Μαύρο Χώμα - Belinda Bauer

December 24, 2017 | Author: lilith_child | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Μαύρο Χώμα - Belinda Bauer...

Description

1

Το Έξμουρ ήταν γεμάτο βρόμικες φτέρες, άγριο, άχρωμο χορτάρι, αγκαθωτούς ράχους και περσινά ρείκια, όλα μαυρισμένα σαν να 'χε σαρώσει το τοπίο μια υγρή φωτιά που πήρε μαζί της τα δέντρα κι άφησε το χερσότοπο εκτεθειμένο κι απροστάτευτο απέναντι στο κρύο του χειμώνα. Ψιλόβρεχε και η ατμόσφαιρα ήταν θολή προς κάθε κατεύθυνση, γη και ουρανός γίνονταν ένα, περιβάλλοντας σαν γκρίζο κουκούλι το μοναδικό ορατό σημάδι -ένα δωδεκάχρονο αγόρι με μαύρο αδιάβροχο παντελόνι αλλά χωρίς καπέλο, μόνο του, με ένα φτυάρι. Έβρεχε εδώ και τρεις μέρες, όμως οι ρίζες των χόρτων, των ρεικιών και των ράχων που μπλέκονταν μέσα στο χώμα αντιστέκονταν ακόμα στην εισβολή του φτυαριού. Η έκφραση του Στίβεν δεν άλλαξε· έχωσε πάλι τη λάμα στο έδαφος και ένιωσε με ικανοποίηση την πρόσκρουση μέχρι πάνω στις μασχάλες του. Αυτή τη φορά κατάφερε να σημαδέψει τη γη -ένα ισχνό ανθρώπινο σημάδι στη μεγάλη έκταση της φύσης ολόγυρά του. Μέχρι να αφήσει το επόμενο σημάδι, όμως, η πρώτη χαρακιά γέμισε νερό κι εξαφανίστηκε. Τρία αγόρια προχωρούσαν μέσα στη βροχή του Σίπκοτ, με τα χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες τους, τις κουκούλες τους ανεβασμένες και τους ώμους σκυφτούς, σαν να βιάζονταν να ξεφύγουν από τη βροχή. Όμως δεν είχαν να πάνε πουθενά, οπότε πε-

12

BELINDA BA U EJI

ριφέρονταν άσκοπα και σκουντουφλούσαν και γελούσαν και έβριζαν δυνατά χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να δείξουν στον κόσμο ότι υπήρχαν και είχαν ακόμα προσδοκίες. Ο δρόμος ήταν στενός, όλο στροφές, και τα καλοκαίρια οι περαστικοί τουρίστες χαμογελούσαν βλέποντας τα ισόγεια σπίτια βαμμένα σε διάφορα ζωηρά χρώματα, με πόρτες που άνοιγαν κατευθείαν στο πεζοδρόμιο και ασυνήθιστα παντζούρια. Αλλά με τη βροχή τα κίτρινα, ροζ και γαλάζια σπίτια δεν ήταν παρά μια ξεθωριασμένη θύμηση της λιακάδας και καταφύγιο μονάχα για όσους ήταν πολύ μικροί, πολύ γέροι ή πολύ φτωχοί για να βγουν έξω. Η γιαγιά του Στίβεν είχε το βλέμμα της στυλωμένο έξω από το παράθυρο. Είχε ξεκινήσει τη ζωή της ως Γκλόρια Μάνερς. Ύστερα έγινε η σύζυγος του Ρον Πίτερς. Μετά ήταν η μαμά της Λέτι και στη συνέχεια η μαμά της Λέτι και του Μπίλι. Έπειτα, για πολύ καιρό, ήταν η Καημένη η κυρία Πίτερς. Τώρα ήταν η γιαγιά του Στίβεν. Αλλά κατά βάθος θα ήταν πάντα η Καημένη η κυρία Πίτερς· τίποτα δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό, ούτε καν οι εγγονοί της. Πάνω από το προστατευτικό πλέγμα που κάλυπτε το μισό παράθυρο, το τζάμι ήταν πιτσιλισμένο απ' τη βροχή. Στην απέναντι μεριά του δρόμου, οι γείτονες είχαν ήδη ανάψει τα φώτα. Οι στέγες διέφεραν μεταξύ τους όσο και οι τοίχοι. Μερικές είχαν ακόμα τα παλιά κεραμίδια που ανάμεσά τους είχαν φυτρώσει βρύα. Άλλες ήταν στρωμένες με πλάκες σχιστόλιθου, γκρίζες σαν το βροχερό ουρανό. Πάνω από τις σκεπές, η κορυφή του χερσότοπου μόλις που ξεχώριζε μέσα στην ομίχλη -ένα στρογγυλό, λείο πράγμα απ' αυτή την απόσταση. Από τη ζεστασιά του μπροστινού δωματίου με την κεντρική θέρμανση και την τσαγιέρα ν' αρχίζει να σφυρίζει στην κουζίνα, φαινόταν μέχρι και αθώα. Το πιο κοντό απ' τα αγόρια κοπάνησε το παράθυρο με την παλάμη του και η γιαγιά του Στίβεν οπισθοχώρησε τρομαγμένη. Τα παιδιά γέλασαν και το έβαλαν στα πόδια, παρ' όλο που δεν

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

13

τους κυνήγησε κανείς. Ούτε υπήρχε περίπτωση να τους κυνηγήσει, το ήξεραν. «Γριά κουτσομπόλα!» φώναξε ένα απ' αυτά, μα ήταν δύσκολο να δεις ποιο, έτσι χαμηλά που είχαν τις κουκούλες πάνω στα πρόσωπά τους. Η Λέτι όρμησε μέσα, λαχανιασμένη και ανήσυχη. «Τι ήταν αυτό;» Αλλά η γιαγιά του Στίβεν καθόταν πάλι μπροστά στο παράθυρο. Δε γύρισε να κοιτάξει την κόρη της. «Έτοιμο το τσάι;» ρώτησε. Ο Στίβεν βγήκε από τα χωράφια, με το άνοράκ του κρεμασμένο στον ώμο και το μακό μπλουζάκι του μούσκεμα στον ιδρώτα, μετά το σκάψιμο. Το μονοπάτι που είχαν ανοίξει ανάμεσα στα ρείκια γενιές και γενιές ανθρώπων περπατώντας ήταν μέσα στη λάσπη. Σταμάτησε -με το σκουριασμένο φτυάρι ακουμπισμένο στον άλλο του ώμο σαν τουφέκι- και κοίταξε κάτω στο χωριό. Τα φώτα των δρόμων ήταν ήδη αναμμένα και ο Στίβεν ένιωσε σαν άγγελος ή εξωγήινος έτσι όπως παρατηρούσε τις μισοσκότεινες κατοικίες από ψηλά, αποκομμένος από τις μικροσκοπικές υπάρξεις των ανθρώπων κάτω χαμηλά. Βλέποντας τους τρεις αλήτες με τις κουκούλες να τρέχουν στο βρεγμένο δρόμο, μαζεύτηκε ενστικτωδώς. Έκρυψε το φτυάρι πίσω από ένα βράχο κοντά στα γλιστερά ξύλινα σκαλοπάτια της πόρτας του φράχτη. Ήταν σκουριασμένο, αλλά δεν αποκλείεται να το έπαιρνε κανείς και δε γινόταν να το πάει σπίτι· ίσως να του έκαναν ερωτήσεις που δεν μπορούσε -ή δεν τολμούσε- να απαντήσει. Κατηφόρισε το στενό πέρασμα πίσω από το σπίτι. Ο ιδρώτας του είχε κρυώσει τώρα και ανατρίχιασε καθώς έβγαλε τα αθλητικά του για να τα πλύνει στη βρύση του κήπου. Ήταν άσπρα κάποτε, με μπλε ρίγες. Η μαμά του θα γινόταν έξω φρενών αν τα έβλεπε σ' αυτό το χάλι. Τα έτριψε με τους αντίχειρές του και ξέπλυνε τη λάσπη από πάνω τους ώσπου έμεινε μονάχα η βρόμα, ύστερα τα τίναξε με δύναμη. Λασπόνερα πιτσίλισαν

14

BELINDA BA U EJI

τον τοίχο του σπιτιού, αλλά η βροχή τα παρέσυρε γρήγορα. Οι γκρίζες σχολικές κάλτσες του ήταν μουλιασμένες κι είχαν βαρύνει απ' το νερό· τις τράβηξε μία μία απ' τα πόδια του, που είχαν ασπρίσει εντελώς απ' το κρύο. «Είσαι μούσκεμα». Η μητέρα του πρόβαλε στην πίσω πόρτα· είχε ύφος ταλαιπωρημένο και τα σκούρα γαλανά μάτια της ήταν μουντά σαν θάλασσα του βορρά. Σταγόνες βροχής έπεσαν στα ξανθά σαν άχυρα μαλλιά της που ήταν πιασμένα πίσω, σε μια μικρή, πρακτική αλογοουράς και τραβήχτηκε πάλι μέσα για να μη βραχεί. «Μ' έπιασε η βροχή στο δρόμο». «Πού ήσουν;» «Με τον Λούις». Δεν ήταν εντελώς ψέμα. Είχε φύγει μαζί με τον Λούις από το σχολείο. «Τι κάνατε;» «Τίποτα. Απλώς... Ξέρεις». Από την κουζίνα άκουσε τη γιαγιά του να λέει, «Θα 'πρεπε να 'ρχεται κατευθείαν σπίτι από το σχολείο!» Η μητέρα του Στίβεν αγριοκοίταξε τα μουσκεμένα του ρούχα. «Αυτά τα αθλητικά ήταν ακόμα καινούρια τα Χριστούγεννα». «Συγνώμη, μαμά». Πήρε ύφος στενοχωρημένο· συχνά έφερνε αποτέλεσμα. Εκείνη αναστέναξε. «Το τσάι είναι έτοιμο». Ο Στίβεν έφαγε όσο πιο γρήγορα τολμούσε και όσο περισσότερο μπορούσε. Η Λέτι στεκόταν και κάπνιζε στο νεροχύτη και έριχνε τη στάχτη της στην αποχέτευση. Στο παλιό τους σπίτι -πριν έρθουν να μείνουν με τη γιαγιά- η μαμά του καθόταν στο τραπέζι μ' αυτόν και τον Ντέιβι. Έτρωγε. Του μιλούσε. Τώρα τα χείλη της ήταν πάντα σφιγμένα, ακόμα κι όταν είχε τσιγάρο στο στόμα της. Ο Ντέιβι πιπιλούσε τις τηγανητές πατάτες του και ρουφούσε από πάνω τους την κέτσαπ, μετά τις έσπρωχνε προσεκτικά μία μία στην άκρη του πιάτου του.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

15

Η γιαγιά έκοβε κομματάκια από το ψάρι της, που ήταν πασπαλισμένο με φρυγανισμένο ψωμί, και τα εξέταζε καχύποπτα πριν τα φάει. «Έχει τίποτα το ψάρι, μαμά;» Η Λέτι τίναξε τη στάχτη της με δύναμη. Ο Στίβεν την κοίταξε ανήσυχα. «Κόκαλα». «Φιλέτο είναι. Το λέει στο κουτί. Πησσί φιλέτο». «Πάντα τους ξεφεύγουν μερικά κόκαλα. Πρέπει να προσέχει κανείς». Ακολούθησε σιωπή και ο Στίβεν συγκεντρώθηκε στον ήχο που έκανε το φαγητό του μέσα στο κεφάλι του. «Φάε τις πατάτες σου, Ντέιβι». Ο Ντέιβι έκανε μια γκριμάτσα. «Έχουν μουλιάσει όλες τους». «Να το σκεφτόσουν πριν τις πιπιλίσεις. Γιατί δεν το σκέφτηκες; Γιατί;» Ακούγοντας την επίμονη ερώτηση, ο Στίβεν σταμάτησε να μασάει, αλλά το πιρούνι της γιαγιάς συνέχισε να γρατζουνάει το πιάτο της. Η Λέτι πήγε γρήγορα δίπλα στον Ντέιβι και έπιασε μια μουσκεμένη πατάτα. «Φα τη!» Ο Ντέιβι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και το κάτω χείλι του άρχισε να τρέμει. «Άκου ν' αφήνει το φαγητό του», μουρμούρισε φουρκισμένη η γιαγιά. «Τα σημερινά παιδιά δεν εκτιμούν τίποτα». Η Λέτι έσκυψε κι έδωσε στον Ντέιβι μια δυνατή ξυλιά στο γυμνό του μπούτι κάτω από το σορτσάκι του. Ο Στίβεν είδε το άσπρο σημάδι που άφησε το χέρι της στην επιδερμίδα του αδερφού του να κοκκινίζει. Τον αγαπούσε τον Ντέιβι, αλλά πάντα ένιωθε μια μικρή χαρά όποτε έβρισκε τον μπελά του κάποιος άλλος εκτός από τον ίδιο. Και τώρα, βλέποντας τη μητέρα του να τραβάει τον αδερφό του έξω από την κουζίνα και μετά πάνω στη σκάλα, ενώ ο μικρός σπάραζε στο κλάμα, ένιωσε σαν να του είχαν κάνει μια τιμητική διάκριση: την τιμητική διάκριση να γλιτώσει από τα μαζεμένα νεύρα της μητέρας του. Ένας Θεός ήξερε πόσες φορές είχε ξεσπάσει πάνω του επειδή ήταν νευριασμένη με τη γιαγιά. Αλλά τούτο εδώ ήταν μια α-

16

BELINDA BA U EJI

κόμα απόδειξη πως είχε συμβεί επιτέλους αυτό που ήλπιζε ο Στίβεν εδώ και καιρό -ο Ντέιβι είχε μεγαλώσει αρκετά, στα πέντε του, για να υφίσταται το μερίδιο του από τις τιμωρίες. Δεν ήταν πολλές ή σκληρές οι τιμωρίες, αλλά τι στο διάολο· η μητέρα του ήταν ευέξαπτη και αν μοίραζε τις τιμωρίες στα δύο, στον Στίβεν θα έπεφτε μόνο η μισή, κατά την άποψή του. Ίσως και να γλίτωνε εντελώς. Η γιαγιά του δεν είχε σταματήσει να τρώει όλη αυτή την ώρα, αν και έδειχνε να αντιμετωπίζει την κάθε μπουκιά της σαν ναρκοπέδιο. Παρ' όλο που οι λυγμοί του Ντέιβι ακούγονταν τώρα από μακριά, ο Στίβεν αναζήτησε το βλέμμα της γιαγιάς και τελικά αυτή τον κοίταξε, δίνοντάς του την ευκαιρία να στρέψει στωικά τη ματιά του στο ταβάνι, λες και μοιράζονταν το βάρος του άτακτου παιδιού κι αυτό τους έφερνε mo κοντά. «Δεν είσαι καλύτερος απ' αυτόν», είπε εκείνη και γύρισε πάλι στο ψάρι της. Ο Στίβεν κοκκίνισε. Το ήξερε πως ήταν καλύτερος! Μακάρι μόνο να μπορούσε να το αποδείξει στη γιαγιά και τότε όλα θα ήταν διαφορετικά. Το ήξερε. Φυσικά, για όλα έφταιγε ο Μπίλι -ως συνήθως. Ο Στίβεν κράτησε την ανάσα του. Άκουγε τη μητέρα του να πλένει τα πιάτα -τον ήχο πορσελάνης που χτυπούσε πορσελάνη μέσα στο νερό- και τη γιαγιά του να τα παίρνει για να τα σκουπίσει -τον πιο οξύ μελωδικό ήχο που έκαναν τα πιάτα όπως τα τραβούσε από τη στοίβα. Ύστερα άνοιξε αργά την πόρτα του δωματίου του Μπίλι. Είχε μια πολυκαιρισμένη και γλυκιά μυρωδιά, σαν πορτοκάλι ξεχασμένο κάτω από κρεβάτι. Η πόρτα έκλεισε μαλακά πίσω του. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές, μονίμως κλειστές. Ήταν ασορτί με το κάλυμμα του κρεβατιού, γαλάζια και μπλε τετράγωνα που δεν πήγαιναν καθόλου με τα καφετιά ελικοειδή σχέδια του χαλιού. Στο πάτωμα ήταν ένας μισοχτισμένος διαστημικός σταθμός Λέγκο και από την τελευταία φορά που είχε έρθει εδώ ο

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

17

Στίβεν μια αράχνη είχε υφάνει τον ιστό της σε κάτι που έμοιαζε με χοντροφτιαγμένο σταθμό πρόσδεσης. Τώρα καθόταν εκεί και περίμενε να πιάσει δορυφορικές μύγες από το εξώτερο διάστημα του μίζερου υπνοδωματίου. Στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι ήταν κρεμασμένο ένα γαλάζιο και λευκό κασκόλ της Μάντσεστερ Σίτι και ο Στίβεν ένιωσε, ως συνήθως, λύπη και θυμό για τον Μπίλι: με τους χαμένους ακόμα και πεθαμένος. Ο Στίβεν τρύπωνε εδώ μερικές φορές, λες και θα ερχόταν από το παρελθόν ο Μπίλι και θα ψιθύριζε μυστικά και λύσεις στο αυτί τούτου του ανιψιού που είχε ήδη ζήσει ένα χρόνο παραπάνω απ' ό,τι κατάφερε ο ίδιος. Ο Στίβεν είχε εγκαταλείψει από καιρό την ελπίδα ότι θα έβρισκε πραγματικές ενδείξεις. Στην αρχή του άρεσε να φαντάζεται ότι ο θείος Μπίλι ίσως να είχε προβλέψει το θάνατο του και να είχε αφήσει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Ένα αντίτυπο των Πέντε Φίλων με σημαδεμένη κάποια σημαντική σελίδα· τα αρχικά «ΑΕ» χαραγμένα στην ξύλινη επιφάνεια του κομοδίνου· Λέγκο αραδιασμένα σε κύκλο έτσι που να περικλείουν την επίμαχη περιοχή και ένα Χ να μαρκάρει το σημείο. Κάτι που, εκ των υστέρων, θα μπορούσε να το ανακαλύψει και να το αποκρυπτογραφήσει ένα παρατηρητικό παιδί. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο αυτή η μυρωδιά παρελθόντος, πίκρας και θλίψης. Και μια σχολική φωτογραφία ενός αδύνατου, ξανθού παιδιού με ρόδινα μάγουλα, στραβά δόντια και σκούρα γαλανά μάτια που ήταν σχεδόν κλειστά λόγω του τεράστιου χαμόγελου. Είχε περάσει καιρός μέχρι να συνειδητοποιήσει ο Στίβεν ότι η φωτογραφία θα πρέπει να είχε τοποθετηθεί εδώ αργότερα, αφού κανένα αγόρι που θέλει να το σέβονται δεν έχει τη φωτογραφία του στο κομοδίνο εκτός κι αν κρατάει κανένα μεγάλο ψάρι ή κάποιο τρόπαιο. Πριν από δεκαεννιά χρόνια, αυτό το εντεκάχρονο αγόρι -μάλλον όπως κι ο ίδιος- είχε βαρεθεί το φανταστικό διαστημικό παιχνίδι του και είχε πάει να παίξει έξω ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα, προφανώς -κι αυτό ήταν το εξοργιστικό- χωρίς να υποψιάζεται ότι δε θα επέστρεφε ποτέ για να βάλει τα παι-

18

BELINDA BA U EJI

χνίδια του στη θέση τους ή να ανεμίσει το κασκόλ της Μάντσεστερ Σίτι, βλέποντας ματς στην τηλεόραση το απόγευμα κάποιας Κυριακής, ή έστω και να στρώσει το κρεβάτι του, κάτι που είχε κάνει πολύ αργότερα η μητέρα του -η γιαγιά του Στίβεν. Κάποια στιγμή μετά τις 7.15 το βραδάκι που ο κύριος Τζακόμπι από το πρακτορείο εφημερίδων τού πούλησε ένα σακουλάκι Μαλτίζερς, ο θείος Μπίλι πέρασε από τη χώρα της παιδικής φαντασίας στη χώρα με τους εφιάλτες. Στα διακόσια μέτρα ανάμεσα στο πρακτορείο εφημερίδων και αυτό εδώ το σπίτι -διακόσια μέτρα που ο Στίβεν περπατούσε κάθε πρωί και κάθε βράδυ προς και από το σχολείο- ο θείος Μπίλι είχε εξαφανιστεί. Η γιαγιά του Στίβεν περίμενε μέχρι τις 8.30, πριν στείλει τη Λέτι να ψάξει τον αδερφό της, και μέχρι τις 9.30 που έπεσε το σκοτάδι, για να βγει η ίδια. Το καλοκαίρι, που το φως διαρκούσε πολύ τα απογεύματα, τα παιδιά έμεναν έξω παίζοντας και μαζεύονταν για ύπνο πολύ mo αργά απ' ό,τι το χειμώνα. Αλλά όταν ο Τεντ Ράνταλ απ' το διπλανό σπίτι είπε ότι ίσως έπρεπε να καλέσουν την αστυνομία, η γιαγιά του Στίβεν έπαψε να είναι η Μαμά του Μπίλι και έγινε για πάντα η Καημένη η κυρία Πίτερς. Η Καημένη η κυρία Πίτερς -που ο άντρας της είχε σκοτωθεί εντελώς άδικα, πέφτοντας από το ποδήλατο του μπροστά στο λεωφορείο του Μπάρνσταπλ, πριν από έξι χρόνια- περίμενε να γυρίσει ο Μπίλι στο σπίτι. Στην αρχή περίμενε στην πόρτα. Στεκόταν εκεί όλη μέρα, κάθε μέρα, επί ένα μήνα, και ίσα που πρόσεχε τη δεκατετράχρονη Λέτι που περνούσε από δίπλα της για να πάει στο σχολείο και επέστρεφε ακριβώς στις 3.50 το απόγευμα για να μην ανησυχεί κι άλλο η μητέρα της -αν ήταν δυνατό να ανησυχήσει ακόμα περισσότερο. Όταν χάλασε ο καιρός, η Καημένη η κυρία Πίτερς περίμενε στο παράθυρο απ' όπου μπορούσε να βλέπει το .δρόμο και προς τις δυο κατευθύνσεις. Άρχισε να θυμίζει σκυλί σε καταιγίδα -τσιτωμένη, τρομαγμένη, με γουρλωμένα μάτια. Κάθε κίνηση στο δρόμο έκανε την καρδιά της να τινάζεται με τόση δύναμη

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

19

στο στήθος της, ώστε τιναζόταν και η ίδια. Μετά ερχόταν το κύρτωμα των ώμων, καθώς άρχιζε να διακρίνει τον κύριο Τζακόμπι ή τη Σάλι Μπλάνκετ ή τα δίδυμα Τάιθκοτ τόσο καθαρά που, όσο απελπισμένη κι αν ήταν, δεν μπορούσε να φαντάζεται πλέον ότι έβλεπε ένα ροδομάγουλο, κοντοκουρεμένο εντεκάχρονο αγόρι, με καινούρια αθλητικά Νάικι και ένα μισοφαγωμένο σακουλάκι Μαλτίζερς στο χέρι. Η Λέτι έμαθε να μαγειρεύει, να καθαρίζει και να μένει στο δωμάτιο της ώστε να μη βλέπει τη μητέρα της να κοιτάζει το δρόμο και να τινάζεται τρομαγμένη. Πάντα υποψιαζόταν ότι ο Μπίλι ήταν το αγαπημένο παιδί της μητέρας τους και τώρα που αυτός είχε χαθεί, εκείνη δεν είχε πια τη δύναμη να το κρύβει. Έτσι η Λέτι άρχισε να δημιουργεί μια πανοπλία θυμού και εξέγερσης για να προστατέψει το ευαίσθητο κορίτσι μέσα της -που ήταν δεκατεσσάρων ετών, τρομαγμένο, και του έλειπαν εξίσου ο αδερφός και η μητέρα του λες και τους είχε χάσει και τους δυο εκείνο το ζεστό απόγευμα του Ιουλίου. Πώς ήταν δυνατό να μην το ήξερε ο θείος Μπίλι; Για άλλη μια φορά, ο Στίβεν θύμωσε καθώς κοιτούσε τριγύρω το ανίδεο, άψυχο δωμάτιο. Πώς ήταν δυνατό να μην καταλάβει κανείς ότι θα τους συνέβαινε κάτι τέτοιο;

2 Ένα χρόνο αφότου εξαφανίστηκε ο Μπίλι, ένας διανομέας από το Έξετερ συνελήφθη για κάτι άλλο, κάπου αλλού. Στην αρχή, η αστυνομία απλώς ανέκρινε τον Άρνολντ Έιβερι όταν τον κατήγγειλε ένα αγόρι, ονόματι Μέισον Ντίνγκλ, ως επιδειξία. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Άρνολντ Έιβερι είχε κατεβάσει το παντελόνι του μπροστά σ' ένα παιδί -αν και, φυσικά, άλλο είπε αρχικά στην αστυνομία-, αλλά με το να παρασύρει τον δεκαπεντάχρονο Μέισον Ντινγκλ στο βαν του, δήθεν για να ρωτήσει το δρόμο, ο Έιβερι αντάμωσε άθελά του τη νέμεσή του. Ο ίδιος ο Μέισον Ντινγκλ δεν ήταν άγνωστος στην αστυνομία. Το μικροκαμωμένο σουλούπι και τα αγγελικά χαρακτηριστικά του ξεγελούσαν τον κόσμο, κρύβοντας το πραγματικό του πρόσωπο και το γεγονός ότι ήταν ο φόβος κι ο τρόμος του Λάπγουινγκ, στο Πλίμουθ. Γκράφιτι στους τοίχους, απειλές με σκοπό την απόσπαση χρημάτων, διαρρήξεις -όλα τα είχε στο αίμα του ο Μέισον Ντινγκλ και η αστυνομία ήξερε πως ήταν απλώς θέμα χρόνου μέχρι να ακολουθήσει τα βήματα των αδερφών του, όπως ήταν η οικογενειακή τους παράδοση, και να μπαινοβγαίνει όλη του τη ζωή στις φυλακές. Αλλά πριν καταλήξει εκεί (όπου ασφαλώς κατέληξε) ο Μέισον Ντινγκλ βοήθησε να συλληφθεί ο άνθρωπος στον οποίο οι εφημερίδες έβγαλαν αργότερα το παρατσούκλι «ο Στραγγαλιστής του Βαν».

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

21

Φυσικά, η αστυνομία δεν ήξερε καν ότι κυκλοφορούσε ένας τέτοιος δολοφόνος παιδιών. Παιδιά εξαφανίζονταν συχνά και ορισμένα βρίσκονταν νεκρά. Αλλά αυτό συνέβαινε σε όλη τη χώρα και οι αστυνομικές δυνάμεις τη δεκαετία του 1980 δεν είχαν τα μέσα να συγκρίνουν στοιχεία παρά μόνο στις υποθέσεις δολοφονίας με τη μεγαλύτερη δημοσιότητα. Παρά τα οργουελικά βελάσματα της κυβέρνησης περί βελτιώσεων, ανθρώπινου δυναμικού και βάσεων δεδομένων, τα ποσοστά διαλεύκανσης εγκλημάτων από την αστυνομία παρέμεναν πάνω κάτω στα επίπεδα που θα ήταν αν έμπηγαν πού και πού καμιά καρφίτσα σε κάποια λίστα συνήθων υπόπτων. Και εν πάση περιπτώσει -μέχρι να παίξει το ρόλο του ο Μέισον Ντινγκλ στα τεκταινόμενα- κανένα από τα θύματα του Άρνολντ Έιβερι δεν είχε βρεθεί και ο ίδιος ο Έιβερι δεν είχε συλληφθεί ποτέ, ούτε καν κλήση της τροχαίας δεν είχε φάει, οπότε οι αστυνομικοί που ερευνούσαν τέτοιες υποθέσεις δε θα έβρισκαν το όνομά του ακόμα κι αν είχαν όλες τις βάσεις δεδομένων του κόσμου. Έτσι, όταν είδε τον Μέισον Ντινγκλ ολομόναχο να χαράζει -το δίχως άλλο- κάποιο βρομόλογο στο κάθισμα μιας κόκκινης πλαστικής κούνιας σε μια άθλια παιδική χαρά του Λάπγουινγκ, ο Έιβερι σταμάτησε το άσπρο του βαν, ετοιμάστηκε, και σφύριξε για να τραβήξει την προσοχή του νεαρού -σίγουρος για την ανικανότητα της αστυνομίας του Ντέβον και της Κορνουάλης ή οποιασδήποτε άλλης αστυνομικής δύναμης. Ο Μέισον ανασήκωσε το κεφάλι του και ο Έιβερι χάρηκε. βλέποντας το γλυκό προσωπάκι του. Έκανε νόημα στον μικρό να πλησιάσει και ο Μέισον ήρθε βαριεστημένα προς το βαν. «Θα μου δείξεις το δρόμο;» Ο Μέισον Ντινγκλ έγνεψε καταφατικά με τα φρύδια του. Ο Έιβερι πρόσεξε τώρα πως ήταν σαν αντράκι από κάθε άποψη. Όλα πάνω του μαρτυρούσαν αγόρι με μεγαλύτερους αδερφούς. Η καμπουριαστή στάση του, η μαγκιά και η απροθυμία του να βοηθήσει, το τσιγάρο που ήταν περασμένο στο τρυφερό αυτάκι του δίπλα στον ξυρισμένο κρόταφο. Αλλά, αχ, το πρόσωπο του! Τι αγγελικό πρόσωπο!

22

BELINDA BA U EJI

Ο Μέισον έσκυψε στο παράθυρο του βαν, με το βλέμμα πέρα μακριά λες και με το ζόρι μπορούσε να ξεκλέψει λίγο χρόνο από το βαρυφορτωμένο του πρόγραμμα. «Τι έγινε, φίλε;» «Καλά», είπε ο Έιβερι. «Μπορείς να μου δείξεις σ' αυτόν το χάρτη πού είναι το εμπορικό πάρκο;» «Όλο ευθεία από κει και μετά αριστερά, φίλε». «Μπορείς να μου το δείξεις στο χάρτη;» Ο Μέισον αναστέναξε, ύστερα έβαλε το κεφάλι του μέσα στο βαν για να κοιτάξει το χάρτη που ήταν απλωμένος στα πόδια του Έιβερι. «Μπορείς να μου το δείξεις εδώ;» Για μια στιγμή ο Μέισον Ντινγκλ δε συνειδητοποίησε αυτό που έβλεπε, μετά τινάχτηκε ελαφρώς και χτύπησε το κεφάλι του στο σκελετό της πόρτας. Ο Έιβερι είχε ξαναδεί αυτή την αντίδραση. Τώρα θα συνέβαινε το εξής: ή θα κοκκίνιζε ο μικρός, θα άρχιζε να τραυλίζει και θα πεταγόταν πίσω, ή θα κοκκίνιζε, θα τραύλιζε και θα αισθανόταν υποχρεωμένος -επειδή ο Έιβερι ήταν ενήλικας και του είχε κάνει μια ερώτηση- να δείξει την περιοχή στο χάρτη, βάζοντας το χέρι του μόλις λίγα εκατοστά μακριά. Όταν γινόταν αυτό, μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε -και μερικές φορές συνέβαινε. Ο Έιβερι προτιμούσε τη δεύτερη αντίδραση γιατί παρατεινόταν η συνάντηση, αλλά και η πρώτη του άρεσε -να βλέπει φόβο και σύγχυση, αλλά και ενοχές στα πρόσωπά τους, επειδή, στην τελική, όλοι τους το ήθελαν. Ο ίδιος το έδειχνε απλώς πιο ξεκάθαρα. Αλλά ο Μέισον Ντινγκλ αντέδρασε διαφορετικά· καθώς τραβήχτηκε έξω από το παράθυρο του βαν, άρπαξε τα κλειδιά απ' τη μίζα. «Άντε γαμήσου, ανώμαλε», είπε μ' ένα χαμόγελο και σήκωσε τα κλειδιά ψηλά. Ο Έιβερι έγινε έξαλλος. «Δώσ' τα μου πίσω, ρε σκατόπαιδο!» Βγήκε από το βαν, ανεβάζοντας το φερμουάρ του με κάποια δυσκολία. Ο Μέισον οπισθοχώρησε γελώντας. «Να πας να πηδηχτείς!» φώναξε και το έβαλε στα πόδια.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

23 * • *

Ο Άρνολντ Έιβερι επανεκτίμησε τον Μέισον Ντινγκλ. Είχε γελαστεί από την εμφάνισή του. Ο μικρός είχε αγγελικό πρόσωπο, αλλά προφανώς ήταν σκληρό καρύδι. Φαντάστηκε επομένως ότι ο πιτσιρικάς θα ξαναγυρνούσε σύντομα και ή θα απαιτούσε χρήματα, ή θα είχε μαζί του τουλάχιστον ένα μεγαλύτερο συγγενή του ή την αστυνομία. Ο Έιβερι δεν τρόμαξε στη σκέψη αυτή. Ο μικρός ήταν περπατημένος κι αυτό τον είχε βολέψει ως τώρα, αλλά ο Έιβερι μάντεψε ότι θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει και εναντίον του. Κανείς δεν πίστευε τα καλά παιδιά για τέτοια πράγματα -πόσο μάλλον τα μπελαλίδικα παλιόπαιδα. Ιδίως όταν ο άντρας που είχε κατηγορηθεί για μια τέτοια διαστροφή καθόταν και περίμενε να φτάσει η αστυνομία, αντί να φερθεί σαν να είχε κάτι να κρύψει. Έτσι ο Έιβερι άναψε τσιγάρο και περίμενε στην παιδική χαρά -όπου δε θα μπορούσαν να τον αιφνιδιάσουν- να επιστρέψει ο Μέισον Ντινγκλ. Στην αρχή, η αστυνομία δεν ήθελε να πάρει τον Μέισον Ντινγκλ στα σοβαρά. Αυτός όμως ήξερε τα δικαιώματά του και επέμενε, οπότε δύο αστυνομικοί τον έβαλαν τελικά σε ένα περιπολικό -αφού του είπαν κάμποσες φορές ότι αλίμονο του έτσι και τους έκανε να χάσουν το χρόνο τους- και τον πήγαν πίσω στην παιδική χαρά, όπου βρήκαν το άσπρο βαν. Ενώ έλεγχαν αν τα κλειδιά που τους είχε δώσει ο Μέισον ήταν όντως του βαν, πλησίασε θυμωμένος ο Αρνολντ Έιβερι και τους είπε ότι ο μικρός είχε κλέψει τα κλειδιά, ζητώντας χρήματα για να του τα επιστρέψει. «Είπε ότι, αν δεν τον πλήρωνα, θα έλεγε στην αστυνομία ότι προσπάθησα να του βάλω χέρι!» Οι αστυνομικοί έστρεψαν πάλι την προσοχή τους στον Μέισον και, ενώ ο μικρός έλεγε την αλήθεια με κάθε λεπτομέρεια, ο Έιβερι κατάλαβε ότι οι αστυνομικοί ήταν πρόθυμοι να πιστέψουν τη δική του εκδοχή των γεγονότων.

24

BELINDA BAUEJI

Και έτσι όλα πήγαιναν όπως τα ήθελε ο Έιβερι, ώσπου είδε με φόβο ένα αγοράκι να πλησιάζει μαζί με έναν άντρα που έμοιαζε με εξαγριωμένο πατέρα. Παρ' όλο που διατήρησε την ψυχραιμία του μπροστά στους δύο αστυνομικούς, από μέσα του ο Έιβερι βλαστημούσε την ανοησία του. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει! Όλα θα είχαν πάει καλά, αν περίμενε! Αλλά βρισκόταν σε παιδική χαρά και οι παιδικές χαρές προσέλκυαν παιδιά και παρ' όλο που το κοντόχοντρο οχτάχρονο που ερχόταν τώρα κλαίγοντας προς το μέρος του δεν ήταν ουσιαστικά του γούστου του, το πρώτο παιδί είχε αργήσει πολύ να επιστρέψει! Τι να έκανε κι αυτός; Έτσι, σε τελική ανάλυση, για όλα έφταιγε ο Μέισον Ντινγκλ. Αλλά, όταν ο Έιβερι επιχείρησε να εκθέσει αυτή την άποψη σε έναν αστυνομικό του τμήματος ανθρωποκτονιών -αφού είχαν ανακαλυφθεί πέντ' έξι πτώματα παιδιών σε ρηχούς τάφους στο σαρωμένο από βροχές Έξμουρ-, ο αστυνομικός τού έσπασε τη μύτη με μια ανάποδη και ο ίδιος του ο δικηγόρος ανασήκωσε απλώς τους ώμους του. Όλα πήγαν κατά διαόλου. Σιγά σιγά, αλλά αναπόφευκτα, συνδέθηκαν τα στοιχεία, λύθηκε το παζλ και στον Άρνολντ Έιβερι απαγγέλθηκαν κατηγορίες για έξι ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και τρεις απαγωγές ανηλίκων. Οι κατηγορίες για ανθρωποκτονία περιορίστηκαν στον αριθμό των πτωμάτων που βρέθηκαν στο χερσότοπο και οι κατηγορίες για απαγωγή περιορίστηκαν από τα αντικείμενα που βρέθηκαν στο σπίτι και το αυτοκίνητο του Έιβερι και που μπορούσαν να αποδοθούν σίγουρα σε εξαφανισμένα παιδιά -αν και ο Έιβερι δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι πήρε κάποιο απ' αυτά. Μια μονόχειρη κούκλα Μπάρμπι ήταν της δεκάχρονης Μάριελ Όξενμπουργκ από το Γουίντσεστερ· ένα καφετί σχολικό σακάκι με το οικόσημο ενός μονόκερου στην τσέπη ζέσταινε κάποτε τον Πολ Μπάρετ από το Γουέστγουορντ Χο! και ένα ζευγάρι αθλητικά Νάικι που βρέθηκαν κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού του άσπρου βαν είχαν περήφανα γραμμένο με μαρκαδόρο στις γλώσσες τους το όνομα του ιδιοκτήτη τους: Μπίλι Πίτερς.

Η κυρία ΟΆίρι είπε ότι το «με ειλικρίνεια» δεν ήταν σωστό. Στην εμπορική αλληλογραφία, γράφουμε «δικός σας, με εκτίμηση». Ο Στίβεν το άλλαξε, αλλά σκέφτηκε ότι η δασκάλα του έκανε λάθος. Ο ίδιος εκτιμούσε ανθρώπους που ήξερε και αγαπούσε, όχι τον μάνατζερ του σούπερ μάρκετ της περιοχής, που το ψάρι του ήταν τόσο άσχετο με ό,τι έλεγε το κουτί του, ώστε σκότωσε τη γιαγιά του. Όταν έγραφε το γράμμα, η φράση «με ειλικρίνεια» του φάνηκε αρκετά ψυχρή και τυπική. Αλλά, σκέφτηκε ρεαλιστικά, η

26

BELINDA BA U EJI

κυρία Ο Λίρι ήταν αυτή που θα τον βαθμολογούσε, οπότε καλύτερα να συμμορφωνόταν με την άποψή της. Η κυρία ΟΆίρι επισήμανε και το ορθογραφικό του λάθος, αλλά δεν το έκανε θέμα. Είπε ότι το γράμμα του ήταν πολύ καλό, πολύ αυθεντικό. Και το διάβασε στην τάξη. Ο Στίβεν ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Ένιωθε τα μάτια ορισμένων αγοριών καρφωμένα πάνω του. Θα μας το πληρώσεις αργότερα, κωλογλείφτη, ήταν τα λόγια που χάραζαν στο σβέρκο του. Το να σε επαινούν στην τάξη σήμαινε την καταδίκη σου στην παιδική χαρά και ο Στίβεν αναστέναξε στη σκέψη ότι τις επόμενες μέρες θα έπρεπε να αλλάζει δρόμο, να κρύβεται και να κολλάει δίπλα στη δασκάλα -«Τι έχεις, Λαμπ; Πήγαινε να παίξεις!» Ευτυχώς δεν τον επαινούσαν συχνά στην τάξη. Δεν ήταν παρά ένας μέτριος μαθητής, ένα ήσυχο παιδί που σπάνια έκανε φασαρία ή έστω τραβούσε την προσοχή. Όταν η κυρία ΟΆίρι έγραφε τους ελέγχους στο τέλος του τριμήνου, της έπαιρνε μια δυο στιγμές μέχρι να θυμηθεί ότι το όνομα στον κατάλογο της ήταν το κοκαλιάρικο, καστανομάλλικο αγόρι. Μαζί με τη Σαντέλ Κοξ, τον Τέιλορ Λάφλαν και τη Βιβιέν Καν, ο Στίβεν Λαμπ ήταν ένα παιδί που το πρόσεχαν πραγματικά μονάχα διά της απουσίας του, τότε που αποκτούσε πρόσκαιρα στατιστικό ενδιαφέρον χάρη στο σταυρό δίπλα στο όνομά του. Ο Στίβεν πέρασε το μεσημεριανό διάλειμμα δίπλα στις πόρτες του γυμναστηρίου με τον Άούις, όπως συνήθως. Ο Λούις είχε σάντουιτς με τυρί και πίκλες και μια σοκολάτα Μαρς και ο Στίβεν είχε σάντουιτς με πάστα ψαριού και μια διπλή Κιτ Κατ. Ο Λούις αρνήθηκε οποιαδήποτε ανταλλαγή -και με το δίκιο του, σκέφτηκε ο Στίβεν. Τα τρία αγόρια με τις κουκούλες έπαιζαν μπάλα στο γήπεδο του νέτμπολ και μόνο πότε πότε, όποτε ερχόταν η μπάλα αριστερά, είχαν το χρόνο να κοιτάζουν απειλητικά τον Στίβεν ή να τον αποκαλούν μαλάκα. Ένας απ' αυτούς προσποιήθηκε ότι θα του την πετούσε στα μούτρα, ο Στίβεν τρεμόπαιξε τα μάτια του κωμικά και το αγόρι κακάρισε κατσούφικα, μα όλα ήταν υποφερτά.

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

27

«Θέλεις να τον δείρω;» τον ρώτησε ο Λούις, με το στόμα πασαλειμμένο σοκολάτα. «Μπα, δεν πειράζει». Ο Στίβεν ανασήκωσε τους ώμους του. «Ευχαριστώ, πάντως». «Καλά, όποτε θέλεις πες μου». Ο Λούις ήταν λίγο πιο κοντός από τον Στίβεν, αλλά τον περνούσε κατά δέκα κιλά σε εγωισμό και μόνο. Ο Στίβεν δεν τον είχε δει ποτέ να παίζει ξύλο, όμως γενικά αποδέχονταν και οι δυο ότι ο Λούις θα μπορούσε να κάνει καλά οποιονδήποτε μέχρι -αλλά όχι και- την Ογδόη. Ο Μάικλ Κοξ, αδερφός της ημιαφανούς Σαντέλ, ήταν στην Ογδόη, πάνω από ένα ογδόντα τρία και, επιπλέον, μαύρος. Όλοι ήξεραν ότι τα μαύρα παιδιά ήταν πιο σκληρά καρύδια και ότι ο Μάικλ Κοξ ήταν το πιο σκληρό καρύδι απ' όλους. Εκτός από τον Μάικλ Κοξ, ο Στίβεν πίστευε ότι ο Λούις μπορούσε να κάνει καλά οποιονδήποτε. Όμως ακόμα και ο Λούις δεν μπορούσε να τα βάλει και με τους τρεις αλήτες μαζί και σίγουρα αυτό θα συνέβαινε αν αποφάσιζε να τα βάλει με τον έναν. Το ήξεραν και οι δυο, οπότε άλλαξαν θέμα κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας. «Ο γέρος μου θα με πάει αύριο στο ματς. Θες να 'ρθεις;» Στο ματς, ήξερε ο Στίβεν, έπαιζε η τοπική ομάδα, οι Μπλακλάντερς. Καθώς δεν υπήρχε ποδοσφαιρική ομάδα της πρώτης κατηγορίας στην περιοχή, ο Λούις και ο πατέρας του το είδαν ρεαλιστικά και έγιναν θερμοί υποστηρικτές των Μπλακλάντερς -μια παρδαλή συνάθροιση μισοταλαντούχων παικτών. Ο Λούις παρακολουθούσε την τύχη τους με τον ίδιο ενθουσιασμό που είχαν οι συμμαθητές του για τη Λίβερπουλ ή τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Το να πηγαίνουν στα ματς ήταν το μόνο πράγμα που έκαναν ποτέ μαζί ο Λούις κι ο μπαμπάς του. Ο μπαμπάς του ήταν ένας κοντός, κοκκινοτρίχης άντρας με γυαλιά, που μιλούσε σπανίως. Φορούσε γεροντίστικα παντελόνια και δούλευε σε ένα γραφείο στο Μάινχεντ, αλλά ο Λούις δεν είχε νοιαστεί ποτέ να μάθει τι ακριβώς δουλειά ήταν αυτή. «Κάτι σχετικό με το νόμο», έλεγε ανασηκώνοντας τους ώμους

28

BELINDA B A U E J I

του όταν τον ρωτούσε ο Στίβεν. Στο σπίτι ο μπαμπάς του Λούις έλυνε το σταυρόλεξο της Τέλεγκραφ και έκανε έρευνα για το οικογενειακό του δέντρο στο Ίντερνετ. Το χειμώνα, αυτός και η μητέρα του Λούις πήγαιναν μια φορά τη βδομάδα στο κοινοτικό κέντρο και έπαιζαν μπάντμιντον -ένα γελοίο παιχνίδι που γινόταν ακόμα πιο γελοίο όποτε τους έβλεπε ο Στίβεν με την εξάρτυσή τους, αυτόν με τις ξανθές σγουρές τρίχες στα πόδια του κι εκείνη με μίνι φούστα και τα χοντρά μπούτια της σε κοινή θέα. Όλα τα χρόνια που ήταν φίλοι ο Στίβεν κι ο Λούις, ο μπαμπάς του Λούις του είχε πει απευθείας μόνο τρία πράγματα: «Γεια σου, Στίβεν», σε πολλές περιστάσεις. «Τι γίνεται, παιδιά, διασκεδάζετε;» όποτε τους πετύχαινε να κατασκοπεύουν. Και μια φορά -προς μεγάλη ντροπή του Στίβεν- «Ποιος πάτησε σκυλόσκατα και τα κουβάλησε στην κουζίνα;» Όπως έκανε και η πολύ πιο μεγαλόσωμη και ζωηρή μητέρα του, ο Λούις αγνοούσε γενικά τον μπαμπά του. Μπροστά στον Στίβεν, αντιδρούσε σε ό,τι έλεγε ο μπαμπάς του με ειρωνικό ύφος ή παγερή σιωπή. Μια φορά, ένα καλοκαίρι, ο Στίβεν είχε πάει στο Μάινχεντ με την οικογένεια του Λούις για να δουν ένα διαγωνισμό κάστρων στην άμμο. Μέχρι να φτάσουν είχε πιάσει μπόρα και οι μεγαλοπρεπείς δημιουργίες είχαν γίνει ακαθόριστοι όγκοι που έλιωναν, οπότε το παραμυθένιο κάστρο έμοιαζε με τον Τιτανικό και η όρκα σε φυσικό μέγεθος με μπάλα του ράγκμπι. Παρ' όλα αυτά, ο μπαμπάς του Λούις πήγε από βουναλάκι σε βουναλάκι με το αδιάβροχο Μπέργκχαους του, φωτογραφίζοντας το καθένα από κάμποσες γωνίες, ενώ προσπαθούσε να ενθουσιάσει τον Λούις επαναλαμβάνοντας διάφορες παραλλαγές τού «Βλέπεις πώς θα ήταν!» Όλη αυτή την ώρα, ο Λούις και η μητέρα του έτρεμαν κάτω από μια ομπρέλα που πλατάγιζε στον άνεμο, κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι τους και γκρίνιαζαν δυνατά ότι ήθελαν να μπουν κάπου και να πιουν ένα ζεστό τσάι. Αν και δεν είχε εντελώς τα κότσια να εγκαταλείψει τον Λούις και να εκδηλώσει συμπαράσταση για τα κάστρα, ο Στίβεν είχε σταθεί λίγο πιο πέρα από το φίλο του, τη μητέρα του και την ομπρέλα τους. Προτιμούσε να βραχεί παρά να φανεί ότι συμμε-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

29

ριζόταν την περιφρόνησή τους για το θλιβερό ενθουσιασμό του μπαμπά του Λούις. Κατά τη γνώμη του, πήγαινε χαμένος ως πατέρας. Ο Λούις τον επανέφερε στο εδώ και τώρα, προσθέτοντας με δελεαστικό ύφος: «Ο Μπάτεν βγήκε απ' τη λίστα τραυματιών». Ο Στίβεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν μπορώ». «Μα είναι Σάββατο». Ο Στίβεν ανασήκωσε τους ώμους του. Ο Λούις κούνησε το κεφάλι του με οίκτο. «Εσύ χάνεις, φίλε». Ο Στίβεν πολύ αμφέβαλλε· είχε δει τους Μπλακλάντερς να παίζουν. Το Σάββατο δεν έβρεχε και, χωρίς να είναι μια ζεστή μέρα, τουλάχιστον δεν έκανε πολύ κρύο, για Ιανουάριο. Ο Στίβεν έσκαψε δυο ολόκληρες τρύπες μέχρι το μεσημέρι και έφαγε ψωμί με μαρμελάδα φράουλα. Πάντα έφτιαχνε ο ίδιος τα σαββατιάτικά του σάντουιτς, οπότε δεν αναγκαζόταν να υποστεί ποτέ την ντροπή της πάστας ψαριού. Είχε πάρει τις κόρες του ψωμιού -σε κανέναν δεν άρεσαν. Μια απ' αυτές είχε ένα στίγμα μούχλας πάνω της και το έβγαλε με το βρόμικο δάχτυλο του. Αυτό του έφερε στο μυαλό τον θείο Τζουντ. Απ' όλους τους θείους που είχε ποτέ ο Στίβεν, ο θείος Τζουντ ήταν ο αγαπημένος του. Ήταν ψηλός, πολύ ψηλός, και είχε χοντρά, σκυθρωπά φρύδια και βαθιά φωνή σαν από ταινία τρόμου. Ο θείος Τζουντ ήταν κηπουρός, είχε ένα φορτηγό τεσσάρων χρόνων και τρεις άντρες στη δούλεψή του, αλλά τα νύχια του ήταν πάντα βρόμικα, πράγμα που απεχθανόταν η γιαγιά. Η μαμά του Στίβεν έλεγε πως ήταν καθαρό χώμα -όχι τίποτα λίγδες. Βέβαια, αυτό ήταν πριν χωρίσουν. Μετά, η μόνη απάντηση της μαμάς του στις επικρίσεις της γιαγιάς για τον θείο Τζουντ ήταν να σφίγγει ελαφρώς τα χείλια της και να νευριάζει πιο εύκολα με τον Στίβεν και τον Ντέιβι. Ο θείος Τζουντ ήταν που είχε δώσει στον Στίβεν το φτυάρι του. Ο Στίβεν του είχε πει ότι ήθελε να σκάψει στην πίσω αυλή για να φυτέψει λαχανικά. Φυσικά δεν το έκανε ποτέ, αλλά ο θεί-

30

BELINDA BA U EJI

ος Τζουντ το αντιμετώπιζε με χιούμορ. Έμπαινε στην κουζίνα, κοιτούσε τη ζούγκλα των αγριόχορτων μέσα στη βροχή και έλεγε: «Πώς πάνε οι ντομάτες, Στιβ;» Ή «Βλέπω ότι τα φασόλια έχουν πάρει τα πάνω τους». Κι αντάλλαζε ειρωνικά χαμόγελα με τον Στίβεν και το στήθος του Στίβεν φούσκωνε λίγο από χαρά. Μερικές φορές, μετά το τσάι, ο θείος Τζουντ έπαιζε μαζί τους τον Φρανκενστάιν, πράγμα που σήμαινε ότι κυνηγούσε τον Στίβεν και τον Ντέιβι γύρω γύρω στο σπίτι, ορμούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο με τα χέρια του απλωμένα για να πιάσει τα παιδιά και φώναζε απειλητικά, «Χο χο χο! Όσο και να τρέξετε, όπου και να κρυφτείτε, ο Φρανκενστάιν θα σας βρει!» Ο Στίβεν ήταν τότε αρκετά μεγάλος, κόντευε τα δέκα, και δεν τα πίστευε αυτά, μα το πελώριο ανάστημα του θείου Τζουντ και οι υστερικές στριγκλιές του τρίχρονου Ντέιβι τον έκαναν να φοβάται στ' αλήθεια. Παρίστανε ότι έπαιζε για χάρη του Ντέιβι, αλλά κρυμμένος πίσω από τον καναπέ ή τυλιγμένος με τη χοντρή πράσινη κουρτίνα του μπροστινού δωματίου και περιμένοντας να τους βρει ο θείος Τζουντ, ήξερε ότι οι κοφτές ανάσες του και το σφυροκόπημα της καρδιάς του δεν έλεγαν ψέματα. Ο Ντέιβι δεν άντεχε την αγωνία και πάντα λύγιζε, πεταγόταν από την κρυψώνα τους και έτρεχε ικετευτικά στα πόδια του θείου Τζουντ, φωνάζοντας: «Είμαι φίλος του Φρανκενστάιν!» Ο Στίβεν άρπαζε την ευκαιρία να σηκωθεί επίσης και κουνούσε ειρωνικά το κεφάλι του που ο Ντέιβι είχε χαλάσει το παιχνίδι· κατά βάθος όμως ένιωθε ανακούφιση που είχε τελειώσει. Ο χλομός ήλιος του χειμώνα ζέσταινε λίγο την πλάτη του, ενώ σκεφτόταν τον θείο Τζουντ. Ήταν δυο θείους πριν. Ύστερα απ' αυτόν ήταν ο θείος Νιλ, που είχε κρατήσει μονάχα δυο βδομάδες πριν εξαφανιστεί με το πορτοφόλι της μητέρας του και μισό μαγειρεμένο κοτόπουλο, και πιο πρόσφατα ήταν ο θείος Μπρετ, που καθόταν και έβλεπε τηλεόραση με θρησκευτικό ζήλο, ώσπου η γιαγιά κι η μαμά έστησαν άγριο καβγά πάνω από το κεφάλι του στη διάρκεια του τηλεπαιχνιδιού Αντίστροφη Μέτρηση. Όταν ο θείος Μπρετ τους είπε να σκάσουν για να ακούσει την ερώτηση, εκείνες γύρισαν και του επιτέθηκαν ταυτόχρονα. Ύστερα απ' αυτό, ο θείος δεν ξανάρθε.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

31

Η μητέρα του ήταν σε κενό διάστημα τώρα. Ο Στίβεν δε συμπαθούσε πάντα τους θείους, αλλά πάντα στενοχωριόταν όταν έφευγαν. Η οικογένειά του ήταν μικρή και τον έκανε να αισθάνεται μοναξιά, οπότε του άρεσε η όποια αύξηση των μελών της, ακόμα κι αν ήταν πάντα προσωρινή. Το φτυάρι του χώθηκε στο έδαφος και χτύπησε σε κάτι σκληρό. Ο Στίβεν έσκυψε και παραμέρισε το χώμα με τα χέρια του. Συνήθως χτυπούσε σε καμιά πέτρα ή ρίζα, αλλά αυτό ακουγόταν διαφορετικό. Το στομάχι του χοροπήδησε όταν είδε το ωχρό, λείο κόκαλο να εμφανίζεται μέσα απ' τη σκούρα γη. Γονάτισε και έξυσε με τα νύχια του το πηχτό, γεμάτο μπερδεμένες ρίζες χώμα του χερσότοπου. Δεν είχε άλλα εργαλεία, μόνο το χοντροφτιαγμένο φτυάρι, και το χώμα έμπαινε στα νύχια του και τον πονούσε. Σιγά σιγά μπόρεσε να χώσει το δάχτυλο του κάτω απ' το κόκαλο και προσπάθησε να το ανασηκώσει. Κουνήθηκε μονάχα λίγα χιλιοστά, αλλά ήταν αρκετά για να φανεί ένα δόντι. Ένα δόντι. Με την ανάσα του φρακαρισμένη κάπου στο στήθος του, ο Στίβεν έσκυψε και άγγιξε το δόντι. Αυτό κουνήθηκε ελαφρώς μέσα στη σιαγόνα. Ο Στίβεν κάθισε πίσω στις φτέρνες του. 0 ουρανός και τα ρείκια χόρευαν γύρω του. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και έκανε εμετό μέσα στους ράχους. Κορδέλες μύξας έτρεξαν από το στόμα και τη μύτη του στο έδαφος και για ένα δευτερόλεπτο ένιωσε πολύ έντονα ότι τα ίδια του τα υγρά τον έδεναν στο χερσότοπο, ότι τον τραβούσαν μέσα στο έδαφος, ότι η μύτη και το στόμα του γέμισαν χώμα, ρίζες, σάπια φύλλα και μικρά έντομα που τσιμπούσαν. Τράβηξε το κεφάλι του πίσω και σηκώθηκε παραπατώντας στα πόδια του. Σκούπισε τη μύτη και το στόμα του στο γυμνό του μπράτσο και έφτυσε κάμποσες φορές για να καθαρίσει το λαιμό του. Στο λαρύγγι του είχε ακόμα την ξινή γεύση του εμετού. Από τρία μέτρα μακριά, κοίταξε επιφυλακτικά μέσα στη ρη-

32

BELINDA BA U EJI

χή τρύπα. Χρειάστηκε να κάνει δυο βήματα μπροστά για να δει τη σιαγόνα και μετά έμεινε ακίνητος. Τα είχε καταφέρει. Είχε καταφέρει αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει η αστυνομία με όλο το ανθρώπινο δυναμικό και την τεχνολογία της, με τις ακτίνες που ανίχνευαν θερμότητα και τα σκυλιά της και τις εκτεταμένες της έρευνες. Είχε βρει τον Μπίλι Πίτερς. Και είχε αγγίξει το δόντι του. Στη σκέψη αυτή το στομάχι του ανακατεύτηκε πάλι, αλλά κατάπιε τον εμετό. Ξαφνικά τα γόνατά του λύγισαν. Κάθισε βαριά σε ένα μαλακό σημείο από ρείκια και χορτάρια. Η ανακούφισή του ήταν αφάνταστη. Ήταν καλύτερος! Και τώρα η γιαγιά του θα το καταλάβαινε και όλα θα άλλαζαν. Θα σταματούσε να στέκεται στο παράθυρο και να περιμένει μάταια να έρθει σπίτι το παιδί· θα άρχιζε να προσέχει αυτόν και τον Ντέιβι και όχι μονάχα με κακία, αλλά έτσι όπως θα έπρεπε να τους προσέχει μια γιαγιά -με αγάπη, με κρυφά μυστικά και με κέρματα των πενήντα πενών για γλυκά. Και αν η γιαγιά αγαπούσε αυτόν και τον Ντέιβι, τότε ίσως εκείνη κι η μαμά να φέρονταν καλύτερα η μια στην άλλη· και αν η γιαγιά και η μαμά φέρονταν καλύτερα η μια στην άλλη, θα ήταν όλοι τους πιο ευτυχισμένοι και θα ήταν κανονική οικογένεια και... τέλος πάντων... όλα θα ήταν... καλύτερα. Και όλα θα οφείλονταν σ' αυτό -αυτό το λείο, ασπροκίτρινο, καμπυλωτό κόκαλο και τα παιδικά δόντια. Ο Στίβεν φαντάστηκε την οδοντόβουρτσα του θείου Μπίλι να τρίβει αυτούς τους κιτρινισμένους τραπεζίτες και έδιωξε αμέσως την εικόνα από το μυαλό του. Αργά αλλά αποφασιστικά έσυρε τα βήματά του ως την ξεθαμμένη σιαγόνα· μέσα του είχε αρχίσει να αναβλύζει ενθουσιασμός. Νέες προοπτικές εξερράγησαν στο μυαλό του σαν πυροτεχνήματα, φωτίζοντας ένα μέλλον που καλά καλά δεν τολμούσε

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

33

ως τότε να ελπίζει ότι θα υπήρχε. Θα γινόταν ήρωας! Θα τον έγραφαν οι εφημερίδες. Η κυρία Καντσέσκι θα έκανε ανακοίνωση μπροστά σε όλο το σχολείο και όλοι θα θαύμαζαν που αυτό το συνηθισμένο παιδί είχε κάνει κάτι τόσο εξαιρετικό. Ίσως να του έδιναν κάποια αμοιβή ή κάποιο μετάλλιο. Η μαμά κι η γιαγιά θα ήταν πολύ περήφανες και γεμάτες ευγνωμοσύνη. Θα του πρόσφεραν τα πάντα κι αυτός θα ζητούσε μόνο ένα σκέιτμπορντ για να πηγαίνει στη ράμπα με τα μεγαλύτερα παιδιά και να είναι ένας έφηβος με φαρδύ τζιν, μπρελόκ με αλυσίδες και ουλές μάχης. Ή, ακόμα καλύτερα, γύψο -αλλά αυτό θα τον εμπόδιζε να κάνει σκέιτ. Φυσικά, στην αρχή θα έτρωγε τούμπες, αλλά σύντομα θα πετούσε και θα ήταν ο καλύτερος στο χωριό. Θα μάθαινε στον Ντέιβι να κάνει σκέιτ και θα ήταν υπομονετικός μαζί του, θα τον έπιανε από το χέρι και θα τον βοηθούσε να σηκωθεί όταν έπεφτε. Και τα κορίτσια θα χαχάνιζαν ντροπαλά το ένα στο άλλο και θα τον ακολουθούσαν με το βλέμμα τους όταν αυτός θα γυρνούσε σπίτι με το κατά παραγγελία φτιαγμένο σκέιτ του στη μασχάλη, πίνοντας Κόκα Κόλα. Ίσως, με καπελάκι του μπέιζμπολ. Και με άσπρα καλώδια απ' τα ακουστικά του που θα κρέμονταν μπροστά στο γυμνό του στήθος, ενώ ο ήλιος θα έγερνε στο γαλαζοπράσινο ουρανό. Όλοι θα ήθελαν να είναι φίλοι του, αλλά αυτός θα έμενε πιστός στον Λούις· ο Λούις ήταν πραγματικός φίλος, ακόμα κι αν δεν αντάλλαζε μια σοκολάτα Μαρς με μια διπλή Κιτ Κατ. Όλες αυτές οι προοπτικές τον τρόμαζαν. Αν τις σκεφτόταν πολύ, η πιθανότητα απογοήτευσης ήταν τεράστια. Καλύτερα να μην περιμένεις τίποτα και να σου τύχει λίγο, έλεγε πάντα η μαμά του. Οπότε, άφησε τα πυροτεχνήματα να σκάσουν και να σβήσουν, καπνίζοντας σαν βεγγαλικά σε κουβά με νερό. Ένιωσε σχεδόν και τη μυρωδιά τους, μια μυρωδιά από υγρές φλόγες μια ξάστερη νύχτα του Νοέμβρη. Αντιλήφθηκε ότι ανάσαινε ξανά για πρώτη φορά ύστερα από κάμποσα λεπτά. Και βρισκόταν πάλι στο Έξμουρ. Είχε αρχίσει να φυσάει ένας παγερός άνεμος και από πάνω του μαζεύονταν σύννεφα βροχής, οπότε κατάλαβε πως έπρεπε να βιαστεί αν ήθελε να συναντήσει τη δόξα.

34

BELINDA BA U EJI

Συνειδητοποίησε ότι έτρεμαν τα χέρια του, όπως παλιά του θείου Ρότζερ πριν πιει το ποτό του. Προσπαθώντας να διώξει από το μυαλό του τη σχολική φωτογραφία του Μπίλι με το πλατύ χαμόγελο και τα άσπρα δοντάκια, ο Στίβεν άρχισε να σκαλίζει γύρω από τη σιαγόνα ώσπου κατάφερε τελικά να τη βγάλει από το χώμα. Για κάμποσα λεπτά κάθισε και την κοιτούσε σαν χαζός. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Καθόλου καλά. Ο Στίβεν άγγιξε το δικό του σαγόνι για να νιώσει πώς κουνιόταν και πού συνδεόταν. Εδώ ήταν το κομμάτι που ανέβαινε στο πλάι του προσώπου του μέχρι το αυτί. Αυτό φαινόταν εντάξει, όμως υπήρχε κάτι που δεν πήγαινε καλά. Το σαγόνι παραήταν μακρύ. Και τα δόντια δεν ήταν σωστά. Δεν ήταν μικρά παιδικά δόντια -ήταν μακριά, πλακουτσωτά και κίτρινα. Ο Στίβεν έσυρε το δάχτυλό του στα δικά του κάτω δόντια. Οι τραπεζίτες σταματούσαν στο πλατύ μπροστινό μέρος του σαγονιού, δίνοντας τη θέση τους σε αιχμηρούς κοπτήρες. Αλλά η σιαγόνα που κρατούσε στο χέρι του είχε μεγάλους, χοντρούς τραπεζίτες και μόνο δυο μακριούς κοπτήρες στο στενό μπροστινό μέρος. Όλα ήταν λάθος. Του ήρθε πάλι αναγούλα, αλλά αυτή τη φορά δεν έκανε εμετό. Ανακατευόταν, ήταν κουρασμένος και αισθανόταν ότι μια ζωή αναμονής και απογοητεύσεων δε θα τελείωνε ποτέ. Ότι ήταν ανόητος που ήλπιζε. Αυτή η σιαγόνα ήταν από πρόβατο. Φυσικά ήταν από πρόβατο. Ο χερσότοπος ήταν γεμάτος πρόβατα, γελάδια και πόνι που όπως ζούσαν εδώ, έτσι και πέθαιναν. Καθημερινά. Τα κόκαλά τους θα πρέπει να ξεπερνούσαν αυτά των δολοφονημένων παιδιών κατά χίλια... όχι, ένα εκατομμύριο προς ένα. Τι ανόητος που ήταν! Ο Στίβεν έριξε μια ματιά τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν παρακολουθούσε κανείς τον εξευτελισμό του. Ένιωθε τον πόνο της αποτυχίας και, πιο βαθιά μέσα του, τον πόνο της απώλειας ενός μέλλοντος που είχε αντικρίσει μόνο για μια στιγμή αλλά που ήταν τόσο λαμπρό.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

35

Σηκώθηκε βαριά και άφησε άτονα τη σιαγόνα να πέσει από τα δάχτυλά του μέσα στο χώμα του χερσότοπου απ' όπου του είχε πάρει δυο ώρες να την ξεθάψει. Έπιασε το φτυάρι και βάλθηκε να το κατεβάζει πάνω στο κόκαλο, ρίχνοντας τα χτυπήματα βροχή, ώσπου εξαντλήθηκε και σταμάτησε. Η σιαγόνα είχε σπάσει σε τέσσερα κομμάτια και τα περισσότερα δόντια είχαν πεταχτεί έξω. Ο Στίβεν κλότσησε πάνω της χώμα. Με τα μάτια του να τσούζουν από δάκρυα, έβαλε το φτυάρι στον ώμο του και πήρε το δρόμο για το σπίτι.

4 Ο κύριος Λάβτζοϊ μιλούσε για τους Ρωμαίους, έλεγε, έλεγε και τελειωμό δεν είχε, μα το μυαλό του Στίβεν ήταν αλλού. Παραδόξως, δε σκεφτόταν το ποδόσφαιρο ή το βραδινό φαγητό, αλλά το μάθημα αγγλικών της κυρίας ΟΆίρι. Το γράψιμο επιστολών. Μια αρχαία τέχνη. Ο Στίβεν δεν είχε υπολογιστή στο σπίτι -ούτε κινητό, προς μεγάλη του ντροπή-, αλλά ο Λούις είχε και τα δύο, οπότε ο Στίβεν ήξερε να στέλνει email και μηνύματα, αν και ήταν τόσο αργός με τα μηνύματα που ο Λούις γρύλιζε συνήθως εκνευρισμένος, του άρπαζε το τηλέφωνο απ' τα χέρια και ολοκλήρωνε το μήνυμά του. Αυτό πήγαινε κόντρα στο ζητούμενο, που ήταν να εξασκείται ο Στίβεν, αλλά εκείνος, όταν έβλεπε πόσο γρήγορα έτρεχαν τα δάχτυλα του Λούις στα πλήκτρα, καταλάβαινε πόσο εκνευριστικό θα ήταν για το φίλο του να παρακολουθεί τις γελοίες προσπάθειές του. Αλλά τα γράμματα ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν καλός στις επιστολές, το είχε πει η κυρία Ο'Λίρι. Τα γράμματά του είχαν αυθεντικότητα. Η κυρία Ο'Λίρι μπορεί να είχε ήδη ξεχάσει ότι ο Στίβεν έγραψε ένα καλό γράμμα και είχε αρχίσει να αγνοεί σχεδόν την ύπαρξή του, όμως ο Στίβεν δεν είχε ξεχάσει τον έπαινο της. Σπάνια τον επαινούσαν και τώρα καθόταν στο μάθημα ιστορίας του κυρίου Λάβτζοϊ και κλωθογύριζε αυτό τον έπαινο στο μυαλό του σαν ακατέργαστο βόλο χρυσού, τον εξέταζε από κάθε

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

37

πλευρά, κοιτούσε πώς αντανακλούσε το φως και -όπως κάθε χρυσοθήρας- αναρωτιόταν τι αξία να είχε. Σχεδόν τυχαία είχε ανακαλύψει το ταλέντο του στις επιστολές. Δεν ήταν ταλέντο που θα διάλεγε ποτέ ο ίδιος -καλύτερα να είχε ταλέντο στο σκέιτμπορντ ή στο μπάσο-, όμως δεν ήταν παιδί που θα απέρριπτε κάτι χωρίς να διαπιστώσει πρώτα αν ήταν ωφέλιμο. Όταν ήταν δέκα χρονών, θυμήθηκε ξαφνικά, είχε βρει ένα παιδικό μπάγκι, παραμορφωμένο και παρατημένο στο πάρκινγκ ενός κεντρικού δρόμου. Όλα πάνω του ήταν κατεστραμμένα, λες και το είχε πατήσει αυτοκίνητο. Όλα, εκτός από τους τρεις τροχούς. Ήταν καλοί τροχοί, με κανονικά λάστιχα και μεταλλικές ακτίνες. Ήταν από κείνα τα στυλάτα μπάγκι παντός εδάφους, λες και οι γονείς που το είχαν αγοράσει σχεδίαζαν να ανέβουν στοΈβερεστ, σέρνοντας από πίσω το νήπιό τους. Ο Στίβεν πήρε τους τροχούς σπίτι και τους φύλαξε. Ώσπου, σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, έσπασε το καροτσάκι της γιαγιάς για τα ψώνια ενώ γυρνούσε από του κυρίου Τζακόμπι. Το καροτσάκι της ήταν σκέτη ντροπή, ένα καρό κουτί με δυο μεταλλικούς παλιοτροχούς με σκληρές ελαστικές ζάντες, αλλά το είχε πολύ καιρό και στενοχωρήθηκε όταν έσπασε η μία ρόδα. Θα έπρεπε τώρα να αγοράσει καινούριο και ήταν πανάκριβα, όπως καθετί άλλο στις μέρες μας. Ο Στίβεν επισκεύασε το καροτσάκι στον πίσω κήπο. Ο κύριος Ράνταλ του δάνεισε μερικά παλιά εργαλεία, του έδειξε μάλιστα πώς να βάλει ροδέλες για να μην ακουμπάνε οι μεγαλύτεροι και φαρδύτεροι τροχοί παντός εδάφους στα πλευρά του καροτσιού. Όταν ο Στίβεν παρουσίασε το ανανεωμένο καροτσάκι στη γιαγιά του, εκείνη σούφρωσε καχύποπτα τα χείλη της και το τράνταξε άγρια μπρος πίσω στο πάτωμα, λες και θα ξεκολλούσαν αμέσως οι τροχοί αν προσπαθούσε αρκετά. Αλλά ο Στίβεν είχε προσέξει -είχε προσέξει πάρα πολύ- να σφίξει και να ξανασφίξει το κάθε παξιμάδι και το καροτσάκι παρέμεινε ακέραιο. «Φαίνεται γελοίο», είπε η γιαγιά.

38

BELINDA B A U E J I

«Είναι τροχοί παντός εδάφους», αποτόλμησε να πει ο Στίβεν. «Θα κυλάνε πολύ πιο ομαλά πάνω σε πέτρες, πεζοδρόμια και τα σχετικά». «Χμμ. Μόνο αυτό μου έλειπε! Ένα καρότσι ανώμαλου δρόμου». Το τράνταξε πάνω κάτω νευριασμένα μερικές φορές ακόμα και ο Στίβεν κράτησε την ανάσα του. Οι τροχοί έμειναν στη θέση τους. «Θα δούμε...» είπε εκείνη. Και είδε. Το ίδιο κι ο Στίβεν. Είδε πόσο πιο εύκολα τραβούσε η γιαγιά το καρότσι. Δε φράκαρε ποτέ σε πέτρες και ανεβοκατέβαινε τα πεζοδρόμια πηδώντας. Οι άλλες ηλικιωμένες γυναίκες σταματούσαν και το θαύμαζαν και μια φορά, που του έμεινε αξέχαστη, είδε τη γιαγιά να αγγίζει με το μπαστούνι της ένα από τα λάστιχα με ολοφάνερη περηφάνια. Δεν του είπε ποτέ ευχαριστώ, αλλά τον Στίβεν δεν τον ένοιαζε. Δεν ήξερε γιατί θυμήθηκε το καροτσάκι ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί τα γράμματά του, αλλά ξαφνικά οδηγήθηκε σε μια άλλη σκέψη, που του τράβηξε την προσοχή. Είχε δείξει το καροτσάκι στον θείο Τζουντ και αυτός το είχε εξετάσει προσεκτικά, γυρνώντας το από δω κι από κει, παίρνοντάς το στα σοβαρά. Τελικά είχε πει, «Μπράβο, Στίβεν». Ο Στίβεν νόμισε ότι θα έσκαγε από τη χαρά του, όμως δεν το έδειξε, κούνησε μονάχα το κεφάλι του και δεν είπε τίποτα. Ύστερα, ο θείος Τζουντ σηκώθηκε και είπε, «Αυτό είναι το μυστικό της ζωής, ξέρεις». Ο Στίβεν είχε κουνήσει με σοβαρότητα το κεφάλι του, λες και ήξερε όντως ήδη τι θα έλεγε ο θείος Τζουντ, όμως περίμενε όλο αυτιά να ακούσει το μυστικό της ζωής. «Να αποφασίζεις τι θέλεις και μετά να βρίσκεις πώς να το καταφέρεις». Τότε, ο Στίβεν είχε απογοητευτεί λίγο που το -μυστικό της ζωής, σύμφωνα με τον θείο Τζουντ, δεν ήταν κάτι πιο εντυπωσιακό ή τουλάχιστον πιο μυστηριώδες. Αλλά τώρα, που καθό-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

39

ταν μέσα στη ζεστή τάξη, χωρίς ν' ακούει για τα μωσαϊκά του Κεντ, το σκέφτηκε καλά για πρώτη φορά. Ήξερε ήδη τι ήθελε. Τώρα έπρεπε μονάχα να βρει πώς να χρησιμοποιήσει το νέο όπλο στο περιορισμένο του οπλοστάσιο για να το καταφέρει.

5 Ο Λούις ήταν ένας πολυλογάς με μεγάλο κύκλο φίλων, αλλά θεωρούσε τον Στίβεν τον καλύτερο απ' όλους. Οι δυο τους είχαν γεννηθεί μόλις τρία σπίτια και πέντε μήνες απόσταση ο ένας απ' τον άλλο. Όσο κοκαλιάρης ήταν ο Στίβεν, τόσο γεροδεμένος ήταν ο Λούις· κοκκινόμαλλος με φακίδες, ενώ ο Στίβεν καστανομάλλης και ωχρός· τόσο υπερφίαλος, όσο ο Στίβεν ντροπαλός. Ωστόσο, οι δυο τους τα πήγαιναν ανέκαθεν καλά, έτσι όπως γίνονται καμιά φορά παντοτινοί φίλοι δυο ξένοι που γνωρίζονται τυχαία. Καθότι μεγαλύτερος, ο Λούις πάντα έπαιρνε την αρχηγία, αλλά θα το έκανε ούτως ή άλλως, το ήξεραν και οι δυο. Μέχρι πριν από τρία χρόνια, ο Λούις αποφάσιζε επίσης για όλα. Πού να παίξουν, τι να παίξουν, με ποιους να παίξουν, πότε να πάνε σπίτι, τι να φάνε το απόγευμα, τι ήταν κουλ να παίρνουν για φαγητό στο σχολείο και τι ήταν ξενέρωτο, ποιον συμπαθούσαν και ποιον αντιπαθούσαν. Ύστερα από μερικές δοκιμές, άλλοτε αποτυχημένες κι άλλοτε πετυχημένες, είχαν βρει την τέλεια ρουτίνα και έκαναν λίγο πολύ τα ίδια κάθε μέρα. Έπαιζαν τους ελεύθερους σκοπευτές στον κήπο του Στίβεν· ποδόσφαιρο στου Λούις· Λέγκο ή ηλεκτρονικά παιχνίδια στο σπίτι του Λούις. Ο Άντονι Ρινγκ, ο Λάλο Μπράιαντ και ο Κρις Πότερ ήταν εντάξει για συμπαίκτες και η Σαντέλ Κοξ ήταν καλή -στην ανάγκη- αν συμφωνούσε να κάνει το στόχο των σκοπευτών ή την τερματοφύλακα· πήγαιναν

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

41

σπίτι όταν βαριόταν ο Λούις· έτρωγαν φασόλια ή ψαροκροκέτες και πατάτες φούρνου. Τα σάντουιτς με φιστικοβούτυρο, τυρί και πίκλες ή μαρμελάδα από μούρα ήταν εντάξει, όπως και κάθε είδους σοκολάτα, αν και οι διπλές Κιτ Κατ θεωρούνταν η κατώτερη βαθμίδα στην κλίμακα της σοκολάτας. Τα σάντουιτς με αυγό, σαλάτα ή οποιαδήποτε άλλη μαρμελάδα δεν εγκρίνονταν και τα φρούτα ήταν άξια χλευασμού και καλά μόνο για να τα πετάνε. Συμπαθούσαν τον κύριο Λάβτζοϊ και τη δεσποινίδα Μακάρτνι στο σχολείο και τον κύριο Τζακόμπι στα μαγαζιά· αντιπαθούσαν τους αλήτες με τις κουκούλες. Κάποτε ο Λούις πρότεινε να αντιπαθούν και τη γιαγιά του Στίβεν, μια που ήταν τέτοια στριμμένη γριά, αλλά ο Στίβεν δε συμμορφώθηκε αμέσως, οπότε ο Λούις προσποιήθηκε ότι το είπε για αστείο και δεν το ανέφεραν ποτέ ξανά. Μετά, ο Στίβεν έμαθε τι είχε συμβεί και τα πράγματα άλλαξαν οριστικά. Στα εννιά τους, τους τσάκωσαν στο δωμάτιο του Μπίλι. Ήξεραν ότι δεν έπρεπε να βρίσκονται εκεί και ότι δεν επιτρεπόταν να αγγίξουν τίποτα, αλλά δεν τους έφτασαν τα Λέγκο του Λούις για να τελειώσουν το αρχηγείο των τρομοκρατών κι εκείνος ήθελε οπωσδήποτε κι άλλα τουβλάκια. «Ξέρω πού θα βρούμε», είπε ο Στίβεν. Ο Λούις είχε τις αμφιβολίες του. Αυτός έλυνε τα προβλήματα στην παρέα και του φαινόταν απίθανο να βρει ξαφνικά Λέγκο ο Στίβεν, ενώ ο ίδιος δεν είχε. Ωστόσο, δε θα πείραζε να δει τι είχε στο νου του ο φίλος του. Ο Στίβεν πέρασε αθόρυβα τον Λούις μπροστά από το καθιστικό, όπου η τηλεόραση έπαιζε κινούμενα σχέδια για τον Ντέιβι και η γιαγιά του κοιτούσε έξω από το παράθυρο, και τον οδήγησε πάνω στη σκάλα. Προσπέρασαν το μικρό, ακατάστατο δωμάτιο με το μεγάλο ακατάστατο κρεβάτι, που ο Στίβεν μοιραζόταν με τον Ντέιβι, και ο Στίβεν μισάνοιξε την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου. Ο Λούις ήξερε ότι αυτό ήταν το δωμάτιο του θείου Μπίλι

42

BELINDA BA U EJI

και ότι ο θείος Μπίλι είχε πεθάνει μικρός. Επιπλέον, ήξερε ότι δεν επιτρεπόταν σε κανέναν η είσοδος στο δωμάτιο του θείου Μπίλι. Αυτά ήταν τα μόνα που ήξεραν και οι δυο τους τότε, αν και σύντομα θα άλλαζαν τα πράγματα. Αφού έριξαν μερικές ακόμα κλεφτές ματιές στο κάτω πάτωμα, μπήκαν στο δωμάτιο του θείου Μπίλι όπου όλα είχαν μια αχνή γαλαζοπράσινη απόχρωση από τις μπλε κουρτίνες που ήταν κλειστές μπροστά στο παράθυρο. Ο Λούις τσίριξε πνιχτά όταν είδε το διαστημικό σταθμό. «Δεν μπορούμε να τον πάρουμε όλο», τον προειδοποίησε ο Στίβεν. «Η γιαγιά έρχεται εδώ όλη την ώρα. Θα το προσέξει». «Ναι, αλλά μπορούμε να πάρουμε κομμάτια από πίσω κι από τα πλάγια», πρότεινε ο Λούις κι έκανε αμέσως τα λόγια του πράξη. «Όχι τόσο πολλά!» Οι τσέπες του Λούις είχαν φουσκώσει από το μισό σταθμό πρόσδεσης. «Μα δε θα παίξει πια μ' αυτά. Είναι πεθαμένος!» «Σσσς»· «Τι;» Ο Στίβεν δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ακούστηκε ένα τρίξιμο στα σανίδια ακριβώς έξω από την πόρτα. Κοιτάχτηκαν τρομαγμένοι. Δεν προλάβαιναν να κρυφτούν. Τότε άνοιξε η πόρτα και ξαφνικά η γιαγιά ήταν από πάνω τους και τους κοιτούσε. Ο Λούις ταραζόταν ακόμα όποτε θυμόταν εκείνο το απόγευμα. Προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, αλλά μερικές φορές η θύμηση ερχόταν στο μυαλό του απρόσκλητη. Και τότε παρέλυε ολόκληρο το σώμα του, που δεν ήταν και μικρό. Η γιαγιά δεν τους είχε βάλει τις φωνές ούτε τους είχε χτυπήσει. Ο Λούις δε θυμόταν γιατί είχε φοβηθεί τόσο πολύ· θυμόταν μόνο ότι ξανάχτισε επιτόπου το σταθμό πρόσδεσης και τα χέρια του έτρεμαν τόσο πολύ που μετά βίας κρατούσαν τα τουβλάκια, ενώ ο Στίβεν στεκόταν δίπλα του κλαίγοντας με λυγμούς και οι κάλτσες του ήταν βρεγμένες γιατί είχε κατουρηθεί πάνω του. Ο Λούις στριφογύρισε νευρικά, καθώς θυμήθηκε εκείνο τον

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

43

απότομο ξεπεσμό από μυστικούς ελεύθερους σκοπευτές που μάχονταν τρομοκράτες σε αγοράκια που έκλαιγαν γοερά και κατουριόντουσαν σαν μωρά μπροστά στη γριά που ορθωνόταν απειλητικά από πάνω τους. Ύστερα απ' αυτό έκανε δυο μέρες να δει τον Στίβεν. Αλλά όταν τον είδε, ο Στίβεν του είπε μια ιστορία που ήταν η καλύτερη που είχε ακούσει σε όλη του τη ζωή και που -ως ένα μεγάλο βαθμό- τους αποζημίωσε για τον εξευτελισμό και τον τρόμο που είχαν υποστεί στο υπνοδωμάτιο του Μπίλι. Ο θείος Μπίλι -εκείνο το ίδιο παιδί που είχε κατασκευάσει με τα χέρια του το διαστημικό σταθμό- είχε δολοφονηθεί! Ο Λούις ανατρίχιασε όταν του το είπε ο Στίβεν. Και το καλύτερο ήταν ότι τον είχε δολοφονήσει ένας συστηματικός δολοφόνος. Αλλά το πιο καλό απ' όλα ήταν ότι το πτώμα του μάλλον βρισκόταν ακόμα θαμμένο κάπου στο Έξμουρ! Στο χερσότοπο που αυτός, ο Λούις, έβλεπε από το παράθυρο του δωματίου του! Τότε ο Στίβεν ήταν ακόμα κλονισμένος από τις κατσάδες και τα δάκρυα στο σπίτι του, καθώς και τη θλίψη που ακολούθησε το σοκ του για τη συμφορά που είχε πλήξει την οικογένειά του. Ο Λούις, όμως, που βρισκόταν στην ασφάλεια του σπιτιού του τρεις πόρτες παραπέρα, ήταν απλώς μεθυσμένος από τη συναρπαστικά ανατριχιαστική ιστορία. Η ιδέα να βρουν το πτώμα του Μπίλι ήταν -φυσικά- του Λούις. Όλο το καλοκαίρι του δέκατου χρόνου της ζωής τους αυτός κι ο Στίβεν περιπλανιόνταν στο χερσότοπο και έψαχναν βουναλάκια κάτω απ' τα ρείκια ή σημάδια ότι είχε σκαφτεί το χώμα. Οι ελεύθεροι σκοπευτές και τα Λέγκο έχασαν τη γοητεία τους μπροστά στην πιθανότητα να βρουν στ' αλήθεια το πτώμα ενός προ πολλού πεθαμένου παιδιού. Ονόμασαν το καινούριο τους παιχνίδι Κυνήγι Πτωμάτων. Αλλά όταν μίκρυναν τα απογεύματα και κρύωσαν οι βροχές, ο Λούις, ανεξήγητα, βαρέθηκε το Κυνήγι Πτωμάτων και ανακάλυψε εκ νέου το πάθος του για χρωματιστά τουβλάκια, φασόλια και τηγανητές πατάτες.

44

BELINDA BAUEJI

Παραδόξως, ο Στίβεν δε βαρέθηκε. Και το πιο περίεργο ήταν ότι εκείνον το χειμώνα απέκτησε ένα σκουριασμένο φτυάρι κι ένα χάρτη της κρατικής χαρτογραφικής υπηρεσίας που έδειχνε το χερσότοπο. Έτσι άρχισε μια πιο συστηματική έρευνα. Μερικές φορές ο Λούις τον συνόδευε αλλά συνήθως όχι. Για να κρύβει τις ενοχές του που εγκατέλειπε το φίλο του, φύλαγε πιστά το μυστικό των επιχειρήσεων του Στίβεν και απαιτούσε συχνές και υπερβολικά λεπτομερείς αναφορές για το πού είχε πάει και τι είχε βρει. Ύστερα μελετούσε το χάρτη και αποφάσιζε πού θα έπρεπε να σκάψει στη συνέχεια ο Στίβεν. Αυτό έδινε την εντύπωση ότι ο Λούις όχι μόνο συμμετείχε, αλλά ήταν και επικεφαλής, πράγμα που βόλευε και τους δυο αν και κανείς τους δεν το πίστευε. Στην αρχή, όταν ο Λούις βαρέθηκε την έρευνα και προσπαθούσε να κάνει και τον Στίβεν να τη βαρεθεί, είχε ρωτήσει το φίλο του γιατί ήθελε να συνεχίσει. «Απλώς θέλω να τον βρω, αυτό είν' όλο». Ακόμα κι αν τον βασάνιζαν, ο Στίβεν δε θα μπορούσε να γίνει περισσότερο σαφής για το λόγο που συνέχιζε να σκάβει, ενώ ο Λούις είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να σταματήσουν. Ήξερε μονάχα ότι τον έτρωγε η επιθυμία να σκάβει. Ο Λούις αναστέναξε απλώς, μη μπορώντας να κάνει τίποτε άλλο. Όσο και να προσπαθούσε, ο Στίβεν ανασήκωνε φιλικά αλλά κατηγορηματικά τους ώμους του και τελικά ο Λούις αποφάσισε να τον αφήσει στην ησυχία του. Ήταν ακόμα κολλητοί στο σχολείο, αλλά ο Λάλο Μπράιαντ έγινε ο βασικός του φίλος εκτός σχολείου, παρ' όλο που ο Λάλο είχε πολλές δικές του ιδέες περί ελεύθερων σκοπευτών και δικά του Λέγκο, πράγμα που έκανε τη σχέση τους δύσκολη για τον Λούις. Έτσι, ο Λούις και ο Στίβεν ανέπτυξαν μια νέα, λιγότερο τέλεια ρουτίνα: έκαναν παρέα στο σχολείο, συνέκριναν -και μερικές φορές αντάλλαζαν- σάντουιτς και απέφευγαν τους αλήτες. Ύστερα ο Λούις πήγαινε σπίτι να παίξει με τα Λέγκο του και ο Στίβεν πήγαινε στο χερσότοπο να ψάξει το πτώμα ενός παιδιού που είχε πεθάνει πριν από χρόνια.

6 Ο Στίβεν ήταν ξαπλωμένος στα ρείκια, κρυμμένος από κάθε βλέμμα εκτός απ' αυτά των περαστικών πουλιών. Το φτυάρι του βρισκόταν δίπλα του, αλλά χωρίς φρέσκο χώμα πάνω του. Η σπάνια λιακάδα του Φεβρουαρίου ζέσταινε ευχάριστα τα βλέφαρά του και έκανε την ανάσα που έβγαινε ήρεμα από τα ρουθούνια του ασυνήθιστα δροσερή. Κάτω από τα βλέφαρά του, τα μάτια του τρεμόπαιζαν ανεπαίσθητα καθώς ονειρευόταν... Στο όνειρο του, ο αέρας ήταν πνιγηρός κι αυτός ζεσταινόταν και δεν μπορούσε να κουνηθεί σχεδόν καθόλου. Τα χέρια του ήταν καθηλωμένα στα πλευρά του και ένα μαλακό σκοτάδι πλάκωνε το πρόσωπο του· αισθανόταν κάτι σαν τράβηγμα στο πάνω μέρος του κεφαλιού του... Από κάπου ένιωσε το χεράκι του Ντέιβι να αγγίζει το δικό του, να το πιάνει διστακτικά ζητώντας παρηγοριά· του το έσφιξε, όμως κατά τα άλλα δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ένιωθε φόβο να έρχεται από το χέρι του Ντέιβι, τα δαχτυλάκια του καυτά να γλιστρούν ανάμεσα στα δικά του, το σώμα του μικρού να κολλάει στα πόδια του... Ο Στίβεν κατάλαβε ότι θα πρέπει να ήταν τυλιγμένοι με τη βαριά πράσινη κουρτίνα του σαλονιού· το ύφασμα, που μύριζε κλεισούρα, ήταν γύρω από το σώμα και το κεφάλι του και ανέ- · βαίνε στριφογυριστά προς το κουρτινόξυλο, τραβώντας μαζί και μερικές τούφες απ' τα μαλλιά του. Τότε ο Ντέιβι πήρε μια

46

BELINDA BA U EJI

κοφτή ανάσα, η δική του ανάσα σταμάτησε, και ξαφνικά το μόνο πού άκουγε στ' αυτιά του ήταν το σφυροκόπημα της καρδιάς του· και κατάλαβε ότι ο θείος Τζουντ είχε μπει στο δωμάτιο. Δεν κουνήθηκε -δεν μπορούσε να κουνηθεί-, αλλά ένιωσε τον Ντέιβι να τσιτώνεται δίπλα του και τα πλεγμένα τους χέρια έσφιξαν τόσο δυνατά το ένα το άλλο που πόνεσε. Ο θείος Τζουντ δε φώναζε Χο-χο-χο. Δεν τους έδινε καμιά προειδοποίηση. Αλλά ο Στίβεν και ο Ντέιβι άκουγαν τα σανίδια να τρίζουν κάτω από τα πελώρια πόδια του, που πλησίαζαν ολοένα περισσότερο, και ο Στίβεν συνειδητοποίησε ξαφνικά με τρόμο ότι αυτό που ερχόταν να τους πιάσει δεν ήταν ο θείος Τζουντ και ότι η μόνη τους προστασία απέναντι στο σατανικό πράγμα που κινιόταν τώρα προς το μέρος τους ήταν μια παλιά πράσινη κουρτίνα... Τότε, ο Ντέιβι φώναξε: «Είμαι φίλος του Φρανκενστάιν!» Και πετάχτηκε έξω, φανερώνοντας την κρυψώνα τους, αλλά ο Στίβεν δεν ένιωσε ανακούφιση, μονάχα τρόμο ότι αυτή τη φορά δεν ήταν το τέλος του παιχνιδιού. Αυτή τη φορά ήταν μόνο η αρχή. Τινάχτηκε με ένα κλαψούρισμα και ξύπνησε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.

7

Ο Άρνολντ Έιβερι σταμάτησε να διαβάζει, έγειρε πίσω στην κουκέτα του και κοίταξε το ταβάνι. Οι λέξεις χόρευαν στο μυαλό του σαν ξόρκι. Αγαπητέ. Κύριε. Έιβερι. Πόσο καιρό είχαν να του απευθυνθούν έτσι σε γράμμα; Δεκαεννιά χρόνια; Είκοσι; Πριν τον κλείσουν μέσα, σίγουρα. Από τότε που είχε περάσει τις πύλες των φυλακών στο Χίβιτρι του Γκλόστερσιρ και τον είχαν οδηγήσει στο κελί του ανάμεσα από δυο σειρές δεσμοφυλάκων που τον έφτυναν και τον έβριζαν, είχε λάβει γράμματα που ξεκινούσαν με διάφορους τρόπους: «Κύριε Έιβερι» από τον άχρηστο δικηγόρο του, «Αγαπητέ μου γιε» από την άχρηστη μάνα του, «Σιχαμένο κάθαρμα» -ή παραλλαγές του ιδίου- από πολλούς άχρηστους ξένους. Στη σκέψη αυτή του ήρθε μια έντονη στενοχώρια. Το «Αγαπητέ κύριε Έιβερι» του έφερε στο μυαλό λογαριασμούς για το γκάζι και ασφαλιστές και τη Λούσι Αμγουελ που, χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήγε να οργανώσει μια συνάντηση παλιών συμμαθητών, λες και είχαν μεγαλώσει όλοι τους στην Καλιφόρνια κι όχι στο νέφος και τη βρομιά του Γουλβερχάμπτον. Παρ' όλα

48

BELINDA BA U EJI

αυτά, ήταν άνθρωποι που ήθελαν να τον δουν και να του φερθούν φιλικά χωρίς να τον κρίνουν, να γκρινιάζουν και να κάνουν γκριμάτσες, μη μπορώντας να κρύψουν την αηδία τους. Αγαπητέ κύριε Έιβερι. Αυτός ήταν στην πραγματικότητα! Γιατί δεν το έβλεπε ο υπόλοιπος κόσμος; Το ξαναδιάβασε.

Αν υπήρχε συγκάτοικος στο κελί του Άρνολντ Έιβερι, θα του έκανε εντύπωση πόσο ακίνητος έμεινε ξαφνικά αυτός ο λεπτοκαμωμένος δολοφόνος μικρών και ανυπεράσπιστων πλασμάτων. Ήταν μια ακινησία πιο έντονη και από του ύπνου, λες και ο Έιβερι είχε πέσει απότομα σε κώμα και ο κόσμος εξακολουθούσε να γυρίζει χωρίς αυτόν. Τα ανοιχτοπράσινα μάτια του μισόκλεισαν και η ανάσα του έγινε σχεδόν ανεπαίσθητη. Αυτός ο συγκάτοικος θα είχε δει επίσης τη διψασμένη για ήλιο επιδερμίδα του Έιβερι να ανατριχιάζει. Αλλά, αν ο υποθετικός συγκάτοικος μπορούσε να δει τη λειτουργία του μυαλού του Έιβερι, ίσως να τον εξέπληττε η ξαφνική έξαρση δραστηριότητας. Τα προσεκτικά γραμμένα λόγια στο χαρτί είχαν εκραγεί σαν βόμβα στο μυαλό του Έιβερι. Ήξερε, φυσικά, ποιος ήταν ο ΓΠ, όπως ήξερε τη ΜΟ και τον ΑΝ και όλους τους άλλους. Ήταν εναύσματα για το γεμάτο όπλο του μυαλού του, με το οποίο έριχνε βολές συναρπαστικών αναμνήσεων όποτε ήθελε. Το μυαλό του ήταν μια αρχειοθήκη χρήσιμων πληροφοριών. Τώρα που το

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

49

σώμα του κατέβασε τους διακόπτες για να μπορέσει το μυαλό του να λειτουργήσει πιο αποδοτικά, επέτρεψε στον εαυτό του να ανοίξει το συρτάρι με την ταμπέλα ΓΠ και να κοιτάξει μέσα -κάτι που είχε κάμποσα χρόνια να κάνει. Ο ΓΠ δεν ήταν ο αγαπημένος του. Συνήθως χρησιμοποιούσε τη ΜΟ ή τον ΤΝ· αυτοί ήταν οι καλύτεροι. Αλλά ο ΓΠ δεν ήταν περιφρονητέος και μέσα σ' αυτό το νοερό συρτάρι, ο Έιβερι είχε μαζέψει πλήθος πληροφοριών για την εξαφάνιση του παιδιού -από την εμπειρία του, από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων και της τηλεόρασης και, αργότερα, από την ίδια του τη δίκη που είχε μεταφερθεί στο γραφικό κακουργιοδικείο του Κάρντιφ ώστε να έχει, υποτίθεται, την ευκαιρία μιας ανεπηρέαστης απόφασης, το οποίο ήταν γελοίο αν το σκεφτόσουν. Γουίλιαμ Πίτερς, ετών έντεκα. Ξανθά μαλλιά με αφέλειες πάνω από σκούρα γαλανά μάπα, ρόδινα μάγουλα σε ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και -για ένα σύντομο διάστημα- ένα χαμόγελο που έφτανε σχεδόν μέχρι τ' αυτιά του. Ο Έιβερι είχε σταματήσει στο άθλιο μαγαζάκι του χωριού. Είχε αγοράσει ένα σάντουιτς με ζαμπόν, επειδή πείνασε καθώς έθαβε τον Λουκ Ντιούμπερι. Από συνήθεια, είχε ρίξει μια ματιά στην τοπική εφημερίδα, τη Σάλπιγγα του Έξμουρ. Οι τοπικές εφημερίδες αποτελούσαν πλούσια πηγή πληροφοριών για έναν άνθρωπο σαν αυτόν. Ήταν γεμάτες φωτογραφίες παιδιών. Παιδιά ντυμένα σαν πειρατές για φιλανθρωπικές εκδηλώσεις· παιδιά που είχαν κερδίσει αργυρά μετάλλια σε εθνικούς διαγωνισμούς κλαρινέτου· παιδιά που τα είχαν βάλει σε ομάδες εφήβων παρ' όλο που ήταν μόνο έντεκα χρονών· ολόκληρες ομάδες παιδιών με στολές για ποδόσφαιρο, κρίκετ ή τρέξιμο, το κάθε αγοράκι ή κοριτσάκι με το όνομά του βολικά γραμμένο στη λεζάντα από κάτω. Μερικές φορές τα έπαιρνε τηλέφωνο, παριστάνοντας πως ήταν ένας ακόμα δημοσιογράφος που ήθελε να κάνει ρεπορτάζ για μια ακόμα εφημερίδα. Ήταν πανεύκολο. Οι φαντασμένοι γονείς ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να απομυζήσουν την τιποτένια επιτυχία του παιδιού τους και έδιναν το τηλέφωνο. Πολύ σπάνια άρπαζαν έγκαιρα το ακουστικό

50

BELINDA B A U E J I

από το αυτί του παιδιού τους -υποψιασμένοι από τη συγχυσμένη, σοκαρισμένη έκφραση στο παιδικό προσωπάκι. Μερικές φορές, χρησιμοποιούσε απλώς το όνομα και τα στοιχεία ενός παιδιού για να πιάσει κουβέντα με τυχαία πιτσιρίκια σε πάρκα και παιδικές χαρές. «Πόσων χρονών είσαι; Θα ξέρεις τον ανιψιό μου τον Γκραντ, ε; Αυτόν που πήρε το βραβείο διάσωσης; Ναι, μπράβο. Είμαι ο θείος του ο Μακ». Και μην τον είδατε μετά. Τέλος πάντων. Μόλις είχε γυρίσει στο βαν του, με το σάντουιτς, όταν είδε τον Γουίλιαμ Πίτερς -Μπίλι τον αποκαλούσε η μητέρα του αργότερα στις εφημερίδες- να μπαίνει στο μαγαζί. Ο Έιβερι τον είδε αρχικά φευγαλέα, αλλά του φάνηκε ότι άξιζε τον κόπο να τον περιμένει να βγει. Έφαγε, λοιπόν, το σάντουιτς και περίμενε. Δεν είχε αγοράσει τη Σάλπιγγα του Έξμουρ, με τη λογική ότι ήταν πολύ κοντά του. Δεν έμενε στο Έξμουρ, αλλά μόλις είχε θάψει ένα πτώμα εδώ, οπότε σκέφτηκε πως έπρεπε να αποφύγει τα παιδιά της περιοχής. Αλλά ο Μπίλι είχε κάτι που... Ο μικρός άργησε λίγο και όταν βγήκε έξω, ο Έιβερι βεβαιώθηκε. Τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, κατάφερνε ακόμα να ξαναζεί κάποιον από τον ενθουσιασμό της στιγμής όταν αναγνώριζε ένα θύμα. Ερεθιζόταν, του έρχονταν σάλια και έπρεπε να τα καταπιεί για να μην αρχίσουν να του τρέχουν σαν να ήταν ηλίθιος. Ο Μπίλι ήταν κάπως αδύνατος; αλλά είχε μια παιδική ζωηράδα που ήταν πολύ θελκτική. Απομακρύνθηκε από το βαν του Έιβερι, όλος χαρά, αγνοώντας ότι μόλις είχε αγοράσει τα τελευταία ζαχαρωτά της νεαρής ζωής του -ένα σακουλάκι Μαλτίζερς. Ο Έιβερι χαμογέλασε βλέποντας το παιδί να προχωρά καμαρωτά στο δρόμο, μασουλώντας τα γλυκά του και κλοτσώντας ένα πλαστικό μπουκάλι γάλατος δίπλα στο χαντάκι. Του άρεσαν τα παιδιά με αυτοπεποίθηση· ένα παιδί με αυτοπεποίθηση ήταν πολύ πιο πιθανό να προθυμοποιηθεί να τον βοηθήσει, να σκύψει μέσα από το παράθυρο λίγο περισσότερο... Έβαλε ταχύτητα και άφησε το βαν να τσουλήσει αργά στο δρόμο, τραβώντας το χάρτη στα πόδια του...

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

51

Ο Έιβερι ανατρίχιασε. «Τι έπαθες ξαφνικά;» Ο δεσμοφύλακας Ράιαν Φίνλεϊ κοίταξε τον Έιβερι από το παραθυράκι της πόρτας του κελιού· έχωσε τη μύτη του, μύτη μεθύστακα, στο χώρο του Έιβερι και τα υγρά γαλανά μάτια του κινήθηκαν γρήγορα πέρα δώθε. Ο δολοφόνος ένιωσε το μίσος να σφίγγει τα σωθικά του. «Δεσμοφύλακα Φίνλεϊ. Πώς είστε;» «Αρκετά καλά, Άρνολντ». Ο Έιβερι τον μίσησε περισσότερο. Άρνολντ! Λες και ήταν παλιόφιλοι. Λες και ο Ράιαν Φίνλεϊ μπορεί να τον έπιανε αγκαζέ κανένα βράδυ την ώρα του κλεισίματος και να του έλεγε, «Έλα, παλικάρι μου, πάμε να τα πιούμε παρέα κάτω στο φυλάκιο». Λες και ο Έιβερι θα ευχαριστιόταν να κάθεται και να πίνει μαύρη μπίρα περιτριγυρισμένος από χοντροκέφαλους δεσμοφύλακες με χοντρούς σβέρκους, που θα είχαν για θέμα συζήτησης το πόσο σκληρή δουλειά ήταν να κλειδώνεις και να ξεκλειδώνεις πόρτες και να οδηγείς σαν τα πρόβατα πειθήνιους κλέφτες από τον έναν όροφο στον άλλο. «Τίποτα ενδιαφέρον;» Ο Φίνλεϊ έδειξε με ένα νεύμα το γράμμα στα χέρια του Έιβερι. Εκείνη τη στιγμή, ο Έιβερι κατάλαβε ότι ο Φίνλεϊ το είχε ήδη διαβάσει, ότι ο Φίνλεϊ είχε απογοητευτεί που δεν μπορούσε να διαγράψει τίποτα με το χοντρό μαύρο στυλό του και ότι η ερώτησή του τώρα ήταν μια αδέξια προσπάθεια να αποσπάσει την πληροφορία που ήξερε ότι θα ήταν με κάποιο τρόπο κρυμμένη μέσα στο γράμμα. «Ένα απλό γράμμα είναι, δεσμοφύλακα Φίνλεϊ». «Είχες καιρό να λάβεις γράμμα, ε;» «Ναι. Καιρό». «Είναι ωραίο που σε θυμήθηκαν». «Ναι, δεν είναι;» Ο Φίνλεϊ χρειάστηκε μια στιγμή μέχρι να σκεφτεί την επόμενη αδέξια επίθεση του. «Νέα από το σπίτι;» «Ναι».

52

BELINDA BA U EJI

Και πάλι ο Φίνλεϊ μπερδεύτηκε λίγο. Βάλθηκε να σκαλίζει κάτι που τον ενοχλούσε μέσα στο αριστερό ρουθούνι του. Ο Έιβερι κράτησε αξιοθαύμαστα την αυτοκυριαρχία του. «Πώς είναι, λοιπόν, τα πράγματα εκεί;» Όσο σκάλιζε ο Φίνλεϊ τη μύτη του, ο Έιβερι περίμενε αυτή ακριβώς την ερώτηση και είχε προετοιμαστεί πλήρως. «Τίποτα το ιδιαίτερο. Ο ξάδερφος μου... Έχει τρέλα με τα κομπιούτερ. Είχα έναν παλιό επεξεργαστή κειμένου, έναν Άμστραντ. Λέει ότι είναι συλλεκτικό κομμάτι, κάτι τέτοιο. Πάντα προσπαθεί να μου τον πάρει». «Κομπιουτεράκιας, ε;» «Ναι. Κομπιουτεράκιας». Ο Φίνλεϊ κοίταξε τριγύρω, παριστάνοντας τον αδιάφορο. «Θα του τον δώσεις;» Ο Έιβερι ανασήκωσε τους ώμους του. Ύστερα χαμογέλασε, βάζοντας όλη του την ψυχή στο χαμόγελο. «Θα δούμε». Ο Φίνλεϊ ήταν είκοσι τέσσερα χρόνια δεσμοφύλακας, αλλά μπροστά σ' αυτό το χαμόγελο οι υποψίες του έσβησαν και άθελά του ένιωσε ότι αυτός κι ο Έιβερι μοιράζονταν ξαφνικά κάποιο μυστικό που ήταν πραγματικά υπέροχο. Ο Φίνλεϊ είχε διακόψει τον ειρμό της σκέψης του, καλύτερα όμως, πραγματικά. Αυτός ο ειρμός ήταν τόσο καλός που δε σταματούσε με το φως της ημέρας. Ήταν ειρμός για τη νύχτα, αν και όχι για να σε κοιμίζει. Χαμογέλασε κρυφά. Θα σκεφτόταν πάλι τον ΓΠ απόψε· προς το παρόν τον ενδιέφεραν οι προοπτικές που παρουσίαζε αυτό το παράξενο γραμματάκι. Οι προοπτικές ήταν το πρώτο θύμα της φυλακής. Περικόπτονταν μόλις έκλεινε με πάταγο η πόρτα του κελιού. Και οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν τις ανακτούσαν ποτέ κανονικά. Ακόμα κι αυτοί που έμπαιναν μέσα μόνο για μερικούς μήνες ή για λίγα χρόνια ανακάλυπταν ξαφνικά ότι οι προοπτικές της ζωής τους είχαν κατασχεθεί μαζί με τα κορδόνια των παπουτσιών τους. Προηγουμένως είχαν την ελπίδα να βρουν καμιά δουλειά γραφείου, τώρα τους περίμενε μονάχα χειρωνακτική εργασία ή

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

53

το ταμείο ανεργίας. Οι βαρυποινίτες αντιλαμβάνονταν εντελώς διαφορετικά τις προοπτικές. Για τους ισοβίτες, οι προοπτικές σήμαιναν ακόμα μικρότερα πράγματα: την προοπτική να φας τηγανητές πατάτες αντί για πουρέ, παϊδάκια αντί για κιμά. Ο Έιβερι δεν ήξερε ποιος ή ποια κρυβόταν πίσω από τα γράμματα ΣΛ, αλλά για να μην μπερδεύεται αποφάσισε να τους δώσει αρσενικό γένος. Ο ΣΛ είχε γράψει το γράμμα του πολύ προσεκτικά. Ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να σκεφτεί ή να μάθει ότι οι παιδεραστές και οι συστηματικοί δολοφόνοι δε λάβαιναν ούτε έστελναν γράμματα που να μην είναι γεμάτα μουτζούρες από το στυλό του λογοκριτή. Οπότε είχε γράψει λίγες λέξεις και με αινιγματικό τρόπο. Ήταν επίσης αρκετά έξυπνος ώστε να ξέρει ότι τα σκέτα αρχικά θα είχαν νόημα για τον Έιβερι. Αλλά, φυσικά, το κλειδί ήταν η διεύθυνση του αποστολέα. Όταν πρωτομπήκε στη φυλακή, ο Έιβερι είχε λάβει δεκάδες γράμματα από την περιοχή του Σίπκοτ. Τα περισσότερα ήταν γεμάτα βρισιές ή παρακάλια που τα ξεχνούσε εύκολα, αλλά είχε λάβει κι ένα από την αδερφή του Μπίλι Πίτερς, αν θυμόταν καλά (και μόνο στη μνήμη του βασιζόταν, αφού δεν του είχαν ετιιτρέψει να κρατήσει τον τεράστιο όγκο της αλληλογραφίας του). Έγραφε τα συνηθισμένα -ήθελε να μάθει τι είχε απογίνει ο Μπίλι· πού ήταν θαμμένος. Είχε παρακαλέσει τον Έιβερι να βγάλει τη μητέρα της από τη δυστυχία της. Αυτός της είχε απαντήσει, επισημαίνοντας την όμορφη σύμπτωση -ότι και ο Μπίλι τον είχε παρακαλέσει να του κάνει το ίδιο. Ο Έιβερι πολύ αμφέβαλλε αν η αδερφή του Μπίλι Πίτερς έλαβε ποτέ εκείνο το γράμμα. Η σιγουριά του ενισχυόταν από το γεγονός ότι μία μέρα αφότου το έδωσε για να φύγει με το υπόλοιπο ταχυδρομείο των φυλακών, τον οδήγησαν στα ντους της πτέρυγας Β. Οι δεσμοφύλακες του είχαν πει ότι περνούσαν καινούρια υδραυλικά στα ντους της απομόνωσης. Το θέμα των υδραυλικών, με όλο το συνοδευτικό λεξιλόγιο για σωλήνες, τρύπες και ξεβουλώματα, φάνηκε να διασκεδάζει και τους δυο δεσμοφύλακες στη διαδρομή για την πτέρυγα Β και μόλις τον ά-

54

BELINDA BA U EJI

φησαν στα ντους -γυμνό, αν εξαιρέσεις την άθλια μικρή πετσέτα της φυλακής- εκείνος κατάλαβε γιατί. Έμεινε στο νοσοκομείο δυο βδομάδες -την πρώτη ξαπλωμένος μπρούμυτα. Η ειρωνεία ήταν ότι πρόπερσι τα ντους της Μονάδας Ευάλωτων Κρατουμένων εδώ, στο Λόνγκμουρ, είχαν ανακαινιστεί στ' αλήθεια· ο Έιβερι είχε αρνηθεί να κάνει μπάνιο τις δώδεκα μέρες που χρειάστηκαν για να ολοκληρωθούν οι εργασίες. Και αυτό, για τον Έιβερι, ήταν μεγάλη απόφαση. Ο Άρνολντ Έιβερι απεχθανόταν να είναι βρόμικος. Απεχθανόταν τη βρόμα όσο τίποτε άλλο. Μερικές φορές αρκούσε να τον ακουμπήσει απλώς ένας άλλος κρατούμενος ή δεσμοφύλακας και έτρεχε στα ντους για να τρίψει τα ρούχα και το δέρμα του. Ύστερα από κάθε φόνο -και κάθε ταφή- καθόταν και τριβόταν με τις ώρες. Η καθαριότητα είχε γι' αυτόν θρησκευτική ευλάβεια. Ο στραγγαλισμός ήταν η πλέον καθαρή μέθοδος, αλλά και πάλι ορισμένα απ' τα παιδιά έκαναν εμετό, κάποια κατουριόντουσαν απ' το φόβο τους και άλλα έκαναν πολύ χειρότερα πράγματα. Τότε η αηδία έσβηνε το πάθος του και τα μισούσε ακόμα περισσότερο που του κατέστρεφαν την εμπειρία. Πάνω από μια φορά είχε αναγκαστεί να τα καταβρέξει με λάστιχο για να αντέξει να τα αποτελειώσει. Και όταν ήταν πλέον νεκρά, του προκαλούσαν απέχθεια. Ακόμα και τα φοβισμένα τους δάκρυα, που τον διέγειραν αφάνταστα όσο ήταν ακόμα ζωντανά, γίνονταν αηδιαστικά ίχνη γλίτσας όταν κρύωναν τα πρόσωπά τους. Τέλος πάντων. Δεν υπήρχε τρόπος να σιγουρευτεί, μα το θεωρούσε πολύ πιθανό να είχε έρθει το γράμμα της αδερφής του ΓΠ από την ίδια διεύθυνση: Μπάρνσταπλ Ρόουντ 111. Επομένως, ποιος ήταν ο ΣΛ; Κάποιος γείτονας Σταυροφόρος; Η μητέρα του ΓΠ; Ξαδέρφι; Εγγόνι; Κάποιος άλλος γιος ή κόρη, ένα παιδί που το συνέλαβε η μάνα του πολύ αργότερα, θέλοντας να δημιουργήσει μια καινούρια οικογένεια για να γεμίσει το φρικτό κενό της προηγούμενης; Ο Έιβερι έμεινε για

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

55

μια στιγμή σκεφτικός, όμως όλα φαίνονταν εξίσου πιθανά, οπότε δεν έχασε πολύ χρόνο. Το Αγαπητέ κύριε Έιβερι ήταν συνηθισμένο. Το 777 ήταν λογικό. Η έκκληση για βοήθεια ήταν εντάξει και επί του θέματος. Αυτό που εντυπωσίασε τον Άρνολντ Έιβερι ήταν η φράση Με ειλικρίνεια. Το πρώτο γράμμα που έγραψε ο Στίβεν Λαμπ στον Άρνολντ Έιβερι του επιστράφηκε με τόσες σβησιματιές από χοντρό μαύρο μαρκαδόρο που δε διαβαζόταν πια. Ο λογοκριτής είχε εγκαταλείψει τελικά την προσπάθεια στα τρία τέταρτα του γράμματος και δεν το είχε διαβιβάσει καν στον φυλακισμένο. Είχε γράψει απλώς ένα βιαστικό «Μη αποδεκτό» προς το τέλος της επιστολής και την είχε στείλει πίσω στο Σίπκοτ. Ο Στίβεν είχε καταντραπεί. Ένιωσε σαν παιδάκι που το τσάκωσαν να τρυπώνει σε ακατάλληλο έργο, με ψεύτικο μουστάκι. Πέρασαν μέρες μέχρι να συγχωρήσει τον εαυτό του και να ξαναβρεί την αυτοπεποίθηση να κάνει άλλη μια προσπάθεια. Δώδεκα χρονών ήταν μόνο· δε γινόταν να πετυχαίνει με την πρώτη κάποια πράγματα, όπως το να γράφει γράμματα σε συστηματικούς δολοφόνους. Μέσα στην επόμενη βδομάδα συνέτασσε το γράμμα ξανά και ξανά στο μυαλό του και κάθε φορά έκοβε και έραβε και λάξευε κάτι, ώσπου αποφάσισε να ξεκινήσει από το άλλο άκρο των απαιτούμενων πληροφοριών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πρώτο ενενήντα τοις εκατό του γράμματος. Εκείνο με το οποίο πάλευε άλλες δυο βδομάδες ήταν αν θα έγραφε «Δικός σας, με ειλικρίνεια» ή «Δικός σας, με εκτίμηση». Παρ' όλο που ήταν προσωπικό γράμμα και γνώριζε το όνομα του παραλήπτη, το «Δικός σας, με ειλικρίνεια» του καθόταν στο στομάχι. Δεν μπορούσε να το γράψει. Η κυρία Ο'Λίρι, ωστόσο, δε θα είχε δεχτεί το «Δικός σας, με εκτίμηση». Ο Στίβεν έχασε τον ύπνο του τα βράδια και κοιτούσε μπροστά του με απλανές βλέμμα στη διάρκεια των μαθημάτων ιστο-

56

BELINDA B A U E J I

ρίας και γεωγραφίας. Το πρόβλημα έφτασε στο αποκορύφωμά του όταν κάθισε δίπλα στόν Λούις ένα ολόκληρο διάλειμμα χωρίς να πει λέξη. Ύστερα από τρεις απόπειρες να του πιάσει την κουβέντα, ο Λούις τον είπε «μαλάκα» και σηκώθηκε κι έφυγε. Ο Στίβεν ήξερε ότι έπρεπε να αποφασίσει ή το ένα ή το άλλο. Αλλά μόνο όταν πήρε χαρτί και στυλό και άρχισε να γράφει με τα καλύτερα κεφαλαία του γράμματα του ήρθε ξαφνικά η ιδέα να γράψει «Με ειλικρίνεια» αντί «Δικός σας, με ειλικρίνεια». Αυτό έλυνε εντελώς το πρόβλημα. Ήταν ειλικρινής σ' αυτό που ζητούσε, αλλά με τίποτα δεν ήταν Δικός Του. Ο Στίβεν ταχυδρόμησε το σύντομο γράμμα, γεμάτος ελπίδα. Δέκα μέρες αργότερα, έλαβε απάντηση.

8 «Αυγό και ντομάτα, τι αηδία». Ο Λούις αγριοκοίταξε το σάντουίτς του, μετά ανασήκωσε το κεφάλι του και έριξε μια λοξή ματιά στον Στίβεν. «Εσύ τι έχεις;» Ο Στίβεν ακούμπησε στο φτυάρι του και σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο του με το γυμνό του μπράτσο. Δίστασε σαν να σκεφτόταν να πει ψέματα, αλλά τελικά δεν άξιζε τον κόπο. «Φιστικοβούτυρο». «Φιστικοβούτυρο!» Ο Λούις σηκώθηκε όρθιος. «Θες ν' αλλάξουμε;» «Δε νομίζω». Ο Λούις ήξερε ότι ο Στίβεν δε θα ήθελε ν' αλλάξουν. Η ντομάτα έφερνε εμετό στον Στίβεν και ο Λούις το ήξερε -όπως ήξερε ότι ο Στίβεν ήξερε πως το ήξερε-, αλλά μόνο που σκέφτηκε φιστικοβούτυρο αντί για αυγό και ντομάτα, έγινε εαυτούλης. «Έλα τώρα, μπορείς να τη βγάλεις από το ψωμί. Μισό και μισό. Τι πιο δίκαιο;» Ψαχούλευε ήδη μέσα στη σακούλα Σπαρ, του Στίβεν. Το μαγαζί του κυρίου Τζακόμπι ήταν παλιά το μαγαζί του κυρίου Τζακόμπι. Τώρα ήταν Σπαρ και ο κύριος Τζακόμπι έπρεπε να φοράει μια πράσινη μπλούζα Αίρτεξ, που είχε ένα λογότυπο με την αιχμή ενός βέλους στο πλατύ στήθος του. Ο Στίβεν κοίταξε ανήμπορα την πλάτη του Λούις. «Μην πάρεις το καλύτερο μισό».

58

BELINDA BA U EJI

Αναστέναξε κρυφά. To να έχει τον Λούις μαζί του ήταν και ευχή και κατάρα. Όταν ήταν μόνος του, ο Στίβεν έσκαβε με τις ώρες, έτρωγε τα σάντουιτς του, έπινε το νερό του και συνέχιζε να σκάβει. Μερικά Σάββατα που όλα πήγαιναν καλά, μπορούσε να σκάψει πέντε λάκκους. Ο καθένας είχε το μήκος, βάθος και πλάτος ενός εντεκάχρονου αγοριού, αν και ο Στίβεν δεν έκανε την ανοησία να πιστεύει ότι αυτό του έδινε οποιοδήποτε πλεονέκτημα. Καταλάβαινε ότι θα είχε παρόμοιες πιθανότητες επιτυχίας αν είχε σκάψει μια σειρά από λάκκους με μισό μέτρο πλάτος, ένα κι είκοσι βάθος και σε σχήμα ελέφαντα. Αλλά έψαχνε ένα πτώμα συγκεκριμένου μεγέθους και σχήματος και οι λάκκοι που έσκαβε του το θύμιζαν συνεχώς. Ήταν εξαντλητική και συνήθως μοναχική αναζήτηση, όμως, παραδόξως, τον ικανοποιούσε. Αλλά τις σπάνιες φορές που ο Λούις ερχόταν στο χερσότοπο όλα άλλαζαν. Ναι μεν είχε παρέα και υπήρχαν λιγότερες πιθανότητες να τον πάρουν στο κυνήγι οι αλήτες μέχρι το σπίτι, όμως υπήρχαν και μειονεκτήματα. Κατ' αρχάς, ο Λούις πάντα έφτανε λέγοντας, «Θες βοήθεια;» αλλά δεν τον βοηθούσε ποτέ. Ο Λούις δεν έφερνε ποτέ δικό του φτυάρι, ούτε προσφερόταν να πάρει το φτυάρι του Στίβεν. Επιπλέον, η ίδια η παρουσία του Λούις, αντί να βοηθάει τον Στίβεν, ουσιαστικά τον εμπόδιζε. Ο Λούις μιλούσε συνέχεια και έκανε ερωτήσεις που ο Στίβεν αισθανόταν υποχρεωμένος να απαντήσει. Ο Λούις επισήμαινε και πράγματα -πράγματα που ο Στίβεν, σκυφτός όπως ήταν πάνω απ' τα ρείκια, δε θα είχε δει ποτέ, ούτε θα τον ενδιέφεραν- και ήθελε να τα συζητήσει. «Ρε συ! Κοίτα αυτό!» «Ποιο;» «Αυτό. Εκεί!» Και ο Στίβεν αναγκαζόταν ν' ανασηκώσει το κεφάλι του και να ακουμπήσει στο φτυάρι του. «Τι είναι;» «Δεν ξέρω. Μου φάνηκε για αετός». «Μάλλον βαμβακίνα θα ήταν. Έχει χιλιάδες εδώ γύρω».

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

59

«Τι με περνάς, για ηλίθιο; Τις ξέρω τις βαμβακίνες κι αυτό δεν ήταν βαμβακίνα». Ο Στίβεν ανασήκωνε τους ώμους του και επέστρεφε στο σκάψιμο. Ο Λούις καθόταν και χάζευε τριγύρω ή έπιανε το χάρτη της κρατικής χαρτογραφικής υπηρεσίας με τους σταυρούς από μπλε στυλό στα σημεία που είχε σκάψει ο Στίβεν κι ήταν σκόρπιοι σαν αστερισμός. «Δεν είναι καλά εδώ για να σκάψεις». «Δεν είναι χειρότερα από αλλού». «Όχι, είναι». Ακολουθούσε μακρά σιωπή. «Ξέρεις γιατί;» «Γιατί;» «Γιατί δε σκέφτεσαι σαν δολοφόνος». «Αλήθεια;» Ο Στίβεν πάλευε να τραβήξει κάποια μπερδεμένη ρίζα, αγκομαχώντας. «Αλήθεια. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις; Να σκεφτείς: αν δολοφονούσα κάποιον, πού θα τον έθαβα;» «Μα τους έθαψε όλους από δω μέχρι το Ντάνκερι Μπίκον». Ο Λούις σώπαινε, αλλά μόνο για μια στιγμή. «Ίσως εκεί κάνουν όλοι το λάθος. Αν σκότωνα εγώ έξι ανθρώπους και τους έθαβα εδώ, ίσως μετά να ξεκινούσα από κάπου αλλού. Εκεί πέρα... Ή εκεί πάνω, στο Μπλάκλαντς. Μειώνεις έτσι τις πιθανότητες να τους βρει κάποιος, κατάλαβες;» Μακρά σιωπή. «Στίβεν; Κατάλαβες;» «Ναι. Κατάλαβα». «Την άλλη φορά που θα έρθω να βοηθήσω, θα σκάψω στο Μπλάκλαντς». Το άλλο που έκανε ο Λούις ήταν να του τρώει τα σάντουιτς. Ο Στίβεν είχε δοκιμάσει να λέει ψέματα για το τι είχαν μέσα, μα ο Λούις πάντα κοιτούσε και μετά τα έτρωγε ούτως ή άλλως. Και τότε ο Στίβεν αναγκαζόταν να τρώει τα σάντουιτς του Λούις αμέσως, πεινούσε δεν πεινούσε, αλλιώς ο Λούις θα τα έτρωγε κι αυτά και δε θα έμενε τίποτα για εκείνον. Κι έπειτα, ο Λούις βαριόταν. Σπάνια δεν άρχιζε να απαιτεί να πάνε σπίτι κατά τις τέσσερις, ενώ έμεναν ακόμα τρεις ώρες γεμάτες για σκάψιμο.

60

BELINDA BAUEJI

Ο Στίβεν δε θυμόταν να είχε σκάψει ποτέ πάνω από τρεις λάκκους όταν ήταν μαζί του ο Λούις. Παρ' όλα αυτά, όποτε έλεγε ο Λούις ότι θα ερχόταν να βοηθήσει, ο Στίβεν πάντα τον παρότρυνε. Με το να έχει το φίλο του εκεί, ένιωθε ότι δεν ήταν και τόσο τρελός -σαν να ήταν φυσιολογικό να σκάβεις το μισό Έξμουρ για να βρεις ένα πτώμα, αρκεί να είχες παρέα. Τώρα πέταξε κάτω το φτυάρι και άνοιξε τη σακούλα Σπαρ. «Πήρες το καλύτερο μισό!» «Όχι!» «Ναι! Πήρες την πάνω κόρα!» Το πλατύ, γεμάτο φακίδες πρόσωπο του Λούις πήρε μια έκφραση έκπληξης και αθωότητας. «Αυτό είναι το καλύτερο μισό για σένα; Συγνώμη, φίλε μου». Ο Στίβεν αναστέναξε. Ποιο το νόημα; Με τον Λούις είχαν μιλήσει για το καλύτερο μισό ενός σάντουιτς τουλάχιστον έξι φορές. Ο Λούις ήξερε όσο κι αυτός ποιο ήταν το καλύτερο μισό, αλλά μπροστά σε τέτοια κραυγαλέα άρνηση, τι να έκανε; Αξιζε να χάσει ένα φίλο για το καλύτερο μισό ενός σάντουιτς με φιστικοβούτυρο; Φυσικά, ο Στίβεν ήξερε πως η απάντηση ήταν «όχι». Όμως είχε την αίσθηση ότι κάποτε στο μέλλον ίσως να ερχόταν η στιγμή που η δυσαρέσκειά του για όλα τα χειρότερα μισά σάντουιτς που είχε αναγκαστεί να φάει αδιαμαρτύρητα θα ξεχυνόταν από μέσα του σαν ασυγκράτητη παλίρροια και θα παρέσερνε τον Λούις μακριά. Έφαγε γρήγορα το δικό του σάντουιτς, μετά έβγαλε την ντομάτα από το μισό σάντουιτς με αυγό που του είχε αφήσει ο Λούις -πάλι το χειρότερο μισό, πρόσεξε μπουχτισμένα- και το έφαγε κι αυτό. Ο Στίβεν δεν είχε μιλήσει στον Λούις για το γράμμα. Ντρεπόταν, λες κι είχε γράψει στον Στίβεν Τζέραρντ για να ζητήσει αυτόγραφο. Βέβαια, αν είχε αυτόγραφο του Στίβεν Τζέραρντ, όλα τα αγόρια στο σχολείο θα ήθελαν να το κοιτάξουν και να το πιά-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

61

σουν (εκτός από τον θείο Μπίλι, που ήταν οπαδός της άχρηστης Μάντσεστερ Σίτι, σκέφτηκε φευγαλέα ο Στίβεν). Αλλά, μέχρι να αποκτήσει αυτό το αυτόγραφο, όποιος το είχε ζητήσει θα ήταν αποδέκτης περιφρόνησης -και πιθανόν βίας- σε καθημερινή βάση. Όχι. Μόνο όταν -και αν- έβρισκε τελικά το πτώμα του Γουίλιαμ Πίτερς, θα μιλούσε σε οποιονδήποτε για το γράμμα. Τότε θα αποκάλυπτε τι είχε κάνει, σίγουρος ότι η γιαγιά και η μαμά θα συμφωνούσαν -με ευγνωμοσύνη- ότι ο σκοπός είχε αγιάσει τα μέσα. Ο ενθουσιασμός του Στίβεν μόλις έλαβε το γράμμα του Άρνολντ Έιβερι έδωσε τη θέση του στην απογοήτευση όταν το διάβασε. Στην αρχή. Ύστερα από λίγες μέρες, ωστόσο, η μοναδική πρόταση της επιστολής άρχισε να αποκτάει ένα βαθύτερο νόημα στο μυαλό του. Το γεγονός ότι -εκτός από τους αριθμούς κρατουμένου και κελιού του Έιβερι στην κορυφή της σελίδας- υπήρχε μονάχα μία πρόταση απαιτούσε να τη μελετήσει και να την αναλύσει έτσι όπως δε θα το έκανε ποτέ για ένα ρητορικό κείμενο έξι σελίδων. Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Έπειτα από δυο μέρες, ο Στίβεν αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Αποκλείεται να ήταν αλήθεια! Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Λούις, ο Στίβεν είχε βάλει τα δυνατά του να σκεφτεί σαν δολοφόνος όταν έγραψε το γράμμα και γνώριζε πολύ καλύτερα από τα περισσότερα δωδεκάχρονα πώς σκέφτονταν οι δολοφόνοι. Μετά το περιστατικό του υπνοδωματίου, που είχε κατουρήσει το παντελόνι του (πράγμα που, ευτυχώς, δεν ανέφεραν ποτέ ούτε αυτός ούτε ο Λούις), η μαμά τού είχε πει τι είχε συμβεί στον θείο Μπίλι. Στην αρχή ο Στίβεν είχε παραλύσει απ' τη φρίκη, αλλά με τις ενθουσιώδεις παροτρύνσεις του Λούις το θέμα άρχισε σιγά

62

BELINDA BA U EJI

σιγά να τον συναρπάζει. Η μητέρα του είχε αναφέρει το όνομα του Έιβερι, αλλά δεν ήθελε να μιλήσει περισσότερο γι' αυτόν. Έτσι, όλο τον επόμενο χρόνο, ο Στίβεν καθόταν και διάβαζε για τους κατ' εξακολούθηση δολοφόνους. Είχε θεωρήσει πως ήταν καλύτερο να το κάνει στα κρυφά, οπότε έκρυβε βιβλία από τη βιβλιοθήκη στη σχολική του τσάντα και τα διάβαζε κάτω από τα σκεπάσματά του με φακό. Παρά το άγχος του όποτε άκουγε τριξίματα από βήματα που πλησίαζαν έξω από το προστατευτικό κουκούλι του παπλώματος του, έμαθε για τους φόνους περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε να ξέρει ένα παιδί της ηλικίας του. Έμαθε για τους συστηματικούς δολοφόνους και τους περιστασιακούς· για τους κυνηγούς συγκινήσεων και τους κυνηγούς τροπαίων· αυτούς που παρακολουθούσαν καιρό το θύμα τους και αυτούς που δρούσαν παρορμητικά. Διάβασε για πολτοποιημένα σκυλάκια και γδαρμένες γάτες· για θύτες και θύματα· για ηδονοβλεψίες και εμπρηστές· για φρενιασμένες κατακρεουργήσεις και ψυχρούς τεμαχισμούς. Το μανιώδες διάβασμα είχε για τον Στίβεν δύο κυρίως αποτελέσματα. Πρώτον, μέσα σε ένα χρόνο η αναγνωστική του ικανότητα, που σύμφωνα με τεστ του σχολείου αναλογούσε σε παιδί εφτά ετών, έφτασε σε επίπεδο δωδεκάχρονου. Δεύτερον, έμαθε ότι παρά την επιφανειακά παρανοϊκή φύση της δουλειάς τους, οι κατ' εξακολούθηση δολοφόνοι όπως ο Άρνολντ Έιβερι ήταν στην πραγματικότητα εξαιρετικά μεθοδικοί. Άρα, αν ο Έιβερι ταίριαζε στο καλούπι, μάλλον θα θυμόταν αρκετά ζωηρά αυτούς που είχε σκοτώσει. Και είχε διαλέξει κατόπιν μελέτης καθένα από τα θύματά του. Αν, λοιπόν, δε γνώριζε τα ονόματά τους όταν τους σκότωνε, σίγουρα μπήκε στον κόπο να τα μάθει μετά. Στα δεκαπέντε λεπτά ημερησίως δωρεάν Ίντερνετ που μπορούσε να έχει στη διάθεσή του για έρευνα στη σχολική βιβλιοθήκη, ο Στίβεν βρήκε μόνο δύο αρχειοθετημένες αναφορές για τη δίκη του Έιβερι, αλλά απ' αυτές έμαθε ότι ο Έιβερι είχε επισημάνει τη Γιάσμιν Γκρέγκορι στην Μπράκνελ & Ντίστρικτ Νιουζ.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

63

Η Γιάσμιν είχε προσφέρει ένα μπουκέτο από άσχημους πορτοκαλί κρίνους στην πριγκίπισσα Άννα και είχε δημοσιευτεί μια φωτογραφία της όπου έκανε υπόκλιση στην πριγκίπισσα. Το απόκομμα με τη φωτογραφία βρέθηκε αργότερα στο σπίτι όπου έμενε ο Έιβερι με τη χήρα μητέρα του, μαζί με άρθρα εφημερίδων για την έκκληση της οικογένειάς της να την επιστρέψει ο απαγωγέας σώα. Τα αποκόμματα τα ανακάλυψε η αστυνομία σε ένα κουτί παπουτσιών μαζί με το κίτρινο βρακάκι της Γιάσμιν, που είχε γραμμένη τη λέξη «Τρίτη» με γυαλιστερά γράμματα. Το βρακάκι είχε πλυθεί· η αναφορά έλεγε ότι ο Έιβερι «σιχαινόταν τα σωματικά υγρά». Η αναφορά έλεγε επίσης ότι είχε κρατήσει τη Γιάσμιν ζωντανή για τουλάχιστον δύο μέρες. Ο Στίβεν έψαξε ξανά και βρήκε μια φωτογραφία της Γιάσμιν με γαλάζιο φόρεμα -ένα ξανθό παιδί που του έλειπε ένα δόντι και αλληθώριζε. Η φωτογραφία είχε κοπεί έτσι που φαινόταν μόνο η Γιάσμιν, αλλά ήταν προφανές ότι εκείνη αγκάλιαζε ένα σκύλο όταν τραβήχτηκε. Ο Στίβεν ανατρίχιασε, παρά την πνιγηρή ζέστη που έκανε μέσα στη μικρή σχολική βιβλιοθήκη. Η Γιάσμιν Γκρέγκορι, που είχε αγκαλιάσει ένα μεγάλο ξανθό σκυλί. Η Γιάσμιν Γκρέγκορι, που μάλλον θα πίστευε ότι δεν υπήρχε χειρότερο πράγμα από το να την κοροϊδεύουν στο σχολείο για το αλλήθωρο μάτι της. Η Γιάσμιν Γκρέγκορι, που είχε φύγει από το σπίτι της με το βρακάκι της Τρίτης, αλλά την είχαν σκοτώσει την Πέμπτη. Ο Στίβεν έκλεισε βιαστικά τον υπολογιστή. Πόσο καιρό είχε κρατήσει ο Έιβερι ζωντανό τον θείο Μπίλι; Η βιβλιοθηκάριος έκανε έναν αποδοκιμαστικό ήχο πίσω του. «Το ξέρεις ότι πρέπει να αποσυνδέεσαι πρώτα. Αν δεν μπορείς να παίξεις με το κομπιούτερ όπως πρέπει, δε θα σε αφήσω να καθίσεις άλλη φορά». «Συγνώμη», είπε ο Στίβεν. Γύρισε σπίτι με αργά βήματα και το μυαλό του να τρέχει. Αψηφώντας κάθε κοινωνική συνθήκη, αποφεύγοντας τη σύλληψη με υπερφυσική ευκολία και καταδιώκοντας τους μικρούς, τους ευάλωτους και τους εύπιστους, ο Έιβερι είχε εφορ-

64

BELINDA B A U E J I

μήσει σαν τον άγγελο του θανάτου και είχε πετάξει μια χειροβομβίδα στην οικογένειά του. Και μετά δεν κάθισε καν να δει την έκρηξη. Το μυαλό του Στίβεν μόνο φευγαλέα μπορούσε να συλλάβει τα εγκλήματα του Έιβερι. Μπορούσε να σκεφτεί τα λόγια, αλλά λίγο αφότου τα σκεφτόταν, άρχιζε να του διαφεύγει η έννοια όσων είχε κάνει ο Έιβερι. Δε χωρούσε για πολύ το μυαλό του τόση κακία και τόσο παραλογισμό. Ο Έιβερι έπαιζε με διαφορετικούς κανόνες, κανόνες που δεν αντιλαμβάνονταν καν τα περισσότερα ανθρώπινα πλάσματα. Κανόνες που έμοιαζαν να προέρχονται από έναν εντελώς άλλο κόσμο. Αλλά κάποια στιγμή -εκεί που δεν το περίμενε- ο Στίβεν είδε τον κόσμο του Άρνολντ Έιβερι και κατατρόμαξε. Μια μέρα, στο μάθημα της γεωγραφίας, η κυρία Τζέιμς τους έδειξε μια φωτογραφία του Γαλαξία. Όταν τους έδειξε στη συνέχεια το ηλιακό σύστημα μέσα στο Γαλαξία, ο Στίβεν συγκλονίστηκε. Τι μικρό που ήταν! Μικροσκοπικό! Εντελώς ασήμαντο! Και κάπου μέσα σ' αυτό το σημαδάκι φωτός ήταν η κουκκίδα ενός πλανήτη κι οι άνθρωποι δεν ήταν παρά μικρόβια πάνω στην επιφάνειά του. Διόλου παράξενο που ο Άρνολντ Έιβερι έκανε ό,τι έκανε! Γιατί να μην το κάνει; Τι σημασία είχε μπροστά στο μέγεθος του σύμπαντος; Αυτός δεν ήταν, ο Στίβεν Λαμπ, ο ανόητος που νοιαζόταν τι συνέβαινε σε ένα από κείνα τα μικρόβια πάνω σε μια κουκκίδα μέσα σε ένα σημαδάκι φωτός; Για ποιο λόγο εξοργίζονταν όλοι; Ο Έιβερι ήταν αυτός που έβλεπε το δάσος αντί το δέντρο· ο Έιβερι αυτός που ήξερε ότι στην πραγματικότητα η ανθρώπινη ζωή δεν άξιζε απολύτως τίποτα. Ότι το να την αφαιρεί ήταν το ίδιο σαν να μην την αφαιρεί· ότι η συνείδηση ήταν απλώς ένας φραγμός απέναντι στην ευχαρίστηση, που τον επέβαλλαν οι ίδιοι οι άνθρωποι στον εαυτό τους· ότι ο πόνος ήταν τόσο εφήμερος που θα μπορούσαν να βασανιστούν και να σκοτωθούν ένα εκατομμύριο παιδιά μέχρι να ανοιγοκλείσει απλώς το σύμπαν τα βλέφαρά του. Αυτή η αίσθηση πέρασε τελικά και ο Στίβεν ένιωσε τα μάγουλα και τ' αυτιά του να ανατριχιάζουν απ' τη φρίκη. Ήταν

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

65

λες και είχε εισβάλει στο μυαλό του κάτι εξωγήινο και είχε προσπαθήσει να τον τραβήξει εκτός πραγματικότητας και να τον αφήσει έρμαιο σε μια θάλασσα μαύρου κενού. Ύψωσε το βλέμμα του και είδε την κυρία Τζέιμς και την υπόλοιπη τάξη να τον κοιτάζουν με ενδιαφέρον ανάμεικτο με περιφρόνηση. Ποτέ δεν έμαθε τι είχε χάσει ή τι είχε κάνει για να τραβήξει την προσοχή τους, αλλά δεν τον ένοιαζε· ένιωθε απλώς ανακούφιση που βρισκόταν πάλι πίσω στο σχολείο. Αργότερα, η θύμηση αυτού του περιστατικού τον έκανε να συνειδητοποιήσει γιατί κρατούσε μυστικό το γράμμα του. Ήταν πολύ, πολύ χειρότερο απ' το να γράφει κανείς σ' έναν ποδοσφαιριστή ή έναν αστέρα της ποπ. Ήταν σαν να έγραφε στον μπαμπούλα· στον Αϊ-Βασίλη· στον Ε.Τ. τον Εξωγήινο. Σε κάποιον που δεν υπήρχε καν σε τούτη τη διάσταση της πραγματικότητας. Ο Στίβεν έγραφε στο Διάβολο και ζητούσε έλεος. Έτσι, με το διάβασμα, με την έρευνά του και με την «αποκάλυψη» στο μάθημα της γεωγραφίας, όταν έγραψε πλέον το γράμμα του, ο Στίβεν ένιωθε ότι ήξερε αρκετά για τον Άρνολντ Έιβερι. Κι ήταν σίγουρος ότι ο Έιβερι καταλάβαινε πολύ καλά τι εννοούσε ο Στίβεν. Αλλά αν είχε πει ψέματα γι' αυτό, τότε δεν ήταν εξίσου ύποπτο το «Καλή σου μέρα»; Από τη στιγμή που το σκέφτηκε, ο Στίβεν ένιωσε βέβαιος ότι είχε δίκιο. Και άρχισε να σκέφτεται τι εννοούσε στ' αλήθεια ο Έιβερι. Σίγουρα αυτές οι τρεις λέξεις δεν είχαν θέση σε μια κατηγορηματική απόρριψη του αιτήματός του, σωστά; Ο Στίβεν δεν είχε μελετήσει σημασιολογία, δεν είχε καν ακούσει τη λέξη, αλλά το γράμμα του Άρνολντ Έιβερι αποτελούσε καλή εισαγωγή στο θέμα και η κυρία Ο'Λίρι θα εντυπωσιαζόταν με τα συμπεράσματά του. Ο Στίβεν έμενε στο Σόμερσετ, αλλά δεν ήταν χαζο-χωριάτης. Είχε ένα CD του Έμινεμ και είχε δει κάμποσες ταινίες του

66

BELINDA BAUEJI

Χόλιγουντ, γεμάτες συμπλοκές και πυροβολισμούς. Αντλώντας από τις εμπειρίες αυτών των ξένων ανθρώπων μιας ξένης χώ-· ρας, συμπέρανε ότι μια κατηγορηματική απόρριψη θα ήταν κάπως έτσι: «Μη μου ξαναγράψεις, παλιομαλάκα». Ή «Αντε γαμήσου εσύ κι η μάνα σου». Ο Στίβεν δεν ήξερε ούτε τι είναι η μεταφορά, αλλά ένιωθε κάτι να του έρχεται από το γράμμα. Ήξερε ότι οι τρεις λέξεις δε σήμαιναν αυτό που έλεγαν στην κυριολεξία. Την τρίτη ημέρα, το «Καλή σου μέρα» είχε γίνει στο μυαλό του συνθηματικό για το «Είσαι γενναίο παιδί». Την πέμπτη ημέρα φαινόταν να λέει: «Θαυμάζω την προσπάθειά σου να πάρεις αυτή την πληροφορία». Την έβδομη ημέρα ήταν σίγουρος ότι σήμαινε: «Καλή τύχη, την επόμενη φορά...»

9 Η άνοιξη είχε πάρει ρεπό εκείνη τη μέρα και το Μπάρνσταπλ με βροχή ήταν κάτι για το οποίο δε θα είχε λύση ούτε ο πιο φωτισμένος πολεοδόμος. Ο άνεμος λυσσομανούσε, έριχνε τη βροχή καταπρόσωπο και δημιουργούσε χιλιάδες ρυτιδώματα στην πλατιά, καφετιά σαν λάσπη επιφάνεια του ποταμού Το. Ακόμα και τα καταστήματα μεγάλων αλυσίδων στον κεντρικό δρόμο έδειχναν να πολιορκούνται από τον καιρό και θαρρείς πως ήταν ζαρωμένα όλα μαζί στο καταφύγιο που τους πρόσφεραν τα ταλαιπωρημένα βικτωριανά κτίρια από πάνω τους. Το Μαρκς & Σπένσερ αποτελούσε προσωρινό οίκο της φετινής μόδας και στην είσοδο του ένας θυμωμένος μονοπόδαρος μεθύστακας φώναζε, «Χέστε το Μτηγκ Ίσιου». Κρεμαστά καλάθια έσταζαν θλιβερά πάνω στον κόσμο που έκανε βρεγμένος τα ψώνια του -οι πρίμουλες και οι χειμερινοί πανσέδες είχαν τα πέταλα κολλημένα πάνω στα ίδια τους τα φύλλα ή είχαν κρεμασμένα τα κεφάλια τους που είχαν βαρύνει απ' το νερό. Ο Στίβεν καταλάβαινε πώς ένιωθαν. Η βροχή είχε κολλήσει τα μαλλιά του στο μέτωπο και σταγόνες κυλούσαν μέσα από το γιακά του. Η γιαγιά δεν ενέκρινε τα καπέλα του μπέιζμπολ και ο Στίβεν δε δεχόταν να φορέσει τον τύπο του γελοίου κίτρινου αδιάβροχου καπέλου που ο Ντέιβι ήταν πολύ μικρός για να αρ-

68

BELINDA BA U EJI

νηθεί. Πότε πότε προσπαθούσε να χωθεί κάτω από την ομπρέλα της Λέτι χωρίς να το δείχνει. Η γιαγιά φορούσε ένα διάφανο πλαστικό μαντίλι που έδενε κάτω από το πιγούνι. Ήταν από κείνα τα πράγματα που οι περισσότεροι άνθρωποι θα φορούσαν μια δυο φορές και μετά θα το πετούσαν ή θα το έχαναν. Η γιαγιά είχε το δικό της όλα τα χρόνια της ζωής του Στίβεν -τουλάχιστον. Ήξερε πως όταν θα γυρνούσαν σπίτι, εκείνη θα το άπλωνε σ' ένα καλοριφέρ να στεγνώσει, μετά θα το δίπλωνε σαν βεντάλια, κάνοντάς το λωρίδα σε μέγεθος χάρακα. Έπειτα θα έβαζε ένα λάστιχο γύρω του και θα το κρατούσε τακτοποιημένο στην τσάντα της. Όταν τα προηγούμενα αθλητικά παπούτσια του είχαν καταλήξει στα σκουπίδια ύστερα από δυο χρόνια συνεχούς ταλαιπωρίας, εκείνη ήταν χολωμένη για μια βδομάδα επειδή ο Στίβεν δεν είχε κρατήσει τα κορδόνια που ήταν «σε άριστη κατάσταση». Τώρα η Λέτι ψαχούλεψε μέσα στο πορτοφόλι της, έβγαλε μια λίστα και την κοίταξε συνοφρυωμένη, ενώ γύρω τους περνούσε βιαστικά κόσμος. «Α, ναι», είπε. «Πρέπει να πάω στο χασάπικο, στο σούπερ μάρκετ και στο Μπάνμπερι'ς». Το Τίβερτον ήταν πιο βολικό και σε πιο κοντινή απόσταση, αλλά το Μπάρνσταπλ είχε υποκατάστημα Μπάνμπερι'ς. «Τι χρειάζεσαι από το Μπάνμπερι'ς;» ρώτησε καχύποπτα η γιαγιά. «Μερικά εσώρουχα μόνο». Η φωνή της ήταν ψιλή και ο Στίβεν κατάλαβε ότι προσπαθούσε να κρατήσει τον τόνο της ανάλαφρο. «Τι έχουν τα παλιά σού;» «Δε θέλω να το κουβεντιάσω εδώ, μαμά!» Χαμογέλασε με τα χείλη της, αλλά όχι με τα μάτια της. Όσο πιο ανάλαφρος γινόταν ο τόνος της, τόσο πιο ψιλή γινόταν η φωνή της· μάλλον ήταν έτοιμη να ραγίσει. Η γιαγιά ανασήκωσε τους ώμους της για να δείξει ότι δεν την ένοιαζε αν η Λέτι ήθελε να χαραμίσει λεφτά σε εσώρουχα. Η Λέτι έβαλε πίσω στο πορτοφόλι της τη λίστα με τα ψώνια και στράφηκε στον Στίβεν. «Πήγαινε τον Ντέιβι να ξοδέψει τα

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

69

χρήματα των γενεθλίων του και θα ξαναβρεθούμε όλοι στις δωδεκάμισι». Ο Ντέιβι χάρηκε. «Στο ζαχαροπλαστείο;» «Ναι, στο ζαχαροπλαστείο». Πίσω από τη Λέτι, η γιαγιά αποφάσισε να εκφράσει τελικά τη γνώμη της και είπε αρκετά δυνατά: «Λες και πρόκειται να δει κανείς την κιλότα σου». Η Λέτι παρέμεινε στραμμένη προς τα παιδιά, αλλά ο Στίβεν είδε τα χείλη της να σφίγγονται πάνω απ' τα δόντια της. Ο Ντέιβι έστρεψε τα μάτια του από τη μητέρα του στη γιαγιά του, χωρίς να καταλαβαίνει τα λόγια παρά μόνο την επίδρασή τους, και ο ενθουσιασμός του μετατράπηκε σε άγχος μέσα σε μια στιγμή. Η Λέτι έπιασε με δύναμη το άνορακ του Στίβεν από το γιακά και του ανέβασε απότομα το φερμουάρ μέχρι τέρμα, χτυπώντας το πιγούνι του. «Μα το Θεό, Στίβεν, σου αξίζει να αρπάξεις καμιά πούντα!» Εκείνος δεν είπε τίποτα. «Τώρα πήγαινε τον Ντέιβι να ξοδέψει τα λεφτά του. Και μην τον αφήσεις να τα σπαταλήσει, κατάλαβες;» Ο Στίβεν ήξερε ότι θα φορτωνόταν τον Ντέιβι. Να πάρει η οργή τη γιαγιά! Αν είχε κρατήσει κλειστό το στόμα της, η μαμά θα άφηνε ευχαρίστως τον Ντέιβι στην επιτήρησή της κι αυτός θα μπορούσε να πάει στη βιβλιοθήκη. Τώρα έπρεπε να σέρνει και τον Ντέιβι μαζί του. Ο Ντέιβι είχε τρεις λίρες, δώρο από τα γενέθλιά του. Ο Στίβεν κουνιόταν νευρικά πέρα δώθε, γεμάτος ανυπομονησία, ενώ ο Ντέιβι έβγαζε έναν έναν τους λαστιχένιους δεινόσαυρους από ένα κουτί και τους κοιτούσε. Και μετά δεν αγόρασε κανέναν. Προχώρησε στο διπλανό κουτί που ήταν γεμάτο μικρές διάφανες μπάλες που περιείχαν ακόμα πιο φτηνά παιχνίδια. Αφού το σκέφτηκε προσεκτικά για πολλή ώρα, διάλεξε μία γεμάτη με ροζ πλαστικά τζακ· κόστιζε 75 πένες. Ο Στίβεν τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε βιαστικά προς τη βιβλιοθήκη, αλλά ο Ντέιβι κόλλησε σε ένα ζαχαροπλα-

70

BELINDA BAUEJI

στείο και ξανά ο Στίβεν αναγκάστηκε να περιμένει, ενώ ο Ντέιβι εξέταζε όλες τις σοκολάτες, όλα τα κουτιά και όλα τα βάζα, ώσπου τελικά βγήκε με ένα τέταρτο ζελεδάκια και μια Κέρλι Γουέρλι. Προσπάθησε να σταματήσει ξανά στο γωνιακό μαγαζί που πουλούσε τηλεκατευθυνόμενα αυτοκινητάκια, αλλά ο Στίβεν τον τράβηξε με το ζόρι. Χωρίς τον ήλιο να τρυπώνει από τα ψηλά, βρόμικα παράθυρά της, η βιβλιοθήκη ήταν σκοτεινή και κρύα. Ο βιβλιοθηκάριος -ένας νεαρός με σκουλαρίκι στο αυτί, ένα ζιγκ ζαγκ ξυρισμένο στο πλάι του κεφαλιού του και μια ταμπελίτσα στο στήθος που έλεγε «Όλιβερ»- οδήγησε τον Στίβεν στο χώρο που αποκάλεσε μεγαλοπρεπώς «αρχεία», με ύφος καχύποπτο. Τα αρχεία ήταν μια κόγχη πίσω από το τμήμα παραπομπών και δε φαινόταν από το γραφείο του. «Τι χρονιά;» «Ιούνιος του '90». «1890 ή 1990;» Ο Στίβεν τον κοίταξε απορημένος. Δεν του είχε περάσει ποτέ απ' το νου ότι θα είχαν εφημερίδες από το 1890. «1990». Ο Όλιβερ αναστέναξε και κοίταξε τα γιγάντια βιβλία στα πάνω ράφια. Ύστερα άναψε μια λάμπα φθορίου που τρεμόπαιζε και ξανακοίταξε. Μετά κοίταξε διαπεραστικά τον Στίβεν και τον Ντέιβι σαν να προσπαθούσε να βρει κάτι στραβό πάνω τους, κάτι που θα του έδινε τη δικαιολογία να μην τους βοηθήσει. «Δεν επιτρέπεται να τρώει εδώ μέσα». «Το ξέρω», είπε ο Στίβεν. «Δε θα φάει». Ο Όλιβερ κάγχασε και άπλωσε το χέρι του να πάρει τα γλυκά. Ο Ντέιβι τα τράβηξε ενστικτωδώς. «Δεν έχω όρεξη να γεμίσουν τα αρχεία μου με Κέρλι Γουέρλι». Ο Ντέιβι κοίταξε τον Στίβεν για κάθοδήγηση. «Δώσ' τα του, Ντέιβι. Θα σου τα φυλάξει».

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

71

Ο Ντέιβι τα έδωσε απρόθυμα. Ο Όλιβερ κλότσησε με θόρυβο ένα σκαμνί προς τα ράφια, ανέβηκε πάνω του, τράβηξε ένα πελώριο δεμένο τόμο και τον έριξε με πάταγο πάνω στο τραπέζι. «Απαγορεύεται να φάτε, να κόψετε σελίδες, να τις τσακίσετε ή να τις σαλιώσετε». Ο Στίβεν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του έκπληκτος· γιατί θα σάλιωνε τις σελίδες; «Κατάλαβες;» «Κατάλαβα». Ο Στίβεν κάθισε στη μοναδική καρέκλα και ο Ντέιβι κάθισε στο πάτωμα και ετοιμάστηκε να βγάλει τα τζακ του. Ο Όλιβερ χασομέρησε στην πόρτα, αλλά ο Στίβεν τον αγνόησε μέχρι που έφυγε. Ύστερα άνοιξε το γιγάντιο βιβλίο. Η Γουέστερν Μόρνινγκ Νιουζ ήταν εκείνη την εποχή πάρα πολύ μεγαλύτερη. Ήταν παράξενο να βλέπει το έμβλημα του ίδιου τίτλου σ' αυτή την πελώρια εφημερίδα. Ένιωθε σαν ξωτικό που διάβαζε ένα ανθρώπινο βιβλίο, καθώς γυρνούσε προσεκτικά τις σελίδες του τόμου. Στη σκέψη αυτή χαχάνισε και ο Ντέιβι ύψωσε το βλέμμα του. «Πού είναι το αστείο;» «Πουθενά». Καλό ήταν το Ιντερνετ, αλλά όχι πλήρες. Η ιστορία του Έιβερι προηγείτο χρονικά του Ίντερνετ και ο Στίβεν είχε τη δυσάρεστη αίσθηση ότι το Διαδίκτυο δεν τα έλεγε όλα. Αλλά, τουλάχιστον, δε μύριζε σαν παλιές κάλτσες. Ο Ντέιβι πάσχιζε να ανοίξει την πλαστική σφαίρα και είχε βγάλει τη γλώσσα του έξω από το στόμα του προσπαθώντας. «Θέλεις να την ανοίξω εγώ;» «Μπορώ». Το χαρτί της εφημερίδας ήταν κιτρινισμένο και τρομερά λεπτό. Σε κάποια σημεία οι τσαλακωμένες γωνίες ήταν σκισμένες. Ο Στίβεν σηκώθηκε όρθιος για να μπορεί να κουμαντάρει καλύτερα τον τόμο. ΤΟΝ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΕ, ΤΟΝ ΒΑΣΑΝΙΣΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕ. Ο τίτλος του άρθρου έβαλε τέλος στην αναζήτηση του Στίβεν.

72

BELINDA BA U EJI

Υπήρχε μια φωτογραφία του Άρνολντ Έιβερι, η πρώτη που είδε ποτέ ο Στίβεν. Έσκυψε ενστικτωδώς πιο κοντά στη σελίδα για να μην του διαφύγει η παραμικρή λεπτομέρεια. Η φωτογραφία θα ταίριαζε εξίσου και στις σελίδες των αθλητικών -ένας νεαρός που είχε βάλει δυο γκολ στους Έξμουρ Κολτς ή είχε πάρει τρία φάουλ για τους Μπλακλάντερς. Ο Στίβεν μπερδεύτηκε. Περίμενε... Τι περίμενε; Η εικόνα που είχε ως τότε στο μυαλό του για τον Έιβερι ήταν θολή, ίσως να μην τον φανταζόταν καν σαν άνθρωπο. Ο Έιβερι ήταν μια σκοτεινή μορφή μέσα στην ομίχλη του Έξμουρ, ένα κολάζ από κινήσεις και πνιχτούς ήχους στις παρυφές ενός εφιάλτη. Αλλά εδώ ήταν ο πραγματικός Έιβερι και κοιτούσε το φακό ενός αστυνομικού κατάματα και ξεδιάντροπα, η καστανή φράντζα του έπεφτε μοντέρνα πάνω απ' το ένα του μάτι, η ελαφρώς κοντή κι ανασηκωμένη μύτη του προσέδιδε φιλική όψη στο πρόσωπο του και το φαρδύ του στόμα ήταν σχεδόν κλειστό και σχεδόν χαμογελαστό. Ο Στίβεν πρόσεξε ότι τα χείλη του Έιβερι ήταν πολύ κόκκινα. Παρ' όλο που ήταν ασπρόμαυρη φωτογραφία, αυτό το καταλάβαινε. Την περιεργάστηκε κι άλλο και είδε επίσης ότι ο λόγος που το στόμα του Έιβερι δεν ήταν εντελώς κλειστό ήταν επειδή είχε πεταχτά δόντια. Το μαρτυρούσε ένα λευκό πίξελ. Ο Στίβεν προσπάθησε να ταραχτεί από τη φωτογραφία, αλλά ο Έιβερι έμοιαζε περισσότερο με θύμα παρά με δράστη των εγκλημάτων για τα οποία είχε καταδικαστεί. Υπήρχαν φωτογραφίες και των θυμάτων του Έιβερι, αλλά σε αυτό το στάδιο της νομικής διαδικασίας η Νιουζ τα αποκαλούσε «φερόμενα» θύματα. Ο μικρός Τόμπι Ντάνσταν περιγραφόταν στη λεζάντα ως «το νεαρότερο θύμα». Ένα γελαστό εξάχρονο με πεταχτά αυτιά και φακίδες ακόμα και στα βλέφαρά του. Ο Στίβεν χαμογέλασε -ο Τόμπι φαινόταν να έχει πλάκα. Ύστερα θυμήθηκε -ο Τόμπι ήταν νεκρός. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε ένα σχεδιάγραμμα -ο χάρτης του Έξμουρ. Ο Στίβεν ξεδίπλωσε ένα κομματάκι χαρτί από την τσέπη του και αντέγραψε το σχήμα -κάτι σαν ζαρωμένη μπάλα του

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

73

ράγκμπι. Οι τάφοι των έξι παιδιών που είχαν βρεθεί σημαδεύονταν με Χ και βελάκια που κατέληγαν σε έξι φωτογραφίες -το καθένα από τα επιβεβαιωμένα θύματα. Η ίδια φωτογραφία του Τόμπι Ντάνσταν, μια διαφορετική της Γιάσμιν Γκρέγκορι, ύστερα της Μίλι Λούις-Κραπ, του Λουκ Ντιούμπερι, της Λουίζ Λέβερετ και του Τζον Έλιοτ. Ο Στίβεν σημείωσε τα αρχικά του κάθε παιδιού στα αντίστοιχα σημεία μέσα στην μπάλα του ράγκμπι με ένα κόκκινο στυλό. Όλα τους ήταν συγκεντρωμένα περίπου στο κέντρο του χερσότοπου. Το Σίπκοτ δεν ήταν μαρκαρισμένο, αλλά ο Στίβεν είδε ότι οι τάφοι βρίσκονταν μεταξύ Σίπκοτ και Ντάνκερι Μπίκον. Τρεις απ' αυτούς ήταν στη δυτική πλευρά του ίδιου του Μπίκον. Ποτέ πριν δεν είχε δει τις ακριβείς τοποθεσίες των τάφων μαρκαρισμένες και ανακουφίστηκε που τόσο καιρό έσκαβε πάνω κάτω στη σωστή περιοχή. Βέβαια, τρία τετραγωνικά εκατοστά σ' αυτόν το χάρτη ήταν κάμποσα χιλιόμετρα ανοιχτού χερσότοπου στην πραγματικότητα. Αλλά ο Στίβεν ένιωσε μια νέα ώθηση να τον πλημμυρίζει μόνο και μόνο χάρη στην υπενθύμιση της αποστολής του. Δίπλωσε προσεκτικά το χαρτάκι και άρχισε να διαβάζει το άρθρο. Η δεκάτη Ιουνίου ήταν η πρώτη μέρα της δίκης στο Κάρντιφ. Κι αυτό σήμαινε, όπως αντιλήφθηκε σύντομα ο Στίβεν, ότι ο εισαγγελέας συνόψισε τα κυριότερα σημεία της υπόθεσης. Ήταν όπως στις φάσεις από το Ματς της Ημέρας ή σ' εκείνα τα αμερικάνικα σίριαλ που πάντα ξεκινούσαν με σκηνές από τα προηγούμενα επεισόδια. Σκηνές από τα εγκλήματα του Άρνολντ Έιβερι... Ο εισαγγελέας, που τον έλεγαν Δημόσιο Κατήγορο Πρίτσαρντ-Κουίν, τα είχε παρουσιάσει όλα λες και ο Έιβερι ήταν χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία ένοχος. Δεν υπήρχε θέση στο στόμα του για «ίσως» ή «ενδεχομένως», επειδή ήταν γεμάτο από λέξεις όπως «αναίσθητος», «στυγερός», «κτηνώδης». Ο κύριος Πρίτσαρντ-Κουίν είπε στο δικαστήριο ότι ο Έιβερι πλησίαζε παιδιά, ζητώντας να του δείξουν το δρόμο. Ύστερα

74

BELINDA BA U EJI

προσφερόταν να τα πάει σπίτι με το αυτοκίνητο του. Αν αυτά δέχονταν, κατέληγαν νεκρά. Αν δε δέχονταν, πάλι κατέληγαν νεκρά τις περισσότερες φορές, αφού αυτός τα τραβούσε από το κεφάλι μέσα από το παράθυρο του οδηγού. Ο Στίβεν εντυπωσιάστηκε με το θράσος του. Τι απλότητα! Ούτε τα παρακολουθούσε, ούτε κρυβόταν, ούτε τα άρπαζε κι έτρεχε. Απλώς αρκούσε να σκύψει ένα παιδί λίγο παραπάνω -να χάσει λίγο την ισορροπία του- και μετά ήταν θέμα ενός εκπληκτικά δυνατού και γρήγορου χεριού. Ο Στίβεν σκέφτηκε τον θείο Μπίλι να κλοτσάει τα πόδια του έξω από το ανοιχτό παράθυρο και ένιωσε να ανακατεύεται το στομάχι του. «Φτιάξ' τα». Ο Στίβεν πήρε το βλέμμα του από την εφημερίδα. Ο Ντέιβι είχε φέρει τα ροζ τζακ στο τραπέζι. Τώρα κρατούσε τα δύο προς το μέρος του Στίβεν, πιέζοντας το ένα πάνω στο άλλο. «Τι;» «Φτιάξ' τα!» «Τι εννοείς;» Ο Ντέιβι πήρε το παραπονιάρικο ύφος του. «Δεν κολλάνε! Κόλλησέ τα!» Ταυτόχρονα πίεσε τα δυο τζακ με δύναμη, λες και θα μπορούσε να συγχωνεύσει ύλη με τη θέλησή του και μόνο. «Δεν πάνε μαζί. Αλλιώς παίζεις μ' αυτά». Ο Ντέιβι κοίταξε τα τζακ με ολοένα μεγαλύτερη δυσαρέσκεια. «Κοίτα, θα σου δείξω». Ο Στίβεν μάζεψε τα τζακ από το πάτωμα και βρήκε τη μικρή κόκκινη λαστιχένια μπάλα που είχε κυλήσει κοντά στον τοίχο. Έριξε κάτω την μπάλα και μέχρι να κάνει γκελ έπιασε ένα τζακ, ύστερα την ξανάριξε και έπιασε δύο. «Βλέπεις; Έτσι παίζεις». Ο Ντέιβι ήταν φανερά αγανακτισμένος. «Θες να προσπαθήσεις;» Ο Ντέιβι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, συνειδητοποιώντας σιγά σιγά ότι είχε ξοδέψει ένα μεγάλο μέρος από τα χρήματα των γενεθλίων του σε κάτι που δεν τον ενδιέφερε. «Δεν τα θέλω», είπε τσαντισμένα. «Θέλω την Κέρλι Γουέρλι».

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

75

«Θα την πάρεις όταν φύγουμε», είπε ο Στίβεν. Με το που βγήκαν τα λόγια απ' το στόμα του, κατάλαβε πως ήταν σαν να είχε δώσει μια πρόσκληση στον Ντέιβι κι ο Ντέιβι την άρπαξε και απάντησε αμέσως. «Θέλω να φύγω». «Σε ένα λεπτό». «Θέλω να φύγω τώρα!» «Σε ένα λεπτό, Ντέιβι». Ο Ντέιβι έπεσε στο σκονισμένο πλακόστρωτο πάτωμα και άρχισε να κλαψουρίζει δυνατά, χτυπώντας τα χέρια και τα πόδια του και σκορπίζοντας τα τζακ τριγύρω στο δωμάτιο. «Σκάσε!» του είπε ο Στίβεν. Αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Όλιβερ εμφανίστηκε στην πόρτα και τους είπε να φύγουν. Η βροχή είχε σταματήσει και ο ήλιος έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά τα αυτοκίνητα ακόμα περνούσαν συρίζοντας και πιτσιλούσαν απρόσεχτους πεζούς. Ο Στίβεν ήξερε ότι περπατούσε πολύ γρήγορα για τον Ντέιβι, αλλά δεν τον ένοιαζε· τραβούσε το μικρό αδερφό του από το χέρι κι αγνοούσε τα κλαψουρίσματα του πιτσιρίκου που έτρεχε για να τον προλαβαίνει. Η ημέρα είχε πάει στράφι. Έρχονταν στο Μπάρνσταπλ μόνο τρεις φορές το χρόνο -τα Χριστούγεννα, τον Αύγουστο που ψώνιζαν ρούχα για το σχολείο και στα γενέθλιά τους. Του Στίβεν ήταν το Δεκέμβριο, οπότε συνδυάζονταν με τα Χριστούγεννα, αλλά αυτή η επίσκεψη ήταν για τα γενέθλια του Ντέιβι -1η Μαρτίου-, οπότε θα περνούσαν μήνες μέχρι να τους ξαναφέρει η μαμά, γκρινιάζοντας για το πόσο είχαν μεγαλώσει τα πόδια του Στίβεν και πώς σκίστηκαν τα σχολικά του πουκάμισα. Κι αυτός τι είχε κερδίσει; Τίποτα. Έναν πρόχειρο χάρτη και έναν εχθρό στο πρόσωπο του Όλιβερ, που μάλλον δε θα τον άφηνε ποτέ ξανά να μπει στα αρχεία -ίσως ούτε καν στη βιβλιοθήκη. Καθώς προχωρούσαν βιαστικά, τα πρόσωπα των ανθρώπων που έκαναν τα ψώνια τους άρχισαν να γίνονται συγκεκριμένα,

76

BELINDA BAUEJI

λες και ο Στίβεν πρόσεχε για πρώτη φορά ότι το πλήθος αποτελείται από άτομα. Τι είδους άτομα; Αγρότες; Φαρμακοποιούς; Ανώμαλους; Δολοφόνους; Ξαφνικά ο Στίβεν βρήκε απίστευτα συναρπαστικούς τους ανθρώπους που έκαναν ψώνια στο Μπάρνσταπλ. Και ο Άρνολντ Έιβερι θα πήγαινε για ψώνια. Θα φαινόταν φυσιολογικός στους γείτονές του, σωστά; Τα βιβλία που είχε διαβάσει ο Στίβεν κάτω απ' τα σκεπάσματά του ήταν γεμάτα με αντιδράσεις φιλικών προσώπων και συγγενών που έμειναν έκπληκτοι όταν αποκαλύφθηκε ότι ο «φυσιολογικός» γείτονας, γιος, αδερφός ή ξάδερφος τους ήταν μανιακός δολοφόνος. Στη σκέψη ότι ο Άρνολντ Έιβερι ή κάποιος σαν αυτόν μπορεί να κυκλοφορούσε ελεύθερος σε τούτο το δρόμο, ο Στίβεν αγχώθηκε. Κοίταξε επιφυλακτικά γύρω του και έπιασε πιο σφιχτά το χέρι του Ντέιβι. Ένας γκριζομάλλης άντρας κοιτούσε τριγύρω, ενώ η γυναίκα του μουρμούριζε ενθουσιασμένη για κάτι που έβλεπε στη βιτρίνα του Μονσούν, και το βλέμμα του ήταν αρπακτικό κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρά του. Μια κοπέλα με βρόμικη φούστα γρατζουνούσε μια παλιά κιθάρα και τραγουδούσε το «Α Whiter Shade Of Pale» βαρετά και μονότονα, ενώ ο κοπρίτης της έτρεμε πάνω σε μια βρεγμένη κουβέρτα, πολύ αποκαρδιωμένος για να προσπαθήσει να το σκάσει. Ένας νεαρός προχωρούσε προς το μέρος τους. Αχτένιστα ξανθά μαλλιά σαν του Κερτ Κομπέιν, καστανό μουσάκι, μπουφάν μηχανόβιου. Μόνος του. Άραγε ήταν κακό σημάδι που ήταν μόνος του; Ο Στίβεν τον κοίταξε κατάματα -και ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Ο νεαρός τον κοίταξε αδιάφορα, αλλά ίσως να ήταν τέχνασμα. Ίσως να προσπερνούσε τον Στίβεν και τον Ντέιβι ώστε αυτοί να εφησυχάσουν και να μην έχουν το νου τους, μετά να γυρνούσε, να γλιστρούσε τα δάχτυλά του γύρω από το δεξί μπράτσο του Ντέιβι και να ξεκινούσε μια διελκυστίνδα την οποία ο Στίβεν, που θα ούρλιαζε και θα παρακαλούσε, δε θα είχε καμιά ελπίδα να κερδίσει, ενώ ο κόσμος θα περνούσε αδιάφορα δίπλα τους, μη θέλοντας να αναμειχθεί...

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

77

«Αχ, Στίβι! Με πονάς!» «Συγνώμη», είπε ο Στίβεν. Κόντευαν να φτάσουν στο Μπάνμπερι'ς. «Πού πας, Λαμπ;» Οι αλήτες! Η καρδιά του Στίβεν άρχισε να βροντοχτυπάει, μετά παρέλυσε· ήταν καλός στο τρέξιμο και όταν φοβόταν γινόταν ακόμα καλύτερος. Σάββατο στο Μπάρνσταπλ θα ξέφευγε εύκολα από τους αλήτες. Αν δεν είχε μαζί του τον Ντέιβι, βέβαια. Θύμωσε και πάλι με τον αδερφό του. «Πουθενά». Ο Στίβεν δεν τους κοίταξε καταπρόσωπο. «Πάμε να βρούμε τη μαμά», είπε ο Ντέιβι. «Θα φάμε γλυκά». Οι αλήτες γέλασαν και ένας απ' αυτούς έκανε τη φωνή του τσιριχτή και αδερφίστικη. «Πάμε να βρούμε τη μαμά. Θα φάμε γλυκά». Γέλασε κι ο Ντέιβι και ο θυμός του Στίβεν βρήκε ξαφνικά νέο στόχο και κατευθύνθηκε από τον αδερφό του στους αλήτες που τους κοιτούσαν κοροϊδευτικά. Δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί τους και αν έμενε άπραγος, θα έτρωγε ξύλο. Θα βρισκόταν σε λίγο πιο πλεονεκτική θέση μόνο αν τους αιφνιδίαζε -αυτή ακριβώς τη στιγμή, που γελούσε ο Ντέιβι... Παίρνοντας θάρρος από το πλήθος των ανθρώπων, ο Στίβεν όρμησε ανάμεσα από τους αλήτες και τράβηξε τον Ντέιβι με τόση δύναμη που ο μικρός σχεδόν βρέθηκε στον αέρα. Τα τρία αγόρια έμειναν για μια στιγμή άναυδα από το θράσος του. Ύστερα ξεχύθηκαν στο κατόπι του. Ο Ντέιβι ξαφνιάστηκε στην αρχή από την απότομη κίνηση, αλλά με μια ματιά στο πρόσωπο του Στίβεν, κατάλαβε ότι η κατάσταση ήταν σοβαρή και έβαλε τα δυνατά του να τον ακολουθήσει. Αγκώνες και γοφοί κοπανούσαν το κεφάλι του, καθώς ο Στίβεν τον έσερνε απρόσεχτα από πίσω του ανάμεσα στο πλήθος. Οι δυο τους έκαναν γκελ πάνω στον κόσμο σαν φοβισμένα μπαλάκια από φλιπεράκι. Αν ήταν μόνος του, ο Στίβεν θα είχε τρέξει όσο πιο μακριά και όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά με τον Ντέιβι μαζί του, ήξερε ότι έπρεπε να κάνει το κάθε βήμα να μετρήσει. Οπότε τρά-

78

BELINDA BAUEJI

βηξε κατευθείαν για τις γυάλινες πόρτες του Μπάνμπερι'ς που ήταν μόλις είκοσι μέτρα μακριά. Οι αλήτες συνειδητοποίησαν τον προορισμό του και προσπάθησαν να του κόψουν το δρόμο. Δεν ήταν εξίσου γρήγοροι, αλλά ήταν πιο βίαιοι και λιγότερο διατεθειμένοι να παρακάμπτουν τους περαστικούς. Ο Ντέιβι ούρλιαξε καθώς το πλήθος χώρισε και φάνηκαν οι αλήτες μόλις λίγα μέτρα μακριά του. Μια γυναίκα με καροτσάκι μπήκε ανυποψίαστα στο δρόμο τους. «Γαμώτο!» Ένας από τους αλήτες συγκρούστηκε με το καροτσάκι και οι άλλοι δυο αφαιρέθηκαν για μια στιγμή, οπότε ο Στίβεν και ο Ντέιβι πρόλαβαν να ορμήσουν ανάμεσα από τις γυάλινες πόρτες του Μπάνμπερι'ς. Ένας χοντρός, μεσόκοπος φύλακας ασφαλείας στράφηκε αμέσως προς το μέρος τους και ο Στίβεν πίεσε τον εαυτό του να πάψει να τρέχει. Ο Ντέιβι κοίταξε πίσω τους φοβισμένος, αν και δεν ήξερε γιατί. Απέξω, οι αλήτες πετούσαν βρισιές στη θυμωμένη γυναίκα με το καροτσάκι και έτρεχαν προς τις πόρτες. «Στίβι;...» «Σσσς!» Ο Στίβεν του τράβηξε το χέρι για να τον κάνει να προσέξει και τον οδήγησε με ήρεμο ρυθμό προς τις κρεμάστρες με τσάντες, κολιέ και ζώνες. Ο φύλακας έσμιξε τα φρύδια του -του είχε κοπεί η φόρα να αναλάβει δράση τώρα που τα δυο αγόρια είχαν πάψει να τρέχουν και άρχισαν να φέρονται σαν πελάτες. Οι γυάλινες πόρτες άνοιξαν με θόρυβο και οι αλήτες έπεσαν πάνω στο φύλακα. Ο Στίβεν έριξε μια ματιά πίσω, ενώ ανέβαινε με τον Ντέιβι στην κυλιόμενη σκάλα. Οι αλήτες φώναζαν θυμωμένα για τα δικαιώματά τους, ενώ ο φύλακας τους έσπρωχνε έξω απ' τις πόρτες. «Θα σε κανονίσουμε, Λαμπ!» Ήρεμοι καταναλωτές κοίταξαν γύρω τους σαστισμένοι. Ο Στίβεν κοκκίνισε και στύλωσε το βλέμμα του ευθεία μπροστά· ο Ντέιβι του έσφιξε το χέρι σαν να μην ήθελε να το αφήσει ποτέ.

10

Ο Έιβερι εξεπλάγη. Το γράμμα δεν έλεγε τίποτα! Δεν παρακαλούσε, δεν εκλιπαρούσε, δεν προσφερόταν να τον βοηθήσει στη νομική διαδικασία για την αποφυλάκισή του υπό όρους -που στην πρώτη φάση είχε ήδη λάβει χώρα χωρίς αυτόν και είχε καταλήξει στη μετάθεσή του από τις φυλακές υψηλής ασφαλείας του Χίβιτρι στις πιο χαλαρές φυλακές του Λόνγκμουρ. Ξαναδιάβασε το γράμμα και άρχισε να σιγοβράζει από θυμό. Το δικό του γράμμα ήταν κοφτό και αινιγματικό· το ήξερε, γιατί του είχε πάρει μερικές μέρες μέχρι να βρει ακριβώς τον τόνο -άγνοια, για να περάσει απ' τους λογοκριτές, αλλά και με αρκετή δόση προβοκάτσιας ώστε να βάλει σε πειρασμό έναν έξυπνο και αποφασισμένο αναγνώστη να του απαντήσει. Ο δίσκος εισερχομένων του Έιβερι ήταν άδειος δεκαοχτώ ολόκληρα

80

BELINDA BA U EJI

χρόνια και μετά βίας τολμούσε να παραδεχτεί ακόμα και στον εαυτό του τον ενθουσιασμό που ένιωσε λαμβάνοντας ένα γράμμα. Επιπλέον, ένα γράμμα που είχε να κάνει με το αγαπημένο του θέμα. Και -το κυριότερο- ένα γράμμα από κάποιον που είχε σχέση με την οικογένεια ενός από τα παιδιά. Το πρώτο γράμμα του ΣΑ είχε ανοίξει για τον Άρνολντ Έιβερι ένα κουτί της Πανδώρας γεμάτο αναμνήσεις και έξαψη. Είχε ξεκινήσει με τον ΓΠ και εξέτασε αυτή την ανάμνηση από κάθε πλευρά. Του είχε πάρει μέρες, αλλά αυτές ήταν μέρες που δεν ήταν πλέον δέσμιος της Αυτής Μεγαλειότητας, αλλά της προσωπικής του ευχαρίστησης· μέρες που η γεμάτη γαλάζιες φλεβίτσες μύτη του δεσμοφύλακα Φίνλεί έχανε τη δύναμη να τον προκαλεί· μέρες που δεν τον ένοιαζε όταν έβρισκε μύξες αντί για μουστάρδα να συνοδεύουν το χάμπουργκερ που του έδιναν. Μέρες που ήταν ελεύθερος. Μετά είχε επιστρέψει στην αρχή, είχε απολαύσει εκ νέου καθένα από τα παιδιά και είχε παρατείνει την έκσταση σχεδόν έναν ολόκληρο μήνα. Και τώρα είχε λάβει αυτό το γράμμα. Ο ΣΑ είχε υποσχεθεί μια σοβαρή αλληλογραφία, αλλά ήταν πειραχτήρι. Σαν γυναίκα! Σαν παιδί! Μάλιστα, δε θα του έκανε εντύπωση αν ο ΣΑ ήταν τελικά γυναίκα! Πώς τολμούσε η ΣΑ να ξεκινάει αλληλογραφία και μετά να του στέλνει αυτό το τιποτένιο γράμμα; Ας πήγαινε στο διάολο η ΣΑ! Θυμωμένος, δίπλωσε τη σελίδα Α5 για να τη σκίσει κομματάκια -και τότε πρόσεξε κάτι στο πίσω μέρος του χαρτιού. Ο Έιβερι έσμιξε τα φρύδια του και σήκωσε το χαρτί στο φως, αλλά έτσι εξαφανίστηκε αυτό που είχε διακρίνει. Έγειρε το χαρτί μέχρι που μπόρεσε να δει τι ήταν. Η καρδιά του σκίρτησε στο στήθος του. Ο Άρνολντ Έιβερι κοπάνησε την πόρτα του κελιού του και φώναξε να του φέρουν ένα μολύβι. Το χαρτί Α5 που είχε χρησιμοποιήσει ο ΣΑ ήταν καλής ποιότητας. Κι όχι απλώς καλής ποιότητας -ακόμα καλύτερα-, ήταν χοντρό σχεδόν σαν χαρτόνι. Ο Έιβερι είχε παρακολουθήσει το

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

81

μάθημα καλλιτεχνικών στο σχολείο και πίστευε πως ήταν χαρτί για νερομπογιές, με μια σαγρέ υφή στο φινίρισμα. Αργά και προσεκτικά, έτριψε το πίσω μέρος του γράμματος με την πίσω άκρη του μολυβιού, για το οποίο είχε χρειαστεί να υπογράψει μέσα από το πορτάκι. Σχεδιάζοντας σε ένα χαρτί πάνω απ' αυτό εδώ, ο ΣΛ (τον οποίο σκεφτόταν πάλι ως άντρα, λόγω της εξυπνάδας του να επικοινωνήσει μ' αυτό τον τρόπο) είχε σχεδιάσει μια κυματοειδή αλλά κατά κάποιον τρόπο προσεκτική γραμμή, σαν κορδέλα, που ξεκινούσε από την κορυφή της σελίδας και απλωνόταν σχηματίζοντας μια μεγάλη θηλιά. Μέσα στην κορδέλα ήταν σημειωμένα τα αρχικά ΑΝ και λίγο πιο κάτω τα αρχικά ΣΛ. Το μόνο άλλο σύμβολο αποτυπωμένο στο χαρτί ήταν ένα ερωτηματικό.

Ο Έιβερι παραλίγο να βάλει τα γέλια. Το μήνυμα είχε μια παιδιάστικη απλότητα. Με μια γραμμή και τέσσερα γράμματα που δε θα σήμαιναν τίποτα για κανέναν πέρα απ' αυτόν, ο ΣΛ του έδειχνε το περίγραμμα του Έξμουρ· έδειχνε στον Έιβερι ότι γνώριζε πού είχε βρεθεί το πτώμα του Λουκ Ντιούμπερι και τι σχέση είχε με την ιστορία ο ίδιος. Και τον ρωτούσε ξανά -πού είναι ο Μπίλι Πίτερς; Ο Άρνολντ Έιβερι χαμογέλασε. Ήταν χαρούμενος. Είχε κάποιον να αλληλογραφεί.

11

Όταν ο Άρνολντ Έιβερι ήταν μικρός, του φαινόταν ότι τα καλά πράγματα διαρκούσαν πολύ λίγο. Πέθαιναν πολύ εύκολα και πολύ σύντομα. Τα πουλιά -που τα δελέαζε με σπόρους σε ένα τραπέζι και τα έπιανε με ένα δίχτυ- υποτάσσονταν με αξιοκαταφρόνητη ευκολία. Το άσπρο ποντίκι ενός φίλου καθόταν και τον κοιτούσε άτολμο και γεμάτο εμπιστοσύνη όταν αυτός του ποδοπάτησε το κεφάλι. Ο Λένι, ο χοντρός ραβδωτός γάτος της γιαγιάς του, είχε δώσει άγρια μάχη στην αρχή, αλλά σύντομα τα τινάγματά του εξασθένησαν καθώς ο Έιβερι τον κρατούσε μέσα στο νερό στην κατάλευκη μπανιέρα της. Κανένα απ' τα ζώα δεν τον προκαλούσε. Κανένα τους δεν παρακαλούσε, δεν ικέτευε, δεν έλεγε ψέματα, δεν τον απειλούσε. Εντάξει, ο Λένι τον είχε γρατζουνίσει, αλλά αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να το αποφύγει. Η επόμενη γάτα που έπνιξε -η ασπρόμαυρη Μπιμπς- γέμισε γρατζουνιές τα γάντια μοτοσικλέτας που είχε κλέψει ο Έιβερι από ένα υπαίθριο παζάρι. Από μικρή ηλικία διάβαζε ρεπορτάζ για παιδιά που τα άρπαζαν από αυτοκίνητα ή παιδικές χαρές και τα έβρισκαν στραγγαλισμένα μόλις λίγες ώρες αργότερα, και απορούσε γιατί τόσος κόπος πήγαινε χαμένος. Αν κάποιος έπαιρνε το ρίσκο να κλέψει το υπέρτατο έπαθλο -ένα παιδί-, γιατί να το δολοφονήσει τόσο σύντομα μετά την απαγωγή; Ο Έιβερι το έβρισκε ακατανόητο. Σε ηλικία δεκατριών ετών κλείδωσε ένα μικρότερο αγόρι σε μια παλιά καρβουναποθήκη και το κράτησε εκεί σχεδόν μια ο-

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

83

λόκληρη μέρα. Φοβόταν να του κάνει κακό, αλλά απολάμβανε την εξουσία που είχε πάνω του. Ο οχτάχρονος Τίμοθι Ριντ είχε γελάσει στην αρχή, μετά βάλθηκε να ζητάει, κατόπιν να απαιτεί, έπειτα άρχισε να κοπανάει την πόρτα, μετά τον απείλησε ότι θα το έλεγε παντού, ύστερα τον απείλησε ότι θα τον σκότωνε, έπειτα σώπασε εντελώς. Στη συνέχεια ήρθαν τα παρακάλια, τα καλοπιάσματα, οι υποσχέσεις, οι απελπισμένες ικεσίες, τα δάκρυα. Ο Έιβερι ήταν ενθουσιασμένος, τόσο με την τόλμη του όσο και με τα θλιβερά κλάματα του Τίμοθι. Τον έβγαλε έξω πριν σκοτεινιάσει και του είπε πως ήταν μια δοκιμασία και ότι την είχε περάσει με επιτυχία. Αυτός κι ο Τίμοθι ήταν τώρα γκαρδιακοί φίλοι. Τρέμοντας απ' το φόβο του, ο μικρός συμφώνησε ότι ο Έιβερι ήταν ο γκαρδιακός του φίλος και ότι δε θα τον μαρτυρούσε ποτέ. Και πως είχε σκοπό να φυλάξει το μυστικό. Ύστερα από λίγες βδομάδες επιφυλάξεων, ο Τίμοθι Ριντ άρχισε να αποκρίνεται στα φιλικά «γεια» του Άρνολντ. Δέχτηκε, έστω και διστακτικά, τον κλεμμένο Άκσιον Μαν-Δύτη και τα σουφρωμένα γλυκά. Δυο μήνες μετά το περιστατικό της καρβουναποθήκης, ο Τίμοθι Ριντ καθόταν και κοιτούσε ενώ ο Άρνολντ βασάνιζε έναν ψηλόλιγνο εννιάχρονο νταή μέχρι που το παιδί έβαλε τα κλάματα και ζήτησε ταπεινά συγνώμη. Ο νταής έδωσε σήμα στην παιδική χαρά και ο Τίμοθι ήταν θλιβερά ευγνώμων που είχε ένα μεγαλύτερο αγόρι ως σύμμαχο και προστάτη. Και μόλις άρχισε να τον βλέπει ο Τίμοθι Ριντ ως ήρωα, ο Άρνολντ διαισθάνθηκε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να ζητήσει τη χάρη που μόνο ένας πολύ στενός -γκαρδιακός- φίλος μπορεί να του έκανε. Ο Άρνολντ Έιβερι άρχισε να κακοποιεί σεξουαλικά τον Τίμοθι Ριντ μέχρι που η αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού και οι βαθμοί του στο σχολείο, που πήραν απότομα την κατιούσα, οδήγησαν σε επίμονες ερωτήσεις από τους γονείς του και -σύντομα- από την αστυνομία. Έτσι ο Άρνολντ πήρε το πρώτο του μάθημα -τα ζώα είχαν το πλεονέκτημα πως δεν μπορούσαν να μιλήσουν.

84

BELINDA BA U EJI

Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ο Άρνολντ Έιβερι στάλθηκε σε αναμορφωτήριο, όπου πέρασε όλες τις νύχτες της τρίμηνης ποινής του -και μερικές ημέρες- μαθαίνοντας ότι η αληθινή εξουσία στο σεξ δεν ήταν να ζητάς και να σου δίνουν, αλλά απλώς να παίρνεις. Το γεγονός ότι αρχικά βρισκόταν στο επώδυνο μέρος αυτής της εξίσωσης τόνισε ακόμα περισσότερο την αξία αυτού του δεύτερου μαθήματος. Γύρισε σπίτι, αλλά δε γύρισε ποτέ πίσω. Του πήρε άλλα εφτά χρόνια μέχρι να σκοτώσει τον Πολ Μπάρετ (ο οποίος είχε μια εκπληκτική ομοιότητα με τον Τίμοθι Ριντ), αλλά η αναμονή άξιζε τον κόπο. Ο Έιβερι κράτησε τον Πολ ζωντανό για δεκάξι ώρες και μετά τον έθαψε κοντά στο Ντάνκερι Μπίκον. Κανείς δεν υποψιάστηκε τον Έιβερι. Κανείς δεν τον ανέκρινε, κανείς δεν του έριξε δεύτερη ματιά καθώς αυτός περιφερόταν με το βαν του στη νοτιοδυτική Αγγλία, διάβαζε τις εφημερίδες της περιοχής, έπαιρνε τηλέφωνα στα σπίτια της περιοχής, έπιανε την κουβέντα σε παιδιά της περιοχής. Και κανείς δε βρήκε το πτώμα του Πολ Μπάρετ· όταν έψαξαν, έψαξαν κοντά στο σπίτι του παιδιού στο Γουέστγουορντ Χο! Επομένως το Ντάνκερι Μπίκον ήταν ασφαλές μέρος για να θάβει πτώματα, σκέφτηκε ο Έιβερι. Και το εκμεταλλεύτηκε δεόντως.

12 Τα ρείκια στο λόφο είχαν γείρει μουσκεμένα από τη βροχή και τώρα έσταζαν απόκοσμα στο βρεγμένο χορτάρι ενώ έσκαβε ο Στίβεν. Έσκαψε δυο λάκκους, μετά έφαγε ένα σάντουιτς με τυρί και συνέχισε πάλι να σκάβει. Μετά το περιστατικό με τη σιαγόνα του πρόβατου, το σκάψιμο είχε χάσει λίγη από τη γοητεία του. Η μεγάλη χαρά πρώτα και η συντριπτική απογοήτευση μετά είχαν προβάλει έντονα τη ματαιότητα της αποστολής του. Τώρα, κάθε πάγος στους αγκώνες του, κάθε τράβηγμα στην πλάτη του, κάθε σχίζα στην παλάμη του τον κατέβαλλαν υπερβολικά. Στη ρίζα αυτής της νέας κακοκεφιάς βρισκόταν μια δυσαρέσκεια κι ένας εκνευρισμός που τον έκανε να φέρεται απόμακρα στον Λούις και να μιλάει απότομα στον Ντέιβι. Ακόμα κι εδώ, στο χερσότοπο όπου η σκληρή δουλειά συνήθως έδιωχνε τα πάντα από το μυαλό του εκτός από μια αμυδρή αίσθηση εξάντλησης, ήταν δύσθυμος και κατσούφης -αν και δεν είχε κανέναν για να κατσουφιάσει μαζί του πέρα από τον εαυτό του, το φτυάρι του και τον απέραντο χερσότοπο. Δεν είχε λάβει απάντηση από τον Έιβερι. Ήταν σχεδόν δυο βδομάδες από τότε που έστειλε το γράμμα με το σχεδιάγραμμα στο πίσω μέρος. Μήπως είχε προσέξει παραπάνω απ' όσο χρειαζόταν; Τόσο πολύ που ούτε ο ίδιος ο Έιβερι δεν είχε δει το κρυφό μήνυμα; Μήπως ο δολοφόνος του θείου Μπίλι είχε δια-

86

BELINDA BA U EJI

βάσει απλώς τα δίχως νόημα λόγια στη μια πλευρά της σελίδας και μετά την πέταξε στα σκουπίδια; Ή, αν το είχε δει ο Έιβερι, το είχε καταλάβει; Σκεπτόμενος ως δολοφόνος, ο Στίβεν πίστευε πως είχε δώσει αρκετά στοιχεία στον Έιβερι για να τον βάλει σε πειρασμό να του απαντήσει, αλλά ίσως εκείνος να μην μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει τον κώδικα. Ή ίσως απλώς να μην ήθελε. Να μην ήθελε να παίξει τη γάτα με το ποντίκι, αυτός στο ρόλο του ποντικιού κι ο Στίβεν στο ρόλο της γάτας που το βασάνιζε. Κι όσο αργοσέρνονταν οι μέρες χωρίς απάντηση από το Λόνγκμουρ, ο Στίβεν δεν μπορούσε να πνίξει τη φρικτή αίσθηση πως είχε αποτύχει. Ευχόταν να μπορούσε να μιλήσει στον Λούις για τους φόβους του, ήξερε όμως ότι αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να το κρατήσει κρυφό. Κανείς άλλος δε θα κατανοούσε τι είχε κάνει. Αντίθετα, ο Στίβεν μπορούσε να φανταστεί τις αμήχανες συζητήσεις στις οποίες θα έμπλεκε αν φανέρωνε οτιδήποτε για την αλληλογραφία του με τον Έιβερι. Κατέβαλλε ήδη προσπάθειες για να είναι πάντα παρών όταν ερχόταν ο ταχυδρόμος. Η αλληλογραφία τους ερχόταν νωρίς, γύρω στις εφτά το πρωί, και ο Στίβεν είχε αρχίσει να βάζει το ξυπνητήρι του εφτά παρά τέταρτο ώστε να βρίσκεται στην κορυφή της σκάλας όταν ανέβαινε το μονοπάτι ο Φρανκ Τάιθκοτ. Το μόνο που του έλειπε ήταν να πάρει η μαμά ή η γιαγιά του ένα γράμμα που απευθυνόταν σ' αυτόν. Ο Στίβεν δεν είχε λάβει ποτέ τίποτα προσωπικό -ούτε καν μια χριστουγεννιάτικη κάρτα- και φανταζόταν ότι' κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ερωτήσεις. Αλλά η προσδοκία που ένιωθε όταν περίμενε, με τα δάχτυλα των ποδιών του παγωμένα, ήταν πολύ μικρότερη από την ολοένα μεγαλύτερη απογοήτευσή του. Ξεκίνησε κι άλλο λάκκο, αλλά μετά το πρώτο χτύπημα στο σκληρό έδαφος, πέταξε κάτω το φτυάρι και ρίχτηκε και ο ίδιος στο έδαφος απαρηγόρητος. Σχεδόν αμέσως η υγρασία άρχισε να διαπερνά το φτηνό αδιάβροχο παντελόνι του. Η παγωμένη γη τον άρπαξε στην αγκαλιά της και τα βρεγμένα ρείκια έγειραν πάνω του σαν μουσκεμέ-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

87

νο σάβανο. Ο ιδρώτας που είχε χύσει σκάβοντας στέγνωσε πάρα πολύ γρήγορα και ο Στίβεν άρχισε να τρέμει από το κρύο. Από τη θάλασσα ερχόταν ομίχλη, σερνόταν σιωπηλά στην ξηρά και τη σκέπαζε σαν υγρή κουβέρτα που μύριζε σάπια φύκια. Ο Στίβεν ένιωσε ότι συρρικνωνόταν κάτω από την τυφλή απεραντοσύνη της. Του ήρθε πάλι στο μυαλό η εικόνα του Γαλαξία. Ήταν ένα άτομο πάνω σ' ένα μικρόβιο που ήταν ένα στίγμα πάνω σε ένα μόριο ενός κόκκου στο πουθενά. Πριν από λίγες στιγμές στεκόταν όρθιος, δυνατός και ζεστός. Τώρα, μόλις λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ήταν σχεδόν πτώμα κι έρμαιο του διαστήματος. Ο Έιβερι είχε δίκιο. Τίποτα δεν είχε σημασία. Ένιωσε ένα κάψιμο στα μάτια και χωρίς άλλη προειδοποίηση ήρθε το κλάμα. Στην αρχή μόνο στα μάτια του, αλλά σύντομα κατέλαβε το σώμα του και ο Στίβεν άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να οδύρεται σαν εγκαταλελειμμένο μωρό, πεταμένο πάνω στα ρείκια· το στήθος του φούσκωνε και τρανταζόταν, το στομάχι του σφιγγόταν από την προσπάθεια και τα ξασπρισμένα απ' το κρύο χέρια του έκλεισαν άτονα σε γροθιές, στραμμένες προς τα πάνω, από την απελπισία. Για λίγες στιγμές απόμεινε πεσμένος εκεί, κλαίγοντας, χωρίς να καταλαβαίνει τι ήταν αυτό το συναίσθημα ή από πού του είχε έρθει· το μόνο που ένιωθε συνειδητά ήταν μια αμυδρή, απόμακρη ανησυχία μήπως είχε τρελαθεί. Το κλάμα του λιγόστεψε, σταμάτησε και τα μάτια του που έκαιγαν κρύωσαν από τις ψιχάλες που έπεφταν με αθόρυβους στροβιλισμούς από το λευκό τίποτα του ουρανού. Ο Στίβεν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του και διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κάνει σχεδόν ούτε αυτό. Η κούραση έρεε από την καρδιά του σε όλο του το κορμί σαν μολύβι, τον καθήλωνε στο χερσότοπο και το μόνο που μπορούσε να κάνει το σώμα του ήταν να απομείνει εκεί και να περιμένει οδηγίες. Μέσα στην απόλυτη ακινησία του κορμιού του, το μυαλό του γύρισε πάλι σ' αυτόν από μακριά, λίγο λίγο. Στην αρχή λυπήθηκε πολύ τον εαυτό του· ευχήθηκε να ερχόταν να τον βρει η μητέρα του, να τον τύλιγε σε μια χνουδωτή άσπρη πετσέτα, να

88

BELINDA BA U EJI

τον κουβαλούσε αγκαλιά σπίτι και να του έδινε να φάει στιφάδο και πουτίγκα σοκολάτας. Ένας καθυστερημένος μικρός λυγμός τού ξέφυγε στη σκέψη ότι αυτό δε θα συνέβαινε -όχι μόνο τώρα, αλλά ποτέ ξανά. Και μια άλλη, πιο κρύα μαχαιριά στην καρδιά του του είπε ότι αυτή η ανάμνηση-επιθυμία μάλλον δεν είχε συμβεί ποτέ. Δε θυμόταν στ' αλήθεια χνουδωτές πετσέτες, ούτε στιφάδο, ούτε τη μητέρα του να τον τυλίγει στη ζεστή αγκαλιά της όταν ήταν βρεγμένος και κρύωνε. Είχε μπόλικες αναμνήσεις με τη μάνα του να του βγάζει απότομα βρεγμένες κάλτσες απ' τα πόδια του, να φωνάζει για τις βρομιές στο καλάθι των απλύτων, να του στεγνώνει βάρβαρα τα μαλλιά με μια από τις παράταιρες, ξεφτισμένες πετσέτες που τις κρεμούσαν να στεγνώσουν το βράδυ, αλλά πάντα ήταν ακόμα υγρές το πρωί. Αυτό του έφερε στο μυαλό τη λεκιασμένη μοκέτα του μπάνιου, που φιλοξενούσε μεγάλα κοκκινωπά μαμούνια πίσω από την τουαλέτα το χειμώνα, λες και το έξω εισχωρούσε σιγά σιγά μέσα στο σπίτι τους, γεμίζοντάς το με παγωνιά και πράγματα που σέρνονταν. Ο Ντέιβι έβαλε τα κλάματα όταν πρωτοείδε τα μαμούνια και προτίμησε να τα κάνει στο κρεβάτι του παρά να πάει κοντά τους. Τώρα όμως τα αγνοούσε, όπως όλοι τους. Μερικές φορές, μάλιστα, αστειεύονταν για τα μανιτάρια και τη μούχλα, αλλά συνήθως, όταν ο Στίβεν γυρνούσε από το πεντακάθαρο σπίτι του Λούις, η μυρωδιά της υγρασίας τού ερχόταν μόλις άνοιγε την εξώπορτα. Δεν τη μύριζε στα ρούχα του, αλλά, συγκρίνοντάς τη με τις φρέσκες λουλουδάτες μυρωδιές απορρυπαντικού στα ρούχα των συμμαθητών του, είχε τη δυσάρεστη αίσθηση ότι κουβαλούσε την οσμή της φτώχειας πάνω του, σαν κίτρινο αστέρι. Ποτέ δεν ένιωθε καθαρός. Ούτε όταν γυρνούσε από τους χερσότοπους λασπωμένος, ούτε όταν έβγαινε από το χλιαρό νερό της μπανιέρας όπου έκανε μπάνιο μαζί με τον Ντέιβι, ούτε όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι όπου κοιμόντουσαν μαζί και φορούσε το χτεσινό σχολικό πουκάμισο. Τι του είχε συμβεί; Ο Στίβεν ένιωθε το μυαλό του να στριφογυρίζει μπερδεμένο. Πώς είχε συμβεί; Πού είχε χαθεί; Κάπου, κάπως, το αγοράκι που ήταν παλιά ο εαυτός του είχε εξα-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

89

φανιστεί και αντικατασταθεί από το καινούριο του εγώ. Ο καινούριος Στίβεν δεν έβλεπε το Ματς της Ημέρας, ούτε στεκόταν στην ουρά στο Γαλάζιο Δελφίνι για να αγοράσει πενήντα πένες μπισκοτάκια. Δεν ήθελε σαν τρελός τον Στίβεν Τζέραρντ στο λεύκωμά του με τα αυτοκόλλητα των Αστέρων του Ποδοσφαίρου. Ο καινούριος Στίβεν βρισκόταν εδώ πέρα κάθε απόγευμα μέχρι να νυχτώσει, ίδρωνε μες στα χώματα, έτρωγε μουχλιασμένα σάντουιτς, τσιγκλούσε αδύναμα το έδαφος μ' ένα σκουριασμένο φτυάρι και επιζητούσε το θάνατο. Για τρία χρόνια αυτή ήταν η ζωή του. Τρία χρόνια! Ένιωθε σαν άνθρωπος που μόλις έχει ακούσει τους δικαστές να τον καταδικάζουν. Η σκέψη ότι είχε χαραμίσει τρία χρόνια από τη ζωή του τον συγκλόνισε λες και ήταν τρία χρόνια από το μέλλον του. Τι του είχε συμβεί; Πού είχε χαθεί; Στο κατόπι της λύπησης για τον εαυτό του ήρθε ένας θυμός τόσο έντονος που ο Στίβεν ένιωσε σαν να είχε δεχτεί στ' αλήθεια κάποιο χτύπημα. Σήκωσε το χέρι του θαρρείς για να το αποκρούσει. Ο θυμός ήταν εκτυφλωτικός. Με μια άγρια κίνηση, ο Στίβεν έπεσε στα γόνατα και βάλθηκε να ξεριζώνει με μανία ρείκια και χορτάρια· τα τραβούσε με τις χούφτες του, έσκαβε το χώμα με τα νύχια του, χαστούκιζε τα μουσκεμένα χόρτα. Χτυπούσε, τιναζόταν, κλοτσούσε και γρονθοκοπούσε ενώ τα ρείκια τον κατάβρεχαν. Μια διαπεραστική παραπονιάρικη φωνή έβγαινε από το λαρύγγι του μαζί με κλαψιάρικες ανάσες που τον κρατούσαν ζωντανό γι' αυτόν το μοναδικό σκοπό -να επιτεθεί στον ίδιο τον πλανήτη. Την επόμενη φορά που ο Στίβεν κατάλαβε τι του γινόταν, ήταν γονατιστός με το μέτωπο στο έδαφος, καταβεβλημένος από τη φύση. Είχε κλαδάκια μέσα στις γροθιές και στο στόμα του, λες και είχε προσπαθήσει να διαπεράσει μασουλώντας τη Γη. Ανακάθισε αργά και κοίταξε την αδύναμη εισβολή που είχε κάνει η υστερία του στο χερσότοπο. Μερικές σκόρπιες τούφες από ξεριζωμένο χορτάρι· ρείκια κομμένα από τους βλαστούς τους που αργοπέθαιναν τώρα στο έδαφος, δυο τρεις μικρές λασπότρυπες που γέμιζαν γρήγορα με νερό. Δεν ήταν τίποτα. Ήταν λιγότερο κι από τίποτα. Ένα πόνι του Έξμουρ που θα έσκα-

90

BELINDA BA U EJI

βε με τις οπλές του για να βρει χορτάρι το χειμώνα, ένα ελαφάκι που θα ξάπλωνε να κοιμηθεί, ένα πρόβατο που θα αποπατούσε, θα είχε αφήσει μεγαλύτερο σημάδι απ' ό,τι ο Στίβεν με όλη τη μανία του. Σηκώθηκε τρέμοντας προς το λευκό ουρανό. Το φτυάρι του ήταν εκεί που το είχε ρίξει αιώνες πριν· το καλαθάκι για το φαγητό του και ο χάρτης του εκεί κοντά -ξένα αντικείμενα που δεν είχαν καμιά σημασία για κείνον μέσα σ' αυτή την ομίχλη του τέλους του κόσμου. Γύρισε να φύγει, αλλά δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Τρία μέτρα προς κάθε κατεύθυνση ήταν το μόνο που έβλεπε και μετά δεν υπήρχε τίποτα. Κάτι στο βάθος του συνηθισμένου παιδικού μυαλού του τον σταμάτησε και δεν παραπάτησε στα τυφλά μέσα στη δίνη του κενού. Είχε χαθεί στο χερσότοπο και στο παρελθόν, τυλιγμένος στην ομίχλη. Αυτή η λευκότητα σε περικύκλωνε ύπουλα, ακόμα και τις μέρες που είχε ήλιο και γαλανό ουρανό. Πριν από δυο χρόνια είχε καθίσει δίπλα σ' έναν άδειο τάφο για τρεις ώρες, μέσα σε μια απόλυτη ασπρίλα, μέχρι να επανεμφανιστεί το καλοκαίρι και να μπορέσει να βρει το δρόμο για το σπίτι του. Η ανάμνηση έκανε τον Στίβεν να νιώσει πάλι κάπως φυσιολογικά και είχε την εξυπνάδα να μείνει εκεί που ήταν. Κρύωνε, αλλά είχε περάσει και χειρότερα. Ήταν βρεγμένος, αλλά είχε βραχεί και περισσότερο. Δεν πεινούσε -ακόμα. Δεν είχε χτυπήσει και από τη στιγμή που δε θα προχωρούσε στα τυφλά μέσα στην ομίχλη, δε θα χτυπούσε. Κοίταξε το φτυάρι του στο έδαφος και του φάνηκε πάλι οικείο. Οχι ωραίο, αλλά τουλάχιστον οικείο. Είχε πιάσει ξανά βροχή και ο Στίβεν αναποδογύρισε το καλαθάκι του και το έβαλε στο κεφάλι του. Η βροχή, που ακουγόταν απαλή πάνω στα μαλακά ρείκια, έγινε κροτάλισμα σε μεταλλική σκεπή στο κρανίο του. Αν έμενε ακίνητος, θα κρύωνε περισσότερο. Απρόθυμα, έσκυψε και πήρε το φτυάρι. Βρήκε το σημείο όπου είχε χαράξει λίγο το έδαφος και ξανάχωσε μέσα το φτυάρι. Ήταν ξεψυχι-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

91

σμένη προσπάθεια, αλλά το επόμενο χτύπημά του ήταν καλύτερο και στο τέταρτο ο Στίβεν είχε ξαναβρεί ένα ρυθμό. Όταν είχε σκάψει πλέον το μισό λάκκο, ήξερε ότι θα συνέχιζε ακόμα κι αν το θέμα δεν ήταν απλώς να ζεσταθεί. Το σκάψιμο είχε δώσει στη ζωή του ένα σκοπό. Ήταν μικρός, αδύναμος σκοπός και μάλλον δε θα κατέληγε πουθενά παρά μόνο θα έσβηνε σιγά σιγά σε ένα τίποτα. Αλλά κάτι ήταν το να έχει ένα σκοπό, σωστά; Μια κακιά φωνούλα κάπου μέσα του γκρίνιαξε ότι δεν είχε σημασία. Τίποτα δεν είχε σημασία. Υπήρχε όμως και μια άλλη, πιο δυνατή φωνή μέσα του. Δεν είχε απαντήσεις, μονάχα μια ακόμα ερώτηση, όμως αυτή η ερώτηση ήταν που τον έκανε να συνεχίσει το σκάψιμο αρκετή ώρα αφότου έδυσε ο αθέατος ήλιος στον αόρατο ουρανό. Αν τίποτα δεν είχε σημασία, τότε γιατί όλα μετρούσαν τόσο πολύ;

13 «Στίβεν! Πρωινό!» «Έρχομαι!» Με χέρια που έτρεμαν, ο Στίβεν άνοιξε το γράμμα από τον κατ' εξακολούθηση δολοφόνο.

Ο Στίβεν γύρισε τρέμοντας τη σελίδα και τη σήκωσε στο φως. Τίποτα. Το χαρτί ήταν φτηνό και λεπτό -δε θα μπορούσε να αποτυπωθεί τίποτα πάνω του. Άναψε το φως της τουαλέτας, αλλά δεν υπήρχε σημάδι στην πίσω όψη του γράμματος. Ο Στίβεν έσμιξε τα φρύδια του. Για ποιο λόγο να του γράψει ο Έιβερι αν δεν επρόκειτο να τον βοηθήσει; Τα καθαρά και ίσια γράμματα της πρώτης φοράς είχαν αντικατασταθεί από ένα ακανόνιστο, απρόσεχτο γράψιμο, με κεφαλαία σε λάθος σημεία.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

93

«ΣΤΙΒΕΝ!!» «ΕΡΧΟΜΑΙ!!» Από το διάβασμά του ήξερε ότι στους συστηματικούς δολοφόνους άρεσε να παίζουν παιχνίδια -πρώτα με τα θύματά τους και μετά με την αστυνομία. Τους άρεσε να κάνουν φιγούρα. Απ' ό,τι καταλάβαινε, έτσι τους έπιαναν τους περισσότερους. Αν τους έπιαναν. Ίσως του Έιβερι να του άρεσε απλώς να παίρνει γράμματα και να προσπαθούσε να τον δελεάσει ώστε να συνεχίσει ο Στίβεν να του γράφει. Τότε, όμως, δε θα έκανε μεγαλύτερη προσπάθεια για να τον βάλει σε πειρασμό να του απαντήσει; Ο Στίβεν δεν καταλάβαινε αν το ευχαριστώ για το «ωραίο γράμμα» του ήταν σαρκαστικό ή όχι. Ο ίδιος θα ήταν ο πρώτος που θα παραδεχόταν ότι το γράμμα του δεν ήταν άριστο, αλλά αν ο Έιβερι είχε βρει και είχε καταλάβει την κρυφή ένδειξη, ίσως να θεωρούσε ότι αυτό ήταν ωραίο. Ίσως το σχόλιο του "yia το χρόνο και τα τρένα να σήμαινε ότι ο Στίβεν έπραττε σωστά που έκανε τώρα αυτές τις ερωτήσεις. Αλλά, αν ο Έιβερι είχε βρει την κρυφή ένδειξη, γιατί δεν είχε απαντήσει κι αυτός με ένα χάρτη; Ή... Η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε με δύναμη και ο Στίβεν τινάχτηκε. Το πρόσωπο της μητέρας του ήταν κατακόκκινο από την τρεχάλα στα σκαλιά. «Τι στο διάολο κάνεις;» «Μαμά! Είμαι στην τουαλέτα!» Η Λέτι τον κοίταξε. «Με το παντελόνι σου ανεβασμένο; Δέκα λεπτά σου φωνάζω!» Τότε πρόσεξε το γράμμα στο αριστερό του χέρι. «Τι είναι αυτό;» Ο Στίβεν κοκκίνισε και το δίπλωσε. «Τίποτα». Κοίταξε τη μητέρα του και την είδε να παίρνει ένα σκληρό, υπομονετικό ύφος. Δε θα το άφηνε να περάσει έτσι. «Ένα γράμμα είναι μόνο». «Από ποιον;»

94

BELINDA B A U E J I

To διαπεραστικό της βλέμμα τον έκανε να στριφογυρίσει νευρικά. «Δώσ' το μου!» Πρόταξε το χέρι της. Ο Στίβεν δεν κουνήθηκε, αλλά όταν η Λέτι άπλωσε το χέρι της και του πήρε το γράμμα, δε βρήκε το θάρρος να της αντισταθεί. Η Λέτι ξεδίπλωσε το γράμμα και το διάβασε. Έμεινε σιωπηλή πολύ περισσότερο απ' όσο θα της είχε πάρει για να το διαβάσει και ο Στίβεν ύψωσε το βλέμμα του και την κοίταξε ανήσυχα. Η Λέτι κοιτούσε το γράμμα λες και έψαχνε να βρει κρυφές οδηγίες για το πώς να αντιδράσει. Το γύρισε ανάποδα για μια στιγμή και ο Στίβεν ευχαρίστησε το Θεό που ο ΑΕ δεν είχε σχεδιάσει κανένα χάρτη. Ύστερα από αιώνες, όπως του φάνηκε, η Λέτι του το έδωσε ξαφνικά πίσω. «Έλα κάτω αμέσως». Ο Στίβεν έμεινε άναυδος. Την ακολούθησε στη σκάλα και μέσα στην κουζίνα, όπου τα Τσίριος μαλάκωναν σε ένα μπολ μεγάλα. Η γιαγιά σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και τον αγριοκοίταξε. «Πού ήταν, λοιπόν;» «Στην τουαλέτα». Η γιαγιά κάγχασε σαν να ήξερε τι έκαναν στην τουαλέτα τα αγόρια της ηλικίας του και ότι δεν ήταν κάτι που θα έκανε εκεί μέσα οποιοσδήποτε καθώς πρέπει άνθρωπος. Ο Στίβεν κοκκίνισε μόνο που το σκέφτηκε και η γιαγιά κάγχασε ξανά -είχαν επιβεβαιωθεί οι χειρότερες υποψίες της. «Αχ, άφησέ τον ήσυχο, μαμά». Ο Στίβεν ξαφνιάστηκε τόσο πολύ. που δάγκωσε με δύναμη το κουτάλι του και πόνεσε. Ο Ντέιβι ανασήκωσε το βλέμμα του από τα δημητριακά του και το χαμήλωσε αμέσως, φοβισμένος από το σκυθρωπό ύφος της γιαγιάς. Προγευμάτισαν σιωπηλά. Ο Στίβεν έπλυνε το μπολ και το κουτάλι του και έφυγε για το σχολείο με το γράμμα του δολοφόνου στην τσέπη του.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

95 * * *

Οι αλήτες τον πέτυχαν στην πόρτα του σχολείου. Εμφανίστηκαν ξαφνικά, του έστριψαν τα χέρια πίσω από την πλάτη του και έσπρωξαν κάτω το κεφάλι του, οπότε ο Στίβεν παραπάτησε και παραλίγο να πέσει. Αμυδρά άκουσε τη Σαντέλ Κοξ να λέει, «Αφήστε τον ήσυχο», και ένιωσε περισσότερο εξευτελισμένος. «Πάρ' του τα λεφτά για το κολατσιό». «Δεν έχω λεφτά για κολατσιό. Φέρνω μαζί μου σάντουιτς». «Τι είπες, μυξιάρη;» Κάποιος του τράβηξε το κεφάλι απ' τα μαλλιά για να τον ακούσουν, ενώ ένας άλλος του έκανε σωματική έρευνα, πασπατεύοντας τα ρούχα του από πάνω ως κάτω, σαν απόφοιτος σχολής αστυνομίας. «Φέρνω σάντουιτς». Το αγόρι που τον κρατούσε απ' τα μαλλιά τον ταρακούνησε· ο Στίβεν έτριξε τα δόντια του. Ένιωσε να ανοίγουν το φερμουάρ στο σακίδιο της πλάτης του και έχασε λίγο την ισορροπία του, καθώς αυτοί ψαχούλευαν μέσα. Αισθανόταν σαν αντιλόπη που την έχουν ρίξει κάτω άγρια σκυλιά και αρχίζουν να την τρώνε ζωντανή. Βιβλία, χαρτιά, στυλό, όλα σκορπίστηκαν στα πόδια του, ενώ εκείνοι τραβολογούσαν το σακίδιο που ήταν ακόμα περασμένο στους ώμους του -ακόμα κομμάτι του εαυτού του. Του ήρθε να κάνει εμετό. Ξαφνικά το μεταλλικό καλαθάκι του φαγητού του βρέθηκε κάτω από το πιγούνι του, με το καπάκι τραβηγμένο πίσω. Μύρισε την πάστα ψαριού και τον έτσουξαν τα μάτια του από την ντροπή. «Δεν έχει γλυκό;» Γέλασαν όλοι. Ο Στίβεν δεν είπε τίποτα. «Πεινάς;» «Όχι». «Αυτός πεινάει». Ένα βρόμικο χέρι έπιασε το σάντουιτς και το έσπρωξε με δύναμη στο στόμα του. Ο Στίβεν προσπάθησε να γυρίσει απ' την άλλη και να κρατήσει το στόμα του κλειστό, αλλά ένας διαπεραστικός πόνος στο πόδι του τον έκανε να ξεφωνίσει και το

96

BELINDA BA U EJI

σάντουιτς γέμισε το στόμα του σαν σφουγγάρι με γεύση ψαριού που φούσκωνε και τον έπνιγε. Ο Στίβεν άρχισε να βήχει. «Γαμώτο!» Το αγόρι με τα βρόμικα χέρια σκούπισε υγρά ψωμιά από το πρόσωπό του, ενώ οι φίλοι του γελούσαν μαζί του. «Δεν είναι αστείο, ρε!» Έχωσε το μεταλλικό καλαθάκι στο πρόσωπο του Στίβεν -το μήλο τον χτύπησε στο μάτι και το δεύτερο σάντουιτς με πάστα ψαριού μπήκε στη μύτη του, πιέστηκε στα χείλη του και μετά ακολούθησε ο απρόσμενος πόνος από τις άκρες του δοχείου που ήταν απομίμηση Τάπεργουερ. Ξαφνικά το καλαθάκι έπεσε με πάταγο στο έδαφος και οι αλήτες χάθηκαν μέσα στο χείμαρρο των παιδιών με τις μαυροκόκκινες μπλούζες. Ο Στίβεν είδε αμυδρά τη μορφή μιας δασκάλας να έρχεται προς το μέρος του. Μόρφασε, νιώθοντας το αίμα να επιστρέφει απότομα στα χέρια του. «Είσαι καλά;» Τα σκισμένα του χείλη έτρεχαν αίμα και ο Στίβεν ένιωσε την αλμυρή γεύση του μέσα στο στόμα του. «Μάλιστα, κυρία». Η κυρία Ο'Λίρι τον περιεργάστηκε. Ήξερε ότι τον είχε σε μια από τις τάξεις της, αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί το όνομά του. Ο μικρός φαινόταν γελοίος. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο, με βαθιά μαβιά τετράγωνα σημάδια στο δέρμα του από το καλαθάκι του φαγητού. Μισό σάντουιτς ήταν κολλημένο στο μέτωπο του και τα μάγουλά του ήταν πασαλειμμένα με βούτυρο. Θα έκανε μελανιά στο μάτι και μύριζε ψαρίλα. Αυτό την έκανε να θυμηθεί. Ήταν το παιδί που μύριζε μούχλα. Όποια συμπόνια κι αν είχε νιώσει γι' αυτόν αντικαταστάθηκε τώρα από μια ελαφριά απέχθεια. Του μίλησε κοφτά. «Έλα, λοιπόν, Σάιμον, μάζεψε τα πράγματά σου. Έχει χτυπήσει το κουδούνι». «Μάλιστα, κυρία». Δεν ήξερε ποιος ήταν. Αυτό τον πείραξε πολύ. Ήταν το παιδί που έγραφε αυθεντικά γράμματα!

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

97

Η γιαγιά μου πνίγηκε από το πησσί σας! Το Νιντέντο που μου έστειλες ήταν το καλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ! Κέρδισα βραβείο επειδή ήμουν ο πιο εβγενικός παίχτης της ομάδας ποδοσφαίρου! Ο Στίβεν αναρωτήθηκε φευγαλέα αν η κυρία ΟΆίρι θα τον θυμόταν από δω και πέρα έτσι και της έλεγε ότι είχε γράψει γράμμα σε έναν κατ' εξακολούθηση δολοφόνο, ζητώντας βοήθεια για να βρει το πτώμα του πεθαμένου θείου του. Κατάπιε τα λόγια του με θλίψη. Θα τον θυμόταν τότε μονάχα ως ψεύτη -έναν φαντασιόπληκτο με μακάβριες φαντασιώσεις. Ή, ακόμα χειρότερα, θα τον πίστευε και θα έβαζε τέλος στην αλληλογραφία του. Σε κάθε περίπτωση, θα έβγαινε χαμένος. «Έλα, κάνε γρήγορα, έχει χτυπήσει το κουδούνι». «Μάλιστα, κυρία». Στάθηκε ανυπόμονα από πάνω του, ενώ εκείνος μάζευε τα βιβλία και τα χαρτιά του από τη βρόμικη βρεγμένη άσφαλτο. Χάρηκε βλέποντας ότι τα σάντουιτς του είχαν σχεδόν διαλυθεί, οπότε θα γλίτωνε την ντροπή να τα μαζέψει. Το μήλο του, που του είχε μαυρίσει το μάτι, είχε κυλήσει στο χαντάκι, όπου το άφησε να σαπίσει. Του πήρε ένα δυο λεπτά μέχρι να βρει το καπάκι του καλαθιού του κάτω από ένα αυτοκίνητο. Σηκώθηκε πάλι όρθιος, με τα γόνατα λασπωμένα, και είδε την κυρία ΟΆίρι να κρατάει το γράμμα του Άρνολντ Έιβερι. Πάγωσε. «Σε ευχαριστώ Για το ωραίο Γράμμα σου». Ο Στίβεν δεν είπε τίποτα. Τι να έλεγε; Κοίταξε το πρόσωπο της, ενώ αυτή εξέταζε το βρεγμένο χαρτί και ανάμεσα στα φρύδια της εμφανίστηκε μια μικρή ρυτίδα. Το μυαλό της κυρίας ΟΆίρι πήρε αργά στροφές σαν τους κυλίνδρους σκουριασμένης κλειδαριάς με συνδυασμό και τελικά όλα ξεκαθάρισαν. Τον κοίταξε και ο Στίβεν παρέλυσε. «Ώστε γράφεις ωραία γράμματα και στον ελεύθερο χρόνο σου;» Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, του φάνηκε ότι δεν είχε ακούσει καλά. Όμως είχε ακούσει. Ένιωσε ένα φούντωμα να απλώνεται από το γιακά του στο πρόσωπο του.

98

BELINDA BA U EJI

«Μάλιστα, κυρία». Εκείνη χαμογέλασε, ανακουφισμένη που μπόρεσε να νιώσει λίγο ενδιαφέρον για το παιδί· είχε ανάγκη να θυμάται πότε πότε ότι δεν είχε χαραμίσει τη ζωή της διαλέγοντας να γίνει δασκάλα. Άπλωσε το γράμμα προς το μέρος του κι ο Στίβεν το πήρε διστακτικά. «Τρέξε τώρα, Σάιμον!» «Μάλιστα, κυρία». Ο Στίβεν άρχισε να τρέχει. Γεωγραφία. Ο Στίβεν ξεπατίκωσε ένα χάρτη της Νοτίου Αφρικής. Τον μετέφερε στο τετράδιο του και άρχισε να συμπληρώνει τον ορυκτό πλούτο. Χρυσός. Διαμάντια. Λευκόχρυσος -εξωτικά πράγματα. Κάγχασε σιωπηλά καθώς σκέφτηκε τον ορυκτό πλούτο της χώρας του: κασσίτερος, άργιλος και λιθάνθρακας ήταν τα μόνα πράγματα για τα οποία άξιζε ποτέ να σκάψει κανείς σ' αυτή τη μικρή κορυφή του υποθαλάσσιου βουνού που λεγόταν Βρετανία. Κασσίτερος, άργιλος, λιθάνθρακας -και πτώματα. Σώματα θαμμένα στη λάσπη, στο χώμα, στα χορτάρια. Νεκροί που είχαν αποκοιμηθεί στο κρεβάτι τους και είχαν πεθάνει ήρεμα, πτώματα από σφαγμένους Πίκτες, Κέλτες, Σάξονες και Ρωμαίους. Υποστηρικτές του Στέμματος και Κοινοβουλευτικοί που βρήκαν το θάνατο από κάποιο σπαθί πάνω στο τρυφερό αγγλικό χορτάρι. Και ενώ οι βιομηχανίες λιθάνθρακα, κασσίτερου και αργίλου αργοπέθαιναν, είχε κυριαρχήσει η βιομηχανία πτωμάτων. Τώρα τα κόκαλα Σαξόνων χωρικών τα μελετούσαν στην τηλεόραση τις ώρες υψηλής τηλεθέασης, καθώς ξεπρόβαλλαν απ' τη γη. Ήταν ένα απότομο ξύπνημα ύστερα από αιώνες ανάπαυσης και αδιαφορίας. Τα πτώματα ήταν ο ορυκτός πλούτος της Βρετανίας, όπως ο χρυσός για την Αφρική. Η παρακμασμένη αυτοκρατορία, συρρικνωμένη σε ροζ σημαδάκια, είχε γίνει ακοινώνητη και εσωστρεφής. Κουρασμένη και νικημένη ανακάλυπτε τώρα τον εαυ-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

99

τό της σαν γέρος που κάθεται μόνος του σ' ένα ερειπωμένο αρχοντικό και αρχίζει να παίρνει τηλέφωνα από μια κουρελιασμένη ατζέντα, ενώ οι σκέψεις του στρέφονται από το βραχύ μέλλον του στο μακρόχρονο και ξεχασμένο παρελθόν του. Η Βρετανία οικοδομήθηκε πάνω σ' αυτά τα πτώματα των κατακτημένων και των κατακτητών. Ο Στίβεν τα ένιωθε αυτή τη στιγμή μέσα στη γη κάτω από τα θεμέλια, κάτω από το σχολείο, κάτω από το πάτωμα της τάξης, κάτω από τα πόδια της καρέκλας του και τις λαστιχένιες σόλες των αθλητικών παπουτσιών του. Τόσο πολλά πτώματα κι αυτός ήθελε μόνο ένα. Δεν του φαινόταν ότι ζητούσε πολλά. Καθώς πίεζε προσεκτικά το μολύβι στη λευκή σελίδα, ο Στίβεν αναρωτήθηκε πόσα από κείνα τα αρχαία κόκαλα να ήταν στο έδαφος εξαιτίας συστηματικών δολοφόνων. Όταν το Τάιμ Τιμ του Καναλιού 4 αποσπούσε μηριαία οστά και σπασμένα κρανία από τον πλανήτη, αλλοίωνε άραγε αποδεικτικά στοιχεία σε έναν τόπο εγκλήματος δύο χιλιάδων χρόνων; Να ήταν θύμα ο μικρός Σάξονας ή η μικρή Τυδώρ; Ένα μεταξύ πολλών; Θα μπορούσαν άραγε οι αρχαιολόγοι εκατό χρόνια από τώρα να συνδέσουν έξι, οχτώ, δέκα θύματα και να πουν με σιγουριά ότι δολοφονήθηκαν; Και ότι δολοφονήθηκαν από το ίδιο χέρι; Ο Άρνολντ Έιβερι είχε καταδικαστεί για έξι φόνους. Συν τον θείο Μπίλι. Συν... ποιος ήξερε πόσους ακόμα; Πόσοι άλλοι κείτονταν σε ρηχούς τάφους χωρίς να τους έχει ανακαλύψει κανείς; Πόσοι σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας; Άραγε να τσάκιζε τα κόκαλά τους με τα βήματά του ενώ γυρνούσε σπίτι; Να τον κοιτούσαν τα δίχως μάτια κρανία τους όταν εξερευνούσε τα παλιά ορυχεία στο Μπρέντον Χιλς; Ο Στίβεν ανατρίχιασε και ο χάρτης ξέφυγε από τη θέση του. Καθώς σκέπαζε πάλι προσεκτικά το Γιοχάνεσμπουργκ με το Γιοχάνεσμπουργκ... «Ουάου!» Τα παιδιά γύρω του χαχάνισαν κοροϊδευτικά και η κυρία Τζέιμς ύψωσε το βλέμμα της από τα γραπτά που διόρθωνε. «Τι είναι, Στίβεν; Θέλεις να το πεις και σ' εμάς;» Ο Στίβεν όμως είχε χρησιμοποιήσει την τελευταία του ανά-

100

BELINDA B A U E J I

σα για να βγάλει το επιφώνημα και δεν είχε καταφέρει ακόμα να πάρει άλλη. Η γραμμή που αντέγραφε ο Στίβεν ήταν ακόμα πιο στραβή απ' ό,τι θα έπρεπε. Τα χέρια του έτρεμαν· ολόκληρο το σώμα του ριγούσε από ενθουσιασμό και φόβο. Έσπρωξε μακριά του τον Οδικό Ατλαντα ΑΑ με τόση δύναμη που αυτός γλίστρησε από το παλιό τραπέζι φορμάικα της κουζίνας, έπεσε στο πάτωμα και έσπασε η ράχη του. Ο Στίβεν δεν το πρόσεξε καν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε χρησιμοποιήσει τον άτλαντα. Τότε είχε αντιγράψει το περίγραμμα του Έξμουρ σε μια κόλλα καλλιτεχνικό χαρτί για να το στείλει στον Άρνολντ Έιβερι. Αυτή τη φορά, το είχε ξεπατικώσει σε τσιγαρόχαρτο. Το σύνορο ήταν πάλι σημαδεμένο, καθώς και το Σίπκοτ. Η τηλεόραση έπαιζε στο μπροστινό δωμάτιο, αλλά και πάλι ο Στίβεν κοίταξε καχύποπτα στο διάδρομο πριν ξεδιπλώσει το γράμμα του Έιβερι και το απλώσει στο τραπέζι. Έβαλε το τσιγαρόχαρτο πάνω από το γράμμα, με το «Σ» και το «Λ» από το «όπωΣ» και το «ειΛικρίνεια» πάνω στην τελίτσα που έδειχνε το Σίπκοτ. Η καρδιά του έπαιζε ταμπούρλο στ' αυτιά του· η φράση «Για το ωραίο Γράμμα» (ΓΓ) και η λέξη «ΤρέΝα» (ΤΝ) βρέθηκαν βορειοανατολικά του Σίπκοτ προς το Ντάνκερι Μπίκον. Ο Έιβερι του έδειχνε τους τάφους της Γιάσμιν Γκρέγκορι και του Τόμπι Ντάνσταν. Είχε σπάσει τον κώδικα.

14 Η Λέτι Λαμπ καθάριζε το μεγάλο σπίτι και σκεφτόταν το μεγαλύτερο γιο της για πρώτη φορά εδώ και καιρό. Βέβαια, τον σκεφτόταν κάθε μέρα. Γιατί δεν είχε σηκωθεί; Είχε διαβάσει τα μαθήματά του; Πού ήταν η γραβάτα του; Αλλά είχαν περάσει μέρες, βδομάδες -ίσως και μήνες, σκέφτηκε με ντροπή- από την τελευταία φορά που είχε σκεφτεί αυτόν τον ίδιο. Σχεδόν αμέσως μόλις της ήρθε η σκέψη, προσπάθησε να τη διώξει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τον Στίβεν χωρίς να σκεφτεί τον Ντέιβι και δεν μπορούσε να σκεφτεί τον Ντέιβι χωρίς να νιώσει τύψεις που ήταν ο αγαπημένος της· και δεν μπορούσε να νιώσει τύψεις χωρίς να σκεφτεί τη μητέρα της -την Καημένη την κυρία Πίτερς- και το γεγονός ότι εκείνη αγαπούσε περισσότερο τον Μπίλι. Ήταν ένα πολυπερπατημένο μονοπάτι -μια μυρμηγκοφωλιά του διαστήματος που συνέδεε το χρόνο και τους ανθρώπους-, οπότε, όταν σκεφτόταν τον Στίβεν, σκεφτόταν τον Μπίλι. Το μυαλό της είχε συνηθίσει τόσο πολύ να τους συνδέει, που οι δυο τους είχαν γίνει σχεδόν το ίδιο πρόσωπο. Ο Στίβεν και ο Μπίλι. Ο Μπίλι και ο Στίβεν. Το γεγονός ότι ο Στίβεν ήταν τόσο κοντά στην ηλικία που είχε ο Μπίλι όταν εξαφανίστηκε απλώς τόνιζε ακόμα περισσότερο τα ελαττώματά του. Και, παρ' όλο που αγαπούσε τον Στίβεν, έπρεπε να το υπενθυμίζει στον εαυτό

102

BELINDA BA U EJI

της όταν η πίκρα και οι τύψεις της για τον Μπίλι συνδέονταν τόσο στενά με το γιο της. Η Λέτι έτριψε το λεκέ από νερό που είχε αφήσει κάποιο ποτήρι στο τραπέζι του χολ. Άφησε έναν ήχο αποδοκιμασίας, λες και το πολύτιμο μαόνι ήταν δικό της. Δεν έφταιγε αυτή. Όλοι είχαν το αγαπημένο τους παιδί, σωστά; Φυσικό ήταν. Και ο Ντέιβι θα ήταν ο αγαπημένος του καθενός. Ήταν τόσο χαριτωμένος και χαρωπός και έλεγε αστεία πράγματα χωρίς να το θέλει. Γιατί να νιώθει άσχημα γι' αυτό; Πώς να μην τον προτιμά; Ο Στίβεν δε βοηθούσε τον εαυτό του, με το μοναχικό του χαρακτήρα και τη μικρή ρυτίδα που σημάδευε μόνιμα το λείο μέτωπο του. Πάντα φαινόταν ανήσυχος. Λες και είχε ν' ανησυχεί για τίποτα! Η Λέτι εκνευρίστηκε πάλι μαζί του, ως συνήθως. Ο Στίβεν είχε πάντα ένα ύφος σαν να κουβαλούσε τα βάρη όλου του κόσμου στους ώμους του -το αναιδέστατο βρομόπαιδο! Αυτή ήταν που έπρεπε να κρατάει την οικογένεια ενωμένη· αυτή ήταν που έτριβε τα πατώματα άλλων γυναικών για να μπορεί ο Στίβεν να παίρνει μπισκότα στο Γαλάζιο Δελφίνι· αυτή ήταν που είχε μείνει μόνη της να μεγαλώσει δυο παιδιά, σωστά; Όχι αυτός! Ήταν τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής του, που να πάρει η ευχή! Ο λεκές δεν έβγαινε. Μα την Παναγία, όσο πιο πολλά είχε ο κόσμος, τόσο λιγότερο νοιαζόταν. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το κελάρι. Ήταν γεμάτο με απίστευτα εξωτικά τρόφιμα, απ' αυτά που η Λέτι δεν είχε ποτέ τα λεφτά να αγοράσει. Όλα τους από το Μαρκς & Σπένσερ. Σχεδόν δεν τα αναγνώριζε καν ως τρόφιμα -δεν υπήρχε καμία σχέση στο μυαλό της ανάμεσα σε ό,τι είχαν οι Χάρισον στο κελάρι τους και στα φτηνά, μονότονα γεύματα που εμφανίζονταν στο τραπέζι της Λέτι. Πάρε ό,τι θέλεις, έλεγε πάντα η κυρία Χάρισον. Φυσικά, δεν εννοούσε τις τάρτες με τα άγρια μανιτάρια ή το κοτόπουλο με κρέμα γάλακτος, καλαμπόκι και γλυκομπίζελα. Εννοούσε τα σνακ και τα μπισκότα που είχε σ' αυτό που αποκαλούσε «το ντουλάπι των παιδιών». Η Λέτι είχε κοιτάξει πολλές φορές σ' εκείνο το ντουλάπι για να βρει κάτι να φάει, αλλά δεν είχε ποτέ

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

103

το κουράγιο να ανοίξει τα σοκολατένια μπισκότα με το περιτύλιγμα δώρου ή να πειράξει το αλουμινόχαρτο καμιάς συσκευασίας ώριμου τσένταρ και λιχουδιών με χοντρό πιπέρι. Έτσι, έπαιρνε μαζί της γεμιστά μπισκότα και τα έτρωγε πάνω από το νεροχύτη για να μην κάνει ψίχουλα. Αλλά είχε δει ξηρούς καρπούς στο κελάρι -βάζα με βραζιλιάνικα φιστίκια, καρύδια, αμύγδαλα και φουντούκια μακαντάμια. Τα βραζιλιάνικα φιστίκια ήταν τόσο καλής ποιότητας που δεν μπόρεσε να βρει κανένα σπασμένο· χρειάστηκε να κόψει ένα στη μέση. Έτριψε το μισό βραζιλιάνικο φιστίκι πάνω στο λεκέ του νερού και τον είδε να σβήνει. Εκείνο το γράμμα που έλαβε ο Στίβεν. Γι' αυτό τον σκεφτόταν. Ένιωθε λίγο άσχημα που το είχε διαβάσει, ενώ ήταν προφανώς προσωπικό, αλλά να πάρει η ευχή, ένα τέταρτο είχε ξελαρυγγιαστεί να του φωνάζει! Δεν είχε αυτιά αυτό το παιδί; Τα αυτιά του Στίβεν ήταν πεταχτά, με παράξενη κλίση και πάντα κόκκινα στις άκρες, όχι σαν τα χαριτωμένα, βελουδένια αυτάκια του Ντέιβι. Το γράμμα ήταν παράξενο. Η Λέτι είχε θελήσει να τον ρωτήσει από ποιον ήταν, αλλά τελικά δεν το έκανε. Ένα μικρό κομμάτι του εαυτού της που βρισκόταν σε νάρκη είχε θυμηθεί τότε που ήταν δώδεκα χρονών και ο Νιλ Γουίνστοουν της είχε γράψει «Έχεις ωραία μαλλιά» στο πίσω μέρος του τετραδίου ασκήσεων των αγγλικών της, οπότε είχε καταπιεί τη γλώσσα της. Ο Στίβεν φαινόταν πολύ μικρός, πολύ κλεισμένος στον εαυτό του -πολύ μίζερος, διάβολε- για να έχει φιλενάδα. Αλλά προφανώς είχε γράψει τουλάχιστον ένα γράμμα ο ίδιος. Σε ευχαριστώ για το ωραίο γράμμα σου. Η Λέτι αναρωτήθηκε τι θεωρούσε κανείς ωραίο γράμμα στην εποχή των μηνυμάτων με τα κινητά και του email. Πάνω από δυο γραμμές; Σωστή ορθογραφία; Ή υποσχέσεις παντοτινής αγάπης; Η Λέτι δε χάρηκε για τον Στίβεν. Θα είχε απλώς άλλον ένα λόγο να ανησυχεί: πόσο ακόμα μέχρι να της χτυπήσει την πόρτα η μάνα κάποιας δεκατετράχρονης τσούλας και να απαιτήσει τεστ πατρότητας; Η Λέτι έσμιξε τα φρύδια της και φαντάστηκε

104

BELINDA BA U EJI

ένα μέλλον όπου αυτή και η μητέρα της τσούλας θα πρόσεχαν εναλλάξ το μωρό, ενώ η τσούλα θα προσπαθούσε μάταια να περάσει τις εξετάσεις του απολυτηρίου της. Ένα μέλλον όπου αυτή, η Λέτι Λαμπ, θα γινόταν γιαγιά στα τριάντα τέσσερα. Ξαφνικά ζαλίστηκε και κρατήθηκε από το τραπέζι του χολ για να μην πέσει. Ένιωθε μια δίνη να τη ρουφάει προς το θάνατο πριν προλάβει να ζήσει σαν άνθρωπος. Πότε θα ερχόταν η δική της σειρά; Πότε θα άλλαζαν τα πράγματα γι' αυτή; Πώς τολμούσε το βρομόπαιδο να της καταστρέφει τη ζωή. Ξανά. Την έπιασαν μαζί οι τύψεις και η λύπηση για τον εαυτό της. Άρχισαν να καίνε τα μάτια της και τα πίεσε με τα χέρια της πριν τρέξουν τα δάκρυά της και της χαλάσουν τη μάσκαρα. Είχε ακόμα δυο σπίτια να καθαρίσει προτού πάει να πάρει τον Ντέιβι· δεν έπρεπε να έχει τα χάλια της όταν θα έφτανε εκεί και να χαλάσει τη μέρα όλων μαζί με τη δική της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και περίμενε να της περάσει η ζαλάδα. Στα χέρια της κρατούσε ακόμα τα δυο μισά από το βραζιλιάνικο φιστίκι. Ξαφνικά την κυρίευσε μια τόλμη και έφαγε και τα δυο.

15 Ο ΣΑ γινόταν ανυπόμονος. Ο Άρνολντ Έιβερι χαμογέλασε νωχελικά και κράτησε πάλι το γράμμα πάνω από το πρόσωπο του, ξαπλωμένος καθώς ήταν στη σβολιασμένη κουκέτα που τον ξυπνούσε καμιά δεκαριά φορές κάθε βράδυ με τα αιχμηρά ελατήριά της. Το γράμμα είχε κάτι το Ζεν, τόσο απλό που ήταν.

Ο ΣΛ ήθελε να μάθει αυτό που ήθελε να μάθει. Ο Έιβερι το έβρισκε διασκεδαστικό. Και επίσης κατατοπιστικό. Ο ΣΛ νόμιζε ότι είχε φερθεί πολύ έξυπνα που κράτησε μυστική την ταυτότητά του, αλλά να που τώρα γινόταν ατζαμής και φανέρωνε στον Έιβερι -ή τουλάχιστον τον άφηνε να μαντέψει- τι είδους άνθρωπος ήταν. Κατ' αρχάς, σκέφτηκε ο Έιβερι, ο ΣΛ ήταν άνθρωπος που δεν είχε κάνει ποτέ φυλακή. Αν είχε, θα ήξερε ότι στη φυλακή σχεδόν τα πάντα συμβαίνουν πολύ, πολύ αργά. Οι ημέρες περνούν αργά και οι νύχτες ακόμα πιο αργά. Ο χρόνος ανάμεσα

106

BELINDA BAUEJI

στο πρόγευμα και το μεσημεριανό είναι μια ζωή· ανάμεσα στο μεσημεριανό και το βραδινό, ένας αιώνας. Ανάμεσα στην ώρα που σβήνουν τα φώτα και τον ύπνο, μια αιωνιότητα. Οπότε οι έξι εφτά βδομάδες από το πρώτο του γράμμα, που προφανώς είχαν μεγάλη σημασία για τον ΣΑ, δεν είχαν καμιά σημασία για τον Έιβερι. Για κείνον, όσο περισσότερο συνεχιζόταν αυτή η αλληλογραφία που του έφερνε στο νου τόσες ευχάριστες αναμνήσεις, τόσο το καλύτερο. Ξαφνιάστηκε και απογοητεύτηκε λίγο με την αδυναμία του ΣΑ. Είχε θεωρήσει τον ΣΑ ίσο του σε επίπεδο νοημοσύνης, αλλά τώρα συνειδητοποιούσε ότι ήταν κατώτερος του -πολύ κατώτερος του. Το να δείχνει την ανυπομονησία του έτσι απρόσεχτα ήταν σημάδι ότι δεν είχε σκεφτεί αρκετά τα πράγματα. Ο Έιβερι θυμήθηκε με πόνο την ημέρα που περίμενε τον Μέισον Ντινγκλ να επιστρέψει με τα κλειδιά του αυτοκινήτου του. Αν είχε κάνει υπομονή... Αν το δεύτερο παιδί δεν είχε μπει χοροπηδώντας στην παιδική χαρά και δεν είχε ανέβει σε μια κούνια ακριβώς δίπλα του... Αν είχε καταφέρει να δείξει αυτοσυγκράτηση... Από όλες τις αναμνήσεις που είχε από την καριέρα του, η σκέψη του Μέισον Ντινγκλ τον σημάδευε σαν κακάδια από ανεμοβλογιά. Ερχόταν απρόσκλητη και ανεπιθύμητη μια δυο φορές τη βδομάδα και τον έκανε να αισθάνεται ηλίθιος και άχρηστος. Ήταν διαφορετικός άνθρωπος τώρα. Εγκλωβισμένος σ' αυτόν το γεμάτο ηχώ τύμβο από πέτρες και σίδερα, καταλάβαινε τι σήμαινε υπομονή. Ευγενικές συζητήσεις με το δεσμοφύλακα Φίνλεϊ μπορούσαν να επιτευχθούν μονάχα με την ύψιστη υπομονή. Το να στέκεται σχεδόν μια ώρα στην ουρά για φαγητό και στο τέλος να του λέει ένας βλάχος με κακεντρέχεια ότι τα μόνα λαζάνια που είχαν μείνει ήταν τα καμένα στον πάτο του ταψιού χρειαζόταν υπομονή και αυτοσυγκράτηση. Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Αυτό που τον πονούσε στα σωθικά σαν μαχαιριά ήταν ότι τώρα, που είχε επιτέλους γίνει μαέστρος της υπομονής και της αυτοσυγκράτησης, δεν είχε τον τρόπο να εξασκήσει τη μαεστρία του.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

107

Γι' αυτό ακριβώς τούτο το εκνευρισμένο, απαιτητικό γράμμα τού έδωσε ευχαρίστηση όσο τίποτε άλλο μετά την πρώτη προσεκτική επιστολή του ΣΑ. Έδειχνε, πως είχε ραγίσει λίγο η θωράκιση του αποστολέα του. Φανέρωνε ατζαμίδικα την επιθυμία του κι αυτό έδινε στον Έιβερι κάτι που είχε να νιώσει πάρα πολύ καιρό. Του έδινε εξουσία.

16 Ο Άρνολντ Έιβερι δεν του είχε απαντήσει και ο Στίβεν ένιωθε την απουσία αυτού του γράμματος σαν κάτι που έλειπε από τον οργανισμό του. Μερικές φορές τον έπιανε φαγούρα στο αυτί ή στο λαιμό του. Ανάμεσα στο αυτί και στο λαιμό του. Και δεν είχε σημασία πόσο βαθιά έχωνε το δάχτυλο στο αυτί του ή πόσες φορές ξερόβηχε, τίποτα δεν έφτανε στο σημείο που τον έτρωγε και του ερχόταν να βάλει τα κλάματα απ' τα νεύρα του. Έτσι ένιωθε και για την έλλειψη απάντησης από τον Έιβερι -σαν μια φαγούρα τόσο βαθιά μέσα του που ήθελε να ριχτεί στο έδαφος και να κυλιστεί φρενιασμένα σαν σκυλί γεμάτο ψύλλους για να ξυστεί. Είχαν περάσει πάνω από τέσσερις βδομάδες και τα ρείκια στο χερσότοπο είχαν ήδη αρχίσει να βγάζουν μπουμπούκια. Ο Στίβεν ήταν λεπτό παιδί, αλλά μέσα στις τελευταίες εβδομάδες το πρόσωπο του είχε αδυνατίσει ακόμα περισσότερο και τα κουρασμένα καστανά του μάτια απέκτησαν μαύρους κύκλους από την αϋπνία. Η κάθετη σκυθρωπή ρυτίδα, που δεν είχε θέση στο μέτωπο ενός παιδιού, έγινε ακόμα πιο βαθιά. Είχε σταματήσει να σκάβει. Στη σκέψη και μόνο αισθανόταν ναυτία και αδυναμία, κάθε φορά που κοιτούσε έξω από το παράθυρο του μπάνιου και έβλεπε το χερσότοπο να υψώνεται πίσω από τα σπίτια. Τον έπνιγε, τον τσιγκλούσε, στεκόταν από πάνω του κι αποδοκίμαζε

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

109

τις ασθενικές προσπάθειές του -και δυσανασχετούσε με τη διακοπή τους. Ο Στίβεν είχε νιώσει ότι βρισκόταν κοντά -πολύ κοντά- στο να μάθει την αλήθεια από τον Άρνολντ Έιβερι και τα ηλίθια σκαψίματα που έκανε στην τύχη στο χερσότοπο του φαίνονταν ολοένα πιο αξιογέλαστα. Υπήρχε ένας άνθρωπος που ήξερε πού ήταν θαμμένος ο θείος Μπίλι. Ο Στίβεν είχε έρθει σε επαφή μ' αυτό τον άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος είχε καταλάβει τους κανόνες που είχε φτιάξει ο Στίβεν για να παίξουν και είχε λάβει μέρος στο παιχνίδι. Και έτσι ο Στίβεν είχε εγκαταλείψει το άλλο του παιχνίδι -ένα παιχνίδι που δεν είχε άλλους παίκτες, ούτε κανόνες, ούτε καμιά πιθανότητα να κερδηθεί. Η στιγμή που παραδέχτηκε ότι το έργο του, όσο το έκανε μόνος του, δεν είχε την παραμικρή ελπίδα επιτυχίας ήταν η πιο φρικτή και οδυνηρή που θυμόταν να είχε ζήσει ποτέ στα λίγα χρόνια της ζωής του. Τον είχε συγκλονίσει και τον είχε βυθίσει στην απάθεια, τόσο πολύ που το πρόσεξε ακόμα και η Λέτι. «Δε θα πας να παίξεις με τον Λούις σήμερα;» τον είχε ρωτήσει τελικά κι αυτός είχε κουνήσει απλώς θλιμμένα το κεφάλι του. Η Λέτι δεν τον ρώτησε τίποτε άλλο. Ήλπιζε ότι ο γιος της είχε αυτή την καινούρια έκφραση στενοχώριας επειδή είχε τσακωθεί με τον Λούις και όχι επειδή είχε γκαστρώσει την υποθετική τσούλα. Σε ευχαριστώ για το ωραίο γράμμα σου. Τα λόγια κλωθογύριζαν δυσάρεστα στο μυαλό της Λέτι -κι ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά για να τα αναφέρει ή για να τα ξεχάσει. Ήλπιζε ότι η αιτία του κακού ήταν ο Λούις. Με οτιδήποτε άλλο δεν είχε το χρόνο να ασχοληθεί. Τώρα, ενώ οι υπόλοιποι συμμαθητές του διάβαζαν ο καθένας με τη σειρά του μια σελίδα από Το Ασημένιο Σπαθί, ο Στίβεν είχε στυλώσει συνοφρυωμένος το βλέμμα του στο κενό μπροστά από τον άδειο πίνακα και αναρωτιόταν τι θα γινόταν αν ο Άρνολντ Έιβερι δεν του ξανάγραφε ποτέ. Θα κατάφερνε να το αποδεχτεί και να συνεχίσει τη ζωή του όπως πρώτα; Στο μυαλό

110

BELINDA BA U EJI

του, ο Στίβεν επέμεινε πως ναι, αλλά αμέσως κοκκίνισε με το ψέμα που έλεγε στον εαυτό του. Η αλήθεια ήταν ότι είχε αρχίσει να υπολογίζει στον Έιβερι. Είχε στηρίξει όλες του τις ελπίδες σ' αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι που έπαιζαν. Για εκατομμυριοστή φορά στη μικρή ζωή του, ο Στίβεν ευχήθηκε να είχε κάποιον στον οποίο να εκμυστηρευτεί τα προβλήματά του. Όχι τον Λούις, αλλά κάποιον μεγαλύτερο και σοφότερο, που θα μπορούσε να του πει τι έκανε στραβά και πώς να το διορθώσει. Βλαστήμησε σιωπηλά τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας διστακτικά τη χειρότερη βρισιά που ήξερε -γαμώτο. Ήταν ένας γαμημένος ηλίθιος. Το τελευταίο του γράμμα είχε τσαντίσει για κάποιο λόγο τον Έιβερι σε βαθμό που μάζεψε τα παιχνίδια του κι έφυγε -και ο Στίβεν θυμήθηκε ξεκάθαρα πως τα παιχνίδια ήταν του Έιβερι. Απελπισμένος συνειδητοποίησε ότι αν ήθελε να εξακολουθήσει να παίζει, θα έπρεπε να κάνει αυτός προσπάθεια να φιλιώσουν ξανά, ακόμα κι αν δεν το εννοούσε. Αλλά επειδή ήταν πεισματάρης -και χάρη στο πείσμα του είχε συνεχίσει το εξαντλητικό του έργο τρία ολόκληρα χρόνια-, εξαγριώθηκε στη σκέψη ότι θα έκανε ειρηνευτικά διαβήματα προς το δολοφόνο που κατά πάσα πιθανότητα είχε σκοτώσει τον θείο Μπίλι. Όμως -σαν αρουραίος εκπαιδευμένος να αντιδράει σε ηλεκτροσόκ- το πείσμα του υποχώρησε αμέσως μπροστά στον τρόμο να μη μάθει πιθανόν ποτέ εκείνο που ήθελε. Αυτό τον συγκλόνισε τόσο πολύ που ένας σπασμός διέτρεξε ολόκληρο το κορμί του, ο καρπός του τινάχτηκε πάνω στο θρανίο με δύναμη και ο πόνος κι ο θόρυβος τον επανέφεραν στην τάξη με ιλιγγιώδη ταχύτητα. «Λαμπ, είσαι σπαστικό!» Όλοι γέλασαν εκτός από την κυρία Ο'Λίρι, που επέπληξε αδύναμα τον αλήτη που μίλησε -φοβόταν ότι δε θα κατάφερνε να τον βγάλει από την τάξη, οπότε δεν το προσπάθησε καν. Τον έβαλε μονάχα να διαβάσει την επόμενη σελίδα και εκείνος κατσούφιασε και άρχισε να διαβάζει κομπιάζοντας το κείμενο. Ο Στίβεν αναστέναξε και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτω-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

111

πό του. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο μόνος του. Όπως και τότε με το σαγόνι του πρόβατου, το μάτι του είχε πιάσει το σημαδάκι του φωτός στο βάθος του τούνελ, αλλά χωρίς τη βοήθεια που μόνο ο Έιβερι μπορούσε να του δώσει, θα έμενε χαμένος στο σκοτάδι. Δεν ήταν μια φαντασίωση της στιγμής, πυροδοτημένη από κάποια ψεύτικη ελπίδα· είχε κάνει σημαντική πρόοδο ύστερα από μήνες προσεκτικών σχεδίων και εφαρμογής τους. Ο Έιβερι ήταν η μοναδική του ευκαιρία. Ο Στίβεν ήξερε πως αν τα θαλάσσωνε, δε θα του δινόταν δεύτερη. Ή θα έπρεπε να σταματήσει οριστικά την έρευνα που έδινε νόημα στη ζωή του ή θα συνέχιζε χωρίς τελειωμό, πιθανόν μέχρι να γεράσει, και θα καταντούσε σαν τους κουρελήδες γέρους που σκάλιζαν τα σκουπίδια αλλωνών -αλλά με το σκουριασμένο φτυάρι του θείου Τζουντ για παρέα αντί για ένα καροτσάκι κλεμμένο απ' το Τέσκο. Ο Στίβεν αναστέναξε συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Δεν είχε ποτέ πολλά πράγματα για τα οποία να είναι περήφανος, οπότε θα του ξίνιζε να ψιλοκαταπιεί τώρα την περηφάνια του, όμως δεν ήταν κάτι που δεν μπορούσε να κάνει. Όπως ο θείος Τζουντ, είχε βρει τι ήθελε και ποιος ήταν ο μόνος τρόπος να το πετύχει. Τώρα -όπως ο Ντέιβι- θα έπρεπε να γίνει φίλος του Φρανκενστάιν.

16 Ο Άρνολντ Έιβερι ήθελε να πιστεύει ότι οι πάγκοι που έφτιαχνε θα του άνοιγαν το δρόμο προς την ελευθερία. Από την πρώτη μέρα της κάθειρξής του, ο Έιβερι είχε ένα μόνο στόχο στο μυαλό του -να αποφυλακιστεί όσο πιο σύντομα ήταν νομικά δυνατό. Η ζωή δεν ήταν πια ζωή. Οι θυμωμένες φωνές των απανταχού αναγνωστών της Ντέιλι Μέιλ ήταν γλυκιά μελωδία για τον Άρνολντ Έιβερι. Είχε καταλάβει ότι η ζωή δεν ήταν πια ζωή όταν τον συνέλαβαν και το υπενθύμισε ξανά στον εαυτό του στο Κάρντιφ. Ωστόσο, δεν-περίμενε να του κοπούν τόσο πολύ τα γόνατα, όταν ο δικαστής ανακοίνωσε την απόφαση του δικαστηρίου. Μέχρι να φτάσει στις φυλακές του Χίβιτρι, είχε αποφασίσει να είναι υποδειγματικός κρατούμενος ώστε να μπορέσει να βγει όσο θα είχε ακόμα μαλλιά και δόντια. Όσο θα ήταν αρκετά νέος για να χαρεί τη ζωή του. Με όποιο τρόπο του άρεσε. Τέλος πάντων... Οι υποδειγματικοί κρατούμενοι ήθελαν να αναμορφωθούν, οπότε ο Έιβερι είχε δηλώσει συμμετοχή σε αμέτρητα μαθήματα και εργαστήρια όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα είχε διάφορα διπλώματα -βασικό στα μαθηματικά, προχωρημένο στα αγγλικά, τα καλλιτεχνικά και τη βιολογία, πασαλείμματα στην ψυχιατρική και ένα πιστοποιητικό επάρκειας στις πρώτες βοήθειες.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

113

Και όλα τους τον είχαν ωφελήσει. Δυο χρόνια πριν, η πρώτη του αίτηση για αποφυλάκιση υπό όρους είχε εγκρίνει τη μετάθεσή του από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Χίβιτρι στις φυλακές του Λόνγκμουρ στο Ντάρτμουρ. Ακόμα και ο ίδιος ο Έιβερι είχε εκπλαγεί. Ήλπιζε, αλλά ουσιαστικά δεν περίμενε ότι ο φαινομενικός ζήλος του να αναμορφωθεί θα πετύχαινε ποτέ τους επιθυμητούς στόχους. Ήταν πραγματικά εξωφρενικό, είχε σκεφτεί τότε ο Έιβερι. Αν ήταν άλλος αντί για τον εαυτό του, θα είχε επαναστατήσει. Βέβαια, μια σύσταση πως ήταν άξιος εμπιστοσύνης και δε θα επιχειρούσε να δραπετεύσει από φυλακές μικρότερης ασφαλείας δεν ήταν το ίδιο με το να εγκρίνει το συμβούλιο αποφυλακίσεων την απελευθέρωσή του αφού θα είχε εκτίσει την ελάχιστη ποινή των είκοσι χρόνων. Ήταν όμως μια καλή αρχή. Σε σύγκριση με το Χίβιτρι, το Λόνγκμουρ ήταν κατασκήνωση για διακοπές. Η πτέρυγα απομόνωσης ήταν φρεσκοβαμμένη, οι δεσμοφύλακες λιγότερο τυραννικοί και οι ευκαιρίες για δραστηριότητες επανένταξης ακόμα καλύτερες. Οπότε, ο Έιβερι είχε κάνει και μια σειρά μαθημάτων στα υδραυλικά. Αυτό που τον ξάφνιασε, όμως, ήταν η κλίση του στην ξυλουργική. Ο Έιβερι ανακάλυψε ότι αγαπούσε τα πάντα σε σχέση με το ξύλο. Την ξηρή μυρωδιά από πριονίδια, την απαλή ζεστασιά των νερών του ξύλου, τη σχεδόν αλχημική μεταμόρφωση από σανίδι σε τραπέζι, σανίδι σε καρέκλα, σανίδι σε πάγκο. Πάνω απ' όλα, του άρεσε που μπορούσε να κάθεται με τις ώρες να τρίβει με το γυαλόχαρτο και να πλανίζει το ξύλο χρησιμοποιώντας ελάχιστα το μυαλό του, πράγμα που τον άφηνε επομένως ελεύθερο να σκέφτεται, ενώ παράλληλα αναγνωρίζονταν οι προσπάθειές του στην πορεία του προς την αναμόρφωση, την αποφυλάκιση υπό όρους και τη νιρβάνα. Στα δύο χρόνια που ο Άρνολντ Έιβερι δούλευε με τα ξύλα, είχε φτιάξει έξι πάγκους. Ο πρώτος του ήταν ένας άχαρος διθέσιος με χοντροκομμένους αρμούς· ο πιο πρόσφατος ήταν ένας ωραίος τριθέσιος, με ένα εβδομήντα πέντε μήκος, φαλτσαρισμένα στηρίγματα, καμπυλωτή πλάτη και σχεδόν αόρατες χελιδονοουρές.

114

BELINDA B A U E J I

Τώρα, καθώς έφτιαχνε τον έβδομο πάγκο του, τρίβοντας υπομονετικά με το γυαλόχαρτο, ο Έιβερι άφησε το μυαλό του να πλανηθεί αργά στοΈξμουρ. Του φάνηκε σαν να ένιωθε ακόμα και τη μυρωδιά του χερσότοπου. Το πλούσιο, υγρό χώμα και τα ευωδιαστά ρείκια μαζί με την αχνή οσμή κοπριάς από τα γελάδια, τα πόνι και τα πρόβατα. Πρώτα σκέφτηκε το Ντάνκερι Μπίκον, όπου επικεντρώνονταν όλες οι φαντασιώσεις του, προτού απλωθούν σαν ισχνές κληματσίδες στους καμπυλόγραμμους λόφους. Από εκεί θα μπορούσε σχεδόν να αναγνωρίσει έναν έναν τους τάφους -όχι από άθλια σχεδιαγράμματα σε φτηνό χαρτί εφημερίδας, αλλά από την ίδια του τη μνήμη, τη μνήμη που τον είχε στηρίξει όλα τα χρόνια της φυλάκισής του και που είχε ακόμα τη δύναμη να τροφοδοτεί τις νυχτερινές του φαντασιώσεις. Στη σκέψη και μόνο ένιωσε να του τρέχουν τα σάλια και κατάπιε με θόρυβο. Το Ντάρτμουρ ήταν πολύ διαφορετικό. Αυτός ο χερσότοπος ήταν γκρίζος -σκληρός και άγριος λόγω του γρανίτη που υπήρχε στο υπέδαφος του και συχνά τρυπούσε το λεπτό δέρμα της γης και κέντριζε θλιβερά το χαμηλό ουρανό. Η ίδια η φυλακή ήταν μια προέκταση της πέτρας -γκρίζα, μονότονη, άσχημη. Δεν είχε παρά ελάχιστα ρείκια στο Ντάρτμουρ, μόνο ράχους και κιτρινισμένο χορτάρι, κατεστραμμένο απ' τα πρόβατα. Δεν είχε απαλή ομορφιά, ούτε μαβιά καταχνιά. Το Ντάρτμουρ δεν ήταν Έξμουρ, αλλά και πάλι θα του άρεσε να παρακολουθεί την αλλαγή των εποχών από το στενό παράθυρο του. Όμως το παράθυρο του είχε σφραγιστεί με μια τάβλα ύστερα από διαταγή του ψυχιάτρου της φυλακής, του δόκτορα Λίβερ, ο οποίος είχε εκφράσει την άποψη ότι ακόμα και η οπτική επαφή με τους χερσότοπους θα είχε αρνητική επίδραση στις προσπάθειές του να εξαγνίσει την ψυχή του Άρνολντ Έιβερι. Ο Έιβερι ένιωσε τη χολή ν' ανεβαίνει στο λαιμό του, κυριευμένος από το μίσος και την οργή που τώρα φύλαγε αποκλειστικά για το δόκτορα Λίβερ και το δεσμοφύλακα Φίνλεϊ. Του έκανε κατάπληξη το γεγονός ότι ο Λίβερ δεν μπορούσε

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

115

να καταλάβει ότι το Ντάρτμουρ ελάχιστα τον απασχολούσε και μόνο από άποψη αισθητικής. Αλλά ήταν ένας χερσότοπος και αυτό αποτελούσε προφανώς επαρκή λόγο για να δώσει εντολή ο Λίβερ -ένας κιτρινιάρης άντρας στα πενήντα του- να φράξουν το παράθυρο, πράγμα που βύθιζε τον Έιβερι σε κατήφεια και μελαγχολία ακόμα και τους θερινούς μήνες. Η τρομερή αντίφαση που αντιμετώπιζε ήταν ότι ο Λίβερ είχε ως ένα βαθμό δίκιο. Παρ' όλο που ο γιατρός έκανε λάθος σχετικά με την επίδραση πού μπορούσε να έχει πάνω του ο χερσότοπος του Ντάρτμουρ, ο Έιβερι δε θα μπορούσε να τον πείσει γι' αυτό παρά μόνο αποκαλύπτοντας τη φοβερή σημασία που έδινε σε κάθε σκέψη, εικόνα ή αναφορά σχετική με το μικρότερο, ομορφότερο και πιο ήμερο ξαδερφάκι του Ντάρτμουρ στη βόρεια ακτή της χερσονήσου. Αν ο Λίβερ -ή οποιοσδήποτε άλλος- ήξερε ότι αρκούσε να ακούσει τη λέξη «Έξμουρ» για να έχει στύση ολόκληρη την ημέρα, τα ευτελή προνόμιά του θα στραγγαλίζονταν πιο γρήγορα κι απ' όσο ο Γκάι Φοκς στην αγχόνη. Ο Έιβερι δεν είχε σκοτώσει ποτέ ενήλικα, αλλά ήξερε ότι θα μπορούσε μια χαρά να σκοτώσει το δόκτορα Λίβερ. Ο τύπος είχε τερατώδη εγωισμό, που τον τροφοδοτούσε η εξουσία που ασκούσε στους φυλακισμένους που παρακολουθούσε. Ο Έιβερι δεν είχε διαισθητική αντίληψη, αλλά κατάλαβε ότι ο Λίβερ διέθετε το ίδιο αίσθημα ανωτερότητας μ' αυτόν μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά της πρώτης τους συνεδρίας. Ήταν σαν να έβλεπε το είδωλο του σε καθρέφτη. Ήξερε ότι ο Λίβερ ήταν έξυπνος. Ήξερε ότι του άρεσε να κάνει επίδειξη της εξυπνάδας του -ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου είχε κάθε δικαίωμα να αισθάνεται έξυπνος. Στο κάτω κάτω, οποιοσδήποτε κατάδικος με περισσότερη εξυπνάδα από του Λίβερ έπρεπε να παραδεχτεί ότι τα είχε κάνει θάλασσα αφού τον είχαν συλλάβει. Τον Έιβερι δεν τον πείραζε που ο Λίβερ επιδείκνυε, την ευφυΐα του. Οι άνθρωποι με ταλέντο πρέπει να το χρησιμοποιούν· ο ποδοσφαιριστής παίζει μπάλα, ο ταχυδακτυλουργός κάνει

116

BELINDA BA U EJI

κόλπα, ο έξυπνος άνθρωπος τη φέρνει στους άλλους. Είναι ο νόμος του Δαρβίνου. Για τον Λίβερ, ο Έιβερι ήταν ένας άνθρωπος με μυαλό και πνευματικές αναλαμπές, κι αυτό τον ανέβαζε ένα σκαλί πιο πάνω από τον κοινό διαρρήκτη ή τον τύπο που μπλέκει σε καβγάδες στα μπαρ. Αρκετά έξυπνος ώστε να προκαλεί το ενδιαφέρον του Λίβερ, αλλά ποτέ τόσο έξυπνος που να τον θέτει σε επιφυλακή ή να απειλεί τον εγωισμό του. Ζητούσε τη συμβουλή του Λίβερ και πάντα πειθαρχούσε στις αποφάσεις του, ακόμα κι αν είχαν δυσμενή επίδραση πάνω του. Όπως η τάβλα στο παράθυρο του. Όταν ο Λίβερ είπε ότι ίσως αυτό να τον βοηθούσε, ο Έιβερι ένιωσε την επιθυμία να του ξεσκίσει το λαρύγγι με τα δόντια. Ωστόσο έπνιξε την παρόρμησή του, σούφρωσε τα χείλη του και συγκατένευσε αργά, σαν να εξέταζε την ιδέα από κάθε άποψη, αλλά με τις καλύτερες προθέσεις. Ύστερα αναστέναξε για να δείξει πως ήταν μια δυσάρεστη αναγκαιότητα -όμως, παρ' όλα αυτά, αναγκαιότητα. Ο Λίβερ είχε χαμογελάσει και κράτησε μια σημείωση που ο Άρνολντ Έιβερι ήξερε ότι θα τον έφερνε πιο κοντά στην πραγματική ζωή που τον περίμενε έξω από τους τοίχους της φυλακής. Οι πάγκοι ήταν άλλο ένα σκαλοπάτι στη σκάλα προς την ελευθερία. Αλλά τον ευχαριστούσε να τους φτιάχνει. Και, επιπλέον, μπορούσε να τους βάζει επιγραφές... Ο Έιβερι χάιδεψε το ξύλο με τα στεγνά του χέρια και έπιασε μια γυαλιστερή μπρούντζινη πλάκα που είχε από μια τρύπα για βίδα σε κάθε γωνία. «Μπορώ να έχω το κατσαβίδι, παρακαλώ, κύριε δεσμοφύλακα;» Ο Άντι Ραλφ τον κοίταξε καχύποπτα -λες και δεν είχε χρησιμοποιήσει κατσαβίδι αμέτρητες φορές πριν χωρίς να πάθει αμόκ- και μετά έδωσε στον Έιβερι το σταυροκατσάβιδο. «Το ίσιο παρακαλώ, κύριε Ραλφ». Ο Ραλφ πήρε πίσω το σταυροκατσάβιδο και του έδωσε το ίσιο, ακόμα πιο καχύποπτα. Ο Έιβερι τον αγνόησε. Τι βλάκας! Κοίταξε την πλάκα που κρατούσε και χαμογέλασε καθώς

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

117

θυμήθηκε τη σκηνή που -πριν τα γράμματα του ΣΑ -ήταν αυτή που τον είχε κάνει να μεθύσει με εξουσία όσο τίποτε άλλο από τότε που μπήκε φυλακή... «Έμαθα ότι φτιάχνεις πάγκους, Άρνολντ». «Ναι, δόκτορ Λίβερ». «Σε ευχαριστεί;» «Ωραία είναι. Μου αρέσει. Μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση». «Μπράβο. Μπράβο». Ο Λίβερ κούνησε βαθυστόχαστα το κεφάλι του λες και ήταν προσωπικά υπεύθυνος για τον αυξημένο δείκτη ικανοποίησης του Έιβερι. «Το θέμα είναι...» άρχισε ο Έιβερι κι έπειτα σώπασε και σάλιωσε νευρικά τα χείλη του. «Τι;» είπε ο Λίβερ με ξαφνικό ενδιαφέρον. «Σκεφτόμουν». «Ναι;» Ο Έιβερι σάλεψε στο κάθισμά του και πίεσε τις αρθρώσεις των δαχτύλων του μέχρι να κάνουν κρακ -δίνοντας την εικόνα ανθρώπου που βρίσκεται σε μεγάλο δίλημμα. Ο Λίβερ τον κοίταξε ήρεμα. Είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή του. «Σκεφτόμουν...» Τώρα ο Έιβερι χαμήλωσε τη φωνή του, μιλώντας σχεδόν ψιθυριστά, έριξε το βλέμμα του στα φθαρμένα μαύρα παπούτσια του και συνέχισε διστακτικά. «Σκεφτόμουν ότι ίσως θα μπορούσα να βάλω μια μικρή μπρούντζινη πλάκα στους πάγκους μου. Όχι σ' εκείνο τον άθλιο που έφτιαξα πρώτο, αλλά σε μερικούς από τους άλλους. Τους καλούς». «Ναι;» Ο Έιβερι σκάλισε με ένα σπίρτο τα νύχια του, παρ' όλο που ήταν ήδη καθαρά. «Με ονόματα». Η φωνή του χαμήλωσε κι άλλο, έσβησε ολότελα και ο Έιβερι δεν τόλμησε να κοιτάξει τον Λίβερ, που έσκυψε τώρα προς τα μπρος από το κάθισμά του -για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι έπαιρνε μέρος σε μια συνωμοσία, όπως ήξερε καλά ο Έιβερι.

118

BELINDA B A U E J I

«Ονόματα;» «Τα... ονόματα...» Ο Έιβερι συγκατένευσε μόνο βουβά, με το βλέμμα στυλωμένο στα πόδια του και την ελπίδα ότι ο Λίβερ φανταζόταν τώρα πως τα μάτια του δολοφόνου είχαν βουρκώσει και ότι είχε καταλάβει τι προσπαθούσε να του πει. Ο Λίβερ ίσιωσε πάλι αργά την πλάτη του, κλείνοντας με ένα «κλικ» τον Πάρκερ στυλό του. Ο Έιβερι σκούπισε με το μανίκι του το σκυφτό πρόσωπο του, ξέροντας ότι θα ενέτεινε την εικόνα ανθρώπου που τον κατατρέχουν οι προσωπικοί του δαίμονες, και ο Λίβερ έχαψε το παραμύθι του. Ολόκληρο. Ο ηλίθιος. Ο Έιβερι βίδωσε την μπρούντζινη πλάκα στον καλύτερο του μέχρι στιγμής πάγκο και έκανε ένα βήμα πίσω για να θαυμάσει το έργο του. Στη μνήμη του Λουκ Ντιούμπερι, ετών 10. Ναι, οι πάγκοι του θα του άνοιγαν το δρόμο προς την ελευθερία. Αλλά του άνοιγαν επίσης το δρόμο προς χαρές, πρωτύτερα αδιανόητες, ενώ ήταν ακόμα εγκλωβισμένος σ' αυτή την άθλια κόλαση. Οι πάγκοι του κοσμούσαν τώρα την αυλή και διαδρόμους που έφεραν ήδη μαρτυρίες από το έργο άλλων κρατουμένων, με τα ομαλά παρτέρια τους και τα καλοφτιαγμένα τους κράσπεδα. Και κάθε φορά που του επέτρεπαν να βγαίνει για άσκηση, ο Έιβερι πήγαινε κατευθείαν σε έναν απ' αυτούς. Και άλλοι κρατούμενοι έφτιαχναν πάγκους. Και άλλοι κρατούμενοι άρχιζαν τώρα να τους βάζουν μικρές πλάκες, οι περισσότερες με τα ονόματα των παιδιών, των συντρόφων ή των μητέρων τους. Αλλά τον Έιβερι δεν τον ενδιέφερε να κάθεται σε άλλους πάγκους. Άραζε με την πλάτη του ακουμπισμένη στην πλάκα Στη μνήμη της Μίλι Λούις-Κραπ· πίεζε τον αντίχειρά του, που

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

119

τον είχε τρίψει σε σκόνη ειδικά για την περίσταση, στον Τζον Έλιοτ, ετών 7 και ένα απόγευμα, που θα του έμενε αξέχαστο," είχε τριφτεί διακριτικά στην πλάτη ενός πάγκου ενώ κοιτούσε τις μπρούντζινες λέξεις: Στη μνήμη της ΛουίζΛέβερετ. Και, ενώ τα έκανε όλα αυτά, απολάμβανε την υπέροχη ειρωνεία. Ήταν πάρα, πάρα πολύ έξυπνος για να δείξει στον Λίβερ πόσο έξυπνος ήταν στην πραγματικότητα. Ή πόσο θυμωμένος. Ή πόσο λαχταρούσε να λάβει γράμμα από τον ΣΛ. Παρά την αυτοκυριαρχία και την υπομονή του, τον Έιβερι τον έτρωγε το ερώτημα αν είχε κάνει καλά που δεν απάντησε στην τελευταία απαιτητική επιστολή του ΣΛ. Τις δυο πρώτες βδομάδες αφότου έλαβε το ξερό «ΓΠ;» χαιρόταν στη σκέψη ότι ο ΣΛ περίμενε κάτι που αυτός, ο Άρνολντ Έιβερι, δε θα του έδινε. Τον γέμιζε με ικανοποίηση, με μια αίσθηση εξουσίας, με ενέργεια. Οι επόμενες δυο βδομάδες ήταν πιο δύσκολες. Παρ' ότι ένιωθε ακόμα ικανοποιημένος ως ένα βαθμό με τον εαυτό του, του έλειπε η αίσθηση προσμονής για την απάντηση του ΣΛ στο όποιο γράμμα του είχε στείλει. Έπρεπε να υπενθυμίζει συνεχώς στον εαυτό του ότι έκανε το σωστό. Αλλά η αποφασιστικότητά του δοκιμάστηκε και άρχισε να αναρωτιέται αν ο ΣΛ είχε παραιτηθεί. Οι άνθρωποι δε διαθέτουν επιμονή, σκεφτόταν ανήσυχα. Αυτός είχε, αλλά αυτός ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Ο ΣΛ ήταν ανυπόμονος, οπότε ίσως να είχε επίσης θυμώσει ή να είχε εκνευριστεί ή απλώς να είχε βαρεθεί το παιχνίδι. Στη σκέψη ότι ο ΣΛ μπορεί να μη συνειδητοποιούσε ότι έπρεπε να κάνει τώρα μια παραχώρηση για να τον κατευνάσει, ο Έιβερι τρόμαζε. Με το πρώτο γράμμα του ΣΛ, είχε ξεκινήσει το πιο ενδιαφέρον τετράμηνο ολόκληρης της κάθειρξης του Έιβερι και δεν ήθελε να το δει να τελειώνει. Η κάθε επιστολή τού θύμιζε τις μέρες της δόξας του και σε όλους αρέσει να θυμούνται τις καλύτερες στιγμές τους, σωστά; Την πέμπτη βδομάδα αυτού του μονόπλευρου μορατόριουμ, ο Έιβερι άρχισε να απελπίζεται. Ο ΣΛ ήταν σκληρό καρύδι. Ο Έιβερι έμενε ξάγρυπνος τα βράδια από την ανησυχία του. Κι

120

BELINDA B A U E J I

αυτό τον αγανακτούσε και τον πίκραινε· οι νύχτες του είχαν γίνει οάσεις ευχαρίστησης από τότε που το πρώτο γράμμα του ΣΛ του επέτρεψε να επανεξετάσει τις αναμνήσεις του και να ξαναζήσει τις λεπτομέρειες έτσι όπως πίστευε ότι δε θα είχε πια τη δυνατότητα. Τώρα όμως ξαγρυπνούσε, ανήμπορος να ξαναζωντανέψει εκείνα τα θεμελιακά αισθήματα και ανησυχώντας, αντιθέτως, για πρακτικά θέματα όπως η αναξιοπιστία της ταχυδρομικής υπηρεσίας ή μήπως είχε μηχανευτεί ο ΣΛ την αλληλογραφία ως μια αρρωστημένη φάρσα ακριβώς για να υποβάλει τον Έιβερι στην τιμωρία που βίωνε τώρα. Αυτή η τελευταία σκέψη ήταν που φούντωσε τελικά μέσα του το θυμό που του έδωσε δύναμη. Ο θυμός ήταν ένα συναίσθημα στο οποίο ενέδιδε σπάνια μετά τη σύλληψη του. Ο Έιβερι ήξερε ότι ο θυμός ήταν επιζήμιος για τη ζωή μέσα στη φυλακή, που απαιτούσε πάνω απ' όλα καρτερία. Η καρτερία ήταν σταθερή σύντροφος του για χρόνια· το θυμό του με τον Φίνλεϊ ή τον Λίβερ δεν τον άφηνε πότέ να βγει στην επιφάνεια, αν και τον ένιωθε να βράζει στα σωθικά του όποτε έβλεπε κάποιον απ' τους δυο. Τώρα, μέσα στο θεοσκότεινο κελί όπου ούτε το φως ενός μισοφέγγαρου δεν τρυπούσε το σκοτάδι, ο Έιβερι πρόσθεσε νοερά τον ΣΛ στη μικρή αλλά μισητή λίστα των ατόμων που προκαλούσαν την οργή του και αποφάσισε ότι ο πάλαι ποτέ αλληλογράφος του δε θα έπαιρνε τίποτα απ' αυτόν -ούτε μία λέξη, ούτε ένα σύμβολο, ούτε ένα προσεκτικά διπλωμένο κομματάκι χρησιμοποιημένου'κωλόχαρτου- μέχρι να ζητήσει συγνώμη. Είχαν περάσει πέντε βδομάδες και τέσσερις μέρες από το τελευταίο γράμμα του ΣΛ, όταν ο Έιβερι έλαβε το επόμενο. Δεν είχε χάρτη, ούτε αρχικά ονομάτων, ούτε ερωτηματικά. Μόνο μία λέξη:

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

121

Ο Έιβερι χαμογέλασε. Ήταν μια συγνώμη που φανέρωνε περισσότερο απροθυμία παρά ταπεινότητα, μα θα τη δεχόταν. Ο ΣΑ είχε πάρει το μάθημά του, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε το πάνω χέρι σ' αυτό το παιχνίδι και επομένως έπρεπε να δείξει στον Έιβερι το δέοντα σεβασμό. Με αυτή τη μία λέξη είχε αναγνωρίσει την εξουσία του Έιβερι. Τώρα ο Έιβερι κάθισε και αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να την ασκήσει.

16 Αν ο Άρνολντ Έιβερι ήξερε πόσο είχε βασανιστεί ο Στίβεν για να γράψει αυτή τη μία λέξη, θα την εκτιμούσε περισσότερο. Από τη στιγμή που κατάλαβε ότι είχε ενοχλήσει τον Έιβερι και έπρεπε να συμφιλιωθεί μαζί του, ο Στίβεν έγραψε καμιά δεκαριά γράμματα και δεν ταχυδρόμησε κανένα. Κυμαίνονταν από φλύαρες απαριθμήσεις των λόγων για τους οποίους ήθελε τόσο απελπισμένα την απάντηση στην ερώτησή του, μέχρι δουλοπρεπή παρακάλια για καθοδήγηση, μέχρι έναν εξάψαλμο για την αναισθησία του υπεροπτικού φυλακισμένου.

Και έτσι συνεχιζόταν. Μια θύελλα συναισθημάτων που κράτησε βδομάδες και έκανε τον Στίβεν να αηδιάζει με τα παρακά-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

123

λια και να ζαλίζεται από το θυμό. Εν ολίγοις, δυσκολεύτηκε πολύ περισσότερο απ' ό,τι περίμενε να καταπιεί την όποια περηφάνια είχε. Τελικά -ακολουθώντας τη λακωνικότητα που τον είχε οδηγήσει στο ευφυές «Με ειλικρίνεια»- έγραψε απλώς «Συγνώμη», ελπίζοντας ότι ο Έιβερι θα διέκρινε σ' αυτό όποιο κίνητρο θα εξυπηρετούσε καλύτερα το σκοπό του Στίβεν. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι λιγότερο, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει και τίποτα περισσότερο. Πέρασε άλλη μια βδομάδα, στη διάρκεια της οποίας ο Λούις ισχυρίστηκε ότι η Σαντέλ Κοξ ήταν τσιμπημένη μαζί του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Λούις ήταν σίγουρος για τη δύναμη του σεξαπίλ του. Πέρσι το καλοκαίρι ο Λούις του είχε πει αδιάφορα ότι η Μέλανι Σπαρκ τον άφησε να πιάσει το βυζί της. Ο Στίβεν είχε μείνει κατάπληκτος και μόνο ύστερα από τις επίμονες ερωτήσεις του είχαν έρθει στο φως οι πληροφορίες πως ήταν ένα άγγιγμα πάνω από τη ζακέτα και την μπλούζα, ότι ήταν περισσότερο πλευρά παρά βυζί και ότι η αλλοπρόσαλλη Μέλανι είχε χώσει αμέσως στον Λούις μια αγκωνιά στο λαιμό. Όταν ο Στίβεν εξέφρασε διστακτικά τη γνώμη ότι -ίσως- η Μέλανι Σπαρκ να μην είχε συμμετάσχει ενεργά στο επεισόδιο, ο Λούις απλώς χαμογέλασε με οίκτο και του φανέρωσε ότι οι γυναίκες πάντα άλλαζαν γνώμη σε σχέση με το σεξ· ότι όλος ο κόσμος ήξερε πως έτσι ήταν οι γυναίκες. Αλλά, προφανώς, η Σαντέλ Κοξ δεν είχε αλλάξει γνώμη· τουλάχιστον, ο Λούις δεν είχε καινούριες μελανιές που να μαρτυρούν κάτι τέτοιο. «Ο Λάλο κι εγώ ήμασταν οι ελεύθεροι σκοπευτές κι αυτή έτρεξε πίσω από την αποθήκη κι εγώ την κυνήγησα...» «Πού ήταν ο Λάλο;» «Φοβήθηκε. Την άλλη φορά που την κυνήγησε εκεί πίσω, αυτή τον χτύπησε με το λάστιχο. Αλλά εγώ πήγα, γιατί ήξερα ότι ο μπαμπάς είχε πλύνει χτες το αμάξι με το λάστιχο και το είχε αφήσει μπροστά. Κι αυτή στεκόταν ακίνητη, οπότε την πυροβόλησα, αλλά δεν έπεσε κάτω γιατί είχε λάσπη, θυμάσαι, ε;»

124

BELINDA B A U E J I

Ο Στίβεν θυμόταν. Είχε πεθάνει αρκετές φορές μέσα στη λάσπη πίσω από την αποθήκη του Λούις. «Οπότε, της λέω, αν δεν πέσεις κάτω θα σε πιάσω αιχμάλωτη, κι αυτή λέει, εντάξει, οπότε της έβαλα τα χέρια πίσω και της τα έδεσα με την μπλούζα μου, κατάλαβες;» Ο Στίβεν έγνεψε καταφατικά. Τον είχε δέσει κι αυτόν ο Λούις με την μπλούζα του κάμποσες φορές. Δεν πονούσε και ήταν εύκολο να λυθεί. «Και τότε με φίλησε. Στο στόμα». «Αυτή σε φίλησε;» «Αυτή με φίλησε». «Με γλώσσα;» «Γλώσσα;» Ο Λούις τον κοίταξε απορημένος. «Ναι», είπε ο Στίβεν. «Έβαλε τη γλώσσα της.στο στόμα σου;» Ο Λούις πήρε μια έκφραση σιχαμάρας. «Αυτό είναι αηδία!» Ο Στίβεν κοκκίνισε. Είχε ακούσει κάπου ότι αυτό έκαναν τα κορίτσια, αλλά τώρα -σαστισμένος από την άμεση αποδοκιμασία του Λούις- δεν μπορούσε να θυμηθεί πού το είχε ακούσει και αν ήταν αξιόπιστη η πηγή. Ο έμφυτος σεβασμός του για τον Λούις σχετικά με καθετί εγκόσμιο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της φιλίας τους και τώρα ένιωθε ότι όχι μόνο είχε ξεπεράσει τα όρια, αλλά ότι είχε μπει σε επικίνδυνες περιοχές και έπρεπε να κάνει γρήγορα μεταβολή και να επιστρέψει σε σίγουρα εδάφη. Ανασήκωσε τους ώμους του και πήρε απολογητικό ύφος. Ο Λούις τον στραβοκοίταξε. «Της έπιασες και το βυζί;» Ο Στίβεν σκέφτηκε ότι, αν έδινε στον Λούις την ευκαιρία να καυχηθεί, θα ξαναβρισκόταν σε σταθερό έδαφος. Και δεν έκανε λάθος. Ο Λούις πήρε για μια στιγμή ύφος απλανές και μετά κούνησε το κεφάλι του με ενθουσιασμό. «Ναι. Και τα δύο. Μαζί. Μου σηκώθηκε κιόλας». Ο Στίβεν ήξερε πως ο Λούις έλεγε ψέματα. Όχι σε όλα. Ήταν σίγουρος πως η Σαντέλ Κοξ είχε φιλήσει τον Λούις ή την είχε φιλήσει αυτός. Αλλά πάντα το καταλάβαινε όταν ο Λούις έβγαινε απ' το δρόμο του και περιπλανιόταν στα τυφλά στο ναρκοπέδιο των ψεμάτων. Πριν από κάθε τέτοια παρέκκλιση τα

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

125

μάτια του έκαναν μια ανεπαίσθητη κίνηση, λες και εξέταζαν τον ορίζοντα για ενδεχόμενες παγίδες της επικείμενης ανειλικρίνειάς του. Ο Στίβεν πάντα το άφηνε να περάσει έτσι. Ήταν όπως με το καλύτερο μισό από τα σάντουιτς. Τι νόημα είχε να κάτσει να τσακωθεί; Εξάλλου, σκέφτηκε, κυριευμένος ξαφνικά από μια αίσθηση ωριμότητας Λου του ήταν άγνωστη, μόλις την περασμένη βδομάδα είχε ζητήσει συγνώμη από έναν αληθινό κατ' εξακολούθηση δολοφόνο· σε σύγκριση μ' αυτό, το να αφήσει τον Λούις να ισχυρίζεται ότι του είχε σηκωθεί πίσω από την αποθήκη του κήπου ήταν σχετικά ασήμαντο. Επιπλέον, άξιζε να καυχιέται κανείς ότι είχε φιλήσει τη Σαντέλ Κοξ. Δεν ήταν καμιά κούκλα και ήταν αγοροκόριτσο, αλλά οπωσδήποτε είχε λίγο στήθος, αν και δεν προκαλούσε τα αγόρια μ' αυτό όπως έκανε η Άλισον Λόβακοτ. Απ' ό,τι λεγόταν. Ο Στίβεν είχε ακούσει ότι η Άλισον Λόβακοτ είχε δείξει τα βυζιά της στον Τζον Κάμπι στην ουρά της καντίνας. Δυσκολευόταν να το πιστέψει, αλλά αν είχε συμβεί σε οποιονδήποτε, θα είχε συμβεί στον Τζον Κάμπι, που ήταν αρχηγός της ποδοσφαιρικής ομάδας και χωρίς αμφιβολία το πιο ωραίο αγόρι του σχολείου. Αυτό θύμισε στον Στίβεν ότι από τον Τζον Κάμπι είχε ακούσει για το φιλί με γλώσσα και επομένως ήταν σίγουρα αλήθεια. Πολύ αργά πια -είχε ήδη υποχωρήσει σ' αυτό το θέμα. Ο ίδιος όμως δεν αηδίαζε στη σκέψη να βάλει η Σαντέλ Κοξ τη γλώσσα της στο στόμα του. Ίσα ίσα, τον διέτρεξε ένα ρίγος που δεν ήταν διόλου δυσάρεστο. Κοκκίνισε. Ίσως να μην ήταν φυσιολογικός. Όπως δεν ήταν φυσιολογικός και ο Άρνολντ Έιβερι. Έσμιξε τα φρύδια του, ταραγμένος από τη σκέψη, και ευχήθηκε να μην του είχε περάσει καθόλου από το μυαλό. «Τι έπαθες;» Ο Λούις τον κοιτούσε με απορία. «Τίποτα», απάντησε αυτόματα και υψώνοντας το βλέμμα του, είδε ότι είχαν φτάσει σχεδόν στο σπίτι του Λούις. Είπαν αντίο και ο Στίβεν συνέχισε μόνος προς το σπίτι του. Χαμογέλασε στη γιαγιά του που ήταν στο παράθυρο, αλλά αυτή σούφρωσε τα χείλη της, λες κι ο Στίβεν είχε κάνει κάτι κακό μόνο και μόνο επειδή γύριζε σπίτι από το σχολείο.

126

BELINDA B A U E J I

Ο Ντέιβι είχε απλώσει όλα του τα παιχνίδια στο χολ πίσω από την εξώπορτα. Κάτι έκανε κρακ κάτω απ' το πόδι του Στίβεν καθώς μπήκε μέσα και κοιτάζοντας κάτω, είδε ένα σπασμένο ροζ τζακ. Το κλότσησε κι αυτό κύλησε προς το σοβατεπί. «Στίβεν;» Η φωνή της μητέρας του ακουγόταν τσιτωμένη και ο Στίβεν έμεινε ακίνητος κι αναρωτήθηκε αν προλάβαινε ακόμα να οπισθοχωρήσει και να βγει από την εξώπορτα, χωρίς να πάρει εκείνη είδηση την παρουσία του. «Μόλις μπήκε μέσα». Ο τόνος της γιαγιάς ήταν πονηρός. Ο Στίβεν δεν μπόρεσε να κρύψει την επιφυλακτικότητά του από τη φωνή του: «Τι;» «Έρχεσαι εδώ, σε παρακαλώ;» Γύρισε και είδε ότι η γιαγιά είχε έρθει στην πόρτα του μπροστινού δωματίου για να απολαύσει τα βαριά του βήματα προς την γκιλοτίνα της κουζίνας. Η μητέρα του καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και κρατούσε ένα γράμμα από τον Άρνολντ Έιβερι. Ο Στίβεν ένιωσε την κύστη του να σφίγγεται απ' τον τρόμο και σχεδόν διπλώθηκε στα δύο προσπαθώντας να μην κατουρηθεί πάνω του. Ήταν πάλι το ίδιο όπως τότε με το διαστημικό σταθμό με τα Αέγκο. Η Λέτι τον κοίταξε ψυχρά. «Έχεις ένα γράμμα». Ο Στίβεν δεν μπορούσε να βρει λόγια. Δε θυμόταν πώς να βρει λόγια. Ένιωθε ένα κάψιμο σαν να τρυπούσαν βελόνες το σβέρκο του. Είχε έρθει το τέλος του. Η Λέτι κοίταξε το γράμμα και ξερόβηξε. «Ωραία θα ήταν μια φωτογραφία», διάβασε. «Φωτογραφία! Αίσχος!» Η γιαγιά στεκόταν πίσω του. Τον έσπρωξε στην άκρη για να πλησιάσει τη Λέτι και προσπάθησε να της πάρει το γράμμα απ' τα χέρια. Αλλά η Λέτι το κράτησε μακριά της. «Μην ανησυχείς, μαμά, άσ' το σ' εμένα». Η γιαγιά κάγχασε. Όλοι γνώριζαν τον καγχασμό της. Σήμαινε ότι εκείνη ήξερε καλύτερα.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

127

Ενώ είχαν αλλού την προσοχή τους για μια στιγμή, ο Στίβεν έριξε μια ματιά στον καφέ φάκελο. Όπως πάντα, δεν είχε τίποτα πάνω του που να δείχνει από πού είχε έρθει. Ήξερε ότι το χαρτί που χρησιμοποιούσε ο Έιβερι δεν είχε σφραγίδα των φυλακών. Ήταν χαρτί από φτηνό τετράδιο. Θα μπορούσε να έχει έρθει από οπουδήποτε. Ο Έιβερι πάντα έγραφε τον αριθμό κρατουμένου του στο πάνω μέρος της σελίδας, αλλά, χωρίς συμφραζόμενα, δε σήμαινε τίποτα. Το γεγονός ότι ο φάκελος και το χαρτί ήταν ανώνυμα έδωσε ελπίδα στον Στίβεν και η ελπίδα τού έδωσε κουράγιο. «Να το διαβάσω;» Η Λέτι και η γιαγιά τον κοίταξαν και οι δυο λες και είχε ζητήσει καινούριο σώβρακο φτιαγμένο από ατόφιο χρυσάφι. «Δικό μου δεν είναι;» Κατάφερε να βάλει μια μικρή νότα θυμού στα λόγια του και ξαφνικά η Λέτι βρέθηκε στην άμυνα. Είχε ανοίξει ένα γράμμα που δεν ήταν δικό της. Όποιες κι αν ήταν οι περιστάσεις, ήταν δύσκολο να το δικαιολογήσει. Προσπάθησε, όμως. «Μπορεί να είναι δικό σου το γράμμα, Στίβεν, αλλά αν είναι από κορίτσι, τότε με αφορά κι εμένα. Έχω δικαίωμα να ξέρω αν πρόκειται να γκαστρώσεις κανένα κορίτσι και να μου φορτώσεις το μωρό, κατάλαβες;» Το μυαλό του Στίβεν πήρε τρελές στροφές για να πιάσει το συλλογισμό που είχε κάνει από καιρό η μητέρα του. Τελικά, ύστερα από στιγμές φοβερής σύγχυσης όπου του ερχόταν να χαστουκίσει τον εαυτό του μπας και πάρει μπρος, κατάλαβε. Η μητέρα του νόμιζε ότι το γράμμα ήταν από κορίτσι. Από μια κρυφή φιλενάδα Μια φιλενάδα με την οποία ίσως να είχε κάνει σεξ. Ο Στίβεν παραλίγο να βάλει τα γέλια. Εδώ δεν ήξερε αν τα φιλιά με γλώσσα ήταν αλήθεια ή απλώς ένα αρρωστημένο αστείο, σιγά μην έκανε και σεξ με κάποιο κορίτσι. Η εμπειρία του στο σεξ μ' ένα κορίτσι περιοριζόταν στο ν' ακούει τις φαντασιώσεις του Λούις για βυζιά και σηκωμάρες. Αν ο Στίβεν Λαμπ ήταν ακόμα το αγόρι που υπήρξε στις αρχές της άνοιξης, θα είχε βάλει τα γέλια. Αλλά ο Στίβεν Λαμπ

128

BELINDA B A U E J I

που είχε γράψει κρυφά σε έναν κατ' εξακολούθηση δολοφόνο για να βρει ένα πτώμα είδε την ευκαιρία και την άρπαξε. Άπλωσε το χέρι του σταθερά και δήθεν αδιάφορα. «Δεν ξέρω από ποιον είναι αν δεν το διαβάσω, σωστά;» Ο ήρεμος τόνος του και οι ολοένα μεγαλύτερες τύψεις της έκαναν τη Λέτι να του δώσει το γράμμα, παρ' όλο που η γιαγιά έτριζε τα δόντια από πίσω της. Ο Στίβεν έριξε απλώς μια ματιά· ήταν αρκετή.

Αυτό ήταν όλο κι όλο. Το γράμμα δεν είχε καν τα αρχικά του Έιβερι. Τίποτα το επιβαρυντικό. Ούτε κάτι που καταλάβαινε τώρα ακόμα κι αυτός, όμως θα το αποκωδικοποιούσε. Το Ν και το Μ ήταν κεφαλαία, αλλά δεν του έφερναν τίποτα στο νου. Κανένα όνομα θύματος δεν άρχιζε με Ν και Μ. Δεν πείραζε όμως. Είχε δει το γράμμα και καταλάβαινε τον κώδικα. Θα έβρισκε τι σήμαινε. Και -το κυριότερο- η μητέρα του δε θα το έβρισκε ποτέ. «Είναι απ' αυτή την ΑΕ;» Με μια ηρεμία που τον έκανε να αμφισβητήσει τη στοιχειώδη ειλικρίνειά του, ο Στίβεν ανασήκωσε τους ώμους του. «Ένα κορίτσι είναι απλώς, μαμά». «Ένα κορίτσι που θέλει φωτογραφία σου!» Η Λέτι πάσχισε να ανακτήσει την καχυποψία και το θυμό της, αλλά, βλέποντας πόσο ευθύς ήταν ο Στίβεν, είχε χάσει τη σιγουριά της. Εκείνος ανασήκωσε πάλι τους ώμους του και ταυτόχρονα ξανάβαλε το γράμμα στο φάκελο και τα έχωσε και τα δυο στην πίσω τσέπη του μαύρου σχολικού παντελονιού του. «Δε φταίω εγώ που είμαι κούκλος». Τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε τώρα είτε καλά είτε κακά, αλλά αυτή τη φορά, επιτέλους, του πήγαν καλά. Η Λέτι χαλάρωσε και του χαμογέλασε, ύστερα πέρασε τα χέρια της γύ-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

129

ρω απ' τη μέση του κι αυτός έκανε μερικές ψόφιες προσπάθειες να της ξεφύγει για να μην τον φιλήσει στο μάγουλο. Εκείνη κέρδισε τη μάχη και γέλασαν και οι δυο, ενώ η γιαγιά γύρισε απ' την άλλη, προς το νεροχύτη, όμως ο Στίβεν πρόλαβε να δει ότι το πρόσωπο της είχε χαλαρώσει και για μια στιγμή -μια στιγμή ευτυχίας- θυμήθηκε γιατί έσκαβε. Γι' αυτό. Για στιγμές σαν αυτή, που του θύμιζαν ότι θα μπορούσαν να γίνουν κάποτε κανονική οικογένεια, που τον έκαναν να ξεχνάει τον πόνο, την πίκρα και τη φτώχεια και τον γέμιζαν με χαρά και θλίψη ταυτόχρονα. Σταμάτησε να παλεύει και άφησε τη μητέρα του να τον αγκαλιάσει έτσι όπως δεν τον είχε αγκαλιάσει χρόνια. Άφησε το κεφάλι του να γείρει στον ώμο της, ενώ αυτή τον χάιδευε στην πλάτη όπως θα χάιδευε ένα κουρασμένο παιδάκι. «Θα προσέχεις, ε, Στίβεν;» «Φυσικά, μαμά». «Απλώς, ανησυχώ μην πληγωθείς». «Το ξέρω. Θα προσέχω». «Ρώτα τον αν παίρνει προφυλάξεις», είπε η γιαγιά, που είχε επιστρέψει στον κλασικό εαυτό της πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι θα φανταζόταν δυνατό ο Στίβεν. Η Λέτι τον άφησε και στραβοκοίταξε τη μητέρα της. Η στιγμή είχε περάσει και ο Στίβεν ίσιωσε το κορμί του κάπως απρόθυμα. «Μη με κοιτάζεις έτσι, κορίτσι μου. Μακάρι να σου είχα μιλήσει κι εγώ εσένα, δε θα πήγαινες τότε να...» Σώπασε, αλλά έδειξε με το κεφάλι της προς τον Στίβεν. Εκείνος κοκκίνισε -εν μέρει από θυμό για τη γιαγιά τουκαι η μητέρα του του έπιασε το χέρι. «Ξέρεις να παίρνεις προφυλάξεις, ε, Στίβεν;» «Μαμά!» Τα μάγουλά του πήραν φωτιά από την ντροπή, αλλά κάπου βαθιά μέσα του ένιωσε μια αυταρέσκεια που η μητέρα και η γιαγιά του θεωρούσαν πιθανό να τον θέλει τόσο πολύ ένα κορίτσι, αυτόν, τον Στίβεν Λαμπ, που να σκεφτεί -κάποια αόριστη στιγμή στο μέλλον- να κάνει σεξ μαζί του. Ήταν κάπως κολακευτικό.

130

BELINDA BA U EJI

Αλλά, κυρίως, τον έκανε να θέλει να κρυφτεί από την ντροπή του. Τραβήχτηκε μακριά από τη μητέρα του, νιώθοντας το πρόσωπό του να φλέγεται. Είδε, όμως, το ανήσυχο βλέμμα της και επειδή τον είχε αγκαλιάσει, της έδωσε κάτι σαν απάντηση. «Μην ανησυχείς, μαμά». «Μη με κάνεις ν' ανησυχώ, εντάξει;» Της έγνεψε καταφατικά και απομακρύνθηκε, αν και η γιαγιά πίστευε -το είδε στην έκφρασή της- ότι την είχε γλιτώσει πολύ φτηνά. Ανέβηκε τα σκαλιά δυο δυο. Τρόπος του λέγειν, αλλά ο Λούις είχε προσπαθήσει και δεν τα κατάφερε, οπότε ο Στίβεν σκέφτηκε γιατί να μην εξασκηθεί, εφόσον ο Λούις θεωρούσε ότι άξιζε τον κόπο. Έφτασε στην κορυφή της σκάλας λαχανιασμένος. ΝΜ. ΝΜ. Κανένα από τα παιδιά δε λεγόταν ΝΜ. Μήπως του φανέρωνε ο Έιβερι κάποιον άλλο φόνο; Μόλις μπήκε στο δωμάτιο του, εξέτασε το γράμμα προσεκτικά στο μουντό φως που ερχόταν από το παράθυρο. Δεν υπήρχαν άλλα σημάδια, απ' ό,τι έβλεπε. Έβγαλε το χάρτη του Έξμουρ, που είχε χρησιμοποιήσει για την αλληλογραφία του με τον Έιβερι, και τον μελέτησε. Τα γράμματα δεν ήταν τοποθετημένα πουθενά συγκεκριμένα πάνω στο χαρτί, οπότε ο Στίβεν δεν μπήκε στον κόπο να ψάξει να βρει πού έπεφταν. Ωραία θα ήταΝ Μια φωτογραφία. Ο Έιβερι ήθελε μια φωτογραφία του ΝΜ. Αλλά ποιος ήταν ο ΝΜ; Τρία βράδια αργότερα, ο Στίβεν πετάχτηκε στον ύπνο του· του είχε έρθει η απάντηση. Την ένιωθε στα σωθικά του. Το ΝΜ δεν ήταν «κάποιος», αλλά «κάτι». Ήταν το ψηλότερο σημείο του χερσότοπου και κοντά στον τόπο όπου είχαν βρεθεί όλα τα πτώματα. Ο Άρνολντ Έιβερι ήθελε μια φωτογραφία του Ντάνκερι Μπίκον.

16 Του πήρε πάνω από μια ώρα να φτάσει στο Ντάνκερι Μπίκον, παρ' όλο που προχωρούσε πιο γρήγορα μια που δε χρειαζόταν να κουβαλάει το φτυάρι. Το φτυάρι. Τώρα που είχε σταματήσει το σκάψιμο, μόνο που σκεφτόταν τη λέξη «φτυάρι» τον έπιαναν τύψεις με το ενδεχόμενο της αποτυχίας. Ωστόσο, το βήμα του ήταν ταχύτερο χωρίς αυτό, μπορούσε να κουνάει ελεύθερα τα χέρια του και να προχωράει με ρυθμό, χύνοντας μόνο λίγο ιδρώτα καθώς ανέβαινε την ανηφόρα -πάντα ανηφόρα- για να φτάσει στο χερσότοπο. Δεν είχε μπει καν στον κόπο να πάρει σάντουιτς. Το παλιό του άνορακ φούσκωνε μόνο από ένα μπουκαλάκι νερό και τη φωτογραφική μηχανή. Η μηχανή ήταν του Ντέιβι· φτηνή, της μιας χρήσης, από μια συσκευασία των τριών που είχε πάρει δώρο για τα γενέθλιά του. Είχε χαραμίσει την πρώτη φωτογραφίζοντας πόδια, ταβάνια και ανθρώπους που βγήκαν θολοί. Η δεύτερη είχε πέσει μέσα στην μπανιέρα, ενώ φωτογράφιζε την επική ναυμαχία ανάΤ μεσα στον Άκσιον Μαν και πλήθη απόκοσμων πλασμάτων -που ήταν οι χρωματιστές φούσκες από έλαια μπάνιου. Πολύ αργά, ο Ντέιβι συνειδητοποίησε ότι οι πολύχρωμες κάψουλες έλιωναν στο καυτό νερό, αφήνοντας μόνο μια άσπρη λιπαρή κηλίδα, ένα κομματάκι ζελέ σαν φρουτότσιχλα, και τον ίδιο στο έλεος της οργής της μητέρας του, για την οποία αυτά τα πράγμα-

132

BELINDA BA U EJI

τα ήταν είδη πολυτελείας που δεν μπορούσε να αποκτήσει συχνά. Μέσα στον πανικό του, η μηχανή έπεσε απ' τα χέρια του. Η τρίτη μηχανή μάζευε σκόνη στο περβάζι του παραθύρου στο υπνοδωμάτιο μέχρι που ήρθε το γράμμα του Αρνολντ Έιβερι· τότε ο Στίβεν την έκλεψε χωρίς ενδοιασμούς. Την είχε ανάγκη, ενώ ο Ντέιβι όχι. Το Ντάνκερι Μπίκον δεν ήταν μόνο το ψηλότερο σημείο του Έξμουρ αλλά και το πιο κρύο, σκέφτηκε ο Στίβεν καθώς ο αέρας κολλούσε πάνω του το φτηνό του άνορακ και το μεταλλικό φερμουάρ κοπανιόταν στους μηρούς του και τον πονούσε. Το κούμπωσε μέχρι πάνω για να αποφύγει τα χτυπήματα. Επειδή ήταν ουσιαστικά το μόνο αξιοθέατο, πέρα από την ανύπαρκτη σήμερα θέα, ο Στίβεν κοίταξε για λίγο την αναμνηστική πλάκα που ανέφερε τη δωρεά του Μπίκον, μιας περιοχής εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς, στο έθνος το 1935. Τα ονόματα των δωρητών ήταν σκαλισμένα στην πέτρα και άθελά του ο Στίβεν κάγχασε· θα 'πρεπε να βλέπανε τη φυσική ομορφιά σήμερα, σκέφτηκε. Από το Έξμουρ φαινόταν συχνά το Κανάλι του Μπρίστολ και μερικές φορές τα όρη Μπρέκον Μπίκονς που ορθώνονταν στην ξένη γη της Ουαλίας. Σήμερα όμως ο ουρανός ήταν άσπρος, με γκρίζα σύννεφα που παρασύρονταν στον άνεμο, οπότε δε φαινόταν τίποτα στο θαμπό ορίζοντα. Ο Στίβεν γύρισε και κοίταξε το κακοτράχαλο μονοπάτι απ' όπου είχε έρθει εδώ, ώσπου το βλέμμα του έφτασε στο επίπεδο κομμάτι με τα χαλίκια που έπαιζε ρόλο πάρκινγκ. Υπήρχαν δύο αυτοκίνητα εκεί. Δεν ήταν παράξενο. Στους ανθρώπους άρεσαν τα μέρη με θέα, αλλά ευτυχώς τους άρεσαν και οι βόλτες με τα πόδια και κανείς δεν μπορούσε να τα απολαύσει και τα δυο ταυτόχρονα, αν δεν έβγαινε από το αυτοκίνητο του. Ο Στίβεν κοίταξε τριγύρω, αλλά δεν είδε κανέναν. Ήταν εκπληκτικό πόσο γρήγορα εξαφανίζονταν οι άνθρωποι στους φαινομενικά απρόσωπους λόφους του Έξμουρ. Το Ντάνκερι Μπίκον δεν ήταν εντελώς απρόσωπο. Εδώ κι ε-

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

133

κεί υπήρχαν σωροί με πέτρες από αρχαίους τύμβους. Έβγαλε την μπλε πλαστική μηχανή από την τσέπη του, έκανε αργά έναν κύκλο και αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η καλύτερη σκοπιά. Πάρα πολύ γρήγορα, κατάλαβε. Και το στομάχι του ανακατεύτηκε, μόλις κατάλαβε. Ο Έιβερι θα ήθελε τη σκοπιά με την καλύτερη θέα της τοποθεσίας όπου είχε θάψει τα πτώματα. Ο Στίβεν δεν είχε σκεφτεί τα πτώματα όταν ανέβαινε εδώ, αλλά τώρα συνειδητοποίησε ότι στεκόταν το πολύ πεντακόσια μέτρα μακριά από τους τρεις ρηχούς τάφους. Γιάσμιν Γκρέγκορι. Λουίζ Λέβερετ. ΤζονΈλιοτ. Νιώθοντας κάπως άσχημα, λες και ήταν ηδονοβλεψίας, έψαξε με το βλέμμα γύρω του μήπως διακρίνει στο έδαφος τίποτα σημάδια, ακόμα κι ύστερα από τόσα χρόνια, των εκσκαφών που είχαν γίνει στη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας. Οι τύμβοι -μνημεία σεβασμού και τιμής- έσβησαν στο βάθος καθώς η μνήμη του έβαλε τρία ζευγάρια αρχικών γραμμάτων από κόκκινο στυλό πάνω στους ανεμοδαρμένους ράχους και το μάτι του, που είχε γίνει μάτι δολοφόνου, άνοιξε ρηχούς λάκκους στο χώμα και σημάδεψε με ουλές τα ρείκια. Όμως το μυαλό του, το μυαλό ενός συνηθισμένου παιδιού, επιβλήθηκε ξανά. Είχε περάσει πολύς καιρός. Το χορτάρι, οι ράχοι και τα ρείκια θα είχαν σκεπάσει τώρα πια το εκτεθειμένο χώμα, μαλακώνοντας τις άγριες, βαθιές πληγές μερικών οικογενειών και ολόκληρης της χώρας. Ήξερε ότι δε θα φαινόταν τίποτα, εκτός αν γνώριζε κανείς πού ακριβώς να κοιτάξει. Ακόμα και τότε θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει και τη φαντασία του. Οπότε, έβαλε τη φαντασία του να δουλέψει, κοίταξε μέσα από το μικρό βρόμικο σκόπευτρο της μηχανής ένα μέρος του χερσότοπου που πίστευε ότι θα είχε έναν από τους τάφους και πάτησε το κουμπί. Η δουλειά του φαινόταν ότι είχε τελειώσει πολύ γρήγορα και εύκολα σε σχέση με όλο το δρόμο που έκανε για ν' ανέβει εδώ, οπότε περιφέρθηκε λίγο και τράβηξε άλλη μια φωτογραφία πριν κατηφορίσει ξανά το λόφο.

134

BELINDA BA U EJI

Καθώς διέσχιζε το πάρκινγκ, κοίταξε μέσα στα αυτοκίνητα. Μερικές φορές, άφηναν σκυλιά μέσα στα αυτοκίνητα τις μέρες που έκανε ζέστη. Ο Στίβεν ονειρευόταν να βρει ένα σκυλί σε ένα αμάξι μια ζεστή μέρα· θα αναγκαζόταν να σπάσει το παράθυρο για να το σώσει και μετά θα το έπαιρνε σπίτι μαζί του, ξέροντας ότι το είχε γλιτώσει από ηλίθιους κι ανάξιους ανθρώπους. Σήμερα όμως δεν έκανε ζέστη και ο περισσότερος κόσμος που έφερνε σκυλιά στο Έξμουρ τα έφερνε με σκοπό να τα βγάλει βόλτα και όχι για να τ' αφήσει μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Στίβεν αναστέναξε και συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να μένει κοντά σε σούπερ μάρκετ για να έχει πιθανότητα να πραγματοποιήσει τη φαντασίωσή του -και στο Σίπκοτ δεν υπήρχε σούπερ μάρκετ. Γύρισε και κοίταξε πάλι ψηλά το Μπίκον, καφετί και άσχημο κάτω από το σκυθρωπό ουρανό. Έτσι όπως έπεφτε το φως, οι αρχαίοι τύμβοι ξεχώριζαν πολύ καλύτερα από εδώ κάτω. Από την κορυφή τού είχαν φανεί επίπεδοι, αλλά από το πάρκινγκ διαγράφονταν έντονα. Θα έβγαινε καλύτερη φωτογραφία απ' αυτή τη σκοπιά, σκέφτηκε λογικά. Έτσι, με δάχτυλα που κόντευαν να μουδιάσουν από το κρύο, ο Στίβεν έβγαλε τη μηχανή από την τσέπη του άλλη μια φορά, την έστρεψε προς το ανηφορικό έδαφος και πάτησε το κουμπί. Ύστερα γύρισε και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Βρισκόταν στη διχάλα του μονοπατιού που θα τον οδηγούσε κάτω στο Σίπκοτ, όταν είδε τους αλήτες να έρχονται προς το μέρος του, με τα κεφάλια σκυφτά καθώς ανέβαιναν με κόπο την απότομη ανηφόρα από το χωριό. Ο Στίβεν έμεινε εντελώς ακίνητος. Κοίταξε για μια στιγμή τριγύρω, λες και θα ξεφύτρωνε ξαφνικά από το σχεδόν απρόσωπο χερσότοπο κανένας βράχος, θάμνος ή δέντρο για να μπορέσει να κρυφτεί κάπου. Ήξερε πως ήταν άσκοπο. Ήξερε ότι θα μπορούσε να εξαφανιστεί επιτόπου, μέσα στα ψηλά ρείκια δίπλα στο μονοπάτι. Παλιά, αυτός κι ο Λούις κρύβονταν έτσι από το αργόστροφο

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

135

σκυλί του Λούις, τον Μπάνι, όταν ο Μπάνι ζούσε ακόμα. Περίμεναν μέχρι να τρέξει ο Μπάνι ξοπίσω από κανένα κουνέλι και τότε έπεφταν μέσα στα ρείκια και σφύριζαν. Κάθονταν εκεί και κρυφογελούσαν, κρυφοκοίταζαν και ψιθύριζαν, ακούγοντας το ημίαιμο λαμπραντόρ να τρέχει σαν χαζό στο χερσότοπο γύρω τους. Και πάντα πάθαιναν ένα σοκ, όταν τους έβρισκε τελικά με τη μεγάλη υγρή μύτη του, την κρεμαστή γλώσσα και τα ενθουσιώδη γαβγίσματά του. Αλλά αυτό ήταν από τη σκοπιά ενός σκύλου. Ο Στίβεν ήξερε ότι αν κρυβόταν τώρα μέσα στα ρείκια, όταν θα έφταναν οι αλήτες στα τρία μέτρα, θα τον έβλεπαν οριζοντιωμένο απ' το φόβο του ανάμεσα στα λουλούδια, σαν ηλίθια στρουθοκάμηλο με το κεφάλι της στην άμμο, και τότε, εκτός από κυνήγι και ξύλο, τον περίμενε κι ο εξευτελισμός. Για μια στιγμή έμεινε απλώς όρθιος εκεί πέρα, περιμένοντας να σηκώσει ένα από τα παιδιά το βλέμμα του, να κοιτάξει στο μονοπάτι μπροστά και να τον δει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν προς τα πού θα ήταν καλύτερα να τρέξει. Η φωτογραφική μηχανή. Του ήρθε ξαφνικά στο μυαλό. Αν τον έπιαναν, θα του έπαιρναν τη μηχανή. Ή θα την έσπαγαν. Γρήγορα, την έβγαλε από την τσέπη του, διάλεξε ένα μέρος και την πέταξε μέσα στα ρείκια. Προσπάθησε να αποτυπώσει την τοποθεσία στο νου του. Δυο μαβιά ρείκια με ένα βλαστάρι κίτρινου ράχου ανάμεσά τους, δίπλα σ' εκείνη την πέτρα σε σχήμα φασολιού. Ξανακοίταξε προς τους αλήτες, μα την ίδια στιγμή ένας απ' αυτούς ύψωσε το βλέμμα του και τον είδε και ο Στίβεν συνειδητοποίησε ότι μέχρι να ξεφορτωθεί τη μηχανή είχε χάσει πολύτιμο χρόνο και δεν προλάβαινε πια να το βάλει στα πόδια. Τον έφτασαν σε ένα δευτερόλεπτο. «Λαμπ», είπε ένας -ο ψηλότερος. Εκείνος δε μίλησε και αυτοί φάνηκαν για μια στιγμή σαν να μην ήξεραν τι να τον κάνουν. «Έχεις λεφτά;» «Όχι».

136

BELINDA BAUEJI

Παρ' όλα αυτά, άρχισαν να του πασπατεύουν άγρια τα ρούχα, του τράβηξαν έξω τις τσέπες και το μπουκαλάκι του νερού έπεσε στο βραχώδες μονοπάτι κι ακούστηκε ένας υπόκωφος θόρυβος από το πλαστικό και ένας παφλασμός. Βρήκαν τριάντα τέσσερις πένες στο τζιν του και το γράμμα του Αρνολντ Έιβερι διπλωμένο στην πίσω τσέπη του. Ο πιο κοντός του έδωσε μια σπρωξιά στο στήθος και ο Στίβεν έκανε μισό βήμα πίσω, παρ' όλο που ήταν ανηφόρα. «Είπες ότι δεν είχες λεφτά». Ο Στίβεν ανασήκωσε τους ώμους του. Ο ψηλός ξεδίπλωσε το γράμμα. «Ωραία θα ήταν μια φωτογραφία. Τι σημαίνει αυτό;» «Τίποτα». Ο ψηλός αγριοκοίταξε τον Στίβεν και το γράμμα κι αναρωτήθηκε αν του καιγόταν καρφί. Τελικά το έσκισε κομματάκια και τα σκόρπισε στα ρείκια. Ο πιο κοντός ξανάσπρωξε τον Στίβεν, αυτή τη φορά στον ώμο. Ήταν φανερό ότι τρώγονταν να τους σπρώξει κι αυτός -ήθελαν την πρόκληση για να μπορέσουν να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Εκείνος όμως δεν αντέδρασε και τότε ο μεσαίος σε ύψος τράβηξε το άνορακ απ' τους ώμους του. Τώρα ο Στίβεν αντιστάθηκε, λυγίζοντας τους αγκώνες τους για να κρατήσει το μπουφάν πάνω του. «Δώσ' το μου, ρε βλαμμένο». Ο Στίβεν δεν εμπιστευόταν τη φωνή του για να μιλήσει. Δεν ήθελε να τους πει ότι αν πήγαινε σπίτι χωρίς το άνοράκ του, η μητέρα του θα γινόταν έξαλλη. Ήταν παλιό και όχι εντελώς αδιάβροχο, αλλά ήξερε ότι το μπουφάν είχε ακόμα πολλή ζωή μπροστά του κατά την άποψη της μάνας του. Δε θα μπορούσε να της πει ότι του το έκλεψαν, γιατί μπορεί να έκανε παράπονα στους γονείς των αλητών -και τότε θα έφτανε κανονικά το τέλος του. Αλλά, μόνο που σκέφτηκε ότι θα αναγκαζόταν να της πει πως το ξέχασε στο χερσότοπο ή το έχασε στο σχολείο, ένιωσε ξαφνικά καυτά δάκρυα στα μάτια του και ο μεσαίος βάλθηκε να τραβάει πιο δυνατά, ευχαριστημένος με την αντίστασή του. Ο Στίβεν δάγκωσε τα χείλη του για να μην αρχίσει τα παρακάλια και από τα επίμονα τραβήγματα στα μπράτσα του έχασε

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

137

την ισορροπία του και παραπάτησε στα πλάγια. Αμέσως ο μεσαίος άρπαξε την ευκαιρία, τον έσπρωξε προς τα κει και ο Στίβεν βρέθηκε στα γόνατα μέσα στ' αγκάθια των ράχων. Ο δεξιός καρπός του πιάστηκε στο μανικέτι του άνορακ καθώς έπεσε, γύρισε στραβά και για μια στιγμή δέχτηκε όλο το βάρος του σώματος του, μετά ελευθερώθηκε από το νάιλον και ο Στίβεν σωριάστηκε στο πλευρό του. Ένιωσε τα αγκάθια στο μπράτσο, στο μάγουλο, ακόμα και στο δέρμα του μέσα από την μπλούζα και το τζιν του· ανασήκωσε το κεφάλι του για να γλιτώσει το πρόσωπο του και άκουσε τους αλήτες να γελάνε. «Πάρ' του τα παπούτσια». Ο Στίβεν, που είχε αγανακτήσει όταν ο άλλος του άρπαξε το άνορακ, έγινε τώρα έξαλλος και βάλθηκε να τους χώνει κλοτσιές ενώ αυτοί προσπαθούσαν να του πάρουν τα αθλητικά. Καινούρια, πέρσι τα Χριστούγεννα. Η μητέρα του είχε θυμώσει όταν τα λάσπωσε· θα τον σκότωνε αν τα έχανε. Τα αγόρια ακινητοποίησαν τα πόδια του κι αυτός λύγισε το πέλμα του προς τα πάνω, προσπαθώντας να κρατήσει το αριστερό παπούτσι στο πόδι του, αλλά του το έβγαλαν διά της βίας. Τα δάκρυά του ήταν τώρα δάκρυα οργής και ανημποριάς. Ήθελε να τους σκοτώσει· ήθελε να τους τραβήξει απ' τ' αυτιά και να σπάσει με γονατιές τα χαμογελαστά μούτρα τους· ήθελε να αρπάξει την πέτρα σε σχήμα φασολιού και να κοπανήσει τα γελαστά στόματά τους μέχρι να γίνουν τα δόντια τους ματωμένα κομματάκια. Αλλά, αντί για όλα αυτά, συνέχισε να κλαίει ενώ αυτοί του πήραν και το δεξί παπούτσι και έφυγαν γελώντας. Περίμενε, κλαίγοντας· μόρφαζε απ' τον πόνο που τον τρυπούσαν τα αγκάθια, μα φοβόταν να τους ακολουθήσει από κοντά. Τελικά σηκώθηκε και επέστρεψε κουτσαίνοντας στο μονοπάτι. Η μια του κάλτσα είχε μισοτραβηχτεί απ' το πόδι του. Ήταν οι αγαπημένες του κάλτσες· του τις είχε πλέξει η γιαγιά του για τα γενέθλιά του, δυο χρόνια πριν, και τις φορούσε μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις για να μην τις φθείρει. Ήταν γκρίζες σαν άργιλος, με έξυπνα γυριστό πέλμα που η γιαγιά του το έλεγε γαλλι-

138

BELINDA B A U E J I

κή φτέρνα και τις έκανε να κρατάνε το σχήμα τους σαν κάλτσες κινουμένων σχεδίων. Του ήταν μεγάλες στην αρχή και τώρα του ήταν μικρές, μα τις φορούσε ακόμα σε εξαιρετικές περιστάσεις. Σήμερα ήταν εξαιρετική περίσταση λόγω της φωτογραφίας του Ντάνκερι Μπίκον. Τώρα θα θυμόταν τη σημερινή μέρα και για άλλους λόγους. Άρχισε πάλι να κλαίει και δυσκολεύτηκε να βρει την πέτρα φασόλι με τα μάτια θολά απ' τα δάκρυα, όμως τελικά την εντόπισε, ύστερα βρήκε και τη φωτογραφική μηχανή και πήρε το κατηφορικό μονοπάτι. Προχωρούσε αργά γιατί πονούσαν τα πόδια του στο ανώμαλο έδαφος και, όταν έφτασε πλέον στην ξύλινη πόρτα που οδηγούσε από το πίσω μέρος του σπιτιού στο δρόμο, είχαν τρυπήσει και οι δυο του κάλτσες. «Τι εννοείς, τα έχασες;» Η Λέτι δεν ήταν ακόμα έξω φρενών, αλλά είχε αγριέψει και ο Στίβεν ήξερε ότι δε θα αργούσε να γίνει έξαλλη. «Δεν το ήθελα». «Πώς γίνεται να χάσεις και το άνορακ και τα παπούτσια σου; Και να μην ξέρεις πού;» «Κατέστρεψε και τις κάλτσες του», πετάχτηκε η γιαγιά. «Έκανα βδομάδες να τις πλέξω, με τα αρθριτικά μου. Δεν εκτιμάει τίποτα». «Τις εκτιμούσα\» είπε εκείνος, θυμωμένος που η γιαγιά του πίστευε το αντίθετο. Δεν είχε δει ότι τις φύλαγε για εξαιρετικές περιστάσεις; Στη σκέψη αυτή, άρχισε πάλι να κλαίει και από μέσα του βαριαναστέναξε. Είχε σιχαθεί να κλαίει σήμερα· ήταν απίστευτο πώς δεν είχαν στερέψει ακόμα τα δάκρυά του. «Ο Στίβι κλαίει, μαμά!» Ο Ντέιβι τον κοιτούσε με ενδιαφέρον. «Άντε γαμήσου, Ντέιβι», του φώναξε εκείνος. «Τολμάς να λες αυτή τη λέξη στο σπίτι μας!» Η Λέτι του έδωσε μια καρπαζιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού -δεν ήταν δυνατή, αλλά παρ' όλα αυτά τον άφησε άναυδο· όλοι τους σοκαρίστηκαν και έπεσε μια βαριά σιωπή στο δωμάτιο. Η μητέρα του δεν τον χτυπούσε ποτέ στο κεφάλι ή στο πρό-

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

139

σωπο. Του έδινε μπατσάκια στα χέρια ή στα πόδια πότε πότε, αλλά το κεφάλι ήταν απαγορευμένη περιοχή, γιατί υποτίθεται ότι μόνο οι μεθύστακες και οι ένοικοι των λαϊκών κατοικιών χτυπούσαν τα παιδιά τους εκεί. Ο Στίβεν ήθελε να ζητήσει συγνώμη. Το ήθελε πάρα πολύ. Ήθελε να τον αγκαλιάσει πάλι η μητέρα του όπως είχε κάνει τις προάλλες. Ήθελε να ακουμπήσει το κεφάλι του στον ώμο της, να γίνει πάλι μωρό και να μη χρειάζεται να ανησυχεί για τις κάλτσες ή τα παπούτσια ή το άνοράκ του ή για τους αλήτες ή για το φτυάρι ή για πτώματα ή για συστηματικούς δολοφόνους. Ήθελε να κουλουριαστεί στο κρεβάτι, με γλυκό ζεστό γάλα, και να τον νανουρίσουν, χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά. Δεν άντεχε άλλο τη ζωή του. Αλλά η μητέρα του του είχε δώσει καρπαζιά. Έτσι, αντί να ζητήσει συγνώμη, φώναξε, «Άντε γαμήσου κι εσύ!» μετά πέρασε με μια σπρωξιά από δίπλα της, ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και βρόντηξε τόσο δυνατά την πόρτα του υπνοδωματίου του που εκείνη ανέβηκε πάνω με ποδοβολητό, εξαγριωμένη. Ο Στίβεν κατάλαβε ότι το είχε παρατραβήξει. Αν δεν ήταν τόσο θυμωμένη, η Λέτι θα είχε δει πόσο φοβισμένος ήταν. Στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι του, με τα χέρια απλωμένα μπροστά του σε ένδειξη υποταγής, και την κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα, τρέμοντας που εκείνη ήταν εκτός ελέγχου. «Μαμά, συγνώμη!» Αλλά ήταν πολύ αργά κι αυτή του έδωσε κι άλλη καρπαζιά στο κεφάλι, ύστερα άλλη μία, και βάλθηκε να τον χτυπάει στα μπράτσα, στα χέρια και στ' αυτιά και, τέλος, να του ρίχνει χαστούκια και αδύναμες, κοριτσίστικες γροθιές στην πλάτη, ενώ αυτός είχε ζαρώσει στο κρεβάτι, με το κεφάλι ανάμεσα στους αγκώνες του. Οι υστερικές στριγκλιές του Ντέιβι επανέφεραν τη Λέτι στα συγκαλά της. Πήρε τον αγαπημένο της γιο αγκαλιά και τον ηρέμησε με γλυκόλογα. «Βλέπεις πόσο τάραξες τον Ντέιβι!» φώναξε στον Στίβεν, με φωνή στριγκή απ' τις τύψεις. «Τώρα έλα κάτω για τσάι».

140

BELINDA B A U E J I

«Δε θέλω τσάι». Το κάλυμμα του κρεβατιού έπνιγε τη φωνή του. «Καλά», είπε η Λέτι και στήριξε τον Ντέιβι πιο ψηλά στο γοφό της. «Μην έρθεις, λοιπόν». Ο Στίβεν τους άκουσε να φεύγουν και να κατεβαίνουν κάτω. Άκουσε τη Λέτι να μιλάει χαμηλόφωνα και γλυκά στον Ντέιβι και κάπου μέσα του κατάλαβε ότι εκείνη προσπαθούσε να επανορθώσει για ό,τι είχε κάνει -έστω κι αν οι προσπάθειές της δεν απευθύνονταν σ' αυτόν. Ρούφηξε τη μύτη του, πήρε μια τρεμουλιαστή ανάσα και άρχισε να αισθάνεται τα σημεία που θα πρέπει να τον είχε πετύχει το δαχτυλίδι της μητέρας του -αριστερό αυτί, αριστερό καρπό, ένα τσούξιμο στην ωμοπλάτη του. Ακούμπησε το δάχτυλο στο αυτί του και βρήκε μια στάλα αίμα. Τα αυτιά, του βούιζαν λίγο, επίσης, και το δεξί του μάγουλο έτσουζε από ένα χαστούκι. Σύρθηκε στο κρεβάτι, γύρισε προς τον τοίχο, κουλουριάστηκε λίγο πιο σφιχτά και αγκάλιασε τον εαυτό του· κρύωνε ξαφνικά, αλλά δεν ήθελε να κουνηθεί για να μπει κάτω από τα σκεπάσματα. Κάτι μαλακό σκέπασε τον ώμο του και ο Στίβεν τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Η γιαγιά είχε σηκώσει το κάλυμμα του κρεβατιού από πίσω του και το είχε ρίξει επάνω του. Την κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια, αλλά εκείνη ίσιωσε το κορμί της και γύρισε να φύγει. «Γιαγιά;» Περίμενε ότι εκείνη θα σταματούσε και θα γυρνούσε να τον κοιτάξει, όπως συνέβαινε στις ταινίες, αλλά αυτή συνέχισε να προχωράει και χάθηκε στο διάδρομο. Η φωνή του είχε βραχνιάσει απ' το κλάμα, παρ' όλα αυτά μίλησε, λες και θα τον πρόσεχε· λες και την ένοιαζε. «Τις εκτιμούσα τις κάλτσες. Τις είχα για καλές». Του φάνηκε ότι την άκουσε να κοντοστέκεται στην κορυφή της σκάλας, μα δεν ήταν σίγουρος.

20 Οι φωτογραφίες βγήκαν χάλια. Αυτές που είχε τραβήξει από την κορυφή του Ντάνκερι Μπίκον ήταν θολές, κουνημένες από τον αέρα, και αυτή που τράβηξε από το πάρκινγκ είχε το μπροστινό φτερό ενός αυτοκινήτου στην αριστερή μεριά του κάδρου. Αλλά επειδή είχε ξοδέψει και τα τελευταία χρήματα από το χαρτζιλίκι του για να εμφανίσει το φιλμ -και επειδή ήταν εστιασμένη τουλάχιστον-, ο Στίβεν έστειλε στον Άρνολντ Έιβερι τη φωτογραφία από το πάρκινγκ.

21 Ο δεσμοφύλακας Ράιαν Φίνλεϊ χαιρόταν να κατάσχει φωτογραφίες που λάβαιναν οι κρατούμενοι και η σημερινή μέρα δεν αποτελούσε εξαίρεση. Συνήθως οι φωτογραφίες ήταν θολές, σκοτεινές εικόνες των γυναικών και των φιλενάδων των κρατουμένων, ξαπλωμένων σε ξέστρωτα κρεβάτια, με παράταιρα εσώρουχα. Μερικές φορές οι φωτογραφίες περιλάμβαναν από απροσεξία κάποια μικρή οικιακή λεπτομέρεια που γκρέμιζε την όποια ετοιμόρροπη φαντασίωση πρόσφεραν. Μια γάτα· ένα βρόμικο παιδί που κοιτούσε αδιάκριτα ανάμεσα από τα κάγκελα ενός παιδικού κρεβατιού· συσκευασίες ντελίβερι από τα Κεντάκι Φράιντ Τσίκεν στο πάτωμα του υπνοδωματίου. Μερικές φορές οι κρατούμενοι έπαιρναν τις φωτογραφίες τους και άλλες φορές όχι. Ως προς αυτό, ο Ράιαν Φίνλεϊ ήταν θεός. Η πλήρης γύμνια σήμαινε άμεση κατάσχεση, καθώς και κάθε άσεμνη πράξη ή μίμηση αυτής. Αυτές οι φωτογραφίες έπρεπε να καταστρέφονται -και αν η γυναίκα του κρατούμενου ήταν σαν φώκια, καταστρέφονταν, αλλά μόνο ύστερα από πολλές γύρες και υποτιμητικά σχόλια στην καντίνα του προσωπικού. Ο ενδιαφερόμενος κρατούμενος έπαιρνε απλώς μια ετικέτα πάνω στο γράμμα του, αν υπήρχε εσώκλειστη φωτογραφία, που έλεγε «Κατάσχεση Περιεχομένων». Ο Σον Έλις δεν είχε πάρει ποτέ γράμμα χωρίς ετικέτα. Η γυ-

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

143

ναίκα του ήταν τόσο σέξι κι είχε τόσο λίγες αναστολές που οι φωτογραφίες, που εσώκλειε συχνά, αποτελούσαν τρν κορμό της προσωπικής συλλογής του δεσμοφύλακα Ράιαν Φίνλεϊ· ο ληστής τραπεζών που είχε πυροβολήσει δύο ταμίες στο πρόσωπο σε ένα μικρό υποκατάστημα της Μπάρκλεϊς στο Γκλόστερσιρ μάλλον είχε ξεχάσει εντελώς πώς ήταν η γυναίκα του χωρίς τη σεμνή μπεζ καμπαρντίνα που φορούσε πάντα στις επισκέψεις της. Ο Έλις δεν παραπονιόταν ποτέ και αυτό έκανε τον Φίνλεϊ και τους άλλους να γελάνε. Μάλλον θα νόμιζε ο κακομοίρης ότι η κυρά του του έστελνε μόνο φωτογραφίες του κοπρόσκυλού τους. Σήμερα ο Φίνλεϊ και ο δεσμοφύλακας Άντι Ραλφ κάθονταν στο γραφείο του ταχυδρομείου και άνοιγαν απρόσεχτα φακέλους που απευθύνονταν στους κρατούμενους. «Τι λες;» Ο Ραλφ σήκωσε μια φωτογραφία που είχε βγάλει από ένα φρεσκοανοιγμένο φάκελο. Έδειχνε ένα ξανθό κοριτσάκι χωρίς μπροστινά δόντια, που κρατούσε κρεμασμένη μια πειθήνια γάτα στο στήθος του. «Για ποιον είναι;» Ο Ραλφ έριξε μια ματιά στο φάκελο. «Καρίμ Αμπντουλάχ». Ο Φίνλεϊ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αυτός ο ανώμαλος είναι μαύρος σαν άσος μπαστούνι. Δε μου μοιάζει για συγγενής του». Ο Ραλφ -που το δικό του δέρμα ήταν μόνο έναν τόνο πιο ανοιχτό απ' το κάρβουνο- έβαλε τη φωτογραφία στην άκρη και έβαλε μια ετικέτα στο γράμμα χωρίς να το σχολιάσει. Η φωτογραφία της κυρίας Έλις ήταν σχετικά σεμνή σήμερα -σήκωνε ανέκφραστη ένα γαλάζιο μπλουζάκι και έδειχνε τα τέλεια στήθη της. «Χριστέ μου, για δες κάτι βυζιά». Ο Ραλφ κοίταξε και χαμογέλασε. «Γεμίζουν τις χούφτες σου». Ο Φίνλεϊ αναστέναξε. Είχε χρόνια να γεμίσει τις χούφτες του με κάτι τόσο ωραίο και σφιχτό. Τα βυζιά της Ρόουζ ήταν τόσο κρεμασμένα και ζαρωμένα που ήθελε καροτσάκι για να τα κουβαλήσει. Τη φωτογραφία μετά βίας θα τη χαρακτήριζες άσεμνη και, αν ήταν οποιαδήποτε άλλη σύζυγος ή φιλενάδα, ο Φίνλεϊ θα

144

BELINDA BA U EJI

την παρέδιδε στον παραλήπτη της χωρίς δισταγμό. Αλλά δεν ήθελε να συνειδητοποιήσει ο Έλις ότι όλες εκείνες οι φωτογραφίες που δεν είχε δει ποτέ ίσως να ήταν σαν αυτή εδώ και να ξεκινούσε καμιά φασαρία, οπότε κόλλησε μια ετικέτα στο συνοδευτικό γράμμα και έχωσε την κυρία Έλις στην τσέπη του. Εργάστηκαν σιωπηλά για μερικά λεπτά, πασχίζοντας να διαβάσουν δυσανάγνωστα γράμματα, ξεδιαλέγοντας φωτογραφίες και δωράκια -έξι λάμες για ξυράφι ασφαλείας, μια ντουζίνα προφυλακτικά Τρότζαν, Οριγκάμι για Αρχάριους. Ο Ραλφ κοίταξε για μια στιγμή τη φωτογραφία μιας κοκκινομάλλας με κουρασμένη όψη που κρατούσε ένα κουτί πίτσας και διάβασε στο συνοδευτικό γράμμα: «...τα βράδια σκέφτομαι ότι με πιδάς από πήσω...» Αναστέναξε. «Γραμματικό λάθος στο πηδάς και στο πίσω». Πήρε το μαύρο μαρκαδόρο για τη λογοκρισία και διόρθωσε και τα δύο ορθογραφικά λάθη προτού βάλει το γράμμα στο σωρό με τα «εντάξει» και πιάσει το επόμενο, που απευθυνόταν στον Άρνολντ Έιβερι. Δεν υπήρχε γράμμα και η κακοκεντραρισμένη φωτογραφία μετά βίας χρειαζόταν μια ματιά. Οπωσδήποτε δε χρειαζόταν την άδεια του προϊσταμένου του δεσμοφύλακα. Ο Άντι Ραλφ ήταν μια χαρά ικανός να διακρίνει τι ήταν άσεμνο, τι ήταν προκλητικό και τι φετιχιστικό. Δεν είχε ανάγκη να του πει κάποιος ότι η φωτογραφία ενός αυτοκινήτου και μιας βροχερής λοφοπλαγιάς δεν ήταν τίποτα από τα παραπάνω. Και ειδικά ο Ράιαν Φίνλεϊ. Ο ρατσιστής βρομο-Ιρλανδός. Όταν ο Άρνολντ Έιβερι είδε τη φωτογραφία ζαλίστηκε. Ήταν τόσο ερωτικά φορτισμένη που νόμισε ότι θα σωριαζόταν στο πάτωμα. Αμέσως του ήρθε να βάλει τα κλάματα που δεν ήταν βράδυ, που δεν είχε σκοτάδι, παρ' όλο που το κελί του ήταν πάντα μισοσκότεινο εξαιτίας της τάβλας στο παράθυρο. Ε, λοιπόν, ο Λίβερ μπορεί να είχε φράξει τη θέα του χερσότοπου απ' τα κάγκελα, αλλά αυτός κρατούσε στο χέρι του τη θέα ενός άλλου χερσότοπου που ήταν ακόμα πιο ευχάριστη.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

145

Το μάτι του δολοφόνου μέσα του είχε βρει το σημείο αμέσως. Γιάσμιν Γκρέγκορι. Εκεί! Τουλάχιστον ήταν εκεί μέχρι που πήγε η Σήμανση λίγο καιρό μετά τη σύλληψή του και το Έξμουρ είχε αρχίσει να φανερώνει τα ζοφερά μυστικά του. Δεν του είχαν επιτρέψει να ξαναπάει στο χερσότοπο, ούτε καν για να υποδείξει τα σημεία που ήταν θαμμένα τα πτώματα. Ήξεραν πολύ καλά ότι αυτό ήθελε -άλλη μια ευκαιρία να νιώσει το χώμα ανάμεσα στα δάχτυλά του· άλλη μια ματιά στους άθλιους λάκκους που είχε σκάψει ανάμεσα στα ρείκια. Και του τα στέρησαν με κακία, ακόμα και όταν αναγκάστηκαν τελικά να εγκαταλείψουν την έρευνα για άλλα θύματα. Όμως, δεν μπορούσαν να σβήσουν τις αναμνήσεις του. Ούτε τότε, ούτε τώρα, που τον κατέκλυζαν σαν βάλσαμο. Είχε παρκάρει σ' αυτό το μέρος. Κοντά στο σημείο που ήταν το αυτοκίνητο στη φωτογραφία που είχε τραβήξει ο ΣΛ. Είχε κουβαλήσει τη ΓΓ απ' αυτό το στενό μονοπάτι ως την κορυφή του ομαλού λόφου. Την ένιωθε και τώρα, ελαφριά στην αγκαλιά του, και θυμόταν πώς την ένιωθε κάτω απ' το σώμα του όταν ήταν ακόμα ζεστή και πονούσε. Τινάχτηκε σαν σκυλί. Όχι τώρα! Όχι τώρα! Ήταν τόσο ωραίο και έντονο συναίσθημα που δεν έπρεπε να το χαραμίσει στο φως της ημέρας. Έπρεπε να πάψει να κοιτάζει τη φωτογραφία. Έπρεπε να κάνει κάτι για να ξεχαστεί μέχρι να σβήσουν τα φώτα. Έκρυψε τη φωτογραφία κάτω απ' το μαξιλάρι του και άνοιξε το βιβλίο που διάβαζε. Ήταν καλό βιβλίο -Η Σκοτεινή Ηχώκαι, προτού φτάσει η φωτογραφία του ΣΛ, τον συνάρπαζε. Όμως, όχι πια. Τώρα το βιβλίο δεν είχε κανένα ενδιαφέρον και μέσα στην επόμενη ώρα ο Έιβερι το άφησε κάτω καμιά δεκαριά φορές για να τρυπώσει το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι και να αγγίξει τη φωτογραφία. Το μεσημεριανό φαγητό τον ανακούφισε λίγο, αν και το πόδι του τιναζόταν νευρικά καθ' όλη τη διάρκεια του γεύματος. Το απόγευμα κύλησε τρομερά αργά· το βραδινό φαγητό τού πρόσφερε άλλη μια μικρή ανάπαυλα. Τα φώτα έσβηναν στις 10.30 μ.μ., αλλά στις 8.30 ο Έιβερι τράβηξε τη φωτογραφία α-

146

BELINDA BA U EJI

πό το μαξιλάρι και την περιεργάστηκε ξανά, απομνημονεύοντας την εικόνα και περιμένοντας να μείνει μόνος του στο σκοτάδι. Ο Έιβερι μάντεψε ότι ο ΣΛ είχε χρησιμοποιήσει μια φτηνή μηχανή. Όλα έδειχναν εστιασμένα- οποιοσδήποτε που δε θα ήταν εντελώς άχρηστος, και με καλύτερη μηχανή, θα είχε ρυθμίσει την εστιακή απόσταση έτσι ώστε να βγει θολό ό,τι ήταν σε πρώτο πλάνο και να τονιστεί το Ντάνκερι Μπίκον. Παρ' όλα αυτά, το βλέμμα του τράβηξε σαν μαγνήτης το κομματάκι του εδάφους όπου βρισκόταν κάποτε η ΓΓ -μέσα στα ρείκια, ανάμεσα σε δύο τύμβους, περίπου στα τρία τέταρτα της απόστασης προς την κορυφή. Ο Έιβερι κατακλύστηκε από συναισθήματα και αναμνήσεις. Ήταν μια καθαρή μέρα, όχι μουντή όπως στη φωτογραφία. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και υπήρχε πολύς κόσμος που έκανε βόλτα τριγύρω, οπότε ο Έιβερι είχε αναγκαστεί να περιμένει μέχρι να δύσει ο ήλιος για να μείνει μόνο το αμάξι του στο μικρό χαλικόστρωτο πάρκινγκ· για να μπορέσει να τη βγάλει από το πορτμπαγκάζ και να τη μεταφέρει στον τελικό τόπο ανάπαυσής της. Πόνος διαπέρασε τα σωθικά του σαν μαχαιριά στη σκέψη ότι την είχαν πάρει από τον τόπο που της είχε φτιάξει και την είχαν θάψει κάπου αλλού -κάπου που δεν είχε επιλέξει αυτός. Και, ακόμα χειρότερα, κάπου που δε γνώριζε. Ήταν σίγουρος ότι οι εφημερίδες είχαν γράψει πού ήταν ο νέος τάφος της, αλλά δεν τον είχαν αφήσει να τις διαβάσει. Το μόνο που του είχε απομείνει από τη Γιάσμιν Γκρέγκορι ήταν αναμνήσεις. Και αυτή η φωτογραφία. Θα έβλεπε και τον τάφο του Τζον Έλιοτ, αν ο ΣΛ δεν του είχε φράξει τη θέα μ' εκείνο το βρομοαυτοκίνητο. Ο Τζον Έλιοτ δεν ήταν ο αγαπημένος του. Ο μικρός τον είχε κατουρήσει. Ο Έιβερι έφριξε που το θυμήθηκε. Τα μάτια του Τζον Έλιοτ κλεισμένα σφιχτά, τη μύτη του να τρέχει, να βγάζει φούσκες μύξας από την απελπισία του επειδή δεν μπορούσε να αναπνεύσει πια από το στόμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ακριβώς πριν τον σκοτώσει, ο Τζον Έλιοτ είχε χάσει τον έλεγχο της κύστης του από τον τρόμο, ποτίζοντας με ούρα το καλό παντελό-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

147

νι του Έιβερι. Έκανε το αγόρι να του το πληρώσει, μα αναγκάστηκε να πετάξει το παντελόνι· και τα παπούτσια. Που ήταν Χας Πάπις, όχι τίποτα φτηνιάρικα. Αλλά μόνο που σκεφτόταν τα υγρά του παιδιού πάνω τους αηδίαζε. Ακόμα και τώρα ανατρίχιαζε με τη σκέψη. Ο Έιβερι έδιωξε την ανάμνηση από το μυαλό του· του κατέστρεφε τη στιγμή. Έστρεψε πάλι την προσοχή του στη φωτογραφία. Ναι, το αυτοκίνητο ήταν στη μέση. Δυστυχώς. Άλλος ένας λόγος που ήξερε ότι ο ΣΑ δεν ήταν φωτογράφος -κακό καδράρισμα. Για πρώτη φορά από τότε που έλαβε τη φωτογραφία, ο Έιβερι κοίταξε επίμονα το αυτοκίνητο, λες και θα μπορούσε να το τρυπήσει με το βλέμμα του και να δει το χερσότοπο από πίσω. Το μόνο που φαινόταν από το αυτοκίνητο ήταν το μπροστινό φτερό, ο πλαϊνός καθρέφτης και μέρος της πόρτας. Ήταν σκούρο μπλε και ο Έιβερι δεν μπορούσε να καταλάβει τι είδους αμάξι ήταν, μόνο ότι ήταν εκνευριστικά συμπαγές και μέσα στη μέση. Ήταν στη φύση του να αισθάνεται εξαπατημένος και έτσι ακριβώς ένιωθε. Αγριοκοίταξε το αυτοκίνητο, στρέφοντας πάνω του όλη την οργή που δεν μπορούσε να κατευνάσει εντελώς ο τάφος της Γιάσμιν Γκρέγκορι όπου ξεστράτιζε συνεχώς η ματιά του. Ξαφνικά, τα μάτια του Έιβερι γούρλωσαν και έφερε τη φωτογραφία τόσο κοντά του που ακούμπησε σχεδόν στη μύτη του. Μια κοφτή ανάσα τού ξέφυγε και μετά η αναπνοή του σταμάτησε εντελώς. Αν δεν τον είχε πιάσει τέτοια εμμονή με το αμάξι, μάλλον -σίγουρα- δε θα το είχε δει ποτέ! Παγωμένο νερό κύλησε στην πλάτη του μόνο που σκέφτηκε τι θα είχε χάσει. Ο πλαϊνός καθρέφτης είχε πιάσει τέλεια το μικρό αλλά εστιασμένο είδωλο του φωτογράφου. Και, παρά το μικροσκοπικό μέγεθος της εικόνας, εκείνη τη στιγμή άλλαξαν τα πάντα για τον Άρνολντ Έιβερι. Τα αισθήματα που είχαν ξυπνήσει μέσα του όταν ξαναείδε το Έξμουρ συρρικνώθηκαν τόσο πολύ που τα παρέσυρε στη στιγμή ένας χείμαρρος πάλαι ποτέ γνώριμης έξαψης που τον άφησε άναυδο και

148

BELINDA B A U E J I

κόντεψε να τον πνίξει, που έκανε το αίμα να ορμήσει στο βουβώνα του και σάλιο να πλημμυρίσει το στόμα του. Ο ΣΛ ήταν ένα παιδί. Η σκέψη στριφογύρισε τρελά μέσα στο κεφάλι του σαν πυροτέχνημα σε μικρό δωμάτιο. Παιδί. Απλώς, ένα αγόρι. Τα μάτια του έτσουζαν και η καρδιά του έπαιζε ταμπούρλο στ' αυτιά του, καθώς κοιτούσε με κομμένη την ανάσα την εικόνα. Ένα παιδί. Πιθανόν γύρω στα δέκα με έντεκα. Κοκαλιάρικο. Καστανά μαλλιά ανακατεμένα απ' τον άνεμο. Μπλουτζίν, βρόμικα άσπρα αθλητικά παπούτσια. Η εικόνα ήταν μικροσκοπική και η φωτογραφική μηχανή έκρυβε το πρόσωπο, αλλά αν υπήρχε μια μορφή που το μυαλό του Άρνολντ Έιβερι ήταν μαθημένο να αναγνωρίζει, αυτή ήταν η μορφή ενός παιδιού. Ο Έιβερι πήρε μια βαθιά ανάσα με έναν τρεμάμενο λυγμό άγριου πόθου. Ο ΣΛ ήταν παιδί. Ένα παιδί που του άνοιγε νέες προοπτικές. Ένα παιδί που του είχε παραχωρήσει εξουσία. Ένα παιδί που -με το να παρενθέσει έξυπνα τη δική του εικόνα στη φαινομενικά αθώα φωτογραφία του Ντάνκερι Μπίκον- είχε στείλει στον Άρνολντ Έιβερι την πλέον ξεκάθαρη πρόσκληση...

22 Ο θείος Τζουντ ξαναγύρισε. Τη μια μέρα ήταν οι τέσσερις τους και την επόμενη έγιναν πέντε. Ο Στίβεν βρισκόταν στο δωμάτιο του και βασανιζόταν με μια άσκηση αριθμητικής και όλες τις ακατανόητες παραλλαγές της, όταν άκουσε ένα τρίξιμο στο διάδρομο και τη φωνή του θείου Τζουντ να ρωτάει: «Πώς πάει το περιβόλι;» Ο Στίβεν γύρισε το κεφάλι του έκπληκτος, αλλά αμέσως προσπάθησε να κρύψει τα συναισθήματά του. Ήταν ξενέρωτο να δείχνεις ότι χαιρόσουν πολύ που έβλεπες κάποιον. «Οι ντομάτες είναι χάλια», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του, «αλλά οι πατάτες πάνε πολύ καλά». Ο θείος Τζουντ χαμογέλασε. «Ε, ακόμα κι ένας βλάκας μπορεί να φυτέψει πατάτες. Δες τους Ιρλανδούς». «Κι εσύ Ιρλανδός είσαι!» «Γι' αυτό το ξέρω». Μπήκε στο υπνοδωμάτιο και βάλθηκε να χαζεύει τα πράγματα του Ντέιβι. Το χαμόγελο δεν έφυγε ούτε στιγμή από το πρόσωπό του και ο Στίβεν συνειδητοποίησε ότι ο θείος Τζουντ δεν προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά του που τον έβλεπε, κι αυτό τον έκανε να ντραπεί που ο ίδιος την είχε κρύψει. Κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι, τύλιξε τα μπράτσα του γύρω απ' τη μέση του θείου Τζουντ και ευχαριστήθηκε νιώθοντας τα χέ-

150

BELINDA BAUEJI

ρια του μεγαλόσωμου άντρα να τον χτυπούν φιλικά στην πλάτη ύστερα από τόσο καιρό. Ξαφνικά τον έπιασε μια τρελή επιθυμία να πει στον θείο Τζουντ τα πάντα. Ας αναλάμβανε ο θείος Τζουντ να παίρνει τις αποφάσεις· ας πήγαινε ο θείος Τζουντ να βρει τον Έιβερι στη φυλακή και να τον σπάσει στο ξύλο για να του πει πού ήταν ο τάφος· ας ξέθαβε ο θείος Τζουντ τον Μπίλι κι ας έπαιρνε αυτός όλη τη δόξα -τον Στίβεν δεν τον ένοιαζε πια, απλώς ήθελε να τελειώσει αυτή η ιστορία. Άνοιξε το στόμα του... «Βλέπω ότι το καροτσάκι της γιαγιάς σου βαστάει γερά ακόμα». Ο Στίβεν έγνεψε καταφατικά· ξαφνικά δεν ένιωθε πια σίγουρος αν μπορούσε να μιλήσει. «Τη βλέπω στο δρόμο με το καρότσι. Κατευχαριστημένη είναι». Ο Στίβεν δίστασε, μα τελικά έγνεψε καταφατικά. Ήταν καλό θέμα συζήτησης και δεν ήθελε να το χαλάσει. Ήξερε ότι ο θείος Τζουντ δεν του το έλεγε από καλοσύνη- η γιαγιά το αγαπούσε το καρότσι της και το έπαιρνε έξω μαζί της ακόμα κι όταν δεν πήγαινε για ψώνια. Είχε πρόβλημα με τους γοφούς της και δε βάδιζε πάντα σταθερά, οπότε το γερό πλέον καροτσάκι τής χρησίμευε και σαν στήριγμα. «Κοίτα πόσο ψήλωσες». «Ναι. Μου έχουν κοντύνει όλα μου τα παντελόνια». «Λένε ότι θα έρθουν στη μόδα τα ψαράδικα». Ο Στίβεν κάγχασε και τραβήχτηκαν ο ένας απ' τον άλλο. «Πού ήσουν;» Προσπάθησε να μη δείξει ότι τον κατηγορούσε, παρ' όλα αυτά η φωνή του βγήκε παραπονιάρικη. «Εδώ κι εκεί». «Γιατί δεν ήρθες να μας δεις;» Και πάλι, του Στίβεν του ήρθε να κλοτσήσει τον εαυτό του. Ο θείος Τζουντ δεν ήταν πατέρας του. Γιατί να έρθει να τους δει, αν δεν τα είχε πια με τη μητέρα του;

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

151

Αλλά ο θείος Τζουντ άνοιξε απλώς τα χέρια του στο πλάι και αναστέναξε. «Ξέρεις πώς είναι οι σχέσεις, Στίβεν». Ο Στίβεν ένιωσε λίγο περήφανος μ' αυτό που του είπε ο θείος Τζουντ -λες κι αυτός γνώριζε από σχέσεις. Κι ήταν τόσο σύντομα αφότου υπέθεσε η μητέρα του ότι γνώριζε πώς γίνεται το σεξ, που ένιωσε και σαν μεγάλος και σαν απατεώνας. «Ναι, μάλλον», είπε. Η ερώτηση που λαχταρούσε απεγνωσμένα να κάνει έμεινε ευτυχώς κολλημένη στο λαιμό του. Αν ρωτούσε τον θείο Τζουντ πόσο καιρό θα έμενε, απλώς θα προκαλούσε τη μοίρα. Η γιαγιά ήταν σκυθρωπή κι αμίλητη την ώρα του βραδινού φαγητού και κοιτούσε κάθε τόσο τα νύχια του θείου Τζουντ με δυσαρέσκεια, όμως η Λέτι φερόταν σαν κοριτσάκι κι είχε λύσει την αλογοουρά της. Ο Ντέιβι φλυαρούσε ασταμάτητα, βομβαρδίζοντας τον θείο Τζουντ με ερωτήσεις, γνώμες και ψευτοδηλώσεις που τους έκαναν όλους να χαμογελάνε. Θα φυτέψω ένα λουκανικόδεντρο, θείε Τζουντ! Γιατί δεν έχω γένια; Θείε Τζουντ; Το ξέρεις ότι τα πέταλα φτιάχνονται από πεταλούδες; Ο Στίβεν αναστέναξε κρυφά. Διόλου παράξενο που η μητέρα του προτιμούσε τον Ντέιβι· τους διασκέδαζε όλους με τα καμώματά του. Με το να κάθεται σιωπηλός, ο Στίβεν έμαθε ότι η μητέρα του είχε πετύχει τον θείο Τζουντ στο μαγαζί του κυρίου Τζακόμπι κι ότι τον είχε καλέσει για τσάι -αν και υπήρξε μια διαφωνία, μεταξύ αστείων και πειραγμάτων, για το αν τον είχε καλέσει ή αν αυτός είχε προσκαλεστεί μόνος του. Δεν είχε σημασία. Ο θείος Τζουντ βρισκόταν πάλι στο τραπέζι της κουζίνας και καθώς καλόπιανε τη γιαγιά, αστειευόταν με τη Λέτι και έκανε τα χατίρια του Ντέιβι, ο Στίβεν κυριεύτηκε από μια ασυνήθιστη αισιοδοξία. Έφαγε βιαστικά τα ψητά φασόλια του, ζήτησε συγνώμη και

152

BELINDA BA U EJI

έτρεξε σφαίρα με τα φτηνά καινούρια αθλητικά του στο μέρος που είχε αφήσει το φτυάρι του έξι βδομάδες πριν. Εκεί ήταν. Απείραχτο. Επέστρεψε με τροχαδάκι, κρατώντας το χαλαρά στο χέρι του, και πήγε πίσω από το σπίτι. Όπως και ο θείος Τζουντ, το φτυάρι του είχε γυρίσει σπίτι. Ο Στίβεν επιθεώρησε τον πίσω κήπο και με το παιδικό μυαλό του είδε πού έπρεπε να μπουν οι ντομάτες, καθώς και τα μαρούλια. Τα μαρούλια μπορούσαν να φυτευτούν σε γλάστρες και να τοποθετηθούν ψηλά για να μην τα φτάνουν εύκολα τα σαλιγκάρια. Οι πατάτες θα έπιαναν τον περισσότερο χώρο, αλλά θα έμενε τόπος για μερικές φράουλες ώστε να νιώθει η μητέρα του σαν κυρία της καλής κοινωνίας του Γουίμπλεντον. Ο κύριος Ράνταλ είχε βάλει πεπόνια πέρσι. Τους είχε δώσει ένα και, παρ' όλο που ήταν άνοστο και στεγνό, ο Στίβεν είχε εκπλαγεί που κάτι τόσο εξωτικό μπορούσε να φυτρώσει στο φτωχό αγγλικό χώμα. Ίσως να μπορούσε να φυτέψει πεπόνια -αυτά με την πορτοκαλιά σάρκα. Έπιασε το φτυάρι καλύτερα στο χέρι του και το φαντάστηκε να μπήγεται στη γη για να δίνει ζωή αντί να αναζητάει το θάνατο. Ξαφνικά, χάρηκε που η μητέρα του είχε αγοράσει καινούρια εσώρουχα απ' το Μπάνμπερι'ς. Ήλπιζε με όλη του την ψυχή ότι αυτή τη φορά θα έκαναν τη δουλειά τους. Ο Στίβεν ακούμπησε το σκουριασμένο φτυάρι στον πίσω τοίχο του σπιτιού και χαμογέλασε μόνος του. Έτσι ήταν να ζεις φυσιολογικά και του άρεσε αυτή η αίσθηση.

23 Ο Άρνολντ Έιβερι δεν είχε σκεφτεί ποτέ την απόδραση. Τουλάχιστον όχι σαν κάτι ρεαλιστικό. Εννοείται ότι τους πρώτους μήνες της φυλάκισής του καθόταν ξάγρυπνος και σκεφτόταν τα πράγματα που θα έκανε όταν θα ήταν πάλι ελεύθερος. Αλλά η ιδέα της απόδρασης δεν ήταν πρώτη στο μυαλό του. Υπέθετε ότι θα τον αποφυλάκιζαν υπό όρους κάποια στιγμή και ότι αυτή η στιγμή δε θα ήταν σε καμία περίπτωση πριν από τα είκοσι χρόνια ελάχιστης ποινής που είχε αποφασίσει ο δικαστής. Του φαινόταν δίκαιο. Πέρα απ' τα εγκλήματά του, ο Έιβερι ήταν ένας νομοταγής πολίτης που ψήφιζε φανατικά Συντηρητικούς και πίστευε ότι οι περισσότερες ποινές φυλάκισης ήταν απαράδεκτα μικρές και ότι ήταν αίσχος να αποφυλακίζονται πρόωρα ορισμένοι κρατούμενοι. Έτσι, όταν είδε ότι θα καθόταν μέσα τουλάχιστον είκοσι χρόνια, ο Έιβερι δεν γκρίνιαξε ούτε παραπονέθηκε ούτε έκανε έφεση, επικαλούμενος ότι είχε επιδείξει ως τότε καλή διαγωγή και πλήρωνε τους φόρους του. Αντιθέτως, πήρε συνειδητά την απόφαση να βάλει τα δυνατά του ώστε να έχει αρκετές πιθανότητες να αποφυλακιστεί υπό όρους μόλις συμπληρώνονταν τα απαραίτητα χρόνια κάθειρξης. Όταν τον βίασαν οι τρεις άντρες στα ντους, ο Έιβερι επέτρεψε στους δεσμοφύλακες να ευχαριστηθούν με τον εξευτελισμό του και δεν παραπονέθηκε ούτε τους εκδικήθηκε ποτέ.

154

BELINDA BA U EJI

Όταν προσφέρθηκαν μαθήματα αναμόρφωσης και επανένταξης, ο Έιβερι δήλωσε συμμετοχή και κατέβαλε τουλάχιστον την ελάχιστη προσπάθεια που χρειαζόταν για να είναι πρώτος σε κάθε τάξη. Όταν διέταξε ο δόκτωρ Λίβερ να φράξουν τη θέα από το παράθυρο του, βυθίζοντάς τον μονίμως σε μισοσκόταδο, ο Έιβερι τον ευχαρίστησε. Και όταν προέκυψε το θέμα των υπόλοιπων χαμένων παιδιών, ο Έιβερι ορκίστηκε κατηγορηματικά ότι δεν είχε σκοτώσει τον Πολ Μπάρετ, τον Γουίλιαμ Πίτερς ή τη Μάριελ Όξενμπουργκ. Αν και νεκρά, αυτά τα τρία παιδιά είχαν τη δύναμη να παρατείνουν την παραμονή του στις φυλακές της Αυτής Μεγαλειότητας και δε θα τα άφηνε ποτέ να του το κάνουν αυτό, όσο κι αν θα ανακούφιζε έτσι τον πόνο των συγγενών τους που τα πενθούσαν ακόμα. Ο Έιβερι ήξερε ότι δεν ήταν σε καμία περίπτωση δεδομένο πως θα αποφυλακιζόταν υπό όρους ύστερα από είκοσι χρόνια, αλλά ήξερε επίσης ότι είχε κάνει το παν ώστε να έχει όσο το δυνατόν καλύτερες πιθανότητες, οπότε ήταν πρόθυμος να περιμένει άλλα δύο χρόνια για να δει τι θα γινόταν. Μέσα σε δώδεκα μήνες ίσως να έμπαινε σε ένα πρόγραμμα των αγροτικών φυλακών της Νορθάμπρια, που ισχυριζόταν ότι προετοίμαζε τροφίμους για αποφυλάκιση. Όλα πήγαιναν όπως ακριβώς τα είχε σχεδιάσει. Μέχρι που ανακάλυψε ότι ο ΣΛ ήταν ένα παιδί. Ένα παιδί με το οποίο είχε αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης. Ένα παιδί με το οποίο μοιραζόταν μυστικά. Ένα παιδί που ήθελε απ' αυτόν κάτι και το ήθελε τόσο πολύ που ο Έιβερι θα μπορούσε να το δελεάσει να κάνει... σχεδόν τα πάντα. Και αν αρνιόταν, ε, αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Αλλά έπρεπε να γίνει τώρα. Όχι σε δύο χρόνια που ίσως να τον αποφυλάκιζαν υπό όρους. Μέχρι τότε, το παιδί που ήταν τώρα αφοσιωμένο στην αποστολή που είχε αναλάβει θα είχε μπει για τα καλά στην εφηβεία και θα είχε το νου του σε εντε-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

155

λώς διαφορετικές επιδιώξεις. Ασε που μπορεί να τον έστελναν σε κανένα άθλιο κέντρο επανένταξης φυλακισμένων πάνω στο βορρά, μακριά από το αγαπημένο του Έξμουρ. Επί δεκαοχτώ χρόνια ο Άρνολντ Έιβερι περίμενε, υποτασσόταν, εξέτιε την ποινή του... Δεκαοχτώ χρόνια χωρίς καινούριες εμπειρίες με παιδιά, απ' το πόσο πολύ τον διέγειραν- και, όσο κι αν είχε πασχίσει να διατηρήσει αναλλοίωτες τις αναμνήσεις του, οι παλιές, όπως ήταν αναπόφευκτο, είχαν μπαγιατέψει από την πολλή χρήση. Η φωτογραφία του ΣΛ ήταν σαν έκρηξη σουπερνόβα που είχε πλημμυρίσει με φως τις σκονισμένες γωνιές του μυαλού του. Είχε διαπεράσει τη λογική και τις καλές προθέσεις του σαν λέιζερ μέσα από μεγεθυντικό φακό. Τώρα το μυαλό του φλεγόταν και βασανιζόταν συνεχώς από επιθυμίες -παράφορες επιθυμίες και πιθανές προοπτικές. Όπως ο Στίβεν είχε βάλει το μάτι του στη χαραμάδα της πόρτας και είχε δει ένα μέλλον με καλοκαίρια και σκέιτ, έτσι κι ο Έιβερι είδε ότι το μέλλον του -το άμεσο μέλλον του- μπορούσε να είναι παρομοίως γεμάτο, με απίστευτες χαρές. Κάποια χημική ουσία είχε απελευθερωθεί στο μυαλό του Έιβερι, μια ουσία που ενέτεινε τον πόθο του και εξασθένιζε τη λογική του. Η ίδια χημική μεταβολή τον είχε κάνει κάποτε να κακοποιήσει ένα παιδί ενώ περίμενε ένα άλλο να του φέρει την αστυνομία. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ο ΣΛ. Ήξερε πού έμενε. Ήξερε, περίπου, πώς ήταν η όψη του. Μπορούσε να τον καθοδηγήσει, να παίξει μαζί του, να τον σπρώξει στη σωστή κατεύθυνση. Στη λάθος κατεύθυνση. Κατά βούληση. Η προοπτική τέτοιας εξουσίας ήταν μεθυστική. Το έπαθλο εξαιρετικό. Ο μικρός ήταν δικός του και έπρεπε να τον αποκτήσει. Ξαφνικά ο Έιβερι ένιωσε ότι, όσο περνούσε ο καιρός, έχανε πολύτιμο χρόνο. Μπορεί να συνέβαινε οτιδήποτε! Μπορεί να έφευγε ο ΣΛ για άλλο τόπο· να πέθαινε· να έχανε απλώς το ενδιαφέρον του. Ο Έιβερι έπρεπε να του γράψει. Να

156

BELINDA B A U E J I

του δώσει ελπίδα ότι θα έβρισκε πολύ σύντομα το πτώμα που έψαχνε. Να συνεχίσει να τον δελεάζει. Αγανάκτησε που αυτή η ανεπαίσθητη μεταβολή τον είχε αγχώσει και εξασθένιζε λίγο την καινούρια του εξουσία. Αλλά ήξερε τον πλέον σίγουρο τρόπο για να την ανακτήσει. Αν έπρεπε να παραιτηθεί λίγο ακόμα από την εξουσία του τώρα, ώστε να έχει απόλυτο έλεγχο και υπέρτατη απόλαυση αργότερα, αυτό το παζάρι ήταν διατεθειμένος να το κάνει. Έτσι, με μια αίσθηση λύπης -που την αψήφησε αμέσως μόλις την ένιωσε- ο Άρνολντ Έιβερι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να δραπετεύσει από τη φυλακή. Και έπρεπε να το κάνει πολύ σύντομα. Ένας άλλος άνθρωπος, αν είχε κυριευτεί ξαφνικά από τέτοια αίσθηση βιασύνης, θα είχε γίνει απρόσεχτος, απερίσκεπτος, ανόητος. Ο Έιβερι έγινε Σούπερμαν. Είχε ξυπνήσει από χειμερία νάρκη, ανανεωμένος, θρασύς, με όλες του τις αισθήσεις οξυμένες. Ήξερε πως ήταν έξυπνος και είχε πολύ καιρό να χρησιμοποιήσει την εξυπνάδα του. Τα γράμματα του ΣΛ είχαν κεντρίσει το μισοκοιμισμένο του IQ, αλλά τώρα, που είχε ξυπνήσει για τα καλά, ένιωθε τα νευρικά του κύτταρα να δουλεύουν στο φουλ σαν εξωλέμβιοι κινητήρες και την ευφυΐα να διαχέεται μέσα του σαν μπράντι μια κρύα νύχτα. Η κάθε μέρα ήταν τώρα μια ευκαιρία που δεν ήθελε να χάσει. Καταλάβαινε ότι χρειαζόταν να είναι προσεκτικός και να καταστρώσει ένα σχέδιο, αλλά αναγνώριζε επίσης ότι θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί αναπάντεχες ευκαιρίες. Ήταν μια διπλή επίθεση νοημοσύνης και η πρόκληση του έδινε φοβερή ζωντάνια. Μόλις άρχισε να ενδιαφέρεται, ο Έιβερι εντόπισε μερικά πράγματα στον ατελείωτο χείμαρρο πληροφοριών που περνούσαν από το μυαλό του. Ένα ένα τα αποτίμησε, τα καταχώρησε σε κατάλογο και τα φύλαξε για μελλοντική χρήση. Ανέκαθεν γνώριζε ότι ο δεσμοφύλακας Ράιαν Φίνλεϊ ήταν η-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

157

λίθιος, αλλά τώρα τα ξεπλυμένα μάτια του, παρατηρώντας ήρεμα, είδαν ότι ο Φίνλεϊ ήταν ένας ηλίθιος με μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά τα οποία πρόσεχε ελάχιστα. Τα κλειδιά κρέμονταν στη ζώνη του Φίνλεϊ και έπρεπε επίσης να είναι κρυμμένα για λόγους ασφαλείας στη μικρή μαύρη δερμάτινη θήκη της εν λόγω ζώνης. Οι Αρχές των φυλακών γνώριζαν ότι ακόμα και η φευγαλέα εικόνα ενός κλειδιού μπορούσε να αποτυπωθεί ανεξίτηλα στα εγκληματικά μυαλά, έτσι όπως δεν είχαν αποτυπωθεί ποτέ η τιμιότητα και η ηθική. Μέσα σε λίγες ώρες, ο κρατούμενος μπορούσε να φτιάξει ένα κλειδί από χάρτινα εξώφυλλα βιβλίων ή από κουτιά δημητριακών· δε θα ήταν ανθεκτικό, αλλά δε θα χρειαζόταν να αντέξει πάνω από μία χρήση. Γι' αυτόν το λόγο, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι έπρεπε να έχουν τα κλειδιά τους κρυμμένα συνεχώς. Στην πραγματικότητα, το να ξεκλειδώνεις μια πόρτα, να βάζεις τα κλειδιά στη θήκη, να προχωράς τρία μέτρα και να πρέπει να τα ξαναβγάλεις για να ξεκλειδώσεις και δεύτερη πόρτα δε συντελούσε στο να τηρείς τους κανόνες. Ο δεσμοφύλακας Φίνλεϊ δεν τηρούσε τους κανόνες. Ο Άρνολντ υπέθετε ότι ο στενόμυαλος, χοντρός Φίνλεϊ θεωρούσε τον εαυτό του υπεράνω ευτελών κανόνων, όπως και ο ίδιος. Μόνο που, φυσικά, όταν παραβίαζε ο Φίνλεϊ τους κανόνες, σήμαινε ότι φερόταν ανεύθυνα με ένα μάτσο κλειδιά. Όταν παραβίαζε αυτός τους κανόνες, σήμαινε ότι στραγγάλιζε ένα ανίσχυρο παιδί. Όλα ήταν σχετικά. Ο Άρνολντ πρόσεξε τώρα ότι στο δεσμοφύλακα Φίνλεϊ δεν άρεσε καν να κοπανάνε τα κλειδιά του στον διόλου ευκαταφρόνητο γοφό του. Αντιθέτως, του άρεσε να τα λύνει εντελώς από τη ζώνη του και να τα στριφογυρίζει στα δάχτυλά του και τον άκουγες να προχωράει κουδουνίζοντας στους διαδρόμους. Κι επειδή ο δεσμοφύλακας Φίνλεϊ κάθε άλλο παρά αθλητικός τύπος ήταν κι ούτε μπορούσε να συντονίζει τα χέρια με τα μάτια του, μερικές φορές του έπεφταν και, τότε, έκανε ώρες να τα μαζέψει -αναστέναζε, έσκυβε με κόπο στο πάτωμα και όρθωνε πάλι το

158

BELINDA BAUEJI

σώμα του, τρίζοντας ολόκληρος. Μόλις σηκωνόταν, ανοιγόκλεινε τα βλέφαρά του ζαλισμένος για λίγα δευτερόλεπτα, λες και είχε αποπροσανατολιστεί εντελώς από την προσπάθεια να διπλωθεί στα δύο. Ο Έιβερι τον παρακολουθούσε. Τον παρακολουθούσε όταν έμπαινε στην πτέρυγά του· τον παρακολουθούσε όταν έβγαινε* παρακολουθούσε ποια κλειδιά διάλεγε από την ογκώδη αρμαθιά του για να μπει και να βγει. Το κλειδί εισόδου στην πτέρυγα ήταν μακρύ και παλαιού τύπου. Απλοϊκό, σχεδόν. Τα κλειδιά με τα οποία ξεκλείδωνε τα κελιά ήταν Γέιλ. Αυτά ήταν πιο δύσκολα. Πέρα από τα Γέιλ και το κλειδί της πτέρυγας, ο Έιβερι μέτρησε άλλα εφτά κλειδιά στην αρμαθιά του Φίνλεϊ. Δεν ήξερε τι άνοιγαν, αλλά είχε την αίσθηση ότι εφτά κλειδιά θα ήταν υπεραρκετά για να φτάσει ένας τολμηρός άνθρωπος στον εξωτερικό τοίχο ή αρκετά κοντά, τέλος πάντων. Ο Έιβερι δεν ήταν βλάκας για να πιστεύει ότι θα μπορούσε να πάρει απλώς τα κλειδιά και να βγει από τη φυλακή, όμως ήταν κάτι που το συλλογιζόταν· ήταν μια πληροφορία που την είχε καταχωρήσει στο μυαλό του. Ο εξωτερικός τοίχος των φυλακών του Λόνγκμουρ -μόλις τρεισήμισι μέτρα- ήταν ο χαμηλότερος σ' όλη τη χώρα. Παρ' όλα αυτά, όποιος κατάφερνε να περάσει το συρματόπλεγμα, να σκαρφαλώσει στον τοίχο και να μη σπάσει και τους δυο αστραγάλους του πηδώντας απ' την άλλη μεριά θα βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα πολύ δυσκολότερο εμπόδιο: το ίδιο το Ντάρτμουρ. Πάνω από έναν αιώνα, οι Αρχές των φυλακών βασίζονταν στο μέγεθος του χερσότοπου για να κρατάνε τους φυλακισμένους έγκλειστους. Τις λίγες φορές που είχαν γίνει αποδράσεις, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι έμπαιναν στον κόπο να κάνουν περιπολίες μονάχα στους δρόμους, σίγουροι ότι δεν υπήρχε άλλος ρεαλιστικός τρόπος να φτάσει κανείς στην ελευθερία. Οι κρατούμενοι που επιχειρούσαν να διασχίσουν το Ντάρτμουρ ήταν καταδικασμένοι να υποστούν τις παραξενιές της αιχμαλωσίας του ίδιου του χερσότοπου -ένα μοχθηρό και απρόβλεπτο μικροκλίμα. Ακόμα και στα μέσα του καλοκαιριού, αν οι φυγάδες

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

159

δεν εξαντλούνταν από τη θερμοπληξία στο άδεντρο τοπίο, ο καιρός μπορούσε να κάνει μια θεαματική στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και να σκεπάσει τα πάντα με ομίχλη, κρύο και υγρασία. Κι εκείνοι πάγωναν ως το κόκαλο καθώς σκόνταφταν στα τυφλά σε βράχους γρανίτη μεγάλους σαν σπίτια, διέσχιζαν ρέματα με γλιστερές πέτρες και βρίσκονταν ξαφνικά μέσα σε βάλτους που δελέαζαν τους απρόσεχτους με αντικατοπτρισμούς ζωηρού γρασιδιού, φυτρωμένου στις επιφάνειές τους θαρρείς με υδροπονική καλλιέργεια. Ο χερσότοπος ήταν σχεδόν πάντα ο νικητής στο παιχνίδι της απόδρασης. Τώρα, που ο αριθμός των κρατουμένων είχε εκτοξευτεί στα ύψη και οι πολίτες έχωναν τη μύτη τους και απαιτούσαν αποτελεσματικότητα, είχε στηθεί ένα γερό συρματόπλεγμα τεσσεράμισι μέτρα μέσα από τον εξωτερικό, περιμετρικό, πέτρινο τοίχο. Κι αυτό είχε ύψος μόνο τρεισήμισι μέτρα, αλλά είχε επίσης σπείρες αγκαθωτού σύρματος στην κορυφή ως επιπλέον προληπτικό μέτρο. Υπήρχαν και τέσσερις κλειδωμένες πύλες στο φράχτη του συρματοπλέγματος, λες και θα χρειαζόταν να βγει κανείς για να πιάσει καμιά μπάλα ποδοσφαίρου που του έπεσε έξω. Ο τοίχος μόνος του θα ήταν δελεαστικός. Ο τοίχος μαζί με το συρματόπλεγμα και το αγκαθωτό σύρμα ήταν μια τρομακτική προοπτική. Παρ' όλα αυτά, ο Έιβερι μαλάκωσε μια πλάκα σαπούνι σε ζεστό νερό και την είχε μονίμως στην τσέπη του· άφηνε μια γλίτσα αφρού στο τζιν του αλλά την ανεχόταν, λέγοντας επανειλημμένα στον εαυτό του ότι το σαπούνι δεν μπορεί να είναι βρόμικο· ήταν το αντίθετο της βρομιάς -η ενσάρκωση της καθαριότητας- και επομένως μπορούσε και έπρεπε να υπομένει αυτή τη συνεχή λίγδα επάνω του. Τι θα έκανε αν κατάφερνε ποτέ να πιέσει ένα κλειδί στο σαπούνι και να πάρει το αποτύπωμά του, δεν ήταν σίγουρος. Θα το έλυνε αυτό το πρόβλημα αν προέκυπτε και έκρινε ότι η λύση θα του ήταν χρήσιμη. Ο Έιβερι εξέτασε επίσης τους τοίχους του κελιού του. Ήταν πέτρινοι, αλλά το κονίαμα ανάμεσα στους λίθους ήταν ευάλωτο απ' τη φύση του. Οι εχθροί της απόδρασης μέσα απ' τους τοί-

160

BELINDA BA U EJI

χους ήταν ο χρόνος, απ' τον οποίο είχε ελάχιστο, και το φως, απ' το οποίο είχε πάρα πολύ. Παρ' όλο που το κελί του ήταν πιο σκοτεινό απ' τα περισσότερα λόγω της τάβλας στο παράθυρο, τα ηλεκτρικά φώτα άναβαν στις 6.30 το πρωί και έμεναν αναμμένα μέχρι τις 10.30 το βράδυ. Ο Έιβερι άρχισε να ξύνει το κονίαμα γύρω'από μια πέτρα κάτω από την κουκέτα του κατά τις έντεκα τη νύχτα, με τη λαβή της οδοντόβουρτσάς του. Τρεις ώρες αργότερα είχε ένα αμυδρό βαθούλωμα στο κονίαμα και μια πολύ κοφτερή οδοντόβουρτσα. Εγκατέλειψε την προσπάθειά του με τον τοίχο, αλλά φύλαξε την οδοντόβουρτσα κάτω από το μαξιλάρι του. Στη φυλακή τίποτα δεν έπρεπε να χαραμίζεται. Δυο βράδια αργότερα χρησιμοποίησε την κοφτερή οδοντόβουρτσά του για να ξεκολλήσει την τάβλα από το παράθυρο. Το κονίαμα γύρω από τα κάγκελα ήταν πιο μαλακό απ' ό,τι στους τοίχους και μέχρι ν' αρχίσει να φέγγει ο ουρανός, είχε γυμνώσει πέντε εκατοστά στη βάση ενός κάγκελου. Μια τέτοια παρέμβαση θα είχε εντοπιστεί σχεδόν αμέσως σε οποιοδήποτε κελί των φυλακών. Οποιοδήποτε κελί, βέβαια, που δεν είχε το παράθυρό του φραγμένο σύμφωνα με τη ρητή εντολή του δόκτορα Λίβερ. Εδώ και δυο χρόνια κανείς δεν είχε βγάλει ποτέ την τάβλα και ο Έιβερι δεν έβλεπε για ποιο λόγο να το έκαναν τώρα. Ο Έιβερι δεν είχε καμιά ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στα σχέδιά του. Καταλάβαινε ότι η απογοήτευση ήταν ανάλογη του χάσματος μεταξύ προσδοκίας και υλοποίησης. Δεν του άρεσε να ετάζει, δεν του άρεσε καν η λέξη «ελπίδα», που υποδήλωνε ανίσχυρη υποταγή στα καπρίτσια της μοίρας. Προτιμούσε να αποκαλεί αυτό που είχε «πιθανές επιλογές» και, καθώς η επιθυμία του για απόδραση μεγάλωσε σε βαθμό παράφορης λαχτάρας, φρόντισε να μην αφήνει καμιά πιθανή επιλογή ανεξερεύνητη .Ο Έιβερι, που πάντοτε έμενε στο κελί του όταν δε χρειαζόταν να βγει για ντους ή φαγητό, τώρα άρχισε να στέκεται ακουμπισμένος στα κάγκελα μπροστά απ' την πόρτα του, όπως έκαναν τα αποβράσματα, και να παρατηρεί τη ζωή της φυλακής. Βέβαια, τα αποβράσματα κάπνιζαν όταν το έκαναν αυτό και ο Έιβερι δεν κάπνιζε. Σιχαμερή συνήθεια. Έβλεπε τα κιτρινισμέ-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

161

να τους δάχτυλα και του σηκωνόταν η τρίχα. Ένας Θεός ξέρει τι συνήθειες είχαν στην τουαλέτα. Ο Έιβερι ευχήθηκε να μην το είχε σκεφτεί. Του έφερε αναγούλα. Μόνο με την ιδέα της βρομιάς ανατρίχιαζε, αλλά οι λειτουργίες και τα υγρά του οργανισμού είχαν τη δύναμη να τον κάνουν να ιδρώνει και να ανακατεύεται. Και η ναυτία -με τη συνεπαγόμενη απειλή του εμετού- μπορούσε να τον εξαναγκάσει να πραγματοποιήσει από μόνος του αυτή την απειλή. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συγκέντρωσε την προσοχή του στον άντρα που ήταν πιο κοντά του, ο οποίος έτυχε να είναι ο Σον Έλις -αυτός με τη σέξι γυναίκα και τις κατασχεμένες φωτογραφίες. Ο Έιβερι έριξε μια ματιά στα δάχτυλα του Έλις και είδε πως είχαν ένα υγιές ρόδινο χρώμα, οπότε -περισσότερο για να κατευνάσει τη ναυτία του παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο- τον χαιρέτησε αδιάφορα με μια μικρή κλίση του κεφαλιού και ανασηκώνοντας τα φρύδια του. «Γεια», απάντησε ο Έλις, μαρτυρώντας πως είτε ήταν σχετικά καινούριος στο Λόνγκμουρ και δεν ήξερε τι είχε κάνει ο Έιβερι είτε ήταν τόσο παλιοτόμαρο που δεν τον ένοιαζε. Ο Έιβερι ήλπιζε το δεύτερο· είχε βαρεθεί να τον κοιτάζουν ηλίθιοι, κοινοί εγκληματίες λες και ήταν σκατό κολλημένο στα παπούτσια τους. Δεν ήθελε ούτε είχε ανάγκη τη φιλία τους, αλλά -έστω κι έπειτα από δεκαοχτώ χρόνια- ακόμα δεν ήταν σίγουρος γιατί κάποιοι φονιάδες αντιμετωπίζονταν με σεβασμό στη φυλακή κι εκείνος με περιφρόνηση. Αυτό ενέτεινε την αίσθησή του ότι του είχαν στερήσει κάτι που δικαιούνταν -δέος από σεβασμό προς τα εγκλήματά του, αν μη τι άλλο. Ο Έλις ήταν σίγουρα καινούριος στη Μονάδα Ευάλωτων Κρατουμένων. Ο Έιβερι αναρωτήθηκε άσκοπα τι να είχε κάνει, και χρειαζόταν προστασία, όμως ήξερε επίσης ότι αυτή η πληροφορία θα διέρρεε τελικά, όσο κι αν προσπαθούσε ένας ανώμαλος ή ένας χαφιές να την κρατήσει μυστική. «Τσιγάρο;» προσφέρθηκε ο Έιβερι. «Μπα, δεν καπνίζω. Ευχαριστώ». Ο Έιβερι περιεργάστηκε τον Έλις με μια γρήγορη ματιά. Ή-

162

BELINDA BA U EJI

ταν ψηλός, γεροδεμένος, με ζουλιγμένη μύτη γκάνγκστερ, αλλά επιφυλακτικά καστανά μάτια με αταίριαστα πυκνές βλεφαρίδες. Ο Έιβερι δεν ήξερε -ούτε τον ένοιαζε- ότι αυτά ήταν τα τελευταία μάτια που είχαν κοιτάξει στη ζωή τους δύο ταμίες τραπέζης. Ήξερε μόνο ότι η πρώτη του προσπάθεια εδώ και κάμποσα χρόνια να μιλήσει σε έναν άλλο κατάδικο ως ίσος είχε ξεκινήσει αρκετά καλά. «Βρομερή συνήθεια». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Τα έχω μονάχα για να πιάνω επαφή». Ήταν αλήθεια. Τρεις μέρες αφότου είδε τη φωτογραφία του ΣΑ, ο Έιβερι είχε αγοράσει μισό πακέτο Μπένσον από τον Άντι Ραλφ, σε περίπτωση που χρειαζόταν έναν τρόπο για να πιάσει κουβέντα -όπως αυτή που είχε ξεκινήσει τώρα με τον Σον Έλις. Ο Έλις κούνησε το κεφάλι του, μετά έστρεψε πάλι βαριεστημένα την προσοχή του στο παιχνίδι του πινγκ πονγκ που ακουγόταν τρεις ορόφους πιο κάτω και βάλθηκε να παρακολουθεί πάνω από ένα δίχτυ ασφαλείας σχεδιασμένο να ανακόπτει τυχόν πτώσεις δολοφονίας ή αυτοκτονίας. Υπό κανονικές συνθήκες, ο Έιβερι θα τερμάτιζε ευχαρίστως τη συζήτηση εκεί πέρα. Δε διψούσε για παρέα ή κουβέντα. Τώρα όμως που είχε ένα σκοπό, ήξερε ότι έπρεπε να κάνει μεγαλύτερη προσπάθεια. Και ήταν προσπάθεια. Για μια αιωνιότητα, όπως του φάνηκε, έσπασε το μυαλό του να βρει να πει κάτι που δε θα φαινόταν αφύσικο. Ή ύποπτο. Ή αδερφίστικο. Τελικά ο Άρνολντ Έιβερι -κατ' εξακολούθηση δολοφόνος, περιθωριακός, ανώμαλος, που συμμορφωνόταν μόνο στους δικούς του κανόνες- έστρεψε το πρόσωπο του προς τους βρόμικους φεγγίτες, που άφηναν με το ζόρι να τρυπώνει λίγο φως της ημέρας στην πτέρυγα, και σχολίασε σαν άνθρωπος που πήγαινε με το λεωφορείο στη δουλειά του: «Τι βρομόκαιρος». Ο Έλις τον κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι του και μετά έριξε μια ματιά προς τα πάνω, μπερδεμένος από το σχόλιο του. «Αν είσαι έξω», πρόσθεσε αστειευόμενος ο Έιβερι και έσκασε ένα χαμόγελο. Ο Έλις το έπιασε, ευτυχώς, και κάγχασε. «Πάλι καλά που εί-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

163

μαστέ εδώ μέσα, τότε», απάντησε -και ο Έιβερι χαμογέλασε πιο πλατιά για να αφήσει τον Έλις να πιστέψει πως ήταν δικό του το αστείο. Ο ηλίθιος. Ο Έλις ήταν καινούριος στην πτέρυγα. Ίσως να ήξερε τι να κάνει με το αποτύπωμα ενός κλειδιού σε σαπούνι. Ίσως να μην ήξερε. Αλλά μπορεί και να ήξερε. «Άρνολντ», συστήθηκε, απλώνοντας το δεξί του χέρι σαν δικηγόρος σε συνέδριο. «Σον», είπε ο Έλις, σφίγγοντας με το μεγάλο, τραχύ χέρι του το μικρότερο χέρι του Έιβερι. Του Έιβερι δεν του άρεσε -να τον κάνουν να νιώθει μικρός και αδύναμος-, μα χαμογέλασε και το υπέμεινε. «Το φαγητό εδώ είναι σκατά», είπε ο Έλις, δίνοντας στον Έιβερι μια δωρεάν πληροφορία. Η πληροφορία ήταν ότι ο Έλις δε βρισκόταν εδώ καιρό (το οποίο εξηγούσε κατ' αρχάς γιατί μιλούσε στον Έιβερι) και ότι δεν είχε βρεθεί πουθενά για καιρό, αφού το φαγητό της φυλακής ήταν σκατά όπου κι αν ήσουν και αυτό ήταν γεγονός. Ο Άρνολντ Έιβερι είχε σταματήσει να γκρινιάζει από μέσα του για το φαγητό της φυλακής εδώ και τόσα χρόνια που του έκανε εντύπωση το ότι υπήρχε άνθρωπος που δεν είχε γίνει αυτή η γνώση ένα με το είναι του, κάτι αυτόματο όσο η αναπνοή ή οι σεξουαλικές του προτιμήσεις. «Σκατά κι απόσκατα», συμφώνησε φιλικά, ευχαριστημένος που τώρα συνέχιζε ο Έλις τη συζήτηση. «Έχεις λεφτά για το μαγαζί;» Το μαγαζί πουλούσε μπισκότα, σοκολάτες και φρούτα σε εξωφρενικές τιμές, πράγμα που σήμαινε ότι μιας μέρας δουλειά μπορούσε να αποφέρει μια υπερώριμη μπανάνα αν ήσουν πολύ τυχερός. «Ναι», είπε ο Έλις, «μου στέλνει λεφτά η γυναίκα μου». Έβαλε το χέρι στην πίσω τσέπη του και έβγαλε μια διάφα\ή πλαστική θήκη με μια φωτογραφία. Την άπλωσε περήφανα προς τον Έιβερι, επιζητώντας ολοφάνερα κομπλιμέντα για τη σύντροφο που είχε διαλέξει. Ο Έιβερι πήρε τη φωτογραφία και περιεργάστηκε την κυρία

164

BELINDA BA U EJI

Έλις, που κοιτούσε το φακό, καθισμένη σε έναν άσχημο αλλά ακριβό, απ' ό,τι φαινόταν, καναπέ με βελουτέ ταπετσαρία. Μεγάλα αθώα μάτια, λευκή επιδερμίδα, τριάντα και κάτι. Θα ήταν πανέμορφη πριν από καμιά εικοσιπενταριά χρόνια. Άκουσε τον Φίνλεϊ να πλησιάζει. Εκείνα τα πλακουτσωτά πόδια, εκείνα τα απρόσεχτα κλειδιά. «Τι έχουμε εδώ;» είπε ο Φίνλεϊ δήθεν συντροφικά. «Φωτογραφία της συζύγου του Σον, κύριε Φίνλεϊ». «Για να τη δούμε, λοιπόν». Ο Φίνλεϊ πήρε τη φωτογραφία από το χέρι του Έιβερι, χωρίς να περιμένει την άδειά του, και κοίταξε τη γυναίκα που πρωταγωνιστούσε τώρα στις πιο φαντασμαγορικές φαντασιώσεις του. «Πολύ καλή, Έλις», είπε επιφυλακτικά. «Ωραιότατη», υπερθεμάτισε ο Έιβερι, με μια στάλα ειρωνείας στη φωνή του που προσπάθησε μα απέτυχε να κρύψει. «Ναι, είναι», συμφώνησε ο Έλις. Ο Φίνλεϊ έδωσε πίσω τη φωτογραφία στον Έλις και ο Έιβερι είδε τα σκούρα καστανά μάτια του μεγαλόσωμου άντρα να γλυκαίνουν σαν του χιμπαντζή, καθώς χάιδευε το πρόσωπο της γυναίκας του με τον γεμάτο κάλους αντίχειρά του. Έπειτα την έβαλε στην τσέπη του. «Τα λέμε, φίλε», είπε ο Έλις και, γυρνώντας, απομακρύνθηκε στο διάδρομο με τους φαρδιούς του ώμους κρεμασμένους. «Τα λέμε», είπε ο Έιβερι, αν και απεχθανόταν την έκφραση. Δε γνώριζε τι θα πει αγάπη, αλλά μύριζε σαν λαγωνικό την αδυναμία και το πρόσθεσε κι αυτό στη μικρή συλλογή πληροφοριών που είχε αρχίσει να συσσωρεύει σαν θησαυρό. Ο Φίνλεϊ έκλεισε το μάτι στον Έιβερι. «Αναρωτιέμαι ποιος να την πηδάει τώρα...» Ο Έιβερι ανασήκωσε τους ώμους του και ο Φίνλεϊ άλλαξε τακτική -τον περιεργάστηκε με βλέμμα που του άρεσε να φαντάζεται πως ήταν πονηρό. «Δε συνηθίζεις να κάνεις παρέα με άλλους, Άρνολντ». «Είπα να κάνω μια αλλαγή, κύριε Φίνλεϊ». «Θα χαρεί ο ψυχίατρος σου». Ο Φίνλεϊ γέλασε με το αστείο του και ο Έιβερι ανασήκωσε τα φρύδια του με φαινομενική

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

165

ευχαρίστηση. «Το έδωσες τελικά στο φίλο σου εκείνο το παλιό κομπιούτερ;» Ο μπουνταλάς στριφογύρισε τα κλειδιά του, χωρίς να αντιλαμβάνεται πόσο λίγο έλεγχε την προσωπική του ασφάλεια. «Όχι ακόμα, κύριε Φίνλεϊ». Ο Έιβερι μισοχαμογέλασε. «Αλλά, όταν κάποιος σου ζητάει συνεχώς κάτι, ξέρεις ότι τελικά θα αναγκαστείς να του το δώσεις». «Πολύ σωστά, Έιβερι». Τα κλειδιά έπεσαν με θόρυβο στο πάτωμα κι αυτός πήρε μια βαθιά ανάσα λες και προετοιμαζόταν να βουτήξει σε ξέρα για να τα πιάσει. Ο Έιβερι έκανε μια γρήγορη κίνηση και τα μάζεψε. Διέκρινε πανικό στα μάτια του Φίνλεϊ μια στιγμή πριν του τα δώσει αδιάφορα και κοιτάξει πάλι κάτω, μέσα από το δίχτυ ασφαλείας, σαν να μην είχε δώσει σημασία σ' αυτό που είχε κάνει. Δίπλα του άκουσε τον Φίνλεϊ να περνάει τα κλειδιά στη ζώνη του. Δεν ανησύχησε· ο Φίνλεϊ ήταν μέγας τεμπέλης και δε θα παρέμενε προσεκτικός για καιρό. «Σ' ευχαριστώ, Έιβερι». «Παρακαλώ, κύριε Φίνλεϊ».

24 Ως εκ θαύματος, ο Στίβεν και ο θείος Τζουντ έκαναν μόνο λίγες ώρες για να καθαρίσουν τον πίσω κήπο από αγριόχορτα και σκουπίδια χρόνων. Και οι δυο ήταν γυμνοί από τη μέση και πάνω και ιδρωμένοι -ο Στίβεν αδύνατος, νευρώδης και ασπρουλιάρης και ο θείος Τζουντ εύσωμος και ηλιοκαμένος. Ο Στίβεν φούσκωσε τα μάγουλά του με ικανοποίηση, σκούπισε τον ιδρώτα που έσταζε στα μάπα του και ευχαριστήθηκε νιώθοντας ότι είχε αφήσει χώμα στη θέση του ιδρώτα. Ο Λούις είχε μείνει ασυγκίνητος. «Και οι ελεύθεροι σκοπευτές;» παραπονέθηκε. «Δεν υπάρχει πια μέρος να κρυβόμαστε!» Κλασικά, ο Λούις είχε έρθει στις δέκα για να βοηθήσει στο καθάρισμα του πίσω κήπου και βάλθηκε να διευθύνει τις επιχειρήσεις ενώ καταβρόχθιζε τα κρύα σπαγγέτι Μπολονέζ της Λέτι που είχαν μείνει από την προηγούμενη μέρα, τρώγοντάς τα με το κουτάλι κατευθείαν μέσα από το πιρέξ ταψί. Ο θείος Τζουντ έκλεισε το μάτι στον Στίβεν κι ο Στίβεν χαμογέλασε. Ο Λούις έριξε με θόρυβο το κουτάλι του μέσα στο άδειο ταψί. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν πάτε να αγοράσετε μερικά καρότα». Ο Στίβεν δεν είπε τίποτα. Φαινόταν πιο λογικό να αγοράσει κανείς καρότα. Ένιωσε σαν χαζός, αλλά και θύμωσε με τον Λούις, οπότε συνέχισε απλώς να σκάβει.

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

167

Ο Λούις κατέβηκε από το τοιχάκι. «Τα λέμε αργότερα», είπε ψυχρά. «Δε θα βοηθήσεις στο σκάψιμο;» είπε ο Στίβεν για να τον κατευνάσει. «Μπα», απάντησε ο Λούις. «Έτσι κι αλλιώς, το κάνετε λάθος». Εξαφανίστηκε από την πίσω πόρτα και ο Στίβεν τον ακολούθησε συνοφρυωμένος με το βλέμμα του. «Μην του δίνεις σημασία», είπε ο θείος Τζουντ. Οπότε, ο Στίβεν δεν του έδωσε. Αυτός κι ο θείος Τζουντ ήπιαν νερό από το λάστιχο, γελούσαν με χαζά πράγματα και όταν η γιαγιά του αρνήθηκε να τους αφήσει να μπουν μέσα για τσάι επειδή ήταν βρόμικοι, γδύθηκαν και μπούκαραν στην κουζίνα ξυπόλυτοι, με τα σώβρακα, κι η Λέτι με τον Ντέιβι έβαλαν τα γέλια. Η γιαγιά γύρισε απ' την άλλη, μα ο Στίβεν κατάλαβε ότι δεν είχε θυμώσει -δεν είχε καν ενοχληθεί-, αφού δεν είχε σουφρώσει τα χείλη της ούτε κοπανούσε το κουτάλι καθώς σερβίριζε το πηχτό άχρωμο ραγού. Μέχρι να βραδιάσει ήταν πιασμένος και εξαντλημένος, αλλά στον κήπο υπήρχε ένα κομμάτι φρεσκοσκαμμένης και ξεχορταριασμένης μαύρης γης, σπαρμένης συμμετρικά σε σειρές μαρκαρισμένες με σπάγκο και με ένα θόλο συρματοπλέγματος για κοτέτσια από πάνω για να την προστατεύει απ' τα πουλιά και τις γάτες. Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, ο Στίβεν σκέφτηκε ότι ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο καλά με το φτυάρι στα χέρια του όπως σήμερα και ότι ο Άρνολντ Έιβερι, ο θείος Μπίλι και το περιστατικό με το σαγόνι του πρόβατου ήταν ένα κακό όνειρο που είχε δει παλιά, όταν ήταν πολύ μικρός.

25 Όταν η σέξι γυναίκα του ξέσπασε σε κλάματα, ο Σον Έλις έμεινε κατάπληκτος και μετά ντράπηκε. Ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσε να δείχνει τα συναισθήματά του μπροστά σε κόσμο. Ακόμα και όταν τον είχε καταδικάσει ο δικαστής σε ποινή κάθειρξης με ελάχιστο όριο δεκάξι χρόνια, είχε διατηρήσει την ψυχραιμία του και γύρισε να κλείσει καθησυχαστικά το μάτι στη γυναίκα του ενώ τον οδηγούσαν στο κρατητήριο. Τώρα, καθώς αυτή έκλαιγε γοερά, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κοιτάξει τους συγκρατούμενούς του τριγύρω για να εκτιμήσει τις αντιδράσεις τους. Όταν είδε μονάχα υποτονικό ενδιαφέρον, έστρεψε πάλι την προσοχή του στη γυναίκα του, που την έλεγαν Χίλαρι. «Χίλι», της είπε σιγανά. «Τι τρέχει, μωρό μου;» Η Χίλαρι Έλις ξέσπασε σε πιο δυνατούς λυγμούς μέσα στις σφιγμένες γροθιές της· το πρόσωπό της είχε αναψοκοκκινίσει από τη στενοχώρια και της έτρεχε η μάσκαρα στα μάγουλα. «Δε με θέλεις πια». «Τι;» «Δε με θέλεις πια!» Ο Σον Έλις σάστισε. Τη λάτρευε τη γυναίκα του. Του έλειπε τόσο πολύ που μερικές φορές δεν το άντεχε. Την ήθελε -ανέκαθεν την ήθελε- και δεν είχε θελήσει καμιά άλλη από τότε που τη γνώρισε. Γι' αυτόν, το μαρτύριο της φυλακής δεν ήταν ο εγκλεισμός, αλλά ο φόβος του ότι εκείνη θα τον ξεχνούσε σιγά

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

169

σιγά· ότι θα άρχιζε να τον επισκέπτεται ολοένα πιο αραιά και ότι μια μέρα δε θα δεχόταν επίσκεψη από τη σέξι γυναίκα του, αλλά από έναν ψυχρό δικηγόρο που θα του έφερνε χαρτιά διαζυγίου. Τα περίμενε συνεχώς αυτά τα χαρτιά κι αυτό τον κρατούσε ξάγρυπνο τα βράδια δυο χρόνια τώρα, έτσι όπως δεν είχαν καταφέρει ποτέ τα έκπληκτα πρόσωπα δύο ταμιών τραπέζης. Ο τρόμος του ότι θα την έχανε τον είχε κάνει μάλιστα να καρφώσει το συγκάτοικο του στο κελί, που έκανε νταραβέρια ναρκωτικών, μια προδοσία χάρη στην οποία μειώθηκε κατά δύο χρόνια η ποινή του και ο ίδιος μεταφέρθηκε αμέσως στη Μονάδα Ευάλωτων Κρατουμένων, ώστε να έχει κάποια πιθανότητα να ολοκληρώσει την ποινή του με ασφάλεια. Κι εκείνη έκλαιγε τώρα, επειδή αυτός δεν την ήθελε! Ο Σον Έλις σάστισε όσο είναι δυνατό να σαστίσει ένας άνθρωπος -δηλαδή πάρα πολύ. «Μα τι λες, γλυκιά μου;» Της έσφιξε τα χέρια και κοίταξε με αγάπη και έκπληξη το κοκκινισμένο και μουντζουρωμένο απ' τη μάσκαρα πρόσωπο της. «Σ' αγαπάω! Σε θέλω! Εννοείται! Έχεις τρελαθεί; Ποιος δε θα σε ήθελε;» «Και οι φωτογραφίες;» έσκουξε εκείνη. «Δε σ' αρέσουν οι φωτογραφίες! Ποτέ δε λες τίποτα γι' αυτές! Με θεωρείς πουτάνα!» Ο δεσμοφύλακας Ράιαν Φίνλεϊ, που βρισκόταν δήθεν συμπτωματικά σε απόσταση όπου μπορούσε ν' ακούει, στριφογύρισε νευρικά τα κλειδιά του. Διάβολε! Ο Έλις παραμέρισε τα βρεγμένα απ' τα δάκρυα μαλλιά από το πρόσωπο της γυναίκας του και έπιασε το μάγουλο της. «Ποιες φωτογραφίες, μωρό μου;» Την άκουσε να περιγράφει με αναφιλητά και λόξιγκα τις φωτογραφίες που του έστελνε κάθε βδομάδα από τότε που μπήκε φυλακή και το σάστισμά του μετατράπηκε ορμητικά σε ψυχρή, παγερή οργή.

26 Όταν το πιο πρόσφατο γράμμα του Άρνολντ Έιβερι γλίστρησε αθόρυβα στο χαλάκι της πόρτας, ο Στίβεν δεν ήταν εκεί για να το μαζέψει. Η Λέτι είπε ότι θα έφτιαχνε τσάι και σηκώθηκε ήσυχα από το ζεστό κρεβάτι της. Καθώς πέρασε από τη μισάνοιχτη πόρτα του υπνοδωματίου τους, έριξε μια ματιά μέσα να δει αν ήταν καλά τα παιδιά. Ο Ντέιβι κοιμόταν με χέρια και πόδια απλωμένα, ενώ ο Στίβεν ήταν κολλημένος άκρη άκρη στον τοίχο, ντυμένος με τις Σπάιντερμαν πιτζάμες του, που του τις είχε αγοράσει πέρσι τα Χριστούγεννα και του έπεφταν τώρα μικρές. Έφταναν μόνο ως τα μισά απ' τις γάμπες του και το πάνω με το κάτω μέρος δεν ενώνονταν πια, αφήνοντας εκτεθειμένη μια λωρίδα λευκού δέρματος και τους σπόνδυλους που ξεχώριζαν αμυδρά στη βάση της ραχοκοκαλιάς του. Το σεντόνι και το πάπλωμα ήταν ένα κουβάρι στα πόδια του Ντέιβι. Μόνο το ρολόι της κουζίνας συντρόφευε με τον ήχο του τις ήρεμες ανάσες των δύο παιδιών και η Λέτι ρίγησε για μια στιγμή, σαν να πέρασε δίπλα της το φάντασμα της αγάπης. Στο κάτω μέρος της σκάλας μάζεψε την αλληλογραφία και αναστέναξε νοερά βλέποντας όλους τους φακέλους με τους λογαριασμούς.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

171

Η γιαγιά ήταν στην κουζίνα και έβαζε το τελευταίο από μισό λίτρο γάλα σε ένα μπολ με δυο Γουίταμπιξ. «Δε σε άκουσα», είπε η Λέτι, νιώθοντας μια παράλογη δυσαρέσκεια που δεν ήταν πια μόνη της. «Δεν είχα ύπνο», είπε η γιαγιά. Η Λέτι έβαλε την κατσαρόλα στο μάτι και κοίταξε τους λογαριασμούς. Ο μόνος άλλος φάκελος ήταν ένας λεπτός καφετής που στη θέση του παραλήπτη έγραφε ΣΛ, Μπάρνσταπλ Ρόουντ 111, Σίπκοτ, Έξμουρ, Σόμερσετ. Θα ήταν για τον Στίβεν. Η διάθεσή της έγινε χειρότερη. Κοίταξε την ταχυδρομική σφραγίδα. Πλίμουθ. Δεν ήξερε κανέναν στο Ντέβον. Κανείς τους δεν ήξερε κανέναν στο Ντέβον. Το τσουλάκι. «Τι είναι αυτά;» «Λογαριασμοί». Καθώς περίμενε να βράσει το νερό, άνοιξε όλους τους φακέλους με τους λογαριασμούς. Το χαμηλό βουητό της κατσαρόλας δυνάμωσε ευτυχώς και σκέπασε τον ήχο του γάλατος που έσταζε από το κουτάλι της μητέρας της στο μπολ. Αφησε τον καφετή φάκελο κλειστό πάνω στον πάγκο και κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του λες και θα μπορούσε να μαντέψει το περιεχόμενό του με τηλεπάθεια. ΣΛ. Στίβεν Λαμπ. Μυστικά. Κώδικες. Ίντριγκες. Κάτι που προοριζόταν μονάχα για τα μάτια του Στίβεν και όχι τα δικά της. Για τη Λέτι, δεν υπήρχαν καλά μυστικά. Αν κάτι ήταν καλό, δεν το κρατούσες μυστικό -το έλεγες σε όλους και αγόραζες παστάκια Μίστερ Κίπλινγκ για κέρασμα. Κοίταξε συνοφρυωμένη το φάκελο και τον έβαλε στη στοίβα με τους λογαριασμούς, ύστερα έριξε το νερό στα φακελάκια του τσαγιού και πήγε στο ψυγείο. «Το έβαλες όλο το γάλα;» Η γιαγιά έφαγε μια κουταλιά μουλιασμένα δημητριακά. «Όπου να 'ναι θα 'ρθει ο γαλατάς».

172

BELINDA BA U EJI

Η Λέτι έκλεισε νευριασμένα την πόρτα του ψυγείου, έχυσε το τσάι στο νεροχύτη μαζί με τα φακελάκια και κοπάνησε τα φλιτζάνια στην πιατοθήκη. Η γιαγιά ανασήκωσε τους ώμους της. «Αυτά τα Γουίταμπιξ το ρουφάνε σαν σφουγγάρια». Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η Λέτι άρπαξε τον καφετή φάκελο και τον άνοιξε σκίζοντάς τον. Η γιαγιά την κοίταξε επιφυλακτικά. «Είναι κι αυτό λογαριασμός;» Η Λέτι έριξε μια γρήγορη ματιά στο χαρτί. Ένας ακατανόητος αριθμός πάνω πάνω· όχι ημερομηνία. Το ίδιο όπως και στα άλλα δύο γράμματα. Και ένα λακωνικό μήνυμα.

Καλά νέα για ποιον; Γι' αυτή; Απίθανο. Για τον Στίβεν; Εξίσου απίθανο. Αν ήταν το γράμμα από κείνο το κορίτσι... Αν εκείνο το κορίτσι ήταν έγκυος... Αν το μωρό ήταν να γεννηθεί... Μόνο μια ηλίθια που περίμενε έγκριση για λαϊκή κατοικία θα θεωρούσε κάτι τέτοιο καλά νέα. Ήταν τόσο μεγάλη αδικία που η Λέτι παραλίγο να στριγκλίσει. Πάνω που είχαν αρχίσει να φτιάχνουν τα πράγματα! Γιατί να μη συμβαίνει τίποτα καλό σε κανέναν τους και να παραμένει καλό; Παραλίγο να φωνάξει τον Στίβεν να κατέβει, αλλά δε θα άντεχε να τον ρωτήσει για κάτι τέτοιο, αναμαλλιασμένο και νυσταγμένο με τις παιδικές πιτζάμες του. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα βαρυθυμίας, η Λέτι άναψε το μάτι του γκαζιού και -αγνοώντας τα «τς-τς» της μητέρας της- έκαψε το γράμμα. * * *

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

173

Το κουτί με τους θησαυρούς του Άρνολντ Έιβερι κόντευε να ξεχειλίσει. Μέσα σε λίγες βδομάδες το είχε γεμίσει με προσεκτικές παρατηρήσεις για μικρές αβλεψίες, διαδρομές απ' όπου μπορούσες να κόψεις δρόμο απαρατήρητος, κανονισμούς που δεν τηρούνταν αυστηρά, ακόμα και τη φθορά των ίδιων των τοίχων που τον περιέβαλλαν. Καλά καλά δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Τα κλειδιά ήταν η πιο ελκυστική επιλογή -θα μπορούσε να τα κλέψει από τον Ράιαν Φίνλεϊ ή να τα πιέσει κρυφά στο αηδιαστικό σαπούνι του και να φτιάξει ένα καλούπι. Στο καλούπι θα έβαζε στόκο ξύλου, απ' αυτόν που επισκεύαζαν χαρακιές και ρωγμές σε παλιά έπιπλα· υπήρχε στο εργαστήριο. Μια στρώση βερνίκι για να το κάνει πιο στέρεο και θα είχε τα μέσα να φύγει σαν κύριος από το κελί του, από την πτέρυγα, από... ποιος ξέρει πού; Είχε καταλήξει σε δύο κλειδιά -το ένα άνοιγε και τις δυο διπλές πόρτες της πτέρυγας, το άλλο ξεκλείδωνε μια από τις τέσσερις πύλες του συρματόπλεχτου φράχτη που εκτεινόταν κατά μήκος του τοίχου των φυλακών. Ίσως να αρκούσαν δύο κλειδιά. Ένα στη μια πλευρά του σαπουνιού κι ένα στην άλλη. Ο Έιβερι καθόταν και εξασκούνταν με τις ώρες στην ταχυδακτυλουργία που πιθανόν θα έπρεπε να κάνει για να ολοκληρώσει το έργο του. Πίεζε την οδοντόβουρτσά του στην πλάκα του σαπουνιού, εκτιμούσε πόση ακριβώς πίεση χρειαζόταν για ένα ικανοποιητικό καλούπι και αντάμειβε τον εαυτό του με ματιές στην αντανάκλαση του παιδιού στον πλαϊνό καθρέφτη του αυτοκινήτου. Σπανίως επέτρεπε στον εαυτό του κάτι παραπάνω -ούτε καν όταν έβγαλε δυο τέλεια αποτυπώματα σε λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα. Ο χρόνος -κάτι που είχε κάποτε σε αφθονία- του φαινόταν τώρα πολύτιμος, περνούσε πολύ γρήγορα, και ο Έιβερι απέφευγε τη φωτογραφία του ΣΑ όσο το δυνατόν περισσότερο. Ήξερε ότι θα μπορούσε να χάσει ολόκληρες μέρες απορροφημένος στις φαντασιώσεις που έπλαθε με βάση αυτή την εικόνα. Ολόκληρες μέρες που επιβαλλόταν τώρα να τις αφιερώσει στο να βγει από τη φυλακή και να κάνει τη φαντασίωση πραγματικότητα. Τα βράδια συνέχιζε την εργασία του στα κάγκελα του παρα-

174

BELINDA BA U EJI

θύρου -η οδοντόβουρτσά του, με τις τόσο πολλές εφαρμογές, γύμνωνε ολοένα περισσότερα εκατοστά μετάλλου, μα δεν κατέληγε πουθενά ούτε κυριολεκτικά ούτε μεταφορικά. Τον Έιβερι δεν τον ένοιαζε. Είχε αποκτήσει τεράστια υπομονή στη φυλακή και συνέχιζε την εργασία του στο παράθυρο, γιατί κάθε κόκκος σκόνης από το γκρίζο κονίαμα που κάλυπτε τα δάχτυλά του συμβόλιζε την ενδεχόμενη πρόοδο του προς ένα στόχο τόσο επιθυμητό που κατάλαβε τελικά την έννοια του βουδισμού. Ο Έιβερι έκανε δύο ακόμα προσπάθειες να πιάσει κουβέντα με άλλους κατάδικους. Προσεκτικές απόπειρες. Παρ' όλα αυτά, τα μόνα που πέτυχε ήταν ένα «Άντε γαμήσου, ανώμαλε» και μια κλοτσιά τόσο κοντά στ' αχαμνά του που ήταν σαν να την είχε φάει κατευθείαν εκεί· έπεσε κουλουριασμένος στο λινοτάπητα, νιώθοντας φόβο και μίσος να τον πνίγουν, μέχρι που μπήκε στη μέση ο Άντι Ραλφ. Ξαναγύρισε λοιπόν στον Έλις, μα διαπίστωσε μια αλλαγή στη συμπεριφορά του μεγαλόσωμου άντρα. Από ήρεμος είχε γίνει νευρικός· από φιλικός ήταν πότε κατσούφης και πότε ευέξαπτος. Κάτι είχε συμβεί. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο ώστε να κάτσει να περιμένει πότε θα ξεπερνούσε ο Έλις το ψυχολογικό του πρόβλημα. Τον ρώτησε στα ίσια π του συνέβαινε και ο Έλις του είπε. Τόσο απλά. Η Χίλι έστελνε στον Έλις φωτογραφίες, μα αυτός δεν τις λάβαινε. Τώρα η Χίλι νόμιζε ότι δεν την αγαπούσε πια. Και αν η Χίλι νόμιζε ότι δεν την αγαπούσε πια, τότε γιατί να τον περιμένει; Κατά την άποψη του Έλις, οι πιθανότητες να λάβει εκείνα τα χαρτιά διαζυγίου είχαν γίνει χίλιες φορές περισσότερες. Και αν τον χώριζε η Χίλι, δε θα είχε να ελπίζει σε τίποτα στο τέλος της φρικτής, απάνθρωπης κάθειρξής του. Δε θα τον περίμενε η Χίλι να επιστρέψει μ' ένα φλογερό φιλί, δε θα του έκανε έκπληξη στην πόρτα με το μπέιμπι-ντολ που είχε πάρει από τα Aw Σάμερς· δε θα περνούσαν τα βράδια στην τηλεόραση με ένα μπουκάλι λευκό κρασί, ούτε ο Έλις θα γευόταν το λιπ-γκλος με γεύση φράουλας που εκείνη φορούσε μόνο γι' αυτόν. Δε θα ξανάβρισκε ποτέ γυναίκα σαν τη Χίλι και αν αυτή τον χώριζε, καλύτερα να τον κρεμούσαν.

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

175

Όταν το είπε, κόντευε πια να βάλει τα κλάματα: «Καλύτερα να με κρεμάσουν». Ο Έιβερι κατέβαλε προσπάθεια για να μη γελάσει. Σοβαρά. Τι μελόδραμα. Άκου να τον κρεμάσουν! Για κραγιόν και κιλότες! Σε κάτι τύπους σαν τον Έλις, τους άξιζε η κρεμάλα. Ευχαρίστως θα έσφιγγε ο ίδιος τη θηλιά γύρω από το λαιμό του τύπου μόνο και μόνο για να ξεφορτωθεί αυτό τον κλαψιάρη, ερωτοχτυπημένο τενεκέ. Για μια στιγμή ο Έιβερι παραδόθηκε σε μια γλυκιά φαντασίωση -όπου κοιτούσε αυτόν το μεγάλο χιμπαντζή μέσα στα μικρά βουρκωμένα του μάτια κι έπειτα άνοιγε την καταπακτή κι έβλεπε το ηλίθιο κεφάλι του να πετάγεται απ' τους ώμους του. Ήθελε να πει στον Σον Έλις ότι η πουτάνα η γυναίκα του δε θα του έστελνε φωτογραφίες των βυζιών της, αν δεν ήθελε να αυνανίζεται μ' αυτά ο καθένας που τις έβλεπε. Αλλά, αντί γι' αυτό, του είπε συνωμοτικά: «Διαβάζει τα πάντα. Και ό,τι του αρέσει το κλέβει». «Ποιος;» ρώτησε με απορία ο Έλις. «Ο Φίνλεϊ», απάντησε κι ανασήκωσε τους ώμους του. Ποτέ δεν έβλαπτε να φυτεύεις ένα σπόρο μίσους. Ο Ράιαν Φίνλεϊ δεν είχε ποτέ λόγο να μιλήσει στο δόκτορα Λίβερ. Το «παραχάιδεμα» ήταν μια λέξη που αυτός κι οι συνάδελφοι του την είχαν ψωμοτύρι όταν μιλούσαν για τους τροφίμους και ο Φίνλεϊ κατέτασσε χωρίς δεύτερη σκέψη ό,τι έκανε ο Λίβερ σ' αυτή την κατηγορία, μαζί με τα προνόμια τηλεόρασης και τη δυνατότητα επιλογής χορτοφαγικών πιάτων στα γεύματα. Έτσι, ένα απόγευμα που ο Φίνλεϊ πέτυχε το δόκτορα Λίβερ έξω από την πόρτα του γραφείου του, να κοιτάζει τον Άρνολντ Έιβερι στο βάθος του διαδρόμου που τον οδηγούσαν πίσω στο κελί του, η φωνή του είχε αρκετό σαρκασμό όταν ρώτησε: «Κι άλλος θεραπευμένος, γιατρέ;» Ο Λίβερ έριξε μια γρήγορη ματιά στον Φίνλεϊ και έστρεψε ξανά την προσοχή του στη σιλουέτα του Έιβερι -που χανόταν

176

BELINDA B A U E J I

σχεδόν ανάμεσα στον Άντι Ραλφ και τον Μάρτιν Στρονγκ, οι οποίοι είχαν την ευθύνη να προστατεύουν τη ζωή του στη μικρή διαδρομή ανάμεσα στις πτέρυγες. «Είναι δικαίωμά τους η θεραπευτική αγωγή», απάντησε, λίγο σφιγμένα. Ο Φίνλεϊ κάγχασε, μα ο Λίβερ δεν τον κοίταξε. Ο Φίνλεϊ εκνευρίστηκε. Ήταν συνηθισμένος να του δίνουν προσοχή στη δουλειά. Να τον υπακούν. Όχι να τον αγνοούν. «Και τα παιδάκια που σκότωσε είχαν δικαιώματα». Ο Ραλφ και ο Στρονγκ είχαν φτάσει στην καγκελόπορτα στο τέρμα του διαδρόμου. Ο Στρονγκ την ξεκλείδωσε, ενώ ο Ραλφ κοιτούσε βαριεστημένα τα νύχια του. Ο Έιβερι στεκόταν στην άκρη -μια μικροκαμωμένη, άκακη φιγούρα δίπλα στα δυο βουβάλια, τους φρουρούς. Ο Λίβερ απάντησε τελικά: «Εκείνα τα παιδάκια δεν ήταν ασθενείς μου». Ο μαλάκας ο φιλελεύθερος! Και πάλι ο τύπος δεν τον κοίταξε. Του Φίνλεϊ του ήρθε να του χώσει μια σπρωξιά στο κοκαλιάρικο στήθος του· να τον κακομεταχειριστεί λίγο. Να κάνει το Μεγάλο και Τρανό Δόκτορα Λίβερ να του δείξει το σεβασμό που του άξιζε. «Δηλαδή, έναν τύπο σαν αυτόν τον στέλνουν σε μια άνετη φυλακή σαν αυτή, κάνει λίγο το μαραγκό, εσύ γράφεις τις αναφορές σου και καρφώνεις μια τάβλα στο παράθυρο του κι αυτός κάθεται φρόνιμος και λέει, «Μάλιστα, δόκτορ Λίβερ», «Όχι, δόκτορ Λίβερ», αλλά εν τέλει δεν έχει καμιά σημασία, γιατί είμαστε σαν νοσοκομείο, που να πάρει ο διάολος. Τους συνεφέρνουμε όπως όπως και τους πετάμε έξω, γιατί χρειαζόμαστε τα κρεβάτια». Ο Φίνλεϊ ήλπιζε να τσιγκλήσει τον Λίβερ, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να κοκκινίσει το πρόσωπό του σαν παντζάρι. Αγριοκοίταξε τώρα τον Λίβερ, αλλά ο γιατρός παρακολουθούσε ήρεμα τον Έιβερι μέχρι που αυτός πέρασε τις διπλές πόρτες και χάθηκε από τα μάτια του. Τότε ο Λίβερ γύρισε για πρώτη φορά και κοίταξε απευθείας τον Φίνλεϊ -και για πρώτη φορά ο δε-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

177

σμοφύλακας αντίκρισε τα μάπα που είχαν αναζητήσει φως μέσα στις μαύρες ψυχές εκατοντάδων διεστραμμένων φονιάδων και ανατρίχιασε σαν να έβλεπε κακή ταινία τρόμου. «Α, πάντα θα έχουμε κρεβάτι για τον Άρνολντ Έιβερι». Ο Λίβερ χαμογέλασε ανέκφραστα. «Δεν πρόκειται να φύγει από δω».

27 Η Ημέρα του Πατέρα στο σπίτι του Λούις δεν ήταν μεγάλο γεγονός. Συχνά ο Λούις την ξεχνούσε και τότε η μητέρα του του έδινε μια τυχαία κάρτα για να προχειρογράψει κάτι και να τη δώσει στον πατέρα του μαζί με αμήχανα μουρμουρητά αγάπης. Μερικές φορές εκείνη αναγκαζόταν να προχειρογράψει η ίδια κάτι, επειδή ο Λούις το ξεχνούσε. Μερικές φορές το ξεχνούσε κι αυτή -και, όταν έφτανε η ημέρα, έπρεπε να μετρήσει απλώς η σκέψη. Έστω κι αν αυτή η σκέψη σπάνια ερχόταν πριν απ' τα μέσα του πρωινού, που το Ράδιο 2 άρχιζε να μεταδίδει αφιερώσεις για την Ημέρα του Πατέρα και ο μπαμπάς του Λούις αναγκαζόταν να προσποιείται ότι του αρκούσε που βρισκόταν σπίτι με τη γυναίκα και το γιο του.

Ο Λούις πήγε κατευθείαν στα περιοδικά, ενώ ο Στίβεν κοιτούσε τη φτωχή ποικιλία καρτών για την Ημέρα του Πατέρα στο μαγαζί του κυρίου Τζακόμπι. Αν αγόραζε μία -που δε θ' αγόραζε, φυσικά-, ποια θα έπαιρνε; Αυτή με τα αγωνιστικά αυτοκίνητα; Με τα ποτήρια αφρισμένης μπίρας; Τις άσεμνες γελοιογραφίες; Υπήρχε μία με μια γλάστρα, ένα φτυάρι και ένα απρόσεχτα πεταμένο ζευγάρι γάντια κηπουρικής, αλλά του Στίβεν του φάνηκε σαν κάρτα για γέρο και ο θείος Τζουντ δεν ήταν γέρος. Αλλά ούτε και πατέρας του. Η σκέψη αυτή του έφερε θλίψη και έσπευσε να το κρύψει

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

179

με μια προσποιητή αδιαφορία που άφησε ένα κενό στην καρδιά του. «Θα πάρεις κάρτα για την Ημέρα του Πατέρα;» Ο Λούις σήκωσε χαζά το βλέμμα του από το Μηνιαίο Περιοδικό Β MX που κοιτούσε, παρ' όλο που δεν είχε ΒΜΧ και καβαλούσε διστακτικά ακόμα και το καινούριο ποδήλατο πόλης που είχε. «Γαμώτο. Ναι. Φέρε μία». «Ποια;» «Όποια να 'ναι». Ο Στίβεν ξανακοίταξε τις κάρτες πιο προσεκτικά. Καμιά δεν έδειχνε να ταιριάζει στον μπαμπά του Λούις. Δεν υπήρχε κάρτα με σταυρόλεξο ή πλεχτή ζακέτα. Τελικά κατέληξε σ' αυτή με την αφρισμένη μπίρα, επειδή είχε δει κάποτε τον μπαμπά του Λούις να μπαίνει στο Ρεντ Λάιον και επειδή θυμόταν ότι άνοιξε μια φορά το καλά εφοδιασμένο ψυγείο της μητέρας του Λούις για να πάρει από μια Κιτ Κατ για τον καθένα τους και είδε μια συσκευασία των έξι Μπαντ Λάιτ. Του είχε μείνει, γιατί δεν περίμενε ότι ο μπαμπάς του Λούις θα έπινε κάτι τόσο αμερικάνικο. Τόσο σπορτίφ. «Καλή είναι αυτή;» «Ναι», είπε ο Λούις χωρίς να την κοιτάξει. «Δάνεισέ μου δύο λίρες». «Δεν έχω δύο λίρες». Ο Λούις κοίταξε την τιμή στο πίσω μέρος της κάρτας. «Μία και είκοσι τότε. Θα σ' τα δώσει η μαμά μου». Ο Στίβεν έπαιρνε μόνο δύο λίρες τη βδομάδα για χαρτζιλίκι. Μερικές φορές ούτε τόσο, αν ήθελε λεφτά ο μετρητής του γκαζιού. Αναστέναξε και ψαχούλεψε στην τσέπη του. Είχε την αίσθηση πως είχε δανείσει στον Λούις εκατοντάδες λίρες χρόνο με το χρόνο κι αυτός δεν του είχε δώσει ποτέ πίσω ούτε μία πένα. Ο Στίβεν το είχε αναφέρει κάποτε κι ο Λούις του είχε πει να μην είναι τόσο σπαγκοραμμένος. «Μιάμιση λίρα έχω μόνο». «Φτάνει».

180

BELINDA BA U EJI

Ο Λούις πλήρωσε τον κύριο Τζακόμπι και τσέπωσε τα ρέστα των τριάντα πενών. Ο Έιβερι δεν είχε ιδέα ότι ήταν η Ημέρα του Πατέρα, μέχρι που στάθηκε στην ουρά για το πρόγευμα και ένα μουρμουρητό ενθουσιασμού μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα -ότι θα έτρωγαν καπνιστή ρέγκα. Τα νέα έφτασαν στον μπροστινό του, ο οποίος γύρισε, είδε ότι από πίσω του ήταν ο Έιβερι, πήρε μια ψυχρή έκφραση και στράφηκε ξανά προς τους αχνιστούς δίσκους και τους μεταλλικούς θορύβους. Και έτσι διακόπηκε εκεί πέρα η μετάδοση της πληροφορίας και όλοι οι άντρες μετά τον Έιβερι στερήθηκαν τη χαρά της προσμονής μιας σπάνιας λιχουδιάς. «Τι τρέχει;» είπε ο Έλις χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Βάλε τη μύτη σου να δουλέψει, Έλις!» Ο Ράιαν Φίνλεϊ γέλασε με το αστείο του. Αναγκαστικά, επειδή κανείς άλλος δε γέλασε. «Καπνιστή ρέγκα», είπε ο Έιβερι. «Τι;» «Έχει καπνιστή ρέγκα». «Γιατί;» «Είναι η Ημέρα του Πατέρα». Ο Έλις είχε ήδη πάρει πόριτζ από τον πρώτο πάγκο σερβιρίσματος. Τώρα ο Έιβερι πρόσεξε ότι ο Έλις παρακολουθούσε τον Φίνλεϊ, καθώς αυτός προχωρούσε προς το τέλος της ουράς. Ως συνήθως, ο Φίνλεϊ στριφογύριζε τα κλειδιά του στα γουρουνίσια του δάχτυλα σαν πιστολέρο που ξέρεις ότι θα έχει κακό τέλος· μετά έκανε στροφή και κατευθύνθηκε πάλι προς το μέρος τους. Τα ωχρά μάτια του Έιβερι έπαιζαν με ενδιαφέρον ανάμεσα στον Ράιαν Φίνλεϊ και τον Έλις, ο οποίος είχε αρχίσει να καρφώνει το ελαφρώς απλανές βλέμμα του στον Φίνλεϊ όποτε τον έβλεπε. Ο Έλις είχε αποδειχτεί χάσιμο χρόνου σε σχέση με τα κλειδιά. Ακόμα και το σαπούνι εγκατέλειπε το σχέδιο και είχε συρ-

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

181

ρικνωθεί σε σημείο που ήταν περισσότερο λάσπη παρά στερεό σώμα. Ο Έιβερι σκεφτόταν σοβαρά να ξεγράψει τα καλούπια σαπουνιού ως αποτυχημένο πείραμα. Τέλος πάντων. Μετά το δακρύβρεχτο επεισόδιο με τη βρομιάρα τη γυναίκα του, ο Έλις δεν έκανε τίποτα πέρα απ' το να κάθεται και να μελαγχολεί. Ο Έιβερι είχε βάλει τα δυνατά του να του φτιάξει τη διάθεση, αλλά ο τύπος είχε κολλήσει να αναρωτιέται για τον Ράιαν Φίνλεϊ. Να είχε πάρει τις φωτογραφίες; Να τις είχε κρατήσει; Θα τις έδινε πίσω; Τι νόμιζε ο Έιβερι ότι τις έκανε; Να απαιτούσε την επιστροφή τους; Ο Έιβερι μετάνιωνε που του είπε ότι ο Φίνλεϊ παρακρατούσε τις φωτογραφίες. Το μόνο αποτέλεσμα ήταν να γίνει ο μοναδικός κατάδικος που του μιλούσε, ο άχρηστος, βαρετός και χρονοβόρος Έλις. Όπως και με το σαπούνι, ο Έιβερι ήταν έτοιμος να ξεγράψει τον Έλις ως κακή επιλογή. Τώρα, όμως, που δεν είχε να κάνει τίποτα πέρα απ' το να σέρνει τα πόδια του προς τις αναμενόμενες ρέγκες -και μια που ο Φίνλεϊ είχε φτάσει πάλι κοντά τους-, σκέφτηκε ότι θα είχε πλάκα να τσιγκλήσει λίγο τον Έλις. «Έχεις παιδιά, Σον;» Ο Έλις τον κοίταξε με το απλανές βλέμμα του. «Τι;» «Η Ημέρα του Πατέρα», είπε ο Έιβερι αργά, σαν να μιλούσε σε νήπιο. «Έχετε παιδιά; Εσύ κι η Χίλι;» «Όχι», είπε ο Έλις. Η θάλασσα στο μυαλό του Έλις άρχισε να φουσκώνει. «Κρίμα», είπε ο Έιβερι. «Ναι», αποκρίθηκε ο Έλις και κοίταξε σκυθρωπός το πόριτζ του χωρίς να το βλέπει. Ο Έιβερι βαριαναστέναξε και μετά έσπασε με προσοχή τη σιωπή ανάμεσά τους. «Μάλλον δε θα αποκτήσετε ποτέ τώρα πια». Και ξαφνικά, το γεγονός πως ήταν στη φυλακή δύο χρόνια -και θα ήταν τουλάχιστον άλλα δώδεκα- έπεσε στον Έλις σαν κεραμίδα, λες και το συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά. Για μια στιγμή ζαλίστηκε απ' το σοκ και παραπάτησε λίγο,

182

BELINDA B A U E J I

με ύφος αποβλακωμένο και το στόμα ανοιχτό, καθυστερώντας την ουρά. Ο Ράιαν Φίνλεϊ στριφογύρισε τα κλειδιά του και είπε: «Κουνήσου, Έλις!» Χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έλεγε στη ζωή του. Ο Σον Έλις σήκωσε το δίσκο του και τον έχωσε στο πρόσωπο του Φίνλεϊ. Ο δίσκος δεν ήταν βαρύς και το μπολ του πόριτζ ήταν πλαστικό, μα ο Έλις τον είχε χτυπήσει με τόση μανία που ο δεσμοφύλακας σωριάστηκε σαν τσεκουρωμένο χοντρό δέντρο και το αίμα πετάχτηκε απ' τη μύτη του σιντριβάνι. Για ένα δευτερόλεπτο -ίσως ούτε καν ένα δευτερόλεπτοδεν ήταν σίγουρο πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Ή οι άντρες θα στέκονταν και θα κοιτούσαν τον Σον Έλις να κοπανάει τον Ράιαν Φίνλεϊ με το δίσκο του και το πόριτζ να πετάγεται ολόγυρα σαν λάσπη, μέχρι να τον τραβήξουν οι άλλοι δεσμοφύλακες... Ή θα γινόταν χαμός. Και -ύστερα από την πλέον απειροελάχιστη στιγμή- αυτό ακριβώς έγινε. Οι κρατούμενοι παράτησαν τις ρέγκες, πετάχτηκαν από την ουρά και όρμησαν στον Φίνλεϊ. Καμιά δεκαριά δεσμοφύλακες, που μέχρι πριν λίγο σκάλιζαν τη μύτη τους από τη βαρεμάρα, έτρεξαν να βοηθήσουν, χτυπώντας όπου να 'ναι με τα κλομπ -σαν κακή ποδοσφαιρική ομάδα που τα χάνει και τρέχει όλη μαζί πίσω απ' την μπάλα. Ορισμένοι κρατούμενοι επιτέθηκαν σ' αυτούς, άλλοι ο ένας στον άλλο, αρπάζοντας την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν ανοιχτούς λογαριασμούς άγρια και γρήγορα, χωρίς κουραστικές συναλλαγές με τσιγάρα και σεξ. Το κτίριο αντηχούσε από μίσος,' δίσκους που κοπανιόνταν και αναποδογυρίσματα τραπεζιών φορμάικα. Και μέσα σ' όλο αυτόν το σαματά ακούγονταν σφυρίχτρες και πανικόβλητα «Όλοι στα κελιά τους! Όλοι στα κελιά τους!» Ο Έιβερι προσαρμόστηκε τόσο γρήγορα που η θεωρία του Δαρβίνου θα είχε αποκτήσει κενά. Πριν καλά καλά βρεθεί στο πάτωμα ο Ράιαν Φίνλεϊ, το μυαλό του έφυγε απ' τις ρέγκες και

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

183

τον Έλις και πήγε κατευθείαν στην εικόνα του μικρού ΣΛ, όπως την αιχμαλώτισε ο φακός στον πλαϊνό καθρέφτη ενός αυτοκινήτου. Ενώ οι άλλοι κατάδικοι βουτούσαν όλοι μαζί πάνω στον Φίνλεϊ, εκείνος έριξε το δίσκο του πάνω στα κλειδιά που είχαν πέσει από το χέρι του δεσμοφύλακα. Κανείς δεν τον είδε. Κανείς δε νοιαζόταν. Όλοι οι άλλοι έπαιζαν ξύλο. Να, σκέφτηκε ήρεμα ο Έιβερι, γι' αυτό δεν είναι η θέση μου εδώ με όλους αυτούς τους βλάκες. Ύστερα έπιασε από κάτω το δίσκο του, έσπρωξε μαζί τα κλειδιά μέχρι που βρέθηκε πέρα από το πεδίο της μάχης και τότε έσκυψε αδιάφορα και τα μάζεψε. Παρ' όλο που όλοι είχαν αλλού στραμμένη την προσοχή τους και παρά τη φαινομενική ηρεμία του, ο Έιβερι ήξερε ότι έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα. Από στιγμή σε στιγμή οι δεσμοφύλακες μπορεί να ξανάπαιρναν την κουζίνα υπό τον έλεγχό τους και να χανόταν η ευκαιρία. Ή, ακόμα χειρότερα, οι δεσμοφύλακες μπορεί να μην ξανάπαιρναν την κουζίνα υπό τον έλεγχό τους. Ακόμα και τα αποβράσματα της κοινωνίας θεωρούσαν τους δολοφόνους παιδιών αποβράσματα της κοινωνίας και, αν κλιμακωνόταν η βία, ο Έιβερι ήξερε ότι ένα σημαντικό ποσοστό της θα είχε στόχο αυτόν και άλλους σαν αυτόν. Αν και καταλάβαινε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει γρήγορα, στάθηκε μια στιγμή να κοιτάξει τριγύρω. Οι πολίτες, που απάρτιζαν το προσωπικό της κουζίνας, είχαν εξαφανιστεί πίσω από τους πάγκους σερβιρίσματος και στη συνέχεια απ' την πόρτα που έγραφε ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΟΥΖΙΝΑΣ. Ο Έιβερι πήδηξε πάνω από τον πάγκο και κρύφτηκε από πίσω για να μπορέσει να σκεφτεί μια στιγμή ακόμα. Δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ πίσω από τον πάγκο σερβιρίσματος. Έριξε μια ματιά γύρω του και είδε ότι είχε προσγειωθεί σε μια λιμνούλα πόριτζ, που του είχε πιτσιλίσει το παπούτσι. Δεν ήταν παρά ένα μαύρο παπούτσι φυλακής, μα ο Έιβερι διατηρούσε τα πράγματά του σε καλή κατάσταση και εκνευρίστηκε με το λεκέ. Κοίταξε τριγύρω για κανένα πανί και είδε τηγανη-

184

BELINDA BA U EJI

τές πατάτες και κομμάτια καρότων που θα βρίσκονταν καιρό κάτω απ' τον πάγκο. Μόρφασε· αν ήξερε πόσο βρόμικη ήταν η κουζίνα, δε θα είχε φάει ποτέ τίποτα απ' ό,τι του έδιναν. Άρπαξε κάτι άσπρο από το κάτω ράφι του πάγκου και είδε πως ήταν μια μπλούζα μάγειρα. Για μια στιγμή μπήκε πραγματικά σε δίλημμα αν θα τη φορούσε ή αν θα σκούπιζε το παπούτσι του, αλλά τελικά έβγαλε την γκρίζα ζέρσεϊ μπλούζα του Λόνγκμουρ με τις μπλε ρίγες και έβαλε την άσπρη. Με τη μετακίνηση της μπλούζας είχε εμφανιστεί ένα κουτί σοκολάτες στο κάτω ράφι. Τουίξ. Ο Έιβερι δεν ήταν λάτρης της σοκολάτας, ωστόσο άρπαξε πέντ' έξι και τις έχωσε στις τσέπες του τζιν του. Πρόσεξε επίσης μια άλλη μικρή λευκή στοίβα. Καπελάκια. Φρικτά χάρτινα καπελάκια που έκαναν τους άντρες και τις γυναίκες που δούλευαν στους πάγκους να μοιάζουν με θύματα καρκίνου απροσδιορίστου φύλου, χωρίς μαλλιά. Τους έκαναν να φαίνονται όλοι ίδιοι. Αμέσως φόρεσε ένα και το τράβηξε χαμηλά στο πρόσωπό του, όμως το ξανανέβασε για να διώξει τα μαλλιά από το μέτωπο του. Κοίταξε στην πόρτα ενός ντουλαπιού από θαμπό ανοξείδωτο ατσάλι και αντίκρισε έναν ασήμαντο τύπο με συνηθισμένο πρόσωπο. Το συνηθισμένο πρόσωπο χαμογέλασε προς στιγμήν αγχωμένα. Ύστερα, πριν σηκωθεί, πήρε τη ζέρσεϊ μπλούζα της φυλακής και σκούπισε το πόριτζ από το παπούτσι του. Σηκώθηκε και, προχωρώντας σκυφτός ώστε όποιος κοιτούσε προς τη μεριά του να βλέπει μονάχα την κορυφή του άσπρου καπέλου πάνω απ' τον πάγκο, χώθηκε γρήγορα στην πόρτα που έγραφε ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΟΥΖΙΝΑΣ. Ξαφνιάστηκε που τη βρήκε ξεκλείδωτη. Φυλακές ήταν, που να πάρει η ευχή! Τι νόμιζαν, ότι θα υπάκουε κανείς σε μια ταμπέλα που έλεγε «Μόνο Προσωπικό Κουζίνας»; Αν ήταν έτσι, τότε ο μισοί τρόφιμοι του Λόνγκμουρ θα ήταν ελεύθεροι άνθρωποι, μη έχοντας παραβιάσει ποτέ πινακίδες που έλεγαν «Απαγορεύεται η είσοδος. Οι παραβάτες διώκονται ποινικώς» ή «Οι κλέφτες ειδών του κατα-

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

185

σχήματος παραδίδονται στην αστυνομία». Χριστέ μου, αν ήταν τόσο απλό, οι φυλακές θα ήταν άδειες. Παρά τη δύσκολη θέση του, ο Έιβερι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο όταν σκέφτηκε τι επίδραση θα είχε στον ίδιο αν η γειτονιά του ήταν γεμάτη πινακίδες που έλεγαν «Μη σκοτώνετε μικρά παιδιά». Γύρισε απ' την άλλη και το χαμόγελο του έσβησε όταν είδε τα τρομοκρατημένα πρόσωπα των μαγείρων και των βοηθών που ήταν ζαρωμένοι στον πίσω τοίχο δίπλα στην έξοδο και τον κοιτούσαν καχύποπτα. Αμέσως στράφηκε προς την πόρτα απ' όπου είχε μπει και αναζήτησε κλειδαριά, μα δε βρήκε. «Πού είναι η κλειδαριά;» είπε με επιτακτικό τόνο. «Δεν έχει», είπε ένας νεαρός με σπυράκια, τον οποίο ο Έιβερι υποψιαζόταν ότι έριχνε μύξες στη μουστάρδα του. Ο νεαρός δεν είχε και τόσο αυτάρεσκο ύφος τώρα, σκέφτηκε με ευχαρίστηση ο Έιβερι. Η ακμή του είχε φουντώσει απ' τον τρόμο και το κάτω χείλι του έτρεμε. «Βοήθησέ με να μπλοκάρω τη διαολόπορτα πριν έρθουν όλοι τους μέσα!» Ο Έιβερι άρπαξε ένα μεταλλικό καροτσάκι για δίσκους και το έβαλε κόντρα στην πόρτα. Ήξερε πως ήταν ανώφελο, αλλά το έκανε απλώς για φιγούρα. Μια στρουμπουλή μεσόκοπη γυναίκα, που το ταμπελάκι της έλεγε «Ίβλιν», ήρθε άρον άρον κοντά, έχοντας αποφασίσει προφανώς ότι έπρεπε να βοηθήσει τον Έιβερι, με τη λογική ότι ο εχθρός του εχθρού της ήταν φίλος της. Μαζί άρχισαν να τραβούν αγκομαχώντας έναν οριζόντιο καταψύκτη για να τον φέρουν μπροστά στην πόρτα. Στα μισά της προσπάθειάς τους, τέσσερις πέντε από τους δέκα εργαζόμενους έσπευσαν να βοηθήσουν. Αφού μπήκε στη θέση του ο καταψύκτης, όλοι κοντοστάθηκαν και ο Έιβερι κατάλαβε ότι τον έβλεπαν πάλι με καχυποψία. Έβαλε το μυαλό του να δουλέψει στο φουλ για να βρει με τι τρόπο θα χειριζόταν την κατάσταση και χάρηκε που το είχε εξασκήσει πρόσφατα. Είχε τρία πράγματα με το μέρος του: Πρώτον, οι πολίτες που εργάζονταν στην κουζίνα δεν κάθο-

186

BELINDA BAUEJI

νταν ποτέ για πολύ καιρό στη δουλειά, το ήξερε. Μόνο το Σπυριάρη και την Ίβλιν θυμόταν να έχει ξαναδεί -οι άλλοι θα ήταν στη φυλακή τόσο λίγο καιρό που δεν είχαν καταγραφεί στο μυαλό του. Δεύτερον, ήταν ένας άντρας χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και δε θα ξεχώριζε στο σύνολο, πόσο μάλλον σε ένα σύνολο αντρών που ήταν όλοι τους ντυμένοι με γκρι-μπλε ζέρσεϊ. Ακόμα κι αν τον γνώριζαν προσωπικά, επειδή ήταν αυτός που ήταν, η μπλούζα μάγειρα και κυρίως το καπελάκι με το φιλέ ήταν μια μεταμφίεση που έκανε ουδέτερα τα χαρακτηριστικά οποιουδήποτε τα φορούσε. Το τελευταίο στοιχείο υπέρ του ήταν ότι, εκτός από το Σπυριάρη και έναν καμπουριασμένο γέρο με φαρδύ καρό παντελόνι που έμοιαζε με πίθηκο τσίρκου, το υπόλοιπρ προσωπικό ήταν γυναίκες. Και παρά τα όσα λέγονταν για την απελευθέρωση των γυναικών, αυτός ήξερε ότι οι περισσότερες γυναίκες δε θα δοκίμαζαν να αμφισβητήσουν τα λεγόμενα ενός άντρα. • Έτσι, ξεφύσηξε δήθεν με ανακούφιση και τους κοίταξε όλους στα μάτια. «Ωραία μέρα να έρθει κάποιος στην καινούρια του δουλειά», είπε. «Ναι, σκατά», αποκρίθηκε τρέμοντας ο Σπυριάρης. Οι άλλοι φάνηκαν να ησυχάζουν λίγο, μα όχι αρκετά. Αντάλλαζαν ακόμα επιφυλακτικές ματιές και ο Έιβερι συνειδητοποίησε ότι δε θα έπρεπε να περιμένει ούτε στιγμή, αν ήθελε να φέρει σε πέρας το σκοπό του. Εμφάνισε τα κλειδιά. «Ξέρει κανείς ποιο ανοίγει εκείνη την πόρτα;» Μια αίσθηση ανακούφισης απλώθηκε στο προσωπικό. «Πού τα βρήκες;» ρώτησε καχύποπτα ο πίθηκος. «Μου τα 'δωσε ένας δεσμοφύλακας. Μου είπε να σας βγάλω όλους έξω». Καθώς μιλούσε, ο Έιβερι πήγε στην έξοδο και άρχισε να δοκιμάζει τα κλειδιά. «Τι έγινε αυτός;» είπε ο πίθηκος, κουνώντας το κεφάλι του προς το σαματά.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

187

«Ένας Θεός ξέρει», απάντησε ο Έιβερι με συμπόνια. «Εμένα μ' ενδιαφέρει μόνο τι θα γίνουμε όλοι εμείς». Ήταν αριστοτεχνική κίνηση. Το προσωπικό της κουζίνας ακόμα δεν τον εμπιστευόταν, το καταλάβαινε, αλλά τώρα μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τη μοναδική ελπίδα διαφυγής τους σαν ανυπόμονα κοτοπουλάκια, έτοιμοι να ρισκάρουν και να τον ακολουθήσουν αρκεί να έφευγαν μακριά από το πανδαιμόνιο που αντηχούσε στ' αυτιά τους. Το μικρότερο κακό, σκέφτηκε ο Έιβερι μ' ένα αχνό χαμόγελο. Ίσως να ήταν η μόνη φορά στη ζωή του που θα λάβαινε έναν τίτλο έστω και τόσο κοροϊδευτικό. Το τέταρτο κλειδί γύρισε την κλειδαριά με ένα «κλικ» που τον γέμισε ικανοποίηση και ο Έιβερι στάθηκε στην άκρη για να αφήσει όλους τους άλλους να περάσουν πρώτοι. Τώρα άρχιζαν να του κουνάνε το κεφάλι και να μουρμουρίζουν ευχαριστίες καθώς περνούσαν. Μόνο ο πίθηκος έδειχνε ακόμα δυσαρεστημένος που ξέφευγε από εκεί μέσα. Ένας γδούπος στην πόρτα πίσω τους τους έκανε όλους να βιαστούν και ο Έιβερι κλείδωσε την πόρτα εξόδου. Η Ίβλιν είχε τρέξει μπροστά και καθώς έσπευσε ο Έιβερι να προλάβει τους άλλους, πέντ' έξι δεσμοφύλακες τους προσπέρασαν τρέχοντας. Τους αναγνώρισε όλους, αλλά η ματιά τους δε στάθηκε ούτε στιγμή σ' αυτόν με την άσπρη μπλούζα και το καπελάκι του μάγειρα. Τον προσπέρασαν λες και ήταν αόρατος. Ήξερε ότι το προσωπικό της κουζίνας δε θα τον άφηνε να βγει μαζί τους από την μπροστινή πύλη. Μόλις θα βρίσκονταν ανάμεσα σε δεσμοφύλακες που δεν έτρεχαν πανικόβλητοι, θα ένιωθαν ασφαλείς και κάποιος -πιθανόν ο πίθηκος- θα εξέφραζε τις υποψίες του. Γι' αυτό, καθώς περνούσαν την πτέρυγα Α, ο Άρνολντ Έιβερι ξεγλίστρησε από το πίσω μέρος της ομάδας, έβγαλε την μπλούζα και το καπέλο, τα έχωσε πίσω από ένα μεγάλο ανθισμένο θάμνο, την ονομασία του οποίου δε γνώριζε, και μετά τράβηξε προς το συρματόπλεχτο φράχτη. Φημολογούνταν ότι το συρματόπλεγμα ήταν τόσο τεντωμένο που, αν του έχωνες μια με ένα φτυάρι με αρκετή δύναμη, θα σκι-

188

BELINDA B A U E J I

ζόταν σαν χαρτοσακούλα. Ο Έιβερι δεν πίστευε αυτή τη φήμη. Και δε χρειαζόταν να την πιστεύει. Είχε τα κλειδιά της βασιλείας. Λίγο πριν την πτέρυγα Δ πέρασε δίπλα από τον πάγκο με την ταμπελίτσα Στη μνήμη του Τόμπι Ντάνσταν. Δύο δεσμοφύλακες έρχονταν βιαστικά προς το μέρος του και ο Έιβερι ήξερε ότι, αν προσπαθούσες να κρύψεις οτιδήποτε από ένα δεσμοφύλακα, ήταν σίγουρο ότι θα σε σταματούσε για να σε ανακρίνει και να σε ψάξει. Έτσι βεβαιώθηκε ότι τον είχαν δει να τους γνέφει και μετά έπιασε τον πάγκο και τον σήκωσε -με δυσκολίαστον ώμο του. «Κλέβεις τον πάγκο, Έιβερι;» είπε ο ένας καθώς πέρασαν από δίπλα του· η τολμηρή κίνησή του είχε διαλύσει τις υποψίες τους. «Μάλιστα, κύριε Πρίντι!» απάντησε αυτός σαν να έκανε χιούμορ και χαιρέτησε στρατιωτικά. Και οι δυο άντρες γέλασαν, αλλά δε σταμάτησαν. Δε χτυπούσαν συναγερμοί. Οι συναγερμοί κατάφερναν μόνο να ξεσηκώνουν τους υπόλοιπους κρατούμενους. Τις αποδράσεις, τις εξεγέρσεις, τις συμπλοκές -όλα αυτά τα μαρτυρούσαν μονάχα οι ασύρματοι με τα παράσιτά τους, τα κόκκινα, ιδρωμένα πρόσωπα των δεσμοφυλάκων και τα ασυνήθιστα ποδοβολητά από τις ενισχύσεις που πήγαιναν στην περιοχή με το πρόβλημα. Ο Έιβερι άφησε κάτω τον πάγκο, πενήντα μέτρα μακριά από μία από τις τέσσερις πύλες. Περπατώντας -αν και ήθελε να τρέξει-, πήγε στο πίσω μέρος της πτέρυγας Ε όπου ήταν ο πάγκος της Γιάσμιν Γκρέγκορι. Πέρασε δίπλα από δυο άλλους πάγκους καθ' οδόν, που δεν τους είχε κατασκευάσει αυτός. Ήξερε πως ήταν ανόητο και ότι θα τα έβαζε με τον εαυτό του αν αποτύχαινε, όμως ήθελε -είχε ανάγκη- να το κάνει. Γύρισε τρεκλίζοντας στην πύλη, κουβαλώντας τον πάγκο της ΓΓ, και με εκπληκτικά σταθερό χέρι, έβγαλε τα κλειδιά του Φίνλεϊ από την τσέπη του. Πέτυχε το σωστό με την πρώτη και κατάλαβε ότι η τύχη τού χαμογελούσε. Δύο πάγκοι, ένα εβδομήντα πέντε μήκος ο καθένας. Ένας τοίχος, τρεισήμισι μέτρα ύψος.

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

189

Ήταν γραφτό να γίνει. Έσυρε τους πάγκους μέσα απ' την πύλη, μετά την κλείδωσε, έβαλε τον Τόμπι πάνω από τη Γιάσμιν και τους τράνταξε λίγο, δοκιμάζοντας την ισορροπία και την αντοχή του ξύλινου πύργου. Ο Τόμπι ήταν ο δεύτερος πάγκος που είχε φτιάξει και δεν ήταν γερός σαν της Γιάσμιν, που ήταν ο πέμπτος. Αλλά και οι δυο ήταν αρκετά γεροί. Ύστερα από δύο αποτυχημένες προσπάθειες όπου το βάρος του διατάραξε την ισορροπία τους και ταλαντεύτηκε επικίνδυνα, ο Άρνολντ Έιβερι σκαρφάλωσε στον ξύλινο πύργο με τα ονόματα των θυμάτων του, κλότσησε τους πάγκους μακριά χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω του και μετά άφησε προσεκτικά το σώμα του να πέσει από την κορυφή του τοίχου στη μεγάλη ανοιχτή έκταση του Ντάρτμουρ.

28 Ο Στίβεν έβγαλε τις κάλτσες του και γλίστρησε διστακτικά τα πόδια του μέσα στα κρύα, υγρά αθλητικά του έξω από την πίσω πόρτα. Ήταν 5.30 το πρωί και ήταν χαζό, αλλά ένιωθε σαν να ήταν πάλι έξι χρονών και είχε ξυπνήσει χαρούμενος που επιτέλους είχαν έρθει τα Χριστούγεννα. Ο Στίβεν χαμογέλασε. Χριστούγεννα τον Ιούνιο. Ένιωθε έτσι κάθε μέρα όλη αυτή τη βδομάδα. Σηκωνόταν απ' το κρεβάτι, περνώντας πάνω από τον Ντέιβι που ήταν απλωμένος σαν αστερίας πιασμένος σε σεντόνια, πρόσεχε να μην πατήσει τη σανίδα που έτριζε έξω από το δωμάτιο του Μπίλι και κρατιόταν από την κουπαστή για να ελέγχει το πάτημά του στα σκαλοπάτια. Μετά, τρέμοντας λίγο -εν μέρει επειδή η ζεστασιά του ύπνου στο δέρμα του έδινε τη θέση της στην ψύχρα της καινούριας μέρας και εν μέρει από ενθουσιασμό-, έμπαινε με ελαφριά και γρήγορα βήματα στην κουζίνα, όπου το φως του ήλιου σκόρπιζε δέσμες χρυσής σκόνης από το παράθυρο. Κι όλα αυτά επειδή στο σκούρο χώμα του περιβολιού είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν σαν σμαραγδάκια μικρά πράσινα βλαστάρια. Πρώτα είχαν βγει τα καρότα -και του ανέβηκε ένας κόμπος στο λαιμό όταν τα είδε. Παραλίγο να βάλει τα κλάματα! Για τα καρότα! Και ούτε που του άρεσαν καν τα καρότα! Προσπάθησε να μη δείξει τον ενθουσιασμό του όταν είπε

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

191

στον θείο Τζουντ για τα καρότα, μα ο θείος Τζουντ ενθουσιάστηκε από μόνος του και άφησε αμέσως το μπέικον που έτρωγε για να έρθει να δει. Ο Στίβεν είχε νιώσει σαν μεγάλος άντρας που επιδείκνυε το νεογέννητο μωρό του. Είχε νιώσει την ανάγκη ν' ανάψει πούρο. Αλλά ο θείος Τζουντ είχε ακουμπήσει το χέρι του στο σβέρκο του κι αυτό ήταν ακόμα καλύτερο. Μετά τα καρότα, εμφανίστηκαν τα φασόλια στη βάση των κονταριών που τα είχαν στήσει και δέσει σαν ινδιάνικες σκηνές. Προς το παρόν φαινόταν αδύνατο ότι θα σκαρφάλωναν ποτέ αυτά τα πράσινα σημαδάκια ως τις κορυφές του ινδιάνικου χωριού. Του Στίβεν του έκανε εντύπωση ακόμα και που θα το προσπαθούσαν. Είχε αναρωτηθεί τι θα φύτρωνε στη συνέχεια. Ήταν οι πατάτες. Αλλά πριν απ' αυτό -τρεις μέρες αφότου εμφανίστηκαν τα πρώτα καρότα- ο Στίβεν είχε γυρίσει από το σχολείο και η γιαγιά δεν ήταν στο παράθυρο. Σφίχτηκε η καρδιά του απ' τον τρόμο, αλλά προσπάθησε να μην ορμήσει μέσα στο σπίτι ουρλιάζοντας το όνομά της. «Γιαγιά;» είχε φωνάξει από το κάτω μέρος της σκάλας. Καμιά απάντηση. Είχε ανέβει ως τα μισά και είδε την πόρτα της τουαλέτας μισάνοιχτη. Άρα δεν ήταν εκεί. Κανείς δεν ήταν σπίτι. Ο Στίβεν έτρεξε στην κουζίνα και μαρμάρωσε από την έκπληξη. Η γιαγιά ήταν στο περιβόλι. Κοιτούσε τα βλαστάρια και σκουντούσε πότε πότε το χώμα με το μπαστούνι της. Όχι με κακία, συνειδητοποίησε ο Στίβεν, αλλά έτσι όπως την είχε δει να σκουντάει τους τροχούς παντός εδάφους στο καροτσάκι της. Το ίδιο καροτσάκι το οποίο η γιαγιά κρατούσε τώρα για να στηρίζεται, καθώς προχωρούσε αργά στο ανώμαλο έδαφος του περιβολιού. Θα της φτιάξω μονοπάτι, είχε σκεφτεί ο Στίβεν. Ένα ομαλό μονοπάτι.

192

BELINDA BA U EJI

Μετά είχε διασχίσει πάλι τρέχοντας'το σπίτι και είχε βγει από την εξώπορτα, αρπάζοντας καθ' οδόν τη σχολική του τσάντα. Λίγο αργότερα χαιρετούσε τη γιαγιά του, που ήταν ακίνητη στο παράθυρο με χείλη σφιγμένα, και έμπαινε στο σπίτι για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα λεπτά. Απορροφημένος απ' αυτή την ανάμνηση, ο Στίβεν δεν έβλεπε γύρω του μέχρι που έφτασε στα μισά του κήπου και τότε σταμάτησε απότομα. Τα κοντάρια των φασολιών είχαν πέσει κάτω. Διένυσε βιαστικά την υπόλοιπη απόσταση, πνίγοντας την ανησυχία που είχε αρχίσει να του σφίγγει το στομάχι. Τα κοντάρια δεν είχαν πέσει. Τα είχαν τραβήξει απ' το χώμα και τα είχαν σκορπίσει στο υπόλοιπο περιβόλι. Ή ό,τι είχε απομείνει από το περιβόλι. Κάτι μεγάλο και βαρύ είχε τσαλαπατήσει και σκάψει το μαλακό μαύρο χώμα, κλοτσώντας έξω τα φιντανάκια που κείτονταν τώρα σκορπισμένα σαν πτώματα σε πεδίο μάχης και οι ζωηρές πράσινες στολές τους δεν κατάφερναν να σκεπάσουν τα γυμνά, κάτισχνα κάτω μέλη τους που δε θα έπρεπε να είχαν εκτεθεί ποτέ στον αέρα. Ο Στίβεν ήθελε να το είχε κάνει αλεπού. Ή αγελάδα. Κοίταξε μάλιστα τριγύρω στον κήπο για καμιά αγελάδα που να το είχε σκάσει. Θα ήταν άσχημο να το είχε κάνει αγελάδα, αλλά όχι τόσο άσχημο όσο το ολοφάνερο γεγονός ότι το είχε κάνει άνθρωπος. Άνθρωπος ή άνθρωποι. Οι αλήτες. Οι αλήτες θα έκαναν κάτι τέτοιο. Ο Στίβεν τους φαντάστηκε να ποδοπατούν τα τρυφερά βλαστάρια και να γελάνε, με ηλίθιες εκφράσεις ευθυμίας στα σκοτεινιασμένα απ' τις κουκούλες πρόσωπά τους. Αλλά, παρ' ότι προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του γι' αυτό, ο Στίβεν ήξερε ότι τους αλήτες δεν τους ένοιαζε να κάνουν κάτι τέτοιο -ούτε τον ήξεραν αρκετά καλά για να σκεφτούν ότι θα τον ένοιαζε. Κατά βάθος, όσο κι αν τον στενοχωρούσε, ο Στίβεν ήξερε ότι το είχε κάνει ο Λούις.

29 Επειδή είχαν γίνει οι ταραχές στην κουζίνα, επειδή είχαν μεταφέρει τρέχοντας τον Ράιαν Φίνλεϊ στο νοσοκομείο -κι από κει στο νεκροτομείο- και επειδή ο Έιβερι είχε κλειδώσει βγαίνοντας την πύλη, πέρασε σχεδόν μια ώρα μέχρι να ανακαλύψουν ότι έλειπε και δεν τον είχαν απλώς σπρώξει σε λάθος κελί ούτε κρυβόταν κάπου για δική του ασφάλεια. Και πέρασαν άλλα είκοσι λεπτά μέχρι να προσέξει ένας δεσμοφύλακας τον «Τόμπι» και τη «Γιάσμιν» και να συνειδητοποιήσει οποιοσδήποτε ότι ο Άρνολντ Έιβερι είχε πηδήξει τον τοίχο. Μετά την προαγωγή του από υποδιευθυντής των Αγροτικών Φυλακών του Νιούπορτ, στη Νότια Ουαλία, ο διευθυντής του Λόνγκμουρ είχε χάσει τέσσερις κρατούμενους. Τέσσερις σε τέσσερα χρόνια. Δεν ήταν φοβερά υψηλό νούμερο. Το Λόνγκμουρ ήταν επανορθωτική φυλακή· ορισμένους επίλεκτους κρατούμενους τους έστελναν μάλιστα έξω για δουλειές καθαρισμού ή δουλειές σε αγροκτήματα ως μέρος της επανένταξής τους. Λόγω ελλείψεων στο προσωπικό, δύο φορές δύο άντρες είχαν κρυφτεί πίσω από ένα μηχάνημα ή είχαν απομακρυνθεί μέσα σε πυκνή ομίχλη. Και τους τέσσερις τους είχαν ξαναπιάσει στους δρόμους προτού σταματήσει να τους πάρει κάποιο αυτοκίνητο. Αλλά τέσσερις αποδράσεις σε τέσσερα χρόνια έμοιαζαν δυστυχώς με μοτίβο. Έδιναν την εντύπωση ότι ίσως να γίνονταν

194

BELINDA BA U EJI

πέντε αποδράσεις σε πέντε χρόνια, έξι σε έξι και ούτω καθεξής, κι αυτό προκαλούσε μεγάλη ταραχή στο διευθυντή. Έτσι, όταν ανακαλύφθηκε η απόδραση του Έιβερι, έστειλε αμέσως κάθε διαθέσιμο σωφρονιστικό υπάλληλο στους δρόμους και τους έβαλε να στήσουν μπλόκα και να ψάχνουν τα αυτοκίνητα που έφευγαν από την περιοχή. Θεώρησε ότι -όπως και οι προηγούμενοι- ο συγκεκριμένος δραπέτης θα κατευθυνόταν προς τον πλησιέστερο δρόμο, όπου θα σταματούσε ή θα έκλεβε ένα αυτοκίνητο. Θα ήταν ανόητο και επικίνδυνο να κάνει οτιδήποτε άλλο, ακόμα και καλοκαίρι. Αφού εξέτασε τα πράγματα απ' αυτή τη σκοπιά, ο διευθυντής τα εξέτασε κι από μια άλλη: οι δραπέτες δημιουργούσαν μια αίσθηση ανικανότητας στο προσωπικό των φυλακών και αυτό με τη σειρά του οδηγούσε σε πτώση του ηθικού. Ο διευθυντής ήταν καλός άνθρωπος και ήθελε να κρατήσει το ηθικό των υφισταμένων του όσο το δυνατόν πιο ψηλά. Αν, τουλάχιστον, ξανάπιαναν τον Έιβερι μέσα στις επόμενες λίγες ώρες... Αν τουλάχιστον δε μάθαινε ο Τύπος ότι ένας πρώην διαβόητος παιδοκτόνος είχε πηδήξει τον τοίχο, μέχρι να τον ξανακλείσουν μέσα σ' αυτούς τους ίδιους τοίχους... Ο διευθυντής ήταν καλός άνθρωπος. Αλλά έκανε μια κακή επιλογή. Δεν ειδοποίησε την αστυνομία. Η πρώτη μισή ώρα ελευθερίας του Άρνολντ Έιβερι ύστερα από δεκαοχτώ χρόνια στη φυλακή ήταν τα χειρότερα τριάντα λεπτά της ζωής του. Μόλις σηκώθηκε στα πόδια του μετά την πτώση από τρεισήμισι μέτρα ύψος, πανικοβλήθηκε. Σφίχτηκε ο λαιμός του από τον πανικό και όρμησε στο χερσότοπο, τρέχοντας στα τυφλά και κλαψουρίζοντας απ' τον τρόμο με κάθε βαριά ανάσα. Τον έκαιγαν τα πόδια του και ένιωθε σαν να του έμπηγαν μαχαίρια στα πνευμόνια· ακόμα και τα χέρια του πονούσαν από το τρέξιμο -κι όλα αυτά στα πρώτα τετρακόσια

ΜΑΎΡΟ ΧΩΜΑ

195

μέτρα από τον τοίχο. Όλα τα χρόνια που καθόταν στο κελί του και σκεφτόταν δεν είχαν βοηθήσει καθόλου το μυϊκό του τόνο. Συνέχισε σκοντάφτοντας, αγκομαχώντας και βογκώντας μέχρι που σιχάθηκε τελικά τον εαυτό του, έπνιξε τον πανικό του και σταμάτησε για να ανακτήσει τον αυτοέλεγχο του και να εκτιμήσει την κατάσταση. Ο πανικός του ήταν αδικαιολόγητος. Όσες φορές κι αν κοίταξε πίσω, δεν είδε να τον καταδιώκουν. Η ίδια η φυλακή είχε εξαφανιστεί στο βάθος σαν κακό όνειρο. Χτισμένες σ' ένα μεγάλο φυσικό κοίλωμα του εδάφους, οι φυλακές του Λόνγκμουρ ήταν ένα πέτρινο τερατούργημα μεγάλο σαν χωριό, που μόλις το διέκριναν οι χιλιάδες πεζοπόροι και τουρίστες που περιφέρονταν στους χερσότοπους κάθε καλοκαίρι. Τη μια στιγμή περπατούσαν μονάχα με κοντό κιτρινισμένο χορτάρι και ωχρούς βράχους γρανίτη για συντροφιά· και την επόμενη στιγμή έβλεπαν κάτω χαμηλά τον πελώριο σκούρο γκρι όγκο μέσα σ' έναν κρατήρα. Συχνά, μόνο οι επικλινείς σκεπές και οι καμινάδες προεξείχαν από την ομίχλη, λες και ολόκληρη η φυλακή βυθιζόταν μέσα σε μια λίμνη βρόμικου γάλατος. Τώρα, που η φυλακή είχε εξαφανιστεί και γύρω του υπήρχε μονάχα ο ηλιόλουστος χερσότοπος, ο Έιβερι ένιωσε τον πανικό του να κουρελιάζεται και να διασκορπίζεται από το αναζωογονητικό αεράκι. Τη θέση του πήραν ξαφνικά το γέλιο και η χαρά που ήταν ελεύθερος. Του ερχόταν ν' αρχίσει να χορεύει στις πλαγιές με τα χέρια απλωμένα, μέχρι να ζαλιστεί. Σε αντίθεση με τους προδρόμους του, δεν είχε καμιά πρόθεση να σταματήσει αυτοκίνητο ούτε να πλησιάσει σε δρόμο όσο περνούσε απ' το χέρι του. Θα σκεφτόταν να κλέψει ένα αμάξι, αλλά ήταν κατ' εξακολούθηση δολοφόνος, όχι κλεφτρόνι αυτοκινήτων, και δεν είχε ιδέα πώς να βάλει μπρος ένα αμάξι ενώνοντας καλώδια. Ούτε καν πώς να το διαρρήξει, εκτός κι αν έσπαγε με τούβλο το παράθυρο. Για πρώτη φορά μέσα σε δεκαοχτώ χρόνια, ο Έιβερι λυπήθηκε που ήταν απομονωμένος από τους άλλους κρατούμενους. Θα μπορούσε να είχε μάθει ένα σωρό πράγματα. Πολύ αργά τώρα...

196

BELINDA BAUEJI

Ο Έιβερι ευχόταν να μη χρειαζόταν καθόλου αυτοκίνητο. Ήξερε όμως ότι μόλις άρχισε να τρέχει, είχε αρχίσει να τρέχει κι ο χρόνος. Σύντομα το πρόσωπο του θα βρισκόταν στις οθόνες των τηλεοράσεων. Μέχρι αύριο το πρωί θα ήταν πρωτοσέλιδο σ' όλες τις εφημερίδες. Φορούσε το ριγέ μπλε-άσπρο πουκάμισο της φυλακής και σκούρο μπλουτζίν. Ευχήθηκε να είχε κρατήσει τη ζέρσεϊ μπλούζα του, επειδή παρ' όλο που ήταν Ιούνιος, ο ήλιος δεν είχε ζεστάνει ακόμα την ατμόσφαιρα. Ήξερε ότι θα το ευχόταν ακόμα περισσότερο όταν νύχτωνε. Πέρασε δυο πρόβατα που βοσκούσαν στον απέραντο, άσπιλο χορτοτάπητα του χερσότοπου. Κανένα δεν έκανε τον κόπο να τον κοιτάξει. Περπατούσε ήρεμα τώρα· δεν πρόσεχε πού πήγαινε, απλώς ανασυντασσόταν καθώς προχωρούσε. Ο λαιμός του χαλάρωσε και δροσίστηκε αρκετά ώστε να εκτιμήσει ο Έιβερι τον καθαρό αέρα που δε μύριζε σημερινό φαγητό ή χτεσινές κάλτσες. Ήταν μεθυστική αίσθηση και παραπατούσε λίγο καθώς ρουφούσε τον αέρα στα πνευμόνια του και τον ένιωθε να διώχνει τις αναθυμιάσεις της φυλακής ακόμα και από τα ακροδάχτυλά του. Καθώς δεν είχε καμιά φλογερή επιθυμία να αποδράσει μέχρι που έλαβε τη φωτογραφία που του έστειλε ο ΣΛ, ο Έιβερι είχε μονάχα μια αμυδρή ιδέα της έκτασης που έπρεπε να διασχίσει. Ήξερε, για παράδειγμα, ότι οι περιοχές νότια και ανατολικά του Ντάρτμουρ ήταν διάσπαρτες με χωριουδάκια κι ορισμένα δεν ήταν παρά μια χούφτα σπίτια γύρω από ένα γραμματοκιβώτιο ή μια στάση λεωφορείου. Ήξερε, επίσης, ότι οι περιοχές βόρεια και δυτικά του χερσότοπου ήταν ακόμα λιγότερο κατοικημένες. Επιπλέον, ήξερε μονάχα ότι κάπου ανάμεσα σ' αυτόν και τη βόρεια άκρη του Ντάρτμουρ μεσολαβούσαν χιλιόμετρα ερημιάς και εχθρικού εδάφους, όπου τα βράχια εναλλάσσονταν με τους βάλτους. Σε συνδυασμό με τον απρόβλεπτο καιρό, δεν ήταν διόλου παράξενο που οι περισσότεροι δραπέτες επέλεγαν την εύκολη λύση των δρόμων· αυξάνονταν οι πιθανότητες να τους πιάσουν, αλλά μειώνονταν οι πιθανότητες να πεθάνουν.

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

197

Τώρα όμως που είχε πηδήξει τον τοίχο της φυλακής, ο Έιβερι δεν είχε να χάσει τίποτα και είχε να κερδίσει τα πάντα αν απέφευγε τη σύλληψη. Όλα είχαν αλλάξει. Αν τον έπιαναν τώρα, θα έχανε δεκαοχτώ χρόνων πόντους υποδειγματικού κρατούμενου. Οι πιθανότητές του να αποφυλακιστεί υπό όρους είχαν μηδενιστεί και θα μαράζωνε είκοσι πέντε ή ίσως και τριάντα χρόνια σε κάποια φυλακή όπως το Χίβιτρι, όπου είχε περάσει τα πρώτα δεκάξι χρόνια της ποινής του μέσα στο φόβο και τη βρόμα. Καλύτερα να πέθαινε παρά να γυρνούσε εκεί. Ξαφνικά συνειδητοποίησε με ένα μικρό σοκ ότι αυτή ήταν η πραγματικότητα και το σοκ έγινε μια ευχάριστη σιγουριά. Τον τόνωνε ψυχικά το γεγονός ότι είχε μόνο μία επιλογή. Καθάριζε το μυαλό του. «Ωραίο πρωί!» Γύρισε και είδε ένα μεσόκοπο άντρα και μια γυναίκα, που υπέθεσε ότι θα ήταν η σύζυγός του, μόλις λίγα μέτρα μακριά. Και οι δυο είχαν τηλεσκοπικά μπατόν πεζοπορίας, μικρά σακίδια και θήκες με χάρτες. Και οι δυο φορούσαν χακί σορτσάκια και είχαν ζαρωμένα απ' τον ήλιο πόδια -του άντρα αδύνατα και τριχωτά, της γυναίκας παρέμεναν πεισματικά στρουμπουλά. Ευτυχώς που είχε σταματήσει την ξέφρενη τρεχάλα του, γιατί σίγουρα θα αντιλαμβάνονταν ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. «Ναι», συμφώνησε, κουνώντας το κεφάλι του. «Θα βγάλει ζέστη». «Ναι», είπε ξανά, νιώθοντας ότι θα έπρεπε να συμβάλει περισσότερο στη συζήτηση, όμως δεν ήξερε πώς. «Πηγαίνουμε στο Γκρέιτ Μις». Ο Έιβερι πρόσεξε ότι τα μάτια του άντρα τον σάρωναν τώρα απ' την κορφή ως τα νύχια των μαύρων παπουτσιών της φυλακής· έψαχνε κάτι που να μαρτυρούσε πως ήταν πεζοπόρος, όμως δεν έβρισκε τίποτα και άρχιζε να τον υποπτεύεται. Ο Έιβερι χάρηκε για μια στιγμή που είχε ξεφορτωθεί την μπλούζα τούτο σκούρο γκρι με τη χαρακτηριστική μπλε ρίγα στην πλέξη θα τον είχε προδώσει αμέσως. «Εσείς;» συνέχισε ο άντρας με νόημα.

198

BELINDA BA U EJI

To πρόσφατα εξασκημένο μυαλό του Έιβερι πήρε ευτυχώς γρήγορα στροφές. «Α, δεν κάνω πεζοπορία», είπε με τόνο που ίσως να τους έκανε να νιώσουν ανόητοι που σκέφτηκαν κάτι τέτοιο. «Είπα απλώς να ξεπιαστώ λίγο. Πηγαίνω σε μια δουλειά στο Τάβιστοκ και σκέφτηκα να εκμεταλλευτώ...» Άπλωσε το χέρι του κι έδειξε τριγύρω, «...όλα αυτά. Το αμάξι μου είναι πίσω από κείνο το ύψωμα». Κοίταξαν και οι δυο το ύψωμα, μετά έστρεψαν πάλι τα μάτια τους σ' αυτόν κι εκείνος τους χάρισε το ιδιαίτερο χαμόγελό του. Ο άντρας δεν του το ανταπέδωσε, αν και έγνεψε καταφατικά, αλλά η γυναίκα του γοητεύτηκε και έσκασε ένα χαρούμενο χαμόγελο. «Αχ, ναι, δε λέει να 'ναι κανείς κλεισμένος μέσα σε αυτοκίνητο ή γραφείο τέτοια ωραία μέρα». Όλοι έγνεψαν καταφατικά τότε, βρίσκοντας επιτέλους κάτι κοινό από κάθε άποψη. Η σύζυγος σκούντησε χαρούμενα τον άντρα της με το μπατόν της. «Έλα, πάμε!» Ο άντρας χαμογέλασε και κοίταξε τον Έιβερι ανασηκώνοντας τα φρύδια του προτού αρχίσει να περπατάει ξανά. «Καλό περίπατο», τους φώναξε κι εκείνοι γύρισαν και του κούνησαν το χέρι. Ο Έιβερι αναστέναξε ανακουφισμένος. Θα μπορούσε να είχε εξελιχτεί δυσάρεστα η κατάσταση και -κυρίως- να του φάει χρόνο. Ήξερε ότι δεν είχε καιρό για χάσιμο. Υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να κάνει -πράγματα που ευχόταν να μην ήταν αναγκασμένος να κάνει. Ευχόταν να μπορούσε απλώς να τραβήξει βόρεια και να συνεχίσει να προχωρά, αλλά παρά τον αρχικό πανικό του που ήταν ελεύθερος, ο Έιβερι είχε ήδη καταστρώσει ένα σχέδιο και τώρα αρκούσε μονάχα να το εφαρμόσει. Έπρεπε να δώσει στον εαυτό του όσο το δυνατόν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.

ΜΑΎΡΟ

ΧΏΜΑ

199

Έπρεπε να αξιοποιήσει στο έπακρο το διάστημα που ήταν φυγάς. Έπρεπε να στείλει μια καρτ ποστάλ. Ο Έιβερι περπάτησε τρεις ώρες μέχρι να δει το χωριό και τότε πια είχε αρχίσει να τρέμει από το κρύο. Ο ήλιος που είχε χαιρετήσει την ελευθερία του ήταν τώρα ένας ευδιάκριτος, χλομός δίσκος σε έναν ασπριδερό, θολό ουρανό. Δεν ήταν κανονικό χωριό και δεν έμαθε το όνομά του, γιατί δεν το πλησίασε απ' το δρόμο. Προχώρησε περιμετρικά πάνω από τα είκοσι περίπου σπίτια, μέχρι που είδε το μαγαζί. Τότε κατέβηκε ανάμεσα στα σπίτια για να φτάσει εκεί. Το μαγαζί ήταν μικροσκοπικό -απλώς το μπροστινό δωμάτιο ενός μικρού διώροφου σπιτιού με δύο δωμάτια πάνω, δύο δωμάτια κάτω, φουσκωμένους τοίχους και ημιδιαφανή τζάμια στα παράθυρα. Ένα σταντ της Γουέστερν Μόρνινγκ Νιουζτον έκανε ξαφνικά να νιώσει σαν να τον ρούφηξε πίσω ο χρόνος. Ο τίτλος της εφημερίδας έλεγε: Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΜΙΛΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ ΤΟ ΠΛΙΜΟΥΘ. Τους καημένους! σκέφτηκε ο Έιβερι. Έξω από το μαγαζί στεκόταν ένα ετοιμόρροπο περιστρεφόμενο σταντ με κιτρινισμένες καρτ ποστάλ. Οι περισσότερες έδειχναν το Ντάρτμουρ ή πρόβατα ή ωραία σπιτάκια πνιγμένα στις τριανταφυλλιές, αλλά μια θήκη είχε κάμποσα αντίγραφα της ίδιας κάρτας, που έδειχνε το Έξμουρ καλυμμένο από μαβιά ρείκια. Η καρδιά του Έιβερι σφίχτηκε από ενθουσιασμό. Πήρε και τις έξι κάρτες από το σταντ και τις έχωσε στην πίσω τσέπη του. Ύστερα πήρε άλλη μια κάρτα με ένα πρόβατο του Ντάρτμουρ και μπήκε μέσα. Παρ' όλο που είχε συννεφιάσει έξω, του πήρε μια στιγμή μέχρι να προσαρμοστούν τα μάπα του στο μισοσκόταδο του μαγαζιού. Στον έναν τοίχο υπήρχε ένα κρεμαστό σταντ με εφημερίδες, στον άλλο ράφια με διάφορα προϊόντα και ανάμεσά τους ένας καταψύκτης με παγωτά. Ο Έιβερι είδε ότι τα ράφια ήταν γεμάτα με μια εκπληκτική ποικιλία προϊόντων -καθαριστικά

200

BELINDA BA U EJI

σπρέι, χαρτιά τουαλέτας, σκυλοτροφές, σοκολάτες, κονσέρβες κάρι, καρφιά, χάνζαπλαστ, Κόκα Κόλα, βούρτσες καθαρισμού... Ρίχνοντας μια ματιά στον καταψύκτη με τα παγωτά, είδε ότι το μεγαλύτερο μέρος του το είχαν καταλάβει σακουλάκια κατεψυγμένου αρακά και τυποποιημένες μερίδες κοτόπουλου. Στη γωνιά που απέμενε αναγνώρισε μια γρανίτα Ζουμ, αλλά τίποτε άλλο. Είδε ένα μικρό πάγκο και μια παμπάλαιη ταμιακή μηχανή, αλλά από πίσω δεν καθόταν κανείς -οπότε ο Έιβερι άνοιξε ένα πλαστικό μπουκάλι νερού και κατέβασε κάμποσες γουλιές. Στον πάγκο υπήρχε ένα κουτί για φιλανθρωπικές εισφορές -RNLI. Ναυαγοσωστικές Λέμβοι. Στο Ντάρτμουρ; Ποιος έδινε δεκάρα; Το κούνησε λίγο και σχεδόν χαμογέλασε: προφανώς, κανείς. «Γεια σας» Μια ψηλή, αδύνατη κοπελίτσα γύρω στα δεκαπέντε τρύπωσε στο δωμάτιο και κάθισε βαριά σε μια καρέκλα κουζίνας πίσω από τον πάγκο. «Γεια», είπε εκείνος. «Έχετε καρτ ποστάλ του Έξμουρ;» «Οι καρτ ποστάλ είναι έξω». «Ναι, το ξέρω. Κοίταξα. Αλλά δεν είδα καμία του Έξμουρ». Η κοπέλα τον κοίταξε ανέκφραστα. «Εδώ είναι το Ντάρτμουρ». «Το ξέρω. Αλλά θέλω καρτ ποστάλ του Έξμουρ». Η κοπέλα κάρφωσε το βλέμμα της στην πόρτα λες και περίμενε να φτάσει κάποια καρτ ποστάλ του Έξμουρ από στιγμή σε στιγμή. «Δεν έχουμε;» Ο Έιβερι πήρε μερικές σταθερές ανάσες. Ψυχραιμία. Υπομονή. Ήταν πολύτιμα μαθήματα. «Όχι». Η μικρή έκανε δυσανασχετώντας ένα «τς-τς» και πετάχτηκε όρθια. Ο Έιβερι είδε ότι φορούσε ένα θεόστενο τζιν και ότι τα πόδια της ήταν τα πιο αδύνατα που είχε δει στη ζωή του. Φορούσε και κάτι χαζά παπούτσια μπαλέτου. Πέρασε καμπουριάζοντας από δίπλα του χωρίς να του ρίξει ούτε μια ματιά και βγήκε έξω.

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

201

Βάλθηκε να στριφογυρίζει το σταντ κι αυτό έτριζε καθώς γυρνούσε στο σκουριασμένο του άξονα. Ο Έιβερι είχε βγει και την παρακολουθούσε· την έβλεπε να κοιτάζει συνοφρυωμένη τις κάρτες με τα ελαφρώς γουρλωμένα γαλανά μάτια της, μασώντας μια ατημέλητη τούφα από τα μουντά καστανά μαλλιά της. Ήταν πολύ μεγάλη γι' αυτόν. Η αθωότητά της είχε χαθεί ή ήταν καλά κρυμμένη πίσω από τη βαριεστιμάρα ή την ηλιθιότητά της. Τη μίσησε περισσότερο γι' αυτό, βλέποντάς τη να στέκεται με το χέρι στη μέση και να κοιτάζει τις καρτ ποστάλ που αυτός είχε ήδη κοιτάξει. «Δε βλέπω καμία», του είπε τελικά. «Ναι», συμφώνησε εκείνος. «Λυπάμαι». Δεν έδειχνε να λυπάται. Του Έιβερι πολύ θα του άρεσε να την κάνει να λυπηθεί -θα ήταν τόσο εύκολο-, αλλά δεν ήθελε να χαραμίσει το χρόνο του. Την ακολούθησε πάλι μέσα. «Μπορείτε να δείτε αν έχετε καμία σε στοκ;» «Δε νομίζω να έχουμε». «Μπορείτε να κοιτάξετε;» Εκείνη τίναξε τα μαλλιά της αντί για απάντηση. Ο Έιβερι επιστράτευσε τα αποθέματα της αυτοκυριαρχίας του. «Σας παρακαλώ...» Η κοπέλα άφησε ένα σιγανό επιφώνημα εκνευρισμού και σέρνοντας τα πόδια της, εξαφανίστηκε πάλι από την εσωτερική πόρτα. Την άκουσε να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει ξύλινα σκαλιά, με εκπληκτικά βαριά βήματα για τόσο αδύνατο κορίτσι. Του έδειχνε τη δυσαρέσκειά της. Ο Έιβερι χαμογέλασε, ύστερα έσκυψε πάνω από τον πάγκο και πάτησε το πλήκτρο που άνοιγε τη βρόμικη, παλιά ταμιακή μηχανή που ήταν περισσότερο σαν φανταχτερός κουμπαράς. Υπήρχαν εξήντα λίρες σε χαρτονομίσματα των δέκα· ο Έιβερι πήρε τα τρία και λίγα κέρματα της μιας λίρας. Την τελευταία φορά που είχε πάει σε μαγαζί υπήρχαν ακόμα λιγδιάρικα πράσινα χαρτονομίσματα της μιας λίρας. Πρόσεξε μια ανοιχτή πράσινη πλεχτή ζακέτα ριγμένη στην πλάτη της καρέκλας και την έχωσε σε μια πλαστική σακούλα.

202

BELINDA BA U EJI

Γέμισε την υπόλοιπη σακούλα με παστάκια Μίστερ Κίπλινγκ, φιστίκια, δύο συσκευασμένα σάντουιτς με τυρί και ντομάτα, κι άλλο ένα μπουκάλι νερό, και μετά πήγε στην πόρτα και την άφησε στο πεζοδρόμιο σε σημείο που να μη φαίνεται από μέσα. Ύστερα πήρε ένα μασημένο στυλό Μπικ από τον πάγκο και έγραψε κάτι στη μία από τις καρτ ποστάλ του Έξμουρ. Ακουσε το κορίτσι να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει πάλι τα σκαλιά με βαριά βήματα και ξανάβαλε την κάρτα του Έξμουρ στην τσέπη του πάνω που εμφανίστηκε εκείνη. «Δεν έχουμε». «Α, καλά, τότε θα πάρω αυτή εδώ, παρακαλώ. Και ένα γραμματόσημο». Το κορίτσι τον εξυπηρέτησε μουτρωμένα κι αυτός πλήρωσε την κάρτα με το πρόβατο με ένα κέρμα της μιας λίρας και έβαλε τα ρέστα στο κουτί του RNLI. Έξω, ετοιμάστηκε να γλείψει το γραμματόσημο, αλλά διαπίστωσε ότι κολλούσε ήδη. Θα έπρεπε να προσαρμοστεί σ' αυτόν το νεωτερισμό. Καθώς έριχνε την καρτ ποστάλ του Έξμουρ στο γραμματοκιβώτιο, πρόσεξε ότι η συλλογή των γραμμάτων γινόταν μόλις σε μισή ώρα. Ο Έιβερι δεν ήταν τρελός- ήξερε ότι αυτό δε σήμαινε πως ο Θεός ήταν με το μέρος του. Αλλά ήξερε, επίσης, ότι σήμαινε πως ο Θεός δεν έδινε δεκάρα, έτσι κι αλλιώς. Όταν βρέθηκε σε μια λογική απόσταση από το χωριό, κάθισε κάτω στο κατεστραμμένο απ' τα πρόβατα χορτάρι, έφαγε τρεις τάρτες κεράσι και ήπιε ένα τρίτο του λίτρου νερό. Η ζάχαρη διαχύθηκε στο αίμα του και του έδωσε δύναμη και αυτοπεποίθηση. Ο ήλιος βγήκε από τοά σύννεφα και τον ζέστανε κι αυτός ξάπλωσε και τεντώθηκε σαν γάτα σε στέγη γκαράζ. Ανασήκωσε τον ένα γοφό του, πήρε μία από τις υπόλοιπες καρτ ποστάλ του Έξμουρ από την πίσω τσέπη του και ξεκούμπωσε το τζιν του. * * *

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

203

Είκοσι λεπτά αργότερα, ο Έιβερι σηκώθηκε και συγκεντρώθηκε πάλι στο περιβάλλον. Δε στάθηκε ούτε λεπτό για να προσανατολιστεί. Δε χρειαζόταν. Αισθανόταν σαν να τον τραβούσε η μοίρα από το πουκάμισο και αρκούσε απλώς να την ακολουθήσει. Με τον ήλιο να του ζεσταίνει τώρα την πλάτη, ο Άρνολντ Έιβερι, κατ' εξακολούθηση δολοφόνος, επιτάχυνε το βήμα του και τράβηξε προς το βορρά.

30 Λόγω του περιβολιού, ο Στίβεν άργησε στο σχολείο και έτσι δεν είδε τον Λούις πριν χτυπήσει το κουδούνι. Δεν είχαν τα ίδια μαθήματα και μετά, στο μεσημεριανό διάλειμμα, ο Λούις δεν εμφανίστηκε στην πόρτα του γυμναστηρίου όπου συναντιόντουσαν πάντα. Ο Στίβεν μαζεύτηκε σε ένα σημείο που έκοβε ο άνεμος και έφαγε το σάντουιτς με τυρί και πάστα ψαριού μόνος του, χωρίς να ξέρει αν έπρεπε να περιμένει τον Λούις ή να πάει να τον βρει. Και τα δυο τού φαίνονταν αξιοκαταφρόνητα και τίποτα δεν του έδινε μια ιδέα πώς να φερθεί μόλις βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Λούις. Η μητέρα του του είχε βάλει μια σοκολάτα Μαρς στο καλαθάκι του φαγητού· αληθινή Μαρς -όχι καμιά υποδεέστερη απομίμηση- και οποιαδήποτε άλλη μέρα ο Στίβεν θα ενθουσιαζόταν. Η σοκολάτα Μαρς σήμαινε ότι η μητέρα του ήταν ευτυχισμένη. Βέβαια, ο θείος Τζουντ ήταν που την έκανε ευτυχισμένη, όχι αυτός, αλλά όλοι τους θα επωφελούνταν. Ο Λούις δεν ήταν εκεί να θαυμάσει τη σοκολάτα Μαρς και αυτό ελάττωνε κάπως την αίγλη της. Παρ' όλα αυτά, ο Στίβεν την έφαγε, εκτιμώντας τη θετική πλευρά του πράγματος -ο Λούις μπορεί να μην ήταν εκεί να θαυμάσει τη σοκολάτα Μαρς, αλλά τουλάχιστον έτσι δε θα του έτρωγε τη μισή. Όταν όμως χάθηκε απ' το στόμα του η γλύκα της πηχτής καραμέλας, η πίκρα μιας προδομένης φιλίας παρέμεινε.

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

205

* * *

Είδε τον Λούις στο τέλος των μαθημάτων, να σπρώχνει βιαστικά άλλα παιδιά για να περάσει μέσα απ' το πλήθος τις πύλες του σχολείου και να κοιτάζει γύρω του ανήσυχα λες και τον καταδίωκαν. Ο Στίβεν χώθηκε πίσω από τους σκουπιδοτενεκέδες της καντίνας και στάθηκε εκεί, με το βλέμμα καρφωμένο στα φτηνά καινούρια αθλητικά του, που είχαν ήδη τριφτεί και διαλύονταν λόγω κακής κατασκευής σε συνδυασμό με παιδική υπερδραστηριότητα. Ήξερε ότι ο Λούις είχε το νου του μην τον δει και ότι ήλπιζε να μην τον πετύχει στο δρόμο για το σπίτι. Ο Στίβεν ακόμα δεν ήξερε π να πει στον Λούις, οπότε τον άφησε να προπορευτεί αρκετά και μετά πήγε σπίτι με τόσο αργό ρυθμό που η Λέτι τον υποδέχτηκε με σφιγμένα χείλη, για πρώτη φορά εδώ και μέρες. «Αργησες». «Κάθισα να βοηθήσω τον κύριο Έντουαρντς να βάλει στη θέση τους τα πράγματα του γυμναστηρίου. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και έπρεπε να πάει στο γραφείο να πάρει το κλειδί». Ο Στίβεν είχε σκεφτεί το ψέμα στον ατελείωτο δρόμο για το σπίτι. Ακούστηκε εντάξει βγαίνοντας απ' το στόμα του και η Λέτι το δέχτηκε και χαλάρωσε τα χείλη της, μα η γιαγιά τού έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα κι αυτός ένιωσε τ' αυτιά του να κοκκινίζουν. Παρ' όλα αυτά, εκείνη δεν είπε τίποτα και ο θείος Τζουντ ήρθε κάτω, σφυρίζοντας το «Έχει έναν πράσινο λόφο πέρα μακριά» που ήταν το αγαπημένο της, οπότε το τσάι εκτυλίχθηκε χωρίς περαιτέρω επεισόδια μέχρι που ο θείος Τζουντ είπε: «Είδες το περιβόλι;» Ο Στίβεν έγνεψε αόριστα, αλλά δεν τον κοίταξε. «Έχεις ιδέα τι έγινε;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και έβαλε μαργαρίνη σ' ένα κομμάτι ψωμί, ελπίζοντας ότι με τη σιωπή του γινόταν λιγότερο κακό το ψέμα του. Ο θείος Τζουντ ανασήκωσε τους ώμους του και αναστέναξε.

206

BELINDA BA U EJI

«Μπορούμε να ξαναστήσουμε τα φασόλια, αλλά θα χάσουμε πολλά από τα καρότα και τις πατάτες». Ο Στίβεν έγνεψε καταφατικά. «Το κάνουμε μετά το τσάι, αν θέλεις». Έγνεψε καταφατικά με μεγαλύτερη ζωηράδα. Ήταν ένα ωραίο, ζεστό απόγευμα και του άρεσε η ιδέα να επιδιορθώσουν τη ζημιά. Φοβόταν ότι ο θείος Τζουντ θα έχανε το ενδιαφέρον του· ότι το περιβόλι ήταν κάτι που έγινε μια φορά και τώρα είχε λήξει. «Αναρωτιόμουν αν θα ήθελε να μας βοηθήσει ο φίλος σου». «Ποιος;» είπε επιφυλακτικά ο Στίβεν. «Αυτός που είναι όλο λόγια και από πράξεις τίποτα». Ο Στίβεν κοκκίνισε αναγνωρίζοντας τον Λούις και ένιωσε ότι του έρχονταν γέλια, μα αμέσως τα έπνιξαν οι ενοχές του και ένα ξαφνικό άγχος στη σκέψη ότι θα ξανάβλεπε τον καλύτερο του φίλο. «Γιατί δεν πας να τον ρωτήσεις;» Ο θείος Τζουντ τον περιεργαζόταν τώρα με προσοχή. Ο Στίβεν τον είδε να ανταλλάσσει μια φευγαλέα ματιά με τη μητέρα του. Ο θείος Τζουντ ήξερε τι είχε γίνει. Το είχε καταλάβει -με κάποιο τρόπο. Ο Στίβεν κοίταξε τις ψαροκροκέτες του. «Δε νομίζω να ήθελε. Δεν του αρέσει το σκάψιμο». Κράτησε την ανάσα του, περιμένοντας ότι ο θείος Τζουντ θα τον ανάγκαζε να πάει, ή θα του έφερνε αντίρρηση, ή θα ξεμπρόστιαζε τον Λούις. Όμως δεν το έκανε. «Μόνο οι δυο μας τότε», είπε τελικά και ο Στίβεν τον κοίταξε στα μάτια για πρώτη φορά σήμερα και χαμογέλασε.

31 Ο Άρνολντ Έιβερι είχε πάρει τη σωστή κατεύθυνση, αλλά έκανε λάθος ως προς την πίεση του χρόνου. Επειδή ο διευθυντής ήθελε να κρατήσει ψηλά το ηθικό. Όταν είδε ότι ο Έιβερι δεν είχε συλληφθεί μέχρι τις πέντε το απόγευμα, ο διευθυντής μπήκε στη δύο χρονών Μερσέντες Κομπρέσορ του και έκανε προσωπικά περιπολία στους χερσότοπους με το ψιλοβρόχι, σίγουρος πως ήταν απλώς θέμα χρόνου και κινήτρου να εντοπιστεί ο Έιβερι. Και ο ίδιος είχε ισχυρότατο κίνητρο. Κάθε ώρα που ο Έιβερι παρέμενε ελεύθερος επιβαρυνόταν η θέση του, επειδή δεν είχε ειδοποιήσει την αστυνομία. Και κάθε ώρα που δεν ειδοποιούσε την αστυνομία εντεινόταν η απελπισία του να ξαναφέρει τον Έιβερι στη φυλακή χωρίς να πάρει κανείς χαμπάρι την απουσία του. Όταν νύχτωσε κι ακόμα δεν είχε συλληφθεί ο Έιβερι, η ταραχή του διευθυντή που δεν είχε ειδοποιήσει εγκαίρως την αστυνομία έγινε ένα κακό προαίσθημα που τον έκανε να τινάζεται νευρικά. Λίγο αργότερα, τον έπιασε τυφλός πανικός. Σ' αυτή την κατάσταση, πόνταρε ολόκληρο το μέλλον του στο να συλληφθεί ο Έιβερι μέχρι το πρωί. Κι όταν δε συνέβη κάτι τέτοιο, ο παραλυμένος από το άγχος και μελλοντικός άνεργος διευθυντής ειδοποίησε την αστυνομία στις 7.09 π.μ. -σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες αφότου πήδηξε ο Έιβερι από τον τοίχο της φυλακής.

32 Στο δεκαεξάχρονο στρατιώτη Γκάρι Λάμσντεν δεν άρεσε ο στρατός, αλλά -όπως και στον πατέρα του- του άρεσαν τα όπλα. Η διαφορά, σκέφτηκε ο Λάμσντεν, ήταν ότι ο πατέρας του δεν είχε ποτέ στην κατοχή του όπλο απειλητικό όπως το SA80A2, με γεμιστήρα για τριάντα βολές, ακρίβεια βολής σε βεληνεκές 400 μέτρων και αρχική ταχύτητα βλήματος που πλησίαζε το ένα χιλιόμετρο το δευτερόλεπτο. Όχι, βέβαια, ότι ο πατέρας του θα έδινε δεκάρα για τις τεχνικές λεπτομέρειες, σκέφτηκε ο Λάμσντεν· ο Μέισον Ντινγκλ θα ήθελε να ξέρει μονάχα πόσο φτηνό ήταν και αν μπορούσε να ανιχνευτεί. Αλλά ο Γκάρι Λάμσντεν αγαπούσε τις τεχνικές λεπτομέρειες. Φυσικά, ευχόταν να είχε το SA80A2 mo εντυπωσιακό όνομα, όπως Κολτ 45 ή Ούζι. Όμως οι τεχνικές λεπτομέρειες ήταν που τον έκαναν να του τρέχουν τα σάλια τις δεκατρείς βδομάδες που κράτησε η εξαντλητική βασική του εκπαίδευση, που καθήλωνε τις γροθιές του στα πλευρά του ενώ ο ανθυπολοχαγός Μπρίγκστοκ -άρτι αποφοιτήσας από το Σάντχερστ- τον έτρεχε πάνω κάτω λες κι ήταν ο μισητός μεγαλύτερος αδερφός του. To SA80 τού είχε γίνει εμμονή. Στη διάρκεια των ασκήσεων το βλέμμα του γυρνούσε, ενώ δεν επιτρεπόταν, για να κοιτάξει τους άλλους φαντάρους που κουβαλούσαν τα όπλα τους και περισσότερο ένιωθε παρά άκουγε τα πνιχτά μεταλλικά κλικ και τους οξείς ήχους ολίσθησης των καλοσυντηρη μένων όπλων.

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

209

Καθώς κρεμόταν, με τα μπράτσα να τον πεθαίνουν στον πόνο, πάνω από λάκκους γεμάτους λάσπη στο στίβο μάχης, τα αυτιά του ήταν συντονισμένα με τις εκπυρσοκροτήσεις στο διπλανό πεδίο βολής. Τα βράδια, ενώ ο άντρας στην κουκέτα κάτω απ' τη δική του έκανε και τις δυο να τρέμουν στο ρυθμό φαντασιακού σεξ, ο Γκάρι Λάμσντεν ριγούσε με έξαψη στη σκέψη ότι έσφιγγε ένα SA80 στο αριστερό του χέρι, ενώ ο δεξιός δείκτης του έπαιζε με μια φανταστική σκανδάλη. Και τώρα, που κρατούσε επιτέλους το μεσουράνημα όλων αυτών των τεχνικών λεπτομερειών, ψυχρό και βαρύ στα χέρια του, ο στρατιώτης Γκάρι Λάμσντεν μετά βίας συγκρατιόταν να μη σηκωθεί, να κάνει μεταβολή στη φτέρνα του και να ραντίσει τους συστρατιώτες του με σφαίρες υψηλού διαμετρήματος σε ρυθμό 700 βολών το λεπτό -μόνο και μόνο για να δει πώς θα ήταν. Λαχταρούσε να νιώσει το όπλο να θερμαίνεται στις παλάμες του, να φτύνει φωτιά από τα δάχτυλά του, να αντηχεί στα αυτιά του, να φονεύει εξ αποστάσεως. Αντί για όλα αυτά, ο στρατιώτης Λάμσντεν πήρε μια ανάσα από το στόμα, μόλις έφτασε η στιγμή της αλήθειας. Αισθανόταν το SA80 σαν ένα ακόμα μέλος του κορμιού του. Τους είχαν χωρίσει στη γέννα και τώρα είχαν γίνει πάλι ένα. Το είχε καθαρίσει και ξεμοντάρει, μετά το καθάρισε, το συναρμολόγησε και το καθάρισε ξανά. Μπορούσε να το κάνει με κλειστά μάτια. Αν φροντίζεις το όπλο σου, θα σε φροντίζει κι αυτό. Με αυτή τη λογική, το όπλο του στρατιώτη Λάμσντεν θα έπρεπε να του παίρνει πίπα κάθε πρωί κι ύστερα να του μαγειρεύει αυγά με μπέικον. Αλλά τώρα -επιτέλους- είχε έρθει η σειρά του όπλου του να τον ξεπληρώσει. Ελέγχοντας την έξαψή του, ο στρατιώτης Λάμσντεν ζωγράφισε μια βούλα σε μια κάρτα σκοποβολής που δεν είχε καν ανθρώπινο σχήμα -ήταν μόνο πέντε στόχοι σε μια σελίδα. Σκέτη μαλακία. Παρ' όλα αυτά, συγκεντρώθηκε, χαλάρωσε, ξεφύσηξε ήρεμα, πάτησε με στοργή τη σκανδάλη, η βολή κλότσησε τον ώμο

210

BELINDA BA U EJI

του και η κάρτα τρεμούλιασε προς στιγμήν, σημάδι ότι την είχε πετύχει. «Μπράβο, Λάμσντεν!» Ο Λάμσντεν δεν άκουσε τον Μπρίγκστοκ. Ο πυροβολισμός τον είχε πλημμυρίσει με μια έντονη ηδονή που τον έκανε να μορφάσει. Χρειάστηκε να δαγκώσει το χείλι του για να μην αναστενάξει. Ποτέ του δεν είχε φανταστεί ότι το όπλο του θα του έκανε τόσο καλό. Μέσα στην έξαψη, σκέφτηκε τον πατέρα του. Ο πατέρας του Λάμσντεν είχε το ίδιο DNA μ' αυτόν, αλλά όχι το ίδιο όνομα. Ευτυχώς. Οι υιοί Λάμσντεν είχαν βασανιστεί αρκετά στη ζωή τους, δεν τους χρειαζόταν να φορτωθούν επιπλέον και το όνομα Ντινγκλ. Ο γέρος του ήταν ευέξαπτος κι αυτό μεταφραζόταν σε γρήγορες γροθιές για τον νεαρό Γκάρι και τον αδερφό του, τον Μαρκ. Τα παιδιά δεν παραπονιόντουσαν δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τίποτα διαφορετικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν είχαν φορέσει ποτέ ρούχα που να μην ήταν κλεμμένα από μαγαζιά, δεν είχαν φαγητό στο τραπέζι τους που να αγοράστηκε, ούτε είχαν παιχνίδια που δεν αποκτήθηκαν με κλεμμένα χρήματα. Ούτε η μητέρα τους είχε ουσιαστικά σχέση με τον πατέρα τους. Ήταν μια από τις έξι γυναίκες, στο οικιστικό συγκρότημα Λάπγουινγκ, που είχαν γεννήσει τα παιδιά του -ο πρώτος απόγονος του Μέισον Ντινγκλ είχε έρθει στον κόσμο λίγο πριν απ' τα δέκατα πέμπτα γενέθλιά του. Ο Γκάρι και ο Μαρκ είχαν μια ετεροθαλή αδερφή, με την οποία δεν είχαν καμιά σχέση, και ήξεραν ποιοι ήταν οι ετεροθαλείς αδερφοί τους τόσο επειδή ήταν ευέξαπτοι όσο και από τα αγγελικά γαλανά μάτια που είχαν όλοι τους. Τα οχτώ αγόρια, ηλικίας μεταξύ έξι και δεκαεφτά, τριγύριζαν επιφυλακτικά ο ένας τον άλλο στο συγκρότημα -αντιλαμβάνονταν τον αδύναμο δεσμό που τους ένωνε και τον απεχθάνονταν όλοι τους. Για μεγάλα διαστήματα επικρατούσε μια ανήσυχη ηρεμία, που διακοπτόταν από έντονα και γενικά μικρά ξεσπάσματα βίας. Ο πατέρας τους πήγαινε απ' τη μια οικογένεια στην άλλη, έμενε μόνο όσο γινόταν το δικό του, μετά πή-

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

211

γαινε αλλού και ξανάρχιζε. Δεν είχε προτιμήσεις -με το ζόρι έδινε σημασία στα παιδιά- και δε συνεισέφερε τίποτα πέρα απ' το να προσελκύει τακτικές επισκέψεις της αστυνομίας αργά το βράδυ ή νωρίς το πρωί. Ο Γκάρι Λάμσντεν συνελήφθη πρώτη φορά σε ηλικία εννιά χρονών επειδή έκλεψε ένα σωληνάριο οδοντόπαστας από το μαγαζάκι της γωνίας. Η μητέρα του τον είχε στείλει να πάρει οδοντόπαστα· δεν του έδωσε λεφτά και ο Γκάρι δεν περίμενε να του δώσει. Ο μαγαζάτορας τον κρατούσε απ' την μπλούζα τόσο σφιχτά μέχρι να έρθει η αστυνομία που ο Γκάρι είχε για μέρες κόκκινα σημάδια στις μασχάλες του. Ήξερε ότι δεν είναι σωστό να κλέβεις από μαγαζιά, αλλά μόνο σαν αφηρημένη έννοια. Στο σχολείο δεν ήταν σωστό και στο σπίτι ο μόνος τρόπος που ήξεραν. Η ιδέα να πάει να δουλέψει κάπου, να βγάζει χρήματα και να αγοράζει πράγματα ήταν ξένη· δε γνώριζε κανέναν στην οικογένειά του που έκανε κάτι τέτοιο και θα τους περνούσε για ηλίθιους αν το επιχειρούσαν. Η οδοντόπαστα καθόταν στο μαγαζί· αρκούσε να τη μεταφέρει στο μπάνιο της μητέρας του με όσο πιο λίγη φασαρία γινόταν. Η αστυνομία ήρθε και τον πήγε σπίτι, αντί στο αστυνομικό τμήμα. Ο μπάτσος τον οδήγησε από το περιπολικό στην εξώπορτα με μια ατσάλινη λαβή που φανέρωνε ότι θα ήθελε να κάνει στον Γκάρι πολύ περισσότερα απ' αυτή την άσκοπη γυμναστική. Κάπου μέσα του ο μικρός Γκάρι είχε καταλάβει ότι το θέμα δεν ήταν μόνο ο ίδιος· ότι η κακομεταχείριση από τον αστυνομικό είχε τις ρίζες της σε άλλες, παλιότερες εμπειρίες που ο Γκάρι δε γνώριζε. Αλλά προς το παρόν την πλήρωνε αυτός. Η μητέρα του δεν είχε καταφέρει να επιστρατεύσει την απαιτούμενη νηφαλιότητα για να δείξει έστω και λίγο ενδιαφέρον για το γεγονός ότι ήρθε ένας αστυνομικός στην πόρτα της και --πέρα από την γκρίνια της αργότερα που δεν είχε οδοντόπαστα- η ιστορία έληξε εκεί. Με δεδομένο ότι ο Γκάρι ξαλάφρωνε το μαγαζί της γωνίας από τα φτωχικά εμπορεύματά του από τεσσάρων χρονών, του φάνηκε ότι το τίμημα που είχε πληρώσει με το πρώτο του μπλέξιμο με την αστυνομία ήταν τόσο μικρό που καταντούσε γελοίο.

212

BELINDA BA U EJI

Ο Μέισον Ντινγκλ πότε πότε «πήγαινε ταξίδι», αλλά πάντα γυρνούσε και δεν έδειχνε ποτέ ντροπιασμένος, σωφρονισμένος ή αλλαγμένος από την εμπειρία. Ο Γκάρι με τον Μαρκ δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι θα ακολουθούσαν κάποτε τα βήματά του και θα εξασκούσαν την τέχνη της οικογένειας. Μέχρι που είδαν ένα επεισόδιο του Στην Πρώτη Γραμμή, σε πειρατικό DVD. Τότε άλλαξαν τα πάντα. Ξαφνικά ο Γκάρι και ο Μαρκ Λάμσντεν έγιναν οι καλοί της υπόθεσης -αξιόπιστοι, θαρραλέοι, ευγενείς-, έστω κι αν ήταν μονάχα στο μυαλό τους. Σταμάτησαν να είναι διάσημοι ποδοσφαιριστές και γκάνγκστερ και άρχισαν να είναι στρατιώτες. Δεν ήταν όλα καλά. Στην αρχή, το να κάνουν τους στρατιώτες σήμαινε ότι άφησαν τις λαθραίες κλεψιές και πέρασαν σε φασαριόζικες επιθέσεις, χρησιμοποιώντας απειλές, τακτικές αντιπερισπασμού και σύγχυση για να καλύπτουν τις πράξεις τους. Στρατιωτική στρατηγική, έμαθαν να το αποκαλούν. Υπήρξε ένα σκάλωμα στο παιχνίδι τους όταν βρήκαν ένα μαύρο πιστόλι σε ένα κουτί στην αποθήκη της αυλής. Έγραφε ΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ στη μια πλευρά, με τα γράμματα CZ μέσα σε κύκλο δεξιά κι αριστερά της φράσης. Ήταν βρόμικο, γρατζουνισμένο και το πιο ωραίο πράγμα που είχαν δει ποτέ τους. Για έξι μεθυστικές ώρες, ο Μαρκ και ο Γκάρι Λάμσντεν κρατούσαν όμηρο ο ένας τον άλλο, σκότωναν ο ένας τον άλλο και πίεζαν την κάννη του πιστολιού ο ένας στα μηλίγγια του άλλου αφήνοντας κυκλικές μελανιές, μέσα σε μια έξαψη βίας που έπνιγαν με το ζόρι. Ύστερα τους τσάκωσε ο πατέρας τους με το όπλο και τους μαύρισε και τους δυο στο ξύλο. Ο Μαρκ δεν είχε καμιά φιλοδοξία ούτως ή άλλως και το ξύλο ενταφίασε την όποια του τόλμη σε σχέση με το CZ, αλλά σιγά σιγά -με την ανάμνηση του βαριού πιστολιού στα μικρά του χέρια που παρέμενε πάντα ζωηρή- ο Γκάρι άρχισε να φιλοδοξεί να αποκτήσει όπλο. Ένα μεγάλο όπλο. Ένα όπλο που θα ήταν δικό του. Ένα όπλο που δε θα χρειαζό-

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

213

ταν καν να κλέψει. Ένα όπλο με το οποίο θα μπορούσε -πιθανόννα πυροβολήσει αληθινούς ανθρώπους με ελάχιστες επιπτώσεις. Ο Βρετανικός Στρατός τον καλούσε δυνατά και ο Γκάρι μόνο κουφός δεν ήταν. Μάζευε φυλλάδια, έπαιρνε τηλεφωνικούς αριθμούς που ήταν χωρίς χρέωση· έμαθε ότι χωρίς λευκό ποινικό μητρώο δε θα μπορούσε να καταταγεί και διόρθωσε τη συμπεριφορά του. Για εφτά χρόνια ο Γκάρι Λάμσντεν δε συζητούσε και δεν ονειρευόταν σχεδόν τίποτε άλλο πέρα από το να αποκτήσει όπλο. Κατατάχθηκε στη στρατιωτική σχολή και ήταν το μόνο αγόρι που παρακολουθούσε κάθε βδομάδα, βρέξει χιονίσει. Το μυαλό του, που δεν είχε εξασκηθεί με μαθήματα αγγλικών ή ιστορίας, τα βρήκε ξαφνικά σκούρα με τα σήματα, τους κανονισμούς, τις στρατιωτικές ασκήσεις, το λουστράρισμα των αρβυλών και το σιδέρωμα της στολής. Τα απεχθανόταν όλα, αλλά κάθε γυαλισμένο κουμπί, κάθε ρεβέρ, κάθε προσβολή που του πετούσαν από ζήλια άλλα γαλανομάτικα αγόρια -το καθετί τον έφερνε λίγα δευτερόλεπτα πιο κοντά στο όπλο. Κι όλα όσα είχε περάσει -ο πόνος, η σκληρή δουλειά, ο εξευτελισμός, ο φόβος, η φτώχεια- ένιωσε ξαφνικά ότι όλα τους άξιζαν τον κόπο, όταν πάτησε τη σκανδάλη και τον κυρίευσε η έξαψη, επειδή κρατούσε θάνατο στα χέρια του. Παρ' όλο που είχε περάσει η σειρά του να πυροβολήσει ξανά, ο Γκάρι Λάμσντεν δεν πήρε πιο βολική στάση στο βρεγμένο χορτάρι, όπως οι συνάδελφοι του, ούτε γύρισε να κοιτάξει αυτούς που είχαν αναπτυχθεί σε σχήμα βεντάλιας, να πατούν τη δική τους σκανδάλη. Αντί γι' αυτό, σχεδίασε άλλη μια βούλα στο στόχο του και χαλάρωσε την αναπνοή του. Το δάχτυλο του σφίχτηκε στη σκανδάλη και -με δυσκολία- το τράβηξε εντελώς από κει, από φόβο μήπως πατήσει αυθόρμητα τη σκανδάλη και εκπυρσοκροτήσει το όπλο του χωρίς άδεια, γιατί τότε θα έβρισκε μεγάλο μπελά μόλις γυρνούσαν στο Πλίμουθ. Ευθυγράμμισε το στόχαστρο του με έναν από τους τέσσερις μικρούς στόχους στην κάρτα, ξέροντας ότι μπορούσε να τον πετύχει, και περίμενε με ανυπομονησία να ξανάρθει η σειρά του.

214

BELINDA BAUEJI

Μια εκπυρσοκρότηση, ένας σβουριχτός ήχος και σκόρπια γέλια στα αριστερά του σήμαιναν ότι κάποιος είχε ρίξει τόσο μακριά απ' το στόχο που ήταν άξιος χλευασμού. Ο Γκάρι Λάμσντεν δεν μπήκε στον κόπο να πάρει το βλέμμα από την κάρτα του. Είχε και τα δυο μάτια ανοιχτά -όπως τους είχαν μάθει. Αγνοούσε το αριστερό και χρησιμοποιούσε το δεξί. Κάτι κινήθηκε στο οπτικό πεδίο του θολού ματιού του. Ο Λάμσντεν εστίασε ξανά το βλέμμα του και είδε έναν άντρα να διασχίζει το πεδίο βολής -πολύ πιο πίσω από τους στόχους, ίσως τετρακόσια μέτρα μακριά, με κατεύθυνση προς το βορρά. Ο Λάμσντεν έσμιξε τα φρύδια του, ανασήκωσε ανεπαίσθητα το κεφάλι του και έριξε μια ματιά δεξιά κι αριστερά για να δει αν είχε προσέξει κανείς άλλος τον άντρα. Ο πλησιέστερος συνάδελφος του, ο στρατιώτης Χολ, βρισκόταν είκοσι μέτρα στα δεξιά του, στραμμένος προς το δικό του στόχο, οπότε είχε ελαφρώς γυρισμένη την πλάτη του στον Λάμσντεν. Ο Χολ ήταν μαύρος, που σήμαινε ότι οι μισαλλόδοξοι της διμοιρίας τον έκαναν να υποφέρει. Στα αριστερά του έβλεπε μονάχα τις αρβύλες και τη βρεγμένη στολή παραλλαγής του στρατιώτη Γκόρντον, που ήταν κοκκινομάλλης, οπότε σχεδόν οι πάντες τον έκαναν να υποφέρει. Κανείς τους δεν κοιτούσε προς τον άντρα. Ο Λάμσντεν σήκωσε το SA80 του για να μπορέσει να κοιτάξει τον άντρα από το σκόπευτρο, αλλά και πάλι ήταν πολύ μακριά. Ο άντρας περπατούσε, αλλά δεν έμοιαζε με πεζοπόρο. Ο Λάμσντεν δεν έβλεπε μπατόν ούτε σακίδιο. Αντί γι' αυτά, ο άντρας κουβαλούσε μια σακούλα. Λες κι είχε πεταχτεί στο Τέσκο για ψώνια! Δε φορούσε καν αδιάβροχο μπουφάν, μόνο ένα πουκάμισο που φαινόταν γαλάζιο απ' αυτή την απόσταση και τζιν παντελόνι. Το τζιν ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να βάλει κανείς για πεζοπορία. Ήταν ζεστό στον ήλιο και γινόταν κρύο, βαρύ και υγρό όταν έπιανε ομίχλη και βροχή, που συνέβαινε πολύ συχνά. Αυτό επιβεβαίωσε την αρχική γνώμη του Λάμσντεν ότι ο άντρας βρισκόταν έξω απ' τα νερά του στο χερσότοπο. Κατ' αρχάς, αποκλείεται να είχε τσεκάρει τις ανακοινώσεις βολών που ήταν ψωμοτύρι για κάθε έμπειρο πεζοπόρο στο Ντάρτμουρ. Με ένα τηλεφώνημα από το κινητό τους μπορού-

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

215

σαν να μάθουν πότε γίνονταν ασκήσεις στα πεδία βολής που κάλυπταν το βορειοανατολικό τεταρτημόριο του χερσότοπου. Αυτός ο άνθρωπος αποκλείεται να είχε τσεκάρει. Και αν είχε δει τις ασπροκόκκινες προειδοποιητικές πινακίδες, τότε είτε τις είχε αγνοήσει είτε ήταν τόσο βλάκας που μπήκε στην Επικίνδυνη Ζώνη. Το δάχτυλο του στρατιώτη Λάμσντεν ξαναγλίστρησε μαλακά στη σκανδάλη του προσωπικού του SA80A2. Ο τύπος πήγαινε γυρεύοντας να φάει καμιά αδέσποτη σφαίρα. Ή καμιά όχι και τόσο αδέσποτη. Ο Λάμσντεν ακολούθησε την πορεία του άντρα κάτω από το σταυρόνημα, με χέρια σταθερά και ήρεμη ανάσα. Αν πατούσε τώρα τη σκανδάλη, ίσως και να τον χτυπούσε, συνειδητοποίησε με έξαψη. Δε θα πυροβολούσε, αλλά η αίσθηση ότι είχε αυτό τον άνθρωπο στο σκόπευτρό του, ενώ το κρύο μέταλλο ζεσταινόταν από το δάχτυλο του, ήταν σχεδόν μεθυστική. Άλλη μια εκπυρσοκρότηση κάπου στα αριστερά του και άκουσε το στρατιώτη Νοξ να λέει «Γαμώ το διάολο μου» αρκετά δυνατά, όμως δε σάλεψε ούτε στιγμή. Ήταν συγκεντρωμένος στον πεζοπόρο με όλο του το είναι. Επιστράτευε όλη του την αυτοκυριαρχία για να μην κάνει αυτό που ήθελε το δάχτυλό του. Να μην πιέσει τη σκανδάλη. Εκπυρσοκρότηση του όπλου χωρίς άδεια σήμαινε μεγάλους μπελάδες. Εκπυρσοκρότηση προς το μέρος ενός άλλου ανθρώπου, εκτός μάχης, σήμαινε στρατοδικείο. Εσκεμμένος πυροβολισμός κατά ενός πολίτη που είχε βγει βόλτα στο Ντάρτμουρ θα επέφερε σχεδόν σίγουρα φυλάκιση. Και είχε αγωνιστεί πολύ σκληρά και για πολύ καιρό να μην ακολουθήσει αυτή την πορεία όπως ο πατέρας του και ο Μαρκ. Με τίποτα δε θα τα έκανε τώρα θάλασσα -τώρα που είχε αποκτήσει επιτέλους το όπλο. Ο Λάμσντεν αναστέναξε σιωπηλά -αν είχε αναστενάξει κανονικά, θα κουνιόταν το σημάδι του. Τετρακόσια μέτρα. Τόσο ήταν το βεληνεκές του όπλου του. Ο πεζοπόρος μάλλον ήταν πιο μακριά. Παρά την άνεση με την οποία κρατούσε τον άντρα στο στόχαστρο του, ο Λάμσντεν ήξερε ότι οι πιθανότητες να τον πετύχει, αν πυροβολούσε, ήταν

216

BELINDA B A U E J I

ελάχιστες. Παρ' ότι ο καιρός ήταν καλός για τα δεδομένα του Ντάρτμουρ, πολύ σπάνια δεν είχε δυνατό αέρα. Μετά τα 400 μέτρα, το βλήμα θα άρχιζε να χάνει ορμή, να χάνει κατεύθυνση, θα γινόταν απρόβλεπτο. Ο άντρας εξαφανίστηκε πίσω από κάτι βράχια και ο Λάμσντεν μετακίνησε ελαφρώς το όπλο του, προσδοκώντας την επανεμφάνισή του· και τον πλημμύρισε πάλι έξαψη όταν ο άντρας ξαναμπήκε κατευθείαν στο στόχαστρο του. Πλησίαζε ένα βραχώδες υψωματάκι γύρω στα πενήντα μέτρα μπροστά του. Αν το έφτανε, ο Λάμσντεν θα τον έχανε. Μια αίσθηση βιασύνης έκανε το δάχτυλο του να σφιχτεί στη σκανδάλη και χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να το χαλαρώσει ξανά.· Η αναπνοή του σφύριζε στ' αυτιά του και παρ' όλο που η διμοιρία έριχνε ακόμα στους στόχους, οι πυροβολισμοί τού φαίνονταν πνιχτοί και απόμακροι. Ο Λάμσντεν θαύμασε τον αυτοέλεγχο του. Ήταν ακόμα μικρός, αλλά η βασική εκπαίδευση είχε σβήσει και τα τελευταία ίχνη παιδιού από μέσα του, τον είχε σκληραγωγήσει, τον είχε κάνει άντρα. Ήξερε πως ήταν ήδη καλύτερος άνθρωπος απ' ό,τι θα γίνονταν ποτέ ο πατέρας του ή ο αδερφός του ή οποιοδήποτε από τα ετεροθαλή αδέρφια του. Είχε στα χέρια του την εξουσία πάνω στη ζωή και το θάνατο. Ο Γκάρι Λάμσντεν, το παιδί, θα είχε πυροβολήσει· ο Γκάρι Λάμσντεν, ο στρατιώτης, ήταν πιο δυνατός. Το στήθος του φούσκωσε από μια περηφάνια στην οποία δεν ήταν συνηθισμένος. Ο άντρας συνέχιζε να προχωράει με το κεφάλι σκυμμένο, διασχίζοντας ένα κομμάτι λιακάδας, και ο Γκάρι Λάμσντεν τον ακολουθούσε με το στόχαστρο, σταθερά και προσεκτικά. Το υψωματάκι πλησίαζε και η δυνατότητα φονικής βολής θα χανόταν, όμως το ζητούμενο δεν ήταν η φονική βολή, είπε στον εαυτό του· το ζητούμενο ήταν να έχει τον έλεγχο, να κάνει το σωστό, να μεγαλώσει και να φέρεται σαν άντρας. Ο πεζοπόρος σκαρφάλωσε στον πρώτο από τους μεγάλους γκρίζους βράχους. Άλλοι δύο και θα εξαφανιζόταν πίσω από το υψωματάκι. Για λιγότερο από δυο λεπτά, ο στρατιώτης Γκάρι Λάμσντεν

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

217

είχε τη δύναμη να επιφέρει ακαριαίο θάνατο, αλλά είχε επιλέξει να αφήσει τη ζωή να συνεχιστεί. Σαν να ήταν θεός. Τα αγγελικά γαλανά μάτια του Λάμσντεν έτσουξαν στη σκέψη τού πόσο ψηλά είχε φτάσει, καθώς παρακολουθούσε τον ανόητο άντρα πέρα μακριά να απλώνει το χέρι του για να πιαστεί και να ανέβει στον επόμενο βράχο. Ήταν τόσο μικρός, τόσο ευάλωτος, τόσο ανίδεος ότι την είχε γλιτώσει παρά τρίχα... Ο στρατιώτης Λάμσντεν ένιωσε με ολόκληρο το είναι του ότι αυτό κάτι σήμαινε· ότι ήταν μια κρίσιμη καμπή της ζωής του· ότι θα θυμόταν αυτή τη στιγμή για πάντα. Και ξαφνικά, ύπουλα, η φύση του θριάμβευσε απέναντι στην εκπαίδευσή του και ο Λάμσντεν πάτησε τη σκανδάλη. Ο Άρνολντ Έιβερι άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε ένα μονότονο άσπρο ρυρανό· η πλάτη του ήταν βρεγμένη και στο αριστερό του μπράτσο ένιωθε ένα διαπεραστικό πόνο. Η πρώτη του θολή σκέψη ήταν ότι είχε πέσει πάνω του κάποιο πουλί. Μεγάλο πουλί. Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι του κόπηκε η ανάσα και έπεσε από το βράχο που στεκόταν, πασχίζοντας να αναπνεύσει τον καθαρό αέρα του Ντέβονσιρ. Γύρισε το κεφάλι του με ένα τρίξιμο στο πλάι και άγριο χορτάρι τού τσίμπησε το μάγουλο. Δίπλα στο κεφάλι του υπήρχε κάτι σαν λευκός δίσκος με δυο κόκκινες βούλες· χρειάστηκε να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά του κάμποσα δευτερόλεπτα για να ξεχωρίσει πως ήταν ένα παστάκι κεράσι Μίστερ Κίπλινγκ, που είχε πέσει έξω από τη σακούλα του με τα κλεμμένα ψώνια. Η μία κόκκινη βούλα στο λευκό γλάσο ήταν το κερασάκι, η άλλη ήταν αίμα. Ο Έιβερι βαριαναστέναξε όταν ανακάθισε και είδε μια σκούρα κοκκινίλα στο αριστερό του μανίκι. Κούνησε το μπράτσο του και μόρφασε. Τον πονούσε, μα δεν είχε σπάσει. Κοίταξε τριγύρω και δεν είδε τίποτα και κανέναν. Βέβαια, τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να τον δει· είχε πέσει σε μια ρηχή γούβα πίσω από το υψωματάκι. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα ήταν αναίσθητος ή τι του συνέβη. Η θεωρία του για το πουλί ή-

218

BELINDA BAUEJI

ταν μπούρδα, το ήξερε ήδη, όμως δεν είχε άλλες. Ο χερσότοπος εκτεινόταν γύρω του για χιλιόμετρα και είχε πάρει τώρα ένα γκριζοκίτρινο χρώμα κάτω απ' τα σκοτεινά σύννεφα. Ανέβασε το μανίκι του και σκούπισε το αίμα στο μπράτσο του με την άκρη του πουκαμίσου του. Είδε μια ματωμένη ζάρα στο πάνω μέρος του δικέφαλού του, λες και είχε σύρει κάποιος το δάχτυλο του μέσα στη σάρκα του μπράτσου του, αφαιρώντας το δέρμα και αφήνοντας ένα ματωμένο αυλάκι στη θέση του. Φαινόταν σαν να τον είχαν πυροβολήσει, κάτι που ήξερε ότι δεν ήταν δυνατό. Στο κάτω κάτω, εδώ ήταν Αγγλία και οι δεσμοφύλακες που έστελναν να καταδιώξουν τους δραπέτες δεν ήταν συνήθως οπλισμένοι με τίποτα περισσότερο από δελτία εξόδων για το κόστος της βενζίνης τους. Κούνησε το κεφάλι του για να ξεθολώσει το μυαλό του και άρχισε σιγά σιγά να συγκεντρώνει τα κλεμμένα αγαθά. Δεν είχε νόημα να καθυστερήσει άλλο εδώ, μήπως και λύσει το μυστήριο του τι είχε πάθει. Ούτως ή άλλως πίστευε πως ήταν κάτι άσχετο. Αν ήταν ένας οπλισμένος δεσμοφύλακας που έδειξε υπερβολικό ζήλο, τότε ο Έιβερι θα βρισκόταν πάλι υπό κράτηση· αν ήταν πουλί, θα έβλεπε φτερά. Δεν είχε σημασία. Αυτό που είχε σημασία ήταν να συνεχίσει το δρόμο του. Προσπάθησε να βρει τον ήλιο πίσω απ' τα σύννεφα, μα δεν μπορούσε. Δε θα σκοτείνιαζε ακόμα, αλλά αυτό δε σήμαινε τίποτα· ήταν Ιούνιος και θα εξακολουθούσε να φέγγει και μετά τις δέκα το βράδυ. Παρ' όλο που δεν το ήξερε, ο Άρνολντ Έιβερι είχε χάσει τις αισθήσεις του για όσο χρόνο χρειάστηκε για να μην ακούσει τις μακρινές κραυγές αγανάκτησης του στρατιώτη Γκάρι Λάμσντεν, του οποίου η στρατιωτική καριέρα έφτασε απότομα μα σχεδόν αναπόφευκτα στο τέλος της.

33 Ο Στίβεν είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο σκοτεινό ταβάνι -που δεν το έβλεπε- και άκουγε τον θείο Τζουντ και τη μητέρα του να τσακώνονται. Δεν ξεχώριζε λέξεις, αλλά ο τόνος τους και μόνο τον άγχωνε. Και τον έτρωγαν τ' αυτιά του από την προσπάθεια να ακούσει. Η μάνα του ήταν τσαντισμένη. Ο Στίβεν δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο. Έσπασε το μυαλό του, προσπαθώντας να θυμηθεί την προηγούμενη μέρα, να βρει τη στιγμή που είχαν αλλάξει τα πράγματα. Κάτι. Κάτι είχε συμβεί. Σίγουρα! Αφού χτες το βράδυ ήταν πάλι έτσι ξαπλωμένος, με το βλέμμα στυλωμένο στο σκοτάδι, και τους άκουγε να κάνουν σεξ. Αναγνώρισε τους ήχους του σεξ επειδή είχε δει ένα DVD, με τον Λούις, στις περσινές σχολικές διακοπές. Έπαιζε η Αντζελίνα Τζολί. Ήταν κάτω από σεντόνια, οπότε δεν τους είχε διαφωτίσει ιδιαίτερα για το πώς γινόταν το σεξ. Αυτός κι ο Λούις είχαν καρφωθεί με πρόσωπα ξαναμμένα στην οθόνη, χωρίς να τολμούν να μιλήσουν ή να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο ενόσω εκτυλισσόταν η σκηνή. Όταν τελείωσε, ο Λούις είχε πει τη φοβερή περιττολογία, «Θα της έριχνα έναν». Αλλά το σεξ ανάμεσα στον θείο Τζουντ και τη μητέρα του ήταν χτες. Απόψε ήταν ο καβγάς. Ο θείος Τζουντ ήταν ως επί το πλείστον σιωπηλός και πότε πότε φαινόταν να υπερασπίζει τον εαυτό του· η μητέρα του ήταν απότομη και ψυχρή. Ο Στίβεν εξοργίστηκε μαζί της· ήθελε να τρέξει δίπλα και να της φω-

220

BELINDA BA U EJI

νάξει να σταματήσει. Να πάψει να τσακώνεται, να πάψει να πληγώνει, να πάψει να είναι τέτοια... τέτοια... στρίγκλα! Τον πονούσαν τα δάχτυλά του και συνειδητοποίησε πως είχαν γαντζωθεί στο πάπλωμα, ήταν σφιγμένα κι έτρεμαν όπως και ο ίδιος ολόκληρος. Ξεφύσηξε και προσπάθησε να χαλαρώσει. «Θα φύγει ο θείος Τζουντ;» Ο Στίβεν τινάχτηκε. «Σκάσε, Ντέιβι». «Εσύ να σκάσεις!» Ο Στίβεν έσκασε, θέλοντας να ακούσει πώς θα τελείωνε ο καβγάς, όμως δεν ακουγόταν πια τίποτε άλλο. «Δε θέλω να φύγει ο θείος Τζουντ». Η φωνή του Ντέιβι ήταν κλαψιάρικη και πνιχτή από μύξες, αλλά αντί να κάνει τον Στίβεν να θυμώσει, του μετέδωσε το ίδιο συναίσθημα, οπότε κι αυτός δεν είπε τίποτα, δάγκωσε τα χείλη του και έκλεισε σφιχτά τα μάτια του που έτσουζαν -ώσπου τα ξανάνοιξε και είδε πως είχε έρθει το πρωί. Και ότι κάποια στιγμή στη διάρκεια της νύχτας, ο θείος Τζουντ είχε φύγει. Ο Στίβεν κατέβηκε κάτω, με ώμους σκυφτούς, βήματα βαριά και πόδια κρύα, παρά την εποχή. Στα μισά της σκάλας, είδε το μοβ ορθογώνιο στο χαλάκι της πόρτας. Μέχρι να φτάσει στο κάτω σκαλί, τα μάτια του συνειδητοποίησαν πως ήταν καρτ ποστάλ και όταν το σήκωσε, βεβαιώθηκε πως ήταν μια καρτ ποστάλ με μαβιά ρείκια. Όταν τη γύρισε ανάποδα, η καρδιά του τινάχτηκε μέχρι το λαρύγγι του κι ο Στίβεν ένιωσε σαν να παλλόταν κι ο λαιμός του από το δυνατό καρδιοχτύπι του. Σε σύγκριση με τις προηγούμενες επικοινωνίες τους, η καρτ ποστάλ των δεκαπέντε εκατοστών επί δέκα είχε πλήθος πληροφοριών. Είχε την άκρη του Έξμουρ, απλοποιημένη λόγω εξοικείωσης σε μία διακεκομμένη γραμμή. Το ΝΜ ήταν εκεί που έπρεπε να είναι. Το ΣΛ ήταν εκεί που είχε δείξει στον Έιβερι. Ανάμεσά

ΜΑΎΡΟ Χ Ω Μ Α

221

τους ήταν ένας παράξενος κύκλος από μικρές ακτινωτές γραμμές, σαν κάτοψη του κουρέματος του Καλόγερου Τακ, που περιέκλειε τα αρχικά ΓΠ, και μία λέξη:

Ο Στίβεν δεν μπορούσε να φάει. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να του συμβεί κάτι τέτοιο. Και δεν ήταν επειδή δεν πεινούσε· ήταν επειδή το μυαλό του ήταν τόσο γεμάτο από σκέψεις ώστε ξεχείλιζαν και γκρεμίζονταν στο στόμα του, κατρακυλούσαν στο λαιμό του και έπεφταν στο στήθος του, ακόμα και μέχρι κάτω στο στομάχι του -ένας άγριος χείμαρρος από στροβιλιζόμενες ελπίδες και παγερούς φόβους που δεν άφηναν χώρο για φαγητό. Η πρώτη του σκέψη, όταν είδε τις οδηγίες του Έιβερι, ήταν πόσο γρήγορα είχε ξεχάσει το σκοπό του. Η επιστροφή του θείου Τζουντ, το περιβόλι, ο Λούις, η αληθινή σοκολάτα Μαρς, όλα αυτά τα φυσιολογικά πράγματα είχαν διώξει τον θείο Μπίλι από τις καθημερινές του σκέψεις και τον είχαν στριμώξει σε μια γωνιά στο βάθος του μυαλού του. Αλλά η καρτ ποστάλ εκσφενδόνισε πάλι τον θείο Μπίλι στο προσκήνιο, μαζί με παλιές τύψεις και νέες προσδοκίες. Μέσα σε μια στιγμή, είχαν επαναφορτιστεί οι μπαταρίες του και ένιωθε αναζωογονημένος και αποφασισμένος. Δε θυμόταν να πλύθηκε, να ντύθηκε ή να βούρτσισε τα δόντια του, αλλά θα πρέπει να τα έκανε επειδή όταν κάθισε στο τραπέζι για πρωινό δεν είδε υψωμένα φρύδια. Ο Ντέιβι ήταν κατσούφης· η μητέρα του έκοψε τα σάντουιτς με απότομες κινήσεις και σφιγμένα χείλη, ενώ -παραδόξως- η γιαγιά δεν έκανε κανένα σχόλιο για την ερωτική ζωή της κόρης της. Αλλά ο Στίβεν ίσα που τα αντιλήφθηκε όλα αυτά, σαν κάτι θολό και απόμακρο. Ξέρω πού είναι θαμμένος ο θείος ΜπίλιΙ

222

BELINDA B A U E J I

Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι το είχε φωνάξει όταν η γιαγιά του τον κάρφωσε μ' ένα ουδέτερο βλέμμα. «Δώσε το βούτυρο στον αδερφό σου». Ο Στίβεν έδωσε το βούτυρο και ξαφνικά τον κυρίευσε η βεβαιότητα ότι κάποιος άλλος θα έβρισκε πρώτος τον θείο Μπίλι. Τώρα, που είχε το χάρτη του Έιβερι, του φαινόταν ολοφάνερο! Μπλάκλαντς! Μα φυσικά! Ήταν τόσο κοντά που σχεδόν το έβλεπε από το παράθυρο του δωματίου του! Ακόμα και ο Λούις το είχε βρει. «Όταν ξανάρθω να βοηθήσω, θα σκάψω στο Μπλάκλαντς...» Κι αν το έβρισκε και κανείς άλλος; Κάποιος που δεν είχε να πάει σήμερα σχολείο; Κάποιος που θα τον προλάβαινε; Κάποιος που θα άνοιγε την πόρτα της ευκαιρίας και που η ανακάλυψη θα μεταμόρφωνε τη δική του ζωή αντί για του Στίβεν κι αυτός θα έμενε παγιδευμένος για πάντα ανάμεσα στη γιαγιά, τη μητέρα του και το μουντό δωμάτιο που είχε ακόμα ένα λεκέ στο χαλί από το ίδιο του το κάτουρο. Ο Στίβεν πάγωσε ολόκληρος και ένιωσε ότι το μέσο του κορμιού του άδειαζε, καθώς τα πάντα μέσα του όρμησαν προς το λαιμό και τα έντερά του. Σηκώθηκε από το τραπέζι, σπρώχνοντας με θόρυβο την καρέκλα του. «Πού πας;» «Στο σχολείο». «Δεν έφαγες». «Δεν πεινάω». Η Λέτι φάνηκε για μια στιγμή ότι θα το έκανε θέμα, μα τελικά τύλιξε τσαντισμένα τα σάντουιτς του σε διαφανή μεμβράνη και τα έχωσε στο καλαθάκι του. Χωρίς σοκολάτα. Τον Στίβεν δεν τον ένοιαξε. Οι σοκολάτες ήταν για τα παιδιά και σήμερα αυτός θα γινόταν κάτι πολύ περισσότερο. Μπορεί να μην ήξερε πώς γίνονταν το σεξ ή οι σχέσεις, αλλά ήλπιζε ότι μέχρι το βράδυ η οικογένειά του θα ήταν κάτι ολόκληρο αντί γι' αυτό το ραγισμένο, ετοιμόρροπο μισόπραμα που τον άγχωνε και τον στενοχωρούσε.

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

223

Ο Στίβεν κοίταξε τη μητέρα του, τον Ντέιβι και τη γιαγιά. Κανείς τους δεν αντιλαμβανόταν πόσο θα άλλαζε τις ζωές τους. Γύρισε να φύγει, μα πρόλαβε να κάνει μόνο δυο βήματα και η μητέρα του του είπε κοφτά: «Περίμενε τον αδερφό σου». Και έτσι, αντί να ξεθάψει το πτώμα ενός δολοφονημένου παιδιού, ο Στίβεν αναγκάστηκε να περιμένει τον αδερφό του, να τον πάει στο σχολείο και μετά να πάει κατευθείαν στο δίωρο μάθημα ιστορίας, όπου ο κύριος Λάβτζοϊ τους έβαλε να σχεδιάσουν εγκάρσιες τομές των πυραμίδων που να δείχνουν όλους τους μυστικούς τρόπους που είχαν χρησιμοποιήσει οι Αιγύπτιοι για να εξασφαλίσουν ότι οι πρόγονοι τους θα παρέμεναν κρυμμένοι και ανενόχλητοι για χιλιάδες χρόνια. Ο Στίβεν δεν είχε μάθει ακόμα τι σημαίνει ειρωνεία του πράγματος, όμως το να σχεδιάζει πυραμίδες εκείνη τη μέρα ήταν σαν να στεκόταν μπροστά του η Ιστορία και να τον χαστούκιζε. Όλη μέρα, του ερχόταν να ουρλιάξει.

34 Το μπράτσο του Άρνολντ Έιβερι μάτωνε, σταματούσε και ξαναμάτωνε όλη μέρα την Παρασκευή. Πότε πότε ζαλιζόταν, μα δεν ήταν σίγουρος αν ήταν από το αίμα που είχε χάσει ή επειδή μετά την προσωρινή ενέργεια από την τάρτα κεράσι είχε ξαναπέσει απότομα το ζάχαρο στον οργανισμό του. Είχε περπατήσει μέχρι να σκοτεινιάσει, την Πέμπτη το βράδυ, μετά προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά το κρύο δεν τον άφηνε. Αφού κάθισε καμιά ώρα ζαρωμένος και τυλιγμένος στη μικρή πράσινη πλεχτή ζακέτα, με τα δόντια του να χτυπάνε, ο Έιβερι σηκώθηκε και συνέχισε να περπατάει μέσα στο σκοτάδι. Προχωρούσε πιο αργά, αλλά τουλάχιστον προχωρούσε. Θα μπορούσε να 'ναι χειρότερα, σκέφτηκε. Θα μπορούσε να βρέχει. Ένιωσε καλύτερα που περπατούσε. Έπρεπε να φτάσει στο Έξμουρ πριν από την καρτ ποστάλ του. Στη σκέψη ότι ο ΣΛ θα έβρισκε τον ΓΠ χωρίς αυτόν, αρρώσταινε και αγχωνόταν. Τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής -περίπου την ίδια ώρα που ο θείος Τζουντ έπαιρνε τα κλειδιά του φορτηγού του και έφευγε ήσυχα ήσυχα για να μην ξυπνήσει τον Στίβεν και τον Ντέιβι-, ο Άρνολντ Έιβερι είχε φτάσει στο Τάβιστοκ και είχε κλέψει ένα αμάξι. Ήταν εκπληκτικά εύκολο. Είχε βρει αρκετά παρκαρισμένα αυτοκίνητα με τις πόρτες

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

225

ξεκλείδωτες στα δρομάκια διαφόρων σπιτιών. Αυτό θα πει επαρχία, σκέφτηκε καθώς ψηλαφούσε στο εσωτερικό τους και στα ντουλαπάκια του ταμπλό. Σε ένα δρομάκι ήταν μια καταχτυπημένη BMW, παρκαρισμένη πίσω από ένα μικρό κόκκινο πεντάπορτο Νισάν. Το Νισάν είχε τα κλειδιά στο ταμπλό και πήρε μπρος με το πρώτο γύρισμα του κλειδιού. Επειδή η BMW του έφραζε την έξοδο και δεν μπορούσε να βγει στο δρόμο με την όπισθεν, ο Έιβερι έκανε μια ανοιχτή στροφή ενενήντα μοιρών στο γκαζόν, με το Νισάν να τραντάζεται ολόκληρο, και πέρασε μέσα από τον αραιό θαμνοφράχτη. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα οδηγούσε προς το βορρά, καμπουριασμένος σαν αράχνη πάνω από το τιμόνι· το κάθισμα ήταν ρυθμισμένο για πολύ κοντή γυναίκα, τα γόνατά του κοπανούσαν στο ταμπλό και η καρδιά του σφυροκοπούσε στο ρυθμό της μηχανής που -για κάποιο λόγο που του έφερνε πανικό- δεν μπορούσε να την ξεκολλήσει από την τρίτη. Σε ένα χώρο στάθμευσης στο πλάι του δρόμου, είχε τραβήξει πίσω το κάθισμα για να κάθεται πιο άνετα και είχε ψάξει το αυτοκίνητο. Στο πίσω κάθισμα ήταν ένα εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο -Ο Παράξενος, Θαυμάσιος Γουόμπατ- και ένα κουτί χαρτομάντιλα. Στο πορτμπαγκάζ βρήκε μια εργαλειοθήκη, ένα σκοινί ρυμούλκησης και μια σακούλα με γυναικεία περιοδικά. Έβγαλε τα περιοδικά από τη σακούλα και έβαλε μέσα το σκοινί ρυμούλκησης, μαζί με το γρύλο. Πήγε να κλείσει το πορτμπαγκάζ, μα την τελευταία στιγμή έσκυψε και πήρε ένα Κοσμοπόλιταν. Ίσως να περίμενε πολλές ώρες. Καθώς έκλεινε το πορτμπαγκάζ, ένιωσε εξάντληση και ζαλάδα. Χρειάστηκε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο και να βρει τη μίζα, αλλά τελικά το έκανε. Έβγαλε το Νισάν από τον κεντρικό δρόμο και πήρε μια σειρά από χωματόδρομους στην τύχη, ώσπου μπόρεσε να σταματήσει σ' ένα χωράφι πίσω από ένα θαμνοφράχτη. Τότε σύρθηκε στο πίσω κάθισμα και κοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε, ήταν αργά το απόγευμα και ένιωθε πολύ καλύτερα. Το μπράτσο του τον πονούσε ακόμα, αλλά είχε σταματήσει

226

BELINDA B A U E J I

εντελώς η αιμορραγία. Το μανίκι του πουκαμίσου του ήταν κολλημένο στο μπράτσο του, αλλά αποφάσισε να μην το πειράξει. Ήπιε κι άλλο νερό, έφαγε ένα σάντουιτς με τυρί και ντομάτα και κατούρησε με ανεμελιά στο θαμνοφράχτη, απολαμβάνοντας το χάδι από το απαλό απογευματινό αεράκι στο πέος του. Αυτό ήταν ελευθερία! Αναζωογονημένος, ο Άρνολντ Έιβερι ξεκίνησε πάλι κι αυτή τη φορά θριάμβευσε απέναντι στις παραξενιές του κιβωτίου ταχυτήτων του Νισάν. Τώρα, που δε ζοριζόταν πια η μηχανή, η καρδιά του ηρέμησε και ο Έιβερι μπόρεσε να σκεφτεί πάλι καθαρά. Προσπάθησε να μη συλλογιστεί τι του επιφύλασσε το άμεσο μέλλον. Ήταν ιδιαίτερα συναρπαστικό και του αποσπούσε την προσοχή. Αντί γι' αυτό, προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην οδήγηση και στις μυρωδιές από τους θαμνοφράχτες που χτυπούσαν πότε πότε το παράθυρο του συνοδηγού· στη λεία μαύρη λωρίδα του δρόμου που του πρόσφερε ξεχασμένα ως επί το πλείστον θεάματα ύστερα από κάθε στροφή. Ήταν κι αυτό αρκετά συναρπαστικό. Για την ώρα.

35 Το Σάββατο ξημέρωσε με άπνοια και ένα πέπλο ομίχλης που σκέπαζε τα πάντα και έπνιγε κάθε ήχο. Ο Στίβεν ήταν ξύπνιος. Ήταν ξύπνιος πολλές ώρες. Αισθανόταν ναυτία. Και χαρά. Και ένα τρέμουλο στο στομάχι του και τσιμπηματάκια στα γόνατά του από τη λαχτάρα του να τρέξει. Να ανέβει τρέχοντας το μονοπάτι για το Μπλάκλαντς και να προβάλει δικαιώματα ιδιοκτησίας στο πτώμα του πεθαμένου μικρού θείου του. Του Μπίλι. Ανακατεύτηκε ξανά -αυτή τη φορά τόσο που πήγε κι έσκυψε πάνω απ' τη λεκάνη της τουαλέτας και αναγούλιασε λίγο. Τίποτα. Έφτυσε μέσα στη λεκάνη, μα δεν τράβηξε το καζανάκι μη τυχόν και ξυπνήσει κανέναν. Ντύθηκε με τα αγαπημένα του ρούχα. Οι καλύτερες κάλτσες του είχαν καταστραφεί -αν και δεν είχε βρει το κουράγιο να τις πετάξει-, όμως όλα τ' άλλα ήταν τα αγαπημένα του. Το Λιβάι'ς που είχε πάρει η μητέρα του από το κατάστημα με τα μεταχειρισμένα, ακόμα σκούρο μπλε και φορεμένο ελάχιστα, που του έπεφτε τέλεια στους γοφούς* η κόκκινη μπλούζα της Λίβερπουλ με το οχτώ στην πλάτη και το όνομά του με άσπρα γράμματα από πάνω. Ήταν δώρο για τα γενέθλιά του πριν από δύο χρόνια. Η γιαγιά είχε αγοράσει την μπλούζα και η Λέτι είχε πληρώσει για τη στάμπα όταν πήγαν στο Μπάρνσταπλ, 10 λίρες για τον αριθμό, 2 λίρες για κάθε γράμμα. Είχε αστειευτεί ότι πάλι καλά

228

BELINDA BAUEJI

που δεν τους έλεγαν Λαμπινόφσκι και όλοι είχαν βάλει τα γέλια -ακόμα κι ο Ντέιβι, που δεν ήξερε γιατί γελούσε. Καθώς ντυνόταν (με καθαρά εσώρουχα κι απ' όλα), ο Στίβεν σκέφτηκε, και ντράπηκε που το παραδεχόταν ακόμα και στον εαυτό του, ότι μ' αυτά τα ρούχα ήθελε να βγει φωτογραφία για τις εφημερίδες όταν θα φανέρωνε το εύρημά του. Έτσι ήθελε να τον θυμούνται οι μεταγενέστεροι. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η ομίχλη ήταν χαμηλά, μα καταλάβαινε ότι από πίσω της έλαμπε ο ήλιος. Μέχρι τα μισά του πρωινού θα είχε διώξει τη σκοτεινιά. Πιθανόν. Παρ' όλα αυτά έδεσε γύρω απ' τη μέση του τα μανίκια του καινούριου του άνορακ, αγορασμένου από υπαίθριο παζάρι. Στο χερσότοπο πήγαινε· ποτέ δεν ήξερες τι καιρό θα έκανε εκεί πέρα. Στην κουζίνα, έφτιαξε ένα σάντουιτς με μαρμελάδα σμέουρου και μετά συμμάζεψε σχολαστικά ό,τι είχε χρησιμοποιήσει. Έβαλε το σάντουιτς και το μπουκαλάκι του με το νερό στις τσέπες του άνοράκ του και τα ένιωσε να χτυπάνε στο πίσω μέρος των μηρών του. Έξω στον κήπο, η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή. Ασπρίλα και άπνοια. Ο Στίβεν άκουσε το ντους του κυρίου Ράνταλ και, φαινομενικά πιο κοντά απ' ό,τι ήξερε πως ήταν, την κυρία Χόκινγκ να τραγουδάει κάτι σιγανά και φάλτσα -ο ήχος ήταν κάπως μουντός από την υγρασία της ατμόσφαιρας, αλλά και πάλι έφτανε εύκολα στ' αυτιά του πάνω από τους φράχτες και τους θάμνους πέντε κήπων. Πήρε το φτυάρι του και το γρατζούνισμα του μετάλλου στο τσιμέντο, καθώς το σήκωσε, ακούστηκε εκνευριστικά δυνατά μέσα στην άπνοια. Ο Στίβεν είχε σκοπό να πάρει το φτυάρι και να φύγει, όμως τελικά πήγε μέχρι το περιβόλι. Διασχίζοντας τον κήπο, μελαγχόλησε στη σκέψη ότι είχε φύγει ο θείος Τζουντ, αλλά όταν έφτασε εκεί ένιωσε καλύτερα. Είχαν διορθώσει τη ζημιά πριν από λίγες μόλις μέρες και την είχαν διορθώσει καλά. Έβλεπε ακόμα τις πατημασιές του θείου Τζουντ στις άκρες του περιβολιού, έβλεπε ακόμα τα σημάδια που είχαν αφήσει τα δάχτυλά του στα σημεία που είχε πιέσει το σκούρο χώμα γύρω από' τα

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

229

σωσμένα φιντάνια. Τα στοιχεία της παρουσίας του θείου Τζουντ ήταν. ακόμα εδώ, έστω κι αν ο ίδιος δεν ήταν. Ο Στίβεν συνειδητοποίησε ότι τα στοιχεία της προδοσίας του Λούις παρέμεναν τώρα μονάχα στην καρδιά του. Κοίταξε αυτόματα προς το πίσω μέρος του σπιτιού του Λούις -στο παράθυρο του δωματίου του- και είδε μια κίνηση εκεί, λες και κάποιο πρόσωπο είχε τραβηχτεί γρήγορα πιο πίσω από τη σκοτεινή αντανάκλαση του τζαμιού. Ο Λούις; Ίσως. Η ομίχλη έκανε τα πάντα αμφίβολα. Ο Στίβεν συνέχισε να κοιτάζει, όμως τίποτα δεν ξαναφάνηκε. Ανέβασε το φτυάρι στον ώμο του με την άνεση παλιού, εξασκημένου στρατιώτη και έφυγε από το περιβόλι. Καθώς περνούσε πάλι μέσα από το σπίτι, άκουσε τη γιαγιά του στον πάνω όροφο -το βηχάκι που προσπαθούσε να πνίξει πίσω από τα γέρικα δάχτυλά της, τα σανίδια να τρίζουν κάτω από τις παντόφλες στα ασπριδερά της πόδια. Η σκέψη ότι την άφηνε έτσι -έτσι όπως ήταν όσο καιρό τη γνώριζε- και ότι θα έβρισκε έναν καινούριο, υπέροχο άνθρωπο όταν γυρνούσε φούντωσε εκ νέου τη λαχτάρα του να τελειώσει γρήγορα αυτή η ιστορία. Προσέχοντας να μην κοπανήσει τίποτα με το φτυάρι του, ο Στίβεν βγήκε από το σπίτι και έκλεισε αθόρυβα την εξώπορτα. Κόντευε να φτάσει στην πόρτα του φράχτη όταν τον πρόλαβε ο Λούις. Ο Λούις ήταν λαχανιασμένος και ο Στίβεν δεν ήξερε τι να του πει, οπότε για αρκετά δευτερόλεπτα στάθηκαν απλώς και κοιτούσαν ο ένας τον άλλο σιωπηλά, όλο νευρικότητα και αμηχανία. Ύστερα ο Λούις έριξε μια ματιά στο φτυάρι και είπε: «Θες βοήθεια;» Ο Στίβεν ήθελε να φωνάξει «Όχι!» πολύ δυνατά και με πάθος. Όταν, όμως, άνοιξε το στόμα του, είπε: «Νόμιζα ότι δε σου άρεσε το σκάψιμο». Ο Λούις κοκκίνισε και το κοκκίνισμα απλώθηκε ως τις άκρες των αυτιών του και μέχρι κάτω στο λαιμό της μπλούζας του. Για τον Στίβεν ήταν επιβεβαίωση αλλά και συγνώμη, και τα δέχτηκε και τα δυο ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Έχεις τίποτα φαγώσιμο;»

230

BELINDA BA U EJI

Ο Λούις κούνησε το κεφάλι του με ενθουσιασμό και έβγαλε ένα σακουλάκι από την τσέπη του αδιάβροχού του. Ήταν διπλωμένο γύρω από ένα κάπως τετράγωνο πράγμα που μάλλον ήταν σάντουιτς. Ο Στίβεν δε ρώτησε τι είχε μέσα και ο Λούις δεν προσφέρθηκε να του πει· καταλάβαιναν και οι δυο ότι θα έπρεπε να κάνουν προσπάθειες για να ξαναφτάσει η φιλία τους σ' αυτό το σημείο. «Εντάξει, τότε». Ο Στίβεν πήδηξε την ξύλινη καγκελόπορτα, που γλιστρούσε από την ομίχλη, και ο Λούις τον ακολούθησε. Τα σημάδια της ημέρας που ερχόταν υποχώρησαν καθώς τα παιδιά έπαιρναν αργά την ανηφόρα προς το χερσότοπο. Πενήντα μέτρα πάνω από το χωριό βγήκαν για λίγο από την ομίχλη, αλλά μετά τους τύλιξε ξανά, καθώς το αδύναμο αεράκι έφερε κι άλλη από τη θάλασσα και σκέπασε τον ήλιο. Δεν ήταν άσχημα. Ο Στίβεν υπολόγιζε ότι έβλεπαν έξι με δέκα μέτρα μπροστά τους. Καταλάβαινε ότι ο αέρας πέρα από την ομίχλη ήταν ζεστός. Ο καιρός μέχρι τώρα ήταν ασυνήθιστα μαλακός για την εποχή και τα ρείκια και οι ράχοι άνθιζαν με αργούς, μαβιούς και κίτρινους κυματισμούς. Ο Λούις δεν είχε κάνει τον κόπο να κρύψει το σάντουιτς του αφού το έδειξε στον Στίβεν και σύντομα έφαγε το πρώτο, καλύτερο μισό. Ξανατύλιξε το χειρότερο μισό προσεκτικά. Διακόσια μέτρα πιο πάνω στο μονοπάτι, το έφαγε κι αυτό. Στο σταυροδρόμι, ο Στίβεν έστριψε αριστερά πίσω από τα σπίτια, αντί για δεξιά όπως συνήθως, και ο Λούις μίλησε για πρώτη φορά αφότου ξεκίνησαν. «Πού πας;» «Στο Μπλάκλαντς». «Γιατί;» «Για να σκάψω». «Α...» Ο Λούις δάγκωσε τα χείλη του με ένα τσίριγμα, αλλά ήταν φανερό πως ήθελε να πει «σ' το 'λεγα εγώ». Δεν είχε σημασία.

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

231

Ο Στίβεν το εκτίμησε που ο Λούις είχε βρει τη δύναμη να καταπιεί το σχόλιο. Συνέχισαν να προχωρούν σιωπηλά, ενώ ο ουρανός σιγά σιγά έφεγγε και τα πουλιά άρχισαν επιτέλους διστακτικά το πρωινό τους κελάηδημα. Καθώς πλησίαζαν στο Μπλάκλαντς, ο Στίβεν ξανάφερε στο μυαλό του την καρτ ποστάλ. Την είχε στην πίσω τσέπη του, αλλά δεν ήθελε να τη βγάλει μπροστά στον Λούις και να χρειαστεί να του δώσει εξηγήσεις. Ήξερε από το μάθημα της γεωγραφίας τι σήμαινε το σύμβολο με το κούρεμα του Καλόγερου Τακ -έδειχνε ένα ύψωμα στο έδαφος. Και ήξερε, επίσης, πού ακριβώς ήταν αυτό το ύψωμα. Έμοιαζε με τους τύμβους του Ντάνκερι Μπίκον -μόνο που ήταν πολύ πιο κοντά. Στη σκέψη αυτή, ο Στίβεν σταμάτησε και κοίταξε πίσω προς το Σίπκοτ. Δε φαινόταν -το σκέπαζε ακόμα η ομίχλη από κάτω και πίσω τους. Άλλο ένα τέταρτο και έφτασαν στο υψωματάκι του Μπλάκλαντς. Ο Στίβεν γύρισε ξανά και κοίταξε πέρα από το χερσότοπο, εκεί που ήξερε πως ήταν το χωριό. «Γιατί σταματάς συνέχεια;» Ο Στίβεν δεν απάντησε στον Λούις. Έριξε μια ματιά στο λοφάκι από πάνω τους και θυμήθηκε το χάρτη, τη θέση εκείνων των αρχικών που τόσο καιρό λαχταρούσε απελπισμένα να βρει. Άρχισε να προχωρά γύρω από το ύψωμα, με μικρούς ελιγμούς ανάμεσα στα ρείκια. Ο Λούις τον ακολουθούσε. Τα λουλούδια ήταν καλυμμένα με ένα πυκνό πέπλο πάχνης και τα τζιν τους ρούφηξαν την υγρασία μέσα σε δευτερόλεπτα. Ο Λούις έτρεμε. Ο Στίβεν σταμάτησε και προσανατολίστηκε. Εδώ. Κάπου εδώ. Του φαινόταν απίστευτο ότι, ύστερα απ' όλα τα χρόνια που έσκαβε στα τυφλά, θα στρωνόταν στη δουλειά με αποφασιστικότητα, βασισμένος σε έγκυρες πληροφορίες. Φυσικά, ήταν μεγάλη η έκταση που έπρεπε να καλυφθεί -πιθανόν δύο στρέμματα-, αλλά, σε σύγκριση με ολόκληρο το Έξμουρ, δύο στρέμματα δεν ήταν τίποτα. Εδώ ήταν το μέρος. Κάπου εδώ, ο Άρνολντ Έιβερι είχε θάψει τον θείο που ο Στίβεν δε γνώρισε ποτέ και τώρα θα τον έβρισκε στ' αλήθεια. Δεν τον ένοιαζε πόσο καιρό

232

BELINDA B A U E J I

θα του έπαιρνε. Τίποτα δε θα τον εμπόδιζε να επιστρέψει τον θείο Μπίλι στην οικογένεια του. Αντί για ενθουσιασμό και θρίαμβο, η σκέψη της επιτυχίας τού έφερε ξαφνικά αφάνταστη μελαγχολία. Κοίταξε πάλι κάτω, τη θάλασσα της ομίχλης, και σκέφτηκε ότι τις μέρες με καθαρή ατμόσφαιρα θα έβλεπε το σπίτι του. Ο θείος Μπίλι είχε θαφτεί σε σημείο που φαινόταν από την πίσω αυλή του. Η συντετριμμένη μητέρα του, που παρακολουθούσε τα μέλη των ερευνητικών συνεργείων στην τηλεόραση να σκαλίζουν χιλιόμετρα ρεικιών και ράχων, μπορεί να κοιτούσε έξω από το παράθυρο του πίσω υπνοδωματίου και να έβλεπε το ρηχό τάφο του γιου της. Ο Στίβεν ανατρίχιασε και γύρισε την πλάτη του στο Σίπκοτ. «Κρυώνεις;» Ο Λούις τον περιεργάστηκε διαπεραστικά. «Μπα». «Πού θα σκάψουμε, λοιπόν;» «Εδώ, λέω». Ο Στίβεν περπάτησε αργά γύρω γύρω για να διαλέξει σημείο -και κοκάλωσε. Από ένα σημείο με άσπρα ρείκια, ούτε έξι μέτρα πιο πάνω απ' αυτούς, τους παρακολουθούσε ένας άντρας. Ο Στίβεν τσιτώθηκε ελαφρώς, ξαφνιασμένος. Ύστερα -σχεδόν την ίδια στιγμή που τσιτώθηκε- ένιωσε τα σωθικά του να λύνονται απ' το σοκ. Είχε αναγνωρίσει τον Άρνολντ Έιβερι.

36 Ο Έιβερι είχε φτάσει στο Σίπκοτ λίγο μετά τις πέντε το πρωί. Σε αντίθεση με τις πόλεις του Μπίντεφορντ, του Μπάρνσταπλ και του Σάουθ Μόλτον, το Σίπκοτ δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Δεν υπήρχαν καινούρια οδικά δίκτυα, ούτε μικροί κυκλικοί κόμβοι, ούτε μονόδρομοι. Στο Μπάρνσταπλ είχε φάει σχεδόν τη μισή νύχτα, κάνοντας κύκλους και ξαναγυρίζοντας στην πλατεία της πόλης τουλάχιστον καμιά δεκαριά φορές από διαφορετικές κατευθύνσεις. Τελικά είχε σταματήσει σε ένα πρακτορείο εφημερίδων, φόρεσε την πράσινη πλεχτή ζακέτα για να κρύψει το αίμα στο μανίκι του, αγόρασε μια Ντέιλι Μίρορ και ρώτησε για το δρόμο. Ύστερα γύρισε στο αυτοκίνητο κι απέμεινε να κοιτάζει το πρόσωπο κάτω από τον τίτλο στο πρωτοσέλιδο: ΑΠΕΔΡΑΣΕ ΠΑΙΔΟΚΤΟΝΟΣ. Η φωτογραφία ήταν μια μικρή θολή που είχε συνηθίσει να βλέπει πιασμένη με συνδετήρα στο φάκελο του δόκτορα Λίβερ. Την είχε τραβήξει ο ίδιος ο δόκτωρ Λίβερ στην πρώτη τους συνεδρία, ο οποίος είχε πράξει σοφά που ακολούθησε την ψυχιατρική, γιατί από ταλέντο στη φωτογραφία δεν είχε στάλα. Όχι για πρώτη φορά, ο Άρνολντ Έιβερι ευχαρίστησε το Θεό που υπήρχαν τέτοιοι άχρηστοι στον κόσμο, όμως παράλληλα αγχώθηκε. Να είχε χάσει την ευκαιρία του; Αν ήταν στα πρωτοσέλιδα σήμερα, δε θα ήταν και χτες; Ισως ο ΣΛ να γνώριζε

234

BELINDA B A U E J I

για την απόδραση του ή να τον είχαν προειδοποιήσει να μη βγει από το σπίτι. Έπνιξε την απελπισία που τον κυρίευσε μ' αυτή τη σκέψη και κοίταξε το πρόσωπο του στο καθρεφτάκι του οδηγού. Έμοιαζε ελάχιστα με τη φωτογραφία στο πρωτοσέλιδο της Μίρορ και, ακόμα και αν ήταν πανομοιότυπο, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήταν παρατηρητικοί. Ο Έιβερι το θυμόταν από παλιά -θυμόταν όλες τις φορές που θα μπορούσαν να τον είχαν σταματήσει, αρκεί να είχε ο κόσμος τα μάτια του ανοιχτά, να συνέδεε πράγματα, να άκουγε το ένστικτο του. Αλλά κανείς δεν το έκανε. Μερικές φορές ο Έιβερι αισθανόταν αόρατος. Με τους κύκλους που είχε κάνει στο Νορθ Ντέβον, μπερδεμένος από τους καινούριους δρόμους, είχε σπαταλήσει πολλή βενζίνη οπότε σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο. Καθώς αγωνιζόταν σαν χαζός να βγάλει άκρη με τα κουμπιά, τις αντλίες και τις πολλαπλές επιλογές, είχε έτοιμο το παραμύθι πως ήταν Γάλλος. Αλλά ο τσιμπλιασμένος πιτσιρικάς στο γκισέ ίσα που τον κοίταξε και ο Έιβερι δεν αναγκάστηκε να καταφύγει σε χαμόγελα, ψέματα και κακή προφορά. Έφτασε στο Σίπκοτ κι ήξερε πού ακριβώς θα πήγαινε. Πέρασε μπροστά από το κατάστημα του κυρίου Τζακόμπι και πρόσεξε ότι τώρα ήταν υποκατάστημα Σπαρ. Η παγκοσμιοποίηση φτάνει στο Έξμουρ, σκέφτηκε μ' ένα ειρωνικό χαμογελάκι. Το μαγαζί δεν είχε ανοίξει ακόμα και απ' έξω βρίσκονταν στοίβες δεμένων εφημερίδων, που περίμεναν να τακτοποιηθούν και να πουληθούν ώστε να κρατήσουν οι κάτοικοι του Σίπκοτ το θολό πρόσωπό του στα χέρια τους και να λάβουν τις προφυλάξεις τους απέναντι του. Διέσχισε το κοιμισμένο χωριό. Σε μια στροφή που έβγαζε σε αδιέξοδο, πρόσεξε ότι βρισκόταν στην Μπάρνσταπλ Ρόουντ και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει τρελά, ενώ ο ίδιος έκοψε ταχύτητα, πηγαίνοντας σαν τη χελώνα και κοιτώντας τα σπίτια· η κίτρινη λάμψη από τις λάμπες του δρόμου αλλοίωνε τα χρώματά τους και είχαν όλα τους ροδακινί αποχρώσεις στο μουντό γκρίζο φως της αυγής.

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

235

Αριθμός 109... 110... 111. Ο Έιβερι σταμάτησε το αυτοκίνητο, χωρίς να μπει στον κόπο να το κολλήσει στο πεζοδρόμιο, και κοίταξε το σπίτι όπου έμενε ο ΣΛ. Πριν από πολλά χρόνια είχε παίξει πόκερ. Δεν είχε ιδέα τι έκανε και είχε άγχος ότι θα έχανε και θα γινόταν ρεζίλι. Αλλά όταν σήκωσε δύο άσους και είδε άλλους δύο να πέφτουν στο τραπέζι, άρχισε να τρέμει. Έτσι κατάλαβε ότι το τρέμουλο που διαπερνούσε τώρα τα χέρια, τους ώμους του και έφτανε από τα μάγουλα στα χείλη του ήταν καλό σημάδι. Του είχε κάτσει το καλύτερο φύλλο. Με το αμάξι να δουλεύει στο ρελαντί, ο Έιβερι κοίταξε τα σκοτεινά παράθυρα του μικρού φτωχικού σπιτιού και φαντάστηκε τον ΣΛ να κοιμάται μέσα- φαντάστηκε τον εαυτό του να ανεβαίνει κλεφτά τη σκάλα και να ανοίγει αθόρυβα την πόρτα κάθε υπνοδωματίου για να κοιτάξει ποιος ήταν μέσα, ώσπου θα έβρισκε τον ΣΛ να κοιμάται ήσυχος, ανίσχυρος και στο έλεός του... Ο Έιβερι αναστέναξε με ένα λυγμό και έβαλε χαλινάρι στη φαντασία του. Βρισκόταν πολύ κοντά στην πραγματικότητα για να χαραμίζει προσπάθειες σε θεωρίες. Αν είχε συμβεί το χειρότερο και είχε φτάσει πολύ αργά, τότε ίσως να αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Μπάρνσταπλ Ρόουντ 111 και να το ρισκάρει. Αλλά για την ώρα... Το φάσμα της απροσεξίας που είχε βάλει τέλος στο θεσπέσιο χόμπι του όρθωσε απειλητικά το ανάστημά του πάνω από τον Έιβερι και τον κράτησε στο τιμόνι, ενώ αλλιώς ίσως να είχε αποτολμήσει να βγει από το αυτοκίνητο, να διασχίσει το στενό πεζοδρόμιο, να μπει από κάποιο ανοιχτό παράθυρο... Δεκαοχτώ χρόνια βασανιζόταν επειδή είχε χάσει τον αυτοέλεγχο του. Δε θα ξανάκανε το ίδιο λάθος. Γρήγορα άφησε πίσω του το χωριό και τράβηξε προς ένα αγροτικό μονοπάτι καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα. Ήταν τόσο χορταριασμένο που το προσπέρασε τρεις φορές μέχρι να αναγνωρίσει τη σκοτεινή τρύπα στο θαμνοφράχτη και να στρίψει. Το Νισάν τρανταζόταν και έτριζε στα χορτάρια και τις λακκού-

236

BELINDA B A U E J I

βες και η μπογιά στρίγκλιζε σαν να διαμαρτυρόταν που την έγδερναν οι βάτοι. Όταν δεν μπορούσε να προχωρήσει πια με το αυτοκίνητο, ο Έιβερι βγήκε έξω, πήρε τη σακούλα με τις καινούριες προμήθειές του, έριξε μέσα ένα μπουκαλάκι νερό και κάμποσα σάντουιτς με τυρί και ντομάτα και ανέβηκε με τα πόδια στο χερσότοπο. Αμέσως υπερφορτίστηκαν οι αισθήσεις του από ερεθίσματα -από τη μια η γλυκιά μυρωδιά απ' τα σκεπασμένα με πάχνη ρείκια κι από την άλλη η ανάμνηση από το ελαφρύ κορμάκι ενός αγοριού στην αγκαλιά του. Αυτή η διπλή επίθεση του έφερε τέτοια έξαψη που για μια στιγμή ζαλίστηκε και χρειάστηκε να σταματήσει, διπλωμένος στα δύο με τα χέρια στα γόνατά του, μέχρι να ξελαχανιάσει. Έπρεπε να παραμείνει συγκεντρωμένος. Ο Έιβερι δεν είχε ψευδαισθήσεις για το μέλλον του. Ήξερε ότι δε θα μπορούσε να διαφεύγει τη σύλληψη για καιρό -ιδίως ύστερα απ' αυτό που σχεδίαζε να κάνει. Ενώ είχε κοπιάσει τόσο πολύ για τη νόμιμη απελευθέρωσή του και την περίμενε τόσο καιρό, δεν είχε την εμπειρία για να ζήσει ως φυγάς -αλλά ούτε και την επιθυμία. Μετά από την πράξη του, η ζωή του ουσιαστικά θα τελείωνε. Ο μοναδικός σκοπός του τώρα ήταν να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του όσο χρειαζόταν ώστε να αξίζει τον κόπο η εφήμερη ελευθερία του. Σιγά σιγά η έξαψή του υποχώρησε και ξαναβρήκε τον αυτοέλεγχο του. Ήξερε ότι θα έπρεπε να επαγρυπνεί· ήταν τόσο συναρπαστικό που βρισκόταν πάλι στο χερσότοπο ώστε αυτό και μόνο τον συντάραζε. Σε συνδυασμό με την ανάμνηση αυτού του χορταριασμένου μονοπατιού και τις προοπτικές που τον περίμεναν, η προσπάθεια που κατέβαλλε για να παραμένει ήρεμος τον έκανε να ιδρώνει. Το μπράτσο του έτσουζε Λαι πονούσε στο σημείο εκείνης της μυστηριώδους αυλακιάς που είχε σκίσει τη σάρκα του και ζαλιζόταν λίγο, μα το αγνόησε· πίστευε ότι μάλλον δεν ήταν όσο σοβαρό φαινόταν και δεν τον ένοιαζε αν έκανε λάθος· δε θα τον σταματούσε. Τίποτα δε θα τον σταματούσε.

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

237

Πήρε πάλι την ανηφόρα. Οι σκέψεις του συγκρούονταν με θόρυβο στο μαύρο τζάμι του μυαλού του, λαχταρώντας να ξαμοληθούν σαν ενθουσιασμένα κουτάβια. Η φασαρία σχεδόν τον ξεκούφαινε. Ο Έιβερι πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να μετράει ανάποδα από το χίλια. 982... 981... 980... 989... Σταμάτησε και ξεκίνησε πάλι από την αρχή. Έτσι, επικεντρώνοντας όλη του την προσοχή στο να μην μπερδεύει τους αριθμούς, ο Έιβερι κατάφερε να διατηρήσει τον αυτοέλεγχο του σε όλο το δρόμο μέχρι το Μπλάκλαντς. Βρήκε το υψωματάκι εύκολα. Κάτω στην κοιλάδα, η ομίχλη έκρυβε το Σίπκοτ, αλλά εδώ πάνω η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και σε λίγο ίσως να είχε και λιακάδα. Τα τελευταία απομεινάρια της νύχτας είχαν σβήσει, αφήνοντας έναν ωχρό, καθαρό ουρανό, όπου ανηφόριζε τεμπέλικα ο ήλιος από τον ορίζοντα. Ο Έιβερι σκαρφάλωσε στην κορυφή του υψώματος και κοίταξε κάτω. Μέσα του άφρισε ο ενθουσιασμός κι έσφιξε τις γροθιές του μέχρι που άσπρισαν τα δάχτυλά του. Τις κόλλησε στους μηρούς του για να μη χάσει ακόμα τα λογικά του. Δεν ήταν σίγουρος αν θα το κατάφερνε. Κλαψούρισε και δάγκωσε τα χείλη του. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή από το στήθος του και η καρδιά του βροντοχτυπούσε, κάνοντας τα αυτιά και τα ιγμόρειά του να βουίζουν. Εδώ ακριβώς. Εδώ ακριβώς βρισκόταν. Σε ένα μέρος που νόμιζε ότι δε θα ξαναρχόταν ποτέ. Τα πάντα άξιζαν τον κόπο. Αν τον άρπαζαν τώρα και τον έσερναν μακριά απ' το χερσότοπο πάνω σε πύρινο φορείο, θα άξιζε τον κόπο μόνο και μόνο που στάθηκε εδώ και μύρισε τα υγρά ρείκια και τη νοτισμένη γη. Ο Έιβερι γεύτηκε αίμα να στάζει απ' το χείλι στο στόμα του. Το κεφάλι του κόντευε να εκραγεί απ' τον πόθο και δεν ήξερε πώς να το ηρεμήσει, καταλάβαινε όμως ότι έπρεπε να το κάνει. Ήθελε να διατηρήσει αυτό το συναίσθημα όσο περισσό-

238

BELINDA BA U EJI

τερο μπορούσε· ήξερε ότι ίσως να γινόταν ακόμα καλύτερο, αν ήταν πάρα πολύ τυχερός. Αλλά, για την ώρα, έπρεπε να το συγκρατήσει. Έπρεπε να συνέλθει. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του για να απαλείψει τα καταιγιστικά οπτικά ερεθίσματα. Μην τα κάνεις θάλασσα. Μην τα κάνεις θάλασσα. Μην τα κάνεις θάλασσα. Κλαψουρίζοντας, ιδρώνοντας και τρέμοντας από την προσπάθεια, ο Έιβερι ανέκτησε σιγά σιγά την επικυριαρχία του στο Έξμουρ και στο ίδιο του το σώμα. Τα κλαψουρίσματά του έσβησαν λίγο λίγο και σταμάτησε να αγκομαχεί ρε κάθε του ανάσα· οι γροθιές του χαλάρωσαν, αφήνοντας στις παλάμες του πληγές σαν στίγματα αγίου σε σχήμα μισοφέγγαρων. Ένιωθε τον αέρα της αυγής να τον πλημμυρίζει με ζωή και αυτοκυριαρχία. Ο ήλιος τον έκανε να ριγεί με προσδοκία, ενώ ο πρώτος κορυδαλλός τον εξυμνούσε με το κελάηδημά του. Όταν άνοιξε τελικά τα μάτια του, αισθανόταν σαν θεός. Ήρεμος. Υπομονετικός. Συγκροτημένος. Πανίσχυρος. Εκδικητικός. Άπλωσε μια σακούλα σε ένα σημείο με υγρά, λευκά ρείκια και κάθισε μαλακά, νιώθοντας το χερσότοπο να τον αγκαλιάζει σαν παλιός εραστής. Μία ώρα αργότερα, όταν φάνηκαν τα παιδιά να έρχονται προς το μέρος του μέσα από την ομίχλη, τα μάτια του Έιβερι θόλωσαν από την πολλή ομορφιά. Ήταν σαν άγγελοι που ξεπρόβαλλαν απ' τα σύννεφα για να τους καλωσορίσει εκείνος στον παράδεισο.

37 «Γεια», είπε ο Λούις. «Γεια», είπε ο Άρνολντ Έιβερι, κατ' εξακολούθηση δολοφόνος. Ο Στίβεν δεν είπε τίποτα. Τι να έλεγε; Ε, Λούις, μην του μιλάς, δολοφόνησε τον θείο μου τον Μπίλι... Ό,τι και να έλεγε τώρα ο Στίβεν θα χρειαζόταν τόσες εξηγήσεις και ο Λούις θα του έκανε τόσες ερωτήσεις που δε θα μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Και κάτι του έλεγε ότι σ' αυτή τη στιγμή της ζωής του θα είχε ζωτική σημασία να έχει καθαρό μυαλό. Είχε ήδη κοντέψει να προδοθεί, όμως έστρεψε εγκαίρως το βλέμμα του πέρα στα ρείκια, πριν προλάβει ο Έιβερι να δει το σοκαρισμένο του ύφος και να καταλάβει ότι τον είχε αναγνωρίσει. Τώρα, καθώς περιεργαζόταν το χερσότοπο με μάτια που δεν έβλεπαν τίποτα πέρα από νεκρά παιδιά σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων, το μυαλό του Στίβεν γυρνούσε σε άσκοπους κύκλους που αλληλεπικαλύπτονταν. Σαν διάγραμμα Βεν που απεικόνιζε τη σύγχυσή του. Πώς ήταν δυνατόν; Δεν ήταν δυνατόν! Ο Άρνολντ Έιβερι βρισκόταν στη φυλακή, όχι εδώ. Εδώ έπρεπε να βρίσκεται ο Στίβεν, όχι ο Έιβερι. Διάφορες εκδοχές βομβάρδιζαν το μυαλό του, πολύ πιο εξωφρενικές από μια απλή απόδραση -όνειρο, παραισθήσεις από φάρμακα, ανταλλαγή σωμάτων όπως σε χολιγουντιανές ταινίες, τηλεοπτικό ριάλιτι σόου που έδειχνε αντιδράσεις παιδιών αν

240

BELINDA B A U E J I

συναντούσαν το χειρότερο εφιάλτη τους. Του πήρε μισό δευτερόλεπτο, που του φάνηκε σαν μια ολόκληρη ζωή, μέχρι να φτάσει στην πιθανότητα της απόδρασης και να καταλήξει ανήσυχα εκεί. Ήταν η χειρότερη απ' όλες τις πιθανότητες. Σιγά σιγά, ο ξέφρενος χείμαρρος της αδρεναλίνης υποχώρησε σε ελεγχόμενα επίπεδα. Η αναπνοή του ήταν ακόμα κάπως ακανόνιστη, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν έτοιμος να τα κάνει πάνω του. Ξανάριξε μια ματιά στον Έιβερι. Οπωσδήποτε ήταν αυτός. Το εξέτασε προσεκτικά το θέμα -μακάρι να είχε κάνει λάθος-, όμως ήταν σίγουρος. Ο Στίβεν υπέθεσε ότι το γενικό πλαίσιο των πραγμάτων και η ίδια η περίσταση τον είχαν καταστήσει ικανό να αναγνωρίσει το δολοφόνο, παρ' όλο που ο Έιβερι ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενε να αντικρίσει εκεί. Ωστόσο, βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση: ο Έιβερι δε γνώριζε τον Στίβεν και επομένως δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι ο Στίβεν θα τον γνώριζε. Αν ήθελε να μη χάσει αυτό το πλεονέκτημα, θα έπρεπε να φερθεί φυσιολογικά. Παίρνοντας μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα, ο Στίβεν ανάγκασε το κεφάλι του να γυρίσει και τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν που αντίκριζε στ' αλήθεια τον άνθρωπο που επηρέαζε τη ζωή του τόσο καιρό, καθισμένο από πάνω τους σε μια πρασιά από τα σπάνια λευκά ρείκια, με τα μπράτσα του ακουμπισμένα χαλαρά στα γόνατά του· η στάση του τραβούσε τα μπατζάκια του τζιν του πιο ψηλά από τα μαύρα μποτάκια του και φαίνονταν οι φτηνές μπλε βαμβακερές κάλτσες του. Ο Στίβεν στύλωσε τα μάτια του στις κάλτσες του Έιβερι και ένιωσε ένα παράξενο δέος. Οι κάλτσες ήταν κάτι τόσο φυσιολογικό, τόσο πεζό. Πώς γινόταν να είναι κατ' εξακολούθηση δολοφόνος κάποιος που φορούσε τις κάλτσες του κάθε πρωί; Οι κάλτσες δεν ήταν κάτι σκληρό ούτε επικίνδυνο. Οι κάλτσες ήταν αστείες· γάντια για τα πόδια αλλά χωρίς δάχτυλα, αυτό ήταν οι κάλτσες. Έκαναν τα δάχτυλα των ποδιών σου να δείχνουν σαν μεντεσέδες με κόμπους και γίνονταν κωμικές κούκλες για κουκλοθέατρο. Όποιος φορούσε κάλτσες δεν μπορούσε να αποτελεί απειλή γι' αυτόν ή οποιονδήποτε άλλο, σωστά;

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

241

Ο Στίβεν συνειδητοποίησε ότι τον κοιτούσαν οι άλλοι δύο, ενώ αυτός είχε το βλέμμα του καρφωμένο στις κάλτσες. Ο Λούις φαινόταν απορημένος και ο Έιβερι ανασήκωσε εύθυμα το φρύδι του, λες και είχαν κάποιο κοινό μυστικό. Και είχαν, φυσικά. Ο Στίβεν κοκκίνισε. Έπρεπε να φερθεί φυσιολογικά. Αν περνούσε από το μυαλό του Έιβερι η ιδέα ότι ήξερε ποιος ήταν... Ο Στίβεν δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη του· ήταν απολύτως τρομακτική. Η σιωπή ανάμεσά τους θαρρείς πως είχε υλική υπόσταση. Ο Έιβερι ήταν συνηθισμένος στη σιωπή και ο Στίβεν δίσταζε να τη σπάσει μέχρι να σκεφτεί κάτι να πει. Οπότε απέμεινε στον Λούις να πάρει την πρωτοβουλία -όπως πάντα. «Ωραία μέρα». Το αγαπημένο θέμα των πεζοπόρων. Ο Έιβερι συγκατένευσε αργά. «Μέχρι στιγμής». Ο Στίβεν ανατρίχιασε και ο Λούις τον κοίταξε συνοφρυωμένος, λες και απογοήτευε την ομάδα τους. «Σκάβουμε», είπε ο Λούις για να διευκολύνει τη συζήτηση, στρέφοντας το σαγόνι του προς το φτυάρι του Στίβεν. «Αλήθεια;» ρώτησε αδιάφορα ο Έιβερι. «Για τι πράγμα;» Ο Λούις είχε καταφέρει να στριμωχτεί. Οποιαδήποτε άλλη μέρα θα το είχε πει στον άγνωστο, ο Στίβεν το ήξερε. Θα το ξεφούρνιζε και θα ζύγιζε την αντίδραση του αγνώστου· αν ήταν θαυμασμός, ο Λούις θα έλεγε πως ήταν κοινή επιχείρηση για να αναγνωριστεί και η δική του συμμετοχή· αν ήταν απέχθεια, ο Λούις θα έστρεφε ειρωνικά το βλέμμα του στον ουρανό και θα έδειχνε τον Στίβεν με τον αντίχειρά του. Αλλά επειδή ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν πάλι μαζί -και επειδή είχε συμβεί μια παράξενη αλλαγή στη σχέση τους για την οποία δε μιλούσαν-, ο Λούις έδειχνε σαν να μην ήταν σίγουρος αν έπρεπε να φανερώσει την πραγματική αποστολή τους. Ο Λούις κοίταξε τον Στίβεν και ξαφνιάστηκε που ο φίλος του ήταν ακόμα πιο χλομός απ' ό,τι συνήθως. Σαν άρρωστος. Παρ'

242

BELINDA B A U E J I

όλα αυτά, ο Στίβεν ήταν που έπιασε τώρα το μπαλάκι της συζήτησης. «Για ορχιδέες». Ο Έιβερι απλώς ανασήκωσε πάλι το φρύδι του. Αυτή τη φορά, ο Λούις σχεδόν τον μιμήθηκε. Ο Στίβεν το αγνόησε. «Τις πουλάμε στο κατάστημα κηπουρικής». Ο Έιβερι τον περιεργάστηκε. «Δεν είναί παράνομο;» «Είναι». Ο Λούις έριξε μια ανήσυχη ματιά στον Στίβεν και μετά στον άγνωστο άντρα, αλλά εκείνος δεν έδειχνε να έχει αναστατωθεί ιδιαίτερα από αυτή την αποκάλυψη. Ίσα ίσα, ανασήκωσε τους ώμους του και σχεδόν χαμογέλασε -μόλις που ξεπρόβαλαν για μια στιγμή οι άκρες των πεταχτών δοντιών του προτού τις κρύψουν πάλι τα άλικα χείλη του. «Α, καλά», είπε. Πάλι μια σιωπή αμηχανίας. «Έχει εδώ γύρω καθόλου;...» «Καθόλου Π;» είπε ο Λούις. «Καθόλου...» Ο Έιβερι ξερόβηξε ευγενικά, με τη γροθιά μπροστά στο στόμα του. «Καθόλου ορχιδέες». Ο Λούις έριξε μια λοξή ματιά στον Στίβεν. Αυτός τους είχε μπλέξει με τις ορχιδέες -αυτός να τους ξέμπλεκε. «Όχι», είπε ο Στίβεν, κοιτάζοντας τριγύρω στο έδαφος. «Καλύτερα να πηγαίνουμε». «Όχι!» Και τα δυο παιδιά ύψωσαν το βλέμμα τους και κοίταξαν τον άντρα. Του Λούις του φάνηκε παράξενο -έτσι που είχε πει το «όχι». Οι περισσότεροι άνθρωποι που συναντούσες στους χερσότοπους ανυπομονούσαν να πάρεις δρόμο και να εξαφανιστείς για να αποκατασταθεί η ψευδαίσθηση της υπέροχης απομόνωσης που είχαν. Αλλά αυτός ο άνθρωπος είπε «όχι» λες και πραγματικά δεν ήθελε να φύγουν. Ο Λούις δεν ήταν παρατηρητικό παιδί, αλλά ένιωσε μια πρώτη ακαθόριστη ανησυχία ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

243

Ο Άρνολντ Έιβερι είχε αναγνωρίσει αμέσως τον ΣΑ -από τη φωτογραφία. Τώρα ο ΣΛ στεκόταν μπροστά του· με ένα άνορακ δεμένο σε μια μέση που ήταν στενή σαν λαγωνικού, κοκαλιάρικα μπράτσα που ξεπετάγονταν από ένα κόκκινο μπλουζάκι, σκούρα καστανά μαλλιά κακοκουρεμένα, προφανώς στο σπίτι, και το σώμα του στραμμένο ελαφρώς απ' την άλλη. Στην πλάτη της μπλούζας του ήταν η λέξη ΛΑΜΠ. Το όνομα του μικρού ήταν Σ. Λαμπ. Λαμπ*. Κρατήθηκε για να μη γελάσει. Τώρα ο Σ. Λαμπ και ο πιο γεροδεμένος φίλος του τον κοιτούσαν κι οι δυο επειδή είχε πει «όχι» με έναν τόνο αγωνίας. Ο ηλίθιος. Για μια στιγμή, ήρθαν στο μυαλό του ο Μέισον Ντινγκλ και ένα παιδί που οδυρόταν στο κλάμα. Ο Έιβερι θύμωσε με τον εαυτό του, αλλά φρόντισε να μην το δείξει. Έπρεπε να προσέξει. Ήταν δύο. Ο Σ. Λαμπ είχε ένα φτυάρι στον ώμο του. Ήταν μεγαλύτεροι απ' ό,τι τα περισσότερα από τα άλλα παιδιά. Ψηλότεροι απ' ό,τι θυμόταν γενικά τα παιδιά. Είχε πει «όχι» και τον είχαν κοιτάξει και οι δυο ξαφνιασμένοι. Έπρεπε να προσέξει. Έπρεπε να χαμογελάσει. Οπότε, χαμογέλασε και το πρόσωπο του πιο γεμάτου πιτσιρικά χαλάρωσε αμέσως. Δεν ήταν άσχημος. Ο Σ. Λαμπ τον κοίταξε, όμως φαινόταν ακόμα ανήσυχος και επιφυλακτικός. Κατανοητό, σκέφτηκε ο Έιβερι -ένας άγνωστος στους χερσότοπους· ένα παιδί θα έπρεπε να φυλάγεται. Ένιωσε περήφανος για τη φανερή καχυποψία του ΣΛ και αισθάνθηκε λίγο καλύτερα που τον είχε χειριστεί με τόση επιδεξιότητα ένα παιδί. Τουλάχιστον, δεν ήταν ένα χαζό παιδί. «Συγνώμη», είπε, «με λένε Τιμ». Κοίταξε με νόημα το πιο μεγαλόσωμο αγόρι μέχρι που αυτό λύγισε και είπε: «Εμένα Λούις. Αυτόν Στίβεν». * Αμνός, στα αγγλικά. (Σ.τ.Μ.)

244

BELINDA BAUEJI

«Χαίρω πολύ». Στίβεν Λαμπ. Ο Έιβερι τόλμησε να του ρίξει μονάχα μια σύντομη ματιά και να κουνήσει ελαφρά το κεφάλι, γιατί δεν ήθελε να μεταδώσει τηλεπαθητικά τις εικόνες που είχε στο μυαλό του -τα καστανά μάτια του Στίβεν Λαμπ γουρλωμένα απ' τον τρόμο· τα δικά του δάχτυλα γύρω από το λεπτό λαιμό του Στίβεν Λαμπ, ενώ η πίεση και των δύο εκτινασσόταν στα ύψη, αλλά για διαφορετικούς λόγους· έναν πρόχειρο χάρτη του Έξμουρ, με τα αρχικά ΣΛ για πάντα δίπλα στα αρχικά ΓΠ. «Έχω σάντουιτς». Ο Έιβερι άπλωσε το χέρι του πιο πέρα από το σκοινί ρυμούλκησης, τα έπιασε και πρόσθεσε, πιο ανέμελα: «Αν θέλετε». Ο Λούις ήθελε. Φυσικά. Ο Στίβεν είδε τον Λούις να διανύει την απόσταση που τον χώριζε από τον Άρνολντ Έιβερι. Κράτησε την ανάσα του καθώς ο Λούις άπλωσε το χέρι του να πάρει το σάντουιτς. Η προειδοποιητική κραυγή του φράκαρε στο λαιμό του, καθώς ο Λούις άγγιξε σχεδόν το χέρι του Έιβερι. Όμως τίποτα δε συνέβη, παρά μόνο ότι ο Λούις πήρε ένα σάντουιτς. Ο Στίβεν αναστέναξε με ανακούφιση. Ο Έιβερι κοίταξε αυτόν τώρα, απλώνοντας ένα άλλο σάντουιτς προς το μέρος του. Αυτό ήταν. Αυτή ήταν η στιγμή που ο Στίβεν έπρεπε να αποφασίσει. Να πάρει το σάντουιτς του δολοφόνου ή να πετάξει το φτυάρι του, να κάνει μεταβολή και να κατέβει τρέχοντας το χερσότοπο προς το σπίτι του. Ήταν πάλι το ίδιο όπως στο Μπάρνσταπλ. Χωρίς τον Λούις, θα μπορούσε να τρέξει. Θα αιφνιδίαζε τον Έιβερι και θα του ξέφευγε. Ο τύπος ήταν πέντε μέτρα μακριά και καθισμένος. Ο Στίβεν θα μπορούσε να βρεθεί τριάντα μέτρα μπροστά μέχρι να

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

245

σηκωθεί αυτός και ν' αρχίσει να τρέχει. Ήταν γρήγορος και δεν είχε αμφιβολία ότι ο φόβος θα του έδινε φτερά. Αλλά με τον Λούις από κοντά; Ο Λούις έτρωγε το σάντουιτς του τύπου· αν τον προειδοποιούσε ξαφνικά με μια φωνή και το έβαζε στα πόδια, ο Λούις θα μπερδευόταν. Δε θα έτρεχε. Ακόμα κι αν έτρεχε, δε θα συνειδητοποιούσε ότι έτρεχε για να σωθεί. Από το τρέξιμο και μόνο, ο Έιβερι θα καταλάβαινε ότι ο Στίβεν τον είχε αναγνωρίσει. Ακόμα κι αν ο Έιβερι δεν έπιανε αυτόν, σίγουρα θα έπιανε τον Λούις. Και ο Στίβεν δεν μπορούσε να αφήσει τον Λούις στα χέρια ενός συστηματικού δολοφόνου. Τον κυρίευσαν τρομερές ενοχές που φέρθηκε τόσο ηλίθια. Είχε στήσει παγίδα για τον Έιβερι και είχε πιαστεί ο ίδιος. Τώρα αισθανόταν απόλυτα υπεύθυνος για την ασφάλεια του Λούις, καθώς και για τη δική του. Όχι. Δε γινόταν με τίποτα να τρέξει. Έτσι, ο Στίβεν επέβαλε στα πόδια του να κουνηθούν, ανάγκασε τα χέρια του να απλωθούν, διέταξε τα χείλη του να μουρμουρίσουν «Ευχαριστώ» και πήρε το σάντουιτς από τον άνθρωπο που ήξερε πλέον ότι σκόπευε να τον σκοτώσει.

38 Το σάντουιτς είχε τυρί και ντομάτα. Ο Στίβεν έκανε μια γκριμάτσα με την πρώτη μπουκιά, αλλά την κατάπιε γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει τον Έιβερι. Οι άμυνες του Λούις είχαν μειωθεί τώρα που έτρωγε ξανά. Είπε στον Έιβερι για το χερσότοπο -επινοώντας ό,τι δε γνώριζε στα σίγουρα- και ο Έιβερι άκουγε, κουνούσε το κεφάλι του και ρωτούσε πότε πότε κάτι σχετικό. Ο Στίβεν αντιλαμβανόταν αμυδρά ότι ο Λούις καμάρωνε σαν διάνος με την προσοχή που του έδινε ο Έιβερι. Ως ένα βαθμό τον αρρώσταινε η άνεση με την οποία ο Έιβερι είχε κάνει τον Λούις να χαλαρώσει και να του ανοιχτεί. Αλλά, ως ένα μεγαλύτερο -και πολύ σημαντικότερο- βαθμό, μέσα του κόχλαζαν χιλιάδες εικόνες: σταυροί με στυλό σ' ένα χάρτη· ένα λευκό πίξελ από πεταχτά δόντια· ο διαστημικός σταθμός Λέγκο στο σκοτεινό γαλάζιο δωμάτιο· η μυρωδιά του χώματος· η γεύση του μέσα στο στόμα του· το δόντι που κουνιόταν στη σιαγόνα του πρόβατου· να τρέχει στο χερσότοπο με την ψυχή στο στόμα· πόδια να κλοτσάνε από το ανοιχτό παράθυρο ενός βαν· η γιαγιά του να περιμένει. Να περιμένει για πάντα. Και αυτή η εικόνα ήταν που σταμάτησε τελικά το ξέφρενο στροβίλισμα στο μυαλό του. Η γιαγιά του να περιμένει τον Μπίλι και να περιμένει κι αυτόν. Ήθελε τόσο πολύ να βάλει τέλος στη δυστυχία της, όμως θα έκανε τα πράγματα ακόμα χει-

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

247

ρότερα. Ο Άρνολντ Έιβερι θα τον σκότωνε και η γιαγιά του θα τους περίμενε και τους δυο για πάντα· και η μητέρα του θα γινόταν η γιαγιά του στο παράθυρο, περιμένοντας όπως κι εκείνη, ακόμα κι αφού πέθαινε η γιαγιά. Και ο Ντέιβι; Τι θα γινόταν ο Ντέιβι; Ο Ντέιβι δεν ήταν συνηθισμένος να τον αγνοούν, αλλά θα το συνήθιζε και δεν είχε κανέναν άλλο στον κόσμο που να τον αγαπάει. Όλοι οι άνθρωποι που τον αγαπούσαν δε θα υπήρχαν πια -ή θα ήταν σαν να μην υπήρχαν. Ο Στίβεν ένιωσε το στομάχι του ν' ανακατεύεται. Τα είχε κάνει σκατά. Σκατά. Τα είχε κάνει σκατά. Είχε σκατά για μυαλό. Σκατά. Το «σκατά» δεν ήταν αρκετά κακή λέξη γι' αυτό που είχε κάνει, αλλά τον βόλευε για την ώρα. Πώς του είχε έρθει ότι μπορούσε να το κάνει αυτό; Ήταν τόσο ηλίθιος που του άξιζε να τον δολοφονήσουν, όμως ένιωθε άσχημα για τη γιαγιά, τη μαμά, τον Ντέιβι και τον Λούις. Τότε θυμήθηκε για ποιο λόγο ήταν εδώ. Γιατί το είχε ξεκινήσει όλο αυτό. Και γιατί δεν μπορούσε να φύγει τώρα. Ανατρίχιασε απ' τη φρίκη μ' αυτή τη σκέψη. «Κρυώνεις;» Ο Στίβεν τινάχτηκε, ακούγοντας τον Έιβερι, και συνειδητοποίησε ότι έτρεμε. «Ναυ>. Έσφιγγε επίσης το σάντουιτς τόσο πολύ που τα δάχτυλά του είχαν μπηχτεί στο ψωμί και ένιωθε την απαίσια, υγρή ντομάτα σαν γλίτσα στα ακροδάχτυλά του. «Θες μια μπλούζα;» Ο Έιβερι έβγαλε την ανοιχτή πράσινη ζακέτα και ο Στίβεν πρόσεξε πως ήταν ασορτί με τα παράξενα, ξεθωριασμένα του μάτια. Τα τελευταία μάπα που είχε κοιτάξει στη ζωή του ο θείος Μπίλι. Ο λαιμός του έκλεισε και έκανε κι άλλη προσπάθεια μέχρι να καταφέρει να βγάλει ένα ζορισμένο «Όχι». Ο Έιβερι τον περιεργάστηκε ατάραχα και ο Στίβεν κοίταξε το σάντουιτς που είχε γίνει νιανιά και ένιωσε τα μάγουλά του να φλέγονται.

248

BELINDA B A U E J I

Με την άκρη του ματιού του είδε το δεξί χέρι του Έιβερι να αφήνει τη ζακέτα και να κινείται προς το μέρος του. Είδε τη σάρκα στο δικό του μπράτσο να ανατριχιάζει και μετά το δάχτυλο του άντρα να αγγίζει μαλακά το μάγουλο του. «Έχεις βούτυρο στο πρόσωπό σου». Το στομάχι του Στίβεν ανακατεύτηκε. Ρεύτηκε σιγανά και θυμήθηκε πως είχε φάει ντομάτα. Θυμήθηκε το βρακάκι της «Τρίτης», που φορούσε η Γιάσμιν Γκρέγκορι. Θυμήθηκε ότι αυτά που οι εφημερίδες ανέφεραν αόριστα ως «σωματικά υγρά» αηδίαζαν τον Έιβερι. Παρ' ότι είχε ήδη μια ελαφριά τάση για εμετό, ο Στίβεν πήρε κουράγιο και με χέρι που έτρεμε, δάγκωσε άλλη μια μπουκιά από το σάντουιτς. Ο Έιβερι τράβηξε το χέρι του και μια ρόδινη γλώσσα πετάχτηκε γρήγορα απ' το στόμα του και έγλειψε το βούτυρο από το ακροδάχτυλό του. «Τι έπαθε το μπράτσο σου;» Ο Λούις κοιτούσε το σκισμένο μανίκι του Έιβερι που το είχε εκθέσει βγάζοντας τη ζακέτα. Ο Έιβερι το κοίταξε και σιχάθηκε πάλι τον εαυτό του. Ήταν τόσο απρόσεχτος! Τι του είχε έρθει; Με το που θυμήθηκε το μπράτσο του, ένιωσε επίσης ζαλάδα και κούραση. Δεν είχε χάσει πολύ αίμα, αλλά το μπράτσο του πονούσε περισσότερο από χτες. Ίσως να είχε πάθει μόλυνση. Τι κακοτυχία. Πάνω που ήθελε -είχε ανάγκη- να είναι σε φόρμα όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά. Και τώρα το φακιδιάρικο αγόρι είχε καρφωθεί στο μπράτσο του -μόνο από περιέργεια προς το παρόν, όμως ο Έιβερι ήξερε πως η περιέργεια ήταν μόλις ένα βηματάκι μακριά από την καχυποψία, το φόβο και τη φυγή. Ή την απόπειρα φυγής. Από μέσα του χαμογέλασε, καθώς θυμήθηκε αμέτρητες απόπειρες φυγής, και πήρε απ' αυτές δύναμη. «Πιάστηκα σε ένα συρματόπλεγμα ανεβαίνοντας εδώ», είπε στον Λούις. Ο Λούις κούνησε αργά το κεφάλι του. Το σάντουιτς τον είχε

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

249

κάνει να ξεχάσει ότι κάτι δεν του άρεσε στον Έιβερι, αλλά τώρα, που δε δούλευε πια το στόμα του, άρχιζε να ξαναλειτουργεί το μυαλό του -και η ιστορία με το συρματόπλεγμα δεν του καθόταν καλά. Ειδικά επειδή δεν υπήρχαν συρματοπλέγματα στο χερσότοπο. Τα γύρω κτήματα είχαν, βέβαια, συρματόπλεγμα, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί κανένα δρόμο για το χερσότοπο εκεί κοντά που να έπρεπε κανείς να περάσει τίποτα χειρότερο από μια πέτρινη ή ξύλινη πύλη. Σηκώθηκε και σκούπισε τα χέρια του στο τζιν του. «Ευχαριστώ, φίλε», είπε. Ύστερα κοίταξε τον Στίβεν: «Πρέπει να φύγουμε». Ο Στίβεν συνέχισε να μασάει με αποστροφή, ύστερα κατάπιε μεγάλα κομμάτια και τα μάτια του δάκρυσαν. «Φύγε εσύ», είπε. «Ε;» «Φύγε εσύ», είπε γρήγορα, πριν χάσει το κουράγιο του. «Εγώ θα μείνω». Ο Λούις γέλασε σαστισμένα και έριξε μια ματιά στον Έιβερι, που κοιτούσε τον Στίβεν με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπο του. Ο Στίβεν ήταν άσπρος σαν πανί, με δυο κοκκινίλες ψηλά στα μάγουλά του και το βλέμμα καρφωμένο στο σάντουιτς. Ο Λούις πρόσεξε ότι έτρεμε. Πρόσεξε επίσης ότι το σάντουιτς που έτρωγε ο Στίβεν είχε μέσα ντομάτα. Καθώς τον κοιτούσε, ο Στίβεν δάγκωσε άλλη μια μπουκιά και ρούφηξε άτσαλα ένα κομματάκι αδέσποτης ντομάτας στο στόμα του. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά με το φίλο του. «Έλα, Στιβ!» Γέλασε ξανά, όμως το γέλιο του ακούστηκε τόσο παράξενο ακόμα και στον ίδιο, που το έκοψε και βυθίστηκε σε μια σιωπή αμηχανίας. Μέχρι τότε ήταν απορροφημένος στο σάντουιτς του, μα τώρα είδε ότι ο Έιβερι έσφιγγε την πράσινη ζακέτα ανάμεσα στα χέρια του, τη στριφογύριζε και τη ζουλούσε και οι κόμποι των δαχτύλων του είχαν ασπρίσει από την ένταση. Η ακαθόριστη ανησυχία του έδωσε τη θέση της σε ένα δυνατό σφίξιμο στην κοιλιά του.

250

BELINDA BAUEJI

«Έλα, ρε βλάκα. Πρέπει να γυρίσω σπίτι». Φυσικά δεν ήταν αλήθεια, αλλά ξαφνικά ο Λούις ένιωσε έντονα την ανάγκη να πάει σπίτι του. Ο Στίβεν του πέταξε ό,τι είχε απομείνει από το σάντουιτς του και τον πέτυχε στο στήθος. «Φύγε, γαμώτο, εντάξει! Φύγε\» Τα μάτια του Λούις έγιναν ολοστρόγγυλα από την έκπληξη. Έκανε ένα βήμα πίσω. Ο Στίβεν σηκώθηκε, τρέμοντας, και ήρθε κοντά του. «Ξέρω τι έκανες στον κήπο». Ο Λούις κοκκίνισε σαν παντζάρι. «Τι... τι;» «Άκουσες. Ξέρω τι έκανες. Τώρα πάρε δρόμοί» Ο Στίβεν έσπρωξε τον Λούις στο στήθος με την ξύλινη λαβή του φτυαριού κι αυτός παραπάτησε προς την κατηφόρα. Ο Στίβεν όρμησε και τον έσπρωξε ξανά. Ο Λούις έπεσε με τα οπίσθια μέσα στα ρείκια και μια έκφραση πανικού απλώθηκε αμέσως στο πρόσωπο του Στίβεν. Άρπαξε τον Λούις από τον ώμο, προσπαθώντας να τον σηκώσει και ταυτόχρονα να τον σπρώξει μακριά. Ο Λούις παραπάτησε και μετά παραπάτησε ξανά. «Σε μισώ!» ούρλιαξε από πάνω του ο Στίβεν. «Σε μισώ, ρε μαλάκα! Άντε στο διάολο και πήγαινε σπίτι! Φύγε!» Κομματάκια σάντουιτς και σάλια τινάχτηκαν πάνω στον Λούις από το στόμα του εξαγριωμένου Στίβεν. Σηκώθηκε κακήν κακώς στα πόδια του και ο Στίβεν ήρθε πάλι καταπάνω του. Αυτή τη φορά, ο Λούις τον απέφυγε πηδώντας πιο κάτω στο μονοπάτι. «Σου 'χει στρίψει;» φώναξε στον Στίβεν. «Σου λάσκαρε η βίδα;» Πάλι έριξε μια ματιά στον άντρα -θαρρείς για συμπαράσταση. «Του έχει στρίψει!» φώναξε ο Λούις, αλλά ο άντρας δεν τον κοιτούσε. Κοιτούσε τον Στίβεν· τα κατακόκκινα χείλη του είχαν τραβηχτεί από μια γκριμάτσα αυτοσυγκέντρωσης, αποκαλύπτοντας τα μυτερά άσπρα δόντια του. Περισσότερο κι από την ξαφνική επίθεση του Στίβεν, αυτό το θέαμα έφερε στον Λούις ανακατωσούρα, ζαλάδα, και ξαφνικά ένιωσε ότι έπρεπε να φύγει. Οπωσδήποτε. Δεν άντεχε να μείνει ούτε δευτερόλεπτο ακό-

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

251

μα. Ένας άγριος φόβος τον κυρίευσε και ξεφώνισε σαν να τον είχαν χτυπήσει. Μετά γύρισε και το έβαλε στα πόδια. Ο Στίβεν τον κοίταξε που έτρεχε, νιώθοντας το νήμα της ζωής του να ξετυλίγεται και να σέρνεται στο μονοπάτι πίσω από το φίλο του, σαν να είχε πιαστεί στο τακούνι του, κι εκείνου δεν του έμενε τίποτα παρά ένα μαύρο, κούφιο στήθος και κομματάκια βρομοντομάτας που έπλεαν στο χαλασμένο στομάχι του. Ένιωσε τον Έιβερι να κατηφορίζει αργά μ' ένα θρόισμα το ύψωμα από πίσω του, υγρά ρείκια να του χαϊδεύουν τους αστράγαλους, μαχαίρι, σκοινί, όπλο σε ετοιμότητα. Ένα ρίγος τον διαπέρασε και γύρισε απότομα απ' την άλλη με ένα λυγμό. Ο Έιβερι δεν είχε κουνηθεί. Για αρκετή ώρα περιεργάστηκαν ο ένας τον άλλο. Ο Στίβεν σκούπισε τα δάκρυα του πανικού από τα μάτια του με την παλάμη του, νιώθοντας πόσο παράξενο ήταν που μπορούσε να δει την κατάσταση σαν άσχετος και να σκεφτεί ότι ο Έιβερι θα τα απέδιδε στον καβγά του με τον Λούις. Ήταν σχεδόν λες και το μυαλό του είχε αποσυνδεθεί και μπορούσε τώρα να εξετάσει τις ίδιες του τις πράξεις από λίγο πιο μακριά. Αυτή η ψυχρή αδιαφορία τον τρόμαξε, όμως παρ' όλα αυτά προσκολλήθηκε πάνω της -ήταν σχεδόν σαν να είχε κάποιον άλλο μέσα στο κεφάλι του, κάποιον που θα έπαιρνε τις αποφάσεις, και αυτό τον συγκράτησε και δεν κατουρήθηκε από τον τρόμο του και δεν κουλουριάστηκε μέσα στα ρείκια, περιμένοντας το αναπόφευκτο. «Είσαι καλά;» Ο Στίβεν έγνεψε καταφατικά, δαγκώνοντας τα χείλη του. Πάλι σιωπή. Ο Έιβερι σηκώθηκε και τίναξε προσεκτικά το πίσω μέρος του παντελονιού του, μετά κατηφόρισε το ύψωμα. Ο Στίβεν είδε ότι το τζιν του τύπου ήταν μουσκεμένο ως τα γόνατα και αντιλήφθηκε ότι και το δικό του ήταν το ίδιο, ψυχρό και κοκαλωμένο πάνω στα καλάμια του. Τα νεύρα του έτρεμαν και τινάζονταν, του φώναζαν να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια.

252

BELINDA BA U EJI

Αλλά αυτός έμεινε ακίνητος, περιμένοντας το δολοφόνο να πλησιάσει. Γιατί; Η φωνή μέσα στο κεφάλι του απαιτούσε μια απάντηση. Ο Στίβεν δεν είχε απάντηση, μόνο ένα βουητό από μπερδεμένες λέξεις και εικόνες σαν τα κομμάτια ενός παζλ όταν πρωτοανοίγεις το κουτί. Ήξερε ότι αυτά τα σκόρπια κομμάτια έφτιαχναν μια εικόνα -έναν εξοχικό κήπο, ιστιοφόρα, σκυλάκια μέσα σ' ένα καλάθι-, αλλά τα κομμάτια μέσα στο μυαλό του ήταν αποσπασματικά, ορισμένα γυρισμένα ανάποδα, και δεν αρκούσε μια απαιτητική φωνή για να τα συγκεντρώσει και να σχηματίσει κάτι που είχε νόημα. Κάτι χρήσιμο. Ο Έιβερι στεκόταν τώρα τόσο κοντά του που ο Στίβεν αναγκάστηκε να υψώσει το βλέμμα του για να κοιτάξει το πρόσωπο του. «Τι ήταν όλη αυτή η ιστορία;» Η φωνή του ήταν καλοσυνάτη και η έκφρασή του συμπονετική. Τα χαρακτηριστικά του έκαναν όλες τις σωστές κινήσεις, όμως τα μάτια του ήταν αλλού, σκέφτονταν άλλα πράγματα. Ακούμπησε το κρύο χέρι του στον ώμο του Στίβεν. Ο Λούις δε θυμόταν την τρεχάλα· θυμόταν μονάχα πως ήταν στο χερσότοπο και ξαφνικά δε βρισκόταν πια εκεί. Με τόσο πολλά καλύτερα μισά τόσων σάντουιτς που είχε φάει δεν ήταν σε φόρμα, αλλά η αδρεναλίνη πλημμύριζε τα πνευμόνια του με αέρα και έκανε την καρδιά του να χτυπάει πιο αποτελεσματικά από κάθε άσκηση που θα μπορούσε να έχει προηγηθεί ή να ακολουθήσει ποτέ ξανά. Τα ξύλα της πύλης στο τέρμα του μονοπατιού τού γρατζούνισαν τα καλάμια και του έσκισαν το γόνατο, καθώς δεν έκοψε σχεδόν καθόλου ταχύτητα για να τα σκαρφαλώσει. Έστριψε αριστερά στο στενό δρόμο που ήταν ακόμα μέσα στην ομίχλη -τον μόνο αξιοσημείωτο του Σίπκοτ- και απόρησε που τα ξέφρενα βήματά του χτυπούσαν τόσο δυνατά στο έδαφος και αντηχούσαν στο φαράγγι από ζωηρόχρωμα σπίτια.

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

253

Ο Λούις δεν είχε ιδέα γιατί φοβόταν, οπότε ανησυχούσε πώς θα κατάφερνε να εξηγήσει το φόβο του σε όποιον θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Ήξερε όμως ότι θα έπρεπε να προσπαθήσει, επειδή ήξερε ενστικτωδώς ότι αυτή δεν ήταν δουλειά για μυστικό πράκτορα, ελεύθερο σκοπευτή ή έστω διάσημο ποδοσφαιριστή. Αυτή ήταν δουλειά για ενήλικα. Ήταν νωρίς, Σάββατο πρωί, αλλά η ομίχλη έδινε στο Σίπκοτ μια απόκοσμη αίσθηση νέκρας και στο δρόμο επικρατούσε μια ασυνήθιστη ερημιά. Ο Λούις πέρασε την ελαφριά κούρμπα του δρόμου και είδε γιατί. Έξω από το σπίτι του Στίβεν ήταν ένα μικρό πλήθος, που ξεχείλιζε από το στενό πεζοδρόμιο στο δρόμο. Ενήλικες. Δόξα τω Θεώ. Ο Λούις παραλίγο να κλάψει από την ανακούφιση. Η Λέτι ήταν στο μπάνιο όταν χτύπησε η πόρτα. Στο πρώτο κοφτό χτύπημα, έσμιξε τα φρύδια της και αναρωτήθηκε ποιος να ήταν τόσο νωρίς σαββατιάτικα. Αλλά μετά έσμιξε τα φρύδια της γιατί ουσιαστικά δεν ήταν χτύπημα· ήταν κοπάνημα. Κοπάνημα σαν αυτά που η Λέτι είχε δει μονάχα στην τηλεόραση, όταν ο μεθυσμένος σύζυγος πηγαίνει να τα βάλει με τον εραστή της παραστρατημένης γυναίκας του. Κοπάνημα σαν της αστυνομίας. Την τρόμαξε, τη θύμωσε και ταυτόχρονα την εμψύχωσε. Κατέβηκε βιαστικά κάτω και άνοιξε ελάχιστα την πόρτα, με το αριστερό της χέρι να κρατάει κλειστή τη ρόμπα της, όχι γιατί φοβόταν μην ανοίξει, αλλά για να δείξει σε όποιον κοπανούσε ότι δεν ενέκρινε την αγένειά του. Ήταν ο κύριος Τζακόμπι. Και κρατούσε μια εφημερίδα. Η Λέτι μπερδεύτηκε εντελώς για μια στιγμή και αναρωτήθηκε αν είχαν ζητήσει να τους παραδίδεται κάποια εφημερίδα στο σπίτι και, εάν ναι, γιατί είχαν παραγγείλει την Ντέιλι Μέιλ. Και -το πλέον περίεργο- γιατί έκανε τις παραδόσεις ο ίδιος ο κύριος Τζακόμπι αντί να τις αφήσει στον Ρόνι Τρούελ, που σίγουρα θα είχε περάσει τα δέκα από τα δεκατέσσερά του χρόνια

254

BELINDA B A U E J I

σέρνοντας τα βήματά του πάνω κάτω μέσα στη βροχή, φορτωμένος με ένα φωσφορίζοντα σάκο που τον έκανε να γέρνει τόσο πολύ, ώστε αν δεν υπήρχαν καθαρά σημαδεμένα πεζοδρόμια, θα περιπλανιόταν κάνοντας κύκλους όλη μέρα. «Κύριε Τζακόμπι», είπε με ουδέτερο ύφος ώστε να μπορέσει στη συνέχεια να χαμογελάσει ή να συνοφρυωθεί ανάλογα με την περίσταση. Προς μεγάλη της έκπληξη, ο κύριος Τζακόμπι σήκωσε την εφημερίδα με τρεμάμενα χέρια, μαυρισμένα απ' το μελάνι του φτηνού χάρτιού, άνοιξε το στόμα του σαν να ήθελε να της πει κάτι πολύ σημαντικό -και ξέσπασε σε κλάματα. Ο Ντέιβι ήταν περιτριγυρισμένος από πόδια. Δεν ήταν τίποτα καινούριο· όταν είσαι πέντε χρονών, σε περιβάλλουν συνεχώς πόδια. Όταν είσαι πέντε, όλη σου η εμπειρία από συγκεντρώσεις συνίσταται σε τσιτωμένες ραφές, τριμμένους καβάλους, χοντρά μπούτια, φθαρμένα γόνατα, ξηλωμένα στριφώματα. Αλλά αυτό παραήταν. Βρισκόταν στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι του και προσπαθούσε να παραμείνει δίπλα στη μητέρα του, ενώ ολόγυρά τους στριμώχνονταν άνθρωποι για να δουν την Ντέιλι Μέιλ. Πόδια τον σκουντούσαν, έπεφταν πάνω του, τον έσπρωχναν από δω κι από κει. Πότε πότε απλωνόταν κάποιο χέρι για να τον σταθεροποιήσει και να ζητήσει συγνώμη, αλλά κανείς δεν του μιλούσε ούτε τον κοιτούσε -τα πάντα σ' αυτή τη ζούγκλα από πόδια συνέβαιναν πάνω από το κεφάλι του. Άρπαξε σφιχτά το ξεφτισμένο μπλε μπουρνούζι της Λέτι και ένιωσε το ζεστό μηρό της κάτω απ' τους κόμπους των δαχτύλων του. Η μητέρα του δεν έκλαιγε, αλλά ο κύριος Τζακόμπι έκλαιγε. Ο Ντέιβι δεν είχε ξαναδεί ποτέ άντρα να κλαίει -ούτε είχε φανταστεί πως ήταν δυνατό- και αναστατώθηκε τόσο πολύ, που προσπάθησε να μην το βλέπει και να μην το ακούει, όμως δεν μπορούσε να πάψει να κοιτάζει. Ο μεγαλόσωμος κύριος Τζακόμπι, με την πράσινη μπλούζα των καταστημάτων Σπαρ, το τρεμουλιαστό στήθος και τα τριχωτά μπράτσα, έκλαιγε. Ο

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

255

Ντέιβι γέλασε νευρικά, ελπίζοντας πως ήταν φάρσα -όμως κανείς δεν τον μιμήθηκε. Γαντζώθηκε ακόμα πιο σφιχτά απ' τη μητέρα του. Όλοι έλεγαν τις μεγαλίστικες κουβέντες τους με μεγάλη ένταση και μεγάλη μυστικότητα -και ο Ντέιβι έπιανε μονάχα αποσπάσματα. Το απόσπασμα που άκουγε πιο συχνά ήταν «Θα την πεθάνει». Ποια θα πεθάνει; σκέφτηκε ο Ντέιβι απελπισμένα. Τι θα την πεθάνει; «Δε γίνεται να το κρατήσουμε μυστικό... θα το μάθει κάποια στιγμή... μην της το δείξετε... θα την πεθάνει». Και, μέσα σ' όλα αυτά, ο κύριος Τζακόμπι έκλαιγε κι ήταν παράξενο το κλάμα του, γοερό και ασθματικό, ενώ ο μπαμπάς του Λούις τον χτυπούσε φιλικά στον ώμο· έδειχνε τσαντισμένος, αλλά όχι με τον κύριο Τζακόμπι. Του Ντέιβι του φαινόταν ότι ο κύριος Τζακόμπι ήταν σαν ένα γιγάντιο νήπιο που κάποιος το έδιωξε με φοβέρες απ' τις κούνιες και ο μπαμπάς του Λούις τον φρόντιζε, ενώ προσπαθούσε να εντοπίσει τον ένοχο για να του τα ψάλει. «Τι να μην πείτε; Σε ποια;» Όλοι έστρεψαν ένοχα το βλέμμα τους και κοίταξαν τη γιαγιά. Ο Ντέιβι δεν την έβλεπε με όλα εκείνα τα πόδια γύρω του, αλλά ήξερε πως ήταν αυτή. Κανείς δεν είπε τίποτα. «Τι να μην πείτε και σε ποια;» επανέλαβε η γιαγιά, λίγο πιο καχύποπτα. Του Ντέιβι του φάνηκε ότι κάποιος χτυπούσε παλαμάκια. Αργά, κοφτά χτυπήματα που ολοένα πλησίαζαν και ξαφνικά ο ήχος σταμάτησε απότομα, καθώς οι άνθρωποι γύρω του κουνήθηκαν όλοι μαζί και χώρισαν, φανερώνοντας έναν Λούις με πρόσωπο κατακόκκινο και μάτια γουρλωμένα. Ο Λούις με το ζόρι μπορούσε να μιλήσει. Είδε τον πατέρα του. «Μπαμπά!» «Ήσυχα, Λούις. Μιλάμε». «Μα, μπαμπά!»

256

BELINDA B A U E J I

«Λούις, πήγαινε σπίτι!» Ο πατέρας του κοίταξε αλλού και το πλήθος γύρισε την πλάτη του στο παιδί και ξαναπήρε το σχήμα του, σπρώχνοντάς το στην άκρη σαν αμοιβάδα που εκβάλλει τα απόβλητά της. Ο κύριος Τρούελ, ο μπαμπάς του Σκεβρού Ρόνι, κρατούσε τη Σαν και ο Λούις είδε το πρόσωπο στο πρωτοσέλιδο. Δεν ήταν ακριβώς το ίδιο, μα το αναγνώρισε. Εκείνα τα κατακόκκινα χείλη το μαρτύρησαν. Ο Λούις ρούφηξε αέρα μέσα στα εξαντλημένα πνευμόνια του και φώναξε «ΓΑΜΩΤΟ!» όσο πιο δυνατά μπορούσε. Η λέξη αντήχησε στους τοίχους και όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν θυμωμένοι. Εκείνος όμως χτύπησε με το δάχτυλό του τη φωτογραφία. «Αυτός είναι! Ο τύπος πάνω, στο χερσότοπο!» Ο θυμός του πλήθους μετατράπηκε σε σύγχυση και ακολούθησε μια αποσβολωμένη σιωπή, που ο Λούις την εκμεταλλεύτηκε για να εξηγήσει περαιτέρω. «Με τον Στίβεν».

39 Ο Στίβεν τινάχτηκε όταν ο Έιβερι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του, αλλά ανασήκωσε τους ώμους του για να το κρύψει και του φάνηκε ότι τα κατάφερε. Απάντησε στην ερώτηση του Έιβερι μ' ένα «Τίποτα». Ύστερα γύρισε απ' την άλλη για να μη βλέπει τα μάτια του Έιβερι που τρεμόπαιζαν παράξενα. Αντί γι' αυτά, ο Στίβεν κοίταξε με καημό κάτω στο χερσότοπο, εκεί που ήξερε ότι κρυβόταν το Σίπκοτ μέσα στην ομίχλη. Δεν μπορούσε να δει ούτε το καμπαναριό της εκκλησίας κι αυτό τον έκανε να αισθάνεται πολύ μόνος. Καθώς στεκόταν τσιτωμένος με την πλάτη του στο δολοφόνο, τα κομματάκια του παζλ στο μυαλό του στροβιλίζονταν. Ορισμένα τα αναγνώρισε: ένα μέρος από το πλατύ χαμόγελο του θείου Μπίλι· ένας τρεμάμενα ξεπατικωμένος χάρτης· ένα μικρό βαθούλωμα στο χερσότοπο από τη λάμα ενός στομωμένου φτυαριού· στο κουτί έλεγε πως είναι φηλέτο. Έγραφε αξιόλογα γράμματα. Τα κομμάτια γλιστρούσαν και σκορπίζονταν· δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει. Μετά, όπως όλοι όσοι είναι καλοί στα παζλ, βρήκε μια γωνία. Και αυτή η γωνία -προς μεγάλη του έκπληξη- ήταν θυμός. Νόμιζε ότι ο φόβος του περιέκλειε τα πάντα, αλλά ο θυμός ήταν καλό πράγμα. Του έδωσε ένα στήριγμα, νίκησε το φόβο του για μια στιγμή και τον έκανε να νιώσει πιο δυνατός. Ο Λούις είχε φύγει. Ήταν εκτός κινδύνου. Ο Στίβεν στενό-

258

BELINDA BAUEJI

χωρήθηκε που τα τελευταία του λόγια στο φίλο του ήταν σκληρά, όμως παραμέρισε τη στενοχώρια του. Είχε κάνει αυτό που έπρεπε. Έφταιγε ο ίδιος για τούτο το μπλέξιμο, οπότε είχε φροντίσει να ξεμπλέξει τον Λούις. Τώρα έπρεπε μόνο να ξεφύγει από τα νύχια του ψυχοπαθή που είχε στήσει τη δική του παγίδα και μετά -όπως συμβαίνει σε παράλογα εφιαλτικά όνειρα- είχε βγει με κάποιο μαγικό τρόπο από τη φυλακή και είχε έρθει εδώ να τον σκοτώσει. Ο σχιζοφρενής Χάρι Πότερ με το πριόνι. Ο Στίβεν γέλασε κι ανατρίχιασε ταυτόχρονα. Του ανέβηκε μια ξινίλα στο λαιμό. Ξεροκατάπιε και ένιωσε αδύναμος. Ήξερε ότι αν ήθελε μονάχα να ξεφύγει, θα το είχε προσπαθήσει ήδη. Ο ίδιος είχε ξεκινήσει αυτή την ιστορία, την είχε θέσει σε κίνηση. Τώρα αυτή κινιόταν πολύ γρήγορα και ανεξέλεγκτα, όμως ο Στίβεν αισθανόταν ακόμα μια παράφορη, ζηλόφθονη ανάγκη να μην την εγκαταλείψει. Τόση σκέψη· τόσο σκάψιμο· τόσα σχέδια· όλα εκείνα τα γράμματα που είχε γράψει. Βρισκόταν τόσο κοντά στο στόχο του που η ιδέα να παραιτηθεί τώρα του φαινόταν εξωφρενική. Αλλά και τόσο δελεαστική που του έφερε στο νου φιλιά με γλώσσες και τη Σαντέλ Κοξ. Θα ήταν τόσο εύκολο να παραιτηθεί, τα μουδιασμένα του δάχτυλα θα άνοιγαν τρίζοντας και θα άφηναν το φορτίο που είχε σηκώσει τόσο απερίσκεπτα και το κουβαλούσε τόσο καιρό χωρίς να το κρατάει ποτέ γερά. Αλλά το πείσμα που τον κρατούσε τρία ολόκληρα χρόνια στο χερσότοπο, να μουσκεύει στη βροχή, να καίγεται στον ήλιο, να βγάζει κάλους, όρμησε μπροστά και ποδοπάτησε τον ιλιγγιώδη πανικό του Στίβεν, παραμερίζοντας κάθε του ένστικτο. Τώρα που ήταν μόνοι τους αυτός κι ο δολοφόνος, ένα νήμα σκέψης ξεχώρισε και επιβλήθηκε σε όλα τ' άλλα. Είχε προσπαθήσει για πολύ καιρό. Είχε φτάσει ως εδώ. Είχε κάνει πάρα πολλά. Είχε κουραστεί πολύ και ήθελε να μάθει. Είχε ανάγκη να μάθει. Έπρεπε να μάθει. Οπότε, αντί να χτυπήσει τον Έιβερι με το φτυάρι και να τρέξει να σωθεί, του χαμογέλασε.

ΜΑΎΡΟ

ΧΏΜΑ

259

«Χέσ' τον», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Έχεις άλλα σάντουιτς;» Ο Στίβεν κοίταξε την ομίχλη που σερνόταν στα ρείκια προς το μέρος τους. Ήταν μόνο δώδεκα με δεκαπέντε μέτρα πιο κάτω απ' αυτούς και προχωρούσε τόσο νωθρά που η κίνηση ήταν σχεδόν ανεπαίσθητη. Μέχρι να φτάσει στα τρία μέτρα, θα είχε καλοκαιριάσει. Ο Έιβερι είχε απλώσει στο έδαφος μια δεύτερη σακούλα για να καθίσει ο Στίβεν -τόσο κοντά του που οι γοφοί και οι ώμοι τους ακουμπούσαν και το παιδί ένιωθε τη θερμότητα του άντρα μέσα από το τζιν και το ματωμένο του πουκάμισο. Το έκαιγε η επιθυμία να τραβηχτεί πιο κει, μα δεν το έκανε. Τώρα ο Στίβεν στύλωσε το βλέμμα του στο τελευταίο κομματάκι από το σάντουιτς του Έιβερι. Ήξερε ότι, αν δε μιλούσε σύντομα, θα έχανε την ευκαιρία. «Μένεις εδώ κοντά;» «Όχι. Εσύ;» «Ναι. Κάτω στο Σίπκοτ. Εκεί πέρα». Κούνησε αόριστα το χέρι του προς τη νωθρή ομίχλη. Ο Έιβερι έβγαλε έναν αδιάφορο ήχο, ύστερα γύρισε και κοίταξε τον Στίβεν. «Άκουσα ότι έχει πτώματα εδώ πάνω». Ο Στίβεν ηλεκτρίστηκε ολόκληρος. Ένιωσε την καρδιά του να διαστέλλεται από το ρεύμα και τσιμπήματα και κροταλίσματα σε όλο του το δέρμα. Ο Έιβερι χαμογέλασε μονάχα με το στόμα του. «Είσαι καλά;» «Ναι», είπε ο Στίβεν. «Πτώματα. Ανατριχιαστικό». Συγκεντρώθηκε σε ένα κομματάκι ντομάτας που γλιστρούσε έξω από την κόρα και με όσο πιο αργές κινήσεις μπορούσε, το έχωσε στο στόμα του, έγλειψε τα δάχτυλά του και μάσησε χωρίς να γεύεται τη νερουλή μπουκιά. Περίμενε να πάψει η καρδιά του να σφυροκοπάει στο στήθος του, όμως αυτή δεν ηρέμησε. Αυτό ήθελε. Αυτό περίμενε. Και δε χρειάστηκε καν να ρω-

260

BELINDA BAUEJI

τήσει. Πτώματα. Ένιωθε εξίσου ενθουσιασμένος και τρομοκρατημένος. «Ναι», είπε ο Έιβερι. «Άκουσα ότι κάποιος μανιακός σκότωσε κόσμο -παιδιά- και τα έθαψε εδώ πέρα». «Α, ναι. Το έχω ακούσει». Ευχήθηκε να σταματήσει να βροντοχτυπάει η καρδιά του -φοβόταν μην την ακούσει ο Έιβερι. «Τα στραγγάλισε». Ο Στίβεν έγνεψε καταφατικά, προσπαθώντας να παραμείνει ήρεμος. Ο Έιβερι χαμήλωσε τη φωνή του. «Τα βίασε κιόλας. Ακόμα και τα αγόρια». Ο Στίβεν προσπάθησε να ξεροβήξει. Του είχε κολλήσει η ντομάτα στο λαιμό. «Τα βρήκαν όλα;» «Όχι». Ο Στίβεν νόμισε ότι θα λιποθυμούσε. Όχι «δε νομίζω»· όχι «δεν είμαι σίγουρος». Μόνο «όχι». «Φαντάζομαι ότι θα 'χει ακόμα μερικά εδώ πέρα», είπε ο Έιβερι. Μερικά. Τον Πολ Μπάρετ. Τη Μάριελ Όξενμπουργκ. Τον Γουίλιαμ Πίτερς. «Αλήθεια;» είπε ο Στίβεν. «Πού, δηλαδή;» Έτσι απλά, ο Στίβεν έκανε την ερώτηση. Και περίμενε σε αναμμένα κάρβουνα. Ο Έιβερι έστρεψε το βλέμμα του μακριά, προς το Ντάνκερι Μπίκον. «Τι σε νοιάζει;» Ο Στίβεν ένιωσε σαν να τον ρουφούσε αργά μια παράξενη δίνη, καθώς τον κατέκλυσαν οι λόγοι που τον ένοιαζε. Ένας τροχός της τύχης που ανεβοκατέβαινε τρελά και παγωμένη λάσπη που καταπλάκωνε τα μοναχικά κόκαλα ενός μικρού αγοριού. «Δε με νοιάζει», απάντησε και η φωνή του ράγισε μέσα στο σφιγμένο λαιμό του. «Απλώς, μ' ενδιαφέρει... θέλω να πω... αν ήθελες να θάψεις ένα πτώμα εδώ πέρα, πού θα το έθαβες;» Ήλπιζε να το ρωτήσει αδιάφορα, αλλά του φάνηκε ότι η φωνή του ακούστηκε τρομερά δυνατή κι απελπισμένη μέσα στην

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

261

ησυχία του πρωινού. Του ήρθε ναυτία που είχε κάνει την ερώτηση. Ναυτία και κρύος ιδρώτας. Ο Έιβερι γύρισε και τον περιεργάστηκε και ο Στίβεν αντάμωσε το βλέμμα του, ελπίζοντας ότι εκείνος δε θα διέκρινε τον τρόμο που φτερούγιζε στα βάθη των ματιών του. Η σιωπή παρατάθηκε ολόγυρά τους σαν κάτι που τεντώνεται και συνεχίζει να τεντώνεται, κι άλλο, κι άλλο, και του Στίβεν του φάνηκε στο τέλος ότι η σιωπή έτριξε απ' το πολύ ζόρισμα. Ύστερα ο Έιβερι ανασήκωσε απλώς τους ώμους του. «Κάπου εδώ, εκεί... Ποιος ξέρει;» Χαμογέλασε αχνά στον Στίβεν και ψαχούλεψε μέσα στη σακούλα. «Θέλεις να πιεις κάτι;» Ο Στίβεν ήθελε να τον σκοτώσει. Πετάχτηκε όρθιος. Πήρε το φτυάρι του να φύγει, όμως ο Έιβερι άρπαξε γερά την ξύλινη λαβή, ύψωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Η έκφρασή του είχε γίνει ξαφνικά ψυχρή και επικίνδυνη. «Θα το χρειαστώ αυτό», είπε σιγανά ο Έιβερι. Και όταν κοίταξε τα γαλακτερά πράσινα μάτια του τύπου, ο Στίβεν κατάλαβε πως είχε χάσει τη μάχη που έδινε για να κρατήσει κλειστό το βιβλίο του μυαλού του. Στα άλικα χείλη του Έιβερι φάνηκε ένα λοξό χαμόγελο όλο δόντια, καθώς διάβαζε τις σκέψεις του παιδιού σαν σε πίνακα ανακοινώσεων. Ο Στίβεν ξεφώνισε σαν να είχε ακουμπήσει κάτι βρόμικο και γλοιώδες. Άφησε το φτυάρι έτσι ώστε να κάνει με δύναμη γκελ στο ματωμένο μπράτσο του Έιβερι. Ύστερα γύρισε και το έβαλε στα πόδια. Όρμησε στο μονοπάτι και άκουσε τον Έιβερι να έρχεται ξοπίσω του -ήταν κοντά, πάρα πολύ κοντά, θα έπρεπε να είχε κάνει την κίνησή του νωρίτερα, όταν θα μπορούσε ακόμα να προπορευτεί αρκετά. Έπειτα ένιωσε ένα διαπεραστικό πόνο στην πλάτη του και έπεσε στο έδαφος, λαχανιασμένος. Ένιωσε τον Έιβερι να αρπάζει από πίσω το καλύτερο του μπλουζάκι και να τον σηκώνει σαν άτακτο κουτάβι· τα πόδια του πάσχισαν να βρουν κάπου στήριγμα και, τρεκλίζοντας, ση-

262

BELINDA BA U EJI

κώθηκε όρθιος σχεδόν, όμως ύστερα σωριάστηκε γονατιστός στο πλάι πάνω στα πόδια του άντρα. Χωρίς να πάψει να τον κρατάει απ' την μπλούζα, ο Έιβερι έσκυψε και σήκωσε το φτυάρι. Το αποκομμένο μυαλό του Στίβεν τον πληροφόρησε άτονα ότι αυτό τον είχε πετύχει στην πλάτη. Το φτυάρι του θείου Τζουντ. Είχε χτυπηθεί από το ίδιο του το όπλο, όπως είχε πιαστεί στην ίδια του την παγίδα. Επειδή ήταν βλάκας. Ένα χαζό παιδί. Ούτε ελεύθερος σκοπευτής, ούτε μπάτσος, ούτε καν ενήλικας. Είχε παραστήσει τον ενήλικα και να πώς κατέληγε αυτό. Μ' εκείνον νεκρό στο χερσότοπο, με το καλύτερο κόκκινο μπλουζάκι του που έγραφε «Λαμπ» στην πλάτη. Και οι εφημερίδες δε θα έγραφαν για το θρίαμβο του, αλλά για το θάνατο ενός καημένου, μοναχικού, αδύναμου μικρού παιδιού. Ένα θάνατο που θα τον υποβίβαζε στα αρχικά του ονόματος του σ' ένα χάρτη και σε μια θολή παλιά φωτογραφία σε μια ξεθωριασμένη εφημερίδα. Ούτε καν καλή φωτογραφία, έβαζε στοίχημα. Μάλλον αυτή από το σχολείο που είχε η μαμά στην κορνίζα του τζακιού και τον έκανε να φαίνεται σαν πρόσφυγας. Όχι τη φωτογραφία για την οποία είχε ντυθεί σήμερα το πρωί, όταν πίστευε ακόμα ότι θα μπορούσε να γίνει ήρωας. Φόβος, ντροπή και ναυτία ανακατεύτηκαν μέσα του και ο Στίβεν έγειρε άτονα στο κρύο τζιν του Έιβερι. Ο Έιβερι τον έσπρωξε από πάνω του και του έριξε ένα χαστούκι στο πρόσωπο. «Ξέρεις ποιος είμαι;» Ο Στίβεν συγκατένευσε βουβά, με τα μάτια του στυλωμένα στα μαύρα παπούτσια του Έιβερι, με τις λαστιχένιες σόλες. «Ωραία». Τράβηξε τον Στίβεν όρθιο και τον ανέβασε πάλι στο ύψωμα, πότε σπρώχνοντας και πότε σέρνοντας, ενώ μόρφαζε και βλαστημούσε απ' τον πόνο που τον είχε ξαναπιάσει στο μπράτσο. Στα μισά του δρόμου, ο Στίβεν άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ευχήθηκε να μην ήξερε για τον Αρνολντ Έιβερι. Ήταν χειρότερο που ήξερε απ' ό,τι αν δεν ήξερε. Που ήξερε τι είχε κάνει στους άλλους. Που ήξερε ότι θα το έκανε και σ' αυτόν. Δεν

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

263

μπορούσε καν να πιστέψει πως ήταν δυνατό -αυτό που είχε κάνει ο Έιβερι-, μα το είχε διαβάσει στις εφημερίδες, οπότε θα ήταν αλήθεια. Όπου να 'ναι θα το ανακάλυπτε. Στη σκέψη αυτή, του ήρθαν πάλι δάκρυα τρόμου. «Σκάσε», του είπε ο Έιβερι. «Και κάτσε κάτω». Αλλά ο Στίβεν έμεινε όρθιος, με τα χέρια κρεμασμένα, το κεφάλι σκυφτό, το κορμί του να τραντάζεται απ' τους λυγμούς. «Κάτσε κάτω, σου είπα». Ο Έιβερι τον ταρακούνησε και έδειξε το σημείο με τα λευκά ρείκια όπου καθόταν πριν, όταν ο Στίβεν είχε ακόμα επιλογές· όταν είχε ακόμα την ευκαιρία να ξεφύγει. «Κάτω;» Ο Στίβεν ακούστηκε σαστισμένος. Ήταν σαστισμένος· η λέξη «κάτω» του φαινόταν σαν άναρθρος ήχος. Δεν μπορούσε να βγάλει νόημα. «Κάτω. Στα γόνατά σου». Ο Στίβεν κούνησε χαζά το κεφάλι του, αλλά δε γονάτισε. Ο Έιβερι έσκυψε και έφερε τα χείλη του κοντά στο αυτί του Στίβεν κι εκείνος ανατρίχιασε. «Κάτσε κάτω, αλλιώς θα σε κάνω να κάτσεις με το ζόρι». «Εντάξει». Αλλά και πάλι δεν κουνήθηκε. Δεν μπορούσε. Δεν ήθελε. Δεν έπρεπε. Ήταν καλύτερα να στέκεται. Θα ήταν χειρότερα να γονατίσει. Όσο πιο χαμηλά βρισκόταν, τόσο λιγόστευαν οι πιθανότητές του. Προτιμούσε να παραμείνει όρθιος. Αυτές οι σκέψεις ήταν απλές και σαφείς στο μυαλό του Στίβεν. Έτσι και καθόταν κάτω, ήταν σίγουρος ότι δε θα ξανασηκωνόταν ποτέ. «Κάτω, σου είπα!» «Εντάξει». Σταμάτησε να κλαίει και του ήρθε ένα μικρό ρέψιμο που του έφερε στο λαιμό μια ξινίλα με γεύση ντομάτας. Αλλά και πάλι δεν κουνήθηκε. Ίσως, αν συνέχιζε να συμφωνεί ότι θα γονάτιζε αλλά δεν το έκανε, ο Έιβερι να βαριόταν τελικά να του το ζητάει. Ο Έιβερι βαρέθηκε πράγματι να του το ζητάει. Ο Στίβεν άκουσε ένα σιγανό γρύλισμα κι αυτό ήταν η μόνη του προειδοποίηση· ύστερα το φτυάρι τον χτύπησε πίσω απ' τα γόνατα κι ε-

264

BELINDA BA U EJI

κείνος κυλίστηκε στο έδαφος και κουλουριάστηκε, σφίγγοντας τα πόδια του απ' τον πόνο. «Σκατόπαιδο!» Ο Έιβερι μόρφαζε και έσφιγγε κι αυτός το μπράτσο του, όπου είχε αρχίσει πάλι να τρέχει αίμα. Έπειτα, για άλλη μια φορά ο Έιβερι τον τράβηξε από το σβέρκο και τον γονάτισε. «Μείνε εκεί. Κατάλαβες;» Ο Στίβεν έγνεψε καταφατικά και ταλαντεύτηκε, αλλά έμεινε εκεί που ήταν. Ένιωθε κάτι να κυλάει στην πλάτη του και σκέφτηκε ότι θα ήταν ιδρώτας ή αίμα απ' το σημείο που τον είχε χτυπήσει το φτυάρι όταν προσπάθησε να το βάλει στα πόδια. Με το που σκέφτηκε ιδρώτα, άρχισε να ιδρώνει και να μυρμηγκιάζει το πρόσωπο του. Ταλαντεύτηκε ξανά· ήθελε να ξαπλώσει στα ρείκια όπου ήταν δροσερά και δε θα ζαλιζόταν τόσο πολύ. Αλλά, δε φτάνει που είχε γονατίσει, αν ξάπλωνε θα βρισκόταν ακόμα πιο χαμηλά και επομένως θα ήταν ακόμα χειρότερα. Έπρεπε να προσπαθήσει να κάνει υπομονή, αν και για τι πράγμα θα έκανε υπομονή φοβόταν να το πολυεξετάσει. Έπρεπε να κάνει υπομονή και να προσπαθήσει να καταφέρει τον Έιβερι να αναβάλει το φόνο του όσο το δυνατόν περισσότερο. Όχι επειδή πίστευε ότι θα μπορούσε να το αποφύγει, αλλά επειδή του φαινόταν λογικό να καθυστερήσει το θάνατό του. Το θάνατό του. Θα πέθαινε. Δεν του είχε μείνει τίποτα να χάσει, ούτε καν τη ζωή του· ήταν προκαθορισμένο το αποτέλεσμα. Η σκέψη αυτή έφερε μαζί της μια διεστραμμένη αίσθηση ελευθερίας. «Σκότωσες τον θείο μου, τον Μπίλι;» «Τι πιστεύεις εσύ;» Ο Στίβεν ύψωσε το βλέμμα του και κοίταξε έκπληκτος τον Έιβερι. Δεν περίμενε ότι θα τον ρωτούσε για την άποψή του. «Πιστεύω ότι τον σκότωσες». «Θέλεις να μάθεις πώς;» Ο Στίβεν δεν ήθελε. Ανακατεύτηκε στη σκέψη ότι θα μάθαινε. Αλλά σήμαινε λίγη καθυστέρηση ακόμα. «Ναι».

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

265

Ο Έιβερι στάθηκε τώρα μπροστά του και άγγιξε τα μαλλιά του με το ένα χέρι, σχεδόν τρυφερά. «Μόλις είχε βγει από το μαγαζί. Τον ρώτησα για το δρόμο. Είχα ένα χάρτη...» Σταμάτησε και ο Στίβεν τον κοίταξε και είδε ότι τα μάτια του Έιβερι έλαμπαν, γεμάτα ευχάριστες αναμνήσεις. «Είχα ένα χάρτη. Του ζήτησα να μου δείξει το δρόμο στο χάρτη. Κι αυτός έσκυψε στο παράθυρο κι εγώ... απλώς... τον άρπαξα...» Το χέρι του Έιβερι σφίχτηκε γύρω από μια τούφα μαλλιά κι ο Στίβεν ξεφώνισε. «Ήταν τόσο εύκολο. Πανεύκολο. Και φοβήθηκε τόσο πολύ. Αναγκάστηκα να τον χτυπήσω αμέσως για να πάψει να ουρλιάζει. Έπρεπε να δεις την έκφρασή του όταν τον χτύπησα! Λες και δεν είχε ξαναφάει γερό χαστούκι! Ήταν πολύ αστείο». Χαμογέλασε στον Στίβεν, ύστερα τα μάτια του πλανήθηκαν πάλι μακριά, στο χερσότοπο των αναμνήσεών του. «Έπαιξα μαζί του, που λες. Έπαιζα με όλους τους πρώτα. Πριν τους σκοτώσω. Όπως θα παίξω μαζί σου». Το χέρι στα μαλλιά του σφίχτηκε ξανά και ο Στίβεν στριφογύρισε. Παραλίγο να κλαψουρίσει απ' τον πόνο, όμως το έπνιξε· δεν ήθελε να θυμηθεί ο Έιβερι ότι βρισκόταν γονατιστός μπροστά του· όσο περισσότερη ώρα θυμόταν τον θείο Μπίλι και τους άλλους, τόσο πιο πολύ θα έμενε ο Στίβεν ζωντανός. Ήταν όμως δύσκολο. Ο πόνος στο κεφάλι του δεν ήταν απλώς ενόχληση και έτρεμε κι ανακατευόταν ακόμα. Αλλά έπρεπε να το κάνει. Έπρεπε να μείνει ακίνητος, ήσυχος και να συνεχίσει να ελπίζει ότι θα ξέφευγε με κάποιο τρόπο. Γιατί η άλλη εναλλακτική λύση ήταν μόνο μία και ο Στίβεν δεν την ήθελε. Δεν ήθελε να μάθει πώς ήταν να «παίξουν» μαζί του, να τον βασανίσουν και να τον σκοτώσουν, ενώ αυτός θα έκλαιγε και θα φώναζε τη μαμά του. Μόνο που το σκέφτηκε, κύλησαν πάλι δάκρυα απ' τα μάτια του. Όχι από ντροπή ή φόβο· αυτή τη φορά πραγματικά έκλαιγε γιατί ήθελε τη μαμά του· αλλά έκλαιγε αθόρυβα, για να μην τραβήξει την προσοχή του Έιβερι.

266

BELINDA B A U E J I

«Τα ήθελε ο κώλος του. Το ξέρεις; Ο θείος σου ο Μπίλι ήταν κωλόπαιδο σαν κι εσένα. Τον κατάλαβα εγώ». Ένα κύμα άγριου θυμού πλημμύρισε τον Στίβεν, η επιθυμία να υπερασπιστεί ένα παιδί που δεν είχε συμπαθήσει ποτέ, παρ' όλο που δεν το είχε γνωρίσει ποτέ. Όλες του οι καλές προθέσεις να παραμείνει αόρατος πήγαν περίπατο μέσα σε μια στιγμή. «Λες ψέματα!» Ο Έιβερι τον ταρακούνησε απ' τα μαλλιά κι ο Στίβεν τσίριξε απ' τον πόνο. «Τι είπες;» «Λες... βρομερά ψέματα!» Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι, μα τώρα ήταν δάκρυα οργής και η οργή τον έκανε να νιώθει πιο δυνατός. Ήξερε πως ήταν βλακεία να προκαλεί τον Έιβερι, μα δεν τον ένοιαζε πια και ήταν λυτρωτικό. Σήκωσε τα χέρια του για να προσπαθήσει να ελέγξει τη λαβή του Έιβερι στα μαλλιά του και αυτός τους έδωσε μια γερή μπουνιά και τα έκανε πέρα, αλλά ο Στίβεν συνέχισε τις προσπάθειές του να ξεφύγει από τον άγριο διαπεραστικό πόνο. Το τράβηγμα στα μαλλιά του του θύμιζε τότε που μπερδεύονταν και τραβιόντουσαν μέσα στις πράσινες κουρτίνες του καθιστικού, ενώ περίμενε με τον Ντέιβι να έρθει να τους βρει ο Φρανκενστάιν. Τώρα είχε προσπαθήσει να γίνει φίλος του Φρανκενστάιν και τα είχε κάνει θάλασσα και το τράβηγμα στα μαλλιά του τον πονούσε τώρα πολύ περισσότερο, όπως το σφυροκόπημα της καρδιάς του στο λαρύγγι του ήταν πολύ χειρότερο -τόσο δυνατό που δεν μπορούσε να το πιστέψει. Θαρρείς κι αυτό το ζωτικό όργανο είχε εκτιναχθεί και σφηνωθεί στο λαιμό του από την έκρηξη και μόνο του τρόμου μέσα στην κοιλιά του. Κοπανώντας στα τυφλά με τα χέρια του, πέτυχε τον Έιβερι στη ματωμένη πληγή που του είχε κάνει ο γιος του Μέισον Ντινγκλ. Ο Έιβερι τσίριξε και για μια στιγμή, μια υπέροχη στιγμή, άφησε τα μαλλιά του Στίβεν -που παραλίγο να πέσει μόλις ελευθερώθηκε το κεφάλι του. Η γροθιά που ήρθε στη συνέχεια τον αιφνιδίασε και του έκοψε την ανάσα· όλη του η ορμή να παλέψει εξανεμίστηκε. Απέμεινε ζαλισμένος και το μόνο που καταλάβαινε ήταν ότι

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

267

το πρόσωπό του βρισκόταν μέσα στα κρύα, υγρά ρείκια. Μετά -σαν από πολύ μακριά- ένιωσε να τον γυρνούν με βάρβαρες κινήσεις ανάσκελα, το κορμί του ένα βαρύ και άτονο πράγμα. Χέρια άρχισαν να τραβούν το τζιν του. Του ήρθε μια σκοτοδίνη και το στομάχι του έκανε ένα σπασμό. Ο Στίβεν ανακάθισε απότομα και ξέρασε άγρια πάνω στον εαυτό του και τον Άρνολντ Έιβερι. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου επικράτησε μια απόλυτη σιωπή κι ο Στίβεν πρόσεξε ένα κομματάκι ένοχης ντομάτας στο μανίκι του Έιβερι. Κατόπιν εκείνος πετάχτηκε μακριά του με μια κραυγή αηδίας, τινάζοντας ξερατά απ' τα χέρια του, και βάλθηκε να τρίβεται με την ανοιχτή πράσινη ζακέτα. «Σκατόπαιδο! Βρομιάρικο μπάσταρδο! Θα σε σκοτώσω, μαλακισμένο!» Αλλά ο Στίβεν έτρεχε. Έτρεχε πριν καν συνειδητοποιήσει ότι είχε σηκωθεί. Έτρεχε στην κατηφόρα και έτρωγε χαστούκια από τα βρεγμένα ρείκια καθώς χιμούσε ανάμεσά τους, σκόνταφτε σε χορτάρια και ρίζες και δεν έβρισκε το μονοπάτι! Πού ήταν το μονοπάτι; Έστριψε παρ' όλα αυτά δεξιά και συνέχισε την άτσαλη τρεχάλα του στο κακοτράχαλο έδαφος. Δεν άκουγε τίποτα παρά μόνο ένα αχνό τσίριγμα, το οποίο ήταν, συνειδητοποίησε, ο ήχος του τρόμου που βγαίνει απ' το λαιμό ενός παιδιού που τρέχει να σωθεί. Τρελαμένος, έριξε μια ματιά πίσω του· ο Έιβερι ήταν πιο πάνω πίσω του, μα τον προλάβαινε. Είχε βρει το μονοπάτι κι εκεί ήταν πιο εύκολο το τρέξιμο. Έτρεχε πιο γρήγορα· ο Στίβεν δεν μπορούσε να πάει πιο γρήγορα. Τουλάχιστον όχι εδώ μέσα στα ψηλά μαβιά ρείκια. Έστριψε πλάγια, προσπαθώντας να βγει στο μονοπάτι, κι αυτό τον καθυστέρησε· ο Έιβερι κέρδιζε έδαφος. Αν έπαιρνε τουλάχιστον το μονοπάτι, θα του ξέφευγε. Ήταν σίγουρος. Γαμώτο! Έκανε μια απότομη στροφή και ρίχτηκε στην ανηφόρα για να γυρίσει στο μονοπάτι, το έφτασε και τα πόδια του έφυγαν λοξά στο χώμα απ' τη φόρα του, μα ξαναβρήκε την ισορροπία του και συνέχισε να τρέχει. Ο Έιβερι ήταν μόνο είκοσι μέτρα πίσω του όταν ο Στίβεν έ-

268

BELINDA BA U EJI

πεσε σ' ένα τείχος ομίχλης τόσο πυκνής που τινάχτηκε τρομαγμένος. Για μια στιγμή δίστασε, αλλά έπνιξε το ένστικτο του να κόψει ταχύτητα και όρμησε στα τυφλά μέσα στην ασπρίλα. Άκουγε τον Έιβερι από πίσω του, να βλαστημάει λαχανιασμένος. Έδινε την εντύπωση πως ήταν κοντά, όμως όλα έδιναν αυτή την εντύπωση μέσα στην ομίχλη. Και μετά δεν άκουγε τίποτα. Σταμάτησε αγκομαχώντας και γύρισε γύρω γύρω, προσπαθώντας ν' ακούσει ανάμεσα στο βουητό από το ίδιο του το αίμα. Τον πόνεσαν τ' αυτιά του από την προσπάθεια, όμως κανένα αποτέλεσμα. Αποφάσισε να συνεχίσει να τρέχει, αλλά τότε συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει τρομερό λάθος που σταμάτησε. Πρώτα έτρεχε προς τη σωστή κατεύθυνση πολύ απλά επειδή έτρεχε να φύγει μακριά από τον Έιβερι. Τώρα όμως που είχε σταματήσει, είχε χάσει κάθε αίσθηση προσανατολισμού. Κοίταξε τα πόδια του και το έδαφος γύρω του. Ρείκια έφραζαν το δρόμο που θα είχε διαλέξει. Έσυρε αθόρυβα τα βήματά του στα πλάγια και βρήκε μόνο χορτάρι και τούφες ράχων με τα πόδια του. Πανικόβλητος, συνειδητοποίησε πως είχε χάσει το μονοπάτι. Στάθηκε για λίγο, ακούγοντας την καρδιά του που βροντοχτυπούσε στ' αυτιά του και προσπαθώντας να μην ανασαίνει και προδοθεί. Άκουσε ένα θρόισμα και κράτησε εντελώς την αναπνοή του. Δεν καταλάβαινε από πού ακουγόταν ή πόσο μακριά ήταν. Γύρισε. Ένα σιγανό -παράξενα γνώριμο- τρίξιμο και ένας γδούπος. Έστριψε αμέσως από την άλλη μεριά. . Ήταν η λάθος κίνηση. Ένιωσε να του τραβούν πίσω το κεφάλι, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε. Κάτι μαλακό τυλίχτηκε στο λαιμό του· μια γονατιά στα πλευρά του του έκοψε την ανάσα και ο Έιβερι βρέθηκε από πάνω του, του έδειχνε τα δόντια του και τον κοιτούσε με μάτια που είχαν γίνει δυο σχισμές και γυάλιζαν. Κάτι μαλακό έσφιγγε το λαιμό του· ο Στίβεν συνειδητοποίησε ότι ο δολοφόνος τον στραγγάλιζε με την πράσινη ζακέτα. Μύριζε πάνω της τον εμετό του. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ένιωθε το κεφάλι του πελώ-

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

269

ριο, έτοιμο να εκραγεί· τα πνευμόνια του έκαναν σπασμούς, ούρλιαζαν πως είχαν ανάγκη αέρα. Έπρεπε να αναπνεύσει. Συγκεντρώθηκε στα μάτια του Έιβερι, μόλις λίγα εκατοστά από τα δικά του. Σε παρακαλώ, είπε μέσα στο μυαλό του, αλλά από τα χείλη του δε βγήκε κανένας ήχος· δεν υπήρχε αέρας για να σχηματίσει τις λέξεις. Κλότσησε αδύναμα και προσπάθησε να σπρώξει τον άντρα από πάνω του, αλλά το μόνο που είχε τη δύναμη να κάνει ήταν να σηκώσει τα χέρια του κόντρα στους μηρούς του Έιβερι και να τα ακουμπήσει εκεί, λες κι ήταν παλιοί φίλοι οι δυο τους και έπαιζαν απλώς ένα παιχνίδι. Σε παρακαλώ, προσπάθησε πάλι να πει, όμως δε βγήκε τίποτα από μέσα του. Έτσι ήταν να πεθαίνεις... Του φάνηκε ότι διαρκούσε αιώνια και τον πονούσε περισσότερο απ' ό,τι τον τρόμαζε. Ο θείος Μπίλι είχε πονέσει έτσι. Ο θείος Μπίλι είχε κοιτάξει αυτά τα ίδια γυαλιστερά μάτια και είχε πονέσει έτσι. Ο θείος Μπίλι δεν είχε αφήσει ενδείξεις, ούτε κι ο ίδιος άφησε, σκέφτηκε ψυχρά· τώρα καταλάβαινε πώς γινόταν να μην έχεις ιδέα ότι αυτή ήταν η τελευταία μέρα της ζωής σου· είχε φορέσει την αγαπημένη του μπλούζα για να τον δολοφονήσουν. Ο πόνος στο στήθος του ήταν απίστευτος· από την πολλή πίεση, το αίμα του διαπέρασε τα μάτια του και το πρόσωπο του δολοφόνου άρχισε να θολώνει πίσω από μια κόκκινη καταχνιά. Σε παρακαλώ. Δεν ήταν σίγουρος αν προσπαθούσε να παρακαλέσει για τη ζωή του ή για το θάνατο του. Σκέφτηκε αμυδρά ότι και τα δυο καλά θα ήταν. Το σκοτάδι τον σκέπασε σαν κρύο, μαύρο κύμα.

40 Ακούγονταν ανάσες και βήματα, ανάσες και βήματα. Ο χερσότοπος ήταν στα χειρότερά του. Μπλεγμένες ρίζες έβαζαν τρικλοποδιές, τα βρεγμένα ρείκια χαστούκιζαν και οι ράχοι μαστίγωναν και τσιμπούσαν. Η λάσπη κολλούσε και γλιστρούσε. Η ομίχλη ήταν ένα πυκνό λευκό πέπλο. Ή σάβανο. Πάγωνε τα βλέφαρα, εισχωρούσε στη μύτη και λίμναζε στο ανοιχτό στόμα, τα υγρά δάχτυλά της χάιδευαν τις αισθήσεις με ζωηρόχρωμες παιδικές αναμνήσεις και οιωνούς θανάτου. Αλλά μέσα σ' όλα αυτά ακούγονταν ανάσες και βήματα, ανάσες και βήματα. Γρήγορα και αποφασιστικά.

41 Ακούστηκαν φωνές και ξαφνικά ο Στίβεν μπόρεσε να αναπνεύσει. Δεν ήταν καμιά συγκλονιστική σκηνή· δεν έβγαλε αγκομαχητά, μόνο έναν τρεμουλιαστό, σιγανό παραπονιάρικο ήχο καθώς άρχισε πάλι να ζει αντί να πεθαίνει. Κοίταξε τον ουρανό από πάνω του με τις λωρίδες από ροζ σύννεφα και αναρωτήθηκε τι είχε γίνει ο Έιβερι. Σκέφτηκε αμυδρά να σηκωθεί και να το βάλει πάλι στα πόδια, αλλά το κεφάλι του ζύγιζε εκατό κιλά και είχε ένα μεγάλο βάρος στα πόδια του που τον καθήλωνε στο έδαφος του χερσότοπου. Αν εμφανιζόταν ο Έιβερι και προσπαθούσε ξανά να τον σκοτώσει, δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να γλιτώσει, τόσο αδύναμος ήταν. Στην ουσία, δεν τον ένοιαζε καν. Η ζακέτα που ήταν ακόμα τυλιγμένη στο λαιμό του ήταν ζεστή και τον ανακούφιζε τώρα που ένιωθε κούραση και ζαλάδα. Ακούγονταν ακόμα φωνές. Κοντά, αλλά όχι πολύ κοντά. Όχι από πάνω του. Ήταν αγχωμένες αντρικές φωνές, όπως στα αστυνομικά τηλεοπτικά σίριαλ όταν είχε συμβεί κάτι ανησυχητικό. Ο Στίβεν δεν μπήκε στον κόπο να καταλάβει τι έλεγαν, αλλά αναρωτήθηκε γιατί δε μιλούσαν πάνω απ' αυτόν. Ίσως να τον περνούσαν για πεθαμένο. Δε θα τους κατηγορούσε -ο ίδιος είχε περάσει τον εαυτό του για πεθαμένο. Ίσως να ήταν πεθαμένος, αν και δεν πίστευε ότι τότε θα ένιωθε τον αγκαθωτό βρεγμένο ράχο κάτω απ' τη μέση του. Ο Στίβεν άφησε το μυαλό του να απομακρυνθεί από το ερώτημα του θανάτου του. Τον κούραζε.

272

BELINDA BA U EJI

«Στίβεν». Αυτό μάλιστα. Ο Στίβεν γύρισε αργά τα μάτια του στα δεξιά και είδε τη μητέρα του σκυμμένη από πάνω του, με το παλιό μπλε μπουρνούζι της. Μαμά, ήθελε να πει, μα δεν μπορούσε -ένιωσε μόνο τα χείλη του να ανοίγουν για μια στιγμή, καθώς έκανε μια βουβή προσπάθεια. Του κρατούσε το δεξί χέρι και ο Στίβεν ένιωσε σαν να ήταν πάλι πέντε χρονών. Του κρατούσε το χέρι όπως του Ντέιβι. Στη σκέψη αυτή, πήγε να χαμογελάσει. Τελικά όμως δεν έκανε τον κόπο. Ήταν κουρασμένος. Πάρα πολύ κουρασμένος για να κάνει τον κόπο. Ίσως να κοιμόταν λιγάκι. Αλλά, μαζί με τις φωνές, αντιλήφθηκε ένα σιγανότερο, αργό βουητό κοντά στο αριστερό του αυτί. Κατέβαλε προσπάθεια, γύρισε ελάχιστα το κεφάλι του και συνοφρυώθηκε. Ακριβώς δίπλα στο πρόσωπο του, ένας τροχός παντός εδάφους στριφογυρνούσε τεμπέλικα με φόντο τον ουρανό και από τις ακτίνες του έσταζε κάτι που δεν ήταν νερό. Ήταν τόσο ξεκάρφωτο που ένιωσε την ανάγκη να μάθει περισσότερα. Με κίνηση αργή από τον πόνο, κατάφερε να στρίψει το κεφάλι του πιο αριστερά και αντίκρισε μια μαρόν παντόφλα κι ένα χοντρό αστράγαλο. Ήταν η γιαγιά του, πεσμένη στα ρείκια δίπλα του, και ανάμεσά τους το καροτσάκι της. Η Λέτι του χάιδεψε το πρόσωπο, όμως όλες οι φωνές ήταν πάνω από τη γιαγιά. Όλη η φασαρία γινόταν πάνω από τη γιαγιά. Ορισμένοι άντρες από το χωριό ήταν μαζί της. Ένας μουρμούριζε σιγανά στο πρόσωπο της και ακουμπούσε τα χείλη του στα δικά της σαν εραστής που τη φιλούσε δημοσίως, ένας άλλος πίεζε το στήθος της με τα μπράτσα του τεντωμένα· ένας τρίτος σκέπαζε τα πόδια της με την μπλούζα του. Ο τέταρτος -ο μπαμπάς του Λούις- απλώς στεκόταν και κοιτούσε χωρίς να βλέπει, είχε ύφος χαμένο και ήταν παράξενο πόσο σκούρες φαίνονταν οι φακίδες του στο άρρωστα χλομό πρόσωπο του.

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

273

Λίγο πιο πίσω απ' όλους τους, κρυμμένος σχεδόν από την πυκνή ομίχλη, ήταν ο Λούις. Αλλά τα μάπα του φίλου του δεν αντάμωσαν τα δικά του. Τρεμόπαιζαν ανάμεσα στα πόδια του Στίβεν και το πρόσωπο του πατέρα του, γουρλωμένα απ' τον τρόμο -και ο Στίβεν πανικοβλήθηκε ξαφνικά και ανασήκωσε απότομα το κεφάλι του για να βεβαιωθεί ότι τα πόδια του ήταν ακόμα στη θέση τους. Ήταν. Αλλά, στα δύο δευτερόλεπτα που μπόρεσε ο Στίβεν να κρατήσει ανασηκωμένο το κεφάλι του, είδε μια εικόνα που θα έμενε στο μυαλό του για πάντα, όσο κι αν προσπαθούσε να τη σβήσει... Ο Έιβερι ήταν ανάσκελα πάνω στα πόδια του Στίβεν, με τα χέρια του λυγισμένα χαλαρά σε γροθιές δίπλα στο κεφάλι του. Και σε ό,τι ήταν κάποτε το πρόσωπο του. Τώρα ήταν απλώς μια μάζα από αίματα, μαλλιά και θρυμματισμένα κόκαλα σε σχήμα προσώπου. Μόνο τα μάτια αποτελούσαν ένδειξη της προηγούμενης μορφής του -μουντές πράσινες μισόκλειστες σχισμές όπως τα μάτια νεκρής γάτας. Το κεφάλι του Στίβεν έπεσε πάλι κάτω στα ρείκια, καθώς ένιωσε την παιδική του ηλικία να ξεμένει πίσω του και να σβήνει στο σκοτάδι του παρελθόντος. Του ήρθαν καυτά δάκρυα που είχε μεγαλώσει έτσι απότομα. Ήξερε τώρα τι έσταζε από τον τροχό παντός εδάφους και γιατί οι φακίδες στο πρόσωπο του μπαμπά του Λούις φαίνονταν τόσο σκούρες. Ο Στίβεν κοιτούσε το ματωμένο ουρανό που περνούσε με τραντάγματα από πάνω του, καθώς τον έπαιρναν οι τραυματιοφορείς από το χερσότοπο. Ήθελε να μάθει πώς ήταν η γιαγιά του, αλλά ήταν πέρα από τις δυνάμεις του να μιλήσει. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι εκείνη είχε ανέβει κάπως το μονοπάτι μαζί με τους σωτήρες του και κάτι της συνέβη εκεί επειδή είχε έρθει. Επειδή είχε έρθει, εξαιτίας του. Η σκέψη αυτή του έφερε δάκρυα στα μάτια, κόκκινα δάκρυα, και ο κόσμος έγινε ένα καλειδοσκόπιο.

274

BELINDA B A U E J I

Νόμιζε ότι το να πεθάνει ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί σήμερα, αλλά είχε κάνει λάθος. Κάτι είχε πάθει η γιαγιά του. Εξαιτίας του. Εξαιτίας του σχεδίου του. Εξαιτίας της παγίδας του. Εξαιτίας των γραμμάτων του -Στο κουτί έλεγε πως είναι φηλέτο. Επειδή είχε φερθεί σαν παιδί. Όχι σαν άντρας, που θα τα είχε κάνει όλα αλλιώς- καλύτερα. Τους έβαλαν στο ίδιο ασθενοφόρο. Η μητέρα του του έσφιξε το χέρι, του είπε ότι θα τον δει σε μισό λεπτό και μετά χάθηκε. Μέσα, ο Στίβεν έβλεπε μόνο, ότι η γιαγιά του φορούσε μια μάσκα οξυγόνου, αλλά κι αυτός φορούσε, οπότε δε σήμαινε τίποτα. Δεν του έδινε καμιά ένδειξη για το τι συνέβαινε. Γιαγιά, είπε με τα χείλη του, αλλά ακόμα δεν μπορούσε να βγει. ήχος από τον πρησμένο λαιμό του. Γιαγιά. Δυσκολευόταν να δει με το αίμα στα μάτια του, οπότε δεν μπήκε στον κόπο να προσπαθήσει. Τα έκλεισε και έσβησε ξανά, νιώθοντας ακόμα ανακατωσούρα από τα σάντουιτς με την ντομάτα που τον είχε ταΐσει ο Έιβερι.

42 Ο Στίβεν ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του θείου Μπίλι και κοιτούσε τη γιαγιά του που έπλεκε. Τον είχαν μεταφέρει εδώ για να αναπαύεται χωρίς να τον ενοχλεί ο Ντέιβι, και για να μπορεί να κοιμάται ο Ντέιβι χωρίς να ξυπνάει από τον Στίβεν -που έκλαιγε και χτυπιόταν από τους εφιάλτες που έβλεπε- και μετά να είναι κατσούφης όλη μέρα. Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές και όλα ήταν παράξενα φωτεινά, ακόμα και τώρα που έβρεχε έξω και οι ασυνήθιστοι για την εποχή άνεμοι έριχναν με δύναμη τη βροχή στο παράθυρο. Το υπνοδωμάτιο φαινόταν ολότελα διαφορετικό όταν το κοιτούσες από το κρεβάτι. Με τα πόδια του να φουσκώνουν το κάτω μέρος του γαλάζιου παπλώματος του θείου Μπίλι, φαινόταν ξαφνικά σαν φυσιολογικό παιδικό δωμάτιο -λες και είχαν λυθεί κάποια μάγια. Ο Στίβεν αισθανόταν μια περίεργη ηρεμία εδώ, μια παράξενη πληρότητα. Το διαστημικό σταθμό Λέγκο τον είχαν σπρώξει κάτω από το κρεβάτι για να μπορούν να περνούν κάθε τόσο πόδια που του έφερναν βιβλία, χλιαρή σούπα και Λούκοζέΐντ. Τη φωτογραφία του Μπίλι την είχαν βάλει πίσω πίσω στο κομοδίνο, που τώρα είχε μια σειρά από πράγματα του Στίβεν: πέντ' έξι μπουκαλάκια με χάπια, ένα ποτήρι με σπαστό καλαμάκι, ένα κουτί σοκολατάκια Μιλκ Τρέι, που ο Ντέιβι είχε βαλθεί να τα φάει όλα σιγά σιγά, και πλήθος κάρτες με ευχές για περαστικά.

276

BELINDA BA U EJI

Υπήρχε κι άλλο ένα πράγμα του Στίβεν τώρα στο δωμάτιο, που μόνο αυτός το ήξερε. Τα βράδια -αφού περνούσαν για μια καληνύχτα η μητέρα, η γιαγιά του κι ο Ντέιβι πριν πάνε για ύπνο -ο Στίβεν γυρνούσε προσεκτικά στο πλευρό του και με τη μύτη ενός διαβήτη σκάλιζε το όνομά του στον τοίχο πίσω από το κρεβάτι. Από μια άποψη ήξερε ότι δεν ήταν σωστό και η Λέτι θα θύμωνε όταν το ανακάλυπτε. Αλλά, από την άλλη, δεν ήθελε να ξαναβγεί ποτέ από το σπίτι -από οποιοδήποτε σπίτιχωρίς να αφήσει πίσω του κάποια ένδειξη ότι υπήρξε κάποτε και ότι καταλάβαινε πόσο εφήμερη ήταν η ζωή. Όλοι έπρεπε να αφήνουν το σημάδι τους. Το μυαλό του πλανήθηκε στην πιο πρόσφατη επιστολή του -ήταν μέσα σε μια κάρτα που έδειχνε μια γλάστρα με λουλούδια, ένα φτυάρι και γάντια κηπουρικής.

Ήθελε πάρα πολύ να γράψει «Με αγάπη», αλλά τελικά δεν το έκανε. Δεν ήθελε να τρομάξει τον θείο Τζουντ. Αλλά ούτε και τον εαυτό του. Τώρα που η Λέτι είχε ταχυδρομήσει την κάρτα και ήταν πλέον αργά, ευχόταν να το είχε γράψει.

ΜΑΎΡΟ ΧΏΜΑ

277

Αλλά θα έπρεπε να αρκεστεί σ' αυτό που έγραψε. Ήλπιζε να ήταν καλό κι έτόι. Αναστέναξε και τράβηξε το βλέμμα του από τον ουρανό. Η γιαγιά έπλεκε αργά στην καρέκλα στην άκρη του κρεβατιού. Τα δάχτυλά της ήταν σκεβρωμένα και ροζιασμένα και σταματούσε κάθε τόσο για να τα λυγίσει και να τα τεντώσει. Ο Στίβεν την κοίταξε απορημένος, αλλά δεν είπε τίποτα. Η γιαγιά είχε επιμείνει. Θα έφτιαχνε καινούρια πέλματα στις καλύτερές του κάλτσες. Πριν βγει καν από το νοσοκομείο, είχε απαιτήσει να της φέρει η Λέτι τις κάλτσες και βάλθηκε να ξηλώνει επιμελώς τα παλιά, κουρελιασμένα πέλματα. Μέχρι να γυρίσει σπίτι -με νέα χάπια για τη στηθάγχη-, οι κάλτσες ήταν σκέτοι σωλήνες για τους αστραγάλους, με μικρές θηλιές στο κάτω μέρος σαν κρόσσι. «Τι χρώμα θέλεις;» τον είχε ρωτήσει. Ο Στίβεν, που είχε γείρει σκεφτικός στο μαξιλάρι του Μπίλι, είχε δει το κασκόλ της Μάντσεστερ Σίτι πάνω από το κεφάλι του. «Γαλάζιο», είχε απαντήσει. Ο Στίβεν είχε μεταφερθεί πια στον καναπέ όταν η γιαγιά σιδέρωσε τις κάλτσες. Δεν τον άφησε να τη βοηθήσει με τη σιδερώστρα· την έστησε μπροστά στο παράθυρο όπου στεκόταν παλιά και έβαλε μια τσαλακωμένη καφετιά χαρτοσακούλα πάνω από τις κάλτσες για να μην αφήσει το σίδερο γυαλάδα στο μαλλί. Στην απέναντι μεριά του δρόμου, ο Στίβεν έβλεπε τους τρεις αλήτες· στέκονταν εκεί με τα χέρια στις τσέπες, τους ώμους καμπουριαστούς και τις κουκούλες να σκιάζουν τα πρόσωπά τους από τη λαμπερή λιακάδα που είχε ξανάρθει στο Έξμουρ. Πήγαιναν πέρα δώθε και κοιτούσαν το σπίτι, αλλά δεν πλησίαζαν. Ο Στίβεν σκέφτηκε ότι μάλλον δε θα πλησίαζαν ποτέ ξανά. Είχαν αλλάξει τα πράγματα. Ο Λούις του είχε πει τι συνέβη τη μέρα που ανέβηκαν όλοι στο χερσότοπο. Οι άντρες έτρεχαν, η Λέτι είχε ξαμοληθεί μαζί τους πανικόβλητη, με το μπουρνούζι της και μισόδετα αθλητικά παπούτσια. Και η γιαγιά του ερχόταν με αγκομαχητά πιο πίσω,

278

BELINDA B A U E J I

τσουλώντας το καρότσι της για τα ψώνια που αναπηδούσε πάνω στα ρείκια και τη βαστούσε όρθια, αλλιώς θα είχε πέσει δεκάδες φορές. Ταυτόχρονα, είχε αρπάξει τον Λούις από το μπράτσο και του το έσφιγγε τόσο πολύ που μελάνιασε. Ο μπαμπάς του Λούις ήταν ο πρώτος που έφτασε κοντά στον Στίβεν και τον Άρνολντ Έιβερι, αλλά η αφήγηση του Λούις για το τι συνέβη μετά ήταν ασυνήθιστα ασαφής. Έλεγε μονάχα ότι οι άντρες είχαν τραβήξει τον Έιβερι από τον Στίβεν και ύστερα τα μάτια του γυρνούσαν αλλού και τον έπιανε αβεβαιότητα για το τι ακριβώς είχε συμβεί στη συνέχεια, αν και ο Στίβεν είχε ήδη ακούσει ψιθύρους στα κλεφτά σχετικά με τον μπαμπά του Λούις -ότι ανακρίθηκε από την αστυνομία και αφέθηκε ελεύθερος χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες και ότι δε θα χρειαζόταν να ξαναπληρώσει ποτέ για τις μπίρες του στο Ρεντ Λάιον. Ύστερα ο Λούις ξανάβρισκε τη μνήμη του και έλεγε ότι η γιαγιά είχε δει τον Στίβεν πεσμένο εκεί πέρα, με μια πράσινη ζακέτα σφιγμένη γύρω από το λαιμό του και τα μάτια του να τρέχουν αίμα λες κι ήταν σκηνή από το Jeepers Creepers, ότι στην αρχή είχε καθίσει κάτω και μετά έπεσε ανάσκελα μέσα στα μοβ λουλούδια και ότι οι άντρες -αφού βεβαιώθηκαν ότι θα γινόταν καλά ο Στίβεν- είχαν τρέξει όλοι να τη βοηθήσουν. Και σε αυτό το γενικό πλαίσιο ο Λούις περιέγραφε τον πατέρα του ως τον ήρωα της στιγμής, πράγμα που ερχόταν σε αντίφαση μ' αυτό που είχε δει ο Στίβεν όταν άνοιξε τα μάτια του -τον μπαμπά του Λούις να στέκεται στην άκρη, πιτσιλισμένος με αίματα και ζαλισμένος, ενώ βοηθούσαν οι άλλοι. Τον Στίβεν δεν τον πείραζε. Του Λούις του άξιζε το καλύτερο μισό αυτού του σάντουιτς. Τα πλαδαρά μπράτσα της γιαγιάς του τρεμούλιαζαν πάνω από τις κάλτσες και ο Στίβεν αναρωτήθηκε πού να ήταν τώρα οι τροχοί παντός εδάφους. Θα ήταν ωραία να τους πάρουν πίσω. Η αστυνομία τούς είχε μεταφέρει από το χερσότοπο μέσα σε σακούλες -μαζί με το διαλυμένο και ματωμένο καροτσάκι, το φτυάρι του, την πράσινη ζακέτα και τον Άρνολντ Έιβερι. Ασυναίσθητα, ο Στίβεν άγγιξε το λαιμό του που ήταν ακόμα

ΜΑΎΡΟ Χ Ώ Μ Α

279

πρησμένος, ερεθισμένος και του επέτρεπε να τρώει παγωτό και ζελέ με το κιλό. Με τη βοήθεια του Λούις, φυσικά. Νιώθοντας το λαιμό του με τα δάχτυλά του, ανατρίχιασε, παρ' όλο που ήταν αναμμένο το γκάζι και το φετινό καλοκαίρι ζεστό. Αγγίζοντας έτσι τον εαυτό του ήταν σαν να αισθανόταν όπως ο δολοφόνος. Η απαλή επιδερμίδα κάτω απ' τα δάχτυλά του, οι παράξενες κοιλότητες και ο χόνδρος της τραχείας του, ο παλμός της φλέβας του -πόσο ευάλωτα ήταν όλα τους. Αν έσφιγγες και πίεζες αρκετά, αν είχες αρκετή ψυχρή σκοπιμότητα, πόσο εύκολα μπορούσες να τα συνθλίψεις όλα. Ο Στίβεν είχε σκεφτεί πολλές φορές όπως ο δολοφόνος τις τελευταίες δυο βδομάδες. Είχε σκεφτεί πολλές φορές το Μπλάκλαντς και πολλές φορές τον θείο Μπίλι. Και πολλές φορές εκείνο το μέρος με τα λευκά ρείκια. Ο Έιβερι καθόταν εκεί, πάνω στα λευκά ρείκια, και τους περίμενε. Είχε αναγκάσει τον Στίβεν να ανέβει το ύψωμα και τον έβαλε να γονατίσει πάνω στα λευκά ρείκια. «Κάτσε κάτω!» Ο Στίβεν ανατρίχιασε ξανά. «Κρυώνεις;» Η γιαγιά τον κοίταξε διαπεραστικά. Ο Στίβεν φώλιασε πιο μέσα στο πάπλωμα που του είχε φέρει εκείνη από το κρεβάτι του θείου Μπίλι και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Η γιαγιά έστησε όρθιο το σίδερο στη σιδερώστρα και πήρε την καφετιά χαρτοσακούλα από τις κάλτσες. «Ορίστε», είπε. Ο Στίβεν ανακάθισε και πήρε τις κάλτσες. Ήταν ακόμα οι παλιές του κάλτσες, αλλά έμοιαζαν καινούριες. Καλύτερες κι από καινούριες. Η γιαγιά του τον κοίταξε όταν αυτός τις φόρεσε και κούνησε τα δάχτυλα των ποδιών του, ντυμένα με το γαλάζιο της Μάντσεστερ Σίτι. Ανασήκωσε το βλέμμα του προς το μέρος της και ξαφνικά χρειάστηκε να δαγκώσει το χείλι του για να μην τρεμουλιάσει. Εκείνη είδε τα δάκρυα στα μάτια του που ήταν ακόμα λίγο

280

BELINDA BA U EJI

κόκκινα και ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι του, σαν να του έλεγε ότι δε χρειαζόταν να την ευχαριστήσει. «Γιαγιά;» «Μμμ;» «Νομίζω...» Έκανε κάτι σαν γρύλισμα και ξανάρχισε, αλλά η φωνή του ήταν ακόμα ψιθυριστή και έτρεμε. «Νομίζω ότι ξέρω πού είναι ο θείος Μπίλι». Το χέρι της συσπάστηκε για μια στιγμή πάνω στο κεφάλι του και ο Στίβεν τσιτώθηκε λίγο από την τρομακτική ανάμνηση που του ήρθε ξαφνικά στο μυαλό. Αλλά δεν τραβήχτηκε. Πίεσε τον εαυτό του να ηρεμήσει ξανά και άφησε το χέρι της να μείνει εκεί, το χέρι της που δεν τον πονούσε και ήταν ζεστό και ευχάριστο στο κεφάλι του. Κατάλαβε ότι εκείνη σκεφτόταν, ήταν σαν να του το περνούσε με το άγγιγμά της. Η γιαγιά δεν είπε τίποτα για πολλή ώρα. Έπειτα χάιδεψε απαλά τα μαλλιά του. «Εσύ να γίνεις καλά», του είπε. «Αυτό μόνο έχει σημασία».

ΤΕΛΟΣ

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF