Το υπόγειο - Φίοντορ Ντοστογιέφσκι

June 8, 2019 | Author: Tasos Tyrovolas | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

ντοστογιέφσκι...

Description

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

τοΥΠΟΓΕΙΟ � Υραμματα

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ Μετάφραση

ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ

γραμματα 1990

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το υπόγειο, 1846 Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης Μακέτα εξωφύλλου: Στέλιος Κούτριας Εικόνα εξωφύλλου: Marshall Arisman Δεύτερη έκδοση Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις «γράμματα» Φωτοστοιχειοθεσία:

Ο.Υ.Φ.Ο.

Γραβιάς 7, Αθήνα 10678, τηλ. 360.76.89

Κεντρική διάθεση:

ΑΘΗΝΑ: Γραβιάς 7, Αθή να 10678, τηλ. 380.76.89 θΕΣ/ΝΙΚΗ: ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ, Νίκης 3, Θεσ/νίκη 54624 τηλ. 2261 . 90

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

1 Εί μαι άρρωστος ... Είμαι κακός. Δεν είμαι καθόλου ευχά­ ριστος. Νομίζω πως έχω μια αρρώστια του ήπατος. Μ α δ εν καταλαβαίνω τίποτα και δ εν ξέρω πού ακριβώς υπο­ φέρω. Αν κι εκτιμώ πολύ τους γιατρούς και την ιατρική , δ εν πάω να με κοιτάξουν, και δ εν πήγα ποτέ γιατί εί μαι φοβερά προληπτικό ς, ή τουλάχιστον τόσο , που δ εν πι­ στεύω στην ιατρική. (Η μόρφωσή μου δε θ α 'πρεπε να μου επιτρέπει να ε ίμαι προληπτικό ς, ωστόσο ε ίμαι. ) . Οχι, αν δ ε φροντίζω για τον εαυτό μου, το κάνω από πείσμα μόνο . . Ισως δ εν μπορε ίτε να το καταλάβ ετε αυτό. Ε λοι­ πόν, εγώ το καταλαβαίνω. Δ ε θα μπορούσα βέβαια να σας εξηγήσω από πού προ έρχεται το πείσμα μου . Κατα­ λαβαίνω πολύ καλά πως μη φροντίζοντας να γιατρευτώ, δ εν κάνω κακό σε καν έναν, ούτε και στους γιατρού ς. Και καλύτερα από κάθ ε άλλον στον κόσμο ξέρω πως μόνο τον εαυτό μου βλάπτω. Αδ ιάφορο ' από πείσμα δ ε για­ τρεύομαι. Είναι αρρώστια του ήπατος. Ας ε ίναι ό ,τι θέλει, ας γ ίνει και χειρότερα ακό μη ! Είναι πολύς καιρός, καμιά εικοσαριά χρόνια, που ζω έτσι, και ε ίμαι τώρα σαράντα χρονών. Παλιά ήμουν δη ­ μόσιος υπάλληλος, μα παραιτήθηκα . . Ημουν υπάλληλος ευερ έθ ιστος και τραχύς, κι ευχαριστιό μουν να ' μαι τέτοι­ ος. Γιατί μην παίρνοντας φιλοδωρήματα, από κάτι έπρεπε να πληρ ωθώ. (ΤΟ αστείο αυτό δ εν ε ίναι και τόσο σπου­ δαίο, δ ε θ α το παραλε ίψω ό μως. Γράφοντάς το θαρρούσα πως θα το βρουν πολύ έξυπνο, μα τώρα βλέπω πως δεν είναι παρά ένας ελεεινό ς φανφαρονισμός και γ ι ' αυτό -7-

δ εν το παραλείπω. ) Οταν έρχονταν στο γραφείο μου άν­ θρωποι να ζητήσουν πληροφορ ίες, τους έδειχνα μεμιάς τα δόντια κι ένιωθα ανείπωτη ευχαρ ίστηση, όσο λίγη και να 'ταν η στενοχώρια που προξ ενού σα στον άλλον, όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορ ές. Συνήθως ήταν άνθρω­ ποι δ ειλο ί, ε ίχαν την ανάγκη μου. Μα ανά μεσα στους μι­ κροαφεντάδες ήταν κι ένας αξιωματικός που δ εν μπορού­ σα να τον υποφέρω. ' Ηθ ελε και καλά να σ έρνει τη σπάθα του μ' έναν κρότο ανυπόφορο. Του κήρυξα τον πόλεμο δ εκαοχτώ ολόκληρους μήνες και στο τέλος κατόρ θωσα να τον νικήσω' έπαψ ε να κάνει θόρυβο . Αυτό βέβαια ε ίναι ανάμνηση της νεανική ς μου η λικίας. Ξέρετε όμως, κύριοι, το βασικό λόγο της κακής μου δ ιάθεσης; Είναι πολύ σιχα­ μερό ς κάθ ε φορά, ακόμη κι όταν έπαιρνα φουρκισμένος το καπέλο μου κι έφευγα, ομολογούσα κατόπιν στον εαυ­ τό μου, πράγμα που μ' έκανε να ντρ έπομαι, ότι όχι μόνο δ εν ήμουν τόσο κακός, μα ότι δ ε θύ μωνα και καθόλου από μέσα μου. ' Εκανα τον μπαμπούλα στους άλλους για να δ ιασκεδάσω. ' Αφριζα, μα ο παραμικρός γ λυκός λόγος, ένα φλ ιτζάνι τσά ι, αρκούσαν να με ησυχάσουν. Η σκ έψη αυτή με συγκινούσε, αν και κατόπιν, μήνες ολόκληρους μάλιστα, έτριζα τα δόντια μου κι έχανα τον ύπνο μου, τό­ σο θύ μωνα με τον εαυτό μου. Τέτοιος ήμουν. Λέγοντας πιο πριν πως ήμουν κακό ς υπάλληλος, κατη­ γόρησα άδ ικα τον εαυτό μου, έλεγα ψέματα από πε ίσμα. ' Οχι, το 'χα δ ιασκέδαση να κορο'ίδ εύω τους ανθ ρώπου ς, και προπαντό ς τον αξιωματικό . Ποτέ δ εν ήμουν πραγμα­ τικά μοχθηρ ός. Ανακάλυπτα πάντοτε μ έσα μου ένα σωρό αντιφατικά στοιχεία. Τα 'νιωθα να βράζουν, και ήξ ερα πως θα 'θελαν να με ίνουν εκεί σ ' όλη μου τη ζωή και πως ζητούσαν να βγουν έξω. Μ α δ εν το επέτρεπα αυτό' δ εν άφηνα να το κάνουν, δ εν ήθ ελα να φανερωθ ούν. Μ ε βα­ σάνιζαν, τόσο, που μ' έκαναν να ντρέπομαι' θα μπορού ­ σαν και σπασμούς να μου φέρουν, κι έλεγα, φτάνει πια. Α, φτάνει πια! ' Ισως να φαντάζεστε, κύριοι, ότι νιώθω •

ιυ YllυlΊ:oιυ

κά ποια μ ετάνοια κι ότι, κατά κά ποιο τρόπο, θέλω να δ ι­ καιολογη θώ ... Είμαι σίγουρος πως το νο μ ίζετε... Σας δ ια­ βεβαιώνω ό μως ότι δ ε δίνω πεντάρα αν το νομίζετε Υι όχι. ' Οχι μόνο δ εν μπόρεσα να γ ίνω κακός, μα δ εν μπόρε­ σα να γ ίνω τίποτε' ούτε κακό ς, ούτε τιποτ ένιος, ούτε τί­ μιος, ούτε ή ρωας ή ένα τόσο δ α ζωύφιο. Τώρα περνώ τα τελευτα ία χρόνια της ζωής μου εξοργισμ ένος απ' τη σαρ­ καστική και τιποτένια αυτή παρηγοριά, πως ένας έξυπνος άνθ ρωπος δ εν κατορθώνει ποτέ να πετύχει στον προορι­ σμό του, μόνο ένας η λίθιος το καταφέρνει. Μάλιστα, κύ­ ριε, ο άνθ ρωπος του δέκατου ένατου αιώνα έχει την ηθ ι­ κή υποχρέωση να γ ίνει ένα τί ποτα, γιατί ο άνθ ρωπος της δρ άσης ε ίναι γενικά ένα περιορισμ ένο πνεύ μα. Σ' αυτό κατέληξα ύστερα από σαράντα χρόνων πε ίρα. Είμαι σα­ ράντα χρόνων τώ ρα, και σαράντα χρόνια είναι μ ια ολό­ κληρη ζωή' ε ίναι πια γ έρος ο άνθρω πος. Να ζή σει κανείς περισσότερο ε ίναι άσεμνο, εξ ευτελιστικό , ανή θ ικο. Ποιος θα μπορού σε να ζήσει παραπάνω από σαράντα χρόνια; απαντήστε ειλικρινά, τίμια ! Θα σας το πω εγώ : οι η λίθ ιοι ή οι παλιάνθρω ποι. Θα το πω κατάμουτρα σ ' όλους τους γ έρους, σ ' όλους εκείνους τους σεβάσμιους γέρους, στους μοσχομυρωμ ένους γ έρους μ ε τ' αση μένια μαλλιά. Θα το πω σ' όλο τον κόσ μο, κι έχω το δ ικαίωμα να το κάνω, γιατί θ α ζήσω κι εγώ ώς τα εξήντα. ' Ως τα εβδομήντα ! , Ω ς τα ογδόντα ! Περιμ ένετε, αφήστε με να πάρω , ...., ανασα Θα νομ ίσετε ίσως, κύριοι, ότι θέλω να σας κάνω να γε­ λάσετε. Κάνετε λάθος. Δεν εί μαι τόσο εύθυ μος όσο φα­ ντάζεστε, ή ίσως φανταστήκατε. ' Αλλωστε, αν όλη αυτή η φλυαρ ία μου σας πειράζε ι στα νεύρα (και το νιώθω πως σας πειράζει), και με ρωτήσετε ποιος είμαι, θ α σας απα­ ντήσω πως είμαι δημόσιος υπάλληλος ογδόης τάξ εως. Έγινα δη μόσιος υπάλληλος για να κερδίσω το ψω μ ί μου ' και μόνο γι ' αυτό . Ωστόσο, τον περασμένο χρόνο, όταν κά ποιος μακρινός μου συγγενής μού άφησε κληρονομιά

έξ ι χιλιάδ ες ρούβλια, έσπευσα να παραιτη θώ παίρνοντας τη σύνταξή μου, κι αποσύρ θηκα στη γωνιά μου. ' Εμ ενα και πριν εκεί, στη γωνιά μου, μα τώρα κάθ ισα για τα κα­ λά. Το δ ω μάτιό μου ε ίναι θλιβερό, άθλιο, και βρ ίσκεται στην άκρη της πόλης. ' Εχω κι έναν υπηρέτη, έναν ηλίθ ιο και κακόβουλο χωριάτη που κάνει τη ζωή μου σωστό μαρτύ ριο. Μ ου λέει πως το κλίμα της Πετρού πολης δεν αξίζε ι τίποτα και πως η ζωή ε ίναι πολύ ακριβή για το ισχνό μου εισόδημα. Το ξέρω, και μάλιστα καλύτερα απ' όλους αυτούς τους καλούς και έ μπειρους συ μ βουλάτορες, καλύτερα απ' όλους εκείνους που κουνούν με σοφία το κεφάλι του ς μα εξακολουθώ να μ ένω στην Πετρού πο λη ' δ ε θα την αφήσω! Δε θα την αφήσω, γιατί . .. Ε, στο κάτω κάτω, δ εν έχει καμία σημασία αν θα την εγκαταλείψω ή όχι. Κι έ πειτα , για ποιο θέμα μιλά ει ένας καθωσπρέ πει άν­ θρωπος μ ε τη μ εγαλύτερη ευχαρ ίστηση; Απάντηση: για τον ίδ ιο του τον εαυτό. Θα μ ιλήσω λοιπόν για μ ένα. 2 Τώρα λοιπόν θα ' θ ελα να σας πω - ε ίτε σας αρέσει να μ' ακούσετε είτε όχι - θα 'θ ελα να σας πω γιατί δ εν τα κα­ τάφερα μήτε ζωύφιο να γ ίνω. Θα σας το πω επισή μ ως: πολλές φορ ές θέλησα να γ ίνω ζωύφιο. Μ α ούτε καν γι' αυτό δ εν ή μουν άξιος. Σας ορκίζομαι, κύ ριοι, το να σκέ­ φτεσαι υπερβολικά πολύ , ε ίναι αρρώστια, πραγματική αρρώστια. Στην καθη μ ερινή ζωή αρκεί και με το παρα­ πάνω μ ια συνη θ ισμένη πνευματική δ ραστηριότητα, θα έφτανε δη λαδή και το μ ισό ή το ένα τέταρτο απ' αυτήν που έχει συνήθως ένας έξυ πνος άνθρωπος στη δύστυχη εποχή μας. Και προπαντό ς εκείνος που θα 'χε τη φοβερή ατυχία να ζει στην Πετρού πολη, την πιο πνευματική πόλη - 10 -

_

του κόσ μο υ, και την πιο κερδοσκοπική. (Γιατί, ξέρετε, υπάρχουν π όλεις πνευματικές και πόλεις μη πνευματι­ κ ές.) Θα αρκούσε, για παράδ ειγ μα, να έχει κανείς ακρι­ βώς τόση συνείδηση, όση έχουν «οι πρακτικοί» άνθ ρωποι και οι άνθρωποι της δ ράσης. Στοιχη ματίζω πως έχετε πειστεί ότι τα γράφω όλα αυτά από ψευτοεπίδ ειξη, για να κορο "ίδέψω τους αν θ ρώπους της δράσης, και πως βρο­ ντάω τη σπ άθα μου ό πως ο αξιωματικός. Μ α περηφα­ νεύεται κ ανείς για τις αδυναμίες του; θ α μου πείτε. Και μάλιστα με τόση αναίδεια ; λλλά γιατί το λέω αυτό ; τ Ολοι το ίδ ιο κάνουν - για τις αδυναμίες μας περηφανευό μαστε περισσότερο, και ίσως α κόμη πιο πολύ απ' 'τους άλλους εγώ . Καλά! Ας μην το συζητά με ' ο συλλογισμός μου είναι απίθανος. Ωστόσο, έχω την ακρ άδαντη πεποίθηση ότι όχι μόνο η υπερβολική πνευματική δ ραστηριότητα, αλλά κάθ ε είδους πνευματική δ ραστηριότητα είναι αρρώστια. Επιμένω. Μα ας τ' αφή ­ σου μ ε αυτό τώρα, και πε ίτε μου , παρακαλώ, γιατί, τη στιγ μή α κριβώς που θ α μπορούσα καί μ ε το παραπάνω να αναγνωρίσω όλες τις αποχρώσεις «του Ωραίου και του Υψηλού», όπως το ονο μάζαμε κάποτε, να καταντήσω να χάσω κάθε συνείδηση και να κάνω άσχη μ ες πράξ εις; ... πράξεις τέτοιες... πράξ εις. που τέλος... κάθ ε άνθρωπος βέβαια κ άνε ι, αλλά να τις κάνω ακρι βώ ς εκείνη τη στιγ μή που καταλάβαινα καλύτερα πως δ εν έ πρεπε να τις κάνω; Οσο πε ρισσότερο θαύ μαζα «το Καλό, το Ωραίο και το Υψηλό», τόσο πιο βαθ ιά βυ θ ιζό μουν στο βούρκο, και τό­ σο περισσότερο ε πιθυμού σα να βυθ ιστώ. Και το χειρότε­ ρο ε ίναι πως αυτό δε γινόταν καθόλου τυχα ία, αλλά σα να είχα σκεφτεί πως, δίχως άλλο, έτσι έπρεπε να γ ίνει. Δεν ήταν πια ελάττωμα, ούτε αρρ ώστια' ήταν η φυσιολο ­ γική μου κατάσταση ' τόσο, που δ εν είχα πια την παραμ ι­ κρή δ ιάθεση να παλέψω μαζί της. Λίγο έλειψε να πιστ έ­ ψ ω στ' α λήθ εια πως αυτή ήταν η φυσιολογική μου κατά­ σταση (κ ι ίσως το πίστευα πραγματικά). Μ α πριν να φτά-

τ

-11 -

σ ω ώς εκεί, στην αρχή, πόσο υπέφερα απ' αυτή την πάλη. Δεν πίστευα πως έπαθ αν το ίδ ιο κι οι άλλοι άνθ ρωποι, και σ ' όλη μου τη ζωή το φύλαξα μυστικό . Ντρεπό μουν (κ ι ίσως να ντρέ πομαι και τώρα ακό μη). Αισθανό μουν κάτι, σα μ ια ευχαρίστηση κρυφή, τερατώδη και σ ιχαμ ερή, όταν γυρίζοντας στη γωνιά μου ύστερα από μ ιαν ακόλα­ στη νύχτα στην Πετρού πολη, έλεγα μ έσα μου, σαν κτήνος, πως για μ ιαν ακό μη φορά ε ίχα κάνει κά ποια αχρειότητα, κι ό ,τι ε ίχε γ ίνει πια ήταν ανεπανό ρθωτο. Στην καρδ ιά μ ου, κρυφά, ξέσκιζα τον εαυτό μου, τον συν έτριβα, τόν κατέτρωγα, ώσπου ο πόνος αυτός καταντούσε να γ ίνει μια καταραμένη γλύκα, βρω μ ερή, μεταβαλλόταν κατόπιν σ ε ηδονή, σε μια αληθινή η δ ονή! Το υπογραμμίζω. Αν μ ί­ λησα γι' αυτό, ε ίναι γιατί θέλω οπωσδή ποτε να μάθω αν κι άλλο ι άνθρωποι δοκιμάζουν τέτοιες απολαύσε ις. Εξη­ γ ού μα ι: η η δονή μου προερχόταν από την πλή ρη επίγνω­ ση της κατά πτωσή ς μου, γιατί κι ο ίδ ιος καταλάβ αινα πως ε ίχα αγγ ίξει τα βάθη της ατιμίας, πως ήταν πολύ βρωμε­ ρό , μα δ εν μπορούσε και να γ ίνει αλλιώτικα, δ εν υπή ρχε καν ένας τρόπος να ξεφύγω και να γ ίνω καλύτερος, κι αν ακό μη μου έ μενε η πίστη και ο χρόνος για να ξαναφτια­ χτώ, δ ε θα το επιθυμούσα βέβ αια από μόνος μου, και πως ακό μα και να το 'θ ελα, δ ε θα χρησίμευε σε τίποτα, γιατί δ εν ήξ ερα πραγματικά τι αλλαγή θα ' πρεπε να δ ιαλέξω. Το ουσιώδες, τέλος, είναι ότι σύ μφωνα με τους κανονι­ κού ς και θ ε μελιώδε ις νόμ ους της έντονης πνευματικής δ ραστηριότητας και της αδράνειας, και σα μια συν έπεια μοιραία των νό μων αυτών, καταντά κανείς να παραδ εχτεί ότι δ εν μπορεί ν' αλλάξει, ότι δ εν υπάρχει καν ένας τρό­ πος. Λοιπόν, το αποτ έλεσ μα της πνευματικής εγρήγορσης ε ίναι το γεγονό ς πως μοιάζε ι να είναι παρηγοριά για τον τιποτένιο άνθρωπο το να έχει πλήρη επίγνωση της εξα­ χρείωσής του. Αρκετά ό μως ... Μίλησα πολύ , και τι σας εξήγησα; Πώς να εξηγήσει κανε ίς μ ια τέτοια απόλαυση; Θ α το κάνω ό μως. Γι' αυτό το σκοπό έπιασα την πένα... - 12-

Για παράδειγ μα, εί μαι φοβερά φιλότιμος . Εί μαι μυ­ ά γι γγιχτος προσβάλλομαι τόσο εύκολα, όσο ένας κα­ μπούρης ή ένας νάνος ωστόσο, είναι στιγμ έ ς που θ α εν­ θουσιαζόμουν αν έτρωγα κάνα χαστούκι . Μ ιλώ σοβαρά . Θα μπορούσα δίχως άλλο να βρω έναν τρό πο να απολαμ­ βάνω την απελπισία. Είναι αναμφισβήτητο ότι η απελπι­ σ ία μάς προσφέρει τις πιο δυνατές η δον ές, προπάντων όταν δ εν ξέρει κανείς τι να κάνει ύστερα από μια τέτοια προσβολή . Αυτή είναι η περίπτωση που δέχεται κανείς τον μπάτσο: τον συντρίβει η σκ έψη του απόλυτου εξευτε­ λισ μού . Μα όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να το δ ι­ καιολογήσω' νιώθω πάντα πως εί μαι εγώ ο πρώτος ένο­ χος, κι εκείνο που με στενοχωρεί περισσότερο, ε ίναι ότι ε ίμαι ένοχος όχι γιατί το θέλω, αλλά γιατί τ έτοιος ε ίναι ο φυσικός νό μος. Και πρώτα πρώτα, ε ίμαι ένοχος γιατί ε ί­ μαι πιο έξυ πνος απ' όλους εκείνους που με περιτριγυρί­ ζουν . (Φανταζόμουν πάντοτε τον εαυτό μου εξυπνότερο από κείνους που μ ε τριγυρίζουν, και πότε πότε, θ α το πι­ στ έψετε; κοκκίνιζα γι' αυτό . Πέ@ασα τη ζωή μου στραβο­ κοιτάζοντας τους αν θρ ώ πους, ποτέ δ εν κατό ρθ ωσα να τους κοιτάξω καταπρόσωπο . ) Και τελικά ε ίμαι ένοχος, γιατί αν ε ίχα πραγματικά κάποια μ εγαλοψυχία μ έσα μου, μ ε τη σκέψη πως ε ίναι τελείως ανώφελη θ α υπέφερα πε­ ρισσότερο. Είμαι. απόλυτα βέβαιος πως δ ε θ α μπορούσα να κάνω τί ποτα: ούτε να συγχωρήσω εκείνον που μ ε πρό­ σβαλε, γιατί θα το ' κανε σύ μφωνα με τους φυσικούς νό­ μους και σ' αυτούς δ εν υπάρχει συγνώ μη, ούτε πάλι να λησ μονήσω, γιατί μολονότι θύ μα των φυσικών νό μων, η προσ βολή παραμένει προσ βολή . Τέλος, αν ήθελα να πάω ενάντια στη μεγαλοψυχία μου και να εκδ ικη θώ τον υβρι­ στή μου, θα μου ήταν τελε ίως αδύνατο, γιατί δ ε θ α μπρ­ ρού σα να το πά ρω απόφαση ακό μη και να το 'θ ελα. Γ ια ποιο λόγο δε θα μπορού σα να το αποφασίσω; Θα σας πω' δυο λόγια ξεχωριστά πάνω σ ' αυτό .

3 Πώς φέρονται εκείνοι που ξέρουν να εκδ ικούνται; που ξέρουν να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους; τ Οταν μας αδ ράχνει ο πόθος της εκδίκησης, όλα τ' άλλα αισθή ματα που υ πάρχουν μ έσα μας εκμη δ εν ίζονται Ο άνθ ρωπος ορ­ μά τότε με τα κέρατα χαμηλω μένα για να τρυπήσει ό ,τι βρει μπροστά του και μονάχα ένας το ίχος μπορεί να τον σταματήσει. (Με την ευκαιρ ία αυτή, πρέπει να παρατηρή ­ σουμε ότι «οι πρακτικοί» άνθ ρωποι και οι άνθ ρωποι της δ ράσης σταματούν μ ε μ ιάς μπροστά σ' έναν το ίχο. Γ ι' αυ­ τούς ο τοίχος δ εν ε ίναι μ ια πρόκληση όπως για μας τους δ ιανοού μ ενους, που σκεφτό μαστε αλλά δ ε δ ρού μ ε' δ εν ε ίναι μια πρόφαση για να αλλάξουν δ ρό μο, πρόφαση που κι εμείς δ εν την πιστεύουμε μα υποτασσό μαστε σ ' αυτήν, όχι, αυτοί σταματούν με όλη τους την ειλικρίνεια. Ο τοί­ χος έχει γι ' αυτού ς κάτι καθησυχαστικό, κάτι τελειωτικό , ίσως μάλιστα και κάτι μυστηριακό ... Μ α θα μ ιλήσουμε παρακάτω γι' αυτό .) Λοιπόν, αυτόν τον «πρακτικό» άν­ θρωπο εγώ τον θ εωρώ άν θρωπο αλη θ ινό και ισορροπη­ μένο, έτσι όπως τον θέλει η στοργική μητέρα μας, η φύση, όταν τον φέρνει στον κόσ μο. Ζηλεύω τον άνθ ρωπο αυτό αφάνταστα. Είναι κουτός, το παραδέχομαι, μα ίσως ο ισορρο πημ ένος άνθρωπος πρ έπει να είναι και κουτός - πού ξέρετε; - και μπορε ί αυτό να είναι καλύτερο. Τού­ τος ο συλλογισμός γ ίνεται ακό μη πιο πιστευτός όταν μπροστά στον ισορροπημένο άνθρωπο βάλουμε τον αντί­ θ ετό του, τον άνθ ρωπο μ ε την υ περτροφική συνείδηση, που δ ε βγήκε από τη μήτρα της φύσης αλλά από κάποιο δοκιμαστικό σωλήνα (είναι σχεδόν μυστικισμό ς αυτό, κύ­ ριοι, μα πιστεύω πως ε ίναι αλήθ εια). Λοιπόν, ο άνθ ρω­ πος του δΟΥ.ιμαστικού σωλήνα δ εν αξίζει τίποτα μπροστά . στην αντίθ εσή του, γιατί παρά την υπερτροφική του συ­ νείδηση, θ εωρε ί τον εαυτό του έναν ποντικό κι όχι άν­ θρωπο. Ένας ποντικό ς μ ε υπερτροφική συνείδηση ε ίναι - 14-

πάντα ποντικός, ενώ ο άλλος είναι άνθ ρωπος δηλαδή ... και τα λοιπά και τα λοιπά . Και το σπου δαιότερο ε ίναι ότι κι ο ίδ ιος παίρνει τον εαυτό του για ποντικό ' κανείς δ εν του το ζητάει. Ας ρ ίξου μ ε λοιπόν μια ματιά στη δ ράση του ποντικού . Ας υποθέσουμε, για παράδ ειγμα, πως είναι προσβλη μ ένος και θέλει να εκδ ικη θ εί. Θα μαζέψει ίσως μ έσα του περισσότερη μνησικακία από τον φυσιολογικό και ισορροπη μ ένο άν θ ρωπο. Η τα πεινή και αξιοκατα­ φρόνητη λύσσα του να κάνει το κακό για το κακό βράζει ίσως μ έσα στην ψυχή του μ ' έναν τρόπο πιο βρωμερό απ' ό,τι στην ψυχή του φυσιολογικού και αλη θ ινού ανθ ρώπου, γιατί ο τελευταίος με την έμφυτη κουταμάρα του θ εωρεί απλούστατα την εκδίκησή του σα μ ια εκδήλωση δ ικαιοσύ­ νης, ενώ ο ποντικός, εξαιτίας της υπερτροφικής του συ­ νείδησης, δ ε θέλει να το παραδ εχτεί. Ας έρ θουμε λοιπόν στην πράξη του τώρα, στην πράξη της εκδίκησης. Το δύ ­ στυχο ποντίκι, εκτός από τον αρχικό θυ μό του, έχει μαζέ­ ψει μ ε τον καιρό κι ένα σωρό άλλες κακ ίες μ ε τη μορφή ερωτήσεων και αμφιβολιών. Ένα ερώτημα φ έρνει τόσα άλλα, άλυτα ερωτή ματα. ' Ετσι, μαζεύ εται γύ ρω του μ ια βρω μερή λάσπη, ένας αναπόφευκτος βόρβορος, καμω μέ ­ νος από τις αμφιβολίες του, τις ανησυχίες του και όλα τα φτυσίματα που του 'καναν «οι πρακτικοί άνθ ρωποι της δρ άσης», παρεμ βα ίνοντας ανά μεσα σ ' αυτόν και τον υ βριστή του σαν ένα επίσημο και κορο'ίδ ευτικό δ ικαστή­ ριο αρεοπαγιτών, ξ εσπώντας καμιά φορά και σε δυνατά γ έλια . Δ εν του μ ένει βέβαια τίποτε άλλο παρά να τους αγνοήσει, και δ ε ίχνοντας το περιφρονητικό και ψεύτικο χα μόγελό του, να γλιστρήσει καταντροπιασμ ένος στην τρύ πα του. Κι εκεί, κάτω από το πάτωμα, μ έσα στο φρι­ χτό και βρωμερό καταφύγιό του, ο προσ βλη μ ένος, γελοι­ οποιη μένος και δαρμ ένος ποντικό ς μας βυ θίζεται μ ετά από λίγο σε μ ιαν αδιάκοπη μνησικακία, φαρμακερή, και προπαντός, αιώνια. Σαράντα ολόκληρα χρόνια θα αναμα­ σά μ ε τις παραμικρές επαίσχυντες λεπτομέ ρειες την προ- 15 -

σβολή που του 'καναν, προσθέτοντας αδ ιάκοπα κι άλλες, ακό μη πιο επαίσχυντες λεπτο μ έρειες δ ικής του εμπνεύ­ σεως, βράζοντας και λυσσώντας μ ε τη φόρα της στρεβλής του φαντασίας. Θα ντρ έπεται κι ο ίδιος μ' εκείνα που θ α του ' ρχονται στο νου, ωστόσο θα τ' αναμασά, θ α ξαναρχί­ σει να τα στριφογυρίζε ι στο μυαλό του, θ α φανταστεί εκ­ δ ικήσεις που δ ε θ α πραγ ματοποιηθ ούν ποτ έ, μ ε την πρό­ φαση πως έτσι έπρεπε να γ ίνει, και δ ε θα συγχωρήσει τί­ ποτε. Θα θέλει ίσως και να εκδ ικη θ ε ί, μα εκ του ασφαλού ς, σ ιγά σ ιγά, προφυλαγ μένος μ ες στην τρύ πα του, ανώνυμα, χωρίς να πιστεύει στο δ ικαίωμα της εκδί­ κησής του ούτε στην επιτυχία της, και μ ε την πεπο ίθηση πως θα πον έσει ο ίδ ιος χίλιες φορ ές περισσότερο με τους δ ισταγ μού ς του, παρά εκείνος για τον οπο ίο ετοιμάζει την εκδίκησή του, που ούτε καν θα την προσέξει. Ακό μη και στην κλίνη του θανάτου θα τη στοχάζεται μαζί με όλο «το κέρδος που θ α συνίσταται σε» .. , Κι ακριβώς μέσα σ ' αυτή την κατάσταση της ψυχρής απόγνωση ς, μ ισή απελπι­ σία και μισή ελπίδα, σ ' αυτό το βύθ ισμα του εγώ του μέ­ σα στη λύ πη, στο κρυσφήγετο αυτό επί σαράντα χρόνια κάτω από το πάτωμα, στο αναπόφευκτο και σκοτεινό αδιέξοδ ο, σ ' όλο αυτόν το βρω μερό ανα βρασ μό των πνιγ­ μένων πόθ ων, στην αγωνία των δ ισταγ μών, των α μετά­ κλητων αποφάσεων και των ενδοιασ μών που γεννιούνται αμέσως μετά, σ' όλα αυτά λοιπόν μέσα κρύβεται η πηγή εκε ίνης της παράξενης απόλαυση ς που σας ανέφερα. Εί­ ναι τόσο δύσκολο και λεπτό να τη συλλάβουμε, που οι στενοκ έφαλοι άνθ ρωποι ή απλώς οι άνθ ρωποι με γερά νεύρα δ εν μπορούν να την καταλάβουν καθόλου. Σας ακούω να γελάτε σαρκαστικά, λέγοντας: «Τ Ισως να μην καταλάβουν τί ποτα, κι εκείνοι ακόμη που δ εν έφαγαν πο­ τέ τους μπάτσο». Είναι μ ια ευγενΙΚ11 υπενθύ μ ιση κι αυτό, το ότι κάποτε στη ζωή μου έφαγα έναν μπάτσο, και σας το λέω αν κι η γνώ μη σας δ εν έχει βέβαια καμιά ση μασία για μ ένα. Λυπάμαι μόνο που δ εν έδωσα εγώ αρκετούς σε _11>_

άλλους. Μ α ούτε λέξη πια γι' αυτό το ζήτημα, όσο ενδ ια­ φέρον κι αν έχει για σας. Θα συνεχίσω να μιλώ για τους ανθρ ώ πους που έχουν γερά νεύ ρα και δ εν μπορούν να καταλάβουν μερικέ ς λε­ πτές αποχρώσεις αυτής της ευχαρίστησης. Ο ι κύριοι αυ­ το ί, που όταν τους προσβάλλει κανε ίς, μουγκρ ίζουν σαν ταύροι μ' όλη τη δύναμη του λαιμού τους, παρά την τιμή που του ς περιποιεί ένα τέτοιο φέρσιμο, καταθέτουν ωστόσο τα ό πλα μπροστά στο « αδύνατο», όπως το εί πα παραπάνω. Το αδύνατον ε ίναι ο πέτρινος τοίχος. Ποιος πέτρινο ς τοίχος; Μ α χωρίς άλλο οι φυσικοί νό μοι, τα δ ε­ δομένα των φυ σικών επιστημών, τα μαθηματικά . Αν κά­ ποιος, λογουχά ρη , σου αποδείκνυε ότι κατάγεσαι από τον πίθηκο, δ εν πρ έπει να στραβομουτσουνιάσεις καθόλου , πρ έπει να παραδεχτείς τα πράγματα όπως ε ίναι. Αν σου αποδ είκνυε κανε ίς ότι ένα μόριο του δ ικού σου πάχους ε ίναι πολυτιμότερο από εκατό χιλιάδ ες των ομο ίων σου , κι ότι σ ' αυτό καταλήγουν τελικά όλες οι αρετέ ς, όλα τα κα θήκοντα και τόσες άλλες φαντασιο πληξίες και προλή ­ ψεις, τίποτε άλλο δ εν μπορε ίς να κάνεις παρά να το πα­ ραδ εχτε ί ς, γιατί δύο και δύο κάνουν τέσσερα, ε ίναι αξίω­ μα. Π ροσπαθήστε λοιπόν να απαντήσετε σε όλα αυτά! «Συγνώμη» θα μου φωνάξουν, « δ ε γίνεται να μην το παραδ εχτού με πως δύο και δύ ο κάνουν τέσσερα! Η φύση δ ε ζητά ει καμία άδ εια ' δ εν ενδ ιαφέρεται να μάθ ει αν οι νό μοι της σας αρέσουν ή όχι. Π ρ έπει να την παραδέχεστε όπως ε ίναι, μαζί μ' όλες τις συνέπει ές της». Ένας το ίχος λοι πόν είναι ένας τοίχος, και ούτω καθεξής. Θε έ μου, τι μ' ενδιαφ έρουν εμένα οι νό μοι της φύσης και της αριθ μη­ τικής, όταν οι νό μοι αυτοί και τα « δύο και δύο κάνουν τέσσερα» μπορεί να μη μου αρ έσουν; Δε θα σπάσω φυσι­ κά τον τοίχο με το κεφάλι μου αν δ εν έχω τη δύναμη που χρειάζεται, μα δ ε θα υποκύψω μόνο και μόνο επειδή έχω μπροστά μου έναν πέτρινο τοίχο και δ εν έχω τη δύναμη που χρειάζεται για να τον σ πάσω.

.....-._ -- .. . ... -...

.. . ... __ .... _ ... ........ ....-_... ,...... --

Θα μπορούσε πραγματικά να σας καθη συχάσει αυτός ο τοίχος; Θα έκλεινε μέσα του έστω και την παραμικρή κα­ θη συχαστική ιδ ιότητα για το μοναδ ικό λόγο πως είναι σαν το δύο και δύο κάνουν τέσσερα; Ω, ανοη σ ιών το ανά­ γνωσμα ! Προτιμάτε λοιπόν να μη θέλετε να τα καταλάβ ε­ τε όλα, να τα γνωρίσετε όλα, όλου ς τους πέτρινους τοί­ χου ς, υ ποκύ πτετε (αν και σας αη δ ιάζει), και με συλλογι­ σμού ς λογικούς και αδ ιάψευστους φτάνετε σε αποκρου­ στικά συμπεράσματα σχετικά με το αιώνιο αξίωμα ότι επειδή υ πάρχει ο πέτρινος τοίχός, γι' αυτό πιστεύουμε πως ε ί μαστε ένοχοι, μολονότι ε ίναι ηλίου φαεινότερο πως δεν είμαστε καθόλου. Ε πομένως πρέπει να ξαπλώσ ετε ηδονικά μέσα στην αδράνεια, και να τρίζετε σιωπηλά τα δόντια στη σκέψη ότι δ εν υ πάρχει καν ένας να στρέψετε πάνω του τη λύσσα σας που δ εν έχει αφορμή, και που δ ε θα 'χει ίσως ποτέ, ότι είσαστε παιχνίδια κάποιας ταχυδα­ κτυλουργίας και χαρτιά μιας τράπουλας αραδ ιασμένα και σημαδεμένα από τα πριν, κι ότι αυτό είναι απλούστατα ένα τέλμα · κανείς δεν ξέρει τι και πο ιος. Ωστόσο, παρ' όλα τούτα τα μυστήρια και τις μαγγανείες, εξακολουθ είτε να υ ποφ έρετε, κι όσο πιο χαμηλά πέφτετε, τόσο περισσό­ τερο θ α υ ποφέρετε. 4 «Χα, χα, χα!» γελάτε -«Θ ' απολαμβάνουμε και τον πο­ νόδοντο σε λίγο!» Γιατί όχι -θ' απαντήσω - υ πάρχει απόλαυση και στον πονόδοντο. Το ξέρω και με το παραπάνω. Είχα πονόδο­ ντο επί έναν ολόκλη ρο μήνα. Στην πε ρίπτωση αυτή δ ε φουρκίζεται κανείς σ ιωπη λά· βογκάει. Μα τα βογκητά του δ εν είναι αλη θ ινά· ε ίναι βογκητά υ ποκριτικά, κι όλα βασίζονται κι εδώ στην υ ποκρισία. Υπάρχει σ ' αυτά η απόλαυση εκείνου που υ ποφέρει, κι αν δ εν υ πήρχε η -

18 -

απόλαυση , δ ε θα βογκούσε. Το παράδειγ μα ε ίναι έξοχο, κύριοι, και θ α το αναπτύξω. Π ρώτα απ' όλα, αυτά τα βο­ γκητά εκφράζουν το ανώφελο του πόνου σα ς - που ε ίναι τόσο εξευτελιστικός για 1;0 άτο μό σας - και την αρχική δύναμη της φύσης που δ εν τη λογαριάζετε, μα απ' την οπο ία υποφέρετε ενώ εκε ίνη δ εν υ ποφέρει. Αρχίζετε να καταλα βαίνετε πως υποφ έρετε χωρί ς να βλέ πετε τον εχθρό σας, πως παρά τις φιλοσοφίες όλες των Βάγκεν­ χαϊμ , είστε σκλάβος των δοντιών σας, πως αν το 'θελε κά­ ποια δύναμη ανώτερη, θα έπαυε ο πόνος, μα αν δ εν το θ ελήσει, μπορεί να υποφέ ρετε κι άλλους τρεις μήνες, και τέλος, αν δ ε σωπάσετε κι εξακολουθήσετε να δ ιαμαρτύ­ ρεστε, δ ε θα σας έ μενε πραγματικά άλλη παρηγοριά, πα­ ρά να πάρετε ο ίδ ιος το καμτσίκι και να μαστιγωθ ε ίτε ή να δώσετε γροθ ιές στον τοίχο μ ' όλη σας τη δύναμη, αυτό μονάχα μπορε ίτε να κάνετε! Λοιπόν, μέσα στις βρισιές που φ έρνουν το αί μα στα χείλη σα ς και στους σαρκα­ σ μούς που ακούτε, δ εν ξέρω κι εγώ από ποιον, γεννιέται σιγά σιγά μια ευχαρίστηση, που μπορε ί να φτάσει ώς την πιο μ εγάλη ηδονή. Σας παρακαλώ, ακούστε για μια στιγ­ μή τα βογκητά του μορφω μ ένου ανθ ρώ που της εποχής μα ς όταν του πονούν τα δόντια. Τη δεύτερη ή την τρ ίτη μέρα, τα βογκητά του γ ίνονται αλλιώτικα: δε βογκάει πια μόνο επ ειδή πονούν τα δόντια του -αν και δ ε βογκάει σαν άξ εστος μουζίκος, αλλά σαν άνθ ρωπος που επωφελή ­ θηκε από τη δ ιανοητική ανάπτυξη και τον πολιτισμό της Ευρώ πη ς, σαν άνθρωπος «που δ εν ε ίναι πια προσκολλη­ μένος στο χώμα και τις παραδόσεις της πατρ ίδας του» όπως λένε σή μερα. Τα βογκητά του γ ίνονται επιθ ετικά, μοχθηρά, κα ι δ ε βαστούν μ έρες και νύχτες ολόκληρες. Ξέρει κι ο ίδ ιος πως δ ε θ α του προσφ έρουν καμιά ανα­ κούφιση. Ξέρει καλύτερα απ' τον καθένα πως του κάκου νευριάζει και βασανίζει τους άλλους και τον εαυτό του. Ξ έρει πως το ακροατήριο για το οπο ίο παίζει αυτή την κωμωδία, καθώς και η οικογ ένειά του, τον ακούν μ ε αη-

19 -

δία, δ εν πιστεύουν στην ειλικρίνεια των παραπόνων του και λένε μ έσα τους ότι, απλούστατα, θ α μπορούσε να βο­ γκάει χωρίς ψεύτικα ξ εφωνητά αλλά κάνει αυτή τη θ εα­ τρική επίδ ειξη από μοχθηρ ία ... Λοιπόν, ακριβώς στα ξε­ φωνητά καί στη δ ειλία του κρύβεται η απόλαυση. «Σας τυραννώ» λέει μ έσα του, «σας σπαράζω την καρδ ιά' δ εν αφήνω να κοι μη θ εί κανείς μ έσα στο σπίτι. ' Οχι, δε θ α κοι μη θ είτε' θα νιώθετε κάθε ώρα και στιγ μή πως πονούν τα δόντια μου. Δε θα ' μαι πια για σας ο ή ρωας, που ώς τώρα ή μουν υποχρεω μένος να παριστάνω , αλλά ένας σι­ χαμερός, ένας άνανδρος. Ας ε ίναι ! Είμαι ευχαριστημ ένος που το καταλάβατε. Ξέρω πως σας αηδ ιάζει ν ' ακούτε τα βογκητά μου. Τόσο το χειρότερο για σας: θα σας κάνω να ακού σετε κι άλλα πολλά ακό μη . ..» Δ εν καταλάβατε ακό μη, κύ ριοι; ' Οχι, γιατί φαίνεται πως πρέ πει να ε ίναι κανείς πολύ εξ ελιγ μ ένος κι ευσυνείδητος για να περάσει μ έσα στα λεπτά ση μ εία αυτής της απόλαυσης ... Γελάτε; Χαίρομαι πάρα πολύ . Τα αστεία μου δ εν ε ίναι βέβαια του γούστου σας, είναι χον δροει δή, σκοτεινά και ακαθό­ ριστα. Κι αυτό γιατί δ ε σέβομαι τον εαυτό μου. Πείτε μου: ένας άνθρωπος που έχει νιώσει βαθ ιά τον εαυτό του, μπορεί να τον σ έβ εται; 5 Να σεβό μαστε τον εαυτό μας ! Μ πορεί λοιπόν να σέβεται τον εαυτό του εκείνος που ε ίναι αποφασισμ ένος να βρει την απόλαυση, έχοντας συνείδηση του ξεπεσμού του; Δεν το λέω αυτό επει δή μ ε αναγκάζει να το πω κάποια άνανδρη μ ετάνοια. Γενικά, ποτέ δ ε μου άρεσε να τραυλί­ ζω: «Συγχωρήστε με, μπαμπάκα μου , δε θ α το ξανακάνω πι α ». 'Οχι γιατί δ ε Ία μ πσρού σα να προφ έρω τ έτοια λό­ για' το αντ ίθετο μάλιστα, μπορούσα και παραμπορούσα. 'Αλλοτε, μου άρεσε να ζητά) συγνώμη, όταν ακριβώς δεν

ε ίχα κάνει τί ποτε, κι αυτό ήταν το χειρότερο. Μ ' έπιανε συγκίνηση, μ ετανοούσα ' έχυνα δάκρυα και ασφαλώς ξε­ γε - λούσα τον εαυτό μου, αν και δ εν υποκρινό μουν καθό­ λου ' χωρίς άλλο μ ε ανάγκαζε η τζαναμπετιά μου ... Δε θ α μπορούσα στην περ ίπτωση αυτή να κατηγορήσω τους φυ ­ σικού ς νό μους, μολονότι πάντα με τσάκιζαν περισσότερο από καθ ετί. Μ ου κάνει κόπο να το θυ μάμαι, και τότε μου 'κανε ακό μη πιο πολύ κόπο. Μα δεν περνούσαν λίγα λε­ πτά, κι αμέσως καταλάβ αινα πάνω στο θυ μό μου πως όλες αυτές οι μετάνοιες, οι συγκινήσεις, οι όρκοι πως θα δ ιορθ ωθώ , δ εν ήταν παρά ψ έματα, κατεργάρικα και βρω­ μ ερά ψ έματα. Θα με ρωτήσετε ό μως γιατί βασάνιζα έτσι τον εαυτό μου, γιατί και καλά ήθ ελα να υποκρ ίνομαι έτσι; Θ ε έ μου, στενοχωριό μουν να κάθομαι χωρίς να κά­ νω τίποτε, και μηχανευό μουν δ ιάφορα ψ έματα για να ξε­ γελάσω την πλήξη μου. Αυτό είναι. Εξετάστε κι εσείς τον εαυτό σας λίγο καλύτερα, κύ ριοι, και θα καταλάβ ετε πως έτσι ε ίναι. Φανταζόμουν περιπέτειες δη μ ιουργούσα κά­ ποια ζωή για να ζήσω οπωσδήποτε μέσα σ' αυτήν. Πόσες φορές δ ε μου 'τυχε να προσβλη θώ χωρίς λόγο, μόνο από ευχαρίστηση. ' Ηξερα καλά πως δ εν υ πήρχε καμιά αφορ­ μή για να θυ μώσω, μα θύ μωνα σα να υπήρχε, και κατα­ ντούσα να παραδεχτώ ότι ή μουν στ' αλήθ εια προσβλη μέ­ νος. Πάντα στη ζωή μου μού άρεσε να κάνω τέτοιους ακροβατισ μούς, τόσο, που στο τέλος δ εν μπορούσα πια να κυβερνήσω τον εαυτό μου. 'Αλλες φορ ές πάλι, επιθυ­ μούσα να ερωτευτώ, κι αυτό μου συνέβηκε δυο φορ ές στη σειρά . Υπέφερα πολύ, σας δ ιαβεβαιώνω. Στο βάθος της καρδ ιάς μου δ εν πίστ ευα στον πόνο μου ' τον κορό ιδευα, ωστόσο υ πέφερα, και πολύ μάλιστα' ή μουν ζηλιάρης κουρδ ιζό μουν αμέσως... Και πάντα από πλήξη , κύριοι, πάντα από πλήξη. Η απραξία με βάραινε. Γιατί ο μόνος και πιο ταιριαστό ς καρπός της συνε ίδησης ε ίναι η αδ ρά­ νεια, η συνειδητή αδράνεια. Το είπα και πιο πριν. Και το ξ αναλέω : όλοι «οι πρακτικοί» άνθ ρωποι και οι άνθ ρωποι

της δρ άσης ε ίναι τέτοιοι, γιατί είναι ανόητοι και στενοκέ­ φαλοι. Πώς το εξηγ ώ αυτό ; Έτσι: Επειδή είναι μ ετριότη­ τες, παίρνουν τις πλησιέστερες αιτίες σαν αιτί ες πρωτο­ γενείς, και πείθονται ευκολότερα και γρηγορότερα βρί­ σκοντας κά ποια βάση ακλόνητη για τη δράση τους. Και τότε πια ησυχάζουν. Αυτό είναι το σπουδαιότερο. Γιατί για να δράσει κανείς, πρ έπει, προπαντός, να ε ίναι απόλυ­ τα ήσυχος, να μην του μ ένει καμιά αμφιβολία. Μ α πώς θα κατόρ θωνα να ησυχάσω εγώ; Π ού να βρω τις αρχικές αιτίες και τις βάσεις για να στηριχτώ πάνω τους; Από πού να τις πάρω; άρχισα να σκέφτομαι: αυτή η αιτία μού φαί­ νεται πρωτογενής και οδηγεί σε κά ποια άλλη, προηγού­ μ ενη, και ούτω καθ εξής, επ' ά πειρον. Αυτή είναι η ουσία της συνείδησης και της σκέψης. Είναι δη λαδή πάλι νό μος φυσικό ς. Π οιο ε ίναι το αποτέλεσμα; το ίδ ιο. Θυ μάστε τι σας εί πα για το ζήτημα της εκδίκησης, που χωρίς άλλο δ ε θα το εξετάσατε και πολύ βαθ ιά. Σας ε ίπα: ο άνθ ρωπος εκδ ικείται, γιατί πιστεύ ει πως η εκδίκηση είναι δ ικαιοσύ­ νη. Βρήκε λοιπόν την πρωτογενή αιτ ία, που ε ίναι η δ ικαι­ οσύνη, και να τος, ηρεμε ί τόσο, που τον βλέπεις κι εκδ ι­ κείται ψύχραιμα και μ ε επιτυχία, βέβαιος ότι εκτελεί μ ια πράξη τί μια και δίκαιη. Εγ ώ ό μως δ ε βλέ πω εδώ ούτε δ ι­ καιοσύνη ούτε και τιμιότητα, δηλαδή όταν εκδ ικουμαι, το κάνω μόνο από κακία. Η κακία μπορεί να κυριαρχήσει πάνω σ' όλα τα άλλα αισθή ματά μου και να κάνει να σω­ πάσουν όλοι οι φόβοι μου, να χρησιμέψει δη λα δή σα θ ε­ μελιώδης αιτία, ακριβώς γιατί δ εν ε ίναι τέτοια. Μ α τι μου μένει να κάνω όταν δ εν εί μαι ούτε κακός; (Απ' αυτό , θαρρώ, πως είχα αρχίσει. ) Ε πειδή το θέλουν εκείνοι οι καταραμένοι νό μοι της συνείδησης, η κακία μου θ α απο­ συντε θ ε ί χη μ ικά . Έπειτα, μόλις αρχίσω να σκέφτομαι, η αιτία εξαφανίζεται, οι λόγοι δ ιαλύονται, ε ίναι αδύνατο να ανακαλύψεις τον ένοχο, η προσβολή παύ ει να ε ίναι προσβολή και γ ίνεται πεπρωμένο, κάτι σαν τον πονόδο­ ντο που κανείς δ ε φταί ει γι' αυτόν, και κατά συν έπεια δ ε -22 -

σου μένει τίποτε άλλο παρά αυτή η δ ιέξοδος: να χτυπή ­ σεις το κεφάλ ι σου στον τοίχο. Τότε εγκαταλεί πει κανείς την εκδίκηση, γιατί δ εν μπόρεσε να τον βοηθήσει να βρει την αρχική αιτία. Αλλά τυφλωμένος από το πάθος, χωρ ίς να σκεφτεί, χωρίς να έχει την πρωτογενή αιτία, αφήνετα ι να παρασυρθ εί στην εκδίκηση λέγοντας μέσα του ότι λίγο τον ενδ ιαφ έρει αν θα τον μισήσουν ή αν θα τον αγαπή­ σουν, αρκε ί να μη μένει χωρίς να κάνει τίποτα. Και ύστε­ ρα, το αργότερο δυο μέρες μετά , αρχίζει να περιφρονεί τον εαυτό του επειδή γελάστηκε και δ εν κατόρ θωσε να βρει την αρχική αιτία. Και το αποτέλεσμα ε ίναι ότι έχετε μπροστά σας μια σαπουνόφουσκα και την αδ ράνεια. Ω, κύριοι, ίσως γι' αυτό πιστεύω πως ε ίμαι έξυπνος, γιατί σ ' όλη μου τη ζωή δ εν κατόρ θωσα ποτέ ούτε ν' αρχίσω ούτε να τελειώσω τίποτε. Ας παραδ εχτού με πως εί μαι φλύα­ ρος, ένας ακ ίνδυνος φλύαρος, μα πληκτικό ς όπως ε ίμαστε όλοι μας . Τι να κάνω ό μως, αφού ο μόνος και σωστό ς προορισμός του έξυπνου ανθρ ώπου ε ίναι η φλυαρ ία, αυ­ τό είναι: να χάνει τον καιρό του σε ανόητες συζητήσεις. 6 Ω! Αν έ μενα τουλάχιστον άπραγος από τεμπελιά! Θ ε έ μου, πόσο θ α εκτιμούσα τότ ε τον εαυτό μου ! Θα το ' παιρ­ να στα σοβαρά, γιατί μοιάζει θ ετικό . Σ ' εκείνους που θ α με ρωτούσαν «τι ε ίμαι» , θα τc υς απαντούσα: «ένας τε­ μπέλης». Α, τι ευχάριστο πράγμα ν' ακού ς να μιλούν για σ ένα έτσι! Σκεφτείτε πως ε ίναι σα να γ ίνεσαι πια ένα εντελώς συγκεκριμένο ον για το οποίο μπορεί κανείς να πει κάτι. «Τεμπέλης» είναι ένα επάγγελμα κι ένας προο­ 'ρισμός ε ίναι μια σταδ ιοδ ρομία. Μη γελάτε' αυτό ε ίναι. Θα ήμουν τότε δ ικαιωματικά μέλος της εκλεκτής λέσχης και δ ε θα ε ίχα άλλη ενασχόληση παρά να εκτιμώ τον εαυτό μου. Γνώρισα κά ποιον κύριο που πέρασε όλη του -23-

τη ζωή κομπάζοντας πως ε ίναι ειδ ικός στα κρασιά του Μ πορντώ . Το έ παιρνε αυτό για προσόν και δεν αμφέβαλ­ λε ποτ έ για τον εαυτό του Οχι μόνο πέθανε ήσυχος, αλ­ λά και μ ' ένα θρ ίαμ βο στην ψυχή, και είχε πολύ δίκιο ... Θ α δ ιάλεγα τότε κι εγώ τη σταδ ιοδρομία μου: θ α ή μουν τεμπέλης και κοιλιόδουλος, όχι δηλαδή επειδή έτσι έτυχε, αλλά γιατί θ ' αγαπούσα ό,τι είναι ωραίο και υψηλό, τι λέ­ τε; Εγώ το σκέφτηκα πολλές φορές. Αυτό το «Ω ραίο και το Καλό» που τόσο βάρ�ιναν στο σβέρκο μ ου στα σαρ ά­ ντα μου χρόνια, θ α μου φαινόντουσαν αλλιώτικα ! Θα 'βρισκα αμέσως πεδίο δράσης. Κάθε φορά που θ α πα­ ρουσιαζόταν η ευκαιρ ία, θα άφηνα να πέσει πρώτα ένα δάκρυ στο ποτήρι μου και κατό πιν θα έπινα προς τιμήν του Ωραίου και του Υψηλού . ' Ολα τα πράγματα του σύ­ μπαντος θα τα έκανα «Ωραίο και Υψηλό». Θα το ' βρισκα αυτό στα πιο ταπεινά, στα πιο τιποτένια πράγ ματα. Γ ια παράδ ειγμα, θα έπινα αμέσως στην υγειά ενό ς ζωγρά­ φου, ακό μη κι αν ζωγράφιζε σαν τον Γκαίη, γιατί «εκτι­ μώ ό ,τι ε ίναι Ωραίο και Υψηλό». Αν ένας συγγραφέας έγραφε «ό πως ευαρεστείσ θ ε», θ α έπινα στην υγειά αυτού του «όπως ευαρεστείσθ ε», γιατί τρελαίνομαι για ό ,τι ε ί­ ναι ωραίο και υψη λό . Θα απαιτούσα να μ ε σέβονται γι' αυτό και θα κατεδίωκα εκείνον που δ ε θα μου έδ ειχνε σεβασ μό . Θα ζούσα ήσυχα και θα πέθαινα θ ριαμβευτικά -να τι θα 'ταν χαριτωμ ένο, πολύ χαριτωμ ένο ! Και θα άφηνα να φουσκώνει η κοιλιά μου, θα σκάρωνα κι ένα πηγούνι μ ε τρία πατώ ματα · θ α έφτιαχνα και μ ια ωραία κατακόκκινη μύτη, που βλέποντάς την θ α έλεγαν όλοι: «Αυτό δ είχνει πως είναι σοφός άνθ ρωπος. Π ως έχει στο κεφάλι του κάτι απολύτως θ ετικόν!» Δεν το παραδέχεστε; . Ο πως αγαπάτε! Είναι ό μως ευχάριστο ν ' ακού μ ε τέτοια πράγματα στην αρνητική εποχή που ζού με. . •

7 Μ α όλα αυτά είναι όνειρα χρυσά. Ω! πείτε μου ποιος ε ί­ ναι εκείνος που πρώτος υποστήριξε ότι ο άνθ ρωπος κάνει ατιμίες μόνο και μόνο γιατί δ εν καταλα βαίνει το πραγμα­ τικό του συ μφέρον, και πως αν του άνοιγαν τα μάτια - για Τlι συ μφέρον του εννοείται - θ α γινόταν αμέσως καλός και γενναιόδωρος; Κι απαντούν: αν ήταν έξυ πνος, αν καταλάβαινε το συ μφ έρον του, θ α έψαχνε να το βρει μόνο στο καλό. Ο άνθ ρωπος δ εν μπορεί να πάει θ ελημα­ τικά ενάντια στο συ μφ έρον του. θα αναγκαζόταν λοιπόν να κάνει το καλό. Ω, αφέλεια παιδ ική! Μα πότε λοιπόν στο δ ιάβα των αιώνων γ ίνηκε έστω και μ ια φορά να ενεργήσει ο άνθ ρωπος σύ μφωνα μ ε το συ μφέ ρον του; Τι θα γίνουν τότε τα εκατο μμύ ρια οι αποδ είξεις που μαρτυ­ ρούν ότι θ εληματικά, δηλαδή ενώ ξέρουν ποια ε ίναι τα πραγματικά τους συ μφέροντα, οι άνθρωποι τα αφήνουν καταμέρος και ρ ίχνονται στην τύχη, αδ ιάφορο σε ποιο δρό μο, όπου πάνε να ριψοκινδυνέψουν χωρίς τίποτε και κανένας να τους αναγκάζει σ' αυτό , σα να ' θ ελαν ακρι­ βώς να αποφύγουν τον καλό δρό μο για να χαράξουν «εκ προθέσεως» και πεισματικά κάποιον άλλον, πολύ δύ σκο­ λο, πολύ απίθανο, σα να ' θ ελαν να τον βρουν ψηλαφώ­ ντας. Είναι λοιπόν φανερό ότι το πείσμα τους και η ανε­ ξαρτησία της δ ράσης, τους ε ίναι πιο ευχάριστη από κάθε όφελος. Οφελος ! Τι πράγμα ε ίν ' αυτό ; θα λάβετε τον κόπο να μου καθορίσετε τι ε ίναι ωφέλιμο στον άνθ ρωπο; Και ό μως, μπορεί καμιά φορά να ε ίναι ωφέλιμο στον άν­ θρωπο, ή καλύτερα, θα μπορούσε και θα ' πρεπε να είναι τέτοιο: να θέλει το βλαβερό και όχι το ωφέλιμο. Αν είναι έτσι, κι αν μ ια τέτοια περίπτωση είναι δυνατή, να τότε που ο κανόνας σας πάει περίπατο. Π αραδέχεστε τη δυνα­ τότητα της περίπτωσης αυτής; Γελάτε; Γελάστε λοιπόν, κύριοι, αλλά απαντήστε: Είναι καθ ορισμένα τα συμφέρο­ ντα του ανθ ρώπου; Δεν υπάρχουν τέτοια που δ εν ταξινοτ

μήθηκαν ακό μη, και δ ε θα μπορούσαν να ταξινομη θ ούν ποτέ; Απ' ό ,τι γνωρίζω, κύριοι, έχετε καταρτίσει τον κα­ τάλογο των συ μφερόντων του ανθ ρώ που, πάνω κάτω, από τις στατιστικές και από τα επιστη μ ονικά και οικονο μικά πορ ίσματα . Και είναι αυτά: η ευ μάρεια, ο πλούτος, η ελευ θ ερ ία, η ανά παυση, και τα λοιπά και τα λοιπά. Λοι­ πόν κατά τη γνώμη σας) και κατά τη δ ική μου ακό μη, ο άνθρωπος που καθ αρά και ξάστερα δ ε θα αναγνώριζε τον κατάλογο τούτο, θα ήταν ένας φωτοσβέστης ή ένας τρελός, δ εν ε ίν ' έτσι; Μ α να ποιο ε ίναι το πιο παράξενο: πώς γ ίνεται κι όλοι αυτοί οι στατιστικογράφοι, όλοι οι σοφοί και οι φιλάνθρωποι, όταν αραδ ιάζουν τα συμφέρο­ ντα του ανθ ρώ που, παραλε ίπουν ν(λ αναφέρουν ένα; Δε σταματούν καθόλου σ' αυτό και δ εν το εξετάζουν ό πως πρ έπει να το εξ ετάσουν. Κι ό μως, απ' αυτό εξαρτώνται όλοι οι υπολογισ μοί. Και το δυστύχημα ε ίναι ότι το ου­ σιαστικό συμφέ ρον δ εν ανήκει σε καμιά κλάση και δεν έχει γραφτε ί σε κανέναν κατάλογο. Ακούστε, έχω κά ποιο φ ίλο (Ω , κύ ριοι, ναι, ε ίναι και δ ικό ς σας φ ίλος και μ ε ποιον δ ε συνδέ εται εξάλλου;) ' Οταν ο κύριος αυτό ς ετοι­ μάζεται να κάνει κάτι, θα σας εκθέσει καθαρά και ολο­ κληρω μ ένα πώς σκέφτεται να ενεργήσει, σύ μφωνα με τους νό μους της λογικής και της αλήθ ειας. Έπειτα θα σας μιλήσει με θ ερ μή συγκίνηση για τα πραγματικά και νό μι­ μα συμφέροντα του ανθ ρώπου και θα κατηγορήσει εκεί­ νους τους κοντόθωρους ανόητους, που δ εν καταλαβαί­ νουν ούτε το συ μφέρον τους ούτε το αλη θ ινό νόημα της αρετή ς και μ ετά από κάνα τέταρτο, χωρίς καμιά αφορμή, αλλά σαν από κάποιο εσωτερικό κίνητρο, ισχυρότερο από τα συμφέ ροντά του , θ α φανταστεί κάτι άλλο, δ ιαφο­ ρετικό , θα υποστηρίξει δηλαδή μπροστά σε άλλους τα αντ ίθ ετα απ' ό,τι ε ίχε πει πριν για τους νό μους της λογι­ κής, και για το συ μφέρον του το ίδιο ακό μη· μ ε μια λέξη: τα αντίθ ετα προς τον ορθό λόγο ... Σας προειδοποιώ πως ο φίλος μου ε ίναι πρόσωπο προληπτικό, κι επομ ένως ε ί...

-26-

ναι πολύ δύσκολο να ρ ίξετε όλο το σφάλ μα πάνω του ... Αλλά, κύ ριοι, δ εν υπάρχει τάχα πράγματι κάτι πολυτιμό­ τερο για τον άνθρωπο από τα πιο ά μεσα, δ ικά του συμφέ­ ροντα; ή καλύτερα, για να μιλήσω σύ μφωνα με τη λογική , δε θα μπορούσε να υ πάρχει κά ποιο συμφέρον σημαντικό­ τερο από τ' άλλα; από εκείνα που κανε ίς δ εν τα προσέ­ χει, όπως έλεγα πριν από λίγο, και που, ωστόσο, αναγκά­ ζουν τον άνθ ρωπο -αν πρέ πει - να πηγαίνει ενάντ ια στη λογική, την τιμή, την ηρεμία, την ευμάρεια, κοντολο­ γ ίς, ενάντια σ ' ό ,τι ε ίναι ωραιότερο κι ωφελιμότερο, μόνο και μόνο για να φτάσει το πρωταρχικό αυτό συμφέ ρον, το πολυτιμότερο απ' όλα; Εδώ θ α με δ ιακόψετε: «' Οπως και να 'χει, δ εν παύ ει να είναι ένα συμφέρον». Ε πιτρ έψτε μου, κύριοι, να εξη ­ γη θώ, γιατί το ζήτημα δ εν ε ίναι να παίζουμε με τις λέξεις. Μάθ ετε πως η σπουδαιότητα αυτού του συμφέροντος ε ί­ ναι ακρι βώς ότι γκρεμίζει όλες τις στατιστικέ ς ταξινομή ­ σεις και ξεχαρβαλώνει όλα τα συστήματα που φαντάστη­ καν οι φίλοι του ανθρώ πινου γ ένους για την ευτυχία του. Μ ε λίγα λόγια, παρεμβα ίνει παντού . Μ α θ α σας το απο­ καλύψ ω έστω κι αν πρόκειται να εκτεθώ πρώτος εγώ. Διακηρύττω λοιπόν μ' όλη μου την αναίδ εια πως όλα τα θ αυμάσια συστήματα κι όλες εκε ίνες οι θαυμάσιες θ εω­ ρ ίες που δ ιατείνονται ότι εξηγούν στην ανθρωπότητα τα νό μιμα συμφέροντά της, και που για να τη σπρώξουν και να την αναγκάσουν .να τα κατακτήσει χωρίς να νικη θ εί, ε ίναι ανάγκη να γ ίνει γενναιόδωρη και καλή' όλα αυτά τα συστήματα, λέω εγώ, δ εν είναι παρά σκέτες σοφι­ στε ίες! Γ ιατί το να υπόσχεται κανείς την αναγέννηση του ανθρώπινου γ ένους από την εκτίμηση των πραγματικών του συμφερόντων, είναι κατά τη γνώ μη μου το ίδιο σχε­ δόν σα να δ ιαβεβαιώνει με τον Μ πούκλε, για παράδειγ­ μα, ότι ο πoλιτισμό�εξημερώνει τον άν θρωπο, τον κάνει λιγότερο αιμοχαρή κι εμπειροπόλεμο. Σύ μφωνα με τη λο­ γική , μου φαίνεται πως έχει δίκιο. Ο άνθ ρωπος αυτός -

27 -

κρατιέται τό σο γερά από το σύστη μά του κι από τα θ εω­ ρητικά του πορίσματα, που θα ήταν ικανό ς να δ ιαστρε­ βλώσει μ ε το έτσι θέλω την αλήθ εια, να κάνει τον κουφό και τον στραβό μόνο και μόνο για να μην αναιρ έσει τις θ εωρ ίες του. Τούτο με παρακινεί να παραθέσω το παρα­ κάτω, πολύ χτυπητό παράδ ειγμα. Κοιτάξτε γύρω σας: το αί μα τρέχει σαν ποτάμ ι, ό πως στο γλέντι η σαμπάνια. Να λοιπόν αυτός ο δέκατος ένατος αιώνας στον οποίο έζησε ο Μ πούκλε. Να ο Μέγας Ναπολέων, και κάποιος άλλος, της εποχής μας. Να η Αμ ερική και οι Ηνω μ ένες Πολι­ τείες σε μια συμμαχία αιώνια. Να και το γκροτέσκο Σλέ­ σ β ιχ-Χόλσταϊν ... Πόσο μας εξη μέρωσαν όλοι αυτοί οι πο­ λιτισ μο ί; Ο πολιτισμός αναπτύσσει στον άνθρωπο μονάχα μ ια πολύ πλευρη ευαισθησ ία απέναντι στα συναισθή ματα, και. .. τί ποτ' άλλο. Και μ έσα απ' αυτή την πολυμορφία του, ποιος ξέρει αν δ ε θ α καταντήσει μ ια μ έρα να βρίσκει ευ­ χαρίστηση ακό μη και στην αιματοχυσ ία; Είναι κάτι που έχει γ ίνει στο παρελθόν. Έχετε προσ έξει πως οι περισ­ σότεροι αιμοχαρείς άνθ ρωποι ήταν σχεδόν πάντοτε εκλε­ πτυσ μ ένοι και πολύ πολιτισμ ένοι; κι ότι οι δ ιάφοροι Αττί­ λες, κι όλοι οι Στένκα Ράζιν δ ε τους φτάνουν ούτε στο νυχάκι τους; Αν δ εν κάνουν και τόση εντύ πωση σή μ ερα, είναι γιατί τον τύ πο τους τον συναντάμ ε πολύ συχνά, έγι­ ναν τόσο κοινοί, που δ εν προξενούν πια εντύ πωση. Αν ο πολιτισ μός δ εν έκανε πιο αιμοχαρή τον άνθ ρωπο, τον έκανε ό μως σ ίγουρα πιο χυδ αίο στη δίψα του για αίμα απ' ό ,τι ήταν στο παρελθόν. Τότε έκρινε σωστό να χυθ ε ί αίμα, κι έσφαζε μ ε ήσυχη τη συνείδηση όσους νό μιζε πως έπρεπε να εξαφανιστούν . Σή μερα η αιματοχυσ ία μάς φαίνεται ατιμία, ωστόσο ασχολιό μαστε μαζί της περισσό­ τερο παρά ποτέ. Πείτε μου, ποιο από τα δυο είναι προτι­ μότερο; Αποφασίστε το εσείς. Δ ιηγούνται ότι η Κλεοπά­ τρα (ζητώ συγνώ μη που παίρνω το παράδ ειγμα από τη ρωμαϊκή ιστορ ία) αισθ ανόταν ευχαρίστηση να μπήγει χρυσ ές βελόνες στα στήθια των σκλάβων της γυναικών,

και πως οι κραυγ ές και οι σπασμοί τους της προξενούσαν φοβερή ηδονή . Θ α μου πείτε ότι πρόκειται για χρόνια σχετικά βάρβαρα ' ότι κι η εποχή μας ε ίναι σχετικά βάρ­ βαρη, γιατί μπήγουν ακό μη τις βελόνες στους ανθρώπου ς πως αν και ο άνθρωπος έγινε πιο δ ιορατικός απ' ό ,τι ήταν στις βάρβαρες εκε ίνες εποχές, βρίσκεται ακόμη πο­ λύ μακριά και δεν έχει συνηθ ίσει να φέρεται όπως προ­ στάζει η λογική και η επιστήμη. Ωστόσο, έχετε την πεποί­ θηση ότι θα συνηθίσει δίχως άλλο τη στιγμή που θα έχουν εξαφανιστεί μερικ ές παλιές κακές συνήθειες, κι όταν ο ορθολογισμός και η επιστήμη θα έχουν αλλάξει ολότελα την ανθρώπινη φύση και θα την κυβερνούν φυσιολογικά. Πιστεύετε ότι ο άνθρωπος θα πάψει τότε να γελιέται σκόπιμα, και θα αρνηθεί αναγκαστικά να αντιτάξει τη θέλησή του πρός τη λογική. Θα πείτε ακόμη πως η επι­ στήμη θα δ ιδάξει τον άνθρωπο (αν κι αυτό , κατά τη γνώ­ μη μου, ε ίναι περιττό) ότι δ εν έχει πραγματικά μέσα του ούτε θ έληση ούτε ιδ ιορρυθμ ίες, ότι ποτέ δεν ε ίχε, αφού μοιάζει με πιάνο που το παίζει ο καθένας όπως θ έλει, κι ο κόσμος κυβερνι έται από τους νό μους της φύσης, η κάθε του πράξη δηλαδή δεν ε ίναι αποτέλεσμα της θ έλησής του αλλά των νό μων αυτών. Επομένως, φτάνει μόνο να ανα­ καλύψει ο άνθρωπος τους φυσικού ς νό μόυς για να μπο­ ρέσει και να τους αντιταχθεί . Η ζωή του θα γίνει τότε πιο εύκολη Ολες οι ανθρώπινες πράξεις θα περιοριστούν μαθηματικά στους νό μους αυτούς σαν σε πίνακα λογαρίθ­ μων, σε καταλόγους μέσα σ ' ένα ευρετήριο, ή καλύτερα: θα τύπωναν β ιβλία ωφέλιμα, σαν τις σημερινές εγκυκλο­ παίδ ειες, όπου όλα θα τα πρόβλεπαν, θα τα υπολόγιζαν, θα τα κανόνιζαν, και δε θα ε ίχε πια ο κόσμος δρά ματα και περιπέτειες. «Τότε» θα συνεχίσετε, «οι οικονομικές σχέσεις θα πά­ ρουν μια καινού ρια όψη. Επειδή όλα θα υπολογιστούν με μαθηματική ακρ ίβεια, όλα τα ζητήματα θα λύνονται στη στιγμή, γιατί απλούστατα όλες οι πιθανές λύσεις θα •

.

ΨΙVΙ,,1 ι vr 1"1 ι V"- Ι Vl ΙΙ:::.Ψ,,-l\..Ι

έχουν βρεθεί. Τότε θα χτίσουμε ένα κρυστάλλινο παλάτι. Τότε ... » Μ ε λίγα λόγια, ο κό σμος θα γ ίνει παράδ εισος. Και ποιος μας εγγυάται - μιλώ εγώ τώρα - ότι τότε δε θα πλή ττουμε μ έχρι θανάτου (γιατί, με τι θα καταγινό μα­ στε αφού όλα θα τα έχει προ βλέψει ο πίνακας;) Από την άλλη μεριά ό μως, όλα θα ε ίναι πολύ λογικά. Βέβαια η πλήξη γονιμοποιεί τη φαντασία, γιατί από πλήξη μπήγει κανείς τις χρυσ ές βελόνες στη σάρκα των ανθρώπων. Δυ­ στυχώς (ακό μη εγώ μιλώ), φο βάμαι πολύ μήπως θα 'ταν ευχάριστο στον άνθρωπο να ξαναγυρ ίσει στις βελόνες. Γιατί ο άνθρωπος ε ίναι κουτός, φαινομενικά κουτός ή , για να το πού με καλύτερα, δ εν είναι καθ όλου κουτός, αλ­ λά ε ίναι τόσο αχάριστος, που ε ίναι μάταιο να περιμένεις το οτιδήποτε απ' αυτόν. Έτσι, δε θα παραξενευό μουν κα­ θόλου αν έβλεπα ξαφνικά να ξ εφυτρώνει από τα σπλά­ χνα της ορθολογικής κοινωνίας του μέλλοντος κάποιος τζέντλεμαν, με φυσιογνωμία κοινή , ή μάλλον σαρκαστική και οπισθοδρομική , που θα μας έλεγε βάζοντας τα χέρια του στη μέση: « Δε δοκιμάζουμε μια φορά να δώσουμε μια κλοτσιά στη λογική , μόνο και μόνο για να στείλουμε στο δ ιάβολο αυτούς τους λογαρίθμους και να μπορ έσου­ με να ζήσουμε πάλι σύ μφωνα με την ανόητη θ έλησή μας;» Κι αυτό δ ε θα 'ταν τίποτε, το άσχημο θα ήταν που θα ' βρισκε αμέσως οπαδού ς: τέτοια ε ίναι η ανθρώπινη φύση. Κι όλα αυτά για μιαν αιτία τόσο μηδαμινή, που δε θα 'πρεπε ούτε καν να την αναφ έρουμε : ότ ι δη λαδή σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, πάντα άρεσε στον άνθρωπο να κινε ίται και να δρα σύ μφωνα με τη θ έλησή του και όχι όπως τον προστάζει η λογική ή το συμφ έρον του. Μπο­ ρού με φυσικά, όταν το θ έλουμε; να πηγαίνουμε ενάντια στο συμφέρον μας και μερικ ές φορές ε ίναι απόλυτη ανά­ γκη να το κάνουμε (αυτή ε ίναι η γνώ μη μου). Κι αν ακό ­ μη ο ατομικός μας πόθος και η ατομική μας ιδιοτροπία που είναι ελεύ θερα να θ έλουν, ήταν μια από τις μεγάλες τρ έλες, κι αν η αχαλίνωτη φαντασία μας έφτανε να ε ίναι -

30 -

εξωφρενική , να πού έγκειται η ωφέλεια που μας αποσιω­ πούν, και το συμφέρον μας, το συμφέρον το πιο σπου­ δαίο, το συμφ έρον που δεν ανάγεται σε καμιά κατηγορία και στέλνει στο δ ιάβολο όλα τα συναισθήματα και όλες τις θεωρ ίες. Πώς λοιπόν φαντάστηκαν όλοι αυτο ί οι σο­ φοί ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια λογική και τίμια θ έληση; Και πώς τους κάπνισε να βρουν ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ποθεί κατά τρόπο λογικό και ωφέλιμο; Ο άνθρωπος μόνο ένα πράγμα έχει ανάγκη · να είναι η θέ­ λησή του εντελώς ανεξάρτητη, όσο κι αν του στοιχίζει αυ­ τή του η ανεξαρτησία, όσες κι αν ε ίναι οι κακές συν έπει­ ες που συνεπάγεται. Ωστόσο, το επιθυμεί στ' αλήθεια; 8 «Χα, χα, χα! Μα δεν υπάρχει βούληση» θα μου πε ίτε γε­ λώντας. «Η επιστήμη έχει μελετήσει τόσο καλά τον άν­ θρωπο, που τώρα πια γνωρίζουμε ότι η λεγόμενη ελεύθε­ ρη θέληση δεν ε ίνα ι τίποτε άλλο, παρά... » Συγνώμη, κύριοι, ακριβώς από εκεί ήθελα να αρχίσω κι εγώ. Σας ομολογώ μάλιστα πως φοβήθηκα. ' Ημουν έτοιμος να φωνάξω πως η επιθυμία εξαρτάται ένας Θ εός ξέρει από τι, και πως είναι ίσως προτιμότερο αυτό , μα σκέφτηκα την επιστήμη και. . . σταμάτησα. Κι εκείνη τη στιγμή μιλή σατε εσε ίς. Γιατί , βέβα ια, αν ανακάλυπταν πραγματικά τον τύπο των επιθυμιών και των ιδιοτροπιών μας και μάς εξηγούσαν από τι εξαρτώνται, ποιοι νό μοι τους κατευθύνουν, πώς εξελίσσονται, προς ποιο σκοπό κατατείνουν στην κάθε περ ίπτωση, έναν αληθινό μαθημα­ τικό τύπο τελ ικά, ίσως τότε ο άνθρωπος θα έπαυε να επι­ θυμεί· και μάλιστα, ε ί μαι βέ βαιος ότι θα έπαυε. Για σκε­ φτείτε να επιθυμε ί κατά διαταγήν! Κι έπειτα, ο άνθρωπος θα γινόταν όμοιος με πλήκτρο αρμόνιου, ή κάτι τέτοιο. Γιατί ο άνθρωπος δίχως βούληση, δίχως πόθους, δε θα -31 -

'ταν ίδ ιος με πλήκτρο, στην άκρη του σωλήνα του αρμό­ νιου; Τι λέτε; Ας εξ ετάσουμε τις πιθανότητες: μπορ εί να γίνε ι αυτό ή όχι; «Χμ» θα πείτε, «οι επιθυμίες μας είναι τις περισσότε­ ρες φορές λαθεμέν ες, γιατί έχουμε μια σφαλερή ιδέα για το συμφ έρον μας. ' Ετσι, συμβαίνε ι να επιθυμού με πράγ­ ματα παράλογα, επε ιδή σαν κουτο ί που είμαστε, βλέπου­ με στον παραλογισμό αυτό τον πιο εύκολο δρό μο να φτά­ σουμε σ ' εκείνο που θαρρού με ότι θα μας ωφ ελή σ ει και που θα το έχουμε θέσ ει σαν σκοπό. Λ οιπόν, όταν όλα εξηγηθούν και υπολογιστούν πάνω στο χαρτί (πράγμα κατορθωτό , γιατί είναι ντροπή και παράλογο να πι­ στεύουμε εκ των προτέρων πως ο άνθρωπος δε θα γνωρί­ σε ι ποτέ μερικού ς νό μους της φύσης ) , τότε ασφαλώς εκεί­ νο που ονομάζουμε επιθυμίες δε θα υπάρχει πια. Αν ποτέ η επιθυμία συμφωνήσ ει απόλυτα με τη λογική , τότε θα κρίνουμε και δε θα επιθυμούμε πράγματα παράλογα, να βαδίζουμε δηλαδή μ ε το έτσι θ έλω ενάντια στη λογική και να ποθού με κάτι επιζήμιο. Κι επ ειδή όλες οι επιθυ­ μίες κα ι όλες οι λογικ ές κρ ίσ εις μας θα μπορούν να προϋπολογιστούν, μια και θ ' ανακαλύψουμ ε μια μέρα τους νό μους της ελεύθ ερης θέλησής μας, τότε - χωρίς αστεία- μπορού με να φανταστού με κάτι σαν π ίνακα όπου θα βρίσκουμε αυτό που πρ έπ ει να διαλέξουμε. Για παράδειγμα, αν θ έλου με να εξ ετάσουμε και να αποδεί­ ξουμε ότι περιφρονώ κάπο ιον μόνο και μόνο επ ειδή δ εν μπορούσα να κάνω αλλιώς και μόνο αυτό τον τρόπο είχα, τι απομέν ει τότε από την ελεύθερη βούλησή μου, και προ­ παντός όταν ε ίμαι ένας μορφωμένος άνθρωπος κι έχω σπουδάσε ι μια οποιαδήποτε επιστήμη; Τότε θα μπορούσα να καθορ ίσω και τη ζωή μου τριάντα χρ όνια πιο πριν . Μ ε λίγα λόγια, αν κανονιστούν όλα έτσι, δε θα μας έμεν ε τί­ ποτε άλλο να κάνουμε' θ έλοντας και μη θα καταλαβαίνα­ με. Γενικά πρέπει να παραδεχτού με ότι μερικές φορές και σε μερικ ές περιπτώσ ε ις, η φύση δε μας ζητάει την

άδεια· πρ έπει να την παίρνουμε όπως ε ίναι κι όχι όπως θα το ' θ ελε η φαντασία μας κι ότι αν πραγματικά απο­ κτήσουμε τον πίνακα και το ευρετή ριο, και... ακό μη και τον άνθ ρωπο που θ α βγ άλει ο δοκιμαστικό ς σωλήνας πρέπει να τον παραδ εχτού με ! Αλλιώτικα, η φύση θα μας κυριέψει και » Μάλιστα, να πού είναι για μένα ο κό μπος ! Κύ ριοι, συ­ γνώ μη, μα ξεχάστηκα κι άρχισα να φιλοσοφώ· τι τα θέλε­ τε, έχω σαράντα χρόνια στο υπόγειο ! Επιτρ έψτε μου λίγη φαντασία. Β λέπετε, η λογική , κύριοι, ε ίναι εξαίρετο πράγμα, σύ μφωνοι, μα η λογική είναι απλώς λογική, κι ευχαριστεί μονάχα το μυαλό του ανθ ρώπου, ενώ η θέλη­ ση ε ίναι όλη η εκδήλωση της ζωή ς με τη λογική της μαζί και μ' όλες τις σπαζοκεφαλ ιέ ς της. Και μολονότι συχνά δεν ε ίναι περ ίφημη σ ' αυτή της την εκδήλωση, όπως κι αν έχει, ε ίναι η ζωή και όχι η εξαγωγή της τετραγωνική ς ρί­ ζας. Γ ιατί εγώ, λογουχάρη, θέλω φυσικά να ζή σω για να ικανοποιή σω όλη τη ζωική μου δυναμικότητα και όχι μό­ νο τη δυναμικότητα της λογική ς, που ε ίναι περίπου το ένα εικοστό όλης της ζωτικότητάς μου. Τι ξέρει η λογική; Η λογική ξέρει μόνο εκε ίνο που ο χρόνος την άφησε να μά­ θει· ( μπορε ί να υπάρχουν μερικά πράγματα που δε θα τα μάθ ει ίσως ποτέ· δεν ε ίναι παρήγορο, μα γιατ ί να μην το ομολογή σουμε;)· ενώ η αν θρ ώπινη φύση δρα συνολικά με όσες δυνάμεις έχει μέ σα της, και συνειδητά ή ασυνείδητα ζει ακό μη κι όταν ξεγελι έται. Υποψιάζομαι, κύριοι, ότι με κοιτάζετε με ο ίκτο. Μου επαναλαμβάνετε ότι ένας άν­ θρωπος μορφωμένος και εξελ ιγμένος, δηλαδή ένας άν­ θρωπος όπως πρ έπει να ε ίναι ο άνθρωπος του μέλλοντος, δεν ε ίναι δυνατό να επιθυμεί κάτι που μπορεί να τον βλάψει, γιατί έτσι του κάπνισε · συμφωνώ απόλυτα μαζί σας πως αυτό είναι αξίωμα, είναι πραγματικά αξίωμα. Μα σας το ξαναλέω για εκατοστή φορά , υπάρχει μία πε­ ρ ίπτωση , μία μόνο, που ο άνθρωπος μπορεί σκόπιμα, συ­ νειδητά, να επιθυμεί κάτι β λαβερό , παράλογο, ακό μη κι ...

εξ ωφρενικό ' είναι όταν θέλει να έχει το δικαίωμα να επι­ θυμεί και το εξωφρενικό ακό μη, και να μην είναι υπο­ χρεωμένος να επιθυμεί μόνο εκείνο που είναι λογικό . Η πιο παράλογη ιδ ιοτροπία μπορεί, κύριοι, να είναι για τον άνθ ρωπο το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο σε μερικ ές περιπτώσεις, και μπορεί να είναι πιο ενδ ιαφ έρουσα απ' όλα τα οφέλη, ακό μη και στην περ ίπτωση που πραγματι­ κά μας βλάπτει και είναι αντίθ ετη με τα σωστά συμπερά­ σματα της λογικής μας, γιατί όπως κι αν έχει, κρύβ ει μέ­ σα της ό ,τι μας είναι πιο αγαπητό και πιο σπουδα ίο: την προσωπικότητα και την ατομικότητά μας. Μερικοί υπο­ στηρίζουν, για παράδειγμα, ότ ι η θέληση είναι πραγματι­ κά το πολυτιμότερο πράγμα για τον άνθ ρωπο' μπορεί βέ­ βαια, όταν θέλει, να συμφωνή σει με τη λογική . Υπό τον όρο ό μως να μην κάνει κατάχρηση. Είναι πολύ ωφέλιμο, και κάποτε μάλιστα αξ ι έπαινο. λλλά πολύ συχνά, ίσως τις περισσότερες φορ ές, η θέληση, μ' έναν τρόπο μάλιστα πεισματικό , δε συμφωνεί καθόλου με τη λογική και ... και... ξέρετε ότι κι αυτό είναι ωφέλιμο και αξιέπαινο; Κύριοι, για να πούμε την αλήθ εια, ο άν θ ρωπος δεν είναι κουτός. (Βέβ αια, δε θα ' πρεπε να του το λέ με για ένα λό­ γο: γιατί αν ήταν κουτό ς, τότε ποιος θα ήταν ο έξυπνος; ) Ο μως αν δεν είναι κουτός, είναι φοβ ερά αχάριστος. Αχάριστος όσο δ εν παίρνει. Νομίζω μάλιστα ότι ο καλύ­ τερος ορισμός του ανθ ρ ώπου είναι ο ακόλουθ ος: ον δίπο­ δο και αχάριστο. Μα αυτό δεν είναι όλο. Δ εν είναι αυτό το μεγαλύτερό του ελάττωμα. Το μεγαλύτερό του ελάττω­ μα είναι η επί μονη ανη θ ικότητά του' επίμονη, από τότε που έγινε ο κατακλυσμό ς ώς την εποχή μας. Η ανη θ ικό ­ τητα, κι επομένως ο παραλογισμός: γιατί ξέρουμε χρόνια και χρόνια τώ ρα ότι ο παραλογισμό ς γεννιέται μονάχα από την ανη θ ικότητα. Ρίξτε μια ματιά στην ιστορ ία της ανθ ρωπότητας. Τι θα δ είτε; - Μ εγαλοπρέπεια; Ούτ ε λό­ γος. Και μόνο ο κολοσσό ς της Ρόδου, τι θα ύμα ! Με το δί­ κιο του ο Αναγιέβσκι αναφέρει ότι μερικο ί λένε πως τον •

-34-

έφτιαξ ε άνθ ρωπος, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως είναι έργο της φύσης. Θ α δείτε μπερδεμένα πράγματα: ούτε λόγος. Αφού ε ίναι πολύ δύσκολο να εξακριβώσει κανείς ακό μη και ποια ή ταν η επίσημη στρατιωτική στολή και ποια η πολιτική των δ ιαφό ρων εποχών και τόπων' όσο για τις άλλες ενδυμασ ίες, θα μπορούσε να σπάσει κανείς το κεφάλι του χωρίς να βρε ι τίποτε. Καν ένας ιστορικός δε θα τα ' βγαζε πέρα. Θ α δείτε μονοτονία; Ούτε λόγος. Αφού και σή μερα και παλ ιά και πάντα, πολέ μους και μό ­ νο πολέ μους κάνουν τα έθνη μεταξύ τους. Π αραδεχτείτε λοιπόν πως αυτό είναι μονοτονία, και με το παραπάνω. Κοντολογ ίς, όλα μποψ:ί να λεχθ ούν για την παγκόσμια ιστορία' ακό μη κι εκείνα που θα μπορούσε να συλλάβει η πιο παράξενη φαντασία' ένα μόνο δε θα μπορούσατε να πείτε: ότι κυ βερνά τον άνθ ρωπο η λογική . Μ ε την πρώτη λέξη κομπιάζετε ' και να τι συναντά κανεί ς κάθε φορά: Παρουσιάζονται στον κόσμο άν θρωποι πολύ η θ ικοί, φρό­ νιμοι, σοφοί και φιλάνθρωποι, που θέτουν σαν σκοπό της ζωή ς τους να γίνουν, αν μπορούν, φρόνιμοι και η θ ικοί. Θα 'λεγες πως θέλουν να χρησιμ έψουν σαν υπόδειγμα στο γ είτονά τους για να του αποδείξουν ότι μπορεί πραγ­ ματικά να ζήσουμε σαν άν θρωποι η θ ικο ί και φρ όνιμοι. Μα τι γίνεται κατόπιν; Είναι γεγονός αποδειγμένο ότι, αργά ή γρήγορα, πολλοί από τους φιλάνθ ρωπους αυτούς στο τέλος της ζωή ς τους δ ιαψεύδουν τους εαυτούς τους κι αφήνουν π ίσω τους υλικό γι' αν έκδοτα, πολύ επιλήψιμα καμιά φορά . Σας ρωτώ τώρα: τι μπορεί να περιμένουμε από τον άνθ ρωπο, από το ον αυτό το προικισμένο με τό ­ σο παράξενες ιδιότητες; Δώστε του πλούτη, πνίξτε τον στην ευτυχία ' ενισχύστε τον όσο θέλετε χρηματικά για να μην κάνει τίποτε άλλο παρά να κοιμάται, να τρώ ει γλυκί ­ σματα και να προλέγει το σταματημό της παγκόσμιας ιστορίας, και τότε ακό μη ο άνθ ρωπος, από αχαριστία και μοχθηρία, θα κάνει ατιμίες. Θα ριψοκινδυν έψει να χάσει τα γλυκίσματά του και θα επιθυμή σει σκόπιμα ουτοπίες - 35 -

που θα μπορούσαν να τον καταστρ έψουν, πράγματα πα­ ράλογα κι ανώφελα, μόνο και μόνο για να νοθέψει το θ ε­ τικό ορθ ολογισμό με κάποιο στοιχείο της φαντασ ίας του, καταστροφικό . Θέλει με κάθ ε τρόπο να δ ιατηρήσει τα χι­ μαιρικά του όνειρα, τη συνη θ ισμένη του κουταμάρα, με μοναδ ικό σκοπό (σα να 'ταν πολύ αναγκαίο) να μείνουν οι άν θρωποι άνθ ρωποι και όχι πιάνα που τα παίζουν οι νό μοι της φύσης. Μα δ εν ε ίναι αυτό όλο: ακό μη και στην περίπτωση που θα ήταν πραγματικά σαν πιάνο μονάχα, αν δεν του το αποδ εικνύατε με τη βοήθ εια των φυσικών και των μαθηματικών επιστημών, πάλι δε θ α φρονίμευε, αντίθ ετα, θα έκανε κάτι για να κάνει του κεφαλ ιού του, όπως λένε, από αχαριστία μονάχα. Και στην περ ίπτωση που δε θα μπορούσε να το κάνει, θα φανταζόταν την κα­ ταστροφή και το χάος, θ α φανταζόταν καθ ε ε ίδους βάσα­ να και πάλι θα 'κανε του κεφαλιού του ! Θ α βλαστημούσε όλο τον κόσμο, κι επειδή μόνο ο άνθ ρωπος μπορεί να βλαστημήσει (ε ίναι προνό μιο που τον ξεχωρ ίζει από τ' άλλα ζώα) , θα κατ έληγε και χωρίς τη βλαστήμια, δη λαδή αν πειθόταν, πως ε ίναι άνθ ρωπος και όχι πιάνο ! Αν μου πείτε πως ο πίνακας θα προέβλεπε το χάος, το σκοτάδ ι και τη β λαστήμια, σας λέω ότι και μόνο να προσπαθή σει κανείς να τα κατανοήσει προκαταβ ολικά, θα σταματήσει και θ α του φύγει το μυαλό ' αλλά τότε ο άνθ ρωπος θα τρελαινόταν σκόπιμα, για να μην είναι λογικός και για να κάνει ό ,τι του καπνίσει ! Το πιστεύω και σας το εγγυώ μαι, γιατί στο καθ ετί που κάνει ο άν θρωπος προσπαθ ε ί ακρι­ βώς να αποδε ίξ ει στον εαυτό του πως είναι άνθ ρωπος κι όχι νευρόσπαστο. Μπορού με λοιπόν να μην υπερηφανευ­ ό μαστε και να μην υποστηρίζουμε πως τίποτε απ ' όλα αυ­ τά δεν υπάρχει και πως η θέληση εξαρτάται, δεν ξέρω κι εγώ από τι; Θ α μου φωνάξετε (αν μου κάνετε ακό μη την τιμή) ότι κανένας δε μας αφαιρεί την ελευ θ ερία μας κι ότι προ­ σπαθούμε να οργανώσουμε τη ζωή του ανθ ρώπου έτσι,

.V

l l lVl LlV

που κι αυτή η θέλησή του , η ατομική του θέληση , να εναρμονίζεται με τα λογικά του συμφέροντα, με τους φυ­ σικούς νό μους και με τα μαθηματικά . Αχ, κύριοι, ποια θέληση λοιπόν θα έχω όταν τα πάντα θα είναι ένας πίνακας μονάχα, αριθ μητική και «δύο και δύο κάνουν τέσσερα» ; Είτε λοιπόν το θέλω είτε όχι, «δύο · και δύο κάνουν τέσσερα». Είναι θέληση αυτό; 9 Κύ ριοι, αστειεύομαι, ε ίναι αλήθεια, και το ξέρω κι ο ίδ ιος πως δ εν τα καταφέρνω καλά, μα δ εν πρέπει να βλέ­ πετε σ ' ό ,τι λέω ένα αστείο. Μπορεί και να τρ ίζω τα δό­ ντια καθώς αστειεύομαι. Κύ ριοι, τα ερωτή ματα αυτά με βασανίζουν: να μου τα ξ εκαθ αρίσετε. Εσείς , για παρά­ δειγμα, θέλετε να κάνετε τον άνθρωπο να πετάξ ει από πάνω του τις παλιές του συνήθ ειες και θέλετε να δ ιορθώ­ σετε τη θέλησή του σύ μφωνα με τις απαιτή σεις της επι­ στή μης και της λογική ς. Μα πώς το ξέρετε ότι ε ίναι όχι μόνο δυνατό αλλά και αναγκαίο ακό μη να τον αλλάξετε; Πώς το συμπεραίνετε ότι οι ανθ ρώπινες επιθυμίες ε ίναι ανάγκη να δ ιορθωθ ούν μ' αυτό τον τρόπο; Κοντολογίς, πώς ξέρετε αν μια τέτοια δ ιόρ θωση θ α ήταν ωφ έλιμη στον άνθ ρωπο; Και για να συνοψ ίσω το ζήτημα: γιατί έχετε την πεποίθηση ότι θα ήταν πάντα ωφέλιμο στον άν­ θ ρωπο να μην πάει ενάντια στο λογικό του συμφ έρον , το πραγματικό , το εγγυημένο από τα επιχειρή ματα της λογι­ κή ς και της αριθ μητική ς , κι ότι αυτό πρ έπει να είναι νό­ μος για την ανθ ρωπότητα; Αυτό ε ίναι μια υπόθ εσή μας μόνο. Ας παραδεχτού με πως ε ίναι και νό μος της λογικής μα ε ίναι για την ανθ ρωπότητα; Θ α νομίζετε ίσως, κύριοι, ότι εί μαι τρελός. Συμφωνώ: ο άνθρωπος είναι ένα ζώο , κατ' εξοχήν δημιουργικό, που είναι καταδικασμένο να βαδίζει προς κάποιο σκοπό κατά πολύ συνειδητό τρόπο,

'Ψ'J......, l � . v Γ

1'1 I U":;'

ι υι ΙCΨLΙ\.Ι

και να ε ίναι όπως ο μηχανικός, δη λαδή να ανο ίγει ένα δρ ό μο αιώνια και ακατάπαυστα, αδι άφορο προς ποια κατεύθυνση. Μα τι θέλετ ε, ίσως να του έ ρθ ει καμιά φορά η επιθυμ ία να λοξοδ ρομή σει, ακριβώς γιατί είναι καταδ ι­ κασμένος ν ' ανο ίξ ει ένα δρό μο · κι ακό μη , γιατ ί όσο κου­ τό ς κι αν ε ίναι γενικά ο άνθ ρωπος της δράσης, ο πρακτ ι­ κό ς άν θρωπος, του περνά ει κάποια στ ιγμή από το νου πως ο δρόμος τ ελειώνει πάντα κάπου · πως το κυριότ ερο δεν είναι να μάθ ει πού πηγαίνει ο δρό μος, αλλά να τρα­ βήξει μπροστά, και πως το φρόνιμο παιδί δ εν εγκαταλεί­ πει το επάγγελμα του μηχανικού και δε ρίχνεται στην ολέθ ρια τ εμπελιά που, καθώς ξέρουμε, ε ίναι η μητ έρα της δ ιαφ θοράς. Ο άνθ ρωπος αγαπά να χτ ίζει και να χα­ ράζει δρό μους, αυτό ε ίναι αναμφισβήτητο. Μα γιατ ί να αγαπά μέχρι τρ έλας την καταστροφή, το χάος; Απαντή στ ε μου λοιπόν ! Πάνω σ' αυτό επιθυμώ να πω κι εγώ δυο λό­ για, ξεχωριστά. Αν αγαπά τ όσο την καταστροφή και το χάος ( ε ίναι αναμφισβήτητο πως τ ' αγαπά, κάποτ ε μάλι­ στα πολύ) , μήπως ε ίναι γ ιατ ί από ένστ ικτο φοβάται ότ ι θα φτάσει στο σκοπό και ότ ι θα τελειώσει το οικοδό μημα που άρχισε; Πού ξέρετ ε; Μπορεί να μην αγαπά το οικο­ δό μημα παρά μόνο από μακριά, μα καθόλου από κοντά· ίσως να θέλει μόνο να το φτάσει, μα ό χι και να το κατοι­ κή σει · να το εγκαταλε ίψει μόνο στα κατοικ ίδ ια ζώα: στα μυρμήγκια, τα πρόβατα και τ' άλλα. Τα μυρμήγκια έχουν εντελώς δ ιαφορετ ικό γούστο. Έχουν ένα οικοδό μημα κα­ ταπληκτ ικό στο είδος του , που δ εν καταστρ έφεται ποτ έ : τη μυρμηγκοφωλ ιά . Τα αξιοσ έβαστα μυρμήγκια άρχισαν από τη μυρμηγκο­ φωλιά και θα τελειώσουν ασφαλώς εκε ί, πράγμα που τους περιποιε ί μεγάλη τ ιμή γ ια την επιμονή τους και το θ ετ ικό τους πνεύ μα. Ο άνθρωπος ό μως είναι επιπόλαιο πλάσμα, ανισόρροπο, και ίσως όπως ο παίχτης του σκα­ κιού, αγαπά μόνο το παίξιμο κι όχι το σκοπό του παιχνι­ διού . Και ποιος ξέρει (δ εν μπορούμε να απαντή σουμε με -38 -

βε βαιότητα), ίσως ο σκοπός στον οποίο τείνει η ανθ ρω­ πότητα να ε ίναι δη λαδή μόνο το ακατάπαυστο παίξιμο · ενδιαφ έρεται μόνο για την ίδ ια τη ζωή, κι όχι για το σκο­ πό τη ς που δ εν ε ίναι άλλος βέβαια παρά το δύο κα ι δύο κάνουν τέσσερα, δη λαδή ένας τύπος. Μα το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, αυτό δεν είναι πια η ζωή, κύριοι, ε ίναι η αρχή του θ ανάτου . . Αλλωστε ο άνθ ρωπος πάντα το φο βό ­ ταν το δύο και δύ ο κάνουν τέσσερα, το φο βά μαι ακό μη κι εγώ . Ας παραδεχτοί, με ότι ο άνθρωπος άλλο δεν κάνει παρά να αναζητεί το δύο και δύο κάνουν τέσσερα· δ ια­ σχίζει ωκεανούς, ριψοκινδυνεύ ει τη ζωή του ψάχνοντας, μα π ραγματικά φο βάτα ι να βρει κάτι, φοβάται στα γερά . Καταλαβ αίνει ότ ι ότάν θα το β ρει, δ ε θα έχει πια τίποτε άλλο να ζητήσει. Ο ι εργάτες σαν αποτελειώσουν τη δου­ λειά τους, παίρνουν τουλάχιστον χρήματα, πάνε στο κα­ πηλειό κι έπειτα ψάχνουν πάλι για δουλειά. Και να, βρί­ σκουν γ ια άλλες έξι μέρες. Μ α ο άνθρωπος πού θα πάει; Ναι, βλέπει κανείς ότ ι αρχίζει να στεναχωριέται όταν φτάνει στο σκοπό του. Αγαπά την πορεία προς ένα σκο­ πό, μα όχι και την απόλυτη επίτευξή του. Αυτό είναι βέ­ βαια παράξενο. Μ ε μια λέξη, ο άνθ ρωπος ε ίναι παράξε­ να καμωμένος. Δίχως άλλο, υπάρχει κάτι αστείο μέσα σ ' όλα αυτά. Μα το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, αυτό ε ίναι ανυπόφορο. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα ! Κατά τη γνώ­ μη μου, κύριοι, ε ίναι αυθάδ εια. Το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, μοιάζει με κάποιον αναιδή που στέκεται στη μέ­ ση του δρό μου με τα χέρια στη μέση και σου τον φράζει, σε προκαλε ί. Συμφωνώ , δύο και δύο κάνουν τέσσερα, εί­ ναι ένα θ αυμάσιο πράγμα· ε λοιπόν, και το δύ ο και δύο κάνουν πέντε, ε ίναι καμιά φορά πιο χαριτωμένο. Και γιατί είσαστε με τόση βεβαιότητα κι επισημότητα πεισμένοι πως ο άνθ ρωπος έχει ανάγκη μόνο από εκείνο που ε ίναι κανονικό κα ι θ ετικό , και πως μόνο η ευτυχία είναι χρήσιμη για τον άνθ ρωπο; Δεν κάνει τάχα λάθος η λογική σε ό ,τι αφορά τη χρησιμότητα; Λέτε ότ ι ο άνθ ρω- 39 -

πος αγαπά μόνο την ευτυχία; Μα ίσως να αγαπά άλλο τό­ σο και τον πόνο. Και μπορεί ο πόνος να του ε ίναι τόσο χρή σιμος όσο και η ευτυχία. Λοιπόν, ο άν θρωπος αγαπά τον πόνο με πάθος, αυτό είναι γεγονός. Εδώ ε ίναι περιτ­ τό να ανατρέξουμε στην παγκόσμια ιστορία. Ρ ωτή στε τον εαυτό σας αν ε ίστε άν θρωπος κι αν έχετε ζήσει κάπως τη ζωή σας . . Οσο για μένα, το βρίσκω αναίσχυντο να αγαπά κανε ίς μόνο την καλοπέραση. Κακό ή καλό δεν ξέρω, εί­ ναι - ό μως ευχάριστο να σπάει κανείς κάτι καμιά φορά. Δ εν ε ίμαι βέβαια ο μοναδ ικός σημαιοφόρος του πόνου, μα δεν επιμένω άλλο τόσο και στην καλοπέραση. Θέλω να κάνω το καπρίτσιο μου και να μην επεμβαίνει κανείς σ ' αυτό . Ξέρω ότι ο πόνος δεν μπαίνει στα κωμειδύλλια, για παράδ ειγμα. Σ ' ένα κρυστάλλινο παλάτι ε ίναι αδ ια­ νόητος: ο πόνος ε ίναι αμφιβολία, άρνηση, και πώς ν ' αμ­ φιβάλλει κανε ίς μέσα σ ' ένα κρυστάλλινο παλάτι; Και ό μως, ε ίμαι βέβαιος ότι ο άνθρωπος ποτ έ δε θα αποκηρύ­ ξ ει τον αλη θ ινό πόνο, την καταστροφή και το χάος. Ο πό ­ νος; Μα είναι και η μόνη αιτία της συνείδησης. Αν και σας δήλωσα στην αρχή ότι, κατά τη γνώ μη μου, η συνεί­ δηση ε ίναι για τον άνθ ρωπο το πιο μεγάλο δυστύχημα, ξέρω ωστόσο ότι την αγαπά και δε θα την αλλάξει με κα­ μία άλλη ευχαρίστηση. Η συνείδηση, για παράδειγμα, βρ ίσκεται πολύ πιο πάνω από το δύο και δύο κάνουν τέσ­ σερα. Μετά από το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δε μέ ­ νει ασφαλώς τίποτε να κάνουμε, μένει μόνο να αγνοή ­ σουμε τις πέντε μας αισθήσεις και να βυ θ ιστού με στις σκ έψεις μας. ' Ο μως και με τη συνείδηση έχουμε το ίδ ιο αποτέλεσμα, δη λαδή δ ε μένει να κάνουμε τίποτε άλλο εκτός από το να μαστιγωνό μαστε καμιά φορά ' κι αυτό ζωντανεύει τον άνθ ρωπο. . Οσο οπισθ οδρομικό κι αν εί ­ ναι, σ ίγουρα αξίζει περισσότερο από το τίποτα.

ΛΓΙ

10 Πιστεύ ετε πως το κρυστάλλινο παλάτι είναι πάντα απα­ ραβίαστο , δη λαδή δ εν μπορεί να το κοροϊδέψει καν είς βγάζοντάς του τη γλώσσα ούτε να το μουντζώσει στ α κρυ­ φά; Λοιπόν, όσο για μένα, το φοβάμαι ένα τέτοιο οικο δό­ μημα , ίσως γιατί είνα ι κρυστάλλινο και αιώνια απα ραβία­ στο , και γιατί δ εν μπορεί κανε ίς να του βγ άλει τη γλώσσ"α ούτε στα κρυφά . Προσ έξτε τώρα: στη θέση του παλατιού α ς υποθέσουμε πως βρ ίσκετα ι ένα κοτ έτσι και αρχίζει να βρ έχει' είναι πολύ πιθ ανό να μπω μέσα στο κοτέτσι για να μη βραχώ ' μα δε θ α πάρω ποτέ το κοτέτσι για παλάτι από ευγνω μο­ σύνη, επειδή με π ροστάτεψε από τη βροχή . Γελάτε. Λέτε μάλιστα πως σε μια τέτοια π ερ ίσταση , κοτ έτσι και π αλάτι είνα ι το ίδ ιο. Ναι, θα απαντή σω , αν ζει κανε ίς μόνο για να μη βρ έχετα ι. Τι να κάν ω ό μως αν μου μπή κε στο κεφάλι πως δε ζω ό μ νο γι' αυτό , και πως αν πρ έπει να ζήσω , είναι προτιμό­ τερο ν α ζή σω σ ' ένα πα λατάκι; Είνα ι η επιθυμ ία μου, η θέλησή μου . Θ α το βγ άλετε από μέσα μου μόνο όταν αλ­ λάξ ετε τη θέλησή μου. Λοιπόν , αλλάξτε την, μαγ έψτε με με κάτι άλλο , δώστε μου ένα άλλο ιδ ανικό . Μα π ρος το παρόν, δ ε θα πάρω ένα κοτέτσι για παλάτι. Ας παραδ ε­ χτού με μάλιστα πως το κρυστάλλινο παλάτι είναι μια ψευτιά κα ι σύ μφωνα με τους φυσικού ς νό μου ς δ εν πρέ­ πε ι να υπάρχει, π ως το ανακάλυψα μόνο από την κουτα­ μάρα μου κι επειδή το λένε κάτι ανόητες συνή θ ειες της γενιάς μας. Και τι με νοιάζει αν δ εν υπάρχει πραγματικά ; Δεν είναι το ίδιο πράγμα, τη στιγμή που υπάρχει στις επι­ θυμίες μου, ή κα λύτερ α, που υπάρχε ι τόσο, όσο υπάρχουν κι οι επιθυμίες μου; ' Ι σως να γελάτε πάλι. Γελάστε λοι­ πόν . Θ α δ εχτώ όλους τους σαρκασμού ς και πάλι δε θα πω ότι χόρτασα όταν πεινώ . Ξέρω ωστόσο ότι δ ε θ α ησυ­ χάσω με μια υπόσχεση κα ι μ' ένα επ ' άπειρον επαναλαμ-

β ανό μενο μη δενικό , μόνο και μόνο γιατί υπάρχει σύμφω­ να με τους φυσικούς νό μους και γιατί υπάρχει πραγματι­ κά. Δ ε θ α π ιστέψω ότι ικανοποιήθηκαν όλες οι επιθυμ ίες μου επειδή έχω ένα κτίρ ιο, στέ μμα των επιθυμιών μου, με δωμάτια για νοικάρη δες φτωχο ύς, με συμβόλαια για χί­ λια χρόνια, κι αν θέλετε μάλιστα, και με την επιγραφή του οδοντογιατρού Βάγκενχαϊ μ. Εκμη δεν ίστε τις επιθυ­ μίες μου, σβήστε το ιδανικό μου, δ ε ίξτε μου κάτι καλύτε­ ρο και θ α σας ακολουθή σω. Θα μου πείτε ίσως ότι θέλετε να μιλή σουμε γι' αυτό, μα και τότε θα σας απαντή σω με τον ίδ ιο τρόπο. Συζητά με σο βαρά ' αν δε θέλετε να με τι­ μή σετε με την προσοχή σας, δε θα σας παρακαλέσω. Εχω το υπόγειό μου . . Οσο θα ζω και θ α επιθυμώ, να μου ξεραθ ε ί το χέρ ι αν έ φ ρω έστω κι ένα τούβλο για ένα τέτοιο κτίρ ιο. Μη δίνε­ τε σημασία που αποκήρυξα πρ ιν από λίγο το παλάτι, μό­ νο επειδή δεν μπορε ί κανένας να του βγάλει τη γλώσσα. . Ισως θύμωσα, γιατί ανάμεσα σ' όλα σας τα κτίρ ια δεν υπάρχει ούτε ένα ώς τώρα που να μην μπορεί να του β γάλει κανε ίς τη γλώσσα. Αντίθ ετα, θ' άφηνα να μου την κόψουν και θα 'λεγα κι ευχαριστώ αν κατόρ θωναν να με κάνουν να μη θέλω ποτέ να τη βγάλω έξω. Τι μ' ενδιαφ έ­ ρει αν θ α μπ ορ έσουν να κανον ίσουν έτσι τα πράγματα, ώστε να μένουμε ευχαριστημ ένοι έχοντας τα κτίρ ια; Γ ιατί να ε ίμαι ζημιω μένος έχοντας τέτοιες επιθυμίες ; Επειδή τάχα ε ίμαι φτιαγμένος για να φτάσω μονάχα στο συμπέ ­ ρασμα ότι ο οργανισμός μου δεν ε ίναι τίποτε άλλο από μια απάτη ; Αυτός να ε ίναι ο σκοπός ; Δεν το πιστεύω. Επειτα, ξέρετε, ε ίμαι βέβαιος ότ ι εμε ίς που κατοικού­ με στα υπόγεια, ε ίναι ανάγκη να μας κρατούν σα μαντρό­ σκυλα, καλά δ εμένους. Γ ιατί μολονότι ε ίμαστε ικανοί να με ίνουμε σαράντα χρόνια στην τρύπα μας χωρίς να πο ύμε λέξη, ωστόσο, όταν βγούμε στο φως της μέρας, μιλάμε ακατάπαυστα... •



- 42 -

11 Τελικά, κύ ριοι, το καλύτερο θα ήταν να μην κάνει κανεί ς τίποτα ! Η συνειδητή αδράνεια αξίζει περισσότερο ! Λοι­ πόν, ζήτω το υπόγειο ! Είπα ότι φθονώ τρομερά το θετικό άνθρωπο, αλλά έτσι όπως τον βλέπω, δ ε θα 'θ ελα να ' μουν τέτοιος (αν και δ εν μπορώ να μην τον φθ ονώ) . Οχι, όχι , όπως κι αν έχει, το υπόγειο ε ίναι προτιμότερο. Εκεί θ α ήταν τουλάχιστον δυνατό .. . Αχ, πάλι ψ έ ματα λέω ! Λέω ψέ ματα, γιατί ξέρω ότι όπως δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δεν είναι προτιμότερο το υπόγειο, αλλά κάτι άλ­ λο, εντελώς δ ιαφορ ετ ικό , κάτι που το λαχταρώ με όλη μου την καρδ ιά και δ εν το β ρίσκω. Στο διάβολο το υπόγειο ! Θ α ήταν προτιμότερο αν πίστευα ο ίδ ιος έστω και τόσο δα σε ό ,τι έγραψα. Σας ορκίζομαι, κύ ριοι, ότι δ εν πι­ στεύω ούτε σε μία, μα ούτε σε μία λέξη από όσα έγραψα. ' Η καλύτερα, ίσως να πιστεύω, αλλά συγχρόνως, χωρ ίς να ξέρω το γιατί, καταλαβ αίνω και υποπτεύομαι ότι λέω ψ έ ματα σαν αλήτης. «Μα τότε, γιατί τα γράψατ ε όλ' αυτά ;» θ α μου πείτε. Αν ό μως σας έκλεινα σαράντα ολόκληρα χρόνια μέ σα σ' ένα υπόγειο, χωρίς να κάνετε τίποτα, κι ερχό μουν να σας β ρω στο τέλος αυτού του χρονικού δ ιαστήματος εκεί για να μάθω τι απογ ίνατε; Μπορού με ν' αφήσουμε έναν άν θρωπο μονάχο σαράντα χρόνια χωρίς καμιά ασχολία; «Δεν είναι ντροπή, δ εν είναι εξευτελισμός » θ α μου πεί­ τε, κουνώντας το κεφάλι σας περιφρονητικά . Διψάτε για τη ζωή, κι ό μως λύνετε τα ζωτικά ζητή ματα με μιαν ασυ­ νάρτητη λογική . Πόσο ενοχλητικ ές, πόσο αυθάδ εις είναι οι επικρίσεις σας και πόσο τ ις φοβόσαστε! Λέτε κουτα­ μάρες και μένετε κι ευχαριστημένος. Β ρίζετε και παρ' όλ' αυτά φο βάστε δ ιαρκώς και ζητάτε συγνώ μη. Π ιστεύ ετε ότι δ ε φο βάστε τίποτε, και συγχρόνως ζητάτ ε την επ ιδο­ κιμασία μας. Π ιστεύετε ότι τρίζετε τα δόντια σας και κά•

νετε ταυτόχρονα επίδειξη πνεύ ματος , για να μας κάνετε να γελάσουμε. Ξέρετε, τα λογοπαίγνιά σας δεν είναι έξυ­ πνα, μα ενθουσιάζεστε, ως φα ίνεται, με τη φιλολογική τους αξία. Σ ας έχει συμβ εί ίσως να υποφέρετε πραγματι­ κά, αλλά δε σέβ εστε καθόλου τον πόνο σας. Υπάρχει μέ ­ σα σας αλήθ εια, αλλά δεν υπάρχει αγνό τητα. Από μια μι­ κροπρεπή ματαιοδοξία επιδ εικνύ ετε την αλήθεια σας... Θέλετε πραγματικά να πείτε κάτι, κρύ βετε ό μως την τε­ λευταία σας λέξη από φόβ ο, γιατί δεν έχετε το θάρρος να την προφ έρετε' έχετε μόνο μιαν άνανδ ρη ανα ίδ εια. . Κα­ μαρώνετε πως είστε ευσυνείδητος, αλλά τρικλίζετε, γιατί μολονότ ι η εξυπνάδα σας δου λεύ ει, η καρδ ιά σας είναι μαραμένη από τη διαστροφή των αισθή σεων. Και χωρ ίς αγνή καρδιά δεν μπορε ί να υπάρξει τέλεια και δίκαιη συ­ νείδηση. Και τι ενοχλητικά που επιμένετε! Πόσο φορτικά προσπαθ ε ίτε να επιβλη θ είτε, τι μορφασμούς που κάνετε ! Ψέματα στα ψ έματα ! Εννοείται ότι εγώ καταλαβαίνω τώρα τα λόγια σας. Το κατό ρ θωσα γιατί ή μουν στο υπόγειο. Σαράντα ολόκληρα χρόνια άκουγα τα λόγια σας από τη χαραμάδα του πατώ­ ματος. Τα κατάλαβ α μόνος μου , μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνω. Δ εν είναι καταπληκτικό που τα ' μαθα απέξω και πή ραν φιλο λογική μορφή. Μ α στ' αλήθ εια, ε ίσαστε τόσο εύπιστοι, που φανταστή­ κατε ότ ι πρόκειται να τα τυπώσω όλ' αυτά και να αφή σω κατόπιν να τα δ ιαβάσετε; Να κι ένα άλλο πρόβλημα για μένα : γιατί, αλήθ εια, να σας φωνάζω «κύριοι»; γιατί να απευθύνομαι σ ' εσάς σα να 'σασταν πραγματικά αναγνώ­ στες; Δ εν πρ έπει να τυπώνονται, ούτε να επιτρέπεται να διαβάζονται τέτοιες ομολογίες όπως αυτέ ς που σκοπεύ ω να κάνω. Τουλάχιστον εγώ δεν ε ίμαι τόσο βέ βαιος γι ' αυ ­ τά που γράφω κι ούτε το βρίσκω αναγκαίο να ε ίμαι. Βλέ­ πετε, έχω φαντασία και θέλω με κάθ ε τρόπο να την ικα­ νοπο ιήσω. Ν α ποιο είναι το ζήτημα. Στις αναμνήσεις κάθ ε ανθ ρώπου υπάρχουν πράγματα - 44 -



που δ εν τα εμπιστεύ εται σ ' όλο τον κόσμο, αλλά μόνο στους φίλους του. γπάρχουν άλλα που δ εν τα εμπιστεύ εται στους φίλους του, τα λέει μονάχα στον εαυτό του, κι αυτό στα κρυ­ φά. Και τέλος, υπάρχουν κι εκείνα που ο άν θρωπος φοβά­ ται να τα ομολογήσει και στον ίδιο του τον εαυτό , και τέτοι­ ας λογή ς πράγματα μαζεύονται πολλά σε κάθ ε καθωσπρ έ­ πει άν θ ρωπο. Και μάλιστα, όσο πιο καθ ωσπρέπει είναι, τόσο περισσότερα πρ έπει να έχει. ' Οσο για μένα, είναι λί­ γος καιρός τώρα που αποφάσισα να θυμη θώ μερικές δ ικές μου περασμ ένες περιπέτειες, που ώς σήμερα πάντοτε απέ­ φευγα, και μάλιστα με κάποια ανησυχία. Μα τώρα όχι μόνο τις θυμάμαι, αλλά και αποφασ ίζω να τις γράψω, ακριβώς γιατί θ έλω να δοκιμάσω αν μπορεί κανείς να είναι απόλυτα ειλικρινή ς με τον εαυτό του και να μη φοβάται την αλήθ εια. Μ ια παρατήρηση σ' αυτό . Ο Χάινε διατείνεται ότι οι αξιό­ πιστες αυτοβιογραφίες ε ίναι μια σχεδόν αδύνατη υπόθ εση κι ότι ο άν θρωπος λέει πάντα ψ έματα όταν πρόκειται για τον εαυτό του. Κατά τη γνώμη του, ο Ρουσσώ, για παρά­ δειγμα, ε ίπε ασφαλώς ψέματα στις Εξομολογήσεις του, και μάλιστα σκόπιμα, από ματαιοδοξία. Είμαι β έβαιος ότι ο Χάινε έχει δίκιο. Καταλαβαίνω πολύ καλά πως είναι καμιά φορά δυνατό να κατηγορείς τον εαυτό σου για εγκλήματα, ό μως μόνο από ματαιοδοξία, και αντιλαμβάνομαι πολύ κα­ λά τι είδους ματαιοδοξία μπορε ί να ε ίναι αυτή . Ο Χάινε ωστόσο έκρινε έναν άνθ ρωπο που εξομολογιόταν μπροστά στο κοινό. Εγώ γράφω μόνο για τον εαυτό μου , και δη λώνω μια για πάντα ότι αν γράφω σα ν ' απευ θύνομαι σε αναγνώ­ στες, το κάνω γιατί έτσι γράφω πιο εύκολα . Είναι ένας τύ ­ πος, ένας απλός τύπος γραφής. ' Οσο για αναγνώστες, δ ε θα 'χω ποτέ . Το έχω δη λώσει.. . Δε θέλω να με δυσκολέψ ει τίποτε γράφοντας τις Ανα­ μνήσεις μου. Δε θα κρατήσω ούτε τάξη ούτε σύστημα. Θα γράψω εκείνα που θ α θυμηθώ . .. Να ό μως που τα λόγια μου μπορεί να γεννήσουν το ερώ­ τη μα: « Αν δ ε λογαριάζετε τους αναγνώστες, γιατί βά-

ζετε τέτοιους όρους στον εαυτό σας , και μάλιστα γραπτούς, πως δη λαδή δε θ α έχετε ούτε σύστημα ούτε τάξη, πως θ α γράψετε ό , τι θυμη θ είτε, και τα λο ιπά και τα λοιπά ; Γιατί δί­ νετε εξηγήσεις ; Γ ιατί δ ικαιολογείστε;» Μ ια στιγμούλα, θ ' απαντήσω. Υπάρχει άλλωστε εδώ ολόκληρη ψυχολογία. Μπορεί απλούστατα να εί μαι δ ειλός. Μπορε ί ακό μη να φαντάζομαι επίτη δες ότι β ρ ίσκομαι μπροστά στο κοινό , απλώς και μόνο γ ια να δ είξω περ ισσότερη ευπρέπεια όσο θ α γράφω. Χίλιοι λόγοι μπορεί να υπάρχουν. Μα σταθ είτε, είναι κι αυτό: γ ια ποιο πράγμα στ' αλήθ εια ξεκίνησα να γράψω; Αφού δεν επρόκειτο για το κοινό, θα μπορούσε να τα έχει κανείς στο νου του, χωρίς να τ' αρα­ διάζει στο χαρτί. Ναι, αλλά στο χαρτί είναι πιο επίσημο το πράγμα. Υπάρ­ χει σ' αυτό κάτι επιβλητικό ' είναι κανε ίς αυστηρότερο ς με τον εαυτό του, δουλεύ ει το ύφος του. Ακό μη, γράφοντας ίσως να νιώσω πραγματικά κάποια ανακούφιση. Σή μερα, ας πού με, μια παλιά ανά μνηση β αραίνει ιδ ιαίτερα πάνω μου. Μ ου ξανάρθ ε πολύ καθαρή τώρα τελευταία, κι έμεινε από τότε μέ σα μου σαν ένα μουσ ικό μοτίβο που θέλει να β γει. Κ ι ό μως, πρ έπε ι να το πετάξω από πάνω μου. Τέτοιες αναμνή σεις έχω ένα σωρό . Είναι στιγμέ ς που κάποια απ' αυτέ ς ξεχωρίζει, β αραίνει πάνω μου περισσότερο, και νο­ μίζω , δεν ξέ ρω γιατί, πως αν την έγραφα, θα ξαλάφρωνα. Γ ιατί λο ιπόν να μη δοκιμάσω. Τελικά πλή ττω' δεν κάνω ποτέ τίποτε. Το γράψιμο είνα ι γενικά μια εργασία, σ ίγουρα. Λένε πως με την εργασία ο άνθ ρωπος γίνεται καλός και τίμιος. Του δίνετα ι τουλάχι­ στον η ευκαιρία. Σή μερα χιον ίζει, χιόνι σχεδόν αναλιωμένο, κίτρινο, θ ο­ λό . Χτες χιόνιζε πάλι. ' Ολες τις τελ ευταίες μέρες. Μου φαί­ νεται ότι το χιονόνερο ή ταν η αφορμή γ ια να θυμη θώ αυτή την ιστοριούλα που δε θέλε ι να φύγει από το νου μου. Ας γράψω λοιπόν μια ιστορία γ ια το χιονόνερο. -

46 -

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΟΝΕΡΟΥ Οταν από τα σκοτάδια της πλάνης κατόρθωσα να σε πείσω ' ν ανασύρεις την καταβαραθρωμένη ψυχή σου, όταν τσακισμ ένη απ ' τον πόνο, στριφογύριζες τα χέρια και καταριόσουν ' τη διαφθορά που σ έζωνε, όταν τιμωρώντας μ ε την ανάμνηση, την ξεχασιάρα σου συνείδηση, μ ου διηγή θηκες όλα όσα έγιναν πριν από μ ένα, κι άξαφνα, κρύβοντας το πρόσωπο από ντροπή και φρίκη ξέσπασες σε κλάματα, αγανακτισμ ένη, αναστατωμένη... •

ΝΕΚΡΑΣΩΦ

1 Την εποχή εκείνη ή μουν περίπου είκοσι τεσσάρων χρό­ νων . Η ζωή μου ήταν θλιβ ερή , άτακτη και μοναχική , σαν του άγριου ζώου . Δεν έβλεπα κανέναν, απόφευγα μάλι­ στα και να μιλήσω κι όλο αποτραβ ιό μουν στη γωνιά μου . Στο γραφείο, στο υπουργείο, προσπαθούσα να μη βλέπω κανέναν και καταλάβαινα ότι οι συνάδ ελφοί μου όχι μό­ νο με θ εωρούσαν παράξενο άνθ ρωπο, αλλά θαρρώ πως με κοίταζαν και με κάποια αποστροφή . Κι ερχόταν στο μυαλό μου: γιατί τάχα κοιτάζουν μόνο εμένα με αποστρο­ φή ; Ένας συνάδελφος στο γραφείο είχε πρόσωπο αντι­ παθητικό , βλογιοκομμένο, κι έ μο ιαζε ληστή ς. Μου φαίνε­ ται ότι δε θα μπορούσα να κοιτάξω κανέναν αν είχα ένα τέτοιο φριχτό πρόσωπο. Κάποιος άλλος φορούσε μια στο­ λή πολύ παλιά και β ρωμερή . Ωστόσο, καν ένας απ' αυτούς τους κυρίους δ ε στεναχωριόταν - ούτε για την παλιά στο­ λή, ούτε για το πρόσωπο ούτε για την εντύπωση που προ-. ξενούσε. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δε φανταζόταν πως θα μπορούσε να τους κοιτάξει κανείς με αη δία. τ Αλλω­ στε, κι αν το φαντάζονταν, δ ε θ α ' διναν σημασία, φτάνει μόνο να μην ήταν καν ένας προ·ίστάμενος. Τώρα καταλα­ β αίνω καλά ότι επειδή ο φοβερός μου εγωισμός με έκανε να έχω μεγάλες απαιτή σεις από τον εαυτό μου, τον κοι­ το ύσα πολλές φορ ές τόσο δυσαρεστημένος, που τον αη­ δίαζα, και στο μυαλό μου ε ίχα έναν δ ικό μου τρόπο να κοιτάζω τον καθένα. Εγ ώ , για παράδ ειγμα, σιχαινό μουν το πρόσωπό μου, το έβρισκα αποτρόπαιο, ανακάλυπτα μάλιστα και κάποια έκφραση δειλίας, γι' αυτό , κάθ ε φο­ ρά που πήγαινα στο γραφείο, έβαζα όλα μου τα δυνατά

για να πάρω στάση πολύ ανεπιτήδ ευτη, μή πως και θ εω­ ρη θώ δουλοπρεπή ς και το πρόσωπό μου δε δ είχνει όση ευγένεια έπρεπε. Τόσο το χειρότερο που ε ίναι το πρόσω­ πό μου άσχημο, έλεγα, φτάνει μονάχα να έχει μια έκφρα­ ση ιπποτ ική , να ε ίναι εκφραστικό και προπαντός έξυπνο. Ή μουν ό μως απόλυτα σ ίγουρος και υπέφερα γι' αυτό , το πρόσωπό μου δ εν μπορούσε να έχει αυτή τη τέλεια έκ­ φραση. Και το χειρότερο ήταν πως το έβρισκα αναμφίβο­ λα κουτό . Ωστόσο, θα ή μουν ευχαριστημ ένος αν ε ίχα κι εξυπνάδα μόνο. Τόσο πολύ , που θ α δεχό μουν να είναι η έκφρασή μου δουλική, αν έδ ειχνε ταυτόχρονα και μεγάλη εξυπνάδα. Αντιπαθούσα, εννοείται, όλους τους υπαλλήλους του γραφείου μου, από τον πρώτο ώς τον τελευταίο, και τους περιφρονούσα όλους, μα από την άλλη μεριά θαρρού σες . πως τους φοβό μουν κιόλας. Νό μιζα μάλιστα πως ήταν και ανώτεροί μου. Αυτό μου ερχόταν ξαφνικά . Πότε τους πε­ ριφρονούσα, πότε τους έκρινα ανώτερούς μου. Ένας μορφωμένος και καθωσπρ έπει άνθ ρωπος δεν μπορεί να είναι εγωιστή ς, χωρίς να έχει υπερ βολικές απαιτή σεις από τον εαυτό του και χωρίς να τον περιφρονεί μέχρι μί­ σους σε μερικές στιγμές. Μα ε ίτε τον περιφρονούσα ε ίτε · τον θαύ μαζα, χαμήλωνα σχεδόν πάντα τα μάτια μπροστά σε κάθ ε καινού ριο άνθρωπο που γνώριζα. Έκανα μάλι­ στα και πειράματα: θα αντισταθώ τάχα στο βλέ μμα αυ­ τουνού ; Οπως πάντα, πρώτος χαμήλωνα το μάτ ι. Αυτό με ν ευρίαζε. Είχα έναν αρρωστημένο φόβο πως θα φανώ γελοίος, και λάτρευα δουλικά τη ρουτίνα και όλη την εξωτερική επίδ ειξη. Ριχνό μουν με πάθος στην κοινοτυπία και τρ ό μαζα μπροστά σε κάθ ε εκκεντρικότητα που θ α μπορού σα να έχω. Μα ήταν δυνατό να κρατη θώ ; Είχα μορφωθ εί μ' έναν άρρωστο τρόπο, όπως όλοι οι άνθ ρω­ ποι της εποχή ς μας. ' Ηταν σαχλο ί κι έ μοιαζαν όλοι σαν αρνιά από το ίδ ιο κοπάδι. Μπορεί και να ή μουν ο μόνος στο γραφείο που π ίστευα στα σωστά ότι ή μουν δειλός και τ

-

50 -

δου λικός , ακριβώς γιατί ή μουν μορφωμένος. Μα δεν το πίστευα μόνο , ή μουν πραγματικά . Ήμουν δ ειλός και δου­ λ ικό ς . Το λέω χωρ ίς την παραμικρή ντροπή . Ο καθω­ σπρ έπει άνθρωπος της εποχή ς μας ε ίναι και πρ έπει να ε ί­ ναι δειλός και δ ουλικός. Αυτή ε ίναι η φυσική του κατά­ σταση. Είμαι πολύ βέβ αιος. Έτσι ε ίναι φτιαγμένος και οργανωμένος. Και δεν ε ίναι τέτοιοι στην εποχή μας μο­ νάχα γιατ ί το θέλησαν εξαιρετικές συνθή κες , μα γενικά, σ' όλες τις εποχέ ς, κάθ ε καθ ωσπρ έπει άνθ ρωπος πρ έπει να ε ίναι δ ειλός και δουλικός. Αν τύχει καν ένας απ' αυ­ τούς να κάνει τον γενναίο καμιά φορά, ας μην παρηγο­ ριέται κι ας μην ενθουσιάζεται, γιατί το κάνει μόνο για επίδ ειξη . Να η μόνη αιώνια αλήθ εια. Μόνο οι γ άιδαροι κι όσοι τους μοιάζουν κάνουν τους γενναίους , κι αυτό ώς ένα σημε ίο. Δ εν αξίζει τον κόπο να τους προσέχουμε, γιατί δ εν έχουν καμία σπου δαιότητα. Υπήρχε και κάτι άλλο που με βασάνιζε τό τε: κανένας δε μου έ μοιαζε και δεν έ μοιαζα σε κανέναν. Εγ ώ ε ίμαι ο ένας, κι αυτοί ε ίναι η «ολότητα» , έλεγα μέσα μου , και γι­ νό μουν σκεφτικό ς. Αυτό δε ίχνει ό τι δ εν ή μουν ακό μη παρά ένα παιδί . Μου συν έβ αιναν τα πιο αντιφατικά πράγματα. Καμιά φορά, το γραφείο με αη δίαζε σε τέτοιο βαθ μό , που αρ­ ρώσταινα. Κι άξαφνα, χωρ ίς καν ένα λόγο, άρχιζε μια πε­ ρίοδος σκεπτικισμού και αδ ιαφορίας (σ ' εμένα όλα συν έ­ βαιναν κατά περιόδους) , κορό ιδευα τον εαυτό μου που δεν ανεχό μουν τίποτα, σιχαινό μουν το καθ ετί και θύ μωνα με το ρομαντισμό μου. ' Αλλοτε δ εν ήθ ελα να μιλώ με κα­ ν έναν , κι άλλοτε πάλι ευχαριστιό μουν όχι μόνο να μιλώ , αλλά και να πιάνω φιλία με τους συναδέλφους μου. ' Αξαφνα, εξαφανιζόταν όλη μου η αποστροφή χωρ ίς κα­ νένα λόγο. Ποιος ξέρει, ίσως να μην την είχα ποτέ μέσα μου , ίσως να τη δανειζό μουν από τα β ιβλία. Αυτό το πρό­ βλημα δεν το 'χω λύσει μέχρι σή μερα. Μ ια φορά μάλιστα, μου συν έβηκε να συνδ εθώ μαζί τους: άρχισα να τους επι-

51 -

σκέφτομαι, να παίζω χαρτιά κατά προτίμηση με αυτούς , να πίνω βότκα, να μιλώ γ ια προαγωγ ές ... Εδώ, επιτρ έψτε μου μία παρ έκβαση. Ε μείς ο ι Ρώσο ι δ εν είχαμε ποτέ ρομαντ ικούς, γεν ικά, και ε ιδ ικά σαν εκείνους τους Γάλλους που αεροβατούν και που τίποτα δε θ α μπορούσε να τους συγκινή σει · είτε ο κόσμος γκρεμίζεται στα πόδ ια τους είτε ολόκληρη η Γα λλία χάνεται στα οδοφράγματα, αυτοί μένουν απαθ είς , δεν αλλάζουν ούτε από λεπτότητα, και συνεχίζουν να τραγου δούν το φεγγ άρ ι ώσπου να γεράσουν, γ ιατί είναι ανόητο ι. Αυτό ακριβώς μας ξ εχωρίζε ι από τους ξένους. Επομένως, υπερβατ ικ ές ψυχές στην καθ αρή τους μορφή δεν υπάρχουν ανάμεσά μας. Μόνο ο ι δημοσ ιογράφο ι μας και ο ι θ ετικιστές κρ ιτικοί μας στο παρελθόν έψαχναν να βρουν τους Κοσταντζόγλου και τους μπαρμπα-Πέτρους Ιβάνοβ ιτς , και φανταζόντουσαν από βλακεία ότι αυτοί εί­ ναι το ιδεώδ ες μας εκείνο ι προσέδωσαν στους ρομαντι­ κούς μια πο ιητικότητα που δ εν ε ίχαν, παρομο ιάζοντάς τους με τους αεροβατούντες Γάλλους. Αντ ίθ ετα, τα γνω­ ρίσματα των ρομαντικών μας ε ίνα ι εντελώς δ ιαφορετικά από τα γνωρίσματα του Ευρωπαίου που αεροβατεί, και κανένας τέτοιος Ευρωπαίος δεν έχει θέση εδώ . (Σας πα­ ρακαλώ να μου επ ιτρέψετε, η λέξη « ρομαντικό ς» - ε ίναι παλιά, αξ ιοσέβαστη, δοκιμασμ ένη και όλο ι τη γνωρ ί­ ζουν.) Τα γνωρίσματα των ρομαντικών μας είναι το να καταλαβαίνει κανείς τα πάντα, να βλέπε ι τα πάντα, και να βλέπ ε ι πολλές φορέ ς πιο καθαρά απ' ό ,τι βλέπουν και τα π ιο θ ετικά μας πνεύ ματα· να μη συμφωνεί με καν έναν και με τίποτα, μα και τίποτε να μην περ ιφρονεί · να ξ ε­ φεύγε ι απ' όλες τ ις δυσκολίες και να υποχωρεί σε όλα με τρ όπο· να μη χάνε ι ποτέ από τα μάτ ια του τον ωφέλιμο και πρακτικό σκοπό (να πετυχαίνε ι δηλαδή καμ ιά υπο­ τροφία, κάνα παράσημο, και το νοίκι από το κράτος)· να κυνηγ ά αυτό το σκοπό με όλο τον ενθουσ ιασμό και με όλους τους τόμους των λυρ ικών στίχων, και ταυτόχρονα

να διατηρεί ανέγγιχτο μέσα του ώς τον τάφο το «Ωραίο και το Υψηλό»· να τυλίγει τον εαυτό του με μπαμπάκι σα να 'ταν κανένα δ ιαμαντικό για χάρη μονάχα του «Ω ραίου και του Υψηλού » ώσπου να πάει στον τάφο. Ο ρομαντι­ κός μας έχει ευρύ πνεύ μα και ε ίναι ο πιο μεγάλος κατερ­ γάρης απ' όλους τους κατεργάρη δες. Σας δ ιαβεβαιώνω ... από προσωπική π είρα. Υπό τον όρο, εννοείται, να ε ίναι ρομαντικός έξυπνος. Τι λέω; Ο ρομαντικός ε ίναι πάντα έξυπνος, ό μως ήθ ελα να παρατηρήσω ότι αν έτυχε να έχουμε και ρομαντικούς κουτού ς , αυτό δ ε σημαίνει τίπο­ τα, γιατί αυτοί στην ακμή της η λικίας τους εκφυλίζονταν, μεταβάλλονταν σε Γερμανού ς, και για να διατηρή σουν καλύτερα το δ ιαμαντικό τους, πή γαιναν κι έ μεναν κάπου εκεί, συνήθως στη Βαϊμάρη ή στο Μέλανα Δρυμό . Εγ ώ, για π αράδειγμα, περιφρονού σα πραγματικά το κράτος, το υπουργείο, μα μόνο από ανάγκη δεν το απαρνιό μουν, γιατί εργαζό μουν κι εγώ εκεί και πληρωνό μουν. Ο ρομα­ ντικός μας θ α προτιμ ούσε καλύτερα να τρελαθ ε ί (πράγμα που συμβαίνει τόσο σπάνια), παρά να εκφράσει την απο­ στροφή του αν δεν υπάρχει άλλη δουλειά στον ορίζοντα, και ποτέ δε θα τον πετάξουν έξω με τις κλοτσιές. Το πο­ λύ πολύ , να τον κλε ίσουν σε κανένα φρενοκομείο, γιατί νομίζει πως είναι ο βασιλιάς της Ι σπαν ίας, μα κι αυτό, μονάχα αν έχει τρελαθεί πολύ . Εδώ, βλέπετε, τρελα ίνο­ νται μονάχα οι ανόητοι και οι αδύναμοι. . Επειτα, ένα πλήθος ρομαντικών παίρνει αμέσως σπουδαίες θέσεις. Ασυνήθ ιστη προσαρμοστικότητα ! Και πόση ικανότητα για τα πιο αντιφατικά πράγματα ! Αυτό με παρηγορούσε τότε· μα και τώρα έχω την ίδια γνώ μη. Γ ι ' αυτό κι εμείς οι Ρώ­ σοι έχουμε ένα σωρό ανθ ρώπ ους με «πλατιέ ς αντιλή ­ ψεις», που όσο χαμηλά κι αν π έσουν, δε χάνουν ποτέ το ιδανικό τους. Δε θα έκαναν τίποτε για το ιδανικό τους, είναι κλέφτες και ληστές αναγνωρισμένοι, μα το σέβονται μέχρι δακρύων, και είναι εξαιρετικά τίμιοι στο βάθος της ψυχή ς τους . Μάλιστα, κύριε, ακό μη κι ένας αρχικατεργά-

ρης μπορε ί να ε ίναι απόλυτα τί μιος στη Ρωσ ία, χωρ ίς ωστόσο να παύ ει να είναι και κατεργάρης. Το ξαναλέω, ο ι ρομαντικο ί μας γ ίνονται τις περισσότερες φορές τό σο κατεργάρηδες, τόσο αριβίστες κα ι δε ίχνουν πως μυρίζο­ νται τόσο την πραγματικότητα, που το κράτος και ο κό­ σμος μένουν με το στόμα ανοιχτό μπροστά τους. Η προσαρμοστικότητά τους ε ίναι πράγματι καταπλη­ κτική . Ένας Θ εός ξέρει τι μπορεί να γ ίνει ακό μα με τους τυχοδ ιωκτισμο ύς αυτούς και τι μας επιφυλλάσσει το μέλ­ λον. Και δεν ε ίναι από κακή πάστα ! Π ιστέψτε με, δε σας το λέω αυτό από πατριωτισμό γελοίο και τετριμμένο Αλ­ λωστε, ε ίμαι βέβαιος πως θ α νομίζετε ότι αστειεύομαι πάλι. Ίσως ό μως, ποιος ξέρει, να συμβαίνει και το αντί­ θετο και να παραδέχεστε ότι μιλώ σοβαρά· όπως κι αν έχει, κύριοι, θα θ εωρή σω και το ένα και το άλλο σαν τιμή μου κι εξαιρετική μου ευχαρίστηση. Μα με συγχωρείτε για την παρέκβαση. Η φιλία μου με τους συναδέλφους μου δεν κρατούσε βέβαια πολύ· τα χαλάγαμε σε λίγο, γ ιατί μου έλειπε η πείρα σα νέος που ή μουν, κι έπαψα να τους χαιρετώ. Εξάλλου, αυτό μου συνέβηκε μόνο μια φορά. Γ ενικά, ή μουν πάντα μόνος. Στο δωμάτιό μου, στην αρχή, συνήθως διάβαζα. ' Ηθελα να πν ίγω με ξένες εντυπώσεις ό,τι έβραζε πάντα μέσα μου. Κι από τις ξένες εντυπώσεις μόνο το δ ιάβασμα μου ήταν δυνατό . Εννοείται ότι το διάβασμα με βοηθ ούσε πο­ λύ, με συγκινούσε, με ευχαριστούσε και με βασάνιζε. Μ α μερικές φορ ές με έ ριχνε και σε μια φοβερή πλήξη. Ήθ ε­ λα οπωσδήποτε να κινηθώ κι έπεφτα κρυφά στην κραι­ πάλη και τα όργια. Τα πάθη μέσα μου ήταν δυνατά, φλο­ γερά, γιατί βρισκό μουν πάντοτε σε μια νοσηρή υπερδιέ ­ γερση. Είχα νευρικ ές κρ ίσεις, με δάκρυα και σπασμούς. Μόνο στο διάβασμα έβρισκα διέξοδ ο, δη λαδή όταν δ εν υπή ρχε τίποτ' άλλο γύρω μου που θα μπορο ύσα να το σε­ βαστώ, τίποτε που να με τραβά . Μ ' έπιανε πλήξη. Αισθ α. •

- 54-

νόμουν μια νευρική ανάγκη αντιλογίας, αντιθέσεων, και παραδ ινό μουν στην κραιπάλη. Δεν τα λέω όλα αυτά για να δικαιολογη θώ... Όχι ! μα λέω ψέ ματα ! Ήθ ελα να δ ι­ καιολογη θώ . Για μένα κάνω αυτή την παρατή ρηση. Δ ε θέλω να πω ψ έματα. Το υποσχέθηκα... Ρ ιχνό μουν στην κραιπάλη, μόνος, τη νύχτα, κρυφά, βρωμερά, μ' ένα φόβο και μια ντροπή που δε μ' άφηναν ούτε στις πιο σιχαμερές στιγμές και με κυνηγούσαν σαν κατάρα. Είχε ανοιχτεί κιόλας μέσα στην ψυχή μου κάτι σαν τρύπα: φοβό μουν τρομερά μήπως και με δουν, με συ­ ναντή σουν, με αναγνωρίσουν. Σύχναζα σε μέρη πο λύ ύποπτα. Μ ια νύχτα, περνώντας από μια ταβέρνα, είδα από το φωτισμένο παράθυρο μερικούς άντρες γύρω από ένα τραπ έζι του μπιλιάρ δου που χτυπιόντουσαν με τις στ έκες, και σε λίγο πέταξαν έναν έξω από το παράθυρο. Σε κάποια άλλη στιγμή, αυτό θα μου προξενού σε αηδία' αλλά τότε βρισκό μουν σε μια τέτοια ψυχολογική δ ιάθ εση, που ζήλεψα τον άνθ ρωπο που τον είχαν πετάξει έξω απ' το παράθυρο τόσο πολύ , που μπήκα μέσα στην ταβέρνα. Ίσως, είπα, να τσακωθώ κι εγώ μαζί τους και να με πετά­ ξουν κι εμένα έξω απ' το παράθυρο. Δεν ή μουν μεθυσμένος, μα τι τα θέλετε, ξέρει κανείς σε τι παροξυσμό μπορεί να τον φέρει η πλήξη ; Δεν έγινε τίποτα ό μως. Γ ια να πω την αλήθ εια, δεν ή μουν ικανός να πηδήξω απ' το παράθυρο και βγή κα έξω χωρ ίς να με δείρουν. Μ ε το πρώτο βή μα που έκανα, κάποιος αξ ιωματικός μ' έβαλε στη θέση μου. Στεκό μουν κοντά στο μπιλιάρδο, και δίχως να το θέλω, του έφραζα το δρό μο. Μ ' άρπαξε απ' τους ώμους, και χω­ ρίς να πει τίποτα, χωρίς να με ειδοποιήσει ού τε να εξηγη­ θ εί, μ' έκανε ν ' αλλάξω θέση, πέρασε και προσποιήθηκε πως ούτε καν με πρόσεξ ε. Ακό μη κι αν μ' έδ ερνε, θα μπορούσα να τον συγχωρήσω, αλλά δε θ α του το συγχω­ ρούσα που μ' έκανε ν' αλλάξω θέση χωρίς να μου δώσει καθόλου σημασία. -55 -

Α! διάβολε, τι δε θ α ' δινα τότε γ ια έναν πραγματικl καβγ ά, π ιο κανονικό , π ιο καθ ωσπρ έπε ι, π ιο φ ιλολογ ικc γ ια να το πω έτσι! Μου φέρθηκε σα να ' μουν κάνα κου νούπι. Ο αξιωματικό ς αυτός ή ταν υψηλόσωμος, εγο ή μουν κοντός και καχεκτ ικός. 'Αλλωστε, από μένα εξαρ τιόταν ο καβγάς και να διαμαρτυρ ό μουν μόνο, θ α με πε τούσαν από το παράθυρο. Μα το σκέφτηκα, και προτίμη­ σα... να το σκάσω καταφουρκ ισμένος. ' Αφησα την ταβέρνα ταραγμένος και αγανακτισμένος πήγα στο δωμάτιό μου και την άλλη μέ ρα ξανάκανα πάλι τα ίδια , π ιο δε ιλά , πιο θλιβερά και π ιο ταπεινά από πρ ιν . Μη νομίσετε ό τι φο βήθηκα τον αξιωματικό από δε ιλία. Δεν ή μουν φοβητσιάρης στην ψυχή, μολονότι ή μουν πά­ ντα φοβισμένος. Για όλα έχω μ ια εξήγηση , να ε ίστε βέ­ β αιο ι. Ω! αν ή ταν ο αξιωματικός από κείνους που θέλουν να μονομαχή σουν ! Μα όχ ι, ή ταν από κείνους τους κυρίους (αλίμονο ! δεν υπάρχουν π ια τέτο ιο ι) που θ α προτ ιμούσαν να χρησιμοπο ιή σουν τ ις στέκες του μπιλιάρδου, ή καλύτε­ ρα, όπως ο υπολοχαγό ς Π ιρόγκοφ, του Γκόγκολ, να δράσουν ιεραρχικά. Μα δε μονομαχούσαν' και μάλιστα, μ ' έναν «πολίτη » σαν κι εμένα το θ εωρούσαν ανάρμοστο να μονομαχή σουν. Πίστευαν εξάλλου πως η μονομαχία είνα ι πράγμα ανόητο, πρόστυχο , φραντσέζικο' μα ευχαρί­ στως σ' έβρ ιζαν, και ε ιδικά αν ή ταν και ψηλόσωμοι. Φο βήθηκα λο ιπόν όχ ι από δε ιλία, αλλά από την υπερ­ β ολική μου αλαζονεία. Δ ε φο βήθηκα το ψηλό του ανά­ στημα, το ξύλο ή το ρίξιμο έξω απ ' το παράθυρο' ε ίχα το θάρρος της δύναμή ς μου' μα μου έλε ιπε το η θικό θάρρος. Φο βήθηκα μήπως όλο ι όσο ι βρ ίσκονταν εκεί, από το ανα ιδές εκεΙνο υποκείμενο που μαρκάρ ιζε ώς τον β ρω­ μιάρη και βλογιοκομμένο δημόσ ιο υπάλληλο που πη δού­ σε με το λιγδωμένο του γ ιακά σαν ακρίδα γύρω γύρω, μή πως δ ε με καταλάβουν και με κοροϊδέψουν αν τους μι­ λούσα σε φιλολογ ική γλώσσα. Γιατί στον τόπο μας δεν

.ιυ l 11υl �lυ

μπορεί κανε ίς να μιλήσει ο ύτε για τόση δα τιμή (δηλαδή όχι για την τιμή , αλλά για τόση δα τιμή ) παρά μόνο σε φι­ λολογική γλώσσα. Το συνη θ ισμένο λεξ ιλόγιο δεν ταιριά­ ζει όταν πρόκειται για την τιμή! ' Ημουν απόλυτα βέβαιος (αισθάνομαι ότι ε ίμαι ρεαλιστή ς, παρά το ρομαντισμό μου !) ότι θα έσκαγαν στα γ έλια κι ο αξ ιωματικός δε θα μ' έδερνε με κακία. Θ α με κλοτσούσε μόνο με το γόνατο, θα μ' έφερνε βόλτα στο μπιλ ιάρδο, θα με λυπόταν κατόπιν και δε θ α με πετούσε απ' το παράθυρο. Βέβαια, η τ ιποτέ­ νια αυτή ιστορία δ ε θ α τέλειωνε έτσι εις βάρος μου. Με­ τά το επεισόδιο αυτό , αντά μωσα πολλές φορ ές τον αξ ιω­ ματικό στο δρό μο, τον γνώριζα καλά' δεν ξέρω αν με γνώρισε κι εκείνος. Ν ομίζω όχι' κάτι ενδε ίξ εις με κάνουν να το υποθέτω. Εγώ ό μως, εγώ τον κοίταζα με μίσος και θυμό ' κι αυτό κράτησε μερικά χρόνια. Η μνησικακία μου από χρόνο σε χρόνο μεγάλωνε, άρχισα να πα ίρνω πληρο­ φορ ίες για τον αξ ιωματικό . Μου ήταν βέβαια δύσκολο, γιατί δε γνώριζα καν έναν. Αλλά μια μέρα που τον παρα­ κολουθούσα από μακριά, σα να με κρατούσε απ' το λου­ ρί, κάποιος τον φώναξ ε με τ' όνομά του κι έτσι έ μαθα πώς τον έλεγαν. Μ ιαν άλλη φορά, τον παρακολούθησα ώς το σπίτι του κι έδωσα δέκα καπίκια στο θυρωρό για να μάθω πού έ μενε, σε ποιο πάτωμα, μόνος ή με άλλον και τα λοιπά . ' Ο,τι δηλαδή μπορεί να μάθ ει κανείς από ένα θυρωρό . ' Ενα πρωί, μολονότι δε φιλολογούσα ποτέ , μου ήρθ ε η ιδέα να παρουσιάσω σ ' ένα δ ιήγημα την καρι­ κατούρα του αξιωματικού . Έγραψα το δ ιήγημα αυτό με εξαιρετική ευχαρίστηση. Του έβγαλα τη μάσκα, σατιρίζο­ ντάς τον μάλιστα περισσότερο απ' όσο έπρεπε. ' Αλλαξα τ' όνομά του με τ έτοιο τρόπο, που να μπορούν να τον αναγνωρίσουν αμέσως, μα κατόπιν, αφού το σκ έφτηκα καλά, το ξαναδ ιόρ θωσα, το άλλαξα ολότελα κι έστειλα το δ ιήγημα στα Χρονικά της Πατρίδας. Τότε ό μως δεν έγραφαν σάτιρες και δ ε δημοσ ίευσαν το δ ιήγημά μου. Έσκασα από το κακό μου. Μ ερικές φορ ές μ' έπνιγε η

μνησικακία. Στο τέλος, αποφάσισα να προκαλέσω τον αντίπαλό μου. Του έγραψα μια ελκυστική, χαριτωμένη επιστολή και τον ικέτευα να μου ζητήσει συγνώμη ' μα επειδή μπορούσε να αρνη θ ε ί, του έκανα μερικούς υπαι­ νιγμούς, αρκετά φανερούς, για μονομαχία. Είχα συντάξει την επιστολή τόσο ό μορφα, που ο αξ ιωματικός, όσο λίγο ' και να καταλάβαινε το « Ωραίο και το Υψηλό », θα 'ρχό­ ταν δίχως άλλο σπίτι μου και θ α ριχνόταν στο λαιμό μου για να μου προσφέρει τη φιλία του. Και τι ωραία που θα 'ταν τότε ! Πόσο ό μορφα θα τα περνούσαμε ! « Θα με προ­ στάτευε με την αντρική του στάση, κ ι εγώ θ α τον εξευγέ­ νιζα με τη μόρφωσή μου και με ... τις ιδέες μου, και ποιος ξέρει τι πράγματα θα μπορούσαν να προκύψουν απ' αυ­ τό! » Επειδή ε ίχαν περάσει δύο χρόνια πια από τότε που με ε ίχε προσβάλει, η πρόσκλησή μου ή ταν ένας φοβερός αναχρονισμό ς, μολονότι η επιστολή μου ή ταν τόσο επιδέ­ ξ ια γραμμένη, που τον εξηγούσε και τον κάλυπτε. Μ α δό­ ξα τω Θ εώ ( ευλογώ ακό μη τον Π αντοδύναμο με δάκρυα στα μάτια), δεν έστειλα την επιστολή μου. Τρ έ μω και μό­ νο που το συλλογ ίζομαι τι θα μπορούσε να συμβ εί αν την έστελνα. Κι άξαφνα... μια μέρα εκδικήθηκα κατά τον ΠΙΘ απλό τρόπο, τον πιο δαιμόνιο ! Μ ια φωτεινή ιδέα με φώ ­ τισε ξαφνικά. Κάπου κάπου, όταν ή ταν γιορτές , πή γαινα στη λεωφό ρο Νέφσκ ι κατά τις τέσσερις η ώρα κ ι ανεβο­ κατέβαινα στην ηλιόλουστη πλευρά της. Δηλαδή, δ εν ε ίχα κατά νου να κάνω περ ίπατο , αλλά με β ασάνιζε η ταπεί­ νωσή μου και άναβ ε ο θυμός μου. Μα πιθανόν να το ε ίχα ανάγκη αυτό ... Γλιστρούσα σα χέλι ανά μεσα στους περα­ στικούς , κάνοντας τόπο να περάσουν πότε οι στρατηγοί, πότε οι αξ ιωματικοί, οι ίλαρχοι της φρουράς, οι ουσάροι, και πό τε οι κυρ ίες. Τις στιγμές αυτέ ς ένιωθα πόνους, σα να μου ξερίζωναν την καρδ ιά και να μου έριχναν καυτό νερό στην πλάτη, καθώς σκεφτό μουν την ελεεινή κατά­ σταση της ενδυμασ ίας μου, την ταπεινή και άθλια κατά­ σταση του εαυτού μου που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους - 58 -

ιυ

ι ι ιυι .ι:.ιυ

διαβάτες Ηταν πραγματικό μαρτύριο η ανυπό μονη και επίμονη αυτή σκέψη του εξ ευτελισμού, όταν ολοφάνερα έβλεπα ότι ε ίμαι ένα κουνούπι μπροστά σ' όλο αυτόν τον κόσμο, ένα τιποτένιο και άχρηστο κουνούπι - πιο έξυ ­ πνο, πιο εξ ελιγμένο, πιο ευγενικό από τους άλλους, αυτό να λέγεται - μα ένα κουνούπι ωστόσο, που κάνει τόπο σ' όλους, προσβλημένο κι εξευτελισμένο απ' όλους. Γ ιατί να ρ ίχνομαι σ' αυτό το μαρτύριο, γιατί να ανεβοκατεβαίνω τη λεωφό ρο Νέφσκι; Δεν ξέρω τίποτα. Μα κάτι με τρα­ βούσε εκεί κάθ ε φορά . Αρχισα τότε να αισ θάνομαι τον παροξυσμό της από ­ λαυσης για τον οποίο σας μίλησα στο πρώτο μου κεφά­ λαιο Υ στερα μάλιστα από το επεισόδ ιο με τον αξ ιωματι­ κό , αυτό το κάτι με τραβούσε εκεί περισσότερο. Τον συ­ ναντούσα κυρίως στη λεωφόρο Νέφσκι, εκεί τον θ αύ μα­ ζα. Πήγαινε ιδίως τις γιορτές . . Εκανε τόπο να περάσουν οι στρατηγοί και οι επίσημοι, και γλιστρούσε κι αυτός σα χέλι ανάμεσά τους μα όταν επρόκειτο γι' ανθ ρ ώπους σαν κι εμένα ή κατά τι καλύτερους, κυριολεκτικά μας κουρ έ­ λιαζε: ερχόταν γραμμή καταπάνω μας, σα να 'χε το κενό μπροστά του, και για κανένα λόγο δεν υποχωρούσε ούτε μία σπιθαμή . Μ εθ ούσα απ' την κακία μου κοιτάζοντάς τον, και... λυσσώντας, παραμέριζα μπροστά του. Υπ έφε­ ρα που δεν μπορούσα να εξισωθώ μαζί του ούτε στο δρό­ μο. Γιατί στρίβ εις πάντα πρώτος; ρωτούσα μέσα μου βρά­ ζοντας, όταν ξυπνούσα καμιά φορά στις δύο μετά τα με­ σάνυχτα. Γ ιατί το κάνεις εσύ κι όχι αυτός; Δ εν υπάρχει καν ένας νό μος που σε προστάζει να το κάνεις αυτό δεν είναι γραμμένο που θ ενά! Λοιπόν, το παραμέρισμα πρ έ­ πει να ε ίναι αμοιβαίο, όπως κάνουν οι καθωσπρ έπει άν­ θρωποι όταν συναντιούνται: θα υποχωρή σει αυτός λίγο, εσύ άλλο τόσο, και θ α περάσετε δ ε ίχνοντας την ευγένειά σας ο ένας προς τον άλλον. Μα δε συνέβαινε αυτό , και υποχωρούσα πρώτος εγώ, ενώ εκείνος ούτε καν με πρό­ σεχε . . Αξαφνα ό μως, μια έκτακτη ιδέα μού κατέβηκε στο .





. •

-59-

..... ... '-.n " .ι. '-J.ι.

l" l VL ι VΙ JCΙVLJ\.Ι

κεφάλ ι. Σκέφτηκα, αν τάχα τον συναντούσα και δεν υπο­ χωρούσα; Για να το κάνω αυτό, θα έπρεπε να τον σπρόJ­ ξω. Τι θα γινό ταν μετά , ε ; Η τολμηρή αυτή ιδέα άρχισε σιγά σιγά να στριφογυρίζει τόσο πολύ στο μυαλό μου, που δ ε μ' άφηνε να ησυχάσω. Τη σκεφτό μουν πάντα με αγωνία, και πήγαινα επίτη δες συχνότερα στη Νέφσκι για να φ έρω μπροστά μου πιο καθαρά το πώ ς θ α φερθώ όταν θα έρ θ ει η στιγμή. Ή μουν καταμαγεμένος. Το σχέδ ιο αυ­ τό όλο και πιο πραγματοποιή σιμο μου φαινόταν. Βέβαια, να μην τον σπρώξω τόσο που να π έσει, συλλογιζόμουν, επειδή από τη χαρά μου γινό μουν και πιο τρυφερός να, απλούστατα, να μη στρίψω, να σκοντάψω, να σκοντάψω πάνω του, όχι πολύ δυνατά, ώ μο με ώ μο, και τόσο μόνο, όσο επιτρ έπει η ευπρέπεια για να γ ίνει αμοιβαίο το σκό­ νταμα. Τέλος, η απόφασή μου ή ταν οριστική. Χρειάστηκα ό μως πολύ καιρό για τις προετοιμασίες. Το πρώτο πράγ­ μα για να κάνει κανείς μια τέτοια πράξη, ε ίναι να έχει παρουσιαστικό πιο αξιοπρεπέ ς, να φροντίσει για τα ρού­ χα του. ' Οπως κι αν έχει, αν ένα τέ τοιο επεισόδ ιο πρόκει­ ται να γ ίνει δημοσίως ( και στην περίπτωση αυτή δ εν ξέ­ ρει κανείς ποιοι θ α ε ίναι οι θ εατές μπορεί να βρεθ ε ί εκεί καμιά κό μισσα, ό πρ ίγκηψ Δ. κι όλος ο φιλολογικός κό σμος ) , πρ έπει να ε ίναι κανείς καλοντυμένος. Αυτό έχει κάποια δύναμη επιβ ολή ς , κι είναι σα να σε φέ ρνει στο ίδ ιο επίπεδο με τον αντίπαλό σου στα μάτια της υψη λή ς κοινωνίας. Γι ' αυτό ζή τησα μια προκαταβολή έναντι του μισθοί! μου κι αγόρασα γάντια μαύ ρα κι ένα καπέλο της προκοπή ς . Τα μαύ ρα γάντια ταίριαζαν καλύτερα με το σοβαρό χρώ μα τους, από τα κίτρινα που θέλησα στην αρ­ χή να φορ έσω. (ΤΟ κίτρινο φωνάζει πολύ και δε ίχνει πε­ ρισσότερο ότι θέλει κανε ίς να τον κοιτάξουν.) Γ ι' αυτό δεν πή ρα κ ίτρινα γ άντια. Είχα ετοιμάσει από καιρό ένα φίνο πουκά μισο με άσπρα κοκαλένια κουμπιά. Εκε ίνο που με καθυστέρησε ή ταν το παλτό. Δεν ή ταν άσχημο το παλτό μου, ή ταν ζεστό · μα ή ταν φοδ ραρισμένο με μπα-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

μπάκι, κι ο γιακάς του ή ταν από γούνα τσακαλιού που φορούσε μόνο ο όχλος. ' Επρεπε να αλλάξω οπωσδήποτε το γιακά και να βάλω έναν από γούνα νυφίτσας, σαν εκείνον που φορούν οι αξιωματικοί. ' Αρχισα λοιπόν να τρ ιγυρ ίζω στα καταστή ματα, κι ύστερα από μερικές από­ πειρες, σταμάτησα μπροστά σε μια γούνα γερμαν ική ς νυ­ φίτσας που ή ταν φτηνή . Αυτή η γερμανική γούνα φθ ε ίρε­ ται γρήγορα και γ ίνεται χάλια, μα στην αρχή, όταν ε ίναι καινούρια, κάνει πολύ καλή φιγούρα. Εγώ τη χρειαζό­ μουν μόνο για μια φορά . Ρώτησα την τιμή. Ήταν και πάλι πολύ ακριβή. Αφού το καλοσκέφτηκα, aπoφάσισα να πουλήσω τη γούνα του γιακά μου. Τα λεφτά που μου λεί­ πανε, και δεν ή ταν λίγα, αποφάσισα να τα δανειστώ από τον Αντόν Αντόνο βιτς Σ ετότσκιν, τον προϊστά μενο του γραφείου μου, που ή ταν καλόβολος άνθ ρωπος, μα σοβα­ ρός και θ ετικός δε δάνειζε ποτέ, αλλά με είχε συστή σει σ' αυτόν κάποτε ένα σπου δαίο πρόσωπο στο οποίο χρω­ στούσα και τη θέση μου. Στεναχωρήθηκα φοβερά. Ντρε­ πό μουν και μου φαινόταν φριχτό να ζητή σω χρή ματα απ' τον Αντόν Αντόνοβιτς. Δ εν κοιμήθηκα τρεις νύχτες γενι­ κά , κοιμό μουν λίγο τότε' ή μουν αναστατωμένος και η καρ διά μου τη μια έ μοιαζε να σβήνει και να πεθ αίνει, την άλλη χτυπούσε δυνατά, σφυροκοπούσε .. Ο Αντόν Αντό­ νοβιτς παραξ ενεύτηκε στην αρχή , ύστερα σούφρωσε τα φρύδια, και μετά σκέφτηκε και μου δάνεισε τα χρή ματα, όταν του υπέγραψα μιαν απόδειξη που του έδ ινε το δι­ καίωμα να τα πάρει πίσω aπό το μισθό μου σε δεκαπέντε μέρες. Έτσι, ετοιμάστηκαν όλα' μια ωρα ία γερμανική γούνα φιγουράριζε στο γιακά μου αντί για την ελεεινή τη δική μου, και σιγά σιγά έβαλα μπροστά το σχέδ ιό μου. Μα το ομολογώ, ύστερα από πολλές δοκιμές, άρχισα να aπελπίζoμαι: αδύνατο να πέσω πάνω του ! Του κάκου το aπoφάσιζα· γ ια μια στιγμή θαρρούσα πως θ α τρακάρου­ με κι έπειτα του άνοιγα πάλι δρό μο, κι ο αξιωματικός περνούσε χωρίς καν να με προσέξει. Μουρμούριζα μάλι.

φιυΝτυl' NTυ2:TυΓl�Φ2:Κl

στα και προσευχές σαν τον πλησίαζα, μή πως και με κάνει πιο τολμηρό ο Θ εός. Μ ια μέρα, ή μουν σχεδόν αποφασι­ σμένος, αλλά συν έβηκε να β ρεθώ κάτω από τα πόδ ια του μόνο, γιατί την τελευταία στιγμή , σε δυο σπιθ αμές από ­ σταση, μου έλειψε το θάρρος. Πέρασε από πάνω μου αδιάφορος κι εγώ πετάχτηκα στο πλάι σαν τόπι. Εκείνη τη νύχτα αρρώστησα' ε ίχα πυρετό και παραλή ρημα. Κι άξαφνα, όλα τέλειωσαν με τον καλύτερο τρόπο του κό­ σμου. Την άλλη νύχτα αποφάσισα οριστικά να εγκαταλεί­ ψω το απαίσιο σχέδ ιό μου και να τα στε ίλω όλα στο δ ιά­ βολο' με την πρόθ εση λοιπόν αυτή πήγα για τελευταία φορά στη Νέφσκι, για να δω μόνο με τι τρόπο θ α το εγκατέλειπα. Ξαφνικά, κι ενώ β ρισκό μουν τρ ία βή ματα μακριά από τον αντίπαλό μου, το αποφάσισα κατά τρόπο απροσδόκητο' έκλεισα τα μάτια και... σκοντάψαμε δυνα­ τά, ώμο με ώμο ! Δεν υποχώρησα ούτε σπιθαμή και πέρα­ σα σαν ίσος προς ίσο ! Ούτε καν παραμέρισε ' έκανε πως δ ε με πρόσεξε' μα το έκανε επίτηδες, ε ίμαι βέβαιος ! Εί­ μαι βέβαιος μέχρι σή μερα ! Το σκούντημα βέβαια το ένιωσα εγώ περισσότερο' ήταν πιο γερός από μένα. Μα τι με μέλει; Εγ ώ πέτυχα το σκοπό μου. . Εσωσα την αξ ιό ­ πρ έπειά μου. Δεν υποχώρησα ούτε βή μα κι έδ ειξα την κοινωνική μου ισότητα με αυτόν μπροστά σ' όλο τον κό­ σμο. Γύρισα σπίτι, αφο ύ είχα πια εκδικη θ εί. Ή μουν κα­ τεν θουσιασμένος. Είχα θ ριαμβ εύσει κι άρχισα να τρα­ γου δώ σκοπούς από την ιταλική όπερα. Δε θα σας περι­ γράψω βέβαια τι ένιωσα μέσα μου τρεις μέρες ολόκλη­ ρες. Αν δ ια βάσατε το πρώτο μέρος του Υπογείου, θα το μαντέψετε εύκολα. Ο αξ ιωματικός μετατέθηκε κάπου' δ εν τον ξαναείδα, είναι τώρα δεκατ έσσερα χρόνια πάνω κάτω. Τι να 'γινε ο αγαπητός αυτό ς φ ίλος ; Ποιους ποδο­ πατάει στο δρό μο;

-62 -

Οταν τέλειωσε η κρίση της κραιπάλης μου, ένιωσα μια φριχτή αη δία. Μ' έπιανε η μεταμέλεια, την έδ ιωχνα. Σ ιγά ' σιγά ό μως, άρχισα να συνη θίζω, συνήθ ιζα σ όλα, ή καλύ­ όλ τερα, υπέκυπτα και τα υπέφερα α: κατέφευγα δη λαδή σε ό,τι είναι « Ωραίο και Υψηλό», στα όν ειρά μου, εννοεί­ ται. Ον ειροπολούσα τρομερά ' ονειροπολού σα τρεις μήνες αδιάκοπα, τρυπωμ ένος στη γωνιά μου, και πιστέψτε με παρακαλώ , τις στιγμές αυτές δεν έμοιαζα καθόλου με τον κύριο που έτρεμε όταν έβαζε στο γιακά του παλτού του τη γ ερμαν ική γούνα. Γινό μουν ξαφνικά ή ρωας. Δε θ ' άνοιγα τότε ούτε την πόρτα στον υψηλόσωμο λοχαγό μου αν του κατέβαινε να μ' επισκεφτεί . Ούτε που τον σκεφτό­ μουν μάλιστα. Τι ή ταν τα ονειροπολήματά μου και πώς μπορού σα να μένω ευχαριστημένος απ' αυτά, ε ίναι πράγ­ μα δύσκολο να το πω τώρα, μα τότε ευχαριστιό μουν. Τα πιο γλυκά και ζωηρά ον ειροπολή ματα μού έρχονταν ύστερα από την κραιπάλη μου. Κι έρχονταν με δάκρυα και μετάνοια, με βλαστή μιες και παραφορά . Υ πή ρχαν στιγμές τέτοιας μ έθης και τέτοιας ευδαιμονίας, που δεν ένιωθα πια το σαρκασμό στην καρ διά, σας τ' ορκίζομαι. Πίστευα, έλπιζα, αγαπούσα. Π ίστευα τυφλά ότι σαν από θαύ μα, από κάποια εξωτερική σύ μπτωση, ο ορίζοντας θ α ξεκαθ αρίσει, θα μεγαλώσει, πως θα ανακαλύψω ξαφν ικά κάποιον ορίζοντα δράσης που θ α έχει σχέση με την ιδιο­ συγκρασία μου, υπέροχο κι ευεργετικό , και προπαντός έτοιμο (τι θ α 'ταν ακριβώς δ εν ήξερα, μα το σημαντικό ήταν πως θα 'ταν έτοιμος). Σχεδόν έβλεπα τον εαυτό μου να ξεπηδά μέσα στον κόσμο, στεφανωμ ένος με δράση, πάνω σ ' ένα λευκό άλογο. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θ α έπαιζα ένα δ ευτερότερο ρόλο , και στην πραγματι­ κότητα αυτός ήταν και ο λόγος που δεχό μουν ή ρεμα τον πιο μικρό ρόλο. ' Η ή ρωας ή μ έσα στη λάσπη, δ εν υπάρχει μέσος όρος. Αυτό μ' έφαγε. Γιατί στη λάσπη μέσα παρη-



- 63 -

'ψIo� ..Π" J. vr ι" ι VL Ι υι ι.ι:,ΨLl\.l

.

γοριό μουν συλλογιζό μενος πως σε κάποιες άλλες στιγμές υπήρξα ήρωας, κι ο ή ρωας σκέπαζε τη λάσπη. Ένας κοι­ νό ς άν θ ρωπος χωρίς άλλο θ α ντρ έπεται να λερωθ εί , μα ο ή ρωας στέκεται πολύ ψηλά, δ εν τον αγγ ίζει η λάσπη , μπορεί λοιπόν να λ ερωθ εί; Π ρέπει να παρατηρήσω ότι οι παροξυσμοί αυτοί για «το Ωραίο και το Υψηλό» μου έ ρ­ χονταν σε στιγμέ ς κραιπάλης, κι ακριβώς όταν βρισκό­ μουν ολότελα στον πάτο. Έρχονταν ξαφνικά, σα να 'θ ε­ λαν να μου θυμίσουν ποιος εί μαι, μα δε σταματούσαν την κραιπάλη με την παρουσ ία τους απεναντίας, την ενί­ σχυαν με την αντίθ εσή τους κι ερχόντουσαν ακριβώς τό ­ σοι, όσοι θ α έφταναν για να κάνω μια ορεχτική σάλτσα. Η σάλτσα γινόταν από αντιγνωμίες και πόνο, από κάποια οδυνηρή εσωτερική ανάλυση' κι όλ' αυτά τα μαρτύρια και η αναστάτωση πρόσθ εταν κάτι σαν κόκκινο πιπέ ρι, κά­ ποιο νόημα στην κραιπάλη μου. Μ ε λίγα λόγια, ήταν αρ­ κετά για να γ ίνει μια καλή σάλτσα. τ Ολ' αυτά είχαν ένα β αθύ νόημα. Θ α αν εχό μουν λοιπόν τη χυδαία και κοινή κραιπάλη του αστοιχείωτου γραφιά και θα σή κωνα πάνω μου όλη αυτή τη λάσπη ; Τι τάχα να με τραβούσε σ ' αυτή ν και μ' έκανε να βγαίνω έξω τις νύχτες; τ Οχι, έχω για όλα μια έντιμη δ ικαιολογία... Μα τι αγάπη, Θ εέ μου, τι αγάπη ένιωθ α μέσα στα όνει­ ρά μου, όταν κατέ φευγα σ ' ό ,τι είναι «Ω ραίο και Υψη­ λό». Είναι αλήθ εια πως ήταν μια αγάπη φανταστική, που δεν υπή ρξε ποτέ στην πραγματικότητα, αλλά ίσως επειδή ήταν τόσο δυνατή , δεν αισθ ανό μουν την ανάγκη να βρω ένα αντικεί μενο να την προβάλω πάνω του' θα ήταν πο­ λυτέλεια ανώφελη. Αλλωστε, όλα αυτά κατέληγαν πάντο­ τε στην τέχνη: ξαναγύριζα εκεί ράθυμα και μεθυστικά ' δη λαδή στις ωρα ίες φόρμες της δημιουργίας, φό ρμες έτοιμες που δεν μπορούν να τις καλύψουν οι ποιητές και οι μυ θ ιστοριογράφοι και που προσαρμόζονται σε όλες τις δουλειές και σ' όλες τις απαιτήσ εις. Εγ ώ, για παρά­ δειγμα, β ρ ίσκομαι πιο ψηλά απ' όλο τον κόσμο' όλοι είτ

ί ί ά ναι σκουπ δια μπροστ μου και ε ναι υποχρεωμ ένοι να θέλ ί ον ας και μη ην ν ζ τ ου τελειότητά μου' και τ αναγνωρ ό Ε όλ ώ ε σμο. ρω ον κ ο τ ύομαι επειδή εί μαι τ τότε συγχωρ ή ή ένας δ ιάσημος ποιητ ς και ευγεν ς αποκτώ αμ έτρητα εκατομμύρια, προορισμένα για την αν θρωπότη τα' εξομο­ λογού μαι φανερά στον κόσμο όλες μου τις ντ ροπ ές, που δεν είναι βέβαια απλές ντροπές, αλλά έχουν μέσα τους πολύ από κείνο που ε ίναι «Ω ρα ίο και Υψηλό», όπως στον Μάνφρεντ. Ολοι κλαίνε και με φιλούν (αλλιώτ ικα θα 'ταν βλάκες με πατ έντα) ' κι εγ ώ πηγα ίνω ξ ιπόλητος και πεινασμένος να κηρύξω ν έ ες ιδέες και να ξ εκάνω του οπισθοδρομικούς του Αούστ ερλιτς. Ύστ ερα παίζεται ένα εμβατή ριο, δίνεται αμνηστία, ο πάπας συμφωνε ί να φύγει από τη Ρώ μη και να πά ει στη Βραζιλία' έπειτα δίνουν ένα χορό για όλόκληρη την Ιταλία στη Β ίλα Μποργκ έζε, που είναι κοντά στη λίμνη του Κό μο, γιατί η λίμνη Κό μο μετα­ φέρεται ειδ ικά γι' αυτό το σκοπό στη Ρώ μη' κατόπιν δίνε­ ται μια υπαίθρια παράσταση, και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν τα ξέρετ ε ; Θ α πείτ ε πως είναι πρόστυχο και άνανδρο να τα φανερώνει κανείς όλ' αυτά ύστ ερα από τόσο εν­ θουσιασμό και τόσα δάκρυα που ο ίδ ιος σας εξομολογή ­ θηκα. Μα γιατί είναι πρόστυχο; Νομίζετ ε λοιπόν πως ντρ έπομαι γι' αυτά και πως είναι πιο παράλογα από οποιοδή ποτ ε άλλο επεισόδ ιο της ζωή ς σας ; Εξάλλου, πι­ στ έψτ ε με, μερικά πράγματα είχαν κανονιστ εί πολύ κα­ λά... Δεν έγιναν δα και όλα στη λίμνη Κόμο. Ω στόσο, έχε­ τε δίκιο, ε ίναι πρόστυχο και άνανδρο στ ' αλήθ εια. Αλλά το πιο πρόστυχο είναι που άρχισα να δ ικαιολογού μαι μπροστά σας. Κι ακό μη χειρότερο ε ίναι που κάνω τώρα αυτή την παρατή ρηση. Αρκούν , παρ ' όλ' αυτ ά, γιατί αλ, λιώτικα δ ε θα τελειώναμε ποτ έ : Ολα θα ε ίναι πάντα το i! ένα πιο πρόστυχο από το άλλο. !i τρ Δεν ή μουν σε θέση να ονειροπολώ περισσότ ερο από ϊ εις μήνες συνεχώς κι άρχισα να αισ θάνομαι την ακα­ τανίκητη ανάγκη να ριχτώ μέσα στον κόσμο. Αυτό σή μαιτ

τ

Ι

νε για μ ένα να πάω να επισκεφτώ τον προϊστάμ ενό μου Αντόνοβ ιτς Σετότσκιν. Ήταν η μοναδ ική μου , ταπεινή γνωριμ ία σ' όλη μου τη ζωή , και παραξενεύο μαι γι' αυτή τη σχέση. Στο σπίτι του δεν πήγαινα παρά μόνο στις κρ ί­ σι μ ες στ ιγ μ ές κι όταν οι ονειροπολή σεις μου με αν έβαζαν σε τ έτοια ύψη ευτυχίας, που ήταν ανάγκη απόλυτη, χωρίς να αργοπορώ, να σφίξω στην αγκαλιά μου ολόκληρη την ανθ ρωπότητα. Γ ια να γ ίνει ό μως αυτό , πρ έπει κανε ίς να έ χει τουλάχιστον έναν άνθ ρωπο μ ε σάρκα και οστά. Έπε ιτα, έπρεπε να επισκέπτο μαι τον Αντόνοβ ιτς την Τρί­ τη (ήταν η μ έρα του), έπρεπε δηλαδή να προετοιμάζο μαι έτσι, ώστε να αισθάνο μαι την ανάγκη να σφ ίξω στην αγκαλιά μου την ανθ ρωπότητα την Τρ ίτη. Ο Αντόν Αντό­ νοβ ιτς κρατούσε στ ις Πέντε Γωνιές, στο τρ ίτο πάτωμα, ένα δ ια μέρισμα από τ έσσερα δωμάτ ια μ ε πολύ χα μηλά και μ ικρά ταβάνια, κιτρινισμ ένα κι ελεεινά . Ζούσε μ ε τ ις δυο του κόρες και τη θ ε ία τους που σερβίριζε το τσά ι. Η μία του κόρη ήταν δεκατριών χρονών και η άλλη δ εκα­ τεσσάρων. Κι οι δυο ε ίχαν μυτ ίτσες ανασηκω μένες και με φόβ ιζαν τ ρο μερά , γιατί μιλούσαν σιγανά και γελούσαν. Ο οικοδ εσπότης έ μενε συνήθως στο γραφε ίο του, καθ ισμέ­ νος σ' ένα βελούδ ινο καναπέ , μπροστά σ ' ένα τραπεζάκι' κάποιος γκριζο μάλλη ς , δη μόσιος υπάλληλος κι αυτός, του έκανε πάντα συντροφιά. Δ εν ε ίδα ποτ έ στο σπ ίτ ι του πε­ ρισσότ ερους από δύο ή τ ρεις επισκέπτες, πάντα τους ίδιους. Μ ιλούσαν για τους φό ρους των ποτών, για τ ις δη­ μοπρασί ες της κυβέρνησης, για μ ισθούς, για προαγωγέ ς, για την αυτού εξοχότητα τον κύριο υπουργό , για το πώς θα μπορούσε κανείς να του είναι αρεστό ς, και τα λοιπά και τα λοιπά. Είχα την υπο μονή να κάθομαι μπροστά τους τ έσσερις ολόκληρες ώρες, σα βλάκας, και να τους ακούω, χωρίς να ξέρω ούτ ε να τολμώ να λάβ ω μέ ρος στη συζήτησή τους. Αποβλακωνό μουν, ίδρωνα αδιάκοπα, φο­ βό μουν πως θα μου ' ρθ ει αποπληξία ' μα ήταν σωτή ριο αυτό . . Οταν ξαναγύ ριζα στο σπ ίτι, ανέβαλλα για αργότε-66-

ρα τη λαχτάρα μου να σφ ίξω στην αγκαλιά μου όλη την ανθρωπότητα. Είχα ωστόσο και μιαν άλλη γνωριμία. Τον Σ ιμόνοφ, μα­ θητικό μου φίλο. Είχα κι άλλους πολλού ς συναδέλφους στην Πετρούπολη, μα δ εν πήγαινα μαζί τους, έπαψα μάλι­ στα και να τους χαιρετώ . Θ α προτιμούσα επίσης να αλλά­ ξω υπουργείο για να μην εί μαι κοντά τους, και να δ ιακό­ ψω εντελώς τις σχέσεις μου με τα μισητά παιδικά μου χρ όνια. Καταραμένο να 'ναι αυτό το σχολειό , εκείνες οι φριχτές μέρες της φυ λακή ς. Κοντολογ ίς, χωρίστηκα από τους φίλους μου μόλις απόκτησα την ελευθ ερία μου. Τρεις τέσσερις ήταν οι άν θρωποι που χαιρετούσα ακό μη. Ένας ύ ή ο Σ ιμόνοφ, που δεν είχε διακριθ εί καθό­ απ' αυτο ς ταν ' λ ί λόβ ολος και ή συ­ ό ό λου στο σχο ε ο μου φαιν ταν μως κα χος άνθρωπος, και είχα παρατηρή σει στο χαρακτήρα του κάποια ανεξαρτησία, ακό μη και τιμιότητα. Είχα περάσει μαζί του ευχάριστες στιγμές, μα κράτησαν λίγο. Είναι φα­ νερό ότι οι αναμνή σεις αυτές τον στεναχωρούσαν, και θαρρείς ότι φο βόταν μήπως κι αποκτήσουμε πάλι την πα­ λιά εκείνη οικειότητα. Υποπτευό μουν ότι με αντιπαθούσ ε, αλλά επειδή δεν ή μουν βέβαιος, εξακολουθούσα να πη­ γαίνω σπίτι του. Μ ια Πέμπτη ό μως, μην μπορώντας να υποφέρω τη μοναξ ιά μου και ξέροντας ότι την Πέμπτη η πόρτα του Αντόν Αντόνοβ ιτς ήταν κλειστή , θυ μήθηκα τον Σ ιμόνοφ . Ανεβαίνοντας στο τρίτο πάτωμα, σκεφτό μουν ότ ι ο κύριος αυτός με είχε βαρεθ εί και δεν έπρεπε να τον επισκέπτομαι. Μα συνέβαινε πάντα να χώνομαι σκόπιμα σε μιαν αμφίβολη κατάσταση όταν οι άλλοι σχημάτιζαν μια τέτοια ιδέα για μένα. Μπήκα λοιπόν μέσα. Είχε περά­ σει ένας χρόνος πάνω κάτω και δ εν είχα δει τον Σ ιμόνοφ.

Βρήκα σπίτι του άλλους δύο μαθητικούς μου φίλους. Συ-

67 -

ζητούσαν καθώς φαίνεται για κάποια σπουδα ία υπόθεση. Καν ένας δ εν έδωσε προσοχή στην επίσκεψή μου, πράγμα παράξενο, γιατί είχα χρόνια να τους δω. Χωρ ίς άλλο θ α μ' ε ίχαν περάσει για καμιά μύγα. Ούτε στο σχολ ε ίο δε μου φερόντουσαν έτσι, αν κι όλοι με αντιπαθού σαν. Κα­ ταλαβ αίνω βέβαια ότι θα με περιφρονούσαν τώρα για την αποτυχία μου στη σταδ ιοδρομία του δημόσιου υπάλ­ λη λου, κι ακό μη, γιατί το ε ίχα ρ ίξει έξω, ή μουν κακοντυ­ μ ένος, και τα λοιπά, πράγμα που γι' αυτούς φανέρωνε την ανικανότητα και την ασημαντότητά μου. Π αρ' όλ' αυ­ τά , δ εν περ ίμενα να με περ ιφρονήσουν και τόσο. Κι ο ίδ ιος ο Σ ιμόνοφ είχε παραξενευτεί από την επίσκεψή μου. Καί άλλοτε ό μως, πάντα του φαινόταν παράξενο όταν τον επισκεπτό μουν. Η υποδοχή αυτή μ' έφερε σε δύ­ σκολη θέση' κάθ ισα στεναχωρημένος λίγο κι άκουγα τη συζήτησή τους. Η σοβ αρή και ζωηρή αυτή συνομιλία περιστρεφόταν γύρω από ένα αποχαιρετιστή ριο γεύ μα που οι κύ ριοι αυ­ τοί ήθελαν να προσφ έρουν την άλλη μ έρα προς τιμή ν του φίλου τους Ζβ ερκόφ, που ή ταν αξιωματικό ς κι έφευγε μακριά, στην επαρχία. Ο Ζβερκόφ ή ταν και δικό ς μου συμμαθητή ς σ' όλες τις τάξεις του σχολείου. Είχα αρχίσει να τον αντιπαθώ, και ειδ ικά όταν φτάσαμε στις ανώ τερες τάξεις. Στις μικρ ές τάξε ις ή ταν απλού στατα ένα ό μορφο ζωηρό παιδάκι που όλος ο κόσμος το αγαπούσε. . Ηταν πάντα αμελή ς, κι όσο μεγάλωνε, τόσο πιο αμελή ς γινό­ ταν' αλλά τελείωσε το σχολείο με καλό βαθ μό επειδή είχε φίλους με επιρροή . Τον τελευταίο χρόνο των σπουδών του πή ρε μια κληρονομιά: σε διακόσια παιδιά, που σχε­ δόν όλοι ή μασταν φτωχοί, άρχισε να κάν ει τον σπουδαίο. Ήταν ανόητος πολύ , αρκετά καλό παιδί ό μως, ακό μη κι όταν περηφανευόταν. Ε μείς, παρά τα ψ εύτικα προσχή μα­ τα και τα πομπώδη λόγια για την τιμή και την αξία, όλοι εμείς, π έρα από λίγ ες εξαιρ έσεις, κολακεύαμε τον Ζβερκόφ, ακριβώς γιατί έκαν ε τον σπουδα ίο . Τον

έκανε άλλωστε όχι από συμφ έρον, αλλά γιατί απλούστα­ τα ήταν ένας νέος με πολλά φυσικά χαρ ίσματα. Ο ι συμ­ μαθητές μου νό μιζαν πως είχαν την υποχρέωση να θ εω­ ρούν τον Ζβ ερκόφ σαν ένα πρότυπο εξυπνάδας και αρι­ στοκρατικ ών τρόπων. Αυτό κυρ ίως ήταν που μ' έκανε και λυσσούσα. Αντιπαθ ούσα το σκληρό και γεμάτο αυτοπε­ ποίθηση τόνο της φωνής του' το θ αυμασμό που έδ ειχνε για τις δ ικές του άνοστες εξυπνάδες, παρά την τολμηρό­ τητα των λόγων του' αντιπαθούσα το πρόσωπό του, το όμορφο μα όχι πολύ έξυπνο (που ευχαρίστως θα το άλλα­ ζα με το δ ικό μου έξυπνο πρόσωπο) και τόυς ελεύθερους τρόπους των αξ ιωματικών του 1840. Αντιπαθ ού σα ό,τι έλεγε για τις μελλοντικέ ς του επιτυχίες με τις γυνα ίκες (δεν τολμούσε να κάνει κόρτε προτού πάρει τα γαλόνια του αξιωματικού , που τα περί μενε με ανυπομονησία) και τις μονομαχίες που θα έκανε. Θυμάμαι ότι ξαφνικά τσα­ κώθηκα με τον Ζβερκόφ, εγώ , που ή μουν πάντα λιγόλο­ γος, μια μ έρα που, μιλώντας με τους φίλους του στο δ ιά­ λειμμα του σχολείου για τις μελλοντικές του χαρ ές και ξαπλώνοντας σαν το σκυλάκι που παίζει στον ήλιο, δήλω­ σε ότι δ ε θ ' άφηνε κορίτσι στο χωριό που να μην του ρι­ χτε ί, πως αυτό θ α ήταν το δ ικαίωμα του αφ έντη, και πως 'αν οι χωρικοί τολμούσαν να δ ιαμαρτυρηθούν, θα τους έδ ερνε με το κνούτο και θα τους έκανε να τα πληρώσουν διπλά αυτο ί οι κανάγηδ ες με τις γενειάδ ες. Ο ι συμμαθη­ τές μου, τα κτήνη, τον επιδ οκίμασαν, εγώ ό μως του αντι­ μίλησα, όχι γιατί λυπήθηκα τα κορ ίτσια και τους πατερά­ δες τους, αλλά απλούστατα γιατί επιδοκίμαζαν ένα σκου­ λήκι. Θα τον κατατρόπωνα τότε' μα ο Ζβ ερκόφ, αν και κουτός, ήταν ευχάριστος και τολμηρός μου ανταπέδωσε κι εκείνος τις κοροϊδίες μου, και για να πω την αλήθ εια, με τέτοιο τρόπο, που δεν τον κατατρόπωσα ολότελα. Ο ι συμμαθητέ ς μου που χαχάνιζαν πήγαν με το μέρος του. Τον νίκησα κι άλλες φορ ές αργότ ερα, μα χωρίς έχθ ρα, αστειευό μενος, έτσι για να περάσει η ώρα. Του απαντού-

σα με την περιφρονητική κι αγανακτισμένη σιωπή μου . Οταν τέλειωσαν οι σπου δέ ς μας, επιχε ίρησε κάπως να συμφιλιωθού με- δεν το απέφυγα, γιατί αυτό με κολάκευε ' και σε λίγο χωριστήκαμε πολύ φιλικά . . Ακουσα κατόπιν για τις επιτυχίες που είχε σαν υπολοχαγό ς, για τα γλέντια που έκανε, και για την προαγωγή του αργότερα. Δε με χαιρετούσε πια στο δρό μο και υποπτευό μουν ότι φο βόταν μήπως εκτεθ εί χαιρετώντας ένα πρόσωπο τόσο ασήμαντο σαν κι εμένα. Τον είδα μόνο μια φορά στο θέατρο, σ' ένα θ εωρείο της τρίτης σειράς με τα γαλόνια του . . Εκανε κό ρτε στα κορίτσια κάποιου γερο-στρατηγού , όλο περι­ ποιήσεις ήταν . Στα τρία χρόνια μέσα είχε καταβλη θ εί πο­ λύ, μολονότι ήταν αρκετά ό μορφος και ζωηρός, όπως άλ­ λοτε. Είχε αρχίσε ι να κάνει κοιλιά ' θα μπορούσε κανείς να πει ότι στα τριάντα του θα ήταν εντελώς χαλαρό το κορμί του. Σ' αυτόν, τον Ζβ ερκόφ που θα 'φευγε, ήθ ελαν οι φίλοι μας να προσφέρουν το γεύ μα. Στα τρία αυτά χρόνια του έκαναν πάντα το φίλο, αν κι από μέσα του ς δε θα παραδεχόντουσαν ότι μπορούσαν να είναι ό μοιοί του, εί μαι βέβαιος. Από τους δύο καλεσμένους του Σ ιμόνοφ, ο ένας ήταν ο Φ ερφίτσκιν, ένας Γερμανορώσος, μικρόσωμος, με πρό­ σωπο μα'ίμού ς, ένας ανόητος που κορό ιδευε όλο τον κό­ σμο, αμείλικτος εχθρός μου από τις μικρ ές τάξεις του σχολείου, που έκανε τον ευαίσ θητο αν και ήταν αχρείος, αυ θάδης, φαφλατάς και κατά βάθος θρασύδειλος Ηταν ένας από τους θ αυμαστές του Ζβερκόφ και τον κολάκευε, επειδή γλεντούσε μαζί του από συμφέρον και του δανει­ ζόταν συχνά χρήματα. Ο άλλος, ο Τρουντολιούμποφ, στρατιωτικός με ψηλό ανάστημα, ήταν άνθ ρωπος ασήμα­ ντος, με φυσιογνωμία ψυχρή, αρκετά έντιμος, μα έσκυβ ε το κεφάλι μπροστά σε κάθ ε επιτυχία και δεν τολμούσε να μιλήσει για προαγωγή . . Ηταν μακρινός συγγενής του Ζβ ερκόφ, και μολονότι κουτό να το αναφέρει κανείς, αυ­ τό του έ δινε κάποια σπουδαιότητα στα μάτια μας. Δε μ'





.

-

70 -

εκτιμούσε καθόλου : αν και δ εν ήταν ευγενικός απέναντί μου , ωστόσο μπορούσα να τον υποφέρω ακόμη. «Λοιπόν, αν ε ίναι από εφτά ρού β λια ο καθένας» λέ ει ο Τρουντολ ιού μποφ, « είμαστε τρεις , μαζεύονται είκοσι ένα ρούβλια - μπορού με να π ληρώσουμε το γ εύμα μ' αυτά τα χρή ματα. Ο Ζβερκόφ βέβαια δε θα πληρώσε ι» . «Εννοε ίτα ι, αφού τον προσκαλού με» επιδοκίμασε ο Σιμόνοφ. . «Νομίζετε» πρόσθ εσε ο Φερφίτσκιν αλαζον ικά, όπως θα 'κανε ένας αυ θάδη ς λακές γ ια να υπερασπιστεί τα γα­ λόνια του αφέντη του στρατηγού , «νομίζετε λο ιπόν ότι ο Ζβερκόφ θα σας αφή σει να τα πληρώσετε όλα εσείς; Θα δεχτεί από λεπτότητα, αλλά θα πληρώσει έπειτα μισή ντουζίνα σαμπάνιες». «Ελάτε, τι να μας κάνει εμάς τους τέσσερ ις η μισή ντουζίνα; » δ ι έκοψ ε ο Τρουντολιού μποφ, που πρό σεξε μό­ νο τη λέξη μισή ντουζίνα. «Λοιπόν, λέγαμε, τρεις, τέσσερις με τον Ζβερκόφ , μα­ ζεύονται είκοσι ένα ρούβλια . Στο Hotel de Paris, αύριο στις π έντε το απόγ ευμα» είπε στο τέλος ο Σιμόνοφ , στον οπο ίο ε ίχαν αναθέσει να οργανώσει το γλέντι. «Γιατί είκοσι ένα ρούβλια; » λέω με κάποια ταραχή , σαν προσβλη μένος «αν λογαριάσ ετε κι εμένα, κάνουν εί­ κοσι οχτώ ρούβλια, όχι είκοσι ένα». Μ ου φαινόταν πολύ ό μορφο να αυτοπροσκλη θώ, έτσι, από μόνος μου και κατά τρ όπο τόσο απροσδόκητο . Θα εκμηδενίζονταν όλοι και θα με κο ίταζαν όλοι τους με σε­ βασμό. «Θέλετε να 'ρθ ετε κι εσείς μαζί;» παρατήρη σε ο Σιμό­ νοφ δυσαρεστημένος , αποφ εύγοντας να με κοιτάξει. Με ήξ ερε απ' την καλή. Μ ' έκανε να λυσσάξω καθώς βεβαιώθηκα πως μ' έπαιρνε γ ια ένα τίποτα. «Γιατί όχι; Είμαι κι εγώ φίλος του , θ αρρώ, κι ομολογώ ότι αυτό με προσβάλλει κάπως που δε με σκέφτηκαν». -

71 -

«Δ ε συμφωνούσατε ποτέ στις ιδέες με τον Ζβερκόφ » συμπλή ρωσε ο Τρουντολιού μποφ σουφρώνοντας τα φρύ­ δια. Εγ ώ ό μως είχα αποφασίσει να επιμείνω και να μην υποχωρήσω. «Μ ου φαίν εται ότι κανείς δ εν έχει το δ ικα ίω μα να το συ μπεράνει αυτό» aποκρίθηκα με φωνή τρεμάμενη, σα να συνέβ αινε κάτ ι το εξαιρετικό . «' Ισως ακριβώς επειδή δε συμφωνούσαμε άλλοτε, είναι που το θέλω σή μερα». «Ας τ' αφήσουμε, ποιος θ α μπορούσε να σας καταλά­ β ει... μ' αυτές τις υψηλές ιδέ ες ...» είπε σαρκαστικά ο Τρουντολ ιού μποφ . «Θα σας γράψουμε κι εσάς» aποφάσισε ο Σ ιμόνοφ, aπευ θυνό μενoς σ ' εμένα ' «αύριο στις πέντε, στο Hotel de Parjs να μην κάν ετε λάθος» . «Και τα χρή ματα; » άρχισε να ψιθυρ ίζει στους άλλους ο Φερφίτσκιν, δε ίχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού του τον Σ ιμόνοφ. Μ α σταμάτησε απότομα, γιατί κι ο ίδ ιος ο Σ ιμόνοφ ντράπηκε. «Ας είναι !» είπε ο Τρουντολιού μποφ καθώς σηκώθηκε. «Αφού έχει τόση διάθ εση, ας έ ρθ ει» . «Μα είναι ιδιαίτερο, φιλικό το γεύ μα αυτό» είπε θυμω­ μένα ο Φ ερφίτσκιν, παίρνοντας το καπ έλο του. «Δεν κά­ νουμε καμιά επίσημη συγκ έντρωση. ' Ι σως και να μη σας υπολογίσαμε εσάς» . Έφυγαν' ο Φερφίτσκιν δε με χαιρ έτησε και ο Τρουντο­ λιού μποφ μόλις που κούνησε το κεφάλι του χωρ ίς να με κοιτάξει. Ο Σ ιμόνοφ, με τον οποίο μείναμε μόνοι, φαινό­ ταν θυμω μένος και στεναχωρημένος , και με κοιτού σε με παράξενο βλέ μμα. Δεν κάθ ισε ούτε μου είπε να καθίσω . «Χ μμμ ... μάλιστα, αύριο λοιπόν . Θ α πληρώσετε τώρα; Για να ' μαστε πιο βέβαιοι» μουρμούρισε κοκκιν ίζοντας . Κοκκίνισα κι εγώ, και κοκκιν ίζοντας θυμήθηκα πως aπό χρόνια και χρόνια, χρωστούσα στον Σ ιμόνοφ δεκα­ π έντε ρούβλια, χρ έος που, άλλωστε, δ εν το ξ εχνούσα πο­ τέ, μα και ποτέ δεν το κανόν ισα.

«Παραδεχτείτε, Σ ιμόνοφ, ότι δεν μπορού σα να ξέρω ερχό μενος εδώ... και λυπάμαι πολύ που ξέχασα... » «Καλά, καλά, μου είναι αδ ιάφορο. Θα πληρώσετε αύ­ ριο στο γεύ μα. Ρώτησα μόνο για να ξέρω... Σας παρακα­ λώ να ... » ΈΚΟψε τη φράση του ξαφνικά, κι άρχισε να πηγαι­ νοέρχεται στο δωμάτιο θυμωμένος ακό μη. Περπατώντας έριχνε όλο του το βάρος στα τακούνια, και χτυπούσε το πάτωμα πολύ δυνατά. «Μήπως σας κρατώ ;» ρώτησα ύστερα από δυο λεπτά σιωπής. «Ω , όχι ! » είπε ζωηρά , «δη λαδή ... για να πω την αλή­ θ εια, ναι. Ξ έρετε, πρέπει να πάω μια στιγμή ... Είναι δω, πολύ κοντά ... » πρόσθ εσε σαν σαστισμένος και με κάποια ντροπή. «Αχ, Θ ε έ μου ! Και δ ε μου το λέγατε ! » φώναξα αρπά­ ζοντας το κασκέτο μου, με μεγάλη ελευθ ερία στις κινή­ σεις που ένας Θ εός ξέρει πού τη β ρήκα. «Δεν ε ίναι μακριά... Είναι δυο βήματα ... » ξανάπε ο Σ ι­ μόνοφ, συνοδεύοντάς με με ύφος βιαστικό , που δ εν του πήγαινε κα θόλου. «Αύριο λοιπόν, στ ις πέντε ακριβώς! » μου φώναξε από τη σκάλα. ' Ηταν ευχαριστημένος που έφευγα. Εγώ ήμουν έξω φρενών. Τι μου ' ρθ ε να κάνω τον γαλαντόμο είπα μέσα μου τρί­ ζοντας τα δόντια, μόλις β ρ έθηκα στο δρό μο. Και για ένα τέτοιο κτήνος , τον Ζβερκόφ. Βέβαια, δεν πρέπει να πάω · το ίδ ιο μου κάνει, αυτό να λέγ εται. Μήπως ε ίμαι υπο­ χρεωμένος ; Αύριο θα γράψω στον Σ ιμόνοφ ... Μα εκείνο που μ' έκανε πραγματικά να θυμώνω, ήταν που ήμουν βέβαιος ότι θ α πήγαινα· ότι θ α πήγαινα επίτη­ δ ες, και για ένα λόγο παραπάνω επειδή δε θα ήταν πρέ­ πον και λεπτό να μην πάω. Ωστόσο, υπήρχε ένα �μπόδ ιo: δεν ε ίχα χρήματα. Είχα όλα κι όλα εννιά ρoύβλι � Μα έπρεπε να δώσω τα εφτά την άλλη μέρα στον ΑπόλλωΥgL τον υπηρέτη μου, που

έπαιρνε εφτά ρούβλια το μήνα, χώ ρια το φαγητό . Ηταν αδύνατο να μην τα δώσω σ ' έναν τέτοιο άνθρω­ πο σαν τον Απόλλωνα. Μα θα μιλήσω παρακάτω γ ι' αυ ­ τόν τον κανάγια, αυτή τη μάστιγα της ζωή ς μου. Ωστόσο, ήξ ερα πως δε θα του τα δώσω, και πως θα πή­ γαινα χωρ ίς άλλο στο ραντεβού . Εκείνη τη νύχτα είδα φοβερά όνειρα. Δ εν είναι και πα­ άξ ρ ενο. ' Ολη τη νύχτα ο ι αναμνήσε ις της ζωή ς τη ς φυλα­ κή ς που έκανα στο σχολε ίο, μου βάραιναν το μυαλό και δεν μπορούσα να τις δ ιώξω. Μακρινοί συγγενε ίς από τους οποίους εξαρτιό μουν και δ εν ήξερα τι απόγιναν από τότε, με είχαν χώσει σ' αυτό το σχολ είο - ορφανό, απο­ βλακω μένο από τα μαλώ ματά τους, σκεφτικό, σ ' αυτή την ηλικία, σιωπηλό , με άγριο βλέ μμα. Ο ι συμμαθητές μου με υποδέχτηκαν με σαρκασμού ς μοχθηρούς κι ανελέητους, γιατί δεν έ μοιαζα με κανέναν τους. Μα δεν μπορούσα να υποφέ ρω τις κοροϊδίες δεν μπορούσα να συνη θίσω έτσι εύκολα όπως εκείνοι μεταξύ τους. Τους σιχάθηκα αμέσως και κλ είστηκα στον εαυτό μου, μέσα στη σκοτεινή μου πε­ ρηφάνια, πονεμένος και φοβισμένος. Η προστυχιά τους . με αναστάτωνε. Κορό δ υαν αναιδέστατα το πρόσω ό ι ε π ώδ δέξ ά ό ό ω βλ , μου, την α ια στ ση μου' και μ ς π σο ακ η ήταν τα δ ικά τους μούτρα ! Στο σχολείο η έκφραση των προσώπων μας γινόταν ολότελα κουτή, άλλαζε. Πόσα ωρα ία παιδ ιά μπαίνανε σ ' αυτό! Και μέσα σε λίγα χρό­ νια, λυπόσουν να τα βλέπεις. Από ηλ ικία δεκάξι χρόνων τα κο ίταζα με μια έκπλη ξη θλι βερή. Από τότε ακό μη μου έκανε εντύπωση η ταπεινή τους κρίση, τα βρώ μικα πράγ­ ματα που τους τραβού σαν, τα αλλοπρόσαλλα παιχνίδ ια τους και οι κουβ έντες τους. Υπήρχαν πράγματα τόσο σο­ βαρά, που δεν τα καταλάβαιναν καθόλου. Κανένα θέ μα, όσο εμπνευσμένο, όσο υποβλητικό κι αν ήταν, δ εν τους ενδ ιέφερε' τόσο πολύ, που χωρ ίς να το θέλω τους θ εω­ ρούσα κατώτερού ς μου. Δ εν ήταν ο πληγω μένος μου εγωισμός που μ' έσπρωχνε κοντά τους, και σας παρακατ

- 74 -

λώ πολύ μ� μου απευθύνετε τα λόγ ια εκείνα τα τόσο συ ­ νηθισμένα, Μυ μου φέρνουν αηδία: «πως εγώ ονειροπο ­ λούσα, ενώ αυτοί καταλάβαιναν την πραγματική ζωή». Δεν καταλάβαιναν τίποτα, κα μιά πραγματική ζωή, και σας ορκίζομαι ότι αυτό με αναστάτωνε πολύ . Το αντ ίθ ε­ το, δ εχόντουσαν με εξωφρενική ηλιθιότητα τα πιο επιπό ­ λαια πράγματα που χτυπούσαν στα μάτια, και είχαν σχε­ δόν πάρει τη συνήθ εια να σκύβουν το κεφάλι μπροστά στις επιτυχί ες του άλλου. Καθ ετί που ήταν δίκαιο, μα τα­ πεινω μένο και βασαν ισμένο, το περιγελούσαν αναίσχυ ­ ντα και σκληρά. Από τη θέση που κατείχες, έκριναν την εξυπνάδα σου· από η λικία δεκαέξι χρόνων μιλούσαν κιό­ λας γ ια τις καλές θέσεις. Βέβαια, αυτό προ ερχόταν πε­ ρισσότερο από την κουταμάρα του ς και το κακό παρά­ δειγμα που έβλεπαν γύρω του ς στην παιδ ική και την εφη­ βική τους ηλικία . ' Ηταν διεφθαρμένοι ώς το κόκαλο. Και χωρίς άλλο, η διαφθορά τους προ ερχόταν από την αδ ια­ ντροπιά των μεγάλων . Εννο είται, εκείνο που κυριαρχού­ σε μ έσα τους ήταν η τυπικότητα, μια κυν ική προ σποίηση . Είναι αλήθ εια ότι μες στη διαφθορά τους διέκρινε κανείς τη δροσιά των νιάτων τους, μα κι αυτή ακόμη δ εν ήταν θ ελκτική, εμφανιζόταν με ξετσιπωσιά . Τους σιχαινόμουν φοβ ερά, αν και ήμουν ίσως χειρότερός του ς . Μου αντα­ ποδίδανε τα ίσα και δ ε μου έκρυβαν την απέχ θειά τους. Μ α δεν ήθ ελα την αγάπη τους πια, αντίθ ετα, διψούσα για την περ ιφρόνησή του ς . Για να αποφύγω τις κο ροϊ δί ες του ς , άρχισα να εργάζομαι όσο μπο ρούσα περισσότερο, κι ερχόμουν από τους πρώτους στα μαθή ματα . Αυτό τους έκανε εντύπωση. ' Αρχισαν ακόμη να καταλαβαίνουν σιγά σιγά ότι διάβαζα κιόλας βιβλία που εκείνοι δεν μπορού­ σαν να διαβάσουν , και πως ! καταλάβαινα πράγματα (που δ εν υπήρχαν στο πρόγραμμα των ειδικών μαθημάτων), γ ια τα οποία δεν είχαν ιδέα. Μ ε κοίταζαν με μια σαρκα­ στική έΚ1tληξη, μα ταπεινώνονταν η θ ικά , αφού μάλιστα και η προσοχή των καθηγητών στράφηκε προς εμένα . Οι -75 -

κοροϊδίες σταμάτησαν, μα από μεινε κάποιο εχθρικό αί­ σθημα και οι σχέσεις μας έγιναν ψυχρ ές και τεταμένες. Στο τέλος, δ εν μπόρεσα να αντισταθώ περισσότερο. Με τα χρόνια ένιωσα μέσα μου την ανάγκη ενός φίλου, μιας συντροφιάς. Προσπάθη σα να πλησιάσω μερικούς μα το αναγκαστικό αυτό πλησ ίασμα έπαιρνε τέλος απότομα. Μου έτυχε μια φορά να κάνω ένα φ ίλο · μα η ψυχή μου ήταν πια δεσποτική' ήθελα να κυριαρχώ στην καρδιά του, ήθ ελα να του εμπνεύσω την περιφρόνηση για το περιβάλ­ λον μέσα στο οποίο βρισκόταν. Του ζήτησα να διακόψει περήφανα και τελειωτικά τις σχέσεις του μαζί τους. Η παράφορη φιλία μου τον τρόμαξε' τον έκανα να κλαίει με σπασμού ς. Ήταν μια αθώα ψυχή και παραδινόταν. Μα μόλις παραδόθηκε ολότελα σ' εμένα, τον αντ ιπάθησα αμέσως και τον περιφρονούσα - σα να μην τον είχα χρειαστεί για τίJτoτ' άλλο, παρά για να επιτύχω αυτή τη νίκη, να τον υποτάξω. Δεν μπόρεσα βέβαια να τους νική­ σω όλους ο φ ίλος μου δεν έ μοιαζε καθόλου με τους άλ­ λους, κι ήταν μια εξαίρεση σπάνια. Η πρώτη μου δουλειά όταν τέλε ιωσα το σχολείο, ήταν να εγκαταλείψω την ειδι­ κή αυτή τέχνη για την οποία προετοιμαζό μουν, να σπάσω όλους τους δεσ μού ς, να καταραστώ το παρελθόν και να ρ ίξω στάχτη πάνω τους ... Ν α πάρει ο διάβολος ! Ύστερα απ' όλα αυτά, πώς μου κάπνισε να πάω να β ρω τον Σ ι­ μόνοφ ! ... Σηκώθηκα πολύ πρωί, π ετάχτηκα απ' το κρεβάτι μου πολύ ταραγμένος, σα να επρόκειτο όλα αυτά να πραγμα­ τοποιη θ ούν αμέσως. Ή μουν βέβαιος πως εκείνη την ημέ­ ρα θ α γινόταν κάποια ριζική μεταβ ολή στη ζωή μου. Ί σως δεν ή μουν ακόμη συνη θ ισμένος, και το παραμικρό να συν έβαινε, θαρρού σα πως θα την άλλαζε ριζικά και μονομιάς. Πήγα όπως πάντα στο γραφ είο μου, αλλά το 'σκασα δύο ώρες νωρίτερα για να ετοιμαστώ. Το κυριό­ τερο είναι, σκέφτηκα, να μην πάω εκεί πρώτος, γιατί αυ­ τό θα τους κάνει να πιστέψουν ότι εί μαι πολύ ευχαριστη-

μένος. Ή ν κι ένα σωρό άλλα πράγματα που με ανα­ στάτωναν τ μερά. Γυάλισα άλλη μια φορά μόνος μου τα παπούτσια μ υ' να χαλούσε ο κόσ μος, ο Απόλλωνας δε θα τα καθάρι δύο φορές τη μ έρ α και θα 'λεγε πως αυ­ τό δ εν ήταν μέσα στις συμφωνίες μας όταν τον πήρα. Τα γυάλισα κλέβοντας τις βούρτσες του διαδρό μου, για να μην το προσέξ ει και με περιφρονήσει κατόπιν. Εξέτασα στη συνέχεια τα ρούχα μου' ε ίδα πως ήταν όλα παλιά, ξ ε­ φτισμένα, φθαρμένα. Είχα παραμελήσει πολύ τον εαυτό μου. Η στολή μου ήταν καλούτσικη, μα δ εν μπορούσα να πάω στο γεύ μα με τη στολή. Και ειδικά το παντελόνι μου είχε έναν πελώριο κίτρινο λεκέ στο γ όνατο' Προαισθανό­ μουν ότι αυτός ο λεκές αρκούσε για ν ' αφα ιρ έσει τα εν­ νιά δέκατα της αξιοπρέπειάς μου. Ήξερα ακό μη πως ήταν πολύ ταπεινό να σκέφτομαι έτσι. Μα δεν πρόκειται τώρα για σκ έψεις πρόκειται για πρ άγματα, είπα μέσα μου ' κα ι αποθαρρυνό μουν. · Ηξερα πως μεγαλοπο ιούσα φοβερά το καθ ετί ' μα τι να κάνω, δεν μπορού σα πια να ε ίμαι κύριος του εαυτού μου κι έτρεμα από τη συγκίνηση. Στην απελπισ ία μου φανταζό μουν με πόσο αγ έρωχο ύφος και ψυχρότητα θα με υποδ εχόταν αυτός ο αχρείος ο Ζβ ερκόφ, με πόση περιφρόνηση, χωρίς άλλο ανόητη, θα με κοίταζε κι εκείνος ο η λίθ ιος ο Τρουντολιούμποψ πως εκείνο το σκουλήκι, ο Φερφ ίτσκιν, θα με κορό ιδευε με αναίδ εια για ν ' αρ έσει στον Ζβερκόφ, πως ο Σιμόνοφ θα τα καταλάβαινε όλα αυτά καλά και θα με περιφρονούσε για τη δειλή μου ψευτοεπίδειξη και για τη χαμέρπειά ' -" :, itαι προπαντός πως όλα αυτά θα ήταν ελεεινά, συνη­ t:ιισμένα και κοινότυπα, καθόλου φιλολογικά. Βέβαια, το καλύτερο θα 'ταν να μην πάω καθόλου. Μα ήταν αδύνα­ το: όταν με παρ έσυρε κάτι, βούταγ α ώς το κεφάλι. Μπο­ ρούσα να ξαναλέω κατόπιν σ' όλη μου τη ζωή : Φοβήθη­ κε ς , φοβήθηκες την πραγματικότητα ! Απεναντίας, ήθελα να αποδείξω σ' όλα εκείνα τα «καθάρματα» ότι δ εν ήμουν τόσο δειλός όσο το φανταζό μουν κι ο ίδιος . Κι _ 77 _

ακό μη περισσότερο: στις πιο δυνατές κΡίσει� hου παρο­ ξυσμού και της θ ρασυδ ειλίας μου, oνειρευό�oυν να επι­ βλη θώ, να νικήσω, να ενθουσιάσω, να του% κάνω να μ' αγαπήσουν - τουλάχιστον γ ια «τις υψη λές ιδέες και την αναμφ ισβήτητη εξυπνάδα μου » . Θ α εγκαταλείψουν τον Ζβ ερκόφ, θ α με ίνει καθ ισμένο ς εκεί στη γωνιά, σιωπηλός και ντροπιασμένος , εγώ θα τον εκμη δεν ίσω . ' Ισως μετά να συμφ ιλ ιωνό μουν μαζί του, θα σηκώναμε όλο ι τα ποτή­ ρια μας ψηλά και θα πίναμε, μιλώντας ο ένας στον άλλον στον ενικό . Μ α το χειρότερο, κι εκείνο που με πείραζε πιο πολύ ήταν ότι ήξερα πολύ καλά τότε πως δ εν τα 'χα καθόλου ανάγκη όλα αυτά, πως δεν επιθυμούσα καθόλου να τους μαγέψω, και πως γ ια το αποτέλεσμα αυτό , κι αν ακό μη μπορούσα να το πετύχω, εγώ πρώτος δεν έδ ινα πεντάρα . Ω! Πόσο παρακαλούσα το Θ εό να περάσει γρή­ γορα εκείνη η μέρα ! Μ ε ανείπωτη αγωνία σ ίμωσα το πα­ ράθυρο, άνοιξα τα κουρτινάκια και κοίταζα μέσα απ' την ο μίχλη το χιόνι που έπεφτε πυκνό . .. Τέλος, το παλιό , φτηνό μου ρολό ι στον τοίχο χτύπησε π έντε. ' Αρπαξα το καπέλο μου, και αποφεύγοντας να κοι­ τάξω τον Απόλλωνα που περί μενε απ' το πρωί το μισθό του - αλλά από βλακεία δεν ήθελε να μιλήσει πρώτος ­ γλίστρησα απ' τη μισάνοιχτη πόρτα, και νοικιάζοντας ένα μόνιππο με τα τελευτα ία πενήντα καπίκια μου, έφτασα στο Hotel de Paris σα μεγάλος αφέντης. 4 ' Ηξ ερα από την προηγού μενη μέρα ότι θα ' φτανα πρώ­ τος. Μα δ εν επρόκειτο γ ι' αυτό . Όχι μόνο δ εν ήταν εκεί κανένας, μα β ρήκα και δύσκο­ λα την αίθουσά μας. Δ εν ε ίχαν στρώσει ακό μη το τραπέ­ ζι, τι σήμαινε αυτό ; Ύστερα από πολλές ερωτήσεις, κα­ τόρθ ωσα να μάθω από τα γκαρσόνια ότι το γεύ μα ε ίχε - 78 -

παραγγ ελ ί γ ια τις έξι κι όχι για τις πέντ ε. Μ ου το επι­ βεβαίωσαν αι στο ταμείο. Ντρεπόμουν μάλιστα γι ' αυτές τις ερωτή σει μου. ' Ηταν ακό μη πέντε κα ι είκοσι. Αφού είχαν αλλάξει �ν ώρα, έπρεπε οπωσδήποτε να με ειδο­ ποιή σουν - το ταχυ δρομείο γ ι' αυτό υ πάρχει, δεν έπρεπε να με εκθέσουν \έτσι και να μ ε κάνουν να « εξ ευτελιστώ» και στους ίδιους και στα γκαρσό νια μπροστά. Κάθισα' το γκαρσόνι άρχισε να στρώνει το τραπέζι' η παρουσία του με ταπείνωσε ακόμη περισσότερο. Κατά τις έξι, εκτός από τις αναμμένες λάμπες , έφερ αν και σπερματσέτα. Αλ­ λά το γκαρσόνι δεν είχε σκεφτεί ν α τα φ έ ρει μόλις έφτα­ σα. Στο διπλανό δω μάτιο, σε ξ εχωριστά τραπέζια, έτρω­ γαν δύο πελάτες, σκυ θ ρωπο ί, εκνευρισμένοι και σιωπη­ λοί . Σ' ένα άλλο δωμάτιο πιο πέρα, γ ινόταν μεγάλος θό­ ρυ β ο ς φώναζαν μάλιστα . ' Ακ ουγ ε κανείς τις φων έ ς, τα χάχανα και τα πρόστυχα φραντσέζικα επιφωνήματα μιας ολόκληρη ς παρέας ήταν εκεί και κυρί ες που έτρωγαν. Μ ε λίγα λόγ ια, ήμουν αναστατωμένος . Σ πάνια πέρασα στιγμές τόσο ανυπόφορες, κι όταν στις έξι ακριβώς έφτα­ σαν όλοι μαζί, ευχαριστήθηκα και τους κοίταξα με χαρ ά, σαν ελευ θ ερωτές μου. Λησμόνη σα σχεδόν πως έπρεπε να φαίνομαι προσ βλημένος. Ο Ζβερκόφ, σαν ανώτερός τους, μπήκε βέβαια πρώτος. Κι αυτός και οι άλλοι γ ελού σαν' μα σαν είδ ε εμένα, κορ­ δώθηκε, πλησίασε αργά, υποκλίθηκε λίγο περιποιητικά , και μου έδωσε κάπως φιλικά το χέρι με κάποια επιφυλα­ κτική ευγένεια, σχεδόν σαν στρατηγός που, κάνοντας αυ­ τή τη χειρονομία, θέλει να προφυλαχτεί από κάτι. Είχα φανταστεί το αντίθ ετο, πως μόλις θα ' μπαινε, θα γελούσε με επιφωνήματα και θα πετού σε με τις πρ ώτες κου βέντες του τ ' αστεία και τους άνοστους σαρκασμού ς του. Θ εω­ ρούσε τον εαυτό του απείρως ανώτερο από μένα σε όλα. Αν ήθ ελε να με πρoσ β άλεΙ μόνο κάνοντας το στρ ατηγό, α, θα του 'δινα, δεν ξέρω κι δε θα 'ταν τίποτε, σκέ α αν ίσως, χωρ ίς καμιά πρόθεώ απάνmση-; γώ π την ς, ε

� -

79 -



ση να με προσβάλει, του μπήκε πραγματι ' στο κεφάλι του η ανόητη ιδέα ότι είνα ι ανώτερός μου ι ότ ι πρέπε ι να με κο ιτάζε ι έτσι σα να 'ταν προστάτης ου ; Και μόνο αυτή η υποψία μού ' κοψε την ανάσα. / «' Ε μαθ α μ' έκπληξη την επιθυμία σας να πάρετε μέ ρος στη συγκέντρωσή μας» άρχισε να τραυ� ζε ι, σφυρίζοντας και σ έρνοντας τις λέξεις, πράγμα πoυ,δ�ν του συνέβα ινε άλλοτε. «Δ εν έχουμε την ευκα ιρ ία να βλεπό μαστε. Μας αποφεύγετε χωρίς λόγο. Δ εν προξενού με τόσο φό βο όσο φαντάζεστε. ' Οπως κι αν έχει, χαίρομα ι πολύ που... α. . .να...νε... ώνω... » Και γύ ρ ισε ανέ μελα να βάλε ι το καπέλο του στο περ­ βάζι του παραθύρου. «Περ ιμένατε πολύ;» με ρώτησε ο Τρουντολιού μποφ. «Ήρ θα στις πέντε ακριβώς , όπως μου ορ ίσατε χτες» αποκρ ίθηκα ζωηρά κι εκνευρ ισμένος, πράγμα που έδε ι­ χνε ότι σε λίγο θ α ξέσπαγε ο θυμός μου. «Δ εν τον ε ιδ οποίησες ότι αλλάξαμε ώρα;» ρ ώτησε ο Τρουντολιού μποφ τον Σιμόνοφ. «' Οχι, το λησμόνησα» απάντησε εκε ίνος, μα χωρίς να δε ίχνει ότι μετάνιωσε και χωρ ίς μάλιστα να ζητήσει συ­ γνώ μη' και ε ίπ ε να φ έρουν τα ορεκτικά . «Λο ιπόν, βρ ίσκεστε εδώ μια ολόκληρη ώρα, τον καημέ ­ νο ! » φώναξε κοροϊδ ευτικά ο Ζβ ερκόφ, που βρήκε το πράγμα πολύ αστείο . Ακολουθώντας το παράδ ε ιγμά του ο Φ ερφίτσκ ιν , ά ρχισε να γελά εύθυμα σαν σΚ'�λάκι που γαβγ ίζε ι με την άσχημη και δυνατή φωνή του ' η θέση μου του φάνηκε δύσκολη. «Δ εν είναι καθόλου αστείο !» φώναξα στον Φ ερφίτσκ ιν, κορώνοντας ολο ένα κα ι περ ισσότερο' «δ ε φταίω εγώ, τι διάβολο ! Λησμόνησαν να με ε ιδοποιήσουν. Είνα ι απλού ­ στατα μ ια παράλειψη». «' Οχι μόνο παράλε ιψη, μα και κάτι παραπάνω» γρύλι­ σε ο Τρουντολιού μποφ, υπερασπ ίζοντάς με ασφαλώς. «Είστε πολύ επι ε ική ς. Είναι απλούστατα μια χωρ ιατιά. - 80 -

Φυ σικά, θα \0 'κανε άθ ελά του. Πώς θ α μπορούσε ο Σ ι­ μόνοφ ... Χ μ!»\ «Αν μου το 'καναν εμένα αυτό» παρατήρησε ο Φερφί­ τσκιν, «θα ... » « Μα έπρεπε να πάρετε κάτι στο μεταξύ» διέκοψε ο Ζβερκόφ, «ή καλύτερα, να φάτε απλούστατα μόνος, χω­ ρ ίς να μας περιμένετε» . « Να 'οτε βέβαιος ότι μπορούσα να το κάνω και χωρίς να μου το πείτε εσείς» aπoκρίθηκα απότο μα. «Αν περί μενα, το 'κανα γιατί...» «Στο τραπέζι, κύριοι» φώναξε ο Σ ιμόνοφ που έμπαινε «όλα είναι έτοιμα, εγγυώμαι για τη σα μπάνια, ε ίναι καλά παγωμ ένη ... Δεν ήξερα τη διεύθυνσή σας, πού να σας ει­ δοποιήσω; » είπε στρ έφοντας σ' εμένα άξαφνα, μα χωρίς να με κοιτάξει. Σίγουρα ήταν θυμωμένος μαζί μου. Θ α σκέφτηκε κάτι και θα άλλαξ ε από χτες. Κάθ ισαν όλοι' κι εγώ το ίδ ιο. Το τραπ έζι ήταν στρογ­ γυλό. Αριστερά μου κάθ ισε ο Τρουντολιού μποφ, δεξ ιά μου ο Σ ιμόνοφ. Ο Ζβ ερκόφ ήταν αντικρύ μου, ο Φερφί­ τσκιν και ο Τρουντολιούμποφ τον ε ίχαν ανά μεσά τους . «Για π έστε μας, λοιπόν ... είστε υπάλληλος σε κάποιο υπουργείο, θαρρώ» είπε, εξακολου θώντας να ενδιαφέρε­ ται για μένα ο Ζβερκόφ . Βλέποντάς με φοβισμένο, σκέ­ φτηκε στα σοβαρά να μου γ λυκομιλήσει, να με ενθ αρρύ ­ νει σα να λέ με. Μήπως θέλει να του πετάξω το μπουκάλι στο κεφάλι; είπα μέσα μου εξοργισμένος. Μη όντας συ­ νη θ ισμένος, έπαιρνα φωτ ιά αμέσως . «Στο υπουργείο των... » απάντησα κοφτά , κοιτάζοντας το πιάτο μου. « Και ... έχετε καλό μισθό; Πείτε μας, τι σας ανάγκασε να αλλάξετε την πρώτη σας θέση ;» «Εκε ίνο που με ανάγκασε, ε Ύ ι ότι το ' θ ελα εγώ» είπ� . περισσ ερο τη φωνη. μου απο σερνοντας τρεις φορες κείνον, κι αρχίζοντας να χάν σχεδόν εντελώς την ψυ­ χραιμία μου. Ο Φερφίτσκιν ξέσπασε σε χάχανα. Ο Σ ιμό_





"

Ι

νοφ με κοίταξε ειρων ικά' ο Τρουντολιού μπόφ έπαψε να τρώε ι και με παρατηρούσε με περιέργ ε ια . Ο Ζβερκόφ στεναχωρήθηκε, αλλά δ ε θέλησε να το δε ίξ ε ι . «Και τι μισθό παίρνετε;» . «Μήπως έχετε σκοπό να με ανακρίνετε ;» Του είπα ωστόσο πόσα έπαιρνα κι έγινα κατακόκκινος. «Λίγα πράγ ματα» ε ίπε σοβαρά ο Ζβερκόφ. «Μάλιστα, κύρ ιε, με τέτο ιο μισθό σχεδόν δ εν επιτρ έ­ πεται να γ ευματίζει κανείς σε καφέ - ρεστοράν! » πρό­ σθ εσε με θ ράσος ο Φερφίτσκιν. «Κατά τη γνώ μη μου, είναι σκέτη παραφροσύνη» πα­ ρατήρησε σο βαρά ο Τρουντολιούμποφ. «Πώς αδυνατίσατε, πώς αλλάξατε . . . από τότε » πρό σθ ε­ σε ο Ζβερκόφ, κάπως μοχθηρά , εξετάζοντας κι εμένα και το κοστού μι μου περιφρονητικά . «Ας μην τον φοβίζου με» φώναξε ο Φερφίτσκιν, χαχα­ νίζοντας σαρκαστικά. «Κύ ρ ι ε, μάθ ετε ότι δ ε με φοβίζε ι κανείς εμένα» ε ίπα τέλο ς ξ εσπώντας , «τ' ακούτε; Τρώω εδώ, στο "καφέ - ρε­ στοράν" με τα λεφτά μου, με τα δικά μου λεφτά και όχι με τα λεφτά των άλλων, ευαρεστη θ είτε να το καταλάβετε, κύριε Φ ερφίτσκιν » . «Πώς! Και ποιος δεν τρώ ε ι ε δώ με τα λεφτά του; Θα 'λεγε κανείς ότι θέλετε ... » ε ίπε δυνατά ο Φερφίτσκιν, κόκκ ινος σαν αστακός και κoιτ�ζoντάς με ε ξαγρ ιωμ ένος στα μάτια. «Αρκεί» αποκρίθηκα, καταλαβ αίνοντας ότι είχα πει κάπως περ ισσότερα απ' όσα έπρεπε. «Μου φαίνεται πως 'θα 'ταν καλύτερο να μιλήσετε για π ιο έξυπνα πράγ ματα» . «Θα νό μιζε κανείς πως έχετ ε σκοπό να μας δ ε ίξετε την εξυπνάδα σας». «Μην ανησυχείτε, θα 'ταν τελείως περ ιττό» . «Μα τότε, κύρ ιε, τι μας κάνετε τον καμπόσο; Μήπως χάσατε την ισορροπία σας σ' εκείνο το γραφείο ;» - 82 -

«Φτάνει, κ'ύριοι, φτάνει ! » φώναξε ο Ζβερκό φ επι­ βλητικά. «Τι ανόητα πράγ ματα !» γρύλισε ο Σ ιμόνοφ. «Πραγ ματικά ανόητα ! Ηρ θαμε εδώ σα φίλοι γ ια ν' αποχαιρετήσουμε έναν καλό φίλο που φεύγει ταξίδι, και να που γυρεύ ετε αφορμή γ ια να μαλώσετε» άρχισε να λέ ει ο Τρουντολιού μποφ, απευθυνό μενος πρό στυχα σ ' εμένα μόνο . «ο ίδ ιος προσκαλέσατε τον εαυτό σας χτες μη χαλάτε τη γενική αρμον ία . ..» «Φτάνει, φτάνει» φώναξε ο Ζβ ερκόφ. «Πάψτε, κύριοι, δεν ε ίναι τρόπος αυτός. Προτιμώ να σας δ ιηγη θώ ότι λίγο έλειψε να παντρευτώ προχτές.. . » Κι αμέσως άρχισε η άνοστη δ ιήγηση του αποτυχόντο ς γάμου του κυρίου αυτού. Η καλύτερα, η δ ιήγη ση δ εν έκανε καν λόγο για το γάμο, ήταν μονάχα στολισμένη με στρατηγούς, συνταγ ματάρχες , ευγ ενείς τη ς Αυλής, ανά με­ σα στους οποίου ζ ο Ζβ ερκόφ ήταν σχεδόν πάντα επ ικε­ φαλής. Ξέσπασαν επιδοκιμαστικά γέλια. Ειδ ικά ο Φερφί­ τσκιν γάβγ ιζε σαν σκυλί . Μ ε αγνόησαν όλοι, κι έ μεινα εκεί τσακισμένος κι εκ­ μη δενισμένος . Ύψιστε, ε ίναι συντροφιά αυτή για μένα; σκ έφτηκα. Τι βλάκας που φάνηκα μπροστά τους! Κι ό μως, επ έτρ εψα στον Φ ερφίτσκιν να πάρει πολύ θάρρος. Αυτο ί οι η λ ίθιοι φαντάζονται πως μου κάνουν τιμή επιτρ έποντάς μου να καθίσω στο τραπέζι τους, και δ εν καταλαβ αίνουν ότι εγώ τους κάνω την τιμή ! - «Αδυνάτισα ! Το κοστού μι μου ! » Ω ! καταραμένο παντελόνι ! Π ριν από λίγο μάλιστα ο Ζβ ερκόφ είχε παρατηρή σει τον κίτρινο λεκέ στο γόνατο ... Προς τι να μένω εδώ; Π ρ έπει αμέσως, την ίδια στιγ μή , να σηκωθώ απ' το τραπέζι, να πάρω το καπέλο μου και να φύγω χωρίς να πω τίποτα... Από περιφρόνηση ! l(ι αύριο να μονομαχήσω αν το θέλουν. Τα κτήνη ! Δ ε θ α λυπηθώ / τα εφτά μου ρούβλια. Φ εύγω αμέσως! Εννοείται ότι έ μεινα. τ

τ

-

- 83 -

!

Απ' το θυ μό μου έπινα το κρασ ί με το ποτήρ ι γ εμάτο ώς επάνω. Μη όντας συνη θ ισμένο ς , ζαλίστηκα σε λίγο, κι ο θυμός μου μεγάλωνε μαζί μ ε το μεθύσι. Μ ' έπ ιασ ε άξαφνα η όρεξη να τους β ρ ίσω με τον πιο αυ θάδη τρόπο και κατόπιν να φύγω . Ν' αδράξω τη στιγ μή , να τους δεί­ ξω ποιος εί μαι, κι ας λέγανε: «Μπορεί να είναι γ ελοίος , μα δ εν είνα ι καθόλου κουτός» και... και. . . με δυο λόγια, ο διάολος να τους πάρει! Τους προκαλούσα με το απο βλακωμένο μου βλέμμα. Μου έδ ειχναν πως μ' είχαν εντ ελώς ξ εχάσει. Μ εταξύ τους έ καναν θόρυβο, φώναζαν , διασκέδαζαν. Ο Ζβ ερκόφ φλυαρού σε αδιάκοπα. Αρχισα ν' ακούω. Ο Ζβ ερκόφ διηγιόταν πώς κατόρθωσε να κάνει μια κυρία της αριστο­ κρατίας να του πει εκείνη ότι τον αγαπά (βέβα ια, έλεγε ψέ ματα, αναιδέστατα) κι ότι στην υπόθ εση αυτή τον βοή­ θησε κάποιος αδ ερφικός του φίλο ς , κάποιος νεαρός πρί­ γκιπας , ο ουσάρος Κόλιας , που κρατούσε στη φούχτα του τρεις χιλιάδες ψυχές. «Ωστόσο, αυτός ο ουσάρος Κόλιας , που είχε στη φού­ χτα του τρεις χιλιάδες ψυχές, δ εν ήρθε εδώ να σας απο­ χα ιρετήσει» του λέω, παίρνοντας μέρος στη συζήτηση. Μ εμιάς σώπασαν όλο ι . «Είστε μεθυσμένος τώρα» ε ίπε ο Τρουντολιού μποφ, και καταδέχτηκε επιτέλους να με κοιτάξει, ρ ίχνοντας λο­ ξά το βλέμμα πάνω μου, γ εμάτος περ ιφρόνηση. Ο Ζβ ερ­ κόφ με κοίταξ ε σιωπηλά, όπως παρατηρεί κανείς ένα μα­ μούν ι. Κατέβασα τα μάτια. Ο Σ ιμόνοφ έκανε ά μέσως να γεμίσ ει τα ποτήρ ια με σαμπάν ια. Ο Τρουντολιού μποφ σήκωσε το ποτήρ ι· όλοι τον μιμή­ θηκαν εκτός από μένα. «Στην υγ ειά σου και καλό ταξίδ ι!» φώναξ ε στον Ζβ ερ­ κόφ. «Στις μέρες που π έρασαν, κύρ ιο ι, και σ ' εκείνες που θα 'ρ θ ουν. Εις υγ είαν !» Ολο ι ήπιαν και σηκώθηκαν να φιλήσουν τον Ζβ ερκόφ. Δε σάλεψα· το ποτήρ ι ήταν μπροστά μου , γεμάτο. τ

τ

« Δε θ α πιείτε στην υγειά του; » βρυχήθηκε ο Τρουντο­ λιούμποφ, που ε ίχε χάσει την υπομονή του, αποτεινόμε­ νος σ ' εμένα σα να με φο βέριζε . «Θέλω να κάνω μια πρόποση ξεχωριστή και μετά θ α πιω, κύριε Τρουντολιού μποφ». «Παλιοκαβγατζή!» γρύλισε ο Σ ιμόνοφ. Ανασηκώθηκα πάνω στο κάθ ισμά μου κι άρπαξα το ποτήρι με τρεμάμενο χέρι, έτοιμος για κάτι έξω απ' τα συνη θ ισμένα και μην ξέροντας ακόμη κι ο ίδ ιος τι θα έλεγ α . «Σιωπή!» φώναξε ο Φερφ ίτσκιν. «Κάτι σπου δαίο θα πει !» Ο Ζβερκόφ περίμενε πολύ σο βαρός , καταλαβαίνο­ ντας περί τίνος επρόκειτο. «Λοχαγ έ Ζβ ερκόφ» άρχισα να λέω, «μάθετε πως σι­ χαίνομαι τα λόγια, τους λογάδ ες και τις εύκαμπτες μέσες -πρώτα αυτό, κι έρχομαι στο δεύτερο» . Όλοι έκαναν κάποια κίνηση. «Δεύτερον, σιχαίνομαι τα γλέντια και τους γλεντζέδες. Και προπαντό ς τους γλεντζέδες ! Τρίτον, αγαπώ την αλή ­ θ εια, την ειλικρ ίνεια και την τιμιότητα» εξακολούθησα σχεδόν μηχανικά, παγωμένος κιόλας απ' τον τρόμο, χω­ ρ ίς να καταλαβαίνω πώς μπορούσα να μιλώ έτσι ... «Αγα­ πώ τη σκέψη , κύριε Ζβερκόφ, αγαπώ την αλη θ ινή φιλία, την ισότητα, και όχι... χμ. .. Αγαπώ . .. Γιατί όχι, άλλωστε; Πίνω κι εγώ στην υγειά σας, κύριε Ζβερκόφ ! Π λανέψτε τις κιρκάσιες καλλονές, χτυπήστε τους εχθ ρού ς της πατρί­ δας, και.. . και : . . Στην υγειά σας, κύριε Ζβερκό φ !» Ο Ζβερκόφ σηκώθηκε, υποκλίθηκε και είπε : «Σας ευ­ χαριστώ πάρα πολύ». Είχε πειραχτεί πολύ , κι είχ&-μάλιστα χλομιάσει. «Να πάρει ο διάβολος !» ού ρλιαξε ο Τρουντολιούμποφ, χτυπώντας με τη γροθ ιά του το τραπ έζι. «' Οχι, μπουνιά στα μούτρα τού χρειάζεται γι' αυτό!» γάβγισε ο Φ ερ­ φίτσκιν . «Πρ έπει να τον διώξετε» γρύλισε ο Σ ιμόνοφ.

«Μιλιά, κύριοι, κανένας σας μην κουνη θ ε ί!» φώναξε μεγαλόπρεπα ο Ζβερκόφ καταπραυνοντας τη γενική αγα­ νάκτηση. «Σας ευχαριστώ όλους , μα ξέρω να του αποδεί­ ξω τι σημασία δίνω στα λόγια του». «Κύριε Φερφίτσκιν, θα μου δώσετε ικανοποίηση αύ ριο γ ια τα λόγια που είπατε προ ολίγου!» φώναξα αποτεινό­ μενος σο β αρά στον Φ ερφίτσκιν. «Μονομαχία λοιπόν; Είμαι στις διαταγ ές σας» απάντη­ σε εκείνος. Μ α ήμουν ασφαλώς τόσο γελο ίος κάνοντας αυτή την πρόσκληση , που ταίριαζε τόσο λίγο σ ' εμένα, ώστε μαζί με τους άλλους κι ο ίδ ιος ο Φερφίτσκιν ξέσπα­ σαν σε γ έλια. «Ναι, βέβ αια, ας τον αφήσουμε ! Είναι στουπί στο με­ θύσι !» ε ίπε ο Τρουντολιού μποφ με αη δία. «Ποτέ δ ε θ α συγχωρήσω στον εαυτό μου που τον δέ­ χτηκα στην παρ έα» μουρμούρισε πάλι ο Σιμόνοφ . Ω ρα ε ίναι να τους ρ ίξω καμιά μποτίλια στο κεφάλι, σκέφτηκα, πήρα μια μποτίλια, και - γ έ μισα το ποτήρι μου . Όχι, προτιμώ να κρατήσω ώς το τέλος , εξακολούθησα να σκέφτομαι. Θ α ευχαριστη θ είτε αν φύγω , κύριοι . Αυτό δε θα γ ίνει με τίποτα. Θ α μείνω επίτη δες και θα πιω ώς το τέλος για να σας δε ίξω ότι δε σας δίνω καμιά σημα­ σ ία. Θ α μείνω να πιω, γιατί ε δώ είναι ρεστοράν και πλή­ ρωσα το μερίδ ιό μου. Θ α μείνω να πιω, γιατί σας βλέπω σαν πιόνια, σα να μην υπάρχετε για μένα. Θ α μείνω να πιω. .. και να τραγουδήσω, αν θέλω, μάλιστα, να τραγου­ δήσω, γιατί έχω το δ ικαίωμα . . . να τραγουδή σω . . . χμ. Μ α δεν τραγούδησα Εκανα ό,τ ι μπορούσα για να μην κοιτάζω κανέναν' έπαιρνα τις πιο αδ ιάφορες πόζες και περ ίμενα με ανυπομονησία να μου μιλήσουν εκείνοι πρώ­ τοι. Μ α αλί μονο ! δε μου μίλησαν. Ω! Πόσο το 'θελα τότε να συμφιλιωθώ μαζί τους ! Χτύπησε οχτώ η ώρα, ύστερα εννιά . . Αφησαν το τραπέζι και κάθ ισαν στον καναπέ . Ο Ζβερκόφ ξάπλωσε με το ένα πόδι πάνω στο τραπεζάκι. •



. •

-

86 -

Το γκαρσόνι πήγε εκεί το κρασί. Ο Ζβερκό φ τους πρό­ σφερε πραγματικά τρεις μπορτίλιες . Εννοε ίται ότ ι δε με προσκάλεσαν· όλοι περικύκλωσαν τον Ζβ ερκόφ . Τον άκουγαν σχεδόν με ευλάβεια. Ηταν φανερό ότι τον αγα­ πούσαν. Γ ιατί; Γ ιατί; σκέφτηκα. Κάθ ε τόσο, ενθ ουσιάζο­ νταν τόσο πάνω στο μεθύσι τους, που φιλού σαν ο ένας τον άλλον. Μίλη σαν για τον Καύκασο, τι είναι το αληθινό πάθος , το χρη ματιστήριο, οι καλύτερες θέσ εις , τα εισοδή ­ ματα του ουσάρου Πονταρέφσκι, που καν ένας τους δ εν τον ήξ ερε προσωπικά, για την ομορφ ιά και την έκτακτη χάρη τη ς πριγκίπ ισσας Δ., που κι αυτή κανένας δ εν την ε ίχε δει · τέλος , κατέληξαν ότι ο Σ αίξπη ρ ε ίναι αθάνατος . Χαμογ ελούσα περιφρονητικά και πήγαινα πάνω κάτω στην άλλη πλευρά της αίθουσας , ακριβώς αντικρύ στον καναπ έ, προς τη μεριά του τοίχου ανά μεσα στο τραπέζι και τη σό μπα, κι έβαζα όλα μου τα δυνατά γ ια να τους δε ίξω ότι δεν τους έδ ινα καμία ση μασία · κι ό μως χτυπού ­ σα επίτηδ ε ς τα πόδ ια, περπατώντας πάνω στα τακούνια των παπουτσιών μου. Μα όλα ήταν του κάκου· δε με πρό­ σεχαν καθόλου. Είχα την υπομονή να περπατώ έτσι μπροστά του ς από τις οχτώ η ώρα ώς τις έντεκα, πάντα στην ίδ ια θέση . Να, περπατώ και κανείς δ εν μπορεί να μου το απαγορ έψει. Το γκαρσόνι που έ μπαινε, στάθη κε και με κο ίταξε πολλές φορές : οι συχνές στροφ ές που έκανα μου 'φερναν σκοτοδίνη· ήταν στιγ μές που νό μιζα ότι παραμιλούσα. Τις τρεις αυτές ώρες ίδρωσα και ξανα­ στέγνωσα τρε ις φορές. Κάπου κάπου, τρυπού σε την καρ­ διά μου ένας βαθύς και τσουχτερός πόνος στη σκέψη πως κι ύστερα από δέκα χρόνια, ε ίκοσι, σαράντα χρόνια, πάλι θα θυμά μαι με αηδία κι εξευτελισμό τις β ρωμερές αυτές στιγ μές της ζωής μου, τις πιο φριχτές και πιο γ ελοίες. τ Ηταν αδύνατο να ταπεινωθ εί κανείς μόνος του με περισ­ σότερη αναίδ εια και λύσσα, το καταλάβαινα καλά αυτό κι ό μως εξακολουθούσα να περπατώ από το τραπέζι ώς τη σό μπα κ ι αντίθετα. Ω! αν μπορούσατε και μόνο να ξέτ

-

87 -

ρατε σε τι αισθήματα και σκέψεις είμαι ικανό ς να φτάσω εγώ και πόσο μορφωμένος είμαι ! σκ έφτηκα γ ια μ ια στιγ­ μή, και στράφηκα προς τον καναπέ όπου κάθονταν οι εχθροί μου . Μ α οι εχθ ροί αυτοί φερόντουσαν σα να μην ήταν στην ίδ ια αίθ ουσα. Μία φορά, μία φορά μόνο, στρά­ φηκαν σ' εμένα' όταν ο Ζ β ερκόφ μίλησε για τον Σαίξπηρ' και χαχάνισα περιφρονητικά . Ξέσπασα σ ' ένα γ έλιο τόσο άσχημο και βιασμένο, π ου δ ιέκοψαν τη συνομιλία τους όλοι μαζί και με κοίταζαν σχεδόν δύο λεπτά σιωπηλά, χωρίς να γελάσουν, καθώς περπατούσα πάνω κάτω κοντά στον τοίχο, απ' το τραπ έζι ώς τη σό μπα, προσποιούμενος πως δεν τους πρόσεχα καθόλου. Μα τίποτα δ εν έγινε. Δ ε μου μίλησαν , κα ι ύστερα από δυο λεπτά , μ ε λησμόνησαν πάλι. Χτύπησαν έντεκα. «Κύριοι» φώναξε ο Ζβερκόφ, καθώς σηκωνόταν από τον καναπέ, «πάμε τώρα όλοι εκεί κάτω, στις γυναίκες; » «Βέβαια, βέβαια!» είπαν οι άλλοι. Γύρισα άξαφνα αυστηρό ς προς τον Ζβ ερκόφ. Ή μουν τό σο κουρασμένος, τόσο τσακισμ ένος, που γ ία να πάρει ένα τέλος η υπόθ εση, θα μπορούσα και να κόψω το λαιμό μου. Ε ίχα πυρετό ' τα μαλλιά μου β ρεγ μένα από τον ιδρώ­ 'Ια κολλούσαν στο μ έτωπο και τους κροτάφους μου . «Ζβερκόφ ! Σας ζητώ συγνώμη» είπα απότομα και απο­ φασ ιστικά . «Φερφίτσκιν , κι από σ ένα, απ' όλους, σας πρόσβαλα όλους !» «Α! μάλιστα! Εξαιτίας τη ς μονομαχίας !» σφύριξε φαρ­ μακερ ά ο Φ ερφ ίτσκιν. ' Ηταν σα να με χτύπησαν στην καρδ ιά . «' Οχι, δ ε φο βάμαι τη μονομαχία, Φ ερφίτσκιν ! Είμαι έτοιμος να μονομαχήσω μαζί σας αύ ριο, ακό μη και μετά τη συμφιλίωσή μας. Επιμ ένω μάλιστα σ' αυτό , και δ εν μπορείτε να μου αρνηθ είτε τη μονομαχία. Θ α τραβήξετε πρώτος κι εγώ θα τραβήξω στον αέ ρα» . «Δίνει θάρρος στον εαυτό του» παρατήρησε ο Σ ι­ μόνοφ.

ιυ

Ι l lVJ ClV

«Του ' στριψε, απλούστατα!» είπε ο Τρουντολιού μποφ. «Αφήστε με να περάσω, γιατί μου φράζετε το δρό μο ... Εμπρός, τι θέλετε ;» ρ ώτησε ο Ζβερκόφ περιφρονητικά. ' Ολοι ήταν κόκκινοι' τα μάτια τους έλαμπαν' είχαν πιει πολύ. «Θέλω τη φιλία σας, Ζβερκόφ, σας πρόσβαλα, αλλά ... » «Με προσβάλατε; Εσείς; Εμένα; Μάθετε, κύριε, ότι ποτέ και για καν ένα λόγο δ εν μπορείτε να με προ­ σβάλετε!» «Κα ι τώρα φτάνει, φύγετε ! » είπε απειλητικά ο Τρου­ ντολιούμποφ. «Πάμε». «Μ ε μια συμφων ία, κύριοι: η Ολυμπία ε ίναι δ ικιά μου» φώναξε ο Ζβερκόφ. «Αυτό να λέγεται, αυτό να λέγεται!» του απάντησαν γελώντας. / ' Εμεινα εκεί ρεζιλεμένος. Η παρέα �γ � κε με θόρυβο από την α ίθουσα. Ο Τρουντολιού μπφφ άρχισε κάποιο άνοστο τραγούδ ι. Ο Σ ιμόνοφ σταμάτησε για μια στιγμή για να δώσει φιλοδώρημα στα γκαρσόνια. Τον πλησίασα ξαφνικά. «Σ ιμόνοφ, δανείστε μου έξ ι ρούβλια!» είπα αποφασι­ στικά κι απελπισμένα. Μ ε κοίταξε με βαθιά κατάπληξη και με αποβλακωμένο βλέμμα. Κι αυτός ήταν μεθυσμένος. «Μήπως θα 'ρθετε κι εσείς μαζί μας εκεί κάτω ;» «Ναι». «Δ εν έχω χρήματα» ε ίπε κοφτά, και χαμογέλασε περι­ φρονητικά. Θέλησε να φύγει. Τον άρπαξα απ' το παλτό του. ' Ηταν σαν σ ' εφιάλτη. «Σ ιμόνοφ! Γιατί μου αρνείστε; Είδα ότι έχετε χρήματα. Είμαι κανένας λωποδύτης; Προσέξτε, πρέπει να μου τα δώσετε: αν ξέρατε, αν ξέρατε γιατί σας τα ζητώ! Απ' αυ­ τά εξαρτώνται όλα ' όλο μου το μέλλον, όλα μου τα σχέδια... »

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΊΌΙ ΊI:όΦΣΚl

Ο Σ ιμόνοφ έβγαλε τα χρήματα και σχεδόν μου τα πέταξε. «Πάρτε τα λοιπόν, αφού είστε τόσο αδ ιάντροπος! » είπε χωρίς οίκτο, κι έτρεξε να φτάσει τους άλλους. Έ μεινα για μια στιγμή μόνος. Η ακαταστασία, τ' απο­ φάγια, ένα ποτήρι σπασμ ένο πάνω στο πάτωμα, τα χυμέ­ να κρασιά , τ' αποτσίγαρα, το μεθύσι και το παραλή ρημα του μυαλού μου, μια αγωνία βασανιστική στην καρδ ιά, και τέλος το γκαρσόνι που τα είδ ε και τα άκουσε όλα και με κοίταζε περίεργα. «Θα πάω εκει1» φώναξα. «Ή θ α μου ζητήσουν όλοι γονατιστοί τη φιλία μου, φιλώντας μου τα πόδια, ή ... ή θα χαστουκίσω τον Ζβερκόφ !» 5 «Να τη , να τη, επιτέλους, η σύγκρουση με την πραγματι­ κότητα» μουρμού ρισα κατεβαίνοντας τη σκάλα σαν αστραπή. Και γ έλασα. Αυτή δεν ε ίναι η περίπτωση του πάπα που φεύγει από τη Ρώμη και πάει στη Βραζιλία, ού­ τε ο χορός στη λίμνη Κόμο ! Είσαι παλ ιάνθρωπος ! αντήχησε κάτι μέσα στο κεφάλι μου, αφού έχεις το θάρρος να γελάς τώρα. «Τόσο το χειρότερο!» φώναξα απαντώντας στον εαυτό μου. «Τώρα όλα τέλειωσαν!» Δεν τους έβλεπα πια' μα το ίδιο κάνει: ήξερα πού θα μπορούσα να τους βρω. Κοντά στην πόρτα στεκόταν ένα ελεεινό έλκη θρο αγο­ ραίο ' ο αμαξάς φορούσε ένα βαρύ παλτό καταχιονισμέ­ νο, και το χ ιόνι που έπεφτε ακόμη κι έλιωνε φαινόταν σα ζεστό . Ο καιρός ήταν πνιγηρός και βαρύς. Το μικρό του μελαψό και μαλλιαρό άλογο ήταν κι εκείνο κάτασπρο απ' το χιόνι κι έβηχε, το θυμά μαι ακό μη. ' Ορμησα προς το πρόστυχο έλκηθ ρό του ' μα μόλις σήκωσα το πόδι μου για - 90 -

ν' ανεβώ, θυμήθηκα με τι περιφρονητικό τρόπο ο Σ ιμό­ νοφ μου έδωσε τα δέκα ρούβλια και σωριάστηκα μέσα σαν πακέτο . «' Οχι ! Πρέπει να μου το πληρώσουν πολύ ακριβά αυ­ τό!» φώναξα' «μα θα μου το πληρώσουν ακό μη κι αν πρόκειται να πεθάνω εκεί κάτω αυτή τη νύχτα. Εμπρός!» Φύγαμε. Μέσα στο κεφάλι μου σηκωνόταν ένας ανεμο­ στρόβιλος. Να ζητήσουν γονατιστοί τη φιλία μου, δ ε θα το κάνουν. Είναι μια αυταπάτη, μια ελεεινή, σιχαμερή, ρομαντική και φανταστική αυταπάτη. Λοιπόν, πρέπει να χαστουκίσω τον Ζβ ερκόφ! Π ρέπει να το κάνω. Λοιπόν, το αποφάσι­ σα, τρέχω τώρα να του δώσω ένα χαστούκι. «Βάρα, αμαξά!» Ο αμαξάς τράβηξε τα λουριά. «Θα του το δώσω μό�ς μπω. Μήπως πρέπει να πω με­ ρικά λόγια πριν το χαστούκι, έτσι, για πρόλογο; Όχι. Απλούστατα θα μπωj και θα του το δώσω. Θ α 'ναι όλοι τους στη σάλα κι εκεινος θα ' ναι κοντά στην Ολυμπία πά­ νω στον καναπέ! Καταραμένη Ολυμπία! Μια μέρα με κο­ ρό ιδ εψε και δ ε με θέλη σε. Θα σύρω χά μω την Ολυμπία από τα μαλλιά και τον Ζβερκόφ από τ' αυτιά. ' Οχι, καλύ­ τερα να τον π ιάσω από το ένα και να τον φ έρω βόλτα σ' όλο το δω μάτιο. Μπορεί ν' αρχίσουν να με χτυπούν και να με βγάλουν έξω. Είναι μάλιστα βέβαιο. Τόσο το χει­ ρότερο ! ' Οπως κι αν ε ίναι, εγώ θα 'χω δώσει το χαστού­ κι. Η πρωτοβουλία αξίζει' και κατά τους νό μους της τιμής ε ίναι το παν' θα φέρνει τη σφραγίδα του εξευτελισμού και δεν μπορεί με το ξύλο να ξ επλύνει την προσβολή του χαστουκιού! Π ρέπει να μονομαχήσει. Ας με σπάσουν στο ξύλο τώρα. Ας το κάνουν οι άχρηστοι ! Π ροπαντός ο Τρουντολιούμποφ. Είναι πολύ δυνατός ο Φ ερφ ίτσκιν θα χιμήξει από το πλάι και θα κρεμαστεί χωρίς άλλο απ' τα μαλλιά μου, ε ίμαι βέβαιος. Μα τόσο το χειρότερο ! Είμαι έτοιμος για όλα. Τα προβατίσια κεφάλι(Χ τους πρέπει να - 91 -

καταλάβουν επιτέλους τι σημα ίνει όλη αυτή η τραγωδία! Οταν θα με σ έρνουν ώ ς την πόρτα, θ α τους φωνάξω πως ούτε ως το νυχάκι μου δ ε με φτάνουν. «Πιο γρήγορα ! Πιο γρήγορα!» φώναξα στον αμαξά . Ξαφνιάστηκε κι έδωσε μια καμτσικιά . Φώναξα σαν αγριάνθρωπος. «Θα μονομαχήσουμε την αυγή, το αποφάσισα. Και θα ύ φ γω πια απ' το γραφείο. Μα πώς θα έχω τα πιστόλια; Στάσου. Θα πάρω μία προκαταβολή από το μισθό μου και θα τ' αγοράσω. Σφαίρες, μπαρούτι; Αυτό ε ίναι δου­ λειά των μαρτύρων. Μα πώς να τα καταφέρω όλα αυτά πριν την αυγή; Π ού θα βρω τους μάρτυρες; Δ εν ξέρω κα­ νέναν... Μικροπρ άγματα!» φώναξα, ανάβοντας ολο ένα και περισσότερο, «μικροπράγματα! Ο πρώτος που θ' ανταμώσω στο δρό μο και θ α του μιλήσω, είναι υποχρεω­ μένος να γ ίνει μάρτυράς μου χωρ ίς αντίρρηση, όπως εί­ ναι κανείς υποχρεωμένος να πέσει στο νερό για να σώσει κάποιον που πνίγεται. Και οι πιο εξωφρενικές περιπτώ­ σεις επιτρέπονται. Αν μάλιστα ζητούσα αύ ριο κι απ' τον προϊστά μενό μου να γ ίνει μάρτυρας, πρέπει να το δ εχτεί από ιπποτισμό και να φυλάξ ει το μυστικό μου ! Αντόν Αντόνοβιτς ... » Μα εκείνη τη στιγμή ε ίδα καθαρά και ξάστερα μες στο μυαλό μου την εξωφρενικότητα των σκέψεών μου και την ανάποδη όψη του νομίσματος, αλλά ... «Βάρα, αμαξά' εμπρός λοιπόν, αχρείε!» «Ω! Κύριε!» αναστέναξε ο αμαξάς. Το κρύ ο άξαφνα με πάγωσε. Δε θα 'ταν προτιμότερο . . . δ ε θα 'ταν προτιμότερο... να πάω κατευ θ είαν στο σπίτι; Ω! Θ ε έ μου ! Γιατί, γιατί ζήτη­ σα χτες να πάω σ ' αυτό το γεύμα; Μα όχι, ε ίναι αδύνατο ! Κι ο περίπατος εκείνος τρεις ώρες ολόκληρες από το τραπέζι ώς τη σό μπα; . Οχι, αυτοί και καν ένας άλλος δ ε θα μου πληρώσει αυτό τον περίπατο. Π ρέπει να ξεπλύ ­ νουν αυτό το ρεζίλεμα! Εμπρός! Αν όμως με πάνε στην αστυνομία; Δε θα τολμήσουν!



θα φο βηθούν το σκάνδαλο. Κι αν ο Ζβερκόφ αρνηθεί να μονομαχήσει από περιφρόνηση; Ε ίναι μάλιστο βέβαιο' μα τότε θα του αποδε ίξω.. . Θα χιμήξω μέσα στην αυλή της αστυνομίας, αύριο, όταν θα θελήσει να φύγει, θα τον αρ­ πάξω απ' το πόδι, θα του βγάλω δ ια της βίας το παλτό όταν θ ' ανεβαίνει στ' αμάξι του. Θα μπήξω τα δόντια μου στο χέρι του, θα τον δ αγκώσω! Κοιτάξτε ώς πού μπορεί να φτάσει ο απελπισμένος άνθρωπος! Αδ ιάφορο αν θα με χτυπήσει στο κεφάλι και όλοι οι άλλοι στα πισινά . Θα φωνάξω σ ' εκείνους που θα βρεθούν εκεί : Κοιτάξτε, κοι­ τάξτε λοιπόν, να ένα μικρό σκυλάκι που πηγαίνει να απο­ πλανέψει τις Κιρκάσιες με το φτύσιμό μου πάνω στο πρό­ σωπό του ! Φυσικά , ύστερα απ' όλα αυτά, όλα θα τέλείω­ ναν πια. Το γραφείο μου εξαφανιζόταν από την επιφάνεια της γης. Με πιάνανε, με δίκαζαν, έχανα τη θ έ­ ση μου, μ' έβαζαν φυλακή, ή μάλλον μ' εξόριζαν στη Σι­ βηρία. Και τι μ' αυτό ; Και ύστερα από δ εκαπέντε χρόνια, ζητιάνος και κουρελιάρης θα 'ψαχνα να τον βρω όταν θα μου έδ ιναν την ελευθερία μου. Θα τον έβρισκα κάπου, σε καμια επαρχιακή πρωτεύουσα. Θα 'ταν παντρεμένος κι ευτυχισμένος. Θα ε ίχε καμιά μεγάλη κόρη ... Θα του έλε­ γα: Κο ίταξε λοιπόν, τέρας, τα βαθουλωμένα μου μάγουλα και τα κουρέλια μου ! Έχασα το παν : σταδ ιοδ ρομία, ευτυ­ χία, τέχνη επιστήμη, τη γυναίκα που αγαπούσα, όλ' αυτά εξαιτίας σου . Να το πιστόλι Ηρθα ν ' αδ ειάσω το πιστόλι μου, και... και σε συγχωρώ. Θα τραβούσα τότε στον αέρα και καν ένας πια δ ε θ ' άκουγε να μιλούν για μένα... . Αρχισα να κλαίω, κι ωστόσο ήξερα καλά πως όλ' αυτά τα είχα αποστηθίσει από τον Σύλβιο ή από τη Μασκαρά­ τα. . Αξαφνα, ντράπηκα, ντράπηκα τόσο, που σταμάτησα τ' άλογο, κατέβηκα απ' το έλκηθρο και βυθ ίστηκα στο χιόνι καταμεσής στο δ ρό μο. Ο αμαξάς με κο ίταξε κατά­ πληκτος κι αναστέναξ ε. Τι να κάνω; Θα 'ταν γελο ίο να μην πάω. Αδύνατο �' αφήσω το ζήτημα έτσι, γιατί τότε το αποτέλεσμα θα 'ταν... . •

Θεέ μου ! Πώς να το αφήσει κανείς αυτό; Ύστερα από μια τέτοια προσβολή! «Όχι!» φώναξα, ξαναπη δώντας στο έλκηθρο' «είναι γραφτό, ε ίναι μοιρα ίο. Π ιο γρήγορα ! Πιο γρήγορα!» Πάνω στην ανυπομονησία μου έδωσα μια γροθιά του αμαξά στο σβέρκο. «Μα τι έχεις; γιατί με χτυπάς;» φώναξ ε ο άνθρωπος, μαστιγώνοντας έτσι το άλογο, που άρχισε να τρ έχει γρήγορα. Το χιόνι έπεφτε από ψη λά σε πυκνές νιφάδε ς έβγαλα το καπέλο μου, ούτε το συλλογίστηκα. Τα ξεχνούσα όλα, γιατί ή μουν αποφασισμένος τελειωτικά να δώσω το χα­ στούκι, κι ένιωθα με φρίκη ότι αυτό έπρεπε να γ ίνει αμέ­ σως και καμιά ανθρώπινη δύναμ η δεν μπορούσε να το εμποδίσει. Τα φανάρια του δρό μου, ξεμοναχιασμένα, λα­ μπίριζαν πένθιμα μέσα στην ομίχλη, σα λαμπάδες σε κη­ δ εία. Το χιόνι γλιστρούσε απ' το παλτό μου, από τη ρεντι­ γκότα, τη γραβάτα μου, κι έλιωνε δε σκεπαζό μουν ' προς τι; δ ε χάθηκαν όλα; Τέλος φτάσα με. Κατέβηκα σαν τρε­ λός από το έλκηθρο, ανέβηκα τα σκαλ ιά τρ έχοντας, κι άρχισα να χτυπώ με τα χέρια και με τα πόδ ια την πόρτα. Τα γ όνατά μου, ειδ ικά τα γόνατά μου έτρεμαν φοβερά . Ανοιξαν γρήγορα ' σα να 'χαν προαναγγείλει τον ερχομό μου. (Πρ άγματι, ο Σι μόνοφ ε ίχε ειδοποιήσει ότι ίσως να ερχόταν και κάποιος άλλος. Εδώ έπρεπε γενικά να γίνο­ νται προειδ οποιήσεις και να πα ίρνονται προφυλάξεις. Ήταν από κε ίνα τα παλ ιά «καταστή ματα μόδας» που η αστυνομία τα ε ίχε κλείσει από καιρό . Τη μέρα ήταν πράγματι κατάστημα ' μα τη νύχτα μπορούσε να πάει κα­ νείς με σύσταση.) Πέρασα γρήγορα στο σκοτεινό κατά­ στημα και μπή κα στη σάλα που γνώριζα' άναβε μόνο ένα κερί' στάθηκα κατάπληκτος: δ εν ήταν καν ένας μέσα. «Πού ε ίναι;» ρώτησα. Εννοε ίται, ε ίχαν φύγει πια. Μπροστά μου στεκόταν ένα πλάσμα με χαμόγελο ηλί•

- 94 -

θιο, η ίδια η πατρόνα του σπιτιού που με γνώριζε λίγο. Ύστερα από μια στιγμή, άνοιξε η πόρτα και μπήκε κά­ ποιο άλλο πρόσωπο. Χωρίς να προσέχω τίποτα, περπατούσα στο δ ωμάτιο και μιλούσα, μόνος μου θαρρώ. ' Ηταν σα να 'χα ξεφύγει από το θάνατο κι αισθανό μουν όλο μου το είναι χαρού με­ νο: γιατί θα ' δ ινα το χαστούκι, μάλιστα, χωρίς άλλο θα το έδινα!... Μα τώρα, δ ε βρίσκονταν πια εδώ, και... όλα χά­ θηκαν, άλλαξαν! ... Κοίταξα γύρω μου, δ εν μπορούσα να σκεφτώ ακό μη. Είχα μπροστά μου ένα πρόσωπο νεανικό , δροσερό, λίγο ωχρό, με φρύδ ια σκούρα και ίσια, και με βλέμμα σοβαρό και κάπως έκπληκτο. Μου άρεσε αμέ. σως. Θα τη σιχαινό μουν αν χαμογελούσε. Την κοίταξα πιο προσεχτικά και με κάποιο κόπο' οι σκέψεις μου ήταν ακόμη άνω κάτω. Στο πρόσωπό της υπήρχε κατιτί αθώο και καλό , σοβαρό, τόσο, που σ ' έκανε να παραξενεύ εσαι. Είμαι βέβαιος ότι κανείς δ εν την είχε εκτιμήσει κι ότι ανάμεσα σ ' εκε ίνους τους ηλίθιους κανείς δεν την είχε προσ έξει. 'Αλλωστε, δ εν ήταν καμιά καλλονή, αν και ήταν ψηλή, γερή και καλοκαμωμένη. Ήταν ντυμένη πολύ απλά. Κάποια πρό στυχη ορμή μ' έσπρωξε προχώρησα ίσια καταπάνω της ... Είδα κατά τύχη τον εαυτό μου στον καθ ρ έφτη. Το χα­ λασμένο μου πρόσωπο μού φάνηκε σιχαμερό όσο δ εν παίρνει: ωχρός, κακός, αχρείος, με τα μαλλιά ανάκατα. Τόσο το καλύτερο, ε ίμαι ευχαριστημέ\'JίJς, σκέφτηκα ' εί­ μαι πάρα πολύ ευχαριστημένος που θα της φανώ απο­ κρουστικός, μου αρ έσει... 6 Κάπου, πίσω από κάποιο μεσότοιχο, ακούστηκε ο ρόγχος ενός ρολογιού σα να το πίεζαν, σα να του έσφιγγαν το λαιμό. ' Υστερα απ' το ρόγχο, που κράτησε πολύ , ακού- 95 -

στηκε άξαφνα ένα κου δούνισμα λεπτό, στριγκό και πολύ ορμητικό - σα να 'παιρνε καν ένας φόρα. Σήμανε δυο χτυπήματα. Συνήλθα, και μολονότι δ εν κο ιμόμουν, βρι­ σκό μουν σε μια κατάσταση νάρκης. Το μικρό δ ωμάτιο, στενό και χαμηλοτάβανο, με μια πε­ λώρια ντουλάπα, χαρτονένια κουτιά , ρούχα και φορ έμα­ τα κάθε λογής, ήταν μισοσκότεινο. Το σπερματσ έτο που άναβε στο τραπέζι, στην άλλη άκρη της κάμαρης , μισο­ λιωμένο πια, έριχνε πού και πού καμιά αναλαμπή. Σε λί­ γο θα π έφταμε ολότελα στο σκοτάδι. Συνήλθα πολύ γρήγορα' μονομιάς τα θυμήθηκα όλα, χωρίς κόπο, θαρρείς και με παραμό νευαν όλες εκείνες οι θύμησες για να μου επιτεθούν. Και στη νάρκη μου ακό μη επάνω, έ μενε πάντα στο μνημονικό μου κάτι σαν κουκκί­ δα, που δεν έσβηνε ποτ έ και που γύρω της μαζεύονταν όλα μου τα όνειρα. Αλλά, παράξενο πράγμα: όλα όσα μου συνέβηκαν εκείνη τη μέρα, μου φάνηκαν στο ξύπνη­ μά μου σαν κάτι πολύ μακρινό , κάτι που το 'χα ζτισει πριν από πολύ καιρό. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ, κάτι θαρρείς φτερούγιζε γύ­ ρω μου και μ' άγγιζε ' αυτό με νευρίαζε, με ανησυχούσε. Η αγωνία κι ο θυμό ς άρχισαν πάλι να βράζουν μέσα μου και γύρ ευαν κάποια διέξοδο . . Αξαφνα, παρατήρησα κο­ ντά μου δυο μάτια που με κοιτούσαν περ ίεργα. Το βλέμ­ μα τους ήταν ψυχρό, αδιάφορο, πένθιμο, μου ήταν δυσά­ ρεστο. Μια σκέψη δύσθυμη γεννήθηκε μες το μυαλό μου' ένιωσα σ' όλο μου το κορμί κάποιο δυσάρεστο αίσθημα, σαν εκείνο που δ οκιμάζουμε όταν μπαίνουμε σε ένα υπό­ γ ε ιο υγρ ό και μουχλιασμένο. Παραξενεύτηκα που τα μά­ τια αυτά άρχισαν να με περιεργάζονται, τώρα μόνο . Θυ­ μάμαι καλά ότι δύο ολόκληρες ώρες δ εν ε ίχα ανταλλάξει ούτε μ ια λέξη με το πλάσμα αυτό, δ εν αισθανό μουν καθό ­ λου την ανάγκη ' και δ εν ξέρω γιατί, μου άρεσε η σιωπή μου . . Αξαφνα, ε ίδα καθαρά τι πράγμα ανόητο και σιχα-

μερό ήταν η κραιπάλη που αρχίζει πρόστυχα, χωρίς την αγάπη και την ντροπή που στεφανώνουν τον αλη θ ινό έρωτα. Κοιταχτήκαμε ώρα πολλή έτσι, μα δ εν κατέβαζε το βλέ μμα της μπροστά στο δ ικό μου και δ εν άλλαξε την έκφρασή της, τόσο, που στο τέλος στεναχωρή θηκα. «Πώς σε λένε;» ρώτησα απότομα, για να τελειώνω μια ώρα αρχύτερα. «Λίζα» απάντησε σχεδόν μουρμουριστά, μ' έναν τρόπο καθόλου γλυκό , κι έστρεψε αλλού τα μάτια. Σώπασα. «Τι καιρό ς σήμερα... αυτό το χιόνι ε ίναι απαίσιο!» είπα σα να μιλού σα μονάχα στον εαυτό μου , και βάζοντας το χέρι κάτω από το κεφάλι μου για να κοιτάξω το ταβάνι. Δεν απάντησε. τ Ολ' αυτά ήταν σιχαμερά. «Είσ' από δ ω;» ρώτησα σε λίγο κάπως κακ ιωμένος, γυρίζοντας ελαφρά το κεφάλι μου προς τη μεριά της. «Όχι». «Από πού είσαι τότε;» «Από τη Ρίγα» είπε δ ισταχτικά. «Γερμανίδα;» «Ρωσίδα» . «Είναι καιρός που είσαι δω;» «Πού;» «Στο σπίτι αυτό». «Δεκαπέντε μέρες». Μ ιλούσε όλο και πιο λακωνικά. Το σπερματσ έτο ε ίχε λιώσει' δ εν μπορούσα να ξεχωρίσω πια το πρόσωπό της. «Τ Εχεις γονείς;» «Να ι ... όχι... ναι, γιατί;» «Πού ε ίναι;» «Εκεί, στη Ρίγα». «Τι είναι;» «Τίποτα ... » «Πώς τίποτα; Τι κάνουν;» «Τεχνίτες» .

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

«Μαζί τους ζούσες;» «Ναι». «Πόσων χρ όνων είσαι;» «Είκοσι ένα». «Γιατί τους άφησες;» «Διότι ... » Μ ε τη λέξη αυτή ήθελε να πει «άφησέ με ήσυχη, με στεναχωρείς». Σωπάσαμε. Δεν ξέρω γιατί δ εν έφ ευγα. ' Ημουν κι ο ίδιος κουρα­ σμένος και λυπημένος. Ο ι εικόνες της προηγού μενης μέ­ ρας περνούσαν άτακτα απ' το μυαλό μου δίχως να το θέ­ λω. Θυ μήθηκα ξαφνικά μία σκηνή που είδα το πρωί στο δρό μο, πηγαίνοντας σκεφτικός στο γραφείο. «Σήμερα, εκεί που κουβαλούσαν ένα φ έρετρο, λίγο έλειψε να τους πέσει κάτω» είπα ξαφνικά, χωρίς κατά βάθος να έχω καμιά διάθ εση να μιλήσω. «Φέρετρο;» «Ναι, στη Σενάγια · το 'βγαζαν από κάποιο κελάρι». «Κελάρι;» «' Οχι κελάρι... υπόγειο ... ξέρεις ... κάτω ... μέσ ' από κά­ ποιο κακόφημο σπίτι... Ήταν τόσο βρώμικα γύ ρω ... σκου­ π ίδια, ακαθαρσ ίες ... βρώμαγε, φρ ίκη». Σ ιωπή. «Είναι φριχτό να θάβουν σήμερα!» ε ίπα, μόνο και μόνο για να πω κάτι. «Γιατί;» «Το χιόνι... η υγρασία ...» είπα και χασμουρήθηκα. «Και τι πειράζει;» είπε άξαφνα ύστερα από λίγο. «Όχι, είναι άσχημο ... » Χασμουρήθηκα πάλι. «Ο ι νεκροθάφτες θα βλαστημάνε το χιόν ι. Θα 'χει σ ίγουρα νερό στο λάκκο». «Γιατί θα 'χει νερό στο λάκκο;» ρώτησε με κάποια πε­ ριέργεια, μα μιλώντας πιο απότομα από πριν. Αυτό άρχι­ σε να με κουρδίζει. «Βέβαια, υπάρχει νερό στο βάθος, τουλάχιστον έξι δά- 98 -

χτυλα. Στο νεκροταφείο του Βόλκοβο ούτε ένα λάκκο δ εν μπορούν ν ' ανοίξουν στεγνό». «Γιατί;» «Τι γιατί; Είναι μέρος ελώδ ες. Παντού έλη υπάρχουν εδώ. Βάζουν τα πτώματα μέσα στο νερό . Το ε ίδα ο ίδιος πολλές φορ ές ... » (Δεν το ε ίχα δει ποτέ, και ποτέ δ εν ε ίχα πάει στο νε­ κροταφείο του Βόλκοβο, μα το 'χα ακουστά .) «Εσένα δ ε σε νοιάζει να πεθάνεις;» «Και γιατί να πεθάνω;» αποκρίθηκε υπερασπίζοντας τον εαυτό της. «' Οπως κι αν έχει, θα πεθάνεις μια μέρα, και θα πεθ ά­ νεις ακριβώς όπως αυτή που πέθανε χτες. ' Ηταν νέο κο­ ρίτσι... Π έθανε φθισική». «Αν ήταν κόρη, θα πέθανε στο νοσοκομείο». (Κατάλα­ βε περί τίνος πρόκειται, σκέφτηκα, και είπε «κόρη» αντί κορίτσι!) «Χρωστούσε στην πατρόνα» συνέχισα, ενώ ερεθιζό­ μουν όλο και περισσότερο από τη συζήτηση, «κι έμεινε ώς το τέλος στη θ έση της, μολονότι ήταν φυματική. ' Ακουσα τους αμαξάδες να το διηγούνται σε κάτι στρα­ τιώτες. Ήταν άνθρωποι που, δίχως άλλο, την είχαν γνω­ ρ ίσει. Γ ελούσανε. ' Ηθελαν να πιουν στο καπη λειό στην υγειά της». (Τα περισσότερα απ' αυτά ήταν ψ έματα.) ' Εγινε πάλι σιωπή, μια βαθιά σιωπή. Ούτε σάλεψε μά­ λιστα. «Δε θα 'ταν καλύτερα να πεθάνει στο νοσοκομείο;» . «Δεν είναι το ίδιο; . . . Και γιατί να πεθάνω;» πρόσθεσε εκνευρισμένη. «' Οχι τώρα, αργότ ερα». «Και τι μ' αυτό; αργότερα ... » «Δεν είναι το ίδιο. Τώρα, να, είσαι ό μορφη, ν έα και δ ροσερή, κι όπως κι αν έχει, σε θ έλουν. Μα ένα χρόνο να κάνεις αυτή τη ζωή , δ ε θα ' σαι πια η ίδια, θα μαραθείς». «Μέσα σ' ένα χρόνο;» -

99

-

«Ποιος ξέρει, θέλε ις να βάλω περισσότερο από ένα χρόνο;» εξακολούθησα χαιρέκακα. «Από δ ω θα πέσεις πιο χαμη λά, σε κανένα άλλο σπίτι. Ύστερα από ένα χρό ­ νο πάλι σ' ένα τρίτο σπίτι, πιο χαμηλά, όλο και πιο χαμη ­ λά, και στα εφτά χρόνια θα βρεθείς σε κάνα υπόγειο της Σ ενάγιας. Κι αυτό δ ε θα 'ναι τίποτε ακόμη . Το δυστύχη­ μα θα είναι αν αρπάξεις καμιά αρρώστια τότε, με το στή­ θος αδύνατο, αν κρυώσεις ή κάτι τ έτοιο. Μ ' αυτή τη ζωή οι αρρώστιες γιατρεύονται δύσκολα. Τις αρπάζει κανείς και δεν τον αφήνουν. Να πώς θα πεθάνεις». «Ας είναι, ας πεθάνω» αποκρίθηκε τ έλος θυμωμένη, και κάνοντας μια απότομη κίνηση. «Είναι κρ ίμα». «Γιατί;» «Είναι κρίμα ν' αφήνει κανείς τη ζωή». Μικρή σιωπή. «Τ Εχεις κανέναν αγαπητικό;» «Και τι σε νοιάζει εσένα;» «Δε σ ' αναγκάζω ν' απαντήσεις. Τι με νοιάζει; Γιατί θυμώνεις ; Θα 'χεις σίγουρα στεναχώριες. Πεντάρα δ ε δί­ νω. Μα να, λυπάμαι» . «Ποιον;» «Εσ ένα, διάβολε». «Δεν ε ίναι ανάγκη» μουρμούρισε, κι έκανε πάλι μια κίνηση. Αυτό μ' έκανε να θυμώσω κι εγώ. Τι διάβολο ! Ήμουν τόσο γ λυκός μαζί της, κ ι αυτή ... «Μα πώς σκέφτεσαι; Είσαι στον καλό δρόμο, ε;» «Δε σκέφτομαι τίποτα». «Αυτό ακριβώς ε ίναι το κακό, που δ ε σκέφτ εσαι. Έλα στον εαυτό σου, είναι καιρός ακό μη. Είναι καιρό ς ακόμη. Είσαι ν έα' ε ίσαι όμορφη' μπορείς ν ' αγαπήσεις, να πα­ ντρευτείς , να γ ίνε ις ευτυχισμένη» . «Όλες ό σες παντρεύτηκαν, δεν είναι ευτυχισμένες » εί­ πε με τον ίδιο απότομο τόνο.

«' Οχι όλες, βέβαια, αλλά σίγουρα θα περνούν καλύτε­ ' ρα απ ό,τι εδώ. Πολύ καλύτερα. Κι όταν αγαπά κανε ίς, μπορεί να ζήσει και χωρ ίς την ευτυχία. Η ζωή και στη δυ­ στυχία ακό μα είναι ό μορφη, είναι ευχάριστο να ζει κα­ νείς, αδιάφορο το πώς. Μα εδώ, τι άλλο ε ίναι από σαπί­ λα; Πφφ!» Γύρισα το κεφάλι μου απ' την άλλη με αη δία· δ ε μιλού­ σα πια ψύχραιμα. ' Αρχισα να νιώθω αυτά που έλεγα και να παραφέρομαι. Και βιαζόμουν να εκθέσω τ ις κρυφ ές ιδεούλες μου, που ε ίχαν γεννηθεί στη γωνιά μου. Κάτι άναψε μέσα μου, έβλεπα να έ ρχεται κάποιος σκοπός στη ζωή μου. «Μη δίνεις σημασία που βρίσκομαι εδώ· μη με παίρ­ νεις για παράδειγμα. Είμαι ίσως χειρότερος από σ ένα. 'Αλλωστε, ήρθα μεθυσμ ένος» βιάστηκα να πω για να δ ι­ καιολογηθώ. «Κι έπειτα, ο άντρας δ εν μπορεί να χρησι­ μεύ ει για υπόδειγμα στη γυναίκα. Είναι άλλο πράγμα· μπορώ να ' ρθω εδώ και να λερωθώ, να ξεπέσω, μα δ εν ε ίμαι σκλάβος κανενός ήρθα και θα φύγω. Τα τινάζω όλα από πάνω μου και ξαναγίνομαι άλλος. ' Οσο για σ έ­ να, ευθύς εξαρχής γ ίνεσαι σκλάβα! Ναι, είσαι σκλάβα! Τα 'δωσες όλα, όλη σου την ελευθερ ία. Κι αν ήθ ελες κα­ τόπιν να σπάσεις τις αλυσ ίδες σου, θα 'ταν αδύνατο: σε κρατούν όλο και πιο γερά. Είναι καταραμένες αλυσίδες. Τις ξέρω. Δε μιλώ για άλλα πράγματα, δ ε θα με καταλά­ βαινες. Μ α πες μου : θα ' σαι βέβαια χρεωμένη στην πα­ τρόνα, ε; Λοιπόν, τα βλέπεις;» πρόσθεσα, παρατηρώντας ότι παρά τη βουβαμάρα της με άκουγε με όλο της το ε ί­ ναι. «Να μια αλυσίδα! Δε θα μπορ έσεις ποτέ να ελευθε­ ρωθ είς. Είναι σα να 'χεις πουλή σει την ψυχή σου στο διάβολο ... »Κι έπειτα ... μπορεί να ' μαι κι εγώ το ίδιο δυστυχισμέ­ νος, δεν μπορείς να το ξέρεις, και να θέλω να κυλιστώ στη λάσπη από τη λύπη μου. Συμβαίνει να πιει κανείς πο­ λύ από λύπη · λοιπόν, η λύπη μ' έφερε εδώ. Τι καλό βλέ-

ΦΙΟΝΤΟΡ

ΝΤU2; ΙUΙ ΙJ:.ΨLΜ

πεις σ ' αυτό; Να, πριν από λίγο εσύ κι εγώ ... σμίξαμε ... και δ εν αλλάζουμε λέξη. Με κοιτάζεις κατόπιν περ ί εργα, κι εγ ώ το ίδιο. Έτσι αγαπούν ; Έτσι πρέπει να σμίγουν δυο πλάσματα; Είναι απα ίσιο, αυτό είναι!» «Ναι !» είπε άξαφνα επιδοκιμάζοντας. Και το είπε τόσο γρήγορα αυτό το ναι, που ξαφνιάστηκα. τ Ισως η ίδια σκέ­ ψη να είχε γεννηθεί πριν λίγο στο κεφάλι της, όταν με παρατηρού σε. Ήταν λοιπόν σε θέση να σκεφτεί λίγο; Ο διάβολος να με πάρει, μα είναι περίεργο να συμπέσουν έτσι οι ιδέες μας σκέφτηκα, τρίβοντας τα χέρια μου. Πώς να μην εκτιμήσω μια τόσο νέα ψυχή ; Το παιχνίδ ι αυτό με τραβούσε. Γύρισε το κεφάλι της σ' εμένα, και σα να μου φάνηκε στα σκοτεινά ότι το στήριξε με το χέρι της. Πόσο λυπό­ μουν που δ εν μπορούσα να δ ω τα μάτια της ! τ Ακουγα τη βαθιά της αναπνοή. «Γ ιατί ήρθες εδώ;» ρώτησα κάπως αυστηρά . «Τ Ετσι». «Κι ό μως, ε ίν ' ό μορφα στο πατρικό σπίτι! Είναι ζεστά εκεί, δ ε σου λείπει τίποτα' είναι μια αληθινή φωλιά!» «Αν δ εν ε ίναι ό μως;» Α! είπα μέσα μου, πρ έπει να της μιλήσω αλλιώτικα. Δε θα κερδίσω μεγάλα πράγματα με τις αισθηματολογί ες. Ωστόσο, ήταν σα μια αστραπή. ΙΌ ορκίζομαι, άρχισα να ενδ ιαφέρομαι γι' αυτήν πραγματικά. Γινό μουν όλο και πιο τρυφερός κι ε ίχα διάθεση να μιλήσω. Κι έπειτα, η κα­ τεργαριά ταιριάζει τόσο εύκολα με το αίσθημα. «Βέβαια!» απάντησα β ιαστικά. «Τ Ολα γ ίνονται. Είμαι πολύ σίγουρος ότ ι κάποιος σε αδίκησε και μάλλον οι άλ­ λοι φταίνε παρά εσύ. Δεν ξέρω καθόλου την ιστορ ία σου, μα χωρίς άλλο, ένα κορίτσι όπως εσύ δ εν έρχεται εδώ με τη θέλησή του ... » «Κορίτσ ι είπες;» ψιθύ ρισε πολύ σιγανά, αλλά το άκουσα. Διάβολε ! Την κολακεύω. Είναι άσχημο. Μα ίσως και καλό ... Σώπαινε. - 102-

«' Ακου, Λίζα, θα σου μιλήσω για μένα. Αν ε ίχα οικο­ γ ένεια στα παιδ ικά μου χρόνια, δ ε θα ' μουν αυτό που εί­ μαι. Πολλές φορ ές το συλλογ ίζομαι αυτό. ' Οσο άσχημα και να περνά κανείς στην οικογ ένειά του - είναι πάντα ο πατέρας και η μητέρα μας, δ εν ε ίναι εχθροί μας ούτε ξέ­ νοι. Ακό μη κι αν σου ' δ ειχναν αγάπη μια φορά το χρόνο, ξέρεις ωστόσο ότι βρίσκεσαι σπίτι σου. Εγώ μεγάλωσα χωρ ίς τους γονιούς μου' γι' αυτό ίσως γ ίνηκα έτσι... αναί­ σθητος». Περίμενα πάλι. Ίσως δ εν καταλαβαίνει, σκεφτό μουν. Κι έπειτα ηθικο­ λογ ώ, γελο ία πρ άγματα! «Αν ήμουν πατέρας κι είχα μια κόρη, μου φαίνεται πως θ ' αγαπούσα την κόρη μου περισσότερο από τους γιους μου» είπα πάλι, αλλάζοντας θέμα, σα να ' θελα να τη δ ια­ σκεδάσω. Πρέπει να το ομολογήσω ότι κοκκίνισα κι ο ίδ ιος. «Γιατί;» ρώτησε. «Δεν ξέρω, Λίζα. Να, ήξ ερα κάποιον πατέρα που ήταν σκληρός, αυστηρός άνθρωπος, και μπροστά στην κόρη του γονάτιζε, της φιλούσε τα πόδ ια και τα χέρια, και δ ε χόρταινε να τη βλέπει με θαυμασμό. Στο χορό , την ώρα που εκείνη χόρευε, στεκόταν πέντε ώρες όρθιος στην ίδια θέση, κοιτάζοντάς την χωρίς να στρ έψει αλλού το βλέμμα του . Ήταν τρελός γι' αυτήν. Το καταλαβαίνω. Εκείνη κα­ τάκοπη, κοιμόταν τη νύχτα' εκείνος σηκωνόταν και τη φι­ λούσε και την ευλογούσε κοιμισμένη ! Φορούσε μια ρεντι­ γκότα καταλιγ δ ωμ ένη' για όλους ήταν φιλάργυρος, μα ξόδ ευε γι' αυτήν και την τελευταία του πεντάρα, της έκα­ νε πλούσια δώρα, και πόσο ήταν ευτυχισμένος όταν το δώρο τής άρεσε. Ο πατέρας αγαπά πάντα περισσότερο τα κορίτσια του απ' ό ,τι η μητέρα. Πόσο ευτυχισμένα ε ί­ ναι μερικά κορίτσια στο σπίτι τους! Μου φαίνεται ότι δ ε θ ' άφηνα ποτέ την κόρη μου να παντρευτεί». «Για ποιο λόγο;» ρώτησε, μόλις χαμογελώντας. - 103 -

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

«Θα ζήλευα, σου τ' ορκίζομαι. Πώς! Θα φιλούσ ε άλλον άνθρωπο! Να αγαπήσ ει έναν ξένο π ερισσότ ερο από τον πατέρα της; Είναι δύσκολο να το παραδ εχτείς. Βέβαια, στο τ έλος ο καθ ένας λογικ εύ εται. Μα μου φαίν εται ότι πριν να την παντρέψω, θα 'χα μια τρομερή έγνοια. Θα έδιωχνα όλους όσοι τη ζητού σαν. Και δύσκολα θ' αποφά­ σιζα να την παντρέψω μ' εκείνον που θ ' αγαπούσ ε. Γιατί στον πατέ ρα αρ έσ ει πάντοτε λιγότερο απ' όλους εκ είνος που θ ' αγαπήσει η κόρη του. Έτσι είναι. Π ολλές στενα­ χώριες στις οικογ έν ειες προέρχονται απ' αυτό». «Υπάρχουν μερικοί που είναι ευχαριστημένοι να που­ λήσουν το κορίτσι τους, κι όχι να το παντρ έψουν τί μια» είπε άξαφνα . Α! Αυτό ήταν λοιπόν ! . «Λίζα, αυτό γ ίν εται στις καταραμέν ες εκείν ες οικογ έ­ νει ες όπου δ εν υπάρχει ούτε Θ εό ς ούτε αγάπη» είπα με ενθουσιασμό. «Εκεί όπου δ εν υπάρχει ούτε μυαλό. Τέτοι­ ες οικογ έν ει ες υπάρχουν, είν' αλήθ εια, μα δ ε μιλώ γι' αυ­ τές. Φαίν εται ότι δ εν καλοπ ερνούσ ες στο σπίτι σου για να μιλάς έτσι. Θα ήσουν πραγματικά δυστυχισμένη. Χμ... Συνήθως η φτώχεια φταί ει για όλ' αυτά». «Είναι δηλαδή καλύτερα στους πλούσιους; Ο ι τί μιοι άνθρωποι π ερνούν καλά και μέσα στη φτώχεια». «Χμ... ναι. Μπορ εί . Υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο, Λί­ ζα. Ο άνθρωπος αγαπά να μετρά τις πίκρες του, μα δ ε λογαριάζε ι τις χαρές του. Αν τις μετρού σε, θα ' βλεπ ε ότι βαραίνουν το ίδιο. Κι όταν ευτυχεί η οικογ έν εια, όταν ο Θ εό ς την ευλογ εί, όταν ο άντρας αγαπά τη γυναίκα του, είναι πιστός, αφοσιωμένος ... Τι γ λυκιά που είναι η ζωή σ ε μια τέτοια οικογ ένε ια! Καμιά φορά οι λύπ ες είναι εμπό­ δ ιο στην ευτυχία ' μα και ποιος δ εν έχ ει λύπες. Θα πα­ ντρευτ είς ίσως και θα το γνωρίσεις κι εσύ. Ας πάροvμε για παράδ ειγμα τα πρώτα χρόνια μετά το γά μο μ' εκείνον που αγαπά καν είς : πόση ευτυχία υπάρχει μες στο σπίτι ! Κι αυτό συμβαίν ει πολύ συχνά. Στα πρώτα χρόνια και οι

συζυγικές φιλονικίες ακόμη τελειώνουν καλά. Μερικές γυναίκες όσο περισσότερο αγαπούν τον άντρα τους, τόσο περισσότερο φιλονικούν μαζί του. Αλήθ εια, γνώρισα μια τέτοια: "Σ ε λατρεύω " έλεγε, "κι από αγάπη σε τυραννώ, πρέπει να το καταλάβ εις". Το ήξερες ότι μπορεί σκόπιμα να σε κάνει κάποιος να υποφέρεις από αγάπη; Αυτό το κάνουν προπαντός οι γυναίκες. Λένε μέσα τους: Μ ετά θα του δείξω τό ση αγάπη , θα του προσφ έρω τόσα χάδ ια, που δ εν είναι αμαρτία να τον κάνω να υποφέρει τώρα. Και όλοι γύ ρω είναι τότε ευτυχισμένοι. Τι ό μορφη ζωή, χα­ ρού μενη, ή συχη και τίμια ! ... Υπάρχουν άλλες που ζη­ λεύουν. Γν(οριζα μία που δ εν μπορούσε ν ' ανεχτεί να βγαίνει ο άντρας της έξω. ' Ετρεχε μάλιστα και τη νύχτα για να πάει να δ ει κρυφά αν πήγε σε κανένα άλλο σπίτι, σ ' άλλη γυναίκα. Είναι κακό αυτό. Το ξέρει καλά ότι εί­ ναι κακό , αλλά δεν έχε ι τη δύναμη και β ασανίζεται' μα τον αγαπά' από αγάπη το κάνει. Ω! τι ό μορφο που είναι να συμφιλιώνεσαι ύστερα από μια λογομαχία, να συγχω­ ρε ίς ή να σε συγχωρούν. Κι ο ι δυο τότε είναι ευχαριστη­ μένοι - σα να συναντή θηκαν γ ια πρώτη φορά, σα να ξα­ ναπαντρεύτηκαν πάλι, σα ν' άρχισαν μόλις ν ' αγαπιού­ νται. Και κανένας, κανένας δεν πρέπει να ξέρει τι συμ­ β αίνε ι ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα όταν αγα­ πιούνται. Τις φιλονικίες του ς δεν πρέπει ούτε και στις μη­ τέρες του ς ακόμη να τις λένε και να τις βάζουν κριτές . Π ρ έπει να είναι οι ίδιοι κριτ ές. Η αγάπη είναι ένα θ είο μυστήριο, και πρέπει να κρύβ εται απ' ολωνών τα μάτια, ό,τι και να συμβαίνει. Έτσι γ ίνεται πιο άγια, καλύτερη. Σέβ εται περισσότερο ο ένας τον άλλον, και πολλά πράγ ­ ματα β ασίζονται στο σεβ ασμό. Κι αν αρχίνησαν με αγά­ πη, αν παντρεύτηκαν από αγάπη, γιατί να σβήσει η αγά­ πη τους; Δ εν μπορούν να τη διατηρήσουν; Κι έπειτα, αν τύχει να 'ναι ο άντρας καλός και τίμιος, πώς μπορεί να σβήσει η αγάπη; Η αγάπη των πρώτων χρόνων του γ άμου θα περάσει, είναι αλήθ εια, μα θα αντικατασταθ εί από

κάποια άλλη που αξίζει περισσότερο. Οι ψυχές τότε θα σμίξουν, όλα τα συμφέροντά τους θ α ε ίναι κοινά· δ ε θα κρύβει τίποτε ο ένας απ' τον άλλον. Έπειτα έρχονται τα παιδ ιά , και κάθε στιγμή τους, όσο πικρή κι αν είναι, θα τους φαίνεται γλυκιά. Π ρ έπει να αγαπά με μόνο και να έχουμε θάρρος. Κάθ ε εργασ ία γ ίν εται τότε με καλή καρ­ δ ιά, κι αν στερη θ ε ίς και το ψωμί ακό μη για χάρη των παιδ ιών σου, πάλι θα είσαι ευτυχισμένος. Γ ιατί θ α σ' αγαπήσουν γι' αυτή σου τη θυσία · για τον ίδ ιο σου τον εαυτό εργάζεσαι· τα παιδ ιά μεγαλώνουν και νιώθ εις ότι τους γ ίνεσαι παράδειγμα και στήριγμα· ακό μη κι αφού πεθάνεις, σ ' όλη τους τη ζωή θ α δ ιατηρήσουν μέσα τους τα αισθήματά σου, τις ιδέες σου, έτσι όπως τους τα μετέ­ δωσες, και θα ε ίναι όπως η εικόνα σου, ό μοια μ' εσένα. Αυτό ε ίναι το μεγάλο καθήκον. Και πώς γ ίνεται αυτό να μην ενώσει ακό μη περισσότερο τον πατέ ρα με τη μητέρα; Λένε ότι είναι πόνος να ανατρέφεις παιδ ιά. Τι ανοησία! Είναι μια θ εία ευτυχία! Αγαπάς τα παιδάκια, Λίζα; Εγ ώ τα λατρεύω. Π οιος είναι αυτό ς ο άντρας που η καρδ ιά του δ ε θ α στραφεί προς τη γυναίκα του, βλέποντάς την με το παιδί τους στην αγκαλιά; Το ροδ οκόκκινο παιδάκι, το παχουλό, που απλώνει τα χεράκια του, όλο χάδ ι; Τις μι­ κρ ές γαμπούλες, τα μικρά μπρατσάκια του ολοστρόγγυλα, τα νυχάκια του τόσο καθ αρά, μικρά, μικρούτσικα, αλή­ θ εια, τι παράξενο να τα βλέπεις! Τα μάτια του, που θ αρ­ ρείς πως τα καταλαβαίνουν όλα. Βυζαίνει και τραβά με το χεράκι του τα στήθια της μητέρας, δ ιασκεδάζει. Πλη­ σιάζει ο πατέρας, το μωρουδάκι αφήνει το στήθος, τρα­ βιέται π ίσω, κοιτάζει τον πατέρα κι αρχίζει να γελά, σα να νιώθ ει ότι πρ έπει να γελάσει, και ξαναρχίζει πάλι να βυζαίνει. Κάποτε, όταν βγάζει δοντάκια, δ αγκώνει tq στήθια της μητέρας του και την κρυφοκοιτάζει με τα κα­ τεργάρικα ματάκια του : "Κο ίτα, σε δάγκωσα!" Δεν είναι λοιπόν ευτυχία όταν βρίσκονται και οι τρεις μαζί: ο άντρας, η γυναίκα και το παιδί! Μπορεί να συγχωρήσει -

1 06 -

κανείς πολλά πράγματα γι' αυτές τις στιγμές. · Οχι, Λίζα, πρέπει να μάθουμε πρώτα να ζούμε οι ίδιοι, κι έπειτα να κατηγορού με τους άλλους !» Π ρέπει να της παρουσιάσω αυτές τις εικόνες, σκέφτη­ κα, και μολονότι μιλούσα με αίσθη μα, άξαφνα κοκκίνισα: Κι αν αρχίσει τα γ έλια, τι θ α κάνω ; η σκέψη αυτή μ ε ανα­ στάτωσε . Τελειώντας τα λόγια μου είχα πραγματικά εν­ θουσιαστεί, και τώρα το φιλότιμό μου μ ' έκανε να ντρ έ­ πομαι. Ακολού θησε μια μ εγάλη σιωπή. Θα ήθελα μάλιστα να κρατούσε κι άλλο. «Ξέρετε ότι. .. » άρχισε άξαφνα, και σταμάτησε. Είχα καταλάβει: κάτι καινούριο έτρεμε στη φωνή της, κάτι που δ εν ήταν ούτε απότο μο, ούτε πρό στυχο ή ανυπό­ ταχτο όπως πριν, αλλά κάτι γ λυκό και φοβισμένο, τό σο φοβισ μ ένο, που στεκό μουν κι εγώ φοβισμένος μπροστά της, σα να 'χα φταίξει . «Τι πράγμα;» ρώτησα μ ε τρυφερή περιέργεια. «Μα εσείς ... » «Τι;» «Εσε ίς... μιλάτε σα βιβλίο» είπε, και κάτι σαρκαστικό υπήρχε πάλι μέσα στη φωνή της. Η παρατήρηση αυτή με πείραξε. Π ερίμ ενα κάτι άλλο. Δεν κατάλαβα ότι ο σαρκασμό ς της ήταν προσποιητός ότ ι ήταν το συνηθισ μ ένο παιχνίδι των δ ειλών που έχουν αθώα την καρδιά, όταν ζητά κανείς παρά τη θέλησή τους να εισχωρήσει στο βάθος της ψυχής τους, κι ώς την τε­ λευταία στιγ μή αντιστ έκονται από περηφάνια και φοβού ­ νται να εκφράσουν εκείνο που αισθάνονται. Η δειλία μά­ λιστα, με την οποία προσπάθησε πολλές φορ ές να εκφρά­ σει το σαρκασμό της, έπρεπε να με κάνει να το καταλά­ βω. Μα δ εν το κατάλαβα και μ' έπιασε κάποια δυσθυμία. Π ερ ίμενε λίγο ! σκέφτηκα.

- 107 -

«Τι λες, Λίζα, μιλάς για βιβλία τη στιγμή που κι ο ίδιος σιχαίνομαι το μέρος αυτό, αν και δ ε σου ε ίμαι τίποτα. Τώρα ξύπνησαν όλ' αυτά μες στην ψυχή μου ... Είναι δυ­ νατό , ε ίναι δυνατό να μην αισθάνεσαι αη δία μένοντας εδώ ; Ναι, η συνήθεια κάνει πολλά! Δ ιάολε, σε τι χάλι φέρνει τον άνθρωπο η συνήθεια. Μήπως πιστεύ εις σοβα­ ρά ότι δ ε θα γεράσεις ποτέ κι ότι θα ε ίσαι πάντα όμορφη και θα σε κρατήσουν εδώ για πάντα; Και δ ε μιλώ για ό ,τι άσχημο υπάρχει εδώ που μένεις. Ή καλύτερα, να τι έχω να σου πω για τη σημερινή σου ζωή. Είσαι ν έα, όμορφη, καλή κι ευαίσθητη. Μα ε ίναι ανώφελο. τ Otav συνήλθα, ξέρεις πόσο αη δίασα που βρέθηκα κοντά σου; Αν ήσουν αλλού και ζούσες όπως ζουν οι τίμιοι άνθρωποι, ίσως θα σου έκανα κόρτε, ίσως μάλιστα και να σε ερωτευόμουν· θα γινό μουν ευτυχισμένος, όχι από ένα σου λόγο, αλλά κι από μια ματιά σου μόνο: θα σε περίμενα στην πόρτα, θα 'πεφτα στα γόνατά σου · θα σε φανταζόμουν αρραβωνια­ στικιά μου και θα υπερηφανευό μουν γι' αυτό. Δ ε θα μπο­ ρού σα να κάνω ούτε μία σκέψη για σ ένα που να μην εί­ ναι αγνή. Μα εδώ ξέρω πως φτάνει ένα νεύ μα μου και θα με ακολουθήσεις θέλοντας και μη. Δε δίνω καμιά ση­ μασία στη θ έλησή σου. Εσύ δίνεις στη δ ική μου. Κι ο τε­ λευταίος χωριάτης όταν καπαρώνεται να εργαστεί, δ εν καπαρώνεται ολόκληρος, κι έπειτα ξέρει ότι θα τελειώσει η σκλαβιά του. Εσύ πότε θα ε ίσαι ελεύθερη; Για σκέψου : τι δίνεις εδώ; τι πράγμα έχεις σκλαβωμένο; την ψυχή σου, την ψυχή σου που δ ε σου ανήκει πια, που ε ίναι σκλαβω­ μένη μαζί με το σώμα σου. Ο πρώτος μεθύστακας που θα 'ρθει, λερώνει την αγάπη σου! Την αγάπη! - Μα είναι το παν, ε ίν ' ένα δ ιαμάντι· είναι ο θησαυρός της κόρης η αγάπη ! Για να γ ίνει κάποιος αντάξιος αυτής της αγάπης, θα ' δ ινε τη ζωή του, θα βάδ ιζε και στο θάνατο. Π οια εί-, ναι τώρα η αξία της αγάπης σου; Είσαι αγορασμένη ολό-

κληρη και δ εν έχει ο άλλος ανάγκη να αποκτήσει την αγάπη σου, γιατί και δίχως την αγάπη σου τα έχει όλα. Δεν υπάρχει χειρότερη προσβολή για ένα κορίτσι, κατα­ λαβαίνεις; Στάσου, έχω ακούσει να λένε ότι γ ια να σας χρυσώσουν το χάπι, σας επιτρ έπουν να έχετε αγαπητι­ κούς. Τι ανόητες που είσαστε! Μα το κάνουν για να σας ξεγελάσουν μόνο, να σας κορο'ίδέψουν, και το πιστεύετε! Για πες μου, σ ' αγαπά στ ' αλήθεια ο αγαπητικός σου ; Δεν το πιστεύω , Πώς θα μπορούσε να σ' αγαπά όταν ξέρει ότι από στιγμή σε στιγμή θα σε φωνάξουν; Μόνο ένας τιπο­ τένιος μπορεί να το ανεχτεί αυτό. Μήπως σε σέβεται κα­ θόλου; Τι σε συνδέει μαζί του; Σε κοροϊδεύ ει, σε εκμε­ ταλλεύεται: αυτή 'ναι η αγάπη του ! Κι ευχαριστημένη να είσαι αν δ ε σε δέρνει κιόλας. Γιατί κι αυτό μπορεί να γ ί­ νει. Για ρώτησ έ τον, αν έχεις αγαπητικό, θα σε παντρευό­ ταν; Θα σκάσει στα γέλια, αν δ ε σε φτύσει στο πρ όσωπο και δ ε σε σπάσει στο ξύλο - τη στιγμή που κι αυτός ο ίδιος δεν αξίζει ούτ' έναν κάλπικο παρά . Κι όταν σκεφτεί κανείς για ποιο λόγο έχασες τη ζωή σου; Επειδή εδώ σου δίνουν καφέ και τρως καλά; Και για ποιο σκοπό σε τρ έ­ φουν; Μια άλλη, ένα τίμιο κορίτσι θα πνιγόταν με μια τέ­ τοια μπουκιά, αν ήξερε για ποιο σκοπό την τρέφουν. Εί­ σαι χρεωμένη εδώ, και θα ' σαι πάντα, ώς το τέλος, ώς τη μέρα που οι πελάτες θ' αρχίσουν να σε αηδιάζουν. Θα γί­ νει κι αυτό σε λίγο : μη βασανίζεσαι στα νιάτα σου. Αυτά περνούν γρήγορα εδώ . Θα σε πετάξουν έξω. Μα δε θα σε διώξουν μόνο, θ' αρχίσουν πρώτα να τσιγκουνεύονται ' μαζί σου, να σε μαλώνουν, να σε φοβερίζουν, σα να μην τους έδωσες τα νιάτα σου, την υγεία σου, και σα να μην έχασες την ψυχή σου γ ι' αυτήν, τη σωματεμπόρισσα, αλλά σα να την κατάστρεψες, να την έγ δυσες, να την έκλεψες. Μην περιμένεις κανέναν να σε υποστηρίξει: ο ι συντρ ό­ φισσές σου θα σου δώσουν άδικο για να την κολακέψουν, γιατί όλες εδώ είναι σκλαβωμένες: έχασαν πια τη συνεί­ δησή τους και την ευσπλαχνία. Εξαχρειώθηκαν, και δεν 1(\C\

υπάρχουν στον κόσμο βρισιές πιο πρόστυχες, πιο βρωμε­ ρέ ς, πιο προσβλητικές απ' αυτές που θ' ακούσεις. Θ' αφή ­ σεις εδώ μια για πάντα: την υγε ία, τη νεότητα, την ομορ­ φιά, την ελπίδα, θα είσαι ε ίκοσι χρονών και θα φαίνεσαι τριάντα πέντε, και να 'σαι κι ευχαριστημένη αν δ εν αρ­ ρωστήσεις. Να παρακαλε ίς το Θεό έτσ ι να γίνει. Φαντά­ ζεσαι ίσως τώρα πως τίποτ ' άλλο πια δ ε θα 'χεις παρά να δ ιασκεδάζεις μόνο · μα ε ίναι η πιο ξεθεωτική και η πιο αηδιαστικη δ ουλειά που υπάρχει. Είναι σα να θέλεις να πνίξεις την καρδ ιά σου στα δάκρυα. Και δ ε θα τολμήσεις να πεις λέξη· όταν θα σε διώξουν από δω, θα φύγεις σαν ένοχη. Θα πας σε άλλο σπίτι, έπειτα σ ' ένα τρ ίτο, ώσπου να καταντήσεις στη Σ ενάγια. Και μόλις φτάσεις εκε ί, θα σε δ είρουν· είναι η πρώτη περιποίηση εκεί κάτω · οι πελά­ τες δεν μπορούν να χαϊδέψουν χωρίς να δ ε ίρουν. Δε θες να το πιστέψεις ότι ε ίναι τόσο αη διαστικό ; Πήγαινε, κοί­ ταξε μια μέρα και θα το δ εις με τα μάτια σου. Είδα κά­ ποια από τις γυνα ίκες αυτές μια φορά την πρωτοχρονιά έξω από την πόρτα. Την ε ίχαν βγάλει έξω για ν ' αστειευ­ τούν, για να την κάνουν να παγώσει λίγο επειδή φώναζε. Κι έκλεισαν πίσω της την πόρτα. Στις εννιά το πρωί ήταν κιόλας στουπί στο μεθύσι, αναμαλλιάρα, μισόγυμνη, με μελανά τα κρ έατα απ' το ξύλο. Ήταν άσπρη απ' το φτια­ σ ίδι και με τα μάτια μαυρισμένα γύρω, το αίμα έτρεχε από τη μύτη και τα δόντια της: την ε ίχε κάνει σ ' αυτά τα χάλια κάπο ιος αμαξάς. Καθόταν στα πέτρινα σκαλοπά­ τια · βαστούσε στο χέρ ι της ένα παστωμένο ψάρι · φώναζε, θρηνούσε για τη μο ίρα της και χτυπούσε το παστό στα σκαλοπάτια. Γύ ρω της ε ίχαν μαζευτεί αμαξάδ ες και στρατιώτες μεθυσμένοι που την πείραζαν. Δεν το πι­ στεύ εις πως θα γίνεις έτσι; κι εγώ δε θα ' θελα να το πι­ στέψω. Μα ποιος ξέρει, ίσως κι αυτή με το παστό πριν από οχτώ δέκα χρόνια να ' ρθε από κάπου, δροσερή σαν αγγελούδι, αθώα και αγνή · δ εν ήξερε τη δ ιαφθορά, κοκ­ κίνιζε σε κάθε κουβέντα. Ίσως να 'ταν σαν κι εσένα πε- 110-

ρήφανη κι ευαίσθητη, να μην έμοιαζε στις άλλες, με περ­ πατησιά βασίλισσας, ξέροντας τι ευτυχία θ α έβρισκε εκείνος που θα την αγαπούσε και που θα τον αγαπούσε κι αυτή. Βλέπεις πού κατάντησε; Και πού ξέρ εις, εκείνη τη στιγμή που χτυπούσε το παστό στα βρώ μικα σκαλοπά­ τια, θυμόταν τα περασμένα της χρ όνια, την αγνότητά της στο πατρικό σπίτι, όταν πήγαινε ακό μη στο σχολε ίο κι ο γιος του γείτονα την περί μενε στο δ ρόμο του σχολείου για να της ορκιστεί ότι θ α την αγαπά σ' όλη του τη ζωή, πως θα θυσιαστεί γι' αυτήν, μπορεί να θυμήθηκε πως υποσχέθηκαν μεταξύ τους να αγαπιούνται παντοτινά και να παντρευτούν όταν θ α μεγαλώσουν. " Oχ�, Λίζα, θα 'ναι ευτύχημα, ευτύχημα για σ ένα αν πεθάνεις νωρίτερα από φθίση σε μια γωνιά, σε κάνα υπόγειο, σαν την άλλη πριν από λίγο . Στο νοσοκομε ίο λες; Καλό κι αυτό , αν θ ελή­ σουν να σε πάνε, μα αν σε χρειάζεται ακό μα η σω ματε­ μπόρισσα; Η φ θίση δ εν είναι αρρώστια σαν τον πυρετό. " Ω ς την τελευταία στιγμή ο άρρωστος ελπίζει και υποστη­ ρίζει πως ε ίναι καλά. Γελιέται κι ο ίδιος. Κι η πατρόνα κάνει τη δουλειά της. Αυτό είναι καλό για την πατρόνα. Αυτό θ α πει πως της πούλησες την ψυχή σου, κι έπειτα, χρωστάς λεφτά και δεν τολμάς να πεις κουβέντα. Κι όταν θα ξ εψυχάς, θα σ ' εγκαταλε ίψουν, θα γυρίσουν αλλού τα μούτρα τους, γιατί τότε κανένα κέρδος δ ε θ α μπορείς πια να τους προσφέρεις, θ α σε μαλώνουν μάλιστα γιατί πιά­ νεις τον τόπο, γιατί δ εν πεθαίνεις γρήγορα. Ί σα που θ α σου δίνουν να πιεις και θα σου απαντούν με βρισιές: "Πότε θα τα τινάξεις πια, αλανιάρα; Δε μας αφήνεις να κοιμη θ ούμε ' βογκάς κι ενοχλείς τους πελάτες". Είναι αλήθ εια: άκουσα να λένε τ έτοια λόγια. Θα σε ρίξουν ετοιμοθάνατη σε καμιά βρώ μικη γωνιά στο σκοτεινό υπό­ γειο. Πλαγιασμένη κει χάμω, ολομόναχη, τι θα σκέφτε­ σαι; Κι όταν θα πεθάνεις, ξένοι άνθ ρωποι θα σε θάψουν βιαστικά, γκρινιάζοντας ανυπόμονα' κανείς δ ε θ α σ' ευ­ λογήσει, κανε ίς δ ε θ' αφήσει ένα στεναγμό λύπης για σ έ-

111 -

ΦIONTO�ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

να· ένα μόνο θα θέλουν: πώς να σε βγάλουν όσο πιο γρή­ γορα γ ίνεται απ' τη μέση. Θα αγοράσουν μια παλιοκάσα, θα σε πάνε όπως πήγανε σήμερα αυτή τη δυστυχισμένη, και το μνημόσυνό σου θα το κάνουν οι μπεκρήδες μόνο, ύστερα, στο καπηλειό . Στο λάκκο σου θα 'ναι λάσπες, βρωμιές, χιόνι. Δε θα πολυσκοτιστούν για σ ένα. "Κατέ ­ βασέ την, Βάνια· είναι το γραφτό τη ς θαρρεί ς πως έχει τα πόδια πάντα ψηλά. Μίκραινε το σκοινί, ζωντόβολο. Καλά είν' έτσι. Το βλέπεις; Έπεσε στραβ ά. Άνθρωπος ήτανε κι αυτή. Τι να γ ίνει; Κι έτσι καλά θα είναι". Δε θα χασομερήσουν περισσότερο για σ ένα · θα σε σκεπάσουν γρήγορα γρήγορα με το μελανό και λασπερό παλιόχωμα και θα πάνε στο καπηλειό . Να, έτσι θα ξεχαστείς κάτω από τη γη. Ο ι άλλοι έχουν παιδ ιά, πατέ ρες, άντρες, που π άνε στους τάφους των δ ικών τους. Μα για σ ένα ούτε δάκρυ, ούτε στεναγμός, ούτε μνημόσυνο. Κανείς ποτέ δε θα 'ρθει να σε βρει. Τ' όνομά σου θα χαθεί σα να μην έζησες ποτέ στον κόσμο. Η λάσπη, ο βάλτος : του κάκου θα χτυπάς το καπάκι της κάσας σου τη νύχτα, όταν ξυ­ πνούν οι πεθαμένοι: "Καλοί μου άνθρωποι, αφήστε με να ζήσω στον κόσμο! ' Οσο ζούσα, δ ε γνώρισα τίποτε από τη ζωή· η ζωή μου χάθηκε · την ήπια μέσα στο καπηλειό της Σ ενάγιας αφήστε με να ζήσω στον κόσμο πάλι, καλο ί μου άνθρωποι!"». Με είχε παρασύρει το πάθος σε τέτοιο βαθμό , που ένιωθα σα να μου σφίγγουν το λαιμό και ... άξαφνα στα­ μάτησα. Σ ηκώθηκα τρομαγμένος, και γέρνοντας δ ειλά το κεφάλι μου, άρχισα ν' ακούω με καρδ ιοχτύπι . Κι είχα δί­ κιο που ήμουν ταραγμένος. Το είχα καταλάβει από ώρα πολλή ότι ε ίχα αναστατώ­ σει την ψυχή της, είχα ραγίσει την καρδ ιά της, κι όσο πε­ ρισσότερο βεβαιωνόμουν, τόσο και ζητούσα να φτάσω στο σκοπό μου, πιο γρήγορα, πιο σταθερά. Το παιχν ίδ ι με παρέσυρε · μα δ εν ήταν παιχνίδ ι μόνο ... ' Ηξ ερα ότι μιλούσα σκληρά και με τρυφερότητα, και - 1 12 -

μάλιστα με διδακτικό τρόπο ' κοντολογίς, δεν μπορούσα να μιλήσω αλλιώτικα, παρά «όπως στα βιβλία» , ωστόσο δεν ήταν αυτό που με αναστάτωνε - προαισθανό μουν ότι θα με καταλάβαινε και ότι ακρι βώς αυτό το ύφος θα με βοηθούσε. Μ α τώρα που είχα φτάσει πια στο αποτέλε­ σμα, μ' έπιασε ένας ξαφνικός φόβος. ' Οχι, ποτέ, ποτέ δεν είδαν τα μάτια μου τέτοια απελπισία ! ' Ηταν πλαγιασμένη μπρού μυτα, με το κεφάλι χωμένο στο μαξ ιλάρ ι που το 'σφιγγε με τα δυο της μπράτσα. Το στήθος της ανεβοκα­ τέβαινε. Το νεανικό κορμί της τρανταζόταν ολόκληρο σαν από σπασμούς. Τα αναφιλητά την έπνιγαν, της ξέσκι­ ζαν το στήθος, κι άξαφνα της ξέφυγαν κραυγ ές και ουρ­ λιαχτά. ' Εσφιξε τότε ακόμη πιο πολύ το μαξ ιλάρι της. Δεν ήθελε κανένας, ψυχή ζωντανή να μάθ ει το μαρτύρ ιο και τα δάκρυά της. Δάγκωνε το μαξ ιλάρι, δάγκωνε ώ ς και τα μπράτσα της που μάτωσαν (το είδα πιο ύστερα)' ή τρα­ βούσε απελπισμένη τα ξέπλεκα μαλλιά της με τα δάχτυ­ λα, έβαζε όλη της τη δύναμη για να μη σαλέψει, για να κρατή σει την αναπνοή της και να σφίξει τα δόντια της. , Αρχισα να της λέω κάτι, την παρακαλούσα να ησυχάσει, μα ένιωσα ότι δεν ε ίχα το θάρρος, κι άξαφνα, ριγώντας ολόκληρος, σχεδόν τρέ μοντας από το φόβο, γλίστρησα ψηλαφητά για να βρω την πό ρτα και να το σκάσω το γρη­ γορότερο. Ήταν σκοτεινά : του κάκου προσπάθησα, δεν προχωρούσα. Στο τέλος το χέρι μου έπιασε ένα κουτί σπίρτα κι ένα σαμτάνι με ολόκληρο το σπερματσέτο. Μό­ λις το φως φώτισε το δωμάτιο, η Λίζα ανασηκώθηκε, κά­ θισε στο μαξιλάρι και με κο ίταζε σα χαμένη, με συσπα­ σμένο πρόσωπο και με χαμόγελο σχεδόν τρελής. Κάθισα κοντά της και πήρα το χέ ρι της μέσα στο δ ικό μου' συνή λ­ θε, ρ ίχτηκε πάνω μου, θέλησε να με αγκαλιάσει, μα δ εν τολμούσε να το κάνει κι έγειρε αργά το κεφάλι της μπρο­ στά μου. «Λίζα, φ ίλη μου, έκανα άσχημα» - συγχώρεσέ με, πή ­ γα να πω, μα έσφιξε τα δάχτυλά μου στα χέρια της τόσο

δυνατά, που κατάλαβα ότι δε θα 'λε:Υ α Φιε ίνο που έπρεπε και σταμάτησα. «Να η δ ιεύθυνσή μου, Λίζα, έλα να με δεις». « Θα ' ρθω» μουρμούρισε αποφασιστικά, χωρίς να ση­ κώσει το κεφάλι της. «Και τώρα, φεύγω, αντίο ... ωρεβουάρ». Σηκώθηκα, σηκώθηκε κι εκείνη, κι άξαφνα κοκκίνισε, ανατρ ίχιασε, άρπαξε μια εσάρπα απ' την καρ έκλα και την έριξ ε στους ώ μους της ώς πάνω στο λαιμό. Επειτα χαμογ έλασε πάλι πονεμένα, ξανακοκκίνισε και με κοίτα­ ξε παράξενα. Μου ' κανε κακό αυτό ' βιάστηκα να φύγω, να εξαφανιστώ. «Περιμένετε» μου είπε ξαφνικά στο διάδρομο, κοντά στην πόρτα, και με σταμάτησε πιάνοντας το παλτό μου. τ Εβαλε κάπου βιαστικά το κερί και χάθηκε - θυμή θηκε ίσως κάτι που ήθελε να μου το δ είξ ει. Φεύγοντας, ήταν κατακόκκινη' τα μάτια της έλαμπαν κι ένα χαμόγελο φά­ νηκε στα χε ίλη της. Τι να 'ταν άραγε; Π ερίμενα χωρίς να το θέλω' ξανάρθε σε λίγο ' το βλέ μμα της θαρρείς πως ζη­ τού σε συγχώρηση. Δεν είχε πια το ίδ ιο πρόσωπο, ούτε το ίδιο βλέμμα όπως στην αρχή - πένθιμο, καχύποπτο, πει­ σματωμένο. Τώρα το βλέ μμα της ήταν ικετευτικό , γλυκό , εύπιστο, τρυφερό και δειλό μαζί. Τέτοιο ε ίναι το βλέμμα των παιδιών όταν αγαπούν πολύ κάποιον και του ζητούν κάτι. Είχε ωραία καστανά μάτια, εκφραστικά, μάτια που ήξεραν να καθ ρεφτίζουν την αγάπη και το μίσος. Χωρίς να μου εξηγήσει τίποτε - σα να ' μουν ένα ον ανώτερο, που έπρεπε όλα να τα ξέρω από διαίσθηση ­ άπλωσε το χέρι και μου 'δωσε ένα χαρτί. Το πρόσωπό της φωτίστηκε εκείνη τη στιγμή με μια θ ριαμβευτική, παι­ δ ική αφ έλεια. Ξεδίπλωσα το χαρτί. Ήταν ένα γράμμα που της είχε στείλει ένας φοιτητής της ιατρικής, ή κάποι­ ας άλλης επιστή μης - μια ερωτική εξομολόγηση πομπώ­ δης, ρητορική, μα που έκλεινε μέσα της και πολύ σεβα­ σμό . Δ ε θυμά μαι πια τις εκφράσεις, θυμάμαι όμως πολύ τ

- 1 14 -

καλά ότι μέσα από το υψη λό εκείνο ύφος ξεχώριζε κα­ νείς ένα αληθινό αίσθημα που ήταν αδύνατο να ε ίναι προσποιητό . 'Οταν τέλειωσα το διάβασμα, αντίκρισα καρφωμένο πάνω μου το θερμό της βλέμμα, γεμάτο πε­ ριέργεια και παιδ ική ανυπομονησία. Δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από το πρόσωπό μου και περ ίμενε ανυπό μονα τι θα πω. Με λίγα λόγια, μου εξήγησε βιαστικά και χα­ ρού μενη, και με κάποια περηφάνια, ότι ε ίχε παρασυρθεί σε μια χορευτική εσπερίδα «σε μια έντιμη οικογ ένεια, που δ εν ήξερε τίποτα, απολύτως τίποτα» , επειδή είναι νεοφερμένη εδώ, πώς δεν ήταν ακόμη καθόλου αποφασι­ σμένη να μείνει και δίχως άλλο θα έφευγε μόλις ξεπλή­ ρωνε το χρ έος της .. . Στο χορό λοιπόν, ήταν εκείνος ο φοι­ τητής και χόρεψε μαζί της όλη τη βραδιά, κου βέντιασε και άλλοτε μ' αυτόν· στα παιδ ικά της χρόνια έτυχε να τον γνωρίσει στη Ρίγα; είχανε παίξει μαζί, μα από τότε είχε περάσει πολύς καιρός γνώριζε τους γονείς του, κι ο φοι­ τητής δ εν ήξερε τίποτε για την τωρινή της κατάσταση, κι ούτε την υποπτευόταν μάλιστα! Την άλλη μέρα, ύστερα από τη χορευτική εσπερίδ α (είχαν περάσει τρεις μέρες τώρα) της έστειλε αυτό το γράμμα με μια φιλενάδα που ήταν μαζί της εκείνη τη βραδ ιά... και ... να, αυτό ήταν όλο. ' Οταν τέλειωσε τη δ ιήγησή της, κατέβασε τα σπινθηρο­ βόλα μάτια της, σχεδόν με ντροπή. Η φτωχούλα· φύλαγε το γράμμα του φοιτητή σαν ένα θησαυρό , κι έτρεξε να τον φ έρει, αυτόν το μοναδικό θη­ σαυρό , μη θ έλοντας να μ' αφήσει να φύγω χωρίς να μάθω ότι κι εκείνη ε ίχε αγαπηθεί τίμια και ειλικρινά , ότι και σ ' εκείνη έγραφαν με σεβασμό. Βέβαια, το γράμμα ήταν προορισμένο να μείνει στο σεντουκάκι της, χωρίς αποτέ­ λεσμα. Μα το ίδ ιο κάνει, είμαι βέβαιος ότι θα το φύλαγε σ ' όλη της τη ζωή σαν ένα θησαυρό , σα μια περηφάνια και δ ικαιολογ ία της, · και τώρα ακό μη το θυμήθηκε κι έτρεξε να το φέρει, για να περηφανευτεί αθώα μπροστά μου, για να εξυψωθεί στα μάτια μου, για να δ ω, να το πα- 1 15 -

ραδ εχτώ. Δεν είπα τίποτα, της έσφιξα το χέρι κι έφυγα... Βιαζό μουν να φύγω. Περπάτησα πεζός σ' όλο το δρό μο, αν και το χιόνι έπεφτε ακό μη σε χοντρ ές νιφάδες . Ήμουν εκμη δ ενισμένος, συντριμμένος, αμήχανος. Μα η αλήθ εια έλαμπε πια, παρά την αμηχανία μου. Αποτρόπαιη α λήθεια! 8 Ωστόσο, δε θέλησα να αναγνωρίσω γρήγορα την αλήθεια αυτή. Την άλλη μέρα όταν ξύπνησα, ύστερα από λίγων ωρών μολυ βένιο ύπνο, ξαναφέρνοντας στο νου μου ολά­ κερη την προηγού μενη μέρα, παραξενεύτηκα για τη χτε­ σινοβραδινή αισθηματικότητά μου με τη Λίζα «για όλες εκείνες τις φρικαλεότητες και τις αθλιότητες». Να λοιπόν που καμιά φορά γ ίνεται κανείς αδύναμος σα γυναίκα, πφφ! έκανα αποφασιστικά. Και γιατί της έδωσα τη δ ιεύ ­ θυνσή μου; Αν έρθει; Και τι μ' αυτό ; ας έρ θ ει · δε με νοιά­ ζει... Το πιο σπουδαίο σ ίγουρα δ εν ήταν αυτό : έπρεπε να βιαστώ για να σώσω την υπόληψή μου μπροστά στα μάτια του Ζβερκόφ και του Σιμόνοφ. Αυτό ήταν το κυριότερο. ' Οσο για τη Λίζα, την ε ίχα ολότελα ξεχάσει εκείνο το πρωί, τόσο ήμουν απασχολημένος. Έπρεπε προπαντός, χωρίς αναβολή, να επιστρέψω τα χρήματα που είχα πάρει απ' τον Σιμόνοφ. Κατέληξα σε κάποιο απελπισμένο μέσο: να δανειστώ δ εκαπ έντε ρούβλια από τον Αντόν Αντόνο­ βιτς ! Σα να το περίμενα από το Θ εό , εκείνο το πρωί είχα εξαιρετική δ ιάθ εση και μου τα ' δωσε αμέσως μόλις του τα ζήτησα. Ευχαριστήθηκα τόσο, που υπογράφοντας το γραμμάτιο, του δ ιηγήθηκα αδιάφορα «πως γλέντησα για τα καλά με φίλους στο hoteJ de Paris, πως κάναμε ένα αποχαιρετιστήριο τραπέζι σε κάποιο φίλο, παιδικό μάλι­ στα φίλο, και ξέρετε, είν ' ένας γ λεντζές, ένα κακομαθη­ μένο παιδί, από καλή οικογ ένεια εννοείται, με μεγάλη 1 1
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF