον σκύλο;

Στην αρχή σκέφτηκα ότι ίσως δεν είχατε συνεννοηθεί μεταξύ σας, ότι ίσως το κρέας ήταν για την επόμενη μέρα ή κάτι τέτοιο. Όμως ύστερα θυμήθηκα κάτι που έπρεπε να είχα προσέξει αμέσως: πως ο σκύλος σου δεν τρώει… εεε, τέλος πάντων, δεν του επιτρέπεται να τρώει κρέας. Οπότε τι έκανε η Ίνγκερ με τα αποφάγια; Είχε πει στο μπαρ ότι τα έπαιρνε για τον σκύλο, γιατί να πει ψέματα;» «Δεν ξέρω» απάντησε ο Ρόμπερτσον. Ο Χάρι πρόσεξε πως ο Ρόμπερτσον κοίταξε το ρολόι του. Πρέπει να πλησίαζε η ώρα της παράστασης. «Και ένα τελευταίο, Ρόμπερτσον. Τι ξέρεις για τον Έβανς Γουάιτ;» Ο Ρόμπερτσον γύρισε και τον κοίταξε με τα υγρά, γαλάζια μάτια του. Ήταν αυτό που διέκρινε στο βλέμμα του μια ελάχιστη σπίθα φόβου; «Πολύ λίγα» είπε. Ο Χάρι παραιτήθηκε. Δεν είχε κάνει μεγάλη πρόοδο. Μέσα του κόχλαζε η επιθυμία να κυνηγήσει, να βρει και να συλλάβει, όμως όλο αυτό του διέφευγε διαρκώς, σκέφτηκε. Σε λίγες μέρες θα έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής, ωστόσο, κατά παράξενο τρόπο, η σκέψη αυτή δεν τον έκανε να νιώσει καλύτερα. «Σχετικά με τους μάρτυρες» είπε ο Ρόμπερτσον. «Θα το εκτιμούσα αν δεν…»

«Δεν πρόκειται να σου καταστρέψω την παράσταση, Ρόμπερτσον. Ξέρω πως αυτοί που έρχονται σίγουρα ευχαριστιούνται». Καθώς σηκωνόταν να φύγει, κοίταξε το πακέτο με τα τσιγάρα του, έβγαλε ένα και έβαλε τα υπόλοιπα στην τσέπη του τζάκετ του Τζόζεφ. «Εγώ σίγουρα εκτιμούσα την εβδομαδιαία παράσταση της χήρας».

Όπως πάντα, στο Albury επικρατούσε ζωντάνια και φασαρία. Έπαιζαν το τραγούδι «It's raining men» στη διαπασών, στη σκηνή βρίσκονταν τρία από τα αγόρια, που φορούσαν ψηλές μέχρι το γόνατο μπότες και όχι πολλά άλλα, ενώ το κοινό ζητωκραύγαζε και τραγουδούσε μαζί τους. Ο Χάρι στάθηκε και παρακολούθησε για λίγο την παράσταση, πριν πάει στο μπαρ να βρει την Μπιργκίτα. «Γιατί δεν τραγουδάς κι εσύ, όμορφε;» ρώτησε μια γνώριμη φωνή. Ο Χάρι γύρισε. Ο Ότο δεν ήταν ντυμένος με γυναικεία ρούχα απόψε, ωστόσο ένα ανοιχτό στον λαιμό, ροζ μεταξωτό πουκάμισο, λίγη μάσκαρα και κραγιόν έδειχναν πως είχε φροντίσει την εμφάνισή του. «Δεν είμαι καλλίφωνος, Ότο, συγγνώμη». «Ουφ, εσείς οι Σκανδιναβοί είσαστε όλοι ίδιοι. Δεν αφηνόσαστε μέχρι να κατεβάσετε τόσο αλκοόλ, που είσαστε

άχρηστοι για…, καταλαβαίνεις τι εννοώ». Ο Χάρι χαμογέλασε βλέποντας τα κατεβασμένα μάτια του Ότο. «Κόψε το φλερτ μ’ εμένα, Ότο. Είμαι χαμένη υπόθεση». «Αμετανόητος ετεροφυλόφιλος, ε;» Ο Χάρι έγνεψε καταφατικά. «Τέλος πάντων, άσε με να σου προσφέρω ένα ποτό, όμορφε. Τι πίνεις;» Παρήγγειλε έναν χυμό γκρέιπφρουτ για τον Χάρι και ένα Μπλάντι Μέρι για τον εαυτό του. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και ο Ότο ήπιε το μισό με τη μία. «Το μόνο που βοηθάει στα βάσανα της αγάπης» είπε και άδειασε και το υπόλοιπο, αναρίγησε και παρήγγειλε άλλο ένα κοιτάζοντας τον Χάρι. «Ώστε λοιπόν ποτέ δεν έκανες σεξ με άντρα; Ούτε και το ονειρεύτηκες;» Ο Χάρι στριφογύρισε το ποτήρι του στο χέρι του. «Εξαρτάται τι εννοείς με το όνειρο. Γιατί εγώ θα το έλεγα εφιάλτη». «Ωχ, ωχ, ωχ, να το!» είπε ο Ότο, σκοπεύοντας με τον δείκτη του. «Έχεις θέσει στον εαυτό σου την ερώτηση στον ύπνο σου. Δεν μπορείς να παραπλανήσεις το υποσυνείδητο, όμορφε. Το βλέπω στα μάτια σου πως το έχεις. Είναι θέμα χρόνου πότε θα ενεργοποιηθεί». «Πάντα περίμενα να έρθει κάποιος να ξυπνήσει τον ομοφυλόφιλο μέσα μου» είπε ο Χάρι ξερά. «Συγγνώμη, αλλά δεν πιστεύω σε αυτά. Πρόκειται για φυσική κλίση από τη

γέννησή μας. Είτε κάποιος είναι στρέιτ είτε δεν είναι. Όλα αυτά με το περιβάλλον και τη διαπαιδαγώγηση δεν είναι παρά βλακείες». «Τι λες; Και εγώ που πάντα νόμιζα πως η μάνα μου και η αδελφή μου έφταιγαν…» φώναξε ο Ότο και με μια θεατρική κίνηση έπιασε το μέτωπό του. Ο Χάρι έκανε πως δεν τον άκουσε και συνέχισε: «Το λένε οι επιστήμονες που τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει έρευνες στον εγκέφαλο των ομοφυλόφιλων. Το έιτζ έχει αυξήσει αποτελεσματικά τη δυνατότητα να μελετηθούν οι εγκέφαλοι νεκρών που ήταν γνωστό πως ήταν ομοφυλόφιλοι…». «Χωρίς αμφιβολία, μία από τις πιο θετικές πλευρές της ασθένειας» είπε λακωνικά ο Ότο και ρούφηξε μια γουλιά από το ποτό του. «Έχουν βρει ότι υπάρχουν διαφορές στον εγκέφαλο των ομοφυλόφιλων και των ετεροφυλόφιλων». «Οι στρέιτ τον έχουν μικρότερο! Πες μου κάτι που δεν ξέρω, όμορφε!» «Το παράδοξο είναι πως, σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτή η μικροσκοπική βαλβίδα, ή όπως το λένε αυτό που κάνει κάποιον ομοφυλόφιλο, μεταβιβάζεται κληρονομικά». Ο Ότο ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Μπα; Εσύ νομίζεις πως ένας γκέι δεν πηδάει γυναίκες όταν χρειαστεί; Όταν το

περιβάλλον το απαιτεί για να τον δεχτεί; Όταν δεν έχει εναλλακτική λύση;» ρώτησε ο Ότο κάνοντας εύγλωττες χειρονομίες. «Αν η γυναίκα μπορεί να είναι υποκατάστατο, γιατί όχι; Είναι ακριβώς ο ίδιος κοινωνικός μηχανισμός που κάνει τους στρέιτ άντρες στη φυλακή να πηδιούνται μεταξύ τους». «Ώστε οι ομοφυλόφιλοι πηδάνε και γυναίκες;» ρώτησε ο Χάρι. «Ευτυχώς εγώ δεν βρέθηκα ποτέ στην ψυχολογική απομόνωση που βιώνουν οι περισσότεροι γκέι. Εγώ προέρχομαι από μια οικογένεια καλλιτεχνών και δήλωσα από δέκα χρονών πως είμαι γκέι, μόνο και μόνο για να προκαλέσω το ενδιαφέρον. Έκτοτε δεν βρήκα ποτέ τον λόγο να το πάρω πίσω. Είναι λοιπόν το ίδιο δύσκολο για μένα να φανταστώ πώς είναι να το κάνεις με γυναίκα, όσο είναι για σένα να φανταστείς πώς είναι να το κάνεις με τον νεαρό στο διπλανό κελί. Μάλιστα, νομίζω ότι είναι λίγο πιο εύκολο για σένα…» «Κόφ’ το!» είπε ο Χάρι. «Τι είδους κουβέντα είναι αυτή εδώ;» «Ρωτάς για πράγματα για τα οποία έχεις περιέργεια, όμορφε». Ο Ότο ακούμπησε το χέρι του στο χέρι του Χάρι. «Ίσως χρειάζεται να κάνουμε κάτι για να ικανοποιήσουμε αυτή την περιέργεια κάποια μέρα».

Ο Χάρι ένιωσε τα αυτιά του να καίνε. Βλαστήμησε από μέσα του εκείνον τον γκέι κλόουν, που κατάφερε να κάνει αυτόν, έναν ενήλικο άντρα, να νιώσει τόσο αμήχανα, όπως ένας Άγγλος ύστερα από έξι ώρες σε μια παραλία στην Ισπανία. «Ας βάλουμε ένα κακόγουστο και υπέροχα χυδαίο στοίχημα» είπε ο Ότο με μάτια που έλαμπαν. «Στοιχηματίζω εκατό δολάρια πως αυτό το απαλό, λεπτό χέρι σου θα έχει πασπατέψει τα απόκρυφά μου πριν επιστρέψεις στη Νορβηγία. Τολμάς να δεχτείς το στοίχημα;» Ο Ότο χτύπησε τα χέρια του ενθουσιασμένος όταν είδε το κατακόκκινο πρόσωπο του Χάρι. «Αν επιμένεις να μοιράζεις λεφτά, δεν έχω καμιά αντίρρηση» είπε ο Χάρι. «Όμως, Ότο, εγώ κατάλαβα πως υπέφερες από τα βάσανα της αγάπης. Δεν θα ’πρεπε να κάθεσαι σπίτι και να σκέφτεσαι άλλα πράγματα αντί να προκαλείς στρέιτ άντρες;» Το μετάνιωσε τη στιγμή που το είπε, όμως ποτέ δεν του άρεσε να τον προκαλούν. Ο Ότο τράβηξε πίσω το χέρι του και τον κοίταξε πληγωμένος. «Με συγχωρείς για τη φλυαρία, δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω» είπε ο Χάρι. Ο Ότο ανασήκωσε τους ώμους του. «Τίποτα νεότερο για

την υπόθεση του φόνου;» ρώτησε. «Όχι» απάντησε ο Χάρι ανακουφισμένος που άλλαξε το θέμα της συζήτησης. «Φαίνεται πως πρέπει να ψάξουμε έξω από τον κύκλο των γνωριμιών της. Την ήξερες καθόλου;» «Όποιος συχνάζει εδώ ήξερε την Ίνγκερ». «Μίλησες ποτέ μαζί της;» «Πρέπει να είχαμε ανταλλάξει μερικά λόγια. Ήταν κάπως πολύπλοκη για τα γούστα μου». «Πολύπλοκη;» «Πήρε τα μυαλά κάμποσων ετεροφυλόφιλων πελατών. Ντυνόταν προκλητικά, έριχνε ματιές με νόημα και παρατεταμένα χαμόγελα, αν αυτά μπορούσαν να της φέρουν μερικά παραπάνω φιλοδωρήματα. Κάτι τέτοια όμως μπορεί να αποδειχτούν επικίνδυνα». «Λες πως κάποιος από τους πελάτες μπορεί να…;» «Λέω ότι ίσως δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ μακριά, αστυνόμε». «Τι εννοείς;» Ο Ότο έριξε μια ματιά τριγύρω και τελείωσε το ποτό του. «Εννοώ ότι φλυαρώ πολύ, όμορφε». Πήγε να φύγει. «Τώρα θα κάνω αυτό που πρότεινες. Θα πάω σπίτι και θα σκεφτώ άλλα πράγματα, αυτό δεν σύστησε ο γιατρός;» Έκανε νόημα σε ένα από τα γκαρσόνια πίσω από το μπαρ, ο οποίος πλησίασε και του έδωσε μια χαρτοσακούλα. «Μην ξεχάσεις

την παράσταση!» του φώναξε καθώς έφευγε.

Το Albury ήταν γεμάτο κόσμο και ο Χάρι καθόταν σε ένα σκαμνί στο μπαρ της Μπιργκίτα και την παρακολουθούσε διακριτικά την ώρα της δουλειάς. Παρατηρούσε όλες τις κινήσεις της: τα γρήγορα χέρια της που γέμιζαν ποτήρια με μπίρα, έδιναν ρέστα και ανακάτευαν ποτά – γρήγορες, σίγουρες κινήσεις πίσω από το μπαρ, αφού είχαν γίνει κυριολεκτικά δεύτερη φύση για εκείνη: από την κάνουλα του βαρελιού της μπίρας στον πάγκο του μπαρ, στο ταμείο. Κοίταζε τα μαλλιά της που γλιστρούσαν στο πρόσωπό της, πώς τα έβαζε πίσω με ένα γρήγορο τίναγμα, και το βλέμμα που έριχνε πότε πότε στους θαμώνες για να εντοπίσει τυχόν νέες παραγγελίες – και στον Χάρι. Το γεμάτο φακίδες πρόσωπό της φωτίστηκε και εκείνος ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα και χαρούμενα στο στήθος του. «Μόλις ήρθε ένας φίλος του Άντριου» είπε η Μπιργκίτα πλησιάζοντας τον Χάρι. «Τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο και ήθελε να πει ένα γεια. Ρώτησε για σένα. Νομίζω πως κάπου εδώ κάθεται ακόμη. Α, ναι, εκεί είναι». Έδειξε ένα τραπέζι και ο Χάρι αναγνώρισε αμέσως τον ωραίο μαύρο άντρα. Ήταν ο Τουγούμπα, ο πυγμάχος. Κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του. «Ενοχλώ;» ρώτησε και

πήρε ένα πλατύ χαμόγελο για απάντηση. «Καθόλου, κάθισε. Έμεινα για να δω αν θα εμφανιστεί ένας παλιός φίλος μου». Ο Χάρι κάθισε. Ο Ρόμπιν Τουγούμπα, με το παρατσούκλι «Μούρι», συνέχισε να χαμογελά. Για κάποιον λόγο ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή, από αυτές που κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί πως είναι αμήχανες αλλά στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς είναι. Ο Χάρι βιάστηκε να πει κάτι: «Μίλησα με κάποιον από τη φυλή κρόου σήμερα. Δεν ήξερα πως είχατε τέτοια ονόματα. Εσύ από ποια φυλή είσαι;». Ο Τουγούμπα τον κοίταξε έκπληκτος. «Τι εννοείς, Χάρι; Εγώ είμαι από το Κουίνσλαντ». Ο Χάρι κατάλαβε πόσο ανόητη ακούστηκε η ερώτησή του. «Ζητώ συγγνώμη για την ηλίθια ερώτηση. Η γλώσσα τρέχει πιο γρήγορα από το μυαλό μου σήμερα. Δεν ήθελα να… Δεν ξέρω πολλά για την κουλτούρα σας. Αναρωτιόμουν αν προέρχεσαι από κάποια συγκεκριμένη φυλή… ή κάτι τέτοιο». Ο Τουγούμπα τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Απλώς σε πειράζω, Χάρι. Ηρέμησε». Γέλασε σιγανά και ο Χάρι ένιωσε εντελώς ηλίθιος. «Αντιδράς όπως οι περισσότεροι λευκοί» είπε ο Τουγούμπα. «Τι να περιμένει κανείς; Έχεις σίγουρα ένα σωρό προκαταλήψεις». «Προκαταλήψεις;» ρώτησε ο Χάρι και ένιωσε ότι άρχισε να εκνευρίζεται. «Είπα τίποτα…;»

«Δεν είναι αυτά που λες» είπε ο Τουγούμπα «είναι αυτά που υποσυνείδητα περιμένεις από μένα. Νομίζεις ότι είπες κάτι λάθος και χωρίς να το πολυσκεφτείς θεωρείς πως αντιδρώ σαν πληγωμένο παιδί. Δεν σου περνάει από το μυαλό πως είμαι αρκετά έξυπνος για να καταλάβω ότι είσαι ξένος. Εσύ θα το θεωρούσες προσωπική προσβολή αν γιαπωνέζοι τουρίστες στη Νορβηγία δεν ήξεραν τα πάντα για τη χώρα σου; Όπως το ότι τον βασιλιά σας τον λένε Χάραλντ;» Ο Τουγούμπα ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Και δεν είσαι μόνο εσύ, Χάρι. Ακόμα και οι λευκοί Αυστραλοί είναι υστερικοί με το να μην πουν κάτι λάθος. Και εδώ είναι το παράδοξο: πρώτα διαλύουν την περηφάνια του λαού μας και όταν αυτή έχει χαθεί, τρέμουν μην την ποδοπατήσουν». Αναστέναξε και άνοιξε τις τεράστιες, λευκές παλάμες του προς τον Χάρι. Σαν να δείχνει την κοιλιά της μια φάλαινα, σκέφτηκε ο Χάρι. Η ζεστή, βαθιά φωνή του Τουγούμπα έμοιαζε να ηχεί σε μια δική της συχνότητα, έτσι που δεν ήταν απαραίτητο να μιλάει δυνατά για να πνίξει όλους τους θορύβους γύρω του. «Αλλά πες μου κάτι για τη Νορβηγία, Χάρι. Διάβασα πως είναι πολύ όμορφα εκεί πάνω. Και παγωμένα». Και ο Χάρι τού είπε. Για τα φιόρδ και τα βουνά και τους ανθρώπους που ζούσαν ανάμεσα σε αυτά. Και για την

κοινωνική πρόνοια και τις μεθόδους καταστολής, για τον Ίψεν, τον Νάνσεν και τον Γκριγκ. Για αυτήν την υπερβόρεια χώρα που θεωρούσε τον εαυτό της δραστήριο και προοδευτικό, αλλά που έμοιαζε περισσότερο με «μπανανία». Που είχε δάση και λιμάνια όταν οι Ολλανδοί και οι Άγγλοι χρειάζονταν ξυλεία, που είχε καταρράκτες όταν εφευρέθηκε ο ηλεκτρισμός και που, πάνω απ’ όλα, ανακάλυψε πετρέλαιο στο κατώφλι της. «Δεν φτιάξαμε ποτέ αυτοκίνητα Volvo ούτε μπίρα Τuborg» είπε ο Χάρι. «Κάναμε μόνο εξαγωγή της φύσης μας και αποφύγαμε τη σκέψη. Είμαστε ένα έθνος που γεννήθηκε με χρυσά κουτάλια». Ύστερα, του είπε για το Όνταλσνες, μια μικρή κοινότητα ψηλά στην κοιλάδα Ρούμσνταλ, ανάμεσα σε ψηλά βουνά τόσο όμορφα, που η μητέρα του πάντα έλεγε πως από εκεί είχε αρχίσει ο Θεός να δημιουργεί τον κόσμο και πως είχε ξοδέψει τόσο χρόνο για να φτιάξει την όμορφη φύση του Ρούμσνταλ, που μετά ο υπόλοιπος κόσμος έγινε τσάτρα πάτρα για να προλάβει να τελειώσει μέχρι την Κυριακή. Είπε πως πήγαινε για ψάρεμα με τον πατέρα του στο φιόρδ νωρίς τα πρωινά του Ιουλίου και πως ξάπλωνε στην παραλία και μύριζε τη θάλασσα, ενώ οι γλάροι έκρωζαν και τα βουνά υψώνονταν σαν σιωπηλοί, ακίνητοι φρουροί γύρω από το μικρό τους βασίλειο.

«Ο πατέρας μου ήταν από το Λέσιασκουγκ, ένα χωριουδάκι πιο ψηλά στην κοιλάδα, και γνώρισε τη μητέρα μου σε έναν χορό στο Όνταλσνες. Πάντα έλεγαν ότι θα επέστρεφαν στο Ρούμσνταλ όταν θα έπαιρναν σύνταξη». Ο Τουγούμπα κουνούσε το κεφάλι του και έπινε μπίρα και ο Χάρι ήπιε ακόμα έναν χυμό γκρέιπφρουτ. Ένιωθε την ξινίλα στο στομάχι του. «Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να σου πω από πού είμαι, Χάρι, αλλά άνθρωποι σαν εμένα δεν ανήκουν σε κανέναν τόπο και σε καμιά φυλή. Μεγάλωσα σε μια καλύβα κάτω από έναν αυτοκινητόδρομο έξω από το Μπρίσμπεϊν. Κανένας δεν ξέρει από ποια φυλή ήταν ο πατέρας μου. Ερχόταν και έφευγε τόσο γρήγορα, που κανείς δεν πρόλαβε να ρωτήσει. Και η μάνα μου δεν έδινε δεκάρα για την καταγωγή της, νοιαζόταν μόνο να καταφέρει να μαζέψει αρκετά για ένα μπουκάλι κρασί. Το να είμαι Μούρι μου φτάνει». «Και ο Άντριου;» «Δεν σου έχει πει;» «Τι να μου πει;» Ο Τουγούμπα σταύρωσε τα χέρια του. Ανάμεσα στα φρύδια του σχηματίστηκε μια βαθιά ρυτίδα. «Ο Άντριου Κένσινγκτον είναι ακόμα πιο ξεριζωμένος από μένα». Ο Χάρι δεν ξαναρώτησε, όμως ύστερα από άλλη μια μπίρα

ο Τουγούμπα ξαναγύρισε στο θέμα. «Υποθέτω πως πρέπει να τον αφήσω να σου τα πει μόνος του, γιατί, βλέπεις, ο Άντριου μεγάλωσε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Συγκεκριμένα, ανήκει στη γενιά των Αβορίγινων χωρίς οικογένεια». «Τι εννοείς;» «Είναι μεγάλη ιστορία. Όλα περιστρέφονται γύρω από τις ενοχές. Από το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα η πολιτική σε σχέση με τους αυτόχθονες κατοίκους της Αυστραλίας καθορίζεται από τις ενοχές της εξουσίας για τη φριχτή στάση της απέναντι στον λαό μας. Είναι κρίμα που οι καλές προθέσεις δεν οδηγούν πάντα σε καλά αποτελέσματα. Αν θέλεις να κυβερνήσεις έναν λαό, οφείλεις πρώτα να τον καταλάβεις». «Και τους Αβορίγινες δεν τους κατάλαβε κανείς;» «Υπήρξαν διάφορες φάσεις και διάφορες πολιτικές. Εγώ ανήκω στη γενιά που αστικοποιήθηκε με τη βία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι αρχές θεώρησαν ότι έπρεπε να αλλάξουν προηγούμενες πολιτικές και να προσπαθήσουν να ενσωματώσουν παρά να απομονώσουν τους αυτόχθονες κατοίκους. Επιχείρησαν να το κάνουν ρυθμίζοντας πού θα ζούσαμε, ακόμα και ποιους θα παντρευόμασταν. Πολλοί μεταφέρθηκαν στις πόλεις για να προσαρμοστούν στην ευρωπαϊκή αστική κουλτούρα. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ξεπεράσαμε όλες τις

στατιστικές της παραβατικότητας: αλκοολισμός, ανεργία, διαζύγια, πορνεία, εγκληματικότητα, βία και ναρκωτικά. Και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Οι Αβορίγινες ήταν και είναι πάντα οι χαμένοι της αυστραλιανής κοινωνίας». «Και ο Άντριου;» «Ο Άντριου γεννήθηκε πριν από τον πόλεμο. Εκείνη την εποχή η πολιτική της εξουσίας ήταν να μας “προστατέψει”, σαν να ήμασταν κάποιο είδος υπό εξαφάνιση. Έτσι, είχαμε περιορισμένες δυνατότητες απόκτησης γης ή εύρεσης δουλειάς, για παράδειγμα. Ωστόσο, ακόμα πιο παράδοξη νομοθεσία ήταν αυτή που επέτρεπε στις αρχές να παίρνουν το παιδί μιας μητέρας Αβορίγινα, αν υπήρχε υποψία πως ο πατέρας δεν ήταν Αβορίγινας. Μπορεί εγώ να μην έχω να πω την πιο ωραία ιστορία του κόσμου για την καταγωγή μου, αλλά τουλάχιστον έχω μια ιστορία. Ο Άντριου δεν έχει τίποτα. Ποτέ δεν είδε τους γονείς του. Μόλις γεννήθηκε τον πήραν και τον έβαλαν σε ορφανοτροφείο. Το μόνο που ξέρει είναι πως μόλις τον άρπαξαν από τη μάνα του εκείνη βρέθηκε νεκρή σε μια στάση λεωφορείου στην Μπάνκσταουν, πενήντα χιλιόμετρα μακριά από το ορφανοτροφείο. Κανείς δεν γνώριζε πώς είχε πάει εκεί και ποια ήταν η αιτία του θανάτου της. Το όνομα του λευκού πατέρα του κρατήθηκε κρυφό από τον Άντριου, μέχρι που κάποτε σταμάτησε να τον ενδιαφέρει

να το μάθει». Ο Χάρι αγωνιζόταν να αφομοιώσει όλα αυτά που άκουγε. «Και αυτό ήταν νόμιμο; Τι έγιναν τα Ηνωμένα Έθνη και η Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων;» «Όλα αυτά ήρθαν μετά τον πόλεμο. Και μην ξεχνάς πως η πολιτική για τους Αβορίγινες είχε τις καλύτερες προθέσεις. Σκοπός της ήταν να διατηρηθεί η κουλτούρα τους, όχι να καταστραφεί». «Και τι έγινε μετά με τον Άντριου;» «Μετά κατάλαβαν ότι έπαιρνε τα γράμματα και τον έστειλαν σε ένα ιδιωτικό σχολείο στην Αγγλία». «Νόμιζα πως η Αυστραλία ήταν υπέρμαχος της κοινωνικής ισότητας και δεν θα έστελνε κάποιους σε ιδιωτικά σχολεία». «Όλα κανονίστηκαν από τις αρχές, οι οποίες ανέλαβαν και τα έξοδα. Υποθέτω πως σκοπός ήταν ο Άντριου να γίνει το φωτεινό παράδειγμα ενός πολιτικού πειράματος, που κατά τα άλλα είχε προκαλέσει πολύ πόνο και μεγάλες ανθρώπινες τραγωδίες. Όταν γύρισε στην Αυστραλία, μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Τότε ήταν που άρχισαν να τον χάνουν από τον έλεγχό τους. Κατέληξε να αναμειχθεί σε φασαρίες, απέκτησε τη φήμη πως ήταν επιθετικός και οι βαθμοί του πήραν τον κατήφορο. Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, υπήρξε και μια ατυχής ερωτική ιστορία κάπου στη διαδρομή,

μια λευκή γυναίκα που τον άφησε επειδή η οικογένειά της δεν ήταν και πολύ ενθουσιασμένη με αυτή τη σχέση, αλλά ο Άντριου δεν θέλησε ποτέ να μιλήσει γι’ αυτό. Πάντως, ήταν μια σκοτεινή και δύσκολη περίοδος της ζωής του, και σίγουρα θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη. Όσο βρισκόταν στην Αγγλία είχε μάθει πυγμαχία. Ισχυριζόταν πως έτσι είχε επιβιώσει στο οικοτροφείο όπου έμενε. Στο πανεπιστήμιο εδώ ξεκίνησε και πάλι την πυγμαχία και όταν κλήθηκε να συμμετάσχει σε μια τουρνέ της ομάδας του Τσίβερς, παράτησε τις σπουδές του και έφυγε από το Σίδνεϊ για ένα διάστημα». «Μόλις τον είδα να παίζει μποξ» είπε ο Χάρι. «Δεν έχει ξεχάσει και πολλά». «Στην πραγματικότητα, απλώς θεώρησε την πυγμαχία ως ένα διάλειμμα από τις σπουδές του, αλλά είχε μεγάλη επιτυχία με τον Τσίβερς, ο Τύπος άρχισε να ασχολείται μαζί του, κι έτσι συνέχισε. Όταν μάλιστα έφτασε στον τελικό στο πρωτάθλημα της Αυστραλίας, είχαν έρθει κάνα δυο επαγγελματίες μάνατζερ από την Αμερική για να τον δουν. Όμως κάτι συνέβη στη Μελβούρνη τη νύχτα πριν από τον τελικό: ήταν σε ένα εστιατόριο και κάποιος είπε ότι ο Άντριου ρίχτηκε στη φιλενάδα τού άλλου φιναλίστ. Τον έλεγαν Κάμπελ και τα είχε με μια όμορφη κοπέλα από το βόρειο

Σίδνεϊ, η οποία αργότερα έγινε Μις Νέα Νότια Ουαλία. Έγινε καβγάς στην κουζίνα και ο Άντριου, ο προπονητής του Κάμπελ, ο μάνατζερ και ακόμα ένας τα έκαναν γυαλιά καρφιά. »Βρήκαν τον Άντριου πεσμένο στον νεροχύτη, με σχισμένο χείλος, χαρακιές στο μέτωπο και στραμπουλιγμένο χέρι. Δεν έγινε καμιά καταγγελία και γι’ αυτό βγήκε η φήμη πως είχε ριχτεί στην κοπέλα του Κάμπελ. Εν πάση περιπτώσει, ο Άντριου αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τον τελικό, όμως μετά από αυτό η καριέρα του ως πυγμάχου ξεφούσκωσε. Είναι αλήθεια πως έβγαλε νοκ άουτ μερικούς καλούς πυγμάχους σε κάποια τουρνουά, αλλά ο Τύπος έχασε το ενδιαφέρον του γι’ αυτόν και οι επαγγελματίες μάνατζερ δεν ξαναφάνηκαν. »Σιγά σιγά σταμάτησε να παίρνει μέρος σε αγώνες. Λέγεται πως άρχισε να πίνει, και ύστερα από ένα τουρνουά στη δυτική ακτή τού ζητήθηκε να αποχωρήσει από την ομάδα του Τσίβερς, προφανώς επειδή είχε προκαλέσει σοβαρούς τραυματισμούς σε κάποιους ερασιτέχνες. Ύστερα από αυτό, ο Άντριου εξαφανίστηκε και δεν καταφέραμε ποτέ να μάθουμε τι ακριβώς έκανε εκείνο το διάστημα, οπωσδήποτε όμως τριγυρνούσε άσκοπα στην Αυστραλία για μερικά χρόνια, πριν ξεκινήσει ξανά το πανεπιστήμιο». «Έτσι τελείωσε η πυγμαχία για κείνον;» ρώτησε ο Χάρι.

«Ναι» απάντησε ο Τουγούμπα. «Τι έγινε μετά;» «Λοιπόν». Ο Τουγούμπα έκανε νόημα σε έναν σερβιτόρο για τον λογαριασμό. «Φαίνεται ότι ήταν περισσότερο αποφασισμένος όταν ξεκίνησε ξανά τις σπουδές του και για ένα διάστημα πήγε αρκετά καλά. Αλλά ήταν ήδη 1970, η εποχή των χίπηδων, των πάρτι και του ελεύθερου έρωτα, και ήταν πολύ πιθανό να έπαιρνε κάποιες απαγορευμένες ουσίες σε κάπως μεγάλες ποσότητες. Αυτό δεν βοήθησε και πολύ τις σπουδές του και τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν κάτω του μετρίου». Γέλασε σιγανά. «Μια ωραία μέρα ο Άντριου ξύπνησε, σηκώθηκε, κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και έκανε έναν απολογισμό: είχε έναν τρομερό πονοκέφαλο, ένα μελανιασμένο μάτι που δεν ήξερε καν πώς είχε γίνει, ήταν πάνω από τριάντα, δεν είχε τελειώσει τις σπουδές του και προφανώς είχε μια αυξανόμενη εξάρτηση από ορισμένες χημικές ουσίες. Πίσω του είχε μια κατεστραμμένη καριέρα πυγμάχου και μπροστά του, για να το πούμε απλά, ένα αβέβαιο μέλλον. Τι κάνεις λοιπόν σε αυτή την περίπτωση; Αίτηση στη Σχολή Αστυνομίας». Ο Χάρι γέλασε. «Επαναλαμβάνω αυτό που έχει πει ο Άντριου» εξήγησε ο

Τουγούμπα. «Παραδόξως έγινε δεκτός, παρά το παρελθόν του και την προχωρημένη του ηλικία, ίσως επειδή οι αρχές ήθελαν περισσότερους Αβορίγινες αστυνομικούς. Έτσι ο Άντριου έκοψε τα μαλλιά του, έβγαλε τον κρίκο από το αυτί του, σταμάτησε και τις ουσίες, και τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Βέβαια, όσον αφορά την εξέλιξή του στην ιεραρχία της αστυνομίας δεν έχει ελπίδες, ωστόσο θεωρείται ένας από τους καλύτερους αστυνομικούς του Σίδνεϊ». «Συνεχίζεις να επαναλαμβάνεις τα λόγια του Άντριου;» Ο Τουγούμπα γέλασε. «Φυσικά». Από το μπαρ ακουγόταν το φινάλε της βραδινής παράστασης των τραβεστί, το YMCA των Village People, σίγουρη επιτυχία. «Ξέρεις πολλά για τον Άντριου» σχολίασε ο Χάρι. «Είναι σχεδόν σαν πατέρας μου» είπε ο Τουγούμπα. «Όταν ήρθα στο Σίδνεϊ δεν είχα κανέναν άλλο σκοπό από το να φύγω όσο το δυνατόν πιο μακριά από το σπίτι μου. Ο Άντριου με μάζεψε κυριολεκτικά από τους δρόμους και άρχισε να με εκπαιδεύει, μαζί και κάνα δυο άλλους που επίσης είχαν χάσει τον δρόμο τους. Ο Άντριου ήταν εκείνος που με έπεισε να πάω στο πανεπιστήμιο». «Ουάου, άλλος ένας πυγμάχος πανεπιστημιακής μόρφωσης». «Αγγλικά και ιστορία. Το όνειρό μου είναι κάποια μέρα να

διδάξω τους ανθρώπους της φυλής μου». Το είπε με περηφάνια και αυτοπεποίθηση. «Και εντωμεταξύ βάζεις στη θέση τους μεθυσμένους ναύτες και άξεστους χωριάτες;» Ο Τουγούμπα χαμογέλασε. «Χρειάζεσαι κεφάλαιο για να κάνεις κάτι σε αυτόν τον κόσμο και δεν έχω την ψευδαίσθηση πως θα βγάλω λεφτά ως δάσκαλος. Όμως δεν παίζω μόνο με ερασιτέχνες, έχω δηλώσει συμμετοχή για το πρωτάθλημα της Αυστραλίας φέτος». «Για να πάρεις τον τίτλο που δεν πήρε ο Άντριου, έτσι;» Ο Τουγούμπα σήκωσε το ποτήρι του κάνοντας μια πρόποση: «Μακάρι!». Όταν τελείωσε η παράσταση, το μπαρ άρχισε να αδειάζει. Η Μπιργκίτα είχε πει ότι είχε μια έκπληξη για τον Χάρι το βράδυ, και εκείνος περίμενε με ανυπομονησία να έρθει η ώρα να κλείσει το μαγαζί. Ο Τουγούμπα συνέχισε να κάθεται στο τραπέζι. Είχε πληρώσει και τώρα στριφογύριζε το ποτήρι στο χέρι του. Ο Χάρι είχε μια απροσδιόριστη αίσθηση πως ο Τουγούμπα ήθελε κάτι – κάτι άλλο πέρα από το να διηγείται απλώς παλιές ιστορίες. «Έχεις κάνει καμιά πρόοδο με την υπόθεση για την οποία ήρθες εδώ, Χάρι;»

«Δεν ξέρω» απάντησε ο Χάρι και ήταν αλήθεια. «Πότε πότε έχεις την αίσθηση πως ψάχνεις με τηλεσκόπιο, ενώ η λύση βρίσκεται τόσο κοντά σου, που δεν φαίνεται παρά σαν μια θαμπάδα στον φακό». «Ή πως στέκεσαι σε λάθος γωνία». Ο Χάρι τον κοίταζε να στραγγίζει το ποτήρι του. «Πρέπει να φύγω, Χάρι, αλλά πρώτα θέλω να σου πω μια ιστορία που θα αποκαταστήσει την άγνοιά σου για την κουλτούρα μας. Έχεις ακούσει για το μαύρο φίδι;» Ο Χάρι έγνεψε καταφατικά. Πριν φύγει για την Αυστραλία είχε διαβάσει κάτι για τα ερπετά που έπρεπε να αποφεύγει. Αν δεν έκανε λάθος, το μαύρο φίδι δεν είχε τρομερό μέγεθος ωστόσο ήταν φοβερά δηλητηριώδες. «Σωστά, αλλά σύμφωνα με τον θρύλο δεν ήταν πάντα έτσι. Πολύ παλιά, την Εποχή του Ονείρου, το μαύρο φίδι ήταν ένα ακίνδυνο φιδάκι. Το ιγκουάνα, αντίθετα, ήταν δηλητηριώδες και πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι σήμερα. Έτρωγε ανθρώπους και ζώα και μια μέρα το καγκουρό μάζεψε όλα τα ζώα για να βρουν έναν τρόπο να αντιμετωπίσουν αυτόν τον αχόρταγο δολοφόνο, τον Μουνγκουνγκάλι, τον μεγάλο αρχηγό των ιγκουάνα. Ο Ουγιουμπούλουι –το μαύρο φίδι– το άφοβο φιδάκι δέχτηκε αμέσως την αποστολή». Ο Τουγούμπα καθόταν άνετα στην καρέκλα του και μιλούσε με χαμηλή, ήρεμη φωνή, ενώ τα μάτια του ήταν συνεχώς

καρφωμένα στον Χάρι. «Τα άλλα ζώα γέλασαν με το μικρό φιδάκι και είπαν πως χρειαζόταν κάποιος μεγαλύτερος και δυνατότερος για να τα βάλει με τον Μουνγκουνγκάλι. “Περιμένετε και θα δείτε” είπε ο Ουγιουμπούλουι και έφυγε έρποντας για τη φωλιά του αρχηγού των ιγκουάνα. Όταν έφτασε εκεί, χαιρέτησε το τεράστιο θηρίο και είπε πως ήταν μόνο ένα μικρό φίδι που δεν άξιζε να το φάει, και πως το μόνο που ζητούσε ήταν μια γωνιά όπου θα μπορούσε να μείνει ήσυχο, μακριά από τα άλλα ζώα που το χλεύαζαν και το βασάνιζαν. “Φρόντισε να μη βρεθείς στον δρόμο μου, γιατί τόσο το χειρότερο για σένα” είπε ο Μουνγκουνγκάλι και δεν φάνηκε να δίνει πολλή σημασία στο μαύρο φιδάκι. »Το άλλο πρωί ο Μουνγκουνγκάλι έφυγε για το κυνήγι και ο Ουγιουμπούλουι γλίστρησε πίσω του. Ένας διαβάτης καθόταν μπροστά σε μια φωτιά. Δεν πρόλαβε ούτε να ανοιγοκλείσει τα μάτια του και ο Μουνγκουνγκάλι τού επιτέθηκε και του τσάκισε το κεφάλι με ένα δυνατό χτύπημα. Ύστερα το ερπετό έβαλε τον άνθρωπο στην πλάτη του και τον μετέφερε στη φωλιά του, όπου άφησε κάτω τον σάκο του με το δηλητήριο και άρχισε να τρώει το φρέσκο ανθρώπινο κρέας. Γρήγορος σαν αστραπή πετάχτηκε ο Ουγιουμπούλουι, άρπαξε τον σάκο με το δηλητήριο και χάθηκε μέσα στους

θάμνους. Ο Μουνγκουνγκάλι κυνήγησε το φιδάκι, όμως δεν κατάφερε να το βρει. Τα άλλα ζώα ήταν ακόμη μαζεμένα όταν γύρισε ο Ουγιουμπούλουι. »“Κοιτάξτε!” φώναξε και άνοιξε τα σαγόνια του για να δουν όλοι τον σάκο με το δηλητήριο. Τα ζώα μαζεύτηκαν γύρω του και του έδιναν συγχαρητήρια που τα έσωσε από τον Μουνγκουνγκάλι. Όταν έφυγαν όλα, το καγκουρό πλησίασε τον Ουγιουμπούλουι και του είπε να φτύσει το δηλητήριο στο ποτάμι, έτσι ώστε να μπορούν όλοι πια να κοιμούνται ήσυχοι. Όμως ο Ουγιουμπούλουι απάντησε με μια δαγκωνιά στο καγκουρό, που έπεσε κάτω αναίσθητο. »“Πάντα με υποτιμούσες αλλά τώρα ήρθε η σειρά μου” είπε ο Ουγιουμπούλουι στο καγκουρό που πέθαινε. “Όσο έχω αυτό το δηλητήριο, κανένας δεν θα μπορεί να με πλησιάσει. Κανένα από τα άλλα ζώα δεν θα ξέρει πως έχω ακόμη το δηλητήριο. Θα νομίζουν πως εγώ, ο Ουγιουμπούλουι, είμαι ο σωτήρας και φύλακάς τους, ενώ εγώ θα τους εκδικηθώ, έναν έναν με την ησυχία μου”. Μετά έριξε το καγκουρό στο ποτάμι, όπου βούλιαξε και εξαφανίστηκε. Ο ίδιος γλίστρησε ξανά μέσα στους θάμνους. Και εκεί θα τον βρεις και σήμερα. Μέσα στους θάμνους». Ο Τουγούμπα ξανάφερε το ποτήρι –που όμως ήταν άδειο– στα χείλη του και σηκώθηκε. «Πέρασε η ώρα». Ο Χάρι επίσης σηκώθηκε. «Ευχαριστώ για την ιστορία,

Τουγούμπα. Θα φύγω για την πατρίδα μου όπου να ’ναι, γι’ αυτό, αν δεν σε δω, σου εύχομαι καλή επιτυχία στο πρωτάθλημα. Και στα μελλοντικά σου σχέδια». O Τουγούμπα τού έσφιξε το χέρι, και ο Χάρι αναρωτήθηκε αν θα μάθαινε ποτέ από τα λάθη του – τώρα το χέρι του ήταν σαν χτυπημένη μπριζόλα. «Κι εγώ εύχομαι να βρεις τι είναι η θαμπάδα στον φακό» είπε ο Τουγούμπα. Είχε ήδη φύγει όταν ο Χάρι κατάλαβε για ποιο πράγμα μιλούσε.

10

Ο ΛΕΥΚΟΣ ΦΟΒΟΣ, Ο ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΙΝ ΚΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ

Ο

νυχτοφύλακας έδωσε στην Μπιργκίτα έναν φακό. «Ξέρεις πού θα με βρεις, Μπιργκίτα. Πρόσεξε να μη σας φάνε εκεί πάνω» είπε και επέστρεψε κουτσαίνοντας και χαμογελώντας στο δωμάτιο του φύλακα. Η Μπιργκίτα και ο Χάρι διέσχισαν τους σκοτεινούς, στριφογυριστούς διαδρόμους του μεγάλου κτιρίου που ήταν το ενυδρείο του Σίδνεϊ. Η ώρα ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα και ο Μπεν, ο νυχτοφύλακας, τους είχε κλειδώσει μέσα. Μια τυχαία ερώτηση από τον Χάρι –γιατί όλα τα φώτα ήταν σβηστά;– είχε οδηγήσει σε μια λεπτομερή εξήγηση από

τον γέρο νυχτοφύλακα. «Βέβαια, κάνουμε οικονομία στο ηλεκτρικό, αλλά δεν είναι αυτός ο πιο σημαντικός λόγος. Ο σημαντικότερος λόγος είναι πως λέμε στα ψάρια ότι είναι νύχτα. Τουλάχιστον, αυτό έχουμε σκοπό. Στο παρελθόν σβήναμε έναν κεντρικό διακόπτη και άκουγες το σοκ όταν ξαφνικά σκοτείνιαζε εντελώς. Ένα σούσουρο ακουγόταν σε όλο το ενυδρείο: ο ήχος από εκατοντάδες ψάρια που ορμούσαν να κρυφτούν ή απλώς κολυμπούσαν πανικόβλητα στα τυφλά». Ο Μπεν χαμήλωσε τη φωνή του ώστε να βγαίνει ένας ελάχιστος ψίθυρος και μιμήθηκε τα ψάρια κάνοντας κυματοειδείς κινήσεις με τα χέρια του. «Για αρκετά λεπτά μετά ακούγονταν παφλασμοί και πλαταγίσματα και μερικά ψάρια, το σκουμπρί, για παράδειγμα, τρελαίνονταν κυριολεκτικά όταν έσβηνε το φως, έπεφταν πάνω στα τζάμια με δύναμη και σκοτώνονταν. Αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε ντίμερ, που ελάττωναν το φως σταδιακά, μιμούμενοι τη φύση. Ύστερα από αυτό, μειώθηκαν και οι ασθένειες των ψαριών.greekleech.info Το φως λέει στο σώμα μας πότε είναι μέρα και πότε νύχτα, και εγώ προσωπικά πιστεύω πως τα ψάρια έχουν ανάγκη τον φυσικό ρυθμό της ημέρας για να μη στρεσάρονται. Διαθέτουν βιολογικό ρολόι ακριβώς όπως εμείς και δεν πρέπει να επεμβαίνεις και να το αποδιοργανώνεις. Ξέρω ότι κάποιοι ιχθυοκαλλιεργητές στην

Τασμανία, για παράδειγμα, δίνουν στα ψάρια επιπλέον φως το φθινόπωρο. Τα ξεγελούν για να νομίζουν ότι είναι ακόμη καλοκαίρι και να γεννούν περισσότερο.

«Ο Μπεν χαίρεται να μιλάει λίγο παραπάνω όταν τον ρωτήσεις κάτι» εξήγησε η Μπιργκίτα. «Του αρέσει να κουβεντιάζει με τους ανθρώπους σχεδόν όσο και με τα ψάρια του». Είχε δουλέψει τα δύο τελευταία καλοκαίρια ως έκτακτη βοηθός στο ενυδρείο και είχε γίνει φίλη με τον Μπεν, ο οποίος ισχυριζόταν πως εργαζόταν στο ενυδρείο από τότε που είχε ανοίξει. «Είναι τόσο ήρεμα εδώ τη νύχτα» είπε η Μπιργκίτα. «Τόσο ήσυχα. Κοίτα!» Έριξε τον φακό της σε έναν γυάλινο τοίχο, πίσω από τον οποίο μια κιτρινόμαυρη σμέρνα γλίστρησε έξω από την τρύπα της και τους έδειξε μια σειρά από μικρά, μυτερά και κοφτερά δόντια. Πιο κάτω στον διάδρομο έριξε το φως σε δύο πιτσιλωτά σαλάχια που γλιστρούσαν στο νερό πίσω από το πράσινο γυαλί, σαν να φτερούγιζαν σε αργή κίνηση. «Δεν είναι όμορφα;» ψιθύρισε με μάτια που έλαμπαν. «Είναι σαν μπαλέτο χωρίς μουσική». Ο Χάρι είχε την αίσθηση πως βάδιζε στις μύτες των ποδιών του περνώντας μέσα από έναν κοιτώνα. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν τα βήματά τους και το αδύναμο

κελάρυσμα του νερού. Η Μπιργκίτα στάθηκε μπροστά σε έναν ψηλό γυάλινο τοίχο. «Εδώ έχουμε την αλμυρή του ενυδρείου, τη Ματίλντα από το Κουίνσλαντ» είπε και κατηύθυνε το φως του φακού στον γυάλινο τοίχο. Εκεί υπήρχε ένας ξερός κορμός δέντρου δίπλα στην απομίμηση μιας όχθης ποταμού. Μέσα στο νερό έπλεε ένα κούτσουρο. «Τι είναι η αλμυρή;» ρώτησε ο Χάρι προσπαθώντας να διακρίνει κάτι ζωντανό. Εκείνη τη στιγμή το κούτσουρο άνοιξε δυο φωτεινά πράσινα μάτια. Έλαμπαν στο σκοτάδι σαν καθρέφτες. «Είναι ένας κροκόδειλος που ζει σε αλμυρά νερά, σε αντίθεση με τον γλυκό. Οι γλυκοί ζουν γενικώς τρώγοντας ψάρια και δεν χρειάζεται να τους φοβάσαι». «Και οι αλμυροί;» «Αυτούς πρέπει σίγουρα να τους φοβάσαι. Πολλοί θεωρούμενοι επικίνδυνοι κυνηγοί επιτίθενται στους ανθρώπους μόνο όταν νιώθουν πως απειλούνται, αν φοβούνται ή αν έχεις εισβάλει στην περιοχή τους. Ένα αλμυρός, ωστόσο, είναι ένα απλό, απονήρευτο πλάσμα. Απλώς θέλει το κορμί σου. Αρκετοί Αυστραλοί σκοτώνονται κάθε χρόνο στους βάλτους του Βορρά». Ο Χάρι ακούμπησε στον γυάλινο τοίχο. «Αυτό δεν οδηγεί σε… εεε… κάποιο είδος αντιπάθειας; Σε

ορισμένα μέρη της Ινδίας εξολόθρευσαν τις τίγρεις με τη δικαιολογία ότι έτρωγαν μωρά. Γιατί αυτοί εδώ οι ανθρωποφάγοι δεν εξοντώθηκαν;» «Ο περισσότερος κόσμος εδώ έχει την ίδια χαλαρή στάση απέναντι στους κροκόδειλους με αυτήν που έχει για τα αυτοκινητικά δυστυχήματα. Σχεδόν, τέλος πάντων. Αν θέλεις δρόμους, πρέπει να αποδεχτείς πως κάποιοι θα πεθαίνουν σε αυτούς, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, αν θέλεις κροκόδειλους, πρέπει να αποδεχτείς κάτι αντίστοιχο. Αυτά τα ζώα τρώνε ανθρώπους, αυτή είναι η φύση τους». Ο Χάρι ανατρίχιασε. Η Ματίλντα είχε κλείσει τα μάτια της με τον ίδιο τρόπο που καλύπτονται οι προβολείς σε κάποια μοντέλα της Porsche. Η έλλειψη της παραμικρής ρυτίδωσης στο νερό δεν πρόδιδε ότι το κούτσουρο που βρισκόταν μισό μέτρο μακριά του, πίσω από το γυαλί, ήταν στην πραγματικότητα δυο τόνοι μυς, δόντια και μοχθηρία. «Ας πάμε παρακάτω» πρότεινε.

«Κι εδώ έχουμε τον Μίστερ Μπιν» είπε ο Μπιργκίτα και έριξε τον φακό σε ένα μικρό, καστανό ψάρι. «Είναι ένα σαλάχι φίντλερ ρέι – έτσι όπως λέμε τον Άλεξ στο μπαρ, αυτόν που η Ίνγκερ είχε βγάλει Μίστερ Μπιν». «Και γιατί τον λέτε φίντλερ ρέι;»

«Δεν ξέρω. Τον έλεγαν έτσι πριν πάω εγώ εκεί». «Αστείο ακούγεται! Του αρέσει, απ’ ό,τι βλέπω, να κάθεται ακίνητο στον βυθό». «Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να προσέχεις όταν κολυμπάς. Είναι δηλητηριώδες και αν το πατήσεις θα σε τσιμπήσει». Έφτασαν σε μια σκάλα που κατέβαινε στριφογυριστά σε μία από τις μεγάλες δεξαμενές. «Οι δεξαμενές δεν είναι τελικά ακριβώς αυτό που λέμε ενυδρείο, απλώς έχουν περικλείσει ένα κομμάτι του λιμανιού Τζάκσον» είπε η Μπιργκίτα καθώς έμπαιναν. Ένα πρασινωπό φως έπεφτε πάνω τους από την οροφή, σχηματίζοντας κυματοειδείς ρίγες. Γλιστρούσαν στο πρόσωπο και στο σώμα της Μπιργκίτα και έδιναν στον Χάρι την αίσθηση πως στεκόταν κάτω από τα φωτορυθμικά κάποιας ντισκοτέκ. Μόνο όταν η Μπιργκίτα σήκωσε τον φακό προς τα πάνω, ο Χάρι κατάλαβε πως περιβαλλόταν από νερό απ’ όλες τις πλευρές. Βρίσκονταν σε ένα γυάλινο τούνελ κάτω από τη θάλασσα και το φως ερχόταν απέξω, καθώς φιλτραριζόταν μέσα από το νερό. Μια πελώρια σκιά πέρασε ακριβώς από πάνω τους και ενστικτωδώς ο Χάρι τραβήχτηκε προς τα πίσω. Η Μπιργκίτα γέλασε σιγανά και κατηύθυνε το φως του φακού προς το τεράστιο σαλάχι με την επίσης τεράστια ουρά που κολυμπούσε έξω από τον γυάλινο τοίχο.

«Mobulidae» είπε. «Τα σαλάχια του διαβόλου». «Θεέ μου, είναι θηριώδες!» ψιθύρισε ο Χάρι. Ολόκληρο το σαλάχι ήταν μια κυματοειδής κίνηση, σαν ένα γιγάντιο κύμα που ο Χάρι ένιωσε να τον νανουρίζει. Γύρισε στο πλάι, τους έγνεψε και χάθηκε στον σκοτεινό υδάτινο κόσμο σαν ένα μαύρο φάντασμα. Κάθισαν στο δάπεδο και η Μπιργκίτα έβγαλε από το σακίδιό της μια κουβέρτα, δυο ποτήρια, ένα κερί και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί χωρίς ετικέτα. «Δώρο από έναν φίλο που δούλευε σε αμπελώνα στην κοιλάδα Χάντερ» εξήγησε και το άνοιξε. Ξάπλωσαν δίπλα δίπλα στην κουβέρτα και κοίταζαν το νερό από πάνω τους. Ήταν σαν να βρίσκονταν σε έναν κόσμο αναποδογυρισμένο, σαν να έβλεπαν έναν ανάποδο ουρανό με ψάρια σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και παράξενα πλάσματα που είχε εφεύρει κάποιος με υπερβολική φαντασία. Ένα λαμπερό γαλάζιο ψάρι με απορημένο σαν φεγγάρι πρόσωπο και λεπτά, τρεμουλιαστά πτερύγια στην κοιλιά αιωρούνταν στο νερό ακριβώς από πάνω τους. «Δεν είναι ωραίο να βλέπεις πόσο αργά κινούνται, πόσο χωρίς νόημα φαίνονται όλες τους οι δραστηριότητες;» ψιθύρισε η Μπιργκίτα. «Το νιώθεις πως κάνουν τον χρόνο να κυλάει πιο αργά;» Έφερε το παγωμένο χέρι της στον σβέρκο

του Χάρι και τον χάιδεψε απαλά. «Καταλαβαίνεις πως ακόμα και ο σφυγμός σου έχει σχεδόν σταματήσει;» Ο Χάρι ξεροκατάπιε. «Δεν με νοιάζει που ο χρόνος κυλάει πιο αργά. Τουλάχιστον όχι τώρα» είπε. «Ούτε και τις επόμενες, λίγες μέρες». Η Μπιργκίτα τον έσφιξε πιο δυνατά. «Ούτε λέξη γι’ αυτό» είπε.

«Μερικές φορές σκέφτομαι: Τόσο ηλίθιος είσαι τελικά, Χάρι; Παρατηρώ, για παράδειγμα, ότι ο Άντριου πάντα λέει για τους Αβορίγινες “αυτοί”, ότι μιλάει για τους ανθρώπους του στο τρίτο πρόσωπο. Γι’ αυτό είχα μαντέψει μεγάλο μέρος της ιστορίας του, πριν ο Τουγούμπα μού πει συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Είχα σχεδόν υποψιαστεί πως ο Άντριου δεν μεγάλωσε ανάμεσα στους δικούς του, πως δεν ανήκει πουθενά, αλλά αρμενίζει στην επιφάνεια και βλέπει τα πράγματα απέξω. Όπως τώρα καθόμαστε εμείς εδώ και παρατηρούμε έναν κόσμο στον οποίο δεν μπορούμε να συμμετέχουμε. Μετά την κουβέντα με τον Τουγούμπα, κατάλαβα και κάτι ακόμα: ο Άντριου δεν πήρε με τη γέννησή του το δώρο της φυσικής περηφάνιας που σε συνοδεύει όταν ανήκεις σε κάποια φυλή, κι έτσι χρειάστηκε να φτιάξει μια δική του. Στην αρχή νόμιζα ότι ντρεπόταν για τους αδελφούς

του, αλλά τώρα ξέρω ότι παλεύει με την ντροπή του». Κάτι γρύλισε η Μπιργκίτα. Ο Χάρι συνέχισε: «Καμιά φορά νομίζω πως κάπου έφτασα, μόνο για να βρεθώ ξανά την επόμενη στιγμή μέσα στη σύγχυση. Δεν μου αρέσει αυτή η σύγχυση, δεν την αντέχω. Γι’ αυτό λέω καλύτερα να μην είχα αυτή την ικανότητα να προσέχω τις λεπτομέρειες ή να είχα μεγαλύτερη ικανότητα να τις συνθέτω σε μια εικόνα που θα έβγαζε νόημα». Γύρισε προς την Μπιργκίτα και έκρυψε το πρόσωπό του στα μαλλιά της. «Είναι λάθος του Θεού να δώσει σε έναν άνθρωπο με τόση λίγη ευφυΐα τόσο μεγάλη ικανότητα να βλέπει τις λεπτομέρειες» είπε και προσπαθούσε να εντοπίσει κάτι που είχε την ίδια μυρωδιά με τα μαλλιά της Μπιργκίτα. Αλλά είχε περάσει τόσος καιρός, που είχε ξεχάσει τι ήταν. «Τι βλέπεις λοιπόν;» ρώτησε εκείνη. «Όλοι προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή μου σε κάτι που δεν καταλαβαίνω». «Σαν τι;» «Δεν ξέρω. Είναι σαν τις γυναίκες: λένε ιστορίες που σημαίνουν κάτι άλλο. Αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στις γραμμές μπορεί να βγάζει μάτι, αλλά, όπως λέω, εγώ δεν έχω την ικανότητα να το δω. Γιατί εσείς οι γυναίκες δεν λέτε αυτό που θέλετε να πείτε; Υπερεκτιμάτε την ικανότητα των αντρών να ερμηνεύουν».

«Δηλαδή εγώ φταίω τώρα;» φώναξε γελώντας η Μπιργκίτα και του έδωσε ένα ηχηρό φιλί. Η ηχώ κύλησε μέσα στο υποβρύχιο τούνελ. «Σσσς, μην ξυπνήσεις τον καρχαρία, τον Λευκό Φόβο» είπε ο Χάρι.

Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να δει η Μπιργκίτα πως δεν είχε αγγίξει το κρασί του. «Ένα ποτηράκι κρασί δεν βλάπτει, έτσι δεν είναι;» είπε. «Βλάπτει» απάντησε ο Χάρι. Την τράβηξε κοντά του χαμογελώντας. «Αλλά ας μη μιλήσουμε γι’ αυτό». Τη φίλησε κι εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να περίμενε αυτό το φιλί μια αιωνιότητα.

Ο Χάρι ξύπνησε ξαφνιασμένος. Τα κεριά είχαν καεί και ήταν κατασκότεινα. Δεν ήξερε από πού ερχόταν το πράσινο φως στο νερό, αν ήταν το φεγγάρι πάνω από το Σίδνεϊ ή οι προβολείς από τη στεριά, ωστόσο γρήγορα χάθηκε. Όμως έμεινε με την αίσθηση πως κάποιος τον κοίταζε. Βρήκε τον φακό δίπλα στην Μπιργκίτα και τον άναψε – εκείνη κοιμόταν τυλιγμένη στη μισή κουβέρτα, γυμνή και με μια έκφραση ικανοποίησης. Έριξε το φως στο γυαλί.

Στην αρχή νόμισε ότι ήταν η αντανάκλαση του εαυτού του αυτό που είδε, μετά τα μάτια συνήθισαν στο φως και ένιωσε έναν τελευταίο δυνατό χτύπο στην καρδιά του πριν παγώσει. Ο Λευκός Φόβος στεκόταν πλάι του και τον κοίταζε με γυάλινα, άψυχα μάτια. Ο Χάρι ξεφύσηξε και το τζάμι θάμπωσε μπροστά στο χλωμό, πρησμένο από το νερό πρόσωπο – το φάντασμα ενός πνιγμένου τόσο μεγάλο, που έμοιαζε να γεμίζει όλη τη δεξαμενή. Τα δόντια προεξείχαν από τη μασέλα και έμοιαζαν σαν παιδική ζωγραφιά, μια τεθλασμένη γραμμή από τρίγωνα, άσπρα στιλέτα, φυτεμένα τυχαία σε δυο μασέλες χωρίς ούλα. Ύστερα έπλευσε ψηλά από πάνω του, με ένα παγωμένο βλέμμα γεμάτο μίσος καρφωμένο σε κείνον όλη την ώρα, ένα λευκό πτώμα που γλιστρούσε μπροστά στο φως του φακού με αργές, κυματιστές κινήσεις, που έμοιαζαν να μην τελειώνουν ποτέ.

«Ώστε φεύγεις αύριο;» «Ναι». Ο Χάρι καθόταν με μια κούπα καφέ στο χέρι και έδειχνε αμήχανος. Ο Μακόρμακ σηκώθηκε από το γραφείο του και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω μπροστά από το παράθυρο. «Νομίζεις λοιπόν πως είμαστε ακόμη μακριά από τη λύση

της υπόθεσης; Νομίζεις πως υπάρχει κάποιος ψυχοπαθής εκεί έξω μέσα στο πλήθος, ένας δολοφόνος χωρίς πρόσωπο που σκοτώνει από παρόρμηση και δεν αφήνει ίχνη; Και το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι ότι θα κάνει κάποιο λάθος την επόμενη φορά που θα χτυπήσει;» «Δεν είπα κάτι τέτοιο, σερ. Απλώς δεν έχω τίποτα περισσότερο να προσφέρω εδώ πέρα. Επιπλέον, μου τηλεφώνησαν πως με χρειάζονται στο Όσλο». «Σπουδαία. Κι εγώ θα τους πω ότι τα πήγες πολύ καλά εδώ. Καταλαβαίνω πως κρίνεσαι για προαγωγή στην υπηρεσία σου». «Κανείς δεν μου έχει πει τίποτα, σερ». «Είσαι λοιπόν ελεύθερος υπηρεσίας την υπόλοιπη μέρα και μπορείς να δεις τα αξιοθέατα του Σίδνεϊ πριν αναχωρήσεις, Χόλι». «Πρέπει πρώτα να ελέγξω και να διαγράψω από τον κατάλογο των υπόπτων μας αυτόν τον Άλεξ Τόμαρος, σερ». Ο Μακόρμακ στάθηκε και κοίταζε έξω από το παράθυρο το συννεφιασμένο και αποπνικτικά ζεστό Σίδνεϊ. «Πότε πότε νοσταλγώ τον τόπο μου, Χόλι. Το όμορφο νησί απέναντι». «Σερ;» «Μαορί. Είμαι ένας μαορί, Χόλι. Έτσι λένε αυτούς που είναι από τη Νέα Ζηλανδία. Οι γονείς μου ήρθαν εδώ όταν

ήμουν δέκα χρονών. Οι άνθρωποι φέρονται καλύτερα ο ένας στον άλλο εκεί κάτω. Τουλάχιστον, αυτό θυμάμαι».

«Θα είμαστε κλειστά για πολλές ώρες ακόμα» είπε η κατσούφα γυναίκα στην πόρτα, με τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα στο χέρι. «Δεν πειράζει, έχω ραντεβού με τον κύριο Τόμαρος» διευκρίνισε ο Χάρι και αναρωτιόταν αν θα την έπειθε το σήμα του αστυνομικού της Νορβηγίας. Δεν χρειάστηκε όμως. Άνοιξε την πόρτα ίσα ίσα για να χωρέσει να μπει ο Χάρι. Μύριζε ξεθυμασμένη μπίρα και απορρυπαντικό και το Albury φαινόταν μικρότερο τώρα που το είδε άδειο και με το φως της μέρας. Βρήκε τον Άλεξ Τόμαρος, αλλιώς Μίστερ Μπιν, αλλιώς Φίντλερ Ρέι, μέσα στο γραφείο του πίσω από το μπαρ. Ο Χάρι συστήθηκε. «Τι μπορώ να κάνω για εσάς, κύριε Χόλι;» Μιλούσε γρήγορα και με την προφορά που έχει ένας ξένος ο οποίος έχει ζήσει σε μια χώρα κάμποσα χρόνια – προσαρμοσμένη σε μια δική του εκδοχή. «Ευχαριστώ που με δεχτήκατε τόσο γρήγορα, κύριε Τόμαρος. Ξέρω ότι άλλοι συνάδελφοι σας έχουν ήδη συναντήσει και ρωτήσει ένα σωρό ερωτήσεις, έτσι δεν θα σας

απασχολήσω περισσότερο απ’ όσο είναι απολύτως απαραίτητο. Θέλω μόνο…» «Πολύ καλά, γιατί, όπως βλέπετε, έχω πολλή δουλειά. Λογαριασμοί, καταλαβαίνετε…» «Καταλαβαίνω. Από την κατάθεσή σας βλέπω πως το βράδυ που εξαφανίστηκε η Ίνγκερ Χόλτερ ήσασταν εδώ και κάνατε λογαριασμούς. Ήταν κανείς άλλος εδώ μαζί σας;» «Αν είχατε διαβάσει την κατάθεσή μου πιο προσεκτικά, είμαι σίγουρος πως θα είχατε δει ότι ήμουν μόνος. Είμαι πάντα μόνος…» –ο Χάρι παρατηρούσε την αλαζονική έκφραση του Άλεξ Τόμαρος και το στόμα του, που πέταγε σάλια καθώς μιλούσε. Σε πιστεύω, σκεφτόταν– «…όταν ασχολούμαι με λογαριασμούς. Εντελώς και απολύτως. Αν ήθελα θα μπορούσα να είχα υπεξαιρέσει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια από εδώ μέσα, χωρίς να πάρει είδηση κανείς». «Από τεχνική άποψη, λοιπόν, δεν έχετε άλλοθι για τη νύχτα που εξαφανίστηκε η δεσποινίς Χόλτερ;» Ο Τόμαρος έβγαλε τα γυαλιά του. «Από τεχνική άποψη, υπάρχει το τηλεφώνημα στη μητέρα μου στις δύο· της είπα πως είχα τελειώσει και ξεκινούσα για το σπίτι». «Από τεχνική άποψη, θα μπορούσατε να είχατε κάνει πολλά μεταξύ μίας, που έκλεισε το μπαρ, και δύο, κύριε Τόμαρος. Δεν εννοώ πως είσαστε ύποπτος για κάτι…»

Ο Τόμαρος στύλωσε τη ματιά του στον αστυνομικό. Ο Χάρι φυλλομέτρησε το άδειο σημειωματάριό του προσποιούμενος πως ψάχνει κάτι. «Εδώ που τα λέμε, γιατί τηλεφωνήσατε στη μητέρα σας; Δεν είναι κάπως ασυνήθιστο να τηλεφωνάς σε κάποιον στις δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα για να πεις κάτι τέτοιο;» «Η μητέρα μου θέλει να ξέρει πού βρίσκομαι. Οι αστυνομικοί έχουν μιλήσει μαζί της και δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να ξαναλέμε τα ίδια». «Είσαστε Έλληνας, έτσι δεν είναι;» «Είμαι Αυστραλός και ζω εδώ τα τελευταία είκοσι χρόνια. Μπορεί οι γονείς μου κάποτε να ήταν Έλληνες, αλλά τώρα η μητέρα μου έχει πολιτογραφηθεί Αυστραλή. Τίποτε άλλο;» Είχε πλήρη αυτοέλεγχο. «Δείξατε ενδιαφέρον για την Ίνγκερ Χόλτερ σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο. Πώς αντιδράσατε όταν σας απέρριψε και προτίμησε άλλους άντρες;» Ο Τόμαρος έγλειψε τα χείλη του και πήγε να πει κάτι, αλλά σταμάτησε. Η γλώσσα του φάνηκε ξανά. Σαν φιδιού, σκέφτηκε ο Χάρι, ενός μικρού, μαύρου, αξιολύπητου φιδιού, το οποίο όλοι περιφρονούν και θεωρούν ακίνδυνο. «Η δεσποινίς Χόλτερ κι εγώ είχαμε πει να βγούμε για δείπνο, αν σε αυτό αναφέρεστε. Δεν ήταν η μόνη εδώ που

έχω καλέσει σε δείπνο, μπορείτε να ρωτήσετε και τις άλλες, την Κατρίν και την Μπιργκίτα, ας πούμε. Δίνω μεγάλη σημασία στο να έχω καλές σχέσεις με τους υπαλλήλους μου». «Τους υπαλλήλους σας;» «Ναι, από τεχνική άποψη εγώ είμαι…» «Ο μάνατζερ του μπαρ. Λοιπόν, κύριε μάνατζερ του μπαρ, πώς σας φάνηκε όταν εμφανίστηκε εδώ ο εραστής της;» Τα γυαλιά του Τόμαρος είχαν αρχίσει να θαμπώνουν. «Η Ίνγκερ είχε καλές σχέσεις με πολλούς από τους πελάτες, άρα μου ήταν αδύνατον να ξέρω αν κάποιος από αυτούς ήταν εραστής της. Είχε λοιπόν εραστή; Τόσο το καλύτερο για κείνη…» Ο Χάρι δεν χρειαζόταν να είναι ψυχολόγος για να καταλάβει την προσπάθεια του Τόμαρος να ακουστεί αδιάφορος. «Ώστε λοιπόν δεν είχατε ιδέα με ποιον είχε πιο θερμή σχέση, κύριε Τόμαρος;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Με τον κλόουν, βέβαια, αλλά αυτός έχει άλλες προτιμήσεις…» «Ο κλόουν;» «Ο Ότο Ρεχτνάγκελ σύχναζε εδώ. Του έδινε φαγητό για…» «…τον σκύλο!» κραύγασε ο Χάρι. Ο Τόμαρος αναπήδησε στην καρέκλα του. Ο Χάρι σηκώθηκε και χτύπησε τη γροθιά του στην παλάμη του άλλου χεριού του. «Αυτό είναι! Ο Ότο

πήρε μια σακούλα από το μπαρ χτες. Ήταν αποφάγια για τον σκύλο! Θυμάμαι τώρα πως έχει πει ότι έχει σκύλο. Η Ίνγκερ είπε στην Μπιργκίτα ότι έπαιρνε αποφάγια για τον σκύλο τη νύχτα που εξαφανίστηκε, και πάντα νομίζαμε πως ήταν για τον σκύλο του σπιτονοικοκύρη της. Όμως ο δαίμονας της Τασμανίας είναι χορτοφάγος. Ξέρετε τι είδους αποφάγια ήταν; Ξέρετε πού μένει ο Ρεχτνάγκελ;» «Θεέ και Κύριε, πού να ξέρω εγώ;» ρώτησε ο Τόμαρος τρομοκρατημένος. Έσπρωξε την καρέκλα του πίσω, σχεδόν κόλλησε στο έπιπλο με τους φακέλους. «ΟΚ, άκουσέ με καλά. Ούτε λέξη γι’ αυτή τη συζήτηση σε κανέναν, ούτε στην αγαπημένη σου μανούλα, αλλιώς θα επιστρέψω και θα σου κόψω το κεφάλι. Κατάλαβες Μίστερ Μπι… κύριε Τόμαρος;» Ο Άλεξ Τόμαρος έγνεψε καταφατικά. «Και τώρα θα χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό σας».

Ο ανεμιστήρας έτριζε απαίσια, όμως κανένας στο δωμάτιο δεν το πρόσεχε. Η προσοχή όλων ήταν στραμμένη στον Γιονγκ, που είχε βάλει μια διαφάνεια με τον χάρτη της Αυστραλίας στον προβολέα. Πάνω στον χάρτη είχε σημειώσει κόκκινα σημάδια με ημερομηνίες στο πλάι. «Αυτές είναι οι τοποθεσίες και οι ημερομηνίες που έγιναν

οι βιασμοί και οι φόνοι, πίσω από τους οποίους νιώθουμε σίγουροι πως βρίσκεται ο άνθρωπός μας» είπε. «Προσπαθήσαμε και πρωτύτερα να βρούμε κάποιον γεωγραφικό ή χρονικό συσχετισμό, χωρίς να το πετύχουμε. Τώρα φαίνεται πως ο Χάρι το βρήκε για εμάς». Ο Γιονγκ τοποθέτησε μια άλλη διαφάνεια πάνω στην πρώτη, με τον ίδιο χάρτη. Εδώ είχε μπλε σημάδια, που κάλυπταν σχεδόν όλα τα κόκκινα της προηγούμενης διαφάνειας. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ανυπόμονα ο Γουάτκινς. «Αυτό είναι από το πρόγραμμα των εμφανίσεων που πραγματοποίησε ο Περιοδεύων Αυστραλιανός Κήπος των Θαυμάτων, ένα τσίρκο, και δείχνει πού βρισκόταν τις αντίστοιχες ημερομηνίες». Ο ανεμιστήρας συνέχιζε τη θρηνωδία του, αλλά κατά τ’ άλλα επικρατούσε απόλυτη σιωπή στην αίθουσα συνεδριάσεων. «Άγιε μου Φανούριε, τον βρήκαμε!» ξέσπασε ο Λίμπι. «Οι πιθανότητες όλο αυτό να είναι απλώς σύμπτωση είναι στατιστικά μία στα τέσσερα εκατομμύρια» είπε χαμογελώντας ο Γιονγκ. «Περίμενε, περίμενε, ποιον ακριβώς ψάχνουμε τώρα;» επενέβη ο Γουάτκινς. «Ψάχνουμε αυτόν τον άνθρωπο» είπε ο Γιονγκ και έβαλε

μια τρίτη διαφάνεια. Δυο θλιμμένα μάτια σε ένα χλωμό, κάπως πρησμένο πρόσωπο με ένα αβέβαιο χαμόγελο τους κοίταζαν από την οθόνη. «Ο Χάρι θα σας πει περί τίνος πρόκειται». Ο Χάρι σηκώθηκε. «Πρόκειται για τον Ότο Ρεχτνάγκελ, επαγγελματία κλόουν, σαράντα δύο ετών, ο οποίος περιοδεύει με τον Αυστραλιανό Κήπο των Θαυμάτων τα τελευταία δέκα χρόνια. Όταν το τσίρκο δεν ταξιδεύει, αυτός ζει μόνος του εδώ στο Σίδνεϊ και δουλεύει ανεξάρτητα. Τώρα μάλιστα έχει φτιάξει έναν μικρό θίασο και δίνει παραστάσεις στην πόλη. Έχει καθαρό ποινικό μητρώο, απ’ όσο μπορούμε να ξέρουμε, ποτέ δεν τράβηξε την προσοχή για κάποιο σεξουαλικό αδίκημα και θεωρείται ένας ευχάριστος, ήσυχος τύπος, αν και κάπως ιδιόρρυθμος. Το κρίσιμο σημείο είναι πως ήξερε τη νεκρή, ήταν τακτικός θαμώνας στο μπαρ που δούλευε η Ίνγκερ Χόλτερ και με τον καιρό είχαν γίνει καλοί φίλοι. Προφανώς εκείνη πήγε στο σπίτι του Ότο Ρεχτνάγκελ τη νύχτα που δολοφονήθηκε. Με φαγητό για τον σκύλο του». «Φαγητό για τον σκύλο;» γέλασε ο Λίμπι. «Στη μιάμιση τη νύχτα; Μάλλον κάτι άλλο είχε ο κλόουν μας στο μυαλό του, λέω εγώ». «Εδώ ακριβώς άγγιξες την παράδοξη πλευρά της

υπόθεσης» είπε ο Χάρι. «Ο Ότο Ρεχτνάγκελ έχει προβάλει το προφίλ ενός εκατό τοις εκατό αμετανόητου ομοφυλόφιλου από την ηλικία των δέκα χρονών». Η πληροφορία προκάλεσε ένα σούσουρο γύρω από το τραπέζι. Ο Γουάτκινς αναστέναξε βαθιά. «Εννοείς ότι ένας τόσο ομοφυλόφιλος τύπος μπορεί να έχει σκοτώσει εφτά γυναίκες και να έχει βιάσει εξαπλάσιο αριθμό;» Ο Μακόρμακ είχε μπει στην αίθουσα συνεδριάσεων. Είχε ήδη ενημερωθεί. «Αν έχεις υπάρξει ένας ευτυχισμένος ομοφυλόφιλος, με αποκλειστικά ομοφυλόφιλους φίλους σε όλη σου τη ζωή, δεν είναι ίσως τόσο παράξενο ότι αγχώνεσαι τη μέρα που ανακαλύπτεις πως ένα ζευγάρι καλοσχηματισμένα βυζιά κάνει το μόριό σου να ζωηρεύει. Γαμώτο μου, ζούμε στο Σίδνεϊ, στη μόνη πόλη του κόσμου που υπάρχουν κρυφο-ετεροφυλόφιλοι!» Το βροντερό γέλιο του Μακόρμακ κάλυψε το κακάρισμα του Γιονγκ, που γελούσε τόσο, ώστε τα μάτια του είχαν γίνει δυο στενές σχισμές στο πρόσωπό του. Ο Γουάτκινς δεν άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από όλο αυτό το χιούμορ. Έξυσε το κεφάλι του: «Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάνα δυο πράγματα που δεν κολλάνε εδώ. Πώς κάποιος που ήταν τόσο ψυχρός και υπολογιστής σε όλη τη διαδρομή ξαφνικά αποκαλύπτεται με αυτόν τον τρόπο; Γιατί

να καλέσει ένα θύμα στο σπίτι; Εννοώ, δεν ήξερε αν η Ίνγκερ είχε πει πού πήγαινε, γεγονός που σε αυτή την περίπτωση μας οδηγούσε κατευθείαν σ' εκείνον. Επιπλέον, φαίνεται πως όλα τα άλλα θύματα επελέγησαν μεταξύ αγνώστων. Γιατί ξαφνικά να το αλλάξει αυτό και να διαλέξει ένα κορίτσι το οποίο ξέρει;». «Το μόνο που γνωρίζουμε γι’ αυτόν τον μπαγάσα είναι πως δεν είχε κανένα σχέδιο» είπε ο Λίμπι και με την ανάσα του ύγρανε ένα από τα δαχτυλίδια που φορούσε. «Το αντίθετο, μοιάζει να του αρέσει η ποικιλία. Εκτός από το ότι τα θύματα πρέπει να είναι ξανθιές» –γυάλισε το δαχτυλίδι του στο μανίκι του– «και ότι συχνά τις στραγγαλίζει μετά». «Μία σε τέσσερα εκατομμύρια» επανέλαβε ο Γιονγκ. Ο Γουάτκινς αναστέναξε. «ΟΚ, παραιτούμαι. Μπορεί απλώς να εισακούστηκαν οι προσευχές μας και τελικά να έκανε το μοιραίο λάθος». «Τι θα κάνετε τώρα;» ρώτησε ο Μακόρμακ. Ο Χάρι πήρε τον λόγο: «Ο Ότο Ρεχτνάγκελ πιθανότατα δεν είναι στο σπίτι του. Έχει παράσταση με τον θίασό του στην παραλία Μπόντι απόψε. Προτείνω να πάμε να δούμε την παράσταση και να τον συλλάβουμε αμέσως μετά». «Βλέπω πως ο νορβηγός φίλος μας έχει αίσθηση του μελοδραματικού» είπε ο Μακόρμακ.

«Αν διακοπεί η παράσταση, ο Τύπος θα πέσει αμέσως πάνω στην υπόθεση, σερ». Ο Μακόρμακ κατένευσε αργά. «Γουάτκινς;» «Εντάξει από μένα, σερ». «ΟΚ. Πηγαίνετε να τον φέρετε, λεβέντες».

Ο Άντριου είχε τραβήξει το πάπλωμα μέχρι το σαγόνι του και έμοιαζε σαν να ήταν ήδη στο νεκροκρέβατο. Οι μελανιές στα πλαϊνά του προσώπου του παρουσίαζαν μια γκάμα από ενδιαφέροντα χρώματα και όταν προσπάθησε να χαμογελάσει στον Χάρι, το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από τον πόνο. «Θεέ μου, πονάει τόσο πολύ όταν χαμογελάς;» ρώτησε ο Χάρι. «Όλα πονάνε. Πονάει και μόνο να σκέφτομαι» απάντησε ο Άντριου με μια θυμωμένη ματιά. Υπήρχε ένα μπουκέτο λουλούδια στο κομοδίνο του. «Από κάποια κρυφή θαυμάστρια;» «Μπορείς να το πεις κι έτσι. Τον λένε Ότο. Και αύριο θα με επισκεφτεί ο Τουγούμπα και σήμερα είσαι εσύ εδώ. Είναι ωραίο να νιώθεις αγαπητός». «Σου έφερα και ένα δωράκι. Να το καπνίσεις όταν δεν σε βλέπει κανείς». Ο Χάρι έβγαλε ένα τεράστιο, σχεδόν μαύρο

πούρο. «Ααα, ένα maduro από τον αγαπητό μου Νορβηγό!» Το πρόσωπο του Άντριου φωτίστηκε και γέλασε προσέχοντας να μην κάνει πολλές κινήσεις. «Πόσο καιρό σε ξέρω, Άντριου;» Ο Άντριου χάιδεψε το πούρο σαν να επρόκειτο για γατάκι. «Πρέπει να είναι κάμποσες μέρες, φίλε. Όπου να ’ναι θα είμαστε σαν αδέλφια». «Και πόσο χρόνο νομίζεις πως παίρνει για να γνωρίσεις πραγματικά κάποιον;» «Να γνωρίσεις πραγματικά;» Τώρα μύριζε με απόλαυση το πούρο. «Η αλήθεια είναι, Χάρι, πως τα πιο πατημένα μονοπάτια στο αδιαπέραστο, σκοτεινό δάσος δεν χρειάζεται πολύς καιρός για να τα γνωρίσεις. Μερικοί άνθρωποι έχουν ωραία, ίσια μονοπάτια, με φώτα και κατατοπιστικές πινακίδες. Μοιάζουν να θέλουν να σου πουν τα πάντα. Όμως εκεί πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός και να μην παίρνεις τίποτα ως δεδομένο. Γιατί τα θηρία του δάσους δεν τα βρίσκεις σε φωτισμένα μονοπάτια, τα βρίσκεις στους σκοτεινούς θάμνους και στα χαμόκλαδα». «Και πόσο καιρό παίρνει να τα γνωρίσεις αυτά;» «Εξαρτάται από αυτόν που ψάχνει. Και από το δάσος. Μερικά δάση είναι πιο σκοτεινά από άλλα». «Και το δικό σου δάσος πώς είναι;» ρώτησε ο Χάρι.

Ο Άντριου έβαλε το πούρο στο συρτάρι του κομοδίνου του. «Σκοτεινό, σαν πούρο maduro». Κοίταξε τον Χάρι. «Όμως αυτό βέβαια το ανακάλυψες μόνος σου…» «Μίλησα μ’ έναν φίλο σου και έριξε λίγο περισσότερο φως σε αυτό που είναι ο Άντριου Κένσινγκτον». «Ωραία, τότε ξέρεις για τι πράγμα μιλώ. Για να μην παρασυρθείς από τους φωτισμένους δρόμους. Αλλά έχεις κι εσύ κάνα δυο σκοτεινά σημεία, κι έτσι δεν χρειάζεται να σ' το εξηγήσω περισσότερο». «Τι εννοείς;» «Ας πούμε μόνο πως μπορώ να αναγνωρίσω έναν άνθρωπο που έχει παραιτηθεί από κάποια πράγματα. Το ποτό, για παράδειγμα». «Όλοι μπορούν να το κάνουν αυτό» ψέλλισε ο Χάρι. «Ό,τι έχει κάνει κανείς έχει αφήσει σημάδια, έτσι δεν είναι; Η ζωή που έχεις ζήσει είναι γραμμένη πάνω σου, γι’ αυτούς που ξέρουν να διαβάζουν». «Κι εσύ ξέρεις να διαβάζεις;» Ο Άντριου ακούμπησε τη μεγάλη παλάμη του στον ώμο του Χάρι. Είχε ξαναζωντανέψει εντυπωσιακά γρήγορα, σκέφτηκε ο Χάρι. «Μου αρέσεις, Χάρι. Είσαι φίλος μου. Νομίζω ότι ξέρεις για τι μιλάω, γι’ αυτό μην κοιτάς σε λάθος κατεύθυνση. Δεν

είμαι παρά ένας από τα πολλά εκατομμύρια μοναχικών ψυχών που αγωνίζονται να ζήσουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Προσπαθώ να κάνω τη διαδρομή μου χωρίς να πέσω σε πολλά μοιραία λάθη. Καμιά φορά συμβαίνει να είμαι από πάνω, έτσι που να μπορώ να κάνω κάτι καλό. Αυτό είναι όλο. Δεν είμαι και τόσο σπουδαίος, Χάρι. Το να μάθεις πράγματα για μένα δεν σε οδηγούν πουθενά. Διάολε, ούτε εγώ καν ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα να μάθω πολλά για τον εαυτό μου». «Γιατί όχι;» «Όταν το δάσος σου είναι τόσο σκοτεινό που ούτε εσύ ο ίδιος το βλέπεις, είναι σοφό να μην προχωράς πάρα πολύ στην ανακάλυψή του. Μπορεί γρήγορα να βρεθείς μπροστά σε γκρεμό». Ο Χάρι κατένευσε, έμεινε καθισμένος και κοίταζε τα λουλούδια στο βάζο. «Πιστεύεις στην τύχη;» ρώτησε. «Είναι αλήθεια» είπε ο Άντριου «πως η ζωή είναι μια σειρά από απίθανα, τυχαία περιστατικά. Όταν αγοράζεις λαχείο, για παράδειγμα, και έχεις τον αριθμό 822531, οι πιθανότητες να κερδίσει αυτός ο αριθμός είναι μία στο εκατομμύριο». Ο Χάρι κούνησε ξανά το κεφάλι του συμφωνώντας. «Αυτό που με ανησυχεί» είπε «είναι πως αυτός ο αριθμός του λα​χείου μού έπεσε πολλές φορές στη σειρά». «Αλήθεια;» Ο Άντριου ανακάθισε στο κρεβάτι του. «Για πες στον θείο».

«Το πρώτο πράγμα που ακούω μόλις έρχομαι στο Σίδνεϊ είναι πως δεν επρόκειτο να σου αναθέσουν αυτή την υπόθεση, αλλά πως εσύ επέμεινες να αναλάβεις την υπόθεση της δολοφονίας της Ίνγκερ Χόλτερ και, επιπλέον, ζήτησες να συνεργαστείς συγκεκριμένα μαζί μου – με τον ξένο. Ήδη τότε θα έπρεπε να είχα αναρωτηθεί για μερικά πράγματα. Το επόμενο που κάνεις είναι να με συστήσεις σε έναν από τους φίλους σου, με το πρόσχημα να σκοτώσουμε λίγη ώρα παρακολουθώντας ένα όχι και τόσο διασκεδαστικό νούμερο στο τσίρκο. Από τους τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους του Σίδνεϊ, γνωρίζω αυτό το συγκεκριμένο άτομο το πρώτο βράδυ που βρίσκομαι εδώ. Ένα άτομο! Μέσα σε τέσσερα εκατομμύρια! Το ίδιο άτομο εμφανίζεται ξανά τυχαία, μάλιστα βάζουμε ένα πολύ προσωπικό στοίχημα για εκατό δολάρια, όμως το θέμα είναι πως εμφανίζεται στο μπαρ όπου δούλευε η Ίνγκερ Χόλτερ, και μάλιστα λέει ότι την ήξερε! Και πάλι ένα στα τέσσερα εκατομμύρια! Και ενώ προσπαθούμε να στριμώξουμε έναν πιθανό δολοφόνο, συγκεκριμένα τον Έβανς Γουάιτ, ξαφνικά εσύ ανακαλύπτεις έναν μάρτυρα που έχει δει τον Γουάιτ, έναν από τους δεκαοκτώ εκατομμύρια ανθρώπους σε αυτή την ήπειρο, κάποιον που έτυχε να είναι στη Νιμπίν ακριβώς τη νύχτα του φόνου!» Ο Άντριου έμοιαζε βυθισμένος σε σκέψεις. Ο Χάρι

συνέχισε: «Είναι λογικό, λοιπόν, να μου δώσεις τη διεύθυνση του μπαρ όπου η συμμορία του Έβανς Γουάιτ “κατά τύχη” συχνάζει, έτσι ώστε υπό πίεση να επιβεβαιώσουν την ιστορία που όλοι φαίνεται πως θέλουν να πιστέψω: ότι ο Γουάιτ δεν εμπλέκεται». Δυο νοσοκόμες μπήκαν στο δωμάτιο και η μία έπιασε την κάτω άκρη του κρεβατιού. Η άλλη είπε φιλικά αλλά αποφασιστικά: «Λυπάμαι, αλλά τελείωσε το επισκεπτήριο. Ο κύριος Κένσινγκτον πρέπει να πάει για μαγνητική και οι γιατροί περιμένουν». Ο Χάρι έσκυψε στο αυτί του Άντριου. «Είμαι ένας άνθρωπος μέτριας νοημοσύνης, Άντριου. Αλλά καταλαβαίνω πως υπάρχει κάτι που θέλεις να μου πεις. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί δεν μπορείς να το πεις στα ίσια. Ή γιατί χρειάζεσαι εμένα. Υπάρχει κάποιος που σε έχει στο χέρι, Άντριου;» Περπατούσε δίπλα στο κρεβάτι καθώς οι νοσοκόμες το τσούλησαν έξω από την πόρτα και κατά μήκος του διαδρόμου. Ο Άντριου είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι και είχε κλείσει τα μάτια του. «Χάρι, είχες πει ότι οι λευκοί και οι Αβορίγινες είχαμε, λίγο πολύ, φτιάξει την ίδια ιστορία για τη δημιουργία των πρώτων ανθρώπων στη Γη, επειδή είχαμε βγάλει τα ίδια συμπεράσματα γι’ αυτά που δεν ξέραμε και είχαμε παρόμοιες εσωτερικές διαδικασίες. Από τη μια, αυτό είναι ίσως το πιο

ηλίθιο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ, από την άλλη ελπίζω να έχεις δίκιο. Και σε αυτή την περίπτωση, χρειάζεται απλώς να κλείσεις τα μάτια και να δεις…» «Άντριου!» Ο Χάρι σφύριξε στο αυτί του. Είχαν σταθεί μπροστά σε ένα ασανσέρ και η μια αδελφή άνοιξε την πόρτα. «Μην παίζεις μαζί μου, Άντριου, ακούς! Ο Ότο είναι; Ο Ότο είναι ο Μπουμπούρ;» Ο Άντριου άνοιξε τα μάτια του. «Πώς…» «Θα τον συλλάβουμε απόψε, Άντριου. Μετά την παράσταση». «Όχι!» Ο Άντριου μισοσηκώθηκε στο κρεβάτι και η μία νοσοκόμα τον έσπρωξε προσεκτικά αλλά σταθερά πίσω. «Ο γιατρός είπε να μείνετε ακίνητος, κύριε Κένσινγκτον. Μην ξεχνάτε πως είχατε σοβαρή διάσειση». Γύρισε προς τον Χάρι: «Αποδώ και πέρα δεν μπορείτε να ακολουθήσετε». Ο Άντριου προσπάθησε ξανά να σηκωθεί. «Όχι ακόμη, Χάρι. Δώσε μου δυο μέρες. Όχι ακόμη. Υποσχέσου μου πως θα περιμένετε δυο μέρες! Στον διάολο, αδελφή!» Έδιωξε το χέρι που προσπαθούσε να τον κρατήσει ξαπλωμένο. Ο Χάρι στάθηκε στην κεφαλή του κρεβατιού και το κράτησε γερά. Έσκυψε και ψιθύρισε με τρομερή ένταση, σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις: «Προς το παρόν, κανένας από τους άλλους δεν ξέρει πως ο Ότο σε γνωρίζει, αλλά είναι

θέμα χρόνου να το μάθουν. Θα αρχίσουν να αναρωτιούνται για τον ρόλο σου σε όλο αυτό, Άντριου. Δεν μπορώ να καθυστερήσω τη σύλληψη χωρίς να μου δώσεις κάποιον καλό λόγο, διάολε! Τώρα!». Ο Άντριου άρπαξε το κολάρο του Χάρι: «Κοίταξε πιο προσεκτικά, Χάρι! Χρησιμοποίησε τα μάτια σου! Κοίτα…» άρχισε να λέει, αλλά ύστερα παραιτήθηκε και βούλιαξε πίσω στο μαξιλάρι. «Να κοιτάξω τι;» επέμεινε ο Χάρι, όμως ο Άντριου είχε κλείσει τα μάτια του και του έκανε νόημα με το χέρι να φύγει. Ξαφνικά φάνηκε τόσο γερασμένος και μικρός, σκέφτηκε ο Χάρι. Γερασμένος, μικρός και μαύρος σε ένα μεγάλο λευκό κρεβάτι. Μια από τις νοσοκόμες έσπρωξε απότομα τον Χάρι πίσω και το τελευταίο πράγμα που είδε εκείνος πριν κλείσουν οι πόρτες του ασανσέρ ήταν το μεγάλο, μαύρο χέρι του Άντριου, που συνέχιζε να γνέφει.

11

ΜΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΙ Η ΜΠΙΡΓΚΙΤΑ ΓΔΥΝΕΤΑΙ

Π

άνω από την κορυφογραμμή που δέσποζε πίσω από την παραλία Μπόντι, ένα λεπτό παραπέτασμα από σύννεφα έκρυβε τον απογευματινό ήλιο. Η παραλία είχε αρχίσει να αδειάζει. Ένα συνεχές κύμα του κόσμου που γέμιζε τη διάσημη και γκλαμουράτη ακτή της Αυστραλίας απομακρυνόταν με διάφορους τρόπους: σέρφερ με άσπρη αντηλιακή κρέμα στα χείλη και τη μύτη, μποντιμπιλντεράδες που περπατούσαν λικνίζοντας τους γοφούς τους, κορίτσια με κομμένα τζιν και πατίνια, ηλιοκαμένες διασημότητες β΄ διαλογής και σιλικονάτες κολυμβήτριες. Με λίγα λόγια, «οι όμορφοι άνθρωποι», οι νέοι, ωραίοι και –τουλάχιστον

επιφανειακά– επιτυχημένοι. Η Κάμπελ Παρέιντ, η παραθαλάσσια λεωφόρος με τα καταστήματα υψηλής ραπτικής, τα περιζήτητα μικρά ξενοδοχεία και τα απλά, πανάκριβα εστιατόρια δίπλα δίπλα, έσφυζε από κόσμο αυτή την ώρα της μέρας. Ανοιχτά σπορ αμάξια κυλούσαν αργά στους πηγμένους δρόμους, καθώς οι οδηγοί έβλεπαν την κίνηση στα πεζοδρόμια μέσα από σκούρα γυαλιά-καθρέφτες, μαρσάροντας τις μηχανές τους με ανυπόμονες κραυγές. Ο Χάρι σκέφτηκε την Κριστίν. Θυμήθηκε τη φορά που εκείνος και η Κριστίν είχαν πάρει το Interrail και είχαν κατεβεί από το τρένο στις Κάννες. Ήταν η πιο υψηλή τουριστική περίοδος και δεν υπήρχε ούτε ένα δωμάτιο σε λογική τιμή σε ολόκληρη την πόλη. Ταξίδευαν ήδη αρκετό καιρό και το πουγκί τους είχε αδειάσει. Άλλωστε το ταξιδιωτικό τους συνάλλαγμα δεν τους επέτρεπε διανυκτέρευση σε κάποιο από τα πολλά λουξ ξενοδοχεία της πόλης. Ρώτησαν λοιπόν πότε έφευγε το επόμενο τρένο για το Παρίσι, κλείδωσαν τα σακίδιά τους σε ένα ντουλαπάκι στον σταθμό και κατέβηκαν μέχρι την Κρουαζέτ. Σεργιάνισαν πάνω κάτω κοιτάζοντας τους ανθρώπους και τα ζώα, όλα τα ίδιο ωραία και πλούσια, καθώς και τα απίθανα γιοτ με τα πληρώματά τους –με ειδικό σκάφος δεμένο στην πρύμνη για τις μετακινήσεις από και προς το γιοτ και με εξέδρα προσγείωσης ελικοπτέρου στην οροφή–, που τους έκαναν να ορκιστούν πως θα ψήφιζαν

σο​σιαλιστές σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Στο τέλος ζεστάθηκαν τόσο από τη βόλτα, που θέλησαν να κολυμπήσουν. Πετσέτες και μαγιό είχαν μείνει στα σακίδια, κι έτσι αναγκάστηκαν να πέσουν με τα εσώρουχα. Η Κριστίν δεν είχε καθαρά σλιπ και φορούσε ένα από τα καθόλου κομψά σώβρακα του Χάρι. Βούτηξαν με τα λευκά τους σώβρακα στη Μεσόγειο, ανάμεσα σε τάνγκα, μπικίνι και βαριά χρυσαφικά, χαχανίζοντας χαρούμενα. Ο Χάρι θυμήθηκε πως ξάπλωσε ανάσκελα στην παραλία μετά και κοίταζε την Κριστίν να στέκεται με ένα χαλαρό φανελάκι και να βγάζει το βρεγμένο, βαρύ σώβρακο. Χαιρόταν το θέαμα του λαμπερού της δέρματος με τις σταγόνες νερού να αστράφτουν στον ήλιο, το φανελάκι που σηκώθηκε και αποκάλυψε έναν μακρύ, μαυρισμένο μηρό, την ωραία καμπύλη του γλουτού της, τα παρατεταμένα βλέμματα των Γάλλων, τη ματιά που του έριξε για μια στιγμή και τον έπιασε να την κοιτάζει, πώς χαμογέλασε και συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια καθώς ανέβαζε αργά αργά το τζιν της, πώς έβαλε το χέρι της κάτω από το φανελάκι για να σηκώσει το φερμουάρ αλλά το άφησε εκεί, έγειρε πίσω και έκλεισε τα μάτια της… Ύστερα έγλειψε προκλητικά τα χείλη της με την κόκκινη γλώσσα της, ταλαντεύτηκε και έπεσε με δύναμη πάνω του ξεσπώντας σε γέλια.

Μετά έφαγαν σε ένα εξωφρενικά ακριβό εστιατόριο με θέα τη θάλασσα και καθώς έδυε ο ήλιος κάθισαν αγκαλιασμένοι στην παραλία –με την Κριστίν να κλαίει από την αβάσταχτη ομορφιά–, όπου συμφώνησαν να μείνουν στο ξενοδοχείο Carlton και να το σκάσουν το πρωί χωρίς να πληρώσουν και, εντέλει, να μην πάνε τις δυο μέρες που σχεδίαζαν στο Παρίσι. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν πάντα το πρώτο πράγμα που σκεφτόταν όταν το μυαλό του πήγαινε στην Κριστίν. Ήταν τόσο έντονο, και μετά με ευκολία είπαν πως ήταν έτσι επειδή βρίσκονταν στα πρόθυρα του χωρισμού. Όμως ο Χάρι δεν θυμόταν τον εαυτό του να σκέφτεται τον χωρισμό εκείνες τις μέρες. Το φθινόπωρο ο Χάρι έφυγε για τη στρατιωτική του θητεία και πριν από τα Χριστούγεννα η Κριστίν είχε γνωρίσει έναν μουσικό και είχε φύγει μαζί του στο Λονδίνο.

Σε ένα τραπέζι στο υπαίθριο καφέ στη γωνία της Κάμπελ Παρέιντ και της λεωφόρου Λάμροκ κάθονταν ο Χάρι, ο Λίμπι και ο Γουάτκινς. Το τραπέζι βρισκόταν στη σκιά, ήταν αργά το απόγευμα, αλλά όχι τόσο αργά ώστε να μη χρειάζονται γυαλιά ηλίου. Δεν ένιωθαν καθόλου ευχάριστα φορώντας το σακάκι της στολής τους μέσα στη ζέστη, όμως χωρίς αυτό θα εμφανίζονταν με κοντό μανίκι και θήκη πιστολιού. Δεν

μιλούσαν πολύ, απλώς περίμεναν. Ανάμεσα στην παραλία και την Κάμπελ Παρέιντ βρισκόταν το θέατρο Σεντ Τζορτζ, ένα όμορφο κίτρινο κτίριο, όπου θα έδινε παράσταση ο Ότο Ρεχτνάγκελ. «Έχεις ξαναχρησιμοποιήσει πιστόλι Browning Hi-Power;» ρώτησε ο Γουάτκινς. Ο Χάρι έγνεψε αρνητικά. Του είχαν δείξει πώς να το γεμίζει και να το ασφαλίζει όταν του παραδόθηκε ο εξοπλισμός, και αυτό ήταν όλο. Ωστόσο, δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο Χάρι δεν πίστευε πως ο Ότο θα έβγαζε ένα υπεραυτόματο όπλο και θα τους θέριζε όλους. Ο Λίμπι κοίταξε το ρολόι του. «Ώρα να πηγαίνουμε» είπε. Είχε ένα στεφάνι από ιδρώτα γύρω από το κεφάλι του. Ο Γουάτκινς ξερόβηξε. «ΟΚ, τελευταία επανάληψη: Όταν θα είναι όλοι πάνω στη σκηνή και θα υποκλίνονται μετά το φινάλε, ο Χάρι κι εγώ θα μπούμε από την πλαϊνή πόρτα. Έχω συνεννοηθεί με τον θυρωρό να την αφήσει ανοιχτή. Επίσης έχει βάλει μια ταμπέλα με το όνομα του Ρεχτνάγκελ στην πόρτα του καμαρινιού του. Θα μείνουμε απέξω μέχρι να έρθει ο Ρεχτνάγκελ, και εκεί θα τον συλλάβουμε. Του περνάμε χειροπέδες αλλά δεν χρησιμοποιούμε όπλα, εκτός αν είναι απόλυτη ανάγκη. Έξοδος από την πίσω πόρτα, όπου θα μας περιμένει ένα περιπολικό. Ο Λίμπι θα κάθεται ανάμεσα στους θεατές με ένα γουόκι τόκι και θα μας ειδοποιήσει όταν ο

Ρεχτνάγκελ έρχεται ή αν μας πάρει μυρωδιά και προσπαθήσει να το σκάσει μέσα από το πλήθος προς την κυρίως είσοδο. Ας πάμε στις θέσεις μας και ας κάνουμε μια προσευχή να έχουν κλιματισμό εκεί μέσα».

Η μικρή, φιλική αίθουσα του θεάτρου Σεντ Τζορτζ ήταν γεμάτη και ο ενθουσιασμός μεγάλος όταν σηκώθηκε η αυλαία. Τρόπος του λέγειν σηκώθηκε δηλαδή, γιατί στην πραγματικότητα η αυλαία έπεσε. Οι κλόουν στέκονταν και κοίταζαν έκπληκτοι ψηλά, εκεί απ’ όπου είχε πέσει ξαφνικά η αυλαία, ύστερα άρχισαν να το συζητούν χειρονομώντας έξαλλα, τρέχοντας άτακτα, σπρώχνοντας την αυλαία έξω από τη σκηνή, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο και βγάζοντας το καπέλο στο κοινό ζητώντας συγγνώμη. Γέλια και χαρούμενες φωνές υποδέχτηκαν τους κλόουν. Ήταν φανερό ότι υπήρχαν αρκετοί φίλοι και γνωστοί των ηθοποιών στην αίθουσα. Η σκηνή καθαρίστηκε και στήθηκε μια γκιλοτίνα. Ο Ότο μπήκε στη σκηνή με τη συνοδεία ενός μονότονου, πένθιμου εμβατηρίου που έπαιζε ένα τύμπανο. Ο Χάρι κοίταξε την γκιλοτίνα και σκέφτηκε ότι ήταν μια παραλλαγή του ίδιου νούμερου που είχε δει στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Προφανώς εμφανιζόταν η βασίλισσα απόψε, γιατί ο Ότο φορούσε μια κόκκινη τουαλέτα,

μια πολύ μακριά ξανθιά περούκα και είχε πουδραρισμένο λευκό πρόσωπο. Ο δήμιος επίσης φορούσε καινούργιο κοστούμι: μια κολλητή μαύρη στολή με μια κυματιστή μπέρτα κάτω από τα μπράτσα, που τον έκανε να μοιάζει με διάολο. Ή με νυχτερίδα, σκέφτηκε ο Χάρι. Η λεπίδα της γκιλοτίνας τραβήχτηκε ψηλά και, αφού τοποθετήθηκε μια κολοκύθα από κάτω, έπεσε με φόρα και με έναν υπόκωφο χτύπο στο κάτω δοκάρι της γκιλοτίνας, σαν να μην υπήρχε καν εκεί η κολοκύθα. Ο δήμιος σήκωσε θριαμβευτικά ψηλά τα δύο κομμάτια της κομμένης κολοκύθας καθώς το ακροατήριο ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε. Ύστερα από μερικές σπαραξικάρδιες σκηνές, όπου η βασίλισσα θρηνούσε και ικέτευε για έλεος και μάταια προσπαθούσε να αποκτήσει την εύνοια του μαυροντυμένου, σύρθηκε στην γκιλοτίνα ενώ χτυπούσε τα πόδια της κάτω από το φόρεμα, προς μεγάλη ικανοποίηση του φιλοθεάμονος κοινού. Η λεπίδα ανέβηκε ξανά και άρχισε πάλι να βροντάει το τύμπανο, όλο και πιο δυνατά καθώς χαμήλωναν τα φώτα. Ο Γουάτκινς έσκυψε και είπε: «Ώστε λοιπόν σκοτώνονται ξανθιές και πάνω στη σκηνή;». Το τύμπανο όλο και δυνάμωνε. Ο Χάρι κοίταξε τριγύρω. Όλοι κάθονταν στην άκρη του καθίσματός τους, όλο αγωνία. Μερικοί έγερναν μπροστά με ανοιχτό στόμα, ενώ άλλοι

έκλειναν με τα χέρια τα αυτιά τους. Για περισσότερα από εκατό χρόνια γενιές και γενιές θεατών είχαν καθίσει με τον ίδιο τρόπο, είχαν μαγευτεί και είχαν φρικιάσει με το ίδιο θέαμα. Σαν απάντηση στις σκέψεις αυτές, ο Γουάτκινς έγειρε ξανά προς τη μεριά του. «Η βία είναι σαν την κόκα κόλα και τη Βίβλο: κλασική». Το τύμπανο συνέχιζε να βροντάει και ο Χάρι πρόσεξε πως παρατραβούσε. Δεν είχε κάνει τόση ώρα να πέσει η λεπίδα την πρώτη φορά που είχε δει το νούμερο. Ο δήμιος ανησυχούσε. Έσυρε τα πόδια του λίγο μπροστά και κοίταξε την κορφή της γκιλοτίνας, σαν κάτι να μην πήγαινε καλά. Ξαφνικά, χωρίς κανείς να έχει κάνει τίποτα, η λεπίδα άρχισε να κατεβαίνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα σφυρίζοντας. Ο Χάρι κοκάλωσε χωρίς να το θέλει και μια άναρθρη κραυγή βγήκε από το κοινό καθώς το μαχαίρι έφτασε στον λαιμό. Το τύμπανο σταμάτησε απότομα και το κεφάλι έπεσε με έναν γδούπο στο πάτωμα. Ακολούθησε μια εκκωφαντική σιωπή, πριν τη σχίσει μια στριγκλιά που ακούστηκε από κάπου μπροστά από τον Γουάτκινς και τον Χάρι. Πανικός απλώθηκε στην αίθουσα και ο Χάρι μισόκλεινε τα μάτια του για να διακρίνει τι γινόταν μέσα στο σκοτάδι. Είδε μόνο τον δήμιο να οπισθοχωρεί. «Μεγαλοδύναμε!» ψιθύρισε ο Γουάτκινς.

Ακούστηκε ένας ήχος από τη σκηνή σαν κάποιος να χειροκροτούσε. Ο Χάρι σήκωσε το κεφάλι του. Από τον κομμένο λαιμό της αποκεφαλισμένης βασίλισσας πρόβαλε η σπονδυλική στήλη, σαν άσπρο σκουλήκι που κουνάει αργά το κεφάλι του πάνω κάτω. Το αίμα ανάβλυζε από την τρύπα που έχασκε και πιτσίλιζε το πάτωμα της σκηνής. «Ήξερε ότι είμαστε στα ίχνη του!» ψιθύρισε ο Γουάτκινς. «Ήξερε ότι ερχόμαστε! Μάλιστα ντύθηκε σαν κάποιο από τα γαμημένα θύματά του!» Πλησίασε το πρόσωπο του Χάρι. «Γαμώ το κέρατό μου, Χόλι, γαμώτο!» Ο Χάρι δεν ήξερε τι ήταν αυτό που του έφερε ναυτία ξαφνικά – αν ήταν το αίμα ή ο κακόγουστος συνδυασμός των λέξεων «γαμημένα» και «θύματα» του Γουάτκινς ή απλώς και μόνο η κακοσμία της ανάσας του. Μέσα σε ελάχιστη ώρα είχε σχηματιστεί μια κόκκινη λιμνούλα, όπου ο δήμιος γλίστρησε καθώς, ακόμη φανερά σοκαρισμένος, έσπευσε να σηκώσει το κεφάλι. Βρόντηξε στο πάτωμα και δύο από τους κλόουν όρμησαν πάνω στη σκηνή ξεφωνίζοντας με μια φωνή: «Ανάψτε τα φώτα, τραβήξτε την αυλαία!». Δυο άλλοι κλόουν έτρεξαν στη σκηνή με την κουρτίνα της αυλαίας και στάθηκαν και οι τέσσερις να κοιτάζονται μια μεταξύ τους και μια να κοιτάζουν την ψηλή οροφή. Ακούστηκε μια κραυγή πίσω από τη σκηνή, τα φώτα

αναβόσβησαν, κάτι βρόντηξε και το θέατρο βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι. «Κάτι βρομάει εδώ. Χόλι, έλα μαζί μου!» Ο Γουάτκινς άρπαξε το μπράτσο του Χάρι και πήγε να βγει προς τα έξω. «Κάθισε κάτω» ψιθύρισε ο Χάρι και τον τράβηξε πίσω στη θέση του. «Τι;» Τα φώτα άναψαν και η σκηνή, που μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν ήταν ένα χάος από αίμα, κομμένα κεφάλια, γκιλοτίνες, κλόουν και κουρτίνες, τώρα ήταν άδεια, εκτός από τον δήμιο και τον Ότο Ρεχτνάγκελ, ο οποίος στεκόταν στην άκρη της σκηνής με το ξανθό κεφάλι της βασίλισσας κάτω από το μπράτσο του. Τους υποδέχτηκαν ενθουσιώδεις ζητωκραυγές από τους θεατές, στις οποίες απάντησαν με βαθιές υποκλίσεις. «Πανάθεμά τον, τον ηλίθιο» βλαστήμησε ο Γουάτκινς.

Στο διάλειμμα ο Γουάτκινς πρόσφερε στον εαυτό του μια μπίρα. «Αυτό το νούμερο μου έκοψε τα ήπατα» είπε. «Ακόμη τρέμω, γαμώτο μου. Μήπως να τον πιάσουμε αμέσως τον μπάσταρδο. Μου σπάει τα νεύρα αυτή η αναμονή». Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Γιατί; Δεν πρόκειται να πάει πουθενά και δεν υποψιάζεται τίποτα. Ας

ακολουθήσουμε το σχέδιο καλύτερα». Ο Γουάτκινς πάτησε διακριτικά το γουόκι τόκι για να ελέγξει αν είχε επικοινωνία με τον Λίμπι, ο οποίος, για σιγουριά, καθόταν ακόμη στην αίθουσα. Το περιπολικό ήταν ήδη στη θέση του, στην πίσω πόρτα. Ο Χάρι έπρεπε να παραδεχτεί πως οι τεχνικές βελτιώσεις του νούμερου της γκιλοτίνας ήταν αποτελεσματικές, ωστόσο αναρωτιόταν γιατί ο Ότο είχε αλλάξει από Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ σε ξανθιά γυναίκα που κανείς δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ταυτότητά της. Ίσως να υπολόγιζε ότι ο Χάρι θα χρησιμοποιούσε τις προσκλήσεις που του είχε δώσει και θα ήταν στην αίθουσα. Ήταν αυτός ο τρόπος του να παίζει με την αστυνομία; Ο Χάρι ήξερε ότι δεν ήταν ασυνήθιστο για κατά συρροή δολοφόνους να νιώθουν όλο και πιο ασφαλείς καθώς περνούσε ο χρόνος και δεν συλλαμβάνονταν. Ή μήπως ζητούσε κάποιος να τον σταματήσει; Και βέβαια υπήρχε και μια τρίτη πιθανότητα, ότι ήταν απλώς ένα νούμερο του τσίρκου το οποίο είχαν τροποποιήσει ελαφρώς. Χτύπησε ένα κουδούνι. «Αρχίζουμε πάλι» είπε ο Γουάτκινς. «Ελπίζω να μη σκοτωθούν κι άλλοι απόψε».

Λίγο μετά την αρχή της δεύτερης πράξης, ο Ότο εμφανίστηκε

ντυμένος κυνηγός. Περπατούσε αθόρυβα με ένα πιστόλι στο χέρι και κοίταζε ψηλά, μέσα στα δέντρα που τα είχαν φέρει τσουλώντας στη σκηνή. Από τα δέντρα ερχόταν κελάηδισμα πουλιών, το οποίο ο Ότο προσπαθούσε να μιμηθεί καθώς σκόπευε τα κλαδιά. Ακούστηκε η εκπυρσοκρότηση του όπλου, σηκώθηκε λίγος καπνός και κάτι μαύρο έπεσε από ένα δέντρο στο δάπεδο της σκηνής με έναν γδούπο. Ο κυνηγός έτρεξε και σήκωσε έκπληκτος μια μαύρη γάτα! Ο Ότο υποκλίθηκε βαθιά και βγήκε από τη σκηνή μέσα σε επευφημίες. «Αυτό δεν το κατάλαβα» ψιθύρισε ο Γουάτκινς. Ο Χάρι μπορεί να είχε ευχαριστηθεί την παράσταση αν δεν ήταν τόσο αγχωμένος. Ωστόσο, έτσι όπως ήταν τα πράγματα, παρακολουθούσε περισσότερο το ρολόι του παρά όσα συνέβαιναν στη σκηνή. Επιπλέον, κάμποσα από τα νούμερα περιλάμβαναν πολιτική σάτιρα με τοπικό χαρακτήρα, που για τον Χάρι μπορεί να ήταν αδιάφορα, αλλά το ακροατήριο τα εκτιμούσε ιδιαιτέρως. Στο τέλος, έπαιξε η μουσική, άναψαν τα φώτα και όλοι οι ηθοποιοί εμφανίστηκαν στη σκηνή. Ο Χάρι και ο Γουάτκινς ζήτησαν συγγνώμη από όλη τη σειρά των θεατών που χρειάστηκε να σηκωθούν για να μπορέσουν εκείνοι να βγουν, και κατευθύνθηκαν βιαστικοί στην πόρτα στο πλάι της σκηνής. Όπως είχαν συμφωνήσει,

ήταν ανοιχτή και πέρασαν σε έναν διάδρομο που διέτρεχε ημικυκλικά το πίσω μέρος της σκηνής. Στο βάθος του διαδρόμου βρήκαν την πόρτα με την ταμπέλα «Ότο Ρεχτνάγκελ, κλόουν» και περίμεναν. Η μουσική και το ποδοκρότημα από την αίθουσα του θεάτρου έκαναν τους τοίχους να τρέμουν. Τότε ακούστηκε ένα τρίξιμο στο γουόκι τόκι του Γουάτκινς. Το σήκωσε. «Κιόλας;» είπε. «Η μουσική παίζει ακόμη εκεί μέσα. Όβερ». Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Τι; Επανάλαβε! Όβερ». Ο Χάρι κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. «Μείνε εκεί που είσαι και μη χάσεις από τα μάτια σου την πόρτα της σκηνής. Όβερ και τέλος». Ο Γουάτκινς έβαλε ξανά το γουόκι τόκι στην εσωτερική του τσέπη και πήρε το πιστόλι από τη θήκη του. «Ο Λίμπι δεν βλέπει τον Ρεχτνάγκελ στη σκηνή!» «Ίσως να μην τον αναγνωρίζει. Χρησιμοποιούν πολύ μέικ απ όταν…» «Η κωλόφατσα δεν είναι στη σκηνή» επανέλαβε και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα του καμαρινιού αλλά ήταν κλειδωμένη. «Γαμώτο μου, Χόλι, νιώθω πως τα σκατώσαμε, γαμώτο!» Ο διάδρομος ήταν στενός, κι έτσι ο Γουάτκινς ακούμπησε

την πλάτη του στον απέναντι τοίχο και κλότσησε την πόρτα. Ύστερα από τρεις κλοτσιές, η πόρτα υποχώρησε μέσα σε μια βροχή από σκλήθρες ξύλου. Μπήκαν επιφυλακτικά σε ένα άδειο καμαρίνι γεμάτο ατμούς. Το πάτωμα ήταν βρεγμένο. Το νερό και ο ατμός έρχονταν από μια μισάνοιχτη πόρτα, που προφανώς οδηγούσε στο μπάνιο. Στάθηκαν στα δύο πλαϊνά της πόρτας. Ο Χάρι επίσης είχε βγάλει το περίστροφό του και προσπαθούσε ψηλαφητά να το απασφαλίσει. «Ρεχτνάγκελ!» φώναξε ο Γουάτκινς. «Ρεχτνάγκελ!» Καμιά απάντηση. «Δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτό» γρύλισε. Ο Χάρι είχε δει αρκετές αστυνομικές σειρές στην τηλεόραση για να του αρέσει αυτό που συνέβαινε. Νερό που τρέχει και αναπάντητες φωνές δεν προμήνυαν τίποτε καλό. Ο Γουάτκινς έδειξε τον Χάρι με τον δείκτη του και μέσα στο ντους με τον αντίχειρα. Του Χάρι του ήρθε να του απαντήσει με τη γνωστή χυδαία χειρονομία, με το μεσαίο δάχτυλο σηκωμένο, αλλά αναγνώρισε πως ήταν σειρά του τώρα. Έδωσε μια κλοτσιά στην πόρτα, έκανε δυο βήματα μέσα στον καυτό ατμό του μπάνιου και ένιωσε μουσκεμένος από την κορφή ως τα νύχια. Μπροστά του η κουρτίνα του μπάνιου ήταν τραβηγμένη. Την έσπρωξε στο πλάι με την κάννη του περίστροφου. Τίποτα.

Έκαψε το χέρι του καθώς έκλεινε τη βρύση που έτρεχε και βλαστήμησε στα νορβηγικά. Τα παπούτσια του πλατσούριζαν καθώς άλλαξε θέση για να δει μέσα από τον ατμό που υποχωρούσε. «Τίποτα εδώ μέσα!» φώναξε. «Τότε γιατί τόσο νερό, που να πάρει ο διάολος;» «Κάτι βουλώνει την αποχέτευση. Μια στιγμή!» Ο Χάρι βούτηξε το χέρι του στο νερό και ψαχούλεψε μέχρι που τα δάχτυλά του άγγιξαν κάτι μαλακό και γλιστερό που έφραζε το σιφόνι. Το έπιασε και το τράβηξε έξω. Αισθάνθηκε αναγούλα, ξεροκατάπιε και προσπάθησε να πάρει βαθιά ανάσα, αλλά ένιωσε πως ο ατμός που εισέπνευσε τον έπνιγε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Γουάτκινς. Στεκόταν στην πόρτα και κοίταζε τον Χάρι σκυμμένο στην ντουζιέρα. «Νομίζω πως μόλις έχασα ένα στοίχημα και χρωστώ εκατό δολάρια στον Ότο Ρεχτνάγκελ» ψέλλισε ο Χάρι. «Τουλάχιστον σε ό,τι απέμεινε από αυτόν». Αργότερα ο Χάρι είχε μια ομιχλώδη ανάμνηση αυτών που συνέβησαν στη συνέχεια στο θέατρο Σεντ Τζορτζ, λες και οι ατμοί από το μπάνιο του Ότο είχαν σκορπιστεί και είχαν εισβάλει παντού: στον διάδρομο, όπου θόλωσαν το περίγραμμα του θυρωρού που προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα του βεστιαρίου του θεάτρου· μέσα από τις κλειδαρότρυπες, όπου τύλιξαν σε ένα κοκκινωπό φίλτρο το

θέαμα που αντίκρισαν όταν έσπασαν την πόρτα και είδαν την γκιλοτίνα που έσταζε αίμα, και μέσα στους ακουστικούς τους πόρους, όπου έκαναν τον ήχο από τις στριγκλιές βουβό και μπουκωμένο όταν δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τους άλλους ηθοποιούς να μπουν και να δουν τον Ότο Ρεχτνάγκελ διαμελισμένο και σκορπισμένο σε ολόκληρο το δωμάτιο. Τα άκρα του είχαν πεταχτεί στις γωνίες σαν τα χέρια και τα πόδια μιας κούκλας. Οι τοίχοι και το πάτωμα ήταν πιτσιλισμένα με αληθινό, παχύρρευστο αίμα, που γρήγορα θα έπηζε και θα γινόταν μαύρο. Ένα κορμί από σάρκα και αίμα χωρίς μέλη κειτόταν στη βάση της γκιλοτίνας, το κεφάλι με ορθάνοιχτα μάτια, μια μύτη κλόουν, τα μάγουλα και το στόμα πασαλειμμένα με κραγιόν. Ο ατμός είχε κολλήσει στο δέρμα, στο στόμα και στον ουρανίσκο του Χάρι. Σαν σε αργή κίνηση, είδε τον Λίμπι να βγαίνει από την ομίχλη, να τον πλησιάζει και να του ψιθυρίζει στο αυτί: «Ο Άντριου το έσκασε από το νοσοκομείο». Ο Γουάτκινς στεκόταν ακόμη καρφωμένος πλάι στην γκιλοτίνα. «Τόσο θράσος ο αλήτης!» τον άκουσε ο Χάρι να λέει σαν από πολύ μακριά. Ναι, βέβαια, σκέφτηκε ο Χάρι. Κάτω από το κεφάλι του Ότο ο δολοφόνος είχε αφήσει μια ξανθιά περούκα.

Κάποιος πρέπει να είχε λαδώσει τον ανεμιστήρα. Στριφογυρνούσε χαρωπά, χωρίς τον παραμικρό ήχο. «Το μόνο πρόσωπο που είδαν οι αστυνομικοί στο περιπολικό να βγαίνει από την πίσω πόρτα ήταν εκείνη η μαύρη φιγούρα του δήμιου, σωστά;» Ο Μακόρμακ τούς είχε καλέσει όλους στο γραφείο του. Ο Γουάτκινς κατένευσε. «Έτσι είναι, σερ. Θα δούμε τι θα πουν οι άλλοι ηθοποιοί και οι θυρωροί – τους ανακρίνουν τώρα. Ο δολοφόνος είτε καθόταν ανάμεσα στο κοινό και μπήκε από την ανοιχτή πόρτα της σκηνής είτε μπήκε από την πίσω πόρτα πριν βρεθεί το περιπολικό στη θέση του». Αναστέναξε. «Ο θυρωρός λέει πως η πίσω πόρτα ήταν κλειδωμένη κατά τη διάρκεια της παράστασης και, σε αυτή την περίπτωση, ο δολοφόνος πρέπει να είχε κλειδί ή να του άνοιξε κάποιος ή να μπήκε απαρατήρητος μαζί με τους ηθοποιούς και να κρύφτηκε κάπου. Πρέπει να χτύπησε μετά το νούμερο με τη γάτα, όταν ο Ότο ετοιμαζόταν για το φινάλε στο καμαρίνι. Πιθανότατα τον νάρκωσε –οι ιατροδικαστές βρήκαν ίχνη από αιθέρα– ας ελπίσουμε, δηλαδή» πρόσθεσε ο Γουάτκινς «είτε μέσα στο καμαρίνι ή αργότερα στην γκαρνταρόμπα. Οπωσδήποτε, ο τύπος πρέπει να είναι ένας ψυχρός εκτελεστής. Αφού τον έκανε κομματάκια, του έκοψε

τα γεννητικά όργανα, γύρισε στο καμαρίνι και άνοιξε τις βρύσες, έτσι ώστε όποιος τον έψαχνε να ακούσει το νερό και να νομίζει πως ο Ότο έκανε ντους». Ο Μακόρμακ ξερόβηξε. «Γιατί η γκιλοτίνα; Υπάρχουν ευκολότεροι τρόποι να σκοτώσεις έναν άνθρωπο…» «Εγώ, σερ, θα έλεγα πως επρόκειτο για αυθόρμητη πράξη. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήξερε ότι θα τη μετέφεραν στην γκαρνταρόμπα στο διάλειμμα». «Πολύ άρρωστο το κάθαρμα» είπε ο Λίμπι κοιτάζοντας τα νύχια του. «Και οι πόρτες; Ήταν όλες κλειδωμένες, έτσι; Πώς μπήκαν στην γκαρνταρόμπα;» «Μίλησα στον θυρωρό» είπε ο Χάρι. «Ως θιασάρχης, ο Ότο είχε όλα τα κλειδιά στο καμαρίνι του. Λείπουν όλα». «Και εκείνο το… κοστούμι του διαβόλου;» «Βρισκόταν στην κούτα πλάι στην γκιλοτίνα μαζί με το κομμένο κεφάλι και την περούκα, σερ. Ο δολοφόνος το φόρεσε μετά τον φόνο και το χρησιμοποίησε για να μεταμφιεστεί. Επίσης πανούργο. Και μάλλον όχι προσχεδιασμένο». Ο Μακόρμακ ακούμπησε το κεφάλι του στα χέρια του. «Τι λες εσύ, Γιονγκ;» Ο Γιονγκ καθόταν και χτυπούσε το πληκτρολόγιο του υπολογιστή, ενώ οι άλλοι μιλούσαν. «Ας ξεχάσουμε τον

μαυροντυμένο διάβολο για λίγο» είπε. «Η λογική λέει πως ο δολοφόνος είναι κάποιος από τον θίασο». Ο Γουάτκινς ξεφύσηξε θορυβωδώς. «Αφήστε με να τελειώσω, σερ» είπε ο Γιονγκ. «Ψάχνουμε για κάποιον που γνώριζε την παράσταση και ήξερε ότι ο Ότο δεν παρουσιαζόταν ξανά στη σκηνή μετά το νούμερο με τη γάτα μέχρι το φινάλε, περίπου είκοσι λεπτά αργότερα. Ένα μέλος του θιάσου, επιπλέον, δεν θα χρειαζόταν να μπει κρυφά, πράγμα που αμφιβάλλω αν κάποιος απέξω θα το κατάφερνε απαρατήρητος. Λογικά, τουλάχιστον ένας από εσάς θα τον είχε δει αν χρησιμοποιούσε την πλαϊνή πόρτα της σκηνής». Οι άλλοι δεν μπορούσαν παρά να συμφωνήσουν κουνώντας το κεφάλι. «Τέλος πάντων, έκανα την έρευνά μου και ανακάλυψα ότι υπάρχουν ακόμα τρία μέλη του θιάσου που ήταν μαζί στον Περιοδεύοντα Αυστραλιανό Κήπο των Θαυμάτων. Αυτό σημαίνει πως υπήρχαν άλλα τρία άτομα απόψε που μπορεί να ήταν στον τόπο των εγκλημάτων για τα οποία συζητήσαμε στις αντίστοιχες ημερομηνίες. Ίσως ο Ότο να ήταν μόνο ένας αθώος, που απλώς ήξερε πάρα πολλά. Ας αρχίσουμε να ψάχνουμε εκεί που έχουμε πιθανότητες να βρούμε κάτι. Προτείνω να ξεκινήσουμε με τον θίασο αντί για το φάντασμα

της όπερας, που πιθανόν ήδη βρίσκεται πέρα από λόφους και βουνά». Ο Γουάτκινς έγνεψε αρνητικά. «Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το προφανές, ότι ένα άγνωστο άτομο εγκαταλείπει τη σκηνή του εγκλήματος με μια στολή που βρήκε δίπλα στο όπλο του εγκλήματος. Αποκλείεται να μην έχει καμία σχέση με το έγκλημα». Ο Χάρι συμφώνησε. «Εγώ λέω να ξεχάσουμε τους άλλους ηθοποιούς του θιάσου. Γιατί, πρώτα απ’ όλα, τίποτα δεν έχει αλλάξει το γεγονός πως ο Ότο μπορεί να έχει βιάσει και να έχει σκοτώσει τις κοπέλες. Μπορεί να υπάρχουν χίλιοι λόγοι για να θέλει κάποιος να σκοτώσει έναν κατά συρροή δολοφόνο. Ο τύπος μπορεί, για παράδειγμα, να είναι αναμεμειγμένος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ίσως ήξερε πως ο Ότο επρόκειτο να συλληφθεί από την αστυνομία και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να τον παρασύρει μαζί του σε μια ομολογία. Δεύτερον, δεν είναι σίγουρο ότι ο δολοφόνος ήξερε εκ των προτέρων πόσο χρόνο είχε. Μπορεί να πίεσε τον Ότο να του πει πότε θα ξαναεμφανιζόταν στη σκηνή. Και τρίτον, ακούστε την προαίσθησή σας!» Έκλεισε τα μάτια του. «Το νιώθετε, έτσι δεν είναι; Ο άνθρωπος-νυχτερίδα είναι ο άνθρωπός μας. Ναραχντάρν!» «Τι πράγμα;» είπε ο Γουάτκινς. Ο Μακόρμακ κρυφογέλασε. «Φαίνεται ότι ο νορβηγός

φίλος μας συμπλήρωσε το κενό που άφησε ο αγαπητός μας ντετέκτιβ Κένσινγκτον» είπε. «Ναραχντάρν» επανέλαβε ο Γιονγκ. «Το σύμβολο των Αβορίγινων για τον θάνατο, η νυχτερίδα». «Υπάρχει και κάτι άλλο που με ανησυχεί» συνέχισε ο Μακόρμακ. «Ο τύπος μπορεί να βγει έξω από την πίσω πόρτα απαρατήρητος και να βρεθεί μόνο δέκα βήματα από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους του Σίδνεϊ, όπου εγγυημένα μπορεί να εξαφανιστεί σε δευτερόλεπτα. Όμως καθυστερεί για να φορέσει ένα κοστούμι, που είναι σίγουρο πως θα τραβήξει την προσοχή αλλά ταυτόχρονα σημαίνει ότι κρύβει την πραγματική του ταυτότητα. Σχεδόν νιώθεις πως ήξερε ότι το περιπολικό ήταν εκεί και παρακολουθούσε την πίσω πόρτα. Κι αν ισχύει αυτό, πώς είναι δυνατόν;» Σιωπή. «Πώς πάει ο Κένσινγκτον στο νοσοκομείο, επί τη ευκαιρία;» Ο Μακόρμακ έβγαλε μια παστίλια για τον λαιμό και την έβαλε στο στόμα του. Κανείς δεν μιλούσε. Ο ανεμιστήρας στριφογύριζε αθόρυβα. «Δεν βρίσκεται πια εκεί» είπε εντέλει ο Λίμπι. «Μπράβο, αυτό κι αν είναι γρήγορη ανάρρωση!» σχολίασε ο Μακόρμακ. «Ωραία, λοιπόν, η αλήθεια είναι πως χρειαζόμαστε όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις μας όσο το

δυνατόν γρηγορότερα, πρέπει να πω: ψιλοκομμένοι κλόουν φτιάχνουν καλύτερα πρωτοσέλιδα από βιασμένα κορίτσια. Και όπως έχω ξαναπεί, λεβέντες, αυτοί που νομίζουν πως μπορούμε να γράψουμε τις εφημερίδες στα παλιά μας τα παπούτσια κάνουν μεγάλο λάθος. Οι εφημερίδες έχουν απολύσει και έχουν διορίσει αρχηγούς αστυνομίας σε αυτή τη χώρα στο παρελθόν. Αν λοιπόν δεν θέλετε να πάρω πόδι από εδώ μέσα, ξέρετε τι πρέπει να γίνει. Όμως πρώτα πηγαίνετε για έναν καλό ύπνο. Έχεις να πεις κάτι, Χάρι;» «Τίποτα, σερ». «ΟΚ, καληνύχτα».

Τα πράγματα εδώ ήταν διαφορετικά. Οι κουρτίνες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου δεν ήταν τραβηγμένες και στη λάμψη των φωτεινών επιγραφών του Κινγκς Κρος η Μπιργκίτα γδυνόταν μπροστά του. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ενώ εκείνη στεκόταν στη μέση του δωματίου και έβγαζε ένα ένα τα ρούχα της, κοιτάζοντάς τον στα μάτια με ένα σοβαρό, σχεδόν λυπημένο βλέμμα. Η Μπιργκίτα ήταν λεπτή με ψηλά πόδια και λευκή σαν χιόνι στο χλωμό φως. Από το μισάνοιχτο παράθυρο ακούγονταν οι θόρυβοι της έντονης νυχτερινής ζωής – αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, αυτόματα μηχανήματα τυχερών

παιχνιδιών που έπαιζαν μουσική από λατέρνα και ρυθμική μουσική ντίσκο. Και κάτω από όλα αυτά –σαν ανθρώπινα τριζόνια– οι ήχοι από ζωηρές συζητήσεις, αγανακτισμένες κραυγές και θορυβώδη γέλια. Η Μπιργκίτα ξεκούμπωνε την μπλούζα της αργά, όχι αισθησιακά ή προκλητικά, μόνο αργά. Απλώς γδυνόταν. Για μένα, σκέφτηκε ο Χάρι. Την είχε ξαναδεί γυμνή, αλλά απόψε ήταν διαφορετικά. Ήταν τόσο όμορφη, που ένιωθε να του κόβεται η ανάσα. Στην αρχή, δεν είχε καταλάβει την αιδημοσύνη της, το γιατί δεν έβγαζε τα εσώρουχά της πριν μπει κάτω από το σεντόνι ούτε το γιατί τυλιγόταν σε μια πετσέτα όταν πήγαινε από το κρεβάτι στο μπάνιο. Αλλά ύστερα από λίγο είχε καταλάβει πως δεν είχε να κάνει με αμηχανία ή με το ότι ντρεπόταν για το σώμα της, αλλά με το να αποκαλύψει τον εαυτό της. Είχε να κάνει με το να χτιστεί πρώτα με τον χρόνο και τα αισθήματα μια μικρή ασφαλής φωλιά, και αυτό θα ήταν το μόνο που θα του έδινε το δικαίωμα. Αυτός ήταν ο λόγος που τα πράγματα ήταν διαφορετικά απόψε. Υπήρχε κάτι τελετουργικό σε αυτό το γδύσιμο, σαν να ήθελε με τη γύμνια της να του δείξει πόσο ευάλωτη ήταν. Να του δείξει πως τολμούσε επειδή τον εμπιστευόταν. Ο Χάρι ένιωθε την καρδιά του έτοιμη να σπάσει, εν μέρει επειδή ήταν περήφανος και ευτυχισμένος που αυτή η δυνατή,

όμορφη γυναίκα τού έδινε μια απόδειξη της εμπιστοσύνης της, και εν μέρει επειδή τρόμαζε στην ιδέα πως μπορεί να μην ήταν άξιος αυτής της εμπιστοσύνης. Μα περισσότερο απ’ όλα, επειδή ήξερε πως ό,τι ένιωθε και σκεφτόταν φαινόταν έξω από αυτόν, μπορούσε να τα δει οποιοσδήποτε στη λάμψη των φωτεινών επιγραφών – κόκκινο, μετά γαλάζιο και μετά πράσινο. Με το να γδύνεται εκείνη, έγδυνε και αυτόν. Όταν έμεινε γυμνή, στάθηκε ακίνητη και το λευκό της δέρμα έμοιαζε να φωτίζει το δωμάτιο. «Έλα» της είπε με φωνή πιο τραχιά απ’ όσο θα ήθελε και άνοιξε το σκέπασμα, αλλά εκείνη δεν κινήθηκε. «Κοίτα» ψιθύρισε. «Κοίτα».

12

ΜΙΑ ΧΟΝΤΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΚΡΟΨΙΑ

Η

ώρα ήταν οκτώ το πρωί και ο Τζένγκις Χαν κοιμόταν ακόμη όταν η νοσοκόμα, έπειτα από έντονη συζήτηση, επέτρεψε στον Χάρι να μπει στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Άνοιξε τα μάτια του όταν ο Χάρι έσυρε την καρέκλα κοντά στο κρεβάτι. «Καλημέρα» είπε «ελπίζω να κοιμήθηκες καλά. Με θυμάσαι; Είμαι εκείνος στο τραπέζι με τα προβλήματα αναπνοής». Ο Τζένγκις Χαν βόγκηξε. Είχε έναν πλατύ άσπρο επίδεσμο δεμένο γύρω από το κεφάλι του και έμοιαζε πολύ λιγότερο επικίνδυνος από τότε που έγερνε πάνω από τον Χάρι στο Cricket.

Ο Χάρι έβγαλε μια μπάλα του κρίκετ από την τσέπη του. «Μόλις μίλησα με τον δικηγόρο σου. Είπε πως δεν θα καταγγείλεις τον συνάδελφό μου». Πετούσε την μπάλα από το ένα χέρι του στο άλλο. «Λαμβάνοντας υπόψη πως ήσουν έτοιμος να με σκοτώσεις, θα μου κακοφαινόταν πολύ αν έκανες μήνυση στον άνθρωπο που έσωσε το κεφάλι μου. Όμως αυτός ο δικηγόρος σου νομίζει πως πραγματικά υπάρχει αδίκημα. Πρώτα πρώτα, λέει ότι δεν μου επιτέθηκες, απλώς με απομάκρυνες από τον φίλο σου, προς τον οποίο ήμουνα έτοιμος να βιαιοπραγήσω. Δεύτερον, βεβαιώνει πως ήταν σκέτη τύχη που σου επέτρεψε να γλιτώσεις μόνο με ένα σπασμένο κεφάλι και να μη σκοτωθείς από την μπάλα του κρίκετ». Πέταξε την μπάλα στον αέρα και την ξανάπιασε μπροστά στο χλωμό πρόσωπο του πρίγκιπα-πολεμιστή. «Και ξέρεις κάτι; Συμφωνώ απολύτως. Μια σκληρή μπάλα κατευθείαν στο πρόσωπό σου από απόσταση τεσσάρων μέτρων – ήταν καθαρή, απρόσμενη τύχη που επέζησες. Ο δικηγόρος σου μου τηλεφώνησε στη δουλειά σήμερα και ήθελε να μάθει πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Θεωρεί ότι πρέπει να αποζημιωθείς, τουλάχιστον αν υπάρξουν μακροχρόνιες βλάβες. Αυτό το είδος δικηγόρου ανήκει στη ράτσα των αρπακτικών που κρατάνε για τον εαυτό τους το ένα τρίτο της

αποζημίωσης, αλλά βέβαια σ' το έχει πει αυτό, έτσι δεν είναι; Τον ρώτησα πώς και δεν τα κατάφερε να σε πείσει να κάνεις μήνυση. Είπε πως ήταν μόνο θέμα χρόνου. Τώρα λοιπόν αναρωτιέμαι, είναι μόνο θέμα χρόνου, Τζένγκις;» Ο Τζένγκις κούνησε αρνητικά και με επιφύλαξη το κεφάλι του. «Όχι. Σε παρακαλώ, φύγε τώρα» ψέλλισε. «Γιατί όχι; Τι έχεις να χάσεις; Αν πρόκειται να μείνεις σακάτης, μπορείς να βγάλεις χοντρά λεφτά από την υπόθεση. Θυμήσου πως δεν καταγγέλλεις έναν φτωχό, κακομοίρη ιδιώτη, αλλά την ίδια την πολιτεία. Το έχω ελέγξει και είδα ότι έχεις λίγο πολύ τη φωλιά σου καθαρή. Ποιος ξέρει, λοιπόν, μπορεί το δικαστήριο να δεχτεί τις απαιτήσεις σου και να σε κάνει εκατομμυριούχο. Δεν θέλεις καν να προσπαθήσεις;» Ο Τζένγκις δεν απάντησε, μόνο κοίταζε τον Χάρι με τα λοξά, θλιμμένα μάτια του κάτω από τους άσπρους επιδέσμους. «Έχω βαρεθεί να κάθομαι σε αυτό το νοσοκομείο, Τζένγκις, γι’ αυτό θα σου τα πω με λίγα λόγια. Η επίθεσή σου μου στοίχισε δυο σπασμένα πλευρά και μια διάτρηση στον πνεύμονα. Εφόσον δεν φορούσα στολή, δεν έδειξα ταυτότητα και δεν ήμουν σε διατεταγμένη αποστολή, και η Αυστραλία είναι λίγο έξω από το πεδίο της αρμοδιότητάς

μου, οι αρμόδιοι αποφάνθηκαν πως, από νομική άποψη, δρούσα ως ιδιώτης και όχι ως δημόσιος λειτουργός. Με άλλα λόγια, επαφίεται στην απόφασή μου αν θα σε καταγγείλω για βιαιοπραγία εναντίον μου ή όχι. Πράγμα που μας φέρνει πίσω στο σχετικά καθαρό ποινικό σου μητρώο. Βλέπεις, υπάρχει μια καταδίκη έξι μηνών υπό όρους που κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου, σωστά; Αν προσθέσουμε άλλους έξι μήνες φτάνουμε τον χρόνο. Έναν χρόνο λοιπόν ή μου λες…» Πλησίασε στο αυτί του Τζένγκις Χαν που πρόβαλε από το τυλιγμένο σε επιδέσμους κεφάλι του σαν ροζ μανιτάρι και φώναξε: «…ΤΙ ΣΤΟΝ ΔΙΑΟΛΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ!». Ο Χάρι κάθισε πάλι πίσω στην καρέκλα του. «Λοιπόν, τι λες;»

Ο Μακόρμακ στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη στον Χάρι, τα μπράτσα σταυρωμένα μπροστά του και το ένα χέρι να στηρίζει το πιγούνι του καθώς κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Η πυκνή ομίχλη είχε σβήσει τα χρώματα και είχε παγώσει τις κινήσεις, με αποτέλεσμα η θέα να μοιάζει περισσότερο με ξεθωριασμένη μαυρόασπρη φωτογραφία της πόλης. Τη σιωπή διέκοπτε ένα ελαφρύ ρυθμικό χτύπημα. Ύστερα από λίγο ο Χάρι κατάλαβε πως ήταν τα νύχια του Μακόρμακ, που έπαιζαν ταμπούρλο πάνω στα δόντια της άνω γνάθου του.

«Ώστε, λοιπόν, ο Κένσινγκτον ήξερε τον Ότο Ρεχτνάγκελ! Και εσύ το γνώριζες όλον αυτόν τον καιρό!» Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Ξέρω πως θα μπορούσα να το είχα πει νωρίτερα, σερ. Αλλά ένιωθα…» «…πως δεν ήταν δική σου δουλειά να πεις ποιους ήξερε και ποιους δεν ήξερε ο Άντριου Κένσινγκτον. Σωστό. Όμως τώρα ο Κένσινγκτον πήρε δρόμο από το νοσοκομείο, κανένας δεν ξέρει πού βρίσκεται και αρχίζεις να υποψιάζεσαι βρομοδουλειά;» Ο Χάρι έδειξε πως συμφωνεί, ενώ ο Μακόρμακ εξακολουθούσε να στέκεται με την πλάτη γυρισμένη. Ο Μακόρμακ τον είδε μέσα από το τζάμι. Ύστερα έκανε μισή πιρουέτα και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χάρι. «Φαίνεσαι λίγο…» –ολοκλήρωσε την πιρουέτα και γύρισε πάλι την πλάτη του στον Χάρι– «…ανήσυχος, Χόλι. Μήπως σε βασανίζει κάτι; Μήπως θέλεις να μου πεις κάτι άλλο;» Ο Χάρι έγνεψε αρνητικά.

Το διαμέρισμα του Ότο Ρεχτνάγκελ βρισκόταν στο Σάρεϊ Χιλς, ακριβώς στον δρόμο μεταξύ του Albury και του διαμερίσματος της Ίνγκερ Χόλτερ στο Γκλέμπε. Μια ευτραφής γυναίκα στεκόταν στη σκάλα και εμπόδιζε την

άνοδό τους όταν έφτασαν. «Είδα το αυτοκίνητο. Είσαστε αστυνομικοί;» ρώτησε με ψιλή, τσιριχτή φωνή, και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Τον ακούτε τον σκύλο και μόνοι σας. Έτσι γαβγίζει συνέχεια από το πρωί». Άκουσαν το βραχνό γάβγισμα πίσω από την πόρτα του Ότο Ρεχτνάγκελ. «Είναι θλιβερό αυτό που συνέβη στον κύριο Ρεχτνάγκελ, πραγματικά, αλλά τώρα πρέπει να δείτε τι θα γίνει με τον σκύλο του. Γαβγίζει έτσι ασταμάτητα και κοντεύει να μας τρελάνει όλους. Δεν έπρεπε να επιτρέπονται σκύλοι εδώ. Αν δεν κάνετε κάτι, θα αναγκαστούμε να… εεε, καταλαβαίνετε τι εννοώ». Η γυναίκα ανοιγόκλεισε τα μάτια της και ένωσε τα δάχτυλα των δύο κοντόχοντρων χεριών της σε μια θηλιά – σαν να έπνιγε κάποιον. Μύριζε ξινίλα από ιδρώτα και το απαραίτητο αποσμητικό κάλυψης της δυσοσμίας. Ο Χάρι ένιωσε έντονη αντιπάθεια για τη γιγάντια γυναίκα. «Οι σκύλοι ξέρουν» είπε ο Λίμπι, ακουμπώντας τα δυο του δάχτυλα στην κουπαστή των κάγκελων της σκάλας και κοιτάζοντάς τα με αποδοκιμασία, σαν να είχε έρθει για να ελέγξει την καθαριότητά της. «Τι εννοείς, νεαρέ;» ρώτησε η χοντρή, ακουμπώντας τα χέρια της στη μέση της και δείχνοντας πως δεν είχε πρόθεση να φύγει.

«Ξέρει πως το αφεντικό του είναι νεκρό, μαντάμ» είπε ο Χάρι. «Οι σκύλοι έχουν μια έκτη αίσθηση για τέτοια πράγματα. Θρηνεί». «Θρηνεί;» Τους κοίταξε με δύσπιστα. «Ένας σκύλος; Αηδίες». «Εσείς τι θα κάνατε αν κάποιος είχε κόψει τα χέρια και τα πόδια του αφεντικού σας, μαντάμ;» της είπε ο Λίμπι και εκείνη έμεινε με ανοιχτό στόμα. «Και το μαραφέτι του» συμπλήρωσε ο Χάρι. Υπέθεσε πως η λέξη ήταν κατανοητή και στην Αυστραλία. «Αν δηλαδή είχατε αφεντικό». Ο Λίμπι τής έκανε νόημα να σταθεί στο πλάι για να ανεβούν τη σκάλα. Όταν η χοντρή τούς άνοιξε τον δρόμο, έβγαλαν τα κλειδιά που είχαν βρει στις τσέπες του παντελονιού τού Ότο στο καμαρίνι του. Το γάβγισμα τώρα είχε γίνει απειλητικό γρύλισμα: το σκυλί του Ότο Ρεχτνάγκελ προφανώς είχε ακούσει πως έρχονταν ξένοι. Το μπουλ τεριέ στεκόταν στον διάδρομο όταν άνοιξε η πόρτα, έτοιμο για επίθεση. Ο Λίμπι και ο Χάρι έμειναν ακίνητοι και κοίταζαν τον αστείο άσπρο σκύλο, για να του δείξουν πως το παιχνίδι παιζόταν στο γήπεδό του. Το γρύλισμα έγινε απρόθυμο γάβγισμα, πριν τα παρατήσει και γυρίσει στο καθιστικό. Ο Χάρι ακολούθησε.

Το φως της μέρας έμπαινε μέσα από τα μεγάλα παράθυρα και πλημμύριζε έναν υπερβολικά γεμάτο με έπιπλα χώρο – ένας βαρύς καναπές σκεπασμένος με τεράστια χρωματιστά μαξιλάρια, ευμεγέθεις πίνακες στους τοίχους και ένα χαμηλό αλλά ογκώδες πράσινο γυάλινο τραπέζι. Στις γωνίες του δωματίου στέκονταν δυο λεοπαρδάλεις από πορσελάνη. Στο τραπέζι βρισκόταν ένα αμπαζούρ, αλλά ήταν φανερό ότι δεν ήταν εκεί η θέση του. Ο σκύλος στάθηκε με τη μύτη κάτω, σε ένα μουσκεμένο σημείο στη μέση του πατώματος του καθιστικού. Από πάνω κρεμόταν ένα ζευγάρι αντρικά παπούτσια. Μύριζε ούρα και κόπρανα. Ο Χάρι ακολούθησε με το βλέμμα τα παπούτσια και τις κάλτσες, ανέβηκε στο μαύρο δέρμα εκεί όπου τελείωναν οι κάλτσες και άρχιζε το παντελόνι. Άφησε το βλέμμα να περιπλανηθεί ακόμα πιο ψηλά στο παντελόνι, στα πελώρια χέρια που κρέμονταν άψυχα, και πίεσε τον εαυτό του να προχωρήσει πιο ψηλά, στο λευκό πουκάμισο. Όχι επειδή δεν είχε ξαναδεί κρεμασμένο αλλά επειδή είχε αναγνωρίσει τα παπούτσια. Το κεφάλι ήταν πεσμένο στον έναν ώμο και η άκρη ενός καλωδίου με έναν βρόμικο γλόμπο κρεμόταν στο στήθος του. Το καλώδιο είχε δεθεί σε έναν σταθερό γάντζο στο ταβάνι –ίσως κάποτε να κρεμόταν ένας πολυέλαιος από εκεί– και είχε τυλιχτεί τρεις φορές γύρω από τον λαιμό του Άντριου.

Το κεφάλι του σχεδόν άγγιζε το ταβάνι. Θολά, σβησμένα μάτια κοίταζαν το κενό και μια μελανιασμένη, σχεδόν μαύρη γλώσσα πρόβαλλε έξω από το στόμα, σαν να λοιδορούσε τον θάνατο. Ή τη ζωή. Μια αναποδογυρισμένη καρέκλα ήταν πάνω στο τραπέζι. «Ο διάολος να σε πάρει» μουρμούρισε ο Χάρι. «Στον διάολο, στον διάολο, στον διάολο!» Τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του και σωριάστηκε στην καρέκλα. Ο Λίμπι μπήκε στο δωμάτιο και του ξέφυγε μια κραυγή. «Βρες ένα μαχαίρι» ψέλλισε ο Χάρι. «Και κάλεσε ασθενοφόρο. Ή οτιδήποτε καλείς συνήθως». Από εκεί που καθόταν ο Χάρι το φως έμπαινε πίσω από την πλάτη του Άντριου και το άψυχο κορμί του που ταλαντευόταν δεν ήταν παρά μια άγνωστη, μαύρη σιλουέτα μπροστά στο παράθυρο. Ο Χάρι ικέτευσε τον Δημιουργό να υπάρχει κάποιος άλλος στην άκρη του καλωδίου μέχρι να σηκωθεί από την καρέκλα του. Υποσχέθηκε να μην πει λέξη σε κανέναν για το θαύμα. Ακόμα και προσευχή θα έκανε, αν αυτό μπορούσε να βοηθήσει. Άκουσε βήματα στον διάδρομο και τον Λίμπι, που ξαφνικά έβαλε τις φωνές από την κουζίνα: «Έξω αποδώ, χοντρή αγελάδα!».

Όταν έθαψαν τη μητέρα του Χάρι, είχαν περάσει πέντε μέρες κι εκείνος δεν ένιωθε τίποτε άλλο πέρα από το ότι έπρεπε να νιώθει κάτι. Του είχαν πει ότι το πένθος συχνά καθυστερούσε να εκδηλωθεί σε ανθρώπους που είχαν εκπαιδευτεί μια ζωή να μη φανερώνουν τα αισθήματά τους. Εξεπλάγην, λοιπόν, όταν σωριάστηκε ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ με τα μάτια του να πλημμυρίζουν δάκρυα και με λυγμούς να ανεβαίνουν από τον λαιμό του. Όχι ότι δεν είχε ξανακλάψει ποτέ. Είχε νιώσει τον κόμπο στον λαιμό του όταν καθόταν μόνος του στον στρατώνα στο Μπάρντουφος και διάβαζε το γράμμα της Κριστίν που έλεγε πως «…αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη ποτέ…». Δεν ήταν ξεκάθαρο αν εννοούσε που άφησε εκείνον ή που γνώρισε τον Άγγλο μουσικό με τον οποίο θα έφευγε. Ήξερε μόνο ότι ήταν ένα από τα χειρότερα πράγματα που είχαν συμβεί σ̓ εκείνον ποτέ. Ωστόσο, οι λυγμοί είχαν σταματήσει εκεί, κάπου στον λαιμό του. Κάτι σαν ναυτία που σχεδόν του έφερνε εμετό. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε ψηλά. Ο Άντριου εξακολουθούσε να είναι κρεμασμένος από το ταβάνι. Ο Χάρι προσπάθησε να κάνει μερικά βήματα, να σηκώσει την καρέκλα για να ανεβεί όταν θα κατέβαζαν τον Άντριου, αλλά του ήταν αδύνατον να κινηθεί. Έμεινε ακίνητος μέχρι που ήρθε ο Λίμπι με ένα κουζινομάχαιρο. Όταν ο Λίμπι τον

κοίταξε παραξενεμένος, ο Χάρι κατάλαβε πως καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Αυτό ήταν λοιπόν, σκέφτηκε ο Χάρι μουδιασμένος. Χωρίς να πουν λέξη, έκοψαν το καλώδιο απ’ όπου κρεμόταν ο Άντριου, τον ξάπλωσαν στο πάτωμα και έψαξαν τις τσέπες του. Βρήκαν δυο αρμαθιές κλειδιά, μια μικρή και μια μεγάλη, καθώς και ένα κλειδί μόνο του, που ο Λίμπι αμέσως διαπίστωσε ότι ήταν της εξωτερικής πόρτας του διαμερίσματος. «Κανένα σημάδι εξωτερικής βίας» συμπέρανε ο Λίμπι ύστερα από έναν γρήγορο έλεγχο. Ο Χάρι ξεκούμπωσε το πουκάμισο του Άντριου. Είχε ένα τατουάζ με κροκόδειλο στο στήθος του.greekleech.info Ο Χάρι σήκωσε επίσης τα πατζάκια του παντελονιού και κοίταξε τα πόδια του. «Τίποτα» είπε. «Ούτε το παραμικρό». «Πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι θα πει ο γιατρός» είπε ο Λίμπι. Ο Χάρι ένιωσε πάλι τα δάκρυα να κυλάνε και μόλις που κατάφερε να σηκώσει τους ώμους του ως απάντηση.

Γυρνώντας στο γραφείο κόλλησαν στην κίνηση. «Σκατά» κραύγασε ο Λίμπι πατώντας με μανία την κόρνα. Ο Χάρι είχε πάρει την εφημερίδα The Australian. Όλη η

πρώτη σελίδα ήταν αφιερωμένη στον θάνατο του κλόουν. «Κομματιάστηκε στην ίδια του τη μηχανή θανάτου» έγραφε πάνω από την εικόνα της ματωμένης γκιλοτίνας, με ένθετη μια μικρή φωτογραφία του Ότο Ρεχτνάγκελ με κοστούμι κλόουν, την οποία είχαν πάρει από το πρόγραμμα της παράστασης. Το ρεπορτάζ ήταν γραμμένο σε έναν ελαφρύ, σχεδόν χιουμοριστικό τόνο, προφανώς λόγω του παράξενου χαρακτήρα της υπόθεσης. «Άγνωστο για ποιον λόγο ο δολοφόνος άφησε τον κλόουν να κρατήσει το κεφάλι του στη θέση του» έγραφε ο ρεπόρτερ και κατέληγε πως ο φόνος κατά κανέναν τρόπο δεν εξέφραζε τη γνώμη του κοινού: «… δεν ήταν και τόσο κακή η παράσταση». Κάπως ξινά εγκωμίαζε την αστυνομία, που βρέθηκε ασυνήθιστα γρήγορα στον τόπο του εγκλήματος. «Ωστόσο, ο αρχηγός Γουάτκινς του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας του Σίδνεϊ δεν έκανε άλλο σχόλιο πέραν του ότι η αστυνομία βρήκε το όπλο του εγκλήματος…» Ο Χάρι διάβαζε δυνατά. «Πολύ χαριτωμένο» είπε ο Λίμπι, κορνάρισε και σήκωσε το μεσαίο του δάχτυλο σε έναν οδηγό ταξί που μπήκε ξαφνικά μπροστά τους από την πλαϊνή λωρίδα. «Γαμώ τη μά…». «Το νούμερο όπου ο τύπος κυνηγούσε το πουλί…» Πέρασαν δυο φανάρια και η φράση ακόμη κρεμόταν ατελείωτη στον αέρα.

«Είπες…» συνέχισε ο Λίμπι. «Όχι, τίποτα. Απλώς με έβαλε σε σκέψεις εκείνο το νούμερο που δεν φαινόταν να έχει κάποιο νόημα. Ένας κυνηγός που νομίζει ότι κυνηγάει ένα πουλί και που ξαφνικά καταλαβαίνει πως το θήραμα είναι μια γάτα, που και η ίδια κυνηγούσε το πουλί». «Ε, και λοιπόν;» Ο Λίμπι δεν άκουγε γιατί είχε κρεμαστεί έξω από το παράθυρο: «Στον διάολο να πας, γαμώ το σόι σου, ηλίθιε μπάσταρδε…». Πρώτη φορά ο Χάρι τον άκουγε τόσο ομιλητικό.

Όπως φανταζόταν ο Χάρι, στο γραφείο επικρατούσε πυρετώδης δραστη​ριότητα. «Είναι ήδη στο Reuters» είπε ο Γιονγκ. «Το Associated Press στέλνει φωτογράφο και επίσης τηλεφώνησαν από το γραφείο του δημάρχου να πουν πως το NBC θα στείλει μια ομάδα από την τηλεόραση να φτιάξουν μια ιστορία από αυτή την υπόθεση». Ο Γουάτκινς έκανε μια απαξιωτική κίνηση. «Έξι χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν από πλημμύρες στην Ινδία και το γεγονός αναφέρεται σε μια γραμμή. Κόβουν μερικά μέλη από έναν ομοφυλόφιλο κλόουν και γίνεται παγκόσμιο γεγονός».

Ο Χάρι τούς ζήτησε να πάνε στην αίθουσα συνεδριάσεων. Έκλεισε την πόρτα. «Ο Άντριου Κένσινγκτον είναι νεκρός» είπε. Ο Γουάτκινς και ο Γιονγκ τον κοίταξαν δύσπιστα. Με λίγα λόγια και χωρίς περιστροφές, ο Χάρι τούς είπε πώς είχαν βρει τον Άντριου να κρέμεται από το ταβάνι στο διαμέρισμα του Ότο Ρεχτνάγκελ. Τους κοίταζε ίσια στα μάτια και μιλούσε με σταθερή, χωρίς διακυμάνσεις φωνή. «Δεν σας τηλεφωνήσαμε γιατί δεν θέλαμε να διακινδυνεύσουμε κάποια διαρροή. Ίσως πρέπει να το κρατήσουμε κρυφό προς το παρόν». Κατάλαβε πως του ήταν πιο εύκολο να μιλά γι’ αυτό σαν ένα καθαρά υπηρεσιακό θέμα. Έτσι μπορούσε να είναι αντικειμενικός και να το χειρίζεται ανάλογα. Ένα πτώμα, μια αιτία θανάτου και μια σειρά γεγονότων τα οποία θα προσπαθούσαν να κρατήσουν μυστικά. Κρατούσε τον Θάνατο –αυτόν τον ξένο που δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει– απέξω, προς στιγμή. «ΟΚ» είπε ο Γουάτκινς μπερδεμένος. «Προσοχή τώρα. Ας μη βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα». Σκούπισε τον ιδρώτα από το πάνω χείλος του. «Πάω να φέρω τον Μακόρμακ. Γαμώτο! Τι έχεις κάνει, Κένσινγκτον; Αν το μυριστεί ο Τύπος…» Και ο Γουάτκινς βγήκε από την πόρτα. Οι άλλοι τρεις έμειναν καθισμένοι και άκουγαν τον θρήνο

του ανεμιστήρα. «Δούλευε πότε πότε εδώ στο Ανθρωποκτονιών μαζί μας» είπε ο Λίμπι. «Δεν ήταν στην πραγματικότητα ένας από εμάς, αλλά παρ’ όλα αυτά…» «Καλός άνθρωπος» είπε ο Γιονγκ κοιτάζοντας το πάτωμα. «Καλός άνθρωπος. Με βοήθησε πολύ όταν ήμουν καινούργιος εδώ, ήταν… ένας καλός άνθρωπος».

Ο Μακόρμακ συμφώνησε να το κρατήσουν κρυφό. Δεν του άρεσε καθόλου, βημάτιζε πάνω κάτω με βήμα πιο βαρύ απ’ ό,τι συνήθως και τα φουντωτά φρύδια του είχαν συγκεντρωθεί σαν χαμηλό βαρομετρικό πάνω από τη μύτη του. Μετά τη συνάντηση, ο Χάρι κάθισε στο γραφείο του Άντριου και φυλλομετρούσε τις σημειώσεις του. Δεν έβγαλε και πολλά, μόνο μερικές διευθύνσεις, κάνα δυο αριθμούς τηλεφώνων που αποδείχτηκε πως ήταν από συνεργεία αυτοκινήτων, και κάτι ακατανόητα ορνιθοσκαλίσματα σε ένα χαρτί.greekleech.info Τα συρτάρια του ήταν σχεδόν άδεια, υπήρχε μόνο κάποιος εξοπλισμός γραφείου. Ο Χάρι μελέτησε τους δυο κρίκους με τα κλειδιά που είχαν βρει πάνω του. Ο ένας είχε τα αρχικά του Άντριου σε ένα δερμάτινο μπρελόκ, έτσι υπέθεσε πως αυτά ήταν τα δικά του κλειδιά.

Σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε την Μπιργκίτα. Εκείνη σοκαρίστηκε, έκανε μερικές ερωτήσεις αλλά, ως επί το πλείστον, άφησε τον Χάρι να μιλάει. «Δεν μπορώ να καταλάβω» είπε ο Χάρι «πώς τώρα που πεθαίνει κάποιος που ξέρω μόνο μία εβδομάδα κλαίω σαν μωρό παιδί, ενώ δεν κατάφερα να χύσω ούτε δάκρυ για τη μητέρα μου. Τη μητέρα μου, την καλύτερη γυναίκα του κόσμου! Ενώ αυτός ο άνθρωπος… δεν ξέρω καν πόσο καλά γνωριστήκαμε. Πού είναι η λογική σε όλο αυτό;» «Λογική;» είπε η Μπιργκίτα. «Αυτό δεν έχει να κάνει με τη λογική. Δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί στη λογική τόσο όσο θα ήθελε». «Ήθελα μόνο να σου το πω. Κράτα το για τον εαυτό σου. Μπορείς να με επισκεφτείς μετά τη δουλειά;» Δίστασε λίγο. Περίμενε τηλέφωνο από τη Σουηδία το βράδυ. Από τους γονείς της. «Έχω τα γενέθλιά μου» είπε. «Χρόνια πολλά». Ο Χάρι έκλεισε το τηλέφωνο. Ένιωσε έναν παλιό εχθρό να μουγκρίζει μέσα του.

Ύστερα από οδήγηση μισής ώρας, ο Χάρι και ο Λίμπι έφτασαν στη διεύθυνση του Άντριου Κένσινγκτον, στην οδό Σίδνεϊ του Τσάτγουικ, έναν ευχάριστο δρόμο σε μια ωραία περιοχή της πρωτεύουσας.

«Ουάου, σωστά ήρθαμε;» ρώτησε ο Χάρι όταν είδαν το σπίτι με τον αριθμό που τους είχαν δώσει από το Τμήμα Προσωπικού. Ήταν μια μεγάλη πέτρινη βίλα με διπλό γκαράζ, με περιποιημένη πελούζα με γρασίδι και με ένα σιντριβάνι μπροστά. Ένα χαλικόστρωτο μονοπάτι οδηγούσε σε μια εντυπωσιακή μαονένια πόρτα. Χτύπησαν και τους άνοιξε ένα αγόρι. Κούνησε σκυθρωπό το κεφάλι του αρνητικά όταν ρώτησαν για τον Άντριου, έδειξε τον εαυτό του και έβαλε το ένα χέρι του πάνω στο στόμα του, για να καταλάβουν πως ήταν μουγγό. Ύστερα τους πήγε γύρω από τη βίλα, στο πίσω μέρος, και τους έδειξε ένα μικρό, χαμηλό πέτρινο σπίτι στην άλλη άκρη του τεράστιου κήπου. Αν επρόκειτο για αγγλική έπαυλη, θα έλεγε κανείς πως αυτό ήταν το σπιτάκι του κηπουρού. «Θα μπού-με μέ-σα τώ-ρα» είπε ο Χάρι και πρόσεξε πως άρθρωνε τις λέξεις συλλαβιστά. Λες και το αγόρι ήταν κουφό. «Είμαστε… εεε… είμαστε συνάδελφοι του Άντριου. Ο Άντριου είναι νεκρός». Έδειξε τα κλειδιά του Άντριου με το δερμάτινο μπρελόκ. Για μια στιγμή το αγόρι κοίταξε σαστισμένο και με κομμένη την ανάσα. «Πέθανε ξαφνικά χθες βράδυ» είπε ο Χάρι. Το αγόρι στεκόταν μπροστά τους με τα χέρια του να κρέμονται στα πλευρά του και τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα. Ο Χάρι

σκέφτηκε πως οι δυο τους πρέπει να γνωρίζονταν πολύ καλά. Ήξερε ότι ο Άντριου έμενε σε αυτή τη διεύθυνση για σχεδόν είκοσι χρόνια και φαντάστηκε πως το αγόρι μάλλον είχε μεγαλώσει στο μεγάλο σπίτι. Άθελά του ο Χάρι φαντάστηκε την εικόνα του μαύρου άντρα και του μικρού αγοριού να παίζουν μπάλα στον κήπο, το αγοράκι να πέφτει κάτω, να παίρνει ένα χάδι για παρηγοριά και λεφτά για να τρέξει να αγοράσει ένα παγωτό και μια μπίρα. Μπορεί να μεγάλωσε με καλοπροαίρετες συμβουλές και μισο-αληθινές ιστορίες από τον αστυνομικό στο σπίτι του κηπουρού, και όταν θα μεγάλωνε αρκετά θα του μάθαινε πώς να φέρεται στα κορίτσια και πώς να ρίχνει μια αριστερή ευθεία γροθιά χωρίς να μένει εκτεθειμένος. «Η αλήθεια είναι πως είμαστε κάτι περισσότερο από συνάδελφοι. Είμαστε και φίλοι» πρόσθεσε ο Χάρι. «Σε πειράζει να μπούμε στο σπίτι;» Το αγόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του, έκλεισε το στόμα του και κατένευσε.

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε όταν μπήκαν στο μικρό εργένικο σπίτι ήταν ότι επικρατούσε τάξη και καθαριότητα. Στο λιτά επιπλωμένο καθιστικό δεν υπήρχαν σκορπισμένες εφημερίδες στο τραπεζάκι μπροστά από τη φορητή

τηλεόραση, ενώ στην κουζίνα δεν είχε αφήσει άπλυτα πιάτα. Στον διάδρομο υπήρχαν παπούτσια και μπότες στη σειρά, με τα κορδόνια τους μέσα. Η αυστηρή τάξη τού θύμισε κάτι. Στο υπνοδωμάτιο το κρεβάτι ήταν άψογα στρωμένο με λευκά σεντόνια τόσο καλά τεντωμένα και περασμένα στα πλάγια κάτω από το στρώμα, που χρειάζονταν ακροβατικά για να μπεις ανάμεσά τους. Ο Χάρι είχε ήδη βλαστημήσει αυτό το στρώσιμο κρεβατιού στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Έριξε μια ματιά στο μπάνιο. Ξυράφι και σαπούνι ήταν τοποθετημένα με στρατιωτική τάξη στο ράφι κάτω από τον καθρέφτη, πλάι σε άφτερ σέιβ, οδοντόβουρτσα, οδοντόπαστα και σαμπουάν. Αυτά ήταν όλα. Ούτε στα είδη προσωπικής υγιεινής υπερβολές, παρατήρησε ο Χάρι. Ξαφνικά συνειδητοποίησε τι του θύμιζε αυτή η σχολαστικότητα: το δικό του δια​μέρισμα όταν είχε σταματήσει να πίνει. Η νέα ζωή του Χάρι, μάλιστα, είχε αρχίσει με την απλή άσκηση πειθαρχίας που έλεγε πως το καθετί είχε τη θέση του, σε ράφι ή συρτάρι, και έπρεπε να επιστρέψει εκεί αμέσως μετά τη χρήση. Ούτε ένα στιλό δεν έμενε έξω, ούτε καν ένα σπίρτο. Πέρα από την πρακτική πλευρά, υπήρχε βέβαια και μια συμβολική: σωστά ή λάθος, χρησιμοποιούσε το επίπεδο του χάους στο διαμέρισμά του ως βαρόμετρο για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η υπόλοιπη ζωή του. Ο Χάρι ζήτησε από τον Λίμπι να κοιτάξει την ντουλάπα και

τα συρτάρια στο υπνοδωμάτιο και περίμενε μέχρι να φύγει για να ανοίξει το ντουλαπάκι δίπλα στον καθρέφτη του λουτρού. Στο πάνω ράφι, τακτικά στοιβαγμένες σε σειρές ώστε να φαίνονται προς τα έξω, σαν οπλοστάσιο από βλήματαμινιατούρες, υπήρχαν δυο ντουζίνες σύριγγες μιας χρήσης, συσκευασμένες αεροστεγώς. Ο Άντριου Κένσινγκτον θα μπορούσε φυσικά να υποφέρει από διαβήτη και να πρέπει να κάνει ενέσεις ινσουλίνης, αλλά ο Χάρι δεν πίστευε κάτι τέτοιο. Αν γκρέμιζαν το μισό σπίτι, σίγουρα κάπου θα έβρισκαν κρυμμένη σκόνη και άλλα σύνεργα για τη χρήση της. Αλλά δεν είχε σημασία: ο Χάρι ήξερε αυτό που χρειαζόταν να ξέρει. Ο Τζένγκις Χαν δεν έλεγε ψέματα όταν είπε πως ο Άντριου ήταν τοξικομανής. Γι’ αυτό ο Χάρι δεν είχε αμφιβολία ούτε όταν βρήκαν τον Άντριου στο διαμέρισμα του Ότο. Ήξερε ότι, εκεί που λόγω ζέστης φοράς κοντομάνικα, ένας αστυνομικός δεν μπορεί να περιφέρεται με κατατρυπημένα μπράτσα. Έτσι έπρεπε να τρυπάει με τη σύριγγα σε σημείο που δεν φαινόταν, όπως, για παράδειγμα, στο πίσω μέρος των ποδιών. Οι κνήμες και οι γλουτοί του Άντριου ήταν γεμάτα τρυπήματα βελόνας.

Ο Άντριου ήταν πελάτης του τύπου με τη φωνή του Ροντ

Στιούαρτ από τότε που μπορούσε να θυμηθεί ο Τζένγκις. Θεωρούσε ότι ο Άντριου ήταν ικανός να κάνει χρήση ηρωίνης και συγχρόνως να συνεχίζει να λειτουργεί φυσιολογικά στον επαγγελματικό και στον κοινωνικό τομέα. «Αυτό δεν είναι τόσο ασυνήθιστο, όσο πολλοί νομίζουν» είχε πει ο Τζένγκις. «Όταν όμως ο Σπίντι ανακάλυψε στην πορεία ότι αυτός ο τύπος ήταν αστυνομικός, τρελάθηκε και ήθελε να τον σκοτώσει. Νόμιζε ότι ήταν μυστικός πράκτορας. Αλλά τον πείσαμε να μην το κάνει. Το άτομο ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες του Σπίντι για πολλά χρόνια. Ποτέ δεν έκανε παζάρια, πάντα είχε τα λεφτά έτοιμα, κρατούσε τις συμφωνίες, δεν έλεγε κουβέντες εδώ κι εκεί, ήταν τύπος και υπογραμμός. Ποτέ δεν έχω δει Αβορίγινα να χειρίζεται τόσο καλά τις ουσίες. Διάολε, ποτέ δεν έχω δει κανέναν να χειρίζεται τόσο καλά τις ουσίες!» Επίσης, δεν είχε δει ούτε είχε ακούσει ποτέ πως ο Άντριου είχε μιλήσει με τον Έβανς Γουάιτ. «Ο Γουάιτ δεν έχει καμιά σχέση με τους εδώ πελάτες πια. Εκείνος είναι χονδρέμπορος, τελεία και παύλα. Ωστόσο, φαίνεται πως πουλούσε εδώ, στο Κινγκς Κρος, για λίγο. Δεν ξέρω γιατί, βγάζει αρκετά έτσι όπως είναι τα πράγματα. Όμως φαίνεται ότι σταμάτησε – είχε κάτι φασαρίες με μερικές πόρνες, απ’ ό,τι άκουσα». Ο Τζένγκις είχε μιλήσει ανοιχτά. Πιο ανοιχτά απ’ όσο ήταν απαραίτητο για να σώσει το τομάρι του. Μάλιστα, έμοιαζε να

τον διασκεδάζει όλο αυτό. Μάλλον υπολόγιζε ότι δεν υπήρχε κανένας μεγάλος κίνδυνος να τους κυνηγήσει ο Χάρι, αφού είχαν τουλάχιστον έναν από τους συναδέλφους του στα κατάστιχά τους. «Χαιρέτα τον τύπο και πες του ότι είναι ευπρόσδεκτος πίσω. Δεν κρατάμε κακία» είπε στο τέλος ο Τζένγκις χαμογελώντας. «Όποιοι κι αν είναι, στο τέλος επιστρέφουν, να ξέρεις. Πάντα».

Ο Χάρι μπήκε στο υπνοδωμάτιο, όπου ο Λίμπι, χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό, ψαχούλευε ανάμεσα στα εσώρουχα και στα χαρτιά στα συρτάρια. «Βρήκες τίποτα ενδιαφέρον;» ρώτησε. «Τίποτα σπουδαίο, εσύ;» «Τίποτα». Κοιτάχτηκαν. «Πάμε να φύγουμε αποδώ» είπε ο Χάρι.

Ο θυρωρός του θεάτρου Σεντ Τζορτζ ήταν στο μπαρ και θυμόταν τον Χάρι από το προηγούμενο βράδυ. Φάνηκε ανακουφισμένος. «Ε-επιτέλους κάποιος που δεν ήρθε να ψάχνει και να ρωτάει πώς ήταν. Μας τρέλαναν οι δημοσιογράφοι ό-ολη

μέρα» είπε. «Άσε όλους αυτούς τους τεχνικούς από εσάς. Αλλά αυτοί έχουν πολλά να κάνουν, δεν μας ε-ενοχλούν». «Ναι, έχουν αρκετά να κάνουν εκεί μέσα». «Ουφ, ναι. Έ-εχασα τον ύπνο μου χθες βράδυ. Στο τέλος η γυναίκα μου μου έδωσε ένα από τα χάπια της. Μακάρι να μη χρειαζόταν κανείς να ζει τέτοια πράγματα. Όμως ε-εσείς είσαστε συνηθισμένοι σε τέτοια…» «Ε, αυτό που συνέβη δεν ήταν και κάτι συνηθισμένο». «Δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να ξαναμπώ σε ε-εκείνο το δωμάτιο». «Θα το ξεπεράσεις». «Όχι, δεν με ακούς; Δεν μπορώ καν να πω γκαρνταρόμπα, λέω ε-εκείνο το δωμάτιο». Ο θυρωρός κούνησε το κεφάλι του με απελπισία. «Μόνο ο χρόνος θα βοηθήσει» είπε ο Χάρι. «Πίστεψέ με, κάτι ξέρω από τέτοια». «Ελπίζω να έ-εχεις δίκιο, αστυνόμε». «Λέγε με Χάρι». «Καφέ, Χάρι;» Ο Χάρι τον ευχαρίστησε και άφησε τον κρίκο με τα κλειδιά στο τραπέζι ανάμεσά τους. «Α, να τα!» είπε ο θυρωρός. «Τα κλειδιά που δανείστηκε ο Ρεχτνάγκελ. Φοβήθηκα πως δεν θα ε-επέστρεφαν και θα έπρεπε να αλλάξουμε όλες τις κλειδαριές. Πού τα βρήκες;»

«Στο σπίτι του Ότο Ρεχτνάγκελ». «Τι; Α-αφού τα χρησιμοποίησε χθες βράδυ! Η πόρτα του καμαρινιού του…» «Άσ’ το αυτό. Αναρωτιέμαι αν ήταν και κανένας άλλος εκτός από τους ηθοποιούς στα παρασκήνια χθες βράδυ». «Ναι, βέβαια. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: ο φωτιστής, δυο βοηθοί σκηνής και ο η-ηχολήπτης ήταν σίγουρα εκεί. Δεν υπήρχε ε-ενδυματολόγος ούτε μακιγιέρ – δεν πρόκειται για καμιά μεγάλη παραγωγή. Αυτοί. Στη διάρκεια της παράστασης ήταν μόνο οι βοηθοί σκηνής και οι ά-αλλοι ηθοποιοί. Και εγώ». «Δεν είδες κανέναν άλλο εκεί;» «Ό-χι» απάντησε ο θυρωρός με σιγουριά. «Θα μπορούσε κανείς να έχει μπει από κάπου αλλού εκτός από την πίσω πόρτα ή την πόρτα της σκηνής;» «Υπάρχει ένας διάδρομος πάνω στον εξώστη. Βέβαια ο εεξώστης ήταν κλειστός χθες, όμως η πόρτα ήταν ανοιχτή γιατί ο φωτιστής καθόταν εκεί πάνω. Μίλα μαζί του».

Τα μάτια του φωτιστή ήταν γουρλωτά, σαν αυτά κάποιων ψαριών από βαθιά νερά που μόλις έχουν βγει στην επιφάνεια. «Ναι, για στάσου. Καθόταν ένας τύπος εκεί πριν από το διάλειμμα. Όταν βλέπουμε εκ των προτέρων πως το θέατρο

δεν πρόκειται να γεμίσει, πουλάμε εισιτήρια μόνο για την πλατεία, αλλά δεν ήταν παράξενο που κάποιος καθόταν εκεί, καθώς ο εξώστης δεν κλείνει, ακόμα κι αν τα εισιτήρια κόβονται για την πλατεία. Ήταν μόνος του στην πίσω σειρά. Θυμάμαι πως απόρησα που ήθελε να καθίσει εκεί, τόσο μακριά από τη σκηνή. Δεν υπήρχε αρκετό φως αλλά, ναι, τον είδα. Όταν γύρισα μετά το διάλειμμα, είχε φύγει, όπως είπα». «Θα μπορούσε να είχε πάει πίσω από τη σκηνή από την ίδια πόρτα μ̓ εσένα;» «Εεε» ο φωτιστής έξυσε το κεφάλι του «φαντάζομαι πως ναι. Αν μπήκε κατευθείαν στην γκαρνταρόμπα, θα μπορούσε να αποφύγει να τον δει κάποιος. Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να πω ότι ο τύπος δεν φαινόταν πολύ καλά. Μάλιστα. Στο βάθος του μυαλού μου, ήξερα πως κάτι με ενοχλούσε, κάτι που κατά κάποιον τρόπο δεν ταίριαζε…» «Άκουσέ με» είπε ο Χάρι. «Όλα είναι εντάξει. Τώρα θα σου δείξω μια φωτογραφία». «Θυμάμαι πως υπήρχε κάτι σε αυτόν τον άνθρωπο…» «Όμως πρώτα» τον διέκοψε ο Χάρι «θέλω να προσπαθήσεις να θυμηθείς τον άνθρωπο που είδες χθες και όταν κοιτάξεις τη φωτογραφία να μη σκεφτείς, μόνο να πεις το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό. Μετά θα έχεις περισσότερο χρόνο και μπορεί να αλλάξεις γνώμη, αλλά τώρα θέλω την αυθόρμητη αντίδρασή σου. Εντάξει;»

«Εντάξει» είπε ο φωτιστής και έκλεισε τα γουρλωτά του μάτια, έτσι που τώρα έμοιαζε με βάτραχο. «Συμφωνώ». Του έδειξε τη φωτογραφία. «Αυτός είναι!» φώναξε εκείνος αμέσως. «Σκέψου λίγο τώρα και πες μου τι νομίζεις» είπε ο Χάρι. «Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό προσπαθούσα να σου πω, αστυνόμε, πως ο άνθρωπος ήταν μαύρος… Αβορίγινας. Αυτός είναι ο άνθρωπός σου!»

Ο Χάρι ήταν εξαντλημένος. Η μέρα που περνούσε ήταν ήδη πολύ κουραστική και δεν ήθελε καν να σκέφτεται τη συνέχεια. Όταν ένας βοηθός τον οδήγησε στο νεκροτομείο, η μικρή, στρουμπουλή φιγούρα του δόκτορα Ένγκελσον ήταν σκυμμένη πάνω από το σώμα μιας μεγαλόσωμης, χοντρής γυναίκας, ξαπλωμένης σε ένα είδος χειρουργικού τραπεζιού που φωτιζόταν από τεράστιες λάμπες. Ο Χάρι σκέφτηκε ότι δεν άντεχε άλλες χοντρές γυναίκες την ίδια μέρα και ζήτησε από τον βοηθό να ειδοποιήσει τον γιατρό πως ο Χόλι, που είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα, είχε έρθει. Με τη σκυθρωπή, αλλοπαρμένη του έκφραση, ο Ένγκελσον έδινε την εικόνα του τρελού επιστήμονα. Τα αραιά του μαλλιά πετάγονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ ξανθιές άγριες τρίχες φύτρωναν εδώ κι εκεί στο πρόσωπό

του. «Ναι;» Ο Χάρι κατάλαβε ότι είχε ξεχάσει το τηλεφώνημά τους δυο ώρες νωρίτερα. «Ονομάζομαι Χάρι Χόλι και σας τηλεφώνησα να ρωτήσω για τα πρώτα αποτελέσματα της νεκροψίας του Άντριου Κένσινγκτον». Αν και η αίθουσα ήταν γεμάτη παράξενες μυρωδιές και διαλύματα, ο Χάρι διέκρινε την έντονη οσμή του τζιν στην αναπνοή του. «Α, μάλιστα, βέβαια, ο Κένσινγκτον. Θλιβερή περίπτωση. Είχα μιλήσει μαζί του αρκετές φορές. Όταν ζούσε, δηλαδή. Τώρα είναι κλειστός σαν στρείδι μέσα στο συρτάρι». Ο Ένγκελσον έδειξε πίσω με τον αντίχειρά του. «Δεν έχω καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, γιατρέ. Τι βρήκατε, λοιπόν;» «Άκου εδώ, κύριε… πώς το είπες;… Α, ναι, Χόλι! Έχουμε ολόκληρη ουρά από πτώματα και όλοι επιμένουν να είναι πρώτοι. Δηλαδή όχι τα πτώματα, οι ντετέκτιβ. Όμως όλοι πρέπει να περιμένουν ήσυχα τη σειρά τους. Τέτοιους κανόνες έχουμε εδώ, δεν παίρνουμε τη θέση του άλλου, κατάλαβες; Έτσι, σήμερα το πρωί, όταν το μεγάλο αφεντικό Μακόρμακ αυτοπροσώπως πήρε και είπε να δώσουμε προτεραιότητα σε μια αυτοκτονία, τότε άρχισα κι εγώ να αναρωτιέμαι. Δεν τόλμησα να ρωτήσω τον Μακόρμακ, αλλά ίσως εσύ, κύριε Χόργκαν, μπορείς να μου απαντήσεις τι στο καλό συμβαίνει

με αυτόν τον Κένσινγκτον που τον κάνει τόσο ιδιαίτερο;» Κούνησε το κεφάλι του περιφρονητικά και πάλι τα χνώτα του μύρισαν τζιν. «Αυτό ελπίζουμε πως θα μας το πείτε εσείς, γιατρέ. Είναι ιδιαίτερος;» «Ιδιαίτερος; Τι εννοείτε ιδιαίτερος; Αν έχει τρία πόδια, τέσσερις πνεύμονες και θηλές στην πλάτη;» Ο Χάρι ήταν εξαντλημένος. Αυτό που χρειαζόταν λιγότερο απ’ οτιδήποτε τώρα ήταν ένας μεθυσμένος ιατροδικαστής που προσπαθούσε να γίνει δυσάρεστος, γιατί ένιωθε πως κάποιος του πατούσε τον κάλο· και οι κάλοι των επιστημόνων ήταν πιο ευαίσθητοι από τους κάλους των άλλων. «Υπήρξε τίποτα… ασυνήθιστο;» προσπάθησε να το πει με άλλα λόγια ο Χάρι. Ο Ένγκελσον τον κοίταξε με θολά μάτια. «Όχι» είπε. «Δεν υπήρξε τίποτα ασυνήθιστο. Καθόλου ασυνήθιστο». Συνέχισε να τον κοιτάζει κουνώντας το κεφάλι του και ο Χάρι κατάλαβε πως δεν είχε τελειώσει ακόμη. Είχε κάνει απλώς μια παύση εντυπωσιασμού, που στο θολωμένο από το αλκοόλ μυαλό του σίγουρα δεν φάνηκε τόσο μακριά όσο φάνηκε στον Χάρι. «Για εμάς εδώ δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο» συνέχισε

επιτέλους ο γιατρός «ένα σώμα να είναι τίγκα στα ναρκωτικά. Όπως σε αυτή την περίπτωση, με ηρωίνη. Το ασυνήθιστο ίσως είναι ότι πρόκειται για αστυνομικό, αλλά επειδή σπάνια έχουμε συναδέλφους σου στα τραπέζια μας, δεν ξέρω πόσο ασυνήθιστο είναι κάτι τέτοιο». «Αιτία θανάτου;» «Δεν είπες πως εσύ τον βρήκες; Από τι νομίζεις πως πεθαίνει κάποιος που κρέμεται από ένα καλώδιο τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του από το ταβάνι; Από βήχα;» Ο Χάρι είχε αρχίσει να βράζει μέσα του αλλά προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Ώστε πέθανε από πνιγμό, όχι από υπερβολική δόση;» «Πέτυχες διάνα, Χόργκαν!» «Εντάξει. Η επόμενη ερώτηση είναι η ώρα θανάτου». «Ας πούμε κάποια στιγμή ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις δύο το πρωί». «Δεν μπορείτε να είστε πιο ακριβής;» «Θα είσαι πιο ευτυχισμένος αν πω μία και πέντε;» Τα ήδη κόκκινα μάγουλα του γιατρού ήταν ακόμα πιο κόκκινα τώρα. «ΟΚ. Ας πούμε μία και πέντε». Ο Χάρι πήρε μερικές βαθιές ανάσες. «Ζητώ συγγνώμη αν εκφράζομαι… αν ακούγομαι αγενής, γιατρέ. Τα αγγλικά μου δεν είναι πάντα…» «…όπως θα έπρεπε να είναι» τον συμπλήρωσε ο

Ένγκελσον. «Ακριβώς. Σίγουρα είστε πολυάσχολος άνθρωπος, γιατρέ, κι έτσι δεν θα σας καθυστερήσω άλλο. Θέλω μόνο να σιγουρευτώ πως καταλάβατε αυτό που είπε ο Μακόρμακ για την αναφορά της νεκροψίας, ότι δεν θα πάει μέσα από τα συνηθισμένα υπηρεσιακά κανάλια αλλά κατευθείαν σ εκείνον». «Αυτό αποκλείεται. Οι οδηγίες μου είναι ξεκάθαρες, Χόργκαν. Δώσε τους χαιρετισμούς μου στον Μακόρμακ και πες τού το». Ο μικροσκοπικός, τρελός επιστήμων στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά με αυτοπεποίθηση και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος μπροστά στον Χάρι. Στα μάτια του φάνηκε μια πολεμόχαρη σπίθα. «Οδηγίες; Δεν ξέρω ποιο είναι το καθεστώς με τις οδηγίες στην αστυνομία του Σίδνεϊ, όμως από εκεί που έρχομαι οι οδηγίες είναι για να ξέρει κανείς τι να κάνει» είπε ο Χάρι. «Ξέχασέ το, Χόργκαν. Η επαγγελματική δεοντολογία προφανώς δεν είναι ένα αντικείμενο με το οποίο ασχολείστε ιδιαίτερα στον χώρο σας, γι’ αυτό αναρωτιέμαι αν μπορούμε να κάνουμε μια εποικοδομητική συζήτηση γι’ αυτό. Να βάλουμε τελεία και να ευχηθούμε καλή μέρα, κύριε Χόργκαν;» Ο Χάρι έμεινε ακίνητος.

«Τι λες;» ρώτησε ο Ένγκελσον ανυπόμονα. Ο Χάρι έβλεπε μπροστά του έναν άνθρωπο που πίστευε πως δεν είχε τίποτα να χάσει. Έναν μεσήλικο, αλκοολικό, μεσαίας τάξης υπάλληλο, που δεν είχε πλέον προοπτικές για προαγωγή ή καριέρα και γι’ αυτό δεν φοβόταν κανέναν και τίποτα. Γιατί τι θα μπορούσαν να του κάνουν; Για τον Χάρι αυτή ήταν μία από τις μακρύτερες και χειρότερες μέρες της ζωής του. Αρκετά, λοιπόν! Τον άρπαξε από τον γιακά της λευκής ρόμπας του και τον σήκωσε στον αέρα. Οι ραφές τσιτώθηκαν και έτριξαν. «Τι λέω; Λέω πως πρέπει να σου κάνουμε μια εξέταση αίματος και ύστερα να συζητήσουμε για επαγγελματική δεοντολογία, δόκτωρ Ένγκελσον. Λέω ότι πρέπει να συζητήσουμε για το πόσοι μπορούν να καταθέσουν πως ήσουν τύφλα στο μεθύσι όταν έκανες τη νεκροψία της Ίνγκερ Χόλτερ. Και λέω πως πρέπει να συζητήσουμε με κάποιον που δουλεύει εκεί όπου η επαγγελματική δεοντολογία ισχύει, κάποιον που θα σου δώσει τα παπούτσια στο χέρι, όχι μόνο από εδώ αλλά και από κάθε θέση που χρειάζεται άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος. Εσύ τι λες, δόκτωρ Ένγκελσον; Τι λες για τα αγγλικά μου τώρα;» Ο δόκτωρ Ένγκελσον έλεγε πως τα αγγλικά του Χάρι ήταν εξαιρετικά, και ύστερα από λίγη ώριμη σκέψη αποφάσισε πως αυτή τη μία φορά θα μπορούσε η αναφορά να πάει μέσα από

μη υπηρεσιακά κανάλια.

13

ΒΟΥΤΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΞΥΠΝΑ

Ο

Μακόρμακ καθόταν και πάλι με την πλάτη γυρισμένη στον Χάρι και κοίταζε έξω από το παράθυρο. Ο ήλιος έδυε, αλλά μπορούσες ακόμη να δεις την αντανάκλαση της υπέροχης, μαγευτικής γαλάζιας θάλασσας ανάμεσα στους ουρανοξύστες και τους βαθυπράσινους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους. Το στόμα του Χάρι ήταν στεγνό και τον είχε πιάσει πονοκέφαλος, που όλο και δυνάμωνε. Είχε αναπτύξει επιχειρήματα και αναλύσεις σε έναν μονόλογο χωρίς διακοπές, που κράτησε τρία τέταρτα της ώρας. Για το Ότο Ρεχτνάγκελ, τον Άντριου Κένσινγκτον, την ηρωίνη, το

Cricket, τον φωτιστή, τον Ένγκελσον – με λίγα λόγια, για όλα όσα είχαν συμβεί. Ο Μακόρμακ καθόταν με τις άκρες των δαχτύλων του ενωμένες. Δεν είχε πει λέξη για κάμποση ώρα. «Ήξερες ότι εκεί έξω, στη Νέα Ζηλανδία, ζουν οι πιο χαζοί άνθρωποι του κόσμου; Ζουν σε ένα απομονωμένο νησί, χωρίς γείτονες που θα έβρισκαν κάποιον λόγο να τους ενοχλούν, μόνο με την απέραντη θάλασσα. Όμως αυτοί οι άνθρωποι συμμετείχαν σχεδόν σε όλους τους μεγάλους πολέμους του εικοστού αιώνα. Καμιά άλλη χώρα, ούτε καν η Σοβιετική Ένωση στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έχασε τόσους νέους άντρες σε αναλογία με τον πληθυσμό της. Η υπερπληθώρα γυναικών στη Νέα Ζηλανδία είναι παροιμιώδης. Και γιατί όλο αυτό; Μόνο για να βοηθήσουν. Να υπερασπιστούν άλλους. Τόσο αλληλέγγυοι, που δεν πολεμούσαν καν στα δικά τους πεδία μαχών για τα εδάφη τους, αλλά γέμισαν αεροπλάνα και βαπόρια για να ταξιδέψουν στην άκρη του κόσμου και να πεθάνουν εκεί. Βοήθησαν τους Συμμάχους εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών, τους Νοτιοκορεάτες εναντίον των Βορειοκορεατών και τους Αμερικανούς εναντίον των Γιαπωνέζων και των Βορειοβιετναμέζων. Ο πατέρας μου ήταν ένας από αυτούς τους αγαθούς μέχρι βλακείας ανθρώπους». Γύρισε από το παράθυρο και στάθηκε πρόσωπο με

πρόσωπο με τον Χάρι. «Ο πατέρας μου μου έλεγε μια ιστορία για έναν κανονιέρη στο πλοίο του κατά τη διάρκεια της μάχης της Οκινάβα εναντίον των Γιαπωνέζων το 1945. Οι Γιαπωνέζοι είχαν επιστρατεύσει πιλότους-καμικάζι, οι οποίοι εξαπέλυσαν επίθεση σε σχηματισμό, χρησιμοποιώντας την τακτική που ονόμαζαν “πέφτεις στο νερό σαν τα φύλλα της καρυδιάς”. Και αυτό ακριβώς έκαναν. Πρώτα ερχόταν ένα αεροπλάνο και όταν το κατέρριπταν, εμφανίζονταν άλλα δύο πίσω του, ύστερα τέσσερα και ούτω καθεξής, σχηματίζοντας μια ατέλειωτη πυραμίδα αεροπλάνων που έπεφταν στη θάλασσα. Όλοι πάνω στο πλοίο του πατέρα μου είχαν τρομοκρατηθεί. Ήταν σκέτη τρέλα. Οι πιλότοι να πηγαίνουν εν γνώσει τους στον θάνατο προκειμένου να βεβαιωθούν ότι μια βόμβα θα εύρισκε τον στόχο της. Ο μόνος τρόπος που είχαν για να τους σταματήσουν ήταν απαντώντας με τα πιο πυκνά αντιαεροπορικά πυρά που μπορούσαν, με ένα τείχος από αντιαεροπορικά βλήματα. Μια ελάχιστη ρωγμή σε αυτό το τείχος και οι Γιαπωνέζοι ήταν από πάνω. Υπολόγισαν πως αν ένα αεροπλάνο δεν καταρριπτόταν μέσα σε είκοσι δευτερόλεπτα από τη στιγμή που εμφανιζόταν στο πεδίο βολής τους, θα ήταν πολύ αργά και κατά πάσα πιθανότητα θα κατάφερνε να συντριβεί μέσα στο πλοίο. Οι κανονιέρηδες ήξεραν ότι έπρεπε να πετυχαίνουν πάντα τον στόχο και

μερικές φορές οι από αέρος επιθέσεις μπορούσαν να διαρκέσουν ολόκληρη τη μέρα. Ο πατέρας μου περιέγραφε το συνεχές μπουμπουνητό των κανονιών και το όλο και δυνατότερο βουητό των αεροπλάνων καθώς ορμούσαν και βυθίζονταν στο νερό. Έλεγε πως τα άκουγε κάθε νύχτα όσο ζούσε. »Την τελευταία μέρα της μάχης στεκόταν στη γέφυρα όταν είδε ένα αεροπλάνο να εμφανίζεται μέσα από το φράγμα του πυρός και να κατευθύνεται πάνω στο σκάφος τους. Οι κανονιέρηδες χτυπούσαν την επόμενη σειρά αεροπλάνων, καθώς αυτό πλησίαζε και φάνταζε μεγαλύτερο κάθε δευτερόλεπτο. Στο τέλος, έβλεπε καθαρά το πιλοτήριο και τον πιλότο να διαγράφεται μέσα σ’ αυτό. Τα βλήματα από το αεροπλάνο άρχισαν να σφυροκοπούν τη γέφυρα. Τότε τα αντιαεροπορικά πυρά χτύπησαν τον στόχο τους και τα πυροβόλα γάζωσαν τα φτερά και την άτρακτο. Η ουρά έσπασε και ύστερα από λίγο, σαν ταινία σε αργή κίνηση, το αεροπλάνο διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη και το μόνο που έμεινε ήταν ένα κομματάκι συνδεδεμένο στον έλικα, το οποίο χτύπησε το κατάστρωμα με μια ουρά από φωτιά και μαύρο καπνό. Οι άλλοι κανονιέρηδες επέστρεψαν αμέσως στη δράση εναντίον νέων στόχων, όταν ένας τύπος από τον πυργίσκο ακριβώς κάτω από τη γέφυρα, ένας νεαρός δίοπος που ο πατέρας μου τον ήξερε επειδή ήταν από το

Γουέλινγκτον όπως κι εκείνος, σκαρφάλωσε και βγήκε έξω. Έγνεψε στον πατέρα μου χαμογελαστός λέγοντας “Ζέστη έχει σήμερα”, πήδηξε έξω από το πλοίο και εξαφανίστηκε». Ίσως να έφταιγε το φως, αλλά ξαφνικά ο Χάρι είχε την εντύπωση πως ο Μακόρμακ έμοιαζε γέρος. «Ζέστη έχει σήμερα» επανέλαβε ο Μακόρμακ. «Η ανθρώπινη φύση είναι ένα αδιαπέραστο, σκοτεινό δάσος, σερ». Ο Μακόρμακ κατένευσε. «Το έχω ξανακούσει αυτό, Χόλι, και ίσως είναι αληθινό. Προλάβατε να γνωριστείτε καλά με τον Κένσινγκτον, νομίζω. Άκουσα πως η ανάμειξη του Κένσινγκτον σε αυτή την υπόθεση πρέπει να διερευνηθεί. Εσύ τι νομίζεις, Χόλι;» Ο Χάρι κοίταξε το σκούρο παντελόνι του. Ήταν τσαλακωμένο ύστερα από τόσο καιρό που είχε μείνει στη βαλίτσα. Η κηδεία ήταν στις δώδεκα. «Δεν ξέρω τι νομίζω, σερ». Ο Μακόρμακ σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω μπροστά από το παράθυρο, διαδικασία που ο Χάρι γνώριζε πια. «Είμαι αστυνομικός σε όλη μου τη ζωή, Χόλι, αλλά ακόμη κοιτάζω τους συναδέλφους γύρω μου και αναρωτιέμαι: Τι είναι αυτό που τους ωθεί να κάνουν αυτό το πράγμα, να μάχονται τους πολέμους άλλων; Τι είναι αυτό

που τους σπρώχνει; Ποιος θέλει να υποφέρει τόσο για να έχουν οι άλλοι αυτό που θεωρούν δικαιοσύνη; Είναι χαζοί, Χόλι. Εμείς. Είμαστε ευλογημένοι με μια χαζομάρα τόσο μεγάλη, που πι​στεύουμε πως κάτι θα καταφέρουμε. »Μας κάνουν κομμάτια, μας διαλύουν και κάποια μέρα πηδάμε στη θάλασσα από απόγνωση, αλλά στο μεσοδιάστημα νομίζουμε μέσα στην απέραντη χαζομάρα μας ότι κάποιος μας χρειάζεται. Και αν κάποτε μπορέσεις να δεις την αυταπάτη και θελήσεις να την αποκαλύψεις, είναι ήδη πολύ αργά, γιατί είμαστε ήδη αστυνομικοί, είμαστε στα χαρακώματα και δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Μπορούμε μόνο να αναρωτιόμαστε τι στον διάολο συνέβη, ενώ είμαστε εμείς αυτοί που πήραν λάθος απόφαση. Είμαστε καταδικασμένοι να κάνουμε το καλό σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας και καταδικασμένοι να αποτύχουμε. Όμως, η αλήθεια ευτυχώς είναι ένα σχετικό πράγμα. Και είναι ελαστική. Την πλάθουμε και τη διαστρεβλώνουμε μέχρι να τη φέρουμε στα μέτρα μας. Ένα μέρος της, τέλος πάντων. Είναι αρκετό να πιάνουμε κάποιο κάθαρμα πότε πότε, για να καθησυχάζουμε τη συνείδησή μας. Όμως ο καθένας μας ξέρει πως δεν είναι υγιεινό να ασχολείσαι για πολύ με την εξάλειψη των παρασίτων. Πρέπει να δοκιμάσεις και το δικό σου δηλητήριο. »Ποιο είναι το νόημα λοιπόν, Χόλι; Ο άνθρωπος στέκεται

στον πυργίσκο του πολεμικού πλοίου μια ολόκληρη ζωή και τώρα είναι νεκρός. Τι άλλο να πει κανείς; Η αλήθεια είναι κάτι σχετικό. Δεν είναι τόσο εύκολο να καταλάβεις τι μπορεί να κάνει η υπερβολική πίεση σε έναν άνθρωπο, αν δεν το έχεις ζήσει. Έχουμε τους ψυχιάτρους, που προσπαθούν να τραβήξουν τη γραμμή μεταξύ αυτών που είναι άρρωστοι και αυτών που είναι εγκληματίες, αλλά και αυτοί πλάθουν και διαστρεβλώνουν την αλήθεια για να την κάνουν να χωρέσει στα δικά τους θεωρητικά μοντέλα. Έχουμε ένα νομικό σύστημα το οποίο ελπίζουμε, στην καλύτερη περίπτωση, πως μπορεί να απομακρύνει κάποιο επικίνδυνο άτομο από τους δρόμους, και δημοσιογράφους που θέλουν να θεωρούνται ιδεαλιστές, επειδή προσπαθούν να καθιερωθούν και να ανέβουν επαγγελματικά εκθέτοντας άλλους, θεωρώντας πως έτσι εγκαθιστούν κάποιο είδος δικαιοσύνης. Όμως η αλήθεια;» ρώτησε ο Μακόρμακ. «Η αλήθεια είναι πως κανένας δεν ζει έξω από την αλήθεια» συνέχισε ο Μακόρμακ «και γι’ αυτό κανείς δεν νοιάζεται για την αλήθεια. Η αλήθεια που φτιάχνουμε για τον εαυτό μας είναι μόνο το σύνολο αυτών που μας ενδιαφέρουν και ζυγίζονται από τη δύναμη που έχουν». Κοίταξε τον Χάρι στα μάτια. «Έτσι, λοιπόν, ποιος νοιάζεται για την αλήθεια σε σχέση

με τον Άντριου Κένσινγκτον; Ποιον θα εξυπηρετούσαμε αν κατασκευάζαμε μια διαστρεβλωμένη αλήθεια, με επικίνδυνα ψήγματα που δεν ταιριάζουν πουθενά; Ούτε τον αρχηγό της αστυνομίας, ούτε τους πολιτικούς της τοπικής διοίκησης, ούτε όσους αγωνίζονται για την υπόθεση των Αβορίγινων, ούτε το συνδικαλιστικό όργανο των αστυνομικών, ούτε καν τις πρεσβείες μας. Κανέναν! Ή κάνω λάθος;» Ο Χάρι ήθελε να απαντήσει πως ίσως τους γονείς της Ίνγκερ Χόλτερ, αλλά το άφησε. Ο Μακόρμακ στάθηκε κάτω από το πορτρέτο της νεαρής βασίλισσας Ελισάβετ Β΄. «Θα ήθελα αυτά που μου είπες να μείνουν μεταξύ μας, Χόλι. Είμαι σίγουρος πως συμφωνείς ότι είναι καλύτερα έτσι». Ο Χάρι σήκωσε μια μακριά κόκκινη τρίχα από το παντελόνι του. «Το συζήτησα με τον δήμαρχο» είπε ο Μακόρμακ. «Προκειμένου να μην κινηθούν υποψίες, η υπόθεση της Ίνγκερ Χόλτερ θα μείνει στην επικαιρότητα για λίγο ακόμη. Αν δεν μπορέσουμε να βρούμε τίποτα περισσότερο, ύστερα από λίγο ο κόσμος θα μείνει ικανοποιημένος, με την ιδέα πως ο κλόουν σκότωσε τη Νορβηγίδα. Ίσως είναι πιο δύσκολο να βρεθεί ποιος σκότωσε τον κλόουν, όμως πολλά δείχνουν ότι είναι ένα έγκλημα πάθους ή ζήλιας, ίσως κάποιος κρυφός, εγκαταλειμμένος εραστής, ποιος ξέρει; Σε τέτοιες περιπτώσεις οι άνθρωποι μπορούν να δεχτούν ότι ο

ένοχος διαφεύγει. Τίποτα δεν επιβεβαιώνεται ποτέ, βέβαια όμως οι ενδείξεις είναι καθαρές και ύστερα από μερικά χρόνια η υπόθεση ξεχνιέται. Το γεγονός πως υπήρχε ένας κατά συρροή δολοφόνος ελεύθερος ήταν μόνο μια θεωρία την οποία η αστυνομία ερεύνησε κάποια στιγμή, αλλά μετά την εγκατέλειψε». Ο Χάρι σηκώθηκε να φύγει. Ο Μακόρμακ ξερόβηξε. «Γράφω την αναφορά μου για σένα, Χόλι. Θα τη στείλω στον αρχηγό σου στην αστυνομία του Όσλο όταν θα έχεις φύγει. Αύριο αναχωρείς, έτσι δεν είναι;» Ο Χάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και έφυγε.

Η ελαφριά βραδινή αύρα δεν καταπράυνε τον πονοκέφαλό του, ούτε το καθησυχαστικό σκοτάδι έκανε τα πράγματα καλύτερα. Ο Χάρι περιπλανιόταν άσκοπα στους δρόμους. Ένα μικρό ζώο διέσχισε το μονοπάτι μέσα στο πάρκο Χάιντ. Στην αρχή νόμισε πως ήταν μεγάλος αρουραίος, αλλά όταν πέρασε από δίπλα του είδε ότι ήταν ένας τριχωτός μικρός κατεργάρης που τον κοίταξε ενώ τα φώτα του πάρκου αντανακλούσαν στα μάτια του. Ο Χάρι δεν είχε ξαναδεί τέτοιο ζώο, αλλά υπέθεσε ότι ήταν οπόσουμ. Το ζώο δεν φάνηκε να τρομάζει από την παρουσία του, το αντίθετο, οσμιζόταν τον αέρα με περιέργεια και έβγαζε κάτι παράξενες

κραυγές. Ο Χάρι κάθισε ανακούρκουδα: «Αναρωτιέσαι και εσύ τι στο καλό κάνεις μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη πόλη;» ρώτησε. Το ζώο έγειρε λοξά το κεφάλι του αντί γι’ απάντηση. «Τι λες, πάμε στα σπίτια μας αύριο; Εσύ στο δάσος σου κι εγώ στο δικό μου;» Το οπόσουμ το ’βαλε στα πόδια, καθώς δεν ήθελε να το πείσει κανείς να πάει πουθενά. Το σπίτι του ήταν εδώ ακριβώς μέσα στο πάρκο, ανάμεσα στα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους και τους σκουπιδοτενεκέδες. Στο Γουλουμούλου πέρασε μπροστά από ένα μπαρ. Είχε τηλεφωνήσει ο πρέσβης και είχε πει πως θα ξαναπάρει. Η Μπιργκίτα τι σκεφτόταν άραγε; Δεν έλεγε πολλά. Κι εκείνος δεν ρωτούσε πολλά. Δεν είχε πει τίποτα για τα σημερινά γενέθλιά της, ίσως γιατί νόμιζε ότι εκείνος θα πρότεινε καμιά σαχλαμάρα ή θα υπερέβαλλε. Θα της έδινε ένα πολύ ακριβό δώρο ή θα έλεγε πράγματα που δεν ήταν απαραίτητο να πει, μόνο και μόνο επειδή ήταν το τελευταίο βράδυ και βαθιά μέσα του ένιωθε άσχημα που θα έφευγε. «Τι νόημα έχει;» είχε μάλλον σκεφτεί εκείνη. Όπως συνέβη με την Κριστίν όταν γύρισε από την Αγγλία. Είχαν συναντηθεί στο υπαίθριο εστιατόριο του Frognerkafé και η Κριστίν τού είχε πει πως θα έμενε για δυο μήνες. Ήταν ηλιοκαμένη, ήρεμη και χαμογελούσε με το παλιό της

χαμόγελο πάνω από ένα ποτήρι μπίρα, ενώ εκείνος ήξερε ακριβώς τι θα έλεγε και τι θα έκανε. Ήταν σαν να έπαιζες στο πιάνο ένα παλιό τραγούδι που νόμιζες πως είχες ξεχάσει – το κεφάλι ήταν άδειο αλλά τα δάχτυλα ήξεραν τον δρόμο. Είχαν μεθύσει και οι δυο, όμως αυτά που συνέβησαν πριν μεθύσουν ο Χάρι τα θυμόταν καλά. Είχαν πάρει το τραμ μέχρι την πόλη και η Κριστίν είχε παρακάμψει χαμογελαστή την ουρά στο κλαμπ Sardines. Τη νύχτα, ιδρωμένοι από τον χορό, είχαν πάρει ταξί για το Φρόνιερ, είχαν σκαρφαλώσει πάνω από τον φράχτη στην υπαίθρια πισίνα και στην κορυφή της εξέδρας καταδύσεων, δέκα μέτρα πάνω από το έρημο πάρκο, όπου είχαν μοιραστεί ένα μπουκάλι κρασί που είχε φέρει η Κριστίν στην τσάντα της, κοιτάζοντας το Όσλο από ψηλά και λέγοντας ο ένας στον άλλον τι ήθελε να γίνει – πάντα κάτι διαφορετικό από αυτό που είχε πει την προηγούμενη φορά. Ύστερα αγκαλιάστηκαν, πήραν φόρα και πήδηξαν από την εξέδρα. Καθώς έπεφταν, η διαπεραστική στριγκλιά της ηχούσε σαν υπέροχη, ασταμάτητη σειρήνα συναγερμού στ’ αυτιά του. Εκείνος καθόταν στο πεζούλι της πισίνας και γελούσε δυνατά όταν αυτή βγήκε από το νερό και τον πλησίασε με το φουστάνι κολλημένο στο κορμί της. Το επόμενο πρωί είχαν ξυπνήσει σφιχταγκαλιασμένοι στο κρεβάτι του, ιδρωμένοι, ζαλισμένοι και ερεθισμένοι. Εκείνος

είχε ανοίξει την μπαλκονόπορτα και είχε επιστρέψει στο κρεβάτι, μισομεθυσμένος ακόμη και με στύση που εκείνη είχε υποδεχτεί με χαρά. Έκαναν παθιασμένο έρωτα χωρίς να σκεφτούν τίποτα, και η φασαρία που ακουγόταν από τα παιδιά που έπαιζαν έξω στον κήπο πνίγηκε όταν ήχησε ξανά η σειρήνα. Ήταν αμέσως μετά που η Κριστίν είχε κάνει εκείνη την ακατανόητη ερώτηση: «Τι νόημα έχει;». Τι νόημα είχε αφού δεν μπορούσε να υπάρξει τίποτα μεταξύ τους; Αφού εκείνη θα ξαναγύριζε στην Αγγλία, αφού εκείνος ήταν τόσο εγωιστής, αφού ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους και ποτέ δεν επρόκειτο να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά και να μείνουν μαζί; Αφού δεν οδηγούσε πουθενά; «Οι τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες δεν έχουν κάποιο νόημα από μόνες τους;» είχε ρωτήσει ο Χάρι. «Αν βρουν έναν όγκο στο στήθος σου αύριο, τι νόημα θα έχει τότε; Αν κάθεσαι στο σπίτι σου με τα παιδιά σου έχοντας μελανιασμένο μάτι, και ελπίζεις πως ο άντρας σου θα έχει κοιμηθεί πριν πας εσύ να ξαπλώσεις, τι νόημα θα έχει τότε; Είσαι στ’ αλήθεια τόσο σίγουρη πως θα μπορέσεις να κατακτήσεις την ευτυχία με το σπουδαίο σου σχέδιο;» Τον είχε αποκαλέσει αμοραλιστή, ρηχό ηδονιστή και είχε πει πως υπήρχαν κι άλλα πράγματα στη ζωή πέρα από το

πήδημα. «Ξέρω πως θέλεις όλα τα άλλα» είχε πει ο Χάρι «αλλά είναι ανάγκη ό,τι κάνεις να είναι ένα βήμα στον δρόμο προς τη ροζ γαμήλια νιρβάνα σου; Όταν θα κάθεσαι σε κάποιον οίκο ευγηρίας, θα έχεις ξεχάσει το χρώμα του σερβίτσιου που σου πήραν δώρο στον γάμο, αλλά βάζω στοίχημα πως θα θυμάσαι τη βουτιά από τα δέκα μέτρα και τον έρωτα στο πεζούλι της πισίνας μετά». Εκείνη ήταν πιο μποέμ από τους δυο τους, η αντισυμβατική και αυτή που απολάμβανε τη ζωή, όμως τα τελευταία λόγια που είπε πριν βγει από το δωμάτιό του και κοπανήσει την πόρτα πίσω της ήταν ότι δεν καταλάβαινε λέξη απ’ όλα αυτά και ότι ήταν καιρός ο Χάρι να ωριμάσει.

«Ποιο το νόημα;» φώναξε ο Χάρι και ένα περαστικό ζευγάρι στην οδό Χάρμερ γύρισε. Ούτε η Μπιργκίτα ήξερε ποιο ήταν το νόημα; Φοβόταν μήπως τα πράγματα θα έβγαιναν εκτός ελέγχου επειδή εκείνος έφευγε την άλλη μέρα; Ήταν αυτός ο λόγος που είχε προτιμήσει να γιορτάσει τα γενέθλιά της με ένα τηλεφώνημα από τη Σουηδία; Ασφαλώς θα μπορούσε εκείνος να της είχε ζητήσει να βγουν, αλλά, ως γνωστόν, ποιο το νόημα; Ο Χάρι ένιωσε τρομερά κουρασμένος, όμως ήξερε πως δεν

επρόκειτο να κοιμηθεί καθόλου. Έκανε στροφή και πήγε πίσω στο μπαρ. Τα φωτιστικά στο ταβάνι ήταν γεμάτα ψόφια έντομα και κατά μήκος των τοίχων υπήρχαν κουλοχέρηδες. Βρήκε τραπέζι κοντά στο παράθυρο, περίμενε τον σερβιτόρο και αποφάσισε ότι δεν θα παράγγελνε αν δεν ερχόταν κανείς να τον ρωτήσει. Ήθελε μόνο να καθίσει. Ο σερβιτόρος πλησίασε και ρώτησε τον Χάρι τι θα ήθελε. Ο Χάρι κοίταξε για ώρα τον κατάλογο με τα ποτά και παρήγγειλε μια κόκα κόλα. Είχε ζητήσει από την Μπιργκίτα να έρθει στην κηδεία του Άντριου. Εκείνη είχε συμφωνήσει με ένα νεύμα και είχε πει: «Μα, φυσικά». Έβλεπε τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στο τζάμι του παραθύρου και σκεφτόταν πως έπρεπε να ήταν τώρα εκεί ο Άντριου, να έχει κάποιον να συζητήσει την υπόθεση. Αν αυτό που έβλεπε απέναντί του ήταν ένα αστυνομικό κινουμένων σχεδίων στην τηλεόραση, τώρα πιθανόν θα έμπαιναν οι υπότιτλοι, και ενώ ο Χάρι και ο πατέρας του θα τους διάβαζαν, η μητέρα του, που δεν θα είχε καταλάβει το νόημα, θα έκανε ανόητες ερωτήσεις. Αλλά δεν επρόκειτο για κινούμενα σχέδια εδώ, και ήταν ο Χάρι αυτός που δεν είχε καταλάβει το νόημα. Είχε προσπαθήσει ο Άντριου να του πει πως ο Ότο Ρεχτνάγκελ είχε δολοφονήσει την Ίνγκερ Χόλτερ; Και αν ναι, για ποιον λόγο; Πώς δεν κατάφερε ο Χάρι να καταλάβει αυτό

που ο Άντριου ήθελε να τον κάνει να καταλάβει; Η εισαγωγή, οι διφορούμενες αναφορές και τα υπονοούμενα, το φανερό ψέμα για τον μάρτυρα στη Νιμπίν που είχε δει τον Γουάιτ, μήπως ήταν όλα για να αποσπάσουν την προσοχή του από τον Γουάιτ και να τον κάνουν να δει; Ο Άντριου είχε επιδιώξει να μπει στην υπόθεση και να γίνει ομάδα με έναν ξένο, τον οποίο φανταζόταν πως θα είχε υπό τον έλεγχό του. Όμως γιατί ο Άντριου δεν είχε σταματήσει τον Ότο Ρεχτνάγκελ; Τι σχέση υπήρχε ανάμεσα στους δυο τους που χρειαζόταν κι εκείνον, τον Χάρι, ως ενδιάμεσο; Ήταν ο Άντριου και ο Ότο εραστές; Μήπως αυτός ήταν ο λόγος; Ήταν ο Άντριου η αιτία της ερωτικής απογοήτευσης του Ότο; Κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί να σκοτώσει τον Ότο, ακριβώς τη στιγμή που επρόκειτο να συλληφθεί; Μήπως επειδή ο Άντριου είχε κάποιο άλλο σχέδιο, ένα σχέδιο που θα μπορούσε να σταματήσει τον Ότο χωρίς να εκθέσει τον ίδιο ως εραστή; Όπως, για παράδειγμα, να τα παρουσιάσει έτσι ώστε να φανεί πως ο Χάρι ήταν αυτός που εντόπισε τον Ότο, να οργανώσει μια γρήγορη σύλληψη, όπου θα σκότωνε τον Ότο σε αυτοάμυνα ή σε μια απόπειρα απόδρασης εκείνου. Κάτι τέτοιο ίσως. Σ̓ αυτή τη σκέψη ο Χάρι ένιωσε πικρία. Αν ήταν έτσι, ο Ότο ήταν καταδικασμένος από την αρχή. Όμως επειδή ο Άντριου

βρισκόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου όταν έλυσαν το μυστήριο, τα πράγματα προχώρησαν πολύ γρήγορα και το αρχικό σχέδιο δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί. «Δώσε μου δυο μέρες» είχε πει. Ο Χάρι έδιωξε μια μεθυσμένη γυναίκα που πήγε τρικλίζοντας στο τραπέζι του και ήθελε να καθίσει. Όμως γιατί να αυτοκτονήσει ο Άντριου μετά τον φόνο; Θα μπορούσε σίγουρα να την είχε γλιτώσει. Ή όχι; Μήπως επειδή ο φωτιστής τον είχε δει ή επειδή ο Χάρι ήξερε για τη φιλία του με τον Ότο και δεν είχε άλλοθι για την ώρα του φόνου; Διάολε, μήπως ήταν ώρα να κλείσουν λογαριασμοί; Για στάσου! Ο Χάρι με δυσκολία μπορούσε να πιστέψει ότι ο Άντριου θα σκεφτόταν να οργανώσει, για παράδειγμα, τον πυροβολισμό του Ότο σε μια άτυχη προσπάθεια σύλληψης. Μια επιτυχημένη σύλληψη με τον Ότο ζωντανό θα ακολουθούνταν από μια μεγάλη δίκη, με την ανάλογη προβολή από τον Τύπο. Πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες, όπως «Μαύρος αστυνομικός ήταν πρώην εραστής τού κατά συρροή δολοφόνου», με τεράστιες φωτογραφίες από κάτω, και η ζωή δεν θα ήταν ποτέ πια ίδια. Επιπλέον, μπορεί ο Άντριου να κατακλυζόταν από ενοχές, να ένιωθε προσωπική ευθύνη που δεν είχε σταματήσει τον Ότο νωρίτερα, και γι’

αυτό τον τιμώρησε με μια τιμωρία που τα δικαστήρια της Αυστραλίας δεν μπορούν να επιβάλλουν – τον θάνατο. Οι πιθανότητες να οργανώσει ένα φανταστικό ανθρωποκυνηγητό χωρίς μάρτυρες ήταν απολύτως υπαρκτές, όπως επίσης και να καθαρίσει με έναν κανονικό φόνο. Σκυλιά αλυχτούσαν στο στομάχι του Χάρι. Ο Άντριου είχε διακινδυνεύσει παράλογα να προλάβει τον Ότο, πριν τον πιάσουν ο Χάρι και οι άλλοι. Έστεκε όμως το γεγονός πως κάποιος σκοτώνει έναν πρώην εραστή για να κρύψει τη σεξουαλική του παρέκκλιση, σε μια πόλη όπου σχεδόν ο καθένας θεωρείται διαφορετικός μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο; Και αν έστεκε, πώς εν συνεχεία αυτοκτονεί; Ο έντονος πονοκέφαλος του Χάρι είχε επιδεινωθεί και ένιωθε ότι κάποιος χρησιμοποιούσε το κεφάλι του σαν αμόνι. Μέσα στη βροχή από σπίθες πίσω από τα μάτια του, προσπάθησε να συγκεντρωθεί σε μια σκέψη κάθε φορά, όμως διαρκώς έρχονταν καινούργιες και έδιωχναν τις προηγούμενες. Ίσως ο Μακόρμακ να είχε δίκιο – ίσως να ήταν απλώς μια πολύ ζεστή μέρα για μια ταραγμένη ψυχή. Ο Χάρι δεν μπορούσε καν να σκεφτεί την εναλλακτική εκδοχή: Ότι υπήρχαν κι άλλα. Ότι ο Άντριου Κένσινγκτον είχε χειρότερα πράγματα να κρύψει και περισσότερα από τα οποία

ήθελε να ξεφύγει, πέρα από το ευκαιριακό σεξ με έναν άντρα. Μια σκιά έπεσε πάνω του και ο Χάρι σήκωσε τα μάτια του. Το κεφάλι του σερβιτόρου έκρυβε το φως και στη σιλουέτα του ο Χάρι νόμιζε πως θα έβλεπε τη μελανή γλώσσα του Άντριου να κρέμεται έξω από το στόμα του. «Κάτι άλλο, σερ;» «Βλέπω πως έχετε ένα ποτό που λέγεται Μαύρο Φίδι…» «Jim Beam και κόκα κόλα». Τα σκυλιά στο στομάχι του είχαν φρενιάσει. «Φίνα. Ένα διπλό Μαύρο Φίδι χωρίς κόκα κόλα».

Ο Χάρι είχε χαθεί. Μπροστά του υπήρχαν σκαλιά, πίσω του νερό κι άλλα σκαλιά. Το χάος εξαπλωνόταν, τα κατάρτια στο λιμάνι έστριβαν αποδώ κι αποκεί, και εκείνος δεν είχε ιδέα πώς είχε καταλήξει σε αυτά τα σκαλιά. Αποφάσισε να ανέβει. «Προς τα μπρος και πάνω» έλεγε πάντοτε ο πατέρας του. Δεν ήταν εύκολο, αλλά στηριζόταν στους τοίχους και κατάφερε να ανέβει. Λεωφόρος Τσάλις έγραφε σε μια ταμπέλα, πράγμα που δεν του θύμιζε τίποτα, κι έτσι συνέχισε να ανεβαίνει ίσια μπροστά. Προσπάθησε να κοιτάξει το ρολόι του όμως δεν το έβρισκε. Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και έρημοι και ο Χάρι συμπέρανε πως ήταν αργά. Ανέβηκε κι άλλα σκαλιά, σκέφτηκε ότι αρκετά είχε ανέβει και έστριψε αριστερά

στην οδό Μακλέι. Πρέπει να είχε περπατήσει πολύ, μια και οι πατούσες του είχαν ιδρώσει. Ή μήπως έτρεχε; Το σχίσιμο στο αριστερό γόνατο του παντελονιού του μαρτυρούσε ένα πιθανό πέσιμο. Πέρασε μπροστά από μπαρ και εστιατόρια, αλλά όλα ήταν κλειστά. Ακόμα και τόσο αργά, θα έπρεπε κάτι να έβρισκε να πιει σε μια τόσο μεγάλη πόλη όπως το Σίδνεϊ. Κατέβηκε από το πεζοδρόμιο και έκανε νόημα σε ένα ταξί που ήταν ελεύθερο. Ο οδηγός φρενάρισε, όμως ύστερα άλλαξε γνώμη και προχώρησε στον δρόμο. Διάολε, τόσο χάλια φαίνομαι, σκέφτηκε ο Χάρι και γέλασε μόνος του. Προχωρώντας στον δρόμο άρχισε να συναντάει ανθρώπους, να ακούει φασαρία, φωνές, αυτοκίνητα και μουσική, και όταν έστριψε τη γωνία αναγνώρισε πού βρισκόταν. Για καλή του τύχη, είχε φτάσει στο Κινγκς Κρος. Η οδός Ντάρλινγκχερστ απλωνόταν μπροστά του με φώτα και φασαρία. Τώρα είχε πολλές επιλογές. Στο πρώτο μπαρ που δοκίμασε να μπει δεν του επέτρεψαν την είσοδο, όμως του το επέτρεψαν σε ένα μικρό κινέζικο καταγώγιο, όπου του σέρβιραν ουίσκι σε ένα ψηλό πλαστικό ποτήρι. Ήταν στριμωγμένα και σκοτεινά εκεί μέσα, ενώ επικρατούσε πανδαιμόνιο από όλα τα αυτόματα μηχανήματα παιχνιδιών. Έτσι ξαναβγήκε στον δρόμο, αφού άδειασε το ποτήρι του.

Πιάστηκε από έναν στύλο του ηλεκτρικού και κοίταζε τα αυτοκίνητα να κυλούν μπροστά του, προσπαθώντας να απωθήσει μια αμυδρή ανάμνηση ότι είχε ξεράσει στο δάπεδο ενός μπαρ νωρίτερα. Εκεί που στεκόταν ένιωσε κάποιον να τον χτυπάει ελαφρά στην πλάτη. Γύρισε και είδε ένα τεράστιο κόκκινο στόμα, που όταν άνοιξε φάνηκε το κενό από έναν κυνόδοντα που έλειπε. «Άκουσα για τον Άντριου. Λυπάμαι» είπε. Μετά συνέχισε να μασάει τσίχλα. Ήταν η Σάντρα. Ο Χάρι προσπάθησε να πει κάνα δυο κουβέντες, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά με την άρθρωσή του, γιατί η Σάντρα τον κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει. «Είσαι ελεύθερη;» κατάφερε να αρθρώσει επιτέλους. Η Σάντρα γέλασε. «Είμαι, αλλά δεν νομίζω πως θα τα καταφέρεις». «Είναι όρος αυτό;» ψέλλισε ο Χάρι ύστερα από προσπάθεια. Η Σάντρα κοίταξε τριγύρω. Το βλέμμα του Χάρι διέκρινε ένα γυαλιστερό κοστούμι στις σκιές. Ο Τέντι Μονγκάμπι δεν ήταν μακριά. «Κοίτα, δουλεύω τώρα. Καλύτερα να πας σπίτι να πάρεις κανέναν υπνάκο και να μιλήσουμε αύριο». «Μπορώ να πληρώσω» είπε ο Χάρι και έβγαλε το

πορτοφόλι του. «Βάλ’ το πίσω αυτό!» είπε η Σάντρα και έβαλε το πορτοφόλι του πίσω στην τσέπη του. «Θα έρθω μαζί σου και μπορείς να με πληρώσεις, αλλά όχι εδώ, ΟΚ;» «Πάμε στο ξενοδοχείο μου, είναι εδώ δίπλα, το ξενοδοχείο Crescent» είπε ο Χάρι. Η Σάντρα ανασήκωσε τους ώμους της. «Ό,τι πεις». Στον δρόμο πέρασαν από μια κάβα, όπου ο Χάρι αγόρασε δυο μπουκάλια Jim Beam. Ο νυχτερινός θυρωρός του Crescent κοίταξε διερευνητικά τη Σάντρα, από την κορφή ως τα νύχια. Ήταν έτοιμος να πει κάτι, όμως ο Χάρι τον πρόλαβε. «Δεν έχεις ξαναδεί μυστική αστυνομικίνα ποτέ;» Ο θυρωρός, ένας νεαρός κοστουμαρισμένος Ασιάτης, χαμογέλασε αβέβαια. «Λοιπόν, ξέχασε ότι την είδες και δώσε μου το κλειδί μου, σε παρακαλώ. Έχουμε δουλειά να κάνουμε». Ο Χάρι αμφισβητούσε το κατά πόσον ο θυρωρός είχε πειστεί από την πρόφαση που με κόπο είχε αρθρώσει, ωστόσο του έδωσε το κλειδί χωρίς άλλες αντιρρήσεις. Στο δωμάτιο ο Χάρι άνοιξε το μίνι μπαρ και έβγαλε ό,τι αλκοολούχο ποτό υπήρχε. «Εγώ θα πιω αυτό» είπε και ξεχώρισε ένα μπουκάλι μινιατούρα Jim Beam. «Πάρε τα υπόλοιπα».

«Πρέπει να αγαπάς πολύ το ουίσκι» είπε η Σάντρα και άνοιξε μια μπίρα. Ο Χάρι την κοίταξε και έμοιαζε κάπως μπερδεμένος. «Πρέπει;» ρώτησε. «Άλλοι προτιμούν ποικιλία στο δηλητήριο. Έτσι, για αλλαγή». «Α, ναι; Πίνεις;» Η Σάντρα δίστασε. «Όχι, για να πω την αλήθεια. Προσπαθώ να χάσω βάρος και κάνω δίαιτα». «Όχι, για να πω την αλήθεια» επανέλαβε ο Χάρι. «Δεν ξέρεις λοιπόν για τι πράγμα μιλάς. Είδες το Leaving Las Vegas με τον Νίκολας Κέιτζ;» «Τι;» «Ξέχνα το. Υποτίθεται πως ήταν για έναν αλκοολικό που αποφάσισε να πεθάνει πίνοντας. Αυτό θα το πίστευα. Το πρόβλημα ήταν πως ο τύπος έπινε ό,τι έβρισκε. Τζιν, βότκα, ουίσκι, κονιάκ… τα πάντα. Πράγμα που δικαιολογείται αν δεν υπάρχει επιλογή. Ωστόσο αυτός ο τύπος βρισκόταν στο καλύτερα εξοπλισμένο με αλκοόλ σημείο του Λας Βέγκας, είχε απίστευτα λεφτά και καμιά προτίμηση, καμιά γαμημένη προτίμηση! Εγώ δεν γνώρισα ποτέ κανέναν αλκοολικό που αδιαφορεί για το τι πίνει. Όταν βρεις το δηλητήριό σου, κολλάς σε αυτό. Ακόμα και για Όσκαρ προτάθηκε».

Ο Χάρι έριξε το κεφάλι πίσω, άδειασε το μπουκαλάκι και πήγε να ανοίξει την μπαλκονόπορτα. «Και πώς πήγε;» ρώτησε η Σάντρα. «Πέθανε από το ποτό» είπε ο Χάρι. «Εννοώ, κέρδισε το Όσκαρ;» «Πάρε ένα από τα μπουκάλια που αγόρασα και έλα εδώ. Θέλω να καθίσουμε στο μπαλκόνι με θέα στην πόλη. Μόλις είχα ένα déjà vu». Η Σάντρα πήρε δυο ποτήρια και το μπουκάλι και κάθισε δίπλα του με την πλάτη στον τοίχο. «Ας ξεχάσουμε για λίγο τι έκανε αυτός ο μπάσταρδος όταν ζούσε. Ας πιούμε στον Άντριου Κένσινγκτον». Ο Χάρι γέμισε τα ποτήρια. Κάθονταν και έπιναν σιωπηλοί. Ο Χάρι έβαλε τα γέλια. «Πάρε για παράδειγμα εκείνον τον τύπο από το συγκρότημα The Band, τον Ρίτσαρντ Μάνιουελ. Είχε σοβαρά προβλήματα, όχι μόνο με το ποτό αλλά με… με τη ζωή. Στο τέλος δεν άντεξε, κρεμάστηκε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Στο σπίτι του βρήκαν δυο χιλιάδες μπουκάλια, όλα ίδιας μάρκας – Grand Marnier. Αυτό μόνο. Καταλαβαίνεις; Γαμημένο λικέρ πορτοκάλι! Να λοιπόν κάποιος που βρήκε το δηλητήριό του. Ο Νίκολας Κέιτζ – χα! Ζούμε σε ένα παράξενο σύμπαν…» Έδειξε με το χέρι του τον έναστρο νυχτερινό ουρανό του

Σίδνεϊ και ήπιαν λίγο ακόμα. Τα μάτια του Χάρι είχαν αρχίσει να κλείνουν όταν η Σάντρα ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλό του. «Άκου, Χάρι, πρέπει να γυρίσω στη δουλειά. Νομίζω πως είσαι έτοιμος για ύπνο». «Πόσο κοστίζει μια ολόκληρη νύχτα;» Ο Χάρι γέμισε ξανά το ποτήρι του με ουίσκι. «Δεν νομίζω…» «Μείνε. Ας τελειώσουμε το ποτό κι ύστερα θα το κάνουμε. Σου υπόσχομαι να είμαι γρήγορος» γέλασε νευρικά ο Χάρι. «Όχι, Χάρι, φεύγω». Η Σάντρα σηκώθηκε και στάθηκε με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος. Ο Χάρι προσπάθησε να σταθεί όρθιος, έχασε την ισορροπία του και έκανε δυο βήματα πίσω προς το κάγκελο του μπαλκονιού πριν τον πιάσει η Σάντρα. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τους λεπτούς ώμους της, έγειρε βαρύς πάνω της και ψιθύρισε: «Δεν μπορείς να με φροντίσεις απόψε, Σάντρα; Μόνο απόψε. Για χάρη του Άντριου. Τι λέω τώρα; Για χάρη μου». «Ο Τέντι θα αρχίσει να αναρωτιέται πού…» «Ο Τέντι θα πάρει τα λεφτά του και θα κρατήσει το στόμα του κλειστό. Σε παρακαλώ». Η Σάντρα δίστασε, αλλά ύστερα είπε με έναν αναστεναγμό: «Εντάξει. Μα ας βγάλουμε αυτά τα κουρέλια από πάνω σου, κύριε Χόλι».

Τον οδήγησε στο κρεβάτι, του έβγαλε τα παπούτσια και κατέβασε το παντελόνι του. Ως εκ θαύματος, κατάφερε να ξεκουμπώσει μόνος του το πουκάμισό του. Η μίνι φούστα της Σάντρα βγήκε από το κεφάλι της αστραπιαία. Ήταν ακόμα πιο αδύνατη χωρίς ρούχα, οι ώμοι και οι γοφοί της προεξείχαν και τα πλευρά της ήταν σαν τάβλα κάτω από τα μικρά της στήθη. Όταν γύρισε να σβήσει τα φώτα του δωματίου, ο Χάρι είδε πως είχε μελανιές στην πλάτη και στους γλουτούς της. Ξάπλωσε δίπλα του και χάιδεψε το άτριχο στέρνο και την κοιλιά του. Η Σάντρα μύριζε ελαφρώς ιδρώτα και σκόρδο. Ο Χάρι κοίταζε το ταβάνι. Αναρωτιόταν πώς στην κατάσταση που βρισκόταν μπορούσε να είχε την αίσθηση της όσφρησης. «Η μυρωδιά» είπε «είναι δική σου ή των αντρών με τους οποίους πλάγιασες απόψε;» «Και τα δύο, φαντάζομαι» απάντησε η Σάντρα. «Σε πειράζει;» «Όχι» είπε ο Χάρι, χωρίς να είναι σίγουρος αν εκείνη εννοούσε τη μυρωδιά ή τους άλλους άντρες. «Είσαι σκνίπα, Χάρι, δεν χρειάζεται να…» «Πιάσε» είπε ο Χάρι, πήρε το ζεστό, ιδρωμένο της χέρι και το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του. Η Σάντρα γέλασε. «Θεούλη μου! Κι η μάνα μου μου έλεγε πως οι άντρες που

πίνουν έχουν μόνο τα λόγια μεγάλα». «Μ̓ εμένα συμβαίνει το αντίθετο» είπε ο Χάρι. «Το αλκοόλ παραλύει τη γλώσσα μου αλλά ζωντανεύει το μαραφέτι μου. Είναι αλήθεια. Δεν ξέρω γιατί, όμως πάντα έτσι γίνεται». Η Σάντρα κάθισε πάνω του, έβγαλε το αραχνοΰφαντο σλιπ της και τον τράβηξε μέσα της χωρίς πολλά πολλά. Την έβλεπε να χοροπηδάει πάνω του. Συνάντησε το βλέμμα του, του χαμογέλασε και κοίταξε αλλού. Ήταν το είδος του χαμόγελου που έχεις όταν στέκεσαι στο τραμ και άθελά σου καρφώνεις τα μάτια σου σε κάποιον παρατεταμένα. Ο Χάρι έκλεισε τα μάτια του, άκουγε το ρυθμικό τρίξιμο του κρεβατιού και σκεφτόταν: δεν ήταν ακριβώς όπως το είχε πει. Το αλκοόλ παραλύει. Η ευαισθησία που τον έκανε να νομίζει πως θα είναι γρήγορος, όπως είχε υποσχεθεί, είχε εξανεμιστεί. Η Σάντρα μοχθούσε πάνω κάτω απτόητη, καθώς οι σκέψεις του Χάρι γλίστρησαν κάτω από τα σεντόνια, έξω από το κρεβάτι και έξω από το παράθυρο. Ταξίδεψε κάτω από έναν αναποδογυρισμένο έναστρο ουρανό, διέσχισε τη θάλασσα, μέχρι που έφτασε σε μια παραλία που ήταν μόνο μια λωρίδα λευκής άμμου. Όταν κατέβηκε πιο χαμηλά, είδε το κύμα να σπάει στην παραλία και όταν πλησίασε περισσότερο κατάλαβε πως ήταν

σε μια πόλη που είχε ξαναπάει, ενώ ένα κορίτσι που ήξερε ήταν ξαπλωμένο στην άμμο. Κοιμόταν, κι εκείνος προσγειώθηκε ήσυχα δίπλα της για να μην την ξυπνήσει. Ύστερα ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια του. Όταν ξύπνησε, ο ήλιος έδυε και ήταν μόνος. Στον δρόμο πίσω του περπατούσαν άνθρωποι που νόμιζε ότι τους ήξερε. Του φάνηκε ότι κάποιοι ήταν από ταινίες που είχε δει. Μερικοί φορούσαν γυαλιά ηλίου και κρατούσαν από το λουρί μικρά, αδύνατα σκυλιά, μπροστά από ψηλές προσόψεις ξενοδοχείων που διαγράφονταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ο Χάρι κατέβηκε μέχρι την άκρη του νερού και ήταν έτοιμος να βουτήξει, όταν είδε πως η θάλασσα ήταν γεμάτη τσούχτρες. Ήταν σκορπισμένες στην επιφάνεια και τέντωναν τις μακριές, κόκκινες κλωστές τους, ενώ στον διάφανο καθρέφτη του κορμού τους διέκρινε περιγράμματα προσώπων. Πέρασε μια βάρκα. Πλησίαζε όλο και πιο κοντά και ξαφνικά ο Χάρι ξύπνησε. Η Σάντρα τον σκουντούσε. «Κάποιος είναι απέξω!» ψιθύρισε. Ο Χάρι άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα. «Ο διάολος να πάρει τον ρεσεψιονίστα!» είπε, πετάχτηκε πάνω με ένα μαξιλάρι μπροστά του και άνοιξε την πόρτα. Ήταν η Μπιργκίτα. «Γεια!» είπε αλλά το χαμόγελό της πάγωσε όταν είδε την αγωνία στο πρόσωπο του Χάρι. «Τι συμβαίνει; Συμβαίνει

τίποτα κακό, Χάρι;» «Ναι» είπε ο Χάρι. «Συμβαίνει κάτι κακό». Ένιωθε τον σφυγμό του να σφυροκοπάει και το κεφάλι του να έχει αδειάσει. «Γιατί είσαι εδώ;» «Δεν τηλεφώνησαν οι γονείς μου. Περίμενα πολύ και ύστερα τηλεφώνησα σπίτι, αλλά κανείς δεν το σήκωσε. Μάλλον έκαναν λάθος στην ώρα και πήραν όταν ήμουν στη δουλειά. Η θερινή ώρα, βλέπεις. Πρέπει να μπερδεύτηκαν με τη διαφορά της ώρας. Τυπικό χαρακτηριστικό του μπαμπά μου». Μιλούσε γρήγορα και ήταν φανερό πως προσπαθούσε να συμπεριφερθεί σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο να στέκεται στον διάδρομο ενός ξενοδοχείου μέσα στη νύχτα, συζητώντας για ασήμαντα πράγματα με έναν άντρα που φαινόταν πως δεν θα την άφηνε να μπει στο δωμάτιο. Στάθηκαν και κοιτάζονταν. «Έχεις κάποιον μέσα;» ρώτησε εκείνη. «Ναι» είπε ο Χάρι. Ακούστηκε σαν ξερόκλαδο που έσπαζε το χαστούκι που του έδωσε. «Είσαι μεθυσμένος!» του φώναξε με δάκρυα στα μάτια. «Άκου, Μπιργκίτα…» Τον έσπρωξε με δύναμη μέσα στο δωμάτιο και

ακολούθησε κι εκείνη από πίσω. Η Σάντρα είχε ήδη φορέσει τη μίνι φούστα της, καθόταν στο κρεβάτι και έβαζε τα παπούτσιά της. Η Μπιργκίτα διπλώθηκε σαν να την είχε πιάσει ξαφνικά πόνος στην κοιλιά. «Πόρνη!» στρίγκλισε. «Καλά το κατάλαβες» είπε η Σάντρα στεγνά. Αντιμετώπιζε τη σκηνή πολύ πιο ατάραχη από τους άλλους δύο και ήταν έτοιμη για άμεση αποχώρηση. «Μάζεψε τα πράγματά σου και χάσου από εδώ!» κραύγασε η Μπιργκίτα με πνιγμένη φωνή και πέταξε στη Σάντρα την τσάντα της, που ήταν στην καρέκλα. Προσγειώθηκε στο κρεβάτι, όπου αναποδογύρισε και άδειασε. Ο Χάρι στεκόταν στη μέση του δωματίου, γυμνός και παραπαίοντας, και με έκπληξη είδε ένα πεκινουά να κάθεται στο κρεβάτι. Δίπλα στο τριχωτό ζώο υπήρχαν μια βούρτσα για τα μαλλιά, τσιγάρα, κλειδιά, ένα κομμάτι πράσινος κρυπτονίτης που λαμπύριζε και η μεγαλύτερη συλλογή προφυλακτικών που είχε δει ποτέ του ο Χάρι. Η Σάντρα ανοιγόκλεισε με απόγνωση τα μάτια της, άρπαξε το πεκινουά από το λουρί και το έχωσε πάλι μέσα στην τσάντα. «Τι θα γίνει με τα λεφτά, γλύκα;» Ο Χάρι δεν κουνήθηκε, μόνο σήκωσε το παντελόνι του και έβγαλε το πορτοφόλι του. Η Μπιργκίτα είχε σωριαστεί σε μια καρέκλα και για λίγο το μόνο που ακουγόταν ήταν το

χαμηλόφωνο μέτρημα της Σάντρα και οι πνιγμένοι λυγμοί της Μπιργκίτα. «Την έκανα» είπε η Σάντρα όταν πήρε τα χρήματα, και βγήκε από την πόρτα. «Περίμενε!» είπε ο Χάρι, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Η πόρτα έκλεισε με θόρυβο πίσω της. «Περίμενε!» φώναξε η Μπιργκίτα. «Είπες περίμενε;» ούρλιαξε και πετάχτηκε από την καρέκλα. «Ακόλαστε, ανήθικε, μπεκρούλιακα του κερατά! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα…» Ο Χάρι προσπάθησε να την αγκαλιάσει, όμως εκείνη τον έσπρωξε και απομακρύνθηκε. Στάθηκαν απέναντι και κοιτάζονταν σαν παλαιστές. Η Μπιργκίτα ήταν σαν υπνωτισμένη. Τα μάτια της γυάλιζαν γεμάτα μίσος και το στόμα της έτρεμε από οργή. Ο Χάρι σκέφτηκε πως αν είχε ποτέ την ευκαιρία να τον σκοτώσει, θα το έκανε τότε και εκεί, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. «Μπιργκίτα, εγώ…» «Πιες μέχρι να πας στην κόλαση και χάσου από τη ζωή μου!» Έκανε στροφή και έφυγε σαν τρελή. Τραντάχτηκε όλο το δωμάτιο καθώς κοπάνησε την πόρτα. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από τη ρεσεψιόν. «Τι συμβαίνει, κύριε Χόλι; Η κυρία από το διπλανό δωμάτιο

τηλεφώνησε και…» Ο Χάρι κρέμασε το ακουστικό. Ξαφνικά τον κατέλαβε μια άγρια, ανεξέλεγκτη λύσσα και άρχισε να ψάχνει γύρω του κάτι να σπάσει. Άρπαξε το μπουκάλι με το ουίσκι από το τραπέζι και ήταν έτοιμος να το πετάξει στον τοίχο, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Μια ζωή εξάσκηση του αυτοελέγχου, σκέφτηκε, άνοιξε το μπουκάλι και το έφερε στο στόμα του.

Ακούστηκε το κροτάλισμα κλειδιών και ο Χάρι ξύπνησε από την πόρτα που άνοιξε. «Δεν χρειάζομαι τίποτα. Ελάτε αργότερα, παρακαλώ!» φώναξε ο Χάρι γερμένος στο μαξιλάρι. «Κύριε Χόλι, έρχομαι εκ μέρους της διεύθυνσης του ξενοδοχείου». Ο Χάρι γύρισε πλευρό. Δυο κοστουμαρισμένοι τύποι είχαν μπει στο δωμάτιο. Στέκονταν διακριτικά κάπως απόμακρα, όμως φαίνονταν πολύ αποφασισμένοι. Ο Χάρι αναγνώρισε τον έναν: ήταν αυτός που βρισκόταν στη ρεσεψιόν το προηγούμενο βράδυ. Ο άλλος συνέχισε: «Παραβιάσατε τους κανόνες του ξενοδοχείου. Λυπάμαι, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να σας ζητήσουμε να τακτοποιήσετε τον λογαριασμό σας όσο το δυνατόν

γρηγορότερα και να αδειάσετε το δωμάτιο, κύριε Χόλι». «Τους κανόνες του ξενοδοχείου;» Ο Χάρι ένιωθε έτοιμος να ξεράσει. Το κοστούμι ξερόβηξε. «Φέρατε στο δωμάτιό σας μια κυρία που υποψιαζόμαστε πως είναι… εεε… εκδιδόμενη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ξυπνήσατε και όλους τους άλλους ενοίκους στον όροφό σας με τον θόρυβο που κάνατε. Είμαστε ευπρεπές ξενοδοχείο και δεν μπορούμε να ανεχτούμε τέτοιες συμπεριφορές. Είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνετε, κύριε Χόλι». Ο Χάρι έβγαλε ένα γρύλισμα δυσαρέσκειας αντί για απάντηση και γύρισε την πλάτη του. «Μάλιστα, κύριε αντιπρόσωπε της διεύθυνσης του ξενοδοχείου. Έτσι κι αλλιώς, φεύγω σήμερα. Αφήστε με να κοιμηθώ εν ειρήνη μέχρι τότε». «Έπρεπε ήδη να είχατε φύγει, κύριε Χόλι» είπε ο ρεσεψιονίστας. Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. Ήταν δύο και τέταρτο. «Προσπαθήσαμε να σας ξυπνήσουμε». «Το αεροπλάνο μου…» είπε ο Χάρι και προσπάθησε να κατεβεί από το κρεβάτι. Ύστερα από δύο προσπάθειες πάτησε σε στέρεο έδαφος και κατάφερε να σηκωθεί. Είχε ξεχάσει ότι ήταν γυμνός, ενώ ο ρεσεψιονίστας και ο θυρωρός υποχώρησαν σαστισμένοι. Ζαλίστηκε, είδε το ταβάνι να

γυρίζει από πάνω του και κάθισε πίσω, στην άκρη του κρεβατιού. Ύστερα έσκυψε και ξέρασε.

ΜΠΟΥΜΠΟΥΡ ————

14

ΕΝΑΣ ΡΕΣΕΨΙΟΝΙΣΤΑΣ, ΔΥΟ ΜΠΡΑΒΟΙ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΤΥΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΠΙΝΤΙ

Ο

σερβιτόρος στο Bourbon & Beef πήρε από μπροστά του τα ανέγγιχτα αυγά μπένεντικτ και κοίταξε με συμπόνια τον πελάτη. Εδώ και μία εβδομάδα ερχόταν κάθε πρωί, διάβαζε την εφημερίδα και έτρωγε το πρωινό του. Μερικές μέρες φαινόταν κουρασμένος, είναι η αλήθεια, αλλά ο σερβιτόρος δεν τον είχε ξαναδεί τόσο χάλια όσο σήμερα. Επιπλέον, πήγε για πρωινό στις δυόμισι μετά το μεσημέρι. «Δύσκολη νύχτα, σερ;» Ο πελάτης καθόταν στο τραπέζι με τη βαλίτσα του δίπλα και κοίταζε το κενό, αξύριστος και με κόκκινα μάτια.

«Ναι, ναι, δύσκολη νύχτα. Έκανα… πολλά». «Τόσο το καλύτερο για εσάς, σερ. Γι’ αυτό είναι το Κινγκς Κρος. Τίποτε άλλο, σερ;» «Όχι, ευχαριστώ. Πρέπει να προλάβω το αεροπλάνο». Ο σερβιτόρος άκουγε περίλυπος. Είχε αρχίσει να συμπαθεί τον ήρεμο Νορβηγό, που φαινόταν λίγο μοναχικός αλλά ήταν φιλικός και έδινε γενναιόδωρα φιλοδωρήματα. «Ναι, είδα τη βαλίτσα. Αν αυτό σημαίνει πως είναι η τελευταία φορά που σας βλέπουμε, σερ, τότε κερνάω εγώ το πρωινό. Είσαστε σίγουρος ότι δεν μπορώ να σας προσφέρω ένα ουίσκι, ένα Jack Daniels; Ένα για τον δρόμο, σερ;» Ο Νορβηγός τον κοίταξε έκπληκτος. Λες και ο σερβιτόρος είχε προτείνει κάτι που εκείνος, ο πελάτης, δεν είχε καταφέρει να σκεφτεί μόνος του και το οποίο, καταλάβαινε τώρα, ήταν αυτονόητο από την αρχή. «Κάν’ το διπλό, παρακαλώ».

Ο ιδιοκτήτης του Springfield Lodge λεγόταν Τζο και ήταν ένας υπέρβαρος, συμπαθητικός τύπος, που συντηρούσε με σύνεση και οικονομία το μικρό και παλιό ξενοδοχείο του στο Κινγκς Κρος για σχεδόν είκοσι χρόνια. Δεν ήταν ούτε καλύτερο ούτε χειρότερο από οποιοδήποτε άλλο από τα φτηνά ξενοδοχεία της περιοχής και ο Χάρι δεν είχε κανένα

παράπονο. Ένας από τους λόγους ήταν πως ο Τζο ήταν άνετος τύπος. Ένας άλλος ήταν πως πάντα επέμενε οι πελάτες να βλέπουν το δωμάτιο πριν το νοικιάσουν και πως τους έκοβε πέντε δολάρια αν πλήρωναν για περισσότερο από μία νύχτα. Ένας τρίτος και ίσως ο σημαντικότερος λόγος ήταν πως είχε καταφέρει να κρατήσει μακριά περιπλανώμενους τύπους, μπεκρήδες, πρεζάκηδες και πόρνες… Ακόμα και οι ανεπιθύμητοι πελάτες δυσκολεύονταν να αντιπαθήσουν τον Τζο. Γιατί στο Springfield Lodge κανένας δεν αντιμετωπιζόταν με άγριες ματιές ή φωνές που τον έδιωχναν. Μόνο με ένα απολογητικό χαμόγελο, με την πληροφορία πως το ξενοδοχείο ήταν γεμάτο δυστυχώς, αλλά μπορεί να υπήρχαν κάποιες ακυρώσεις την επόμενη εβδομάδα και ήταν ευπρόσδεκτοι να επιστρέψουν. Χάρη στην ιδιαίτερη ικανότητα να διαβάζει τα πρόσωπα και στη γρήγορη και σίγουρη κατηγοριοποίηση των υποψηφίων, έκανε την επιλογή του χωρίς δισταγμό ή ανησυχία, με αποτέλεσμα σπάνια να υπάρξει πρόβλημα με κάποιους καβγατζήδες τύπους. Μόνο ελάχιστες φορές είχε πέσει έξω ο Τζο στην εκτίμησή του για κάποιον υποψήφιο πελάτη, και αυτές τις φορές το είχε μετανιώσει πικρά. Θυμήθηκε κάνα δυο από αυτές τις περιπτώσεις καθώς ζύγιζε τις αντιφατικές εντυπώσεις που του έδινε ο ψηλός,

ξανθός άντρας μπροστά του. Τα απλά, καλής ποιότητας ρούχα του έδειχναν ότι είχε χρήματα, αλλά δεν ένιωθε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να τα ξοδέψει. Το γεγονός πως ήταν ξένος ήταν υπέρ του, γιατί συνήθως οι Αυστραλοί ήταν αυτοί που δημιουργούσαν προβλήματα. Αυτοί που ταξίδευαν με σακίδια στην πλάτη έκαναν πολλές φορές ξέφρενα πάρτι και έκλεβαν τις πετσέτες από τα δωμάτια, όμως αυτός εδώ είχε βαλίτσα, που μάλιστα ήταν σε καλή κατάσταση, πράγμα που έδειχνε ότι ο τύπος δεν ήταν περιπλανώμενος. Είναι αλήθεια πως ήταν αξύριστος, ωστόσο ήταν οφθαλμοφανές ότι πρόσφατα είχε επισκεφθεί κάποιο κουρείο. Τα νύχια του ήταν καθαρά και περιποιημένα και οι κόρες των ματιών του είχαν σχετικά φυσιολογικές διαστάσεις. Η σύνοψη όλων αυτών των εντυπώσεων και το γεγονός πως ο τύπος είχε μόλις ακουμπήσει μια κάρτα VISA στον πάγκο, μαζί με την αστυνομική ταυτότητα από τη νορβηγική αστυνομία, συνέβαλαν ώστε το «λυπάμαι αλλά…» να κολλήσει στον λαιμό του. Γιατί δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο άνθρωπος ήταν μεθυσμένος. Λιώμα. «Γνωρίζω ότι ξέρεις πως έχω πιει μερικά ποτήρια» κατάφερε να αρθρώσει ο άντρας σε απρόσμενα καλά αγγλικά, όταν είδε τον δισταγμό του Τζο. «Ας πούμε πως τρελαίνομαι

μέσα στο δωμάτιο. Μου τη δίνει και βγαίνω εκτός εαυτού. Σπάω την τηλεόραση και τον καθρέφτη του μπάνιου και ξερνάω πάνω στο χαλί. Έχει ξανασυμβεί. Αν προκαταβάλω χίλια δολάρια, καλύπτεσαι; Εν πάση περιπτώσει, σκοπεύω να είμαι συνέχεια τόσο σκνίπα, που δεν θα καταφέρω να κάνω θόρυβο και να ενοχλήσω τους άλλους ένοικους ή να εμφανιστώ καν στη ρεσεψιόν ή στους διαδρόμους». «Φοβάμαι πως είμαστε γεμάτοι αυτή την εβδομάδα. Ίσως…» «Ο Γκρεγκ από το Bourbon & Beef μου σύστησε το ξενοδοχείο σας, μου ζήτησε μάλιστα να δώσω τους χαιρετισμούς του στον Τζο. Εσύ είσαι;» Ο Τζο τον κοίταξε παρατεταμένα. «Μη με κάνεις να το μετανιώσω» του είπε και του έδωσε το κλειδί του δωματίου 73.

«Παρακαλώ;» «Γεια σου, Μπιργκίτα, είμαι ο Χάρι. Ήθελα…» «Έχω επισκέπτη, Χάρι, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή». «Ήθελα μόνο να σου πω πως δεν…» «Άκουσέ με, Χάρι. Δεν είμαι θυμωμένη και δεν έγινε τίποτα. Ευτυχώς, ένας άντρας που ξέρεις μόλις λίγο περισσότερο από μία εβδομάδα δεν μπορεί να σε πληγώσει

εύκολα, αλλά θα προτιμούσα να μη με ξαναπάρεις. ΟΚ;» «Εεε… όχι… τελικά δεν είναι…» «Όπως είπα, έχω επισκέπτη και σου εύχομαι καλή υπόλοιπη διαμονή και ελπίζω να επιστρέψεις με ασφάλεια στη Νορβηγία. Αντίο». «…Αντίο».

Στον Τέντι Μονγκάμπι δεν άρεσε που η Σάντρα πέρασε όλη τη νύχτα μ̓ εκείνον τον σκανδιναβό αστυνομικό. Μυριζόταν μπελάδες. Όταν τον είδε να περπατάει στην οδό Ντάρλινγκχερστ με βαρύ βήμα και κρεμασμένα χέρια, η πρώτη του αντίδραση ήταν να κάνει δυο βήματα πίσω και να χαθεί μέσα στο πλήθος. Η περιέργειά του όμως κυριάρχησε, σταύρωσε τα χέρια του και στάθηκε στον δρόμο του τρελοΝορβηγού. Ο τύπος προσπάθησε να τον προσπεράσει, αλλά ο Τέντι τον άρπαξε από τον ώμο και τον γύρισε προς το μέρος του. «Δεν χαιρετάς τους παλιούς γνωστούς, φίλε;» Ο φίλος τον κοίταξε με θολά μάτια. «Ο νταβατζής…» είπε ανέκφραστα. «Ελπίζω η Σάντρα να ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες σου, αστυνόμε». «Η Σάντρα; Για να δούμε… Η Σάντρα ήταν εντάξει. Πού

είναι;» «Έχει ρεπό σήμερα. Αλλά μπορεί να έχω κάποιον άλλο πειρασμό για τον αστυνόμο μας απόψε». Ο αστυνόμος προσπαθούσε να διατηρήσει την ισορροπία του κάνοντας ένα βήμα. «Ωραία, ωραία. Εμπρός, νταβατζή. Πού είναι ο πειρασμός;» Ο Τέντι γέλασε. «Από εδώ, αστυνόμε». Βοήθησε τον μεθυσμένο Χάρι να κατεβεί τα σκαλιά του στριπτιζάδικου και τον έβαλε να καθίσει σε ένα τραπέζι με καλή θέα στη σκηνή. Ο Τέντι χτύπησε τα δάχτυλά του και μια ελάχιστα ντυμένη κυρία εμφανίστηκε αμέσως. «Δυο μπίρες, Έιμι. Και ζήτα από την Κλόντια να μας χορέψει». «Η επόμενη παράσταση δεν είναι πριν από τις οκτώ, κύριε Μονγκάμπι». «Πες ότι είναι “έκτακτη παράσταση”. Τώρα, Έιμι!» «Εντάξει, κύριε Μονγκάμπι». Ο αστυνόμος είχε ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Ξέρω ποιος έρχεται» είπε. «Ο δολοφόνος. Ο δολοφόνος έρχεται». «Ποιος;» «Ο Νικ Κέιβ». «Ο Νικ τι;» «Και η ξανθιά τραγουδίστρια. Μπορεί να φοράει και αυτή

περούκα. Άκου…» Η μουσική ντίσκο που ακουγόταν είχε σταματήσει και ο αστυνόμος σήκωσε και τους δυο δείκτες του στον αέρα, έτοιμος να διευθύνει μια συμφωνική ορχήστρα, όμως κανένας ήχος δεν ακούστηκε. «Έμαθα για τον Άντριου» είπε ο Τέντι. «Φρικτό. Κυριολεκτικά φρικιαστικό. Κατάλαβα πως κρεμάστηκε. Μπορείς να μου πεις τι στον δαίμονα μπορεί να έκανε έναν τόσο ζωντανό άνθρωπο να…» «Η Σάντρα φοράει περούκα» είπε ο αστυνόμος. «Έπεσε από την τσάντα της. Γι’ αυτό δεν την αναγνώρισα όταν τη συνάντησα εδώ κάτω. Εδώ ακριβώς! Ο Άντριου κι εγώ καθίσαμε εκεί πέρα. Την είχα δει κάνα δυο φορές στην Ντάρλινγκχερστ τις πρώτες μέρες που ήμουν εδώ, όμως φορούσε περούκα. Μια ξανθιά περούκα. Γιατί δεν τη φοράει πια;» «Αχά, ο αστυνόμος μας προτιμάει τις ξανθιές. Εν τοιαύτη περιπτώσει, νομίζω πως έχω κάτι που θα σου αρέσει…» «Γιατί;» Ο Τέντι ανασήκωσε τους ώμους. «Η Σάντρα; Τρομοκρατήθηκε αρκετά τις προάλλες από έναν τύπο. Η Σάντρα επέμενε πως είχε σχέση με την περούκα και αποφάσισε να την καταργήσει για ένα διάστημα. Μήπως και

ξαναφανεί ο τύπος». «Ποιος είναι;» «Δεν ξέρω, αστυνόμε. Αλλά κι αν το ήξερα, δεν θα το έλεγα. Στη δουλειά μας η διακριτικότητα είναι αρετή. Κάτι που είμαι σίγουρος πως κι εσύ εκτιμάς. Δεν είμαι τόσο καλός με τα ονόματα – Ρόνι δεν σε λένε;» «Χάρι. Πρέπει να μιλήσω στη Σάντρα». Προσπάθησε να σηκωθεί και παραλίγο να πέσει πάνω στην Έιμι, που ερχόταν με έναν δίσκο με μπίρες. Σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στο τραπέζι. «Πού είναι; Έχεις το τηλέφωνό της, νταβατζή;» Ο Τέντι έκανε νόημα στην Έιμι να φύγει. «Έχουμε την αρχή να μη δίνουμε στους πελάτες διευθύνσεις ή τηλέφωνα των κοριτσιών μας. Για λόγους ασφαλείας. Καταλαβαίνεις, έτσι;» Ο Τέντι μετάνιωσε που δεν ακολούθησε την πρώτη του παρόρμηση: Έπρεπε να είχε κρατηθεί μακριά από τον μεθυσμένο και επίμονο Νορβηγό. «Καταλαβαίνω. Δώσε μου τον αριθμό της». Ο Τέντι χαμογέλασε. «Όπως είπα, δεν δίνουμε…» «Τώρα!» Ο Χάρι άρπαξε τα πέτα του γυαλιστερού γκρίζου σακακιού και φύσηξε στο πρόσωπο του Τέντι την αποφορά από τις αναθυμιάσεις του ουίσκι και την μπόχα του εμετού. Μια ευχάριστη μουσική εγχόρδων ακούστηκε από τα ηχεία. «Θα μετρήσω μέχρι το τρία, αστυνόμε. Αν δεν μ’ έχεις

αφήσει μέχρι τότε, θα φωνάξω τον Ιβάν και τον Τζεφ. Αυτό σημαίνει εναέρια έξοδο από την πίσω πόρτα. Έξω από την πίσω πόρτα υπάρχει μια σκάλα. Είκοσι απότομα τσιμεντένια σκαλοπάτια». Ο Χάρι γέλασε ειρωνικά και έσφιξε περισσότερο τη λαβή του. «Νομίζεις ότι με τρόμαξες τώρα, μπάσταρδε νταβατζή; Κοίταξέ με. Είμαι τόσο τύφλα που δεν καταλαβαίνω Χριστό. Είμαι ο αδιάφθορος, γαμώτο μου. Τζεφ! Ιβάν!» Σκιές κουνήθηκαν πίσω από το μπαρ. Καθώς γύρισε να κοιτάξει, ο Τέντι τραβήχτηκε απότομα και ξέφυγε από τη λαβή του. Τον έσπρωξε και ο Χάρι παραπάτησε προς τα πίσω. Παρέσυρε μαζί του την καρέκλα του και το τραπέζι καθώς σωριαζόταν στο πάτωμα. Αντί να σηκωθεί όμως, έμεινε εκεί ξαπλωμένος χασκογελώντας, μέχρι που ήρθαν ο Τζεφ και ο Ιβάν και κοίταξαν με απορία τον Τέντι. «Βγάλτε τον από την πίσω πόρτα» είπε ο Τέντι και παρακολουθούσε τον αστυνομικό να φορτώνεται σαν πάνινη κούκλα στους ώμους ενός μαύρου, κοστουμαρισμένου φουσκωτού. «Τι στον διάολο έπαθαν όλοι σήμερα;» αναρωτήθηκε ο Τέντι ισιώνοντας το ατσαλάκωτο σακάκι του. Ο Ιβάν προηγήθηκε και άνοιξε την πόρτα. «Τι ξίδια έχει ρουφήξει ο μάγκας;» ρώτησε ο Τζεφ.

«Κοντεύει να σκάσει από τα γέλια». «Για να δούμε για πόσο θα γελάει ακόμα!» είπε ο Ιβάν. «Άσ’ τον κάτω». Ο Τζεφ άφησε προσεκτικά τον Χάρι να πατήσει στα πόδια του. Έμεινε όρθιος να ταλαντεύεται μπροστά στους δυο τους. «Μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό, μίστερ;» ρώτησε ο Ιβάν με ντροπαλό χαμόγελο και χαμηλωμένα μάτια. «Ξέρω ότι είναι κλισέ των γκάνγκστερ, αλλά μισώ τη βία». Ο Τζεφ κρυφογέλασε. «Κόφ’ το, Τζεφ. Σοβαρά μιλάω. Ρώτα αυτούς που με ξέρουν. Δεν αντέχει, θα σου πουν. Ο Ιβάν χάνει τον ύπνο του, πέφτει σε κατάθλιψη. Ο κόσμος είναι αρκετά σκληρός για κάθε κακομοίρη και δεν χρειάζεται να κάνουμε τα πράγματα χειρότερα σπάζοντας χέρια και πόδια, σύμφωνοι; Λοιπόν, τράβα σπίτι σου και εμείς εδώ δεν θα δώσουμε συνέχεια, ΟΚ;» Ο Χάρι κατένευσε και άρχισε να ψαχουλεύει την τσέπη του. «Αν και απόψε εσύ είσαι ο γκάνγκστερ» είπε ο Ιβάν. «Εσύ!» Ακούμπησε τον δείκτη του στο στήθος του Χάρι και τον έσπρωξε. «Εσύ!» επανέλαβε ο Ιβάν και του έσπρωξε δυνατότερα. Ο ξανθός αστυνομικός κλονιζόταν επικίνδυνα. «Εσύ!»

Ο Χάρι ταλαντευόταν στις φτέρνες του και κουνούσε τα χέρια του προσπαθώντας να ισορροπήσει. Δεν γύρισε να δει τι υπήρχε πίσω του, αλλά μάλλον το ήξερε. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του καθώς τα θολά του μάτια συνάντησαν τα μάτια του Ιβάν. Έπεσε προς τα πίσω και βόγκηξε καθώς χτύπησε στα πρώτα σκαλοπάτια. Στην υπόλοιπη κατρακύλα δεν ακούστηκε ούτε κιχ.

Ο Τζο άκουσε ένα γρατζούνισμα στην εξώπορτα και μόλις είδε μέσα από το τζάμι τον νέο πελάτη του ξενοδοχείου διπλωμένο στα δύο, κατάλαβε πως είχε κάνει ένα από τα σπάνια λάθη του. Όταν άνοιξε την πόρτα, ο πελάτης έπεσε πάνω του. Αν ο Τζο δεν είχε χαμηλό κέντρο βάρους, θα είχαν κουτρουβαλήσει στο πάτωμα κι οι δυο μαζί. Ο Τζο κατάφερε να περάσει το χέρι του Χάρι πάνω από τον ώμο του και να τον στηρίξει μέχρι να τον βάλει σε μια καρέκλα στη ρεσεψιόν, όπου μπορούσε να τον περιεργαστεί καλύτερα. Όχι πως ο ξανθός μέθυσος ήταν καλύτερος όταν πήγε να ζητήσει δωμάτιο, όμως τώρα φαινόταν πραγματικά εξαθλιωμένος. Είχε ένα βαθύ σχίσιμο στον έναν αγκώνα –ο Τζο έβλεπε την κόκκινη σάρκα να γυαλίζει–, το μάγουλό του ήταν πρησμένο και αίμα έσταζε από τη μύτη του πάνω στο βρομερό του παντελόνι. Το πουκάμισό του ήταν σχισμένο και η ανάσα του

έβγαινε σαν ρόγχος από το στήθος του. Αλλά τουλάχιστον ανέπνεε. «Τι συνέβη;» ρώτησε ο Τζο. «Έπεσα από μια σκάλα. Τίποτα σοβαρό, μόνο να ξαπλώσω λίγο χρειάζεται». Ο Τζο δεν ήταν γιατρός, αλλά κρίνοντας από τον ήχο της ανάσας του υπέθεσε πως είχε τσακίσει κάνα δυο πλευρά. Βρήκε κάποιο αντισηπτικό και λευκοπλάστη, περιποιήθηκε τις χειρότερες πληγές και, τέλος, έβαλε μπαμπάκι στο ρουθούνι που αιμορραγούσε. Ο ξένος αρνήθηκε με ένα νεύμα, όταν ο Τζο πρότεινε να του δώσει κάποιο αναλγητικό χάπι. «Έχω αναλγητικά στο δωμάτιό μου» είπε αγκομαχώντας. «Χρειάζεσαι γιατρό» είπε ο Τζο. «Θα…» «Κανέναν γιατρό. Θα είμαι μια χαρά σε κάνα δυο ώρες». «Η αναπνοή σου δεν ακούγεται μια χαρά». «Ποτέ δεν ακουγόταν. Είναι από το άσθμα. Άσε με δυο ώρες στο κρεβάτι και ύστερα έφυγα». Ο Τζο αναστέναξε. Ήξερε ότι ήταν έτοιμος να κάνει το λάθος νούμερο δύο. «Ξέχασέ το» είπε. «Χρειάζεσαι περισσότερο από κάνα δυο ώρες. Επιπλέον, δεν φταις εσύ που οι σκάλες είναι τόσο απότομες στο Σίδνεϊ. Θα τα πούμε το πρωί». Τον βοήθησε να ανέβει στο δωμάτιό του, τον έβαλε στο κρεβάτι και του έβγαλε τα παπούτσια. Στο τραπέζι υπήρχαν

τρία άδεια και δύο κλειστά μπουκάλια Jim Beam. Ο Τζο απείχε απολύτως από οινοπνευματώδη, όμως είχε ζήσει αρκετά για να ξέρει ότι δεν μπορείς να συζητήσεις με έναν αλκοολικό. Άνοιξε ένα από τα μπουκάλια και το έβαλε στο κομοδίνο. Ο τύπος θα ένιωθε απαίσια όταν θα ξυπνούσε.

«Crystal Castle, λέγετε». «Μπορώ να μιλήσω στη Μάργκαρετ Ντόουσον, παρακαλώ;» «Η ίδια». «Μπορώ να βοηθήσω τον γιο σας, αν μου πείτε πως σκότωσε την Ίνγκερ Χόλτερ». «Τι; Ποιος είναι στο τηλέφωνο;» «Ένας φίλος. Πρέπει να με εμπιστευτείτε, κυρία Ντόουσον, αν δεν το κάνετε ο γιος σας είναι χαμένος. Καταλαβαίνετε; Σκότωσε την Ίνγκερ Χόλτερ;» «Τι είναι αυτά; Υποτίθεται πως είναι φάρσα; Ποια είναι η Ίνγκερ Χόλτερ;» «Είσαστε η μητέρα του Έβανς, κυρία Ντόουσον. Και η Ίνγκερ Χόλτερ είχε μητέρα. Εσείς κι εγώ είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να βοηθήσουμε τον γιο σας. Πείτε μου πως σκότωσε την Ίνγκερ Χόλτερ! Με ακούτε;» «Ακούω πως είσαστε μεθυσμένος. Τώρα θα πάρω την

αστυνομία». «Πείτε το!» «Κλείνω!» «Πες το, διάολε, ηλίθια κότα!»

Ο Άλεξ Τόμαρος έβαλε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του και έγειρε με την καρέκλα του όταν μπήκε η Μπιργκίτα στο γραφείο του. «Κάθισε, Μπιργκίτα». Κάθισε σε μια καρέκλα μπροστά από το λιτό γραφείο του Τόμαρος και ο Άλεξ βρήκε την ευκαιρία να την κοιτάξει από πιο κοντά. Του φάνηκε κουρασμένη. Είχε μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια της, έμοιαζε εκνευρισμένη και ήταν ακόμα πιο χλωμή από ό,τι συνήθως. «Με επισκέφθηκε ένας αστυνομικός πριν από μερικές μέρες, Μπιργκίτα. Κάποιος κύριος Χόλι, ένας ξένος. Από τη συζήτηση βγήκε πως είχε μιλήσει με κάποιους από το προσωπικό εδώ και πήρε πληροφορίες… εεε… κάπως αδιάκριτες. Φυσικά, όλοι ενδιαφερόμαστε να βρεθεί ο δολοφόνος της Ίνγκερ, θέλω όμως να επιστήσω την προσοχή σου στο γεγονός πως τέτοιου είδους συζητήσεις στο μέλλον θα θεωρηθούν… απιστία. Και δεν χρειάζεται να σου πω πως, έτσι δύσκολα που είναι τα πράγματα σήμερα στη δουλειά μας, δεν είμαστε σε θέση να πληρώνουμε

ανθρώπους που νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε». Η Μπιργκίτα έμεινε σιωπηλή. «Τηλεφώνησε κάποιος νωρίτερα εδώ και έτυχε να απαντήσω εγώ. Προσπάθησε να αλλοιώσει τη φωνή του με κακή άρθρωση, αλλά τον κατάλαβα από την προφορά του. Ήταν ο κύριος Χόλι ξανά και ζήτησε να μιλήσει σ̓ εσένα, Μπιργκίτα». Η Μπιργκίτα τινάχτηκε ξαφνιασμένη. «Ο Χάρι; Σήμερα;» Ο Άλεξ έβγαλε τα γυαλιά του. «Ξέρεις ότι σε συμπαθώ, Μπιργκίτα, και ομολογώ πως πήρα αυτή τη… εεε… διαρροή προσωπικά. Ήλπιζα πως με τον χρόνο θα γινόμασταν καλοί φίλοι. Γι’ αυτό προσπάθησε να μην κάνεις ανοησίες και χαλάσεις τα πάντα». «Από τη Νορβηγία τηλεφώνησε;» «Μακάρι να μπορούσα να επιβεβαιώσω κάτι τέτοιο, αλλά δυστυχώς ακουγόταν σαν να ήταν κάπου εδώ κοντά. Ξέρεις ότι δεν έχω τίποτα να κρύψω, Μπιργκίτα, τίποτα που να έχει σχέση με αυτή την υπόθεση τουλάχιστον. Και αυτοί αυτό ψάχνουν, έτσι δεν είναι; Δεν πρόκειται να βοηθήσει την Ίνγκερ, όσο κι αν φλυαρήσεις για όλα τα άλλα. Λοιπόν, μπορώ να σε εμπιστευτώ, αγαπητή μου Μπιργκίτα;» «Τι είναι όλα τα άλλα, Άλεξ;» Την κοίταξε έκπληκτος. «Νόμιζα ότι ίσως η Ίνγκερ σού

είχε πει. Για τη βόλτα με το αυτοκίνητο». «Ποια βόλτα με το αυτοκίνητο;» «Μετά τη δουλειά. Νόμιζα ότι η Ίνγκερ ήταν προκλητική και τα πράγματα βγήκαν κάπως εκτός ελέγχου. Ήθελα μόνο να την πάω σπίτι και όχι να την τρομάξω, όμως εκείνη φοβάμαι πως πήρε πολύ σοβαρά το αστείο μου». «Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς, Άλεξ, και ούτε είμαι σίγουρη πως θέλω να μάθω. Είπε ο Χάρι πού ήταν; Θα ξανατηλεφωνήσει;» «Ε, περίμενε λίγο. Μιλάς με τον τύπο φωνάζοντάς τον με το μικρό του όνομα και τα μάγουλά σου κοκκινίζουν όποτε τον αναφέρω. Τι συμβαίνει τελικά εδώ πέρα; Τρέχει κάτι μεταξύ σας;» Η Μπιργκίτα έτριβε τα χέρια της με αγωνία. Εκείνος έγειρε πάνω στο γραφείο και άπλωσε το χέρι του να της χαϊδέψει τα μαλλιά, αλλά εκείνη το έδιωξε με μια νευρική χειρονομία. «Κόφ’ το, Άλεξ. Είσαι πολύ βλάκας, σου το έχω ξαναπεί. Φέρσου λίγο πιο έξυπνα την επόμενη φορά που θα τηλεφωνήσει, αν έχεις την καλοσύνη. Και ρώτησέ τον πού μπορώ να τον βρω, ΟΚ;» Σηκώθηκε, βγήκε από το γραφείο και κοπάνησε την πόρτα πίσω της.

Ο Σπίντι δεν πίστευε τα μάτια του όταν μπήκε στο Cricket. Ο Μπάροους πίσω από το μπαρ ανασήκωσε τους ώμους του. «Κάθεται εκεί εδώ και δύο ώρες» είπε. «Είναι στουπί στο μεθύσι». Στη γωνία, στο συνηθισμένο τους τραπέζι, καθόταν αυτός που ήταν έμμεσα υπεύθυνος για το ότι δύο από τα φιλαράκια του κατέληξαν στο νοσοκομείο. Ο Σπίντι βεβαιώθηκε ψηλαφίζοντας πως το νέο σαρανταπεντάρι του ήταν στη δερμάτινη θήκη του και πλησίασε το τραπέζι. Το σαγόνι του τύπου είχε πέσει στο στήθος του και φαινόταν να κοιμάται. Μπροστά του στο τραπέζι υπήρχε ένα μισοάδειο μπουκάλι ουίσκι. «Γεια!» φώναξε ο Σπίντι. Ο τύπος σήκωσε αργά το κεφάλι του και χαμογέλασε ηλίθια. «Σε περίμενα» τραύλισε. «Κάθεσαι σε λάθος τραπέζι» είπε ο Σπίντι και στάθηκε από πάνω του. Είχε μπροστά του ένα κουραστικό βράδυ και δεν ήθελε να του τρώει την ώρα αυτό το ρεμάλι. Οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσαν να μπουν πελάτες του. «Θα ήθελα να μου πεις κάτι πρώτα» είπε ο τύπος. «Και γιατί να το κάνω;» ρώτησε ο Σπίντι και ένιωσε την πίεση του πιστολιού στο μπατζάκι του. «Γιατί εδώ κάνεις τις βρομοδουλειές σου, γιατί μόλις μπήκες από την πόρτα και γιατί αυτή είναι η ώρα της μέρας

που είσαι πιο ευάλωτος επειδή έχεις το εμπόρευμα πάνω σου και δεν θέλεις να σε ψάξω μπροστά σε όλους αυτούς τους μάρτυρες. Μείνε εκεί που είσαι». Μόλις εκείνη τη στιγμή είδε το στόμιο του αυτόματου που κρατούσε ο τύπος χαμηλά και τον σκόπευε ατάραχος. «Τι θέλεις να μάθεις;» «Θέλω να μάθω πόσο συχνά αγόραζε από σένα ο Άντριου Κένσινγκτον και πότε έκανε την τελευταία του αγορά». «Έχεις μαγνητόφωνο πάνω σου, μπάτσε;» Ο μπάτσος χαμογέλασε. «Χαλάρωσε. Μαρτυρίες με την απειλή όπλου δεν μετράνε. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να σε πυροβολήσω». «ΟΚ, ΟΚ». Ο Σπίντι είχε αρχίσει να ιδρώνει. Μέτρησε την απόσταση μέχρι το πιστόλι του. «Αν ό,τι έχω ακούσει δεν είναι ψέματα, είναι νεκρός. Κι έτσι δεν πρόκειται να τον βλάψω. Ήταν προσεκτικός, δεν ήθελε πάρα πολύ. Ψώνιζε δυο φορές την εβδομάδα, ένα σακουλάκι τη φορά. Σταθερά». «Πότε ήταν η τελευταία φορά που ψώνισε πριν από τη μέρα που ήταν εδώ και έπαιζε κρίκετ;» «Τρεις μέρες νωρίτερα. Θα ψώνιζε ξανά την επόμενη μέρα». «Αγόραζε ποτέ από άλλους;» «Ποτέ, απ’ όσο ξέρω. Τέτοια πράγματα είναι προσωπικά –

εμπιστευτικά, ας πούμε. Επιπλέον, ήταν αστυνομικός και δεν διακινδύνευε να εκτεθεί». «Δηλαδή όταν ήρθε εδώ, ήταν σχεδόν στεγνός. Ωστόσο, κάμποσες μέρες αργότερα είχε αρκετό για μια θανατηφόρα δόση που πιθανότατα θα τον είχε σκοτώσει, αν δεν το είχε κάνει το καλώδιο. Πώς τα συνδέεις εσύ αυτά;» «Κατέληξε στο νοσοκομείο. Σίγουρα η ανάγκη για μαστούρα τον έκανε να το σκάσει. Ποιος ξέρει, ίσως είχε κάποιο απόθεμα». Ο μπάτσος αναστέναξε εξαντλημένος. «Έχεις δίκιο» είπε, έβαλε το πιστόλι στην εσωτερική τσέπη του τζάκετ του και πήρε το ποτήρι μπροστά του. «Όλα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ένα “ίσως”. Γιατί δεν μπορεί κανείς να αφήσει όλες αυτές τις μπούρδες και να πει “έτσι είναι τα πράγματα, τελεία και παύλα”, “δύο και δύο κάνουν τόσο, πάει και τελείωσε”. Θα έκανε τη ζωή πολλών ανθρώπων πιο εύκολη, λέω εγώ». Ο Σπίντι άρχισε να σηκώνει το μπατζάκι του, όμως άλλαξε γνώμη. «Και τι έγινε η σύριγγα;» μουρμούρισε ο μπάτσος σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Τι;» ρώτησε ο Σπίντι. «Δεν βρήκαμε καμιά σύριγγα στον τόπο του εγκλήματος. Μπορεί να την πέταξε στην τουαλέτα. Όπως είπες, ήταν προσεκτικός. Ακόμα και λίγο πριν πεθάνει».

«Κερνάς ένα ποτήρι;» είπε ο Σπίντι και κάθισε. «Δικό σου είναι το συκώτι» απάντησε ο μπάτσος και έσπρωξε το μπουκάλι προς το μέρος του.

15

ΕΡΙΚ ΜΙΚΛΑΝΤ, ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΝΑΠΕΣ ΡΟΚΟΚΟ

Ο

Χάρι έτρεχε μέσα στον καπνό σε ένα στενό πέρασμα. Μια μπάντα έπαιζε τόσο δυνατά, που όλα γύρω του δονούνταν. Μύριζε έντονα θειάφι και τα σύννεφα κρέμονταν τόσο χαμηλά, που νόμιζε πως θα τα κουτουλούσε. Μέσα από τον θόρυβο ξεχώριζε ένα ήχος, ένα δυνατό τρίξιμο που είχε βρει μια ελεύθερη συχνότητα. Ήταν ο τριγμός που κάνουν τα δόντια όταν τρίβονται μεταξύ τους, καθώς και οι αλυσίδες όταν σέρνονται στην άσφαλτο. Μια αγέλη σκύλων αλυχτούσε πίσω του. Το πέρασμα στένευε όλο και περισσότερο και στο τέλος

αναγκάστηκε να τρέχει με τα χέρια απλωμένα μπροστά, για να μη σφηνωθεί ανάμεσα στους ψηλούς κόκκινους τοίχους. Κοίταξε πάνω. Από τα παράθυρα στους τούβλινους τοίχους έβγαιναν μικρά κεφάλια. Κυμάτιζαν πράσινες και χρυσές σημαίες και τραγουδούσαν με την εκκωφαντική μουσική. «Αυτή είναι η τυχερή χώρα, αυτή είναι η τυχερή χώρα, ζούμε στην τυχερή χώρα!» Ο Χάρι άκουσε τρίξιμο δοντιών πίσω του. Έβγαλε ένα ουρλιαχτό και έπεσε κάτω. Έκπληκτος είδε να σκοτεινιάζουν όλα γύρω του και αντί να προσγειωθεί ανώμαλα στην άσφαλτο, συνέχισε να πέφτει. Πρέπει να είχε κατρακυλήσει σε κάποιον λάκκο και είτε ο ίδιος έπεφτε πολύ αργά είτε η τρύπα ήταν πολύ βαθιά, γιατί ακόμη έπεφτε. Η μουσική από ψηλά όλο και απομακρυνόταν και ύστερα από λίγο, όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι, είδε πως οι πλευρές της τρύπας είχαν παράθυρα, απ’ όπου μπορούσε να βλέπει τους ανθρώπους. «Θεέ μου, θα πέφτω μέχρι το κέντρο της Γης;» αναρωτήθηκε. «Είσαστε Σουηδός;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή. Ο Χάρι κοίταξε γύρω του και εκείνη την ώρα επανήλθε το φως και ο ήχος της μουσικής. Στεκόταν σε μια ανοιχτή πλατεία, ήταν νύχτα και μια μπάντα έπαιζε σε μια σκηνή πίσω του. Μπροστά του ήταν μια βιτρίνα –όταν κοίταξε πιο

προσεκτικά είδε πως ήταν βιτρίνα μαγαζιού που πουλούσε τηλεοράσεις– με καμιά ντουζίνα συσκευές, που η καθεμία έδειχνε διαφορετικό κανάλι. «Ώστε λοιπόν γιορτάζετε κι εσείς την εθνική γιορτή της Αυστραλίας;» ρώτησε μια άλλη φωνή, αντρική, σε μια οικεία γλώσσα. Ο Χάρι γύρισε. Ένα ζευγάρι στεκόταν και του χαμογελούσε ενθαρρυντικά. Έδωσε εντολή στο στόμα του να χαμογελάσει και ήλπιζε να τον υπακούσει. Ένα τέντωμα των νεύρων του προσώπου έδειξε πως είχε ακόμη κάποιον έλεγχο στη συγκεκριμένη σωματική λειτουργία. Από άλλες είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί. Το υποσυνείδητό του είχε επαναστατήσει και τώρα δινόταν η μάχη για την ακοή και την όρασή του. Το μυαλό του λειτουργούσε εντατικά για να καταλάβει τι συνέβαινε, πράγμα καθόλου εύκολο, αφού βομβαρδιζόταν διαρκώς από διαστρεβλωμένες και μερικές φορές παράλογες πληροφορίες. «Είμαστε Δανοί. Με λένε Πολ και αυτή είναι η γυναίκα μου, η Τζίνα». «Γιατί νομίζετε ότι είμαι Σουηδός;» άκουσε ο Χάρι τον εαυτό του να ρωτάει. Οι Δανοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Μιλούσατε στον εαυτό σας, δεν το καταλάβατε; Κοιτάζατε την τηλεόραση και

αναρωτιόσασταν αν η Αλίκη θα έπεφτε κατευθείαν στο κέντρο της Γης. Και πράγματι έτσι έγινε, χα, χα!» «Μα, ναι, βέβαια» είπε ο Χάρι μπερδεμένος και αμήχανος. «Δεν είναι ακριβώς όπως γιορτάζουμε στη Σκανδιναβία το θερινό ηλιοστάσιο. Εδώ είναι μόνο διασκέδαση. Ακούς ρουκέτες να σκάνε, αλλά δεν βλέπεις τίποτα λόγω της ομίχλης. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως οι φωτοβολίδες έβαλαν φωτιά σε κάποιον από τους ουρανοξύστες εκεί πέρα. Χα, χα! Μυρίζετε το μπαρούτι; Είναι η υγρασία που το κάνει να μένει κοντά στο έδαφος. Είσαστε τουρίστας κι εσείς;» Ο Χάρι το σκέφτηκε. Πρέπει να το σκεφτόταν πολλή ώρα, γιατί όταν ήταν έτοιμος να απαντήσει, οι Δανοί είχαν φύγει. Η προσοχή του στράφηκε ξανά στις οθόνες των τηλεοράσεων. Δέντρα καίγονταν σε μια οθόνη και κάποιοι έπαιζαν τένις σε μια άλλη. Ήταν τα γεγονότα της χρονιάς στη Μελβούρνη: φωτιά σε δάσος και πρωτάθλημα τένις Αυστραλίας, ένας λευκοντυμένος έφηβος έγινε εκατομμυριούχος, ενώ τουλάχιστον μια οικογένεια έμεινε άστεγη λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα. Σε μια άλλη οθόνη είδε την Γκρου Χάρλεμ Μπρούντλαντ να ακολουθείται από νορβηγικά ψαράδικα και γαλαζόμαυρα πτώματα φαλαινών που μπαινόβγαιναν στο νερό. Και σαν να μην έφταναν αυτά, μια τέταρτη οθόνη έδειχνε αυτό που πρέπει να ήταν η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Νορβηγίας σε αγώνα με μια

ασπροντυμένη ομάδα. Ο Χάρι θυμήθηκε πως είχε διαβάσει κάτι στη Sydney Morning Herald για κάποιους αγώνες με την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νορβηγία. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Έρικ Μίκλαντ, το «Κουνούπι», στην εικόνα και ο Χάρι γέλασε δυνατά. «Είσαι κι εσύ εδώ, Κουνούπι;» ψιθύρισε στο παγωμένο τζάμι. «Ή μήπως είσαι μόνο μια ψευδαίσθηση; Τι έχεις να πεις σε έναν μισομεθυσμένο, Κουνούπι;» «Τρελός είσαι; Εγώ είμαι είδωλο της νεολαίας» απάντησε το Κουνούπι. «Ο Χέντριξ έπινε, ο Μπιέρνεμπο έπινε, ο Χάρι Χόλε πίνει. Το πιοτό σε κάνει να βλέπεις πιο καθαρά, Κουνούπι. Περισσότερο και από καθαρά. Σε κάνει να βλέπεις σχέσεις και έννοιες που δεν υπάρχουν…» Ο Χάρι γέλασε. Το Κουνούπι αστόχησε σε ένα μαρκάρισμα. «Μπορεί καμιά φορά να κάθεσαι και να μιλάς μέσα από μια βιτρίνα σε μια οθόνη τηλεόρασης και να παίρνεις και απάντηση. Ξέρεις τον Ροντ Στιούαρτ; Κέρασε αυτό το σκονάκι, και τώρα το μυαλό μου τα βγάζει πέρα με έξι προγράμματα της τηλεόρασης, δύο Δανούς και μια μπάντα συγχρόνως. Έπρεπε τέτοιες ουσίες να είναι νόμιμες εδώ και καιρό, Κουνούπι, τι λες εσύ;» Σε ένα πρόγραμμα ειδήσεων έδειχναν φωτογραφίες

κάποιων που έκαναν γουιντσέρφινγκ, μιας γυναίκα που έκλαιγε και ενός κουρελιασμένου κίτρινου αδιάβροχου με σημάδια από τεράστιες δαγκωνιές. «Αυτός εκεί είναι ο Λευκός Φόβος που βγήκε βόλτα από το ενυδρείο, Κουνούπι. Γεύμα στη χλόη, χα, χα, χα!» Σε μια διπλανή οθόνη η πορτοκαλί απαγορευτική ταινία της αστυνομίας ανέμιζε στον αέρα στην άκρη ενός δάσους, ενώ ένστολοι αστυνομικοί πηγαινοέρχονταν με σακούλες. Ύστερα, ένα μεγάλο, χλωμό πρόσωπο γέμισε την οθόνη. Ήταν μια άσχημη φωτογραφία μιας καθόλου ελκυστικής ξανθιάς κοπέλας. Είχε θλιμμένη έκφραση στα μάτια, λες και λυπόταν που δεν ήταν ελκυστική. «Ελκυστική» είπε ο Χάρι. «Δύσκολη δουλειά. Ήξερες πως…» Πίσω από τον αστυνομικό που έδινε συνέντευξη πέρασε ο Λίμπι. «Διάολε» φώναξε ο Χάρι. «Να πάρει και να σηκώσει!» Χτύπησε την παλάμη του στη βιτρίνα. «Πιο δυνατά! Ανεβάστε τον ήχο εκεί μέσα! Κάποιος…» Η εικόνα είχε αλλάξει και ήδη έδειχνε έναν μετεωρολογικό χάρτη της ανατολικής ακτής της Αυστραλίας. Ο Χάρι ζούληξε τη μύτη του πάνω στο τζάμι μέχρι που άρχισε να στάζει, και στην αντανάκλαση μιας σβηστής οθόνης είδε το πρόσωπο του Τζον Μπελούσι.

«Μάλλον τα φαντάστηκα όλα, Κουνούπι. Μην ξεχνάς πως είμαι υπό την επήρεια ενός πολύ ισχυρού παραισθησιογόνου αυτή τη στιγμή». Το Κουνούπι προσπάθησε να κάνει ένα μπάσιμο αλλά έχασε την μπάλα. «Έμπαινε, Κουνούπι! Δώσ’ τους να καταλάβουν, διάολε!»

«Αφήστε με να μπω! Πρέπει να της μιλήσω…» «Άντε ρίξε κάνα ύπνο να ξεσουρώσεις. Δεν δεχόμαστε μεθυσμένους… Γεια!» «Άσε με να μπω! Είμαι φίλος της Μπιργκίτα, που δου​λ εύει στο μπαρ». «Δεν μας λες τίποτα καινούργιο, αλλά η δουλειά μας είναι να εμποδίζουμε τύπους σαν κι εσένα να μπουν, κατάλαβες ξανθούλη;» «Ουάου!» «Πάψε γιατί θα με αναγκάσεις να σου σπάσω κάνα καλάμι, παλιό… αααχ! Μπομπ! Μπομπ!» «Συγγνώμη αλλά βαρέθηκα να με κοπανάνε. Καλό βράδυ». «Τι συμβαίνει, Νίκι; Αυτός είναι εκεί πέρα;» «Σκατά! Άσ’ τον να φύγει. Μου ξέφυγε και μου ’δωσε μια μπουνιά στο στομάχι. Δώσε ένα χεράκι, αν έχεις την

καλοσύνη». «Που να με πάρει ο διάολος, αυτή η πόλη καταρρέει. Είδες τις ειδήσεις απόψε; Άλλη μια κοπέλα βιάστηκε και στραγγαλίστηκε. Τη βρήκαν το απόγευμα στο πάρκο Σεντένιαλ. Λέω να πάρω των ομματιών μου να γυρίσω πίσω στη Μελβούρνη».

Ο Χάρι ξύπνησε με τρομερό πονοκέφαλο. Το φως ενοχλούσε τα μάτια του και μόλις πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν ξαπλωμένος κάτω από μια κουβέρτα, χρειάστηκε να σκύψει στο πλάι. Ο εμετός ήρθε κατά ορμητικά κύματα και το περιεχόμενο του στομαχιού του εκτοξεύτηκε στο πέτρινο δάπεδο. Έπεσε πίσω στον πάγκο και ένιωσε το τσούξιμο της χολής στη μύτη του, ενώ ρωτούσε τον εαυτό του την κλασική ερώτηση: Πού στο διάολο βρίσκομαι; Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν πως είχε πάει στο πάρκο Γκριν, όπου ο πελαργός τον κοίταζε επιτιμητικά. Τώρα φαίνεται πως βρισκόταν σε ένα κυκλικό δωμάτιο, με πάγκους κατά μήκος των τοίχων και με ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι. Στους τοίχους κρέμονταν εργαλεία, φτυάρια και τσουγκράνες, ένας σωλήνας ποτίσματος, ενώ στη μέση του δαπέδου υπήρχε σχάρα αποχέτευσης. Φως έμπαινε από μικρά, βρόμικα παράθυρα γύρω σε ολόκληρο το δωμάτιο,

ενώ μια σιδερένια σκάλα οδηγούσε στο επάνω πάτωμα. Κάτω από τη σκάλα υπήρχε κάτι που πρέπει να ήταν ηλεκτρικό χορτοκοπτικό μηχάνημα. Η σιδερένια γυριστή σκάλα άρχισε να τρίζει και να τρέμει. Κατέβαινε ένας άντρας. «Καλημέρα, λευκέ αδελφέ» είπε μια βαθιά φωνή που ο Χάρι αναγνώρισε. «Πολύ λευκέ αδελφέ» είπε όταν πλησίασε. «Μείνε ξαπλωμένος». Ήταν ο Τζόζεφ, ο γκρίζος Αβορίγινας από τη φυλή κρόου. Άνοιξε μια βρύση στον τοίχο, πήρε τον σωλήνα και καθάρισε τον εμετό. «Πού βρίσκομαι;» ρώτησε ο Χάρι, για να αρχίσει από κάπου. «Στο πάρκο Γκριν». «Μα…» «Στο περίπτερο του πάρκου. Κοιμόσουν στο γρασίδι όταν άρχισε να βρέχει και σε τράβηξα εδώ μέσα». «Μα…» «Ηρέμησε. Έχω τα κλειδιά και είναι το δεύτερο σπίτι μου». Κοίταξε έξω από τα παράθυρα: «Ωραία μέρα έχει έξω». Ο Χάρι παρατήρησε τον Τζόζεφ. Φαινόταν εντυπωσιακά συγκροτημένος σε σύγκριση με τον αλήτη που ήξερε. «Ο υπεύθυνος του πάρκου κι εγώ γνωριζόμαστε εδώ και λίγο καιρό και έχουμε κάνει μια συμφωνία μεταξύ μας» εξήγησε ο Τζόζεφ. «Είναι φορές που δεν έρχεται στη δουλειά

χωρίς να πάρει άδεια και τότε φροντίζω εγώ αυτά που πρέπει να γίνουν – να μαζέψω τα σκουπίδια, να αδειάσω τους σκουπιδοτενεκέδες, να κόψω το γρασίδι, τέτοια πράγματα. Σε αντάλλαγμα μπορώ να ρίξω κάνα ύπνο εδώ μέσα ενδιάμεσα. Καμιά φορά υπάρχει και τίποτα φαγώσιμο, αλλά φοβάμαι πως όχι σήμερα». Ο Χάρι προσπάθησε να σκεφτεί τίποτε άλλο να πει έκτος από «μα…» όμως εγκατέλειψε γρήγορα την προσπάθεια. Ο Τζόζεφ, αντιθέτως, ήταν πολύ ομιλητικός. «Για να είμαι ειλικρινής, αυτό που μου αρέσει περισσότερο σε αυτή τη συμφωνία είναι πως μια στο τόσο έχω κάτι να κάνω. Γεμίζει τη μέρα και σε κάνει, κατά κάποιον τρόπο, να σκέφτεσαι άλλα πράγματα. Συμβαίνει μάλιστα καμιά φορά να σκέφτομαι πως είμαι χρήσιμος». Ο Τζόζεφ χαμογελούσε πλατιά και κουνούσε το κεφάλι του. Ο Χάρι δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν ο ίδιος άνθρωπος που καθόταν στο παγκάκι του πάρκου σε κωματώδη κατάσταση πριν από λίγο καιρό και με τον οποίο μάταια είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει. «Δεν πίστευα τα μάτια μου όταν σε είδα χθες» είπε ο Τζόζεφ. «Ότι ήσουν ο ίδιος άνθρωπος που καθόταν τόσο νηφάλιος και καθώς πρέπει, κι εγώ του έκανα τράκα τσιγάρα μόλις πριν από λίγες μέρες. Αλλά χθες ήταν αδύνατον να

επικοινωνήσω μαζί σου. Χε, χε!» «Touché» είπε ο Χάρι.

Ο Τζόζεφ εξαφανίστηκε και γύρισε σε λίγο με ένα σακουλάκι τσιπς και ένα κύπελλο κόκα κόλα. Κοίταζε τον Χάρι να τρώει το απλό, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό πρωινό. «Ο πρόδρομος της κόκα κόλα εφευρέθηκε από έναν Αμερικανό φαρμακοποιό που ήθελε να βρει ένα φάρμακο για τις συνέπειες της μέθης» είπε ο Τζόζεφ. «Αλλά νόμιζε πως απέτυχε και πούλησε τη συνταγή για οκτώ δολάρια. Αν θέλεις τη γνώμη μου, ακόμη δεν έχει βρεθεί τίποτα καλύτερο από αυτή». «Jim Beam» είπε ο Χάρι με γεμάτο στόμα. «Ναι, εκτός από τον Jim Beam. Και τον Jack & Johnnie και κάνα δυο ακόμα τύπους. Χε, χε. Πώς νιώθεις τώρα;» «Καλύτερα». Ο Τζόζεφ ακούμπησε δυο μπουκάλια στο τραπέζι. «Το πιο φτηνό κόκκινο κρασί από την κοιλάδα Χάντερ» είπε. «Χε, χε. Θα πιούμε κάνα ποτηράκι μαζί, χλωμό πρόσωπο;» «Ευχαριστώ πολύ, Τζόζεφ, αλλά το κοκκινέλι δεν είναι το… Δεν έχεις τίποτε άλλο; Τίποτα καφετί, ας πούμε;» «Φαντάζεσαι πως έχω καμιά κάβα;» Ο Τζόζεφ φαινόταν κάπως θιγμένος που ο Χάρι είχε

αρνηθεί τη γενναιόδωρη προσφορά του. Ο Χάρι προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος και να γεμίσει το κενό της μνήμης του, από τη στιγμή που σημάδευε με το πιστόλι του τον Ροντ Στιούαρτ μέχρι που κυριολεκτικά έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και το ’ριξαν στα φαρμάκια. Δεν μπορούσε να εντοπίσει τι ήταν αυτό που είχε οδηγήσει σε αυτή την ανείπωτη ευδαιμονία και την αμοιβαία συμπάθεια πέρα από το οφθαλμοφανές – το Jim Beam. Ωστόσο, θυμόταν πως είχε ρίξει μπουνιά στον πορτιέρη στο Albury. «Χάρι Χόλε, είσαι ένα αξιολύπητος μεθύστακας» μουρμούρισε. Βγήκαν και κάθισαν στο γρασίδι έξω από το περίπτερο. Ο ήλιος έτσουζε τα μάτια και το αλκοόλ της προηγούμενης μέρας έβγαινε από τους πόρους του δέρματος, αλλά κατά τα άλλα ήταν μια ωραία μέρα. Φυσούσε μια ελαφριά αύρα. Ξάπλωσαν ανάσκελα και κοίταζαν τα άσπρα συννεφάκια να ταξιδεύουν αργά στον ουρανό. «Καλή μέρα για πήδημα σήμερα» είπε ο Τζόζεφ. «Δεν έχω τέτοιον σκοπό» δήλωσε ο Χάρι. «Θα μείνω εδώ ακίνητος ή, στη χειρότερη περίπτωση, θα κάνω μια βόλτα εδώ γύρω, αργά και αθόρυβα». Ο Τζόζεφ μισόκλεισε τα μάτια του στον ήλιο. «Δεν σκεφτόμουν τέτοιο πήδημα, σκεφτόμουν πήδημα από τον ουρανό. Ελεύθερη πτώση από αεροσκάφος».

«Τι λες; Κάνεις ελεύθερες πτώσεις;» Ο Τζόζεφ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ο Χάρι σκίασε τα μάτια του και κοίταξε τον ουρανό. «Και τα σύννεφα; Δεν δημιουργούν πρόβλημα;» «Όχι, κανένα πρόβλημα. Πρόκειται για θυσάνους, σαν πούπουλα. Αναπτύσσονται σε ύψος πάνω από 4.500 μέτρα». «Με εκπλήσσεις, Τζόζεφ. Όχι ότι ξέρω πώς είναι να πραγματοποιείς ελεύθερη πτώση, αλλά δεν φανταζόμουν ότι είναι σαν…» «Να είσαι μεθυσμένος;» «Ας πούμε». «Χε, χε. Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος». «Το εννοείς με αυτό;» «Έχεις βρεθεί ποτέ μόνος στον αέρα, Χάρι; Έχεις πετάξει; Έχεις πηδήσει από μεγάλο ύψος και έχεις νιώσει τον αέρα να προσπαθεί να σε συγκρατήσει, να σε πιάσει και να χαϊδέψει το σώμα σου;» Ο Τζόζεφ είχε ήδη αδειάσει μεγάλο μέρος του πρώτου μπουκαλιού και η φωνή του είχε αποκτήσει έναν θερμό τόνο. Τα μάτια του έλαμπαν καθώς περιέγραφε την ομορφιά της ελεύθερης πτώσης στον Χάρι. «Ανοίγει όλες σου τις αισθήσεις. Ολόκληρο το κορμί σου ουρλιάζει πως δεν μπορείς να πετάξεις. “Δεν έχω καν φτερά”

σου φωνάζει και προσπαθεί να πνίξει τον αέρα που σφυρίζει στα αυτιά σου. Έχει πειστεί πως πρόκειται να πεθάνει και έχει γυρίσει στο κόκκινο, ανοίγοντας όλες τις αισθήσεις στο φουλ για να δει αν θα μπορέσει να βρει κάποια διέξοδο. Το μυαλό σου είναι το μεγαλύτερο κομπιούτερ του κόσμου: καταγράφει τα πάντα, το δέρμα σου νιώθει τη θερμοκρασία να ανεβαίνει καθώς πέφτεις, τα αυτιά σου αντιλαμβάνονται την αύξηση της πίεσης και βλέπεις κάθε αυλάκωση και απόχρωση στον χάρτη από κάτω σου. Μπορείς ακόμα και να μυρίσεις τον πλανήτη καθώς πλησιάζεις. Και αν καταφέρεις να απωθήσεις στο βάθος του μυαλού σου τον φόβο του θανάτου, Χάρι, τότε είσαι για μια στιγμή ο άγγελός σου. Ζεις μια ολόκληρη ζωή σε σαράντα δευτερόλεπτα». «Και αν δεν καταφέρεις να διώξεις τον φόβο του θανάτου;» «Δεν χρειάζεται να τον διώξεις, μόνο να τον απωθήσεις στο βάθος. Γιατί πρέπει να υπάρχει εκεί σαν υπενθύμιση, σαν το κρύο νερό στο δέρμα σου. Δεν είναι η πτώση αλλά ο φόβος που ανοίγει τις αισθήσεις σου. Αρχίζει σαν ένα σοκ, σαν μια ξαφνική εισροή αδρεναλίνης στις φλέβες σου, όταν πηδάς από το αεροσκάφος. Σαν ένεση. Ύστερα κυκλοφορεί στο αίμα σου και σε κάνει ευτυχισμένο και δυνατό. Αν κλείσεις τα μάτια σου, το βλέπεις σαν ένα όμορφο δηλητηριώδες φίδι που στέκεται και σε καρφώνει με τα

φιδίσια μάτια του». «Το κάνεις να ακούγεται σαν ντόπα, Τζόζεφ». «Μα είναι ντόπα!» Ο Τζόζεφ είχε ενθουσιαστεί και μιλούσε χειρονομώντας έντονα. «Αυτό ακριβώς είναι. Θέλεις η πτώση να κρατήσει αιώνια, και αν το έχεις κάνεις για λίγο, θα παρατηρήσεις πως όλο και πιο απρόθυμα τραβάς το σκοινάκι για να ανοίξει το αλεξίπτωτο. Στο τέλος φοβάσαι πως κάποια μέρα θα πάρεις τη θανατηφόρα δόση και δεν θα τραβήξεις το σκοινάκι, κι έτσι σταματάς το πήδημα. Και τότε είναι που καταλαβαίνεις πως έχεις εθιστεί. Η αποχή σε μαραζώνει και σε τρελαίνει, η ζωή σού φαίνεται χωρίς νόημα, ασήμαντη, και στο τέλος βρίσκεσαι στριμωγμένος πίσω από τον πιλότο σε ένα μικροσκοπικό, παλιό Τσέσνα, που χρειάζεται έναν αιώνα να ανεβεί στα τρεις χιλιάδες μέτρα, ενώ όλο αυτό, βέβαια, σπαταλάει ό,τι οικονομίες είχες». Ο Τζόζεφ πήρε βαθιά ανάσα και έκλεισε τα μάτια του. «Με λίγα λόγια, Χάρι, αυτές είναι οι δυο πλευρές του ίδιου πράγματος. Η ζωή είναι μια κόλαση, αλλά η εναλλακτική λύση είναι ακόμα χειρότερη. Χε, χε». Ο Τζόζεφ στηρίχτηκε στον αγκώνα του και κατέβασε μια μεγάλη ρουφηξιά από το μπουκάλι με το κρασί. «Εγώ είμαι ένα πουλί που δεν μπορεί πια να πετάξει. Ξέρεις τι είναι το εμού, Χάρι;»

«Αυστραλιανή στρουθοκάμηλος». «Μπράβο, αγόρι μου». Όταν ο Χάρι έκλεισε τα μάτια του, άκουσε τη φωνή του Άντριου. Γιατί, βέβαια, ήταν ο Άντριου ξαπλωμένος πλάι του στο γρασίδι και έκανε κήρυγμα για τα σημαντικά και λιγότερο σημαντικά πράγματα. «Έχεις ακούσει την ιστορία, γιατί το εμού δεν μπορεί να πετάξει;» Ο Χάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «ΟΚ, άκου, λοιπόν, Χάρι. Την αρχαία Εποχή του Ονείρου, το εμού είχε φτερά και μπορούσε να πετάξει. Ζούσε με τη γυναίκα του κοντά σε μια λίμνη, όπου η κόρη τους είχε παντρευτεί τον Τζαμπίρου, τον πελαργό. Μια μέρα ο Τζαμπίρου με τη γυναίκα του πήγαν για ψάρεμα και γύρισαν με ένα ωραίο, μεγάλο ψάρι. Κάθισαν και το έφαγαν σχεδόν ολόκληρο, ξεχνώντας στη βιασύνη τους να αφήσουν τα καλύτερα κομμάτια για τους γονείς της, όπως συνήθιζαν. Όταν η κόρη πήγε τα περισσεύματα του ψαριού στους γονείς της, ο πατέρας της, ο Εμού, εξοργίστηκε. “Εγώ δεν σας δίνω πάντα τα καλύτερα κομμάτια από το κυνήγι μου;” είπε. Άρπαξε το ραβδί και το καμάκι του και έτρεξε στον Τζαμπίρου να του δώσει ένα καλό μάθημα. »Εντωμεταξύ, ο Τζαμπίρου δεν ήταν από αυτούς που θα καθόταν να τον χτυπήσουν χωρίς να αντισταθεί, πήρε λοιπόν

ένα τεράστιο κλαδί και απώθησε το ραβδί. Ύστερα χτύπησε τον πεθερό του πρώτα στο αριστερό και ύστερα στο δεξί φτερό, έτσι που οι δυο φτερούγες έσπασαν. Ο Εμού κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και πέταξε το καμάκι εναντίον του συζύγου της κόρης του. Τρύπησε την πλάτη του και βγήκε από το στόμα του. Τρελαμένος από τον πόνο ο πελαργός πέταξε μέσα στους βάλτους, όπου αργότερα το καμάκι αποδείχτηκε χρήσιμο για το ψάρεμα. Ο Εμού έφυγε για τους κάμπους και τα χωράφια, όπου έκτοτε τον βλέπουμε να τρέχει με τα κοντά, σπασμένα φτερά του, ανίκανος να πετάξει». Ο Τζόζεφ έφερε πάλι το μπουκάλι στο στόμα του, όμως είχαν απομείνει μόνο μερικές σταγόνες. Το κοίταξε με παράπονο και ξανάβαλε τον φελλό. Ύστερα άνοιξε το δεύτερο μπουκάλι. «Είναι λίγο πολύ αυτή και η δική σου ιστορία, Τζόζεφ;» «Εεε…» Το μπουκάλι ακούστηκε να γαργαρίζει και ο Τζόζεφ ήταν έτοιμος να συνεχίσει. «Δούλευα ως εκπαιδευτής αλεξιπτωτιστών στο Τσέσνοκ για οκτώ χρόνια. Ήμασταν μια ωραία παρέα, υπήρχε εξαιρετική ατμόσφαιρα εργασίας. Κανένας δεν πλούτισε: ούτε εμείς ούτε οι ιδιοκτήτες. Η ομάδα λειτουργούσε από σκέτο ενθουσιασμό. Τα περισσότερα από τα χρήματα που κερδίσαμε ως εκπαιδευτές τα ξοδέψαμε για τη δική μας

εκπαίδευση στις πτώσεις. Ήμουν καλός εκπαιδευτής. Μερικοί έλεγαν πως ήμουν ο καλύτερος. Ωστόσο, μου πήραν την άδεια λόγω ενός ατυχούς γεγονότος. Υποστήριξαν ότι ήμουν μεθυσμένος σε μια ελεύθερη πτώση με έναν μαθητή. Λες και θα κατέστρεφα ποτέ μια πτώση για το ποτό!» «Τι συνέβη;» «Τι εννοείς; Θέλεις λεπτομέρειες;» «Τι, δεν έχεις χρόνο;» «Χε, χε. Εντάξει, θα σου πω». Το μπουκάλι λαμποκοπούσε στον ήλιο. «Να πώς έγινε, λοιπόν. Ήταν μια απίθανη σύμπτωση ατυχών γεγονότων που έφταιξαν, όχι κάνα δυο τονωτικά ποτά. Πρώτα, ήταν ο καιρός: Όταν απογειωθήκαμε υπήρχε ένα στρώμα από σύννεφα στα δυόμισι χιλιάδες μέτρα. Δεν έχουμε πρόβλημα όταν τα σύννεφα είναι τόσο ψηλά, αφού έτσι κι αλλιώς δεν πρέπει να τραβήξεις το σκοινάκι του αλεξίπτωτου πριν από τα χίλια διακόσια μέτρα. Είναι σημαντικό ο εκπαιδευόμενος να βλέπει το έδαφος όταν έχει ανοίξει το αλεξίπτωτο, για να μην αποπροσανατολιστεί και τραβήξει για το Νιουκάσλ. Να μπορεί να δει τα σήματα για να ξέρει τι πορεία θα ακολουθήσει σύμφωνα με τον άνεμο και το κατάλληλο σημείο για προσγείωση, έτσι ώστε να πέσει μαλακά και με ασφάλεια. Όταν ξεκινήσαμε, είναι αλήθεια, μαζεύονταν κάποια σύννεφα, αλλά φαίνονταν ακόμη μακριά.

Το πρόβλημα ήταν πως η σχολή χρησιμοποιούσε ένα παλιό Τσέσνα, το οποίο λειτουργούσε στερεωμένο με κολλητική ταινία, με προσευχές και καλή θέληση. Ήθελε πάνω από είκοσι λεπτά για να φτάσει τα τρεις χιλιάδες μέτρα, ύψος από το οποίο πραγματοποιούνται οι πτώσεις. Αφού είχαμε απογειωθεί, και όταν περάσαμε τα σύννεφα στα δυόμισι χιλιάδες μέτρα, έπιασε αέρας που έφερε ένα νέο στρώμα από σύννεφα από κάτω μας, τα οποία δεν είδαμε. Καταλαβαίνεις;» «Δεν είχατε ραδιο-επικοινωνία με το έδαφος; Δεν μπορούσαν να σας πουν για τα χαμηλά σύννεφα;» «Ραδιο-επικοινωνία, ναι. Χε, χε. Αυτό ήταν ένα άλλο θέμα το οποίο αποσιωπήθηκε κατόπιν, ότι ο πιλότος έπαιζε συνέχεια Stones στη διαπασών στο θάλαμο πλοήγησης όταν φτάναμε τα τρεις χιλιάδες μέτρα, για να κρατάει τους μαθητές σε εγρήγορση, να τους κάνει μαχητικούς και ατρόμητους και να μην τα κάνουν πάνω τους από φόβο. Αν έστειλαν κάποιο μήνυμα από το έδαφος, ποτέ δεν το λάβαμε». «Δεν κάνατε καν έναν τελικό έλεγχο με τους συνεργάτες σας πριν από την πτώση;» «Χάρι, μην κάνεις την ιστορία πιο περίπλοκη απ’ όσο είναι, ΟΚ;» «ΟΚ».

«Το δεύτερο που δεν πήγε καλά ήταν το μπέρδεμα με το όργανο μέτρησης υψομέτρου. Πρέπει να μηδενιστεί πριν απογειωθεί το αεροπλάνο, έτσι ώστε να δείχνει το ύψος σε σχέση με το έδαφος από κάτω. Τη στιγμή που ετοιμαζόμασταν να πηδήξουμε, ανακάλυψα πως δεν είχα το όργανο μέτρησης μαζί μου, όμως ο πιλότος είχε πάντα πλήρη εξοπλισμό αλεξίπτωτου, κι έτσι δανείστηκα το δικό του. Είχε και εκείνος τον ίδιο φόβο που είχαμε όλοι, ότι ξαφνικά κάποια στιγμή το αεροσκάφος θα διαλυόταν. Όταν ήμασταν ήδη στα τρεις χιλιάδες μέτρα, ο πιλότος έκλεισε τη μουσική των Stones και κατάλαβε πως ο ασύρματος ειδοποιούσε ότι μαζεύονταν σύννεφα χαμηλά, όχι ότι είχαν μαζευτεί ήδη. Έπρεπε να κινηθούμε γρήγορα. Βιάστηκα να βγω στο φτερό, με αποτέλεσμα να μην προλάβω να συντονίσω το υψόμετρό μου με αυτό του εκπαιδευόμενου, το οποίο φυσικά είχα ελέγξει ότι είχε μηδενιστεί στο έδαφος πριν από την απογείωση. Υπολόγισα πως το όργανο υψομέτρου του πιλότου θα ήταν λίγο πολύ ακριβές, αν και δεν το μηδένιζε κάθε φορά που απογειωνόμασταν. Ωστόσο, αυτό δεν με ανησύχησε ιδιαίτερα. Όταν έχεις πραγματοποιήσει πάνω από πέντε χιλιάδες πτώσεις, όπως εγώ, μπορείς να υπολογίσεις το ύψος με σχετική ακρίβεια, κοιτάζοντας μόνο κάτω το έδαφος. »Στεκόμασταν στο φτερό, ο εκπαιδευόμενος είχε ήδη κάνει

τρεις καλές πτώσεις, κι έτσι δεν ανησυχούσα. Κανένα πρόβλημα με την έξοδο, πηδήσαμε με ανοιχτά πόδια και χέρια και πλέαμε σταθερά και καλά, καθώς περνούσαμε μέσα από το πρώτο στρώμα σύννεφων. Σοκαρίστηκα όταν είδα το δεύτερο στρώμα από κάτω μας, αλλά σκέφτηκα ότι εμείς θα εκτελούσαμε τις δραστηριότητες που είχαμε προγραμματίσει και θα βλέπαμε πόσο ψηλά βρισκόμασταν καθώς θα πλησιάζαμε. Ο μαθητής έκανε κάποιες ρυθμιστικές στροφές ενενήντα μοιρών και μερικές οριζόντιες κινήσεις, πριν επιστρέψει στο σχήμα Χ. Το όργανό μου έδειχνε χίλια οκτακόσια μέτρα όταν ο εκπαιδευόμενος άρχισε να τραβάει το σκοινάκι του αλεξίπτωτου, και τότε του έκανα νόημα να περιμένει. Με κοίταξε, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να διαβάσεις τις εκφράσεις του προσώπου κάποιου που τα μελανιασμένα χείλη και τα μάγουλά του ανεμίζουν γύρω από τα αυτιά του, σαν απλωμένη μπουγάδα που στεγνώνει σε θύελλα». Ο Τζόζεφ σταμάτησε και κούνησε το κεφάλι του ευχαριστημένος. «Μπουγάδα απλωμένη σε θύελλα» επανέλαβε. «Καθόλου άσχημο. Στην υγειά σου». Το μπουκάλι έγειρε πάλι τόσο, που φάνηκε ο πάτος του. «Διάβασα χίλια πεντακόσια μέτρα στο όργανό μου όταν χτυπήσαμε το δεύτερο στρώμα σύννεφων» συνέχισε αφού

πήρε ανάσα. «Άλλα τριακόσια μέτρα για να τραβήξουμε το σκοινάκι. Έπιασα τον εκπαιδευόμενο και κάρφωσα τα μάτια μου στο υψόμετρο, σε περίπτωση που το σύννεφο ήταν πυκνό και έπρεπε να ανοίξουμε το αλεξίπτωτο όσο ήμασταν μέσα στο σύννεφο, αλλά εκείνη τη στιγμή έκανε ξαστεριά. Η καρδιά μου σταμάτησε όταν είδα το έδαφος να έρχεται προς εμάς με ιλιγγιώδη ταχύτητα: δέντρα, γρασίδι, άσφαλτος, ήταν σαν να έκανες ξαφνικά ζουμ μέσα από τον φακό μιας φωτογραφικής μηχανής. Τράβηξα αμέσως τα κορδόνια και για τους δυο μας. Αν και τα δύο αλεξίπτωτα δεν άνοιγαν, δεν υπήρχε χρόνος να ενεργοποιήσω το εφεδρικό αλεξίπτωτο. Αποδείχτηκε πως τα χαμηλά σύννεφα βρίσκονταν κάτω από τα εξακόσια μέτρα. Όσοι μας έβλεπαν από κάτω χλώμιασαν μόλις φανήκαμε μέσα από τα σύννεφα με κλειστά τα αλεξίπτωτα. Ο ηλίθιος ο εκπαιδευόμενος έπαθε πανικό όταν άνοιξε το αλεξίπτωτό του και πήγε και προσγειώθηκε πάνω σ’ ένα δέντρο. Αυτό βέβαια πήγε καλά, όταν όμως έμεινε κρεμασμένος τέσσερα μέτρα πάνω από το έδαφος και αντί να περιμένει να φτάσει βοήθεια λύθηκε, έπεσε και έσπασε το πόδι του. Έκανε μια καταγγελία λέγοντας πως μύριζα αλκοόλ και η διοίκηση του συλλόγου πήρε την απόφαση: με απομάκρυναν εφ’ όρου ζωής». Ο Τζόζεφ τελείωσε και το δεύτερο μπουκάλι.

«Τι έγινε μετά, Τζόζεφ;» Πέταξε το μπουκάλι μακριά του. «Αυτό: επίδομα ανεργίας, κακές παρέες και φτηνό κρασί». Είχε αρχίσει να τραυλίζει. «Έσπασαν τα φτερά μου, Χάρι. Είμαι από τη φυλή κρόου, δεν είμαι φτιαγμένος να ζήσω σαν εμού».

Τα πυκνά σύννεφα στο πάρκο είχαν αρχίσει πάλι να σκορπίζουν. Ο Χάρι ξύπνησε και είδε τον Τζόζεφ να στέκεται από πάνω του. «Πάω σπίτι τώρα, Χάρι. Μήπως θέλεις τίποτε από το περίπτερο πριν φύγω;» «Ναι, διάολε. Το πιστόλι. Και το τζάκετ». Ο Χάρι σηκώθηκε. Ήταν ώρα για ένα ποτό. Όταν ο Τζόζεφ κλείδωσε το περίπτερο, στάθηκαν απέξω βηματίζοντας πάνω κάτω και βαριανασαίνοντας. «Ώστε λοιπόν σκέφτεσαι να φύγεις γρήγορα για τη Νορβηγία, έτσι;» είπε ο Τζόζεφ. «Ναι, από στιγμή σε στιγμή πια». «Ελπίζω να προλάβεις το αεροπλάνο αυτή τη φορά». «Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στην αεροπορική εταιρεία σήμερα το απόγευμα. Και στη δουλειά μου. Σίγουρα θα αναρωτιούνται τι μου συμβαίνει». «Να πάρει!» είπε ο Τζόζεφ και χτύπησε το μέτωπό του.

Έβγαλε πάλι τα κλειδιά του. «Μου φαίνεται πως το κοκκινέλι που πίνω έχει πολλές τανίνες. Σκουριάζουν τα κύτταρα του μυαλού. Ποτέ δεν θυμάμαι αν έσβησα ή όχι το φως και ο φύλακας θα θυμώσει αν έρθει και βρει τα φώτα αναμμένα». Ξεκλείδωσε. Τα φώτα ήταν σβηστά. «Χε, χε. Ξέρεις πώς είναι όταν γνωρίζεις ένα μέρος τόσο καλά. Σβήνεις τα φώτα με αυτόματες κινήσεις, χωρίς να το σκεφτείς. Και μετά δεν μπορείς να θυμηθείς, διάολε, αν το έκανες ή όχι… Τρελό, ε;» Η πλάτη του Χάρι είχε πιαστεί. Στεκόταν και κοίταζε τον Τζόζεφ. «Το φως» είπε μόνο. «Ήταν σβηστό».

Ο επιστάτης στο θέατρο Σεντ Τζορτζ κούνησε το κεφάλι του με απορία και έβαλε κι άλλο καφέ στον Χάρι. «Ποτέ δεν έ-εχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Είναι γεμάτο κάθε βράδυ. Όταν κάνουν το νούμερο με την γκιλοτίνα, ο κόσμος παθαίνει α-αμόκ, σηκώνονται όρθιοι και στριγγλίζουν. Τώρα το έβαλαν και στη διαφημιστική αφίσα: “Φονική γκιλοτίνα – γνωστή από την τηλεόραση και τις ε-εφημερίδες– έχει ήδη σκοτώσει…” Έχει γίνει το αστέρι της παράστασης. Παράξενο πράγμα». «Πράγματι παράξενο. Ώστε λοιπόν βρήκαν αντικαταστάτη για τον Ότο Ρεχτνάγκελ και παρουσιάζουν την ίδια

παράσταση;» «Σχεδόν. Ποτέ πριν δεν είχαν τόση ε-επιτυχία». «Τι γίνεται με το νούμερο με τη γάτα που σκοτώνεται;» «Αυτό το έκοψαν. Δεν είχε ανταπόκριση». Ο Χάρι ένιωθε νευρικότητα και ο ιδρώτας κυλούσε μέσα από το πουκάμισό του. «Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είχαν αυτό το νούμερο…» «Ήταν ιδέα του ίδιου του Ρεχτνάγκελ. Είχα κάνει για λίγο τον κλόουν στα νιάτα μου, κι έτσι μου α-αρέσει να παρακολουθώ αυτά που συμβαίνουν πάνω στη σκηνή όταν φιλοξενούμε τσίρκο εδώ, και θυμάμαι πως α-αυτό το νούμερο δεν ήταν στην παράσταση μέχρι την πρόβα της προηγούμενης μέρας». «Ναι, είχα την αίσθηση πως ήταν επιλογή του Ότο». Ο Χάρι έξυσε το φρεσκοξυρισμένο πιγούνι του. «Ένα πρόβλημα με βασανίζει και αναρωτιέμαι αν μπορείς εσύ να με βοηθήσεις. Μπορεί να βρίσκομαι σε λάθος δρόμο, αλλά κάνε μου τη χάρη να ακούσεις τη θεωρία μου και να μου πεις τη γνώμη σου: Ο Ότο ξέρει πως κάθομαι στην αίθουσα, ξέρει κάτι που δεν ξέρω και προσπαθεί να με κάνει να το καταλάβω, γιατί δεν μπορεί να το πει ανοιχτά. Για πολλούς και διάφορους λόγους. Ίσως επειδή είναι και ο ίδιος ανακατεμένος. Έτσι λοιπόν, αυτό το νούμερο είναι φτιαγμένο για μένα. Θέλει να μου πει πως αυτός που κυνηγάω είναι και

ο ίδιος κυνηγός, και πως είναι κάποιος σαν εμένα – ένας συνάδελφος. Ξέρω ότι ακούγεται κάπως αλλόκοτο, αλλά εσύ ξέρεις πόσο εκκεντρικός ήταν ο Ότο. Τι νομίζεις; Θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;» Ο επιστάτης κοίταξε τον Χάρι κάμποση ώρα. «Ααστυνόμε, νομίζω πως σου χρειάζεται λίγος καφές ακόμα. Αυτό το νούμερο δεν προσπαθούσε να σου πει τίποτα. Ήταν ένα κλασικό Γιάντι Γιαντατσέφσκι νούμερο και οποιοσδήποτε τσιρκολάνος μπορεί να στο ε-επιβεβαιώσει. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Λυπάμαι που σου χαλάω τη θεωρία α-αλλά…» «Το αντίθετο» είπε ο Χάρι ανακουφισμένος. «Μάλιστα, αυτό περίμενα να ακούσω. Τώρα μπορώ άνετα να αποκλείσω αυτή τη θεωρία. Είπες πως έχει κι άλλο καφέ;» Ζήτησε να δει την γκιλοτίνα και ο επιστάτης τον οδήγησε στην γκαρνταρόμπα. «Α-ακόμη ανατριχιάζω όποτε μπαίνω εδώ μέσα, αλλά τώρα τουλάχιστον κοιμάμαι τη νύχτα» είπε ξεκλειδώνοντας την πόρτα. «Δυο μέρες καθαρίζαμε». Ένα παγωμένο ρεύμα αέρα βγήκε από το δωμάτιο όταν άνοιξε η πόρτα. «Πάνω τα παντελόνια» είπε ο επιστάτης και άναψε το φως. Η γκιλοτίνα δέσποζε στο δωμάτιο, σκεπασμένη με ένα σεντόνι, σαν ξεπεσμένη ντίβα. «Πάνω τα παντελόνια;»

«Α, αυτό είναι ένα α-αστείο που λέμε στο Σεντ Τζορτζ όταν μπαίνουμε σε σκοτεινό δωμάτιο». «Γιατί;» είπε ο Χάρι, ο οποίος σήκωσε το σεντόνι και άγγιξε τη λεπίδα της γκιλοτίνας. «Πρόκειται για μια παλιά ιστορία από τη δεκαετία του ’70. Εκείνη την εποχή, α-αφεντικό εδώ ήταν ένας Βέλγος, ο Αλμπέρ Μοσκό, ένας πληθωρικός άνθρωπος, που όμως εμείς που δουλεύαμε μαζί του τον συμπαθούσαμε – ήταν αληθινός θεατράνθρωπος ο συγχωρεμένος. Ο κόσμος λέει πως τέτοιοι τύποι είναι α-ακόλαστοι και μπερμπάντηδες, και τις περισσότερες φορές έτσι είναι, εγώ ωστόσο λέω τα πράγματα ό-οπως τα ξέρω. Τέλος πάντων, εκείνη την εποχή είχαμε έναν ωραίο και διάσημο ηθοποιό στο θίασο, οονόματα δεν λέω, που ήταν σκέτος σάτυρος. Οι γυναίκες λιποθυμούσαν γι’ αυτόν και οι άντρες τον φθονούσαν. Κάθε τόσο κάναμε μια περιήγηση στο θέατρο για θεατές που το ζητούσαν και μια μέρα ο ξεναγός μπήκε στην γκαρνταρόμπα με μια τάξη μαθητών. Ά-αναψε το φως και στον ροκοκό καναπέ που χρησιμοποιούσαμε στην παράσταση του Γυάλινου Κόσμου του Τένεσι Ουίλιαμς, βρισκόταν ο σάτυρος πάνω α-από μία από τις κυρίες της καντίνας. Βέβαια ο ξεναγός θα μπορούσε να είχε σώσει την κατάσταση, α-αφού ο διάσημος ηθοποιός, ονόματα δεν λέω, είχε γυρισμένη την πλάτη και κανείς δεν είδε το πρόσωπό του.

Όμως ο ξεναγός ήταν ένας νεαρός που είχε προσδοκίες να γίνει και αυτός η-ηθοποιός κάποια μέρα, και ήταν, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι στο θέατρο, ένας ματαιόδοξος βλάκας. Γι’ αυτό δεν φορούσε γυαλιά ενώ ήταν φοβερά μύωψ. Με λίγα λόγια, δεν είδε πως κάτι έτρεχε πάνω στον καναπέ και νόμισε ότι ο ξαφνικός συνωστισμός στην πόρτα ήταν ε-επειδή ο ίδιος ήταν τόσο καλός ομιλητής ή κάτι τέτοιο. Καθώς λοιπόν ο ξεναγός συνέχισε να φλυαρεί για τον Τένεσι Ουίλιαμς, ο σάτυρος βλαστήμησε, προσέχοντας ωωστόσο να μην αποκαλύψει το πρόσωπό του, μόνο τον τριχωτό πισινό του. Ο ξεναγός αναγνώρισε τη φωνή και αναφώνησε: «Ωωω, είσαι εδώ λοιπόν, Μπρους Λίσλινγκτον;» Ο επιστάτης δαγκώθηκε. «Ωχ, το είπα». Ο Χάρι γέλασε δυνατά και σήκωσε τις παλάμες του. «Μην ανησυχείς, το ξέχασα κιόλας». «Τέλος πάντων, την ε-επόμενη μέρα ο Μοσκό συγκάλεσε γενική συνέλευση. Εξήγησε σύντομα τι είχε συμβεί και είπε πως το θεωρούσε πολύ σοβαρό. “Δεν μπορούμε να έχουμε τέτοιου είδους δημοσιότητα” είπε. “Λυπάμαι πολύ α-αλλά αυτού του είδους οι ξεναγήσεις θα κοπούν αμέσως”». Το γέλιο του επιστάτη αντήχησε στους τοίχους της

γκαρνταρόμπας. Ο Χάρι χαμογέλασε. Μόνο η ξεπεσμένη ντίβα από ατσάλι και ξύλο έμεινε σιωπηλή και απόμακρη. «Τώρα καταλαβαίνω το “πάνω τα παντελόνια”. Τι απέγινε ο άτυχος ξεναγός; Έγινε ηθοποιός εντέλει;» «Δυστυχώς για ε-εκείνον και ευτυχώς για το θέατρο, όχι. Όμως έμεινε στην επιχείρηση και σήμερα είναι φωτιστής εεδώ, στο Σεντ Τζορτζ. Α, ναι ξέχασα, τον έχεις γνωρίσει…» Ο Χάρι πήρε βαθιά ανάσα. Απειλητικοί βρυχηθμοί και σύρσιμο των αλυσίδων κάτω βαθιά. Να πάρει ο διάολος, έκανε τόση ζέστη! «Ναι, σωστά. Μάλλον φοράει φακούς επαφής τώρα, έτσι;» «Όχι, καθόλου. Ισχυρίζεται πως δουλεύει καλύτερα ό-οταν βλέπει τη σκηνή κάπως θολά. Λέει ότι τότε μπορεί να συγκεντρωθεί στο σύνολο και να μην τον απασχολούν οι λεπτομέρειες. Είναι πράγματι ιδιόρρυθμος τύπος». «Πράγματι ιδιόρρυθμος τύπος» επανέλαβε ο Χάρι.

16

ΝΕΚΡΑ ΚΑΓΚΟΥΡΟ, ΜΙΑ ΠΕΡΟΥΚΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΗΔΕΙΑ

Η

Κριστίν είχε επιστρέψει στο Όσλο λίγα χρόνια αργότερα. Από φίλους ο Χάρι είχε ακούσει πως είχε μαζί της ένα κορίτσι δύο χρόνων, αλλά ο Άγγλος είχε μείνει στο Λονδίνο. Ένα βράδυ την είχε δει στο Sardines. Όταν πλησίασε, είδε πόσο είχε αλλάξει. Το δέρμα της ήταν χλωμό και τα μαλλιά της κρέμονταν άτονα γύρω από το πρόσωπό της. Όταν τον είδε, το πρόσωπό της συσπάστηκε και σχημάτιστηκε κάτι σαν φοβισμένο χαμόγελο. Χαιρέτησε τον Χιάρταν, έναν «φίλο μουσικό» τον οποίο ο Χάρι αναγνώρισε. Μιλούσε γρήγορα και νευρικά για ασήμαντα πράγματα, χωρίς να αφήνει τον

Χάρι να κάνει τις ερωτήσεις που ήξερε πως ήθελε να κάνει. Μίλησε για τα μελλοντικά της σχέδια αλλά τα μάτια της δεν είχαν σπίθα και οι ζωηρές χειρονομίες της, τις οποίες εκείνος θυμόταν, είχαν αντικατασταθεί από νωθρές, άψυχες κινήσεις. Σε κάποιο σημείο, ο Χάρι νόμισε ότι εκείνη έκλαιγε, αλλά ήταν ήδη αρκετά μεθυσμένος για να μπορεί να το πει με βεβαιότητα. Ο Χιάρταν έφυγε, ξαναγύρισε, της ψιθύρισε κάτι στο αυτί και ελευθερώθηκε από το αγκάλιασμά της με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο προς τον Χάρι. Ύστερα έφυγαν όλοι, και ο Χάρι και η Κριστίν έμειναν καθισμένοι στον άδειο χώρο ανάμεσα σε αποτσίγαρα και σπασμένα μπουκάλια, μέχρι που τους πέταξαν έξω. Δεν είναι εύκολο να πει κανείς ποιος στήριζε ποιον για να βγουν από την πόρτα και ποιος είχε προτείνει ένα ξενοδοχείο, όμως, εν πάση περιπτώσει, κατέληξαν στο Savoy, όπου με συνοπτικές διαδικασίες άδειασαν το μίνι μπάρ και σκαρφάλωσαν στο κρεβάτι. Ο Χάρι έκανε μια φιλότιμη αλλά αποτυχημένη προσπάθεια να μπει μέσα της, όμως ήταν πολύ αργά. Φυσικά ήταν πολύ αργά. Η Κριστίν έκρυψε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και έκλαψε. Ο Χάρι έφυγε στις μύτες των ποδιών όταν ξύπνησε, πήρε ένα ταξί και πήγε στο Postkafé, το οποίο άνοιγε μία ώρα νωρίτερα από τις άλλες χαβούζες. Κάθισε εκεί και συλλογιζόταν πόσο αργά ήταν.

«Ναι;» «Με συγχωρείς που τηλεφωνώ τόσο αργά, Λίμπι. Είμαι ο Χάρι Χόλι». «Χόλι; Θεέ και Κύριε, τι ώρα είναι τώρα στη Νορβηγία;» «Δεν ξέρω. Άκου, δεν είμαι στη Νορβηγία. Είχα πρόβλημα με το αεροπλάνο». «Δηλαδή;» «Έφυγε νωρίς, ας το πω έτσι, και δεν ήταν τόσο εύκολο να βρω άλλη θέση. Χρειάζομαι βοήθεια». «Πες το». «Έλα να με συναντήσεις στο διαμέρισμα του Ότο Ρεχτνάγκελ. Πάρε μαζί σου λοστό αν δεν είσαι καλός στις διαρρήξεις κλειδαριών». «ΟΚ. Τώρα αμέσως;» «Θα το εκτιμούσα πολύ, φίλε». «Έτσι κι αλλιώς δεν είχα ύπνο».

«Λέγετε;» «Δόκτωρ Ένγκελσον; Πρόκειται για ένα πτώμα, το όνομά μου είναι…» «Σκοτίστηκα ποιος είσαστε, διάολε! Η ώρα είναι… τρεις τα

ξημερώματα και να ρωτήσετε τον δόκτορα Χάνσον που έχει υπηρεσία. Καληνύχτα».

«Κουφός είσαστε;. Είπα καλ…» «Είμαι ο Χόλι. Μην το κλείσετε ξανά, αν έχετε την καλοσύνη». … «Ο Χόλι;» «Χαίρομαι που θυμηθήκατε το όνομά μου, γιατρέ. Ανακάλυψα κάτι ενδιαφέρον στο διαμέρισμα όπου βρέθηκε νεκρός ο Άντριου Κένσινγκτον. Πρέπει να τον δω, δηλαδή πρέπει να δω τα ρούχα που φορούσε όταν πέθανε. Τα έχετε ακόμη, έτσι δεν είναι;» «Ναι, αλλά…» «Ας συναντηθούμε έξω από το νεκροτομείο σε μισή ώρα». «Αγαπητέ μου κύριε Χόλι, πραγματικά δεν βλέπω τι…» «Μη με κάνετε να το ξαναπώ, γιατρέ. Πώς θα σας φανεί να σας διαγράψουν από τον Ιατρικό Σύλλογο της Αυστραλίας, να σας μηνύσουν οι συγγενείς σας, να δείτε το όνομά σας στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων… – να συνεχίσω;» «Παρ’ όλα αυτά, δεν προλαβαίνω να είμαι εκεί σε μισή ώρα».

«Τέτοια ώρα έχει πολύ λίγη κίνηση, γιατρέ. Έχω ένα προαίσθημα πως θα τα καταφέρετε».

Ο Μακόρμακ μπήκε στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα πίσω του και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Ο άστατος καλοκαιρινός καιρός του Σίδνεϊ δεν έλεγε να αλλάξει.greekleech.info Έβρεχε όλη νύχτα. Ο Μακόρμακ ήταν πάνω από εξήντα, είχε περάσει την ηλικία συνταξιοδότησης των αστυνομικών και, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι συνταξιούχοι, είχε αρχίσει να μιλάει μόνος του. Κυρίως ήταν κάποιες μικρές, καθημερινές παρατηρήσεις, που αμφέβαλλε αν οι άλλοι, εκτός από τον ίδιο, ήξεραν πραγματικά πώς να τις εκτιμήσουν. Όπως για παράδειγμα: «Φαίνεται πως θα ξανοίξει ο καιρός και σήμερα, ναι, ναι, ναι». Στεκόταν εκεί και τραμπαλιζόταν από πόδι σε πόδι, κοιτάζοντας πάνω από την πόλη του. Ή πάλι: «Πρώτος ήρθα και σήμερα, ναι, ναι, ναι». Μόνο όταν πήγε να κρεμάσει το τζάκετ του στο ντουλάπι πίσω από το γραφείο αντιλήφθηκε τους ήχους που ακούγονταν από τον καναπέ. Ένας άντρας ξαπλωμένος εκεί σηκωνόταν τώρα και έπαιρνε καθιστή στάση. «Χόλι;» είπε κατάπληκτος. «Συγγνώμη, σερ. Ελπίζω να μην ενόχλησα που

δανείστηκα τον καναπέ…» «Πώς μπήκες μέσα;» «Δεν είχα προλάβει να παραδώσω την ταυτότητά μου και ο νυχτοφύλακας με άφησε να περάσω. Η πόρτα του γραφείου σου ήταν ανοιχτή και επειδή θέλω να μιλήσω μ̓ εσένα πήρα έναν υπνάκο μέχρι να έρθεις». «Έπρεπε να είσαι στη Νορβηγία. Τηλεφώνησε ο διευθυντής σου. Φαίνεσαι χάλια, Χόλι». «Τι του απάντησες, σερ» «Πως φαίνεται ότι έμεινες για την κηδεία του Κένσινγκτον. Ως εκπρόσωπος της Νορβηγίας». «Μα πώς…» «Είχες δώσει το τηλέφωνό σου εδώ στην αεροπορική εταιρεία, έτσι όταν τηλεφώνησαν μισή ώρα πριν από την αναχώρηση επειδή δεν είχες εμφανιστεί, κατάλαβα τι συνέβαινε. Ένα τηλεφώνημα στο ξενοδοχείο Crescent, όπου είχα μια εμπιστευτική συζήτηση με τον διευθυντή, συμπλήρωσε τα υπόλοιπα. Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί σου. Καταλαβαίνω, Χόλι, και προτείνω να μην το συζητήσουμε περισσότερο. Όλοι ξέρουν ότι υπάρχει κάποια αντίδραση μετά από τέτοια γεγονότα. Το σημαντικό είναι πως εσύ έχεις συνέλθει και εμείς θα σε βάλουμε σε ένα αεροπλάνο». «Ευχαριστώ, σερ».

«Κανένα πρόβλημα. Θα ζητήσω από τη γραμματέα μου να μιλήσει με την αεροπορική εταιρεία». «Μόνο κάνα δυο πράγματα πριν από αυτό, σερ. Κάναμε λίγη δουλειά τη νύχτα και δεν θα ξέρουμε τα τελικά αποτελέσματα μέχρι να πάνε οι ιατροδικαστές στη δουλειά τους και να τα ελέγξουν, αλλά εγώ είμαι σχεδόν σίγουρος για το αποτέλεσμα, σερ».

Ο παλιός ανεμιστήρας, παρά το λάδωμα, είχε εντέλει παραδώσει πνεύμα και είχε αντικατασταθεί από έναν καινούργιο, μεγάλο και σχεδόν αθόρυβο. Ο Χάρι, από την άλλη, διαπίστωσε ότι ο κόσμος συνέχιζε να γυρίζει και χωρίς αυτόν. Από τους παρόντες μόνο ο Γουάτκινς και ο Γιονγκ δεν ήξεραν τις τελευταίες λεπτομέρειες, ωστόσο ο Χάρι ξεκίνησε από την αρχή ούτως ή άλλως. «Δεν μας πέρασε στιγμή από το μυαλό όταν βρήκαμε τον Άντριου γιατί ήταν μέρα μεσημέρι. Ούτε καν όταν έμαθα την ώρα του θανάτου του. Πολύ αργότερα σκέφτηκα ότι το φως ήταν σβηστό όταν φτάσαμε στο διαμέρισμα του Ρεχτνάγκελ. Αν τα πράγματα είχαν συμβεί με τον τρόπο που υποθέταμε, αυτή πρέπει να ήταν η σειρά: Ο Άντριου έσβησε το φως από τον διακόπτη δίπλα στην πόρτα, πήγε ψηλαφίζοντας μέχρι

την καρέκλα μέσα στη θολούρα του από την ηρωίνη, σε ένα δωμάτιο που φυσικά είναι κατασκότεινο στις δύο τη νύχτα, ισορρόπησε πάνω στην ασταθή καρέκλα και πέρασε τη θηλιά στον λαιμό του». Στη σιωπή που ακολούθησε έγινε φανερό πως ακόμα και με τη σύγχρονη τεχνολογία είναι δύσκολο να κατασκευαστεί ένας ανεμιστήρας που δεν κάνει εκνευριστικό θόρυβο, όσο χαμηλός κι αν είναι αυτός. «Ακούγεται παράξενο, είναι αλήθεια» είπε ο Γουάτκινς. «Μήπως δεν ήταν ολοσκότεινα, μήπως τα φώτα του δρόμου ή κάτι άλλο απέξω φώτιζε το δωμάτιο;» «Ο Λίμπι κι εγώ ήμασταν εκεί στις δύο τη νύχτα και το ελέγξαμε. Το καθιστικό ήταν σκοτεινό σαν τάφος». «Μπορεί το φως να ήταν αναμμένο όταν φτάσατε χωρίς να το έχετε προσέξει;» ρώτησε ο Γιονγκ. «Ήταν μεσημέρι και ίσως κάποιος αστυνομικός να έσβησε το φως αργότερα». «Κόψαμε το καλώδιο που ήταν κρεμασμένος ο Άντριου με μαχαίρι» είπε ο Λίμπι. «Δεν ήθελα να πάθω ηλεκτροπληξία, γι’ αυτό είχα ελέγξει ότι το φως ήταν σβηστό». «ΟΚ» είπε ο Γουάτκινς. «Ας πούμε ότι αποφάσισε να πάει να κρεμαστεί μέσα στο σκοτάδι και ότι ο Κένσινγκτον ήταν μυστήριος τύπος. Τι καινούργιο υπάρχει;» «Μα… δεν κρεμάστηκε στο σκοτάδι» επισήμανε ο Χάρι. Ο Μακόρμακ ξερόβηξε από το πίσω μέρος του δωματίου.

«Κοιτάξτε τι βρήκαμε στο διαμέρισμα του Ρεχτνάγκελ» είπε ο Χάρι και σήκωσε ψηλά έναν γλόμπο που κρατούσε. «Βλέπετε αυτή την καφετιά μουντζούρα; Είναι τσουρουφλισμένο ρεγιόν». Κράτησε ψηλά ένα λευκό ρούχο. «Και αυτό είναι το πουκάμισο που φορούσε ο Άντριου όταν τον βρήκαμε. Δεν χρειάζεται σιδέρωμα. Εξήντα τοις εκατό συνθετικό μετάξι, που λιώνει στους 260 βαθμούς Κελσίου. Η λάμπα του ηλεκτρικού έχει 450 βαθμούς στην επιφάνεια. Βλέπετε τον καφετί λεκέ στην τσέπη; Εκεί ακουμπούσε ο γλόμπος όταν τον βρήκαμε». «Εντυπωσιακή γνώση Φυσικής, Χόλι» είπε ο Γουάτκινς. «Και τώρα πες μας τι νομίζεις πώς έγινε;» «Ένα από τα δύο πράγματα» απάντησε ο Χάρι. «Κάποιος πήγε εκεί πριν από εμάς, είδε τον Άντριου να κρέμεται από το καλώδιο, έσβησε το φως και έφυγε. Το πρόβλημα είναι πως τα μόνα δύο δηλωμένα κλειδιά του διαμερίσματος βρέθηκαν πάνω στον Ότο και στον Άντριου». «Το διαμέρισμα ανοίγει με το κλειδί, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Γουάτκινς. «Μπορεί εκείνο το πρόσωπο να μπήκε με το κλειδί και να το έβαλε στην τσέπη του Άντρ…, όχι, όχι, τότε πώς μπήκε μέσα ο Άντριου;» Ο Γουάτκινς κοκκίνισε. «Ωστόσο, έχεις δίκιο μέχρι ενός σημείου» είπε ο Χάρι. «Η θεωρία μου είναι πως ο Άντριου δεν είχε κλειδί του

διαμερίσματος, αλλά τον έβαλε μέσα κάποιο άλλο πρόσωπο που ήταν ήδη εκεί ή που έφτασε συγχρόνως, κάποιος που είχε το δεύτερο κλειδί. Αυτό το πρόσωπο ήταν παρόν όταν πέθανε ο Άντριου. Μετά έβαλε το κλειδί στην τσέπη του Άντριου, έτσι ώστε να φανεί πως μπήκε μέσα μόνος του. Το γεγονός ότι αυτό το κλειδί δεν ήταν στον κρίκο με όλα τα άλλα κλειδιά του επιβεβαιώνει τη θεωρία. Ύστερα έσβησε το φως και έκλεισε την πόρτα πίσω του φεύγοντας». Σιωπή. «Λες δηλαδή ότι ο Άντριου Κένσινγκτον δολοφονήθηκε;» ρώτησε ο Γουάτκινς. «Αν ναι, με ποιον τρόπο;» «Νομίζω ότι αρχικά ο Άντριου υποχρεώθηκε να κάνει μια ένεση ηρωίνης, ίσως με το πιστόλι στον κρόταφο». «Δεν μπορεί να το είχε κάνει ήδη πριν φτάσει στο διαμέρισμα;» ρώτησε ο Γιονγκ. «Πρώτον, δεν πιστεύω πως ένας προσεκτικός πεπειραμένος χρήστης όπως ο Άντριου θα έπαιρνε ξαφνικά μια υπερβολική δόση καταλάθος. Δεύτερον, ο Άντριου δεν είχε αρκετή δική του σκόνη για μια υπερβολική δόση». «Γιατί λοιπόν να τον κρεμάσουν;» «Το να δώσεις μια υπερβολική δόση δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει με ακρίβεια. Δεν είναι πάντα εύκολο να πεις πώς θα αντιδράσει ένας πωρωμένος οργανισμός. Μπορεί να

κατάφερνε να επιζήσει μέχρι να τον βρουν. Νομίζω ότι ήταν περισσότερο για να τον ναρκώσουν, έτσι ώστε να μην αντισταθεί όταν τον έβαλαν στην καρέκλα και του πέρασαν το καλώδιο γύρω από τον λαιμό. Α ναι, το καλώδιο. Λίμπι;» Ο Λίμπι στριφογύριζε μια οδοντογλυφίδα στην άκρη του στόματός του γυμνάζοντας τα χείλια και τη γλώσσα του. «Βάλαμε τους τύπους από την Ιατροδικαστική να ελέγξουν για αποτυπώματα στο καλώδιο. Τα καλώδια που κρέμονται από τα ταβάνια σπάνια καθαρίζονται και σκεφτήκαμε πως μπορεί να βρίσκαμε αποτυπώματα. Αλλά ήταν καθαρό σαν… εεε…» ο Λίμπι δεν εύρισκε σαν τι ήταν καθαρό. «Σαν κάτι πολύ καθαρό;» πρότεινε ο Γιονγκ για να βοηθήσει. «Ακριβώς. Τα μόνα αποτυπώματα που βρέθηκαν ήταν τα δικά μας». «Ώστε λοιπόν, αν ο Άντριου δεν σκούπισε το καλώδιο πριν κρεμαστεί» ανακεφαλαίωσε ο Γουάτκινς «και δεν γλίστρησε το κεφάλι του στη θηλιά χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, τότε κάποιος άλλος το έκανε. Αυτό μας λέτε;» «Έτσι φαίνεται, αφεντικό». «Αν όμως αυτός ο τύπος είναι τόσο έξυπνος όσο τον παρουσιάζετε, γιατί έσβησε το φως όταν έφυγε;» Ο Γουάτκινς έκανε μια χειρονομία απορίας και κοίταξε όλους γύρω από το

τραπέζι. «Γιατί» είπε ο Χάρι «πρόκειται για μια αυτόματη κίνηση. Την κάνει χωρίς να σκέφτεται. Όπως κάνουν όλοι όταν φεύγουν από το σπίτι τους. Ή ένα σπίτι του οποίου έχουν το κλειδί και έχουν συνηθίσει να μπαινοβγαίνουν σαν να είναι δικό τους». Ο Χάρι ακούμπησε πίσω στο κάθισμά του. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και δεν ήξερε πόσο ακόμη θα μπορούσε να περιμένει για ένα ποτό. «Νομίζω ότι ο άνθρωπος που ψάχνουμε είναι ο μυστικός εραστής του Ότο Ρεχτνάγκελ».

Ο Λίμπι στεκόταν πλάι στον Χάρι στο ασανσέρ. «Πας για φαγητό;» ρώτησε. «Έτσι λέω» είπε ο Χάρι. «Σε πειράζει να έρθω μαζί;» «Καθόλου». Ο Λίμπι ήταν καλή παρέα όταν κανείς δεν είχε διάθεση να μιλάει πολύ. Βρήκαν τραπέζι στο Southern στην οδό Μάρκετ. Ο Χάρι παρήγγειλε ένα Jim Beam. Ο Λίμπι σήκωσε τα μάτια του από το μενού. «Φέρε μας δύο σαλάτες με μπαραμούντι, μαύρο καφέ και φρέσκο ψωμί». Ο Χάρι κοίταξε έκπληκτος τον Λίμπι. «Ευχαριστώ, αλλά νομίζω πως δεν θα πάρω κάτι άλλο» είπε στο γκαρσόνι.

«Φέρε ό,τι είπα» είπε χαμογελώντας ο Λίμπι. «Ο συνάδελφος θα αλλάξει γνώμη όταν θα δοκιμάσει το μπαραμούντι εδώ». Ο σερβιτόρος εξαφανίστηκε και ο Χάρι κοίταξε τον Λίμπι. Είχε βάλει και τα δυο του χέρια στο τραπέζι με ανοιγμένα δάχτυλα, και κοίταζε πότε το ένα πότε το άλλο σαν να τα συνέκρινε. «Όταν ήμουν νέος έκανα οτοστόπ μέχρι την ακτή της Κερνς, κατά μήκος του Μεγάλου Κοραλλιογενούς Υφάλου», έλεγε κοιτάζοντας τις παλάμες του. «Σε μια πανσιόν για νέους που ταξιδεύουν με το σακίδιο στην πλάτη γνώρισα δυο νεαρές Γερμανίδες που γύριζαν τον κόσμο. Είχαν νοικιάσει αυτοκίνητο και είχαν οδηγήσει ως εκεί από το Σίδνεϊ, ενώ μιλούσαν λεπτομερώς για όλα τα μέρη που είχαν πάει, πόσο καιρό και γιατί είχαν μείνει στο καθένα και πώς είχαν σχεδιάσει το υπόλοιπο ταξίδι τους. Ήταν φανερό ότι δεν είχαν αφήσει τίποτα στην τύχη. Ίσως αυτός είναι ο γερμανικός τρόπος σκέψης. Όταν τις ρώτησα αν είχαν δει καγκουρό στο ταξίδι τους, γέλασαν και με βεβαίωσαν ότι είχαν δει. Χωρίς αμφιβολία, το είχαν σβήσει από τη λίστα αυτών που έπρεπε να δουν. «Σταματήσατε να τα ταΐσετε;» ρώτησα, αλλά εκείνες κοιτάχτηκαν άναυδες και μου είπαν: «Όχι, βέβαια!» «Γιατί όχι; Είναι χαριτωμένα ζώα».

«Μα ήταν ψόφια!» Ο Χάρι είχε εκπλαγεί τόσο από τον μονόλογο του Λίμπι, που ξέχασε να γελάσει. Τα καγκουρό που μπαίνουν στους αυτοκινητόδρομους είναι γνωστό πρόβλημα στην Αυστραλία και όσοι έχουν οδηγήσει έξω από την πόλη έχουν δει κουφάρια καγκουρό στις άκρες των δρόμων. Ο σερβιτόρος ήρθε και άφησε το ποτό μπροστά στον Χάρι. Ο Λίμπι κοίταξε το ποτήρι. «Προχθές είδα ένα κορίτσι τόσο γλυκό, που ήθελα να της χαϊδέψω το μάγουλο και να της πω κάτι όμορφο. Ήταν δεν ήταν είκοσι, φορούσε ένα γαλάζιο φουστάνι και ήταν ξυπόλυτη. Μα ήταν ψόφια. Όπως ξέρεις ήταν ξανθιά, βιασμένη και είχε μελανά σημάδια στον λαιμό από στραγγαλισμό. Και χθες βράδυ ονειρεύτηκα τα πτώματα αυτών των νεαρών και μάταια όμορφων κοριτσιών να κείτονται στις άκρες όλων των δρόμων σε ολόκληρη την Αυστραλία – από το Σίδνεϊ στην Κερνς, από την Αδελαΐδα στο Περθ, από το Ντάργουιν στη Μελβούρνη. Και όλα για έναν και μοναδικό λόγο: επειδή είχαμε κλείσει τα μάτια γιατί δεν μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια. Δεν κάναμε αρκετά. Αφεθήκαμε να είμαστε αδύναμοι και ανθρώπινοι». Ο Χάρι ήξερε πού το πήγαινε ο Λίμπι. Ο σερβιτόρος ήρθε

με το ψάρι. «Είσαι αυτός που τον έχει πλησιάσει περισσότερο απ’ όλους, Χάρι. Είσαι αυτός που στέκεται με το αυτί στο έδαφος και μπορεί να αφουγκραστεί τους κραδασμούς των βημάτων του αν πλησιάσει ξανά. Πάντα θα υπάρχουν εκατό καλοί λόγοι για να μεθύσεις, αλλά με το να πέσεις ξερός στο κρεβάτι ενός ξενοδοχείου δεν βοηθάς κανέναν. O δολοφόνος δεν είναι άνθρωπος. Έτσι δεν μπορούμε ούτε εμείς να είμαστε άνθρωποι. Πρέπει να αντέξουμε τα πάντα και να αντισταθούμε σε όλα». Ο Λίμπι ξεδίπλωσε την πετσέτα του. «Όμως πρέπει να φάμε». Ο Χάρι έβαλε το ποτήρι με το ουίσκι στο στόμα του και κοίταζε τον Λίμπι, ενώ το άδειαζε αργά αργά. Μετά ακούμπησε το άδειο ποτήρι στο τραπέζι, έκανε μια γκριμάτσα και έπιασε το μαχαίρι και το πιρούνι. Το υπόλοιπο γεύμα κύλησε σιωπηλά.

Ο Χάρι χαμογέλασε όταν άκουσε πως ο Γουάτκινς είχε στείλει τον Γιονγκ να ρωτήσει τη χοντρή γειτόνισσα για τον Ότο Ρεχτνάγκελ. «Ας ελπίσουμε πως δεν θα τον πάρει στο κυνήγι» είπε ο Λίμπι.

Ο Χάρι και ο Λίμπι οδήγησαν μέχρι το Κινγκς Κρος, όπου ο Χάρι βγήκε από το αυτοκίνητο. «Ευχαριστώ, Σεργκέι. Νομίζω ότι είναι καλύτερα να συνεχίσω μόνος μου αποδώ και πέρα». Ο Λίμπι χαιρέτησε και έφυγε.

Η Σάντρα στεκόταν στο συνηθισμένο της στέκι. Δεν τον αναγνώρισε, μέχρι που πλησίασε πολύ κοντά της. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω» είπε και τον κοίταξε με ψυχρό, απόμακρο βλέμμα. Περπάτησαν μαζί μέχρι το Beef & Bourbon, όπου ο σερβιτόρος έτρεξε και της κράτησε την καρέκλα. Ο Χάρι τη ρώτησε τι ήθελε και παρήγγειλε μια κόκα κόλα και ένα διπλό ουίσκι. «Χριστούλη μου, νόμιζα ότι ερχόταν να με πετάξει έξω» είπε ανακουφισμένη. «Είμαι θαμώνας εδώ» εξήγησε ο Χάρι. «Πώς είναι η φιλενάδα σου;» «Η Μπιργκίτα;» Ο Χάρι έμεινε σιωπηλός για λίγο. «Δεν ξέρω. Δεν θέλει να μου μιλήσει. Χάλια, ελπίζω». «Και γιατί ελπίζεις να είναι χάλια;» «Ελπίζω πως επειδή με αγαπάει, βέβαια». Η Σάντρα γέλασε βραχνά. «Και εσύ πώς είσαι, Χάρι

Χόλι;» «Χάλια». Ο Χάρι χαμογέλασε θλιμμένα. «Αλλά μπορώ να νιώσω πολύ καλύτερα αν καταφέρω να πιάσω έναν δολοφόνο». «Και νομίζεις ότι μπορώ να σε βοηθήσω σε αυτό;» είπε εκείνη και άναψε τσιγάρο. Το πρόσωπό της ήταν ακόμα πιο χλωμό και τραβηγμένο από την τελευταία φορά και τα μάτια της κόκκινα. «Μοιάζουμε εμείς οι δυο» είπε ο Χάρι και έδειξε το σκοτεινιασμένο τζάμι του παραθύρου δίπλα στο τραπέζι τους, όπου καθρεφτίζονταν. Η Σάντρα δεν μίλησε. «Θυμάμαι, αν και κάπως θολά, ότι η Μπιργκίτα πέταξε την τσάντα σου στο κρεβάτι και το περιεχόμενό της σκορπίστηκε έξω. Στην αρχή νόμιζα ότι είχες ένα πεκινουά στην τσάντα σου». Ο Χάρι έκανε μια παύση. «Για πες μου, γιατί χρειάζεσαι μια ξανθιά περούκα;» Η Σάντρα κοίταζε έξω από το παράθυρο, δηλαδή κοίταζε μέσα στο παράθυρο, μάλλον τα είδωλά τους. «Ένας πελάτης μού την αγόρασε. Ήθελε να τη φοράω όταν πήγαινα μαζί του». «Ποιος…;» Η Σάντρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ξέχασέ το, Χάρι. Δεν πρόκειται να σου πω. Δεν υπάρχουν πολλοί

κανόνες στη δουλειά μου, αλλά το να κρατάς το στόμα σου κλειστό για τους πελάτες σου είναι ένας από αυτούς. Και είναι χρήσιμος κανόνας». Ο Χάρι ξεφύσηξε. «Φοβάσαι» είπε. Τα μάτια της Σάντρα άστραψαν. «Μην προσπαθείς άδικα, Χάρι. Δεν θα μάθεις τίποτα από εμένα, ΟΚ;» «Δεν χρειάζεται να μου πεις ποιος είναι, Σάντρα. Το ξέρω. Ήθελα μόνο να βεβαιωθώ πως φοβάσαι να το πεις». «Το ξέρω» τον μιμήθηκε η Σάντρα φανερά εκνευρισμένη. «Και πώς το ξέρεις, λοιπόν;» «Είδα την πέτρα που κύλησε από την τσάντα σου, Σάντρα. Εκείνο το πράσινο κρύσταλλο. Αναγνώρισα το αστέρι που είχε ζωγραφισμένο πάνω του. Εκείνος σου το έδωσε. Είναι από το μαγαζί της μάνας του, το Crystal Castle». Τον κοίταζε με ορθάνοιχτα τα μαύρα μάτια της. Το κόκκινο στόμα της είχε ένα άσχημο, σαρκαστικό χαμόγελο. Ο Χάρι ακούμπησε προσεκτικά το χέρι του στο μπράτσο της. «Γιατί φοβάσαι τόσο πολύ τον Έβανς Γουάιτ, Σάντρα; Γιατί δεν θέλεις να μας μιλήσεις γι’ αυτόν;» Η Σάντρα τράβηξε το χέρι της. Γύρισε ξανά προς το παράθυρο. Ο Χάρι περίμενε. Ρούφηξε τη μύτη της και ο Χάρι έβγαλε και της έδωσε το μαντίλι που για ανεξήγητους λόγους είχε στην τσέπη του. «Υπάρχουν κι άλλοι εκτός από

σένα που είναι χάλια, ξέρεις» ψέλλισε ύστερα από λίγο. Τα μάτια της ήταν ακόμα πιο κόκκινα όταν γύρισε προς το μέρος του. «Ξέρεις τι είναι αυτά;» είπε και σήκωσε το μανίκι του φουστανιού της και του έδειξε ένα λευκό αντιβραχίονα με κόκκινα, αηδιαστικά σημάδια, που μερικά είχαν κακάδι. «Ηρωίνη;» ρώτησε ο Χάρι. «Μορφίνη» είπε η Σάντρα. «Δεν είναι και πολλοί στο Σίδνεϊ που τη διακινούν, αφού έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι καταλήγουν στην ηρωίνη. Όμως εγώ είμαι αλλεργική στην ηρωίνη. Δεν την αντέχει ο οργανισμός μου. Δοκίμασα μια φορά και παραλίγο να πεθάνω. Έτσι, το δικό μου δηλητήριο είναι η μορφίνη. Και τον τελευταίο χρόνο μόνο ένα άτομο εδώ, στο Κινγκς Κρος, μπορεί να την προμηθεύει σε ικανοποιητική ποσότητα. Πληρώνεται με το να με βάζει να παίζω κάποιον ρόλο. Μακιγιάρομαι και φοράω μια ξανθιά περούκα. Δεν με νοιάζει, δεν δίνω δεκάρα τι είδους απόλαυση είναι αυτή, όσο εγώ παίρνω αυτό που χρειάζομαι! Στο κάτω κάτω υπάρχουν και πιο ανώμαλοι τύποι από αυτούς που θέλουν να ντύνεσαι σαν τη μάνα τους». «Τη μάνα του;» ρώτησε ο Χάρι. «Νομίζω ότι μισεί τη μάνα του. Ή την αγαπάει λίγο περισσότερο από το φυσιολογικό. Ένα από τα δύο, δεν είμαι σίγουρη – δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτό και ένας Θεός ξέρει

πως ούτε εγώ θέλω!» Γέλασε πνιχτά. «Γιατί νομίζεις ότι τη μισεί;» ρώτησε ο Χάρι. «Τις τελευταίες φορές ήταν πιο βάναυσος απ’ ό,τι συνήθως» είπε η Σάντρα. «Με γέμισε μελανιές». «Γύρω από τον λαιμό;» ρώτησε ο Χάρι. Η Σάντρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Προσπάθησε μια φορά. Ήταν μετά τη μέρα που οι εφημερίδες έγραφαν πως εκείνη η Νορβηγίδα δολοφονήθηκε με στραγγαλισμό. Έβαλε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου και μου είπε να μείνω ακίνητη και να μη φοβάμαι. Δεν το ξανασκέφτηκα από τότε». «Πώς έτσι;» Η Σάντρα ανασήκωσε τους ώμους της. «Οι άνθρωποι επηρεάζονται από αυτό που βλέπουν και ακούνε. Εμπνέονται. Πάρε για παράδειγμα το 9½ Εβδομάδες, τότε που παιζόταν στους κινηματογράφους. Ξαφνικά, ένα πλήθος από τους πελάτες μας ήθελαν να μπουσουλάμε γυμνές στο πάτωμα ενώ εκείνοι κάθονταν και κοίταζαν». «Αηδία έργο!» είπε ο Χάρι. «Τι έγινε, λοιπόν;» «Έβαλε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου και πίεσε τα δάχτυλά του πάνω στις φωνητικές μου χορδές. Τίποτα οδυνηρό. Όμως εγώ τότε έβγαλα την περούκα και είπα πως δεν ήθελα να παίξω αυτό το παιχνίδι. Συνήλθε και είπε πως

δεν πειράζει. Πως ήταν κάτι που του είχε έρθει ξαφνικά και πως δεν σήμαινε τίποτα». «Και τον πίστεψες;» Η Σάντρα κούνησε τους ώμους της. «Δεν ξέρεις πόσο μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα λίγη αποστασιοποίηση» είπε και τελείωσε το ουίσκι της. «Δεν ξέρω;» ρώτησε ο Χάρι και κοίταξε αποδοκιμαστικά το μπουκάλι με την κόκα κόλα που στεκόταν ακόμη ανέγγιχτο μπροστά του.

Ο Μακόρμακ χτυπούσε ανυπόμονα τα δάχτυλά του. Ο Χάρι ίδρωνε, παρόλο που ο ανεμιστήρας δούλευε στο φουλ. Η χοντρή γειτόνισσα του Ότο Ρεχτνάγκελ είχε πολλά να πει. Πάρα πολλά. Δυστυχώς, τίποτε από όλα αυτά δεν παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον. Μάλιστα, φαίνεται πως και ο ίδιος ο Γιονγκ δυσκολεύτηκε να συμπεριφερθεί σαν καλός ακροατής και να παρακολουθήσει στην ακατάσχετη και βαρετή πολυλογία της. «Χοντρή γκιόσα» απάντησε χαμογελώντας όταν ο Γουάτκινς τον ρώτησε τι εντύπωση του είχε κάνει. «Κανένα νέο από το κορίτσι στο πάρκο Σεντένιαλ;» ρώτησε ο Μακόρμακ. «Όχι πολλά» απάντησε ο Λίμπι. «Πάντως δεν ήταν και

καμιά Παναγία. Έκανε σπιντ και μόλις είχε αρχίσει να δουλεύει σε ένα στριπτιζάδικο στο Κινγκς Κρος. Πήγαινε σπίτι της όταν δολοφονήθηκε. Έχουμε δύο μάρτυρες που ισχυρίζονται ότι την είδαν να μπαίνει στο πάρκο». «Τίποτε άλλο;» «Όχι μέχρι τώρα, σερ». «Χάρι» είπε ο Μακόρμακ και σκούπισε τον ιδρώτα του. «Πες μας τη θεωρία σου». «Την πιο πρόσφατη» μουρμούρισε ο Γουάτκινς αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν όλοι. «Εεε» ξεκίνησε ο Χάρι «ποτέ δεν βρήκαμε τον μάρτυρα που ο Άντριου είπε πως είχε δει τον Έβανς Γουάιτ στη Νιμπίν τη μέρα που δολοφονήθηκε η Ίνγκερ Χόλτερ. Αυτά που ξέρουμε τώρα είναι ότι ο Γουάιτ θέλγεται υπερβολικά από τις ξανθιές γυναίκες, ότι είχε ασταθή παιδική ηλικία και ότι θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε περισσότερα για το είδος της σχέσης που έχει με τη μάνα του. Ποτέ δεν είχε σταθερή δουλειά ούτε κατοικία, και γι’ αυτό είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε τις κινήσεις του. Δεν αποκλείεται να είχε κάποια κρυφή σχέση με τον Ότο Ρεχτνάγκελ, ούτε είναι απίθανο να ακολουθούσε τον Ότο στις τουρνέ του, ίσως να νοίκιαζε δωμάτιο σε ξενοδοχείο και να έβρισκε τα θύματά του όπου πήγαιναν για παραστάσεις. Αλλά όλα αυτά είναι θεωρίες, βέβαια».

«Μπορεί ο Ότο Ρεχτνάγκελ να είναι ο κατά συρροή δολοφόνος» είπε ο Γουάτκινς. «Μπορεί κάποιος άλλος να σκότωσε τον Ρεχτνάγκελ και τον Κένσινγκτον, κάποιος που δεν είχε καμιά σχέση με τους άλλους φόνους». «Στο πάρκο Σεντένιαλ» είπε ο Λίμπι. «Αυτός είναι ο κατά συρροή δολοφόνος μας. Θα στοιχημάτιζα ό,τι έχω και δεν έχω. Όχι πως έχω πολλά να χάσω δηλαδή…» «Ο Λίμπι έχει δίκιο» πρόσθεσε ο Χάρι. «Είναι ακόμη κάπου εκεί έξω». «ΟΚ» είπε ο Μακόρμακ. «Βλέπω πως ο φίλος μας ο Χόλι χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως “δεν αποκλείεται” ή “δεν είναι απίθανο” όταν μας παρουσιάζει τις θεωρίες του, πράγμα που ίσως είναι σοφό. Δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε με την υπερβολική σιγουριά. Επιπλέον, είναι ήδη ξεκάθαρο για όλους μας πως έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ έξυπνο άτομο. Και με πολλή αυτοπεποίθηση. Μας πάσαρε έτοιμες τις απαντήσεις που ψάχναμε, μας πρόσφερε τον δολοφόνο στο πιάτο και τώρα θεωρεί ότι ηρέμησε η ένταση και έπεσε ο πυρετός με αυτές τις απαντήσεις. Ότι θεωρούμε πως η υπόθεση έκλεισε, αφού ο ένοχος είναι νεκρός από τα ίδια του τα χέρια. Υποδεικνύοντας τον Κένσινγκτον ως ένοχο ήξερε, βέβαια, πως θα επιλέγαμε να αποσιωπήσουμε την υπόθεση – και πρέπει να πούμε ότι πολύ σωστά το σκέφτηκε».

Ο Μακόρμακ κοίταζε τον Χάρι καθώς έλεγε την τελευταία πρόταση. «Αποσιωπώντας την υπόθεση, θα σταματούσαμε και την περαιτέρω έρευνα. Το πλεονέκτημά μας έγκειται στο γεγονός πως νομίζει ότι είναι ασφαλής. Όσοι νομίζουν πως είναι ασφαλείς είναι συχνά απρόσεκτοι. Τώρα, ωστόσο, είναι ώρα να αποφασίσουμε πώς θα χειριστούμε την υπόθεση από εδώ και πέρα. Έχουμε έναν νέο ύποπτο και δεν πρέπει να κάνουμε ένα νέο λάθος. Το πρόβλημα είναι πως αν σηκώσουμε πολλά νερά, διακινδυνεύουμε να τρομάξουμε το μεγάλο ψάρι και να το διώξουμε. Πρέπει να οπλιστούμε με ψυχραιμία και ατσάλινα νεύρα μέχρι να δούμε το μεγάλο ψάρι καθαρά και κοντά μας, τόσο καθαρά που αποκλείεται να κάνουμε λάθος και τόσο κοντά που δεν θα αστοχήσουμε. Τότε και μόνο τότε θα ρίξουμε το καμάκι». Κοίταξε γύρω του. Όλοι κούνησαν το κεφάλι εγκρίνοντας την αδιαμφισβήτητη ευθυκρισία του αφεντικού. «Και για να γίνει αυτό, απαιτείται να υποστηρίξουμε την έρευνά μας με ψυχραιμία και σύστημα» συνέχισε ο Μακόρμακ. «Διαφωνώ» είπε ο Χάρι. Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. «Βλέπετε, υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος να πιάσουμε ψάρια χωρίς να σηκώσουμε νερά» είπε ο Χάρι. «Μια πετονιά και ένα αγκίστρι με κάποιο δόλωμα που ξέρουμε πως θα θέλει να δαγκώσει».

Ο αέρας έφερνε σύννεφα σκόνης στους λίγους παρευρισκομένους, καθώς στροβιλιζόταν κατά μήκος του χαλικόστρωτου δρόμου και πάνω από τον χαμηλό πέτρινο τοίχο που περιέβαλλε το νεκροταφείο. Ο Χάρι έκλεινε σφιχτά τα μάτια του για να μη γεμίσουν χώμα, ενώ ο αέρας άρπαζε και ανέμιζε πουκάμισα και σακάκια, έτσι που από μακριά, αυτοί που είχαν μαζευτεί για την κηδεία έμοιαζαν να χορεύουν στον τάφο του Άντριου Κένσινγκτον. «Διαολεμένος αέρας της κόλασης» μουρμούρισε ο Γουάτκινς όσο μιλούσε ο παπάς. Ο Χάρι στεκόταν και σκεφτόταν τα λόγια του Γουάτκινς, ελπίζοντας πως έκανε λάθος. Βέβαια, δεν μπορούσες να πεις ακριβώς από πού ερχόταν ο αέρας, αλλά σίγουρα είχε κάνει πολύ δρόμο μέχρι να φτάσει εκεί. Και αν είχε έρθει για να πάρει την ψυχή του Άντριου, δεν θα μπορούσες να πεις ότι το είχε πάρει ανάλαφρα. Γύριζε τα φύλλα του βιβλίου με τους ψαλμούς, ανακάτευε τον σωρό με το χώμα πλάι στον τάφο και όσοι δεν φορούσαν καπέλα για να τους προφυλάξουν τον ένιωθαν να ξεχτενίζει και να μπερδεύει τα μαλλιά τους. Ο Χάρι δεν άκουγε τον παπά αλλά κοίταζε απέναντι, από την άλλη πλευρά του τάφου μέσα από τα μισόκλειστα μάτια του. Τα μαλλιά της Μπιργκίτα ανέμιζαν προς τα πίσω, σαν κατακόκκινες φλόγες. Συνάντησε το βλέμμα του με

ανέκφραστο πρόσωπο. Μια γκριζομάλλα, σκυφτή γυναίκα καθόταν σε μια καρέκλα με ένα μπαστούνι στα πόδια της. Το δέρμα της ήταν κίτρινο και η ηλικία της δεν έκρυβε το χαρακτηριστικά εγγλέζικο, αλογίσιο πρόσωπό της. Ο αέρας τής είχε βάλει το καπέλο στραβά. Ο Χάρι κατάλαβε ύστερα από λίγο πως ήταν η θετή μητέρα του Άντριου, όμως ήταν τόσο γριά και εύθραυστη, που σχεδόν δεν είχε αντιληφθεί τα συλλυπητήρια του Χάρι έξω από την εκκλησία νωρίτερα – μόνο κουνούσε το κεφάλι της και μουρμούριζε την ίδια ακατάληπτη φράση ξανά και ξανά. Πίσω της στεκόταν μια μαύρη, μικροκαμωμένη και σχεδόν αόρατη γυναίκα και κρατούσε δυο κορίτσια, ένα σε κάθε χέρι. Ο παπάς έριξε χώμα μέσα στον τάφο, σύμφωνα με το τυπικό των Λουθηρανών. Ο Χάρι ήξερε ότι ο Άντριου ανήκε στην Αγγλικανική Εκκλησία, που μαζί με την Καθολική ήταν οι μεγαλύτερες στην Αυστραλία, όμως επειδή είχε παραστεί μόνο σε δύο κηδείες στην ενήλικη ζωή του δεν μπορούσε να πει αν αυτή η τελετή διέφερε πολύ από αυτές στη Νορβηγία. Σχεδόν και ο καιρός ήταν ίδιος. Στην κηδεία της μητέρας του, κάτι απείθαρχα, γκριζογάλανα σύννεφα κυνηγιούνταν πάνω από το νεκροταφείο, αλλά ευτυχώς ήταν πολύ βιαστικά για να ρίξουν τη βροχή τους πάνω στο συγκεντρωμένο πλήθος. Τη μέρα που θάψανε τον Ρόνι είχε ήλιο. Τότε, όμως, ο Χάρι ήταν στο νοσοκομείο με κλειστά ρολά, γιατί το φως

τού έφερνε πονοκέφαλο. Όπως και σήμερα, οι αστυνομικοί αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των παρισταμένων. Μπορεί να είχαν ψάλει και τον ίδιο ύμνο στο τέλος: Αιωνία σου η μνήμη! Η συνάθροιση διαλύθηκε, όλοι άρχισαν να κινούνται προς τα αυτοκίνητά τους και ο Χάρι περπατούσε ακριβώς πίσω από την Μπιργκίτα. Εκείνη στάθηκε για να την προλάβει. «Φαίνεσαι άρρωστος» επισήμανε χωρίς να τον κοιτάξει. «Δεν ξέρεις πως φαίνομαι όταν είμαι άρρωστος» είπε εκείνος. «Δεν φαίνεσαι άρρωστος όταν είσαι άρρωστος;» ρώτησε εκείνη. «Εγώ λέω μόνο πως φαίνεσαι άρρωστος. Είσαι άρρωστος;» Φύσηξε μια ριπή αέρα και σήκωσε τη γραβάτα του Χάρι στο πρόσωπό του. «Ίσως να είμαι λίγο άρρωστος» απάντησε. «Όχι πολύ άρρωστος. Κι εσύ μοιάζεις με μέδουσα με όλα αυτά τα μαλλιά που ανεμίζουν στο… πρόσωπό μου». Ο Χάρι έβγαλε μια κόκκινη τούφα μαλλιών από το στόμα του. Η Μπιργκίτα χαμογέλασε. «Να χαίρεσαι που δεν είμαι τσούχτρα» είπε. «Τι πράγμα;» ρώτησε ο Χάρι. «Τσούχτρα» επανέλαβε η Μπιργκίτα. «Έχει πολλές εδώ στην Αυστραλία. Το τσίμπημά της είναι πολύ χειρότερο από

αυτό της μέδουσας, θα μπορούσε να πει κανείς…» «Τσούχτρα;» άκουσε ο Χάρι μια γνωστή φωνή πίσω του. Γύρισε. Ήταν ο Τουγούμπα. «Πώς είσαι;» είπε ο Χάρι και εξήγησε ότι ήταν τα μαλλιά της Μπιργκίτα που τα φύσηξε ο αέρας στο πρόσωπό του, κι έτσι εμπνεύστηκε αυτή τη σύγκριση. «Αν ήταν τσούχτρα θα είχαν ζωγραφιστεί κόκκινες ρίγες στο πρόσωπό σου και θα φώναζες σαν να σε μαστίγωναν» είπε ο Τουγούμπα. «Και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα θα είχες καταρρεύσει, το δηλητήριο θα είχε παραλύσει τα όργανα της αναπνοής σου, δεν θα μπορούσες να πάρεις ανάσα και αν δεν είχες άμεση βοήθεια θα πέθαινες, με έναν απίστευτα επώδυνο θάνατο». Ο Χάρι έβαλε τις παλάμες μπροστά του για να προστατευτεί. «Ευχαριστώ, αρκετά με τον θάνατο σήμερα, Τουγούμπα». Ο Τουγούμπα κούνησε το κεφάλι του. Φορούσε ένα μαύρο μεταξωτό σμόκιν και παπιγιόν. Πρόσεξε το βλέμμα του Χάρι. «Είναι το μόνο που έχω που μοιάζει με κοστούμι. Επιπλέον, το κληρονόμησα από εκείνον». Έδειξε με το κεφάλι προς τον τάφο. «Όχι πρόσφατα, πριν από αρκετά χρόνια» πρόσθεσε. «Ο Άντριου είπε ότι είχε μεγαλώσει πιο πολύ από αυτό και δεν του έκανε. Σαχλαμάρες, βέβαια. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά

ήξερα πως το είχε αγοράσει για να το φορέσει στη δεξίωση μετά από τις νίκες της Αυστραλίας στο πρωτάθλημα. Ύστερα, ήλπιζε ότι το σμόκιν θα ζούσε μαζί μου αυτό που δεν έζησε ποτέ μαζί του». Περπατούσαν κατά μήκος του χαλικόστρωτου δρόμου, καθώς τα αυτοκίνητα περνούσαν αργά. «Μπορώ να σε ρωτήσω μια προσωπική ερώτηση, Τουγούμπα;» είπε ο Χάρι. «Φαντάζομαι ότι μπορείς» απάντησε ο Τουγούμπα. «Πού νομίζεις ότι θα καταλήξει ο Άντριου;» «Τι εννοείς;» «Νομίζεις ότι η ψυχή του θα πάει πάνω ή κάτω;» Ο Τουγούμπα φάνηκε σκεπτικός. «Εγώ είμαι απλός άνθρωπος, Χάρι. Δεν ξέρω πολλά για τέτοια πράγματα και δεν γνωρίζω πολλά για τις ψυχές. Όμως ξέρω κάνα δυο πράγματα για τον Άντριου Κένσινγκτον, και αν υπάρχει κάτι εκεί πάνω όπου πάνε οι ωραίες ψυχές, τότε εκεί ανήκει η ψυχή του». Το πρόσωπο του Τουγούμπα φωτίστηκε. «Ωστόσο, αν υπάρχει τίποτα ενδιαφέρον εκεί κάτω, νομίζω ότι ο ίδιος εκεί θα προτιμούσε να είναι. Μισούσε τα βαρετά μέρη». Γέλασαν σιωπηλά. «Αλλά επειδή πρόκειται για προσωπική ερώτηση, Χάρι, θα σου δώσω μια προσωπική απάντηση. Νομίζω ότι οι πρόγονοι του Άντριου και οι δικοί μου είχαν κάποια άποψη. Είχαν μια νηφάλια σχέση με τον

θάνατο. Είναι αλήθεια πως πολλές φυλές πίστευαν στη ζωή μετά τον θάνατο, μερικές στη μετεμψύχωση –πως η ψυχή περιπλανιόταν από άνθρωπο σε άνθρωπο– και άλλες θεωρούσαν ότι οι ψυχές επέστρεφαν ως πνεύματα. Μερικές φυλές πίστευαν ότι οι ψυχές των νεκρών γίνονταν αστέρια στον ουρανό. Και διάφορα άλλα. Ήταν κοινή πίστη όλων, ωστόσο, ότι οι άνθρωποι, αργά ή γρήγορα, ύστερα από όλα αυτά τα στάδια, πέθαιναν κανονικά, είχαν έναν τελικό και οριστικό θάνατο. Με αυτή την πίστη ζούσαν. Στο τέλος γινόσουν ένα σωρός πέτρες και χανόσουν. Για κάποιον λόγο μ’ αρέσει αυτή η σκέψη. Αυτή η προοπτική της αιωνιότητας είναι τόσο κουραστική, δεν νομίζεις;» «Μου φαίνεται πως ο Άντριου σου άφησε περισσότερα από το σμόκιν, αυτό νομίζω» είπε ο Χάρι. Ο Τουγούμπα γέλασε. «Είναι τόσο εύκολο να το διαπιστώσεις;» ρώτησε. «His master’s voice» είπε ο Χάρι. «Ο άνθρωπος έπρεπε να είχε γίνει παπάς». Στάθηκαν πλάι σε ένα σκονισμένο, μικρό αυτοκίνητο, το οποίο προφανώς ήταν του Τουγούμπα. «Άκουσέ με, Τουγούμπα» είπε ο Χάρι ωθούμενος από μια ξαφνική παρόρμηση. «Μπορεί να χρειαστώ κάποιον που ήξερε τον Άντριου. Τον τρόπο που σκεφτόταν. Γιατί έκανε αυτά που έκανε». Ίσιωσε το κορμί του και τα βλέμματά τους

συναντήθηκαν. «Νομίζω πως κάποιος σκότωσε τον Άντριου» είπε ο Χάρι. «Μπούρδες!» ξέσπασε ο Τουγούμπα. «Δεν νομίζεις, ξέρεις! Όποιος γνώριζε τον Άντριου ξέρει ότι δεν θα έφευγε ποτέ με τη θέλησή του από μια γιορτή. Και για κείνον η ζωή ήταν η μεγαλύτερη γιορτή. Δεν ξέρω κανέναν που να χαιρόταν τη ζωή περισσότερο από εκείνον. Άσχετα με το πώς του φερόταν αυτή. Αν ήταν αποφασισμένος να την εγκαταλείψει, είχε πολλές ευκαιρίες –και λόγους– να το κάνει νωρίτερα». «Συμφωνούμε, λοιπόν», είπε ο Χάρι. «Σχεδόν πάντα μπορείς να με βρεις σε αυτό το νούμερο» είπε ο Τουγούμπα και το έγραψε σε ένα σπιρτόκουτο. «Είναι κινητό τηλέφωνο». Ο Τουγούμπα έφυγε κάνοντας σαματά με το παλιό του λευκό Holden, ενώ η Μπιργκίτα και ο Χάρι έμειναν να τον κοιτάζουν. Ο Τουγούμπα κατευθυνόταν βόρεια και ο Χάρι πρότεινε να ζητήσουν από κάποιον συνάδελφό του να τους πάει μέχρι την πόλη. Φάνηκε πως οι περισσότεροι είχαν ήδη φύγει, όμως τότε σταμάτησε μια παλιά, μεγαλοπρεπής Buick μπροστά τους. Ο οδηγός κατέβασε το τζάμι και έβγαλε ένα κόκκινο πρόσωπο με μια εντυπωσιακή μύτη. Έμοιαζε σαν κάτι πατάτες στις οποίες πολλοί κόνδυλοι έχουν αναπτυχθεί

ο ένας πάνω στον άλλο και, επιπλέον, αν είναι δυνατόν, ήταν ακόμα πιο κόκκινη από το υπόλοιπο πρόσωπό του, ζωγραφισμένη με ένα περίτεχνο δίκτυο από λεπτές φλέβες. «Πηγαίνετε στην πόλη;» ρώτησε η μύτη και τους είπε να μπουν. «Με λένε Τζιμ Κόνολι και αυτή είναι η γυναίκα μου, η Κλόντια» είπε όταν βολεύτηκαν στο άνετο πίσω κάθισμα. Ένα μικροσκοπικό σκούρο πρόσωπο με λαμπερό χαμόγελο γύρισε από το μπροστινό κάθισμα και κοίταξε πίσω. Έμοιαζε Ινδή και ήταν τόσο μικροκαμωμένη, που μόλις φαινόταν το κεφάλι της από την πλάτη του καθίσματός της. Ο Τζιμ κοίταξε τον Χάρι και την Μπιργκίτα από τον καθρέφτη. «Φίλοι του Άντριου; Συνάδελφοι;» Οδηγούσε τη σακαράκα προσεκτικά στον χαλικόστρωτο δρόμο, ενώ ο Χάρι εξηγούσε τη σχέση. «Ωραία, είσαστε λοιπόν από τη Νορβηγία και τη Σουηδία. Πολύ μακριά. Βέβαια, σχεδόν όλοι εδώ είναι από κάπου μακριά. Πάρτε την Κλόντια, για παράδειγμα. Είναι από τη Βενεζουέλα, απ’ όπου είναι όλες οι Μις Κόσμος! Πόσες Μις Κόσμος έχετε, Κλόντια; Μαζί μ̓ εσένα, βέβαια. Χα, χα, χα». Ξέσπασε σε γέλια με τέτοιον τρόπο, που τα μάτια του χάθηκαν μέσα στις ρυτίδες γύρω από τη μύτη-πατάτα και η Κλόντια γέλασε μαζί του. «Εγώ είμαι Αυστραλός» συνέχισε ο Τζιμ. «Ο προ-προπροπάππους μου ήρθε από την Ιρλανδία. Ήταν δολοφόνος

και ληστής. Χα, χα, χα. Ξέρατε ότι πριν από λίγα χρόνια οι άνθρωποι εδώ δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι ήταν απόγονοι κατάδικων, αν και είχαν περάσει πάνω από διακόσια χρόνια από τότε; Εγώ όμως ήμουν πάντα περήφανος γι’ αυτό. Ήταν αυτοί που μαζί με μια χούφτα ναύτες και στρατιώτες ίδρυσαν τούτη τη χώρα. Και είναι μια ωραία χώρα. Τη λέμε “τυχερή χώρα” εδώ κάτω. Ναι, ναι, τα πράγματα αλλάζουν. Τώρα ακούω πως είναι πολύ ιν να ψάχνεις να βρεις τους προγόνους σου ανάμεσα στους κατάδικους. Χα, χα, χα. Κρίμα για τον Άντριου, ε;» Ο Τζιμ ήταν πραγματικό πολυβόλο και ο Χάρι και η Μπιργκίτα δεν κατάφεραν να σταυρώσουν λέξη πριν ξαναπιάσει την πολυλογία. Και όσο πιο γρήγορα μιλούσε, τόσο πιο αργά οδηγούσε. Σαν τον Ντέιβιντ Μπάουι στο παλιό κασετόφωνο του Χάρι. Όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του του είχε πάρει ένα κασετόφωνο με μπαταρίες, στο οποίο όσο δυνάμωνες τον ήχο τόσο πιο αργά γυρνούσε η ταινία. «Ο Άντριου κι εγώ παίζαμε μποξ μαζί στις τουρνέ του Τζιμ Τσίβερς. Το ξέρατε ότι η μύτη του Άντριου δεν έσπασε ποτέ; Όχι, σερ, κανένας ποτέ δεν αμαύρωσε την πυγμαχική του τιμή. Έχουν πλακουτσωτές μύτες αυτοί οι Αβορίγινες, και ίσως γι’ αυτό δεν το σκέφτηκε κανείς ποτέ. Όμως μέσα του ο Άντριου ήταν υγιής και σωστός. Υγιής καρδιά και υγιής μύτη.

Δηλαδή, όσο υγιής μπορεί να είναι η καρδιά σου όταν σε έχουν απαγάγει οι αρχές μόλις γεννήθηκες. Και είναι αλήθεια πως η καρδιά του δεν ήταν πια τόσο υγιής μετά τη φασαρία στη διάρκεια του αυστραλιανού πρωταθλήματος στη Μελβούρνη. Φαντάζομαι πως έχετε ακούσει γι’ αυτό. Έχασε πολλά τότε». Τώρα πήγαιναν με λιγότερα από σαράντα χιλιόμετρα. «Εκείνο το κορίτσι του πρωταθλητή, του Κάμπελ, έτρεχε πίσω από τον Άντριου, στα γόνατα τον παρακαλούσε, αλλά φαίνεται πως επειδή ήταν τόσο όμορφη, δεν είχε ποτέ στη ζωή της αντιμετωπίσει την απόρριψη. Αν την είχε, όλα θα ήταν διαφορετικά. Όταν όμως χτύπησε την πόρτα του ξενοδοχείου του Άντριου εκείνο το βράδυ και αυτός της ζήτησε ευγενικά να φύγει, δεν μπόρεσε να το αντέξει, αλλά πήγε κατευθείαν στον φίλο της και του είπε πως ο Άντριου της είχε ριχτεί. Τηλεφώνησαν στο δωμάτιό του και του ζήτησαν να κατέβει στην κουζίνα. Οι φήμες για τον καυγά που έγινε εκεί ακόμη κυκλοφορούν. Όμως η ζωή του Άντριου πήρε άλλο δρόμο από εκεί και πέρα. Αλλά τη μύτη του δεν την άγγιξαν ποτέ. Χα, χα, χα. Είσαστε ζευγάρι;» «Όχι ακριβώς» κατάφερε να πει ο Χάρι. «Έτσι φαίνεστε» σχολίασε ο Τζιμ, κοιτάζοντάς τους από το καθρεφτάκι. «Ίσως δεν το ξέρετε ούτε εσείς ακόμη, αλλά παρόλο που μοιάζετε κάπως πιεσμένοι από το βάρος των

σημερινών περιστάσεων, υπάρχει αυτή η φλόγα. Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά φαίνεστε όπως η Κλόντια κι εγώ όταν ήμασταν νέοι και ερωτευμένοι, έτσι όπως ήμασταν τα πρώτα είκοσι με τριάντα χρόνια. Χα, χα, χα. Τώρα είμαστε μόνο ερωτευμένοι. Χα, χα, χα». Η Κλόντια κοίταξε τον άντρα της με μάτια που έλαμπαν. «Γνώρισα την Κλόντια σε μία από τις τουρνέ. Έκανε το νούμερο “το κορίτσι-λάστιχο”. Μπορεί να διπλωθεί σαν φάκελος ακόμη και σήμερα. Δεν ξέρω τι τη θέλω αυτή την τεράστια Buick! Χα, χα, χα. Φλέρταρα αυτό το κορίτσι κάθε μέρα για έναν ολόκληρο χρόνο πριν μου επιτρέψει να τη φιλήσω. Μετά μου είπε πως με είχε ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που με είδε. Και μόνο αυτό ήταν θαυμάσιο, αν σκεφτεί κανείς πως αυτή η μύτη είχε ήδη τότε φάει περισσότερο ξύλο απ’ όσο είχε φάει του Άντριου μια ολόκληρη ζωή. Αλλά να το παίζει σεμνότυφη για έναν ολόκληρο, μακρύ και σκληρό χρόνο; Με τρομάζουν οι γυναίκες μερικές φορές. Τι λες εσύ, Χάρι;» «Σίγουρα» είπε ο Χάρι «σε καταλαβαίνω πολύ καλά». Κοίταξε την Μπιργκίτα. Είχε ένα αμήχανο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Αφού έκαναν τρία τέταρτα της ώρας για μια διαδρομή είκοσι λεπτών, σταμάτησαν μπροστά στο Δημαρχείο, όπου ο

Χάρι και η Μπιργκίτα τους ευχαρίστησαν και βγήκαν από το αυτοκίνητο. Φυσούσε και μέσα στην πόλη και στάθηκαν στον αέρα χωρίς να ξέρουν τι να πουν. «Πολύ ασυνήθιστο ζευγάρι» είπε ο Χάρι. «Ναι» απάντησε η Μπιργκίτα. «Είναι ευτυχισμένοι». Ο αέρας στροβιλιζόταν μέσα σε ένα δέντρο στο πάρκο και ο Χάρι νόμισε ότι είδε μια τριχωτή σκιά να τρέχει να κρυφτεί. «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε. «Θα έρθεις σπίτι μαζί μου». «Ναι» είπε ο Χάρι.

17

ΨΟΦΙΕΣ ΜΥΓΕΣ, ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΟΛΩΜΑ

Η

Μπιργκίτα έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του Χάρι και το άναψε. «Το κέρδισες!» είπε. Ο Χάρι το πήρε στο χέρι του. Δεν ήταν και τόσο άσχημα. Τράβηξε ψηλά το σεντόνι. «Ντρέπεσαι;» γέλασε η Μπιργκίτα. «Απλώς δεν θέλω το λάγνο βλέμμα σου πάνω μου» της απάντησε ο Χάρι. «Μπορεί να μη θέλεις να το πιστέψεις, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν είμαι μηχανή». «Δεν είσαι;» η Μπιργκίτα τού πιπίλισε παιχνιδιάρικα το

κάτω χείλι. «Θα μπορούσες να με ξεγελάσεις. Αυτό το πιστόνι σου…». «Έλα, έλα τώρα! Δεν χρειάζεται να γίνεσαι χυδαία τώρα που η ζωή έγινε τόσο ωραία, αγάπη μου». Κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του. «Μου υποσχέθηκες τη συνέχεια της ιστορίας» ψιθύρισε. «Πράγματι». Ο Χάρι πήρε βαθιά ανάσα. «Για να δούμε. Θα σου πω την αρχή. Όταν ήμουν στην όγδοη τάξη ήρθε ένα καινούργιο κορίτσι σε ένα άλλο τμήμα. Την έλεγαν Κριστίν και μέσα σε τρεις εβδομάδες η Κριστίν και ο καλύτερος φίλος μου, ο Τέριε, που είχε τα πιο άσπρα δόντια σε ολόκληρο το σχολείο και έπαιζε κιθάρα σε μπάντα, τα έφτιαξαν μεταξύ τους και ήταν επισήμως ζευγάρι. Το πρόβλημα ήταν μόνο πως εκείνη ήταν το κορίτσι που περίμενα όλη μου τη ζωή». Σταμάτησε. «Και τι έκανες;» ρώτησε η Μπιργκίτα. «Τίποτα. Συνέχισα να περιμένω. Εντωμεταξύ, εγώ ήμουν το φιλαράκι του Τέριε και εκείνη θεωρούσε πως ήταν πολύ εντάξει να μιλάμε μεταξύ μας για τα πάντα –ήμουν αυτός που μπορούσε να εμπιστευτεί όταν τα πράγματα μεταξύ τους δεν πήγαιναν καλά–, χωρίς να καταλαβαίνει ότι αυτός ο φίλος χαιρόταν μυστικά και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει». Έκανε μια γκριμάτσα: «Θεέ μου, πόσο μισούσα

τον εαυτό μου!» «Είμαι βαθιά σοκαρισμένη» είπε η Μπιργκίτα και του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά. «Ένας φίλος κάλεσε όλη την παρέα στην ακατοίκητη φάρμα των παππούδων του εκείνο το Σαββατοκύριακο που η μπάντα του Τέριε είχε μια παράσταση. Ήπιαμε σπιτικό κρασί και η Κριστίν κι εγώ καθίσαμε στον καναπέ και συζητούσαμε μέχρι αργά τη νύχτα. Μετά αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε το μεγάλο σπίτι και ανεβήκαμε στη σοφίτα. Είδαμε μια κλειστή πόρτα, αλλά η Κριστίν βρήκε ένα κλειδί να κρέμεται σε έναν γάντζο και ξεκλείδωσε. Πλαγιάσαμε στο πάπλωμα ενός πολύ κοντού σιδερένιου κρεβατιού με ουρανό. Από τις τρύπες που είχαν τα σεντόνια βλέπαμε ένα μαύρο στρώμα και πετάχτηκα πάνω όταν κατάλαβα ότι ήταν ψόφιες μύγες. Πρέπει να ήταν χιλιάδες μύγες. Είδα το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου να πλαισιώνεται από ψόφιες μύγες πάνω στο άσπρο μαξιλάρι, να κολυμπάει σε ένα γαλαζωπό φως από το φεγγάρι που φαινόταν μεγάλο και στρογγυλό έξω από το παράθυρο και μου φάνηκε πως το δέρμα της ήταν διάφανο». «Μπουου!» φώναξε η Μπιργκίτα και κύλησε πάνω του. Τα μάτια του έμειναν για ώρα πάνω της. «Μιλήσαμε πολύ για όλα και για τίποτα. Μείναμε ακίνητοι ακούγοντας τη σιωπή. Στη διάρκεια της νύχτας πέρασαν

κάποια αυτοκίνητα από τον δρόμο, τα φώτα τους διέτρεξαν το ταβάνι και ένα σωρό παράξενες σκιές γλίστρησαν σαν τον κλέφτη στο δωμάτιο. Η Κριστίν τα χάλασε με τον Τέριε ύστερα από δυο μέρες». Γύρισε στο πλάι με την πλάτη του στην Μπιργκίτα. Εκείνη σφίχτηκε πάνω του. «Και τι έγινε μετά, Βαλεντίνο;» «Η Κριστίν κι εγώ αρχίσαμε να συναντιόμαστε κρυφά. Μέχρι που δεν μπορούσε να μείνει πια κρυφό». «Πώς το πήρε ο Τέριε;» «Μερικές φορές οι άνθρωποι αντιδρούν όπως στα βιβλία. Ο Τέριε ζήτησε από τους φίλους να διαλέξουν: εκείνον ή εμένα. Και μπορεί κανείς να μιλήσει για συντριπτική νίκη – υπέρ εκείνου με τα πιο άσπρα δόντια σε ολόκληρο το σχολείο». «Πρέπει να ήταν τρομερό. Ένιωθες μόνος;» «Δεν ξέρω ποιο ήταν το χειρότερο. Ή ποιον λυπόμουν περισσότερο: τον Τέριε ή τον εαυτό μου». «Τουλάχιστον εσύ και η Κριστίν είχατε ο ένας τον άλλο». «Είναι αλήθεια, αλλά λίγη από τη μαγεία είχε χαθεί. Η γυναίκα των ονείρων μου είχε πεθάνει». «Τι εννοείς;» «Είχα ένα κορίτσι που είχε εγκαταλείψει ένα αγόρι για τον καλύτερο φίλο του». «Και για κείνη ήσουν το αγόρι που χωρίς ηθικούς

ενδοιασμούς είχε χρησιμοποιήσει τον καλύτερο φίλο του για να τα φτιάξει με την κοπέλα του». «Ακριβώς. Και αυτό υπήρχε για πάντα. Λίγο κάτω από την επιφάνεια ίσως, αλλά παρ’ όλα αυτά υπέβοσκε και δημιουργούσε αμοιβαία, σιωπηλή περιφρόνηση. Σαν να είμαστε συνένοχοι σε έναν σκανδαλώδη φόνο». «Είχατε, λοιπόν, να κάνετε με μια σχέση που δεν ήταν τέλεια. Καλωσορίσατε στην πραγματικότητα!» «Μην το παρεξηγείς. Μάλιστα νομίζω πως τα κοινά λάθη μας μας φέρνουν πιο κοντά κατά πολλούς τρόπους. Και νομίζω πως πραγματικά αγαπιόμασταν για ένα διάστημα. Μερικές μέρες ήταν… τέλειες. Σαν σταγόνες νερού. Σαν υπέροχος πίνακας ζωγραφικής». Η Μπιργκίτα γέλασε. «Μου αρέσεις όταν μιλάς, Χάρι. Τα μάτια σου μοιάζουν να φωτίζονται όταν λες τέτοια πράγματα. Σαν να είσαι ξανά εκεί. Λαχταράς καμιά φορά να ήσουν εκεί;» «Στην Κριστίν;» Ο Χάρι έμεινε σκεφτικός. «Συμβαίνει καμιά φορά να νοσταλγώ την εποχή που ήμασταν μαζί, αλλά την Κριστίν; Οι άνθρωποι αλλάζουν. Το πρόσωπο που νοσταλγείς μπορεί να μην υπάρχει πια. Διάολε, όλοι αλλάζουμε. Όταν έχεις ζήσει κάτι είναι ήδη πολύ αργά, δεν μπορείς ποτέ πια να επιστρέψεις στο συναίσθημα που είχες

όταν το ζούσες για πρώτη φορά. Είναι λυπηρό, όμως είναι η πραγματικότητα». «Σαν να ερωτεύεσαι για πρώτη φορά;» είπε χαμηλόφωνα η Μπιργκίτα. «Σαν να ερωτεύεσαι… για πρώτη φορά» είπε ο Χάρι και της χάιδεψε το μάγουλο. Ύστερα πήρε βαθιά ανάσα. «Θέλω να σου ζητήσω κάτι, Μπιργκίτα. Μια χάρη».

Η μουσική ήταν εκκωφαντικά δυνατή και ο Χάρι έπρεπε να σκύψει για να ακούσει τι του έλεγε. Ο Τέντι μιλούσε ασταμάτητα για το καινούργιο αστέρι του, τη Μελίσα, που ήταν δεκαεννιά χρόνων και αυτή τη στιγμή άναβε φωτιές, πράγμα που, έπρεπε να παραδεχτεί ο Χάρι, δεν ήταν υπερβολή. «Φήμη. Αυτό είναι το ποιο σημαντικό, να ξέρεις» είπε ο Τέντι. «Μπορείς να προωθείς κάτι στην αγορά και να το διαφημίζεις όσο θέλεις, αλλά τελικά ένα μόνο πράγμα πουλάει: η φήμη». Και η φήμη είχε εμφανώς κάνει καλά τη δουλειά της, γιατί για πρώτη φορά μετά από αιώνες το κλαμπ ήταν σχεδόν γεμάτο. Μετά το νούμερο της Μελίσα με τον καουμπόη και το λάσο, οι άντρες στέκονταν όρθιοι στις καρέκλες τους και ακόμα και η γυναικεία μειονότητα χειροκροτούσε ευγενικά.

«Δες» είπε ο Τέντι. «Όλο αυτό δεν γίνεται επειδή πρόκειται για κάποιο καινούργιο νούμερο – είναι κλασικό νούμερο στο στριπτίζ, το ξέρουν και οι πέτρες. Έχουμε καμιά ντουζίνα κορίτσια εδώ που έχουν κάνει ακριβώς το ίδιο νούμερο χωρίς να κουνηθεί βλέφαρο από το κοινό. Ο λόγος είναι πως αυτό εδώ είναι διαφορετικό – είναι δυο πράγματα: αθωότητα και συναίσθημα». Όμως, από την πείρα του ο Τέντι γνώριζε επίσης πως τέτοια κύματα δημοτικότητας ήταν δυστυχώς μια φάση που γρήγορα περνούσε. Από τη μια, το κοινό επιζητούσε πάντα κάτι καινούργιο, ενώ από την άλλη αυτή η δουλειά είχε τη δυσάρεστη τάση να τρώει τα παιδιά της. «Το καλό στριπτίζ χρειάζεται ενθουσιασμό, ξέρεις» φώναζε ο Τέντι δυνατά για να ακουστεί πάνω από τη μουσική. «Δεν είναι πολλά από αυτά τα κορίτσια που καταφέρνουν να διατηρήσουν τον ενθουσιασμό τους, όσο σκληρά κι αν δουλεύουν. Τέσσερις παραστάσεις κάθε καταραμένη μέρα. Αρχίζουν να βαριούνται και ξεχνάνε το κοινό. Το έχω ξαναδεί να συμβαίνει ξανά και ξανά. Όσο δημοφιλής κι αν είσαι, ένα εξασκημένο μάτι μπορεί να διακρίνει πότε σβήνει ένα αστέρι». «Πώς;» «Είναι χορεύτριες, έτσι; Πρέπει να ακούν τη μουσική, να μπαίνουν μέσα της και να τη ζουν. Τη στιγμή που αρχίζουν να

γίνονται νευρικές και να τρέχουν πιο γρήγορα από τη μουσική, καταλαβαίνει κανείς πως αυτό δεν γίνεται από υπερβολικό ενθουσιασμό, αντίθετα, δείχνει ότι έχουν βαρεθεί και βιάζονται να τελειώνουν. Επιπλέον, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούν, λιγοστεύουν τις κινήσεις τους, έτσι ώστε το νούμερο γίνεται περισσότερο υπαινικτικό παρά πλήρες. Είναι το ίδιο με αυτούς που έχουν πει το ίδιο αστείο πολλές φορές: αρχίζουν να παραλείπουν μικρές αλλά σημαντικές λεπτομέρειες, που σε κάνουν και γελάς στο τέλος του ανεκδότου. Είναι πράγματα τα οποία είναι δύσκολο να υποκριθείς – δύσκολα η γλώσσα του σώματος λέει ψέματα, και αυτό μεταδίδεται στο κοινό. Το κορίτσι ξέρει το πρόβλημα και για να νοστιμέψει την παράσταση, για να μπορέσει να την κάνει να απογειωθεί, κατεβάζει μερικά ποτηράκια πριν βγει στη σκηνή. Πότε πότε περισσότερα από μερικά, και στη συνέχεια…» Ο Τέντι έκλεισε με το δάχτυλο το ένα ρουθούνι του και εισέπνευσε. Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι. Γνωστή ιστορία. «…ανακαλύπτει τα σκονάκια, που αντίθετα από το αλκοόλ, την ανεβάζουν και, επιπλέον, έχει ακούσει πως την αδυνατίζουν. Μετά από λίγο πρέπει να παίρνει περισσότερο για να διατηρεί τη ζωντάνια που χρειάζεται ώστε να αποδίδει στο μάξιμουμ κάθε βράδυ. Ύστερα από αυτό τα παίρνει μόνο

και μόνο για να βγάλει πέρα τις παραστάσεις. Όμως γρήγορα η επίδρασή τους αρχίζει να φαίνεται, χάνει τη συγκέντρωσή της και αρχίζει να μισεί τους μεθυσμένους θαμώνες και τις ζητωκραυγές τους. Μέχρι που ένα βράδυ απλώς αποχωρεί από τη σκηνή, έξω φρενών και κλαίγοντας. Καυγαδίζει με το αφεντικό, πηγαίνει μια εβδομάδα διακοπές και ύστερα επιστρέφει. Αλλά δεν καταφέρνει πια να νιώσει την ατμόσφαιρα όπως πριν, δεν μπορεί να συντονιστεί με τον εσωτερικό ρυθμό που τη βοηθούσε να συγχρονιστεί πρωτύτερα. Αυτό κάνει την αίθουσα να αδειάζει σιγά σιγά και είναι ώρα για τον δρόμο και καινούργια δουλειά». Είναι αλήθεια πως ο Τέντι έβλεπε καθαρά τα πράγματα. Όμως όλα αυτά θα γίνονταν στο μέλλον. Τώρα έπρεπε να αρμέξει την αγελάδα, που αυτή ακριβώς τη στιγμή στεκόταν στη σκηνή με μεγάλα αγελαδίσια μάτια και μαστάρια έτοιμα να σκάσουν και ήταν, όπως έδειχναν τα πράγματα, μια πολύ ευτυχισμένη αγελάδα. «Δεν θα πιστέψεις ποιοι έρχονται να δουν τα νέα μας ταλέντα» ψιλογέλασε ο Τέντι, ξεσκονίζοντας το πέτο του. «Μερικοί είναι από το σινάφι σου, να το πω έτσι. Και να ξέρεις ότι δεν είναι και από τους πιο χαμηλούς στην ιεραρχία». «Λίγο στριπτίζ δεν βλάπτει κανέναν». «Εεε… βλάπτει και δεν βλάπτει» είπε ο Τέντι με νόημα.

«Τέλος πάντων, όταν αποκαθιστούν τη βλάβη εκ των υστέρων, υποθέτω πως και κάποια γρατζουνιά δεν είναι θέμα». «Τι εννοείς;» «Όχι και πολλά» απάντησε ο Τέντι. «Αρκετά όμως είπα. Τι σε φέρνει πίσω στα μέρη μας, αστυνόμε;» «Δυο πράγματα. Το κορίτσι που βρέθηκε στο πάρκο Σεντένιαλ αποδείχτηκε κάπως λιγότερο αθώο απ’ ό,τι φάνηκε με μια πρώτη ματιά. Οι εξετάσεις αίματος έδειξαν πως ήταν γεμάτη αμφεταμίνες και μετά από πιο προσεκτική έρευνα τα ίχνη μάς οδήγησαν εδώ. Μάλιστα, βρήκαμε πως ήταν πάνω σ’ αυτήν εδώ τη σκηνή νωρίτερα εκείνη τη νύχτα που χάθηκε». «Η Μπάρμπαρα, ναι. Τραγικό, ε;» Ο Τέντι προσπάθησε να πάρει θλιμμένη έκφραση. «Δεν ήταν σπουδαία στριπτιζέζ, αλλά καλό κορίτσι. Βρήκατε τίποτα;» «Ελπίζουμε ότι ίσως εσύ μπορείς να μας βοηθήσεις, Μονγκάμπι». Ο Τέντι ίσιωσε με μια νευρική κίνηση του χεριού του τα μαύρα, γυαλιστερά μαλλιά του. «Λυπάμαι, αστυνόμε, αλλά δεν ήταν στο “παχνί” μου. Μίλα με τον Σάμι, σίγουρα θα εμφανιστεί όπου να ’ναι». Ένα ζευγάρι τεράστια, ντυμένα στο μετάξι βυζιά μπήκαν

προς στιγμή ανάμεσά τους, ύστερα έφυγαν και ένα χρωματιστό ποτό βρέθηκε στο τραπέζι μπροστά στον Χάρι. «Είπες πως ήρθες για δυο πράγματα, αστυνόμε. Ποιο είναι το δεύτερο;» «Α, ναι. Ένα εντελώς προσωπικό θέμα, Μονγκάμπι. Αναρωτιόμουν αν έχεις ξαναδεί εδώ τον φίλο μου εκεί πέρα». Ο Χάρι έδειξε το μπαρ. Μια ψηλή, μαύρη φιγούρα με σμόκιν τούς κούνησε το χέρι. Ο Τέντι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είσαι απολύτως σίγουρος, Μονγκάμπι; Είναι αρκετά γνωστός. Γρήγορα θα είναι πρωταθλητής της Αυστραλίας στην πυγμαχία». Έγινε μια παύση. Τα μάτια του Τέντι Μονγκάμπι γέμισαν ανησυχία. «Τι ακριβώς θέλεις να…» «Βαρέων βαρών, φυσικά». Ο Χάρι βρήκε το καλαμάκι ανάμεσα στην ομπρελίνα και στις φέτες λεμονιού στον φρουτοχυμό του και ρούφηξε. Ο Τέντι χαμογέλασε βεβιασμένα. «Άκου να σου πω, αστυνόμε, κάνω λάθος ή καθόμαστε εδώ και μιλάμε χαλαρά περί ανέμων και υδάτων;» «Αυτό ακριβώς κάναμε» είπε Χάρι και χαμογέλασε. «Αλλά όλα στη ζωή δεν είναι χαλαρά. Και τώρα η ώρα της χαλάρωσης τέλειωσε». «Αστυνόμε Χόλι, νομίζω πως αυτό που έγινε τελευταία

ήταν τόσο άσχημο όσο νομίζεις κι εσύ, και λυπάμαι ειλικρινά. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να αντέξεις το δικό σου μερίδιο της ενοχής. Όταν ήρθες και κάθισες εδώ μέσα απόψε, πίστεψα πως υπήρχε μια σιωπηρή συμφωνία ν’ αφήσουμε ό,τι συνέβη πίσω μας. Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε σε πολλά πράγματα. Εμείς οι δυο μιλάμε την ίδια γλώσσα, αστυνόμε». Για ένα δευτερόλεπτο έγινε ησυχία, καθώς ξαφνικά σταμάτησε η ντίσκο μουσική. Ο Τέντι έμεινε διστακτικός. Ακούστηκε το γαργάρισμα του χυμού μέσα από το καλαμάκι και η τελευταία γουλιά εξαφανίστηκε από το ποτήρι του Χάρι. Ο Τέντι ξεροκατάπιε. «Ας πούμε, ξέρω πως η Μελίσα δεν έχει σχέδια για το υπόλοιπο βράδυ». Κοίταξε τον Χάρι ικετευτικά. «Ευχαριστώ, Μονγκάμπι. Εκτιμώ τη σκέψη σου, αλλά δεν έχω χρόνο αυτή τη στιγμή. Πρέπει να τελειώσω με αυτή την υπόθεση εδώ και ύστερα έφυγα». Έβγαλε ένα μαύρο λαστιχένιο αστυνομικό γκλομπ από το τζάκετ του. «Έχω τόση πολλή δουλειά που δεν προλαβαίνω ούτε να σε σκοτώσω όπως πρέπει» είπε ο Χάρι. «Τι στο διάο…;» Ο Χάρι σηκώθηκε. «Ελπίζω ότι ο Τζεφ και ο Ίβαν έχουν βάρδια απόψε. Ο φίλος μου ήθελε τόσο πολύ να τους

συναντήσει, ξέρεις». Ο Τέντι προσπάθησε να σηκωθεί από την καρέκλα. «Κλείσε τα μάτια σου» είπε ο Χάρι και χτύπησε.

«Ναιαι;» «Ο Έβανς;» «Ίσως. Ποιος ρωτά;» «Γεια. Είμαι η Μπιργκίτα, η σουηδή φίλη της Ίνγκερ. Έχουμε συναντηθεί στο Albury κάνα δυο φορές. Έχω μακριά, ξανθοκόκκινα μαλλιά. Με θυμάσαι;» «Και βέβαια σε θυμάμαι. Τι κάνεις; Πού βρήκες το τηλέφωνό μου;» «Είμαι καλά, πότε έτσι, πότε αλλιώς. Ξέρεις τώρα. Στεναχωρημένη για την Ίνγκερ και όλα αυτά, αλλά δεν θα σε απασχολήσω με τέτοια. Πήρα το νούμερό σου από την Ίνγκερ σε περίπτωση που τη χρειαζόμασταν όσο ήταν στη Νιμπίν». «Μάλιστα». «Εεε, ξέρω πως έχεις κάτι που χρειάζομαι, Έβανς.» «Α χα;» «Πράμα». «Κατάλαβα. Λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω, αλλά αμφιβάλλω αν έχω αυτό που γυρεύεις. Άκου… εεε…. Μπιργκίτα…»

«Δεν κατάλαβες, πρέπει να συναντηθούμε!» «Ήρεμα. Γι’ αυτό που χρειάζεσαι υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι που μπορούν να σε εξυπηρετήσουν και αυτή που μιλάμε δεν είναι ασφαλής γραμμή, γι’ αυτό προτείνω να μην πεις τίποτα που δεν πρέπει. Λυπάμαι, δεν μπορώ να σε βοηθήσω». «Αυτό που χρειάζομαι αρχίζει από “μ”, όχι από “η”. Και αυτό μόνο εσύ το έχεις». «Μαλακίες!» «Ξέρω πως υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, όμως δεν εμπιστεύομαι κανέναν. Αγοράζω για πολλούς. Χρειάζομαι μεγάλη ποσότητα και πληρώνω καλά». «Είμαι απασχολημένος τώρα, Μπιργκίτα. Μη μου ξανατηλεφωνήσεις εδώ, αν έχεις την καλοσύνη». «Περίμενε! Μπορώ… ξέρω μερικά πράγματα. Ξέρω τι γουστάρεις». «Γουστάρω;» «Τι… πραγματικά σου αρέσει. Τι σε φτιάχνει». «Περίμενε λίγο…» «Συγγνώμη, έπρεπε να βγάλω κάποιον από το δωμάτιο. Μεγάλος μπελάς. Λοιπόν, τι νομίζεις πως με φτιάχνει, Μπιργκίτα;» «Δεν μπορώ να το πω από το τηλέφωνο αλλά… Αλλά έχω ξανθά μαλλιά και… μου αρέσει κι εμένα».

«Γαμώτο! Φιλενάδες! Ποτέ δεν σταματάτε να με εκπλήσσετε. Νόμιζα πραγματικά ότι η Ίνγκερ θα είχε κρατήσει το στόμα της κλειστό για τέτοια πράγματα». «Πότε μπορώ να σε συναντήσω, Έβανς. Είναι επείγον». «Θα έρθω στο Σίδνεϊ μεθαύριο, αλλά ίσως προσπαθήσω να βρω πτήση νωρίτερα…» «Ναι! Χμ… Πότε μπορούμε να…» «Σσσς, Μπιργκίτα, σκέφτομαι… ΟΚ, άκου προσεκτικά. Κατέβα την οδό Ντάρλινγκχερστ αύριο βράδυ στις οκτώ. Στάσου στο Hungry Jack, αριστερά. Ψάξε ένα μαύρο Holden με φιμέ τζάμια. Αν δεν είναι εκεί πριν από τις οκτώμισι να φύγεις. Και φρόντισε να δω τα μαλλιά σου».

«Η τελευταία φορά; Ξαφνικά μια νύχτα μου τηλεφώνησε η Κρι​στίν. Νομίζω ότι ήταν λίγο μεθυσμένη. Με μάλωσε για κάτι – δεν θυμάμαι τι. Μάλλον επειδή κατέστρεψα τη ζωή της. Είχε πάντα την τάση να πιστεύει πως οι άνθρωποι γύρω της κατέστρεφαν το πράγματα που είχε σχεδιάσει τόσο προσεκτικά». «Έτσι συμβαίνει με τα κορίτσια που μεγαλώνοντας έχουν μείνει πολύ μόνα παίζοντας με κούκλες, ξέρεις» διέκοψε η Μπιργκίτα. «Ίσως. Αλλά, όπως είπα, δεν θυμάμαι. Ούτε κι εγώ ήμουν

ποτέ εντελώς νηφάλιος». Ο Χάρι ανασηκώθηκε, στηρίχτηκε στην άμμο με τους αγκώνες του και κοίταξε τη θάλασσα. Τα κύματα υψώνονταν, άσπριζαν στην κορφή και ο αφρός έμενε στον αέρα για ένα δευτερόλεπτο πριν πέσει, αστράφτοντας στον ήλιο σαν θρύψαλα από γυαλί, και ύστερα έσπαζαν στους απότομους βράχους της ακτής Μπόντι. «Όμως την είδα ακόμα μία φορά μετά από αυτό. Ήρθε και με επισκέφτηκε στο νοσοκομείο μετά το δυστύχημα. Στην αρχή, όταν άνοιξα τα μάτια μου και την είδα πλάι στο κρεβάτι μου χλωμή, σχεδόν διάφανη, νόμισα πως ονειρευόμουν. Ήταν τόσο όμορφη όσο όταν την είχα πρωτοδεί». Η Μπιργκίτα τού έδωσε μια τσιμπιά στο πλευρό. «Τα παραλέω;» ρώτησε ο Χάρι. «Όχι, συνέχισε». Ξάπλωσε μπρούμυτα και γελούσε σιγανά. «Τι είναι πάλι τούτο; Υποτίθεται ότι πρέπει να ζηλέψεις λίγο όταν μιλάω για μια παλιά μου αγάπη με αυτό τον τρόπο, δεν το ξέρεις; Εεε; Αντίθετα, εσένα σου αρέσει όλο και περισσότερο όσο μπαίνω σε λεπτομέρειες από το ερωτικό μου παρελθόν». Η Μπιργκίτα τον κοίταξε πάνω από τα σκούρα γυαλιά της. «Μου αρέσει να ανακαλύπτω πως ο “μάτσο” μπάτσος μου είχε συναισθηματική ζωή. Κι ας ανήκει στο παρελθόν». «Στο παρελθόν; Και πώς το λες αυτό εδώ τώρα;» Εκείνη γέλασε: «Αυτό είναι το ώριμο και μετά από σκέψη

ρομάντζο των διακοπών που κρατάει τις αποστάσεις για να μη γίνει πολύ παράφορο, αλλά έχει αρκετό σεξ για να αξίζει τον κόπο». Ο Χάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αυτό δεν είναι αλήθεια, Μπιργκίτα, και το ξέρεις». «Είναι αλήθεια, αλλά είναι εντάξει, Χάρι. Είναι εντάξει για τώρα. Πέρασα μόνο μια περίοδο που ήμουν λίγο μπερδεμένη. Συνέχισε την ιστορία σου. Αν μπεις σε πολύ σκανδαλιστικές λεπτομέρειες, θα σου το πω. Τέλος πάντων, θα πάρω το αίμα μου πίσω όταν θα σου πω για τον πρώην φίλο μου». Κυλίστηκε στη ζεστή άμμο με μια έκφραση ικανοποίησης. «Πρώην φίλους μου, εννοώ». Ο Χάρι καθάρισε την άμμο από τη λευκή πλάτη της. «Είσαι σίγουρη πως δεν θα καείς; Με τόσο ήλιο και το δέρμα σου…;» «Εσύ μου έβαλες αντηλιακό, κύριε Χόλε!» «Αναρωτιόμουν αν είχε αρκετά υψηλό δείκτη προστασίας. ΟΚ, ξέχνα το. Απλώς δεν ήθελα να καείς». Ο Χάρι κοίταξε το ανοιχτόχρωμο, ευαίσθητο δέρμα της. Όταν της είχε ζητήσει μια χάρη είχε πει ναι αμέσως – χωρίς δισταγμό. «Ηρέμησε, μπαμπάκα, και συνέχισε».

Ο ανεμιστήρας δεν λειτουργούσε.

«Γαμώτο, ήταν ολοκαίνουργιος!» είπε ο Γουάτκινς και τον χτύπησε από πίσω καθώς τον ανοιγόκλεινε. Κανένα αποτέλεσμα: ένα άψυχο κομμάτι από αλουμίνιο. Ο Μακόρμακ γρύλισε. «Ξέχνα το, Λάρι. Ζήτα στη Λάουρα έναν καινούργιο. Σήμερα είναι η κρίσιμη μέρα και έχουμε σοβαρότερα πράγματα στο μυαλό μας. Λάρι;» Ο Γουάτκινς άφησε εκνευρισμένος τον ανεμιστήρα. «Όλα είναι έτοιμα, σερ. Θα έχουμε τρία αυτοκίνητα στην περιοχή. Η δεσποινίς Ένκβιστ θα εφοδιαστεί με ραδιοπομπό έτσι ώστε να ξέρουμε πού βρίσκεται ανά πάσα στιγμή, καθώς και με ένα μικρόφωνο για να ακούμε και να ελέγχουμε την κατάσταση. Το σχέδιο είναι να τον πάρει στο διαμέρισμά της, όπου ο Χόλι, ο Λίμπι και εγώ θα βρισκόμαστε στην ντουλάπα του υπνοδωματίου, στο μπαλκόνι και στον διάδρομο έξω από το διαμέρισμα. Αν συμβεί κάτι στο αυτοκίνητο ή αν την πάει κάπου αλλού, τα τρία αυτοκίνητα θα τους ακολουθήσουν». «Τακτική;» Ο Γιονγκ ίσιωσε τα γυαλιά του. «Η αποστολή της είναι να τον κάνει να πει κάτι για τους φόνους, σερ. Θα τον πιέσει με την απειλή πως θα πάει στην αστυνομία με αυτά που της είχε πει η Ίνγκερ για τις σεξουαλικές του διαστροφές. Όταν εκείνος νιώσει ασφαλής και ότι η Μπριγκίτα δεν μπορεί να του ξεφύγει, ίσως της φανερώσει κάτι». «Πόσο θα περιμένουμε πριν επέμβουμε;»

«Μέχρι να έχουμε κάποια ουσιαστική ομολογία στο μαγνητόφωνο. Στη χειρότερη περίπτωση, μέχρι να σηκώσει χέρι πάνω της». «Βαθμός επικινδυνότητας;» «Πάντα υπάρχει κάποιος βαθμός επικινδυνότητας, αλλά το να στραγγαλίσεις κάποιον δεν γίνεται με το ένα δύο τρία, και ούτως ή άλλως εμείς θα είμαστε σε απόσταση δευτερολέπτων». «Τι θα γίνει αν κρατάει όπλο;» Ο Γιονγκ ανασήκωσε τους ώμους του. «Απ’ όσο ξέρουμε δεν το συνηθίζει, σερ». Ο Μακόρμακ είχε σηκωθεί και βημάτιζε πάνω κάτω στο μικρό δωμάτιο. Θύμιζε στον Χάρι μια γέρικη, χοντρή λεοπάρδαλη που είχε δει στον ζωολογικό κήπο όταν ήταν μικρός. Το κλουβί ήταν τόσο στενό, που το μπροστινό μέρος του κορμιού της άρχιζε να στρίβει πριν το πισινό ολοκηρώσει την προηγούμενη στροφή. Πάνω κάτω, πάνω κάτω. «Τι θα γίνει αν θέλει σεξ πριν λεχθεί ή συμβεί οτιδήποτε;» «Εκείνη θα αρνηθεί. Θα του πει πως άλλαξε γνώμη και του το είχε πει μόνο και μόνο για της φέρει λίγη μορφίνη». «Και μετά θα τον αφήσουμε να φύγει;» «Δεν θα κάνουμε κάποια κίνηση παρά μόνο αν ξέρουμε πως μπορούμε να τον πιάσουμε, σερ».

Ο Μακόρμακ δάγκωσε το κάτω χείλι του. «Γιατί το κάνει εκείνη;» Σιωπή. «Επειδή δεν της αρέσουν οι βιαστές κι οι δολοφόνοι» απάντησε ο Χάρι μετά από λίγο. «Ειδικά όταν σκοτώνουν ανθρώπους που ξέρει». «Εκτός από αυτό;» Μακρύτερη σιωπή. «Επειδή της το ζήτησα εγώ» είπε ο Χάρι στο τέλος.

«Μπορώ να σε απασχολήσω λίγο, Γιονγκ;» Ο Γιονγκ Σου σήκωσε χαμογελαστός τα μάτια του από τον υπολογιστή. «Και βέβαια, συνάδελφε». Ο Χάρι σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Ο πολυάσχολος Κινέζος πατούσε τα πλήκτρα, με το ένα μάτι στην οθόνη και το άλλο σε κείνον. «Θα ’θελα να μείνει μεταξύ μας, Γιονγκ, αλλά έχασα την πίστη μου». Ο Γιονγκ σταμάτησε να γράφει. «Νομίζω ότι ο Έβανς Γουάιτ δεν είναι αυτός που ψάχνουμε». Ο Γιονγκ φάνηκε μπερδεμένος. «Γιατί;» «Είναι δύσκολο να το εξηγήσω, αλλά υπάρχουν κάνα δυο πράγματα που δεν μπορώ να τα βγάλω από το μυαλό μου. Ο Άντριου προσπαθούσε να μου πει κάτι στο νοσοκομείο.

Αλλά και πρωτύτερα». Ο Χάρι σταμάτησε. Ο Γιονγκ τον παρακίνησε να συνεχίσει. «Προσπαθούσε να μου πει πως η λύση βρισκόταν πιο κοντά απ’ όσο πίστευα. Νομίζω ότι ο ένοχος είναι κάποιος που ο Άντριου, για άγνωστο λόγο, δεν μπορούσε να συλλάβει ο ίδιος. Χρειαζόταν κάποιον απέξω. Εμένα, για παράδειγμα – έναν Νορβηγό που έρχεται ουρανοκατέβατος και θα επιστρέψει στη χώρα του με την επόμενη πτήση. Νομίζω ότι αυτός ήταν ο λόγος που πίστεψα πως ο Ότο Ρεχτνάγκελ ήταν ο δολοφόνος: Επειδή ήταν κοντινός του φίλος και ο Άντριου ήθελε να είναι κάποιος άλλος αυτός που θα τον σταματούσε. Όμως κάτι δεν μου πήγαινε καλά, βαθιά μέσα μου. Τώρα καταλαβαίνω πως δεν ήταν αυτός που ο Άντριου ήθελε να συλλάβω, αλλά κάποιος άλλος». Ο Γιονγκ ξερόβηξε. «Δεν το έχω ξαναπεί, Χάρι, αλλά είχα μείνει έκπληκτος όταν ο Άντριου είχε έρθει μ̓ εκείνον τον μάρτυρα που ήταν σίγουρος πως είχε δει τον Έβανς Γουάιτ στη Νιμπίν τη μέρα του φόνου. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, νομίζω ότι ο Άντριου ίσως είχε κάποιον άλλο λόγο για να βγάλει από το στόχαστρο τον Έβανς Γουάιτ. Συγκεκριμένα, το γεγονός πως ο Έβανς Γουάιτ τον κρατούσε στο χέρι. Ήξερε ότι ο Άντριου ήταν εθισμένος στην ηρωίνη, πράγμα που μπορεί να προκαλούσε την αποπομπή του από το Σώμα και τη φυλάκισή του. Δεν μ’ αρέσει που το σκέφτομαι, αλλά

σου έχει περάσει απ’ το μυαλό η πιθανότητα ο Άντριου και ο Γουάιτ να είχαν κάνει κάποια συμφωνία ότι ο Άντριου θα μας απομάκρυνε από τον Γουάιτ;» «Η υπόθεση αρχίζει να περιπλέκεται, Γιονγκ, αλλά… ναι, έχω σκεφτεί αυτήν την πιθανότητα. Και την έχω απορρίψει. Μην ξεχνάς πως ο Άντριου ήταν αυτός που φρόντισε να προσδιορίσουμε την ταυτότητα και να βρούμε τον Έβανς Γουάιτ, από τη φωτογραφία». «Χμ». Ο Γιονγκ έξυσε το κεφάλι του με ένα στιλό. «Θα τον είχαμε βρει και χωρίς εκείνον, αλλά θα είχε πάρει περισσότερο χρόνο. Ξέρεις πόσες είναι οι πιθανότητες σε μια υπόθεση φόνου ο φίλος του θύματος να είναι ο ένοχος; Πενήντα οκτώ τοις εκατό. Ο Άντριου ήξερε πως θα κάναμε ό,τι ήταν δυνατόν για να βρούμε τον μυστικό εραστή της Ίνγκερ Χόλτερ, όταν μετέφρασες εκείνο το γράμμα. Αν λοιπόν ήθελε πραγματικά να προστατεύσει τον Γουάιτ και συγχρόνως να τον καλύψει, θα μπορούσε να είχε βοηθήσει. Για να κρατήσει τα προσχήματα. Δεν σου φάνηκε και σένα κάπως παράξενο, για παράδειγμα, ότι είχε αναγνωρίσει κάποιους τοίχους σπιτιών σε ένα μέρος όπου είχε πάει μόνο μία φορά, υπό την επήρεια μαριχουάνας, πριν από εκατό χρόνια;» «Ίσως έχεις δίκιο, Γιονγκ, δεν ξέρω τι να πω. Δεν νομίζω πως έχει νόημα να ρίχνουμε τόσους σπόρους αμφιβολίας,

τώρα που οι συνάδελφοι εδώ έχουν αποφασίσει τι θα κάνουν. Μπορεί στο κάτω κάτω να είναι ο Έβανς Γουάιτ ο άνθρωπός μας, όταν φτάσουμε στην κρίσιμη στιγμή. Αν όμως πραγματικά πίστευα κάτι τέτοιο, δεν θα είχα ζητήσει ποτέ από την Μπιργκίτα να πάρει μέρος στην επιχείρηση». «Ποιος λοιπόν νομίζεις πως είναι ο άνθρωπός μας;» «Ποιος νομίζω αυτή τη φορά, εννοείς;» Ο Γιονγκ χαμογέλασε. «Κάτι τέτοιο». Ο Χάρι έξυσε το πηγούνι του. «Έχω ήδη σημάνει συναγερμό δυο φορές, Γιονγκ. Δεν ήταν η τρίτη φορά που το αγόρι φώναξε “λύκος” και δεν του έδωσαν σημασία; Γι’ αυτό πρέπει να είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος αυτή τη φορά». «Γιατί μου τα λες εμένα όλα αυτά, Χάρι; Γιατί όχι σε ένα από τα αφεντικά;» «Γιατί εσύ μπορείς να κάνεις κάνα δυο πράγματα για μένα, να κάνεις κάποιες μυστικές έρευνες και να βρεις πληροφορίες που χρειάζομαι, χωρίς κανένας άλλος στο κτίριο να πάρει είδηση». «Κανένας άλλος δεν θα το ξέρει;» «Ξέρω ότι ακούγεται ζόρικο. Και ξέρω ότι έχεις περισσότερα να χάσεις εδώ παρά να κερδίσεις, αλλά είσαι το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να με βοηθήσει, Γιονγκ. Τι λες;» Ο Γιονγκ κοίταξε τον Χάρι για ώρα. «Θα σε βοηθήσει αυτό

να βρεις τον δολοφόνο, Χάρι;» «Το ελπίζω».

18

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

«Μ

πράβο, ελάτε». Η φωνή ακουγόταν από τον ασύρματο. «Ο ασύρματος λειτουργεί σωστά» φώναξε ο Λίμπι. Πώς τα πάτε εκεί μέσα;» «Καλά» απάντησε ο Χάρι. Καθόταν στο στρωμένο κρεβάτι και κοίταζε μια φωτογραφία της Μπιργκίτα στο κομοδίνο. Ήταν από την αποφοίτησή της. Φαινόταν νέα, σοβαρή και παράξενη, με μπούκλες στα μαλλιά και χωρίς φακίδες, αφού η φωτογραφία ήταν υπέρ-φωτισμένη. Δεν έμοιαζε να είναι καλά. Η ίδια είχε πει πως κρατούσε αυτή τη φωτογραφία για

να παίρνει κουράγιο τις κακές μέρες, ως απόδειξη ότι παρά τις δυσκολίες είχε προχωρήσει μπροστά. «Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα;» φώναξε ο Λίμπι από την κουζίνα. «Σχολάει από τη δουλειά σε δεκαπέντε λεπτά. Βρίσκονται στο Albury και τοποθετούν το μικρόφωνο και τον πομπό πάνω της τώρα». «Θα την πάνε με το αυτοκίνητο στην οδό Ντάρλινγκχερστ;» «Όχι. Δεν ξέρουμε σε ποιο σημείο της περιοχής βρίσκεται ο Γουάιτ. Μπορεί να τη δει να βγαίνει από το αυτοκίνητο και να του μπουν υποψίες. Θα πάει με τα πόδια από το Albury». Ο Γουάτκινς μπήκε μέσα από τον διάδρομο. «Όλα φαίνονται να πηγαίνουν ρολόι. Εγώ θα σταθώ πίσω από τη γωνία της εισόδου χωρίς να φαίνομαι και θα τους ακολουθώ από κοντά. Θα έχουμε οπτική επαφή μαζί της όλη την ώρα, Χόλι. Πού είσαι, Χόλι;» «Εδώ μέσα, σερ. Σε άκουσα. Χαίρομαι που σε ακούω, σερ». «Ράδιο-Λίμπι;» «Ακούω, σερ. Όλοι είναι στις θέσεις τους. Περιμένουμε να ξεκινήσει».

Ο Χάρι το είχε σκεφτεί πολλές φορές, απ’ όλες τις πλευρές. Το είχε συζητήσει με τον εαυτό του, το είχε κοιτάξει απ’ όλες τις γωνίες και στο τέλος αποφάσισε πως δεν τον ένοιαζε αν εκείνη θα το ερμήνευε ως ένα κοινότοπο κλισέ, έναν παιδικό τρόπο να πει κάτι ή μια εύκολη διέξοδο. Έβγαλε από τη ζελατίνα το άγριο τριαντάφυλλο που είχε αγοράσει και το έβαλε στο ποτήρι με το νερό πλάι στη φωτογραφία στο κομοδίνο. Δίστασε. Μήπως την αποδιοργάνωνε; Μήπως ο Έβανς Γουάιτ άρχιζε τις ερωτήσεις όταν θα έβλεπε ένα αγριοτριαντάφυλλο δίπλα στο κρεβάτι της; Πέρασε το δάχτυλό του πάνω από ένα από τα αγκάθια. Όχι. Η Μπιργκίτα θα εκτιμούσε την ενθάρρυνση: η θέα του τριαντάφυλλου θα την έκανε πιο δυνατή. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν οκτώ η ώρα. «Ουφ, ας τελειώνουμε λοιπόν με αυτό!» φώναξε προς στο καθιστικό.

Κάτι πήγαινε στραβά. Ο Χάρι δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, αλλά άκουγε τα παράσιτα από τον ασύρματο στο καθιστικό. Και ακούγονταν πάρα πολλά. Όλοι ήξεραν εκ των προτέρων τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν, άρα αν όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, δεν θα ήταν απαραίτητο να μιλάνε τόσο πολύ στον ασύρματο όπως έκαναν τώρα.

«Γαμώτο» είπε ο Γουάτκινς. Ο Λίμπι έβγαλε τα ακουστικά του και στράφηκε προς τον Χάρι. «Δεν φάνηκε η Μπιργκίτα» είπε. «Τι λες τώρα;» «Έφυγε από το Albury στις οκτώ και τέταρτο ακριβώς. Δεν χρειαζόταν πάνω από δέκα λεπτά να περπατήσει από εκεί μέχρι το Κινγκς Κρος. Πέρασαν είκοσι πέντε λεπτά». «Νομίζω πως είπατε ότι δεν θα τη χάνατε από τα μάτια σας ούτε στιγμή!» «Από το σημείο της συνάντησης, ναι. Γιατί κάποιος…» «Το μικρόφωνο; Ήταν ήδη καλωδιωμένη όταν έφυγε, έτσι δεν είναι;» «Έχασαν την επαφή. Είχαν επαφή και μετά ξαφνικά τίποτα. Ούτε καν ένα παράσιτο». «Έχουμε χάρτη; Ποιον δρόμο πήρε;» Μιλούσε σιγά και γρήγορα. Ο Λίμπι έβγαλε τον οδηγό των δρόμων από την τσάντα του και τον έδωσε στον Χάρι, κι εκείνος βρήκε τη σελίδα που έδειχνε το Πάντιγκτον και το Κινγκς Κρος. «Ποιον δρόμο πήρε;» ρώτησε ο Λίμπι από τον ασύρματο. «Τον πιο απλό. Κατέβηκε την οδό Βικτόρια». «Εδώ είναι» είπε ο Χάρι. «Στρίβεις τη γωνία στην οδό Όξφορντ και κατεβαίνεις την οδό Βικτόρια, περνάς από το νοσοκομείο Σεντ Βίνσεντ, διασχίζεις το πάρκο Γκριν στα αριστερά, φτάνεις στο σταυροδρόμι, ανεβαίνεις εκεί που

αρχίζει η οδός Ντάρλινγκχερστ και περπατάς διακόσια μέτρα μέχρι το Hungry John. Δεν μπορούσε να είναι πιο απλό, διάολε!» Ο Γουάτκινς πήρε το μικρόφωνο. «Σμιθ, στείλε δυο αυτοκίνητα στην οδό Βικτόρια να βρουν την κοπέλα. Ειδοποίησε αυτούς που ήταν στο Albury να βοηθήσουν. Ένα αυτοκίνητο να σταθεί και να περιμένει στο Hungry John μήπως και εμφανιστεί. Κάνε γρήγορα και χωρίς πολλή φασαρία. Ειδοποίησε μόλις έχεις κάτι νεότερο» Πέταξε κάτω το μικρόφωνο. «Γαμώτο! Τι στον διάολο συμβαίνει; Την πάτησε αυτοκίνητο; Τη λήστεψαν; Τη βίασαν; Γαμώτο, γαμώτο!» Ο Λίμπι και ο Χάρι κοιτάζονταν μεταξύ τους. «Μήπως ο Γουάιτ ανέβηκε την οδό Βικτόρια, την είδε και την πήρε στο αυτοκίνητο;» πρότεινε ο Λίμπι. «Άλλωστε, την έχει ξαναδεί στο Albury και μπορεί να την αναγνώρισε». «Ο ραδιοπομπός» είπε ο Χάρι. «Αυτός πρέπει να λειτουργεί ακόμη!» «Μπράβο, Μπράβο! Εδώ Γουάτκινς. Λαμβάνετε κανένα σήμα από τον ραδιοπομπό της; Ναι; Από το Albury; Τότε δεν είναι μακριά. Γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα! Ωραία! Όβερ». Οι τρεις άντρες κάθονταν σιωπηλοί. Ο Λίμπι έριξε μια ματιά στον Χάρι.

«Ρώτα αν είδαν το αυτοκίνητο του Γουάιτ» είπε ο Χάρι. «Μπράβο δώσε. Λίμπι εδώ. Τι έγινε το μαύρο Holden; Το είδε κανείς;» «Αρνητικό». Ο Γουάτκινς πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω, βλαστημώντας χαμηλόφωνα. Ο Χάρι καθόταν ανακούρκουδα από την ώρα που μπήκε στο καθιστικό και μόλις τώρα ένιωσε τους μυς των ποδιών του να μουδιάζουν. Ακούστηκε ο ασύρματος. «Τσάρλι, εδώ Μπράβο, δώσε». Ο Λίμπι άνοιξε το μεγάφωνο. «Τσάρλι εδώ, Μπράβο. Λέγε». «Στολτζ εδώ. Βρήκαμε την τσάντα με τον πομπό και το μικρόφωνο στο πάρκο Γκριν. Το κορίτσι εξαφανίστηκε». «Στην τσάντα;» είπε ο Χάρι. «Δεν έπρεπε να ήταν πάνω της;» Ο Γουάτκινς στριφογύριζε αμήχανα. «Πιθανόν ξέχασα να το πω, αλλά συζητήσαμε τι θα γινόταν αν εκείνος προσπαθούσε να έρθει πολύ κοντά… εεε… να την αγκαλιάσει… καταλαβαίνεις. Η δεσποινίς Ένκβιστ συμφώνησε πως ήταν πιο ασφαλές να έχει τον εξοπλισμό στην τσάντα της». Ο Χάρι είχε κιόλας φορέσει το τζάκετ του. «Πού πας;» ρώτησε ο Γουάτκινς. «Την περίμενε» είπε ο Χάρι. «Μπορεί να την ακολούθησε

από το Albury. Δεν θα είχε καν την ευκαιρία να φωνάξει. Φαντάζομαι ότι χρησιμοποίησε κάποιο πανί με αιθέρα. Το ίδιο που έγινε και με τον Ότο Ρεχτνάγκελ». «Στη μέση του δρόμου;» είπε ο Λίμπι με δυσπιστία. «Όχι. Μέσα στο πάρκο. Έφυγα. Έχω κάποιον γνωστό εκεί».

Ο Τζόζεφ ανοιγόκλεινε τα μάτια του. Ήταν τόσο τύφλα στο μεθύσι, που του Χάρι τού ήρθε να βάλει τα κλάματα. «Νομίζω πως στέκονταν εκεί και χαϊδολογιούνταν, Χάρι». «Το έχεις πει ήδη πέντε φορές, Τζόζεφ. Πώς ήταν αυτός; Πού πήγαν; Είχε αυτοκίνητο;» «Ο Μίκε κι εγώ σχολιάσαμε, όταν τον είδαμε να τη στηρίζει περνώντας μπροστά μας, πως εκείνη ήταν πιο τύφλα από εμάς. Νομίζω ότι ο Μίκε τη ζήλευε ακριβώς γι’ αυτό. Χι χι! Χαιρέτα τον Μίκε. Είναι από τη Φινλανδία». Ο Μίκε ήταν ξαπλωμένος στο άλλο παγκάκι και είχε καληνυχτίσει από ώρα. «Κοίταξέ με, Τζόζεφ. Κοίταξέ με! Πρέπει να τη βρω. Καταλαβαίνεις; Ο τύπος είναι πιθανόν δολοφόνος». «Προσπαθώ, Χάρι. Αληθινά προσπαθώ. Διάολε, θα ήθελα να σε βοηθήσω». Ο Τζόζεφ έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και βόγκηξε καθώς

χτύπησε το μέτωπό του με τη γροθιά του. «Είναι τόσο σκοτεινά μέσα σε αυτό το καταραμένο πάρκο που δεν μπόρεσα να δω και πολλά. Νομίζω ότι ήταν πολύ μεγάλος». «Χοντρός; Ψηλός; Ξανθός; Μαύρος; Κουτσός; Γυαλιά; Γένια; Καπέλο;» Ο Τζόζεφ ανοιγόκλεινε τα μάτια του αντί για απάντηση. «Έχεις κάνα τσιγαράκι, φίλε; Μια ρουφηξιά θα με κάνει να σκεφτώ καλύτερα, ξέρεις». Όμως όλα τα τσιγάρα του κόσμου δεν θα μπορούσαν να διώξουν τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ που θόλωναν το μυαλό του Τζόζεφ. Ο Χάρι τού έδωσε το υπόλοιπο πακέτο του και του ζήτησε να ρωτήσει τον Μίκε τι θυμόταν, όταν θα συνερχόταν. Όχι πως περίμενε πολλά, βέβαια.

Όταν ο Χάρι γύρισε στο διαμέρισμα της Μπιργκίτα, η ώρα ήταν δύο τη νύχτα. Ο Λίμπι καθόταν μπροστά στον ασύρματο και κοίταξε τον Χάρι με κατανόηση. «Κόμπος, ε; Τίποτα!» Ο Χάρι δεν κατάλαβε, αλλά κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. «Τίποτα» είπε και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. «Πώς ήταν τα πράγματα στο Τμήμα;» ρώτησε ο Λίμπι. Ο Χάρι ψηλάφισε την τσέπη του για τσιγάρο πριν θυμηθεί

ότι είχε δώσει το πακέτο στον Τζόζεφ. «Ένα βήμα πριν από το χάος. Ο Γουάτκινς τα έχει χαμένα και τα περιπολικά τρέχουν γύρω γύρω στο Σίδνεϊ σαν αποκεφαλισμένα κοτόπουλα, με τις σειρήνες στη διαπασών. Το μόνο που ξέρουν για τον Γουάιτ είναι πως έφυγε από το διαμέρισμά του στη Νιμπίν νωρίτερα σήμερα και πήρε την πτήση των τέσσερις το απόγευμα για το Σίδνεϊ. Έκτοτε δεν τον είδε κανείς». Έκανε ένα τσιγάρο τράκα από τον Λίμπι και κάπνιζαν σιωπηλοί. «Πήγαινε σπίτι και κοιμήσου μερικές ώρες, Σεργκέι. Εγώ θα μείνω εδώ, μήπως φανεί η Μπιργκίτα. Άσε ανοιχτό τον ασύρματο για να παρακολουθώ». «Μπορώ να κοιμηθώ εδώ, Χάρι». Ο Χάρι έγνεψε αρνητικά. «Πήγαινε σπίτι σου. Θα σου τηλεφωνήσω αν συμβεί τίποτα». Ο Λίμπι φόρεσε ένα κασκέτο των Σίντνεϊ Μπέαρς στο ξυρισμένο του κεφάλι. Στάθηκε για λίγο στην πόρτα. «Θα τη βρούμε, Χάρι. Το νιώθω μέσα μου. Μην παραιτείσαι, φίλε». Ο Χάρι κοίταξε τον Λίμπι. Ήταν δύσκολο να καταλάβεις αν ο Λίμπι εννοούσε αυτό που είπε. Μόλις έμεινε μόνος άνοιξε το παράθυρο και κοίταζε τις στέγες των σπιτιών. Είχε δροσίσει αλλά η ατμόσφαιρα ήταν ακόμη ζεστή και γεμάτη από τη μυρωδιά της πόλης, των ανθρώπων και των φαγητών από όλες τις γωνιές του κόσμου. Ήταν μία από τις ωραιότερες καλοκαιρινές νύχτες

του πλανήτη, σε μια από τις ωραιότερες πόλεις του πλανήτη. Κοίταξε ψηλά τον έναστρο ουρανό. Μια απεραντοσύνη από μικρά φώτα που αναβόσβηναν και έμοιαζαν να σφύζουν από ζωή αν τα κοίταζες για ώρα – όλη αυτή η άσκοπη ομορφιά! Δοκίμασε να βολιδοσκοπήσει προσεκτικά τα συναισθήματά του. Προσεκτικά, γιατί δεν μπορούσε να τα αφήσει να εκδηλωθούν ελεύθερα. Όχι ακόμη, όχι τώρα. Πρώτα, τα καλά συναισθήματα. Μόνο λίγο. Δεν ήξερε αν τον έκαναν δυνατότερο ή πιο αδύναμο. Το πρόσωπο της Μπιργκίτα ανάμεσα στα χέρια του, το γέλιο ακόμη στα μάτια της. Τα επώδυνα συναισθήματα. Αυτά που έπρεπε να καταφέρει να κρατήσει έξω από τη ζωή του τώρα αλλά τα έτρεφε, σαν να ήθελε να μετρήσει τη δύναμη που είχαν. Είχε την αίσθηση πως καθόταν σε ένα υποβρύχιο στον βυθό μιας θάλασσας από απόγνωση και απελπισία. Η θάλασσα πίεζε από παντού για να μπει μέσα, είχε αρχίσει ήδη να παφλάζει και να μουγκρίζει γύρω του. Μπορούσε μόνο να ελπίζει πως το κύτος θα άντεχε, πως η εκπαίδευση και η αυτοπειθαρχία μιας ζωής θα αποδείκνυαν τελικά την αξία τους. Ο Χάρι σκεφτόταν τις ψυχές που γίνονται αστέρια όταν το γήινο περίβλημα πεθαίνει. Κατάφερε να συγκρατήσει τον εαυτό του να μην ψάχνει για ένα συγκεκριμένο αστέρι.

19

ΔΥΟ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΕΝΑΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟ, ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΚΟΥΚΑΜΠΟΥΡΑ ΚΑΙ ΥΠΝΟΣ REM

Μ

ετά το δυστύχημα, ο Χάρι είχε αναρωτηθεί πολλές φορές αν θα προτιμούσε να ήταν ο ίδιος το θύμα. Να ήταν αυτός που είχε χτυπήσει στον στύλο στο Σέρκενταλ, που του είχαν κάνει εθιμοτυπική κηδεία με τιμές, επίσημες αστυνομικές στολές και πενθούντες γονείς, που είχαν κρεμάσει φωτογραφία του σε διάδρομο στο αστυνομικό τμήμα του Γκρένλαντ και με τον καιρό είχε γίνει μια ξεθωριασμένη αλλά προσφιλής ανάμνηση για τους συναδέλφους και τους συγγενείς του. Μήπως αυτό ήταν μια δελεαστική εναλλακτική λύση στο ψέμα με το οποίο είχε

αναγκαστεί να ζει, που με πολλούς τρόπους ήταν πιο εξευτελιστικό από το να δεχτεί την ενοχή και την ντροπή; Προφανείς, άχρηστες και βασανιστικές ερωτήσεις. Όμως ο Χάρι ήξερε πως η απάντηση του έδινε τη σιγουριά που χρειαζόταν για να μπορέσει να αρχίσει ξανά. Ήξερε ότι δεν ήθελε να είχε αλλάξει την τύχη του. Ήταν ευτυχισμένος που ήταν ζωντανός. Κάθε πρωί ξυπνούσε στο νοσοκομείο, ζαλισμένος από τα χάπια, άδειος από σκέψεις και με την αίσθηση πως κάτι δεν είχε πάει καθόλου καλά. Κατά κανόνα, η μνήμη του χρειαζόταν κάνα δυο δευτερόλεπτα να συνέλθει και να αντιδράσει, να του πει ποιος ήταν και πού βρισκόταν και να ανασυγκροτήσει την κατάσταση της αδυσώπητης πραγματικότητας. Η επόμενη σκέψη του ήταν πως ήταν ζωντανός. Πως λειτουργούσε και πως δεν είχε τελειώσει ακόμη. Μπορεί να μην ήταν και τόσα πολλά αυτά, αλλά τότε ήταν αρκετά για τον Χάρι. Όταν πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο, έκλεισε ραντεβού με έναν ψυχίατρο. «Η αλήθεια είναι ότι άργησες να έρθεις» είπε ο ψυχίατρος. «Το υποσυνείδητό σου έχει πιθανόν ήδη επιλέξει πώς θέλει να λειτουργήσει με αυτά που συνέβησαν, έτσι που δεν μπορούμε να επηρεάσουμε την πρώτη του επιλογή. Μπορεί, για παράδειγμα, να έχει επιλέξει να απωθήσει τα γεγονότα.

Αν έχει κάνει τέτοια κακή επιλογή, μπορούμε να προσπαθήσουμε να το κάνουμε να την αλλάξει». Ο Χάρι ήξερε μόνο πως το υποσυνείδητό του του έλεγε πως ήταν ωραίο να είναι ζωντανός και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να αφήσει τον ψυχίατρο να του αλλάξει άποψη, κι έτσι ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον επισκέφτηκε. Στον χρόνο που ακολούθησε έμαθε στον εαυτό του πως ήταν κακή στρατηγική να μάχεται όλα όσα ένιωθε συγχρόνως. Πρώτον, επειδή δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς ένιωθε –τουλάχιστον δεν είχε ολόκληρη την εικόνα– και ήταν σαν να προκαλούσε ένα τέρας που δεν είχε δει ποτέ του.greekleech.info Δεύτερον, είχε περισσότερες πιθανότητες να νικήσει αν μοίραζε τον πόλεμο σε μικρές αψιμαχίες, όπου θα μπορούσε να αποκτήσει κάποια αντίληψη για τον εχθρό, να βρει τα αδύνατα σημεία του και με τον καιρό να τον διαλύσει. Ήταν σαν να βάζεις χαρτί στο μηχάνημα που το κόβει λουρίδες. Αν βάλεις πολύ με τη μια, το μηχάνημα πανικοβάλλεται, το πιάνει βήχας και πεθαίνει με έναν ξερό κρότο. Κι εσύ πρέπει να αρχίσεις ξανά από την αρχή. Ο φίλος ενός συναδέλφου, τον οποίο ο Χάρι είχε συναντήσει σε μια σπάνια πρόσκληση σε γεύμα, ήταν ψυχολόγος στην κοινότητα. Είχε κοιτάξει τον Χάρι

απορημένος όταν προσπαθούσε να εξηγήσει τη μέθοδό του για να πολεμήσει τα συναισθήματά του. «Να πολεμήσεις;» είχε ρωτήσει. «Μηχάνημα τεμαχισμού;» Έμοιαζε αληθινά ανήσυχος.

Ο Χάρι άνοιξε τα μάτια του. Το πρώτο φως της αυγής γλιστρούσε μέσα από τις κουρτίνες. Κοίταξε το ρολόι. Ήταν έξι. Ο ασύρματος έκανε παράσιτα. «Δέλτα εδώ. Τσάρλι, δώσε». Ο Χάρι πετάχτηκε από τον καναπέ και άρπαξε το μικρόφωνο. «Δέλτα, Χόλι εδώ. Τι γίνεται;» «Βρήκαμε τον Έβανς Γουάιτ. Πήραμε μια ανώνυμη πληροφορία από κάποια γυναίκα που τον είχε δει στο Κινγκς Κρος, στείλαμε τρία περιπολικά και τον έφεραν. Ανακρίνεται αυτή τη στιγμή». «Τι λέει;» «Αρνιόταν τα πάντα μέχρι που τον βάλαμε να ακούσει τη μαγνητοταινία με την τηλεφωνική του συνομιλία με τη δεσποινίδα Ένκβιστ. Τότε μας είπε ότι είχε περάσει μπροστά από το Hungry John τρεις φορές, με ένα λευκό Honda, αλλά ότι τα παράτησε όταν δεν την είδε και γύρισε πίσω στο διαμέρισμα που νοικιάζει. Αργότερα πήγε σε ένα νυχτερινό κέντρο και εκεί ήταν που τον βρήκαμε. Εκείνη που μας έδωσε

την πληροφορία ρώτησε για σένα». «Το φαντάστηκα. Τη λένε Σάντρα. Ψάξατε το διαμέρισμά του;» «Ναι. Τίποτα! Και ο Σμιθ λέει ότι είδε το ίδιο λευκό Honda να περνάει τρεις φορές έξω από το Hungry John». «Γιατί δεν οδηγούσε το μαύρο Holden, όπως είχε πει;» «Ο Γουάιτ λέει ότι είπε ψέματα στη δεσποινίδα Ένκβιστ, έτσι ώστε, σε περίπτωση που κάποιος ήθελε να τον παγιδεύσει, να μπορέσει να κάνει απαρατήρητος κάνα δυο γύρους πρώτα και να ελέγξει ότι το πεδίο ήταν ελεύθερο». «Εντάξει, έρχομαι εκεί. Τηλεφώνησε στους άλλους και ξύπνησέ τους, αν έχεις την καλοσύνη». «Οι άλλοι έφυγαν για τα σπίτια τους εδώ και δύο ώρες, Χόλι. Έμειναν όρθιοι όλη νύχτα και ο Γουάτκινς μας είπε…» «Τα έχω γραμμένα αυτά που είπε ο Γουάτκινς. Τηλεφώνα και ξύπνα τους».

Είχαν βάλει μπρος ξανά τον παλιό ανεμιστήρα. Δύσκολο να πεις αν είχε ωφεληθεί από το διάλειμμα. Εν πάση περιπτώσει, έτριζε διαμαρτυρόμενος που είχε ξαναγυρίσει στην ενεργό δράση. Η συνάντηση είχε τελειώσει, αλλά ο Χάρι καθόταν ακόμη στο γραφείο επιχειρήσεων. Το πουκάμισό του είχε μεγάλους

μουσκεμένους λεκέδες στις μασχάλες, ενώ είχε τοποθετήσει έναν ασύρματο στο τραπέζι μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια του και κάτι μουρμούρισε μόνος του. Ύστερα σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε έναν αριθμό. «Ορίστε;» «Χάρι Χόλι εδώ». «Χάρι! Χαίρομαι που σε ακούω τόσο νωρίς το πρωί. Καλή συνήθεια. Περίμενα τηλεφώνημά σου. Είσαι μόνος;» «Είμαι μόνος». Ακούγονταν βαριές ανάσες και από τις δυο πλευρές του τηλεφώνου. «Έφτασες λοιπόν σ̓ εμένα, φίλε;» «Το ξέρω εδώ και λίγο καιρό, ναι». «Καλή δουλειά, Χάρι. Και τώρα τηλεφωνάς επειδή έχω κάτι που το θέλεις πίσω, σωστά;» «Σωστά». Ο Χάρι σκούπισε τον ιδρώτα του. «Καταλαβαίνεις πως έπρεπε να την πάρω, Χάρι;» «Όχι. Όχι, δεν το καταλαβαίνω». «Έλα τώρα, Χάρι, δεν είσαι χαζός. Όταν άκουσα ότι κάποιος είχε αρχίσει να ερευνά, κατάλαβα βέβαια ότι ήσουν εσύ. Ελπίζω μόνο για το καλό σου να φάνηκες αρκετά έξυπνος και να κράτησες το στόμα σου κλειστό γι’ αυτό το θέμα. Έτσι είναι, Χάρι;» «Κράτησα το στόμα μου κλειστό».

«Υπάρχει λοιπόν ακόμα μια πιθανότητα να μπορέσεις να δεις την κοκκινομάλλα φίλη σου ξανά». «Πώς το έκανες; Πώς την πήρες;» «Ήξερα πότε φεύγει από τη δουλειά, περίμενα έξω από το Albury στο αυτοκίνητο και την ακολούθησα. Όταν μπήκε στο πάρκο, σκέφτηκα ότι κάποιος έπρεπε να της πει πως δεν ήταν ό,τι καλύτερο να περπατάει εκεί μέσα τη νύχτα. Βγήκα από το αυτοκίνητο και έτρεξα πίσω της. Της έβαλα να μυρίσει ένα πανί που είχα μαζί μου και μετά χρειάστηκε να τη βοηθήσω να μπει στο αυτοκίνητο». Ο Χάρι κατάλαβε πως δεν είχε βρει τον ραδιοπομπό στην τσάντα της. «Τι θέλεις να κάνω;» «Ακούγεσαι νευρικός, Χάρι. Ηρέμησε. Δεν έχω σκοπό να ζητήσω πολλά. Η δουλειά σου είναι να πιάνεις δολοφόνους, και αυτό σου ζητώ να κάνεις. Να συνεχίσεις να κάνεις τη δουλειά σου. Βλέπεις, η Μπιργκίτα μού είπε πως ο βασικός ύποπτος είναι ένας έμπορος ναρκωτικών, κάποιος κύριος Έβανς Γουάιτ. Αθώος ή όχι, αυτός και άλλοι σαν αυτόν σκοτώνουν κάθε χρόνο περισσότερους απ’ όσους έχω σκοτώσει εγώ σε όλη μου τη ζωή. Και δεν πρόκειται για πολύ μικρό αριθμό. Χα, χα. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να φροντίσεις αυτός ο Έβανς Γουάιτ να τιμωρηθεί για

τα εγκλήματά του. Μαζί και για κάνα δυο δικά μου. Το ενοχοποιητικό στοιχείο θα μπορούσε να είναι ίχνη αίματος και δέρματος της Ίνγκερ Χόλτερ στο διαμέρισμα του Έβανς Γουάιτ. Μια και γνωρίζεις τον ιατροδικαστή, θα μπορούσε να σε προμηθεύσει με μερικά δείγματα για τις απαραίτητες αποδείξεις και να τις αφήσεις στη σκηνή του εγκλήματος, έτσι δεν είναι; Χα, χα. Αστειεύομαι, Χάρι. Αλλά ίσως θα μπορούσα να κάνω εγώ κάτι γι’ αυτό. Ίσως έχω δείγματα αίματος και δέρματος από τα διάφορα θύματα και κάποιες τρίχες, τακτικά βαλμένες σε πλαστικές σακούλες κάπου. Σε περίπτωση που χρειαστούν. Στο κάτω κάτω, ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να χρειαστεί να παραπλανήσεις κάποιους. Χα, χα». Ο Χάρι πίεζε το ιδρωμένο ακουστικό. Προσπαθούσε να σκεφτεί. Ήταν φανερό πως ο τύπος δεν ήξερε ότι η αστυνομία γνώριζε για την απαγωγή της Μπιργκίτα και ότι είχαν αναθεωρήσει την άποψή τους για τον πιθανό δολοφόνο. Το μόνο που μπορούσε να σημαίνει αυτό ήταν πως η Μπιργκίτα δεν του είχε πει ότι πήγαινε να συναντήσει τον Γουάιτ με τη διακριτική παρακολούθηση της αστυνομίας. Την είχε απαγάγει κάτω από τη μύτη μιας ντουζίνας αστυνομικών χωρίς να το πάρουν είδηση. Η φωνή τον έβγαλε από τις σκέψεις του: «Δελεαστική πιθανότητα, Χάρι, δεν είναι; Ο δολοφόνος σε

βοηθάει να βάλεις έναν άλλον εχθρό της κοινωνίας στο κλουβί. Λοιπόν, λοιπόν, ας μη χάσουμε την επαφή. Έχεις… ας πούμε σαράντα οκτώ ώρες να ετοιμάσεις τις καταγγελίες. Θα περιμένω να ακούσω τα καλά νέα στις βραδινές ειδήσεις της τηλεόρασης την Τρίτη. Εντωμεταξύ, υπόσχομαι να συμπεριφερθώ στην κοκκινομάλλα με όλο τον σεβασμό που μπορεί να περιμένει κανείς από έναν τζέντλεμαν. Αν δεν ακούσω τίποτα, φοβάμαι πως δεν θα ζει μέχρι την Τετάρτη. Όμως μπορώ να της υποσχεθώ μια απίστευτη νύχτα το προη​γούμενο βράδυ». Ο Χάρι κρέμασε το ακουστικό. Ο ανεμιστήρας βογκούσε και στρίγκλιζε απαίσια. Κοίταξε τα χέρια του. Έτρεμαν.

«Τι νομίζεις εσύ, σερ;» ρώτησε ο Χάρι. Η φαρδιά πλάτη που στεκόταν ακίνητη μπροστά από το τραπέζι όλη την ώρα κουνήθηκε. «Νομίζω ότι πρέπει να τον συλλάβουμε τον μπάσταρδο» είπε ο Μακόρμακ. «Πριν φωνάξουμε τους άλλους μέσα, Χάρι, πες μου πώς ακριβώς το ήξερες ότι ήταν αυτός;» «Για να είμαι ειλικρινής, δεν το ήξερα με σιγουριά, σερ. Ήταν μόνο μία από τις πολλές θεωρίες που είχα στο μυαλό μου, και μάλιστα στην αρχή δεν τη θεωρούσα αρκετά πιθανή. Μετά την κηδεία με πήρε με το αυτοκίνητό του ο Τζιμ

Κόνολι, ένας παλιός συνάδελφος πυγμάχος του Άντριου. Μαζί του είχε τη γυναίκα του, που εκείνος είπε πως ήταν καλλιτέχνιδα του τσίρκου όταν τη γνώρισε. Είπε πως την κόρταρε κάθε μέρα για έναν χρόνο πριν καταφέρει οτιδήποτε. Στην αρχή, ούτε που το πρόσεξα αυτό, ύστερα σκέφτηκα ότι μπορεί να το εννοούσε κυριολεκτικά – δηλαδή με άλλα λόγια πως αυτοί οι δυο είχαν την ευκαιρία να βλέπονται κάθε μέρα για έναν ολόκληρο χρόνο. Μου ήρθε στο μυαλό ότι η ομάδα του Τζιμ Τσίβερς έδινε τους αγώνες της σε ένα μεγάλο αντίσκηνο, όταν ο Άντριου κι εγώ τους είδαμε στο Λίθγκοου, και πως στο ίδιο μέρος υπήρχε επίσης ένα λούνα παρκ. Ζήτησα λοιπόν από τον Γιονγκ να τηλεφωνήσει στον ατζέντη του Τζιμ Τσίβερς για να το ελέγξει. Και είχα δίκιο. Όταν ο Τζιμ Τσίβερς πηγαίνει τουρνέ, αποτελεί σχεδόν πάντοτε μέρος ενός περιοδεύοντος τσίρκου ή λούνα παρκ. Ο Γιονγκ έστειλε με το φαξ τα παλιά δρομολόγια σήμερα το πρωί και αποδείχτηκε πως το λούνα παρκ με το οποίο ταξίδευε ο Τζιμ Τσίβερς τα τελευταία χρόνια είχε επίσης έναν θίασο τσίρκου μέχρι λίγο καιρό πριν. Τον θίασο του Ότο Ρεχτνάγκελ». «Σωστά. Ώστε λοιπόν οι πυγμάχοι του Τζιμ Τσίβερς επίσης βρίσκονταν στον τόπο του φόνου σε κάθε αντίστοιχη ημερομηνία. Όμως πόσοι από αυτούς ήξεραν τον Άντριου;» «Ο Άντριου με σύστησε σε μόνο έναν από αυτούς, και θα

έπρεπε να είχα καταλάβει ότι ο λόγος που με είχε πάει στο Λίθγκοου δεν ήταν για μια ανεξιχνίαστη υπόθεση βιασμού. Ο Άντριου τον έβλεπε σαν γιο. Είχαν παρόμοιες εμπειρίες και είχαν δημιουργηθεί τόσο στενοί δεσμοί μεταξύ τους, που είναι πιθανόν πως ήταν το μόνο πρόσωπο σε αυτόν τον κόσμο το οποίο ο ορφανεμένος από νωρίς Άντριου Κένσινγκτον ένιωθε πραγματική του οικογένεια. Αν και ποτέ δεν θα παραδεχόταν ότι είχε δυνατά αισθήματα για τη φυλή του, νομίζω πως ο Άντριου Κένσινγκτον αγαπούσε τον Τουγούμπα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ακριβώς επειδή ήταν από την ίδια φυλή. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Άντριου δεν μπορούσε να τον συλλάβει ο ίδιος. Η ηθική του υπόσταση συγκρουόταν με την αφοσίωσή του προς τους ανθρώπους της φυλής του και την αγάπη του για τον Τουγούμπα. Δύσκολο να φανταστεί κανείς τι φοβερή ψυχική πάλη ήταν όλο αυτό για κείνον. Ίσως γι’ αυτό με χρειαζόταν – κάποιον απέξω που θα μπορούσε να οδηγήσει στον στόχο. «Στον Τουγούμπα;» «Στον Τουγούμπα. Ο Άντριου είχε ανακαλύψει πως αυτός κρυβόταν πίσω από όλους τους φόνους. Ίσως ο απελπισμένος αποδιωγμένος εραστής, ο Ότο Ρεχτνάγκελ, το είπε στον Άντριου όταν ο Τουγούμπα τον εγκατέλειψε. Ίσως ο Άντριου έβαλε τον Ότο να υποσχεθεί ότι δεν θα πήγαινε

στην αστυνομία, λέγοντας ότι θα έλυνε το πρόβλημα χωρίς να εμπλέξει κανέναν από τους δύο. Όμως νομίζω πως ο Ότο είχε μπει στη διαδικασία να μιλήσει. Και είχε καλό λόγο – είχε αρχίσει να φοβάται για τη ζωή του όταν συνειδητοποίησε πως στον Τουγούμπα δεν θα άρεσε καθόλου ένας πρώην εραστής, ελεύθερος και ικανός να τον προδώσει. Ο Τουγούμπα ήξερε ότι ο Ότο με είχε συναντήσει και ότι σύντομα το παιχνίδι θα τελείωνε. Σχεδίασε λοιπόν να σκοτώσει τον Ότο στη διάρκεια της παράστασης. Εφόσον είχαν ταξιδέψει μαζί παρουσιάζοντας μια παρόμοια παράσταση στο παρελθόν, ο Τουγούμπα ήξερε ακριβώς ποια στιγμή θα χτυπούσε». «Και γιατί δεν το έκανε στο διαμέρισμα του Ότο; Αφού είχε τα κλειδιά;» «Κι εγώ αναρωτήθηκα το ίδιο πράγμα». Ο Χάρι έμεινε σιωπηλός. Ο Μακόρμακ κούνησε το χέρι του σαν να τραβούσε μια κουρτίνα. «Χάρι, αυτά που ήδη είπες είναι τόσα πολλά για να τα χωνέψει ένας γερο-μπάτσος σαν εμένα, που οποιαδήποτε νέα θεωρία δεν έχει πια καμία σημασία». «Το σύνδρομο του κόκορα». «Το σύνδρομο του κόκορα;» «Ο Τουγούμπα δεν είναι μόνο ψυχοπαθής, είναι και κόκορας. Και δεν μπορείς να υποτιμήσεις την αλαζονεία του

κόκορα. Ενώ οι φόνοι του με σεξουαλικό κίνητρο ακολουθούν ένα μοντέλο που τους κάνει να μοιάζουν με παρορμητικές πράξεις, ο φόνος του κλόουν είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, συγκεκριμένα ένας λογικά επιβεβλημένος φόνος. Μπροστά σε αυτόν βρέθηκε ξαφνικά ελεύθερος, ανεμπόδιστος από τις ψυχώσεις που είχαν παρακινήσει τους άλλους φόνους. Ήταν μια ευκαιρία να κάνει κάτι θεαματικό, να βάλει μόνος του την κορόνα στο έργο της ζωής του. Και σίγουρα θα μπορούσε κάποιος να πει πως το κατάφερε – ο φόνος του κλόουν θα μείνει στη μνήμη για περισσότερο καιρό απ’ ό,τι οι φόνοι των κοριτσιών, που θα έχουν ξεχαστεί». «Μάλιστα. Και ο Άντριου το ’σκασε από το νοσοκομείο για να σταματήσει τους αστυνομικούς, όταν θεώρησε ότι θα συλλαμβάναμε τον Ότο;» «Η εκτίμησή μου είναι πως πήγε κατευθείαν στο διαμέρισμα του Ότο για να του μιλήσει, να τον προειδοποιήσει για τη σύλληψη και να του επιστήσει την προσοχή στο πόσο σοβαρό ήταν να κρατήσει το στόμα του κλειστό για τον Τουγούμπα, αφού ο Ότο και ο ίδιος δεν ήταν σοβαρά μπλεγμένοι στην υπόθεση. Να τον καθησυχάσει λέγοντας πως ο Τουγούμπα θα συλλαμβανόταν όπως είχε σχεδιάσει ο Άντριου, μόνο χρειαζόταν λίγο χρόνο. Μόνο

χρειαζόμουν λίγο χρόνο, δηλαδή. Όμως κάτι στράβωσε. Δεν έχω ιδέα τι. Αλλά δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι τελικά ήταν ο Τουγούμπα αυτός που ξαπόστειλε τον Άντριου Κένσινγκτον». «Πώς έτσι;» «Διαίσθηση, κοινή λογική και μια μικρή λεπτομέρεια». «Δηλαδή;» «Όταν επισκέφτηκα τον Άντριου στο νοσοκομείο είχε πει ότι θα περνούσε ο Τουγούμπα την επόμενη μέρα». «Και;» «Στο νοσοκομείο Σεντ Ετιέν όλοι οι επισκέπτες καταγράφονται στο βιβλίο επισκεπτών στη ρεσεψιόν. Ζήτησα από τον Γιονγκ να τηλεφωνήσει στο νοσοκομείο, και η απάντηση ήταν πως κανένας επισκέπτης ούτε τηλεφώνημα για τον Άντριου Κένσινγκτον δεν είχε καταγραφεί μετά τη δική μου επίσκεψη». «Δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω, Χάρι». «Αν κάτι είχε προκύψει, υποθέτουμε πως ο Τουγούμπα θα τηλεφωνούσε στον Άντριου στο νοσοκομείο για να ακυρώσει την επίσκεψη. Εφόσον δεν το έκανε, ήταν αδύνατον να ξέρει πως ο Άντριου δεν ήταν πια στο νοσοκομείο πριν βρεθεί μπροστά στη ρεσεψιόν και αφού θα είχε υπογράψει στο βιβλίο επισκεπτών. Εκτός αν…» «Εκτός αν τον είχε σκοτώσει την προηγούμενη νύχτα».

Ο Χάρι σήκωσε τα χέρια του. «Δεν πας επίσκεψη σε κάποιον εκεί που ξέρεις πως δεν είναι πια, σερ».

Ήταν μια ατέλειωτη Κυριακή. Διάολε, είχε ήδη τραβήξει πολύ, σκέφτηκε ο Χάρι. Κάθονταν στο γραφείο επιχειρήσεων με σηκωμένα μανίκια και προσπαθούσαν να στύψουν το μυαλό τους. «Ώστε τον πήρες σε κινητό;» είπε ο Γουάτκινς. «Και νομίζεις ότι δεν βρίσκεται στη διεύθυνσή του;» Ο Χάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είναι προσεκτικός. Έχει κρύψει την Μπιργκίτα κάπου αλλού». «Ίσως βρούμε κάποιον άλλον σπίτι του που μπορεί να μας πει πού την έχει» πρότεινε ο Λίμπι. «Όχι» είπε αποφασιστικά ο Χάρι. «Αν ανακαλύψει ότι πήγαμε στο διαμέρισμά του, θα καταλάβει πως έχω μιλήσει και τέρμα η Μπιργκίτα». «Θα μπορούσαμε να πάμε σπίτι του κάποια στιγμή και να είμαστε έτοιμοι να τον πιάσουμε» είπε ο Λίμπι. «Και τι θα γίνει αν το καταλάβει και σκοτώσει την Μπιργκίτα χωρίς να είναι φυσικά παρών;» αντέτεινε ο Χάρι. «Μπορεί να είναι δεμένη κάπου και να μη μας λέει πού». Κοίταξε γύρω του. «Ή να κάθεται πάνω σε μια ωρολογιακή βόμβα που θα εκραγεί ύστερα από ορισμένες ώρες».

«Κόφ’ το!» χτύπησε ο Γουάτκινς το χέρι του στο τραπέζι. «Δεν έχουμε να κάνουμε με καρτούν εδώ. Γαμώτο, πρέπει ο τύπος να είναι ειδικός στα εκρηκτικά μόνο και μόνο επειδή έχει σκοτώσει μερικά κορίτσια; Ο χρόνος περνάει και δεν μπορούμε πια να καθόμαστε άπραγοι και να περιμένουμε. Λέω πως είναι καλή ιδέα να ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι του Τουγούμπα. Και θα στήσουμε μια παγίδα που θα τον μαγκώσει στα σίγουρα αν πλησιάσει εκεί, πιστέψτε με!» «Ο τύπος δεν είναι καθόλου χαζός» είπε ο Χάρι. «Βάζουμε σε κίνδυνο τη ζωή της Μπιργκίτα κάνοντας κάτι τέτοιο, δεν νομίζετε;» Ο Γουάτκινς έγνεψε αρνητικά: «Συγγνώμη που το λέω, Χόλι, αλλά η σχέση σου με την απαχθείσα επηρεάζει την ικανότητά σου να κάνεις λογικές σκέψεις αυτή τη στιγμή. Θα γίνει όπως είπα».

Ο απογευματινός ήλιος έλαμπε μέσα από τα δέντρα στην οδό Βικτόρια. Ένα μικρό πουλί κουκαμπούρα στεκόταν στο άδειο παγκάκι, δοκιμάζοντας τη φωνή του για το βραδινό κονσέρτο. «Φαντάζομαι πως σου φαίνεται παράξενο που μια μέρα σαν τη σημερινή ο κόσμος βολτάρει αμέριμνος και χαμογε​λ άει» είπε ο Τζόζεφ. «Πως όλο κι όλο που σκέφτονται

είναι το κυριακάτικο γεύμα στο σπίτι όταν θα γυρίσουν από τη βόλτα, τον ζωολογικό κήπο ή τη γιαγιά στο Γουόλονγκονγκ. Σίγουρα το παίρνεις ως προσωπική προσβολή πως ο ήλιος παίζει μέσα στις φυλλωσιές σε μια στιγμή που θα προτιμούσες να δεις τον κόσμο να καταρρέει από δυστυχία και να πνίγεται στα δάκρυα. Αχ, Χάρι, φίλε μου, τι να σου πω; Τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το ψητό της Κυριακής περιμένει, και έτσι πρέπει να είναι». Ο Χάρι μισόκλεισε τα μάτια του για να αποφύγει τον ήλιο. «Μπορεί να διψάει ή να πονάει. Το χειρότερο όμως είναι να ξέρω πόσο φοβισμένη μπορεί να είναι». «Τότε θα γίνει πολύ καλή σύζυγος αν περάσει τη δοκιμασία» είπε ο Τζόζεφ και σφύριξε στο κουκαμπούρα. Ο Χάρι τον κοίταξε με απορία. Ο Τζόζεφ υποστήριζε πως η Κυριακή ήταν μέρα αργίας και πράγματι ήταν ξεμέθυστος. «Παλιά, μια γυναίκα των Αβορίγινων έπρεπε να περάσει τρεις δοκιμασίες πριν μπορέσει να παντρευτεί» συνέχισε ο Τζόζεφ. «Η πρώτη ήταν να ελέγξει την πείνα της. Έπρεπε να πάει για κυνήγι για δύο μέρες χωρίς καθόλου φαγητό. Βρέθηκε ξαφνικά να κάθεται μόνη μπροστά από μια φωτιά όπου ψήνονταν κάτι ζουμερές μπριζόλες από καγκουρό και άλλες λιχουδιές. Η δοκιμασία ήταν να ελέγξει τη λαιμαργία της και να φάει μόνο λίγο φαγητό, αφήνοντας αρκετό και για τους υπόλοιπους».

«Είχαμε κάτι παρόμοιο όταν μεγάλωνα» είπε ο Χάρι. «Το λέγανε “σαβουάρ βιβρ”. Δεν νομίζω πως υπάρχει πια». «Η δεύτερη δοκιμασία ήταν να αντέξει στον πόνο» συνέχισε ο Τζόζεφ χειρονομώντας έντονα για να είναι πιο παραστατικός. «Περνούσαν καρφιά στη μύτη και τα μάγουλα της νεαρής γυναίκας και χάραζαν σημάδια στο κορμί της». «Και λοιπόν; Σήμερα τα κορίτσια πληρώνουν γι’ αυτό» είπε ο Χάρι. «Βούλωσ’ το και άκου, Χάρι. Στο τέλος, όταν η φωτιά έσβηνε, έπρεπε να ξαπλώσει πάνω της, με μόνο λίγα κλαδιά μεταξύ αυτής και των πυρωμένων κάρβουνων. Ωστόσο, η τρίτη δοκιμασία ήταν η δυσκολότερη». «Φόβος;» «Ακριβώς. Όταν έπεφτε ο ήλιος τα μέλη της φυλής μαζεύονταν γύρω από τη θράκα και οι πρεσβύτεροι έλεγαν με τη σειρά τρομαχτικές ιστορίες για φαντάσματα και το μουλντάρπε, το κακό πνεύμα που αλλάζει μορφές. Άγρια πράματα. Μετά την έστελναν να κοιμηθεί σε ένα ερημωμένο μέρος ή κοντά στους τάφους των προγόνων της. Μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα οι πρεσβύτεροι την πλησίαζαν κρυφά με τα πρόσωπά τους βαμμένα με άσπρο γύψο και φορώντας μάσκες από φλοιό δέντρων…» «Αυτό δεν ήταν κάπως υπερβολικό;»

«…και έβγαζαν αλλόκοτους ήχους. Λυπάμαι που το λέω, αλλά είσαι κακός ακροατής, Χάρι». Ο Τζόζεφ έδειχνε προσβεβλημένος. Ο Χάρι έτριψε το πρόσωπό του. «Το ξέρω» είπε ύστερα από λίγο. «Με συγχωρείς, Τζόζεφ. Ήρθα εδώ για να σκεφτώ λίγο δυνατά και να δω αν έχει αφήσει τίποτα σημάδια που θα μπορούσαν να μου δώσουν μια ιδέα για το πού την έχει πάει. Αλλά δεν φαίνεται να φτάνω πουθενά και εσύ είσαι το μόνο πρόσωπο που μπορεί να με ακούσει. Ίσως σκέφτεσαι πως ακούγομαι σαν ένας κυνικό, αναίσθητο τομάρι». «Ακούγεσαι σαν κάποιος που νομίζει ότι πρέπει να πολεμήσει ολόκληρο τον κόσμο» είπε ο Τζόζεφ. «Αλλά αν δεν χαλαρώνεις την άμυνά σου πότε πότε, τα χέρια σου θα κουραστούν πολύ να πολεμούν». Ο Χάρι χαμογέλασε. «Είσαι σίγουρος ότι δεν είχες έναν μεγαλύτερο αδελφό;» Ο Τζόζεφ γέλασε. «Όπως είπα, είναι πολύ αργά να ρωτήσω τη μάνα μου τώρα, αλλά νομίζω πως θα μου το είχε είπε αν είχα έναν άγνωστο αδελφό». «Εσείς οι δυο ακουγόσαστε σαν αδέλφια». «Το έχεις πει κάμποσες φορές αυτό, Χάρι. Μάλλον σου λείπει ύπνος».

Το πρόσωπο το Τζο φωτίστηκε όταν ο Χάρι πέρασε την πόρτα του Springfield Lodge. «Ωραίο απόγευμα, ε κύριε Χόλι; Μάλιστα φαίνεστε πολύ καλά σήμερα. Κι εδώ έχω ένα δέμα για εσάς». Του πρότεινε ένα δέμα με γκρίζο χαρτί που έγραφε ΧΑΡΙ ΧΟΛΙ. «Από ποιον είναι;» ρώτησε έκπληκτος ο Χάρι. «Δεν ξέρω. Το έφερε ένας ταξιτζής πριν από δυο ώρες». Στο δωμάτιό του ο Χάρι έβαλε το δέμα στο κρεβάτι του, ξετύλιξε το χαρτί και άνοιξε το κουτί που ήταν μέσα. Είχε ήδη σκεφτεί από ποιον πρέπει να ερχόταν το δέμα, και το περιεχόμενό του δεν άφησε καμιά αμφιβολία: έξι μικρά πλαστικά φιαλίδια με λευκές ετικέτες. Πήρε ένα στα χέρια του και διάβασε μια ημερομηνία την οποία αμέσως αναγνώρισε: ήταν η ημέρα που δολοφονήθηκε η Ίνγκερ Χόλτερ. Η ετικέτα έγραφε «τρίχες εφηβαίου». Δεν χρειαζόταν πολλή φαντασία για να καταλάβει πως και τα άλλα φιαλίδια περιείχαν αίμα, τρίχες, ίνες ρούχων και άλλα τέτοια.

Μισή ώρα αργότερα τον ξύπνησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. «Έλαβες αυτά που σου έστειλα, Χάρι; Σκέφτηκα πως θα τα ήθελες όσο το δυνατόν γρηγορότερα». «Τουγούμπα;»

«Στις διαταγές σου. Χα, χα!» «Τα πήρα. Της Ίνγκερ Χόλτερ, συμπεραίνω. Αλλά είμαι περίεργος, Τουγούμπα: πώς τη σκότωσες;» «Πολύ εύκολα» είπε ο Τουγούμπα. «Υπερβολικά εύκολα, θα έλεγα. Ήμουν στο διαμέρισμα μιας φιλενάδας όταν τηλεφώνησε αργά ένα βράδυ». Ώστε ο Ότο είναι μια φιλενάδα; πήγε να ρωτήσει ο Χάρι αλλά συγκρατήθηκε. «Η Ίνγκερ είχε φαγητό για τον σκύλο αυτής που έχει, ή μάλλον πρέπει να πω είχε, το διαμέρισμα. Ήμουν εκεί αλλά είχα μείνει μόνος όλο το βράδυ, αφού η φιλενάδα μου ήταν έξω στην πόλη. Ως συνήθως». Ο Χάρι πρόσεξε ότι η φωνή έγινε οξύτερη. «Δεν έπαιρνες μεγάλο ρίσκο; Κάποιος μπορεί να ήξερε ότι πήγαινε στο διαμέρισμα… εεε… της φιλενάδας σου». «Τη ρώτησα» είπε ο Τουγούμπα. «Τη ρώτησες;» «Είναι απίστευτο πόσο ανυποψίαστοι είναι μερικοί άνθρωποι. Απαντούν πριν σκεφτούν, επειδή νιώθουν ασφαλείς και νομίζουν πως δεν χρειάζεται να σκεφτούν. Ήταν ένα τόσο γλυκό και αθώο κορίτσι. “Κανένας δεν ξέρει πως είμαι εδώ, γιατί;” είπε. Χα, χα. Ένιωσα σαν τον λύκο με την Κοκκινοσκουφίτσα. Της είπα λοιπόν πως είχε έρθει την κατάλληλη στιγμή. Ή μήπως έπρεπε να πω ακατάλληλη

στιγμή; Χα, χα! Θέλεις να ακούσεις και τη συνέχεια;» Ο Χάρι ήθελε πολύ να ακούσει και τη συνέχεια. Ήθελε να τα ακούσει όλα, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια: πώς ήταν ο Τουγούμπα ως παιδί, πότε είχε σκοτώσει πρώτη φορά, γιατί δεν είχε ένα συγκεκριμένο τυπικό, γιατί μερικές φορές μόνο βίαζε τις γυναίκες, πώς ένιωθε μετά από έναν φόνο, αν έπεφτε σε κατάθλιψη μετά την έκσταση, έτσι όπως συμβαίνει στους κατά συρροή δολοφόνους, όταν θεωρούν πως δεν ήταν το τέλειο έγκλημα αυτή τη φορά ούτε έγινε όπως το είχαν φανταστεί και σχεδιάσει. Ήθελε να μάθει πόσες φορές, πότε και πού, τις μεθόδους και τα εργαλεία. Και ήθελε να καταλάβει τα συναισθήματα, το πάθος, ποια ήταν η κινητήρια δύναμη της τρέλας. Όμως δεν μπορούσε. Όχι τώρα. Αυτή τη στιγμή δεν του καιγόταν καρφί αν η Ίνγκερ βιάστηκε πριν ή μετά τον φόνο, αν ο φόνος ήταν τιμωρία επειδή ο Ότο τον είχε αφήσει μόνο, αν την είχε πλύνει μετά, αν την είχε σκοτώσει στο διαμέρισμα ή στο αυτοκίνητο. Ο Χάρι δεν ήθελε να ξέρει αν τον είχε παρακαλέσει, αν είχε κλάψει ή αν τον είχε κοιτάξει ικετευτικά όταν ήξερε πως βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου. Δεν ήθελε να ξέρει, γιατί θα ήταν αναπόφευκτο να μη βάλει την Μπιργκίτα στη θέση της Ίνγκερ, και αυτό θα τον έκανε αδύναμο.

«Πώς ήξερες πού μένω;» ρώτησε ο Χάρι, περισσότερο για να πει κάτι, να κρατήσει τη γραμμή ανοιχτή. «Έλα τώρα, Χάρι! Μήπως έχεις αρχίσει να κουράζεσαι; Εσύ μου είπες πού μένεις την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Και σε ευχαριστώ γι’ αυτό επί τη ευκαιρία, ξέχασα να σου το πω νωρίτερα. «Άκου, Τουγούμπα…» «Μάλιστα, αναρωτήθηκα γιατί μου τηλεφώνησες να μου ζητήσεις βοήθεια εκείνο το βράδυ, Χάρι. Πέρα από το να δώσεις ένα μάθημα σε εκείνους τους δύο ντοπαρισμένους παιδαράδες στο στριπτιζάδικο. Δεν λέω, είχε το γούστο του όλο αυτό, αλλά ήμασταν εκεί πράγματι μόνο για να πεις στον νταβατζή “χάρηκα που σε γνώρισα”; Μπορεί να μην είμαι και τόσο καλός στο να διαβάζω το μυαλό των ανθρώπων, Χάρι, αλλά κάπου δεν κόλλαγε όλο αυτό. Είσαι χωμένος ως τα μπούνια στην έρευνα για φόνο και σπαταλάς χρόνο και προσπάθεια για ένα προσωπικό θέμα, για να πάρεις το αίμα σου πίσω επειδή σου την έπεσαν σε ένα στριπτιζάδικο;» «Εεε…» «Εεε, Χάρι;» «Δεν ήταν μόνο αυτό. Το κορίτσι που βρήκαμε στο πάρκο Σεντένιαλ δούλευε κατά σύμπτωση στο κλαμπ που βρεθήκαμε. Είχα λοιπόν μια θεωρία, πως το άτομο που τη σκότωσε ίσως να ήταν στο κλαμπ εκείνο το βράδυ, περίμενε

στην πίσω έξοδο όταν έφυγε για το σπίτι της και την ακολούθησε. Ήθελα να δω πώς θα αντιδρούσες όταν θα μάθαινες τι σχεδιάζαμε. Επιπλέον, είσαι ένας άνθρωπος που δεν περνάς απαρατήρητος, ήθελα λοιπόν να σε δείξω στον Μονγκάμπι για να δω αν σε είχε δει το βράδυ του φόνου». «Δεν το πέτυχες;» «Όχι. Συμπέρανα ότι δεν ήσουν εκεί». Ο Τουγούμπα γέλασε. «Δεν ήξερα καν πώς ήταν στριπτιτζού» είπε. «Την είδα να μπαίνει στο πάρκο και σκέφτηκα ότι κάποιος έπρεπε να της πει ότι είναι επικίνδυνα εκεί τη νύχτα. Και να της δείξω τι μπορεί να συμβεί». «Τουλάχιστον αυτή η υπόθεση διαλευκάνθηκε» είπε ο Χάρι ξερά. «Κρίμα που κανένας άλλος εκτός από σένα δεν θα έχει τη χαρά να το ξέρει» είπε ο Τουγούμπα. Ο Χάρι αποφάσισε να το διακινδυνεύσει. «Εφόσον κανένας άλλος εκτός από εμένα δεν θα έχει τη χαρά να το ξέρει, θα μπορούσες ίσως να μου πεις τι συνέβη στον Άντριου στο διαμέρισμα του Ότο Ρεχντνάγκελ. Γιατί ο Ότο ήταν η φιλενάδα σου, έτσι;» Σιωπή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου… «Δεν θα προτιμούσες να μάθεις πώς είναι η Μπιργκίτα;» «Όχι» είπε ο Χάρι, αργά και σιγά. «Είπες πως θα της

συμπεριφερθείς σαν τζέντλεμαν. Σε εμπιστεύομαι». «Ελπίζω να μην προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω ενοχές, Χάρι. Έτσι κι αλλιώς, είναι άχρηστο. Είμαι ψυχοπαθής. Το γνώριζες ότι το ήξερα;» Ο Τουγούμπα γέλασε σιωπηλά. «Τρομακτικό, ε; Εμείς οι ψυχοπαθείς υποτίθεται πως δεν ξέρουμε ότι είμαστε ψυχοπαθείς. Εγώ όμως το ήξερα από πάντα. Και ο Ότο το ήξερε. Μάλιστα ήξερε επίσης πως πότε πότε έπρεπε να τους τιμωρώ. Όμως ο Ότο δεν κατάφερε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Τα είχε πει όλα στον Άντριου και ήταν έτοιμος να σπάσει, έτσι αναγκάστηκα να δράσω. Το απόγευμα που ο Ότο επρόκειτο να εμφανιστεί στο Σεντ Τζορτζ, μπήκα στο διαμέρισμά του αφού είχε φύγει, για να αφαιρέσω οτιδήποτε θα μπορούσε να με συνδέσει μαζί του – φωτογραφίες, δώρα, γράμματα, τέτοια πράγματα. Τότε ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα προσεκτικά το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, κοίταξα έξω και, προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα τον Άντριου. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να μην ανοίξω την πόρτα, αλλά συνειδητοποίησα πως το αρχικό μου σχέδιο θα καταστρεφόταν. Συγκεκριμένα, είχα σκεφτεί να επισκεφτώ τον Άντριου στο νοσοκομείο την επόμενη μέρα και διακριτικά να του προσφέρω ένα κουταλάκι, έναν αναπτήρα, σύριγγα μιας χρήσης και ένα σακουλάκι με πολύ επιθυμητή ηρωίνη ανακατεμένη με ένα δικό μου σπιτικό μείγμα».

«Ένα θανάσιμο κοκτέιλ;» «Μπορείς να το πεις και έτσι». «Και πώς είσαι σίγουρος ότι θα το δεχόταν; Ήξερε πως είσαι δολοφόνος». «Δεν ήξερε πως γνωρίζα ότι το ήξερε. Με παρακολουθείς, Χάρι. Δεν ήξερε πως ο Ότο μου το είχε πει. Τέλος πάντως, ένας ναρκομανής με συμπτώματα στέρησης είναι έτοιμος να διακινδυνεύσει. Όπως, το να εμπιστευτεί κάποιον που θεωρεί πως τον βλέπει σαν πατέρα. Ωστόσο δεν ωφελεί να συζητάμε για όλα αυτά πια. Το είχε σκάσει από το νοσοκομείο και στεκόταν έξω από την πόρτα». «Αποφάσισες λοιπόν να του ανοίξεις;» «Ξέρεις πόσο γρήγορες στροφές παίρνει το ανθρώπινο μυαλό, Χάρι; Ξέρεις πως εκείνα τα όνειρα με μεγάλες ιστορίες, που ελίσσονται και εξελίσσονται στο χρόνο και που νομίζουμε πως παίρνουν όλη νύχτα, στην πραγματικότητα δεν συμβαίνουν παρά μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πυρετώδους δραστηριότητας του μυαλού; Λίγο πολύ, έτσι αστραπιαία μου ήρθε στο μυαλό να το κάνω να φανεί σαν να ήταν ο Άντριου Κένσινγκτον πίσω από όλα. Παίρνω όρκο ότι δεν είχα σκεφτεί τίποτα μέχρι εκείνη τη στιγμή! Πάτησα λοιπόν το κουμπί που ανοίγει την πόρτα και περίμενα να ανέβει. Στεκόμουν πίσω από την πόρτα με το μαγικό μου

πανί…» «Αιθέρα». «…και μετά έδεσα τον Άντριου σε μια καρέκλα, βρήκα τα σύνεργά του και τη λίγη σκόνη που είχε, για να είμαι σίγουρος πως θα καθόταν ήσυχος μέχρι να γυρίσω από το θέατρο. Στην επιστροφή έφερα κι άλλη σκόνη και ο Άντριου κι εγώ κάναμε πραγματικό γλέντι. Κυριολεκτικά απογειωθήκαμε και όταν έφυγα εκείνος κρεμόταν από τη λάμπα στο ταβάνι». Ξανά το γελάκι. Ο Χάρι συγκεντρώθηκε στο να παίρνει βαθιές και ήρεμες ανάσες. Ποτέ δεν είχε φοβηθεί τόσο σε ολόκληρη τη ζωή του. «Τι εννοείς πως έπρεπε να τους τιμωρήσεις;» «Τι;» «Είπες πριν πως έπρεπε να τους τιμωρήσεις». «Α, αυτό. Όπως σίγουρα ξέρεις, οι ψυχοπαθείς είναι συχνά παρανοϊκοί ή υποφέρουν από άλλες εμμονές. Η δική μου εμμονή είναι πως η αποστολή μου στη ζωή είναι να πάρω εκδίκηση για τη φυλή μου». «Βιάζοντας λευκές γυναίκες;» «Άτεκνες λευκές γυναίκες». «Άτεκνες;» ρώτησε κατάπληκτος ο Χάρι. Αυτό ήταν ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των θυμάτων το οποίο οι έρευνες δεν είχαν εντοπίσει, και πώς ήταν δυνατόν άλλωστε; Δεν ήταν τίποτα παράξενο τόσο νέες γυναίκες να μην έχουν

αποκτήσει παιδιά. «Ακριβώς. Αλήθεια δεν το προσέξατε; Terra nullius, Χάρι! Όταν ήρθατε εδώ μας χαρακτηρίσατε νομάδες επειδή δεν καλλιεργούσαμε τη γη. Μας πήρατε τη γη μας, τη βιάσατε και τη σκοτώσατε μπροστά στα μάτια μας». Ο Τουγούμπα δεν χρειαζόταν να δυναμώσει τη φωνή του. Οι λέξεις ήταν αρκετά δυνατές από μόνες τους. «Ε, λοιπόν, οι άτεκνες γυναίκες σας είναι τώρα η δική μου terra nullius, Χάρι. Κανείς δεν τις έχει γονιμοποιήσει, οπότε δεν ανήκουν σε κανέναν. Απλώς ακολουθώ τη λογική του λευκού και κάνω ό,τι και αυτός». «Όμως το αποκαλείς και μόνος σου εμμονή, Τουγούμπα. Ξέρεις πόσο άρρωστο είναι!» «Ναι, βέβαια, είναι άρρωστο, αλλά η αρρώστια είναι φυσιολογική, Χάρι. Η απουσία αρρώστιας είναι επικίνδυνη, γιατί τότε ο οργανισμός σταματάει να αμύνεται και γρήγορα διαλύεται. Όμως τις εμμονές, Χάρι, μην τις υποτιμάς. Υπάρχουν σε κάθε κουλτούρα. Πάρε τη δική σου, για παράδειγμα. Στον χριστιανισμό μιλάει κανείς ανοιχτά για το πόσο δύσκολο είναι να έχεις πίστη, πώς οι αμφιβολίες βασανίζουν και τον πιο ειλικρινή και ευσεβή κληρικό. Αλλά και μόνο η παραδοχή της αμφιβολίας δεν δείχνει πως η πίστη με την οποία επιλέγει να ζήσει ο καθένας είναι μια

έμμονη ιδέα, μια ιδέα εναντίον της οποίας μάχεται η λογική του; Δεν θα έπρεπε να αποκηρύσσει κανείς τις εμμονές του τόσο εύκολα, Χάρι. Στην άλλη άκρη του ουράνιου τόξου μπορεί να υπάρχει μια ανταμοιβή». Ο Χάρι έγειρε πίσω στο κρεβάτι. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται την Μπιργκίτα, το γεγονός ότι δεν είχε κάνει παιδιά. «Και πώς το ήξερες ότι δεν είχαν παιδιά;» άκουσε τον εαυτό του να ρωτάει με βραχνή φωνή. «Ρώτησα». «Πώς…» «Μερικές είπαν πως είχαν παιδί γιατί νόμιζαν πως θα τις λυπόμουν αν έλεγαν ότι έχουν να φροντίσουν ένα τσούρμο κουτσούβελα. Είχαν τριάντα δευτερόλεπτα να το αποδείξουν. Μια μάνα που δεν κουβαλάει πάντα μια φωτογραφία της μαζί με το παιδί της δεν είναι μάνα, αν θες τη γνώμη μου». Ο Χάρι ξεροκατάπιε. «Γιατί ξανθιές;» «Αυτό δεν είναι απαράβατος κανόνας. Απλώς μειώνει τις πιθανότητες να ρέει το αίμα της φυλής μου στις φλέβες τους». Ο Χάρι προσπάθησε να μη σκέφτεται το κατάλευκο δέρμα της Μπιργκίτα. Ο Τουγούμπα γέλασε σιγανά. «Βλέπω πως είναι πολλά που θέλεις να ξέρεις, Χάρι, όμως οι συζητήσεις από το κινητό

κοστίζουν, και ιδεαλιστές σαν εμένα δεν είναι πλούσιοι. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις και τι να μην κάνεις». Έκλεισε το τηλέφωνο. Το σούρουπο έπεφτε γοργά ρίχνοντας μια γκρίζα σκοτεινιά στο δωμάτιο κατά τη διάρκεια της κουβέντας. Στη χαραμάδα της πόρτας εμφανίστηκαν δυο περιστρεφόμενες κεραίες από κατσαρίδα, που ερευνούσαν αν το έδαφος ήταν ελεύθερο. Ο Χάρι κουλουριάστηκε και κουκουλώθηκε με το σεντόνι. Στη σκεπή έξω από το παράθυρο ένα μοναχικό κουκαμπούρα ξεκίνησε το βραδινό του κονσέρτο και το Κινγκς Κρος ετοιμάστηκε για ακόμα μία μακριά νύχτα.

Ο Χάρι ονειρευόταν την Κριστίν. Είναι πιθανόν αυτό να έγινε για δύο δευτερόλεπτα του ύπνου REM, όμως ήταν μισή ζωή που ξετυλίχτηκε και μπορεί να πήρε πολύ περισσότερο χρόνο. Εκείνη φορούσε την πράσινη ρόμπα του, του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε να τη συνοδεύσει. Εκείνος τη ρώτησε πού, όμως εκείνη στεκόταν στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα με τις κουρτίνες να ανεμίζουν γύρω της, και τα παιδιά στην πίσω αυλή να κάνουν τόση φασαρία, που δεν άκουσε την απάντησή της. Κάθε τόσο τον θάμπωνε ο ήλιος και την έχανε τελείως από τα μάτια του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πλησίασε για να ακούσει τι

του έλεγε, όμως εκείνη γέλασε με ένα κελαρυστό γέλιο, έτρεξε έξω στο μπαλκόνι, σκαρφάλωσε στα κάγκελα και αιωρήθηκε στον αέρα σαν πράσινο μπαλόνι. Πετούσε πάνω από τις σκεπές των σπιτιών φωνάζοντας: «Ελάτε όλοι, ελάτε όλοι!». Αργότερα στο όνειρο γυρνούσε εκείνος σε όλους όσους ήξερε και ρωτούσε πού γινόταν το πάρτι, αλλά είτε δεν ήξεραν είτε είχαν ήδη φύγει. Μετά κατέβηκε στην υπαίθρια πισίνα του Φρόνιερ, όμως δεν είχε λεφτά για εισιτήριο και αναγκάστηκε να πηδήσει πάνω από τον φράχτη. Όταν βρέθηκε στην άλλη πλευρά, διαπίστωσε πως είχε γδαρθεί και άφηνε μια κλωστή από αίμα πίσω του πάνω στο χορτάρι, στα πλακάκια και στα σκαλιά για τον βατήρα καταδύσεων των δέκα μέτρων. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί, έτσι ξάπλωσε ανάσκελα και κοίταζε τον ουρανό ενώ άκουγε τις σταγόνες από το αίμα που έπεφταν και χτυπούσαν στην άκρη της πισίνας κάτω χαμηλά. Ψηλά, μπροστά από τον ήλιο, του φάνηκε πως διέκρινε μια πράσινη φιγούρα να αιωρείται. Έβαλε τα χέρια του μπροστά στα μάτια του σαν κιάλια και τότε την είδε καθαρά. Ήταν όμορφη και σχεδόν διάφανη.

Κάποια στιγμή τον ξύπνησε ένας θόρυβος που μπορεί να ήταν πυροβολισμός, και έμεινε να ακούει τη βροχή και τη

φασαρία της νυχτερινής ζωής στο Κινγκς Κρος. Ύστερα από λίγο κοιμήθηκε πάλι και ονειρεύτηκε ξανά την Κριστίν, ή έτσι του φάνηκε, για όλη την υπόλοιπη νύχτα. Μόνο που κάποιες φορές είχε κόκκινα μαλλιά και μιλούσε σουηδικά.

20

ΕΝΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ, ΟΙ ΣΑΥΡΕΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΕΛΙΚΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΤΑ ΚΙΝΗΤΑ

Η

ώρα ήταν εννιά. Ο Λίμπι ακούμπησε το μέτωπό του στην πόρτα και έκλεισε τα μάτια του. Δυο αστυνομικοί με μαύρα αλεξίσφαιρα γιλέκα στέκονταν δίπλα του και παρακολουθούσαν προσεκτικά. Είχαν τα όπλα τους έτοιμα. Πίσω τους στα σκαλιά στέκονταν ο Γουάτκινς, ο Γιονγκ και ο Χάρι. «Εδώ είμαστε» είπε ο Λίμπι και έβγαλε το εργαλείο για να διαρρήξει την κλειδαριά. «Προσέξτε να μην αγγίξετε τίποτα αν το διαμέρισμα είναι άδειο!» ψιθύρισε ο Γουάτκινς στους αστυνομικούς.

Ο Λίμπι στάθηκε στο πλάι και άνοιξε την πόρτα στους δυο αστυνομικούς, που μπήκαν στο διαμέρισμα κρατώντας και με τα δυο τους χέρια τα όπλα τους προτεταμένα. «Σίγουρα δεν υπάρχει συναγερμός;» ψιθύρισε ο Χάρι. «Ελέγξαμε όλες τις εταιρείες ασφάλειας της πόλης, και κανένας δεν έχει κάνει εγκατάσταση σε αυτό το διαμέρισμα» είπε ο Γουάτκινς. «Σσσς, τι είναι αυτός ο θόρυβος;» ρώτησε ο Γιονγκ. Όλοι τέντωσαν τα αυτιά τους αλλά δεν άκουσαν τίποτα ασυνήθιστο. «Καταρρίπτεται η θεωρία του ειδικού στις βόμβες» είπε ο Γουάτκινς ξερά. Ένας από τους αστυνομικούς βγήκε πάλι έξω. «Εντάξει» είπε. Έβγαλαν μια βαθιά ανάσα ανακούφισης και μπήκαν μέσα. Ο Γιονγκ προσπάθησε να ανάψει το φως στο χολ, όμως δεν λειτουργούσε. «Παράξενο» είπε και δοκίμασε να ανοίξει το φως στο μικρό αλλά καθαρό και τακτοποιημένο καθιστικό, όμως ούτε αυτό λειτουργούσε. «Κάποια ασφάλεια πρέπει να έχει καεί». «Δεν πειράζει» είπε ο Γουάτκινς. «Έχει αρκετό φως εδώ μέσα για να κάνουμε την έρευνά μας. Χάρι, εσύ πήγαινε στην κουζίνα. Λίμπι, στο μπάνιο. Γιονγκ;» Ο Γιονγκ στεκόταν μπροστά στον υπολογιστή στο γραφείο δίπλα στο παράθυρο του καθιστικού. «Έχω ένα

προαίσθημα…» είπε. «Λίμπι, πάρε τον φακό και έλεγξε τον πίνακα με τις ασφάλειες στο χολ». Ο Λίμπι βγήκε έξω και αμέσως ήρθε το φως και ζωντάνεψε ο υπολογιστής. «Διάολε!» είπε καθώς επέστρεφε στο καθιστικό. «Υπήρχε μια κλωστή δεμένη γύρω από την ασφάλεια την οποία έβγαλα πρώτα. Την ακολούθησα κατά μήκος του τοίχου και μπαίνει μέσα στην πόρτα». «Υπάρχει ηλεκτρονική κλειδαριά, έτσι δεν είναι; Η ασφάλεια ήταν συνδεδεμένη με την κλειδαριά με τέτοιον τρόπο, που κόπηκε το ηλεκτρικό όταν ανοίξαμε την πόρτα. Ο ήχος που άκουσα ήταν ο ανεμιστήρας του κομπιούτερ που έσβησε» διαπίστωσε ο Γιονγκ πιέζοντας τα πλήκτρα του υπολογιστή. «Αυτό το μηχάνημα έχει γρήγορη ανάκτηση, κι έτσι μπορούμε να δούμε τι προγράμματα λειτουργούσαν πριν κλείσει». Μια γαλάζια εικόνα της Γης εμφανίστηκε στην οθόνη και ένας χαρωπός, κουδουνιστός ήχος ακούστηκε από τα ηχεία. «Το κατάλαβα!» είπε. «Πανούργε μπάσταρδε! Βλέπετε;» έδειξε μια εικόνα στην οθόνη. «Γιονγκ, για όνομα του Θεού, ας μη χάνουμε την ώρα μας με αυτό» είπε ο Γουάτκινς. «Σερ, μπορώ να δανειστώ το κινητό σας για λίγο;» Ο μικροκαμωμένος Κινέζος άρπαξε το Nokia του Γουάτκινς χωρίς να περιμένει απάντηση. «Ποιος είναι ο αριθμός εδώ;»

Ο Χάρι διάβαζε φωναχτά τον αριθμό του τηλεφώνου που ήταν δίπλα στον υπολογιστή και ο Γιονγκ τον πληκτρολογούσε στο κινητό. Ύστερα πάτησε «κλήση». Το τηλέφωνο χτύπησε και συγχρόνως ακούστηκε ένα έντονο βουητό από το κομπιούτερ, η εικόνα στην οθόνη αναπήδησε και την κάλυψε ολόκληρη. «Σσσς» είπε ο Γιονγκ. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε ένα μπιπ και ο Γιονγκ έκλεισε βιαστικά το κινητό. Μεταξύ των φρυδιών του Γουάτκινς σχηματίστηκε μια βαθιά ρυτίδα. «Για όνομα του Θεού, τι κάνεις εκεί Γιονγκ;» «Σερ, φοβάμαι πως, τελικά, ο Τουγούμπα είχε βάλει συναγερμό για εμάς. Και ενεργοποιήθηκε». «Εξηγήσου, λοιπόν!» φώναξε ο Γουάτκινς και φαινόταν καθαρά πως είχε φτάσει στα όρια της υπομονής του. «Βλέπετε το πρόγραμμα που εμφανίστηκε; Πρόκειται για κοινή υπηρεσία απάντησης κλήσεων της τηλεφωνίας, μέσω μόντεμ. Πριν ο Τουγούμπα φύγει, υπαγορεύει το μήνυμά του στον υπολογιστή μέσα από αυτό το μικρόφωνο. Όταν τηλεφωνεί κάποιος ενεργοποιείται το πρόγραμμα, παίζει το μήνυμα του Τουγούμπα και μετά το μπιπ που ακούσατε, μπορεί να αφήσει το δικό του μήνυμα». «Γιονγκ, ξέρω τι είναι ο αυτόματος τηλεφωνητής. Ποιο είναι εδώ το νόημα;» «Σερ, ακούστηκε κανένα μήνυμα πριν από το μπιπ όταν

τηλεφώνησα;» «Όχι…» «Αυτό συμβαίνει επειδή το μήνυμα δόθηκε αλλά δεν καταγράφηκε». Ο Γουάτκινς άρχισε να μπαίνει στο νόημα. «Δηλαδή, αυτό που λες είναι πως όταν έπεσε το ηλεκτρικό και έσβησε ο υπολογιστής, έσβησε και ο τηλεφωνητής με το μήνυμα του Τουγούμπα;» «Ακριβώς, σερ». Οι αντιδράσεις του Γιονγκ ήταν περίεργες μερικές φορές. Όπως τώρα, που το χαμογελαστό πρόσωπό του έλαμπε: «Αυτός είναι ο συναγερμός του, σερ». Ο Χάρι δεν χαμογελούσε καθόλου όταν συνειδητοποίησε το μέγεθος της καταστροφής. «Έτσι, το μόνο που έχει να κάνει ο Τουγούμπα είναι να καλέσει τον αριθμό του και να ακούσει πως λείπει το μήνυμά του, για να καταλάβει ότι κάποιος μπήκε στο διαμέρισμά του. Και αυτός ο κάποιος ξέρει πως είμαστε εμείς». Σιωπή στο δωμάτιο. «Δεν πρόκειται να εμφανιστεί εδώ χωρίς να τηλεφωνήσει πρώτα» είπε ο Λίμπι. «Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο» βλαστήμησε ο Γουάτκινς. «Μπορεί να τηλεφωνήσει οποιαδήποτε στιγμή» είπε ο Χάρι. «Πρέπει να κερδίσουμε χρόνο. Καμιά πρόταση;»

«Χμμ» πρότεινε ο Γιονγκ «μπορούμε να μιλήσουμε με την τηλεφωνική εταιρεία και να τους ζητήσουμε να μπλοκάρουν τον αριθμό, βάζοντας ένα μήνυμα για προσωρινή βλάβη». «Και αν τηλεφωνήσει στην εταιρεία;» «Βλάβη στα καλώδια της περιοχής που οφείλεται σε… εεε… εκσκαφή». «Δεν είναι πολύ πιστευτό. Θα τηλεφωνήσει στον γείτονα να το επιβεβαιώσει» είπε ο Λίμπι. «Πρέπει να κοπούν τα τηλέφωνα ολόκληρης της περιοχής» πρότεινε ο Χάρι. «Μπορείς να το κάνεις, Γουάτκινς, σερ;» Ο Γουάτκινς ξύστηκε πίσω από το αυτί του. «Το απόλυτο χάος. Γιατί στον δαίμονα…;» «Είναι επείγον, σερ!» «Γαμώτο! Δώσε μου το τηλέφωνο, Γιονγκ. Αυτό θα το λύσει ο Μακόρμακ. Ό,τι και να γίνει, δεν μπορούμε να κόψουμε τα τηλέφωνα μιας ολόκληρης περιοχής για πολλή ώρα, Χόλι. Πρέπει να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε την επόμενη κίνηση. Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο!»

Η ώρα ήταν εντεκάμισι. «Τίποτα» είπε ο Γουάτκινς απογοητευμένος. «Ούτε το παραμικρό καταραμένο μήνυμα!»

«Ε, δεν περιμέναμε και να μας αφήσει μήνυμα για να μας πει πού την έχει» σχολίασε ο Χάρι. Ο Λίμπι βγήκε από το υπνοδωμάτιο κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά. Ούτε ο Γιονγκ, που είχε πάει από το υπόγειο μέχρι τη σοφίτα, δεν είχε τίποτα ενδιαφέρον να αναφέρει. Βρίσκονταν όλοι στο καθιστικό. «Είναι παράξενο» είπε ο Χάρι. «Αν είχαμε ψάξει ο ένας το διαμέρισμα του άλλου, κάτι θα είχαμε βρει. Ένα ενδιαφέρον γράμμα, ένα λεκιασμένο πορνοπεριοδικό, μια φωτογραφία ενός παλιού έρωτα, έναν λεκέ σε σεντόνι, κάτι τέλος πάντων. Και αυτός ο τύπος είναι κατά συρροή δολοφόνος και δεν βρήκαμε τίποτα απολύτως που να μαρτυράει πως έχει κάποια ζωή». «Δεν έχω ξαναδεί τόσο τακτοποιημένο διαμέρισμα εργένη ποτέ μου» είπε ο Λίμπι. «Υπερβολικά τακτοποιημένο» παρατήρησε ο Γιονγκ. «Είναι σχεδόν αλλόκοτο». «Σίγουρα κάτι παραβλέψαμε» υπέθεσε ο Χάρι κοιτάζοντας το ταβάνι. «Ψάξαμε παντού» είπε ο Γουάτκινς. «Αν υπάρχει κάποιο ίχνος, δεν βρίσκεται εδώ. Το μόνο που κάνει ο τύπος που μένει εδώ είναι να τρώει, να κοιμάται, να βλέπει τηλεόραση, να κάνει την ανάγκη του και να αφήνει μηνύματα στον τηλεφωνητή του υπολογιστή του».

«Έχεις δίκιο» διέκοψε ο Χάρι. «Εδώ δεν ζει ο δολοφόνος Τουγούμπα. Εδώ ζει ένας πολύ φυσιολογικός τύπος, που δεν χρειάζεται να ανησυχεί μήπως δει κανείς τα χαρτιά του. Όμως τι γίνεται με τον άλλο; Μήπως έχει κάποιον άλλο χώρο; Ένα άλλο διαμέρισμα ή εξοχικό;» «Τίποτα δεν υπάρχει στο όνομά του πάντως» είπε ο Γιονγκ. «Το έλεγξα εξαρχής». Χτύπησε το κινητό. Ήταν ο Μακόρμακ. Είχε μιλήσει με την τηλεφωνική εταιρεία. Στο επιχείρημα πως επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου είχαν απαντήσει ότι θα μπορούσε επίσης να είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου και για τους γείτονες, αν, ας πούμε, χρειάζονταν εσπευσμένως ασθενοφόρο. Όμως, με λίγη βοήθεια από το γραφείο του δημάρχου, ο Μακόρμακ είχε καταφέρει να μπλοκαριστούν οι τηλεφωνικές γραμμές μέχρι τις επτά το βράδυ. «Και τώρα τίποτα δεν μας εμποδίζει να κάνουμε κάνα τσιγάρο εδώ μέσα» είπε ο Λίμπι και έβγαλε ένα λεπτό πουράκι. «Να ρίξουμε στάχτες στα χαλιά και να αφήσουμε βρόμικες πατημασιές στην είσοδο. Έχει κανείς φωτιά;» Ο Χάρι έβγαλε ένα σπιρτόκουτο από την τσέπη του και άναψε ένα σπίρτο. Μετά έμεινε να κοιτάζει το κουτί. Κάτι του τράβηξε το ενδιαφέρον. «Ξέρετε τι ιδιαίτερο έχει αυτό το σπιρτόκουτο;» ρώτησε.

Οι άλλοι έγνεψαν αρνητικά. «Λέει ότι είναι αδιάβροχο. “Για εσένα που περιπλανιέσαι στα βουνά και στις θάλασσες” γράφει. Είναι κανείς από εσάς που κουβαλάει αδιάβροχα σπίρτα;» Και πάλι αρνητικό γνέψιμο. «Κάνω λάθος αν υποθέσω πως πρέπει κάποιος να πάει σε ειδικό μαγαζί για να αγοράσει τέτοια σπίρτα και πως κοστίζουν κάτι παραπάνω απ’ ό,τι συνήθως;» Οι άλλοι ανασήκωσαν τους ώμους τους. «Πάντως δεν είναι συνηθισμένα. Εγώ δεν τα έχω ξαναδεί» είπε ο Λίμπι. Ο Γουάτκινς κοίταξε το κουτί πιο προσεκτικά. «Νομίζω ότι ο γαμπρός μου έχει τέτοια στο σκάφος του» είπε. «Αυτό μου το έδωσε ο Τουγούμπα» επισήμανε ο Χάρι. «Στην κηδεία». Σιωπή. Ο Γιονγκ ξερόβηξε. «Κρέμεται η φωτογραφία ενός ιστιοφόρου στον διάδρομο» είπε διστακτικά.

Η ώρα ήταν μία. «Χίλια ευχαριστώ για τη βοήθεια, Λιζ» είπε ο Γιονγκ και άφησε το κινητό. «Το βρήκαμε! Είναι στη μαρίνα Λέιντι Μπέι και είναι καταχωρισμένο σε κάποιον Γκερτ Βαν Χόος». «ΟΚ» είπε ο Γουάτκινς. «Γιονγκ, εσύ μένεις εδώ με δυο

βοηθούς σε περίπτωση που επιστρέψει ο Τουγούμπα. Ο Λίμπι, ο Χάρι κι εγώ παίρνουμε το αυτοκίνητο και φεύγουμε βολίδα». Δεν είχε πολλή κίνηση στον δρόμο και το καινούργιο Toyota του Λίμπι γουργούριζε ικανοποιημένο, τρέχοντας με εκατόν είκοσι στον αυτοκινητόδρομο Νιου Σάουθ. «Θα ζητήσουμε ενισχύσεις, σερ;» ρώτησε ο Λίμπι. «Αν ο τύπος βρίσκεται εκεί, τρεις άντρες είναι περισσότεροι από αρκετοί» είπε ο Γουάτκινς. «Σύμφωνα με τον Γιονγκ, δεν έχει δηλωμένο όπλο και έχω την αίσθηση πως δεν είναι ο τύπος που θα τραβήξει πιστόλι». Ο Χάρι δεν κατάφερε να συγκρατηθεί. «Τι είδους αίσθηση είναι αυτή, σερ; Η ίδια που σου είπε πως ήταν καλή ιδέα να διαρρήξουμε το διαμέρισμα; Η ίδια που συμβούλευσε να έχει η Μπιργκίτα τον ραδιοπομπό στην τσάντα της;» «Χόλι. Εγώ…» «Απλώς ρωτάω, σερ. Αν πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε την αίσθησή σου ως οδηγό για οτιδήποτε, τότε σημαίνει πως, λαμβάνοντας υπόψη αυτά που έχουν γίνει μέχρι τώρα, σίγουρα θα κραδαίνει ένα όπλο. Όχι πως…» Ο Χάρι κατάλαβε ότι είχε υψώσει τη φωνή του και σταμάτησε. Όχι τώρα, είπε στον εαυτό του. Όχι ακόμη. Χαμηλώνοντας τη φωνή του συνέχισε τη φράση του. «Όχι πως με νοιάζει. Ίσα ίσα, αυτό σημαίνει πως μπορώ να τον

κάνω κόσκινο στο μολύβι». Ο Γουάτκινς προτίμησε να μην απαντήσει. Κοίταξε χολωμένος έξω από το παράθυρο καθώς έτρεχαν σιωπηλοί. Από το καθρεφτάκι ο Χάρι είδε το επιφυλακτικό, αινιγματικό χαμόγελο του Λίμπι.

Η ώρα ήταν μιάμιση. «Λέιντι Μπέι Μπιτς» είπε ο Λίμπι και έδειξε με το δάχτυλο. «Ταιριαστό όνομα» συνέχισε. «Είναι η νούμερο ένα παραλία των γκέι στο Σίδνεϊ». Αποφάσισαν να παρκάρουν έξω από τον φράχτη της μαρίνας και πέρασαν ένα ανάχωμα με γρασίδι κατεβαίνοντας με τα πόδια προς το λιμανάκι, όπου τα κατάρτια στριμώχνονταν στις δυο πλευρές μικρών πλωτών μόλων. Στην είσοδο καθόταν ένας νυσταλέος φύλακας που φορούσε μια ξεθωριασμένη από τον ήλιο μπλε φόρμα. Πετάχτηκε πάνω όταν ο Γουάτκινς τού έδειξε το σήμα του, και τους εξήγησε πού βρισκόταν το σκάφος του Γκερτ Βαν Χόος. «Είναι κανείς επάνω;» ρώτησε ο Χάρι. «Όχι, απ’ όσο ξέρω» απάντησε ο φύλακας. Είναι λίγο δύσκολο να παρακολουθείς τα πάντα το καλοκαίρι, αλλά δεν νομίζω πως έχει έρθει κανείς στο σκάφος εδώ και κάνα δυο μέρες».

«Έχει έρθει όμως κάποιος τις τελευταίες μέρες;» «Ναι, αν θυμάμαι καλά. Ο κύριος Βαν Χόος ήταν εδώ αργά το Σάββατο το βράδυ. Συνήθως παρκάρει κοντά στο νερό. Έφυγε αργότερα την ίδια νύχτα». «Και από τότε δεν ξανάρθε στο σκάφος;» ρώτησε ο Γουάτ​κινς. «Όχι στη βάρδια μου. Αλλά ευτυχώς είμαστε αρκετοί φύλακες». «Ήταν μόνος του όταν τον είδες;» «Απ’ όσο θυμάμαι, ναι». «Κουβαλούσε τίποτα μαζί του στο σκάφος;» «Ίσως. Δεν θυμάμαι. Οι περισσότεροι κάτι κουβαλάνε». «Μπορείς να μας περιγράψεις στα γρήγορα τον κύριο Βαν Χόος;» ρώτησε ο Χάρι. Ο φύλακας έξυσε το κεφάλι του. «Χμμ, όχι, η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ». «Γιατί όχι;» ρώτησε έκπληκτος ο Γουάτκινς. Ο φύλακας φάνηκε αμήχανος. «Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι όλοι οι Αβορίγινες είναι ίδιοι». Ο ήλιος λαμπύριζε στο νερό μέσα στη μαρίνα, αλλά πιο έξω τα κύματα φούσκωναν μεγάλα και βαριά. Ο Χάρι ένιωθε τον αέρα πιο δροσερό εδώ, καθώς πλησίαζαν προσεκτικά από τους πλωτούς μόλους. Αναγνώρισε το όνομα του σκάφους –«Αδελαΐς»– και τον αριθμό νηολογίου γραμμένο

με μπογιά στο πλευρό του. Το «Αδελαΐς» δεν ήταν από τα μεγαλύτερα σκάφη στη μαρίνα, αλλά φαινόταν φροντισμένο. Ο Γιονγκ τούς είχε εξηγήσει πως μόνο σκάφη με μηχανές από ένα συγκεκριμένο μέγεθος και πάνω χρειαζόταν να δηλωθούν, κι έτσι εντέλει ήταν τυχεροί ως προς αυτό. Τόσο το καλύτερο, αφού ο Χάρι είχε τη δυσάρεστη αίσθηση ότι η τύχη τούς είχε εγκαταλείψει. Η σκέψη πως η Μπιργκίτα μπορεί να βρισκόταν πάνω στο σκάφος έκανε την καρδιά του να βροντοχτυπά. Ο Γουάτκινς έκανε νόημα στον Λίμπι να ανέβει πρώτος στο σκάφος. Ο Χάρι απασφάλισε το όπλο του και σημάδεψε προς την μπουκαπόρτα που οδηγούσε στο σαλόνι, καθώς ο Λίμπι έβαλε το πόδι του προσεκτικά στο κατάστρωμα της πρύμνης. Ο Γουάτκινς μπερδεύτηκε στο σκοινί της άγκυρας καθώς ανέβαινε στο σκάφος και ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στο κατάστρωμα, με έναν γδούπο. Στάθηκαν ακίνητοι και άκουγαν, όμως το μόνο που ακουγόταν ήταν ο αέρας και ο παφλασμός των κυμάτων στο κύτος του σκάφους. Η μπουκαπόρτα και η πόρτα του κουβούκλιου της πρύμνης ήταν κλειδωμένες με λουκέτα. Ο Λίμπι έβγαλε το εργαλείο διάρρηξης και στρώθηκε στη δουλειά. Σε μερικά λεπτά είχε αφαιρέσει και τα δύο λουκέτα. Ο Λίμπι άνοιξε την μπουκαπόρτα του σαλονιού και ο Χάρι

κατέβηκε πρώτος. Ήταν σκοτεινά εκεί κάτω και στάθηκε ανακούρκουδα με προτεταμένο το πιστόλι μέχρι να κατεβεί ο Γουάτκινς και να ανοίξει τις κουρτίνες. Ήταν ένα απλό, αλλά καλόγουστα εξοπλισμένο σκάφος. Το σαλόνι είχε κατασκευαστεί από μαόνι, όμως κατά τα άλλα το εσωτερικό δεν είχε υπερβολικές πολυτέλειες. Ένας θαλάσσιος χάρτης βρισκόταν τυλιγμένος στο τραπέζι. Από πάνω του κρεμόταν η φωτογραφία ενός νεαρού πυγμάχου. «Μπιργκίτα!» φώναξε ο Χάρι. «Μπιργκίτα!» Ο Γουάτκινς ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Χάρι.

«Δεν είναι εδώ» επιβεβαίωσε ο Λίμπι, αφού κοίταξε παντού, από την πλώρη ως την πρύμνη. Ο Γουάτκινς στεκόταν με το κεφάλι μέσα στο κουβούκλιο του πίσω καταστρώματος. «Μπορεί όμως να ήταν εδώ» είπε ο Χάρι κοιτάζοντας τη θάλασσα. Ο άνεμος είχε δυναμώσει και τα κύματα στα ανοιχτά είχαν αρχίσει να αφρίζουν. «Καλύτερα να φέρουμε τους ιατροδικαστές εδώ να δούμε τι μπορούν να βρουν» πρότεινε ο Γουάτκινς και ίσιωσε το κορμί του. «Το μόνο που μπορεί να σημαίνει αυτό εδώ είναι πως υπάρχει και κάποιο άλλο μέρος το οποίο δεν γνωρίζουμε». «Ή…» είπε ο Χάρι.

«Σαχλαμάρες! Κάπου την έχει κρύψει και είναι μόνο θέμα χρόνου να τη βρούμε». Ο Χάρι κάθισε. Ο αέρας φυσούσε και ανακάτευε τα μαλλιά του. Ο Λίμπι προσπάθησε να ανάψει ένα πουράκι αλλά μετά από μερικές προσπάθειες το εγκατέλειψε. «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε. «Βγαίνουμε το γρηγορότερο έξω από το σκάφος» είπε ο Γουάτκινς. «Μπορεί να μας δει από τον δρόμο, αν έρχεται προς τα εδώ». Σηκώθηκαν, έκλεισαν τα λουκέτα και ο Γουάτκινς έκανε ένα μεγάλο βήμα πάνω από το σκοινί της άγκυρας για να μην μπουρδουκλωθεί πάλι. Ο Λίμπι στάθηκε ακίνητος. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Χάρι. «Δεν είμαι ειδικός στα σκάφη, αλλά είναι φυσιολογικό αυτό;» «Ποιο;» «Να ρίχνεις άγκυρα όταν είσαι δεμένος από πλώρη και από πρύμνη;» Κοιτάχτηκαν. «Βοήθησέ με να τραβήξω την άγκυρα» είπε ο Χάρι.

Η ώρα ήταν τρεις. Το αυτοκίνητο

έτρεχε μουγκρίζοντας, τα

σύννεφα

κυνηγιούνταν αλαφιασμένα στον ουρανό, τα δέντρα κατά μήκος του δρόμου τραντάζονταν και παράδερναν, το γρασίδι στο πλάι του δρόμου είχε ισοπεδωθεί και ο ασύρματος έκανε παράσιτα. Ο ήλιος είχε χλωμιάσει και φευγαλέες σκιές μαύριζαν τη θάλασσα από την κάτω πλευρά του δρόμου. Ο Χάρι καθόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, όμως δεν έβλεπε την καταιγίδα που μαινόταν γύρω τους. Έβλεπε μόνο το γλιστερό πράσινο σκοινί που είχαν τραβήξει από τη θάλασσα με σπασμωδικές κινήσεις. Οι σταγόνες έσταζαν στη θάλασσα σαν γυαλιστερά κομματάκια κρυστάλλου, και βαθιά κάτω είχαν δει ένα λευκό περίγραμμα να ανεβαίνει αργά προς την επιφάνεια. Σε κάποιες καλοκαιρινές διακοπές τον είχε πάρει ο πατέρας του στο ψάρεμα, με μια βάρκα με κουπιά, και είχαν πιάσει έναν ιππόγλωσσο. Ήταν λευκός και απίστευτα μεγάλος – και το στόμα του Χάρι είχε στεγνώσει και τα χέρια του έτρεμαν. Η μητέρα και η γιαγιά του είχαν χτυπήσει τα χέρια τους με ενθουσιασμό, όταν εκείνοι είχαν μπει στην κουζίνα με την ψαριά τους, και είχαν αρχίσει αμέσως να καθαρίζουν και να κόβουν τα παγωμένα ψάρια που έσταζαν αίμα, με μεγάλα γυαλιστερά μαχαίρια. Όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι ο Χάρι ονειρευόταν τον τεράστιο ιππόγλωσσο μέσα στη βάρκα, με τα γουρλωτά μάτια του και με μια παγωμένη έκφραση τρόμου, σαν να μην πίστευε πως

πράγματι ψοφούσε. Τα επόμενα Χριστούγεννα ο Χάρι βρήκε κάτι μεγάλα άσπρα κομμάτια στο πιάτο του και ο πατέρας του του διηγούνταν με περηφάνια πως εκείνος και ο Χάρι είχαν ψαρέψει ιππόγλωσσους στο Ισφιούρ. «Σκεφτήκαμε να δοκιμάσουμε κάτι καινούργιο αυτά τα Χριστούγεννα» είχε πει η μητέρα του. Είχε γεύση από θάνατο και συμφορά, και ο Χάρι είχε φύγει από το τραπέζι με δάκρυα στα μάτια από λύπη και αγανάκτηση. Και τώρα ο Χάρι καθόταν στο πίσω κάθισμα καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε στον δρόμο, έκλεινε τα μάτια του και έβλεπε τον εαυτό του να κοιτάζει μέσα στο νερό, όπου κάτι που έμοιαζε με μέδουσα μάζευε τα κόκκινα πλοκάμια του με κάθε τράβηγμα του σκοινιού, σταματούσε και τα άπλωνε ξανά, μέχρι το επόμενο τράβηγμα. Καθώς πλησίαζε στην επιφάνεια του νερού τα άπλωσε σαν βεντάλια, προσπαθώντας να κρύψει το γυμνό λευκό κορμί από κάτω. Το σκοινί ήταν τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της και το άψυχο κορμί φαινόταν ξένο και άγνωστο στον Χάρι. Όταν όμως τη γύρισαν ανάσκελα, ο Χάρι το ένιωσε ξανά: ήταν η έκφραση από εκείνο το καλοκαίρι. Θολά μάτια με μια έκπληκτη, κατηγορηματική τελευταία ερώτηση: Αυτό είναι όλο; Ο σκοπός είναι να τελειώνει έτσι; Είναι η ζωή και ο θάνατος στ’ αλήθεια τόσο μπανάλ;

«Αυτή είναι;» ρώτησε ο Γουάτκινς και ο Χάρι απάντησε αρνητικά. Όταν επανέλαβε την ερώτηση, ο Χάρι είδε τις ωμοπλάτες της να εξέχουν. Το δέρμα της ήταν κόκκινο με μια λευκή λωρίδα στο σημείο που ήταν οι τιράντες του μπικίνι της. «Είχε καεί από τον ήλιο» απάντησε σαστισμένος. «Μου είχε ζητήσει να της βάλω κρέμα στην πλάτη. Είπε πως με εμπιστευόταν. Αλλά κάηκε». Ο Γουάτκινς στάθηκε μπροστά του και έβαλε τα χέρια του στους ώμους του Χάρι. «Δεν φταις εσύ, Χάρι. Με ακούς; Θα γινόταν έτσι κι αλλιώς. Δεν φταις εσύ». Είχε σκοτεινιάσει αισθητά τώρα και οι ριπές του αέρα έπεφταν με τόση δύναμη, που οι μεγάλοι ευκάλυπτοι σείονταν και κουνούσαν τα κλαδιά τους σαν να ήθελαν να ξεριζωθούν από το έδαφος και να περιπλανηθούν, όπως συνέβαινε με τα φονικά τρίφιδα του Τζον Γουίνταμ, που ζωντάνευαν από την καταιγίδα που μαινόταν. «Οι σαύρες τραγουδάνε» είπε ξαφνικά ο Χάρι από το πίσω κάθισμα. Ήταν οι πρώτες λέξεις που ακούστηκαν από τη στιγμή που είχαν μπει στο αυτοκίνητο. Ο Γουάτκινς γύρισε πίσω και ο Λίμπι τον κοίταξε από το καθρεφτάκι. Ο Χάρι ξερόβηξε. «Ο Άντριου το είχε πει μια φορά. Ότι οι σαύρες και οι άνθρωποι από την οικογένεια των σαυρών είχαν τη δύναμη

να φέρουν βροχή και καταιγίδα τραγουδώντας. Είπε πως ο Κατακλυσμός προκλήθηκε από την οικογένεια των σαυρών, που τραγουδούσαν και κόβονταν στους κοφτερούς πυρόλιθους για να πνίξουν τους πλατύποδες». Χαμογέλασε αμυδρά. «Σχεδόν όλοι οι πλατύποδες πέθαναν. Λίγοι επέζησαν. Και ξέρετε τι έκαναν; Έμαθαν να αναπνέουν κάτω από το νερό». Οι πρώτες μεγάλες σταγόνες βροχής έπεσαν τρεμουλιαστές στο παρμπρίζ. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο» είπε ο Χάρι. «Ο Τουγούμπα γρήγορα θα καταλάβει ότι τον κυνηγάμε και τότε θα εξαφανιστεί σαν τον τυφλοπόντικα μέσα στη γη. Είμαι ο μόνος σύνδεσμος που έχουμε με κείνον και σίγουρα θα αναρωτιέστε αν θα καταφέρω να το χειριστώ. Τι να πω; Νομίζω ότι το αγαπούσα εκείνο το κορίτσι». Ο Γουάτκινς φαινόταν ανήσυχος και ο Λίμπι κούνησε το κεφάλι του αργά. «Όμως θα μάθω να αναπνέω κάτω από το νερό» είπε ο Χάρι.

Η ώρα ήταν τρεισήμισι. Κανένας στο γραφείο επιχειρήσεων δεν πρόσεχε τον θρήνο του ανεμιστήρα.

«ΟΚ, ξέρουμε ποιος είναι ο άνθρωπός μας» είπε ο Χάρι. «Και γνωρίζουμε πως νομίζει ότι δεν ξέρουμε. Πιθανόν, νομίζει ότι αυτή τη στιγμή προσπαθώ να πλαστογραφήσω αποδείξεις εναντίον του Έβανς Γουάιτ. Φοβάμαι ωστόσο ότι πρόκειται για πολύ προσωρινή κατάσταση. Είναι περιορισμένο το χρονικό διάστημα που μπορούμε να κρατήσουμε τη γειτονιά χωρίς τηλέφωνο, και επιπλέον γρήγορα θα αρχίσει να φαίνεται ύποπτο αν η υποτιθέμενη βλάβη δεν επιδιορθωθεί. »Έχουμε ανθρώπους που περιμένουν μήπως εμφανιστεί στο σπίτι του. Το ίδιο συμβαίνει και στο σκάφος. Όμως εγώ είμαι πεπεισμένος ότι είναι πολύ προσεκτικός και δεν θα κάνει τίποτα ανόητο, αν δεν είναι εκατό τοις εκατό σίγουρος πως το πεδίο είναι ελεύθερο. Πιθανόν, είναι ρεαλιστικό να συμπεράνουμε ότι κάποια στιγμή ως το βράδυ θα μάθει πως πήγαμε στο διαμέρισμά του. Αν συμβεί αυτό, έχουμε δύο εναλλακτικές: Μπορούμε να σημάνουμε συναγερμό, να βγούμε ζωντανά στην τηλεόραση και να ελπίζουμε πως θα τον βρούμε πριν εξαφανιστεί. Το επιχείρημα εναντίον αυτού του σχεδίου είναι ότι κάποιος που έχει στήσει ένα τέτοιο σύστημα συναγερμού στο σπίτι του είναι αναμενόμενο να έχει σκεφτεί και τη συνέχεια. Μόλις δει τον εαυτό του στην τηλεόραση, υπάρχει ο κίνδυνος να εξαφανιστεί κάτω από το έδαφος. Η δεύτερη εναλλακτική είναι να χρησιμοποιήσουμε

τον λίγο χρόνο που μας απομένει πριν νιώσει την ανάσα μας στον σβέρκο του, και να τον πιάσουμε όσο είναι ακόμη… σχετικά ανυποψίαστος». «Ψηφίζω να πάμε να τον πιάσουμε» πρότεινε ο Λίμπι και τίναξε μια τρίχα από τον ώμο του. «Να τον πιάσουμε;» είπε ο Γουάτκινς. «Είμαστε σε μια πόλη με εκατομμύρια κατοίκους και δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα πού μπορεί να βρίσκεται. Δεν ξέρουμε καν, γαμώτο μου, αν βρίσκεται στο Σίδνεϊ!» «Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό» είπε ο Χάρι. «Σίγουρα είναι στο Σίδνεϊ την τελευταία μιάμιση ώρα». «Τι; Εννοείς πως τον έχουν δει;» «Ο Γιονγκ». Ο Χάρι έδωσε τον λόγο στον μόνιμα χαμογελαστό Κινέζο. «Το κινητό!» είπε εκείνος. Σαν να του είχε ζητηθεί να διαβάσει δυνατά την έκθεσή του στην τάξη: «Όλες οι τηλεφωνικές επικοινωνίες από κινητό γίνονται μέσα από αυτό που είναι γνωστό ως σταθμός βάσης, ο οποίος λαμβάνει και μεταφέρει σήματα. Η τηλεφωνική εταιρεία μπορεί να εξακριβώσει από ποιον συνδρομητή λαμβάνει σήματα κάθε σταθμός. Καθένας καλύπτει μια ακτίνα περίπου δέκα χιλιομέτρων. Όπου υπάρχει καλή κάλυψη, δηλαδή σε πυκνά δομημένες περιοχές, οι κλήσεις μπορούν να

εξακριβωθούν από δύο ή περισσότερους σταθμούς συγχρόνως, όπως με τους ασύρματους. Αυτό σημαίνει πως όταν μιλάς στο κινητό σου, μια τηλεφωνική εταιρεία μπορεί να εντοπίσει τη θέση σου σε μια ακτίνα δέκα χιλιομέτρων. Αν η συνομιλία λαμβάνεται συγχρόνως από δύο σταθμούς, τότε μειώνεται η περιοχή που επικαλύπτεται και από τους δυο. Αν τα σήματα λαμβάνονται από τρεις σταθμούς, η ζώνη αλληλοεπικάλυψης γίνεται ακόμα μικρότερη, και πάει λέγοντας. Τα κινητά λοιπόν δεν μπορούν να εντοπιστούν σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση όπως τα σταθερά, ωστόσο υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για τον εντοπισμό τους. »Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε επαφή με τρεις υπαλλήλους της τηλεφωνικής εταιρείας που ακολουθούν τα σήματα του κινητού του Τουγούμπα. Μπορούμε να τους συνδέσουμε σε ανοιχτή ακρόαση με αυτόν εδώ τον χώρο. Προς το παρόν λαμβάνουμε ταυτοχρόνως σήματα από μόνο δύο σταθμούς και η περιοχή αλληλοεπικάλυψης είναι ολόκληρη η πόλη, το λιμάνι και η μισή Γουλουμούλου. Η καλή είδηση είναι πως ο τύπος κινείται». «Και αυτό που περιμένουμε είναι λίγη καλή τύχη» πρόσθεσε ο Χάρι. «Ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα λάβουμε σήματα από περιοχή που θα καλύπτεται από τρεις ή περισσότερους σταθμούς. Τότε θα μπορέσουμε να αμολήσουμε όλα τα

συμβατικά αυτοκίνητα που διαθέτουμε και να έχουμε μια ελπίδα ότι θα τον βρούμε». Ο Γουάτκινς δεν φαινόταν να έχει πειστεί. «Άρα έχει μόλις μιλήσει με κάποιον, όπως επίσης και πριν από μιάμιση ώρα, και τα σήματα ελήφθησαν από τον σταθμό-βάση του Σίδνεϊ και τις δυο φορές;» ρώτησε. «Και ελπίζουμε να συνεχίσει να μιλάει στο καταραμένο του τηλέφωνο για να τον βρούμε; Κι αν δεν κάνει άλλο τηλεφώνημα;» «Μπορούμε να του τηλεφωνήσουμε εμείς» είπε ο Λίμπι. «Περίφημα!» φώναξε ο Γουάτκινς. Τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει. «Σπουδαία ιδέα! Μπορούμε να του τηλεφωνούμε κάθε τέταρτο προσποιούμενοι την κυρία που λέει την ώρα ή… του διαόλου τη μάνα! Μόνο και μόνο για να του πούμε πως δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να μιλάει στο τηλέφωνο!» «Δεν χρειάζεται να το κάνει» είπε ο Γιονγκ. «Δεν χρειάζεται να μιλάει με κανέναν». «Πώς τότε…» «Φτάνει το τηλέφωνό του να μην είναι κλειστό» είπε ο Χάρι. «Φαίνεται ότι ο Τουγούμπα δεν το ξέρει αυτό, αλλά όσο ένα τηλέφωνο δεν είναι κλειστό στέλνει αυτόματα ένα μπιπ κάθε μισάωρο, μόνο για να πει πως είναι σε λειτουργία. Αυτό το μπιπ καταγράφεται στον σταθμό-βάση ως κανονικό τηλεφώνημα».

«Λοιπόν…» «Λοιπόν, ας κρατήσουμε τη γραμμή ανοιχτή, ας φτιάξουμε καφέ και ας ελπίζουμε».

21

ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΑΥΤΙ, ΜΙΑ ΓΡΟΘΙΑ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ

Μ

ια μεταλλική φωνή ακούστηκε από το μεγάφωνο του τηλεφώνου. «Λαμβάνουμε σήμα από τις βάσεις 3 και 4». Ο Γιονγκ έδειξε στον χάρτη του Σίδνεϊ που είχαν απλώσει στο τραπέζι. Σημείωναν με αριθμημένους κύκλους τις περιοχές κάλυψης των διάφορων σταθμών. «Πίρμοντ, Γκλέμπε και λίγο από το Μπαλμέιν». «Γαμώτο!» βλαστήμησε ο Γουάτκινς. «Τεράστια περιοχή. Τι ώρα είναι; Προσπάθησε να τηλεφωνήσει στο διαμέρισμά του;»

«Η ώρα είναι έξι» απάντησε ο Λίμπι. «Έκανε δύο τηλεφωνήματα στο διαμέρισμά του την τελευταία ώρα». «Όπου να ’ναι θα καταλάβει ότι κάτι συμβαίνει» είπε ο Μακόρμακ και σηκώθηκε ξανά. «Όμως όχι ακόμη» είπε σιγανά ο Χάρι. Καθόταν αμίλητος και ακίνητος σε μια καρέκλα πίσω πίσω, ακουμπισμένος στον τοίχο τις τελευταίες δύο ώρες. «Κανένα νέο για τον καιρό;» ρώτησε ο Γουάτκινς. «Μόνο πως θα επιδεινωθεί» απάντησε ο Λίμπι. «Θυελλώδεις άνεμοι έντασης τυφώνα απόψε». Τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Ο Γιονγκ πήγε να φέρει κι άλλο καφέ. «Με ακούτε;» ακούστηκε από το μεγάφωνο του τηλεφώνου. Ο Γουάτκινς πετάχτηκε πάνω. «Ναι;» «Ο συνδρομητής μόλις χρησιμοποίησε το τηλέφωνό του. Εντοπίζεται από τους σταθμούς 3, 4 και 7». «Περιμένετε!» Ο Γουάτκινς κοίταξε τον χάρτη. «Είναι ένα κομμάτι του Πίρμοντ και του λιμανιού Ντάρλινγκ, έτσι;» «Ακριβώς». «Διάολε! Αν είχε μπει και στις περιοχές 9 και 10 θα τον είχαμε στο χέρι!» «Σε ποιον τηλεφώνησε;» είπε ο Μακόρμακ. «Στο τηλεφωνικό μας κέντρο» απάντησε η μεταλλική

φωνή. «Ρώτησε τι συμβαίνει με το τηλέφωνο του σπιτιού του». «Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο!» Ο Γουάτκινς ήταν κόκκινος σαν παντζάρι. «Εξακολουθεί να μας ξεφεύγει. Ας σημάνουμε συναγερμό τώρα! Έκτακτη ανάγκη!» «Βούλωσέ το!» ακούστηκε μια φωνή. Έμειναν άναυδοι. «Συγγνώμη για τη γλώσσα, σερ» είπε ο Χάρι «αλλά προτείνω να περιμένουμε για το επόμενο μπιπ πριν κάνουμε κάτι βεβιασμένο». Ο Γουάτκινς κοίταζε τον Χάρι με γουρλωμένα μάτια. «Ο Χόλι έχει δίκιο» είπε ο Μακόρμακ. «Κάθισε κάτω, Γουάτκινς. Σε λιγότερο από μια ώρα τα τηλέφωνα θα ξεμπλοκαριστούν. Αυτό σημαίνει πως έχουμε ένα, το πολύ δύο μπιπ πριν ο Τουγούμπα καταλάβει πως μόνο το δικό του τηλέφωνο είναι μπλοκαρισμένο.greekleech.info Το Πίρμοντ και το λιμάνι Ντάρλινγκ δεν είναι μεγάλες περιοχές, με γεωγραφικούς όρους, αλλά μιλάμε για τα πιο πολυσύχναστα σημεία στο Σίδνεϊ τη νύχτα. Στέλνοντας έναν στόλο αυτοκίνητα εκεί κάτω, απλώς θα προκαλέσουμε χάος, το οποίο θα εκμεταλλευτεί ο Τουγούμπα για να εξαφανιστεί. Θα περιμένουμε».

Στις επτά παρά είκοσι ήρθε μήνυμα από το μεγάφωνο:

«Ελήφθη μπιπ από σταθμούς 3, 4 και 7». Ο Γουάτκινς έβγαλε ένα βογκητό. «Ευχαριστώ» είπε ο Χάρι και αποσύνδεσε το μικρόφωνο. «Ίδια περιοχή όπως και την τελευταία φορά, που σημαίνει πως δεν κινείται πλέον. Πού μπορεί να είναι;» Μαζεύτηκαν γύρω από τον χάρτη. «Μπορεί να έχει πάει για προπόνηση» είπε ο Λίμπι. «Καλή σκέψη!» σχολίασε ο Μακόρμακ. «Υπάρχουν γυμναστήρια στην περιοχή; Ξέρει κανείς πού γυμνάζεται ο τύπος;» «Θα το ελέγξω, σερ» είπε ο Γιονγκ και βγήκε από την αίθουσα. «Άλλη πρόταση;» «Η περιοχή είναι γεμάτη ατραξιόν για τους τουρίστες που ανοίγουν το βράδυ» είπε ο Λίμπι. «Μπορεί να είναι στους Κινέζικους Κήπους». «Πρέπει να βρίσκεται σε κάποιον κλειστό χώρο με αυτόν τον καιρό» επισήμανε ο Μακόρμακ. Ο Γιονγκ επέστρεψε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Τηλεφώνησα στον προπονητή του. Δεν ήθελε να μιλήσει και χρειάστηκε να πω πως ήμουν από την αστυνομία. Το γυμναστήριο του Τουγούμπα είναι στον κόμβο Μπόντι». «Ωραία!» είπε ο Γουάτκινς. «Πόση ώρα νομίζετε πως θα πάρει στον προπονητή να τηλεφωνήσει στον Τουγούμπα και

να τον ρωτήσει γιατί στον δαίμονα τον γυρεύει η αστυνομία;» «Είναι κατεπείγον» είπε ο Χάρι. «Θα τηλεφωνήσω στον Τουγούμπα». «Και θα τον ρωτήσεις πού βρίσκεται;» είπε ο Γουάτκινς. «Και θα δω τι θα γίνει» είπε ο Χάρι και σήκωσε το ακουστικό. «Λίμπι, έλεγξε το μαγνητόφωνο και σωπάστε όλοι!» Πάγωσαν. Ο Λίμπι έριξε μια ματιά στο παλιό μαγνητόφωνο και σήκωσε τον αντίχειρά του προς τον Χάρι για να επιβεβαιώσει ότι ήταν εντάξει. Ο Χάρι ξεροκατάπιε. Τα δάχτυλά του πατούσαν μουδιασμένα τα πλήκτρα. Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές πριν απαντήσει ο Τουγούμπα. «Ορίστε;» Η φωνή… Ο Χάρι κράτησε την ανάσα του και πίεσε το ακουστικό στο αυτί του. Άκουγε κόσμο στο βάθος. «Ποιος είναι;» είπε ο Τουγούμπα με χαμηλή φωνή. Ακούστηκε ένας ήχος στο βάθος και ακολούθησαν ζωηρές παιδικές φωνές. Ύστερα άκουσε το βαθύ, ήρεμο γέλιο του Τουγούμπα. «Πάω στοίχημα πως είσαι εσύ, Χάρι. Παράξενο που τηλεφωνάς, γιατί μόλις τώρα σε σκεφτόμουν. Φαίνεται πως κάτι δεν πάει καλά με το τηλέφωνο του σπιτιού μου, και αναρωτιέμαι αν έχει να κάνει μ̓ εσένα. Ελπίζω πως όχι, Χάρι». Ακούστηκε ακόμα ένας ήχος. Ο Χάρι συγκεντρώθηκε

αλλά δεν κατάφερε να διακρίνει τι ήταν. «Νευριάζω όταν δεν μου απαντάς, Χάρι. Αφόρητα. Δεν ξέρω τι θέλεις, αλλά μάλλον πρέπει να το κλείσω. Αυτό είναι, Χάρι; Προσπαθείς να με βρεις;» Εκείνος ο ήχος… «Καταραμένε!» φώναξε ο Χάρι. «Το έκλεισε!» Σωριάστηκε σε μια καρέκλα. «Ο Τουγούμπα ήξερε πως ήμουν εγώ. Πώς στο διάβολο το κατάλαβε;» «Γυρίστε πίσω την ταινία» είπε ο Μακόρμακ. «Και φέρτε τον Μαρκές». Ο Γιονγκ έφυγε τρέχοντας ενώ οι άλλοι γύριζαν πίσω τη μαγνητοταινία. Ο Χάρι δεν το άντεχε: ένιωσε να ανατριχιάζει ολόκληρος όταν άκουσε ξανά τη φωνή του Τουγούμπα από το τηλέφωνο. «Σίγουρα πρόκειται για μέρος με πολύ κόσμο» παρατήρησε ο Γουάτκινς. «Τι είναι αυτός ο χτύπος; Ακούστε, παιδιά. Μήπως είναι λούνα παρκ;» «Πίσω πάλι και ξαναπαίξτε το» είπε ο Μακόρμακ. «Ποιος είναι;» ξανακούστηκε ο Τουγούμπα και ακολούθησαν ένας δυνατός ήχος και φωνές παιδιών. «Τι είναι…;» άρχισε να λέει ο Γουάτκινς. «Είναι μια αρκετά μεγάλη βουτιά» ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα. Γύρισαν. Ο Χάρι είδε ένα μικρό καφετί κεφάλι με μαύρες μπούκλες, μουστακάκι και μικροσκοπικά, χοντρά

γυαλιά, όλα πάνω σε ένα μεγάλο σώμα που έμοιαζε σαν να ήταν φουσκωμένο με τρόμπα ποδηλάτου. Μπορούσε να σκάσει οποιαδήποτε στιγμή. «Ο Ζεζού Μαρκές – το καλύτερο αυτί στο Σώμα» είπε ο Μακόρμακ. «Και δεν είναι καν τυφλός». «Σχεδόν» μουρμούρισε ο Μαρκές και έβαλε στη θέση τους τα γυαλιά του. «Τι έχουμε εδώ;» Ο Λίμπι ξανάπαιξε την ταινία. Ο Μαρκές άκουγε με κλειστά μάτια. «Εσωτερικός χώρος. Τούβλινοι τοίχοι. Και τζάμια. Τίποτα που να απορροφά τον ήχο, καθόλου χαλιά ή κουρτίνες. Κόσμος, νεαρόκοσμος και των δύο φύλων, πιθανόν κάποιες οικογένειες με μικρά παιδιά». «Πώς τα καταλαβαίνεις όλα αυτά ακούγοντας απλώς τον ήχο;» ρώτησε δύσπιστα ο Γουάτκινς. Ο Μαρκές αναστέναξε. Προφανώς δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε να κάνει με δύσπιστους. «Ξέρετε τι φανταστικό εργαλείο είναι το αυτί;» είπε. «Μπορεί να ξεχωρίσει ένα εκατομμύριο διαφορετικές εναλλαγές της πίεσης. Ένα εκατομμύριο! Και ένας μόνο ήχος μπορεί να συνίσταται από δεκάδες διαφορετικές συχνότητες και στοιχεία. Αυτό σου δίνει δέκα εκατομμύρια επιλογές. Ένα μέσο λεξικό περιλαμβάνει μόνο γύρω στις εκατό χιλιάδες βασικές λέξεις, και εδώ μιλάμε για δέκα εκατομμύρια επιλογές – τα υπόλοιπα

είναι εξάσκηση». «Τι είναι αυτός ο ήχος στο βάθος που ακούγεται συνεχώς;» ρώτησε ο Χάρι. «Αυτός ανάμεσα στα εκατό και εκατόν είκοσι χερτζ; Δύσκολο να πει κανείς. Μπορούμε να τον απομονώσουμε από τους άλλους ήχους στο εργαστήριό μας, αλλά παίρνει χρόνο». «Και αυτό δεν το έχουμε» είπε ο Μακόρμακ. «Μας πώς μπόρεσε να αναγνωρίσει τον Χάρι, αφού δεν μίλησε καθόλου;» ρώτησε ο Λίμπι. «Διαίσθηση;» Ο Μαρκές έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε αφηρημένος. «Αυτό που τόσο απλά ονομάζουμε διαίσθηση, καλέ μου φίλε, στηρίζεται πάντα στις αισθητήριες εντυπώσεις μας. Όταν όμως η εντύπωση είναι τόσο μικρή και διακριτική, που την αντιλαμβανόμαστε μόνο ως αίσθηση –ένα φτερό κάτω από τη μύτη μας την ώρα που κοιμόμαστε– και δεν μπορούμε να δώσουμε όνομα στους συνειρμούς που κάνει το μυαλό μας, τότε τη λέμε διαίσθηση. Ίσως να ήταν ο τρόπος που… ανα​π νέει ο Χάρι, ας πούμε». «Κρατούσα την αναπνοή μου» είπε ο Χάρι. «Του έχεις ξανατηλεφωνήσει από εδώ; Μπορεί η ακουστική. Οι ήχοι του περιβάλλοντος. Οι άνθρωποι έχουμε αναμνήσεις μέσω των αισθητήριων οργάνων μας γενικώς, πολύ καλύτερες απ’ όσο νομίζουμε».

«Του έχω τηλεφωνήσει άλλη μια φορά από εδώ, στο παρελθόν…» Ο Χάρι κοίταξε τον παλιό ανεμιστήρα. «Μα βέβαια» είπε. «Πώς δεν το σκέφτηκα;» «Χμ» είπε ο Ζεζούς Μαρκές. «Φαίνεται πως κυνηγάτε ένα πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο. Ποια είναι η ανταμοιβή;» «Ήμουν εκεί» διαπίστωσε ο Χάρι με ορθάνοιχτα μάτια καρφωμένα ακόμη στον ανεμιστήρα. «Φυσικά. Γι’ αυτό αναγνωρίζω τους θορύβους στο βάθος. Έχω ξαναπάει εκεί. Αυτός ο παφλασμός…» Γύρισε προς τους άλλους: «Βρίσκεται στο ενυδρείο του Σίδνεϊ!». «Χμ» είπε ο Μαρκές μελετώντας το γυάλισμα των γυαλιών του. «Καλά λες. Έχω πάει κι εγώ εκεί. Ένας τέτοιος παφλασμός, για παράδειγμα, θα μπορούσε να προκληθεί από την ουρά ενός πολύ μεγάλου κροκόδειλου του αλμυρού νερού». Όταν σήκωσε τα μάτια του ήταν μόνος στην αίθουσα.

Η ώρα ήταν επτά. Ίσως να είχαν θέσει τη ζωή απλών πολιτών σε κίνδυνο στο μικρό τμήμα του δρόμου από το αστυνομικό τμήμα μέχρι το λιμάνι Ντάρλινγκ, αν δεν ήταν η καταιγίδα, που είχε αδειάσει τους δρόμους από ανθρώπους και αυτοκίνητα. Ο Λίμπι είχε βάλει τα δυνατά του και μάλλον ήταν το μπλε φως στην

οροφή του αυτοκινήτου που έκανε έναν μοναχικό πεζό να πηδήξει στο πλάι για να γλιτώσει τη ζωή του την τελευταία στιγμή και κάνα δυο αυτοκίνητα που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση να στρίψουν απότομα το τιμόνι για να αποφύγουν τη σύγκρουση. Ο Γουάτκινς καθόταν στο πίσω κάθισμα και βλαστημούσε ασταμάτητα, ενώ ο Μακόρμακ μπροστά τηλεφωνούσε στο ενυδρείο να τους προετοιμάσει για την επέμβαση της αστυνομίας. Όταν έστριψαν στον χώρο μπροστά από το ενυδρείο, οι σημαίες στο λιμάνι κυμάτιζαν ολόισιες και τα κύματα έσπαγαν στην άκρη της αποβάθρας. Κάμποσα περιπολικά ήταν ήδη εκεί και ένστολοι αστυνομικοί έκλειναν τις εισόδους. Ο Μακόρμακ έδωσε τις τελικές εντολές. «Γιονγκ, εσύ μοιράζεις τις φωτογραφίες του Τουγούμπα στους δικούς μας. Γουάτκινς, μένεις μαζί μου στο δωμάτιο του φύλακα – έχουν κάμερες που καλύπτουν όλο το ενυδρείο. Λίμπι και Χάρι, εσείς αρχίζετε να ψάχνετε. Το ενυδρείο κλείνει σε μερικά λεπτά. Ορίστε οι ραδιοπομποί, φοράτε το ακουστικό στο αυτί, στερεώνετε τα μικρόφωνα στο πέτο σας και ελέγχετε αμέσως αν υπάρχει επικοινωνία. Θα σας καθοδηγούμε από το δωμάτιο του φύλακα, ΟΚ;» Καθώς ο Χάρι βγήκε από το αυτοκίνητο, μια ριπή αέρα τον άρπαξε και παραλίγο να τον ρίξει κάτω. Έτρεξαν για να

προφυλαχτούν. «Ευτυχώς δεν είναι τόσο γεμάτο όσο συνήθως» ανήγγειλε ο Μακόρμακ, ασθμαίνοντας ήδη από το γρήγορο περπάτημα. «Φταίει ο καιρός. Αν είναι εδώ, θα τον βρούμε». Τους προϋπάντησε ο υπεύθυνος ασφάλειας του ενυδρείου και οδήγησε τον Μακόρμακ και τον Γουάτκινς στο δωμάτιο του φύλακα. Ο Χάρι και ο Λίμπι ρύθμισαν τους ραδιοπομπούς τους, πέρασαν μπροστά από τα εκδοτήρια εισιτηρίων και ξεκίνησαν να περπατούν στον διάδρομο ανάμεσα στον κόσμο. Ο Χάρι ψηλάφησε το πιστόλι του, που κρεμόταν από τον ώμο του. Το ενυδρείο τού φαινόταν εντελώς διαφορετικό τώρα, με όλα τα φώτα και γεμάτο κόσμο. Επιπλέον, ήταν σαν να είχε περάσει μια αιωνιότητα από τότε που εκείνος και η Μπιργκίτα είχαν έρθει εδώ, σαν να είχε συμβεί σε μια άλλη εποχή. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται. «Είμαστε στις θέσεις μας» ακούστηκε η φωνή του Μακόρμακ στα ακουστικά τους, σίγουρη και καθησυχαστική. «Μελετάμε τις κάμερες αυτή τη στιγμή. Ο Γιονγκ είναι μαζί με δυο αστυνομικούς και ελέγχουν τις τουαλέτες και την καφετέρια. Σας βλέπουμε! Συνεχίστε προς το εσωτερικό!» Οι διάδρομοι στο ενυδρείο οδηγούσαν τους επισκέπτες σε μια κυκλική πορεία, καταλήγοντας στο σημείο απ’ όπου είχαν

ξεκινήσει. Ο Χάρι και ο Λίμπι περπατούσαν από την αντίθετη κατεύθυνση, έτσι που έβλεπαν όλα τα πρόσωπα που προχωρούσαν προς το μέρος τους. Η καρδιά του Χάρι πήγαινε να σπάσει. Το στόμα του ήταν στεγνό και οι παλάμες του ιδρωμένες. Γύρω τους βούιζαν ξένες γλώσσες και ο Χάρι είχε την αίσθηση πως κολυμπούσε μέσα σε μια δίνη ανθρώπων με διαφορετικές εθνικότητες, χρώμα δέρματος και ρούχα. Περπάτησαν μέσα από το υποθαλάσσιο τούνελ, όπου εκείνος και η Μπιργκίτα είχαν περάσει μαζί μια νύχτα και όπου τώρα στέκονταν τα παιδιά με τις μύτες τους κολλημένες στο τζάμι να κοιτάζουν τον υποβρύχιο κόσμο που ζούσε ανενόχλητος την καθημερινότητά του. «Αυτός ο χώρος με ανατριχιάζει» ψιθύρισε ο Λίμπι. Προχωρούσε με το χέρι μέσα στο σακάκι. «Υποσχέσου μου ότι δεν θα πυροβολήσεις εδώ μέσα» είπε ο Χάρι. «Δεν θέλω το μισό λιμάνι του Σίδνεϊ και καμιά ντουζίνα καρχαρίες στα πόδια μου, ΟΚ;» «Μην ανησυχείς» τον διαβεβαίωσε ο Λίμπι. Βγήκαν στο άλλο άκρο του ενυδρείου, που ήταν σχεδόν έρημο. Ο Χάρι βλαστήμησε. «Έκλεισαν τα εκδοτήρια εισιτηρίων στις επτά» είπε ο Λίμπι. «Τώρα πρέπει να αδειάσει ο χώρος από αυτούς που ήταν ήδη μέσα». Ακούστηκε η φωνή του Μακόρμακ: «Φοβάμαι πως το

πουλάκι πέταξε, λεβέντες. Καλύτερα να γυρίσετε στο δωμάτιο του φύλακα». «Περίμενε εδώ» είπε ο Χάρι στον Λίμπι.

Έξω από το εκδοτήριο εισιτηρίων στεκόταν ένα γνωστό πρόσωπο. Φορούσε στολή φύλακα και ο Χάρι τον έπιασε από το μπράτσο. «Γεια σου, Μπεν. Με θυμάσαι;» είπε. «Ήμουν εδώ μαζί με την Μπιργκίτα». Ο Μπεν γύρισε και κοίταξε τα ανακατεμένα ξανθά μαλλιά. «Ναι» απάντησε «ο Χάρι δεν είσαι; Μάλιστα, μάλιστα, ξανάρθες λοιπόν; Οι περισσότεροι ξανάρχονται. Τι κάνει η Μπιργκίτα;» Ο Χάρι ξεροκατάπιε. «Άκου να σου πω, Μπεν. Είμαι αστυνομικός. Όπως σίγουρα έχεις ήδη ακούσει, ψάχνουμε έναν πολύ επικίνδυνο άνθρωπο. Δεν τον βρήκαμε ακόμη, αλλά έχω την αίσθηση πως είναι εδώ. Δεν υπάρχει κανένας που να ξέρει τον χώρο καλύτερα από εσένα, Μπεν. Υπάρχει κάποιο σημείο όπου μπορεί να κρύβεται;» Το πρόσωπο του Μπεν γέμισε βαθιές ρυτίδες καθώς σκεφτόταν. «Χμ» είπε «ξέρεις πού βρίσκεται η Ματίλντα, ο κροκόδειλος του αλμυρού νερού που έχουμε εδώ;» «Ναι;» «Ανάμεσα στον μικρό κατεργάρη, το σαλάχι φίντλερ ρέι,

και στη μεγάλη θαλάσσια χελώνα, που την έχουμε πάει εκεί και ετοιμαζόμαστε να φτιάξουμε μια νέα δεξαμενή, όπου θα φέρουμε και μερικούς μικρούς κροκόδειλους του γλυκού νερού…» «Ξέρω πού είναι. Είναι επείγον, Μπεν». «Ακριβώς. Αν είσαι ευκίνητος και δεν φοβάσαι, μπορείς να πηδήσεις πάνω από το πλεξιγκλάς στη γωνία». «Μέσα στον κροκόδειλο;» «Τον περισσότερο χρόνο μισοκοιμάται στη δεξαμενή. Από τη γωνία είναι πέντε με έξι βήματα μέχρι την πόρτα που χρησιμοποιούμε για να πλένουμε και να ταΐζουμε τη Ματίλντα. Αλλά πρέπει να είσαι αστραπή, γιατί ένας αλμυρός είναι απίστευτα γρήγορος κροκόδειλος – θα πέσει πάνω σου με τους δυο τόνους του και δεν θα ξέρεις από πού σου ’ρθε. Μια φορά που θέλαμε να…» «Ευχαριστώ, Μπεν». Ο Χάρι έφυγε τρέχοντας και ο κόσμος έκανε στο πλάι για να περάσει. Δίπλωσε το πέτο του και μίλησε στο μικρόφωνό του: «Μακόρμακ, εδώ Χόλι. Πάω να κοιτάξω πίσω από τη φωλιά του κροκόδειλου». Έπιασε τον Λίμπι από το μπράτσο και τον έσυρε μαζί του. «Η τελευταία μας ευκαιρία» είπε. Τα μάτια του Λίμπι μεγάλωσαν από φόβο όταν ο Χάρι στάθηκε μπροστά στη φωλιά του κροκόδειλου και πήρε φόρα για να πηδήξει. «Ακολούθησέ με» είπε ο Χάρι, καβάλησε τον τοίχο από

πλεξιγκλάς και πέρασε μέσα στη δεξαμενή. Όταν τα πόδια του πάτησαν στο δάπεδο από την άλλη πλευρά, το νερό αναταράχτηκε. Σηκώθηκε άσπρος αφρός και καθώς ο Χάρι κατευθυνόταν προς την πόρτα είδε μια πράσινη Φόρμουλα 1 να εμφανίζεται πάνω από το νερό και να κινείται ύποπτα, με μικρά πόδια σαύρας στα πλευρά να περιστρέφονται σαν τρυπάνια. Έδωσε έναν πήδο και γλίστρησε στη μαλακή άμμο. Πίσω του άκουσε το μουγκρητό και με την άκρη του ματιού του είδε το ανοιχτό καπό του αγωνιστικού. Σηκώθηκε, έτρεξε αστραπιαία τα λίγα μέτρα που απέμεναν μέχρι την πόρτα και άρπαξε το πόμολο. Για ένα δέκατο του δευτερολέπτου πέρασε από το μυαλό του Χάρι η πιθανότητα η πόρτα να είναι κλειδωμένη. Την επόμενη στιγμή η πόρτα άνοιξε. Μια σκηνή από το Τζουράσικ Παρκ ζωγραφίστηκε στο βάθος του μυαλού του και τον έκανε να κλειδώσει την πόρτα πίσω του. Έτσι, για σιγουριά. Έβγαλε το πιστόλι του. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο υγρασία και βρομούσε τόσο πολύ απολυμαντικό και σάπιο ψάρι, που σου έφερνε ναυτία. «Χάρι!» ακούστηκε η φωνή του Μακόρμακ από τον ασύρματο. «Πρώτον, υπάρχει πιο εύκολος δρόμος για εκεί που είσαι τώρα, παρά μέσα από το πιάτο αυτού του θηρίου! Δεύτερον, μείνε εκεί που είσαι ήρεμα μέχρι να έρθει ο Λίμπι».

«Δεν ακού… καλ… , σερ» είπε ο Χάρι γδέρνοντας το μικρόφωνο με ένα νύχι του. «Φεύγ… μόνος…» Άνοιξε την πόρτα στην άλλη άκρη του δωματίου και βγήκε σε έναν κυλινδρικό χώρο σαν πύργο, με μια σπειροειδή σκάλα στη μέση. Ο Χάρι υπέθεσε πως τα σκαλιά προς τα κάτω οδηγούσαν στα υποθαλάσσια τούνελ, και αποφάσισε να πάει πάνω. Στο επόμενο πλατύσκαλο υπήρχε ακόμα μια πόρτα. Κοίταξε ψηλά, όμως δεν φαίνονταν άλλες πόρτες. Γύρισε το πόμολο και έσπρωξε ελαφρά την πόρτα με το αριστερό του χέρι, κρατώντας το όπλο προτεταμένο μπροστά του. Μαύρο σκοτάδι επικρατούσε εκεί μέσα, ενώ η δυσοσμία σάπιου ψαριού ήταν ανυπόφορη. Ψηλαφώντας βρήκε έναν διακόπτη ηλεκτρικού στον τοίχο, τον έστριψε με το αριστερό του χέρι όμως δεν λειτούργησε. Άφησε την πόρτα να κλείσει και έκανε προσεκτικά δυο βήματα μπροστά. Κάτι έτριξε κάτω από τα πόδια του. Ο Χάρι υπέθεσε τι ήταν και οπισθοχώρησε αθόρυβα προς την πόρτα. Κάποιος είχε σπάσει τη λάμπα στο ταβάνι. Κράτησε την ανάσα του και άκουγε. Υπήρχε κι άλλος στο δωμάτιο; Ένας εξαεριστήρας βούιζε. Ο Χάρι ξαναγύρισε στο πλατύσκαλο. «Μακόρμακ» ψιθύρισε στο μικρόφωνο. «Νομίζω ότι τον βρήκα. Κάνε μου τη χάρη και κάλεσε το κινητό του». «Χάρι Χόλι, πού είσαι;» «Τώρα, σερ! Σε παρακαλώ, σερ!»

«Χάρι, μην το κάνεις προσωπικό ζήτημα για εκδίκηση, δεν…» «Κάνει ζέστη σήμερα, σερ. Θα με βοηθήσεις ή όχι;» Ο Χάρι άκουγε τη βαριά ανάσα του Μακόρμακ. «ΟΚ. Τηλεφωνώ τώρα». Ο Χάρι έσπρωξε την πόρτα με το πόδι του για να μισανοίξει και στεκόταν καθισμένος ανακούρκουδα στην είσοδο, κρατώντας μπροστά του το πιστόλι του και με τα δυο του χέρια, περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Ο χρόνος περνούσε σαν σταγόνα που δεν έλεγε να πέσει. Μπορεί να πέρασαν και δύο δευτερόλεπτα. Κανένας ήχος. Δεν είναι εδώ, σκέφτηκε ο Χάρι. Τότε έγιναν τρία πράγματα ταυτόχρονα: Το πρώτο ήταν πως ο Μακόρμακ άρχισε να μιλάει: «Το έχει κλείσει…». Το δεύτερο ήταν πως ο Χάρι συνειδητοποίησε ότι διαγραφόταν μια σιλουέτα κυνηγημένου αγριμιού στο άνοιγμα της πόρτας. Το τρίτο ήταν πως ο κόσμος εξερράγη στον αμφιβληστροειδή του Χάρι, με μια βροχή από αστέρια και κόκκινες κηλίδες.

Ο Χάρι θυμόταν αποσπασματικά το μάθημα πυγμαχίας που του είχε κάνει ο Άντριου στον δρόμο προς τη Νιμπίν. Όπως, για παράδειγμα, πως ένα γυριστό χτύπημα χουκ που

εκτελείται από επαγγελματία πυγμάχο είναι κανονικά υπεραρκετό για να ρίξει αναίσθητο ένα ανεκπαίδευτο άτομο. Μετακινώντας τον γοφό του ο πυγμάχος τοποθετεί όλο το πάνω μέρος του κορμού του πίσω από το χουκ και δίνει στη γροθιά τόση δύναμη, που το μυαλό βραχυκυκλώνει αστραπιαία. Ένα κοντινό χτύπημα άπερκατ ακριβώς στο σαγόνι σε απογειώνει από το δάπεδο και σε στέλνει κατευθείαν στη χώρα των ονείρων. Εγγυημένα. Επίσης, ένα τέλειο ευθύ δεξί χτύπημα από δεξιόχειρα πυγμάχο σού δίνει ελάχιστες πιθανότητες να σταθείς όρθιος κατόπιν. Και το πιο σημαντικό: αν δεν δεις τη γροθιά να έρχεται, το σώμα δεν καταφέρνει να αντιδράσει και να τη βγάλει από την πορεία της. Έστω και μια μικρή κίνηση του κεφαλιού μπορεί να ελαφρύνει την ισχύ πρόσκρουσης μιας γροθιάς. Είναι, για παράδειγμα, πολύ σπάνιο ένας πυγμάχος που βγαίνει νοκ άουτ να έχει δει τη μοιραία γροθιά την ώρα που έρχεται. Η μόνη εξήγηση, λοιπόν, για το ότι ο Χάρι δεν έπεσε αναίσθητος πρέπει να ήταν πως ο άντρας στο σκοτάδι βρισκόταν στα αριστερά του. Επειδή ο Χάρι στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας δεν μπορούσε να τον χτυπήσει στον κρόταφο από το πλάι, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με τον Άντριου, σχεδόν σίγουρα θα ήταν αρκετό. Δεν μπορούσε να δώσει ένα αποτελεσματικό χουκ ή άπερκατ, αφού ο Χάρι είχε τα χέρια του που κρατούσαν το πιστόλι προτεταμένα μπροστά

του. Ούτε και ένα ευθύ δεξί χτύπημα, επειδή αυτό θα σήμαινε πως έπρεπε να σταθεί μπροστά στο πιστόλι. Η μόνη λύση που του απέμενε ήταν ένα ευθύ αριστερό χτύπημα, που ο Άντριου είχε απορρίψει ως «γυναικείο, κατάλληλο μόνο για να εκνευρίσει ή, στην καλύτερη περίπτωση, να προκαλέσει μώλωπες στον αντίπαλο σε μια πάλη δρόμου». Πιθανότατα ο Άντριου είχε δίκιο, αλλά αυτό το ευθύ αριστερό χτύπημα είχε στείλει τον Χάρι ιπτάμενο προς τα πίσω, έξω στη στριφογυριστή σκάλα, όπου είχε πέσει με την πλάτη στην άκρη της κουπαστής και είχε σχεδόν λιποθυμήσει. Όταν άνοιξε τα μάτια του, ωστόσο, ήταν ακόμη όρθιος. Μια πόρτα ήταν ανοιχτή στην άλλη άκρη του δωματίου, απ’ όπου ήταν σχεδόν σίγουρος πως το είχε σκάσει ο Τουγούμπα. Συγχρόνως άκουγε έναν μεταλλικό ήχο, και ήταν επίσης σχεδόν σίγουρος πως ήταν το πιστόλι του που κατρακυλούσε στη σιδερένια σκάλα. Αποφάσισε να πάει να το πιάσει. Με μια αυτοκτονική βουτιά στη σκάλα ο Χάρι έγδαρε χέρια και πόδια, αλλά πρόφτασε το πιστόλι τη στιγμή που θα αναπηδούσε από την άκρη και θα βούταγε σε βάθος είκοσι μέτρων, στον πάτο του φρέατος. Κατάφερε να σταθεί γονατιστός, έβηξε και βεβαιώθηκε πως είχε χάσει το δεύτερο δόντι από τότε που είχε έρθει σ’ αυτή την καταραμένη χώρα. Σηκώθηκε όρθιος και σχεδόν αμέσως λιποθύμησε.

«Χάρι!» φώναζε κάποιος στο αυτί του. Άκουσε μια πόρτα να ανοίγει με φόρα κάπου από κάτω του και ένιωσε τη σκάλα να δονείται από κάποιο ποδοβολητό. Ο Χάρι έβαλε στόχο την πόρτα του δωματίου μπροστά του, άφησε το κάγκελο της σκάλας, την έφτασε, πιάστηκε από αυτή για να μην πέσει με το κεφάλι μπροστά, έβαλε νέο στόχο την πόρτα στην άλλη άκρη του δωματίου, σχεδόν χτύπησε πάνω της και βγήκε τρικλίζοντας στο σούρουπο, με την αίσθηση πως είχε εξαρθρώσει τον ώμο του. «Τουγούμπα!» κραύγασε στον αέρα. Κοίταξε γύρω του: μπροστά του απλωνόταν η πόλη και πίσω του η γέφυρα Πίρμοντ. Στεκόταν στη σκεπή του ενυδρείου και έπρεπε να κρατιέται γερά στην κορφή της σκάλας κινδύνου μέσα στον μανιασμένο αέρα. Το νερό στο λιμάνι ήταν αφρισμένο και ένιωθε τη γεύση του αλατιού στον αέρα. Ακριβώς από κάτω του είδε μια μαύρη φιγούρα να κατεβαίνει τη σκάλα κινδύνου. Η φιγούρα σταμάτησε για μια στιγμή και κοίταξε τριγύρω. Στα αριστερά υπήρχε ένα περιπολικό με φως στην οροφή του που αναβόσβηνε. Μπροστά, πίσω από έναν φράχτη, βρίσκονταν οι δυο δεξαμενές που προεξείχαν από το ενυδρείο του Σίδνεϊ. «Τουγούμπα!» ούρλιαξε ο Χάρι και προσπάθησε να σηκώσει το πιστόλι του. Ο ώμος του δεν του το επέτρεψε και ο Χάρι έβγαλε ακόμα ένα ουρλιαχτό, από πόνο και οργή αυτή τη φορά. Η φιγούρα πήδησε κάτω από τη σκάλα, έτρεξε στον

φράχτη και άρχισε να σκαρφαλώνει. Ο Χάρι κατάλαβε αμέσως τι είχε στο μυαλό του: να μπει στη δεξαμενή, να βγει από την πίσω πλευρά και να κολυμπήσει τη μικρή απόσταση μέχρι την αποβάθρα. Από εκεί χρειαζόταν μόνο δευτερόλεπτα για να χαθεί μέσα στο πλήθος. Ο Χάρι κουτρουβάλησε τη σκάλα κινδύνου, όρμησε στον φράχτη σαν να ήθελε να τον γκρεμίσει, πήδηξε από πάνω του στηριγμένος στο ένα του χέρι και προσγειώθηκε στο τσιμέντο από την άλλη πλευρά με έναν γδούπο. «Χάρι, δώσε αναφορά!» Τράβηξε το ακουστικό από το αυτί του και άρχισε να βαδίζει τρικλίζοντας προς τη δεξαμενή. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο Χάρι μπήκε τρέχοντας και έπεσε στα γόνατα. Κάτω από την αψιδωτή στέγη μπροστά του, πλημμυρισμένο στο φως από τις λάμπες που κρέμονταν από ένα ατσάλινο καλώδιο πάνω από τη δεξαμενή, ήταν ένα περιφραγμένο κομμάτι του λιμανιού του Σίδνεϊ. Μια στενή πλωτή γέφυρα διέσχιζε το κέντρο της δεξαμενής και πάνω της, περίπου στη μέση, έτρεχε ο Τουγούμπα. Φορούσε ένα μαύρο πουλόβερ με σηκωμένο γιακά και μαύρο παντελόνι και έτρεχε τόσο άνετα και αρμονικά, όσο επέτρεπε η στενή ασταθής γέφυρα. «Τουγούμπα!» φώναξε ο Χάρι για τρίτη φορά. «Είμαι ο Χάρι. Θα πυροβολήσω!»

Έπεσε μπροστά, όχι επειδή δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος αλλά επειδή δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι του. Σημάδεψε τη μαύρη φιγούρα και τράβηξε τη σκανδάλη. Ο πρώτος πυροβολισμός έκανε έναν μικρό παφλασμό στο νερό μπροστά από τον Τουγούμπα, ο οποίος έτρεχε αβίαστα, σηκώνοντας ψηλά τα γόνατα και με ανοιχτές παλάμες. Ο Χάρι σκόπευσε λίγο πιο πίσω. Αυτή τη φορά ο παφλασμός ήταν πίσω από τον Τουγούμπα. Η απόσταση ήταν σχεδόν εκατό μέτρα τώρα. Μια παράλογη σκέψη ήρθε στο μυαλό του Χάρι: ήταν σαν να έκανε εξάσκηση σκοποβολής στο σκοπευτήριο του Όκερν – τα φώτα στην οροφή, η ηχώ ανάμεσα στους τοίχους, ο παλμός της καρδιάς στο δάχτυλο που τραβούσε τη σκανδάλη και η βαθιά αυτοσυγκέντρωση. Σαν εκπαίδευση στη σκοποβολή στο Όκερν, σκέφτηκε ο Χάρι και τράβηξε τη σκανδάλη για τρίτη φορά. Ο Τουγούμπα έπεσε μπρούμυτα.

Αργότερα στην κατάθεσή του ο Χάρι είπε ότι πίστευε πως η σφαίρα βρήκε τον Τουγούμπα στον αριστερό γοφό, και ως εκ τούτου ήταν απίθανο να τον είχε σκοτώσει. Ωστόσο, όλοι ήξεραν πως επρόκειτο για εικασίες – κανείς δεν μπορεί να ξέρει σε ποιο σημείο ακριβώς έχει χτυπήσει κάποιον με ένα υπηρεσιακό όπλο από εκατό μέτρα απόσταση. Ο Χάρι θα

μπορούσε να πει ό,τι ήθελε, χωρίς κανένας να είναι σε θέση να το αντικρούσει: δεν είχε μείνει τίποτα από το κουφάρι για να γίνει νεκροψία.

Ο Τουγούμπα ούρλιαζε μισοβυθισμένος στο νερό, καθώς ο Χάρι πλησίαζε από τη γέφυρα. Ο Χάρι ένιωσε ναυτία και όλα άρχισαν να θολώνουν – το νερό, τα φώτα στην οροφή και η γέφυρα που κουνιόταν πέρα δώθε. Καθώς έτρεχε θυμόταν τα λόγια του Άντριου, πως η αγάπη είναι μεγαλύτερο μυστήριο από τον θάνατο. Και θυμήθηκε την παλιά ιστορία. Το αίμα βούιζε στ’ αυτιά του σαν φουσκωμένο κύμα και ο Χάρι ήταν ο νεαρός πολεμιστής Γουάλα, και ο Τουγούμπα – το φίδι Μπουμπούρ– είχε πάρει τη ζωή της αγαπημένης του Μούρα. Και τώρα ο Μπουμπούρ έπρεπε να σκοτωθεί. Από την αγάπη.

Στην αναφορά των γεγονότων αργότερα, ο Μακόρμακ δεν ήταν σε θέση να πει τι ήταν αυτό που φώναζε ο Χάρι στο μικρόφωνό του μετά τους πυροβολισμούς. «Ακούγαμε μόνο πως έτρεχε και φώναζε κάτι, πιθανόν στη μητρική του γλώσσα». Όμως ούτε και ο ίδιος ο Χάρι μπορούσε να πει τι φώναζε.

Σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου, έτρεχε παραπαίοντας πάνω στην πλωτή γέφυρα. Ο Τουγούμπα σφάδαζε και ολόκληρη η γέφυρα τρανταζόταν. Στην αρχή ο Χάρι νόμισε ότι κάτι είχε προσκρούσει πάνω της, όμως ύστερα συνειδητοποίησε πως κάποιος του είχε αρπάξει το θήραμα. Ήταν ο Λευκός Φόβος. Έβγαλε το άσπρο κεφάλι του έξω από το νερό και άνοιξε τα τεράστια σαγόνια του. Όλα έμοιαζαν να γίνονται σε αργή κίνηση. Ο Χάρι ήταν σίγουρος πως θα άρπαζε τον Τουγούμπα, όμως δεν κατάφερε να τον αρπάξει, παρά μόνο να σύρει το σώμα που ούρλιαζε πιο βαθιά στο νερό, πριν βουτήξει ξανά αφήνοντας τη δουλειά ατελείωτη. Χωρίς χέρια, σκέφτηκε ο Χάρι και θυμήθηκε κάποια γενέθλια στης γιαγιάς του στο Όνταλσνες πολύ καιρό πριν, τότε που προσπαθούσαν να πιάσουν τα μήλα με το στόμα τους από ένα κάδο με νερό και η μητέρα του είχε γελάσει τόσο πολύ, που χρειάστηκε να καθίσει στον καναπέ για να συνέλθει. Τριάντα μέτρα ακόμα. Νόμιζε πως θα τα καταφέρει, όμως τότε ο καρχαρίας επέστρεψε. Ήταν τόσο κοντά, που τον έβλεπε να γυρίζει τα παγωμένα σαν εκστατικά μάτια του καθώς του έδειχνε θριαμβευτικά τη διπλή σειρά δοντιών του. Αυτή τη φορά κατάφερε να αρπάξει ένα πόδι και τίναξε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά. Πετάχτηκαν νερά και ο

Τουγούμπα εκσφενδονίστηκε στον αέρα σαν κούκλα χωρίς μέλη, ενώ οι κραυγές σταμάτησαν απότομα. Ο Χάρι έφτασε. «Καταραμένο τέρας! Είναι δικός μου!» έβγαλε μια γοερή κραυγή μέσα από δάκρυα, σημάδεψε με το όπλο του και άδειασε τον γεμιστήρα στο νερό. Η θάλασσα βάφτηκε με ένα ανοιχτό, διάφανο κόκκινο χρώμα, σαν χυμός φρούτων, και από κάτω είδε ο Χάρι το φως από το υποθαλάσσιο τούνελ, όπου μεγάλοι και παιδιά στριμώχνονταν για να παρακολουθήσουν το φινάλε ενός αληθινού δράματος με όλον του τον τρόμο και τη φρίκη, κάτι που θα συναγωνιζόταν τον «Φόνο του κλόουν» στα ταμπλόιντ ως το γεγονός της χρονιάς.

22

ΤΟ ΤΑΤΟΥΑΖ

Ο

Τζιν Μπινός έμοιαζε και ακουγόταν όπως ακριβώς ήταν – ένας τύπος που είχε ζήσει μια ροκ εν ρολ ζωή στο έπακρο και δεν σκόπευε να σταματήσει μέχρι να φτάσει στο τέλος του ταξιδιού του. Και προχωρούσε ολοταχώς. «Φαντάζομαι πως χρειάζονται κάποιον που να κάνει καλά τατουάζ εκεί κάτω» είπε ο Τζιν βυθίζοντας τη βελόνα. «Και ο Σατανάς ακόμα εκτιμά κάποια ποικιλία στα βασανιστήρια, δεν συμφωνείς, φίλε;» Όμως ο πελάτης ήταν μέσα στον γύψο και το κεφάλι του κρεμόταν, έτσι πιθανόν δεν καταλάβαινε τις φιλοσοφικές ανησυχίες του Τζιν για τη ζωή μετά τον θάνατο, ούτε ένιωθε

τη βελόνα που τρυπούσε τον ώμο του. Στην αρχή ο Τζιν είχε αρνηθεί να ασχοληθεί με αυτόν τον τύπο που είχε μπει στο μικρό μαγαζί του και είχε ψελλίσει ψευδά την επιθυμία του, με μια παράξενη, τραγουδιστή προφορά. Ο Τζιν είχε απαντήσει πως δεν αναλάμβαναν να κάνουν τατουάζ σε μεθυσμένους και του ζήτησε να πάει την επόμενη μέρα, όταν θα ήταν νηφάλιος. Όμως ο τύπος είχε ακουμπήσει πεντακόσια δολάρια στο τραπέζι για ένα τατουάζ αξίας εκατόν πενήντα δολαρίων, και η αλήθεια είναι πως οι δουλειές είχαν πέσει το τελευταίο εξάμηνο. Έβγαλε, λοιπόν, την ξυριστική μηχανή και το αντιιδρωτικό αποσμητικό και άρχισε να δουλεύει. Όμως αρνήθηκε όταν ο τύπος τού πρόσφερε μια γουλιά από το μπουκάλι του. Ο Τζιν Μπινός έκανε τατουάζ σε πελάτες για είκοσι χρόνια, ήταν περήφανος για τη δουλειά του και θεωρούσε πως οι σοβαροί επαγγελματίες δεν πίνουν όταν δουλεύουν. Τουλάχιστον όχι ουίσκι. Όταν τελείωσε, έβαλε ένα κομμάτι χαρτί τουαλέτας πάνω στο τριαντάφυλλο-τατουάζ. «Μην το εκθέτεις στον ήλιο και την πρώτη εβδομάδα να το πλένεις μόνο με νερό. Τα καλά νέα είναι πως ο πόνος θα περάσει μέχρι το βράδυ και μπορείς να το αφαιρέσεις αυτό αύριο. Τα άσχημα νέα είναι πως θα ξανάρθεις και για άλλα τατουάζ» είπε και χαμογέλασε. «Όλοι

ξανάρχονται». «Εγώ θέλω μόνο αυτό» είπε ο τύπος και βγήκε τρικλίζοντας από το μαγαζί.

23

ΧΙΛΙΑ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ

Η

πόρτα άνοιξε και ο αέρας όρμησε μέσα με εκκωφαντικό βουητό. Ο Χάρι στάθηκε καθιστός με λυγισμένα γόνατα στο άνοιγμα της πόρτας. «Είσαι έτοιμος;» άκουσε μια φωνή στο αυτί του. «Τράβα το κορδόνι στα χίλια διακόσια μέτρα και μην ξεχνάς να μετράς. Αν δεν νιώσεις το τράνταγμα του αλεξίπτωτου μέσα σε τρία δευτερόλεπτα, κάτι δεν πάει καλά». Ο Χάρι έγνεψε καταφατικά. «Βγαίνω!» ακούστηκε η φωνή. Είδε τον αέρα να αρπάζει τη μαύρη στολή που φορούσε ο μικρόσωμος άντρας που βγήκε, και εκείνος στάθηκε στο στήριγμα κάτω από το φτερό.

Τα μαλλιά του, που έβγαιναν κάτω από το κράνος του, ανέμιζαν στον αέρα. Ο Χάρι κοίταξε το όργανο μέτρησης υψομέτρου στο στήθος του. Έδειχνε λίγο περισσότερο από τρεις χιλιάδες μέτρα. «Ευχαριστώ και πάλι!» φώναξε στον πιλότο. Ο πιλότος γύρισε. «Το διασκεδάζω, συνάδελφε! Είναι πολύ καλύτερο από το να φωτογραφίζω φυτείες μαριχουάνας!» Ο Χάρι έβγαλε το δεξί του πόδι από το αεροπλάνο. Ένιωσε όπως τότε που ήταν μικρός και οδηγούσαν πάνω από την κοιλάδα Γκιντμπραντσντάλ, πηγαίνοντας για ακόμα μια φορά καλοκαιρινές διακοπές στο Όνταλσνες, τότε που είχε ανοίξει ένα πλαϊνό παράθυρο και είχε βγάλει έξω το χέρι του για να πετάξει. Θυμόταν πώς ο αέρας τού είχε αρπάξει το χέρι όταν είχε γυρίσει την παλάμη του προς τα πάνω. Η δύναμη του αέρα έξω από το αεροπλάνο ήταν τρομερή, και ο Χάρι χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να καταφέρει να βγάλει το πόδι του. Μετρούσε από μέσα του, όπως του είχε πει ο Τζόζεφ – «δεξί πόδι, αριστερό χέρι, δεξί χέρι, αριστερό πόδι». Στάθηκε στο στήριγμα πλάι στον Τζόζεφ. Μικρά σύννεφα αρμένιζαν καταπάνω τους, ταξίδευαν με ταχύτητα, τους περικύκλωναν και έφευγαν πάλι εν ριπή οφθαλμού. Από κάτω τους απλωνόταν ένα τεράστιο χαλί με διάφορες αποχρώσεις του πράσινου, του καφέ και του χρυσαφί.

«Hotel check!» φώναξε ο Τζόζεφ μέσα στο αυτί του. «Checking in!» φώναξε ο Χάρι και κοίταξε τον πιλότο μέσα στο πιλοτήριο, ο οποίος σήκωσε τον αντίχειρά του. «Checking out!» Κοίταξε τον Τζόζεφ, που φορούσε γυαλιά πιλότου, κράνος και είχε ένα πλατύ χαμόγελο. Ο Χάρι έγειρε μπροστά στο στήριγμα και σήκωσε το δεξί του πόδι. «Horizon! Up! Down! Go!» Ύστερα βρέθηκε να πετάει και είχε την αίσθηση πως ο αέρας τον έσπρωχνε προς τα πίσω, καθώς το αεροπλάνο συνέχιζε ανενόχλητο την πτήση του προς τα εμπρός. Με την άκρη του ματιού του είδε το αεροπλάνο να στρίβει, πριν καταλάβει πως ήταν ο ίδιος που έστριβε. Κοίταξε προς τον ορίζοντα, εκεί όπου η Γη έκανε τόξο κι ο ουρανός γινόταν σταδιακά πιο βαθύ μπλε, μέχρι που χανόταν μέσα στον γαλανό Ειρηνικό ωκεανό, αυτόν που ο Κάπτεν Κουκ είχε διασχίσει για να φτάσει στην Αυστραλία. Ο Τζόζεφ τον έπιασε και ο Χάρι ίσιωσε το κορμί του για να έχει καλύτερη στάση ελεύθερης πτώσης. Έλεγξε το υψόμετρό του: δύο χιλιάδες επτακόσια μέτρα. Θεέ μου, ήταν υπέροχα!greekleech.info Έστριψε το πάνω μέρος του κορμού του και άπλωσε τα χέρια του για να κάνει μισή στροφή. Ουάου, ήταν ο Σούπερμαν!

Μπροστά τους, στα δυτικά, βρίσκονταν τα Γαλάζια Όρη – γαλάζια από τους πολύ ιδιαίτερους ευκαλύπτους που ανέδιδαν έναν γαλαζωπό αχνό, όπως φαινόταν από μακριά. Ο Τζόζεφ τού το είχε πει. Του είχε πει επίσης πως πίσω τους βρισκόταν αυτό που οι ημινομάδες Αβορίγινες πρόγονοί του ονόμαζαν «πατρίδα». Οι ατελείωτες, άγονες εκτάσεις –η χέρσα μεσόγεια περιοχή– αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της τεράστιας ηπείρου, ένας ανελέητος φούρνος όπου φαινόταν απίθανο να επιζήσει οτιδήποτε. Ωστόσο, οι πρόγονοι του Τζόζεφ τα είχαν καταφέρει για χιλιάδες χρόνια πριν έρθουν οι λευκοί. Ο Χάρι κοίταξε κάτω. Φαινόταν τόσο ήρεμα και έρημα από ψηλά – ένας ειρηνικός, φιλικός πλανήτης. Το όργανο έδειχνε δύο χιλιάδες εκατό μέτρα. Ο Τζόζεφ τον άφησε, όπως είχαν συμφωνήσει. Σοβαρή παραβίαση των κανόνων της εκπαίδευσης, αλλά έτσι κι αλλιώς είχαν παραβιάσει κάθε κανόνα με το να βγουν μόνοι για ελεύθερη πτώση. Ο Χάρι είδε τον Τζόζεφ να κολλάει τα χέρια του στα πλευρά του για να κερδίσει οριζόντια ταχύτητα και να εφορμήσει κάθετα στα αριστερά του με εκπληκτική ταχύτητα. Ύστερα ο Χάρι έμεινε μόνος. Όπως είναι πάντα μόνος κανείς. Μόνο που νιώθεις πολύ καλύτερα όταν βρίσκεσαι σε ελεύθερη πτώση, χίλια οκτακόσια μέτρα πάνω από το έδαφος.

Η Κριστίν είχε κάνει την επιλογή της σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου ένα γκρίζο πρωινό Δευτέρας. Ίσως είχε ξυπνήσει εξαντλημένη από την καινούργια μέρα πριν καν αρχίσει, είχε κοιτάξει έξω από το παράθυρο και είχε αποφασίσει πως αρκετά ως εδώ. Ο Χάρι δεν ήξερε τι σκέψεις είχε κάνει. Οι άνθρωποι είναι ένα αδιαπέραστο, σκοτεινό δάσος και όλες οι επιλογές γίνονται στη μοναξιά. Χίλια πεντακόσια μέτρα. Ίσως εκείνη είχε κάνει σωστή επιλογή. Το άδειο μπουκαλάκι από τα χαπάκια έδειχνε πως τουλάχιστον δεν είχε αμφιβολίες. Και κάποια μέρα θα τέλειωνε έτσι κι αλλιώς. Κάποια μέρα θα ερχόταν η ώρα. Η ανάγκη να αφήσει κανείς αυτόν τον κόσμο με στιλ μαρτυρούσε, βέβαια, μια ματαιοδοξία –μια αδυναμία– που μόνο λίγοι άνθρωποι είχαν. Χίλια τριακόσια πενήντα μέτρα. Άλλοι είχαν μόνο την αδυναμία να ζήσουν. Απλά και χωρίς περιπλοκές. Μάλιστα, όχι μόνο απλά και χωρίς περιπλοκές, αλλά και με όλο αυτό που απλωνόταν ακριβώς από κάτω του τώρα. Χίλια διακόσια μέτρα πιο κάτω, για να είμαστε ακριβείς. Έπιασε την πορτοκαλί λαβή που κρεμόταν δεξιά από το στομάχι του, τράβηξε το κορδόνι με μια αποφασιστική κίνηση και άρχισε να μετράει: «Χίλια ένα, χίλια…».

Διαβάστε τις πρώτες σελίδες από το επόμενο βιβλίο (μετά τον Φαντομά) του Jo Nesbo στη σειρά με τον Χάρι Χόλε Αστυνομία μετάφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 2014

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Κ

οιμόταν μέσα εκεί. Πίσω από την πόρτα. Το εσωτερικό του γωνιακού ντουλαπιού μύριζε παλιό ξύλο, λάσπη και λάδι όπλου. Όταν το φως του ήλιου έλουσε το δωμάτιο, μια αχτίδα σε σχήμα κλεψύδρας τρύπωσε στο εσωτερικό του ντουλαπιού απ’ την κλειδαρότρυπα. Αν το φως έπεφτε με την κατάλληλη γωνία, το ματ μέταλλο του όπλου που κείτονταν καταμεσής του ραφιού θα έλαμπε. Το πιστόλι ήταν ένα ρωσικό Οντέσα, ένα αντίγραφο του διασημότερου περιστρόφου Στέτσκιν. Το όπλο είχε ζήσει ζωή νομαδική: είχε ταξιδέψει με τους Κοζάκους από τη Λιθουανία στη Σιβηρία, είχε μεταφερθεί μεταξύ αρχηγείων των Ούρκα στη Νότια Σιβηρία, είχε βρεθεί στην κατοχή ενός αταμάν −ενός κοζάκου αρχηγού που σκοτώθηκε από την αστυνομία με το Οντέσα του στο χέρι−,

πριν καταλήξει στο σπίτι ενός συλλέκτη όπλων που υπηρετούσε ως διευθυντής φυλακών στο Ταγκίλ. Εντέλει, το άσχημο, γωνιώδες, αυτόματο όπλο είχε εισαχθεί στη Νορβηγία από τον Ρούντολφ Ασάγιεφ, ο οποίος, πριν χαθούν τα ίχνη του, μονοπωλούσε το εμπόριο ναρκωτικών του Όσλο μ’ ένα ηρωινοειδές οπιοειδές γνωστό ως βιολίνη. Το όπλο βρισκόταν αυτή τη στιγμή ακόμη στην ίδια πόλη, και πιο συγκεκριμένα στο σπίτι της Ράκελ Φάουκε. Ο γεμιστήρας του Οντέσα έπαιρνε είκοσι σφαίρες 9x18mm Μακάροφ και μπορούσε να πυροβολήσει μεμονωμένα ή επαναληπτικά. Στον γεμιστήρα υπήρχαν αυτή τη στιγμή δώδεκα σφαίρες. Τρεις εξ αυτών έπληξαν αντίπαλους εμπόρους ναρκωτικών, Αλβανούς Κοσοβάρους. Μόνο μία είχε βρει στο ψαχνό. Οι άλλες δύο είχαν σκοτώσει τον Γκούστο Χάνσεν, ένα νεαρό βαποράκι που είχε υπεξαιρέσει τα λεφτά και τα ναρκωτικά του Ασάγιεφ. Όμως το όπλο μύριζε ακόμη μπαρούτι από τις τρεις τελευταίες σφαίρες· αυτές είχαν βρει στο κεφάλι και το στήθος τον πρώην αστυνομικό Χάρι Χόλε κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για τη δολοφονία του Γκούστο Χάνσεν. Ο τόπος του εγκλήματος και στις δύο περιπτώσεις ήταν κοινός: ο αριθμός 92 της οδού Χάουσμαν.

Η αστυνομία δεν είχε λύσει την υπόθεση Γκούστο, κι ο δεκαοκτάχρονος που είχε συλληφθεί αρχικά για τον φόνο είχε αφεθεί κατόπιν ελεύθερος, επειδή η αστυνομία δεν είχε καταφέρει να βρει ή να τον συνδέσει με το όπλο του εγκλήματος, μεταξύ άλλων. Ο νεαρός ονομαζόταν Όλεγκ Φάουκε και ξυπνούσε κάθε βράδυ μες στο σκοτάδι ακούγοντας πυροβολισμούς. Όχι εκείνους που είχαν σκοτώσει τον Γκούστο· τους άλλους. Τους πυροβολισμούς που είχε εξαπολύσει εναντίον του αστυνομικού που θεωρούσε πατέρα του καθώς μεγάλωνε. Του αστυνομικού που κάποτε ονειρευόταν ότι θα παντρευόταν τη μητέρα του Όλεγκ, τη Ράκελ. Του Χάρι Χόλε. Το βλέμμα του αστυνομικού έκαιγε τώρα μπροστά στα μάτια του νεαρού μες στο σκοτάδι, κι ο Όλεγκ έφερε στον νου το όπλο, χωμένο σ’ ένα γωνιακό ντουλάπι, μακριά του, ευχόμενος να μην το ξαναδεί ποτέ στη ζωή του. Να μην το έβλεπε ποτέ ξανά κανείς. Να κοιμηθεί εκεί μέσα, στον αιώνα των αιώνων.

Κοιμόταν μέσα εκεί. Πίσω από την πόρτα. Το φυλασσόμενο δωμάτιο του νοσοκομείου μύριζε φάρμακα και μπογιά. Το μηχάνημα δίπλα του κατέγραφε τους παλμούς της καρδιάς του. Η Ιζαμπέλε Σκέγιεν, της Επιτροπής Κοινωνικών

Υπηρεσιών του Δήμου, και ο Μίκαελ Μπέλμαν, φρεσκοδιορισθείς Αρχηγός της Αστυνομίας του Όσλο, εύχονταν να μην τον ξαναέβλεπαν ποτέ στη ζωή τους. Να μην τον έβλεπε ποτέ ξανά κανείς. Να κοιμηθεί πια, στον αιώνα των αιώνων.

Κεφάλαιο 1

Ή

ταν μια ζεστή, μεγάλη μέρα του Σεπτέμβρη, γεμάτη μ’ εκείνο το φως που μετατρέπει το φιόρδ του Όσλο σε λιωμένο ασήμι και κάνει τους χαμηλούς λόφους να λάμπουν μετά τα πρωτοβρόχια. Μία από εκείνες τις μέρες που οι κάτοικοι του Όσλο ορκίζονται ότι ποτέ μα ποτέ δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν αυτήν την πόλη. Ο ήλιος έδυε πίσω από το Ούλερν κι οι τελευταίες του αχτίδες σάρωναν την ύπαιθρο· τις ερημωμένες, μουντές πολυκατοικίες, δείγματα της ταπεινής καταγωγής της πόλης· τα πανάκριβα ρετιρέ με τις βεράντες, που μαρτυρούσαν την περιπέτεια της χώρας, η οποία έγινε εν μιά νυκτί η πλουσιότερη του κόσμου λόγω πετρελαίου, και τους τοξικομανείς στην κορυφή του Στενσπάρκεν, σ’ αυτήν τη μικρή κι οργανωμένη πόλη με τους οκταπλάσιους θανάτους από ναρκωτικά από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή.

Τους κήπους με τραμπολίνα περιτριγυρισμένα από προστατευτικά δίχτυα, όπου τα παιδιά δεν χοροπηδούσαν ποτέ πάνω από τρία μαζί, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες, και τους λόφους και τα δάση που μισοκύκλωναν το λεκανοπέδιο του Όσλο. Ο ήλιος άπλωνε τα ακτινωτά του δάχτυλα πάνω από την πόλη μη θέλοντας να την εγκαταλείψει, ένα είδος παρατεταμένου αποχαιρετισμού σαν μέσα απ’ το παράθυρο ενός τρένου. Η μέρα είχε ξεκινήσει με κρύο, καθαρό αέρα κι έντονο φως, ήταν λες και βρισκόσουν κάτω από λάμπες χειρουργείου. Σιγά σιγά όμως η θερμοκρασία είχε ανέβει, ο ουρανός είχε αποκτήσει το ιδιαίτερο, βαθύ του γαλάζιο κι ο αέρας εκείνη τη φιλική υφή που κάνει τον Σεπτέμβρη τον ωραιότερο μήνα του χρόνου. Και καθώς έπεφτε πια το σούρουπο, απαλό, διακριτικό, στις περιοχές με τις μονοκατοικίες γύρω από τη λίμνη του Μάρινταλ, η ατμόσφαιρα μοσχοβολούσε μήλο και έλατο. Ο Έρλαν Βενεσλά πλησίασε την κορυφή του τελευταίου λόφου. Είχε αρχίσει να νιώθει το γαλακτικό οξύ να τον καίει, μα συγκεντρώθηκε ώστε να πετύχει το σωστό, κάθετο πάτημα πάνω στα κλιπ των πεταλιών του ποδηλάτου του, με τα γόνατά του στραμμένα λίγο προς τα μέσα. Γιατί η σωστή τεχνική είχε μεγάλη σημασία· ειδικά όταν κουράζεσαι και το μυαλό σου θέλει ν’ αλλάξεις θέση, να ξεκουραστείς, αλλά

και να γίνεις λιγότερο αποτελεσματικός. Ένιωθε το άκαμπτο πλαίσιο του ποδηλάτου ν’ απορροφά κάθε βατ ενέργειας που δημιουργούσε σε κάθε του πεταλιά. Κατέβασε ταχύτητα κι ένιωσε την επιτάχυνση. Σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε να κρατήσει τον ίδιο ρυθμό: ενενήντα πεταλιές το λεπτό, πάνω κάτω. Κοίταξε το χρονόμετρο που μετρούσε τους σφυγμούς του: εκατόν εξήντα οκτώ. Κούνησε το φωτάκι στο μέτωπό του ώστε να πέσει πάνω στο GPS που είχε τοποθετήσει στο τιμόνι. Έδειχνε λεπτομερώς την περιοχή του Όσλο κι είχε κι ενεργό πομπό. Το ποδήλατο και τα αξεσουάρ είχαν στοιχίσει παραπάνω απ’ ό,τι θα έπρεπε κανονικά να ξοδεύει ένας συνταξιούχος αστυνομικός. Μα ήταν σημαντικό να είναι κανείς σε φόρμα, τώρα ειδικά που η ζωή προσέφερε νέες προκλήσεις. Μικρότερες προκλήσεις, για να είμαστε ειλικρινείς. Το γαλακτικό οξύ τού δάγκωνε τώρα μηρούς και γάμπες σαν μια επώδυνη, υπέροχη υπόσχεση γι’ αυτά που θα ακολουθούσαν: το πάρτι των ενδορφινών, την αύξηση της μυϊκής του μάζας και την ήσυχη συνείδησή του. Και μια μπίρα με τη γυναίκα του στο μπαλκόνι, αν η θερμοκρασία δεν υποχωρούσε πολύ μετά τη δύση του ήλιου. Και ξαφνικά, έφτασε. Ο δρόμος έγινε επίπεδος και η λίμνη του Μάρινταλ απλώθηκε μπροστά του. Έκοψε ταχύτητα.

Ήταν στην εξοχή. Έμοιαζε σχεδόν εξωφρενικό ότι σε μια απόσταση δεκαπέντε μόνο λεπτών από το κέντρο μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας μπορούσες να βρίσκεσαι περιτριγυρισμένος από αγροκτήματα, πεδιάδες και πυκνά δάση, γεμάτα μονοπάτια που χάνονταν μες στο σούρουπο. Ο ιδρώτας τού προκαλούσε φαγούρα κάτω από το ανθρακί του κράνος μάρκας Μπελ, που από μόνο του είχε κοστίσει όσο το παιδικό ποδήλατο που είχε χαρίσει στην εγγονή του Λίνε Μαρίε για τα έκτα της γενέθλια. Κοίταξε τους σφυγμούς του στο χρονόμετρο. Εκατόν εβδομήντα πέντε. Εκατόν εβδομήντα δύο. Μια ευπρόσδεκτη, μικρή ριπή του ανέμου έφερε μαζί της το μακρινό τραγούδι της πόλης. Πρέπει να προερχόταν από το στάδιο του Ούλεβολ: είχε παιχνίδι η Εθνική απόψε. Εναντίον της Σλοβακίας ή της Σλοβενίας, ένα απ’ τα δύο. Ο Έρλαν Βενεσλά φαντάστηκε για μερικές στιγμές ότι οι επευφημίες προορίζονταν για τον ίδιο. Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που είχε δεχθεί χειροκροτήματα; Πρέπει να ήταν κατά την αποχαιρετιστήρια τελετή της Κρίπος στο Μπριν: τούρτα κι επίσημη ομιλία του αφεντικού, Μίκαελ Μπέλμαν, που έκτοτε είχε ακολουθήσει μια σταθερά ανοδική πορεία έως το πόστο του Αρχηγού της Αστυνομίας του Όσλο. Ο Έρλαν είχε δεχθεί το χειροκρότημά τους, τους είχε κοιτάξει ίσια στα μάτια, τους είχε ευχαριστήσει και είχε

μάλιστα νιώσει τον λαιμό του να σφίγγεται λίγο καθώς εκφωνούσε την απλή, σύντομη ομιλία που απαιτούσε τότε η παράδοση της Κρίπος. Η καριέρα του είχε τα σκαμπανεβάσματά της αλλά είχε αποφύγει τις θεαματικές αποτυχίες. Απ’ όσο ήξερε φυσικά. Ποτέ δεν ήσουν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι είχες βρει τις σωστές απαντήσεις. Τώρα, βέβαια, που η τεχνολογία ανάλυσης του DNA είχε προχωρήσει τόσο πολύ και τα ανώτατα κλιμάκια της Αστυνομίας είχαν δηλώσει ότι θα τη χρησιμοποιούσαν και σε παλαιότερες υποθέσεις, υπήρχε πια ο κίνδυνος να βρεθούν οι απαντήσεις. Νέες απαντήσεις – οι οριστικές. Ο Έρλαν το καταλάβαινε σε ό,τι αφορούσε νέες, εκκρεμείς υποθέσεις· μα δεν συμφωνούσε στο να χρησιμοποιούνται πολύτιμοι πόροι για να ξανανοίξουν περιπτώσεις που είχαν από καιρό διαλευκανθεί. Το σκοτάδι είχε πυκνώσει ακόμα και κάτω από τις λάμπες του δρόμου. Ο Έρλαν προσπέρασε την ξύλινη πινακίδα που έδειχνε προς το εσωτερικό του δάσους· ήταν ακριβώς όπως τη θυμόταν. Βγήκε από την πεπατημένη και μπήκε σ’ ένα μονοπάτι στρωμένο με μαλακό χώμα και βρύα. Οδηγούσε όσο πιο σιγά μπορούσε για να μη χάσει την ισορροπία του. Ο κώνος του φωτός που έβγαινε από τον φακό στο μέτωπό του φώτιζε τις πέτρες εμπρός του και σταματούσε στον τοίχο που

σχημάτιζαν τα έλατα αριστερά και δεξιά. Σκιές ξεπηδούσαν με ταχύτητα κι ύστερα, σαν να τρόμαζαν, ξανακρύβονταν μες στο σκοτάδι. Ήταν όπως τότε που είχε προσπαθήσει να βάλει τον εαυτό του στη θέση της: σαν να έτρεχε μ’ έναν φακό στο χέρι, έχοντας ξεφύγει από τρεις μέρες εγκλεισμού και συνεχόμενων βιασμών. Ένας φακός άναψε μπροστά του μες στο σκοτάδι κι ο Έρλαν Βενεσλά νόμισε για μια στιγμή ότι ήταν ο δικός της· κι ότι εκείνη έτρεχε πάλι να ξεφύγει κι ότι εκείνος την κυνηγούσε ξανά με τη μηχανή και την ξανάπιανε. Το φως του φακού τρεμόπαιξε για λίγο κι ύστερα γύρισε προς τη μεριά του. Ο Έρλαν σταμάτησε και κατέβηκε από το ποδήλατο. Έριξε φως στον μετρητή των σφυγμών του: ήδη κάτω από εκατό. Καθόλου άσχημα. Χαλάρωσε τα λουράκια, έβγαλε το κράνος του κι έξυσε το κεφάλι του. Θεέ μου, τι ανακούφιση. Έσβησε το φωτάκι, κρέμασε το κράνος στο τιμόνι του ποδηλάτου και προχώρησε προς το φως του φακού. Άκουσε το κράνος να χτυπιέται πάνω στο τιμόνι. Σταμάτησε μπρος στον φακό, που στράφηκε κατευθείαν προς το πρόσωπό του. Το δυνατό του φως τού έτσουξε τα μάτια. Τυφλωμένος, αισθάνθηκε ν’ ανασαίνει ακόμα πολύ βαριά. Τι περίεργο που οι σφυγμοί του ήσαν τόσο χαμηλοί. Ένιωσε μια κίνηση πίσω από τον μεγάλο, τρεμουλιαστό

κύκλο του φωτός, άκουσε ένα χαμηλό σφύριγμα στον αέρα και την ίδια στιγμή μια σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του: Δεν έπρεπε να το είχε κάνει. Δεν έπρεπε να βγάλει το κράνος του. Οι περισσότεροι θάνατοι ποδηλατών συμβαίνουν... Ήταν λες κι η σκέψη του πάγωσε, λες κι ο χρόνος εξαρθρώθηκε, λες και διακόπηκε προς στιγμήν η οπτική επαφή του με την πραγματικότητα. Ο Έρλαν Βενεσλά κοίταξε έκπληκτος μπροστά του κι ένιωσε μια παχιά σταγόνα ιδρώτα να κυλά στο μέτωπό του. Μίλησε, μα οι λέξεις του δεν έβγαζαν νόημα, λες κι είχε χαθεί η σύνδεση μεταξύ εγκεφάλου και στόματος. Ξανάκουσε το χαμηλό σφύριγμα. Κι ύστερα κάθε ήχος βουβάθηκε. Δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε καν η ανάσα του. Κι ανακάλυψε ότι είχε πέσει στα γόνατα κι ότι το ποδήλατό του κυλούσε αργά προς ένα χαντάκι. Μπροστά στα μάτια του έβλεπε το κίτρινο φως να χορεύει, μα εξαφανίστηκε κι αυτό όταν ο ιδρώτας έφτασε στη ράχη της μύτης του, κύλησε στα μάτια του και τον τύφλωσε. Και τότε ο Έρλαν Βενεσλά συνειδητοποίησε ότι το υγρό αυτό δεν ήταν ιδρώτας. Το τρίτο χτύπημα ήταν σαν παγοκρύσταλλος που διαπέρασε το κεφάλι, τον λαιμό και το κορμί του. Τα πάντα πάγωσαν. Δεν θέλω να πεθάνω, σκέφτηκε και προσπάθησε να σηκώσει το χέρι του για να προστατεύσει το κεφάλι του, μα

του ήταν αδύνατον να κουνήσει οποιοδήποτε μέλος του κορμιού του· νόμιζε ότι είχε παραλύσει. Το τέταρτο χτύπημα δεν το ένιωσε, μα η μυρωδιά του υγρού χώματος του έδωσε να καταλάβει ότι βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του αρκετές φορές και κατάφερε να ανακτήσει την όραση από το ένα του μάτι. Ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του στεκόταν ένα ζευγάρι μεγάλες βρόμικες λασπωμένες μπότες. Οι σόλες ανασηκώθηκαν κι οι μπότες ξεκόλλησαν από το έδαφος. Κι ύστερα προσγειώθηκαν. Και ξανά το ίδιο. Οι σόλες ανασηκώθηκαν, οι μπότες ξεκόλλησαν. Λες κι αυτός που τον χτυπούσε, πηδούσε πρώτα στον αέρα, πηδούσε για να δώσει ακόμα περισσότερη δύναμη στα χτυπήματά του. Και το τελευταίο πράγμα που πέρασε από το μυαλό του Έρλαν Βενεσλά ήταν ότι έπρεπε να θυμηθεί πώς την έλεγαν, την εγγονή· δεν έπρεπε να ξεχάσει τ’ όνομά της.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF