ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ- Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

March 10, 2018 | Author: SOL INVICTUS | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ- Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ...

Description

αποστ. ε. βακαλοπούλου

Ο χαρακτήρας των ελλήνων ανιχνεύο ντα ς την εθνική μας ταυτότητα Β ' ΕΚΔΟΣΗ

έρευνα, πορίσματα, διδάγματα Θεσσαλονίκη 1983

Κάθε αντίτυπο έχει την υπογραφή του συγγραφέα.

στους πολιτικούς και στους παιδαγωγούς μας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

A. ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΑ TÔY ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ 1. Το πρόβλημα. 2. Οι πηγές της ελληνικής ανθρωπογνωσίας ή αυτογνωσίας και η αξιοπι­ στία τους. 3. Υπάρχει ένας γενικός εθνικός χαρακτήρας των Ελλήνω ν ή περισσότε­ ροι κατά τόπους; Τα γενεσιουργά αίτια του εθνικού χαρακτήρα. 4. Οι γνώμες δόκιμων ξένων μελετητών για τον εθνικό χαρακτήρα των Ν εοελλήνων σε συνάρτηση με τον αντίστοιχο των Βυζαντινών και των Αρχαίων. 5 .-Ε πιδράσεις της ρωμαϊκής και τουρκικής κατακτήσεως στον χαρακτήρα των Ελλήνων. ‘ Εξαρση των ελαττωμάτων ιδίως κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. α) Βαθμιαία κατάπτωση των Ελλήνω ν επί ρω μαιοκρατίας. Αναμνήσεις των «περασμένων μεγαλείων» και έπαρσή τους γΐ αυτά. Η διαμόρ­ φωση του τύπου του Γραικύλου (Graeculi). β) Επιδράσεις της πολιτικοκοινω νικής καταστάσεως στον χαρακτήρα των Ελλήνω ν κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου. γ) Ε ξαχρείω ση και διαφθορά των Ε λλήνων επί τουρκοκρατίας. Ο ρα­ γιάς (reaya). Τα ελαττώματά του (τάση πρός το ψέμα, τη ν απάτη, την πονηριά, καχυποψία, δουλικότητα, εκδικητικότητα κ.λ) και αντιπα­ ράθεσή τους πρός τα προτερήματα (ζωηρότητα, ευφυΐα, μιμητική ικανότητα, ευθυμία, ευγλωττία, αγάπη τη ς ελευθερίας κ.λ.) 6. Ανάλυση των χαρακτηριστικώ ν γνωρισμάτων των Ελλήνων. α )'Ε ντο νη ατομικότητα -το υπερεγώ- και ακόρεστος πόθος ελευθερίας. β) Κ ινητικότητα, ανησυχία, φιλοχρηματία, απειθαρχία, έλλειψη συντο­ νισμού και συστήματος. γ) Έ ντο νο ς εγωισμός, εθνικός, τοπικός, ατομικός ή και οικογενειακός. δ) Έ π α ρ σ η και αλαζονεία.

9

11 13 31 37

53

62

62 76

86 109 109 118 127 134

6 ε) Η στάση του εγώ μέσα στο σύνολο. Φιλαυτία, φιλοδοξία, φιλοπρω ­ τία, φιλαρχία και ματαιοδοξία. στ) Φθόνος, διχόνοια και διχασμός. ζ) Α χαριστία. η) Ά λ λ ε ς αδυναμίες. ι) Π ροτερήματα: αγχίνοια , ετοιμότητα πνεύματος, περιέργεια, φιλομάθεια, ευγλωττία. Β. ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΡΗΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ 21 1. Η ελληνική επανάσταση του 1821 ώς καταλύτης στη συμπεριφορά Ν εοελλήνων. Τ άσεις πρός βελτίωση της αγωγής και της παιδείας. πίδες για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. 2. Τα αρχαία πρότυπα. 3. Π ολιτικές και οικονομικές ανωμαλίες. 4. Απογοήτευση από τη ν αργή εξέλιξη πρός την πραγματοποίηση αρχαιοελληνικώ ν ιδανικών και ονείρων. 5. Επιβίωση της λαϊκής παραδόσεως και σύγκρουσή της πρός τα ιδεολογικά ρεύματα. 6. Θ εσμική οργάνωση και εκπαιδευτική αναμόρφωση.

136 143 160 164 167

177 των Ελ­ 179 220 226 των 235 δυτικά

Γ. ΑΝΑΣΧΕΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

238 246 257

1. Α σταθείς και αντιφατικές αρχές αγω γής και παιδείας μέσα στην οικο­ γένεια, στο σ χολείο και σ τη ν κοινωνία. 2. Υπερεγωισμός, φθόνος, φιλοκατηγορία και συκοφαντία. 3. Η ηδονή της προβολής και η έντονη ματαιοδοξία. 4. Κοινω νικές και πολιτικές ενώσεις. Σ οφιστική ικανότητα, πολιτική και πολιτικολογία. Καχυποψία και απάτη. 5. Ο κατατρεγμός των ικανών, ενσυνείδητες αδικίες και ζημιές στη ν επι­ στήμη και γενικά αναστολή στην προκοπή του έθνους. 6. Α νησυχία, αντιφατική κινητικότητα, απειθαρχία, επιπολαιότητα, τσα­ πατσουλιά. Γενικοί χαρακτηρισμοί του Έ λ λ η να . 7. Επίλογος.

315 327

II Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ

333

III ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟ 1. 2. 3. 4.

Σκοπός της Ιστορίας. Ιστορία και ζωή. Συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία του υλικού. Ο ιστορικός, η κριτική των πηγών και η σύνθεση.

262 271 278 291

355 357 363 375 386

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η εργασία που παρουσιάζω είναι ουσιαστικά μια έκθεση ιδεών επάνω σε τρία θέματα στηριγμένα σε ιστορικές μαρτυρίες και στο ιστορικό μου «πιστεύω»· σε θέματα που με απασχόλησαν βασανι­ στικά από την αρχή της επιστημονικής μου σταδιοδρομίας και με απασχολούν ακόμη ως σήμερα. Από τα θέματα αυτά το πρώτο, «Ο χαρακτήρας των Ελλήνων» (σ. II), που αποτελούσε για μένα το πιο θεμελιώδες και αινιγματικό (γι ’ αυτό συνεχώς ρωτούσα τη Σφίγγα της Ιστορίας) και το οποίο διαπραγματεύομαι εκτενέστερα, καλύπτει τα 7/8 του έργου μου. Για το θέμα αυτό μιλώ διεξοδικά στην αρχή του βιβλίου, ώστε να παρέλκει κάθε άλλη διευκρίνιση. Άλλω στε και ο ίδιος ο τίτλος του, που είναι γι ' αυτό και ο γενικός τίτλος του βιβλίου, δηλώνει καθαρά το αντικείμενο της έρευνας μου. Το δεύτερο θέμα, «Η ιστορική μόρφωση των Νεοελλήνων» (σ. 333). αντιμετωπίζει το βασικό επίσης πρόβλημα της οπλοθήκης των ιστορικών τους γνώσεων, τί τους παρέχεται στη Μέση Εκπαίδευση και πώς, με ποιούς φορείς, αν αυτές οι γνώσεις ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εποχής και αν αυτές αφομοιώνο­ νται με ουσιαστική ωφέλεια από τους νέους. Στο θέμα αυτό, που είχε τεθεί σε μένα, καθώς και σε άλλους ιστορικούς, ως ερώτημα από τη διεύθυνση της εφημερίδας «Τα Νέα», έδωσα την απάντησή μου σε δυο συνέχειες, στις 4 και 5 Ιουλίου 1977. Το άρθρο μου εκείνο ξαναδημοσιεύω εδώ με μικρές προσθήκες και αλλαγές. Μαζί με τις δύο παραπάνω μελέτες σκέφθηκα να δημοσιεύσω και ορισμένες σκέψεις επάνω στην Ιστορία, ηου μου γεννήθηκαν και γράφτηκαν στα πρώτα χρόνια της επιστημονικής μου σταδιοδρομίας κατά τη διάρκεια των ιστορικών ερευνών και μελετών μου, για προσωπική μου χρήση, σκέψεις που βγήκαν μέσ ’ από την πράξη,

8

από τη θέρμη της εργασίας, κατά την κυοφόρηση και επεξεργασία των ιστορικών θεμάτων σκέψεις που απέβλεψαν να συνειδητοποιή­ σουν μέσα μου τα θεωρητικά ή μεθοδολογικά προβλήματα ή τις απορίες που μου παρουσιάζονταν, και να αποκρυσταλλώσουν τη στάση μου απέναντι σ ’ αυτά· γι ' αυτό έχουν καθαρά πρακτικό χαρακτήρα και δεν αποτελούν δοκίμιο θεωρητικής μεθοδολογίας. Επιθυμία μου παλιά και προσφιλής ήταν βέβαια αν θα μπορούσα κάποτε να προχωρήσω στη συγγραφή συστηματικής «Εισαγωγής στην Ιστορία», αλλά η απασχόλησή μου με εξίσου περιπαθείς μεγάλες ιστορικές συνθέσεις ή με τη δημοσίευση των «Πηγών της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού» ή άλλες εργασίες, δεν άφησαν στη διάθεσή μου τον απαιτούμενο χρόνο1. Δεν θέλησα όμως να περιφρονήσω τις σκέψεις μου εκείνες, που στάθηκαν καθοδηγητικές συμβουλευτικές αρχές · τις παραθέτω (σ. 355)χωρίς καμιά φιλοδοξία πρωτοτυπίας. Ίσως κάτι προσφέρουν στους αναγνώστες μου, ιδίως στους νέους ιστορικούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, κάτι σε όσα έχει κιόλας προσκομίσει ατέλειωτη σειρά μεθοδολόγων ιστορικών για τη διερεύνηση του ιστορικού ορίζοντα, για την εμβάθυνση και φιλοσοφικότερη ενατένιση των ιστορικών γεγονότων και γενικά για την προαγωγή των ιστορικών σπουδών. ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1983

I. Το μόνο που πρόλαβα να δώσω — κι’ αυτό γεννημένο από πιεστικές ανάγκες — ή ταν ένα «Διάγραμμα για τη ν έρευνα τη ς ιστορίας του τόπου μας»,κυρίως για τους φοιτητές μου, το οποίο δημοσιεύτηκε στο τέλος του πρώτου τόμου των «Πηγών της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού» (σ. 429-436).

Πρόλογος της Β ' εκδόσεως Μια από τις εκατοντάδες πηγές που έχω χρησιμοποιήσει στο βιβλίο μου αποδείχθηκε πλαστή, αλλά όχι και αναξιόπιστη. Είναι οι «Οξυρρύγχειοι πάπυροι», ιστορικολογοτεχνικό επινόημα του ακαδη­ μαϊκού Κωνστ. Τσάτσου, το οποίο είχε δημοσιεύσει πριν από 30 χρόνια, στα 1954, στο περιοδικό «Νέα Εστία». Στο δημοσίευμά του αυτό ο Τσάτσος παρέθετε τις επιστολές ενός Ρωμαίου συγκλητικού, του Μενενίου Απίου, οι οποίες είχαν δήθεν γραφτεί στα χρόνια του Αυγούστου και απευθύνονταν σ ' ένα νέο ανθύπατο στην Ελλάδα, στον Ατίλιο Νάβιο. Μολονότι είχα πολλούς ενδοιασμούς για τη γνησιότητα των επιστολών, τις δέχτηκα σιωπηρά - κανείς άλλωστε δεν τις είχε αμφισβητήσει στα 30 χρόνια που είχαν μεσολαβήσει (ξαναδημοσιεύτηκαν μάλιστα στα 1970 στο βιβλίο του Τσάτσου «Αφορισμοί και διαλογισμοί». Δεύτερη σειρά, Β ' έκδοση, σ. 243272)-, γιατί η εσωτερική κριτική που είχα ασκήσει για την αξιοπιστία τους αποδείκνυε πειστικές τις πληροφορίες που έδιναν. Μου έλειπε όμως η δυνατότητα ν ’ ασκήσω την εξωτερική κριτική (δηλ. να εξετάσω τους παπύρους, το είδος της γραφής κ.λ.), οπότε θα διαπίστωνα την πλαστότητα. Μολαταύτα οι ειδήσεις των ανύπαρκτων παπύρων επιβεβαιώνονταν συνεχώς από όσες παρό­ μοιες είχα συνάξει κατά τη διάρκεια των δικών μου ερευνών. Οπως άλλωστε είχε την καλοσύνη να μου ανακοινώσει σε τηλεφωνική συνδιάλεξη ο ίδιος ο συγγραφέας, τη νεκρανάσταση του παρελθόντος την είχε κάνει εμπνεόμενος από τις επιστολές του Κικέρωνα. ’ Υστερ ’ απ ' αυτά λοιπόν δεν επιφέρωΚαμιά αλλαγή στο κείμενό μου και αφήνω τον Μενένιο Άπιο να ζει στις σελίδες μου.

A Σ Κ ΙΑ Γ Ρ Α Φ ΙΑ T O Y ΧΑ Ρ Α Κ ΤΗ Ρ Α ΤΩ Ν Ε Α Α Η Ν Ω Ν Α Π Ο Τ Η Ν Α Ρ Χ Α ΙΟ ΤΗ ΤΑ Ω Σ Τ Η Ν Ε Ν Α Ρ Ξ Η Τ Ω Ν Α Γ Ω Ν Ω Ν Τ Η Σ Α Ν Ε Ξ Α Ρ Τ Η Σ ΙΑ Σ

Καμιά πραγματικότητα δεν είναι τόσο ουσιαστική για τη συνειδητοποϊηση του εαυτού μας, όσο η ιστορία. Μας δείχνει τους ευρύτατους ορίζοντες της ανθρωπότητας, μας κομίζει τις αξίες της παράδοσης, οι οποίες θεμελιώ­ νουν τη ζωή μας ... (μας επιτρέπει) να δούμε τους ολέθρους που συνέτριψαν τα πάντα ... Η ζωή μας προχωρεί με τον αμφίπλευρο φωτισμό του παρελθόντος και του παρόντος. (Καρλ Γιάσπερς, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, μετ. Χρ. Μαλεβίτση, Αθήνα 1968, σ. 183).

1 Τ Ο Π ΡΟ Β Λ Η Μ Α

1. Κατά τη διάρκεια των μακροχρόνιων ερευνών μου στο εκτεταμένο πεδίο της ιστορίας των Ελλήνων, μελετώντας τις πηγές της, συχνά έμενα εντυπωσιασμένος από τους τρόπους συμπεριφοράς τους, δηλαδή από την ψυχολογία τους, αλλά και από τις δικές τους κρίσεις αυτογνωσίας, καθώς και από τις αντίστοιχες, εύστοχες ή άστοχες, παρατηρήσεις των ξένων που τους είχαν ιδεί από κοντά ή ζήσει μαζί τους και είχαν αξιολογήσει ή χαρακτηρίσει — ανάλογα βέβαια με τα δικά τους κριτήρια — τις πράξεις τους ή τις αντιδράσεις τους στα διάφορα ερεθίσματα τα προερχόμενα απ ’ έξω, τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους ή τις αρετές και τις κακίες τους, γνωρίσματα που συνθέτουν κατά γενικό τρόπο τον εθνικό τους χαρακτήρα, γνωρίσματα που παρουσιάζονται βέβαια σε όλους τους ανθρώπους της γης, αλλά με διαφορετική κατά τόπους και περιόδους ένταση και έξαρση. Στοχαζόμενος συχνά επάνω σ ’ αυτή τη συμπεριφορά των Ελλήνων ή επάνω στις δικές τους ή ξένες κρίσεις ή παρατηρήσεις, νόμιζα ότι δεν θα έπρεπε να τις προσπεράσω και ν ’ αφήσω ανεκμετάλλευτες και ασχολίαστες ορισμένες τουλάχιστον απ’ αυτές, που επαναβεβαιώνονταν συχνά και προβάλλονταν χτυπητά στα μάτια μου. Είχα τη γνώμη και εξακολουθώ να πιστεύω πως κανένα αίτημα δεν παρουσιάζεται για την ίδια την ύπαρξη και την εξελικτική πορεία του έθνους μας τόσο επιτακτικά όσο το αίτημα της αυτογνωσίας. Συνήθιζα λοιπόν να καταγράφω σε δελτία τις σχετικές ειδήσεις, ιδίως αυτές που αναφέρονταν στα ψυχολογικά κίνη­ τρα τών Ελλήνων και στις αντιδράσεις τους, στη στάση τους

14

γενικά απέναντι στις διάφορες περιστάσεις και περιπτώσεις επί αιώνες, δελτία που τελικά — με το πέρασμα δεκάδων χρόνων— μου έδωσαν ένα πλούσιο και πολύτιμο υλικό και μου κίνησαν τον πειρασμό να κάνω μια προσπάθεια γενικεύοντας τις παρατηρήσεις μου, μακριά από φόβο και πάθος, από αυτόματες φιλογενείς τάσεις ή δογματισμούς και ύστερ’ από την απαραί­ τητη βάσανο των μαρτυριών, να πλησιάσω όσο το δυνατόν πιο κοντά στις εσώτατες, στις απρόσιτες πτυχές της ψυχής του ανθρώπου — και συγκεκριμένα εδώ των Ελλήνων — και να δώσω τελικά τα πορίσματά μου, να καθορίσω δηλ., όσο μου ήταν δυνατόν, τα κύρια εθνικά χαρακτηριστικά τους, τα δημιουργημένα από κληρονομικές καταβολές ή από ποικίλες περιβαλλοντικές επιδράσεις και να διαγράψω τον κώδικα της συνηθισμένης συμπεριφοράς τους κατά το παρελθόν (κώδικα που είναι δυνατόν να ισχύει mutatis mutandis στο παρόν και στο μέλλον), εφόσον μάλιστα κατά το μακρύ επιστημονικό μου στάδιο είχα πάμπολλες ευκαιρίες να προσθέσω — σιωπηλός παρατηρητής έντιμων και σταθερών, αλλά πολύ περισσότερων άχρωμων και αλλοπρόσαλλων ανθρώπων, δίκαιων πράξεων, αλλά πολύ περισσότερων κακών, ή και δραματικών γεγονότων — και τις προσωπικές μου εμπειρίες από το ζωντανό παρόν. Η συγκέντρωση των μαρτυριών αυτών, καθώς και των παρατηρήσεών μου, ύστερ’ από προσεκτική ταξινόμηση και συστηματική κριτική εκτίμηση των καίριων σημείων, μου έδινε τη δυνατότητα να τις συμπυκνώνω σε ασφαλείς κατά το πλείστον κρίσεις, ώστε να σχηματίσω καθαρή εικόνα των κοινών χαρακτηριστικών των Ελλήνων. Αλλωστε στην εξάτο­ μη «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» κύριο στόχο είχα τον ίδιο τον άνθρωπο, που προσπαθούσα να μην τον χάσω ποτέ από τα μάτια μου. Η προσπάθειά μου αυτή με βοήθησε πάρα πολύ. Ετσι η εργασία μου συμβαίνει να είναι φυσική προέκταση, γνήσιο τέκνο του παραπάνω έργου μου και σ ' αυτό θα πρέπει ν ’ αναζητήσει κανείς τον όγκο της βιβλιογραφίας της παρού­ σας, την οποία παραλείπω ν ’ αναγράψω στο τέλος. Οσο

15

μάλιστα προχωρούσα στην έρευνα και στην εμβάθυνση του προβλήματος, τόσο νόμιζα πως έσκαβα βαθιά μέσα στα έγκατα της ψυχής του ανθρώπου, του Ελληνα, και πως φώτιζα περισσότερο το σπήλαιο, α π ’ όπου εξορμούσαν οι σκοτεινές ορμές και δυνάμεις του, τα ένστικτά του, τα ψυχολογικά τους κίνητρα, οι ψευδαισθήσεις, οι προκαταλήψεις και οι προλήψεις του. Απαραίτητη λοιπόν είναι για τον ιστορικό η καλύτερη γνώση της ψυχολογίας και ιδίως της ψυχαναλύσεως,γιατί με τη σπουδή των ψυχικών λειτουργιών εισδύουμε όχι μόνο βαθύτερα στην ανάλυση των ανθρώπινων πράξεων, των ιστορικών γεγο­ νότων, αλλά ενισχύουμε και τα πορίσματα των ειδικών ψυχολό­ γων2. Επομένως τα πορίσματά μου δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τις τόσο προσφιλείς στον τόπο μας, αλλά έξω από την πραγματικότητα, αφηρημένες και υπερβατικές θεωρήσεις και μελέτες, που προσπαθούν να διευκρινίσουν τις έννοιεί ελληνικότητα και ελληνισμόs 2“, ούτε και με το περιεχόμενο του βιβλίου του Κ. Παπαρρηγόπουλου, Τα διδακτικότερα πορίσμα­ τα της ιστορίας του ελληνικού έθνους, που εκδόθηκε αρκετές φορές ως τώρα και το οποίο — παρά τον παραπλανητικό του τίτλο— δεν αποτελεί παρά μια επιτομή όλου του έργου του. Η δική μου μελέτη αναζητεί τις συγκεκριμένες κρίσεις διαφόρων συγγραφέων, στηρίζεται σ ’ αυτές και κατόπιν μετά τον έλεγχό τους στοχεύει να τις συνθέσει και να τις εκθέσει με όσο το

2. Πρβλ. και Léon Ε. Hatkin. Initiation à la critique historique, Paris 1963, σ. 93- «Il est légitime de penser que la psychanalyse offre à l’ histoire une partie de l’appoint q u ’elle donne à la litirature. Il y a dans la psychologie des profondeurs une recherche audacieuse de la vériti des caractères et un sens nouveau de la complexité morale». 2α. Τώρα που τυπώνεται το βιβλίο μου κυκλοφόρησε το τεύχος αριθ. 132 της «Ευθύνης» (Δεκέμβριος 1982) αφιερωμένο στο θέμα «Ti είναι η ελληνικότητα» με άρθρα διαφόρων διανοουμένων, μερικά από τα οποία προβαίνουν σε εύστοχες επί μέρους παρατηρήσεις. Το ίδιο ισχύει και για το α ντίστοιχο τεύχος του ίδιου περιοδικού της περασμένης χρονιά ς (αριθ. 120) με θέμα τη ν «Ευθύνη των Ελλήνω ν σήμερα».

16

δυνατόν απλό τρόπο — αν και γνωρίζω ότι αυτό αντίκειται στο εξεζητημένο και σιβυλλικό ύφος των περισσότερων σύγχρο­ νων διανοητών— και να τις προσφέρει προς πρακτικούς σκοπούς, που είναι δυνατόν όμως να προεκταθούν προς νέες φιλοσοφικές ενατενίσεις και αυτές κατόπιν να προκαλέσουν άλλες ιδεολογικές ζυμώσεις και κινήσεις. Ανασκοπώντας τη διαδρομή ιδίως του νέου ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων, αισθανόμουν, ολοένα και πιο επιτακτικά μέσα μου, την ευθύνη και το χρέος να μεταδώσω όχι μόνο τις συσσωρευμένες με κόπους γνώσεις μου, αλλά και κάτι πιο πέρ’ α π ’ αυτές, κάτι σαν απόσταγμα από την πείρα του ιστορικού, που θα την περίμενε ασφαλώς κάθε Έ λληνας πολίτης, κάτι από την απώτερη πρόθεσή μου να του φανώ χρήσιμος όχι μόνο στη θεωρητική του καθαυτή μόρφωση, αλλά και στην ίδια την πρακτική της ζωής του σε μια μεταβατική εποχή, στη μεταβιομηχανική, με τους πολλούς πειρασμούς της καταναλωτικής κοινωνίας, στην οποία δοκιμά­ ζονται τόσο σκληρά οι ηθικές αξίες που επικρατούσαν ως τώρα, οι ανθρώπινες σχέσεις και ιδίως η συνοχή της οικογέ­ νειας3- σε μια εποχή που σπρώχνει τους ανθρώπους, ιδίως τους νέους, στην απόλαυση όσο το δυνατόν περισσότερων υλικών αγαθών, αλλά και στην αποθησαύριση γνώσεων για τον ίδιο σκοπό, και συνήθως όχι και για την επιστημονική μαζί και ηθική τελείωσή τους. Πιστεύω λοιπόν, ότι η αυτογνωσία μας, η ελληνογνωσία, όπως την ονομάζω, ή η αποκρυπτογράφηση του κώδικα της συμπεριφοράς των Ελλήνων — γιατί γΓ αυτήν ουσιαστικά πρόκειται — θα μπορούσε να προσφέρει πολλά — με την εφαρμογή των πορισμάτων και διδαγμάτων της. σαν ένα εθνικό «γνώθι σ ’ αυτόν»— στην καθημερινή μας ζωή. Με εφόδια λοιπόν τα ιστορικά στοιχεία του παρελθόντος, που τα συγκρίνω και με το παρόν, κάνω μια προσπάθεια να δώσω κάποια απάντηση στο ερώτημα «τί είναι τέλος πάντων ο 3. Βλ. για το θέμα αυτό τις απόψεις και θέσεις πολλώ ν διανοουμένων στο τεύχος 124 (Α πριλίου 1982) του περιοδικού «Ευθύνη».

17

ελληνικός λαός;», στο πιο καυτό πρόβλημα για όλους μας, μια προσπάθεια ν ’ ανατάμω ή καλύτερα ν ’ αναλύσω την ελληνική ψυχή στα γενικά της στοιχεία, όπως τ ’ αποκαλύπτει η μελέτη των ανθρώπινων πράξεων. Δεν είναι ανάγκη βέβαια να υπο­ γραμμίσω τα οφέλη που θα προέκυπταν για όλους μας από τη μελέτη και τη συνειδητοποίηση των εθνικών μας χαρακτηρι­ στικών, ιδίως αυτών που καθορίζουν σημαντικά τη συμπεριφο­ ρά μας και ρυθμίζουν την ίδια τη συμβίωσή μας. Ο καθορισμός όμως του εθνικού χαρακτήρα των Ελλήνων, χαλκευμένου κατά τη διάρκεια χιλιάδων ετών και ποικίλων πνευματικών και πολιτικοκοινωνικών ζυμώσεων, αποτελεί με­ γάλο και δύσκολο στο σύνολό του ψυχολογικό πρόβλημα, αληθινό γρίφο, εν μέρει ή εν όλψ, τόσο για τους ίδιους τους Έ λληνες, όσο και για τους ξένους, γρίφο πολυσύνθετο με ταυτισμούς και αντιφάσεις σε μεγάλη κλίμακα, όσο άγνωστη μπορεί να είναι η αβυσσαλέα ψυχή του ανθρώπου. Πολιτικοί των χρόνων της Επαναστάσεως, όπως ο Αλέξ. Μαυροκορδάτος και ο Ανδρέας Ζαΐμης, μπλεγμένοι σαν άνθρωποι και οι ίδιοι μέσα στον ίδιο λαβύρινθο, συζητώντας για τον χαρακτήρα των Ελλήνων — και ειδικά, αν αυτοί έχουν την ικανότητα να διοικηθούν μόνοι τους — δυσκολεύονται να δώσουν συγκεκρι­ μένη απάντηση, να βρουν τα μέσα θεραπείας των αδυναμιών, των ελαττωμάτων τους4. Το ίδιο και ο Αμερικανός φιλέλληνας G. Jarvis, που έμεινε χρόνια στην Ελλάδα, διατείνεται ότι ο χαρακτήρας των Ελλήνων είναι πολύ λίγο γνωστός5. Η ανάγκη 4. Ας μνημονεύσω σχετικά τι γράφει ο Αλέξ. Μ αυροκορδάτος στις 13 Αυγούστου 1822 προς τον Ανδρέα ΖαΓμη- «Με ενθυμίζεις τα όσα πολλάκις με είπας περί του χαρακτήρος των Ελλήνω ν και την ιδέαν σου ότι δεν είναι ικανοί να διοικηθώ σι μόνοι· ελπίζω ότι ενθυμείσαι ότι και εγώ ήμουν σύμφωνος εις τούτο, αλλά το παν δεν είναι να προβλέπη τις το κακόν, ανάγκη είναι να εύρη και τη ν θεραπείαν, και ενθυμείσαι, ότι ύστερον από πολλάς και διεξοδικάς ομιλίας δεν εστάθη δυνατόν να τη ν εύρωμεν» (Εμ. Π ρωτοψάλτη, Ιστορικόν Α ρχείον Α λεξάνδρου Μαυροκορδάτου, «Μνημεία Ε λλη νική ς Ιστορίας», Α θήναι 1965, τ. 5 τεύχ. 2 σ. 342). 5. G. G. A rnakis-E . Demeiracopoulou. George Jarvis, Θ εσσαλονίκη 1965. σ. 232· «The character o f the Greek is but little known».

18

όμως της μελέτης του έμεινε ως τα χρόνια μας επιθυμητή. Και πραγματικά ο Έ λληνας είναι ενδιαφέρον πρόσωπο προς παρατήρηση: παρουσιάζεται σαν ένα Πρωτέας, με αλλαγή συνεχώς προσωπείου. Πολλοί, επιπόλαια κρίνοντας το πρόβλη­ μα, περιορίζουν τη γνώμη τους στους ανούσιους χαρακτηρι­ σμούς, ότι ο ελληνικός λαός είναι «ωραίος», «θαυμάσιος», «περιούσιος»,ή ανώτερη ράτσα, φυλή, όπως κακώς συνηθίζεται να λέγεται (ιδίως από τους πολιτικούς) αντί έθνος6, και άλλοι ότι είναι «παλιολαός»7. 2. Προτού όμως μπούμε στην εξέταση του ζητήματος, είναι ανάγκη να βεβαιωθούμε πρώτα αν πράγματι υπάρχουν εθνικά χαρακτηριστικά ή μήπως παντού ο άνθρωπος, σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, είναι ο ίδιος, είτε ανήκει στο ίδιο έθνος είτε σε άλλο. Έ χουν δηλαδή οι Έ λληνες ενιαίο εθνικό χαρακτήρα ή ορισμένα τουλάχιστον κύρια σταθερά εθνικά χαρακτηριστι­ κά; Και αν έχουν, ποιά είναι αυτά; Η αλήθεια είναι ότι ο ' Ελληνας, όπως και κάθε άνθρωπος, φαίνεται να παρουσιάζεται με τις ίδιες ψυχικές λειτουργίες, με τα ίδια πάθη, με τα ίδια προτερήματα και ελαττώματα, με τις ίδιες εξάρσεις και τις υφέσεις των διαθέσεών του κ.λ. Αν όμως εξετάσουμε το θέμα προσεκτικότερα, θα παρατηρήσουμε ότι οι άνθρωποι μεγάλων ή μικρών εθνικών περιοχών παρουσιάζουν ορισμένα ψυχικά και πνευματικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που είναι γεννή­ ματα όχι μόνο διαχρονικών βιολογικών καταβολών8, αλλά και δημιουργήματα χρόνιων επιδράσεων του φυσικού ή. πολιτικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, καθώς και της μακροχρόνιας και

6. Η λέξη φυλή είναι έννοια ανθρω πολογική, διαφορετική στη σημασία της από την πολιτική έννοια έθνος. 7. Βλ. πρόχειρα στο βιβλίο του Αντώνη Ξανθία, Ο Έ λλ η να ς , Οι δύο πλευρές του πίνακα, Α θήνα 1978, σ. 154-156. 8. Τ ις σύγχρονες θέσεις της επιστήμης σχετικά με τα προβλήματα των βιολογικώ ν καταβολών και γενικά της γενετικής είχα τη ν ευκαιρία να τις συζητήσω με τον φίλο καθηγητή της Φ υσιολογίας στη ν Κ τηνιατρική Σ χολή του Π ανεπιστημίου Θ εσσαλονίκης κ. Αθ. Σμοκοβίτη, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά από τη θέση αυτή.

19

επίμονης αγωγής, χαρακτηριστικά που σε άλλα έθνη είναι αλλού έντονα και αλλού χαλαρά και αποτελούν την ειδοποιό διαφορά των πολιτών τους. Με άλλα λόγια: οι αδυναμίες λ.χ. των Ελλήνων δεν είναι μόνο δικές τους αδυναμίες, αλλά κοινές σε όλους τους ανθρώπους, παρουσιάζονται όμως με διαφορετι­ κό συνδυασμό σε ένταση και σε συχνότητα από λαό σε λαό. Οι ξένοι λαοί — γενικά κρίνοντας— δεν είναι ούτε καλύτεροι ούτε και χειρότεροι από τους Έ λληνες. Απλούστατα, για πολλούς λόγους, εξαιτίας της επιδράσεως των βιολογικών καταβολών καθώς και του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, αγωγής, παιδείας, κ.λ. παρουσιάζουν άλλο γενικό χαρακτήρα. Είναι διαφορετικοί, έχουν δηλαδή διαφορετικά ποσοστά στα πάθη, στις αρετές και στις κακίες τους, στα προτερήματα και στα ελαττώματα, ποσοστά που παίζουν από έθνος σε έθνος, όπως το ίδιο παρατηρείται και από άνθρωπο σε άνθρωπο, ώστε κάθε ανθρώπινη προσωπικότητα να είναι μοναδική. Χαρακτηριστι­ κή είναι π.χ. η πανθομολογούμενη ψυχραιμία, το φλέγμα και η σταθερότητα των Ά γγλω ν, γνωρίσματα που εκδηλώθηκαν με όλη τους την ενάργεια κατά την απόκρουση των αεροπορικών επιδρομών των Γερμανών εναντίον της Αγγλίας κατά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ή η τυφλή υπακοή, πειθαρχία, εργατικότητα και τάξη των Γερμανών ή η εθνική περηφάνεια, η καυχησιά των Αμερικανών για τους θεσμούς των9 κ.λ. Σχετικά μάλιστα με τους Γερμανούς συνταρακτική εντύπωση μου είχε κάνει κατά τα πρώτα χρόνια της επιστημονικής μου σταδιοδρομίας η ανάγνωση μιας εκθέσεως του Βενετού αξιωμα­ τικού Danielo de’Lodovisi προς τον δόγη στα 1534, δηλαδή πριν από 450 χρόνια, στην οποία έγραφε ότι τα γερμανικά στρατεύματα την πειθαρχία την φέρνουν μαζί τους από την 9. Εντυπωσιακή είναι η περίπτωση των Αμερικανών, όπως απέδειξε πρόσφατη έρευνα του κοινω νιοψυχολόγου Alex Inkels για τη ν πεποίθησή τους εδώ και δύο αιώνες, ότι έχουν την καλύτερη κοινω νία και ότι παρά τις αυξανόμενες απογοητεύσεις τους εξακολουθούν να θεωρούν τους θεσμούς των σαν τους καλύτερους του κόσμου (βλ. σύντομη ανάλυση τη ς έρευνας στο «Βήμα», 2 Οκτωβρίου 1977).

20

κοιλιά ακόμη της μάνας τους (dal ventre de la madré)10, από την εμβρυακή περίοδο της ζωής του, θα έλεγε ένας φυσιολόγος ή ψυχολόγος, πειθαρχία που τη γνωρίσαμε σαν εθνικό χαρακτη­ ριστικό τους στοιχείο ως τα τελευταία χρόνια, τόσο στους παγκόσμιους πολέμους, όσο και στη μεταπολεμική περίοδο, οπότε μέσα σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα οι Γερμανοί με την εργατικότητα, την πειθαρχία και την τάξη δημιούργησαν το οικονομικό τους θαύμα. Τί άλλο λοιπόν παρά ένα έντονα αποτυπωμένο στην ψυχοσύνθεσή τους χαρακτηρι­ στικό στοιχείο είναι αυτό που ονομάζουμε γερμανική πειθαρ­ χία, ένα κοινωνικό πρότυπο, χαρακτηριστικό της γερμανικής εθνικής ταυτότητας; Κατά τον ίδιο τρόπο είναι δυνατόν να βρούμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στους Έ λληνες, και πρώτ’ α π’ όλα τον έντονο εγωισμό, την αγάπη προς την ελευθερία, την απειθαρχία και τη ροπή προς την αταξία, από τα οποία απορρέουν και πολλά άλλα. Και πραγματικά κατά τη διάρκεια των αιώνων — αν εξαιρέσει κανείς την περίοδο του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους και της βυζαντινής αυτοκρατο­ ρίας, οπότε δεν θα μπορούσαμε βέβαια να μιλήσουμε για ενιαία εθνικά χαρακτηριστικά, μέσα σε μια πολυχρωμία φυλών και πληθυσμών — συναντούμε τόσο πολλές ενδείξεις και μαρτυρίες των γνωρισμάτων των Ελλήνων, ώστε ο ερευνητής, αποβλέπο­ ντας στη σύνθεση της μελέτης του, είναι υποχρεωμένος να κάνει μια επιλογή από τις κυριότερες και πειστικότερες. Αλλιώς, θα έπρεπε να προβεί σε μια σχολαστική χρονογραφική συλλογή και καταγραφή των σχετικών στοιχείων, αξιόπιστων και αναξιόπιστων, αδύνατων και ισχυρών μαζί, σε βάρος της επιστημονικής μεθόδου. Από τους τελευταίους αιώνες του βυζαντινού κράτους, αφότου ο ελληνισμός υποχωρεί και περιορίζεται στις δυτικές περιοχές της Μ. Ασίας και στην ηπειρωτική Ελλάδα, αφότου δηλαδή εντοπίζεται στις προαιώνιες πατρίδες του, αρχίζουμε να 10. Eugenio Alberi. Relazioni degli ambasciatori Veneti, Firenze 1840, σειρά III, τ. I, σ. 10.

21

συναντούμε χρήσιμες πληροφορίες για το «Γένος» των Ελλή­ νων11. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της περιόδου της δουλείας, περιόδου μόνιμης σχεδόν πολιτικοκοινωνικής και πνευματικής αδράνειας των κατακτητών, αλλά και πολιτιστικής καθυστερήσεως των καταχτημένων, βρίσκουμε ευκολώτερα τα ειδικά κατά τόπους χαρακτηριστικά στοιχεία των διαφόρων ελληνικών πληθυσμών ή και πέρ’ απ' αυτά, κατ’ αφαίρεση, τα γενικά του έθνους, προσδιορισμένα ή γεννημένα από τις προαιώνιες επιδράσεις του φυσικού ή πολιτικοκοινωνικού περιβάλλοντος, των εντόπιων φύλων ή και των ξενικών εποικισμών. Κατά το τέλος όμως της περιόδου αυτής, δηλαδή από την απελευθέρωση και εδώ, τα ειδικά αυτά κατά περιοχές χαρακτηριστικά, αρχίζουν να χάνουν την ιδιαίτερη τους σημασία, και — μετά τον σχηματισμό του ελεύθερου ενιαίου κράτους, όσο προχω­ ρούμε προς το τέλος του 19ου αι., όσο δηλαδή γίνεται ευρύτερος ο ελεύθερος χώρος και η έννοια του κράτους συνειδητότερη, καθώς και κινητικότεροι οι πληθυσμοί σαν άτομα και σαν ομάδες — να γενικεύονται προς ένα πιο συγκεκριμένο ανθρώπινο τύπο με πιο ευδιάκριτα τα εθνικά χαρακτηριστικά, αλλά και να δέχονται ορισμένες α π’ έξω ασθενείς επιδράσεις, που με την είσοδό μας στον 20ό αι., γίνονται ολοένα και πιο ισχυρές. Δεν παραλείπω βέβαια, για να ενισχύσω την αποδεικτική δύναμη των τεκμηρίων μου, να κατεβαίνω συχνά ως το Βυζάντιο και ως αυτήν ακόμη την αρχαιότητα, ρωμαϊκή και ελληνική, και ν ’ ανεβαίνω πάλιν ως τα πρόσφατα χρόνια της ιστορίας μας. II. Αν επιθυμεί κανείς να διεξέλθει επιτροχάδην τις μαρτυρίες και κρίσεις των ξένων, ιδίως των ταξιδιωτών, για τη ζωή και συνάμα για τον χαρακτήρα των Ελλήνω ν από τα βυζαντινά χρόνια και εξής δεν έχει παρά να συμβουλευθεϊ τα πολύτιμα βιβλία του Κυρ. Σιμοπούλου, 1) Ξένοι τα­ ξιδιώ τες στη ν Ελλάδα- και 2) Πώς είδαν οι ξένοι τη ν Ελλάδα του '21. Τ η ν παλαιότερη συλλογή των πληροφοριών των ξένων περιηγητών, κατά χώρες, την παρουσίασε στα 1823 στα γαλλικά και τον επόμενο χρό νο στα γερμανικά ο Depping. Tilrkey und Griechenland. II Griechenland und die Griechen, τ. 1-3, Leipzig 1824.

22

3. Οι χαροκτηρολογικές γνώσεις θα μας βοηθήσουν να θεωρήσουμε, κάτω από το πρίσμα της επιστημονικής ψυχολο­ γίας, τα κορυφαία ιστορικά γεγονότα (τα παρακολουθούμε συνήθως με επιπολαιότητα, δεν τα μελετούμε, για να τα «χωνέψουμε»), να ερμηνεύσουμε τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά προβλήματα, τις σχετικές ζυμώσεις, ιδίως την οξύτητα των παθών, η οποία κάποτε φθάνει ως την αποτύφλωση και τη διαστρέβλωση των γεγονότων. Την Ιστορία (εννοώ βέβαια τα άξια του ονόματος της έργα) πρέπει να τη μελετούμε σαν σύγχρονη Βίβλο Γνώσεως, σαν πηγή με λανθάνουσα ενέργεια και πνοή ζωής για ν ’ αντλούμε, πέρα από τις πληροφορίες, διδάγματα και ιδέες που να μας προβληματίζουν και να μα fy καθοδηγούν στη διαμόρφωση σωστών, όσο το δυνατόν κρίσεων, αλλά και κριτηρίων για την πολιτική και κοινωνική μας συμπεριφορά, καθώς και για την εκτίμηση της μελλοντικής πορείας του έθνους μέσα στα πλαίσια της σύγχρο­ νης ανθρωπότητας, γιατί «η πρακτική ανάγκη, που βρίσκεται στο βάθος κάθε ιστορικής κρίσης, παρατηρεί ο Benedetto Croce, προσδίδει σε κάθε ιστορία τον χαρακτήρα σύγχρονης ιστορίας», γιατί τα γεγονότα — και αυτά ακόμη τα απώτατα— μεταδίδουν τις δονήσεις τους ως την παρούσα στιγμή12. Τα ίδια σχεδόν με άλλα λόγια είχε διατυπώσει πριν απ’ αυτόν ο R. W. Emerson στο δοκίμιό του «Ιστορία» τον περασμένο αιώνα: «Εκείνος που νομίζει πως όσα έχουν γίνει σε μακρινές εποχές από ανθρώπους με αλλοτινά ονόματα, δεν έχουν καμιά βαθύτε­ ρη συνάρτηση μεό,τι κάνει σήμερα ο εαυτός του, δεν ελπίζω ν ’ αποκομίσει και πολλά πράγματα από το δίδαγμα της Ιστο­ ρίας»13. Και να σκεφτεί κανείς πως υπάρχουν ακόμη πολλοί — δυστυχώς ακόμη!— που παραγνωρίζοντας την ανάγκη της βαθύτερης σπουδής της, μένουν στην επιφάνεια της Ιστορίας,

12. Βλ. Benedetto Croce. Κείμενα. Α ισθητικής, ιστοριογραφίας δοκί­ μια, Αθήνα 1976. σ. 243. 13. R. W. Emerson, Δοκίμια, μετ. X. Λαμπίδη, έκδ. « Ίκα ρ ο ς» , χωρίς χρονολογία, σ. 41.

23

τη θεωρούν απομνημόνευση ξερών ημερομηνιών ή ονομάτων ή συσσώρευση ασήμαντων ανεκδότων ή σκανδαλοθηρικών περι­ γραφών των παρασκηνίων της πολιτικής ζωής ή των βασιλικών αυλών, ή και άλλοι που την προτιμούν σαν προβολή ή σαν έξαρση μόνο των φωτεινών σημείων, κατά τον συνηθισμένο τρόπο της συγγραφής των σχολικών βιβλίων. «Μη μου αραδιάζετε ονόματα και χρονολογίες και καταλόγους των βιβλίων που διαβάσατε!», φώναζε ο Emerson. «Κάντε με να νιώσω τις ιστορικές περιόδους που ζήσατε...»14. Ο γόνιμος, ο δημιουργικός ιστορισμός (Historismus), έννοια με συγκεχυμένο ακόμη περιεχόμενο15 — κατ’ αντίθεση προς τον στείρο— απαιτεί όχι μόνο την κατά βάθος λεπτομε­ ρειακή έρευνα, αλλά και το βίωμα των γεγονότων, τη διείσδυση στην ανέρώπινη ψυχή (die seelische Einfühlung)16. Η προσπά­ θεια αυτή ακριβώς των μελετητών της ιστορίας για τη γνώση και αυτών ακόμη των μύχιων σκέψεων, του μυστικού κόσμου των ανθρώπων, των ρευστών, ευμετάβολων και συχνά αντιφα­ τικών, είναι και η πιο δύσκολη, γιατί συχνά αδιαπέραστος πέπλος κρύβει τα κίνητρα που καθόρισαν την α ή β πράξη τους. Μολαταύτα κατά την προσπάθειά μας αυτή τα πρόσωπα που έχουν δράσει δεν μένουν πια παράμερα, σκιές του παρελθόντος μέσα στο σκοτάδι του ' Αδη σαν »390. Η φλυαρία αυτή έφτανε συχνά ως τα όρια της ασυνειδησίας, χαρακτηριστική ακόμη πολιτικών και πολιτικά­ ντηδων της εποχής μας391. Αυτούς (καθώς και τους ψευτοδιανοουμένους, λογιότατους της εποχής) τους παρουσιάζει στην πλατεία της Πλατάνου, στο μεγάλο κέντρο της κοσμικής και 388. 389. 390. 391. politicien Grecs».

Βλ. An. Ε. Βακαλοηούλου. Ιστορία, 5 σ. 85-87. Dallaway. Constantinople, 1 σ. 175. Πρωτοψάλτη, Αρχ. Μαυροκ., 5 τευχ. 3 σ. 19-20. Βλ. Marceau. La Grèce, σ. 246" «Rien n’est plus bavard qu’un G rec ... l’étrange inconscience de certains hommes politiques

172

δημόσιας ζωής του Ναυπλίου, να περπατούν κορδωμένοι επάνω - κάτω με ύφος και με τη γνωστή ελληνική σπουδαιοφάνεια ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος στην πρώτη σάτιρά του, γραμμέ­ νη τον Ιούλιο του 1826: Αυτός σημαντικώτατος να νομισθή πασχίζει, λόγια στ ' αυτί ασήμαντα εις όλους ψιθυρίζει, από το χέρι τους τραβά ως δέκα λεύγες πέρα, αγάλια για να τους ειπή αυτό το «καλησπέρα». ιδέαν διπλωματικής κανείς προτού δεν είχετώρα ζητούν να δείξωσι πως είναι Μετερνΐχαι-

Ό π ω ς βλέπουμε, η φυσική ζωηρότητα του ελληνικού χαρακτήρα εκδηλώνεται κυρίως με τον λόγο, με τον εκφραστι­ κό πλούτο και με τη δύναμη των λέξεων που φέρνει μαζί της η ελληνική γλώσσα. Την εκφραστικότητα και την πλαστικότητα της νεοελληνικής γλώσσας εγκωμιάζει ο περιηγητής Scrofani, ο οποίος κατά το τέλος του 18ου αι. γράφει, ότι— παρά τη διαφθορά της— αποδίδει καλύτερα από κάθε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα τις εικόνες των αισθημάτων και το πνεύμα των Ελλήνων, το αποναρκωμένο από τη σκλαβιά και την αμάθεια. Μολαταύτα το πνεύμα αυτό σπινθηροβολεί κάποτε και δεν διαψεύδει την καταγωγή του. Ο σαρκασμός και η κοροϊδία είναι τα κύρια στολίδια του λόγου τους, η ελαφριά νεοελληνι­ κή εξυπνάδα. Συχνά μια χειρονομία, μια λέξη, μια ελαφρότητα αρκούν, μέσα σε μια σοβαρή συζήτηση, να τους κάνουν να ξεχάσουν και τα πιο σπουδαία ζητήματα392. Γενικά στη γλώσσα και στο πνεύμα τους συναντά κανείς λαμπρά ίχνη του αρχαίου μεγαλείου και αναγνωρίζει την ίδια την ιστορία του έθνους τους, που του ανοίγει διάπλατα τις πύλες της· η γλώσσα του λαού του δίνει την ευκαιρία και τη δυνατότητα, τον προκαλεί, θα έλεγε κανείς, να πορευτεί αναδρομικά προς το παρελθόν της. 392. Scrofani. Voyage, I σ. 108.

173

προς τις πρώτες ρίζες της. Την αλήθεια αυτή, αν δεν την διδαχτήκαμε και δεν τη διαγνώσαμε, έστω και ενορατικά εμείς οι ίδιοι οι σύγχρονοι ' Ελληνες, την έζησαν όμως οι κλασσικά γαλουχημένοι ξένοι, όπως π.χ. ο περιηγητής Tournefort, που επισκέφθηκε την Ελλάδα στις αρχές του Ι8ου αι. και ο οποίος ξαφνιάζεται γεμάτος αγαλλίαση διαπιστώνοντας ότι μέσα στο μυαλό του ελληνικού λαού, σαν σε ευαίσθητη φωτογραφική πλάκα, είχαν αποτυπωθεί και διασωθεί χιλιάδες αρχαίες λέξεις, ακόμη και ειδικές, όπως π.χ. για φυτά, λέξεις που τις συναντού­ με στα κείμενα του Θεοφράστου και του Διοσκουρίδη. Οι λέξεις αυτές δεν ήταν βέβαια ακριβώς οι ίδιες, είχαν υποστεί αλλοιώσεις, αλλά είχαν συντηρηθεί και κρατηθεί περισσότερο και από το πιο σκληρό μάρμαρο. Μένει μάλιστα κατάπληκτος, όταν ακούει σε μια ταπεινή καλύβα να ονομάζουν ένα ασήμα­ ντο οικιακό σκεύος με την ίδια λέξη που είχε πριν από χιλιάδες χρόνια393. Την ίδια ευχάριστη έκπληξη δοκιμάζει κατά την Επανάσταση του ’21 και ο ευαγγελικός μισιονάριος Wilson βρίσκοντας στα χείλη των Ελλήνων τη «θεία γλώσσα του Πλάτωνα, αλλαγμένη βέβαια, αλλά θαυμαστά όμοια». Ομολογεί ότι δεν γνώρισε άλλο έθνος που να πέρασε τόσες περιπέτειες, παίγνιο των τυράννων επί 10 αιώνες, και να κράτησε τη γλυκιά γλώσσα των πατέρων του και την καθαρότητά της394. Η αδιάσπαστη αυτή συνέχεια της γλώσσας αποδείχνει την απέθαντη ψυχή του ενιαίου έθνους που προχωρεί σφριγηλό προς την αιωνιότητα. Οπως βλέπουμε, για όλους τους ξένους οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν αληθινά ευχάριστες αποκαλύψεις. Αυτά τα συγκλονιστικά πράγματι ερεθίσματα — σταθμούς αναδρομι­ κούς προς την αρχαιότητα — τα συνειδητοποιήσαμε άραγε εμείς και τα εκμεταλλευτήκαμε ποτέ για μια ζωογόνα— και όχι 393. Βλ. Tournefort, Relation d 'u n voyage du Levant, Amsterdam 1728, τ. I σ. 34, όπου εντυπώσεις του κυρίως από την Κ ρήτη. Daltaway. Constantinople .... I σ. 8-9. Byern. Bilder aus G riechenland, a. 265. Πρβλ. και Wilson. N arrative, σ. 546. 394. Wilson. Narrative, σ. 562.

174

σχολαστική— προσπέλαση προς τους προγόνους μας με σκοπό την εμβάθυνση στο πνεύμα της γλώσσας και του πολιτισμού μας; Τη γλώσσα αυτή, τη νεο?λληνική, αν και έχει εκβαρβαρω­ θεί, την προτιμά ο Κοραής από τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες παρατήρηση αξιοσημείωτη, στην οποία διακρίνουμε τη συμπάθειά του προς.τη γλώσσα του λαού, προς τη δημοτική, αλλά και χαρακτηριστική για τις ιδέες του, για την ανάγκη ν ’ ανακαθαρθεί η «εκβαρβαρωθείσα» γλώσσα, για να γεννηθεί η καθαρεύουσα. Ακόμη και τα ελληνικά ήθη, όσο και αν «ασχημίσθησαν», τα προκρίνει, θερμός πατριώτης, από της δήθεν σοφής Ευρώπης, γιατί έχει τη γνώμη, ότι η τρυφή της διέφθειρε τους κατοίκους της περισσότερο παρ’ όσον η δουλεία τους 'Ελληνες395. Και α π ’ αυτά διαπιστώνουμε ότι ο Κοραής δεν είναι απόλυτα δυτικόφιλος ή καλύτερα δυτικόπληκτος- σέβεται την παράδοση και φοβάται την ανεξέλεγκτη εισροή των πνευματικών ρευμάτων της Δύσης στην Ελλάδα. Η έννοια της «μετακενώσεως» τριγυρίζει στο μυαλό του. Επομένως η νεοελληνική γλώσσα, τόσο πριν από την Επανάσταση όσο και κατά τη διάρκειά της, εκφράζει, όπως ισχύει για κάθε ζωντανή γλώσσα, την ίδια την ιστορία του έθνους, αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του, τη διαχρονική ιστορία του πολιτισμού του, από τον απώτατο αρχαιοελληνικό πυρήνα της που διατηρεί λέξεις του Ομήρου και του Ησιόδου ως τα τελευταία χρόνια, σ ’ ένα διάστημα χιλιετηρίδων, μέσα στο οποίο διαπιστώνει κανείς τις ισχυρές επιδράσεις των Προελλήνων, των Φοινίκων, των Ρωμαίων και κατόπιν των Τούρκων καθώς και της εμπορικής δραστηριότητας των με­ σαιωνικών αποικιακών κρατών, της Γένουας και προ πάντων της Βενετίας. Έ τσ ι δημιουργήθηκε το ανακάτωμα αυτό των λέξεων που συναντούμε στα έγγραφα της εποχής και οι οποίες μαζί με τα πάθη των φθόγγων και τις μεταβολές στη σύνταξη δίνουν στους ξένους και δικούς μας λογίους την εντύπωση της 395. θερειανού, Κ οραής, 3 σ. 30.

175

εκβαρβαρώσεως, του εκχυδαϊσμού της γλώσσας. Στον υποβιβα­ σμό, στην κατάπτωση του πολιτισμού των Ελλήνων αντιστοιχεί η παραμέληση της καλλιέργειας και της σπουδής της δημοτι­ κής γλώσσας, η οποία εξελίσσεται και ακολουθεί αβίαστα τον δικό της δρόμο, παράλληλα προς τη γραφομένη των λογιών. Αισιόδοξοι λοιπόν μερικοί ξένοι στα χρόνια της Επανα­ στάσεως παρατηρούσαν ότι η νεοελληνική γλώσσα, μολονότι μέσα της, κυρίως μέσα στο λεξιλόγιό της, είχαν διολισθήσει ξένα στοιχεία εξαιτίας της μακροχρόνιας σκλαβιάς, διατηρού­ σε αρκετά δικά της από τον Ό μ ηρ ο και τον Αισχύλο, τα οποία θα μπορούσαν να ξεσηκώσουν τον λαό ύστερ’ από τη μεγάλη ηθική και πνευματική του πτώση, ώστε αυτός, μόνος του, να στηρίζει τις αξιώσεις του για αναγέννηση ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη396. Γ ενικά τους ' Ελληνες τους αντικρίζουν οι Ευρωπαίοι σαν εξαχρειωμένους και εξαγριωμένους από τη βαρβαρότητα ιδίως του τελευταίου σκληρού ζυγού, του τουρκικού, σαν τους μεγάλους ασθενείς της Ιστορίας. Και όπως θα ιδούμε στο προσεχές κεφάλαιο, θα προτείνουν και μέτρα για την εξυγίαν­ σή τους, για την ηθική τους βελτίωση και την πνευματική τους αναγέννηση.

396. Byern. Bilder aus G riechenland, σ. 265. Π ρβλ. και Wilson. N arrative, σ. 546.

Β Π ΡΟ ΣΔΟ Κ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΔΙΑΨ ΕΥΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΡΗ ΞΗ ΤΗ Σ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟ Υ 1821

«Είμαστε ένοχοι έναντι του έργου μας, όταν χανόμαστε μέσα στο παρελθόν ή στο μέλλον. Μόνο μέσω της παρούσας πραγματικότητας πλησιάζουμε προς το άχρονομόνο με δραγμό του χρόνου πάμε προς τα εκεί, όπου όλος ο χρόνος εξαφανίζεται». Καρλ Γιάσπερς

1 Η Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Σ Η . ΤΟ Υ 1821 Ω Σ Κ Α ΤΑ Λ Υ Τ Η Σ Σ Τ Η Σ Υ Μ Π Ε Ρ ΙΦ Ο Ρ Α Τ Ω Ν Ν ΕΟ Ε Λ Λ Η Ν Ω Ν . Τ Α Σ Ε ΙΣ ΓΙΑ Τ Η Β Ε Λ Τ ΙΩ Σ Η Τ Η Σ Α Γ Ω Γ Η Σ Κ Α Ι Τ Η Σ Π Α ΙΔ Ε ΙΑ Σ. ΕΛ Π ΙΔ Ε Σ Γ ΙΑ Τ Η Ν Α Ν Α Γ Ε Ν Ν Η Σ Η Τ Ο Υ Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Ο Υ ΕΘ Ν Ο Υ Σ

Η Επανάσταση του ’21 έφερε οπωσδήποτε κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά των Ελλήνων, αλ λ’ αυτή δεν ήταν δυνατόν βέβαια, μέσα στη μεγάλη αναστάτωση και ταραχή των ψυχών και των σωμάτων, να μεταβάλει αμέσως άρδην την ψυχοσύνθε­ σή τους. Τέτοιες αλλαγές προϋποθέτουν αληθινό και διαρκή «σεισμό», που είναι δυνατόν να προέλθει όχι μόνον από την απότομη μεταβολή των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών ενός λαού, αλλά και από τις μακρόπνοες και συνεχείς επιδράσεις της παιδείας, του νέου τρόπου του σκέπτεσθαι, δηλαδή των νέων ηθικών αρχών του ελευθερωμένου πια λαού, καθώς και από τη βούληση αυτού του ίδιου του λαού για τη χάραξη ενός καλύτερου μέλλοντος. Η Επανάσταση, είναι αλήθεια, συγκλό­ νισε τον ελληνικό λαό, αλλά ας μη φανταστούμε ότι εξαφάνισε τα ελαττώματά του ούτε και ότι εξύψωσε πολύ τα προτερήματά του. Αυτό δεν ήταν δυνατόν να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη ούτε και από τον ένα χρόνο στον άλλο, αλλά θα έπρεπε να περιμένουμε την προέκταση των σκοτεινών στοιχείων του χαρακτήρα του και στα χρόνια των αγώνων της ανεξαρτησίας του, εφόσον μάλιστα οι Έ λληνες φορτίστηκαν αμέσως με ακόρεστες φιλοδοξίες και χωρίστηκαν από ανταγωνισμούς ατόμων, οικογενειών τάξεων, και από εμφύλιες συγκρούσεις. ΓΓ αυτό η Επανάσταση δεν επέδρασε καταλυτικά ως προς τη συμπεριφορά των Νεοελλήνων και επομένως οι κρίσεις των συγχρόνων, κυρίως των ξένων, εξακολουθούν να είναι αυστη­ ρές, χωρίς όμως να παραλείπουν να επισημαίνουν και τα νέα φωτεινά σημεία που παρουσιάζονται. ' Ετσι π.χ. μια — εν μέρει αληθινή και εν μέρει ψεύτικη— γενική εικόνα σχηματίζει

180

τελικά ο Ρώσος ποιητής Πούσκιν, που στη Νότια Ρωσία είχε την ευκαιρία να γνωρίσει πολλούς ' Ελληνες από διάφορα μέρη της Ελλάδας, και να συμμεριστεί στην αρχή τον ενθουσιασμό τους για την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, αλλά ο οποίος απογοητεύεται κατόπιν, όταν μετά την αποτυχία του κινήματος βλέπει τους Έ λληνες εξαθλιωμένους να διαλύονται και ν ’ αλληλοτρώγονται. Φοβερά πικραμένος και αλλαγμένος, φορτώ­ νει σε όλους τους ' Ελληνες, — και αυτό είναι το σφάλμα του— πολλά και βαριά ελαττώματα, εγωισμό, αχαριστία, επιπολαιό­ τητα, αμάθεια, πείσμα, ελαττώματα που τα είχαν από παλιά και τα οποία συνεχώς επαναλαμβάνονται. Ακόμη λέγει — και έχει δίκαιο — ότι οι Έ λληνες σπάνια ανέχονται αντιρρήσεις, ότι δεν συγχωρούν την προσβολή στο φιλότιμο τους, ότι εύκολα παρασύρονται από τις μεγάλες λέξεις, και ότι ευχάριστα δέχονται κάθε νεωτερισμό, αλλά όταν τον συνηθίσουν, δεν μπορούν να τον εγκαταλείψουν397. Και ο Γερμανός φιλέλληνας Schrebian, που κατέβηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 1822, γράφει ότι σπάνια συναντούσες ανθρώπους ειλικρινείς, με δοκιμασμένη πίστη, εντιμότητα, και αφιλοκέρδεια398. Η ψευδο­ λογία, η τάση των Ελλήνων για το ψέμα, που ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, είναι η γεννήτρια μεγάλων «κατά συρροήν» κακών — ψευδολογία που προεκτείνεται αδιατάρακτα κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως. Ο παλιός κώδικας της συμπεριφοράς εξακολουθεί να ισχύει. Η τάση μάλιστα αυτή για το ψέμα είναι τόσο ισχυρή, ώστε και ο συμπατριώτης του Schrebian, ο von Kotsch, όχι όμως και πολύ αξιόπιστος, που έφυγε από την Ελλάδα απογοητευμένος, όπως και τόσοι άλλοι φιλέλληνες, γράφει ότι η ψευδολογία είναι το κύριο χαρακτηριστικό του ελληνικού έθνους399. Αλλά και ο ιδεο­ λόγος Howe, μολονότι οι διαθέσεις του απέναντι των Ελ­ 397. Λάσκαρι, Ο Π ούσκιν και η Ε λληνική Επανάστασις, Ανάτυπο Εστίας» 21 (1937) 10. 398. Schrebian. A ufenthalt, σ. 37-38. 399. Kotsch. Reise eines deutschen Artillerieoffiziers nach Griechenland und A ufenthalt daselbst von August 1822 bis Juli 1823, Essen 1824, σ. 7-8. «Ν.

λήνων είναι αγνές και φιλικές, σε στιγμές οργής τους ονομάζει ψεύτες και λέγει ότι με το να πεις έναν Έ λληνα ψεύτη δεν τον προσβάλλεις — κρίσεις που γενικά είναι σωστές. Και προχωρεί στις γνωστές κατηγορίες: ότι ο καθένας είναι έτοιμος να εξαπατήσει τον γείτονά του και ότι έτσι όλοι ζουν σε κατάσταση επαγρυπνήσεως με την προσοχή τους στραμμένη προς το συμφέρον τους. Είναι ένας από τους πιο ανοικονόμητους και δυσάρεστους λαούς: ζωηροί, αλλά εγωιστικοί, ψωρο­ περήφανοι, αμαθείς και κλεφταράδες. Κανείς λαός δεν τους ξεπερνά στη δολιότητα. Μολονότι βλαστημούν, η Παναγία είναι ο θεός τους και η εικόνα της το είδωλό τους. Έ χουν τρομερά εκφυλιστεί400. Το ότι όμως οι κρίσει αυτές του Howe ήταν ξεσπάσματα και επομένως γραμμένα με πάθος φαίνεται και από όσα ο ίδιος γράφει αλλού για τους Έ λληνες, τουλάχιστο για τους φτωχούς. «Είχα πολλούς φίλους μεταξύ των ταπεινών της ζωής, ο θεός να τους βοηθεί. Μπορώ να πω ειλικρινά ότι τους Έ λληνες τους βρήκα ανθρώπους με αγαθά αισθήματα, με εμπιστοσύνη, ευγνώμονες, και όσον αφορά τις σχέσεις μου μαζί τους, τίμιους ανθρώπους401. Και άλλος φιλέλληνας, ο Γερμανός συνταγματάρχης Heideck, μολονότι από τους φόβους του για τα ελαττώματα των Ελλήνων ήταν «κουμπωμένος», διαπιστώνει ότι πάρα πολλοί ήταν οι φιλοδί­ καιοι και αφιλοκερδείς, που με προθυμία μάλιστα τους είχε χρησιμοποιήσει ως κρατικούς λειτουργούς402. Η εντιμότητα λοιπόν δεν ήταν σπάνια αρετή στους ' Ελληνες. Πάντως μόνο μια τολμηρή μειοψηφία έβγαζε ασπροπρόσωπη την Ελλάδα. Και ο Μ ιχαήλ Αφεντούλιεφ, γενικός έπαρχος της Κρήτης στα 1822, επιβεβαιώνει ότι υπάρχει μια μειοψηφία γνήσιων πατριω­ τών, κληρικών και λαϊκών, συνετών και ικανών, αλλά η μειοψηφία επίσης των φθονερών και των ραδιούργων τους κρατεί μακριά από τα πράγματα403. Και αυτή είναι η αλήθεια: οι 400. Howe. Η μερ., σ. λ γ ' - λ δ '. 401. Howe. Η μερ.. σ. 75. 402. Χ "Κ ω ο τή , έ.α., « Αρμονία» 2 (1901) 447. 403. Εμμ. Πρωτοψάλτη. Η κρητική επανάστασις του 1821, ΕΕΚΣ I (1938) 370-377.

182

φθονεροί και οι ραδιούργοι, όπως οι τίμιοι και οι καλοί, αποτελούν μειοψηφίες μέσα στον ελληνικό λαό, αλλά οι πρώτοι είναι αδίστακτοι και μαχητικοί, γιατί τα παίζουν όλα και παρασύρουν τους αναποφάσιστους και μετέωρους, τους Πόντιους Πιλάτους, και τους κάνουν συνένοχους στο κακό, στα κακουργήματά τους. Από τα αληθινά διαμάντια ανώτερου ήθους ήταν στα χρόνια της Επαναστάσεως οι μεγάλοι πολεμι­ στές Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς, Μάρκος Μπότσαρης και ο Δημ. Υψηλάντης. Και αυτός ακόμη ο φιλέλληνας Humphreys, που είναι εύκολος στις επικρίσεις του, αναγκάζε­ ται να ομολογήσει για τον Υψηλάντη ότι «έδειξε προσωπική τόλμη, ορθή κρίση και έντιμο χαρακτήρα, ειλικρινή πατριωτι­ σμό, ανιδιοτέλεια και ακεραιότητα, που σπάνια βρίσκεις στην Ελλάδα»404. Με τους ευμενείς κριτές συμφωνεί γενικά και ο Ά γγλος φιλελεύθερος Blaquiere, που γράφει με πλήρη κατανόηση, ότι δεν θέλει να κάνει τον πανηγυρικό των Ελλήνων σε βάρος της αλήθειας ή ν ’ αρνηθεί τα ελαττώματά τους, αξεχώριστα από την ανθρώπινη φύση, που τα περισσότερα — παρατηρεί πολύ σωστά— πηγάζουν από τις ιδιαίτερες συνθήκες της σκλαβιάς και του συνακόλουθου εκφυλισμού τους405. Αποβλέποντας επίσης στη φρικτή εκείνη κατάσταση Γερμανός φιλόλογος, ο Brandis (της εποχής του Όθωνα), κατανοεί πως το ψέμα, το θλιβερό όπλο αρκετών Ελλήνων, έγινε έπειτα έξη, καλύτερα θα λέγαμε, αξίωμα των σκλαβωμένων, και έτσι ερμηνεύει την τάση των κοινοτικών αρχόντων επί τουρκοκρατίας να καταπιέζουν και αυτοί τους συμπατριώτες τους, για ν ’ ανταποκριθούν στην πλεονεξία των Τούρκων αξιωματούχων406. Τη μεγάλη αυτή αλήθεια την είχε κατανοήσει και ο Βαυαρός φιλέλληνας Karl Heideck παρατηρώντας ότι. όταν ένας εύχυμος βλαστός κατα­ 404. Humphreys. A Picture ..., σ. 229. Βλ. και Σιμοπού/.ου, Πώς είόαν Ελληνες ...., σ. 490. Millingen Memoirs, σ. 169. 405. Report, σ. 15. Π ρβλ. και Histoire de la révolution actuelle de la Grèce, Paris Leipzig, 1825, σ. 357 κ.ε. 406. Brandis. M ittheilungen. 3 σ. 17 σ. 16. οι

183

πιέζεται πάντοτε στο κατευθείαν προς τα επάνω πέταγμά του, θ ' αναζητήσει λοξούς δρόμους, για να μπορέσει να επιζήσει. Έ τσ ι όμως δεν θ ’ αποκτήσει ένα περήφανο ευθύ κορμό, αλλά ένα ροζιάρικο ανάπηρο στέλεχος. Και αυτό θα συμβεϊ, όχι από την ελαττωματική του φύση, αλλά από την κακή μεταχείριση, από την κακή καλλιέργεια407. Σ ’ αυτές ακριβώς τις συνθήκες πρέπει ν ’ αποδοθεί κάποια οκνηρία, χαλαρότητα και βραδύτητα στον χαρακτήρα των Νεοελλήνων (πρβλ. το τουρκικό yava - yava ), που σημειώνουν μερικοί ξένοι παρατηρητές408 και τα οποία επιβιώνουν σε πολλούς ακόμη ως σήμερα, χαρακτηριστικά μεμπτά. Απέκτη­ σαν πολλά από τα ελαττώματα των ασιατικών λαών, εξηγεί ο Stanhope, αλλά είναι ευαίσθητοι, διψασμένοι για γνώσεις, φιλοκριτικοϊ και φιλόνεικοι409. Σκληρές εκφράσεις θα βρει κανείς και σε άλλους ξένους, που κατέβηκαν στην Ελλάδα, κυρίως σ ’ εκείνους που, διαψευσμένοι στις προσδοκίες τους να βρουν στην Ελλάδα αναστημέ­ νους τους αρχαίους Έ λληνες ή ν ’ αρχίσουν εκεί μια λαμπρή στρατιωτική σταδιοδρομία ή να παίξουν κάποιο σημαντικό ρόλο, μπλεγμένοι όμως σε εσωτερικές διαμάχες, επέστρεφαν απογοητευμένοι στις πατρίδες τους, χωρίς να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τις ελεεινές συνθήκες ζωής των κατοίκων, την κατάπτωση και την εξαχρείωσή τους κάτω από τον άγριο ζυγό ή να συνειδητοποιήσουν και τις δικές τους ευθύνες σε ορισμένες πράξεις τους. Έ τσ ι ο Ά γγλο ς φίλος του Byron και γνωστός τυχοδιωκτικός τύπος Ed. Trelawny, που συνδέεται με στενούς δεσμούς συγγένειας με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον προβάλλει σαν τον μόνον άνδρα, που «έχει κεφαλήν και χείρα ίνα συγκρατή τους δολόφρονας ' Ελληνας», που τους χαρακτη­ ρίζει σιτάρι μολυσμένο. πνιγμένο από τα ζιζάνια, και προχωρεί 407. Βλ. Κ.Ν .Κ. X " Κωστή, Τα των Βαυαρών φιλελλήνων εν Ελλάόι κατά τα έτη 1826-1929, εκ των απομνημονευμάτων του Βαυαροΰ αντιστρατήγου Κ αρόλου Ά ϊδ ε κ , » Αρμονία» 2 (1901) 446. 408. Striebeck. M ittheilungen, σ. 31-32, 40. 409. Stanhope. Greece, σ. 32.

184

στην άδικη και βαρύτατη βρισιά, ότι οι Έ λληνες, αν επανα­ στάτησαν, δεν κινήθηκαν από τον πόθο για την ελευθερία, αλλά από το υπέρμετρο πάθος για τα χρήματα και τη δύναμη410! Δικαιολογημένα λοιπόν αγανακτισμένος Έ λληνας ,Κωνσταντινουπολίτης, αλλά και τρελά ενθουσιασμένος από την έκρη­ ξη της Επαναστάσεως καταφέρεται στις 18 κιόλας Απριλίου 1821 εναντίον αυτών των επιπόλαιων ξένων που ακολουθώντας μια αστήρικτη και απάνθρωπη λογική και πολιτική θεωρούσαν τους Έ λληνες «νοθευμένα εκτρώματα» και επιδοκίμαζαν την ιδέα να μείνουν αυτοί αιώνιοι σκλάβοι των Τούρκων411. Την αγανάκτηση των Ελλήνων εναντίον τέτοιων ξένων θα τη βρει κανείς και σε άλλους συγγραφείς, όπως στον Φωτάκο και στον Γιάννη Μακρυγιάννη. Περισσότερο κοντά προς την αλήθεια βρίσκεται ο Christian Müller, που επιστρέφοντας και αυτός απογοητευμένος πίσω στην πατρίδα του, ύστερ’ από σύντομη παραμονή του στην επαναστατημένη Ελλάδα στα 1821, γράφει ότι «οι σημερινοί Έ λληνες, παρά τα μεμονωμένα παραδείγματα διαφωτισμού στις ανώτερες τάξεις, παρ ' όλες τις σπουδές των επιφανών στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία — κατά μέγα μέρος από τη Χίο και τη Σμύρνη— παρ’ όλες τις καλές φυσικές προθέσεις που έχουν, είναι ακόμη βάρβαροι, όπως οι πρόγονοί τους ονόμαζαν τους προγόνους μας, όταν η Ελλάδα ήταν το άνθος του ανθρώπινου πνεύματος και της ανθρώπινης ανωτερότητας»412.

410. Βλ. Λιγνού, Α ρχ. Κουντ., 3 σ. 295, 335-337. Πρβλ. και An. Ε. Βακαλοηούλου. Ιστορία, 6 σ. 803. 4U . Δημ. Βερναρδάκη, Μία ανέκδοτη επιστολή της Επαναστάσεως του 1821, «Ν. Εστία» 9 (1931) 623. Ο λόγιος Νεόφ. Βάμβας, εξαιρώντας τους Μ ανιάτες (είχαν κακοποιήσει και ληστέψ ει τη ν αδελφή του κατά την έισβολή του Δράμαλη), θεωρεί τον ελλη νικό λαό καλό, γενναίο, φιλόνομο, λογικό, «πλην ο δυστυχής ευρέθη πολλά πτωχός ή και αμαθής, ώστε να εύρη εις τον εαυτόν του τα αληθινα όργανα της ευνομίας του» (Δημαρά, Κ οραής, σ. 40). 412. Αώου. Ανέκό. επιστολές, σ. 172-178. Βλ. και το βιβλίο του Chr. Müller. Reise κ.λ.. σε πάμπολλα σημεία.

185

Στις σύντομες και απόλυτες αυτές γενικά — σωστές εν μέρει— κρίσεις των ξένων ας αντιπαραθέσουμε τις αντίστοιχες γνώμες των άλλων, επίσης ξένων, θετικών και νηφάλιων, που έμειναν κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως πολλά χρόνια στην Ελλάδα και γνώρισαν πολύ καλά την ψυχολογία των κατοίκων ή μελέτησαν ως κλασσικοί φιλόλογοι συστηματικά τα αρχαία κείμενα και τον χαρακτήρα των αρχαίων Ελλήνων σε σύγκριση με τον αντίστοιχο των νέων. 2. Ας ιδούμε πρώτα από πότε άραγε — πριν ακόμη από την Επανάσταση— είχαν αρχίσει να παρατηρούνται ορισμένες ευοίωνες μεταβολές στον πολιτιστικό τομέα και στον χαρακτή­ ρα των Νεοελλήνων και ως ποιό βαθμό εκδηλώθηκαν σαφέστα­ τα κατά την Επανάσταση· και τέλος ποιές προοπτικές αισιοδο­ ξίας πρόβαλλαν για το μέλλον; Το μεγάλο πρόβλημα ήταν το εξής: μήπως ο ελληνικός λαός μαζί με την πολιτική και πνευματική του παρακμή είχε πια καταβαραθρωθεί και εκφυλι­ στεί οριστικά και ανέλπιδα για το μέλλον, ή, μήπως αν του δίνονταν οι κατάλληλες ευκαιρίες, θα μπορούσε ν ’ αναλάβει τις αρχαίες του αρετές και να παίξει κάποιο ρόλο, μικρό ή μεγάλο, μέσα στην Ευρώπη ή και γενικά στον κόσμο, πρόβλη­ μα που εξακολουθεί να τίθεται ακόμη και σήμερα; Ως προς το θέμα αυτό οι περισσότεροι ξένοι, που είχαν επισκεφθεί την Ελλάδα κατά το τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., ήταν διχασμένοι, αν δηλαδή οι κάτοικοί της θα μπορούσαν να βγουν γρήγορα ή αργά ή και καθόλου από τα σκοτάδια της αμάθειας και της βαρβαρότητας, μέσα στα οποία ήταν βυθισμένοι. Ορισμένοι, όπως π.χ. ο Thornton, απελπισμένοι από την εξαχρείωση των Ελλήνων, δεν προσδοκούν την άμεση βελτίω­ σή τους. «Τέτοιοι άνθρωποι, ρωτά με απαισιοδοξία, μπορούν να ξεσηκωθούν ξαφνικά ύστερα από τόσο τρομερή πτώση, και ν ’ ανταγωνιστούν τις αρετές των προγόνων τους, που είναι τόσον ένδοξοι, αλλά και τόσον απομακρυσμένοι;»413. Την ίδια περίπου γνώμη εκφράζει με συμβολική παρομοίωση και ο Γερμανός 413. Thornton. Etat actuel, 2 σ. 187.

186

περιηγητής Bartholdy, αλλ’ αφήνει να διαφανεϊ και κάποια ελπίδα αναγεννήσεως, κάποιο φως σωτηρίας· «Η Ελλάδα μοιάζει με δάσος που έναν καιρό ήταν ξακουστό για τα μεγαλόπρεπα και σπάνια δέντρα του. Αλλά το δάσος αφανίστη­ κε, όλοι οι επιβλητικοί κορμοί γκρεμίστηκαν. Έτσι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να πετάξουν καινούργια βλαστάρια. Τα ξερά κού­ τσουρα που απόμειναν στη γη ύστερ’ από το πελέκι αποτελούν εμπόδιο για τη δημιουργία καινούργιας καλλιέργειας. Ωστόσο δεν είναι αδύνατο να ξεριζωθούν αυτοί οι κατάξεροι κορμοί και στο ίδιο χώμα f ’ αναπτυχθεί μια εντελώς νέα φυτεία Αν θα πετύχει αυτή η φυτεία και πώς, κανείς δεν ξέρει. Η εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη είναι η πρωταρχική προϋπόθεση. Αν εμφανιζόταν κάποτε ένας μεγάλος άνδρας προικισμένος πραγ­ ματικά με ικανότητες αναμορφωτή, θα μπορούσε να κινήσει μια Επανάσταση»414. Ά λ λ ο ι όμως, όπως ο Ρώσος αξιωματικός Ματθαίος Γρηγ. Κοκοβτζόβ, που είχε πάρει μέρος στα Ορλωφικά, νομίζει ότι τα ελαττώματα των Ελλήνων θα εξαφανιστούν, μόλις απαλλαγούν από τον ζυγό τους. Τότε θα εμφανιστούν στο προσκήνιο της Ιστορίας με την πρώτη τους δόξα και λαμπρότητα415. Συμφωνεί μαζί του και ο ενθουσιώδης υμνητής των Ελλήνων σύγχρονός του περιηγητής Eton, που γράφει, πως, αν το βάρος της τυραννίας αρθεί, δεν θα μπορέσουν βέβαια να φθάσουν μονο­ μιάς στο ύψος των αρχαίων ηρώων τους, αλλά οπωσδήποτε η ψυχή τους θα ξαναπάρει αμέσως την ελαστική δύναμη και θ ’ αναπτύξει την πιο μεγάλη δραστηριότητα. Απόδειξη είναι ότι τώρα ντρέπονται και αγανακτούν για τη σκλαβιά, ροκανίζουν το χαλινάρι της, και προχωρούν γοργά προς τον σκοπό τους, για τον οποίο άλλωστε όλοι είναι σύμφωνοι, δηλαδή προς την απελευθέρωσή τους. Είναι μάλιστα ν ’ απορεί κανείς πώς κράτησαν τον ζωτικό τους χαρακτήρα και δεν έχουν εξαχρειω­ θεί πιο πολύ. Ο Eton έχει εμπιστοσύνη στα χαρίσματα των 414. Βλ. στου Σιμοπούλου, Ξένοι ταξιδιώτες, τ. Γ 1 σ. 209. 415. Κ. Α. Παλαιολόγου, Ρωσικά περί Ε λλάδος έγγραφα ...., «Παρ­ νασσός» 2 (1878) 463.

187

Ελλήνων και υπογραμμίζει την υπεροχή τους απέναντι των δυναστών τους. Η πιο χτυπητή μάλιστα αντίθεσή τους είναι ανάμεσα στη δραστηριότητα και ελαφρότητα των κατακτημένων και στην πομπώδη και ανόητη σοβαρότητα των κατακτητών416. ' Επειτα το επιχειρηματικό πνεύμα των Ελλήνων, που το ειρωνεύονται μερικοί συγγραφείς, τους οδηγεί συχνά σε πρά­ ξεις ευγενείς417. Ακόμη, ζώντας ο Ευρωπαίος ανάμεσά τους νομίζει πως βρίσκεται στην πατρίδα του και στους ανθρώπους του είδους του- βλέπει ομοιότητες στα ήθη και στις συνήθειές τους με τις αντίστοιχες δικές του, ενώ η απόστασή του από τους Τούρκους ως προς τις προτιμήσεις και τις ιδέες είναι τεράστια, και αυτή γίνεται περισσότερο αισθητή, όταν ζει κανείς ανάμεσά τους και έχει μάθει ακόμη και τη γλώσσα τους. Δεν αξίζουν οι Έ λληνες την κακή φήμη που τους έχουν αποδώσει οι εχθροί τους418. Γενικά, σ τ’ αλήθεια, παρατηρεί, οι ' Ελληνες είναι ελαφρόμυαλοι, αλλά φιλόφρονες και αξιαγάπη­ τοι, φιλόδοξοι βέβαια στο έπακρο και άπληστοι για τιμές, αλλά η φιλοδοξία τους αυτή, τώρα αδυναμία, θα τους εμπνεύσει μεγάλα έργα, όταν θα τεθεί εμπρός τους ένας ευγενικός σκοπός419. Και ο σύγχρονός του R. Walpole αναγνωρίζει βέβαια ότι έργα αξιόλογα στους ευαίσθητους τομείς της γλυπτικής, αρχιτεκτο­ νικής, ρητορικής και ποιήσεως, είναι δυνατόν να γεννηθούν εκεί μόνον όπου υπάρχει ελεύθερη σκέψη και έκφραση, και ότι επομένως οι Έ λληνες με το καθεστώς της δουλείας θα ήταν αδύνατο να παρουσιάσουν σημαντική εθνική βελτίωση, αλλά ωστόσο είναι να τους θαυμάζει κανείς πως παρά ταύτα κατόρθωσαν να παρουσιάσουν κάτι στις τέχνες και στα γράμματα420.

416. Eton. Tableau, 2 σ. 72. 417. Eton, ε.α., 2 σ. 73. 418. Eton, ε.α., 2 σ. 73. 419. Eton, Tableau, 2 σ. 74. 420. R. Walpole. Memoirs Relating to European and Asiatic Turkey, and O ther Countries o f East. Second ed.. London 1818, τ.Ι σ. 29-31.

188

Πράγματι από τα τέλη του 18ου κιόλας και τις αρχές του 19ου αι. με την αναγέννηση των γραμμάτων πρέπει να άρχισε κάποια μεταβολή και στο ήθος των Νεοελλήνων, ιδίως στη στάση τους απέναντι των κατακτητών, στην εθνική περηφάνεια που ήταν βέβαια έντονη στους λογϊους, στους εμπόρους και στη σπουδάζουσα νεολαία, σ ’ αυτή που θα γίνει η γενιά της Επαναστάσεως, αλλά η βελτίωση αυτή του ήθους δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει σε βάθος και σε έκταση χωρίς τη σχετική πνευματική καλλιέργεια. ΓΓ αυτή, για την επιτάχυνση δηλαδή της ελληνικής αναγεννήσεως, ενδιαφέρθηκαν ζωηρά οι πλούσιοι Ζωσιμάδες, οι οποίοι ρώτησαν σχετικά τον Κοραή, που τους έδωσε την απάντηση ότι γΓ αυτό θα χρειάζονταν νέες και φτηνές σχετικά εκδόσεις των αρχαίων Ελλήνων συγγρα­ φέων. Οι Ζωσιμάδες διέθεσαν τα χρήματα421 και έτσι άρχισε η έκδοση της σειράς των αρχαίων κειμένων της ονομαστής «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» με τα μακρά προλεγόμενα. Ο αρ­ χαίος ελληνικός κόσμος στάθηκε για τους σκλάβους ' Ελληνες κάποιο παράδειγμα, κάποια παραίνεση, κάποιο στήριγμα — όσο και αν ήταν αδύνατο να έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα κάτω από τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής της εποχής εκείνης— για αξιοπρεπή, περήφανη συμπεριφορά, ανάλογη προς τη λατρεία των αρχαίων. Η προγονολατρεία για τους Έ λληνες ήταν ό,τι η περηφάνεια των Αμερικανών για τους δημοκρατι­ κούς των θεσμούς και την εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας τους και ό,τι για τους Ρώσους η απεραντοσύνη της χώρας τους. Ά λλω στε είχαμε την ευκαιρία, κατά την εξιστόρηση των περασμένων αιώνων, να διακρίνουμε τα λεπτά υφάδια που έδεναν τους Νεοέλληνες με το ένδοξο παρελθόν, τα οποία τους έτρεφαν με μια ανυπόφορη προγονολατρεία, με ένα απερίγρα­ πτο εγωισμό για τους μεγάλους ήρωες και στοχαστές, και με μια περιφρόνηση για όλο τον άλλο κόσμο422. 421. Αδ. Κοραή, Τα εις διαφόρους συγγραφείς εκδοθέντα προλεγόμε­ να, 1815, σ. 55-60. 422. Βλ. Swan. Journal. 2 σ. 23.

189

Έ τ σ ι ο λαός αυτός, κάτω από τόσων αιώνων απερίγραπτη σκλαβιά, μπόρεσε να βαστάξει και να διατηρήσει την εθνική του ταυτότητα. Αυτό άλλωστε το απέδειξαν οι προετοιμασίες του για την επανάσταση, η αξία που απέδιδε στην καταγωγή του και τα ήθη και έθιμα που παρέλαβε και κράτησε από τους προγόνους του423. Τις ελπίδες άλλωστε για την εθνική του ανάσταση και αναγέννησή τους τις ζωντάνευε η οικονομική και πνευματική του άνοδος, ιδίως τα τελευταία 50 πριν από την Επανάσταση χρόνια. Για την άνοδό τους αυτή και για την καταγωγή τους ήταν τόσο περήφανοι οι Έ λληνες της εποχής εκείνης, ώστε ο Stendhal, που στα 1817 γνωρίζει στη Νεάπολη μερικούς φοιτητές της ιατρικής, να γράφει ότι «αυτοί οι κακόμοιροι, γελοίοι βάρβαροι» είναι τόσο εγωιστές και μαται­ όδοξοι, ώστε να ισχυρίζονται ότι οι Ευρωπαίοι τους προσπερ­ νούν μόνον ως προς την τεχνική424, ως προς την τεχνολογία, κάτι που το ακούμε ακόμη και σήμερα από μερικούς ψωροπε­ ρήφανους συμπατριώτες μας. Τί διαφύλαξε τον ελληνικό λαό από την αφομοίωση, από την εξαφάνισή του; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως βασικά τον έσωσε «η διαφορά της θρησκείας», που τον χώριζε με βαθύ χάσμα από τους κατακτητές, αλλά το χάσμα αυτό το έκανε ευρύτερο η σκληρή συμπεριφορά του προς τους κατακτημένους, την οποία και αυτοί ανταπέδιδαν με βαθιά υποκρυπτόμενο άσβεστο μίσος. Σωστικά επίσης επέδρασε η ορεινή και νησιω­ τική διαμόρφωση της χώρας, η οποία του χάρισε θαυμάσια άσυλα σε δύσκολα χρόνια. Αν η Ελλάδα ήταν μια πεδινή χώρα, δεν ξέρω αν θα είχαν επιζήσει έστω και μικρά τμήματα, ίχνη του ελληνισμού. Τα βουνά πραγματικά έσωσαν τον ελληνισμό όχι μόνο από τις καταπιέσεις των κατακτητών (ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες, και επομένως του χάρισαν την αρρενωπή και περήφανη 423. C. Müller, Reise, 2 σ. 15. Βλ. παρόμοιες σκέψεις του Blaquiere, Histoire, σ. 369. 424. Αναστ. Π. Χριστοφιλοπούλου. Ο φ ιλελληνισμός του Σταντάλ, «Ν. Εστία», Χριστούγεννα 1970. τεύχ.. ανατ. σ. 8-9.

190

στάση απέναντι τους, κατ’ αντίθεση προς τους κατοίκους του κάμπου), τον έσωσαν δηλαδή από ηθικό εκφυλισμό, αλλά και από αυτόν ακόμη τον σωματικό: επάνω στα βουνά ή στα νησιά ο ελληνικός λαός αναχωνεύθηκε αφομοιώνοντας, όπως είδαμε, και τα λίγα, τα ξενικά πληθυσμιακά στοιχεία που είχαν διεισδύσει στον τόπο του. Η δύσκολη ζωή του επάνω στα βουνά τον σκληραγωγεί, τον κάνει αγωνιστή, για να μπορέσει να επιζήσει. Είναι ακούραστος δουλευτής και οδοιπόρος σε μια χώρα, όπου δεν υπάρχουν παρά κατσικόδρομοι. Η ανάλαφρη γρηγοράδα του είναι κάτι που εκπλήσσει τους φιλέλληνες στρατιωτικούς στα 1821, που δεν μπορούν να τον προφτάσουν στο βάδισμα και τους κάνουν να φαντάζονται ότι οι ' Ελληνες πρέπει να έχουν ιδιαίτερα αναπτυγμένα τα αναπνευστικά τους όργανα. Και όταν εκεί επάνω βρέθηκαν σε δύσκολη θέση με τον υπερπληθυσμό που παρατηρήθηκε, αλλά και με τις ενοχλήσεις των κατακτητών, αντιμετώπισαν τις οικονομικές τους δυσχέρειες με τις εποχιακές τους αποδημίες ή με τα ταξίδια τους για μόνιμη εγκατάσταση σε άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή στο εξωτερικό. Και οι απόδημοι με την εργασία τους, με τις οικονομίες τους, τις γνώσεις και τις σπουδές τους στους ξένους τόπους φέρνουν στις ορεινές πατρίδες τους, όπου είχε παρατη­ ρηθεί βιολογική ανανέωση, και τα σπέρματα της οικονομικής και πνευματικής αναγεννήσεως, κατ’ αντίθεση προς την πολι­ τική και πνευματική παρακμή των κατακτητών. 3. Είναι αλήθεια ότι με την έκρηξη της Επαναστάσεως οι Έ λληνες, μαθημένοι πια στις περιπέτειες και στις δυστυχίες τις προερχόμενες από ένα βάρβαρο ζυγό, δεν δοκίμασαν ούτε την έκπληξη ούτε και την απόγνωση των ανθρώπων που χάνουν την ευτυχία τους, α λ λ ’ ανταποκρίθηκαν ενεργητικά και ακού­ ραστα στη φωνή της σκλαβίψιένης πατρίδας, ώστε με την ευστροφία τους να μεταβληθούν σχεδόν αμέσως σε εξαίρετους αυτοσχέδιους στρατιώτες425. Αλλά και για τη σύντομη ηθική 425. G. Müller. Reise, 2 σ. 16.

191

και πνευματική τους αναγέννηση, υπήρχαν πολλές ελπίδες. Πολλά περΐμενε ο Κοραής, όπως άλλοτε, πριν από 570 περίπου χρόνια ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, από ένα εξυγιασμένο και αναμορφωμένο κλήρο, γιατί αυτός ήταν ουσιαστικά ο πνευματικός οδηγός των Ελλήνων που στεκόταν δίπλα τους. Έ τσ ι εμφανισμένοι πάλι στο προσκήνιο της Ιστορίας οι ' Ελληνες με το σφρίγος και με τις δυνάμεις ενός νέου έθνους, δίνουν την ελπίδα, ότι με κατάλληλη διαπαιδαγώγηση θα μπορούσαν να βελτιωθούν ηθικά και πνευματικά και να κερδίσουν τη θέση που τους αξίζει στο πλευρό των πολιτισμέ­ νων ευρωπαϊκών εθνών. Χρειάζεται όμως χρόνος. Αυτός, κατά τον Byron, είναι ο καλύτερος δάσκαλος που θα φέρει την τάξη και θα επιβάλει την οργάνωση στο χάος που επικρατεί στην Ελλάδα. Δίνει προθεσμία ενός αιώνα για την αλλαγή του χαρακτήρα των Ελλήνων, που τους θεωρεί εξίσου καλούς, όπως και τους Τούρκους426. Ορισμένοι μάλιστα ξένοι υπεραισιόδοξοι αναγνωρίζουν κιόλας μερικά φωτεινά σημάδια που προμηνύουν την αυγή της αναγεννήσεως427 και, υπερβολικά προφητικοί, πιστεύουν ότι η αλλαγή θα πραγματοποιηθεί σύντομα. Έ νας α π ’ αυτούς, ο υπασπιστής του στρατηγού Normann, ο G.Feite από το Dessau, γράφει στις 14 Μαρτίου 1822 σ ’ ένα φίλο του ότι οι Έ λληνες ως προς τις πνευματικές και φυσικές τους δυνάμεις βρίσκονται ίσως τώρα σε ανώτερη βαθμίδα συγκρινόμενοι με τους άλλους γνωστούς του λαούς και ότι μέσα σε 50 χρόνια ελευθερίας θα μπορούσαν να εξισωθούν με τους άλλους πολιτισμένους λαούς428. « Ό λ α είναι ήσυχα και πηγαίνουν καλά, θαυμάσια καλά, αναφωνεί και ο Stanhope, αν σκεφθεί κανείς τους αιώνες του δεσποτισμού, από τους οποίους μόλις ξέφυγε η Ελλάδα»429. 4. Μολαταύτα δύσκολο ήταν το ψυχολογικό πέρασμα των Ελλήνων από τη σκλαβιά στην ελευθερία, από την απόλυτη 426. 427. 428. 429.

Parry. Byron, σ. 173. Howe. Sketch, σ. 17-18. Dieterich, Briefe, «Hellas - Jahrbücher» 1930, σ. 133. Stanhope. Greece, σ. 105.

192

αδυναμία στην αχαλίνωτη δύναμη, που μπορεί να γεννήσει την αναρχία, από «τις αλυσίδες του δεσμώτη στην ελευθερία του δεσμοφύλακα». Ή τα ν επόμενο λοιπόν όσοι είχαν εξουσία να ξεπερνούν το φράγμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς προς τους συμπολίτες τους και να γίνονται οι ίδιοι τύραννοι και καταπιεστές. ' Ετσι οι ξένοι δεν μπορούσαν να χωνέψουν την υπεροψία και τη βαναυσότητα, με την οποία φέρνονταν οι καπετάνιοι ή οι πρόκριτ’οι στους απλούς ανθρώπους, γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι θα βρουν δεσποτικές αρχές σ ’ ένα έθνος που πρόσφατα είχε διακηρύξει την ελευθερία και την ισότητα. Η αρχαίας καταγωγής οίηση και μωροφαντασία των Ελλήνων, ότι είναι και αυτοί κάτι, έπαιξαν τον ρόλο τους. Η αίγλη της εξουσίας, που τραβά τους φιλόδοξους και τους κάνει φίλαρχους, μεθά πολλούς και τους παραλογίζει — φαινόμενα που παρατη­ ρούνται συχνά όχι μόνο κατά την Επανάσταση, αλλά και ύστερ’ απ’ αυτήν ως σήμερα. Θα υπάρχουν πάντοτε κάποιοι, που με τη λαμπηδόνα του αξιώματος τους ή οχυρωμένοι πίσω από ένα γραφείο θ ’ αντιμετωπίζουν με σκληρότητα και με σαδιστική διάθεση — κι’ όχι με καλοσύνη και ευγένεια— τον απλό άνθρωπο, γενικά τον πολίτη που τους έχει ανάγκη. Ο φορέας της κρατικής εξουσίας θέλοντας να γίνει αισθητός φέρνεται στον πολίτη σαν σε ραγιά. ΓΓ αυτό και ακούονται πολλά παράπονα εναντίον επάρχων και άλλων υπαλλήλων κατά την Επανάσταση430. Δεν υπάρχει κάπως ταιριαστή — όχι βέβαια αρμονική — σύζευξη της δυνάμεως, της εξουσίας με την πολιτική ελευθερία και με την απλότητα. «Αν ακόμη και κάτω από την πιο σοφή κυβέρνηση, έλεγε ο Byron στον Millingen, η αναγέννηση ενός έθνους μπορεί να είναι δύσκολο έργο του χρόνου, τότε βέβαια δεν είναι καθόλου λιγότερο εύκολο η βελτίωση του ελληνικού έθνους»431. Παρα­ τηρεί ότι οι Έ λληνες δεν οργάνωσαν συστηματικά την Επανάσταση επάνω σ ’ ένα σχέδιο- και γι ’ αυτό ύστερ ’ από τις 430. Βλ. Απ. Ε. ΒακαΛοπούλου, 431. Millingen. Memoirs, σ. 6.

Ιστορία, 5 σ. 343-344.

193

πρώτες επιτυχίες ξέσπασαν σε εμφύλιες διαμάχες. Πιστεύει όμως ότι με τη διοικητική οργάνωση του τόπου και γενικά με την εγκαθίδρυση ενός κυβερνητικού σχήματος θ ’ απαλυνθούν τα πάθη και θα διοχετευθούν προς το γενικό καλό. Ο χρόνος, ο μόνος διδάσκαλος, θα δείξει ποιο είναι το καλύτερο σύστημα. Ο ποιητής δεν θα συμβούλευε τους Έ λληνες ν ’ ακολουθήσουν το α ή το β σύστημα διακυβερνήσεως που υπάρχουν και λειτουργούν σε διάφορα μέρη του κόσμου. Προσωπικά, ενώ θερμά υποστηρίζει το πολίτευμα της Αγγλίας, για το οποίο θα θυσίαζε την περιουσία και τη ζωή του ακόμη, ώστε να διαφυλαχθεί η παλιά και έντιμη αριστοκρατία της, δεν θα το συνιστούσε όμως σε άλλη χώρα. Νομίζει ότι στην Ελλάδα ταιριάζει περισσότερο η πρακτική ελευθερία και η μορφή διακυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών. Και επειδή στην επαναστατημένη χώρα, τόσο στα Νησιά του Αιγαίου, όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου πλούτος και δύναμη είναι άνισα κατανεμημένα και οι μορφές διοικήσεως στηρίζονται σε διαφορετικές κοινωνικές δομές — και γ ι ’ αυτό σημειώνονται αντιθέσεις συμφερόντων και συγκρούσεις—, νομίζει ότι κανένα άλλο σύστημα δεν της αρμόζει περισσότερο παρά μόνο το ομοσπονδιακό (φεδεραλιστικό), ένα καθεστώς Πολιτειών, όπως της Αμερικής, με πολιτείες την Πελοπόννησο, Ανατολική, Δυτική Στερεά Ελλάδα και Νησιά και με εναλλακτικό κατά τμήματα Πρόεδρο. Καταδικάζει όμως την εφαρμογή ενιαίου συστήματος διακυβερνήσεως για κάθε τμήμα, όσο έξοχες και αν είναι οι αρχές του, γιατί θ ’ αναστατώσει τις διάφορες τάξεις και θα οδηγήσει στην αναρχία και στη σκλαβιά432. Και ο Ελβετός φιλέλληνας André-Louis Gosse καταφέρεται εναντίον εκείνων των ξένων που είχαν έλθει στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια της Επαναστάσεως και οι οποίοι, χωρίς να φροντίσουν να μελετήσουν σοβαρά τον χαρακτήρα, τα ήθη και έθιμα, καθώς και την κατάσταση του λαού, που τον γνώριζαν για πρώτη φορά, πρόκριναν ή αναζητούσαν ευρωπαϊκά ή 432. Parry. Byron, σ. 173-176.

194

αμερικανικά πρότυπα διακυβερνήσεως' ή εναντίον των Ελλή­ νων που προετοίμαζαν να τον κυβερνήσουν με τις ίδιες τις παραπάνω αρχές σαν να ήθελαν να ντύσουν έναν άνθρωπο με τα ρούχα ενός άλλου που κατοικεί στην Ευρώπη ή στην Αμερική433. Πάντως πολλοί είναι οι φιλέλληνες που πιστεύουν ότι σημάδια βελτιώσεως του λαού θα πρέπει να περιμένει κανείς μόνο στο μέλλον, από τη μετεπαναστατική γενιά, γιατί η αναγέννηση ενός λαού, που έχει ταλαιπωρηθεί και εκφυλιστεί κάτω από μιαν ανήκουστη καταπίεση, δεν μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη434. Το στίγμα της δουλείας με ολες τις πολυποίκιλες επιπτώσεις του δεν εξαλείφεται εύκολα ούτε και είναι δυνατόν να προσδιοριστεί το απαιτούμενο για την εξαφάνισή του χρονικό διάστημα. Ό ,τ ι καταγράφεται επί αιώνες και συνεχώς μέσα στην ψυχή, τελικά γίνεται σχεδόν βιολογική καταβολή και δεν ξεγράφεται, δεν ξεριζώνεται εύκολα. Ο ραγιαδισμός μένει σαν ένα κακό όνειρο στη ζωή των Ελλήνων και γίνεται ο εφιάλτης τους. Υπάρχουν όμως πολλές εγγυήσεις για την ηθική βελτίωση στο μέλλον: είναι τα καλά «φυσικά» τους. Υπερενθουσιώδης ο Louis-André Gosse γράφει σε επιστολή του της 14 Φεβρουάριου 1827· «Ο ελληνικός λαός, παρά τα ελαττώματά του, αξεχώριστα από μια εντελώς παραμελημένη μόρφωση, παρά τις πολυάριθμες προκαταλήψεις του, είναι άξιος της ευρωπαϊκής ευεργεσίας». Οι χωρικοί ζουν με αξιοσημείωτη λιτότητα και απλότητα435 και αποτελούν το τμήμα με τις καλύτερες ιδιότητες του ελληνικού έθνους. Οι περισσότεροι έχουν καλό χαρακτήρα- οι εκβιασμοί και η άνομη συμπεριφορά των Τούρκων, προκρίτων και καπετάνιων δεν τους έχουν ακόμη διαφθείρει436. Μόλις αποκτήσουν μια δίκαιη ελευθερία και οι νόμοι αντικαταστήσουν την αδέσμευτη ελευθερία, τα ελαττώματά τους θα εξαφανιστούν437. Ακόμη και 433. Κωνστ. Βακαλοηούλου, Η επαναστατημένη Ελλάδα, σ. 190. 434. Howe, Ημερ., σ. μ α '. Π ρβλ. και σ. 124. ' 435. Κωνστ. Α. Βακαλοηούλου. Η επαναστατημένη Ελλάδα, σ. 190191. 436. Stanhope. Greece, σ. 123. 437. Έ .α ., σ. 191.

195

ο δύσκολος Millingen, ο γιατρός του Byron, πλέκει το εγκώμιο, κυρίως των χω ρικών «Γενικά οι Έ λληνες, γράφει, ευφυείς, φιλόπονοι, δυνατοί, ακαταπόνητοι, φειδωλοί, εγκρατείς, οικο­ νόμοι, χωρίς να είναι φιλάργυροι, περίεργοι, φιλύποπτοι, διψασμένοι για γνώσεις, κατέχουν όλα τα στοιχεία, τα απαραί­ τητα για τον καλό γεωργό. Επιδίδονται με πάθος σε κάθε μορφή εμπορίου. Έ χουν χάρες, αλλά και κάποια τάση να προβάλλουν τον εαυτό τους. Γενικά οι καταβολές του λαού είναι καλές και ενθαρρυντικές για το μέλλον του438. Οι ξένοι ελπίζουν ότι μια μετριοπαθής κυβέρνηση, σε καιρό ειρήνης, θα βοηθήσει ώστε να ξαναγεννηθεί η γεωργία του ελληνικού κράτους, η οποία είναι εντελώς παραμελημένη, ν ’ ανθίσει το εμπόριο και να περιοριστεί η τοκογλυφία. Στο μεταξύ οι φιλέλληνες έχουν καθήκον σαν χριστιανοί και σαν άνθρωποι να βρουν κάποιο τρόπο να βοηθήσουν τους ' Ελληνες να βγουν από τη θλιβερή κατάστασή τους, να συμβάλουν δηλαδή αποτελεσματικά, αφενός στην ηθική αναγέννησή τους και αφετέρου στην καλή διαχείριση των αποστελλόμενων βοηθειών και στη σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Αυτοί είναι οι δύο κύριοι τρόποι για να δημιουργηθεί ένα αυτοδύναμο ελληνικό κράτος. Κατόπιν θα έλθει η σειρά των θαρραλέων και φωτισμένων πνευμάτων που θα εργαστούν για ένα καλύτερο μέλλον του τόπου439. Ας μη δυσαρεστούνται οι φιλέλληνες από τη ζήλεια και την υπεροψία των Ελλήνων στρατιωτικών, που δεν γνωρίζουν το συμφέρον τους και τους αφήνουν να φεύγουν, χωρίς να επωφελούνται από τις γνώσεις τους και από την πείρα τους, γιατί είναι γεγονός ότι λίγους επηρέασε ο φωτισμός του Γένους. Ά λλω στε αυτή η καχυποψία παρατηρείται και σε πολιτισμένους λαούς που έδειξαν παρό­ μοια διαγωγή σ ’ αυτούς που ήλθαν προς βοήθειά τους, αφού πέρασε ο κίνδυνος που τους απειλούσε απ ' έξω. Με αγνωμοσύ­ νη και αχαριστία τους πλήρωσαν. Επομένως πρέπει να δικαιο­ 438. Millinges. Memoirs, σ. 158. 439. Κωνστ. Α. Βακαλοπούλου. Επαναστ. Ελλάδα, σ. 191.

196

λογούν τους απαίδευτους Έ λληνες που στο κάτω - κάτω της γραφής ήθελαν — παρά τον φθόνο τους— ν ’ ανταμείψουν τους ξένους με κομμάτια γης440. Η απότομη όμως διαδοχή της σκλαβιάς με την ελευθερία έφερε μεγάλη ηθική αναταραχή, μια ανατροπή των αξιών και της ανθρώπινης ως τότε συμπεριφοράς, μια αποδιοργάνωση του παλιού κόσμου, που οι σκλάβοι δεν ήταν έτοιμοι να την αντιμετωπίσουν, αλλά από αντίδραση πρόθυμοι να την καλύψουν όπως - όπως, να την παρεξηγήσουν. ' Ετσι ο Byron, που προσπαθεί να εισδύσει στο βάθος των πραγμάτων, πιστεύει ότι βαθιά αλλαγή στον χαρακτήρα των Ελλήνων δεν πρέπει να περιμένουμε στο εγγύς μέλλον· ότι έσπασαν τις αλυσίδες, αλλά οι κρίκοι τους κουδουνίζουν ακόμη· και ότι οι ' Ελληνες είναι αξιοκατάκριτοι ψεύτες και ότι είναι· νωρίς ακόμη, για να μεταβληθεί ο σκλάβος σε νηφάλιο πολίτη441. Έ τσ ι εξηγεί και τις ακρότητες και αγριότητες των Ελλήνων σε βάρος των δυναστών τους, ότι η Επανάσταση είναι ακριβώς η εικόνα του σκλάβου που σπάζει τις αλυσίδες του επάνω στο κεφάλι του καταπιεστή του442. «Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, έλεγε, είναι ίσως διαφορετική από εκείνη που παρουσιάζεται τόσο από τους εχθρούς όσο και από τους φίλους. Οι φίλοι, που έρχονται στην Ελλάδα, δεν έχουν ξαναδεί τη χώρα κΓ από τους λίγους αυτούς ελάχιστοι την είχαν επισκεφθεί πριν από την Επανάσταση. Οι ταξιδιώτες αυτής της κατηγορίας θα απορήσουν διαπιστώνοντας ότι η αποδιοργάνωση είναι μικρό­ τερη από όση περίμεναν, αν και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα είχαν διαλυθεί τα πάντα. Οι Έ λληνες ήταν σκλάβοι επί πέντε αιώνες. Και δεν υπάρχει χειρότερος τύραννος από ένα πρώην σκλάβο. Ο αντιπρόσωπος του δυνάστη εξακολουθεί να είναι δούλος και οι άνθρωποι που οι πατεράδες των πατεράδων τους, όσο μπορείς να λογαριάσεις, ήταν απόλυτα εξαχρειωμένοι, χωρίς να ορίζουν ούτε τον ίδιο τον εαυτό τους, κινούνται σαν 440. Liibtov. D er Hellenen ..., σ. 95. 441. Βλ. Σιμοπούλου, Πώς είδαν ...., σ. 84 (Prothero, σ. 247). 442. Parry. Byron, σ. 172.

197

να είναι ακόμα δεσμώτες ή σε μερικές περιπτώσεις δίνουν την εντύπωση πως άλλαξαν τις αλυσίδες του δεσμώτη με την ελευθερία του δεσμοφύλακα. Είναι μια σκληρή αλήθεια. Δεν είμαστε εδώ για να κολακέψουμε, αλλά για να βοηθήσουμε, όσο μπορούμε, για μια καλύτερη τάξη και να πούμε την αλήθεια»441. Ο ' Ελληνας λοιπόν έγινε ελεύθερος, αλλά κράτη­ σε πολλά από τα ελαττώματα και τις συνήθειες του σκλάβου. Αισιοδοξότερος ο Blaquiere πιστεύει ότι ορισμένοι ξένοι αδικούν τους ' Ελληνες κρίνοντάς τους με εμπάθεια και ελπίζει στην αναγέννησή τους με πρότυπα τους αρχαίους προγόνους των444. Μεγάλες ελπίδες στήριζε στους Έ λληνες σπουδαστές του εξωτερικού, οι οποίοι θα έφερναν πίσω στην Ελλάδα τα γράμματα και τις επιστήμες445. Η προεπαναστατική οικονομική, πνευματική και πολιτική άνοδος των Ελλήνων ήταν πια γνωστή στον πνευματικό κόσμο της Ευρώπης, ώστε το πανεπιστήμιο του Cambridge σε προκήρυξή του της 24 Νοεμβρίου 1824 να διακηρύσσει γεμάτο αισιοδοξία για την ελληνική υπόθεση· «Αν τι να άτομα δεν είχον μέχρι τούδε το θάρρος να παράσχουν βοήθειαν εις τους Έ λληνας, εξ αιτίας της διαφθοράς του εθνικού χαρακτήρος των, ας σκεφθούν ότι, όσον και αν διεφθάρη ο χαρακτήρ εκείνος κατά την εποχήν της τουρκικής κατακτήσεως, ο εκφυλισμός των παρετάθη τουλάχιστον από την ανυπόφορον κατάστασιν της δουλείας, εις την οποίαν είχε περιέλθει το 443. Βλ. Σψοπούλου, Πώς είδαν οι ξένοι ..., 3 σ. 84 υπ. 187. Π ρβλ. και J. Millingen, Memoirs of the Affairs of Greece, London 18 3 1, σ. 6. O Byron έχει χ ειρ ιστή γνώμη για τους ' Ελληνες, όπως εκφράζεται στον Millingen, ο οποίος μολαταύτα δεν είναι απόλυτα αξιόπιστος. Εδώ μάλλον διαστρε­ βλώνει προς το χειρότερο τη ν κακή γνώμη του Ά γ γ λ ο υ ποιητή· «...Breaking asunder the frail schakles, which checked their immorality, the late revolution has given the amplest scope to the exhibition of their real character; and it stands to reason, that it must have placed in a more glaring light the melancholy picture o f their utter worthlessness». Βλ. ακόμη Σψοπούλου. έ.α., 3 σ. 43. 444. Blaquiere. N arrative έ.α., I σ. 133-137. 445. Blaquiere. Histoire, σ. 362.

198

έθνος. Ομως, το κρατούμενον πνεύμα των πατριωτικών αισθη­ μάτων και όλων των κοινωνικών αρετών, το οποίον ανεπτύχθη κατά τον παρελθόντα ήμισυ αιώνα μεταξύ των Ελλήνων, παρέχει επί του προκειμένου την καλυτέραν απάντησιν εις τας τοιαύτας αντιρρήσεις»446. Σημάδια που τρέφουν τις ελπίδες των ξένων για τη γρήγορη αναγέννηση των Ελλήνων και την πρόοδό τους είναι η φυσική ευφυΐα του λαού και η μεγάλη ευκολία των παιδιών να προσλαμβάνουν και ν ’ αφομοιώνουν γνώσεις, που τις μετέδιδαν (στις περισσότερες κιόλας πόλεις λειτουργούσαν σχολεία) νέοι σπουδασμένοι στο εξωτερικό447. Ο μισινάριος Wilson παρατηρούσε ότι κανένα ίσως έθνος στον κόσμο δεν παρουσιάζει ζωηρότερη δίψα για γνώση και μάθηση από τον ελληνικό και ότι αν αυτά τα αισθήματα ικανοποιηθούν, ευνοηθούν και καθοδηγηθούν με σύνεση, ο ήλιος της Ελλάδας θ ’ ανατείλει και πάλι448 «Ο χριστιανισμός και η φιλολογία, γράφει, θα βαδίσουν χέρι με χέρι και θα εξανθρωπίσουν την Ελλάδα... Οι επιστήμες και οι τέχνες, που μάταια ζήτησαν κατοικία στην Τουρκία, θα βρουν πάλι καταφύγιο στην αγκαλιά της Αθήνας»449. Την αισιοδοξία του συμμερίζεται και ο συνάδελφός του Swan: παραδέχεται βέβαια ότι πολλά και διάφορα ελαττώματα βαρύνουν τους Έ λληνες, που οι εχθροί τους (εννοεί Ευρωπαίους) τους παρουσιάζουν γενικά ως όντα εγκαταλειμμένα και διαφθαρμένα, αλλά είναι βέβαιος, από όσα είδε κατά το ταξίδι του και από όσες σκέψεις έκαμε, ότι οι Έ λληνες έχουν τα αναγκαία στοιχεία του μεγαλείου, για να γίνουν αργά ή γρήγορα — κι ’ αυτή η μέρα θα φθάσει — ένα μεγάλο έθνος, για σκορπίσουν τα σύννεφα της καταισχύνης και

446. I. Ζώρα, Έ γγρ α φ α του Α ρχείου Βατικανού περί της Ε λληνικής Ε παναστάσεως, «Μ νημεία της Ε λλη νική ς Ιστορίας», Α θήναι 1979, 10, Α ' σ. 345. 447. Humphreys, Journal σ. 238. 448. Wilson. Narrative, σ. 452. 449. Έ .α .. σ. 546.

199

ν ’ ακτινοβολήσει ο φωτεινός θεός τους450. Ο Howe πάλι, συγκροτημένος, νομίζει πως η Ελλάδα μπορεί να βγάλει καλλιτέχνες και ποιητές, όπως και πριν, αλλά δύσκολα ένα φιλόσοφο, γιατί η σοφία των Ελλήνων δεν αποδέχεται τη σταθερότητα451. Αλλά και άλλοι ξένοι έξω από τις αγωνιζόμενες ελληνικές χώρες, όπως ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Esprit Cousinery (1747-1833), θα επιθυμούσε την ανάσταση των Ελλήνων, γιατί οι επιστήμες, οι τέχνες και το εμπόριο θα ξανάδιναν τη ζωή στον φημισμένο αυτόν τόπο και θα έπαιρναν θέση εκεί όπου τώρα κυριαρχεί η αποκρουστική δουλεία κάτω από τη βίτσα μιας αθεράπευτης βαρβαρότητας, ενώ η συντριβή τους θα μετέβαλλε την ευρωπαϊκή Τουρκία σε έρημο γεμάτη, από τάφους και ερείπια. Ακόμη η απελευθέρωση των Ελλήνων, με τους κατάλληλους χειρισμούς, θα συντελούσε στην ισορρο­ πία των δυνάμεων παρά στον κλονισμό της. (Έ κθεσή του της 10 Δεκεμβρίου 1822 στον υπουργό των εξωτερικών Chateaubriand451“). Υπάρχουν λοιπόν ελπίδες ότι οι κατάλληλες περιστάσεις θα επιτρέψουν τη βελτίωση του ελληνικού χαρακτήρα με τη συμβολή και ορισμένων φιλανθρώπων, όπως του λόρδου Guilford και του συνταγματάρχη Stanhope452. Μερικά χρόνια αργότερα ο Γερμανός ελληνιστής Fr. Thiersch δεν αρνείται και αυτός τη διαφθορα των Ελλήνων κάτω από τον ζυγό, το εριστικό τους πνεύμα, την τάση για μηχανορραφίες και ψέματα, που είναι διαδεδομένα σε ανησυχητικό βαθμό, και γενικά αναγνωρίζει τα ελαττώματα και τις ελλείψεις πάρα πολλών ατόμων, αλλά διακρίνει μέσ’ α π ’ όλα αυτά ένα «καλό φυσικό» που εκδηλώνε­ ται σε κάθε ευκαιρία453. Και η πιο σαφής ένδειξη του 450. Charles Swan, Journal, o f a Voyage of the Mediterranean, κ.λ.π., London 1826, 2 σ. 258-260. 451. Howe, Η μερ., σ. λγ". 451α. Louis Bergasse. Souvenirs de Marseille et des Echelles du Levant au X V III' siècle, Marseille 1921, σ. 66-67. 452. Humphreys. Journal, σ. 239. 453. Thiersch. Grèce, 1 σ. 291.

200

«φυσικού» αυτού είναι η αναλλοίωτη χαρούμενη διάθεσή του454. Ακόμη μόλις περάσει η πρώτη μανία του μίσους και της εκδικήσεως κατά των εχθρών τους, συγκινούνται στο θέαμα των αξιολύπητων αντιπάλων τους, και αμέσως εκδηλώνεται το καλό πραγματικά φυσικό των Ελλήνων455. Και αυτή η διάθεσή τους θα συντελέσει, ώστε να ξαναγαπήσει κανείς αυτόν τον λαό456. Στη βελτίωση του χαρακτήρα των Ελλήνων θα συμβάλ­ λουν κατά το μέρος τους τα «καλά φυσικά», τα αυστηρά και αγνά οικογενειακά έθιμα των Ελλήνων, η συμπεριφορά τους ως πατέρων, συζύγων, αδελφών και φίλων, καθώς και ο σεβασμός των παιδιών προς τους γονείς, σημάδια που μόνο από άτομα με αρχές θα έπρεπε να τα περιμένει κανείς. Κάποια χαλάρωση στα ήθη παρατηρείται βέβαια στις μεγάλες σχετικά πόλεις. Απένα­ ντι των ξένων είναι δύσπιστοι και καχύποπτοι, όπως είναι φυσικό, νομίζω, ύστερ’ απ’ όσα είχαν πάθει ως σκλάβοι, ως ραγιάδες. Επίσης εντυπωσιάζουν τα αισθήματα της αυτοθυσίας τους ή της διαθέσεως της περιουσίας τους για την εθνική τους υπόθεση. Και αυτό φάνηκε πολύ πιο καθαρά στους εύπορους πλοιοκτήτες, στους εφοπλιστές των ναυτικών νησιών, που στα τρία πρώτα χρόνια δεν είχαν εισπράξει καμιά αποζημίωση. Συμφωνούν σχεδόν επίσης όλοι για ορισμένα μεγάλα προτερή­ ματα, τη φιλοπονία, την εγκράτεια, τη σωφροσύνη των Ελλή­ νων, για τις διανοητικές τους ικανότητες και τη δίψα τους για μάθηση, προτερήματα, στα οποία είναι ανώτεροι από αρκετούς λαούς. Είναι συνήθως χαρούμενοι και χωρατατζήδες, αλλά μπορούν να γίνουν πολύ ψυχροί και να σοβαρευτούν, όταν το θέλουν, ή να καταπνίξουν κάτι το δυσάρεστο. Η θρησκευτικό­ τητα των Ελλήνων και η αυστηρή ηθικότητα των γυναικών τους είναι έξοχες ιδιότητες του εθνικού τους χαρακτήρα. Δεν είναι, όμως ανεξίθρησκοι και αποστρέφονται ή μισούν τους ξένους ετεροδόξους. Η πονηριά και η κατεργαριά τους αμαυρώ­ 454. Thiersch. Grèce, 1 σ. 292. 455. Vomier. Lettres, σ. 129. 456. Thiersch. Grèce. 1 σ. 291.

20

!

νει. Κυριαρχούν μέσα στους η περηφάνεια, η έπαρση, η αναίδεια, και πολλά πάθη457. Η πατριαρχική και ανιδιοτελής φιλοξενία είναι εκπληκτι­ κή458 απέναντι ακόμη και αγνώστων45*. «Ποτέ, ομολογεί ο Thiersch μιλώντας για τους Ρουμελιώτες, ένας χωρικός δεν μου αρνήθηκε την καλύτερη θέση κοντά στη φωτιά του, μολονότι δεν ήξερε, αν θα πληρωθεί...440. Ακόμη πολλές οικογένειες διαφόρων κοινωνικών τάξεων, παρατηρεί άλλος ξένος, υιοθέτη­ σαν τουρκόπουλα461. Αν οι κυρίαρχοι ήταν άρπαγες και αιμοβόροι, γιατί ν ’ απορούμε, αν οι σκλάβοι έγιναν καχύποπτοι, εκδικητικοί, φθονεροί και φιλάργυροι462; Η εθνική παι­ δεία θα εξαλείψει τα φοβερά αποτελέσματα που άφησαν ο δεσποτισμός και η αναρχία463. Η ηθική λοιπόν υποδομή υπάρχει για το μεγάλο ξεκίνημα του ελληνικού λαού, ιδίως εκεί όπου δεν είχε εισδύσει η αυθαιρεσία και η ακολασία των Τούρκων464. Οι ξένοι ξαναβρί­ σκουν, στο πέρασμα των αιώνων, τα ήθη, τα έθιμα και τους θεσμούς των αρχαίων Ελλήνων, και μάλιστα να σφραγίζουν με τη σφραγίδα τους τη φυσική και ηθική ύπαρξη των απογόνων τους. 5. Η επανάσταση άρχισε αμέσως να επενεργεί σαν αληθι­ νός σεισμός όχι μόνο στην καθυστερημένη κοινωνία των επαναστατημένων χωρών, αλλά και στον τρόπο συμπεριφοράς των Νεοελλήνων. Η μεταβολή είναι τόσο χτυπητή, ώστε να γράφει ο Stendhal' «Ποιός θα έλεγε στα 1815 ότι οι Έ λληνες 457. G. Müller, Reise. 2 σ. 16. R. Lavagnini. Villoison, σ. 80. Blaquiere. Histoire, σ. 358-360. Βλ. και Brandis. M ittheilungen, σ. 19-20. 458. Blaquiere. έ.α., σ. 362-363. Jourdain. Mémoires, 2 σ. 37-38. Brandis. έ.α., 3 σ. 20-21. 459. Blaquiere. t . α., σ. 358-359. 460. Thiersch. Grèce, I σ. 220-221. 461. Blaquiere. έ.α., σ. 364. 462. Blaquiere. t. α., σ. 365. 463. Blaquiere. έ.α., σ. 366. 464. Βλ. γνώμη του André-Louis Gosse στου Κωνστ. Α. Βακαλοπούλου, Επαναστ. Ελλάδα, σ. 191.

202

αυτοί οι τόσο ευέλικτοι, οι τόσο δουλοπρεπείς απέναντι των Τούρκων ήταν έτοιμοι να μεταβληθούν σε ήρωες»465. Γίνεται αισθητό το αποτέλεσμα της ελευθερίας, η σημαντική βελτίωση του χαρακτήρα τους466. Μολαταύτα οι ξένοι, που γνώρισαν καλά την Ελλάδα και τους ' Ελληνες και μπόρεσαν να εμβαθύνουν στο πνεύμα τους, προτείνουν διάφορα μέτρα για την αγωγή και την ηθική βελτίωσή τους. Αξιοσημείωτες είναι οι συμβουλές του Γερμα­ νού von Byern: «Χρειάζεται, έλεγε, ο κυβερνήτης να έχει καθαρή θέληση, θάρρος, ψυχική δύναμη, άκαμπτη επιμονή, δικαιοσύνη, και να μείνει έξω από τα κόμματα, για να φέρει το δύσκολο έργο του στον μεγάλο σκοπό του και να προκαλέσει τον θαυμασμό των συγχρόνων του, την εύφημη μνεία των μεταγενεστέρων και την ευγνωμοσύνη του έθνους που σώθηκε. Η εγκαρτέρηση, η εμπιστοσύνη, η συμπάθεια και η αγάπη που θα δείξει στους δυστυχισμένους κατοίκους θα τον ανταμείψει με την εύνοιά τους και θα φέρει κοντά του τους καλύτερους ανάμεσά τους που τώρα στέκονται ντροπαλοί μακριά του. Αυτοί θα τον περιστοιχίσουν και θα τον στηρίξουν. Τότε μόνο θα είναι η κατάλληλη στιγμή να τακτοποιήσει τα πράγματα και να ξεκαθαρίσει το έδαφος. Αλλιώς η σπουδή και η βία θα καταλήξουν σε σίγουρη καταστροφή και στην ολοένα και μεγαλύτερη εξαχρείωση του λαού». Μυημένος ακόμη ο Byern στα προβλήματα της γλώσσας και του πολιτισμού της χώρας είναι πεπεισμένος ότι με την προσπάθεια των σχολείων και των μορφωμένων δασκάλων της Αθήνας και της Κέρκυρας, των λογιών που είχαν σπουδάσει στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, θα αποκαθαρθεί η γλώσσα από τα ξένα και στρεβλωτικά στοιχεία που είχαν εισδύσει σ ' αυτή κατά τη διάρκεια των αιώνων και θ ’ αποκατασταθεί στο παλιό της μεγαλείο, αλλά παρατηρεί με οξύτητα, άξια να υπογραμμιστεί— με τη νέα ζωντανή της μορφή, με την οποία εμφανίζεται στα τραγούδια του 465. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ο φ ιλελληνισμός του Σταντάλ, «Ν. Εστία» 1970. τεϋχ. 1043. ανάτ. σ. 8-9. 466. Goi. Müller. Reise, 2 σ. 15.

203

Ρήγα και η οποία είναι δυνατόν να βρει τον δικό της σκελετό της γραμματικής της467. Αυτή όμως η κατά βάση ορθή αρχή, που

ευνοούσε την επικράτηση της δημοτικής, δεν εφαρμόστηκε στην πράξη, αλλά οριστικοποιήθηκαν, όπως θα ιδούμε, οι απόψεις του Κοραή για την «καθαρεύουσα». Με την επανάσταση δέχτηκαν βέβαια δυνατό κλονισμό και τα ήθη των κατοίκων. Τα συσπειρωμένα κάτω από τον «κύρη» ή τον «αφέντη» αρσενικά μέλη της οικογένειας με την πρωτοβουλία τους στον αγώνα κερδίζουν τη δική τους οντότη­ τα και ατομικότητα, καθώς και κάποια δική τους ανεξαρτησία, που είναι η αρχή της εξελίξεως της οικογένειας προς τη νέα της μορφή με επικεφαλής τον πατέρα, όχι τον «κύρη» ή τον «αφέντη». Είχαν αποτινάξει τη σκλαβιά και όλοι ήταν πια ίσοι, όπως και στην αρχαιότητα. Οι ' Ελληνες δεν είχαν ταξική ευγένεια με προνομίες και μεγάλα κτήματα, όπως στη Δύση, αφού μάλιστα την τάξη αυτή δεν την είχαν στο παρελθόν, στον μεσαίωνα, ούτε και τις ιπποτικές συνήθειες, παρά μόνο τις μαγκούρες των Τούρκων πάνω από τα κεφάλια τους, εμπρός στους οποίους έτρεμαν όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, πρόκριτοι και λαός. Μολαταύτα σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου συνα­ ντούσε κανείς ίχνη παλιάς φραγκικής φεουδαρχικής παραδόσεως, μερικές από τις παλιές φεουδαλικές συνήθειες, π.χ. της προσφοράς καρπών, φορτωμάτων ξύλων κ.λ. των κολίγων (δουλοπαροίκων) στους κυρίους των, στους «ψωροάρχοντες», όπως τους ονόμαζε μια φιλελεύθερη αρχόντισσα. Οι συνήθειες αυτές εξακολούθησαν να υφίστανται ως τα τέλη του 19ου και μάλιστα ως τις αρχές του 20ου αι.468! Ορισμένες όμως ελαφρό­ τερες εκδηλώσεις, ιδίως σεβασμού και ευγένειας προς άτομα με κοινωνική θέση ή αξίωμα, καταργούνται βαθμιαία, όπως να κατεβαίνει ο χωρικός από το άλογο ή γαϊδούρι, αν συναντούσε 467. G. f. Byern, Bilder aus Griechenland und der Levante, Berlin 1833, σ. 271. 468. Βλ. An. Βακαλοηούλου. Ιστορία, έκδ. Β ', τ. 2, σ. 502.

204

στον δρόμο του ένα ευγενή ή αστό ή κάποιο ξεχωριστό πρόσωπο του νησιού ή να χαμηλώνει το τσιμπούκι και να πάψει να καπνίζει, αν περνούσε εμπρός του. Μερικοί παρερμηνεύοντας τη λέξη «ελευθερία» και συγχέοντας την ευγένεια και τον σεβασμό με τους δουλικούς τρόπους της σκλαβιάς, νόμιζαν ότι όλες γενικά οι εκδηλώσεις ευγένειας ταιριάζουν μόνο στους σκλάβους469. Οι μορφωμένοι ' Ελληνες, αν και γνωρίζουν ότι η βελτίω­ ση του ήθους των συμπατριωτών τους δεν θα σημειωθεί πολύ γρήγορα, πιστεύουν όμως ότι το έθνος τους θα προχωρήσει προς την πρόοδο γρηγορώτερα από κάθε άλλο «δια τα φυσικά του προτερήματα»470. Υπάρχουν και άλλοι, που φλογισμένοι από τις αλεπάλληλες επιτυχίες, τρέφουν μεγάλες ελπίδες για τις αλλαγές που πρόκειται ν ’ ακολουθήσουν την Επανάσταση και περιμένουν σύντομα τα ευεργετικά της αποτελέσματα. Μερικοί μάλιστα ελπίζουν ότι σύντομα, ίσως μέσα σε λίγα χρόνια, θα γίνουν αντάξιοι των αρχαίων Ελλήνων και θα ζήσουν εποχή που θα μοιάζει με τους αιώνες του Δημοσθένη, του Ξενοφώντα και των άλλων μεγάλων της αρχαιότητας471! Έ τ σ ι ο μαθηματικός και σπουδαίος οχυρωματοποιός του Μεσολογγίου Μιχ. Κόκκι­ νης, σπουδασμένος ίσως στη Βιένη, γράφει στις 14 ΜαΓου 1823 στον Μαυροκορδάτο: «Η επανάστασις ημών θέλει γεννήσει όχι μόνον προτερήματα συνήθη, αλλά πνεύματα εξαίσια εις παν είδος επιστημών και τεχνών. Αυτά με μικρά θέλουσιν εκτελέσει έργα θαυμάσια. Τοιούτος ήτο πάντοτε ο εθνικός μας χαρακτήρ, και η Ευρώπη όλη έλαβεν ήδη ικανήν αυτού μέχρι τούδε πείραν»472. Ο Μαυροκορδάτος όμως δεν τρέφει αυταπάτες. 469. Βλ. Abbé Pègues, Histoire et phénomènes du volcan et des îles volcaniques de Santorin, Paris 1842, a. 352-353. 470. Βλ. γράμμα Δ. Π ερροΰκα από 20 Φεβρ. 1824 προς Αλέξ. Μ αυροκορδάτο, στου Π ρωτοψάλτη. Α ρχ. Μαυρ., 5 τεύχ. 4 σ. 187. 471. Βλ. Eug. Dalleggio, Les Philhellénes et la guerre de l’indépendance, Athènes 1949, σ. 44, όπου γράμμα 23 Φεβρ. 1824 προς Byron. 472. Βλ. το κείμενο του Κ όκκινη στα γαλλικά στου Πρωτοψάλτη, Α ρχ. Μαυροκ. 5 τεύχ. 3 σ. 288-289 και ελλη νικά στα «Ελλην. Χ ρονικά», 30 Ιαν. 1824, αρ. 9 σ. 2-3.

205

Γράφοντας προς τον Gentz, βοηθό του Metternich, στα τέλη Δεκεμβρίου 1824 — αρχές 1825, αναγνωρίζει ότι χρειάζεται σκληρή δουλειά για την πολιτική ανόρθωση και την ηθική βελτίωση των Ελλήνων. Εφόσον η σκλαβιά και η τυραννία τόσων αιώνων είχαν αφήσει τα σημάδια τους, δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να συγκριθεί με τα πολιτισμένα κράτη της Ευρώπης. Ηταν ανάγκη να γίνουν πολλές αλλαγές και να εισαχθούν πολλοί θεσμοί, για να υψωθεί το πνευματικό επίπεδο και να βελτιωθεί η ηθική κατάσταση του έθνους473. Ποιού είδους όμως αλλαγές θα έπρεπε να γίνουν στον τόπο και ποιοι θεσμοί θα έπρεπε να εισαχθούν, καθώς και ποιό πολίτευμα θα έπρεπε να εδραιωθεί, αυτά ήταν τα μεγάλα προβλήματα που μόνον οι ιδιαίτερες περιστάσεις και ο χρόνος θα μπορούσαν να καθορί­ σουν, χωρίς καμιά εξωτερική πίεση και επιβολή. Το πολίτευμα μάλιστα θα έπρεπε ν ’ ανταποκρίνεται σε μια ισόρροπη σύνθε­ ση των κοινωνικοπολιτικών και πνευματικών δυνατοτήτων των Ελλήνων, δυνατοτήτων συζευγμένων με τη γνησιότητα και την ένταση των πόθων τους. Θα έπρεπε ακόμη να βρεθεί η εμπνευσμένη ηγεσία με διοικητικές ικανότητες και τους ικα­ νούς και ευσυνείδητους υπαλλήλους, που θα τους συντρόφευε και θα τους στήριζε στο μέλλον η πρόσφορη για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της αγωγής παιδεία. Τα ελαττώματα των Ελλήνων γνωρίζουν πολύ καλά ορι­ σμένοι μορφωμένοι συμπατριώτες τους και κάνουν ό,τι μπο­ ρούν, ό,τι περνά από το χέρι τους, για να τους δώσουν την κατάλληλη πολιτική αγωγή, και πρώτος ο Κοραής, που είχε αρχίσει πολύ νωρίς, πολλά χρόνια κιόλας πριν από την Επανάσταση, την εργασία του διαφωτισμού των Ελλήνων, όπως είδαμε· και μετά την έκρηξή της τη συνεχίζει με ενθουσιαστικό ζήλο. Τί περιμένει α π’ αυτήν, το διαπιστώνει κανείς στην επιστολή του της 9 Οκτωβρίου 1823 προς φίλο του· «Λέγεις ότι η Ελλάς γεννά και πάλιν Μιλτιάδας, Λεωνίδας, 473. Βλ. Απ. Ε. Βακαλοπούλου. Ιστορία, τ. 6 σ. 834 κ.ε., όπου και βιβλιογραφία.

206

Αριστεΐδας και Σωκράτας. Τους πρώτους δύο ευτύχησα και εγώ, πριν αποθάνω, να ακούσω* τους Αριστεΐδας και Σωκράτας εύχομαι σε να ΐδης!... Από τουρκικόν σχολεϊον Αριστείδαι και Σωκράται δεν εκβαϊνουν ... Πόσοι από τους ταλαιπώρους ' Ελληνας εκατάλαβαν ακόμη ότι η παρούσα κατάστασις είναι αναγέννησις και αναβάπτισις;474 Για τη μύη,ση των Ελλήνων στις καθόλου πολιτικές και ηθικές αρχές ενδιαφέρεται ζωηρά ο Κοραής και σ ’ αυτό το έργο τον βοηθεϊ πολύ η θητεία του στην αρχαία ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία. Μεγάλος συμπαραστάτης του ο Αριστο­ τέλης με τα «Πολιτικά» του. Γ ι’ αυτό τον σκοπό, όπως είδαμε475, εκδίδει τον Ιούλιο του 1822 τα «Ηθικά Νικομάχεια», έκδοση επιτακτική, γιατί επάνω στις αρχαιοελληνικές βάσεις θα έπρεπε να οικοδομηθεϊ η νέα ελληνική πολιτεία. Στην εισαγωγή του βιβλίου, η οποία πιάνει 77 σελίδες, αναπτύσσει ο Κοραής τις ιδέες του για την Ηθική και Πολιτική, που μολονότι διαφέρουν κατά το όνομα, συνδέονται μεταξύ τους αχώριστα και αποτελούν μια επιστήμη, την κατά Μάρκο Αυρήλιο, «Βιοτικήν». Η «Βιοτική» αποσκοπεί στην τελείωση του λογικού ζώου, του ανθρώπου, και διδάσκει πώς πρέπει στην εποχή μας να ζούμε και να συμπεριφερόμαστε για να χαρούμε την ευδαιμονία που ποθούμε. Μόνον όσα κράτη διατηρούν αδιάσπαστη την ένωση των δύο αυτών επιστημών μπορούν να περηφανεύονται ότι ευτυχούν αλλιώς ο χωρισμός τους αποτελεί την πηγή όλων των κακών και την κύρια αιτία των συχνών πολέμων, εννοεί των ιμπεριαλιστικών, οι οποίοι είναι σημάδι «αψευδέστατον» της πλεονεξίας ορισμένων εθνών. Νόμιμος είναι μόνον ο πόλεμος για την ελευθερία και την αυτονομία476. Ο Κοραής, έχοντας υπόψη του τα όσα κακά είχαν γεννηθεί κατά την Επανάσταση από τους εγωισμούς, τη φιλαρχία και τις διχόνοιες, είναι απαισιόδοξος για το μέλλον και έχει τη γνώμη ότι μόνη θεραπεία για την κατάσταση απομένει ο απαιτούμενος 474. θερειανού, Κ οραής, 3 σ. 17-18. 475. Απ. Βακαλοηούλου, Ιστορία, τ. 6 σ. 7. 476. θερειανού. Κοραής, 3 σ. 48.

207

χρόνος, ώσπου να πεθάνουν οι περισσότεροι από τη γενιά που δρούσε στην Ελλάδα κατά την εποχή του και ν ’ απαλλάξουν τη δυστυχισμένη Ελλάδα από το ολέθριο βάρος τους. Αλλά και αυτό δεν αρκεί* πρέπει και οι νέοι που έρχονται ξοπίσω τους με την κατάλληλη παιδεία, να ξεχάσουν τα κακά παραδείγματα των ανόητων πατέρων τους, να μυηθούν στα μαθήματα της ελευθερίας, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα ίδια τα μαθήματα της δικαιοσύνης*11.

Τη μύηση των Ελλήνων στο νόημα της ελευθερίας επιδιώκει και ο συντάκτης των «Ελληνικών Χρονικών» Mayer δημοσιεύοντας στην εφημερίδα του σειρά άρθρων του με τον τίτλο «Στοχασμοί προς τους ομοεθνείς μου. Τί θέλει να είπη Ελευθερία» (αρ. 20 και 21 της 12ης Μαρτίου) και επιμένει ιδιαίτερα στο επικίνδυνα εγωιστικό «τί με μέλλει»! (πρβλ. και το σύγχρονό μας «δεν μ ’ ενδιαφέρει»!) των Νεοελλήνων. «Τί με μέλλει· όλους πρέπει να μας μέλη, δια να ήμεθα ελεύθεροι· όλοι πρέπει να ήμεθα ενωμένοι με αγάπην αδελφικήν και να συντρέχωμεν με ζήλον ένθερμον εις το να συστήσωμεν την θείαν ευνομίαν, εις το να αυξήσωμε τας στρατιωτικός δυνάμεις του έθνους, εις το να εκριζώσωμεν τους ασεβείς τυράννους από την γην των πατέρων μας, εις το να συστήσωμεν δημόσια σχολεία και τυπογραφίας, και εις ένα λόγον, όλους πρέπει να μας μέλη, δια να θεμελιώσωμεν στερεά την ελευθερίαν μας. Ταύτα πρέπει και να φρονώμεν, και ο εις εις τον άλλον να λέγωμεν, και εις τα παιόία μας να διδάσκωμεν».

Από τη λαχτάρα για τη μύηση των Ελλήνων στα διδάγμα­ τα της πολιτικής επιστήμης εμπνέεται και ο εγκαταστημένος στο Παρίσι μαθητής του Κοραή και πρώτος σπουδαστής της παιδαγωγικής Ι.Π. Κοκκώνης, που συντάσσει κατά τα τέλη του Αγώνα, στα 1827, και τυπώνει κατά το επόμενο έτος εκεί τον πρώτο τόμο του «Περί πολιτειών» έργου του με την ευχή να βρει η Ελλάδα, «η γλυκυτάτη πατρίς δια της ανεξαρτησίας και 477. Βλ. επιστολή του Κοραή προς τον Οδυσσέα Ανδροϋτσο στα «Ε λληνικά Χρονικά» αρ. 104, 24 Δεκ. 1824 και στην «Εφημερίδα των Αθηνών».

208

ευνομίας το τέλος των δυστυχιών» της478. Στο έργο του τονίζει τη σημασία της παιδείας όχι μόνο για την ορθή οργάνωση της κοινωνίας και του κράτους, αλλά και για την ειρηνική και ευτυχή συμβίωση των πολιτών της479. Και ο Κοκκώνης συμβου­ λεύεται βέβαια πολλά συναφή έργα αρχαίων και νέων συγγρα­ φέων, αλλά κυρίως τον Αριστοτέλη για τα τμήματα που αναφέρονται στις αρχαίες πολιτείες, αλλά και για τη γενική θεωρία για τη σύνταξη των πολιτειών480. Σε υποσημείωση μάλιστα υποστηρίζει ότι η γνωστή τριμερής διαίρεση των εξουσιών (Έ σ τι δε των τριών τούτων εν μεν τι το βουλευόμενον περί των κοινών δεύτερον δε το περί τας αρχάς ... τρίτον δε τι το δικάζον»)481 ανήκει στον Αριστοτέλη. Η διάκριση όμως των τριών εξουσιών ή λειτουργιών, αν και φαίνεται να μοιάζει, δεν είναι η ίδια με την αντίστοιχη που δίδαξαν ο Locke και ο Montesquieu482. Ο Κοκκώνης βρίσκει τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα δικαιότερα και προσφυέστερα για τη δίκαιη συμβίωση των πολιτών, καθεστώτα που διέπονται από τον ορθό λόγο και επιδέχονται «την κατά τα ήθη και τας χρείας του καθενός έθνους τροποποίησιν»483. Και δίνει το μεγάλο μάθημα: «Αι ευτυχίαι και δυστυχίαι των εθνών, η ακμή και παρακμή και ο παντελής όλεθρός των, αι πρόοδοί των εις τον πολιτισμόν, ή αι οπισθοδρομήσεις των δεν συμβαίνουν τυχηρώς ( = τυχαία)· ευρίσκονται και αυτών αι αιτίαι εις τα πολιτεύματα, εις τα νομοθετήματα, εις τα έθιμα και εις τα λοιπά κοινωνικά συστήματα, τα οποία περιορίζουσι τας δυνάμεις και κανονίζουσι την θέλησιν και τας πράξεις των κατ ’ αυτά πολιτευομένων»484. 478. Ι.Π. Κοκκώνη. Περί πολιτειώ ν, σ. 68. 479. Ι.Π. Κοκκώνη, è.a., σ. 63. 480. Ι.Π. Κοκκώνη, έ.α., σ. 45. 481. Π ολιτικά, Δ, κ α ', 1. 482. Κωνστ. Τσάτσου, Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, Α θήνα 1962, σ. 253-254. 483. Ι.Π. Κοκκώνη, έ.α., σ. 43. 484. Ι.Π. Κοκκώνη. έ.α ., σ. 30.

209

Ιεραποστολική θα έλεγε κανείς δράση είχε αναπτύξει νωρίτερα ο γιατρός και σεμνός πατριώτης Στέφ. Κανέλλος, που κατεβαίνει στην Ελλάδα με τέτοια όνειρα από το εξωτερικό485 και ο οποίος μεταφράζει από τα γερμανικά μια στοιχειώδη πολιτική αγωγή. Η εργασία του αυτή, «Βιβλιαράκι κατ’ ερωταπόκρισιν», που δημοσιεύεται στην Υδρα στα 1824, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, γνώρισε ως τα 1830 τρεις αλλεπάλληλες εκδόσεις486. Το μάθημα όμως της πολιτικής αγωγής στην Ελλάδα έμεινε, φαίνεται, ως τα χρόνια μας, όπως τα περισσότερα θεωρητικά μαθήματα προς παπαγαλισμό και όχι προς εφαρμογή στην πράξη της καθημερινής μας ζωής. Ας ιδούμε τώρα στη συνέχεια ποιά γνώμη έχουν οι ξένοι πάνω στο καυτό αυτό θέμα. 6. Επιστρέφοντας κατά το 1828 στην πατρίδα του ο Γερμανός συνταγματάρχης και φιλέλληνας Karl von Heideck γράφει επιστολή προς τον Αθηναίο λόγιο Μ.Χ. Πούλο και σ ’ αυτήν, αφού του συνιστά για την πρόοδο της Ελλάδας να φροντίσουν να εδραιώσουν απόλυτη ασφάλεια, να ιδρύσουν καλά σχολεία, να οργανώσουν τη δικαιοσύνη, να βελτιώσουν τα ήθη, ν ’ αναπτύξουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας και να φορτώσουν με τα προϊόντα της τα καράβια, του δίνει και τις εξής αξιοπρόσεκτες συμβουλές: να καλλιεργήσουν σε όλες τις τάξεις τον αληθινό πατριωτισμό, που δεν εκδηλώνεται με πομπώδεις φράσεις και στομφώδεις ρητορείες κατά τον ναπολιτάνικο τρόπο (και οι οποίες, στις σοβαρές περιστάσεις, δεν αξίζουν ούτε ένα παρά και καταντούν γελοίες), αλλά με κατορθώματα και θυσίες· ακόμη να ευνοήσουν την ανάπτυξη της ελληνικής ιδιοφυίας και πάν από όλα να γίνουν ' Ελληνες, να πάψει δηλαδή η καταστρεπτική διαίρεσή τους σε Πελοποννησίους, Ρουμελιώτες και Νησιώτες487. Στα τελευταία αυτά 485. ΛαΤου. Ανέκδ. επιστολές, σ. 171-172. Πρβλ. και σ. 181. 486. Ν.Κ.Βλάχου, Στέφανος Κ ανέλλος, σ. 16-17. Βλ. τον εγκωμιασμό του Κ ανέλλου από τον Τ ερτσέτη (Ά π α ν τα , 3 σ. 425 υποσ.). 487. Βλ. Ιω. Βλαχογιάννη. Α θηναϊκά ανάλεκτα. Παναγ. Μ.Χ. Πούλος. Βιογραφικόν σημείωμα - Ιστορικά έγγραφα - Ιστορικόν ημερολόγιον, Αθήναι 1901. σ. 26.

21'

ακριβώς σημεία δεν έχουμε κάνει σημαντικές προόδους. Και όσο πιο κοντά πλησιάζουμε προς το τέλος του Αγώνα, τόσο οι ανησυχίες και οι σκέψεις των Ελλήνων για το μέλλον της χώρας αναδύονται συχνότερες και τυραννικότερες. Τί πρέπει να κάνουν τώρα που ο ήλιος της ειρήνης προβάλλει καθαρά στον ορίζοντα; Τα μελλοντικά καθήκοντα και χρέη τους, την πυξίδα του Γένους, τους τα υποδείχνει ένας μεγάλος και αγνός πατριώτης, ο Γεώργιος Τερτσέτης, από τα πιο ζωντανά πνεύματα της εποχής του- «Με τες ανάπαυσες της ειρήνης, τους φωνάζει, μή πλανεθείτε θαρρώντας, ότι παύουν οι κόποι σας. Οχι κατώτερος αγώνας αρχίζει, ο αγώνας άοκνης αρετής. Δεν είναι πάρεξ εις τες δεσποτικές διοίκησες, που οι κακίες των υπηκόων είναι αδιάφορες, άβλαβες δια το κράτος. Αλλά εις τες ελεύθερες κυβερνήσεις η αμέλεια και τα αμαρτήματα του πολίτου γίνονται θανατερά και ολέθρια δια την πατρίδα. Ο κόσμος δεν ακαρτερεί, ω ' Ελληνες, από εσάς να μιμηθείτε τους προγόνους σας, αλλά να τους διαβείτε εις το άμεμπτον φρόνημα και εις την αμϊαντη δόξα... να αγαπάτε την πατρίδα με καρδιά και η τόλμη σας να αγρυπνεί δια την ελευθερίαν της, σα να εζούσατε εις παραμονή πολέμου και να αγναντεύατε από τα κάστρα σας και από τις χώρες σας τα τσατϊρια εχθρικού στρατεύματος»488.

Είναι αλήθεια ότι παρατηρήθηκε τότε μια βιασύνη για να φτάσουμε όσο το δυνατόν γρηγορώτερα στο πολιτικό και βιοτικό επίπεδο των κρατών της Δυτικής Ευρώπης με πρωταγω­ νιστές τους πολιτικούς και τους διανοουμένους, τάση όμως που είχε σημειωθεί και νωρίτερα, πριν από την Επανάσταση, με την ορμητική διείσδυση ιδίως των επιστημονικών γνώσεων, αλλά και των πολιτικών ιδεών της, ιδίως της Γαλλικής Επαναστά­ σεως. Τώρα αξιοσημείωτη είναι η βιασύνη των Ελλήνων να προσαρμοστούν στον τρόπο ζωής της Δυτικής Ευρώπης, «η μανία του συγχρονισμού». Από τη Γαλλία και την Αγγλία δανείστηκαν τις πολιτικές τους θεωρίες και το σύστημα της 488. Τερτσέτη.

Α παντα. 3 σ. 390.

211

κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, από τη Γαλλία την οργάνωση του στρατού, των δικαστηρίων και τις μεθόδους διοικήσεως — δάνεια που ανανεώθηκαν κατά καιρούς ως σήμερα— και από τη Γερμανία την πανεπιστημιακή της οργάνωση και τις μεθόδους επιστημονικής εργασίας489. Κακές βέβαια ήταν οι βάσεις και η παράδοση της παιδείας μέσα στις δύσκολες συνθήκες της τουρκοκρατίας. Την άθλια εκπαίδευση των χρόνων εκείνων αναθυμάται ο παιδαγωγός Ι.Π. Κοκκώνης και θρηνεί τα χρόνια που έχαναν οι νέοι σπουδάζο­ ντας με κάκιστη μέθοδο τα «καλά γραμματικά»! Κατόπιν κενοί από γνώσεις, αλλά φουσκωμένοι από οίηση για «μερικά λεξείδια και φρασείδια», πήγαιναν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στα πανεπιστήμια της Ευρώπης, σε ηλικία που οι σύγχρονοί τους νέοι τελείωναν. Και καταλήγει στο θλιβερό συμπέρασμα- «Στρεβλωμένοι τον νουν υπό της πρώτης αμεθοδίας, και μη έχοντες μήτε καιρόν ικανόν μήτε τους τρόπους να σπουδάσωμεν ως πρέπει, μένομεν ατελείς και ελλιπείς εις πολλά, ώστε είμεθα ανάξιοι να επιχειρισθώμεν τίποτε αξιόλο­ γο ν και να το εκτελέσωμεν καλώς»490. Οιηματίες και αυτοϊκανοποιημένοι οι δάσκαλοι, οι φιλό­ λογοι, μαρτυρεί άλλο φωτεινό πνεύμα της εποχής, εξουθένωναν τα παιδιά με την απομνημόνευση ανούσιων και άχρηστων γραμματικών κανόνων που δεν τους καταλάβαιναν και οι ίδιοι και δεν προχωρούσαν στη διδασκαλία μεθοδικά, από το γνωστό στο άγνωστο, αλλά φλυαρούσαν αραδιάζοντας εγκώμια στην αρχαία ελληνική, η οποία, κατά τη γνώμη τους, θα έπρεπε να είναι η γλώσσα των θεών! ’ Ετσι, όταν τα παιδιά έβγαιναν από το σχολείο ύστερ’ από λίγα χρόνια, εναβρύνονταν και αυτά πως κάτι ξέρουν, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήξεραν τίποτε άλλο από το ν ’ αποστηθίζουν λέξεις, αρχαίες εκφράσεις και μερικούς γραμματικούς κανόνες. Οι καλοί δάσκαλοι, όπως συμβαίνει πάντοτε, ήταν λίγοι, σπάνιοι ακόμη και στα χρόνια 489. Γ. θεοτοκά. Προβλήματα του καιρού μας, έκδ. « Ίκα ρ ο ς» , Αθήνα 1956, σ. 18. 490. Κισκήρα. Ο «ανώνυμος» συγγραφέας, σ. 27.

212

της Επαναστάσεως, και οι περισσότεροι φανατικά σχολαστι­ κοί, χωρίς αυτή η αδυναμία και η στειρότητά τους να τους εμποδίζει να είναι αφόρητα αλαζόνες και να έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους491. Γενικά κρίνοντας τους λογίους ο Millingen, μολονότι υπερβάλλει, καθορίζει ωστόσο μερικά συνηθισμένα ελαττώμα­ τά τους, την κατά βάση ψευτομόρφωση και τον ψευτοπολιτισμό τους, που, κατά τη γνώμη του, σκεπάζουν την ασκήμια της φαυλότητας και της μοχθηρίας τους. Το πασσάλειμα των γνώσεων και των τρόπων τους δεν τους ωφελεί να γίνουν καλύτεροι, αλλά μένουν, όπως οι συνηθισμένοι άνθρωποι, φιλόδοξοι, άδικοι, και άπληστοι. Και στις φλυαρίες τους είναι τόσο επιδέξιοι, ώστε σε τέτοιες άρρυθμες περιόδους να θεω­ ρούν τον Φωκίωνα ή τον Αριστείδη κατώτερούς των ως προς την αρετή τους. Μη έχοντας άλλες γνωριμίες, εκτός από εκείνες που είχαν κάνει στα 2 ή 3 χρόνια σε κάποια πανεπιστή­ μια ή εμπορικά γραφεία της Ευρώπης, είναι όλο ισχυρογνωμοσύνη και οίηση. Κάνοντας τον ελεύθερο διανοητή τρέχουν πίσω από κάθε θρησκεία και εκφράζονται συνήθως με αφορισμούς, παράδοξα και αξιώματα στα αρχαία ελληνικά, ώστε να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Τα πιο στοιχειώδη, αλλά και τα πιο στρυφνά θέματα των μαθηματικών, της κλασσικής φιλολογίας, της χημείας, της γεωγραφίας, τους είναι εξίσου οικεία. Τα πιο αγαπητά τους θέματα είναι τα πολιτικά και η πολιτική οικονομία. Είναι θετικοί στις διαβεβαιώσεις τους και σε κάθε παρατήρηση δίνουν απάντηση, οπωσδήποτε συνετή, αλλά με τόσο αλαζονικό τρόπο, σαν να καταδέχεται ένας θεός να μιλήσει με ένα θνητό. Εξαιρούνται ωστόσο μερικοί λόγιοι με αξία, όπως π.χ. ο Μελενικιώτης Πολυζωΐδης, αλλά εξαιτίας των άλλων μοιράζονται — άδικα βέβαια— τον κοινό παραπάνω χαρακτηρισμό492. 491. Cioranescu. Correspondance, σ. 143. Βλ. και αλλού passim. Πρβλ. και δριμεϊα κρίση για τους φιλολόγους της γενιάς του από τον Γιάννη Αποστολάκη. Τ ο δημοτικό τραγούδι, μερ. Α", Αθήνα 1929, σ. 8. 492. Millingen. Memoirs, σ. 186-187.

213

Και ο Κοραής δεν συγχωρει την έπαρση των λογιών και τη χρήση του τίτλου του «λογιωτάτου» και θεωρεί ότι ο λογιοτατισμός είναι μεγάλο δυστύχημα για την Ελλάδα. « Ό τα ν ελαμπρύνετο το ελληνικόν γένος με επιστήμας, γράφει, κανείς από τους λαμπρύνοντας αυτό σοφούς άνδρας δεν επωνομάζετο λογιώτατος. Ο γελοίος ούτος τίτλος εγεννήθη και εδόθη εις πολλά μικρόν μέρος του έθνους, πολλάκις δια πολλά μικράν και αθλίαν μόνην της αθλίας γραμματικής είδησιν, ότε το λοιπόν έθνος δεν ήξευρε μηδέ να γράφη. Με τους τσαρλατά­ νους σύγχρονος εγεννήθη και ο τίτλος του εξοχωτάτου- όταν το γένος μας είχεν Ιπποκράτας και Γαληνούς, κανένα α π ’ αυτούς δεν ωνόμαζον εξοχώτατον τοιαύται πτωχαλαζονείαι δεν γεννώνται πλην εις τα πολιτικώς και ηθικώς φθαρμένα έθνη. Της φθοράς ταύτης, φίλοι πολίται, η απόλυσις και ο καθαρισμός πρέπει να είναι σήμερον η μόνη μας φροντίς ... Μόνη η δικαιοσύνη σώζει τα έθνη, μόνη η δικαιοσύνη τα κάμνει σεβαστά, διότι μόνη πολυπλασιάζει την δύναμιν της πολιτείας, συσφίγγουσα τα μέλη της όλα με τον ιερόν δεσμόν της ισονομίας»493. Τί εννοεί ο δημοκρατικός Κοραής με τη λέξη ισονομία το λέγει αλλού: εννοεί τη δίκαιη, την αδελφική συμπεριφορά «χωρίς υπεροχήν προς αλλήλους παρά μόνον την υπεροχήν της φρονήσεως και της αρετής· πάσα άλλη υπεροχή πολίτου συνοδεύει ή γεννά με τον καιρόν τον εξευτελισμόν των λοιπών πολιτών»494. Αυτό όμως το σπουδαίο χρέος, να διδαχθεί δηλαδή η αδελφική προς ομοεθνείς μας συμπεριφορά, πέφτει στους ώμους των κατάφορτων δυστυχώς από πάθη και ελαττώ­ ματα «πεπαιδευμένων». Τον Κοραή μιμούμενος και ο βρισκόμενος επίσης στο Παρίσι Ι.Π. Κοκκώνης και εμπνευσμένος από τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη εκδίδει όπως είπαμε, τον πρώτο τόμο του συνοπτικού «Περί πολιτειών» έργου του, για να μορφώσει 493. θερειανού, Κ οραής, 3 σ. 18-19. 494. θερειανού, έ.α., 3 σ. 18. Τ ην αγραμματοσύνη πολλών δήθεν λογιών, που δεν έκαναν παρά 1 ή 2 χρόνια στο σχολείο, ειρωνεύεται και ο Villoison (έ.α., σ. 85).

214

αυτούς που καταγίνονται με την πολιτική. Χαρακτηριστικό των φιλελεύθερων ιδεών του είναι το motto του βιβλίου, ένα χωρίο παρμένο από τον Αριστοτέλη· «Τον ... νόμον άρχειν αιρετώτερον μάλλον ή των πολιτών ένα τινα ... Ο μεν ... τον νόμον κελεύων άρχειν δοκεί κελεύων άρχειν τον θεόν και τον νουν μόνους- ο δ ’ άνθρωπον κελεύων προστίθησι και θηρίον ,..»495. Ο σκοπός τόυ είναι, αφού πια ελευθερώθηκαν οι ' Ελληνες, να μάθουν πώς πρέπει να πολιτεύονται για να συντηρήσουν αυτή την πολυαίμακτη ελευθερία και να ευτυχήσουν σαν τα άλλα πολιτισμένα και ευνομούμενα έθνη494. Το έργο αυτό του Κοκκώνη, που δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει από έλλειψη οικονομικών μέσων, περιέχει πολλές, ενδιαφέρουσες και εύλη­ πτες πληροφορίες και^κρίσεις, χρήσιμες για το αναγεννημένο έθνος. Προς τους πνευματικούς οδηγούς στρέφονται οι ' Ελληνες και α π ’ αυτούς περιμένουν την ηθική και πολιτική αγωγή των Ελλήνων και την εξάλειψη ή τουλάχιστον τη μείωση των παθών τους στο ελάχιστο, όπως π.χ. του φθόνου και της εριστικότητάς τους. Αιτία τους δεν είναι η κακή αγωγή που μας δίνουν οι γονείς, λέγει ο συντάκτης των «Ελληνικών Χρονικών» Mayer, όσο η αμάθεια, «το τέκνον της βορβορώδους τυραν­ νίας». Και αφού είναι έτσι τα πράγματα, οι μορφωμένοι έχουν μεγάλη ευθύνη απέναντι του συνόλου, απέναντι του έθνους497. Με αυτές τις σκέψεις αργότερα και ο Κολοκοτρώνης, στις 18 Οκτωβρίου 1838, μιλώντας προς τους φοιτητές του πρώτου ελληνικού πανεπιστημίου τους συμβούλευε να μη γίνουν οι σπουδές τους «σκεπάρνι» για το άτομό τους, αλλά να κοιτάξουν και το καλόν της Κοινότητας, μέσα στην οποία βρίσκεται και το δικό τους καλό. Τους θύμιζε δηλαδή να μη αφοσιωθούν μόνο στη δική τους πρόοδο και ευημερία, αλλά να παρασταθούν και να βοηθήσουν και τους διπλανούς των, τον λαό στον αγώνα του 495. Αριστοτέλους, Π ολιτικά, Γ ’, ια", 3 και 4. 496. Κισκήρα, Ο «ανώνυμος» συγγραφέας ..... σ. 17-18. 497. «Ελλην. Χ ρονικά», αρ. 74 (10 Σεπτ. 1824) 4.

215

αυτόν, αγώνα που αποτελούσε και τη μεγάλη τους κοινωνική αποστολή498. Πώς σ τ’ αλήθεια βλέπουν τώρα οι ξένοι τους νέους ’ Ελληνες και ποιές είναι οι γνώμες τους για την Ελλάδα, για το μέλλον της και για τον εθνικό χαρακτήρα των κατοίκων της; Πρώτος ο Thiersch γενικεύοντας παρατηρεί ότι οι νέοι είτε Ρουμελιώτες είτε Πελοποννήσιοι, παρά τα βαθιά από αιώνες εντυπωμένα στον χαρακτήρα τους γνωρίσματα, επειδή έζησαν μέσα στα άρματα και στις φλόγες της Επαναστάσεως, δεν μοιάζουν πια με τους άνδρες της προηγούμενης γενιάς που είχε μεγαλώσει μέσα στη σκλαβιά499. Και ο πικραμένος από την απροσδόκητη ΰνάκλησή του από την Ελλάδα στα 1834 von Maurer από τον Λουδοβίκο Α ' στο Μόναχο, έχει τη γνώμη ότι ζει μια μεγάλη εποχή και γεμάτος από αγάπη γΓ αυτούς είναι αισιόδοξος για το μέλλον της χώρας500. Τη γνώμη του τη συμμερίζεται και ο συμπατριώτης του καθηγητής Ulrich, που τα έβλεπε όλα ρόδινα501, καθώς και ο Byem, που νόμιζε ότι με σοφή διοίκηση και με κατάλληλους θεσμούς, μέσα σε απερί­ σπαστες συνθήκες, θα ήταν δυνατόν να βασιλέψει η ειρήνη στον τόπο502. Και ο Γερμανός φιλόλογος Brandis, αν και πιστεύει ότι το καθαρτήριο πυρ της Επαναστάσεως δεν μπόρεσε να εξαλείψει από ένα μέρος του έθνους την καταπίεση, τη δωροδοκία, την ψευδολογία και την απάτη, στίγματα κακού παρελθόντος, μολαταύτα έχει τη γνώμη ότι τα ελαττώματα αυτά θα υποχωρή­ σουν με ήπια πατρική διοίκηση και με την εφαρμογή αυστηρών ηθικών αρχών και νόμων* και, καθώς είναι καλοπροαίρετος και αισιόδοξος ο ίδιος, νομίζει πως άρχισαν κιόλας να υποχωρούν. Αναγνωρίζει βέβαια ότι η διδασκαλία και οι αρχές δεν έχουν 498. 499. 500. 1835, τ. 501. 502.

Τερτσέτη, Απαντα, 3 σ. 282. Thiersch. Grèce, 2 σ. 219. Βλ. Georg Ludwig von Maurer, Das griechische Volk, Heidelberg, 1 σ. I-XX (Πρόλογος). Χριστοφ. Νέεζερ, Α πομνημονεύματα, Α θήναι 1936, σ. 41. Byern. Bilder, σ. 279.

216

καμιά δύναμη σε χαλασμένη φύση, αλλά η διδασκαλία και το παράδειγμα επιδρούν τώρα τόσο δραστικά, ώστε αγωνιστές, που είχαν στιγματιστεί για αγριότητες, αρχομανία και εγωπάθεια (Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας;) κατανοώντας την ευμένεια και την καλή θέληση του βασιλιά Ό θω να να αισθάνονται τώρα βαθιά την ανάγκη να γίνουν καλύτεροι. Και ο Brandis έχει τη γνώμη ότι τα ελαττώματα αυτά δεν είναι μέσα στο αίμα των Ελλήνων, μέσα στα γονίδια, όπως θα λέγαμε σήμερα, δεν αποτελούν δηλαδή βιολογικά συστατικά του εθνικού χαρακτή­ ρα των Ελλήνων και αν υπάρχουν μερικοί διαστραμμένοι χαρακτήρες, αυτοί μπορεί να βρίσκονται και στη Γερμανία και παντού αλλού. Ά λλω στε ελπιδοφόρο μήνυμα για το μέλλον των Ελλήνων είναι ότι στα βασικά εθνικά χαρακτηριστικά τους κυριαρχεί — άνισα βέβαια— περισσότερο η καλή διάθεση και η αγάπη, το «καλό φυσικό», όπως είδαμε ότι παρατηρούσε ο Thiersch. Τη γνώμη του αυτή ο Brandis τη στηρίζει στη διαπίστωση ότι στην Ελλάδα διατηρούνται τέτοιες αρετές και διαθέσεις που δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρχουν σε μια διαστραμμένη φύση503. Επίσης ο Γ άλλος συνταγματάρχης Pellion αναγνωρίζει, ότι οι νέοι Έ λληνες, όπως και οι αρχαίοι, είναι επιδεκτικοί αγωγής και ικανοί για μεγάλα έργα. Αναγνωρίζει επίσης, ότι μεγάλες προοπτικές ανοίγονται για τη χώρα: ό,τι της λείπει δεν θα το κερδίσει με τον πόλεμο ή με επαναστάσεις, αλλά με τη δραστηριότητά της στο εμπόριο, στη βιομηχανία και στη ναυτιλία, κλάδους, οι οποίοι θα την ανεβάσουν στον ρόλο που είχε παίξει κάποτε στο παρελθόν η Γένουα και η Βενετία και στη σύγχρονη εποχή η Αγγλία. Αν μια φωτισμένη κυβέρνηση επωφεληθεί από τις αρετές των Ελλήνων και αναπτύξει τον πολιτισμό τους, όχι μόνο θα εξαλείψει τα στίγματα της τουρκικής σκλαβιάς, αλλά και με την προνομιακή θέση που κατέχει η χώρα τους ως προς τη διεξαγωγή του εμπορίου, θ ’ αποκτήσει πλούτη, πολιτική σπουδαιότητα και θα γίνει εστία 503. Βλ. Brandis. M ittheilungen,3 σ. 17-19.

217

πολιτιστικής ακτινοβολίας στους άλλους σκλαβωμένους ελλη­ νικούς πληθυσμούς. Και η αποστολή τους αυτή είναι ωραία και άξια της καταγωγής αυτού του λαού504. Γ ενικά οι φιλέλληνες ελπίζουν ότι ο ελληνικός λαός, αφού εκπληρωθούν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ζώντας μέσα σε μια ατμόσφαιρα αδιατάρακτης ησυχίας, θα κερδίσει την ειρήνη της ψυχής του, ο λαός που τα θυσίασε όλα για την αναγέννησή του και ο οποίος τώρα, ξεχασμένος μετά την Επανάσταση, βρίσκε­ ται μέσα σε συνθήκες απογνώσεως και απελπισίας505. ' Οπως βλέπουμε από τα παραπάνω, οι ξένοι φιλέλληνες, για την αποκατάσταση της ειρήνης και της ησυχίας στον τόπο, πρόβαλλαν ορισμένες προϋποθέσεις, που όμως δεν είχαν εκπληρωθεί. Ούτε οι κατάλληλοι θεσμοί είχαν νομοθετηθεί έγκαιρα, ώστε ν ’ ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες του λαού ούτε και η διοίκηση τις περισσότερες φορές ήταν «σοφή», αλλά εξαρτιόταν από τα συμφέροντα των κυβερνητών, όργανα των οποίων ήταν και οι πολυάριθμοι διορισμένοι α π’ αυτούς ή από τη φατρία ή το κόμμα τους υπάλληλοι, ακατάλ­ ληλοι, ασυνείδητοι και τυραννικοί, κακή παράδοση στον τόπο από τις αρχές κιόλας της οργανώσεως του κράτους, προπάντων από την κυβέρνηση Κουντουριώτη που έσπευσε να διορίσει παντού Υδραίους (1824). Η πολυπληθής και συχνά ανίκανη υπαλληλία είναι το χαρακτηριστικό της «σοφής» διοικήσεως του τόπου. Την «ασωτεία» (prodigalité) σε διορισμούς υπαλλή­ λων τη διαπιστώνει σε κάθε μέρος ο καθηγητής Thiersch κατά την περιήγησή του στην Ελλάδα, λίγο πριν από την άφιξη του Όθωνα, ανεπίσημος απεσταλμένος του Λουδοβίκου Α ', για να διερευνήσει την εκεί κατάσταση. Ηταν τόσο πολλοί οι διορισμένοι υπάλληλοι στα νησιά που επισκέφθηκε, ώστε τα κρατικά έσοδα από τον τόπο δεν εξαρκούσαν να πληρώσουν τους μισθούς των, καθώς και των φρουρών. Οι υπάλληλοι αυτοί, οι περισσότεροι αμαθείς και οκνηροί, που σπάνια 504. Pellion. Grèce, σ. 13-14, 404. 505. Byern. έ.α., σ. 278-279.

218

εκτελούσαν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους, όφειλαν τη θέση τους στον κομματικό ζήλο, σε μηχανορραφίες ή σε «ρουσφέτια» που είχαν κάνει ή που ήταν έτοιμοι να κάνουν506. Τέτοια παράδοση «σοφής!» διοικήσεως έμπαινε στον τόπο μας ευθύς μετά την κήρυξη της Ανεξαρτησίας, παράδοση που παγιώθηκε και οδήγησε στην «Πλατεία του Κλαυθμώνος» με την ειδική, αλλά και με τη μεταφορική για το έθνος έννοια! — παράδοση, που τη στιγματίζει σκληρά στα χρόνια της βαυαροκρατίας ο Μ. Χουρμούζης με την κωμωδία του «Ο υπάλληλος». Τα στίγματα της δουλείας και οι προεκτάσεις τους μέσα στην Επανάσταση δεν ήταν εύκολο να εξαλειφθούν. Οι επιδρά­ σεις ενός καταστροφικού παρελθόντος θα έμεναν για πολλά χρόνια στις μάζες των Ελλήνων, οι οποίες είχαν παραχωθεί κάτω από ένα τόσο παχύ στρώμα αμάθειας και σκλαβιάς, ώστε ο Γάλλος ναύαρχος των μέσων του 19ου αι. Jurien de la Gravière να θεωρεί ότι η αναγέννηση της Ελλάδας είναι ένα φαινόμενο που η Ιστορία δεν θα παρουσιάσει πιθανόν δεύτερο, και το οποίο δεν θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει παρά μόνο με την εξαιρετική ζωτικότητα του λαού της507. Από τη διαχρονική αυτή θεώρηση της Ιστορίας ως τη λήξη των αγώνων της Ανεξαρτησίας διαγράφεται αυτόματα ο άγραφος κώδικας της συμπεριφοράς των Ελλήνων και επιβε­ βαιώνονται μόνες τους και εκδίδονται οι οριστικές και άσφαλτες κρίσεις της για τον χαρακτήρα και εν μέρει για την πορεία των Ελλήνων, οι οποίες μαρτυρούν τις πνευματικές τους ικανότητες, αλλά και τις ελλείψεις και αδυναμίες τους που δεν αφήνουν τις πρώτες ν ’ αναπτυχθούν και να δράσουν ταχύτατα και απερίσπαστα. Ποιές είναι αυτές τις διαγνώσαμε από την παραπάνω ιστορική επισκόπηση. Μολαταύτα στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο θα προσπαθήσω να τις καθορίσω σαφέστερα αναφερόμενος σύντομα και στα μετεπαναστατικά χρόνια ως την εποχή μας, καθώς και να καταλήξω σε ορισμένα γενικά, αλλά 506. Βλ. Thiersch. G rèce, σ. 263. 507. La Station du Levant, 1 σ. 16.

219

συγκεκριμένα πορίσματα και διδάγματα, θετικά και χρήσιμα για την ανάλογη χρήση και εφαρμογή τους στην πράξη από τα αρμόδια εκτελεστικά όργανα της ελληνικής παιδείας, από τους πολιτικούς και τους παιδαγωγούς, ιδίως σήμερα που βρισκόμα­ στε στην αρχή μιας νέας περιόδου της ιστορίας μας με την ένταξή μας στην ΕΟΚ, στην αρχή των πυκνών και συχνών αλληλεπιδράσεων του έθνους μας και της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες ασφαλώς στο μέλλον θα προκαλέσουν όχι μόνο διαπήδηση και διάχυση των νομικών και οικονομικών θεσμών, των πολιτισμών και πληθυσμών, αλλά και κάποια ενοποίηση των τρόπων ζωής και της συμπεριφοράς των κατοίκων, με αποτέλε­ σμα την τάση προς τη δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου, οπότε τα εθνικά προτερήματα (ας ελπίσουμε μόνον αυτά και όχι τα ελαττώματα) θα είναι δυνατόν να ενδυναμωθούν και ν ’ ασκήσουν ωφέλιμες επιδράσεις στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ό π ω ς είδαμε, οι ξένοι, και μάλιστα μετά τη λήξη των μεγάλων αγώνων για την Ανεξαρτησία (1821 - 1829) και εξής, παρατηρούν με έκπληξη και θαυμασμό τις ομοιότητες αρχαίων και νέων Ελλήνων. Οι παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώνονται και στις αρχές του αιώνα μας. «Ό π οιος έχει ζήσει στην Ελλάδα, γράφει ο ιστορικός της Φραγκοκρατίας W. Miller, έμεινε κατάπληκτος από την ομοιότητα του χαρακτήρα τους». Χτυπητά είναι ιδίως τα προτερήματά τους, η γρήγορη αντίλη­ ψη, η ευκολία προσαρμογής, το πάθος για την πολιτική, η δίψα για τη μάθηση, οι φιλολογικές τους ενασχολήσεις και η αίσθηση του ωραίου508. ' Εγινε όμως η αναγκαία εκμετάλλευση των προσόντων αυτών για μια γρήγορη πρόσβαση προς επίπεδα ανώτερου πολιτισμού τόσο στις ανθρωπιστικές, όσο και στις θετικές επιστήμες; Ακολουθήσαμε τον σωστό δρόμο;

508. W. Miller, Essays on the Latin Orient, Cambridge 1921, o. 35.

2 Τ Α Α ΡΧ Α ΙΑ Π ΡΟ Τ Υ Π Α

Ποιος είναι ο απολογισμός μιάμισης εκατονταετηρίδας ελεύθερου βίου; Αρκετά βέβαια, ή καλύτερα, πολλά έχουν γίνει και επιτευχθεί, ιδίως στον τεχνικό τομέα, όπως γενικά σε όλα τα έθνη, αλλά ενώ στον τομέα αυτόν η πρόοδος συντελέστηκε σχετικά γοργά, ιδίως μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, στον τομέα της ηθικής αναγεννήσεως (η λέξη νοείται με την ευρεία σημασία της) και της πολιτικής αγωγής των Ελλήνων δεν σημειώθηκαν βήματα προς τα εμπρός. Το πρόβλημα είναι μεγάλο και πολύπλευρο και αφορά βέβαια μιαν Ελλάδα που δεν είναι πια αποκομμένη — ιδίως κατά τον 20 αι. — από τα ιδεολογικά και ηθικά ρεύματα της Ευρώπης509. ' Οπως είδαμε ως τώρα, ο κύριος ιδεολογικός προσανατολι­ σμός των Ελλήνων προς τον αρχαίο κόσμο συνεχώς τονώνεται μετά την έκρηξη της Επαναστάσεως, τη δολοφονία του Καποδίστρια και την άφιξη του Όθωνα. Τα μάτια όλων, ακόμη 509. Μια πολύ πρόχειρη ανασκόπηση των πρώτων εκατόν χρόνων είχε επιχειρήσει στα 1925 ο Κωνστ. Α μαντος, τη ν οποία δημοσίευσε στο Επΐμετρον με τον τίτλο «Μετά εκατόν έτη» στον τέταρτο τόμο της «Ιστορίας της Ε λλη νική ς Επαναστάσεως» του Σπ. Τ ρικούπη (έκδ. Εκατονταετηρίδος), σ. 283-302. Ό σ α περίμεναν να ιδούν στο μ έλλον οι Έ λ λ η ν ε ς και ξένοι διανοούμενοι του 1821, τα οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκαν, τα ίδια με τις ίδιες ελπίδες περίμενε ο Κωνστ. Τ σάτσος μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αν συνέτρεχαν ορισμένοι α ντικειμενικοί πολιτικοί, οικονομικοί, πνευματικοί και υποκειμενικοί όροι (Βλ. το πρώτο μέρος του βιβλίου του «Ε λληνική Πορεία» με τον τίτλο «Η αποστολή», σ. 13-93.)

221

και των αγραμμάτων χωρικών, είναι στραμμένα προς το μέλλον, με την ιδέα και την πεποίθηση ότι τώρα που αναστήθηκε η Ελλάδα, δεν θ ’ αργήσουν να ξαναγυρίσουν σ ’ αυτήν οι τέχνες, τα γράμματα, και οι επιστήμες. Χαρακτηρι­ στικά συμβολική ήταν η απάντηση χωρικού του Πόρου (αρχαίας Καλαυρείας), όπου στο ιερό του Ποσειδώνα είχε αυτοκτονήσει ο Δημοσθένης (322 π.χ.), προς ' Αγγλο περιηγη­ τή που τον ρώτησε, αν ήξερε τί άνθρωπος κοιμόταν εκεί. Και τότε διαμείφθηκε ο εξής διάλογος: Χωρικός: Δεν είναι εδώ, λείπει. Περιηγητής: Πού λείπει; Πώς, δεν είναι εδώ; Χωρικός: Λείπει στην Ευρώπη. Και μέρα με την ημέρα τον περιμένουμε 5Ι0. Αλλά και οι αρχηγοί των αγωνιστών ζούσαν την αρχαιότη­ τα με το δικό τους, τον εσωτερικό και γόνιμο τρόπο, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Α. Ζαΐμης κ.ά. Ο Τερτσέτης μνημονεύει ότι σε μια επίσκεψη ορισμένων στην Ακρόπο­ λη στα 1836 είδε τον Ζαΐμη μια στιγμή να βρίσκεται σε έκσταση, σε άλλον κόσμο: κοιτάζοντας προς τις αρχαιότητες ακτινοβολούσε το πρόσωπό του από ωραιότητα και νεότητα, τα χείλη του έτρεμαν και τα μάτια ήταν γεμάτα φως. Και όταν ύστερ’ από μέρες ο Τερτσέτης τον ρώτησε σχετικά, αποκάλυψε το μυστικό του: «Είδα τον Παρθενώνα, τα μάρμαρά του καταγής, τον έστησα ως ήτο εις τες λαμπρές του ημέρες, ζωντάνευσαν τα αγάλματα, κινούνταν οι ζωγραφιές, ομιλούσαν οι άνθρωποι, έφεγγε το πρόσωπο της Αθηνάς καταμεσής του ναού εις την εντέλειαν της τέχνης και του κάλλους ... ενθυμήθηκα τα Παναθήναια εις την λάμψη του καλοκαιριού, και είδα την Ακρόπολη μεστή από κόσμο, έψαλλαν οι ιερείς, έτριζαν τα αμάξια, και μα την αλήθεια, ο νους μου έγινε μια Παναθηναϊκή εορτή· αν ο άνθρωπος εγεύθη ποτέ ηδονή άδολη από λύπη, την εδοκίμασα και εγώ τότε»511. Ό π ω ς είδαμε, πολλοί ήταν αυτοί που πίστευαν, ότι μετά την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού οι ελεύθεροι ' Ελληνες θα 510. Γ. Τερτσέτη. Ά π α ν τα , βκδ. Βαλέτα, Αθήναι 1967, τ. 3 σ. 305-306. 511. Βλ. Τερτσέτη, Ά π α ν τα , 3 σ. 273-274.

222

προχωρούσαν πολύ γρήγορα προς τον δρόμο της προόδου και του πολιτισμού και θα κατόρθωναν να εξαλείψουν τα βαθιά αποτυπωμένα ίχνη της δουλείας, της καταπιέσεως και της αμάθειας. ' Αλλωστε τον δρόμο αυτόν τον έδειχνε το παράδειγ­ μα των προγόνων τους, οι οποίοι, μολονότι στη χώρα τους η πείνα ήταν μόνιμη σύντροφος, πρόκοψαν και αναδείχτηκαν με τους δικούς των μόχθους, με συστηματική σκέψη, φροντίδα και εργασία, καθώς και με την εφαρμογή μελετημένων και σοφών νόμων512. Και τώρα η ανάγκη των μορφωμένων στελεχών ήταν τρομερά αισθητή. ΓΓ αυτό και ο Κοραής γράφοντας προς τον Γ. Κουντουριώτη στις 19 Φεβρουάριου 1825 λέγει· «... η σημερινή μας κατάσταση ομοιάζει την πρώτην κήρυξιν του Ευαγγελίου·Ό μέν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι.’ Η απαιδευσία μας είναι ακόμη τόση, ώστε χρειάζεται εργάτας πολλούς όχι να θερίσουν καρπούς, αλλά να εκριζώσωσι πρώτον όλα τα φαρμακερά γεννήματα και χορτάρια, όσα εμποδίζουν την σποράν των καλών καρπών, των μόνων ικανών να φυλάξωσι την πολύτιμον απόκτησιν της ελευθερίας»513. Πρότυπα για την ανάπτυξη έμεναν βέβαια οι αρχαίοι Έ λληνες. Αυτούς προβάλλει σε λόγο του προς τους μαθητές της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων ο Γ. Τερτσέτης ως «δάσκαλος της Ιστορίας»514. Ο Καποδίστριας όμως δεν παρα­ συρόταν από πρώιμους ενθουσιασμούς, έβλεπε την εξαθλιωμέ­ νη κατάσταση του τόπου και δεν βιαζόταν. Ο λαός, παρά τη σπουδή και τις φιλοδοξίες των λογιών, δεν ήταν έτοιμος για άλματα- ήταν κολλημένος ακόμη σαν στρείδι στα πατροπαράδοτά του, αλλά η νεοελληνική παράδοση δεν μπορούσε να προχωρήσει μόνη της, αυτοδύναμη. Είχε ανάγκη και από την εξωτερική, τη δυτική σκέψη, και από ΐη ν πείρα των νέων στελεχών, των θρεμμένων με το πνεύμα της Ευρώπης. Το πρόβλημα ήταν πώς θα μπορούσε να γίνει αρμονική η κράση, η σύζευξη των παλαιών και των νέων στοιχείων, η «μετακένω512. Τερτσέτη, ε.α., 3 σ. 252. 513. Λιγνού, Αρχ. Κουντ., 4 σ. 131-132. 514. Τερτσέτη, Ά π α ν τα , 3 σ. 357.

223

σις», όπως την έλεγε ο Κοραής. Ακόμη θα έπρεπε να χειραγω­ γηθεί ο ελληνικός λαός στα πρώτα βήματά του, τόσο στην πολιτική, όσο και στην πνευματική του ζωή. Η ανάγκη μάλιστα της ηθικής και πνευματικής διαπαιδαγωγήσεως και αναγεννήσεώς του επάνω σε νέες προχωρημένες επιστημονικά βάσεις είχε κατανοηθεί βαθύτατα, όπως είδαμε, από πολλούς Έ λληνες, όπως από τον Στέφανό Κανέλλο και ιδίως από τον Κοραή, καθώς και από φιλέλληνες που αναγνώριζαν την ολέθρια φθορά της ψυχής του από τη σκλαβιά. Αλλά και ο Καποδίστριας, σαν αληθινός πολιτικός ηγέτης, είχε ενδιαφερ­ θεί να γνωρίσει και να εκτιμήσει τα ελβετικά εκπαιδευτήρια και είχε ζητήσει ουμβουλές από τον φημισμένο την εποχή εκείνη παιδαγωγό Fellenberg, μαθητή του Pestalozzi. Ο Feilenberg λοιπόν, που διατηρούσε δικό του ονομαστό σχολείο στο Hofvyl515, διατύπωνε τη γνώμη ότι η αρχαία ελληνική παιδεία είχε χαθεί από τη νέα Ελλάδα, με άλλα λόγια καταδίκαζε, νομίζω, — και είχε δίκαιο— τον τρόπο; με τον οποίο γινόταν η διδασκαλία των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, η μεταφύτευση τοι> πνεύματός τους στους Νεοέλληνες, και πίστευε ότι, για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να ιδρυθούν παρόμοια προς τα δικά του εκπαιδευτικά ιδρύματα στη χώρα τους. Προσωρινά μάλιστα σύστηνε να διαλεχτούν 6 ελληνόπουλα, που να ξεχωρίζουν για το ήθος και την ευφυΐα τους και να τα στείλουν στο σχολείο του για μετεκπαίδευση516. Αλλά και αυτή η πρόταση δεν ήταν απόλυτα σωστή. Η μετεκπαίδευση των ελληνοπαίδων ήταν βέβαια αναγκαία, αλλά θα έπρεπε οι νέοι αυτοί να μη γίνουν τυφλοί μαθητές της Δύσης και των προτύπων της, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και 515. Βλ. λόγια του Κοραή στις «Π ολιτικές παραινέσεις» του, όπου ονειρεύεται ν ' αποκτήσουν οι Έ λ λ η ν ε ς «εξαϊρετον της ανατροφής των πτωχών, κατά το Φελλεμβεργικόν περιβόητον παιδευτήριον, και διδασκάλους έχοντας τη ν φιλανθρωπίαν του Φελλεμβέργου» (Κοραής Εκλεκτές σελίδες, σ. 131). 516. Βλ. Κωνστ. Α. Βακαλοπούλου, Η επαναστατημένη Ελλάδα, ηπει­ ρωτική και Α ιγαίο μεταξύ 1826-1829, Θ εσσαλονίκη 1976, σ. 191.

224

των μεθόδων εργασίας τους, αλ λ’ αυτές να τις προσαρμόσουν, ή καλύτερα, να τις ενοφθαλμίσουν προς το πνεύμα και τις δυνατότητες της νεοελληνικής παραδόσεως και πραγματικότη­ τας. Έ τσ ι — και σωστά— διέβλεπε καθαρά ο Καποδΐστριας, όπως και ο Κοραής517, μέσα από τη θολούρα των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών πραγμάτων ότι- α) το πρώτιστο πρόβλημα — αλλά και μάθημα— του ελληνικού λαού ήταν να αν»ληφθεΐ τη βαθύτατη ανάγκη της ομόνοιας και της ομοψυ­ χίας- και β) τη μεγάλη εποχή που ζούσε, αλλά και τις κρίσιμες για την ιστορία του στιγμές που περνούσε: ότι ξαναγεννιόταν και ότι ξαναβαπτιζόταν στη μεγάλη κολυμβήθρα του πολιτι­ σμού. Και αυτό το γεγονός γνώριζε πολύ καλά ο Κυβερνήτης που πρόβαινε προσεκτικά στην οργάνωση του νέου κράτους, όπως αυτό φάνηκε αμέσως με τη φροντίδα του για την οργάνωση πρώτα της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως, κατόπιν για τη δη­ μιουργία διοικητικών οργάνων (λαμβάνοντας βέβαια υπόψη του και την παράδοση των κοινοτικών θεσμών) και για τον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών δυνάμεων με τη βαθμιαία μετατροπή των άτακτων στρατευμάτων σε ημιτακτικά. Την πλήρωση των δύο παραπάνω όρων συναισθανόμενος ο Καποδΐστριας (γνωρίζοντας πολύ καλά τον εγωιστικό και ανυπόμονο χαρακτήρα των Ελλήνων) έλεγε γεμάτος νεανική αισιοδοξία μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, στην Αίγινα, στον γιο του Πετρόμπεη, στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, στον μελλοντικό φονιά του ύστερ’ από τρισήμιση χρόνια: «Αν δεν μας αποστραφεΐ ο μεγαλοδύναμος και αξιωθούμε την ευλογία του, τα ακροθαλάσσιά μας θα στολισθούν από εύμορφες πολιτείες, η σημαία η Ελληνική θα δοξάζεται εις τα πελάγη, ήμερα δένδρα θα ανθίζουν εις τα άγρια βουνά και οι ερημιές θα πληθύνουν από κατοίκους — και όχι εις τες όψιμες ημέρες των απογόνων όσα σου προλέγω, αλλά εσύ θα τα ιόείς πού 'σαι νέος, θα ζήσεις και θα γεράσεις. ' Ενα μόνο φοβούμαι πολύ και με

517. θερειανού. Κ οραής, 3 σ. 17-18.

225

δέρνει υποψία, τρέμω την απειρία σας. Αν η νέα κυβέρνησις τύχει να συγκρουσθεί με συμφέροντα ξένων δυνάμεων— επειδή κάθε τόπος έχει χωριστά το μυστήριο της ζωής του, τον νόμο της ευτυχίας του—, αν πλανεθεί ο ελληνισμός σας κω σηκωθεί σκοτάδι μεταξύ μας, ώστε εσείς να μη διαβάζετε εις την καρδιά μου, θολωθούν και με τί οφθαλμό, ποιος ηξεύρει;... πού θα πάμε, τι θα γενούμε; Ετινάξετε το καβούκι των αλλοφύλων, αλλ ’ οι πλεκτάνες της διπλωματίας έχουν κλωστές πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστές θανάτου, άφαντες, και εσείς δεν τες εννοείτε. Κατεβαίνω πολεμι­ στής εις το στάδιον, θα πολεμήσω ως κυβέρνησις, δεν λαθεύομαι, τον έρωτα των προνομίων που είναι φυτευμένος εις ψυχές πολλών, τα ονειροπολήματα των λογιοτάτων ξένων πρακτικής ζωής, το φιλύποπτο, κυριαρχικό κω ανήμερο αλλοεθνών ανδρών. Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύει την καρδίαν μας, θεός ζηλότυπος, μόνο το αίσθημα το Ε λληνικό■ ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης.

Είθε οι νέοι της Ελλάδος να είναι βοηθοί μου και πρώτος εσύ. Μη φορείς πολυτελή φορέματα αταίριαστα με την ένδεια των πολλών και κεφάλαιο θαμένο, αχρηστευμένο' η αφορμή, η απόκτησίς του, κακών ορέξεων και πράξεων· μη θέλεις άλλο στολίδι και καύχημα ειμή ότι είσαι από οικογένεια δοξασμένη, που τόσο έχυσε αίμα ανδρειωμένο δια την αναγέννηση και την ελευθερία της Πατρίδος»518.

518. Τερτσέτη, Ά π α ν τα , 3 σ. 241-242.

3 Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Ε Σ Κ Α Ι Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΚ Ε Σ Α Ν Ω Μ Α Λ ΙΕΣ

Οι πολιτικοί της χώρας υπέχουν μεγάλες ευθύνες για την οξύτατη πολεμική τους εναντίον του Καποδϊστρια, που είχε ως αποτέλεσμα την κακή πολιτική διαπαιδαγώγηση του λαού και την όξυνση των παθών με κύριο και προσφιλές όπλο τη συκοφαντία, όπλο δοκιμασμένο κιόλας από την αρχαιότητα. Η συκοφαντία, εκτοξευμένη αρό ανθρώπους που είχαν κάποιο όνομα, γινόταν πιστευτή και πολλοί αφελείς και ενάρετοι πατριώτες παρασύρονταν, γιατί έδιναν πίστη στα λεγόμενα εναντίον του. Οι αρχικοί συκοφάντες τον δυσφήμιζαν εν επιγνώσει ότι τον αδικούσαν, γιατί είχαν τις δυνατότητες να ελέγξουν την αλήθεια και να διαπιστώσουν σε ποιούς τομείς επέτυχε και σε ποιούς υστέρησε ο Κυβερνήτης519. Και η γενική αυτή εναντίον του συκοφαντία επέζησε ως σήμερα σε μερικούς ιστορικούς της επιφάνειας. «Βλασφημίαν εναντίον του πνεύματος», χαρακτηρίζει ο Τερτσέτης τη δολοφονία του Καποδϊστρια, «από την οποίαν βλάσφημον αμαρτίαν δεν είναι άλλη χειρότερη και αενάως τιμωρουμένη», όπως σωστά κρίνει για τις τρομερές συνέπειες που είχε για το μέλλον του νεογεννώμενου κράτους. Αγανακτεί γιατί ως τη στιγμή εκείνη που είχε γράψει τα «Απόλογα για τον Καποδϊστρια» δεν του είχε αναγερθεί ανδριάντας, όπως είχε αποφασίσει η εθνοσυνέλευση του 1843-1844, και τώρα προτρέ­ πει τους Έ λληνες ότι καλά θα κάνουν να μην τον στήσουν, γιατί ώρες - ώρες, όταν «η εσωτερική ελεεινότητα «αι η εξωτερική ανυποληψία» θα δέρνει τον τόπο μας, θα βλέπουν 519. Τερτσέτη, Ά π α ν τα , 3 σ. 406 υποσ.

227

ν ’ ανοίγουν οι πληγές του μαρμαρωμένου αγάλματος και να τρέχει α π’ αυτές ιδρώτας και αίμα520. Μ έσ’ από τέτοια κακή αρχή και τέτοιες συνθήκες ήταν δυνατόν να εξελιχθεί γοργά προς το καλύτερο το αναγεννημένο μέσ’ από τις φλόγες της Επαναστάσεως νεοελληνικό κράτος και η κοινωνία του; Ποιοι επικράτησαν ως νέοι οδηγοί της μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια; Δυστυχώς επέπλευσαν, κατά την ομολογία παλιού φιλέλληνα αγωνιστή, οι κακοί χαρακτήρες, οι κινημένοι από φιλοδοξία για δύναμη και πλούτο, από ιδιοτέλεια, απο μαχητικό φθόνο κ.τ.λ., έστω και αν μερικοί απ ' αυτούς είχαν διακριθεί κατά την Επανάσταση και είχαν προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες. Ανεξάρτητα λοιπόν από τα ιερά

κίνητρά της, ξεχώρισαν μερικοί, βγαλμένοι από το πλήθος με την προσωπική τους ανδρεία, αλλά έπειτα μπασμένοι στο πνεύμα της μηχανορραφίας, κολάκεψαν τον λαό και του άναψαν επιδέξια τα πάθη του, για να φτάσουν οι ίδιοι σε θέσεις, τιμές και υπόληψη, και όλα αυτά τα καλά να τα εκμεταλλευθούν βλάπτοντας τη δυστυχισμένη πατρίδα τους, ενώ άλλοι που τα έδωσαν όλα γ ι ’ αυτήν έμειναν φτωχοί, ξεχασμένοι και περιφρονημένοι με μόνη τη χαρά ότι είδαν την πατρίδα τους να ξεπετιέται μέσ’ από τη στάχτη. Και αυτή η μειοψηφία έδινε στους ξένους την ελπίδα ότι παρ’ όλα αυτά θ ’ αναγεννηθεί η καταπιεσμένη και αποτυφλωμένη Ελλάδα521, ελπίδα όμως που διαψεύδεται. «Αραιά και που ξεχωρίζει κανένας αθώος (σ.σ. αφελής, θα λέγαμε σήμερα) μέσα στο στράτευμα των πλανεμένων και λαοπλάνων»522 , οι λίγοι που εργάζονται γόνιμα, αλλά και σεμνά και αθόρυβα για τη μεγάλη πατρίδα χωρίς να περιμένουν ανταμοιβή για τις θυσίες τους, ούτε και αν θα τις αναγνωρίσουν κάποια μέρα οι μεταγενέστε­ ροι — η παραμερισμένη συνήθως εκλεκτή μειοψηφία, για την οποία μιλούσε, όπως είδαμε ο ιησουΐτης Sauger, και για την οποία θα μιλήσουν και άλλοι, όπως θα ιδούμε παρακάτω. .520. Έ .α ., 3 σ. 243. 521. Byern. Bilder, σ. 278. 522. Τερτσέτη. Ά π α ν τα , 3 σ. 409.

228

Την κοινωνική δομή του νέου κράτους καταγγέλλει στα 1836 ο Μ. Χουρμούζης σε αφιερωτική επιστολή του προς τον Μ. Μελιδονάκη, την οποία προτάσσει στην κωμωδία του «Ο υπάλληλος». Σ ’ αυτήν μακαρίζει τον φίλο του, που είχε αφήσει τη θέση του και είχε επιδοθεί στο εμπόριο (ίσως στην Τουρκία)- που είχε αποσυρθεί «από την πολιτικήν πυργοποιΐαν και διαφθοράν»· που είχε απαλλαγεί από «το ευνοϊκόν μειδίαμα και βλέμμα του δυνατού» ή από τα κατεβασμένα μούτρα του ίδιου· που δεν καρδιοχτυπά κατα τα δύο πρώτα δεκαήμερα του μήνα, μήπως κάποιος τον συκοφαντήσει και του πάρει τη θέση, και γΓ αυτό ανυπόμονα περιμένει το τέλος του μήνα, για να πάρει χρήματα ζυμωμένα με το αίμα των Ελλήνων· που δεν βλέπει να ψυχορραγούν και να πεθαίνουν από την πείνα και το κρύο στα χαλάσματα και στους δρόμους τα παλληκάρια του Καραϊσκάκη και του Μιαούλη, που ξαναζωντάνεψαν τον Μιλτιάδη και τον Θεμιστοκλή. Και συνεχίζει ο Χουρμούζης: «Ευτυχής, φίλε μου, είναι ο αθώος γεωργός, όταν δεν γίνεται λάφυρον του εφόρου ή του δεκατιστού, και ευτυχέστατος, αν δεν εδυστύχησε να ιδή και το πρόσωπον του ειρηνοδίκου. Ευτυχής ο έμπορος, αν ο τελώνης είναι τίμιος· ευτυχής ο δικαζόμενος, αν ο δικαστής του είναι αμερόληπτος, και ο δικηγόρος του φιλάνθρωπος· ευτυχής ο τίμιος, αλ λ’ ατυχής χρεώστης του δημοσίου αν ο ταμίας είναι συμπαθής· ευτυχής ο φορολογούμενος αν ο φορολογών είναι δίκαιος, ευτυχής, φίλε μου, ο πολίτης όταν απολαμβάνει την πραγματικήν ασφάλειαν της ζωής του, της τιμής του, και της ιδιοκτησίας του, όταν η κυβέρνησις του είναι και λόγω και έργφ πατρική· ευτυχής τέλος πάντων ο ' Ελλην, αν ευτυχήση μέχρι τέλους να θερίση ησύχως τους καρπούς των κόπων του, τους οποίους δεκαπέντε ήδη έτη, ποτίζει με τους ιδρώτας και τα αίματά του!» Πικραμένος και ο Μακρυγιάννης από την πολιτική και κοινωνική αυτή ανωμαλία, ξεσπάζει σε λόγια σκληρά επανα­ λαμβάνοντας τα λόγια του Κοραή, δηλαδή των οπαδών της Φιλομούσου, ότι οι ' Ελληνες ήταν ανώριμοι για την ελευθερία· «Αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά όπού γευόμαστε,

229

θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήσει εις τους Τούρκους άλλά τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τί θα ειπεί πατρίδα, τί θα ειπεί θρησκεία, τί θα ειπεί φιλοτιμία, αρετή και τιμιότη. Αυτά λείπουν από όλους εμάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Τις πρόσοδες της πατρίδας τις κλέβομεν, από υποστατικά δεν την αφήσαμεν τίποτας, σε ’πηρεσίαν να μπούμεν ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν. Αγοράζομεν πρόσοδες, τις τρώμεν όλες»523. Το μοναρχικό πολίτευμα, ξένο προς τις ελληνικές παραδό­ σεις, με την κακή διαχείριση των οικονομικών από κακούς συμβούλους και με τον φθοροποιό ανταγωνισμό των κομμάτων και των μεγάλων δυνάμεων — αυτά που φοβόταν ο Καποδίστριας— θα βρεθεί σε δύσκολη θέση ν ’ ανταποκριθεί στις ταμειακές του υποχρεώσεις απέναντι των ξένων χωρών. Και η Ελλάδα το 1843, για πρώτη φορά, θα χρεωκοπήσει524. Και ο Pelet de Lozère, μέλος της βουλής των ομοτίμων της Γαλλίας, θα πει ότι το βασίλειο της Ελλάδας άρχισε α π ’ εκεί που τελειώνουν τα παλιά και διαφθαρμένα κράτη, από τη χρεωκοπία525. Ασφαλώς τα ίδια εννοούσε ο σύγχρονος Fallmerayer, όταν παρατηρούσε καυστικά· «Η χρεωκοπία των πραγμάτων, όχι των ανθρώπων, ενδημεί παντού και πάντοτε στην Ελλάδα»526. Εννοούσε όμως, όπως υποπτεύομαι, την έλλειψη ή καλύτερα τη μη χρησιμοποίηση των τίμιων, και άλλων στις κατάλληλες θέσεις, των σεμνών. Και ο Ελβετός τραπεζίτης Eynard, ένας ξένος, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει στον πολιτικό Δημ. Χρηστίδη — και έμμεσα σε όλους τους Έ λληνες— στις 17 523. Βλαχογιάννη, Α ρχ. Μ ακρ., 1 σ. 446. Πρβλ. και συνέχεια, σ. 477. Βλ. όμως αντίθετη γνώμη του Ε Ξάνθον, Α πομνημονεύματα περί της Φ ιλικής Εταιρείας, Αθήναι 1939, σ. 51-53, που όμως και ο ίδιος είχε κατηγορηθεί για σφετερισμό δημόσιω ν χρημάτων. Ο λόκληρος ο επίλογος του Μ ακρυγιάννη (I σ. 455-464) είναι καταφορά κατά των πολιτικών και της άθλιας καταστάσεως της πατρίδας μας. 524. Απ. Ε. Βακαλοπούλου. Νέα Ε λληνική Ιστορία, σ. 214 κ.ε. 525. Τερτσέτη, Ά π α ν τα , 3 σ. 420. 526. Jacob Ph. Fallmerayer. Schriften und Tagebücher, MünchenLeipzig 1913, τ. 2 σ. 165.

230

Φεβρουάριου 1843 ένα εύκολο μάθημα πολιτικής αγωγής, οπωσδήποτε όμως ειλικρινές· «Ελπίζω ότι η οικονομική σας κρίση θα έχει το καλό να σταματήσει αυτές τις εχθροπάθειες μεταξύ ατόμων και θα κάνει όλους τους καλούς Έ λληνες να λησμονήσουν τις θλιβερές ονομασίες με το φατριαστικό πνεύμα: γαλλικό κόμμα, ρωσικό κόμμα, αγγλικό κόμμα'·-''» — μάθημα που

δυστυχώς ποτέ δεν αφομοιώθηκε από τους ' Ελληνες. Ακολουθεί η Επανάσταση της 3 Σεπτεμβρίου 1843 με τις ειρηνικές στην αρχή, αλλά θορυβώδεις κατόπιν συνεδριάσεις της Εθνοσυνελεύσεως και με πρωταγωνιστές στα δρώμενα τον Αλέξ. Μαυροκορδάτο και Ιωάννη Κωλέττη, που συνέχισαν να δίνουν κακά μαθήματα πολιτικής αγωγής στον ελληνικό λαό και εναντίον των οποίων εκτοξεύει ο Τερτσέτης σφοδρότατο κατηγορητήριο52". Αλλά και ο Μακρυγιάννης έχει το θάρρος και ρίχνει μεγάλες ευθύνες ιδίως στους πολιτικούς (ενώ ο Κωλέττης, ο μεγάλος κομματάρχης, έδινε φυσικά συγχωροχάρτι στους πολιτικούς, ο άνθρωπος που απέκτησε μεγάλη περιου­ σία διαχειριζόμενος τα κοινά), που δεν είχαν συναίσθηση της μεγάλης αποστολής και των χρεών τους. Αγανακτισμένος ιδίως από τις συνεχείς αναταραχές κατά τη διάρκεια της συνελεύσεως του 1843-44 γράφει· «Οι μεγάλοι μας πολιτικοί δεν επιθυμούν ποτές την ησυχίαν, κ ι’ όλο πατριωτισμόν με τα χείλη θυσιάζουν, θέλουν εις την Συνέλεψη να κομματιάσουνε το έθνος ...»529. Κάποια ασυναρτησία στις κινήσεις των αρχηγών και οπαδών των πολιτικών κομμάτων .διαβλέπει και υπογραμμίζει αργότερα ο σύγχρονος Νικ. Δραγούμης ερευνώ­ ντας τα αίτια των πολιτικών κινδύνων. «Ουδ’ αρχή, λέγει, εγένετο της ηθικής και πολιτικής ανοικοδομήσεως της σαλευούσης κοινωνίας, η διαχωρίζουσα τας μερίδας γραμμή ούτε καν εχαράχθη, α λ λ’ ούτε δυνατόν να χαραχθή επί του 527. Const. A. Vacalopoulos. Lemaitre et la crise financière de la Grèce, Thessalonique 1979, a. 101. 528. Ά π α ν τα , 3 σ. 413-415. 529. Βλαχογιάννη, Α ρχ. Μ ακρ., I σ. 3%. Πρβλ. και εικόνα θορυβώ­ δους βουλής στα 1843 (ε.α„ σ. 401).

231

παρόντος, δια το πλήθος και την ποικιλίαν των αναγκών και το ευμετάτρεπτον των νυν μεν φίλων, νυν δε αντιπάλων συμφερό­ ντων». Συμβαίνει κάποτε ένας και μόνος πολιτικός αρχηγός, χωρίς οπαδούς, να κρατεί χωριστή σημαία, ενώ άλλοι πολι­ τευόμενοι— και αυτοί ακόμη που διακρίνονται για τη σταθερό­ τητά τους να μη ξέρουν ποιό είναι το περίγραμμα των πεποιθήσεών τους»530. Σκληρός τιμητής παρουσιάζεται επίσης και ο καθηγητής Δ. Βερναρδάκης, ο οποίος γενικεύοντας διατυπώνει την κατη­ γορία ότι οι 'Ελληνες, ύστερα από τον αγώνα του ’21, δεν επέδειξαν τίποτα άλλο, εκτός από πολιτική εξαχρείωση και ακαταστασία, και ότι τώρα προσπαθούν να δικαιολογηθούν αναζητώντας παρόμοια παραδείγματα στην ιστορία των άλλων πολιτισμένων χω ρών ξεχνούν όμως ότι τα παραδείγματα εκείνα σπάνια τα βρίσκουμε εδώ κι εκεί, κ ι’ αυτά «τη χειρί» και όχι «τω θυλάκω», και ότι είναι φαινόμενα ενός υγιούς οργανισμού, πυρετός που έρχεται και περνά, όπως σε κάθε κρίση. Ποιός όμως είναι δυνατόν να φανεί επιεικής προς πολιτικό σώμα, που η πολιτική του κραιπάλη και ακολασία είναι αντίστροφα ανάλογη προς το ανάστημά του; Η κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας ( 1862) δημιουρ­ γεί ξαφνικά ένα κενό, ενώ η προβολή και η αίγλη του νέου συντάγματος αποτελούν κίνητρα για την κάθοδο νέων δυνά­ μεων στην πολιτική κονίστρα. Η ζωηρή όμως φιλοδοξία των πολιτευομένων να παραμερίσουν ή να επιβληθούν ο ένας στον άλλο, ο έντονος εγωισμός, ο οξύς ανταγωνισμός και ο συνεπόμενος φθόνος, ο αποναρκωμένος δράκος στην ψυχή των Ελλήνων, θα ξυπνήσουν και θα υποθάλψουν τη λασπολογία, την πολιτική των υποσχέσεων, της συναλλαγής και της ψευδολογίας. Η πολιτική θα εισβάλλει παντού, ακόμη και στο πεδίο της επιστήμης και θα τη διαφθείρει. Οι πολιτικοί αγώνες, όπως σχεδόν παντού, έτσι και στην Ελλάδα, καθρέφτιζαν βέβαια την ιδεολογία των κοινωνικών 530. Δραγοί·μη. Αναμν.. I σ. 244.

232

αξιών που επικρατούσαν, αγώνες που απέβλεπαν να εξασφαλί­ σουν την αύξηση των κρατικών δαπανών για τα συμφέροντα των οπαδών και την αποφυγή, όσο το δυνατόν, των φορολογι­ κών τους επιβαρύνσεων. Ειδικά όμως στην Ελλάδα, το φαινό­ μενο αυτό ήταν έκτυπο, γιατί οι αγώνες δεν ήταν αγώνες κομμάτων αρχών και κοινωνικών τάξεων, αλλά μεταξύ προσω­ ποπαγών κομματικών ομάδων, κατά τους οποίους μετά την επικράτηση του ενός αντιπάλου, οι οπαδοί του νέμονταν τα χρήματα του προϋπολογισμού και οι περισσότεροι καθυστε­ ρούσαν την καταβολή των νομίμων φόρων531. Και ο πρόχειρος τρόπος ικανοποιήσεως των οπαδών του — κλασσικός ίρόπος ενέργειας των κομμάτων ως σήμερα — ήταν η πονηρή μέθοδος του διορισμού τους ως έκτακτων υπαλλήλων από τα «παράθυ­ ρα», δηλαδή με την αυθαιρεσία των υπουργών, για να μονιμο­ ποιηθούν ύστερα με κάποια άλλη πράξη τους. «Κάθε τόσο, σημειώνει εύστοχα ο Μάριος ΓΊλωρίτης, χάρη στη λαϊκή ψήφο, ένα από τα κόμματα γινόταν κράτος— και το κράτος γινόταν εξάρτημα του κόμματος, όργανο του κόμματος, μεταλλείο του κόμματος, πρυτανείο του κόμματος»532. Η ιδιοτέλεια, που την παρατηρούν οξείς ξένοι παρατηρη­ τές κατά την Επανάσταση, αρχαιότατη κληρονομιά, εξακολου­ θεί το καταστρεπτικό της έργο με βαρύτερες μάλιστα επιπτώ­ σεις στο έθνος, όταν οι ιδιοτελείς είναι πολιτικοί και πνευματι­ κοί ηγέτες. Αλλά και μέσα στο ίδιο το κόμμα η αρχή της αξιοκρατίας απουσιάζει533. Δεν λαμβάνονται υπόψη τα ορθά κριτήρια για την ανάδειξη των ικανών, για την επιλογή των κατάλληλων προσώπων. «Θεράπευσον το νόσημα τούτο (της ιδιοτέλειας), έγραφε στα 1874 ο Νικ. Δραγούμης, απολάκτισον τας συστάσεις των βουλευτών, ... και μή δίσταζε ότι θέλει 531. Α. Ανόρεάδου, Δημοσία Οικονομία, Α ’ Εισαγωγικά μαθήματα, Αθήναι 1924, σ. 201. 532. Κράτος, κόμμα και κριτήρια, Α νοιχτό γράμμα στον πρωθυπουρ­ γό, άρθρο στο «Βήμα», 7 Φεβρουάριου 1982. 533. Βλ. και Γιώργου X. Χιονΐδη, Ζητείται ... ήθος!! Η ευθύνη των πολιτικών, αλλά και των ψηφοφόρων, Αθήνα 1981, σ. 11-12.

233

ακμάσει η διοίκησις. ' Ανευ όμως τούτων, απλοϊκός εις άκρον ο

άλλοθεν περιμένων βελτϊωσιν της πολιτείας»534. Ο καθένας δεν θέλει να βάλει τον καλύτερο στην κατάλληλη θέση, για να μη επισκιαστεί η δική του αίγλη. Με την υποψία αυτή βαρύνονται και ικανοί πολιτικοί, για τους οποίους συνήθως λέγεται ότι δεν είχαν καλούς συνεργάτες. Δεν είχαν ή δεν θέλησαν να έχουν; Και θα επικρατούν «φατριασμός και ιδιοτέλεια, προσωπι­ κοί μικρολογίαι, δίψα άσβεστος αιωνίου, αδιαλείπτου ανατρο­ πής και καταστροφής, εξύμνησις των φίλων, κατασυκοφάντησις των εχθρών, και προ πάντων αμείλικτος και άσπονδος πόλεμος κατά πάσης οιασδήποτε υπεροχής», γιατί τον ' Ελληνα τον κατατρώγει και τον νεκρώνει το πιο επικίνδυνο μικρόβιο, το προσωπικό συμφέρον —το ίδιο ακριβώς μίασμα που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Πελοπόννησο κατά την Επανάσταση και α π ’ εκεί ξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. ' Ετσι οι ' Ελληνες συσσωματώνονται σε ομάδες και γεννιέται ο φατριασμός, ο οποίος στρέφει τους μεν εναντίον των δε μέχρι εξοντώσεως του αντιπάλου. Το «τί είσαι συ και τί είμαι εγώ» είναι η «κατ’ ουσίαν άπαυστος βάσις του ελληνικού φθόνου, της ελληνικής αντιζηλίας, που είναι ο «αρχέκακος και ομόφυλος των Ελλήνων δαίμων», όπως θα γράψει ο Δημ. Βερναρδάκης535, «της ελληνικής αντιζηλίας, ήτις πέπρωται να μη αφήση ποτέ το δύσμοιρον τούτο έθνος να ορθοποδήση»536.

Το πάθος θ ’ αποτυφλώνει τους πολιτικούς, ώστε να μην αναλογίζονται τη μεγάλη ευθύνη τους απέναντι του έθνους. Τα χαρακτηριστικά αυτά θα χαραχθούν βαθιά στην πολιτική ζωή του τόπου, και θα παρουσιάζονται κατά καιρούς σε τέτοια έξαρση, ώστε όχι μόνο θ ’ αναστέλλουν την πρόοδο του τόπου, αλλά θα τον φέρνουν στην αποσύνθεση, στο χείλος της

534. Α ναμν., 2 σ. 168. 535. Βλ. στου Δραγούμη. Α ναμν., 2 σ. 322, 329, 396. 536. Ξαναθυμούμαι τον Η ρωδιανύ, 111, 7: «Α ρχαΐον τούτο πάθος Ελλήνω ν, οι προς αλλήλους στασιάζοντες αεί και τους υπερέχειν δοκούντας καθελείν θέλοντες, ετρύχωσαν τη ν Ελλάδα».

234

καταστροφής, και θα δημιουργούν κλίμα κατάλληλο για την εκκόλαψη δικτατόρων. Σπάνιες οι στιγμές του ψύχραιμου διαλόγου, της ομόνοιας, της εξάρσεως, εκτός σε στιγμές εξωτερικού κινδύνου, οπότε πραγματικά οι Έ λληνες πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, συσπειρώνονται και με την κατάλληλη και εμπνευσμένη ηγεσία μπορούν να κάνουν θαύματα. Τέτοιες στιγμές εθνικής ανατάσεως έχοντας υπόψη του ο Μακρυγιάννης, δηλαδή τους γόνιμους μήνες των συζητήσεων για τη διατύπωση του Συντάγ­ ματος 1843-1844, γράφει· «... χωρίς να είχαμεν κυβέρνηση και με τόσες αντενέργειες και φατρίες και ξένους σκοπούς και των δικών μας, μύτη δεν μάτωσε κανενού, κότα δεν κλέφτηκε, άνθρωπος δεν διατιμήθη εις όλο το κράτος ...». Και με βαθιά θρησκευτικότητα και ψαλμική δύναμη, που θυμίζει Αγία Γραφή, συνεχίζει- «Τότε κυβερνούσε ο ίδιος ο Θεός, ότι είδε τους ανθρώπους εις μετάνοιαν και αποσταμένους από την κακία και γύρισαν οπίσω εις τον Θεόν κ ’ έπεσαν εις μετάνοια. Τότε κ ι’ αυτός έκαμεν το έλεός του κ ’ έδωσε την ομόνοια σε όλο το Κράτος»537. Και λίγες σελίδες παρακάτω βγάζει το συμπέρα­ σμα: «Οι Έ λληνες είναι ευλογημένο έθνος, όταν τους κυβερ­ νάει η ’λικρίνεια»538.

537. Βλαχογιάννη, Αρχ. Μακρ., I σ. 410. 538. Βλαχογιάννη, ε.α., I σ. 425.

4 Α Π Ο Γ Ο Η Τ Ε Υ Σ Η Α Π Ο Τ Η Ν Α Ρ Γ Η ΕΞΕ Λ ΙΞΗ Π Ρ Ο Σ Τ Η Ν Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ο Π Ο ΙΗ Σ Η Τ Ω Ν Α ΡΧ Α ΙΟ Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Ω Ν ΙΔ Α Ν ΙΚ Ω Ν Κ Α Ι Ο Ν ΕΙΡ Ω Ν

Οι νέοι άνδρες της εποχής του Βερναρδάκη είναι επίσης αυστηροί στις κρίσεις τους: ισχυρίζονται οτι η ξαναγεννημένη μετά το 182! Ελλάδα δεν δικαίωσε τις προσδοκίες του πολιτισμένου κόσμου και ζητούν ταχύτερο ρυθμό προς τα εμπρός, προς τη βελτίωση και την πρόοδο. Είναι αλήθεια ότι μεγάλη ώθηση προς τα αρχαία πρότυπα είχαν δώσει οι αρχαιολάτρες Γερμανοί, οι Βαυαροί αντιβασιλείς, που ιδανικό τους είχαν να αναστήσουν την αρχαία «σοφή» Ελλάδα539. Η τάση για την αναβίωση του κλασσικισμού εκδηλώνεται όχι μόνο με την αλλαγή των τουρκικών ή σλαβικών γεωγραφικών ονομάτων με τα αντίστοιχα αρχαία540, αλλά και με τρν νεοκλασσικισμό στην αρχιτεκτονική και με τη συντηρητικότε­ ρη μετά τον θάνατο του Κοραή (1833) μορφή του γλωσσικού οργάνου, με την πρωτοβουλία του Κ. Οικονόμου και Νεοφύτου Βάμβα, τάση που συμβαδίζει και με την ανακήρυξη της ελλαδικής εκκλησίας σε αυτοκέφαλη541. Τώρα, όλοι, ιδίως οι ξένοι, αναμένουν εκπληκτική την προβολή των επιτευγμάτων των Ελλήνων, των ανθρώπων των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών. Από τους νέους περιμένουν οι παλιοί την τελείωση του έργου της Επαναστάσεως. «Εμείς εις το 1821, έλεγε ο Κολοκοτρώνης, εκαθαρίσαμεν τον τόπον, εκουβαλήσαμε τα λιθάρια, εκτίσαμε την οικοδομή, εσείς θα ντύσετε τα γυμνά τείχη, θα φέρετε τες πολύτιμες ζωγραφιές, θα στήσετε τα εύμορφα 539. Τερτσέτη, Ά π α ν τα , 3 σ. 269. 540. Βλ. Απ. £. Βακαλοηούλου, Νέα Ε λληνική Ιστορία, σ. 194. 541. Βλ. Απ. Ε. Βακαλοηούλου, Νέα Ε λληνική Ιστορία, σ. 208.

236

τραπέζια και τους καθρέφτες, τούτο θα κάμει η προκοπή σας και τα γράμματα — και οι ευχές των συμπολιτών σας και τα έργα σας θα σας ανεβάσουν εις τα λημέρια αθάνατα των δικαίων»542. Τα αναμενόμενα όμως επιτεύγματα αργούν να εμφανιστούν. Με το πέρασμα των χρόνων πολλοί απογοητεύονται, καθώς βλέπουν τα ίχνη της σκλαβιάς να μένουν έντονα και ανεξάλειπτα στη ζωή των ελεύθερων Ελλήνων. «Εις τες ψυχές μας βόσκει ακόμη η θολούρα, το αμάρτημα της δουλοσύνης. Τα μέλη μας είναι ακόμη σκοτωμένα από την αλυσίδα, το γόνα μας πληγωμένο από το γονάτισμα, και η ελευθερία, το όσιον της ελευθερίας ευρίσκει εις ημάς, εις τα παλαιά μας ήθη, τους πλέον ασπλάχνους εχθρούς της», ομολογεί στα μέσα του 19ου αι. ο

Γεώργιος Τερτσέτης543. Ή , όπως γράφει αλλού πιο συγκεκρι­ μένα· «Το καλό αργοπορεί, το κακό μένει- η γνώμη του κόσμου δεν ανδρώθηκε ακόμη και είναι καιρός ... Πολλά πράγματα όσια, ένδοξα, μεστά κινδύνων έκαμεν ο λαός της Ελλάδος, αλλά σήμερον δεν θερίζονται καρποί αναλόγως των κόπων»544.

Και από τα μέσα του αιώνα αρχίζουν κιόλας ολοένα ζωηρότερα οι επικρίσεις, ιδίως των ξένων, ότι η Ελλάδα δεν έχει ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πολιτισμένου κόσμου, ότι δεν έχουν να παρουσιάσουν κάτι δικό τους στις τέχνες, στις επιστήμες και στα γράμματα, κάτι βγαλμένο από τη δική τους εμπειρία, απο τη δική τους παράδοση, κάτι από τα σπλάχνα του δικού τους πολιτισμού, αλλά ότι παρέμειναν τυφλοί μιμητές της Δύσης. Τα λόγια τους μας τα μεταφέρει ο Τερτσέτης, ο άνθρωπος που μαζί με 3-4 άνδρες της Επαναστάσεως νοιάστηκε βαθιά για τη ζωντανή νεοελληνική παράδοση, για τη δημοτική γλώσσα, για τη μοίρα των αγωνιστών και για την προκοπή του έθνους: «ναι μεν, μας λέγουν κοροϊδευτικά οι κατήγοροι, αξιέ­ παινος ο αγώνας σας, α λ λ’ αφού αποκτήσατε ελευθερίας και αυτονομία δεν επράξατε έργα αντάξια του εαυτού σας, των 542. Τερτσέτη. έ.α., 3 σ. 68-69. 543. Τερτσέτη, έ.α., 3 σ. 252. 544. Τερτσέτη, έ.α., 3 σ. 422-423.

237

ηρωικών σας έργων, και της αγάπης των σοφών φιλελλή­ νων»545. Ο Τερτσέτης στις κατηγορίες αυτές διαβλέπει στοιχεία αληθινά και ψεύτικα μαζί, και προσπαθεί να τις αντικρούσει με διεξοδικά επιχειρήματα, προ πάντων με τα εξής, που τα ακούμε εδώ και 150 χρόνια ότι τα χρόνια της μακραίωνης σκλαβιάς και η έλλειψη του αναγκαίου χρόνου για τους'Ελληνες δεν άφησαν να καρποφορήσουν τα έργα πολιτισμού. ’ Αλλωστε, προσθέτει, ελλείψεις, μειονεκτήματα, και ελαττώματα, έχουν και οι ξένοι546. Τις επικρίσεις των Ευρωπαίων συνεχίζουν και οι Έ λληνες, ιδίως οι διανοούμενοι, οι νέοι πολιτικοί άνδρες που εμφανίζο­ νται στο προσκήνιο μετά τη μεταπολίτευση του 1843. Το παράπονό τους είναι ότι δεν πάει καλά ο τόπος, ότι όλοι είναι δυστυχείς, ότι «η γη της πατρίδος βραδυάζεται εις το σκοτάδι της ασημασίας ή του απολιτισμού»547. Ο ίδιος όμως ο Gobineau, ο ιδρυτής της φυλετικής θεωρίας, απαντώντας στους τιμητές των Ελλήνων, ότι ως τότε δεν είχαν να παρουσιάσουν κάτι το αριστουργηματικό — έστω και μικρό— σε κανένα πεδίο της τέχνης και των γραμμάτων, τους υπενθυμίζει ότι οι ' Ελληνες, που πριν από μερικές ακόμη δεκάδες χρόνια έβοσκαν κατσίκια ή καλλιεργούσαν με ξύλινο άροτρο στην Πελοπόννησο, ήταν επόμενο να στραφούν προς τη φωτισμένη Ευρώπη και να περάσουν από ένα στάδιο μαθητείας, μιμήσεως και αντιγραφής των προτύπων της548.

545. Τερτσίτη, Ά π α ν τα , Αθήνα 1967, τ. 3 σ. 378. 546. Τερτσέτη. έ.α., 3 σ. 379-380. 547. Τερτσέτη, έ.α., 3 σ. 55-56. Αναλυτικά παραθέτονται τα παράπονα. 548. Deux Eludes, σ. 250-251. Π ρβλ. και τη διεξοδική υπεράσπιση των Ελλήνω ν από τον Τ ερτσέτη ( Ά π α ν τα , 3 σ. 380).

5 Ε Π ΙΒ ΙΩ Σ Η Τ Η Σ Λ Α ΪΚ Η Σ Π Α ΡΑ Δ Ο Σ ΕΩ Σ Κ Α Ι ΣΥ ΓΚ Ρ Ο Υ Σ Η Τ Η Σ Π ΡΟ Σ ΤΑ ΙΔ Ε Ο Λ Ο ΓΙΚ Α ΡΕΥ Μ Α ΤΑ . Ο Ι Φ Ο Ρ Ε ΙΣ Τ Η Σ.

Για τους πρωτόγονους αυτούς Νεοέλληνες και τον παραδο­ σιακό πολιτισμό νοιάζεται ο Τερτσέτης, ο οποίος συγκινημένος από θερμά λόγια του Γάλλου κλασσικού φιλολόγου Saint Marc Girardin για την Ελλάδα («Ο υπερασπιζόμενος την Ελλάδα και τους ' Ελληνες, συνηγορεί υπέρ της ανθρωπότητος, της δικαιοσύνης και του χριστιανισμού») βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει και να υπερασπιστεί τον νεοελληνικό λαό, αξιαγά­ πητο τέκνο της αρχαίας, και να τον διαβεβαιώσει ότι δεν του λείπει κανένα από τα χαρίσματα της μητέρας του, ούτε το πνεύμα, ούτε η χάρη, ούτε η ευαισθησία. Ό σ ο για τη γλώσσα, αυτή είναι τόσο όμορφη, ώστε ξεπερνά την προγονική, γιατί «δοξάζει αμόλυντη θεότητα». Αν λείψει από τον κατάλογο των εθνών ο ελληνικός λαός, είναι σαν να λείψει η άνοιξη από το έτος549. Θα δυσκολευτούμε ίσως να κατανοήσουμε την πολιτική και πνευματική εξέλιξη της χώρας, αν δεν έχουμε υπόψη μας την ύπαρξη δύο αντίθετων ιδεολογικών ρευμάτων σ ’ αυτήν, των δυτικόφιλων, των προσανατολισμένων προς τη Δύση, και των παραδοσιακών, που είναι επηρεασμένοι από τις επιδράσεις του εθνικού παρελθόντος. Προς το πρώτο αποκλίνουν οι περισσότεροι διανοούμενοι, οι σπουδασμένοι στη Δύση και οι πολιτικοί Κωλέττης και ιδίως ο Μαυροκορδάτος, ενώ στο δεύτερο ο Κολοκοτρώνης, κάπως ο Μεταξάς, οι οπαδοί του φιλορωσικού κόμματος, οι φιλορθόδοξοι, οι ιερωμένοι, ο Γιάννης Μακρυγιάννης και ο θεωρητικός και κύριος εκπρόσω549. Τερτσέτη. έ.α. 3 σ. 380-382.

239

πος της παραδόσεως Τερτσέτης και αργότερα ο καθηγητής Δημ. Βερναρδάκης. Οπως και κατά την εποχή του διαφωτι­ σμού, η φιλελεύθερη και προοδευτική κίνηση εμπνέεται από τις ιδέες της αμερικανικής και ιδίως της γαλλικής επαναστά­ σεως, ενώ το συντηρητικό ρεύμα τρέφεται από τις ρίζες της Ορθοδοξίας και της παλιάς, πνευματικής παραδόσεως του Βυζαντίου, η οποία συνεχίζεται στους κατοπινούς αιώνες. Η ηθική κρίση που σοβεί στη χώρα δεν παύει με την άφιξη του ' Οθωνα, έστω και αν φαίνεται στην αρχή πως όλα πάνε καλά. Ποιά είναι τάχα τώρα τα αίτια του πολιτικού και πνευματικού αυτού πυρετού; Από τις αρχές κιόλας της μοναρχίας η ανακήρυξη της ελλαδικής εκκλησίας σε αυτοκέφαλη προκαλεί δυσαρέσκειες και αντιδράσεις σε μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, στις οποίες πρωταγωνιστεί και ο αγωνιστής του ’21 Γιάννης Μακρυγιάννης, γνήσιο τέκνο της λαϊκής παραδόσεως, όχι μόνο ως φλογερός υπερασπιστής των συντρόφων του, αλλά και των «πατρίων», της ορθοδοξίας. Τις ίδιες γνώμες βάζει στο στόμα ενός προσώπου στο μυθιστόρημά του «Θάνος Βλέκας» ο Παύλος Καλλιγάς, στο στόμα του εφημερίου Ιωνά, που αποδοκιμάζει τον χωρισμό της ελλαδικής εκκλησίας από το οικουμενικό πατριαρχείο, την κιβωτό του Γένους. Τον παρηγορεί όμως η ιδέα για την ανασύνδεση των σχέσεών τους, η οποία θα φέρει κοντά και πάλι τους ελεύθερους με τους σκλαβωμέ­ νους αδελφούς «και θέλει γίνει εκείνος ο αδελφικός ασπασμός ο προ πολλού προσδοκώμενος εντός της Αγίας Σοφίας, καθ’ ημέραν του Πάσχα». Κατά τη γνώμη του Ιωνά, παραμελήθηκε ο οίκος του Κυρίου, δεν υπάρχει έλεος· και γΓ αυτό οι ανομίες πληρώνονται με αρρώστιες, πείνες, φόνους και ληστείες, η συνηθισμένη θεοκρατική αντίληψη της Ιστορίας —το «κρίμασιν οίς οίδε Κύριος» του μεσαίωνα. Η Ελλάδα δεν θα ευτυχήσει, πρεσβεύουν οι παραδοσιακοί, αν δεν διοικηθεί «κατά τα πάτρια», δηλαδή κατά το παλιό κοινοτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο κάθε επαρχία θα εκλέγει τους δικούς της άρχοντες. Το σύγχρονο πολίτευμα και οι νόμοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά «ένας αδιέξοδος λαβύριν­

240

θος αρχών, επίτηδες πολλαπλασιαζομένων, δια να κορεσθεϊ το σμήνος των ακορέστων ραδιούργων, οϊτινες τρεφόμενοι εκ των ιδρώτων του λαού τον καθιστούν καθημέραν πενέστερον και τον ωθούν εις την ληστείαν και τα κακουργήματα». Αλλά και ο Μακρυγιάννης, απλώνοντας τη ματιά του ως τον Καποδϊστρια και διαπιστώνοντας τα τρομερά αποτελέσμα­ τα του φατριασμού στον τόπο, φωνάζει αγανακτισμένος προς τους φατριαστές: «Και οι φίλοι της φατρίας σας των αλλονών. ψεύτων συνταματικών, πιάσαν όλες τις θέσεις και μεράζουν ψέματα εις τους ξένους κΓ εγκώμια με τις εφημερίδες τους στους τοκογλύφτες, τους νομικούς σας, τους αβοκάτους σας. Ό λ ο ι μια μασιά, ποιά φατρία κυβερνητική και ποιά ψευτοσυνταματική...»550 Αξίζει όμως για την κατανόηση του παραδοσιακού ρεύμα­ τος να μιλήσουμε κάπως διεξοδικά για τις ιδέες του Τερτσέ­ τη551, του κύριου εκπροσώπου του πνευματικού αυτού κινήμα­ τος, τις οποίες βρίσκουμε διάσπαρτες στους λόγους που εκφώνησε σε διάφορες περιστάσεις, καθώς και σε ορισμένα γραπτά του, ιδίως στα πολιτικά δοκίμια και άρθρα του, τα δημοσιευμένα στο περιοδικό «Ο Ρήγας» (1843-1845). Με φρόνημα έντονα πατριωτικό μιλεί για τους αναγεννησιακούς σκοπούς της Επαναστάσεως και παρατηρεί ένα «άσπονδον πόλεμον μεταξύ πολιτισμού ευρωπαϊκού και εντοπίου στοι­ χείου, πόλεμον που άρχεται από το 1821». Καταγγέλλει ότι οι νομοθέτες, οι δημιουργοί του νέου κράτους, το οποίο στις αρχές του παρουσίαζε, όπως ήταν επόμενο, μεγάλες δυσκολίες, δεν είχαν την κατάλληλη μόρφωση, «μεγαλόνοιαν, πνεύμα ελεύθερο προλήψεων ή πατριωτισμόν αναλόγως των περιστά­ σεων», αλλά μόνο φιλοδοξία και κερδοσκοπία· ότι μετά τη λήξη του πολέμου το μ ε ρ ι κ ό και γ ε ν ι κ ό συμφέρον, που άλλοτε ταυτίζονταν, τώρα διαχωρίστηκαν και βρέθηκαν συχνά αντιμέτωπα με νικητή το μ ε ρ ι κ ό , γιατί αυτό, κατά 550. Βλ. πρόχειρα στου Αη.Ε. Βακαλοπούλου. Νέα Ελληνική Ιστορία, σ. 264-265, 266. 551. Τερτσέτη. Ά π α ν τα , 3 σ. 427 υποσ.

241

την ανθρώπινη αδυναμία, νικά, εκτός αν ο άνθρωπος με μεγάλες προσπάθειες της ψυχής του παραμερίζει το ατομικό συμφέρον •για το κοινό καλό552. Λατρεύει την ιστορική επιστήμη και εκθειάζει τη σημασία και τα πορϊσματά της για τον άνθρωπο, που διδάσκουν ότι τίποτε δεν υπάρχει πιο ωφέλιμο από την ελευθερία και τίποτε πιο ολέθριο από τους εμφύλιους σπαραγ­ μούς. Ειδικά για τους Έ λληνες βλέπει την Ιστορία και την ενασχόλησή τους μ ’ αυτήν σαν έργο υποχρεωτικό, γιατί δίνει λαμπρότητα στο έθνος, που με τους πρώτους σοφούς, ρήτορες και ποιητές φώτισε πολυάριθμες γενιές και έγινε η πηγή του πολιτισμού για την Ευρώπη. Και ακριβώς αυτή η δόξα επιβάλλει στους Νεοέλληνες το καθήκον να συνεχίσουν την αποστολή τους. Βλέπει γενικά την Ιστορία, ελληνική και παγκόσμια, σαν πηγή, απ’ όπου μπορούμε να αντλήσουμε πολύτιμα παραδείγματα αυτοθυσίας και ανδρείας, ιδίως η νέα γενιά που έχει ν ’ αντιμετωπίσει τόσους φόβους και κινδύνους. Ο Τερτσέτης, εκτός από το πάθος του για την Ιστορία και την ιστορική παράδοση, θερμαίνεται εξίσου και για την ανάπτυξη της παιδείας, που τη θεωρεί σαν το πρώτο βήμα για μια καλύτερη ζωή. Δεν υπάρχει, λέγει, ποθητότερο και πολυτι­ μότερο αγαθό από την παιδεία. Αποδίδει σ ’ αυτήν τη δύναμη να μορφώσει χαρακτήρες καλούς, να βοηθήσει τη μέτρια φύση και να διορθώσει τη διαστραμμένη. Κάθε γνώση και κάθε μάθηση μπορεί να παίξει ευεργετικό ρόλο στη δημιουργία του τέλειου χαρακτήρα στον άνθρωπο. Και επειδή ακριβώς ο Αγώνας ήταν αγώνας όχι μόνο για την ελευθερία, για την πατρίδα, αλλά και για την ανθρωπιά, κράτησε ακέραια την αξία του, παρά τα βαρβαρικά πάθη και τα ελεεινά συμφέροντα που τον μόλυναν. Η αξία της ζωής έγκειται στην εκτέλεση του χρέους αυτού, να μείνει δηλαδή κανείς άνθρωπος και να μην προδώσει την αποστολή του. Ο Τερτσέτης θέλει να διαφυλάξει από τα περασμένα ό,τι είναι πολύτιμο. Ούτε μια στιγμή δεν χάνει από τη συνείδησή 552. Τερτσέτη. Ά π α ν τα , 3 σ. 425-426.

242

του την Ελληνική ιδέα σαν μια αδιάκοπη πορεία από τα αρχαία χρόνια ως την απελευθέρωση και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Και ο λόγος του παντού είναι κατάσπαρτος από αρχαιοελληνικές αναμνήσεις και ανέκδοτα. Συλλογίζεται πάνω α π’ όλα τον ελληνικό λαό και την ιστορική του παράδοση. Ο περασμένος καιρός είναι γΓ αυτόν μια ιστορική σύνθεση που η αγάπη k c i η πίστη την υφαίνουν σε νοερές εικόνες. ΓΓ αυτόν η παράδοση είναι δύναμη δημιουργική και πρέπει να την προσέξουμε, ιδίως τους παλιούς κοινοτικούς θεσμούς με την πολυμερή πολιτική, διοικητική και δικαστική δικαιοδοσία. Κατηγορεί τους πολιτικούς άνδρες της μοναρχίας για χαριστι­ κές διανομές κτημάτων και την εισαγωγή «δικαστικής νομοθε­ σίας» ξένης προς την ελληνική πραγματικότητα, προς την ιστορία και τα έθιμα του τόπου. Και αυτό υπήρξε, λέγει μια άλλη μεγάλη δυστυχία, που πλούτισε ψευτοδικηγόρους, έβλαψε νοικοκυραίους και κλόνισε τον σεβασμό του κόσμου προς τη δικαιοσύνη. Θεωρεί την παιδεία σαν ένα από τα μεγαλύτερα ιδανικά του έθνους, σαν το πρώτο βήμα για τον πολιτισμό και την πρόοδο των μικρών εθνών, όπως η Ελλάδα. Αυτά πρέπει να θριαμβεύουν μόνο με τη διαρκή άσκηση της αρετής και της παιδείας. Γι ’ αυτό τα μεγαλύτερα ιδανικά για τους πολίτες της πρέπει να είναι το πνεύμα, η ανδρεία και η δικαιοσύνη.

Αναμφισβήτητα το πέρασμα του Τερτσέτη στάθηκε αναγεννητικό, γιατί αποκάλυψε και πρόβαλε τις αξίες της εθνικής ψυχής, της λαϊκής παραδόσεως, τονίζοντας τη σημασία της δημοτικής γλώσσας και διασώζοντας τις μνήμες των ηρώων του ’21. Φωνάζει προς τους νέους: «Μιλείτε και γράφετε θαρρετά τη γλώσσα που εμάθετε από τες βυζάστρες σας, και αυτή η γλώσσα θα σας χειραγωγήσει εις φρονήματα τωόντι ελληνικά του καιρού σας ... Εντραπείτε. Οποιος μικροφρονεί δια την πατρίδα του, δια τα έθιμα των γονέων του, δια την γλώσσαν της μητρός του είναι προδότης του έθνους... Κρίνος αειθαλής, παρθενικός, ευωδιασμένος είναι η νέα γλώσσα του νέου έθνους

243

της Ελλάδος»553 — κήρυγμα που το επανέλαβε με συνταρακτικό τρόπο αργότερα ο Ψυχάρης. Κατηγορεί μάλιστα τον ζηλωτή της ζωντανής γλώσσας Σπ. Τρικούπη, που όμως δεν φρόντισε να κατατοπίσει σχετικά τον Καποδϊστρια και τον άφησε να μιλεϊ «με το ύφος των λογιωτάτων»554. Τελικά βέβαια η δημοτική γλώσσα κέρδισε — αργοπορημένα όμως— τον αγώνα και τη θέση της στην ποίηση, στην πεζογραφία και στην επιστήμη, αλλά πόσος πολύτιμος χρόνος χάθηκε με άσκοπη σπατάλη των πνευματικών δυνάμεων του έθνους, ενώ το ζήτημα θα μπορούσε να είχε λυθεί σύγχρονα με τον αγώνα του ’21, όπως το οραματιζόταν κιόλας ο ποιητής στον «Διάλογό» του. Η περιφρόνηση της δημοτικής ήταν η πρώτη και μεγάλη αστοχία που πληρώθηκε πολύ ακριβά. Και ο ίδιος ο Κοραής, ο θεμελιωτής της καθαρεύουσας, στους «Στοχασμούς αυτοσχε­ δίους περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης», αναγνωρίζο­ ντας τη σημασία της γλώσσας στην επίσπευση της αναγεννήσεως του έθνους πρόβαλλε κάτι πολύ θετικό για τη διδασκαλία της δημοτικής: να μη ξεχνούν οι δάσκαλοι, όταν διδάσκουν την καθαρεύουσα, να την συγκρίνουν με την κοινή, τη μητρική, γιατί, όσο και αν εκβαρβαρώθηκε, έσωζε, όπως είδαμε και σε περασμένα κεφάλαια, πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις, που δεν βρίσκονταν πια στα λεξικά, «λείψανα σεβάσμια, των οποίων η καταφρόνησις εγέννησε τόσους μωρούς κανόνας γραμματικούς, τόσας γελοιώδεις ετυμολογίας των λέξεων, τόσας αθλίας παρεξηγήσεις των συγγραφέων, τόσους αμαθείς διδασκάλους, και, το χειρότερον, κατέστησε τόσον αηδή της ελληνικής γλώσσης την μάθησιν ... της ευφραδεστέρας και σοφωτέρας όλων των γλωσσών του κόσμου...». Και προχωρεί ο Κοραής στη διατύπωση της ιδέας του: «Ηύξησε την άγνοιαν ταύτην (των μεταφραστών) και της παλαιάς και της νέας γλώσσης, η επικρατήσασα έως τώρα κακή και διεστραμμένη συνήθεια να καταφρονώμεν την νέαν, την οποϊαν μόνην δυνατόν να φ'ερωμεν εις 553. Τερτσέτη. έ.α., 3 σ. 424 υποσ. 554.Τερτσέτη. έ.α., 3 σ. 424 υποσ.

244

τελειότητα, γράφοντες εις την παλαιάν (σ.σ. εννοεί ασφαλώς κατά τους γραμματικούς της τύπους), την οποίαν, αν και μυριάκις περισσότερον εννοούμεν, δεν είναι τρόπος να γράψωμεν εντε­ λώς, καθώς εγράφετο εις τους ευτυχείς αιώνας της Ελλάδος. Καιρός είναι να ελευθερωθώμεν από τούτην την πρόληφιν»5>5.

Θεωρεί όμως αναγκαίο — και αυτό είναι επίσης κάτι το θετικό— να γράφονται οι κανόνες της γλώσσας στη δημοτική, γιατί η καθαρεύουσα —το ομολογεί— είναι ακατάληπτη στους μαθητές556. Και ο Βερναρδάκης, οπαδός επίσης του παραδοσιακού πνευματικού θησαυρού, γενικεύοντας την κριτική του καταδι­ κάζει την πλημμυρίδα των αγαθών και των ιδεών που έρχονται από τη Δύση και έχουν κατακλύσει την Ελλάδα. Έ τ σ ι οι ' Ελληνες φαίνονται σα να πήδησαν, μ ’ ένα απότομο άλμα, στο μέσο της Δυτ. Ευρώπης του 19ου αι. και σα να γύρισαν τις πλάτες τους στη μακραίωνη πολιτιστική τους παράδοση που την άφησαν ανεκμετάλλευτη και αναξιοποίητη- με μια λέξη, την περιφρόνησαν. «Απηρνήθημεν τα πάτρια, γράφει, και εδανείσθημεν ολόκληρον σχεδόν τον βίον ημών εκ της Δύσεως. Και πρώτον μεν απηρνήθημεν κατ’ ουσίαν, αν όχι και κατά τύπους, το πάτριον θρήσκευμα, και ελατρεύσαμεν την θεότητα της γαλλικής επαναστάσεως, την raison. Εάν δε και δεν εξέπνευσεν ακόμη όλως παρ’ ημίν η εις Χριστόν πίστις, ψυχορραγεί όμως. Αφήκαμεν τον εθνικόν ημών στρατόν και εδανείσθημεν τον τακτικόν της Ευρώπης. Αφήκαμεν τα πάτρια ήδη και εδανείσθημεν τα της Δύσεως. Αφήκαμεν την πάτριον δίαιταν και ενδυμασίαν, και εδανείσθημεν την των Φράγκων. Αφήκαμεν την εθνικήν ημών ποίησιν και φιλολογίαν, και εδανείσθημεν τα γαλλικά μυθιστορήματα. Αφήκαμεν επί τέλους την πάτριον βασιλείαν, και εδανείσθημεν παρά της Αγγλίας το Σύνταγμα. Ιδού λοιπόν από της αναγεννήσεως και εφεξής 555. Βλ. πρόχειρα τα αποσπάσματα αυτά στου θεοδ. Γ. Παπακωνστα­ ντίνου, Ν εοελληνική παιδεία. Π ολιτιστική κληρονομιά και ανανέωσις, Αθήναι, τεύχ. Α ', σ. 87-89. 556. Ε.α.. σ. 97.

245

ολόκληρος ο ευρωπαϊκός βίος εισρεύσας εις ημάς ακωλϋτως και δια μιας δαψιλής και άφθονος. Ή το τούτο ορθόν και φρόνιμον; Εγώ μεν διστάζω να ανταποκριθώ μετά βεβαιότητος, αλλ’ η ιστορία μαρτυρεί, ότι οσάκις ξένος πολιτισμός εισέρρευσε βιαίως και αδιακρίτως εις ξένονς έθνος, ουδέποτε είχεν αγαθά αποτελέσματα· την δε αλήθειαν ταύτην δεν διέψευσε μέχρι σήμερον ουδ’ αυτή η καθημερινή περί ημάς πείρα ... Η εις την γαλλικήν επανάστασιν και το σύνταγμα πίστις ουδέν άλλο παρήγαγε μέχρι τούδε και ουδέν άλλο θέλει παραγάγει πάντοτε, ει μή μανιώδεις εραστάς της εξουσίας και του κεντρικού ταμείου...»557.

557. Βλ. στου Δραγούμη. Αναμν., 2 σ. 369-370.

6 Θ Ε Σ Μ ΙΚ Η Ο ΡΓ Α Ν Ω Σ Η Κ Α Ι Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ Τ ΙΚ Η Α Ν Α Μ Ο Ρ Φ Ω ΣΗ

1. Οι Νεοέλληνες λοιπόν μετά την ίδρυση του νέου κράτους προσανατολίστηκαν αδίστακτα προς τη Δύση, απ’ όπου προέρχονταν και οι περισσότεροι μορφωμένοι ' Ελληνες, φιλέλληνες και περιηγητές, και προχώρησαν προς τον εξευρωπαϊσμό, προς κάθε κατεύθυνση, προς τη στρατιωτική, διοικητι­ κή και πολιτική οργάνωση. Και όλα αυτά έγιναν, γιατί οι τρόποι διοικήσεως και οι σχετικοί νόμοι δεν σχεδιάστηκαν στην Ελλάδα, αλλά μεταφέρθηκαν έτοιμοι από τη Βαυαρία. Και ως προς αυτό οι αντιβασιλείς φάνηκαν κατώτεροι από τον Καποδίστρια, ο οποίος δεν παραμέλησε να λάβει υπόψη του τα ήθη και έθιμα που λειτουργούσαν ως τότε, αλλά προχώρησε στην οργάνωση του κράτους προσαρμόζοντας προς αυτά το νέο πνεύμα και εκδίδοντας τα σχετικά νομοθετήματα. ' Ηλθαν όμως οι αντιβασιλείς, τα ανέτρεψαν και εισήγαγαν τους θεσμούς, που είχαν συντάξει στη Βαυαρία. Είναι αλήθεια ότι ο διαπρεπής νομομαθής Georg von Maurer φρόντισε για τη συναγωγή των κατά τόπους ηθών και εθίμων, έκανε δηλαδή ΐη σχετική προεργασία, αλλά δεν πρόλαβε να τη χρησιμοποιήσει, γιατί έμεινε 1 ' / 2 μόνο χρόνο στην Ελλάδα. Δυστυχώς ο Maurer, όσο και ο συνεργάτης του Abel, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στη νομική τους κατάρτιση, με οίηση και περιφρόνηση άκουαν τις παρατηρήσεις και των πιο έμπειρων εντοπίων. Συνέβηκε μάλιστα και το εξής χαρακτηριστικό: η «περί δικαστηρίου» νομοθεσία, που είχε συνταχθεί στο Μόναχο ειδικά για τη Βαυαρία, να μεταφυτευθεί σχεδόν απαράλλακτη στην Ελλάδα, ώστε να αστειεύεται ο Κολοκοτρώνης λέγοντας «τα παπούτσια του Χατζή Πέτρου θέλουν να τα βάλουν στα πόδια του

247

Λόντου». Και ο τελευταίος ήταν νάνος εμπρός στον γιγαντόσω­ μο Ρουμελιώτη558. Το τραγικότερο όμως έγινε με τους αγωνιστές του ’21. Οι αντιβασιλείς, μη εισακούοντας καθόλου τις εισηγήσεις και παρακλήσεις των Ελλήνων πολιτικών, θέλησαν μεμιάς να προσαρμόσουν απότομα τα άτακτα στρατεύματα στην οργάνω­ ση των τακτικών, προς μια ξένη πραγματικότητα — αντίθετα προς όσα φρόνιμα είχε μεθοδεύσει ο Καποδίστριας. Μάταιες αποδείχθηκαν οι ζωηρές έξω από το Αργος διαμαρτυρίες και οχλαγωγίες των ατάκτων που διαλύθηκαν με βίαιο τρόπο. «Και πήγαιναν κλαίγοντας, γράφει ο Μακρυγιάννης, όταν φεύγαν από την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί ...*>. Έ τ σ ι η αντιβασιλεία, αντί να επωφεληθεί και να μελετήσει την προαιώνια ελληνική στρατιωτική παράδοση, την τακτική των ατάκτων, του κλεφτοπολέμου, για να εμπνευστούν απ’ αυτή και να δημιουργήσουν κάτι καινούργιο (η τακτική αυτή του ανορθόδοξου πολέμου αναστήθηκε με την έκρηξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου), έσπρωξε τους άνδρες εκείνους στη ληστεία, που έγινε κατόπιν ενδημική αρρώστια στις ελληνικές επαρχίες και η οποία τόσο δυσφήμησε τους Έ λληνες στο εξωτερικό559. Τις ίδιες παρατηρήσεις έχουν κάνει αρκετοί ως τώρα και τονίζουν πόσο βλαβερά επέδρασε στην οργάνωση και φυσιο­ λογική εξέλιξη του νέου κράτους η βιασύνη των νομοθετών για την κάλυψη των κενών που παρουσίαζε. Τα τελευταία χρόνια ο Στέλιος Ράμφος γράφει «... Ο ελληνισμός (με την έκρηξη της Επαναστάσεως) βρέθηκε μετέωρος και αντί να στραφεί στους θεσμούς, οι οποίοι διετήρησαν το Γένος επί τόσους αιώνες δουλείας, για να στηριχθεί και να προχωρήσει, έσπευσε να καλύψει το κενό με απόλυτη άπλετη εισαγωγή ευρωπαϊκών συστημάτων, λησμονώντας πως η οργάνωση του κράτους και η 558. Βλ. Δραγούμη. Α ναμν., 2 σ. 17-18. 559. Βλ. Απ.Ε. Βακαλοπούλου. Τα στρατεύματα του 1821, σ. 286-289, όπου και βιβλιογραφία.

248 ε θ ν ικ ή σ υ ν ο χ ή δε ν τα υ τ ίζ ο ν τ α ι κ α ι π ω ς α ν η π ρ ώ τ η ε ξ α ρ τ ά τα ι α π ό ν ο μ ο θ ετή μ α τα , η δ ε ύ τ ε ρ η π ρ ο ϋ π ο θ έτει, ε π ί π ο ιν ή δ ια σ κ ο ρ π ισ μ ο ύ , ιδία π α ρ ά δ ο σ η κ α ι π ο λ ιτ ισ μ ό » 560.

Η ίδια αδιαφορία παρατηρήθηκε και για τα δημοτικά μνημεία του λόγου, της μουσικής και της τέχνης, για τα γνήσια δημοτικά τραγούδια, για την ίδια τη δημοτική γλώσσα, τον φορέα του μεγάλου πλούτου της πνευματικής κληρονομιάς, για τη λαϊκή αρχιτεκτονική κ.λ., και γενικά οι αρμόδιοι παρέλειψαν να επιστρατεύσουν τις υπάρχουσες λαϊκές δυνάμεις για τη δημιουργία της νέας ζωής. Έ τσ ι δεν ενδιαφέρθηκαν ζωηρά για την πατροπαράδοτη εμπορική ναυτιλία, για τα «ξύλινα τείχη», για τον παράγοντα «θάλασσα», που από την αρχαιότητα ως σήμερα, ποτέ δεν έπαψε να έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τη στεριά, ιδίως στην εποχή μας. Χωρίς την κυριαρχία στη θάλασσα δεν υπάρχει ασφάλεια στην ξηρά. Το ναυτικό έσωσε την Ελλάδα στα χρόνια του Θεμιστοκλή και στα χρόνια του πολέμου της Ανεξαρτησίας. Από κάθε σχεδόν μέρος της στεριάς αγναντεύουμε μακριά τη θάλασσα. Τη σημασία της θάλασσας ποτέ δεν πρέπει να την ξεχνούμε561. Ευτύχημα στα νεώτερα χρόνια η ίδρυση των ναυτικών λυκείων. Έ τ σ ι πολλά από τα ζωντανά στοιχεία του παραδοσιακού πολιτισμού δεν ενσωματώθηκαν στο νέο κράτος, αλλά έμειναν έξω και μερικά α π ’ αυτά τα περιμάζεψε αργότερα και τα αναζωογόνησε, όπως γνωρίζουμε, το κίνημα και η πνοή του δημοτικισμού, αλλά δεν μπόρεσε να τα αναπτύξει και να τα 560. Υποθήκη προς τις εξουσίες της χώρας, περ. «Ευθύνης», τεύχ. 112, (Α πρίλιος 1981) 233. Οξ'ύτερος ο Κώστας Σαρδελής κατηγορεί τις «κεφαλές» του έθνους ότι μετά τη ν ίδρυση του νέου κράτους πρόδωσαν τον πνευματικό παραδοσιακό πλούτο και τον παρέδωσαν «ξετσίπωτα» και «αναίσχυντα» στο «τέρας του φραγκολεβαντινισμού», που το εκπροσωπού­ σαν συχνά οι ίδιοι οι Έ λ λ η ν ε ς, οι νέοι Γραικύλοι, «οι ελληνόφωνοι Έ λ λ η νε ς» (Η Ρωμιοσύνη και ο Φώτης Κ όντογλου, Αθήναι 1982, σ. 26. Πρβλ. και σ. 31 και 54). Βλ. και θ. Ζήση. Οι τρεις ιεράρχαι και η πνευματική πορεία του Γένους, Θ εσσαλονίκη 1982, ο οποίος ονομάζει τον Κ οραή «νέον Ιουλιανόν, νέον Πλήθωνα» 561. Τερτσέτη. Απαντα, 3 σ. 65. Ε ισαγωγικός λόγος Τερτσέτη.

249

συνθέσει σε αυτόνομες μορφές562. Και όμως «όση μεγάλη χρεία να συγχρονισθεϊ τεχνικά ο νέος ελληνισμός, άλλη τόση μεγάλη ανάγκη είναι να μείνει ασυγχρόνιστος ως προς τα δόκιμα ακόμη στοιχεία της πνευματικής του παράδοσης, γιατί αυτά του είναι όργανα λειτουργίας της ζωής του»563. Οπως βλέπουμε, μετά τη διακήρυξη του Βερναρδάκη, η αντίθεση παραδοσιακών-δυτικοφίλων, αν και νεφελώδης ακόμη στις λεπτομέρειες, πνευματικές, θρησκευτικές και πολιτικές — και επομένως είναι άξια να ερευνηθεί— συνεχίζεται ως σήμερα με ενδιάμεσους κύριους παραδοσιακούς φορείς τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Φώτή Κόντογλου564. Οι συζητήσεις για την ορθή ή σφαλερή πορεία του έθνους εξακολουθούν565. Την ετεροβαρή πνευματική και γενικά πολιτιστική από­ κλιση των Ελλήνων προς τη Δύση, πρόβλεπε, αλλά και φοβόταν πριν από την Επανάσταση κιόλας ο Κοραής, όταν τόνιζε τη σπουδαιότητα του έργου της «μετακενώσεως» των ευρωπαϊκών γνώσεων και πνευματικών αγαθών στην Ελλάδα, δηλαδή όταν τους καθιστούσε προσεκτικούς με ποιό τρόπο θα έπρεπε να κάνουν την επιλογή τους, ώστε να μη βλάψουν τα δόκιμα παραδοσιακά στοιχεία, και έτσι παραμορφώσουν την εθνική τους ταυτότητα, καθώς και με ποιό γλωσσικό όργανο, με την αρχαϊκή γλώσσα, με την καθαρεύουσα ή με τη δημοτική. Το δεύτερο ζήτημα, το γλωσσικό, τον απασχολούσε πάρα πολύ. Και για τον τρόπο της μυήσεως των Νεοελλήνων στους αρχαίους συγγραφείς, όπως είναι γνωστό, δεν επέλεξε την παραδοσιακή δημοτική, το ζωντανό γλωσσικό όργανο του λαού, αλλά την καθαρεύουσα, γλώσσα ψυχρή και ανίκανη να 562. Ιωάν. θεοδωρακοποϋλου, Το πνεύμα του νεοελληνισμού και η τροπή των καιρών, σ. 17. 563. Έ .α ., σ. 21. 564. Για τους δύο τελευταίους, αλλά και για τις σύγχρονες επιβιώσεις των παραδοσιακών, βλ. στο βιβλίο του Κ. Σαρόελή, Η Ρωμιοσύνη και ο Φώτης Κ όντογλου, Αθήναι 1982. 565. Βλ. θεοδώρου Ζήση. Οι τρεις Ιεράρχαι και η πνευματική πορεία του Γένους, εορταστικός της 30 Ιανουαρΐου 1982, Θ εσσαλονίκη 1982, όπου και βιβλιογραφία.

250

ζωογονήσει την παιδεία μας, να μας συνδέσει με τους προγό­ νους μας και να μας μετακενώσει τον πλούτο τους. Και οι δυσκολίες μεγαλώνουν, όταν μετά τον θάνατο του Κοραή ο Κωνστ. Οικονόμος και ο Νεόφυτος Βάμβας κηρύσσονται, όπως είπαμε, για μια αυστηρότερη μορφή της καθαρεύουσας και για την προσέγγισή της προς την αρχαία564. 2. Αλλά και η προσπάθεια αυτή απέτυχε και δεν έφερε καρπούς παρά μόνο ξηρασία, ώστε η αναστροφή μας με τους αρχαίους δεν έγινε πηγή εμπνεύσεως για μια πραγματική πνευματική αναγέννηση, αλλά ούτε και έφερε εμφανείς αποδεί­ ξεις βελτιώσεως του ήθους και γενικότερα της συμπεριφοράς μας. Ο Συκουτρής κάνοντας τον απολογισμό της προσφοράς της κλασσικής παιδείας στην ηθοπλαστική μόρφωση, αναγνω­ ρίζει ότι τα αποτελέσματά της δεν ήίαν τα προσδοκώμενα, τα ανάλογα προς τους κόπους των μαθητών και σημειώνει — και σ ’ αυτό έχει απόλυτο δίκαιο — ότι γι ’ αυτό δεν ευθύνεται τόσο το σχολείο, όσο οι άλλοι ισχυρότεροι παράγοντες, η οικογέ­ νεια και το κοινωνικό περιβάλλον, η ίδια η σκληρότητα μέσα στη ζωή, που όχι μόνο δεν συνεργάζονται με το σχολείο, αλλά με τα γνωστά «κλασσικά» τους αξιώματα διδάσκουν τα αντίθε­ τα. Η εντατική ενασχόλησή μας με τους αρχαίους συγγραφείς, που αποτέλεσε το κέντρο της παιδείας μας μέσα στα γυμνάσια και μέσα στις φιλοσοφικές σχολές των πανεπιστημίων, κόλλη­ σε περισσότερο στην αποστήθιση γραμματικών και συντακτι­ κών κανόνων. Έ τ σ ι δεν πρέπει ν ’ απορεί κανείς, αν ανατρέχοντας στον περασμένο αιώνα567 δεν βρίσκει — με όλες τις καλές του προσπάθειες— παρά μόνον ίχνη ανθρωπιστικής επιδράσεως στους μορφωμένους, γιατί η σπουδή της κλασσικής παιδείας δεν πήγαζε από μέσα μας σαν εσωτερική ανάγκη, 566. Για τις συζητήσεις και τις θέσεις των Ελλήνων στο γλω σσικό ζήτημά την εποχή αυτή ενδιαφέρουσες είναι οι πληροφορίες που μας δίνει ο ευαγγελικός ιεραπόστολος S.S. Wilson. A N arrative of the G reek Mission or Sixteen Years in Malta and Greece, London 1839, σ. 562-563. 567. Th. Zielinski. Ημείς και οι αρχαίοι, Αθήναι 1928. Επιλεγόμενα του μεταφραστή I. Συκουτρή, σ. 237-238.

251

αλλά ήταν κΓ αυτή φραγκική μίμηση, δηλαδή μας είχε επιβληθεί περισσότερο απ’ έξω, από τα ευρωπαϊκά συγγράμμα­ τα, ή «ως βυζαντινή παράδοσις ή επέκτασις της άλλως βαθύτα­ τα ερριζωμένης εθνικής μας συνειδήσεως»568. Ανεξάρτητα όμως από το σφάλμα ως προς την επιλογή του κατάλληλου γλωσσικού οργάνου —και εννοώ τη μη χρησιμο­ ποίηση της ζωντανής δημοτικής γλώσσας— και το σφάλμα της κακής μεθόδου της διδασκαλίας των ανθρωπιστικών γραμμά­ των, ερωτώ: έγιναν άλλες προσπάθειες για τη βελτίωση του ήθους ή και για τη συντελεστική προς το πνεύμα αυτό μεταρρύθμιση του σχολείου, αφού μάλιστα το έθνος υπέφερε από έλλειψη πραγματικής κοινωνικής συμπεριφοράς, από έλλειψη αγωγής; Είναι αλήθεια ότι προς αντιμετώπιση του κενού αυτού είχε αποβλέψει κατά τα μέσα του 19ου αι. ο Λέων Μελάς με τον «Γεροστάθην» προβάλλοντας παραδείγματα ήθους και από τη νεώτερη, αλλά κυρίως από την αρχαία ιστορία και εξαίροντας τη σημασία του καλού δασκάλου569. Την ανάγκη αυτή συναισθάνονται και άλλοι, ορισμένα φωτισμένα μυαλά, όταν αργότερα, μετά την έξωση του Όθωνα, κλυδωνί­ ζεται η χώρα και οι ιδέες, τα πολιτικά ήθη και τα πνευματικά ιδρύματα, όπως και σήμερα, περνούν βαθιά κρίση. Ό π ο ιο ι έχουν διδάξει σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημοτικά, γυμνάσια ή πανεπιστήμια, γνωρίζουν πολύ καλά τη σημασία του καλού, του ενθουσιώδους δασκάλου, που — ανεξάρτητα ακόμη και από παιδαγωγικά συστήματα — αν έχει ήθος και πνεύμα ανώτερο, κάνει αληθινά θαύματα, αλλά γνωρίζουν επίσης πόσο λίγοι είναι οι εκπαιδευτικοί που έχουν τα προσόντα αυτά και 568. Zielinski, έ.α.. Επιλεγόμενα I. Συκουτρή, σ. 239. 569. Αέοντος Μελά, Ο Γεροστάθης ή Α ναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας, Μέρη 1-3, Αθήναι 1858, σ. Τ « ... εϋελπις ότι η δημοσΐευσΐς των θέλει ευχαριστήσει την μακαρϊαν ψυχήν του φιλοπάτριδος εκείνου ανδρός, διότι ούτω και μετά θάνατον θέλει συντελεί εις την ηθικήν και πατρικήν διάπλασιν των Ελληνοπαΐδων, τους οποίους τόσον ηγαπα και επί των οποίω ν εστήριζε τας περί ευτυχεστέρου μέλλοντος της naTpiôoc γλυκείας ελπίδας του».

252

συναίσθηση της μεγάλης αποστολής τους· που ξέρουν επίσης τα προτερήματα, αλλά και τα μεγάλα ελαττώματα, του ελληνι­ κού λαού. Ιδρύματα παρόμοια με του Pestallozzi και του Fellenberg δεν ιδρύθηκαν βέβαια, ούτε και ανδρώθηκαν ποτέ στην Ελλάδα, αλλά και τα όσα άλλα λειτούργησαν κατόπιν με άξιους παι­ δαγωγούς, δεν κατόρθωσαν σχεδόν τίποτε προς την κατεύ­ θυνση της πνευματικής και ηθικής βελτιώσεως, καθώς και της πολιτικής αγωγής των Ελλήνων, γιατί δεν υπήρξε η συνέχεια, δεν δημιουργήθηκε η παράδοση. Και αν μερικά ιδρύματα με φωτεινούς παιδαγωγούς προσπάθησαν κάτι να κάνουν, ν ’ ανοίξουν νέους δρόμους διδασκαλίας, να δημιουργήσουν σύ­ στημα με ρίζες στην παράδοση, στο έδαφος του τόπου, αυτών η λειτουργία εμποδίστηκε με κάθε τρόπο από φθονερούς ομοτέ­ χνους ή και άλλους δυσφημιστές και συκοφάντες και τελικά διακόπηκε. Η πρωτοβουλία, η δημιουργική φαντασία ορισμέ­ νων εξαίρετων πνευμάτων, η γεννήτρια κάθε προόδου, ή — έστω— και ο ζωογόνος πειραματισμός αποκηρύσσονται, φυλα­ κίζονται μέσα σε αυστηρά τυποποιημένα σιδερένια πλαίσια ή και καταδιώκονται. «Μη θίγετε τα κακώς κείμενα» έγινε αρχή και παροιμία στη νεώτερη Ελλάδα, γιατί οι περισσότεροι από νωθρότητα ή και φθόνο δεν θέλουν να φύγουν από τα παγιωμένα, από τη ρουτίνα, γιατί η κάθε μεταρρύθμιση ταράζει τα βαλτωμένα νερά, φέρνει κάποια αναταραχή και σύγχυση που τους ενοχλεί. Τέτοια προσπάθεια για αλλαγές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα με την εισαγωγή κειμένων από την πλούσια δημοτική και λογοτεχνική μας παράδοση είχε επιχειρήσει ο Αλέξανδρος Δελμούζος. Τρεις φορές δοκίμασε και τρεις φορές εμποδίστηκε, την τελευταία φορά ως καθηγητής της παιδαγωγικής στο νεοϊδρυμένο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ό ,τ ι καινούριο παρατηρείται στην Ελλάδα, έρχεται έτοιμο σαν καθυστερημέ­ νος απόηχος α π’ έξω, αφού πρώτα δοκιμαστεί εκεί με πρωτο­ βουλία των ξένων. Τα φυσικά χαρίσματα των Ελλήνων, η δημιουργική φαντασία και ο ενθουσιασμός, ιδίως στα πνευματι­

253

κά ζητήματα, εμποδίζονται ν ’ αναπτυχθούν σε υψηλά επιτεύγ­ ματα και τελικά μαραίνονται από τον ασίγαστο φθόνο των συμπατριωτών τους. Έ πειτα δεν παρατηρείται, δεν υπάρχει συνεργασία, ούτε καν ενθάρρυνση για συνεργασία πολλών ατόμων, αλ λ’ αντίθε­ τα τάση προς διάλυση, προς υπονόμευση πρωτοβουλίας, ιδίως στο παραγωγικό έργο. ' Ετσι η εκπαίδευση των νέων στην Ελ­ λάδα έμεινε σχεδόν ανεξάρτητη από μόνιμα εκπαιδευτικά συ­ στήματα και οι καρποί της διδασκαλίας εξαρτήθηκαν περισσό­ τερο από την ευσυνειδησία και την απόδοση του καλού δασκά­ λου, του διαποτισμένου από το βαθύ πνεύμα των ανθρωπιστι­ κών γραμμάτων. ' Ετσι οι ’ Ελληνες μένουν στα παραδεδομένα, στα καθιερω­ μένα, και δεν δίνεται διέξοδος εύκολα στην επινοητικότητα και στην καινοτομία που εξασφαλίζουν οικονομία και πρόοδο. ( ' Ετσι π.χ. ενώ υπάρχουν πολλές έδρες κλασσικής φιλολογίας στα πανεπιστήμιά μας, ούτε μια τουρκολογίας ή αραβολογίας ή ισλαμολογίας δεν έχει θεσμοθετηθεί σε κανένα. Και να σκεφθεί κανείς ότι επί αιώνες έχουμε κοντά μας τους λαούς του Ισλάμ, προπάντων τους Τούρκους!). Αλλά και οι μεγάλες περιπέτειες του έθνους μας μετά την απελευθέρωσή του, δεν το άφησαν απερίσπαστο για πολλά χρόνια, ώστε να καταλαγιάσουν οι συσσωρευμένοι συνεχώς στο εθνικό έδαφος πληθυσμοί, να λυθούν τα προβλήματα και να μπορέσουν έπειτα οι πολίτες ν ’ αντιμετωπίσουν συνειδητά τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά τους προς το έθνος και προς τους εαυτούς των, να σκεφθούν τί τους κληροδότησε το παρελθόν, αλλά και τί τους έφερε το πρόσφατο — με τους πολέμους και τις αναστατώσεις με τις ανάλογες βέβαια επιδρά­ σεις και επιπτώσεις — μεταβαλλόμενο και συνεχώς διαμορφούμενο παρόν. Αυτά όμως δεν δικαιολογούν και δεν πρέπει ν ’ αποτελούν ένα «άλλοθι» που δεν υπάρχει. Και όμως μέσα τα 100 πρώτα χρόνια παρουσιάστηκε στους ' Ελληνες η σπάνια στη ζωή των εθνών ευκαιρία να μεγαλουρ­ γήσουν, τόσο στον πολιτικό, όσο και στον πολιτιστικό τους

254

τομέα και να δικαιολογήσουν την αποστολή τους στον κόσμο, αλλά η διχόνοια, ο εμφύλιος πόλεμος, έφερε την πτώση, την καταστροφή. Έ χοντας υπόψη του τα παρόμοια γεγονότα του παρελθόντος ο Αλέξανδρος Πάλλης, γράφει μετά την αποτυχία του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920· « Αν δεν ήτανε (τα ελαττώματά μας τέτοια), δεν θα καταντούσαμε το πιο μεγάλο της Ευρώπης κω το πιο πολιτισμένο έθνος του κόσμου σε ένα από τα πιο μικρά και λιγότερο μορφωμένα ευρωπαϊκά έθνη, όπου ακόμα

εισάγονται νόμοι φυλακιστικοϊ της διάνοιας και όπου μέσα από της επιστήμης τα σπλάχνα ξεσπάει πισωδρομισμός αράπικου μέντρεσέ»570. Διαβάζοντας κανείς τα λόγια αυτά αναθυμάται σχεδόν τα ίδια που είχε αναφωνήσει πριν από 600 περίπου ο βυζαντινός λόγιος Θεόδωρος Ποτάμιος. Ποιά όμως είναι τα αίτια που όχι μόνο δεν μας αφήνουν — παρά τα ομολογημένα από όλους προσόντα μας— να προχωρήσουμε γοργά προς τα εμπρός, αλλά συχνά μας πισωγυρίζουν και κάποτε μπορούν να μας φέρουν στον γκρεμό;

570. (φ. 16) 253.

Αλλ. Πάλλη, Μ προυσσός, «Ο Νουμάς» (17 Α πρίλη 1921) αρ. 432

Γ ΑΝΑΣΧΕΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗ Σ Π ΡΟ Κ Ο Π Η Σ Τ Ο Υ ΕΘ Ν Ο ΥΣ

Η ανατροφή του έθνους είναι το περί ζω ής και θανάτου ζήτημα της Ελλάδος. Δημ. Βερναρδάκης

1 Α Σ Τ Α Θ Ε ΙΣ Κ Α Ι Α Ν Τ ΙΦ Α Τ ΙΚ Ε Σ Α ΡΧ Ε Σ Α Γ Ω Γ Η Σ Κ Α Ι Π Α ΙΔ Ε ΙΑ Σ ΜΕΣΑ ΣΤΗ Ν Ο ΙΚ Ο ΓΕ Ν Ε ΙΑ , ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗ Ν ΚΟΙΝ ΩΝ ΙΑ

Είναι αλήθεια ότι ο χρόνος που μας χωρίζει από την Ελληνική Επανάσταση, χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου συνέβηκαν διάφορα σοβαρά πολιτικά, τοπικά και παγκόσμια γεγονότα — οι αγώνες για την απελευθέρωση των υπόδουλων Θεσσαλών, Ηπειρωτών κ.λ., οι επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι με τις αντίστοιχες μικρές ή μεγάλες αναταραχές και καταστροφές —, δεν άφησαν τον ελληνικό λαό ελεύθερο, ώστε ν ’ αφοσιωθεί απερίσπαστα σε πολιτιστικές δραστηριότητες. Οι περιπέτειες αυτές ήταν βέβαια σπουδαία ανασχετικά αίτια για την καθυ­ στέρησή μας στην πρόοδο και για τη διάψευση των προσδο­ κιών για τη σύντομη αναγέννηση των Ελλήνων. Με το να ρίχνουμε όμως όλο το βάρος της ευθύνης αποκλειστικά και μόνο στις επιδράσεις των εξωτερικών παραγόντων δίνουμε μια μονομερή εξήγηση, που δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη την ψυχολογία και τη συμπεριφορά των Νεοελλήνων καθώς και τον βαθμό της ενοχής τους στην εξέλιξη της καταστάσεως προς την α ή β κατεύθυνση. Και αυτό είναι τώρα το πρόβλημα που πρέπει να συζητηθεί, θέμα πρωταρχικό. Και έτσι το είχε συλλάβει ορθά από πολύ νωρίς ο Κοραής, καθώς και διάφοροι ξένοι φιλέλληνες, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια: ότι στο μέλλον για την ηθική και πνευματική άνοδο του τόπου σπουδαία θα ήταν η συμβολή της νέας γενιάς και όχι των μεγαλωμένων μέσα στη σκλαβιά πατέρων τους, έστω και αν αυτοί είχαν πάρει ενεργό μέρος στους αγώνες για την απελευ­ θέρωση της χώρας. ' Ηταν βέβαια άξιοι τιμής και σεβασμού για τις θυσίες τους, αλλά, καθώς ήταν ζυμωμένοι με τις κακές

258

συνήθειες της τουρκοκρατίας, δεν θα μπορούσαν να συντελέσουν στην ηθική και πολιτική αναγέννηση του τόπου. Τις ίδιες αντιλήψεις είχε και ο Καποδίστριας. Τώρα οι νέοι πολιτικοί άνδρες, οι νομοθέτες και οι παιδαγωγοί στη γενική έννοια της λέξης, θα έπρεπε με το ίδιο προσωπικό τους παράδειγμα και με την εφαρμοζομένη εκπαι­ δευτική πολιτική να βοηθήσουν στο έργο της ανοικοδομήσεως. « Οσο αυτοί που κυβερνούν τον λαό, παρατηρούσε κάπου ο Ελβετός φιλέλληνας André-Louis Gosse, δεν θα δώσουν καλά παραδείγματα, η ηθική του δεν μπορεί παρά να διαφθείρεται, χωρίς αμφιβολία». Το ποιάς ποιότητας νέους και πολίτες μπορεί να δημιουργήσουν οι πολιτικοί και πνευματικοί ηγέτες μας το δείχνουν παραστατικά οι νέοι της αρχαίας Αθήνας και της Σπάρτης. Ας μην ξεχνούμε όμως ότι εκείνοι βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τις ανάγκες και με τα προβλήματα του λαού και του τόπου. Με την προβολή λοιπόν ιδίως του παραδείγματος, αλλά και με την εφαρμογή, όσο το δυνατόν καλύτερα, του προσφυούς προς τα καίρια γνωρίσματα του ελληνικού χαρακτήρα τρόπου ανατροφής των παιδιών και της αγωγής των νέων μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο και στην πολιτεία, θα ήταν δυνατόν να συντελεστεί η ηθική βελτίωση, και επομένως η προσπέλαση των μελλοντικών πολιτών προς τις ανώτερες βαθμίδες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του πολιτισμού. «Για τα μήλα που είναι ξινά, ποιόν πρέπει να κατηγορούμε; τα μήλα (τα παιδιά) ή τη μηλιά (τους γονείς), αποφαίνεται συμβολικά ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Πώς όμως είναι δυνατόν ν ’ ασκηθούν τα παιδιά και οι νέοι με το ζωντανό παράδειγμα, όταν καθημερινά μέσα στην οικογένεια571, μέσα στο ίδιο το κύτταρο της κοινωνίας, έχουν 571. «Επάνω από κάθε πίστη βάζουν το συμφέρον (οι Π ελοποννήσιοι) και αυτό το πρώτο που διδάσκεται ο γιος από τον πατέρα», έγραφε ο Βενετός προνοητής της χώρας Francesco Grim ani σε έκθεσή του στις 8 Οκτωβρίου 1701. (Σπ. Λάμπρου. Εκθέσεις των Βενετών προνοητώ ν της Π ελοποννήσου εκ των εν Βενετίς αρχείω ν εκδιδόμεναι, ΔΙΕΕ 5 (1896-1900) 455-456).

259

εμπρός στα μάτια τους — από τη στιγμή που θα εκτεθούν στο φως της ζωής οι άγραφες πλάκες της ψυχής τους— άλλα κακά πρότυπα, άλλες αρχές που προβάλλονται συνεχώς· όταν ακούουν τις φράσεις «κάθησε φρόνιμα!», «εσύ θα σιάξεις ή θ ’ αλλάξεις το ρωμαίϊκο;», και άλλες αντίστοιχες εκφράσεις, όπως το «δεν βαριέσαι», το «δεν πειράζει», ο «δεμπειρασμός», όπως τον είχε ονομάσει πριν από 80 και πλέον χρόνια ο Γάλλος νεοελληνι­ στής και γλωσσολόγος Hubert Pemot, καθώς και άλλες παρόμοιες που δείχνουν ότι δεν είμαστε ευαίσθητοι στο κάθε τι σφαλερό, που γίνεται δίπλα μας, από το πιο ασήμαντο ως το αρκετά σοβαρό, και οι οποίες αποτελούν τον συνηθισμένο κώδικα της στάσης των Νεοελλήνων απέναντι σε δύσκολα και οχληρά προβλήματα572; Κοντά σ ’ αυτές τις εκφράσεις θα μπορούσαν να προστεθούν και πολλές άλλες, ώσπου να συμπληρωθεί ο κώδικας. Αυτή είναι η ατμόσφαιρα που περι­ βάλλει τα παιδιά μας, τους νέους, αυτός είναι ο κόσμος των ιδεών μας και τα σύγχρονα «χρυσά έπη!», τα αντίστοιχα προς το «μηδέν άγαν», «γνώθι σαυτόν» κ.λ.! Έ τσ ι η ορθή αγωγή μένει η μεγάλη απούσα στην Ελλάδα. «Μεγάλη άγνωστη και πριν και νυν και αεί, γράφει και ο Π. Παλαιολόγος σε σύντομο χρονογράφημά του. Από τα άνθη που δεν ευδοκιμούν στον βράχο μας. Υπάρχει εδώ κι ’ εκεί ατομική αγωγή. Η αγωγή όμως, σύνολο καθώς είναι, δεν νοείται σα μονάδα »573. Είναι αλήθεια ότι οι γονείς, φοβισμένοι από όσα βλέπουν γύρω τους, βρίσκονται σε πολυ δύσκολη θέση, σε δίλημμα, και διερωτώνται ποιά αγωγή να δώσουν στα παιδιά τους, ποιόν δρόμο να τους δείξουν (πανάρχαιο ουσιαστικό δίλημμα με κατά καιρούς διαφορετική ένταση), τον δρόμο της κοπιαστικής Αρετής ή τον εύκολο της Κακίας, κατά τον αρχαίο μύθο, όταν μάλιστα βλέπουν, όπως έλεγε ο Ιωσήφ Βρυένιος στις μέρες της καταπτώσεως του Βυζαντίου ότι «μάλλον τιμώνται οι αισχρώς 572. Βλ. σχετικά με τις παρόμοιες εκφράσεις του Ξανθΐα, Ο ' Ελληνας σ. 132-139. 573. Εφημ. «Βήμα», 2 Α πριλίου 1978.

260

άρτι ζώντες, ή οι τη αρετή συζεϊν δια βίου πειρώμενοι»ίη*\ Και αυτά

τα προβλήματα τα γ ν ^ ϊζ ο υ ν οι νέοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, και κάποτε μυκτηρίζουν τους ευγενικούς στό­ χους του σχολείου. Μήπως η σύγχρονη παιδεία δεν τα βοηθεϊ σ ’ ένα κόσμο, όπου οι αιώνιες αξίες κλονίζονται συθέμελα; Τον προβληματισμό για την αγωγή των παιδιών του μου πρόβαλε διευθυντής ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος μέσα στις στενοχώριες που τον κύκλωναν. Αλήθεια τί κάναμε ως τώρα έξω από την οικογένεια, μέσα στο σχολείο, για την αυτογνωσία μας; Το σχολείο δεν μας συνήθισε γενικά στην έρευνα, αλλά και σε τέτοιου είδους προβληματισμό και σε σκληρή κριτική του εαυτού μας μαζί. ' Ο,τι μας δίνει συνήθως είναι έτοιμες γνώσεις, έτοιμο καλομαγειρεμένο ή κακομαγειρεμένο φαγητό, χωρίς έλεγχο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Σχολεία όμως καλά σημαίνει δάσκαλοι καλοί, πρότυπα, δηλαδή ολοκληρωμένες ηθικά και πνευματικά προσωπικότη­ τες, που προωθούν την ηθική τελείωση όχι μόνο με τη διδαχή, αλλά και με το ζωντανό παράδειγμά τους μέσα στη μικρή και μεγάλη κοινότητα, ,μέσα στην εργασία. Και τέτοιες προσωπι­ κότητες είναι λίγες παντού, από το δημοτικό ως το πανεπιστή­ μιο- και πολύ λιγότερες μέσα στους οξείς αγώνες της κοινωνίας. Ποιά όμως είναι τα πρώτα και κύρια γνωρίσματα που χαρακτη­ ρίζουν τις προσωπικότητες αυτές; Τί αναζητούμε και τί βρί­ σκουμε σ ’ αυτές ως μέγιστα προσόντα τους; Δεν νομίζω ότι πέφτουμε έξω αν καθορίσουμε ότι αυτά είναι η αγάπη της

574. Βρυεννΐου, Τ α παραλειπόμενα, 3 σ. 238. Π ρβλ. τα ίδια λόγια σε σύγχρονο παιδαγωγό. «Μα πώς να καταπολεμήσουμε τα ελαττώματά μας, γράφει ο Ιω. Ξηροτύρης, αφού ένας ολόκληρος λαός έχει στο στόμα του τον έπαινο για κείνον που τα «καταφέρνει» ν ’ αποφεύγει τις υποχρεώσεις του; Χαιρόμαστε τον «έξυπνο», δηλαδή τον «καταφερτζή», μια λέξη που από έννοια ντροπής κατάντησε, δυστυχώς, έπαινος στο στόμα των πολλών. Έ χ ο υ ν και οι λέξεις τη ν ιστορία τους και η εκάστοτε σημασία τους δείχνει την ηθική στάθμη της κοινωνίας» (Ξηροτύρη, Η καταπολέμηση των ελαττωμάτων μας, έ.α., σ. 201. Π ρβλ. και σ. 207).

261

ελευθερίας του σώματος και της ψυχής και προπάντων ο πόθος για δικαιοσύνη, ο οποίος κατατρώγει τα σωθικά του ανθρώπου από την εμφάνισή του στο προσκήνιο της Ιστορίας, ο πόθος για κοινωνική δικαιοσύνη.

2 Υ Π Ε Ρ Ε Γ Ω ΙΣ Μ Ο Σ , Φ Θ Ο Ν Ο Σ, Φ ΙΛ Ο Κ Α Τ Η Γ Ο Ρ ΙΑ Κ Α Ι Σ Υ Κ Ο Φ Α Ν Τ ΙΑ

1. Αλλά τϊ είναι η κοινωνική δικαιοσύνη; Ο Σόλων έδωσε την πιο σωστή απάντηση: «ει ομοίως αγανακτοϊεν οι μη αδικούμενοι τοις αδικουμένοις» (αν αυτοί που δεν αδικούνται αγανακτούν το ίδιο με αυτούς που αδικούνται ), δηλαδή αν πάψουν να υπάρχουν οι αδιάφοροι, οι Πόντιοι Πιλάτοι, εμπρός στις αδικίες που πάσχουν οι διπλανοί μας575. Παράβαλε επίσης και του Πυθαγόρα: αυτοί που δεν τιμωρούν τους φαύλους, είναι σαν να επιθυμούν να κατατρέχονται και να αδικούνται οι τίμιοι, οι αγαθοί576. Τα καταπιεστικά συστήματα, από οποιαδήποτε πλευρά και αν προέρχονται, είναι αποκρουστικά και τα απεχθάνονται οι άνθρωποι. Αναζητούν μορφές ανθρώπινες, τον ήλιο της δικαιοσύνης και της καλοσύνης. Η δικαιοσύνη όμως ως επιταγή παρερμηνεύεται και εφαρ­ μόζεται συχνά στενά, μεροληπτικά, μονο για ό,τι αφορά το συμφέρον του ατόμου, της οικογένειας, ή της επαγγελματικής ή κοινωνικής ομάδας. Δεν λείπουν βέβαια και τα εκλεκτά πνεύματα, έστω και λίγα, που αισθάνονται έντονα μέσα τους την ηθική επιταγή για δικαιοσύνη και τον φόβο μήπως κά­ νοντας κάτι διαπράξουν αδικία' μερικοί μάλιστα φθάνουν ως το πλατωνικό «ελοίμην αν αδικείσθαι ή αδικείν», στο προμήνυμα 575. Τα ίδια περίπου λέγει και ο Μένανδρος: «Αν καθένας από μας με προθυμία πολεμούσε εκείνον που αδικεί, θεωρώντας ότι είναι δίκιά του κάήε αδικία που γίνεται, κΓ όλοι οι πολίτες συνεργάζονταν μεταξύ τους στενά, ποτέ δεν θα πλήθαιναν οι κακοί» (Ανθ. Στοβ. Μ Γ ', 30). 576. Βλ. και άλλες παρόμοιες γνώμες στου Φάνη Κακριδή, Π ροεκλογι­ κό, «Πώς αν ά ρ ισ τ’ οικοίντο πόλεις», «Βήμα» 3 Ο κτωβρίου 1977. Πρβλ. και Σμοκοβΐτη. Εντός και εκτός ..... σ. 65-71.

263

του μελλοντικού, του χριστιανικού κηρύγματος. Στον σύγχρο­ νο όμως κόσμο, όπως και πάντοτε, φαίνεται, εφαρμόζεται η ρήση μόνο κατά το δεύτερο σκέλος της, με την προτίμηση της βίας και της απανθρωπίας ως μέσου πειθούς και επιβολής, ο νόμος της ζούγκλας, όπως κοινώς ομολογείται. Ο αδικούμενος έχει πολλές φορές την αίσθηση ότι ζει μέσα σε εχθρικό στρατόπεδο. Οι υποκριτικοί φανατικοί οπαδοί της ελευθερίας είτε είναι πολίτες του ανατολικού ή του δυτικού κόσμου, την πίστη τους αυτή τη διακηρύσσουν μόνον για προκάλυμμα ιδιοτελών ατομικών ή ομαδικών σκοπών και συμφερόντων και για εξόντωση επικίνδυνων ανταγωνιστών και αγνοούν συνήθως ή θέλουν ν ’ αγνοούν ότι ο γνήσιος αγώνας για τη δημοκρατία και την ελευθερία έχει εσώτατη την προέλευσή του και σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο και πέρ’ α π ’ αυτό που διακηρύσσουν υποκριτικά: σημαίνει αγώνας για δικαιοσύνη, για αξιοκρατία και για ανθρωπιά και όχι για κομματικοποίηση, για να ψαρεύουν στα ταραγμένα και θολά νερά της με τις συγκεκριμένες ύπουλες επιδιώξεις τους, για τις οποίες κινούν έντεχνα ομάδες ή δυνάμεις πιέσεως. Αυτοί απογοητεύουν τους πολλούς, ιδίως τους ευαίσθητους νέους, ώστε να υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει ούτε ιδεολογία ούτε τιμιότητα ούτε και ανθρωπιά. Και ο κακώς νοούμενος ατομισμός577, ο εγωισμός, ήταν και παραμένει το βασικό ελάττωμα των Ελλήνων με καταστρεπτικές επιπτώσεις στη χώρα, ιδίως μάλιστα όταν οι κυβερνήτες κυριαρχούνται α π ’ αυτόν. Και ο Λυκούργος ορθά είχε εντοπίσει τη ρίζα του κακού ή μάλλον των κακών στον εγωισμό και, όπως λέγει ο Πλούταρχος, επιθυμούσε ιιε τους νόμους του να μη δημιουργήσει πολίτες εγωιστές, αλ λ’ αληθινούς φίλους της πατρίδας578. Ο έντονος εγωισμός, τρέφει την φιλοπρωτία του ' Ελληνα, η οποία τον φέρνει «στην εγωπάθεια, στην πέρα του πρεπούμε­ 577. Για τον κακό ατομισμό και τις θανάσιμες επιδράσεις του στη ζωή του ανθρώπου και του κοινωνικού συνόλου βλ. ·1ω. Ν. Ξηροτύρη. Ε πίκαιρα κοινω νικά προβλήματα. Θ εσσαλονίκη 1965, σ. 7 κ.ε. 578. Μελά, Γεροστάθης, σ. 63.

264

νου και δημιουργικού εγώ μορφή που οδηγεί στην ανυπακοή στον κοινό νόμο και στους γενικούς σκοπούς της πολιτείας. Το ανυπότακτο σε κάθε είδος πειθαρχίας, η περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος, η αρρωστημένη διόγκωση της ατομικότη­ τας σπρώχνουν σχεδόν τον κάθε ' Ελληνα να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο μέσα στους άλλους»579. 2. Ο συνυφασμένος με τον υπερτροφικό εγωισμό φθόνος και η κακία κάνει τον Έ λληνα φιλοκατήγορο, ιδίως τον μορφωμένο ή επιστήμονα ομότεχνο, πολιτικό, στρατιωτικό, να μη παραδέχεται αξία στους άλλους580 και να παραμερίζει τους ικανούς που επισκιάζουν ή μπορούν να επισκιάσουν την άνετη προβολή του. Τα ίδια ακριβώς συνέβαιναν και στη ρωμαϊκή εποχή. «Ακόμη υπάρχουνε, παρατηρεί ο Ρωμαίος συγκλητικός Μενένιος ' Απιος, ποιητές και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασέ τους και πες μου αν άκουσες κανέναν α π ' αυτούς ποτέ να επαινεί τον ομότεχνό του. Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους των άλλων ο Έ λληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όμως τον ψόγο και γΓ αυτόν βρίσκει πάντα καιρό»581. Συχνά ο Έ λληνας φθονεί τον διπλανό του χωρίς να υπάρχει καν αιτία, ανταγωνισμός ή προστριβή. Δένεται η γλώσσα του, όταν πρόκειται να επαινέσει έναν επιφανή, αναγνωρισμένο ομοεθνή του, «τα μασάει», όπως λέγει εύστοχα ο λαός. Λες και θίγεται το άτομό του, η προσωπικότητά του. Του κακοφαίνεται όταν ακούει να λένε κάτι καλό για κάποιον άλλον. Είναι πάντοτε ο αντίπαλος του άλλου, συνήθως του έντιμου και καλού (πρβλ. και παράδειγμα του αγροίκου που ψηφίζει τον εξοστρακισμό του Αριστείδη). Τον πνίγει το άγχος, το ενδόμυχο και αυτονόητο βέβαια μέτρο συγκρίσεως, αλ λ’ ανόητο και ακατανόητο πλέγμα κατωτερότητας, λες και θα ήθελε να είναι παντού και πάντοτε αυτός πρώτος, να είναι ο 579. Ξηροτήρη. Η καταπολέμηση των ελαττωμάτων μας, σ. 207. 580. Βλ. επιστολή, αληθινό λΐβελλο του Δανιήλ Φ ιλιππίδη προς Barbié du Bocage εναντίον Α. Γαζή (Cioranescu. Correspondance, σ. 39-40). 581. Τσάτσου. έ.α.. σ. 1474.

265

δακτυλοδεικτούμενος. Δεν συγχαίρει με την καρδιά του για την επιτυχία του άλλου- συλλυπείται όμως πρόθυμα για μια ατυχία ή αποτυχία του. Είναι αυτό ακριβώς που έλεγε ο Σωκράτης πριν από 2.500 χρόνια: «ότι πολλοί ούτως προς τινας έχουσιν, ώστε κακώς μεν πράττοντας μη δύνασθαι περιοράν, αλλά βοηθείν ατυχούσιν, ευτυχούντων δε λυπείσθαι». Αυτά όμως δεν συμβαί­ νουν στους φρόνιμους ανθρώπους, αλλά πάντοτε στους ηλιθίους582. Και από τέτοιους ηλιθίους η Ελλάδα είναι γεμάτη. Πάλι θ ’ αναφερθώ σε μια εύστοχη παρατήρηση του Π. Παλαιολόγου, στο χρονογράφημά του «Ο πλησίον; νά ο εχθρός!» (Εφημ. «Βήμα», 6-4-1978): «Το αγαπήσωμεν αλλήλους στην ελληνική του απόδοση γίνεται μισήσωμεν, πολεμήσωμεν, φθονήσωμεν αλλήλους. Ακόμη και όταν προσκυνούμε τον ίδιο θεό ή ανήκουμε κοινωνικά και πολιτικά στην ίδια παράταξη, σκάβου­ με τον λάκκο του ομοϊδεάτη με περισσότερο ζήλο παρόσο τον τάφο του αντιπάλου. Ο πλησίον, νά ο εχθρός!». Με καυστικό χιούμορ συμπληρώνει ο Νίκος Δήμου: «Στη χώρα του Εγώ το Εσύ είναι υπό διωγμόν. Ά ρ α και το Εγώ (μια και όλα τα Εσύ είναι και Εγώ,...). Αρα οι πάντες ... Έ τσ ι, αιώνες τώρα, κλείνουμε ο ένας τον δρόμο του άλλου. Στην προσπάθειά μας να μην προηγείται κανείς μένουμε όλοι στάσιμοι. Μόνο σε κάτι πολέμους τα ξεχνάμε...»583, ή, όπως έγραφε ο Μαυροκορδάτος: τα πάθη των Ελλήνων δεν είναι μόνιμα, αλλά καταπραΟνονται και εξαφανίζονται, μόλις πλησιάσει ο εχθρός ή -μόλις γίνει λόγος για τις προετοιμασίες του584. Αλλιώς το ανθρωποκυνη­ γητό κάνει θραύση στον τόπο μας, συνεχές και ακατάπαυστο. Bellum omnium contra omnes! 582.Ξί:νοώντος, Α πομν., I ll, 8. 583. Ν. Δήμου, Οι Έ λ λ η ν ε ς, Αθήνα 1981, σ. 17, Πρβλ. και τα χαριτωμένα του Π. Παλαιολόγου, Α νήσυχα νιάτα, Αθήνα ά.έ., σ. 53' «θέλουμε τον εχθρό, για να λησμονήσουμε τις κακίες και τα πάθη μας, για να εκβάλουμε απο τον τόπο μας την ' Εριδα και τη Διχόνοια, για να δώσουμε σε συμφιλίωση τα χέρια. Δ ό σ ’ μου εχθρόν και γην κινήσω». Α νάλυση του φθόνου βλ. στου /ωάν. Κ. Ξηροτήρη, Έ ν α πάθος μας, ο φθόνος, Θ εσσαλονίκη 1981. 584. Prokesch-Osten. Geschichte Griechenlands. I σ. 348-350.

266

Πολύ εύστοχα χαρακτήρισε ο Κοραής τον φθόνο «έλκος της ψυχής», τον φθόνο που υπάρχει «εν υπνώσει» στην ψυχή κάθε ανθρώπου, αλλά που δαμάζεται από τον δυνατό και πολιτισμένο χαρακτήρα. Στον ' Ελληνα όμως ο φθόνος, γέννη­ μα του παθολογικού και τραυματισμένου εγωισμού του, ο αδιάντροπος «ελληνικός» φθόνος, παρουσιάζεται με ξεχωριστή ένταση και κάποτε προξενεί φρικιαστικές ζημιές και καταστρο­ φές όχι μόνο στα φθονούμενα άτομα, αλλά και σε ολόκληρο τον τόπο μας. Σαν σύγχρονες ακούονται οι κρίσεις του Απΐου: «Ο εγωκεντρισμός αφαιρεϊ από τον ' Ελληνα τη δυνατότητα να είναι δίκαιος. Και αυτό εννοούσα λέγοντας πως ο Έ λληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του- το πάθος του εγωισμού τον εμποδίζει να ασχολείται με τον άλλον, να συνεργάζεται μαζί του. Και φυσικά από την έλλειψη τούτη της αλληλεγγύης ματαιώνονται στις ελληνικές κοινωνίες οι κοινές προσπάθειες. Η δράση του ' Ελληνα κατακερματίζεται σε ατομικές ενέργειες, που συχνά αλληλοεξουδετερώνονται και συγκρούονται. Κάποτε και τους νεκρούς ακόμα, όπου θάλεγε κανείς πως ο φθόνος δεν χωρεί, τους αφήνουν ατίμητους οι Έ λληνες, γιατί δεν βρί­ σκουν μέσα τους τη διάθεση να θυσιάσουν κάτι από τον νου και την καρδιά τους για ένα τέτοιο έργο δικαιοσύνης. Μόνον ο ηδονισμός του μίσους μπορεί να τους κάνει τυμβωρύχους. Το εγώ — το τρομερό αυτό εγώ— το πάντα γυρισμένο προς τον εαυτό του, για να υψωθεί, ταπεινώνει και τους νεκρούς και εκδικείται ακόμη και για την περασμένη τους δόξα»585. 3. Πώς να ευοδωθεί έπειτα μέσα σε τέτοια ασφυκτικά εξωθεσμικά πλαίσια μια αξιόλογη προσπάθεια συνεργασίας και συντονισμού για την εκτέλεση ενός προγράμματος; Πώς να δημιουργηθεί η παράδοση, η συνέχεια; Έ τσ ι εξηγείται πως πολιτικοί άνδρες κινούμενοι από φθόνο ή και τυφλό κομματι­ σμό θυσιάζουν άριστους υπαλλήλους586 ή τους παρεμβάλλουν

585. Τσάτσου. έ.α. 655 (1954) 1474-1475. 586. Βλ. γνώμη Κ. Αμάντου, στου Δραγούμη. Απομν., I σ. ιδ".

267

προσκόμματα ή τους κυνηγούν μέχρις εξοντώσεως, ώστε εύλογα αυτοί, γενικεύοντας και ταυτίζοντας τη σκληρότητα των προσώπων με την αρχή της εξουσίας, να μιλούν για έλλειψη στοργής του κράτους απέναντι τους. Απαλλαγμένοι από τα ίδια πάθη, κυρίως από τον φθόνο με βίαιη και άδικη συμπεριφορά, δεν είναι μόνον οι πολιτικοί, αλλά και οι λόγιοι ή οι επιστήμονες προς άξιους συναδέλφους των. Η ιστορία μας παρουσιάζει πάμπολλα παραδείγματα καταδιώξεων μεγάλων επιστημόνων από φθονερούς συναδέλφους των587. Δεν έχει παρά να ρίξει κανείς μια ματιά στα «Απομνημονεύματα» του Ε. Παπανούτσου, που δημοσιεύτηκαν τελευταία, για να ιδεί αξιοθρήνητες περιπτώσεις συκοφαντιών και χαφιεδισμού πνευ­ ματικών — δυστυχώς!— ανθρώπων σε βάρος του. Χαρακτηρι­ στικές επίσης παρόμοιες σκηνές σε δημόσιες υπηρεσίες μπορεί να παρακολουθήσει κανείς σε δυο διηγήματα του Αλέκου Δαμιανίδη και του Νίκου Παπασπύρου (περιοδ. «Διαγώνιος», 10 (Ιαν.- Απρίλιος 1982) σελ. 38-43 και 49-53. Σ ’ αυτά θα ιδεί πως ανάξιοι προϊστάμενοι ευνοούν το κλίμα του χαφιεδισμού και πως μεταβάλλουν τις υπηρεσίες τους σε ελεεινές σφηκο­ φωλιές που δύσκολα διαλύονται. Έ τ σ ι εξηγείται, όπως θα ιδούμε σε παρακάτω κεφάλαια, και ο φθόνος ανίκανων και ανα­ ξιοπρεπών — προωθημένων από πολιτικούς— διευθυντών ιδρυ­ μάτων προς ικανούς υπαλλήλους ή συνεργάτες. Ο μόνος σκο­ πός τους είναι να τους μειώσουν, να τους εξευτελίσουν, να τους εξοντώσουν, για να διατηρήσουν την επιβολή τους. Οι περισ­ σότεροι ' Ελληνες δεν-ΐχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει την κα­ ταστρεπτική δύναμη του «ελληνικού φθόνου». Γενικά, όπως είδαμε ως τώρα, μια μειοψηφία από κάθε επαγγελματική ομάδα ή τάξη σώζει το γόητρο και το όνομα του τόπου και του έθνους, μειοψηφία την οποία ο λογοτέχνης Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος την καθόριζε στο 10% — αν είναι, πρόσθετε. Και αγανακτισμένος ρωτούσε: «ως πότε αυτό το μικρό ποσοστό, που συχνότατα είναι παραγνωρισμένο και κατατρεγμένο, θα 587. Βλ. Ξηροτύρη, ο φθόνος, σ. 8-9.

268

έχει τη δύναμη και την αντοχή να μας βγάζει ασπροπρόσωπους και να μας σώζει;»588. Και πρόσφατα νέος επιστήμονας συμφω­ νεί· «Μια μειονότητα άξιων στηρίζει το κοινωνικό οικοδόμημα μέσα στο οποίο λαθροβιούν οι πολλοί. Στην παιδεία, στις δημόσιες υπηρεσίες, στα διάφορα ιδρύματα οι λίγοι διασκεδά­ ζουν την κακή εντύπωση που δημιουργεί η πλειονότητα, συγκροτούν όσο γίνεται την αγανάκτηση του κοινού, «καμου­ φλάρουν» τις αδυναμίες που δημιουργεί η νοοτροπία, η κατάρτιση, η τακτική μιας νωχελικής ή διαβρωμένης πλειονό­ τητας»589. Θυμούμαι ένα γηραιό καθηγητή μου της κλασσικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο που έλεγε: «λίγοι είναι οι ακραιφνώς καλοί, λίγοι οι γνήσιοι κακοί και οι άλλοι, οι πολλοί (οι οπαδοί του «τί με μέλει» ή του «τί μ ’ ενδιαφέρει», είναι οι αδιάφοροι, οι Πόντιοι Πιλάτοι. Και αυτούς τους λίγους, τους εκλεκτούς, τις μονάδες που δεν λείπουν και οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση με τους ευτελείς, που ρέπουν προς την υποκρισία, την ψευτιά, τη ραδιουργία, την πονηριά κ.λ., τους αναγνωρίζουν οι καλοπροαίρετοι δικοί μας και ξένοι παρατηρητές. Είναι λοιπόν ζήτημα τύχης (εδώ ισχύει απόλυτα το δημοσθενικό «και τύχης δείσθαι λαμπράς»), αν θα βρεθείς εμπρός στους λίγους καλούς ανθρώπους, ή στους κακούς ανασφαλείς, ματαιόδοξους και σαδιστές, που αποφασίζουν για ένα ζήτημά σου ή για το μέλλον σου ή και ακόμη για την τύχη σου και προχωρούν ασυνείδητα, αδίστακτα και αδιάντροπα προς την αδικία, ακόμη και σε βαθμό κακουργήματος. Είναι ζήτημα τύχης επίσης, αν θα πέσεις στη δικαιοδοσία και στην εξουσία ενός Πρωτέα, ενός Ιάγου μηχανορράφου, ενός Φαρι­ σαίου ή και Ιησουίτη υποκριτή («έξωθεν μεν φαίνεσθε τοις ανθρώποις δίκαιοι, έσωθεν δε μεστοί εστέ υποκρίσεως και ανομίας», Ματθ. 23, 28), που αφού πια έχουν ανεβεί τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας — και συχνά έχουν αναρριχηθεί με 588. Ε ρήμην των Ε λλήνων, έκδ. Β '. σ. 63. 589. Σμοκοβίτη. Εντός και εκτός..., σ. 112-113.

269

διάφορους πλάγιους τρόπους ή μέσα σε ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις— αποκαλύπτουν άφοβα έπειτα το αληθινό τους πρόσωπο. Αλίμονο τότε αν κάποιος ισότιμος, προπάντων όμως κατώτερος ιεραρχικά, αλλά αξιοπρεπής, έντιμος και ικανός, βρεθεί κοντά τους! Μοναδικός σκοπός του η εξόντωσή του με ένα άγριο επιμελημένο κυνηγητό. «Ο φθονερός δεν εκτιμά τις δυνατότητες που του προσφέρθηκαν για να κάνει κάτι, κ ι’ αρνιέται ακριβώς στους άλλους ό,τι δεν του αρνήθηκαν»590. Αφού τακτοποιήθηκαν οι ίδιοι και στρογγυλοκάθησαν στις θέσεις, οι ανάξιοι και ανασφαλείς, ακόμη και τώρα, γίνονται λιοντάρια εναντίον των ικανών και καταχρώμενοι τη δύναμη του αξιώματος τους τους βλάπτουν όσο και όπως μπορούν. ' Ενας Ιάγος, αν ανεβεί, είναι ικανός με τις συκοφαντίες του, με τις μηχανορραφίες να υποσκάψει τη ζωή μιας ολόκληρης υπηρεσίας, ενός γραφείου, ενός εργαστηρίου ή και μιας ολόκληρης πανεπιστημιακής σχολής, χάρη στις μεταμορφώ­ σεις του τις απόλυτα πειστικές και στην αδιαφορία των Πόντιων Πιλάτων. Αυτή είναι η βαθύτερη σημασία του «αρχή άνδρα δείκνυσι». Αυτός ο υπερεγωισμός του ' Ελληνα, αυτή η υπερφροντίδα μόνο για το άτομό του, αυτό το άγχος για την καλοπέρασή του γίνεται συνήθεια, που καθορίζει τον τρόπο της συμπεριφοράς, τον τρόπο της ζωής του, ώστε να εκδηλώνεται παντού, ακόμη και σε επουσιώδη ζητήματα, σε μικροπράγματα, όπως π.χ. στη σπουδή να μπει πρώτος στο λεωφορείο, προσπερνώντας ή σπρώχνοντας τους άλλους, για να εξασφαλίσει θέση για τον εαυτό του. Αρχιθαλαμηπόλος τουριστικού ατμοπλοίου μου έλεγε ότι κατά την απόβαση των επιβατών σε κάποιο λιμάνι της Μεσογείου, 400 ξένοι δεν είχαν γίνει αντιληπτοί, πώς και πότε κατέβηκαν, ενώ 150 Έ λληνες είχαν δημιουργήσει προ­ βλήματα. Γ ενικά παρουσιαζόμαστε εγωιστές, απείθαρχοι, ανορ­ γάνωτοι και ανερμάτιστοι.

590. Ξηροτύρη. Ο φθόνος, σ. 6.

270

Ανυπαρξία πνεύματος του συνόλου και του γενικού συμφέ­ ροντος. Επικράτηση του εγώ και του μερικού συμφέροντος (πρβλ. και το κωμικό με υψωμένο τον δείχτη «ξέρεις ποιός είμαι εγώ!», «θα σου δείξω εγώ!»). To homo homini lupus, έχει πλήρη την εφαρμογή του στον τόπο μας. Έ τσ ι εξηγείται η εγωλατρεία, η προσωπολατρεία στην Ελλάδα και η δημιουργία πολλών κομμάτων προσωποπαγών591. Τον εχθρό πρέπει να τον αναζητήσουμε στο εγώ μας, στον εαυτό μας. Αυτός είναι ο πιο επικίνδυνος. Αυτόν πρέπει να φοβόμαστε. Αν δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι στο σύνολό μας, πώς είναι δυνατόν ν ’ αλλάξει η κοινωνία μας και το κράτος; Είναι ανάγκη βαθύτατη να το καταλάβουμε αυτό καλά και να σταθούμε με εμπιστοσύνη, φιλία και αγάπη απέναντι των συνανθρώπων μας. Σχεδόν την ίδια εικόνα της εγωπάθειας των Ελλήνων σχηματίζουμε διαβάζοντας κατάπληκτοι τα όσα επίκαιρα έγρα­ φε τον Ιο αι. μ.Χ. ο Μενένιος Ά π ιος· «Το ανυπόταχτο σε κάθε πειθαρχία, η περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος, η αρρωστημένη διόγκωση της ατομικότητας, σπρώχνουν σχεδόν τον κάθε ' Ελληνα να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο μέσα στους άλλους ... και δεν αμφιβάλλει πως πορεύεται πρώτος στον δρόμο τον σωστό. Ταλαιπωρεί από αιώνες την ελληνική ζωή η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του Έ λληνα στην προσωπική του γνώμη και στις προσωπικές του δυνατότητες592.

591. Βλ. Marc Marceau. La Grèce des colonels, Paris 1967, σ. 163. Π ρβλ. και παρατηρήσεις θεοτοκά, Προβλήματα του καιρού μας, σ. 48-49. 592. Τσάτσου. έ.α., τευχ. 656 (15-11-1954) 1543.

3 Η Η Δ Ο Ν Η Τ Η Σ Π ΡΟ Β Ο Λ Η Σ Κ ΑΙ Η Μ Α Τ Α ΙΟ Δ Ο Ξ ΙΑ

1. Με τον εγωισμό του, όπως βλέπουμε, συνδέεται η ανυ­ πόφορη οίηση και η επιμονή του ' Ελληνα στη γνώμη του για οποιοδήποτε θέμα, έστω και αν γΓ αυτό δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις ή εμπειρίες. Γιατί το κάνει αυτό; Είναι η βαθύτερη επιθυμία να προβάλει το εγώ του, να μη φανεί κατώτερος από τον συνομιλητή του, να πει κάτι, έστω αόριστο και αστήρικτο, η άμιλλα προς τον διπλανό του, η κακή όμως άμιλλα. Γιατί, όπου υπάρχει άμιλλα υπάρχει και νίκη, για την οποία χαίρεται ιδιαίτερα ο Έ λληνας, όπως έγραφε ο Αριστοτέλης στη «Ρητορική» του. «Ό π ου γαρ άμιλλα, ενταύθα και νίκη εστίν, διο και η δικανική και η εριστική ηδεία τοις ειθισμένοις και δυναμένοις. και τιμή και ευδοξία των ηδίστων δια το γίγνεσθαι φαντασίαν εκάστφ ότι τοιούτος οίος ο σπουδαίος, και μάλλον όταν φώσιν ους οίεται αληθεύειν»593. Ακόμη και σήμερα ο ' Ελληνας παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με ηδονή, θα έλεγε κανείς, τους δικαστικούς αγώνες — και σ ’ αυτήν την Τηλεόραση. Η ευγενής άμιλλα τον οδηγεί σε πράξεις, για τις οποίες νιώθει βέβαια περηφάνεια. Ό τα ν όμως η άμιλλα περνά τα όρια του φυσιολογικού, τότε γίνεται αυτοσκοπός- θέλει ο υπερτρο­ φικά εγωιστής να προβληθεί παντού, με μέσα, με γνωριμίες ισχυρών προσώπων και με κάθε άλλο τρόπο· γιγαντώνεται η φιλοδοξία του για θόρυβο, για αυτοπροβολή, για «δόξα και γροθιές», όπως έλεγε παραστατικά ο Ψυχάρης χαρακτηρίζοντας ειλικρινά και τον ίδιο τον εαυτό του. Στους σεμνούς και 593. Αριστοτέλους. Ά π α ν τα , έκδ. Bekker, τ. 2 σ. 1271, Α, 12, 6-10.

272

συγκροτημένους η ματαιοδοξία τους είναι ολιγαρκής: είναι ευχαριστημένοι, αν προσφέρουν τις γνώσεις και τη συνδρομή τους στη λύση ενός προβλήματος και αν κάπου μνημονευθεϊ το όνομά τους για την προσφορά οποιοσδήποτε υπηρεσίας στην πατρίδα τους, υπηρεσίας στρατιωτικής, πολιτικής ή πολιτιστι­ κής. Κινημένος από τη ματαιοδοξία της προβολής ο φθόνος γίνεται σφοδρότερος και οξύτερος ανάμεσα στους καλλιτέχνες και λογοτέχνες, στις υψηλές σφαίρες της Τέχνης και του Πνεύματος, εκεί όπου πλάθεται ο πολιτισμός ενός λαού, ενός έθνους. Το πάθος, είτε πολιτικό είτε θρησκευτικό είτε καθαρά πνευματικό, είναι δυνατότερο από το πνεύμα, και από την αίσθηση του καλού, κυριαρχεί μέσα στην ψυχή του δημιουργού, την αναταράσσει, του αλλοιώνει την αντικειμενική εικόνα και τον σπρώχνει ορμητικά, όσο το πάθος είναι σφοδρότερο, προς το πνευματικό έγκλημα. Η δύναμη του πνεύματος δεν επιδρά πάντοτε στη δύναμη της βουλήσεως594. Γενικά η φιλοδοξία για την πρώτη θέση, για τις τιμές και τις διακρίσεις μεθά, παραλογίζει και παραστρατίζει τον ' Ελλη­ να. Λυπάται κανείς βαθιά όταν βλέπει πόσο η επιθυμία αυτή ταπεινώνει και άξιους ακόμη ανθρώπους των Επιστημών, των Γραμμάτων και της Τέχνης, όπως π.χ. τον Καζαντζάκη, όταν επεδίωκε να γίνει ακαδημαϊκός ή να πάρει το βραβείο Νόμπελ595. Και η αλήθεια είναι ότι αυτός που κάνει θόρυβο γύρω από το όνομά του, σε οποιαδήποτε επαγγελματική ή πολιτική παράτα­ ξη και αν ανήκει, αυτός επικρατεί συνήθως και τελικά κυ­ ριαρχεί. Ο μετρημένος και σεμνός μάταια ίσως περιμένει την αντάξια προς τους κόπους αναγνώριση και δικαίωσή του. ' Ισως του έλθει μεταθανάτια. Το φαινόμενο δεν είναι πρόσφατο- είναι 594. Βλ. Κ. Τσφοπούλου, Στη ζώνη του πυρός, Αθήνα 1980, σ. 248. Βλ. για το φθόνο γενικά, στου ίδιου. Η Ελλάδα ως πρόβλημα, σ. 61-62. Για τη ματαιοδοξία ως α ιτία του φθόνου βλ. λεγάμενα του Paulsen, Ethik, 2 σ. 100 στου Ξηροτύρη, Επίκαιρα κοινωνικά προβλήματα, σ. 34. 595. Βλ. τη βιογραφία του από τη ν Έ λλην Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, Αθήναι 1966.

273

αρχαιότατο. Θυμάται κανείς τα λόγια που έλεγε κάποιος από την Αλικαρνασσό: «Δούλεψα ωφέλιμα και γόνιμα· μα δεν σκέφτηκα ν ’ απλώσω έντεχνα τη φήμη μου στον δήμο. Και έτσι είμαι καταδικασμένος, αν όχι στην αφάνεια, όμως στην εξίσωσή μου με ένα σωρό μέτριους και ασήμαντους. Και πρέπει να περιμένω τον βραδύ tov χρόνο και τον θάνατο, που απάγει προς την ανωνυμία όλους τους πρόσκαιρους, για να φτάσω, αν θέλουν οι θεοί, ως το ξεχώρισμα και ως μιαν αργοπορημένη δικαίωση, που ίσως μου ανήκει». ΓΓ αυτό και ο ΔιομήδηςΠετσάλης βάζει ένα αγανακτισμένο φίλο του λογοτέχνη να φωνάζει: «Ανάγκη πάσα να προβάλεις τον εαυτό σου, να διαφημίσεις το έργο σου. Αν δεν κατέχεις το μυστικό να προκαλείς θόρυβο περί το όνομά σου, εφημερίδες, περιοδικά, επιτροπές, συμβούλια και τα ηχηρά παρόμοια — σε ξεχνούν, σε αγνοούν, και αν κινηθείς δειλά και όσο πρέπει μονάχα, θα βρουν τρόπο να σε εξουδετερώσουν, να σε δέσουν σ ’ ένα πλέγμα σιωπής, για να μη γίνεσαι ενοχλητικός (αναιδής, λένε)»594. Και προς αυτές τις διακρίσεις τους ωθεί προ πάντων η επιθυμία για δύναμη και επιβολή, η μέθη της εξουσίας, της αρχής, για την οποία φλέγονται οι ' Ελληνες και κινούν επίμονα όσους μηχανισμούς μπορού^, για να επιβληθούν. Δεν εγκαταλείπουν εύκολα αβοήθητη την επιθυμία τους αυτή. Και όταν κάποτε αποκτήσουν την εξουσία, χάνουν αμέσως την επαφή τους με την πραγματικότητα, λησμονούν αμέσως την περασμένη ερπυστική τους ικανότητα, ηδονίζονται ν ’ ασκούν τη δύναμή τους, κατά την ψυχοσύνθεσή τους, με σαδιστική διάθεση κατά βαθμούς, από την υπεροπτική οίηση ως τη βασανιστική απέναντι των συνανθρώπων τους στάση. Ούτε 596. Πετσάλη-Διομήδη, Α ποστάξεις, σ. 116. Βλ. και τις οξείες παρατη­ ρήσεις του Δανού νεοελληνιστή ' Ολε Βαλ ' Ολσεν για τις ομάδες, κλίκες, κόμματα κ.λ. στη ν πνευματική ζωή της Ελλάδας και για την καθιέρωση σ ' αυτήν «ενός λογοτεχνικού κατεστημένου που περιλαμβάνει βέβαια και α ξιόλογες μονάδες, αλλά περικλείει και άφθονους θορυβοποιούς» (περ. « Επίκαιραι·, αρ. τευχ. 378 της 30-10-1975).

274

ίχνος ανθρωπιάς! Το ένστικτο αυτό του ' Ελληνα για δύναμη το κολακεύει κάπως η γλώσσα μας σε ορισμένες περιπτώσεις εκφράζοντας την ιδιότητα του αξιώματος του με σύνθετη λέξη που έχει ως β ' συνθετικό την πομπώδη κατάληξη -άρχης, π.χ. προσωπάρχης, τμηματάρχης, κ.λ. Του είναι αρκετό το -άρχης. Και όταν κάποτε συμβεί σε πολλούς‘να χάσουν την εξουσία, τότε χάνουν την ατομικότητά τους, την προσωπικότητά τους, καταρρέουν, γίνονται αξιοθρήνητοι, γιατί την αίγλη τους, την ύπαρξή τους την εξαρτούσαν μόνον α π ’ αυτήν. Δεν είχαν εσωτερική αξία. 2. Η ηδονή της προβολής του εγώ, η ματαιοδοξία, διαπιστώνεται βέβαια παντού, αποτελεί ανθρώπινη αδυναμία, ιδίως στους κύκλους των ανθρώπων του πνεύματος και της τέ­ χνης, αλλά πολύ περισσότερο στους πολιτικούς. Στο πεδίο της πολιτικής υπάρχουν δύο θανάσιμα αμαρτήματα: η έλλειψη αντικειμενικότητας και — συχνά, όχι όμως πάντα το ίδιο μ ’ αυτή— η έλλειψη αισθήματος ευθύνης. «Η ματαιδοξΐα, η ανάγκη να βρίσκεται προσωπικά στο προσκήνιο, και να εμφανίζει τον εαυτό του όσο το δυνατό περισσότερο, βάζει τον πολιτικό σε μεγάλο πειρασμό να διαπράξει το ένα ή το άλλο ή και τα δύο αυτά αμαρτήματα. Αυτό πραγματικά συμβαίνει περισσότερο, γιατί ο δημιουργός αναγκάζεται να υπολογίζει το αποτέλεσμα. Διατρέχει συνεπώς αδιάκοπα τον κίνδυνο να γίνει ηθοποιός και ν ’ αναλάβει την ευθύνη για το αποτέλεσμα των πράξεών του και να ασχολείται μόνο με την εντύπωση που κάνει»597. Ιδίως στους πολιτικούς εφαρμόζονται όσα έγραφε στα 1946 ο R. Η. Markham, ανταποκριτής της εφημερίδας «Christian Science Monitor»: «Οι Έ λληνες απαιτούν να τους αγαπά όλος ο κόσμος, να τους εκτιμά και να τους βοηθεί, αν και αλληλοκαταγγέλλονται και μάχεται ο ένας τον άλλον, με μανία και επιμονή. Δαπανούν μεγάλα ποσά, μόνο και μόνο για να

επιτύχουν τον σκοπόν αυτόν. ’ Ετσι άλλωστε αναδεύονται μέσ ’ 597. M ax Weber, Η πολιτική ως επάγγελμα, μετφρ., Μ ιχα ή λ Γ. Κυπραίου, Αθήνα 1954, σ. 150-151. Π ρβλ. και Ιω. Ν. Ξηροτύρη, Επίκαιρα ..... σ. 34-35.

275

από την αχλύ του απώτατου ιστορικού παρελθόντος, φιλονεικώντας και αλληλοφοβεριζόμενοι κάτω από τα τείχη της Τροίας. Είναι αθεράπευτα δημοκράτες, κ ι’ ορμώντας εμπρός μ ’ ενθουσιασμό, πολεμούν για την Ελευθερία με όλη τους την καρδιά»598. Χαρακτηριστικό της ματαιοδοξίας του Έ λληνα είναι να γίνει «πρόεδρος», οπουδήποτε, από το ανώτατο αξίωμα της Πολιτείας ως το συμβούλιο μιας μικρής κοινότητας ή ενός αθλητικού συλλόγου, γιατί ξετρελαίνεται ακούοντας την πο­ λυπόθητη προσφώνηση «κύριε πρόεδρε!», που κολακεύει τη φιλοπρωτία του. Η ματαιοδοξία του ' Ελληνα, η «φαντασία» του, όπως λέγει ο λαός, τον ενισχύει στη χρήση διαφόρων μέσων προς επιβολή. Μεγάλη, όπως είπαμε, είναι η ματαιοδοξία των περισσότερων πνευματικών ανθρώπων ή πολιτικών και πολιτευομένων, συνήθως των πυγμαίων, των ζαλισμένων από την εξουσία που διαθέτουν ή που θα διαθέσουν. Δύναμη και απλότητα ή ιδιοφυία και απλότητα πολύ σπάνια συμβαδίζουν στην Ελλάδα. Η οίηση των Ελλήνων υποχωρεί μόνον εμπρός στην οίηση των πιο δυνατών α π ’ αυτούς ή των Ευρωπαίων που έρχονται στον τόπο μας με την πίστη τους στην ανωτερότητα του δικού τους πολιτισμού. Δεν μπορούμε βέβαια ν ’ αποκλείσουμε την πατροπαράδοτη ευγένεια προς τους ξένους, την επίδραση του Ξένιου Δία. Πάντως το γεγονός είναι ότι απέναντι τους υποκλίνονται συνήθως οι Έ λληνες και αυτοί ακόμη οι παθολογικά οιηματίες και γίνονται φιλόφρονες, ευπροσήγοροι, περιποιητικοί, ώστε να φτάνουν ως τη δουλικότητα, που κάνει μερικούς ξένους να παρεξηγούν τη στάση τους και να νομίζουν ότι κάτι κρύβεται πίσω α π ’ αυτήν και να τους θεωρούν ευτελείς κόλακες, νέους Γραικύλους. Στην ευγενική στάση των Ελλήνων απέναντι των ξένων1-τους σπρώχνει η έλλειψη ανταγωνισμού και η ξενολατρεία. Τσακίζονται λοιπόν να τους περιποιηθούν, να τους φανούν καλοί. Είναι πράγματι 598. Περιοδ. «Αργοναύτης» 1967-1968, σ. 99-100.

276

φιλόξενοι, αλλά όχι απέναντι των συμπατριωτών τους, των Ελλήνων, α π ’ όσους βέβαια δεν έχουν να περιμένουν ότι θα βγει κάτι. Δεν είναι δηλαδή φιλέλληνες, αλλά περισσότερο από κάθε ξένο μισέλληνες5” . Δώσε μια θέση ή ένα αξίωμα στον ' Ελληνα· αν ο οχυρωμένος πίσω από το γραφείο του, με το έντονο εγώ του ή με την κακία του δεν γίνει ο βασανιστής των συνανθρώπων του, ο σατραπίσκος600, θ ’ αποκαλύψει τουλάχιστο τη σπουδαιοφάνειά του και θα γίνει ένας ανεύθυνος και τυραννικός γραφειο­ κράτης, ιδίως στον καλό και νομοταγή πολίτη. Η φοβία για την ανάληψη ευθύνης και η επιθυμία του να φανεί ευάρεστος στους προϊσταμένους είναι οι αρχές που τον διέπουν. Υπάρχουν και οι άλλοι τύποι, οι αιώνια δυσαρεστημένοι, που μουρμουρίζουν και μηχανορραφούν εναντίον των ανωτέρων τους στην ιεραρ­ χία, οι οποίοι πάλι, από τον ίδιο εγωισμό και από την ίδια ματαιοδοξία οιστρηλατούμενοι, θέλουν να κάνουν αισθητή την εξουσία τους φερόμενοι προς τους κατωτέρους των με αγένεια και βαναυσότητα. Καμιά ισορροπία στην ψυχή τους. Μεγάλη απούσα η αντικειμενικότητα, η εγκαρδιότητα, η καλοσύνη, η ανθρωπιά. Και ο γραφειοκράτης αυτός, ο πλαδαρός, ο συνο­ φρυωμένος — επίτηδες για επίδειξη σοβαροφάνειας—, με την κατά βάθος αφροντισιά και τη σκληρότητά του κηλιδώνει την έννοια του κράτους. Είναι ο διψασμένος για άσκηση και κατάχρηση της εξουσίας, ο Αριμάν, το πνεύμα του κακού, ο «δεσπότης», ο τρομοκράτης των κατωτέρων του, έστω και αν διακηρύσσει φωναχτά τις δήθεν δημοκρατικές του αρχές. Και όμως πώς μπορεί να υπάρξει δημοκρατία με τέτοια μέλη της 599. Ο πολιτευτής Γιώργος X. Χ ιονίδης σωστά έγραψε· «Είμαστε Ν εοέλληνες, μα ελάχιστα φ ιλέλληνες, όπως σημειώσαμε και άλλοτε. Λησμονούμε τη σύνεση, το μέτρο στα λόγια και στις πράξεις μας και έτσι είμαστε πολύ ανεκτικοί για τον εαυτό μας και για τους φίλους μας και εθελοτυφλικά άδικοι για όσους δεν έχουν τις ίδιες με μας κομματικοπολιτικές ιδέες» (Ζητείται ... ήθος!!, σ. 26-27). 600. «Εξέρρευσε τον ιδόν του δεσποτισμού», παραπονούνται στα 1822 οι κάτοικοι της Πάτμου εναντίον του αντεπάρχου των (Αρχεία της Ε λλη νική ς Π αλιγγενεσίας, Α θήναι 1978, τ. II σ. 14).

277

κοινωνίας, χωρίς αγωγή, δικαιοσύνη και ευγένεια; Ο τόπος μας, αλλά και ο κόσμος ολόκληρος, έχει πλημμυρίσει από ψευτοδη­ μοκράτες, από «ψεύτους συνταματικούς», όπως έγραφε ο Μακρυγιάννης, που άλλα διακηρύσσουν, αληθινοί δημαγωγοί, και — πονηροί στην καθημερινή τους συμπεριφορά— άλλα εφαρμόζουν. Δίκαια καταγγέλλει ο Πολωνός ποιητής Stanislaw Baranczak Πώς έγινε πώς πέσαμε στις παγίδες του παιχνιδιού, του λογοπαίγνιου και των αλλοιώσεων της έννοιας αυτής της ποίησης για γλωσσολόγους; Α λλά και στο βάθος ποιός μας αναγκάζει να παίζουμε τα λογικά αινίγματα, τις λαμπερές παραδοξολογίες, πράγματα για να περνάει η ώρα των διανοουμένων ή μήπως όχι;

4 Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΚ Ε Σ Κ Α Ι Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Ε Σ Ε Ν Ω Σ Ε ΙΣ . Σ Ο Φ ΙΣ Τ ΙΚ Η ΙΚ Α Ν Ο Τ Η Τ Α , Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η Κ Α Ι Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Ο Λ Ο Γ ΙΑ . Κ Α Χ Υ Π Ο Ψ ΙΑ ΚΑΙ Α Π Α Τ Η

Ο έντονος εγωισμός και το σύμφυτο αίσθημα ανασφάλειας εμποδίζει τον ' Ελληνα να είναι στην πράξη βαθιά ανθρώπινος, ειλικρινά κοινωνικός, δημοκρατικός, όπως θα ήθελε να είναι ή και καμαρώνει πως είναι, μολονότι παρουσιάζεται επιθετικός, αυθαίρετος, βάναυσος, διπρόσωπος, υποκριτής. Λίγοι έχουν ανθρωπιά, ενώ οι υπόλοιποι, μολονότι ισχυρίζονται ότι εκπρο­ σωπούν προοδευτικές δυνάμεις και κοινωνιστικές τάσεις, δεν έχουν καμιά διαφορά ως προς το ήθος και τη συμπεριφορά από τους κοινούς ανθρώπους. Και όμως όσο πιο αναπτυγμένες είναι οι καλές, οι θετικές ιδιότητες του χαρακτήρα των ανθρώπων, τόσο και πιο πλατιά είναι η βάση και πιο υψηλή η στάθμη της πολιτείας601. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν με τέτοια ψυχολογικά πλέγματα ν ’ ανθήσει η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, ακόμη πολύ περισσότερο η αγάπη και η αλληλεγγύη προς τον συνάδελφο*02; Γενικά, είναι αλήθεια, ότι το κοινό μίσος και το κοινό συμφέρον φέρνουν τους ανθρώπους τον ένα κοντά στον άλλον, αλλά προ πάντων τους ' Ελληνες (κατηγορούσε στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας ο Μενένιος Ά π ιος) και τοϋς ανατολικούς λαούς της Μικράς Ασίας, που οι Έ λληνες στην αλεξανδρινή εποχή τους δίδαξαν, τους εκπολίτισαν, αλλά μαζί και τους αποχάλασαν. Και προβαίνει στη γενική ψυχολογική παρατή­ ρηση ότι, όταν λείπει το κοινό μίσος και το κοινό συμφέρον, ο

601. Ξηροτύρη, Ε πίκαιρα κοινω νικά προβλήματα, σ. 18. 602. Βλ. σχετικά παραδείγματα του Μαζαράκη-Αινιάνα, Α πομν., σ. 7.

279

άνθρωπος νιώθει συνήθως μέσα του το κενό και την αδιαφορία για τον συνάνθρωπο603. Στη σύγχρονη ζωή μας παρατηρούνται άλλου είδους έλξεις του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, που υπαγορεύονται από πολύ πεζά αισθήματα, από την ανάγκη να κερδηθεί ισχυρός προστά­ της σε κάποια κρίσιμη στιγμή της ζωής μας, έλξεις ή ενώσεις, οι λεγάμενες «κουμπαριές», που θυμίζουν τις ποικιλώνυμες αντίστοιχες ενώσεις (αδελφοποιϊα, συντεχνία ή κουμπαριά) της τουρκοκρατίας. Αυτές παρατηρούνται και τώρα βέβαια στον ελληνικό λαό, ιδίως στους αγροτικούς πληθυσμούς, και απο­ βλέπουν στην αλληλοϋποστήριξη των μελών, αλλά δεν έχουν την ένταση των υποχρεώσεων που επέβαλλαν οι παλιές ενώ­ σεις604. Και τώρα ο ' Ελληνας που νιώθει ανασφάλεια, δένει — καλού κακού— κουμπαριές, ακόμη και στο πανεπιστήμιο, αλλ’ αυτές έχουν συνήθως πρόσκαιρο χαρακτήρα. Οι κουμπαριές ή άλλες μικρές κλίκες ή και συσσωματώσεις του είδους αυτού, μικρομορφές της δομής της σύγχρονης κοινωνίας, οι οποίες δημιουργούνται μέσα σε ορισμένους κύκλους πολιτικών κομμά­ των ή φιλόδοξων πνευματικών ανθρώπων χωρίς να έχουν συνή­ θως εξάρτηση από σταθερές αρχές και να πλαισιώνονται μέσα σ ’ αυτές, παύουν κάποτε να υφίστανται ή κλιμακώνονται ως ένα σημείο στην κοινωνική ζωή, όταν το άτομο μεταπηδά σε άλλες ποικιλόμορφες επαγγελματικές ή πολιτικές, πνευματικές και κοινωνικές, φανερές ή απόκρυφες, ενώσεις. Και συνήθως οι ενώσεις του είδους αυτού διαρκούν όσο καιρό το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη έχει ανάγκη από την υποστήριξη και τη βοήθεια του άλλου605.

603. Τσάτσου, έ.α., σ. 1475. 604. Βλ. Μιχαηλίδου-Νουάρου, Π ερί της αδελφοποιΐας εν τη αρχαίςι Ελλάδι και εν τφ Βυζαντίφ, «Τόμος Κωνστ. Αρμενοποϋλου» Σ χολής Νομικών και Ο ικονομικών Επιστημών Π ανεπιστημίου Θ εσσαλονίκης, 1951. σ. 290-295, 307. 605. Για τις κλίκες των λογοτεχνών ή φιλολογικές παρέες βλ. Πετσάλη-άιομήδη, Α ποστάξεις, σ. 119-120, 123.

280

Στον κάθε σχεδόν ' Ελληνα, πεπεισμένο εγωιστή, τα ιδανικά είναι ατομικά. Μόνο τα κοινά συμφέροντα φέρνουν πολλά άτομα το ένα κοντά στο άλλο, δημιουργούν φατρίες, παρατάξεις, κόμματα, και βλέπεις αλληλεγγύη και συναδέλφοση. Και ιδανικό του ηγέτη είναι συνήθως ο εαυτός του και τα συμφέροντα τα δικά του και της οικογένειάς του. Δεν υπάρχουν οι αρχές, τα κοινά ιδανικά606. Μέσα στα κόμματα, διαπιστώνει κανείς ότι «.... όλοι προσποιούνται ότι αποζητούν — δήθεν με τα λόγια— τους άξιους, τους σωστούς και τους τίμιους, αλλά στην πράξη συμμαχούν με τους ανάξιους, τους επιτήδειους και τους ψεύτες με αντάλλαγμα την παροχή ή ακόμα και την απλή υπόσχεση ή την προσδοκία κάποιας προσωπικής εξυπηρετήσεως»607. Και όταν έλθει η ώρα της εκλογής του κατάλληλου προσώπου, τότε οι δυνατοί «αδύνατοι» λησμονούν τα λόγια τους και κάνουν άλλα: προωθούν τους «ημετέρους» και παραδίδονται σ ’ αυτούς που τους περισαίνουν και τους κολακεύουν και τους υπόσχονται πολλά για την προσωπική τους ακτινοβο­ λία ή προπαγάνδα. Στην αδυναμία αυτή υπέκυψε αργότερα, φαίνεται, και ο Βενιζέλος και αλλοτριώθηκε από έντιμους και πιστούς συνεργάτες. Αυτοί όμως είναι οι λόγοι ή και όσα σημειώνει ο Μενένιος Ά π ιο ς για τους πολιτικούς αρχηγούς της αρχαιότητας; Οτι δηλαδή η χρησιμοποίηση και των άλλων στην πραγματοποίηση του προγράμματος του θα μείωνε την προσωπική του προσφορά σ ’ αυτό; Βέβαια με τη συνδρομή των συνεργατών του θα έκανε τελειότερο το έργο του, αλλά λιγότερο δικό του. Και αυτός ενδιαφέρεται για το εγώ του. Αυτή είναι η αδυναμία των Ελλήνων δημόσιων ανδρών πρώτα608. Για τις ενώσεις στα πνευματικά ιδρύματα ας ακουστούν ό­ σα γράφει ένα μέλος τους, ο καθηγητής Αθ. Σμοκοβίτης· «Δι­ κτυώσεις, παρασυνεννοήσεις, παρασκηνιακές ενέργειες, προσυμφωνίες, παρασυμφωνίες, αλληλοεξυπηρετήσεις, αλληλοδε606. Κ. Τσάτσου, Ο ξυρρύγχειοι πάπυροι, «Ν. Εστία» 655 (1954) 14741475. 607. Χιονϊδη, Ζ ητείται ήθος..., σ. 28. 608. Τσάτσου. έ.α.. «Ν. Εστία» 656 (1954) 1543.

281

σμεύσεις, κι ’ ένα σωρό άλλες απαράδεκτες ενέργειες για ‘πνευ­ ματικούς’ ανθρώπους, που στελεχώνουν πνευματικά κέντρα, αποτελούν κανόνες ενός βρώμικου παιχνιδιού, που καθορίζει τις τύχες μας, είτε το θέλουμε, είτε όχι. Το παιχνίδι βρίσκεται έξω από κάθε όριο ηθικής, τα άτομα, όμως, που το παίζουν, βρίσκονται συχνά στο επίκεντρο της κοινωνικής και πνευματι­ κής ζωής. Αντίθετα, αυτοί που αρνούνται το παιχνίδι βρίσκο­ νται, συνήθως, στο περιθώριο, ακριβώς γιατί η τακτική τους βρίσκεται μέσα στα όρια της νομιμόμητας609. Πόσες σκληρές αλήθειες κρύβονται μέσα στα λόγια αυτά! 2. Ο εγωισμός, ο φθόνος και ο ανταγωνισμός οδηγούν — για την περιφρούρηση και μικρών ακόμη κοινών συμφερόντων— στη δημιουργία της κλίκας, στον φανατισμό ή — σε μεγαλύτε­ ρη κλίμακα— και στον διχασμό, φαινόμενα έντονα της ζωής μας. Και ως προς αυτά σε τίποτε δεν έχει αλλάξει ο ελληνικός χαρακτήρας, ώστε να γράφει σύγχρονος Έ λληνας φιλελεύθε­ ρος διπλωμάτης ότι «ο θανάσιμος κίνδυνός του είναι η ροπή προς τας εμφυλίους διχονοίας και τους ακατάσχετους φανατι­ σμούς»610. Τα τυφλά πολιτικά πάθη είναι ο μεγάλος κίνδυνος, η καταστροφή της Ελλάδας. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι ο διχασμός είναι μόνιμο φαινόμενο της πολιτικής μας ιστορίας, ότι συνήθως βρίσκεται εν υπνώσει, εν υφέσει και ότι δεν αργεί να εκδηλωθεί κάποτε εν εξάρσει, μόλις παρουσιαστούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, δηλ. οι οξείς αντιθέσεις των συμφερόντων ή απόψεων και οι έντονες προσωπικότητες που τις αντιπροσωπεύουν611. Η ελληνική αυτή φαγωμάρα δεν κατασιγάζεται ακόμη και στο εξωτερικό. Πολλά έχει ν ’ ακούσει κανείς γΓ αυτήν στις κοινότητες του απόδημου ελληνισμού. Παντού κλίκες! Το κίνητρο ή το μικρόβιο της πολιτικής μέσα στον Έ λληνα ή καλύτερα της μικροπολιτικής και της 609. 610. και Ι.Μ. 611.

Σμοκοβΐτη. Εντός και εκτός ..., σ. 52. Μελά, Α ναμνήσεις ενός πρέσβεως, Αθήναι ά.ά., σ. 251. Πρβλ. Παναγιωτοπούλου. Ερήμην των Ελλήνω ν, έκδ. Β '. σ. 57-58. Βλ. Απ. Βακαλοπούλ.ου. Ιστορία 6, σ. 3-4.

282

ανάγκης να επιβεβαιώσει την παρουσία του ή τη σπουδαιότητά του το διαπιστώνουμε και στα παραμικρότερα ακόμη χωριά, όπως μας πληροφορούν και οι διάφοροι ξένοι που επισκέπτον­ ται τις ελληνικές χώρες: δύο αντίθετα κόμματα, προστριβές και τάσεις για πολιτικολογία. Ατέλειωτες οι συζητήσεις τους τόσο για ασήμαντα ή σημαντικά τοπικά ζητήματα, όσο και για σημαντικά διεθνή612. Η πολιτική κίνηση, ιδίως σε παραμονές εκλογών, ηδονίζει τον Έ λληνα, αποτελεί πανηγύρι, ενώ σε άλλες χώρες δεν αντιλαμβάνεσαι το γεγονός· «Οι εκλογές στα μικρά μέρη, παρατηρούσε ο Γιώργος Θεοτοκάς πριν από χρόνια σε δοκίμιό του με τον τίτλο «Οι πολιτευόμενοι», είναι η πάνδημη και ασύγκριτη αναψυχή που την περιμένει όλος ο κόσμος πώς και πώς, για ν ’ ανανεώσει, βέβαια, και να εξασφαλίσει τις επαφές του με την εξουσία, μα και για να ζήσει έντονα, να κινηθεί απάνω κάτω, να βγει για λίγο από τη ρουτίνα του, να ερεθιστεί η φαντασία του, να κάμει σχέδια, ν ’ απολαύσει αγώνισμα και θέαμα γεμάτο απρόοπτα και συναρπα­ στικές συγκινήσεις»613. Τα ίδια και χειρότερα δεν θα μπορού­ σαμε να πούμε και τώρα βλέποντας τα μυκώμενα φανατισμένα πλήθη που ανεβοκατεβάζουν ρυθμικά τις γροθιές τους, συγχρο­ νισμένες με τα συνθήματά τους, με τους επαναλαμβανόμενους από μαγνητοταινίες εξοντωτικά για τους περίοικους — και χωρίς κανένα σεβασμό για την κοινή ησυχία— λόγους των πολιτευομένων απ' τα πολιτικά κέντρα, με τις κλαγγές από τις κόρνες των αυτοκινήτων κ.λ.; Στο θέατρο του δημόσιου βίου, όπως σε κάθε θέατρο, υπάρχει θέση για όλους, για τους πρωταγωνιστές, τους δευτε­ ραγωνιστές, για τους υπόλοιπους ρόλους, μικρούς και κομπαρσικούς με ποικιλία χαρακτήρων από τον αμλετικό, μακιαβελικό ως τον κυνικό και προδοτικό614. Οι Έ λληνες κολυμπούν σε 612. Βλ. L. de Launay. Chez les Grecs de Turqie. Le pays et les moeurs, Paris 1897, σ. 141. 613. θεοτοκά, Π ροβλήματα του καιρού μας, σ. 38. 614. Βλ. ενδιαφέρουσες, άλλες παρατηρήσεις του θεοτοκά. Π ροβλή­ ματα του καιρού μας, σ. 39.

283

πέλαγος εφημερίδων και ωκεανό πολιτευομένων και πολιτι­ κών615. Ό λ ο ι σχεδόν ενδιαφέρονται ζωηρότατα για την πολιτι­ κή, συζητούν με πάθος, αισθάνονται μέσα τους τον πολιτικό και έχουν την τάση να προβάλουν λύσεις και προγράμματα για την προκοπή του τόπου, οικονομικά σχέδια κ.λ.616. Οι νέοι Αθηναίοι, ακόμη και σήμερα, μαζεύονται τα βράδια στην πλατεία του Συντάγματος, και κάθονται στα αναρίθμητα τραπε­ ζάκια, για να πιουν τον καφέ τους και να συζητήσουν πολιτικά. Ό πω ς πριν από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια, έτσι και σήμερα, κάθε Αθηναίος πολίτης είναι κΓ ένας πολιτικός617. Οι Έ λ λ η ­ νες και οι Εβραίοι κατά τον Churcill,είναι οι δυο περισσότερο πολιτικόπληκτοι λαοί του κόσμου και πάντοτε διαιρεμένοι σε πολλά κόμματα με πολλούς αρχηγούς, που ανταγωνίζονται, μεταξύ τους μ ’ επίμονο πείσμα, ακόμη και όταν τρομερός κίνδυνος απειλεί τη χώρα τους618. 3. Οι Έ λληνες, όπως και οι αρχαίοι πρόγονοί τους, θαυμάζουν την ευγλωττία των δημόσιων ομιλητών, ιδίως όμως των πολιτικών. Η συγκέντρωση και η ηθοποιία του ρήτορα αποτελούν για το ελληνικόν λαό συναρπαστική παράσταση. Αν μάλιστα μιλούν χωρίς χειρόγραφο και γρήγορα, εντυπωσιάζουν τους ακροατές, αδιάφορο αν τα λόγια τους είναι κούφια, πλαδαρά και συχνά ασυνάρτητα, χωρίς βαθύτερο περιεχόμενο, νόημα ή σχέση με το γνήσιο πνεύμα. Αρκεί να είναι χτυπητά. Και τότε πρέπει να κλείνουμε τ ’ αυτιά μας προς τους ρήτορες, που με τις πυροτεχνικές τους εκφράσεις, υπερβάλλοντας ή υπερτονίζοντας τα εθνικά προτερήματα και μειώνοντας ή 615. Βλ. γνώμη Δημ. Βερναρδάκη, πρόχειρα στου Απ. ΒακαΑοπούλου, Νέα Ε λληνική Ιστορία, σ. 269-270. 616. Βλ. R.H. Markham στο «Αργοναύτης» 1967-1968, σ. 99. 617. Max Eastman, στο ίδιο περιοδικό, σ. 237. Πρβλ. και σκηνές κατά το τέλος του 19ου αι. στου Crue. Notes de voyaye. σ. 154- «L'Hellène vit en plein air, à la manière des ancêtres. Les rues, les places et jusqu aux monu­ ments antiques s'encombrent de chaises et de tables, où l'on sert une tasse de café à la turque». 618. Τσώρτσιλ. Απομν., 5 σ. 203-204.

284

παρασιωπώντας τα αντίστοιχα ελαττώματα, παρουσιάζουν τους ' Ελληνες σαν τον περιούσιο λαό της γης, τους ξεσηκώνουν τα μυαλά και τους ξεστρατίζουν από την πραγματικότητα, από την πρέπουσα πορεία. Έ τ σ ι υποθάλπουν ένα κακώς ενοούμενο πατριωτισμό που διαστρέφει τη σκέψη, ευνοεί την εθνική αλαζονεία και οδηγεί σε γελοίο σωβινισμό, μπορεί και στην καταστροφή. Αυτά σαν Επιμηθείς θα τα αναλογιστούν αργότε­ ρα, όταν το κακό θα έχει συντελεστεί. Συνδυασμένες με τη ρηχή και ανούσια ευγλωττία, με την πολυλογία των Ελλήνων είναι και οι σοφιστικές, οι διαλεκτι­ κές ικανότητές τους να δημιουργούν σύγχυση για ένα ζήτημα, που δεν τους συμφέρει να συζητηθεί ή για ένα θέμα που δεν το γνωρίζουν και στο οποίο δεν θέλουν να φανούν κατώτεροι του συνομιλητή τους· και εδώ η πονηριά τους χρησιμοποιείται με μεγάλη δεξιότητα, ώστε να εξαπατά τον αφελή συνομιλητή619. Αυτός πρέπει να είναι πολύ κακός χαρακτήρας. Δεν εννοώ τη γνωστή κουτοπονηριά, για την οποία δεν υπάρχει η αντίστοιχη στις ευρωπαϊκές γλώσσες λέξη, «ίσως γιατί όπως έγραψε ο Τερτσέτης, υστερούνται οι Ευρωπαίοι της λαμπρής συζυγίας κουταμάρας και πονηριάς»620. Στη χρήση της πονηριάς του ως όπλου βοηθεί τον ' Ελληνα η ευστροφία του με την κακή της βέβαια σημασία, η ικανότητα του ποιείν τα «ήττω κρείττω» και το αντίθετο. Αυτός είναι ο τύπος που θαυμάζεται, αλλά και γίνεται επίφοβος στα συμβούλια για την ευκολία, με την οποία παρουσιάζει τα μαύρα άσπρα, κάνοντας άλματα και αφήνοντας κενά στη σειρά του λόγου, ο τύπος που αποκρούει με τόση άνεση τα επιχειρήματα των αγνών και άτολμων, των τίμιων και βραδύγλωσσων, ώστε τελικά να παρουσιάζεται αναίσχυντα και κατήγορος των άλλων σε ζητήματα, που ο τίμιος θα αισθανόταν κατάθλιψη ή ίσως και την ανάγκη ν ' αυτοκτονήσει από ντροπή. 619. Καρόλου Τάκερμαν, Οι Έ λ λ η ν ε ς της σήμερον, μετ. Αντ. Ζ. Ζυγομαλά, Αθήναι 1877. Π ρβλ. και άλλες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στις σ. 283 κ.ε. Π ρβλ. και σ. 67-97, 114 κ.ε. passim. 620. Τερτσέτη, Ά π α ν τα , 3 σ. 276 υποσ.

285

4. Ο αμφισβητΐας και φίλερις, όταν το πάθος του οξύνεται ξεχύνεται αχαλίνωτος, γίνεται επιθετικός, φανατικός, εκδικητι­ κός, δικομανής. «Θα του κάνω μήνυση» ή «θα έλθει και η σειρά μας», «θα μου το πληρώσει», «του τη φυλάγω», είναι οι ανόητες και ποταπές εκφράσεις που τις ακούμε συχνά στον τόπο μας. Αλλωστε το φαινόμενο το βεβαιώνει το πλήθος των δικηγό­ ρων και των δικολάβων της χώρας, κακό που είχε παρατηρηθεί στην αρχαιότητα, καθώς και στα χρόνια της φραγκοκρατίας, όπως σημειώνει στις αρχές του 20ού αι. ο ιστορικός W. Miller (κάπου στο έργο του «The Latins in Greece), ο οποίος προσθέτει ότι από το κακό αυτό πάσχει και σήμερα ο ελληνικός λαός. Τα ίδια επίσης διαπίστωνε μισόν αιώνα πριν απ’ αυτόν ο Edmond About: ότι το μικρό βασίλειο διέθετε μια «στρατιά» από δικηγόρους, άλλη από δικαστές και τρίτη από γιατρούς, χωρίς να λογαριάσει τους αξιωματικούς621. Και πραγματικά το δικηγορικό επάγγελμα προσιδιάζει στον εύ­ γλωττο εύστροφο και σοφιστικό χαρακτήρα πολλών Ελλήνων. ' Ισως και γι ’ αυτούς τους λόγος στρέφεται προς τη σπουδή της νομικής μεγάλο πλήθος Ελλήνων, αν σκεφθεί μάλιστα κανείς ότι με το δίπλωμά της τους ανοίγονται όλες σχεδόν οι θύρες του δημόσιου βίου. Ο δικηγόρος είναι ο πιο ζωντανός και χαρακτηριστικός τύπος της νεοελληνικής κοινωνίας και η δικηγοροκρατία το πιο συνηθισμένο και μόνιμο φαινόμενό της. Από τον κλάδο του προέρχεται συνήθως ο επαγγελματίας πολιτικός. Εναντίον μάλιστα του αποτυχημένου δικηγόρου, που το ρίχνει στην πολιτική, σέρνει τα «τα εξ αμάξης» ο I. Μ. Παναγιωτόπουλος που τον θεωρεί ακόμη καυχησιολόγο, ιταμό, αμετροεπή, μικροπρε­ πή, συμφεροντολόγο κ.λ.π. και απορεί πώς ένας τέτοιος άνθρωπος τολμά να παίρνει επάνω του «τη συντριπτική ευθύνη να νοθεύσει και να κυβερνήσει»622.

621. About. La Grèce contemporaine, σ. 151. 622. Παναγιωτοπούλου. Ε ρήμην των Ελλήνων, έκδ. Β ', σ. 81.

286

Ο ' Ελληνας πολιτικός ηγέτης, κατά τον ' Απιο, χαρακτη­ ρίζεται έντονα εγωιστής και αυταρχικός. Διατυπώνει τη σκέψη του, βελτιώνει τη διατύπωσή της με πολλές επαναλήψεις και δεν περιμένει ούτε θέλει ν ’ ακούσει άλλη γνώμη. «Ανακυκλώ­ νεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις, γιατί πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του». Ο Ά π ιο ς όμως έχει σοβαρές αντιρρήσεις για τη συμπεριφορά και τον τρόπο ενέργειας των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών — αλλά και των σύγχρονων προγραμματιστών, θα λέγαμε εμείς— που σπεύδουν και αυτο­ σχεδιάζουν. Αιρόμενος σε μια θεωρία της πολιτικής πράξης διατυπώνει υψηλές σκέψεις που πρέπει να διέπουν τον κατά γνήσια έφεση πολιτικό- «Η πολιτική που θεμελιώνει τις μεγάλες πολιτείες δεν σηκώνει ούτε βιασύνη ούτε συντομία. Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων. Δεν προσδένεται σε άτομα, αλλά σε ομάδες προσώπων, σε διαδοχικές γενεές... Τα εδραία πολιτικά έργα μέσα στην ιστορία είναι υπερπροσωπικά. Και δυστυχίας όι Έ λληνες μόνο σε προσωπικά έργα επιδίδονται με ζήλο... Αλλά και τότε που

βρέθηκε στην Ελλάδα ο μεγάλος, ο χαρισματικός ηγέτης με την ευρύτητα και καθαρότητα των σχεδίων του, ο ηγέτης που διάλεξε τους κατάλληλους συνεργάτες του, ο Μέγας Αλέξαν­ δρος, το τεράστιο έργο του, η πραγματοποίηση του ονείρου μιας απέραντης ενιαίας οικουμένης ματαιώθηκε, γιατί ο εμπνευστής του πέθανε νέος ξαφνικά και οι συνεργάτες του δεν είχαν συμμεριστεί βαθιά τις ιδέες του, επομένως δεν ακολούθησαν πιστά την κοινή πορεία που είχε χαράξει ο δημιουργός. Το έργο δεν ήταν γέννημα καθολικής και μακροχρόνιας συνεργασίας, ώστε να σχηματιστεί η παράδοση. Σ ' αυτή αντέδρασαν και πρόβαλαν διασπαστικά τα φιλόδοξα και τυραννικά «εγώ » οι συνεργάτες του».

Υπεύθυνα για την κατάρρευση ήταν και τα δύο μέρη και όχι, όπως αφήνει να νοηθεί ο Απιος, μόνον ο Αλέξανδρος, «ο αυταρχικός ηγέτης» που τον κατηγορεί ότι δεν είχε κάνει τους στρατηγούς του «κοινωνούς στην τιμή του έργου, αλλά θήτες του γιγάντιου εγωισμού του»623. 623. 1544.

Τσάτσου. Ο ξυρρύγχειοι πάπυροι, «Ν. Εστία» 655 (1954) 1543-

287

Αφού οι Έ λληνες είναι προσκολλημένοι κυρίως στα προσωπικά συμφέροντα, επόμενο είναι να μην εμμένουν σε εδραίες πολιτικές αρχές, αλλά να παρουσιάζουν ανάλογα με αυτά μεγάλη ρευστότητα πολιτικών αντιλήψεων και πεποιθή­ σεων, όταν λάβει κανείς μάλιστα υπόψη του τον κινητικό και ανήσυχο χαρακτήρα τους. Τις μεταβολές αυτές σατιρίζει ο δημοσιογράφος Π. Παλαιολόγος στο χρονογράφημά του «Με­ τανάστες»: «Κοινοβουλευτικοί σήμερα, Απριλιανοί αύριο, δικτατοδημοκρατικοϊ την επομένη, φίλοι πολεμίων, πολέμιοι φίλων, βασιλόφρονες το πρωί, βασιλοφάγοι το απογευματάκι, τοποθετημένοι από το παρελθόν στο «όχι», όψιμοι γιέσμεν που δηλώνουν ότι «ναι» θα είναι η ψήφος τους»624. Κωμικό ιδίως είναι το θέμα πολλών αλλοπρόσαλλων μορφωμένων, θέαμα που ξεπερνά σε ευρηματικότητα και τις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου. Τα έντονα ατομικά τους συμφέ­ ροντα τους στελεχώνουν πότε εδώ και πότε εκεί σε διάφορες φατρίες ή κλίκες ή και σε διάφορα κόμματα, από τα οποία περιμένουν κάποια προσωπική εξυπηρέτηση, αδιαφορώντας για την επίτευξη των κοινών σκοπών. Πώς μπορούμε έπειτα να κομπάζουμε για τη δημοκρατικότητά μας, να φαινόμαστε πως νοιαζόμαστε για τον διπλανό μας και να συντελούμε στην κοινωνική αγωγή και πρόοδο του έθνους; Η κατάσταση αυτή δημιουργεί αγανακτήσεις, αθυμία και γενικά αναταραχή, η οποία καλλιεργεί το έδαφος για την αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας. Οι ψευτοδημοκράτες μοιάζουν με τους ψευδευλα­ βείς εκείνους, που κάνουν ό,τι ανόσιο μπορούν μέσα στη ζωή, προς τους συνανθρώπους των, κΓ έπειτα τακτικοί στις εκκλη­ σίες, ανάβουν κεριά, υποκλίνονται στις εικόνες των αγίων, γονατίζουν κατά τις προσευχές τους και παρακολουθούν με υποκριτική κατάνυξη τη θεία λειτουργία ως το τέλος της με τη συναίσθηση ότι εκπλήρωσαν στο ακέραιο τα χριστιανικά τους καθήκοντα. Και όμως «έάν τις εϊπη, δτι άγαπώ τόν Θεόν, καί τόν άδελφόν αύτοΰ μισή, ψεύστης έστίν» (Α ' Ιω. 4,20). 624. Α νήσυχα νιάτα, Αθήνα ά.έ., σ. 161.

288

Μάταια αναζητεί κανείς στα άτομα αυτά την ανθρωπιά, τη μόνη γνήσια ιδεολογία του αληθινού δημοκράτη ή του πραγμα­ τικού χριστιανού! Οι ψευτοδημοκράτες αυτοί στο βάθος είναι οι καταλύτες της δημοκρατίας. Ο εύπιστος και καλός, ο αγαθός, ο ειλικρινής, που εμπιστεύεται στην «ανθρωπιά» του άλλου, θεωρείται από όλους σχεδόν εκπληκτικά αφελής (πρβλ. μετάπτωση της έννοιας των αρχαίων λέξεων ευήθης και αγαθός στην έννοια του ελαφρού, του βλάκα), σαν να έπεσε στη γη από άλλον κόσμο, ευκολοαπάτητο και ακίνδυνο «κοροϊδάκι», ένα «ανθρωπάκι» κατά την έκφραση των «έξυπνων», των αδίστα­ κτων στην προσπάθεια για την επίτευξη των ιδιοτελών τους σκοπών, «ανθρωπάκι» που πέφτει θύμα της υποκρισίας του άλλου, της τάσης του για εξαπάτηση — ελαττωμάτων που άλλοτε, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, μπορεί να ήταν αναγκαία μέσα για επιβίωση, αλλά τώρα, σε μια ελεύθερη κοινωνία, γίνονται επικίνδυνα όπλα βλάβης ή και καταστροφής των συνανθρώπων μας, κυρίως των εύπιστων και αφελών, ή καλύτερα των «ανθρώπων». Μικροί ή μεγάλοι κόλακες, ή καλύτερα απατεώνες, τριγυρίζουν τον απλό και αγνό άνθρωπο για τόσο καιρό, όσος τους χρειάζεται για να πραγματοποιή­ σουν τους σκοπούς των. Αυτή είναι η ηθική κρίση της εποχής μας. Αυτές τις απογοητεύσεις δοκιμάζουν συχνά οι έντιμοι διαπιστώνοντας πόσο βαθιά ριζωμένες στη ζωή μας είναι ακόμη οι συνήθειες της τουρκοκρατίας, πόσο υψηλά παραμέ­ νουν ακόμη τα ποσοστά της ευτέλειας και ιδιοτέλειας με πρώτα πρόχειρα όπλα το ψέμα και τη συκοφαντία. Βυθιστήκαμε στην ψευτιά και στην απάτη. Το ψέμα μάλιστα έχει εισβάλλει τόσο βαθιά στη ζωή μας, ώστε πολιτογραφήθηκε, θα έλεγε κανείς, με ανεξίτηλη μελάνη στην τρεκλίζουσα ελληνική κοινωνία. Υ­ πάλληλοι, βιοτέχνες, τεχνικοί — ιδίως αυτοί με το «σήμερα», «αύριο»— είναι βουτηγμένοι στο ψέμα. Για να φέρεις κάτι σε πέρας, πρέπει να αγανακτήσεις, να «γανιάσεις», όπως λέγει ο λαός. Η ειλικρίνεια πετά πάνω από τις καλές ανθρώπινες σχέσεις. Εφόσον το ψέμα κυριαρχεί ακόμη στις σχέσεις των Ελλήνων και το χρησιμοποιούν και μεγάλοι για την επιδίωξη

289

των σκοπών τους, δεν πρέπει να περιμένουμε κάποια αλλαγή. Στην Ελλάδα οι εκφράσεις «ψεύτη!», «ψευταράκο!», ή «λες ψέματα!» δεν προσβάλλουν σοβαρά τον συνομιλητή τους. Είναι ήπιοι, θα έλεγε κανείς χαϊδευτικοί χαρακτηρισμοί, ενώ έξω, στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, όπως π.χ. στην Αγγλία ή Γερμα­ νία, αποτελούν βαριά προσβολή625. Δεν είναι όμως μόνον οι βραδυφλεγείς επιδράσεις της τουρκοκρατίας που ενισχύουν την τάση για το ψέμα και την εξαπάτηση του διπλανού μας. Έ ν α μεγάλο μέρος από τις αυταπάτες μας πηγάζει, νομίζω, από την εγωπάθεια, από τον έντονο εγωισμό για προβολή, για επίδειξη του εαυτού μας και από τον φθόνο προς τους άλλους, ελαττώματα που μειώνουν την ηθική μας αντίσταση και διαφθείρουν τη συνείδησή μας. Αυτός ο έντονος εγωισμός δεν αφήνει να στερεωθεί η παράδο­ ση στον τόπο μας, ιδίως στην πολιτική και στις επιστήμες. Παντού παρατηρείται αυτοσχεδιασμός. Ο κάθε Έ λληνας έχει τη δική του γνώμη και δεν θέλει ν ’ ακολουθήσει τα πατήματα των προκατόχων του, θέλει να επιβάλει δικές του απόψεις, το εγώ του, που το τοποθετεί πάνω από το εμείς, και ο οποίος θέ­ λει να δείξει πως κάτι είναι, περιφρονώντας όλους τους άλλους. Αυτή την αλλαγή ποθούν και ονειρεύονται πάντοτε οι Έ λ λ η ­ νες. Αυτή η συνεχής τάση παρατηρείται στην Ελλάδα, αφότου απελευθερώθηκε, με τη διαφορά ότι από τότε η αλλαγή νοείται συνήθως με την έννοια της ανατροπής των όσων έχουν γίνει 625. Αλεξ. Πάλλη, Μ προυσσός «Ο Νουμάς» (6 Μάρτη 1921) αρ. φ. 726 (φ. 10) σ. 152- «....οι γονιοί συχνά ορμηνέβουν, γράφει ο Π άλλης, πως ή για κέρδος ή δικαιολογία τους να πουν ψέμα»... Το λυπηρό της αναλήθειας σου κάνει δεινή αίσθηση άμα έρχεσαι από την Α γγλία όπου και αθώα ανακρίβεια αν πει ένα παιδί, οι φίλοι γύρω του με κάθε έκφραση αηδίας θα του φωνάξουν «Ω ντροπής, ντροπής!*, και όπου με το να πεις έναν άνθρωπο ψεύτη, κινδυνεύεις να φας τις βρεττανικές γροθιές της χρονιάς σου...». Ως προς την ικανότητα εξαπατήσεως των ξένων πρώτοι αναφέρονται από ένα έμπειρο Ευρωπαίο, κατά τα μέσα του 19ου αι., οι Α ρμένιοι, ακολουθούν οι Εβραίοι και κατόπιν έρχονται οι ' Ε λληνες (Robert Curzon, Visits to M onasteries in the Levant, 5η έκδ., London 1916, σ. 100) — λαοί και οι τρεις σκλάβοι στους Τούρκους.

290

από την προηγούμενη κυβέρνηση, και των καλών ακόμη — πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. «Κατά δυστυχίαν, γράφει ο σύγχρονος της Επαναστάσεως και γνωστός απομνημονευματογράφος Νικ. Σπηλιάδης, οι Έ λληνες θεωρούσιν εις την μεταβολήν των πραγμάτων ευτυχές μέλλον»626. Καμιά συνέχεια, καμιά στρωμένη παράδοση. Στην Ελλάδα, όπως σωστά γράφτηκε, «ο ένας ξηλώνει ό,τι ράβει ο άλλος, μόνο και μόνο γιατί το ράβει ο άλλος. Η νεοελληνική «haute couture» της πολιτικής είναι αριστούργημα βλακείας, κακεντρέχειας και παλινωδίας»627. Η επίδοση των πολιτικών στη ραπτική ή καλύτερα στην «μπαλωματική» στην Ελλάδα είναι παλιά παράδοση. Την έκφραση αυτή τη βρίσκω για πρώτη φορά σε γράμμα του Σπ. Τρικούπη προς τον Αλέξ. Μαυροκορδάτο στις 3 Ιουλίου 1824, στο οποίο γράφει· «Και όποιος φαντάζεται να κάμει κάτι άλλο εις την Ελλάδα παρά να μπαλώνη, είναι γελασμένος»628. Συνήθως μόνον κάτω από την πίεση των περιστάσεων, όταν η ανάγκη μας βάλει το μαχαίρι στον λαιμό, τότε γίνεται προσπάθεια για σοβαρότερη εργασία και οργάνωση. Αλλιώς η τάση για αντιμετώπιση των αναγκών, για συστηματοποίηση των πραγμάτων, παρατηρείται μόνο κάτω από την πίεση των περιστάσεων δηλαδή τα πράγματα πηγαίνουν «σπρωχνόμενα», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο υπάσπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος μιλώντας για την αργή πορεία της Επαναστάσεως του 1821 προς την πολιτικοστρατιωτική της οργάνωση.

626. Ν. Σπηλιάόου, Α πομνημονεύματα, Α θήναι 1851, 1 σ. 590. 627. Ι.Μ. Παναγιωτοπούλου, Ε ρήμην των Ελλήνω ν, έκδ. β ', σ. 69. 628. Βλ. Εμμ. Πρωτοψάλτη, Α ρχεϊον Μ αυροκορδάτου, τ. 4. σ. 595-596. Π ρβλ. του αυτού Τ ρικούπης, «Ν. Εστία», 1973, σ. 129.

5 Ο Κ Α Τ Α Τ Ρ Ε Γ Μ Ο Σ Τ Ω Ν ΙΚ Α Ν Ω Ν , Ε Ν Σ Υ Ν Ε ΙΔ Η Τ Ε Σ Α Δ ΙΚ ΙΕ Σ Κ Α Ι Ζ Η Μ ΙΕ Σ Σ Τ Η Ν Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Κ Α Ι Γ Ε Ν ΙΚ Α Α Ν Α Σ Τ Ο Λ Η Σ Τ Η Ν Π Ρ Ο Κ Ο Π Η ΤΟ Υ Ε Θ Ν Ο Υ Σ

I. Έλλειψ η λοιπόν συστηματικής εργασίας και συνεργα­ σίας, ακόμη και στον επιστημονικό κόσμο με κύριο χαρακτηρι­ στικό τη δυσπιστία, τη δυσπιστία προς τους άλλους, όποιοι και αν είναι (υπενθυμίζω την παρατήρηση του φιλέλληνα von Byern:«o χαρακτήρας των Ελλήνων είναι του ζηλιάρη και του καχύποπτου ανθρώπου»—), προς τον διπλανό, προς τους πολιτευομένους, προς την εξουσία, προς το κράτος, το οποίο επίσης αντικρίζει τον πολίτη σαν υπόδικο, σαν ένοχο. Ο Έλληνας, αγχώδης, καχύποπτος, ζηλιάρης, παρακολουθεί, υποβλέπει, συνήθως χωρίς λόγο, κουτσομπολεύει, αστυνομεύει, υπονομεύει τον διπλανό του. Ο υπερεγωισμός του και ο φθόνος τον κάνει συχνά να μη προβάλλει ή να μην υποστηρίζει την προώθηση του ικανού και με ήθος μέσα από τους συναδέλφους του σ ’ ένα πνευματικό ίδρυμα, σ ’ ένα κόμμα που ζητεί αρχηγό ή σ ’ ένα διοικητικό συμβούλιο ή σε μια υπηρεσία, που αναζητεί προϊστάμενο, αν μάλιστα ο ίδιος έχει την εντύπωση για τον εαυτό του ότι, μολονότι άξιος ή αξιότερος, δεν έχει ελπίδες ν ’ ανυψωθεί στην αρχή629. Συνηθισμένη του φράση: «Γιατί αυτός και όχι εγώ;». Αν δεν μπορεί ο ίδιος να κάνει κάτι, εμποδίζει και τον άλλο να το κάνει, για να μη ξεπέσει ο ίδιος στα μάτια των άλλων. ' Ελλειψη όχι μόνον αγάπης, αλλά και ανοχής. Κυρίαρ­ χος ο φθόνος. Θέτοντας όμως το σπαθί μας σαν τον Γαλάτη Βρέννο στην πλάστιγγα του εγώ κλονίζουμε την ισορροπία του εμείς, της κοινωνίας, πλήττουμε την αμοιβαία εμπιστοσύνη και 629. Τσάτσου. έ.ά.. σ. 1543-1544.

292

διαλύουμε την ομαδική ζωή, την αποσυνθέτουμε σε απομονωμέ­ να άτομα, δύσπιστα και εχθρικά διακείμενα το ένα προς το άλλο. Και μερικοί αγανακτισμένοι Έ λληνες γενικεύοντας — κακώς βέβαια— τις κρίσεις τους ξεστομίζουν βαριές φράσεις εναντίον των συμπατριωτών τους. ' Ενας τέτοιος αγανακτισμένος, γνωστός καχύποπτος και με έμμονη ιδέα καταδιώξεως, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, έφτασε να πει στον ρομαντικό και ιδιόρρυθμο Αγγλο γαμπρό του Trelawny αυτά τα τρομερά λόγια· «Οι Έ λληνες είναι από τη φύση τους προδοτικοί, πονηροί, κακοήθεις και ασταθείς. Και η ιστορία και η παράδοση απέδειξαν ότι ήταν πάντοτε έτσι»630. Νομίζεις πως ακούει τα ίδια λόγια του Μενενίου Ά π ιο υ ύστερ’ από 18 αιώ­ νες· «Μέσα στους πιο πολλούς Έ λληνες, άμα σκαλίσεις λίγο, θα βρεις ισχνόν υπερόπτη Κοριολανό, έναν άσημο έκδικητικό Αλκιβιάδη, ένα εγώ μεγαλύτερο από την πατρίδα. Ό χ ι βέ­ βαια σε όλους»631. Σκοπός του ' Ελληνα, όπως και στην αρχαιότητα, δεν είναι να ξεπεράσει σε αξιοπιστία ή και σε καλή φήμη τον αντίπαλό του, αλλά να τον χατεβάσει κάτω από τη δική του θέση, όποια και αν είναι. Στην ανάγκη — ιδίως σε διοικητικά συμβούλια μέσα στην κοινωνία ή στο κράτος— προβάλλουν τον μειωμέ­ νης ευφυΐας υποψήφιο. Αξιοσημείωτα σχετικά είναι όσα σημειώνει ο Ε. Λ(εμπέσης) σε ειδική μελέτη του- «Την άνοδον αυτού (του μειωμένης αντιλήψεως) διευκολύνουν πλείστα προς τούτο ειδικά προσόντα: παντελής έλλειψις προσωπικότητος, ήτις εκδηλούται εις την χρονιάν απουσίαν γνώμης επί παντός ζητήματος, εις τον φόβον προ της ενδεχομένης διαφωνίας προς πάντα άνθρωπον, ή ολιγόλογος ανιαρότης αυτού, εκλαμβανομένη υπό των αφελών ως βαθύνοια και σοβαρότης, οφειλομένη δε πράγματι εις ανεπανόρθωτον έλλειψιν πνεύματος και πολιτι­ σμού, κ.λ.π. (Τοιούτοι λ.χ. δύο κλασσικοί και αντίθετοι τύποι σοβαροφανών βλακών: ο «ψωνίζων» και ο «causeur». Ο 630. Morpurgo. Trelawny’s Recollections, σ. 179. 631. Τσάτσου. έ.α., σ. 1473.

293

«ψωνίζων» έχει έκδηλον στίγμα την βλακώδη πονηριάν εις το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος, ένθα — παρά τοις ανθρώποις— κείται συνήθως το πρόσωπον. Η ευφυΐα του, την οποίαν πιστεύει ότι έχει και ότι την κρύπτει επιμελώς, συνίσταται εις το ν ’ ακούη μόνον τα λεγάμενα των άλλων, συνοδεύων αυτα με εξυπνώδες τι ηλίθιον μειδίαμα. Δεν απαντά, διότι βεβαίως δεν είναι «κουτός» δια να «εκτεθή». Πάντα άνθρωπον κατ’ αρχήν θεωρεί ως εχθρόν ενεδρεύοντα να του αρπάση καμίαν εκδήλωσιν δια να τον «εκθέση» κακοήθως εις τους εχθρούς του. Πάντα δε άνθρωπον κατ’ αρχήν εκφράζοντα γνώμας θεωρεί άνευ δισταγμού βλάκα, κρύπτων ο ίδιος επιμελώς την ευφυΐαν του όπισθεν συγκαταβατικού μειδιάματος»632. Και συμβαίνει, επειδή συνήθως ο τίμιος και σεμνός δεν είναι μαχητικός, να παραμερίζεται εύκολα. Αλλωστε του λείπει το «ογκηρόν», η αλαζονική εμφάνιση, που την έχει ο ανάξιος και θρασύς. Και αυτή — το γνωρίζει καλά— του ταιριάζει για να πετύχει. Έ τ σ ι δυστυχώς είναι συνηθισμένος και ο λαός μας και ανάλογα κρίνει και πράττει. Και οι έντονες στην εποχή μας απογοητεύσεις των «ανθρώπων», των ιδεολόγων, που έρχονται καταποδιαστές, τους κάνουν να υποφέρουν, τους αναγκάζουν να κτίζουν γύρω τους ψηλά τείχη για να προστατεύονται, ν ’ αντιστέκονται και ν ’ απομακρύνουν όσο μπορούν τις αγέλες των ανθρώπινων λύκων, που τους τριγυρίζουν για κοινά και ταπεινά συμφέροντα ή για να τους βλάψουν. Με αυτά σώζονται οι ελεύθεροι άνθρωποι, οι εχθροί των συναλλαγών και της φαυλότητας, των συκοφαντιών και των μηχανορραφιών, που μολύνουν την κοινωνία. Και οι ελεύθεροι αυτοί γίνονται παρήγορο σημάδι για τους άλλους, παράδειγμα για εγρήγορση και αντίσταση. Οι αρχές τους είναι τα απρόσιτα κάστρα τους, τα μόνα στηρίγματα άμυνας, αλλά και αγώνων, οι μοναδικές οάσεις της ζωής των καταδικασμένων 632. Ε. Α{εμπέση), Η τεραστϊα κοινω νική σημασία των βλακών εν τψ συγχρόνψ βϊφ. Π ρβλ. του αυτού. Ε πιστολαϊ προς τη ν Διεύθυνσιν, De imbecillitate, «Εφημερΐς των Ελλήνω ν νομικών», έτος Η ', τευχ. 10-12 (Οκτ.-Δεκεμβρίου 1941), σ. 309-315.

294

στη μοναξιά ανθρώπων, που γίνονται νέοι Τίμωνες, αλλά όχι μισάνθρωποι· που αγωνίζονται τίμια, και εγκάρδια ανοίγουν τις αγκαλιές τους στους αδύνατους και κατατρεγμένους, καθώς και στα εκλεκτά πνεύματα που νιώθουν ψυχική συγγένεια και έλκονται προς αυτούς. Απογοητευμένοι όμως μπορούν να πουν κάποτε τα λόγια που βάζει Μπόρις Πάστερνακ στο στόμα του Ά μ λετ στο ομώνυμο ποίημά του: Είμαι μονάχος, τα πάντα είναι βυθισμένα στον φαρισαϊσμό. Να ζήσεις μια ζωή δεν είναι σα να περνάς μια πεδιάδα

Μερικοί όμως, σαν τον Τίμωνα τον μισάνθρωπο, σβήνουν τον ήλιο της καλοσύνης μέσα τους, γίνονται απαισιόδοξοι και δύσπιστοι, άχρηστα — αν όχι αντικοινωνικά— στοιχεία και αφήνουν τον τόπο στη διάθεση των ανάξιων και δημοκόπων. Ά λ λ ο ι πάλι, ιδίως σε στιγμές μεγάλης πολιτικής κρίσης και αποχαλινώσεως των παθών, ζητούν το πρόσωπο που θα σώσει την κατάσταση. Και τότε ξανακούεται η αιώνια κραυγή αγωνίας: «... ουκ έστιν ο διορθούμενος;» (Δεν βρίσκεται ο άνθρωπος που θα σώσει την κατάσταση;), κραυγή που ακουόταν στις παραμονές της πτώσης του Βυζαντίου633, κραυγή που ακούεται σε στιγμές εσωτερικής κρίσης ή εξωτερικού κινδύνου και η οποία δείχνει ότι το έδαφος είναι προσφορο για την ανάδειξη του εκλεκτού ηγέτη, αλλά και για την εκκόλαψη υποψήφιων δικτατόρων. Τέτοιες ακριβώς πολιτικές ανωμαλίες έφεραν στην Ελλάδα τις αλλεπάλληλες δικτατορίες των τελευ­ ταίων 50 χρόνων. Ποιοι λοιπόν είναι οι υπεύθυνοι; 2. Ά κρατος ατομισμός και εγωισμός, επομένως και η φιλοδοξία ή ματαιοδοξία, κάνει τον Έ λληνα, όπως είπαμε, επιθετικό, τον σπρώχνει προς τη σύγκρουση, προς τη διαφω­ νία, προς τη διαλεκτική — προς τη φλυαρική, θα έλεγα, 633. Βρυεννίου, Τα ευρεθέντα, 2 σ. 246-247.

295

σχηματίζοντας έναν νεολογισμό— αναμέτρηση με τον διπλανό του, προς τη λογομαχία634 ή προς το να πει και αυτός κάτι που να διαφέρει— έστω και κάπως— από του διπλανού του και που, κατά τη γνώμη του, αποτελεί πρωτότυπη σκέψη. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν οι κουρασμένοι στην αρχαιότητα ' Ελληνες και απογοητευμένοι συχνά από τις άγονες συζητήσεις να μη επαινούν το «λακωνίζειν», να μη το θεωρούν σπουδαίο γνωσιολογικό επίτευγμα; Και αυτή ακριβώς η τάση των Ελλήνων έκανε τους Δυτικούς, μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, να κατηγορούν τους Ανατολικούς ότι ήταν οι δημιουργοί των αιρέσεων. Α π’ αυτήν ακριβώς την τάση προς τη «διαλεκτικά» προβολή του «εγώ» προέρχονται οι μακρόσυρτες και συνεχείς συζητήσεις, οι απεραντολογίες για ένα θέμα πολιτικό, κοινωνι­ κό, εκπαιδευτικό ή και θρησκευτικό, οι ατέλειωτες συνήθως συνεδριάσεις των συμβουλίων, ιδίως των ανώτατων εκπαιδευτι­ κών ιδρυμάτων. Ανάμεσα στα μέλη υπάρχουν ορισμένα που ηδονίζονται να μιλούν, να μιλούν, να μιλούν χρησιμοποιώντας επιτηδευμένα σχήματα λόγου, και να εξουθενώνουν τους συμπαρακαθήμενους, γιατί πράγματι η συνεχής ευγλωττία ενοχλεί, όπως είχε παρατηρήσει ο Pascal615, και τελικά εξοντώ­ νει τον συνομιλητή. Ασφαλώς την πλύση του εγκεφάλου την έχουν εφεύρει οι ' Ελληνες, προτού την ανακαλύψει η σύγχρο­ νη «πολιτισμένη» βαρβαρότητα! Το κακό της φυλαρίας παίρνει τη χειρότερη μορφή, τη μορφή του κουτσομπολιού (που κλιμακωτά φθάνει από την απλή κακολογία ως την επικίνδυνη συκοφαντία) σε ιδιαίτερες συναντήσεις ορισμένων ατόμων που προωθούν «δικούς» των ή καταβαραθρώνουν ανθρώπους έντι­ μους και άξιους636. Στις τέτοιου είδους συγκεντρώσεις άθελα θυμάται κανείς τα λόγια του Villoison: «Οι Έ λληνες περνούν

634. Marc Marceau. La G rèce des Colonnels, σ. 158-159. 635. Β λ.Biaise Pascal. Σκέψεις (Pensées), μετ. Π. Αντωνοπούλου, ά.τ. α.έ. σ. 117 § 355. 636. Π ρβλ. και πετυχημένους χαρακτηρισμούς του Αθ. Σμοκοβίτη, Εντός και εκτός ..., σ. 28-29.

296

τον καιρό τους μισώντας ή συκοφαντώντας ο ένας τον άλ­ λο...*»«?. Οι συκοφάντες του είδους αυτού κάνουν μια προσπάθεια, όπως λέγει ο Adler, να εξυψώσουν τον εαυτό τους αφήνοντας τον άλλο να βουλιάξει. Την αναγνώριση της αξίας του άλλου την αισθάνονται σαν προσωπική προσβολή. Α π’ αυτό καταλα­ βαίνει κανείς πόσο βαθιά ριζωμένο σ ’ αυτούς είναι το αίσθημα της αδυναμίας638. Στις συναθροίσεις αυτές — συναθροίσεις προς αποφυγήν!— του κουτσομπολιού το χαρτί μπορεί να παίζει επιβοηθητικό ρόλο ψυχαγωγίας!! Και συνηθισμένη δικαιολογία — στις αρχές,τουλάχιστον— είναι ότι παίζουν χαρτιά για να «σκοτώσουν την ώρα». Δεν ξέρω αν υπάρχει σε καμιά άλλη γλώσσα του κόσμου η αξιοθρήνητη αυτή έκφραση, για να δηλώσει την κακή εκτίμηση και χρήση του χρόνου639. Γιατί ν ’ απορούμε έπειτα για την ευρύτατη διάδοση του κουτσομπολιού και των σκάνδαλοθηρικών εντύπων, εφημερί­ δων, βιβλίων κ.λ. στον τόπο μας; Σ ’ αυτόν τον ελεεινό και φθοροποιό αγώνα, έχοντας τέτοιους σαν τους παραπάνω κριτές, είναι αληθινό θαύμα, αν τελικά θα γλυτώσει και θα επικρατήσει ο εργατικός και τίμιος. Στον σεμνό και ήπιο δεν δίνουν σημασία. Είναι κατά την ηθική τους αντίληψη, καλό και τίμιο «ανθρωπάκι», που δεν πρόκειται να τους βλάψει. Επικίνδυνοι είναι οι κακοί, οι θορυβοποιοί, αυτοί που χυπώντας τη γροθιά στο τραπέζι μπορούν να υποστηρίξουν το άδικο, αυτοί που μπορούν ν ’ απειλήσουν, να βλάψουν. Το ήθος, σπουδαίο προσόν για μερικούς πολιτισμέ­ νους λαούς, στον τόπο μας συνήθως δεν ισχύει. Στην Ελλάδα οι αλλόκοτες συνθήκες της ζωής μας έχουν επιβάλει την άποψη του να φοβόμαστε — αντί ν ’ απομονώνουμε και ν ’ αφοπλίζου­ με— τους κακούς που συνήθως δρουν ατιμώρητα. Οι μόνοι που μπορούν να τους πλησιάσουν είναι οι κόλακες, γιατί σ ’ αυτούς 637. Βλ. Β. Lavagnini, Villoison, σ. 75. 638. Ά ντλερ. Α νθρωπογνωσία, σ. 213-214. 639. Βλ. και Πάλλη, Μ προυσσός, «Ο Νουμάς», 10 Α πρίλη 1921, αρ. 731 φ. 15, σ. 234.

297

δεν αντέχουν οι κακοί. Και αυτοί βρίσκονται πάντοτε στον προθάλαμο τους. Τέτοιες οδυνηρές εμπειρίες έχει πολλές ο άνθρωπος στη ζωή του. Κυριαρχεί ο ραδιούργος, που μπορεί να υποκρίνεται πως κόπτεται για τη δημοκρατία, ο μηχανορράφος, που τρέχει από γραφείο σε γραφείο, δήθεν για να κατατοπίσει, αλλά στην πραγματικότητα για να υφάνει τους δόλους του σε βάρος του ικανού. Η επιτήδεια συκοφαντία είναι βέβαια το μοναδικό όπλο και δεν αστοχεύει: Fortiter calumniari, semper aliquid manet. Και αυτό το όπλο οι Έ λληνες, «αυτοί οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι ' Ελληνες, οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου», από την αρχαιότητα κιόλας χειρίζονταν με μοναδική ευστροφία και δεξιοτεχνία, ώστε να διαπράττουν ατιμώρητα τον αναίμακτο ηθικό φόνο, εντελέστε­ ρα από τον σωματικό640. Και το όπλο αυτό το χειρίζονται ακόμη και σήμερα με την ίδια επιδεξιότητα, όπως το αποδεί­ χνει και η σύγχρονη ιστορία, όπλο συνήθως αυτών που ανέβηκαν ανάξια641. Ρουμάνος φίλος και συνάδελφος μου έλεγε ότι απορούσε από την ευρύτητα του φαινομένου της κακολογίας των επιστημόνων στην Ελλάδα, του ενός σε βάρος του άλλου. Ποιός όμως είναι ο συκοφαντικός λόγος; Μας τον προσδιορίζει — ποιός άλλος ;— ο Μενένιος Ά π ιος: «Δεν στηρίζεται σε ανύπαρκτα γεγονότα η περίτεχνη συκοφαντία, αλλά διαλέγει κάποιο ασήμαντο, το βγάζει από την σειρά του, το φουσκώνει, το βάζει σε άλλη σειρά και έτσι το κάνει να αποδίδει μιαν εντελώς διαφορετική από την αρχικήν εντύπωση. Το αλλάζει, χωρίς να το αλλάξει το ίδιο. Πού είναι η συκοφαντία; ρωτάει ο συκοφάντης». Και με αυτό το αγχέμαχο όπλο πολεμά «ο ' Ελληνας τον ' Ελληνα, ο ηγέτης τον ηγέτη, ο φιλόσοφος τον φιλόσοφο, ο ποιητής τον ποιητή, αλλά και ο ανάξιος τον ανάξιο, ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό». Έ τσ ι δεν πρέπει ν ’ απορεί κανείς, αν τότε, όπως και τώρα, οι πολλοί και τίμιοι φοβούνταν τους συκοφάντες και πώς 640. Τσάτσου, έ.α., «Ν. Εστία» τευχ. 655 (1954) 1476. 641. Π ρβλ. και Σμοκοβΐτη, Εντός και εκτός ..., σ. 60-62.

298

όσοι τους είχαν ανάγκη τους χαιρετούσαν με μεγάλη ευγένεια στις στοές και στην αγορά. Ο «πανδαμάτωρ» όμως χρόνος του έσβησε όλους, συκοφάντες και συκοφαντημένους, και τους σκέπασε με το χώμα του Κεραμεικού, επάνω στο οποίο φυτρώνουν τώρα χαμομήλια και παπαρούνες642. Ποιά είναι η ψυχολογία αυτών των κακών ανθρώπων, μας την αναλύει ο Ευάγγ. Π. Πανούτσος: «Οι συκοφάντες, όπως οι περισσότερες κατηγορίες εκείνων που «κάνουν το κακό για το κακό», είναι άνθρωποι ανασφαλείς και έντρομοι από τα πραγματικά ή υποτιθέμενα χάσματα και κενά του εσωτερικού των κόσμου. Για τούτο, σαν τα φοβισμένα σκυλιά, επιτίθενται και δαγκάνουν δεξιά και αριστερά, κατά προτίμηση όσους έχουν έντονη παρουσία στο περιβάλλον τους. Σκοπός τους από το ένα μέρος να τους μεταδώσουν τον φόβο τους και να τους μειώσουν, και από το άλλο να δείξουν, έστω και αρνητικά, τη δύναμή τους και ν ’ αποκτήσουν την αυτοπεποίθηση που τους λείπει. Κατά βάθος λοιπόν πρόκειται για ανεπαρκείς και δυστυχείς ανθρώπους -

και ας φαίνονται σίγουροι και ευχαριστημένοι από τον εαυτό τους— που πληγώνουν τους άλλους για να ξεχάσουν τις δικές τους πληγές. Των άλλων η επιτυχία, η φήμη, η αναγνώριση γίνεται ο εφιάλτης τους. Και αντί να αντιδράσουν θετικά με την ανάλυση των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν και με την ανασύνταξη και κινητοποίηση των δυνάμεών τους, παίρνουν τον εύκολο δρόμο της κακουργίας (διαβάλλουν, παγιδεύουν, συνομωτούν) οδηγημένοι από ένα αβυσσαλέο φθόνο, που δεν κάνει

διάκριση όχι μόνον μέσων, αλλά και στόχων. Γνωστοί και άγνωστοι γίνονται αντικείμενα της μοχθηρίας τους, αρκεί να είναι «κάποιοι», φτασμένοι υψηλά, ονομαστοί, που έχουν κερδίσει τη γενική αναγνώριση. Και τρίβουν τα χέρια τους από χαρά και ικανοποίηση ότι αξιώθηκαν να γκρεμίσουν είδωλα σεβαστά.. »w . Φρενιάζουν πως ο μεγάλος είναι μοναδικός,

642. Κ. Τσάτσου. ά.ά., σ. 1476. 643. Βλ. «Βήμα», 10 Σεπτεμβρίου 1978. Παρόμοια θέματα συζητεί ο Π απανούτσος και στα «Επίκαιρα και ανεπίκαιρα», Αθήνα 1962, σ. 27 κ.έ.

299

κεφάλαιο του έθνους, και οι ίδιοι, ανικανοποίητοι από τα δικά τους επιτεύγματα, βυθίζονται στον βυθό της ηθικής μηδαμινότητας κυριευμένοι από τον φθόνο. Και το μίσος δεν εξαντλείται στον «κάποιο», στον σεβα­ στό. Αν δεν μπορούν να τον εξοντώσουν, η κακία τους ξεχύνεται ακάθεκτη στους φίλους του, στους δικούς του, σε οποιονδήποτε άλλον τον αντιπροσωπεύει, τον συμβολίζει. Τί πετυχαίνει όμως ο συκοφάντης από το έργο του; «Εκδικείται τον εαυτό του. Ο εαυτός του του φταίει, επειδή τον αισθάνεται μικρό, ανίκανο και ευτελή· τον εαυτό του μισεί»6*4. Είναι λοιπόν ζήτημα τύχης, αν και αυτοί ακόμη που ευεργέτησες, αν κάποτε θ ’ αναγνωρίσουν με σεβασμό την οφειλή τους. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο- αν έλθει ποτέ εκείνη η ώρα, θα την αρπάξουν αμέσως με μίσος και με την αστραφτερή φλόγα της χαιρεκακίας και του σαδισμού στα μάτια τους που λέγει «τώρα θα σου δείξω τί αξίζω κ ι’ εγώ, ευεργέτη μου», θα του ανταποδώσουν το καλό με χολή, και την καλοσύνη με απανθρωπία συνοδευόμενοι από οργανωμένο εσμό — μικρομαφίες— ρευστών και ανέντιμων ανθρωπαρίων, χαιρέ­ κακων επίσης και βρωμερών νάνων, προσκολλημένων σ ’ αυτόν για κοινά συμφέροντα. Είναι κωμικό μαζί και τραγικό να βλέπεις τους νέους Ιούδες, ν ’ αλλάζουν το προσωπείο τους, και να δείχνουν το αληθινό τους πρόσωπο, όταν φτάσουν στην επίτευξη των σκοπών τους. Η μόνη διαφορά από τον παλιό τους ομώνυμο είναι ότι δεν αισθάνονται τύψεις ή μάλλον καμιά τύψη — η μεγάλη κρίση της εποχής μας— και βέβαια καμιά διάθεση να εξαγνιστούν περνώντας από τον λαιμό τους τη θηλειά, ή ν ’ αποσυρθούν σε μοναστήρι, όπως έκαναν στα βυζαντινά χρόνια «οι εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντες». Αγαπητός συνάδελ­ φος, άνθρωπος και επιστήμονας, μου έλεγε ότι, αν ανάμεσα στους 12 μαθητές του Χριστού βρέθηκε ένας προδότης κ ι’ εκείνος από τύψεις πήγε και κρεμάστηκε, στην εποχή μας ζήτημα είναι αν μέσα στους ιδιαίτερα ευεργετημένους και 644. Παπανούτσος, Επίκαιρα, σ. 33-34.

300

προωθημένους μαθητές θα βρεθεί ένας πιστός και ευγνώμονας. Συνυπογράφω. Ο αχάριστος είναι δειλός, αγενής και κακόψυ­ χος. Με σαρκασμό εκφράζεται σε τέτοιες περιπτώσεις ο λαός μας λέγοντας για τον αχάριστο: «Μα δεν του έκανα καλό. Γιατί με κυνηγά;». Διαβάστε τον παρακάτω χαρακτηρισμό του αχάριστου από τον φιλόσοφο Paulsen και θα τον βρείτε αμέσως κοντά σας: «Ο ίδιος άνθρωπος που φέρνεται με ωμή υπεροψία απέναντι των αδυνάτων, λυγίζει και σέρνεται μπροστά σ ’ εκείνους που έχουν δύναμη. Χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα και την πιο απεχθή κολακεία σ ’ εκείνους που αναμφισβήτητα είναι περιωπής άνθρωποι ή έχουν μεγάλα αξιώματα, είναι πλουσιότε­ ροι κ ι’ ασκούν γενικά μεγάλη επίδραση, για να αποχτήσει με τη βοήθειά τους δύναμη, ν ’ ανεβεί. Κ ι’ όταν ανεβεί και τύχει να περάσει τους υποστηριχτές του, τότε με εξαιρετική ικανότη­ τα τους λακτίζει, αποσύροντας το κεφάλαιο με τους τόκους του»645. ' Η όπως λέμε εμείς: θα του δώσει μια κλωτσιά που να τη θυμάται σε όλη του τη ζωή. Θαυμάσια χαρακτητρίζει τον άνθρωπο του είδους αυτού σε μια νουβέλα του ο Βασίλης Μοσκόβης, με τον συμβολικό τίτλο «Το αναριχητικό», που την τελειώνει με ωραίους γεμάτους ανθρωπιά στίχους: Σε περιμένω πάλι, αδερφέ μου. Έλα και σε προσμένω να ξανάρθεις, ή πιό καλά ξέρω πως θά 'ρθεις. θαρθεϊς να με πληγώσεις με μαχαίρι που θα βυθίσεις στην καρδιά μου, κι ’ ύστερα να την ανεμΐσεις στον αγέρα σαν φλάμπουρο του μίσους σου για μένα

' Οπως λοιπόν στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο, έτσι και στα νεώτερα χρόνια δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο 645. Βλ. το απόσπασμα στου Ξηροτύρη, Επίκαιρα κοινωνικά προβλή­ ματα, σ. 25.

30!

της αχαριστίας, να στρέφεται δηλαδή ο ευεργετημένος με θρά­ σος και αδιαντροπιά — όταν μάλιστα έχει αποκτήσει δύναμη— εναντίον του ευεργέτη του, έμμεσα με μηχανορραφίες και υπουλότητα ή και άμεσα με δική του πρωτοβουλία. Τις επιτυχίες του ευεργέτη του σε οποιοδήποτε τομέα τις αισθάνε­ ται σαν ογκόλιθους που εκσφενδονίζονται στο κεφάλι του και σαν νέα σμίκρυνση της μηδαμινότητάς του. Μόνη λύτρωση ο θάνατος του ευεργέτη του. Η σκιά του όμως θα τον καταδιώκει και θα του κατατρώγει τα σωθικά του, όσο κι ’ αν προσπαθεί να την απομακρύνει, όσο κι αν αδιαφορεί, όσο κΓ αν διαρρηγνύει τα ιμάτιά του και χύνει κροκοδείλεια δάκρυα για τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη που δήθεν τρέφει απέναντι του, ώσπου να τον σκεπάσουν κι ’ αυτόν «τα χαμομήλια και οι παπαρούνες του Κεραμεικού». 3. Επειδή πάντοτε ισχύει το «κεραμεύς κεραμεί αεί κοτέει», δεν πρέπει ποτέ ν ’ αντλούνται πληροφορίες για ορισμένα πρόσωπα — και μάλιστα εξέχοντα— από ομοτέχνους των, ιδίως ευεργετημένους. Υπάρχουν μάλιστα και μερικοί — και σ ’ αυτόν ακόμη τον πνευματικό κόσμο, οι οποίοι — συνήθως στείροι και γλοιώδεις τύποι— κάνουν «το κακό για το κακό» παίρνοντας τις αναγκαίες προφυλάξεις, ώστε να φαίνονται έντιμοι και αδιάφθοροι, ώσπου να φτάσουν εκεί που θέλουν. Κατόπιν με αστραπές σατανικής χαράς — δεν ντρέπονται καθόλου ν ’ αυτοαποκαλύπτονται — εναβρύνονται που έχουν τη δύναμη («εκ του ασφαλούς» άδικοι) να καταστρέφουν, να εξοντώνουν με υπαινιγμούς και με συκοφαντίες, χωρίς να έχουν καμιά προσωπική ωφέλεια, ώστε να διερωτάται κανείς από ποιές σκοτεινές πτυχές της ψυχής τους, από ποια ζωώδη και κατώτερα ένστικτά της αντλούν την απανθρωπία τους. Μερι­ κοί, παρά την αξία τους ανεβασμένοι στην κοινωνία, αδυνατούν από την ένταση του πάθους των να στρωθούν σε γόνιμη εργασία, υποφέρουν από νευρικές διαταραχές και από πονοκε­ φάλους, ώστε να μη μπορούν να δουλέψουν πέρ’ από 2-3 ώρες, αλλά δεν θέλουν — από φθόνο και οκνηρία μαζί — να βλέπουν και τους άλλους να δουλεύουν, να προχωρούν. Και γ ι ’ αυτό

302

τους ακούμε να ενδιαφέρονται ζωηρά για την υγεία των άλ­ λων (!) και να μην αντέχουν να τους βλέπουν να δουλεύουν: «Μην εργάζεσαι πολύ! Θα σε φάει η δουλειά!». Η κακία αρχίζει από πολύ νωρίς. Από τα σχολεία ακόμη της μέσης εκπαιδεύσεως νωθροί και κακοί μαθητές λέγουν σε επιμελείς συνταξιώτες τους «Μη διαβάζεις πολύ, θα πάθεις, θα πεθάνεις!». Η ίδια ιστορία του πιθήκου με την κομμένη ουρά, ο οποίος διαφήμιζε τα οφέλη της νέας του καταστάσεως, και παρότρυνε τους συντρόφους του να κάνουν το ίδιο! Έ χθιστοι λοιπόν οι άριστοι, εξοστρακιστέοι οι ικανοί, προπάντων όταν έχουν ανεξάρτητο πνεύμα και δεν είναι πρόθυμοι να υποταχθούν ή να προσκολληθούν σε φατρία. Μας ταιριάζουν οι μέτριοι; Η οι κάτω του μέτριου, οι οποίοι τρίβουν και οι ίδιοι τα μάτια τους, πώς έχουν ανεβεί χωρίς επαρκή προσόντα και εφόδια; ΚΓ αυτό γιατί; Γιατί τη δύναμή τους «οι Έ λληνες σήμερα δεν ενδιαφέρονται να την δείξουν αγαθοποιώντας, αλλά αποχτώντας ένα ζευγάρι βρώμικα πόδια, για ν ’ απελπίσουν τον τίμιο, να τον αναχαιτίσουν, να ποδοπα­ τήσουν το έργο του, να τον διασύρουν, να τον συκοφαντήσουν, και να τον πολεμήσουν»646. Βρισκόμαστε κιόλας σε παρακμή, μέσα στις αναθυμιάσεις της σήψης; Ο υπερτροφικός εγωισμός («ποιός είσαι συ και ποιός είμαι εγώ») παρασύρει ορισμένους ασυνείδητους — τύψη δεν υπάρχει σ ’ αυτούς— στη χρήση ευτελών μέσων για την επιβολή τους, σε λασπολογία, σε διαβολή ή και σε πράξεις βίας, ακόμη και στην εξόντωση του αντιπάλου ή ανταγωνιστή του, όταν μάλιστα αυτός είναι νεώτερος και ανώτερος του ως προς τις ικανότητες και τα προσόντα του. Ο ανάξιος ή ο μέτριος πανεπιστημιακός κριτής, που νιώθει να πνίγεται από το πλέγμα της ανασφάλειας, φθονεί τον ικανό υποψήφιο- αν αυτός έχει λίγες, αλλά σπουδαίες εργασίες, τον κατηγορεί ότι δεν έχει επαρκή έργα- αν πάλι έχει πολλές και καλές, πάλι βρίσκει τον τρόπο να τον εκθέσει: τον συκοφαντεί 646. Β. Τσφοπούλου. Στη ζώνη του πυρός, σ. 243-244.

303

ότι βιάζεται, ότι είναι επιπόλαιος και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον εκθέσει για πάντα, ενώ ο ίδιος, ο ψευτοδημοκράτης «εξουσιαστής» της έδρας, ο εχθρός άλλοτε του παλιού κατε­ στημένου, δημιουργεί τώρα ένα πολύ χειρότερο νέο. Και, στείρος και αστοιχείωτος θεωρητικά και μεθοδολογικά, κομπά­ ζει ανερυθρίαστα και ηδονίζεται για την κατάχρηση της εξουσίας του, χωρίς βέβαια ο ίδιος να δικαιολογεί τη δική του πνευματική νωθρότητα. Χτυπητό τυπικό παράδειγμα κατατρεγ­ μού ο I. Συκουτρής. Ο ανήθικος κριτής επιστρατεύει τους πάντες, για να βρεθούν ανύπαρκτα ή ασήμαντα λάθη· κατασκευάζονται τότε οι «διαπρεπείς», μέτριοι αντίπαλοί του, οι ημέτεροι, οι πολύ μικρότεροι κατά το ανάστημα από τους κριτές, για να μη επισκιάζονται οι ίδιοι οι δυστυχισμένοι, κατασκευάζεται — και δεν ξέρουμε που εδράζεται — η φήμη τους με ανεπαρκή αποδεικτικά τεκμήρια, εξυμνείται το ανύπαρκτο και επιδέξια υποκρινόμενο ήθος του κ.λ. Δημιουργείται ο θόρυβος και προβάλλεται ο θρασύς μέτριος, ενώ ο σεμνός άξιος παραμερίζε­ ται και δυσφημείται με μακιαβελικούς τρόπους, μέσα από τους οποίους δύσκολα μπορεί κανείς να εξιχνιάσει τα νήματα της αδικίας, αλλά και ν ’ αντιπαλαϊψει, αν τα βρει. Έπειτα η φθορά σ ’ ένα άχαρο, ελεεινό πόλεμο τον αποθαρρύνει.

Ευνοείται η πνευματική θρασύτητα. Ο μέτριος και θρασύς θεωρείται στον τόπο μας δυναμικός και άνθρωπος που υπόσχε­ ται πολλά, ενώ ο σεμνός και άξιος κρίνεται άψυχος και άνθρωπος που δεν λέγει τίποτε. Ό λ ο ι προφητεύουν επιτυχίες για τον πρώτο και αποκαρδιώνουν τον δεύτερο. Και μολονότι πολλές φορές διαψεύδονται, δεν παύουν να υποστηρίζουν με πάθος τον πρώτο και ν ’ αποθαρρύνουν τον δεύτερο. Έ τσ ι δεν σκιάζεται η ασημότητα του κριτή που οχυρώνεται πίσω από την έδρα του και κρίνει τους πάντες «εν σοφίςι» «Τους σκοτώνουμε με το βαμπάκι», έλεγε αδιάντροπα πριν από πολλά χρόνια παλιός καθηγητής, που σπαταλούσε τον χρόνο του, τη μέρα του με τεμπελιά και τη νύχτα με χαρτοπαιξία.

304

Η στάση του κριτή απέναντι του ανεπιθύμητου υποψηφίου ρυθμίζεται συνήθως με άλλα κριτήρια — συνήθως, με το αν είναι δικός μας ή όχι — παρά από καλοπροαίρετη διάθεση. Θέλει να βρει οπωσδήποτε κάτι σε βάρος του, έστω μικρό και ασήμαντο και να το μεγαλοποιήσει, παραγνωρίζοντας τελείως τη μεγάλη ή κάποτε και την τεράστια ακόμη προσφορά του στην επιστήμη. Και αυτή ακριβώς είναι ιδίως που απαρέσκει στον κριτή· νομίζει πως κινδυνεύει από τη σκιά του και γΓ αυτό, για το θετικό έργο του, δεν αναφέρει ούτε λέξη και έτσι ενσυνείδητα τον δολοφονεί. Έ τ σ ι είναι ασφαλής, αφού τώρα πια είναι τακτικός καθηγητής και αλάθητος ή — για να θυμηθώ την αρχαία Σπάρτη— έχει γίνει «ομοίος». Τα πλούσια δικά του σφάλματα μέσα στην εισηγητική του έκθεση, τα οποία συχνά τον κατεβάζουν πολύ κάτω από τον κρινόμενο, δεν πιάνονται, δεν υπογραμμίζονται, δεν συζητούνται! Ας ακούσουμε και όσα καταγγέλλει νέος πανεπιστημιακός καθηγητής, εν ενεργείςι, ο Αθ. Σμοκοβίτης μιλώντας για τους μοχθηρούς και άδικους πανεπιστημιακούς δασκάλους: «... Οι διαφθορείς της έννοιας δάσκαλος πρωτοστατούν σε χιμαιρικούς αγώνες. Σοφίζονται παγίδες και χαλκεύουν δεσμά. Μεθοδικοί σ ’ όλες τις σκΓ/εινές επιδιώξεις τους. Σφυρηλατούν δεσμούς, ακόμα και παράνομους, για να σφυροκοπούν αποτελεσματικά και με σιγουριά τους ανεπιθύμητους ... Πολλές φορές πάλι εναλλάσσουν τον ρόλο του σταυρωτή μ ’ εκείνο του Πιλάτου ... Αν η κοινωνική αδιαφορία τους προστατεύει από την αποκάλυψη της τακτικής τους, δεν μπορούν τελικά να προστατευθούν από την αυτοαπο­ κάλυψη. Αυτό είναι συχνά η αρχή του τέλους τους»!647. Λίγα είναι τα θύματα που επιζούν, ύστερ’ από ένα τέτοιο άγριο κατατρεγμό, από μια τέτοια δολοφονία «εν ψυχρφ». Μοιάζουν με τους ανθρώπους που έχουν γλυτώσει από επικίν­

647. Σμοκοβΐτη. Εντός και εκτός ..., σ. 36-37, 38.

305

δυνα ναυάγια648. Μολαταύτα, ακόμη και μέσα στον οξύ ανταγω­ νισμό στη σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία υπάρχουν — ευτυχώς — οι εξαιρέσεις· όχι μόνον οι έντιμοι και οι πειθαρχημένοι, οι αυτοσυγκρατούμενοι, αλλά και οι ενδιαφερό­ μενοι ειλικρινά για τον τόπο άνθρωποι, έστω και λίγοι649, η εκλεκτή μειοψηφία, όπως παρατηρήσαμε και αλλού. Και αυ­ τό το τελευταίο είναι που μετράει πολύ. Είναι και το φαινό­ μενο αυτό μέσα στα περίεργα, στις αντιφάσεις που παρατη­ ρούνται στον ελληνικό λαό. ' Ενα οξύ πνεύμα της εποχής μας, ο Γιώργος Θεοτοκάς, που χάθηκε τόσο γρήγορα, στο δοκί­ μιό του «Οι σύγχρονοι Έλληνες», που το δημοσίευσε στα 1955 για ξένους αναγνώστες, έγραφε σχετικά «Συναντούμε αν­ θρώπινους τύπους αξιοθαύμαστους για την ελευθερία του χα­ ρακτήρα τους, τη γενναιοφροσύνη τους και το ανώτερο ήθος τους, και άλλους που νιώθουμε ότι δεν έχουν ακόμα λυτρωθεί ψυχικά, ότι διατηρούν κατάλοιπα από τη βαρυθυμία των υποδουλωμένων Ελλήνων του παλαιού καιρού, από τον φόβο τους εμπρός στη ζωή, την αβουλία τους ή την πανουργία τους. Συναντούμε και τον τύπο που, υποφέροντας υποσυνείδητα από την ανάμνηση της ξένης τυραννίας, ζητά να ελευθερωθεί υποδουλώνοντας άλλους — τυραννώντας μιαν οικογένεια, μιαν υπηρεσία, τους κοινούς πολίτες, αν ασκεί κάποιαν εξουσία, ή, κάποτε, ολόκληρο το έθνος»650. Πόσοι καθηγητές ανώτατων ιδρυμάτων, για τους παραπάνω λόγους ή και από νωθρότητα και βαριεστιμάρα μαζί δεν θέλουν να βοηθήσουν νέους, ή απομακρύνουν με διάφορες προφάσεις 648. Πώς να μη θυμάται κανείς τα μακρά οδυνηρά χρόνια της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας ως άμισθου, εντεταλμένου υφηγητή και έκτακτου καθηγητή τον καιρό που βρισκόταν στη διάθεση φθονερών κριτών — δυστυχώς και ιστορικών!!— που προσπαθούσαν να καλύψουν τη γύμνια τους, τη ν ηθική και επιστημονική, επισωρεύοντας εναντίον του υποψηφίου συκοφαντίες επάνω σε συκοφαντίες και διαπράττοντας ατιμώ­ ρητα ένα σωρό επιστημονικά σφάλματα και ηθικά ολισθήματα, αληθινά εγκλήματα; 649. Π ρβλ. και Σμοκοβΐτη, Εντός και εκτός..., σ. 31. 650. θεοτοκά. Προβλήματα του καιρού μας, σ. 18.

306

τους υποψηφίους για διδακτορικό δίπλωμα ή για υφηγεσΐα και καθυστερούν την υποβολή της εισηγήσεώς τους για πολλούς μήνες ή και για χρόνια ακόμη εξουθενώνοντας το νευρικό τους σύστημα και διαστρέφοντας τον χαρακτήρα τους651! Οι ίδιοι όμως ως υποψήφιοι εκλιπαρούσαν τη γρήγορη διεκπεραίωση του ζητήματος τους, γιατί ισχυρίζονταν ότι θα κατέληγαν σε νευρολογιχή κλινική. Το θέμα αυτό είναι βασικό. Ορισμένοι ντρέπονται ή φοβούνται μήπως ο μαθητής τους τους ξεπεράσει, ενώ αυτό θα έπρεπε να ήταν το ιδανικό τους, να το εύχονταν με την καρδιά τους και να το καμάρωναν. Μέτριος καθηγητής, που ήθελε να δείξει πως ενδιαφερόταν να προωθήσει κάποιον ταλαντούχο, του είπε τα εξής βλακώδη, υπαγορευμένα από τον μύχιο φόβο και φθόνο, αλλά και από την εγωπάθειά του μήπως επισκιαστεί: « Έ λ α μαζί μου. Θα σε κάνω το πολύ σαν και μένα, αλλά όχι ανώτερο»! Πώς να περιμένουμε έπειτα τον πολλαπλασιασμό των με­ τεκπαιδευμένων για μεταπτυχιακές ή για διδακτορικές σπου­ δές; ΓΓ αυτούς τους λόγους, του φθόνου, της νωθρότητας και της απροθυμίας, θα έπρεπε το κράτος ν ’ αναθέτει την παρακο­ λούθηση των σχετικών διατριβών και σε ολοκληρωμένα και κατάλληλα επανδρωμένα ανώτερα ειδικά Ινστιτούτα ή Κέντρα Ερευνών, που θα είχαν και αυτόν τον προορισμό. Νομίζω πως με τον υποβιβασμό τώρα των πανεπιστημιακών σπουδών έχει σημάνει πια η ώρα του επιστημονικών Ιδρυμάτων ή Κέντρων έρευνας. Με τέτοια νοοτροπία και αντιλήψεις πώς να μειώσουμε την απόσταση που μας χωρίζει από τα προχωρημένα τεχνολογικά και πολιτιστικά κράτη! Αντίθετά, θα έχουμε συνεχή βαθμιαίο υποβιβασμό και διαρκώς την ανάγκη για κάθε θέμα να 651. Συνέβηκε εργασία υποψήφιου διδάκτορα, τρόφιμου της Φ.Σ. του πανεπιστημίου Θ εσσαλονίκης, που εκπονήθηκε με τη ν προσω πική μου εποπτεΐα, μετά τη ν αποχώ ρησή μου από το πανεπιστήμιο, να μη τη δεχθεί ο αρμόδιος καθηγητής ούτε καν άλλος, ώσπου τελικά, ύστερ ’ από χρόνια και από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο, ο υπομονετικός υποψήφιος να βρει τη δικαίω σή του στο πανεπιστήμιο της Αθήνας!

307

μετακαλούμε ξένους επιστήμονες και εμπειρογνώμονες προς δόξαν της πολυδιαφημισμένης ευφυΐας μας652. 4. Ύ σ τερ ’ απ’ αυτά πώς να μη συνεχίζεται γνωστή από τα χρόνια ακόμη της τουρκοκρατίας, κατά καιρούς βέβαια, διαρ­ ροή των «εγκεφάλων» προς το εξωτερικό, όταν εκεί οι ανθρώπινες σχέσεις και οι συνθήκες εργασίας είναι καλύτερες από την Ελλάδα, από την πατρίδα τους, όπου ο φθόνος τους ποτίζει συνεχώς με πίκρες και φαρμάκια και όπου τελικά τους εξοντώνουν ή τους διώχνουν;653 Ξένος των νεώτερων χρόνων έλεγε: «Πουθενά το ταλέντο και η μεγαλοφυΐα δεν εκτιμούνται τόσο λίγο, όσο στην Ελλάδα»654, χαρακτηριστική φράση που μας αφήνει να υπονοήσουμε τί γίνεται έξω. Καμιά ανθρωπιά, αλλά μόνον αγριότητα. Θυμάται κανείς τα χαρακτηριστικά λόγια του Ιωσήφ Βρυεννίου (14ος αι.), στις παραμονές της συντέλειας του βυζαντινού κόσμου: «Ουδαμού δάκρυον συμπα­ θές ...». Στα χρόνια όμως της τουρκοκρατίας η Πατρίδα «τους αληθινούς προκομμένους» τους είχε ανάγκη και τους ήθελε κοντά επαναπατρισμένους, «δια το Γένος και εις το Γένος»655. Μα μήπως και τώρα «τους αληθινούς προκομμένους» δεν τους έχει και δεν θα τους έχει πάντα ανάγκη η Πατρίδα μας; Είναι 652. «Ο κόσμος αυτός που ζούμε, γράψει αποκαρδιωμένος ο Κώστας Τ σιρόπουλος, καθημερινά όλο και περισσότερο, όλο βαθύτερα απογυμνώ­ νεται από τις αξίες και τις καθημερινές αυθεντίες και μας παρουσιάζεται γεμάτος φ ριχτά έλκη, πληγές ανυπόφορες που πυορροούν και μας βρωμϊζουν όλους, και μας μολύνουν όλους, και θέτουν σε κίνδυνο και σε δοκιμασία δεινή ό,τι πιο καθαρό, πολύτιμο, πνευματικό κατορθώσαμε να διαφυλάξουμε ζώντας μέσα σ ’ αυτή την άσωτη εποχή ... Κ ι’ αυτός ο Ά νθ ρ ω π ο ς που είναι αμετακίνητος δείκτης τη ς προόδου, βρίσκεται σήμερα στο «μηδέν», χωρίς υπερβολή». (Αυτοψία της εποχής σ. 38-39). Πρβλ. και Ξηροτύρη. Η καταπολέμηση των ελαττωμάτων μας, σ. 201 και 207. 653. Βλ. τα παράπονα των Ε λλήνω ν'επιστημόνω ν του εξωτερικού στο άρθρο του Α. Πεπελάση, Και πάλι οι επιστήμονες τη ς διασποράς, στο «Βήμα» της 17 Α πριλίου 1980. Π ρβλ. και προηγούμενό του άρθρο στην ίδια εφημ. τη ς 14 Φεβρουάριου 1978. 654. Δανιηλιδη, έ.α., σ. 169. 655. Νικ. Κ. Βλάχου. Στέφανος Κ ανέλλος (1792-1893), σ. 9.

308

άραγε τόσο περιττή η ξενιτεμένη ή καλύτερα η αυτοεξορισομένη αυτή λαμπρή μαγιά του Γένους, η ξεδιαλεγμένη μέσα στο καμίνι της αυστηρής δοκιμασίας του εξωτερικού, η μαγιά του ήθους και της επιστήμης; Αναρωτηθήκαμε όμως σοβαρά τί χάνει η χώρα μας από την εχθρική αυτή συμπεριφορά μας προς τους νέους και άξιους επιστήμονες, προς τις ελπίδες του έθνους μας; Σήμερα, μέσα σ ’ ένα κόσμο ταραγμένο και αβέβαιο, η μόνη εγγύηση ασφάλειας για το μικρό μας κράτος και έθνος είναι η απόκτηση όσο το δυνατόν υψηλής επιστημονικής στάθμης, με συνεχείς τάσεις προόδου τόσο στις θεωρητικές, όσο και στις τεχνολογικές γνώσεις (αυτές μάλιστα απαραίτητες για την απόκρουση εξωτερικών κινδύνων). Τώρα χρειάζεται όχι μόνο ομοψυχία και πίστη στη νίκη, αλλά και υψηλός ιδίως τεχνολογικός εξοπλισμός. Δυστυχώς αυτές τις απλές αλήθειες δεν τις έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει. Στα χρόνια της σκλαβιάς οι πρόγονοί μας θρηνούσαν την έξοδο των «εγκεφά­ λων», αισθάνονταν πολύ την έλλειψή τους- τώρα τους διώχνου­ με; Τί χάνουμε; Την απάντηση μας τη δίνει ενας α π’ αυτούς, ο Χαράλαμπος Αντωνιάδης, καθηγητής της βιοχημείας στο πανεπιστήμιο Harvard της Βοστώνης, σε μια ανακοίνωσή του στην Ακαδημία της Αθήνας. «Έ χουμε του κόσμου τους ειδήμονες, ανθρώπους μεγάλου επιστημονικού κύρους.. Το ερώτημα είναι, γιατί αυτοί οι άνθρωποι μαραζώνουν, όταν έρχονται στην Ελλάδα; Οποια κυβέρνηση καταφέρει να τους προσελκύσει να εργαστούν, θα αλλάξει οριστικά το μέλλον της χώρας»656. Τί άλλο

παρά ο φθόνος των άλλων, των συναδέλφων τους, τα συνακό­ λουθά του και τα γρανάζια της καχύποπτης γραφειοκρατίας είναι τα αίτια που τους τρικλοποδίζουν και τους μαραζώνουν; Στην περίπτωση των ξενιτεμένων, αλλά και γενικά στη νεολληνική κοινωνία, εφαρμόζεται ο οικονομικός νόμος του Gres­ ham: το κακό νόμισμα διώχνει το καλό. Συνήθως δεν υπάρχουν τίμιες συνθήκες κατά τον συναγωνισμό των υποψηφίων ούτε και αξιοκρατικά κριτήρια, αλλά μόνο φθόνος. «Ας μένουν εκεί

656. «Βήμα», 19 Ν οεμβρίου 1981.

309

όπου βρίσκονται, παρατηρούσε απογοητευμένος ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Εκεί όπου έχουν το δικαίωμα να εργάζονται απερίσπαστα, να προκόβουν χωρίς να υποβλέπονται, να πο­ ρεύονται τον δρόμο τους, χωρίς να φοβούνται πως θα πατήσουν τη νάρκη που έχει στημένη ο καλοπροαίρετος γείτονας. Η νεοελληνική ζωή έχει καταντήσει απέραντο ναρκοπέδιο. Μόνο που κατέχουν τον τρόπο να το ξεφύγουν οι πιο κούφιοι και οι πιο ασυνείδητοι ανάμεσά μας»657. Ό λ ες οι θέσεις ήταν κλειστές στα αθηναϊκά νοσοκομεία για τον 46χρονο ' Ελληνα επιστήμονα Δημήτρη Ωραιόπουλο που τον Μάρτιο του 1982 είχε απασχολήσει τον παγκόσμιο Τύπο με τα ελπιδοφόρα αποτελέσματα μιας νέας θεραπείας για νεφροπαθείς658. Θα βρεθεί όμως η πλούσια και ευνομαυμένη χώρα που θα τους περιθάλψει και θα τους δώσει τα μέσα για έρευνα και πρόοδο της επιστήμης της. Ας μη ξεχνούμε ότι τον πολιτισμό τον αντιπροσωπεύουν κυρίως τα επίλεκτα πνεύματα, παντού, στην Τέχνη, στα Γράμματα, στις Επιστήμες, και αυτούς πρόθυμα τους δέχονται οι χώρες που θέλουν να πάνε εμπρός και ν ’ αφήσουν τις άλλες δεκάδες χρόνια πίσω. Ας θυμηθούμε μόνο τί έκαναν οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι κατά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου: ότι έσπευσαν ν ’ αρπάξουν τους κορυ­ φαίους Γερμανούς επιστήμονες των τεχνολογικών κλάδων. Οι φθονεροί πνευματικοί ηγέτες που ανέβηκαν στα ανώτα­ τα αξιώματα με τη βοήθεια ισχυρών πολιτικών φίλων ή των ανθρώπων της κλίκας η του κόμματος χάρη σε αλλεπάλληλα χαριστικά διατάγματα δεν ακτινοβολούν, δεν εμπνέουν σεβα­ σμό, δεν μεταδίδουν κάτι από την ηθική και πνευματική τους υπόσταση, γιατί δεν την έχουν. Ο άξιος και θαρραλέος, γενικά

657. Ι.Μ. Παναγιωτοπούλου, Ε ρήμην των Ε λλήνω ν, έκδ. Β", σ. 71-72. Π ρβλ. και άρθρο της Ρ. Καμπουριάνη, Μ έχρι πότε οι ερευνητές μας θα ερευνούν για τους άλλους; στο «Βήμα» της 27 Σεπτεμβρίου 1981. 658. «Βήμα», 18 Α πριλίου 1982.

310

ο μεγάλος, σπάνια είναι φθονερός. Αντίθετα αισθάνεται οίκτο για τους φθονερούς659. Συνεχείς λοιπόν οι ρηγματώσεις και οι ανωμαλίες στην πνευματική και πολιτική μας ζωή. Η τελευταία της 21 Απριλίου 1967, κοντά στις άλλες σοβαρές επιπτώσεις στην πολιτική, κοινωνική και πνευματική κατάσταση της χώρας, ιδίως στην ανώτατη παιδεία, με την αθρόα απομάκρυνση ικανών καθηγη­ τών, δήθεν λόγω φρονημάτων, με την απότομη μείωση του ορίου ηλικίας από τα 70 στα 65, είχε αποτέλεσμα τον αιφνίδιο υποβιβασμό της, στην οποία συνέβαλε και η νεοαποκαταστημένη δημοκρατία αμείβοντας για τον κομματικό τους ή συνδικα­ λιστικό τους θορυβώδη ζήλο και προωθώντας μετριότητες με χαριστικούς νόμους ή διατάγματα — τα αιώνια ελληνικά! Ακόμη και επικουρικοί καθηγητές (την ίδρυση των αντίστοι­ χων εδρών την είχε νομοθετήσει η δικτατορία) με μόνη βασική τους εργασία τη δικτατορική τους διατριβή, αλλά με σειρά αλλεπαλλήλων χαριστικών νόμων μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας (ποιός θα το πίστευε!) ανέβηκαν «αβρόχοις ποσίν» ως την ανώτατη βαθμίδα («επί τριετεί θητεί«?») της πνευματικής ηγεσίας. Σε σχετική επιφυλλίδα του «Βήματος» της 24 Ιουνίου 1981, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Διασκεδαστική τραγωδία», ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος συμπε­ ραίνει σωστά- «Οι συνέπειες της καλής ή κακής πανεπιστημια­ κής παιδείας είναι βαριές και μακροχρόνιες. Αξίζέι να την αντιμετωπίσουμε με μεγαλύτερη ευθύνη και σοβαρότητα όλοι μαζί». Μολαταύτα δεν πρόλαβε να γράψει την τελευταία πράξη του δράματος, την άκοπη μονιμοποίησή τους! Τώρα πια δεν τους μένει τίποτε άλλο παρά να περάσουν και στην Ακαδημία! Μην τους ρωτήσετε όμως τί έκαναν από τότε που επί δικτατορίας έγιναν επίκουροι. Πλημμύρισαν τα ανώτατα ιδρύ­ ματα από τους «δικούς μας», από καιροσκόπους και ανά­ 659. Α νάλυση του πάθους αυτού βλ. στου Ιωάν. Ν. Ξηροτύρη, Έ ν α πάθος μας, ο φθόνος, Θ εσσαλονίκη 1981 και στου αυτού, Επίκαιρα κοινω νικά προβλήματα, σ. 42-54.

311

ξιους660. Αλλο νέο φράγμα κΓ αυτό, ανασχετικό της προόδου της ελληνικής επιστήμης. Χωρίς τη βαθιά αλλαγή μέσα μας, την αλλαγή της νοοτροπίας μας, τί θα μπορέσει να κάνει μόνον η αλλαγή της «έδρας» σε «τομέα» στα πανεπιστήμια; Αν λείπουν οι «άνθρω­ ποι» ούτε το ένα καθεστώς μπορεί να σταθεί ούτε το άλλο. Θα εξουθενωθεί ή θα καθηλωθεί άραγε ο φθονερός Ιάγος, ο αλλοτινός «εξουσιαστής» πανεπιστημιακής έδρας, που δικτυωμένος τώρα κατάλληλα σε πολιτικά κόμματα και συναγείροντας και τα συμφέροντα των άλλων του «τομέα» με κοινό μέτωπο προς τους έξω, θα μπορεί να διευθύνει αυθαίρετα ένα Τμήμα Σχολής με όλες τις κακές συνέπειες στην πορεία του, και να το μεταβάλει όχι σε εστία πνευματικών οδηγών, αλλά σε φωλιά κλίκας, σε άντρο νέου είδους μαφίας; ' Ετσι και ο νέος συνεργάτης, από τη στιγμή που θα μπει στην κλειστή ομάδα και θα δεχθεί τις πιέσεις του «αρχηγού» των κοινών συμφερό­ ντων, θα μεταπλαστεί και θ ’ αλλοτριωθεί από τα τίμια ιδανικά του, για τα οποία άλλοτε πολεμούσε, ή θα παραμεριστεί και θ ’ απομονωθεί ή θα εξαναγκαστεί να φύγει. Και έτσι βγαίνει στην επιφάνεια ένα νέο κατεστημένο, χειρότερο από το παλιό: απουσία των περισσοτέρων από τις στήλες των ξένων επιστη­ μονικών περιοδικών και έλλειψη ανακοινώσεων σε διεθνή συνέδρια! Αφού με τον παραπάνω τρόπο εξασφάλισαν την αδρανή ισοβιότητα, γιατί τώρα ν ’ ανησυχούν; «Καλόν εντάφιον η καθηγεσία!». Και έτσι έρχεται άθελα στον νου μας το « Ά μ ες δε γ ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες!», από την ανάποδη βέβαια. «Ο εθνικός οίκος της Ελλάδος»661, το Πανεπιστήμιο, κινδυνεύει. Ο Έ λληνας, που έχει ανεξάρτητο ανθρωπιστικό πνεύμα, δεν είναι δυνατόν να ενταχθεί — και δεν γίνεται

660. Π ρβλ. και Τσιροπούλου, Στη ζώνη του πυρός, σ. 41· «Η κρίση του πολιτισμού έχει αναγάγει τη συμπεριφορά των Ελλήνω ν σε μια βάρβαρη και ιταμή διαδικασία επιβολή ς πάνω στους άλλους, εκμετάλλευσης, εξαπάτησης και συμφεροντοπραξίας»1. 661. Τερτσέτη, Ά π α ν τα , 3 σ. 264.

312

φυσικά δεκτός— σε καμιά από τις σχηματιζόμενες ή τις υπάρχουσες κλίκες. Έ τ σ ι είναι αναγκασμένος να πήξει τη σκηνή του σε ελεύθερο χώρο, όπως ο ψαράς, σ ’ ένα από τα διηγήματα του Καρκαβίτσα, ανάμεσα στον παράδεισο και στην κόλαση, ή καλύτερα ανάμεσα σε δυο άντρα κολάσεων. Είναι όμως πολύ επικίνδυνο, αν η σήψη προχωρήσει ακόμη περισσό­ τερο προς τους εκπροσώπους του πνεύματος, αλλά και της δικαιοσύνης, γιατί με αυτούς κυρίως μετριέται η αξία και το ύψος του εθνικού πολιτισμού, γιατί αυτοί πρωτοστατούν στη ζωή του έθνους, εμπνέουν και αποτελούν το παράδειγμα για τις λαϊκές μάζες. Αλλιώς πώς είναι δυνατόν να δημιουργηθεί κράτος δικαίου και κοινωνία με άτομα έτοιμα για κατανόηση, αλληλοβοήθεια και φιλία; Αυτές οι αρετές συνήθως λείπουν και συχνά, όταν παρατηρούνται, αποτελούν μόδα. Η απελπισία όμως των ανθρώπων είναι μεγάλη, γιατί είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν καλυφθεί από την υποκρισία, το θράσος και τη βαρβαρότητα και ότι επομένως η κοινωνία αλλοιώνεται — μαζί και το περιβάλλον— προς το χειρότερο. Πού οδηγούμαστε; Σε ποιά νέα κοινωνία; Πού λοιπόν βρίσκεται η «Αιδώς» των αρχαίων, ή το πολυθρύ­ λητο φιλότιμο των Νεοελλήνων662; Είναι μύθος; Ασφαλώς υπάρχει, αλλά μόνο σε μια έντιμη και αδύναμη μειοψηφία που και αυτή ασφαλώς αραιώνει. Και όμως η «Αιδώς», αυτή είναι που συγκρίατεί την ηθική τάξη στην ανθρώπινη κοινωνία. Αν αυτή εξαφανιστεί, είναι επόμενο να χαλαρωθούν οι δεσμοί της με οδυνηρά επακόλουθα που δεν γιατρεύονται: η ελπίδα για βελτίωση φεύγει, οι άνθρωποι κατρακυλούν στα κατώτατα 662. Larey. σ. 15- « Philotim o refers to self - esteem and love o f honor, and implies a deep-seated respect; it is not merely pride, which to the Greeks is tantam ount to arrogance. Individuals, families places of birth, and the nation all have they own philotimo. There is nothing a G reek will not do for anyone who appeals to his sense o f it. Slight to the philotimo, or its molestations as the G reeks refer to it, constitutes a serious offense calling for retaliation». Π ρβλ. και τον ορισμό του Κώστα Τοιροπούλου. Η Ελλάδα ως πρόβλημα, σ. 17.

313

σκαλοπάτια της ηθικής και πνευματικής τους ζωής, ακολουθεί η κατάπτωση, η παρακμή και η καταστροφή, γιατί οι λίγοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, δεν είναι εύκολο να μεταστρέψουν το ρεύμα. Τακτική των μετριοτήτων και μοχθηρών είναι η συκοφάντηση και καταδίωξη των ικανών και τίμιων ή η αυτοδιαφήμιση. Μόνοι τους καμαρώνουν για τις πράξεις τους ή για τα έργα τους, κάνουν θόρυβο και μόνοι τους γίνονται μεγάλοι. «Εγώ και κανείς άλλος!» Αξίωμά τους το σύνθημα: «Κυνηγείστε με όποιον τρόπο μπορείτε τον ικανό και «άνθρω­ πο», γιατί είναι επικίνδυνος και θα μας σκιάσει ή θα μας βλάψει». Οι λιγότερο λοιπόν ικανοί ή οι ανάξιοι στις θέσεις! Γενικά σε όλη τη χώρα και σε διάφορες υπηρεσίες οι φθονεροί, οι κοινοί συκοφάντες, οι λασπολόγοι σκοτώνουν ή δηλητηριά­ ζουν τους συνανθρώπους των και όχι μόνο δεν το συνειδητο­ ποιούν, αλλά αντίθετα αισθάνονται βαθύτατη ικανοποίηση, τη χαιρεκακία ότι έβλαψαν τον διπλανό τους και τον εμπόδισαν ν ’ ανεβεί. «Ο φθόνος! Η μεγάλη κατάρα της φυλής, γράφει ο θ. Δ ιομήδης-Πετσάλης. Να μη δει ο άλλος θεού πρόσωπο, να μην πετύχει. Ξυπνάει ένας δαίμονας μέσα στον Έλληνα, και αντί να προσπαθήσει να φτάσει και να ξεπεράσει, πασκίζει να βουλιάξει τον άλλο, να τον κατεβάσει, να τον μειώσει. Και βλέπουμε συχνά βουβή συνεργασία και συμπαράσταση όλων των άλλων μαζί, για να «φάνε» τον φτασμένο, εκείνον που σηκώθηκε λίγο παραπάνω από τους άλλους »663. Νομίζει κανείς πως ξανακούει τον χαρακτηρισμό

του Ρωμαίου συγκλητικού Απίου για την ψυχολογία των Ελλήνων. «Μια κΓ εγώ, λέγει ο Έ λληνας, δεν είμαι άξιος να ανεβώ ψηλότερα από σένα, τότε τουλάχιστον να μην ανεβείς και συ υψηλότερα από μένα»664. Το ίδιο λοιπόν όλοι, ισοπεδωτική αξιολόγηση όλων, η κακώς νοούμενη ισότητα, που καταρρίπτει κάθε πρόθεση για εκτίμηση και σεβασμό, και ανοίγει τον δρόμο για τη θρασύτητα, την αναρχία και την

663. Α ποστάξεις, σ. 42. 664. Τσάτσου. έ.α., σ. 1545.

314

αποσύνθεση. Έ τ σ ι υποβιβάζονται συνεχώς και οι πανεπιστη­ μιακές σπουδές. «Να μη γίνει ο άξιος. Έ στω , να μη γίνει κανείς! Καλά είμαστε έτσι που είμαστε». Και ας μένει η χώρα μας εκεί όπου βρίσκεται. Και ας βασιλεύουν οι μονόφθαλμοι!

6 Α Ν Η Σ Υ Χ ΙΑ , Α Ν Τ ΙΦ Α Τ ΙΚ Η Κ ΙΝ Η Τ ΙΚ Ο Τ Η Τ Α , Α Π Ε ΙΘ Α Ρ Χ ΙΑ , Ε Π ΙΠ Ο Λ Α ΙΟ Τ Η Τ Α , Τ ΣΑ Π Α Τ ΣΟ Υ Λ ΙΑ . Γ Ε Ν ΙΚ Ο Ι Χ Α Ρ Α Κ Τ Η Ρ ΙΣ Μ Ο Ι ΤΟ Υ Ε Λ Λ Η Ν Α

Από τον πόθο ή την επιθυμία του Έ λλη να για κάτι καλύτερο, να εξασφαλίσει τα συμφέροντά του και να του δοθούν νέες ευκαιρίες, απορρέουν έμμεσα η ανησυχία του πνεύματός του, η παλινδρομική κινητικότητα, οι αντιφάσεις665 και κάποτε η κυνικότητα με τις παγίδες που του στήνουν, γενικά η αστάθεια και η επιπολαιότητά του. Δέσμη αντιφάσεων — το «δισυπόστατο» του Έ λληνα, κατά τον Παπανούτσο— βλέπει στον ' Ελληνα ο σύγχρονός μας Θ. Πετσάλης-Διομήδης· τον βλέπει έξυπνο, πονηρό, γρήγορο, επιπόλαιο, ικανό όμως για όλα, καλό ως την αγαθοσύνη και αφέλεια, ανόητο, άστατο, εργατικό, και πεισματάρη και φιλοπερίεργο, που κουράζεται μονομιάς, και θαρραλέο ως την τρέλα. Αφού σημειώσει ακόμη όσα έχουμε διαπιστώσει κατά τη διάρκεια των αιώνων, τον έντονο ατομικισμό του, τη νευρικότητα, την ευαισθησία, τη φαντασία, την αστάθεια, την αρχοντιά του, τη δουλοπρέπειά του, αλλά την αντίδρασή του προς την πειθαρχία, π|ϊος το σύστημα, τη μέθοδο και την οργάνωση (μιλεί ακόμη γενικά για καλοσύνη, ανθρωπιά, λεβεντιά και φιλότιμο), του καταλογίζει ως επικίνδυνο ελάττωμα την ευκολία προσαρμογής, την ευλυγισία και την ελαστικότητά του666. Αν των Γερμανών το κύριο χαρακτηριστικό είναι η πειθαρχία, των Ελλήνων είναι, όπως είδαμε στην έρευνά μας, η τάση προς το αντίθετο, προς την απειθαρχία, προς την ανυπακοή, συχνά ακόμη και στα κελεύσματα των νόμων, 665. Π αραδείγματα χαρακτηριστικώ ν αντιφάσεων βλ. στη μελέτη του Ιω. Ν. Ξηροτύρη, Ν εοελληνικές αντιφάσεις, περιοδ. «Πνευματική Ρού­ μελη» Σεπτ.-Οκτ. 1982, σ. 15-20. 666. Α ποστάξεις, σ. 42.

316

μολονότι ο Αριστοτέλης δίδασκε από τα χρόνια του στους προγόνους μας ότι χωρίς την εφαρμογή τους, ο άνθρωπος μεταμορφώνεται στο χειρότερο ζώο που είναι δυνατόν να υπάρξει: « Ωσπερ γαρ και τελειωθέν των ζώων ο άνθρωπος εστιν, ούτω και χωρισθέν νόμου και δίκης χεϊριστον πά­ ντων»667. Ακόμη ο ' Ελληνας ρέπει προς την αταξία, γεννημένη από το ενδιαφέρον του μόνο για το εγώ του, και από ολιγωρία για το σύνολο, για το οποίο δείχνει σπασμωδική φροντίδα με χαρακτηριστικό την τσαπατσουλιά, την επιπολαιότητα. Πανάρχαιο είναι το χαρακτηριστικό της επιπολαιότητας των Ελλήνων, αν θυμηθούμε τα λόγια του Αιγύπτιου ιερέα, « ' Ελληνες αεί παίδες», στον Σόλωνα668. Και αυτή η σύγχρονή μας αδέσμευτη νεανικότητα, η φρεσκάδα, δεν έχει την αγνότη­ τα και την αφέλεια των νέων λαών, όπως πιθανόν να είχε την εποχή εκείνη. Μεσολάβησαν από τότε σκληροί αιώνες, που μολονότι βασάνισαν τον ελληνικό λαό, τον ταπείνωσαν και του δίδαξαν πολλές αλήθειες, δεν τον έκαναν σοβαρότερο και σοφώτερο, αλλά μόνο σπουδαιοφανή. Η επιπολαιότητα, αποτέλεσμα της ανησυχίας και της ευκινησίας του πνεύματος των Ελλήνων, όπως είπαμε, τους σπρώχνει σε πρόχειρες αποφάσεις και πράξεις αυτοσχεδιασμού, «εκ των ενόντων», κατά παλιά χαρακτηριστική έκφραση, όπως ωραία τις δικαιολογούν — αποφάσεις που συχνά ρυθμί­ ζουν σοβαρότατα θέματα της οικονομικής, πολιτικής, ακόμη και της πνευματικής ζωής, όπως το δείχνουν οι αλλεπάλληλες 667. Π ρβλ. και Ξηροτύρη, Ο φθόνος, σ. '9. 668. Πλάτωνος, Τ ϊμαιος 22Β. Δεν νομίζω πως είναι σωστή η γνώμη του I. θεοδωρακοπούλου, όταν γράφει τα παρακάτω, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη ρήση του Α ιγύπτιου ιερέα· «... Ο ελληνισμός ανθρώπευε όλα τα δόγματα και κατόρθωνε να επιζεί πάντοτε πέρα από την αντιδικία του παλιού με το καινούργιο. ΚΓ ίσως αυτό να είναι το νόημα του λόγου, που είπεν ο αρχαίος Α ιγύπτιος ιερέας για τους Έ λ λ η ν ε ς ... Ισως επίσης μέσα σ ' αυτήν την ικανότητα να υπάρχει η πηγή τη ς αιώνιας νεότητας του ελληνισμού» (Το πνεύμα των καιρών..., σ. 9). Αντιπρβλ. και Ι.Μ. Παναγιωτοπούλου. Ε ρήμην των Ελλήνω ν, έκδ. β \ σ. 48 και Μ. Πλωρίτη, Αεί παίδες. Σε ποιούς πρέπει το εδώλιο; εφημ. «Βήμα» τ. 7, 8 Ιαν. 1978.

317

εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και οι συνεχείς βελτιώσεις. Η άμεση π.χ. και για πρώτη φορά στα 1964 χρήση του ηλεκτρονι­ κού εγκεφάλου στοίχισε, όπως λέγουν, πολλές αδικίες σε βάρος των εξεταζόμενων υποψηφίων για τις ανώτερες σχολές, ενώ η άρνηση των μελών της ανώτατης εξεταστικής επιτροπής να προχωρήσουν στη συμπλήρωση του αριθμού των υποψηφίων, που είχαν κυριολεκτικά θεριστεί από την άγρια βαθμολογία των εξεταστών, οδήγησε σε νέες εξετάσεις, στις οποίες και δεν προσήλθαν πολλοί νέοι που είχαν καλή σειρά επιτυχίας, απογοητευμένοι και αδύναμοι να υποβληθούν σε νέα οδυνηρή δοκιμασία, αληθινό ηλεκτροσόκ. Έ λλειψ η μακρόπνοων συ­ στηματικών σχεδίων, που να ακολουθούνται και να εφαρμόζο­ νται με συνέπεια! Την επιπόλαια αυτή σπουδή τη διαπιστώνου­ με ακόμη και στη σύνταξη νόμων, που διακρίνονται για την ασάφεια, για την αλλαγή περιεχομένου κ.λ.669. (Ακόμη και στον «Οργανικό Νόμο» της Επαναστάσεως — εκεί όμως για πολλούς λόγους που ανάγονται στην απουσία νομικών, στην έλλειψη χρόνου για στοχασμό, καθώς και στη σπουδή — παρατηρούνται παραλείψεις670). Είναι τα κενά, που κάποτε αφήνονται επίτηδες ανοιχτά, τα λεγάμενα «παραθυράκια», για να καταστρατηγούνται οι νόμοι, ή για να διευκολύνονται ή να εξαιρούνται ορισμένοι «ημετέροι». Πώς όμως είναι δυνατόν να δημιουργηθεί σύγχρονο ευνομούμενο κράτος+ιε «μπαλωματική», με αυτοσχεδιασμούς, χωρίς ικανή διοίκηση και προγραμματισμό. Η τσαπατσουλιά είναι γνώρισμα του πνεύματος αυτού των Ελλήνων. Εκρηκτικός ενθουσιασμός στην αρχή και ύστερ’ από ένα διάστημα ύφεση, ξεθύμασμα και ξεφούσκωμα με αποτέλεσμα μηδέν ή σχεδόν μηδέν. Ντράπηκα όταν άκουσα ότι σ ’ έναν από τους γειτονι­ 669. Μαζαράκη-Αινιάνος, Απομν., σ. 6. 670. Βλ. κρίσεις του παιδαγωγού Π. Κοκκώνη στο έργο της Νϊτσας Κισκήρα, Ο «ανώνυμος» συγγραφέας τη ς «Ε λληνικής Ν ομαρχίας». Η ζωή και το έργο του, Αθήνα, σ. 73’ « ... του λείπει το κυριώτερον προτέρημα των νόμων, η σαφήνεια και η λεκτική ακρίβεια, ώστε πολλά μέρη αυτού επιδέχονται παρεξηγήσεις ως αμφίλογα ή σκοτεινά».

318

κούς μας λαούς υπάρχει η έκφραση «ελληνικές δουλειές», για να δηλωθεί η προχειρότητα της εργασίας. Την επιπολαιότητα, καθώς την κακοπιστία, την κενοδοξία και τις έριδες θεωρούσε στα 1824 μεγάλα ελαττώματα των Ελλήνων Γάλλος ή Ιταλός φιλέλληνας, μή σημειούμενος στους γνωστούς ως τώρα καταλόγους, ο G. Louis D. de Rienzi— ελαττώματα που έπρεπε να αποφεύγουν οι ' Ελληνες, αν ήθελαν όπως έλεγε, να ελευθερωθούν ή τουλάχιστον να πεθάνουν έντιμα671. Παλιός επίσης αγωνιστής του '21, ο Θασίτης ιερέας στην ορθόδοξη εκκλησία του Μονάχου αρχιμανδρίτης Καλλί­ νικος Σταματιάδης, συμβούλευε στα 1850 τους συμπατριώτες του, που ήθελαν να συστήσουν σχολείο στη Θάσο, «να είναι το έργον αυτό το θείον διαρκές και όχι εφήμερον, καθώς συνηθί­ ζουν να γίνωνται όλα τα πράγματα και αυτού εις την πατρίδα μας και εις τα λοιπά άΛλα μέρη των τόπων αυτών...»612.

2. Νομίζω πως ύστερ’ από όσα πραγματευθήκαμε στο μέρος αυτό του βιβλίου, στο Γ ', για τα αίτια που εμποδίζουν την αντάξια προς τις διανοητικές ικανότητες των Ελλήνων εξέλιξη, προβάλλει μόνη κιόλας η διαγραφή του χαρακτήρα τους. Δεν επιχειρώ τώρα να συνοψίσω τα κύρια γνωρίσματά τους, γιατί αυτή την προσπάθεια την είχε αναλάβει πριν από ένα αιώνα και την έφερε σε πέρας ο Δημ. Βερναρδάκης, οξύτατα όμως καυστικός, γιατί τόνισε προπάντων τα ελαττώμα­ τά τους, βαθιά απογοητευμένος από παρόμοια πρός τη σύγχρο­ νη — αλλά πολύ μικρότερη σε βάθος— κρίση της εποχής του (γύρω στα 1874). Προσδιορίζει λοιπόν λακωνικά και επιγραμ­ ματικά τον χαρακτήρα του Έ λληνα, περιφρονητής του παρό­ ντος, άστοργος, προς τα καθεστώτα, ομιλητικός, κοινωνικός, αδολέσχης, ακρόχολος, θορυβώδης, ταραχοποιός, επιδεικτικός, ευερέθιστος, εύκαμπτος, φιλοψευδής, εύπιστος, ευφάνταστος,

671. Βλ. επιστολή του στου Λιγνού. Αρχ. Κουντ., 2. σ. 466-467. 672. Βλ. Απ. Βακαλοηούλου, Α ρχιμανδρίτης Κ αλλίνικος Σταματιάδης, «Μακεδονικά» 5 (1961-1963) 559.

319

θεωρητικός, αεροβάτης, ακρατής, οξύθυμος, εμπαθής, φθονε­ ρός». Ιδιαίτερα ο Βερναρδάκης αντιπαραθέτει την κινητικόητά του, τη ροπή του προς τη συνεχή αλλαγή, προς τον πανάρχαιο «νεωτερισμόν» του, κατ’ αντίθεση προς την απόκλιση του Ά γγλου προς τη συνέχεια, προς την παράδοση και προς τη σταθερότητα673. Πληρέστερος αλλά και επιεικέστερος είναι ο χαρακτηρι­ σμός του Γερμανού ιστορικού Karl Mentelssohn Bartholdy: «Το πλατύ κατώτερο στρώμα, που.αποτελεί τη βάση του ελληνικού λαού, είναι εύπλαστο, δραστήριο, πνευματικά άστατο, αλλά και νηφάλιο και με διαύγεια πνεύματος. Κινείται περισσότερο με οδηγό το μυαλό και τον υπολογισμό παρά με θερμότητα, έχει περισσότερη ζωηρότητα και αντίληψη παρά βαθύνοια. Δεν σέβεται τα παραδεδομένα, δεν ενδιαφέρεται για το παρελθόν, 673. Δραγούμη, Αναμν., 2 σ. 372. Πρβλ. και τον χαρακτηρισμό του Α μερικανού δικαστή Ν. Κέλλυ, που βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο για τον καλύτερο χαρακτηρισμό λαού και ο οποίος έγινε ευρύτατα γνωστός στην Ελλάδα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να μην είναι απόλυτα α κριβής, αλλά οπω σδήποτε σε πολλά είναι εύστοχος: «Προ του δικαστηρίου τη ς αδεκάστου ιστορίας ο Έ λ λ η ν απεκαλύφθη ανέκαθεν κατώτερος των περιστάσεων, καίτοι από απόψεως διανοητικής κατείχε πάντοτε τα πρωτεία. Ο Έ λ λ η ν ευφυέστατος, αλλά και οιηματίας. Δ ραστήριος, αλλά και αμέθοδος. Φ ιλότιμος, αλλά και πλήρης προλήψεων. Θ ερμόαιμος, ανυπόμονος, αλλά και πολεμιστής. Έ κ τισ ε τον Παρθενώνα και μεθυσθείς εκ της αίγλης του τον αφήκε βραδύτερον να γίνει στόχος οβίδων. Α νέδειξε τον Σωκράτη δια να τον δηλη τη ριά ση. Έ φ ερ ε το 1821 δια να το διακυβεύση. Εδημιούργησε το 1909 δια να το λησμονήση. Ε τριπλασίασε τη ν Ελλάδα και π α ρ ' ολίγον αργότερον να τη ν κηδεύση, κόπτεται την μίαν στιγμήν δια την αλήθειαν και την άλλην μισεί τον αρνούμενον να υπηρετήση το ψεύδος. Παράδοξον πλάσμα, ατίθασον, περίεργον, ημίκαλον, ημίκακον, ασταθές, αβέβαιου διαθέσεως, εγωπαθές και σοφόμωρον ο ' Ελλην. Ο ικτείρατέ τον, θαυμάσα­ τε τον, αν θέλετε, ταξινομήσατέ τον, αν μπ ο ρ ά τε ». Οι τελευταίες του αυτές ακριβώς λέξεις δείχνουν ότι ο ’ Ελληνας στην πλειονότητά του εξακολου­ θεί να παραμένει ο αιώ νιος Π ρωτέας, ο μεγάλος άγνωστος, όπως είδαμε και σ τη ν αρχή. Εύστοχες παρατηρήσεις για τον χαρακτήρα των Ε λλήνων έκαμε, όπως είδαμε, ο θ . Διομήδης - Π ετσάλης στις «Α ποστάξεις του», καθώς και ο Γ. Θ εοτοκάς στα «Π ροβλήματα του καιρού μας» (σ. 19-20).

320

αλλά φαίνεται να συλλογίζεται μόνο το κέρδος της στιγμής. Η ελαστική του ιδιοσυγκρασία, η ζωηρή του φαντασία και η ακλόνητη αυτοπεποίθησή του μεταβάλλονται σε προσωπική ματαιοδοξϊα και σε εγωιστική φιλοδοξία». Μολαταύτα ελπιδοφόρα μηνύματα για το μέλλον αυτού του λαού θεωρεί ο Mendelssohn Bartholdy τη δίψα για γνώσεις και μάθηση674. Τα μηνύματα όμως αυτά δεν υλοποιήθηκαν ύστερ’ από 150 χρόνια ζωής του ελεύθερου έθνους· έμειναν ακόμη απλά μηνύματα και άφησαν πικρία στην ψυχή πολλών Ελλήνων, φιλοσόφων, παιδαγωγών, εκλεκτών δημοσιογράφων και άλλων διανοουμένων675. Πώς όμως είναι δυνατόν ασταθείς άνθρωποι, χωρίς εδραίες αρχές, ρευστοί και αλλοπρόσαλλοι, ν ’ ακολουθήσουν μια γραμμή, να δημιουργήσουν παράδοση στον τόπο; Αυτή υπάρ­ χει μόνο στα απρόσωπα και ομαδικά ήθη και έθιμα. ΓΥ αυτό και στην Ελλάδα τα πολιτικά κόμματα είναι προσωποπαγή. Α π’ αυτές τις ανωμαλίες, ιδίως από την πολιτική οξύτητα των πολιτικών παθών, επωφελούνται συνήθως οι άνθρωποι με προσόν την ακόρεστη φιλοδοξία, μεγαλύτερη από τον πατριω­ τισμό τους, για να οδηγήσουν τη χώρα και πάλι σε νέα ανωμαλία. Ξεχνούν όμως πώς δεν αρκεί η φιλοδοξία για να κυβερνήσεις ένα λαό. Χρειάζεται πρώτ’ α π ’ όλα να τον αγαπήσεις, να τον πονέσεις από τα βάθη της ψυχής σου, να έχεις επίγνωση των ικανοτήτων σου και να είσαι πρόθυμος για κάθε μόχθο και θυσία. Η Ελλάδα κινδύνεψε πολλές φορές και ίσως κινδυνέψει και στο μέλλον από τους απρόσκλητους σωτήρες της. Είναι βέβαια ορθά όσα παρατηρεί ο Ιωάν. Θεοδωρακόπουλος, ότι ο προγραμματισμός με τη σύγχρονη έννοια δεν είναι δική 674. Geschichte G riechenlands, 1 σ. 47. 675. Βλ. π.χ. τα χρονογραφήματα του Π αλαιολόγου στο «Βήμα» με τους τίτλους «Ο μισθός στη ζωή μας», 27 Σεπτ. 1969, «Το δεύτερο σκέλος», 8 Ιαν. 1978 (πρβλ. και το αντίστοιχο του Μ. Πλωρϊτη, «Αεί παϊδες», Σε ποιους πρέπει το εδώλιο; στην ίδια εφημερίδα με την ίδια ημερομηνία) και πλήθος άλλα από τον ίδιο και από άλλους.

321

ότι η εφευρετικότητα του νου μας έρχονται αντίμαχες σ ’ αυτόν, ότι η σχεδία (δηλαδή το πρόχειρο κατασκεύασμα) είναι πανάρχαιο σύμβολο του λαού μας και ότι ο αυτοσχεδιασμός με την καλή του μαζί και την κακή του έννοια συνοδεύει τη ζωή μας, όπως το αποδείχνει —από την αρχαιότητα ακόμη— η πολιτική μας ιστορία και η πνευματική μας ζωή, αντίθετα πρός την ευκολία και την προθυμία, με την οποία άλλοι λαοί οργανώνουν και προγραμματίζουν τη ζωή τους, την επιστήμη και την κρατική τους μηχανή· αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να ανεχθούμε την κατάσταση αυτή και να αρκεστούμε στη διατύπωση ότι η «σχεδία είναι η μοίρα του ελληνικού έθνους»676. Η παράδοση του αυτοσχεδιασμού και της κακής διοικήσεως εξακολουθεί στην Ελλάδα. Οι πολιτικοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν στέκονται στο ύψος των περιστά­ σεων, αλλά και η διοικητική μηχανή δεν εργάζεται καλά, ώστε να προβαίνει στη λύση των εσωτερικών προβλημάτων της χώρας και να ικανοποιεί με ευθύνη και εντιμότητα τους πολίτες, γιατί πολλοί υπάλληλοι, διορισμένοι στις θέσεις από τους κομματάρχες (ο διαγωνισμός για την επιλογή τους είναι συνήθως άγνωστος), δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα, τη μόρφωση και την καλλιέργεια, επομένως ούτε και τη συνείδη­ ση των υποχρεώσεων τους απέναντι στον πολίτη677- έτσι λοιπόν δεν πρέπει ν ’ απορούμε, αν στον τόπο μας ανθεί το ρουσφέτι. Μάταια όμως θα γκρινιάζουμε και θα επιδιώκουμε την κατάρ­ γησή του, «αν πρώτα δεν λείψει η βασική αιτία που το προκαλεί: η ατέλεια της κρατικής και κοινωνικής οργανώσεώς μας»67*. Ο εμπειρογνώμονας του ΟΟΣΑ καθηγητής George Lan­ gros στόλιζε την ελληνική κρατική διοίκηση με πλούσια κοσμητικά επίθετα: «απαρχαιωμένη, δύσκαμπτη, υπερσυγκε­ ντρωτική, χαρτοβασιλευόμενη, σπάταλη, ευθυνοφόβα, ασυντόμας αρετή»,

676. θεοδωρακοπούλου, Το πνεύμα του Ν εοελληνισμού και η τροπή των καιρών, σ. 18. 677. Βλ. περισσότερα στου Απ. Ε. Βακαλοηούλου. Νέα Ε λληνική Ιστορία 1904-1975, Θ εσσαλονίκη 1979, σ. 270, 354-356. 678.'Β λ . και θεοτοκά. Προβλήματα του καιρού μας, σ. 41-42.

322

νιστη, φατριαζόμενη, ρουσφετοκρατούμενη, φαβοριτευόμενη, νεποτόπληκτη, διαφθαρμένη, αυταρχική, εχθρική πρός τον πολίτη», ενώ ο ίδιος ο υπουργός της Προεδρίας στην κυβέρνη­ ση Γ. Ράλλη δήλωνε το 1981 μέσα στη βουλή· «Γνωρίζω υπηρεσίες όπου η δωροδοκία αποτελεί καθεστώς. Η δωροδοκία αποτελεϊ το κυριότερο αμάρτημα της δημοσίας διοικήσεως». Και ομολογούσε το εξής φρικιαστικό: «Εγώ ο ίδιος παρέπεμψα στα πειθαρχικά συμβούλια χιλιάδες υπαλλήλους, αλλά δεν γνωρίζω αν τιμωρήθηκε κανένας679». Η δωροδοκία λοιπόν, το «μπαξίσι» της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε πλήρη άνθηση, γέννημα όμως των δικών μας ελεεινών πολιτικών συνθηκών, χωρίς καμιά σχέση με την εποχή της τουρκοκρατίας. Οι πάμπολλες υλικές ανάγκες, που επιδιώκει να ικανοποιή­ σει ο άνθρωπος, δημιουργούν άλλες νέες επί μέρους απαιτή­ σεις, και η τάση του για την απόλαυσή τους τον σπρώχνουν πρός υπερβολές, πρός κερδοσκοπία, πρός απάτη κ.λ., αλλά δεν τον κάνουν ευτυχισμένο. Το άγχος για την απόκτηση όλων αυτών που κυνηγά, η ανία και ο φόβος της μοναξιάς και του κενού τον δέρνουν, ιδίως τους νέους που δεν βρίσκουν διέξοδο στις ανησυχίες τους, την αντίστοιχη πρός τά προσόντα τους εργασία, τη συμπάθεια, τη δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα να τους κάνουν νευρωτικούς και αντικοινωνικούς. Εντυπωσιασμένοι από τα παραδείγματα των συνομίληκων τυχερών, που τα έχουν όλα από τους γονείς τους, ενώ αυτοί, άνεργοι και φτωχοί, τα στερούνται, γεμάτοι μίσος εναντίον της κοινωνίας στρέφονται πρός άνομα μέσα πλουτισμού. Ποιά είναι η φροντίδα της κοινωνίας, για την απασχόληση και την επαγγελματική τους αποκατάσταση; Μας παρηγορούσε ο Ευάγγ. Π. Παπανούτσος: «Πρέπει να εξυγιανθεί το ίδιο το καθεστώς της ομαδικής ζωής, να ξαναβρεί η συμβίωση των ανθρώπων τον σωστό της άξονα, δηλαδή τα υγιή κοινωνικά της κίνητρα, και τότε τα φαινόμενα 679. Βλ. το ενδιαφέρον άρθρο του Μάριου Πλωρίτη, Η Βαβέλ της δ ιοίκησης. Α νάγκη ανοικοδόμησης και ό χι αναπαλαίωσης, στο «Βήμα» 24 Ιανουάριου 1982.

323

που μας αφήνουν άναυδους σήμερα μπορούν να τραπούν προς τη λύση τους680». Πώς όμως; Με ποιούς αποτελεσματικούς τρόπους; Τί θ ’ απογίνει ο ψυχικά, αλλά και σωματικά κουρασμένος απόγονος του ακούραστου, του θαυμαστού πεζοπόρου του 21 νέος ' Ελληνας, που έχει αναποδογυρίσει τον τρόπο της ζωής κάνοντας τη μέρα νύχτα, που πηγαίνει νυσταγμένος στη δουλειά του, έτοιμος όχι να εξυπηρετήσει, αλλά να εκραγεί; που για μερικές εκατοντάδες βήματα ή μέτρα χρειάζεται το αυτοκίνητο, που το πληρώνουν οι στερημένοι α π ’ όλα —και στα νιάτα και στα γεράματα— γονείς τους, αυτοί που αποσύρονται πολύ νωρίς από το προσκήνιο της ζωής και «μοναχεύουν» στην «ερημιάν» του δωματίου τους εμπρός στην τηλεό­ ραση για να μη λείψει τίποτε από τους κανακάρηδές τους που ντύνονται με φτηνά, φθαρμένα και ακάθαρτα, πολλές φορές πα­ ράδοξα, ρούχα — φαινόμενο δήθεν διαμαρτυρίας, αλλά περισ­ σότερο βοερής υποκρισίας και ταυτόχρονα επιδείξεως, για να διαφοροποιηθούν από το φτωχότερο α π’ αυτούς «κατεστημέ­ νο», ή αφήνουν γένεια και μαλλιά σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ενώ οι ίδιοι διαθέτουν και καταναλίσκουν τα χρήματα των γονέων τους για να συχνάζουν σε ακριβά καφενεία, κινηματογράφους, θέατρα, Disco ή Pubs, κ.λ. κέντρα διασκεδάσεως; Αλλά και κάτι που ανησυχεί είναι ότι πολλοί νέοι μυκτηρίζουν πια καθε τι που έχει σχέση με την ανθρώπινη συμπεριφορά, με τις ανθρώπινες γενικά αξίες και με την κοινωνική αγωγή, από τη μόλυνση του περιβάλλοντος ως αυτούς τους κοινούς κανόνες καθαριότητας, με την απόρριψη σκουπιδιών στους δρόμους των πόλεων και στην εξοχή μεσ’ από ωραία αυτοκίνητα, που τα οδηγούν απολίτιστοι «νέοι βάρβαροι». Ζευγάρι Σουηδών που είχε φιλοξενηθεί στην Ελλάδα έγραψε —μαζί με τις ευχαρι­ στίες του— στον «ξένιο» φίλο του: «Ακόμη οι Έ λληνες φτύνουν στον δρόμο και τινάζουν τα χαλιά και τα σκεπάσματα

680. «Βήμα», 10 Αυγούστου 1981.

324

τους από τους εξώστες, χωρίς να σκεφθούν αυτούς που κάθονται στα παρακάτω διαμερίσματα ή που περνούν στον δρόμο;» Άνθρωπος των γραμμάτων, ο Ά γγελος Τερζάκης, σε επιφυλλίδα δημοσιευμένη μετά τον θάνατό του στο «Βήμα» της 4 Απριλίου 1980 με τον τίτλο «Ωμά λόγια», επιμένοντας σε ορισμένα μελανά σημεία, παρατηρούσε ότι ο ελληνικός λαός συγκρίνοντάς τον πρός άλλους λαούς, στην πλειονότητά του δεν είναι πρόστυχος, αλλά δεν είναι και ευγενικός, ότι του λείπει η κοινωνική αγωγή, «άνθος μακροχρόνιου πολιτισμού», η οποία —και αν ακόμη είναι επιπόλαιη— αποτελεί ευλογία για τη συμβίωση με τους συνανθρώπους μας· και πρόσθετε πολύ ορθά ότι είνάι αδύνατον να υπάρχει αληθινή δημοκρατία χωρίς κοινωνική αγωγή. Λαός όμως χωρίς αγωγή και αντικει­ μενική κρίση δεν ζυγίζει ενσυνείδητα το βάρος των χρεών του, όπως π.χ. της ψήφου του, όταν πρόκειται να εκλέξει. ΓΓ αυτό δεν στέλνει συνήθως στο κοινοβούλιο τους άξιους να τον αντιπροσωπεύσουν, αλλά «κείνους που θα τον εξυπηρετήσουν στην επιδίωξη των άμεσων προσωπικών του συμφερόντων. Την έλλειψη κοινωνικής αγωγής στιγματίζει επίσης εκλεκτός δοκι­ μιογράφος, ο Κώστας Τσιρόπουλος, που απορεί πώς είναι δυνατόν να εξηγηθεί, ύστερ’ από τόσους αιώνες πολιτισμού, «η χυδαιότητα, η βαρβαρότητα και η κακοβουλία» που τις ζούμε στην καθημερινή μας αναστροφή με τους συμπατριώτες μας και με τους ξένους681, και μέσα στις οποίες καταποντίζονται οι λίγοι. Και σε άλλο του βιβλίο γράφει: «Μια καλπάζουσα χυδαιότητα κατακαλύπτει την καθημερινή ζωή, χυδαιότητα στις ανθρώπι­ νες σχέσεις, στις ανθρώπινες πράξεις, στην ακατάσχετη συμφε­ ροντολογία, στην ηδονή της συκοφαντίας του άλλου, στον φθόνο, στην καχυποψία. Ο ' Ελληνας, ένα υλικό που τρίβεται, που φθείρεται εύκολα. Πρέπει να πάει έξω από την Ελλάδα, για να την πονέσει, να την αγαπήσει. Εδώ μέσα, και νεκρή να τη

681. Τσιροηούλου, Η Ελλάδα ως πρόβλημα, σ. 63.

325

δει, πάλι δεν θα εντυπωσιασθεί, τόσο ισχυρός και ακατάβλητος ο εγωκεντρισμός του»682. Λείπει αισθητά η αξιοπρέπεια, η ευθύτητα, η εγκαρδιότη­ τα, η προθυμία για κατανόηση του διπλανού μας, οι προϋποθέ­ σεις για τη δημιουργία και την ύπαρξη κοινωνικής δικαιοσύ­ νης. Κι* έτσι ακόμη αυτός που θα τα ενσαρκώσει, είναι υποχρεωμένος να συναντά τη δυσπιστία και την επιθετικότητα των άλλων που τελικά τον ψυχραίνουν και τον αναγκάζουν να ζήσει στο περιθώριο της κοινωνίας, πικραμένος και ακατανόη­ τος. Η εγκαρδιότητα εκδηλώνεται πρώτα α π’ όλα στον χαιρετι­ σμό, ο οποίος από προσποιημένα σοβαροφανείς και βαρείς τύπους εκπέμπεται σαν ακατάληπτος άναρθρος λόγος, που θυμίζει βρυχηθμό λιονταριού ή γρύλλισμα γουρουνιού. Οι Έ λληνες, στα χρόνια των τελευταίων αιώνων της τουρκοκρατίας και της Επαναστάσεως, χαρακτηρίζονταν γενι­ κά, ιδίως οι Νησιώτες, χαρούμενοι, καλόκαρδοι και εκδηλωτι­ κοί. Πού όμως είναι τώρα η καλή καρδιά, η καλοσύνη, η χαρούμενη διάθεση, οι αυθόρμητες και ανυπόκριτες εκδηλώ­ σεις χαράς και αγάπης, έστω και της στιγμής. Τώρα οι τέτοιες διαθέσεις, έστω και μακρινός αντίλαλος της αφέλειας και της «παιδικότητας» των αρχαίων Ελλήνων, μυκτηρίζοντας και αποδοκιμάζονται με ειρωνείες. Επικρατούν οι κούφιοι και οι «βαρείς», οι στυγνοί και κατσούφηδες, αληθινά βόδια, που θέλουν να εντυπωσιάσουν με τη σοβαροφάνεια τους, οι απότομοι και βάρβαροι, σαν να τους φταίει όλος ο κόσμος. Οι ευγενικοί και πρόσχαροι, σπάνιο φαινόμενο. Ακούεται και το γελοίο· «αν δεν πιω πρωί καφέ, σκοτώνω άνθρωπο». Είναι οι άντρες του «πολλά βαρύ, μη του μιλάτε το πρωί», όπως εύστοχα τους χαρακτήριζε τραγουδάκι του συρμού πριν από λίγα χρόνια· και θεωρούν σπουδαίο πράγμα να βρίζουν χυδαία. ' Εχει μπει και η συνήθεια αυτή στον τρόπο της ζωής μας, στη μόδα, συνήθεια που την πήραν και τα παιδιά μας, αγόρια και κορίτσια. 682. Του αυτού. Στη ζώνη του πυρός, σ. 243-244. Π ρβλ. επίσης του αυτού. Αυτοψία της εποχής, Αθήνα 1966, σ. 40.

326

Τώρα, στην εποχή μας, στην καταναλωτική κοινωνία, όπως συνηθίζεται να ονομάζεται, οι ηθικές αξίες σε όλο γενικά τον κόσμο, αν δεν έχουν καταβαραθωθεί, έχουν τρομερά υποβιβαστεί683. Ιδανικός τώρα στόχος που λάμπει είναι ν ’ αποκτήσουμε γνώσεις και ειδικότητες χρήσιμες για την κοινω­ νική μας άνοδο, για ν ’ αποκτήσουμε δύναμη, εξουσία και ν ’ απολαύσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα υλικά αγαθά, που ικανοποιούν τη ματαιοδοξία μας και μας προβάλλουν κοινωνι­ κά, το αυτοκίνητο πρώτα-πρώτα (για την απόκτησή του πουλούν οι χωρικοί μας και τα χωράφια τους), τα σκάφη αναψυχής κ.λ., να ταξιδέψουμε για διασκέδαση και επίδειξη (όχι πρός «θεωρίαν», όπως οι αρχαίοι πρόγονοί μας) σε άγνωστες και μακρινές χώρες κουβαλώντας μαζί μας την ανικανοποίητη ανία μας, τον θλιμμένο εαυτό μας. Κ ι’ όλα αυτά, καθώς μας παίρνουν πολύ χρόνο, και μας γεμίζουν με άγχος δεν μας αφήνουν καιρό για σκέψη, για περισυλλογή, για εσωτερική ζωή, για απλότητα, για εγκαρδιότητα, για ανθρωπιά. Πώς όμως είναι δυνατόν να καλυτερέψει η κατάσταση, όταν οι νέοι, έξω από την οικογένεια, μέσα στο κοινωνικό σύνολο, συναντούν την αδιαφορία των άλλων για τα προβλήμα­ τα τα δικά τους ή για τα προβλήματα του τόπου, ή από την άλλη πλευρά όταν ενδιαφέρονται και ζητούν πολλά από τους άλλους και τίποτε από τον εαυτό τους; Φταίμε για όλα αυτά —και ασφαλώς ευθυνόμαστε— και εμείς και οι μεγαλύτεροι μας, ιδίως οι παιδαγωγοί που μετά τη 683. Βλ. και πρόλογο Ε.Π .Παπανούτσου στο βιβλίο του Π. Παλαιολόγου, Α νήσυχα νιάτα, Αθήνα ά.έ. σ. 17- « Υ στερ' από τρεις αιώνες «διαφωτισμού» (17ο, 18ο και 19ο), ο εικοστός είναι διάστικτος από πολλά κακά σημάδια που προμηνύουν ότι ένας νέος μεσαίωνας φανατισμού και μ ισαλλοδοξίας ετοιμάζεται να ξαναρχίσει». Π ρβλ. και Τσφοπούλου. Στη ζώνη του πυρός, σ. 243. «... Η κουλτούρα διευρύνει την έκφρασή της. Οι ’ Ελληνες διαβάζουν περισσότερο, αγοράζουν πίνακες ζω γραφικής, πηγαί­ νουν ταχτικότερα στο θέατρο, ακούνε μουσική, σκοτώνονται να βρουν εισητήρια για να παρακολουθήσουν διεθνή συγκροτήματα, όμως... Ό μ ω ς ο πνευματικός πολιτισμός του τόπου αυτού όλο και χαμηλώ νει τη στάθμη

327

λήξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου είχαν ρίξει το παρεξηγημένο, το ακαθόριστο σύνθημα «όλα για το παιδί», ώστε και ο αιώνας μας να ονομαστεί «αιώνας του παιδιού»; Ανησυχούσε ως τον θάνατό του ο Ευάγγ. Π. Παπανούτσος και για όσα συμβαίνουν στις ανώτατες σχολές (εξαιρούσε μερικές α π’ αυτές σε ορισμένες πόλεις), όπου το θέαμα είναι αποκαρδιωτικό, γιατί ο νέος αντί να διδάσκεται, μαζί με την ύλη, και το ήθος της επιστήμης, «όλα τα άλλα ίσως τα μαθαίνει, όχι όμως «γράμματα», που του χρειάζονται για να ευδοκιμήσει στη ζωή, να βοηθήσει και τους συνανθρώπους του να προχωρήσουν σ ’ ένα νέο προσανατολισμό, σε μια αναμόρ­ φωση του βίου». Και αναρωτιέται: «Θα μας αφήσει το «δισυπόστατο» του Έ λλη να να σωφρονιστούμε γρήγορα;»684. Με άλλα λόγια: πρέπει να μας τρομάξουν τα πολλά ελαττώμα­ τά μας; 7. Επίλογος

Ό λ α όσα έχουμε σημειώσει ως τώρα σε κάνουν ν ’ ανησυχείς παρακολουθώντας την αποσύνθεση, την κρίση της νεοελληνικής κοινωνίας βλέποντας να τρεκλίζει και να χάνει την ισορροπία του το έθνος των Ελλήνων. Και τρέμεις για το μέλλον αυτού του έθνους που στην αρχαιότητα είχε βάλει τις βάσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και που την ανάστασή του στα 1821 την είδαν και τη χαιρέτισαν με ενθουσιασμό απλοί άνθρωποι και διανοούμενοι της Δύσης πιστεύοντας πώς γρήγο­ ρα θα ξαναπάρει τη θέση του ανάμεσα στα πολιτισμένα κράτη και ίσως θα ξαναμπεί στην πρωτοπορεία τους. Ά ρ α γε το ελληνικό έθνος με την ξεχωριστή του μέσα στον κόσμο γλώσσα, τη θρεμμένη από τις πανάρχαιες ρίζες της, θ ’ αποτύχει στην αποστολή του και θ ’ απογοητεύσει τις σκιές των φιλελλήνων που αγωνίστηκαν γΓ αυτό; Θα αφεθεί να χαθεί από εσωτερική σήψη ή από εξωτερικό εχθρό ή από τα μεγάλα 684. «Ελεύθεροι και δούλοι. Το δισυπόστατο της φυλής», «Βήμα» 7 Μαρτίου 1982.

328

και δυνατά έθνη της Ευρώπης στην κρίσιμη αυτή καμπή, στην οποία η παρουσία του μέσα στην ανθρωπότητα είναι και πρέπει να είναι αναγκαία, όπως και στην αρχαιότητα; Ό σ ο όμως και αν διαπιστώνουμε τα τρωτά αυτά του εθνικού χαρακτήρα, το πρόβλημα είναι και μένει: πώς θα μπορέσουμε να τον βελτιώσουμε όσο γίνεται; Με την καλή οργάνωση της πολιτείας, δηλαδή με την εφαρμογή του καλύτε­ ρου κατά το δυνατόν πολιτικοκοινωνικού συστήματος, του σύμφυτου πρός τον χαρακτήρα των Νεοελλήνων, και με την ενσυνείδητη εφαρμογή των κατάλληλων νόμων και θεσμών, όπως πίστευαν και πιστεύουν πολλοί; Αρκούν όμως όλα αυτά μόνο για να ξεριζώσουμε τα μεγάλα ελαττώματα, τις κακές συνήθειες, τον υπερτροφικό εγωισμό, τον φθόνο, το ψέμα, την τάση πρός εξαπάτηση του διπλανού μας και όλα τα συνακόλου­ θα; Χρειάζεται όχι μόνον η ενσυνείδητη και επίμονη εφαρμογή των πορισμάτων της παιδαγωγικής επιστήμης, αλλά και η συστηματική καλλιέργεια μιας ευρύτερα νοούμενης αγωγής, που είναι και το δυσκολώτερο, γιατί προϋποθέτει τους σπάνιους ευγενείς καθοδηγητές ή προσωπικότητες —υποδείγματα ή­ θους και επίμονη μακρόχρονη άσκηση ολόκληρων γενιών, ώσπου να γίνει παράδοση και αυτοματοποιημένη εκ των έσω ενέργεια. Θα εφαρμοστούν ποτέ —ύστερα από μελέτη και βάσανο των δεδομένων μας —οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως πρέπει, ώστε σε μακρό χρονικό διάστημα να ελπίζουν οι μελλοντικές γενιές στη μεταβολή, στη βελτίωση: Πάντως, αδήριτη ανάγκη είναι όχι μόνον η αλλαγή των .πολιτικοκοινω­ νικών και διοικητικών δομών, αλλά —σύγχρονα ή πριν απ’ όλα— η μεταβολή της δικής μας, της ατομικής μας ψυχολο­ γίας, της στάσης μας απέναντι των συνανθρώπων, των ιδεών, που θα διαμορφώσουν και θα επιβάλουν τις δομές αυτές. ' Ολοι οι Έ λληνες ποθούν ανυπόμονα τη βελτίωση, την αλλαγή πρός το καλύτερο, όλοι ισχυρίζονται ότι είναι —και είναι πράγμα­ τι— θερμοί πατριώτες, αλλά πολλοί, είτε έχουν δύναμη είτε όχι, είναι έτοιμοι να βάλουν τρικλοποδιά σ ’ εκείνον ή σ ’

329

εκείνους που θα τολμήσουν να προχωρήσουν με φαντασία και τόλμη πρός την αλλαγή ή, όπως είδαμε να λέγει ο Maurer, όλοι οι Έ λληνες έχουν την απαίτηση για αλλαγή, αλλ’ αυτοί οι ίδιοι δεν θέλουν, δεν εννοούν ν ’ αλλάξουν. Πάντως οι άνθρωποι, είτε καλοί είτε κακοί, ζώντας μέσα σε τέτοιες συνθήκες γίνονται πιο δυστυχισμένοι από ό,τι είναι. Η ανθρω­ πιά είναι ένα φυτό που δεν πιάνει εύκολα ρίζες στην Ελλάδα. Ανάγκη ν ’ απομακρύνουμε τα βαριά και μαύρα σύννεφα από τις ψυχές μας και ν ’ αφήσουμε να τις θερμάνει ο ήλιος της καλοσύνης, της αγάπης, της μόνης σταθερής κρηπίδας για τη δημιουργία μιας αληθινά ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτή λείπει και η έλλειψή της κάνει τον ποιητή Νίκο Τυπάλδο να γράψει το τρίστιχο του: «Κύριε τυπογράφε, λάθος!... Αγάπη, όχι με κεφαλαία!... Μιλάμε γΓ ανθρώπους...» Θ ’ αποφέρει άραγε τους καρπούς τοΟ ο αγώνας της αλήθειας εναντίον της ψευτιάς, της υποκρισίας, της δημαγωγίας; Είμαι ι­ στορικός και γνωρίζω πολύ καλά ότι η κοινωνία ιδανική δεν υπήρ­ ξε ούτε και θα υπάρξει, ότι η κοινωνία εφόσον έχει συσταθεί προς πραγμάτωση κοινών και πρακτικών σκοπών, που αποβλέπουν στην κατά το δυνατόν ομαλή συμβίωση των μελών της, δεν πρόκειται ποτέ να εξελιχθεί σε ιδανική μονάδα, αλλά πιστεύω ότι ο άνθρωπος, όσο ατελής και αν είναι, με την κατάλληλη γενικά ανατροφή, αγωγή και παιδεία πρέπει και μπορεί να πλησιάσει εγγύτερα προς τον προορισμό του, προς την τελειότερη μορφή του εαυτού του. Θα λειτουργήσει άραγε επιτέλους μέσα στην οικογένεια πρώτα και κατόπιν μέσα στο σχολείο ο νέος κώδικας της συμπεριφοράς, το διαρκώς αναμε­ νόμενο «σχολείο της δικαιοσύνης», ή καλύτερα της «ανθρω­ πιάς», με την κατάλληλη αγωγή για μικρούς και μεγάλους μέσα στη νεοελληνική κοινωνία, ώστε να μετασχηματιστεί αυτή προς το καλύτερο, από μέσα της, με δικές της γνήσιες προσπάθειες που θα την βοηθούν ν ’ αντιμετωπίζει με επιτυχία

330

και να λύνει τα προβλήματά της; — το σχολείο εκείνο, όπου θα μαθαίνουμε να εκτιμούμε και να σεβόμαστε ορισμένες βασικές αρχές της κοινωνικότητας, την αγάπη και την εμπιστοσύνη προς τους ανθρώπους, την ειλικρίνεια και τη δικαιοσύνη. Αλλιώς, έξω μάλιστα από την οικογένεια και το σχολείο, δεν πρέπει να περιμένουμε σημαντικές αλλαγές, γιατί στη ζωή ο άνθρωπος παρουσιάζεται πια με διαμορφωμένο τον χαρακτήρα του. Θα διαψεύδονται άραγε συνεχώς οι προσδοκίες του ελληνικού λαού; Θα πραγματοποιηθούν οι ελπίδες του για τη βελτίωση της εθνικής του ταυτότητας, ή θα μείνουν χίμαιρες; Υπάρχει η ελπίδα για τη μεταβολή, για την αλλαγή, ή η αισιοδοξία μας θα μετεωρίζεται ακόμη δυσδιάκριτη στο νεφέ­ λωμα του ονείρου; Ως πότε άραγε το φάντασμα του Διογένη θα εξακολουθεί να τριγυρνά μέρα μεσημέρι στις αγορές των ελληνικών πόλεων, προ πάντων της Αθήνας, με το φανάρι στο χέρι ζητώντας τον άνθρωπο; Ως πότε η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η αδελφοσύνη θα παραμένουν άπιαστα ιδανικά; Ας μη μας απολείπει όμως η πίστη και η ελπίδα, οι κορωνίδες της χριστιανικής, γενικά της ανθρώπινης αρετής, ώστε να συμβά­ λουμε ως ' Ελληνες, φορείς μακροχρόνιων πολιτιστικών παρα­ δόσεων, στη δημιουργία ενός καλύτερου μέλλοντος μέσα σε μια ευρύτερη ελληνική ή ανθρώπινη κοινωνία, είτε αυτή θα λέγεται ΕΟΚ είτε κάτι άλλο, προς την οποία φερόμαστε πια με ταχύτητα, με τις ολοένα και πυκνότερες αμοιβαίες οικονομικές, κοινωνικές και πνευματικές επικοινωνίες και τις παράλληλες εθνικές επιμειξίες, που με τις επιδράσεις των νέων πολιτικοκοι­ νωνικών συνθηκών και θεσμών θα μας οδηγήσουν προσεχώς σ ' ένα νέο κόσμο, σ ’ έναν άλλον τύπο ανθρώπου και πολίτη. Ο Έ λληνας θ ’ αλλάξει, θα βρει τον πραγματικό του προορισμό, τον ανθρωπισμό του, ή θ ’ αυτοκαταστραφεί; Και τελειώνοντας θα επικαλεστώ και θα επαναλάβω τα ίδια τα λόγια του ιδεολόγου Τερτσέτη, του απελπισμένου κατά τα μέσα του 19ου αι. από όσα έβλεπε γύρω του- «Χανόμεθα από αμαρτία και βαρβαρότητα, ας επινοήσομε μέτρα θεραπείας, ας ανάψουμε φανούς σωτηρίας, ας έλθει πάλι χάρις και ευγένεια, και αν δεν

33!

δυνηθούμε να κατεβάσομε τον ουρανό εις τη γη, ας υψώσομε τον άνθρωπο εις τα ουράνια, sublimis virtus evehit ad astra, και έρχεται το ίδιο εις τον λογαριασμό μας»685. Αυτό είναι το βαθύτερο μήνυμα του βιβλίου μου, αλλά η υλοποίησή του δεν εναπόκειται στους ηθικολόγους ούτε και στους ιστορικούς που παρεμπιμπτόντως ηθικολογούν, αλλά στους δυνατούς και έντι­ μους πολιτικούς και στους εμπνευσμένους παιδαγωγούς, που όχι μόνο θα νομοθετήσουν τους κατάλληλους θεσμούς, αλλά και θα φροντίσουν για την εφαρμογή τους. ΓΓ αυτό και τους αφιερώνω το βιβλίο μου αυτό!

685. Τερτσέτη. Ά π α ν τα , 3 σ. 410.

II

η ιστορική μόρφωση των νεοελλήνων

335

1. Ό τ ι η θετική ιστορική μόρφωση έχει μεγάλη σημασία για την αγωγή των πολιτών, προπάντων σήμερα, μέσα σ ’ ένα κόσμο που τον κάνει ακατανόητο η σύγχυση ιδεών και κοινωνι­ κών συστημάτων, είναι μια αλήθεια που περιττεύει να τονιστεί, ένας κοινός τόπος. Το πρόβλημα όμως είναι αν το μάθημα της ιστορίας διδασκόμενο κατάλληλα μορφοποιεί πραγματικά τους μελετητές του και ως ποιό βαθμό είναι αποτελεσματικά ωφέλιμο. Γεγονός πάντως είναι ότι από τις θεωρητικές επιστή­ μες δύο είναι κυρίως, η ιστορία και η κοινωνιολογία, που μας βοηθούν να βρούμε τον προσανατολισμό μας μέσα στα σύγχρο­ να προβλήματα, πνευματικά, πολιτικά, πολιτιστικά, οικονομι­ κά και κοινωνικά. Η ιστορία μάλιστα είναι η βάση γενικά των κοινωνικών επιστημών, η οποία θα μας δώσει τις πρώτες γενικές γνώσεις και ακόμη θα μας βοηθήσει — προκειμένου μάλιστα για τον τόπο μας— να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη και την πορεία του έθνους μας μέσα στους αιώνες, ιδίως στους τελευταίους. Γιατί, όπως έλεγε πολύ σωστά ο Τερτσέτης, «το πέρυσι και το πρόπερυσι συγγενεύει περισσότερο με ημάς παρά οι αρχαιότεροι αιώνες». Και άλλοτε είχα διατυπώσει τη γνώμη ότι συνδεόμαστε με το πα ρ ε^ ό ν, ιδίως με το άμεσο παρελθόν, περισσότερο α π’ ό,τι το φανταζόμαστε, και ότι νιώθουμε ακόμη στα πρόσωπά μας τη θερμή πνοή των γεγονότων. Επομένως η αποστολή του ιστορικού, όχι μόνο του πανεπιστημιακού, αλλά και του γυμνασιακού, είναι μεγάλη. Είναι, νομίζω, ο κύριος πνευματικός οδηγός που μπορεί και πρέπει να διαφωτίζει τους νέους κάτω από ορισμένες βέβαια προϋποθέσεις που θα τις μελετήσουμε παρακάτω. Είναι πραγματικά γεγονός ότι οι περισσότεροι Νεοέλληνες δεν έχουν εδραίες και θετικές γνώσεις της ιστορίας τους. Η

336

διαπίστωση όμως αυτή δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους καταλογίσουμε απόλυτη ευθύνη. Το πρόβλημα είναι πολυσύν­ θετο και θα μπορούσε να το συζητήσει κανείς ή μάλλον να το σκεφθεί κανείς πολύ, πριν μπορέσει να καταλήξει σε ορισμένα ακριβή συμπεράσματα. Αν θέλουμε να βρούμε τις πρώτες αι­ τίες, πρέπει να τις αναζητήσουμε στο σχολείο και εννοώ κυ­ ρίως τη Μέση Εκπαίδευση, γιατί στις τάξεις αυτής αρχίζει να γίνεται κάποια ενατένιση των ιστορικών γεγονότων. Η ιστορι­ κή λοιπόν νεοελληνική πραγματικότητα (και περιορίζομαι κυ­ ρίως σ ’ αυτήν, γιατί αυτή παρουσιάζει τα μεγαλύτερα προβλή­ ματα διδασκαλίας) πρέπει να γίνεται γνωστή, ν ’ αναλύεται στα νέα παιδιά ή στους εφήβους, με τη βοήθεια ειδικών καθηγητών, των καθηγητών που αποφοιτούν από τα Ιστορικά ή Ιστορικοαρχαιολογικά Τμήματα των πανεπιστημίων μας. Είναι όμως καλά καταρτισμένοι οι νέοι μας καθηγητές για ν ’ αναλάβουν το βαρύ, πραγματικά, αυτό έργο; Νομίζω όχι, γιατί τους λείπουν πολλά. Πρώτα-πρώτα κατά το διάστημα της φοιτήσεώς τους στα δύο τελευταία χρόνια δεν είχαν τον απαιτούμενο χρόνο (για πολλούς λόγους, παρακολουθήσεων και εξετάσεων των άλλων μαθημάτων, παραδόσεως φροντιστη­ ριακών εργασιών) να ενημερωθούν γενικά στην επιστημονική κίνηση και να διαβάσουν, έστω και ελάχιστα, βασικά συνθετι­ κά έργα ή και μερικές μικρές επιστημονικές εργασίες. Αλλά και όταν αποφοιτήσουν, δεν έχουν τον χρόνο, αλλά ούτε και την ευκαιρία να συμπληρώσουν τα κενά τους με συστηματική μελέτη. Αλλά ούτε και διαχωρισμός των φιλολόγων στο έργο τους γίνεται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στη Μ. Εκπαίδευση ανάλογα με τα πτυχία τους, όπως γίνεται στα άλλα κράτη, δηλαδή ο διαχωρισμός σε κλασσικούς φιλολόγους, νεοελληνιστές, ιστορικούς και ανάθεση της διδασκαλίας κατά κλάδους σε ορισμένες ώρες κάθε εβδομάδα. Το ζήτημα αυτό, είναι αλήθεια, παρουσιάζει δυσκολίες για το υπουργείο Παι­ δείας και για τους Γ εν. Επιθεωρητές, γιατί θα πρέπει να γίνουν ανακατατάξεις του προσωπικού στα σχολεία Μ. Εκπαιδεύσεως, θα παρατηρηθούν κενά ως προς ορισμένες θέσεις κλασσικών

337

φιλολόγων ή και των άλλων ειδικοτήτων και γενικά θα σημειωθεί κάποια αναταραχή, ιδίως στα επαρχιακά κέντρα. Πάντως χρειάζεται να γίνει επιτέλους κάποιος προγραμματι­ σμός, κάποια αρχή. Υπάρχουν βέβαια αρκετοί φιλόλογοι γυμνασιακοί, καλοί ιστορικοί, γλωσσομαθείς και καταρτισμένοι, που κάνουν καλά την δουλειά τους. Έ ξω όμως απ’ αυτούς, η διδασκαλία της ιστορίας γενικά χωλαίνει, ιδίως στις μεγάλες τάξεις. Γιατί στις μικρές ο καθηγητής με μια ζωηρή αφηγηματική διδασκαλία, με τη βοήθεια χαρτών, με ανάγνωση αποσπασμάτων από πηγές, με επισκέψεις σε μουσεία και εκδρομές σε ιστορικούς τόπους μπορεί πολλά να προσφέρει στους μαθητές. Τα προβλήματα βέβαια είναι δυσκολώτερα στις τρεις τελευταίες τάξεις. Εκεί ο καθηγητής πρέπει να είναι γερά καταρτισμένος στις ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες, αν θέλει να έχει αντίκτυπο και ανταπόκριση στις ψυχές των εφήβων. Δεν μπορεί να διδάσκει αφηγούμενος, έστω και με άλλα λόγια, τα ίδια ακριβώς που έχει το διδακτικό του βιβλίο ούτε — εν ονόματι του σχολείου εργασίας— να βάζει κάτω το εγκεκριμένο βιβλίο, να διαβάζουν οι μαθητές περικοπές και κατόπιν να επακολουθεί συζήτηση μεταξύ μαθητών και καθη­ γητή με την προσπάθεια να βγάλουν συμπεράσματα και να αποφανθούν για ορισμένα ιστορικά γεγονότα, συζήτηση που καταλήγει σε αληθινή κωμωδία. Αυτή είναι η μέθοδος ορισμέ­ νων ράθυμων εκπαιδευτικών, που γλυτώνουν από τον κόπο να προετοιμαστούν, όπως πρέπει, για το έργο τους, μέθοδος που κάνει τον μαθητή να πιστεύει και ο ίδιος στην ιστορική κριτική του δεινότητα και να του δυναμώνει μ ’ αυτόν τον τρόπο την επιπολαιότητα και τη φιλοκριτική διάθεση, τα δύο μισητά σημάδια της νεοελληνικής εξυπνάδας. Με αυτόν τον τρόπο, είτε δηλαδή με το σύστημα της ξερής απομνημονεύσεως των γεγονότων είτε με τη στραβή εφαρμογή του σχολείου εργασίας, ο νέος βγάζει το Γυμνάσιο με γενικές και αόριστες ιστορικές γνώσεις· εύκολη θεωρία περί ιστορίας, έτοιμο συντα­ γολόγιο για την εξακρίβωση κάθε ιστορικού γεγονότος και

338

στενοκέφαλος ατομικισμός στις γνώμες του. Οποιαδήποτε εποχή δεν έχει γΓ αυτόν κανένα πρόβλημα και καμιά δυσκο­ λία. Η γνώση όμως αυτή καταντά άχαρη και ξερή, και μολονότι ο ίδιος σα νέος είναι γεμάτος δράση και ζωή, όχι μόνο δεν κατορθώνει να «ζήσει», όπως λέμε, το ιστορικό γεγονός, αλ λ’ ούτε και την παραμικρή συγκίνηση να νιώσει γι ’ αυτό. Ποιά επίδραση μπορεί να έχει στο μέλλον μιας χώρας μια τέτοια μόρφωση των νέων και μια τέτοια τους ιστορική αντίληψη των πραγμάτων, θεμελιωμένη σε τόσες σαθρές βάσεις, όλοι μας το καταλαβαίνουμε. Στη Μέση λοιπόν Εκπαίδευση δεν μπορεί να γίνει σοβα­ ρός λόγος για συστηματική επιστημονική μελέτη της ιστορίας. Αλλωστε τα ιστορικά εγχειρίδια του Γυμνασίου, τόσο στον δυτικό, όσο και στον ανατολικό κόσμο, περισσότερο όμως στα Βαλκάνια, δεν είναι απαλλαγμένα από ορισμένες τάσεις, που είναι δυνατόν να εξυπηρετούν όχι μόνο παιδαγωγικούς, αλλά και πολιτικούς ή εθνικούς σκοπούς, που τους υπαγορεύει το ίδιο το κράτος. Θυμούμαι πως πριν από χρόνια ο — μακαρίτης τώρα— Τσέχος ιστορικός Josef Kabrda, που είχε μελετήσει συγκριτικά τα διδακτικά βιβλία των διαφόρων κρατών της χερσονήσου του Αίμου, μου έγραφε ότι καταλάβαινε να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των βιβλίων της Ελλάδας και των άλλων κρατών λόγω διαφοράς του κοινωνικού καθεστώτος, αλλά εκείνο που του ήταν ακατανόητο ήταν οι σοβαρές διαφορές μεταξύ των βιβλίων κρατών που ανήκαν στον ίδιο ιδεολογικό κόσμο. Και επειδή ο Kabrda ήταν τουρκολόγος, τελείωνε τις παρατηρήσεις του ή μάλλον τις σχολίαζε με μια μόνο λέξη, την τουρκική yazik (= Κρίμα! Ντροπή). Επομένως ο νέος με μόνο το εγχειρίδιο του Γυμνασίου είναι αδύνατο να λάβει ιστορική μόρφωση, εκτός αν έχει την τύχη να έχει έναν καλά καταρτισμένο καθηγητή. Πάντως η γυμνασιακή διδασκαλία είναι ανάγκη ν ’ απαλλάσσεται συνε­ χώς από σκοπιμότητες, πολιτικές, θρησκευτικές ή ταξικές και ν ’ αποβλέπει ιδίως στις τελευταίες τάξεις στην όσο το δυνατόν αντικειμενική αλήθεια, ώστε να βοηθεί και να προετοιμάζει τον

339

νέο να σχηματίζει όσο το δυνατό αντικειμενική γνώμη και κρίση, και να τον κάνει υπεύθυνο πολίτη. Ύ σ τερ ’ από τα λίγα αυτά, δεν είναι άξιο απορίας αν οι ' Ελληνες βγαίνουν ανιστόρητοι, όπως και αγεωγράφητοι, από τα σχολεία. Οι περισσότεροι Νεοέλληνες έχουν μόνο θαμπές αναμνήσεις από το γυμνασιακό εγχειρίδιο της Ιστορίας των Νέων Χρόνων ή από πανηγυρικούς λόγους ή από ανεύθυνα ιστορικά άρθρα εφημερίδων ή περιοδικών ή άλλα πρόχειρα δημοσιεύματα. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να εκφέρουν γνώμη για το κάθε ζήτημα, στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό κ.τ.λ. του παρελθόντος. Η έλλειψη αυτή των επαρκών βασικών ιστορικών γνώσεων είναι μια σοβαρή αιτία ημιμάθειας και οίησης, πείσματος και εμπάθειας. 2. Η σύγχρονη εικόνα του ανερμάτιστου των Ελλήνων στην Ιστορία δεν είναι και πολύ διαφορετική από εκείνη, που περιγράφει πριν από 120 περίπου χρόνια ο σοφός καθηγητής του Πανεπιστημίου Δημ. Βερναρδάκης στην «Επιστολιμιαία Βιβλιοκρισία» του τον Νοέμβριο του 1874 κρίνοντας τις «Ιστορικές Αναμνήσεις» του Ν.Δραγούμη: « Ό τ ι μετά την θρησκευτικήν μάθησιν η Ιστορία είναι το μάλλον παρημελημένον μάθημα εν τη καθόλου εκπαιδεύσει ημών, είναι αλήθεια, την οποίαν ουδείς δύναται ν ’ αρνηθή. Αλλά και απολυθείς εκ των σχολείων ο Έ λ λη ν σπανίως αναπληροί εξ ιδίας μελέτης την ιστορικήν ταύτην της εκπαιδεύσεώς του έλλειψιν. Συντελεί δε εις τούτο, εκτός των άλλων, και ιδιόρρυθμός της κλίσις του ημετέρου νεοελληνικού πνεύματος, όχι πολύ ανόμοιος πρός την των μεγάλων ημών προγόνων, εξ ης ορμώμενοι απεχθανόμεθα μεν παν ό,τι εμπειρικόν, τρεπόμεθα δε μεθ’ ηδονής ιδιαιτέρας πρός παν ό,τι θεωρητικώτερον. Επειδή δε το μέν πολιτικόν στάδιο είναι το θελκτικώτατον όνειρον παντός ’ Ελληνος, εκ δε των εις αυτό αναγκαιοτέρων επιστημών της νομικής και της ιστορίας, η τελευταία, οσονδήποτε και αν πελεκηθεί υπό της φιλοσοφίας, μένει κατά μέγα μέρος άξεστος πάντοτε εμπειρική ύλη, έπεται ότι η νομική, όπως μάλιστα διεπλάσθη το σύνολον είδος αυτής υπό της φιλοσοφίας και του

340

φυσικού δικαίου, ως παρέχουσα στάδιον ευρύ ένθεν μεν εις την θεωρίαν, ένθεν δε εις την σοφιστείαν, ήτις και αυτή είναι ουσιώδης ιδιότης του ελληνικού πνεύματος, έχει δ ι’ ημάς τους Έ λληνας πολύ πλειότερα θέλγητρα. Το δε περίεργον είναι ότι όχι μόνο αγνοούσι και απεχθάνονται την ιστορίαν οι ημέτεροι πολιτικοί, αλλά τρέφουσι πρός αυτήν βαθυτάτην περιφρόνησιν... Αφ’ ου δε η ιστορική μάθησις είναι αναγκαία εις τους αναλαμβάνοντας να κυβερνήσωσι κράτη μεγάλα, ισχυρά και στερεώτατα, πολύ πλέον απαραίτητος είναι, νομίζω, εις τους κυβερνώντας κράτος μικρόν, ασθενές και κλονούμενον, εις τους διέποντας την τύχην έθνους πολυπαθούς, νεαρού και απεί­ ρου...»486. Ξεχνούν οι πολιτικοί μας τα επιγραμματικά λόγια του Πολυβίου- «... αληθινωτάτην... είναι παιδείαν και γυμνασίαν προς τας πολιτικάς πράξεις την εκ της ιστορίας μάθησιν...» (Α, 1,2). ' Ετσι με τις στοιχειώδεις τους γνώσεις οι νέοι είναι έρμαια των διαφόρων ιστορικών αναγνωσμάτων ή άρθρων που πέφτουν στα χέρια τους, ορισμένων βιβλίων με συνταρακτικούς τίτλους, τα οποία κατακλύζουν —τώρα τελευταία μάλιστα— τις προθή­ κες των βιβλιοπωλείων με τη φιλοδοξία ότι αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές των ιστορικών γεγονότων, ότι αποκαθιστούν την παραποιημένη ιστορία από τους ιστορικούς του «κατεστη­ μένου» (!), ότι τους βάζουν γυαλιά κ.λ. Ρέπουν στην απλοποιητική, δήθεν κοινωνιολογική, ερμηνεία των ιστορικών γεγονό­ των. Ακόμη και οι μορφωμένοι, α π ’ όσα διάβασαν θυμούνται ελάχιστα γενικά και αυτά έχουν υπόψη τους και με αυτά κρίνουν το παρελθόν, απλά, σχηματικά και αυθαίρετα. Τα συμπεράσματά τους λοιπόν, για τα οποία εναβρύνονται, είναι επισφαλή. Λείπει η γνώση των λεπτομερειών με τα τόσα επιμέρους περίπλοκα ζητήματα, που αποτελούν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ιστορικής επιστήμης και κάνουν τον ιστορικό πολύ επιφυλακτικό ως πρός την εξαγωγή γρήγορων πορισμάτων. 686. Δραγούμη, Α ναμν., 2 σ. 316-317.

341

Ανερμάτιστοι λοιπόν καθώς είναι οι περισσότεροι αναγνώ­ στες, παρασύρονται και αιχμαλωτίζονται από τα χτυπητά και θερμά λόγια των βιβλίων αυτών. Η κριτική στάση τους απέναντι στα γραπτά αυτά, αν λάβει κανείς υπόψη του την έλλειψη σχετικών γνώσεων και τον έντονο συναισθηματισμό τους, κάμπτεται και μειώνεται, ανάλογα βέβαια με την προσω­ πικότητα του καθενός. Συχνά ακόμη οι τάσεις των αναγνωστών προσανατολίζονται πρός τις ιδέες τους τις πολιτικές, όπως τις έχουν διαμορφώσει ζώντας μέσα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, κατά τις κατά παράδοση οικογενειακές πολιτικές πεποιθήσεις (άλλοτε οι πεποιθήσεις αυτές μεταδίδονταν, θα έλεγε κανείς, κληρονομικά), ή μέσα στις πολιτικές ομάδες, πράγμα που συμβαίνει τώρα συχνά, γιατί οι νέοι έχουν αποδεσμευθεί σχεδόν από τις επιδράσεις της οικογένειας. Οπως και αν έχει το ζήτημα, το βέβαιο είναι ότι τώρα έχουν τις δικές τους ιδέες με τόσο ισχυρές πολιτικές αποκλίσεις πρός τα δεξιά, πρός το κέντρο ή πρός τα αριστερά, ώστε να μη μπορούν να σχηματίσουν νηφάλια κρίση για τα γεγονότα που μελετούν ή παρακολουθούν. Αντίθετα είναι διαποτισμένοι από το πάθος, από τη θρεμμένη από τη νεανική ορμή επιθετικότητα, ώστε είναι έτοιμοι να διαμφισβητήσουν ή να ειρωνευθούν και να διακωμωδήσουν όχι μόνο την αντίθετη γνώμη, αλλά και μικρή παρέκκλιση α π ’ αυτή. Αλλά κάθε πάθος, κάθε έντονο συναίσθημα, ή αγάπη, το μίσος, η αντιπάθεια, η οίηση, η περιφρόνηση κ.λ., είναι πάγκοινα γνωστό (είναι το πρώτο βασικό μάθημα του σπουδαστή των ιστορικών και κοινωνικών επιστημών) ότι αλλοιώνει την αλήθεια, την κριτική μας ικανότητα. Αυτό δεν το έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει καλά. Μολονότι ισχυριζόμαστε ότι είμαστε δημοκράτες και υπέρ του διαλόγου, μένουμε στο βάθος αδιόρθωτοι εγωιστές, δογματικοί και τυραννικοί: περιμένουμε να διαβάσουμε ό,τι ανταποκρίνεται στις προσωπικές μας αντιλήψεις, στα προσωπικά μας αισθήματα («Πες μου ό,τι αγαπώ και το πιστεύω» ήταν πολύ διαδεδομένη παροιμία στα χρόνια της Επαναστάσεως στην Πελοπόννησο). Αλλιώς δυσαρεστούμαστε και γινόμαστε καχύ-

342

ποπτοι, σχεδόν εχθρικοί απέναντι του συγγραφέα,οποιοσδήπο­ τε και αν είναι αυτός,οποιαδήποτε εχέγγυα αξιοπιστίας και αν παρουσιάζει. Αποκλίνουμε μόνο πρός τους ομοϊδεάτες μας και δεχόμαστε μόνον ό,τι αυτοί γράφουν, είτε είναι δεξιοί, κε­ ντρώοι, ή αριστεροί, αν δηλαδή είναι συνειδητά ενταγμένοι σε κάποια από τις πολιτικές παρατάξεις. Με αυτούς μας αρέσει να συζητούμε, να κάνουμε συντροφιά και ν ’ αντιμετωπίζουμε τα μεγάλα προβλήματα του τόπου. Αλλιώς, αν ο συνομιλητής μας έχει δικές του γνώμες ή απόψεις, είναι απόβλητος, αποσυνάγω­ γος! Και θέλουμε να λεγόμαστε δημοκράτες! Ο ιστορικά όμως σκεπτόμενος και πολύ περισσότερο ο ιστορικός, που οπωσδήποτε από δικές του παρατηρήσεις ή συζητήσεις με αξιόλογα πρόσωπα διαφόρων κομμάτων ή από συγκριτική μελέτη βιβλίων ή άρθρων, έχει καταλήξει και διαμορφώσει δική του γνώμη και σύμφωνα με αυτή θα προκρίνει το κόμμα της αρέσκειάς του, κατά τις αντιλήψεις του, και θα δώσει την ψήφο του στις εκλογές (επομένως κατά κάποιο τρόπο θα «πολιτικοποιηθεί», κατά την τόσο προσφιλή και συνηθισμένη σήμερα λέξη), πρέπει να ξεπεράσει την παραπάνω δυσάρεστη ομαδοποίηση και στεγανή πολιτικά απομόνωση, αν θέλει να μείνει πραγματικά ελεύθερος άνθρω­ πος, να βοηθεί τον τόπο, να επικοινωνεί με αγάπη με τους συμπολίτες του και να συμβάλλει στη δημιουργία μιας αληθι­ νής δημοκρατίας, που να είναι γέννημα δικό μας, που να μην έχει να ζηλέψει τίποτε από τις δημοκρατίες των άλλων κρατών. Ας έχουμε στο μυαλό μας τα αθάνατα λόγια του Περικλή, του τόσον περήφανου για την αθηναϊκή δημοκρατία: «Χρώμεθα πολιτείςι ου ζηλούση τους των πέλας νόμους, παράδειγμα δε μάλλον αυτοί όντες τισίν ή μιμούμενοι ετέρους και όνομα μεν δια το μη εις ολίγους αλ λ’ ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται, μέτεστι δε κατά μεν τους νόμους πρός τα ίδια διάφορα πάσι το ίσον, κατά δε την αξίωσιν...» (Θουκ. II, 37-38). Το παράδειγμα ενός τέτοιου «πολιτικοποιημένου» και όχι «κομματικοποιημένου», αλλά ελεύθερου ανθρώπου, μας το δίνει ο Μακρυγιάννης, η μέγαλη εκείνη ευαίσθητη ψυχή, που

343

νοιαζόταν και έπασχε για τους συνανθρώπους του, και ο οποίος πολύ νωρίς είχε αντιληφθεί την ανάμειξη των μεγάλων δυνά­ μεων στα εσωτερικά μας, ανάμειξη που τη διευκόλυνε τότε η δική μας αμάθεια και το πάθος μας: «...Ό τα ν ο φτωχός ' Ελληνας, γράφει, τον καταπολέμησε (τον σουλτάνο), ξυπόλη­ τος και γυμνός..., τότε πολέμαγε και μ ’ εσένα τον χριστιανό με τις αντενέργειες και τον δόλο σου και την απάτη σου κ ’ εφοδίασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων... Ύ στερα μας γιομώσατε φατρίες —ο Ντώκινς μας θέλει ' Αγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσους· και δεν αφήσατε κανένα ' Ελληνα— πήρε ο καθένας το μερίδιό του- και μας καταντήσα­ τε μπαλαρίνες σας και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς ότι δεν την αιστανόμαστε...». Μακάρι να φτάναμε στην ελεύθερη στάση αυτού του απλού αγωνιστή του 21, ο οποίος ως μόνα του εφόδια είχε τις ελάχιστες, αλλά γόνιμες ιστορικές γνώσεις του, και πρό πάντων την οξεία παρατήρηση και το κοφτερό μυαλό του! 3. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα μεγάλο μέρος της κακοδαιμονίας μας, των εθνικών μας συμφορών, οφείλεται στην έλλειψη ιστορικών γνώσεων, που αποτελούν μαθήματα πολύτι­ μα, διδάγματα αιώνια για την επιβίωσή μας στο μέλλον, ιδίως για τους ηγέτες μας, και εννοώ κυρίως τους πολιτικούς και στρατιωτικούς, γιατί αυτοί πρό πάντων διαχειρίζονται τις τύχες του έθνους. Οι θετικές ιστορικές γνώσεις —και όχι η φτηνή πατριδοκαπηλική ρητορεία— πρέπει να είναι η απαραίτητη και συνεχής τροφή τους, το μάνα τους. Η συστηματική μελέτη της Ιστορίας, ιδίως από καλά και μεγάλα συνθετικά έργα, μας δίνει συμπυκνωμένη την εμπειρία και τη σοφία πεντάδιπλης ζωής, αιώνων ολόκληρων, θα έλεγα. ΚΓ αυτά δυστυχώς (εννοώ τα σύγχρονα) μας λείπουν. Αποφεύγω ν ’ αναλύσω το δικό μου συνθετικό έργο «Ιστορία του Ν. Ελληνισμού, τ. 1-6 (1204-1825), με τις «Πηγές» του, τ. 1-2, και να το υπερασπίσω. Το έργο μου αυτό το έχω αφήσει στην κρίση των άλλων. Προσωπικά ομως θέλω να πιστεύω ότι «ξανάγραψα» την ιστορία των χρόνων που διαπραγματεύομαι απλώνοντας τη ματιά μου σε ευρείς ορίζο­

344

ντες, εξετάζοντας οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτι­ στικά φαινόμενα και βασιζόμενος σε όσο το δυνατόν μεγάλυτερο πλήθος από ποικίλες και ποικιλόγλωσσες πηγές και βοηθήματα, εδραιωμένα όλα σε όσο το δυνατόν συστηματικό­ τερη μεθοδολογικά υποδομή. Περισσότερο δεν μου επιτρέπε­ ται να προχωρήσω. Οπως για κάθε επιστήμη, έτσι και για την ιστορία —πολύ περισσότερο μάλιστα γί αυτήν— σημασία δεν έχει μόνο η αναζήτηση της αλήθειας (η αλήθεια για την αλήθεια), αλλά και τα διδάγματα α π ’ αυτήν, οι πρακτικές εφαρμογές της στην πολιτική μας ζωή, στην κοινωνία μας, στην αναστροφή μας με τους συνανθρώπους μας, αν θέλουμε πραγματικά να συνειδητο­ ποιήσουμε την ωφελιμιστική της προσφορά στην ανθρωπότητα και ν ’ αποβλέψουμε με σταθερότητα σ ’ ένα καλύτερο μέλλον. Μιλώντας σχετικά στον Β' τόμο της «Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού» για τη μεγάλη αποστολή του ιστορικού έγραφα το 1964 τα εξής για τη μελέτη της περιόδου της τουρκοκρατίας: «Η διερεύνηση και αφήγηση των γεγονότων της εποχής αυτής, μιας εποχής γεμάτης από ποικίλων ειδών καταπιέσεις, δεν εμπνέεται από αισθήματα πάθους ούτε και από την επιθυμία να γεννήσει αισθήματα μίσους, αλλά από τη μεγάλη αποστολή και το καθήκον του ιστορικού ν ’ αναζητήσει και ν ’ αποκαταστήσει την αλήθεια, από την επιθυμία να βοηθήσει τον συνάνθρω­ πό του ν ’ αντλήσει διδάγματα από την πικρή πείρα του παρελθόντος. Για να το πετύχει όμως αυτό η επιστήμη, πρέπει ν ’ αποβλέπει στην όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη σύνθεση της ιστορίας με αντικείμενό της γενικά τον άνθρωπο, όχι μόνο τον ξεχωριστό, τον ήρωα ή τα ανώνυμα πλήθη στη δράση τους. Πρός τί η προσοχή μας να στρέφεται μόνο πρός τον ήρωα, πρός τον αρχηγό ή πρός τις μάζες που γίνονται αγελαίες, όταν γοητεύο­ νται ή τρομοκρατούνται και κυριαρχούνται απ’ αυτόν, ή μόνο πρός τις ψυχρές στατιστικές που —με όλη τους τη μεγάλη προσφορά ως θετικών στοιχείων στην ιστορική επιστήμη— μόνες τους δεν είναι δυνατόν να δώσουν πνοή στο χθές; Δεν υπάρχουν τα άλλα επιφανή ή κάποτε και άσημα και ανώνυμα

345

πρόσωπα, που έσπειραν κ ι’ αυτά τις ιδέες τους, πολλές από τις οποίες έγιναν ασφαλώς κτήματα ή και μηνύματα των μεγάλων, των ηρώων; Δεν επηρέασαν κΓ αυτά την ιστορική πορεία; Δεν υπάρχουν οι απλοί άνθρωποι του λαού, που —όταν δεν είναι μάζα— δρούν αυτόβουλα, κινούνται, εργάζονται, πιστεύουν, αμφιβάλλουν, υποφέρουν, βρίσκουν τον δρόμο τους ή απελπί­ ζονται; Το δράμα τους αυτό στα μύχια της ψυχής τους, και γενικά το δράμα του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας, δεν αξίζει να διερευνηθεί, για να μπορέσουμε να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον; Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι ο απώτατος σκοπός της Ιστορίας παρά να βοθήσει την ανθρωπότητα, τον κάθε άνθρωπο, να συνειδητοποιήσει καλά μέσα του, έστω κΓ ένα μέρος από την εμπειρία του παρελθόντος, των προγόνων του και να χρησιμοποιήσει το μεγάλο αυτό κέρδος στην αναστροφή του με τους συνανθρώπους του; Το έργο αυτό της Ιστορίας δεν αποτελεί ένα συνεχές κήρυγμα αυτογνωσίας του ατόμου και αυτοσυνειδησίας της ανθρωπότητας με αισιόδοξη προοπτική για ένα καλύτερο αύριο;». 4. ΚΓ έτσι τώρα ερχόμαστε στο ερώτημα: με ποιά μέσα θ ’ αναπτύξουμε την ιστορική μόρφωση και αντίληψη του λαού; Ας αρχίσω απ’ εκείνα που είναι μάλλον αυτονόητα ή χρειάζοται λιγότερη ανάπτυξη, για να καταλήξω στα σπουδαιότερα. Αφήνω κατά μέρος τους πανηγυρικούς λόγους, γιατί έχουν μέσα τους, α π ’ αυτή τη φύση τους, την υπερβολή, τον τονισμό ορισμένων σημείων, την πατριωτική έξαρση. ΓΓ αυτό νομίζω πως είναι καλοί μόνο για τις ημέρες των επετείων, αρκεί να μην ξεπερνούν τα επιτρεπόμενα όρια και να μη καταντούν κούφια και μεγαλόστομη ρητορεία, χωρίς κανένα βαθύτερο φρονηματιστικό σκοπό, όπως γίνεται τις περισσότερες φορές τον τόπο μας. Ως προς τα μέσα της μαζικής ενημερώσεως, εννοώ τον Τύπο και την Τηλεόραση, θα είχα να παρατηρήσω τα εξής, που αποτελούν προσωπικές μου απόψεις. Θα είχα να συστήσω στους συμπατριώτες μου να διαβάζουν τις πολιτικές απόψεις και σχόλια δύο διαφόρων —αντίθετων παρατάξεων— εφημερί­

346

δων, οι οποίες όμως να μη διακρίνονται για τους συνταρακτι­ κούς των τίτλους και την οξεία, την επιθετική φρασεολογία τους, γιατί ό λ ’ αυτά αναστατώνουν την ψυχική διάθεση του αναγνώστη, εννοώ του μέσου αναγνώστη, του ανατρέπουν την ηρεμία, τον προδιάθετουν φιλικά ή εχθρικά απέναντι προσώ­ πων ή καταστάσεων (κατά την αντίληψη του απλού ανθρώπου: «ό,τι είναι γραμμένο είναι πιστευτό») και επομένως ή του αφαιρούν την κριτική ικανότητα ή τουλάχιστον του κλονίζουν την εμπιστοσύνη. Ανάλογα είναι συχνά και τα ιστορικά δημοσιεύματα ή άρθρα δικών μας ή ξένων δημοσιογράφων, που δεν είναι άμοιρα κάποτε από ιστορικά σφάλματα ή ακρισίες. Κάποτε μάλιστα εμφανίζονται άρθρα ξένων για δικά μας πράγματα, οι οποίοι διαφημίζονται σε προλογικά σημειώματα ως ειδικοί στα θέματα, με τα οποία ασχολούνται, αλλά τα άρθρα τους ή «κομίζουσι γλαύκα εις Αθήνας» ή είναι γεμάτα ανακρίβειες. Η εμπιστοσύνη μας μάλιστα αυτή στους ξένους —άλλο είδος ξενομανίας αυτό— φθάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να δημοσιεύεται αμέσως ό,τι αναγγέλλεται από το «Associated Press» ή άλλο ξένο ειδησεογραφικό πρακτορείο ή είδηση π.χ. για την τάδε ανακάλυψη ενός ξένου φυσικά αρχαιολόγου ή ιστορικού (για να περιοριστώ στους κλάδους μας αυτούς), ενώ αποσιωπούνται οι ανακαλύψεις ή τα επιτεύγματα λαμπρών Ελλήνων επιστημόνων, γιατί από σεμνότητα δεν διατυμπανί­ ζουν τις επιτυχίες τους. ' Η γίνεται παρουσίαση έργων φιλικών προσώπων. Για τους άλλους βέβαια ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Πάντως είναι αλήθεια ότι ορισμένα ιστορικά δημοσιεύματα του Τύπου συντελούν στην ιστορική μόρφωση του λαού, όταν βέβαια γράφονται με σεβασμό ή με κάποιο σεβασμό προς την αλήθεια και λαμβάνονται υπόψη και τα στοιχεία της άλλης πλευράς. Από την Τηλεόραση ξεχωρίζω ως άριστο διδακτικό μέσο για τη λαϊκή επιμόρφωση τις ομιλίες των ειδικών ή αξιόλογων ερασιτεχνών ιστορικών ή ακόμη πιο πολύ τις «Ομιλίες της Στρογγυλής Τράπεζας», όπου η συμμετοχή πολλών ομιλητών με τον λόγο και τον αντίλογο και με τις θετικές γνώσεις

347

τραβούν το ενδιαφέρον των τηλεθεατών. Το υψηλό επίπεδο της ομιλίας και η ευπρέπεια του διαλόγου φρονηματίζουν αναμφί­ βολα τους θεατές. Τα ιστορικά όμως κινηματογραφικά σενάρια δεν νομίζω ότι προσφέρουν καμιά υπηρεσία, εκτός από την πρόσκαιρη ευχαρίστηση. Συχνά μάλιστα διαστρεβλώνουν και τις λίγες θετικές ιστορικές γνώσεις των τηλεθεατών, γιατί τους κάνουν να νομίζουν ότι τα γεγονότα πραγματικά έτσι εξελίχθηκαν και ότι έτσι διαμείφθηκαν οι ζωηροί και δραματικοί διάλογοι, που όμως βγήκαν μόνο από τη φαντασία του σεναριογράφου. Τα κινηματογραφικά αυτά έργα είναι ό,τι οι vies romancées των μυθιστοριογράφων, αλλά σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Με αυτές τις ταινίες έχουμε πραγματικά «μυθοποίηση» της Ιστορίας. Χρήσιμες και θετικές πληροφορίες προσφέρουν οι ταινίες εκείνες, που προέρχονται από συναρμολόγηση παλιών επικαί­ ρων με σκοπό ν ' αποδώσουν ζωντανά τα περασμένα γεγονότα, αρκεί όμως η σύνδεση αυτών να μην αποβλέπει στην προκατά­ ληψη και στη δημιουργία εντυπώσεων με τη σκόπιμη επιλογή των κατάλληλων σκηνών. Τέτοιες ωραίες ταινίες, γαλλικές ή αγγλικές, ακόμη και ορισμένες καλές ελληνικές, είδαμε στην Τηλεόραση τα τελευταία χρόνια. Πολύ ωφέλιμες επίσης είναι οι περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, η γνωριμία μας όχι μόνο με τους τόπους, αλλά και με τους ανθρώπους, με τα επαγγέλματά τους, με τις σκέψεις, με τα όνειρά τους. Η Γεωγραφία είναι η αδελφή της Ιστορίας. Με τις περιηγήσεις αυτές συνδέονται βέβαια και οι επισκέψεις των ποικίλων κατά τόπους μουσείων, των αρχαίων κλασσικών μνημείων, των βυζαντινών εκκλησιών, των «αρχοντικών», με την ανάλυση των αρχιτεκτονικών και ζωγραφικών τους στοιχείων κ.λ. Ο σχολιασμός όμως να γίνεται όχι πρόχειρα, αλλά ύστερα από ευσυνείδητη μελέτη των θεμάτων με βοηθήματα τα έργα των ειδικών ερευνητών. Επάνω όμως απ' όλα αυτά τα μέσα για τη μόρφωση της ιστορικής αντιλήψεως του λαού θεωρώ τα βασικά συνθετικά έργα της ελληνικής ιστορίας, τα έργα μεγάλης πνοής, τα γερά τεκμηριωμένα σε πλήθος πηγών και βοηθημάτων, ποικίλων

348

προελεύσεων (ελληνικών, δυτικοευρωπαϊκών, βαλκανικών, ανατολικοευρωπαϊκών και τουρκικών) και απόψεων και τάσεων ως πρός το περιεχόμενό και την ιδεολογία. Παρατηρούσα παλαιότερα ότι τα περισσότερα νεώτερα μεγάλα συνθετικά ιστορικά έργα παρουσιάζουν σοβαρά μειονεκτήματα ως πρός την αφθονία, την οικονομία και την επεξεργασία της ιστορικής ύλης, ως πρός την κριτική έκθεση και αξιολόγηση των γεγονότων, δηλαδή ως πρός την αντικειμενικότητα, και ιδίως ως πρός τη βιβλιογραφική ενημερότητα. Κυριαρχεί δηλαδή σ ’ αυτά η προχειρότητα, η τσαπατσουλιά και η έλλειψη αυστηρού ερευνητικού πνεύματος. Αν θέλουμε να κατονομάσουμε μερικά από τα βιβλία αυτά, πρέπει να περιοριστούμε —για άρση παρεξηγήσεων— στα έργα συγγραφέων που έχουν από χρόνια πεθάνει και επομένως η κρίση μας μπορεί αναμφισβήτητα να θεωρηθεί νηφάλια. Τέτοια είναι —παρά τις επί μέρους αρετές τους— η «Ιστορία της Ελλάδος 1453-1862» του Π. Καρολίδη, η «Ελληνική Επανάστασις» του Δ. Κοκκίνου, η «Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία» του Γ. Κορδάτου, η «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστά­ σεως» του Τ. Πιπινέλη κ.α. Δεν θέλω να υπεισέλθω σε άλλες λεπτομέρειες,εκτός από αυτά τα γενικά που τόνισα λίγο παραπάνω. Τα μεγάλα συνθετικά έργα θέλουν πολλά χρόνια εξαντλητικής έργασίας για τη συλλογή του υλικού, για την προσεκτική ταξινόμηση και επεξεργασία του, χωρίς να προ­ σθέσουμε και τη μεγάλη τελική προσπάθεια για τη σύνθεση, για την κατά το δυνατόν ακριβή και ζωντανή αναπαράσταση των περασμένων. 5. Είναι αλήθεια ότι μεγάλες δυσκολίες παρουσιάζονται κατά την έκθεση των γεγονότων στη νεώτερη και ιδίως στην πρόσφατη ιστορία. Είναι δυνατόν να διδαχθεί αυτή στα σχολεία και στα πανεπιστήμια; Η θέση του διδάσκοντος είναι πραγματικά πολύ λεπτή όχι μόνο γιατί ο ίδιος πρέπει να έχει ήδη αποκτήσει την φήμη ήρεμου, αντικειμενικού και προικι­ σμένου με πολλά πνευματικά προσόντα δασκάλου, αλλά και γιατί έχει ν ’ αντιμετωπίσει τις αποκρυσταλλωμένες κιόλας από

349

το σπίτι του ή έστω και από το πρόχειρο δικό του διάβασμα αντιλήψεις του νέου για τις ευθύνες του α ή β προσώπου η πολιτικού κόμματος και τη συναφή με αυτά θέματα υπερθέρ­ μανση της ζεστής κιόλας από τα έλληνικά νιάτα ατμόσφαιρας της τάξης. ' Εχω προσωπική αντίληψη του πράγματος, γιατί τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας μου εργάστηκα ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, δίδαξα ιστορία στις δύο τελευταίες τάξεις και δεν δίσταζα να προχωρώ τότε στην εξιστόρηση των προπολεμικών γεγονότων. Συνέβαινε όμως να έχω κάποτε κάποιες συναισθηματικές αντιδράσεις ορισμένων μαθητών ή μαθητριών, που μετέφεραν στο σχολείο τις ιδέες κυρίως των γονέων τους. Θυμούμαι μάλιστα ακόμη το συγκροτημένο κλάμα μιας καλής μαθήτριας, γιατί νόμισε ότι με τη διδασκαλία μου είχε μειωθεί η σημασία ενός ηγετικού προσώπου που ως τότε είχε λατρέψει. Τα πράγματα θα είναι βέβαια πολύ δυσκολώτερα τώρα, ύστερα από τη φοβερή αναταραχή των 40 τελευταίων χρόνων. Μολα­ ταύτα νομίζω πως ένας πολύ ικανός και ήρεμος γυμνασιακός ή πανεπιστημιακός ιστορικός μπορεί να διδάξει τα τελευταία γεγονότα μέσα σ ’ ένα πλαίσιο μαθημάτων γενικής ιστορίας π.χ. μετά το 1897, εκθέτοντας τα τελευταία γεγονότα χρονογραφικά, εφόσον μάλιστα η απόστασή μας απ’ αυτά είναι μικρή, τα πάθη μεγάλα και οι πηγές που διαθέτουμε ακόμη είναι ανεπαρκείς. Πόσοι όμως είναι οι ιστορικοί αυτοί που διαθέτουν τα κατάλληλα πνευματικά και ψυχικά προσόντα για τη διδα­ σκαλία αυτή; Και είναι βέβαιοι ότι δεν θα αντιμετωπίσουν την εμπαθή επιθετικότητα ορισμένων ακροατών τους, ή τις κακής πίστεως παρεξηγήσεις και διαστρεβλώσεις; Είναι βέβαια αλήθεια ότι στα ξένα πανεπιστήμια δίνονται ακόμη και θέματα πρόσφατης ιστορίας για διδακτορικές διατριβές. Εκεί οι αντικειμενικοί όροι είναι πολύ διαφορετικοί από της Ελλάδας, τα θέματα είναι ψυχρά για τους ξένους, και οι καθηγητές της ιστορίας είναι πολλοί, αποτελούν ειδικά, ανε­ ξάρτητα τμήματα. Έ πειτα έχουν —στις πρωτεύουσες μάλι­ στα— προσιτά τα διάφορα Αρχεία, όπου οι υποψήφιοι διδάκτο­ ρες μπορούν να εργαστούν επάνω στο ανέκδοτο υλικό.

350

Σήμερα οι Σχολές των Πανεπιστημίων μας περνούν μια κρίση· θα έλεγα όλες οι ανώτατες σχολές του κόσμου, επειδή τίποτε σ ’ αυτόν τον πλανήτη δεν είναι στεγανά απομονωμένο: κρίση ιδεών, πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, κρίση μεθόδων διδασκαλίας και παροχής γνώσεων, κρίση που έγινε σφοδρά αισθητή και στη χώρα μας ύστερα από την επιβολή της δικτατορίας, σε μια χώρα που είχε μάλιστα αγωνιστεί από τις πρώτες στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τώρα τα πράγματα —εννοώ τα εσωτερικά— ηρεμούν, γίνονται επιτροπές, συντάσσονται νέα προγράμματα διαρθρώσεως της Παιδείας μας και βρισκόμαστε σε μια περίοδο ζυμώσεων και προσδοκιών για την πραγματοποίηση νέων στόχων, που ν ’ ανταποκρίνονται στις νέες απαιτήσεις της επιστήμης και στις νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Ανάγκη είναι να ετοιμαστούμε γΓ αυτά όχι με λόγια, με προχειρότητες, με συνθήματα που καμουφλάρουν φιλοδοξίες δικές μας ή φίλων μας, με τους οποίους συνδεόμαστε ιδεολογι­ κά, αλλά με σύντονη εργασία, με προσοχή στο καθήκον, με την προσπάθεια πραγματικών δημοκρατών. Γιατί η δημοκρατία δεν είναι μια απλή λέξη που την πιπιλίζουμε διαρκώς στο στόμα για επίδειξη και ανάδειξή μας* είναι κοσμοθεωρία, τρόπος ζωής, ανθρωπιά, ειλικρινής και ευγενική συμπεριφορά πρός τον κοθέγα, και πρώτα-πρώτα προς τον διπλανό μας. Εκείνο που προβλέπω ότι θα δυσκολέψει το έργο των Πανεπιστημίων μας στο μέλλον, αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, είναι η οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών, ή σπουδών για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, οι οποίες πρέπει να διευρυνθούν. Τα όσα γίνονται σήμερα δεν είναι ικανοποιητικά. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση χωλαίνει σημαντικά. Οι καθηγητές και οι επίκουροί τους που διδάσκουν στα Πανεπιστήμια με αρκετά αυξημένο το αριθμό των ωρών διδασκαλίας, πνιγμένοι καθώς είναι και από τις άλλες απασχο­ λήσεις τους, αλλά ιδίως από απροθυμία και αδυναμία για την ανάληψη σκληρής εργασίας, δεν είναι δυνατόν να επαρκέσουν ευσυνείδητα και στις μεταπτυχιακές σπουδές ή και για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος.

351

Έ τσ ι, οι υποψήφιοι για πολλούς και διάφορους λόγους, που εκθέτω στο πρώτο μέρος του βιβλίου μου, αποπέμπονται ή θα τυραννιούνται επί χρόνια. Μόνο με γενναίες αποφάσεις και ριζικές αναδιαρθρώσεις είναι δυνατόν να οργανωθούν μεταπτυ­ χιακές σπουδές στην Ελλάδα, για να είναι βέβαια άξιες του ονόματος και όχι, όπως γίνονται τώρα, πρόχειρες, ασήμαντες. Ισως καλά οργανωμένα Ινστιτούτα θα μπορούσαν να συμβά­ λουν στη λύση του προβλήματος. Τί χρειάζεται λοιπόν για τη σωστή ιστορική διαπαιδαγώ­ γηση του λαού μας; Οργάνωση των ιστορικών σπουδών. Και πρώτα-πρώτα, στη Μέση Παιδεία. Για την καλή διδασκαλία της Ιστορίας απαιτούνται πολλές προϋποθέσεις, που δεν υπάρ­ χουν σχεδόν σήμερα, μα που πρέπει να δημιουργηθούν, αν θέλει να πάει η χώρα μας μπροστά. 1. Καλή ειδίκευση των φοιτητών στην Ιστορία με κέντρο βάρους, κατά την κλίση του υποψηφίου, την αρχαία, τη μέση ή τη νεώτερη. Τέτοια ειδίκευση γίνεται από χρόνια τώρα σε άλλα κράτη. 2. Μετεκπαίδευση διετή των φιλολόγων ιστορικών σε ειδικό Κέντρο ή Ιδρυμα Ιστορικών Σπουδών, που όμως δεν υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. 3. Καλά ιστορικά σχολικά εγχειρίδια γραμμένα από εγνωσμένης αξίας ιστορικό ή ομάδα ιστορικών με συμμετοχή παιδαγωγού. 4. Βιβλία πηγών με χαρακτηριστικά κείμενα, ή και μεταφράσεις που να φέρουν τον μαθητή σε άμεση επαφή με την εποχή που μελετά, και χρησιμοποίηση αυτών κατάλληλα από τον γυμνασιακό καθηγητή και από τον μαθητή. 5. Ιστορικοί χάρτες, που να δείχνουν όχι μόνο τους τόπους μαχών, αλλά και την οικονομική κατάσταση του τόπου, τις μετακινήσεις πληθυσμών κ.λ. 6. Καλοί και φτηνοί ιστορικοί άτλαντες σε κοινό χαρτί, με μεγάλο ή και μικρό σχολιασμό, τους οποίους δεν έχουμε. Οι μαθητές πρέπει να έχουν οικείωση όχι μόνο με τους γεωγραφι­ κούς, αλλά και με τους ιστορικούς χάρτες και άτλαντες και να

352

γίνεται συχνή αναφορά σ ’ αυτούς από τον καθηγητή, ο οποίος θα επικαλείται και τις γνώσεις των μαθητών από το μάθημα της γεωγραφίας. Να καταδεικνύεται πόσο μεγάλη σπουδαιότητα έχει η επίκαιρη γεωγραφικά θέση μιας χώρας ή και μιας περιοχής ακόμη στην ανάπτυξη και εξέλιξη του πολιτισμού της και στη διαμόρφωση της κοινωνίας. Να εξετάζεται ακόμη αν ο ίδιος γεωγραφικός παράγοντας έχει πάντοτε την ίδια σημασία. Η εξέταση των μαθητών επάνω στον ιστορικό, αλλά και στον γεωγραφικό χάρτη, να είναι συχνή και συστηματική, όχι φευγαλέα και επιπόλαιη. Έ να Ιδρυμα Ιστορικών Σπουδών επανδρωμένο με κατάλ­ ληλους επιστήμονες και ειδικούς της Ιστορικής Γεωγραφίας θα πρέπει να ασχοληθεί με την αντιμετώπιση των παραπάνω αναγκών και να εφοδιάζει τα σχολεία, ακόμη τους καθηγητές και μαθητές με τα απαραίτητα βοηθήματα. Θα πρέπει ακόμη ν ’ αναλαμβάνει και κατάλληλες εκλαϊκευτικές, φτηνές, αλλά σοβαρές (στηριγμένες στα πορίσματα των ιστορικών ερευνών), εκδόσεις για τη μόρφωση ή επιμόρφωση και ιστορική διαπαι­ δαγώγηση του λαού. ' Εχουμε χιλιάδες εκπαιδευτικούς επιφορ­ τισμένους με τη γενική εκπαίδευση των παιδιών μας. Μια δεκάδα ή δωδεκάδα επιστημόνων ιστορικών που να εργάζεται μέσα σ ’ ένα τέτοιο ειδικό Ιδρυμα με στόχους καθαρά ερευνητικούς, αλλά και πρακτικούς, για την επιδίωξη ενός μεγάλου σκοπού, όπως η ιστορική διαπαιδαγώγηση των Ελλή­ νων, νομίζω ότι αξίζει μια μικρή πρόσθετη δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό, από τον οποίο άλλωστε χρηματοδο­ τούνται τόσα άλλα και ποικίλα Ιδρύματα. Δεν ξέρω τι γίνεται σχετικά στις άλλες χώρες, αλλά είναι καιρός πια ν ’ αποβλέ­ πουμε στη λύση των δικών μας προβλημάτων με σκέψεις δικές μας και να κινούμαστε με φαντασία δημιουργική και όχι να μιμούμαστε απόλυτα τους ξένους μην έχοντας εμπιστοσύνη στην κρίση μας. Αυτό προδίδει πνευματική νωθρότητα, αναπη­ ρία, καταβολή ελάσσονος κόπου και προχειρότητα. Αυτές είναι οι κύριες σκέψεις μου επάνω σ ’ ένα θέμα καίριο και σπουδαίο της ζωής μας, για το οποίο καλό είναι ν ’

353

ακουστούν και οι γνώμες άλλων επιστημόνων, θέμα ευρύτατο, για το οποίο αξίζει να γενικευθεί η συζήτηση, γιατί η ιστορική επιστήμη αποκρυσταλλώνει την ιστορική μνήμη —ας μου επιτραπεί η έκφραση— και τη διατηρεί νωπή, διαυγή, έτοιμη για διδάγματα για τις ερχόμενες γενιές. Επομένως η γνώση της ιστορίας είναι ασύγκριτα πολύτιμο εφόδιο για τον άνθρωπο, γιατί τα κέρδη μας από τη γόνιμη και απαλλαγμένη από πάθη αναστροφή μαζί της είναι μεγάλα: δεν είναι μόνο η διεύρυνση του πνευματικού μας ορίζοντα, η χαλύβδωση της υπομονής μας, αλλά και ένα διαρκές μάθημα, μια συνεχής παραίνεση για ανθρωπιά, ευθύτητα, ειλικρίνεια και ελευθερία. Ακόμη τα διδάγματα της Ιστορίας, αν αφομοιόνονται —κΓ αυτού πρέπει να κατατείνει η διδασκαλία της— έχουν τεράστια σημασία για την αγωγή των πολιτών: ωριμάζουν τη σκέψη, διαμορφώνουν υγιή πολιτική συνείδηση και δημιουργούν ψύχραιμους και συνετούς πολίτες, ικανούς ν ’ αντιμετωπίζουν με φρόνηση και αποφασιστικότητα τα κρίσιμα ατομικά και εθνικά γεγονότα.

Ill

σκέψεις για την ιστορία και την ιστορική μέθοδο

1 Σ Κ Ο Π Ο Σ Τ Η Σ ΙΣΤ Ο ΡΙΑ Σ

1. Οι Έ λληνες ιστορικοί Π. Καρολϊδης, Σπ. Λάμπρος, Νικ. Βλάχος, που έγραψαν ή μετέφρασαν στη γλώσσα μας - ως επί το πλεϊστον σχετικά νέοι ακόμη - μεθοδολογικά βιβλία ή εισαγωγικά στις ιστορικές σπουδές, διαπραγατεύθηκαν κυρίως θέματα που απασχόλησαν Ευρωπαίους θεωρητικούς συναδέλ­ φους των και έκαναν ελάχιστες μόνο ή ασήμαντες συσχετίσεις πρός τη νεοελληνική, ιστορική πραγματικότητα. Και ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να κάνουν αλλιώς, γιατί η συγγραφή τέτοιων βιβλίων προϋποθέτει όχι μόνο μεγάλη θεωρητική ιστορικοφιλολογική μόρφωση, αλλά παράλληλα και μακριά ψυχική εμπειρία και πρακτική ενασχόληση με τα ιστορικά προβλήματα. 2. Αφού ο άνθρωπος είτε ως άτομο είτε ως ομάδα μέσα στην κοινωνία είναι το κύριο αντικείμενο της Ιστορίας, τα προβλήματά του είναι και τα προβλήματά της, ιδίως τα προβλήματα της ψυχής του, της αγωνίας του. 3. Αφού κύριος δημιουργός και αντικείμενο της Ιστορίας είναι ο άνθρωπος, ή, καλύτερα, οι άνθρωποι, με τη διαρκώς ρευστή και συχνά ασύλληπτη κίνηση της ψυχής τους, τα ιστορικά γεγονότα στις σχέσεις και διασυνδέσεις τους είναι φυσικά πολυσύνθετα, πολύπλοκα και πολλές φορές αινιγματικά φαινόμενα. Από αυτόν ακριβώς τον πόθο για τη γνώση και αυτών ακόμη των μύχιων σκέψεων του μυστικού κόσμου του ανθρώπου, του ρευστού και ευμετάβολου, πρέπει ν ’ αντλεί ο ιστορικός τον ενθουσιασμό του για το μεγάλο κοινωνικό του

358

έργο. Πόσο μεγάλη η αποστολή να γνωρίσεις στον εαυτό σου και στο περιβάλλον σου τις πλούσιες κυμανσεις της ψυχής του ανθρώπου, στο πρώτο ζωηρό ξεπήδημά τους από την πηγή της ζωής του, του είναι του! Ο λογιοτατισμός και η πολυμάθεια δεν πρέπει να ξεράνουν τα ψυχικά αυτά κινήματα. 4. Η Ιστορία εξετάζει γενικά εκείνες τις πράξεις, τα γεγονότα και τις καταστάσεις των ανθρώπων, που έχουν μικρή ή μεγάλη απήχηση, επομένως και ροπή στην εξέλιξή τους. Αν πρός τη σπουδή της ιστορίας δεν μας κινεί μόνο η απλή περιέργεια, αλλά η επιθυμία της αυτογνωσίας, η Ιστορία δεν έχει μόνο σκοπό τη γνώση του παρελθόντος, αλλά και του παρόντος.

5. Καθήκον του ιστορικού είναι να βοηθεί κατά δύναμη τους συνανθρώπους του ν ’ ανασυνδέουν στενώτερα και συνειδητότερα το παρόν με το παρελθόν του, ώστε ν ’ αντλούν με κάποια άνεση τα πλούσια πορίσματα της εμπειρίας. 6. Οι περισσοτέροι ' Ελληνες, για να μην πω όλοι σχεδόν, σχηματίζουν την κρίση τους για τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος από τις εφημερίδες ή προχειρογραμμένα φυλλάδια ή βιβλία και σπάνια από σοβαρά συνθετικά ιστορικά έργα. Πολύ λιγότερο βέβαια μελετούν τις δημοσιευμένες πηγές που ανασταίνουν ζωντανά και άμεσα το ιστορικό παρελθόν. 7. Η κρίση και η μνήμη του ανθρώπου είναι πολύτιμοι θησαυροί, αλλά έχουν ουσιώδεις ατέλειες: δεν διατηρούνται νωπές, συνεχώς εξασθενούν και δεν συγκροτούν την αντικειμε­ νική εικόνα του παρελθόντος. Η ιστορική όμως καταγραφή, περασμένη από αληθινό κόσκινο, συντηρεί, όσο είναι ανθρώ­ πινα δυνατόν, την ακριβή όψη των περασμένων εποχών, τον καθαρό πίνακα της πορείας των γεγονότων και της κοινωνίας με τις αδυναμίες, τα πάθη και τα σφάλματα των ατόμων και των ομάδων, καθώς και με τις απρόβλεπτες κάποτε εκτροπές και

359

εξελίξεις. Η ιστορική επιστήμη αποκρυσταλλώνει και στερεο­ ποιεί τη μνήμη, την συντηρεί και την ανασταίνει γεμάτη διδάγματα. Επομένως η Ιστορία γίνεται ο μεγάλος δάσκαλος της ανθρωπότητας, έστω και αν ελάχιστοι —ακόμη και α π ’ αυτούς που τη διαβάζουν— θέλουν να ενωτισθούν και να συμμορφωθούν πρός τα διδάγματά της αυτά. 8. Χωρίς την Ιστορία θα υπήρχε χάος, σκοτάδι, πριν απο μας ή πριν από τους πατέρες μας. Ποιά άλλη επιστήμη θα μπορούσε να διαφυλάξει τη μεγάλη πείρα του παρελθόντος; Εκείνος που δεν μελετά την Ιστορία χάνει προκαταβολικά ένα μεγάλο ποσό ψυχικής ηρεμίας, που είναι δυνατόν να του δώσει από το άλλο μέρος μόνον η πείρα της ζωής και το πέρασμα των χρόνων, αν βέβαια έχει συνηθίσει να φιλοσοφεί στη ζωή του και αν έχει τη δύναμη να χαλιναγωγεί τις κληρονομικές καταβολές του. Η Ιστορία όμως δίνει στον σκεπτόμενο άνθρω­ πο πολύ πιο βαθύτερη και πλούσια εμπειρία, ώστε να τον προετοιμάζει για κάθε γεγονός ατομικό ή και γενικό (του έθνους, τής ανθρωπότητας) και να μην καταπλήσσεται για όσα είναι δυνατόν να συμβούν. Α π’ αυτή την άποψη ο ιστορικά μορφωμένος είναι προσανατολισμένος στη σύγχρονη πραγμα­ τικότητα, ενώ ο ανιστόρητος, ο αμύητος, παρουσιάζει αντιδρά­ σεις πρωτογόνου στα διάφορα γεγονότα της ζωής. Δεν υπάρχει μέσα του το έρμα των γνώσεων σαν δύναμη ενεργητική, για να του εξισορροπεί τα πάθη και τα συναισθήματά του που συχνά είναι αδύνατο να δαμαστούν. 9. Χωρίς την Ιστορία, ο χρόνος θα ήταν άχρωμος, ανοργάνωτος, όπως είναι στην πραγματικότητα, και τα γεγονό­ τα προβαλλόμενα μέσα στην αοριστία του χρόνου θα ήταν ασαφή και ακατάληπτα, η αλληλουχία τους ανυποψίαστη και η ροή τους μυστηριώδης πορεία της ειμαρμένης- έπειτα οι σχέσεις μας με το παρελθόν δεν θα είχαν κανένα δεσμό και η θέση μας μέσα στον κόσμο θα ήταν τυχαία και μοιραία. Η Ιστορία με άλλα λόγια οργανώνει τον χρόνο, τον πολιτισμό

360

μας. Η Ιστορία πραγματικά είναι ρευστή, αέναη αλλαγή και εξέλιξη. Επομένως στην πραγματικότητα στάση δεν υπάρχει στην Ιστορία ούτε και χωρισμός σε περιόδους ή εποχές, όπως αυτός παρουσιάζεται στα ιστορικά βιβλία. Η περιοδολογία επιβάλλεται μόνον από πρακτικές ανάγκες, από τη σκοπιμότη­ τα να δαμάσουμε και αξιολογήσουμε ή και αξιοποιήσουμε, αν θέλετε, την απέραντη ιστορική ύλη. Η ιστορική λοιπόν επιστήμη δαμάζει και επιβάλλει τάξη στο απέραντο και χαώδες ιστορικό υλικό της ανθρωπότητας: παρατηρεί, συγκρίνει τα γεγονότα και τα αξιολογεί, ξεχωρίζει δηλαδή το ουσιώδες από το επουσιώδες. ' Ετσι μας απαλλάσσει από τον φόρτο του περιττού και μας βοηθεί να κάνουμε μια ανεμπόδιστη αναδρομή στο παρελθόν και να παρακολουθήσου­ με την εξέλιξη της ανθρωπότητας από τα πρώτα της βήματα ως τα τελευταία χρόνια. Και τότε έχουμε το ευάρεστο αίσθημα του ανθρώπου που ξέρει πού βρίσκεται, που καταλαβαίνει τους γύ­ ρω του, που καταλαβαίνει το έθνος και τον εαυτό του. 10. Η Ιστορία παρουσιάζει και το εξής μεγάλο θέλγητρο, ότι σου επιμηκύνει τη ζωή. Οταν περάσουν χρόνια έντονης μελέτης, οι αναμνήσεις από τη συχνή χρήση των πηγών και βοηθημάτων είναι τόσο ζωηρές, ώστε ταξιθετούνται μόνες τους σε επάλληλα χρονολογικά στρώματα, γίνονται απλές αναμνή­ σεις σαν τις άλλες της ζωής μας και τελικά νομίζεις ότι είναι ένα μέρος απ’ αυτές, από τις προσωπικές σου, και ότι γίνεσαι Μαθουσάλας. 11. Πολύ πετυχημένα χαρακτηρίζει ο Halkin τη θέση της Ιστορίας μέσα στις επιστήμες γενικά και ειδικά μέσα στις κοινωνικές επιστήμες: «ότι είναι γ ι ’ αυτές μια εγγύηση ακρίβειας, όπως τα μαθηματικά για τις πειραματικές. Οσο καλύτερα γνωρίζει ο άνθρωπος το παρελθόν του, τόσο λιγότερο γίνεται σκλάβος του. Αυτού έγκειται το μεγαλείο της Ιστο­ ρίας»687. 687. Initation, σ. 31.

361

12. Η ιστορική σκέψη δεν έλειψε ποτέ στις ελληνικές χώρες. Μπορεί να μην έλαμψε πάντα, μπορεί να σκοτίστηκε συχνά από τα σύννεφα της σκλαβιάς και των παθών, αλλά ποτέ δεν έσβησε και σ ’ αυτούς ακόμη τους πιο ζοφερούς αιώνες της τουρκοκρατίας. Ο ιστορισμός του είδους αυτού είναι μια από τις κύριες πνευματικές εκδηλώσεις των Ελλήνων, μεγάλη παράδοση του αρχαίου ελληνικού στοχασμού. 13. Η εθνική αφύπνιση των Νέων Ελλήνων πριν από το 1821 εκδηλώνεται με μια αρχαιολατρεία, με το πόθο να συνδεθούν, να έλθουν σε επαφή με τους ένδοξους προγόνους των και να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους. ΓΓ αυτό τότε η μελέτη της Ιστορίας ήταν αγαπητότερη και συνειδητότερη στον ελληνικό λαό παρά στη σημερινή εποχή. Η εθνική λοιπόν αφύπνιση ευνόησε τη μελέτη της Ιστορίας και η μελέτη της Ιστορίας τόνωσε την αφύπνιση του έθνους. Ο ίδιος λόγος τους έσπρωξε ακόμη και πολύ σωστά στην πατριδογνωσία, δηλαδή στην ιστορικογεωγραφική μελέτη των χωρών τους. Συνηθισμέ­ νο φαινόμενο είναι η έκδοση βιβλίων πριν και μετά το 1821 με τον τίτλο «Ιστοριογεωγραφική περιγραφή...», τα οποία αφο­ ρούν προπάντων τις υπόδουλες ελληνικές χώρες688. 14. Η ιστορική κίνηση και η ιστορική σκέψη στη νεώτερη Ελλάδα αρχίζει ν ’ αναπτύσσεται κυρίως μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Η ιστορική μνήμη του λαού την εποχή αυτή είναι έντονη, γεμάτη από τις νωπές αναμνήσεις των 688. Κούμα, Π αλαιά Γεωγραφία, σ. σ τ ': «Το μόνο καλόν, φϊλτατοί μου ομογενείς, είναι το να περιγράψη καθείς από τους ελλογίμους μας το γεω γραφικόν μέρος της πατρΐδος του με τα πέριξ αυτής, ε φ ' όσον επεκτεΐνονται αι αληθινοί γνώσεις τους, και να το κοινοποιήση δια του «Λογίου Ερμου». Τ ην συμβουλήν ταύτην μας τη ν έκαμαν πολλοί πολλάκις ομογενείς, α λ λ ’ ολίγο ι την επράξαμεν, διότι ολίγων αι περιστάσεις συγχωρούσι τοιαύτην περιγραφήν- οι υπέρ πάντας δυνάμενοι να εκτελέσουν το καλόν τούτο είναι οι σεβάσμιοί μας Α ρχιερείς, από των οποίων, εάν καθείς περιγράψη την επαρχίαν του με ό σην δύναται ακρίβειαν, απηυλαύσαμεν ευθύς ό λην τη ς Ε λλάδος την Γεωγραφίαν».

362

γεγονότων που διαδραματίστηκαν. Τα μεγάλα γεγονότα, που ζουν και επιχειρούν ν ’ αφηγηθούν, αποτελούν κίνητρα, ερεθί­ σματα, να παρατηρήσουν και να σκεφτούν για την αξιοπιστία, τον τρόπο της συγγραφής κ.λ. 15. Δύο κυρίως ήταν οι σπουδαιότεροι λόγοι, για τους οποίους παρατηρήθηκε καθυστέρηση στη μελέτη των μεσαιω­ νικών και νέων ελληνικών ιστορικών σπουδών: ο ένας ιδεολογι­ κός και ο άλλος καθαρά ωφελιμιστικός. 1. Ιδεολογικός λόγος ήταν η αίγλη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, που οι ξένοι κυρίως φιλόλογοι με τη λαμπρή τους εργασία τον είχαν μελετήσει από κάθε άποψη και τον είχαν θεωρήσει ως πρότυπο ακμής, στον οποίο έφτασαν ποτέ οι άνθρωποι. 2. Ωφελιμιστική ήταν η αντίληψη των περισσότερων ιστορικών και φιλολόγων, αν μη σχεδόν όλων, ότι οι δυσφημι­ σμένες εποχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της τουρκο­ κρατίας δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ότι η αμοιβή τους για τη μακριά τους απασχόληση μ* αυτές δεν θα ήταν αντάξια των μόχθων τους.

2 ΙΣΤ Ο ΡΙΑ Κ Α Ι Ζ Ω Η

1. Δεν υπάρχει άλλο μάθημα επωφελέστερο για τους στρατιωτικούς, πολιτικούς και διπλωμάτες από την Ιστορία: διδάσκει τι τεράστια δύναμη διαθέτουν οι λαοί, όταν εμπνέονται από το μέγιστο αγαθό, την ελευθερία, και είναι ολοπρόθυ­ μοι να το πραγματοποιήσουν αδιαφορώντας για τους κόπους και τις θυσίες. Πως όμως θα μορφώσουμε ιστορική και επομένως και πολιτική κρίση, αν δεν μελετούμε συστηματικά και κατά βάθος τα ιστορικά γεγονότα; Είναι δυνατόν με ξερή, ελλιπή και επιπόλαια γνώση να περιμένουμε ωφέλιμα αποτελέ­ σματα; 2. Η Ιστορία πρέπει να μελετάται με την πρόθεση και το σκοπό ενός βαθύτερου αντικρύσματος της ζωής και με την ευσυνείδητη σοβαρότητα για την αποστολή και τη συμβολή της στη βελτίωση του πολιτισμού και της ανθρωπότητας. 3. Για μερικούς η Ιστορία δεν είναι παρά μια ευχάριστη ενασχόληση με παλιά πράγματα, μια αρχαιοφιλία σαν ένα πάθος του ανθρώπου. Δεν αποκλείεται μάλιστα να αποτελέσει και αυτοσκοπό, όπως συμβαίνει σε μερικούς πλούσιους και μανιώδεις συλλέκτες αρχαίων αντικειμένων. Ο μελετητής όμως ή προσεκτικός αναγνώστης της Ιστορίας δεν πρέπει να ικανο­ ποιεί μόνον την περιέργεια του, αλλά να στοχάζεται, να εξαίρετοι σε γενικές παρατηρήσεις, να αισθάνεται μια δύναμη, που να τον οπλίζει με παρατηρητικότητα και οξύνοια στη διάγνωση και σημασία των σύγχρονων προβλημάτων και που να τον βοηθεί να παρακολουθεί την πορεία της ανθρωπότητας.

364

4. Η μελέτη των διαφόρων ιστορικών θεωριών με την υπερεκτίμηση του A ή Β παράγοντα δεν πρέπει ν ’ αποδοκιμάζεται· για τον καλό ιστορικό ερευνητή είναι αναγκαία και ωφέλιμη, γιατί του ακονίζει την παρατηρητικότητα και τη διεισδυτικότητα στα ιστορικά φαινόμενα. Στην αλήθεια όμως δεν μας οδηγούν μόνες τους οι θεωρίες με την εφαρμογή των δήθεν αλάνθατων συνταγών τους παρά μόνον η προσεκτική μελέτη και ερμηνεία των καταλοίπων, των μνημείων των ιστο­ ρικών γεγονότων, με τη βοήθεια των φυσικών και επίκτητων δεξιοτήτων μας. 5. Με την ολοένα και βαθύτερη μελέτη της Ιστορίας θα αισθανόμαστε τον εαυτό μας όλο και πιο σιωπηλό και συγκροτημένο, όταν θα πρόκειται να εκφέρουμε μια γνώμη επάνω σε ένα ιστορικό ζήτημα. Το βασίλειο της σιωπής και της αυτοσυγκεντρώσεως, που γονιμοποιεί τις σκέψεις και το οποίο ήταν πρώτα απρόσιτο σε μας, θ ’ ανοίγεται πια μόνο του σιγά - σιγά. 6. Τα κέρδη μας από τη γόνιμη αναστροφή με την Ιστορία δεν είναι μόνο ένα διαρκές μάθημα, μια συνεχής παραίνεση για ευθύτητα και ειλικρίνεια, αλλά και ένα χωριστό μάθημα για υπομονή και εγκαρτέρηση. Το πρώτο το διδασκόμαστε αναζη­ τώντας την αλήθεια των γεγονότων αυτήν καθ’ εαυτήν ανεξάρ­ τητα από τους εαυτούς μας και τα συμφέροντά μας. Ο έμμεσος αυτός τρόπος διδασκαλίας της ειλικρίνειας είναι ο καλύτερος. Επίσης έμμεσα, με τη μελέτη της Ιστορίας, κατακαθίζουν μέσα μας οι ιδέες της υπομονής και της καρτερίας που πρέπει να βρίσκουμε πάντοτε την ευκαιρία να τις εφαρμόζουμε στην πράξη, αν θέλουμε να αισθανθούμε την ευεργετική επίδραση της Ιστορίας. Η Ιστορία πρέπει να επιδρά σαν καθαρκτική δύναμη. Ό π ο ιο ς μελετά τις δραματικές εξελίξεις της ανθρωπό­ τητας, τη βασανιστική πορεία λαών και ατόμων, τους μόχθους των για την πρόοδο και την ευημερία τους, τη μηδαμινότητά τους μέσα στην πανανθρώπινη κοινωνία, αυτός δεν μπορεί

365

παρά να κυριευτεί από ένα απροσδιόριστο αίσθημα αγωνίας και να φιλοσοφήσει επάνω στα προβλήματα της ζωής. Η αγωνία γονιμοποιεί την ψυχή μας, αρκεί όμως αυτή να παρουσιάζει την κατάλληλη αντοχή και να μη θανατώνεται από το αργό, αλλ’ ασφαλές δηλητήριο των πικρών απογοητεύσεων και εντυπώσεων από τη γύρω ζωή. Για την άσκηση της ψυχής μας πρός αντίσταση, η Ιστορία αποτελεί το καλύτερο μάθημα. 7. Ασταθής είναι η εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων, ιδίως στις λεπτομέρειές τους, και επομένως αδύνατη η πρόβλε­ ψή τους. Συχνά η παρενθετική και συμπτωματική εμφάνιση ορισμένων —κάποτε και μικρών παραγόντων— εκτρέπει τον προβλεπόμενο ρουν της ιστορίας και τον μετατοπίζει πρός άλλες απρόβλεπτες και απροσδόκητες κατευθύνσεις. 8. Η προσωπική εμπειρία είναι σπουδαίος παράγοντας για την κατανοήση της Ιστορίας, είναι λαϊκή σοφία, και αυτήν την αποκτούν λίγο ή πολύ οι άνθρωποι όλων των εποχών με το πέρασμα των χρόνων τους. Εκτός όμως από την καθημερινή πείρα της ζωής, των μικροπραγμάτων, των μικροεπεισοδίων, υπάρχει και η πείρα των μεγάλων ιστορικών γεγονότων, που την ζουν οι άνθρωποι ορισμένων κρίσιμων εποχών της ανθρω­ πότητας, οι οποίες συμπυκνώνουν πλήθος γεγονότων με συντα­ ρακτικά αποτελέσματα. Η εποχή μας είναι ασφαλώς μια από τις εποχές αυτές, η μεγαλύτερη από κάθε άλλη, γιατί είναι πλούσια σε σημαντικά γεγονότα. Στην εποχή μας ζήσαμε δύο παγκό­ σμιους καταστρεπτικούς πολέμους, δοκιμάσαμε στη χώρα μας διάφορα πολιτεύματα, ζήσαμε τρομοκρατίες, παρακολουθήσαμε τη γένεση και την εξέλιξη νέων πολιτικών κοσμοθεωριών, γνωρίσαμε τη σκλαβιά, τα ολέθρια αποτελέσματά της, την ηθική κρίση της κοινωνίας μας, την ανακάλυψη της ατομικής ενέργειας. Ως πρός την πείρα των μεγάλων γεγονότων, ασφα­ λώς υπήρξαμε οι τυχερώτεροι άνθρωποι από κάθε άλλη ιστορική περίοδο. Γνωρίσαμε πολύ καλά πόσο ασταθείς και αδύνατοι είναι οι άνθρωποι. Γνωρίσαμε πολύ καλά πολλούς

366

Πέτρους, που και όταν λάλησε περ’ από τρεις φορές ο πετεινός, αθέτησαν χωρίς βαθύτερη αιτία, τον λόγο τους, ή αρνήθηκαν την εμπιστοσύνη τους σε αξίες και σε πρόσωπα, στα οποία έδειχναν αφοσίωση και αγάπη. 9. ' Εντονα αισθητή είναι στην Ελλάδα η έλλειψη πρωτο­ βουλίας για συστηματική και επίμονη παρατήρηση, για πειρα­ ματισμούς και ανεύρεση νέων δρόμων. Περιμένουμε πάντα τα πρότυπα της Δύσης και αυτά μας κινούν. Μόνοι μας να σκεφθούμε επάνω σ ’ ένα θέμα με σκοπό και να ωφεληθούμε από τα πορίσματά του ούτε γίνεται καν λόγος. Το εφαρμόζουν οι ξένοι; Ά ρ α καλό και για μας. 10. Πως αντιλαμβάνεται και εκφράζει ο λαός την έννοια της ιστορίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας, οπότε το πνευματικό σκοτάδι απλώνεται σε όλες σχεδόν τις ελληνικές χώρες; Με τα δημοτικά τραγούδια, με τις παραδόσεις και τους θρύλους, γιατί συχνά λείπουν οι γραπτές και εξακριβωμένες ειδήσεις. Ό λ ο ι οι άνθρωποι, ποιός λίγο ποιός πολύ, αισθάνονται μέσα τους την ανάγκη να διηγηθούν ή να σχολιάσουν κυρίως τα ιστορικά γεγονότα του τόπου τους ή τα συνταρακτικά εκείνα γεγονότα του έθνους, που είχαν μεγάλη απήχηση στις ψυχές των ανθρώπων. Σε μερικούς η ανάγκη εκδηλώνεται τόσον επίμονα και πιεστικά, ώστε μόνον η αφήγησή τους τους λυτρώνει πρόσκαιρα από τη δοκιμασία αυτή της ψυχής τους. Αν ο αφηγητής είναι αγράμματος, αλλά η αφήγησή του ανταποκρίνεται στους πόθους του λαού, τότε αυτή επιβάλλεται, διαδίδεται και γίνεται παράδοση ή τραγούδι. 11. Πρέπει να ριζωθεί μέσα στο μυαλό του ιστορικού η έννοια της συνέχειας, της εξελίξεως και της διαφοροποιήσεως, που είναι τόσον αναγκαία για τη θεώρηση των ιστορικών γεγονότων, έννοια που άργησε να συνειδητοποιηθεί και να γίνει κτήμα της ιστορικής επιστήμης. Χωρίς την έννοια της εξελίξεως είναι αδύνατο να καταλάβουμε την ξαφνική φαινομε­

367

νικά εμφάνιση μεγάλων εποχών. Με τη σύγχρονη επιστημονι­ κή έρευνα διαπιστώνουμε ότι οι εποχές αυτές της οικονομικής ευημερίας και της πνευματικής ακμής ήταν αποτελέσματα μεγάλων προσπαθειών που προηγήθηκαν, μιας κανονικής εξελϊξεως, μιας καταβολής δυνάμεων από πολλούς επώνυμους και ανώνυμους εργάτες που έβαλαν τα θεμέλια της ακμής. 12. Απορεί κανείς με τη βαθύτητα των παρατηρήσεων και με τη βιοσοφία του λαού, η οποία αποκρυσταλλώνεται και γίνεται κτήμα της ανθρώπινης κοινωνίας αιώνων ολόκληρων. Τελικά διαπιστώνει κανείς πως η βιοσοφία αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο απλός αλλά στερεός πρώτος πυρήνας της ίδιας της επιστημονικής γνώσης. IV αυτό ο μελετητής της Ιστορίας δεν πρέπει ποτέ να χάσει την επαφή του με τη ζωή. Από τη ζωή θα ξεκινήσει, όπως απ’ αυτή ξεκίνησε η επιστήμη, και με την αδιάκοπη ενατένιση των σύγχρονων γεγονότων θα έχει τη δυνατότητα να γονιμοποιήσει και να μονιμοποιήσει τα κέρδη του από την αναστροφή του με την Ιστορία. 13. Δημιουργήσαμε συστήματα φιλοσοφικά, πολιτικά, κοινω­ νικά, οικονομικά, κάναμε μακρόπνοες συνθετικές προσπάθειες, για να μπορέσουμε να πλησιάσουμε τον άνθρωπο ως φορέα της ιστορικής ζωής, να γνωρίσουμε την ανθρώπινη κοινωνία, αλλά συχνά κυνηγώντας, ακολουθώντας τον ένα συλλογισμό μετά τον άλλο χάναμε από εμπρός μας το ίδιο το αντικείμενο της ιστορίας, τον άνθρωπο. 14. Ό π ω ς η γη κάποτε μας παρουσιάζει απολιθωμένα τα διάφορα φυτά και ζώα, που έζησαν πριν από χιλιάδες χρόνια, έτσι και η σύγχρονη ζωή, αν την παρατηρεί κανείς με μάτι εξεταστικό, παρουσιάζει συνήθειες, έθιμα κ.λ.π, ακόμη εκφρά­ σεις ή λέξεις, όπως π.χ.«του άλλαξε την πίστη», «ντερλίκωσε», «τσογλάνι» κ.τ.λ, που δηλώνουν επιβιώσεις παλιών καταστά­ σεων, ένα είδος «ιστορικών απολιθωμάτων», θα έλεγα, που μας βοηθούν όχι μόνο να κατανοήσουμε καλύτερα το ιστορικό

368

παρελθόν, αλλά και τις επιδράσεις του στη σύγχρονη ζωή. Ακόμη ο ιστορικός συμβαίνει κάποτε κατά την ερευνά του να συναντήσει και ανθρώπους, που είναι πραγματικά «φαντάσματα του παρελθόντος». Είναι δηλαδή δυνατόν κατά την εθνολογική του έρευνα να συναντήσει υπολείμματα ανθρώπινων ομάδων που ζουν απομονωμένοι και άγνωστοι στην ιστορική επιστήμη και όμως προέρχονται από ιστορικούς πληθυσμούς, που αναφέρονται από τις πηγές ότι μετακινήθηκαν ειρηνικά ή βίαια πριν από ολόκληρους αιώνες - πληθυσμούς που θεωρούνταν ότι είχαν εξαφανιστεί. 15. Η μύησή μας στην Ιστορία πρέπει ν ’ αρχίζει από την ιστορία του τόπου, όπου μένουμε. Τα τυχόν σωζόμενα μάλιστα μνημεία της μας παραστέκουν σαν πρόθυμοι οδηγοί, για να μας γνωρίσουν την αρχαία ή μεσαιωνική τοπογραφία και ιστορία και να μας προσανατολίσουν πρός τη γενικότερη ιστορία του έθνους. Δυστυχώς όμως οι περισσότερες τοπικές ιστορίες είναι γραμμένες από ερασιτέχνες. Εκείνο που λείπει απ’ αυτούς είναι η μύησή τους στα γενικά θεωρητικά προβλήματα της Ιστορίας και η πλαισίωσή των τοπικών συμβάντων μέσα στα γεγονότα της εποχής. Επιχειρούν να γνωρίσουν το ειδικό, χωρίς να έχουν καμιά προετοιμασία και χωρίς καμιά γνώση του γενικού. Έ τ σ ι βέβαια δεν μπορούν να κινηθούν άνετα μέσα στο περιβάλλον της εποχής. 16. Υπάρχουν άνθρωποι του λαού, που είναι τόσο μανιώδεις στην αναζήτηση και στην ανεύρεση των ιστορικών στοιχείων, που αφορούν τον τόπο τους, ώστε αποτελούν —ιδίως οι γεροντότεροι— αληθινά τις «ζωντανές» ιστορίες του τόπου, όπως συνήθως λέγουμε. Αυτοί μπορεί να γίνουν πολύτιμοι σύμβουλοι των ιστορικών. Η υπηρεσία αυτών των φιλιστόρων είναι βέβαια αξιόλογη ιδίως για ό,τι αφορά τη νέα και τη νεώτερη ιστορία του τόπου, γιατί σε κατατοπίζουν σε ό,τι ειδικό για τον τόπο έχει γραφεί, σε καθοδηγούν στην αναζήτη­ ση νέων ιστορικών στοιχείων και είναι συνήθως οι φορείς της

369

τοπικής παραδόσεως. Απορεί κανείς με την ευρύτητα των ιστορικών γνώσεων για τον τόπο τους και με τη δύναμη του μνημονικού τους. Μερικοί κρύβουν μέσα τους αξιοθαύμαστη θετική αντίληψη των πραγμάτων, κρύβουν τον «ιστορικό». Α π’ αυτή την άποψη ο ιστορικός της νεώτερης Ελλάδας έχει να εξετάσει, κοντά στα άλλα γραπτά μνημεία, και τα ζωντανά αυτά λείψανα του παρελθόντος. Επομένως βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από του ιστορικού της αρχαίας και της μεσαιωνικής ιστορίας. Αλλά πρέπει πάντα να ερευνά την ψυχοσύνθεση των προσώπων αυτών, τις πολιτικές ή προσωπι­ κές συμπάθειες ή αντιπάθειες και άλλες αδυναμίες τους και να διακριβώνει, όσο το δυνατόν καλύτερα, τον βαθμό της αξιοπι­ στίας τους, ώστε η χρησιμοποίησή τους να του προφέρει θετικά αποτελέσματα. 17. Αν η συγγραφή της αρχαίας ιστορίας ενός τόπου προϋποθέτει την επίσκεψη και την ακριβή γνώση αυτού, πολύ πιο απαραίτητο πρέπει να είναι το αίτημα αυτό για εκείνον που μελετά τη σύγχρονη ιστορία. ' Οχι μόνον η θέα του τόπου και των μνημείων γεννά γόνιμες σκέψεις και λύει διάφορες απορίες (π.χ. η θέα του κόλπου της Σούδας κάνει τον επισκέπτη να κατανοήσει τη σπουδαιότητά του- τα πελώρια και ισχυρά τείχη του Ηρακλείου δικαιολογούν τη μακριά διάρκεια της πολιορ­ κίας τους από τους Τούρκους κ.λ.), αλλά και η γνωριμία με τους ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους ζουν οι σκιές του παρελθόντος, η γνώση των συνηθειών του τόπου, που προεκτεί­ νονται πολλές φορές στο παρόν μαζί με τις ιδέες που τις δημιούργησαν, η αναζήτηση και η εύρεση νέων γραπτών μνημείων σε ιδιωτικά ή δημόσια αρχεία, βοηθούν πολύ τον επιστήμονα στην καλύτερη σύλληψη, διάρθρωση και διατύπω­ ση της εργασίας του. ' Ετσι εκείνος που ταξιδεύει σιδηροδρομικώς πρός την Κεντρική Ευρώπη, περνώντας από τον πανάρχαιο δρόμο των καραβανιών ο οποίος οδηγούσε από τη Θεσσαλονί­ κη πρός το εσωτερικό της Βαλκανικής ως τον Δούναβη, παίρνει μια σαφή εικόνα για τη σπουδαιότητα της κοιλάδας του

370

Αξιού και των ταξιδιών των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας. Μόνο ύστερ ’ από τη συγκέντρωση των νέων στοιχείων καταλαβαίνει κανείς πόσο ελλιπής θα ήταν η εργασία του, αν δεν επισκεπτό­ ταν τον τόπο. Ώ σ τε η θέα του τόπου, τα ευρήματα και οι γόνιμες σκέψεις που γεννούν αμείβουν τους κόπους και τις ταλαιπωρίες ενός οποιουδήποτε ταξιδιού του. ' Ετσι κατανοού­ με όχι μόνον την ιστορία του τόπου, αλλά και απολαμβάνουμε την ομορφιά ή τις ιδιοτυπίες του καλύτερα. Ο τόπος αποτελεί το απαραίτητο πλαίσιο για τη χωρογραφική οριοθέτηση των γεγονότων. Έ πειτα και μόνον η ιδέα πως θα επισκεφθούμε κάποιον ιστορικό τόπο, μας κάνει ενσυνείδητα ή και ασυνείδη­ τα να προετοιμαστούμε ψυχικά για να δεχτούμε τις εντυπώσεις, μας δημιουργεί μικρές ή μεγάλες συγκινήσεις, που είναι το καταλληλότερο κλίμα για την ανάπτυξη των γνώσεών μας. ' Ο,τι διαβάζουμε για τον τόπο αυτόν, μένει με λαμπρότητα στο μυαλό και δεν χάνεται εύκολα, όπως συμβαίνει, όταν διαβάζου­ με κάτι χωρίς έντονα προκαθορισμένο σκοπό. 18. Η αναδρομή από το παρόν στο παρελθόν μας είναι από πολλές απόψεις χρήσιμη. Συχνά το παρόν μας διευκολύνει στο ζωντανό αντίκρυσμα των προβλημάτων του παρελθόντος, ενώ κάποτε η βοήθεια της σωζόμενης παραδόσεως μπορεί να συμπληρώσει κενά ή να διαλευκάνει προβλήματα του παρελθό­ ντος που θα έμεναν για πάντα σκοτεινά. Χαρακτηριστική είναι η έκπληξη, που δοκίμασα, όταν μελετώντας με τον μακαρίτη συνάδελφο Μ. Μαραβελάκη την αποκατάσταση των αγροτικά εγκαταστημένων προσφυγικών πληθυσμών στην περιοχή Θεσ­ σαλονίκης, διαπίστωσα ότι πολλοί πρόσφυγες κατάγονταν από προγόνους, που είχαν φύγει από τόπους της κυρίως Ελλάδας (Πελοπόννησο, Θεσσαλία κ.λ.) μετά την ελληνική επανάσταση του 1770. Ε ! λοιπόν από τις προφορικές αυτές ειδήσεις για την αρχική προέλευση των παραπάνω τελευταίων προσφύγων δια­ πίστωνα ότι αυτή ήταν άγνωστη στην ιστορική επιστήμη. Πρέπει να το καταλάβουμε: η γνώση της Ιστορίας δεν κρύβεται στη μελέτη μόνο των κειμένων, αλλά και στην

371

παρακολούθηση των σύγχρονών μας καταστάσεων και προβλη­ μάτων, καθώς και στην ανεύρεση των ομοιοτήτων τους με τα αντίστοιχα του παρελθόντος. Αλλά εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή: μήπως υποκειμενικές μας σκέψεις ή σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις τις μεταφέρουμε στο παρελθόν ή γεγο­ νότα και κοινωνικές καταστάσεις του παρελθόντος τις θεωρή­ σουμε όμοιες με τις δικές μας. Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος, μήπως καταλήξουμε στο πολυθρύλητο αξίωμα: «η ιστορία επαναλαμ βάνεται ». 19. «Επαναλαμβάνεται η Ιστορία»; Είναι μια πολύ διαδεδομέ­ νη πλάνη, που εξακολουθεί να επιζεί στον πολύ κόσμο (έξω από τον περιορισμένο κύκλο των ιστορικών), πλάνη που τη βλέπουμε συχνά να μνημονεύεται ιδίως στις εφημερίδες σαν αξίωμα γενικό της ιστορικής επιστήμης. ' Ενα ιστορικό γεγο­ νός διαφέρει ριζικά από την περιγραφή ενός φυσικού φαινομέ­ νου. Το κάθε γεγονός μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία - και αυτό ακόμη το απλούστερο - είναι λίγο ή πολύ ξεχωριστό, μοναδικό στο είδος του, ενώ το φυσικό είναι τυπικό, είναι πραγματικά επανάληψη του προηγούμενου ομοίου του. Ποτέ όμως στη ροή της ανθρώπινης ιστορίας δεν συμβαίνει να συντρέξουν απαράλλακτα αντικειμενικοί όροι, όμοιοι με άλ­ λους του παρελθόντος, ώστε να προκληθεί ένα απόλυτο όμοιο γεγονός με εκείνο που είχε γίνει κάποτε και να προκαλέσει όμοια αποτελέσματα. Ποτέ δηλαδή δεν παρουσιάστηκαν από­ λυτα όμοια αίτια, όμοια γεγονότα και όμοια αποτελέσματα. Και αυτό οφείλεται στο περίπλοκο, στο πολυσύνθετο της ανθρώπι­ νης ψυχής και επομένως στην ποικιλία των αντιδράσεων και των εκδηλώσεων του καθενός εμπρός στο αυτό γεγονός· επομένως τα ίδια ισχύουν πολύ περισσότερο στις διαφορετικές κατά τόπους και χρόνους αντιλήψεις πολλών μαζί ατόμων, που αποτελούν την ομάδα, το κόμμα, το κράτος, το έθνος. Παράλ­ ληλα πρός την εσωτερική, την ψυχική διαφοροποίηση των ατόμων, ομάδων κ.λ., ας μη λησμονούμε πώς υπάρχουν κατά τόπους και χρόνους διαφορετικές εξωτερικές συνθήκες που

372

επιδρούν διαφορετικά στα διάφορα χωριστά μέλη της κοινω­ νίας ή και στις διάφορες ανθρώπινες κοινωνικές ομάδες. Πώς λοιπόν, αφού δεν μπορούν να υπάρξουν στην κοινωνία απόλυτα όμοιες εξωτερικές συνθήκες και όμοιες ψυχοσυνθέσεις, είναι δυνατόν να προκληθούν όμοια γεγονότα με όμοια αποτελέσμα­ τα; Υστερα από τη διαπίστωση αυτή είναι εύκολο να έλθουμε στην έρευνα ενός άλλου θεωρητικού προβλήματος της Ιστο­ ρίας, που διαρκώς εξακολουθεί να συζητάται: υπάρχουν νόμοι στην ιστορία; 20. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κοινή, αλλά σφαλερή αντίληψη ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται», που είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στο ανθρώπινο μυαλό και εξακολουθεί να διαιωνίζεται ακόμη, προέρχεται από παρερμηνεία ορισμένων ιστορικών φαινομένων που παρουσιάζουν χτυπητές ομοιότητες. Οι «ομοιότητες» όμως αυτές δεν είναι παρά «αναλογίες» και μόνον αυτό. Και πραγματικά η ιστορία μας προσφέρει πλήθος από «αναλογίες», και μάλιστα πολλές φορές τόσο χτυπητές, ώστε να πάλλει η ψυχή του ανθρώπου από ζωηρή συγκίνηση και να θεωρεί τις «αναλογίες» σαν «ομοιότητες» και να νομίζει πως βλέπει την «επανάληψη της ιστορίας». Και για να πάρουμε μερικά χτυπητά παραδείγματα από τη σύγχρονη ιστορία: ποιός δεν έμεινε ασυγκίνητος εμπρός στην πρόσφατη αντίσταση των Ελλήνων εναντίον των Βουλγάρων, Γερμανών και Ιταλών και σε ποιόν δεν ξαναζωντάνεψε η αντίσταση αυτή τον αγώνα του 21; Πολλοί ήταν εκείνοι οι Έ λληνες, που είδαν σ ’ αυτόν τον παραλληλισμό «ομοιότητες» και όχι «αναλογίες». Επίσης μετά την επανάσταση του 1821 δεν παρατηρήθηκαν αναλογικά, όπως και μετά την πρόσφατη απελευθέρωση της Ελλάδας, παρόμοια μεγάλα προβλήματα και οι ίδιες μεγάλες ανάγκες για την ανασυγκρότηση και ανοικοδόμηση της χώρας σε κάθε κλάδο; Δεν παρατηρήθηκε η παραπλήσια αχόρταγη δίψα των κεφα­ λαίων για την κίνηση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας;

373

21. Οι «αναλογίες» δίνουν τη μεγάλη ευκαιρία στον ιστορικό για τη βαθύτερη και φιλοσοφικότερη ενατένιση των γεγονότων που σκοπεύει να εξιστορήσει. Οι αναλογίες .δύο εποχών αποτελούν πολλές φορές την πυξίδα, που βοηθεί συχνά τον ιστορικό, που τον κάνει να σταθεί, να επιμείνει και να προσέξει ορισμένα ζητήματα αμελέτητα ή λίγο τονισμένα και ν ’ αντι­ κρίσει διαφορετικά ορισμένα προβλήματα ή να εξάρει ορι­ σμένα κεφάλαια ή να δημιουργήσει ολότελα νέα και γενικά να προκαλέσει μια ανακαινιστική διαρρύθμιση στις μελέτες του ως πρός την οικονομία της ύλης. Η σπουδή όμως του είδους αυτού δεν έχει ως αποτέλεσμα τον «συγχρονισμό» της εποχής που μελετά, δηλαδή μια χοντροκομμένη παράθεση των αναλογιών των δύο εποχών, αλλά ένα αναβάπτισμα, ένα ξαναζωντάνεμα του παρελθόντος. Από τέτοια σύγχρονα ερεθί­ σματα ή αναλογίες ξεκίνησα και εγώ ο ίδιος για τη μελέτη του Προσφυγικού ζητήματος του 1821, της Τακτικής και οργανώσεως των Ατάκτων κ.λ. Το ότι από γεγονότα της σύγχρονης πραγματικότητας πρέπει να παρακινείται κανείς στη μελέτη παρόμοιων ιστορικών φαινομένων του παρελθόντος είναι πολύ γνωστό αίτημα της Ιστορίας. ' Ετσι οι οξύτατες παρατηρήσεις και κρίσεις του Tocqueville και Taine για τη γαλλική επαναστα­ τική κοινωνία πολλά χρωστούν στην προσωπική τους πείρα από τα κινήματα του 1848 και 1871. 22. Η ποίηση είναι «φιλοσοφωτέρα» από την ιστορία, γιατί περνά και σε περιοχές της μεταφυσικής. Και είναι επόμενο, γιατί αναβλύζει από μια ένθεη έξαρση των συναισθημάτων, που της δίνει μια ενορατική δύναμη για τη διείσδυση σε λεπτότατες και απροσπέλαστες ψυχικές καταστάσεις του ανθρώπου. Ξεφεύ­ γει όμως στο ολισθηρό έδαφος του ατεκμηρίωτου και του αναπόδεικτου με όλους τους κινδύνους του αυθαίρετου. Είναι λοιπόν «φιλοσοφωτέρα της Ιστορίας», αλλά όχι ακριβέστερη, θετικότερη, νηφαλιότερη, όπως αυτή. 23. Η μελέτη και η θεώρηση των ιστορικών γεγονότων δεν είναι κάτι εύκολο, που μπορεί να γίνει μέσα σε μικρό χρονικό

374

διάστημα. Ακόμη πιο δύσκολη είναι η κατανόηση των θεσμών των ανθρώπινων κοινωνιών, των ηθών και των εθίμων και της συνέχειας των πολιτιστικών τους εκδηλώσεων. Πολύ σωστά γράφει ο Chateaubriand στο «Itinéraire» του: «Μια στιγμή αρκεί για τον ζωγράφο των τοπίων να σχεδιάσει ένα δέντρο, να ζωγραφίσει μια άποψη, να ιχνογραφήσει ένα ερείπιο, αλλά ολόκληρα χρόνια είναι πάρα πολύ σύντομα, για να μελετήσει κανείς τα ήθη των ανθρώπων και να εμβαθύνει στις επιστήμες και στις τέχνες». Η αιτία που χρειαζόμαστε πολύν καιρό για τη θεώρηση και κατανόηση των φαινομένων αυτών είναι ότι συχνά μεγάλες ιστορικές μεταβολές πραγματοποιούνται με την πάροδο πολλών χρόνων, με μια βαθμιαία και ανεπαίσθητη εξέλιξη: και επομένως η μελέτη των φαινομένων αυτών χρειάζεται μακροχρόνια και σκληρή εργασία. Έ πειτα η θεώρηση των πνευματικών φαινομένων προϋποθέτει ωρίμασμα όχι μόνο του μυαλού, αλλά και της ψυχής, γιατί όχι μόνο με τον οπλισμό των γνώσεων, αλλά και με την ψυχική πείρα θα μπορέσουμε να σταθούμε απέναντι στο ιστορικό γεγονός και να το νοήσουμε στη ροή του μέσα στην πολυσύνθετη ζωή μας. 24. Ας αφήσουμε τους ηθικολόγους, που είναι άφθονοι σε κάθε τόπο, να διακρίνουν την αμοιβή του δίκαιου και την τιμωρία του άδικου μέσα στα παραδείγματα της ιστορίας. Αυτοί δεν κάνουν άλλο παρά να εμπνέονται από τη θεολογική αντίληψη της ιστορίας, από το «κρίμασιν οις οίδε Κύριος». 25. Ο ιστορικός με γνήσια φλέβα δεν πρέπει να παθαίνει εκείνο που συμβαίνει σε πολλούς επιστήμονες, που με τη σοφία τους διδάσκουν, καταπλήσσουν και αναστατώνουν τις ψυχές των άλλων, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούν να παρηγορήσουν τον εαυτό τους. Αυτοί μοιάζουν σαν τους ταχυδακτυλουργούς εκείνους, που είναι ικανοί να γεμίζουν την αίθουσα των παραστάσεών τους με όλα τα αγαθά της γης, αλλά όχι όμως και το δικό τους το στομάχι.

3 ΣΥΛ Λ Ο ΓΗ , Τ Α Ξ ΙΝ Ο Μ Η Σ Η Κ Α Ι Ε Π Ε Ξ Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ ΤΟ Υ Υ ΛΙΚΟΥ

1. Η συλλογή του υλικού αποτελεϊ το θεμέλιο της ιστορικής εργασίας και πρέπει να γίνεται με επιμέλεια, περίσκεψη και ευσυνειδησία. Η πληρότητα της απαιτεί να το αναζητήσουμε παντού, όπου είναι δυνατόν να βρεθεί. Προτού προχωρήσουμε στην επεξεργασία και στη σύνθεσή του, πρέπει να είμαστε βέβαιοι πως τίποτε δεν παραλείψαμε, που θα μπορούσε να έχει τη θέση του στην εργασία μας. ' Οσο μάλιστα η εργασία μας στηρίζεται σε αρχειακό υλικό παρά στις φιλολογικές πηγές, τόσο περισσότερο σοβαρότερη και αξιοπιστότερη παρουσιάζεται. Κατά τη συλλογή του υλικού πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πρώτα όλες τις μαρτυρίες, που περιέχονται στις δημοσιευ­ μένες πηγές που είναι στη διάθεσή μας, και κατόπιν να ερευνήσουμε στα διάφορα αρχεία για νέες ανέκδοτες πληροφο­ ρίες. Ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο, όταν τελειώσουμε τη συλλογή αυτών των τεκμηρίων, γνωρίζουμε ποιά περίπου είναι τα όρια του θέματός μας, που διαγράφεται πια στις γενικές γραμμές μέσα στο μυαλό μας και έτσι ξέρουμε σχεδόν τι θέλουμε, όταν κάνουμε έρευνες στα Αρχεία. Δεν μας φοβίζει τότε ο όγκος των ανέκδοτων εγγράφων και με ευκολία προσανατολιζόμαστε στα λήμματα που μας ενδιαφέρουν. Ο αντίθετος δρόμος —εκτός αν πρόκειται να ιδούμε λίγα μόνο έγγραφα— μας οδηγεί στη σύγχυση.

376

2. Προκειμένου για την ιστορία των νεώτερων χρόνων δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε όσο το δυνατόν περισσότερο ανέκδοτο αρχειακό υλικό, για να μπορέ­ σουμε να δώσουμε κάτι περισσότερο πρωτότυπο, οριστικό και να πλησιάσουμε κοντύτερα πρός την αλήθεια. 3. Η αξία του ιστορικού δείχνεται στην ικανότητά του να επισημαίνει τα ιστορικά στοιχεία, τα σκορπισμένα μέσα στα έγγραφα, να τα απομονώνει, όσο και αν δεν φαίνονται καθαρά, και κατόπιν να τα συσχετίζει με τα γνωστά. Η φαντασία του όμως δεν πρέπει να προσθέσει τίποτε πέρ' από εκείνα που δηλώνουν. Αυτή είναι η καλή εκμετάλλευση των εγγράφων. ΓΓ αυτό όμως το έργο χρειάζεται αυτοκυριαρχία, άσκηση στην εγκράτεια του πνεύματος, και της φαντασίας ή καλύτερα ασκητική στη νηφαλιότητα και στην ακριβολογία. 4. Υπάρχουν βιβλία της ειδικότητάς μας που δεν αξίζει να κατασπαταλήσει κανείς τον καιρό του διαβάζοντάς τα. Το αίτημα της οργανώσεως των σπουδών μας και της ευρέσεως ενός συστήματος, που να μας αφήνει καιρό διαθέσιμο για πρωτότυπες μελέτες και δημιουργική εργασία, μας καθοδηγεί να θεωρήσουμε πως ένα φυλλομέτρημα είναι αρκετό για να κατατοπιστούμε στα περιεχόμενα των βιβλίων αυτών και να ενημερωθούμε, εκτός αν πρόκειται για βασικά έργα, που οπωσδήποτε πρέπει να διαβάσουμε. Τα άλλα βιβλία θα διαβα­ στούν με καρποφόρο αποτέλεσμα, όταν θα χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσουμε στην εργασία μας. Πάντως χρέος του ιστορικού είναι να συνηθίσει στη γρήγορη ανάγνωση, με μια ματιά, αν είναι δυνατόν, να διαβάζει μια ολόκληρη σελίδα, με την προσπάθεια να εντοπίσει σ ’ αυτήν ό,τι τον ενδιαφέρει και στο σημείο αυτό να σταθεί με επιμονή. 5. Μερικά βιβλία, ίσως πολύ λίγα, αξίζουν να διαβάζονται και να ξαναδιαβάζονται με προσοχή, γιατί έχουν βασική σημασία για την επιστήμη, για τη θεωρητική μας κατάρτιση,

377

γιατί γονιμοποιούν το μυαλό μας και μας σπρώχνουν ακατανί­ κητα πρός τη δημιουργία. Είναι τα βιβλία που μας κάνουν βαθιά εντύπωση, μας πλημμυρίζουν απο ιδέες, θα έλεγα μας συγκλονίζουν, μας κάνουν να σταματήσουμε το διάβασμα και να σκεφτούμε πολύ επάνω σ ’ αυτά που γράφουν. Τα περισσότερα όμως δεν ασκούν αυτή την επίδραση. Είναι πολλές φορές βιβλία, που πρέπει να τα διαβάσουμε γοργά ή να τα φυλλομετρήσουμε, αλλά με προσοχή. Διαβάζοντάς τα έχουμε τη συναίσθηση, ένα αίσθημα στενόχωρο, ότι δεν κερ­ δίζουμε τίποτε. Τις κρίσεις μας γΓ αυτά τις σχηματίζουμε διαβάζοντας μερικές μόνο σελίδες, αν και από τις πρώτες κιόλας διαφαίνεται η αξία τους. ΓΓ αυτό σε τέτοιες περιπτώ­ σεις λιγότερα προσφέρουν τα λεγόμενα αυτά «συνθετικά» βιβλία από τα ξερά που παρέχουν καινούριο υλικό. Τα καλά βιβλία είναι εκείνα που μας πλημμυρίζουν από παρορμήσεις, από σκέψεις για την εξονυχιστικότερη έρευνα ενός ζητήματος, για την τελειότερη και θετικότερη διατύπωση των σκέψεών μας, γιατί μας ενισχύουν στις απόψεις μας ή μας βοηθούν στην καθαρότερη σύλληψη και κατανόηση των προβλημάτων μας. Κάποτε μάλιστα μια πρόχειρη εργασία, ιδίως ερασιτεχνών, χάρη στην ευεργετική επίδραση των γόνι­ μων βιβλίων μπορεί να αναθεωρηθεί και να γίνει χρήσιμο πρωτότυπο έργο. Διαβάζοντας τα θεωρητικά και μεθοδολογικά βιβλία συνει­ δητοποιούμε την ασυνείδητη πολλές φορές πορεία των συλλο­ γισμών μας σε μια εργασία και κρίνουμε, αν προχωρήσαμε ή αν προχωρούμε επάνω σε στερεό έδαφος, σύμφωνα με τα διδάγμα­ τα της ιστορικής επιστήμης. 6. Ό τα ν μελετούμε μια πηγή ή ένα βοήθημα, δεν πρέπει πάντοτε να εξαρτιόμαστε από τις άμεσες ανάγκες της ιστορικής έρευνας, δηλαδή δεν πρέπει πάντοτε να κυβερνιόμαστε από το αίτημα του κέρδους πολύτιμου χρόνου και ν ’ αφήνουμε κατά μέρος το βιβλίο, μόλις διαβάσουμε εκείνο που μας ενδιαφέρει. Πολλές φορές είναι ανάγκη να διαβάσουμε ολόκληρο το

378

βιβλίο, έστω και αν δεν έχουμε άμεση ωφέλεια. Έ τ σ ι κατατοπι­ ζόμαστε καλύτερα στο θέμα μας και αναγόμαστε στον απέραντο ορίζοντα, μέσα στον οποίο πλαισιώνονται και φωτίζονται τα γεγονότα που μας ενδιαφέρουν. Κατανοούμε λοιπόν βαθύτερα το ιστορικό συμβάν. Αυτό βέβαια εξαρτάται πάντοτε από την ποιότητα του βιβλίου που έχουμε μπροστά μας. Ωστε το αίτημα του κέρδους του χρόνου θα το αντιλαμβανόμαστε ελαστικά, θα το χρησιμοποιούμε δηλαδή με σύνεση και περίσκεψη. Γενικά η μελέτη και η επεξεργασία του υλικού πρέπει να γίνεται με προσοχή. Πολλά στοιχεία που φαίνονται ασήμαντα πρέπει να ελέγχονται με επιμονή, γιατί μπορεί να συμβάλουν στη διαλεύκανση ορισμένων προβλημάτων. 7. Δύο βασικα αιτήματα της εργασίας του διανοητικά εργαζόμενου είναι η καταγραφή σημειώσεων και η τάξη. Οποιοδήποτε βιβλίο κ ι’ αν διαβάζουμε, πρέπει να κρατούμε χαρτί και μολύβι στο χέρι και να σημειώνουμε ό,τι θεωρούμε ενδιαφέρον για την ειδική μελέτη, που ετοιμάζουμε, αλλά και για τη γενική μας μόρφωση. Ό λ ες όμως οι σημειώσεις κρατημένες, όπως πρέπει, σε δελτία, θα φροντίζουμε να τις τακτοποιούμε, ώστε να μη μας κυριέυει η αποθάρρυνση που προέρχεται από τη σύγχυση. 8. Οι σημειώσεις μας, που αποτελούν το καθρέφτισμα των σκέψεων και των διαλογισμών μας, μπορούν να καταγράφονται πρόχειρα και να μην έχουν καμιά συνέχεια περιεχομένου, να αφορούν δηλαδή διάφορα ζητήματα του θέματός μας. Ας καταγράφονται, όπως έρχονται αυθόρμητα στο μυαλό μας. Δεν είναι καθόλου επιζήμιο, αν επανέρχονται μια και δύο φορές για το ίδιο θέμα. Είναι μια υποσυνείδητη λειτουργική προσπάθεια για μια όσο το δυνατόν ικανοποιητική απόδοση των διανοημά­ των μας. Η τελική διατύπωση θα είναι μια παραστατική σύνθεση.

379

9. Οι «ενθυμήσεις» — ο ορίζοντας τους είναι περιορισμέ­ νος στα σύνορα του χωριού ή το πολύ της επαρχίας— είναι ένα είδος «βραχέων χρονικών», συχνών, αλλά και πολύτιμων για τη γνώση της ιστορίας της νεώτερης Ελλάδας. Τα χρονικά αυτά τα βρίσκουμε συνήθως πίσω από το εξώφυλλο ή στο εσώφυλλο, στην αρχή ή στο τέλος χειρογράφων ή τυπωμένων εκκλησια­ στικών βιβλίων π.χ. Μηναίων κ.λ. ή άλλων βιβλίων ή πιο σπάνια σε φύλλα ενός σημειωματάριου (δεφτεριού ή κατάστι­ χου). Τα ιστορικά αυτά σημειώματα, που τα έγραφαν συνήθως οι πιο μορφωμένοι σχετικά άνθρωποι του χωριού, ο παπάς ή ο δάσκαλος, που συχνά ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο, τα ονομάζουμε «ενθυμήσεις», γιατί συνήθως αρχίζουν με τις λέξεις «θύμηση να έχουμε» ή «... γράφω δια ενθύμησιν...» ή με παρόμοια έννοια. Οι «ενθυμήσεις» αναφέρονται συνήθως σε δυσάρεστα γεγονότα (επιδρομές, επιδημίες, κακοκαιρίες, πολέ­ μους, ληστείες, φόνους, αναβροχές, πυρκαϊές κ.λ.), γιατί αυτά έχουν πάντα μεγαλύτερο αντίκτυπο στη λαϊκή ψυχή. Οι «ενθυμήσεις» γράφονται κάτω από την επίδραση των πρώτων θερμών εντυπώσεων από τα γεγονότα, συνήθως ύστερ’ από μια ή περισσότερες ημέρες και σπανιότερα ύστερ’ από μήνες. Είναι εντυπώσεις συνήθως από άμεσα βιώματα και διερμηνεύουν τις αντιλήψεις του λαού. Επομένως, αν και πρέπει να καταταχθούν στις έμμεσες πηγές και συγκεκριμένα να συμπεριληφθούν στην ομάδα των απομνημονευμάτων, μολα­ ταύτα είναι ακριβέστερες και αξιοπιστότερες από τα απομνη­ μονεύματα, γιατί χρονικά κατά κανόνα είναι περισσότερο κοντά στα γεγονότα και γιατί γράφονται από απλούς ανθρώ­ πους, που δεν έχουν καμιά πρόθεση ή σκοπιμότητα, αλλά ενεργούν κάτω από μια δόνηση του ψυχικού τους κόσμου, που ανταποκρίνεται στον εξωτερικό ερεθισμό του γεγονότος, κάτω από μια ενστικτώδη, θα έλεγε κανείς, ανάγκη να διαιωνίσουν τη μνήμη του γεγονότος, που έγινε μέσα στο χωριό τους ή στην περιοχή του. Η ανάγκη αυτή είναι μια από τις ποικίλες εκφάνσεις της μνήμης του λαού.

380

Ό σ ο και αν είναι σύντομες και τοπικού ενδιαφέροντος ειδήσεις, είναι πολύτιμες, γιατί με τη συγκριτική μελέτη και άλλων παρόμοιων ειδήσεων γειτονικών χωρών δίνουν την ιστορία γενικότερα της επαρχίας και συμβάλλουν στη διαλεύ­ κανση ιδίως της σκοτεινής ιστορίας της τουρκοκρατίας, για τη γνώση της οποίας έχουμε λίγες και ισχνές ελληνικές πηγές. 10. Πολλές φορές είναι τόσο δύσκολη η διάκριση αιτίας και αποτελέσματος ή αιτίας και αφορμής, ώστε υπάρχει κίνδυνος, αν δεν εξετάσουμε προσεκτικά το ζήτημα, να θεωρήσουμε το δεύτερο ως αιτία του πρώτου. Ο κίνδυνος αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος, όσο ανατρέχουμε βαθύτερα στο παρελθόν, επομέ­ νως στη μεσαιωνική και πολύ περισσότερο στην αρχαία ιστορία, γιατί κυριαρχεί η ηρωοποίηση των ανθρώπων και η εξιδανίκευση των πράξεών τους, δηλαδή η μυθοπλαστική τάση στην ιστορία. 11. Η σύγχυση των σχέσεων αιτίας και αποτελέσματος είναι συχνή και σε μεγάλους ιστορικούς· γΓ αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή στη διακρίβωσή τους. 12. Συχνά ένα μοναδικό γεγονός έχει ως αποτέλεσμα σειρά ολόκληρη μεταβολών με γενικότερη σημασία στην ιστορία. 13. Ο αρχάριος ιστορικός ρέπει στο ν ’ ακολουθήσει κατά λέξη τις μαρτυρίες των πηγών. Χρειάζεται πολύς χρόνος και μεγάλη πείρα, για ν ’ απολυτρωθεί από τη γοητεία των επιδράσεών τους. Σ ’ αυτό το ζήτημα πρέπει ν ’ ασκηθεί πολύ. Η πρώτη του σκέψη και η παρόρμησή του είναι να παραθέσει κατά λέξη όσα αναφέρουν οι πηγές. Τα ιστορικά γεγονότα δεν έχουν την ίδια βαρύτητα και την ίδια σπουδαιότητα για τον έμπειρο ιστορικό. Αλλα είναι ουσιώδη και άλλα επουσιώδη. Υπάρχουν μάλιστα πολλά, που δεν έχουν καμιά ιστορική αξία ή το πολύ μπορούν να υποδηλωθούν με ένα μόνον υπαινιγμό. Δηλαδή τα ιστορικά

381

γεγονότα κατατασσόμενα κατά τη σπουδαιότητά τους αποτελούν πυραμίδα. Και εδώ έγκειται ένα βασικό αξίωμα της ιστορικής επιστήμης: η «ιεραρχία» των ιστορικών γεγονότων, η στάθμιση δηλαδή και η επιλογή τους ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους. Έ χοντας το αξίωμα αυτό ως πυξίδα κερδίζει η εργασία μας και σε ενότητα και σε στοχαστικότητα. Είναι ανάγκη να βρίσκουμε και να φέρουμε στο φως τον εσωτερικό δεσμό των γεγονότων και να παρακολουθούμε την εσωτερική αλληλουχία τους. 14. Κατά την επιλογή των ιστορικών μαρτυριών πρέπει να προσέχουμε, ώστε να μη μας ξεφεύγουν και να μη μας κατευθύνουν καθαρά υποκειμενικές ή συναισθηματικές αντιλή­ ψεις, συμφέροντα ομάδων ή τόπων ή και ολοκλήρων χωρών ή ωραίες περιγραφές που δεν έχουν καμιά ουσιαστική σημασία, αλλά μας υποβάλλουν μόνο με τη λογοτεχνική ζωηρότητα και παραστατικότητά τους. Και τα δύο είναι επικίνδυνοι σκόπελοι, που με δυσκολία τους αποφεύγει κανείς. Τον πρώτο μάλιστα κίνδυνο, που είναι ο συχνότερος και σοβαρότερος, διατρέχου­ με, όταν εξετάζουμε τη νεώτερη ιστορία περιορισμένων τόπων, την τοπική ιστορία. Θα βρεθούν τότε κατά τα άλλα ίσως αξιόλογοι άνθρωποι, που κινούμενοι από την αγάπη πρός την πατρίδα τους ή προς ορισμένα πρόσωπα θα επιχειρήσουν να δικαιολογήσουν ή να υπερεξάρουν ορισμένα τοπικά γεγονότα, περιορισμένης όμως σημασίας. Στον δεύτερο κίνδυνο παρασυρόμαστε από την έντονη επιθυμία μας να υποβάλουμε κΓ εμείς τους αναγνώστες μας παραθέτοντας το καλογραμμένο, αλ λ’ ασήμαντο από ιστορική άποψη απόσπασμα. 15. Η ιστορία του πολιτισμού, που έχει ως υπόβαθρο και όχι ως κύριο σκοπό την κριτική αφήγηση των ιστορικών γεγονό­ των, τα οποία προϋποθέτει γνωστά, προβαίνει στη συστηματική ανάπλασή τους και στην αναζήτηση των σταθερών χαρακτηρι­ στικών στοιχείων του τυπικού και στον χωρισμό του από το τυχαίο.

382

16. Ορθή είναι η στάση του ιστορικού, αν κατορθώνει να εξετάζει τα ιστορικά γεγονότα, έθιμα κ.λ. σαν να βρίσκεται μέσα στις ιστορούμενες ανθρώπινες κοινωνίες και να τα παρακολουθεί σαν πρωτόφαντα φαινόμενα, με οξεία παρατηρη­ τικότητα, καθώς και τις παραμικρότερες ζυμώσεις, διαφορο­ ποιήσεις και μεταβολές, που είχαν ροπή στην εξέλιξη της ιστορίας. Να είναι σε θέση να ξεχωρίσει το ουσιώδες από το επουσιώδες, εκείνο που έχει βασικό και γενικό ενδιαφέρον από το επιπόλαιο και μερικό. Η αδυναμία της επιλογής του ουσιώδους και γενικά της επεξεργασίας του υλικού είναι χαρακτηριστικά ελαττώματα των ερασιτεχνών ή άπειρων ιστο­ ρικών: παραθέτουν ανεπεξέργαστα ολόκληρα τα κείμενα των εγγράφων,.χωρίς μάλιστα να τα σχολιάζουν, ενώ α π ’ αυτά μας ενδιαφέρουν ένα ή δύο μόνο χαρακτηριστικά σημεία. Γενικά η επεξεργασία της ιστορικής ύλης δεν είναι κάτι εύκολο που μπορεί να γίνει γρήγορα. Το ζύγισμα και η κρίση των τεκμηρίων πρέπει να γίνει με μεγάλη ευσυνειδησία και ακρί­ βεια. ΓΓ αυτό δεν πρέπει να βιαζόμαστε καθόλου κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του υλικού. Χρειάζεται ανεξαρτησία και πρωτοβουλία και όχι υποδούλωση στη δυνατή σκέψη των άλλων. Να αποφεύγονται τα ανέκδοτα, εκτός από εκείνα που χαρακτηρίζουν ανάγλυφα το ιστορούμενο πρόσωπο της επο­ χής. Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί, γιατί πολλά είναι ben trovato, δεν έχουν καμιά πραγματική υπόσταση και είναι υστερογενή δημιουργήματα και φήμες βαλμένες σε κυκλοφορία από ενδιαφερόμενο πρόσωπα ή ομάδες (πρβλ. τη γελοία προ­ πολεμική διάδοση για δήθεν επιγραφή στη Στρατιωτική Ακα­ δημία του Βερολίνου: «Ουδέν άλυτον δια τον Ιωάννην Μεταξάν»). Αλλιώς υπάρχει ο φόβος να πέσουμε σε ανεκδοτο­ λογίες και να χάσει το βιβλίο το κύρος και τη σοβαρότητά του. Τέτοιοι επικίνδυνοι σκόπελοι παρουσιάζονται κυρίως στους πρωτόπειρους που παρασύρονται ιδίως από τις προφορικές μαρτυρίες των αυτοπτών, που συχνά δεν είναι σε θέση να συλλάβουν τη γενική γραμμή της πορείας των γεγονότων,

383

αλλά εντυπωσιάζονται από ένα χτυπητό ατομικό συμβάν και αυτό θέλουν να διηγηθούν με ευχαρίστηση. 17. Πολλές φορές οι επιτυχίες δεν οφεΐλονται στις προσπά­ θειες ορισμένων ιστορικών προσώπων, αλλά στη φορά των πραγμάτων, στην παρέμβαση αστάθμητων παραγόντων. Ο ιστορικός λοιπόν με οξύνοια πρέπει να ερμηνεύσει, μήπως η επιτυχία προήλθε από άλλα αίτια, εκτός από εκείνα που κινούσαν τα ιστορικά πρόσωπα. 18. ΓΓ αυτό ο ιστορικός προσέχει πολύ, εκτός από τα δρώντα πολιτικά πρόσωπα που φαίνεται ότι κατευθύνουν την ιστορική εξέλιξη, και τα άλλα πρόσωπα ή τις δυνάμεις (οικονομικά συγκροτήματα, συμφέροντα δυνάμεων κ.λ.), που συχνά αποτελούν τις πραγματικές κινητήριες δυνάμεις της ιστορικής πορείας. Ούτε είναι δυνατόν να δεθεί ότι μεγάλες ιστορικές μεταβολές προκλήθηκαν από μικρά και ασήμαντα αίτια, όπως π.χ. δέχεται ο Pascal ότι όλη η γη θα είχε άλλη όψη, αν η μύτη της Κλεοπάτρας ήταν κοντύτερη. 19. Υπάρχουν περίοδοι της ιστορίας ταραγμένες, που όμως δεν είναι πιο αξιοπρόσεκτες και αξιομελέτητες από τις φαινο­ μενικά ήρεμες. Τα εξωτερικά φαινόμενα δεν πρέπει να μας εξαπατούν. 20. Η νεοελληνική ιστορία έχει πολλά σκοτεινά σημεία και συχνά συγχέεται με τον θρύλο. Η βαριά σκλαβιά, η απουσία πνευματικής ζωής και οι καταστροφές των γραπτών μνημείων σε διάφορες εποχές και για ποικίλους λόγους συνετέλεσαν, ώστε να γνωρίζουμε σχετικά πολύ λίγα για τη νεώτερη ιστορία μας. ' Ετσι π.χ. αιτιολογικές παραδόσεις και θρύλοι παρά εξακριβωμένα γεγονότα είναι συνήθως οι διηγήσεις που αναφέρονται σε ιδρύσεις πόλεων, κωμοπόλεων, χωριών, μοναστή ριών κ.λ. Ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται επίσης και στην απώτα­ τη αρχαιότητα. Επίσης ο φωτοστέφανος της λατρείας μεγάλης μερίδας του λαού περιβάλλει συχνά ορισμένα πρόσωπα και της

384

σύγχρονης ακόμη ιστορίας. Τα σημαντικότερα αίτια του γεγονότος αυτού είναι ο θαυμασμός, ο σεβασμός πρός τους προγόνους που προκαλούν την εξιδανίκευσή τους, καθώς και η έξαρση των πατριωτικών αισθημάτων. Μερικοί μάλιστα ερευ­ νητές, μολονότι γνωρίζουν καλά την πραγματικότητα, από σεβασμό και δέος δεν τολμούν να θίξουν τα παραδεδομένα. Απόρροια όμως της καταστάσεως αυτής είναι η αλλοίωση των ιστορικών γεγονότων και η γένεση των θρύλων. Επομένως που ορισμένα σημεία ανήκουν στη Λαογραφία μάλλον παρά στην Ιστορία. Ό λ η σχεδόν η νέα μας ιστορία είναι φοβερά νοθευμένη με τους θρύλους. Το κακό είναι ότι η κατάσταση αυτή εξακολουθεί να επιδρά ακόμη στη συγγραφή της ιστορίας και να αντιμάχεται υποσυνείδητα την ελευθερία του ιστορικού, λυπάται που έρχεται σε σύγκρουση με το λαϊκό αίσθημα και την κοινή και την κοινή αντίληψη. 21. Αν όμως δίνουμε κάποια πίστη και εξετάζουμε με προσοχή τις παραδόσεις για τις ιδρύσεις πόλεων κ.λ. που μας αναφέρουν οι αρχαίοι ' Ελληνες ιστορικοί, γιατί να μη δοκιμά­ ζουμε, να μη προσπαθούμε να βρούμε τον πυρήνα της αλήθειας που κρύβουν οι πολυάριθμες αντίστοιχες νεοελληνικές παραδό­ σεις; 22. Μεγάλη σημασία έχουν για την κατανόηση της τουρκο­ κρατίας και της Επαναστάσεως τα δημοτικά τραγούδια, τα ανέκδοτα, οι θρύλοι κ.λ. Απαραίτητο είναι στον ιστορικό να γνωρίσει καλά τη ζωντανή παράδοση του ελληνικού λαού, την οργάνωσή του, τα ήθη και έθιμά του και γενικά τις ιδέες που τον κινούν. Έ τ σ ι πλησιάζει τις μυστικές δυνάμεις, που επιδρούν βαθιά στην ψυχοσυνθεσή του και που είναι απαραίτη­ το να τις αντιληφθεί, αν θέλει να είναι βέβαιος, ότι δεν του διέφυγε και πολύ η αλήθεια, που δεν βρίσκεται πάντοτε με την ξερή λογική και την υποκειμενική κρίση μας, οσοδήποτε αντικειμενική και αν προσπαθούμε να την παρουσιάσουμε.

385

23. Για εποχές μάλιστα, για τις οποίες δεν έχουμε κανένα θετικό ιστορικό στοιχείο, δεν πρέπει να πάψουμε να προσπα­ θούμε για την ανεύρεση των κρυμμένων πίσω από τις παραδό­ σεις γεγονότων. Α π’ αυτήν την άποψη η Λαογραφία αποτελεί σημαντική βοηθητική επιστήμη για την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, απαραίτητη προϋπόθεση για τον επιστημονικό εξο­ πλισμό του ιστορικού. Η σύγχρονη ζωή πολλές φορές μας παρουσιάζει ευκαιρίες για την κατανόηση της δημιουργίας των θρύλων και παραδόσεων. Ό τα ν π.χ. ο μυστηριώδης θάνατος ενός σημαντικού προσώπου έδωσε και δίδει και ίσως θα δώσει ακόμη ένα σωρό από διηγήσεις για την τύχη του, τότε δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε, πώς δημιουργήθηκαν τόσο πολλοί θρύλοι για την τύχη του Κωνσταντίνου ΙΑ ' Παλαιολόγου. 24. Οι παραδόσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κυρίως, όταν διαφωτίζουν και συμπληρώνουν με αληθοφάνεια τις ελάχιστες και σκοτεινές πληροφορίες των γραπτών πηγών. Πάντως και τότε πρέπει να ενεργούμε με μεγάλη προσοχή και περίσκεψη. 25. Ό σ ο η λαϊκή παράδοση είναι χρονικά κοντύτερα πρός τα γεγονότα και απλή, τόσο και περισσότερο διαφαίνεται ο ιστορικός της πυρήνας.

4 Ο ΙΣ Τ Ο ΡΙΚ Ο Σ , Η Κ Ρ ΙΤ ΙΚ Η Τ Ω Ν Π Η Γ Ω Ν Κ Α Ι Η Σ Υ Ν Θ Ε ΣΗ

1. Επειδή κάθε ιστορική μαρτυρία έχει διαφορετική προέλευση και διαφορετικούς βαθμούς αξιοπιστίας, είναι ανά­ γκη ο ιστορικός όχι μόνον να προσπαθεί να ερμηνεύει τις πηγές, αλλά και να τις κρίνει ευσυνείδητα. Ακριβής είδηση μ πορ ά να είναι μόνον εκείνη, που έχει καταγραφεί αμέσως μετά τη παρατήρηση, όπως γίνεται πάντοτε στις θετικές επιστήμες. Αν σημειωθεί αργότερα, είναι πια απλή ανάμνηση και υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος ν ’ αλλοιωθεί, να συσχετιστεί και ν ' αναχωνευτεί με άλλες αναμνήσεις και να προκαλέσει συγχύσεις και αναχρονισμούς. Το πέρασμα του χρόνου, που ξεθωριάζει ολοένα και περισσότερο τις αναμνήσεις των γεγονότων, οσοδήποτε κι αν αυτά είναι ζωηρά, και τα γερατειά, που εξασθενίζουν σημαντικά τη μνήμη, συνεπιφέρουν μεγάλες νοθείες στην ιστορική αλήθεια (πρβλ. π.χ. τα ασήμαντα από ιστορική άποψη — προσωπικά κυρίως — Απομνημονεύματα του Αλεξ. Ραγκαβή, καθώς και το δίτομο του Κωνστ. Νικοδήμου, «Υπόμνημα περί της νήσου Ψαρών», του οποίου ευτυχώς τα πάμπολλα παρετιθέμενα έγγραφα υποβοηθούν και ζωογονούν την αδύνατη μνήμη του γέρου ναυμάχου). 2. Συχνά συμβαίνει —και αυτό το έχουν δοκιμάσει όσοι έχουν μεγάλη προσωπική πείρα— η ουσιαστική σημασία μιας περιόδου, το κέντρο του βάρους της, το ουσιώδες από ιστορική άποψη να μη βρίσκεται στην κύρια, αλλά στη δευτερεύουσα ή στις δευτερεύουσες προτάσεις ή και μέσα σε μια μόνη πρόταση, σ ’ ένα ουσιαστικό ή σ ' ένα επίρρημα, ή και σ ’ ένα

387

μόριο ακόμη, που μόνο, αν το λάβουμε υπόψη, μας διαφωτίζει στο ζήτημα. 3. Πρέπει να διαβλέπουμε πίσω από τις λέξεις ή εκφράσεις του κειμένου, τις συγκροτημένες πολλές φορές και ψυχρές, το βαθύτερο νόημα, την κρυμμένη αλήθεια, που δονεϊται από ζωντάνια και πάθος. Πρέπει να εισδύει κανείς στο νόημα βαθύτερα και μέσα από τις ίδιες τις πηγές να επισημαίνει την αλληλουχία και την σημασία των γεγονότων. Ποτέ δεν πρέπει να υποτάσσεται ή να προσηλώνεται δουλικά σ ’ αυτές όχι μόνον ως πρός την έκφραση, αλλά και'ω ς πρός την αντίληψη των πραγμάτων - πράγμα που συχνά το παθαίνει ο αρχάριος ιστορικός, προ πάντων όταν εργάζεται σε Αρχεία και βρίσκεται μπροστά στα αυτόγραφα λείψανα του παρελθόντος. ' Ενα δέος και μια συγκίνηση τον κυριεύει με τη σκέψη, ότι μ ' αυτά βρίσκεται σε άμεση επαφή με το μακρινό παρελθόν, που υλοποιείται τώρα και ανασταίνεται σαν οπτασία εμπρός του. 4. Δεν πρέπει πάντα να διαβλέπουμε πίσω από κάθε πράξη ενός ιστορικού προσώπου μια ενσυνείδητη σκοπιμότητα, γιατί συχνά η ροή των γεγονότων ξεφεύγει από την προδιαγραμμένη γραμμή και σκέψη του. Αυτό μάλιστα συμβαίνει συχνότατα στις επαναστάσεις, οπότε οι εκτροπές από την καθορισμένη ποοεία είναι συνηθισμένο φαινόμενο. 5. Η σκόπιμη παραμόρφωση ή συσκότιση ή η παρασιώπιση ειδήσεων δεν είναι σπάνια φαινόμενα στα κείμενα των πηγών ή των βοηθημάτων. Καθήκον του ιστορικού είναι να επισημαίνει τα σημεία αυτά και να εξιχνιάζει τους λόγους των ηθελημένων αυτών πράξεων. 6. Απαραίτητο είναι να είναι αναπτυγμένη σε μεγάλο βαθμό η συνδυαστική φαντασία του ιστορικού: Να μπορεί τις διάσπαρτες σε πολλά και ανομοιογενή κείμενα και αντιφάσκουσες επιφανειακά ειδήσεις να τις φέρνει τη μια κοντά στην

388

άλλη, να απορρίπτει τις αναξιόπιστες και με βάση τις αξιόπι­ στες να δίνει ολόκληρη την εικόνα της πιθανής εξελϊξεως των γεγονότων. 7. Οι αναφερόμενες στα κείμενα παραδόσεις, θρύλοι και μύθοι δεν πρέπει να απορρίπτονται χωρίς συζήτηση. Πολλές φορές μπορεί να κρύβουν ιστορικό πυρήνα. 8. Η αναστροφή μας με τα έγγραφα και με τα κείμενα των συγχρόνων να είναι συνεχής. Διαρκώς πρέπει να τα διαβάζουμε και να τα ξαναδιάβαζουμε με την προσπάθεια να εισδύσουμε στην ουσία των πραγμάτων και να βρούμε την κρυμμένη πολλές φορές ή αλλοιωμένη αλήθεια. Ο ιστορικός πρέπει να είναι ένας ακαταπόνητος μελετητής των πηγών. 9. Οι ιστορικές μαρτυρίες δεν ξεπηδούν μόνο μέσα από τη ζωντανή φωνή των κειμένων, αλλά κάποτε και μέσα από τη σιωπή, ex silentio. Και αυτές μάλιστα συμβαίνει συχνά να είναι οι πιο αξιόπιστες, οι πιο αυθεντικές. Κάτι που παρέλειψε ο συγγραφέας ενσυνείδητα είτε ως αυτονόητο για τον ίδιο τον εαυτό του είτε και για κάποιο σκοπό ή και ασυνείδητα από αμέλεια, είναι μια μαρτυρία, κάποτε πολύ σημαντική, για τη λύση ενός προβλήματος. Αυτές είναι οι απρόοπτες, οι άδηλες μαρτυρίες. Με λίγα λόγια: η κριτική να είναι αυστηρή, αλλά ν ’ αποβλέπει στην ουσία των πραγμάτων. Προσεκτική πρέπει ιδίως να είναι η στάση μας απέναντι των εγγράφων, γιατί πολλά απ’ αυτά δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα ή κρύβουν πλαστές ειδήσεις. 10. Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι οι πηγές γράφτηκαν με κάποιο σκοπό. Πρέπει να εξακριβώσουμε πρώτα ποιός είναι ο σκοπός ή η τάση τους, ώστε να μπορέσουμε να διίδουμε και ν ’ αποκαλύψουμε τις αλλοιώσεις και έτσι να προχωρήσουμε κάπως ασφαλέστερα στη χρησιμοποίηση των πληροφοριών τους. Α π’ αυτό καταλαβαίνει κανείς πόσο μεγά­

389

λη σημασία έχει για τον ιτορικό η γνώση της αξιοπιστίας ή αναξιοπιστίας των πηγών. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε ν ’ αποκτήσουμε την αντικειμενική κρίση. 11. Η κριτική δεν πρέπει να μένει στην επιφάνεια, αλλά να προχωρεί στο βάθος των πραγμάτων και να μη χάνει τον σκοπό αυτόν από μπροστά της σε όλο το βιβλίο πέρα ως πέρα. Πολλοί αιώνες πέρασαν, ωσότου οι ιστορικοί απαλλαγούν από τη γοητεία και την επιβολή των κειμένων, προπάντων των αρ­ χαίων και των εκκλησιαστικών. Ως την εποχή ακόμη του Διαφωτισμού πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν σε ό,τι παραδίδεται γραπτά, ακόμη και στους πιο ανόητους μύθους, που αντιγράφουν και επαναλαμβάνουν τα λάθη. 12. Δεν πρέπει μόνο ν ’ απορρίπτονται ορισμένες υποβολιμιαίες ή παραποιημένες ειδήσεις, αλλά και να ερμηνεύεται η γένεσή τους, η επιβολή και η επιβίωσή τους. 13. Να προβαίνει ο ιστορικός στην κριτική των γεγονότων που άκουσε ή διάβασε στις εφημερίδες, ή των πληροφοριών που άντλησε και από αυτά ακόμη τα διάφορα λογοτεχνικά είδη, μυθιστορήματα, διηγήματα, σατιρικά ποιήματα κ.λ., που απηχούν ιστορικά γεγονότα. ΓΓ αυτό πρέπει να είναι γνώστης καλός όχι μόνο των πνευματικών ρευμάτων της εποχής του, αλλά και της εποχής που μελετά. 14. Μακριά όμως από την υπερκριτική, από μια λεπτολόγο διαλεκτική, που τελικά γίνεται ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα. 15. Η διαλεκτική κριτική ή υπερκριτική παρουσιάζεται ιδίως εκεί όπου οι μαρτυρίες είναι λίγες, τα θέματα επίμαχα και η βιβλιογραφία κορεσμένη. Επομένως, η πιθανότητα της προσω­ πικής συμβολής ενός επιστήμονα (και μάλιστα νέου) στη λύση των προβλημάτων αυτών παρουσιάζεται περιορισμένη. Ανα­ γκάζεται λοιπόν από τα πράγματα ν ’ αναπτύξει ένα είδος

390

λεπτότατης διαλεκτικής ή καλύτερα υπερκριτικής, έξω όμως από κάθε πραγματικότητα. Αν την εφαρμόσει με συνέπεια, προβάλλει συλλογισμό επάνω στον συλλογισμό και τελικά κτίζει σαθρό οικοδόμημα επισωρεύοντας υπόθεση επάνω στην υπόθεση. Το είδος όμως αυτό της επιχειρηματολογίας με τους λεπτούς συλλογισμούς και με τις διαφορές απόψεων, που δεν ξεχωρίζουν σαφώς η μια από την άλλη, δεν αποτελεί ιστορική γνώση, που να βασίζεται σε στέρεο βάθρο, γιατί στον τρόπο αυτόν της ανιχνεύσεως της αλήθειας παίζει σημαντικό στοιχείο η φαντασία και εμφιλοχωρεί τα αυθαίρετο προσωπικό στοιχείο. Ο επικίνδυνος αυτός τρόπος της εργασίας παρατηρείται προπά­ ντων στην αρχαία ιστορία, όπου κινδυνεύουν να γίνουν σκόνη όλα τα προβλήματα από την υπερκριτική. 16. Το υλικό πρέπει ο ιστορικός να το επεξεργάζεται με τρόπο που να δείχνει θαυμαστή και δυνατή οξύνοια, σύλληψη εικόνων, και κατανόηση καταστάσεων. Να το μεταπλάθει ερμηνευτικά και καλλιτεχνικά σα να το έχει λιώσει και ανανεώσει μέσα στη φλόγα της δημιουργίας. Χρειάζεται όμως μεγάλη προσοχή μήπως αλλοιωθεί το πνεύμα των κειμένων. Γ ι’ αυτό καλό είναι ν ’ αφήνει να ωριμάζει το έργο του με συνεχείς προβληματισμούς και σκέψεις. 17. Οι χαρακτηρισμοί των προσώπων πρέπει ν ’· αποβλέπουν στα ουσιώδη σημεία της εξωτερικής τους εμφανίσεως, της ψυχοσυνθέσεως και της δραστηριότητάς τους, και γενικά να είναι εύστοχοι και σύντομοι. 18. Γενικά οι χαρακτηρισμοί του να είναι επιτυχείς, κλασ­ σικοί, αν είναι δυνατόν. ΓΓ αυτό ο ιστορικός να είναι προσεκτικός στη χρήση των επιθέτων να μην είναι κοινά και τετριμμένα. Να είναι ακριβολόγος και να κυριολεκτεί. Να μη δίνει την εντύπωση ανθρώπου που δυσκολεύεται να βρει την κατάλληλη λέξη.

391

19. Σταθερή αρχή του ιστορικού πρέπει να είναι η έννοια της εξελϊξεως και της διαφοροποιήσεως. Το πνεύμα του, ευκίνητο και στοχαστικό, να φροντίζει ν ’ αποδίδει και την παραμικρότερη δυνατή απόχρωση, για ν ’ αναταποκρϊνεται στις διαφορο­ ποιήσεις των γεγονότων μέσα στην Ιστορία. Να συνοψίζει τα επουσιώδη και να μη χάνεται σε διαρκείς επαναλήψεις. 20. Η κρίση του να είναι, αν είναι δυνατόν, μια απλή, θετική αποκάλυψη της πραγματικότητας, της αλήθειας. Να επιβάλλε­ ται με την πειστική της δύναμη. 21. Ο ιστορικός στην Ελλάδα παρουσιάζεται μάλλον ξερός. Περιορίζεται στην παροχή μόνο γνώσεων για τη ζωή μιας προσωπικότητας ή πλήθους πληροφοριών για ιστορικά γεγονό­ τα, χωρίς καμιά προσπάθειά μας για ένα πλησίασμα προς την ψυχή των προσώπων και χωρίς την εμβάθυνση στα γεγονότα. Αν τα σύγχρονα έργα της Ιστορίας μας παρουσιάζονται άψυχα, αυτό οφείλεται στο ότι λείπει απ’ αυτά η παρουσία του ζωντανού ανθρώπου και των ιδεών του. Ό ,τ ι μας παρουσιάζε­ ται, είναι ο σκελετός του. Το κύριο αντικείμενο της Ιστορίας, ο άνθρωπος, είτε ως άτομο είτε ως ομάδα δεν υπάρχει, δεν ζει, δεν κινείται. 23. Αρκετοί είναι οι ιστορικοί εκείνοι που με τις σφαλερές μεθόδους που ακολούθησαν δυσφήμισαν τη χρησιμότητα και την αξία της ιστορικής επιστήμης. Προκαταλήψεις, επιδίωξη εφαρμογής a priori σκέψεων και θεωριών με εσκεμμένη ανα­ ζήτηση μεμονωμένων παραδειγμάτων, καθώς και οικοδόμηση με υποθέσεις επί υποθέσεων είναι τα κυριότερα σφάλματα που έχουν τη ρίζα τους σ ’ αυτή την ίδια τη διανοητική λειτουργία του ιστορικού. Τα άλλα οφείλονται στην έλλειψη εποπτείας του ιστορικού πεδίου και στην αδυναμία καθορισμού της σπουδαιότητας ή μη των ιστορικών γεγονότων. 24. Ό σ ο περισσότερο πολύπλευρη και βαθιά είναι η θεωρητική και πρακτική μόρφωση του ιστορικού τόσο και ο

392

ορίζοντας του θα είναι ανοικτός, τόσο και καλύτερα θ ’ ανταποκρϊνεται στο έργο του. 25. Τη μέθοδο και τη θεωρία της/ιστορικής επιστήμης την ανακαλύπτουμε, τη μαθαίνουμε όχι μόνο από τα συστηματικά μεθοδολογικά βιβλία, αλλά πολλές φορές και αντίστροφα, ξεκινώντας από τη μελέτη δόκιμων ιστορικών έργων. Πίσω από τις γραμμές των βιβλίων αυτών υπάρχει το θετικό και τετράγω­ νο μυαλό του μεγάλου δημιουργού με τις χαρακτηριστικές του ικανότητες, το κριτικό και νηφάλιο πνεύμα, τη διεισδυτική του ικανότητα και τη φλογερή πνοή για ξαναζωντάνεμα και σύνθεση· του δημιουργού που κάνει τη γλώσσα πραγματικό όργανο για έκφραση, που την πλάθει και τη χύνει στα καλούπια που παρασκευάζει ο ίδιος. 26. Ποιά επιστημονική μέθοδο πρέπει να χρησιμοποιήσει ο μελετητής της ιστορίας; Την επαγωγική η την απαγωγική; Νομίζω πως τη μέθοδο την καθορίζει το αντικείμενο των ερευνών μας. Αν π.χ. έχουμε να μελετήσουμε την κοινωνική ζωή και γενικά τον πολιτισμό ενός τόπου ή μιας χώρας, ασφαλώς πρέπει να αναχθούμε από τις επί μέρους παρατηρή­ σεις στη γενική εικόνα· επομένως πρέπει να κάνουμε χρήση της επαγωγικής μεθόδου, που είναι η κατ ’ εξοχήν μέθοδος της κοινωνιολογίας. Αν όμως έχουμε να πραγματευθούμε την αυστηρή εξελικτι­ κή σειρά ορισμένων γεγονότων, απαραίτητα πρέπει να εφαρμό­ σουμε την απαγωγική μέθοδο, αλλά πρέπει την αλληλουχία αιτίας και αποτελέσματος να την ελέγχουμε έχοντας υπόψη μας τα πορίσματα, που μας δίνει η επαγωγική μέθοδος. Αυτή η μέθοδος μου φαίνεται η καταλληλότερη για τη μελέτη της πολιτικής ιστορίας.

27. Συχνά ο ιστορικός, προπάντων ο αρχάριος, συμβαίνει έστω και αν προχωρεί εμπειρικά - ν ’ ακολουθεί την ορθή οδό.

393

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθεί εκ των υστέρων να υποβάλλει τα πορίσματά του ένα πρός ένα κάτω από την αυστηρή κριτική των αρχών της ιστορικής επιστήμης. 28. Ο ιστορικός πρέπει να βάζει παντού το ερώτημα αν τα πράγματα, για τα οποία μιλεί η παράδοση, είναι γενικά δυνατά. Η ιστορική του μέθοδος πρέπει να είναι διαμορφωμένη συστηματικά και ο ιστορικός να τη χειρίζεται παντού άγρυπνα και ευσυνείδητα. Η έννοια της ευσυνειδησίας πρέπει να γεμίζει με αγωνία τον ιστορικό. Να μη κάνει υποχωρήσεις, για να διευκολύνει και πετύχει τη λύση ορισμένων σκοτεινών προβλη­ μάτων, για τα οποία δεν υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά τεκμή­ ρια· να μη μεταχειρίζεται δηλ. την προκρούστεια μέθοδο. 29. Ο ιστορικός είναι ένας σκληρός αγωνιστής της επιστή­ μης υποχρεωμένος κάθε στιγμή ν ’ αντιμετωπίζει προβλήματα ποικίλα αξιοπιστίας και ερμηνείας των πηγών, να έχει πάντοτε εντεταμένη την προσοχή του, να προχωρεί εν εγρηγόρσει μέσα από βάτους και πυκνά δάση, ν ’ αποφεύγει τις παγίδες που του στήνουν οι ίδιες οι μαρτυρίες που είναι δυνατόν να τον πληροφορήσουν, να ξεκαθαρίζει το έδαφος και ν ’ ανοίγει τον δρόμο πρός το σκοτεινό βάθος που δεν το έχει δει ακόμη αχτίδα του ήλιου. Και είναι ανάγκη να δουλεύει σκληρά, εντατικά και γρήγορα, χωρίς χάσιμο χρόνου, γιατί αλλιώς δεν θα προχωρήσει, δεν θιζ φτάσει σε ολοκληρωμένες και μεγάλες συνθέσεις· θα μένει ικανοποιημένος με μικρά ή μεγάλα άρθρα, με μερικά και αποσπασματικά έργα, αλλά όχι με γενικά. 30. Το κύριο προσόν του ιστορικού είναι μια έμφυτη, ανεξήγητη πολλές φορές ικανότητα, που τον βοηθεί να εισχωρεί στο βάθος των πραγμάτων, ν ’ αναλύει και να κρίνει γεγονότα και καταστάσεις, και μια επίσης έμφυτη συνδυαστική φαντασία, που φλογίζει —πυρπολεί κυριολεκτικά— τον ίδιο και τον βοηθεί ν ’ αναζητεί και να ενώνει στοιχεία διάσπαρτα και απροσπέλαστα στον'κοινό παρατηρητή- να συγκολλεί την

394

κομμένη συνέχεια τους και να λύνει προβλήματα που μάταια άλλοι —ίσως πολύ πιο έμπειροι της ζωή^ και της πολιτικής— θα προσπαθούσαν να τα αντιμετωπίσουν με επιτυχία. 31. Ο καλά καταρτισμένος ιστορικός δεν είναι εκείνος, που διάβασε πολύ και είναι ενήμερος των πνευματικών ρευμάτων, αλλά εκείνος που αφομοίωσε ό,τι εκλεκτό συνάντησε στην πνευματική του πορεία και στοχάστηκε σοβαρά και με ανεξαρ­ τησία επάνω στα προβλήματα που αντιμετώπισε· που δεν έμεινε δηλαδή ένας δέκτης, που από νωθρότητα του πνεύματος τα περιμένει όλα από ερεθισμούς του περιβάλλοντος και συνήθως από εξωτερικές και επιπόλαιες εντυπώσεις. Ο πραγματικός ιστορικός δεν αρκείται μόνο σε μερικές εκλάμψεις του πνεύμα­ τός του, αλλά τις καλλιεργεί, τις εκμεταλλεύεται και προχωρεί πέρ’ απ’ αυτές με μέθοδο και πρωτοτυπία. 32. Σκέπτεται πρώτα α π ’ όλα να πει την αλήθεια, να τη ζήσει και κατόπιν να τη διατυπώσει με ακρίβεια και ζωντάνια. Η πρόθεση να τα πούμε καλά, να κάνουμε εντύπωση, αλλοιώνει την αλήθεια και πληρώνεται ακριβά. Οι ρομαντικοί έδωσαν ζωηρό χρώμα στην αφήγηση και ξαναζωντάνεψαν το παρελθόν, αλλά την απομάκρυναν λίγο-πολύ από την αλήθεια, ανάλογα με την ιδιοσυγρασία τους. 33. Ο ιστορικός πρέπει να έχει την ικανότητα να σταθμίζει ό,τι ενδιαφέρον βλέπει ή ακούει και να το αποτυπώνει απαράλλακτα στο μυαλό του, χωρίς να μειώνει ή να υπερβάλλει τη σημασία του· να το αποδίδει με το μέτρο του. Και την ικανότητά του αυτή να την οξύνει συνεχώς. 34. Δεν παραθέτει αυθαίρετα τα πορίσματά του, αλλά προσπαθεί να κάνει τον αναγνώστη να παρακολουθήσει και να ζήσει σαν αληθινά τα γεγονότα στην αγωνιώδη και δραματική πορεία τους. Η προσπάθειά του αυτή για την εύρεση και ανάδειξη της αλήθειας να διακρίνεται σε όλα τα στάδια της εργασίας του ως την αποκρυστάλλωση των πορισμάτων του.

395

35. Πώς θα γίνει η έκθεση των ιστορικών γεγονότων; Με αφηγηματική μορφή, γεμάτη ζωντάνια και ποίηση ή με αυστηρά επιστημονική μορφή; Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλη­ μα, που συζητιέται και θα εξακολουθεί να απασχολεί τους επιστήμονες ιστορικούς. Θεωρίες ολόκληρες έχουν διατυπωθεί για τη μια ή την άλλη άποψη. Ο κάθε ιστορικός είναι ιδιότυπος και έχει τις προσωπικές του ικανότητες και το δικό του ύφος, που πηγάζουν από την ίδια του την ιδιοσυγκρασία, τον τρόπο του σκέπτεσθαι, τον συναισθηματικό του κόσμο και την επιστημονική κατάρτιση. Νομίζω όμως ότι το αριστουργηματικό ιστορικό έργο έγκειται στη σύνθεση, στην αρμονική σύζευξη δύο δυσκολοσύνθετων στοιχείων: του αυστηρού επι­ στημονικού, δηλαδή του ερευνητικού πνεύματος, και της ποιητικής πνοής που ανασταίνει στη φαντασία μας το παρελ­ θόν. Ο καλός ιστορικός είναι και ένας λαμπρός συγγραφέας. 36. Ο αναγνώστης πολλές φορές δεν ξέρει τι σκοπό έχει η μνεία μερικών αυτονοήτων πραγμάτων ή η παράθεση πολλών ξένων κειμένων, που το νόημά τους θα μπορούσε κανείς να το αποδώσει με λίγες λέξεις, εφόσον βέβαια δεν πρόκειται για πολύ χτυπητά πράγματα. Το πολύ-πολύ θα μπορούσε να μεταφέρει στις υποσημειώσεις τα επεξηγηματικά αυτά κείμενα, που περιέχουν λεπτομέρειες. Τα νοήματα του κειμένου πρέπει να είναι σφιχτοδεμένα, ώστε οι πολλές λεπτομέρειες να μην περισπούν την προσοχή του αναγνώστη, να μην τον παραπλα­ νούν και τον απομακρύνουν από το πραγματικά σπουδαίο. 37. Η αφήγηση δεν πρέπει να χάνεται ποτέ σε μακρολογίες. Η νευρώδης συγκέντρωση του υλικού να φανερώνει τον τέλειο δαμασμό του από τον συγγραφέα, και το ύφος του τη λεπτή καλαισθησία του. Ο ιδανικός ιστορικός πρέπει να είναι οξύτατος παρατηρητής, μεγάλος διανοητής και καλλιτέχνης του λόγου. Η γλώσσα του να είναι συγκροτημένη, αλλά ν ’ αποδίδει με ζωντάνια την πραγματικότητα. Να αποφεύγονται οι ακρότητες του πάθους, που προδίδουν μεροληπτική στάση και

396

αλλοιώνουν την αλήθεια. Να είναι σε θεση να συλλαμβάνει μια γόνιμη σκέψη, να την αναπτύσσει και να της δίνει τη σημασία και την έκταση που της πρέπει. Η θεώρηση των πραγμάτων να προδίδει βαθιά και σαφή αντίληψη. Κρίνοντας τα γεγονότα δεν είναι σωστό να μιλεί κανείς σαν ηθικολόγος, αφού η εξέλιξη των γεγονότων και η πραγματοποίηση των ιστορικών ιδεών, που μπορεί να έχει και ένας εμπνευσμένος δημιουργός, είναι σχεδόν πάντα ανεξάρτητη από καθαρά ηθικά ελατήρια. Πολλοί είναι ασφαλώς εκείνοι που διαισθάνονται και αντιλαμβάνονται ορισμένες διάχυτες μεταβο­ λές στη ροή της ιστορίας ή την επίδραση ορισμένων ιδεών, αλλά σταματούν μόνο στη διαπίστωσή τους. Ά λλω σ τε η πραγματικότητα δεν αποδείχνει ότι «όλα πληρώνονται εδώ επάνω»», όπως είναι μια ευρύτατη διαδομένη λαϊκή αντίληψη. 38. Οι μαρτυρίες των πηγών, η αφήγηση και οι σκέψεις του συγγραφέα να σφιχτοδένονται και να διατυπώνονται σε ενιαίο σύνολο. Η μετάβαση από τη μια περίοδο ή παράγραφο στην άλλη πρέπει να γίνεται με την κατάλληλη λέξη, ώστε να μη φαίνεται ότι διακόπτεται απότομα, και ότι, χωρίς κανένα σύνδεσμο πρός τα παραπάνω, μπαίνουμε σε καινούριο ολότελα θέμα. Να είναι έντονα αισθητή η συνεχής εξέλιξη, η ροή, όπως άλλωστε παρατηρούμε το ίδιο και στη ζωή. 39. ' Οπως από κάθε επιστήμη, έτσι και από την Ιστορία δεν αποκλείεται η υπόθεση, όταν μάλιστα στηρίζεται σε επαρκή στοιχεία, που να δικαιολογούν τη θέση της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε κατάχρηση στις υποθέσεις μας. Προτιμότερο τότε να προβάλλεται άγνοια από έλλειψη ικανο­ ποιητικών αποδεικτικών τεκμηρίων. Πολύ περισσότερο πρέπει βέβαια ν ’ αποφεύγει κανείς να στηρίζει υποθέσεις επάνω σε υποθέσεις, σφάλμα στο οποίο πέφτουν προπάντων μερικοί κοινωνιολόγοι ή κοινωνιολογούντες ιστορικοί. Έ πειτα και κάτι άλλο: δεν αξίζει να κάνει κανείς υποθέσεις για τη γνώση σκοτεινών και ασήμαντων μικρολεπτομερειών, που είναι φανε­

397

ρό πώς δεν έπαιξαν και κανένα σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. 40. Υπάρχουν πολλών ειδών διαβαθμίσεις στην κλίμακα των υποθέσεων. Εκείνες που είναι κοντά στον νου είναι του πρώτου βαθμού πειστικές, και δεν χρειάζονται αποδείξεις. Υπάρχουν όμως και άλλες που κάνουν άλματα στο κενό και δεν στηρίζονται πουθενά. Αυτές είναι επικίνδυνες ακροβασίες και δεν πρέπει να γίνονται, και πολύ περισσότερο να επαναλαμβά­ νονται. 41. Οι παρομοιώσεις πρέπει να είναι καλαίσθητες, εποπτικές και οι καλύτερες που θα μπορούσαν να γίνουν. Παρομοιώσεις με αναφορές σε γεγονότα του παρόντος πρέπει όσο το δυνατόν ν ’ αποφεύγονται, γιατί αποτελούν συχνά επικίνδυνα τολμήματα και μειώνουν τη σοβαρότητα του έργου. Ακόμη και απλοί υπαινιγμοί πρέπει να αποφεύγονται. 42. Μερικοί ιστορικοί έχουν μια ακατανίκητη τάση πρός γενική θεώρηση, πρός τη διατύπωση γενικών ιδεών. Ας είναι όμως προσεκτικοί στις γενικεύσεις, γιατί μεγάλος είναι ο κίνδυνος να εκφράσουν κοινοτυπίες παγκόσμια γνωστές ή επιπόλαιες γενικές ιδέες. Η γενίκευση πρέπει να είναι αποτέλε­ σμα κατασταλάγματος βαθιάς μελέτης και παρατη ρήσεως και να εκφράζεται με επιφύλαξη. Να αποφεύγεται η παράθεση κοινών κρίσεων ή ψυχολογικών παρατηρήσεων. 43. Δεν πρέπει να σπεύδουμε στη συναγωγή συμπερασμάτων ή πορισμάτων, αν δεν έχουμε πειστεί απόλυτα για την ορθότητά τους, ή, στην αλυσίδα των αλληλοδιαδόχων αποτελε­ σμάτων, δεν έχουν το ένα με το άλλο κανένα δεσμό, ή μόνον εξωτερικό. 44. Η θεωρία των ηρώων είναι η επιστημονική διατύπωση λαϊκών αντιλήψεων για την ιστορία. Οι αντιλήψεις αυτές έχουν

398

I

την προέλευση σε μια ανάγκη που έχει ο λαός να λατρεύει, θα έλεγε κανείς, ορισμένους ανθρώπους, που τους θαυμάζει για ορισμένες ικανότητες ή προτερήματα και να τους θεωρεί ικανούς να κάνουν πολύ περισσότερα α π ’ ό,τι στην πραγματι­ κότητα μπορούν να επιτελέσουν. Αν τέτοια πρότυπα βρίσκο­ νται επικεφαλής του κράτους ή του στρατού, ο λαός τους ταυτίζει με τα ευχάριστα γεγονότα που συμβαίνουν. Η λατρεία αυτή παρατηρείται πρό πάντων στις μάζες. ΓΓ αυτό και σ ’ αυτές στηρίζουν τις δυνάμεις τους τα πρόσωπα αυτά. 45. Από όσα ανέπτυξα παραπάνω, αυτονόητο είναι το πό­ ρισμα. ότι η σύνθεση, το τελευταίο στάδιο της εργασίας του ιστορικού, δεν είναι απλή συρραφή, συμπίλημα των ιστορικών μαρτυριών —όπως συνήθως νομίζεται— αλλά δαμασμός πρώτα και επεξεργασία του υλικού και κατόπιν —με βάση τις ταξινομημένες ιεραρχικά ως πρός την αξιοπιστία και τη σπουδαιότητα ιστορικές ειδήσεις— αγωνιώδης προσπάθεια για την αναπαράσταση των ιστορικών γεγονότων, με σταθερή σπονδυλική στήλη και ευδιάκριτη τη σχέση αιτίας —αποτελέ­ σματος, η οποία αλλιώς, στην πραγματικότητα δηλαδή, δεν είναι πολλές φορές σαφής. Ο αληθινός ιστορικός κατά την εναγώνια αυτή δοκιμασία του παρακολουθεί τα γεγονότα και συμπάσχει μαζί με τις ανθρώπινες κοινωνίες ή με τα πρόσωπα, που έζησαν στο παρελθόν, με άλλα λόγια «ζει την ιστορία». Αποτέλεσμα είναι να διαχύνεται στο έργο του η θερμή πνοή της γνήσιας δημιουργίας, της πρωτοτυπίας τόσο στη σύλληψη, όσο και στην έκφραση του ιστορικού έργου. Αλλιώς παρατη­ ρούμε εκείνο που συμβαίνει σε πολλά ιστορικά βιβλία: παρά­ θεση πληροφοριών, της μιας κοντά στην άλλη, το τι γράφει ο ένας και τι ο άλλος. 46. Παράλληλα πρός το είδος της αυστηρής επιστημονικής ιστορίας, που έχει ως σκοπό την προώθηση της ιστορικής έρευνας και την παροχή υλικού για παρατηρήσεις στην κοινωνιολογία, υπάρχει και το είδος της εκλαϊκευτικής ιστο­

399

ρίας, που απευθύνεται στις μεγάλες μάζες και έχει ως σκοπό να παρουσιάσει με τρόπο απλό και επαγωγό στους αναγνώστες την αληθινή όψη της κοινωνίας και τους ήρωές της. Το είδος αυτό της Ιστορίας, όποιες αντιρρήσεις και αν υπάρχουν, είναι ένα είδος αυθύπαρκτο και αντιποκρίνεται στις ανάγκες των μεγά­ λων μαζών. ΓΓ αυτό ο ιστορικός πρέπει με συνέπεια να ακολουθήσει τις θεωρητικές αρχές της εκλαϊκευτικής ιστορίας. Η εκλαϊκευση έγκειται στον τρόπο, με τον οποίο θα παρουσιά­ σει στο κοινό την ιστορική ύλη. Δεν εκλαϊκεύει όμως κανείς την Ιστορία, όταν μεταχειρίζεται πολύ κοινές λέξεις ή εκφρά­ σεις.

ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ 27 σειρά 15 : «Έλληνες αγωνιστές, . . ». Το κόμμα μετά το «Έλληνες» 36 » 17 Μετά τη λέξη « . . . μελέτη» να μπει άνω τελεία. 2 : από κάτω: «ανταπεξέλθει» αντί «αντεπεξέλθει» 88 » προτελευταία: Αντί «Αισθάνομαι» να γραφεί «Αισθά' 120 » νονται» 152 » 3 : «αμείμονες. . ». Αντί «αμείνονες» 19 : Να κλείσουν τα εισαγωγικά μετά το «τίμιους αν­ 181 » θρώπους» 183 » 9 : Αντί yava-yava»« να γραφεί «yava?-yava?» 11 : Αντί «μισινάριος» να γραφεί «μισιονάριος» 198 » 212 » 9 : Αντί «πασσάλειμα» να γραφεί «πασάλειμμα» 231 » 7 : Τα εισαγωγικά έκλεισαν παραπάνω στην 3η σειρά 238 Στον τίτλο μετά τις λέξεις «Π ΡΟ Σ ΤΑ» να προστεθεί η λέξη «ΔΤΤΙΚΑ» 244 σειρά 26 : Αντί «ήδη» να γραφεί «ήθη» 254 » 12 : Στη λέξη «περίπου» να προστεθεί «χρόνια» 276 σ η μ .1500 : Αντί «ιδόν» να γραφεί «ιόν» 281 σειρά 24 : Αντί «οξείς» να γραφεί «οξείες» 285 » 17 : Μετά τη λέξη «εύγλωττο» να μπει κόμμα 294 » 6 : Πριν από τη λέξη «Μπόρις» να μπει το άρθρο ο 17 : Αντί «υποκρινόμενο ήθος τους» να μπει « . . . του» 303 » 307 » 3 : Μετά τη λέξη «συνεχίζεται» να μπει το άρθρο Τ) 383 » 14 από κάτω : Αντί «δεθεί» να μπει «δεχθεί» 391 » 13 : Η λέξη «μας» να φύγει.

Ε Κ Τ Ι’Π Ω ΣΗ Α Π . Α Λ Τ /Ν Τ Ζ Η , Β Α Σ . Σ Ο Φ ΙΑ Σ 38 T U A . 222.965, 221.529 Θ Ε ΣΣ Α Λ Ο Ν ΙΚ Η

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF