Μακεδονικές ιστορίες: τα δύο στρατόπεδα

October 2, 2017 | Author: Γεώργιος Μόδης | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Γεώργιος Μόδης...

Description

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΔΗ

ΤΑ ΔΥΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ)

ΠΑΠΥΡΟΣ

COPYRIGHT © ΠΑΠΥΡΟΣ--ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ Α.Ε. ΑΘΗΝΑΙ, ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ 6 (ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΝ)

ΔΥΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ Καυγάς α.yριος ξέσπασε άπ' την α.ύyή μέσα. στην εκκλη­ σlα. άνήμερα. τοίί Στα.υροίί (14 του Σεπτέμβρη). Ό Πα.πα.­ νά.στος ψώνα.ζε ενώ τά χείλια. κα.ί τά λίγα. άρα.ιά yένεια. του ετρεμα.ν άπό ίερή άyα.νάκτηση κα.ί πόνο. -Τά βιβλία.! Ποίί ε[να.ι; ! Μου τά κλέψατε τά ίερά βι­ βλία.. Δεν ντρέπεσθε; ! ... Κοντός κα.ί άδύνα.τος ε[χε ψορέσει τό «στιχάριο» κα.ί το «ψελόνι». Δεν πρόλαβε νά ρίξη πά.νω του κα.ί το πετρα.χηλι δτα.ν &να.κάλυψε δτι ελειπα.ν τά ιερά βιβλία.. Κάτω άπο το στιχάρι ήτα.ν σε άδιάκοπη νευρική κίνηση τά δυό μπαλω­ μένα. χωριάτικα. παπούτσια. του, χοντρά κα.ί μεγάλα., δλότε­ λα. δυσανάλογα. με το μικρο ανάστημά του. 'Έμοια.ζα.ν δυο βάρκες. -'Εδώ τά βάζομε πάντα.. 'Ήτα.ν εδώ κα.ί ψές. Τά ε[δα., επιβεβαίωσε κα.ί δ Μητσος δ κα.νδηλα.νάπτης, δείχνοντας τή γωνιά τοίί Ίεροίί Βήμα.τος δπου ήτα.ν ή πρόχειρη βιβλιοθήκη του. Με την επέμβα.ση κα.ί μαρτυρία. του χαμογέλα.σε περιψρο­ νητικά δ Πα.πα.κώστα.ς. Ψηλός με μεγάλα. γκρίζα. yένεια. κα.ί πυκνά κυματιστά α.σπρα. μαλλιά, εστεκε όρθος πλάί1 στην υ Α­ y ια. Τράπεζα. σάν &ρχα.ία. κολώνα.. Είχε ψορέσει τά ιερά. α.μψιά του κα.ί κούμπωνε εκείνη τή στιγμή το δεξί επιμά­ νικο ψιθυρίζοντας: «ή ντεξιά σου χείρ ντεντόξα.στα.ι εν ι­ σχύϊ». Ή επιβλητική μορψή του δια.τηροίίσε όλύμπια. &τα.. ρα.ξία.. Μόνο τά χοντρά κα.ί α.ύτα.ρχικά ψρύδια. του ήτα.ν κα.­ τεβα.σμένα.. ΕΙχεν ερθη «ορθρου βαθέως» στην εκκλησία. α.ν κα.ί δεν ήτα.ν ή σειρά του νά ίερουρyήση. -Δόστε μου τά βιβλία.. Τά κλέψατε... Τά κλέψατε... Κλέψτες ... Δόστε τα. πίσω, οϋρλια.ζε δ Πα.πα.νάστος. Ό Πα.πα.κώστα.ς τοϋδωσε δυό μούντζες... -Μάς μουντζώνεις κιόλας! δια.μαρτυρήθηκε δ Πα.πα.νά­ στος. Κλέψτες... Δόστε τά βιβλία.. Σείς, σείς τά. κλέψατε. Δόστε τα. πιά γιατί μά. τον Χριστό... 5

Ό Παπακώστας δεν 6άστα.ξε περισσότερο. -βρε γάϊδαρε! ξέσπασε. Οπως μεγάλος γάϊδαρος ήταν κι έκείνος πού σου ψόρεσε το ράσο. Μπρε τί θά. τά. κάναμε tμεϊς τά. παληόχαρτά σας; Αύτά. εrναι πατσα6ουρες. Δεν είναι ίερά. 6ι6λία. Τά. εχει εύλογήσει το Πατριαρχείο;! Ό Παπακώστας ήταν σαράντα χρόνια παπάς. Εrχε προ6ι6ασθη καί οίκονόμος. 'Ήταν παπάδες δ πατέρας, δ πάπ­ r;ος καί δ προπάππος του. Συνείθιζε νά. λέγη: Εrμαι παπάς 200 χρόνια! Έθεώρησε λοιπόν αύθάδεια και προσ6ολή τίς ψωνέ:ς και 6ρισιέ:ς του νεοψώτιστου και κακομοίρη Παπα­ νάστου. -Εrναι δικά μας... Στή γλώσσα μας. -Πολύ τήν καταλα6αίνεις... Εrναι χαρτιά. του μπακάλη. -Δεν μας χρειάζονται οί εύλογίες των «καρακαζάνηδων,,. της Πόλης. Είναι 6ουτηγμένοι '"στήν άμαρτία καί τήν 6ρωμιά. -Βρωμιάρης ετσαι. -'Άστ' αύτά. Καί δώσε μας τά. 6ι6λία μας. Κλέψτες. Ή ωρα περνάει. -Αί τότε τά. κρύψατε σείς γιά. νά. πητε στους Τούρκους πώς τά. κλέψαμε tμείς. Δεν ψο6ασθε τον Θεό;! Τά. 6λέπει από ψηλά. δλα. Πίσω απ' τούς πρωταγωνιστές παπάδες άρχισαν νά. συ­ ζητουν καί νά. μαλώνουν καί οί άλλοι πού εfχαν ερθη έ­ νωρίς στήν έκκλησία. Εύτυχως ήταν γέροι. Μιά. γρηά. δμως ουρλιαζε δυνατώτερα κι απ' τον Παπανάστο. Ησυχοι εστεκαν οί τέσσαρες «έπίτροποι», ορθιοι πλά.ϊ στους μπάγκους κοντά. στήν είσοδο, στο. 6άθος της έκκλη­ σίας, δπως ταιριάζει στους ανθρώπους πού κρατουν στά χέ­ ρια τους το παντοδύναμο χρήμα. Είχαν χωρίση τούς μπάγ­ κους, τούς δίσκους καί τά κηριά. ... Τούς σίμωσε δ αριστερός ψάλτης δ κουτσό Πανος καί είπε: -Δεν εfναι σωστά πράμματα τουτα! Νά κλέψουν τά ίε­ ρά 6ι6λία. Ντροπή... Μεγάλη ντροπή! ... Ενας επίτροπος τον εσπρωξε καί λίγο ελειψε νά τον ρί­ ξη ανάσκελα στίς πλάκες. -'Άϊντε νά. χαθης 6ρέ: κούτσα6ε... Μιλάς γιά ντροπή. Είδες με τά μάτια σου ποιος πήρε τά παληο6ι6λία;! -Δεν εκαμες καλά Πέτρο. Είναι ψτωχός καί σακάτης 0

0

0

6

δ άνθρωπος, του παρατήρησε ενας συνάδελψός του &π' τούς άλλους, δ Στασίνης. -Σύ μωρέ θά μου δώσης μαθήματα; του &ποκρίθηκε δ Πέτρος. "Αν δεν σας &ρέση ψτιάξτε δική σας έκκλησ(α. Αύτή ετναι Έλληνική. Μένετε έδω με τίς πλάτες των Τούρ­ κων. -Τό χωριό τήν εψτια.ξε. -Ρωτήσατε τούς πεθαμένους δταν &λλαξοπιστήσατε άν τό εστεργα.ν; ! Καί επειτα σείς οί ξυπόλητοι μετρήσατε τά χρήματα γιά νά γι νη ή έκκλησία; ! ... Μπijκε τότε ψουριόζος μέσα δ νεαρός Βουλγαροδιδάσκα­ λος με τά πεταχτά μαλλιά. -Τά 6ι6λία! Τά 6ι6λία! ψώναξε μ' 15λη τήν δύναμή τcυ. Φέρτε τα &μέσως πίσω. Μ' &κους τραγόπαπα; Δεν θά καλοπεράσουν τά γένεια σου... Μιά γροθιά του Κίτσου, &νεψιου του Παπακώστα τον ά­ πλωσε κάτω. 'Έτρεξαν και τον σήκωσαν. Μά κανένας δεν &νταπόδω­ σε τό κτύπημα. Φο6ουνταy δλοι τη γροθιά του Κίτσου. 'Ή­ ταν και ξένος δ δάσκαλος... •Φτωχόπαιδο τον ετχαν πάρει οί Βούλγαροι &πό κάποιο μακρυνό χωριό καί τον σπούδασαν σε οίκοτροψεϊο. 'Ήταν γεμάτος ενθουσιασμό καί ψανατισμό. Μπροστά στον καμ­ πούρη υΕλληνα γραμματοδιδάσκαλο μπορουσε νά περάση καί γιά σοψός. Είχε μιλήσει στο χωριό σε δικούς του γιά κάποιο «Κομιτάτο», πού θάκαμνε μεγάλα πράγματα και τέ­ ρατα καί σημεία. Μά ποιος εδιΥε σημασία στά λόγια' και το Κομιτάτο του; .... Είχε διαιρεθij το χωριό σε δυο έχθρικά στρατόπεδα, το Έλληνικό καί το Βουλγάρικο. Με το Έλληνικό ήταν οι νοίκοκυραίοι του χωριου και οί «τσορμπ.ατζηδες». Μιά μερίδα δηλ. του χωριου πού είχε θυμώση με τον Παπακώστα πηγε και τον κατηγόρησε στο Μητροπολίτη. 'Ήταν στρυψνός γέρος, εκαμνε του κεψαλιου του, δεν λογά­ ριαζε κανένα κλπ. Ζήτησαν &π' το Μητροπολίτη νά τον &ντικαταστήση η νά χειροτονήση καί ενα άλλο δικό τους πα.πα. Κι' έπειδη δ Μητροπολίτης &ρνήθηκε τρά6ηξαν ίσια στον Βούλγαρο ΜητροπολίτJJ. Στοργικώτατος καί πατρικώ­ τατος δ «σχισματικός» ίεράρχης χειροτόνησε εύθύς τον Πα­ r.:ανάστο, ψτωχό καί έλεεινό 6οηθό ράψτη χωριάτικων ρού7

χων. 'Ήταν γι' αυτόν «μά.ννα. έξ ουρα.νου» το καινούργιο ρα.σοψόρο έπά.yyελμα.. Δέν αρyησα.ν κα.ί οί Τουρκοι νά. οά.λουν την ουρά. τους. υΟπως δ σοψός Σολομ�)Υ μοίρα.σαν κα.ί αυτοί τήγ έκκλη­ σία.. Πρόσταξαν γά. λειτουρyουγ τή μισή έοδομά.δα. οί «ρούμ» υ ( Ελληνες) κα.ί την αλλη οί «μπουλyκά.ρ». Ε[χε ξεσπάσει έκείνη την έποχή καινούργια. έπα.νά.στα.ση στην Κρήτη, πα.ρουσιά.σθηκα.γ άγτα.ρτικά. σώμα.τα. στα. οου­ νά., εyινε δ Έλληνο - Τουρκικός πόλεμος του 1897. Ε[χα.Υ λοιπόν κά.θε λόγο οί Τουρκοι να. ενισχύουν την οουλyα.ρική πα.ρά.τα.ξη, σύμψωνα. μέ τήγ πα.ληά. άρχή του «διαίρει κα.ί οα.σίλευε». 'Έκαμαν μονά.χα. την συyκα.τά.οα.ση να. είναι 'Έλ­ ληνας δ δεξιός ψάλτης. Ό κουτσός άριστερός ψάλτης ητα.γ Βούλγαρος. 'Έλεγε δμως τα. περισσότερα. τροπάρια. 'Ελληνικά. γιατί ετσι τα. εϊ­ ξερε... Ό Πα.πα.νά.στος είχε κι εγα, ίδια.ίτερο λόγο νά. ψωνά.ζη κα.ί να. ζητά.η τα. «οιολία.» του. Του ήσαν άνα.ντικα.τά.στα.τα.. Τον εΙχα.γ κλείσει 2 μηνες σ' εγα, οίκοτροψείο για. γά. μά.θη την Βουλγαρική λειτουργία. κα.ί τα. Κυριλλικά. γράμμα.τα.. Δέν τα. κα.τά.ψερε δμως και πολύ. Πηρε τότε κι εyρα.ψε με τα. κολυοοyρά.μμα.τα. πού είχε μά.θει άπ' τογ καμπούρη yρα.μ­ μα.τοδιδά.σκα.λο τα. σλα.υϊκά. πού θα. τα. «διά.οα.ζε». 'Έτσι «ε­ λεyε» ευαγγέλιο κα.l δλη την άκολουθία. Βουλγαρικά. με την οοήθεια. των Έλληνικων yρα.μμά.των ! ... Τί θακα.μνε χωρίς ;ον τυ�λοσύρτη; ! Οί ατιμοι οί κλέψτες εϊξερα.ν αυτή την α.δυνα.μια. του... Ό Παπακώστας άπ' την αλλη_ μεριά. δέν τα. εϊξερε πολύ καλά. τα. 'Ελληνικά.. Τα. διά.οα.ζε δμως σά. νερά.κι. Τα. εfχε μά.θει άπ' το μακαρίτη τον πατέρα. του. Μα.ζύ με τό «σχημα.» μεταδίδονταν άπό πατέρα. σέ yυιό κα.l τα. γράμμα.τα.. Σκόν­ τα.ψτε μόνο στο δ κα.ί τό θ. Στο μεταξύ ή έκκλησία γέμισε κόσμο. 'Έτρεξαν μεγάλοι καl μικροί, ανδρες καl γυναίκες μόλις εμαθαν πώς χάθηκαν τα. οιολία του Πα.πα.νά.στοtz. 'Άλλοι πηyαν για. να. ψωνά.ξουν, αλλοι για. νά. χαζέψουν καί αλλοι για. νά. προλά.οουν τή σύγ­ κρουση η νά. συγκρατήσουν τουλάχιστο τούς δικούς τους. Πρίγ λίγους μηνες είχε γίνει ή έκκλησία πεδίο μά.χης για. ενα οα.ψτίσι. Όπα.τέρας ήθελε να. οyά.λη του μωρου Βουλ­ γάρικο ονομα, δ κληρονομικός κουμπάρος 'Ελληνικό. Ό Πα8

πακώστα;ς άποψάνθηκε δτι δ κουμπάρος εΙχε τό λόγο. Ό Παπανάστος δμως καί η παρέα του επρό6αλαν δτι τό παιδί ήταν του πατέρα καί μπορουσε νά τό κάμη 15,τι ήθελε. 'Απ' τά λόγια; ήρθαν γλήγορα; καί στά χέρια. Ή κολυμβήθρα; βρέ­ θηκε άναποδογυρισμένη! ... Γιά τρίχα γλύτωσε τό μωρό! 'Έσπασαν 5---6 κεψάλια. Κακοπέρα;σα;ν κα.ί τά γένεια; του Παπακώστα; παρά τούς γερούς άκόμα; γρόνθους του. Ό Πα­ πανάστος εμεινε πολλές μέρες πλαγιασμένος άπ' τό ξυλο πού εψα;γε, πιο μαυρος κα;ί άπ' τό ράσο του... Τό άποτέλεσμα; ήταν νά κάτσουν ψυλακή κάμποσες έοδο­ μά.δες 15 χωρικοί καί τό χειρότερο νά ξεπαραδιασθουν οί δυο μερίδες. Τό αναλογίζονταν τώρα δλοι καl ενοιωθαν κρυον ίδρωτα. στίς πλάτες. θαπρεπε νά πουλήσουν καl τά βώδια; τους. Ό Παπακώστας γιά νά κατευνάση τά πνεύματα;, άρχισε τή λειτουργία; καί ξανά είπε τό «Εύλογητός δ Τεός ημών νυν καί άεί κτλ.». Μά τον σταμάτησαν ψωνές, διαμαρτυρίες καί βρισιές. Πρό6α.λε τότε στήν Ώρα.ία. Πύλη επιβλητικός κα.ί μεγα;- λοπρεπής κα;l είπε στήν τοπική διά.λεκτό τους : -Άκουστε με, Χριστιανοί. ΕΙμαι σαράντα χρόνια πα­ πας στο χωριό. Σας εχω βαψτίσει κα.ί στεψανώσει τούς πε­ ρισσότερους. Είναι σήμερα; μεγάλη γιορτή του Τιμίου Σταυ­ ρου· θά ήταν μεγάλη άμαρτία γιά δλο τό χωριό αν δεν γίνη λειτουργία.. Μιά πού δ Πα.πανά.στος δεν εχει τά βιβλία του α.ς λειτουργήσω εγώ καί τήν ερχόμενη Κυριακή πού είναι σειρά μους ας λειτουργήση εκείνος. Έπρόσθεσε επειτα μ' ενα. πονηρό χαμόγελο : -'Εγώ βέβαια μπορώ νά πω άπ' εξω πολλές λειτουργίες καί χωρίς τά βιβλία. μου... -'Έτσι; ετσι. Μάλιστα.. Πολύ καλά... άκούσθηκαν πολ­ λές ψωνές. -Πολύ σωστά, είπε κα.ί δ κύρ Νάκης, πού ήταν γαλα.τας τριάντα; χρόνια στήν Πόλη κα.ί είχε εύεργετήσει πολλούς χωριανούς 'Ήρθε νά ιδη γιά τελευταία; ίσως ψορά τήν γενέ­ τειρά. του. Όλοι τον σέβονταν. 'Έγινε διά μιας ησυχία. Νόμιζε κα­ νείς πώς η ψουρτουνα; πέρα.σε. Ό Παπακώστας ξανάρχισε τό «Εύλογητός δ Τεός». 9

Πετάχθηκε δμως ό Βουλyα.ροδά.σκα;λος μέ λίγους νεαρούς κα.ί οϋρλια.ξε. -:-'Όχι, οχι. Είναι ή σειρά μας σήμερα. Γι' α.ύτό κλέψατε τά. 6ι6λία. μας; Χύμηξε ό Κίτσος ψωvάζοντα.ς : -Σύ πα.ληόyκυψτε τί &.να.κα.τεύεσα.ι στο χωριό μας; Νά. πας στο δικό σου χωριό. Τον κράτησε ή γυναίκα του. Ό Κίτσος &.ποσύρθηκε στον πάγκο των 'Επιτρόπων. 'Έστεκα.ν έκεί κα.ί οί τρεϊς ψίλοι του. Εlχα.v κρύψει yιά. καλό κα.ί yιά. κακό κάτω &.π' τον πάγκο μερικά. χοντρά. ξυλα.... Πηρα.ν α.λλοι τον λόγο. -Άψου δ Πα.πα.νάστος δεν μπορεί νά. λειτουρyήση; ! -Είναι ή σειρά μας. -ΕΙσθε &.ντίχριστοι, νά. ξεκουμπισθητε. -Νά. yκρεμοτσα.κισθητε σείς. Ή &.να.ταραχή, δ θόρυ6ος, τό κακό εψτα.σα.ν στη δια.πα­ σών. Λίγο &.κόμη κα.ί θ' α.ρχιζε κα.ί ή σύγκρουση, πολύ χει­ ρότερη &.π' την άλλη ψορά. Μπηκε τότε στην έκκλησία. ό «σπαχής» (έvοικια.στής του ψόρου της δεκάτης) Άμπντουλλα.ά. (Άμπτούλ &.yά) . Είχε δπως πάντοτε εvα. κοντό γκρά. στον ώμο κα.ί ΕΥΙΧ μεγάλο περίστροψο μέ μια. κάμα στο πλατύ κόκκινο ζουνάρι του. Πίσω του &.κολουθουσε πάνοπλος δ σωμα.τοψύλα.κα.ς κα.ί φίλος του 'Ασλάν. 'Ήταν κα.ί οί δυό τους κρεμανταλάδες, πού εί­ χαν μπη πολλές ψορές ψυλα.κή για. ψόνο. Ό γραμματικός κα.ί λογιστής Άμέτ εψέντης εϊχε μονάχα ενα. «μα.υρο6ου­ νιώτικο» περίστροψο μέσα στο ζουνάρι πλάϊ στο καλαμάρι του. υΟλα. τά. μάτια γύρισαν πάνω τους. Τουρκοι στην έκκλη­ σία.! ! -'Ορέ τί γίνεται έδω μέσα;! 'Εκκλησία. είναι;! Τό ψωνές σας &.κούοντα.ι κα.ί στο κονάκι μου, ψώνα.ξε μ' εvα. χαιρέκακο χαμόγελο. Κονάκι ελεyε μια. καμαρούλα. πού του είχε παραχωρήσει τό χωριό yιά. γρα.ψείο κα.ί κατοικία. μ' ένοίκιο πέντε γρόσια. για. πολλούς μήνες πού κι α.ύτά. ξεχvουσε νά. τά. πληρώση... -Γιατί ορέ δέ μιλάτε; ξα.vα.εϊπε. -Άγa, πηρε τό λόγο δ Πα.πα.νάστος. Μας. εκλεψα.v τά. 6ι6λία. Ό Παπακώστας κα.ί οί ψίλοι του. 10

-Τί yά κάνουμε τά 6ι6λία. τους;! &.ποκρίθηκε δ Πα.πα.­ κώστα.ς. Ουτε τά εγγίζαμε. Δεν είναι ίερά 6ιολία. κα.ί ευλο­ γημένα.. Τά εκρυψα.y οί fδιοι γιά yά κάνουν ψα.σα.ρία.. Ό Άμπντουλ�α.ά ε6γα.λε τό κοντό ψεσάκι του μέ τή με­ γάλη ψούντα. κα.ί εξυσε τό ξουρισμένο κεψάλι. -Τί λες νά κάνωμε; ρώτησε &.ρ6α.νίτικα. τον 'Ασλάν. Του­ τοι έδω τρελλάθηκα.Υ. -Ξέρ' έγώ; ! Νά τούς &.ψήσουμε νά σπάσουν τά ξεροκέ­ ψα.λά τους. -Δεν κάνει μιά πού μπήκα.με στήν εκκλησία. τους. θά ποϋy δεν εfμα.στε α.ξιοι. -Νά τούς διώξουμε τότε δλους. Με τό ξϋλο. Ό Ά έτ εψέντης, πού κα.τα.λά6α.ινε τ' &.ροα.νίτικα. τούς , _μ ειπε Τουρκικα. : -Έγω λέω νά κυττάξουμε νά είσπράξουμε σήμερα. τά χρήματά μας. Δεν θά τούς 6ροϋμε ποτέ άλλοτε ετσι μα.ζω­ μένους. -Βα.λλάχι! εχεις δίκηο Άμέτ. Άψερίμ, συμψώνησε δ Άμπντ�ύλ &.γας. 'Έχεις τό τεψτέρι μαζύ σου; -Τωχω. 'Ανέβηκε επειτα. δ σπαχής σ' εyα. στασίδι κα.ί ερριξε μι� ματιά γύρω του. Τό χαμόγελό του είχε γίνει τώρα. σαρκα.­ σμός. -Άκοϋτε το εμένα. γκιαούρηδες. 'Όχι ραγιάδες. θά εί­ Υα.ι «γκιουνάχ» (ά:μαρτία.) yά γίνη «οουκουάτ» (επεισόδιο) στο εκκλησία.. Γι' α.ύτό νά τό ψεύγετε δλοι, θά τό πα.ίρνω εγώ τό κλειδιά της εκκλησία.ς. Πολλοί κούνησα.ν κα.τα.ψα.τικά τό κεψάλι κα.ί ελεγα.ν : -'Έχει δίκηο δ &.γας. 'Έτσι πού κα.τα.ντήσα.με! ... Ό Άμπντουλλα.ά συνέχισε.. -u Αμα. προτοϋ ψύ6γετε yά περάσετε &.π' τό Άμέτ εψέΥ­ τr; yά πληρώσετε τό ψόρος. 'Έτσι θά γλυτώσετε κα.ί &.πό μας, θά ψεύγουμε, θά ίδω τό 6ράδυ ποιός πα.πας θά δια.βάση . στο εκκλησία.,. Ό πονηρός Άλ6α.νός ερριξε τό δόλωμα. τοϋ έσπερινου γιά vά 6άλη νά συνα.γωνισθοϋν οί δυο μερίδες ποιά θά τοϋ πλή­ ρωνε περισσότερα.... Κλείδωσε επειτα. τή μιά πόρτα. της εκκλησία.ς, εχωσε τό κλειδί στο ζουνάρι του κα.ί πηγε κα.ί στρογγυλοκάθησε στο 'πεζοϋλι τοϋ νάρθηκα. &.κριοώς στήν κεντρική είσοδο. Ό πιΗ.

στός 'Ασλάν στάθηκε στο μέσο της άνοικτης πόρτας με τό τουψέκι στο χέρι. Ό Άμετ εψέντης κά.θησε επίσης στο πε­ ζοϋλι σταυροπόδι μέ τό τεψτέρι στο γόνατο καl τό καλέμι στο χέρι. uΕνας, ενας περνοϋσαν οί γκιαούρηδες - ραγιά.δες, ρωτοϋσαν τί χρεωστοϋσαν καl πλήρωναν. 'Έρριχναν δηλ. τά. χρήμα.τα σ' ενα μεγάλο μανδηλι που εrχε άπλωμένο μπροστά. το� δ Άμπντουλλαά.. Τζέπωσαν ετσι δέκατο γιά. τά. καλαμ­ πόκια, τά, ψασόλια, τά, λαχανικά., τά σταψύλια κτλ. άντlς 12Υ:ι% που 1jταν τό νόμιμο, 22ί{� καl 32ί{�%! ... "Αν κανένας άποτολμοϋσε κιiμμ.ιά, σιγανή διαμαρτυρία δ Άμπντουλλαά, που κάπνιζε λαθραίο καπνό μέ τό μακρουλό του ·cσιμποϋκι, ψώναζε άγριεμμένος: -Συ όρέ σκϋλο τό ξέρεις καλλίτερα άπό τό τεψτέρι τοϋ 'Αμέτ εψέντη; Το τεψτέρι δέν λέει ποτέ ψέμματα. Και ό χωρικός πλήρωνε. 'Ήταν εκεί και δ Άσλά.ν με τό τουψέκι, τό περίστροψο, την κάμα καl τή ψήμη πως εΙχε αϊματ!Χ καl σκοτωμένους στο ενεργητικό του. Δεν 1jταν μα­ κρυά, καl ή Άρ6ανιτιά, οπου θά, εlχε σίγουρο καταψύγιο. Πή­ γαιναν επειτα μέ την ελπίδα οτι θά, είχαν μέ τή μερίδα τους τον σπαχη γιά, το\Ι έσπερινό. Οί άγά.δες οταν τέλειωσαν το πλιατσικολόγημα. πηγαν καί τώρριξαν στο ψαγοπότι. Τον έσπερινο και τους καυγά.δες των γκιαούρηδων τους ξέχασαν. Ό Π�πακώστ�ς �ά.ποια �τιγμή ρώτησε τον Κίτσο μήπως " ειξερε τιποτε για τα «6ι6λια». -'Όχι θείε, τοϋ άποκρίθηκε. Δέν εχω ίδέα. 'Ωστόσο τά είχε κλέψει αύτός μέ τρείς ψίλους του καί τά. παράχωσαν σέ μιά, γοϋ6α. -Δέν μπορώ νά. καταλά.6ω. Μά. κάτι μας μαγειρεύουν τά σκυλιά., είπε. Την άλλη μέρα εψθασε ό «γιούζμπασης» της χωροψυλα­ κης (μοίραρχος) μέ «σο6α.ρηδες» (εψιπποι χωρqψύλακες) καί «ζαπτιέδες» (χωροψύλακες) γιά ά.νακρίσεις. Οί Παπα­ νά.στος καί Σία εσχισαν τά. ροϋχα καί τά, λαρύγγια τους. "'Η­ ταν δλοψά.νερο, δέν χωροϋσε καμμιά, ά.μψι6ολία, τά ίερά 6ι6λία τάκλεψαν δ Παπακώστας, οί δυο γραικοί επίτροποι, ό · γραικός καντηλανά.ι:ρ,της καί ό Κίτσος μέ τους τρείς παλα6ους καl ά.νοικονόμητciυς σά.ν κι αύτον ψίλους του. "Αν τους ε6αζε δλους ψυλακή, δπους τους άξιζε, τά 6ι6λία θά γύρι-. ζαν εύθυς στην θέση τους καί τίποτε πιά στο έξης δεν θά 12

χανόταν. Του εδωσαν νά καταλά.οη πώς δεν θά ςέχ,νουσαν ποτέ τήν καλωσύνη του, θά εrχε δηλ. καλό «μπαχτσις». -Νά., αυτό ήθελαν τά σκυλιά.! σκέψθ71κε δ Παπακώστας. Πρόλαβε ομως δ Κίτσος καί εψησε ενα μανάρι. Έτοίμασε καί μεζέδες μέ: μπόλικο οδζο. Ό γιούζμπασης καί ή ακολουθία του- τωρριξαν γιά καλά οξω... "Οταν σουρωμένος ανέβηκε στο άλογό του yά ψύγη είπε: -Δέ:ν υπάρχουν αποδείξεις. Δεν μπορώ νά κά.νω τLποτε. Σεϊς οί γκιαούeηδες λέτε καί πολλά ψέμματα οταν θέλετε νά βγάλετε τά μάτια δ ενας του άλλου... Δέ:ν ελλειψε ομως ή συνέχεια. "Ενα πρωt βρέθηκαν τ' αμπέλια του Παπακώστα καί του Κίτσου λεηλατημένα καί ποδοπατημένα! ... Ό Κίτσος δέ:ν εχασε καιρό. Μέ: τούς ψίλους του ρήμαξε μιά νύχτα περ�σ­ σότερα αμπέλια των «άλλων». Καί δ αμπελοπόλεμος σταμάτησε.. Πέρασαν έοδομά.δες καί μηνες. Ό Παπανά.σιος πηρε άλ­ λα βιβλία καί τά συμπλήρωσε μέ τά βοηθητικά γράμματα... Στο μεταξύ τά πράγματα άλλαξαν. Οι κομιτατζηδες εκα­ μναν τώρα αισθητή τήν παρουσία τους. 'Έμπαιναν στά χω­ ριά μέ τό σταυρό στο χέρι καί κήρυτταν τον πόλεμο στους Τούρκους καί τήν λευτεριά στους Χριστιανούς, ολους γενικά τούς Χριστιανούς. Θά γκρεμοτσακίζονταν οί άπιστοι καί λεύ­ θεροι οί Χριστιανοί θάπαιρναν τά τσιψλίκια τους... 'Ωστόσο σκότωναν στά γύρω χωριά παπά.δες, δασκάλους, νοικοκυραί­ ους καί τούς κολλουσαν τή ρετσινιά του Τουρκολά.τρη καί προδότη! ... Μέ: τούς κομιτατζηδες πηγε καί δ νεαρός βουλγαροδιδά.σκα­ λος καί πηρε ανώτερο πόστο. Μιά μέρα πού ήλθαν στο χωριό δ Άμπντουλλαά καί δ 'Ασλάν νά εισπράξουν ψανταστικά υπόλοιπα (μπεκαέδες), τούς εστησαν καρτέρι οι κομιτατζηδες μακρυά απ' τό χω­ ριό, τήν ωρα πού εψευγαν καί τούς σκότωσαν. Καοά.λλα στο πεpήψανο άλογο του Άμπντουλλαά κρατώντας στο χέρι τό τουψέκι του, παρουσιάσθηκε στο χωριό δ δάσκαλος. -Ar ! Τί λέτε τώρα; Τά βλέπετε; ψώναξε στους κατά­ πληκτους χωρικούς. Τό Κομιτάτο δεν αστειεύεται. 'Έτσι θά τήν πάθουν ολοι οί Τουρκοι καί οί ψίλοι τους. Ζήτω τό Κο­ μιτάτο, 13

Μ' δλη τους τήν καρδιά καί μ' αληθινό ένθουσιασμό φώ­ ναξαν και πολλοί χωρικοί «ζήτω». Τρία παιδιά από το χωριό ένώθηκαν ευθύς με τούς κομι­ τατζηδες. υΟταν τήν άλλη μέρα ήλθαν οί Τοuρκοι στο χωριό εστρω­ σαν 8λους σε άγριο ξuλο χωρίς καμμιά διάκριση α.ν ήταν «Ρούμ» (Ελληνες) η «Μπουλyκά.ρ». 'Άρπαζαν καί 8,τι εϋ­ ρισκαν. Τρείς μέρες και τρείς νύχτες εδερναν καί πλιατσι­ κολοyοuσαν. Πολλούς εστειλαν με συνοδεία στή φυλακή. Ό Παπακώστας καί δ Κίτσος τήν γλύτωσαν γιατί ετυχε ν' απουσιάζουν στήν πόλη. υΕνας άλλος 8μως ανεψιός του καί ενας απ' τούς ψίλους του Κίτσου έκετ πού τούς εσερναν yιά τή ψυλακή, ιiψου τούς σακάτεψαν στο ξuλο, τωσκασαν. Καί ιiναyκά.σθηκακν νά πaν με τούς κομιτατζηδες! οι φυλακισμένοι γύρισαν γλήγορα στά σπίτια τους &.ψου εφαyαν τήν τελευταία νύχτα στή ψυλακή άλλο αλύπητο ξu­ λο yιά το «σικτίρ πιλάψ» 8πως τούς εrπαν οι Τοuρκοι. ΕΙ­ χαν διαμαρτυρηθij οί Πρόξενοι της Ρωσίας καί Αύστρο Οόyyαρίας. Κάποια ήσυχία στο χωριό ξαναγύρισε. Μιά βραδυά δμως δυο κομιτατζηδες εβαλαν στά καλά καθούμενα κά.τω τον παληό γραμματοδιδάσκαλο καί τουδω­ σαν με δυο χοντρά ξυλα πολύ περισσότερα απ' τμ «τεσσαρά.­ κοντα». Δεν τοϋ είπαν τίποτε. Μά δ ψτωχός καμπούρης κα­ τάλαβε. 'Έμασε τό πρω·t τά ρουχαλά.κι.α του καί εψυγε απ' τό χωριό πλαyιασμένος απ' τό ξuλο σε μιά βοδάμαξα. Άναγκά.σθηκακν να ψύyουν στήν 'Αμερική καί δ Κίτσος με τούς δυο ψίλους καθως καί μερικοί άλλοι. 'Εμπρός γκρε­ μός ΚΙΧί πίσω ρέμμα... Δέν μπορουσαν να ταχθοuν με τούς κομιτατζηδες ουτε με τούς Τούρκους. Μια άλλη νύχτα τρείς κομιτατζηδες ξεσήκωσαν &.ρον - &.­ ρον &.π' τό πρωτόγονο στρώμα τον Παπακώστα καί σπρώ­ χνοντας καί σέρνοντας τον ιiνέβασα.ν βιαστικά ψηλά στο βου­ νό. 'Ήταν έκεί κι άλλοι σύντροφοί τους. Ό Παπακώστας πηρε κάποιο θάρρος καί κά.θησε σε μιά πέτρα λαχανιασμέ­ νος νά ξαποστά.ση. -Είμαι γέρος, εΙπε. 'Ένας δμως βοεβόδας με μεγάλα μαλλιά καί γένεια τον εσπρωξε καί τοδπε : -Για κύτταξε τραγόπαπα καί μπροστά. σου ... 14

Εrδε ενα νεοσκαμμένο λάκκο! -Αϊ! Τόν 6λέπεις του ξανά.πε. Σ' &.ρέσει;! Καταλα6αί· νεις γιά. ποιόν εΙναι... Ό Παπακώστας σιωπουσε. -Εrναι γιά. παληανθρώπους σά.ν καί σένα πού δεν 6οη� θουν τόν &.γωνα της λευτεριάς. -Τί εκαμε; διαμαρτυρήθηκε. 'Ακούστηκε τότε μιά. έπιτακτικη ψωνη &.πό τό σκοτάδι. -Πές του καθαρά. θά. τόν κουκουλώσουμε στό λάκκο γιατ! εfναι &.κόμα γραικός καί δεν πηγαίνει νά. δηλώση δτι ε!ναι Βούλγαρος. Όπως τόν γέννησε ή μάνα του. Ό Παπακώστας εσκυφε τό κεcρά.λι. -"Άκουσες τόν &.ρχηγό; ξαναε!πε δ 6οε6όδας. Τί θά. κάμης; Θά. ύπακούσης; 'Ή θά. προτιμήσης νά. μπης στόν τάψο; Τί λέει τό ξεροκέψαλό σου; Γιατί δεν μιλα.ς; �Τί να πω; -Νά. πης αν θά. πα.ς νά. δηλώσης πώς ε!σαι Βούλγαρος. Καί τί είσαι παληογά.ϊδαρε; Γραικός; 'Από που εως που; Δεν ξέρεις καλα - καλα τά. έλληνικα 6ρωμότραγε... -Ε[μαι σαράντα χρόνια παπα.ς, ψιθύρισε. Παπα.ς καί δ πατέρας μου, δ πάππος μου, κι' δ προπάππος μου. -Καί μ' αύτο τί; ! Δεν ·eά. γίνης χότζας... Ό Πάπακώστας σιωπουσε. -Δεν τό κατά.λα6ες; ξαναείπε ή ψωνη του &.ρχηγου. Δεν θέλει νά. μπη στον ϊσιο δρόμο, ουτε 6ά.νει μυαλό ... Μένει πι­ στός στό 6ρωμοπατριαρχείο καί την γυψτοελλά.δα του ... -'Ά! 'Έτσι, ψώναξε δ 6οε6όδας. Καί γύρισε σ' ενα κομιτατζη. -Πάρτον, έπpόσταξε. Κάμε τη δουλειά. σου ... Τέτοιο κε­ ψά.λι;... 'Εκείνος ε6γαλε ενα μεγάλο μαχαίρι καί &ρπαξε τόν πα­ πα. &.π' τά. άσπρα μαλλιά.... -Δόστου πέντε λεπτά. προθεσμία για να σκεψθη καλλί� τερα, ξανακούσθηκε ή ψωνη τοϋ &.ρχηγου. Πέρασαν δεκαπέντε λεπτά.. Ό Παπακώστας καθόταν σκυ­ ψτός, &.κίνητος καλ σιωπηλός στην άκρη του τά.ψου. -'Ά! Ή άμαpτία δική του, ξαναείπε δ άρχηγός. Δεν θά. χά.νωμε την ωρα μας μαζύ του. Παράγινε. Ό δήμιος κομιτατζης τον ξανά.ρπαξε άπο τά. μαλλιά. καί 115

ακούμπησε τό μα.χα.ϊρι στό λαιμό. Μπηκα.ν δμως στη μέση &λλοι κομιτα.τζηδες. -Δόστου αρχηγέ, εΙπα.ν, μερικές μέρες προθεσμία. να. σκεψθη καλλίτερα.. Σε πα.ρα.κα.λουμε πολύ... ΕΙνα.ι πεισματά­ ρης. Μα. θα. τό κα.τα.λά6η κα.ί θα. μιλήση κα.ί μέ την πα.πα.­ διά.... Είναι γιά την λευτεριά μα.ς. Κα.ί τόν & ψη σα.ν. Ό Πα.πα.κώστα.ς ε!χε πάρα. πολλούς ψίλους κα.ί συγγε­ νείς σε πολλά χωριά κα.ί ήτα.ν γενικά σε6α.στός κα.ί αγαπη­ τός. Φο6ήθηκα.ν τόν αντίκτυπο. Του ξα.νάπα.ιξα.ν την ϊδια. ψριχτη κωμωδία. &λλη μιά νύχτα.. Τόν ε6α.λα.ν μάλιστα. νά σκάφη δ ϊδιος τόν λάκκο του! Κα.ί τόν κράτησαν μέσα. ώρες. Μιάν &λλη δμως νύχτα. πού ξα.να.κτύπησε ή πόρτα. του, για.τι μια. έτοιμοθάνα.τη γρηά ζήτησε να. της δια.6άση ευχή, δ Πα.πα.κώστα.ς νόμισε πώς ήτα.ν πάλι οί κομιτα.τζηδες κα.ί επα.θε συγκοπή... 'Ανήμερα. τό Πάσχα., στη Δεύτερη 'Ανάσταση, δ έπίτ_ρο­ πος Στα.σίνης μί, πέντε &λλους σηκώθηκαν ξα.ψνικά, εδιωξ;α.ν τόν πα.ληό δεξιό ψάλτη, πηρα.ν τη θέση του, κα.ί &ρχισα.ν να. ψέλνουν Βουλγάρικα.! Μερικές γυναίκες μονάχα. δια.μα.ρτυ­ ρήθηκα.ν. Οι λίγοι &νδρες εσκυψα.ν τό κεψάλι... 'Έ6λεπα.ν τόν δάχτυλο του πρώην 6ουλγα.ροδάσκα.λου κάί μεγά.λου τώρα. 6οε6όδα.. Πολλές Κυριακές συνέχεια. έξα.κολούθησα.ν νά ψέλνουν τη δόξα. του θεου της αγάπης κα.ί της είρήνης Βουλγάρικα. κα.ί απ' τόν αριστερό κα.ί απ' τόν δεξιό ψάλτη. Μιά νύχτα. δμως τα. μουλάρια. του Στα.σίνη κα.ί των πέντε συντρόψων του καθώς κα.ί δ γάϊδα.ρος του Πα.πα.νάστου εκα.­ μα.ν ψτερά! Κ&τι ακόμα. χειρότερο επα.θε δ Στα.σίνης. Τοϋψυγε την ϊδια. νύχτα. ή νύψη του Ντα.ψίνα., γυναίκα. του γυιου του κα.ί μα.κρυνη συγγενης του Πα.πα.κώστα.. Πήρε μα.ζύ της κα.ί τό μικρο κοριτσάκι της. Πηγε στόν 'Έλληνα. Μητροπολίτη, πήρε διαζύγιο κα.ί ξα.να.πα.ντρεύτηκε σε &λλο μα.κρυνο χω­ ριό δπου δεν πα.τουσα.ν οί κομιτα.τζηδες. Ό Στα.σίνης εκλα.ιε τώρα. το μουλάρι, το κοριτσάκι κα.ί τίς 10 λίρες πού εΙχε με­ τρήσει γιά νά πάρη την Ντα.ψίνα.. Είχα.ν χα.τα.στρώσει τη συνωμοσία. ή Κίτσα.ινα., ή πα.πα.δια. κα.ί δυο &λλες γυνα.ϊκες. Βρηκα.ν ενα. γκύψτο γνωστό «&.λογοσούρτη», τον εψερα.ν μια. 1·6

6ροχερη νύχτα. με την παρέα. του στο χωριό κα.ί τοϋδειξα.v τ� εξι μουλάρια. κα.ί το γα.ϊδοϋρι τοϋ Πα.πα.νάστου πού επρε­ πε νά πάρουν... Ό πα.ληος δεξιός ψάλτης ξαναγύρισε τώρα. άνενόχλητος στη θέση του. Φάνηκαν τέλος κα.ί τά έλληνικά σώμα.τα.. Ό Κίτσος γύ­ ρισε εύθύς άπ' την ΊΑμερικη με τούς δυο ψίλους του κα.ί 6γηκα.ν στο κλαρί. Ή δια.μάχη πιά δεν γινόταν με 6ρισιές κα.t γροθιές, μά μέ τά δπλα..

ΜΑΡΙΚΑ uΟλοι οί Τοϋρκοι άπ' τά χωριά της Κοζάνης, άπ' την Λα.ψίστα. (Νεάπολη), τά Κα.ϊλάρια. (Πτολεμα.·tδα.), τά Σέρ6ια. ϊσα. με την 'Ελασσόνα., είχαν ξετρελλα.θη με την Μαρίκα., μιά κοπέλλα. άπ' την Πόλη με μα.ϋρα. κα.ί ψλογερά μάτια. κα.t πλούσια. στήθια. πού τρα.γουδοϋσε κα.ί χόρευε. Οί δημό­ σιοι ύπάλληλοι, οί άξιωμα.τικοί της Κοζάνης -α.λλοι Τοϋρ­ κοι δεν υπηρχα.ν- καθώς καί ο[ μπέηδες κα.ί άγάδες άπ' τά χωριά ξενυχτοϋσα.ν μερακλωμένοι στο χα.μηλοτάυα.νο κα.ί γε­ μάτο καπνούς καψενείο δπου «δούλευε». uΟτα.ν ελεγε κανένα παθητικό άμα.νέ η χόρευε τον. «χορό της κοιλιάς» κα.ί σέ κύττα.ζε στά μάτια, ε ! τότε ητα.ν ετοιμοι νά τά «κάψουν δλα.» κα.ί δέκα. τσιψλίκια. ό καθένας. Είχε γίνει τ' ονομά της στην αντίληψή τους συνώνυμο μέ την χορεύτρια. κα.ί «Μα.ρίκες» ελεγα.ν δλες τίς «σιαντόζες». Στον α.ρραβωνα. τοϋ Δήμου Πα.πα.κωνστα.ντίνου, yυιοϋ με­ γάλου «τσιορμπα.τζη» της Κοζάνης μέ μιά πολύψέρνη δε­ σποινίδα. α.π' την Θεσσαλονίκη η την Πόλη, πού την ελεγαν Μαρίκα, ό άψοσιωμένος Τοϋρκος ύπηpέτης τους ήταν περί­ λυπος «μέχρι θανάτου». Νόμιζε πώς ή μέλλουσα. κυρά του ήταν άπ' τίς γνωστές «Μα.pίκες» ... Κοντά της ητα.ν ό Γιαννάκης Δεδίλης, ενα.ς κακόμοιρος άνθρωπάκος, 6ραδύγλωσσος κα.ί τραυλός πού επα.ιζε λα.οϋτο. Τήν άκολουθοϋσε παντοϋ σάν σκιά. 'Ήταν ό Δεδίλης κα.ί ό εμπιστος ύπηpέτης, αντιπρόσωπος καί μυστικοσύμ6ουλός της. Οί Τοϋpκοι τον περιποιοϋντα.ν, τον κερνοϋσα.ν, τοϋ πε17

τοϋσα.ν μετζήτια. μέ την έλπίδα. νά πη κα.νένα. κα.λο λόγο στην μεγάλη κα.λλιτέχνιδα. κα.ί κα.λλονή. Ή «'Επιτροπή» της Κοζάνης, α.ύτον 6ρηκε τον κα.τα.λλη­ λότερο γιά νά πηγα.ίνη κα.ί ψέρνη γράμμα.τα. &π' τή Λάρισα.. Ποτέ οί Τοϋρκοι δέν μποροϋσα.ν νά τον όποπτευθοϋν κα.ί &κό­ μη λιγώτερο 'ΙCΧ τοϋ κάμουν κα.ί το πα.ρα.μικρο κα.κό. 'Ήτα.ν τόσο κα.κόμοιρος κα.ί τόσες έλπlδες στήριζα.ν πάνω του! Δεδίλης κα.ί Μα.ρίκα. δέχθηκα.ν μέ προθυμία. κα.ί ένθουσια.­ σμό. Πηγα.ν τά γράμμα.τα. δυο ψορές μα.ζύ στη Λάρισα.. υΟπως ελεγε επειτα. ή Μα.ρίκα. σέ Τούρκους εΙχε έκεϊ θρ1α.μ6ο. Οί Γιουνάνηδες &ξιωμα.τικοί της ψιλοϋσα.ν γονα.τιστοί το χέρι κα.ί της εδινα.ν μεγάλα. μπουκέτα. μέ πα.νώρηα. λουλούδια.. Την κρα.τοϋσα.ν μέ το ζόρι στη .Λ,άρισα.. Της ετα.ζα.ν λίρες κα.ί δια.μα.ντικά μέ ούρά. Μά α.ύτή! ... ΕΙχε μεγα.λώσει κα.ί ζήσει μέ Τούρκους... Δεν μποροϋσε νά κάμη μα.κρυά τους. Τον εστειλε &λλες δυο ψορές στη Λάρισα. νά της ψέρη ποϋδρες, λε6άντες, τουα.λέττες πού τίς εΙχε πα.ρα.γγείλει, ελεγε, ίσια. στο Πα.ρ_ίσι. Ξα.να.πηγε κα.τά τά τέλη τοϋ Σεπτέμ6ρη τοi;ί 1904. Πη­ γε γράμμα.τα. κα.ί πηρε &λλα., πού ήτα.ν πολύ σημα.ντικά. -Κα.κομοίρη μου &νοιξε τά μάτια. σου δεκα.τέσσερα.... "Αν τά πιάσουν, χάθηκες κα.ί σύ κα.ί πολλοί Κοζα.νίτες, τοϋ είπε δ λοχα.γος Άνα.γνωστόπουλος. Ό ψτωχος Για.ννάκης πηρε τά μέτρα. του. Πηγε σ' ενα. Λα.ρισινο τσα.γκάρη κα.ί τον ε6α.λε νά τοϋ προσθέση δεύτε­ ρο πάτο στά πα.πούτσια. του. 'Εκεί μέσα. εχωσε τά γράμμα.­ τα.. Κα.ί ξεκίνησε μέ τον Γεώργη Κα.ρα.λιόλιο. Ποτέ εως τώ­ ρα. ο[ Τοϋρκοι δεν τοϋ είχα.ν κάμει κα.ί τή μικρότερη ,•ερευ­ να.. 'Ήτα.ν δυνα.το νά τοϋ ξηλώσουν τώρα. τά πα.πούτσια.; ! Σιγοσψύριζε στο Κοζα.νίτικο άμάξι τίς ώρες πού περνοϋσα.ν τον μονότονο θεσσα.λικό κάμπο. Σάν πέρα.σα.ν δμως τά σύνορα. κα.ί μπηκα.ν στο «Τούρκι­ κο» ενα.ς κα.ινούργιος «κομισέρης» μ' ενα.ν &γνωστο «πολί­ τσψ τούς επια.σα.ν κα.ί τούς δυό, τον &πομόνωσα.ν κα.ί τον εκλεισα.ν σ' ενα. δωμάτιο. οι πα.ληοί &στυνόμοι κα.ί τελωνεια.­ κοί τοϋ Στα.θμοϋ γελοϋσα.ν κ.α.ί τοϋ εκα.μα.ν νοήμα.τα. νά μή ψο6ηθη. Νόμισε πώς τοϋ επα.ιζα.ν ψάρσα.. Μέ ψρίκη δμως είδε νά τοϋ &νοίγουγ γλήγορα. τά πα.πούτσια κα.ί νά 6γάζουν τά ψο6ερά γράμμα.τα.! ... Λίγο ελλειψε νά πάθη συγκοπή. 18

'Έτρι6α.v από κατάπληξη τά μάτια. οί παληοί αστυv6μοι καί τελωνειακοί. Ό καινούργιος κομ.ισέρης τούς ερριχvε θpιαμ6ευτικες ματιές. Τοϋ εΙχα.·, είπεί πως άδικα. θά εκαμε τόν κόπο νά ψάξη τόv καλό καί ψτωχό Γιαννάκη τους... Ό κομισέρης θέλησε vά επωψεληθη απ' τήv πριίJτη ταρα­ χή τοϋ Δεδίλη κα.ί νά τοϋ πάρη αμέσως τήv κα.τάθεση με τήv ελπίδα. 8τι θά τά δμολογοϋσε 8λα.. Μά ήταν ζαλισμένος σάv vά εΙχε πιεί πολλές όκάδες ρα.κή... Κα.ί ψεύδιζε αvυπόψορα.. Κάθε συνεννόηση ήταν αδύνατη.. . 'Ήλθε τηλεγράψημα. απ' τόv Μουτεσαρίψη (νομάρχη) Σερ6ίωv vά τόv στείλουν τb γληγορώτερο στήv Κοζάνη. Εί­ ξεραv οί Τοϋρκοι δτι προορίζοvτα.y γιά εκεί τά γράμμα.τα. Τόv ε6αλαv δεμένο σ' εvα. &μάξι μαζύ μέ τά γράμματα καί γερή συνοδεία. Ό Κα.ραλιόλιος πού εΙχε επίσης δυό επιλήψιμα γράμμα.τα πάνω του, μά λιγώτεpο σημαντικά, τά κατάψερε με 5 λίρες yσ, τ' αvτικατα.στήση με α.λλα κα.θαρά εμπορικά. Ή εϊδηση εψθα.σε 8πως 8λες οί κα.κές είδήσεις γλήγορα. στήv Κοζάνη. Συγκεντρώθηκε αμέσως ή «'Επιτροπή» στο γρα.ψείο τοϋ Στεργ. Παπαργυροt.ίδη μέσα. στήv «'Ιεράv Μητρόπολιv Σερ6ίωv κα.ί Κοζάνης» μέ τόv ώρα.ίο καί πρωτ6τυπο αρχιτε­ κτονικό ρυθμό. 'Έκλα.ια.v τή μοίρα. τους. Ή μεγάλη ψυλακή τοϋ Μονα­ στηρίου ήταν τό σίγουρο κα.τα.στάλα.γμά τους... Πα.vηγυρική αποτυχία καl καταστροψή απ' τά πρωτα σή­ ματα.! Δεν ψο6όvτα.y 6έ6αια. πως θά μποροϋσαy ΥΙΧ διαβάσουν οί Τοϋρκοι τά κρυπτογpαψικά γράμμα.τα 8σο πρόχειρο κα.l πρωτόγονο καί ίiy ήταν τό σύστημα. Ό γυμνασιάρχης Λιοt.ί­ ψης εΙχε ψέρει τήv «κλείδα.» απ' τή Λάρισα. Μά δεν θά ψαvέρωvε με λίγους μπάτσους δ Δεδίλης ποϋ τά εδιvε κα.ί από ποϋ τά επαιρvε; Τούς εϊξερε 8λους. Ό γιατρός Ρεπα.vaς άρχισε vά λέη πως δ Δεδίλης ψευ­ δίζοντας τά ξερνοϋσε 8λα. Γέλα.σαν πικρό γέλιο. Λίγες ελ­ πίδες τούς εδωσε δ Γιάννης Πλα.κοπίτης πού ψώvα.ξ� από εξω. «"Αϊ τ' αρνί απ' τοϋ ποδάρ'», πού έσήμα.ιvε 8τι εως εκεί­ νη τή στιγμή δ Δεδίλης δεν είχε είπεί τίποτε. Πα.ρακολου­ θοϋσε με άλλους τό δικαστήριο καί τήv αστυνομία γιά vά 19

μά.θοuν τί ελεyε. Ό Δεδίλης έξακολοuθοϋσε νιχ παριστά.γη τον ζαλισμένο και ιiπο6λακωμένο. Μιχ τή νύχτα πού θιχ τον κατέ6αζαν οι ιiστuνομικοί στο μποuντροϋμι καί τον εστρωναν στο ξϋλο θιχ 6αστοϋσε;! Ή Μαρίκα ιiποuσίαζε στή Νεά.πολη. 'Ήλθε ιiρyιχ τή νύχτα με το άλογο ένός μπέη. 'Έτρεξε σε γνωστούς καί ψίλοuς Τούρκους, εδωσε καί ύποσχέθηκε πολ­ λά.... Κατώρθωσε νιχ ψύyη τήν άλλη μέρα δ Γιαννάκης της yιιχ τό Μοναστηρι με μιιχ πρόχειρη ιiπολοyία πού ήταν γε­ νική καί καθολική άρνηση. Δεν ύπηρχε ψό6ος νιχ «μιλήση», στό Μοναστηρι. θιχ προσ­ παθοϋσε νιχ δια6ά.ση τιχ κρuπτοyραψικιχ δ Τοuρκοκρητικός βοηθός τοϋ Βαλη, Σιναση 6έης, θιχ παραλά.6αιναν δμως τον Δεδίλη καί άλλα χέρια πολύ φημμένα σ' αύτες τίς δου­ λειές. Καταδικάσθηκε δ ψτωχός Γιαννάκης 2}1:i χρόνια ψuλακη ιiπ' τό «'Έκτακτο Δικαστήριο». Κανένας άλλος δμως δεν ένωχλήθηκε.

ΞΥΛΟΠΟΛΙΣ Ή Λιyκο6ά.νη της περιοχης Λαγκαδά, σήμερα Ξuλόπολη, είναι ζωντανό παρά.δειγμα τοϋ λυσσαλέου ιiλληλοσπαραyμοϋ με ιiπίστεuτα έπεισόδια, πού ξεσποϋσε στιχ σλαuόψωνα χω­ ριιχ δποu ό Βοuλyαρισμδς είχε παρασύρει εγα μέρος των κατοίκων. Είχε ιiποκτήσει 6οuλyαρικη μερίδα καί χωρίστηκε σε δuό έχθρικιχ στρατόπεδα ιiπ' το 1872, δπως yρά.ψει στην πολυσέ­ λιδη ιiνέκδοτη μελέτη του δ γηραιός Ξυλοπολίτης Άθαν. Πά.σχος. 'Από' τότε, 40 χρόνια συνέχεια, δεν πέρασε οϋτε μιιχ μέ­ ρα χωρίς καυγά.δες, συμπλοκές, ψ6νοuς, έξαψανίσεις, συκο­ καντίες, ραδιουργίες!!! Παληοί στενοί συγγενικοί δεσμοί καί ψιλίες πηγαν περίπατο. Μά.λωνα.ν, ιiλληλοϋ6ρίζοντα.ν, ιiλληλοκατηγοροϋνταν yιιχ λογαριασμό δυο διαψορετικων έ­ θνων στην rδια διά.λεκτο... Ό έψημέριος τοϋ χωριοϋ Παπαyεώργης, ιiyρά.μματος καί ιiνεμά.νθρωπος, πού θιχ χειροτονήθηκε ιiπό κά.ποιον Μητροπο20

λίτη γιατί μέτρησε μερικές λίρες, λιποτά.κτησ? ξαψνικά. και πηyε μέ τούς Βουλγάρους yιά. 10 μετζήτια (λιyώτερα άπό 2 λίρες), πού τοϋ εδωσαν οι Βούλγαροι. Τόν εστειλαν και σέ κάποιο ψροντιστήριο νά. μά.θη καί τά. βουλγαρικά. γράμ­ ματα. Φωτίστηκε δμως εκεί τόσο δυνατά. πού εχασε τό δικό του ψως ! Γύρισε στό χωριό θεότυψλος καl περιψρονημένος, άψοϋ ήταν άχρηστος πιά. καl στούς Βουλγάρους... Οι χωρια­ νοί πού είδαν στό ψοβερό πάθημά του τη θεία δίκη, τόν ύπο­ δέχτηκαν με yιουχαϊσμούς. Σε λίγες μέρες πέθανε. Ό μου­ χτάρης (πρόεδρος) τοϋ χωριοϋ Γεώρy. Χαριζάνης, εyραψε στόν τά.ψο του : Έδω σαπίζει ό 'Ιούδας Παπαyεώρyης πού πρόδωσε yιά. δέκα μετζήτια. Ό Χαριζά.νης εΙχε γίνει μουχτάρης, γιατί .ό προκάτοχός του Στοyιάννης Τούyιος δταν τοϋ ρίχτηκαν οι Βούλγαροι νά. τοϋ άρπά.ξουν την πολύτιμη σψραyίδα καί τοϋ εδιναν δέκα λίρες, άντιστά.θηκε καl τούς χτύπησε, δεν επωψελήθηκε 8μως άπ' την ευκαιρία νά. ξεκάμη καl κανένα άπό δαύτους. Ό Χαριζά.νης δεν κράτησε πολύν καιρό τη μουχτάρικη σψραyίδα καl την εξουσία. Μιά. μέρα πού καθόταν· εξω άπό ενα, καψενεδά.κι, πέρασε ό άστυνομικός σταθμάρχης μαζύ με τόν Βούλγαρο μουχτά.ρη. Οι Τοϋρκοι είχαν άναyνωρίσει στό μεταξύ καl βουλγάρικη κοινότητα στό χωριό καl είχαν γε­ νικά. μη στάξη καί μη βρέξη τούς Βουλγάρους. Ό Τοϋρκος άστυνόμος κάθησε κοντά του παρασέρνοντας καί τόν προστα­ τευόμενό του Βούλγαρο. Ό Χαριζά.νης άναyκά.σθηκε νά. τούς κερά.ση. Φιλοτιμήθηκε καl ό Βούλγαρος συνάδελψός του καl κέρασε καl αυτός. Γιά. νά. τον περιποιηθη μάλιστα. καλλίτε­ ρι� πηyε στόν πάγκο νά. έτοιμά.ση καλό μεζέ κα.l οδζο. Γύρισε μ' ενα. πιάτο μεζέδες κα,l μεγάλα. ποτήρια. οδζο κα.l εβα,λε τό ενα. μπροστά. στόν Χα.ριζά.νη πού πέθανε σε λίγες &ρες μέ ψρικτούς πόνους στην κοιλιά! ... Στούς συγγενείς τοσ· ψα.ρ­ μα.κωμένου πού εκλα.ια.ν κα.ι δια.μα.ρτύροντοίν, ό λα.μπρος ά­ στυνομικος σταθμάρχης είπε στα.υρώνοντα.ς τά. χέρια: ΕΙνα.ι δουλειά. τοϋ 'Αλλά.χ. Τί μπορώ νά. κάνω εγώ;! ... Με την άποσκίρτηση κα.l τbν θάνατο τοϋ Παπα.yεώρyη of. δικοί μα.ς εμειναν χωρίς εψημέριο, ενώ οι Βούλγαροι εί­ χαν ψέρει τό μορψωμένο Παπα.yιοοά.νη πού εfξερε κα.l καλά. Έλληνικά. &κόμη κα.l Γαλλικά. Άνα.yκά.ζοντα.ν •ιά. κάμουν τlς κηδείες χωρίς ιερωμένο! Δεν μποροϋσα.ν νά. ψέρουν ξένο πα.πα yια.τί οι Βούλyαροι ωρyανωμένοι τόν ξυλοψόρτωνα.ν ... 21

Τούς καταπατοϋσε τα. οίκόπεδα... Οι Νικόλαος Δημητρίου καl Δαυtδ 'Αγγέλου πού εφεραν παπά ά.π' άλλο χωριό για. να. 6αφτίση τα. μωρά τους, είδαν να. κό6εται στή .J-Lέση το «μυστήριον». Οί Βούλγαροι κακοποίησαν καl εδιωςαν τούς παπάδες. Ή ά.στυνομία έμεινε ουδέτερη, ετοιμη να. 6οηθήση τούς ταραχοποιούς. 'Ωστόσο δ ά.ρχιτσέλιγκας και .προύχοντας Βασίλης Βαγ­ γέλης ένθουσιασμένος γιατί δ θεός τουδωσε δυο δίδυμα &,. γοράκια κάλεσε τον Παπα6αγγέλη ά.π' τή Μπέρο6α να. τα. 6αφτίση. 'Ήταν πλούσιος «τσιορμπατζης», εfχε 6οηθήσει και ευεργετήσει πολλούς. Ποιός θα. τολμοϋσε να. χαλάση τα. 6αφτίσια του;! 'Έ6αλε καl τέσσερα σφαχτα. στή σού6λα. Πραγματικα. κανένας δέν ένώχλησε τον Παπα6αγγέλη. 'Άρ­ χισε ή ίεροτελεστία μέ ά.πόλυτη τάξη. Πηραν θάρρος καl 'ijλθαν στήν έκκλησία και οί φο6ισμένοι_ καl διστακτικοί. Μα. ξάφνου είσώρμησαν στήν έκκλησία μιι?: μεγάλη παρέα ρεμπε­ σκέδες, ώπλισμένοι μέ χοντρα. ξϋλα και μεθυσμένοι ά.πό κρα­ σί και φανατισμό. Και άρχισαν τlς κραυγές: Βρέ τραγόπαπα, 6ρέ τραγογένη, 6ρέ μασκαρά τί γυρεύεις στο χωριό μας καl το μαγαρίζεις;! γ Προμαχιτίί>ν πού περπατοίίσαν ψορτωμένοι 6 - 7 ώρες νύχτά, μέσα στο δά.σος καί τά χιόνια. Δέν ε[χαν τήν ευκαιρία, δπως τό καλοκαίρι νά σψά.ξουν κριάρια καί νά τά γυρίζουν σιγά. - σιγά. στήν σούβλα. Γιά νερό ελυωναν χιόνι σ' ενα τσουκάλι. Ή νεροσυρμή ε[χε χαθη κάτω από &πα.τα χιόνια. 114

Κ6πηκαν τά τραγούδια, σώθηκαν καί τά παραμύθια. Στα­ ιiτησε καί ό Νώντας τίς περίψημες ίστορίες του γιά μπέη­ � δες πού επιανε «σκλάβους» στην 'Ανατολή καl επαιρνε λί­ ρες με ούρά καί με τό τσουβάλι. 'Άρχισε ή πληξη. Τή μιά μον6τονη ήμέρα, άλλη μον6τονη κι' &παράλλα­ κτη την άκολουθοϋσε καl τό «αδριο πιά με αυριο δεν ε­ μοιαζε». Καμμιά άλλαγη, καμμιά προσπάθεια ... Τεμπ'λιά. κι σ Αγιος ού θι6ς, δπως ελεγε δ Νώντας. Μά ή κούραση &π' την &κινησία εΙναι ή χειρ6τερη. Βαρέθηκαν τά χι6νια, τά _χιονισμ.ένα πεϋκα, τούς γυμνούς βράχους, τίς καλύβες &πό έλάτινα κλαδιά, πού εστα­ ζαν, τά ξύλα πού εκαιαν στην cpωτιά, τά κατεβασμένα μοϋ­ τpα των συντρ6ψων πού &.ντίκρυζαν! ... Βαρέθηκαν και τον έαυτ6 τους! Δεν ήξεραν τί ήθελαν. Είχαν ενα δυσάρεστο κι αποπνι­ κτικό συναίσθημα. σάν νά εΙχαν κα.θησει δλα. τά χι6νια στην ράχη τους. Ν 6μιζα.ν πώς εΙχαν βουλιάξει γιά καλά κα.ί σά­ πιζαν ΟΠU)ς τά στάσιμα νερά. Μία &π6κρυψη δύναμη τούς εσπρωχνε κάτι όπωσδηποτε νά. κάμουν και νά 6ά.λουν τέ­ λος σε μιά κατάσταση πού μέρα με την ήμέρα. χειροτέ­ ρευε. 'Αργία μητηρ πάσης κακίας. Οι άντρες του Βολά.νη διατηροϋσα.ν το κέψι τους και ο Μανώλης δέν επαψε τά πειράγματα. 'Ήταν παλαίμαχοι, εί­ χαν κά.μη την εκδρομή στην Γραδέσνιστα και ετρεψα.ν τήν ελπίδα νά ψύγουν σε λίγες βδομάδες «κά.τω» στην Άθηνα. καl στην Κρητη. Ό Βρ6ντας ήρθε στο Μορίχο6ο τό Νοέμβρη (1906). Χιό­ νιζε δυνατά. κείνη την ήμέρα. 'Από τότε οί άντρες του, πα.­ τοϋσα.ν &διά.κοπα χιόνι ι.ιέ τά τσαρούχια τομς, πολύ λίγο πp6σψορα.. Και εΙχαν άλλους δέκα μήνες μπροστά. τους! ... 'Ένοιωθαν βαρύτερη την πληξη κα.ί την δυσψορία. Κα­ ταλάβαιναν τόν κίνδυνο κα.ί οί άρχηγοί. Ό ύπα.ρχηγός Λαύ­ ρας (Ύπίλαρχος Π ηχεών), πρότεινε νά γυρίσουν στο Μο­ pίχοβο καί δπου τωβγανε ή άκρη... Ή 'Επιτροπή δμως της Γpαδέσνιστας, είχε παραγγείλει νά. μή τό κουνήσουν πριν πάρουν πρόσκληση της. 'Q Βολά.νης εϊξερε επίσης τό &ντι­ ψάρμακο. Τον περασμένο 'Οκτώβρη πού εΙχε ζητήσει πάλι 1[6

καταψύγιο στήv Καρατζόβα &π' «ήv Τουρκική δίωξη, εκαμε «Πρά.ξη». Κτύπησε κά.ποιο χωριό. -Τά άτιμα τά χιόνια! ελεγε καί ξανά.λεγε στενοχωρη­ μένος ό Βρόvτας. "Αν εΙχα vά κάμω με τακτικούς στρατ,ω. τες θά τούς εβαvα &σκήσεις τρείς ώρες το πρωt, τρείς ώρες τό &πόγευμα. Μά κάτι πηγε vά τούς πη ό Κονδύλης κα.ί τον γιουχάϊσαv! -Παληά.σκερο ! είπε &πογοητεμμένος δ Λαύρας. Καί ξάψvου εvα πρω·t το κακό· ξέσπασε. Εϊκοσι άντρες του Βρόντα, &κριβώς οί μισοί, τον &.ποκήρυξαv, χώρισα.ν 1tαί &vακήρυξαv &ρχηγό τους τον Παναγιώτη Φιωτά.κη! ... 'Ήταν εvας γιγαντόσωμος Κρητικός, πού είχε δράσει πρίv εvα χρόνο στο Μορίχοβο με δικό του σώμα από 40 αvδρες. Δεν του ξαvά.δωσαv ομως άλλο σώμα. Του κατα.­ λόγισαv, οπως ελεγαv, οτι δεν ετρεξε vά βοηθήση τον Σκα.­ λίδη πού τον εΙχαv &.ποκλείσει οί Τουρκοι στήv &.ριστερή δχθη της Τσέρvας. 'Ακολούθησε το σώμα του Βρόντα σάν άπλός όπλίτης η μικρός δμαδά.ρχης. Στή «μεγάλη μάχη» της Μπεσίστας, είχε &.ψήσει τον τοίχο, πού είχαν πρόχωμα. καί δρθιος, πελώριος, άδειασε πολλές δεσμίδες του οπλου του. Πικραμένος καί περίλυπος ελεγε ό Βρόvτας: -'Εκείνο πού δεν μπορώ vά εξηγήσω, είναι οτι εστασία.­ σαv αύτοί &.κριβώς πού τούς θεωρουσα καλλίτερους καί πει­ θαρχικώτερους. Μερικοί ήταν καί στρατιG)τες. Στά.θηκα.ν πιστοί πρώην ληστ.αί οπως δ Νώντας, ό Μπιά.λας! ... Ό Γ. Κονδύλης χαμογέλασε ,ότε. Εϊξερε οτι, γιά τό δικό του το χατηρι δεν είχαν ένωθη με τούς άλλους οπου εΙχαν καί ψίλους οί «πρώην λησταί». Μεσολάβησαν πολλοί χωρίς κανένα ομως &.ποτέλεσμcι. 'Αγύριστα κεψάλια &.ποδείχθηκαν ολοι οί «στασιασταί». Δέν είχαν παράπονα &.π' τον Βρόντα. 'Ήταν καλός... &.ξιωμα· τικός. Μά ήθελαν γιά καπετάνιο_ εναv άλλο άνθρωπο, πού vά τούς εvοιωθε καλλίτερα, πού νά τούς πονουσε, θερμό, ζωηρό, &.νοιχτόκαρδο, εvαν λεβέντη πού νά είχε ψάει τήν μπαρούτη με τή χούψτα καί νά είχε όργώσει τουτα τά βουνά δπως ό Φιωτά.κης. Έ π α v ώ ρ θ ω v α ν καί μιά με· γάλη &. δ ι κ ί α πού του είχε γίνει. Το μόνο ϊσως ελάττωμα είχε ό Βρόντας, οτι 1Jταν σοβα­ ρός, αύστηρός καί κάπως ψυχρός. Ηο

Γύρισε άπρακτος καί ό Βολά.νης άπ' την επίμονη προ­ σπάθειά. του. UΕνας νεαρός δεκανέας του είπε: Γιά. την ε­ λευθερία δεν πολεμα.με καπετά.ν Γεώργη; 'Ελεύθερα κι ε­ μείς διαλέξαμε τον άρχηγό μας. Ποιόν πειράξαμε; θά. πο­ λεμάμε καl στο έξης καί άκόμα καλλίτερα. Ε[δε καί τον Φιωτά.κη «'Ένιψε τά.ς χείρας». Δεν είχε κουνήσει οϋτε τό δαχτυλάκι του... Τώκαμαν μονά.χα τους τά παιδιά.. "Αν τούς αψινε θακαμαv καμμιά. χειρότερη τpέλλα. Καί εκεί πού πήγαινε νά. πά.ρη τούς «άλλους», του εψυγε καί ενας δικός του, παληός όπαδός καί κοντοχωριανός του, μάλιστα, ό Γ. Κορνιλά.κης. 'Έπεσαν ολοι οί Κρητικοί πά.νω του. Ό Μανώλης, συγ­ γενής του πού είχε ύπηρετήσει καl στο παληό σώμα του Φιωτά.κη, τον άγκά.λιασε. -Κουζουλάθηκες;! Με τούς «τσαρουχά.δες»;! Τώρα πού φεύγουμε γιά. την Κρήτη; 'Έμεινε άνένδοτος. -Δεν μπορώ ν' άψήσω τον καπετά.ν Παναγιώτη χωρίς ενα δικό του, ήταν iι άπά.ντηση. Άνά.μεσα στους εί'κοσι δεν fιταν οϋτε ενας Κρητικός... Τα.χα.σε καί ό Κονδύλης. Τά. είχαν 6ά.λει καλ μαζί του οί «στασιασταί». Πηγε καί ρώτησε τον Βιτωλιά.νο: -Μήπως εχεις δια6ά.σει πουθενά. οτι προκαλουν κά.ποτε τσ. πολλά. χιόνια πυρετό η τρέλλα; -'Όχι. Καί εχομε πολλά. χιόνια στο Μοvα.στηρι. -Πώς άλλοιώς νά. τό εξηγήση κανείς; Δεν είναι δυνατόν... Κά.τι εχουν πά.θει. -'Έχω ίδη κά.που δεν θυμουμαι που, οτι στην Ρωσία στίς μικρές άπομονωμένες επαρχιακές πόλεις, οί άξιωματι­ κοί καί άλλοι δημόσιοι ύπά.λλ ηλοι ε6αζαv μιά. γεμά.τη κουμ­ πούρα σ' ενα ταψί καί το στριψογύριζαν στη ψωτιά. ! ΚαL οποιον επαιρνε ό χά.ρος. -Αυτό είναι. Ή τρέλλα. Καί τουτοι εδώ είναι ετοιμοι νά. σκοτώσουν... Τά. ε6αλαν μαζί μου. Γιατί;... Τί γιατί;... Ή τρέλλα... -Μώρ' τί τρέλλα καl κουραψέξαλα, είπε τότε ό Ν ώντας, πού μπηκε στην καλύβα, θέλ'νε 6ά.ρεμα τά. ζ'γά.ρια... Τί τούς τηρα.με; Καί εΙχε _ψίλους μέσα στά. ζαγάρια ό Νώντας. Μπορουσε 117

&.πό στιγμή σε στιγμή νά αρχίση δ &.λληλοσπαραγμός. Εύτυχως δ Φιωτά.κης, πηρε τους δικούς του καί κατέ. 6ηκε χαμηλότερα δπου εψτιασε καινούργιες καλύ6ες από έλατόκλαδα πάντοτε. Ηpθε τέλος τό μήνυμα απ' τήν Γραδέσνιστα νά γυρίσουν τά δυό σώματα στό Μορίχο6ο. Ξεκίνησε ά.ργότερα δ Φιωτά.κης. Σε χωριό · δεν πάτησε. 'Έγινε «περιπλανώμενος» στά μαy. τριά.. Ίπηρχε διαταγή του «Κέντρου» Μοναστηρίου που τόy αποκήρυττε, τόν χαρακτήριζε ληστή καί έπρόσταζε νά μή του δίνουν καμμιά ένίσχυση ουτε τροψή γιά νά γκρεμοτσα­ κισθη τό γληγορώτερο νά ψύγη. Οί 'Επιτροπές δμως των χωριων, σοψώτερες, του εστελ­ ναν τό ψωμοτύρι καί τό κρέας. Ό Βρόντας καί δ Βολά.νης εκλειyαy τά μάτια. Τέλη του Φλε6άρη δ Βολάνης &.ναχώρησε γιά «κά.τω». Μέρα κατέ6αινε &.π' τή Γρούσνιστα πρός τα Κονιά.ρικα γιά. νά. περά.ση νύχτα τήν Τσέρνα, που ήταν πλημμυρισμένη και τόν κά.μπο της Φλώρινας, Μοναστηρίου, που ήταν σκεπα· σμένος χιόνια, πά.γους καί &.ντάρα. 'Από ψηλά &.κούσθηκαν ξά.ψνου τουψεκιές. 7Ηταν δ &.ποχαιρετισμός του Φιωτά.κη. 'Έπειτα άπό λίγο κατέ6ηκε καί αύτός άποψασιστικά στόν κάμπο. 'Ακολούθησε τα 6ήματα του Σκαλίδη. . Εlχε καί κείνος «&.ποκηρυχθη» καί διαταχθη νά ψύγη &.π' τό Μορίχο6ο. Ίπά.κουσε καί εψυγε μά γιά νά κατε6η στόν κά.μπο ! Με γκά.ϊντες γύριζε &.πό χωριό σε χωριό! ... 'Ήταν μερικά «άμψί6ολα η ούδέτερα» χωριά.. �Οταν άντί· κρυσαν δμως έκείνα τα τρελλόπαιδα ψορτωμένα &.σημικά. κα! κουρέλια, νά γυρίζουν με γκά.ϊντες στόν κάμπο καί y' &.ψηψουν δλά.κερη στρατιά., που εΙχε τήν εδρα της στό Μο· να.στηρι, ετρεξαy να ταχθουν μαζί τους καί να τό δηλώ· σουν στήν ά.ρμόδια Τουρκική άpχή. Τό «Κέντρον» &.νακά.λεσε τώρα τήν &.ποκήρυξη, καί τόν έπρόσταξε νά γυρίση γλήγορα στό Μορίχο6ο. Σκοτώθηκαν δλοι στήν &.ριστερή οχθη της Τσέρνας {δέ· κα Κρητικοί κα! οκτώ Μοριχο6ίτες). Ό Φιωτάκης κι οί &ντρες του είξεραν τό πά.θημα του Σκαλίδη. 'Ωστόσο 6ά.δισαν πά.νω στα πατήματά. τους... 'Ί· 7

118

σως ήθελε ν' αποδείξη δ Φιωτάκης δτι δεν εψταιγε άν δεν μπόρεσε νά οοηθήαη τόν Σκαλίοη. ΕΙχαν την ϊδια τύχη. Στό μοναστηρι του Παραλόοου τούς κύκλωσαν δυό λόχοι «κυνηγών» πού επαιρναν συνέχεια ένισχύσεις. 'Έπεσαν δλοι. Ό Φιωτάκης οταν αδειασε ολα τά ψυσίγγια του, εσπασε ό άσημοστόλιστο μάνλιχερ σε μιά πέτρα καί τίναξε με τό π.ιστόλι τά μυαλά του. Οί «στασιασταί» πλήρωσαν ά.κριοά την «τρέλλα» τους. Ά­ πέθαναν δμως σάν αληθινοί άντρες.

το ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ Ό Φούψας (Άνθ) γός Ζαχαρ. Παπαδάς) ξεκίνησε τόν Φλεοάρη του 1907 γιά την τρίτη καί τελευταία έξόρμη­ σrι του ατή Μακεδονία. Λίγο αργότερα επεσε ατό Παληο­ χώρι, πού ψέρνει από τότε τό ονομά του. Πέρασαν τά σύνορα νύχτα, αψου πολλη ωρα διερεύνη­ σε δ αρχηγός την δροθετική γραμμή με τά κυάλια καί τούς ευζώνους τών συνοριακών σταθμών, γιά νά έξακριοώση που είχαν στήσει τίς ενέδρες οί Τουρκοι. 'Έρριχνε χιονόνερο. Μπηκαν ατό πυκνό δάσος καί προχωρουσαν σιγά σιγά, χωρίς νά κάνουν κανένα θόρυοο. Εύτυχώς τά πεσμένα κα­ ταγης σε παχύ στρώμα ξηρά ψύλλα �ταν μουσκεμένα ά.πό τά χιόνια καί τίς οροχές. Μπροστά πήγαιναν οί τρεϊς δδηγοί με ψιλά γουρουνο­ τσάρουχα, παλαίμαχοι τών συνόρων πού τά εΙχαν ξαναπερά­ σει πολλές ψορές με αλλα σώματα, καθως καί μέ... λαθρεμ­ πόρους καί κλέψτες. Βάδιζε πρώτος καί σε απόσταση ά.πό τούς αλλους δ ά.ρχηγός τους, δ Παπαγεώργης, λειτουργός του 'rψίστου μ' ενα μαυρο μαντηλι ατό κεψάλι, ενα του­ ψέκι ατόν ώμο καί σεγκούνι αντί ράσο, πού εϊξερε τόν τό­ πο πιθαμη πρός πιθαμή, εολεπε τή νύχτα σάν την μέρα και ετρεχε σάν «ζολάπι». Οί κακές γλώσσες ελεγαν πως παληότερα ήτανε δ ϊδιος λαθρέμπορος, εψερνε δηλαδή από τήν «Τουρκία» ζάχαρι, καψε και εκαμνε κλήριγκ με τσι­ γαρόχαρτο καί κυρίως δπλα κτλ. χωρίς 6έ6αια νά πολυ­ σκοτίζεται γιά ποιους προωρίζονταν... 'Άλλοι έπρόσθε:ταν 1'1.Θ

πώς ήτα.ν κα.ί λίyο ληστής... Τώρα. ετχε πιά &φιερωθη δ. λόψυχα. στόy &γωνα.. Περνουσε τά σώμα.τα. &πό τά γνώριμά του μονοπάτια. των συνόρων, μέ &πόλυτη σχεδόν &σφάλεια γιά λίγες μόνο δρα.χμές... Δια.μα.ρτυρήθηκε &ργότερα. δταν τά "?ύν�, ρα.» πηγα.ν μ� τούς Βα.λκα.νικούς πολέμους, μα.κρυά για.τι «εχα.σ·ε τό ψωμι του»... Προχώρησα.ν σέ · βάθος 4 · 5 χιλιόμετρα., δ ενα.ς κολλητά σ.:όν άλλο γιά νά μή χα.θουy στό πυκνό δάσος καί τό πυ­ κνότερο σκοτάδι. Μονάχα. δ παπάς πότε περπα.τουσε μέ γλη­ γcράδα χελώνας, πότε χυμουσε κα.ί χανότα.ν γιά νά ξα.να­ ψανη κα.ί νά ξαναχαθη. Στα.μάτησαy κοντά σέ μιά βρύση δπου τούς περlμενα.ν δυό έντόπιοι δδηγοί. Οί θεσσα.λοί γύ­ ρισαν πίσω. Ό παπάς ευλόγησε τό σώμα. κα.ί τό &ποχαι­ ρέτησε: Ουώρα κα.λή σα.ς, π'διά. Ό Χριστός καί ή Πα.ν'γιά μαζί σας. Ή ευλογία. του θεου μετα.καθυμων ... Βάδισα.ν καί δλη τήν ύπόλοιπη νύχτα.. Κάποια. στιγμή οί δυό δδηγοί ώμολόγησα.ν πώς είχαν χάσει τό δρόμο, δη· λαδή τόν κα.τσικόδρομο του δάσους. Ό Φούφας περιωρίσθη· κε νά τούς πη: θά σας τουφεκίσω. Ευτυχώς τό μονοπάτι γλήγορα ξανα.βρέθηκε. Ξημερώθηκαν εξω &πό ενα μα.ντρί δπου μπηκαν. Ή «'Ε­ πιτροπή» του γειτονικου χωριου τούς εστειλε δυό ψητά κρι ά­ ρια., ψωμί, .τυρί, κρα.σί. Στό χωριό δέν επρεπε νά παν γιατί είχαν ερθει «νιζάμηδες» (Τουρκοι στρατιώτες) πού είχαν 6γη σέ κατα.δίωςή τους. Βάδισα.ν κα.ί δλη τήν άλλη νύχτα. μ.έ βροχή κα.ί χιόνι καί μέ καινούργιους δδηγούς. 'Έμειναν τήν ήμέρα. σ' εyα χω­ ριουδάκι. Κατά τό βράδυ έπιχείρησα.ν νά περάσουν τόν Βε­ νέτικο. 'Ήταν δμως πλημμυρισμένος κι ά.διά6α.τος. Οί χω­ ρικοί 6ρηκα.ν ενα. «πόρο» δπου τό ποτάμι ήταν πολύ πλατύ, εφερα.ν άλογα, καί τούς πέρασα.ν κα.6άλλα, 6υθισμένοι αυτοί στό νερό. Ένας &ντάρτης μονάχα. πού εγειρε τό σαμάρι του, επεσε καί εκαμε ενα. κρύο μπάνιο. 'Έτρεξα.ν οί χωρι· κοί κα.ί τόy ε6γα.λαν. Τήν τρίτη μέρα., δ Άλιάκμονα.ς πρό6α.λε &νυπέρ6λητο έμπόδιο. Κατέ6αινε 6α.θύς, δρμητικός, άγριος, κα.τακόκκινος &π' τό θυμό του. Οί δδηγοί σήκωσα.y τά χέρια.. Τά δυό γεφύρια. ήταν μα.κρυά καί τά φρουρουσε δ στρα.τός κα.θώς κα.ί τή 6άρκα.. - πορθμείο. Ό Φούφα.ς, ψηλός, σο6α.ρός, ά.γέλα.στος καί λιγόλογος, 120

ρώτησε τούς α.ντpες του: Είναι κανένας πού ξέρει κολυμπι; 1ωλύ καλό κολυμπι; υΕνας προσψέρθηκε. Ρίχθηκε. γυμνός στό ποτά.μι μ' ενα σχοινί στί, χέρι. θιχ εδενε τήν άκρη του σ' ενα δέντρο στήν α.λλη οχθη. 'Έτσι θιχ περνουσαν κρεμα­ σμένοι. Μιχ τό 6[αιο ρευμα του αρπαξε τό σχοινί και επει­ τGt καί τόν ιδιο. Μέ πολλή δυσκολία τόν γλυτωσαν σέ μιιχ γλώσσα παρακάτω δπου του πέταξαν α.λλο σχοινί. Ξεκίνησε τώρα γιιχ νιχ πά.η &ντίκρυ στό μεγάλο μονα­ στ ήρι της Ζά.μπορδα.ς. Οι καλόγεροί του εΙχαν τιχ συνεργα μιας... κινητής γέψυρα.ς. 'Έδεσαν τή «σπαρτίνα», ενα. μακρύ καl χοντρό παλαμάρι σέ δέντρα, στίς δυο οχθες, &ψου του περνουσα.ν ενα. σιδερένιο κρίκο μέ λίγα κοντιχ σχοινάκια. κρε­ μασμένα.. Πιάνονταν σ' αυτιχ ο! &ντά.ρτες η δένονταν τιχ κι6ώτια. μέ τιχ δπλα. κα.ί τούς τραβουσαν μ' ενα. ψιλό σχοινί. Στόν δρόμο δμως εμαθαν δτι α.γνωστοι μασκαρά.δες, εκλε­ φαν τήν σπα.ρτίνα &πό τήν σπηλιιχ καί δεν ήταν &κόμα. ε­ τοιμη ή α.λλη πού τήν εΙχα.ν παραγγείλει στόν ε1δικό τεχνί­ τη στήν Κοζάνη. 'Έπρεπε νιχ εΙχε μήκος εκατό τουλάχιστον μέτρα και νιχ τήν δουλέψουν κρυψιχ τή νυχτα, γιιχ νιχ μή τό μυριστουν οι Τουρκοι. Ό Φουψα.ς δέν εκλεισε μάτι δλη τή νυχτα. Τί θα.κα.μνε; θΙΧ στεκόταν έκεί εως δτου ψτά.ση στήν Ζά.μπορδα. ή κουνουρ­ για σπα.ρτίνα.; θιχ γυριζε πίσω και θα.παιρνε τιχ ψηλιχ βουνιχ στίς πηγές του 'Αλιάκμονα καί νιχ κά.μη ενα. έπικίνδυνο γυρο άπό πολλές εβδομάδες; Πηρε τήν &πόψα.ση. θιχ πήγα.ινε τήν cιύγή νιχ πιά.ση τή βάρκα-πορθμείο. θιχ χτυπουσε τούς στρα.· τιωτες, αν ήταν λίγοι. Τήν είχαν έγκατα.στήσει οι Τουρκοι, γιιχ νιχ περνουν οι ε1pηνικοί πιστόί ύπήκοοι της «θεόσώστης» Αυτοκρατορίας. Ευτυχως κείνη τήν αυγή εβρεχε κα.ί οι «νιζά.μηδες» προ­ τ ίμησαν νιχ μείνουν στόν στρατωνά τους. Ό βαρκάρης εστε­ κz μουδιασμένος, Βροχή, πολύ δυνατό τό ποτά.μι, μπορουσαν ΥΙΧ προβάλουν ξα.ψνικιχ όι Τουρκοι κλπ. -Τράβα καί λίγα λόγια, του εΙπε ό Φουψα.ς. Μπηκα\ι οι πpωτοι επτιχ α.νδρες στήν 6άρκα. καί πέρα.σαν. Στηριζόταν μ' ενα. διχαλωτό .ξυλο σ' ενα. τεντωμένο πάνω άπ' τό ποτά.μι σχοινί. uΟταν γυριζε α.δεια. πίσω ενα.ς &ντά.ρτης ψώναξε: Μιιχ &.­ γελά.δα, μιιχ &γελά.δα. Κα.ί εδειξε τήν ουριχ κα.ί τό πίσω μέ­ ρος ενός κερα.σψόρου ζώου.

-Μωρ' τί &.γελάδα; Έλάψι εrναι, &.ποκρlθηκε ενας &.λ. λος έτοιμάζοντας τό δπλο του. Μέ μιά ματιά δ Φούψας τόν σταμάτησε. Τό έλάψι ψάνηκε τότε μεγάλο σάν &.γελάδα τούς ερριξε μιά περ!.j'ρονητική ματιά και έξαψανίσθηκε στ& κλαδιά;. Ό Φούψας μπηκε στήν 6ά.ρκα μέ �ξι άντρες. Μόλις 6yηκα.ν εξω, «κάνε γρήγορα νά τελειώνουμε» εrπε του 6αρκάρη και άρχισε νά &.νε6αίνη 6ιαστικά με τούς μισούς άντρες τήν πλα­ γιά της /Jχθης γιά νά πιάση τήν ράχη. θά κpατουσε τους Τούρκους, αν ερχονταν, εως δτου περνουσαν και τ' άλλα. παιδιά.. Μά ξά.ψνου 6λέπει νά χάνεται ή 6άρκα με τόν 6αρκάpη, και τό παιδ( του, μπροστά στά μάτια του! Τούς κατάπιε τό ποτά.μι... Χρειάσθηκαν τρείς τέσσερες έ6δομάδες yιά νά ξανασμίξη τό σώμα. Οι μισοι άντρες πού εμειναν στήν δεξιά ./Jχθη &,. ναγκάσθηκαν νά κάμουν τό γϋρο της Πίνδου.

Ο ΑΛΥΣΟΔΕΜΕΝΟΣ ΠΑΠΑΣ Τόν 'Απρίλη του 1904, εψτασε στήν Μητρόπολη Καστο· ριfi.ς ενα παράξενο γράμμα &.π' τό Λονδίνο μέ &.ποστολέα τήν Κα Τόμσον. 7 Ηταν μία &.π' τίς γηραλέες 'Αγγλίδες πού &.πρψά;σιζαν κάπως &.ργά νά σώσουν τήν φυχή τους και θυσίαζαν λίγο χρόνο και &.:κόμα λιγώτερα χρήματα, γιά νά 6οηθήσουν τ& δυστυχισμένα πλάσματα είτε άνθρωποι ήταν, είτε ζώα, σ' δλον τόν κόσμο. Ετχεν ερθει πριν λίγους μηνες στήν Καστο· ριά μέ μιά ψίλη της και τόν κ. Μπρά;ϊς, έκπpόσωπο του «Βαλ· κανικοϋ Κομιτάτου» του Αονδlνου, πού μπορουσε νά όνο· μασθη και Βουλγαρικό, νά μοιράσουν μερικά παληόpουχα και λlγα αλεύρια στους γυμνούς χωρικούς των κατεστpαμ· μένων χωριών. Γνώρισαν τότε και τόν Μητροπολίτη Καστο· ριfi.ς Καρα6αγγέλη, πού τούς 6οήθησε στήν αποστολή τους και 6οηθοϋσε θετικώτερα, τόν ίδιο τόν δύσμοιρο πληθυσμό. Τό γράμμα εγραψε: «Σε6ασμιώτατε, Σπεύδω πρώτα εστω και αργά νά σfi.ς έκψpά.σω τις θερ· 12�

μες ευχαριστίες μου. για τήν 6οήθεια και τις περιποιήσεις σας στήν Καστοριά. Ό κ. Μπράϊς επίσης σα.ς καθυπο6άλλει τα σέ6η και τις εύχαριστίες του. Με τήν ευκαιρCα τούτη, επιστρέψατέ μου να Σii.ς ύπο6άλω τήν θερμή παράκληση να &ψήσετε ελεύθερο τόν Βούλγαρο παπii. πού κρατii.τε ά.λυσοδεμένο στό ύπόγειο του μοναστη­ ριου τών Άγίων Άναργύρων. Παρακαλώ να πιστέψετε δτι μόνον λόγοι χριστιανικης ψι­ λανθρωπίας ύπαγόρευσαν τό διά6ημά μου. θα συνομολογήση και ή Ύμετέρα Σε6ασμιότης δτι, ή κρά­ τηση ά.λυσοδεμένου στα μπουντρούμια μοναστηριου ένός χρι­ στιανου λειτουργου του Ύψιστου, δεν συμ6ι6άζεται με τήν διδασκαλ[α του Χριστου πού εκήρυξε τήν ιiγάπη και τών ιχθρών, δσο ταραγμένη και α.ν εlναι δυστυχώς ή ιiτμόσψαιρα στα άτυχα εκείνα μέρη. Με πολλήν ευγνωμοσύνη και ευλά6εια. Τόμσον». Τί εlχε συμ6η; Κάποιος θεοψάνης, γεωργός ιiπ' τούς Ντουπιάκους, πού ουτε παπii.ς ουτε Βούλγαρος ήταν και δεν ήξερε ΚΙΧΥ Βουλγά­ ρικα εlχε ξαψνικα τρελλαθη. Και στήν τρέλλα του νόμισε πώς ήταν παπii.ς. Φόρεσε κάποιο παληό πεταμένο ράσο καί. &ψισε έλεύθερα τα γένεια και τα μαλλιά του. 'Ως τόσο δεν· επαυε να σπάη τζάμια, πόρτες, παράθυρα, σταμνια κ.λ.π. Οί δικοί του τόν πηγαν δπως ήταν ή συνήθεια, στό μο­ ναστηρι τών Άγίων Άναργύρων της Καστοριii.ς για να γί­ νη καλά. Τα μοναστήρια ιiντικαθιστουσαν τότε τα ιiνύπαρ�τα ψρε­ νοκομεία και ψυχιατρεία. Ή θεραπευτική μέθοδος ήταν παντου ή ίδια, σχεδόν κλασσική. 'Έδεναν τόν άρρωστο δταν ήταν μανιακός με μια σιδερέ­ νια ά.λυσίδα ιiπ' τό λαιμό σε κάποιο στυλο καί τόν ετρεψαν μ' ενα μικρό ξεροκόμματο ψωμι και λCγο νερό ή ξύδι. Ή νηστεία και προσευχή με τήν 6οήθεια της ά.λυσ[δας και τήν ευλογία και της μαγκούρας του ήγουμένου, εψερνε συχνα ραγδαία και καταπληκτικα &.ποτελέσματα. Εlχαν δέσει τόν θεοψάνη στό ύπόγειο γιατί εξακολουθουΗΜ

σs και στο μοναστήρι τίς &.ταξίες και τρέλλες. Οί "Αγιοι 15. μως και θαυματουργοί 'Ανάργυροι γρήγορα εκαμαν τό &αο. μα τους. Δούλευε ήσυχος καί ψρόνιμος στά χωράψια του οταν ήρθε τό γράμμα της Τόμσον. Κάποιος Βούλγαρος έσέρ6ιρε την &.πίστευτη πληροψορία στο «Βαλκανικό Κομιτάτο». Καί οί «σο6αροί» καί οί «μυλαί­ οες», έπίστεφαν οτι ήταν ουνατόν ενας Μητροπολίτης νά ύ­ ποκαθιστiχ το Τουρκικό κράτος και νά εχη οικές του ψυλα­ κές. Έλησμόνησαν οτι δ ί'οιος δ Μητροπολίτης τον καιρό πού μοίραζαν τά παληόρουχα, στέγαζε, συντηρουσε και ετρεφε πολλές &κστοντάοες οίκογένειες &.πό τά ρημαγμένα χωριά μέσα στήν Μητρόπολη, στήν Κλεισουρα καί στά πολλά μονα­ στήρια με τούς έράνους και τά οάνεια της Καστοριάς. Και ήταν μέσα στους περιθαλπομένους καί μερικοί πού ε!χαν 6ά­ φει τά χέρια τους σε Έλληνικό αrμα.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ οι ουό οασκάλες 6ιάστηκαν στο οιάλειμμα νά συναντη­ θουν. 'Αποσύρθηκαν σέ μιάν άκρη της αύλης. -Τί νεώτερα; ρώτησε με ψανερή &.νυπομονησία ή Βέτσ. πού ήταν νεώτερη. -Τά ίοια... &.ποκρίθηκε ή 'Άννα. -Τούς ε!οες; ... Τήν χαιρέτησε και σήμερα; -Τήν χαιρέτησε. Και τί χαιρετουρα! ... 'Έσταζε μέλι άπ' τά μάτια του. -Και έκείνη; -Ή Άγγέλο6α κοκκίνισε, κιτρίνισε πρωτα καί επει· τα του χαμογέλασε «&.γγελικά». -Τή στρίγγΑα! -Ή κυρά Έλένη, ή σπιτονοικοκυρά μου, μου ε!πε -πώς τούς είοε φές νά κρυψοκου6εντιάζουν στο σκοτάοι σε μιά γω· νιά... Της κρατουσε τό χέρι! -Σάν οέν ντρέπεται! ... Κοτζάμ διευθυντής! Με μι& Βουλγάρα, μιά έξωμότισσα! Χάθηκαν 6λέπεις οί Έλληνίοες... Ή Άγγέλο6α ήταν Έλλην(οα άλλοτε οασκάλα. Εfχε μεί· νει ομως μιά χρονιά χωρίς θέση καί εχασε τίς 15 λίρες ποό επαιρνε τό χρόνο καί συντηρουσε τήν Ιiρρωστη μάνα της. 124

Οί Βούλγαροι της έπρόσψεραν τετραπλάσιο μισθό και της ε­ δωσαν νά καταλά.6η πώς αν ξαναπήγαινε 'Ελληνίδα δασκιi­ σα σε κανένα κουτσοχώρι, θά την κομμάτιαζαν... Πηγε μα­ ζl τους... Τήν εστειλαν Βουλγαροδασκιiλα στην rδια κωμό­ πολη δπου ύπηρετοϋσαν και οί άλλες δυό παληες ψίλες της. 'Αβυσσαλέο μίσος χώριζε τά δυό σχολεία και τίς δασκά­ λες τους. Τά ενωνε δμως ή αύλή. 'Ήταν κοινή! ... Εlχε συμ­ ψωνηθη μόνο νά μη γίνωνται τά διαλεlμματα την ίδια ωρα γιά νά μη γεμlζουν τά κεψάλια των παιδιών πληγές και αr­ ματα. ιiπ' τό έθνικό κλωτσογρονθοπετροπόλεμο... - Διευθυντης και μάλα.μα.! -Ποϋ τον 6ρηκα.ν κα.ι μα.ς ψόρτωσαν α.ότόν τό Μυτιληνιό; -'Ακούσθηκε ποτέ διευθυντης «·Επτα.τα.ξίου Άστικης Σχολης» νά μήν κάνη 'Ελληνικά;_ -Κα.ί δ συνά.δελψός της δ Ί6άνωψ δεν τά μυρίστηκε; λέγουν της εχει μεγάλη ιiδυναμία.. -Δεν τόν θέλ_�ι γιατι εlναι ιiσχημομούρης κα.ι χωριά.της. -Εrναι κα.ι ψηλομύτα.! ! -Στηρίζεται στην ώμορψιά της ή σκρόψα.. -Μπιi! Με τ� ψτια.σίδια! Μά ετσι ε!ναι οΕ άντρες. Γουρούνια. Δεν κλωθογυρίζει ιiδιάκοπα. δ Σκόρδας στην Γεωρ­ γία τήν ιiσχημότερη δα.σκάλα;! Καί ε!ναι ψοιτητής, διευθυν­ τής και με α.λλη ιiποστολή ! ... -Τό κάνει, λέγουν, γιά να. σκεπάζη στά μάτια. των Τούρ­ κων τις άλλες δουλειές... -Δεν 6α.ρυέσαι! ... 'Ίσως κα.ι τά ουό... Τέτοιοι ε!να.ι 15λοι τους, σιχαμεροί! -,-Πάτησε στην πίττα. κα.ί δ διευθυντής μας... Με μια. Βουλγάρα.! Καί προδότρια! -Πα.μα. νά τον δοϋμε; -Τί νά τόν κάνουμε; -Νά σπάσουμε πλάκα., θα lδοϋμε πως ε!να.ι σήμερα. τα μουτρα. του... -Και τί θα του ποϋμε; ! Τελειώνει καί τό διάλειμμα.. -θά του πω νά μοϋ ιiλλάξη τό πρόγραμμα.. -Ξέρει άπό προγράμμα.τα! ... -Πα.με, πα.με. Πηγαν. Βρηκα.ν μονάχα τόν όποοιευθυντή. Ό οιευθυντης &.πουσίαζε. 12,5

-Ό κ. Σπηλιανlδης δέν εrναι !δω κύρ Νικολάκη; ρώ­ �ησε ή Βέτα. -Βγηκε εξω. -Μά τί διευθυντ�ς εrναι πού &.πουσιάζει τόσο. συχνά; 'Άν τQ 'κάναμε έμείς ! ... -Μή λησμονητε, έκτελεί και χρέη έπιθεωρητοϋ. Πη­ γαίνει στα χωριά. -Μά εrναι ε!ς θέσιν κύρ Νικολάκη;... Την κύτταξε αόστηρά πάνω &.π' τα γυαλιά του ένω ση­ κωνόταν &.ργά γιά να πάη στο μάθημά του και σκούπιζε τά γκρίζα μουστάκια. -θα κρίνωμεν τώρα τούς &.νωτέρους μας;! ε!πε τονlζον­ τας χωριστά κάθε λέξη. Μέ την ύπηρεσιακή &.κεραιότητά του πlστευε πω� εθιγε και τον ϊδιο ή αόθάδειά της. 'Ήρθε σέ 6οήθεια της Βέτας ή "Αννα. -Και πώς γlνεται κύρ Νικολάκη να μη κάμνη δ διευ­ θυντής μας Έλληνικά στήν τελευταία τάξη τοόλάχιστον;! Και τι σπουδές εχει; Ε!ναι &.πό διδασκαλείο, γυμνάσιο, Πα­ νεπιστήμιο; -" Αλλοι &.ρμοδιώτεροι έ,ξήτασαν τα προσόντα του. -θάχη τά μέσα. Αότό ε!ναι, &.ποψάνθηκε ή Βέτα. Την &.γριοκύτταξε και ε!πε. -Έκείνο πού ξέρω, ε!ναι δτι κάνει πολύ καλα τα μα­ θήματα τα δποία εχει &.ναλά6ει. -Γυμναστική, ιστορία, γεωγραψία. Σπουδαία τα λάχα­ να! ... -Και την &.ριθμητικη παρακαλώ. Πού σείς δέν &.ναλαμ.6άνετε και δέν μπορείτε να την διδάξετε ... Τά σϋκα, σϋκα. -Μη θυμώνεις κύρ Νικολάκη. Έμείς σ' �χομε δικό μας άνθρωπο. Σαν πατέρα. Τα λέμε μεταξύ μας. -Τέτοιου είδους κου6έντες άλλοτε, παρακαλώ να μην &.νοίγετε μπροστά μου. Δέν τό έπιτρέπω. Τό καταλά6ατε; -Τώρα τελευταία κάτι άλλα πράγματα γ(νονταt κύρ Νι· κολάκη... -Οόψ! Πάω στο μάθημά μου. Να πατε και σείς. οι δυο 8ασκάλες εψυγαν ίκανοποιημένες γιατι «ε6γαλαv to &χτι τους». ..Ηταν &.ληθινά παράξενος δ κ. Εόστράτιος Σπηλιαν(8ης. Κλειστός στον έαυτό του, τυπικός, λογόλογος, κρατοϋσε σ! 126

�πόστα.ση τούς συνα.δέλψους του. Δέν συζητοίίσε ποτέ για. τα. μαθήματα. μαζί τους. Τόν εβλεπα.ν δμως να. έτοιμάζετα.ι μέ ιιροσοχή κα.ί έπιμέλεια. για. τα. μαθήματά του. ΕΙχε &.ψήσει τό ιιαληό «πρόγραμμα.» χωρίς κα.μμια. μεταβολή για.τι θέν «ήθε­ λε γα θίξη τα. κα.λως κείμενα.». 'Έλεγαν πως ήταν &.πόψοιτος της Μεγάλης τοίί Γένους Σχολης, μέ μεγάλα. μέσα. στα. Πατριαρχεία.. Ό Μητροπολίτης Δρ άμας Χρυσόστομος, δ 'Εθνομάρτυρας &.ργότερα. της Σμύρ­ νης, τον ε!χε μή στάξη κα.ί μή βρέξη, σωστό χα.ϊθεμένο παι­ δί- Μέ τούς χωριάτες δμως ήταν άλλος άνθρωπος. Κουβέν­ τιαζε, γελουσε, ετρωγε, επινε μαζί τους. Κα.ι θεχόταν πολ­ λούς κάθε μέρα. μέσα. στό «Διευθυντήριο». 'Έγινε χάνι τό σχολείο μα.ς. θ&.να.ι κα.ί δ ίθιος χωριάτης κα.ι α.ς μα.ς κάμνη τbv «&.ριστοκράτη», ελεγα.ν οί συνάθελψοι του. θυό θα.σκάλες έτοιμάσθηκα.ν να. μπουν στην τάξη της � κάθε μιά, &.ψοίί τα. ξα.να.είπα.ν ενα. χεράκι μπροστα. στην πόρτα. της «αίθού'σης» της 'Άννας. Μπηκε τότε στό σχολείο, δ "Αρμεν Κούπτσης (*) , ενα. πο­ λύ ώμορψο πα.λληκα.ράκι &.πό τόν Βόλα.κα.. «Καλημέρα., κα.­ λ� είσαι ;»τις χαιρέτησε μέ πολλήν έγκα.ρθιότητα.. -Κα.λως τόν Άρμενάκη, &.πάντησε ή Βέτα.. -Έντω ε!να.ι τό -κύριος ντιευτυντής; -Ντέν είναι έντω τό κύριος ντιευτυντης Άρμενάκη. Τί τbν θέλεις; -"Ας να. είναι... Αυριο. 'Έκαμε να. ψύγη. 'Εκείνη δμως τη στιγμη άρχιζε τό Βουλγαρικό θιάλειμμα.. Ε!χε βγη στήν α.ύλη ή Άγγέλοβα.. Ό "Αρμεν μόλις την &.ντίκρυσε της πέταξε μια. βρισια.. Γύ­ ρισε επειτα. μερικα. βήματα. πίσω στις θυό θα.σκάλες, πού λαμποκοπουσα.ν &.π' τη χαρά τους κα.ί ψώνα.ξε θυνα.τά. -Αύτό τό άτιμος, τό όρα.σπία. σψάξη έγώ. Ή Άγγέλοβα. κατακόκκινη μέ σκυμμένο τό κεψάλι ετρε.. ξε μέσα. ν κρυψθη. Ό Ίβάνωψ πού ήταν έπίσης στήν α.ύλή, τόν &.γριοκκύτα.ξε. -'Άϊντε μπρέ γιούψτος. Σπάση κα.ι σένα. κεψάλι, του εί­ πε δ 'Άρμεν.

οι

* Τον κ:ρέμ;ασαν �ργόΤερα ot Τοϋρκοι στον τrλάτανο της Δράμας, γιατ'ί εΊ!χε Ο'Κ'ΟΤ�Ι Βοuλγαρο.

εvcx

12 7

Τήν άλλη μέρα μέρα ξαναηρθε μ' ενα χωριανό του, τόv Τάκη Μαυρουδη. Ό διευθυντής τούς δέχθηκε στο γρα.ψείο του το «Διευθυντήριο». Φαίνονταν ταραγμένοι. Ό Μαυρου. δης χωρίς νά 6γά.λη μιλιά., κά.θησε · σέ μιά καρέκλα ε6αλε το ενα πόδι στο άλλο, εσπρωξε στρα6ά το ψεσά.κι το� χι' ε6γαλε &πό το πλατύ ζουνάρι του μιά ξύλινη ταμπακέρα -Πάρε κά.νης τσιγάρο... Καλό καπνός, πολύ καλό. Ό Σπηλιανίδης τήν πήρε, τήν &:νοιξε κι' ευθύς τινά.χθηκε. Εfχε μέσα ενα &νθρώπινο αυτί! 'Εκείνοι ξεκαρδίσθηκαν. Ό Σπηλιανίδης κράτησε τό αυτί · τεκμήριο νά τό έξα ψα. νίση γιά νά μήν τυχόν 6ρεθη πάνω τως. -Τά κατά.ψερες λοιπόν Τάκη: εrπε του Μαυρουδη. -Ουχά.α... Πάει το Βά.ντσος. -Μπρά.60 σου Τάκη. Εrπες καί τωκαμες. Πατε τώρα νά ψατε καί νά πιητε γιά λογαριασμό μου. -Τά πίνωμε, τά πίνωμε, είπε δ 'Άρμεν. Ό Σπηλιανίδης θέλησε νά του πη πώς δεν επρεπε νά κά.νη ψασαρίες μέ δασκάλες μά σταμάτησε, δεν �ταν κα, τά.λληλη ή στιγμή. Σέ λίγο άγριες 6ρισιές και ψωνές ξέσπασαν. Οί δυό Βολα­ κιώτες είδαν στήν αυλή τήν Άyyέλο6α καί τήν ε6αλαν μπρο· στά.. Τόν 'Ι6ά.νωψ πού επεχείρησε νά τήν ύπερασπισθη, τόν κυνήγησαν... Ό διευθυντής πετά.χθηκε εξω στον διάδρομο νά δη τί γί­ νεται. Ε[χαν 6yη καί ή Βέτα καί ή 'Άννα καί κάνοντας πώς δεν τόν ε[δαν, ελεyαν μεταξύ τους. -Καλά της κάνουν. «'Ορόσπια» δπως τήν λέγουν είνα.ι. Ό Σπηλιανίδης .ξαναγύρισε στό διευθυντήριο... Ρώτησε επειτα τον Νικολάκη, τί έσήμαινε ή λέξη. -Είναι τουρκική, του απάντησε. Σημαίνει τήν κοινή γυ· , ναίκα. Ό 'Άρμεν δεν ξαναψά.νηκε yιά αρκετές μέρες στο σvο· λείο. Είχε γνωρίσει τήν Άyyέλο6α δταν �ταν 'Ελληνίδα καί ενοιωσε γι' αυτήν τό πρώτο καρδιοχτύπι. Τώρα το πα· ληό αίσθημα, πού σκέπαζε καί μεγάλη δόση ζήλειας, πιi· λευε μέσα του με το μίσος. Δεν ήξερε μόνον αν μισουσε πεpισ· σότερο τήν Άyγέλο6α. η τον 'Ι6ά.νωψ.... Μιά 6ραδυά πού εΙχε 6γη γιά πρώτη ψορά δ Ί6ά.νωφ νύχτα εξω yιά νά έπισκεψθη ενα.ν άρρωστο συνά.δελψό του, 128

τbν περίμενε στον δρόμο καί του ρίχθηκε μέ τό μαχαίρι. )ίά. του ξέψυγε μέ μιά. έλαψριά. μόνο άμυχή. Δέy τόy &να.­ γνώρισε γιατί ψορουσε &λλα ρουχα καί εlχε μουντζουρώσει τό πρόσωπο. ΤόΥ κάλεσε τήy &λλη μέρα δ Σπηλιανίδης, καί του εΙπε θυμωμένος. -Τί εΙναι αυτά. 'Άρμεν; -'Έψυγε.... Κισμέτ. 'Ήθελε yά. είπη ήταν πολύ τυχερός δ Ίβάνωψ. Νόμισε �;ως θύμωσε δ «κύριος ντιευτυντής» γιατί του ξέψυγε. -Γιατί πηγες νά. τόy χτυπήσης; Π οιόy ρώτησες; -Βούργκαρος κύριε ντιευτυντής ! -'Έτσι θά. σκοτώνουμε στά. κουτουρου; ! θά. κάνη καθένας του κεψαλιου του; Ό "Αρμεy σιωπουσε στενοχωρημένος περισσότερο γιά. τήν ι,.ποτυχία του. Μπηκε στο γραψείο 'Επιτροπή ά.π' τό Έγριντερέ πού γύριζε ά.π' τή Δράμα. ΕΙχε πάει νά. δηλώση δτι ε.πρεπε νά. υ λογαριάζωνται πιά. «Ουρούμ» ( Ελληνες) . Ό τρόμος του Κομιτάτου καί ή παρουσία στο χωριό του ύπολοχαγου Κια­ μήλ εψέντη, πού ήταν ψανατικός μουσουλμάνος-εκαμνε πολ­ λές ψορές τήy ήμέρα τό «yαμάζι» του (προσευχή) , λεγόταν καl «σοψός», επαιρyε ώς τόσο τακτικά. εyα στρογγυλό επιμί­ σθιο ά.π' τό Βουλγαρικό 'Επαναστατικό Κομιτάτο--τούς κρα­ τουσαΥ μέ τό κεψάλι σκυψτό καί τό στόμα κλειστό. Τώρα πού άρχισε ή Έλληνική ά.yτίδραση καί ά.yτικατεστάθηκε δ Κιαμήλ ά.π' τόy Άρά.π Σαtτ, πού προτιμουσε τά. Έλληνικά. χρήματα πηραy θάρρος καί εκαμαy τή δήλωση. 'Ήταν εν­ θουσιασμένοι. Ό Μητροπολίτης Χρυσόστομος τούς ά.γκάλια­ σε, τούς ψίλησε καί τούς ψίλεψε. 'Όταν του εΙπαy πως εΙχεΥ ερθει στήν Δράμα δ ψρούραρχος του χωριου ύπολοχαγός Άράπ Σαtτ γιά y' ά.γοράση και yούργια σέλα, τον κάλεσε, τον περιποιήθηκε καί τοϋδωσε δωρο τήy δική του σέλα, πού ήταy ά.κριβή, μαζί με τό μαλαματένιο ώρολόγι του. Ό Ά-. ράπ Σαtτ πετουσε ά.π' τή χαρά του. Τά «ά.πολωλότα» εως τότε «πρόβατα» σά.Υ εμαθαy τήΥ νυχτερινή προσπάθεια του 'Άρμεν, τόy ά.γκά.λιασαν.... Καί τόν πηραΥ μαζί τους yά τόy ψιλέψουν. Του είπαν μονά.χα νά κρατά.η &λλοτε καλλίτερα τό μαχαίρι του. Ό Σπηλιανίδης κάλεσε ευθύς επειτα τον ύποδιευθυντή. 112•9

Ένω 6ημάτιζε νευρικά μέσα στό γραψείο του εrπε όπότομιι· -Πρέπει νά τελειώνωμε με τήν Άγγέλο6α. Τί νά κάνωμε; -Νά τελειώνωμε. Νά τήν πάρουμε. Ό Νικολcίκης στερέωσε τά γυαλιά γιά νά τόν κυττάξ η καλλίτερα. -Τί λέτε λοιπόν;.... Γιατί σιωπάτε;.... -Τί νά πω κύριε διευθυντά. Τό εχει πη ή παροιμlα: «&μα Θέλει ή νύψη και ό γαμπρός»... -'Όχι 6ρέ αδερψε νά τήν πάρουμε τή νύψη .... -'Γότε γιατί θά τήν πάρουμε; -Γιά νά τήν ξανακάνουμε 'Ελληνίδα διδασκάλισσα. -'Ά μπcί, μπcί, μπcί! Αότήν πού μας πρόδωσε κι' αλλαξοπίστησε ; !! -01 Βούλγαροι τήν εστειλαν νομίζω εδώ γιά νά tδη δλος ό κόσμος δτι και 'Ελληνίδες ακόμα δασκάλες πηγαίνουν μαζί τους. Δέν εrναι ετσι; -Μάλιστα. Και γι' αυτό εrναι ασυγχώρητη. -θ' αποδείξουμε λοιπόν τώρα εμείς δτι και ο! εξωμόται ακόμα μετανοουν, συνέρχονται και αποκηρύσσουν τούς Βουλ­ γάρους. -'Όχι, 'Όχι! θά είπη ό κόσμος αλλάζουμε εθνικότητα σάν πουκάμισο. Έγω μιά ψορά δεν μπορώ νά .ξαναϊδω τ& μουτρα της, 8σο ωμορψα κι' αν εΙναι. Ό Σπηλιανίδης εστειλε τή σπιτονοικοκυρά του τό rsιo 6ράδυ νά πη της Άγγέλο6ας νά εΙναι ετοιμη τήν αδγή γιατί θά ερχόταν μ' ενα παϊτόνι (&.μάξι) να. την πάρη. Ή Άγγέλο6α δέ:ν εrχε κλείσει μάτι δλη τή νύχτα. Τ& χαράματα ήταν ετοιμη μ' ενα 6αλιτσάκι κι' ενα μικρό μπ6· γο. Άκτινο6ολουσε από χαρά και εότυχία.... 'Ανέβηκε &.πο­ ψασιστικά στό &.μάξι μ' ενα τρυψερό «Καλημέρα μας». Ξε· κ!νησαν σιωπηλοί. Μια. στιγμή μόνο τοi)πιασε τό χέρι κσ.Ι κυττcίζοντάς τον στά μάτια εΙπε: Εόχαριστω, εόχαριστώ. Στήν εξοδο 8μως απ' τήν κωμόπολη, ό Σπηλιανίδης κσ.· τέβηκε άπ' τό &.μάξι. -'Έχω δουλειά, ε!πε. Δυστυχώς δέν μπορώ ν' &.πομσ.· κρυνθω &.π' εδω. -Κι' εγώ;! ... 'Εγώ;!! τΗταν ορθια, κατάχλωμη, με μάτια βουρκωμένα. -Θα. πάτε στήν Καβάλα και &.π' εκεί στήν Λήμνο. Δtν 130

urcά.ρχει έκεί ρουθουνι Βουλγαρικό. Καί δέν σας .ξέρει κα­ νένας. θά ξαναγίνετε Έλληνίδα δασκάλα. Τά εχω κανονίσει. Ξανακά.θησε μέ τό κεψά.λι σκυμμένο. Τό στηθος της ά.νε6οκατέ6αινε. Τόν ξανακύτταξε δακρυσμένη. -Άψου τό θέλεις... "Ας γίνη τό θέλημά. σου, Στρατη... εrrcε μέ πνιγμένη ψωνή. -Είναι τό καλλίτερο, Τασία. -Καί πότε θά σέ ξαναϊδω; -Τό καλοκαίρι. Στίς διακοπές. -θαρθω Στρατή. -υΩρα καλή Τασlα. Καλό ταξείδι. -Καλήν ά.ντά.μωση Στρατή. Καλήν ά.ντά.μωση. Εrχε τό κεψάλι εξω εως δτου τό &μάξι εστpιψε πίσω ά.πό μερικά δένδρα. Τό καλοκαίρι δ Εόστρ. Σπηλιιχνlδης εrχε γίνει δ 'Αρχη­ γός «Τσά.ρας». 'Ήταν δ ά.νθυπολοχιχγός τότε του πυpο6ολικου Κωνσταν­ τίνος Νταης. Δέν πήρε τb μά.θημ� των Έλληνικων γιατί ψο6ήθηκε δτι δεν θά τα.6γιχζε πέρα μέ τά παιδιά της «έοδόμης» κιχί της «εκτης».

Ο ΜΟΥΧΤΑΡΗΣ Τό χωριό ξεψά.ντωνε. Πολλά σώμα.τα. κιχί κάπου 250 ά.ν­ τάρτες είχαν συγκεντρωθη μιά ήλιόλουστη μέρα του 'Απρί­ λη του 1905 στό χωριό, τότε σωστή αετοψωλιά. (*). Πολλοί νόμιζαν πώς πά.ει τb «Τούρκικο» καί ijλθε τό «'Ελληνικό». 'Ενθουσιασμένοι ήταν κιχί οί νεό6γιχλτοι αντάρτες. 'Ήταν τό πρώτο χωpιb απ' τά θεσσαλικά σύνορα δπου στάθηκαν ϋστερ'. από ατέλειωτες νυχτερινές πορείες. Κιχί ε6λεπιχν μέ πόση λιχχτά.pα τούς ύποδέχονταν ό πληθυσμός. Ή έπιτροπή, οί αγγελιαφόροι καί οί αλλοι άpμόδιοι του χωριου, ήταν στό πόδι. Έκατό ά.ρνιά ψένοντιχν στίς σουολες. θαψευγιχν δλοι τό * 'Ανοικοδομήθηκε ΤΟ 1950 χαμηλότερα στον κά!μ,το, !ί 1Ί',, όιίο οιραιόπεδα

6ράδυ, οί περισσότεροι για το Λέχο6ο καί επειτα για τήν Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο. Άπ' έκεί κάθε σώμα θα τρα6ου­ σa για τον προορισμό του, το Βίτσι, τα Κορέστια, το Περι­ στέρι και το Μορίχο6ο. �Επρεπε ναχουν τα παιδιά για καλό και για κακο στα σακκίδιά τους κρέας, τυρί, ψωμί, για 24 τούλάχιστο ώρες. 'Έγινε και ή &παραίτητη δοξολογlα. Ή έκκλησία γέμισε &πο κόσμο δσο καμμιαν άλλη ψορά. Χωριάτες και χωριά­ τισσες έπι6λητικοί άνδρες μέ χακι στολές και ποδήμα-cα � μέ ντουλαμάδες και τσαρούχια, ψορτωμένοι ολοι άρματα, ψυ­ σιγγιοθηκες, μερικοί και &σημικα -οί παλαίμαχοι- &πο­ τελοϋσαν το παράξενο έκκλησίασμα. Λειτουργοϋσε δ ίδιος δ Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανος Καρα6αγγέλης. Εrχε 6γεί τή νύχτα μέ μια 6άρκα &π' τήν Καστοριά παρ' /\λες τίς &ντιρρήσεις της έκεί 'Επιτροπής. Έκ·ήρυ.ξε και τον θείον λόγον. Και ήταν δ λόγος του πολεμικο σάλπισμα. Μέ μάτια πού ε6γαζαν σπιθες, και πρόσωπο πού ελαμπε περισσότερο καί ά.πο τα χρυσαψικά του, ελεγε: «Ε,jλογημένοι οί έρχό­ μενοι έν όνόματι Κυρίου. Εfσθε οί έκλεκτοί στρατιωται τοΟ Γένους καί της 'Εκκλησίας, οί ιδανικοί σταυροψόροι της έ­ λ.υθερίας, οί άσπιλοι λυτρωταί των δεδουλωμένων. Ή Πανα­ γία ή ύπέρμαχος στρατηγος είναι μαζύ σας». Συνέχισε στον ίδιο ύφηλο τόνο καί είπε: «'Ανε6απτίσθητε ήδη εις τήν κο­ λυμ6ήθραν του Γένους και της θυσίας, εις νέαν Σιλωάμ. UΟ­ λσ.. τα παραπτώματά σας, τα δποία ώς άνθρωποι είχατε, έξα­ λείψθησαν και διεγράψησαν. Άψίενται αί άμαρτίαι σας πii­ σαι, παλαιαί καί μέλλουσαι». Μα ξαψνικα ά.κούσθηκε ή κραυγη «Τοϋρκοι, Τοϋρκοι». Το «καραοϋλι» εψερε λαχανιασμένο τήν είδηση πως ερ­ χcνται Τοϋρκοι. ''Ήταν ενα &πόσπασμα &πο 70--80 «κυ­ νηγούς». Ή έκκλησlα δια μιας άδειασε πατείς με πατω σε. Ο! &ν­ τάρτες ετρεξαν να 6ροϋν τα σώματά τους και οί χωριάτες τ& παιδιά τους. Ό Μητροπολlτης ά.ν�γκάσθηκε νά κόψη το κήρυγμα. Κα­ τέ6ηκε &π' τον πρόχειρο θρόνο, εκαμε το σταυρό του, είπε 6ιαστικά «Κύριε έλέησον» καί δυνατώτερα «Κύριε, Κύpιε 6οήθει ήμίν. Γίνου ιλεως και αρωγός» και 6γηκε έπlάης εξω. Ό Βάρδας συζητοϋσε μέ τους δπλαρχηγους και εδινε τ!ς τελευταίες δδηγίες. Γύρισε επειτα στον Μητροπολlτη. 132

-Πήρα.με τήν ά.πόψα.σή μας, Σε6α.σμιώτα.τε. Δεν εfνα.ι δυ­ νατόν να. ψύyουμε χωpις να. μα.ς !δοϋν και να. μα.ς πάρουν κα.τα.πόδι. Το 6ουνό είναι γυμνό κα.ι 15χι μεγάλο. Να. κpυ­ ψθοϋμε μέσα. στά σπ[τια, εrνα.ι ά.κόμα. λιyώτεpο δυνατόν. Εί­ μεθα. πολλοι Εfνα.ι και οί ψωτιες με τ' ά.pνιά στή σού6λα.. θ& τούς κτυπήσουμε ξα.ψνικά και άσχημα. μέσα. στο χωριό γιά νά τούς δια.λύσουμε, θά το 6άλωμε• επειτα, στά πόδια, &λλοι yιά το Β!τσι και άλλοι yιά το Μουpίκι και το Σνιάτσ­ κο. Κσ.ι δ Θεός 6οηθός. Θά τήν πάθη το χωριό. Μά τι νά γίνη; -Πολύ καλά, πολύ ώρα.ία., εrπε δ Μητροπολίτης. Δεν ήταν δμως καθόλου καλά οδτε ώρα.ία, τά πράγμα.τα.. Πα.ντοϋ δλόyυpα. ύπηpχα.ν στpα.τιωτικοι στα.θμοι και ψpου­ ρές. Ή Καστοριά δεν ήταν μακρυά. Με τίς τουψεκιες θά ε · ξοpμοϋσα.ν πολλά στpα.τεύμα.τα, και το χωριό θά τά πλήρωνε πολύ άσχημα.. -Με σα.ς Σε6α.σμιώτα.τε τί θά ylνη; Αυτό μ' ενοχλεί, ήθελα. νά πώ με στενοχωρεί περισσότερο. -" Α, yιά μένα. στενοχωpείσθε; Είναι ά.πλούστα.το. -Πώς εfνα.ι τόσο ά.πλοϋν, Σε6α.σμιώτα.τε; -Θαpθω μαζί σας. -Μαζί μας; Σείς ! Είναι δυνατόν;! Ό Κα.pα.6α.yyέλης ά.π' το Μνα.το τοϋ Μελα. ετpεψε τ' ονει­ ρο νά 6yη στο κλα.pί. Μά δεν τον α.ψινα.ν. Τώρα. εϋpισκε τήν ποθητή ευκαιρία.. -Δεν ύπάpχει πλέον α.λλη διέξοδος, είπε. "Εννοια. σας ά.ρχηyέ. Βα.στοϋν τά κότσια. μου. -Κα.ί τί θά ε!ποϋν οί Τοϋρκοι, «οί Ευρωπα.ί.οι», το Πα.­ τpια.ρχείον;! --'Άν γυρίσω στήν Καστοριά μετά τήν συμπλοκη θά ψυ­ λα.κισθώ, θά ρεζι1ευθω κι' εγώ και το Πατριαρχείον. -Κα.ί &μα. ά.ρχίση ή συμπλοκή; -Θά δράξω κι' εγώ το τουψέκι. Ξέρω ά.πό οπλα.. Είμαι κα.ι κυνηγός. _:__Σε6ciσμιώτα.τε, με ψέρνετε σε δύσκολη θέση. Δεν ξέρω τί νά πω. Ή ευθύνη εΙνα.ι μεγάλη. Τό πολύ νά σα.ς 6οηθή1;ω κι' εγώ νά ψύγετε κάτω στήν Θεσσαλία.. -Αυτό θά το δοϋμε ά.ρyότερα.. Είναι ζήτημα. τοϋ μέλ­ λcντος. Προέχει τώρα. ή σωτηρία. των σωμάτων. Ξέρω πόσο πολύτιμα, εΙνοιι και με τί κα.ρδιοχτύπ� τά περιμένουν. 1ι3Ι3

Στό μετα.ξύ τά σώμα.τα. επια.να.ν θέσεις μέσα. στά. σπίτια. κα.ί πίσω ιiπό τούς τοίχους δλόγυρα. ιiπ' τό μεσοχώρι. θΜρισκα.ν πολύ κα.λή ύποδοχή οι ιi6τζηδες (κυνηγοί) ... 'Άλλο τό ζήτημα. άν τό χωριό θά. περνούσε επειτα. πολύ χειρότερα.... Οι χωρικοί ετρεχα.ν ιiλα.ψια.σμένοι. Γυνα.ίκες ζητούσα.ν τιz πα.ιδιά τους. Οι άνδρες ε6γα.ζα.ν εξω πα.ιδιά κα.ι ζώα.. Τά σπίτια. α.δεια.ζα.ν. Ό Μητροπολίτης ετχε απομείνει στήν πλα.τεία. ερημος, 6α.ρύς κα.l μόνος. 'Έ6λεπε δτι δ Βάρδα.ς δέν εδειξε μεγάλc ένθουσια.σμό γιά τήν ιiρμα.τωλική προσψορά του. Δέν �τα.� εϋκολο νά γίνη «ιδανικός στα.υροψόρος της έλευθερ(α.ς». 'Άρχισε ν' ιiνησυχη κα.ι ν' ιiμψι6άλλη. 'Ίσως ετχε δίκηο ή Έπιτροπή πού τόν έξώρκιζε νά μείνη στό γρα.ψείο του. Πέρα.σε 6ια.στικά κείνη τή στιγμή δ Πρόεδρος της Έπιτροπης τού χωριου. -Που είνα.ι δ πα.πας; τόν ρώτησε. -Χάθ' κ'. Μήν πα.θ' ή πα.πα.διά. -Κα.ί δ•μουχτάρης, δ κύρ Ζησος; -Χάθ'κ' κι' α.ύτούνος. Ίέχα.σ' σήμ'ρα. ή μάνα. τό π'δ( Κί μας χρειάζ'τ σήμερα. δ γουρσούζης. Ποιός θά. πάη νό κα.λωσορίσ' τούς Τούρκς; Ό Κα.ρα.6α.γγέλης κούνησε τό κεψάλι. -'Έτσι πώς ήλθα.ν τά. πράγμα.τα.! Εϊτε πάει εϊτz δέν πάει κα.νείς... Τό ϊδιο είνα.ι. Στείλε μου τους σέ πα.ρα.κα.λώ, τού ς θέλω. -Ού θιός y' 6άλ' τό χέρ' του. Μά. τί τούς χα.λεύ'ς Δέαπ�α.; -θέλω ενα. κα.λό τουψέκι μέ πολλά ψυσέκια.. -Τουψέκ'. Νά σ' δώσ' τό δικό μ. Δεσπότη. θά κα.η π' θά κα.η μαζύ μέ τό σπίτ', είνα.ι λιγάκι σκουρια.σμέν�, μά. κ'λό. Ό Πρόεδρος της 'Επιτροπής πηγε νά ξεθάψη τό δπλο του πού θά γινότα.ν στάχτη μαζύ μέ τό σπίτι του, ορίζοντας Όόν μουχτάρη. Ό κύρ Ζησος δέν εΙχε χα.θij οϋτε είχε χάσει τήν ψυχραιμία του. Κα.τέ6ηκε κάτω χα.μηλά στήν εϊσcδο τού χωριου κα.ί μπηκε στό πρώτο ιiκρινό σπίτι πού είχε αδειάσει. Φώνα.ξε δυό γειτόνισσες κα.ί τίς δα.σκάλεψε. Δέν άργησε νά. προ6άλη δ Τούρκος αξιωματικός μέ τούς πρώτους «κυνηγούς». Ό μουχτάρης 6γηκε τότε 6ιαστικός μέ ενα. μεγάλο μπου134

��λ σ�Υ λ�

ρι6 μέρι τό

Στό

ηλθ στό

,(

1

�νθ πέθ

��λι ρακί καί ποτήρια στά χέρια. 'Έκαμε πώς ξαψνιά.στηκε aσ.Υ τούς ά.ντίκρυσε. -Μπά.ά.. Πως 6ρεθήκατε έδω μπέη μου; Δέν τό πήραμε είδηση, είπε τούρκικα του ά.ξιωματικου. Είχε δουλέψει πολ­ λά χρόνια στήν Πόλη. -Δεν συνηθίζω νά 6αρά.ω σάλπιγγα δταν 6yαίνω εξω, �ποκρίθηκε δ υπολοχαγός. -"Α! Μέ συγχωρείτε μπέη μου. Καλώς ήλθατε στό χω­ ριό μας. Εlμαι δ μουχτάρης. Μόνο πού διαλέξατε άσχημη έ α. μ ρ Δεν την διάλεξα έyώ. Σείς μέ ξεποδαριάζετε. Τρώτε τb ψωμί του Πολυχρονεμένου Σουλτάνου μας καί τό πα­ τατε μέ τούς λησταντάρτες σας. -Λησταντάρτες στό χωριό μας;! 'Όχι πασα. μου. Σας γέλασε δποιος σας τώπε. -θέλεις νά πης πώς δέν εχουν πατήσει λησταντάρτες στb χωριό; -Δέν ξέρω πως εlναι τcχ μουτρα τους. Δέν τούς εχω ίδεί. Στο δρκίζομαι. -Μωρέ σας ξέρω έyώ, τί κουμάσι εΙστz. -'Ά! μέ συγχωρείς. Είμαι ζαλισμένος. Πιαστήκαμε καί στήν κου6έντα. Ξέχασα νά σας κεράσω. Όρίστε. Πά.ρτε ενα ποτηράκι ρακί. θcχ σας κά.νη καλό. Είστε κουρασμένοι. Νά πιουν καί νά ξαποστάσουν καί οί στρατιώτες, θά είδο­ ποιήσω ά.μέσως, τούς ιiζά.δες καί τόν πα.πα.. Δέ ν ξέρουν πώς �λθατε. Ό υπολοχαγός ήπιε ενα ποτηράκι. -Μά τί συμ6αίνει; ρώτησε μέ ιiπορία. Δέν 6λέπω ψυχή στb χωριό. 'Ερημώθηκε; -"Αχ Πασα. μου. Μας 6ρηκε μεyά.λο κακό. 'Έχομε νcχ θάψουμε σήμερα τρείς νεκρούς. -Τρείς νεκρούς; -"Αλλους τρείς θάψαμε χθές. -Τί λέτε; τόσοι θάνατοι διcχ μιας σ' ενα χωριό; 'Από ,1 πέθαναν; -Μήπως ξέρούμε καί μείς; 'Έτσι σέ λίγες ώρες πά.ει δ �νθρωπος... -'Αλλά.χ. 'Αλλά.χ. -Στά χέρια του 'Αλλάχ είμαστε. Τί ε!ναι δ άνθρωπος; πέθανε σήμερα καί δ κουνιάδος μου -εΙχε ιiποθά.νει πρίν 135

πολλά χρόνια. τΗλθα σ' αύτό τό σπίτι νά πάρω ρακι νά μοι. ρά.σουμε στήν κηδεία. 'Έτqι εχομε τή συνήθεια. Εlχαν πλησιάσει καί πολλοί στρατιώτες καί &κοuαv με προσοχή τά λόγια του. -Πά.eετε και σείς ά.πό ενα ποτηράκι, παιδιά., τούς εlπε. Γιά τήν ψυχή του πεθαμένου. Κάνει καλό και στήν ά.ρρώ. στεια. υοσοι 6έ6αια τό πίνετε. Π ηραν δλοι καί οί ψανατικώτεροι μουσουλμaνοι. -Μά δέν ψέρατε γιατρό; ρώτησε δ ά.ξιωματικός. Δεν εί. δοποιήσατε τήν Καστοριά.; -Χθές ξέσπασε τό κακό πασa μου, λογαριάζω να κατε6ω αuριο στήν Καστοριά και νά πάω και στο χοκιουμά.τι (τή δι­ οίκηση). "Αν θέλη δ 'Αλλάχ καί μ' εχει καλά.. Βyηκαν τότε ά.π' τό σπίτι οί δυο γυναίκες μέ καρέκλες πcύ τις ε6αλαν κάτω ·στον ί'σκιο ένός δένδρου. 'Έψεραν και κάμποσους καψέδες. Ό ά.ξιωματικός κά.θησε σε μιά καρέκλα σκεπτικός, λίγο παραπέρα, τρείς ύπαξιωματικοί. οι στρατιώτες, στρώθηκαν καταyης με τά μάτια καί τ' αύτιά τεντωμένα στο στόμα του μcυχτά.ρη. -Δεν πaμε τώρα καί μέσα στο χωριό; τούς εlπε. Ν� ίδητε και τούς νεκρούς. ----'-Τί νά τούς κάμω; δεν εlμαι γιατρός. -Μά νά σaς ψιλέψουμε. Μιά πού κάματε τον. κόπο κα.! καί μaς ήλθατε, �ταν-ντροπή μας νά μείνετε εδώ εξω. -'Όχι, οχι, δεν χρειάζεται. -Το σωστό εlναι να.λθετε. 'Έχομε τήν ά.ρρώστεια, μά δ 'Αλλάχ εlναι μεγάλος. Ό επιλοχίας Σελήμ μπά.στσαούς εσκυψε στο αύτι του ύπο· λc;χαyου καί του εlπε: Άνησυχουν 6λέπω οί νεψέρηδες (στρα­ τιώτες). Καλλίτερα νά ψύyουμε γλήγορα. Γύρισε δ ά.ξιωματικός στον μουχτά.ρη. -Γιά πές μου τώρα καθαρά.. Δεν εχετε λησταντάρτες στό χωριό; -Ποιοί θά ήταν τόσο τρελλοί πασa μου ναλθουν σήμεp� στc χωριό σέ τέτοια ψωτιά.; Φεύγουν καί οί κάτοικοι. =Φεύγουν; 'Έψυyαν πολλοί; -'Άδειασαν εως τώρα εί'κοσι σπίτια. Γι' αύτό δέν 6λi· πετε κόσμο, θά εlχα ψύyει κιΆ έyώ α.ν δεν εΙχα τον πεθιι­ μένο κουνιάδο. 136

-"Ακου μουχτάρη. 'Υπογράψεις δτι οέν ύπάρχουν ληστσ.ντ�ρτες και ϋποπτσ. ξένα. πρόσωπα. στό χωριό; -Κσ.ι μέ τά ουό χέρια. πασii μου. -Σκέψου κσ.λά. Θά τά μάθουμε. Τό χέρι του χοκιουμάτι εfγαι μεγάλο, τό λέει κσ.ί ή πσ.ροιμίσ.. Κσ.ί άλλο(μονό σου. -'Έννοια σου πσ.σii μου. Ξέρω έγω τήν δουλειά μου. Ό άξιωμσ.τικός εfχε ετοιμσ. κάμποσα. πανομοιότυπα εγ­ γpαψσ. πού ελεγσ.ν : «Ό ύπογεγραμμένος μουχτά.ρης του χωριου... του Κσ.ζii Καστοριiiς, οτι δέν ύπάρχουν ληστσ.ντάρτες η ϋποπτσ. ξένα. πρόσωπα. στό χωριό μσ.ς... ύπευθύνως κσ.ί έν πλήρει γνώσει των συνεπειών 6ε6σ.ιω κσ.ι προσυποyράψω». 'Έγραφε στά κενά μέ τό «κσ.λέμι» τό ονομσ. του χωριου. Ό κυρ Ζησος ε6ας λe εύθύς άδίστακτσ. τήν ύπογρσ.ψή κσ.ί τήν μουχτάρικη σψρα­ γίδα. -Φεύγετε κιόλας; εrπε. Μα κάτι επρεπε να ψiiτε. Εfνσ.ι ντροπή νά ψύγετε ετσι. -'Όχι. 'Όχι. Δεν θέλομε τίποτε. -'Ώρα. καλή πσ.σii μου. Να μiiς ξσ.νάλθετε μέ τό κσ.λό &λλη μέρα..

ΕΙΜΑΙ Ο ΣΑΝΤΑΝΣΚΗ Ό μσ.κσ.ρίτης Δ. Πάζης πού εγινε άργότερσ. 6ουλευτής χαι γερουσιαστής, ξεκίνησε μιά μέρα. του Μάη του 1912 μέ τ/; τραίνο γιά τήν θεσσσ.λονίκη. Εrχε έyκσ.τσ.στσ.θη πρίν ένα χρόνο στίς Σέρρες καινούργιος γιατρός κσ.ί ή δουλειά του πήγαινε πολύ κσ.λά. Ή έλονοσίσ. εκσ.μνε τότε θραύση. Τό καλοκαίρι ήτσ.ν δ μηνας πού ετρεψε τούς ενδεκα γιά τούς γιατρούς. �Ητσ.ν δλομόνσ.χος στό διαμέρισμά του, πρώτη θέση. Κύτ­ ταζε άπό τό παράθυρο τόν πλούσιο κάμπο με τά άθλια. χω­ ριά. του. Οί Τουρκοι τόν ελεyσ.ν «μσ.λσ.μσ.τένιο» (άλτούν ό6ασί). Χρειάζονταν ομως πολλά ερyσ. γιά νά εΙνσ.ι εστω καί «μπακιρένιος». Ό Στρυμόνας ατσ.κτος κσ.ί άτίθσ.σος τόν πλημ­ μύριζε κσ.ι τόν ρήμαζε. θυμήθηκε τά πσ.ληά του. Πρίν λίγα. χρόνια. εrχε πάει δά­ σκαλος απ' τήν πσ.τρίδσ. του, τή.ν Κάτω Τζουμσ.yια των Σερ1137

pώΥ, στήν 'Άνω Τζουμαγιά κοντά στά Βουλγαpικά σύνορα, Π ηρε έκεί μήνυμα τών κομιτατζήδων νά ξεκουμπισθη νά ψύγη. Ό άρχηγός τους, δ τρομερός Σαντά.νσκη σκότωνε (i. λύπητα ιiκόμα καί Βουλγάρους πού άνηκαν σ' αλλο κλά.οο του Βουλγαρικου Κομιτάτου. Μιά μέρα πού είχε πάει σ' ενa. γειτονικό χωριό ξέψυγε άπό τά χέρια του άληθινά «ώς έκ θαύματος». Τήν αλλη μέρα δμως δέχθηκε ιiπό ενα αγνωστο χωρικό γράμμα πού ελεγε: -Βρέ: παληοδά.σκαλε, παληό6λαχε. Νά σηκωθης νά ψύγης στήν Κάτω Τζουμαγιά. σου γιατί αλλη ψορά δέ:ν μου γλυτώ­ νεις. Τό μεγαλύτερο κομμάτι σου θά εlναι δσο ενα σπυρί ρύζι. 'Από κάτω μεγάλη Βουλγαρική σψραγϊδα καί ή Βουλ­ γαρική ύπογραψή Σαντά.νσκη. Ό Πά.ζης εψυγε καl πηγε νά συνεχίση τίς σπουδές του στήν 'Ιατρική Σχολή της 'Αθήνας... Τόν συμ6ούλεψε καί δ σπιτονοικοκύρης του πού �ταν καί οικογενειακός του ψίλος. Κινδύνευε καl δ ϊδιος. Ό Πά.ζης τά σκεψτόταν τώρα καί ενοιωθε κάποιο τρόμο στήν ψυχή του. Ό σπιτονοικοκύρης του είχε γράψει ιiργό­ τερα πώς α,y είχε μείνει λίγες άκόμα μέρες θά τόν είχε κομ1.ιατιά.σει μέσα στό δωμάτιό του δ Σαντά.νσκη. Τον είχεν ιδεί ιiπό μακρυά τόν 'Ιούλη καl τόν Αϋγουστο τc.υ 1908 στήν Θεσσαλονίκη καί στlς Σέρρες νά έορτά.ζη μέ Τούρκους ιiξιωματικούς τή νεοτουρκική μεταπολίτευση. Τ� ειχε μέλι - γάλα μαζί τους. Φορουσε δλοκαίνουργια χακί στολή, μαυρα ύποδήματα, σκουψο στό κεψά.λι καί είχε μαυρα. γένεια. Τόν τελευταίο μονά.χα καιρό είχε κυχλοψορήσει στίς Σέρ­ ρες ή ψήμη πώς δ Σαντά.νσκη τά χάλασε μέ: τούς νεοτούρ­ κc.υς καl ξανα6γηκε στό κλαρί. Ό Πά.ζης αρχισε νά πλήττη στό διαμέρισμά. του. 'Ά­ να6ε τό ενα τσιγάρο πίσω άπ' τ' άλλο. Σέ κάποιο μικρό σταθμό μπηκε ξαψνικά καί «κλέψτικα.» ε,ας καλοντυμένος ψεσοψόρος ψηλός, 6λοσυρός μέ: μαυρο μου­ στάκι. Τόν πηρε γιά κανένα άνώτερο ύπάλληλο της Ρεζή (Μονοπωλίου τών καπνών). Του είπε τούρκικα: -Ζέστη σήμερα. Δέν πήρε καμμίαν άπά.ντηση. -Καλή ή έσοδεία ψέτος, εύτυχώς, ξαναείπε.

Ή ίδια σιωπή ύποδέχθηκε τα λόγια του. Τοϋ μίλησε επει­ τα, Γαλλικά., επειτα 'Ελληνικά.. Καμμια άπά.ντηση σαν να ήταν κωψά.λαλος. Θέλησε να τοϋ δώση τσιγάρο. 'Εκείνος δμως εβγαλε τήν τα,μπακέρα του καί εστριψε λαθραίο καπνό που μοσχομύριζε. Περίεργος άνθρωπος! Τί μποροϋσε να ε[ναι καί άπό ποϋ ςεψύτρωσε; 'Ακόμη και 'Αρμένης α.y ηταν επρεπε να μιλά.η τα. τούρκικα και μάλιστα πολυ καλά.. Ώστόσο δέν τοϋ ήταν δλότελα ξένη και άγνωστη ή ψυ­ σιοyνωμία του. Κά.π.ου τον ε[χε ξαναδεί. Οταν το τραίνο ιiνέβαινε προς τα Πορόϊα και πήγαινε σιγά., σιγά., fJ άγνωστος άνοιξε τήν πόρτα και πηγε να κατε6η πάλι «κλέψτικα». Πριν έξαψανισθη τοϋ εlπε Βουλγάρικα: -Είμαι δ Σαντά.νσκη! Ό Πά.ζης χώθηκε σέ άλλο διαμέρισμα. 0

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΑΙΟΥ Τό Παγκαίο έξακολουθοϋσε πολλές έβδ(ψ,ά.δες τό γλεντο­ κ6πημα και τό πανηγϋρι. Πεντακόσια χρόνια, ελεγαν, είχε 6α.στά.ξει ή πίκρα της σκλαβιάς. Δέν επρεπε νά βαστά.ξη λίγους μήνες καl ή γλύκα της λευτεριάς; ... Σψαχτά φένονταν στή σούβλα και στους ψούρνους, το κρα­ σί, τό «τσίπουρο», ή Γερμανικιά μπύρα ξανθιά και μαύρη ερρεαν άδιά.κοπα, τά «οργανα» ιiντιβούϊζαν καί ένθουσιασμέ­ νοι οί χορευτές τους πετοϋσαν μετζήτια καί συχνά λίρες καί 6ροντόλαλη άντηχοϋσε ή κραυγή «Υά μάς ζιήσ' ού βασιλιάς, να μάς ζιήσ' ού άρχηγός». 7 Ηταν ·η έποχή των παχεων &γελάδων γιά τους καπνοπ,χ­ ρα.γωγούς. Χρυσά.ψι ζύγιζε δ καπνός. Ύπηρχαν επειτα μπό­ λικα καί τά πλιάτσικα ιiπ' τά τουρκοχώρια. Οί Τοϋρκοι ε'ί­ χαy μαδήσει πεντακόσια χρόνια τους ραγιά.δες... Το Παγκαίο ήταν έλεύθερο. 'Ελεύθερα εκαμνε κάθε Ρω­ μηός δ,τι ήθελε. Καί τό χρωστούσε στο δικό του τό σπαθί. 'Αρχές Αόγούστου, δηλ. τό 1912, ειδοποιήθηκε δ Σερραίος 'Αρχηγός Δούκας, που ήταν ψευγάτος στήν 'Αθήνα, νά πα­ pc;υσιασθη στο 'Υπουργείο των Στρατιωτικών. Πηγε άπο­ ρώντας τί τον ήθελαν. Ρώτησε γνωστούς του έκεί ιiξιωματι139

κούς μά δλοι σήκωσαν τούς ύψους. Νόμισε πώς τοϋ ε[χαν παίξει ψάρσα καί έτοψάσθηκε νά ψύγη. υΕνας νεαρός τέλος υπασπιστής τον ρώτησε αν εΙναι Μακεδονομάχος καί τόν εμπασε ευθύς στό γραψείο τοϋ 'fπουργοϋ καί Πρωθυπουρ. γοϋ. 'Όρθιος δ 'Ελευθέριος Βενιζέλος, ένω τά μάτια καί τά γυαλιά του άστραπο6ολοϋσαν, τοϋ εΙπε: -Προ μηνων, καπετάνιε,, παρουσιασθήκα.τε μέ άλλους Μακεδονομάχου� καί ζητήσατε νά 6γητε στήν Μακεδονία δπου ο! Νεότουρκοι δολοψονοϋσαν τούς συναδέλψους Σας ... -Μας άποπήρατε, τότε, Κύριε Πρόεδρε. -Σας εΙπα τότε δτι δεν θά μοϋ κανονίζατε σείς καί τά κομιτάτα τήν πολιτική μου. Σας κάλεσα τώρα γιά νά σάς πω δ ϊδιος δτι ήλθε ή ωρα πού ζητούσατε. Νά ψύγετε τό ταχύτερο γιά τήν 'Ανατολική Μακεδονία. 'Έδωσα έντολή νά σας στείλουν καί 2.000 δπλα γκρά μέ λίγα μάνλιχερ. Θα τά μοιράσετε στα χωριά. καί μέ τ' άλλα πού εχουν θά τα έτοι­ μά.σετε για έπανάσταση καί πόλεμο. υΩρα σας καλή καί δ θεός μαζύ σας. Ό Δούκας άπο6ι6άστηκε μέ 5 άνδρες στή Χαλκιδική. Σέ λίγο ξεψορτώθηκαν μέ καtκια καί τούς «ποταμούς» Άλψειό καί Πηνειό καί δλα τά δπλα. 'Ένα χωριστό συγκρότημα σω­ μάτων άπό 250 άνδ.!iες μέ άρχηγό τον Παπακώστα 6γηκε · έπίσης στή Χαλκιδική! , Ό Δούκας μοίρασε γλήγορα τα τουψέκια στα χωριά. του ΙΙαγκαίου καί τά άλλα. Τούς εϊξερε ολους μέ τά δνοιιατεπώ­ νυμά τους ά,ι,όμη καί τα μικρά. παιδιά. Τοϋ είχαν άπεpι6ρι­ σϊ.η έμπιστοσύνη καί άψοσίωση. ΕΙχε έκτε),έσει τόν δπλαρ­ χηγό Γεώργη Τακίpνταλη γιατί στό διάστημα της άπουσίας του τό είχε ρίξει στίς γυναίκες. Τό Παγκαίο ήταν πια ετοι­ μG. 'Άρχισε μάλιστα τον πόλεμο πpοτοϋ τον κηρύξουν οι Βαλκανικοί Σύμμαχοι. Στίς 3 τοϋ Όκτω6pίου οί Τοϋρκοι εσψαξαν στή Ζηλιάχο6α ϊΝέα Ζίχνη) τον Γεώργη Μπέγο «πράκτορα» άπό ,:ό Σέμαλτο (Νέο Σοϋλι) μαζύ μέ άλλους πού είχαν πάρει δμήpους! Ό Δούκας ρίχθηκε στους άστυνομικούς σταθμούς καί τά. τουρκοχώρια. Οί Τοϋpκοι της Πρα6ίστας· πού ξεκίνησαν εναντίον του μέ νταούλια καί ζουρνάδες τό πλήρωσαν πολύ ακρι6ά. 'Όλη ή περιο.χή γλήγορα ξεκαθαρίστηκε. Τό Πράοι (Έλευθεpαί) παραδόθηκε άπ' τόν Καϊμακιi· 140

μη, τον « Γιούζμπαση», τον Μουψτij καί τον Μητροπολίτη μαζί μέ μεγάλες στρατιωτικές άποθijκες δπλισμου κα,ί α.λλου όλι­ ,ιοίί στο τμijμα του Χρ. Τέντζου. Πρόλαβαν οί Βούλγαροι ,ιαί μπijκαν στήν Καβάλα. uΕνας λόχος ξεκίνησε καί yιά τίς Έλευθερές. Ό Τέντζος δμως του εψραξε το δρόμο και δfιλωσε στον διοικητή του δτι �ίχε διαταγή ν' ιiρχίση μάχη σ:, έπιχειρουσε νά μπij στήν πόλη. Καί οί Βούλγαροι yύρι�� ν πίσω. ς, ' ' ' u Lθε μερος ' ' Κίk Αν εrχε δ uηyιες ο Δουκας και' ει"ξερε οτι θα γινόταν κτημα του «πρώτου καταλαβόντος», θά εrχε άπλώ­ σε, τήν 'Ελληνική κατοχή πολυ πέρα ιiπ' τό Παyκαίο. Τώρα ή σιδηροδρομική γραμμή χώριζε τήν 'Ελληνική Ιiπ' τή Βουλγαρική ζώνη. Ό Στρατηγός δμως Κο6ά.τσεψ, που εrχε τήν εδρα του στή Δρά. μ.α, δέν μπορουσε ν' ιiνεχθij τήν 'Ελληνική αυτή σψijνα στά Βουλγαρικά πλευρά.. Καί νύχτα - μέρα πάσχιζε νά βρij ιiψορμή yιά νά τήν έξαψαν(ση. Ό Δούκας εrχε ζητήσει πολλές ψορές νά του στείλουν ενα τουλάχιστο λόχο τακτικό στρατό. Μά ουτε ιiπά.ντηση πηρε. Στίς 20 του Δεκέμβρη βρισκόταν στό Κιούπκιοϊ μέ τους δπλαρχηyούς Γιάννη Μπά.ρτζο, Μιλτιάδη Σκόρδα τελειόψοιt� της 1ατρικης καί « Γενικό Γραμματέα», Χρήστο Τέντζιο, φοιτητή της νομικής, Γεώρyη Τ σερέπλιανη καί 300 α.νδρες. 'Απ' τό πρωι εβαλαν κατσ(κια, κριάρια, συκώτια στή σού6λα καί στρώθηκαν στό γλέντι καί τό χορό. Τό μεσημέρι ό Δούκας καί οί δπλαρχηyοί ψιλοξενήθηκαν στο σπίτι του Γεώρyη Καραμανλη, που ήταν καί δ «Πρά­ κτωρ» στό χωριό. Ή γυναίκα του ή κυρά Φωτεινή εΙχε έτοι­ μά.σει καί δυό ιiπ' τίς περίψημες πίττες της. Ό Δούκας τό μεσημέρι, είπε: ----Κυρά Φωτεινή ψέρε μας πρώτα τίς πίττες. 'Από κρέα­ τα μπουχτίσαμε. -Μά εχουμι κι' κ'τόσουπα κι' κότες. -Τίς πίττες, τίς πίττες... uΟπως εlπα. Μονά.χα στό για· τρο δέ θά δώσης ουτε ενα κομματάκι. -Γιατί; εlν' τόσου καλός. -Ξεχνας τήν πίττα που μουψαγε; Καί τή λαχταρουσα. -Ποιά πίττα; ρώτησε μέ ιiπορία δ οίκοδεσπότης. 141

-Σύ Γιώργη ήσουνα τότε για. καλά στή ψυλακή στή Ζη . λιάχο6α. -Είχαμε ελθει στο χωριό πεινασμένοι, 6ρεγμένοι, τJα,. κισμένοι. Παρακάλεσα τήν κυρά Φωτεινή νά μάς κάμη πίτ. τα. Ή καϋμένη μ' δλα τά 6αρειά 6άσανά της μάς εψτια.ξε μ.ιά πίττα ροδαλή καί ά.ψράτη, μοσχομύριζε. Σάν νά τήν βλέπω μπροστά μου. Νάτος, τσιούπ, προ6άλλει τότε ό κύρ Μιλτιάδης καί μάς λέει: Φευγάτε γλήγορα. 'Έρχεται ό Άμπτουλa μπέης μ' ενα τάγμα ά.6τζηταμπούρ! ... Άναγκσ.στήκαμε νά ψύγουμε. Καί στρώθηκε του λόγου του καί κατα.6ρόχθισε τήν πίττα. -'Ήμουνα κι εγώ πεινασμένος, 6ρεγμένος καί τσακισμέ­ νος, ά.ποκρίθηκε ό Σκόρδας. 'Έτρεξα τρείς ώρες μέ τ' άλογο μέ 6ροχή γιά νά προλά6ω. Καί οi.ίτε στο καρακόλι της yέψυρας σ;αμάτησ�. Κι' �ς ψώναζαν οί τζανταρμάδες αλτ... αλτ ... ντουρ... ντουρ (στα.σου). -"Αϊ τότε μέ τό δίκηο του κατα6ρόχθισε τήν πίττα, είπε δ Τέντζος. -Δέν αψησε οϋτε ενα κομματάκι ό μ.ασκαράς, ξαναείπε δ Δούκας. -Μ' α.ν δέν ερχόταν;! πηρε τό λόγο δ ύπcφχηγόςΜπάρτζος. Σέ λίγο πλάκωσε ό Άμπτουλά μέ τό ά.6τζηταμπούρ. -Έγώ μιά ψορά θά. θυμάμαι κείνη τήν πίττα δσο ζω. ''J.σως γιατί ήμουνα πολύ πεινασμένος. -'Όσο γιά πίττες; ... Τό μόνο εϋκολο, είπε ή κυρά Φωτεινή. -Να.σαι κΙΧλά κυρ·ά Φωτεινή. Ό Μπάρτζος εσκυψε στ' αυτί του Δούκα καί του είπε: -'Έμαθες πώς τον καιρό πού ήταν ψυλακή δ Γεώργης, ήλθε ό Τσάρας (ά.νθυπολοχαγός τότε Νταης) καί της εδωσε έκατό λίρες γιά τά εξοδα, δικηγόρους, μαρτύρους, Τούρκους καί ή Φωτεινη δέv τίς δέχτηκε; -Πώς οχι; Καί είπα του Τσάρα: δέν τήν .ξέρεις τήν κυρά Φωτεινή. Κείνη τή στιγμη τούς είπαν δτι ενας Βούλγαρος ά.ξιωμα.· τικός μ ::να λοχία ήταν κα6άλλα εξω. Δέν θέλησαν νά τούς πάρουν μέσα. Βγηκαν νά του μιλήσουν ό Σκόρδας καί ό Τέντζος, πού εί'ξεραν Βουλγάρικα καί ψορουσαν στολές λο· χία. του ίππικου. Τίς είχαν ράψει στίς Σέρρες. Πηρα.ν τ� ί5•J6 γα.λόvισ. α.π' τον μπακάλη. J.\�

b

γc τζ

τΗταν δ ύπασπιστής του στρατηγου Κο6άτσεψ. -Τί είστε σείς; τούς ρ.ώτησε. -Μιiς βλέπετε. 'Υπαξιωματικοί του ίππικου, άποκρίθηκε δ Σκόρδας. -Του άντάρτικου ίππικου;! -'Όχι του τακτικου ίππικου. -Μπορείτε να. μου δείξετε που είναι οί διμοιρίες, τα. α.λο� γα, τα, δπλοστάσια, οί έγκαταστάσεις σας; -ΕΙναι σέ άλλο χωριό... Στό Πράοι, πετάχθηκε δ Τέντζος. -Καί κείνοι έκεί είναι τακτικοί στρατιώτες;! 'Έδειξε μερικούς άντάρτες πού εστεκαν στην πλατεία. -Τούς εχουμε δδηγούς καί 6οη&ούς οπως σείς τούς κομιτατζηδες, συνέχισε δ Τέντζος. -"Ας &ψήσουμε τ' άστεία. Μιλω τώρα σοβαρά. Μ' ε­ στειλε δ στρατηγός Κο6άτσεψ να. σάς άνακοινώσω οτι και­ ρός πια. είναι να. διαλυθητε καί να. πάτε στα. σπίτια. σσ.ς κσ.ί στα, χωράψισ. σας. 'Αντάρτες καί κομιτσ.τζηδ�ς τώρα. δέν χρειάζονται. -Δέν εχει πσ.ρα. να. σuνεννοηθη δ στρατηγός μέ τό 'Ελ­ ληνικό Στρατηγείο. 'Απ' σ.ύτό έξσ.ρτώμεθσ.. Ό ύπσ.σπιστής εκσ.με πώς δέν τό άκουσε κσ.ί έξσ.κολούθησε: -Ό στρατηγός είπε: Άγωνιστήκσ.τε, πολεμήσατε, κά­ μα.τε μέ το παραπάνω τό κσ.θηκον σσ.. Πρέπει τώρα. να. κυτ­ τάξουμε κσ.ί τα. χωράψισ.. Ό στρατηγός θέλει να. σάς προ­ τείνη για. παράσημα. κσ.ί μετάλλια.. Να. μιiς δώσετε τούς κα­ ταλόγους μέ το όνοματεπώνυμο καί τόπον κσ.τσ.γωγης. -Εύχσ.ριστουμε, εύχσ.ριστουμε, θα. τούς έτοιμάσουμε. Δέν εΙχσ.ν έννοείτσ.ι, κσ.μμίσ. διάθεση να. πσ.ρσ.δώσοuν στα. · χέρια των Βουλγάρων τέτοιους κσ.τσ.λόγους. -Ό στρατηγός είπε πρέπει να. εχετε ύπ' οψιν οτι θα. δώσετε πιοc λόγο γιοc κάθε άτσ.ξίσ. στούς βουλγάρικους νό­ μους. Άψου ή πρωτεύουσα. του κσ.ζιi {έπσ.ρχίσ.ς) ή Ζηλιά­ χο6σ., είνσ.ι 6ουλγσ.ρική, άνσ.γκσ.στικοc κσ.ί ολη ή έπαρχίσ. είναι 6ουλγσ.ρική. -Τό στρατηγείο μσ.ς εχει καθορίσει, οτι ή σιδηροδρομι­ κή γραμμή μιiς χωρίζει. -Ποιό στρατηγείο; -Τό δικό μας τό 'Ελληνικό. 143

-"Α ! Μπά.. Άπό ποϋ είσθε σείς; -Άπ' εδώ. VΕνας χωριανός του δμως άντά.ρτης πετά.χθηκε αυτόκλη­ τeις και είπε όπερήψανα: Εϊμα.στε άπό την Καρλίκο6α της Δράμας. Τά μάτια τοϋ Βουλγάρου άστραψαν και στά χεί­ λια του ψά.νηκε πονηρό και έκψρα.στικό χαμόγελο. Και πρα­ γματικά άπ' την άλλη κιόλας μέρα ή οίκογένεια τοϋ Τέν­ τζου πού ήταν στό 6ουλγαροκρατούμενο χωριό ετχε πολλά 6ά.σανα... Μέ περισσότερο θάρρος τώρα δ όπα.σπιστής συνέ­ χισε: -Δεν εννοείτε επειτα και νά ήσυχά.σετε. Δεν εγινε δ πόλεμος διά νά ψέρωμεν έδώ την άναρχίαν. Προχθές σκοτώ­ σατε τόν Άεριτζη άπ' την Πρά.6ιστα. -Μά αυτός εfχε δολοψονήσει τόν δπλαρχηγό Βασίλη Τζορμπατζη. -Άδιά.ψορο. 'Έπρεπε νά τόν παραδώσετε στην δικαιοσύ­ νη. Δεν μπορεί νά κά.μη δ καθένας τοϋ κεψαλιοϋ του. 'Έ­ χι,υy πολλά παράπονα και οί χωρικοί. Οί Τοϋρκοι μάλιστα. εχουν ψρικτά παράπονα. -Άπό μας η άπό κάποιους άλλους ; ... -Έπιά.σατε άκόμα και ληστέψατε προχθές Βουλγάρους στρατιώτες. -'Έπιασαν άληθινά προχθές οί δικοί μας δικούς σας στρατιώτες, πού εΙχαν περάσει τή σ:δηροδρομική γραμμή, μπηκαν σέ δικό μας εδαψος και πλιατσικολόγησαν. Τούς πη- · ραν τά πλιάτσικα και τάδωσαν πίσω στούς νοικοκυραίους. -'r6ρίζετε τόν Βουλγαρικό στρατό! Οί Βούλγαροι στρα­ τιώτες δεν είναι πλιατσικαντόροι. Ό Δούκας πού τά παρακολουθοϋσε άπ' τό παράθυρο, πε­ τά.χθηκε τότε εξω, πρόσταξε τούς Σκόρδα και Τέντζο νά ψύ­ γcυν γιατ! δεν εϊξεραν την διπλωματική γλώσσα και γυρί­ ζοντας στόν Βούλγαρο τοϋ είπε διπλωματικώτατα: -Σείς μωρέ δεν εΙσθε πλιατσκαντόροι; ! Και τί άλλο κάνετε άπ' τό στρατηγό ίσα.με τόν τελευταίο στρατιώτη; Και γιά τόσο κουτούς μας πήρα.τε; Ν ά σας δώσω τόν κα­ τάλογο γιά νά. τούς πιάσετε αυριο... Πολύ ξϋπνοι είστε οι 6cϊδοκέψαλοι. -Διαμαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι, μας ό6ρίζετε Δούκα. Ό κατάλογος θά είναι γιά τά παράσημα και τά. μετάλλια. -Και δεν εχομε μωρέ έμείς δικά. μας παράσημα; Χρεια.144

ζόμα.στε τά. δικά σας; Κα.ί γιατί τόσο ενδια.ψέρον γιά. τον 'Αεριτζή, ενα. δολοψόνο κα.ί προδότη;! -Είναι ανάγκη νά. στα.μα.τήση ή αναρχία.. Μας παρακολουθεί ή Ευρώπη. -Κα.ί δέν 6λέπετε δτι κάτω απ' τίς μϋτες σας οί κομιτα­ τζήδες στά. μέρη σας κάνουν δ,τι θέλουν και ρημάζουν τούς Τούρκους; -Τούς δια.λύσαμε. -Τούς 6άλα.τε ενα. καλπάκι... Κα.ι γιατί δεν 6λέπει τά. δικά του χάλια. μά. χώνει τή μύτη του σε έλληνικά. μέρη δ στρατηγός Κο6ιiτσεψ; 'Απ' το όνομά του ψα.(νετα.ι είναι γυιός γκύψτου. Μπροστά. στην άψογη και γα.ντοψορεμένη διπλωματική γλώσσα., οί δυο Βούλγαροι κα.6α.λλίκεψα.ν τ' άλογα. κα.ί εψυγα.ν μέ καλπασμό... -Σά. νά. το πα.ράκα.μες μέ τή διπλωματία. σου 'Αρχηγέ, τοϋ είπε δ Σκόρδα.ς. -'Έχεις ίσως δίκηο. Μά. αυτός δ γκυψτο - Κο6ιiτσεψ ! Λέω νά. μποϋμε κα.μμιά. νύχτα. στη Δράμα. και νά. τον σιγυ­ ρίσουμε... Μά. τί θά. ποϋν οί δικοί μας; 'Έπειτα. σά.ν νά. τον ψώτισε ξα.ψνικά. μιά. μυστηριακή λάμ­ ψη, παράτησε πίττες, κοτόσουπα., ψα.γιά, μεζέδες και ρώ­ τησε τούς δπλα.ρχηγούς α.ν πρέπει νά. μείνουν η νά. ψύγουν. "Ολοι είπαν νά. μείνουν. -Γερά. κεψιiλια. εΙσθε ! ... Τόσο κα.τα.λα.6α.ίνετε, τούς α­ πάντησε. Κάλεσε και τούς «πράκτορες» κα.ί τούς «προκρί­ τcυς». Κι αυτοί μ' ενα. στόμα. αποψιiνθηκα.ν ύπερ της πα.ρα.­ μονης. -Μά. θά. στέίλη α.υριο δ Κο6άτσεψ ενα. τάγμα. γιά. «νά. επι6άλη την τάξη». Αυτά. πού εΙπε δ ύπα.σπιστής γιά. τον 'Αε­ ριτζή, γιά. την αναρχία., γιά. τά. παράπονα. των Τούρκων, θά. ε[yα,ι οί δικαιολογίες. θά. θελήσουν νά. μας αψοπλίσουν. 'Ε­ μείς θά. αντιστα.θοϋμε. θά. πάθουν τά. χωριά. -"Ας πάθουν. Δεν θά. είναι ή πρώτη ψορά. -Δεν εχομε κα.ί κα.μμιά. δδηγία. από τούς δικούς μας πού γι;: πιiρη δ διάτανος. Ό Δούκας χωρίς να. τούς ακούση πρόσταξε αμέσως να. δια.λυθοϋν οί α.νδρες κα.ί να. σκορπίσουν στα. χωριά τους. 'Επlσης νά. πα.ρα.δοθοϋν τα. μεγάλα. κοπάδια. από α.ίγοπρό6α.τα., 6όδια., άλογα. στον 'Ελληνικό στρατό. 145

Με τούς δπλαρχηγούς του πέρασε το Στρυμόνα. Τήν άλλη μέρα τό πρωt - πρω·ι ii.yα Βουλγάρικο τάγμα. παρουσιάστηκε στό Κιούπκιοϊ. Ό Δούκας εrχε μια καταπληκτική διαίσθηση σα να. ήταν ώπλισμένος με μυστικές κεραίες, εrδος ραντάρ*. 'Έμεινε δυό μέρες στο Κρούσοβο των Κερδυλλίων. 'Έφυγε κι ιiπο έκεί απότομα καί ξαφνικά. uy στερα ιiπό δυο ώρες πρόβαλαν Βούλγαροι στρατιώτες και κομιτατζήδες πού τόν ζήτησαν! ... Πηyε στο σπίτι του Καραβασίλη στα Βρασνα. ΕΙχε μαζίί του μόνο τον Βαγγέλη Τσιορμπα.τζη. 'Ήταν ιiπόλυτα ήσυ­ yος. Τό μέρος ήταν ιiδιαφιλονείκητα έλληνικό, έδωθε ιiπ' το Στρυμόνα. Τήν αυγή δμως πριν τα ξημερώματα α.κουσε εξω ψιθυριστές κουβέντες. Πετάχθηκε και &ρπαξε το δπλο. 'Ή­ ταν άδειο! 'Έλειπαν τα φυσίγγια και οί δυο σόμπες. 'Έπια­ σε &.πό τα μαλλια τή �πιτονοικοκυρά: Γλήγορα τα φυσέκια. καί τίς βόμπες γιατί σ' εσψαξα, της εΙπε. Ή φτωχή γυ­ ναίκα τα εrχε κρύψει για y' ιiποφύyη σύγκρουση μέσα στο σπίτι της ... Στο θαμπό μισοσκόταδο είδε πολλούς Βουλγάρους στρα­ τιώτες καί κομιτατζήδες και τον βοεβόδα Ίβάν. Κατάλαβε Οϊ:ι δεν εrχαν καθόλου καλές διαθέσεις. 'Έρχονταν να τον πιάσουν ετσι ξένοιαστος πού θα ήταν στο Έλληνικο μέρος, νά τόν ξεκάμουν καί να ψύγουν... 'Άρχισαν να χτυποϊ.iy τήν χοντρή εξώπορτα. Βγήκε στο παραθυρι καί με τή μεγαλύτερη ήρεμία τούς ρώτησε Βουλ­ γάρικα: -Τί τρέχει ορέ παιδιά; Τί ζητάτε; ... -Τον δούκα, του &.πάντησαν. -Τί τόν θέλετε; -Τον ζητάει μιά στιγμή δ συνταγματάρχης, κάτι θέλει να τον ρωτήση για μερικούς μπέηδες. -"Α, ευχαρίστως έγώ εrμαι δ Δούκας. Εrσαι καλα Ί­ βάν; θα κατέβω κάτω νά σας ιiνοίξω. "Ας ερθη δ &.ξιωμα­ τtκός σας να συνεννοηθουμε. * Δυστυχώς οί κεραiιες του δεν λειτούργησΟΙν αργότερα στη Γαλλία ΟΠΌU μια μέρα έξαψανίστηκε χωρiς να μάθη κανένας τίποτα. J4r,

'Απότομη σιγή έπεκρά.τησε. Με δυσκολία συγκράτησαν τή χαρά τους οί Βούλγαροι, πού τόσο εϋκολα θαοαζαν στό χέρι τόν περιβόητο καl «ά.1eαίσιο» Δούκα. ΕΙχε ά.ρχίσει νά. ξημερώνη. "Εβαλε τή γυναίκα ν' ά.νοίξη τήν πόρτα. Μπηκε χαρού­ μενος καί τρίβοντας τά. χέρια του δ ά.ξιωματικός Ντημη­ τρώψ. Θαπαιρνε σίγουρα τό μεγά.λο παράσημο. Ξαψνικά. δμως δ Δούκας &.κούμπησε στήν πλά.τη του τό μιiνλιχερ καl τοϋ είπε σιγά. ν' ά.νεβη πά.νω στή σκά.λα χω­ p!ς νά. μιλήση η νά. κουνηθη ... Τόν ύποχρέωσε ν' ά.νεβη 1,ιiνω στό δωμάτιο δπου τόν παρέλαβε δ Τσιορμπατζης. Με τ όν ιδιο τρόπο ά.νέβασε καί τό λοχία Φιλίπ. Τούς ά.ψώπλισε επειτα, εβγαλε τις έπωμίδες καl μισά... μουστάκια τοϋ Ντημητρώψ. -'Ήρθες τοϋ εΙπε νύχτα σε 'Ελληνικό μέρος νά. πιιiσης ξαψνικά. τό Δούκα! Μά. πολύ μικρός ε!σαι... οι στρατιώτες και κομιτατζηδες εξω νόμιζαν πώς κου6έντιαζαν για. τή «ψιλική παράδοση». Έπρόσταξε δ Δούκας τόν ά.ξιωματικό νά. τούς διατιiξη νά ψύγουν &.μέσως συντεταγμένοι. 'Έψυγαν πραγματικά. δλοι μαζί. Για. καλό δμως καί για. κακό δ Δούκας κράτησε τούς δυό αιχμαλιίηους εως δτου εψτασε τρεχάτη μια. διμοι­ ρία Κρητων πού στάθμευε στό Σταυρό. Ό τότε λοχαγός και &.ρχηγός των «Προσκόπων» των ά.νταρτικων δηλ. σωμάτων Κώστας Μαζαράκης, τόν παρου­ σίασε μαζί με τόν Σκόρδα στό Γενικό Στρατηγείο στή Θεσ­ σαλονίκη. Άψοϋ πρόσψερε στόν Διάδοχο Κωνσταντίνο 24 αρχαία χρωματιστά. πιά.τα ά.π' τήν Άμψίπολι και χρυσο­ κέντητους τούρκικους «τσεβρέδες» τούς ε!πε για. τήν κα­ τάσταση πού είχε δημιουργηθη στό Παγκαίο καί παραπο­ νέθηκε γιατί τόν αψησαν τόσον καιρό χωρίς κα.ν δδηγίες. Τόν ρώτησαν α.ν μποροϋσε ν' &.νακαταληψθη τό Πα,yκαίο δίχως έπεισόδια με τούς Βουλγάρους. 'Απάντησε &.δίστα­ κτα, α.ν ένεργοϋσαν γλήγορα καί αιψνιδιαστικά.. Ό Κο6ά.­ τσεψ θά. ήσύχασε &.ψοϋ διαλύθηκαν τά. σώματα, εψυγαν οι ά.ρχηγοι καί σκόρπισαν στα. χωριά. τους αντρες. θα. θεώ­ ρησε περιττό ν' &.ψήση στα. χωριά. ψρουρές. Με τό ναpκο6όλο «Κανιipης» καί τήν «'Ανεξάρτητη δι­ λοχία Κονταρά.του» ξαναποβι6ά.στηκε 6ρά.δυ στό Παγκαίο καί τήν αλλη μέρα με κατάπληξη μάθαινε δ Κο6ιiτσεψ δτι 147

ταχτικοι uΕλληνες στρατιώτες σιδηροδρομική γραμμή.

το

ήταν παρατεταγμένοι στή

ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕ/0 ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

Ή ,Εψοροεπιτροπή Καστοριάς εστειλε τήν άνοιξη του 1913 γρά.μματα στους «ιχ.πανταχου Καστοριείς» νά δώσουν τήν «συνδρομή» τους γιά νά κτισθη καινούργιο τό παληό παρθεναγωγείο της γραψικης πολιτείας. Εlναι σκορπισμένοι οι Καστοριανο! γουναρά.δες στά τέσ­ σα.ρα άκρα τpυ κόσμου. 'Όλοι &νταποκρίθηκαν στήν εκκληση της μακρυνης πα­ τρίδας, που λουλουδίζει στό μέσο της ώμορψης λίμνης, άλ­ λοι μέ γενναία ποσά και άλλοι μέ τόν Μολό της χήρας. Δεν λησμονιέται εδκολα ή Καστοριά δσοδήποτε και ιiν 6ρ(σκωνται μακρυά τά τέκνα της. Ό διά.κος και ψοιτητής τότε της Όξψόρδης 'Ιλαρίων Ηασδέκας καθηγητής &ργότερα στό Πανεπιστήμιο της Βαρ­ σο6(ας, εστειλε μιά λίρα 'Αγγλική - χρυση τότε - μέ μιάν εύγενικιά διαμαρτυρία γιατί εlχαν &παξιώσει νά του γρά.φουν. Μαζώχθηκαν 2.000 χρυσές λίρες. Έτοιμά.ζονταν νά 6ά­ λουν τά θεμέλια. Μά ξαψνικά έμψανίσθηκε δ Γ. Μπούσιος θρυλικός &π' τή δρά.ση του στήν Τουρκική Βουλή, &ρχη­ γός τώρα του «'Ηπειρωτικου 'Αγώνα» &ναντίον της «Εύ­ ρώπης» που εδινε τήν Κορυτσά και τήν άλλη «Βόρειο 'Ή­ πειρο» στή νεοσύστατη Άλ6ανία και ύποχρέωνε τόν 'Ελλη­ νικό Στρατό ν' &ποσυρθη. 'Άρχιζε ενας καινούργιος &παρά.σκευος και άτακτος πό­ λεμος. Παρουσιά.σθηκε δ Μπούσιος στή Μητρόπολη καί ζήτησε τήν 6οήθεια της Καστοριάς. Ό Μητροπολίτης 'Ιωακείμ Μπαξε6ανίδης, διά.δοχος τοϋ Καρα6αγγέλη, ήταν περήψανος γιά την σκοπευτική του δεινότητα στό κυνηγι της λίμνης καί γιά τή ψορά.δα του. -Και 6έ6αια θά τήν εχετε κ. Μπούσιε, του &ποκρίθη­ κε. Ή Καστοριά θά κά.μη τό καθηκον της μ' δλη τή δύ· ναμη και μ' δλη τήν ψυχή της. Μήν &μψι6ά.λλετε. 14.8

θ' &ρπαζε και δ ίδιος τό τουφέκι rλν δέν τον εμπόδιζε τό ράσο. Κάλεσε εύθύς το συμ6ούλιο της δημογεροντίας. uΟλοι θεώρησαν τον &γωνα της Κορυτσάς δικό τους &­ γωνα. Ό Μπούσιος ζητοίίσε δπλα, άντρες και χρήματα. Τά. ύπεσχέθηκαν. Καί διέκοψαν γιά. νά. ξανασυνέλθουν ένωρις τήν άλλη μέρα. 'Όπλα 6ρέθηκαν. Ίπηρχαν τά. παληά. κρυμμένα &.π' τά. χρόνια της Τουρκοκρατίας καί άλλα πού είχαν ά.ρπάξει στον πόλεμο &π' τούς Τούρκους. Προσφέρθηκαν επίσης 18 Καστοριανοι μέ τον δπλαρχη­ γό Χρυσό Δούκη νά. ξεκινήσουν &μέσως. Τά. χρήματα ήταν δ κόμ6ος. Χρειάζονταν στολές και ύ­ ποδήματα αύτοι πού θά. εφευγαν. 'Έπρεπε και κάτι ν' &.­ ψήσουν στά. σπίτια τους &φοίί πήγαιναν σέ πόλεμο. Ό Μπού­ σιος ζητοίίσε καί άλλα πολλά. -Δέν ύπάρχουν χρήματα στο Ταμείον. Είναι άδειο, εί- · π� δ γραμματικός Κοτσίδης πού τον κύτταξαν δλοι. -'Έχομε τίς δυο χιλιάδες λίρες! παρατήρησε δ Μητρο· πολίτης. -Ήμποροίίμε νά. &γνοήσωμε τήν Θέληση των δωρητών; Τά.ς εστειλαν διά. τό ΠαρΘεναγωγείον, &ποκρίθηκε δ Κο­ τσίδης. -Νά. τούς γράψωμε. Νά. τούς τηλεγραφήσωμε. Στούς σπουδαιοτέρους, συνέχισε δ Μητροπολίτης. -Μά. δέν εχομε καιρό. Ό πόλεμος δέν περιμένει, δια­ μαρτυρήθηκε δ Μπούσιος. Γιά. τον ίδιο λόγο &πορρίφθηκε άλλη πρόταση νά. γίνη ε­ ρανος μέσα στήν Καστοριά. Λίγα πράγματα θά. συγκεντρώ­ νονταν. Δέν ήταν ή κατάλληλη εποχή γιά. ερανο. Ό Μητροπολίτης εσφιγγε μs το δεξί χέρι τά. γένεια του, δ Μπούσιος τά. δάκτυλά του. Ό γιατρος Δούκας Σαχίνης, δ εμπορος Ι. Παπακωνσταν­ τίνου και μερικοι άλλοι πού ήταν μέλη και της παληας «'Επιτροπης τοίί ΚQμιτάτου» μέ δικαίωμα ζωης καί θανά­ του, ά.λληλοκυττάχθηκαν. _.__Νά. δώσωμε τέλος πάντων, είπε δ γιατρός, ενα μέρος των χρημάτων τοίί Παρθεναγωγείου. 'Άλλη λύση δέν ύ149

πά.ρχει. Τό ά.ναπληρώνομε ά.ρyότερα. μέ ερανο στήν Καστ0• ριά., στήy πρόσψορη έποχή. Όλοι συμψώνησαν. Ό Μπούσιος ορθιος τούς εδωσε τό χέρι καl τά. συγχαρητήρια. -'Έτσι μάλιστα, ελεyε. Τό περίμενα ά.π' τήν Καστο­ ριά. 'Εδώ ή Κορυτσά καίεται. Μπορεί νά. περιμένη λίγο καιρό το Παρθεναγωγείο. Ζήτησε καί τίς δυό χιλιάδες. 'Έπειτα τlς χίλιες. «Δεί δη χρημάτων» έπαναλάμ6ανε. Τοϋ εδωσαν ενα στρογγυλό ποσό στό χέρι. 'Άλλα χρειά;­ σθηκαν yιά. τόν έξοπλισμό και ά.ποστολή ά.νδρων. Ό Μπούσιος ά.ναχώρησε yιά. τήν Βίyλιστα. Μά. οί ά.νάyκες τοϋ πολέμου ήταν ά.τελείωτες καί οί έκ­ κλήσεις τοϋ Μπούσιου ά.λλεπάλληλες καί όλοένα έντονώτε­ ρες καί συγκινητικώτερες. Ε[χαν τρέξει τώρα στόν ά.γωνα Μακεδονομάχοι ά.πο παν­ τοϋ καθώς καί στρατιώτες και ύπαξιωματικοl πού λιπο­ τακτοϋσα.ν. Το στρα.τόπεοό τους στήθηκε φηλά. στή Φούσια. Τόν Μπούσιο δια.δέχθηκε στήν ά.ρχηγία. δ Βάρδας. 'Άρ ­ χισε κα.l αυτός τά γράμμα.τα. πρός τήν Καστοριά γιά. ένί­ σχυση. Εlχε δεσμούς μαζί της, ά.ψοϋ είχε ά.γωνισθη στήν πιφιψέρειά της. Ή Κορυτσά ξανάγινε τέλος 'Ελληνική στίς 23 'Ιουνίου 1914 γιά δυο ά.τυχως μόνο χρόνια.. Το .iποτέλεσμα. δμως γιά τήν Καστοριά ήταν δτι ολα tά χρήμα.τα. τοϋ έράνου των «άπα.ντα.χοϋ Κα.στοριέων» εκα­ μα.ν ψτερά. θυσιάστηκε γιά τήν Κορυτσά τό « Πα.ρθενα.γωγείο» πού παραμένει ά.κόμα. δπως ήταν στά χρόνια. της Τουρκοκρα­ τίας...

ΤΑΞΕΙΔΙ ΜΕ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ Πρωt πρωt μέ ειδοποίησαν δτι μέ ηθελε ό Πρόεδρος της Κυ6ερνήσεως της «'Εθνικης 'Ενότητος» δπως λεγόταν τότε. 'Ήταν 4 τοϋ Νοέμ6ρη τοϋ 1944, μέρα. Δευτέρα.. Πηyα. στο Πολιτικό Γραφείο κα.l εγινα. ά.μέσως δεκτός. Ό προθάλαμος ήταν ερημος κα.ί άδειος. 15()

-θά. πας στήν Θεσσαλοy{χ:η «Κυοερvητικός 'Επίτρο­ πος», μου είπε δ Πρωθυπουργός Παπανδρέου, δηλαδή Γενι­ κός Διοικ"f}τής μέ: ευρυτάτην ά.ρμοδιότητα καί έξουσία.ν. Φεύ­ γεις το μεσημέρι. -Μά εχω δώσει τά. ρουχα. γιά. πλύση... -Αυτά. θά. κυττάζωμε τώρα.; 'Έμειναν σύμψωνα. κα.ί οί ύπουργοί του ΕΑΜ κα.ί του Κ.Κ. Βιάζονται κα.ί οί 'Άγγλοι. Θέλουν νά. εχουν κάποιον μέ: τον δποίον νά. συνεννοουνται στή θεσσα.λονίκη. -Κα.ί ποιά εlνα.ι ή κατάστασις έκεί; -Μήπως ξέρομε;! Γι' αυτό ε!να.ι ιiνάγκη νά. 6ρεθης έκεί το ταχύτερο. Κυρια.ρχουν 6έ6α.ια.... έκείνοι... θά. μπουμε δ­ μως σιγά. σιγά στήν δμα.λότητα. καί στον ίσιο δρόμο. θά. δια.λυθη δ ΕΛΑΣ, κα.ί έπειτα. ή Πολιτοψυλα.κή, σχηματί­ ζεται ή Έθνοψυλακή. Χρειάζεται ύπομονή, προσοχή κα.ί κα­ τανόησις. Βγα.ίνομε ά.πό μιά. γενική ά.να.στάτωση κα.ί &.να.­ τροπή. υΩρα. σου καλή, κα.ί δ θεός 6οηθός... 'Όλα θά. παν καλά. Τον ά.ποχα.ιρέτησα.. Μά. ευθύς γύρισα κα.ί τον ρώτησα.: -Κα.ί πως θά. πάω κύριε Πρόεδρε; -'Ά. Νά. είσαι τό μεσημέρι ά.κρι6ως μπροστά. στο Ύπουργείο των 'Εσωτερικών. θά. σας πάρη 'Αγγλικό αυτο­ κίνητο για το ά.εροδρόμιο. θά. ψύγετε, ψα.ντάζομα.ι, μέ: ά.ε­ ροπλάνο. Στίς 12 ά.κρι6ως ενα. 'Αγγλικό αυτοκίνητο των «τριων τετάρτων» ήρθε κα.ί μας πηρε. "Ήταν μαζί μου κα.ί δ Ζ. Πα.πα.λα.ζάρου πού πήγαινε «Κυ6ερνητικός 'Επίτροπος» στήν Κοζάνη. Μ' ά.ντίς το ά.εροδρόμιο 6ρεθήκα.με στήν ερημη προκυμαία. του Πειρα.ια ! 'Ένα. μεγάλο κα.ί vεώτα.το κα.τα.­ δρομικό τό «Σύριους» ήταν ά.ρα.γι,ι,ένο. Στο πλευρό τς;υ είχε χρονολογία. κα.τα.σκευης 1943. Μπήκα.με μέσα.. Μ' αυτό, σκέψθηκα., θαμα.στε σέ: λίγες ώρες στήν Θεσσαλονίκη. Μά. περνουσα.ν οί ώρες κα.ί τό «Σύ­ ριους» δέ:ν ξεκολλουσε ! Μας πηρε ή νύχτα.... 'Ήρθαν ά.ργά. κα.ί οί ά.ξιωμα.τικοί του 'Έμ - 'Έλ (προδρόμου της Ουνρα.) . Τούς είχα. γνωρίσει στο Κάϊρο πρίν λίγους μήνες. Μέ: χαι­ ρέτησαν μέ ά.νυπόκριτη ευχαρίστηση. Ό ταγματάρχης Σμέ­ θερς πού μιλουσε κα.ί καλά. γαλλικά μου είπε: -Χαίρω πολύ πού θά. εχωμε νά. κάνουμε μαζί σα.ς στήν Θεσσαλονίκη. Μά. δπως σας είπα. στο Κάϊρο, νά. μιλάτε α1,51

φο6α τά 'Αγγλικά.. Τά ξέρετε. "Αν καμμιά φορά δεν κα­ τοι.λα6αίνετε Σκωτσέζους σάν τον συνταγματάρχη κ. Σμίθ - ήταν πανύψηλος καί λεπτός σάν στέκα - και έκείνον τον 'Αμερικανό Γιά.γκη τον Κόχραν, μή τά χάνετε. Δε� ,ους καταλα6αίνουμε και έμείς... Μιλουν δική τους γλώσσα. Το πρωί τέλος πάντων &.ψήσαμε τον Πειραιά. Πηγαίνα­ με 8μως σιγά σιγά. σάν παραφορτωμένη 6ά.ρκα. Καί 8λο προς νότο! Το μεσημέρι &.νέ6ηκα στήν γέφυρα του πλοι­ άρχου καί τον ρώτησα: -Μήπως τρα6aμε γιά τήν Άλεξά.νδρεια καί δεν τό ξέρομε; Γέλασε μ' ενα πλατύ γέλοιο καί &.πά.ντησε: -Εrναι οί νάρκες... θά στρίψωμε λίγο. Ό Σμέθερς πού ήταν έπίσης στήν γέφυρα, έπρόσθεσε: -Πρέπει νά τό ξέρετε. Οί Βpεταννοί δεν 6ιά.ζονται. Μπά.ϊ - μπά.ϊ. Κοντά τό 6ρά.δυ συναντήσαμε στήν είσοδο του Ευ6οϊκου τρία τέσσαρα πελώρια ύπερωκεά.νεια γεμάτα Άγγλο - Ίν­ δικό στρατό. Μαζί πιά .ταξειδεύαμε, δωσαν οι Γερμανοι. τΗταν έ6ραϊκό. Εlχε μεσολα6ήσει ή Βουλγαρική λέσχη ,ης Θεσσαλονίκης. Ό Σίμος τάχα.σε. -'Έλα μέσα. Ν ά πιiρωμε ενα καψέ, του εlπε δ κουρέας. Και να τά πουμε. Ό θεός σε ψώτισε καί 'ijρθες στην Θεσ­ σαλονίκη. Τί λες λοιπόν γιά. τό μαγαζί; Εlναι μεγάλο; -Πολύ μεγάλο. -Τό λοιπόν εΙναι δικό σου. -Δικό μου; -'Εγώ. καθώς καταλα6αίνεις ξέρω &.πό ξουριiψι καί φαλίδι. Σύ τά. καταψέρνεις στο εμπόριο. 'Από τούτη τή σ;ιγμη εϊμαστε συνεταίροι, θά παίρνης σαράντα τοίς έκατό γιατί πρέπει νά δίνω μερίδιο και σε κάποιον α.λλο. Δεν σου ψτιi­ νει; -Φτάνει καί παραψτιiνει. .,.Ηταν δλακερη περιουσία! -Αυριο κιiνούμε τά. χαρτιά. Ό Σίμος δέχθηκε με κάποιο δισταγμό. llpωt, πρωt δμως την άλλη μέρα του δήλωσε δτι δεν δέχεται. 19,0

-Μά γιατί; Σου οίνω τά μισά, θά πάρω πάνω μου τόν άλλο. Έννοουσε τον μεσολα6rι τή. -Δέν μπορώ. -Φο6ασαι; Ό Έ6ρΙΧ-ίος εχει γ(νει τώρα σαπούνι. -Βέ6αιΙΧ- εχει χΙΧ-θή δ κΙΧ-κομοίρης. Ό λογισμός του πήγε στον Μοροοuχά. -Φο6ασαι τούς ΓρΙΧ-ικούς; Ποιός μπορεί νά πη τίποτε για σένα; Τί νά. κάμω έγώ! Πρέπει νά. ψύγω &μα ξανάρθουν. -Τί νά σου πω ... Νοιώθω νά καίοuν τά πόοια μου δσο στέκομαι έοω μέσα. ΤΗρθε ενα πρωt και τόν 6ρηκε στο ξενοδοχείο του ενας χωριάτης του κάμπου της Φλώρινας, πού είχε μεταμορψωθη σ' εμπορο. Ε!χε ψέρει dπ' το Μοναστήρι μέ ουο Βουλγάρι­ κα αυτοκίνητα σιτάρι γιά νά. πάρη νήματα. Τά. περνουσε dπ' τά σύνορα «λαθρΙΧ-ία» μέ τίς ευλογίες κάποιου «ισχuρου» Βουλ­ γάρου και οι Γερμανοι dπ' τήν άλλη μεριά. ψρόντιζαν νά 6ρεθουν τήν ήμ.έρα της κρίσεως πού πλησίαζε μέ χρυσά. να­ πολεόνια... Ό Σίμος του εκαμε τόν μεσίτη. 'Έμειναν σύμψωνοι νά του στέλνη δ χωριάτης σιτάρια και ψασόλια χωρις νά ερχε­ ται δ ίσιος στήν Θεσσαλονίκη. 'Άρχισαν και άλλοι νά του στέλνουν. Τό Μοναστήρι οιψουσε γιά νήματα. Ό Σίμος ξα.να.ρίχθηκε μέ τά μουτρα. στή δουλειά. Δια.­ σταυρώθηκε μιά μέρα. ξα.ψνικά μέ τον Κα.πλάν μπέη. Ό Άλ6α.νος κοκκίνισε μόλις τον &.ντ(κρuσε. θέλησε επειτα νά τόν &.γκαλιάση. Ό Σίμος τον εσπρωξε. -'Όχι μπέης. Οϋτε γκύψτος οέν ε!σαι. -Δέν ξέρεις. 'Έπαθα. πολλά. Μέ κυνήγησαν οι κόκκινοι. Μου ρήμαξαν τό τσιψλίκι. -Καλά εκα.να.ν. -Γιά τά χρήματά σου ψο6ήθηκες; Πρέπει νά ξέρης το κεψάλι μου χάνεται, τά χρήματά σου οέν χάνονται. �-Τέτοιο κεψάλι!... __:_Μά γιά στάσου. 'Ήρθα.με μέ οuό άλλους μπέηδες μ ενα. μεγάλο Γερμανικό αυτοκlνητο γεμάτο ύψάσματα.. ΚΙΧ-ι καλό, πολύ καλό πράγμα. Ό οικός μα.ς έοω &.ντιπρόσωπος μας κλέ6ει. Ξέρεις καλά τούς έμπόροuς. -Πως δέν ξέρω; 1 •9 1

-"Α! ήολυ κα.λά.. θά γlνης μεσlτης μα.ς. θά πά.ρης κα.ι τά χρήματά. σου. . · Ή δουλειά· εκλεισε γρήγορα.. Ό Σίμος πηρε τά 25 εtκο­ σόςpρα.γκα. κα.ι κα.λά μεσιτικά.. Οί εμποροι δήλωσαν στό τελω­ νείο τό ενα. δγδοο &.π' τά έμπορεύμα.τα. κα.ι τό &λλο τό πα.­ ρά.χωσα.y στά μα.γαζιά κα.ι ύπόγεια. κα.ι τ�στειλα.ν μέ «κα­ νονικά εγγρα.ςpα.» ιiλλοϋ. Ό Σίμος γνωρlστηκε μέ τους άλλους δυό μπέηδες που ήσα.ν πρα.γμα.τικοι ιiςpεντά.δες. Εlχα.ν τόν Κα.πλάν περισσότερο γιά σωμα.τοςpύλα.κα. κα.ι ύπά.λληλο πα.ρά γιά συνεταίρο. Τόν πε­ ριποιήθηκαν. 'Ότα.ν τους εlπε δτι μιά προμάμμη του ήτα.ν ιiπό τό Μπιθούκι ιiπ' τά μέρη της Κορυτσάς, τοϋ &νοιξα.ν κα.ί τήν καρδιά.. Εlχα.ν ερθη στήν θεσσα.λονίκη κα.ι γιά ενα. με­ γάλο σκοπό. Νά συνεννοηθοϋν μέ &.ρμόδια. πρόσωπα. στην θεσσα.λονίκη γιά τήν μελλοντική Έλληνο - Άλ6α.νική συνερ­ γα.σlα.. Κα.τά.λα.6α.ν πιά δτι ή Άλ6α.νlα. μονάχη της δέν μπο­ ροϋσε νά στα.θη. 'Έπρεπε νά ένωθη μέ τήν Έλλά.δα. σέ δυα­ δικό δμοσπονδια.κό κράτος. Ό Σίμος τους εlπε πώς δέν γνώ­ ριζε τέτοια. πρόσωπα.. θυμήθηκε δμως τόν τα.γμα.τά.ρχη του στόν πόλεμο που δούλευε. στήν Γ�νική Διοlκηση σέ κάποιο ειδικό γρα.ςpείο κοντά στόν στρατηγό Χρυσοχόου. Π ηγε νά τόν 6ρη. Κα.ι πολυ γλήγοροι οί δυό μπέηδες συνα.ντήθηκα.ν μέ τό «&.ρμόδιο» πρόσωπο. Ό Σίμος ήτα.ν δλο _χαρά.. Εύλογοϋσε τή στιγμη που εψυγε ιiπό την Φλώρινα.. Οί μεγάλες πολιτείες εχουν μεγάλες κα.ί κα.λές δουλειές και πολλά &λλσι σπουδσιϊα. πράγματα ... uΕνσι μεσημέρι δμώς που περνοϋσε εyα.ν κεντρικώτα.το δρό­ μο, εlδε δυό ιiγρισινθρώπου� μέ κυλότες και γκέτες κα.ι &­ γρια. μουστάκια. νά 6γά.ζουν ιiπό ενα. τσα.γκα.ρά.δικο ενα. πσιιδι 17 - 18 έτών κα.ι νά τό σέρνουν εξω στην &σςpσιλτο. Τό εcpε­ ρα.α.ν στήν μέση τοϋ δρόμου κα.ι έκεί. τό &πλωσα.ν νεκρό μέ πιστολιές στό κεςpά.λι. 'Έ6α.λσιν επειτα. τά πιστόλια στις θij­ κες μ' δλη τους την ήσυχίσι κσι! ,ξεκίνησαν ξέγνοιαστοι μέ κσ.νονικό 6ημσι σάν νά εlχα.ν σκοτώσει μυίγσ.! ... 'Q Σίμος ιiποσ6ολώθηκε. Κάτι τόν εσπρωξε στήν ιiρχη ιiπό μέσοι του νά χυμήξη. Μά εγινσιν δλσι τόσο ήσυχσ. κσιί γλήγοροι! Οί &λλοι δισ.6ά.τες εκσ.μσιν πως δέν εlδα.ν .τlποτε, δέν &κουσσιν τlποτα... uΕνσ.ς χωροςpύλσικσις που tρχότσ.ν &.πό κάτω εστριφε εύθυς πίσω... "Ερημσ. κσ.ι άδεια ςpσιlνοντσ.ν δλσ. τά μαγαζιά ιiκόμσ. κσ.ι τό τσσιγκσιρά.δικο. 'Ένας Γερμανος 192

άξιωματικός προσπέρασε έπίσης άοιά.φορος. Σάν νά ντρά.­ πηκε επειτα γύρισε στούς κακούργους μέ τό χέρι στό πιστόλι. Τουοειξαν ενα χαρτι και έκείνος έξακολούθησε �συχος τόν ορόμο του... Δεν θά ειχε λιγώτερο άντίκτυπο και &ν γινόταν τό εγκλημα στην καροιά της Σαχάρας. Μονά.χα δταν οί ουό φονιάοες μπηκαν σ' άλλο ορόμο 6γη­ καν άπ' τό τσαγκαράοικο πολλοι καί επεσαν μέ κλά;μματα στό σκοτωμένο παιοι. Τό αfμα του ερρεε στην άσφαλτο... Πρό6αλαν κεφάλια και άπ' άλλα μαγαζιά χωρtς νά κάμουν πολ· λά 6ήματα !ξω. . Ειχε πάει τό παιοι «σάν τό σκυλt στ' άμπέλι» ! Τότε γιά πρώτη φορά άκουσε δ Σίμος τ' /Sνομα «Δάγκουλας». "Αλλη μιά μέρα ετυχε νά 6ρεθη στην 'Αγία Τριάοα δπου iνα. &λλο παιοί της ίοιας πάνω κάτω ήλικίας, σκοτώθηκε μέ τόν ίοιο τρόπο στη μέση τοϋ ορόμου. Ξεκαθάριζε, τοϋ ειπαν, δ Δάγκουλας τά παιοιά, της 0ΠΛΑ. Τόν εlχαν θάφη, ελεγαν, κάπου ζωντανό οι άντά.ρτες και τώρα επαιρνε την έκοίκησή του στην θεσσαλονίκη... Πολλοί ορόμοι εlχαν στην άσφαλτο μεγάλους μαύρους λε:χ,έοες άπ' τό αfμα των θυμάτων του. . Σε λίγο εμαθε Ι.iτι και ενας Φλωρινιώτης μαζί μέ μιά συγ­ γένισσά. του σκοτώθηκαν έπ(σης μέρα μεσημέρι σ' ενα ορ6μο ! Δεν εlχαν 6έ6αια καμμιά σχέση μέ την ΟΠΛΑ, η δποια­ οήποτε άλλη όργά.νωση. Εlχαν δμως μερικά ναπολεόνια πά­ νω τους... 'Απ' την άλλη μεριά 6ρηκε ενα πρωί άνά.στατη την άγο­ ρά., γιατί πριν λίγα λεπτά ειχε πέση νεκρός μέ πιστολιές μέσα στην άγορά ενας γιατρός, η ύπά.λληλος τοϋ σανατο­ ρ(ου. οι- ουό φονιά.οες - άμούστακα παιοιά. - ειχαν γίνη αύτη τή φορά άφαντοι... 'Από τά ψιθυρίσματα τοϋ κόσμου κατά.λα6ε οτι ήταν οουλειά της ΟΠΛΑ, τοϋ Κ.Κ. καί του ΕΑΜ. Τό ίοιο επαθε καί ενας οιευθυντής τοϋ ήλεκτρικοϋ όργανισμοϋ. "Ακουσε έπ(σης Ι.iτι πάνω στίς ρεμματιές πολύ κόσμο εlχαν ξεκάμει γιά τό τίποτα. Ή μεγάλη πολιτεία εlχε καταντήσει σφαγείο και τρελλοκομείο. "Εξω ή δπαιθρος και9ταν. Ή ξένη κατοχή εfχε άμολύσει άκρά.τητα δλα τά άγρια !ν­ στικτα τοϋ άνθρώπινου κτήνους. Μέ πόση λαχτάρα νοσταλ­ γοϋσε τώρα δ Σ{μος, Ι.iπως και μυριάοες άλλοι πού οέν η193.

θελαν νά δουν χωροψύλακα, τήν παληά καλή εποχή δταν ·� χωροψυλακή ε!χε πραγματική δύναμη καί κρατουσε τήν τά­ ξι! Μπροστά στήν άγρια ζούγκλα πού σκέπασε μαζί μέ τήν ξένη κατοχή καί δλη τήν 'Ελληνική γη, ήταν τότε σωστός -
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF