Ν.Γ Πεντζικης

February 10, 2018 | Author: Spiros Moustakas | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Ν.Γ Πεντζικης...

Description

A

ΦIEPΩMA

KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

2-31 AΦIEPΩMA 

N. Γ. Πεντζίκης, ένας ασυνήθιστος άνθρωπος. H πολυδιάστατη προσωπικτητα του λογοτέχνη και ζωγράφου. Tης Γιώτας Mυρτσιώτη  Xρονολγιο Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Tου Γαβριήλ Nικολάου Πεντζίκη  O N. Γ. Πεντζίκης απαντάει σε 31 ερωτήσεις της Isadora Rosenthal-Kamarinea.  Tο συγγραφικ έργο του N. Γ. Πεντζίκη, μια Oδύσσεια χωρίς Iθάκη. Tου X. Δ. Γουνελά  Kντογλου και Πεντζίκης. Kοινά σημεία και διαφορές στο έργο τους. Tου Στρατή Πασχάλη  O «Kοχλίας» του Πεντζίκη. H καθοριστική συμβολή του στο πρωτοποριακ περιοδικ. Tης M. Θεοδοσοπούλου  Ψηφαρίθμηση, η ιδιμορφη τεχνοτροπία που χρησιμοποίησε ο N. Γ. Πεντζίκης. Tης Nίκης Λοϊζίδη  Iδιρρυθμος μποέμ. H πολύπλευρη προσωπικτητα του N. Γ. Πεντζίκη. Tου Kάρολου Tσίζεκ  Διάδοχος των Bυζαντινών. Tο λογοτεχνικ και ζωγραφικ έργο του. Tων Aλεξάνδρου Kοσματπουλου, N. Δ. Tριανταφυλλπουλου, Γιάννη Mενεσίδη, Aνδρέα Φωκά, Γιάννη Zήκα  Tο Aγιον Oρος του Πεντζίκη. Tου Aρχιεπισκπου Aυστραλίας κ. Στυλιανού  Στύφνος, Στρύχνος ή ο Eλλέβορος Eρυθροσέπαλος; Περίπατοι και εκδρομές περί την Kαβάλα με τον N. Γ. Πεντζίκη. Tου Hλία X. Παπαδημητρακπουλου  Aλληλογραφία του N. Γ. Πεντζίκη με τους Eλύτη, Tσίλλη, Παπατζώνη και Kουράκη. Tου Γαβριήλ Nικολάου Πεντζίκη  «Eκτοτε δεν είχα πια κανένα πάρεδσε με το κμμα». Aνέκδοτο κείμενο του N. Γ. Πεντζίκη. Tου Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη  Πάνω στα βάσανα που επιβάλλει ο άνθρωπος στον άνθρωπο. Eξώφυλλο: Nοέμβριος 1992. H φωτογραφία βγήκε στο συνοικιακ φωτογραφείο «ΦωτοKρνος» που ο N. Γ. Πεντζίκης φωτογράφιζε τα έργα του μετά την περάτωσή τους. Oταν την είδε η σύζυγς του έμεινε άφωνη, καταλαβαίνοντας τι ο άντρας της δεν ήταν πια του κσμου τούτου.

Yπεύθυνος «Eπτά Hμερών»:

BHΣ. ΣTAYPAKAΣ

2 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

O Nίκος Γαβριήλ στο σπίτι του (Bασ. Oλγας 197) το 1984 (φωτ.: Γιώργος Πούπης).

N. Γ. Πεντζίκης, ένας ασυνήθιστος άνθρωπος H πολυδιάστατη προσωπικτητα του λογοτέχνη και ζωγράφου «Aγωνίζομαι να συμπεριλάβω ασήμαντες λεπτομέρειες που σημείωσα, γιατί μνο έτσι καταλαβαίνω τι μπορεί να λάβει κάποια εντητα η κομματιασμένη απ τις καθημερινές αντιφάσεις ύπαρξη». «O Πεθαμένος και η Aνάσταση», Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

ΠOΛYΠΛOKH, πολύπλευρη και πολυδιάστατη η προσωπικτητα του ζωγράφου και λογοτέχνη Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη σημάδεψε την πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης απ το 1935 έως τις μέρες μας. Bαθιά ποτισμένος απ τις ρίζες του τπου του, γνώστης της τοπιογραφίας και της ιστορίας, εμβάθυνε με το χειμαρρώδη λγο του την ορθδοξη παράδοση. Eικνες και σύμβολα που εναλλάσσονται στις συγγραφικές και ζωγραφικές του δημιουργίες, φανερώνουν την πρωτοποριακή του σκέψη, την αρχαιογνωσία, τη μελέτη του στο βυζάντιο, τις επιδράσεις του απ τη βυζαντινή αγιογραφία, την αισιδοξη και ελπιδοφρα θεώρηση του νοήματος της ζωής. O Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ταυτίστηκε με τη «μητέρα Θεσσαλονίκη», αλλά γοητεύτηκε απ το «άχρονο θαύμα» του Aγίου Oρους.

Oι δεκάδες επισκέψεις του στην Aθωνική Πολιτεία τροφοδοτούσαν τον πνευματικ του κσμο, τη βαθιά του πίστη στην Oρθοδοξία, που εκφράζεται στο συγγραφικ και εικαστικ του έργο. Aπ τους εκπροσώπους του «εσωτερικού μονολγου», στη χώρα μας, ο Nίκος Γαβριήλ Πετζίκης άφησε κείμενα σοφίας και μνήμης. Tοπία, πρσωπα κι ονματα έγιναν πεζογραφήματα, ποιήματα, λεπτές πινελιές κι ο «Συναξαριστής» πηγή έμπνευσης Eπιμέλεια αφιερώματος:

ΓI·TA MYPTΣI·TH που προσέδωσε στους πίνακές του άπειρους αριθμούς, χρώματα, σύμβολα και σχήματα. Tη διττή προσωπικτητα του Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη επιχειρούν να προσεγγίσουν οι «Eπτά Hμέρες», τέσσερα χρνια μετά το θάνατ του. Σ’ ένα εκτενές αφιέρωμα που επιδιώκει να αφουγκραστεί το συγγραφικ του έργο. Nα ανιχνεύσει τη ζωγραφική του και ακροθιγώς την ψηφαρίθμηση. Nα κάνει ανάδραση στο έργο απ τους ομτεχνούς του, ζω-

γράφους και λογοτέχνες. Nα αποκαλύψει την ευαίσθητη πτυχή της προσωπικτητάς του μέσα απ την αλληλογραφία του. Nα φέρει στην επιφάνεια τις πολιτικές του αναζητήσεις μ’ ένα ανέκδοτο κείμενο. Nα αντλήσει απ τους ανθρώπους που τον έζησαν μύχιες πτυχές του χαρακτήρα του. Nα αναλύσει την πνευματικτητα και τη θεολογική του προσέγγιση. Nα επαναφέρει, γενικά, στη μνήμη τη δημιουργική του πορεία. Ως φρος τιμής στην πλη για την οποία, πως έλεγε είχε «σαπίσει σκεπτμενος». «Aναπαύομαι ευτυχής στην ήσυχη σιωπή, ακούγοντας βουβά σα πρσωπα, ονματα, τοπία, παρουσιάζει η άβυσσος της μνήμης καταλαβαίνοντας μιαν άλλη χρονική διάρκεια, που μου επιβάλλει να παραδεχθώ ως ορθτερο το λογικά εσφαλμένο, γιατί η στενή λογική δεν μπορεί να καταλάβει ποτέ τον μυστικ συμβολισμ των αριθμών. «Oμιλήματα» Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης Σημείωση: Tα ανέκδοτα κείμενα του N. Γ. Πεντζίκη (σελ. 8-9, 26-31) έχουν γραφεί απ τον συγγραφέα στο πολυτονικ σύστημα. Eδώ, για λγους τεχνικούς, είναι στο μονοτονικ. Zητούμε την κατανηση των αναγνωστών μας.

Xρονολγιο N. Γ. Πεντζίκη Eπιμέλεια – σύνταξη χρονολογίου: Γαβριήλ Nικολάου Πεντζίκης

1908: Γέννηση του Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη στη Θεσσαλονίκη. Παρασκευή 17/30 Oκτωβρίου. Στερνοπαίδι του Γαβριήλ (γεν. 1868) και της Mαίρης (γεν. 1879) έπειτα απ τρεις κρες: Xρυσούλα (η μετέπειτα ποιήτρια Zωή Kαρέλλη), Eλενίτσα και Kλειώ. Πλούσια αστική οικογένεια. Πατέρας φαρμακοποις, ίδρυσε το πρώτο επιστημονικ φαρμακείο της πλης. Mητέρα διδασκάλισσα, ανέπτυξε σημαντική κοινωνική δράση. Mένουν στο σπίτι πάνω απ το φαρμακείο (Eγνατίας 112, νυν 106). Aργτερα μετακομίζουν στην ιδικτητη έπαυλη του πατέρα του, στην οδ Mαυροκορδάτου 3 (κατεδαφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970). 1919: Πηγαίνει για πρώτη φορά στο σχολείο στην έκτη δημοτικού στο σχολείο Στεφάνου Nούκα· μέχρι ττε διδασκταν κατ’ οίκον. 1920–26: Παρακολουθεί την πρώτη τάξη του γυμνασίου στο B΄ Γυμνάσιο και τις υπλοιπες στο A΄ Eξατάξιο Γυμνάσιο (διατηρητέο κτίριο επί της Bασ. Oλγας). Στενή φιλία με συμμαθητή του Kώστα Σαρρή, μετέπειτα γιατρ ακτινολγο, που θα διαρκέσει ολκληρη ζωή. 1921: Oικογενειακ ταξίδι στο Bελιγράδι, στη Bουδαπέστη και στη Bιέννη. 1922: Γράφει μια Παγκσμια Γεωγραφία που εγκρίνεται απ το υπουργείο Παιδείας. H έγκριση ανακαλείται ταν διαπιστώνεται η ηλικία του συγγραφέα. Γράφει τους πρώτους του στίχους, επηρεασμένος απ το δημοτικ τραγούδι. 1925: Oικογενειακ ταξίδι στη Σερβία και στην Aυστρία. 1926: Παίρνει το Aπολυτήριο Γυμνασίου (βαθμς: Kαλώς). Aναχωρεί για σπουδές Oπτικής και Φαρμακευτικής στο Παρίσι. Γνωριμία με Ψυχάρη. 1927: 27 Φεβρουαρίου: Θάνατος του πατέρα. O NΓΠ τον πληροφορείται μνον ταν επιστρέφει για τις θερινές διακοπές. Aρχίζουν οικονομικές δυσχέρειες για την οικογένεια. O NΓΠ συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι ώς το τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς. Παίρνει πτυχίο φυσιολογίας οπτικής. 1928–29: Mετεγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου που σπουδάζει Φαρμακευτική και Bοτανική. Παίρνει το πτυχίο με βαθμ Λίαν Kαλώς (Assez Bien). Πολλές απ τις εμπειρίες και τα βιώματα αυτής της διετίας μετουσιώνονται στο πρώτο του μυθιστρημα «Aντρέας Δημακούδης (ένας νέος μονάχος)», (1935). 1930: H οικονομική κατάσταση

«Θεσσαλονίκη, πισθεν κατοικιών». Aκουαρέλλα, 1949. Συλλογή Γ. N. Πεντζίκη (φωτ.: Φ. Σαρρή / ΦAOΣ).

της οικογένειας επιδεινώνεται σταθερά. Eπειτα απ λίγα χρνια αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το πατρικ σπίτι και να εγκατασταθούν στην οδ Λυσιμάχου 2. Διαδέχεται επίσημα τον πατέρα του στο φαρμακείο, το οποίο για μία εικοσαετία θα αποτελέσει το κατ’ εξοχήν λογοτεχνικ στέκι και φυτώριο λογοτεχνών της νεώτερης γενιάς. 1931: Γνωριμία με Στρατή Δούκα. H αδιάπτωτη φιλία τους αποτυπώνεται στο κείμενο «Tο Bασιλπουλο που δεν βλέπει ούτε ακούει» (περιοδικ «Kοχλίας», 1947) και τον πίνακα «Θάνατος Iδομενέως» (τέμπερα, 1983) που ο NΓΠ ζωγράφισε ταν πληροφορήθηκε το θάνατο του Δούκα. 1933: Nοσηλεύεται στο Σανατριο Aσβεστοχωρίου για προφυμα-

τίωση. Eπισκέπτεται το Aγιον Oρος για πρώτη φορά. Mέχρι το τέλος της ζωής του θα το επισκεφθεί 94 φορές. Aρχίζει να ζωγραφίζει. 1934: Γράφει το μυθιστρημα «Aντρέας Δημακούδης (ένας νέος μονάχος)» που θα εκδοθεί την επμενη χρονιά με το ψευδώνυμο: Σταυράκιος Kοσμάς. 1935: Δημοσιεύεται στο περιοδικ «Tο 3ο Mάτι» το ποίημα «H Γυναίκα που προπονείται στο κολύμπημα». Δημοσιεύονται πεζογραφήματα στο περιοδικ «Mακεδονικές Hμέρες» και σε τοπικές εφημερίδες. Mεταφράζει μαζί με τη Zωή Kαρέλλη μια διάλεξη του Xουάν Γκρις για «Tο 3ο Mάτι». Mεταφράζει απσπασμα απ το μυθιστρημα του E. Dujardin «Oι δάφνες κπηκαν». Aυτοκτονεί ο εξά-

δελφς του Mιλτιάδης Σαράντη Πεντζίκης. 1936: Δημοσιεύονται πεζογραφήματά του στο περιοδικ «Tο 3ο Mάτι». Σε δημοσίευμα τον μήνα Iούλιο εμφανίζεται για τελευταία φορά το ψευδώνυμο Σταυράκιος Kοσμάς που χρησιμοποιούσε μέχρι τώρα. Γνωριμία και φιλία με Γιώργο Σαραντάρη. 1937: Δημοσιεύεται στο περιοδικ «Mακεδονικές Hμέρες» το πεζογράφημα «O Mουγκς κι ο ποιητής». 1938: Γράφει το μυθιστρημα «O Πεθαμένος και η Aνάσταση». Δημοσιεύεται απσπασμα στο περιοδικ «Mακεδονικές Hμέρες». 1941: Eπιστρατεύεται ως αγύμναστος. Eκπαιδεύεται στο Ληγουρι της Aργολίδας. Πριν προΣυνέχεια στην 4η σελίδα KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

3

Συνέχεια απ την 3η σελίδα

λάβει να τελειώσει τη βασική εκπαίδευση, υπογράφεται η συνθηκολγηση με τους Γερμανούς. Aπ την εμπειρία αυτή προέρχεται το ποίημα «Συμβάν» (1944). Δημοσιεύεται το πεζογράφημα «Aγρύπνια» (γραμμένο το 1939). 1943: Θάνατος της γιαγιάς του Eλένης Iωαννίδου (29 Mαΐου). Tην αλλάζει και την ντύνει ο ίδιος ο NΠΓ. Eμπειρία καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξή του. Tον Σεπτέμβριο–Nοέμβριο γράφει τη σειρά ποιημάτων «Eικνες» που θα εκδοθούν την επμενη χρονιά. Eγγράφεται στο Kομμουνιστικ Kμμα. 1944: Πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος «O Πεθαμένος και η Aνάσταση». Tη διακσμηση του βιβλίου έκανε ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς. Πρώτη έκδοση της ποιητικής συλλογής «Eικνες». Γράφει το ποίημα «Συμβάν». Παρουσιάζει για πρώτη φορά ζωγραφική του εργασία μαζί με άλλους Θεσσαλονικείς καλλιτέχνες στο ανθοπωλείο Eυρυβιάδη Kωνσταντινίδη. 1945: Δημοσιεύονται πεζογραφήματά του στο περιοδικ «Φιλολογικά Xρονικά». Kυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Kοχλίας» του οποίου ο NΓΠ αποτελεί βασικ συνεργάτη. Aπ το 1945 ώς το 1948 ο NΓΠ θα δημοσιεύσει εκεί σχέδια, πρωττυπα πεζογραφήματα, τεχνοκριτικά σημειώματα, ατομικές και συλλογικές μεταφράσεις. Tαξίδι στην Aθήνα με πλοίο απ Eπανωμή που φτάνει ύστερα απ διήμερη πεζοπορία. 1946: Δημοσιεύεται στο περιοδικ «Φιλολογικά Xρονικά» το ποίημα «Πάνω στα βάσανα που επιβάλλει ο άνθρωπος στον άνθρωπο». Συχνά ταξίδια στην Aθήνα. Γράφει το πεζογράφημα «Iωνάς Nεπουλος ή κάπως έτσι». Δημοσιεύεται στον «Kοχλία» μετάφραση ποιημάτων του Oσίου Συμεών του Nέου Θεολγου και του αποσπάσματος «Mάχη στη Tζιβρίτζη Kλεισούρα» της έμμετρης Xρονογραφίας του Eφραίμ, καθώς και ομαδικές μεταφράσεις αποσπασμάτων του Tζέιμς Tζις και του Mιχαήλ Ψελλού. Aναγκάζεται να συνεταιριστεί στο φαρμακείο επειδή είχε ξεκάμει λη την πραμάτεια του κατά το διάστημα της Kατοχής. 1947: Δημοσιεύει τεχνοκριτικά σημειώματα στην εφημερίδα «Tο Φύλλο του Λαού», πεζογραφήματα στον «Kοχλία» και στην εφημερίδα «H Δευτέρα». Δημοσιεύεται η μελέτη του «O ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς» στο περιοδικ «O Aιώνας μας», που θα κυκλοφορήσει ως ανάτυπο την επμενη χρονιά. Δημοσιεύεται στον «Kοχλία» η μετάφραση του «Iγγιτουρ ή η τρέλα του Eλβενν» του Mαλαρμέ. 1948: Γάμος με τη Nίκη Λαζαρίδου (γεν. 1920). Δημοσιεύεται στο περιοδικ «O Aιώνας μας» η μελέτη του για τον Nίκο Xατζηκυριάκο–Γκίκα και κυκλοφορεί ως ανάτυπο.

4 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

O πατέρας του N. Γ. Πεντζίκη, Γαβριήλ Πεντζίκης, σε φωτογραφία του 1885.

1949: Γράφει την «Πραγματογνωσία» (κείμενο σε συνέχεια) που δημοσιεύεται στο περιοδικ «Mορφές» απ τον Iούνιο του 1949 ώς τον Mάρτιο του 1950. H συγγραφή του κειμένου ολοκληρώνεται τον Δεκέμβριο του 1949. Eγκαταλείπει τα λάδια και ζωγραφίζει μνο τέμπερες. 1950: Πρώτη έκδοση της «Πραγματογνωσίας» με σχέδιο εξωφύλλου του ζωγράφου Γιάννη Σβορώνου. Kυκλοφορεί το βιβλίο «Tα Bυζαντινά Mνημεία της Θεσσαλονίκης» του Bασίλη Δεδούση (διευθυντή του περιοδικού «Mορφές») που βασίζεται στις ξεναγήσεις του NΓΠ. Δημοσιεύεται στις «Mορφές» το ποίημα «Mετά τον ύπνο». Στα επμενα τρία χρνια θα δημο-

H μητέρα του N. Γ. Πεντζίκη, Mαίρη Πεντζίκη, το γένος Iωαννίδου.

σιευθούν συνολικά δέκα ποιήματα, μεταξύ των οποίων τα «Συμβάν», «O Nικοτσάρας», «O Bατάτζης Aυτοκράτωρ της Nικαίας στο Σταυρ Xαλκιδικής» και «Aτένιση Θησαυρού». 1951: Aτομική έκθεση ζωγραφικής στο Eμπορικ και Bιομηχανικ Eπιμελητήριο Θεσσαλονίκης. Mε τις πενιχρές εισπράξεις της έκθεσης παραθερίζει με τη σύζυγ του στη Nέα Σκιώνη Xαλκιδικής. Eντυπώσεις και εμπειρίες απ τον παραθερισμ αυτν διαφαίνονται στο «Mυθιστρημα της Kυρίας Eρσης». Διάλεξη «Περί Kασσάνδρας». 1952: Tου απονέμεται η γαλλική τιμητική διάκριση Palmes d’ Officier d’ Academie. Aρχίζει τη

Tο πατρικ σπίτι στην οδ Mαυροκορδάτου 3 (φωτ.: N. Γ. Πεντζίκη, γύρω στα 1968).

συγγραφή του μυθιστορήματος «H Aρχιτεκτονική της Σκρπιας Zωής» που θα ολοκληρωθεί την επμενη χρονιά. Mαζί με τον φίλο του ζωγράφο Γιώργο Παραλή μένουν ενάμιση μήνα στο Aγιον Oρος ζωγραφίζοντας. Aτομική Eκθεση στο Γαλλικ Iνστιτούτο Θεσσαλονίκης. Γέννηση του γιου του Γαβριήλ. 1953: Δημοσιεύει στο περιοδικ «Mορφές» τα πεζογραφήματα «Nοσταλγία του Kαλοκαιριού», «H Πρώτη πύκνωση», «Πύκνωση στο πρσωπο», αποσπάσματα της πρώτης μορφής του «Mυθιστορήματος της Kυρίας Eρσης». Aρχίζει να εργάζεται στην ελβετική εταιρία φαρμάκων Geigy SA, ως σύμβουλος προώθησης προϊντων. H υπαλληλική του εργασία συνεπάγεται συχνά ταξίδια και περιοδείες ανά την Bρειο Eλλάδα. Mετακομίζει απ την οδ Λυσιμάχου 2 στην Kαλαμαριά και μετά λίγους μήνες στην οδ Λαχανά 57, στο Συνοικισμ Δξης. 1955: Aντιγράφει, διορθώνει και τακτοποιεί την πρώτη γραφή της «Aρχιτεκτονικής της Σκρπιας Zωής». Δημοσιεύεται απσπασμα στο περιοδικ «Σημερινά Γράμματα». 1958: Θάνατος της μητέρας (5 Mαΐου). Kυκλοφορεί το περιοδικ «Διαγώνιος» του Nτίνου Xριστιανπουλου, που συχνά θα δημοσιεύσει συνεργασίες του NΓΠ. Πρώτη ατομική έκθεση στην Aθήνα (γκαλερί «Zυγς»). H χρονιά αποτελεί καμπή στο ζωγραφικ του έργο: ο NΓΠ εγκαταλείπει οριστικά τα λάδια και αφιερώνεται στην τέμπερα. Σε ανάτυπο της «Διαγωνίου» κυκλοφορεί η παρουσίαση του

Eκδρομή με τη σύζυγ του Nίκη, στο δάσος Kουρί το 1949. Tη στάση του N. Γ. Πεντζίκη υπαγρευσε η επιθυμία του να αποτυπωθεί στη φωτογραφία το σακκίδι του. Πρκειται για το «σακκίδιο στρατιωτικ εγγλέζικο» που βρίσκεται στα εγκατάλοιπα του Iωάννη Kνίτελλη. «Στα 1946, ταν συχνοκατέβαινα στην Aθήνα», σημειώνει ο N. Γ. Πεντζίκης.

ζωγραφικού έργου του NΓΠ απ τον Hλία Πετρπουλο (β΄ έκδοση: 1980). Mετακομίζει σε ιδικτητο διαμέρισμα στην οδ Kρήτης 47 (παλαιά αρίθμηση 53). 1959: Δημοσιεύονται στη «Διαγώνιο» τα πεζογραφήματα «Bοροφρύνη ή η κυρία Mαριγώ» και «Eφυγε στις 8.10΄ μ.μ.» (αφιερωμένο στον Nίκο Kαχτίτση). Eπαγγελματικ ταξίδι στην Eλβετία. Πουλά το φαρμακείο και αποδεσμευμένος εξακολουθεί να εργάζεται στην Geigy SA ως επιστημονικς συνεργάτης. 1960: Συμμετέχει σε ομαδική έκθεση 7 ζωγράφων της Θεσσαλονίκης στην «Tέχνη». Δημοσιεύεται στο περιοδικ «Eνδοχώρα» το πεζογράφημα «Aπσπασμα σε τρεις Συνέχειες», γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Tο κείμενο αυτ, με τίτλο «Eγκατάλοιπα Iωάννου Kνίτελλη» θα κυκλοφορήσει μεταθανατίως το 1994 σε πειρατική έκδοση. Παραθερίζει στον Aγιο Nικλαο Xαλκιδικής. Eπαγγελματικ ταξίδι στην Eλβετία. Γράφει μέσα σε 40 ημέρες την εντητα των ποιημάτων «Aνακομιδή». 1961: Στο Λεύκωμα του «Zυγού» συμπεριλαμβάνονται 3 πίνακες του NΓΠ. Δημοσιεύεται το κείμενο «Eσωτερική Kατάθεση περί του ποιητού Γιώργου Σεφέρη» στον «Tιμητικ τμο για τα 30 χρνια της “Στροφής”». Δημοσιεύεται στη «Διαγώνιο» η ποιητική συλλογή «Aνακομιδή» που κυκλοφορεί και ως ανάτυπο με εξώφυλλο του συγγραφέα. 1963: Πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος «H Aρχιτεκτονική της Σκρπιας Zωής». 1964: Διορθώνει και τακτοποιεί την πρώτη γραφή του «Mυθιστορήματος της Eρσης». Παραθερισμς στη Λήμνο. Διάλεξη «Περί Λήμνου» στη Θεσσαλονίκη τον Mάρτιο της επμενης χρονιάς, που δημοσιεύθηκε μετά στο περιοδικ «Tαχυδρμος». Zωγραφίζει δέκα πίνακες που με ισάριθμους του Γιώργου Mανουσάκη θα κοσμήσουν το Hμερολγιο 1966 της AΓET Oλυμπος–Hρακλής. 1965: Mετακομίζει στη Bασ. Oλγας 197 (παλαιά αρίθμηση 223)

που θα ζήσει ώς το θάνατ του. Aπ τον Σεπτέμβριο ώς τον Iανουάριο του 1996, γράφει τις «Σημειώσεις Eκατ Hμερών». Συμμετέχει στην 8η Πανελλήνια Eκθεση. 1966: Προβάλλεται στη Γαλλία η τηλεοπτική παραγωγή ORTF/Jean Marie Drot, «Salonique ou la foi mystique», στην οποία συνεργά-

στηκε ο NΓΠ. Oι «Σημειώσεις Eκατ Hμερών» δημοσιεύονται στο περιοδικ «Iωλκς» σε συνέχειες απ τον Iούνιο ώς τον Aπρίλιο της επμενης χρονιάς. Συμμετέχει στην ομαδική έκθεση ζωγράφων της Θεσσαλονίκης στην «Tέχνη». Δημοσιεύεται η μελέτη του «O Kσμος των Bυζαντινών». Πρώτη έκ-

δοση του «Mυθιστορήματος της Kυρίας Eρσης». 1967: Στις αρχές της χρονιάς ολοκληρώνει το οδοιπορικ «Ψιλή ή Περισπωμένη». Δημοσιεύεται στον «Tαχυδρμο» η μελέτη του Γιώργου Σεφέρη «Oι Ωρες της Kυρίας Eρσης». Συμμετέχει στην 9η Πανελλήνια Eκθεση. Xρονιά ορσημο στη ζωή του NΓΠ: μετά την επιστροφή απ παραθερισμ στο Σταυρ Xαλκιδικής, αισθάνεται «νεκρς εν τω κσμω». Aρχίζει την καθημερινή ενασχληση με τον «Συναξαριστή» του Aγίου Nικοδήμου του Aγιορείτη που θα εξακολουθήσει μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του. Eφεξής, η καθημερινή αυτή ενασχληση θα οδηγήσει στη σύνταξη μιας «Mικρής» και μιας «Mεγάλης Περίληψης» και θα αποτελέσει τον άξονα της συγγραφικής και ζωγραφικής του έκφρασης. Aρχίζει να χρησιμοποιεί ραπιντογράφο. Διάλεξη στην Kαβάλα, με τίτλο «Ωφελήματα απ τον Συναξαριστή». Δημοσιεύεται στη «Διαγώνιο» το κείμενο «O πολυβτανος Πεντζίκης» του N.Δ. Kαρούζου. 1968: Θάνατος Kώστα Σαρρή. O NΓΠ τον ζωγραφίζει ωσάν στρουθίο. Φιλοτεχνεί μνημσυνη επιγραφή. Δημοσιεύεται το κείμενο «Aθως, η δεύτερη πανοπλία». Διάλεξη στην Kαβάλα. 1969: Παραιτείται απ την εταιρία Geigy SA και συνταξιοδοτείται απ το TΣAY. Aπρίλιος: Παρουσίαση τρπου εργασίας και ανέκδοτης δουλειάς σε εκδήλωση του Iνστιτούτου Γκαίτε στην Aθήνα. Προλγισε ο καθ. Γ. Π. Σαββίδης. Tο έργο του αρχίζει να γίνεται ευΣυνέχεια στην 6η σελίδα

Mάιος 1958. Γκαλερί Zυγς. Πρώτη ατομική έκθεση στην Aθήνα. O N. Γ. Πεντζίκης κουβεντιάζει με τον Aλέκο Kοντπουλο, τον Kλέαρχο Λουκπουλο και τον Παύλο Mσχο. Πίσω απ τον Mσχο διακρίνεται ο πίνακας «O Bασιλιάς Aμύντας». KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

5

Συνέχεια απ την 5η σελίδα

ρύτερα γνωστ. Διαλέξεις σε Θεσσαλονίκη, Ξάνθη, Kαβάλα. Zωγραφίζει κατά παραγγελία του Γιώργου Σεφέρη τον πίνακα «Iωνάς και Kολοκύνθη». 1970: Πρώτη έκδοση του «Mητέρα Θεσσαλονίκη». Πρώτη έκδοση της συλλογής κειμένων θεώρησης «Προς Eκκλησιασμν». Πρώτη έκδοση της συλλογής πεζογραφημάτων (1936–1968) «Συνοδεία». Δεύτερη έκδοση του «O Πεθαμένος και η Aνάσταση». Tαξίδι στην Kύπρο που συμμετέχει στην Aντιπροσωπευτική Eκθεση Eλληνικής Zωγραφικής. 1971: Δημοσιεύεται στο περιοδικ «Nέα Πορεία» η μελέτη «Προσπάθεια εντπισης της βυζαντινής τέχνης στο σήμερα», το πεζογράφημα «H Kοπέλα στο σταθμ», και το κείμενο του Στρατή Δούκα «Προοράσεις απ’ το πρσωπο του NΓΠ». Συμμετέχει στην έκθεση ζωγραφικής Greek Art Today στο Λονδίνο. Kυκλοφορεί η «Bιβλιογραφία N.Γ. Πεντζίκη» (1935–1971) της Σοφίας Σκοπετέα. Tου απονέμεται ο Aργυρούς Σταυρς του Tάγματος του Φοίνικος. H AΘΠ ο Oικουμενικς Πατριάρχης Aθηναγρας του απονέμει το οφφίκιο του Mεγάλου Aρχοντος Mυρεψού της του Xριστού Mεγάλης Eκκλησίας. 1972: Πρώτη έκδοση του «Oμιλήματα» (περιλαμβάνει κείμενα του 1938, 1939 και μεταγενέστερα). Aρχίζει τακτική συνεργασία με το περιοδικ «Eυθύνη». Zωγραφίζει επί παραγγελία έξι πίνακες που τυπώνονται σε πολλαπλά και διακοσμούν τα δωμάτια του ξενοδοχείου Mακεδονία Παλλάς. 1973: Πρώτη έκδοση του «Σημειώσεις Eκατ Hμερών». Συμμετέχει στην ομαδική έκθεση ζωγραφικής στην Eλληνοαμερικανική Eνωση. H μελέτη του για τον Xατζηκυριάκο–Γκίκα αναδημοσιεύεται στον τιμητικ τμο «H τέχνη του N. Xατζηκυριάκου–Γκίκα». Aυτοτελής έκδοση της μελέτης του Γιώργου Σεφέρη «Oι Ωρες της Kυρίας Eρσης». Δημοσιεύεται στο «Nεοελληνικ Λγο» η διάλεξη «Eνας καλς περίπατος» και κυκλοφορεί ως ανάτυπο με εξώφυλλο του συγγραφέα. 1974: Aπ 1ης Iανουαρίου, του παρέχεται ισβια μηνιαία τιμητική σύνταξη. Πρώτη έκδοση του «Aρχείον (Bιβλίον έρωτος, ήτοι της αγάπης που χαρίζει ως φως οικουμενικ ο Kύριος)». Δημοσιεύεται στην «Eυθύνη» το κείμενο «Γύρω απ μια ζωγραφιά». Zωγραφίζει τον πίνακα «Hγέτης και Πύργος» που παριστάνει τον Kωνσταντίνο Kαραμανλή μπροστά στον Λευκ Πύργο. 1975: Συμμετέχει στην Πανελλήνια Kαλλιτεχνική Eκθεση. Συνεργασία του δημοσιεύεται στον τμο «Mνήμη Kντογλου». Συμμετέχει στην ομαδική έκθεση 12 Θεσσαλονικέων ζωγράφων που διοργάνωσε η «Tέχνη» και περιδευσε στη Bρεια Eλλάδα. Γράφει το πεζογράφημα «Mην Nοέμβριος», επε-

6 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

O Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στο γραφείο του στην οδ Bασ. Oλγας 197. H απαρχή του πίνακα. Διακρίνονται οι λογαριασμοί της ψηφαρίθμησης στα φύλλα πλάι στον πίνακα. Tο πρώτο σχέδιο, ο Πεντζίκης το δούλευε καθιστς. Oταν έβαζε τις πινελιές της τέμπερας, ήταν πάντα ρθιος, ελαφρά γερμένος προς τα μπρος (φωτ.: Γιάννης Bανίδης).

ξεργασία του ανέκδοτου κειμένου «Πλίνθοι, κέραμοι και ξύλα» μέσω του Συναξαριστή. Tμήμα του δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Tα Nέα». Δημοσιεύονται στην «Eυθύνη» τα κείμενα «η Πορτοκαλλένια», «Σε εξαλλαγή», «Δωδεκαήμερο Σχλιο» και «Γαλάζια Φράουλα». 1976: Aτομική έκθεση στην γκαλερί «Kρεωνίδη» στην Aθήνα. Γράφει τα πεζογραφήματα «Mια Πτήση» και «Eπέτειος». Διάλεξη στην Eταιρία Σπουδών Mωραΐτη «Yποσυνειδήτου κλίμαξ και σουρρεαλισμς». Συμμετέχει στο Διεθνές Συνέδριο Bυζαντινών Σπουδών με την ανακοίνωση «Mυστικιστικές Aπψεις πάνω στην τοιχοποιία των Eκκλησιών της Aρτας». 1977: Δεύτερη έκδοση του μυθιστορήματος «Aντρέας Δημακούδης» μαζί με άλλα κείμενα που τιτλοφορούνται «Mαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας». Δεύτερη έκδοση της «Πραγματογνωσίας» μαζί με 7 μεταγενέστερα «κείμενα γεωγραφίας μυθοπλαστικής». Γράφει τα πεζά «Φαεινή και Nικδημος» και «Eρωτηίδα» που δημοσιεύονται στην «Eυθύνη». Γέννηση της εγγονής του Eλισάβετ–Mαρίας. 1978: Ξανακοιτάζει και διορθώνει την «Aρχιτεκτονική της Σκρπιας Zωής» εν ψει της δεύτερης έκδοσής της που κυκλοφορεί εντς του έτους μαζί με μεταγενέστερα κείμενα. Mεταξύ αυτών πρωτοδημοσιεύεται το διήγημα «H κυρά Θαλασσινή». Δεύτερη έκδοση του «Mυθιστορήματος» της Kυρίας Eρσης». Δεύτερη έκδοση

του «Mητέρα Θεσσαλονίκη». Aτομικές εκθέσεις στη «Mικρή Στοά Tέχνης» και στη «Mικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου» στη Θεσσαλονίκη. Συνέντευξη στο περιοδικ «Διαβάζω» με τίτλο «Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης». 1979: Γράφει τα πεζά «Hμέρες του Πάσχα», «Nέκρωση και Zωή», «Kινητά και Aκίνητα», «Σκηνογραφία ημερομηνίας τακτής» και «Mια απεικνιση» που θα δημοσιευθούν την επμενη χρονιά. Δημοσιεύονται τα κείμενα «Mέρες εφτά» και «Διπλές χαρακιές». Συμμετέχει σε ομαδική έκθεση στην Γκαλερί «Πανσέληνος» Θεσσαλονίκη. Aγορά εξοχικής κατοικίας στο χωρι Aγιος Aντώνιος που θα τους φιλοξενήσει τακτικά την επμενη δεκαετία. 1980: Πρώτη έκδοση της συλλογής «Παλαιτερα Ποιήματα και Nεώτερα Πεζά» που συμπεριλαμβάνει τα ποιήματα της συλλογής «Eικνες», κείμενα του «Kοχλία» και τα πεζά της προηγούμενης χρονιάς. Eκθεση της ζωγραφικής δουλειάς του απ κοινού με τη δουλειά του μαθητή του, Γιάννη Mενεσίδη. Kυκλοφορεί η ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Jacques Lacarriere «Tο ελληνικ καλοκαίρι», που υπάρχει εκτενής αναφορά στον NΓΠ. 1981: Tαξίδι και παραμονή 5 εβδομάδων στην Aυστραλία έπειτα απ πρσκληση του Aρχιεπισκπου Στυλιανού. Δημοσιεύεται στο περιοδικ «Δραμινά Xρονικά» το πεζογράφημα «Πλεως και Nομού Δράμας Παραμυθία». Συμμετέχει στο A΄ Συμπσιο Ποίησης στην Πά-

τρα, που διαβάζει το κείμενο «Γλώσσα, γράμματα και αριθμοί». Γράφει το κείμενο «Kύπριος Eκκλησιασμς». Γράφει τη μελέτη «Aριθμητικές και άλλες εξισώσεις στο διήγημα “Φλώρα ή Λαύρα” του Παπαδιαμάντη» για τον τιμητικ τμο «Φώτα Oλφωτα». 1982: Aτομική έκθεση ζωγραφικής στην γκαλερί «Kοχλίας» στη Θεσσαλονίκη. Tρίτη έκδοση του «O πεθαμένος και η ανάσταση» με εξώφυλλο και οπισθφυλλο του συγγραφέα. Γράφει πάντα με βάση τον Συναξαριστή τα κείμενα «Mνήμης Eπίσκεψη» και «Yδάτων υπερεκχείλιση». Eπανέκδοση του πεζογραφήματος «Bοροφρύνη ή η κυρία Mαριγώ». Kυκλοφορεί ο τμος Modern Greek Poetry του Kίμων Φράιαρ, με μεταφράσεις έργων του NΓΠ. 1983: Tηλεοπτική εκπομπή «H Mεγάλη Eβδομάδα κατά NΓΠ». Kυκλοφορεί απ τις εκδσεις «Aγρα» σε αυτοτελή μορφή το «Πλεως και Nομού Δράμας Παραμυθία» που θα τιμηθεί με το πρώτο Kρατικ Bραβείο Mυθιστορήματος. Kυκλοφορεί επίσης σε αυτοτελή έκδοση η μετάφραση του «Iγγιτουρ ή η τρέλα του Eλβενν» του Mαλαρμέ. Kυκλοφορεί η μονογραφία του Γιώργου Δανιήλ «Homage to Byzantium: the Life and Works of Nikos Gabriel Pentzikis». Tρίτη έκδοση του «Mυθιστορήματος της Kυρίας Eρσης» με εξώφυλλο του συγγραφέα. Aφιέρωμα στον NΓΠ του περιοδικού «H λέξη». Kυκλοφορεί η ανατύπωση του «Kοχλία» απ το EΛIA. 1984: Δεύτερη έκδοση της συλ-

λογής πεζογραφημάτων «Συνοδεία». Συμμετοχή στην έκθεση ζωγραφικής Pittura Contemporanea Ellenica στο Σπολέτο της Iταλίας. Διαβάζει ποιήματά του στο ραδιφωνο. Aτομική έκθεση στην γκαλερί «Nέες Mορφές». Aφιέρωμα στον NΓΠ του περιορικού «Γράμματα και Tέχνες». Kυκλοφορεί το φυλλάδιο «O NΓΠ ως Tιθωνς» με εξώφυλλο της Aθηνάς Σχινά και μελέτη της ίδιας για τη ζωγραφική του NΓΠ. Tηλεοπτικ αφιέρωμα της εκπομπής «Mονγραμμα» της EPT. 1985: Tηλεοπτική εκπομπή «H EPT στη Bρειο Eλλάδα». Συνέντευξη στο περιοδικ «Tέταρτο». Zωγραφίζει τον πίνακα «H Θεσσαλονίκη με καπέλο την περισπωμένη». Oμώνυμο κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικ «Σύναξη». Eπανέκδοση εκτς εμπορίου του «Mητέρα Θεσσαλονίκη» με εξώφυλλο τον πίνακα και εικονογράφηση τους πίνακες της Θεσσαλονίκης του 1966. Zωγραφίζει τον πίνακα «Θεσσαλονίκη, γη μακάρων». Aναφορά στο έργο του NΓΠ στο βιβλίο του Περικλή Σφυρίδη «Oι ζωγράφοι της Διαγωνίου». Συμμετέχει στην έκθεση «Zωγραφική, Γλυπτική – Xαρακτική» στην Eθνική Πινακοθήκη και στην ομαδική 8 ζωγράφων της Θεσσαλονίκης στο Bελλίδειο Πολιτιστικ Kέντρο. Oμιλία στην Tρίπολη. Oμιλία «Περί λγων και μύθων» στην Πολυτεχνική Σχολή της Θεσσαλονίκης. 1986: Συμμετέχει σε έκθεση ζωγραφικής της «Tέχνης» στο Kιλκίς. Tαξίδι σε Bέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Oλλανδία, Aγγλία. Eπισκέπτεται το Στρασβούργο για πρώτη φορά μετά 57 χρνια. Kυκλοφορεί το λεύκωμα «Δώδεκα Zωγράφοι της Θεσσαλονίκης». Δεύτερη έκδοση του «Προς Eκκλησιασμν». Aναδρομική έκθεσή του στο Bαφοπούλειο Πνευματικ Kέντρο. 1987: Συμμετέχει στην πανελλήνια έκθεση ζωγραφικής με τα έγα «Eυχή προς μια ασθενή κυρία» (τέμπερα), «Πύλη και Xώνη» (τέμπερα) και «Bάπτιση» (σινική και κραγινια). Kυκλοφορεί αυτοτελώς το πεζογράφημα «Aίτημα Hγουμένου προς Aυτοκράτορα». Oμιλία στη Φλώρινα «Eκκλησιαστικές μορφές στον μακεδονικ αγώνα». Συμμετέχει με τον Γ.Θ. Bαφπουλο και τον Tάκη Bαρβιτσιώτη στη συζήτηση για το περιοδικ «Mακεδονικές Hμέρες» στο Bαφοπούλειο. 1988: Aτομική έκθεση στο βιβλιοπωλείο «Aγκάθι» στην Aθήνα. Aφιέρωμα του περιοδικού «Σύναξη». Kυκλοφορεί η ποιητική συλλογή «Ποιήματα (Παλαιοντολογικά)» που θησαυρίζει μέγα μέρος της ποιητικής του δουλειάς, κυρίως τα ποιήματα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικ «Mορφές» και την «Aνακομιδή». Δεύτερη έκδοσή του «Σημειώσεις Eκατ Hμερών». Aναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ του Aριστοτελείου Πανεπιστημίου. Στην τελετή διαβάζει το πεζογράφημα «Συναξάρι της 19ης Oκτωβρίου». O υπουργς

Στρασβούργο, Σεπτέμβριος 1986. O N. Γ. Πεντζίκης μπροστά στην Πανσιν Eλίζα, που έμενε ως φοιτητής κι που τοποθετείται το δωμάτιο του Aντρέα Δημακούδη.

Mακεδονίας – Θράκης του απονέμει Δίπλωμα Tιμής. 1989: Tηλεοπτικ αφιέρωμα της εκπομπής «Tέχνη και Πολιτισμς»

της ET. Διάλεξη στο ίδρυμα Γουλανδρή – Xορν. Tου απονέμεται το Bραβείο Xέρντερ στη Bιέννη. Tαξίδι σε Aυστρία, Bέλγιο, Γαλλία.

Συνεχίζει την καθημερινή ψηφαριθμητική ανάλυσης των ποιημάτων του Aρχιεπισκπου Aυστραλίας Στυλιανού. Πρθεσή του, να εκδοθεί το έργο ως μελέτη. Δεν θα προλάβει να το ολοκληρώσει. 1990: Oμιλία στο Iδρυμα Γουλανδρή–Xορν. «Σχέση της ψηφαρίθμησης με την προσευχή». Kυκλοφορεί ο τμος των αναλέκτων «Yδάτων Yπερεκχείλιση». Eκθεση στην γκαλερί «Παρατηρητής». Ψηφίζει για τελευταία φορά· συνολικά έχει εξασκήσει το εκλογικ του δικαίωμα 39 φορές. 1991: Συμμετέχει στη συζήτηση στρογγύλης τραπέζης για το μυθιστρημα, που διοργανώνει το Γαλλικ Iνστιτούτο Aθηνών. Δεύτερη έκδοση του «Aρχείου». Mεγάλη αναδρομική έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη Πάτρας. 1992: Δεύτερη έκδοση του «Oμιλήματα» με πρλογο του Aρχιμ. Bασιλείου Iβηρίτη. Συμμετέχει στη Συνάντηση Πεζογραφίας που διοργανώνεται στο πλαίσιο των Δημητρίων. Kυκλοφορεί η γαλλική μετάφραση τού «O πεθαμένος και η Aνάσταση» (Le jeune homme, la mort et la resurrection») απ τον Bruno Dulibine. Bαθιά συγκλονισμένος απ τη διατυπωμένη πρθεση των Aρχών να φτιάξουν χωματερή στο χωρι Nυφπετρες του Mιγδονικού Λεκανοπεδίου, τπο που θεωρούσε μυθικά ιερ, εκφράζει την επιθυμία να γράψει μυθιστρημα με τίτλο «Nυφπετρες» και θέμα τις 3.256 γυναίκες που ερωτεύθηκε στη ζωή του. Δεν προλαβαίνει να το βάλει μπροστά. 1993: Πεθαίνει απ καρδιακή ανακοπή στις 13 Iανουαρίου. Kηδεύεται την επομένη και ενταφιάζεται στο Kοιμητήριο του Iερού Kοινοβίου του Eυαγγελισμού της Θεοτκου, στην Oρμύλια της Xαλκιδικής. Copyright © 1997: Γαβριήλ Nικολάου Πεντζίκης

O Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης με τη σύζυγ του Nίκη στο σαλνι του σπιτιού τους στη Bασ. Oλγας. KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

7

Tο πορτρέτο του καλλιτέχνη O N. Γ. Πεντζίκης απαντάει σε 31 ερωτήσεις της Isadora Rosenthal – Kamarinea 1) Eπώνυμο: Πεντζίκης 2) Oνομα: Nικ λαος 3) Mέρα, μήνας, έτος και τπος γεννήσεως: Hμέρα Παρασκευή, 17–30 Oκτωβρίου 1908, εν Θεσσαλονίκη. 4) Oικογένεια (πατέρας, μητέρα, επάγγελμα και προσωπικτητα του πατέρα χαρακτηριστικά της μητέρας, αδέλφια): Πατέρας Γαβριήλ φαρμακοποι ς, ιδρυτής του πρώτου επιστημονικού φαρμακείου στη Θεσσαλονίκη, στα 1887. Eίχε φθάσει να έχει 11 καταστήματα. Φαρμακέμπορος που συναγωνιζ ταν τους συναδέλφους του της Kωνσταντινούπολης. Eστελνε φάρμακα μέχρι Bελιγράδι και Δυρράχειο. Πέθανε 59 ετών. H μητέρα κ ρη Eλληνίδος και Γερμανού μουσικού, που τον δεύτερο χρ νο του γάμου διαζεύχθηκαν για λ γους θρησκευτικού δ γματος. H γιαγιά μεγάλωσε τα παιδιά της κ ρης της αφήνοντάς τα μνήμη αξέχαστη. H μητέρα ανέπτυξε μεγάλη κοινωνική δράση. Tρεις αδελφές πριν απ τον μονάκριβο γιο που αντιπροσώπευα. 5) Παιδική ηλικά. Πού την περάσατε; Πήγα σχολείο μονάχα στην έκτη του δημοτικού, διδασκ μενος κατ’ οίκον. Tο σπίτι του πατέρα μου με πολλούς κήπους μεγάλους, τεχνητά λιμανάκια, δεξαμενές, βρύσες και άλλα εξαρτήματα, εξοχικ , παραθαλάσσιο. O πατέρας αγαπούσε πολύ τη θάλασσα και μου κληροδ τησε αυτή την αγάπη. Mικρ παιδί έπαιξα πολύ. Eίχα αποκλειστικά δική μου βαρκούλα. 6) Σπουδές: Mε σκοπ να διαδεχτώ τον πατέρα μου σπούδασα φαρμακευτική, στη Γαλλία (Παρίσι, Στρασβούργο) και επί εν έτος οπτικά. Mικρ ς ήθελα να γίνω εξερευνητής ταξιδιώτης. Δεκατεσσάρων ετών έγραψα μια Παγκ σμια Γεωγραφία για τα σχολεία. 7) Eπιδράσεις: Oι νεοέλληνες κλασικοί. O Xάμσουν, ο Iψεν, ο Kίρκεγκορ, ο Γιένς Πέτερ Γιάκομπσεν. Mετά οι Pώσοι και κυρίως ο Δοστογιέφσκι και ο Γκ γκολ. Aπ τους Γάλλους ο Σατομπριάν, ο Pαμπελέ και ο Φλομπέρ. O αγγλ φωνος Tζέιμς Tζ ις. Aκολούθως οι Bυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι. Oι Πατέρες της Eκκλησίας και περισσ τερο απ’ λα ο Συναξαριστής. 8) Aπ πτε αρχίσατε να γράφετε; Mετά τα δεκατέσσερα. Ποίηση σε στίχους που δεν ήταν ποτέ σωστοί. Kρυστάλλης. Δημοτικ Tραγούδι. Tο πρώτο πεζογράφημά μου στα 1934. 9) Ποιοι συγγραφείς και κριτικοί σας επηρέασαν περισστερο; Oι Bυζαντινοί με βοήθησαν να κα-

8 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

Θεσσαλονίκη, στο θρυλικ φαρμακείο. Oρθιοι ο Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης και ο Στρατής Δούκας. Eδώ έγινε η πρώτη γνωριμία τους το 1931, που εξελίχθηκε σε μακρχρονη φιλία.

ταλάβω χριστοκεντρικά τις σύγχρονες υπαρξιακές τάσεις. Tο ανορθολογιστικ πνεύμα. Mε τη βοήθεια του Oμήρου και των αγιολογικών κειμένων, εδραιώθηκε μέσα μου ο πέραν του ατ μου μύθος, που αποτελεί την αγαπητική γέφυρα ανάμεσα σε παρελθ ν και μέλλον και στέκει σαν σταυρική μοναδική διέξοδο στο εγώ. 10) Ποιες σχολές και τάσεις ακολουθήσατε; Eγραψαν τι συνέχισα τον Tζοϋσικ εσωτερικ μον λογο. Bέβαια, οι εξελίξεις του ρεύματος του συμβολισμού με επηρέασαν προκαλώντας και το βαθύτερο αίτιο της κοινωνικής μου αποτυχίας και του εξωστρακισμού. H οδ ς της αποκατάστασής μου είναι καθαρά θρησκευτική και ορθ δοξη. Yπερεκτιμώ τους Aγιορείτες μοναχούς και τους βάνω κορ να στο αμαρτωλ μου κεφάλι. Oι νηπτικοί πατέρες της «Φιλοκαλίας» μου ανανέωσαν το αίμα μου. 11) Tαξίδια: Σχεδ ν σε λη την Eλλάδα και 38

φορές στο Aγιον Oρος. Παντού που στον τ πο μας σώζονται βυζαντινά μνημεία. Eπίσης στην Aυστρία, Σερβία, Γερμανία, Eλβετία, Iταλία και Γαλλία. 12) Zωή στο εξωτερικ. Πού, πτε και τι σας απασχλησε εκεί; Tον έρωτά μου ως φοιτητής στο Στρασβούργο, περιέγραψα στο πρώτο μου βιβλίο, που τιτλοφορείται «Aντρέας Δημακούδης, (ένας νέος μονάχος)». Eίναι το μ νο βιβλίο που εξέδωσα με το ψευδώνυμο: «Σταυράκιος Kοσμάς». Xαρακτηρίζεται με τον θάνατο του ατ μου με τα συναισθήματα του συμβολιστικού κλίματος. Mετά απ αυτ το βιβλίο ο άξων του τρ που του γραψίματ ς μου αλλάζει. Kινούμαι σε μια περιοχή εκτ ς παντ ς ορίου προσωπικής θελήσεως. 13) Πώς χαρακτηρίζετε εσείς την τέχνη σας; Ως εξομολ γηση, συμφωνώντας με τον Hγούμενο της Σταυρονικήτα πάτερ Bασίλειο, που έγραψε σχετική κριτική για το βιβλίο μου «Oμιλήματα» στο περιοδικ «Eυθύνη» το

1972. Tο μυστήριο της εξομολογήσεως επιτρέπει στο άτομο που έχασε την κοινωνική του προσωπικ τητα, να αισθάνεται ως πρ σωπο σε σχέση με το Θε και την Kοινωνία του Aγίου Πνεύματος. 14) Πώς διάκεισθε προς τη μοντέρνα λογοτεχνία; Σαν άνθρωπος του καιρού μου σηκώνω λα τα σύγχρονα πάθη και καθημερινά δοκιμάζουμαι απ πειρασμούς και αγωνίζουμαι, πως οι πιο μοντέρνοι και σύγχρονοι, οι έχοντες χάσει την ακεραι τητα και συνέπειά τους. Mε μ νη διαφορά τι μέσα σ’ αυτ ν τον εκμηδενισμ , παρ’ λο που εμμένω στον β ρβορο των έργων μου, με ζωντανεύει και με κάνει αισι δοξο η ελπίδα που χαρίζει η πίστη. 15) Tι τεχνοτροπία ακολουθείτε; Zωγραφίζοντας είτε γράφοντας ακολουθώ μια μέθοδο μνημοτεχνική ανάλογη προς το κομποσκοίνι των προσευχών των καλογήρων. Bασίζεται στη βυζαντινή ψηφαρίθμηση (υπολογισμ ς των γραμμάτων εν ς κειμένου αρχινώντας απ το

α=1 και καταλήγοντας στο ω=24). H μέθοδος αυτή επιτρέπει την εξερεύνηση περιοχών της μνήμης που σχετίζονται με τις έννοιες του πλήθους, του χώρου και χρ νου, φτάνοντας στη ρυθμική αντίληψη του ντος, που επαληθεύει τους μύθους. 16) Ποια γραμμή ή φιλοσοφική κατεύθυνση διακρίνει το έργο σας; H υπαγωγή λων των ιδεών και σκέψεων στον κλειστ , άγονο και έρημο χώρο του MHΔEN (θανάτου), που έτσι διά της αφομοιώσεως και πέψεως του βιολογικού φορτίου που του προσκομίζω, καθίσταται αξία θετική, που συνάπτοντας γάμους με λες τις αριθμητικές αξίες, φτάνει στη χαρούμενη γέννηση των εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων και αστρονομικών ετών φωτ ς, ως νέου παιδίου και προ αιώνων Θεού. 17) Eχει το έργο σας μια ή περισστερες πλευρές; H μια του πλευρά είναι η σειρά των αισθητικών εκφραστικών επιτευγμάτων. H άλλη η νοητική των οσίων πατέρων της Oρθοδοξίας, που ενέτασσαν τους εαυτούς των στη φιλοσοφία, λογαριάζοντάς την ως αδιάλειπτο στοχασμ και μελέτη θανάτου. Tι αφάνταστη ομορφιά προσλαμβάνει τ τε η θέα του παραμικρ τερου ζωυφίου, στο φωτειν ζ φο του ψυχικού χάους. 18) Eίναι απλυτα μέσα στην παράδοση; Πιστεύω τι η δουλειά μου, συνεχίζοντας το δρ μο του Παπαδιαμάντη, βοηθά στην ενεργοποίηση των ερειπίων του Σολωμού, πέρα απ τα ρια παντ ς μοντέρνου ιδεαλισμού ή ματεριαλισμού, διά του φωτισμού της εκκλησιαστικής μας παράδοσης, που ως καύσιμο προσφέρεται προς τούτο η αμαρτωλή μου ανηθικ τητα. 19) Σας επηρέασε ο αρχαίος ελληνικς πολιτισμς; Oι αρχαίοι μύθοι είναι στοιχείο που ζωντανεύει τον οίκο του Θεού, και επομένως χρήσιμοι και αναγκαίοι σο το λάδι των καντηλιών και τα χρώματα της διακ σμησής του και τα φυσικά άνθη με τα οποία στολίζουν τις άγιες εικ νες. Eίναι τεκμήρια της ανθρωπίνης γνωστικής ανάλωσης διά του σπερματικού λ γου, που δεν έπαψε απ γεννήσεως του K σμου, να ενεργεί, ώστε ο Kλήμης ο Aλεξανδρεύς να φτάνει να λέγει για τον Oμηρο, που αγαπώ πολύ ο ίδιος, τι είχε υποψίαν τινά της Aγίας Tριάδος. 20) H γαλλική επανάσταση; Mετά τον αιώνα του Διαφωτισμού και το πλήρες ξεχώρισμα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, το ιστορικ αυτ γεγον ς περιορίζοντας τη μυθική έκταση του ανθρωπίνου ντος στο συναίσθημα το ερωτικ και άμεσο, ασφαλώς με επηρέασε πάρα πολύ ρίχνοντάς με σε μιάν άβυσσο ερωτικών περιπετειών; 21) H παλητερη ή η νέα φιλοσοφία; H φιλοσοφία η μοντέρνα π.χ. του Xάιντεγκερ, που προσπαθεί εν ον ματι του γλωσσικού οργάνου, ως σώματος ενιαίου, να επανασυνδέσει με κάθε θυσία της λογικής το α-

O Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης μεταμορφωμένος –πως ο αφηγητής του «Mυθιστορήματος της Kυρίας Eρσης– απ τη μέση και κάτω σε φιδχορτο/δρακοντιά (Dracunculus vulgaris).

ντικείμενο με το υποκείμενο. Kαμιά άλλη φιλοσοφική τάση απ την Aναγέννηση και μετά, αλλά προβολή και πίστη της διδασκαλίας του Aγίου Πατρ ς Γρηγορίου του Παλαμά, που εξέθρεψε τη Xριστιανοσύνη κατά την περίοδο τη θανατερή τής σκλαβιάς. H σκέψη μου δεν είναι αφηρημένη αλλά νομιναλιστική. 22) Tι νομίζετε τι δίνει το έργο σας; Aγάπη. Δηλαδή μία ισχυρή αντανάκλαση του παντοκρατορικού φωτ ς, διά μέσου της δυστυχίας του ατομικού μου κατεξευτελισμού, που έτσι μεταβάλλεται, εν τω μέτρω των δυνάμεών μου, σε μ ρφωμα ανεκλάλητου χαράς. 23) Tι θέλετε να εκφράσετε γράφοντας; Tην χαρά της εν Xριστώ τω Θεώ Zωής, που ον μασε θυγατέρα του την π ρνη, και κάθε άνθρωπο που νοιώθει την φρίκη και την ερημιά του εκπεσμού του, και δεν μπορεί να βασίζεται στις ίδιες δυνάμεις για μετάνοια και διαρκώς ζητεί χατήρια απ τον ουραν και προπραγμάτωση του κάθε κεφιού του. 24) Πιστεύετε τι η λογοτεχνία έχει διδακτική αποστολή; Bεβαι τατα. Διδάσκει τη μέθη που μας οδηγεί στο Θε και αποκαθιστά την εν τητά μας με το σύμπαν. Eίναι μια μέθοδος διδασκαλίας εν ον ματι του ωραίου. 25) Πώς βλέπετε την εποχή μας; Σαν σημείο κάμψεως, στροφής στους ανήφορους του Oρους Θαβώρ, της Aγίας Φωτεινής και κατάλαμπρης Mεταμορφώσεως, που η λάμψη της ή διαχρονική ανατρέπει τα σώματα λων των άμεσων αξιών, πως ακριβώς βλέπουμε ν’ αναποδογυρίζονται τα σώματα των πιο ε-

κλεκτών μαθητών του Kυρίου, ατενίζοντας την αστραπή της Θε τητάς του. 26) Tι γνώμη έχετε για τη σημερινή λογοτεχνία; Oταν δεν βιάζεται να ενταχθεί σε φ ρμουλες ιδεαλιστικής ή ματεριαλιστικής δυστυχίας, προσφέρει πολλά σον αφορά την φορμαλιστική έρευνα και γνώση των μέσων που συντείνουν στην έκφρασή της και διατύπωση. 27) Ποιους Eλληνες συγγραφείς αγαπήσατε περισστερο; Παπαδιαμάντη, Σολωμ , τον χρονογράφο Oσιο Θεοφάνη (που θάπρεπε ν’ αντικαταστήσει τον Θουκυδίδη στα σχολεία), τον πολυγραφώτατο Oσιο Aγιορείτη Πατέρα Nι-

κ δημο, κυρίως για το μέγα έργο της παρ’ αυτού νέας μορφής που έλαβε ο παλαι ς Συναξαριστής, που έχει γίνει δεύτερο σώμα μου. Tον Oμηρο ως αφετηρία προσανατολισμού στον ωκεαν των παθών μου. Tον Oσιο Mάξιμο τον Oμολογητή, γιατί ο στοχασμ ς του, ο ουσιωδέστερος μεταξύ ανθρωπίνων, με χειραγωγεί στην αποκατάσταση της εν τητας των σκέψεων και στοχασμών μου ως ναυαγού. 28) Ποιους αγαπάτε τώρα; Tιμώ την Kαρέλλη για τη συνέπειά της. Tον Kαβάφη για την βύθεια ειλικρίνειά του. Tου ερωτικούς Aλεξανδρινούς μυθιστοριογράφους, ιδωμένους υπ το πρίσμα του Aγίου Πατριάρχου Φωτίου, στη «Mυρι βιβλ » του. Tον Oμηρο πάντα. Tον Pαμπελέ. Tον Πίνδαρο και τον Eυριπίδη για τις «Bάκχες» του. 29) Ποιο απ τα είδη του γραπτού λγου σάς αντιπροσωπεύει περισστερο; H πεζογραφία εκ παραλλήλου με τη ζωγραφική, μια και εφαρμ ζω και στις δύο την αυτή μνημοτεχνική μέθοδο. 30) Ποιο έργο σας αγαπάτε πιο πολύ; Tο τελευταίο μου, που κυκλοφ ρησε πέρυσι στις 4 του Mάη και λέγεται «Aρχείον· βιβλίον έρωτος ήτοι της Aγάπης που χαρίζει ως φως οικουμενικ ο Kύριος». Eλπίζω, βασιζ μενος στον γκο της ανέκδοτης μέχρι σήμερα εισέτι δουλειάς μου, να βγουν στο μεϊντάνι κι άλλα βιβλία μεταγενεστέρως, που να τ’ αγαπήσω σαν διαδοχικά στερνοπαίδια περισσ τερο το καθένα. 31) Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το καλύτερο; Tο εκάστοτε αποπερατούμενο. Σημείωση: Tο ερωτηματολ γιο απεστάλη απ την καθ. Isadora Rosenthal Kamarinea, καθηγήτρια της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Mπ χουμ, το Δεκέμβριο του 1974. Oι απαντήσεις του N.Γ. Πεντζίκη χρονολογούνται απ τα Xριστούγεννα του ίδιου έτους. Copyright © 1997: Γαβριήλ Nικολάου Πεντζίκης.

O πρύτανις του Πανεπιστημίου της Bιέννης απονέμει στον Nίκο Γαβριήλ Πεντζίκη το Bραβείο Xέρντερ. Mάιος 1989 KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

9

O αφηγητής του ρευστού κσμου Tο έργο του N.Γ. Πεντζίκη, μια συγγραφική Oδύσσεια χωρίς Iθάκη Tου X.Δ. Γουνελά

H ΠEZOΓPAΦIA του Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη θα πρέπει να διαβάζεται πως διαβάζουμε ποίηση, επαναλαμβάνοντας τα κομμάτια που μας έχουν ελκύσει την προσοχή, και ας μην είμαστε σε θέση να δώσουμε μια ικανοποιητική εξήγηση για το νημά τους. Φαίνεται τι προϋπθεση του Πεντζίκη είναι πως τα μεγάλα ερωτήματα, πως λγου χάρη τι είναι αγάπη, άνθρωπος, ζωή, θάνατος, φιλία, πατρίδα, είναι νοήματα έξω απ τη συμβατική μας λογική και ενώ κινείται στη σκιά αυτών των θεματικών πυρήνων, δεν τους αντιμετωπίζει μεμονωμένα και ορθολογικά, δηλαδή συγκριτικά και αφηρημένα. Tο υλικ των πεζογραφημάτων που είναι δοσμένο σε λεπτομερείς περιγραφές και εξονυχιστικές κατονομασίες φυτών και φαινομένων και απαριθμήσεις επιθέτων και ονομάτων, βασίζεται σε μνήμες και νειρα. Mε άλλα λγια η πράξη τού να γράψεις λογοτεχνία οδηγεί σε μια επίφαση. Tο ουσιώδες, μως, καραδοκεί πίσω απ την επίφαση, σε ένα νοηματικ κσμο που παραμένει απροσδιριστος. Tον κσμο αυτ, αφήνει να εννοηθεί ο Πεντζίκης, μπορούμε να τον αντιληφθούμε μνο ενορατικά (φανταστικά) και σαν απουσία, γιατί ,τι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε είναι τσο παντού σο σαν να ήταν κεν.

«Πλεως και Nομού Δράμας Παραμυθία». Πρωτοκυκλοφρησε το 1983 απ τις εκδσεις «Aγρα» σε αυτοτελή μορφή. Tιμήθηκε με το A΄ Kρατικ Bραβείο Mυθιστορήματος το 1984.

Δισυπστατος κσμος Προς χάρη του δισυπστατου κσμου (ως παρουσία και ως απουσία, δηλαδή ως λεπτομέρεια και επίφαση και ως ολτητα απροσδιριστη που βρίσκεται πέρα απ τον έλεγχο), πιστεύουμε τι ο Πεντζίκης αντιμετωπίζει τα πρσωπα των πεζογραφημάτων σαν να μην έχουν μια συγκεκριμένη ταυττητα. Πολλές φορές είναι ανώνυμα ή ο αφηγητής αλλού ταυτίζεται με τον ήρωα και αλλού διαφοροποιείται απ αυτν, σε μια συνεχή εναλλαγή. H θέση δηλαδή του αφηγητή ή των προσώπων είναι ρευστή, επιβεβαιώνοντας έτσι πως ο κσμος, ως προς την περιορισμένη αντίληψη του ανθρώπου, θεμελιώνεται στο τυχαίο. Oι λεπτομέρειες των αφηγήσεών του, με άλλα λγια, υπάγονται στο τυχαίο. Eίναι σαν να μας λέει πως δεν μπορούμε να λυτρωθούμε με τα συμβατικά μέσα ενς συνειδησιακού ελέγχου απ τον διχασμ που δημιουργεί αυτή η παρουσία, απουσία. Aν υπάρχει συνοχή, σε αυτή μπορούμε να φτάσουμε μνο ενορατικά.

Aνδρέας Δημακούδης O Πεντζίκης παρουσιάστηκε στα νεοελληνικά γράμματα με το μυθι-

10 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

O Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, σε μια σπάνια φωτογραφία στο σπίτι του, στη Bασιλίσσης Oλγας 197, το 1992. Πρώτη δημοσίευση. (Aρχείο: δ. Γεννάδιου Δεμερτζή).

στρημα «Aνδρέας Δημακούδης», 1935, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Σταυράκιος Kοσμάς. Aπ μια άποψη ανήκει και αυτς στο νέο κίνημα των ριζοσπαστών, στο οποίο οι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης παίζουν πρωτεύοντα ρλο. Eίναι μως απλοποίηση αν βάλουμε τον Πεντζίκη σε ένα οποιοδήποτε κίνημα. Δεν υπακούει λγου χάρη στην αμφισβήτηση της γλώσσας και στην προσφυγή στα σύμβολα (ένα απ τα βασικά χαρακτηριστικά της πρωτοπορίας της εποχής) ούτε φαίνεται πως ο εσωτερικς μονλογος ή η συνειρμική γραφή είναι μια μέθοδος που οδηγεί στην αυτοαποκάλυψη του ήρωα. Tο αντίθετο, πρκειται για μια διαμάχη μεταξύ του εγώ και της συνειδηττητας προσβλέποντας σε μια αυθεντική πράξη. Mε άλλα λγια πιστεύουμε τι η λογοτεχνία για τον Πεντζίκη δεν γράφεται τ-

σο για τον αναγνώστη, αλλά για τα ίδια τα άτομα της λογοτεχνίας – πρκειται για μια άσκηση βελτίωσης. Γι’ αυτ αντιλαμβάνεται κανείς τι η πεζογραφία αυτή δεν ανταποκρίνεται στα συνήθη τεχνάσματα που επιστρατεύει ο λογοτέχνης ως μέσον εμπλουτισμού, ούτε με βεβαιτητα μπορούμε να διακρίνουμε κάποια ειρωνεία ή σαρκασμ ή κοινωνική κριτική ή δογματική προκατάληψη. O ίδιος μάλιστα ο αφηγητής στον «Πεθαμένο και την Aνάσταση», 1944, μας λέει: Δεν μπορώ να σ’ απαντήσω αν ειρωνεύομαι ή χι. Θα ’πρεπε να είμαι ένας μεγάλος, ένας απ’ αυτούς που βασίζονται στο μυαλ τους, στην εξυπνάδα τους και ξέρουν. Eγώ δεν ξέρω ούτε τι λέω ούτε τι γράφω. (σ. 21) Στο πρσωπο του ήρωα του ομώνυμου μυθιστορήματος «Aνδρέας Δημακούδης», παρουσιάζε-

ται ακριβώς αυτή η διαμάχη του εγώ με την απελευθερωμένη συνειδηττητά του, διαγράφοντας την τραγικτητα του ατμου. Oι λεπτομέρειες είναι αυτές που έχουν αξία. Xωρίς επιτηδεύσεις ο Δημακούδης σταδιακά και σε στιγμές τέλειας απογύμνωσης, έμμεσα πια, ανάγει στα μεγάλα ερωτήματα το τι είναι αγάπη, πατρίδα ή φιλία· και να τι έχει να πει για τη φιλία: Xρειαζταν μως να λέει πολλά και ασυνάρτητα, προκειμένου να φτάσει σε κάτι που μπορούσε να μοιάζει με σωστή αλήθεια (...) Eνιωθε ττε την ίδια λύτρωση με τους μεθυσμένους που σμπαραλιάζουν το νου τους πίνοντας, προκειμένου να νιώσουν μέσα τους την ανεξάρτητη, απ κάθε έννοια των συμφραζομένων και του περιεχομένου, θέρμη και ζέστη των λέξεων. Oι λέξεις ένιωθε να λιώνουν γεμίζοντας το στμα του, σχηματίζοντας μορφώματα γεμάτα κίνηση και ζωή, τη δική του ζωή και σάρκα, που αποτελούνταν απ’ λα σα μπορούσε να αγαπά. Oποιος, λοιπν, δεχταν ν’ ακούσει τα σα έλεγε, έπαυε να είναι ένα ξένο πρσωπο, ταυτίζονταν με την ίδια του την ύπαρξη. Hθελε να τον περιπτυχθεί, να γίνει νερ να πλαίνει ο άλλος τα πδια του, να γίνει ολκληρος ένα βαρύ πράγμα στην τσέπη του άλλου, του φίλου του. (σ. 100–101). Mε την ίδια τραγικτητα στον αγώνα του να προσεγγίσει το απροσδιριστο, ο Δημακούδης προσδεικνύει στο άλλο μεγάλο ερώτημα του τι είναι πατρίδα: Kανένα σχήμα λογικ δεν τον έπειθε τι ήταν δυνατν να περιλάβει σα έβλεπε. Eπειτα το ραμά του, κι αν ακμα μπορούσε να το ζωγραφήσει επακριβώς, τι σχέση

«Aστικές κατοικίες» απ το Hμερολγιο AΓET Oλυμπος–Hρακλής (τέμπερα, 1964. Συλλογή AΓET). Tο αρχοντικ δεξιά αναπλάθει το πατρικ σπίτι του Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.

μπορούσε να ’χει με την Eλλάδα, (...) αν το εικνιζε, δεν θα ήταν τίποτα, γιατί δεν ήξερε τον τρπο με τον οποίο θα μπορούσε ν’ ανασύρει σα κρυβντουσαν πίσω απ την τυχαία εικνα, χωρίς να είναι ορατά στα μάτια. Δεν είχε κανένα τρπο να στερεώσει τ’ ραμά του, που διαρκώς οι απ’ έξω αφορμές το κομμάτιαζαν. (σ. 57) Δεν πρκειται για μια αρνητική στάση εμπρς στο μεγάλο ερώτημα για το τι είναι πατρίδα, αλλά για ένα προσωπικ δίλημμα γεμάτο τραγικτητα, ανάλογο με αυτ του Θεφιλου: για το πού θα μπορούσε άραγε να βάλει ο ζωγράφος το άλλο πδι του καβαλάρη (που πέφτει πίσω απ το σώμα του αλγου) για να το κάνει να υπάρχει. Eύλογα θα ερωτούσατε: υπάρχουν σαφείς έννοιες για το τι είναι φιλία ή πατρίδα; H γνώμη μου είναι τι ο Πεντζίκης σαφώς ανάγει στην ενραση.

«O Πεθαμένος και η Aνάσταση» Tο δεύτερο εκτενές πεζογράφημα του Πεντζίκη είναι «O Πεθαμένος και η Aνάσταση», 1944. Eν τω μεταξύ έχει δημοσιεύσει αποσπάσματα του κειμένου και επίσης άλ-

λα μικρού μεγέθους πεζογραφήματα σε περιοδικά πως «Tο 3ο μάτι» και «Mακεδονικές Hμέρες» – βλέπε Σ. Σκοπετέα, Bιβλιογραφία N.Γ. Πεντζίκη (1935–1970), 1971. Eδώ έχουμε σε πρώτο πρσωπο ένα πεζογράφημα που ίσως αποτελεί συνέχεια του «Aνδρέα Δημακούδη». Σε καμιά περίπτωση τα έργα του Πεντζίκη δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν ως αυτοτελή. Eίναι μέρος μιας συνεχούς ροής, μιας αναζήτησης που ουδέποτε πληρούται. Aυτ που χαρακτηρίζει το δεύτερο πεζογράφημα, είναι το πώς ο αφηγητής οραματίζεται το πλάσιμο του θανάτου και της ανάστασης του ήρωα. Aλλά αφού ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ήρωα, φαίνεται να προσβλέπει στο να μας δώσει ένα σχήμα πως η λογοτεχνία είναι τρισυπστατη με την έννοια ενς ήρωα, του θανάτου του και ενς αφηγητή που ίσως θα μπορούσαμε να πούμε επωμίζεται την ανάστασή του. Tο πιθανν είναι τι λα αυτά ταυτίζονται και γι’ αυτ κυριαρχεί και η ανωνυμία, πως φαίνεται απ τα ίδια του τα λγια: Γονάτισα και ζήτησα την ανάσταση του νέου που αυτοκτνησε. Για να μπορέσω να συνδέσω τα παλιά με τα νέα, να εννοήσω το σχήμα, το

σχήμα μου, να υπάρξω. (σ. 82) Στην ταύτιση αυτή βρίσκει την απελευθέρωση. Mάλιστα στην υπερβασιακή αυτή κατάσταση (δηλαδή της ταύτισης ήρωα, θανάτου και αφηγητή) περνά στο ολοκλήρωμα, ταν γίνεται ένα με τον Xριστ και την Aνάσταση: Aποχή (και εννοεί αποχή απ τους καννες που είναι αναγκαίοι προκειμένου να αποκτήσει η ψυχή τη γαλήνη) είναι η οδς της ελευθερίας που σου επιτρέπει την αντίληψη της απλυτης υπστασης. Συμφωνεί με την παρουσία του κοινού και απανταχού Xριστού μέσα μας. Πση χαρά κι ευδαιμονία αυτή η άρνηση των εγκοσμίων, ο θάνατος. H απ’ εδώ γεύση και αίσθηση του μετέπειτα θανάτου που μας δίνεται. (σ. 93) Eίναι σαφές τι ταυτίζει αυτ που έχω ονομάσει «απουσία» με το θάνατο και σε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή έχει την αντίληψη του ολοκληρώματος «του κοινού και απανταχού Xριστού». Kαι μνο ττε μπορούμε να έχουμε την αίσθηση ή τη γεύση του μελλοντικού μας θανάτου με τη συμβατική έννοια. Eίναι σαν να λέει τι είναι αδύνατον να γνωρίζουμε το θάνατο σαν θάνατο, παρά μνο σαν ολοκλήρωμα, απροσδιριστο, πως

αντιλαμβανμαστε τον Xριστο σε απλυτη υπσταση.

«Mητέρα Θεσσαλονίκη» Στο πεζογράφημα «Mητέρα Θεσσαλονίκη», 1970, συνεχίζεται το φαινμενο της ρευσττητας του αφηγητή. Eδώ ξεκινώντας με ένα «ραμα επί τάσεως προς αυτοκτονία», δηλαδή με μια «αμφισβήτηση» και ένα αίσθημα αβεβαιτητας για τη μονιμτητα ή τη φθορά του κσμου γύρω του, σύντομα καταλήγει στην ταύτισή του με αυτν: «“Aλλά δεν είναι λγος να πεθάνω”, σκέφτεται. “Θα κάμνω τη ζωή μου στη Θεσσαλονίκη”». (σ. 8) Oι λεπτομέρειες που συναπαρτίζουν την υπσταση της Θεσσαλονίκης για τον αφηγητή (δηλαδή τα τοπία της, τα ληξιαρχεία της, οι αγορές της κ.λπ.), γίνονται αιτία για να πει «Mητέρα πλη με τα πρσωπα που σε κατοικούν, κατοίκησαν και θα κατοικήσουν αδελφώνω και υπάρχω». (σ. 43) Tο σχήμα της πεντζικικής σκέψης δεν προέρχεται απ ένα μεμονωμένο χώρο, πως λγου χάρη τα Συναξάρια ή την παράδοση της Oρθοδοξίας, ούτε νομίζω τι λειΣυνέχεια στην 12η σελίδα KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

11

H ομάδα του περιοδικού «Mακεδονικές Hμέρες». Kαθιστοί (απ αριστερά): Γ.Θ. Bαφπουλος, B.N. Tατάκης, Π. Σπανδωνίδης, Aλκ. Γιαννπουλος, Γιώργος Δέλλιος. Oρθιοι: Tάκης Bαρβτιτσιώτης, Γιώργος Θέμελης, Στρατής Δούκας, N.Γ.Πεντζίκης, Στέλιος Ξεφλούδας, Aντ. Λεβή. (Aναμνηστική φωτογραφία του 1938, επ’ ευκαιρία της αναχώρησης των Tατάκη και Γιαννπουλου για Aθήνα). Συνέχεια απ την 11η σελίδα

τουργεί αποσπασματικά, πως έχουν πει μερικοί κριτικοί με την αιτιολογία τι κάπως έτσι λειτουργεί η συνειρμική γραφή. O Πεντζίκης είναι ασκημένος να βλέπει σε καμπύλες, πως είναι ο θλος του ουρανού, και να αντιλαμβάνεται το «μοιον» με την πλήρη φιλοσοφική έννοια. Tο πεζογραφικ έργο του Πεντζίκη θέλει εξοικείωση για να μπορεί κανείς να φτάσει στο «επέκεινα» (βλέπε μελέτημα του αρχιεπισκπου Aυστραλίας Στυλιανού, «O Πεντζίκης του επέκεινα και του ενθάδε», 1994). Eξαιρετικά εύστοχη βρίσκω και την παρατήρηση του Σεφέρη ταν λέει για «Tο Mυθιστρημα της κυρίας Eρσης», 1966 –που είναι ίσως το περιεκτικτερο απ τα πεζογραφήματα του Πεντζίκη–, πως «H Eκκλησία μας τνισε πολύ περισστερο την απαγρευση, και δεν την βλέπω να υιοθετεί εύκολα την ολοκληρωτική παραδοχή που θαυμάζει κανείς στον N.Γ.Π.» (βλ. Iγνάτιος Tρελς [ψευδώνυμο Σεφέρη], Oι ώρες της “Kυρίας Eρσης”, 1973, σ. 40). Kλείνοντας αυτ το μικρ σημείωμα θέλω να προσθέσω τι ο Πεντζίκης έχει γράψει πολλά πεζογραφήματα που δεν ανέφερα, άλ-

12 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

λα σαν λογοτεχνία, άλλα σαν κριτική, και άλλα σαν εξομολγηση. Oι συγγραφείς τις Θεσσαλονίκης σήμερα, παρατήρησα τι τον αναγνωρίζουν ως καλύτερ τους. Mια τέτοια γενική αποδοχή δεν είναι συνηθισμένο φαινμενο σε μια συ-

ντεχνία. H προσεγγισιμτητα στο έργο του Πεντζίκη καθορίζεται απ την ικαντητα του αναγνώστη να εκτιμήσει τη γλώσσα και τη λεπτομέρεια, αλλά επίσης και το απογύμνωμα του ατμου στον αγώνα για αυθεντικτητα, έξω απ τους κώδικες αντικειμενικοποίησης, ταν φτάνει κανείς σε μια υπαρξιακή συνειδηττητα, ανάλογη με αυτή του Πεντζίκη που ρωτάει: Ποιος είμαι; Δεν πιστεύω στη μορφή που παρουσιάζει ο καθρέφτης. Tο είδωλο, πως κι αν φωτιστεί μ’ αρετή ή με κακία, δεν υπάρχει. H ιστορία της συνείδησης του είναι, μακριά και ατέλειωτη, δυσκολεύεται να συντάξει, στο σχήμα μιας ατομικής ανθρώπινης μορφής, λο το σκρπιο κομματιαστ αντιθετικ αντιφατικ υλικ. [Mητέρα Θεσσαλονίκη, σ. 27]

Συμπεράσματα

«Mητέρα Θεσσαλονίκη». Πρωτοκυκλοφρησε το 1970 απ τις εκδσεις «Kέδρος» με εξώφυλλο–πίνακα του ίδιου του Πεντζίκη.

Για τον Πεντζίκη η έκφραση αποτελεί επίφαση. H ουσία παραμένει απροσδιριστη και αδυνατούμε να την αντικειμενοποιήσουμε για να την κατανοήσουμε. Στο παιχνίδισμα της έκφρασης ζούμε την τραγικτητα της αδυναμίας μας με επαναλήψεις και λεπτομερείς περιγραφές αντικειμένων και αισθημάτων. Δεν είναι πουθενά σαφές τι

ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει την ουσία. Eπίφαση είναι και το παιχνίδι του αφηγητή να οδηγεί τον ήρωα ή τον εαυτ του στο θάνατο και στην ανάσταση. Παράλληλα, η επιθυμία του ανθρώπου να παίξει ένα ρλο έξω απ τον εαυτ του, έξω απ το εγώ του, υποδεικνύει μια κατάσταση που ίσως είναι εγγεγραμμένη στον άνθρωπο γενικά, αν σε στιγμές ρευσττητας μπορεί να ταυτίζεται ή να αδελφώνεται με τα πράγματα ή το χώρο. Nομίζω τι είναι μια κατάσταση συνειδηττητας που αντιπαρέχεται τη μικρτητα του εγώ με τη συμβατική έννοια. Σε αυτή την κατάσταση συνειδηττητας ως αντανάκλαση στο χώρο της ενρασης συμμετέχουμε στο απροσδιριστο χωρίς να μπορούμε να το κατανοήσουμε. Eδώ υπονοείται τι το μικρ μάτι που ατενίζει τη λεπτομέρεια έχει την ίδια φύση με ,τι αποκαλούμε κοσμικ (μνο το ηλιοειδές μάτι μπορεί να ατενίσει τον ήλιο, πως έλεγε ο Πλωτίνος). Eδώ έγκειται η φιλοσοφική έννοια του «μοιου» στην οποία φαίνεται να υπακούει ο N.Γ. Πεντζίκης. H περίπτωση του αναγνώστη δεν υπεισέρχεται στα ενδιαφέροντα του συγγραφέα για τον Πεντζίκη.

Kντογλου και Πεντζίκης Kοινά σημεία αλλά και διαφορές στο έργο των δύο δημιουργών τους Γάλλους maudits, ο Πεντζίκης διαμορφώνει ένα καταπληκτικ ενορατικ σύστημα πρ σληψης, ερμηνείας και χρήσης του κ σμου, μια παράξενη νοητική σο και αισθητηριακή λειτουργία διάλυσης και ανασύνθεσής του θεμελιωμένη πάνω σε μια εντελώς επαναστατική ανάγνωση των Πατέρων, του Συναξαριστή και των βυζαντινών χρονογράφων, λα αυτά σε συνδυασμ με τον μηχανισμ της παραισθητικής ανάμνησης, του «συνειδησιακού κύματος», του υπερρεαλιστικού ονειρισμού, καθώς και την αισθητική του απίθανου, του ανακ λουθου, του θρυμματισμένου, του γραμματικού και λεκτικού αποκρυφισμού, που στηρίζεται η νέα ποίηση και λογοτεχνία. O Kίργκεγκαρντ, ο Mαλαρμέ, ο Pεμπ , ο σουρεαλισμ ς, οι συγγραφείς τού «εσωτερικού μονολ γου», φανερώνονται μπροστά στα μάτια του να εκφράζουν αναζητήσεις που κινούνται μέσα στο πλαίσιο εν ς αλλ κοτου «μεσαιωνισμού», σε εξωκοινωνικ και θλιμμένο κλίμα ψυχισμών αποσυρμένων απ την αστική νοοτροπία της Tέχνης και του Ωραίου, που οδηγούνται σε υπερλογικές πνευματικές και αισθητικές μορφές, αντιδράσεις εξτρεμιστικών ή και νευρασθενικών συνειδήσεων που δοκιμάζονται απ το ατομικ αδιέξοδο του Mηδεν ς, το οποίο μοιάζει να γίνεται γι’ αυτούς η θύρα εισ δου σε μια –τι περίεργο– α ρατη διάσταση ζωής, πέρα απ την ορθολογική ιεράρχηση των πραγμάτων που επί τ σους αιώνες προπαγανδίστηκε απ τον ουμανισμ ως ωφέλιμη για τον άνθρωπο.

Tου Στρατή Πασχάλη

O Φώτης K ντογλου και ο Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης είναι δύο προσωπικ τητες εκ διαμέτρου διαφορετικές. Tο παράξενο είναι τι στη συνείδηση των περισσοτέρων μας υπάρχει κάτι που τους συνδέει, κάνοντάς τους να μοιάζουν περιπτώσεις συγγενικές – κι αυτ , φυσικά, είναι η Oρθοδοξία και το Bυζάντιο. Tι σημαίνουν μως για τον K ντογλου και για τον Πεντζίκη οι δύο αυτές αξίες και πώς λειτουργούν σαν άξονες μέσα στο έργο τους και σε σχέση με την ιδιοσυγκρασία του καθεν ς;

Eλληνορθδοξος πολιτισμς O K ντογλου αντικρίζει τον βυζαντιν και μεταβυζαντιν κ σμο με βλέμμα ρομαντικ , μέσα απ έναν τραχύ αλλά και οικείο εξωτισμ . Προσπαθεί να ξαναζωντανέψει αυτ ν τον κ σμο, να τον αναστήσει ακέραιο. Nιώθοντας αποστροφή για τη Δύση, ιδιαίτερα για τον τρ πο με τον οποίο στα μεταεπαναστατικά χρ νια είχε αρχίσει να «εισάγεται» ραγδαία στην Eλλάδα, κάνει τα πάντα για να διασώσει μια μεγάλη παράδοση απ τη βλαβερή, πως πιστεύει, ξεν φερτη επιρροή, συντείνοντας έτσι με το έργο του, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ακ μα και στρατευμένο, στη διατήρηση και την αναγέννηση του αυθεντικού καταγωγικού χαρακτήρα, ιδρύοντας, ουσιαστικά, ένα βυζαντινιστικ δ γμα, βαθιά συντηρητικ , αν το δει κανείς στενά ιδεολογικά, πολύπλευρα ενδιαφέρον, αν το δει έξω απ τη γραφικ τητα με την οποία ηθελημένα και κάπως προσποιητά θέλησε ο ίδιος να το περιβάλει. Eχοντας επηρεαστεί απ διάφορες ευρωπαϊκές πνευματικές προσωπικ τητες και αισθητικά ρεύματα, είτε τα απωθεί είτε τα αλλοιώνει, ταν μιλάει γι’ αυτά άμεσα ή έμμεσα, περνώντας τους την πατίνα της λαϊκ τροπης εκφραστικής του. O K ντογλου, στη βάση του, είναι μια μορφή φανατική, που πιστεύει στη διαμ ρφωση εν ς σύγχρονου καθαρά ελληνορθ δοξου πολιτισμού, με θεοκεντρικ χαρακτήρα, και αυστηρά παραδοσιακά πρ τυπα, είναι ένας ιδι τυπος αισθητής που πολέμησε τον κοσμικ αισθητισμ , ένας βαθύς νοσταλγ ς του ανατολίτικου θρύλου, ένας προικισμένος με ταλέντο αριστοτέχνης που έφτιαξε μια γλώσσα, εικαστική και λογοτεχνική, εξεζητημένα πρωτ γονη, ένας μάστορας που επαναφέρει, με κάποια απ κρυφη νεωτεριστική αφαιρετικ τητα, τις πλαστικές μανιέρες της βυζαντινής εικο-

Yπαρξιακή ερημία «Aρχάγγελος Mιχαήλ» (τέμπερα, μετά το 1980).

νογραφίας, ένας εν τέλει γνήσιος πουριστής.

Eνα «νέο Bυζάντιο» Aντίθετα, ο Πεντζίκης είναι βαθιά υπαρξιακ ς, μηδενιστής και «εικονοκλάστης». Δεν πιστεύει σε κανεν ς τύπου αναβίωση ή διατήρηση. Oι προθέσεις του είναι στη ρίζα τους ακραίες και ανατρεπτικές. Tον τρ πο με τον οποίο προσεγγίζει τον ανατολικ Mεσαίωνα δεν τον διακρίνει ούτε ίχνος οριενταλιστικής νοσταλγίας. Aν ο K ντογλου ξαναζωντανεύει, μοια με μάγο απ τη Mικρασία, την ιερατική αυστηρ τητα της Aνατολής και το αδρ συναξάρι της Pωμιοσύνης, προβοκάροντας την κούφια αθηναϊκή αυταρέσκεια, ο Πεντζίκης, καθώς συναισθάνεται την ισχυρή μεταμορφωτική ενέργεια που περικλείει η Oρθοδοξία, μαζί με την απερι ριστη αποδοχή της για τα πά-

ντα που αγγίζει, πολλές φορές ακ μα και τον εξωφρενισμ , επιλέγει να σταθεί θαρραλέα στο κέντρο της εποχής του και να ζήσει, να νιώσει, να μιλήσει με την πεποίθηση τι ο σύγχρονος κ σμος του προσφέρει λα τα δεδομένα για να συλλάβει, να βιώσει και να φανερώσει, με τρ πο ασυνήθιστο, αλλά συνάμα και ζωνταν , ένα «νέο Bυζάντιο». Mέσα απ διαδικασίες εντελώς ξένες προς τον παραδοσιοφανή ιδιομορφισμ του K ντογλου, διαδικασίες που εκπηγάζουν απ τον ευρωπαϊκ νιχιλισμ και μοντερνισμ , αποκαλύπτει ένα Bυζάντιο εκκεντρικ , εγκεφαλικ , μυστικιστικ , νομιναλιστικ , παράδοξο, παράλογο, σχιζοφρενικ , αλλά ταυτ χρονα πραγματιστικ και υλιστικ μέσα στον υπερβατισμ του. Eπηρεασμένος βαθιά απ τους χριστιανούς υπαρξιστές, τους Pώσους μεταφυσικούς στοχαστές και

O Πεντζίκης είναι σα να βλέπει στο σύγχρονο συναίσθημα του κενού και της απ λυτης υπαρξιακής ερημίας, στον εκφυλισμ του ανθρωπιστικού κ σμου, το ιδανικ έδαφος που θα μπορούσε να βλαστήσει, λυτρωτικά και αναστάσιμα, η ένθεη χριστιανική παράκρουση, που με το Bυζάντιο δεν γνωρίσαμε παρά μ νο μία της εκδοχή. Σε αντίθεση με τον K ντογλου, το σύστημά του δεν υπ σχεται καμία απολύτως ασφάλεια, δεν φτιάχνει ιδεολογία και προπαντ ς δεν επιδέχεται την ανάπτυξή του σε στυλ, αφού η οποιαδήποτε μίμησή του θα φάνταζε εντελώς γελοία, κι εφ σον η στάση του τ σον ως την τέχνη σο και ως προς οποιαδήποτε μορφή εγκ σμιας κοινωνίας, έστω και χριστιανικής, είναι ακυρωτική και διαλυτική. Eν κατακλείδι, και με δύο λ για, θα μπορούσαμε να πούμε, κάπως τολμηρά, τι αν η ραση του K ντογλου είναι απλά και μ νο θρησκευτική, τ τε του Πεντζίκη είναι, με την ευρύτατη έννοια, μυστική. KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

13

N. Γ. Πεντζίκης

Γ. Kιτσπουλος

Z. Kαρέλλη

T. Iατρού

K. Tσίζεκ

Γ. Θέμελης

Γ. Δέλιος

Στ. Ξεφλούδας

Tα σκίτσα των βασικών συνεργατών, ομοιμορφα, στο σχήμα και τις διαστάσεις φωτογραφίας ταυττητος, διευθετούντο σε παράθυρο μέσα στο κείμενο και σταθερά συνδευαν τις συνεργασίες.

O «Kοχλίας» του Πεντζίκη Ως μέλος της συντακτικής ομάδος του πρωτοποριακού περιοδικού, η συμβολή του ήταν καθοριστική Tης M. Θεοδοσοπούλου

ΠOΛΛEΣ και εγκωμιαστικές οι κρίσεις για το περιοδικ «Kοχλίας» και αναμφίβολα μελλοντικά θα γραφτούν ακμη περισστερες1, μια και αυτή η βραχύβια έκδοση αποτελεί ένα πρτυπο περιοδικ, ακμη και σήμερα, μισ αιώνα αργτερα. Σε μια μετέωρη εποχή, αμέσως μετά τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ταν οι φεις του Eμφυλίου εξακολουθούσαν να σέρνονται στη χώρα και να τη δηλητηριάζουν, στη Θεσσαλονίκη εκδίδεται ένα περιοδικ που ευθύς εξ αρχής εμφανίζεται πρωτοποριακ. Oι πρώτες αντιδράσεις υπήρξαν αντιφατικές. Δεκαετίες αργτερα θα το αποκαλέσουν μοντέρνο, ι-

διμορφο και εκλεκτικ. Iδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η οπτική του Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, πως καταγράφηκε στις σελίδες του «Kοχλία». Γιατί, αν και δεν υπήρξε ούτε εκδτης ούτε διευθυντής του περιοδικού, σχεδν ταυτίστηκε μαζί του. Tον Iανουάριο του 1947, ταν ο πρώτος χρνος του περιοδικού έχει ήδη κυλήσει, ο Πεντζίκης επενδύει με παραστατικές εικνες τα αισθήματα που του εμπνέει ο «Kοχλίας». Σαν θηλυκ σπίτι, έβλεπε το περιοδικ. Δηλαδή, σπίτι άνετο, σε αντίθεση με εκείνα τα πρωτγονα, αρσενικά σπίτια, που το άτομο νοιώθει στερημένο και τρομοκρατημένο. Aκμη παραστατικτερα, μια θηλυκή πολυκατοικία, διαρρυθμισμένη έτσι που να

εξυπηρετεί σο το δυνατν καλύτερα λες τις ανάγκες του ατμου. Σε αυτήν του παραχώρησαν μια κάμαρη και η συγκατοίκηση αποδείχθηκε ιδεώδης. Eτσι δέχθηκε να εγκαταλείψει την αρχαία καλύβα που καθταν άλλοτε. Πλάγιος υπαινιγμς για το φαρμακείο στον αριθμ 112 της Eγνατίας οδού, το εντευκτήριο που έρχονταν οι άνθρωποι σαν σαστισμένα πουλιά κι έπεφταν στην πρτα του. Kάπως έτσι είχε έρθει και ο Στρατής Δούκας, το χειμώνα του 1931. Oμως τον Στρατή τον έχασε, καθώς έχασε κι άλλους ανθρώπους. Hδη, το 1937, «Tο 3ο μάτι», ένα άλλο πρωτοποριακών τάσεων περιοδικ του Mεσοπολέμου, στην Aθήνα,

(Oκτ. 1935–1937), στο οποίο ο Πεντζίκης υπήρξε εκλεκτς φιλοξενούμενος, έκλεισε2. Tτε εμφανίστηκε ο Γιώργης ο Kιτσπουλος. Για δέκα χρνια ερχταν και ξαναερχταν στην καλύβα, απ το 1936 που γνωρίστηκαν. Eκεί ποτιζταν με την παραμυθία ενς ιδεατού περιοδικού, καταπώς την έκλωθαν για καιρ στην αλληλογραφία τους ο Πεντζίκης και ο πρεσβύτερς του Δούκας.

Πρώτο τεύχος Tελικά, το φθινπωρο του 1945, τρεις φίλοι και συμμαθητές, ττε γύρω στα 25, σχεδιάζουν και πρακτικά το περιοδικ: O Δραμινς ζωγράφος, ήδη μάστορας γραφίστας, Γιάννης Σβορώνος, ο Λευτέρης Kονιρδος, με φιλοσοφικές τάσεις και συνάμα αρκετά εύπορος ώστε να αντέχει τη δαπάνη της έκδοσης και ο Γιώργης Kιτσπουλος, μλις εκκολαπτμενος διηγηματογράφος. Tο πρώτο τεύχος κυκλοφορεί Δεκέμβριο 1945, με ένα τίτλο που σε πολλούς φάνηκε παράξενος και αντιφατικς. «Kοχλίας», λέξη δίσημη και άκρως περιεκτική. Mια ελικοειδή σπείρα σχεδίασε για σήμα του περιοδικού ο Σβορώνος. Kαι πράγματι, πως η ανοιχτή καμπύλη του κοχλία είναι η συνισταμένη δύο κινήσεων, έτσι και το περιοδικ στάθηκε ο αρμονικς συνδυασμς της ατομικής αναζήτησης με τις ανησυχίες της συντροφιάς. Ξεκινώντας απ τον εσωτερικ χώρο του υποκειμένου, ανοίγεται στη φιλοσοφία, τις εικαστικές τέχνες και τη λογοτεχνία. Oμως υπάρχει και η άλλη σημασία της λέξης: κοχύλι, έκβρασμα της θάλασσας. Oπως στο κοχύλι αντιβουίζει η θάλασσα, στον «Kοχλία» ακούγεται καθαρά η υπαρξιακή αγωνία.

Παρασκιές

Tο λογτυπο του «Kοχλία». Mία ανοιχτή ελικοειδής σπείρα, πως το σχεδίασε ο Γιάννης Σβορώνος.

14 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

Eυθέως ο Πεντζίκης δεν ομολογεί, πσο κεντρική για το περιοδικ ήταν η θέση της κάμαρής του. Ωστσο, τον πρώτο χρνο, ταν ο «Kοχλίας» εμφανίζει την πλέον συντεταγμένη μορφή του, οι τελευταίες σελίδες, ανυπγραφες, φέρνουν τον χαρακτηριστικ τίτλο «Παρασκιές». Mεταξύ φωτεινού και σκιερού χώρου, ανάμε-

σα στο έργο και τη σκια που αφήνει στην ψυχή, τοποθετείται ο σχολιασμς για κείμενα και συγγραφείς και εμμέσως φανερώνεται το σκεπτικ επιλογής τους. Aναδρομικά, μλις στο 16ο τεύχος, ο Πεντζίκης παραδέχεται πως ουσιαστικά αυτς συγγράφει τις «Παρασκιές». Eδώ μάλλον βρίσκεται η κάμαρή του και πράγματι, μοιάζει να είναι το διευθυντήριο ή πιο σωστά, το μαγειρείο του περιοδικού. O «Kοχλίας» παραχωρεί τις περισστερες σελίδες του σε μεταφράσματα. Aγνωστοι, έως ττε στην Eλλάδα, ξένοι συγγραφείς παντρεύονται με τον Πλωτίνο και το βυζαντιν πνεύμα. Ωστσο, ο Πεντζίκης και ο κύκλος μεμυημένων δεν ενδιαφέρονταν να γνωρίσουν στην Eλλάδα την νεωτερική ευρωπαϊκή γραφή. Tουλάχιστον δεν ήταν αυτή η βασική έγνοιά τους. Eκείνη την εποχή βρίσκονταν σε μια διπλή αναζήτηση, υπαρξιακή και συγγραφική. Γι’ αυτ και εντρυφούν, απ τη μία, σε ειδωλολάτρες και χριστιανούς, σε ακλαστους και ασκητές. Kαι απ την άλλη, σε στυλίστες του 16ου αι. αλλά και χιουμορίστες του 19ου, μέχρι τον Tζυς, το κατ’ εξοχήν σχολείο καθαρτητας ύφους. H ίδια η πράξη της μετάφρασης προβάλλει σαν γύμνασμα γραφής. Kατά καννα, δύο ή και περισστεροι συνεργάτες μαστορεύουν την ελληνική απδοση. Mε πλήρη επίγνωση της δυσκολίας που συνεπάγεται η κοινωνία του ύφους, η απδοση αποσπασμάτων του «Oδυσσέα» –η μοναδική στην οποία μετέχουν λοι οι στενοί συνεργάτες– χαρακτηρίζεται «μεταφραστική προσπάθεια». Kορύφωση αυτής της αναζήτησης για τον ίδιο τον Πεντζίκη, αποτελεί η μετάφραση του διηγήματος «O Iγκιτουρ» του Στέφαν Mαλλαρμέ μαζί με το συνοδευτικ κείμενο3.

Συγκάτοικοι Tις υπλοιπες σελίδες καλύπτουν οι συγκάτοικοι του θηλυκού σπιτιού, με κείμενα λυρικά, αμιγώς υπαρξια-

O ζωγράφος και γραφίστας Γιάννης Σβορώνος, ένας απ τους τρεις εκδτες του «Kοχλία», σε ολοσέλιδο σκίτσο του Γιώργη Kιτσπουλου. Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 12, Nοέμβρης 1946.

κά και σε πείσμα των καιρών καθλου κοινωνικά. Tην ιεράρχηση των συνεργατών μας την δίνει ο Πεντζίκης στο παραμύθι του, «Tο Bασιλπουλο που δεν βλέπει ούτε ακούει». Kατ’ αρχήν, περιγράφει τα δικά του γραπτά, πως θα το κάνει και αργτερα στο βιογραφικ σημείωμα, αυτ που συνοδεύει τα βιβλία του. Aμέσως μετά έρχεται ο Γιώργης Kιτσπουλος, που στρέφεται στη φαντασία και το νειρο, απελπισμένος, γιατί δεν βρίσκει τρπο να επικοινωνήσει. Tον Γιάννη Aδραστο ο Πεντζίκης δεν τον μνημονεύει, μια και πρκειται για το alter ego του Kιτσπουλου. Mια απ τις γοητευτικτερες ιστορίες ψευδωνυμίας της λογοτεχνίας μας που έχει ελάχιστα προσεχθεί. O συγγραφέας Kιτσπουλος συνομιλεί

Σχέδιο του Γιάννη Σβορώνου στο 1ο τεύχος του «Kοχλία». O N. Γ. Πεντζίκης συνοψίζει την εντύπωση που προκαλούν τα σχέδιά του: η γραμμή του παραμορφώνει και ανάγει το αίσθημα... ζητεί επαφή με στοιχεία των αρχαίων μύθων.

Oλοσέλιδο σκίτσο του N. Γ. Πεντζίκη στο 4ο τεύχος, Mάρτιος 1946. Eνα αινιγματικ πρσωπο συνοδεύει το πεζογράφημά του, «Nεαρά κρη», που σήμερα βρίσκεται, σε λίγο διαφορετική εκδοχή, μαζί με άλλα κείμενά του στο βιβλίο «Συνοδεία».

και διαπληκτίζεται με το λογοτεχνικ του προσωπείο, τον Aδραστο. O Γιάννης Σβορώνος, αμιγής και αυστηρς στην τεχνική, με γραμμή που παραμορφώνει και ανάγει το αίσθημα. O Λευτεράκης Kονιρδος ανάμεσα στους πρώτους, παρλο που δεν μετέχει. O Kάρολος Tσίζεκ ξένος μέσα σε περιβάλλον ξερ για τα αισθήματα. Σύμφωνα με τον Πεντζίκη, ο τπος μας δεν του έδωσε το κατάλληλο έδαφος να ριζώσει τη φαντασία του. Kι μως, ήδη απ ττε, εμφανίζεται δισχιδής, πως ειρωνεύεται τη μοναξιά του με πεζά και σχέδια. O Γιώργος Θέμελης με αγωνία περισστερο συναισθηματική παρά εγκεφαλική. O Tάκης Bαρβιτσιώτης, άτομο λεπταίσθητο, σε μεταφυσική αναζήτηση. Kαι ακμη, ο Tάκης Iατρού, νέος με αντρίκιο αίσθημα, γράφει και ζωγραφίζει με τη συγκινημένη αμεστητα του καθημερινού. Tελευταίους αναφέρει ο Πεντζίκης γι’ αυτν τους σημαντικτερους. Tον Στρατή Δούκα κι ας εμφανίζεται στον «Kοχλία» με ένα και μοναδικ σχέδιο και την αδελφή του Zωή Kαρέλλη, κυρίαρχη παρουσία και στα 22 τεύχη. Συμμετέχει με κείμενα διαλογισμού και ποιήματα. O Πεντζίκης τα δέχεται σαν καθαρή ομιλία ανθρώπινη, που αναγνωρίζει τη συγγένεια της φωνής. Yπάρχουν και άλλοι συνεργάτες που μως δεν τους νοιώθει συγκάτοικους. Παλαιοί γνώριμοι απ τις «Mακεδονικές Hμέρες», ο Ξεφλούδας, ο Δέλιος, ο Aλκ. Γιαννπουλος. Aκμη ο ζωγράφος Nικ. Σαχίνης και ο νεώτερος ποιητής Γ. Στογιαννίδης. Δεν λείπουν και οι φιλοξενούμενοι απ την Aθήνα, ο T.K. Παπατζώνης, ο Zήσης Oικονμου και αργτερα, ο Pένος Aποστολίδης, ο Aρης Δικταίος, ο Tάκης Σινπουλος και ο Γ.Γ. Σφακιανάκης. Στα 10 τεύχη του δεύτερου χρνου δεν υπάρχουν

πια «Παρασκιές». O Πεντζίκης απλώνει τις κρίσεις του σε αυτοτελή κείμενα. Mάλιστα, σχολιάζει εκτενέστερα τη ζωγραφική και παρουσιάζει τον Γκίκα, τον Παπαλουκά, την Aγλαΐα Παπά, τον Aγ. Aστεριάδη, τον Tσαρούχη και τον Mπουζιάνη.

Xωρίς προειδοποίηση O «Kοχλίας» σταματά την έκδοσή του χωρίς προειδοποίηση. Για το τέλος του περιοδικού δεν υπήρξε κάποια δικαιολογία πέραν των αντίξοων καιρών. Oμως υπάρχει ένα γεγονς. Στις 15 Iανουαρίου 1948, ο Πεντζίκης αποφασίζει μια ακμη μετοικεσία. Nυμφεύεται. Aπ μια άποψη μπορεί να αποτελεί και άλμα ανεξαρτοποίησης. Tο 1983, ο «Kοχλίας» ανατυπώθηκε σε σώμα, ώστε να διασωθεί απ τη λήθη και να φτάσει στα χέρια των νεώτερων. Σήμερα, αποτελεί πλέον ένα μύθο πως λίγο πολύ και ο ίδιος ο Πεντζίκης. Παραμένει μως αμφίβολο, πσοι είναι εκείνοι που εντρυφούν στις σελίδες του. Σημειώσεις: 1) Πρκειται να εκδοθεί το βιβλίο του Kώστα Kουρούδη, με τίτλο, «Tο περιοδικ KOXΛIAΣ, Θεσσαλονίκη (1945–1948)», απ τις εκδσεις «Mπιλιέτο». Σύμφωνα με την προαγγελία περιέχει το ιστορικ του περιοδικού, βιβλιογραφία και συνεντεύξεις των βασικών συνεργατών. 2) Eνδιαφέρον θα παρουσίαζε η σύγκριση των δύο περιοδικών. Tα αισθητικά δγματα που εισήγαγαν για πρώτη φορά στην Eλλάδα και τα κρυφά νήματα που τα συνέδεαν, έχοντας ως ενδιάμεσο τις «Mακεδονικές Hμέρες». 3) Πολύ αργτερα, μλις το 1983, εκδθηκε αυτοτελώς. Πάντως, η δημοσίευσή του στο 18ο τ.χ. του «Kοχλία», τον Iούνιο του 1947, πέρασε απαρατήρητη. Mάλιστα, ταν το 1948 ο Kαίσαρ Eμμανουήλ μεταφράζει τον «Iγκιτουρ», ο Kλέων Παράσχος σε άρθρο του στη «Mακεδονία» την χαιρετίζει ως την πρώτη απδοση στα ελληνικά. KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

15

H σημειογραφία εν ς αδιεξ δου Ψηφαρίθμηση, η ιδι μορφη τεχνοτροπία που χρησιμοποίησε ο N.Γ. Πεντζίκης

«Eκ του ευανθούς λειμώνος των Συναξαρίων. Oι Aγιοι της 10ης Iουνίου». Σινική, κραγινια, ακουαρέλλα, 1971. Συλλογή Γ.N. Πεντζίκη. Eνα απ τα πρώτα δείγματα ψηφαρίθμησης (φωτ. Φ. Σαρρή/ΦAOΣ). Tης Nίκης Λοϊζίδη Kαθηγήτριας Iστορίας της Tέχνης στο Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

TON N. Γ. ΠENTZIKH δεν έτυχε να τον γνωρίσω προσωπικά και για αρκετά χρνια, έχοντας μια μάλλον ασαφή εντύπωση για το έργο του, τον θεωρούσα ως ένα ερμητικ ιδίωμα της καλλιτεχνικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρω αν έπαιξε ρλο το γεγονς τι εδώ και μια δεκαετία διδάσκω στην πλη αυτή ή αν άλλοι λγοι, λιγτερο συμβατικοί, συνέτειναν στο να προ-

16 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

σέξω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το έργο του. Oμολογώ, ωστσο, τι δεν μου είναι δυνατν να συμμεριστώ τη συγκίνηση εκείνων που τον έζησαν απ κοντά και διδάχτηκαν, πως ομολογούν, απ την προσωπικτητα και την τέχνη του, αλλά ούτε μπορώ να συμφωνήσω και με εκείνους που τον είδαν απλώς ως μονομανή εκδοχή του ελληνο-ορθδοξου μυστικισμού. Oμως, σο και αν αυτ δείχνει νοηματικά οξύμωρο, η δεύτερη αυτή ερμηνευτική άποψη για το έργο του Πενζίκη, μου ερεθίζει περισσ-

«Aυγούστου δ΄· των επτά αγιασμένων παίδων» (τέμπερα, 1969. Συλλογή Π. Παπασαραντπο

πουλου).

«Mακετία Nύμφη» (τέμπερα, 1967).

τερο το ενδιαφέρον. Kι αυτ γιατί προκαλεί τη διάθεση μιας διερεύνησης, χι ακριβώς της ιδιμορφης τεχνοτροπίας που χρησιμοποιεί, αλλά του ιδεολογικού υπβαθρου πάνω στο οποίο στηρίζονται οι τεχνικές του μέθοδοι. Kατά τη γνώμη μου, το λογοτεχνικ και εικαστικ έργο του Πεντζίκη αποτελεί ένα ιδίωμα μέσα στην ήδη υπάρχουσα ιδιαιτερτητα της νεο–ελληνικής τέχνης, με μια μως σημαντική διαφορά: η ευρηματική σημειογραφία του –αναφέρομαι περισστερο σε σχέδια με σινική μελάνη της δεκαετίας του ’70– ενώ παρακολουθεί μερικές απ τις βασικές κατευθύνσεις του μοντερνισμού, κυρίως ως προς το χρώμα, ταυτχρονα εφαρμζει ένα ιδεώδες καλλιτεχνικής σκέψης και πράξης εκ διαμέτρου αντίθετο με το δυτικ ορθολογισμ.

Ψηφαρίθμηση Aν ο Πεντζίκης ήταν ένας λαϊκς ζωγράφος χωρίς τεχνοτροπικές υποψίες και προπάντων χωρίς γνώσεις γύρω απ τη μοντέρνα ευρωπαϊκή ζωγραφική, το πρβλημα θα ήταν τελείως διαφορετικ, ή μάλλον δεν θα υπήρχε. H εμμονή του στην εξαντλητική, αυτοσχέδια μέθοδο της ψηφαρίθμησης –ψηφιδογραφική και στιγμογραφική μεταστοιχείωση φράσεων, λέξεων και γραμμάτων απ συναξάρια, κοσμικά κείμενα, επιστολές, κάρτες και τοπωνύμια– θα μπορούσε λοιπν να ερμηνευτεί σαν μια προσπάθεια υ-

πέρβασης του προβλήματος, μέσα απ μια διαρκή άσκηση μοναστικής αυτοπειθαρχίας. Διάβασα κάπου τι «η ψηφαρίθμηση σαν μέθοδος ζωγραφικής έχει πρωτοπρο τον Πεντζίκη». Aν θυμάμαι καλά, η φράση αυτή ανήκει σε έναν απ τους μαθητές του που συνέχισαν για ορισμένο χρονικ διάστημα τη στιγμογραφική και ιδεογραμματική κατεύθυνση της ζωγραφικής του δασκάλου τους. Aν και μερικές απ αυτές τις μελέτες είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον –πως π.χ. τα σχέδια απ την πλη της Θεσσαλονίκης του Ξάνθιππου Bύσσιου στη δεκαετία του ’70– η κατοπινή στάσιμη τύχη της ιδιωματικής αυτής γραφής, δεν δικαιολογεί τον πολύ δυτικτροπο ρο του πρωτοπρου.

Kατάργηση της ατομικ τητας H πρωτοπορία υπήρξε ένα σύμπτωμα του δυτικού τρπου σκέψης και δράσης, που δεν ήταν δυνατ να συμβαδίσει με το θρησκευτικ και ιδεολογικ υπβαθρο των αναζητήσεων του Πεντζίκη. O μοντερνισμς της Δύσης εκφράστηκε μέσα απ τον εξεγερμένο ατομικισμ, τον συνεχή ανταγωνισμ και κυρίως με τη ναρκισσιστική ανάπτυξη του «εγώ» του καλλιτέχνη, ενώ το ιδίωμα του Πεντζίκη διατηρεί ακριβώς αντίθετο προσανατολισμ. Eπιχειρεί να καταργήσει την ατομικτητα του δημι-

ουργού και να συνδέσει την καλλιτεχνική διαδικασία με τους τρπους λειτουργίας της μυθικής σκέψης και της συλλογικής μνήμης. Στη δεύτερη κυρίως περίοδο του έργου του, ο πυκνογραφημένος χώρος των συνθέσεων με τέμπερα και κυρίως τα σχέδια με σινική μελάνη, προβάλλουν σημεία και συμβολικά σχήματα που επαναλαμβάνονται με τον τρπο του πιστού αντιγραφέα που αναπαράγει το συμβολικ νημα βυζαντινών εικνων ή ιδεογράμματων της σινο–ιαπωνικής τέχνης. Eνώ για το δυτικ κσμο η αντιγραφή θεωρείται απδειξη δημιουργικής ανεπάρκειας ή άσκηση συμμρφωσης μετά απ κάποια «τιμωρητέα» πράξη, για τον κσμο της Aνατολής, αποτελεί διαδικασία μύησης στα μυστικά της αυθεντίας. Tο εγχείρημα του Πεντζίκη δεν έχει καμία σχέση με την άγονη επανάληψη μορφικών τύπων της παράδοσης που διακρίνουμε π.χ. στη ζωγραφική του Kντογλου, μετά τον Δεύτερο Παγκσμιο Πλεμο. H εμμονή του στην αναζήτηση του απρσωπου κατέληξε –ενδεχομένως παρά τη θέλησή του– σε μια γραφή με χαρακτήρα τελείως προσωπικ. H έλλειψη προοπτικής για το ανορθδοξο ραμα αυτού του πιστού της Oρθοδοξίας, οφειλταν στο γεγονς τι δεν υπήρχαν πλέον οι προϋποθέσεις για να λειτουργήσει –ακμη και μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτισμικής περιφέρειας– ως γλώσσα κοινών μορφών και συμβλων. KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

17

Iδιρρυθμος μποέμ Hταν προσωπικ τητα πολύπλευρη με σπάνιο πνευματικ ανάστημα Tου Kάρολου Tσίζεκ

ΣE ΛIΓO θα έχουν περάσει τέσσερα χρνια απ ττε που μας άφησε. Θυμάμαι το ήρεμο πρσωπ του με τα άσπρα μαλλιά και τα άσπρα γένια που σε ξάφνιαζε στο άγγιγμα η κρυάδα του, κάτω απ’ τον τρούλο του ναού του Aγίου Eλευθερίου. Tο μνημσυνο στον Aγιο Aντώνιο, που μένουν η γυναίκα του Nίκη και ο γιος του Γαβριήλ κι έχει μεταφερθεί το αρχείο του. Tο μνημσυνο στο μοναστήρι του Eυαγγελισμού της Θεοτκου στην Oρμύλια, που στο νεκροταφείο του είναι θαμμένος, τη δεξίωση που ακολούθησε και τους λγους που εκφωνήθηκαν. Mια εκδήλωση σεμνή κι επιβλητική ταυτχρονα, σαν καθετί που ακτινοβολεί απ μια πηγαία δική του αίγλη. Tώρα νοιώθω κάπως σαν τον οδοιπρο που, καθώς ξεμακραίνει απ ένα ύψωμα, αντιλαμβάνεται καλύτερα το περίγραμμά του.

Πολύπλευρη προσωπικ τητα Oπως έγραψα στο «Παραμιλητ» (Oκτώβρης 1994) είχε ένα σπάνιο πνευματικ ανάστημα και μια προσωπικτητα τσο σημαντική και πολύπλευρη, ώστε φεύγοντας άφησε πίσω του και μέσα μου ένα κεν, που τίποτα δεν το γεμίζει. Kι αυτ παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες και ιδιοτροπίες του, που παίδευαν κυρίως τους γύρω του, αλλά δεν τον μείωσαν ποτέ στα μάτια μου. Hταν τσο πολύ ταυτισμένος με τη «Mητέρα Θεσσαλονίκη» ώστε θαρρείς πως την περιείχε ολκληρη. Tο τονίζω γιατί μου φαίνεται τι η Θεσσαλονίκη σαν Πολιτιστική Πρωτεύουσα ελάχιστα σήμερα τον περιέχει. Hταν ικανς να την αναστήσει απ την τέφρα της και να την παρουσιάσει σε λο το ιστορικ, πολιτιστικ και πνευματικ της βάθος, σαν τον ζωγράφο που ανακατεύει λίγο μαύρο στα χρώματά του. Aν παραδεχθούμε τι το μαύρο, σαν απουσία χρώματος, συμβολίζει το θάνατο. Oμως επάνω σ’ ένα μαύρο φντο, πσο πιο ζωηρά κι έντονα φαντάζουν το κίτρινο, το κκκινο, ακμα και το μπλε. H διαλογική σχέση του με το θάνατο αρχίζει με τον «Πεθαμένο και την Aνάσταση», το πρώτο βιβλίο που διαμορφώνεται λο το μετέπειτα ύφος που τον χαρακτηρίζει και η θεώρηση της ζωής υπ το πρίσμα της αιωνιτητας διά μέσου της Oρθοδοξίας. Aφορμή του βιβλίου, η προσπάθειά του να αναστήσει τον Aνδρέα Δημακούδη, πρωταγωνιστή της πρώτης, ρεαλιστικής νουβέλας του, που αυτοκτονεί απ έρωτα. Πρέπει να τον επηρέασε πολύ και η αυτοκτονία του εξάδελφού του Mιλτιάδη Πεντζί-

18 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

Oι Γιώργος Παπαδπουλος, Γιάννης Σβορώνος και Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στην έκθεση Θεσσαλονικέων ζωγράφων το 1944.

κη, στον οποίο αφιέρωσε μερικές σελίδες στο «3ο μάτι» και μερικούς στίχους στις «Eικνες». Γενικά, μια βασική συνισταμένη λου του έργου του είναι ακριβώς η προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος που χωρίζει τους νεκρούς απ τους ζωντανούς. Θυμάμαι πως ταν κάποτε επισκεφθήκαμε το τεράστιο εβραϊκ νεκροταφείο, που καταστράφηκε στην Kατοχή και κτίστηκε αργτερα στη θέση του η σημερινή πανεπιστημιούπολη, δεν εύρισκε σύμφωνη με τις πεποιθήσεις του την απλυτη γύμνια του (που εμένα με γοήτευε ττε), λέγοντας τι εξριζε τους νεκρούς σ’ έναν άλλον κσμο, χωρίς δεσμούς με τον δικ μας. Δεν ξέρω τι απέγινε ένα μονπρακτ του με τον τίτλο «Mπεθ Xαΐμ», που μας το διάβασε σε κάποια συγκέντρωση. Eντελώς αμυδρά θυμάμαι τι ο πυρήνας του ήταν πάλι η δυάδα του ερωτευμένου πλην μοναχικού νέου και της απρσιτης κοπέλας. Mπορεί μως και να γελιέμαι.

Iδι ρρυθμος μποέμ Tον γνώρισα μέσω του Στέλιου Ξεφλούδα που ήταν καθηγητής μου στο Iταλικ Γυμνάσιο, απ το οποίο αποφοίτησα το 1939. O Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης δεν ήταν ακμη ττε ο συγγραφέας που το έργο του θα απασχολούσε, σε μια επμενη περίοδο, θαυμαστές, μελετητές και κριτικούς, ιδίως σον αφορά τη σχέση του με το Bυζάντιο και την ορθδοξη εκκλησία (κάτι που δεν τονίστηκε, νομίζω, αρκετά κατά την αναγρευσή του ως επίτιμου διδάκτορα). Hταν

περισστερο ένας ιδιρρυθμος μποέμ με ροπή προς τον ασκητισμ, που πρώτα απ’ λα μας γοήτευε με τον προφορικ του λγο και ένας εκκολαπτμενος συγγραφέας με αμφιλεγμενες (χι βέβαια για μας που τον θαυμάζαμε) επιδσεις, αντιμέτωπος με εμπδια που μοιάζανε αξεπέραστα και τα πολλαπλασίαζε και η «κοινωνική του ασυμμετρία». Tα απανωτά χαστούκια που δεχταν απ το λογοτεχνικ κατεστημένο ισοδυναμούσαν, για μας και για τον ίδιο, με νίκες που αποδείχνανε το ατίμητο της αξίας του. (Oι συνθήκες έχουν αλλάξει και ο νέος σήμερα δεν αντέχει χωρίς άμεσες αποδείξεις. Aλλά ενώ δεν συναντά αξιλογη αντίσταση, καταστρέφεται απ την ευκολία.) Eίχε σπουδάσει Φαρμακευτική στο Στρασβούργο (αποκομίζοντας και μιαν έξοχη γνώση της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας) και είχε κληρονομήσει απ τον πατέρα του ένα φαρμακείο στην οδ Eγνατία, κοντά στη διασταύρωσή της με την οδ Aγίας Σοφίας, στο οικοδομικ τετράγωνο που και σήμερα δεσπζει το Mέγαρον Bαρβιτσιώτου (άβαφο επί δεκαετίες). Tο φαρμακείο (που έμελλε ν’ αποβεί παρανάλωμα του πάθους του), έγινε γρήγορα το εντευκτήριο των κυριτερων λογοτεχνών και των ελάχιστων ζωγράφων που αριθμούσε ττε η Θεσσαλονίκη. Eκεί ο Πεντζίκης, σκυμμένος στο γραφείο του, έγραφε καθημερινά επί ώρες, με τον ωραίο και ιδιάζοντα γραφικ χαρακτήρα του, στον οποίο πλεναζαν, μοιες με σπειροχαίτες, οι περισπωμένες. Πολλές φορές τ’ α-

πογεύματα κατέβαζε το κεπέγκι κι επισκεπτμασταν τις βυζαντινές εκκλησίες, μέσα κι έξω απ τις οποίες επιδίδονταν σε ατέλειωτους αυτοσχεδιασμούς, αραδιάζοντας τις πιο απίθανες πληροφορίες, παρατηρήσεις, συσχετίσεις και αναφορές. O λγος δημιουργεί τα πράγματα. H μορφή του που συχντερα μου έρχεται στο νου είναι κυρίως αυτή, της πρώτης περιδου· κι έτσι, σχεδν πάντα, τον θυμταν και ο στεντερος φίλος και συνεργάτης του Γιώργος Kιτσπουλος, που πέθανε πρσφατα. Περισστερα σχετικά έχω δημοσιεύσει στο «Παραμιλητ».

Nέα Σκιώνη Kασσάνδρας Aλλά και το 1951 που παραθερίζαμε στη Nέα Σκιώνη Kασσάνδρας, είχα μαζί του ανεπανάληπτες εμπειρίες. H χερσνησος ήταν αποκομμένη ττε απ την υπλοιπη Mακεδονία, και κυρίως τη Θεσσαλονίκη, σε βαθμ που είναι σχεδν αδύνατο, σήμερα, να τον φανταστείς. Δεν υπήρχανε δρμοι ούτε συγκοινωνία πέρα απ τη Bάλτα, ο ταχυδρμος (ονματι Oδυσσέας) εξυπηρετούσε τα χωριά έφιππος. H διαμονή στην Kασσάνδρα ενέπνευσε στον Πεντζίκη «Tο μυθιστρημα της κυρίας Eρσης». Eίναι ένα απερίγραπτα πλούσιο, ποικίλο, ανομοιογενές μέχρι και ετερκλητο βιβλίο, με πολλά επίπεδα γραφής και αλλεπάλληλες αφηγήσεις, τσο που μια σύντομη παρουσίασή του δεν θα μπορούσε παρά να το αδικήσει. Eπιβεβαιώνει

τη δήλωση του ίδιου του Πεντζίκη: «Oυσιαστικά είμαι συγκολλητής», στη συνέντευξή του «Ποτέ δεν θα γίνω λογοτέχνης...» («Διαβάζω», τευχ. 11, 1978). Aν, συχνά, περισστερο εντυπωσιάζει παρά συγκινεί, αυτ οφείλεται στην προαίρεσή του να μην εκφράζεται πάντα άμεσα, αλλά μέσα απ τα πράγματα και τα γεγοντα που συσσωρεύει και προβάλλει σαν έναν δεύτερο εαυτ του δημιουργώντας την αίσθηση μιας ατέρμονος διαδρομής σε ένα απέραντο εσωτερικ τοπίο. Περιέχει σελίδες τσο πυκνές και γεμάτες, που θα έλεγα τι είναι αδύνατο να βρεις ανάλογες αλλού. Mοιάζουν ξερολιθιές, υπομονετικά κτισμένες, αλλά με πολύχρωμους και ποικίλους λίθους, παρμένους απ απίθανα σημεία του μνημικού χώρου και χρνου, ώστε να αποκτούν μυθικ βάθος αδιάρρηκτα δεμένο με τον τπο και μάλλον αδιανητο εκτς Mακεδονίας. Aπ την άλλη πλευρά, ο συνδετικς ιστς αυτού και άλλων κειμένων του είναι εξαιρετικά χαλαρς, για να μην πω ανύπαρκτος. Θα μπορούσαν εύκολα να διασπασθούν σε αυτοτελείς εντητες. O συγγραφέας αδυνατεί ή απαξιεί να συνθέσει τα επιμέρους σε ένα οργανικ σύνολο, περικπτοντας και τα περίσσια. Δεν υπάρχει ανάπτυξη ούτε εξέλιξη. Oι παραθετικές εξιστορήσεις μοιάζουν με κοίτη ποταμού που το νερ έπαψε να ρέει, αποκαλύπτοντας τους πιο ιδιμορφους γεωλογικούς σχηματισμούς. Kοιλώματα, βράχια, κροκάλες κι ,τι άλλο μπορεί να κάλυπτε το νερ, ίσως παρουσιάζουν εξαιρετικ ενδιαφέρον, κάποτε μως σε κουράζει η αιχμηρή στατικτητά τους, σα κι αν γυαλίζουν νερά στις γούβες και ψήγματα χρυσού στην άμμο. Kι αναλογίζεσαι το απφθεγμα του Pοσίνη για τον Bάγκνερ: «Eχει θαυμάσιες στιγμές και βαρετά τέταρτα της ώρας».

Δύο μήνες μαζί Eμεινα στην Kασσάνδρα με το Nίκο και τη γυναίκα του σχεδν δύο μήνες. Στα τέλη του Aυγούστου μια ξαφνική καταιγίδα αναστάτωσε το ειδυλλιακ περιβάλλον, προκαλώντας καταστροφές με ανθρώπινα θύματα και αχρηστεύοντας τους πρχειρα χαραγμένους, σε αργιλώδεις πλαγιές και κοίτες χειμάρρων, δρμους. Eνας κεραυνς έπεσε στο σπίτι που έμενε η κ. Pαζή με τα παιδιά της (ευτυχώς λείπανε εκείνη την ώρα, περίπου 2 μ.μ., είχαν έρθει απ τη Θεσσαλονίκη) και ο Σπανοκαλύβας ξεχείλισε. Eμείς είχαμε καταφύγει με άλλους σε μια καλύβα στους λφους κι ακούγαμε το απειλητικ βουητ του νερού που πλημμύριζε τα πάντα. Eνας χωρικς, αψηφώντας την καταρρακτώδη βροχή, μας αντάμωσε, ψάχνοντας να βρει τη γυναίκα του. Eνα ποντίκι χώθηκε κι αυτ στην καλύβα, κολυμπώντας κάτω απ την πρτα και μας έβλεπε σαστισμένο. O Πεντζίκης με τη γυναίκα του έμενε ττε στο παραθαλάσσιο σπίτι της οικογένειας του Tριαντάφυλλου Kατραντζή, εγώ με τους γονείς μου στο σπίτι της Aργυρώς, χήρας του Kάσσανδρου Σταυρακούδη.

Tον είχε παντρευτεί χάρις στις ελιές που της είχε δώσει προίκα ο πατέρας της (επαληθεύοντας τα «ποια έχει ρθια στον κάμπο...») και τον είχε χάσει ύστερα απ ένα ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη, που έπαθε τροφική δηλητηρίαση απ πατσά.

Πεζοπορώντας Kάναμε ολοήμερες εκδρομές ιδίως οι δυο μας. Για να πας με τα πδια απ τη Nέα Σκιώνη στη Bάλτα ή Bαλτοπρωτεύουσα, πως την αποκαλούσε κοροϊδευτικά ο Πεντζίκης (μετονομάστηκε σε Kασσανδρεία) χρειαζσουνα τέσσερες έως πέντε ώρες. Kάποτε που τον συνδευσα μέχρι εκεί, για να πάρει το λεωφορείο, δυσκολεύτηκα να επιστρέψω μες στο αυγουστιάτικο λιοπύρι, γιατί έχασα το δρμο και δεν βρισκταν πουθενά άνθρωπος να με κατατοπίσει. Oι πορείες αυτές συνοδεύονταν, συνήθως, απ ατέλειωτες ομιλίες του Πεντζίκη που ανέπτυσσε πάντα το θέμα του αρχίζοντας, κατά κάποιον τρπο, απ κτίσεως κσμου. Eτσι, μέχρι που να φθάσει (αν έφθανε ποτέ) στην ουσία, διανύαμε μερικά χιλιμετρα. Προχωρούσε εξαιρετικά γρήγορα στ’ ανώμαλα «σύρματα», φορώντας ένα ψάθινο καπέλο και κρατώντας ένα πρχειρο ραβδί στο χέρι. Eτρεμε μως τα τσοπανσκυλα, αυτή τη «μάστιγα των Bαλκανίων», πως τα αποκάλεσε ένας ξένος συγγραφέας. Διασχίσαμε πεζοπορώντας λη τη χερσνησο, σημειώνοντας σ’ έναν αυτοσχέδιο χάρτη τις διάφορες διαδρομές. Φθάσαμε μέχρι το Παλιούρι, τον Aγιο Nικλαο Kανίστρου, κι εγώ μέχρι τον κάβο Kαλγρηα. Aνακαλύψαμε τη Mαυρμπορα, ένα υδάτινο μάτι σε σχήμα μεγάλου πηγαδιού, ψηλά, στην καρδιά της χερσονήσου, που θαρρώ τι και σήμερα λιγοι θα το γνωρίζουν. O Πεντζίκης ξεκινούσε πάντα ανεφοδίαστος σε τρφιμα, κι ερχταν, φυσικά, κάποια στιγμή που δεν άντεχε. Kατάφευγε, ττε, σε κανένα κα-

O N.Γ. Πεντζίκης με τον Kάρολο Tσίζεκ στον Aγιο Πρδρομο Xαλκιδικής.

φενείο και βολευτανε με ,τι εύρισκε. Eπειτα με παρακαλούσε να μη το μαρτυρήσω στη Nίκη, σαν να είχε δώσει ρκο και τον είχε παραβεί. H ζήλεια, που δεν μπορούσε να την υπερνικήσει, μολοντι δεν ήταν ενδμυχα πεπεισμένος για τις αφορμές της και γι’ αυτ λησμονούσε την επομένη ,τι την προηγούμενη τον είχε κάνει να παραφερθεί, μας επιφύλαξε δυσάρεστες στιγμές σε μια διήμερη μακρινή εξρμηση που κάναμε οι τρεις μας. Tο γαϊδούρι που είχα πάρει μαζί μου, περισστερο για παρέα, συνέβαλε κι αυτ στα δρώμενα, ταν το σαμάρι του έγειρε στο πλάι απ το βάρος ενς σακιού με καρύδια κι έριξε τη Nίκη που καθτανε επάνω του, προκλητικά ανάσκελα στους θάμνους. Aυτά, πως έγραψα

στον ίδιο, και το χάρηκε, μετά τσες δεκαετίες έχουν μεταβληθεί σε άρωμα με την ονομασία «Jalousie», που πουλιέται στις λαϊκές αγορές απ τους επαναπατρισθέντες προς χίλιες δραχμές το φιαλίδιο. Σήμερα η διαμονή μου με το ζεύγος Πεντζίκη στην Kασσάνδρα και η επαφή μου με μια ασπίλωτη Xαλκιδική, χι απλώς μοιάζουν, αλλά αποτελούν ένα ανεπανάληπτο νειρο. Mια ήπια φύση, που δεν σε εμποδίζει την ώρα που βαδίζεις αμέριμνος, να βλέπεις, να στοχάζεσαι και να ονειροπολείς. Bατά τοπία, μέτρια υψώματα, φιλξενα δάση, ειδυλλιακές ακρογιαλές, λογικές αποστάσεις, εύκρατο κλίμα, ευωδιαστή ατμσφαιρα, φιλξενοι κάτοικοι. Περιβάλλον πλούσιο σε μαρτυρίες τσο του αρχαίου σο και του μεσαιωνικού μας πολιτισμού. Aνεκμετάλλευτες σπηλιές που το ζεστ θειούχο ιαματικ νερ τους χύνεται στη θάλασσα (περιγράφονται στο κεφάλαιο «Eύρεση της πέτρας»).

H άλλη Xαλκιδική

O Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Kαβάλα, 1990. Πρώτη δημοσίευση. (Aρχείο: δ. Γεννάδιου Δεμερτζή).

Mια Xαλκιδική που κατά ένα μεγάλο μέρος χάθηκε για πάντα, αλλά που ττε η γη της φάνταζε ελαφρτερη απ άλλες, για τη μοιραία ώρα που θα σε σκέπαζε: «Tα φύλλα τού φθινοπώρου πέφτουν ομορφαίνοντας το θάνατο. Φύλλα πάρα πολλά υπξανθα, κίτρινα ή κκκινα κρασάτα, μέσα απ το κιγκλίδωμα κάλυπταν τον τάφο τής πάλαι ποτέ Zωής, αναπαυμενα νωχελικά στην πέτρινη ψύχρα του μαρμάρου, που η υγρασία το μαύριζε. Mπροστά στο σιδερένιο κάγκελο ορεγμουν ν’ αγγίσω το χνούδι στις ρωγμές των μαρμάρων, σάμπως σπρωγμένος απ’ έναν παράτολμο έρωτα». («Tο μυθιστρημα της κυρίας Eρσης»). Σημείωση «Eπτά Hμερών»: Oι μεστιτλοι είναι της σύνταξης. KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

19

Διάδοχος των Bυζαντινών Oμτεχνοι του N.Γ. Πεντζίκη γράφουν για το λογοτεχνικ και ζωγραφικ έργο του Tο «Aρχείον» Tου Aλέξανδρου Kοσματ πουλου

ΔEN θα με απασχολήσουν εδώ οι λογοτεχνικές αρετές του Πεντζίκη, για τις οποίες ούτε και ο ίδιος πολυενδιαφερταν, παρά την τεράστια λογοτεχνική του υποδομή. O Πεντζίκης δεν έγραφε απλώς και μνο για να εκφραστεί λογοτεχνικά και να στεγαστεί υπ τον τίτλο του συγγραφέα. Γράφοντας δοκιμαζταν στην πάλη με τον εαυτ του και με τα πράγματα, δοκιμάζοντας ταυτχρονα και τον αναγνώστη. Hταν ένα φλεγμενο νειρο ως ύπαρξη ο Πεντζίκης, που ωστσο γύρευε την υποταγή. Θυμάμαι που μου έλεγε πως το «Aρχείον», αν μεταφραζταν ρωσικά, θα βοηθούσε τους Pώσους να ξαναβρούν την πίστη τους. Eχω την εντύπωση πως το «Aρχείον» γράφτηκε για να ξαναβρούμε εμείς την πίστη μας, καθ’ τι το ζήτημα που καλούμαστε και θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε είναι το θρησκευτικ, σο κι αν αυτ ακούγεται παράταιρα στα ώτα της πληθύος των ιδεοκρατούμενων διανοουμένων, αλλά και διαφρων εμπαθών θεολογούντων οι οποίοι έσπευσαν, μετά το θάνατ του και εκ του ασφαλούς ομιλούντες, να κατατάξουν το έργο του στα αζήτητα. H συζήτηση για το έργο του Πεντζίκη ουσιαστικά ακμα δεν άρχισε, μως είμαι βέβαιος πως δεν θα βραδύνει η ώρα.

O N.Γ. Πεντζίκης και ο N.Δ. Tριανταφυλλ πουλος σε μία απ τις επισκέψεις του Πεντζίκη στη Xαλκίδα.

και το συμπέρασμά μου, τον ρώτησα γιατί έγραψε επέτρεψε. «Πώς να το έγραφα;», έκανε, απορώντας. «Mα η προστακτική δεν παίρνει αύξηση», του είπα πτοημένος. Φάνηκε να σαστίζει για λίγο, ύστερα αποκρίθηκε: «Eτσι το λέμε». Ωραία που φύσηξεν ο μπάτης και σβήστηκ’ η γραφή.

Mικρ γραμματικ

Tου N. Δ. Tριανταφυλλ πουλου

EIXA γράψει, οκτώ φορές ένα σοφιστικ κείμενο για την προστακτική επέτρεψε στο ποίημα «Παράκληση» του Πεντζίκη. Λησμονώντας τι ήταν και γραμματικά διάδοχος των Bυζαντινών, κομψολογούσα γι’ αυτ το ηθελημένο, καθώς νμιζα, λάθος, με το οποίο ο Πεντζίκης μιμείται, τάχα μου, το επέστρεφε του Kαβάφη. Παράχωσα εκεί και το επίστρεψε η Σουλαμίτις του Aσματος Aσμάτων, ακμη και τα ελιοτικά για τον παρελθντα, τον παρντα και τον μέλλοντα χρνο κατάφερα να στριμώξω. Tο ευρηματικ γραμματικ μου δοκίμιο, αντίθετα με σα έλεγε για την προστακτική τού Kαβάφη ο X.X. Xαριτωνίδης, κατέληγε στο συμπέρασμα: «Eκλαμβάνω, λοιπν, το επέτρεψε του Πεντζίκη ως βαστάζο της δυστυχίας του επέστρεψε, αφού των αισθητών και των υπεραισθητών το σύνορο είναι η Παναγία». Yστερα έτριβα τα χέρια μου και καμάρωνα ωραία, που θα έλεγε ο Σκαρίμπας, ώσπου έφερε πάλι κάποιος άνεμος τον Πεντζίκη στη Xαλκίδα. Θέλοντας να επιβεβαιώσω τη θεωρία

20 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

Mνήμης παρηγορία Tου Γιάννη Mενεσίδη

«H γυναίκα μου λέει τι η στάση στην οποία κυρίως με θυμάται είναι η ξάπλα στο κρεβάτι» (απ επιστολή του N.Γ. Πεντζίκη στον Γιώργο Σεφέρη, 18.4.67).

O NIKOΣ ΓABPIHΛ ΠENTZIKHΣ, επώνυμος της νίκης, ζωγραφικά αντιστέκεται στο χρνο και νικά τη λήθη και τη μνήμη. Tα έργα του απηλλαγμένα απ την αμεστητα, χωρίς ατομικές διαστάσεις, είναι καταθέσεις μνήμης και αναφοράς στην εμπειρία της θριαμβεύουσας Eκκλησίας και των Aγίων της. Mεταφέρουν παραμυθία και ελπίδα, αναπλάθοντας τη φθορά και το θάνατο σε ζωή ατελεύτητο. Oι μάρτυρες, οι σιοι, οι οσιομάρτυρες και το πλήθος των ανωνύμων αγίων, γίνονται πουλιά, ψάρια ή κτίσματα στη ζωγραφική του επιφάνεια. Eπιλέγει σταθερά σύμβολα για να μεταφέρει την αλήθεια των πραγμάτων με το χρωματικ φως. Δανείζεται το Συναξαριστή του Aγίου Nικοδήμου και ανάλογα κοσμικά κείμενα

«Eικών φίλου» (Tέμπερα, 1968), πορτρέτο του Kώστα Σαρρή μετά το θάνατ του.

για να συγκρίνει και να μεταπλάσσει τα γράμματα σε δονήσεις ποικίλων εκδηλώσεων της ανθρώπινης ύπαρξης. Aυτά καταθέτει σαν υλικ στη ζωγραφική του προσπάθεια. Oι πίνακές του παρηγορούν με την πυκντητα της πινελιάς, τη χρωματική τλμη και αρμονία, τη μνημική σχεδιαστική απλτητα, την περιχώρηση των περιγραμμάτων στον περιβάλλοντα χώρο και τον κερματισμ της επιφάνειας. H Θεσσαλονίκη χαίρεται το αγλάισμά της, τιμά τον ερμηνευτή της βυζαντινής αισθητικής της, λαμπρύνει τον λογοτέχνη «της μητέρας Θεσσαλονίκης» και ποιητή των «εικνων» και γεύεται το ζωγράφο των πουλιών και ιχθύων της ορθδοξης χριστιανικής παράδοσης.

νου. Kι άλλα πάλι που αμυδρά και πολύ θολά φαίνονται. Kι άλλα πάλι που ούτε φαίνονται ούτε λέγονται. Eίμαι μπροστά σε μια ζωγραφιά του Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.

O κυρ–Nίκος Tου Iωάννη Zήκα

«...Eνεπάγην εις ιλύν βυθού, και ουκ έστιν υπστασις» Ψαλμς ΞH 68 TO BAΘY ποιητικ ένστικτο μαζί με την λαχτάρα για ζωή, κονιορτοποίησε την ύπαρξή του, την διέλυσε, και αυτ που σχεδν καθημερινά βίωνε τον έκανε να αρδεύει τα κατώτατα στρώματα του υποσυνείδητου. Aυτ θα πει πως εντς του έφερε ένα σπάνιο και γνήσιο δώρο, την αίσθηση εκείνη πως μνο απ το φως πηγάζει η γνώση κι χι το αντίθετο. Kαταλάβαινε σο κανένας άλλος της γενιάς του, το ύποπτο φαινμενο του ουμανισμού και τι κρύβεται πίσω απ’ λη αυτήν την φανφάρα και, αυτ γιατί έκπληκτος σχεδν μεθυσμένος διαπίστωνε πως για να έχει κανείς λγο εκφραστικ σημαίνει να παραδίδεται εξ ολοκλήρου στο άγνωστο. Nα χάσει τον εαυτ του και στην χασούρα αυτή να τον γνωρίσει καλύτερα. Xρωστάω πολλά στον κυρ–Nίκο. Eμαθα κοντά του πως το θαυμάσιο, το εξαιρετικ του ατμου σαν μονάδα είναι σκτος, έμαθα δε και το καταπληκτικτερο, πως νίκη είναι σε ποιο «σημείο» θα ακουμπήσεις την ήττα σου.

Mια ζωγραφιά Tου Aνδρέα Φωκά

EPXOMAI απ έναν ωραίο περίπατο. Hλιλουστη μέρα. Ποικίλα φυτά, λουλούδια, πέτρες χρωματιστές, βτσαλα, κοράλια διάφορα, αχιβάδες. Πιο πάνω χώμα βυσσινί, βουνά και λφοι. Aνοίγματα ουρανού βαθιά γαλάζια. Tοιχώματα παλιών εκκλησιών κι αλλού χαλάσματα τοίχων. Περίβολοι κοιμητηρίων φτωχών μ’ ευτελή τσίγκινα φανάρια. Σταυροί σιδερένιοι ή σανιδένιοι παντού. Mαργαρίτες πολλών χρωμάτων. Πέρασα κι απ τπους ανασκαφών αρχαίων ερειπίων. Kι απ βυθούς θαλασσών, βασίλεια μυστηριώδη, κσμοι αλλιώτικοι. Πήγα μακριά, μου φάνηκε, σ’ άλλες εποχές. Πρσωπα και πράμματα που κάποια ειδική μνήμη φέρνει στο

«Mήτηρ Θεού» (Tέμπερα, 1972).

Παραμονή των Aρχαγγέλων KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

21

Tο Aγιον Oρος του Πεντζίκη Ως «εύρος και ολοκληρία κατά Θεν», άσκησε διά βίου απεριριστη γοητεία στον συγγραφέα Tου Aρχιεπισκ που Aυστραλίας κ. Στυλιανού

AN KATI αγάπησε κυριολεκτικώς «αδιάπτωτα» σ’ λη την ώριμη ζωή του, ο αείμνηστος κυρ–Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, αυτ ήταν ασφαλώς το Aγιον Oρος. Kι ταν λέμε «ώριμη ζωή» στον Πεντζίκη, δεν εννοούμε τα βιολογικώς προχωρημένα χρνια του, αλλά τα χρνια εκείνα που κατέθεσε, με πλήρη ενάργεια των ριζών του, στη «μητέρα Θεσσαλονίκη», ύστερ’ απ τη γνιμη περιπλάνησή του στις πολιτιστικές αλχημείες της Δυτ. Eυρώπης. Bέβαια, Πεντζίκης και «αδιάπτωτο» θα φαινταν η μεγαλύτερη παραδοξτητα –αν χι και οξύμωρο υψίστου βαθμού– για σους γνώρισαν εκ του φυσικού τις αιφνίδιες εκρήξεις του ενθουσιασμού ή του θυμού του, μιλώντας ακμη και με τα πιο αγαπημένα του πρσωπα, για τα απλούστερα των πραγμάτων. Oμως το Aγιον Oρος δεν ήταν πρσωπο. Hταν ακριβώς η ανατροπή του προσώπου, εν ονματι λων των εν Θεώ αρνήσεων. Aυτ άλλωστε θα πει «μετάνοια». H χώρα της κατ’ εξοχήν «αποσβέσεως του προσώπου». Tο Aγιον Oρος, λοιπν, ως τπος και τρπος του άχρονου θαύματος, που δεν επιδέχεται περιγραφή επειδή, γεμίζοντας ολκληρο το 24ωρο, δεν αφήνει καθλου «νηφάλιο» χρνο για κατά κσμον χαρακτηρισμούς, μετρήσεις και εκτιμήσεις.

Πνεύμα ανήσυχο Για ένα πνεύμα ανήσυχο και παμφάγο, πως ο Πεντζίκης, δεν ήταν δυνατ να παραβληθεί οποιαδήποτε επιμέρους αξία του κσμου, με την ειρήνη και το θάμβος που εκπέ-

O N. Γ. Πεντζίκης (δεξιά) μαζί με το ζωγράφο Γιώργο Παραλή και τον υποτακτικ του αγιογράφου πατρ ς Zαχαρία στα Kαυσοκαλύβια του Aγίου Oρους, το 1952.

22 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

«Bατοπαιδιν Mετ χι στο Π ρτο Λάγος» (τέμπερα, 1988).

μπουν τα «ερείπια» των εν χρνω κτιστών, ταν οικειοθελώς και εν κατανύξει εντάσσονται στην τελική ευθεία για την αιωνιτητα. Aυτή η λατρευτική συσσωμάτωση των «εσκορπισμένων» στο άχρονο θαύμα του Aγίου Oρους, ποτέ δεν ήταν τυχαία «συναγωγή» λίθων και πλίνθων. Hταν πραγματική «ανακεφαλαίωση εν Xριστώ», λων των «εν Xριστώ κτισθέντων», γι’ αυτ και πουθενά δεν θα μπορούσε να συντελεσθεί

θεοπρεπέστερα, σο στο «Περιβλι της Παναγίας». Σε τούτο ακριβώς το σημείο, θα πρέπει να θυμίσουμε τι και τη θάλασσα, που ως το πλεονάζον στοιχείο «περιβάλλει» ολκληρη την υδργειο, ο Πεντζίκης την ύμνησε πάντα ως «εσθήτα της Θεομήτορος». Tο Aγιον Oρος, λοιπν, ως «εύρος» και «ολοκληρία» κατά Θεν, ήταν πολύ φυσικ να ασκήσει διά βίου μια απεριριστη γοητεία στον Πε-

ντζίκη, τον άνθρωπο που, πως ο ίδιος έλεγε, είχε «σαπίσει σκεπτμενος», θέλοντας να μας διηγηθεί «την Aρχιτεκτονική της σκρπιας ζωής». Eίναι προφανές τι η έννοια του «άχρονου», ως «αδιαλείπτου προσευχής» (A΄ Θεσ. 5, 17), που και στην ίδια τη Bασιλεύουσα είχε γεννήσει τη Mονή «των ακοιμήτων» (Στουδίου), περικλείει σιωπηρώς μια αρχέγονη δυσπιστία απέναντι στον χρνο. H δυσπιστία μως αυτή δεν είναι απλή επιφύλαξη, αλλά φβος ουσιαστικς. O Πεντζίκης πίστευε τι δεν έχουμε άλλον τρπο να «ξορκίσουμε τον χρνο» απ τη δαιμονική του διάσταση, παρά μονάχα «επιτελώντας» τις μνήμες των Aγίων, που η Eκκλησία έχει τοποθετήσει στην κάθε ημέρα του έτους, «ως φώτα σωστικά». Γι’ αυτ ο «Συναξαριστής» είχε πάρει τσο κεντρική θέση στη ζωή του καθημερινά. Kι αυτ, χι απλώς ως «ψυχωφελές ανάγνωσμα», αλλά κυρίως ως «ορυχείο» πνευματικ, απ’ το οποίο άμεσα αντλούσε τις «πρώτες ύλες», για τις ποικίλες συγγραφές και τη «σταυρο–αναστάσιμη» ζωγραφική του. Mετατρέποντας με τη χαρακτηριστική του «ψηφαρίθμηση» τα γράμματα της αλφαβήτου σε αριθμούς, είχε να κάμει πάντα με «ποστητες» πνευματικής φορτίσεως, που έδιδαν ανάλογα χρώματα στους πίνακές του, και ειδικ βάρος, μέχρι «παραληρήματος», στις σελίδες του. Oμως, στην «επιτέλεση της μνήμης», εκείνο που έχει

βαρύνουσα σημασία δεν είναι το νομα του συγκεκριμένου προσώπου, αλλά πρωτίστως το λειτουργικ γεγονς καθ’ εαυτ, αφού, ούτως ή άλλως, τα πάντα γίνονται και ισχύουν «εν ονματι Kυρίου». Δεν είναι άλλωστε λίγες οι περιπτώσεις στα Mηνολγια που –πως το επικαλέσθηκε άπειρες φορές ο Πεντζίκης –μαζί με τα ονματα συγκεκριμένων Aγίων, γίνεται μνεία και «των συν αυτοίς μαρτυρησάντων» δις χιλίων, τρις χιλίων κ.ά. κατά περίπτωση (με αναφορά δηλαδή μνο στον αριθμ του πλήθους).

Xωρίς παρωπίδες H περιεκτική αυτή ανωνυμία στην καθημερινή κατάθεση του βίου ή στο τελικ μαρτύριο του θανάτου, ήταν κάτι που συγκινούσε τον Πεντζίκη μέχρι δακρύων. Kαι δεν θα μας έκανε αυτ εντύπωση, αν απ το άλλο μέρος δεν γνωρίζαμε την παροιμιώδη ευαισθησία του στην ακρίβεια των ονομάτων, λων των ειδών χλωρίδας και πανίδας. Oμως, η περιεκτική ανωνυμία για την οποία μιλούμε, δεν οφείλεται σε απροσεξία ή περιφρνηση του επιμέρους κτιστού, αλλά είναι μια ενσυνείδητη και επώδυνη εκλογή, ώστε να καλύπτει τους πάντες. Mια τέτοια ανωνυμία για τον Πεντζίκη ήταν ισκυρη με την παντελή έλλειψη «ατομικής πτυχής», για την οποία λάτρευε τα διάφορα μαλάκια και τα σφουγγάρια. Eχει γράψει χαρακτηριστικά: «H αγάπη μου προς τα κατώτερα ζώα, στρεφταν κυρίως προς εκείνα, που ενώ στο εμβρυακ τους στάδιο παρουσιάζουν ένα είδος υποτυπώδους σπονδυλικής στήλης, ενηλικιούμενα ακολούθως, την χάνουν». Δεν μπορούσε, φαίνεται ο αείμνηστος να φαντασθεί ευλαβέστερα δημιουργήματα απ τα «ασπνδυλα», επειδή ακριβώς, μη έχοντας την παραμικρή δυναττητα «αντιστάσεως», είναι μονίμως υποτασσμενα στο θείο θέλημα. Mε τέτοια μέτρα και σταθμά στην αποτίμηση του εν γένει φαινομένου της βιολογικής ζωής, μπορεί κανείς να φαντασθεί ποιες αξιώσεις είχε ο Πεντζίκης απ την πνευματική ζωή. Kαι είναι γνωστ πως την πνευματική ζωή ποτέ δεν την είδε με ευσεβιστικές παρωπίδες. Γι’ αυτ άλλωστε και μπορούσε να μιλάει με την ίδια ευλάβεια για τον Oμηρο, πως μιλούσε για τους βίους των Aγίων. Eκ παραλλήλου μως, δεν έπαυσε να ισχυρίζεται –με ανυποχώρητη ομολογία Nεομάρτυρα– τι καμία απολύτως αξία ή αλήθεια δεν είναι ολκληρη, έξω απ’ την Eκκλησία. Kαι εννοούσε βέβαια Eκκλησία, μνο την Oρθδοξη. Eίναι χαρακτηριστικ τι, ενώ είχε απεριριστη κατανηση, ειλικρινή συμπάθεια και οίκτο αδελφικτατο για κάθε αμαρτωλ ή αποτυχημένο, δεν ανεχταν επ’ ουδενί την υποκρισία του Φαρισαίου, μήτε την ανευλάβεια του αυτάρεσκου. Ως εκ τούτου, στο Aγιον Oρος, που τα πάντα γι’ αυτν ήσαν ιδεώδη και για λα εύρισκε μια αφοπλίζουσα και κατανυκτική ερμηνεία, δύο ήταν κυρίως τα πράγματα που δεν ανεχταν: O γιγαντισμς απ το ένα μέρος κι η δοκησι-

Aγιον Oρος. O Aρχιμανδρίτης Bασίλειος, καθηγούμενος της Iεράς Mονής Σταυρονικήτα, ο Aρχιεπίσκοπος Aυστραλίας Στυλιαν ς και ο Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στην Tράπεζα της Mονής.

σοφία απ το άλλο. Mε ξεναγούσε, θυμούμαι, στο περιβητο Σαράι, τη ρωσική δηλαδή Σκήτη του Aγίου Aνδρέου, στις Kαρυές. Eνώ στο μυαλ μου τριγύριζε σιωπηλά η απορία του πώς να συμβιβάσει κανείς τον χαρακτηρισμ «Σκήτη» (που σαφώς δηλώνει άσκηση και ταπείνωση ή τουλάχιστον λιττητα ερήμου) με το νομα «Σαράι» (που λίγο – πολύ σημαίνει Aνάκτορα) ο Πεντζίκης μ’ έστησε μπροστά σε μια τεράστια Eικνα απ λευκχρυσο και μου είπε κατηγορηματικά: «Aν δεν δει κανείς αυτήν την Eικνα εδώ, δεν θα καταλάβει γιατί έγινε η Pωσική Eπανάσταση».

Mοναδικτητα ήθους Kαι η δοκησισοφία μως, είναι μια άλλη ψη, κρυπτικώτερη, του ανευ-

λαβούς γιγαντισμού. Στις εν τω κσμω κοινωνίες των ανθρώπων, ο Πεντζίκης αντιμετώπιζε τον δοκησίσοφο με ειρωνεία ή σαρκασμ. Στο Oρος, τον ίδιο τύπο τον έβλεπε με άφατη απγνωση και αμηχανία, καμία φορά δε και με ασυγκράτητη οργή. Oσο θαύμαζε τη σοφία των «διά Xριστν Σαλών» και υποκλινταν ανεπιτήδευτα στην καταρρακωμένη μορφή των, τσο θεωρούσε «αντίφαση στους ρους» τον επηρμένο Aγιορείτη. Kαι πράγματι, ένας τέτοιος τύπος πνευματικού ανθρώπου δεν είναι απλή αποτυχία. Eίναι κράζουσα «αμαρτία κατά του Aγίου Πνεύματος». O μοναχς, που παραιτείται με ρκους απ τις τρεις κυριτερες φιλοδοξίες του παρντος κσμου (με την αγαμία, την ακτημοσύνη και την υπακοή), είναι σα να τις κλέβει απ την πίσω πρτα, ταν επιζητεί να

O N. Γ. Πεντζίκης αφιερώνει ένα απ τα πολλαπλά του πίνακα «Πατήρ Aιμιλιαν ς, καθηγούμενος Mονής Σίμωνος Πέτρας και πατήρ Eφραίμ Kατουνακιώτης» υπ το βλέμμα του π. Iουστίνου Σιμωνοπετρίτη (φωτ.: Aνδρέας Σμαραγδής).

στήσει εκ νέου στην έρημο των δακρύων και των στερήσεων, οποιαδήποτε μορφή προσωπικού κύρους. Γιατί, ενώ ισχυρίζεται τι τα έδωσε λα να μεταμορφωθούν εν Xριστώ, κράτησε κρυφά ένα μέρος, πως ακριβώς έκανε ο Aνανίας της Kαινής Διαθήκης (Πραξ. 5, 1-6), που επικρίθηκε απ τον Aπστολο Πέτρο, τι με το να κρύψει μέρος απ την οικειοθελώς εκποιηθείσα, χάριν κοινοκτημοσύνης, περιουσία του, είπε ψέματα χι στους Aποστλους αλλά στον ίδιο τον Θε, γι’ αυτ και τιμωρήθηκε με ακαριαίο θάνατο. Πάντως, τον κατ’ εξοχήν νηπτικ και κενωτικ χαρακτήρα του Aγίου Oρους, ο Πεντζίκης τον εξέφραζε με τρπο άκρως ποιητικ και θεολογικτατο συγχρνως, ταν έλεγε τι «το Aγιον Oρος είναι ένα άλλο γεφύρι της Aρτας, που λο το κτίζουμε κι λο γκρεμίζεται»! Aν δεν κρατήσει αυτήν τη μοναδικτητα του ήθους του, δεν θα είναι πια Aγιον Oρος. Kι αυτ το ήθος το διαμρφωσε βέβαια, μέσα σε μια ολκληρη χιλιετία, η εν Θεώ λιττητα της Eλληνικής Oρθοδοξίας. Oπως κι ο Παρθενώνας, που αν κι έγινε για να καταυγάσει λο τον κσμο, δεν παύει να είναι πάντα έργο αμιγώς ελληνικ. Γι’ αυτ, δεν είναι σωβινισμς το να θέλουμε να κρατήσουμε το Aγιος Oρος μακριά απ την εκκοσμίκευση ή τους σκυθικούς γιγαντισμούς και ιμπεριαλισμούς, απ’ τους οποίους κατ’ επανάληψη κινδύνεψε να «εξανδραποδισθεί», ιδιαίτερα στις αρχές του αιώνα μας. O υποκριτικς «διεθνισμς» κάποιων κενδοξων, ευτυχώς ολίγων, συγχρνων Aγιορειτών, που τελευταία ιδιαίτερα ταράζουν τη γαλήνη του Aγιωνύμου Tπου, θα πρέπει να ανακοπεί επιτέλους, και να σεβαστούμε λοι «τα ρια, α έθεντο οι Πατέρες», μέχρι και τον αείμνηστο N. Γ. Πεντζίκη. KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

23

Στύφνος, Στρύχνος ή ο Eλλέβορος ερυθροσέπαλος; Περίπατοι και εκδρομές περί την Kαβάλα με τον N. Γ. Πεντζίκη O N. Γ. Πεντζίκης στην Kεραμωτή Kαβάλας το 1960 (φωτ.: αρχείο H. X. Παπαδημητρακπουλου).

«Oλυμπιάδα και Nεκτεναβς» (τέμπερα, 1967). O πίνακας σχετίζεται άμεσα με το οδοιπορικ «Ψιλή ή Περισπωμένη».

24 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

Tου Hλία X. Παπαδημητρακπουλου

TΩ KAIPΩ εκείνω (ήτοι κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’50) ο Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης εργαζταν στην ελβετική φαρμακοβιομηχανία Geigy, ως διευθυντής του γραφείου της στην Θεσσαλονίκη (με μοναδικν υφιστάμενον τον αξιολογτατον, πλην άγνωστον και λησμονημένο ζωγράφο Tάκη Iατρού). H θέση αυτή παρείχε στον Πεντζίκη την υπηρεσιακή ευχέρεια συχνών και πολυήμερων ταξιδιών, προς επίσκεψιν και ενημέρωσιν (πως συνήθως λέγεται) των ιατρών σε λη την Aνατολική Mακεδονία. O Πεντζίκης, λοιπν, την άραζε κατά τακτά χρονικά διαστήματα στην Kαβάλα (την οποία χρησιμοποιούσε ως κέντρο των εξορμήσεών του), καταλύοντας στο μικρ ξενοδοχείο «Tουρίστ» και διαμένοντας πάντα στο ίδιο δωμάτιο, που –υπ τον ήσκιο αιωνβιου πεύκου– του εξασφάλιζε τερπνή θέα προς το λιμάνι της πλης και την πάγκαλη, αμφιθεατρικώς κτισμένη συνοικία της Παναγίας με τα παληά σπίτια, το μολυβδοσκέπαστο Iμαρέτ, το σπίτι και το άγαλμα του Mωχάμετ Aλυ και τα φωτιζμενα τη νύχτα τείχη. Διαμέναμε, ττε, και μεις στην ωραία (προ της οριστικής καταστροφής της) πλη της Kαβάλας, εργαζμενοι εκεί (η γυναίκα μου κι εγώ) ως γιατροί και απολαμβάνοντες, εν μέσω αγαπημένων και αλησμνητων φίλων, την ομορφιά του τπου. O Πεντζίκης εμφανιζταν ξαφνικά στο σπίτι, εισβάλοντας κυριολεκτικά γύρω στις τρεις το μεσημέρι, χτυπώντας δαιμονιωδώς το κουδούνι της εξώπορτας και κραδαίνοντας διαφημιστικά φυλλάδια της Geigy, πως και δείγματα φαρμάκων – κυρίως αντιρρευματικών της πρώτης γενιάς, που ήταν ττε η αποκλειστικτητα και το φρτε της εταιρείας. Aφού υπογράφαμε ασμένως τις σχετικές αποδείξεις, ο Πεντζίκης ξάπλωνε στον καναπέ, ταχτοποιούσε επιμελώς τα υπηρεσιακά του χαρτιά, ανέφερνε επί τροχάδην μερικές πρσφατες ενδείξεις των φαρμάκων του, και απ τη μεγάλη, ασήκωτη τσάντα του, άρχιζε να βγάζει τους πίνακες που είχε εσχάτως ζωγραφίσει, καθώς και χειργραφα κειμένων, που μλις είχε γράψει. Yστερα καταστρώναμε το πργραμμα των επισκέψεων (ουσιαστικά: των εκδρομών) στις πλεις, τις κωμοπλεις και, κυρίως, στα χωριά της

περιοχής, που και οι αγροτικοί γιατροί. Ξεκινούσαμε αμέσως – με ταξί, τις πιο πολλές φορές (ο Πεντζίκης, ακμη και στην Aθήνα, ασκούσε μια ιδιαίτερη πειθώ στους ταξιτζήδες), ή με ένα ιδιωτικ αυτοκίνητο, νοικιασμένο μαζί με τον οδηγ του απ τη Θεσσαλονίκη. Kαθ’ λη την εκάστοτε διαδρομή, ο Πεντζίκης μιλούσε συνεχώς (Eχω τον έρωτα της φλυαρίας, έλεγε συχνά), συνδέοντας το τοπίο με την χλωρίδα, την χλωρίδα με τους μύθους, τους μύθους με τα κείμενα, τα κείμενα με τα γραφτά του κ.ο.κ. –αλλά και με τους ανθρώπους τού κάθε τπου, τους χαρακτήρες τους, τις δουλειές τους, τα παιδιά και τις γυναίκες τους, τις ερωτοδουλειές τους...

Πρτο Λάγο Mε λιακάδα τραβούσαμε, νωρίς το μεσημέρι προς το Πρτο Λάγο, χαζεύαμε τους ερωδιούς και τους πελεκάνους στη λίμνη της Bιστωνίδας και ψάχναμε για προϊστορικά στρακα στην κρυμμένη λίμνη της Λαφρούδας. Ή, επιστρέφαμε στον κάμπο της Xρυσούπολης, αναζητώντας στην μικρή παρά την κωμπολη λίμνη με τα ωχροκίτρινα νούφαρα, τους μαύρους, σκληρούς και με παράξενα σχήματα καρπούς απ τα νεροκάστανα (τα Trapa natans καθώς αναφωνούσε θριαμβευτικά ο Πεντζίκης), που κουβαλούσε το χειμώνα, κάθε φορά που πλημμύριζε ο Nέστος.

Στην Kεραμωτή Γρήγορα καταλήγαμε στην μαγική λιμνοθάλασσα της Kεραμωτής, με τα πλουσιτατα ιχθυοτροφεία, τους έρημους αμμλοφους, τις θίνες με τις φωλιές των γλάρων. Mέχρις του παρασκευασθούν τα παραγγελθέντα προς βρώσιν ψάρια, είχαμε συλλέξει αρκετά απ τα εκβραζμενα θαλάσσια κοχύλια. Θυμάμαι ένα απομεσήμερο με χειμωνιάτικη λιακάδα στην Kεραμωτή. Mετά την ιχθυοφαγία, παρουσίασα στον Πεντζίκη τον ιδιοκτήτη ενς μικρού φέρυ–μπωτ: εκείνος (Mάκη τον έλεγαν) προσφέρθηκε να μας πάει, για έναν θαλάσσιο περίπατο, απέναντι στη Θάσο, για καφέ. Kατά την διαδρομή, ο Πεντζίκης καθισμένος δίπλα απ τον καπετάνιο, μιλούσε εν εξάρσει για τον Πλωτίνο και τον Πορφύριο: ταν επιστρέψαμε είχε πια νυχτώσει, αλλά ο Πεντζίκης συνέχιζε με τους νεοπλατωνικούς.

Nέα Πέραμος Mια άλλη αγαπημένη του διαδρομή ήταν παραλιακώς προς τη Nέα Πέραμο, την βυζαντινή Aνακτορούπολη και την ομηρική Oισύμη και εκείθεν, μέσω της ρεματιάς του Aγίου Aνδρέα υπ την αμφιλαφή σκιά των ελαιώνων, στον συνηρεφή τπο με την υδατρρυτη λχμη, στις ανατολικές πλαγιές του Παγγαίου, που και οι ακμάζουσες κωμοπλεις Mουσθένη και Mεσορώπη. Kάποτε (ταν ο οδηγς είχε σχεδν ξεγρά-

Kαλοκαίρι 1964. Θέατρο Φιλίππων. Θεατές της παράστασης «Iππλυτος». Στο πάνω διάζωμα απ δεξιά, N. Γ. Πεντζίκης, Nιβη και Hλίας Παπαδημητρακοπούλου (φωτ.: αρχείο Σωκράτης Kαραντινς).

ψει το αμάξι του) και προς το οδικώς απρσιτο ττε μοναστήρι της Eικοσιφοίνισσας.

Πρωτομαγιά Mια Πρωτομαγιά, επιστρέφοντας

απογευματάκι στην Kαβάλα απ την Mουσθένη, έξω ακριβώς απ την Eλευθερούπολη είδαμε παιδιά εκατέρωθεν του δρμου να πουλάν ωραιτατα στεφάνια, με μεγάλα, θαυμάσια λουλούδια με χρώμα σκούρο κκκινο, που θύμιζαν τουλίπες. Στα-

O N. Γ. Πεντζίκης το βράδυ των εγκαινίων (18 Nοεμ. 1980) της κοινής έκθεσής του με το ζωγράφο Mενεσίδη στην γκαλερί «Kρεωνίδης» στην Aθήνα. Διάρκεια έκθεσης 18 Nοεμβρ. – 5 Δεκεμ. 1980 (φωτ.: αρχείο H. X. Παπαδημητρακπουλου).

ματήσαμε και αγοράσαμε απ ένα. Pώτησε τα παιδιά πού τα βρήκαν, και πώς τα λένε. — Στο Παγγαίο, είπαν. Tα λέμε στύφνο. — Mην τα βάλετε στο στμα σας, τα συμβούλεψε. Eίναι δηλητηριώδη. Πρκειται για αυτοφυή κονδυλριζα, μας εξήγησε στο αυτοκίνητο. Mοιάζουν με παιώνιες. Kλλησα στη λέξη «Παιώνια» κι άρχισα να αναζητώ με πάθος κονδύλους αυτού του φυτού. Tον επμενο χειμώνα κατάφερα να εξοικονομήσω μερικούς, και έτσι για ένα – δύο χρνια, στον κήπο που είχαμε στην Kαβάλα, καλλιεργούσα τις δικές μου παιώνιες. Γρήγορα, μως, χάθηκαν – σάπισαν οι ρίζες τους. Eχω κατά καιρούς αναζητήσει (σε ανθοπωλεία και λεξικά) αυτ το μυθικ λουλούδι. Bρήκα, βέβαια, τον στύφνο ως στρύχνο, τσο στον Γεννάδιο, σο και στον Xελδράιχ – αλλά (καίτοι προσπάθησα ιδιαιτέρως...) με τις παιώνιες δεν κατάφερα να βρω την παραμικρή σχέση. Πριν απ καιρ, διαβάζοντας το βιβλίο του Πεντζίκη Ψιλή ή Περισπωμένη, που εκδθηκε μεταθανατίως το 1995, είδα να μνημονεύονται και εκείνα τα μαγιάτικα στεφάνια, που πουλάνε τα παιδιά στην Eλευθερούπολη: μεγάλα στεφάνια απ ελλέβορο ερυθροσέπαλο, πως επί λέξει αναγράφεται. Kύτταξα πάλι στον Γεννάδιο: φυτ πολυετές, ποώδες, δηλητηριώδες ο ελλέβορος – σο, μως, κι αν έψαξα, διασταυρώνοντας δημώδη και επιστημονικά ονματα, είναι προφανές πως τα ωραία, βαθυκκκινα μαγιάτικα στεφάνια, που με είχαν τσο συναρπάσει, δεν έγιναν ποτέ απ παιώνιες... KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

25

Eπιστολές Aντίδωρα, Eπιστολές Παραμυθίας Aλληλογραφία του N. Γ. Πεντζίκη με τους Eλύτη, Tσίλλη, Παπατζώνη και Kουράκη Tου Γαβριήλ Nικολάου Πεντζίκη Διερμηνέα Συνεδριάσεων

«ENTEΛΩΣ απροσδκητα, σήμερα το πρωί, έλαβα ένα γράμμα του φίλου N.K. απ την Nτουάλα του Kαμερούν». Eτσι αρχίζει το KA΄ κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Aρχιτεκτονική της Σκρπιας Zωής», και το γράμμα αποτελεί το έναυσμα που επιτρέπει στον συγγραφέα να αναφερθεί στη μορφή του φίλου του N.K. (=Nίκος Kαχτίτσης) και σε μια εμπειρία που έζησε χάρις σ’ εκείνον. Eίναι μια απ τις πολλές φορές που η αλληλογραφία του συγγραφέα συνυφαίνεται στενά με την πεζογραφία του· άλλωστε, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς τι δεν είναι μεγάλη η απσταση που χωρίζει την αλληλογραφία απ την ημερολογιακής μορφής εξομολγηση που συναντούμε στο πεντζικικ έργο. Δεν είναι τυχαίο τι ο Γιώργος Σεφέρης αποφάσισε να συμπεριλάβει στην αυτοτελή έκδοση της μελέτης του «Oι Ωρες της Kυρίας Eρσης», την επιστολή που του έστειλε ο N. Γ. Πεντζίκης ταν η μελέτη πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικ «Tαχυδρμος». Ως επιστολογράφος, ο N. Γ. Πεντζίκης υπήρξε πολυγραφτατος. Kατά τα εξήντα χρνια τού δημιουργικού βίου του, ο συγγραφέας είχε αλληλογραφία με τον Στρατή Δούκα, τη Zωή Kαρέλλη, τον Γιώργο Σαραντάρη, τον Nίκο Xατζηκυριάκο–Γκίκα, τον Nίκο Kα6/6/88 Aγαπητοί Γαβριήλ και Aργυρώ, H μαμά κα. Nίκη, κατά τη θαυμάσια χθεσινή μας εκδρομή, αποκλειστικά μνοι οι δυο μας, απ τον Φίλυρο

χτίτση, τον Kώστα Tαχτσή, τον Σπύρο Παπαλουκά, τον Tάκη Σινπουλο, τον Zήσιμο Λορεντζάτο, τον Γιώργο Σεφέρη και με πολλούς άλλους μεταξύ των ομοτέχνων του. Σημαντική επίσης είναι η αλληλογραφία του με αγιορείτες πατέρες, με τον Δ.Γ. Kουτρουμπή και με τον Aρχιεπίσκοπο Aυστραλίας Στυλιαν. Oι επιστολές του N.Γ. Πεντζίκη είναι πάντα χειργραφες. Πολλές είναι γραμμένες με μολύβι. «Παρακαλώ συγχωράτε με που χρησιμοποιώ μολύβι, αλλά αλλιώς μου ανακπτεται μέγα μέρος της αυθορμήτου ροής κατά τη σύνταξη», γράφει σε μια επιστολή του το Φεβρουάριο του 1967. Λίγο αργτερα, το μολύβι το αντικαθιστά ο ραπιντογράφος, που αναδεικνύεται στο ποθούμενο κοιν εργαλείο της συγγραφικής και ζωγραφικής έκφρασης. Kατά καννα, ο N. Γ. Πεντζίκης δεν κρατάει αντίγραφα των επιστολών του. Στα κατάλοιπά του σώζονται πολύ λιγτερες ολοκληρωμένες επιστολές και πολύ περισστερα σχεδιάσματα, προχειργραφα και πρωτγραφα επιστολών, τα οποία τεκμηριώνουν επίπονη συγγραφική δημιουργία. Σώζονται, π.χ., πέντε πρωτγραφα, γραμμένα σε τέσσερις διαδοχικές μέρες, μιας επιστολής που έστειλε ο συγγραφέας στον Nίκο Kαχτίτση τον Σεπτέμβριο του 1967. Ως πρωτγραφο πρέπει να θεωρηθεί η επιστολή προς τον πρωρα χαμένο ζωγράφο Γιάννη Kουράκη (1955–1993), της οποί-

στο Δερβένι, που ξεκινώντας στις 1 μ.μ. φτάσαμε και φάγαμε πλουσιοπάροχα, κέρδισε δύο καινούργια ονματα: με το να δείχνει «εκεί», που κάτσαμε να ξεκουραστούμε και μου

ας το χειργραφο φέρει εκτεταμένες διορθώσεις αλλά και την υπογραφή του συγγραφέα (πως άλλωστε και οι άλλες τρεις). Tο στρωτ χειργραφο της επιστολής προς τον στεν του φίλο Γιώργο Tσίλλη που απαντά αμέσως στο γράμμα με το οποίο ο Tσίλλης του ανακοινώνει τι οι γιατροί του σανατορίου τού διέγνωσαν φυματίωση, μαρτυρεί τι πρκειται για αντίγραφο της ολοκληρωμένης επιστολής. Tο αυτ ισχύει και για την επιστολή προς τον Oδυσσέα Eλύτη, που σώζεται καθαρογραμμένη στην πίσω ψη οκτώ προσκλήσεων για την έκθεση του 1958 του N.Γ. Πεντζίκη στην γκαλερί «Zυγς». H επιστολή προς τον Tάκη Παπατζώνη σώζεται σε χειργραφο αντίγραφο γραμμένο καθ’ υπαγρευση απ τη σύζυγο του συγγραφέα· σώζεται επίσης η απάντηση του Tάκη Παπατζώνη στην επιστολή αυτή, σταλμένη απ την Oυάσιγκτων τον Φεβρουάριο του 1964. Oι δύο αυτές επιστολές χαρακτηρίζονται αντίδωρα γιατί απαντούν στην αποστολή βιβλίων. Στο «Aξιον Eστι» και στις «Eξι και μία τύψεις για τον Oυραν» και στην «Aσκηση στον Aθω». Tελειώνοντας, θα ήθελα να σημειώσω τι τα γράμματα που μου έγραφε ο πατέρας μου ταν σπούδαζα κι ταν αργτερα ζούσα στο εξωτερικ, απετέλεσαν στέρεο στήριγμα, εμπδιο κι εφδιο της εν γένει ρευστής προσωπικτητας του γιου του. Aς μου επιτραπεί να παραθέσω ένα απ αυτά:

διάβασε στο μεταξύ ακούραστη, ευφυές άρθρο εφημερίδας, συνειρμικά λγω των πολλών επαναλήψεων του «εκεί», «Kική»· και εν συνεχεία καθώς βαδίζαμε επί της ασφάλτου του

Δερβενίου, προφυλάγοντάς με απ την πυκνή κίνηση των οχημάτων, κρατώντάς με απ το χέρι σα να ήμουν ο τυφλς Oιδίπους, το νομα της ηρωίδας της τραγωδίας του Σοφοκλέους «Aντιγνη». Σήκωνε μαζί με άλλα πολλά φορτωμένη και την θαυμάσια ανθοδέσμη των λουλουδιών στο μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού, και τα ευλογημένα στολίδια της γης ανάσαναν και συνεχίζουν σήμερα να στολίζουν το σπίτι. Aυτά. Mε αγάπη κοινή στους δυο σας, Nίκος

Eπιστολές αντίδωρα – Eπιστολές παραμυθίας 1

Στα εγκαίνια της αναδρομικής του έκθεσης στο Bαφοπούλειο Πολιτιστικ Kέντρο.

26 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

1/3/46 Aγαπητέ Γιώργο, σου απαντώ μλις έλαβα το γράμμα σου. Kάτι είχαμε ακούσει αλλά δεν θέλαμε να το παραδεχτούμε πως είσαι άρρωστος και δεχτήκαμε έτσι πιο πρθυμα τη φήμη τι παντρεύτηκες μια πλούσια χήρα και καλοπερνάς. Oσο κι αν αυτ θα ταίργιαζε λιγτερο στην έντονη σταδιοδρομία σου, στην υπερήφανη ατομικτητά σου, στη λεβεντιά σου και στην ομορφιά, σαν άνθρωποι το δεχμασταν εύκολα δίχως να υποψιαζμαστε πως ίσια – ίσια αυτ θάταν αρρώστεια, κίνδυνος και θάνατος για ,τι αντιπροσωπεύεις. Oι άνθρωποι κλίνουμε προς τους συμβιβα-

σμούς που επιτρέπουν κι εξασφαλίζουν την ταχτική μας και καθημερινή συντήρηση, δεν μπορούμε εύκολα νάχουμε το ανάστημα ν’ ατενίσουμε τη μοίρα που ο Θες δίνει στον καθένα επιτρέποντάς του την ολοκλήρωση. Eτσι μαθαίνοντας τα νέα σου λοι κατασυγκινήθηκαν και τι σύμπτωση νάρθει ακριβώς τώρα που η πρώην μνηστή σου προφυλακίστηκε σαν δωσίλογος. Συμφορές και στους δυ σας πούσασταν μορφοι κι αγαπούσατε τη ζωή. Oμως εγώ ιδιαίτερα, δε θέλω να σου το κρύψω Γιώργο μου, κάποια στιγμή ξαναδιαβάζοντας το γράμμα σου ένιωσα μια βαθειά ανακούφιση, καταλαβαίνοντας το πολύτιμο που υπήρχε στο ηθικ σου, στο φρνημά σου, στη ψυχική σου αλλαγή και ωρίμανση, μέσα στα βάσανα και τους πνους, δίχως μως διλου να έχεις χάσει τις βασικές σου αρετές, το πασπάτεμα του συγκεκριμένου, την παρακολούθηση κάθε λεπτομέρειας ώστε να είσαι σε θέση ν’ ανακαλύπτεις χαρές και ικανοποιήσεις κι εκεί που κάθε άλλος δε θ’ άντεχε. Aυτή τη νίκη χάρηκα στο γράμμα σου, το απλά και ψυχρά αντικειμενικά συνταγμένο, και εύχουμαι να κατορθώσεις και την άλλη νίκη που υπαινίττεσαι, την αποκατάσταση της υγείας σου, κατά το δυνατν, ώστε να μπορέσουμε να σε δούμε κι απ κοντά λοι σοι σ’ αγαπούμε και σε νιώθουμε δικ μας, πως θέλουμε να μας νιώθεις και συ πάντα μ’ αγάπη. δικς σου Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

2 8/3/60 Aγαπητέ μου Eλύτη, Oδυσσέα κατ’ αρχήν, σ’ ευχαριστώ πολύ που με θυμήθηκες με τα δύο πολύτιμα και ωραία βιβλία σου. Xάρηκα το παρουσίασμά τους και το γλέντησαν η αφή και η ρασή μου. Πες τα δέοντα συγχαρητήρια στον φίλο Mραλη. O Tάκης ο Iατρού ο ζωγράφος που πιθανν να θυμάσαι απ τον «Kοχλία», δίκαια το Σάββατο το βράδυ που τον αντάμωσα σε μια θεατρική παράσταση μου ανάφερε τι στο γραφείο είχεν έρθει η αποστολή σου και τι

«O άνθρωπος με τα χέρια στις τσέπες» (τέμπερα, 1958. Συλλογή Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης).

φαινταν πολύ ενδιαφέρουσα. Tα παρέλαβα χθες Δευτέρα και τα πήρα μαζί μου σπίτι. Διαισθανμουν τι θα μούδιναν μια μεγάλη χαρά. Eίπα της γυναίκας μου τι θα τα διαβάζαμε το βράδυ μαζύ. Tο απγευμα έμεινα γράφοντας κάτι δικ μου πεζ επί τη

O N. Γ. Πεντζίκης, το 1992 με τη σύζυγ του Nίκη στο σπίτι τους, στη Bασ. Oλγας 167. Πρώτη δημοσίευση (αρχείο: δ. Γενναδίου Δεμερτζή).

βάσει αναμνηστικών ως συνήθως. Tελειώνοντας τηλεφώνησα κι ήρθε ο Πετρπουλος (αυτς που γράφει κριτικές ζωγραφικής και πολλά καταλαβαίνει) μαζύ με τη γυναίκα του. Tους διάβασα για δεύτερη φορά την απαρχή ενς θεατρικού έργου και την καινούργια δουλειά πούχα βγάλει. Eπειτα πήρα το «Aξιον εστί» κι άρχισα να τους διαβάζω απ την αρχή. Eγώ σάμπως να απαγοητεύτηκα και να τβρισκα άλλο απ’ ,τι το περίμενα. H γυναίκα μου με σταμάτησε γιατί έβρισκε πως δεν ήταν καλς ο τρπος του διαβάσματς μου, θανατηφρος. Eμεινα παρακαλώντας μέσα μου να μην έχω δίκαιο για την απαγοήτευσή μου και να βρω στα ποιήματά σου το κομμάτι φωτειν ουραν, την προσφιλή ελληνική φύση – πατρίδα που διαισθάνθηκα απ’ ,τι σε ξέρω και σε θυμάμαι τι θάβρισκα. Σήμερα, επιστρέφοντας το μεσημέρι απ τη δουλειά δεν ήξερα τι να κάνω. Aνέβαλα να πάω να βρω κάτι φίλους για το βράδυ. Bαριμουν να καθίσω να συνεχίσω το γράψιμ μου. O γιος μου ήθελε να παίξουμε μαζί πλεμο κτίζοντας πολιτείες και κάστρα. Πήγα και ξάπλωσα παίρνοντας τις δύο ποιητικές συλλογές σου. Aγαπητέ μου δεν ξέρεις πσο

μου είναι δυσάρεστο ταν δεν μου κάνει ρεξη να διαβάσω κάτι. Tσο που με πιάνει φβος ταν παίρνω ένα βιβλίο μήπως βαρεθώ και τ’ αφήκω στη μέση και νιώσω πάλι το απροσάρμοστ μου. Aφοσιώθηκα λοιπν στο κψιμο των φύλλων προσεκτικά σα νάθελα να τα χαϊδέψω τα βιβλία, να τα ημερώσω και να τα προσοικειωθώ για να μην φύγουν, αλλά να μείνουν μέσα μου. Kι έγινε πως επιθυμούσα. Oταν ξαναδιάβασα το πρώτο σου ποίημα κι έπειτα τ’ άλλο και τ’ άλλο κατάλαβα τι θα είχα ,τι πάντα διακαώς επιθυμώ παίρνοντας ανά χείρας ένα κείμενο, την επικοινωνία μ’ έναν άνθρωπο, το φούντωμα μέσα μου αισθημάτων αγάπης προς αυτν μέχρι το σημείο που να ξεχνιέμαι κάπως. Aκριβώς μως την ώρα που άρχισε να σχηματίζεται αυτή η εντύπωση μέσα μου, νάσου ο Γαβριήλ ο γιος μου, με ζήτησε ξανά για παιχνίδι. H γυναίκα μου είχε πάει να δει την «Aννα Kαρένινα» στο σινεμά. Tούκαμα το χατήρι και σηκώθηκα αμέσως, ενώ απ μέσα μου έλεγα «δεν πειράζει που διακπτω την ανάγνωση των κειμένων, είμαι βέβαιος τώρα τι δεν θα μου φύγει η απλαυση που υπσχεται ο φίλος και καλύτερα αυτή η διακοπή σαν δοκιμαστικς έλεγχος». O Γραβριήλ τα ήθελε λα δικά του για να χτίσει την πολιτεία του. Δεν μου άφηκε παρά κάτι ελάχιστους στρατιώτες. Σκέφτηκα ττε εγώ και κατέβασα απ τη βιβλιοθήκη μας λους τους δεμένους τμους κι είχε τση επιτυχία το κάστρο πούφκιασα ώστε θέλησε ο μπίσμπιρας να με μιμηθεί. Eκεί απάνω έρχονται δυο φίλοι του τού σχολείου κι εγώ απελευθερούμαι και επανέρχουμαι στα κείμενά σου. Διέκοπτα πια και σηκωνμουν να δω τα παιδιά και να βάλω κάτι απ τα ανατρεπμενα σε τάξη, μνο ταν ένιωθα πολύ γεμάτος απ τις εντυπώσεις που μου χάριζες, σαν ο ψαροτουφεκάς που βγαίνει απ το νερ ν’ αναπνεύσει μεθυσμένος απ τα οράματα του ενάλιου κσμου. Eπανερχμουν έπειτα στο κείμενο παρακολουθώντας την αδιάπτωτη κουβέντα που είχα μαζύ σου ταυτχρονα με την ανάγνωση. «A!» έλεγα, «αυτ το πήγε πολύ γρήγορα, σα να μην το κατάλαβα εντελώς, χρειάζεται περισστερη επιμονή το πράγμα και πρέπει εν καιρώ να επανέλθω, δεν είμαι ίσως κι απολύτως προετοιμασμένος για την πλήρη αποδοχή· τι ντροπή, κι εγώ που φανταζμουν τι ήξερα καλύτερα απ’ λους τη βοτανική του τπου μας, δυο ή τρία λουλούδια που αναφέρνει δεν ξέρω ποια ακριβώς είναι, θα πρέπει να μελετήσω βοτανική ξανά· τάχα εφέτος αυτ θα είναι η αφορμή για ν’ ασχοληθώ πως κάθε άνοιξη με τη μελέτη των αγριολούλουδων; θα πρέπει να πλουτίσω το λεξιλγι μου, δες τι ωραία που αναφέρνει αυτές τις λέξεις· τσον καιρ που δεν δημοσίευσε ο κερατάς διάβασε και μελέτησε ένα σωρ πράγματα, ενώ εγώ ο οκνς δε κάνω τίποτα· μελέτησε την παράδοσή μας στην πρζα και την ποίηση, λαϊκή, σολωμική, υμνογραφική βυζαντινή, και απ τα αρχαία τι ωραία κομμάτια σαν στρακα ανασκαφής Συνέχεια στην 28η σελίδα KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

27

Συνέχεια απ την 27η σελίδα

συνυφαίνει, και φιλοσοφία και Πλωτίνο και προσωκρατικούς, και πση γνώση της καλύτερης σύγχρονης γαλλικής σχολής ξεκινώντας απ τον Pεμπώ». Για λ’ αυτά θάνοιωθα μέσα μου να κυριαρχεί ο φθνος αν η ομορφιά των εικνων που σο προχωρούσα έρχονταν και περισστερο επάλληλες δε με γοήτευε ώστε να νοιώθω μέσα μου τση ταπείνωση απέναντί σου που να θέλω να τριφτώ σα γάτα στα γνατά σου και να σου πω χάιδεψέ με. «Mας χαρίζει ο Eλύτης», σκεφτμουν, «το πολύτιμο των αισθήσεων». Aυτή τη φράση την έφερνα και την ξανάφερνα στο στμα μου σαν καραμέλλα. «Tο πολύτιμο των αισθήσεων» επαναλάμβανα. «Aν ήμουν στην υπηρεσία του τουρισμού, θα μπορούσα σαν με λαμπάκια, να διακοσμήσω λη την Eλλάδα με στίχους του. Kαι το πνεύμα;» σκεφτμουν, προσπαθώντας να γράψω ένα κλάσμα με αριθμητή την παραπάνω φράση και παρονομαστή το πνεύμα. «Oρισμένα του ποιήματα... να αυτ και αυτ και το άλλο θα μπορούσαν να σταθούν υποδειγματικά στην εκπαίδευση. Πσες αφορμές για μελέτη και έρευνα· ομιλεί ειλικρινά και το πνεύμα της λης συνθέσεώς του ενέχει στοιχεία πολλά εξομολογήσεως, αλλά αυτού το πνεύμα; σωστά, ρηχαίνει; αλληγορία; δεν φτάνουν λα στο σύμβολο ή συμβολίζουν αυτν (την ψυχή του) και χι κάτι άλλο που να μην είναι αυτς, αυτ προς το οποίο με τση αγάπη κινείται επιτέλους ο ανδρικς έρως, είναι τπος, χώρος, αμεστητα ή πνεύμα... πνεύμα, οι αμαρτίες πιο αρτιωμένες; αλλά τι πλούτος το “Aξιον εστί” η πνευματική του περιπέτεια, περιπέτεια δική μας λων σήμερα, πείθει». Oταν σηκώθηκα τελειώνοντας, διάβασα κομμάτια ολκληρα στη γυναίκα μου και πρώτο πρώτο εκείνο που καταξιούται το θεωρούμενο άσκημο: «Aξιον εστί το κάμα που κλωσάει στο γιοφύρι αποκάτω τα ωραία κοτρνια τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως τέλος...» πρωτοτυπία και ακριβολογία κλασική του επιθέτου, αυτού νομίζω πρέπει να αναζητήσουμε το πνεύμα σου και χι στη γενικτητα του λου σχήματος και το κήρυγμα, που φαίνεται κάποτε τι θέλεις να παρασυρθείς και να κάμεις. Στοχάζομαι μ’ ευχαρίστηση τι θα τα δώκω να τα διαβάσει η κρη ενς φίλου μου που μλις τέλειωσε το σχολείο και ανοίγεται συναισθηματικά προς το ωραίο. Aύριο βράδυ που θα πάω στο σπίτι ενς υφηγητού της ιατρικής που γιορτάζει θάχω την κουβέντα σου. H γυναίκα μου με παρτρυνε να καθήσω να σου γράψω τις φλυαρίες μου. Σ’ ευχαριστώ πολύ για την ομορφιά (τη στοχαστική πια ομορφιά) που μου χάρισε η ποίησή σου και σου αφιερώνω το σημεριν βράδυ μου. Mε αγάπη Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

28 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

σας πλούτο, που μου δθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσω κοκκινίζοντας μπροστά σε φίλους, απ την εποχή ακμη του 3ου Mατιού, κατάλαβα τι δεν μπορώ αλλοιώς να πληρώσω παρά εξευτελιζμενος. Συμφωνείτε; Aγαπώντας σας πάντα, σας χαιρετώ. N. Γ. Πεντζίκης

4

Iούνιος 1964: Mε τον Γιώργο Σεφέρη στη Nάουσα. Στην πίσω ψη, ο Σεφέρης σημειώνει: «ώς και το χώμα συμμορφώθηκε με το σκουφί κι έγινε χινι». Tο σκουφί ανήκει στον Γ. Π. Σαββίδη που έβγαλε τη φωτογραφία.

3 26/1/64 Aγαπητέ φίλε κ. Tάκη Παπατζώνη, Aπ τις αρχές Aυγούστου είναι που θέλω να σας γράψω. Πηγαίνοντας το Σαββατοκύριακο ττε στην Tορώνη της Συκιάς της Σιθωνίας της Xαλκιδικής, που ήταν η γυναίκα μου και το παιδί και παραθέριζαν, είχα συναποκομίσει το βιβλίο σας για το Aγιον Oρος που ’χατε την ευγένεια και καλωσύνη να μου στείλετε. H γυναίκα μου που θέλει να τάχω καλά με σο γίνεται περισστερο κσμο, ώστε να βοηθιέμαι και να βοηθηθώ κοινωνικά, ήταν θυμάμαι γεμάτη χαρά με σα καλά άκουγε να της λέω αναφορικά με το βιβλίο σας, που διάβαζα, για τον αισθηματικ και γνωστικ του πλούτο. Xαιρμουν και εγώ καθώς ένα σωρ πρσωπα και πράγματα του Aθω, που είχα γνωρίσει και παρατηρήσει ο ίδιος, ξαναβρίσκοντάς τα εκεί έβλεπα να μας συνδέουν. Aλλά η συνέχεια του ίδιου αυτού κειμένου σας παρά τις σύγχρονές μας προσπάθειες περί ενώσεως των εκκλησιών, μ’ έκαμε ως ορθδοξο (που μάλιστα τώρα πρσφατα κατάφερα ξεκάθαρα να το πω τι είμαι και πιστεύω) να απομακρυνθώ απ κοντά σας. Δεν σας έγραψα λοιπν. Aισθάνθηκα γι’ αυτ μεγάλη ντροπή και σάμπως μια ήττα. Aλλά καθώς δεν είναι και η μνη στη ζωή μου, τη συνήθισα και ίσως μάλιστα την χαιρμουν. Kαι ήρθε επιτέλους ο και-

ρς που κυκλοφρησε το βιβλίο μου. Mιας εξαρχής σκεφτμουν τι θα πρέπει να σας στείλω οπωσδήποτε. Aλλά δεν είχα παρά 20 αντίτυπα στη διάθεσή μου. Kράτησα ένα για το αρχείο μου και τα 19 δεν κατάλαβα καλά πώς και πού τα διέθεσα. Θάπρεπε λοιπν ν’ αγοράσω έναντι 45 δρχ. άλλο ένα και να σας το στείλω. Λογικά έτσι το είχα αποφασίσει, και το σκεφτμουν μέχρι την περασμένη Δευτέρα. Tέλος πάντων δεν είμαι και τσο πτωχς και ταλαίπωρος, θα μπορούσα εύκολα να το κάμω. M’ λα ταύτα συλλογιμουν τις 45 δρχ., μαζί με το τι θα σας έγραφα για αφιέρωση ξεϋποχρεωνμενος στη δική σας αυθρμητη προσφορά. Tο ντρεπμουν μως κιλας. Ξεϋποχρεώνετε κανείς ύστερα απ τσους μήνες σιωπής στέλνοντας ένα δικ του βιβλίο, για ένα που έλαβε πλούσιο, σπουδαίο και καλ; Eπειτα ξαφνικά την Πέμπτη το πήρα απφαση. Δεν θα σας έστελνα βιβλίο αλλά θα συνέτασσα την παρούσα μου προς εσάς δίδοντάς σας ως πράγμα και αντιστάθμισμα την αναγνώριση του εξευτελισμού και της γαϊδουριάς μου. Mε άρεσε τούτο χι μνο για την οικονομία των 45 δρχ. αλλά και γιατί το θέωρησα πολύ μέσα στο πλαίσιο της ορθοδξου χριστιανικής αντιλήψεως. Mνο δι’ αυτού του τρπου κατάλαβα τι δύναται ακροβατικά να ισορροπήσει εις το κενν η υπερηφάνειά μου, η γνώμη τι είμαι τάχα ποιητής. Tον μορφωτικ και αισθηματικ

25/2/83 Παράτησα την εφημερίδα που διάβαζα μέχρι προ ολίγου για να κάτσω να σου γράψω δυο συλλυπητήρια λγια αγαπητέ κύριε Γιάννη Kουράκη. Φορτωμένος ο νους μου απ ψες βράδυ που μου ανάγγειλε ο Γαβριήλ απ τηλεφώνου το θάνατο του πατέρα σου. H φρτιση του νου μνήμες εντελώς συγκεκριμένες, βαριές σαν πέτρες εικνες. Σηκώθηκα και πήρα στα χέρια τον τμο του κ. K.E. Λασσιθιωτάκη, «Eκκλησίες της Δυτικής Kρήτης» προκειμένου να επιτύχω κάποια διοχέτευση εκφραστική ξαλαφρώνοντας το βάρος των συμπαγών λιθών της μνήμης κι αλλάζοντας την έννοια της συμμετοχής στο πένθος, σε φωτεινή αισιοδοξίας πνοή. Δεν τα κατάφερα και παραμένω απ το πρωί άνιφτος, δίπλα στην αναμμένη θερμάστρα. Πτε ζεσταίνεται ευχάριστα ο άνθρωπος και πτε τον κυριαρχεί το ψύχος. Eργάζομαι με το νου μου. Aναπολώ την ημέρα που πληροφορήθηκα το θάνατο του δικού μου πατέρα, ταν είχα απάνω κάτω τη δική σου ηλικία. Tη μοναξιά ταν μετά επέστρεψα για τις σπουδές μου στο εξωτερικ. O νους μου πάσκιζε με κάθε τρπο να μου τον ζωντανέψει. Mηδέν το αποτέλεσμα των προσπαθειών μου. Πέρασαν απ ττε μέχρι την μεθαύριο Kυριακή 27 Φεβρουαρίου, πενήντα και εξ χρνια. Προχτές Tετάρτη πήγα στον οικογενειακ μας τάφο στο Nεκροταφείο της Bαγγελίστρας. Kανένα παράπονο και προσωπικς καημς ή θλίψη. Σιωπηλά άναψα τα κεριά, παρακολουθώντας την ωραία απαγγελία της τρισάγιας ευχής απ τον νουνεχή παπαΔημήτρη, τον Σερραίο. Σα να μην είχα νου και αντίληψη δεν ένιωθα. Παρομοίαζα εντελώς με το διαλυμένο σώμα και τα φυλαγμένα σε κάσα στο εσωτερικ τού τάφου οστά του πατέρα. Oρθιος έξω απ τον τάφο, απλά ταυτιζμουνα με εκείνον. O ζωντανς μ’ εκείνον που έζησε, δίχως να μπορώ να κρίνω ποιος ήταν ο ένας και ποιος ο άλλος. Aπλά καταλάβαινα και παραδεχμουνα την κατ’ αρχήν ακατανητη κοινή φράση της Eκκλησίας τι οι πάντες επί γης και υπ τη γη εν σώμα εσμέν. Eτσι μνο μου είναι δυνατ να εξηγήσω τώρα τα δάκρυα που πλημμυράν τα μάτια μου, καθώς αναλογίζομαι την τωρινή δική σου απώλεια και στέρηση, παρέτοιμος να σου ειπώ τι αποτελεί προσωπικ δικ σου θησαύρισμα γνώσης αληθινής, υπομονής τουτέστιν άντικρυ στα θλιβερά. απ βάθους καρδίας, N. Γ. Πεντζίκης Copyright © 1997: Γαβριήλ Nικολάου Πεντζίκης

«Eκτοτε δεν είχα πια κανένα πάρεδσε με το κμμα» Aνέκδοτο κείμενο του N.Γ. Πεντζίκη, γραμμένο πιθαντατα τον Aύγουστο του 1949

«Eίδωλο εν είδει σανίδος πρωίμου ορειχάλκινης Kύπρου» (τέμπερα, 1971). Tου Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη

TON Iούλιο του 1943. Mετά τη διάλυση της Διεθνούς. Mετά την αναγνώριση της θρησκείας και το διορισμ του Πατριάρχη στη Pωσία. M’ έπεισε να εγγραφώ στο κμμα ο συνάδελφος άστεγος φαρμακοποις Ξενοφών Παπασαραφιανς. Mπήκα σε υγειονομικ πυρήνα με καθοδηγητή τον Kώστα Tσιγαρά, κτηνίατρο. Στην αρ-

χή οι πρώτες τρεις συνεδριάσεις ματαιώθηκαν λγω μη απαρτίας. Mιας εξαρχής ταν πέρασε απ το μαγαζί ο κτηνίατρος πρτεινα να εγγραφεί μαζί μου και ο φίλος μου ο Γιώργος ο Mαντπουλος. Tώκαμα για νάχω κάποιον δικ μου να κουτσομπολεύουμε. Eγινε δεκτς ο Γιώργος και του λοιπού ερχτανε μαζί μας, παρλο που δεν ήταν υγειονομικς. Aποδεικτικά της εγραφής μας δε μας έδωκαν ούτε

O Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, πως τον απεικνισε σε σκίτσο του ο Nικλαος Xούτος (Aπ το περιοδικ «Σύνταξη»).

και ήρθαμε σ’ επαφή με ανώτερα στελέχη. Πληρώναμε κάθε μήνα μια συνδρομή και το πέρναμε το πράμα ερασιτεχνικά. Δεν κάναμε τίποτε και νοιώθαμε ξεκάρφωτοι. Tον παράνομο τύπο παρ’ λη μου την καλή θέληση, έτσι που ήταν συνταγμένος δε μπορούσα να τον διαβάσω. H κατάσταση αυτή παρατάθηκε σ’ λο το υπλοιπο διάστημα της κατοχής. Συνεδριάσαμε δυο φορές στο σπίτι του Γιώρ-

γου, δυο ή τρεις φορές στο σπίτι του γιατρού του Περρή, μια φορά σ’ ένα σπίτι της οδού Aμύντα, δυο φορές σ’ ενς οδοντιάτρου άντικρυ απ το Παρθεναγωγείο, οδς Kαρλου Nτηλ. Oι συνεδριάσεις αυτές της ολομελείας των υγειονομικών Eαμικών και Kομματικών, έγιναν προς τα τέλη της κατοχής, ταν στους δρμους γινντουσαν αψιμαχίες με το EΔEΣ. Tσούρμο Συνέχεια στην 30ή σελίδα KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

29

N. Γ. Πεντζίκης: «Oλα τα πρσωπα και οι καταστάσεις συμβιούν μαζί μου σαν ένα. Aποτελούν το δέρμα των ημερών του παρελθντος που σέρνω πίσω απ τις φτέρνες» («Σημειώσεις Eκατ Hμερών», σελ. 191).

Συνέχεια απ την 29η σελίδα

κσμος ήταν παρών και ιδίως γυναίκες. Θυμούμαι απ’ αυτούς τους φαρμακοποιούς Σταύρο Tσαβδάρα, τον βοηθ φαρμακοποι αδελφ της Bασδέκη, την ίδια, την Mαρία Παπαθανασίου, την Kαραδήμου, τον Xρήστο Παπαβασιλείου (ο τελευταίος αρκετές φορές απουσίαζε, μέχρι που να γίνει λγος να τον διαγράψουν), ένας βοηθς φαρμακοποις μελαχροινς πούταν στο TAK, ένας οδοντίατρος Tάκης, ένας άλλος ηλικιωμένος κι αξύριστος, ο Γροσαμανίδης, ο οφθαλμίατρος Γιώργος Γεωργιάδης ανώτερος λων των υγειονομικών, ο συνάδελφς του Σταύρος Σαπουντζής, ο γιατρς Aπστολος Φασιανς, ο Eμμανουήλ Περρής, ο Nικηφρος Mουρελλς, ο Oδυσσέας Mπέσυλλας και ο γυναικολγος Aθανασιάδης. Σ’ αυτές τις συνεδριάσεις τις τελευταίες είχαμε κι άλλον καθοδηγητή, χι πια τον Tσιγαρά, αλλά έναν δικηγρο με έκζεμα στο πηγούνι και επιπεφυκίτιδα στα μάτια, που υποθέτω τι ονομαζταν Kατπης. H έννοια της τελευταίας μας συγκέντρωσης ήταν η διαφώτισή μας για μια πλατύτερη εγγραφή στο EAM έστω και βασιλοφρνων καθώς και η οργάνωσή μας ώστε να είμαστε ικανοί να δώκουμε τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, αν πως το υπέθεταν γινντουσαν οδομαχίες κατά την αποχώρηση των Γερμανών απ την πλη μας. Eυτυχώς δεν συνέβηκε ως γνωστν τίποτα τέτοιο. Aπ την οδ Λυσιμάχου που κάθουμαι, πάροδο της Bασιλίσσης Oλγας, αργά το απγεμα συνοδεύοντας γεμάτος ενθουσιασμ ένα απσπασμα οπλοφορούντων κατέβηκα ώς μέσα στην πλη ζητωκραυγάζοντας. Στο Λευκ Πύργο ένας απ τους παρελαύνοντας που κρατούσε πιστλι, μούκαμε την παρατήρηση πούχα πως συνηθίζω στις τσέπες τα χέρια μου και μου κακοφάνηκε. M’ λα ταύτα εξακολούθησα να πηγαίνω στους δρμους διαλαλώντας τα φρονήματά μου, μνος. Eίδα την παρέλαση της Tούμπας πούταν και παπάδες μαζύ και ευχαριστήθηκα. Hταν κάτι που ταίργιαζε με τις σκέψεις μου. Aκμα δεν είχα καταλάβει τη διαφορά. Oσο κι αν απογοητευμουνα απ τα πρσωπα, σο κι αν δε μπορούσα ουσιαστικά νάχω καμιά επαφή μ’ έναν άνθρωπο που θα με καταλάβαινε. Πίστευα τι το καθήκον μου ήταν να κάνω υπομονή. Aκμα και μια ηλίθια ταινία πούχαν φέρει στο «Πατέ», δε θεωρούσα πρέπον να την κατακρίνω παρά στους πολύ δικούς μου της λογοτεχνικής παρέας που βέβαια δεν είχαν τις πολιτικές μου πεποιθήσεις. M’ αυτούς μιλούσα σαν ελεύθερος άνθρωπος και ξεσπούσα την αγανάχτησή μου για τις ελεεινές θριαμβευτικές αψίδες πούχαν στήσει. Eυτυχώς τι τη μια, ύστερα απ δυο τρεις μέρες, τη γκρέμισε ο Bαρδάρης και μας εκδικήθηκε απαλλάσσοντάς μας απ το απαίσιο

30 H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997

συλλαλητήρια μέχρι που οργανώθηκε εκείνο που βγήκε ν’ απαιτήσει να μη διαλυθεί ο EΛAΣ κι εγώ απέφυγα να πάω. Yστερα έλαβα μέρος στο πρώτο συλλαλητήριο που οργάνωσε η αντίθετη παράταξη, γεμάτος αγανάκτηση. Στο μεταξύ της Eαμοκρατίας, πήγα σε μια συνεδρίαση του πυρήνα μας πούγινε στο φαρμακείο του Tσαβδάρα. Παρών και ο φαρμακοποις Δημήτριος Kορδώνης και ο φαρμακοποις Γενιτσών Iάσων και ο βοηθς Παντελίδης πώχει τώρα το φαρμακείο του Tσαβδάρα, και ο άλλος ο κοντούλης μελαχροινς πρώην αποθηκάριος της Mπάγιερ. Oι ίδιοι ήταν και στην συνεδρίαση την τελευταία πώλαβα μέρος στο φαρμακείο μου. Σ’ αυτήν διαμαρτυρύθηκα γιατί δεν άφηναν και στ’ άλλα κμματα να βγάλουν εφημερίδα και για το τι είδους ελευθερία ήταν αυτή. H αντίθεση που βρέθηκα προς λους και την πραγματικτητα που παρουσίαζαν, είχε στη ψυχή μου βαθειά απήχηση. Mνο διαβάζοντας τους αρχαίους τραγικούς ειρήνευσα, νοιώθοντας πσο αυθαίρετα είναι τα συστήματα και οι γενικτητες, που δεν λογαριάζεται το άτομο. Γιατί αυτ κατά βάθος διατηρεί μέσα του μιαν αντίσταση που ανατρέπει κάθε ολοκληρωτική αυθαιρεσία. έργο του ζωγράφου Kασσλα. O γιατρς ο Mπέσυλλας ξέροντας τι καταγίνουμαι με τις τέχνες, μούχε κάποιον αρχιτέκτονα – μηχανικ Mωραΐτη, για να επιμεληθώ με τους φίλους μου τον διάκοσμο των δρμων κατά την υποδοχή. Δέχτηκα και τούκαμα μια μακέτα, αλλά άμα την είδε είπε πως έτσι που παράσταινα τον ήρωα με φουστανέλλα, μπορούσε κανένας να τον πάρει και για Tαγματασφαλίτη, κι έφυγε και δεν τον ξανάδαμε. Δεν είχα βέβαια την απαίτηση να καταλαβαίνουν την τέχνη μου, αλλά τουλάχιστον να μ’ άφηναν ήσυχο να βγάζω τα μάτια μου, μνος πως είμουν πάντα. Aντίθετα μως μας καλούσαν τους διανοούμενους και καλλιτέχνες στα γραφεία του EAM κι είχαν την απαίτηση να συμφωνώ με τις κουταμάρες του Παπαπερικλή και των ομοίων του. Eκεί μως ξεσπάθωσα και τάψαλα μια μέρα πρώτα στον Pάκη Γιάκο πούταν στη διαφώτιση και έπειτα σ’ λους μπροστά καθώς επέμεναν να μας βάλουν να υπογράψουμε διαμαρτυρία για την αγγλική επέμβαση στην Aθήνα. Kαυχιέμαι τι χάρις στις φωνές μου τα χαρτιά αυτά δεν υπογράφτηκαν και δεν ρεζιλεύτηκαν έτσι οι διανοούμενοι

της Θεσσαλονίκης. Aμα μούλεγαν τίποτα εγώ απαντούσα μ’ σα μας είχαν πει οι ίδιοι στην αρχή για τους συμμάχους.* (* Σύλληψη δική μου και του Γιώργου Mαντπουλου). Eντωμεταξύ είχα χάσει κάθε ουσιαστική σχεδν επαφή με τον πυρήνα αποφεύγοντας τις συνεδριάσεις απ πλήξη. Eίμουν σε μια συνεδρίαση ολομελείας στην Eύξεινο Λέσχη, κι ένα άλλο βράδυ σ’ ένα άλλο κτίριο λίγο παραπάνω επί της οδού Bενιζέλου. Kαθαρά διαφωνούσα πια και στους φίλους έλεγα τι θεωρούσα προδοτικ το κίνημα του Δεκέμβρη. Eπρεπε τα πράγματα να βαδίσουν εξελικτικά. Ποτέ δεν αγάπησα τη βία. Tελευταία φορά που μας κάλεσαν για ν’ ακούσουμε διάφορους ρήτορες και τον Aποστολίδη, στα γραφεία της οδού Pογκτη. Bγαίνοντας με τον δικηγρο κ. Bασιλειάδη βρεθήκαμε και οι δυο απολύτως σύμφωνοι και κλάψαμε μαζύ τα θύματα των παρασυρθέντων. Tτε ακριβώς δυο μέρες με το χινι, που θ’ αποχωρούσαν απ την πλη μας, κλείστηκα στο σπίτι μου που φιλοξενούσαμε δυο Aγγλους στρατιώτες, απ το φβο μήπως με πάρουν μαζύ τους για μηρο. Eλαβα μέρος στην παρέλαση της 1ης Nοεμβρίου. Σε διάφορα άλλα

Eκτοτε δεν είχα πια κανένα πάρεδσε με το Kμμα Σημείωση: Tο ανέκδοτο αυτ κείμενο του N.Γ. Πεντζίκη σώζεται χειργραφο στα κατάλοιπα του συγγραφέα. Tο χειργραφο καλύπτει τις τέσερις ψεις μιας δίφυλλης κλλας αναφοράς, της οποίας τα δύο φύλλα χωρίστηκαν με χαρτοκπτη. Στην τελευταία ψη, υπάρχει ο αριθμς 2747, γραμμένος με κκκινο κραγινι με το γραφικ χαρακτήρα του συγγραφέα· αντιστοιχεί σε παλαιτερη ταξινμηση του αρχείου του. Tο κείμενο είναι γραμμένο με μελάνι, με πολύ στρωτ γραφικ χαρακτήρα, δίχως διαγραφές και διορθώσεις, με ελάχιστες προσθήκες κατά τη συγγραφή (εδώ υποδηλώνονται με πλάγια στοιχεία). Στο χειργραφο έχουν γίνει τρεις μεταγενέστερες προσθήκες με μολύβι (υποδηλώνονται με παχέα στοιχεία). Tο χειργραφο είναι άτιτλο. Eδώ χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος η τελευταία αράδα του κειμένου. Eίναι δε προφανές τι αποτελεί αντιγραφή και καθαρογράφηση ενς προγενέστερου χειρογράφου, του οποίου η ύπαρξη τεκμαίρεται απ την ύπαρξη μιας προγενέστερης χειργραφης μορφής του πρώτου μισού του κειμένου. Tο προγενέστερο αυτ χειργραφο είναι γραμμένο με μολύβι στην πίσω ψη της διαφημιστικής εγκυκλίου ενς φαρμακευτικού σκευάσματος της XPΩΠEI, η οποία έχει ημερομηνία 20 Aυγούστου 1949. Copyright © 1997: Γαβριήλ Nικολάου Πεντζίκης.

Πάνω στα βάσανα που επιβάλλει ο άνθρωπος στον άνθρωπο Διαβαίνοντας το γεφύρι τον πιάσανε. Ξιφούλκησε, μα τούρριξαν τρεις πιστολιές. Eνας τον βαράει στο κεφάλι με το ρπαλο. Πήγαν σπίτι του κι άρπαξαν διαμαντικά και έπιπλα. Πήραν τη γυναίκα του στη φυλακή. Eδιωξαν το πουλί απ’ το κλουβί που κελαϊδούσε. Στην κοντινή εκκλησία τον παράχωσαν. Σαν ξημέρωσε ήρθαν και πάλι τον ξέθαψαν. Δεμένο με σκοινί σέρναν γυμν το πεθαμένο κορμί. Kσμος στους δρμους φώναζε γιούχα. Για τη φωτιά που θα το ’καιγε μάζευαν φρύγανα. Δαυλ αναμμένο έφερε ένα νέο παιδί. Tον κρέμασαν ανάποδα και γδαρμένο τον κομμάτιασαν. Tην ξερριζωμένη καρδιά την πέρασαν στο ξίφος. O μερακλής τη δάγκωνε ψημένη. Mικρά παιδιά νομίζουμε τη ζωή παράδεισο, γνωρίζοντας τον κσμο βρισκμαστε στην κλαση. Eντυσαν και παραγέμισαν το λείψανο, για να δει την πρτερη ψη ο κσμος, ξανακλλησαν την πεσμένη μύτη με το ’να ρωθούνι φαγωμένο. Aρλεκίνοι της ζωής π’ ασωτεύετε κάθε αξία, μην ειρωνεύεστε ,τι δε γενήκατ’ ακμα. Σκάβοντας, τα πονεμένα της αδελφής λιανοδάκτυλα ξέθαψαν έναν θώρακα ντυμένον με γκρίζο πουλβερ «αν είναι του σκοτωμένου μου», λέει, «να το φυλάξω». Πάνω απ εκατ σφαίρες παρτάλιασαν το κάθε κορμί. Tους συγκέντρωσαν έξω απ τα σπίτια, σε χώμα φτην που κάνουν κεραμίδια, προσχώσεις που κομματιάζονται απ τενάγη γεμάτες αγκάθια, σκουριασμένους τενεκέδες, ψοφίμια, σκελετούς, ριχμένα σκουπίδια κοντά στα εργοστάσια και τα σφαγεία. Eνας που δοκίμασε να φύγει τελειώθηκε στα καλάμια. Iσαμε την πρώτη βροχή, λος ο τπος, μπροστά στη θάλασσα, αντίκρυ στα βουνά, ήταν σπαρμένος πδια, χέρια, ματωμένα κομμάτια. Eνας κηπουρς φύλαξε στο εικονοστάσι ένα κρανίο, κκκαλο κιτρινισμένο και λίγα μαλλιά. H μαυροφρα ρίχνει λουλούδια στους τάφους. «Ποιο έτυχε τάχα απάνω στον Kώστα· δεν ξέρω τη σειρά του στον κοιν τάφο». Kρατώντας την ανθοδέσμη θάρρεψε πως τον αγκάλιαζε. Σκτωσαν κι ένα νέο φοιτητή με τον αδελφ του. Σκτωσαν και τον Kοσμά τον κάλφα στο κουρείο. Σκτωσαν πενήντα στις δυο Iουλίου. Σαρανταέξι την πρώτη Mαρτίου στη Mίκρα. Δίχως διαδικασία παίρνουν και εκτελούν, απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος στις φυλακές διαλέγουν τους πιστούς στην καλύτερη αύριο, απ’ τη μοναξιά των κελλιών μαζεμένοι κοινώνησαν. Mαζί μας ήταν κι ένας παπάς που σκοτώθηκε. Πεθαίνοντας ο Kώστας σ’ λων το νου δικαιώθηκε. Eκείνη που τον αγαπούσε σαν να παρηγοριέται. Mέσα στη δικαιοσύνη τον βρίσκει σαν έννοια «Oμως δε βρίσκω», λέει «το ζεστ του χέρι». Δεν ξέρω τι να αποκριθώ στον καημ της στέρησης. Tης καθαρίζω το μέτωπο απ’ το αίμα και τα χώματα, «άσε τα παράπονα και κοίταξε να δουλέψεις», της λέω. Eχω στο νου μου τι δουλεύοντας ο άνθρωπος, μπορεί να κάνει απ ξύλο ένα χέρι τεχνητ, να το εκθέσει στον κσμο και να πάρει ζωή. Mέσα στην απορία της η φτωχιά γυναίκα, διατηρεί ένα κομμάτι που βρήκε, δάχτυλο με το νύχι. Kι ο σκοτωμένος τρομαχτικς για κάθε αίσθημα το πρσωπο δεμένο μ’ επιδέσμους σα με φασκιές, το κορμί λο τρύπες, κουρέλια τα ρούχα, έρχεται, κάθεται στον καναπέ, πως συνήθιζε. Eπιστρέφει στη γυναίκα του τα γράμματά της βαμμένα απ’ το αίμα που ’χυσε η καρδιά του λέει πως με τα χέρια δεμένα βάρεσε κατακέφαλα το δυνάστη χαρούμενος, χαρούμενη νάναι, μαύρα να μην ντυθεί. Mα η φτωχιά μην αντέχοντας σηκώνεται, πέφτει απάνω στον νεκρ, που χάνεται,

Kαλοκαίρι 1992, μια απ τις τελευταίες φωτογραφίες.

Λγος Eπιμνημσυνος Γύρω γύρω λοι και στη μέση ο Mανλης, κατέγραφε στο «Bιβλίον Eρωτος» ο Πεντζίκης. Aυτ είναι λο το έργο του κι αυτ ήταν η ζωή του ολκληρη. Mια καρδιά γεμάτη αγάπη, αιώνιο παιδί, γύρω γύρω το σύμπαν και στη μέση ο Eμμανουήλ. Tώρα εκεί, πως και ττε εδώ, το παιδί παίζει με το παιδίον νέον κι Eκείνο παίζει μαζί του εσαεί. Aιωνία του η μνήμη και την ευχή του ας έχουμε λοι. † Iερομ ναχος Συμεών Kελί Tιμίου Σταυρού 13 Iανουαρίου 1996

«O Bασιλιάς Aμύντας» (τέμπερα, 1955. Συλλογή Γ. Π. Σαββίδη).

με το θρήνο απ’ λες τις γενιές ταν κηδεύουν της ομορφιάς του το κορύφωμα. Σημείωση «Eπτά Hμερών». Πρωτοδημοσιεύθηκε στα «Φιλολογικά Xρονικά» τον Iούνιο 1946.

Eυχαριστούμε τον Iερομναχο π. Iουστίνο Σιμωνοπετρίτη για τη βοήθεια που μας προσέφερε στην ολοκλήρωση του αφιερώματος. H ιδέα του αφιερώματος –μικρ φιλολογικ μνημσυνο στον ποιητή-δημιουργ– πρωτοξεκίνησε πριν απ χρνια, ταν προσκυνητές αφήναμε δυο αγριολούλουδα στον τάφο του N. Γ. Πεντζίκη, στο Mοναστήρι της Oρμύλιας, στη Xαλκιδική. Iδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στην οικογένεια του συγγραφέα (τη σύζυγ του Nίκη και τον υι του Γαβριήλ) για το φωτογραφικ υλικ και τα ανέκδοτα κείμενα που ευγενικά μας παραχώρησαν αποκλειστικά για τις «Eπτά Hμέρες». Tέλος, ευχαριστούμε τους Θ. Kαρακατσάνη, Γιώργο Πούπη και δ. Γεννάδιο Δεμερτζή για τις σπάνιες φωτογραφίες που μας διέθεσαν απ το αρχείο τους. B. Στ.

KYPIAKH 2 MAPTIOY 1997 - H KAΘHMEPINH

31

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF