ΘΕΑΤΡΙΚΟ Το Σώσε

November 11, 2017 | Author: Dionysia Kasiou | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

ΘΕΑΤΡΙΚΟ...

Description

Μάικλ Φρέιν Michael Frayn

ΤΟ ΣΩΣΕ Noises of Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Ντόλλυ – Κα Κλάκεττ Τέρρυ Άλλεν Γκάρυ – Ρόμπερτ Λούσυ – Βίκυ Μπέττυ Φρέντυ – Φίλιπ Μπελίντα – Φλάβια Μπόμπυ Γκόρντον – Διαρρήκτης

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 1

2009-2010

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 2

ΠΡΑΞΗ Α’ (Θέατρο Παλλάς, Άνω Ουέστον, Δευτέρα 14 Ιανουαρίου) Το καθιστικό στο εξοχικό των Μπρέντ. Μια Τετάρτη απόγευμα. Εξαίσιος αναπαλαιωμένος μύλος του 16ου αιώνα, μόνο 25 μίλια από το Λονδίνο. Πλησίον δάσους, θέα υπέροχη, αληθινό παλατάκι. Επίπλωση στυλ, όλα τα σύγχρονα κομφόρ. Ενοικιάζεται λόγω απουσίας στο εξωτερικό. Ιδανικό για διευθυντή ξένης εταιρείας που επιθυμεί να εγκατασταθεί σε παραδοσιακό αγγλικό περιβάλλον. Ένα ψηλοτάβανο καθιστικό με μια σκάλα που οδηγεί σ’ ένα εξώστη. Χαρακτηριστικός ο μεγάλος αριθμός εισόδων και εξόδων που υπάρχουν παντού. Στο ισόγειο η εξώπορτα που οδηγεί στον υπέροχο κήπο κι από κει στο εξαίσιο χωριό. Μια άλλη πόρτα οδηγεί στο αριστοκρατικό γραφείο (Μπουαζερί από μαόνι) και μια τρίτη στα ευάερα και ευήλια οφφίς, κουζίνα και διαμέρισμα υπηρεσίας. Μια τέταρτη πόρτα οδηγεί σ’ ένα λουτρό σούπερ λουξ. Ένα πλατύ μεσημβρινό παράθυρο εξασφαλίζει άνετη θέα απ’ άκρη σ’ άκρη. Στον εξώστη βρίσκεται η πόρτα που οδηγεί στην κύρια κρεβατοκάμαρα και άλλη μία που οδηγεί σε μια λινοθήκη, μικρή αλλά με άψογες αναλογίες. Ένας διάδρομος οδηγεί στα υπόλοιπα δωμάτια στο πάνω μέρος του σπιτιού. Ένα ακόμη τέλεια εξοπλισμένο λουτρό WC έχει την πόρτα του στα μισά της σκάλας. Με λίγα λόγια, ένα έξοχο δείγμα παραδοσιακού αγγλικού σκηνικού. Ένας χώρος όπου κάθε γνώστης του καλού θεάτρου θα αισθανθεί αυτόματα σαν στο σπίτι του. Με το άνοιγμα της αυλαίας, το κομψό, μοντέρνο τηλέφωνο χτυπάει. Μπαίνει από την πόρτα του οφφίς η κυρία Κλάκεττ, η οικονόμος. Κρατάει ένα πιάτο με σαρδέλες. ΚΛΑΚΕΤΤ: Α, για σε παρακαλώ! Κουφή είμαι, σ’ άκουσα! Αφού ανοίγω την κονσέρβα, πως θες να σε σηκώσω και σένανε; Δυο πόδια έχω όλα κι όλα. Καλά, χέρια .. Εμπρός! Μάλιστα εδώ είναι, αλλά δεν είναι εδώ. Ο κύριος Μπρέντ, ναι. Όχι, δεν είναι δω. Ναι, εδώ κατοικεί αλλά δε μένει εδώ, γιατί μένει στη Σαρδηνία! Ναι, ο Φίλιπ Μπρέντ μάλιστα, που γράφει τα έργα στα θέατρα, ναι, τώρα τα γράφει στη Σαρδηνία... Ναι κι αυτή στη Σαρδηνία, ναι όλοι στη Σαρδηνία, κανείς δεν είναι δω... Εγώ; Στη Σαρδηνία; ... Όχι!... Εγώ στη Σαρδηνία; Εγώ εδώ, τους φυλάω το σπίτι, αλλά Τετάρτη Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 3

σήμερα έχω έξοδο, το μεσημέρι φεύγω. Άρα έφυγα, δεν είμαι εδώ... Ναι εδώ είμαι γιατί έχουνε έγχρωμη εδώ και σε λίγο θα δείξει τη Λαίδη Ντί... Θ’ ανοίξω και γω την έγχρωμη, θ’ ανοίξω κι ένα κουτί σαρδέλες και θα κάτσω να δω τη Λαίδη Ντί στα εγκαίνια του βασιλικού ... πως το λένε; Που ‘ν’ η εφημερίδα; (ψάχνει μέσα στην εφημερίδα) ... του βασιλικού ... Α!... Αν είναι για το σπίτι, για να το νοικιάσετε, να πάρετε τους μεσίτες. «Κτηματικαί Συναλλαγαί Κάρτερ, Κάρτερ, Χάκμαν» και ... πως τον λένε τώρα τον άλλον να δεις... Όχι αυτοί δεν είναι στη Σαρδηνία, μέσα τους έχω. Κάρτερ, Χάκμαν και... μην κλείσετε πάω να τους φέρω... (Και ξαναβάζει το ακουστικό στη θέση του. Ή τουλάχιστον έτσι λέει η σκηνική οδηγία στο έργο του Φιλ Ντάιμον «Να γδύσουμε τους ντυμένους». Στην πραγματικότητα αφήνει το ακουστικό δίπλα στη συσκευή) ΚΛΑΚΕΤΤ: Να δεις που έτσι θα μου το πάνε σήμερα, μόλις θ’ ανοίγω την έγχρωμη, θα μου χτυπάει το ρημάδι. (Και η κυρία Κλάκεττ, πάει στο γραφείο, παίρνοντας μαζί της και την εφημερίδα. Ή τουλάχιστον έτσι λέει η σκηνική οδηγία. Στην πραγματικότητα φεύγει κρατώντας το πιάτο με τις σαρδέλες. Καθώς τα κάνει αυτά, η Ντόλλυ Ντάλλας, η ηθοποιός που παίζει την κυρία Κλάκεττ, βγαίνει από το ρόλο της για να σχολιάσει την κίνησή της) Και παίρνω τις σαρδέλες. Όχι, αφήνω τις σαρδέλες. Όχι παίρνω τις σαρδέλες. (Η ασώματος φωνή του Τέρρυ Άλλεν, του σκηνοθέτη του «Να γδύσουμε τους ντυμένους» ακούγεται από πέρα, απ’ τα σκοτάδια της πλατείας) ΤΕΡΡΥ: Αφήνεις τις σαρδέλες και ξαναβάζεις το ακουστικό στη θέση του. ΝΤΟΛΛΥ: Α! Ναι! Ξαναβάζω το ακουστικό στη θέση του! (Βάζει το ακουστικό στη θέση του και φεύγει παίρνοντας μαζί της το πιάτο) ΤΕΡΡΥ: Και αφήνεις τις σαρδέλες. ΝΤΟΛΛΥ: Και αφήνω τις σαρδέλες; ΤΕΡΡΥ: Και αφήνεις τις σαρδέλες. ΝΤΟΛΛΥ: Βάζω το ακουστικό στη θέση του και αφήνω τις σαρδέλες. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 4

ΤΕΡΡΥ: ΝΤΟΛΛΥ: ΤΕΡΡΥ: ΝΤΟΛΛΥ: ΤΕΡΡΥ: ΝΤΟΛΛΥ: ΤΕΡΡΥ: ΝΤΟΛΛΥ: ΤΕΡΡΥ: ΝΤΟΛΛΥ: ΤΕΡΡΥ:

Μάλιστα. Δηλαδή, το αλλάζουμε αυτό αγάπη μου; Όχι, αγάπη μου. Έτσι το ‘κανα πάντα; Μακάρι να το’ κάνες, Ντόλλυ γλυκεία μου. Από λόγια πώς πάω; Λέω και κάνα σωστό; Μερικές ατάκες μπορεί να ‘ναι κι απ’ το έργο. Τι να σου κάνω; Είναι και ψυγείο εδώ πάνω. Το ξέρω Ντόλλυ μου. Ανοίγω το στόμα μου και βγαίνουνε παγάκια. Καλά, μη σε πιάνει το άγχος, μεσάνυχτα είν’ ακόμα. Αύριο είναι η πρεμιέρα. Λοιπόν, έλα, κρατάς το ακουστικό... ΝΤΟΛΛΥ: Τι; Α κρατάω το ακουστικό... ΤΕΡΡΥ: «Κάρτερ, Κάρτερ, Χάκμαν» και μην κλείσετε... (Η Ντόλλυ συνεχίζει την ερμηνεία της ως κυρία Κλάκεττ) ΚΛΑΚΕΤΤ: Κάρτερ, Κάρτερ, Χάκμαν και μην κλείσετε, και το βάζω στη θέση του. (Ξαναβάζει το ακουστικό στη θέση του) Να δεις που έτσι θα μου το πάνε σήμερα, θα πατάω εδώ το κουμπί και θα κτυπάει το τηλέφωνο εκεί. (Η κυρία Κλάκεττ, πάει στο γραφείο, κρατώντας την εφημερίδα. Όμως δεν παίρνει την εφημερίδα. Ακούγεται κλειδί στην εξώπορτα.) ΤΕΡΡΥ: Στοπ! (Ανοίγει η εξώπορτα. Στο άνοιγμα της στέκεται ο Ρόμπερτ, κρατώντας ένα κουτί χαρτονένιο. Είναι τριαντάρης κι έχει τον αέρα του ανθρώπου που ασχολείται με ακίνητα περιωπής) ΡΟΜΠΕΡΤ: Η οικονόμος μου, βέβαια. Αλλά σήμερα έχει έξοδο. ΤΕΡΡΥ: Στοπ! Γκάρυ!... Ντόλλυ!... (Μπαίνει από την εξώπορτα η Βίκυ. Είναι ένα κορίτσι που δε χρειάζεται αναπαλαίωση) ΡΟΜΠΕΡΤ: Κι έτσι δε θα μας ενοχλήσει κανείς. ΤΕΡΡΥ: Λούσυ, στοπ! Ντόλλυ!... ΝΤΟΛΛΥ: Να ξαναβγώ; ΤΕΡΡΥ: Ναι, και φεύγοντας πάρε και την εφημερίδα. ΝΤΟΛΛΥ: Την εφημερίδα; Καλέ, την εφημερίδα! ΤΕΡΡΥ: Βάζεις το ακουστικό στη θέση του, αφήνεις τις σαρδέλες και φεύγεις παίρνοντας μαζί σου την εφημερίδα. ΓΚΑΡΥ: Έλα κορίτσι μου. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 5

ΝΤΟΛΛΥ: ΓΚΑΡΥ: ΤΕΡΡΥ: ΓΚΑΡΥ: ΤΕΡΡΥ: ΓΚΑΡΥ: ΝΤΟΛΛΥ: ΓΚΑΡΥ: ΝΤΟΛΛΥ: ΓΚΑΡΥ: ΛΟΥΣΥ: ΓΚΑΡΥ:

ΤΕΡΡΥ: ΓΚΑΡΥ:

ΝΤΟΛΛΥ: ΤΕΡΡΥ: ΓΚΑΡΥ:

ΛΟΥΣΥ:

Συγγνώμη, αγόρι μου. (την αγκαλιάζει) Μη μου στεναχωριέσαι κούκλα μου. Τεχνική πρόβα είναι σήμερα για σκηνικά, φωτισμούς και τέτοια. Τεχνική. Γενική, Γκάρυ μου αγαπημένε. Γενική δοκιμή. Και την τεχνική πότε την κάναμε; Και τη γενική πότε θα την κάνουμε; Ανοίγουμε αύριο. Εμείς πάντως αυτή τη θεωρούμε τεχνική (στην Ντόλλυ) Έτσι κορίτσι μου; Έτσι αγόρι μου. Και μην ανησυχείς για τα λόγια μωρό μου. Πως να τα πω τα λόγια; Που ‘χω γίνει παγωτό εδώ πάνω! Κοριτσάκι μου, το κείμενό σου είναι άψογο, χίλιες φορές καλύτερο από το αυτό ... ξέρεις τώρα. (Στην Λούσυ) Δίκιο δεν έχω; Ε; (Στην Ντόλλυ) Θέλω να πω… εντάξει… άλλος είναι ο ας πούμε... σύμφωνοι… αλλά εσύ κοριτσάκι μου, αυτούς τους ρόλους τους παίζεις εδώ και… Χριστέ μου δηλαδή... ξέρεις τι εννοώ. Τελειώσατε; Πάμε. Λοιπόν, ο Γκάρυ και η Λούσυ είναι έξω, η Ντόλλυ κρατάει το ακουστικό. Όχι, αλλά, κοίταξε Τέρρυ, όλοι τώρα εδώ λέμε… Χριστέ και Παναγία!... αύριο ανοίγουμε, με 10 μέρες πρόβα, και δεν ξέρουμε που μας ‘παν τα τέσσερα, αλλά… μα το Θεό δηλαδή… αυτό ξέρεις τώρα... δηλαδή εννοώ... ξέρεις τι εννοώ… η κατάσταση είναι αυτή ακριβώς... Όχι. Δίκιο έχεις αγόρι μου. Δίκιο δεν έχει Τέρρυ; Ομολογώ ότι το τοποθέτησες άψογα, Γκάρυ. Όχι, θέλω να πω, αύριο παίζουμε εδώ, μεθαύριο παίζουμε στο αυτό, μετά στο τέτοιο κι ένας Θεός ξέρει που αλλού ακόμα και όλοι μας νοιώθουμε εντελώς αυτό, ξέρεις τώρα. (στη Λούσυ) Έτσι δε νιώθεις κι εσύ; Ε;

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 6

ΤΕΡΡΥ:

Έτσι κι αλλιώς, εσείς είσαστε έξω. Η Ντόλλυ κρατάει το ακουστικό... ΓΚΑΡΥ: Συγγνώμη Τέρρυ, αλλά έρχεται κάποια στιγμή που αισθάνεσαι ότι τα πράγματα πρέπει να ειπωθούν ... εννοώ… ξέρεις τι εννοώ. ΤΕΡΡΥ: Ξέρω. ΓΚΑΡΥ: Ευχαριστώ Τέρρυ. ΤΕΡΡΥ: Εντάξει Γκάρυ. Λοιπόν, είσαστε έξω. ΓΚΑΡΥ: Α Τέρρυ, μια και διακόψαμε, πρέπει να σου πω κάτι ακόμα. Έχω δουλέψει με πολλούς σκηνοθέτες. Κάποιοι ήταν μεγαλοφυές. Κάποιοι ήταν καθήκια... Αλλά δεν έχω γνωρίσει κανέναν που να είναι τόσο απόλυτα και ολοκληρωτικά… δεν ξέρω. ΤΕΡΡΥ: Ευχαριστώ Γκάρυ, είμαι πολύ συγκινημένος. Μου κάνεις τώρα τη χάρη να ξεκουμπιστείς από τη σκηνή, για να προχωρήσει αυτή η ριμάδα η πρόβα; (Ο Γκάρυ, βγαίνει από την εξώπορτα) Και Λούσυ... ΛΟΥΣΥ: Ναι; ΤΕΡΡΥ: Είσαι μέσα; ΛΟΥΣΥ: Μέσα; ΤΕΡΡΥ: Εκεί είσαι; ΛΟΥΣΥ: Που; ΤΕΡΡΥ: Έξω είσαι! Εντάξει, πάμε πάλι. (Η Λούσυ, βγαίνει από την εξώπορτα) Λοιπόν, Ντόλλυ, είσαι εκεί και κρατάς το ακουστικό. ΝΤΟΛΛΥ: Είμαι εδώ και κρατάω το ακουστικό. Βάζω το ακουστικό στη θέση του και αφήνω τις σαρδέλες. (συνεχίζει ως Κλάκεττ) Να δεις που έτσι θα μου το πάνε σήμερα. ΤΕΡΡΥ: Και παίρνεις την εφημερίδα. (Η κυρία Κλάκεττ, επιστρέφει και παίρνει την εφημερίδα, καθώς και το ακουστικό) ΝΤΟΛΛΥ: Αφήνω τις σαρδέλες, παίρνω την εφημερίδα. (ως Κλάκεττ) Να δεις που έτσι θα μου το πάνε σήμερα. Όχι έγχρωμη δε θα δω, μαύρη μέρα θα περάσω... (ως Ντόλλυ) Και επιτέλους φεύγω. ΤΕΡΡΥ: Αφήνοντας το ακουστικό. (Η κυρία Κλάκεττ, βάζει το ακουστικό στη θέση του και πάει στο γραφείο. Μπαίνει ο Ρόμπερτ, όπως και πριν με το κουτί) ΡΟΜΠΕΡΤ: Η οικονόμος μου, βέβαια αλλά σήμερα έχει έξοδο. (μπαίνει η Βίκυ, όπως και πριν) Κι έτσι Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 7

δε θα μας ενοχλήσει κανείς. (Ο Ρόμπερτ, ξαναβγαίνει για να φέρει μια αεροπορική τσάντα, και κλείνει την εξώπορτα) Για να σιγουρευτούμε! (Ανοίγει την πόρτα του οφφίς ενώ η Βίκυ κοιτάζει γύρω) Είναι κανείς εδώ; (κλείνει την πόρτα) Όχι κανείς. Λοιπόν πως σου φαίνεται; ΒΙΚΥ: Πολύ απίθανο. Όλο αυτό, δικό σου είναι; ΡΟΜΠΕΡΤ: Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Αναπαλαιωμένος μύλος. Δέκατος έκτος αιώνας... ΒΙΚΥ: Θα ‘χει ένα κάρο λεφτά ε; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ε, σαν επιχειρηματίας κι εγώ, χρειάζομαι μια γωνίτσα για να δέχομαι τους πελάτες μου. Α, προ-πο, στις τέσσερις έχω εδώ ένα ραντεβού με έναν Άραβα! Πετρέλαια, ξέρεις. ΒΙΚΥ: Μα κι εγώ στις τέσσερις πρέπει ν’ αφήσω αυτά τα ντοσιέ στο γραφείο. ΡΟΜΠΕΡΤ: Δηλαδή προλαβαίνουμε δεν προλαβαίνουμε, θέλω να πω αν είναι να το κάνουμε, να το κάνουμε. Δηλαδή να το ξεπετάξουμε... δηλαδή εννοώ... ΒΙΚΥ: Ε άντε τότε, πάμε. (Ο Ρόμπερτ αφήνει κάτω το κουτί και ανοίγει την αεροπορική τσάντα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Δε βαριέσαι. Ας μην την πιούμε παγωμένη τη σαμπάνια. ΒΙΚΥ: Κοίτα πόρτες και κακό. Που πάνε όλες αυτές; ΡΟΜΠΕΡΤ: Μπα, λίγα πράγματα. Το γραφείο μου, κουζίνες και λοιπά, ένα διαμερισματάκι για την οικονόμο μου... ΒΙΚΥ: Το τέλειο! Και που είναι η ... ΡΟΜΠΕΡΤ: Ποια; ΒΙΚΥ: Ξέρεις... ΡΟΜΠΕΡΤ: Α ... Από δω. (της ανοίγει την πόρτα του μπάνιου) ΒΙΚΥ: Φανταστικό! (Πάει στο μπάνιο. Μπαίνει η Κλάκεττ, από το γραφείο, χωρίς την εφημερίδα) ΚΛΑΚΕΤΤ: Μπα σε καλό μου, έχασα τις σαρδέλες. (Αμοιβαία έκπληξη. Ο Ρόμπερτ, κλείνει την πόρτα του μπάνιου και χώνει τη σαμπάνια στην τσάντα του) ΡΟΜΠΕΡΤ: Συγγνώμη. Νόμιζα πως δεν ήταν κανείς εδώ. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 8

ΚΛΑΚΕΤΤ:

Εγώ δεν είμαι ‘δω. Έχω φύγει. Αλλά σε λίγο έχει το βασιλικό τέτοιο, ξέρετε που φοράνε ‘κείνες τις καπελαδούρες με τα φρούτα. Κι εσείς ποιος είστε; ΡΟΜΠΕΡΤ: Είμαι από το γραφείο. ΚΛΑΚΕΤΤ: Το γραφείο; ΡΟΜΠΕΡΤ: Κάρτερ, Κάρτερ, Χάκμαν και Μπλάκμαν. ΚΛΑΚΕΤΤ: Α! Και ποιος είστε σεις; Ο Κάρτερ, ο Κάρτερ, ο Χάκμαν ή ο Μπλάκμαν; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ο Τόμσον. ΚΛΑΚΕΤΤ: Έτσι που αλωνίζετε εδώ μέσα σας πέρασα για διαρρήκτη. ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι, πετάχτηκα μια στιγμή να ... εξετάσω μερικές λεπτομέρειες... Να ... να μετρήσω, να σημειώσω... (Ανοίγει η πόρτα του μπάνιου, ο Ρόμπερτ της δίνει μια και την ξανακλείνει) Α, και μια πελάτισσα. Δείχνω το σπίτι σε μια υποψήφια ενοικιάστρια. ΒΙΚΥ: (of ανοίγοντας την πόρτα) Τι έπαθε αυτή η πόρτα; ΡΟΜΠΕΡΤ: Το σκέφτεται ακόμα. Είναι έτοιμη να ενδώσει. (Μπαίνει η Βίκυ από το μπάνιο) ΒΙΚΥ: Αυτή δεν είναι ή κρεβατοκάμαρα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Η κρεβατοκάμαρα; Όχι, από δω είναι το βεσέ του ισογείου. Και από δω η οικονόμος, η κυρία Κρόκκετ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Κλάκεττ, παρακαλώ, Κλάκεττ. ΒΙΚΥ: Α, γεια. ΡΟΜΠΕΡΤ: Αλλά δεν είναι εδώ έχει φύγει. ΚΛΑΚΕΤΤ: Μόνο η έγχρωμη ξέρετε. ΡΟΜΠΕΡΤ: Είναι το βασιλικό τέτοιο βλέπετε ξέ... ΚΛΑΚΕΤΤ: Και σπίτι έχω μαυρόασπρη. ΡΟΜΠΕΡΤ: (στην κυρία Κλάκεττ) Μην ενοχλείστε για μας. ΚΛΑΚΕΤΤ: Θα βάλω τον ήχο πολύ σιγά. (ενώ παίρνει τις σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Μια ματιά θα ρίξουμε στο σπίτι. ΚΛΑΚΕΤΤ: Μόνο που τώρα έχασα και την εφημερίδα; (Η κυρία Κλάκεττ, πάει στο γραφείο, παίρνοντας τις σαρδέλες. Μόνο που ξεχνάει να τις πάρει) ΤΕΡΡΥ: Σαρδέλες. ΡΟΜΠΕΡΤ: Συγγνώμη γι αυτό το μπέρδεμα. ΤΕΡΡΥ: Σαρδέλες! Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 9

ΒΙΚΥ:

Μπα, δεν πειράζει. Άλλωστε εμείς δεν ήρθαμε δω να δούμε τηλεόραση, ε; ΤΕΡΡΥ: Σαρδέλες! (Μπαίνει η Ντόλλυ από το γραφείο) ΝΤΟΛΛΥ: Ξέχασα τις σαρδέλες! ΓΚΑΡΥ: Τέρρυ. Τι θα γίνει μ’ αυτές τις σαρδέλες; Κάπως πρέπει να λυθεί αυτό το θέμα. Δεν πάει άλλο. ΤΕΡΡΥ: Τι δεν πάει άλλο Γκάρυ; ΓΚΑΡΥ: Κοίταξε, για σένα που κάθεσαι εκεί κάτω δεν είναι βέβαια πρόβλημα. Για μας όμως αυτές οι σαρδέλες είναι εργαλείο. Και όλοι μας αισθανόμαστε κάπως… (Στην Λούσυ) ΛΟΥΣΥ: Ε; ΓΚΑΡΥ: Οι σαρδέλες; ΛΟΥΣΥ: Ποιες σαρδέλες; ΓΚΑΡΥ: (στον Τέρρυ) Θέλω να πω… εμάς εδώ πάνω μας βγαίνει το λάδι και μόνο στην πρώτη πράξη εμφανίζονται τέσσερα πιάτα με σαρδέλες; Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις; ΤΕΡΡΥ: Μπέττυ! (στο Γκάρυ) Θέλεις να βγάζουμε τίποτ’ άλλο αντί για σαρδέλες; Αυτό θες να πεις; Θέλεις να λιώσει η Μπέττυ μερικές μπανάνες; ΝΤΟΛΛΥ: Τέσσερα πιάτα λιωμένες μπανάνες; Εγώ δε μπορώ! (Μπαίνει η Μπέττυ, η βοηθός σκηνοθέτης από την κουίντα) ΤΕΡΡΥ: Μπέττυ οι σαρδέλες αλλάζουνε. ΓΚΑΡΥ: Μην το παίρνεις προσωπικά, Μπέττυ κορίτσι μου. ΝΤΟΛΛΥ: Οι σαρδέλες σου είναι κούκλες. ΓΚΑΡΥ: (στην Ντόλλυ) Εγώ δε θα είχα πρόβλημα, αν δεν είχες εσύ κορίτσι μου. ΝΤΟΛΛΥ: Μα εγώ δεν έχω πρόβλημα, αν εσύ δεν έχεις πρόβλημα, αγόρι μου. ΤΕΡΡΥ: Τότε, τι εννοείς ακριβώς, Γκάρυ γλυκειέ μου; ΓΚΑΡΥ: Αυτό που εννοούμε Τέρρυ, είναι απλούστατα το εξής. Εμείς εδώ πάνω βγάζουμε τα σκώτια μας και… εν πάσει περιπτώσει... αυτό. ΤΕΡΡΥ: Μάλιστα. Κατάλαβες Μπέττυ; ΜΠΕΤΤΥ: Ναι... δηλαδή... τι; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 10

ΤΕΡΡΥ:

Ωραία. Πάμε παρακάτω. Από την έξοδο της Ντόλλυ. Και, Μπέττυ... ΜΠΕΤΤΥ: Ναι; ΤΕΡΡΥ: Να μην επαναληφθεί αυτό σε παρακαλώ. ΜΠΕΤΤΥ: Ε; Όχι! (Φεύγει από την κουίντα) ΓΚΑΡΥ: Λυπάμαι Τέρρυ, αλλά έπρεπε να το ξεκαθαρίσουμε αυτό το θέμα. ΤΕΡΡΥ: Φυσικά. Και εφ’ όσον η Ντόλλυ, δεν έχει πρόβλημα... ΝΤΟΛΛΥ: Κανένα πρόβλημα, Τέρρυ αγάπη μου. ΤΕΡΡΥ: Θα μου κάνεις τότε μια μεγάλη χάρη Ντόλλυ γλυκεία μου; ΝΤΟΛΛΥ: Ότι θέλεις, Τέρρυ καρδούλα μου. ΤΕΡΡΥ: Πάρε τις σαρδέλες σου και φύγε. (Φεύγει η κυρία Κλάκεττ, παίρνοντας τις σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Συγγνώμη γι’ αυτό το μπέρδεμα. ΒΙΚΥ: Μπα, δεν πειράζει. Άλλωστε εμείς δεν ήρθαμε δω για να δούμε τηλεόραση ε; ΡΟΜΠΕΡΤ: Την έχουμε βλέπεις χρόνια στην οικογένεια. Γενιές ολόκληρες. ΒΙΚΥ: Υπέροχα. Άντε πάμε τώρα. (αρχίζει ν’ ανεβαίνει τις σκάλες) Στις τέσσερις πρέπει να ‘μαι στο γραφείο. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μήπως να πιούμε απλώς λίγο σαμπάνια; ΒΙΚΥ: Θα την πάρουμε μαζί μας. ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, αλλά... ΒΙΚΥ: Τα ντοσιέ μου να μη χάσω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι... αλλά... ΒΙΚΥ: Τι; ΡΟΜΠΕΡΤ: Να... ΒΙΚΥ: Αυτή; ΡΟΜΠΕΡΤ: Χρόνια στην οικογένεια. Γενιές ολόκληρες... (Μπαίνει η κυρία Κλάκεττ, από το γραφείο, αλλά χωρίς τις σαρδέλες) ΚΛΑΚΕΤΤ: Σαρδέλες... Σαρδέλες. Εμένα βέβαια, δε μου πέφτει λόγος, αλλά ένα σας λέω, μην το σκέπτεστε, ορμήστε. θα το φχαριστηθείτε. ΒΙΚΥ: Α...ωραία. ΚΛΑΚΕΤΤ: (Στον Ρόμπερτ) Καλά δεν λέω παιδί μου; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι... Βέβαια... Ναι. ΚΛΑΚΕΤΤ: (Στη Βίκυ) Θα ικανοποιηθείτε εκατό τοις εκατό. (Στον Ρόμπερτ) Έτσι παιδί μου; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 11

ΡΟΜΠΕΡΤ: ΒΙΚΥ: ΚΛΑΚΕΤΤ:

Εεε, ναι. Τέλεια. Που είναι οι σαρδέλες; Γιατί με άδειο στομάχι δεν το φχαριστιέσαι, έτσι δεν είναι; (πάει στο οφφίς) ΒΙΚΥ: Βλέπεις; Ενθουσιάστηκε. Μέχρι και σαρδέλες θα μας ανοίξει. ΡΟΜΠΕΡΤ: Εεε, δηλαδή... ΒΙΚΥ: Καλά. Εγώ τη βρίσκω απίθανη. ΡΟΜΠΕΡΤ: Απίθανη. ΒΙΚΥ: Λοιπόν, που πάμε; Απάνω ή κάτω; ΡΟΜΠΕΡΤ: (σηκώνοντας την τσάντα και το κουτί) Εντάξει. Γρήγορα όμως πριν ξανάρθει με τις σαρδέλες. ΒΙΚΥ: Εδώ πάνω; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, ναι. ΒΙΚΥ: Εδώ μέσα; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, ναι, ναι. (Πάνε στο μπάνιο στο μέσο της σκάλας) ΒΙΚΥ: Α κι άλλο μπάνιο! (Ξαναεμφανίζονται) ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι, όχι, όχι. ΒΙΚΥ: Σώνει και καλά σε μπάνιο θέλεις να με πας; ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι, εδώ λέω, εδώ... (δείχνει με κίνηση του κεφαλιού την επόμενη πόρτα, την πρώτη του εξώστη. Η Βίκυ μπαίνει πρώτη. Ο Ρόμπερτ, την ακολουθεί) ΒΙΚΥ: Ω! Μαύρα σεντόνια, (εμφανίζει ένα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Είναι η λινοθήκη, (ρίχνει πίσω το μαύρο σεντόνι) Από δω, από δω, από δω. (Πετάει την τσάντα και το κουτί και προσπαθεί αγωνιωδώς ν’ ανοίξει τη δεύτερη πόρτα του εξώστη, την πόρτα της κρεβατοκάμαρας) ΒΙΚΥ: Αναστατωμένο σε βλέπω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Έλα λοιπόν, έλα! ΒΙΚΥ: Ούτε την πόρτα δεν μπορείς ν’ ανοίξεις. (Ο Ρόμπερτ και η Βίκυ, πάνε στην κρεβατοκάμαρα. Όμως δεν πάνε, γιατί η πόρτα δεν εννοεί ν’ ανοίξει. Ακούγεται κλειδί που ξεκλειδώνει και ανοίγει η εξώπορτα. Στο άνοιγμα της στέκεται ο Φίλιπ, κρατώντας ένα κουτί χαρτονένιο. Είναι σαραντάρης, Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 12

ηλιοκαμένος και γράφει γοητευτικά σύγχρονα έργα με ατμόσφαιρα εποχής) ΦΙΛΙΠ: ... Ναι αλλά σήμερα η κυρία Κλάκεττ έχει έξοδο. ΤΕΡΡΥ: Στοπ! (Μπαίνει η Φλάβια. Είναι τριαντάρα, τέλειο συμπλήρωμα του Φίλιπ) ΤΕΡΡΥ: Στοπ! ΦΙΛΙΠ: Και έτσι δε θα μας ενοχλήσει κανείς. (Ο Φίλιπ, φέρνει μέσα μια αεροπορική τσάντα και κλείνει την πόρτα. Μόνο που η πόρτα, δεν εννοεί να κλείσει. ΠΑΥΣΗ. Ενώ ο Γκάρυ αγωνίζεται ν’ ανοίξει την απάνω πόρτα και ο Φρέντυ αγωνίζεται να κλείσει την κάτω) ΤΕΡΡΥ: Είπε ο σκηνοθέτης… Στοπ. Και άμα λέει ο σκηνοθέτης στοπ, καλό είναι να γίνεται και κάνα στοπ. (Ο Γκάρυ, στον Φρέντυ και την Μπελίντα, τους ηθοποιούς που παίζουν τον Φίλιπ και την Φλάβια) ΓΚΑΡΥ: Συγγνώμη αγάπες, αυτή η πόρτα δεν ανοίγει. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Συγγνώμη αγάπη, ετούτη η πόρτα δεν κλείνει. ΤΕΡΡΥ: Μπέττυ! ΦΡΕΝΤΥ: Συγγνώμη, με συγχωρείτε. Μήπως έκανα τίποτα εγώ; Γιατί εγώ, όπως ξέρετε, με τις πόρτες είμαι τελείως ζώον. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Φρέντυ, λουλούδι μου, εσύ την κλείνεις άψογα την πόρτα σου. ΦΡΕΝΤΥ: Αφού, δεν τη χάλασα εγώ ωραία. (Μπαίνει η Μπέττυ από την κουίντα) ΤΕΡΡΥ: Α να και η Μπέττυ! Μπέττυ, μια και ήρθες δε μας φέρνεις και τον Μπόμπυ να μας φτιάξει καμιά πόρτα; (Φεύγει η Μπέττυ από την κουίντα) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Αχ ψοφάω για τεχνικές δοκιμές! ΓΚΑΡΥ: Μα δεν είναι πολύ... δηλαδή... άκου τώρα ψοφάει για τεχνικές δοκιμές! Μα αυτή είναι… εντελώς… δηλαδή… Μα εντελώς!... Ψοφάει για γενικές δοκιμές!.. Ντόλλυ έλα ν’ ακούσεις!.. Που είναι η Ντόλλυ; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Είναι όλοι πάντα τόσο ευγενικοί. ΓΚΑΡΥ: Α, μα είναι εντελώς... (Μπαίνει η Ντόλλυ από το οφφίς. Στην Ντόλλυ) Αυτή η Μπελίντα είναι εντελώς... (Η Μπελίντα, τείνοντας το χέρι της προς το Φρέντυ) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 13

ΜΠΕΛΙΝΤΑ:

Φρέντυ, καμάρι μου, εσύ δεν τρελαίνεσαι για υπέροχες, ολονύκτιες τεχνικές δοκιμές; ΦΡΕΝΤΥ: Το μόνο καλό μ’ αυτές τις δοκιμές, είναι ότι έρχονται επιτέλους τα έπιπλα και κάθεσαι αναπαυτικά. (κάθεται) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Φρέντυ, λατρεία μου, πεθαίνω όταν έχεις κέφια και μας κάνεις αστειάκια! (κάθεται δίπλα του) ΦΡΕΝΤΥ: Πότε έκανα αστείο; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Τι όνειρο να δουλεύεις με τέτοιο θίασο! Ευτυχία ατέλειωτη. ΝΤΟΛΛΥ: Κάτσε να περάσουν μερικές βδομάδες και σου λέω εγώ! ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (Κάθεται) Εσύ πως τα πας Τέρρυ, καμάρι μου; ΤΕΡΡΥ: Αρχίζω να καταλαβαίνω πως πρέπει να ‘νιωθε ο Θεός όταν καθόταν μόνος πέρα στο σκοτάδι κι έπλαθε τον κόσμο. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Και πως ένιωθε, λουλούδι μου; ΤΕΡΡΥ: Ευτυχής που είχε πάρει ένα βάλιουμ. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Βέβαια. Εκείνος είχε κι έξη μέρες μπροστά του. Ενώ εμείς έχουμε μόνο έξη ώρες. ΤΕΡΡΥ: Και είπεν ο Θεός. Που στο διάολο είναι ο Μπόμπυ; (Μπαίνει από τα παρασκήνια ο Μπόμπυ, ο φροντιστής του θιάσου. Είναι εξαντλημένος) ΤΕΡΡΥ: Και εμφανίστηκε ο Μπόμπυ. Και είπεν ο Θεός. Ας φτιάξουμε πόρτες που ν’ ανοίγουν όταν ανοίγουν και να κλείνουν όταν κλείνουν. Ευχαριστώ. ΜΠΟΜΠΥ: Θέλετε τίποτα; ΤΕΡΡΥ: Πόρτες. ΜΠΟΜΠΥ: Είχα πάει να πάρω μπανάνες. Για τις σαρδέλες. ΤΕΡΡΥ: Πόρτες. ΜΠΟΜΠΥ: Ποιες πόρτες; ΤΕΡΡΥ: Βάζω στοίχημα ότι ο Θεός είχε κι ένα φροντιστή που καταλάβαινε τη μητρική του γλώσσα. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Μπόμπυ, μανάρι μου αυτή η πόρτα δεν κλείνει. ΓΚΑΡΥ: Και αυτή η πόρτα δεν… αυτό! ΜΠΟΜΠΥ: Α, καλά. (αρχίζει ν’ ασχολείται με τις πόρτες) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (Στον Τέρρυ) Σαρανταοχτώ ώρες έχει να κοιμηθεί. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 14

ΤΕΡΡΥ:

Μην ανησυχείτε! Μπόμπυ, σε εικοσιτέσσερις ώρες θα τελειώσει κι αυτή η μέρα. (Ο Τέρρυ ανεβαίνει στη σκηνή) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Αχ, τι ωραία. Ο Θεός εδέησεν να ανέλθει στη σκηνή ανάμεσα μας... ΤΕΡΡΥ: Ακούστε, μια και διακόψαμε. Ωραία, φάγαμε δυο μέρες με το στήσιμο του σκηνικού και δε μας μένει πια καιρός για γενική δοκιμή. Ψυχραιμία! Θα θεωρήσουμε την πρεμιέρα γενική δοκιμή. Αν όμως καταφέρουμε απόψε να περάσουμε μια φορά το έργο, ξεκαθαρίζοντας πόρτες και σαρδέλες καταφέραμε το παν. Πόρτες και σαρδέλες. Μπαίνουμε από τις πόρτες, βγαίνουμε απ’ τις πόρτες. Φέρνουμε σαρδέλες. Παίρνουμε σαρδέλες. Αυτή είναι η φάρσα. Αυτό είναι το θέατρο. Αυτή είναι η ζωή. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ώρες-ώρες Τέρρυ, έχεις ένα βάθος! ΤΕΡΡΥ: Πάμε λοιπόν. Τσακ, τσακ, τσακ. Τσακ βγήκατε, τσακ τα είπατε, τσακ φύγατε και όλα θα είναι απολύτως... Που είναι ο Γκόρντον; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ω, Θεέ μου! ΓΚΑΡΥ: Θεέ μου! Θεέ μου! Θεέ μου! ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Γκόρντον! ΓΚΑΡΥ: Γκόρντον! ΤΕΡΡΥ: Μπέττυ! ΝΤΟΛΛΥ: (Στον Τέρρυ) Εγώ νόμιζα πως ήταν κάτω μαζί σου! ΤΕΡΡΥ: Εγώ νόμιζα πως ήταν μέσα μαζί σας! (Μπαίνει η Μπέττυ, από την κουίντα) Δες αν ο κύριος Μέρριμαν είναι στο καμαρίνι του. (Η Μπέττυ, φεύγει από την κουίντα) ΦΡΕΝΤΥ: Δεν πιστεύω να μας το ‘κανε αυτό. Σε γενική δοκιμή (Στην Λούσυ) Λες να μας το ‘κανε; ΛΟΥΣΥ: Ποιος; ΓΚΑΡΥ: Ο Γκόρντον! Τον χάσαμε! ΦΡΕΝΤΥ: Όχι. Δεν το πιστεύω να μας το ‘κανε. Σε γενική δοκιμή. ΝΤΟΛΛΥ: Μάλλον μας το ‘κανε. ΛΟΥΣΥ: Ποιο; (Ο Γκάρυ, η Ντόλλυ και ο Τέρρυ, κάνουν όλοι κάποια χειρονομία που να σημαίνει πιοτό. Ο καθένας άλλο, άνοιγμα μπουκαλιού, σήκωμα ποτηριού ή τσούγκρισμα) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 15

ΜΠΕΛΙΝΤΑ:

Ελάτε τώρα αγάπες μου, μη βγάζετε τόσο εύκολα συμπεράσματα. Αφού δεν ξέρουμε ακόμη. ΤΕΡΡΥ: Να ετοιμαστεί ο αντικαταστάτης του. Μπόμπυ! ΜΠΟΜΠΥ: Ναι; ΤΕΡΡΥ: Τελείωνε με τις πόρτες! Παίζεις! ΜΠΟΜΠΥ: Τι παίζω; ΤΕΡΡΥ: Το ρόλο του Γκόρντον. ΜΠΟΜΠΥ: Α, καλά. ΝΤΟΛΛΥ: Δεν έπρεπε να τον αφήσετε μόνο του. Αφού σας το είπα, μην τον αφήνετε μόνο του, ποτέ. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Μα σε όλες τις πρόβες, ήτανε σωστή ζωγραφιά. Παναγία. ΓΚΑΡΥ: Ναι, αλλά στις πρόβες ήτανε όλα, πως να το πω, ήμασταν όλοι, εννοώ ... ξέρετε τι εννοώ... ΤΕΡΡΥ: Εννοείς ότι ο ένας έβλεπε τον άλλον. ΓΚΑΡΥ: Ενώ τώρα όλα είναι... αυτό. ΤΕΡΡΥ: Χωρισμένα στα δύο. Μπρος και πίσω. και αυτομάτως τον χάσαμε. (Μπαίνει η Μπέττυ από την κουίντα) ΜΠΕΤΤΥ: Δεν είναι στο καμαρίνι του. ΝΤΟΛΛΥ: Στις τουαλέτες κοίταξες; ΜΠΕΤΤΥ: Ναι. ΝΤΟΛΛΥ: Στην αποθήκη; Στο φροντιστήριο; Στο γραφείο; ΜΠΕΤΤΥ: Ναι. ΦΡΕΝΤΥ: (Στην Ντόλλυ) Εσύ αν δεν απατώμαι, έχεις δουλέψει μαζί του και στο παρελθόν; ΤΕΡΡΥ: (Στην Μπέττυ) Τηλεφώνησε στην Αστυνομία. (Η Μπέττυ, φεύγει από την κουίντα. Στον Μπόμπυ) Τέλειωσες με τις πόρτες; Ωραία. Ντύσου Γκόρντον! (Φεύγει ο Μπόμπυ στα παρασκήνια. Από το πίσω μέρος της πλατείας εμφανίζεται ο Γκόρντον. Είναι πάνω από εβδομήντα και φοράει στολή διαρρήκτη. Στη διάρκεια του επόμενου διαλόγου κατεβαίνει το διάδρομο κι έρχεται να σταθεί μπροστά στη σκηνή, παρακολουθώντας τους άλλους που είναι επάνω. Ο Τέρρυ στη Ντόλλυ) Ντόλλυ, αγάπη μου, λυπάμαι, εγώ φταίω. ΝΤΟΛΛΥ: Όχι, εγώ φταίω, αγάπη μου. ΤΕΡΡΥ: Εγώ του ανέθεσα το ρόλο. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 16

ΝΤΟΛΛΥ:

Είπα να του δώσουμε μια τελευταία ευκαιρία. Τι να κάνω κι εγώ; Ξέρεις από πότε τον ξέρω; Από το «Γάτοι και σπουργίτια» ΓΚΑΡΥ: (Στην Ντόλλυ) Εγώ φταίω, μωρό μου. Δεν έπρεπε να σ’ αφήσω. Έπρεπε να πατήσω πόδι. Να σου πω. Άκου, κοριτσάκι μου, δε μπορείς να αφήνεις να σε κυβερνάνε τα αισθήματα σου, όταν ξέρεις, μωρό μου, ότι για σένα αυτή η τουρνέ, δεν είναι απλά και μόνο το πως το λένε. Εδώ πρόκειται για τις οικονομίες μιας ολόκληρης ζωής. ΤΕΡΡΥ: Τα ξέρουμε αυτά, Γκάρυ μου αγαπημένε. (Η Μπελίντα ακουμπάει το χέρι της στον ώμο της Ντόλλυ) ΝΤΟΛΛΥ: Δεν πάω να βγάλω και τα εκατομμύρια. ΦΡΕΝΤΥ: Κανείς δεν είπε τέτοιο πράγμα. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Το ξέρουμε, καρδούλα μου. ΝΤΟΛΛΥ: Δυο δεκάρες είπα να βάλω και ‘γω στην πάντα. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Το ξέρουμε, μαναράκι μου. ΓΚΑΡΥ: Ίσα-ίσα ένα σπιτάκι να πάρει, να ‘χει κι αυτή ένα, αυτό… Γιατί δηλαδή πολλά ζητάει; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (Στην Λούσυ) Έλα τώρα, κουκλίτσα μου, μην κάνεις έτσι, δε φταις εσύ. ΛΟΥΣΥ: Ε; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Όχι, Λούσυ, δε θα κλάψεις. Δε θα σ’ αφήσω εγώ να κλάψεις. ΛΟΥΣΥ: Εγώ; Κάτι μου μπήκε μέσα απ’ το φακό επαφής. ΦΡΕΝΤΥ: Μα δε φταίει η Λούσυ. Πως να τον προσέχει; Χωρίς φακό χάνει την επαφή. (Η Ντόλλυ, δείχνοντας το Γκόρντον χωρίς να τον βλέπει) ΝΤΟΛΛΥ: Μα λίγο πριν αρχίσουμε, στεκότανε εκεί, στην πλατεία. Τον είδα. ΛΟΥΣΥ: Για ποιον λέτε τόση ώρα; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Μη στενοχωριέσαι, ομορφιά μου. Το ξέρουμε ότι εσύ δε βλέπεις τίποτα. (Ο Τέρρυ παίρνει ένα βάλιουμ) ΛΟΥΣΥ: Για τον Γκόρντον, λέτε; Ε, δεν είμαι και στραβή. Τον βλέπω τον Γκόρντον... (Γυρίζουν όλοι και τον βλέπουν) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Γκόρντον! ΓΚΑΡΥ: Θεέ μου! Εδώ ήταν τόση ώρα! ΤΕΡΡΥ: Το φάντασμα της όπερας! ΓΚΑΡΥ: Μας τρόμαξες, Γκόρντον! Νομίζαμε πως ήσουνα... Δηλαδή πως ήσουνα... αλλού... Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 17

ΝΤΟΛΛΥ: ΤΕΡΡΥ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ:

ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΤΕΡΡΥ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΝΤΟΛΛΥ: ΤΕΡΡΥ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΝΤΟΛΛΥ: ΤΕΡΡΥ: (Μπαίνει από ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΤΕΡΡΥ: ΜΠΟΜΠΥ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΤΕΡΡΥ: ΜΠΟΜΠΥ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΤΕΡΡΥ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΤΕΡΡΥ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΤΕΡΡΥ:

Που ήσουνα, Γκόρντον; Που γύριζες ανήσυχη ψυχή; Μίλησε μας, πες μας κάτι! Τι γίνεται εδώ; Πάρτυ; Πάρτυ; Κοίτα να δεις! Και μένα μου ‘χε κολλήσει πως είχαμε πρόβα! (Ανεβαίνει στη σκηνή) Τον είχα πάρει λιγάκι εκεί πίσω, για να ‘μαι φρέσκος όταν θα βγω. Μα δεν είναι γλύκας; Κι ακόμη πιο γλυκός τώρα που είναι κι ορατός. Λοιπόν, τι γιορτάζουμε; Το ευτυχές γεγονός. Γιορτάζουμε το καλώς σε βρήκαμε Γκόρντον. Μη μου πείτε πως έχασα την πρεμιέρα; Μα δεν είναι υπέροχος; Έννοια σου, κι αν την χάσεις θα τ’ ακούσεις... Όποια παράσταση και να χάσεις δηλαδή... Θα στο δώσουμε να το καταλάβεις. Μην ανησυχείς. τα παρασκήνια ο Μπόμπυ. Περιμένει με αγωνία να μιλήσει στον Τέρρυ) Γιατί κάποτε ξέρετε είχα χάσει μια πρεμιέρα. Στο Λίβερπουλ ήτανε το ‘34, άλλα χρόνια εκείνα, θυμόσαστε βέβαια. Όλα τα θυμόμαστε! Μπόμπυ, κάπως πεσμένο σε βλέπω, μήπως μας παρακουράζεσαι; Τα ρούχα του δεν είναι στο καμαρίνι. Κι η Μπέττυ δεν τον βρίσκει... (Ο Τέρρυ δείχνει τον Γκόρντον) Α! Ουίσκυ; Στο καμαρίνι; Όχι, Γκόρντον. Μπόμπυ, κάνε ένα διαλειμματάκι. Δεν πας να βάλεις τις διαχωριστικές στην ταινία; Έχω να λιώσω τις μπανάνες (Φεύγει) Σαρανταοχτώ ώρες έχει στο πόδι. (Φωνάζει) Μπόμπυ! Μην πέσεις! Δε σ’ έχουμε ασφαλίσει! Λοιπόν; Ποιο είναι το πρόγραμμα; Λέω, Γκόρντον, μήπως να κάναμε και λίγη πρόβα. Όχι, πολύ! Μια στάλα. Εγώ αποκλείεται. Αποκλείεται;

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 18

ΓΚΟΡΝΤΟΝ:

Εγώ ούτε στάλα. Πιείτε σεις, εγώ θα βλέπω. Στο καμαρίνι ήταν το ουίσκυ, ε; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Όχι, θησαυρέ μου, μια στάλα πρόβα είπε να κάνουμε. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Ναι, αλλά δεν πρέπει να κάνουμε και λίγη πρόβα; ΤΕΡΡΥ: Πρόβα! Βέβαια! Μπράβο Γκόρντον! Το ‘ξερα πως κάποια καλή ιδέα θα μας έδινες. Λοιπόν, Φρέντυ και Μπελίντα, από την είσοδο σας. (Μπαίνει η Μπέττυ, θορυβημένη) Ω, Θεέ μου, τι ‘ναι πάλι; ΜΠΕΤΤΥ: Η Αστυνομία! ΤΕΡΡΥ: Η Αστυνομία; ΜΠΕΤΤΥ: Βρήκαν ένα γέρο, αναίσθητο, απέναντι στο πεζοδρόμιο. ΤΕΡΡΥ: Α, μπράβο! ΜΠΕΤΤΥ: Είναι λένε πολύ βρώμικος και μυρίζει… και μόλις τ’ άκουσα είπα: «ωχ» γιατί και ο... ΤΕΡΡΥ: Άστο, Μπέττυ, δεν πειράζει. ΜΠΕΤΤΥ: Γιατί έτσι και πλησιάσεις τον Γκόρντον... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Μπέττυ! ΜΠΕΤΤΥ: Όχι, θέλω να πω, αν τύχει και βρεθείς δίπλα στον Γκόρντον, αποκλείεται να μην προσέξεις ότι... (Σταματάει και μυρίζει) ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Τι; Ζέχνει, ε; ζέχνει. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Όχι, όχι, όχι! ΓΚΑΡΥ: Δε λέει για σένα, αγόρι μου. ΦΡΕΝΤΥ: Για άλλον πρόκειται. ΤΕΡΡΥ: Για κάποιον σκύλο. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Μπα; ΓΚΑΡΥ: (Σιγανά) Ω, Θεέ μου! ΓΚΟΡΝΤΟΝ: (Στη Μπέττυ, αγκαλιάζοντας την με κατανόηση) Αυτά, άμα τα λες με τρόπο, καταλαβαίνει ο άλλος. Αν μου ‘λεγες, ας πούμε, εμένα «ξέρω κάποιον, όνομα και μη χωριό, που ζέχνει» θα το έπιανα αμέσως, αν ήμουνα εγώ αυτός! (Πάει στο γραφείο) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ας είναι καλά το πουλάκι μου. ΝΤΟΛΛΥ: Ώρες-ώρες νομίζω πως μας δουλεύει κανονικά. ΤΕΡΡΥ: Δε μου λες, Μπέττυ, κοριτσάκι μου, εσένα ποιος σε προσέλαβε γι αυτή τη δουλειά που Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 19

χρειάζεται ευαισθησία και τακτ; Ποιανού είσαι γκόμενα; (Η Μπέττυ του ρίχνει μια ματιά γεμάτη έκπληξη) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Μην ανησυχείς, Μπέττυ, καρδούλα μου. Αυτός δεν άκουσε λέξη. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: (Μπαίνοντας από το γραφείο) Ποιος δε βγήκε να παίξει; ΤΕΡΡΥ: Όχι, όχι, τίποτα. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Κάτσε κάτω, καμάρι μου. ΝΤΟΛΛΥ: Πάρ’ τον υπνάκο σου, εσύ. ΤΕΡΡΥ: Έχεις καιρό! Σε είκοσι σελίδες βγαίνεις. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Γιατί έλεγα, να πάρω έναν υπνάκο! Εγώ σε είκοσι σελίδες βγαίνω. (Πάει στο γραφείο. Η Μπέττυ φεύγει από την κουίντα) ΤΕΡΡΥ: Και συνεχίζουμε απτόητοι. (Κατεβαίνει πάλι στην πλατεία. Η Ντόλλυ στην κουζίνα ανοίγει έξαλλη ένα κουτί σαρδέλες. Η Μπελίντα και ο Φρέντυ, περιμένουν με λαχτάρα πίσω από την εξώπορτα. Ο Γκάρυ και η Λούσυ εξαφανίζονται αναστατωμένοι στην κρεβατοκάμαρα, ο χρόνος κυλάει ανεπανόρθωτα, και αύριο θα γίνει το σώσε. Η Ντόλλυ πάει στο οφφίς. Ο Γκάρυ και η Λούσυ στην κρεβατοκάμαρα και ο Φρέντυ βγαίνει από την εξώπορτα) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (Στον Τέρρυ με σιγανή φωνή) Μα δεν είναι γλύκα; ΤΕΡΡΥ: Ποιος; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ο Γκάρυ και η Ντόλλυ! ΤΕΡΡΥ: Ο Γκάρυ και η Ντόλλυ; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Σστ! ΤΕΡΡΥ: (Με χαμηλή φωνή) Τι; Θες να πεις ότι... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Υποτίθεται πως είναι μυστικό. ΤΕΡΡΥ: Μ’ αυτή θα μπορούσε να είναι... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Σσσ! ΤΕΡΡΥ: Ο Γκάρυ και η Ντόλλυ; Ο Τόμσον και η κυρία Κλάκεττ; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Μη μου πεις ότι δεν το ήξερες; ΤΕΡΡΥ: (Με την κανονική του φωνή) Εγώ ποτέ δεν ξέρω τίποτα Μπελίντα μου. Εγώ είμαι ο σκηνοθέτης. Ένας μαλάκας κουλτουριάρης. ΓΚΑΡΥ: Τι τρέχει; ΤΕΡΡΥ: Μ’ εσένα τι τρέχει, Γκάρυ γλυκειέ μου; (Η Μπελίντα φεύγει από την εξώπορτα) ΓΚΑΡΥ: Θέλω να πω, τι περιμένουμε; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 20

ΤΕΡΡΥ:

Εσύ τι περιμένεις, Γκάρυ μου. Να κλείσει τα δεκάξι; (Η Ντόλλυ βγάζει το κεφάλι της τσαντισμένη) ΓΚΑΡΥ: Τι; ΤΕΡΡΥ: Ή περιμένεις την ατάκα; Λούσυ! (Η Ντόλλυ φεύγει προς το οφφίς. Μπαίνει η Λούσυ από την κρεβατοκάμαρα) ΤΕΡΡΥ: «Ούτε την πόρτα δεν μπορείς ν’ ανοίξεις». ΒΙΚΥ: Ούτε την πόρτα δε μπορείς ν’ ανοίξεις. ΤΕΡΡΥ: Η πόρτα κλειστή. (Ο Γκάρυ κλείνει την πόρτα) ΒΙΚΥ: Ούτε την πόρτα δε μπορείς ν’ ανοίξεις. (Ο Ρόμπερτ και η Βίκυ πάνε στην κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει ο Φίλιπ από την εξώπορτα) ΦΙΛΙΠ: ... Ναι, αλλά σήμερα η κυρία Κλάκεττ, έχει έξοδο. (Μπαίνει η Φλάβια) Κι έτσι δε θα μας ενοχλήσει κανείς. (Φέρνει μέσα την αεροπορική του τσάντα και κλείνει την πόρτα) ΦΛΑΒΙΑ: Κοίτα το! Κοίτα το! ΦΙΛΙΠ: Σ’ αρέσει, ε; ΦΛΑΒΙΑ: Σα ψέματα μου φαίνεται. ΦΙΛΙΠ: Η φωλιά των παρανόμων... ΦΛΑΒΙΑ: Το σπίτι μας, το σπιτάκι μας! ΦΙΛΙΠ: Η σπιταρόνα μας... ΦΛΑΒΙΑ: Η κρυψώνα μας... ΦΙΛΙΠ: Το μόνο μέρος που κανείς δε θα ψάξει να μας βρει! ΦΛΑΒΙΑ: Γούστο έχει να ‘ρχόμαστε εδώ έτσι στα κρυφά. ΦΙΛΙΠ: Γούστο έχει αλλά το πράγμα είναι σοβαρό. Έτσι και πάρει είδηση η Εφορία ότι είμαστε εδώ έστω και για μια νύχτα, αρνείται ότι είμαστε κάτοικοι εξωτερικού και πάει το εισόδημα μας, το ‘φαγε. Νιώθω σα λαθραίος μετανάστης. ΦΛΑΒΙΑ: Να σου πω εγώ τι νιώθω; ΦΙΛΙΠ: Μια ακατανίκητη επιθυμία για ένα ποτήρι σαμπάνια. (Βγάζει το μπουκάλι από την τσάντα) ΦΛΑΒΙΑ: Αναρωτιέμαι αν η κυρία Κλάκεττ έχει στρώσει το κρεβάτι μας. ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου! ΦΛΑΒΙΑ: Γιατί όχι; Ούτε παιδιά, ούτε επισκέψεις. Επιτέλους μόνοι. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 21

ΦΙΛΙΠ:

Ολομόναχοι οι δυο μας. (Σηκώνει την αεροπορική τσάντα και το κουτί και κατευθύνει τη Φλάβια προς τις σκάλες) Έχει και τα καλά της η παρανομία. ΦΛΑΒΙΑ: (Η Φλάβια εννοώντας τα πράγματα) Άστα αυτά τώρα, τι τα θες; (Ο Φίλιπ αφήνει κάτω την τσάντα και το κουτί και φιλάει τη Φλάβια. Αυτή ανεβαίνει τρεχάτη τις σκάλες, γελώντας, κι αυτός την ακολουθεί) ΦΙΛΙΠ: Σστ! ΦΛΑΒΙΑ: Τι είναι; ΦΙΛΙΠ: Μη μας ακούσει η Εφορία! (Προχωράνε στις μύτες των ποδιών προς την κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει από το οφφίς η κυρία Κλάκεττ, κρατώντας ένα καινούριο πιάτο με σαρδέλες) ΚΛΑΚΕΤΤ: (Κατ’ ιδίαν) Τώρα τις άλλες σαρδέλες τι τις έκανα; Αυτό ποτέ δε θα το μάθω. (Αφήνει το πιάτο με τις σαρδέλες στο τραπεζάκι του τηλεφώνου και κάθεται στον καναπέ. Ο Φίλιπ και η Φλάβια κοιτάζοντας από τον εξώστη προς τα κάτω) ΦΙΛΙΠ & ΦΛΑΒΙΑ: Κυρία Κλάκεττ! ΚΛΑΚΕΤΤ: Α, με τρομάξατε! Η καρδιά μου πήγε στα Φόκλαντ! ΦΙΛΙΠ: Κι η δική μου επίσης! ΦΛΑΒΙΑ: Εμείς νομίζαμε πως λείπατε. ΚΛΑΚΕΤΤ: Κι εγώ νόμιζα πως είσαστε στη Σαρδηνία. ΦΙΛΙΠ: Εκεί είμαστε! Στη Σαρδηνία. ΦΛΑΒΙΑ: Δεν μας είδατε! ΦΙΛΙΠ: Δεν είμαστε εδώ! ΚΛΑΚΕΤΤ: Α, κατάλαβα. Η Εφορία, ε; ΦΛΑΒΙΑ: Αν το μάθει, χαθήκαμε. ΚΛΑΚΕΤΤ: Ελήφθη, όβερ. Δεν είσαστε εδώ. Δε σας είδα. Όποιος με ρωτήσει εγώ δεν ξέρω τίποτα. Πάτε για το κρεβατάκι σας; ΦΙΛΙΠ: Ε... ΦΛΑΒΙΑ: Λέγαμε... ΚΛΑΚΕΤΤ: Την καλύτερη δουλειά θα κάνετε. Υπάρχει καλύτερο απ’ αυτό; Τα πράγματα σας… (Δείχνει την τσάντα και το κουτί) ΦΙΛΙΠ: Α, ναι, ευχαριστώ! (Κατεβαίνει και παίρνει την τσάντα και το κουτί) ΚΛΑΚΕΤΤ: (Στη Φλάβια) Μόνο που τα σεντόνια θα ‘ναι υγρά, δεν τα ‘χω αερίσει. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 22

ΦΛΑΒΙΑ:

Θα πάρω μια θερμοφόρα. (Πάει στο μπάνιο στα μέσα της σκάλας) ΚΛΑΚΕΤΤ: Κάτι γράμματα, σας τα ‘βαλα στο γραφείο σας. ΦΙΛΙΠ: Γράμματα; Δεν είπαμε να τα στέλνετε στη Σαρδηνία; ΚΛΑΚΕΤΤ: Της Εφορίας δεν τα ‘στειλα. Να μη σας μαυρίσω τις διακοπές σας. ΦΙΛΙΠ: Ω, Θεέ μου! Που τα βάλατε; ΚΛΑΚΕΤΤ: Τα πλάκωσα με τον Μπετόβεν. ΦΙΛΙΠ: Τον Μπετόβεν; ΚΛΑΚΕΤΤ: Το αγαλματάκι, στο γραφείο σας. (Η κυρία Κλάκεττ και ο Φίλιπ πάνε στο γραφείο. Ο Φίλιπ κρατάει την τσάντα και το κουτί. Μόνο που δε φεύγει ο Φίλιπ, αλλά μένει στη σκηνή, ενώ η Ντόλλυ στέκεται στην πόρτα και τον περιμένει. Μπαίνει από την κρεβατοκάμαρα ο Ρόμπερτ, ντυμένος ακόμη και δένοντας τη γραβάτα του) ΡΟΜΠΕΡΤ: Εγώ μια φορά είμαι σίγουρος, άκουσα φωνές. (Μπαίνει η Βίκυ από την κρεβατοκάμαρα. Φοράει μόνο τα εσώρουχα της) ΒΙΚΥ: Φωνές; Τι φωνές; ΤΕΡΡΥ: Στοπ! Φρέντυ, τι συμβαίνει; ΦΡΕΝΤΥ: Τέρρυ, ξέρεις ότι εγώ με την κίνηση γενικώς είμαι λίγο ζώον. Με συγχωρείς Γκάρυ, συγνώμη Λούσυ, είναι αυτά τα δικά μου με τις βλακείες μου. (Στον Τέρρυ) Αλλά τώρα εγώ γιατί τα παίρνω αυτά τα πράγματα και τα πάω στο γραφείο; Δε θα ήταν πιο φυσικό να τα αφήσω εδώ; ΤΕΡΡΥ: Όχι. ΦΡΕΝΤΥ: Εγώ απλώς σκέφτηκα πως θα ‘ταν πιο λογικό. ΤΕΡΡΥ: Όχι. ΦΡΕΝΤΥ: Τέρρυ, ξέρω πως είναι λίγο περασμένη η ώρα για ν’ αρχίσουμε αυτή τη συζήτηση... ΤΕΡΡΥ: Μπα, ιδέα σου, Φρέντυ. Μας μένουν ακόμη κάμποσα λεπτά ως την πρεμιέρα. (Μπαίνει η Μπελίντα από το μπάνιο και στέκεται, περιμένοντας υπομονετικά) ΦΡΕΝΤΥ: Ωραία, λοιπόν. Μια και δεν μας πιέζει ο χρόνος. Ήθελα να σου πω... ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί αυτός όταν πάει στο γραφείο να δει τα γράμματα του παίρνει μαζί του μια τσάντα κι ένα κουτί. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 23

ΓΚΑΡΥ:

Γιατί μετά στη σκηνή μου, αυτά πρέπει να είναι εκτός σκηνής. ΦΡΕΝΤΥ: Όχι, αυτό το καταλαβαίνω... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Και γιατί ο Γκόρντον, αγάπη μου, στη δικιά του τη σκηνή τα χρειάζεται μέσα στο γραφείο. ΦΡΕΝΤΥ: Κι αυτό το καταλαβαίνω, για τον Γκόρντον. ΤΕΡΡΥ: Ο Γκόρντον που είναι; Είναι μέσα; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (Φωνάζει με αγωνία) Γκόρντον! ΝΤΟΛΛΥ: (Ομοίως) Γκόρντον! ΓΚΑΡΥ: (Ομοίως) Γκόρντον! (Μπαίνει ο Γκόρντον βιαστικά, από το παράθυρο) ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Βγαίνω; ΟΛΟΙ: Όχι, όχι, όχι. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή του. ΤΕΡΡΥ: Όχι, όχι, όχι. Πάρ’ τον υπνάκο σου εσύ. Έχεις ακόμη δέκα σελίδες. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Α! (Ο Τέρρυ ξαναβγαίνει απ’ το παράθυρο) ΦΡΕΝΤΥ: Σύμφωνοι, όλα αυτά τα καταλαβαίνω... ΤΕΡΡΥ: (Σιγά) Αχ, όχι πάλι... ΦΡΕΝΤΥ: Απλώς δεν καταλαβαίνω γιατί τα παίρνω μαζί μου αυτά. (Ο Τέρρυ ανεβαίνει στη σκηνή) ΤΕΡΡΥ: Φρέντυ, αγάπη μου, κι οι άλλοι γιατί τα κάνουν αυτά που κάνουν; Γιατί αυτός ο άλλος, ο μαλάκας, βγαίνει από την εξώπορτα κρατώντας δύο πιάτα με σαρδέλες; (Στο Γκάρυ) Μην το πάρεις προσωπικά, αγόρι μου. ΓΚΑΡΥ: Και βέβαια, όχι, αγόρι μου. (Στο Φρέντυ) Όχι, εγώ γιατί το κάνω; Αν κάτσεις και το σκεφτείς λιγάκι δηλαδή. Εγώ γιατί το κάνω; ΤΕΡΡΥ: Μυστήριο. ΓΚΑΡΥ: Μυστήριο. Κατάλαβες, Φρέντυ, αγόρι μου; ΤΕΡΡΥ: Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Μπορεί κάτι να σου συνέβη σε βρεφική ηλικία που να σου άφησε ένα ψυχικό τραύμα και να σου είναι αδύνατο να αποχωριστείς την τσάντα και το κουτί. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Δεν αποκλείεται να είναι και κληρονομικό. ΓΚΑΡΥ: Βέβαια, δεν αποκλείεται ξέρεις. ΤΕΡΡΥ: Δεν αποκλείεται καθόλου. ΦΡΕΝΤΥ: Ναι, βέβαια τα καταλαβαίνω όλα αυτά, αλλά... Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 24

ΤΕΡΡΥ:

Φρέντυ, αγάπη μου, πίστεψε με δεν ξέρω. Και πιστεύω ότι ούτε κι ο συγγραφέας ξέρει. Ούτε και ξέρω αυτός ο συγγραφέας τι σχέση έχει με το θέατρο. Επίσης, δεν ξέρω τι δουλειά έχουμε όλοι εμείς με το θέατρο. ΦΡΕΝΤΥ: Παρόλα αυτά, αν μπορούσες να μου δώσεις μια δικαιολογία να την έχω έτσι στο μυαλό μου... ΤΕΡΡΥ: Εντάξει, θα σου δώσω μια δικαιολογία. Τα παίρνεις μαζί σου, Φρέντυ, αγάπη μου, γιατί είναι περασμένα μεσάνυχτα, και γιατί έτσι που πάμε, αυτή η πρόβα δε θα τελειώσει πριν από την αυριανή πρεμιέρα. Συγγνώμη, την αποψινή πρεμιέρα, στην οποία σας το υπογράφω θα γίνει το σώσε. (Ο Φρέντυ κατανεύει σιωπηλά και πάει στο γραφείο. Η Ντόλλυ τον ακολουθεί σιωπηλά. Ο Γκάρυ και η Λούσυ πάνε στην κρεβατοκάμαρα. Ο Τέρρυ ξανακατεβαίνει στην πλατεία) ΤΕΡΡΥ: Πάμε από τη στιγμή που φεύγει ο Φρέντυ, παίρνοντας χωρίς άλλη κουβέντα την τσάντα και το κουτί. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (Με χαμηλή φωνή) Τέρρυ, πουλάκι μου, τον άφησε η γυναίκα του. Σήμερα το πρωί. (Παύση μεγάλη) ΤΕΡΡΥ: Α, Φρέντυ! (Μπαίνει ο Φρέντυ από το γραφείο) Νομίζω ότι στο βάθος, η αιτία είναι ότι όταν σου είπε η άλλη για την Εφορία, έπαθες ένα φοβερό σοκ και τώρα νιώθεις μια ανασφάλεια και έχεις την ανάγκη μιας επαφής με κάτι οικείο. ΦΡΕΝΤΥ: (με ταπεινή ευγνωμοσύνη) Σ’ ευχαριστώ Τέρρυ! (ξαναφεύγει) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (στον Τέρρυ) Να ‘σαι καλά, πουλάκι μου. ΤΕΡΡΥ: Και συνεχίζουμε με μπρίο και κέφι τρελό. (Η Μπελίντα πάει στο μπάνιο) ΤΕΡΡΥ: «Εγώ μια φορά είμαι σίγουρος. Άκουσα φωνές». (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την κρεβατοκάμαρα ντυμένος ακόμη, δένοντας τη γραβάτα του) ΡΟΜΠΕΡΤ: Εγώ μια φορά είμαι σίγουρος, άκουσα φωνές. (Μπαίνει η Βίκυ, από την κρεβατοκάμαρα φορώντας μόνο τα εσώρουχα της) ΒΙΚΥ: Φωνές; Τι φωνές; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ανθρώπινες φωνές. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 25

ΒΙΚΥ: ΡΟΜΠΕΡΤ:

Μα αφού κανείς δεν είναι εδώ. Κι όμως εγώ είδα το χερούλι της πόρτας να κουνιέται. Μπορεί να ήρθε κάποιος από το γραφείο να ρίξει μια ματιά. ΒΙΚΥ: Καλά, και πρέπει να δέσεις τη γραβάτα σου για να πας να δεις τι γίνεται; ΡΟΜΠΕΡΤ: Η κυρία Κλάκεττ. ΒΙΚΥ: Η κυρία Κλάκεττ; ΡΟΜΠΕΡΤ: Χρόνια στην οικογένεια. Γενιές ολόκληρες. ΒΙΚΥ: (κοιτάζοντας κάτω) Κοίτα, μας άνοιξε σαρδέλες. (Ξεκινάει να κατέβει, ο Ρόμπερτ την κρατάει) ΡΟΜΠΕΡΤ: Που πας; ΒΙΚΥ: Γιατί; ΡΟΜΠΕΡΤ: Άσε θα τις φέρω εγώ. Δεν μπορείς να κατέβεις σ’ αυτή την κατάσταση. ΒΙΚΥ: Γιατί δεν μπορώ; ΡΟΜΠΕΡΤ: Η κυρία Κλάκεττ. ΒΙΚΥ: Η κυρία Κλάκεττ; ΡΟΜΠΕΡΤ: Αναντικατάστατη! (Μπαίνει η κυρία Κλάκεττ από το γραφείο. Κρατάει το πρώτο πιάτο με τις σαρδέλες) ΚΛΑΚΕΤΤ: (κατ’ ιδίαν) Σαρδέλες από ‘δω. Σαρδέλες από ‘κει. Ούτε πικ νικ να είχαμε. (Ο Ρόμπερτ, σπρώχνει τη Βίκυ μέσα στην πρώτη πόρτα που βρίσκει μπροστά του, που συμβαίνει να είναι η πόρτα της λινοθήκης) ΚΛΑΚΕΤΤ: Καλέ ακόμη μετράτε εσείς; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, ακόμη. Μετράω δηλαδή… Ναι μετράω. ΚΛΑΚΕΤΤ: Μέσα στη ντουλάπα; ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι, όχι... (Η πόρτα της λινοθήκης ανοίγει. Της δίνει μια να κλείσει) Ναι, δηλαδή... μετράω τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες, μήπως λείπει τίποτα. (Αρχίζει να κατεβαίνει) Κυρία Μπλάκεττ... ΚΛΑΚΕΤΤ: Κλάκεττ, παιδί μου Κλάκεττ... (Ακουμπάει το πιάτο με τις σαρδέλες, δίπλα στο πιάτο με τις άλλες σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Κλάκεττ! Υπάρχει κανένας άλλος μέσα σ’ αυτό το σπίτι, κυρία Κλάκεττ; ΚΛΑΚΕΤΤ: Εγώ δεν είδα κανέναν. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μου φάνηκε πως άκουσα φωνές. ΚΛΑΚΕΤΤ: Φωνές; Εδώ; Ποτέ! Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 26

ΡΟΜΠΕΡΤ: Θα το φαντάστηκα. ΦΙΛΙΠ: (of) Ω Θεέ μου! (Ο Ρόμπερτ, με την πλάτη του στην κυρία Κλάκεττ, πιάνει και παίρνει και τα δύο πιάτα με τις σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Είπατε τίποτα; ΚΛΑΚΕΤΤ: (μιμούμενη το Φίλιπ) Ω Θεέ μου! ΡΟΜΠΕΡΤ: Τι είναι; Τι συμβαίνει; ΚΛΑΚΕΤΤ: Ω Θεέ μου! Η πόρτα του γραφείου είναι ανοιχτή... (Πάει να την κλείσει. Ο Ρόμπερτ κοιτάζει έξω από το παράθυρο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Έχει άλλο ένα αυτοκίνητο έξω! Δεν είναι όμως του κυρίου Κάρτερ, ούτε του κυρίου Χάκμαν... (Ο Ρόμπερτ βγαίνει από την εξώπορτα, κρατώντας τα δυο πιάτα με τις σαρδέλες. Μπαίνει η Φλάβια από την πόρτα του μπάνιου στα μέσα της σκάλας, κρατώντας μια θερμοφόρα. Βλέπει την πόρτα της λινοθήκης που αιωρείται καθώς περνάει μπροστά της και της δίνει μια να κλείσει και την κλειδώνει) ΦΛΑΒΙΑ: Τι ρεύματα σ’ αυτό το σπίτι... (Πάει στην κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει ο Φίλιπ από το γραφείο κρατώντας ένα γράμμα της Εφορίας και ένα φάκελο) ΦΙΛΙΠ: Τελευταία ειδοποίησις... Δικαστική διαδικασία... Ληφθούν αναγκαία μέτρα... Κατάσχεσις. ΚΛΑΚΕΤΤ: Ά δε σας είπα που ένας κύριος ήρθε για το σπίτι... ΦΙΛΙΠ: Μη μου λέτε τίποτα. Εγώ δεν είμαι εδώ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Έχει λέει μία που είναι έτοιμη να ενδώσει. ΦΙΛΙΠ: Αυτά στους κυρίους Κάρτερ Κάρτερ, Χάκμαν και Μπλάκμαν. ΚΛΑΚΕΤΤ: Καλά, θα τους πω να κοιτάξουν να την κανονίσουνε. ΦΙΛΙΠ: Ας κάνουν ότι θέλουν. Φτάνει να μην πείτε σε κανέναν ότι είμαστε εδώ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Μπα, εγώ θα κάτσω εδώ, θ’ ανοίξω την έγχρωμη, θ’ ανοίξω και... σαρδέλες. Ξέχασα τις σαρδέλες. Άντε πάλι. Έτσι που πάω θα ξεχάσω καμιά ώρα και το κεφάλι μου. (Πάει στην κουζίνα) ΦΙΛΙΠ: Εγώ αυτό δεν το έλαβα. Εγώ δεν είμαι εδώ. Είμαι στη Σαρδηνία. Και αφού δεν το έλαβα, πως το άνοιξα; Δεν το άνοιξα. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 27

(Μπαίνει η Φλάβια από την κρεβατοκάμαρα. Κρατάει το φόρεμα που φορούσε η Βίκυ) ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου. Είχα ποτέ μου εγώ τέτοιο φουστάνι; ΦΙΛΙΠ: (αφηρημένα) Δεν είχες; ΦΛΑΒΙΑ: Αποκλείεται ν’ αγόρασα εγώ τέτοιο καρακατσουλιό. Α... μήπως μου το ‘χεις πάρει εσύ αγάπη μου; ΦΙΛΙΠ: Εγώ, αυτό ούτε το έχω αγγίξει. ΦΛΑΒΙΑ: Όχι, υπέροχο είναι. ΦΙΛΙΠ: Πίσω στη θέση του. Ούτε το είδα ούτε το ξέρω. (Ο Φίλιπ, πάει στο γραφείο) ΦΛΑΒΙΑ: Καλά. Θα το βάλω στο πατάρι, με όλα τα άλλα υπέροχα δώρα σου που δεν τα φοράω για να μην τα χαλάσω. (Φεύγει από το διάδρομο απάνω. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την εξώπορτα κρατώντας πάντα τα πιάτα με τις σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Όλα εντάξει... Πάλι άνοιξε η πόρτα του γραφείου! Μα τι συμβαίνει εδώ μέσα; (Χτυπήματα από τη λινοθήκη) Κάποιος χτυπάει! Απάνω! (Τρέχει απάνω. Χτυπήματα) Ω Θεέ μου! Κάτι είναι μέσα στην ντουλάπα! (Ανοίγει την πόρτα αφού την ξεκλειδώσει. Βγαίνει η Βίκυ) Α εσύ είσαι; ΒΙΚΥ: Ποιος άλλος να ‘ταν; Αφού εσύ μ’ έκλεισες εκεί μέσα. Μες στο σκοτάδι. Με τα μαύρα σεντόνια και τα τέτοια! ΡΟΜΠΕΡΤ: Ε, και συ γιατί κλείδωσες την πόρτα; ΒΙΚΥ: Εγώ κλείδωσα την πόρτα; Εσύ κλείδωσες την πόρτα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Εγώ δεν κλείδωσα την πόρτα. ΒΙΚΥ: Κάποιος κλείδωσε την πόρτα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Πάντως εσύ δε γίνεται να κυκλοφορείς έτσι! ΒΙΚΥ: Πως έτσι; ΡΟΜΠΕΡΤ: Με το κομπιναιζόν. ΒΙΚΥ: Ε, να το βγάλω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι εδώ. Μέσα, μέσα! (Τη σπρώχνει στην κρεβατοκάμαρα. Μόνο που εκείνη παραμένει στη σκηνή, ανοιγοκλείνοντας αγωνιωδώς τα μυωπικά της μάτια και ψάχνοντας στο πάτωμα. Ο Γκάρυ, την περιμένει, κρατώντας ανοιχτή την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Μπαίνει ο Φίλιπ από το γραφείο, κρατώντας το χαρτί της Εφορίας, το φάκελο και ένα σωληνάριο κόλλα) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 28

ΦΙΛΙΠ:

Αγάπη μου, αυτή η κόλλα. Δεν πιστεύω να ‘ναι εκείνη η καταπληκτική που στεγνώνει αμέσως και δεν ξεκολλάει με τίποτα; (Ψάχνοντας) ΤΕΡΡΥ: Στοπ! ΦΙΛΙΠ: Α, η κυρία Κλάκεττ, μας άνοιξε σαρδέλες. ΤΕΡΡΥ: Στοπ. Έχουμε προβλήματα. ΦΡΕΝΤΥ: (Στην Λούσυ) Όχι Λούσυ! Ποιος απ’ τους δύο είναι αυτή τη φορά; ΛΟΥΣΥ: Ο αριστερός. ΓΚΑΡΥ: (φωνάζει σ’ όλους) Παιδιά! Ο αριστερός! (Μπαίνουν η Ντόλλυ, η Μπελίντα και η Μπέττυ) ΦΡΕΝΤΥ: Αυτός τώρα θα μπορούσε να είναι... παντού. (Ο Γκάρυ, κοιτάζοντας πάνω από τον εξώστη προς τα κάτω) ΓΚΑΡΥ: Μπορεί να πετάχτηκε πάνω από το αυτό και να γλίστρησε στο τέτοιο κι ύστερα να έπεσε κάπου αλλού. (Κατεβαίνει η Λούσυ. Ψάχνουν όλοι απελπισμένα) ΜΠΕΤΤΥ: Πότε τον είδες για τελευταία φορά; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Πως να τον δει το χρυσό μου, αφού τον είχε μες στο μάτι της. ΓΚΑΡΥ: (κατεβαίνοντας) Πρέπει να ‘γινε στο «Εγώ κλείδωσα την πόρτα»; Λέω εγώ «Ε, και συ γιατί κλείδωσες την πόρτα;» Και μου λέει «Εγώ κλείδωσα την πόρτα;» και ανοίγει τα μάτια της κάπως με ένα τρόπο έτσι. Εκεί δεν το κάνεις αυτό κούκλα μου; Αν και τώρα που το σκέπτομαι, είναι πολλά σημεία που τα κάνεις τα μάτια σου κάπως μ’ έναν τρόπο έτσι. Και κάθε φορά μου ‘ρχεται να τρέξω και να... αυτό… (Σπεύδει προς τα εμπρός με τα χέρια τεντωμένα μπροστά) ΝΤΟΛΛΥ: Πρόσεχε που πατάς αγόρι μου! ΦΡΕΝΤΥ: Ναι, κοιτάξτε όλοι κάτω απ’ τα πόδια σας. ΓΚΑΡΥ: Μη μετακινείτε τα πόδια σας. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Βάλτε τα όλοι εκεί που τα είχατε πριν. ΦΡΕΝΤΥ: Σηκώστε τα τώρα ένα-ένα. (Περπατάνε όλοι επί τόπου κοιτάζοντας κάτω απ’ τα πόδια τους εκτός απ’ τη Λούσυ, που κάθεται ανακούρκουδα με το καλό της μάτι στο επίπεδο του πατώματος. Ο Τέρρυ ανεβαίνει στη σκηνή) ΤΕΡΡΥ: Λούσυ, αγάπη μου και στις παραστάσεις αυτό θα γίνεται; Θα σταματάμε και θα σηκώνουμε τα πόδια μας ένα-ένα; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 29

ΜΠΕΛΙΝΤΑ:

Στην παράσταση θα συνεχίζει να παίζει. Έτσι κουκλίτσα μου; ΦΡΕΝΤΥ: Μα βλέπει τίποτα χωρίς φακούς; ΤΕΡΡΥ: Χωρίς φακούς ακούει τουλάχιστον; (Η Λούσυ, ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι της απευθύνουν το λόγο. Σηκώνεται απότομα και το πρόσωπο της έρχεται σε απότομη σύγκρουση με το πρόσωπο της Μπέττυ) ΜΠΕΤΤΥ: Αου! ΛΟΥΣΥ: Ω συγγνώμη! (Η Λούσυ, πηδάει όρθια να δει τι ζημιά έκανε στο πρόσωπο της Μπέττυ και πατάει οπισθοχωρώντας το χέρι του Γκάρυ) ΓΚΑΡΥ: Άου! ΛΟΥΣΥ: Ω! Συγγνώμη! (Η Ντόλλυ, τρέχει να βοηθήσει το Γκάρυ) ΝΤΟΛΛΥ: Αχ αγόρι μου! (στη Λούσυ) Του πάτησες το χέρι! (Ο Φρέντυ φέρνει απότομα ένα μαντήλι στη μύτη του) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ω! Κοίτα τον Φρέντυ τον καημένο! ΦΡΕΝΤΥ: (Κοιτάζοντας μέσα στο μαντήλι του) Συγνώμη! (Φεύγει βιαστικά) ΤΕΡΡΥ: Αυτός τι έπαθε; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Άνοιξε λίγο η μύτη του, λατρεία μου. ΤΕΡΡΥ: Άνοιξε η μύτη του; Αυτόν δεν τον άγγιξε κανένας! ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Όχι, αλλά έχει πρόβλημα. Η θέα της βίας του ανοίγει τη μύτη. Είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις του. ΤΕΡΡΥ: Και τώρα που πάει; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Το αίμα. Άμα το βλέπει κάτι παθαίνει. ΛΟΥΣΥ: Συγγνώμη, συγγνώμη! (στον Τέρρυ) Αλλά μου φάνηκε ότι κάτι μου έλεγες. ΤΕΡΡΥ: Ναι. (παίρνει ένα βάζο και της το δίνει) - Πάρε τώρα αυτό και πήγαινε μια στιγμή να το σπάσεις πάνω στο κεφάλι του ταμία. Έτσι θα ‘χεις ολοκληρώσει το έργο σου. ΛΟΥΣΥ: Πάντως τον βρήκα. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Τον βρήκε! ΝΤΟΛΛΥ: Που ήτανε παιδάκι μου; ΛΟΥΣΥ: Μέσα στο μάτι μου! (γελάει ενθουσιασμένη) ΓΚΑΡΥ: Στο μάτι σου; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (αγκαλιάζοντας την) Μπράβο κουκλίτσα μου γλυκιά. ΤΕΡΡΥ: Μη μου πεις πως ήτανε στο αριστερό σου μάτι. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 30

ΛΟΥΣΥ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ:

Είχε γυρίσει στο πλάι. Το ‘ξερα πως δεν θα ‘χε πάει μακριά. Μπέττυ ματάκια μου είσαι καλά; ΜΠΕΤΤΥ: Νομίζω, ναι. ΤΕΡΡΥ: Λοιπόν, αδειάστε μου τη σκηνή. Όσοι τραυματίες μπορούν να περπατήσουν ας σηκώσουν τα φορεία. (Ο Τέρρυ ξανακατεβάσει στην πλατεία. Η Ντόλλυ ξαναπάει στην κουζίνα, η Μπέττυ φεύγει από την κουίντα. Η Μπελίντα και ο Γκάρυ, πάνε επάνω. Μπαίνει ο Φρέντυ) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Είσαι καλά, Φρέντυ καμάρι μου; ΦΡΕΝΤΥ: Μια χαρά. Έχω βλέπεις αυτό το πρόβλημα με το... ας μην πω τη λέξη καλύτερα. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Καταλαβαίνουμε λουλούδι μου. ΤΕΡΡΥ: Εντάξει. Λοιπόν, συνεχίζουμε με ιδρώτα και αίμα. Ω συγγνώμη Φρέντυ! Θέλω να πω συνεχίζουμε με κέφι τρελό και πάθος τυφλό... Ω συγγνώμη Λούσυ! (Η Μπελίντα φεύγει από το διάδρομο απάνω. Ο Φρέντυ, πάει στο γραφείο) ΤΕΡΡΥ: Τέλος πάντων. Πάμε από την έξοδο σας. «Ε, να το βγάλω». «Όχι εδώ, μέσα, μέσα...» Που είναι ο Γκόρντον; ΓΚΑΡΥ: Γκόρντον! ΤΕΡΡΥ: Γκόρντον... (Μπαίνει ο Γκόρντον από την εξώπορτα) ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Κάπου εδώ πρέπει να της έπεσε. ΤΕΡΡΥ: Ναι, ψάχνε εσύ Γκόρντον! Σε πέντε σελίδες βγαίνεις. (Ο Γκόρντον φεύγει από την εξώπορτα) «Πάντως εσύ δεν γίνεται να κυκλοφορείς έτσι;» «Πώς έτσι;» «Με το κομπιναιζόν». «Ε, να το βγάλω». ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι, εδώ...Μέσα... Μέσα... (Τη σπρώχνει μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει ο Φίλιπ από το γραφείο κρατώντας το γράμμα της Εφορίας, το φάκελο και το σωληνάριο με την κόλλα) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, αυτή η κόλλα, δεν πιστεύω να’ ναι εκείνη η καταπληκτική που στεγνώνει αμέσως και δεν ξεκολλάει με τίποτα; Α, η κυρία Κλάκεττ μας άνοιξε σαρδέλες. (Ο Φίλιπ πάει στο γραφείο με το γράμμα της Εφορίας, το φάκελο, την κόλλα και το πιάτο με τις σαρδέλες που ήταν στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 31

κρεβατοκάμαρα, κρατώντας τη θερμοφόρα. Κοιτάζει απάνω και κάτω στη σκάλα. Μπαίνει η Βίκυ από την κρεβατοκάμαρα) ΒΙΚΥ: Τι είναι πάλι; ΡΟΜΠΕΡΤ: Μια θερμοφόρα. Δεν την έβαλα εγώ εκεί! ΒΙΚΥ: Ούτε εγώ την έβαλα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Κάποιος είναι στο μπάνιο και γεμίζει θερμοφόρες! (Πάει στο μπάνιο στα μέσα της σκάλας) ΒΙΚΥ: (ανήσυχη) Λες να υπάρχει εδώ μέσα, κάτι υπερφυσικό; (Η Βίκυ πάει στο μπάνιο στα μέσα της σκάλας. Μπαίνει η Φλάβια από το διάδρομο απάνω) ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου, θα ‘ρθεις να πέσουμε ή δε θα ‘ρθεις; (Η Φλάβια πάει στην κρεβατοκάμαρα. Μπαίνουν ο Ρόμπερτ και η Βίκυ, από το μπάνιο στα μεσάτης σκάλας) ΡΟΜΠΕΡΤ: Τι είπες; ΒΙΚΥ: Δεν είπα τίποτα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Πρώτα το χερούλι της πόρτας. Τώρα η θερμοφόρα... ΒΙΚΥ: Σηκώνεται η τρίχα μου. ΡΟΜΠΕΡΤ: Ρίξε κάτι πάνω σου. ΒΙΚΥ: Δεν πάμε να κουκουλωθούμε στο κρεβάτι; (Ο Ρόμπερτ, είναι έτοιμος ν’ ανοίξει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας) ΡΟΜΠΕΡΤ: Μια στιγμή. Εκείνες τις σαρδέλες, τι τις έκανα; (Πάει κάτω. Η Βίκυ, κάνει να τον ακολουθήσει) Εσύ περίμενε εκεί. ΒΙΚΥ: (ανήσυχα) Λένε διάφορα περίεργα για τα παλιά σπίτια. ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, αλλά αυτό είναι αναπαλαιωμένο εκ βάθρων. Και η κεντρική θέρμανση θα πρέπει να τα εξοντώνει όλα τα... ΒΙΚΥ: Ρόμπερτ, τι έπαθες; (Ο Ρόμπερτ, έχει μείνει σιωπηλός, με τα μάτια καρφωμένα στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. Ανοίγει η πόρτα της κρεβατοκάμαρας και η Φλάβια αφήνει την αεροπορική τσάντα της Βίκυ πάνω στο τραπέζι, έξω από την πόρτα, χωρίς να κοιτάξει καθόλου έξω. Η πόρτα ξανακλείνει) Τι συμβαίνει; ΡΟΜΠΕΡΤ: Οι σαρδέλες. Εξαφανίστηκαν. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 32

ΒΙΚΥ:

Κάτι μυστήριο γίνεται εδώ μέσα. Εγώ πάω να κουκουλωθώ στο κρεβάτι και να... (Παγώνει, βλέποντας τη τσάντα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Εκεί δεν τις είχα βάλει; Ή μήπως εκεί; ΒΙΚΥ: Η τσάντα... (Κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες ως τον Ρόμπερτ που στέκεται ακριβώς κάτω από τον εξώστη) ΡΟΜΠΕΡΤ: Μπορεί βέβαια να ήρθε και να τις ξαναπήρε η κυρία Σπρόκεττ... Τι; Τι συμβαίνει; ΒΙΚΥ: Τσάντα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Τσάντα; ΒΙΚΥ: Τσάντα, τσάντα! (Μπαίνει η Φλάβια από την κρεβατοκάμαρα, κρατώντας τα ντοσιέ και το κουτί. Παίρνει και την τσάντα και τα πάει όλα έξω, από το διάδρομο απάνω. Εκείνη τη στιγμή, η Βίκυ τραβάει απάνω το Ρόμπερτ) ΡΟΜΠΕΡΤ: Μα τι λες τώρα; Τι τσάντα, τσάντα; ΒΙΚΥ: Τσάντα! Τσάντα! Τσάντα! ΡΟΜΠΕΡΤ: Ποια τσάντα; (Η Βίκυ βλέπει το άδειο τραπέζι έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας) ΒΙΚΥ: Πάει. ΡΟΜΠΕΡΤ: Που πάει; ΒΙΚΥ: Η τσάντα σου! Ήταν εδώ. Ξαφνικά πάει. ΡΟΜΠΕΡΤ: Στην κρεβατοκάμαρα είναι. Εκεί την είχα βάλει. (Ο Ρόμπερτ πάει στην κρεβατοκάμαρα) ΒΙΚΥ: Μην πας εκεί μέσα! (Ξαναμπαίνει ο Ρόμπερτ) ΡΟΜΠΕΡΤ: Το κουτί! ΒΙΚΥ: Το κουτί! ΡΟΜΠΕΡΤ: Πάει το κουτί! ΒΙΚΥ: Α το ντοσιέ μου! ΡΟΜΠΕΡΤ: Μα τι συμβαίνει επιτέλους; Που είναι η κυρία Κλάκεττ; (Αρχίζει να κατεβαίνει, η Βίκυ τον ακολουθεί) ΡΟΜΠΕΡΤ: Εσύ περίμενε στην κρεβατοκάμαρα. ΒΙΚΥ: Όχι όχι, φοβάμαι! (κατεβαίνοντας τρέχοντας) ΡΟΜΠΕΡΤ: Ε τότε ντύσου... ΒΙΚΥ: Εγώ δεν ξαναπάω εκεί μέσα! ΡΟΜΠΕΡΤ: Θα σου φέρω το φόρεμα σου. (Πάει στην κρεβατοκάμαρα. Ξαναμπαίνει) Το φόρεμα σου πάει. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 33

ΒΙΚΥ: Ιιι... (Ο Ρόμπερτ κατεβαίνει) ΡΟΜΠΕΡΤ: Ψυχραιμία. Ψυχραιμία. Σίγουρα θα υπάρχει μια λογική εξήγηση για όλα. Θα φωνάξω την κυρία Κλάκεττ και θα μας πει τι συμβαίνει... Εσύ περίμενε εκεί. Όχι. Δεν μπορείς να στέκεσαι έτσι εκεί... Περίμενε μέσα, στο γραφείο. Στο γραφείο. Στο γραφείο. Στο γραφείο... (Πάει στο οφφίς. Η Βίκυ, ανοίγει την πόρτα του γραφείου. Ακούγεται ένα εκνευρισμένο επιφώνημα του Φίλιπ. Η Βίκυ το βάζει στα πόδια) ΒΙΚΥ: Ρόμπερτ! Κάτι είναι εκεί μέσα! Ρόμπερτ! Που είσαι; (Άλλη φωνή του Φίλιπ of. Η Βίκυ φεύγει από την εξώπορτα, σαν τρελή. Μπαίνει ο Φίλιπ από το γραφείο. Κρατάει το γράμμα της Εφορίας με το δεξί του χέρι και ένα από τα πιάτα με τις σαρδέλες με το αριστερό) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, ξέρω πως θα σου φανεί αστείο αλλά... (Αγωνίζεται να ξεκολλήσει το γράμμα από τα δάκτυλα του, τον δυσκολεύει και το πιάτο με τις σαρδέλες. Μπαίνει η Φλάβια, από το διάδρομο απάνω, κρατώντας διάφορα αντικείμενα από το πατάρι) ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου, αν δεν πάμε να πλαγιάσουμε, εγώ λέω να τακτοποιήσω λιγάκι το πατάρι. ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, εγώ δε μπορώ να ‘ρθω να πέσω. Έχω κολλήσει σε μια ειδοποίηση της Εφορίας. ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου, γιατί δεν αφήνεις κάτω το πιάτο με τις σαρδέλες; (Ο Φίλιπ αφήνει το πιάτο με τις σαρδέλες πάνω στο τραπέζι. Όταν όμως αποσύρει το χέρι του, το πιάτο έρχεται μαζί) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, έχω κολλήσει και στις σαρδέλες. ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου, μη μου κάνεις τώρα τον χαζό. Πάρε από την κάτω τουαλέτα εκείνο το μπουκάλι που γράφει απάνω «Δηλητήριο». Αυτό τα διαλύει όλα. (Φεύγει απ’ το διάδρομο απάνω. Ο Φίλιπ ανεμίζοντας το γράμμα για να ξεκολλήσει) ΦΙΛΙΠ: Έχω ακούσει να λένε «αυτός έχει κολλήσει σ’ ένα πρόβλημα» αλλά σ’ αυτό το σημείο... (Πάει στο κάτω μπάνιο) (Παύση) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 34

ΤΕΡΡΥ:

Γκόρντον... Βγαίνεις Γκόρντον... Εδώ είμαστε. Έφτασε η στιγμή. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (of) Εντάξει αγάπη μου. Έρχεται, έρχεται... ΤΕΡΡΥ: Μα έπρεπε να είχε εμφανιστεί ένα χέρι στο παράθυρο, πριν ακόμη φύγει ο Φρέντυ... (Σπάει ένα τζάμι από το γοτθικό παράθυρο και μπαίνει ένα χέρι που ανοίγει το μάνταλο) ΤΕΡΡΥ: Α, να ‘το, να ‘το. Επιτέλους το γαντοφορεμένο χέρι που περιμέναμε εναγωνίως. Βγήκε. Λίγο καθυστερημένα βέβαια αλλά βγήκε. (Ανοίγει το παράθυρο και μέσα απ’ αυτό εμφανίζεται ένας ηλικιωμένος διαρρήκτης με πολύ χαρακτήρα αλλά με μεγάλη ανάγκη αναπαλαίωσης και εκσυγχρονισμού) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Ούτε σιδεριά, ούτε σύστημα συναγερμού! Εδώ σηκώνει μήνυση για προτροπή στο έγκλημα. (Σκαρφαλώνει μέσα στο δωμάτιο) ΤΕΡΡΥ: Εντάξει Γκόρντον, στοπ. Πάμε άλλη μια φορά. ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Έτσι μου ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα. Όσο σκέφτομαι ότι κάποτε ειδικευόμουνα στις τράπεζες... Στα θησαυροφυλάκια ήμουνα μανούλα... Και τώρα που κατάντησα, να κλέβω κατσαρόλες... ΤΕΡΡΥ: Στοπ! Γκόρντον! Στοπ! (βάζει στον εαυτό του ένα ποτό) Στοπ! (Μπαίνει η Μπέττυ από την κουίντα) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Λείπουνε όλοι στη Σαρδηνία. Μου το είπε εκείνη η κλώσσα στην κουζίνα. ΜΠΕΤΤΥ: Ο Τέρρυ, είπε στοπ. (Μπαίνει η Μπελίντα) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Τώρα έφυγε κι αυτή. Την είδα εγώ να βγαίνει από την εξώπορτα με το μπανιερό της. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Γκόρντον, αγάπη μου, στοπ. Περίμενε καμάρι μου... (Ο Γκόρντον σταματάει, καθώς επιτέλους του κόβει τη φόρα το χέρι της Μπελίντα πάνω στον ώμο του) ΤΕΡΡΥ: Ωχ Θεέ μου! Αυτός και βομβαρδισμός να γίνει, χαμπάρι δεν παίρνει. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Στοπ; ΜΠΕΤΤΥ: Στοπ. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Στοπ. ΤΕΡΡΥ: Ευχαριστώ Μπελίντα. Ευχαριστώ Μπέττυ. (Φεύγουν η Μπελίντα και η Μπέττυ) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 35

ΤΕΡΡΥ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΤΕΡΡΥ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΤΕΡΡΥ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ:

Γκόρντον... Έπαιξα και στους βομβαρδισμούς. Αυτός ακούει καλύτερα κι από μένα. Ορίστε; Από την είσοδο σου, Γκόρντον, σε παρακαλώ. Το ‘42 ήτανε, θυμάμαι, σε μια φιλανθρωπική παράσταση... ΤΕΡΡΥ: Μπέττυ! ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Όχι ευχαριστώ. Εγώ στην πρόβα δεν πίνω ποτέ! (Μπαίνει η Μπέττυ από την κουίντα) ΤΕΡΡΥ: Πάρε αυτό το ποτήρι σε παρακαλώ ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Να ξαναβγώ; ΤΕΡΡΥ: Να ξαναβγείς. Μόνο, Γκόρντον... ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Ναι; ΤΕΡΡΥ: Λίγο νωρίτερα σε παρακαλώ. Λίγο νωρίτερα. Όπως το κάναμε χτες. Φρέντυ! (Μπαίνει ο Φρέντυ από το κάτω μπάνιο. Στον Γκόρντον) Άρχισε την κίνηση σου, μόλις ανοίξει την πόρτα ο Φρέντυ. (στον Φρέντυ) Ποια είναι η ατάκα; ΦΡΕΝΤΥ: Έχω ακούσει να λένε «αυτός έχει κολλήσει σ’ ένα πρόβλημα» αλλά σε αυτό το σημείο... ΤΕΡΡΥ: Άρχισε να κινείσαι στο «Έχω ακούσει να λένε αυτός έχει κολλήσει σ’ ένα πρόβλημα». ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Κολλήσει σ’ ένα πρόβλημα; ΤΕΡΡΥ: Κολλήσει σ’ ένα πρόβλημα! Αλλά σ’ αυτό το σημείο... Σ’ αυτό το σημείο, να ‘χει βγει το χέρι σου απ’ το παράθυρο. Εντάξει; Έτσι όπως το ‘κανες λίγο νωρίτερα. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Έγινε. Τέρμα. Μόνο μια παρατήρηση, αν μου επιτρέπεις... ΤΕΡΡΥ: Λέγε Γκόρντον. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Σα να μου φάνηκε πως ανάμεσα στην έξοδο του Φρέντυ και στην είσοδο μου, γίνεται κάποιο χάσμα. ΤΕΡΡΥ: Λες Γκόρντον; Λοιπόν, ξέρεις κάτι; Το βρήκα! ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Για λέγε. ΤΕΡΡΥ: Πως θα σου φαινόταν, αν έβγαινες λίγο νωρίτερα; ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Συμφωνούμε απόλυτα. (Φεύγει από το παράθυρο. Μπαίνει ο Φρέντυ από το κάτω μπάνιο) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 36

ΤΕΡΡΥ:

Τώρα, εγώ τον δουλεύω ή αυτός με δουλεύει; Πάμε Φρέντυ, από την έξοδο σου. ΦΙΛΙΠ: (Ανεμίζοντας το γράμμα της Εφορίας) Έχω ακούσει να λένε «Αυτός έχει κολλήσει σ’ ένα πρόβλημα» αλλά σ’ αυτό το σημείο... (Πάει στο κάτω μπάνιο. Ξαναμπαίνει ο διαρρήκτης, αλλά αυτή τη φορά στην ώρα του) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Ούτε σιδεριά, ούτε σύστημα συναγερμού! Εδώ σηκώνει μήνυση για προτροπή στο έγκλημα... (Σκαρφαλώνει και μπαίνει στο δωμάτιο) Έτσι μου ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα. Όσο σκέφτομαι ότι κάποτε ειδικευόμουνα στις τράπεζες... Στα θησαυροφυλάκια ήμουνα μανούλα.. Και τώρα που κατάντησα... Να κλέβω κατσαρόλες. (Βάζει ένα ποτό) Λείπουνε όλοι στη Σαρδηνία. Μου το είπε εκείνη η κλώσσα στην κουζίνα. Τώρα έφυγε κι αυτή. Την είδα εγώ να βγαίνει από την εξώπορτα με το μπανιερό της... Που είναι η εξώπορτα; (Ψάχνει μυωπικά κι ύστερα ανοίγει την εξώπορτα, ώστε να ‘ναι έτοιμη για την αναχώρηση του) Εντάξει. Για να τα φορτώσουμε στο τρίκυκλο. Με την ησυχία μας! Όλο το απόγευμα δικό μου είναι. Για να δούμε τι προσφέρει το κατάστημα; (Κοιτάζει την τηλεόραση) Ένας φούρνος μικροκυμάτων. (Βγάζει την πρίζα, και βάζει την τηλεόραση πάνω στον καναπέ) Πενήντα λίρες τις πιάνει δεν τις πιάνει... Ούτε το κουβάλημα... (Παίρνει το ποτό του και επιθεωρεί τους πίνακες και τα διακοσμητικά) Τρίχες... Τρίχες... Αηδίες... Αφού επιμένετε... (Τσεπώνει κάποιο μικροπράγμα) Το γραφείο που να ‘ναι τώρα; Πάντως, όλοι το λένε, έτσι και παρατήσεις το επάγγελμα δύσκολα συνηθίζεις το καθισιό. (Πάει στο γραφείο, κρατώντας το ποτό του. Μπαίνει ο Ρόμπερτ, από την κουζίνα. Τον ακολουθεί η κυρία Κλάκεττ που κρατάει άλλο ένα πιάτο με σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Και όπως καταλαβαίνετε η υποψήφια ενοικιάστρια θα ήθελε να μάθει αν είχατε σ’ αυτό το σπίτι κανένα προηγούμενο με υπερφυσικά φαινόμενα. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 37

ΚΛΑΚΕΤΤ:

Δεν ξέρω τι ήτανε τα προηγούμενα, αλλά πιο υπερφυσικό σπίτι από τούτο, αποκλείεται να βρείτε. ΡΟΜΠΕΡΤ: Θέλω να πω, αν έπεσαν στην αντίληψη σας τίποτα εκτοπλάσματα, τίποτα αντικείμενα να πετάνε, εδώ μέσα; (Η κυρία Κλάκεττ, ακουμπάει τις σαρδέλες στο τραπεζάκι του τηλεφώνου, ξαναβάζει την τηλεόραση στη θέση της, βάζει την πρίζα και κλείνει την εξώπορτα) ΚΛΑΚΕΤΤ: Να πετάνε; Όχι, παιδάκι μου, εδώ μέσα όλα τα πλάσματα περπατάνε κανονικά, όπως σ’ όλα τα καθώς πρέπει σπίτια. ΡΟΜΠΕΡΤ: Θα το διαβιβάσω στην υποψήφια ενοικιάστρια. Αυτή τη στιγμή επιθεωρεί το γραφείο. (Ανοίγει την πόρτα του γραφείου και την ξανακλείνει αμέσως) Κάποιος είναι εκεί μέσα! Ένας άντρας! ΚΛΑΚΕΤΤ: Αποκλείεται. Κανείς δεν είναι ‘δω. ΡΟΜΠΕΡΤ: (Ανοίγει την πόρτα του γραφείου) Κοιτάξτε! Κοιτάξτε και μόνη σας! Εκεί είναι. Κάτι ψάχνει. ΚΛΑΚΕΤΤ: (Ρίχνει μια σύντομη ματιά) Δε βλέπω κανέναν. ΡΟΜΠΕΡΤ: Δε βλέπετε κανέναν; Μα αυτό είναι απίστευτο! Και η υποψήφια ενοικιάστρια, που είναι; Εκεί μέσα την είχα αφήσει. Εκεί ήτανε πριν! Πάει!... Η υποψήφια ενοικιάστρια εξαφανίστηκε! (Κλείνει την πόρτα του γραφείου και κοιτάζει γύρω στο δωμάτιο. Βλέπει τις σαρδέλες στο τραπέζι) ΚΛΑΚΕΤΤ: Ω, Θεέ μου! ΡΟΜΠΕΡΤ: Εκεί! ΚΛΑΚΕΤΤ: Που; ΡΟΜΠΕΡΤ: Οι σαρδέλες! ΚΛΑΚΕΤΤ: Α, οι σαρδέλες. ΡΟΜΠΕΡΤ: Τις σαρδέλες τις βλέπετε, δεν τις βλέπετε; ΚΛΑΚΕΤΤ: Τις σαρδέλες τις βλέπω. (Ο Ρόμπερτ αγγίζει προσεκτικά τις σαρδέλες, κι ύστερα σηκώνει το πιάτο) Αλλά δεν τις βλέπω καλά. Πάνε κι αυτές. ΡΟΜΠΕΡΤ: Αυτές τις σαρδέλες δε θα τις αφήσω απ’ τα χέρια μου. Αλλά που είναι η υποψήφια ενοικιάστρια; (Ανεβαίνει τις σκάλες, κρατώντας πάντα τις σαρδέλες) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 38

ΚΛΑΚΕΤΤ:

Με βλέπω όλη νύχτα ν’ ανοίγω σαρδέλες και να μπαινοβγαίνω εδώ μέσα σαν τον κούκο στο ρολόι. (Πάει στο οφφίς) ΡΟΜΠΕΡΤ: Βίκυ! Βίκυ! (Ο Ρόμπερτ, πάει στο μπάνιο στη μέση της σκάλας. Μπαίνει ο διαρρήκτης από το γραφείο, κρατώντας μια αγκαλιά ασημικά κ.λ.π.) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Κάρολε, μου λέει, έκλεισες πια τα εβδομήντα. Καιρός να τα κρεμάσεις τ’ άρματα. Καιρός να παραδώσεις τη σκυτάλη στα κλεφτρόνια. (Πετάει τα ασημικά πάνω στον καναπέ και πάει στο γραφείο. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από το μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Που να πήγε τώρα; Στην κρεβατοκάμαρα θα πήγε. (Πάει στην κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει ο διαρρήκτης από το γραφείο κρατώντας την τσάντα και το κουτί του Φίλιπ. Αδειάζει το κουτί πίσω από τον καναπέ και το γεμίζει με τ’ ασημικά) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Μπορεί να τα ‘κλεισα τα εβδομήντα, του λέω κι εγώ, αλλά τα ‘χω τετρακόσια. Οπότε, το βούλωσε ο φίλος. (Μπαίνει ο Ρόμπερτ, από την κρεβατοκάμαρα κρατώντας πάντα τις σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: (Φωνάζει) Βίκυ! Βίκυ! (Μπαίνει στη λινοθήκη) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Κι αν δεν το βούλωσε, εγώ πάντως δεν τον άκουσα. (Πάει στο γραφείο, χωρίς να δει ή ν’ ακούσει το Ρόμπερτ. Μπαίνει ο Φίλιπ από το κάτω μπάνιο. Το δεξί του χέρι είναι πάντα κολλημένο στο γράμμα της εφορίας και το αριστερό του στο πιάτο με τις σαρδέλες) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, αυτό το πράγμα που τα διαλύει όλα. Την κόλλα δεν τη διαλύει. Τα παντελόνια όμως τα διαλύει. Αγάπη μου, αφού διαπερνάει παντελόνια, λες να προχωράει ακόμα και να διαλύει... Αγάπη μου, εγώ λέω να το βγάλω το παντελόνι μου... (Αρχίζει να ξεβρακώνεται όπως μπορεί) Τρέξε, αγάπη μου, είναι επείγον το περιστατικό! Έχουμε κανένα πράγμα που να διαλύει το πράγμα που διαλύει το πράγμα; Γιατί αν αυτό διαπερνάει και διαλύει τα Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 39

πάντα... Αγάπη μου, νομίζω πως το αισθάνομαι! Νομίζω πως διαπερνάει και διαλύει... τα πάντα! (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από τη λινοθήκη, πάντα κρατώντας τις σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Αυτό το σπίτι είναι στοιχειωμένο. (Ο Φίλιπ, σηκώνει τα βρακιά του) ΦΙΛΙΠ: (Κατ’ ιδίαν) Η Εφορία! ΡΟΜΠΕΡΤ: (τρομαγμένος) Να ‘το πάλι! ΦΙΛΙΠ: Όχι! ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι; ΦΙΛΙΠ: Εγώ δεν είμαι δω! ΡΟΜΠΕΡΤ: Ω, Θεέ μου! ΦΙΛΙΠ: Εγώ είμαι αλλού! ΡΟΜΠΕΡΤ: Είναι απ’ αλλού! ΦΙΛΙΠ: Πρέπει να φεύγω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μείνε! Μη φεύγεις! ΦΙΛΙΠ: Θα γίνω καπνός. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μίλησε μου πρώτα. ΦΙΛΙΠ: Μόνο μπροστά στον δικηγόρο μου. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μόνο μπροστά στον... Για στάσου! Διαρρήκτης είσαι ή κλέφτης, ε; ΦΙΛΙΠ: Εμένα θα μου επιτρέψετε. (Κάνει ένα χαιρετισμό με το δεξί του χέρι, ύστερα βλέπει στο χέρι του το γράμμα της Εφορίας και το κρύβει βιαστικά πίσω από την πλάτη του) Θα πάρετε μια σαρδέλα; (Προσφέρει τις σαρδέλες με το αριστερό του χέρι. Έτσι αφήνει τα βρακιά του που πέφτουν) ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι, επιδειξίας είσαι! Ανώμαλος! Κάτι έκανες στη Βίκυ! Θα κατέβω κάτω και θα δεις! (Ο Ρόμπερτ κατεβαίνει κάτω και τηλεφωνάει στο 100) ΦΙΛΙΠ: Α! Βλέπω τις έχετε και σεις τις σαρδέλες σας. Ε, μια και δε μπορώ να σας προσφέρω τίποτα... ΡΟΜΠΕΡΤ: (Στο ακουστικό) Αστυνομία; ΦΙΛΙΠ: Εγώ λέω να πηγαίνω. (Τρέχει, με τα παντελόνια του γύρω από τους αστράγαλους του και φεύγει από την εξώπορτα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Στάσου, που πας; (Στο ακουστικό) Εμπρός; Αστυνομία; Κάποιος μπήκε στο σπίτι μου! Ή μάλλον κάποιος μπήκε στο σπίτι κάποιου. Ναι, ανώμαλος! Και εξαφανίστηκε και μια κοπέλα... (Μπαίνει η Βίκυ από το παράθυρο) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 40

ΒΙΚΥ: ΡΟΜΠΕΡΤ:

Πάλι τον είδα! Στον κήπο! Άντρας είναι! (Στο τηλέφωνο) Όχι, η κοπέλα επέστρεψε. (Κλείνοντας με το χέρι του το ακουστικό) Είσαι καλά; ΒΙΚΥ: Όχι, λίγο ακόμα και θα μ’ έβλεπε. ΡΟΜΠΕΡΤ: (Στο τηλέφωνο) Λίγο ακόμα και θα την έβλεπε! Όχι, αλλά είναι και κλέφτης από πάνω! Μας έκλεψε τα πράγματά μας! (Η Βίκυ βρίσκει την τσάντα και τη σακούλα του Φίλιπ) ΒΙΚΥ: Εδώ είναι τα πράγματά μας. ΡΟΜΠΕΡΤ: (Στο τηλέφωνο) Τα πράγματα επέστρεψαν. Τώρα το μόνο που μας λείπει, είναι ότι χάσαμε τις σαρδέλες. (Η Βίκυ, βρίσκει τις σαρδέλες που είχε αφήσει ο Ρόμπερτ κοντά στην εξώπορτα) ΒΙΚΥ: Εδώ είν’ οι σαρδέλες. ΡΟΜΠΕΡΤ: (Στο τηλέφωνο) Τις βρήκαμε τις σαρδέλες. ΒΙΚΥ: Η Αστυνομία είναι; Τρελάθηκες; Θέλεις να ‘ρθει εδώ και να με βρει με το κομπιναιζόν; ΡΟΜΠΕΡΤ: (Στο τηλέφωνο) Τι σας έλεγα; Σας έλεγα... ότι δε θα σας πω τίποτα, (κλείνει το τηλέφωνο) Νόμισα πως σου συνέβη κάτι φοβερό. ΒΙΚΥ: Μου συνέβη! Τον ξέρω! ΡΟΜΠΕΡΤ: Τον ξέρεις; ΒΙΚΥ: Έχει πάρε-δώσε με το γραφείο μας. ΡΟΜΠΕΡΤ: Πρόκειται για ανώμαλο. ΒΙΚΥ: Ναι, αλλά δεν πρέπει να με δει έτσι. Άμα εργάζεσαι στην Εφορία, οφείλεις να διατηρείς την αξιοπρέπεια σου. ΡΟΜΠΕΡΤ: Τότε, ρίξε κάτι απάνω σου! ΒΙΚΥ: Τι να ρίξω; ΡΟΜΠΕΡΤ: Στο μπάνιο, κάτι θα έχει. (Σηκώνει την τσάντα και το κουτί και ανεβαίνει προς το μπάνιο στα μέσα της σκάλας) Πιάσε εσύ τις σαρδέλες! (Πάνε στο μπάνιο. Μπαίνει ο Διαρρήκτης από το γραφείο, κρατώντας ένα μαγνητόφωνο) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Γιατί βρε, του λέω, πότε παράτησα εγώ τη δουλειά στη μέση για να το ρίξω στο πιοτό; (Αφήνει χάμω το μαγνητόφωνο, δίπλα στην εξώπορτα) Εκτός κι αν το φέρει η κουβέντα και μου ανοίξει η όρεξη. Το ‘φέρε! Πούντο τώρα; Που το ‘βαλα; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 41

(Μπαίνει ο Ρόμπερτ από το μπάνιο κουβαλώντας την τσάντα και το κουτί) ΡΟΜΠΕΡΤ: Κάτσε εκεί και μη βγεις αν δε ντυθείς. (Η Βίκυ βγαίνει από το μπάνιο, κρατώντας ένα πολύ κοντό άσπρο έξωμο νυχτικό. Ο Ρόμπερτ πάει στην κρεβατοκάμαρα) ΒΙΚΥ: Και θα εμφανιστώ στους φορολογούμενους μ’ αυτό το πράγμα; (Πάει κι αυτή στην κρεβατοκάμαρα) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Τι το ‘θελα και το μελέτησα τώρα; (Βγαίνει από την ανοικτή πόρτα του μπάνιου στα μισά της σκάλας. Μπαίνει ο Φίλιπ από την εξώπορτα) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, βοήθεια! Που είσαι; (Μπαίνει η Βίκυ από την κρεβατοκάμαρα, κρατώντας το νυχτικό, την ακολουθεί ο Ρόμπερτ. Ο Φίλιπ, πάει βιαστικά στο κάτω μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Βάλτο τώρα αυτό! Είναι μια αρχή. θα σου βρω και κάτι για πάνω... κάτι για κάτω... τέλος πάντων κάτι θα βρω. (Ο Ρόμπερτ πάει στην κρεβατοκάμαρα. Η Βίκυ στο μπάνιο στα μισά της σκάλας, αλλά ξαναβγαίνει αμέσως) ΒΙΚΥ: Κάποιος είναι κει μέσα. Αυτός είναι! (Η Βίκυ τρέχει στο κάτω μπάνιο. Μπαίνει η Φλάβια από τον επάνω διάδρομο, κρατώντας ένα παλιό ντενεκεδένιο κουτί από μπισκότα) ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου, δεν ξέρεις τι υπέροχα πράγματα ανακαλύπτω εκεί πάνω. (Η Βίκυ ουρλιάζει) Το θυμάσαι αυτό το ονειρεμένο κουτί; (Μπαίνει η Βίκυ, από το κάτω μπάνιο. Σταματάει βλέποντας τη Φλάβια) Μου το ‘χες χαρίσει στην πρώτη επέτειο του... Ποια είστε εσείς; ΒΙΚΥ: Ω, Θεέ μου! Η σύζυγος και άλλα προστατευόμενα μέλη! (Σκεπάζει το πρόσωπο της με τα χέρια της. Μπαίνει ο Φίλιπ από το κάτω μπάνιο, με τα πράγματα πάντα κολλημένα στα χέρια του. Τώρα όμως του ‘χει κολλήσει και το νυχτικό. Κρατάει τα βρακιά του με τους αγκώνες του) ΦΙΛΙΠ: Σας έβγαλα το φόρεμα σας! (Η Φλάβια βγάζει μια άναρθρη κραυγή. Ο Φίλιπ, κοιτάζει απάνω και τη βλέπει. Στη Φλάβια) Πού ήσουνα; Κοντεύω να τρελαθώ! Δε βλέπεις την κατάσταση μου; (Σηκώνει τα χέρια για να δείξει την κατάσταση του στη Φλάβια και του πέφτουν τα βρακιά του. Το ντενεκεδένιο κουτί Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 42

πέφτει από τα χέρια της Φλάβιας που έχουν παραλύσει από τη φρίκη και γκρεμίζεται κάτω στο πάτωμα του καθιστικού. Ο Φίλιπ τρέχει προς τις σκάλες με τα βρακιά του στους αστραγάλους και με τα χέρια τεντωμένα ικετευτικά. Η Βίκυ τρέχει να γλυτώσει απ’ αυτόν και καταφεύγει στη λινοθήκη) Αγάπη μου, εγώ προσπαθούσα να της εξηγήσω τα της Εφορίας και κόλλησαν τα δάχτυλα μου. (Η Φλάβια, φεύγει με μια κραυγή πόνου από το διάδρομο απάνω. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την κρεβατοκάμαρα και πάει ίσια καταπάνω στο Φίλιπ. Ο Φίλιπ, κρατάει το νυχτικό μπροστά στο πρόσωπο του) ΡΟΜΠΕΡΤ: Πάψε να μου ανεμίζεις αυτό το πράγμα μες στα μούτρα. Ψάχνω. Προσπαθώ, θα κοιτάξω και στ’ άλλα δωμάτια. (Φεύγει από το διάδρομο απάνω. Ο Φίλιπ γυρίζει να ξανακατέβει. Ακούει το καζανάκι από το μπάνιο στα μέσα της σκάλας. Στέκεται. Μπαίνει ο Διαρρήκτης από το μπάνιο στα μισά της σκάλας, κρατώντας δυο χρυσές βρύσες) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Δυο χρυσές βρύσες… Τέλος πάντων. (Ο Διαρρήκτης σταματάει βλέποντας τον Φίλιπ) Ωχ! ΦΙΛΙΠ: Ποιος είστε εσείς; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: (κατ’ ιδίαν) Επ’ αυτοφώρω! ΦΙΛΙΠ: (έντρομος) Για το φόρο! ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Κάνω... έλεγχο (δείχνει τις βρύσες) ΦΙΛΙΠ: Έλεγχο; Πω πω, παλούκι! ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Το λούκι... Ναι... Οι αγωγοί... Μια διαφυγή... (Πάει πάλι στο μπάνιο) ΦΙΛΙΠ: Αγωγή! Φοροδιαφυγή! ΡΟΜΠΕΡΤ: (of) Ω, Θεέ μου! ΦΙΛΙΠ: Ο άλλος ελεγκτής! (Ο Φίλιπ πάει στην κρεβατοκάμαρα, κρατώντας το νυχτικό μπροστά στο πρόσωπο του. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από τον απάνω διάδρομο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Βρέχει τενεκέδες! Πολύ αλλόκοτα πράγματα συμβαίνουν σ’ αυτό το σπίτι. Ντύθηκες ή ακόμα; (Ο Ρόμπερτ πάει στο μπάνιο στα μισά της σκάλας. Μπαίνει ο Φίλιπ από την κρεβατοκάμαρα, προσπαθώντας να ξεκολλήσει το νυχτικό από το κεφάλι του) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 43

ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, τώρα μου κόλλησε στο κεφάλι! (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από το μπάνιο. Ο Φίλιπ πάει στην κρεβατοκάμαρα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Ένας άντρας! (Μπαίνει ο Διαρρήκτης από το μπάνιο) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: (κατ’ ιδίαν) Δρόμο Κάρολε. Πρέπει να βιαστείς! ΡΟΜΠΕΡΤ: Βιαστής; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Δεν είναι τίποτα... το σιφόνι... (Ξαναμπαίνει στο μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Και δεν είναι τίποτα; Τόσοι φόνοι! Που είναι η Βίκυ; Βίκυ! (Ο Ρόμπερτ πάει στο κάτω μπάνιο. Μπαίνει ο Διαρρήκτης από το μεσαίο μπάνιο και πάει για την εξώπορτα) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Σαν πολλοί μαζευτήκαμε εδώ μέσα. Εγώ λέω να φεύγω. Να μη σ’ αφήνουν να κάνεις τη δουλειά σου με την ησυχία σου! (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από το κάτω μπάνιο. Ο Διαρρήκτης κάνει μεταβολή και κατευθύνεται προς το μεσαίο μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Αν δε την βρω την έχεις άσχημα. ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Άμα τρέχει άσχημα, να το φτιάξω! (Πάει στο μεσαίο μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Βίκυ! (Ο Ρόμπερτ βγαίνει από την εξώπορτα. Μπαίνει ο Φίλιπ από την κρεβατοκάμαρα. Έχει πάντα το νυχτικό στο κεφάλι του αλλά τώρα είναι δεμένο σα σαρίκι και είναι τυλιγμένος με ένα άσπρο σεντόνι. Μπαίνει η Βίκυ από τη λινοθήκη τυλιγμένη από κορυφής μέχρις ονύχων με ένα μαύρο σεντόνι. Κλείνουνε τις πόρτες πίσω τους. Με τον ήχο γυρίζουν, βλέπουν ο ένας τον άλλον και σαστίζουν υποχωρώντας και οι δυο. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την εξώπορτα) Ο Σεΐχης! Κύριε Σεΐχη, σας περίμενα στις τέσσερις! Ω, δίχως άλλο η χαριτωμένη σύζυγος σας! Ώστε θέλετε να το δείτε τώρα το σπίτι κύριε Σεΐχη; Ωραία, λοιπόν, μια και είστε ήδη επάνω... (Ο Ρόμπερτ, ανεβαίνει επάνω. Μπαίνει η Φλάβια από τον διάδρομο επάνω κρατώντας ένα βάζο) ΦΛΑΒΙΑ: Να μου φέρει εδώ αυτή την τσούλα! Θα του σπάσω το κεφάλι! ΡΟΜΠΕΡΤ: Ας αρχίσουμε από κάτω. (Ο Ρόμπερτ, ο Φίλιπ και η Βίκυ κατεβαίνουν κάτω) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 44

ΦΛΑΒΙΑ: ΡΟΜΠΕΡΤ:

Εσείς ποιος είστε; Τι είν’ αυτά τα πλάσματα; (στον Φίλιπ και τη Βίκυ) Ζητώ συγγνώμη. Δεν την ξέρω την κυρία. Δεν έχει καμιά σχέση με το σπίτι, σας διαβεβαιώνω. (Μπαίνει η κυρία Κλάκεττ, από την κουζίνα με ένα άλλο πιάτο σαρδέλες. Ο Ρόμπερτ, προχωρεί για να την παρουσιάσει) ΡΟΜΠΕΡΤ: Αντιθέτως η συμπαθέστατη κυρία με τις σαρδέλες από δω... ΚΛΑΚΕΤΤ: (Οι σαρδέλες). Ούτε από δω, ούτε από κει. Αυτές οι σαρδέλες είναι δικές μου και αυτή τη φορά θα τις φάω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Είναι απασχολημένη... Θα ασχοληθεί με τις σαρδέλες της, οπότε ας αρχίσουμε εμείς από το λουτρό. (Κατευθύνει τον Φίλιπ και τη Βίκυ προς το μεσαίο μπάνιο απομακρύνοντάς τους από την κυρία Κλάκεττ) ΦΛΑΒΙΑ: Τι είναι αυτοί κυρία Κλάκεττ; ΚΛΑΚΕΤΤ: Μας έρχονται και τέτοιοι. Από την Αραβία, Σερίφηδες, τυλιγμένοι με τα σεντόνια. ΡΟΜΠΕΡΤ: Ζητώ συγγνώμη, (Ανοίγει την πόρτα του μεσαίου μπάνιου) Αλλά εδώ... ΦΛΑΒΙΑ: Σεντόνια; (Πάει στην κρεβατοκάμαρα. Από το μεσαίο μπάνιο μπαίνει ο διαρρήκτης) ΡΟΜΠΕΡΤ: Από ‘δω έχουμε... ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Το φλοτέρ... Σας έστριψε μια βίδα... ΡΟΜΠΕΡΤ: Α, έχουμε αυτόν... (Μπαίνει η Φλάβια από την κρεβατοκάμαρα) ΦΛΑΒΙΑ: Τα σεντόνια. Τα σεντόνια απ’ το κρεβάτι μου! ΚΛΑΚΕΤΤ: Κλέφτες οι σερίφηδες! ΡΟΜΠΕΡΤ: Ενώ στο γραφείο έχουμε... όπως θα δείτε... ΚΛΑΚΕΤΤ: Φέρε πίσω το σεντόνι αρχικλέφταρε... (Αρπάζει το κοντινότερο σεντόνι που της μένει στο χέρι αποκαλύπτοντας τη Βίκυ) Καλέ αυτή είναι ξεβράκωτη! ΡΟΜΠΕΡΤ: Εσύ είσαι; ΦΛΑΒΙΑ: Αυτή είναι; (Η Φλάβια κατεβαίνει κάτω απειλητικά. Ο Φίλιπ αποσύρεται διακριτικά στο γραφείο) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Κορούλα μου! ΒΙΚΥ: Πατέρα! (Η Φλάβια καθηλώνεται. Μπαίνει ο Φίλιπ από το γραφείο έκθαμβος. Τον παίζει τώρα ντουμπλύρ) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 45

ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ:

Η μικρή μου Βίκυ, που το είχε σκάσει από το σπίτι... Που νόμιζα πως ποτέ δε θα την ξαναδώ... ΚΛΑΚΕΤΤ: Ποιος θα το ‘λεγε! ΒΙΚΥ: (Στον Διαρρήκτη) Τι κάνεις εδώ μπαμπά σ’ αυτά τα χάλια; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Κι εσύ τι κάνεις εδώ σ’ αυτά τα χάλια; ΒΙΚΥ: Εγώ; Πάω στον ελεγκτή τους φακέλους των φοροδιαφυγάδων! (Ο Φίλιπ, πιάνει την καρδιά του και λιποθυμάει, πέφτοντας πίσω από τον καναπέ, χωρίς να το πάρουν χαμπάρι οι άλλοι) ΦΛΑΒΙΑ: (απειλητικά) Πού πήγε το άλλο μου σεντόνι; (Μπαίνει από την εξώπορτα το πιο περιζήτητο πράγμα στις μέρες μας, ένας Σεΐχης. Φοράει αραβική κελεμπία και μοιάζει τρομερά στον Φίλιπ, αφού ο ρόλος παίζεται από τον ίδιο ηθοποιό) ΣΕΪΧΗΣ: Μεγάλος ο Αλλάχ! Μεγάλος ο Οίκος που μου βρήκε. Μεγάλος και γαλήνιος. Τον ενοικιάζω... ΟΛΟΙ: Εσείς! ΦΛΑΒΙΑ: Είναι δεν είναι; ΦΡΕΝΤΥ: Συγγνώμη Τέρρυ, αλλά τα παντελόνια μου είναι ακόμα πεσμένα κάτω. Τόσο γρήγορη αλλαγή δε γίνεται χωρίς αμπιγέζ. ΤΕΡΡΥ: Καλά.. Πες στο Μπόμπυ, να σε βοηθάει. Μπόμπυ. Που είν’ ο Μπόμπυ; Έλα Μπόμπυ! Μπόμπυ! (Ο Μπόμπυ, φορώντας το σεντόνι σα ντουμπλύρ του Φίλιπ σηκώνεται από πίσω απ’ τον καναπέ και κοιτάζει αγουροξυπνημένα τον Τέρρυ) ΜΠΟΜΠΥ: Ορίστε; ΤΕΡΡΥ: Α, ξέχασα, παίζεις. ΜΠΟΜΠΥ: Μάλλον θα με πήρε ο ύπνος ε; ΤΕΡΡΥ: Δεν πειράζει, θα τα καταφέρουμε μόνοι μας. Λοιπόν, ο Μπόμπυ κοιμάται πίσω από τον καναπέ, ενώ οι υπόλοιποι τρέχουν εδώ και εκεί με πεσμένα τα βρακιά τους. Εντάξει Φρέντυ; Από την είσοδο σου με πεσμένα τα βρακιά σου. Από το «που πήγε το άλλο μου σεντόνι»... (Ο Φρέντυ διστάζει) Έχουμε κανένα άλλο πρόβλημα Φρέντυ; ΦΡΕΝΤΥ: Να... μια και διακόψαμε; ΤΕΡΡΥ: Τι ήθελα και ρώτησα; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 46

ΦΡΕΝΤΥ: ΤΕΡΡΥ: ΦΡΕΝΤΥ: ΤΕΡΡΥ: ΦΡΕΝΤΥ: ΓΚΑΡΥ: ΦΡΕΝΤΥ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΦΡΕΝΤΥ: ΤΕΡΡΥ:

ΦΡΕΝΤΥ: ΤΕΡΡΥ: ΦΡΕΝΤΥ: ΤΕΡΡΥ: ΦΡΕΝΤΥ: ΤΕΡΡΥ:

ΦΡΕΝΤΥ: ΤΕΡΡΥ:

ΦΛΑΒΙΑ:

Θέλω να πω, ξέρεις ότι εγώ από υπόθεση είμαι σχετικά ζώον. Το ξέρω Φρέντυ. Ευχαριστώ, θα μπορούσα λοιπόν να κάνω άλλη μία ηλίθια ερώτηση; Όλες μου οι γνώσεις για το παγκόσμιο θέατρο είναι στη διάθεση σου, Φρέντυ μου. Εγώ εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί πρέπει ο Σεΐχης να είναι σωσίας του Φίλιπ. Γιατί μπαίνει μέσα και όλοι νομίζουμε ότι είναι ο αυτός… ο άλλος κι έτσι όλοι…θέλω να πω… εννοώ όλο το αστείο αυτό είναι... Όχι, αυτό το καταλαβαίνω... Καμάρι μου, όλο το παρακάτω εκεί βασίζεται. Κι αυτό το καταλαβαίνω. Αλλά δεν πρόκειται για μια κάπως υπερβολική σύμπτωση; Πρόκειται για σύμπτωση, Φρέντυ μου, ναι. Αν δεν έχει κανείς υπόψιν του ότι υπήρξε μια παλαιότερη βερσιόν του έργου, που δυστυχώς δεν έχει σωθεί. Και ότι σ’ αυτή την παλαιότερη βερσιόν ο συγγραφέας το λέει ξεκάθαρα, ότι ο πατέρας του Φίλιπ, είχε κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στη Μέση Ανατολή. Κατάλαβα. Τώρα κατάλαβα. Κατάλαβες; Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Το φαντάστηκα πως θα σ’ άρεσε. Το κοινό όμως, θα το καταλάβει; Πρέπει να τους κάνεις να το καταλάβουν, Φρέντυ μου. Με το μάτι σου, με την κίνηση σου. Αυτή είναι η δουλειά του ηθοποιού. Εντάξει; Ναι. Σωστά Τέρρυ. Ευχαριστώ. Μάλιστα, θα μπορούσαμε τώρα να την τελειώσουμε αυτή την πράξη; Από την είσοδο σου Φρέντυ. (Ο Φίλιπ βγαίνει από την εξώπορτα) Θεέ μου, πού τη βρήκα τόση εξυπνάδα; Αχ έτσι και φύγω για το Λονδίνο και σας αφήσω μόνους, έχει να γίνει σ’ αυτή την παράσταση το σώσε. «Και πού πήγε το άλλο μου σεντόνι;» (απειλητικά) Και πού πήγε το άλλο μου σεντόνι;

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 47

(Μπαίνει ο Σεΐχης, από την εξώπορτα) ΣΕΪΧΗΣ: Μεγάλος ο Αλλάχ! Μεγάλος ο Οίκος που μου βρήκε... Μεγάλος και γαλήνιος. Τον ενοικιάζω. ΟΛΟΙ: Εσείς; ΦΛΑΒΙΑ: Είναι δεν είναι; ΣΕΪΧΗΣ: (με αξιοπρέπεια) Αν είναι εγώ.; Βεβαίως είναι εγκώ... Ποιος άλλος; Εγκώ, όγι άλλος... (Όλοι πέφτουν απάνω του) ΡΟΜΠΕΡΤ: Έχεις το θράσος να ζητάς να σου δείξουν ένα τέτοιο σπίτι... ξεβράκωτε, αλήτη... (Του σηκώνει την κελεμπία) ΣΕΪΧΗΣ: Εγκώ αλήτη; ΦΛΑΒΙΑ: Έπαιξες μαζί μου και τώρα με πετάς σαν σπασμένη κούκλα! (Τον χτυπάει) ΣΕΪΧΗΣ: Εγκώ κούκλα; ΚΛΑΚΕΤΤ: Ακούς να μου πάρει τα καθαρά σεντόνια! (Προσπαθεί να του βγάλει την κελεμπία) ΒΙΚΥ: Εμένα που μου πήρε το νυχτικό μου, ο ανώμαλος.. (Προσπαθεί να του βγάλει το σαρίκι) ΣΕΪΧΗΣ: Εγκώ, ανώμαλο; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Δεν ξέρω τι πήγες να κάνεις στο κοριτσάκι μου μέσα σ’ αυτό το σπίτι, ούτε και θέλω να το μάθω. Αλλά εγώ Βίκυ, ένα έχω να σου πω. (Παύση) ΤΕΡΡΥ: Λούσυ! ΛΟΥΣΥ: Συγγνώμη... ΤΕΡΡΥ: Εσύ μιλάς. Έλα κοριτσάκι μου, δύο ατάκες ακόμη και την τελειώνουμε την πράξη. ΛΟΥΣΥ: Δεν καταλαβαίνω. ΤΕΡΡΥ: Πέστε της την ατάκα. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (στην Λούσυ) «Τι μπαμπά;» ΛΟΥΣΥ: Ναι, αλλά δεν καταλαβαίνω. ΝΤΟΛΛΥ: «Τι μπαμπά», αυτό λες. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: «Ναι» Σου λέω εγώ «αλλά εγώ Βίκυ ένα έχω να σου πω» και μου λες εσύ «τι μπαμπά»; ΛΟΥΣΥ: Δεν καταλαβαίνω γιατί ο Σεΐχης μοιάζει με τον Φίλιπ. (Παύση. Όλοι περιμένουν να ξεσπάσει η καταιγίδα) ΤΕΡΡΥ: Μπέττυ! Φέρε το κείμενο σε παρακαλώ. (Μπαίνει η Μπέττυ, από την κουίντα με το βιβλίο) Αυτή είναι η ατάκα, Μπέττυ; «Δεν Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 48

καταλαβαίνω γιατί ο Σεΐχης, μοιάζει με τον Φίλιπ»; Μπορείς να ρίξεις μια ματιά στο κείμενο του συγγραφέα, ώστε να βεβαιωθούμε απόλυτα; ΜΠΕΤΤΥ: Ναι... νομίζω ότι... ΤΕΡΡΥ: (ανεβαίνει στη σκηνή) «Τι μπαμπά»; Σύμφωνοι; Αυτή είναι η ατάκα, Λούσυ αγάπη μου. Όλοι το ξέρουμε πως έχεις δουλέψει σε κουλτουριάρικους θιάσους, στο Λονδίνο, όπου σας άφηναν να αυτοσχεδιάζετε, φτιάχνοντας μόνοι σας το έργο, αλλά εδώ δε σου ζητάμε τέτοια πράγματα κοριτσάκι μου, όταν εδώ ο συγγραφέας διαθέτει ένα προσωπικό ύφος δουλεμένο με τόση φινέτσα και τόση μαστοριά, όταν η ώρα είναι μία μετά τα μεσάνυχτα, όταν μας λείπουν δύο ατάκες για να κάνουμε φινάλε πρώτης πράξης, όταν όλοι περιμένουμε αυτό το δόλιο το διάλειμμα για να πιούμε ένα φλιτζάνι τσάι, πριν καταρρεύσουμε εντελώς. Το μόνο που ζητάμε από σένα, είναι ν’ ακούσουμε από τα χειλάκια σου τη μεγαλειώδη ατάκα «Τι μπαμπά»; Αυτό και μόνο Τίποτα άλλο. «Τι μπαμπά»! Ζητάω πολλά; (Η Λούσυ γυρίζει απότομα, τρέχει απάνω και πάει στο μεσαίο μπάνιο) Εδώ φεύγει η Βίκυ; Το λέει το κείμενο αυτό; (Ακούγονται of κλάματα της Βίκυ και κατέβασμα τρεχάλα) Τώρα... άντε να βρεις τους φακούς της... τους πήραν τα ποτάμια. (Βγαίνει από την εξώπορτα) ΦΡΕΝΤΥ: (ζεματισμένος) Ω Θεέ μου. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: (ομοίως) Κι αυτός όμως σαν να το παρατράβηξε το σκοινί. ΓΚΑΡΥ: Εγώ περίμενα να τα βάλει με τη Μπέττυ, αλλά εκείνος τελικά…άλλο... ΝΤΟΛΛΥ: Συνήθως με τη Μπέττυ τα βάζει! Έτσι δεν είναι χρυσό μου; (Η Μπέττυ χαμογελάει πικρά) ΦΡΕΝΤΥ: Τελικά πάλι εγώ φταίω. ΓΚΑΡΥ: Αλλά γιατί να τα βάλει με την… αφού δεν... ΝΤΟΛΛΥ: Ναι, γιατί με τη Λούσυ; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Εμένα μου φάνηκε πολύ γλυκό. ΓΚΑΡΥ: Γλυκό; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 49

ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΝΤΟΛΛΥ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ:

Ερωτικό καυγαδάκι. Τι θες να πεις; Ο Τέρρυ και η Λούσυ; Καλά, δεν το ‘ξέρες; Η Λούσυ με τον Τέρρυ; Ε, γιατί είχανε εξαφανιστεί όλο το Σαββατοκύριακο; ΦΡΕΝΤΥ: Μη μου πεις! Δηλαδή γι’ αυτό δεν πήρε χαμπάρι την Κυριακή ότι είχε στηθεί το σκηνικό ανάποδα; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Σστ!... Έρχονται! (Μπαίνει ο Τέρρυ, αγκαλιάζοντας τη Λούσυ) ΤΕΡΡΥ: Εντάξει. Αυτό ήτανε. Υπήρξα ακαταμάχητος. ΜΠΕΤΤΥ: Θα κάνω εμετό. (Φεύγει από την κουίντα) ΤΕΡΡΥ: Ωχ! ΝΤΟΛΛΥ: Αχ όχι! ΤΕΡΡΥ: Όχι Χριστέ μου! (Τρέχει πίσω της) ΓΚΑΡΥ: Δηλαδή... ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Και μ’ αυτήν; ΦΡΕΝΤΥ: Όχι, Θεέ μου! ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ε λοιπόν αυτό δεν το ‘ξερα ούτ’ εγώ. ΛΟΥΣΥ: Θα λιποθυμήσω. ΝΤΟΛΛΥ: Έλα κάτσε μωρό μου. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Σκύψτ’ το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα σου, καμάρι μου. (Καθίζουν τη Λούσυ με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Ε, λοιπόν κι αυτή δεν το ‘ξερε! ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Πάψε αγάπη μου. ΝΤΟΛΛΥ: Δύο βδομάδες πρόβα κάναμε όλες κι όλες! ΦΡΕΝΤΥ: Τι άλλο θα δούμε; ΓΚΟΡΝΤΟΝ: (πολύ εξιταρισμένος) Θα γίνει μύλος. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Σστ! (δείχνοντας την Λούσυ) ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Α, ναι, Σστ... ΝΤΟΛΛΥ: Έρχεται. (Μπαίνει ο Τέρρυ, από τις κουίντες, ζεματισμένος) Πως είναι; ΤΕΡΡΥ: Σε λίγο θα συνέλθει. Κάτι θα έφαγε και θα την πείραξε. ΓΚΑΡΥ: (δείχνοντας την Λούσυ) Δεν αισθάνεται πολύ καλά... Ναι κι αυτή δεν αισθάνεται πολύ… αυτό. ΤΕΡΡΥ: Ναι, κι εγώ δεν αισθάνομαι πολύ αυτό. Νομίζω ότι θα... Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 50

ΓΚΑΡΥ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΤΕΡΡΥ: ΝΤΟΛΛΥ:

(προσφέροντας καρέκλα) Θα λιποθυμήσεις; (προσφέροντας βάζο) Θα κάνεις εμετό; Θα χρειαστώ ένα φλιτζάνι τσάι. Δε νομίζεις ότι μας παρακουράζεσαι τώρα τελευταία αγόρι μου; ΤΕΡΡΥ: Μπορώ να έχω μόνο το φινάλε της πρώτης πράξης παρακαλώ; ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Εγώ; Το φινάλε; Αμέσως. Αλλά εγώ Βίκυ, ένα έχω να σου πω. ΒΙΚΥ: Τι μπαμπά; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Σε μια ζωή που βασιλεύει το άγχος, η αβεβαιότητα και η αγωνία, ένα μόνο μπορεί να σου δώσει κουράγιο κι αισιοδοξία... ΟΛΟΙ: Τι; (Ο Διαρρήκτης παίρνει το πιάτο από την κυρία Κλάκεττ) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Ένα απλό νόστιμο πιάτο με πικάντικες σαρδέλες. ΤΕΡΡΥ: Και αυλαία... Αυλαία (Παύση. Μετά από λίγο καταλαβαίνει ο Μπόμπυ και τρέχει στην κουίντα)

ΑΥΛΑΙΑ

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 51

ΠΡΑΞΗ Β’ (Το καθιστικό στο εξοχικό των Μπρέντ. Μια Τετάρτη απόγευμα, θέατρο «ΡΕΞ». Κάτω Φούλστον. Απογευματινή παράσταση. Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου. Αλλά αυτή τη φορά παρακολουθούμε την πράξη από πίσω. Όλο το σκηνικό έχει κάνει στροφή 180 μοιρών. Όλες οι πόρτες φαίνονται, δεν είναι μασκαρισμένες. Δυο σκάλες οδηγούν στην πλατφόρμα που είναι στο επίπεδο όπου ανοίγουν οι απάνω πόρτες. Ένα μέρος της σκηνής μέσα στο καθιστικό φαίνεται από το μεγάλο παράθυρο. Υπάρχουν ακόμη δύο πόρτες που οδηγούν η μια στη σκηνή και η άλλη στην πλατεία. Ο Μπόμπυ, περπατάει πέρα-δώθε ανήσυχος φορώντας σμόκιν, και η Μπέττυ , μιλάει από το μικρόφωνο στη γωνιά του υποβολείου.) ΜΠΕΤΤΥ: (από το μεγάφωνο των παρασκηνίων) Έναρξη Πρώτης Πράξης. Οι ηθοποιοί στις θέσεις τους παρακαλώ. Έναρξη Πρώτης Πράξης!... Οι ηθοποιοί στις θέσεις τους. Ανοίγουμε σε πέντε λεπτά. Σε πέντε λεπτά... ΜΠΟΜΠΥ: Να δούμε θ’ ανοίξουμε σε πέντε λεπτά ή θα το κλείσουμε. Εσύ τι λες; ΜΠΕΤΤΥ: (στον Μπόμπυ) Μπα, τώρα που άκουσε πως αρχίζουμε, θα συνέλθει! Τι θα κάνει. Τώρα ξέρει ότι σε πέντε λεπτά βγαίνει. Έ... δε θα βγει; ΜΠΟΜΠΥ: Λες να βγει; ΜΠΕΤΤΥ: Την ξέρεις τώρα την Ντόλλυ. ΜΠΟΜΠΥ: Ούτε μήνα δεν κλείσαμε ακόμη. Σκέψου τι έχει να γίνει σε τρεις μήνες. ΜΠΕΤΤΥ: Ας άνοιγε τουλάχιστον το στόμα της! ΜΠΟΜΠΥ: Ας άνοιγε τουλάχιστον την πόρτα της... Άκου, αν η Ντόλλυ δε βγει να παίξει... ΜΠΕΤΤΥ: Δε θα βγει; ΜΠΟΜΠΥ: Αν δε βγει. ΜΠΕΤΤΥ: Θα βγει. ΜΠΟΜΠΥ: Θα βγει οπωσδήποτε. ΜΠΕΤΤΥ: Λες να μη βγει; ΜΠΟΜΠΥ: Όχι, θα βγει. Αλλά αν δε βγει. ΜΠΕΤΤΥ: Πρέπει να βγει. ΜΠΟΜΠΥ: Θα βγει, θα βγει. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 52

ΜΠΕΤΤΥ:

Αν δε βγει, μου μένουν πέντε λεπτά για ν’ αλλάξω και να βγω. Τι πέντε! Τέσσερα λεπτά. ΜΠΟΜΠΥ: Ας έλεγε και καμιά κουβέντα! (Ανοίγει η πόρτα της πλατείας με προφύλαξη και βγαίνει το κεφάλι του Τέρρυ. Μόλις βλέπει την Μπέττυ, ξανακλείνει την πόρτα και εξαφανίζεται) ΜΠΕΤΤΥ: Θα κάνω άλλη μια προσπάθεια. Τουλάχιστον έτσι ξεχνάω τα δικά μου... (Φεύγει προς τα καμαρίνια. Ο Τέρρυ, ξαναβάζει το κεφάλι του από την πόρτα.) ΤΕΡΡΥ: Έφυγε; ΜΠΟΜΠΥ: Τέρρυ! Εδώ είσαι; Δεν ήξερα πως θα ‘ρχόσουνα σήμερα! (Μπαίνει ο Τέρρυ. Κρατάει μια μπουκάλα ουίσκι και ένα μπουκέτο λουλούδια) ΤΕΡΡΥ: Δε θα ‘ρχόμουνα. Ούτε ήρθα. ΜΠΟΜΠΥ: Πάντως ευτυχώς που ήρθες! ΤΕΡΡΥ: Δεν ήρθα. ΜΠΟΜΠΥ: Η Ντόλλυ και ο Γκάρυ... ΤΕΡΡΥ: Μη μάθει κανείς πως είμαι εδώ. ΜΠΟΜΠΥ: Όχι, αλλά η Ντόλλυ και ο Γκάρυ... ΤΕΡΡΥ: (του δίνει το ουίσκι) Κρύφτο κάπου αυτό. ΜΠΟΜΠΥ: Καλά. Είχανε, έτσι, έναν καυγά... ΤΕΡΡΥ: (του δίνει τα λουλούδια) Βάλτα αυτά στο νερό. ΜΠΟΜΠΥ: Καλά! Και τώρα η Ντόλλυ, κλειδώθηκε στο καμαρίνι της. ΤΕΡΡΥ: Μην τα δει η Μπέττυ. ΜΠΟΜΠΥ: Όχι! Και δε μιλάει σε κανέναν. ΤΕΡΡΥ: Μεταξύ απογευματινής και βραδινής πρέπει να μείνω μόνος με τη Λούσυ στο καμαρίνι της. Για δύο ώρες να μη μας ενοχλήσει κανείς. Μετά παίρνω το τραίνο των οχτώ και είκοσι και ξαναφεύγω για το Λονδίνο. ΜΠΟΜΠΥ: Τέρρυ αυτό προσπαθώ να σου πω τόση ώρα, μπορεί να μη γίνει παράσταση! ΤΕΡΡΥ: Το ‘πε και το ‘κανε; ΜΠΟΜΠΥ: Κανείς δεν ξέρει τι κάνει. Έχει κλειδωθεί στο καμαρίνι της και δε μιλάει σε κανέναν! ΤΕΡΡΥ: Σε πόση ώρα ανοίγουμε; ΜΠΟΜΠΥ: Σε πέντε λεπτά. ΤΕΡΡΥ: Σε πέντε λεπτά δεν προλαβαίνω. Είναι οργανικώς αδύνατον. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 53

ΜΠΟΜΠΥ: ΤΕΡΡΥ: ΜΠΟΜΠΥ: ΤΕΡΡΥ: ΜΠΟΜΠΥ: ΤΕΡΡΥ: ΜΠΟΜΠΥ: ΤΕΡΡΥ: ΜΠΟΜΠΥ: ΤΕΡΡΥ: ΜΠΟΜΠΥ:

ΤΕΡΡΥ:

Βέβαια κι άλλες φορές είχε τσακωθεί με το Γκάρυ... Η Λούσυ, τσακώθηκε με τον Γκάρυ; Η Λούσυ! Ποια Λούσυ; Η Ντόλλυ! Α, η Ντόλλυ κλειδώθηκε... Θέλω να πω είχαν κι εκείνο τον περίφημο καυγά την περασμένη εβδομάδα τότε που... Ξέρω! Ξέρω! Μου το ‘πες στο τηλέφωνο. Τότε που βγήκε αυτή με κείνον τον δημοσιογράφο... Τον δημοσιογράφο, ναι, ναι.... Ο Γκάρυ, απειλούσε ότι θα τον σκοτώσει, το ξέρεις; Θα τον σκοτώσει, ναι ξέρω. Άκου, για τη Ντόλλυ, να μην ανησυχείς, έχει βάλει λεφτά στην δουλειά. Ναι, αλλά πάλι τα ίδια έχουμε. Στις τρεις το πρωί ακούω να μου βροντάνε την πόρτα. Ανοίγω! Ο Γκάρυ. Που είν’ η Ντόλλυ μου λέει. Δε γύρισε ακόμη. Μπόμπυ, άσε με να σου πω και γω κάτι απ’ τη ζωή μου. Κάθε βράδυ μετά την πρόβα, με στήνει στο τηλέφωνο μια ώρα ο Δούκας του Μπάκιγχαμ... και μου παραπονιέται πως ο Δούκας του Γκλώστερ, πιπιλάει καραμέλες στο μονόλογο του, ο Εδουάρδος, δε μπορεί να πάρει τα πόδια του γιατί γυρίζει σήριαλ και ο Δούκας του Κλάρενς θα λείψει όλη την εβδομάδα γιατί γυρίζει διαφημιστικό για δρακουλίνια. Κι ο ίδιος ο Ριχάρδος, ο Ριχάρδος ο Τρίτος είναι τέζα στο κρεβάτι με λουμπάγκο. Και μέσα σ’ όλο αυτό το χάος χτες το βράδυ με παίρνει και η Λούσυ και μου λέει πως δεν την μπορεί άλλο αυτή την τουρνέ κι έφερε λέει, πιστοποιητικό γιατρού για νευρική υπερκόπωση. Εγώ ούτε να βρω άλλη Βίκυ, έχω καιρό, ούτε να κάτσω να της κάνω πρόβα. Ένα απόγευμα διαθέτω όλο κι όλο μέχρι να φτιάξουμε ένα ορθοπεδικό κορσέ για τον Ριχάρδο, ένα απόγευμα για να γιατρέψω τη Λούσυ από τη νευρική της υπερκόπωση με μόνη βοήθεια λίγο ουίσκυ –το ‘χεις το ουίσκυ;λίγα λουλούδια -μην ξεχάσεις να τα βάλεις

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 54

στο νερό- και την ταλαιπωρημένη μου γοητεία. Δεν ήρθα λοιπόν εδώ ν’ ακούω για ξένα βάσανα! Μου φτάνουν τα δικά μου. ΜΠΟΜΠΥ: Ναι, Τέρρυ, αλλά εδώ... ΤΕΡΡΥ: Δε θα πεις τα τρία λεπτά; ΜΠΟΜΠΥ: Ωχ, Τα τρία λεπτά, ναι,... (Ο Μπόμπυ, τρέχει στο μικρόφωνο κρατώντας πάντα τα λουλούδια και το ουίσκυ. Ακουμπάει το ουίσκυ, για να ανοίξει το διακόπτη του μικροφώνου) ΤΕΡΡΥ: Πρόσεξε, μην τα δει η Μπέττυ τα λουλούδια... (Φεύγει από την πόρτα της πλατείας) ΜΠΟΜΠΥ: (στο μικρόφωνο) Κυρίες και κύριοι στις θέσεις σας παρακαλώ... Η αυλαία θ’ ανοίξει σε τρία λεπτά. (Μπαίνει η Μπέττυ από τα καμαρίνια) ΜΠΕΤΤΥ: Αν ανοίξουμε εμείς σήμερα... ΜΠΟΜΠΥ: Τζίφος; ΜΠΕΤΤΥ: Προσπαθεί η Μπελίντα τώρα. Δεν είπα τα τρία λεπτά... Λουλούδια... ΜΠΟΜΠΥ: (τα χάνει) Α... Ναι... Είναι... ξέρεις... ΜΠΕΤΤΥ: Αχ! Μπόμπυ, δεν έπρεπε... Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ... ΜΠΟΜΠΥ: Όχι, δηλαδή... ΜΠΕΤΤΥ: Θαύμα είναι... Μου ‘φτιαξες το κέφι αλήθεια σου λέω! (Τον φιλάει. Μπαίνει η Μπελίντα από τα καμαρίνια) Τίποτα; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Την ξέρεις τώρα πως είναι άμα είναι έτσι... Τώρα προσπαθεί ο Φρέντυ... Τι ονειρεμένα λουλούδια είν’ αυτά; ΜΠΕΤΤΥ: Ο Μπόμπυ μου τα έδωσε. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Δεν είναι γλύκας... ΦΡΕΝΤΥ: Χρυσό παιδί. (Η Μπέττυ, πάει στα καμαρίνια κρατώντας τα λουλούδια) Ο Γκάρυ, πετάχτηκε έξω απ’ το καμαρίνι του σε έξαλλη κατάσταση. Τώρα βέβαια δεν κατάλαβα ακριβώς τι έλεγε, ιερείς με το Γκάρυ, ώρεςώρες, αισθάνομαι σα να μην ακριβολογεί. Βέβαια εγώ σ’ αυτά είμαι και λίγο ζώον. Πάντως μάλλον θέλει να με σκοτώσει... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Το χρυσούλι μου! ΦΡΕΝΤΥ: Σκέφτηκα και εγώ τότε να τον αφήσω μόνο του. Να μην τα χειροτερέψω τα πράγματα. ΦΡΕΝΤΥ: Μια φορά αυτός είν’ εντάξει, ε; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 55

ΜΠΕΛΙΝΤΑ:

Ποιος ο Γκάρυ; Α απ’ αυτά που λες μόνο εντάξει δεν είναι... ΦΡΕΝΤΥ: Θέλω να πω θα βγει να παίξει; ΜΠΟΜΠΥ: Ο Γκάρυ; Ο Γκάρυ θα βγει. Γιατί να μη βγει; Ποιος είπε πως δε θα βγει; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ναι, γιατί αν βγεις εσύ αντί για τον Γκάρυ, δεν μπορεί να βγει η Μπέττυ, αντί για τη Ντόλλυ. Γιατί αν βγει η Μπέττυ αντί για τη Ντόλλυ, εσύ θα πρέπει να κάτσεις εδώ για τα σινιάλα. ΜΠΟΜΠΥ: Ωχ Παναγία μου! (πάει προς τα καμαρίνια αλλά σταματάει) Ωχ... (Γυρίζει τρέχοντας και παίρνει το ουίσκυ κρύβοντας το απ’ τους άλλους) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Κι άλλη έκπληξη; ΜΠΟΜΠΥ: Όχι...Δηλαδή... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Καλά, καλά κάνεις αγάπη μου, γλύκανέ το το καημένο το κοριτσάκι... (Φεύγει ο Μπόμπυ, προς τα καμαρίνια παίρνοντας μαζί του το ουίσκι) ΦΡΕΝΤΥ: Παράξενη γυναίκα λοιπόν αυτή η Ντόλλυ. Κυκλοθυμικός τύπος. Χτες το βράδυ ήτανε μια χαρά. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Χτες το βράδυ; ΦΡΕΝΤΥ: Ναι, μετά την παράσταση με πήγε να πιούμε κάτι σ’ ένα μπαράκι. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Μαζί σου, ήτανε; Εσύ ήσουνα μαζί της; ΦΡΕΝΤΥ: Έδειξε μεγάλη κατανόηση για το πρόβλημα μου. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Κατάλαβα. ΦΡΕΝΤΥ: Όχι, αλήθεια μου φέρθηκε καταπληκτικά. Μάλιστα μετά ήρθε στο ξενοδοχείο μου για ένα φλιτζάνι τσάι και μου είπε κι αυτή τα δικά της. Μέχρι τις τρεις το πρωί καθίσαμε στο δωμάτιό μου. Ποιος ξέρει τι θα ‘βαλαν με το νου τους στη ρεσεψιόν. (Μπαίνει η Μπέττυ, με τα λουλούδια σ’ ένα βάζο) ΜΠΕΤΤΥ: Άλλο τώρα... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Δε χρειάζεται άλλο. ΜΠΕΤΤΥ: Ο Γκόρντον! ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Φαίνεται πως ο κύριος από δω είναι η αιτία όλης της... Ο Γκόρντον; ΜΠΕΤΤΥ: Δεν είναι στο καμαρίνι του. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 56

ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ωχ! ΜΠΕΤΤΥ: Αχ, δεν είπα τα τρία λεπτά... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Πέστα! Πάω εγώ για το Γκόρντον... ΦΡΕΝΤΥ: Εγώ, τι να κάνω; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (σταθερά) Εσύ απολύτως τίποτα. ΦΡΕΝΤΥ: Καλά. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Εσύ ότι ήταν να κάνεις το ‘κανες καμάρι μου. (Πάει στα καμαρίνια) ΜΠΕΤΤΥ: (στο μικρόφωνο) Κυρίες και κύριοι. Μπορείτε να πάρετε τις θέσεις σας παρακαλώ! Η παράσταση αρχίζει σε τρία λεπτά... Σε τρία λεπτά. Ευχαριστώ... (Μπαίνει ο Μπόμπυ από τα καμαρίνια) ΜΠΟΜΠΥ: Θέλει, λέει, να σκοτώσει κάποιον. ΜΠΕΤΤΥ: Να σκοτώσει; Ποιος; Ο Γκόρντον; ΜΠΟΜΠΥ: Ο Γκάρυ... Ο Γκόρντον; ΜΠΕΤΤΥ: Τον χάσαμε... ΜΠΟΜΠΥ: Ωχ! Θεέ μου! ΜΠΕΤΤΥ: Πάω να δω στο μπαρ... (Δίνει το βάζο με τα λουλούδια στο Φρέντυ) Για κράτα! (Πάει στα καμαρίνια) ΜΠΟΜΠΥ: Άσε θα τα πάρω εγώ. Ωχ! Δεν είπα τα δύο λεπτά! Για κράτα! (Ξαναδίνει τα λουλούδια στο Φρέντυ) ΦΡΕΝΤΥ: Α, νομίζω πως τα ‘πε η Μπέττυ... ΜΠΟΜΠΥ: Τα είπε τα δύο λεπτά; Τότε να πω το ένα λεπτό... ΜΠΟΜΠΥ: (στο μικρόφωνο) Κυρίες και κύριοι... Μπορείτε να πάρετε τις θέσεις σας παρακαλώ.... Η παράσταση αρχίζει σε ένα λεπτό... Σε ένα λεπτό, ευχαριστώ... (Ξαναπαίρνει τα λουλούδια από το Φρέντυ) ΦΡΕΝΤΥ: Αχ νομίζω πως τους είχε πει τρία λεπτά.... ΜΠΟΜΠΥ: Τρία λεπτά; Αφού εγώ τα είχα πει τα τρία λεπτά; Κι αυτή τρία τους είπε; ΦΡΕΝΤΥ: Έτσι μου φάνηκε. ΜΠΟΜΠΥ: Για κράτα! (Του ξαναδίνει τα λουλούδια. Στο μικρόφωνο) Κυρίες και κύριοι, μπορείτε να πάρετε τις θέσεις σας παρακαλώ! Η παράσταση αρχίζει σε δύο λεπτά. Σε δύο λεπτά. Ευχαριστώ... (Μπαίνει η Μπελίντα από τα καμαρίνια κρατώντας το ουίσκυ) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 57

ΦΡΕΝΤΥ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΦΡΕΝΤΥ: ΜΠΟΜΠΥ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ:

Τον βρήκες; Όχι, αλλά βρήκα αυτό.... Ω, Θεέ μου! Ωχ! Το ‘χε κρύψει πίσω απ’ τον πυροσβεστήρα το τέρας! ΦΡΕΝΤΥ: Κακό σημάδι. ΜΠΟΜΠΥ: Άσε θα το πάρω εγώ. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Κρύψτο κάπου καλά αγάπη μου. (Μπαίνει η Μπέττυ, από τα καμαρίνια) ΜΠΕΤΤΥ: Δεν είναι στο μπαρ. ΜΠΟΜΠΥ: Στα καμαρίνια κοιτάξατε καλά; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ναι. ΜΠΟΜΠΥ: Ας κοιτάξω και εγώ. (Πάει στα καμαρίνια παίρνοντας μαζί του το ουίσκυ) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Τώρα τι κάνουμε; ΜΠΕΤΤΥ: (στο μικρόφωνο) Κυρίες και κύριοι, μπορείτε να πάρετε τις θέσεις σας παρακαλώ! Η παράσταση αρχίζει σε δύο λεπτά. Σε δύο λεπτά, ευχαριστώ. ΦΡΕΝΤΥ: Ωχ! Θεέ μου! Τα δύο λεπτά τα είπε ο Μπόμπυ... ΜΠΕΤΤΥ: Τα είπε τα δύο; (στο μικρόφωνο) Κυρίες και κύριοι. Μπορείτε να πάρετε τις θέσεις σας παρακαλώ! Η παράσταση αρχίζει σε ένα λεπτό. Σε ένα λεπτό. Ευχαριστώ.... (Μπαίνει ο Τέρρυ από την πόρτα της πλατείας) ΤΕΡΡΥ: Τι στο διάολο γίνεται εδώ; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Τέρρυ! ΦΡΕΝΤΥ: Χριστός και Παναγιά! ΜΠΕΤΤΥ: Α, ήρθες; ΤΕΡΡΥ: Δεν ήρθα. Στο Λονδίνο είμαι! Αλλά δεν αντέχω να κάθομαι εκεί έξω και ν’ ακούω σε δύο λεπτά, σε τρία λεπτά, σε ένα λεπτό, σε δύο λεπτά... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Καρδούλα μου έχουμε δράματα εκεί μέσα. ΤΕΡΡΥ: Γιατί εκεί έξω δεν έχουμε δράματα; (στην Μπελίντα) Απογευματινή είν’ αυτή αγάπη μου! Έχουμε και συνταξιούχους εκατό ετών! Με το «η παράσταση αρχίζει σε τρία λεπτά» ξεκινάνε για τις τουαλέτες. Με το η παράσταση αρχίζει σε ένα λεπτό τρέχουνε Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 58

πίσω στις θέσεις τους. Τώρα πια πάνεέρχονται, χάσανε το μπούσουλα... ΜΠΕΤΤΥ: Τέρρυ πρέπει να σου μιλήσω. ΤΕΡΡΥ: (τη φιλάει μηχανικά) Εγώ ένα πράμα θέλω να μου πεις αγάπη μου. ΜΠΕΤΤΥ: Προσπάθησα να σου τηλεφωνήσω. ΤΕΡΡΥ: Η Λούσυ θα βγει να παίξει; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Η Λούσυ, αν θα βγει; (Μπαίνει η Λούσυ από τα καμαρίνια κρατώντας το ουίσκι) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Λούσυ! Εσύ θα βγεις ή δε θα βγεις; ΛΟΥΣΥ: Ε; ΦΡΕΝΤΥ: Λούσυ είσαι καλά; ΛΟΥΣΥ: Αν είμαι καλά; ΤΕΡΡΥ: Μια χαρά είναι. Ίδια όπως πάντα. ΛΟΥΣΥ: Τέρρυ; ΤΕΡΡΥ: (την φιλάει και βλέπει το ουίσκι) Τι είναι αυτό; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Κι άλλο; ΛΟΥΣΥ: Εκεί που είχα ξαπλώσει χάμω ανάσκελα... ΤΕΡΡΥ: Χάμω ανάσκελα; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ναι, έκανε χαλάρωση... ΤΕΡΡΥ: Α, μάλιστα. ΛΟΥΣΥ: Το είδα κρυμμένο πίσω από το καλοριφέρ... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Κατάλαβα παντού κρύβει και από ένα... ΦΡΕΝΤΥ: (παίρνοντας το ουίσκι) Θα το βάλω κάπου να μη μπορεί να το βρει με τίποτα. ΤΕΡΡΥ: Στο καμαρίνι της Λούσυ! Βάλτο εκεί! Δε θα σκεφτεί να ψάξει. (Βλέπει τα λουλούδια που κρατάει ο Φρέντυ) Τι είναι αυτά; ΦΡΕΝΤΥ: Α, ναι, συγγνώμη. (Δίνει τα λουλούδια στη Μπέττυ) ΜΠΕΤΤΥ: Ο Μπόμπυ μου τα ‘δωσε. (Τα βάζει στο τραπεζάκι του υποβολείου) ΤΕΡΡΥ: Ο Μπόμπυ στα ‘δωσε! ΜΠΕΤΤΥ: Τέρρυ πρέπει να σου μιλήσω... ΤΕΡΡΥ: Φτάνει! Αρκετά άκουσα για σήμερα! (Πάει προς την πόρτα της πλατείας) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Και με την Ντόλλυ, τι θα γίνει; ΤΕΡΡΥ: Όχι. ΦΡΕΝΤΥ: Με τον Γκάρυ; ΤΕΡΡΥ: Όχι. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Με τον Γκόρντον; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 59

ΤΕΡΡΥ:

Ακούστε, αυτή η παράσταση δε σηκώνει πια βοήθεια από σκηνοθέτη... Παίχτε την όπως νομίζετε. Εγώ θα καθίσω εκεί έξω στο σκοτάδι με μια σακούλα γαριδάκια και θα σας απολαύσω. Εντάξει; Δεν ξέρω αν το θυμόσαστε αλλά είχατε πει ότι σ’ ένα λεπτό θ’ αρχίσετε... (Ο Τέρρυ φεύγει από την πόρτα της πλατείας. Η Λούσυ ξαπλώνει στο πάτωμα) ΦΡΕΝΤΥ: Έχει τίποτα; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Τίποτα αγάπη μου, χαλάρωση κάνει (στη Λούσυ) Είσαι καλά κουκλίτσα μου; ΛΟΥΣΥ: Ναι, εκεί μέσα δε μπορούσα να συγκεντρωθώ. Όλο τρέχανε και φωνάζανε... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (στον Φρέντυ) Είναι για το διάφραγμα, ξέρεις. ΦΡΕΝΤΥ: Τι λες; (στην Λούσυ) Αν δεν αισθάνεσαι καλά, μη βγεις. Απογευματινή είναι. Να, η Μπεττούλα που σ’ αγαπάει θα σε αντικαταστήσει ευχαρίστως. Ε, Μπέττυ; ΜΠΕΤΤΥ: Εγώ πάω να δω τι γίνεται μέσα. (Πάει στα καμαρίνια) ΦΡΕΝΤΥ: Είπα τίποτα που δεν έπρεπε; (Μπαίνει ο Γκόρντον βιαστικά από την πλατεία) ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Που είναι ο Μπόμπυ; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Γκόρντον! Αγόρι μου! Που ήσουνα; ΦΡΕΝΤΥ: Είσαι καλά; (Τεντώνει προς αυτόν ένα χέρι γεμάτο ενδιαφέρον αλλά αμέσως συνειδητοποίει ότι στο χέρι κρατάει το ουίσκι) Ωχ! (το κρύβει βιαστικά πίσω απ’ την πλάτη του) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Σε ψάχναμε παντού. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Έψαξα παντού. Ούτε έξω, ούτε στο γραφείο, ούτε στο μπαρ, δεν τον βρήκα πουθενά. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Σε ψάχνει μέσα. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Μέσα ναι. Μέσα γίνεται το σώσε. Και ψάχνω τον Μπόμπυ να του το πω. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Νομίζω πως το ‘χει υπόψιν του αγάπη μου. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Της μουρλής γίνεται. Έξαλλος ήταν αυτός με την άλλη. Μωρέ εγώ αμέσως σε παίρνω χαμπάρι! Της λέει, νομίζεις δε σε είδα πως τον κοίταζες τον Τέντυ! ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Α, μάλιστα. ΦΡΕΝΤΥ: Τον Τέντυ; Ποιον Τέντυ; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 60

ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΦΡΕΝΤΥ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΜΠΕΛΙΝΤΑ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ:

Αχ, Φρέντυ, για μάντεψε λιγάκι Φρέντυ... Τέντυ; Τώρα μπορεί να είπε και Νέντυ. Αχ, καημένε Νέντυ! Ναι, ή Τέντυ είπε, ή Νέντυ Ένα απ’ τα δύο. Πάντως... (Μπαίνει η Μπέττυ απ’ τα καμαρίνια) ΜΠΕΤΤΥ: Έρχονται. ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Έρχονται... ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Το ‘πα εγώ... Δεν έρχονται αυτοί με τίποτα! ΜΠΕΤΤΥ: (βλέπει τον Γκόρντον) Α... Να κι ο Γκόρντον... Έχουμε απαρτία... ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Αμαρτία δε θα πει τίποτα... ΜΠΕΤΤΥ: Πάμε τότε... (στο μικρόφωνο) Κυρίες και κύριοι, πάρτε τις θέσεις σας παρακαλώ... Η παράσταση αρχίζει! Η παράσταση αρχίζει! Ευχαριστώ... ΜΠΟΜΠΥ: Έρχονται... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Και βρήκαμε και τον Γκόρντον. ΜΠΟΜΠΥ: (στον Γκόρντον) Εσύ που είχες πάει; ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Πως να πάει; ΜΠΟΜΠΥ: (στο μικρόφωνο) Κυρίες και κύριοι πάρτε τις θέσεις σας παρακαλώ... ΜΠΕΤΤΥ: Τα ‘πα! Τα ‘πα! ΜΠΟΜΠΥ: (στο μικρόφωνο) Η παράσταση.... ε;... Α... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ο καημένος ο Τέρρυ. θα του σταθούν στο λαιμό τα γαριδάκια... ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Πως πάει; Μύλος γίνεται! Το σώσε! ΜΠΟΜΠΥ: Τι; ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Μύλος! Χαμός! Τίποτα άλλο δε σου λέω... Αυτά μου κάνεις πάντα, φώναζε αυτή ... (Μπαίνει ο Γκάρυ από τα καμαρίνια) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Γκάρυ, καρδούλα μου! ΓΚΟΡΝΤΟΝ: «Είπα μια φορά και γω να δώσω χέρι σ’ ένα φουκαρά». Ή μήπως είπε να βάλω χέρι σ’ ένα φουκαρά; Α να ‘τος... ΦΡΕΝΤΥ: (στον Γκάρυ) Είσαι εντάξει; (Ο Φρέντυ παίρνει από το φροντιστήριο τη τσάντα και το κουτί ή σακούλα και τα προσφέρει στο Γκάρυ που τα αρπάζει θυμωμένα) ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Τι είπε; Τι λέει; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Τίποτα δε λέει αγάπη μου. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 61

ΓΚΟΡΝΤΟΝ:

Καλύτερα. Μην ανάψει πάλι ο καυγάς. «Σε ξέρω εγώ, σ’ έμαθα πια» Έτσι της φώναξε... (Μπαίνει η Ντόλλυ από τα καμαρίνια) ΓΚΟΡΝΤΟΝ: «Άμα γουστάρεις κάποιον εγώ αμέσως σε καταλαβαίνω» της λέει. Τώρα έβαλες στο μάτι αυτόν τον καημένο τον Τέντυ! ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Ντόλλυ αγάπη μου! ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Α να 'τη! Ήρθε κι αυτή! Έλα! Έλα κυρά μου! Βγαίνεις! ΦΡΕΝΤΥ: Είσαι καλά; ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Είναι καλά; (Η Ντόλλυ, αναστενάζει απλώς, χαμογελάει και ζουλάει ελαφρά το μπράτσο της Μπελίντα. Παίρνει τη θέση της στην είσοδο της κουζίνας. Είναι μια γυναίκα τραγικά παρεξηγημένη. Ο Γκάρυ απομακρύνεται επιδεικτικά) ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (στον Γκόρντον) Μια χαρά είναι. ΜΠΟΜΠΥ: Όλοι έτοιμοι; ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Ή μήπως είπε Έντυ; Ω, ή Τέντυ είπε, ή Έντυ! Ένα απ’ τα δύο... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Πάψε αγόρι μου. ΜΠΕΤΤΥ: Πάμε; (Όλοι κοιτάζουν με αγωνία από την Ντόλλυ στον Γκάρυ, και από τον Γκάρυ στην Ντόλλυ. Η Ντόλλυ και ο Γκάρυ αγνοούν αυτές τις ματιές. Στέκονται με ύφος απόμακρο και ξαφνικά, και οι δύο συγχρόνως γυρίζουν να ελέγξουν την εμφάνιση τους στους μικρούς καθρέπτες που είναι στερεωμένοι πίσω από το σκηνικό) ΦΡΕΝΤΥ: Ντόλλυ, άκουσε με! Και συ Γκάρυ! Δεν πρόκειται να σας βγάλω λόγο, αλλά αυτή τη στιγμή έχουμε υποχρέωση να βγούμε στη σκηνή και να κάνουμε παράσταση και επομένως... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Παράσταση στα μουγκά δε γίνεται αγάπες μου, θα πρέπει και να μιλιόμαστε! (Παύση. Ούτε η Ντόλλυ ούτε ο Γκάρυ, φαίνεται να άκουσαν τίποτα) ΝΤΟΛΛΥ: (ξαφνικά στον Μπόμπυ) Μπελίντα ... Πόσους έχουμε κάτω; ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Αυτή είσαι, κούκλα μου! ΦΡΕΝΤΥ: Μπράβο Ντόλλυ μου! ΜΠΟΜΠΥ: Όχι... έχουμε κάμποσους... Δηλαδή.... για απογευματινή. ΜΠΕΤΤΥ: Οι πέντε πρώτες σειρές είσαι φίσκα. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 62

ΓΚΟΡΝΤΟΝ:

(στην Μπέττυ) Έλα κορίτσι μου, άνοιξε αυλαία. Μερικοί απ’ αυτούς είναι με το ένα πόδι στον τάφο. ΜΠΕΤΤΥ: Εντάξει. Κάντε μόνο ησυχία... ΦΡΕΝΤΥ: Και κάτι ακόμα. Μια λέξη ακόμα περίμενε Μπέττυ... Μια στιγμή Μπέττυ... ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Μια λέξη ακόμα. Κάτι ακόμα. Σαρδέλες... ΜΠΕΛΙΝΤΑ: Σαρδέλες! (Η Μπελίντα τρέχει στο τραπέζι του φροντιστηρίου και φέρνει στην Ντόλλυ το πιάτο με τις σαρδέλες που κρατάει στην πρώτη της σκηνή) ΜΠΕΤΤΥ: (στο μικρόφωνο) Ησυχία παρακαλώ. Σβήστε πλατεία. Αρχίζουμε... (Μπαίνει ο Τέρρυ) ΤΕΡΡΥ: Μα τι γίνεται; ΜΠΟΜΠΥ: Ανοίγουμε. Τώρα! ΤΕΡΡΥ: Μια ώρα περιμένουμε εκεί έξω. Έχουν λουφάξει όλοι. Νομίζουν πως κάποιος πέθανε. ΦΡΕΝΤΥ: Εγώ φταίω Τέρρυ. θέλησα να τους πω δυο λόγια... ΤΕΡΡΥ: Φρέντυ, σκέφτηκες ποτέ να κάνεις μεταμόσχευση εγκεφάλου; ΦΡΕΝΤΥ: Συγγνώμη, συγγνώμη. Η στιγμή ήταν λίγο ακατάλληλη αλλά μετά το κατάλαβα. ΤΕΡΡΥ: Έχει κανείς άλλος να μας ανακοινώσει τίποτα; ΜΠΕΤΤΥ: Ε, όχι βέβαια αυτή τη στιγμή... ΤΕΡΡΥ: Τι; ΜΠΕΤΤΥ: Αργότερα… ΤΕΡΡΥ: Και ο Μπόμπυ σου ‘δωσε αυτά τα λουλούδια ε; ΜΠΟΜΠΥ: Συγνώμη Τέρρυ, αλλά δεν μπορούσα, δεν ήθελα... θέλω να πω., πως να στο εξηγήσω; ΤΕΡΡΥ: Εγώ λέω και το μυαλό του Φρέντυ που θα περισσέψει να το μοιραστείτε εσείς οι δύο! Πως σας φαίνεται; (Ο Τέρρυ, φεύγει απ’ το πορτάκι) ΦΡΕΝΤΥ: Ω Θεέ μου! ΜΠΕΛΙΝΤΑ: (στην Μπέττυ) Μην κλαις κουκλίτσα μου. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Άντε παιδιά βάλτε μπρος να ξεκινήσει το τραίνο! ΜΠΕΤΤΥ: (στο μικρόφωνο) Πρώτη Πράξη!... Αυλαία.. (Πατάει ένα «ζζζ» και η Πράξη αρχίζει) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 63

(Η Πράξη που ακολουθεί είναι κάπως συμπτυγμένη βερσιόν εκείνης που είδαμε στην πρόβα)

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 64

Η Ντόλλυ βγαίνει στη σκηνή. Ακούγονται αραιά χειροκροτήματα. Ο Γκόρντον, η Μπελίντα και ο Φρέντυ εκφράζουν σιωπηλή ανακούφιση που η παράσταση άρχισε επιτέλους. Κάθονται πτώματα στις καρέκλες. Ο Μπόμπυ αποσπάει την προσοχή της Μπέττυ και παίρνει κρυφά τα λουλούδια από το τραπέζι της. Τα πάει στην άλλη άκρη προς την ξαπλωμένη Λούσυ αλλά του κόβεται η φόρα καθώς γυρίζει και βλέπει τη Μπελίντα που δείχνει στους άλλους τον Γκάρυ που βαριαναστενάζει καθώς περιμένει να βγει. Ο Φρέντυ ακουμπάει το ουίσκι στην καρέκλα του και πάει απέναντι στον Γκάρυ. Η Μπελίντα και ο Μπόμπυ παρακολουθούν ανήσυχα καθώς ο Φρέντυ πιάνει σιωπηλά το μπράτσο του Γκάρυ και το σφίγγει με κατανόηση. Ο Γκάρυ του κάνει πέρα το χέρι αγανακτισμένος. Η Μπελίντα τρέχει να τραβήξει το Φρέντυ. Ο Μπόμπυ παρακολουθεί κρατώντας τα λουλούδια. Ο Φρέντυ δεν μπορεί να καταλάβει τι έκανε που μπορούσε να πειράξει τον Γκάρυ. Δείχνει τι έκανε ζουλώντας άλλη μια φορά το χέρι του Γκάρυ. Ο Γκάρυ αφήνει να πέσουν χάμω τα πράγματα του και απειλεί να χτυπήσει τον Φρέντυ. Ο Φρέντυ χουφτώνει τη μύτη του. Η Μπελίντα τους χωρίζει και σπρώχνει τον Γκάρυ προς την εξώπορτα. Ο Μπόμπυ γυρίζει να δώσει τα λουλούδια στη Λούσυ αλλά εκείνη έχει σηκωθεί και πέρασε πίσω του από την άλλη μεριά έτοιμη να βγει.

(Με το άνοιγμα της αυλαίας το κομψό μοντέρνο τηλέφωνο χτυπάει. Μπαίνει από την κουζίνα η κυρία Κλάκεττ, μια οικονόμος με πολύ χαρακτήρα, κρατάει ένα εντυπωσιακό πιάτο με σαρδέλες). ΚΛΑΚΕΤΤ: Α, για σε παρακαλώ. Κουφή είμαι; Αφού ανοίγω την κονσέρβα, πως θες να σε σηκώσω και σένανε; Δύο χέρια έχω όλα κι όλα! (Αφήνει τις σαρδέλες πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ και σηκώνει το τηλέφωνο) Εμπρός! Μάλιστα εδώ είναι αλλά δεν είναι εδώ... Ο κύριος Μπρέντ ναι... Εδώ κατοικεί αλλά δεν μένει εδώ γιατί μένει στη Σαρδηνία... Ναι ο Φίλιπ Μπρέντ μάλιστα... που γράφει τα έργα στα θέατρα…Ναι τώρα τα γράφει στη Σαρδηνία! Ναι, κι αυτή στη Σαρδηνία είναι.. όλοι στη Σαρδηνία... κανείς δεν είναι δω ... εγώ στη Σαρδηνία; Όχι! Εγώ εδώ, τους φυλάω το σπίτι, αλλά Τετάρτη σήμερα έχω έξοδο... Το μεσημέρι φεύγω... άρα έφυγα, δεν είμαι εδώ... Ναι εδώ είμαι γιατί έχουνε έγχρωμη εδώ και σε λίγο θα δείξει τη Λαίδη Ντι... Θ’ ανοίξω και γω την έγχρωμη, θ’ ανοίξω κι ένα κουτί σαρδέλες και θα κάτσω να δω τη Λαίδη Ντι στα εγκαίνια του βασιλικού… πως το λένε... Που ‘ν’ η εφημερίδα; (Ψάχνει μέσα στην εφημερίδα) του βασιλικού... Α, αν είναι για το σπίτι για να το νοικιάσετε, να πάρετε τους μεσίτες... Κτηματικαί συναλλαγαί Κάρτερ, Κάρτερ, Χάκμαν και... πως τον λένε τώρα τον άλλον να δεις... Όχι αυτοί δεν είναι στην Σαρδηνία μέσα τους έχω. Κάρτερ, Κάρτερ, Χάκμαν και... μην κλείσετε πάω να τους φέρω! (βάζει το ακουστικό στη θέση του) Να δεις που έτσι θα μου το πάνε σήμερα, μόλις θ’ ανοίγω την έγχρωμη θα μου χτυπάει το ρημάδι!

(Η κυρία Κλάκεττ πάει στο γραφείο κρατώντας πάντα την εφημερίδα. Ακούγεται κλειδί που ξεκλειδώνει. Ανοίγει η εξώπορτα. Στο κατώφλι στέκεται ο Ρόμπερτ κρατώντας ένα χαρτονένιο κουτί. Είναι τριαντάρης και έχει τον αέρα του ανθρώπου που ασχολείται με ακίνητα περιωπής) ΡΟΜΠΕΡΤ: ...η οικονόμος μου ναι. Αλλά σήμερα έχει έξοδο! (Μπαίνει η Βίκυ από την εξώπορτα. Είναι ένα κορίτσι που δε χρειάζεται αναπαλαίωση) Κι έτσι δε θα μας ενοχλήσει κανείς. (Ο Ρόμπερτ ξαναβγαίνει για να φέρει μια αεροπορική τσάντα και κλείνει την εξώπορτα)

Η Λούσυ βγαίνει στη σκηνή. Ο Φρέντυ σφίγγει τώρα το μπράτσο της Ντόλλυ με κατανόηση. Καθώς ξαναβγαίνει ο Γκάρυ για να πάρει την τσάντα βλέπει στα γρήγορα αυτό που κάνει ο Φρέντυ.

Για να σιγουρευτούμε. (Ανοίγει την πόρτα της κουζίνας. Η Βίκυ κοιτάζει γύρω στο δωμάτιο) Είναι κανείς εδώ; (Κλείνει την πόρτα). Όχι, κανείς. Λοιπόν πως σου φαίνεται;

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 65

Η Μπελίντα ανακαλύπτει ότι η Ντόλλυ τώρα εκμυστηρεύεται σιωπηλά όλα της τα παράπονα για το Γκάρυ στον γεμάτο κατανόηση Φρέντυ. Η Μπελίντα μόλις πρόλαβε να αποσπάσει την Ντόλλυ και να την ξαναστείλει στη σκηνή να κάνει την είσοδο της. Η Μπελίντα προσπαθεί να εξηγήσει στο Φρέντυ πως η Ντόλλυ είναι τσιμπημένη μαζί του. Ο Φρέντυ δεν καταλαβαίνει λέξη απ’ όλα αυτά. Η Μπελίντα γυρίζει στη Λούσυ για να της ζητήσει να εξηγήσει αυτή στον Φρέντυ αλλά αυτή δεν καταλαβαίνει τίποτα. Η Μπελίντα ξαφνικά δείχνει ότι ο Γκόρντον έχει ανακαλύψει το ουίσκι που ο Φρέντυ άφησε στην καρέκλα. Ο Γκόρντον ανοίγει το μπουκάλι, το μυρίζει, το ξανακλείνει και πάει στα καμαρίνια, παίρνοντάς το μαζί του. Ο Φρέντυ κάνει να τρέξει πίσω από τον Γκόρντον. Η Μπελίντα του λέει να περιμένει εκεί που κάθεται, να μείνει ακίνητος, να μην κάνει απολύτως τίποτα, ενώ τρέχει αυτή πίσω από τον Γκόρντον. Η Ντόλλυ βγαίνει από τη σκηνή. Αφήνει κάτω τις σαρδέλες κουνώντας το κεφάλι της δυστυχισμένα και αρχίζει να κλαίει. Ο Φρέντυ είναι πολύ ταραγμένος μ’ όλα αυτά. Παίρνει τις σαρδέλες από τη Ντόλλυ την χτυπάει στον ώμο, της δίνει ένα μαντήλι, της ξαναβάζει στο χέρι τις σαρδέλες και την

ΒΙΚΥ: Το τέλειο! Και που είναι η ... ΡΟΜΠΕΡΤ: Ποια; ΒΙΚΥ: Ξέρεις... ΡΟΜΠΕΡΤ: Α! Από δω. (Της ανοίγει την πόρτα του μπάνιου) ΒΙΚΥ: Φανταστικό! (Η Βίκυ πάει στην κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει η κυρία Κλάκεττ από το γραφείο χωρίς εφημερίδα) ΚΛΑΚΕΤΤ: Μπα σε καλό μου, έχασα τις σαρδέλες... (Αμοιβαία έκπληξη. Ο Ρόμπερτ κλείνει την πόρτα του μπάνιου και χώνει τη σαμπάνια στην τσάντα του) ΡΟΜΠΕΡΤ: Συγγνώμη, νόμιζα πως δεν ήταν κανείς εδώ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Εγώ δεν είμαι δω, έχω φύγει. Αλλά σε λίγο έχει το βασιλικό, ξέρετε που φοράνε κείνες τις καπελαδούρες με τα φρούτα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Είμαι από το γραφείο πετάχτηκα μια στιγμή να... εξετάσω μερικές λεπτομέρειες. Να... να μετρήσω... να σημειώσω... (Ανοίγει η πόρτα του μπάνιου. Ο Ρόμπερτ την ξανακλείνει) Α! Και μια πελάτισσα. Δείχνω το σπίτι σε μια υποψήφια ενοικιάστρια. ΒΙΚΥ: (of ανοίγοντας την πόρτα) Τι έπαθε η πόρτα; ΡΟΜΠΕΡΤ: Το σκέφτεται ακόμα. Είναι έτοιμη να ενδώσει (Μπαίνει η Βίκυ από το μπάνιο) ΒΙΚΥ: Αυτή δεν είναι η κρεβατοκάμαρα; ΡΟΜΠΕΡΤ: Η κρεβατοκάμαρα; Όχι από δω είναι το βεσέ του ισογείου. Και από δω η οικονόμος, η κυρία Κλόκεττ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Κλάκεττ, παρακαλώ. Κλάκεττ. Μόνο που τώρα έχασα και την εφημερίδα. (Βγαίνει η κυρία Κλάκεττ κρατώντας τις σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Συγγνώμη γι’ αυτό το μπέρδεμα. ΒΙΚΥ: Μπα, δεν πειράζει. Άλλωστε εμείς δεν ήρθαμε δω να δούμε τηλεόραση, ε; ΡΟΜΠΕΡΤ: Την έχουμε βλέπεις χρόνια στην οικογένεια. Γενιές ολόκληρες. ΒΙΚΥ: Υπέροχα. Άντε πάμε τώρα. (Αρχίζει να ανεβαίνει τις σκάλες) Στις τέσσερις πρέπει να είμαι στο γραφείο. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μήπως να πιούμε απλώς λίγη σαμπάνια. ΒΙΚΥ: Θα την πάρουμε μαζί μας. ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, αλλά... ΒΙΚΥ: Τα ντοσιέ μου να μη χάσω ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι... αλλά... ΒΙΚΥ: Τι; ΡΟΜΠΕΡΤ: Να... ΒΙΚΥ: Αυτή; ΡΟΜΠΕΡΤ: Χρόνια στην οικογένεια. Γενιές ολόκληρες. (Είσοδος της κυρίας Κλάκεττ από το γραφείο με την εφημερίδα αλλά χωρίς τις σαρδέλες) ΚΛΑΚΕΤΤ: Σαρδέλες... σαρδέλες ... Εμένα βέβαια δε μου πέφτει λόγος, αλλά ένα σας λέω, μην το σκέφτεστε! Ορμήστε. Θα το φχαριστηθείτε. ΒΙΚΥ: Α... ωραία. ΚΛΑΚΕΤΤ: (Στον Ρόμπερτ) Καλά δε λέω παιδί μου;

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 66

Μπαίνει η Μπελίντα από τα καμαρίνια, φέρνοντας· τον Γκόρντον που τα ‘χει κάπως χαμένα, αλλά χωρίς το ουίσκυ. Ο Φρέντυ της λέει σε πόσο κακή κατάσταση είναι η Ντόλλυ. Γυρίζουν και την κοιτάνε με αγωνία ενώ κάνει την έξοδο της. Ο Γκόρντον βρίσκει ευκαιρία να ξαναπάει στα καμαρίνια. Η Μπελίντα τρέχει πίσω του. Ο Φρέντυ πάει να την ακολουθεί αλλά γυρίζει πίσω ανήσυχος για να δώσει κουράγιο στην Ντόλλυ. Εκείνη όμως τώρα χαμογελάει με θάρρος και του λέει ότι χάρη σ’ αυτόν έχει συνέλθει. Η Ντόλλυ δίνει στον Φρέντυ ένα φιλί για να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη της. Καθώς ο Γκάρυ βγαίνει από την πόρτα του μεσαίου μπάνιου προλαβαίνει μόλις να δει το φιλί. Ο Φρέντυ τώρα συνειδητοποιεί ότι σε λίγο βγαίνει μαζί με τη Μπελίντα και κείνη δεν είναι εδώ. Προσπαθεί να πείσει την Ντόλλυ ότι πρέπει να πάει επειγόντως να την βρει. Ο Γκάρυ εμφανίζεται από την πόρτα της ντουλάπας και κοιτάζει καλά τον Φρέντυ και την Ντόλλυ που συζητάνε με ένταση. Τους πετάει το σεντόνι. Η Μπελίντα έρχεται από τα καμαρίνια κρατώντας το μπουκάλι με το ουίσκι. Δίνει το ουίσκι στην Ντόλλυ ακριβώς πριν βγει στη σκηνή. Έρχεται ο Γκόρντον από

ΚΛΑΚΕΤΤ: (Στην Βίκυ) Θα ικανοποιηθείτε εκατό τοις εκατό. (Στον Ρόμπερτ) Έτσι παιδί μου; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ε, ναι. ΒΙΚΥ: Τέλεια. ΚΛΑΚΕΤΤ: Που είν’ οι σαρδέλες; Γιατί με άδειο στομάχι δεν το φχαριστιέσαι, Έτσι δεν είναι; (Έξοδος της κυρίας Κλάκεττ στην κουζίνα) ΒΙΚΥ: Βλέπεις; Ενθουσιάστηκε. Μέχρι και σαρδέλες θα μας ανοίξει. ΡΟΜΠΕΡΤ: Εεε, δηλαδή. ΒΙΚΥ: Καλά, εγώ τη βρίσκω απίθανη. Λοιπόν που πάμε; Επάνω ή κάτω; ΡΟΜΠΕΡΤ: (Σηκώνοντας την τσάντα και το κουτί) Εντάξει. Γρήγορα όμως πριν ξανάρθει με τις σαρδέλες. ΒΙΚΥ: Εδώ πάνω; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, ναι. ΒΙΚΥ: Εδώ μέσα; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, ναι, ναι. (Έξοδος του Ρόμπερτ και της Βίκυ στο μεσαίο μπάνιο) ΒΙΚΥ: Α, κι άλλο μπάνιο! (Ξαναεμφανίζονται) ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι, όχι, όχι. ΒΙΚΥ: Σώνει και καλά σε μπάνιο θέλεις να με πας. ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι, εδώ λέω, εδώ. (Δείχνει με κίνηση του κεφαλιού την επόμενη πόρτα, την πρώτη του εξώστη, η Βίκυ μπαίνει πρώτη, ο Ρόμπερτ ακολουθεί) ΒΙΚΥ: Ω! Μαύρα σεντόνια! (Εμφανίζει ένα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Είναι η λινοθήκη. (Ρίχνει το σεντόνι πίσω μέσα στη λινοθήκη) Από δω, από δω, από δω. (Πετάει την τσάντα και το κουτί και προσπαθεί αγωνιωδώς να ανοίξει τη δεύτερη πόρτα του εξώστη, την πόρτα της κρεβατοκάμαρας) ΒΙΚΥ: Αναστατωμένο σε βλέπω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Έλα λοιπόν, έλα! ΒΙΚΥ: Ούτε την πόρτα δεν μπορείς να ανοίξεις. (Ο Ρόμπερτ και η Βίκυ πάνε στην κρεβατοκάμαρα. Ακούγεται κλειδί που ξεκλειδώνει και ανοίγει η εξώπορτα. Στο κατώφλι στέκεται ο Φίλιπ που κρατάει ένα χαρτονένιο κουτί. Είναι ένας σαραντάρης, ηλιοκαμένος και γράφει γοητευτικά σύγχρονα έργα με ατμόσφαιρα εποχής) ΦΙΛΙΠ: ...Ναι αλλά σήμερα η κυρία Κλάκεττ έχει έξοδο. (Μπαίνει η Φλάβια. Είναι τριαντάρα, τέλειο συμπλήρωμα του Φίλιπ) Κι έτσι δε θα μας ενοχλήσει κανείς. (Ο Φίλιπ φέρνει μέσα μια αεροπορική τσάντα και κλείνει την πόρτα) ΦΛΑΒΙΑ: Κοίτα το! Κοίτα το! ΦΙΛΙΠ: Σ’ αρέσει ε; ΦΛΑΒΙΑ: Σαν ψέματα μου φαίνεται. ΦΙΛΙΠ: Η φωλιά των παρανόμων. ΦΛΑΒΙΑ: Το σπίτι μας. Το σπιτάκι μας. ΦΙΛΙΠ: Η σπιταρόνα μας. ΦΛΑΒΙΑ: Η κρυψώνα μας.

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 67

Ο Γκάρυ και η Ντόλλυ γυρίζουν έξαλλοι προς τον Γκόρντον. Ο Γκάρυ παρακαλάει την Ντόλλυ, γονατίζει, Κλαίει, πιασμένος από το πιάτο της με τις σαρδέλες. Η Ντόλλυ αποσπάται από τον Γκάρυ. Ο Γκόρντον δείχνει ότι αυτή ακόμη κρατάει το ουίσκι. Ο Γκάρυ της το παίρνει ενώ αυτή βγαίνει στη σκηνή. Ο Γκόρντον προσπαθεί να πάρει το ουίσκι από τον Γκάρυ, αλλά ο Γκάρυ γυρίζει ν’ ανέβει στην πλατφόρμα να ‘ναι έτοιμος για την είσοδο του. Κοιτάζει γύρω του, τι να κάνει με το ουίσκι, το δίνει στη Λούσυ. Η Λούσυ το κοιτάζει, δεν έχει ιδέα τι θα ‘πρεπε να το κάνει. Ρωτάει τον Γκόρντον που τη μαλώνει με το δάκτυλο που κρατάει τέτοια κακά πράγματα, της το παίρνει και το κρύβει. Ύστερα της κάνει νόημα σα να τραβάει καζανάκι και δείχνει τον εαυτό του. Η Λούσυ καθώς γδύνεται για την επόμενη είσοδο της κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει. Ο Γκόρντον πάει στα καμαρίνια. Η Μπελίντα βγαίνει από τη σκηνή και ρωτάει τον Γκάρυ πάνω στην πλατφόρμα που είναι ο Γκόρντον. Ο Γκάρυ δεν ξέρει, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να πει στην Μπελίντα τα προβλήματα του με τη Ντόλλυ και τον Φρέντυ. Τότε ρωτάει τη Λούσυ που της επαναλαμβάνει τη μιμική καζανάκι που την εισπράττει σα σήκωμα του αγκώνα για

ΦΛΑΒΙΑ: Γιατί όχι! Ούτε παιδιά, ούτε επισκέψεις. Επιτέλους μόνοι! ΦΙΛΙΠ: Ολομόναχοι οι δυο μας. (Σηκώνει την αεροπορική τσάντα και το κουτί και κατευθύνει τη Φλάβια προς τις σκάλες) Έχει και τα καλά της η παρανομία. ΦΛΑΒΙΑ: Άστα αυτά τώρα τι τα θες. (Αφήνει κάτω την τσάντα και το κουτί και τη φιλάει. Αυτή ανεβαίνει τρεχάτη απάνω γελώντας, και αυτός την ακολουθεί) ΦΙΛΙΠ: Σσστ! ΦΛΑΒΙΑ: Τι είναι; ΦΙΛΙΠ: Μη μας ακούσει η Εφορία! (Προχωράνε στις μύτες των ποδιών προς την κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει η κυρία Κλάκεττ από την κουζίνα, κρατώντας ένα καινούργιο πιάτο με σαρδέλες) ΚΛΑΚΕΤΤ: (Κατ’ ιδίαν) Τώρα τις άλλες σαρδέλες τι τις έκανα; Αυτό ποτέ δε θα το μάθω. (Αφήνει το πιάτο με τις σαρδέλες πάνω στο τραπεζάκι του τηλεφώνου και κάθεται στον καναπέ) ΦΙΛΙΠ & ΦΛΑΒΙΑ: (Κοιτάζοντας από τον εξώστη προς τα κάτω) Κυρία Κλάκεττ! (Η κυρία Κλάκεττ αναπηδάει) ΚΛΑΚΕΤΤ: Α με τρομάξατε! Η καρδιά μου πήγε στα Φόκλαντ! ΦΙΛΙΠ: Κι η δική μου επίσης! ΦΛΑΒΙΑ: Εμείς νομίζαμε πως λείπατε! ΚΛΑΚΕΤΤ: Κι εγώ νόμιζα πως είσαστε στη Σαρδηνία. ΦΙΛΙΠ: Εκεί είμαστε! Στη Σαρδηνία! ΦΛΑΒΙΑ: Δεν μας είδατε! ΦΙΛΙΠ: Δεν είμαστε εδώ! ΚΛΑΚΕΤΤ: Τα πράγματα σας. (Δείχνει την τσάντα και το κουτί) ΦΙΛΙΠ: Α, ναι ευχαριστώ. (Κατεβαίνει και παίρνει την τσάντα και το κουτί) ΚΛΑΚΕΤΤ: (Στην Φλάβια) Μόνο που τα σεντόνια θα ‘ναι υγρά, δεν τα ‘χω αερίσει. ΦΛΑΒΙΑ: Θα πάρω μια θερμοφόρα. (Η Φλάβια πάει στο μεσαίο μπάνιο). ΚΛΑΚΕΤΤ: Κάτι γράμματα σας τα ‘βαλα στο γραφείο. ΦΙΛΙΠ: Γράμματα! Ω Θεέ μου! Που τα βάλατε; ΚΛΑΚΕΤΤ: Τα πλάκωσα με τον Μπετόβεν. ΦΙΛΙΠ: Τον Μπετόβεν; ΚΛΑΚΕΤΤ: Το αγαλματάκι στο γραφείο σας. (Κλάκεττ και Φίλιπ πάνε στο γραφείο. Ο Φίλιπ έχει πάντα μαζί του την τσάντα και το κουτί. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την κρεβατοκάμαρα, ντυμένος ακόμη και δένοντας τη γραβάτα του) ΡΟΜΠΕΡΤ: Εγώ μια φορά είμαι σίγουρος. Άκουσα φωνές. (Μπαίνει η Βίκυ από την κρεβατοκάμαρα με το κομπιναιζόν) ΒΙΚΥ: Φωνές; Τι φωνές; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ανθρώπινες φωνές. ΒΙΚΥ: (Κοιτάζοντας κάτω) Κοίτα, μας άνοιξε σαρδέλες. (Ξεκινάει να κατέβει, ο Ρόμπερτ την κρατάει) ΡΟΜΠΕΡΤ: Που πας; ΒΙΚΥ: Γιατί;

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 68

Αλλά την ώρα που η άλλη καταλαβαίνει πρέπει να βγει. Η Λούσυ χάνει την έξοδο της και η Μπελίντα τρέχει στην πλατφόρμα να τη ρωτήσει που πήγε ο Γκόρντον να σηκώσει τον αγκώνα του. Η Λούσυ δείχνει τα καμαρίνια. Μπαίνει ο Μπόμπυ από τα καμαρίνια με ένα άλλο μπουκέτο λουλούδια. Η Μπελίντα πάει τρεχάτη στα καμαρίνια. Ο Μπόμπυ ρωτάει τον Φρέντυ που πάει η Μπελίντα. Ο Φρέντυ του κάνει την κίνηση με τον αγκώνα που σηκώνεται.. Μπαίνει η Μπελίντα από τα καμαρίνια. Δείχνει ότι ο Γκόρντον κάπου έχει κλειδωθεί. Ο Μπόμπυ της δίνει τα λουλούδια και τρέχει στα καμαρίνια. Εκείνη δίνει τα λουλούδια στον Φρέντυ και παίρνει το τσεκούρι το πυροσβεστικό από τον πυροσβεστήρα. Ετοιμάζεται να τρέξει στα καμαρίνια με το τσεκούρι όταν ο Φρέντυ της θυμίζει ότι όπου να ‘ναι βγαίνει. Η Μπελίντα τρέχει απάνω στην πλατφόρμα, συνειδητοποιεί ότι ακόμη κρατάει το τσεκούρι και το δίνει στη Λούσυ. Πριν προλάβει να της εξηγήσει τι να το κάνει, η Μπελίντα πρέπει να βγει. Ο Γκάρυ προχωρεί απειλητικά προς το Φρέντυ και κοιτάζει καχύποπτα τα λουλούδια που κρατάει. Ο Φρέντυ δίνει τα λουλούδια στον Γκάρυ γιατί πρέπει να βγει. Η Λούσυ κατεβαίνει από την πλατφόρμα και

ΡΟΜΠΕΡΤ: Η κυρία Κλάκεττ! ΒΙΚΥ: Η κυρία Κλάκεττ; ΡΟΜΠΕΡΤ: Αναντικατάστατη. (Μπαίνει η κυρία Κλάκεττ από το γραφείο Κρατάει το πρώτο πιάτο με τις σαρδέλες) ΚΛΑΚΕΤΤ: (Κατ’ ιδίαν) Σαρδέλες από δω, σαρδέλες από κει. Ούτε πικ-νικ να είχαμε. (Ο Ρόμπερτ σπρώχνει τη Βίκυ στην πρώτη πόρτα που βρίσκει μπροστά του και που συμβαίνει να είναι η πόρτα της λινοθήκης) ΚΛΑΚΕΤΤ: Καλέ, ακόμη μετράτε εσείς; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, ακόμη μετράω…δηλαδή, μετράω. ΚΛΑΚΕΤΤ: Μέσα στη ντουλάπα; ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι, όχι. (Η πόρτα της λινοθήκης ανοίγει της δίνει μια να κλείσει) Ναι, δηλαδή ... μετράω τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες, μήπως λείπει τίποτα. (Αρχίζει να κατεβαίνει) Κυρία Μπλάκεττ.. ΚΛΑΚΕΤΤ: Κλάκεττ, παιδί μου, Κλάκεττ. (Ακουμπάει το πιάτο με τις σαρδέλες δίπλα στο άλλο πιάτο με τις σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Κλάκεττ. Υπάρχει κανένας άλλος μέσα σ’ αυτό το σπίτι, κυρία Κλάκεττ; ΚΛΑΚΕΤΤ: Εγώ δεν είδα κανέναν. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μου φάνηκε πως άκουσα φωνές. ΚΛΑΚΕΤΤ: Φωνές; Εδώ; Ποτέ. ΡΟΜΠΕΡΤ: Θα το φαντάστηκα. ΦΙΛΙΠ: (of) Ω Θεέ μου! (Ο Ρόμπερτ με την πλάτη του στην κυρία Κλάκεττ παίρνει και τα δύο πιάτα με τις σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Είπατε τίποτα; ΚΛΑΚΕΤΤ: (Μιμείται το Φίλιπ)· Ω Θεέ μου! ΡΟΜΠΕΡΤ: Τι είναι; Τι συμβαίνει; ΚΛΑΚΕΤΤ: Ω Θεέ μου! Η πόρτα του γραφείου είναι ανοιχτή. (Πάει και την κλείνει! Ο Ρόμπερτ κοιτάζει έξω από το παράθυρο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Έχει άλλο ένα αυτοκίνητο έξω . Δεν είναι όμως του κυρίου Κάρτερ ούτε του κυρίου Χάκμαν. (Ο Ρόμπερτ βγαίνει από την εξώπορτα κρατώντας τα δύο πιάτα με τις σαρδέλες. Μπαίνει η Φλάβια από την πόρτα του μεσαίου μπάνιου κρατώντας μια θερμοφόρα. Βλέπει την πόρτα της λινοθήκης που αιωρείται καθώς περνάει μπροστά της και της δίνει μια και την κλείνει και την κλειδώνει κιόλας) ΦΛΑΒΙΑ: Τι ρεύματα σ’ αυτό το σπίτι. (Πάει στην κρεβατοκάμαρα, Μπαίνει ο Φίλιπ από το γραφείο κρατώντας ένα γράμμα της Εφορίας και ένα φάκελο) ΦΙΛΙΠ: ... Τελευταία ειδοποίησις... Δικαστική διαδικασία... Ληφθούν αναγκαία μέτρα.... Κατάσχεσις. ΚΛΑΚΕΤΤ: Α, δε σας είπα που ένας κύριος ήρθε για το σπίτι. ΦΙΛΙΠ: Μη μου λέτε τίποτα. Εγώ δεν είμαι εδώ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Μπα, εγώ θα κάτσω εδώ, θ’ ανοίξω την έγχρωμη, θ’ ανοίξω και… Ξέχασα τις σαρδέλες. Έτσι που πάω θα ξεχάσω και το κεφάλι μου!

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 69

Το κρατάει πίσω από την πλάτη του. Η Μπελίντα πάντα κρατώντας τα λουλούδια αγκαλιάζει τον Γκάρυ προσπαθώντας να φτάσει το τσεκούρι. Εμφανίζεται η Ντόλλυ που προλαβαίνει να δει την Μπελίντα να αγκαλιάζει τον Γκάρυ. Η Μπελίντα τρέχει απάνω στην πλατφόρμα για να κάνει την είσοδό της. Κάνει μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πιάσει το φουστάνι κι ύστερα βγαίνει κρατώντας αντί γι’ αυτό τα λουλούδια. Η Μπελίντα στη σκηνή πρέπει ν’ αλλάξει την ατάκα. Η Ντόλλυ ορμάει στον Γκάρυ. Αυτός της δείχνει το τσεκούρι για να καταλάβει. Εκείνη το αρπάζει και το σηκώνει να χτυπήσει τον Γκάρυ. Ο Φρέντυ εμφανίζεται και αρπάζει το τσεκούρι από την Ντόλλυ εν ριπή οφθαλμού. Το δίνει αφελώς στον Γκάρυ που το σηκώνει να χτυπήσει τον Φρέντυ. Η Ντόλλυ το αρπάζει από τον Γκάρυ και το σηκώνει να τον κτυπήσει. Εμφανίζεται η Μπελίντα και αρπάζει το τσεκούρι από την Ντόλλυ ενώ κάνει την είσοδό του ο Γκάρυ. Μπαίνει ο Μπόμπυ από τα καμαρίνια. Αρπάζει το τσεκούρι από την Μπελίντα και ξαναπάει στα καμαρίνια. Η Μπελίντα ετοιμάζεται να τον ακολουθήσει αλλά τότε συνειδητοποιεί ότι δεν ακούγονται χτυπήματα, γιατί η Λούσυ απουσιάζει. Ο Γκάρυ στη σκηνή ξαναλέει. Η Μπελίντα καταλαβαίνει τι συμβαίνει και κτυπάει με κάτι πάνω στο σκηνικό. Μόνο που δεν εμφανίζεται η Λούσυ γιατί είναι ακόμη στα καμαρίνια. Ο Γκάρυ έρχεται από την ντουλάπα να γυρέψει την Λούσυ. Ο Γκάρυ αυτοσχεδιάζει. Η Μπελίντα λέει στην Μπέττυ να διαβάζει το ρόλο της Λούσυ από το βιβλίο. Ύστερα δίνει τα λουλούδια στον Φρέντυ και τρέχει στα καμαρίνια, παίρνοντας μαζί και το τσεκούρι. ΜΠΕΤΤΥ: (Διαβάζει) Ποιος άλλος να ‘ταν; Αφού εσύ μ’ έκλεισες εκεί μέσα. Μες στο σκοτάδι με τα μαύρα σεντόνια και τα τέτοια! ΜΠΕΤΤΥ: Εγώ κλείδωσα την πόρτα; Εσύ κλείδωσες

(Έξοδος της κυρίας Κλάκεττ στην κουζίνα) ΦΙΛΙΠ: Εγώ αυτό δεν το έλαβα. Εγώ δεν είμαι εδώ. Είμαι στη Σαρδηνία. Και αφού δεν το έλαβα πως το άνοιξα; Δεν το άνοιξα. (Μπαίνει η Φλάβια από την κρεβατοκάμαρα. Κρατάει το φόρεμα που φορούσε η Βίκυ) ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου, είχα ποτέ μου εγώ τέτοιο φουστάνι ή μάλλον τέτοια λουλούδια; ΦΙΛΙΠ: (Αφηρημένα) Δεν είχες; ΦΛΑΒΙΑ: Αποκλείεται ν’ αγόρασα εγώ τέτοιο καρακατσουλιό! Α! Μήπως μου το ‘χεις πάρει εσύ αγάπη μου; ΦΙΛΙΠ: Εγώ αυτό ούτε το έχω αγγίξει. ΦΛΑΒΙΑ: Όχι, υπέροχο είναι. ΦΙΛΙΠ: Πίσω στη θέση του. Ούτε το είδα, ούτε το ξέρω. (Έξοδος του Φίλιπ στο γραφείο) ΦΛΑΒΙΑ: Καλά, θα το βάλω στο πατάρι με όλα τα άλλα υπέροχα δώρα σου που δεν τα φοράω για να μην τα χαλάσω. (Έξοδος της Φλάβια από τον απάνω διάδρομο) (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την εξώπορτα κρατώντας πάντα τα δύο πιάτα με τις σαρδέλες.) ΡΟΜΠΕΡΤ: Όλα εντάξει. Πάλι άνοιξε η πόρτα του γραφείου! Μα τι συμβαίνει εδώ μέσα; (Αφήνει τις σαρδέλες. Το ένα πιάτο στο τραπεζάκι του τηλεφώνου, το άλλο κοντά στην εξώπορτα και πάει προς το γραφείο αλλά σταματάει ακούγοντας απελπισμένα χτυπήματα απάνω)

Κάποιος χτυπάει! Χτυπάει! Κάποιος χτυπάει! Απάνω! (Τρέχει απάνω. Χτυπήματα.) Ω Θεέ μου! Κάτι είναι μέσα στη ντουλάπα! (Την ξεκλειδώνει, την ανοίγει και εμφανίζεται η Βίκυ. ΡΟΜΠΕΡΤ: Α, εσύ είσαι! Εσύ είσαι; θέλω να πω... είσαι αυτό κρυμμένη εδώ μέσα κάτω από τα σεντόνια και τις πετσέτες και τα τέτοια; Δεν μπορώ όμως να κάθομαι εδώ και να περιμένω ξέρεις… Τι θα γίνει δηλαδή. ΡΟΜΠΕΡΤ: Ε, και συ γιατί κλείδωσες την πόρτα;

ΡΟΜΠΕΡΤ: Εγώ δεν κλείδωσα την πόρτα.

ΡΟΜΠΕΡΤ: Πάντως εσύ δε γίνεται να κυκλοφορείς έτσι! ΡΟΜΠΕΡΤ: Με το κομπιναιζόν.

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 70

Ο Τέρρυ πετάει, τα λουλούδια στα χέρια της Ντόλλυ για να τα ξεφορτωθεί και τραβάει και βγάζει τη φούστα της Μπέττυ για να βγει αντί για τη Λούσυ. Μπαίνει η Μπελίντα από τα καμαρίνια με τη Λούσυ. Η Λούσυ κοιτάζει το γδύσιμο της Μπέττυ. Ο Τέρρυ εγκαταλείπει την Μπέττυ και πιέζει την Λούσυ απάνω για την επόμενη σκηνή. Έχει όμως ήδη αργήσει. Ο Γκάρυ έρχεται μέσα από την κρεβατοκάμαρα να ψάξει για την Λούσυ. Αυτοσχεδιάζει. Η Λούσυ κάνει την είσοδό της μέσα από την ντουλάπα, κι αρχίζει να παίζει την προηγούμενη σκηνή που δεν τη έπαιξε αυτή. Η Ντόλλυ ρωτάει τον Τέρρυ αν τα λουλούδια είναι στ’ αλήθεια γι αυτή. Αυτός τα σπρώχνει πίσω προς αυτήν αφηρημένος γιατί τον απασχολεί η Λούσυ πάνω στη σκηνή. Η Ντόλλυ είναι πολύ συγκινημένη. Τον φιλά με ευγνωμοσύνη. Κι ο Γκάρυ βλέπει αυτό το φιλί. Ο Γκάρυ πλησιάζει για να δει καλύτερα και κόβει δύο σελίδες από το κείμενο. Τα χάνει εντελώς, ανίκανος για μια στιγμή να καταλάβει που βρίσκεται, κι ύστερα μπαίνει από την ντουλάπα αντί την κρεβατοκάμαρα. Όλοι στα παρασκήνια παθαίνουν πανικό. Που είμαστε; Η Μπέττυ απελπισμένα γυρίζει τις σελίδες προσπαθώντας να βρει το καινούριο σημείο ενώ κι άλλοι κοιτάζουν πάνω από τους ώμους της. Ο Φρέντυ βγάζει ένα ξαφνιασμένο μουγκρητό καθώς ανακαλύπτει το ουίσκι, εκεί που το είχε κρύψει ο Γκόρντον. Μπαίνει ο Μπόμπυ από τα καμαρίνια κρατώντας το τσεκούρι και οδηγώντας ένα σαστισμένο Γκόρντον που κρατάει σηκωμένα τα βρακιά του. Ο Φρέντυ γρήγορα κρύβει το ουίσκι κάτω από τις σαρδέλες και βγαίνει στη σκηνή. Ο Μπόμπυ δίνει το τσεκούρι στον Τέρρυ

ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι εδώ. Μέσα, μέσα. (Ο Ρόμπερτ πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει ο Φίλιπ από το γραφείο κρατώντας το χαρτί της Εφορίας, το φάκελο και ένα σωληνάριο με κόλλα) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου αυτή η κόλλα. Δεν πιστεύω να ‘ναι εκείνη η καταπληκτική που στεγνώνει αμέσως και δεν ξεκολλάει με τίποτα; Α, η κυρία Κλάκεττ μας άνοιξε σαρδέλες. (Ο Φίλιπ πάει στο γραφείο με το γράμμα της Εφορίας, το φάκελο, την κόλλα και το πιάτο με τις σαρδέλες που ήταν στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την κρεβατοκάμαρα κρατώντας μια θερμοφόρα, Κοιτάζει απάνω και κάτω τη σκάλα.) ΡΟΜΠΕΡΤ: Μια θερμοφόρα! Δεν την έβαλα εγώ εκεί! Δηλαδή ας πούμε εγώ ξέρεις τώρα στέκομαι εδώ με τη θερμοφόρα μου στο χέρι και... αυτό! ΒΙΚΥ: Ποιος άλλος να ‘ταν; Αφού εσύ μ’ έκλεισες εκεί μέσα. Μες στο σκοτάδι! Με τα μαύρα σεντόνια και τα τέτοια. ΡΟΜΠΕΡΤ: Κάποιος είναι μες το μπάνιο και γεμίζει θερμοφόρες! Τι;

(Ο Ρόμπερτ πάει στο μεσαίο μπάνιο) ΒΙΚΥ: Ε και συ γιατί κλείδωσες την πόρτα; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ψυχραιμία! Ψυχραιμία! (Μπαίνει ο Ρόμπερτ και κατεβαίνει κάτω) Σίγουρα θα υπάρχει μια λογική εξήγηση για όλα. Θα φωνάξω την κυρία Κλάκεττ και θα μας πει τι συμβαίνει. Εσύ περίμενε εκεί... Όχι δεν μπορείς να στέκεσαι έτσι εκεί. Στο γραφείο. Στο γραφείο! Στο γραφείο!

(Πάει στην κουζίνα. Η Βίκυ ανοίγει την πόρτα του γραφείου. Ακούγεται ένα εκνευρισμένο μουγκρητό από τον Φίλιπ. Η Βίκυ το βάζει στα πόδια) ΒΙΚΥ: Ρόμπερτ! Που είσαι; Κάτι είναι εκεί μέσα! Ρόμπερτ! Πού είσαι;

(Άλλη μια φωνή of από τον Φίλιπ. Η Βίκυ φεύγει έξαλλη από την εξώπορτα) (Μπαίνει ο Φίλιπ από το γραφείο. Κρατάει στο δεξί του χέρι το χαρτί της Εφορίας και στο αριστερό το πιάτο με τις σαρδέλες) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, ξέρω πως θα σου φανεί αστείο αλλά... (Αγωνίζεται να ξεκολλήσει το γράμμα από τα δάκτυλά του, τον δυσκολεύει και το πιάτο με τις σαρδέλες. Μπαίνει η Φλάβια από τον διάδρομο απάνω κρατώντας διάφορα αντικείμενα από το πατάρι) ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου, αν δεν πάμε να πλαγιάσουμε εγώ λέω να Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 71

Ο Γκόρντον σκύβει να μαζέψει τα βρακιά του και βλέπει το ουίσκι που έχει κρύψει ο Φρέντυ κάτω από τις καρέκλες. Το σηκώνει και η Ντόλλυ του το αρπάζει απ’ τα χέρια και το δίνει στον Τέρρυ. Ο Φρέντυ ξαναλέει την ατάκα, και ξαναβροντάει την πόρτα. Ξαφνικά όλοι συνειδητοποιούν ότι αυτή είναι η ατάκα που βγαίνει ο Γκόρντον. Τον σπρώχνουν στο παράθυρο. Σηκώνει τα χέρια για ν’ ανοίξει το παράθυρο και του πέφτουν τα βρακιά του. Τον μπουρδουκλώνουν όπως μπορούν. Ο Γκάρυ αρπάζει τα λουλούδια από την Ντόλλυ. Αυτή τα ξαναρπάζει. Ο Τέρρυ τους χωρίζει με το τσεκούρι. Παίρνει ήρεμα τα λουλούδια από την Ντόλλυ και τα δίνει στον Φρέντυ ενώ το τσεκούρι το δίνει στην Μπελίντα. Η Μπελίντα μεταχειρίζεται το τσεκούρι για να κρατάει χωρισμένους τον Γκάρυ και την Ντόλλυ. Ο Φρέντυ δίνει τα λουλούδια στη Μπέττυ εξηγώντας ότι είναι εκ μέρους του Τέρρυ. Η Μπέττυ συγκινημένη αποφασίζει ότι ήρθε η στιγμή να πει στον Τέρρυ αυτό που έχει να του πει. Η Λούσυ συγκρίνει μυωπικά το θλιβερό της λουλούδι με το μπουκέτο της Μπέττυ. Ο Τέρρυ που τον κυνηγάει η Μπέττυ πίνει μια γερή γουλιά δυναμωτικό ουίσκι. Η Μπέττυ τον παρακολουθεί. Το ίδιο και ο Γκόρντον καθώς κοιτάζει έξω από την εξώπορτα. Χάνει από την έκπληξη τα λόγια του. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Ναι; Ναι; Τι λέω; Υποβολείο! Τι λέω; Η Μπέττυ τρέχει πίσω με τα λουλούδια στο τραπέζι της για να του δώσει την ατάκα. ΜΠΕΤΤΎ: Εντάξει, για να τα φορτώσουμε στο τρίκυκλο. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Τι; ΟΛΟΙ: (Φωνάζουν) Για να τα φορτώσουμε στο τρίκυκλο! Ο Γκόρντον τρέχει πάλι στη σκηνή. Η Λούσυ

ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου! Έχω κολλήσει και στις σαρδέλες. ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου, μη μου κάνεις τώρα το χαζό. Πάρε από την κάτω τουαλέτα εκείνο το μπουκάλι που γράφει απάνω «Δηλητήριο». Αυτό τα διαλύει όλα. (Η Φλάβια φεύγει από το διάδρομο απάνω) ΦΙΛΙΠ: (Ανεμίζοντας το γράμμα για να ξεκολλήσει) Έχω ακούσει να λένε αυτός έχει κολλήσει σ’ ένα πρόβλημα αλλά σ’ αυτό το σημείο! (Ο Φίλιπ πάει στο κάτω μπάνιο) ΦΙΛΙΠ: Αλλά σ’ αυτό το σημείο! (Ο Φίλιπ πάει στο κάτω μπάνιο) (Σπάει το τζάμι στο γοτθικό παράθυρο και εμφανίζεται ένα χέρι που ανοίγει το μάνταλο. Ανοίγει το παράθυρο και εμφανίζεται ένας ηλικιωμένος διαρρήκτης με πολύ χαρακτήρα αλλά με μεγάλη ανάγκη αναπαλαίωσης και εκσυγχρονισμού.) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Ούτε σιδεριά ούτε σύστημα συναγερμού. Εδώ σηκώνει μήνυση για προτροπή στο έγκλημα. (Σκαρφαλώνει μέσα) Έτσι μου ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα. Όσο σκέφτομαι ότι άλλοτε ειδικευόμουνα στις τράπεζες! Στα θησαυροφυλάκια ήμουνα μανούλα. Και τώρα που κατάντησα; Να κλέβω κατσαρόλες! (Βάζει ένα ποτό) Λείπουνε όλοι στη Σαρδηνία. Μου το ‘πε εκείνη η κλώσσα στην κουζίνα. Τώρα έφυγε κι αυτή. Την είδα εγώ να βγαίνει από την εξώπορτα με το μπανιερό της. Που είναι η εξώπορτα; (Κοιτάζει γύρω μυωπικά κι ύστερα ανοίγει την εξώπορτα, να ‘ναι έτοιμη για την αναχώρηση του)

Εντάξει. Για να τα φορτώσουμε στο τρίκυκλο. Με την ησυχία μας. Όλο το απόγευμα δικό μου είναι. Για να δούμε. Τι προσφέρει το κατάστημα; (Κοιτάζει την τηλεόραση) Ένας φούρνος μικροκυμάτων. (Βγάζει την πρίζα και βάζει την τηλεόραση πάνω στον καναπέ) Πενήντα λίρες τις πιάνει δεν τις πιάνει. Ούτε το κουβάλημα. (Παίρνει το ποτό του και επιθεωρεί τους πίνακες και τα διακοσμητικά) Τρίχες. Τρίχες. Αηδίες. Αφού επιμένετε. (Βάζει στην τσέπη του κάποιο μικροαντικείμενο) Το γραφείο που να ‘ναι τώρα;

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 72

Η Μπελίντα παίρνει το ουίσκι από τον Τέρρυ και το κρατάει ψηλά για να δει πόσο έχει πιει. Εκφράζει στον Γκόρντον ότι η ποσότητα την έχει εντυπωσιάσει κι αυτός της παίρνει το ουίσκι και κουνάει το δάκτυλό του για να μαλώσει τον Τέρρυ. Ο Τέρρυ προσπαθεί να του πάρει το μπουκάλι. Ο Γκόρντον σοκάρεται από τη δίψα του Τέρρυ για ποτά και κρατάει το μπουκάλι μακριά και δεν τον αφήνει να το πιάσει. Μπαίνει ο Μπόμπυ με ένα τρίτο μπουκέτο λουλούδια. Τα δίνει στον Τέρρυ, προσέχοντας καλά να πάει απ’ ευθείας στα χέρια του. Ενώ η προσοχή του Τέρρυ έχει αποσπασθεί από τα λουλούδια που έχουν ξαφνιάσει πολύ και την Μπελίντα, ο Γκόρντον κρύβει το ουίσκι σε ένα από τους κουβάδες τους πυροσβεστικούς. Ο Τέρρυ δίνει τα λουλούδια στην Μπελίντα για να προσπαθήσει να ξαναπάρει το ουίσκι από τον Γκόρντον. Ο Γκόρντον δείχνει τα χέρια του που είναι άδεια. Ο Τέρρυ τον ψάχνει... Η Μπελίντα είναι έκθαμβη που ο Τέρρυ έκανε τον κόπο να της πάρει λουλούδια. Δίνει το τσεκούρι στον Μπόμπυ και στον Τέρρυ ένα φιλί όλο ευγνωμοσύνη. Μπαίνει ο Φρέντυ από τα καμαρίνια φέρνοντας την Λούσυ. Αυτή κοιτάζει το θέαμα της Μπελίντα με τα λουλούδια στο χέρι να φιλάει τον Τέρρυ. Ο Μπόμπυ βλέποντας κι αυτός τι έγινε δίνει το τσεκούρι στον Φρέντυ και απλώνει το χέρι κουρασμένα για άλλα λεφτά. Ο Τέρρυ μπαϊλντισμένα του δίνει λεφτά. Ο Μπόμπυ φεύγει από τα καμαρίνια. Η Μπελίντα ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι τα λουλούδια της προκαλούνε ζήλεια και τα αφήνει πάνω στο τραπέζι της Μπέττυ μαζί με τα άλλα λουλούδια. Η Λούσυ στρίβει να πάει στα καμαρίνια συγχυσμένη και πάλι. Ο Τέρρυ τη σταματάει και κοιτάζει γύρω του μήπως βρει κάτι που να

Πάντως όλοι το λένε, έτσι και παρατήσεις το επάγγελμα δύσκολα συνηθίζεις το καθισιό. (Πάει στο γραφείο κρατώντας το ποτό του) (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την κουζίνα τον ακολουθεί η κυρία Κλάκεττ που κρατάει άλλο ένα πιάτο με σαρδέλες.) ΡΟΜΠΕΡΤ: ...Και όπως καταλαβαίνετε η υποψήφια ενοικιάστρια θα ήθελε να μάθει αν είχατε σ’ αυτό το σπίτι κανένα προηγούμενο με υπερφυσικά φαινόμενα. ΚΛΑΚΕΤΤ: Δεν ξέρω τι ήτανε τα προηγούμενα, αλλά πιο υπερφυσικό σπίτι απ’ αυτό, αποκλείεται να βρείτε. ΡΟΜΠΕΡΤ: Θέλω να πω, αν έπεσαν στην αντίληψη σας τίποτα εκτοπλάσματα, τίποτα αντικείμενα να πετάνε εδώ μέσα. (Η κυρία Κλάκεττ ακουμπάει τις σαρδέλες στο τραπεζάκι του τηλεφώνου, ξαναβάζει την τηλεόραση στη θέση της, βάζει την πρίζα και κλείνει την εξώπορτα) ΚΛΑΚΕΤΤ: Να πετάνε; Όχι παιδάκι μου εδώ μέσα όλα τα πλάσματα περπατάνε κανονικά, όπως σ’ όλα τα καθώς πρέπει σπίτια. ΡΟΜΠΕΡΤ: Θα το διαβιβάσω στην υποψήφια ενοικιάστρια. Αυτή τη στιγμή επιθεωρεί το γραφείο. (Ανοίγει την πόρτα του γραφείου κα την ξανακλείνει αμέσως) Κάποιος είναι εκεί μέσα. Ένας άντρας! ΚΛΑΚΕΤΤ: Αποκλείεται. Κανείς δεν είναι εδώ. ΡΟΜΠΕΡΤ: (Ανοίγει την πόρτα του γραφείου) Κοιτάξτε! Κοιτάξτε και μόνη σας! ...Εκεί είναι, κάτι ψάχνει. ΚΛΑΚΕΤΤ: (Ρίχνει μια σύντομη ματιά) Δε βλέπω κανέναν. ΡΟΜΠΕΡΤ: Δε βλέπετε κανέναν; Μα αυτό είναι απίστευτο. Και η υποψήφια ενοικιάστρια που είναι; Εκεί ήταν πριν! Πάει! Η υποψήφια ενοικιάστρια εξαφανίστηκε! (Κλείνει την πόρτα του γραφείου και κοιτάζει γύρω στο δωμάτιο. Βλέπει τις σαρδέλες στο τραπέζι) Ω Θεέ μου! ΚΛΑΚΕΤΤ: Τι είναι πάλι; ΡΟΜΠΕΡΤ: Εκεί. ΚΛΑΚΕΤΤ: Που; ΡΟΜΠΕΡΤ: Οι σαρδέλες! ΚΛΑΚΕΤΤ: Α, οι σαρδέλες. ΡΟΜΠΕΡΤ: Τις σαρδέλες τις βλέπετε; Δεν τις βλέπετε; ΚΛΑΚΕΤΤ: Τις σαρδέλες τις βλέπω. (Ο Ρόμπερτ αγγίζει προσεκτικά τις σαρδέλες κι ύστερα σηκώνει το πιάτο) ΚΛΑΚΕΤΤ: Αλλά δεν τις βλέπω καλά. Πάνε κι αυτές. ΡΟΜΠΕΡΤ: Αυτές τις σαρδέλες δε θα τις αφήσω απ’ τα χέρια μου. Αλλά που είναι η υποψήφια ενοικιάστρια; (Ο Ρόμπερτ ανεβαίνει απάνω κρατώντας τις σαρδέλες) ΚΛΑΚΕΤΤ: Με βλέπω όλη νύχτα ν’ ανοίγω σαρδέλες και να μπαινοβγαίνω σαν τον κούκο στο ρολόι! (Η κυρία Κλάκεττ πάει στην κουζίνα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Βίκυ! Βίκυ! (Ο Ρόμπερτ πάει στο μεσαίο μπάνιο) (Μπαίνει ο Διαρρήκτης από το γραφείο κουβαλώντας μια αγκαλιά ασημικά κ.λ.π.) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Κάρολε, μου λέει έκλεισες πια τα εβδομήντα. Καιρός να τα

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 73

Ο Τέρρυ δίνει το ουίσκι στη Λούσυ που το περιεργάζεται μυωπικά. Η Ντόλλυ έρχεται γύρω αφού βγήκε από την πόρτα της κουζίνας. Ο Φρέντυ παίρνει το μπουκάλι απ’ τα χέρια της Λούσυ και το σηκώνει ψηλά να της το δείξει. «Άλλο ένα μπουκάλι» Και είναι κιόλας μισό. Ο Τέρρυ προσπαθεί να το ξαναπάρει. Βγαίνει ο Γκάρυ στην πλατφόρμα και βλέπει αυτή την ευχάριστη, απ’ ότι φαίνεται παρέα γύρω από ένα μπουκάλι ουίσκι κάτω από την πλατφόρμα. Σκύβει και αδειάζει το πιάτο με τις σαρδέλες που κρατάει πάνω στο κεφάλι της Ντόλλυ κι ύστερα κάνει την είσοδό του. Ο Φρέντυ αφήνει το ουίσκι χάμω στο χείλος της πλατφόρμας για να βοηθήσει την Ντόλλυ να βγάλει τις σαρδέλες από τα μαλλιά της. Ο Γκάρυ έρχεται από τη σκηνή, σηκώνει το ουίσκι και πίνει μια γουλιά. Όπως έχει γερμένο το κεφάλι του πίσω η Ντόλλυ του δένει τα κορδόνια των δύο παπουτσιών μαζί. Ο Γκάρυ αφήνει κάτω το ουίσκι και κάνει την είσοδό του αλλά μπουρδουκλώνεται και πέφτει. Η Ντόλλυ, δείχνει στην Μπελίντα και στον Τέρρυ, τι έκανε. Προσπαθούν να δουν και οι τρεις τι συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Ο Ρόμπερτ, βρίσκει το μπουκάλι στην πλατφόρμα. Για δες! Άλλο μπουκάλι! Ο Τέρρυ, του παίρνει μηχανικά το μπουκάλι. Ο Τέρρυ, η Ντόλλυ και η Μπελίντα όλοι πίνουν με τη σειρά γουλιές, αφηρημένα, ενώ παρακολουθούν τα όσα συμβαίνουν πάνω στη σκηνή. Ο Γκόρντον κάθε φορά που περνάει αφηρημένα από χέρι σε χέρι δεν προλαβαίνει να το τσακώσει το μπουκάλι. Η Ντόλλυ, σηκώνει σιωπηλά τα χέρια της

κρεμάσεις τ’ άρματα. Καιρός να παραδώσεις τη σκυτάλη στα κλεφτρόνια. (Πετάει τ’ ασημικά πάνω στον καναπέ και πάει στο γραφείο. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από το μεσαίο μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Στην κρεβατοκάμαρα θα πήγε. (Ο Ρόμπερτ πάει στην κρεβατοκάμαρα) (Μπαίνει ο Διαρρήκτης από το γραφείο φέρνοντας το κουτί και την τσάντα του Φίλιπ. Αδειάζει το κουτί πίσω από τον καναπέ και το γεμίζει ασημικά) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Μπορεί να τα ‘κλεισα τα εβδομήντα, του λέω κι εγώ αλλά τα ‘χω τετρακόσια. Οπότε το βούλωσε ο φίλος. (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την κρεβατοκάμαρα κρατώντας πάντα τις σαρδέλες.) ΡΟΜΠΕΡΤ: (Φωνάζει) Βίκυ! Βίκυ! (Ο Ρόμπερτ πάει στη λινοθήκη) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Κι αν δεν το βούλωσε, εγώ πάντως δεν τον άκουσα. (Ο Διαρρήκτης πάει στο γραφείο χωρίς να δει ή ν’ ακούσει τον Ρόμπερτ. Μπαίνει ο Φίλιπ από το κάτω μπάνιο. Το δεξί του χέρι είναι πάντα κολλημένο στο χαρτί της Εφορίας και το αριστερό του στο πιάτο με τις σαρδέλες) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, αυτό το πράγμα που τα διαλύει όλα. Την κόλλα δεν την διαλύει. Το παντελόνι διαλύει. Αγάπη μου αφού διαπερνά παντελόνια, λες να προχωράει ακόμα και να διαλύει ... Αγάπη μου εγώ λέω να το βγάλω το παντελόνι μου! (Αρχίζει να ξεβρακώνεται όπως μπορεί.) ΦΙΛΙΠ: Τρέξε, αγάπη μου! Είναι επείγον το περιστατικό! Έχουμε κανένα πράγμα που να διαλύει το πράμα που διαλύει το πράμα; Γιατί αν αυτό διαπερνά και διαλύει τα πάντα... Αγάπη μου, νομίζω πως το αισθάνομαι! Νομίζω πως διαπερνά και διαλύει... τα πάντα! (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από τη λινοθήκη κρατώντας τις σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Αυτό το σπίτι είναι στοιχειωμένο!... (Ο Φίλιπ σηκώνει τα βρακιά του) ΦΙΛΙΠ: (κατ’ ιδίαν) Η Εφορία... ΡΟΜΠΕΡΤ: (τρομαγμένος) Νάτο πάλι! ΦΙΛΙΠ: Όχι! ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι; ΦΙΛΙΠ: Εγώ δεν είμαι δω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Ω Θεέ μου! ΦΙΛΙΠ: Εγώ είμαι αλλού. ΡΟΜΠΕΡΤ: Είναι απ’ αλλού... ΦΙΛΙΠ: Πρέπει να φεύγω! ΡΟΜΠΕΡΤ: Μείνε! Μη φεύγεις! ΦΙΛΙΠ: Θα γίνω καπνός. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μίλησε μου πρώτα! ΦΙΛΙΠ: Μόνο μπροστά στο δικηγόρο μου! ΡΟΜΠΕΡΤ: Μόνο μπροστά στο... Για στάσου... Διαρρήκτης είσαι! Κλέφτης ε; ΦΙΛΙΠ: Εμένα θα μου επιτρέψετε. (Κάνει ένα χαιρετισμό με το δεξί του χέρι, ύστερα βλέπει στο χέρι του το γράμμα της Εφορίας και το κρύβει βιαστικά πίσω απ’ την πλάτη του) Θα πάρετε μια σαρδέλα;

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 74

πάνω στη σκηνή είναι τέτοιος που ακόμη κι ο Γκόρντον τον ακούει. Καμιά αντίδραση πάνω στη σκηνή από τον Γκάρυ. Τεντώνουν τ’ αυτιά τους, περιμένουν και σιγά-σιγά το γέλιο τους σβήνει. Ο Φρέντυ πάνω στη σκηνή αυτοσχεδιάζει. Καμιά απάντηση. Η Μπελίντα γυρίζει στην Ντόλλυ με φρίκη «Τον σκότωσες!» Η Μπελίντα ανοίγει την πόρτα του γραφείου για να τρέξει στον Γκάρυ. Την εμποδίζει ο Τέρρυ. Η Ντόλλυ, αγκαλιάζει τον πρώτο άνθρωπο που βλέπει μπροστά της και που συμβαίνει να είναι η Λούσυ και κλαίει σιωπηλά και με οδυνηρές τύψεις «Τον σκότωσα!» Η Λούσυ, κοιτάζει έκθαμβη κι υστέρα φέρνει απότομα τα χέρια της στα μάτια της και τα σκεπάζει. Ακούγοντας τη φωνή του Γκάρυ, όλοι χαλαρώνουν. Ο Τέρρυ, πίνει ακόμη λίγο ουίσκι. Ο Φρέντυ, κάνει την έξοδο του με τα παντελόνια στους αστραγάλους, και το μαντήλι να του κλείνει τη μύτη. Όλοι τώρα είναι απασχολημένοι με το νέο πρόβλημα, ότι η Λούσυ, έχει χάσει τους φακούς της. Την οδηγούν την Λούσυ στο παράθυρο γιατί πρέπει να βγει. Ο Φρέντυ κοιτάζει μέσα στο μαντήλι του και αναγκάζεται αμέσως να καθίσει. Η Ντόλλυ και η Μπελίντα τον κανακεύουν. Ο Γκόρντον ρίχνει στον Τέρρυ, την ιδέα ότι οι φακοί μπορεί να είναι σε κανενός τα ρούχα. Η Μπέττυ, ρωτάει τον Τέρρυ αν αυτή είναι κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουν. Ο Τέρρυ της κάνει με το χέρι σα να λέει «άσε με τώρα.» Ο Γκόρντον ψάχνει τα ρούχα της Ντόλλυ. Αυτή

(Ο Ρόμπερτ κατεβαίνει) ΦΙΛΙΠ: Α, βλέπω τις έχετε και σεις τις σαρδέλες σας. Ε, μια και δεν μπορώ να σας προσφέρω τίποτα... Είστε καλά; ΡΟΜΠΕΡΤ: (στο τηλέφωνο) Αστυνομία! ΦΙΛΙΠ: ... εγώ λέω να πηγαίνω... (Τρέχει με τα παντελόνια γύρω από τους αστραγάλους. Βγαίνει από την εξώπορτα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Στάσου, που πας; (Στο ακουστικό) Εμπρός; Αστυνομία; Κάποιος μπήκε μες στο σπίτι μου!... Ή μάλλον κάποιος μπήκε στο σπίτι κάποιου. Ναι, ανώμαλος! Και εξαφανίστηκε και μια κοπέλα!

(Μπαίνει η Βίκυ από το παράθυρο) ΒΙΚΥ: Πάλι το είδα... Στον κήπο, άντρας είναι... ΡΟΜΠΕΡΤ: (στο τηλέφωνο) Όχι, η κοπέλα επέστρεψε ... (Κλείνοντας το ακουστικό με το χέρι) Είσαι καλά; ΒΙΚΥ: Όχι, λίγο ακόμη και θα μ’ έβλεπε... ΡΟΜΠΕΡΤ: (στο τηλέφωνο) Λίγο ακόμη και θα την έβλεπε... Όχι, αλλά είναι και κλέφτης από πάνω! Μας έκλεψε τα πράγματα μας! ΒΙΚΥ: (Βρίσκει την τσάντα κα το κουτί του Φίλιπ) Εδώ είναι τα πράγματα μας... ΡΟΜΠΕΡΤ: (στο τηλέφωνο) Τα πράγματα επέστρεψαν. Τώρα χάσαμε τις σαρδέλες... ΒΙΚΥ: (Βρίσκει τις σαρδέλες που είχε αφήσει ο Ρόμπερτ κοντά στην εξώπορτα) Εδώ είναι οι σαρδέλες!... ΡΟΜΠΕΡΤ: (στο τηλέφωνο) Τις βρήκαμε τις σαρδέλες! ΒΙΚΥ: Η Αστυνομία είναι; Τρελάθηκες; θέλεις να ‘ρθει εδώ και να με βρει με το κομπιναιζόν; ΡΟΜΠΕΡΤ: (στο τηλέφωνο) Τι σας έλεγα; Σας έλεγα ότι δε θα σα πω τίποτα. (Κλείνει το τηλέφωνο) Νόμισα πως σου συνέβη κάτι φοβερό. ΒΙΚΥ: Μου συνέβη. Τον ξέρω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Τον ξέρεις; ΒΙΚΥ: Έχει πάρε-δώσε με το γραφείο μας... ΡΟΜΠΕΡΤ: Πρόκειται για ανώμαλο...

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 75

Ο Γκάρυ βγαίνει απ' τη σκηνή έξαλλος, με τα κορδόνια δεμένα. Βλέπει έκθαμβος κάτω το θέαμα με τη Ντόλλυ και τον Γκόρντον. Ο Φρέντυ αναλαμβάνει να ψάξει αυτός στα ρούχα της Ντόλλυ. Ο Γκάρυ, κοιτάζει κάτω έξαλλος τον Φρέντυ και την Ντόλλυ και ξεκινάει να επιτεθεί στον Φρέντυ αλλά τον Γκάρυ τον εμποδίζουν ακόμη τα δεμένα κορδόνια και ο Φρέντυ πρέπει να βγει. Ο Γκάρυ προσπαθεί να βάλει τη Λούσυ να τον λύσει αλλά η Λούσυ, πρέπει να βγει. Η Μπελίντα ανεβαίνει στην πλατφόρμα για την είσοδο της. Την σταματάει ο Γκάρυ που της ζητάει να του λύσει τα κορδόνια. Ο Γκάρυ κάθεται χάμω για να λύσει τα κορδόνια του αλλά τότε κοιτάζοντας κάτω από την πλατφόρμα βλέπει τον Τέρρυ που άφησε το ουίσκι και ψάχνει τα ρούχα της Ντόλλυ. Αρχίζει και πηδάει έξαλλος, κατεβαίνοντας σκαλί-σκαλί με τα πόδια ενωμένα. Ο Τέρρυ, κοιτάζει απάνω αλλά την προσοχή του, αποσπάει ο Μπόμπυ, που μπαίνει από τα καμαρίνια, Ο Μπόμπυ, κρατάει ένα κάκτο που τον δίνει στον Τέρρυ. Ο Τέρρυ εξηγεί στον Μπόμπυ ότι ψάχνουν για τους φακούς και αφηρημένος δίνει τον

ΡΟΜΠΕΡΤ: Τότε, ρίξε κάτι απάνω σου! ΒΙΚΥ: Τι να ρίξω; ΡΟΜΠΕΡΤ: Στο μπάνιο, κάτι θα έχει. (Σηκώνει την τσάντα και το κουτί και ανεβαίνει προς το μεσαίο μπάνιο) Πιάσε εσύ τις σαρδέλες... (Πάνε κι οι δύο στο μεσαίο μπάνιο. Μπαίνει ο Διαρρήκτης κρατώντας ένα μαγνητόφωνο) (Ο Γκάρυ αρχίζει να κατεβαίνει τις σκάλες για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση αλλά τα ενωμένα του παπούτσια τον εμποδίζουν να κάνει πάνω από δύο βήματα και ήρθε πάλι η στιγμή να βγει) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Γιατί βρε, του λέω, πότε παράτησα εγώ τη δουλειά στη μέση, για να το ρίξω στο πιοτό; (Αφήνει κάτω το μαγνητόφωνο, δίπλα στην εξώπορτα) Εκτός κι αν το φέρει η κουβέντα και μου ανοίξει η όρεξη. Το ‘φερε! Πούντο τώρα; Που το ‘βαλα; (Μπαίνει ο Ρόμπερτ, από το μπάνιο κουβαλώντας την τσάντα και το κουτί) ΡΟΜΠΕΡΤ: Κάτσε κει και μη βγεις αν δεν ντυθείς. (Μπαίνει η Βίκυ από το μεσαίο μπάνιο κρατώντας ένα πολύ κοντό, άσπρο, έξωμο νυχτικό Ο Ρόμπερτ πάει στην κρεβατοκάμαρα) ΒΙΚΥ: Και θα εμφανιστώ στους φορολογούμενους μ’ αυτό το πράγμα; (Η Βίκυ, πάει στην κρεβατοκάμαρα) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Τι το ‘θελα και το μελέτησα τώρα; (Ο Διαρρήκτης φεύγει από την ανοιχτή πόρτα του μεσαίου μπάνιου. Μπαίνει ο Φίλιπ από την εξώπορτα) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου! Βοήθεια! Που είσαι; (Μπαίνει η Λούσυ από την κρεβατοκάμαρα κρατώντας το νυχτικό, την ακολουθεί ο Ρόμπερτ. Ο Φίλιπ πάει βιαστικά στο κάτω μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Βάλτο τώρα αυτό! Είναι μια αρχή. Θα σου βρω και κάτι για πάνω... κάτι για κάτω... (Ο Ρόμπερτ, πάει στην κρεβατοκάμαρα, η Βίκυ πάει στο μεσαίο μπάνιο. Ξαναμπαίνει η Βίκυ από το μεσαίο μπάνιο) ΒΙΚΥ: Κάποιος είναι εκεί μέσα! Αυτός είναι! (Η Βίκυ τρέχει στο κάτω μπάνιο. Μπαίνει η Φλάβια από τον απάνω διάδρομο κρατώντας ένα ντενεκεδένιο κουτί) ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου, δεν ξέρεις τι υπέροχα πράγματα ανακαλύπτω εκεί απάνω... (Η Βίκυ ουρλιάζει) ΦΛΑΒΙΑ: Το θυμάσαι αυτό το ονειρεμένο κουτί... (Μπαίνει η Βίκυ από το κάτω μπάνιο, σταματάει βλέποντας τη Φλάβια) ...μου το ‘χεις χαρίσει στην πρώτη επέτειο του ... Ποια είστε σεις; ΒΙΚΥ: Ω Θεέ μου! Η σύζυγος και άλλα προστατευόμενα μέλη! (Σκεπάζει το πρόσωπο της με τα χέρια της. Μπαίνει ο Φίλιπ από το κάτω μπάνιο με τα πράγματα πάντα κολλημένα στα χέρια του. Τώρα όμως του ‘χει κολλήσει και το νυχτικό. Κρατάει τα βρακιά του με τους αγκώνες του) ΦΙΛΙΠ: Σας έβγαλα το φόρεμα σας! (Η Φλάβια βγάζει μια άναρθρη κραυγή. Ο Φίλιπ κοιτάζει απάνω και τη βλέπει. Στη Φλάβια) Που ήσουνα; κοντεύω να τρελαθώ... Δε βλέπεις την κατάσταση μου;

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 76

κάκτο στον Γκάρυ. Ο Τέρρυ σκύβει πάλι πάνω από τα ρούχα της Ντόλλυ και ο Γκάρυ, του κοπανάει τον κάκτο στον πισινό. Μετά πηδάει τις σκάλες απάνω πάλι πάντα κρατώντας· τον κάκτο. Ο Τέρρυ, πάει να τον κυνηγήσει αλλά του κόβει τη φόρα ο πόνος. Έξοδος της Λούσυ. Και ο Γκάρυ της δίνει τον κάκτο καθώς την συναντάει την ώρα που πάει να βγει. Η Λούσυ κατεβαίνει από την πλατφόρμα κρατώντας... τον κάκτο. Η Ντόλλυ βγάζει ένα αγκάθι από τον πισινό του Τέρρυ. Η Λούσυ, έχει μείνει καθώς κοιτάζει έκθαμβη τον Τέρρυ να κατεβάζει τα παντελόνια του, ενώ η Ντόλλυ, του βγάζει αγκάθια από τον πισινό του. Η Μπελίντα βλέπει την σκηνή από την πλατφόρμα. Το ίδιο κι ο Γκάρυ. Ο Μπόμπυ, προειδοποιεί τον Τέρρυ, ότι ο Γκάρυ πηδάει και ξανακατεβαίνει τα σκαλιά. Ο Τέρρυ, σηκώνει γρήγορα τα βρακιά του. Ο Μπόμπυ παίρνει τον κάκτο από την Λούσυ, πριν προλάβει να τον πάρει ο Γκάρυ, και να τον ξαναχρησιμοποιήσει. Ο Γκάρυ, πρέπει τώρα να ξαναπάει απάνω... για να κάνει την είσοδό του. Ο Τέρρυ ξανακατεβάζει τα βρακιά του για να συνεχίσει η Ντόλλυ, την δουλειά της. Έξοδος του Γκάρυ και ο Τέρρυ αποφασίζει βιαστικά ότι δε χρειάζεται άλλη περίθαλψη. Έξοδος του Φρέντυ που παίρνει τα σεντόνια που περιμένουν για να τα φορέσουν αυτός και η Λούσυ. Τα πετάει στην Λούσυ από την πλατφόρμα για να της θυμίσει την αλλαγή της. Η Λούσυ κοιτάζει τα σεντόνια και γυρίζει να φύγει. Αλλά ο Τέρρυ την κρατάει καθώς παίρνει τον κάκτο από τον Μπόμπυ και της εξηγεί

Το ντενεκεδένιο κουτί πέφτει από τα χέρια της Φλάβια που έχουν παραλύσει από τη φρίκη, και γκρεμίζεται κάτω στο πάτωμα του καθιστικού. Ο Φίλιπ τρέχει προς τις σκάλες με τα βρακιά του στους αστραγάλους και με τα χέρια τεντωμένα ικετευτικά. Η Βίκυ τρέχει να γλιτώσει απ’ αυτόν και χώνεται στη λινοθήκη) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, εγώ προσπαθούσα να της εξηγήσω τα της Εφορίας και κόλλησαν τα δάκτυλα μου! (Έξοδος της Φλάβια με μια κραυγή πόνου από το διάδρομο απάνω. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την κρεβατοκάμαρα και πάει ίσια καταπάνω στον Φίλιπ. Ο Φίλιπ κρατάει το νυχτικό ψηλά μπροστά στο πρόσωπο του) ΡΟΜΠΕΡΤ: Πάψε να μου ανεμίζεις αυτό το πράγμα μες στα μούτρα! Ψάχνω! Προσπαθώ! θα κοιτάξω και στ’ άλλα δωμάτια! (Φεύγει από το διάδρομο απάνω. Ο Φίλιπ γυρίζει να ξανακατέβει. Ακούει το καζανάκι από το μεσαίο μπάνιο. Στέκεται. Μπαίνει ο διαρρήκτης από το μεσαίο μπάνιο κρατώντας δύο χρυσές βρύσες.) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Δύο χρυσές βρύσες... τέλος πάντων... (Ο Διαρρήκτης σταματάει βλέποντας τον Φίλιπ...) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Ωχ... ΦΙΛΙΠ: Ποιος είστε σεις; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: (κατ’ ιδίαν) Επ’ αυτοφώρω! ΦΙΛΙΠ: Για το φόρο; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Κάνω έλεγχο... (δείχνει τις βρύσες) ΦΙΛΙΠ: Έλεγχο; Πω-πω παλούκι... ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Το λούκι... Ναι! Οι αγωγοί... Μια διαφυγή... (Πάει πάλι στο μπάνιο) ΦΙΛΙΠ: Αγωγή! Φοροδιαφυγή! ΡΟΜΠΕΡΤ: (of) Ω Θεέ μου! ΦΙΛΙΠ: Ο άλλος ελεγκτής.. (Ο Φίλιπ πάει στην κρεβατοκάμαρα κρατώντας το νυχτικό μπροστά στο πρόσωπο του. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από τον απάνω διάδρομο.) ΡΟΜΠΕΡΤ: Βρέχει ντενεκέδες. Πολύ αλλόκοτα πράγματα συμβαίνουν σ’ αυτό το σπίτι. Ντύθηκες ή ακόμα; (Ο Ρόμπερτ πάει στο μεσαίο μπάνιο. Μπαίνει ο Φίλιπ από την κρεβατοκάμαρα προσπαθώντας να ξεκολλήσει το νυχτικό απ’ το κεφάλι του) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου! Τώρα μου κόλλησε στο κεφάλι! (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από το μεσαίο μπάνιο. Ο Φίλιπ πάει στην κρεβατοκάμαρα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Ένας άντρας! (Μπαίνει ο Διαρρήκτης από το μπάνιο) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: (κατ’ ιδίαν) Δρόμο Κάρολε, πρέπει να βιαστείς... ΡΟΜΠΕΡΤ: Βιαστής; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Δεν είναι τίποτα. Το σιφόνι… (Πάει πάλι στο μεσαίο μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Και δεν είναι τίποτα; Τόσοι φόνοι; Που είν’ η Βίκυ; Βίκυ! (Ο Ρόμπερτ, πάει στο κάτω μπάνιο. Μπαίνει ο Διαρρήκτης από το μεσαίο μπάνιο και κατευθύνεται προς την εξώπορτα)

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 77

Γυρίζει πληγωμένος και κοιτάζει τον Μπόμπυ, που του κάνει νόημα ότι το μαγαζί δεν είχε τίποτ’ άλλο πια, ότι είχε βρίσκεται τώρα πάνω στο τραπέζι της Μπέττυ. Ο Φρέντυ ανεμίζει τα σεντόνια απελπισμένος. Η Λούσυ, ανεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα, και κρατώντας τον κάκτο. Έξοδος του Γκόρντον. Η Λούσυ, χώνει τον κάκτο στα χέρια του Γκόρντον καθώς περνάει. Στροβιλίζονται τα σεντόνια, καθώς ο Φρέντυ προσπαθεί να ντύσει την Λούσυ, εγκαίρως για την είσοδό τους. Καταλήγουν να ‘χουν τυλιχτεί μαζί και να προσπαθούν να μπουν από ξεχωριστές πόρτες. Η Μπελίντα που είναι απάνω για την είσοδό της, προσπαθεί να τους ξεμπερδέψει. Ο Γκόρντον που στέκεται έξω από την πόρτα του μεσαίου μπάνιου, προσπαθεί να βοηθήσει. Κρατάει ακόμα τον κάκτο. Κι αυτός και ο κάκτος, χειροτερεύουν τα πράγματα. Ο Φρέντυ και η Λούσυ, δε βγαίνουν στην ώρα τους. Ο Γκάρυ βλέπει την κατάσταση και βγαίνει στη σκηνή βρίζοντας ότι αυτός πρέπει πάντα να μπαλώνει τις καταστάσεις. Αυτοσχεδιάζει. Ο Γκόρντον και η Μπελίντα τελικά σπρώχνουν τον Φρέντυ και την Λούσυ μαζί μέσα από την πόρτα. Ο Τέρρυ, πέφτει σε μια καρέκλα και παίρνει ένα χάπι. Ο Μπόμπυ φοράει το σεντόνι έτοιμος να βγει ως ντουμπλύρ του Φίλιπ. Ο Γκόρντον κατεβαίνει κάτω με τον κάκτο και κάθεται στο χαμηλότερο σκαλί πτώμα. Κλείνει τα μάτια του. Η Ντόλλυ, τον δείχνει στον Μπόμπυ κι ύστερα βγαίνει. Ο Μπόμπυ σηκώνει το ουίσκι και κοιτάζει τη στάθμη. Λέει στον Τέρρυ ότι ο Γκόρντον είναι μεθυσμένος. Ο Τέρρυ, λέει, ότι αυτό

ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Σαν πολλοί μαζευτήκαμε εδώ μέσα. Εγώ λέω να φεύγω. Να μην σ’ αφήνουν να κάνεις τη δουλειά σου με την ησυχία σου! (Μπαίνει ο Ρόμπερτ, από το κάτω μπάνιο, ο Διαρρήκτης κάνει μεταβολή και κατευθύνεται προς το μεσαίο μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Αν δεν τη βρω την έχεις άσχημα... ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Άμα τρέχει άσχημα, να το φτιάξω... (Ο Διαρρήκτης πάει στο μεσαίο μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Βίκυ; (Ο Ρόμπερτ, βγαίνει από την εξώπορτα)

(Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την εξώπορτα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Ακόμη να φανεί ο Σεΐχης! Κι εγώ νόμιζα πως θα ‘ρχότανε στις τέσσερις; Και να ... δηλαδή τώρα είναι σχεδόν αυτό... τέσσερις... Δηλαδή σχεδόν περασμένες τρεις... Γιατί... ας πούμε εγώ έχω τουλάχιστον τόσο, που στέκομαι εδώ... σαν αιωνιότητα μου φάνηκε... Τι ώρα να ‘ναι; Πρέπει να κοντεύει... αυτό σχεδόν... χωρίς υπερβολή ας πούμε πέντε ακριβώς... Α, εδώ ήσασταν τόση ώρα και μου κρυβόσαστε κύριε Σεΐχη μου... Κι από δω η χαριτωμένη σύζυγος σας δίχως άλλο! Ώστε θέλετε να το δείτε τώρα το σπίτι κύριε Σεΐχη; Ωραία. Λοιπόν, μια και είστε ήδη απάνω... (Ο Ρόμπερτ ανεβαίνει απάνω) (Μπαίνει η Φλάβια από τον απάνω διάδρομο, κρατώντας ένα βάζο) ΦΛΑΒΙΑ: Να μου φέρει εδώ αυτή την τσούλα! Θα του σπάσω το κεφάλι! ΡΟΜΠΕΡΤ: ... Ας αρχίσουμε από κάτω. (Ο Ρόμπερτ, ο Φίλιπ και η Βίκυ κατεβαίνουν κάτω) ΦΛΑΒΙΑ: Εσείς ποιος είστε; Τι είν’ αυτά τα πλάσματα; ΡΟΜΠΕΡΤ: (στον Φίλιπ) Ζητώ συγγνώμη. Δεν την ξέρω την κυρία... Δεν έχει καμιά σχέση με το σπίτι, σας βεβαιώ... (Μπαίνει η κυρία Κλάκεττ από την κουζίνα με ένα άλλο πιάτο σαρδέλες. Ο Ρόμπερτ, προχωρεί για να την παρουσιάσει) ΡΟΜΠΕΡΤ: ... αντιθέτως η συμπαθέστατη κυρία με τις σαρδέλες από εδώ... ΚΛΑΚΕΤΤ: Οι σαρδέλες ούτε από δω ούτε από κει. Είναι δικές μου και αυτή τη φορά θα τις φάω... ΡΟΜΠΕΡΤ: ... θα ασχοληθεί με τις σαρδέλες της, οπότε ας

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 78

Ο Μπόμπυ του παίρνει τον κάκτο και τον αφήνει στα σκαλιά. Ύστερα του βγάζουν το καπέλο και το σακάκι του. Τα φοράει ο Μπόμπυ. Ο Τέρρυ, τώρα συνειδητοποιεί ότι ο Μπόμπυ φοράει ακόμα το σεντόνι κάτω από το σακάκι. Βγάζουν το σακάκι, βγάζουν το σεντόνι. Ο Μπόμπυ, τώρα συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει στη θέση του να βγει ο Τέρρυ. Πείθει τον Τέρρυ να βάλει το σεντόνι. Έξοδος της Μπελίντα που σκύβει τώρα πάνω από την πλατφόρμα για να δει τι συμβαίνει πάλι. Ο Τέρρυ και ο Μπόμπυ, της εξηγούν ότι ο Γκόρντον είναι μεθυσμένος. Αυτή λέει βγήκε να μιλάει κιόλας.... Ο Μπόμπυ βγάζει τα ρούχα του διαρρήκτη. Ο Τέρρυ βγάζει το σεντόνι του ντουμπλύρ και το φοράει ο Μπόμπυ. Η Ντόλλυ αυτοσχεδιάζει μια και καταφανώς το σεντόνι δεν εννοεί να φύγει από τη Λούσυ. Αυτοσχεδιάζει και ο Γκάρυ. Το ίδιο και η Μπελίντα. Ο Φρέντυ κάνει την έξοδο του μαζί με την Λούσυ μια και είναι πάντα ένα μαζί της. Αυτοσχεδιάζει... τώρα και ο Γκόρντον. Η Λούσυ μιλάει of. Μπαίνει ο Μπόμπυ. Η Ντόλλυ αυτοσχεδιάζει μια κι έφυγε η Λούσυ. Η Λούσυ, κοιτάζει πίσω μέσα από την πόρτα τον γραφείου όσο καλλίτερα μπορεί ενώ ο Φρέντυ, ξεμπερδεύεται από τα σεντόνια Ο Τέρρυ αρχίζει και φοράει την κελεμπία για να βγει αντί για το Φρέντυ. Αλλά ο Φρέντυ ελευθερώνεται και σπρώχνει την Λούσυ πίσω στη σκηνή. Ο Τέρρυ, βοηθάει τον Φρέντυ, να χωθεί όπωςόπως μέσα στην κελεμπία του για την

ΦΛΑΒΙΑ: Τι είν’ αυτοί κυρία Κλάκεττ; ΚΛΑΚΕΤΤ: Μας έρχονται και τέτοιοι. Από την Αραβία. Σερίφηδες. Τυλιγμένοι με τα σεντόνια. ΡΟΜΠΕΡΤ: Ζητώ συγγνώμη! (Ανοίγει την πόρτα του μεσαίου μπάνιου)...αλλά εδώ... ΦΛΑΒΙΑ: Σεντόνια; (Η Φλάβια πάει στην κρεβατοκάμαρα) (Μπαίνει ο Διαρρήκτης από το μεσαίο μπάνιο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Από δω έχουμε... ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Το φλοτέρ. Σας έστριψε μια βίδα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Α, έχουμε αυτόν. (Μπαίνει η Φλάβια από την κρεβατοκάμαρα) ΦΛΑΒΙΑ: Τα σεντόνια! Τα σεντόνια απ’ το κρεβάτι μου! ΚΛΑΚΕΤΤ: Κλέφτες οι Σερίφηδες! ΡΟΜΠΕΡΤ: Ενώ στο γραφείο έχουμε όπως θα δείτε... ΚΛΑΚΕΤΤ: Φέρε πίσω το σεντόνι, αρχικλέφταρε... (Αρπάζει το κοντινότερο σεντόνι και καθώς το τραβάει της μένει στα χέρια και εμφανίζεται η Βίκυ) ΚΛΑΚΕΤΤ: Καλέ αυτός είναι αδύνατον να δεις τι είναι! Του ‘χει κολλήσει το σεντόνι απάνω της! ΡΟΜΠΕΡΤ: Εσύ είσαι... Δηλαδή θα μπορούσε... ίσως... γιατί όχι ΦΛΑΒΙΑ: Αυτή είναι... Ή δεν είναι; (Η Φλάβια κατεβαίνει κάτω απειλητικά. Ο Φίλιπ αποσύρεται διακριτικά στο γραφείο) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Κορούλα μου! Πρόλαβα εγώ… Σε γνώρισα... Η καρδιά του πατέρα δε γελιέται! ΒΙΚΥ: Πατέρα! (Η Φλάβια καθηλώνεται) (Μπαίνει ο Φίλιπ από το γραφείο έκθαμβος. Τον παίζει τώρα ντουμπλύρ) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Η μικρή μου Βίκυ που το είχε σκάσει από το σπίτι! Που νόμιζα πως ποτέ δε θα τη ξαναδώ... ΚΛΑΚΕΤΤ: Κι ούτε τώρα θα την ξαναδείς. ΒΙΚΥ: (στον Διαρρήκτη) Τι κάνεις εδώ μπαμπά σ’ αυτά τα χάλια; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Κι εσύ τι κάνεις εδώ σ’ αυτά τα χάλια; ΒΙΚΥ: Εγώ; Πάω στον ελεγκτή τους φακέλους των φοροφυγάδων... (Ο Φίλιπ πιάνει την καρδιά του και λιποθυμάει, πέφτοντας πίσω από τον καναπέ, χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι οι άλλοι) ΦΛΑΒΙΑ: (Απειλητικά) Πού πήγε το άλλο μου σεντόνι; (Μπαίνει από την εξώπορτα το πιο περιζήτητο πράγμα στις μέρες μας ένας Σεΐχης. Φοράει αραβική κελεμπία και μοιάζει τρομερά στον Φίλιπ αφού ο ρόλος παίζεται από τον ίδιο ηθοποιό) ΣΕΪΧΗΣ: Μεγάλος ο Αλλάχ!... Μεγάλος ο οίκος που μου βρήκε. Μεγάλος και

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 79

ένοχα γιατί στέκεται μπροστά του η Μπέττυ και τον κοιτάζει σα να τον κατηγορεί. Αρχίζει και του μιλάει αγωνιωδώς, στην αρχή ψιθυριστά, έτσι που δεν ακούγεται τίποτα. ΜΠΕΤΤΥ: Άκου δω πρέπει να σου μιλήσω. Όχι. τώρα. Το ξέρω πως δεν είναι κατάλληλη η στιγμή αλλά ποια στιγμή είναι κατάλληλη; Σου ‘χω τηλεφωνήσει εκατό χιλιάδες φορές και ποτέ δεν είσαι εκεί. Ξέρω πως όλη μέρα έχεις πρόβα, αλλά σε παίρνω και τα μεσάνυχτα, σε παίρνω και πρωί-πρωί και ποτέ δεν είσαι εκεί. Ο Τέρρυ, της κάνει νοήματα ότι δεν ακούει και της προσφέρει μια γουλιά ουίσκι να ηρεμήσει. Αυτή σπρώχνει το ουίσκι πίσω όλο και πιο ταραγμένη. ΜΠΕΤΤΥ: (Αρθρώνοντας τις λέξεις που όμως ακόμη καλύπτονται από το διάλογο πάνω στη σκηνή) Άστα αυτά που ξέρεις· αυτό που πρέπει να σου πω, θα στο πω και θα μ’ ακούσεις, θα στο πω τώρα γιατί ξέρω πως μόλις κλείσει αυτή η αυλαία θα τρέξεις μέσα να βρεις την άλλη. Σου κάνει και τη δύσκολη ε; Το βούρλο. Σε είδα πια με εκείνο το γαϊδουράγκαθο στη γλάστρα. Εγώ δεν είμαι στραβή. Κι αφού τη ρίξεις κι αυτή θα τρέξεις να προλάβεις το πρώτο τρένο για το Λονδίνο. Αλλά εμείς τα μάθαμε πια τα κόλπα σου κύριε Τέρρυ Άλλεν. Βάζω στοίχημα ότι και ‘χει στο Ριχάρδο τον Τρίτο κάποια θα ‘χεις βρει να τραβολογιέσαι! Αλλά αυτή τη φορά δε μου γλιτώνεις έτσι εύκολα. Ο Τέρρυ κουρασμένα, χαμογελώντας, θέλοντας να την ηρεμήσει κάνει νόημα ότι δεν ακούει ούτε λέξη. ΜΠΕΤΤΥ: Θα μ’ ακούσεις θες δε θες. Πρέπει να μ’ ακούσεις. ΕΙΜΑΙ ΕΓΚΥΟΣ! Όλοι πάνω στη σκηνή μένουν με κομμένη την

γαλήνιος. Τον ενοικιάζω. ΟΛΟΙ:Εσείς! ΦΛΑΒΙΑ: Είναι… δεν είναι; ΣΕΪΧΗΣ: Αν είναι εγκώ! Βεβαίως είναι εγκώ. Ποιος άλλος; Εγκώ, όχι άλλος... (Όλοι πέφτουν απάνω του) ΡΟΜΠΕΡΤ: Έχεις το θράσος να ζητάς να σου δείξουν ένα τέτοιο σπίτι... ξεβράκωτε αλήτη! (Του σηκώνει την κελεμπία) ΣΕΪΧΗΣ: Εγκώ, αλήτη; ΦΛΑΒΙΑ: Έπαιξες μαζί μου και τώρα με πετάς σα σπασμένη κούκλα! (τον χτυπάει) ΣΕΪΧΗΣ: Εγκώ, κούκλα; ΚΛΑΚΕΤΤ: Ακούς να μου πάρει τα καθαρά σεντόνια! (Προσπαθεί να του βγάλει την κελεμπία) ΒΙΚΥ: Εμένα που μου πήρε το νυχτικό μου ο ανώμαλος... (Πάει να του βγάλει το σαρίκι) ΣΕΪΧΗΣ: Εγκώ ανώμαλο; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Δεν ξέρω τι πήγες να κάνεις στο κοριτσάκι μου, μέσα σ’ αυτό το σπίτι, ούτε και θέλω να το μάθω. Αλλά εγώ Βίκυ ένα έχω να σου πω... ΒΙΚΥ: Τι μπαμπά; ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Σε μια ζωή που βασιλεύει το άγχος, η αβεβαιότητα και η αγωνία ένα μόνο μπορεί να σου δώσει κουράγιο κι αισιοδοξία... ΟΛΟΙ:Τι; (Ο Διαρρήκτης παίρνει το πιάτο από την κυρία Κλάκεττ) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Ένα απλό, νόστιμο πιάτο με πικάντικες σαρδέλες.

ΑΥΛΑΙΑ

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 80

ΠΡΑΞΗ Γ’ (Το καθιστικό των Μπρεντ. Μια Τετάρτη απόγευμα. Δημοτικό Θέατρο του Στόκτον. Σάββατο 6 Απριλίου. Αυτή τη φορά θα δούμε την Πρώτη Πράξη από μπροστά, ακριβώς όπως στην πρόβα. Πριν ανοίξει η αυλαία, ακούμε τη φωνή της Μπέττυ από το μεγάφωνο. ΜΠΕΤΤΥ: Κυρίες και κύριοι. Πάρτε τις θέσεις σας παρακαλώ. Η παράσταση αρχίζ... Ωχ! (Σταματάει γιατί η αυλαία άνοιξε για να αποκαλύψει τον Μπόμπυ που ελέγχει το φροντιστήριο πάνω στη σκηνή. Η αυλαία ταλαντεύεται δισταχτικά και ξανακλείνει. Όταν ανοίξει πάλι, η σκηνή είναι άδεια και το τηλέφωνο χτυπάει. Μπαίνει από τη μεριά της κουζίνας η κυρία Κλάκεττ, ακολουθούμενη από το πόδι της Μπελίντα. Κρατάει ένα πιάτο με σαρδέλες και κουτσαίνει. Είναι φανερό ότι πονάει) ΚΛΑΚΕΤΤ: Α, για σε παρακαλώ! Σ’ άκουσα, κουφή είμαι; Κουτσή είμαι! Αφού μου πέσανε οι σαρδέλες πως θες να σε σηκώσω και σένανε. Ένα πόδι έχω όλο κι όλο. Εμπρός. Μάλιστα εδώ είναι αλλά δεν είναι εδώ.... Ο κύριος Μπρεντ ναι. Όχι δεν είναι εδώ. Ναι εδώ κατοικεί αλλά δεν μένει εδώ γιατί μένει στη Σαρδηνία. (Εξετάζει το πόδι της ενώ μιλάει) Ναι ο Φίλιπ Μπρεντ, μάλιστα... που γράφει τα έργα στα θέατρα. Τώρα γιατί τα γράφει τα έργα... τι να σου πω... για να παιδεύει εμένανε.... Ναι κι αυτή στη Σαρδηνία, ναι όλοι στη Σαρδηνία,, κανείς δεν είναι εδώ... Εγώ στη Σαρδηνία; Όχι, εγώ δεν είμαι στη Σαρδηνία, εγώ είμαι έξαλλη. Τρελαθήκαμε εντελώς, εγώ στεκόμουνα εκεί, έτοιμη να βγω με τις σαρδέλες μου στο χέρι και μου δίνει μια κλωτσιά στο καλάμι και να οι σαρδέλες στη μοκέτα. (Καθώς τρίβει το γόνατο της, αναποδογυρίζεται το πιάτο και της πέφτουν οι σαρδέλες κάτω χωρίς να το αντιληφθεί) Κατάλαβες, ούτε τρεις μήνες δεν κλείσαμε ακόμη κι άρχισε να κλωτσάει σα φοράδα, ορίστε βγήκα τώρα εδώ και δεν ξέρω που βρίσκομαι. Κάθομαι τώρα με σπασμένο το Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 81

καλάμι και ψαρεύω σαρδέλες! Πούντες οι σαρδέλες; Πάλι τις έχασα... (Ψάχνει γύρω να δει τις σαρδέλες) Ακούστε. Αν είναι για το τέτοιο... για να το νοικιάσετε, να πάρετε τους μεσίτες, αυτοί ξέρουνε που βρίσκονται... Όχι αυτοί δεν είναι στη Σαρδηνία, μέσα τους έχω, στο γραφείο. Κτηματικαί συναλλαγαί Κάρτερ, Κάρτερ, Χάκμαν και μην κλείσετε.... τώρα είναι που θα γίνει το σώσε, με ένα χέρι δε δουλεύει το μυαλό μου. (Ανακατεύει αμήχανη το τηλέφωνο, το πιάτο και την εφημερίδα ψάχνοντας) Να δεις που έτσι θα μου το πάνε σήμερα. Θα χτυπάει συνέχεια ετούτο το ρημάδι και δε θα τα ‘δω τα καπέλα με τα φρούτα, θα την πατήσω πάλι. (Πατάει τις σαρδέλες) Την πάτησα. (Σκουπίζει το παπούτσι της με την εφημερίδα) Να δεις που όποιος μπαίνει τώρα εκεί θα βρίσκει να πατήσει. (Ρίχνει την εφημερίδα πάνω στις σαρδέλες) Θα βάλω απάνω αυτό και... είδες; Έτσι θα ‘μαστε εντάξει. Αλλά τι κρατάω τώρα, ιδέαν δεν έχω. (Πάει στο γραφείο κρατώντας το άδειο πιάτο και το ακουστικό. Το υπόλοιπο τηλέφωνο πέφτει από το τραπεζάκι του και την ακολουθεί στα μισά του δρόμου. Ακούγεται κλειδί που ξεκλειδώνει την εξώπορτα. Ανοίγει η εξώπορτα. Στο κατώφλι στέκεται ο Ρόμπερτ κρατώντας ένα χαρτονένιο κουτί) ΡΟΜΠΕΡΤ: ...Η οικονόμος μου βέβαια, αλλά σήμερα έχει έξοδο. (Το τηλέφωνο αρχίζει να έρπει διακριτικά προς την πόρτα. Μπαίνει η Βίκυ) Κι έτσι δε θα μας ενοχλήσει κανείς. (Ο Ρόμπερτ ξαναβγαίνει για να φέρει μια αεροπορική τσάντα και ύστερα κλείνει την εξώπορτα) Για να σιγουρευτούμε. (Ακινητοποιεί το τηλέφωνο, βάζοντας εκεί το πόδι του δήθεν τυχαία και φυσικά. Η Βίκυ περιεργάζεται γύρω το σπίτι) Είναι κανείς εδώ; Όχι, κανείς. (Σηκώνει το τηλέφωνο από χάμω και το ξαναβάζει στο τραπέζι) Λοιπόν πως σου φαίνεται; (Παίρνει το χέρι του από το τηλέφωνο και αυτό πηδάει πάλι και πέφτει στο πάτωμα) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 82

ΒΙΚΥ: Πολύ απίθανο. Όλο αυτό δικό σου είναι; (Το τηλέφωνο αρχίζει πάλι να φεύγει έρποντας. Ο Ρόμπερτ το σηκώνει πάλι σα να μην τρέχει τίποτα, ενώ μιλάει και το βάζει στον μπουφέ) ΡΟΜΠΕΡΤ: Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Αναπαλαιωμένος μύλος. Δέκατος έκτος αιώνας. ΒΙΚΥ: Θα ‘χει ένα κάρο λεφτά ε; (Άλλο ένα τράβηγμα από το καλώδιο και το τηλέφωνο πηδάει, διασχίζοντας το δωμάτιο. Η Βίκυ δεν του δίνει σημασία) ΡΟΜΠΕΡΤ: Ε, σαν επιχειρηματίας και ‘γω χρειάζομαι μια γωνίτσα για να δέχομαι τους πελάτες μου. Α, πω πω, φαίνεται πως κάποιος με ζητάει στο τηλέφωνο. (Σηκώνει το τηλέφωνο και το ξαναβάζει στον μπουφέ) Σίγουρα θα είναι αυτός ο τέτοιος, ο αυτός από την Αραβία, για να μου πει ότι θα έρθει στις τέσσερις! Λοιπόν ας του μιλήσω μια στιγμή και... (Πάει να σηκώσει το ακουστικό και διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει. Ενώ συνεχίζεται ο διάλογος, ακολουθεί με το χέρι του το καλώδιο) ΒΙΚΥ: Μα και εγώ στις τέσσερις πρέπει ν’ αφήσω αυτά τα ντοσιέ στο γραφείο. ΡΟΜΠΕΡΤ: Δηλαδή προλαβαίνουμε δεν προλαβαίνουμε, θέλω να πω αν είναι να το τραβήξουμε, να το τραβήξουμε. Δηλαδή να το ξεπετάξουμε. Δηλαδή εννοώ... ΒΙΚΥ: Ε, άντε τότε, πάμε. ΡΟΜΠΕΡΤ: Δε βαριέσαι, ας μην τη βάλουμε στην πρίζα τη σαμπάνια. (Τραβάει διακριτικά το καλώδιο) ΒΙΚΥ: Κοίτα πόρτες και κακό! Που πάνε όλες αυτές; ΡΟΜΠΕΡΤ: Μπα! Λίγα πράματα. Το γραφείο μου, κουζίνες και λοιπά και ένα διαμερισματάκι για την... (Τραβάει με δύναμη και εμφανίζεται το καλώδιο χωρίς το ακουστικό) ακουστικονόμο μου. ΒΙΚΥ: Το τέλειο. Και που είναι η... ΡΟΜΠΕΡΤ: Ποια; ΒΙΚΥ: Ξέρεις... ΡΟΜΠΕΡΤ: Α, από δω! (Της ανοίγει την πόρτα του μπάνιου) ΒΙΚΥ: Φανταστικό! Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 83

(Η Βίκυ πάει στο μπάνιο. Ο Ρόμπερτ της πετάει το τηλέφωνο απ’ την πόρτα πολύ άνετα. Μπαίνει η Κλάκεττ από το γραφείο, πάντα περπατώντας με δυσκολία και κρατώντας το ακουστικό που δεν έχει πια καλώδιο και ένα μικρό φαράσι) ΚΛΑΚΕΤΤ: Για τις σαρδέλες ήρθα. (Αμοιβαία έκπληξη. Ο Ρόμπερτ κλείνει την πόρτα του μπάνιου και προσπαθεί να χώσει τη σαμπάνια στην τσάντα αλλά ανακαλύπτει πως είναι ήδη μέσα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Συγνώμη, νόμιζα πως δεν ήταν κανείς εδώ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Εγώ δεν είμαι εδώ. (Κοιτάζει γύρω ψάχνοντας το τηλέφωνο για να ακουμπήσει το ακουστικό) Κι ούτε ξέρω πια που βρίσκομαι. ΡΟΜΠΕΡΤ: Εγώ είμαι απ’ το γραφείο. ΚΛΑΚΕΤΤ: Τώρα έχασα το τηλέφωνο. ΡΟΜΠΕΡΤ: Κάρτερ, Κάρτερ, Χάκμαν και Μπλάκμαν. ΚΛΑΚΕΤΤ: Πρώτη φορά που χάνω τηλέφωνο. ΡΟΜΠΕΡΤ: Είμαι ο Τόμσον. ΚΛΑΚΕΤΤ: Να εδώ το βάζω, μήπως το χρειαστεί κανείς. (Βάζει το ακουστικό σ’ ένα βολικό και εμφανές σημείο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Α, εντάξει ευχαριστώ. Όχι, πετάχτηκα μια στιγμή να εξετάσω μερικές λεπτομέρειες. Να ... μετρήσω, να σημειώσω... (Ανοίγει η πόρτα του μπάνιου. Ο Ρόμπερτ την ξανακλείνει. Η κυρία Κλάκεττ κοιτάζει κάτω απ’ την εφημερίδα, ύστερα γυρίζει να κοιτάξει για το πιάτο) ΚΛΑΚΕΤΤ: Τώρα έχασα και το πιάτο. ΡΟΜΠΕΡΤ: Α, και μια πελάτισσα. Δείχνω το σπίτι σε μια υποψήφια ενοικιάστρια. (Ανοίγοντας την πόρτα) ΒΙΚΥ: (of) Τι έπαθε αυτή η πόρτα; ΡΟΜΠΕΡΤ: Το σκέφτεται ακόμη. Είναι έτοιμη να ενδώσει. (Μπαίνει η Βίκυ από το μπάνιο. Ο Ρόμπερτ πατάει πάνω στην εφημερίδα) ΒΙΚΥ: Αυτή δεν είναι η κρεβατοκάμαρα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Η κρεβατοκάμαρα; Όχι, από δω είναι το βεσέ του ισογείου. Και από δω η οικονόμος, η κυρία Κρόκεττ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Τις σαρδέλες, παρακαλώ τις σαρδέλες. ΒΙΚΥ: Α, γεια. ΡΟΜΠΕΡΤ: Αλλά δεν είναι εδώ. Έχει φύγει. ΚΛΑΚΕΤΤ: Τις πατάτε. ΡΟΜΠΕΡΤ: (Μετατοπίζεται) Είναι το βασιλικό τέτοιο, βλέπετε. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 84

(Η Κλάκεττ κοιτάζει κάτω απ’ την εφημερίδα) ΚΛΑΚΕΤΤ: Ήταν ανάγκη τώρα να τις πατήσετε; ΡΟΜΠΕΡΤ: (Στην Κλάκεττ) Μην ενοχλείστε για μας. ΚΛΑΚΕΤΤ: Εγώ αυτές τις σαρδέλες τις χρειαζόμουνα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μια ματιά θα ρίξουμε στο σπίτι. ΚΛΑΚΕΤΤ: Τώρα πρέπει να φέρω σφουγγαρόπανο. (Η κυρία Κλάκεττ πάει στο γραφείο, αφήνοντας τις σαρδέλες χάμω, κάτω απ’ την εφημερίδα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό το μπέρδεμα. ΒΙΚΥ: Μπα δεν πειράζει... Άλλωστε εμείς δεν ήρθαμε εδώ για να δούμε τηλεόραση, ε; ΡΟΜΠΕΡΤ: Τηλεόραση; Σωστά, τηλεόραση, δε μας εξήγησε για την έγχρωμη και τα καπέλα με τα φρούτα, γιατί συνέβη το αυτό βλέπεις με τις τέτοιες. (Δείχνει τις σαρδέλες) Θέλω να πω, μια στιγμή, γιατί βλέπεις... αν κάποιος που βλέπει τώρα αυτό το αυτό... ακούει για τα τέτοια... θα λέει... τι είν’ αυτά! ΒΙΚΥ: Υπέροχα. Άντε, πάμε τώρα. (Αρχίζει να ανεβαίνει τις σκάλες) Στις τέσσερις πρέπει να ‘μαι στο γραφείο. ΡΟΜΠΕΡΤ: Συγγνώμη κορίτσι μου. Νομίζω πως πρέπει να την ξεκαθαρίσουμε μια στιγμή αυτή την κατάσταση. ΒΙΚΥ: Θα την πάρουμε μαζί μας. ΡΟΜΠΕΡΤ: Που είχαμε μείνει; ΒΙΚΥ: Τα ντοσιέ μου να μη χάσω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μια στιγμή. Έχουμε φύγει από το... ΒΙΚΥ: Τι; ΡΟΜΠΕΡΤ: Τι, τι; ΒΙΚΥ: Αυτή; ΡΟΜΠΕΡΤ: Αυτή; Καλά... αυτή. Ναι. Χρόνια στην οικογένεια. Γενιές ολόκληρες. (Μπαίνει η κυρία Κλάκεττ από, το γραφείο κρατώντας ένα μπουκάλι ουίσκι) ΚΛΑΚΕΤΤ: Σαρδέλες... Σαρδέλες. Θα τα πάρω μια στιγμή από χάμω μ’ αυτό, να μην τα ‘χετε μες στη μέση. (Ανακαλύπτει το μπουκάλι στα χέρια της) Κοίτα τι πήγα κι έφερα η κακούργα! ΒΙΚΥ: Α... Ωραία! ΚΛΑΚΕΤΤ: Μέσα γίνεται το σώσε. ΒΙΚΥ: Τέλεια. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 85

(Η Κλάκεττ βάζει τη μπουκάλα με το ουίσκι μαζί με τ’ άλλα μπουκάλια πάνω στο μπουφέ) ΚΛΑΚΕΤΤ: Να. Εδώ θα το βάλω. Άμα θα το γυρεύει να μη μπορεί να το βρει. Σαρδέλες... Σαρδέλες. Βολέψτε τα εσείς εδώ μ’ αυτές γιατί εγώ πρέπει να πάω στην κουζίνα ν’ ανοίξω κι άλλο κουτί σαρδέλες. (Η Κλάκεττ πάει στην κουζίνα) ΒΙΚΥ: Βλέπεις; Ενθουσιάστηκε. Μέχρι και σαρδέλες θα μας ανοίξει. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μάλιστα. Εσύ τι λες; ΒΙΚΥ: Καλά, εγώ τη βρίσκω απίθανη. ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι, θέλω να πω θες να τις αυτώσεις εσύ τις τέτοιες; ΒΙΚΥ: Απάνω ή κάτω; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ξέρω και ‘γω! Μάζεψέ τις όπως-όπως μέσα στο αυτό. ΒΙΚΥ: Εδώ απάνω; ΡΟΜΠΕΡΤ: Εγώ βλέπεις έχω τα αυτά. (Ο Ρόμπερτ δείχνει την τσάντα και το κουτί) ΒΙΚΥ: Εδώ μέσα; ΡΟΜΠΕΡΤ: Καλά πάρε εσύ αυτά. (Τσάντα και κουτί) και θα τις αυτώσω εγώ τις ... σαρδέλες. (Η Βίκυ πάει στο μεσαίο μπάνιο, πάντα ανίκανη να ξεφύγει έστω και τόσο δα από το κείμενο της. Ο Ρόμπερτ μαζεύει όσο μπορεί καλύτερα τις σαρδέλες με την εφημερίδα) ΒΙΚΥ: Α, κι άλλο μπάνιο; (Ξαναεμφανίζεται) ΡΟΜΠΕΡΤ: Το κουτί. Την τσάντα! ΒΙΚΥ: Σώνει και καλά σε μπάνιο θέλεις να με πας. ΡΟΜΠΕΡΤ: Την τσάντα. Το κουτί. (Η Βίκυ μπαίνει στη λινοθήκη. Ο Ρόμπερτ τρέχει απάνω με το πακέτο με τις σαρδέλες. Η Βίκυ ξαναβγαίνει από τη λινοθήκη) ΒΙΚΥ: Ω! Μαύρα σεντόνια! ΡΟΜΠΕΡΤ: Το κουτί! Το κουτί! Την τσάντα! Την τσάντα! ΒΙΚΥ: Αναστατωμένο σε βλέπω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Αν δεν τα έχουμε αυτά πάνω πως θα... Χριστέ μου! (Ο Ρόμπερτ τρέχει κάτω, αφήνει το πακέτο με τις σαρδέλες απάνω στο τραπέζι του τηλεφώνου και σηκώνει την τσάντα και το κουτί) ΒΙΚΥ: Ούτε την πόρτα δεν μπορείς ν’ ανοίξεις. (Η Βίκυ πάει στην κρεβατοκάμαρα. Ακούγεται κλειδί που ξεκλειδώνει. Ανοίγει η εξώπορτα και στο κατώφλι της Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 86

στέκεται ο Φίλιπ κρατώντας ένα χαρτονένιο κουτί) ΦΙΛΙΠ: Ναι, αλλά σήμερα η κυρία Κλάκεττ έχει έξοδο. (Ο Ρόμπερτ εγκαταλείπει τις σαρδέλες και τρέχει απάνω με το κουτί και την τσάντα. Βρίσκει κλειστή την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Μπαίνει η Φλάβια) ΦΙΛΙΠ: Κι έτσι δε θα μας ενοχλήσει κανείς. (Ο Ρόμπερτ πάει στην κρεβατοκάμαρα μαζί με το κουτί και την τσάντα. Ο Φίλιπ φέρνει μέσα τη δική του την τσάντα) ΦΛΑΒΙΑ: Κοίτα το! Κοίτα το! ΦΙΛΙΠ: Σ’ αρέσει ε; ΦΛΑΒΙΑ: Σαν ψέματα μου φαίνεται! ΦΙΛΙΠ: Η φωλιά των παρανόμων! ΦΛΑΒΙΑ: Το σπίτι μας! Το σπιτάκι μας! ΦΙΛΙΠ: Η σπιταρόνα μας! (Η Φλάβια εμφανίζοντας τα υπολείμματα του τηλεφώνου) ΦΛΑΒΙΑ: Τι παράξενο όμως, να βρίσκεις το τηλέφωνο στον κήπο! ΦΙΛΙΠ: Ας το βάλω στη θέση του. (Η Φλάβια του δίνει το τηλέφωνο τώρα σε πολύ καλή κατάσταση κι αυτός προσπαθεί να το ξανατοποθετήσει στο τραπεζάκι του. Είναι όμως ακόμη συνδεδεμένο με τα καλώδιο του που δε φτάνει ως το τραπεζάκι, μια κι έχει πάει γύρω από την πόρτα του μπάνιου στην εξώπορτα) ΦΛΑΒΙΑ: Είπα, δεν το φέρνω μέσα καλύτερα. ΦΙΛΙΠ: Έκανες πολύ καλά. (Ο Φίλιπ τραβάει διακριτικά το καλώδιο) ΦΛΑΒΙΑ: Όλο και κάποιος θα το χρειαστεί. ΦΙΛΙΠ: Ωχ! Θεέ μου! (Τραβάει) ΦΛΑΒΙΑ: Γιατί δεν το ξαναβάζεις στο τραπέζι; ΦΙΛΙΠ: Φαίνεται πως κάπου έχει σκαλώσει το καλώδιο. ΦΛΑΒΙΑ: Α, κοίτα, κάπου μπερδεύτηκε στο μπάνιο. ΦΙΛΙΠ: Ναι, μάλλον. (Η Φλάβια γυρίζει και διακριτικά αλλά βίαια τραβάει το καλώδιο και το ξεριζώνει από τη σύνδεση του. Στο μεταξύ ο Φίλιπ με το τηλέφωνο στο χέρι βγαίνει από την εξώπορτα και ξαναμπαίνει από την πόρτα του μπάνιου) ΦΛΑΒΙΑ: Νομίζω πως το ξεμπέρδεψα. ΦΙΛΙΠ: Σκαρφάλωσα από το παράθυρο του μπάνιου και ά...ά.. (Παίρνει το πακέτο με τις σαρδέλες από το τραπεζάκι του τηλεφώνου και βάζει στη θέση του το τηλέφωνο) ΦΛΑΒΙΑ: Τέλος πάντων... η κρυψώνα μας! Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 87

ΦΙΛΙΠ: Το μόνο μέρος που κανείς δε θα... (Προσπαθώντας να διπλώσει την εφημερίδα ζωηρά και ταχτικά αντιλαμβάνεται ότι το περιεχόμενο της χύνεται πάνω στα χέρια του) ΦΛΑΒΙΑ: ...δε θα ψάξει να μας βρει! Ναι, έχει όμως γούστο να ερχόμαστε εδώ έτσι στα κρυφά. (Παύση) ΦΙΛΙΠ: Τι ‘ναι; ΦΛΑΒΙΑ: Ξέρω τι σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι... γούστο έχει αλλά το πράμα είναι σοβαρό. ΦΙΛΙΠ: Ορίστε; Ναι, το πράμα είναι σοβαρό! ΦΛΑΒΙΑ: Σκέφτεσαι την Εφορία! ΦΙΛΙΠ: Την Εφορία, ακριβώς. Αλλά τι να τα λέμε τώρα, εγώ λέω να πλυθώ και να πάω για ύπνο. (Ακουμπάει το πακέτο με τις σαρδέλες πάνω στον καναπέ, πιάνει την τσάντα και το κουτί και αρχίζει ν’ ανεβαίνει τις σκάλες) ΦΛΑΒΙΑ: (Βιαστικά) Ε, και η Εφορία! Πρέπει πρώτα να κουβεντιάσουμε για την Εφορία! Γιατί αυτή τη στιγμή έχω την εντύπωση ότι σκέφτεσαι κάτι τέτοιο... Έτσι και πάρει είδηση η Εφορία ότι είμαστε εδώ έστω και για μια νύχτα, αρνείται ότι είμαστε κάτοικοι εξωτερικού και πάει το ... άστα τώρα αυτά, τι τα θες! (Ο Φίλιπ αφήνει κάτω την τσάντα και το κουτί, αλλά τώρα έχει πια ανέβει απάνω) ΦΛΑΒΙΑ: Κάτω! ΦΙΛΙΠ: Σστ! ΦΛΑΒΙΑ: Όχι απάνω! ΦΙΛΙΠ: Μη μας ακούσει η Εφορία! Τι; (Μπαίνει η Κλάκεττ από την κουζίνα κρατώντας ένα καινούριο πιάτο με σαρδέλες) ΚΛΑΚΕΤΤ: (Κατ’ ιδίαν) Σου σπάνε καλά-καλά το καλάμι, κι ύστερα έχουν την απαίτηση να μπαινοβγαίνεις πηδηχτούλα και να τους κουβαλάς σαρδέλες. (Αφήνει κάτω το πιάτο με τις σαρδέλες και πάει να καθίσει στον καναπέ, πάνω στο πακέτο με τις σαρδέλες που είχε αφήσει εκεί ο Φίλιπ. Ο Φίλιπ από τον εξώστη προσπαθώντας να την προλάβει) ΦΙΛΙΠ: Κυρία, εφημερίδα. (Η κυρία Κλάκεττ αναπηδάει και προλαβαίνει να μην καθίσει πάνω στο πακέτο) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 88

ΚΛΑΚΕΤΤ:

Α, με τρομάξατε! Η καρδιά μου πήγε στο καμαρίνι! ΦΙΛΙΠ: Κι η δική μου επίσης. ΦΛΑΒΙΑ: Εμείς νομίζαμε πως θα λείπατε. (Η Κλάκεττ βρίσκει το πακέτο με τις σαρδέλες και το περιεργάζεται) ΚΛΑΚΕΤΤ: Κι εγώ νόμιζα πως είσαστε στη Σαρδελία. ΦΙΛΙΠ: Εκεί είμαστε. Εκεί. ΦΛΑΒΙΑ: Δε μας είδατε! ΦΙΛΙΠ: Δεν είμαστε δω. ΚΛΑΚΕΤΤ: Μπα, για δες, μου φέρανε και δώρο απ’ το εξωτερικό! ΦΛΑΒΙΑ: Ναι αλλά βασικά μας κυνηγάει η Εφορία. ΚΛΑΚΕΤΤ: Λες να μην κατάλαβα ποιανού ήταν αυτή η ωραία ιδέα; ΦΛΑΒΙΑ: Δεν είμαστε εδώ. Δε μας είδατε! ΚΛΑΚΕΤΤ: Να μας κεράσει πατημένες σαρδέλες σε πακέτο. ΦΛΑΒΙΑ: Πάντως όποιος και να μας ζητήσει εσείς δεν ξέρετε τίποτα. Ελήφθη όβερ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Τις αφήνουμε, έτσι με τρόπο πάνω στον καναπέ, τάχα μου κατά λάθος... ΦΛΑΒΙΑ: Εμείς πάμε για το κρεβατάκι μας. ΚΛΑΚΕΤΤ: Και μετά το βάζουμε στα πόδια. ΦΛΑΒΙΑ: Τα σεντόνια τα ‘χετε αερίσει; ΚΛΑΚΕΤΤ: Σου ‘χω και ‘γω μια έκπληξη μωρό μου. (Την κυνηγάει απάνω) ΦΛΑΒΙΑ: Όχι, ε; Καλά, θα πάρω μια θερμοφόρα. (Πάει στο μεσαίο μπάνιο) ΚΛΑΚΕΤΤ: Τώρα θα δεις! (Η Κλάκεττ ξανακατεβαίνει τρεχάλα τις σκάλες και βγαίνει από το γραφείο κρατώντας το πακέτο με τις σαρδέλες) ΦΙΛΙΠ: Ωχ! (Η Φλάβιο ξαναμπαίνει από το μεσαίο μπάνιο) ΦΛΑΒΙΑ: Ωραία! Έφυγε και σ’ άφησε μπουκάλα, έτσι; ΦΙΛΙΠ: Ω Θεέ μου! ΦΛΑΒΙΑ: Για τα γράμματα, σου είπε; Τι τα έκανε; (Μπαίνει η Κλάκεττ από το γραφείο, κρατώντας πάντα το πακέτο) ΚΛΑΚΕΤΤ: Τι σου λέει αυτή τώρα, μπορώ να μάθω; ΦΛΑΒΙΑ: (Στην Κλάκεττ) Δεν του ‘πες για τα γράμματα. (Στον Φίλιπ) Στο γραφείο τα ‘χει βάλει όλα! Όλα τα γράμματα της Εφορίας εκεί τα έχει. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 89

ΦΙΛΙΠ: ΚΛΑΚΕΤΤ:

Ω Θεέ μου! Και ποια είσαι συ που θα του πεις που είναι τα γράμματά του, ε; Δικός σου είναι; (Προχωράει προς τη Φλάβια με το πακέτο στο χέρι. Η Φλάβια υποχωρεί) ΦΛΑΒΙΑ: Τα πλάκωσε με το Μπετόβεν, όλα! (Η Φλάβια πάει στο μεσαίο μπάνιο) ΦΙΛΙΠ: Ποιο Μπετόβεν! ΚΛΑΚΕΤΤ: Στο γραφείο! Έλα μαζί μου εσύ. Ούτε παντρεμένη να ‘τανε μαζί σου πια! (Η κυρία Κλάκεττ οδηγεί σταθερά τον Φίλιπ στο γραφείο κρατώντας πάντα το πακέτο με τις σαρδέλες. Η τσάντα και το κουτί του Φίλιπ έχουνε μείνει έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την κρεβατοκάμαρα, πάντα ντυμένος αλλά χωρίς γραβάτα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Εγώ μια φορά είμαι σίγουρος, άκουσα φωνές. (Σκουντουφλάει και πέφτει πάνω στην τσάντα και στο κουτί. Μπαίνει η Βίκυ από την κρεβατοκάμαρα, με το κομπιναιζόν) ΒΙΚΥ: Φωνές; Τι φωνές; ΡΟΜΠΕΡΤ: Του κουτιού. Ανθρώπινες κουτιές. ΒΙΚΥ: Μα αφού κανείς δεν είναι εδώ. ΡΟΜΠΕΡΤ: Κι όμως εγώ είδα το χερούλι της πόρτας να κουνιέται. Κι αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να είναι εδώ, καταλαβαίνεις... Όταν εμείς πάμε μέσα στην τέτοια ... ξέρεις τί εννοώ. ΒΙΚΥ: Καλά και πρέπει να δέσεις τη γραβάτα σου για να πας να δεις τι γίνεται; (Ο Ρόμπερτ πιάνει την τσάντα και το κουτί) ΡΟΜΠΕΡΤ: Γιατί αν κάποιος τα ξέχασε αυτά έξω από το αυτό θέλω να πω... Δεν καταλαβαίνεις... Σίγουρα θα τα χρειάζονται κάτω μέσα στο τέτοιο. ΒΙΚΥ: Η κυρία Κλάκεττ; ΡΟΜΠΕΡΤ: Δεν αποκλείεται, ανεβαίνοντας απάνω, καθώς πήγαινε για το τέτοιο δηλαδή... κουβαλώντας τα διάφορα.... θέλω να πω ... ποιος ξέρει; Μπορεί. (Η Βίκυ κοιτάζοντας πάνω από τα κάγκελα) ΒΙΚΥ: Για δες! Μας άνοιξε σαρδέλες. (Η Βίκυ κάνει να κατέβει κάτω. Ο Ρόμπερτ αφήνει χάμω το κουτί και την τσάντα έξω από τη λινοθήκη. Πιάνει απότομα τη Βίκυ) ΡΟΜΠΕΡΤ: Που πάς; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 90

ΒΙΚΥ: ΡΟΜΠΕΡΤ:

Γιατί; Άσε θα τις φέρω εγώ, δεν μπορείς να κατέβεις κάτω σ’ αυτή την κατάσταση! ΒΙΚΥ: Γιατί δεν μπορώ; ΡΟΜΠΕΡΤ: Η κυρία Κλάκεττ. ΒΙΚΥ: Η κυρία Κλάκεττ; ΡΟΜΠΕΡΤ: Αναντικατάστατη. (Μπαίνει η κυρία Κλάκεττ από το γραφείο, χωρίς το πακέτο με τις σαρδέλες και σκουπίζοντας τα χέρια της) ΚΛΑΚΕΤΤ: (Κατ’ ιδίαν) Το ευχαριστώ για το δώρο της το πήρε μια φορά. (Ο Ρόμπερτ προσπαθεί ν’ ανοίξει την πόρτα της λινοθήκης για να κρύψει μέσα την Βίκυ αλλά τον εμποδίζουν η τσάντα και το κουτί) Μπα! Ακόμη μετράτε εσείς; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, ακόμη τραβάω, όχι μετράω… Ναι… μετράω! (Ξανατραβάει την πόρτα, χωρίς να καταλαβαίνει τι τον εμποδίζει να την ανοίξει και του μένει το χερούλι στο χέρι) ΚΛΑΚΕΤΤ: Ευτυχώς που έχω το πόδι μου και δε βλέπω τις αηδίες που κάνεις. (Ο Ρόμπερτ μετακινεί την τσάντα και το κουτί, καταφέρνει με κάποιο τρόπο ν’ ανοίξει την πόρτα της λινοθήκης και να χώσει μέσα τη Βίκυ και ξαναβάζει το χερούλι στη θέση του) ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, δηλαδή, ξέρετε δοκιμάζω όλες τις πόρτες, θέλω να πω για τον έλεγχο με τα χερούλια, ναι που έχει το άλλο. (Κατεβαίνει τη σκάλα κρατώντας την τσάντα και το κουτί του Φίλιπ) Κυρία Μπλάκεττ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Κλάκεττ παιδί μου, Κλάκεττ. ΡΟΜΠΕΡΤ: Κλάκεττ. Υπάρχει κανένας άλλος μέσα σ’ αυτό το σπίτι, κυρία Κλάκεττ; ΚΛΑΚΕΤΤ: Εγώ δεν είδα κανέναν. ΡΟΜΠΕΡΤ: Μου φάνηκε πως άκουσα μια κουτί, θέλω να πω βρήκα αυτές τις κουνές. Τις φωνές. ΚΛΑΚΕΤΤ: Φωνές; Εδώ; Ποτέ! ΡΟΜΠΕΡΤ: Θα το φαντάστηκα. ΦΙΛΙΠ: (of) Ω Θεέ μου!. (Ακούγεται απ’ έξω ένα κορμί να πέφτει και αμέσως μετά μια κραυγή πόνου του Φίλιπ) ΡΟΜΠΕΡΤ: Είπατε τίποτα; ΚΛΑΚΕΤΤ: (Μιμείται το Φίλιπ) Ω Θεέ μου! (Χτυπάει πράγματα πάνω στο μπουφέ για να μιμηθεί το Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 91

θόρυβο και τελειώνει την παράσταση της με το ανάλογο ουρλιαχτό) ΡΟΜΠΕΡΤ: Τι είναι; Τι συμβαίνει; ΚΛΑΚΕΤΤ: Η πόρτα του γραφείου είναι ανοιχτή! (Πάει και την κλείνει) ΡΟΜΠΕΡΤ: Αυτά θα τα χρειάζονται μετά στο ... στο (Δείχνει το γραφείο) Θα τα αυτώσω λοιπόν έξω από την ... (Δείχνει την εξώπορτα) Κι έτσι θα τα αυτώσω που θα... Ναι. (Ο Ρόμπερτ βγαίνει από την εξώπορτα παίρνοντας το κουτί και την τσάντα μαζί του. Μπαίνει η Φλάβια από το μεσαίο μπάνιο, κρατώντας ένα κουτί-φαρμακείο για πρώτες βοήθειες. Καθώς περνάει βλέπει την πόρτα της λινοθήκης που αιωρείται, τη σπρώχνει και την κλείνει, έτσι που κλείνει και το μάνταλό της. Το χερούλι της μένει στο χέρι) ΦΛΑΒΙΑ: Τι ρεύματα σ’ αυτό το χερούλι! (Η Φλάβια πάει στην κρεβατοκάμαρα κρατώντας το φαρμακείο και το χερούλι. Από το γραφείο μπαίνει ο Φίλιπ, κρατώντας το χαρτί της Εφορίας και το φάκελό του. Το ρόλο του Φίλιπ όμως τον παίζει τώρα ο Μπόμπυ) ΦΙΛΙΠ: ...Τελευταία ειδοποίησις... Δικαστική διαδικασία... Ληφθούν αναγκαία μέτρα... Κατάσχεσις. ΚΛΑΚΕΤΤ: Έλα Παναγία μου, εσύ ποιος είσαι; ΦΙΛΙΠ: Είμαι ο Φίλιπ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Ο Φίλιπ είσαι; Τί έπαθε... ο εαυτός σου; ΦΙΛΙΠ: Να, είχανε πέσει χάμω εκείνες οι σαρδέλες... ΚΛΑΚΕΤΤ: Και τις πάτησες; ΦΙΛΙΠ: Και γλίστρησα. ΚΛΑΚΕΤΤ: Αυτή τον σκότωσε! Αυτή σε σκότωσε! ΦΙΛΙΠ: Όχι δε με σκότωσε. Απλώς ζαλίστηκα λιγάκι. Σε λίγο θα είμαι μια χαρά. Μήπως είχατε σκοπό να μου πείτε πώς ήρθε ένας κύριος για να δει το σπίτι; ΚΛΑΚΕΤΤ: Και δε στο λέω. Ένας κύριος ήρθε για να δει το σπίτι. ΦΙΛΙΠ: Μη μου το πείτε εγώ δεν είμαι εδώ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Δεν έπαθε ο εαυτός σου τίποτα σοβαρό, ε; ΦΙΛΙΠ: Ας τ’ αφήσουμε αυτά στους κυρίους Κάρτερ, Κάρτερ, Χάκμαν και Μπλάκμαν. ΚΛΑΚΕΤΤ: Καλά, εντάξει και το κουτί σου το ταχτοποίησε στον κήπο. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 92

ΦΙΛΙΠ:

Ας κάνουν ότι θέλουν. Φτάνει να μην πείτε σε κανέναν ότι είμαστε εδώ. ΚΛΑΚΕΤΤ: Μπα, εγώ θα κάτσω εδώ, θα ανοίξω την έγχρωμη, θ’ ανοίξω και… ξέχασα τις σαρδέλες! (Βλέπει τις σαρδέλες πάνω στο τραπέζι εκεί που έπρεπε να βρίσκονται) Α όχι δεν τις ξέχασα, τις θυμήθηκα τις σαρδέλες! Τι έκπληξη! Αυτό πρέπει να το γιορτάσουμε! Θα πάω λοιπόν στην κουζίνα και θ’ ανοίξω άλλο ένα κουτί σαρδέλες! (Η κυρία Κλάκεττ φεύγει προς την κουζίνα) ΦΙΛΙΠ: Εγώ αυτό δεν το έλαβα. Εγώ δεν είμαι εδώ. Είμαι στη Σαρδηνία. Και αφού δεν το έλαβα, πως το άνοιξα; Δεν το άνοιξα. (Μπαίνει η Φλάβια από την κρεβατοκάμαρα. Κρατάει το φόρεμα που φορούσε η Βίκυ και το χερούλι της λινοθήκης) ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου... (Μένει έκπληκτη βλέποντας τον Μπόμπυ, κι ύστερα συνέρχεται και κοιτάζει το φόρεμα) Είχα εγώ ποτέ μου τέτοιο χερούλι; ΦΙΛΙΠ: (Αφηρημένα) Δεν είχες; ΦΛΑΒΙΑ: Αποκλείεται ν’ αγόρασα εγώ τέτοιο καρακατσουλιό. (Η Φλάβια αφήνει το φουστάνι να πέσει και προσπαθεί, πίσω απ’ την πλάτη της να ξαναβάλει στη θέση του το χερούλι της πόρτας της λινοθήκης) Α! Μήπως μου το ‘χεις πάρει εσύ αγάπη μου; ΦΙΛΙΠ: Εγώ αυτό ούτε το έχω αγγίξει. ΦΛΑΒΙΑ: Όχι, υπέροχο είναι. ΦΙΛΙΠ: Πίσω στη θέση του . Ούτε το ξέρω. (Ο Φίλιπ πάει στο γραφείο) ΦΛΑΒΙΑ: Καλά, θα το βάλω μέσα... μπας και μπορέσει να το βολέψει κανένας άλλος. (Η Φλάβια φεύγει από το διάδρομο απάνω, παίρνοντας το χερούλι αλλά αφήνοντας χάμω το φόρεμα. Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την εξώπορτα, χωρίς την τσάντα και το κουτί) ΡΟΜΠΕΡΤ: Όλα εντάξει... Πάλι άνοιξε η πόρτα του γραφείου! Μα τι συμβαίνει εδώ μέσα; (Πάει στο γραφείο αλλά σταματάει καθώς ακούει απελπισμένα χτυπήματα απάνω) Κάποιος χτυπάει. Απάνω! (Τρέχει απάνω. Χτυπήματα) Θεέ μου! Κάτι είναι μέσα στη ... (Ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει χερούλι) Ω Θεέ μου! Άκου! Δεν μπορώ γιατί το χερούλι δεν... Μάλλον εσύ Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 93

πρέπει να... έτσι (Κάνει την κίνηση ότι σπρώχνει. Χτυπήματα) Έλα! Έλα! Δώστου! (Χτυπήματα) Όποιος κι αν είσαι εκεί μέσα! Ότι κι αν είσαι! Μ’ ακούς; Έλα κορίτσι μου! (Χτυπήματα) Έλα τώρα πάψε να χτυπάς! Τι θες να σου κάνω, αφού δε γίνεται να .... καταλαβαίνεις... δεν υπάρχει πουθενά... το... για να... (Χτυπήματα) Άκου, έλα βόλτα από την άλλη. (Δείχνει την κρεβατοκάμαρα) Σκαρφάλωσε πάνω στο μυστήριο και χώσου μέσα από την τέτοια. Κάποιος τρόπος θα υπάρχει... δηλαδή... Χριστέ μου! (Χτυπήματα) Για τ’ όνομα της Παναγίας! (Ο Ρόμπερτ πάει στην κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει ο Φίλιπ από το γραφείο κρατώντας το χαρτί της Εφορίας και ένα φάκελο. Τώρα τον ρόλο τον παίζει ο Φρέντυ με ένα τσιρότο στο κούτελο του) ΦΙΛΙΠ: ...Τελευταία Ειδοποίησις... Δικαστική Διαδικασία... Ληφθούν αναγκαία μέτρα... Κατάσχεσις... (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την κρεβατοκάμαρα τραβώντας πίσω του τη Βίκυ. Ο Φίλιπ τους κοιτάζει και τα χάνει) ΡΟΜΠΕΡΤ: Α, εσύ είσαι; ΒΙΚΥ: Ποιος άλλος να ‘ταν; Αφού εσύ μ’ έκλεισες εκεί μέσα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Εγώ εκεί μέσα σ’ έκλεισα, αλλά εσύ κατάφερες να χωθείς μέσα από το μυστήριο και να βγεις από δω μέσα. ΒΙΚΥ: Εγώ κλείδωσα την πόρτα; Εσύ κλείδωσες την πόρτα! ΡΟΜΠΕΡΤ: Μα δεν μπορούσα, να... δες, λείπει το αυτό και δεν αυτό. ΒΙΚΥ: Κάποιος κλείδωσε την πόρτα! ΦΙΛΙΠ: Α, λάθος Συγνώμη. (Φεύγει. Πάει με ύφος απολογητικό στο γραφείο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Πάντως εσύ δε γίνεται να κυκλοφορείς έτσι. ΒΙΚΥ: Πως έτσι; ΡΟΜΠΕΡΤ: Με το κομπιναιζόν. Δηλαδή εννοώ... εδώ μπαινοβγαίνει τόσος κόσμος. ΒΙΚΥ: Έ! Να το βγάλω. ΡΟΜΠΕΡΤ: Όχι εδώ, μέσα, μέσα!

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 94

(Τη σπρώχνει στην κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει ο Φίλιπ προσεχτικά από το γραφείο, κρατώντας το χαρτί της Εφορίας και το φάκελο) ΦΙΛΙΠ: ...Τελευταία Ειδοποίησις... Δικαστική Διαδικασία... Ληφθούν αναγκαία μέτρα... Κατάσχεσις... (Μπαίνει ο Ρόμπερτ από την κρεβατοκάμαρα κρατώντας το φαρμακείο. Κοιτάζει απάνω και κάτω το κεφαλόσκαλο. Μπαίνει η Βίκυ από την κρεβατοκάμαρα. Ο Φίλιπ μένει και τους κοιτάζει) ΒΙΚΥ: Τι είναι πάλι; ΡΟΜΠΕΡΤ: Ένα φαρμακείο. Δεν το έβαλα εγώ εκεί. ΒΙΚΥ: Ούτε εγώ το έβαλα. ΦΙΛΙΠ: Α, λάθος. Συγγνώμη. (Ο Φίλιπ πάει στο γραφείο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Κάποιος είναι μες στο μπάνιο και γεμίζει φαρμακοφόρες. (Ο Ρόμπερτ πάει στο μεσαίο μπάνιο) ΒΙΚΥ: (Ανήσυχη) Λες να υπάρχει εδώ μέσα κάτι υπερφυσικό; (Η Βίκυ πάει στο μεσαίο μπάνιο. Μπαίνει η Φλάβια από το διάδρομο απάνω) ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου... αγάπη μου; (Ο Φίλιπ μπαίνει προσεχτικά από το γραφείο. Σηκώνει το χαρτί της εφορίας για να μιλήσει) Αγάπη μου θα ‘ρθεις να πέσουμε ή δε θα ‘ρθεις; (Η Φλάβια πάει στην κρεβατοκάμαρα. Μπαίνουν ο Ρόμπερτ και η Βίκυ από το μεσαίο μπάνιο, ο Φίλιπ σηκώνει το χαρτί της Εφορίας για να μιλήσει) ΡΟΜΠΕΡΤ: Τι είπες; ΒΙΚΥ: Δεν είπα τίποτα. (Ο Φίλιπ πάει στο γραφείο) ΡΟΜΠΕΡΤ: Πρώτα το χερούλι της πόρτας. Τώρα το θερμοκείο. ΒΙΚΥ: Σηκώνεται η τρίχα μου. ΡΟΜΠΕΡΤ: Ρίξε κάτι απάνω σου. ΒΙΚΥ: Δεν πάμε να κουκουλωθούμε στο κρεβάτι; (Ο Ρόμπερτ είναι έτοιμος ν’ ανοίξει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας) ΡΟΜΠΕΡΤ: Μια στιγμή. Εκείνες τις σαρδέλες, τι τις έκανα; (Κατεβαίνει κάτω. Η Βίκυ κάνει να τον ακολουθήσει) Εσύ περίμενε εκεί. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 95

ΒΙΚΥ:

(Ανήσυχη) Λένε διάφορα περίεργα για τα παλιά σπίτια. ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, αλλά αυτό είναι αναπαλαιωμένο εκ βάθρων. Και η κεντρική θέρμανση θα ‘πρεπε να τα εξοντώσει όλα τα... ΒΙΚΥ: Ρόμπερτ; Τι έπαθες; (Ό Ρόμπερτ κοιτάζει γύρω του έκπληκτος χωρίς να μιλάει) Τι συμβαίνει; ΡΟΜΠΕΡΤ: Οι σαρδέλες. Εξαφανίστηκαν. (Βλέπει τις σαρδέλες) - Όχι δεν εξαφανίστηκαν, εδώ είναι. Τέλος πάντων. Χριστέ μου! Όχι! Θέλω να πω… Χριστέ. (Γυρίζει και αρχίζει ν’ ανεβαίνει πάλι απάνω. Η Φλάβια μπαίνει από την εξώπορτα έρποντας, παίρνει τις σαρδέλες και τις πάει στην εξώπορτα) Αφήνεις κάπου ένα πιάτο με σαρδέλες έτσι για δύο λεπτά, και το μόνο που δεν θα μπορούσες να διανοηθείς την σήμερον ημέραν είναι ότι επιστρέφοντας θα τις βρεις ακριβώς εκεί που τις άφησες! Θέλω να πω... πρόκειται δηλαδή για κάτι εντελώς εξωφρενικό! ΒΙΚΥ: Κάτι μυστήριο γίνεται εδώ μέσα. Εγώ πάω να κουκουλωθώ στο κρεβάτι και να... (Παγώνει βλέποντας το άδειο τραπέζι έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας) ΡΟΜΠΕΡΤ: Διότι, ορίστε, να ‘τες! Ακριβώς εκεί που τις είχα... (Συνειδητοποιεί ότι οι σαρδέλες δεν είναι πια εκεί) ΒΙΚΥ: Η τσάντα. (Ο Ρόμπερτ πάει κάτω να δει τι γίνεται. Η Βίκυ τρέχει στο κατόπιν του. Η Φλάβιο αντιδράει ακούγοντας τη λέξη τσάντα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Μπορεί βέβαια να ήρθε η κυρία Σπρόκετ και να ... θέλω να πω... Χριστέ μου, μα τί γίνεται επιτέλους εδώ μέσα; (Καθώς ο Ρόμπερτ στρέφεται προς τη Βίκυ, η Φλάβια ξαναμπαίνει έρποντας, βιαστικά βάζει τις σαρδέλες πάνω στο τραπέζι και το σκάει από την εξώπορτα) ΒΙΚΥ: Τσάντα! ΡΟΜΠΕΡΤ: Τσάντα; ΒΙΚΥ: Τσάντα! Τσάντα! (Η Βίκυ τραβάει τον Ρόμπερτ πάλι πάνω) ΡΟΜΠΕΡΤ: Μα τι λες τώρα; Τι τσάντα; ΒΙΚΥ: Τσάντα! Τσάντα! Τσάντα! (Ο Ρόμπερτ κοιτάζει πάνω από τα κάγκελα και βλέπει τις Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 96

σαρδέλες) ΡΟΜΠΕΡΤ: Οι σαρδέλες! ΒΙΚΥ: Τσάντα! Τσάντα! Τσάντα! ΡΟΜΠΕΡΤ: Σαρδέλες! Σαρδέλες! ΒΙΚΥ: Τσάντα! Τσάντα! Τσάντα! (Ενώ ο Ρόμπερτ έχει μείνει, κοιτάζοντας τις σαρδέλες και η Βίκυ κοιτάζει τον Ρόμπερτ, ανοίγει η πόρτα της κρεβατοκάμαρας και η Φλάβια βάζει την τσάντα έξω πάνω στο τραπέζι) ΡΟΜΠΕΡΤ: (Αποσπώντας την προσοχή του από τις σαρδέλες) Τσάντα; Ποια τσάντα; ΒΙΚΥ: Η τσάντα σου! Ήταν εδώ. Ξαφνικά πάει. ΡΟΜΠΕΡΤ: Στην κρεβατοκάμαρα είναι. (Βλέπει την τσάντα) Ήταν στην κρεβατοκάμαρα. Την είχα βάλει στην κρεβατοκάμαρα. Και θα την ξαναβάλω στην κρεβατοκάμαρα. (Καθώς ο Ρόμπερτ πάει ν’ ανοίξει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, η πόρτα ανοίγει μπροστά του και αρχίζει να βγαίνει από κει η Φλάβια κρατώντας το κουτί) ΒΙΚΥ: Μην πας εκεί μέσα! (Ο Ρόμπερτ αρπάζει το κουτί και κλείνει την πόρτα) ΡΟΜΠΕΡΤ: Το κουτί! ΒΙΚΥ: Το κουτί; ΡΟΜΠΕΡΤ: Κι αυτό δεν εξαφανίστηκε! ΒΙΚΥ: Α τα ντοσιέ μου! ΡΟΜΠΕΡΤ: Μα τι συμβαίνει επιτέλους; Που είναι η κυρία Κρίκεττ; (Αρχίζει να κατεβαίνει με το κουτί και την τσάντα. Η Βίκυ τον ακολουθεί) Εσύ περίμενε στην κρεβατοκάμαρα. ΒΙΚΥ: Όχι, όχι φοβάμαι. (Η Βίκυ κατεβαίνει τρέχοντας) ΡΟΜΠΕΡΤ: Ε, τότε ντύσου. ΒΙΚΥ: Εγώ δεν ξαναπάω εκεί μέσα. ΡΟΜΠΕΡΤ: Θα σου φέρω το φόρεμα σου. (Ακουμπάει την τσάντα και το κουτί στο κεφαλόσκαλο, ξαναγυρίζει προς την κρεβατοκάμαρα και βλέπει πεσμένο χάμω το φόρεμα. Πάει στην κρεβατοκάμαρα. Ξαναμπαίνει από την κρεβατοκάμαρα) Το φόρεμά σου πάει! Εξαφανίστηκε! (Ενώ μιλάει, σπρώχνει με το πόδι του το φόρεμα να πέσει από την άκρη του εξώστη. Το φόρεμα πέφτει πάνω στη Βίκυ) Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 97

ΒΙΚΥ:

(Παλεύοντας να ξεμπερδευτεί κάτω από το φόρεμα) Ιιιι! ΡΟΜΠΕΡΤ: Ψυχραιμία. Ψυχραιμία. Σίγουρα θα υπάρχει λογική εξήγηση για όλα. (Αρχίζει να κατεβαίνει τις σκάλες, κοιτάζοντας κάτω από τα κάγκελα, βλέποντας με φρίκη το θέαμα που παρουσιάζει κάτω η Βίκυ και πέφτει φαρδύς πλατύς πάνω από την τσάντα και το κουτί. Η Βίκυ φεύγει από την εξώπορτα στα τυφλά, με το φόρεμα πάντα πάνω της. Μπαίνει από το γραφείο ο Φίλιπ, εξακολουθεί να τον παίζει ο Φρέντυ. Κρατάει με το δεξί του χέρι το χαρτί της Εφορίας και με το αριστερό του ένα από τα πιάτα με τις σαρδέλες) ΦΙΛΙΠ: Αγάπη μου, ξέρω πως αυτό θα σου φανεί αστείο αλλά... (Ο αγώνας του να ξεκολλήσει το χαρτί από τα δάκτυλα του κόβεται καθώς βλέπει τον Ρόμπερτ ξαπλωμένο μπροστά στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας. Μπαίνει η Φλάβια από το διάδρομο απάνω, κρατώντας διάφορα αντικείμενα από το πατάρι) ΦΛΑΒΙΑ: Αγάπη μου, αν δεν πάμε να πλαγιάσουμε, εγώ λέω να ταχτοποιήσω λιγάκι το πατάρι. ΦΙΛΙΠ: (Στον Ρόμπερτ) Έπαθες τίποτα; ΦΛΑΒΙΑ: Παναγία μου! (Κατεβαίνει τρέχοντας) ΦΙΛΙΠ: Τι συνέβη; ΦΛΑΒΙΑ: Μπορείς να μιλήσεις αγάπη μου; (Μπαίνει η κυρία Κλάκεττ, ανήσυχη από τη μεριά της κουζίνας, κρατώντας άλλο ένα πιάτο με σαρδέλες) ΚΛΑΚΕΤΤ: Α, τον σκότωσε κι αυτόν τώρα! ΦΛΑΒΙΑ: Ζαλισμένος είναι, δεν έχει τίποτα. Συνεχίστε σεις, συνεχίστε. ΦΙΛΙΠ: Ω Θεέ μου! ΚΛΑΚΕΤΤ: Αυτό κάνει αυτή! Τους βάζει σαρδέλες στη σκάλα για να γκρεμοτσακίζονται! ΦΛΑΒΙΑ: Είσαι καλά μανάρι μου; ΡΟΜΠΕΡΤ: (Σηκώνει το κεφάλι του) Ψυχραιμία. Ψυχραιμία. ΦΛΑΒΙΑ: Εντάξει είναι. ΦΙΛΙΠ: Μπράβο. ΚΛΑΚΕΤΤ: Τώρα θα στη φέρει εσένα, η σειρά σου είναι. ΦΛΑΒΙΑ: Συνεχίστε. Συνεχίστε. ΡΟΜΠΕΡΤ: Σίγουρα θα υπάρχει μια λογική εξήγηση για όλα. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 98

ΦΙΛΙΠ: ΡΟΜΠΕΡΤ:

Συγγνώμη, που βρισκόμαστε τώρα; Θα φωνάξω την κυρία Κλάκεττ και θα μας πει τι συμβαίνει. ΚΛΑΚΕΤΤ: Τη φώναξες. Ήρθε. Εδώ είμαι. ΡΟΜΠΕΡΤ: Φώναξα την κυρία Κλάκεττ ήρθε και θα μας πει τι συμβαίνει. ΚΛΑΚΕΤΤ: Αμ’ δε θα σας το πει αυτή. Αυτή δεν ξέρει τώρα αν έχουμε Χριστούγεννα ή Πάσχα. ΦΙΛΙΠ: Όχι, Θεέ μου! ΦΛΑΒΙΑ: Θα σας πω εγώ τι συμβαίνει. ΡΟΜΠΕΡΤ: Κάποιος είναι κει μέσα! Ένας άντρας! Ναι; Αυτό; ΦΛΑΒΙΑ: Πως μπορεί να ‘ναι εκεί μέσα αγόρι μου αφού είναι εδώ; Ορίστε. Και ‘γω εδώ είμαι. ΚΛΑΚΕΤΤ: Αποκλείεται. Κανείς δεν είναι εδώ. Έτσι; Ε; ΦΛΑΒΙΑ: Όχι, ακούστε, ξέρω πως αυτό είναι μια έκπληξη για όλους, θέλω να πω, ήτανε πραγματικά ένα σοκ για όλους μας, να βρούμε έναν άντρα πεσμένο αναίσθητο μπροστά στις σκάλες... (Στον Φίλιπ) Έτσι δεν είναι αγάπη μου; ΦΙΛΙΠ: Όχι, Θεέ μου, όχι! ΦΛΑΒΙΑ: Αλλά μια και έτυχε να συναντηθούμε όλοι εδώ, πρέπει να... δηλαδή πρέπει να συστηθούμε. Εσύ τι λες αγάπη μου; ΦΙΛΙΠ: Όχι Θεέ μου! Όχι Θεέ μου! ΦΛΑΒΙΑ: Από δω ο σύζυγος μου. Δυστυχώς απεχθάνεται τις εκπλήξεις. Γιατί δεν πας μέσα, στο μπάνιο αγάπη μου, να πάρεις εκείνο το μπουκαλάκι που γράφει απάνω «Δηλητήριο»; Αυτό τα διαλύει όλα. ΦΙΛΙΠ: Τα διαλύει όλα. Εντάξει. Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Ναι, έχω ακούσει να λένε αυτός έχει κολλήσει σ’ ένα πρόβλημα, αλλά σ’ αυτό το σημείο... (Ανοίγει την πόρτα του κάτω μπάνιου για να φύγει) ΦΛΑΒΙΑ: Εγώ πάλι είμαι άλλος τύπος. Που και που μια έκπληξη τη θέλω. (Πέφτει ένα κομμάτι γυαλί από το γοτθικό παράθυρο και από την τρύπα μπαίνει ένα χέρι και ανοίγει το μάνταλο) ΚΛΑΚΕΤΤ: Τι θέλεις; Ευτυχώς, γιατί σου ‘ρχεται. Ορίστε μας κάνουν διάρρηξη. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 99

(Ανοίγει το παράθυρο και εμφανίζεται ο διαρρήκτης που τον παίζει ο Μπόμπυ) ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: Ούτε σιδεριά, ούτε σύστημα συναγερμού! Εδώ σηκώνει μήνυση για προτροπή στο έγκλημα. (Σκαρφαλώνει μέσα και κοιτάζει με έκπληξη που βρίσκει το δωμάτιο γεμάτο κόσμο) ΚΛΑΚΕΤΤ: Έλα! Έλα μέσα, έχουμε πάρτι. ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ: (δισταχτικά) Έτσι μου ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα. ΚΛΑΚΕΤΤ: Αυτό λέμε να κάνουμε κι εμείς. ΦΙΛΙΠ: Όχι, Θεέ μου Μεγαλοδύναμε... ΦΛΑΒΙΑ: Μα είναι συγκλονιστικό. Πρώτη φορά βλέπω διαρρήκτη από κοντά! ΡΟΜΠΕΡΤ: Τώρα, εμείς τι κάνουμε δηλαδή; Ας πούμε... απλώς τον κοιτάμε ή τον βοηθάμε να συνεχίσει. ΦΙΛΙΠ: Εγώ φταίω για όλα... ΦΛΑΒΙΑ: Όχι, εγώ λέω να μας πει κάτι από τη ζωή του. ΦΙΛΙΠ: Χίλια συγγνώμη. Είναι που όταν λέω «Έχω ακούσει να λένε αυτός έχει κολλήσει σ’ ένα πρόβλημα, αλλά σ’ αυτό το σημείο...» και ανοίγω αυτή την πόρτα σ’ αυτό το σημείο... (Ανοίγει πάλι την πόρτα του κάτω μπάνιου. Πέφτει πάλι το γυαλί, μπαίνει το χέρι και μπαίνει από το παράθυρο ο διαρρήκτης που τον παίζει τώρα ο Γκόρντον) ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Ούτε σιδεριά, ούτε σύστημα συναγερμού. Εδώ σηκώνει μήνυση για προτροπή στο έγκλημα. (Σκαρφαλώνει μέσα και συνειδητοποιεί αμήχανα την παρουσία των άλλων ενώ μπαίνει) ΦΙΛΙΠ: Όχι, Θεέ μου! Την έκανα πάλι το ζώον! ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Έτσι μου ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα. ΚΛΑΚΕΤΤ: Έλα να τον κλάψουμε όλοι μαζί το μακαρίτη. Και δηλαδή... τώρα; ΦΛΑΒΙΑ: Σώπα. Κάτι θα σκεφτούμε. ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Όσο σκέφτομαι ότι κάποτε ειδικευόμουνα στις Τράπεζες! ΦΛΑΒΙΑ: Συνεχίστε, συνεχίστε! ΔΙΑΡΡΗΚΤΕΣ: (μαζί) Στα θησαυροφυλάκια ήμουνα μανούλα. ΦΙΛΙΠ: Όχι, Θεέ μου, όχι Θεέ μου, όχι Θεέ μου. ΔΙΑΡΡΗΚΤΕΣ: (μαζί) Και τώρα που κατάντησα να κλέβω κατσαρόλες! ΦΛΑΒΙΑ: Συνεχίστε! Συνεχίστε! ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Στοπ! Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 100

ΦΛΑΒΙΑ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ:

Όχι! Όχι. Νόμιζα ότι το πεδίον ήταν ελεύθερο, αφού τον είδα ν’ ανοίγει εκείνη την πόρτα. ΦΛΑΒΙΑ: (Κλείνοντας την πόρτα) Δεν πειράζει, κάτι θα σκεφτούμε. ΡΟΜΠΕΡΤ: Δεν πάει να κάνουνε τώρα τη διάρρηξη. Και οι δύο μαζί! Και όλοι εμείς να καθόμαστε, ας πούμε... να στεκόμαστε και να αυτό. ΚΛΑΚΕΤΤ: Και τι θες να κάνουν; Να βγουν απ’ το παράθυρο και να ξανάρθουν αργότερα; ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Α, μπα! Εγώ άκουγα πολύ προσεκτικά. Το ‘πε εκείνο πώς το λέει; ΦΙΛΙΠ: «Έχω ακούσει να λένε, αυτός έχει κολλήσει σ’ ένα πρόβλημα, αλλά σ’ αυτό το σημείο». ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Και άνοιξε και την πόρτα... (Ανοίγει την πόρτα για να δείξει τι έκανε ο Φίλιπ) οπότε εγώ καλά βγήκα... (Σπάει το γυαλί, μπαίνει το χέρι κ.λ.π. και μπαίνει ο Διαρρήκτης που τον παίζει τώρα ο Τέρρυ) ΤΕΡΡΥ: Ούτε σιδεριά, ούτε σύστημα συναγερμού. Εδώ σηκώνει μήνυση για προτροπή στο έγκλημα... (Σκαρφαλώνει μέσα αβέβαιος για το τι του συμβαίνει. Δεν ξέρει αν πρέπει ν’ αντιδράσει στην παρουσία των άλλων ή όχι) ΦΙΛΙΠ: Δεν το πιστεύω. Δεν το πιστεύω. ΚΛΑΚΕΤΤ: Τρίτωσε το κακό. ΔΙΑΡΡΗΚΤΕΣ: (μαζί) Όσο σκέφτομαι ότι κάποτε ειδικευόμουνα στις τράπεζες! Στα θησαυροφυλάκια ήμουνα μανούλα. ΦΛΑΒΙΑ: Μια στιγμή! Τον ξέρω εγώ αυτό τον άνθρωπο! ΤΕΡΡΥ: Εγώ ήρθα από την άλλη άκρη του κόσμου. ΦΛΑΒΙΑ: Αυτός δεν είναι διαρρήκτης! ΤΕΡΡΥ: Εγώ μόλις ήρθα από το σταθμό. ΦΛΑΒΙΑ: Ξέρετε τί είναι; Είναι ο κοινωνικός μας λειτουργός... ΡΟΜΠΕΡΤ: Τι είναι λέει; ΦΛΑΒΙΑ: Είναι αυτός ο άγιος άνθρωπος που έρχεται και μας λέει τι πρέπει να κάνουμε! ΤΕΡΡΥ: (έκθαμβος, δεν καταλαβαίνει) Τώρα τί κάνω εγώ δηλαδή; Βάζω ένα ουίσκι και κλέβω την τηλεόραση; ΦΛΑΒΙΑ: Όχι, λουλούδι μου. Εσύ μας βοηθάς, λέει, στα προβλήματα μας. Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 101

ΤΕΡΡΥ: ΚΛΑΚΕΤΤ: ΤΕΡΡΥ: ΦΛΑΒΙΑ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΚΛΑΚΕΤΤ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΦΛΑΒΙΑ: ΤΕΡΡΥ: ΚΛΑΚΕΤΤ: ΤΕΡΡΥ: ΟΛΟΙ: ΦΙΛΙΠ: ΤΕΡΡΥ: ΟΛΟΙ: ΤΕΡΡΥ: ΦΙΛΙΠ: (Η Φλάβια του ΤΕΡΡΥ: ΟΛΟΙ: ΤΕΡΡΥ:

ΦΛΑΒΙΑ: ΚΛΑΚΕΤΤ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΦΛΑΒΙΑ: ΓΚΟΡΝΤΟΝ: ΤΕΡΡΥ: ΚΛΑΚΕΤΤ: ΦΛΑΒΙΑ: ΡΟΜΠΕΡΤ:

Εγώ είμαι από άλλο έργο. Έξη βδομάδες τώρα δουλεύω τον Ριχάρδο τον Τρίτο. Και νομίζεις πως θέλει πιο πολύ δουλειά αυτός από μας; Ούτε ξέρω που βρισκόμαστε. Ούτε ξέρω που πάμε. Βρισκόμαστε ακριβώς εδώ, χρυσό μου. Και προχωράμε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Αυτός είναι τώρα ο διαρρήκτης; Όχι, καλέ. Δηλαδή με απολύσατε; Όχι, καμάρι μου! Λοιπόν, εντάξει, κάτι θα σκεφτώ. (Στην Κλάκεττ) Εσύ, φέρε τις σαρδέλες. Τώρα! Τις έφερα τις σαρδέλες. Τις έφερες τις σαρδέλες; Τις έφερε τις σαρδέλες. Όχι, Θεέ μου! (στον Φίλιπ) Εσύ. Φέρε το χαρτί της Εφορίας. Το ‘φέρε το χαρτί της Εφορίας. Το ‘φερες το χαρτί της Εφορίας; Τρεις φορές. βάζει ουίσκι στο ποτήρι) Εσείς όλοι εδώ, έχετε συστηθεί; Ναι... Τότε... Μια στιγμή... (Δίνει στη Φλάβια το ουίσκι και το ποτήρι και βγάζει τα χάπια του) Ωραία, τότε προτείνω ... (παίρνει ένα χάπι)... προτείνω... (Η Φλάβια του δίνει το ποτήρι με το ουίσκι για να καταπιεί το χάπι. Ίο πίνει μονορούφι) Προτείνω... (Δεν μπορεί πια ούτε να μιλήσει ούτε να αναπνεύσει και κοιτάζει έκθαμβος το ποτήρι) (μυρίζει το μπουκάλι) Α, το αληθινό ουίσκι ήτανε! Ποιος το ‘βαλε εκεί; Αυτό θα παίξουμε τώρα; Ποιο; Τον Ριχάρδο τον Τρίτο; (πνίγεται) Καίγομαι... δεν μπορώ να μιλήσω... Τι λέει; Λέει... τηλεφωνήστε στην Αστυνομία! Στην Αστυνομία...

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 102

(Ο Ρόμπερτ, σηκώνει το ακουστικό και βλέπει ότι λείπει το υπόλοιπο τηλέφωνο οπότε δίνει το ακουστικό στον Τέρρυ) ΡΟΜΠΕΡΤ: Εσένα ζητάνε. ΤΕΡΡΥ: (Ο Τέρρυ, βάζει το ακουστικό στο αυτί του και πάει να πάρει αριθμό. Αχνά) Το τηλέφωνο; ΦΛΑΒΙΑ: Το τηλέφωνο; ΚΛΑΚΕΤΤ: (Στον Μπόμπυ) Φέρε ένα τηλέφωνο. ΜΠΟΜΠΥ: Ένα τηλέφωνο; (Φεύγει ο Μπόμπυ, από την εξώπορτα) ΦΛΑΒΙΑ: Να και το τηλέφωνο! ΡΟΜΠΕΡΤ: (δίνει στον Τέρρυ το τηλέφωνο) Το βρήκαμε το τηλέφωνο... ΤΕΡΡΥ: (αχνά στο ακουστικό) Το βρήκαμε το τηλέφωνο... (Βάζει το ακουστικό πάνω στο τηλέφωνο κι αμέσως αυτό αρχίζει να κουδουνίζει) ΡΟΜΠΕΡΤ: Τι είναι αυτό; ΦΙΛΙΠ: Όχι, Θεέ μου! Όχι Θεέ μου! Όχι Θεέ μου! ΦΛΑΒΙΑ: (στον Φίλιπ) Ψυχραιμία... (στον Τέρρυ) Σήκωσέ το! ΤΕΡΡΥ: (αχνά) Να το σηκώσω; ΟΛΟΙ: Σήκωσέ το! (Ο Τέρρυ το σηκώνει απελπισμένα) ΚΛΑΚΕΤΤ: Ποιος είναι; ΦΛΑΒΙΑ: Η αστυνομία! Πες τους... ότι εξαφανίστηκε μια γυναίκα... ΡΟΜΠΕΡΤ: Ναι, εξαφανίστηκε μια γυναίκα... (Μπαίνει η Βίκυ απ’ το παράθυρο) ΒΙΚΥ: Πάλι το είδα. Στον κήπο. Άντρας είναι. ΚΛΑΚΕΤΤ: Α!... Αυτήν την είχαμε ξεχάσει! ΦΛΑΒΙΑ: Ώστε αυτό συνέβαινε εδώ μέσα; Ο κοινωνικός μας λειτουργός έκανε τις κοινωνικές του επαφές στον κήπο!... ΚΛΑΚΕΤΤ: Α τον μπαγάσα! ΦΛΑΒΙΑ: (στην Βίκυ) Τι θα πεις εσύ τώρα, έ; Εδώ σε θέλω! ΒΙΚΥ: Όχι, λίγο ακόμη και θα μ’ έβλεπε. ΚΛΑΚΕΤΤ: Τι λέει; ΡΟΜΠΕΡΤ: Και τώρα θα πει «εδώ είναι τα πράγματα μας». ΒΙΚΥ: Εδώ είναι τα πράγματα μας! ΦΛΑΒΙΑ: (στην Βίκυ) Ωραία, (στον Τέρρυ) Για να δούμε τώρα, εσύ τί θα της απαντήσεις; Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 103

ΤΕΡΡΥ: (αχνά) Εγώ θα πάρω το τρένο για το Λονδίνο. (Ο Τέρρυ, ανοίγει την εξώπορτα για να το σκάσει αλλά ξανάρχεται γιατί έξω απ’ την πόρτα στέκεται ο Σεΐχης, που τον παίζει η Μπέττυ) ΚΛΑΚΕΤΤ: Α, να και η άλλη. Μας ήρθε με το νυφικό της! ΟΛΟΙ: Α, η νύφη! Η νύφη! ΜΠΕΤΤΥ: (αβέβαιη) Μεγάλος ο Αλλάχ! Μεγάλος και ο οίκος που μου βρήκε! Μεγάλος και γαλήνιος! ΦΛΑΒΙΑ: Ναι! Ναι! Σήμερα παντρεύονται. Τι ευτυχισμένο φινάλε! (Σπρώχνουν τον Τέρρυ και την Μπέττυ στο κέντρο της σκηνής) ΚΛΑΚΕΤΤ: Να δούμε τώρα η άλλη τι θα πει. ΒΙΚΥ: Εδώ είναι οι σαρδέλες. ΚΛΑΚΕΤΤ: Άστο δεν πειράζει! (τη χτυπάει στην πλάτη) Μέχρι να πάρεις χαμπάρι εσύ! (Και έγινε το κακό, το χτύπημα στην πλάτη έβγαλε απ’ την θέση τους, τους φακούς της Λούσυ) ΦΛΑΒΙΑ: Εγώ λέω να πηγαίνουμε σιγά-σιγά. Να τους αφήσουμε μόνους στο σπιτάκι τους. Αχ, τι ωραία να είχε κι αυτό το μεγάλο παράθυρο εδώ μια κουρτίνα, να κάνει έτσι σαν αυλαία! (Μπαίνει από τη λινοθήκη ο Μπόμπυ φορώντας το μαύρο σεντόνι) ΜΠΟΜΠΥ: Αυλαία; ΚΛΑΚΕΤΤ: Ω! Να και η συμπεθέρα με το σεντόνι! ΜΠΟΜΠΥ: Σεντόνι; ΟΛΟΙ: Όχι!... Κουρτίνα! Αυλαία! (Ο Μπόμπυ πάει στη λινοθήκη) ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Το φινάλε θέλετε; Αλλά εγώ Βίκυ ένα έχω να σου πω. (Όλοι κοιτάζουν τη Βίκυ αλλά αυτή ψάχνει τους φακούς της) ΟΛΟΙ: Τι μπαμπά; ΓΚΟΡΝΤΟΝ: Σε μια ζωή που βασιλεύει το άγχος, η αβεβαιότητα και η αγωνία, ένα μόνο μπορεί να σου δώσει κουράγιο κι αισιοδοξία!... (παίρνει τις σαρδέλες) Ένα απλό, νόστιμο πιάτο με πικάντικες σαρδέλες! (Ο διαρρήκτης και η Κλάκεττ, γυρίζουν απότομα προς τον Τέρρυ με τα πιάτα τους, με τις σαρδέλες. Ο Τέρρυ κοιτάζει μια στιγμή το πουκάμισο του μπροστά) ΟΛΟΙ: Και.. Αυλαία! Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 104

(Όλοι μένουν ακίνητοι φτιάχνοντας ένα ταμπλό-βιβάν γύρω από το ευτυχισμένο ζευγάρι. Ο Τέρρυ βγάζει μια σαρδέλα από το μπροστινό άνοιγμα του σακακιού του)

ΤΕΛΟΣ

Michael Frayn «ΤΟ ΣΩΣΕ» Σελίδα 105

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF