Σάλπα ο βρωμιάρης

December 28, 2017 | Author: bergemes | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Yilmaz Guney...

Description

Γιλμάζ Γκιουνέι

σάλπα .,

ο

ct

Ζ

>< w

b � L..

βρωμιάρης

Γιλμάζ Γκιουνέι

σάλπα ο βρωμιάρης Η ιστορία του Σάλπα, είναι η ιστορία του επαρχιώ­

τη νέου, η πραγματικότητα της ζωής του κλειστού και κατωτιεσμένου χωριάτη, η επιθυμία-του για μια καλύ­ τερη ζωή, η αναζήτηση της τύχης μέσα στους δρόμους της μεγάλης πόλης, η προσπάθειά-του να συμβαδίσει στον εκεί τρόπο ζωής, το πλήγωμα κι η απογοήτευση απ" τα απραγματοποίητα όνειρα" Η ιστορία του νεαρού Σάλπα είναι επίσης η αντί­

δραση στην παράδοση, στην ιστορική κληρονομιά του λαl,ύ της Τουρκίας να σκύβει το κεφάλι μπροστά σε κάΙ 'ε "μεγάλο" ... Είναι η εξέλιξη της σκέψης του ε­ παrχιώτη που ψάχνει να βρει τα αίτια των κοινωνι­ κών αντιφάσεων, ν" απαντήσει

στα ερωτήματα που

γεννιούνται σ1:0 μυαλό-του ... Κριτικάροντας την κα­ θημερινή ζωή, τους ανθρώπους, τους θεσμο'ί'ς παρου­ σιάζει τους παράγοντες της απομόνωσης και διαφθο­ ράς (οικονομική δομή. κυρίαρχες τάξεις, ταξική εκμε­ τάλλευση, κράτος κλπ.) μ" όλη-τους τη γύμνια με τον απλούστερο τρόπο.

θΕΩΡIΑ

@

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΣΥrΧΡΟΝΗ AOrOTEXNIA

ΓΙΛΜΆΖ rΚIOYNEI

ΣΑΛΠΑ Ο ΒΡΩ ΜΙΑΡΗΣ

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

Μακέτα εξωφύλλου: Εύη Κώτσου Στοιχειοθεαίο: Εκδόσεις ΘΕΩΡΙΑ Ε.Π.Ε., Ζ.Πηγής 16, Τηλ. 3624187 Αναπαραγωγή Φίλμς: Γ.Κώτσου, Θεμιστοκλέους 37, Τηλ. 3613180 Εκτύπωση: Μαν .Παπαδόπουλος, Γ.Αβέρωφ 117, Κορυδαλός

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑ Ε.Π.Ε., Ζ.Πηγής 16, Αθήνα, Τηλ. 3624187

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

Γιλμάζ Γκιουνέι

σάλπα

οβρωμιάρης ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΕΣΠΟΙ ΝΑ ΜΑΝΟΥ

ΘΕΩΡΙΑ

ΑθΗΝΑ 1985

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ

Σή μ ερα, που τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα κυριαρχούν όσο ποτέ άλλοτε στο χώρο της τέχνης, το έργο του Γιλμ άζ Γκιουνέι μ ας μ εταφέρει στην πραγ μ ατικότητα της Τουρ­ κίας, μ ιας γειτονικής χώρας, που ωστόσο μπορεί να μ ας θεωρηθεί άγνωστη . Π ρέπει να ο μ ολογήσου μ ε ότι δεν γνω­ ρίζου μ ε και πάρα πολλά πράγ μ ατα για το λαό-της κι ας Χέ­ μ ε ότι μ ας συνδέουν κοινωνικά, πολιτιστικά γνωρίσ μ ατα και πολιτικά γεγονότα. Η παρουσίαση του έργου του Γιλ μ άζ Γκιουνέι φιλοδο­ ξεί να συ μ βάλει στη γνωριμ ία και την προσέγγιση των δυο λαών. Ο Γ.Γκιουνέι, που μ ε τις ταινίες-του έκανε γνωστό σ" όλο τον κόσμ ο τον τούρκικο κινη μ ατογράφο και την τούρ­ κικη πραγ ματικότητα, είναι παράλληλα και συγγραφέας. Το αληθινό-του όνο μ α είναι Γιλ μ άζ nOUTOUII και γεννήθη­ κε το 1937 σ " ένα χωριό των Αδάνων από Κούρδους γονείς. Η πρώτη-του επαφή μ ε τον κινη ματογράφο άρχισε όταν ακό μ α ήταν πολύ νέος, σ· ένα γραφείο διανο μ ής ταινιών. Σιγά-σιγά από κο μ πάρσος δεν ά ργησε να καθιερωθεί σαν

7 Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

πρωταγωνιστής διατηρώντας τον τύπο του λαϊκού καλλι­ τέχνη κι αγαπήθηκε απ' το λαό σαν Ο άσχημος βασιλιάς" του κινηματογράφου . Ο ι ταινίες-του "Το Μ οιρολόι" και "Η Ελπίδα", που τα σενάριά-τους είχε γράψει ο ίδιος, απόσπα­ σαν βραβεία στην Τουρκία και το εξωτερικό. Τα έργα-του χτυπούν στη ρίζα τα προβλήματα, τις αντιφάσεις της τουρ­ κικής κοινωνίας, κάθε είδους αντίδραση και καταπίεση, ειδι­ κά κάτω από το ημιφεουδαρχικό καθεστώς της ανατολής' ενοχλούν το σύστημα και με πρόφαση κάποιο άρθρο-του φυλακίζεται. Αυτή είναι η πρώτη φορά. Με τη χούντα του 197 1 ξαναφυλακίζεται, με την κατηγορία της συμπαράστα­ σης σε ακροαριστερές οργανώσεις. Αποφυλακίζεται με την αμνηστεία που έδωσε η πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού του Ετσεβίτ, οπότε κάνει και την ταινία-του " Ο Σύντρο­ φος". Το 1974 καταδ ι κάζεται και φυλακίζεται με την κατη­ γορία της δολοφονίας κάποιου εισαγγελέα. Τώρα το καθε­ στώς, χρησιμοποιώντας την σκευωρία σε βάρος-του, ξεκι­ νάει μ ια εκστρατεία, ανακηρύσσοντάς-τον ποινικό ένοχο, για να τον στιγματίσει σαν δολοφόνο, και στο πρόσωπό-του κάθε δημοκράτη και προοδευτικό. Διεύθυνε το γύρισμα των ταινιών- του "Το Κοπάδι", "ο Δρόμος" κι όλες τις υπόλοι­ πες (εκτός απ' τον "Τοίχο") από τη φυλακή, με τη βοήθεια των συνεργατών-του. Στην Τουρκία εξέδιδε το καλλιτεχνικού και πολιτικού περιεχόμενου περιοδικό "Γκιουνέι". Τα βιβλία-του καθώς και οι ταινίες-του έ�oυν απαγορευτεί από τη χούντα. Άλ­ λα έργα-του είναι "ο Ένοχος", "Το Κελλί-μου", "Γράμματα του Σελιμιγιέ" (τα γράμματά-του προς τη γυναίκα-του απ ' τη φυλακή Σελιμιγιέ), "Π έθαναν Καταφρονημένοι", "Οι Α­ πελπισμένοι" Κ.ά. Τ ο 1981 κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό μαζί με τη γυναίκα-του και το πα ι δί-του . Το 1 9 82 με την ταινία-του "ο Δρόμος" μοιράζεται το βραβείο του "Χρυσού Φοίνικα" μα­ ζί με τον Κώστα Γαβρά. Ο καλλιτέχνης, ποο είναι και με­ ταξύ των ιδρυτών του Κουρδικού Ινστιτούτο στο Π αρίσι, επισκέφθηκε πολλές φορές τη χώρα-μας και την Κύπρο κι ''

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

8

είχε π ολλά να προσφέρει στο λαό-του και στη φιλία ανάμε­ σα στις χώρες-μας αν δεν πέθαινε τόσο πρόωρα πέρισυ από καρκίνο. Ο Γ.Γκιουνέι είναι ο εκφραστής των καημών, των πόνων, των επιθυμιών του λαού-του. Αλλά η επιτυχία-του δεν ο­ φείλεται μονάχα σ' αυτό αλλά και στην ισορροπία ανάμε­ σα στην ευαισθ ησία και τη συνείδηση στα έργα-του. Γιατί αντανακλά την πάλη της τάξης-του, των ανθρώπων-του, για­ τί πιστεύει πως η τέχνη είναι ένας τομέας που ολοκληρώνει τον κοινωνικοπολιτικό αγώνα. Οι ή ρωές-του είναι ο ίδιος ο εαυτός-του, οι ανησυχίες, ο ι αμφιταλαντε ύσεις, οι φόβοι του ανθρώπου της ανατο­ λής. Μάχεται για τη δικαίωση της γυναίκας της ανατολής που μεγαλόψυχη κι υποταγμένη αναδύεται σα μια μορφή άγια μέσα στα έργα-του. 'Ή γυναίκα πρέπει να πάρει τη θέ­ ση που της αξίζει, πρέπει ν ' απαλλαγούμε από τις προκα­ ταλήψεις, να την εξυ ψ ώσουμε. Μονάχα τότε θα είμαστε αντάξιοί-της" έλεγε. Η φωνή διαμαρτυρ ίας-του καλύπτει όλους τους τομείς της τουρκικής κοινωνικής πραγματικό­ τητας, είναι η κραυγή κατά της καταπίεσης των λαών της Τουρκίας, των λαών του κόσμου, κατά της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την δίωξη κάθε ελεύθερης και δημοκρατικής σκέψης, είναι γροθιά στο φασισμό. Η ιστορία του νεαρού Σάλπα μπορεί . να θεωρηθεί από τα πρώτα-του μυθιστορήματα κι έχει γραφτεί στις φυλα­ κές Σελιμιγιέ το 1973. Στο μέλλον θα προσπαθήσουμε να σας παρουσιάσουμε και το υπόλοιπο έργο του καλλιτέχνη . κατά χρονολογική σειρά, για να γνω ρ ίσει ο Ελληνας, που τόσο πολύ τον άγγιξαν οι ταινίες του Γκιουνέι, και μια άλ­ λη πλευρά του καλλιτέχνη.

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 9

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

1

στον ύπνο και τον ξύπνο-του, εκείνα τα μισόθο­ λα απροσδιόριστα αισθήματα, όσο πήγαινε μετατρέπονταν σ' απελπισιά κι ανασφάλεια. Ανάμεσα στις μ ύ ριες..εκατομ ­ μ ύρια ,δισεκατομμύρια αντιφάσεις που αποτελούν τη ζωή, έ ψ αχνε να βρει τη δ ι κ ή:του θέση και δεν την έβρισκε. Π οιός ή ταν, τι ήταν ο Μεχμέτ Σάλπα, Ο γιος του Αμπντουρραχίμ, γεννημένος το 1946 στο Χοτζάκιο'ί του Μπόζκουρτ της Κόνιας από τη Γκιουλντεστέ, εγγράμματος, με λευκό ποινικό μητρώο; Τι θα γινόταν αύριο; Ο χρόνος κ ύλαγε για κάπου . . . Όμως ο Σάλπα είχε σκεφτεί την έννοια του χρόνου ξέχωρα από τον άνθρωπο, την κοινωνία, τα γαρίφαλQ ., τις σιδερένιες πόρτες, τις χειροπέδες μέχρι τώρα. Ο χρόνος χανόταν κι έφευγε σαν ένα πετούμενο . . . Πού πήγαινε αυ τός ο κύριος "χρόνος" αφήνοντας τον Σάλπα; . . Στο αύριο . . . Μ ήπως πή γαινε γι' αλλού, γι' άλλα μέρη; Το χτες, το σήμερα, το αύριο κι ο Σάλπα, δεν ήταν ξέχωρα πράγματα. Δεν υπή ρχε ο χ ρόνος δίχως το Σάλπα όπως δεν υπή ρχε κι ο Σάλπα δίχως το χρόνο. Δεν ήταν μ ή τε καν αλληλένδετοι . . . ή ταν ένα πράγ­ μα. . . Τ ο μάτι-του έπεσε στις ακατάστατα σκόρπιες κάλτσες. " Οι καημένες οι κάλτσες του Μεχμέτ Σάλπα κι ο χρόνος . . ... Ούτε κι οι κάλτσες με το χρόνο ήταν ξέχωρα πρόγματα. "Το βρακί του Σάλπα, το παντελόνι-του κι ο χ ρόνος . . ... Π έ ρασε τη γλώσσα-του πάνω από τα δόντια-του. Μια στιφή , πικρή γεύση ενώθη κε με τη χλιαρή μ υ ρωδιά που ερχόταν απ' το λαρύγγι-του . Ο χρόνος και η μ υ ρωδιά . Ο χρόνος και η πικρή γεύση . . . "Δεν υπάρχει χ ρόνος ξέχωρα από μένα" είπε ο Σάλπα, "εγώ είμαι ο χ ρόνος" . Π όσες μέρες τώρα έτσι, τα πρωινά αναστατωμένος, κι εξαντλημένος, μέσα σ' ένα κενό . . . Πόσες μέ ρες κου ρασμέ­ νος, διαλυμμένος και ούτε ξύπνιος ούτε κοιμισμένος. Μ '

ΑΝΑΜΕΣΑ

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

11

όλες τις στεναχώριες που του προκαλούσε η δυσκολία προ­ σαρμογής σε μια νέα περίοδο, δίχως να μπορεί ν ' αντιλαμ­ βάνεται τίποτα σωστά , δίχως να θυμάται, έχοντας κό ψει τα δεσμά·του με την πραγματικότητα δεν μπορούσε να βγεί απ ' το κρεβάτι - του. Κάθε πρωί σήμαινε γι' αυτόν ότι έπ ρεπε να ξαναρχίσει το κάθε τι από κει που νόμιζε πως είχε μείνει συγκεντρώνοντας και συμμαζεύοντας τον εαυτό-του πάλι και πάλι απ ' την αρ­ χ ή . Σ' όλη τη διάρκεια τ ης νύχτας, το σώμα-του, και η συ­ νείδησή - του , οι αντιστάσεις-του σ' αυτήν και το υποσυνεί­ δητό ·του , συζη τούν , ερευνούν κι αναζητούν μαζί, προετοι­ μάζοντας λύσεις για τα προβλήματα που οπωσδήποτε π ρέπει να λυθούν . Π ολλά πρωινά , έβλεπε να λύνονται αυτά τα προβλήματα που μέρες τον τριβέλιζαν κι έσπαγε το κε­ φάλι-του , κάποιο όνομα ή περιστατικό που δεν μπορούσε να θ υμηθεί, τουρχόταν ξαφνικά στην ά κ ρη της γλώσσας-του. Με τις προειδοποιήσεις του μυαλού-του , με τα προαισθή­ ματά-του , με την συνείδησή-του και μ' ό,τι αντιστεκόταν σ ' αυτήν, έ κανε καμιά φορά ν α συλλάβει μ ' έναν σίγουρο τρό­ πο την αντικειμενική π ραγματικότη τα και τους νόμους της μεταλλαγής-της, αλλά δεν έφτανε η δ ύναμή-του, δεν κατά­ φερνε να την συλλάβει . . . Ωστόσο, κ ι αυτή η μηδαμινή-του ε­ π ιτυχία τού έδινε μιαν ακό ρεστη γεύση κι η γεμάτη ενθου­ σιασμό κ ι αισθαντικότη τα χαρά-του , που του προξενούσε το αίσθημα της σιγουριάς για τον εαυτό-του , τού καιγε την ψ υ ­ χ ή . ' Υστερα πάλι, σιγά -σιγά, ξετρύπωνε κρυφά σαν φίδι εκείνη η αποθάρρυνση που δίνει η ανεπάρκεια στον εαυτό-, . του και τον κυρίευε. Αυτές λοιπόν τις φορές ο Μεχμέτ Σάλπα έκανε "πραξι­ κόπημα" . Χωρίς να περιμένει να ωριμάσουν οι συνθή κες, έ ­ δινε διαταγές "άνωθεν" , έβαζε απαγορεύσεις, έκανε σχέδια και πλάνα. "Αυτό θα γίνει έτσι κι εκείνο αλλιώς" έλεγε . . . "θα γίνει . . . θ α γίνουν .... θ α ..... Αυ τά κράταγαν τ ο πολύ τρεις με πέντε μέρες. " Π ροσωπική χούντα" τ ' ονομάτιζε ο Σάλπα. Ύστερα το κορμί, η αντίσταση στη συνείδηση και το υπο­ συνείδητό-του συμφωνούσαν κι έ ριχναν τη "χούντα" τοι) Σάλπα. Στη νέα κατάσταση δεν εύρισκε συγκεκριμένο όl'Q­ μα . . . την έλεγε "δημοκρατία". Και μ' όλη ε κείνη την ατ Ο' :α,

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

12

την εξάντληση ενός άρρωστου που β ρίσκεται σ" ανάρρω­ ση, δεν έβγαινε απ " το κρεβάτι-του για ώρες και κάποτε γ ια μ έ ρες " Αυτές τις στιγ μ ές που ο Σάλπα δεν έβγαινε, δεν έβρισκε το κουράγιο να βγει απ" το κρεβάτι, αυ τές τις στιγμ ές που ο Σάλπα φλεγόταν να ξαναδημιου ργήσει τον εαυτό-του, στην Ασία, στην Αφρική, στην Του ρκία, στο Βαν , στο Τατ­ βάν, στο Τρά μ πζον, σε διάφορα μ έ ρη του κόσ μ ου , σ" εργο­ στάσια , σε πά ρκα, σε σοκάκια, σε σπίτια, υπήρχαν εκατομμ ύ­ ρ ια άνθρωποι που διάβαζαν εφη μ ερίδα, κοιμ όνταν, έκαναν εξαγωγές δοντιών, πάθαιναν ε ργατικά ατυχή μ ατα, αυτοκι­ νητιστικά δυστυχή μ ατα, εκτελούνταν μπ ροστά σε ντουβά­ ρια, υποβάλλονταν σε βασανισTliρια μ ε σύΥΧ ρονες μ εθόδους , έτ ρεχαν να προλάβουν το λεωφορείο , έκλαιγαν γιατί είχαν χάσει το μ ολύβι-τους, έκλεβαν, έκλαναν, στήνονταν μ π ρο­ στά σε πόρτες για δουλειά , γεννιόνταν, πέθαιναν στα δικα­ στήρια, στις φυλακές, στα νοσοκο μ εία, στα τρελάδικα, δι­ σεκατομ ύρια άνθρωποι που σκέφτονταν και συ μ περιφέρο­ νταν καθ " ένας-τους διαφορετικά . Ένας απ" αυτά τα εκατομ­ μ ύ ρ ια ήταν ο Σάλπα. Π ιέζοντας το μ υαλό-του π ροσπαθούσε να σκεφτεί. Την ίδια ακριβώς στιγ μ ή υπή ρχαν κι άλλοι άνθρωποι που σκέφτονταν τα ίδια π ράγμ ατα μ ε τον Σάλπα, που έψαχναν λύσεις στα ίδια προβλή μ ατα, που πίστευαν σ' ό ,τι πίστευε αυτός. Δεν ή ταν μ όνος . . . Αυτό το είχε συνειδη­ τοποιήσει. Οι λόγοι, οι συνθήκες που προβλη μ άτιζαν το Σάλπα, θα προβλη μ άτιζαν κι άλλους. Π οιοί είναι αυτοί που ρυθ μ ίζουν τις αναχωρήσεις των πλοίων, των λεωφορείων, των τραίνων, των αεροπλάνων καθώς και των επιβατών-τους; Π οιός είναι αυτός που ορίζει την τάδε ώρα διαφημίσεις , την τάδε ώρα φωνές απ' την πα­ τρίδα , ή την ορχήστρα του Χένρι Μαντσίνι στο ραδιόφωνο; Π οιός είναι αυτός που ανεβάζει τις τιμές των παπουτσιών που στοιχίζουν εκατόν πενήντα λίρες στις διακόσιες ενενή­ ντα, το σακκάκι των τετρακοσίων σαράντα λιρών στις εξα­ κόσιες δέκα ; Ποιός είναι αυτός που λέει αύξηση στα φασό­ λια, αύξηση στα σκόρδα , αύξηση στο ψ ωμί, αύξηση . . . αύ­ ξηση . . . Π οιός είναι αυτός που στις δύο και τέταρτο, στις τ ρεις Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

13

και μισή, στις εννέα, δεν ξέρω πόσο, γεμίζει τον κόσμο στα σινεμά και στα θέατρα; Π οιός είναι αυτός που τους κάνει να ξεφωνίζουν στα στάδια; Π οιός είναι αυτός που κάνει τους ανθρώπους να τρέχουν από δω κι από κει μέσα σε μια παραδοσιακή αγωνία κι ανε­ πάρκεια, ποιός είν ' αυτός που φυγαδεύει λευκές γυναίκες στην Αφρικ ή , που οπλίζει με σφαίρες τις κάννες, που αλύ­ πητα πατάει τις σκανδάλες, που αφανίζει τους φοιτητές, π ου ξεγελάει τα παιδιά ; Π οιός ε ίν ' αυτός που σκορπάει αβάσταχτους πόνους ; Π οιός ειν' αυ τός που δεν αγαπάει το γεράνι, το γιασεμί, τ' αγιόκλημα; Π οιός είν ' αυτός που τσακίζει τα μπουμπούκια, που μα­ ραίνει το βραδινό γλέντι; Π οιός είν' αυ τός που κάνει συνείδηση τις σκέψεις ; Π οιός είναι; Τι είναι; Αυτά είναι που αφήνουν χωρίς τσαρέ το Σάλπα, που δεν τον αφήνουν να φάει ήσυχα μια μπουκιά ψ ωμί, να πιει μια γουλιά νερό, που του διώχνουν τον ύπνο, Π ου του φθεί­ ρουν την ε κτίμηση στον εαυτό-του .. , Π οιός ; Τι; Γιατί ; Πώς; Για ποιόν; Για ποιούς ; . . , ε ρωτήματα .. , " Στο άτομο του υδρογόνου που υπάρχει στη βάση όλων, δεν υπάρχει νετρόνιο", Ο Σάλπα μέσα στους κινητήριους νόμους της ζωής είν' ένας κου ρασμένος από την αναζήτηση των νόμων και των αιτιών που κινούν τη δική-του μηχανή, " Π οιός είσ' εσύ , β ρωμιάρη γιε-μου ; Π οιός είσ' εσύ, δύσ­ μοιρε Σάλπα-μου ;" Έ κλεισε τα μάτια, Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος, χωρίς ανάσα, " Π οιός ξέρει πόσες χιλιάδες, rrόσα εκατομμύρια γεγονότα συνέβησαν στον κόσμο σ' αυτό το τόσο δα διάστημα .. , Π ό­ σοι να πέθαναν, πόσα παιδιά να γεννήθη καν .. , Π όσα λουλού­ δια να μπουμπούκιασαν;" Άνοιξε τα μάτια-του , Για να συμπεριφερθείς σωστά πρέ­ πει να σκεφτείς σωστά , Και για να σκεφτείς σωστά πρέπει να εξαλείψεις όλα τα φίλτρα, τα παραπετάσματα, τις κατα­ χνιές, κάθε αγοραστή, χρεώστη, μεσολαβητή, τα ξένα μυα-

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 1 4

λά και τους πράκτορες απ< τη συνείδησή-σου . Έ πρεπε να γκρεμίσει τα μέτρα αξιών και κρίσης που τούχαν χώσει μέχρι τα τώρα στο κεφάλι-του, κι απ· την αρχή ν· αποκτή­ σει δύναμ η , ν · ατενίζει την υλική πραγματικότητα με τις δι­ κές-της αξίες και τους νόμους-της. Έπρεπε ν· απαλλαγεί απ · τις προκαταλήψεις, γιατί αυτές οι προκαταλή ψεις ήταν μ αντρόσκυλα στην πόρτα των δυνάμεων που δεν ήθελαν την αλλαγή, των καλουπωμένων τράπων σκέψης, ήταν οι φύλακές-τους . Αντιδρούσαν για να μην κάνει χτήμα-του και για να αποκρούει οποιοδήποτε καινούριο γεγονός, οποιαδή­ ποτε νέα άποψ η ... Ένα απ- τα μεγαλύτερα εμπόδια της εξέ­ λιξης είναι οι προκαταλήψεις. Έπρεπε να τις γκρεμίσει, να περάσει από πάνω-τους. Διαισθανόταν αυτό το ξύπνημα που δυνά μ ωνε μέσα-του, α υ τό το οδυνηρό ξύπνημα που συσσωρευόταν μέσα-του στά­ λα-στάλα . Από πού ερχόταν αυτό το ξεσήκωμα, αυ τ'ή η δ ύναμη που πίεζε να τ' αφανίσει τα καθιερωμένα μέτρα, τα χωρίσματα του κεφαλιού-το υ ; Στην ουσία των αντικειμένων που αντί­ κριζε , έβλεπε την αναπόφευ κ τη σύγκρουση της μεταλλα­ γής, έβλεπε τη συγχώνευσή-τους. Στο λιωμένο κιλίμι, στο αναποδογυρισμένο παπούτσι-του, στο εδώ κι εκεί φαγωμέ­ νο ξύλο του τραπεζιού-του αισθανόταν κάθε στιγμή το δυσ­ διάκριτο αλλά αναπόφευκτο πλησίασμα του θανάτου. Από βαθιά πολύ βαθιά-του ανέβαινε κάτι ανεπαίσθητο, σαν κάτι να σουρνόταν. Ήταν δύσκολο να το ξεχωρίσεις από τη σιγή που τον περιέβαλε. Λες κ ι ανάμεσα στο σούρ­ σιμο και τη σιωπή υπήρχε ένα σύνορο λεπτό σαν τρίχα. Αφου γκράστηκε. Από πού ξέφευγε αυτός ο ήχος; που δια­ τηρούσε τη μυστικότητά-το υ ; Αυτό το σούρσιμο που ανα­ στάτωνε και δε γνώριζε όρια ! " Κι η σιωπή στην πραγματικότητα είν· ένας ήχος. Δεν υπάρχει σιωπή. . . Αν υπάρχει κίνηση υπάρχει και ήχος ... Π οιός προκαλεί αυτή την κίνηση ;" Φο β ή θ η κε ο Σάλπα. Βγήκε απ· το κρεβάτι σιγανά χωρίς ν· αναταράξει το σούρσιμο. Κοίταξε από το παράθυ ρο την παιδικ ή χαρά . ·Ηταν μ ια λιόλουστη μέρα. Η σκληρό­ λευ κη λαμπράδα του χιονιού τού θάμπωσε τα μάτια. . Ανοι-

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

15

. ξε το παρά θ υ ρο . Ενα τσουχτερό, φλεβαριάτικο κρύο τον χτύπησε στο πρόσωπο. Τώρα ένιωσε το σού ρσιμο από πιο βαθιά , πιο δυνατό ! Ψ άχτηκε ... Δε β ρ ή κε την πηγή-του . .. Ανησύχησε . "Τι γίνεται;" Ανησύχησε . Αυτό το σούρσιμο τον προειδοποιούσε πως σήμαινε βή­ μα-βήμα ένας μυστικός κίνδυνος, που θέριευε κι έβραζε. Το βρήκε. "Τα χιόνια" είπε ... "Λιώνουν τα χιόνια! . . Ο ήλιος λιώνει δ ισεκατομμύρια χιονοκρύσταλλα , τα διαλύει . . . Η ίδια διάλυση συνεχιζόταν και στην συνείδηση του Σάλ­ . πα . Αρχιζε να χαλάει η μαγιά που συγκρατούσε μαζί τις διαφορετικές αξίες που αποκτήθηκαν από διάφορες πηγέ ς και χ ρόνια, συνήθειες, τάσεις, συναισθήματα. Το βασικό ιδεολογικό οικοδόμημα που για ολόκληρη ζωή τον καθο­ δηγούσε , τον κινούσε, τον έ κανε να λυπάται ή να προκαλεί λύπηση , διαλυόταν με πάταγο. Ανακάλυπτε το ίδιο σούρσιμο στην ουσία του κάθε τι που αντίκριζ ε . Ε κεί στο ντουβάρι, στο ξύλινο τραπέζι, στο μάνταλο της πόρτας, στις τρεις συκιές . . . Ν α και ο Σάλπα, ένας από τους χώρους, από τις πιο μι­ κρές πηγές του βουητού . · Οσο κοιτάει γύρω-του σκεφτό­ ταν όσα δεν έβλεπε το μάτι-του , όσα δεν ά κουγε τ' αυτί-του, τις μυ ρωδιές που δεν αισθανόταν. "Υπάρχουν πράγματα . . . υπάρχουν πράγματα που δεν τα φτάνω, που δεν μπορώ να τα φτάσω . . . Π ράγματα που δεν τα βλέπει το μάτι -μου, δεν τ ' ακούει τ ' αυτί-μου, που δεν αντιλαμβάνεται η συνείδησή-μου . Π ράγματα που με ξεπερ­ νούν . . . " Ν α τα σπουργίτια που παιχνιδίζουν στα χιόνια με τη φο­ β ιτσιάρικη ζωντάνια-τους. " Τα σπουργίτια, τα κτήρια, τα κ ό κκινα κεραμίδια, οι κε­ ραίες των τηλεοράσεων Η κοινωνία, το κάθε τι διαλύεται " μεταβάλλεται ... σιγά-σιγά . . . πέρα για πέρα . .. με μιαν ανε­ ' μπόδιστη ταχ ύτητα". Κρύωσε κι έ κλεισε το παράθυρο. '"

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

16

"Το ά τ ομ ο τ ου υδρογόνου δεν περιέ χει νετρόνιο. Ούτε στη βάση των φυσικών φαινομέν ων υπάρχει ουδετερότητα. Ο ήλιος καίει . . . λιώνει και λιώνεται ... κάτι κερδίζει μ ε τ ο ανανε ωμ ένο ... κάτι παλιώνει μ ε το ανανεωμ ένο" Μ ια αίσθηση χλιαρή που δεν μ πορούσε να την ονοματίσει, που ευ κόλυνε την αντίλ η ψ ή·του κι έ τ ρεφε αυτή· του την εξέ­ γερση , μ εγάλ ωνε μ έσα - του . · Οπου νάναι και θα παραμέ ρι­ ζε το αδυσώπητο σκοτάδι ανά μ εσα σ· αυ τόν και την πραγ­ μ ατικό τ ητα. Θα τ ο μ πορούσε ; "Τ ο ά τ ομ ο του υ δρογόνου δεν περιέχει νετρόνιο. Στη βάση των κοιν ωνικών σχέσε ων δεν υπάρχει ουδετερότητα. Κι η ουδετερότητα είναι μ ια μ ορφή υποστήριξης κάποιας πλε υ ράς " ... Ε ίναι; Οι δυνά μ εις που έχουν καθορίσει τους σ τόχους-τους και γι · αυτό έχουν χαράξει το δ ρό μ ο που πρέπει, βρίσκου .ι ανά­ μεσα από τα χιλιάδες συ μ βάντα που εξελίσονται κάτω από το φω ς των υποχρε ω τικών κανόνων τ ης ζ ω ής, και που φαί­ νονται ολόιδια ο· όσουν τ· αντικρίζουν επιφανειακά, αυτά που τους συ μφέ ρουν και τ· αξιολογούν σύμφ ωνα μ ε τη δι­ κή-τους διάθεση και θέληση . Κι όταν έ χουν τ · απάνω χ έ ­ ρι δη μ ιουργούν και κατευθ ύνουν όσα τους είναι απαραίτη­ το. Για το λόγο αυτό , για να μη γίνει ο Σάλπα είτε θέλοντας είτε άθελά-του αντικείμενο άλλων, αντικείμενο καταπιε­ σ τών , πρέπει να κατανοήσει τους υποχρεω τικούς σταθμ ούς και τις πορείες των κοινωνικών τάσεων . . . Ο Σάλπα μ έχρι τώρα είχε διαβάσει μ ια σειρά από βιβλία, από το Κοράνι μ έχρι τον Σαρτρ και τον Μ αρξ. Καθένα-τους τον μετέφερε κάπου μ έσα στην δική-του αντίλη ψη αλλά σε κανένα δεν βρή κε μ ια ξεκάθαρη απάντηση σ · αυτά που ανα­ ζ η τούσε. Γιατί δεν είχε ξεκαθαρίσει τι ακριβώς έψαχνε, για ποιο πράγμ α ζητούσε απάντηση . Γιατί διά βαζε ; Σε ποιο ερώτη μ α έ ψ αχνε να β ρει απάντη­ ση ; Τί ή ταν αυτό που χ ρειαζόταν αυτή τη στιγμ ή ; Δεν ήξε­ ρε. Ζ ούσε μέσα στη ζάλη της πιο αξιολύπητης απορίας. Ό­ λη η ζ ω ή-του ή ταν γε μ άτη μ ε τις αγωνίες ενός νυσταλέου ε­ . πιβάτη που πρόκειται να κατέβει στον επόμενο σταθ μ ό, μ όλους τους δισταγ μ ούς-του . Φ οβόταν μ ή πως και τον έπαιρ­ νε ο ύπνος . . . · Ο μ ως, σε ποια στάση θα κατέβαινε ο Σάλπα;

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

17

Ούτε αυτό ήταν κάτι που τόξερε. Γι' αυτό και πάντα πήγαι­ νε πίσω από τα γεγονότα. Κάποιες φορές πήρε λάθος δρό­ μους, βγήκε ολότελα σε αδιέξοδο. Το κοινωνικό κίνημα ξε­ πέρασε το Σάλπα. Τώρα αυτός είν' ένας επιβάτης που με κομμένη την ανάσα τρέχει ξωπίσω από το τραίνο. Απ' το σοκάκι πέρναγε ένας άνθρωπος που πούλαγε κά­ τι πλαστικά. Ήταν αδύνατος και γέρος. Κοντά-του είχε ένα μελαχροινό κορίτσι εννιά-δέκα χρονών. Κοίταγε δεξιά κι αριστερά-του τις πόρτες και τα παράθυρα με το ένστικτό­ του να του λέει πως κάθε στιγμή από κάπου θα τον φωνά­ ξουν. Είχε κρυώσει. Η μύτη και τα μαγουλά-του ήταν κα· τακόκκινα.

Στα

πόδια-του

φόραγε σκισμένα

λαστιχένια

παπούτσια. "Πλαστικό ... Ο πολιτισμός του λάστιχου..." Διαπέρασαν το κεφάλι-του πόνοι και σουβλιές. Έψαξε . Ανοιξε το καπάκι κι έγειρε το μπουκάλι

για την κολώνια .

στη φούχτα-του που μονομιάς γέμισε μυρωδάτο υγρό. Ξε­ χείλησε ... , ,' Ατιμοι" είπε ο Σάλπα νιώθοντας από μέσα-του ένα μί­ σος. "Οι άτιμοι, παλουκώνουν. και ξεγελούν τον λαό-μας... . Ατιμοι..." Το άνοιγμα του μπουκαλιού ήταν αρκετά μεγάλο. Τα πα­ λιά ανοίγματα ήταν πιο στενά, έπρεπε να κουνήσεις δυο 'και τρεις φορές το μπουκάλι. "Για να τελειώσει γρήγορα ... " Ποιός ξέρει πόσοι ειδικοί που "αγαπούν" το λαό-τους, πόσοι τέτοιοι σπαζοκεφάλιασαν γι' αυτό. Πώς θα μπορούσε αλλιώς να τελειώνει όσο γινόταν πιο γρήγορα η κολώνια ... Αυτό τουλάχιστον ήταν οφθαλμοφανές... τ' άλλα όμως, αυ­ τά που δεν φαίνονται ... Δηλητήρια προσφερόμενα σ' ασημέ­ νιες κούπες... Λύκοι ντυμένοι μ' αρνίσια τομάρια... "Κι οι επιστήμονες που τους υπηρετούν είναι κι αυτοί ά­ τιμοι..." (είναι Σάλπα;) Περιτυλίγματα,

κορδέλες,

μπογιές, αγγελίες, διαφημί­

σεις, πρωτοπόροι της μόδας... Γ αγαπημένα-σας αστέρια λένε ... την ομορφιά της επιδερμίδας-μου τη χρωστάω στο τάδε ... μ' αρέσει αυτό το σεντόνι... Εφημερίδες, τηλεοράσεις, σινεμάδες... φάε αυτό, πιες εκείνο... πήγαινε εκεί... διά-

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

18

λεξε αυτό ... πήρες απ' το δεν ξέρω τί; Αν όχι, έφαγες σκα· τά ... Βάλε τα λεφτά-σου στην τράπεζα. . Η καλύτερη απο· .

τρίχωση του πισινού-σας γίνεται με το τάδε ... Στα ντουβά· ρια αφίσες με γυναίκες. κορίτσια, παιδιά ... τι να πιεις, πώς να χέσεις καλύτερα ... "Κλέφτες!" Χιλιάδες, μυριάδες, εκατομμύρια άνθρωποι θα ξοδέψουν εκατομμύρια ώρες πάνω στα τραπέζια, συναγωνίζονται προ· σπαθώντας ν' αρπάξουνε και το τελευταίο γρόσι απ' τη τσέπη του κοσμάκη... Νικητής αυτός που θα βρει το πιο χτυπητό, το πιο συναρπαστικό, το πιο εντυπωσιακό χρώ­ μα ... "Κλέφτες!" "Κάθε κέρδος είναι η μάνα της χασούρας... " (είναι Σάλπα;) Και το παιχνίδι ξαναρχίζει απ' τη στιγμή που θα ξυπνήσεις, που θα μισανοίξεις τα βλέφαρό-σου... "Πλαστικό λά· ...

στιχο ... ο πολιτισμός του κώλου" ... Εισβάλουν στη συνεί­ δησή-σου με σπίρτα, με τσιγάρα, με γραβάτες. με λουλου· δένια πουκάμισα Υποτάσσουν ένα προς ένα όλα τα κύττα­ ρα του εγκεφάλου-σου. Εσύ πια δεν υπάρχεις. Είσαι μονά­ χα μια κούκλα που αγοράζεις και πουλάς ό, τι αυτοί θέλουν, εκφράζεις τις δικές-τους σκέψεις, αγαπάς, ζητάς, τρως ό, τι αυτοί σου προσφέρουν ... Κι η κριτική-σου ακόμα θα τους δώσει ζωή, διάρκεια ... Θα σε κυβερνούν σταθμοί μακρινοί π' ούτε τους βάνει ο νους-σου... Κάθε τόσο και μια νέα επι­ δρ�μή στο κεφάλι-σου. Ράδια,εφημερίδες, κινηματογράφοι, τοιχοκολλήσεις, επιστήμονες, ιδεολόγοι, θεσμοθέτες. κρά­ χτες αυτοκινήτων θα σου φράζουν το δρόμο ... Θέλεις να πας στο Άντεπ, θα σε στέλνουν ατο Άιντιν. Με τις οικονο­ μίες που 'χες ν' αγοράσεις λάστιχο για το βρακί-σου, θα σε ποτίζουν δεν ξέρω τι σόι μπύρα. Θα σε αιχμαλωτίσουν...Θα σου απομυζήσουν μέχρι και την τελευταία δεκάρα της τσέ­ πης-σου... Θα σ' αποτελειώσουν, θα εκμεταλλευτούν το με­ δούλι-σου... θα πηδήξουν τη μάνα-σου... πόθους και επι­ θυμίες θα οργώσουν μέσα-σου για να τις δρέψουν κάποια μέρα ... Θα φυτέψουν μέσα-μας το δέντρο της μίμησης, θα μας στήσουν παγίδες ... Δεν θάναι πια στο χέρι-μας το κου­ μάντο της κινητήριας μηχανής που τοποθέτησαν μέσα-μας

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

19

και που αυτή θα διαλέγει και θ ' αποφασίζει. Δεν είσαι πια ελεύθερος ούτε σ' αυτά που πιστεύεις ότι κάνεις με την ε­ λεύθερη θέλησή-σου . Θα ζη τ ήσεις σαπούνι απ' τον μπακά­ λη, "τί σαπούνι; ποιό σαπούνι,ΤΙ είδους σαπούνι;" θα σε ρω­ τήσουν . Ε κείνη τη στιγμή, παρόλο που δεν υπάρχει θέμα καμιάς φανερής πίεσης, ένα σαπούνι που σούχουν καρφώ­ σει στο κεφάλι, θ ' απλώσει το χέ ρι-σου . . . που να με πάρε ι . . . της μάνας-σου η πίστη . . . " Μας κυβερνούν . . . Μας κυβερνούν μυστικές δυνάμεις . .. Στην ουσία όλων των συναισθημάτων, των σκέψεών-μας υπάρχει η βούληση των μυστικών-μας κυβε ρνητών . . . " (υ· π ά ρχει Σάλπα ;) Π ώς να γλιστρήσεις απ ' το δίχτυ του ελέγχου·τους . . . Αυτή η συνειδητοποίηση της ανάγκης νάσαι ανεξάρτητος, η προσπάθεια να ανεξαρτητοποιηθείς, αυτός ο πόθος, στη γλάστρα καλλιε ργή θ η κε Σάλπα; Αυτή η αντίσταση μαγιά είναι ; Τα χάνει ο Σάλπα . . . Π οιός αφανίζει τ α κ ιτρινοπούλια και τους κ ύ κνους ; Π οιός κcίει τα β ιβλία, απαγορεύει τα τραγούδια, το περ­ πάτημα χέρι με χέρι ; Π οιός είναι αυτός που σκιάζεται απ' τις δαμασκηνιές και τις κερασιές, απ ' το λουλούδιασμα των δέντρων; Ψάχνει μέρος να καταφύγει ο Σ άλπα . . . Ο πιο μεγάλος φίλος . . . ο πιο μεγάλος προστάτης είναι η αλήθεια. Οι νόμοι της αλήθειας . . . Ο Σ άλπα θέλει ν α γίνει αληθινός, τόσο όσο λουλουδένια είναι η ζωή ενός κερασολούλουδου . . . Π ώς θα δημιουργήσει ο Σάλπα τους οργανικούς δεσμούς ανάμεσα σ' αυτό που αλλάζει, εξελίσσεται, πώς θα εξασφα­ λίσει τη συνεχή αλλαγή ; Τα χάνει . . . Μ ια και δυο πέρναγε τη γλώσσα-του πάν' απ' τ α δόντια­ του . Έπρεπε να τα βουρτσίσει για να εξαφανίσει αυτή τη γεύση . Κοίταξε στον καθρέ φτ η . Το πρόσωπό-του ήταν χλωμό. Τα μάτια-του κοκκινισμένα και τα γένια-του είχαν μακρύ­ νει . Τα κοίταξε ένα-ένα: το σαπούνι, το ξυραφάκι, την οδο-

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

20

ντόβουρτσα, το σαπούνι ξυ ρίσματος. Σ · όλα-τους αντανα· κλούσε η κοροϊδία . Λυπήθηκε τον έαυτό-του . Ε ίχε πάρει την ίδια οδοντόκ ρεμα που εξασφάλιζε υ γεία και λάμ ψ η στα δόντια των όμορφων κ οριτσιών κ α ι αγοριών στις ρεκ­ λάμες και τις αγγελίες. Μέχρι χθες βράδυ άπλωνε στην οδοντόβου ρτσά-του την οδοντόκρεμα πέρα ως πέρα, όπως στις διαφημιστικές ταινίες που έβλεπε . Την άπλωνε ακ­ ριβώς όπως ήθελαν αυτοί. Σήμερα δεν θα έ κανε το ίδιο. Θα χ ρησιμ οποιούσε μονάχα το ένα τέταρτο απ · ό,ΤΙ τις άλλες φορές . Ογδόντα λίρες είχε ο Σάλπα . . Επ ρεπε ν α χρησιμοποιήσει αυτά τα λεφτά χωρίς να παρασυρθεί από κανένα, έπρεπε να τα ξοδέψει όπου ήταν απόλυ τη ανάγκη κι έπρεπε . . . " Το άτομο του υδρογόνου δεν περιέχει νετρόνιο. Είτε το ξέρει είτε όχι υπάρχει μια θέση που παίρνει ο άνθρωπος μέσα στο κοινωνικό κ ίνη μ α . Η δικιά·μου θέση , η πραγματικά δικιά-μου θέση , ποιά είναι ; Κοντά σε ποιούς; " Από τη μια τα όσα δίδαξε και διδάχτηκε απ· τη μέρα που άνοιξε τα μάτια-του στον κόσμο, οι προσωπικές, κοινωνικέ ς συνήθειες, τα κουσούρια και οι αρχές που απόκτησε,τα μέτρα που του επιβλήθ η κ αν σαν τρόποι σvμπεριφοράς, κίνησης, ομιλίας, σκ έ ψης . . . απ · την πίεση και τη συστολή στη διάλυση ... στην τρομάρα.:. κι απ · την τρομάρα οι φόβοι που παίρνουν χ ίλιες δυο μ ορφές μέχρι ακόμα και το θρά­ σος . . . Ο σεβασμός, η αγάπ η , η -καλοσύνη, η κακία, το θάρ­ ρος, η τιμιότητα, τα ήθη και τα έθιμα, οι νόμ οι, κρυ φές και φανερέ ς ένα σωρό δυνάμεις . .. θεσμοί. .. ένα σωρό χρώματα, γεγονότα, ήχοι που υφαίνουν την προσωπικότητα του ατό­ μ ου . . . Απ· την άλλ η , η αντίδρασή-του, που συσσωρεύτηκε από τα παιδικά -του χρόνια μέχρι σήμερα, το αναγκαστικό επακόλουθο της κοινωνι κότη τας. . . η άλλη συνείδηση, η αντίθετη , που δημιουργήθ η κ ε μέσα στη συνείδησή-του . . . Το προζύμι για μια ζήση ανθρωπινή που αναπτύσσεται κόν­ τρα στην κυρίαρχη συνείδηση και που δεν είναι δυνατό να εμποδιστεί, που ζορίζει τα δικά-της όρια και που δεν συμβι­ βάζεται μ. αυτά. . . Η άλλη , η αντίθετη συνείδηση , και το μερίδιό-της στο υπόστρωμα της κανονικής, η υγιής σωματι­ κή αντίδραση . . . Ο Σάλπα παίρνει τη θέση·του κόντρα ο· αυ -

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 2 1

τές τις δυνάμεις που εξελίσσονται ... 'Οοη λουλουδένια ζωή αναγνωρίζει η πραγματικότητα σ' ένα λουλούδι κερασιάς, τόσο θέλει να γίνει κ ι ο Σάλπα λου ­ λούδι . . . 'Υστερα ας γίνει ό , ΤΙ πρέπει να γίνει. .. Καρπός . .. ύστερα να ω ριμάσει . .. να σαπίσει.... να γίνει κάτι άλλο ... Καινούριο, εκείνο που θέλει η πραγματικότητα, το ασταμ άτητα νέο ... " Κάθε επιτυχία είναι μια παγίδα .. . Κάθε αυτάρκεια είναι μια παγίδα . . ... (είναι Σάλπα ;) Θ ' απολυτρώσει τον εαυτό-του απ ' την καταπίεση όλων των θεσμών που τον στριμώχνουν, που τον κατασκοπεύουν και προετοιμάζοντας τον εαυτό-του για τη μάχη που θα του χ α ρίσει την ανεξαρτησία και την ελευθερία·του σκέφτεται α υ τό που θ' αλλάξει κι αυτό που θα παραμείνει ίδιο, αυτό που θα συμβιβαστεί κ ι αυτό που θα μείνει ασυμβίβαστο, σκέφτεται τις πλευρές-του που θα μπορούσαν ν ' αλλάξουν κι αυτές που θ' αντιστέκ ονταν στην αλλαγή ... Ο Σάλπα θα έδινε την πιο σκληρή μόχη που αντανακλό­ ταν πάνω-του , μέσα στον ίδιο-του τον εαυτό. Το νέο με το παλιό ... αυτό που θ' αλλάζει κι αυτό που θα παραμένει .... μ' αυτό που θα εξελίσσεται κ ι αυτό που θ ' αντιστέκεται. . . 0 λοι οι θεσμοί και οι επιπτώσεις-τους, που η πραγματικότη­ τα τους είχε κ η ρύξει τον πόλεμο, έπρεπε να είχαν απλώσει τις ρίζες-τους και στις πιο βαθιές άκ ριες του είναι·του . Π ρώ­ τα έπρεπε ν ' ανακαλύψει όλες τις λαθεμένες τάσεις-του, τις συνήθειες και τα αίτιά-τους, και να τα εξολοθρέψει, όλα μια για πάντα με τη φωτιά της ζωής . . Επρεπε να ε ρευ­ νήσει τις πλευρές που θα μπορούσαν να γίνουν συνένοχοί­ τους, να κρύ ψουν και να διαφυλλάξουν αυτές τις λαθεμ ένες τάσεις-του . ' Επρεπε να βάλει απαγορεύσεις. Έπρεπε να επιβάλει βαριές ποινές στα συναισθήματα της συστολής, της υποταγής, της αμέλειας, του φόβου , στην τεμπελιά, τ η δ ιπ ροσωπία, τ ο ψ έμμα, τ η ν απάτη , στο ξεγέλασμα, στη β α ­ ριεστη μάρα . Με τη σημερινή-του συνείδηση, ήταν περιο­ ρισμένη η δύνατότητά·του να ελέγχει τις τάσεις-του, να ξε­ ' χωρίζει τις σωστές απ τις λαθεμένες. ' Οσο εκείνος θ' άλ­ λαζε μέσα απ' τα γεγονότα κι από τη ζωή , τόσο θα αντι­ μετώπιζε καινούριες, ολοκαίνουριες καταστάσεις. Όσο '

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 22

-

θ ' αναπτύσσεται τόσο θα διακρίνει τις πλευρές-τους που δεν έ βλεπε πριν. Ο Σάλπα, μονάχα μ έσα στη ροή της ζωής, πέφτοντας κι ορθοποδώντας , βλέποντας και διορθώνοντας τα λάθη-του θα μπορούσε να π ραγματοποιήσει όσα σκεφτό­ ταν .. .

Ναι .. . Ο πόλεμος έίχε αρχίσει . . . Ο Π ρώτος Απελευθερω ­ τικός Πόλεμος του Σάλπα . . . " Να "την η αντανάκλαση μέσα-μου των ταξικών αγώνων της κοινωνίας .. . Ε γώ είμαι ένα μικρό , ιδιωτικό θέατρο αυτού του πολέμου . . . Και πάλι, εξαρχής,έπρεπε ν' αποφασίσει. Θα ξαναδημιουρ­ γούσε α π ' την αρχή τον εαυτό-του ο Σάλπα, ή μ ήπως θα τον βελτίωνε, θα επιδιόρθωνε μ ονάχα δυο τρία πράγματα για να μ ην πολυχτυπούν στο μάτι; "Ανανέωση , ή επανάσταση , στην προσωπικόητά-μου ;" Θα τον άλλαζε τον εαυτό-του ο Σ άλπα. Θ' άλλαζε όσο ή­ ταν δυνατόν ν' αλλάξει ένας άνθρωπος μέσα στις συνθήκες που ζει . Τον τρόπο σκέψης-του, την αντίδρασή-του που δη­ μιου ργείται μέσα σε κείνο το σύστη μα . . . θα γκρέμιζε, θα σύντριβε τα· καθιερωμένα μέτρα, με νέα μέτρα που θάβγαι­ ναν μ έσα απ' την ίδια την δικιά-τους ανεπάρκεια. Αντί για τις προκαταλήψεις θα θρόνιαζε μέσα-του την καχυποψία, την επιστημονική καχυποψία . . . Θα γκρέμιζε όλα τα είδωλα πούχε στήσει μέσα-του το οικοδόμημα του είναι-του . . Ε ν α ς μ ονάχα δρόμος υπήρχε για ν ' ακολουθήσει . . . . Ε ν α ς καθο­ δ η γητής . . . Η πραγματικότητα . . . Η πραγματικότητα που κα­ θ οδηγούσε η κοινωνική πραγματικότητα . . . Θα μπορούσε να τα καταφέρει ο Σάλπα; Θ α μπορούσε να ξαναπετύχει όσα σκεφτόταν; Αργά-αργά, ένας φόβος απλωνότανε στις σάρκες-του, στα κόκκαλά-το υ , στα κ ύτταρά-του . Ήταν κι αυτό μια αντί­ δραση . Η αντίδραση των δυνάμεων πού ταν δεμένες με το παλιό , οι δυνάμεις του συντηρητικού Σ άλπα . . . Για να δη­ μ ιουργήσουν τρόμο, φόβο, αίσθημα κατωτερότητας. Αν ο Σάλπα κέρδιζε τον πόλεμο, θάπεφτε ένα Kάστρo.� Μ αζί με χιλιάδες άλλα κάστρα της συντήρησης, της αντίδρασης. Θάπεφταν με πάταγο . . . Π οιά ή ταν τ α κοινωνικά χαρακτη ριστικά των φόβων του .

"

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 23

Σάλπα ; Ήρθε στο νου-του ο πατέρας-του . . . Ο πατέρας των φόβων-του . . . Ύστερα τα τζίνια . . . Οι νεράιδες . . . Ο ι μπαμπούλες . . . Έπρεπε να ξυ ριστεΙ Μ ήπως ο Σάλπα θέλει την αλλαγή με σά ρκα και οστά, μ ' όλα-του τ α όργανα , μ ' όλο-του τ ο είναι; " · Οχι . . . σίγουρα έχω και τις πλε υ ρές-μου που δεν θα θε­ λήσουν την αλλαγή". Η άλλ η , η αντίθετη συνείδηση, οργανώνει τις δυνάμεις που θέλουν την εξέλιξη, την αλλαγή . .. " Οργανώστε και την παραμικρή αντίφαση ! . . . " Μ ήπως άραγε η ψ υχή-του θέλει να γίνουν έτσι αυτά τού­ τες τις μέρες ... "άνωθεν" ; Μ ήπως και σή κωσε κεφάλι η χουντική πλευρά του Σάλπα ; Αυτό θα το δείξουν τα όσα θ α εφαρμόσει στις επόμενες μέρες . . Επ ρεπε να συγυ ρίσει το δωμάτιο, να γλιτώσει απ' ΤΙ')ν ακαταστασία. Αρχίζοντας από την επιφάνεια θα κατέβαινε σιγά-σιγά και βαθύτερα . . . Μέσα από τις επιτάξεις της ζωής . . . Από μέσα προς T g έξω . . . από έξω προς τ α μέσα . . . κ α ι ξανά από μέσα προς τα έξω . . . και ξΣVά από έξω προς τα μέσα . . . μέσα σ ε μια κίνηση . . . Π άνω στο τραπέζι ήταν ριγμένο έ ν α τεσπίχι * . " 8άτιζντίζ Σάλπα, βάτιζντίζ ;" Αυτό είναι-ένα τεσπίχι . " Γιατί παίζεις μ ε το τεσπίχι;" Δε βρήκε απάντηση . " Σε τι ωφελάει ;" Δεν υπάρχει απάντηση . " Ε ίναι τόσο αναγκαίο;" Τ ο τεσπίχι είναι ένας θεσμός . . . Κι επι πλέον ένας φεου­ .. δαρχικός θ εσμός . . . Το τεσπίχι έγινε τ ο πρώτο θύμα του πολέμου . Π έταξε ό­ ση παλιατσούρα ήταν για πέ ταμα στο σκουπιδοτενε κέ. Όλες οι σχέσεις που δεν συμβάλουν στη παραγωγή, στην ανάπτυξη, όλες οι σχέσεις, κοινωνικές και προσωπι*τεσπίχ ι : κομπολόι

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 24

κ έ ς , που δεν αποτελούν ι στούς της εξέ λ ιξης, είνα ι συντη­ ρητικές, αντιδραστικές σχέσεις. Ο άνθρωπος είναι ο πιο βασ ικός, ο πιο σημαντικός παρά­ γοντας ανάμεσα στ ις παραγωγικές δυνάμεις. Ο ι αντ ιφάσεις τ ης κοινωνίας και της φύσης, αντανακλούν στη συνείδηση. Τα δ ι δάγματα από τα γεγονότα αντανακλούν στη συνείδη­ ση ... κι η συνείδηση αναπτύσσεται ... Για να πετύχει τη σωστή ανάπτυξη της συνείδησής-του , πώς θα καταπολεμήσε ι ο Σάλπα τις τρωτές από τις αντιδρα­ στικές δυνάμεις πλευρές-του, που σ' όλους τους τομείς της ζωής εμποδίζουν την ανάπτυξη ; Π ή ρε στο χ έ ρι-του το μολύ β ι . Σ την πάνω δεξ ιά γωνία του τακτοποιημένου λευ κού χαρτιού έγραψε την ημερομη­ νία . . . "Υ π ' αριθμόν 1 κο ινοποίηση του Αρχηγείου του Σ τρα­ τ ιωτ ικ ού Ν όμου του Σάλπα. Επε ιδή θεωρήθ η κ ε αναγκαίο, κηρύχθ η κε στρατιωτ ι κός νόμος. Απαγορεύοντα ι στο εξής : η ατημέλητη ζωή, η σκέψ η , η ε ργασία, ο ύπνος και το παίξιμο με τεσπίχι, το τάβλι, το σκάκ ι , η χαρτοπα ι ξία, η ενασχ όληση με τα τυχερά παιχνί­ δια όπως εθνικό λαχείο, προ-πο, λοταρίες, η αγορά οποιου­ δήποτε εμπορεύματος χωρίς παζάρεμα, η χρήση κ ολώνιας και οδοντόπαστας άσκοπα, η κατανάλωση ξυ ραφιών, καθώς και η κάθε είδους φλυαρία κι οι αντιδραστικές σχέσεις γ ι α όπο ι ον λόγο κι αν γίνονται. Έχει αρχίσει μια νέα περίοδος. Θα γίνει ό,τι χρειάζεται."

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 25

2

το σοκάκι αυτό που διάβαινε κάθε πρωί σα κ ου ρδισμένο παιχνιδάκ ι . Π οτέ δεν είχε καιρό να κοιτάξει γύρω-του με μάτι παρατηρητικό. Αυτό το μ ι κ ρό , υ γρό λιγνό δεντράκ ι ας πούμε τόβλεπε για πρώτη φορά . Δίνει ζωή ο Σάλπα σ" ό,τι αντικρίζει. Και αντλεί απ" αυτά τροφές που π ροσθέτουν ζωντάνια στη δική-του ύπαρξ η . Πώς λέγεται το συναίσθ η μ α ()υτό του Σάλπα; Τι είναι αυτό που σκιρτάει, που ωθεί; Μέσα από το τζάμ ι ένα παιδί με κόκκινο πρόσωπο χ αζεύει τ ο Σάλπα. Δίπλα-του μ ια ηλικιωμένη, ξερακιανή, ζαρωμένη γυναίκα στέκει ασάλευ τη . Από μια καπνοδόχο βγαίνει δισ­ ταχτικά ένα νυσταλ έ ο ντουμάνι . . . Σ τριμωγμ ένες μερικές κ ά ρ γιες πάνω σε μ ια κεραία τηλεόραση ς . Πόσο ανοιχτό­ κ α ρδο είναι το μαβί που σκορπάει ο ου ρανός! . . . Πόσο λα­ μ πε ρό! Μια ά γρια ορμή κυλάει στις φλέβες-του . Τώρα ήθε­ λε νάχει μια αγαπημένη δίπλα-του ο Σ άλπα . . . Μ ια αγαπημέ­ νη που θα βάδιζε μ αζί-του, θα τον ένιωθε, θα μ οιραζόταν τις έ γνοιες-το υ . Είναι κακό να σκέφτεσαι αγαπημέν η ; Μ ή­ πως δεν είναι σωστό Σ άλπα ; " Καθόλου . .. Κ ι είναι ένδειξη υγείcς . . . " Γιατί ο Σάλπα δεν είχε ποτέ μια αγαπημένη ; Γιατί ήτανε βρωμιάρης; Διασχίζει το πά ρκο. Ο φύλακας του πάρκου κου κουλω­ μ ένος με το πανωφόρι-του , με μ ια κίτρινη πετσέτα γύρω από το λαιμό-του , λιάζεται. Τί άραγε να σκέφτεται ένας φύ­ λακας πάρκου ; " Μ ην κόπτετε τα άνθη " , " Μ ην πατάτε στη χλόη " , " Μην παραβιάζετε, καταργείτε κι αλλάζετε το σύ­ νταγμα". " Μην επιτρέπετε" την κυ ριαρχία της μ ιας κοινωνι­ κής τάξης πάνω στην άλλη ... Π ριν και μ ε τά το φαγητό σκε­ φτείτε οπωσδήποτε τους έρημους φύλακες πάρκων που κ ρυώνουν. Μην απαγγέλλετε ποιήματα δημόσια, ακούστε τί σας λένε τ" αδέ ρφια-σας οι πελαργοί και καταθέστε σε μ ας τα λεφτά-σας. Σ κέφθηκε τους σκουπιδιάρηδες, τα τσιράκια των μπακάΤΟ ΣΟΚΑΚΙ...

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

26

λ ηδων, τους οδηγούς των λεωφορείων και των καμιονιών, τους θ υ ρωρούς, του ς εργάτες, τους χωρ ι κ ο ύς, τ ις κομμώ­ τριούλες, τους υπάλληλους, τα γκαρσόνια. Τους επαναστά­ τες που είναι στρ ι μωγμ ένοι στις φυλακές, σκέφθη κε και τη μάνα, τον πατέρα-του, το Μπόζκ ι ρ. Τί είναι αυτό που σκιρτάει κ ι αγγίζει τη συνείδησή-σου ; Τί είναι αυτό που βαραίνει το παρελθόν-σου ; Τί; Δ ι η γήσου-τα Σάλπα . . . Διηγήσου τον πατέρα-σου, το χω­ ριό -σ ου . . . " ο πατέρας-μου ή ταν τσαγκάρης. Τ ο κάτω μέρος του διό ­ ροφου σπ ι τ ι ού·μας ήταν αχούρ ι κι επάνω μέναμε εμείς. Ο πατέρας-μου είχε μετατρέψ ε ι τη μ ια κάμαρη του σπ ι τιού­ μας σε μ αγαζί. Μπαίνοντας στο μαγαζί υπήρχε ένα σκοτεινό χώρισμα . Ε κ εί έβαζαν τα δέρματα, τα καλούπ ι α που δεν τους χρε ιάζονταν ε κείνη τη στ ι γ)ή . Σε μ ι α γωνιά υπήρχε έ να χωμάτ ινο κ ιούπι, ένα μέτρο ψ ηλό με φαρδύ στόμ ιο για το μ ούλιασμα των δερμάτων. Ή ταν πάντα γ ι ομάτο μ ' . ένα κατά μα υ ρο νερό με μ υ ρωδ ι ά στ ι φή . Το μαγαζί-μας φωτ ιζόταν άπλετα ολημε ρίς κ ι είχε ένα πα­ ράθ υ ρο προς το νοτ ιά κ ι ένα προς τη δύση . Ο πατέρας-μου δούλευε μ αζί με τους δυο θείους-μου κα ι τους δυο μεγαλύ ­ τερους αδερφούς-μο υ . Κάθε πρωί, το αργότερο στ ις οχτώ, όλοι βρίσκονταν στη θέση-τους. Μ έχ ρ ι εκείνη την ώρα ο μ ι κρός-μου αδερφός Γ ι ουσούφ, έπρεπε να είχε καθαρίσε ι το μαγαζί. Η ραπτομηχανή που χρησιμ οπο ιούσαν πότε-πότε βρ ισκό ­ ταν στο σημείο που ο δυ τι κός τοίχος συναντούσε το νότ ι ο · τοίχο, παράλληλα στοντοίχο το υ νότου. Ο πατέρας-μου φό­ ραγε με προσοχή την ποδ ιά-του κα ι καθόταν να δουλέψε ι στην καρ έ κλα π ου ήταν α κριβώς δ ίπλα από τη μηχανή. Οι θε ι ο ι κα ι τ αδέρφ ι α-μου κάθονταν γύρω στο τραπέζ ι , στ ις χωρίς πλάτες καρέκλες με τα λερωμένα μ ιντέρια * , μ ε τα πρόσωπά - τους στραμένα προς τ ο τραπέζ ι . Το τραπέζ ι ε ίχ ε ένα σωρό χωρίσματα με λεπτές τσίτες. Σ ' αυτά τα χω­ ρίσματα έβαζαν τις μ ι κρής διαμέτρου πρόκες , τα σ ιδεράκ ι α για τις μ ύ τες των παπουτσ ι ών, ξύλ ινα καρφ ιά σε διάφορα ' μιντέρι : 1Cάθισμα. μαξιλάρι

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 27

μεγέ θ η , μεταλλικά καρφιά , σφυριά, φαλτσέτες, βελόνες, τανάλιες, τ ο κ ο υτί με τ ο τσιρίσι * , κερί, σολ ο υσιόν κι άλλα

χρειαζ ο ύμενα . Κάτω από το τραπέζι είχαμε ακόμα ένα κιο ύ­ π ι πι ο μικρό για να βρέχο υ μ ε τα δέρματα. Στο υς πλαϊνο ύς τ ο ίχο υς, σε μια σειρά από ράφια, ήταν στιβαγμένα καλ ο ύ­ πια παπ ο υτσιών, δέρματα, κ ο μμάτια από σολόδερμα. Π ήχεις ήταν κρεμασμέν ο ι στ ο το ίχ ο από τις τρίγωνες τρύπες-το υς . . . . Ενα τραπέζι από κο ρμό καρυδιάς χρησίμευε για να κό­ β ο υμε εκεί τ ο πάνω μ έ ρος των παπο υτσιών . Σε μια άλλη ά κρη υπή ρχε ένα ξύλο ένα επί πενήντα π ο υ πάνω -τ ο υ έκ ο ­ βαν τα μικροπράγματα. Ε ίχαμε και μια λάμπα λο υ ξ πο υ την ανάβαμε στα νυχτέρια και π ο υ κρεμότανε , μ ' ένα τέλι, από το ταβάνι . . . Ο πατέρας- μ ο υ ήταν εργατικός, νευρικός και λεπτολό γο ς. Έπρεπε οπωσδήπο τε να βρίσκει αυτό π ο υ ζητο ύσε στη θέ­ ση-το υ . Απ' το κράτημα το υ σφυ ρι ο ύ μέχρι και το κόψιμ ο κάθε π ράγματος όλα έπρεπε να γίνονται όπως τα ήθελε. Οι θειο ι και τ' αδέρφια-μ ο υ έπρεπε να κάνο υν τη δ ο υλειά όπως έ π ρεπ ε . Τις μέρες π ο υ είχε τα νεύρα-το υ , ζή τ αγε ευ καιρίες για να ξεσπάσει . Ειδικά τα βράδια της Πέ μπτης ή ταν σα σπίρτ ο έτο ιμ ο να πάρει φωτιά κάθε στιγμή . Η αγο ρά το υ Μπόζκ ιρ γινόταν τις Παρασκευές. Όλη τη βδο μάδα έκαναν τη νύχτα μέρα για να προλάβ ο υν τις πα­ ραγγελίες και να έχ ο υν και μ ια π οσότητα έ το ιμ ο εμπόρευ μα. Τις περισσότερες Π έμπτες αναγκάζονταν να ξημερωθ ο ύν δ ο υλεύ οντας . . Αλλο τε πάλι φαινόταν να προλαβαίνο υν τη δο υλειά. Αν μάλιστα υπ ολόγιζαν να πάνε καλά τ' αλισβερίσια στ ην αγο ­ ρά, π ρος τ ο τέλ ος της δο υλειάς ο πατέ ρας άρχιζε να βρίσκει το κέφι-το υ . Έ κανε χωρατά με το υς άλλ ους, μ ο υ γέλαγε και μ ο υ χάιδευε το κεφάλι-μ ο υ λέγοντας "άντε, γιε - μ ο υ β ρω μ ιάρη , πες-μας ένα τραγο ύδι". Καμιά φο ρά, πάλι, έ­ λεγε "έλα γιε-μ ο υ , βάψε τα παπο ύτσια να σε πάρω στο πα­ ζάρι" . Την Π αρασκευή , με τ ο χάραμα, τ ' αδέρφια-μ ο υ φόρτωναν ·τσιρίσl: χόλλα

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

28

στο γαϊδο ύ ρι τους δυο τρίχινους χε"ίμπέδες * που τους εί­ χαν γεμίσει από βραδίς με παπούτσια, κι έπαιρναν το δρόμο για τον Καζά _ Με το γα'ί δούρι ο δρόμος ή ταν μ ιάμιση ώρα. Το πρωί ο πατέρας-μου ντυνόταν πεντακάθαρα και φόραγε με προσοχή το καφετί φοτρ καπέλο-του στο κεφάλι. Εγώ ο πατέρας-μου και οι θειοι-μου πηγαίναμε με το καμιόνι των επιβατών. Γ αδέρφια-μου έπιαναν από νωρίς τη θέση στο παζάρι, κ ι άπλωναν τα παπού τσια πάνω στο παλιό κιλίμι που έστρωναν. Αν δεν ά ρεζε στον πατέρα η τοποθέτηση, τ ην άλλαζε όπως εκείνος ήθελε . Την π ρώτη φορά που πήγα στο Μπόζκιρ σάστισα από το πλήθος που είχε το παζάρι, τη φασαρία, τους πωλητές αλλά κ α ι συγκινήθηκα. Κοντά-μας ήταν ένας πλανόδιος παγω­ τατζής. Το ξύλινο αραμπαδάκι-του ή ταν βαμμένο άσπρο και μ αβί. Π ούλαγε τα παγωτά-του λέγοντας μανί* ίσαμε το β ράδυ : .. Δέκα γρόσια το πιατάκι Πουλιο μέλι και καϊμάκι αν δεν έχεις τα λεφτά χάζευε από μακριά" Ο πατέρας-μου μου αγόρασε μ ια κούπα παγωτό, αυτό ή­ ταν το πρώτο παγωτό π ου έτρωγα. Ε γώ ξεσκόνιζα τα παπούτια που πουλάγαμε. Είχα οικονο­ μ ίσει πενήντα χ ρόνια μπαχτσίσι εκείνη τη μέρα. Κι αυτά ή­ ταν τα π ρώτα λεφτά που κέρδιζα στη ζωή-μου. Κείνες τις μέρες, οι Π αρασκευές, στο Μπόζκιρ . . . " Μπαζάρολσουν * * Αμπντουλ ραχίμ Ουστά . . . " " Νάσαι καλά εφέ Ν ταγί, καλωσήρθες, μπου γιούρ να πιεις ένα τσάι-μας . . . " " Νάσαι καλά ανήψ ι, μα τώρα βιάζομαι να περάσω απ ' το χ τη μ ατολόγιο, αν βρω χρόνο θα περάσω μετά το ναμάζι" . "Σελαμαλέικιου μ * * * μπαζά ρολσουν". "000, καλωσήρθες, φίλε Αλί, έλα πέρασε κι από δω " .

*χεϊμπές: δισάκι, ταγάρι *μανί: λαϊκά μικρά τραγοί.δια * *μπαζάρολσουν: καλές δουλειές ***σελαμαλέικlουμ: ανταπί>δοση χαιρετισμ ού: νίισαι καλά

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

29

"Αν είν· έτοιμα τα πατούμενα του Κιόρογλου να τα πάρω, έχω να τελέψω μια δυο δουλίτσες με την πρωινή δροσιά". "Ετοίμασε γιε-μου τα παπούτσια του Αλί Νιγιαζί". "Πάρ· αυτά Αμπντουλραχίμ Ουστά, τα υπόλοιπα τα συμ· πληρώνω στο άλλο παζάρι". "Μη το κάνεις, βρε αδερφέ ΑλΙ Ας κάνουμε με σένα ένα καλό σεφτέ πρωί-πρωί, δώσε και τα υπόλοιπα". "Δε με ξέρεις Αμπντουλραχίμ Ουστά, θα στα 'κοβα ποτές αν είχα; Ο σεφτές δεν είναι τα λίγα, ή τα πολλά. Και το δι­ κό-μου ποδαρικό είναι γουρλίδικο". Πουλούσαμε μέχρι τις τρεις-τέσσερις η ώρα. Ο πατέρας με την παλιά γραφή σημείωνε ης νέες παραγγελίες στο ξεφτισμένο στις γωνιές τεφτέρι-του, τα μέτρα και τη μέρα της παράδοσης. Τα παιδικά-μου χρόνια... στις ατέλειωτες εκείνες νύχτες των παιδικών-μου χρόνων η μάνα-μου διάβαζε το κοράνι και ψαλμούς από τον Γιουνούς Εμρε*. Μόλις έπεφτε το σκοτά­ δι λες και κάθε γωνιά του χωριού γέμιζε τζίνια και νεράι­ δες. Δεν έκανα ρούπι μοναχός-μου , φοβόμουν. Φοβόμουν πολύ. Γιατί δεν ήταν ποτέ σίγουρο για ποιο πράγμα θύμω­ νε ο πατέρας. Δεν μπορούσα να ξέρω η έπρεπε να κάνω για να μην τον θυμώσω. Αυτή η κατάσταση ήταν η ίδια για όλους μέσα στο σπίτι. Τόσο πολύ είχε μέσα-μου ριζώσει ο φόβος για τον πατέ­ ρα-μου που όλους τους φοβόμουν. Αν έκανα κάτι στραβό, αμέσως η μάνα-μου με φοβέριζε λέγοντας "θα το πω στον πατέρα-σου". Ακόμα κι όταν είχα δίκιο δίσταζα να καβγα­ δίσω με τα γειτονόπαιδα. Επειδή μάλωνα έτρωγα ξύλο κι απ' το σπίτι. Οι πιο χαρούμενες ση γμές-μας ήταν όταν ο πατέρας είχε τα κέφια-του. Έλεγε αστεία και μας έκανε να γελάμε μέχρι να τρέχουν δάκρυα απ' τα μάτια-μας. Δεν ήθελα να τελειώ­ νουν ποτές κάτι τέτοιες στιγμές. Κι όμως ένιωθα ανησυχία. Ήταν ικανός στο πι και φι να δηλητηριάαει ο πατέρας αυτή τη χαρά-μας. Στην επιστροφή-του απ' το παζάρι καταλαβαίναμε αμέ·Γιουνούς Εμρε: λαϊ1Cός ποιητής

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

30

σως απ το πρόσωπό-του αν οι δουλειές είχαν πάει καλά. Αν δεν . είχαν πάει καλά γινόταν κιγιαμέτ* , μας αναστά­ τωνε όλους. ' Οταν, όμως, μέρευαν τα νεύρα-του, σκαρ­ φιζόταν διάφορα παιχνίδια, και πάσχιζε να μας κάνει να γε­ λάσουμε για να τον συγχωρέσουμε. Μετά το φαγητό, μας κέρναγε τσάι και μας σκλάβωνε . Στο χωριό-μας με τα πεντακόσια σπίτια, ο πατέρας-μου ή ταν άνθρωπος αγαπητός, σεβαστός κι έμπιστος. Οι πιότε­ ροι απ' τους χωριανούς-μας π ή γαιναν για τσάπισμα μπα­ μπακιού στο Σόκε και το . Αιντιν. Οι του ρσάμπαλίδες που τους νοματίζουμε " παπουτσήδες", παλιά ασχολιόνταν με τα δέρματα . Η γιαγιά Σαντικά , έμενε σ ' ένα σπίτι με μ ια μονάχα κάμα­ ρη πιο πέρα από το δικό-μας και πορευόταν με τα φαγιά και τα κουρέλια που της έφερναν οι γειτόνοι. Η κόρη-της είχε πάει νύφη σ' ένα άλλο χωριό. Θύμωνε με τα παιχνίδια των παιδιών μπροστά στην πόρτα-της , κι όταν άκουγε τα ξεφω­ νη τά-τους τάδιωχνε με την μ αγκούρα-της σκούζοντας : " Κακοχ ρόνο νάχετε, δε βρήκατε άλλο μέρος για παιχνίδια :' Κι εμείς την ξαγριώναμε φωνάζοντας. "Σιντ-ντι-κά , στη μύτη-σου σκατά" . Ή μ ουν έντεκα δώδεκα χρονώ, όταν ο πατέρας-μου με­ τέφερε το μ αγαζί προσωρινά στο χωριό Σερίκ του Μ α­ βάβγκατ . Τότες εγώ έγινα ο "άντρας" του σπιτιού. Ε γώ πήγαινα στον Καζ ά και το παζ άρι. Η μάνα-μου φόρτωνε τις πατάτες στο γαϊ δούρι. Στο παζάρι, χωριανοί που δεν γνώ­ ριζ α, κατέβα ζαν το γιούκι * -μου και με βοήθαγαν στο πού­ λημα της πατάτας . .. Στο γυρισμό πάσχιζ α να ζέψω το γαϊδούρι και πήγαινα στη μάνα-μου ψωμί απ ' το τσαρσί* * και χαλβά. Ε γώ π ή γαι· να να πάρω "σαν άντρας" κ αι το μερίδιό-μας από το αμερι­ κάνικο στάρι που μοίρα ζαν σ το Μπό ζ κιρ. Το "αντριλίΚ Ι" · μου κράτησε ένα χρόνο. Αυτό το διάστη-"ιγιαμέτ : χαλΙWμός -γιoίncι: βάρος - -τσαρσί: αγορ ά

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

31

μ α είχα αλλάξει αρκετά , είχα αποκτήσει πιότερη εμπιστο­ σύνη στον εαυτό-μου . Σαν ξαναγύρισε ο πατέρας από το Σερίκ ξαναπήρα πάλι την έχτη θέση-μου στη σειρά της οι­ κογένειας κι έγινα πάλι ο Σάλπα ο " βρωμ ιάρης" . Και μαζί μ ' όλα τ" άλλα άρχισε πάλι ο φόβος του πατέρα να μ ου κεντρίζει τ ην καρδιά. " Βλάκα, δεν κοιτάς μπροστά-σου, ζωντό βολο!" " Ηλίθιε !" σ Σάλπα είχε σκοντάψει σε μια γυναίκα μ" ένα μωρό στην αγκαλιά . σ άντρας που φαινόταν νάναι σύζυγός-της φώ­ ναξε οργισμένος : " Η λίθιε !" Στραβωμάρα έχεις μωρέ . . . Μετά πέντε-δέκα βήματα γύ­ ρισε να τους κοιτάξει. Τους είχε καταπιεί το πλήθος. . . Έβραζε μέσα-τοlJ ο Σάλπα. Τ ο παρελθόν-του σ · όλες­ του τις διαστάσεις και μ . όλη-του τη θλίψη ξύπναγε και δεν μπορούσε να ησυχάσει . Όλα τα γεγονότα που τούτυχαν απ' τα παιδικά - του χρόνια μέχρι τώρα, η απήχηση των γεγο­ νότων μέσα-του , τα αισθήματα που του καλλιεργήθη καν , σκιρτούν μέσα-του μ " όλα-τους τα στοιχεία, κι ένα ζεστό ρεύ μα προκαλώντας ένα τρέμουλο κύλαγε από τις άκριες' των μ αλλιών-του μέχρι τ · ακροδάχτυλά-του. Βούρκωσαν τα μ άτια-του . Το κορμί -του φλεγόταν. Δεν ή ταν μονάχος ο Σάλπα . . . Είχε μια ρίζα, ένα ταμ πάν ι * που στ η ριζό τ αν . .. Π ερ­ πάταγε στις μύτες των ποδιών-του για να κρύψει απ' τ ον κόσμο την υγρασία των ματιών-του . . . Γιατί τά χ α ν α ξαναζων τανεύουν μ ε τόση γρη γοράδα σ το μυαλό-του το γυμνάσ ιο του Μπόζκιρ, η θειά-του, τα ξαδέρ­ φια-του ; Γιατί τάχα να γίνονται αναβρύσμ ατα θλίψης η αλά­ να που παίζανε μπάλα, το σούρουποπούκλεβαν ερίκια * * και μ ύγδαλα απ ' τους μπαχτσέδες; Με πίκρα πέ ρναγαν απ· το μ υαλό-του το σπίτι-του στη Κόν ια με τη μοναδική κάμαρη στη λεωφόρο συζούν Χαρμανλάρ πούμοιαζε πιότερο με α­ χούρι παρά με σπίτι , τα τρία χωριατόπαιδα, οι φίλοι-του , που συγκατοικούσε, οι τορβάδες με τις πατάτες και μπλι*ταμπάνι: βάση * * ε ρίκ ια: δαμάσκηνα

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

32

γούρι, το λύκει ο της Κόνιας, οι δάσκαλοί-του ς, οι φίλοι­ τους . Το φθαρμένο στα γόνατα παν τελόν ι, το φτιαγμ ένο απ' το π ιο καμπάδικο ύφασμ α ζακέτο, τ α παπούτια μ ε τα φαγωμένα τακούνια, πόσα πράγματα δεν έφεραν, δεν π ή ­ ραν . . . Στα ριζά πο ιών α ισθημά των να βρίσ κονται εκείνα τα παλιοπάπου τσα . . . Σε ποιών ι στών τ ην πρώτη ύλη ά ραγε ; Χαμ ογελάει με πίκρα, ποτέ κανένα κορίτσι δεν κοίταξε τον Σάλπα . Ούτε κι αυ τός είχε ποτέ την τόλμ η να τα πλη ­ · σιάσει . Ο πρώτος έρωτας . . . Ο πρώτος ε κείνος έρωτας, που κανέ­ νας άλλος εξόν από τον Σάλπα δεν τ ον ξέρει, ή ταν κά τι . π ου δεν το ' χε νιώσει . [Ξνα λουλούδι της στέππας π' άν­ θισε και μαράθηκε από μόνο-του είναι ο πρώτος-του έρω­ τας. Υπή ρχε ένα κορίτσι , τό τε, που άρχισε το γυ μνάσιο, σ τα δ εκατρία-του . Ή ταν ξερό σα κλαδά κι . . . Ε ίχε όμ ως τόσο ό μορφο πρόσωπο που ο Σάλπα έKλαιγ� τις νύχ τες για χά ­ ρη-του . Πάντ α προσπαθούσε να βρίσκεται κάπο υ πο υ να μπορεί νά βλέπει το π ρόσωπό-της . Θύ μ ωνε , ζήλε υ ε όταν αυτή μίλαγε με τα καλοντ υ μένα παιδιά των υ παλλήλων . . . τ ης κάκιωνε για μέρες . . . Μια μέρα ο πα τέρας-του έφε ρε μ ήλα στον Σάλπα. Κι αυ ­ τός, που τίποτα δε μπορούσε να σκεφτεί χώρ ι α απ ' αυ τήν, διάλεξε το καλύτερο μήλο, το καλόπλ υνε, το τύλιξε σ' άσ ­ προ χαρτί .c Μ ια βδομάδα καραδοκούσε τη στιγμ ή που θα της πρόσφερε τ ο μ ήλο . Αν μ ια έστω φορά απαντ_ιόνταν τα μ ά­ τ ι α-τους , θα της έλεγε : "Τρώς μ ήλο ; Ο πατέρας- μ ου τόφε ­ ρε . . . κι εγώ το φύλαξα για σένα . . . πάρ ' το μήλο . . . μ ια βδο­ μάδα το κουβαλάω μαζί- μ ου για να στο δώσω . . . είναι ωραίο μ ήλο . . . " Κρίμα, όμ ως, γιατί το κορίτσι δεν κοίταξε καθόλου τ ον Σάλπα . . . Κ ι εκείνος, απελπισ μ ένος, έκλαψε κι έφαγε το μ ήλο. Αυ τή η φω τιά κράτησε ένα χ ρόνο. Η δεύτερη " ερωτική" πε ρ ιπ�τει α το υ Σάλn α αρχίνισε χ ρό­ νι α μετά όταν ή ταν μ αθ ητής στο λύκειο της Κόνιας . . . Τούτ η τη φορά τσιμπήθηκε μ ' ένα κορίτσι που σπούδαζε στη σχο­ λή καθηγητριών . Το κορίτσι πάλι δεν είχε χαμπάρι . Π η γαι­ νοερχόταν ξωπίσω - της χω ρίς α υ τή να αντιληφθεί τίποτ α. Έπλαθε γι' α υ τήν όνε ι ρα μ έρα κα ι νύχτα . Έ κοψε και να τρώει κα ι να πίνε ι . Τώρα πια καπνίζει τ σιγάρο. Γιατί ο ερωDigitized by 10uk1s, Jan. 2010

33

" (ευ μ έ νος άν τρα ς καπνίζει. Κάποια μ έ ρα που έν ιωσε ότι δεν μπόραγε v r , ι έ ξει μ οναχός τον πόν ο-το υ , ά ν οιξε τη ν καρ­ ιδά-του o u j l , ψίλ ους-του . . . " Κα ι το κορίτσι το ξ έ ρει ;" ρώτησαν . Ο ειδικευμ ένος στους μ υστικούς έ ρωτες Σάλπα, έ πρεπε να φαν ερώσει τη ν έ γν οια του στο κορίτσι. Δε ν έ φτανε μ ο­ ν άχα η παρακολσύθ ηση, έπρεπε και ν α της μ ιλήσει. Π ώς ν α το έ κανε αυτό μ ε τα κουρελιασμ έν α-του ρο ύ χα; Τα βόλε­ ψε όπως-όπως μ ε το παντελόν ι του ενός, το που κάμισο του άλλου , το ζακ έ το του παρ' άλλου . . . Μ' αυ τή τη ν εμφάνιση πάσχισε τρεις τέ σσερις μ έ ρες να την κά ν ει ν α τον προσ έ ξει.

Π ώς μπορ είς ν α τραβήξεις την προσοχ ή ; Π ε ρνάς βιαστικά δίπλα-της, μ αζί μ ε τους φίλους-σου . . . Όπως έ ρχεσαι απ' αν τίκ ρυ την κοιτάς ολόισα στα μάτια . . . Της στή ν εις παγίδα στο πιο κατάλληλο μ έ ρος του διάβα­ της ... Τη ν ακολουθείς σφυ ρίζοντας, κι άλλα τ έ τοια . . . Μ ια μ έ ρα που τη ν είχα ν πάρει από πίσω/ κάποιος από τους φίλους-του τούβαλε τρικλοποδιά . Ο Σάλπα χτύπησε το κε­ φάλι-του στο ντουβάρι και τόσπασε. Έ τσι το κορίτσι γν ώ­ ρισε το Σάλπα . Π ολ ύ καιρό σκεφτόταν τί έ πρεπε ν α της πει. Μια μ έ ρα συγκ έ ντρωσε όλο-του το θάρρος και αποφασισ μ ένος ν α σπάσει για μ ια ν ακόμ α φορά το κεφάλι-του, πρόβαλε στο δρόμο-της . Με φων ή που κι ο ίδιος δύσκολα αν αγν ώρισε της είπε ότι " εν διαφέ ρεται κι αν δεχόταν να κά ν ου ν παρ έ α " . Το κορίτσι έ σφιγγε τη ν τσάντα-της αν ά μ εσα στα χ έ ρια­ της πάν ω στο στήθος και βάδιζε γρήγορα-γρήγορα. Επα­ ν αλά μ βαν ε μονάχα "παρακαλώ, παρακαλώ " . Ο Σάλπα είχε καταϊδρώσει . Τί ν άκαν ε ; Εξήγησε την κα­ τάσταση στους φίλους-του που έ ρχον ταν ξοπίσω-τους σε απόσταση πεν ήν τα-εκατό β ή μ ατα. " Αυτή δεν είν αι μ ια τελειωτική απά ν τηση" είπαν . " Ε ξ άλ­ λου κανέν α κορί τοι δεν λ έ ει ν αι μ ε τη ν πρώτη " . Δοκί μ ασε ν α μ ιλήσει ακό μ α μ ια φορά . " Π α ρακαλώ, παρακαλώ" και τίποτε άλλο ήτα ν η απόκρι­ ση του κοριτσιού . Μ ο νάχα τα τελευταία λόγια-τη ς ήτα ν διαφορετικά. " Θα παραπονε Θώ στον γυμνασιάρχη " είπε .

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

34

Κ ι ο Σάλπα αποκρίθ η κε .

" Η τι μωρία του γυ μνασιάρχη είναι τίποτα μ προστά στη

δ ι κ ή-σου " Ο Σάλπα ζ ούσε το δεύτερο χρόν ο-του στη ν Κόνια απελπι­ · σ μ έν ος, κλεισμ έ ν ος στον εαυτό-του σκιαγμ έν ος απ όλους μ ε το λιωμ έν ο στον πισινό παν τελόνι-του , όταν γνωρίστηκε . μ έν α φίλο απ · το Ν τόλαβ . Αυτό το κατσαρομάλλικ ο αγόρι μ άθα ιν ε μποξ. Για το Σάλπα, που μ έ χρι τώρα είχε φίλους μ ονάχα χωριατόπαιδα, άρχι ζ ε μια ν έ α περίοδο. Ο Κιβιρτζ ίκ ή ταν κι αυτός έν α απ · τα πέ ν τε παιδιά μιας φτωχοφαμελ ιάς. Ο πατ έ ρας-του ήταν αραμπατζ ής * . Η οργή και το πείσμ α­ του με το ν καιρό π έ ρασαν κ αι στον Σ ά λπα. " Π ρέπε ι νάμ αστε δυ ν ατοί, ν α δουλεύου με πιότερο . απ · ό ­ λους" έλεγε ο Κιβ ιρτ ζ ίκ . . ' Οσο μ ίλαγε μ αζ ί-του ο Σάλπα, τόσο πε ρισσότερο αν α­ στατω νό ταν . Π άσχι ζε να νικήσει το αίσθη μ α κατωτερότητας που είχε κουρν ιάσει μ έ σα-του , το φόβο, τ ο δισταγμό, πηδώ­

ντας σκοινά κ ι στους ίσκιους κι άλλοτε παλε ύ οντας με τους τορβάδες . Τώρα π ια ο Σάλπα ήθελε ν α κά ν ει αισθητή την παρουσία-του όπου πάταγε . Τότες ή ταν που άκουσε και τις πρώτες κ ου β έντ ες για τη φτώχεια, τη ν εξ έ γερση, το σοσια­ λισμό , τη ν ελευθερία , τη ν ισότητα, τη ν εργατική τάξ η.. Ο Κιβιρτ ζί κ τ ούχε γ κρεμ ίσει Ί ο στενό τσεμπ έ ρι * του κεφα­ λιού-του . Τώρα πια δε ν μπορούσε ν α συ μ φων ήσε ι μ ε τους χωρια ν ο ύ ς φίλους-του που ή ταν έ τοιμ οι ν · αρκεστούν σ · οτιδήποτε, που είχαν σα βασική αρχή-τους ν α υποκ ύπτου ν , να διαβά ζ ουν για ν α γίνου ν " ά νθρωποι " . Τώρα πια ο Σάλπα το ν ά ν θρωπο δεν τον σκεφτότα ν καθόλου σαν κι αυτούς. Μα ζ ί με τους τρεις φίλους-του είχαν νοικιάσει ένα σπίτι στη λεωφόρο Ου ζ ούν Χ αρμ ανλά ρ. Ο πατ έ ρας το ύ είχε ι; πο­ δείξει έν α μ πακάλ η . Τα αλισβερίσι α-του έ πρεπε ν α τα κά ν ει μονάχα από δω και μ έ σα στα όρια που του είχε βάλει εκεί­ νος . Δε ν μπορούσε ν · αγοράσει τίποτε άλλο εξό ν από ψ ω μ ί , τυ ρί , σπίρτα, χαλβά , ελι ές . Ε ίχε έν α τορβά μπλιγούρι

' αρ αμπατζ ής: αμαξηλά της 'τσεμπέρι: κ λοιός

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

35

κι ένα το ρβά πα τά τες . Ε κείνα ΙΟ μ α θη η κά χρόνι α , πο υ αλη­ σμόνητη πα ρ α μένει η μ ιζέρια - ιο υ ς , άρχισε ν α δι αβάζει κι άλλα βιβλία εκτός από ΙΟ σχολικά . Ο κόσ μ ς-του μ ε γάλω­ νε, δρα σκέλιζε ΙΟ όρια ι ου Χοτζάκιοϊ , ιο υ Μπόζκιρ, του Τσού μ ρα , της Κ όνιας . Την πρώτη γ υν α ίκα τη γνώρισε ο Σάλπ α σ' έν α πορνείο της Κόνιας , ότα ν ή ιον στην τελευ ιοία τάξη ι ου γυ μνάσιου . Γι α πολύ κ α ιρό δεν μ πό ρεσε να τη β γάλει από ΙΟ μυ α λό- ι ου. Την ίδια πάλι χρονιά οι θειοι κα ι τ' α δέρφι α -του κλείστη­ κ αν φυλα κή επειδή έκλε ψαν έν α κορίτσι γ ια το μ ε γάλο θειο . Η πρώτη- ιου γ υνα ίκ α είχε πεθάνει κι είχε μείνει χήρος μ ε τρία π α ιδιά . Σ α δεν ι ο ύ δωσαν ΙΟ κορί ωι που ζήτησε, πή­ γαν ν α Ι Ο κλέ ψ ουν μ αζί μ ε τ' ανή ψ ια , α λλά πριν β γούν από '[Q χωριό πια στή κ α ν. Ο π α τέρας ι ου Σάλπ α ε ίχε εξα γ ριωθεί με το γεγονός . Τα οικονο μ ικά γίν αν άνω-κάτω . Την πλή ρωσε ο Σάλπ α . . . δεν · μπόρεσε να τελειώσει ΙΟ λύ κειο . . . Κ ι η μάνα- ι ο υ ; Π ουλί μ ε σπ α σμένες φτερού γες είν α ι μ ες την κα ρδιά- ι ου η μ άν α-ι ου . . Αμ α γίνεις άνθρωπος, ε γώ θ α μ είνω μα ζί-σο υ . . . έλε γε η μ άν α -ι ο υ . Κ ι ό ιον πάλι θύ μωνε . . . ' " Κα ι να δ ια βάσεις , ΙΟ χ α ί ρι-σου δεν θ α ΙΟ δω. Π α ίρνετε μ ια μπογ ιανησμένη γυν α ίκα κ αι μ ας ξεχνάτε " έλε γε. Σ α γίνεσ α ι άνθρωπος παίρνεις γ ια συμπλήρω μα κα ι μ ια πο μ γ ιαησμένη γ υνα ίκ α . . . Σπο υ δάζεις, γίνεσα ι άνθρωπος, π α ίρνεις μ ι α μπο γιανησμένη γυ να ίκα κ α ι ξεχνάς . .. Α γαπάς τη μ άν α -σο υ Σάλπ α ; "Μάνα -μ ου , τζι γέρι * -μ ου μάν α " . Σ αν άφησε Ι Ο λύκειο , δεν ξ αν αγ ύρισε σι ο χωριό ο Σάλ­ π α . Για πρώτη φορά α ν ηστάθηκε στον πα τέρ α -του . Μι α δύ­ να μ η που ι ο ύ δινε ώθηση θέριευε στην κ α ρδιά-το υ . Τώ ρα η Κόνι α , έν α παπούτσι σα ράν ιο νού μ ε ρο κι ο Σάλπ α μέσα -της έν α πόδι σα ράνι ο πέντε νούμερο, που όλο μ ε γάλωνε . . . δεν τον χώραγ ε πια . · τζιγιέ ρι: σπλάχν ο

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

36

· Εν α βράδυ στο Ν τόλα β κάτσανε μ προστά σ· έν α πλ ί θινο ντουβάρι Μ ε ίνανε πολλ ή ώρα α σάλε υ τ οι μ έσα στο σκοτάδι . του διστα γ μ ού . Ο Σάλπ α δι α ισθ α νότ αν ό τι αυ τή η μ οναχ ική νύχ τα που π ή γα ινε ν α χα ράξε ι, ήτ αν η τελ ε υτ α ία -του νύ χ τ α στην Κ όνι α . Τα κοκ ό ρι α λ αλού σα ν . " Φε ύγο υ μ ε" είπ ε ο Κ ιβ ι ρτ ζί κ .

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 37

θωρώντας τον Κιβιρτζ ί κ, έ ν ιωσε για πρώτη φο­ ρά εκε ί ν η την καθησυ χαστική περηφά ν εια της ε μ πιστοσύ­ νης . Ανάδυε φιλικότητα, αδερφοσύ ν η , συ ν τροφικότητα, αυτός ή ταν τώρα τα πά ν τα . Από τα τζά μια του λεωφορε ί ου σεργιά ν ιζε τους αγρού ς . Τον εί χε αγκαλιάσει κι αυτόν για τα καλά η στιφή σιωπ ή του χωρισ μ ο ύ . Π άσχιζε ν α μ η το δεί χνει . . Ο Σάλ πα διαισθαν όταν ν α συνθλ ί βεται κ ι εκε ίν ος κάτω απ ' τη πί εση των ίδιων ασή κωτω ν αισθημάτω ν . Η Κό ν ια εί χε μ ε ίνει πια π ί σω . Το Ν τόλαβ ήταν π ί σω. Το λεωφορε ί ο μ ε αγκο μ αχητά το υ ς πήγαινε σ ' έν α άγ νωστο, γιομάτο μ ε δυσκολ ί ες κ α ι με τις παγ ίδες που επιφυλάσσει η ζωή . " Ας μ η σκιαχτού με απ ' τις δυσκολ ί ες και τις στενα­ χώριε ς " έ λεγε ο Κιβιρτ ζί κ . Μ έ χρι αυ τή τη μ έ ρα, η Ι σταμ­ πούλ ή ταν μ ια ασύλληπτη π ρόκληση , έν α ερωτη ματικό μ ο­ νάχα . Σ το χ έ ρι μ ια διεύθυ ν ση ενός θ υ ρωρού κάποιας πο­ λυ κατοικ ί ας στη λεωφό ρο Αίν τεντ έ του Τακσί μ , κι ο πλα­ νόδιος κεφ τετζή ς συγγε ν ή ς το υ Κιβιρτζ ί κ που αν ρωτιόταν απ ' τη διεύθυν ση αυτή μ πορούσε να β ρεθε ί . Μ οναδική-τους ελπ ί δα στο ξεκ ίνη μά -τους κρεμότα ν απ ' αυτό το αδύνα μ ο " μ πορεί να βρεθε ί " . Ο Σάλπα ε ίχε ενν ιά λί ρες κι ο Κ ιβ ιρτζ ί κ σαράν τα π έντε . Αμ έ σως μετά την απόφαση για τη ν Ι σταμπούλ, έ ν ωσαν τους παράδες , τους . Τώρα πια δεν ήταν "οι παράδες-μ ου", '' Ο ι παράδες-σου " , "τα δ ικά-μου " , " τα δ ικά-σου", αλλά "τα δικά -μ ας " . Ή ταν δυο νεαροί πεν ή ντα τεσσάρων λιρών . Κι αρχηγός ο Κιβιρτζ ί κ . Και παρόλο που το παρουσιαστικό­ του ή ταν πιο σουλουπωμ έ ν ο από τ ου Σάλπα, ή ταν κ ι αυτός έ ν ας από τους κουρελήδες του λεωφορε ί ου . Στο κεφάλι­ του φόραγε έν α σκούφο χεροπλεγμ έν ο , μαβ ί με άσπρο, με άσπρα λουλούδια στις μ αβιές-του άκρες, που εν τυπωσ ί α­ ζε για την πάστρα-του και το καλό-του πλέ ξ ιμ ο . Τον ε ί χε φτιαγ μ έν ο η μ ά να-του μ ε πολύ με ράκ ι. Α νά μ εσα στα πόδια­ του είχε μ ια τσά ν τα , απομ ί μ η ση δέ ρματος, που ε ίχε μ έ σα ο ΣΑΛΠΑ ,

.

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 38

έν α ψωμί, δυο πετσέτες , έ ν α μιντά ν ι *, δυο β ρα κ ιά , μια φαν έ ­ λα κι έ ν α ζευγάρι μάλλιν ες κάλτσες _ Τους κακοφαινόταν το φτωχό-τους παρουσιαστικό _ Όμως δεν ή ταν μ ήτε ζαρω­ μ ένοι μ ή τε μαζωμένοι . Τους κράταγε ολοζών ταν ους η α γ α­ ν άχτηση κα ι το μίσος που είχαν μαζωμέν ο μέσα-τους σ τ ά­ λα-στάλα . . . Ε ιδικά τώρα που ήταν κον τά-κοντά , πλάτη με πλάτη και σίμων αν μαζί έν α άγν ωστο μέλλον . " Τα τσιράκια μια μέρα θα μεγαλώσου ν, θα γί νου ν μαστό­ ροι " έλεγε με πείσμα ο Κιβιρτζίκ _ " Μια μέρα θ ' ανά ψει φωτιά σ ' όλους με τη ν αποθυ μ ιά μ ι ας αν θρώπιν ης ζήσης . . . Τότε η φωτιά θα τραν έ ψει, δε θα μπορέσε ι κανείς ν α τη μποδίσει " , έλεγε ο Σάλπα. " Ό ταν ο Φατίχ πήρε την Ισταμπούλ ή ταν είκοσι χρονώ" έλεγε ο Κιβιρτζί κ . Ο Κιβιρτζίκ ήτα ν είκοσι έν α κ ι ο Σάλπα δέκα ενν ιά χρο­ ν ώ . Ε ίχαν διαβάσει Τσετίν Αλτάν , δυο-τρία μυθιστορ Γ μα· τα κ οινωνικο ύ περιεχόμεν ου κι οι εν στικτώδεις αντιδράσεις­ τους ή ταν αρκετές γι α ν α ν ομίζουν τους εαυτούς-τους σο­ σιαλιστές. Η Ι σταμπο ύλ το ; υποδέχτηκε μ ' έν α πρωτόγνωρο γι ' αυτούς βουητό . Τους υποδέχτηκε με τα φώτα-της, τις ,

κύμα-κύμα αν θρώπινες φων ές-της και τη δική-της ξέχωρη μ υ ρωδιά . Τα χάσανε απ ' τη ν πρώτη κιόλας στιγ μ ή . Κι όσο βλέπανε ν ' απλώνεται και ν α πληθαίνει η Ι σταμπούλ, τόσο απλωνόταν και μέσα-τους έν ας αχν ός φόβος απελπισιάς που πήγαζε απ ' την ανασφάλειά-τους. Τ ο πρώτο πράγμα που τους εν τυπωσίασε ήταν το τρε­ χαλητό των αν θρώπων με υπερβολικ ή αγων ία, σα ν νάχαν στο κατόπι - τους στρατιές που τους κυ ν η γούσαν , κι απειλού­ σαν τη ζωή-τους. Σα νάχα ν μείν ει καθυστερημ έν οι εκεί που έπρεπε ν α πάν ε ή σα ν άχαν ξεχάσει στη φωτιά το φαγητό ­ τους που καιγόταν κι έπρεπε ν α τρέξουν ν α προλάβουν . Γ ια τον Σάλπα, ή ταν σαν το πρώτο-του σάστισμα όταν είχε πρω­ τοπάει στο παζάρι του Μπόζ κιρ . Π έρασαν τη γέφυρα συ ν οδεία με τη φασαρία από κλάξον , μ ου σικές, σφυρίγματα βαποριών . Ρώτησαν σε κάποιον το * μιντάνι : γιλέκ ο με μανίκια

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

39

Ταξίμ , τη λεωφόρο Αίντεντέ . Ο άνθρωπος τους έδε ι ξε τα αυτοκίνητα γ ι α το Ταξίμ . " Κουφοί είσαστε ;" τους είπε σναποδιασμένα . "Ταξίμ , ένα , δυο, ένα, δυο" Ν τράπηκαν κα ι δεν μπόρεσσν να πουν ότ ι σκέφτονταν να περπατήσουν . . Αρχισαν να παραφυλάνε για κάποιον που θα μ πορούσε να τους βοηθήσει χωρίς να τους προσβάλει . Σιγά -σιγά είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν πόσο δύσκολο ή ταν να βρεις κάποιον να σου πε ι "από δω πάνε για το Τα­ ξίμ" . Σ ' αυτ ή τη γεμάτη μοναχικότητα βραδ ιά της Ι σταμ­ πούλ δεν είχαν το κουράγιο να σιμώσουν κανένα . Έν ιωθαν την αποξένωσή-τους μ ' όλη-της τη σ κληράδα. Είχαν πεινάσε ι κιόλας . Από κάπου ερχόταν η μυ ρωδ ιά τηγαν ισμένου ψαρ ιού . Ί σως μπορούσαν να μάθουν το Ταξίμ απ' αυτούς που πούλαγαν τηγαν ισμένο ψάρι με ψωμί κα ι να γεμίσουν κα ι την κοιλιά-τους . " Ψ ά ρι με ψωμί, εβδομ ήντα πέντε . . . Ψ ά ρι με ψωμί, εβδο­ μήντα πέντε" "Ξέρεις το Ταξίμ, μπάρμπα :' Ο ψαράς το ύ ς κ οίταξε κατά πρόσωπο, ο Κι βιρτζίκ τρόμα · ξε σα νάταν ένοχος για κάτι . Θέλοντας κα ι μ η , ρώτησε σκιαγμένα . " Πόσο κάνε ι το ψάρ ι ;" " Εβδομήντα πέντε" είπε, " Ψ άρι ψωμί, εβδομήντα πέντε . . :' "Δώσ ' μας δυο . . . Από πού πάνε για το Ταξίμ μπάρμπα :' Από πού πάνε για το Ταξίμ . . . Από πού πάνε για το Φατίχ ... Από πού πάνε για το Μπετσίκτας . . . θε ιε, μπάρμπα, πατριώ­ τη . . . Ο ψαράς κ ατάλαβε πως ο ι "πατριώτες" ήταν δυο σα­ στισμένοι στην Ι σταμπούλ . "Από πού είστε :' "Από την Κ όν ια" είπε ο Κι β ι ρτζίκ . "Θα περπατήσετε;" Στεναχωρήθη κε ο Σάλπα που ο α ντ ι κρινός-του κατάλα­ βε πως θα περπατούσαν . Ο Κ ιβ ι ρτζίκ έσκυψε μ ' ενοχή το κεφάλ ι κα ι το κούνησε. "Θα περπατήσουμε μπάρμπα" . Δεν είχε ξαναφάει ψάρι ο Σάλπα. Του καλάρεσε . Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 40

Απ ' το Γιουτσέ κ Καλντιρίμ. διαβαίνοντας μπ ροστά από ένα σωρό βιτρίνες καπελάδικων, βγήκαν στο τούνελ. Οι πλάτες·τους είxaν ιδρώσει . "Από πού πάνε για το Ταξίμ , αδέρφι ;" " Από πού πάνε για το τάξίμ, μπάρμπα;" "Από πού πάνε για το Ταξίμ , πατριώτη ;" " Π οιά είν ' η λεωφόρος Αϊντεντέ ;" "Ξέ ρεις τη λεωφόρο Αϊντεντέ , μπάρμπα;" " Π ήγαινε δεξιά, στρίψε δεξιά , βγες δεξιά , π ροχώρα ντου· γρού" . " Αυ τ ή είν' η λεωφόρος Αίντεντέ" . Π ερνάγανε τ η λεωφόρο Αίντεντέ απ ' ά κ ρη σ ' άκρη ακο, λουθώντας τα ονόματα των πολυκατοικιών . . . "παρακαλώ κλείνετε τη θύρα", αριθμούς . . . Ακολουθώντας τα νούμερα απ' τα ρολόγια των νερών, του ηλεκτρικού . . . Όσο πλησία· ζαν οι αριθμ οί, μεγάλωνε η αγωνία·τους. Κύριος Φεραμούς Γκ ιουλμπέιογλου ... Λεωφόρος Αϊντε · ντέ .. , Θ υ ρωρός της πολυ κατοικίας " μ ου ράτ" . .. Ταξίμ . . . Μπέηογλρυ . . , Ι σ ταμπού λ . Ε ρωτήσεις. " Π άει καιρός που έφυγε ο Φεραμ ούς Ε φέντη, κ ύριε, πάει καιρός που έχει φύγει, αδέρφι·μου . . ." Π αρακαλώ κλείστε την πόρτα, ο κ. Φεραμούς αποχώρη· σε . . . Είναι καιρός που έφυγε ο Φεραμούς . . . Ο Φεραμούς Ε φέντη έφυγε ... για ένα διάστημα aντιλαλoύσε στα τοιχώ· μ ατα του κεφαλιού·τους ο Φεραμούς Ε φέντ η . Ή ταν κ ι ο ι δυο·τους άψυχοι σαν άδειοι τορβάδες. Π ρο· χωρούσαν , Δυο κ ου ρασμένοι χαμάληδες που κουβάλαγαν τους δικούς-τους νεκρούς. ' Π ροχωρούσανε λες κ ι ήτανε για πούλημ α . Λες κι ήτανε από καιρό για πούλημ α . Αυτοκίνητα . . . β ιτρίνες. Φώτα που σούκλειναν το μάτι. Ο Φεραμ ούς Ε φέντη είχε αποχωρήσει . . . Π έ ρασε πολλή ώρα χωρίς ν α μπορέσουν ν α κοιτάξουν ο ένας τον άλλον . . . Π ερπατούν χωρίς να ξέρουν τι να κά­ νουν " . Τα μεριά και οι πατούσες·τους πονούν εδώ και ώρα. Η κ ο ύ ραση βαραίνει επάνω· τους με όλο· της το άχτι. Ο Φε· ραμούς Εφέντη :Jποχώρησε, σκατά στη μ ού ρη ·του ! . . . Τα πόδια-τους δ ε θ ' αντέξουν. Κάτσανε σε μ ι α σκάλα

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 4 1

σα σκατά πούπεσαν απ τον κώλο βοδιού . Η κούραση ήτανε σα να κυλούσε απ' τα ακροδάχτ υλά-τους. Βάι, ιμπνέ Φερα­ μούς. βάι, γιατί νάχεις φ ύγει εδώ και τόσο καιρό, γαϊδου­ ρομού ρ η ; " Π ά ρκο είν ' εδώ;" Ό χι, της μάνας-σου η θ ρησκεία . Είναι μ ια γερασμένη γυναίκα, μαυ ροντυμένη απ' τη κορ­ φή μέχρι τα νύχια . Π άει καιρός από τότε που ήταν μ ελα­ χ ροιν ή . Ο μουστακάτος αποχώρησε καρντάσι-μου . . . Ο Φε­ ραμ ούς . . . "Τι κοιτάτε, κουφοί είστε ; Π άρκο είναι εδώ ;" Βάι ιμπνέ Φεραμούς βάι . Μας έ καψες σ ' αυτή τη χειμω­ νιάτικη κοσμ οχαλασιά . . . " Τ ρελοί είστε μ ωρέ ;" Αυτή η γυναίκα δεν ξέρει ότι ο Φε ραμ ούς έφυγε. Δεν ξέ­ ρει πως είναι κου ρασμένοι από τα όνειρα που έκαναν απ ' την Κόνια μέχρι εδώ . Πώς πάνε από το Σ ίρκετζί στο Ταξίμ αδέρφι, μπάρμπα, καρντάσι δεν ξέρει . . . " Π άρκο είναι εδώ;" Ανόρεχτα ση κώνονται . Ι σταμπούλ, με την τόση κούρα­ ση της Ι σταμπούλ στις πλάτες-του ς . Κάθε τι που προσπερ­ νάνε προσθέτει κι αυτό το βάρος-του στο δικό-τους βάρος_ . . Μ ια ολοφώτιστη βιτρίνα, μ ' όλα τα χρειαζούμενα . . . Μ ια πο­ λ υ κατοικία , σαράντα οχτώ παράθυρα, τέσσερα αυ τοκίνητα, σ κουπιδόκουτα . . . πάει πολύς καιρός . . . . Ανθρωποι, ριγωτά που κάμισα, άσπρα γυναικεία καπέλα, ντουβάρια, γραφομηχανές Έ ρικα. ανταλλαχτικά Φόρντσον, τα γρά μ μ ατα εκπέ μπουν ξενητ ιά κι απελπισία . . . Όσο πάει η απελπισία κι η ανημπόρια γίνεται σκλ η ρή ακατέβατη απ ' το λαιμό -τους μπου κιά . . . Στου μπώνουν . Μ ένουν χωρίς ανά­ σα . . . " Βάτιζντίζ Σάλπα, βάτιζντίζ;" Κείνη τη νύχτα την πέ ρασαν τριγυ ρνώντας με την ελπί­ δα πως σε κάθε γωνιά πούστριβαν θάβρισκαν τον πλανόδιο κεφτετζή Σεχβελέτ Τσαβούς, ρωτώντας τους πλανόδιους κεφτετζήδες που απαντούσαν, γλαρώνοντας. καθίζοντας και τρέμοντας απ' το κρύο στις γωνιές πούβρισκαν βολι­ κές . . . .

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

42

_

4

μείνει εφτά λίρες. Τα γένια-τους είχαν μ α κ ρύ­ νει και τα μάτια-τους είχαν χωθεί μέσα στις κόγχες-τους. Είχαν μ ια μαζεμένη βαριά κούραση . Οι τέσσερις μέρες που πέρασαν , τους είχαν αποκάμ ε ι . Σ οκάκι σοκάκ ι ο κεφτετζής Σαχβελέ τ . . . πουθενά . Π ό ρτα πόρτα δουλειά . . . τίποτα. Σε κα­ νένα δεν είχαν γίνει αρεστά τα βλέμμ ατά-τους, η στάση­ του ς . Και το σκουφί του Κιβιρτζίκ δε στεκόταν πι α ό μορφα κι εντυπωσια κά . Αγόρασαν μισό ψωμί, ε κατόν πενήντα γραμμάρια τυρί. " Ας μ η φάμε στο δρό μ ο , θάναι ντροπή" είπε ο Κιβιρτζίκ . . Αρχισαν ν α τρώνε κρυμ μένοι σε μ ια γωνιά που νόμισαν κατάλληλη , πίσω απ ' έν α αυτοκίνητο. Δεν είχαν κατεβάσει ακό μ α την τελευταία μπου κιά όταν " Τί κάνετε εδώ:' τους είπαν. Σ κιαγμένοι ορθώθη καν . . Ενας νεαρός , με όμ ορφο πρόσωπο, φωτεινά μ αβιά μά­ τια και KαλόνΤUμένOς . " Τί κάνετε ;" Ένας άλλος χοντρομούτσουνος με άσπρο μ εταξωτό φουλά ρι . . . " Κλέβατε τις ζάντες;" " ' Οχι , βαλλαχά αμπί* . . ψωμί τρώγαμε . . . " " Ψεύτη , πεζεβέγκη * * , λοκάντα μ ωρέ είν' εδώ ;" Αταίριαστα με το π αντελόνι-του τα λόγια που βγαίνουν απ ' το στόμα και το αν απάντεχο χαστ ο ύ κ ι . Σ α κ, έσκασε στο πρόσωπο του Κιβιρτζίκ . Ο άλλος γράπωσε το Σάλπα από . το σβέρκο και τον τράνταξε σα μ ο υ ρό κλαδο . Εστριβε πί­ σω στην πλάτη τόνα χ έ ρι τού Σάλπα, κι όσο τόστριβε τόσο α υ τός τσίριζε . " Ας το χέρι-μου μπάρμπα, δε κάναμε τίποτα " . Οι θ υ ρωροί των πολυ κατοικιών, οι πωλητές ανταλλαχτιΤΟΥΣ εlΧΑΝ

_

* αμπί : μεγάλ ος αδερφός ·πεζεβέγκης: μαοτρ ωπός •

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 43

κών, τ'α τσιράκια, οι υπηρέτριες βγήκαν στα πορτο-παράθυ ­ ρα. Ο ι περαστικοί σταμάτησαν να δουν τι θ · απογίνει. " Κλέβανε τις ζάντες" είπε ο άντρας που βάραγε το σβέρ­ κο του Σάλπα. Τον χτύπαγε κ ι ο Σάλπα μάζευε το λαιμό­ του, μ ε τις ζαρωματιές της προφύλαξης στο πρόσωπό-του περίμενε να πέσει το επόμενο χαστούκι . Ανάμεσα στα χα­ στούκια παρακάλαγε με λυπητερή φων ή . " Μ η χτυπάς, μπάρμπα, . . . τίποτα δεν κάναμε ... . ψ ω μ ί τρώ γαμε . . . μ η χτυπάς μπάρμπα" . " Φωνάχτε την αστυνομία" είπε κάποιος . "Τι έ κ αναν;" "Ξήλωναν τις ζάντες, τους έπιασαν" . Τα μάτια του Κιβιρτζίκ βούρκωσαν . Π αρακάλαγε τον άν­ θ ρωπο που τον ε ίχε γραπωμένο απ' το γιακά κα ι τεντωνό­ ταν μ ια και δυο για να τον χτυπήσει . . . " Ψωμί τρώγαμε . . . Βαλλαχί, ψωμί τρώγαμε . . ." Ο άνθρωπος του κατάφερνε τα χαστούκια με ύφος που ή θελε να κάνει επίδειξη στο μαζεμένο πλήθος. " Κλέφτη, πεζεβέγκη, άτιμ ε . . ." έλεγε κλωτσόντας. Ο Κιβιρτζίκ έ κ ανε πίσω, πάσχιζε να σκουπίσει τη μ ύτη­ του που αιμοραγούσε . " Μ η χτυπάς , αμπί, εμείς ψ ωμ ί τρώ γαμε" . Δεν τον βοήθησαν καθόλου τα παρακάλια και τα κοιτάγ­ μ ατα γύρω-του για βοήθεια. ' Ε βλεπε ολοκάθα ρα το ντουβά­ ρι αναισθησίας που είχε υ ψ ωθεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Το τελευταίο χαστο ύ κι ξεχείλησε την υπομονή-του . Δεν άντεξε σαν είδε και το Σάλπα ζαρωμένο να πλαντάζε ι . Φ ώναξε. "Μη χτυπάς . . . μ η με χτυπάς . . ." Ο άντρας, μπροστά στην αναπάντεχη αντίδραση , απά­ ντησε μ ' ένα χαστούκι που ούτε κι ο ίδιος δεν τόθελε. Σεί­ στηκε το μ υ αλό του Κιβιρτζίκ. Ξαφνικά όλα άλλαξαν . Ο όμορφος άντρας που μ ' αφρι­ σμένο στό μ α ή ταν σκυμένος πάνω από τον Κιβιρτζίκ, τι­ νάχτηκε μ ακριά σα να τον είχε χτυπήσει λεωφορείο, έπεσε πάνω στ ' αμάξι και τσακίστηκε στο καλντερίμι . Κι ο χοντ­ ρός άραγε γιατί σκούζει πιάνοντας τ ' αρχίδ ι α-του ; Γκρεμί­ ζονται οι ταμπλάδες του μανάβη , σκορπ ίζονται στο δρόμο

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

44

τα μήλα και τα πορτοκάλια, κατρακυλούν... Ο μανάβης ξεφωνίζει... Στρίμωξαν το Σάλπα στο ντουβάρι, τα μάτια­ του, το πρόσωπό-του καταμαυρισμένα. ·Eνaς άνθρωπος τρίβει το στόμα-του. Ο Σάλπα αμολάει απανωτές γροθιές... " Κλέφτης! Αχ, μάνα-μου, χτυπάτε-μας, εμείς ψωμί τρώ­ γαμε, πιάστε-μας. Αχ! το μάτι-μου! Αφήστε μωρέ το γιακά­ μας, ρούσοι είμαστε; Βάι, ο γιος της πουτάνας, χτυπάτε ιμπνέδες* αχ το μάτι-μου, τσουβάλια, φέρτε τσουβάλια!" . Οσοι βρίσκονταν στο δρόμ ο κι είχαν κουράγιο και δύ­ ναμη βάραγαν το Σάλπα και τον Κιβιρτζίκ Γιατί αυτοί ήταν π· αναπόδιαζαν τη ζωή, που μπόδιζαν την πρόοδο, που δη­ μιουργούσαν την ακρίβεια, την ανεργία, τις στεναχώριες. Αυτοί, ο Σάλπα απ· το Μπόζκιρ κι Ο Κιβιρτζίκ απ' την Κό­ νια. Αυτοί λοιπόν! Βαρά τε-τους... Αν αγαπάς το θεό-σου βάρα! Μπουνάλντισε** ο Σάλπα απ· τις γροθιές και τις κλω­ τσιές. Μπουνάλντισε ν· αμύνεται, να σαβουρντίζεται*** από δω κι από κει. Γραπώθηκε στο λαιμό-του κάποιος που μύριζε μαζούτι και λάδι μηχανής. Ο άντρας έσφιγγε το λαι­ μό του Σάλπα σα νάθελε να τον πνίξει ενώ τον χτύπαγε με γροθιές στα χαμηλά. Τότε σφίχτηκε ο Σάλπα και δεν μπόρε­ σε να κρατηθεί, έκλανε πιρτ, πιρτ... Το παπούτσι τού δεξιού ποδιού του ξέφυγε. Αισθάνθηκε την παγωνιά του καλντερι­ μιού. Τώρα πια δεν έβλεπε τίποτα ο Σάλπα. Κάτι σκλη­ ρό χτύπησε στα πλευρά-του. Για μια στιγμή έμεινε χωρίς α­ νάσα. Σερνόταν στη γης. Οι κλέφτες της ζάντας, οι κλέ­ φτες της ζάντας. Αυτοί κλέψανε και τη μπισικλέτα του Σαφφετίν! Ιμπνέδες. Είχαν κολλήσει το κεφάλι-του στο καλντερίμι, έπρεπε να τιναχτεί για να γλιτώσει... Π ιρτ, πιρτ, πιρτ... " Κλάνει ο ιμπνές, κλάνει... Δε μπορεί να κρατήσει τον κώ­ λο-του... Τώρα πια κανένα αίσθημα δεν λογαριάζεται. Πού βρίσκε­ ται ο Σάλπα; Στη γης, στον ουρανό... τσουβάλι, στο κεφάλι"

" ιμπνές: ομοφυλόφιλος άντρας " "μπovνάλντισε: τάχασε " "·σαβουρντίζεται: πετιέται

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 45

του περνούν τσουβάλι, τη μπισικλέτα του Σαφφετίν του περνούν ... Το τσουβάλι ήταν από σαπούνι, μοσκομύ ριζε. Κι αν δεν έ κανε λάθος ένας βαρύς πολύ βαρύς άντρας καθού­ ντανε ακριβώς πάνω στη μέση-του ... ένιωθε τη ζεστασιά του πισινού-του . . . δε μπόραγε να ανασάνει . Ε ίχε πιαστεί ο­ λόκλη ρος, απ ' τα πόδια μέχρι το κεφάλι .. . δε μπόραγε να σαλέψει . . . έτρωγε κλωτσιές σε ταχτικά διαστήματα. Δε μπορούσε να υπολογίσει τη στιγμή και το μ έ ρος που θα χτυ­ πούσε η κλωτσιά ... μ ούδιαζε . . . .. Αυτοί κλέψανε κ α ι τη μπισικλέτα * του Σαφφετίν" . 8άι ιμπνέ Σαφφετίν , βάι, πάει και τόνα παπούτσι . . α­ κούγονται τρεχαλητά . " Π ιάσανε κλέφτες, έ ρχεται αστυνομ ί α, κλέψανε και τη μπισικλέτα του Σαφφετίν" . Στο στόμα-του η γλοιώδικια γεύση του αίματος. Τα δυο μπροστινά δόντια όσο α κούμπαγε η γλώσσα-του κουνιό­ νταν, η μπισικλέτα του Σαφφετίν. Έμεινε χωρίς ανάσα. " Ξ ήλωναν τις ζάντες , τους πιάσαμε ! . Π ρώτα έφυγε το βά ρος από πάνω-το υ . Τ ράβηξαν το τσουβάλι από το κεφάλι-του . Δυο αστυνομι κοί κι ένας μπεχ­ τσής * * στέκονταν αντίκ ρυ-του . " ' Ε κλεβαν τις ζάντες" έλεγαν. "Το παπούτσι-μου , τόνα - μου παπούτσι" είπε ο Σάλπα. Κι ενώ σκεφτόταν ότι γλίτωσε, ενώ έλπιζε να β ρει τ ' άλ­ λο-του παπούτσι τον φό ρτωσαν με φωνές, κλωτσιές, χα­ στούκια και φασαρία στο τζιπ . . . Ο Κιβιρτζίκ είχε στριμωχτεί στη γωνιά . . . τ ο πρόσωπο και τα μάτια-του ήτανε μες στο αίμα ... το κάτω χείλη-του είχε π ρηστεί, είχε μαζέψει αίμ α . " 8αλλαχί, ψωμί τρώγαμε, αμπί. . . γιατί ή ταν ντροπή, βαλ ­ λ αχί. . ... προσπαθούσε να πει το ντέρτι-του στο διπλανό-του αστυνομ ικό . " ' Ωστε συκοφαντεία, ε ;' έλεγε ο αστυνομικός "συκοφα­ ντεία, ε ;" " 8αλλαχί, ψωμί τρώγαμ ε , αμπί. . ... _

*μπισικ λέτα: ποδή λατο * * μπεχ τσ ής : φ ύλακας

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

46

" Ψ ω μ ί ε ; Ψωμί ! " · Δε μπόρεσαν να πουν το ντέρ τι-το υς _ Και λέγοντας ταξίδι απ' την Κόνια με το λεωφορείο για να βρούν τον Φερα μ ούς, λέγοντας εκατόν πενήντα γραμ μά­ ρια τυ ρί σε τέσσερις μέρες, νάτους τώρα στο κεντρικό κα­ ρακόλι * του Μπέηογλο υ . Γράφτηκα ν γράμ μ ατα, γίνηκαν τη­ λεφωνή ματα . . . Ύστερα τους πήγαν στη διεύθ υνση ασφά­ λειας του Σ ιρκετζί. " ' Εχετε μωρέ ποινικό μ ητρώο;" Όνομα του πατέρα,της μ η τέρας "είμ αστε απ ' την Κόνια. " Ι μπνέδες, πούστηδες, γαϊδουρόπαιδα ... Π άνε να πουν "βαλλάχι , εμείς ψ ωμί τρώγαμε . . . " "Ξαπλώ στε-τους κάτω" Ξάπλωσαν το Σάλπα. " Π ο ύναι μωρέ τ' άλλο-σου παπούτσι;" " Χ ά θηκε, αμπί, εκεί έ μ ε ινε". " Βγάλτο κι αυτό ... να σε πάμε στο μ ουσείο να δεις της μά­ νας-σου το μ . . . ." Η κάλτσα-του ήταν σκισμένη κα ι φα ινόταν η φτέρνα-το υ . Τ α πόδια-του μύ ριζαν. Ν τράπ η κ ε ο Σάλπα, καταντράπη κ ε . " Τί μ υρωδιά είν ' αυτ ή , μωρέ ιμπνέ;" Έβαλαν τα πόδια-τους στο ραβδί της φάλαγγας που τις δυο-του άκρες τις κράταγαν αστυνομ ικοί και τα σήκωσαν . . Ενας ξερακιανός αστυνόμος διάλεξε ανάμεσα στις χοντρές και λεπτές βέ ργες μια που να πη γαίνει στο χέρι-το υ . Ο Σάλπα καιγόταν π ο υ δεν μπορούσε να β ρ ε ι τσαρέ * * ν α π ε ι τ ο ντέρτι-του . Τραβήχτηκε μ ια καρέκλα. Τοποθέτησαν τη καρέκλα πά­ νω από το στήθος-του έτσι ώστε το σώμα του Σάλπα να βρί­ σκεται ανάμεσα στα καρεκλοπόδαρα και να σφίγγει τα χέ­ ρια-του . Ένας αστυνόμ ος έ κατσε ανάποδα στην καρέκλα κι ακούμπισε τα γόνατά-του στο αραλίκι . Τώρα ο Σάλπα κι ο αστυνό μ ος ήταν πρόσωπο με πρόσωπο. Ο ξερακιανός αστυνομικός, ανεβοκατέβαζε με μεγάλη μ αεστρία την ψιλή βέργα στις πατούσες-του πάνω κάτω, σα * 1C αρ ωcό λι: αστυνομικό τμήμα • · τσαρέ : λύση

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

47

ν ' άνοιγε γιουφκά * . , " Γαργαλιέσαι μωρέ; ' Μπήκε μέσα ένας αστυνόμος με γιλέκο, με γυ ρισμένα μα­ νίκια και χαλαρή γραβάτ α . Χωρίς καμιά έγνοια γι' αυτούς ανακάτεψε τα χαρτιά πάνω στο γραφείο, διάλεξε ένα κ ι έ­ φυγε. "Δε γαργαλιέται ο ιμπνές" . " Βαλλαχί, αμπί, εμείς δε φταίμε καθόλου . Π εινάσαμε . Π ή­ ραμε μισό ψωμί και εκατόν πενήντα γραμμάρια τυρί. Είπαμε είναι ντροπή να φάμε καταμεσίς του δρόμου και πήγαμε πί­ σω απ ' τ' α υ τοκίνητο . Βάλλαχι, για να μη μας δει κανείς κ ι είναι ντροπ ή " . Γελούν . . . " Βάι, πουτάνας γιε, β ά ι . . . Βλέπεις πόσο κιμπάρηδες * * εί­ ναι;" Τί είδους άνθρωποι ήταν αυτοί. .. Γελούσαν, ή θ ύμωναν, δεν μπορούσε να καταλάβει. Μέχρι τώρα δεν είχε ξαναδεί τέτοιους ανθρώπους . . . Γνώριζε τώρα ένα καινούριο τύπο ανθρώπου . . . Αυτός που καθόταν στην καρέκλα, πάτησε μ ε τ ο ποδά­ ρι-του το μ ατωμένο πρόσωπο του Σάλπα. Τα δ υο-του δόντια που κουνιόνταν πήγαιναν παρά μέσα τρίζοντας όσο πιέζο­ ν τα ν . " Κοίτα να δεις, γιε- μ ου , εδώ σύνταγμα μίνταγμα γιο κ . Ε­ δώ έχει μονάχα ξύλο. Μ ην περιμένεις βο ήθεια ούτε από Αλ· λάχ ούτε από προφήτη, ο τελευταίος προφήτης είν' αυτό. Μη γ . . . . τη μάνα·σου , πες την αλήθεια. Αν κελαϊδίσεις σαν αηδονάκι χωρίς να μ ας κου ράσεις, γλιτώνεις τη ζωή·σου, αν ίσως κάνεις ινάτι, κάηκες . . . Ούτε ο lσά ούτε ο Μουσά , ούτε η Σαμπαχάτ α π ' το Αντάπαζαρ δ ε σε σώνει . . . . Ταμάμ . . . σύμ φωνοι ;" Ε πειδή το κεφάλι του Σάλπα είχε μείνει στριμωγμένο ανάμεσα στο παπούτσι και το κρύο μπετόν δεν μπόραγε ν ' ανοίξει τ ο στόμα·του και ν α μιλήσει. Π άσχιζε μ ε τ α μάτια να εξηγήσει ότι είναι αθώος . Ο ι τσιρίδες του Κιβιρτζίκ και · γι ουφκά: φύ λλο • ·κι μπά ρης: καθς πρέπ ει

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

48

οι κουβέντες του αστυνόμου μπερδεύονταν . . . "Αχ , ο χ . . . από πότε, βαλλαχί, κάνατε ψ ωμί, τρώγαμε, αυ­ τή η δουλειά , αχ, αχ, μέχρι τώρα φτάνει, αμπί, που κ ο υ ρ­ μπάνι *-σου να γίνω, αχ, κάνετε ποιών τα σκατά-σου καρ­ δ ιές, κάψατε το σκατό-σου, αν δε μιλήσεις, να φάω, αμπί, αχ . . ... Σε μια αναπάντεχη στιγμή έτσουξε η πρώτη ξυλιά την πα­ τούσα-τ ο υ . Ο Κιβιρτζίκ παρακάλαγε στην διπλανή κάμαρα. Οι φωνές μπερδεύονταν . " l μπνέ, αμπί, σ" εμάς βάλλαχι θα τα ταισεις . . ... Οι φωνές του Κιβιρτζίκ σκέπασαν όλες τις άλλες . .. Αχχχ ! Τα σκατά -σας να φάω, αμπί, τα σκατά-σας να φάω . . . φτάνει . . ." Θάφτανε λοιπόν κ ι ο Σάλπα σ' αυτό το σημείο. Οι ξυλιές έπεφταν κι αυτός έσφιγγε τα δόντια-του . .. Ο' αστυνόμος εί­ χ{: τώρα τραβήξει το ποδάρι-του από το στόμα-του. Ο γιλεκάτος αστυνόμος που είχε μπει κα ι πιο πριν , ξανα­ νακάτεψε τα χαρτιά του γραφείου μιλώντας μονάχος-του , π ή ρε ένα κ α ι βγήκε τρέχοντας χτυπώντας τ ην πόρτα. "Δε φωνάζει, τζανίμ , δε φωνάζει, αντέχει" έλεγε ο αστυ­ νόμος απ " την καρέκλα. " Ε ίναι μάγκας, δε φωνάζει . . . εί­ ναι μ ά γκας" . Κι όσο αυ τός έλεγε "είναι μάγκας, δε φωνάζει" τόσο δ υνατά έπεφτε η βέργα μ ' όλο-του το ινάτι και την ορμ ή . . . Ξεφύσαγε σε κάθε χτύπη μ α . Ο καθιστός κατάλαβε πως ο Σάλπα ήταν έτοιμος ν α λυ­ θείο .. Αμάν, κόνιαλ η , σφίχ ' τα δόντια-σου, μ η τυχόν φωνά­ ξεις , τσιρίξεις και με ντροπιάσεις . . . Αμάν, α ! " Δεν αντέχει ο Σάλπα . Π ρώτα τ α "ιχχ" από πισω τ α "αχ" κ ι ύστερα στριγγλιές που αναστάτωσαν γης και ου ρανό . " Γαϊδουρόπαιδο . . . ώστε είσαι μάγκας . δε φωνάζεις ;" Ξεσκίζεται στις φωνές ο Σάλπα . . . Οι τσιρίδες-τοu δεν χω­ ρούν στο στόμα-του . Σε μ ια στιγμ ή που είχε για τα καλά α­ νοίξει το στόμα-του, ο καθιστός έφτυσε μέσα μ ια ροχάλα. Κόλλησε το στόμα-του, έ κανε να ξεράσει, δεν ξέρασε . . . Θέ· κουρμπά νι: θυσία

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

49

λησε να φτύσει, δεν έφτυσε . Το στόμα-του είχε γεμίσει σά· λιο για τα καλά . Κατάπιε με το ζόρι τη ροχάλα που μύρι­ χε κόλλα και γέμιζε μια γλοιώδη υ γ ρασία το στόμα·το υ . " Μ ας ρεζίλεψε ο πεζεβέγκης, δεν άντεξε, φώναξε ! . . . " Τα δάκρυα ξεχειλίζουν απ' τα μάτια-του, δεν αντέχει, φωνάζει σπαράζοντας από τους πόνους . . . "Ούι, μάναμ ' ούι" " Βάι, τον ιμπνέ βάι , σα σκύλος ουρλιάζει". Ναι, ούρλιαζε ο Σάλπα. " Π ιάστηκες να κλέβεις ζάντες μωρέ;" "Ούι" " . . . . μω τη μάνα τούι και του Μούι . . . δεν έχεις γλιτωμό π ριν κελαϊδήσεις τα όσα έκανες" . Ο ξερακιανός αστυνόμος κάθε δέκα-δεκαπέντε ξυλιές έ­ τριβε τη βέργα στις πατούσες του Σάλπα σα νάνοιγε γιου φ­ κά . Χ ρησιμοποιούσε τις βέργες με τη σειρά . . . αν είχε χτυπή­ σει με την ψιλή έπαιρνε τ η χοντρή . . . αν είχε χτυπήσει με τη χ οντρή συνέχιζε με την ψιλή τη δουλειά-του . " 'Ωστε δεν θα μιλήσεις, έ ;" " Φωνάζει, τσιρίζει αλλά δεν μιλάει τούτος ο Κόνιαλης, είναι παλλικάρι, μάγκας " . " ' Ωστε δε μιλάει, έ :' "Δε μ ιλάει . . .κου ρά γιο Kόνιaλη " . "Τώρα θ α σου δείξω εγώ τ η Χάνια και τ η Kόνιa . . ." Καθισμένος στην καρέκλα γελάει με κέφι . . . " Φώναξες, ρε Kόνιaλ η , μας ρεζίλεψες, αν και τώρα μι· λήσεις και μας ρεζιλέψεις . . . . . μησα της μάνας-σου την πίσ­ τη . Αμάν, α, μη μιλήσεις " . Το κορμί-του από πάνω μέχρι κάτω σφαδάζει απ ' τον πό­ νο. " Κουρμπάνι-σου να γίν�, αμπί. . . τα χέρια, τα πόδια-σου να φιλήσω . . . τα σκατά -σας, τα σκατά-σας να φάω, αμπί . . . ο ύι μάναμ ' ούι . . ." " Κ ράτα μωρέ ιμπνέ . . . κ ράτα . . . αν μιλήσεις θα σου . . . μ ήσω τ η μάνα ... " Δεν αντέχει ο Σάλπα . . . Χαλαρώνει όλο-του το κορμί. .. Ό ­ σο κ ατεβαίνει η βέργα τόσο ανοίγει πάλι ο πισινός-του. Π ι ρτ . . . πιτρ . . .

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 50

" Βά ι , ιμπνέ , βάι και τώρα άρχισε να κλάνει . . . " Γελάει ο καθισμένος . "Τι είν' μωρ' αυτά ; Τι είν' αυτές οι πορδές;" Δε νοιάζεται ο Σάλπα πορδές μορδές . . . Κλαίει . .. "Φτάνει, σταματήστε θα μ ιλήσω . . . " " Βρε, ιμπνέ, δεν κρατάς τον πισινό-σου , κλάνεις, δεν κρα­ τάς το στόμα-σου , μιλάς ! . . . Π ούναι μ ωρέ που δε θα μίλα ­ γες;" Π ατάει με το πόδι-του στη μούρη του Σάλπα που χτυ­ πάει το κεφάλι-του στο μπετόν . . . ο άλλος είχε εκνευ ριστεί. Σκούπισε τον ιδρώτα απ ' το πρόσωπό-του . " Γαϊδουρόπαιδο, αφού θα μίλαγες γιατί μας κούρασες;" Με νεύρο ανεβοκατέβασε απανωτά τρεις τέσσερις φορές τη βέργα στις κατακόκκ ινες πατούσες του Σ άλπα . Σήκωσαν την καρέκλα από πάνω-του . Η μούρη και τ' αυτιά-του φλέγονταν. Είχε λαχαν ιάσει . . . Ένιωθε να τσακί­ ζεται χωρίς να ξέρει πού . . . Τα πόδια-του έπεσαν κάτω . .. Δυο πόδια άσχετα μ' αυτόν. Στέκονταν στον αέρα πιο πέρα σα να ' ταν φωτιά . Ο πόνος απ ' τις πατούσες του σούβλιζε το μ υ αλό-του . ' Ακουγε θορύβους . . . Κάποια στιγμή είδε τον γιλεκάτο αστυνόμ ο στο γραφείο, στη γραφομηχανή . Πότε είχε έρθει, πότε . . . Σαν νάτον κάποιος που έγραφε κάπου πολύ μακριά απ ό δω σ' ένα γραφείο. Δεν ενδιαφερόταν κα­ θόλου γι' αυτούς . . . ταΚ . . .τακ . . . τακ . .. έγραφε . . . "Σήκω μ ωρέ ! Ξενοδοχείο είν' ε δ ώ ; Σ ή κ ω ! " Δοκίμασε να σηκωθεί μ ε την κλωτσιά πούφαγε στα πλευ­ ρά , δεν τον υπάκουγαν ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια-του . . . Τον τράβηξαν απ' το μπράτσο κ α ι τον σή κωσαν . . . Δεν μπο­ ρούσε να πατήσει στα πόδια-του . . . Διπλωμένος στα δυο προ­ σπαθούσε να περπατήσει, ακολουθώντας το ρυ θμό του άν­ τρα που τον τράβαγε, σα νάθελε να βοηθήσει τα χέρια και τα πόδια-του . Λες κ αι πάταγε πάνω σε κ ρύα και καφτά, χο­ ντρά και ψιλά κομμάτια τζά μ ι . Το κορμί-του ηλεκτριζόταν, τα μάτια-του θόλωναν . . . " Π ροχώρει μωρέ , προχώρει" . Π ότε έχυσαν νερό στο πάτωμα κι από πυ ρακτωμένη λα­ μαρίνα έγινε πάγος . . . Άρχισε να τρεμουλιάζει μέσα-του . . . Τ α σαγόνια-του χτυπούσαν μεταξύ-τους μ ε θόρυβο . . . τακ . . .

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

51

τα κ . . . τακ . . . "Λελέκ ι είσαι μ ωρέ ; Τ ι 'ναι αυτά τ α λ α κ . . . λ α κ . . . Π ροχώ­ ρει ! " . Ε κανε μεγάλη προσπάθεια για ν α περπατήσει . . . Κρύα και καφτά κύματα διαπερνούσαν το κορμί·του . "Λέγε-μας λοιπόν τώρα. Π όσες καρδιές κάψατε μέχρι τώρα . . ." " Βάλλαχ ι , αμπί, δεν είμαστ ε κλέφτες . Ψ ωμί τρώγαμε" . Ο ένας έκανε κατά πάνω-του θυ μωμένος . . . Ένας άλλος τον εμπόδισε . Τούπιασε τα χέρια. "Μην ε κνευρίζεσαι, μ ωρέ Γιακούπ". " Π ώς να μ ην εκνευ ριστώ , δε βλέπεις που δε μιλάει" . "Θα μιλήσει, βρε Γιακ.ούπ , θα μ ιλήσε ι . Μη νευριάζεις, θα μ ιλήσει" . Γυ ρνάει προς το Σάλπα αυτός που του γλίτωσε τη ζωή . "Θα μ ιλήσεις, έτσι δεν είναι;" Αχ , προφήτη Γιακούπ , αχ ! Τι να μ ιλήσει και να πει αυτός ο κακομοίρης ο Σάλπα που δεν μπορεί να πάρει ούτε τα πό­ δια-του . "n να πω, αμπί. .. Βάλλαχι, μπιλλαχ ί . . ... " Τζαμί είν ' εδώ , μ ωρέ ιμπνέ , ή εκκλησιά ,και μια και δυο βάλλαχι, μπιλαζ ί.. . . Ξαπλώστε-τον . . . " Τ ον ξάπλωσαν . " Βαλλαχί, αμπί, εμείς απ' την Κόνια . . ... Ξυλιές που τον έ καναν ν ' αποζη τήσει τις προη γούμενες ά ρχισαν να πέφτουν ορμ η τικά . " l μ πν έ , ώστε ήρτες απ' την Kόνιa για να φάτε μ ισό ψωμί κι εκατόν πενήντα γραμ μάρια τυρί. Ώστε για τυρί στην lσ­ ταμπο ύλ . . . Τι σόι άνθρωποι ή ταν αυτοί . .. Π όσο άπονοι . . . Άξαφνα εί­ δε πάνω απ ' τον άνθρωπο που έγραφε αδιάφορος κορνιζα­ ρισμένη τη φωτογραφία του Ατατούρκ . Ξεφώνισε . . . "Αμάν , ούι Ατατούρκ . Κάτω απ' τη σκιά-σου δέρνουν αν­ θ ρώπους . . . Αμάν, ούι . . . " Βά ι , ιμπνέ, βάι, τώρα βγάζεις γλώσσα και στον Ατα­ τού ρ κ έ ;" Ο άντρας που έγραφε κοίταξε τη φωτογραφία πάνω από το κεφάλι-του λες και την έβλεπε για πρώτη φορά . Έβγαλε "

"

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

52

το χαρτί απ' τη γραφομηχανή κ ι αδιάφορος πάλι βγήκε κ ι έφυγε . . . Απ' τη μανία των χτυπημάτων ο Σάλπα κατάλαβε πόσο ή ­ ταν θ υ μωμένοι. " Κο υ ρμπάνι-σου να γίνω , φτάνει αμπί. Τα σκατά-σας να φάω, φτάνει . . . Ωχ, τα σκατά-σας να φάω, αμπί. .. Ταμάμ, α μ πί . .. Ε μ είς τις κλέψαμε αμπί, εμείς κλέ ψαμε τις ζάντες" . "Δεν τις κλέψατε μ ωρέ γαϊδουρόπαιδα, δεν τις κλέψατε . . . Θα τις κλέβατε . . ." " Τα μ ά μ , αμπί, θα τις κλέβαμε αμπί, θα τ ις κλέβαμε . . ." " Π ώς πιαστήκατε . . . " Εμ είς ψωμί τρώγαμε . . . " Ακόμα ψωμί, μ ωρέ ιμπνέ, ακόμα ψωμί ! " "Τις ζάντες, αμπί, κλέβαμε τ ις ζάντες ! " " ' Αστον!" "

"

Τον άφησαν . Τα πόδια-του δεν ήταν πια δ ικά-του. " Σ ή κ ω , ρε, σήκω πάνω . . . Για του πατέρα-σου τ' αχούρι το πέρασες ;" Δε ση κωνόταν ο Σάλπα . . . Ζοριζόταν , μα δε μπορούσε. Τον σήκωσαν ... Δεν κατάφερε να περπατήσει . . . Τον περπά­ τησαν πάνω στο βρεγμένο μπετόν . Ο πόνος παραμόρφωνε την ό ψη-του όσο πάταγε καταγής . Κατόπι πήδηξε στην πλά­ τη-του ο αστυνόμος. Η εξοχότητα του αστυνόμου Γ ιακούπ. , " Π ό τε κλέψατε τη μπισικλέτα; ' " Π οιά μπισικλέτα;" "Τη μπισικλέτα του Σαφφετίν" . Π οιός είναι πάλι αυτός ο Σαφφέτ. n σόι είναι αυτός ο Σαφφέτ, η μπισικλέτα του Σαφφέτ . Μες το κεφάλι-του ήχη­ σε "αυτοί έκλεψαν και τη μπισικλέτα του Σαφφετίν" . Βόι, ιμπνέ, η μπισικλέτα του Σαφφετίν. Βάι, Φεραμούς, μας έκα­ ψες ! " Ε μείς ούτε μπισικλέτα ούτε μ ισικλέτα είδαμε αμπί" . "Ξαπλώστε κάτω τον ιμπνέ, ακόμα δεν τούρθε το μυ αλό στο κεφάλι . . . Ξαπλώστε-τον . . ." "Σταθείτε, αμπί, αμάν σταθείτε !" "n ήταν μωρέ η μ ά ρ κα-της, το σκέδιο-της ; Τί χρώμα είχε μ ωρέ ; Σε ποιόν την πουλήσατε ; Πόσο την πουλήσατε;"

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 53

Καμιά μάρκα και κανένα χ ρ ώμα δεν έρχεται στο μ υ αλό­ του . Δε βρίσκει άνθρωπο να την πουλήσε ι . Στο μ υαλό-του έ ρχονται άνθρωποι με μπισικλέτες απ ' το Μπόζκιρ, απ ' τ η Κόνια . . . , " Η μάρκα-της, ποιά ήταν, ρε, η μάρκα-τη ς ; ' " Ραλλί θάτανε " . " Μ η λ ε ς ψέμ ματα β ρε γαϊδουρόπαιδο . . . Χούμπερ ή ταν . . . " "Ταμάμ , Χούμπερ ήταν , αμπί . .. " "Τι χ ρώ μ α ;" " Μαβιά " . " Κόκκινη γαϊδο υ ρόπαιδο, κόκκινη . Βρώμικο κόκ κινο" . " Κό κκινη ήταν, αμπί" . , " Σε ποιόν την πουλήσατ ε ; ' " Εμείς είμαστε ξένοι στην Ι σταμπόύλ αμπί. .. " Τελικά πούλησαν τη μπισικλέτα του Σαφφετίν σ' έναν άντρα σαρανταπεντάρη που δεν γνώριζαν, με μπλέ μπερέ, πίσω απ ' το στάσιο του Ν τολμπάμπαχτσέ για εβδομήντα λί­ ρες . Ένα πενηντάρικο και δυο δεκάριΚα. . . . Κ ατα'ίδρωμένος ήταν ο Σάλπα. Δεν είχε πια δύναμη για να ση κώσει στην πλάτη-του την εξοχότητα του Γιακούπ. Το παπούτσι-του στεκόταν μ ονάχο-του παράμερα. Η πόρτα άνοιξε αργά-αργά . Φάνηκε ένας άντρας χωρίς γραβάτα , με κασκέτο και τα χέρια στις τσέπες της ζακέ­ τας-του . Ο Σάλπα κατάλαβε ότι οι άλλοι δεν τον γούσταραν και τον φοβόνταν. Κοίταξε γιομάτος ελπίδα . Τα μάτια-τους συναντήθ ηκαν. Ο άντρας περπατώντας τράβηξε μια καρέ­ κλα, την έσυρε ένα δυο β ή ματα κι έκατσε πλάγια. Ακού­ μπησε πίσω τόνα-του χέρι. Η συμπεριφορά-του είχε κάποια μ αγκιά . Ο Σάλπα με το ένστιχτο των ανθρώπων που β ρίσκο­ νται σε κίνδυνο ένιωσε ένα πλησίασμα. Ο άλλος μ' αργές κι­ νήσεις άναψε ένα τσιγάρο κι έφτυσε τον καπνό πούχε κολ­ λ ήσει στα χείλη-του , " Μέσ' απ' την Κόνια είσαι;" ρώτησε. " Απ ' το Μπόζκιρ" αποκρίθηκε με μια παραπονιάρικ η λυ­ π ητερή φωνή . , " Π ατριώτης-σου είναι ; ' είπε ο Γιοκούπ απ " την πλάτη του Σάλπ α . Ο άντρας στην αρχ ή δ ε μίλησε . Κοίταγε μπροστά-του .

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

54

" Ασ ' το παιδί" είπε ύστερα. Ο Σάλπα σταμάτησε . Ο ξερακιανός αστυνόμος φόραγε το ζακέτο-το υ . Ε κείνος πούχε φτύσει στο στόμα-του o r θ η κ ε . Βγή καν χτυπώντας την πόρτα . Ο Γιακούπ κατέβ . κε από την πλάτη του Σάλπα. Τώρα που γλίτωσε από το βάρος αισθάνθηκε να ψ ηλώνει μέχρι πάνω . Ένιωσε να κό­ βονται απ ' τη γης τα πόδια-του, ν' ανεβαίνει, θάρρεψε ότι πέταγε. Λες και ψ ήλωσε το μπόι-του μέχρι το ταβάνι. " Π ες δυο τσάγια" είπε ο νεόφερτος. Ο !"" ι ακούπ βγήκε κ ι αυτός χτυπώντας την πόρτα . " Μ η στέκεις, περπάτα" του είπε. " Π ε ρπάτα και λέγε" . . Η ταν φανερό πως δεν του είχαν αρέσει τα όσα είχαν γί­ νει. Ο Σάλπα με το ζόρι κρατιόταν να μ ην κλάψει. " Π ερπάτα, γιατί αν στέκεσαι τα πόδια-σου θα πρηστούν και θα μ αζέψουν αίμα . . . περπάτα . . . " Π ερπατάει ο Σάλπα. "Πώς σε λένε:' "Μεμέτ . . . Μεμέτ Σάλπα . Ή ρθαμε απ ' την Κόνια πριν τέσ­ σερις μέρες" . " Γιατί σας κουβάλησαν:' " Ε ίχαμε πεινάσει, αμπί, π ή ραμε μ ισό ψωμί κι ε κατόν πε­ νήντα γραμ μά ρια τυ ρί. Ο Κιβιρτζίκ είπε να μ ην φάμ ε στον δρόμο γιατί θάταν ντροπή . Ε ίπε να πάμε σ ε μια γωνιά. Κά­ τσαμε πίσω απ ' ένα αυτοκίνητο . . . ψωμί τρώγαμε . Ή ρθε ένας άνθρωπος, τί κάνετε εδώ, μ ας είπε . . . ψωμί τρώμ ε, είπαμε ... Μ ας γράπωσαν για κλέφτες . . . Μας έδειραν, αμπί. . . πολύ μας έδειραν . . . " Δεν μπορού σ ε να κρατηθε ί άλλο . . . δεν μπόρεσε να μπο­ . δίσει τα δάκρυά ·του . Αρχισ ε να κλαίει μ ' αναφυλλητά. "Μ ην κλαις" του είπε ο άλλος, "εκεί σας έπρηξαν τα μ ού τρα ;" " Ε κεί αμπί . . . Π ολύ μας έδειραν " . "Δέ ρνουν , εδώ είναι Ισταμπο ύ λ . Κ ι οι καλοί είναι πολλοί κι οι κακοί . . . εδώ όλα μπορούν να σούρθουν στο κεφάλ ι. Μ ην κλαις, μ η σκιάζε σ αι ... Καπνίζεις τσ ιγάρο;" " Ν όσαι καλά , αμπί . . . δεν καπνίζω" . Με την ανάποδη του χεριού-του σκούπι σ ε τα μάτια-του.

ή

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

55

" Μ ίλησα και με τον φίλο-σου . . . τον Κιβιρτζίκ". " Π ολύ μας έδειραν , αμπί. . . " " Δεν είν' αλή θ ε,ια αυτή η κλεψιά , ε ;" " Βαλλαχί, όχι, αμπί. . . πίστεψε, όχι ! . . . " Η πόρτα άνοιξε . Με τα παπούτσια και τον τορβά-του στο χέρι , διπλωμένος στα δυο παρουσιάστηκε ο Κιβιρτζίκ_ Είχε ρέψει . . . Βογγούσε κάθε φορά που πάταγε κάτω .. _ " Π ε ρπάτα , περπάτα" είπε ο άντρας και σ' αυτόν. " Μη στέκεις, περπάτα" . Π ε ρπατούσαν . Ο άντρας κοίταγε στη μέση το πεταμένο μ ονό Τ\Οπούτσι που ανάδινε μ ια περίεργη μοναχικότητα. " Π ό ύναι το ταίρι-του ;" " Ε κεί χάθη κε , αμπί . Ε κεί που μ ας έδειραν". Στεναχωρημένος ο άντρας έσβησε το' τσιγά ρο-του . "Δέρνουν" είπε , "δέρνουν" . Με το χέρι-του πίεσε τα φρύδια-του, χάιδεψε τα γένια­ του . ,, "Γ όνομά-μου είναι Σεφκέτ" είπε. ' Αμ α ρωτήσετε τον αστυνόμ ο Σεφκέτ από την Κόνια, θα με β ρ ή τε . Τώρα θα σας αφήσουν . Εδώ είναι συνήθειο, .ά μ α δουν ύποπτους νιοφερ­ μένους, τους δέρνουν για τα καλά . . . για να βάλουν μ υ αλό. Καμιά φορά παίρνουν δουλειά . Η Ισταμπούλ είναι πελώ­ ρια . . . κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος. Θα πάρουν τις φωτογραφίες-σας, τα δαχτυλικά-σας αποτυπώματα. Υπερα­ σπ ιστείτε τον εαυ τό-σας . Εδώ είναι Ι σταμπούλ, κανείς δεν ν οιάζεται για τα δάκρυα κανενός. Και δε θέλει να νοιάζεται. Ε δώ, μονάχα τη δική-σου ζωή μπορείς να γλιτώσεις . . . Ναι, μ ονάχα το δικό-σου τομάρι ... " Ή ρθαν τα τσάγια . Τα χέρια του Σάλπα έτρεμαν. Π ίνο­ ντας την πρώτη γουλιά τούρθε στο νου η ροχάλα που κα­ τάπιε . Τους κάθισαν σε μ ια καρέκλα και τους έβγαλαν φωτο­ γραφίες, φάτσα κ.aι προφίλ. Π ή ραν ένα-ένα τα δαχτυλικά­ τους αποτυπώματα . . . Βγή καν από την ασφάλεια με τα παπούτσια στο χέρι. Τα πόδια-τους είχαν πρηστεί, δεν μπορούσαν να τα φορέσουν. "Μη στέ κεστε , περπατάτε" είχε πει ο αστυνόμος Σεφκέτ από την Κόνια .

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

56

Τα δάχτυλά - τους ήταν μελανιααμένα. Μπερδεύτηκαν μες το σκοτάδι της νύχτας . . . Το πρωτοχάραμα τους βρήκε σ την άκρη ενός παράμερου ντουβαριο ύ . Είχαν ακουμπισμένες τις ράχες-τους στο ντου­ βάρι κι είχαν μ αζεμένα τα πόδια στην κοιλιά-τους. Τα χέ­ ρια-τους τα είχαν βάλε ι παρα μ άσχαλα. Π ρώτος ξύπνησε ο Κιβιρτζίκ . Το κορμί-του ήταν ξυλια­ σμένο. Πόναγε παν τ ού. Ο λαιμός-του, η πλάτη- τ ου, η μ έση­ του είχαν πιαστεί. Ή τανε Γενά ρης μ ήνας. Κρύωνε, η μ ύτη­ του είχε βουλώσει και το στό μ α-του ή τ αν πικρό δηλητήριο. Κοίταξε μ ε λύπη το Σάλπα. Είχε ζαρώσει μ ες τ η σκόνη και το χώμα . Δοκίμ ασε ν α φορέσει τα παπού τσια-του . Ζορίσ τ ηκε μ α τα κατάφερε . . . έ κανε δυ ο-τρία βήματα . . . θα μ πορούσε να περ­ πατήσε ι . Σε ποιο μέ ρος της Ισταμπούλ ν α βρίσκονταν, δεν ήξερε . . Ενα κα'ίκι χαμένο στον ωκεανό ήταν ο Κιβιρτζίκ. Ο Σάλπα άνοιξε τα μάτια-του. Είδε τ ον Κιβιρτζίκ να κα­ του ράει στον τ οίχο. Έ τρεχε ένα κοκκινωπό αφρισμ ένο υ γ­ ρό που άχνιζε . . . " Αίμα" είπε ο Κ ιβ ιρτ ζίκ "κα τ ουράω αίμα" . Ορθώθ η κε μ ε πόνους και με τ ο ζόρι ο Σάλπα. Πά τ αγε ξυ­ πόλητος στην κρύα γης. Τρέμ οντας κα τ ούρησε σε μ ι α ά κρη του ντουβαριού. " Κ ι εγώ κα τ ουρώ αί μ α" είπε . Ο Κι β ι ρτζίκ έ βγαλε από τον τ ορβά-του ένα ζευγάρι μάλ­ λινες κάλτες κα ι μ ι α πετσέτα . " Φόρεσε αυτές τις κάλ τ ες . . . Τυλίγου με και τόνα πόδι­ σου μ ε την πετσέτα, θα κάνεις πως κου ταίνεις λιγάκι κι όσοι σε βλέπουν θα νομίζουν πως είσαι πληγιασμέν ος" . Η ιδέα του φάνη κε καλή και σ τ ον Σάλπα. ,, ' Ε τσι δεν είναι ; Σ σ βλέπουν την πετσέ τ α θα νομίζουν πως είσαι πληγ ι ασ μ ένος" . Φόρεσε τις μάλλινες κάλτσες. Τύλ ιξαν κα ι το δεξ ί-του πό­ δι με την πετσέτα καλά καλ ά . Το έδεσαν προσεχτικά μ ' ένα σ κο ιν ί . . . Όσοι τόβλεπαν θα νόμ ιζαν πως ήταν πληγιασ μ έ­ νος . . Αρχισαν να περπατάνε χωρίς σκοπό κα ι χωρίς ελπίδα.

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 57

· Ενα περπάτημα χωρίς σιγουριά μες τα σοκάκια της Ι στα­ μπούλ . Ο ήλιος είχε ανατείλει κι οι ομίχλες είχαν διαλυθεί. Χωρίς βαριεστημό διάβαζαν τα ονό μ ατα απ · τις στάσεις των λεωφορείων και τις αφίσες στα ντουβάρια. . Ο Κιβιρτζίκ βρήκε δέκα γρόσια στο καλντερίμι . Αρχισε να γεννιέται μέσα-τους ένα αίσθημα για τα δεκάγροσα, τις λίρες, τα χαρτονομίσματα που θα μπορούσαν ίσως να βρουν στο δρόμο-τους σε κάθε-τους β ή μ α . Π ιότερο από γύρω-τους κοίταγαν μπροστά-τους. Τώρα είχαν τρακόσια δέκα γρόσια. Ι στίνιε . . . η στάση . . . οι γλάροι . . . ο ου ρανός . . . η θάλασσα . . . τα καράβια . . . . . Ενα κα ράβι ήταν δεμένο στην ξηρά. Ε ίδαν κάτι που έκα­ νε την καρδιά-τους να σκιρτήσει. " Ζητούνται εργάτες για ξ ύσιμο . . . " Στην ακτή εφτά-οχτώ άτομα ά κου γαν έναν άντρα πούπι­ νε τσάι. " Ε ικοσπέντε λίρες μερο κάματο" έλεγε ο ηλικιωμένος ναυτικός. " Για δεκαπέντε μέρες" έλεγε. " Ν α φορέσετε τα παλιά-σας ρούχα" έλεγε. " Μας παίρνεις κι εμάς μπάρμπα;" ρώτησε ο Κιβιρτζίκ. Ο γεροναυτικός κοίταξε τις πρησμένες και μελανιασμέ­ νες από το ξύλο μ ο ύ ρες-τους. Κοίταξε το τυλιγμένο στην πετσέτα ποδάρι του Σάλπα . " · Οποιος θέλει να δουλέψει, να βρίσκεται εδώ αύριο ακριβώς στις εφτάμιση " . " Π ο ύ είμαστε εδώ μπάρμπα;" " Α , εδώ είναι Ι στίνιε " . Ν α ι . Ε δ ώ είναι χαρά . Ι στίν ι ε είναι η στάση τ η ς κούρασης και της χαράς . Η στάση της ελπίδας . . . Αυτή είναι η στάση του αστυνόμου Κόνιαλη Σεφκέτ . Εδώ θα σταματήσει η πεί­ να κι η κούρασή-τους . . . Εδώ θα σταματήσουν οι ροχάλες . . . Σταματήστε, τέρμα ο φόβος της ροχάλας, τέ ρμα η απελπι­ σιά , θα κατέβουν εδώ, στη στάση της χαράς. Μέσα-τους φουντώνει μ ια αποκαρδιάς χαρά, μια χαρά που ξεπερνάει τα όρια της χαράς. Κλαίνε ρουφώντας τις μύτες-τους. Δεν άντεξε ο Κιβιρτζίκ, δεν μπόρεσε να ση κώσει τη θλίψ η της . .

._

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

58

κ ρυφής-του στενοχώριας _ Οι λυγμοί κομποδένονται στο λαιμό-τους _ Δεν μπορεί πια να μποδίσει α υ τό το σέλι *. Γιο­ μίζει, γιομίζει και πλη μ μ υ ράει . . . κλαίει μ . αναφυλλητά. Οι περαστικοί στέκουν και κοιτάνε, δεν μπορούν να καταλά ­ βουν . Γιατί να κλαίνε οι νέοι άνθρωποι; Γιατί να τυλίγουν πετσέτες στα πόδια-τους οι νέοι άνθρω­ ποι; Ο Σάλπα ελαφροκου τσαίνει, να τον νομίζουν τραυματι­ σμέν ο . Να μην καταλάβουν ότι έχασε το ταίρι του παπου­ τσιού-τ ου . . . Τρέχουν ο ι μ ύξες του Κιβιρτζί κ . " Μην κλαις, αδέρφι" λέει ο Σάλπα "μην κλαις, αγόριμ ου " . Κι απ ' την άλλη κλαίει κ ι ο ίδιος. " Μην κλαις, καρντάσι" . Τώρα πιο καλά καταλάβαιναν τί θα πει φιλία . . . Τι θα πει φιλία στις δύσκολες μέρες . . . Στο τεζγκιάχι * * της καρδιάς­ τους υ φαίνονται τα αισθήματα της αδερφοσύνης-τους . . . Σαν να υφαίνουν τ ο πιο πυ κνό χαλί. . . μ ε μαβί, μ ε κίτρινο, με κ ό κ κ ινο, με μαύρο . .. Και το μαύρο το κατάμαυρο να το υ ­ φαίνουνε μ αζί. Τί είναι εδώ Σάλπα; Ε δώ είναι η στάαση της φιλίας, η στάση της συντροφι­ κότητας .. . Ε δώ ε ίναι η στάση των δύσκολων Kαιρι1Jν . . . " Μην κλαις, καρντάσι, μ ην καις . Να κοίτα, βρήκαμε δου­ λειά πια, μην κλαις" .

'"σέλι: χείμαρρος

.. '"τεζΥκιίιχι: πίΙΥκος Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

59

5 Μ Ι Α καφετιά ομίχλη είχε σκεπάσει το αμπάρι του καρα­ βιού . Μύ ριζε σκου ριασμένη σιδερόσκονη και κόκκινη μπο ­ γιά . Κοντά πενήντα άντρες, με τεταμένα τα αγχωμένα πρόσω­ πα , βρώμικοι, γιομάτοι σκουριά, δούλευαν βγάζοντας ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο. Ακουόταν μια βουή που αναστά· τωνε το μέσα-σου . Ο Κιβιρτζίκ και ο Σάλπα δούλευαν όρθιοι κοντά κοντά στην ίδια αποβάθρα, πάνω σε μια μακρουλή φαρδιά σανί­ δα που ήταν κρεμασμένη από πάνω με σκοινιά . Δε μίλαγαν για να μη μπει σκόνη στα στόματά-τους. Το κ ρ ύ ο της σιδερένιας λαμαρίνας έφτανε στα κόκκαλά-τους. Οι πλάτες-τους είχαν στενέψει. Με κάθε ανάσα τα τζιγιέ­ ρια-τους γέμιζαν με την σκουριασμένη σιδερόσκονη, γι' αυτό ένιωθαν πλήξη κ ι ένταση που δεν μπορο ύσαν να πά­ ρουν μ ια χορταστική ανάσα. Τα κεφάλια-τους πόναγαν ανυπόφορα. Δεν κάπνιζαν τσιγάρο για να μην καταπιούν σκόν η . Στα δυο τρία πρώτα σκαλοπάτια της αμπαρόσκαλας ένας γεροναυτικός, σα γύ­ πας , στεκόταν και παρακολουθούσε όσους δούλευαν. Π ολ­ λοί που δεν έπαιρναν τη δουλειά και τόσο σοβαρά θεωρού­ σαν ευ καιρία για να ξεκου ράσουν τα χέρια-τους όταν αυτός έβγαινε στο κατάστρωμα για να πάρει αγέρα ή να πιει λίγο κ ρασί. Ο γεροναυnκός έκλεινε το στόμα με το χέρι και φώναζε με β ραχνή φωνή : " ' Ε ι, φακιδομο ύ ρη .. , Σε πετάω, αα !" Ο φακιδομούρης ήταν ένας λιγνός άντρας με άρρωστα τζιγιέρια, "Σε πετάω, αα!" Ή ταν η έχτη μέρα-του ς . Την πρώτη μέρα , απ τις πρώ­ τες κιόλας ώρες είχαν αντιληφθεί την σκληρή κι ανιστόρη­ τη αναγκαιότητα της δουλειάς , Δίπλωναν στα δύο το γυα­ λόχαρτο κι όταν φαγωνόταν η μια πλευρά έτριβαν με την

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 60

άλλη . Κατόπι το δίπλωναν στα τέσσερα. Η δουλειά του τρι­ ψ ίμ ατ ος έπρεπε να γενεί με τη γρηγοράδα που έπρεπε. Οι λαμαρινένιες πλευρές του αμπαριού έτριζαν μέσα στη σκό­ νη . Σκου ριά, η κρύα μ υ ρωδιά του σίδερου που γλίστραγε στο λαρύγγι-τους . . . Σε λίγο το μάτι-τους τρόμαξε αυτόν τον ανατριχιαστικό ήχο . Απ' το σφίξιμο των δοντιών πόναγαν τα σαγόνια-τους. Τα δάχτυλα, οι καρποί, οι πλάτες-τους δεν έπιαναν . . . Όσο πήγαινε δεν μπόραγαν να τα σηκώσουν . . Ο γεροναυτικός φωνάζει και πάλι : " Κόνιαλη . .. Μ η χαζεύεις Κόνιαλη ... σε πετάω, α ! " Ε κείνη τη μέρα μεσημεριάστηκαν δύσκολα. Είχαν ακόμη δέκα πέντε μέρες μπροστά-τους. Ακόμα δέκα πέντε μέρες που σε κάθε στιγμ ή-τους θα κατάπιναν τη σκου ριασμένη σιδερόσκον η , που κάθε δευτερόλεπτο θάταν φορτωμένο με βαριές στενοχώριες, που θα ζούσαν τη σκληρή κούραση . . . Δέκα πέντε μέρες π ο υ θα πέρναγαν χωρίς να παίρνουν ανά· σα . . . Π όσο τους κακοφαινόταν . . . Πόσο μεγάλωσαν οι μέρες στα μάτια-τους . . . Το φot ή ταν από το καράβι . . . μια κεπτσεδιά * ξερά φασό· λια , μια κεπτσεδιά πιλάφι που τους έδωσαν στο κατάστρω· μ α . Για πρώτη φορά μετά τόσο καιρό κατέβαινε μια ζεστή μπουκιά στο στομάχι-τους . . . και για πρώτη φορά κατάλα­ βαν τι θα πει να μπορείς ν' ανασαίνεις καθαρό αγέρα . . . Πά­ νω ΌΤΟ θαμπό μαβί της θάλασσας οι γλάροι έψαχναν, βού­ ταγαν κι έβγαζαν κραυγές . . . Τώρα, κοντά σ' ένα σωρό άλ­ λα πράγματα έμπαιναν στη ζωή-τους και τα "γλαροπούλια" . Μετά το τέλος της δουλειάς έκαναν ντους στο καράβι. Μ αζί με την παλιά-τους βρωμιά, έτρεχαν βαθυκόκκινα νερά από πάνω-τους. Έτρεχαν φόβος και σκουριά . Τ η νύχτα εκείνης της μέρας την πέρασαν στα ερείπια ενός γκετζεκοντού * *, στην πλαγιά της Ιστίνγιε . Μέχρι το πρωί στριφογύριζαν μέσα στους πόνους και τις σουβλιές. Δεν εί­ χαν πάρει και το μεροκάματό-τους . Για να μη φύγουν από τη δουλειά τους κράταγαν μέσα ένα ημερομίσθιο . ' E rm κοι­ μήθη καν νηστικοί. *ΧΕΠτ σεδ ιά : χouταλιά · ·γκετζεχovτ ού: παράγκα

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 6 1

Ζούσαν την έχτη-τους μέρα . Είχε στερέψει πια το κουρά­ γιο κι η αντοχ ή -τους. " Ας κάνουμε κουρά γιο ακόμα λίγες μέρες, καρντάσι" έλεγε ο Κιβιρτζίκ. Δεν μπορούσαν να μην υπολογίζουν τις πενήντα λίρες, δυο μεροκάματα. Είχαν κερδίσει διακόσιες πενήντα λίρες κι είχαν ξοδιάσει τις πεν ήντα δύο . . . " Κόνιαλη . . . σε πετάω, α l " Π άλι τους απόλυε ο γεροναυτικός . Με τεντωμένο τ ο κε­ φάλι κούναγε το χέρι-του . 'Έ , εσύ με την κίτρινη μπλούζα μ ην κάνεις πλάκα" . Τότε συνέβη κάτι που δεν είχε περάσει ποτέ από το μυα­ λό-τους . Ο Σάλπα είδε έναν αστυνομικό. Κατέβαινε τη σκά­ λα. Στάθηκε επιδειχτικά σ · ένα σκαλοπάτι. Πέρασε τα χέρια στη ζώνη-του και κοίταξε γύρω . Ζάρωνε τη μούρη και τα μάτια-του από τη σκου ριασμένη σκόνη και τη μ υ ρωδιά. " Γυ ρίστε όλοι το πρόσωπό-σας κατά μένα" είπε ο αστυ­ νομικός. Τα πρόσωπα στράφη καν. Π α ρατήραγε όλους, έναν-έναν, όταν τα μάτια-του αντί­ κρυσαν τα μάτια του Σάλπα . . . Ο Σάλπα μ . ένα τρέμουλο μέ­ σα-του ένιωσε ένα μυτερό ατσάλινο μ ολύβι να χαράζει με πίεση στην ψυχ ή -του έναν αλλιώτικο φόβο. Το φόβο της αστυνομίας. Τα τζίνια . . . Οι νεράιδες . . . Ο πατέρας κι η αστυνομία . . . Κοίταξε τον Κιβιρτζίκ. Μ· ένα δυσκολονίκητο τρόμο είχε στυλωμένα τα μάτιατου στη σκάλα. Αλληλοκοιτάχτηκαν ... Κι είδαν το ίδιο πράγμα . Το φόβο της αστυνομίας. Τα τζίνια . . Οι νεράιδες κι η αστυνομία . .. . Στο νου-του ή ρθε η ροχάλα. Στο νου-του ήρθαν οι αστυνομικοί. " Τα σκατά-σας να φάω , αμπί, τα σκατά-σας να φάω αμπί­ δες . . ... Κ αταπίνει ο Σάλπα το πηχτό σάλιο που μύριζε σιδερό· σκονη και σκουριά .

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 62

6

έφτυσε με σιχαμάρα. Κείνη η μ έ ρα , κείνη η αξέχαστη μ έ ρα, σαν ένα ριζωμένο δέντρο που κράταγε τα φύλλα-του χειμώνα καλοκαίρι, συνέχισε να μεγαλώνει, να ωριμάζει, να δίνει καρπούς μες στο μνη μονικό του Σάλπα. Θυ μόταν, τις μέρες που ο πιο ισχυρός φόβος-του πίεζε τους άλλους, τους πιο αδ ύνατους , ή που τους συγχώνευε μέσα­ του , ή και που συμβιβαζόταν μαζί-τους κι έβαζε χέρι στην "εξουσία" , την ιδιαίτερη θέση αυτού του φόβου ανάμεσα στους άλλους φόβους-το υ . Πόσους φόβους δεν είχε ο Σάλ­ πα που πήγαζαν από διαφορετικές πηγές. Σα στενοί συγγε­ νείς συμπαράστεκαν, έτρεφαν και καλλιεργούσαν ο ένας τον άλλον . Σ κέψεις πάνω στις ιστορικές φάσεις των φόβων του Σάλπα . . . Τζίνια, νεράιδες, μπαμπούλες, βρυκόλακες, κουκουβάγιες, σκαθάρια, σκοτάδι . . . Θεμελιωμένες μ' αυ­ τούς τους φόβους . .. Θρεμμένες μ ' απαγορεύσεις, είναι ντροπή, είναι αμαρτία . . . . Οι φόβοι που ζούσαν με το σε­ βα�ό για τους μεγάλους. . . τον πατέρα, τον δάσκαλο, το χότζα, το γιατρό, κάθε μεγαλύτερο . . . . Οι φόβοι, αμάν, έρχονται ο αστυνόμος, ο χωροφύλακας, ο τζανταρμάς * , ο μπεκτσής, ο δεσμοφύλακας, ο εισαγγελέας, ο υπάλληλος, το νοσοκομείο, αμάν, έρχεται "το κράτος". Οι θεσμοί του φόβου, του τρόμου, της συστολής, της στεναχώριας. Αν, ας πούμε, είναι δυο λοκάντες δ ίπλα-δίπλα που θα μπορούσε να φάει με τα ίδια λεφτά και στις δυο, ποιαν θα διάλεγε ο Σάλπα; Σίγουρα αυτήν που θα έμοιαζε μ ' αυ­ τόν, τ ην απεριποίητη , την ανεπίδειχτη . Γιατί Ο Σάλπα φο­ βάται τα καλοντυμένα γκαρσόνια , τους πορτιέρηδες των ξε­ νοδοχείων με τις στολές και τα καπέλα, φοβάται τα και­ νούρια τ ραπέζια, τα παστρικά τραπεζομάντηλα . . . . Τον τ ρο­ μάζουν τα μαχαίρια, τα πη ρούνια και οι πετσέτες. Διαλέγει ό,τι φα! τρώγεται με το κουτάλι . Αποφεύγει τα μέρη που Ο ΣΑΛΠΑ

"τζανταρμά;: χωρ οφ ύλαχα;

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 63

δεν του ταιριάζουν, τα μέρη όπου νιώθει ξένος . . . Γιατί ό­ λοι αυτοί οι φόβοι του Σάλπα είναι ιστορική-του κληρονο­ μ ιά . . . Αν χρειαστεί ν α ρωτήσει κάτι στο δρόμο, σ ε ποιόν θα ρω ­ ρήσει ο Σάλπα; Π οιό σινεμά θα διαλέξει; Όταν πριν τις γιορτές στο σχολείο οι δάσκαλοί-του διά­ λεγαν τα καλοντυμένα παιδιά για την παρέλαση, ο Σάλπα από μόνος-του τραβιόταν παράμερα ... ήξερε πως δεν θα τον δ ι άλεγαν. Ξεμά κραινε πέντε-δέκα βήματα και ρουφώντας τη μ ύ τη-του π ροσπαθ ούσε να κρύψει την υγρασία που μ αζεύονταν στα μάτια-του ... Μ αζί μ Γ τα παιδιά σαν κι αυτόν π ου από μόνα-τους τραβήχτη καν, που δε διαλέχτηκαν. Κι όμως, πόσο τόθελε να παρελάσει κι αυτός στη γιορτή . . . Πόσο πολύ τόθελε .. . Κι ο πατέρας-του περηφανευόταν πως δήθεν τον σπού ­ δαζε. Ε ρχόταν να δει τον γιο-του μ αζί με δυ ο-τρεις κοντο­ χωριανούς. Για να τους κάνει επίδειξη . ,, ' Αντε, γιε-μου, μίλα λίγο εγγλέζικα ... μίλα να σ' ακού­ σουν κι οι μπαρμπάδες" έλεγε. Δεν του ρχόταν του Σάλπα να μιλήσει. Όμως, η όψη του πατέρα-του που άλλαζε τον τρόμαζε . Με μ ια άβουλη, πεθαμένη ψυχή άρχιζε : " Βάτιζντίζ . . . Βαν, του, τρι, φορ, ιτιζεπένσιλ, ιτιζεντόρ, ι τιζεμπ ο ύ κ " . Ο ι χωριανοί φανέρωναν αμέσως τον ενθουσιασμό-τους. Κοίταγαν τον πατέρα, κοιταζόντουσαν συναμεταξύ-τους και γέλαγαν. Ο πατέρας, γιομάτος περηφάνεια, τους πρό­ σφερνε τσιγάρα. "Αγιεμγκόιγκ, βάτιζντίζ, ι τιζεμπλέκ­ μπορντ" κι όσο έλεγε τόσο κι οι χωριάτες έλεγαν "Μάσαλ­ λάχ , Αμπντουραχ ί μ ουστά, ο Αλλάχ να στον φυλάει από το κακό μάτι ..." " Βατιζντίζ, ιτιζεμπόι, βατιζντίζ, ιτιζεμπέιμπιλ". Ο πατέρας Σάλπα , με ψ ηλά το κεφάλι, φόραγε με προσο­ χή το καφετί φοτρ-του που είχε αρχίσει να παλιώνει προ πολλού ,άφηνε πέντε-έξη λ ίρες χαρτζιλίκι στο β ρωμιάρη το γιο-του που μίλαγε "νε ράκι" τα εγγλέζικα κι έφευγε. Δεν ήξερε την καρδιά του Σάλπα που άλλαζε μέσα με τον κόσμ ο

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

64

που άλλαζε . . . Δεν μπορούσε να το ξέρει . . . . Ομως ο Σάλπα αισθανόταν ότι είχε πεθάνει πια το επάγ­ γελμα του τσαγκάρη. Κι ότι ο πολιτισμός του λάστιχου εί­ χε κολλήσει σαν μπάλωμα στον πισινό του πατέρα-του . . . Τώρα όλα τ α καταλάβαινε καλύτερα ο Σάλπα. Καταλά­ βαινε καλύτερα την κάθε ιστορική φάση που μ αγειρεύει το κάθε γεγονός. Καταλάβαινε καλύτερα τα νεύρα του πα­ τέρα-του , τους στομαχόπονους . . . Ο άνθρωπος, σε όποια κοινωνία κι αν ανήκει , μ ε την αν­ τικειμενική και υποκειμενική-του φτιάξη, αποτελεί κτήμα ε κείνης της κοινωνίας, είναι δικό-της π ρο·ί όν. Γι' αυτό όσα έκανε κι όσα θα κάνει, οι σκέψεις που περνούν απ ' το μυα­ λό-το υ , δεν μπορούν να θεωρηθούν ξέχωρες απ ' τα γενικά χαρακτη ριστικά της κοινωνίας, απ ' τις διακυμάνσεις-της, τις τάσεις·της, απ' την ιδιαίτε ρη θέση-τη ς μέσα σ ' α υτή τη ροή, απ ' τις αντιλήψεις, τις επιρροές και της ικανότητες ε­ πιρροής-της . Ο Σάλπα, αν και όχι τελείως ξεκάθαρα, αισθα­ νότ αν πάντως αργά-αργά και σχεδόν κοντά στο ξεκάθαρα, από π ού έπαιρναν ζωή και ποιές φουρτούνες π ροετοίμαζαν τις φάσεις ανάπτυξης της προσωπικότη τάς-του , κ αι οι δυ­ νάμεις ώθησης που προσανατόλιζαν τη ζωή-του . . . Π λησία­ ζε την υ γιή άποψ η . . . Τουλάχιστον είχε συνειδη τοποιήσει ότι α κ ολουθούσε τα σωστά ίχνη . . . Π οιά συναισθή μ ατα είχε αποκτήσει, μ έσα από ποιές σχέ­ σεις, ποιά απ ' αυτά είχε καλλιεργήσει. Ο Σάλπα έ βλεπε κά­ θε αίσθη μ α σαν ένα θεσμό . Κάθε α ί σθη μ α αναπτυσσόταν μέσα στις σχέσεις που ζούσε, τρεφόταν . . . Και τώρα, ποιά συναισθήματά-του θα υπερασπιζόταν ο Σάλπα; Π οιά θα κα­ τέστρεφε, ποιά θα τιμωρούσε, σε ποιά θ' αντιστε κόταν; Τώρα καταλάβαινε καλύτερα ο Σάλπα . . . "Το φίδι που δεν πειράζει εμένα, ας ζήσει χίλια χ ρόνια . . . " " Μέχρι να διαβείς τη γέφυρα, θα λες μπάρμπα την αρκούδα" . " Φιλώντας χέρι, δεν βρωμ ίζει το στόμα". Ν αι λοιπόν, τώρα καταλάβαινε καλύτε ρα. Τώ ρα καλύτερα ξεχώριζε τους θεσμ ούς μέσα-του, τη δο­ μή-τους, τη λειτουργία-τους. Έ βλεπε με λύπηση και τρε­ μουλιάζοντας μέσα-του τον εαυτό·του ο Σάλπα.

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

65

Γιατί ο Σάλπα ποτε-του δεν υπήρξε ελεύθερος . . . δεν μπό­ ρεσε. Δε γνώρισε την ελευθερία . . Π οτέ δεν υπή ρξε ο πρώ­ τος άνθρωπος στη δική-του ζωή, ο κυ ρίαρχός-της , ο κυβερ­ νή της-της. Ένας μεσολαβητής μ ονάχα ή ταν . . . Ένα κακόμ οι­ ρο τεντωμένο τέλι * ανάμεσα στα τηλεγραφόξυλα. π οτε δεν είχε ελεύθερη , ανεξάρτη τη , θαρραλέα σκέ ψ η . Π ότε δεν έζη­ σε πραγματικά τις δικές-του χαρές, τις δΙ Kές�τoυ λύπησες . . . Δεν γλίτωσε απ ' την διαστρέβλωση ο Σάλπα. Γιατί η ελευθερία δεν κατάφερε να θεσμοποιηθεί μες τη συνείδηση του Σάλπα. Αντίθετα, είχαν κυ ριαρχήσει η ανα­ σφάλεια, ο φόβος, η ανησυχία. Χω ρίς σιγουριά για το αύ ριο, χωρίς να καταφέρνει να προβλέπει ποιός , τί, πότε θα μπορούσε να του κάνει, ανάμενε κάθε στιγμ ή, χωρίς κανένα λόγο κ ι αόριστα κάτι κακό από τους άλλους. Πώς μπορεί να είναι ελεύθερος ο άνθρωπος που μέσα· του ζει ο φόβος, που καλλιεργεί μέσα-του τον φόβο; " Π ού αναπτύσσεται αυτός ο φόβος , ύστερα από τί αρχίζει να μετατρέπεται σε θάρρος κα ι καλλιεργείται αυτό ;" Χ ωρίς μ ια υγιή συνείδηση μπορείς να απελευθερωθείς; " Πώς αποκτάς αυτή τη συνείδηση ; Φυ τρώνει μ ήπως σε γλάστρα ; Π ο ιός την αγοράζει, ποιός την πουλάε ι ;" Υπάρχει ελευθε ρία χωρίς να γνωρίζεις την έννοια της ελεuθερίας ; Μπορείς να γίνεις ελεύθερος αν δεν έχεις ζήσει χ ωρίς αυτήν; " Αχ , ι δεαλιστή Σάλπα, αχ !" Κι αν τόθελε ο Σάλπα, κι αν τόθελε πολύ θα μπορούσε ν' αποκτήσε ι μια δ ικιά-του , ανεξάρτητη π ροσωπικότη τα ; Θα μπορούσε να γίνει ελεύθερος ; "Αν έφτανε μ ονάχα η θέλ ηση, μ ι κ ρέ Σάλπα, όλοι θα γίνο­ νταν αυτό που ήθελαν" . Γ ια να φτάσεις να θέλεις, πρέπει οι συνθήκες που σε ανά­ γκασαν να θέλεις, κα ι η συσσώρευση των επακόλουθων των συνθη κών να είναι ορμ ητικές. Όπως το παπούτσι της προη­ γού μενης χρονιάς δε γίνεται πια στο παιδί που μεγαλώνει κα ι χρειάζεται καινούριο, όπως κ ι ε κείνο μετά από ένα διά­ στη μ α θα τούρχεται στενό στο πόδι και θα το σφίγγει και *τελ ι: σύρμα

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

66

θα ξαναχρειαστεί καινούριο, και πάλι καινούριο και πάλι, και πάλι . . . Γιατί λοιπόν, ό χ ι χτες αλλά σήμερα, σήμερα το πρωί άρχιζε με το μ αυλό-του να λογαριάζει, ν ' αναρωτιέται, ν' αναζητάει; Γιατί όχι αύριο, γιατί όχι το βράδυ αλλά το πρωί, γιατί ειδικά αυτό το πρωί ; Γιατί το πουλί β γαίνει απ ' τ ' αυγό σε είκοσι μια μέρες . . . Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς . . . Οι κερασιές ανθούν με την άνοιξη . . . ωριμάζουν . . . Γιατί όχι το εννιακόσια δέκα τρία , το εννιακόσια δέκα πέντε αλλά στις 28 ( ούλη του εν­ νιακόσια δέκα τέσσερα ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος; . . . Γιατί όχι τ ο εννιακόσια σαράντα έ ξ η αλλά τ ο εννιακόσια πενήντα το Δημοκρατικό Κόμ μ α ; . . . Γιατί στις είκοσι εφτά και όχι στις δεκαπέντε του Μ ά η ; Γιατί, γιατί λοιπόν αυτό τ ο πρωί; Μ ήπως ο Σάλπα ζει τη στιγμή της αναπόφευκτης αλ­ λαγής, του άλματος; Τα γεγονότα φθείρουν τη σημασία-τους . . . Δεν ενδιαφέ­ ρουν πια όπως παλιά τον Σάλπα . Δεν θέλει να πνιγεί μέσα στη λογική , μέσα στην πλοκή των γεγονότων . Γιατί το γε­ γονός είναι η κατάληξη της φάσης που το δ η μ ιου ργεί, εί­ ναι μ ια στιγμή , το σημείο της ατέλειωτης αλλαγής . . . Ο Σάλ­ πα αναζητεί τις δυναμικές γραμμές, τις υποχρεωτικές αιτίες που το δ η μ ιουργούν, που προωθούν τα γεγονότα από τα μέ­ σα , κι όχι από πίσω, όπως νομίζεται . . . Αναζητεί τη μαγιά, τους νόμους που κάνουν τους νόμους νόμους, ψάχνει ο Σάλπα . . . Τις αισθήσεις που γονιμοποιούν τα γεγονότα, τις σπίθες, τις φάσεις μεταλλαγής του γεγονότος που γονι­ μοποιήθηκε, την κατάσταση που το κάνει να είναι αναπό­ φευ κ το, την κατάταξη, τη δημιου ργία της μεταλλαγής, τ η δημιου ργία που θα δημιου ργήσει τη φυσική λογική, σκε­ φτόταν ο Σάλπα . . . Τ ί κ α ι ποιά ανάγκη έφερε το Σάλπα στο σημείο ν α σκέ­ φτετα ι ; ' Ε τος εννιακόσια δέ κα τέσσερα . . . Μ ήνας l ο ύλ ης, ' είκο­ σι οχτώ l ούλη . . . Ο πρωθυπου ργός τ η ς Σερβίας, Πάσιτ ς , έ τρωγε στο εστια­ τόριο του ξενοδοχείου " Ε υ ρώπα" της Ν ίκαιας. Ώ ρα δέκα-

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 67

τρε ις α κ ρ ιβώς. Ένας ταχυδρόμος μπήκε από την πόρτα κι άπλωσε ένα τηλεγράφημα προς τον Π άσιτς που έτρωγε. Ο Π άσ ι τς δ ιάβασε το τηλεγράφη μα ενώ μάσαγε τη μπου κιά ­ Σηκώθηκε · ό ρθιος και είπε "φίλοι-μ ου, η του . Κ ιτρ ίνισε. Αυστρία μας κήρυξε τον πόλεμο" . Και ο Π ρώτος r:αγκόσμιοςΠ όλεμος ξέσπασε. Π οιός ήταν λ οι πόν αυτός που πέρασε την πόρτα; Ο τα­ χυδ ρόμος, ή ο Π ρώτος Π αγκόσμιος Πόλεμος; Ο Π ρώτος Π αγκόσμ ιος Πόλεμος έσπρωξε την πόρτα του εστι ατό ρι ου κα ι μ π ή κ " μέσα. Κοίταξε τριγύρω-του κα ι είδε τον Σέρβο Π ρωθυπου ργό Πάσι τς -που έτρωγε. " Ν α ο άνθ ρωπος που γυρεύω" ε ίπε. Π ροχώρησε βή μα-β ή μ α κα ι τούδωσε το τηλεγράφημ α . Ο Π άσιτς το πήρε χωρίς να π ε ι 'Ό το νου-μου " . Ο Π ρώτος Παγκόσμιος Π όλεμος φώναξε χαρούμενα. " Γιάντες" . Μερικοί ιστορικοί γράφουν . . . Αν ο Π άσιτς παίρνοντας τ ο τηλεγράφημα έλεγε 'Ό το νου -μου" , ο Π ρώτος Παγκόσμ ι ος Π όλεμος δεν θα μπο­ ρούσε να πε ι "γιάντες" . . . κι έτσι δεν. θα γι νό ταν το μεγαλύ­ τερο μ ακελιό της ι στορίας μέχρι τότε. " Σάλπα πα ι δί-μ ο υ . Μ ήπως ένας από τους παράγοντες του ταχυδρό μ ου , του Π ρώτου Π αγκόσμιου Π όλεμου που μπή ­ κε από την πό ρτα , δεν είναι και ο Πάσι τς που έτρωγε το φα­ γητό-του ; Δεν είναι κι αυτός ένας από τους παράγοντες; Τ ρέμει η γης κάτω από τα πόδια-του . . . Δεν φτάνει η συ ­ νείδησή-του ν · απαντήσε ι στα νυσταλέα και ορμ ητ ι κά ερω­ τ η μ ατικά-του . Ξεπροβάλουν σκιρτήματα , ερωτήσεις , λεπτο­ μέρειες που δίνουν την ψευδαίσθηση πως είναι άσχετες μ ε ­ ταξύ ·τους αλλά που στην πραγματ ι κότητα αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο . . . Ο Σάλπα ξέρει πως δεν θ α μπορέσει ν α βγάλει ά κ ρη κά ­ τω από το βάρος των αιτιών που σφίγγουν τη συνείδησή­ του , αν δεν τακτοποιήσει σε μια σειρά τα ε ρωτήματα , τις αντ ι φάσεις . Ο άνθρωπος είναι μια συγκεχυμένη φάση . Σ τα στήθια-του κουβαλάει χιλιάδες αντιφάσεις . Και τώρα τί θα κάνει ο Σάλ­ πα για να βάλει τον εαυτό-του σε μ ι α τάξη ; Π ώς θα πά ρε ι

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 68

στην η μερήσια διάταξη τις aντιφάσεις-τoυ ανάλογα με τη σημασία-τους για να τις λ ύσει; Δεν είναι αρκετός ο Σάλπα . .. Στριφογυ ρίζει μες στις αναπόφευ κτες περιελίξεις της με­ ταλλαγής. Γνώσεις συσσωρευμένες από χίλιες δυο πηγές, συμπεριφορές προερχόμενες από διάφορους πολιτισμούς, πράγματα που υπάρχουν μέσα στο κουβάρι του κεφαλιού­ του με μια ε κλεκτιστική μ ο ρφή, ξεκόβονται μεταξύ-τους . . . αρχίζει η διάλυση . Ν α, λοιπόν, οι φόβοι-το υ , που τον έκαναν να νομίζει tov εαυτό-του γενναίο, θαρραλέο, ριψοκίνδυνο.Τώρα με πε­ σμένη τη μάσκα συλλογιέται. Καινούρια αισθ ή μ ατα, παλιά αισθήματα , νωπά αισθήμα­ τα . . . Ν α λ οιπόν η "αξιότιμη φεουδαρχική εξέγερση" που νο­ μίζει ότι είναι σοσιαλιστική και τέτοια περνιέται κα ι στους άλλους . . . . Ν α κ ι οι " κύριοι ρεφορμιστές" που αυτονομάζονται επα­ ναστάτες . . . Ν α κι όσοι ζουν λέγοντας "εμείς οι οθωμανοί . . . εμείς οι ανατολίτες, απ- την κεντρική Ασία", κι οι αντιδράσεις που δεν βλέπουν το οικονομικό κίνημά-τους. . . τους aντιδραστι­ κούς πόθους και τις προσδοκίες-τους που πηγάζουν απ ' αυ­ τούς . . . μένουν σαστισμένοι στη μέση μ ' ένα β ρακί κι ένα που κάμισο. Ο καιρός κ ρ ύ ος . . . και κρυώνουν . . . Η διάλυση ολοφάνερη , μ - όλη-της τη γύμνια συνεχίζε­ ται . Στο μεταξύ γίνονται νέες ενώσεις . . . τ' ασυμβίβαστα ξαναχωρίζουν . . . Συ γγενικά συναισθήματα όπως η αγάπη για τον άνθρωπο, η λύπηση , η παράβλεψ η, συ γκεντρώνο­ νται μαζί προσωρινά για ένα διάστημα . . . μέχρι να βρουν τα πραγματικά-τους βάθρα . . . Κι άλλα συναισθήματα συγγενι­ κ ά , που ταιριάζουν οι ομάδες αίματός-τους, τα πλησιέστερα όπως οι συνήθειες, οι τάσεις, προσπαθούν μέσα στις νέες δονήσεις να βρουν τη θέση-τους, αρχίζουν να ψάχνουν για συνεταίρους σαν κ ι αυτά .. . Τί γίνεται Σάλπ α ; Σεισμός γίνεται . . . Τραντάζει η γ η ς . . . . Κι όλα αρχίζουν απ' την αρχή . . . " Π ώς ξαναρχίζουν όλα απ ' την αρχή Σάλπα; Αρχίζει μια

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 69

νέα φάση . .... . Ν α ι, μια νέα φάση . .. μ όλες τις δυσκολίες και τις στενο­ χώριες-της . . . " Μπορείς ν α τ α δεις όλα με την ξεκάθαρη μ ορφή-τους Σάλπα;" " · Οχι, δεν μπορώ να τα δω . . . τα διαισθάνομαι . . . .. Ν ιώθει ο Σάλπα το θόρυβο των αλυσίδων που τρίζουν, των συνόρων που κομματιάζονται. Κι όσο θα ξεπερνάει τον εαυ τό-το υ , όσο θ· αναπτύσσεται η συνείδησή-του, τόσο θα πληθαίνουν τα χαλάσματα που θα βλέπει ο Σάλπα . . . χωρίς λύπηση θα δρασκελίσει ο Σάλπα πάνω οπό το ερείπιο του ίδιου του εαυτού-του . . . προς το καινούριο . . . κάθε στιγμ ή θ · α γγίζει και κάτι πιο νέο . . . Π εθαμένους . . . ταλαιπωρημένους . . . ετοιμοθάνατους . . . ανα­ στημένους . . . εξελ ι γμένους βλέπει ο Σάλπα. Ν α λοιπόν η υ ποταγή που προσπαθεί να προκαλέσει τον οίκτο με το "σκύψιμο του κεφαλιού". Ν α αυτοί που είναι διατεθειμένοι ν· αρκεστούν σ· Ο,τιδήποτε, που β ρίσκουν διάφορες ετικέ­ τες στη συνεργασία ..υποχώρηση-σ υ μβιβασμός .. . .. ζητάει βοήθεια. Η πίστη , που μόλις τώρα αρχίζει να βρίσκει την ταυτό­ τητά-της, φ ωνάζει : " Σκ ύλε . . . μας υπόταξες σ · όποιον άνεμο σάρωνε . . . κ ι εμ­ πόδισες την ανάπτυξή-μας επειδή διάλεγες πάντοτε τον συμ­ βιβασμό , ποτέ δεν τόλμησες να πολεμήσεις . . ... " Μ η μ . εγκαταλείψετε, μη φεύγετε Ι .. " Ναι, μα με τον όρο να χ ρ,ησιμοποιούμε τη δική-μας εξου­ σία τις στιγμές της α νάγκης σ α χρειαστεί. .. .. λέει στο δίδ υ μ ο "υποχώρηση -σ υ μ β ιβασμός" . Σείεται η γης . . . Ταλαντεύεται ο Σάλπα . .. Τραντάζετα ι ο­ λόκλη ρος. Δεν είναι αρκετός για τον εαυτό-του . . . δεν μπο­ ρεί. . . Π ερνάει ανάμεσα οπ · τ ο πλήθος, σέρνοντας εδώ κ ι εκεί, χτυπώντας με τους ώμ ους τους περαστικούς. Π οιές προσ­ δοκίες να κουβαλούν αυτά τα καπελωμέν α κεφάλια . . . Π οιά όνειρο να κάνουν αυτές οι γυναίκες, τα κορίτσια . . . Από το παρουσιαστικό-τους , τη στάση και συμπεριφορά-τους, τα γέλια, τα μ αλλιά , το περπάτημά-τους διαισθάνεται ο

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 70

Σάλπα την αντίληψη που κυ ριαρχεί στο κεφάλι-τους . . . " Κάθε βλέμμα, γέλιο, επιλογή είναι και μια πολιτική πράξη". Π ροχωρεί. . . Ψάχνουν τους μυστικούς κυ ρίαρχους του κόσμου . . . ' Ολα έξω τα ψάχνουν . . . Αυτό που πρέπει να αναζητηθεί είναι οι κ ρ υ φοί κυρίαρχοι του κεφαλιού-μας, του κορμιού-μας, της συνείδησής-μας . . . Π ροχωρεί. . . "Στάση . . . βλέ μ μ α . . . συμπεριφορά . . . . μ ε ποι ό τρόπο ανα· πτύσσεται η ιδεολογία μέσα σ" αυτά . . . Π άνω σε ποιές ιδεολογίες θεμελιώνονται οι επιθυμίες-μας . . . " Οι βιτρίνες . . . " Γιακάδες ζακέτων . . . κομμάτια παντελονιών . . . . λουλούδια γραβάτας . . . ποτήρια . . . τραπέζια. . . μπαλόνια κ ι η ιδεολογία που ζε ι σ' αυτά . . ." Μ έσα στα τζάμια βλέπει ο Σάλπα τα μακριά-του μαλλιά, τις φαβορίτες-του . . . . "Μαλλιά και φαβορίτες;" Π οιός ξέρει κάτω από ποιες ακόμα αντιδράσεις που δεν έχει αντιληφθεί είναι ο Σάλπ α ! " Γιατί μάκραινες τ ο μαλλιά-σου Σάλπα;" Δεν υπάρχει καμιά τίμια απάντηση . "Φαβορίτες, Σάλπα;" Δεν υπάρχει απάντηση . Μπήκε στο πρώτο μπαρμπέρικο . " Κόντυνε τα μαλλιά και κόψε τις φαβορίτες-μου" είπε.

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 7 1

7

ΠΕΡΑΣΑΝ

δεκαπέντε μέρες που δούλευαν τρίβοντας με μι­

σή καρδιά κι είχαν μαζέψει εξακόσιεςσαράντα πέντε λίρες, τρώγοντας πρωί βράδυ ψωμί, τυρί, ψωμί κι ελιά. Ο Κιβιρ­ τζίκ ήθελε ''Οπωσδήποτε'' να βρει τον πλανόδιο πωλητή φίλο-του Σαχβελέτ. Μέρες και νύχτες τον έψαχναν αστα­ μάτητα κι έτρεχαν σε κάθε φωτάκι πλανόδιου κιεφτετζή που έβλεπαν. Μια νύχτα κατά το πρωί στο Μπεσίκτας έ­ νας πλανόδιος κιεφτετζής τους είπε: "Τον πλανόδιο θα τον ψάξατε στο Ταχτάκαλε, εκεί σίγουρα θα βρείτε κάποιον που να ξέρει τα ίχνη-του". Ξεχύθηκαν στους δρόμους να βρουν αυτόν τον κάποιον που σίγουρα θα ήξερε. Πρώτη φορά ανέβηκαν σε λεωφο­ ρείο πηγαίνοντας από τόνα μέρος στ' άλλο. Κατέβηκαν στο Εμίνονού... "Από πού πάνε για το Ταχτάκαλε μπάρμπα... θείε... αμ­ πΙ .. ; Νάτο το Ταχτάκαλε ... να τα και τα περιστέρια... κι αυτά "

εδώ τα παλιατζίδικα, ό,τι γυρέψεις θα τόβρεις. Απ' τη λαδαγορά και το Ισταμπούλ χαλί βγαίνουν δρόμοι κάθετοι που οδηγούν στο Ταχτάκαλε.. Ανθρωποι μαζεμέ­ νοι, που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τί ακριβώς κάνει ο κα­ θένας-τους, πήζουν σα μυρμήγκια. Σ" αυτούς τους δρόμους τους γεμάτους από αγωνία, φασαρία, πιο πολύ απ' όλα τρα­ βούν την προσοχή-σου οι κουρασμένοι και ταλαίπωροι χα­ μάληδες με τα βαριά γιούκια στην πλάτη, ή μονάχα τα πα­ λιά-τους σαμάρια. Βιοτεχνίες πλαστικών αντικειμένων για τους μικροπουλητές, αιωνόβια χάνια που στεγάζουν εργα­ στήρια, παμπάλαιες παράγκες με μαυρισμένα τα πολυκαιρια­ σμένα ξύλα-τους, διόροφα και τριόροφα παλιά ξύλινα σπί­ τια που νοικιάζονται στους μπεκιάρηδες*, ήταν στιβαγμένα πλάτη με πλάτη, τόνα κοντά στ' άλλο. Σ ' ένα αρκετά μακρύ και πλατύ δρόμο που έκοβε κάθετα

*μπεκιάρης: εργένης

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

72

τα σοκάκια που σκαρφάλωναν την ανηφόρα, υπήρχε ένα τριόροφο ξύλινο χάνι που σούδινε την εντύπωση ότι θα κα­ τέρρεε από στιγμή σε στιγμή . Κάθε όροφός-του είχε τρία­ τέσσερα δωμάτια που το καθένα-τους νοικιαζόταν σε οχτώ με δέκα άτομα . Ο Σάλπα κι ο Κιβιρτζίκ βρή καν δυο θέσεις σε μια από αυ τές τις κάμαρε ς . Γράφτηκαν στη λίστα της κά­ μ αρης "εφτά" σαν ένατος και δέκατος ένοικ ος . " ' Εχετε πράγματα;" Δεν είχαν. Π ή ραν δυο παπλώμ ατα χ ρησιμοποιημένα, κλα­ ρωτά με μ αβιά μεγάλα λουλούδια που ανάδυαν μ υ ρωδιά μπόχας . Τόνα θα τόστρωναν από κάτω στο πάτωμα και με τ' άλλο θα σκεπάζονταν από πάνω. Το βράδυ γνωρίστηκαν με τους συγκάτοικους της κάμα­ ρής-τους . Ή ταν ζεστοί, ο μ ιλητικοί άνθ ρωποι . Φ έ ρθ η καν εγκάρδια, εύθυμα και με αγάπη στους δυο νεαρούς. Στρί­ μ ωξαν τα κρεβάτια, τα παπλώματα και τους έ κ αναν χώρο . . Εστρωσαν παλιές εφημερίδες πάνω στα σανίδια του πατώ­ μ ατος που έτριζε. Αυτοί οι άνθρωποι τους έδιωχναν την ξε­ νητιά . . . ' Ακουσαν όλο προσοχή τον Κιβιρτζίκ. " Σαχβελέτ . . . . Σαχβελέτ . . . Σαχβελέτ . . . ." Δεν τον γνώριζαν τον Σ αχ βελέτ. " ' Ολοι καρντάσια είμαστε" είπε ο Ζεϊνέλ απ' τη Μαλάτια, "τι 'φελάει να λυπάστε ;" "Τι ο Σαχβελέτ Τσαβούς, τι εμείς . . . Δικός-σας αυτός, δι­ κοί-σας κι εμείς . . . . " είπε κι ο Ζουφλού απ' το Αντίγιαμαν. Αστειεύτηκαν , γέλασαν . Έ δειξαν και το σεβασμό-τους στα δυο παιδιά που είχαν διαβάσει στο γυμνάσιο και το λ ύκειο . . . . και λυπήθ η καν πολύ για το πόδι του Σάλπα . . . " ο πλανόδιος χ ρειάζεται γερά πόδι α; παιδί-μου" είπε κάποιος. Τελικά επειδή ή ταν ατζcμ ήδες στη δουλειά αποφασίστη­ κε να κάνουν κάτι προσωρινά που δε θα ζημίωναν κι αν τους έμενε το εμπόρε υ μ α . Αν χρειαζόταν θα την άλλαζαν αργό­ τερα . "Μέχρι ν' ανοίξουν τα μάτια-σας" . Κρεμάστρες, δέρματα, ξεσκονόπανα, σφουγγάρια ο Κι­ βιρτζίκ . . . . Κι ο Σάλπα λεμπλεμπί, τσεκιρντέ κ, φιστίκ . . .

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 7 3

Θα τα πούλαγαν στη βαπορόσκαλα του Σιρκετζί, εκεί εί­ χαν και γνωστούς φίλους χαμάληδες που θα μπορούσαν να τους προσέχουν. ' Η ταν η πρώτη φορά από τότε που ήρθαν στην lσταμ­ πούλ που πέ ρναγαν τη νύχτα σ' ένα κλειστό μέρος, χωρίς άστρα και παγωνιά . Γρήγορα συνήθ ισαν την μ υ ρωδιά από τη μούχλα, τα κου­ ρασμένα πόδια, τη γκαζόσομπα, τον ιδρώτα και τις κλα­ νιές , συμβάλλοντας κατά πολύ κι οι ίδιοι με τη δική-τους συμμετοχή . Την άλλη μέρα τ ο πρωί, πρώτη-τους δουλειά ήταν ν α ντυ­ θούν απ ' την κορφή μέχρι τα νύχια σαν αρτίστες, στον πα­ λιατζή Ρ αμαζάν από το Σίβερεκ για ε κατόν είκοσι λίρες. Ο Ρ αμ αζάν τους περιεργάστηκε από μπρος κι από πίσω κι απ ' το πλάι. " ο μ ικροπουλη τής, που λες, π ρέπει νάναι παστρικός, κέκομ *" έλεγε δείχνοντας τα μ αλαμετένια-του δόντια. Ο Μ αλάτιαλης Ζε'ίνέλ είχε αφήσει στις τσέπες-τους δέ ­ κα τρεις λίρες ψιλά. ' Ολα τα υπόλοιπα λεφτά·τους τα επέν­ δυσε σε εμπόρευμ α . Αγό ρασαν για τον Σάλπα ένα σεντου­ κάκι για τα λεμπλεμπί * * με γυάλινα χωρίσματα και στολισ­ μένο γύρω τριγύρω με ζωγραφιές πουλιών. Το γιόμισαν μ ε λεμπλεμπί, στεκιρντέκ * * * και φιστίκια. Ακόμα τούδωσαν μερικές χαρτοσακκούλες, μια μεζούρα, ένα μ ικρό κουδου­ νάκι . . . "Θέλει τέχνη και μ αστοριά ν α χτυπάς τ ο κουδουνάκι ... " Με προσευχές κι ευχές, ο Ζεϊνέλ τους παράδωσε στο φί­ λο·του Σεχμούζ που έ κανε χαμαλίκι στη βαπορόσκαλα του Σιρκετζί. " Αμάν , σαράντα τα μάτια-σου καρντάσι, αυτά είναι δικά·μας παιδιά". Δικά-μας παιδιά ... Αυτό είπε κ ι ο Σεχμούζ στoυ -:; '�Kεί μ ικροπουλητάδες. " Ε ίναι δικά-μας τα παιδιά". *Χέχ ομ: φ ίλε * *λεμπλεμπί: στραγάλια * **στε χιρντέΧ : πασατέμπος

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 74

.

Η ταν εντάξει άνθρωπος ο Σεχμ ούζ . .. Αν κανείς σας μ ιλήσει, σας πειράξει, σε μ ένα να το πεί­ τε , εσείς να μ ην ανακατώνεστε" . Με τα πελώρια βαριά χέρια· του χτύπησε τις πλάτες­ τους. " Άντε, ο Αλλάχ να σας τα φέρει βολικά. Μη φοβά­ στε, προχωράτε". Αυτά είναι τα δικά-μας παιδιά και περπατούν και πάλι σ ' ένα καινούριο άγνωστο. Ο Σεχμ ούζ τους παρακολουθούσε από πίσω στρίβοντας το μουστάκι-του . Μπροστά βάδιζε ο Κιβιρτζίκ και κατόπι-του πήγαινε ο Σάλπ α . Ε κατοντάδες καμιόνια, αυτοκίνητα, λεωφορεία πε­ ρίμ εναν στη σειρά . Ένα τσούρμο μ ικροπουλητάδες πού­ λαγαν από αφρόλουτρα, αποσμ ητικά, νανέδες * , μέχρι . μ ουζίκες . . . Ανθρωποι με χαρακτη ριστικά απ' όλες τις περιοχές . . . . έντεΚα . . . . Ενα . . . πέντε . . . μ αβ ί . . . κόκ κινο . . . . πράσινο . . παρόλο που είχαν φτάσει στο δέκατο τρίτο καμιόνι δεν κα­ τάφεραν ν' ανοίξουν το στόμα-τους και να φωνάξουν. Δεν τους ερχόταν να φωνάξουν. Ε ίχαν μια περιεργη συστολ ή . Σε κάθε β ή μ α-τους ένιωθαν αυτή τ η στεναχώρια-τους ν α μ ε­ γαλώνε ι . Η λύση ή ταν μ ονάχα μία : να φωνάξουν . .. Κρεμάστρες" είπε με μ ια τσακισμένη φωνή που μόλις ακουγό ταν . Γέλασε με τη φωνή-του . Του ήταν ξένη . Έ ρι­ ξε ένα βλέμμ α στο Σάλπ α . Κάτω από αόρατα βάρη, σκιαγ­ μένος και βουβός κοίταγε γύρω-του. Τα μούτρα-του ή ταν κατακόκ κινα . Μ ια αχνή λύπησl 1 που τ ον πόνεσε έγλιψε την καρδιά -του . " Κρεμάστρες" . Κάπως πιο σίγου ρα είχε βγει αυ τό το " κ ρεμάστρες". Καθάρισε το λαρύγγι-του και ξεφώνισε σα να ξέσκιζε αυ­ τά που κράταγε . " Κρεμάστρες, ποιός θέλει κρεμάστρες ! " Η συστολή εξαφανιζόταν σιγά-σιγά. " Κρεμάστρες, σφουγγάρια, δέρματα . . ... _.

*νανέδες: χαρ αμέλες

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 75

Είχε περάσει σαράντα πέντε αυτοκίνητα . . . "Η ζωή τελειώ­ νει, ο δρόμος όχι" . Ο Σάλπα δεν έλεγε να φωνάξει . "Μάσαλλάχ !" " Δε γίνεται" είπε ο Κιβιρτζίκ, "αν δεν φωνάξεις δε γί­ νεται" . Ε ίχε ν' αντιμετωπίσει μ ια δουλειά που δε θάβγαινε από κάτω . Τη μεγάλωνε στα μάτια-του . " Βρε , αρκαντάς, τι θα γίιiου μ ' εμείς αν ντρεπούμαστε να πούμε λεμπλεμπί; Γιατί ντρέπεσα ι ; Ντροπή είναι η δουλειά που κάνο υ με ; Σάμπως και κλέβουμε ;" Βουβός κι ανήσυχος ο Σάλπα κοιτάει μπροστά-του . "Λαχμετζούν * . Λαχμε-τζούν !" Τ ι είν' αυτό ! ' Ενας χοντρός άντρας με μ ιπ ανέλπιστη για το σώμα-του ζωντάνια, περπατάει σα να τρέχει . . . τ α μάτια­ του παίζουν, κανείς δεν του ξεφεύγει. Π ιάνει όποιον φεύγει κ ι όποιον πετάει . . " Aντ� και κρυώνει, φεύγει . . . Λαχμε-τζούν ! " Π ε ρνάει ανάμεσα απ' τα καμ ιόνια, τ α λεωφορεία, Χ [ U πάει . " Φε ύ γει, φεύγει . . . Λαχμε-τζούν ! " Τ ρέχει, κυ κλώνει , προσφέρει. "Λαχμε - τζούν !" Σαν τυφώνας περνάει, σείει γης και ου ρανό, κόβοντας από πενήντα μέτρα μ α κριά τον πελάτη . "Λαχμε-τζούν . . , πάει τέλειωσε . . . λαχμε-τζούν !" Θάβοντάς-τους μέσα σε μια σιωπή ίδια μ' αυτή που ακο­ λουθεί το κόπασμα της φου ρτούνας, είχε φτάσει κιόλας στα πιο μ α κρινά αυτοκίνη τα. Ο Κιβιρτζίκ δεν μπορούσε να κρύψει τ ο θαυμασμό-του κι ο Σάλπα την κατάθλιψη που τούχε προκαλέσει η ντροπή-του . " Ε ίδες τον ξένον άνθρωπο;" . " Αντε προχώρει εσύ μπ ροστά . Κάθε πέντε β ή μ ατα θα φωνάζεις λεμπλεμπί, κάθε έξη στεκιρντέκ και κάθε εφτά β ή μ ατα φιστ ί κ . Αυτή η δουλειά δεν γίνεται αν δεν φωνά­ ξεις" . Ο Σάλπα προχωρούσε άψυχα, ά βουλα. Στο πέμπτο β ή*λαχμετζ ο ύν : είδος πίτας

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

76

μα έβγαλε μ ια αδύνατη φωνή που μόλις κι ακουγόταν. " Λεμπλεμπ ί . . ." Αμάν , τι φωνή ήταν αυτή . . . Γύρισε ν α δει αν είχε αρέσει στον Κιβιρτζί κ . Αυτός γέλα­ γε . " Αυτές οι κάργες, βλέπεις αυτές τις κάργες; Π ιο καλά από σένα θα τα καταφέρναν να πουλήσουν τα λεμπλεμπί. . . Δε γίνεται . . ." Ο Σάλπα έ κανε ακόμα μια πρ ο σπάθεια. "Λεμπλεμπί, τσεκιρτνέν, φιστίκ !" τικ ... τικ . . . τικ . . . " Τι φωνή είναι τούτη δώ, σάββανα πουλάς, ή λεμπλεμπί; Δε ζωντανεύεις λιγά K Ι �' Ο Σάλπα ντρεπόταν για την ανικανότητά-του . "Σιγά -σιγά θα συνηθίσουμε" είπε . "Αν πάει έτσι, νηστικοί θα μείν ουμε ! Ε γώ τώρα θα πλη­ σιάσω ε κείνο το κόκ κινο καμιόνι . Π ρέπει ν ' α κούσω τη φω­ νή-σου μέχρι εκεί!" Π έ ρασε δυο τρία αυ τοκίνητα . . . Ο Σάλπα φώναξε. "Λεμπλεμπί !" Τον πόνεσε το Σάλπα. Σ φίχτη κε η ψ υχή- του . Μέχρι το τελευταίο καμ ιόνι άκουγε τις άβουλες, αδύναμες δοκιμές­ του . Ε ίχε γίνει παιδί ο Σάλπα . Έ τσι και τον άγγιζες, θάβαζε τα κλάμματα . " ' Ελα μαζί-μου" του είπε ο Κιβιρτζίκ και πέρασε γρήγορα μπροστά -του . Ε ίχαν απομ ακρυνθεί απ ' τ' αυ τοκίνητα που περίμεναν στη σειρά . Ο Κιβιρτζίκ γονάτισε στην όχθη του καλντιριμιού με τ ο πρόσωπο γερμένο προς τ η θάλασσα. " Κοίτα αρκαντάς" είπε . " Ή θα την καταφέρουμε την κα­ μήλα ή θα φύγουμε από δω πέρα . Δε μ ου λες τώρα εσύ, τί πουλάς;" "Λεμπλεμπί, στεκιρτνέκ . . ." . " Αμα δεν ξέρουν τι πουλάς, σε ποιόν θα μπορέσεις να πουλήσεις; Τώρα κατέβα κάτω στην παραλία και φώναξε μ ' όλη-σου τη δύναμ η . Ε κατό φορές λεμπλεμπί, εκατό φο­ ρές τσεκιρντέκ κι εκατό φορές φιστ ί κ . Ούτε στεναχώριες

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 7 7

ούτε ντροπές χρειάζονται . Θα φων άζεις κατά τη θάλασσα σα να ξεσκίζεις το λαρύγγι-σου . " Ταμάμ *, θα φωνάξω" είπε ο Σάλπα. " Π άμε, θα φωνάξω γ υ ρίζοντας" . " Εδώ, πρώτα φών αξε εδώ" . " Ντροπή . . . Θάναι ντροπή για του ς περαστικούς . . . . ας πά­ μ ε ... θα φωνάζω γ υ ρίζοντας . . ." " Και τι μας ν οιάζει εμάς για το υ ς περαστικούς; . . . Γιατί είναι ντροπ ή ; . . . Π οιοί είναι α υ τοί; Γιατί α υ τοί δεν ν τράπηκαν ότα ν εμείς τριγ υ ρίζαμε άθλιοι και πεινασμ έ νοι με τα πόδια­ μας τ υλιγμέν α σε πετσέτα; Γιατί τότε δεν κοκκίν ησαν , δεν είπαν ντροπή ; Γιατί δεν σταμάτησε κανείς να μας πάρει όταν περπατάγαμε απ' τη μια άκρια το υ κόσμο υ στην άλλ η ; n μ α ς ν οιάζει λοιπόν γι' αυ τούς; Εμείς δ εν έχο υ με τίποτα ν α ντραπούμε και να τραβηχτούμε από κανένα. Αν είναι να ντραπούν κάποιοι, α υ τοί σίγο υ ρα δεν είμαστε εμείς, ας ν τραπούν α υ τοί . Ας ντραπούν α υ τοί που σκέφτον ται μονά­ χα το δικό-το υς τομάρι. 'Αν τε λοιπόν , πήδα κάτω !" Ο Σάλπα χωρίς άλλο τσαρέ πή δηξε στην παραλία. Τα κύ­ μ ατα χ τύπαγα ν αφρισμέ ν α στα βράχια. " Εσύ άρχισε κι εγώ μετράω". Κοίταξε δεξιά , αριστερά, ρούφηξε χωρίς δ ιάθεση τη μ ύ­ ξα - το υ μια δ υ ο φορές . Π ή ρε μια βαθιά ανάσα . Στη θάλασσα βο υ τάς Σάλπα; "Αρχίν α" είπε ο Κ ιβιρτζί κ . "Λεμπλεμπί ένα, λεμπλεμπί δ υ ο, λεμπλεμπί τρία . . . " " Μ η μετράς εσύ, εγώ μετράω". "Λε μπλεμπί, λεμπλεμπί, λεμπλεμπί . . ." Όσο επαναλάμβανε τη λέξη "λεμπλεμπί�' τόσο αυτή έ ­ χα νε τη ση μασία - της. Ο Κ ιβ ιρτζίκ σε κάθε "λεμπλεμπί" δίπλωνε κι έν α-του δά­ χτυ λ ο . Σα σ υ μπληρώ θ η καν τα πρώτα δέκα "λεμπλεμπί" έβαλε κι έν α λεμπλεμπί στη ν ά κ ρια. "Λεμπλεμπί, λεμπλεμπί, λεμπλεμπί . . ." " Π ιο δ υν ατά ν ' α κούν ε τη φωνή-σου και στη ν αντικρι­ νή όχτη . . ." ·ταμάμ: ε ντά ξει

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010

78

"Λεμπλεμπί, λεμπλεμπί, λεμπλεμπί. .." Ε ίχε ιδρώσει ο Σάλπα. ' Ενα ψ αροκάικο πέρασε γελώντας μαζί·τους. "Με το συμπάθειο, παιδί·μου, αλλά τι λέει αυτό το παι­ δί. .. γιατί φωνάζει;" ήταν ένας ηλικιωμένος σκουπιδιάρης. " Π ροπόνηση κάνουμε μπάρμπα" . " Π ροπόνηση ; Αλλάχ , Αλλάχ ! n είδους π ροπόνηση είν' αυτή , παιδί-μου ;" Δεν είχε καταλάβει τίποτα ο σκουπιδιάρης. Κοίταζε τις κ ρεμάστρες , τα σφουγγάρια, το κασελάκι με τα φιστίκια . . Η ταν φανερό πως δεν τόβ ρ ι σκε σωστό να επιμείνει. Γιατί ένα παιδί να τσιρίζει σπαραχτικά κατά τη θάλασσα; " Αλλάχ, Αλλάχ" ζάρωσε τα χείλια-του. Ο Σάλπα τώρα που ο σκουπιδ ιάρης ξεμάκρα ινε φώναζε "τσεκιρντέκ , τσεκιρντέκ " . Κοντοστάθηκε. "Αλλάχ, Αλλάχ ! Και τώρα φωνάζει τσε κιρντέκ. Αλλάχ, Αλλάχ ! " Κούναγε πέρα δώθε το κεφάλι-του και γέλαγε μοναχός­ του . Ο Κ ι β ιρτζίκ ξεχώρισε ακόμα ένα λεμπλεμπί για το " τσε­ κιρντέκ" Ξανοιγόταν ο Σάλπα όσο φώναζε. " Γ ι ατί φωνάζεις, ρε ! " . Η ταν ένας κακοντυμένος άντρας, διπλωμ ένος στα δυο, ζαρωμένος με τα χέρ ι α στις τσέπες του παντελονιού-του. Κοίταγε εκνευ ρισμένος έχοντας τεντώσει το λαιμό-το υ . Φαινόταν μεθυσμένος, στεκόταν με το ζόρι όρθιος. "n θα πει, ρε, λεμπλεμπί, τσεκιρντ έ κ ; Ε; Τι θα πει;" Ο Σάλπα είχε σωπάσει. " Εσ ύ συνέχιζε" είπε ο Κιβιρτζίκ και γυρίζοντας στον μεθ υσμένο "κι εσύ πήγαινε στη δουλειά-σου" . " Τι πάει ν α πει πήγαινε στη δουλειά-σου, τ ι πάει ν α πει;" " Μ η μ ου τη δίνεις 'ίώρα" . " 'Ωστε έ τσι, ε ; n πάει να πει ρε λεμπλεμπί, τσεκιρντέκ;" " Ρέ φίλε, δεν έχεις δουλειά ; n μπελάς είσαι εσύ ! " "n θα π ε ι ρ ε είσαι μπελάς; Λέγε-μου τ ι π α π ε ι λεμπλεμπί. τσεκιρνιέκ ... Τί θα πει λεμπλεμπί, τσεκιρντέ κ αντίκρι στη θάλασσα;" _

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 79

"Τι σε νοιάζει εσένα μωρέ ; Τι σε κόφτει εσένα για τα λεμπλεμπί, τσεκ ιρντέκ ;" " Τι θα πει τι με νοιάζε ι ; . Ανθρωποι δενείμαστε κι εμείς ;" "Δεν πας στη δουλειά-σου ! " . " Πά γαινε, ε ; Α μ α ζορίζεσαι πάγαινε, τράβα, προχώρει, . ε; Ανθρωποι είμαστε κι εμείς . . . Δε μπορείς να φωνάζεις, καρντάς, δε μπορεί να φωνάζεις αντίκρι στη θάλασσα . . Αν­ θ ρωποι είμαστε κ ι εμείς, κι εμείς μάνα, πατέρα είχαμε . .. Κι ύστερα τι πάει να πει τσεκιρτνέκ ... λεμπλεμπί, τσεκιρντέκ :' . Ο Κιβ ιρτζίκ ορθώθη κ ε νευ ριασμένος . Εσπρωξε τον άν­ τρα με το μπράτσο-του . . . " Τι σπρώχνεις, ρε ! " "Τι σ ε κόφτει μωρέ για το λεμπλεμπί τσεκιρντέκ, τί σε κόφτει;" " Γιατί ρε δε με κόφτει ; Ε μείς δηλαδή δεν είμαστε άνθρω­ ποι; Κρίμα, δεν είμαστε ; Κι εμείς δεν είμασταν κάποτε το κα­ μάρι της μάνας και του πατέρα-μας;" Ο μεθυσμένος ξεμάκ ρινε πέντε -δέκα β ή μ ατα και κοίταξε γύρω-του με σαστιμάρα . Ο Σάλπα φώναζε . " Φιστίκ, φιστίκ , φιστίκ . .." " Και τώρα φιστίκ, ε; Βάι Ι μπνέδες, βάι !" Ο Κιβιρτζίκ σηκώθηκε από κάτω με ορμή . Ο μεθυσμέ­ νος που τον είδε να ψάχνει για πέτρα, ζάρωσε ακόμα περισ­ σότερο κι έφυγε προστατεύοντας το κεφάλι-του . Ο Σάλπα έκανε την τελευταία προσπάθεια που κάνει κανείς για να ξεπεράσει ένα μεγάλο εμπόδιο . " Φιστίκ . . ." Λαχανιασμένος κοίταξε τον Κιβιρτζίκ . " Κα ι τώρα φώναξε λεμπλεμπί , τσεκιρντέκ , φιστίκ" . " Ξεράθηκε ο λαιμός- μ ου " " Φ ωνάζοντας θ · ανοίξει " . Ο Σάλπα πήρε ανάσα κ ι άρχισε . "Λεμπλεμπί, τσεκιρντέκ, φιστί κ ! " · Οσο φώναζε έφευγαν απ · τ η πλάτη-του τ α βαριά γιού­ κ ια . · Αδειαζε, ησύχαζε . "Λεμπλεμπί, φιστί κ , τσεκιρντέ κ , λεμπλεμπί, φιστίκ". Τώρα είχαν έρθει στην ουρά καινούρια αυτο κίνητα, και-

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 80

νού ρια πρόσωπα. " Π ροχώρα καμάρι-μου", " κάντε τόπο στο λ ιοντάρι", "μάσαλλάχ" . Ο Σάλπα πήγαινε μπροστά κι ο Κιβιρτζίκ ξοπίσω. Δεν του ήταν πια δύσκολο να φωνά­ ζει. "Λεμπλεμπί!" " Κρεμάστρες . . . ποιός θέλει κρεμάστρε ς ! " . " Ε ι , παιδί ! Λεμπλεμπιτζ ή ! " · Η ταν ένας κοκκινοπρόσωπος οδηγός καμ ιονιού με χον­ τρά φρύ δια και χοντρά μ ουστάκια . Γελώντας τού κανε νόη­ μα με το χέρι . Ανάδυε μια παιδιάστικη ζεστασιά. Π οτέ δεν πρόκειται να τον ξεχάσει ο Σάλπα. Αν κάποια μ έ ρα γραφτε ί η ιστορία του Σάλπα, θα γίνει πολύς λόγος γι · αυτό το παι­ δί με το κόκκινο πρόσωπο, σαν ο π ρώτος πελάτης του Σάλ­ πα. Κι ο Σάλπα ποτέ δεν θα τον ξεχάσει, θα τον θυμάται πά­ ντα με αγάπη . Κύλισαν μέρες, κύλισαν καμιόνια, λεωφορεία, αυτοκίνη­ τα λογιών-λογιών , ιδιότροπα άλογα . Ο Σάλπα την κατάφερ­ νε τη δουλειά . Είχε αποβάλει πια τη συστολή-του, λίγο-λί­ γο. " Ν ό-στι-μα λεμπ-λε-μπί" φώναζε. Απόχτησε μια δικιά - του γλώσσα, μ ια δικιά-του συμπερι· φορά . "Τσε κ-τσεκ-τσεκ-ιρντέκ . . . τραγανά-τραγανά φιστίκ . . . " Ειδικευόταν . Χ ρησιμ οποιούσε μ ' αρμ ονία το κουδουνά­ κι - του και φώναζε "ταε-κιρν τέ κ" . Κι από μ α κριά ακόμα κα­ ταλάβαινε ποιος ήταν αγοραστής και ποιος όχι , ποιος ή­ ταν αναποφάστιστος και ποιος τί ή θελε. Δε φοβόταν πια να χ τυπάει τα τζάμια των αυτοκινήτων. "Τσεκ·τσεκ-τσεκ-ιρντέκ !" Η ευθυ μ ία-του ή ταν σαν ένα κακοραμμένο που κάμισο πάνω-του . Φρόντιζε να γίνεται αρεστός κι αυτό το αίσθ η μ α μ εγάλωνε μέσα-του μ έ ρα τη μέρα γκρε μ ίζοντας κάποιες πλευρές του είναι-του . Π α ρ · όλα αυτά μια ανησυχία που δεν ξεκαθάριζε τ ' όνομά-της . . . μ ια αντίδραση . .. . του προξε­ νούσε ασταμάτητους πόνους. Κι όμως δεν μπό ραγε να την ονοματίσει . Ε ίχε δουλέψει για τα καλά ανάμεσα στο φανάρι και τη

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 8 1

σκάλα για τα φέρυ-μπότ. Μέρα με τη μέρα πλήθαιναν τα γνωστά πρόσωπα. Τώρα πια γνώριζε τα σπουργίτια, τα περιστέρια, τις κάργιες, τους φύλα κες του Γκιουλχανέ, τους χαμάληδες, τους τροχονόμους. Ούτε κι οι επιβάτες των β αποριών που σ · ορισμένες ώρες πήγαιναν κι επέστρε­ φαν στις δουλειές-τους ήταν ξένοι γι· αυτόν. Μαζί με τους άλλους μ ικροπουλητάδες είχε γεννηθεί συναμεταξύ-τους μια πραγματικ ή αλληλεγγύη , ένα δέσιμο . . . Ο Σάλπα είχε συνηθίσει τα λεωφορεία ' και τα καμιόνια. Μα πιότερο απ· όλα αγάπαγε τα μικρά παιδιά που έκλαιγαν ζητώντας λεμπ­ λεμπί, τσεκιρντέκ. "Τσεκ-τσεκ-τσεκ-ιρντέκ ! " Μ υ ρωδιά από βενζίνα, μαζούτ, λάδι . . . Λάστιχα Γκουντ­ γίαρ , Π ιρέλλι , Φ ρέστον. Μ αν, Ν τίζελ, Μπάσιγκ, Μάργκι­ ρους, Ν τότς, Σεβρολέτ , · Οστεν , Ιντε ρνάσιοναλ . . . " . Αντε τα νόστιμα" Τις τελευταίες μέρες, ενώ αυτός έτρεχε πέρα δώθε πασχί­ ζοντας να δείξει τις ικανότητές-του, ο Κιβιρτζίκ σύχναζε σ · ένα μ ι κ ρό καφενέ στο Σ αράι Μπουρνού, και μίλαγε για ώρες πολλές μ . ένα ψ ηλό μουστακάτο χαμάλη που του ή ­ ταν ά γνωστος. Τι να ιστορούσε άραγε αυτός ο χαμάλης, κουνώντας ζωη ρό τα χέρια-του και συχνά ακουμπώντας το δείχτη-του στο κ ρόταφό-του ; Τι μίλαγαν χωρίς να μπου­ χτίζουν και χωρίς να βαριούνται; Τους παρακολουθούσε από μ ακριά. Ο χαμάλης είχε ύ­ φος σοβαρό , επιβλητικό. Το βλέμμα-του , το κάθισμά-του, . π ροκαλούσαν σεβασμό κι εμπιστοσύνη . Αρχισε να κυριεύει το Σάλπα ένα αίσθημα δυστυχίας . Αυτός ο άντρας πυ ροδο­ τούσε την αποθυμιά-του για τον πατέρα, τ· αδέρφια, τους θειους , τη μάνα και το σπίτι-του που από καιρό τούκαιγε την καρδιά-του . · Οταν ο Κιβιρτζίκ χώριζε από τον χαμάλη τριγύριζε για ώρες βουβός, με το κεφάλι σκυμένο μπρο­ στά , σαν υπνοβάτης. Μια δυο φορές που πή γε να τολμήσει να ρωτήσει , ένας ακαθόριστος φόβος τον μπόδισε. Μια μέρα είδε ένα μ ικρό βιβλίο στα χέ ρια του Κιβιρτζίκ. · Η ταν καπλαντισμένο* μ . ένα φθαρμένο βρώμ ικο εφημε· xwτλαντισμένo : ντυ μέν ο

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 82

ρ ι δόχαρτο. "Το ξέρε ις αυ τό το β ι βλίο;" τον ρώτησε. Ο Σάλπα τον άφησε χωρίς απάντηση . "Το Σύνταγμα" είπε ο Κ ιβ ι ρτζίκ . "Αυτό το βι βλίο είναι το Σ ύνταγμα . Κοίταξε να δε ις τ ι γράφε ι . . Αρθρο δέκα τέσ­ σερα : Καθ ' ένας έχε ι το δ ι καίωμα να ζει, ν' αναπτύσε ι την υλ ι κ ή κα ι πνευματ ι κή-του υπόσταση, να δ ιατη ρεί την ατομ ι­ κ ή -του ελευθερία. Η ατομ ι κ ή ελευθερία μπορεί να περ ι ο­ ρ ιστεί μ ονάχα στ ις περ ιπτώσε ις που ξεκάθαρα αναφέρε ι ο νόμος, σύμφωνα με τ ις π ροβλεπόμενες από το νόμο δ ιαδ ι­ κασίες κα ι μετά από δι καστι κή απόφαση . Κανείς δεν μπορεί να τυ ραννηθεί κα ι να βασαν ιστεί. Δεν μπορεί να δοθεί ποιν ή που προσβάλε ι την ανθρώπινη αξ ιο­ π ρέπε ια .. ." Σ ή κωσε το κεφάλ ι-του . Στα μάτι α-του είχε μ ια περίεργη λάμψ η , μ ια διαύγε ια που ο Σάλπα δεν την είχε ξαναδεί. μέ­ χ ρι τώρα . Μήπως άλλαξε το πρόσωπο του Κ ιβ ι ρτζίκ; " Ε ίδες λοιπόν; Αφού έτσι γράφει εδώ πέρα γιατί αυτοί ο ι άνθρωποι μας έδε ι ραν :' Γύρισε τις σελίδες . Βρήκε αυτό που ήθελε, . " Γι α δες τι γράφε ι κ ι εδώ . Γι α το δ ι καίωμα αναζήτησης του δίκ ιου-μας. Ά ρθρο τριάντα ένα. Καθ ' ένας, κατήγορος ή κατηγορούμενος, έχε ι το δι καίωμα κατηγορίας, ή υπερά­ σπισης , επωφελούμενος απ' όλα τα νόμ ιμ α μέσα κα ι διαδ ι­ κασίες κα ι ενώπ ιον των δι καστ ικών οργάνων . Κανένα δι κα­ στήρι ο δεν έχε ι το δ ι καίωμα να παραβλέψε ι καμ ιά δίκη που συμπεριλαμβάνετα ι μέσα στα πλαίσ ια των καθη κόντων κα ι αρμ οδι οτή των-του" . Ο Σάλπα υποπτευόταν τί ήταν αυτό που ήθελε να του ε­ ξηγήσει ο Κ ιβ ιρτζίκ. " Κατάλαβες τί θα πε ι αυτό :' . Ε φερε το δείχτη του χερι ού-του στον κρόταφό-του σα να τούλεγε "σκέψου" . " Κατάλαβα" είπε ο Σάλπα _ "Τι είχαν πε ι αυτοί που μας έδε ι ραν; Ε δώ δεν περνάε ι ούτε σύνταγμα ούτε μύνταγμα , εδώ περνάε ι μονάχα το ξύ­ λο , έτσι δεν ε ίνα ι ; Τότε γ ι ατί γράφτηκε αυτό το β ιβλίο;" Ξ αναξεφύλλ ι σε τ ις σελίδες, έ ψ αξε κα ι βρήκε . Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 83

, , ' Αρθρο εξήντα δυο, ' Ακου αυτό καλά : Οι πολίτες έ­ χουν το δικαίωμα να καταφεύγουν, μ εμ ονώμένοι, ή μαζικά, σ τις αρμόδιες αρχές και την Μεγάλη Τουρκική Εθνοβουλή για τα προσωπικά ή κοινά αιτήματα και παράπονά-τους. Τ ο αποτέλεσμα της προσωπικής προσφυγής γνωστοποιεί­ . ται στον αι τούντα εγγράφως". Έ κλεισε το β ι βλίο. " Θα γρά ψ ω αίτηση " είπε " κανένας αστυνόμος, κανένας υπάλληλος και ζαμπιτάς* δεν μπορεί να συμπεριφέρεται ό ­ πως του κάνει κέφι, κι όπως του κατέβει. Δεν μπορεί όπο­ τε θέλει να σε παίρνει και να σε δέρνει σα νάσαι γα·ίδο ύ ρι. Για το κάθε τι υπάρχει κι ένας νόμος. Π ρέπει να ζητήσουμε το δίκιο-μας, να εξηγήσουμε αυτά πούρθαν στο κεφάλι-μας. Αν κάθε ένας ζητάει το δίκιο-του , υπερασπίζεται τα δικαιώ­ μ ατά-του , θα μπορούσαν να τα κάνουν αυτά ;" " Ε κ είνος ο χαμάλης σου τάπε όλα αυτά ;" Ο χαμάλης σου τάπε . . . Δεν άρεσε στον Κιβιρτζίκ ο τρό­ πος που ρώτησε ο Σάλπα ... στάπε αυτά. Για μ ια στιγμή τον κοίταξε με βλέ μ μ α παγωμένο. Χ ωρίς ν' αποκριθεί γύ ρισε το κεφάλι-του κατά την θάλασσα. Π έρναγε ένα καικι με ά μ μ ο . Π ατ . . . πατ . . . πατ . . . Ο Σάλπα ένιωθε π ω ς απ' τ η μέρα π ο υ ο Κιβιρτζίκ μίλησε μ ' ε κείνο τον άνθρωπο ξέκοψε, ξεμάκρυνε, ξένεψε απ' α υ τόν . " Π ο ι ός είναι αυτός ο άνθ ρωπoς�' " Μ η ρωτάς ... πολύ σπουδαίος άνθρωπος ... " " σπουδαίος άνθρωπος .. : όχι χαμάλης . . . άνθρωπος ! Κι ' όμως ο Σάλπα δεν είχε σκεφτεί ποτέ μέχρι τώρα πώς θα μπορο ύσε να είνα ι σπουδαίος ένας χαμάλης ... ένας άνθρω­ πος ! . . . ένας σπουδαίος άνθρωπος ! . . . " Πώς" ρώτησε " Π ώς είναι σπουδαίος;" "Από τότες που μίλησ α μ αζί-του είμαι άρρωστος. Μ ου θύ­ μ ισε ό τι είμαι άνθρωπος .. . Ανασκάλεψε μέσα-μου τη φωτιά για τον πόθο να γίνω άνθρωπος, τη ζωντάνεψε" . Αναστέναξε β αθιά . Τ α μ άτια-του είχαν πάρει φωτιά . " Μεμέτ, καρντάσι-μου . .. Αν ένας άνθρωπος δεν ξέρει τη ·ζαμπιτάς: αξιωματικός

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 84

σημασία και την αξία του να είναι άνθρωπος, αν ένας άν­ θρωπος δεν υπερασπίζεται ο ίδιος τα δικαιώματά-του και τον εαυτό-του, ποιός άλλος θα τον υπερασπιστεί; Πρώτος απ' όλους εσύ θα προστατέψεις την αξιοπρέπειά-σου, θα αναζη τήσεις το δίκιο-σου, δεν θα επιτρέψεις να σε κατα­ πιέσουν. Έτσι δεν είναι�' Μέτρησε την αντίδραση του Σάλπα. "Κοίτα Μεμέτ, καρντάσι-μου ... αυτό το βιβλίο που βλέ­ πεις, αυτό το βιβλίο λοιπόν, το Σύνταγμα, τα γράφει όλα. Θα πάρουμε κι εμείς ένα, αμέσως, σήμερα κιόλας. Από τώ­ ρα και στο εξής δεν θα καταπιεστούμε από κανένα πια. Μας έκαναν μια αδικία, αμέσως θα τ' ανοίγουμε και θα κοιτά­ με, θα ζητάμε απ' όλους το δίκιο·μας. Κάθε μέρα θα διαβά­ ζουμε εφη μερίδα να μαθαίνουμε τί γίνεται στον κόσμο, δεν θα κοιμούμαστε πια. Δε θα σκύβουμε το κεφάλι·μας. Μας είπαν κάτι, θ' ανοίγουμε και θα κοιτάμε, να δούμε τι λέει το Σύνταγμα. Θ' αντισταθούμε σ' όποιον δεν μας φέρεται ανθρώπινα, τρώει το δίκιο-μας. προσβάλλει την αξιοπρέ­ πειά·μας.Αν χρειαστεί θα ζητήσουμε λογαριασμό. Να λοιπόν το Σύνταγμα, άνοιξε και διάβασε!" . Εδωσε το βιβλίο στο Σάλπα. "Τώρα η πρώτη-μας δουλειά είναι να γράψουμε μια αίτη­ ση στην Εθνοβουλή, θα τους γράψουμε το και το. Θα τους εξηγήσουμε ότι χωρίς κανένα έγκλημα, μας έδειραν οι αστυ­ νομικοί, θα ζητήσουμε το δίκιο-μας". "Απ' την Εθνοβουλή;" "Ναι ... απ' την Εθνοβουλή". Ξεροκατάπιε ο Σάλπα. Ξεφύλλισε ομοιόμορφα τις σελί· δες . . Ηρθαν στο νού-του οι αστυνομικοί, η ροχάλα. Ξύπνησε μέσα,του ο φόβος μ' όλα,του τα στοιχεια και καταχωνιά· στηκε μέσα·του.

Ο Κιβιρτζίκ αισθάνθηκε τον φόβο-του. "Εσύ φοβάσαι;' "Ναι φοβάμαι καρντάσι-μου. Και φοβάμαι πολύ. Για να στο πω καθαρά έτσι και δω αστυνόμο στα πεντακόσια μέ­ τρα, σπάει η χολή-μου! Φοβάμαι ακόμη και τους φοχονό­ μους. Φοβάμαι τους ελεγκτές στα βαπόρια, τους ταχυδρό-

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 85

μους, τους πορτιέρηδες με τη στολή που στέκουν έξω οπό τα ξενοδοχεία . Τόσο βαθιά έχει καταχωνιαστεί μέσα-μου ο φόβ ος , που δεν βγαίνει. Τι φοβάσαι, μωρέ Σάλπα, αυτός είναι εισπράχτορας κι ο άλλος ταχυδρόμος, λέω έσα-μου για να δώσω θάρρος στον εαυτό-μου. Δε γίνεται τίποτα. Πά­ λι φοβάμαι και τρέμω χεροπόδαρα, ακόμα κι οι κλανιές­ μ ου σκαλώνουν . Γιατί; Μ ια φορά μ ου μπ ή καν στο κεφάλι, δουλεύουν μέσα στη σάρκα-μου, στα κόκκαλά-μου . . . . δε βγαίνουν ... Τώρα που διάβασα αυτό το βιβλίο, μεγάλωσε κι άλλο ο φόβος-μου . Σάμπως οι αστυνομικοί, οι κρατικοί, δεν το ξέρουν αυτό το βιβλίο; Λες να μ ην τόχουν διαβάσει; Και πού βασίζονται όταν λένε ότι εδώ δεν περνάει ούτε σύνταγμα, ούτε μ ύνταγμα; Κάπου πρέπει να βασίζονται. ' Αμ α δεν είχε πού να βασιστεί, μπορούσε να σε δείρει, να φτύσει τη βρωμοροχάλα-του μέσα στο στόμα-σου ; Σε ποιόν βασίζoνται�'

μ

Τα χέρια-του έ τρεμ αν . " Εκείνη τη ροχάλα την κ α τ ά π ι α εγώ φίλε, εκείνη η ρο­ χάλα ανακατώθηκε στο αίμα-μου". Σώπασε . " Ναι φοβούμαι . .. Φοβούμαι γιατί π�ηέ δεν ξέρω ποιός τι μπορεί να μ ου κάνει . Φοβούμαι γιατί δεν έχω εμπιστοσύν η . Ν α , τώρα π ο υ στεκόμαστε έτσι μπορούν να με πάρουν, ν α με δείρουν, κι αν θελήσουν ν α χέσουν κ α ι στο στόμα-μου. Φοβούμαι και δεν εμπιστεύομαι αυτό το βιβλίο. Σάμπως αυτός που τόχει γράψει να μην μπορεί να το χαλάσει αύ­ ριο ;" . " Αμα εσύ φοβάσαι, το χαλάει . . . Άμα δεν το υπερασπι· στείς, το χαλάει. Δεν πρέπει να φοβάσαι !" "Στο χέρι-μου είναι; Είχαμε κλέψει όταν μας πήραν ;,;.:;1 μ ας κουβάλησαν; Είχαμε κάνει κανένα κακό; Από πού κι ως πού μας φόρτωσαν την μπισικλέτα* του Σαφεττίν; Με τέτοιο ξύλο δέχομαι ότι θέλεις ... Γι ' αυτό δεν εμπιστεύομαι σε κανένα .. . δεν εμπιστεύομαι ούτε στον εαυτό-μου . Μ " άλλα λόγια όλους τους φοβάμαι. Φοβούμαι και τους περα­ στικούς στο δρόμο με τα καπέλα και τ' αυτοκίνητα. Όποια * μπ ισιχλέ τα : ποδ ήλατο

Digitized by 10uk1s, Jan. 2010 86

στ ιγμ ή θέλο υ ν μπορούν να μ . αρπάξουν απ τ ο γιακά και να πουν πως το υ ς έ κλεψα τόνα-τους και τ · άλλο-τους. Κι η αστ υ νομία με το ξύλο μπορεί να μας κάνει να δεχτού­ με ο,τιδ ή ποτε . . . Φοβούμαι. Κι επειδή τους φοβού μαι τους μ ισώ" . "Δεν θα υπογράψεις λοιπόν εσύ την αίτηση;" Ο Σάλπα σκέφτηκε για μια στιγμή . "Δεν θ α υπογράψω" είπε. " Φοβάσαι και την Εθνοβου λ ή ;" " Κι αυτούς τους φοβά μ α ι . Φοβο ύμαι ακόμη και το λεμπλεμπί τσεκιρντέκ " . " Κι εμένα;" Αυτό δεν τόχε σκεφτεί. Σταμάτησε . ., Δε ξέρω" είπε, τα μάτια-του είχαν βουρκώσει, το κεφά­ λι-του γύ ριζε . Ο Κιβιρτζίκ κοίταγε ίσα μΠΡοστά-το υ _ Για κάμποση ώρα ζ ήσανε μ ια ζεστή σιωπή γιομάτη αίσθημ α . Ο Κιβιρτζίκ έ­ νιωσε την απόστασή-του από το Σάλπα κι η καρδιά-του σφί­ χτηκε . " Εσ ύ μ η ν υ πογράψεις, ό μ ως εγώ θα την γράψω" είπε ο Κιβιρτζίκ . . Αφησε το Σάλπα μοναχό κι αδύναμο με τ ις χίλιες δυο αγωνίες κι ανησυχίες-του κι έφυγε ... . Τώρα ο Σάλπα είναι ένα μ ι κ ρό ελαφρύ βοτσαλάκι που πέ­ φτει στριφογυριστά στο στεκούμενο νερό, που βυθίζεται στους πόνους και τις στεναχώριες-του . · Ε μεινε πληγωμένος ο Σάλπα. Τον είχε πειράξει πολύ αυτ ή η ανέλπιστη συμπεριφορά του Κιβιρτζίκ. Τον στενα­ χώρησε. Σε μ ια στιγμ ή τα πάντα είχαν φθείρει το νόημά­ τ ο υ ς . Η πίκρα ή ταν ένα πολύφυλλο τραντάφυλλο στην καρ­ διά-του . Δεν άντεξε το χωρισμό ο Σάλπα, άρχισε να ψάχνει. Απ · τη μέρα που είχαν γνωριστεί, πάντα τον ακολουθού­ σε, έκανε ό,ΤΙ έλεγε εκείνος. Ε κείνος ή ταν που έκανε τα πάντα . Ε κείνος πή γαινε πάντα μπροστά και ξοπίσω-του ο Σάλπα . Αυτός αντι κριζε τις πρώτες δυσκολίες. Όταν χ ρειαζόταν να μ ιλήσουν σε κάποιον, εκείνος μίλαγε . Ε κείνος αποφάσιζε και χάραζε το δρόμο. Και τώρα ο Σάλπα ένιωCι:: πως στακίστηκε ο στύ λος που τον κράταγε ορθό . Σ ο ύ ρουπο, σ' εκείνο το μ ι κ ρό καφενείο . ΤΟ-λ'; �� ί,
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF