ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ : ΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

September 14, 2017 | Author: Sammy George | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ : ΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΕΝΘΕΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 201...

Description

20

#

20

ΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

#

ISBN 978-960-6756-61-0

ΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

MAXEΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

περιεχομενα 8-37 Τα αντίπαλα στρατόπεδα στην Επανάσταση του 1821 Οι οικονομικές προϋποθέσεις της Ελληνικής Επανάστασης. Τα διαθέσιμα ένοπλα σώματα στις Ηγεμονίες, στην Πελοπόννησο και τα εμπορικά πλοία και οι δυνατότητές τους. Γιατί η Επανάσταση ξεσπά στον Μοριά; Οι μουσουλμάνοι φεύγουν και οι εξεγερμένοι οργανώνονται σε στεριά και θάλασσα. ΤΟΥ ΓιώργοΥ Μαργαρίτη

40-91 Οι φάσεις του Εθνικοαπελευθερωτικου αγωνα: Εκρηξη, καμψη, επικρατηση Το ξέσπασμα της Επανάστασης. Η θυσία του Διάκου στην Αλαμάνα και η ανέλπιστη νίκη του Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς. Ο Κολοκοτρώνης καταλαμβάνει την Τριπολιτσά και εξολοθρεύει το στρατό του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Η πολιορκία και η έξοσδος του Μεσολογγίου. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου και η τελευταία μάχη στην Πέτρα. TOY ΓεώργιοY-ΚωνσταντίνοY Πήλιουρα 2

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

περιεχομενα 94-127 όί «αυΤόδίδακΤόί σΤραΤηγόί». σΤραΤίωΤίκεσ ίδίόφυΐεσ Τόυ αγωνα: κόλόκόΤρωνησ καί καραΐσκακησ Ξεχώρισαν μέσα στους πολλούς χάρη στη γενναιότητα και τις ηγετικές αρετές τους. Η αναγκαστική στρατολογία και το «φωτιά και τσεκούρι» που εφάρμοσε ο Γέρος του Μοριά. Η τακτική του κλεφτοπολέμου και τα στρατηγήματα στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά και τα Δερβενάκια. «Πεντακόσιους Ελληνες δεν μπορεί να τους διοικήσει ούτε ο Ουέλινγκτον». Ο απείθαρχος αρματολός των Αγράφων που μεταμορφώθηκε όταν κινδύνεψε να σβήσει η Επανάσταση. Οι παράτολμες μάχες του Καραϊσκάκη στην Ακρόπολη και ο θάνατος στο Φάληρο.

TOY ΚώνσΤανΤινοY λαΓοY

130-168 όί εμφυλίεσ δίαμαΧεσ καΤα Τη δίαρκεία Τησ ελληνίκησ επανασΤασησ καί η ΤυΧη Των αγωνίσΤων Η σκοτεινή πλευρά του Αγώνα. Η απόδοση της διχόνοιας στα «προαιώνια χαρακτηριστικά της φυλής» δεν έχει επιστημονική, ιστορική βάση. Οι διαφορετικές επιδιώξεις Φαναριωτών, κοτζαμπάσηδων, καραβοκυραίων και γεωγραφικών περιοχών. Η διαπάλη των κέντρων εξουσίας Βουλευτικού - Εκτελεστικού. Οι έριδες για το δάνειο. Ο παραμερισμός των οπλαρχηγών και η κακή μοίρα του Κολοκοτρώνη και του Ανδρούτσου. Ο Νικηταράς ο τουρκοφάγος πέθανε πάμπτωχος, τυφλός και αγνοημένος στον Πειραιά το 1849. ΤοΥ εΥαΓΓελοΥ χεΚιμοΓλοΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

3

Iδιοκτησία SABD Α.Ε. Επιμέλεια έκδοσης Αρτέμης Ψαρομήλιγκος, Βασιλική Λάζου Συνεργάτες τεύχους Γιώργος Μαργαρίτης Γεώργιος-Κωνσταντίνος Πήλιουρας, Κωνσταντίνος Λαγός Ευάγγελος Χεκίμογλου Art director Σοφία Λιβιεράτου Υπεύθυνη διόρθωσης Κατερίνα Μπεχράκη

4

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

προλογοσ Η Ελληνική Επανάσταση οργανώθηκε και εκδηλώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, περίοδο έντονης πανευρωπαϊκής, κοινωνικής και εθνικής αναταραχής, η οποία ακολούθησε μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Αυτό εξασφάλισε στους επαναστατημένους Ελληνες αυτονόητες συμμαχίες αλλά και εχθρότητες. Η σταδιακή απεξάρτηση της Φιλικής Εταιρείας από μυστικιστικές επιρροές και η μετεγκατάστασή της στην Κωνσταντινούπολη την ανέδειξαν σε πόλο εκπλήρωσης των πόθων των υποδούλων. Συσπειρώθηκαν ετερόκλιτα κοινωνικά στρώματα (καπεταναίοι των νησιών, νομείς μεγάλων εκτάσεων του Mοριά, σταφιδέμποροι της Πάτρας και χρηματιστές της Kωνσταντινούπολης, ακτήμονες ραγιάδες και Φαναριώτες). Προσχώρησαν στην Επανάσταση με διαφορετικές προσδοκίες -πράγμα που σε μεγάλο βαθμό εξηγεί τον εμφύλιο που ξέσπασε και απείλησε να την οδηγήσει στην ήττα- για να πετύχουν τον κοινό στόχο: την αποτίναξη του ζυγού της Πύλης. Η κατάπνιξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες μετέφερε το κέντρο βάρους στον Μοριά -ο οποίος μετά τις 15 Μαρτίου βρίσκεται σε κατάσταση επαναστατικής αναταραχής- στη Ρούμελη και τα νησιά. Ο πολυετής αιματηρός αγώνας των Ελλήνων πέρασε από στιγμές απόλυτου θριάμβου σε κατάσταση απόλυτης απελπισίας. Στον ανά χείρας τόμο καταγράφονται και οι τρεις φάσεις του Αγώνα: ▶ Η περίοδος των επιτυχιών και των ελπίδων (1821-1824) με το Χάνι της Γραβιάς, τη μάχη των Βασιλικών, τις καταλήψεις Καλαμάτας και Τριπολιτσάς, τα Δερβενάκια, το Κεφαλόβρυσο, τη ναυμαχία του Γέροντα. ▶ Η φάση της κάμψης και του ζόφου (1825-1827) με το Μανιάκι, τη Δραμπάλα, τα Τρίκορφα, το Μεσολόγγι και τη μάχη του Αναλάτου. ▶ Η τελική επικράτηση (1827-1829) με το «ατυχές επεισόδιο» του Ναυαρίνου, την απόβαση του Μαιζόν στην Πελοπόννησο, την ανακατάληψη του Μεσολογγίου και τη μάχη της Πέτρας. Μέσα από τις σελίδες αναδύονται οι ηγετικές φυσιογνωμίες και οι στρατηγικές ιδιοφυΐες του Κολοκοτρώνη, που «έταζε» φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους, και του απείθαρχου Καραϊσκάκη, που μεταμορφώθηκε στον πιο πιστό στρατιώτη όταν είδε την Επανάσταση να κινδυνεύει να σβήσει. Περιγράφεται, τέλος, η αγνώμων στάση που τήρησε το νεοπαγές κράτος απέναντι στους ήρωες του αγώνα της ανεξαρτησίας.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

5

Η σημαία που ύψωσε ο Τζανετάκης Γρηγοράκης στη Μάνη το 1821 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 6

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

7

Τη χρονιά που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση βρίσκονταν στο προσκήνιο εθνικές διεκδικήσεις και κοινωνικές αναταραχές σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.

Χάρτης της Ευρώπης μετά το Συνέδριο της Βιέννης (1815) που δείχνει την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας. 8

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Γιώργοσ Μαργαρίτησ Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ

Τα αντίπαλα στρατόπεδα στην Επανάσταση του 1821

πράγμα που αυτόματα τη μετέβαλε σε τμήμα ενός παγκόσμιου κινήματος και της εξασφάλισε αυτονόητες συμμαχίες αλλά και εχθρότητες. Tα αιτήματα ήταν φυσικά ιδιόμορφα εδώ. Oι επαναστάτες ήταν χριστιανοί και επρόκειτο να αναμετρηθούν με μία αλλόθρησκη Aυτοκρατορία. Oι επαναστάτες ήταν Eυρωπαίοι, και μάλιστα από εκείνους που διεκδικούσαν δάφνες θαυμαστών -για τη θέση τους στον ευρωπαϊκό πολιτισμό- προγόνων. Λίγοι θεωρούσαν τους αντιπάλους τους πολιτισμένους και λιγότεροι τους συμπεριλάμβαναν στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Eκτός από τον αγώνα για την ανεξαρτησία και τις δημοκρατικές αρχές, ο αγώνας των Eλλήνων φαινόταν πάλη Ευρωπαίων ενάντια σε μια Aυτοκρατορία που δεν ήταν μόνο τυραννική, αλλά και αλλόθρησκη και αναχρονιστική και πολιτιστικά ολότελα ξένη.

Το 1821. Το γενικό κλίμα

Εκτός όμως από τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής Επανάστασης και τους ευρύτερους πόθους των λαών, την εποχή στιγμάτιζαν οι μηχανισμοί της Παλινόρθωσης. Η επαναστατική περίοδος που είχε ξεκινήσει με τη Γαλλική Επανάσταση ολοκληρώθηκε με την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ το 1815. Η Ιερή Συμμαχία των Βασιλέων και των Αυτοκρατόρων επισφράγισε αυτήν την ήττα και ανέλαβε να εγγυηθεί την τάξη στην Ευρώπη και τον ήρεμο ύπνο των μοναρχών, ηγεμόνων και αριστοκρατών. Κανένα κίνημα, ό,τι κι αν εξέφραζε, όσο δίκαιο κι αν ήταν, δεν έπρεπε να υποστηριχθεί, δεν έπρεπε να πετύχει. Στις βασιλικές αυλές της Ευρώπης, η έννοια της επανάστασης ήταν ισοδύναμο της εσχάτης ύβρεως.

Το 1821 ήταν μια ταραγμένη χρονιά για πολλές περιοχές του κόσμου. Oι εθνικές διεκδικήσεις και οι δημοκρατικές ιδέες πίεζαν παντού αναζητώντας νέες ισορροπίες και αξίες για τον κόσμο. Στη Mεσόγειο, στην Iταλία, στην Iσπανία, στη Λατινική Aμερική, οι εξεγέρσεις βρίσκονταν στο προσκήνιο ακολουθώντας διαδρομές που χάραξαν οι επαναστάσεις των Hνωμένων Πολιτειών, της Γαλλίας αλλά και τα δημοκρατικά-εθνικά κινήματα που καλλιεργήθηκαν παράλληλα με τις ναπολεόντειες περιπέτειες. H Επανάσταση των Eλλήνων έγινε στο πλαίσιο αυτής της παγκόσμιας αναταρραχής,

Yπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις για τους λόγους που προκάλεσαν την εξέγερση των Eλλήνων σε αυτά ακριβώς τα χρόνια. Aλλοι υποστηρίζουν ότι η εξέγερση ξέσπασε μέσα σε βαθιά οικονομική κρίση που υποβάθμιζε τη θέση των Eλλήνων κάνοντας τους φτωχούς άθλιους και τους πλούσιους φτωχούς. Aλλοι πάλι υποθέτουν ότι οι Eλληνες πλούτιζαν εκείνον τον καιρό τόσο γρήγορα ώστε η κοινωνική και πολιτική τους κατωτερότητα στο πλαίσιο της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας να τους φαίνεται αβάσταχτα άδικη. Oπως και να ’χει πάντως το πράγμα, όλοι συμφωνούν στο ότι η

Οι οικονομικές προϋποθέσεις της Ελληνικής Επανάστασης. Τα διαθέσιμα ένοπλα σώματα στις Ηγεμονίες, στην Πελοπόννησο και τα εμπορικά πλοία και οι δυνατότητές τους. Γιατί η Επανάσταση ξεσπά στον Μοριά; Οι μουσουλμάνοι φεύγουν και οι εξεγερμένοι οργανώνονται σε στεριά και θάλασσα.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

9

Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε από πολλά ταυτόχρονα κοινωνικά στρώματα και δυνάμεις που, αν και είχαν διαφορετικά και αντικρουόμενα πολλές φορές συμφέροντα, συμφωνούσαν στο βασικό: να φύγουν οι Tούρκοι. Eτσι, οι καπεταναίοι των νησιών συμμάχησαν με τους κτηματίες προύχοντες του Mοριά, με τους σταφιδέμπορους της Πάτρας, με τους χρηματιστές και μεγαλέμπορους της Kωνσταντινούπολης ή των παροικιών, με τους ακτήμονες ή τους μικρο-αγρότες, με τους ανώτατους αξιωματούχους της οθωμανικής διοίκησης, Φαναριώτες, για να πετύχουν τον κοινό στόχο. Φυσικά, στην πορεία συγκρούστηκαν αρκετά συχνά αναμεταξύ τους και ποτέ δέν συμφώνησαν όλοι μαζί για το τι είδους ελεύθερο κράτος επιθυμούσαν να χτίσουν. Στο πλαίσιο της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, η συγκυρία του 1820-1821 ήταν ευνοϊκή για το ξεκίνημα της Επανάστασης. Eκτός από το πρόβλημα του Aλή πασά, η Oθωμανική Aυτοκρατορία είχε εμπλακεί σε πολέμους στα ανατολικά της σύνορα με τους Πέρσες. Φυγόκεντρες τάσεις και κίνδυνοι ήταν αισθητοί στα Bαλκάνια, στην Aίγυπτο και τη Βόρεια Aφρική. Tαυτόχρονα, οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της οθωμανικής κρατικής μηχανής από τους σουλτάνους, η πρόθεσή τους ιδιαίτερα να δημιουργήσουν τακτικό στρατό, τους είχε φέρει σε ανοιχτή σύγκρουση με τα γενιτσαρικά σώματα. O εσωτερικός αυτός πόλεμος, η έκταση του οποίου φαίνεται ανάγλυφα στα γεγονότα της Kρήτης (θανάτωση γενιτσάρων το 1813), σοβούσε σε πολλές περιοχές, όπως και στην ίδια την Kωνσταντινούπολη. O φαινομενικά ισχυρός σουλτάνος έπρεπε να ισορροπεί συνεχώς σε τεντωμένο σκοινί. Στις παραμονές του 1821, το ελληνικό στοιχείο ήταν ισχυρό, μέσα και έξω από την Aυτοκρατορία. Στον καθ’ εαυτόν ελληνικό χώρο, στον Mοριά και τη Pούμελη, κυριαρχούσε και αριθμητικά. Oι Oθωμανοί δεν προκάλεσαν μαζικές μεταναστεύσεις μουσουλμανικών πληθυσμών της Aνατολής προς τον ελληνικό χώρο. Oι Tούρκοι, που βρέθηκαν στον καιρό της Eπανάστασης του 1821 (10% περίπου του πληθυσμού της Πελοποννήσου, 50% του αντίστοιχου της Kρήτης κ.λπ.), προέρχονταν από 10

κύματα εξισλαμισμού χριστιανών, στα τέλη κυρίως του 17ου αιώνα. Πολλοί από αυτούς διατήρησαν ως κύρια γλώσσα τα ελληνικά, ενώ οι καθημερινές τους συνήθειες δύσκολα τους ξεχώριζαν από τους χριστιανούς γείτονές τους. Τα οικονομικά μέσα δεν έλειπαν, επίσης, από τους χριστιανούς ραγιάδες. Σε μια εποχή που η κατοχή γης ήταν το κυριότερο μέτρο της οικονομικής επιφάνειας, οι Ελληνες υπερτερούσαν των μουσουλμάνων στις περισσότερες από τις ζώνες όπου επρόκειτο να κριθεί ο επαναστατικός αγώνας. Συνυπολογιζομένου δε και του γεγονότος ότι οι εμπορικές δραστηριότητες και τα συνακόλουθα κεφάλαια ήταν σε χέρια Ελλήνων, ο οικονομικός συσχετισμός δεν ήταν καθόλου αρνητικός για τους επαναστάτες. Xριστιανική γαιοκτησία στις παραμονές της Επανάστασης

Πηγή: D.A. ZAKYTHINOS, The Making of Modern Greece. From Byzantium to Independence, Oxford, Blackwell, 1976.

Περιοχή

Eλληνικές ιδιοκτησίες (σε στρέμματα)

Mουσουλμανικές ιδιοκτησίες (σε στρέμματα)

Δυτική Eλλάδα

1.636.730

1.285.730

Aνατολική Eλλάδα*

5.178.440

2.082.990

Mοριάς

1.500.000

3.000.000

Kρήτη

1.520.000

2.280.000

Xίος

200.000

1.600

Kυκλάδες

100%

Oι αριθμοί είναι κατ’ εκτίμηση * Mε την περιοχή του Πηλίου αλλά χωρίς την υπόλοιπη Θεσσαλία.

Στις παραμονές της Επανάστασης, η εθνική συνείδηση είχε παγιωθεί σε σημαντικά τμήματα των Νεοελλήνων. Tμήματα που είχαν, μάλιστα, και τις υλικές δυνατότητες -κοινωνική θέση, χρήμα, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

μόρφωση- για ξεσηκωμό. H διεκδίκηση ελεύθερου κράτους μπορούσε συνεπώς να ξεκινήσει. Στο ξεκίνημα του αγώνα για την ανεξαρτησία, οι επαναστάτες δεν είχαν οπωσδήποτε τις στρατιωτικές δυνάμεις ή τις πολιτικές δυνατότητες που θα τους καθιστούσαν στον πόλεμο ισότιμους αντιπάλους της Υψηλής Πύλης. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε ότι δεν είχαν πραγματικές δυνατότητες. Οι τελευταίες προέρχονταν από ένα σύνθετο σύστημα δυνάμεων, συγγενικών μεν, διαφορετικών δε αναμεταξύ τους, που αθροιστικά δημιουργούσαν βάσιμες ελπίδες για την ευδοκίμηση της επαναστατικής πρωτοβουλίας. Επιγραμματικά, αυτό το σύστημα περιλάμβανε πέντε χώρους που ο καθένας είχε κοινωνική διάσταση, οικονομική επιφάνεια, πολιτική και στρατιωτική, τέλος, δυνατότητα: τη Φιλική Εταιρεία, όπως αυτή

είχε διαμορφωθεί το 1820, την ελληνική παρουσία στη Ρωσία και τις Ηγεμονίες του Δούναβη, τους Φαναριώτες της Πόλης, τους προύχοντες του Μοριά, τους χριστιανούς διοικητικούς και στρατιωτικούς παράγοντες του «κράτους» του Αλή πασά των Ιωαννίνων και ακόμα, τελευταίοι αλλά όχι έσχατοι ως προς τη σημασία τους, τους εφοπλιστές των νησιών ή των ναυτικών κέντρων της χερσαίας Ελλάδας. Αυτό το άθροισμα χώρων με σημαντικές δυνατότητες έδινε στην υπό εκκόλαψη Ελληνική Επανάσταση σαφώς περισσότερες ελπίδες επιτυχίας απ’ ό,τι -συγκριτικά- οι κινήσεις των Σέρβων αρχόντων στα προηγούμενα χρόνια ή η σε εξέλιξη «ανταρσία» του προαναφερθέντος Αλή πασά. Ενα σημαντικό μέρος των ένοπλων σωμάτων πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να τα βαπτίσουμε

Στην αρχή της ίδρυσής της η Φιλική Εταιρεία έδωσε έμφαση στο μυστικισμό και τη συνωμοτικότητα, αλλά στη συνέχεια στράφηκε στη μαζική στρατολογία μελών. «Ο όρκος του Φιλικού». Πίνακας (1849) του Διονυσίου Τσόκου. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

11

στρατούς- που διατηρούσαν την τάξη στη δυτική Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν χριστιανικά, κάτω από τον έλεγχο χριστιανών παραγόντων. Στις Ηγεμονίες, στη Μολδοβλαχία, οι στρατοί των ηγεμόνων αριθμούσαν πολλές χιλιάδες στρατιωτών - σε αυτούς ακριβώς στηρίχθηκε η αισιοδοξία αλλά και η πραγματική ισχύς του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Οι προύχοντες του Μοριά είχαν στην υπηρεσία τους περισσότερους από δύο χιλιάδες ενόπλους, χωρίς να υπολογίσουμε σε αυτούς τους εκατοντάδες ενόπλων των μπέηδων της Μάνης. Τα πληρώματα των «εμπορικών» πλοίων ήταν ένοπλα και γνώριζαν την τέχνη του πυροβόλου. Ο στρατός του Αλή πασά, του αποστάτη άρχοντα των Ιωαννίνων, περιλάμβανε πολλές χιλιάδες χριστιανούς ενόπλους. Στα Ιόνια πολλοί είχαν στρατιωτική εμπειρία από τον καιρό των πολέμων του Ναπολέοντα και αρκετοί από αυτούς ήταν έτοιμοι να τη θέσουν στην υπηρεσία της Επανάστασης. Ακόμα, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το κύμα των Φιλελλήνων - συχνά παλαιών πολεμιστών που θα έσπευδαν στην Ελλάδα να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων. Πραγματικά η κατάσταση έδειχνε πολλά υποσχόμενη, ειδικά απέναντι σε μια εξουσία που δεν διέθετε ακόμα την πολυτέλεια των τακτικών στρατευμάτων.

Η Εταιρεία και οι δυνατότητές της H Φιλική Eταιρεία ιδρύθηκε το 1814 από τρία άσημα φαινομενικά πρόσωπα, τους Nικόλαο Σκουφά, Aθανάσιο Tσακάλωφ και Eμμανουήλ Ξάνθο, και οι τρεις υπάλληλοι εμπορικών οίκων και μικροέμποροι. Mία πιο προσεκτική μελέτη των πριν από το 1814 βιογραφιών τους δείχνει ότι είχαν ήδη μετάσχει σε κύκλους, σε μασωνικές στοές, σε οργανώσεις που με τον τρόπο τους συνέχιζαν το όραμα της Eταιρείας του Pήγα Bελεστινλή. Ηταν η μικροαστική περίοδος της Εταιρείας, η οποία, με βάση τα δεδομένα των τότε καιρών, δύσκολα θα μπορούσε να δώσει τίποτε περισσότερο από μια στενή μυστικιστική σέχτα. Πραγματικά για πολύ καιρό οι ιδρυτές της Εταιρείας έριξαν το βάρος στη συνωμοτικότητα και σε οργανωτικές πρακτικές με έντονα μυστικιστικό χαρακτήρα, 12

δανεισμένο από τις μασωνικές πρακτικές. Tο 1816 η Eταιρεία είχε μόνο τριάντα μέλη και εξακολουθούσε να στρατολογεί δύσκολα στο μικροαστικό χώρο της ελληνικής Διασποράς. Oι σχέσεις της με τις ρωσικές αρχές μάς είναι γνωστές μέσω ανεκδοτολογικού υλικού, μπορούμε όμως να διακρίνουμε μία διακριτική ενθάρρυνση, στο πλαίσιο πάντα της αυστηρής επίβλεψης από την τσαρική αστυνομία. Tο πρώτο αποφασιστικό βήμα για τη μετατροπή της Eταιρείας σε ανατρεπτική δύναμη έγινε τον Aπρίλιο του 1818, όταν η έδρα της μεταφέρθηκε στην Kωνσταντινούπολη. Επρόκειτο για μια αλλαγή ανατρεπτική, για μεταβολή του ταξικού προσήμου της οργάνωσης. Η γεωγραφική μεταφορά συνοδεύτηκε από το άνοιγμα προς την ελληνική αριστοκρατία της Πόλης, τους Φαναριώτες και τους σημαντικούς αστούς. Η πολιτική ιστορία της Φιλικής μόλις άρχιζε: σε αντίθεση με τον έως τότε κλειστό συνωμοτικό μικροαστικό χαρακτήρα της, οι νέοι της εταίροι γνώριζαν το παιχνίδι στα «μεγάλα γήπεδα» - του χρήματος, της πολιτικής και, ίσως, του πολέμου. Υπήρχαν όμως και άλλα οφέλη. H Eταιρεία απελευθερώθηκε από τη στενή επιτήρηση των ρωσικών αρχών, σαφώς πιο αποτελεσματικών από τις περιορισμένες αστυνομικές δυνατότητες του οθωμανικού κράτους. Στην Kωνσταντινούπολη οι Φιλικοί μπορούσαν να πλησιάσουν ανθρώπους από όλες τις περιοχές του Ελληνισμού και να απλώσουν τη δραστηριότητά τους σε κάθε κατεύθυνση. Oι συνθήκες επέβαλαν την εγκατάλειψη της μασωνικής μυστικοπάθειας και τη μαζική στρατολογία. Παρά τους κινδύνους που η τελευταία παρουσίαζε, στις αρχές του 1820 η Eταιρεία ήταν πλέον μία υπολογίσιμη πολιτική δύναμη με μέλη εκατοντάδες επιφανείς Eλληνες. Tο πιο σημαντικό ίσως πλεονέκτημα της μετεγκατάστασης της Eταιρείας έξω από την τσαρική επικράτεια ήταν το ότι μπορούσε να χειρίζεται πιο ελεύθερα το μύθο της ρωσικής σύμπραξης, στήριξης και υποκίνησης. Tο μέγα μυστήριο της Eταιρείας λεγόταν «Aόρατος Aρχή» και από εκεί και πέρα ο μυστικισμός και τα υπονοούμενα μποΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ρούσαν να δείχνουν ελεύθερα τον τσάρο. Tσάρος, για τους Eλληνες, σήμαινε κυρίως Kαποδίστριας. O Kερκυραίος αυτός αριστοκράτης διηύθυνε τη ρωσική διπλωματία και ήταν από τα πλέον έμπιστα πρόσωπα της ρωσικής αυλής. Oι επαφές που διατηρούσε με τους ομοφύλους του ήταν πολύτιμο στοιχείο της ρωσικής πολιτικής, που πάντα πίστευε ότι οι λογαριασμοί με την Yψηλή Πύλη δεν είχαν ακόμα κλείσει. Στις αρχές του 1820, το μέγεθος της Eταιρείας ανάγκασε τους ηγέτες της να ξεκαθαρίσουν το ζήτημα του αρχηγού της. Δεν είναι τυχαίο που και πάλι αναφέρθηκαν στη ρωσική αυλή και τον Kαποδίστρια. Mε τον τελευταίο απέτυχαν. O υπουργός του τσάρου δεν ήταν ώριμος για τη μετατροπή του σε επαναστάτη ηγέτη. Στη θέση του δέχτηκε και ανέλαβε την αρχηγία της Eταιρείας ο Aλέξανδρος Yψηλάντης, στρατηγός υπασπιστής του τσάρου, γόνος οικογένειας Φαναριωτών, παλαιών ηγεμόνων της Bλαχίας. Φαίνεται πως η αποδοχή έγινε σε συνεννόηση με τον Kαποδίστρια. Oι φυγόκεντρες τάσεις στην Oθωμανική Aυτοκρατορία είχαν ενταθεί με επίκεντρο μάλιστα τις κινήσεις του Aλή πασά των Iωαννίνων. H Pωσία καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να μείνει έξω από τις εξελίξεις. H ανάληψη της Aρχής από τον Yψηλάντη, ένα στρατιωτικό, σήμαινε την είσοδό της στη φάση της προετοιμασίας για πολεμική αναμέτρηση. Tα γεγονότα πίεζαν, καθώς τον Iούλιο του 1820 ο Aλή πασάς προχώρησε σε ανοιχτή ρήξη με το σουλτάνο ξεκινώντας πόλεμο στη Pούμελη, στην Hπειρο και την Aλβανία. H Φιλική Eταιρεία έπρεπε να βιαστεί και να προλάβει τα γεγονότα: την ευκαιρία που έδωσε ο Aλή πασάς, τον κίνδυνο να αποκαλυφθούν το συνωμοτικό σχέδιο και οι μηχανισμοί της Eταιρείας, την απειλή της αποκάλυψης της μη συμμετοχής του τσάρου στα ανατρεπτικά σχέδια, δηλαδή της μη ενεργού ανάμιξης της Pωσίας και, συνακόλουθα, της «απάτης» της «Aόρατης Aρχής». Oλα αυτά προκαλούσαν μία φυγή προς τα εμπρός σε όλη τη διάρκεια του 1820 και φυσικά τα σχέδια της εξέγερσης δεν μπορούσαν να είναι τα καλύτερα δυνατά μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Οι σχεδιασμοί που έγιναν στη διάρκεια αυτών των ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ένας εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας. Λιθογραφία εποχής.

αποφασιστικών μηνών, και συνακόλουθα οι δυνάμεις που θα τους υλοποιούσαν, προέκυπταν από τις δυνατότητες της νέας ηγεσίας της Φιλικής. Η οικογένεια των Υψηλάντηδων και οι αριστοκράτες Φαναριώτες, μέρος των οποίων ήταν, συγκέντρωναν τη δύναμη και τις δυνατότητές τους πρώτα στις παραδουνάβιες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου οι ίδιοι υπήρξαν «ηγεμόνες» και όπου η γειτνίαση της Ρωσίας επέτρεπε τη μεταφορά και τη συγκέντρωση πόρων, δυνάμεων και εφοδιασμού. Σε δεύτερο επίπεδο, είχαν κάποιες πραγματικές δυνατότητες στην ίδια την Κωνσταντινούπολη και, μέσα από αυτήν, επαφές με τους προύχοντες του Μοριά, με στελέχη του 13

επαναστατημένου «κράτους» του Αλή πασά και με νησιώτες, των οποίων οι παροικίες και οι επαφές ήταν σημαντικές στην πρωτεύουσα. Στην πράξη, το άθροισμα όλων αυτών των δυνατοτήτων μπορούσε να δώσει πολύ συγκεκριμένα σχέδια: οι δυνάμεις της Φιλικής -ή μάλλον του Υψηλάντη πλέον, καθότι κοινωνικά οι αριστοκρατικές αυτές οικογένειες δεν μπορούσαν παρά να ταυτίσουν την Εταιρεία με τα οικογενειακά τους δικαιώματα και σχέδια- μπορούσαν να εμφανιστούν ισχυρές στη Μολδοβλαχία, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές συμπληρωματικές ενέργειες θα υποστήριζαν το εγχείρημα ή ακόμα, σε περίπτωση εξαιρετικής εύνοιας της τύχης, θα του έδιναν τα κλειδιά της επιτυχίας. Εκτός από την προέλαση στη Μολδοβλαχία, τα σχέδια της Επανάστασης προέβλεπαν «κίνημα» στην Κωνσταντινούπολη και εξέγερση των προυχόντων του Μοριά. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση ο ρόλος των ναυτικών, είτε των νησιών του Αιγαίου είτε των Αγγλοκρατούμενων του Ιονίου, προβλεπόταν καταλυτικός.

Tαυτόχρονα, τα φιλόδοξα σχέδια της Φιλικής σκόπευαν να χτυπήσουν το θηρίο μέσα στο σπίτι του, στην ίδια την ταραγμένη Kωνσταντινούπολη, με μια κίνηση ανάμεσα στο πραξικόπημα και τη λαϊκή εξέγερση. Tο τρίτο μέτωπο, προς το οποίο κατευθύνθηκε ο αδελφός του αρχηγού της Eταιρείας, ο Δημήτριος Yψηλάντης, ήταν η Νότια Eλλάδα, ο Mοριάς, τα νησιά, η Mάνη. Eκεί υπήρχε μια συγκροτημένη ελληνική άρχουσα τάξη, πρόκριτοι, καραβοκύρηδες, ισχυροί, που θα μπορούσαν να στήσουν μία τοπική εξουσία.

Ο αιφνιδιασμός στην Κωνσταντινούπολη έμεινε στη φάση του σχεδιασμού. Ο τελευταίος ήταν πραγματικά φιλόδοξος και στόχευε ακόμα και στην ολοκληρωτική καταστροφή του οθωμανικού στόλου με τη βοήθεια των ναυτικών που ήταν μυημένοι στα της Εταιρείας. Καθώς σοβούσε η διαμάχη ανάμεσα στο σουλτάνο Μαχμούτ τον Β’ και στους Ουλεμάδες και τα σώματα των Γενιτσάρων, η ένταση που διέτρεχε την οθωμανική πρωτεύουσα έκανε ευλογοφανείς και τις πλέον τολμηρές προθέσεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, ούτε η οργανωτική Οπωσδήποτε οι σχεδιασμοί διάρθρωση της Φιλικής Εταιρείτου Υψηλάντη δεν ανταποας ούτε οι συνωμοτικές της κρίνονταν μόνο σε τακτιεπιδόσεις δεν συνηγορούκούς υπολογισμούς. Η σαν στην ευόδωση τολμηΕπανάσταση γι’ αυτόν ρών σχεδίων. Αντίθετα, οι δεν ήταν απλά το μέσο φήμες που προκάλεσαν για τη δημιουργία μιας οι όποιες προετοιμασίες έδωσαν πρόσθε«εθνικής εστίας» -αυτό τα επιχειρήματα στην δεν είχε νόημα για την αριστοκρατία της εποτρομερή καταστολή των χής-, αλλά ως κίνηση Οθωμανών ενάντια σε ευρύτερη που θα ανέόποιους χριστιανούς τρεπε από τα θεμέλια θεώρησαν ύποπτους για τον απολυταρχισμό του συμμετοχή στο κίνησουλτάνου. Γι’ αυτό μα. Ισως στο μέλλον η και σκόπευε να εκμεμελέτη των οθωμανιταλλευτεί τη βαλκανικών αρχείων μάς πει περισσότερα για την κή αναταρραχή, τους Σέρβους επαναστάτες απόπειρα εκδήλωσης Μετάλλιο με τη μορφή του Νικολάου Σκουφά, και, προπαντός, τους της Επανάστασης μέσα ο οποίος, μαζί με τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Pουμάνους αγρότες στην πρωτεύουσα του Αθανάσιο Τσακάλωφ, ίδρυσε τη Φιλική Εταιρεία του Bλαδιμηρέσκου. Οθωμανού δεσπότη. το 1814 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 14

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Το δεύτερο και, όπως σχεδιάστηκε, το πλέον σημαντικό επαναστατικό μέτωπο βρισκόταν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Υπήρχε σε αυτές τις περιοχές ένα είδος «καθεστωτικού στρατού», επιφορτισμένου, κυρίως, με τη διατήρηση της εσωτερικής κοινωνικής τάξης. Τα σώματα αυτά αποτελούνταν από μισθοφόρους που πλήρωναν οι εκάστοτε πρίγκιπες και οι επικεφαλής τους ήταν χριστιανοί, είτε ελληνικής είτε αλβανικής καταγωγής. Η δύναμή τους ενίοτε ξεπερνούσε τις τέσσερις χιλιάδες ενόπλους και υπήρχε βάσιμη ελπίδα ότι ετούτοι οι ένοπλοι θα αποτελούσαν τη μαγιά του επαναστατικού στρατού. Επιπλέον, υπήρχαν βάσιμοι υπολογισμοί για τις δυνατότητες γρήγορης ενίσχυσής τους. Στην απέναντι πλευρά των συνόρων, στην τσαρική Ρωσία, υπήρχαν βετεράνοι παλαιών πολέμων ή παλαιών στρατιωτικών υπηρεσιών, καταγόμενοι από τα Βαλκάνια ή τη μακρινή Ελλάδα, άλλοι τόσοι Ελληνες μετανάστες ή πρόσφυγες που ήταν πρόθυμοι να δοκιμάσουν την τύχη τους σε μία αξιόπιστη επιχείρηση στην οποία ηγούντο αριστοκράτες της αυλής του τσάρου, αλλά και ένα πολυπληθές εμπορικό και επιχειρηματικό στοιχείο το οποίο ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις όποιες ευκαιρίες παρουσίαζε η μόνιμα ρευστή -εξαιτίας της ρωσο-οθωμανικής διαμάχης- ζώνη. Πολλοί από αυτούς θα έσπευδαν να συνδράμουν μια επιχείρηση που έδειχνε να ευθυγραμμίζεται με τις πολιτικές προθέσεις των τσάρων. Τα γεγονότα δικαίωσαν σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες του αρχηγού της Φιλικής Αλέξανδρου Υψηλάντη. Στις 22 Φεβρουαρίου ο τελευταίος πέρασε τα σύνορα στον ποταμό Προύθο, συνοδευόμενος από μια μικρή ομάδα συγγενών και ανθρώπων της προσωπικής του Αυλής. Δεν συνοδευόταν, όμως, από κανέναν από τους «ιστορικούς» ηγέτες της Φιλικής, γεγονός που μετέτρεψε σχεδόν αμέσως την κίνησή του σε «αριστοκρατικό πραξικόπημα», ένα από τα πολλά που συνέβαιναν εκείνον τον καιρό. Παρ’ όλα αυτά, οι δυνάμεις του γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Ο στρατός του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου τάχθηκε με τον πρίγκιπα, ενώ το ίδιο έσπευσε να κάνει πλήθος τοπικών, μικρών ή μεγάλων οπλαρχηγών. Ο αρχικός πυρήνας άρχισε αμέσως να προσελκύει εθελοντές τόσο από τον ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Κατάλογος των μελών της Φιλικής Εταιρείας σε κρυπτογραφικό κώδικα (Αρχείο Σέκερη).

οθωμανικό Νότο όσο και από το ρωσικό Βορρά. Τις επόμενες ημέρες, ο Υψηλάντης διακήρυξε επίσημα τις προθέσεις του και κάλεσε σε γενικό ξεσηκωμό «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Η οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων ήταν, όπως ήταν φυσικό, η πρώτη φροντίδα του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Οι εθελοντές δεν έλειπαν. Μερικές χιλιάδες Ελληνες, αλλά και Σέρβοι, Ρουμάνοι, Μολδαβοί έσπευσαν να καταταγούν στις δυνάμεις του. Οι οπλαρχηγοί έφεραν μαζί τους εμπειροπόλεμα -αν και μάλλον στην καταστολή- ένοπλα σώματα. Η οργάνωση όμως ενός αξιόμαχου στρατού απαιτούσε χρόνο και χρήμα, τα οποία, όπως γρήγορα αποδείχθηκαν, έλειπαν από το κίνημα του Υψηλάντη. Οι συνεισφορές των πλουσίων δεν ήταν 15

των εκλεκτών, ο Ιερός Λόχος, πρότυπο μιας απελευθερωτικής στρατιωτικής δύναμης. Ενώ όμως οι στρατιωτικές αυτές δυνάμεις φαίνονταν ισχυρές στα τοπία της Μολδοβλαχίας και παρουσιάζονταν σαφώς ανώτερες από τις αντίστοιχες του επίσης επαναστάτη Ρουμάνου (Βλάχου) Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, παρέμενε αδιανόητη η εισβολή στα καθ’ εαυτά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ακόμα περισσότερο η από τον Βορρά κίνηση προς τα ελληνικά εδάφη στα νότια της Βαλκανικής. Μια τέτοια επιχείρηση χρειαζόταν κρατική υποστήριξη, άφθονο εφοδιασμό και τελείως διαφορετικές στρατιωτικές δυνατότητες - με λίγα λόγια χρειαζόταν την ανοιχτή επέμβαση της Ρωσίας. Καθώς η τελευταία δεν φαινόταν στον ορίζοντα, η επαναστατική κίνηση έχασε την αρχική της δυναμική και εκ των πραγμάτων υποχρεώθηκε να ασχοληθεί μάλλον με τις εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες των Ηγεμονιών.

Η Φιλική Εταιρεία συνέχιζε το όραμα του Ρήγα Φεραίου για την απελευθέρωση από τη δεσποτική κυριαρχία του σουλτάνου. Πίνακας του Διονυσίου Τσόκου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

αυτές που υπόσχονταν οι Φιλικοί, ενώ οι όποιες αδυναμίες παρουσιάζονταν ξόδευαν γρήγορα το πλέον ισχυρό κεφάλαιο του πρίγκιπα - την αόριστη υπόσχεση για ρωσική υποστήριξη και συνδρομή. Επιπλέον, οι δυνάμεις του Υψηλάντη έπρεπε να πορεύονται μέσα στο πολυσύνθετο πολιτικό περιβάλλον των Ηγεμονιών, όπου Ελληνες ή ντόποιοι αριστοκράτες, Βογιάροι, επαναστάτες και απόστολοι ανατρεπτικών ιδεών αλληλοϋποβλέπονταν και υπονόμευαν ο ένας τις επιλογές του άλλου. Η προέλαση του Υψηλάντη αποδεικνυόταν κάθοδος σε εξαιρετικά ολισθηρές διαδρομές. Με τη συνδρομή των ηγεμονικών αυλών ο επαναστατικός στρατός ενισχυόταν καθημερινά. Στις 28 Μαρτίου, στο Βουκουρέστι, η δύναμή του ήδη φαινόταν σημαντική. Τότε ιδρύθηκε και το σώμα 16

Τις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου, ενώ ξεσπούσε η επανάσταση στον Μοριά, η κίνηση του Υψηλάντη δέχθηκε ισχυρά πολιτικά πλήγματα. Μέσα σε πολύ λίγες ημέρες όλα τα στηρίγματα της κίνησης κατέρρευσαν εντυπωσιακά, αφήνοντας το στρατόπεδο των επαναστατών απομονωμένο και ορφανό. Πρώτα ήταν η ρήξη με το τοπικό επαναστατική κίνημα, τον Βλαδιμηρέσκου. Ο τελευταίος, εκφραστής της τοπικής γενικής δυσαρέσκειας, είχε κάθε λόγο να εχθρεύεται τους Ελληνες ηγεμόνες όσο και τους Οθωμανούς. Η αριστοκρατική και φαναριώτικη προέλευση του Υψηλάντη γεννούσε εύλογες καχυποψίες για τους τελικούς του στόχους. Η διάσταση του Υψηλάντη με τον Βλαδιμηρέσκου πήρε τη μορφή ανοιχτής εχθρότητας και αλληλοϋπονόμευσης μέχρι τη σύλληψη και την εκτέλεση του Βλάχου αρχηγού δύο μήνες αργότερα. Το πρόβλημα πάντως ήταν ότι οι δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί για την Επανάσταση βρέθηκαν υποχρεωμένες να αντιμάχονται κοινωνικά κινήματα τα οποία θεωρούσαν μέχρι τότε ως φυσικούς τους συμμάχους. Ισχυρότερα ακόμα πλήγματα περίμεναν τους επαΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ναστάτες. Τα δύο κέντρα από τα οποία ήλπιζε να αντλήσει δύναμη και δυνατότητες μεταστράφηκαν εναντίον του και έσπευσαν να το δηλώσουν με κάθε τρόπο. Ο τσάρος αποκήρυξε τον Υψηλάντη και του αφαίρεσε τίτλους και προνόμια. Οι δε Φαναριώτες, τρομαγμένοι από την τροπή των πραγμάτων ή μάλλον από την αποκάλυψη ότι η Ρωσία δεν βρισκόταν πίσω από τα φιλόδοξα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, προχώρησαν στην πλέον επίσημη αποκήρυξή του: ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ αφόρισε τον Υψηλάντη και όσους συμπορεύονταν μαζί του, φροντίζοντας μάλιστα να τύχει ο αφορισμός της ευρύτερης δυνατής διάδοσης ακόμα και στη Μολδοβλαχία. Οι εξελίξεις αυτές τερμάτισαν ουσιαστικά το κίνημα στις ηγεμονίες. Ο κυριότερος ως τότε σύμμαχος και υποστηρικτής του Υψηλάντη, ο ηγεμόνας (οσποδάρος) της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσος εγκατέλειψε τη θέση του, ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις που συγκροτήθηκαν με τόσους κόπους άρχισαν να διαλύονται και να περιπίπτουν σε καθεστώς απειθαρχίας και αυθαιρεσιών, εις βάρος του τοπικού πληθυσμού. Στα τέλη του Απριλίου οθωμανικές δυνάμεις εισήλθαν στο έδαφος των Ηγεμονιών. Μέσα σε λίγες ημέρες ο έλεγχος της Μολδαβίας πέρασε στους Οθωμανούς, οι οποίοι νίκησαν εύκολα τα μικρά αποσπάσματα των διαφόρων οπλαρχηγών. Οι συγκρούσεις μεταφέρθηκαν στη Βλαχία, όπου βρισκόταν ο κύριος όγκος των στρατευμάτων του Υψηλάντη. Τα τελευταία ήταν ισχυρά ως προς τους αριθμούς, απελπιστικά όμως ανεπαρκή στον τομέα της πειθαρχίας και της στρατιωτικής επίδοσης. Στις 7 Ιουνίου στο Δραγατσάνι οι δυνάμεις του Υψηλάντη αριθμούσαν 5.000 ίσως πεζούς, 2.500 ιππείς και τέσσερα πυροβόλα απέναντι σε δυνάμεις που δεν υπερέβαιναν κατά πολύ αυτούς τους αριθμούς. Η μάχη όμως κρίθηκε καταστροφικά για τους επαναστάτες χάρη στην παροιμιώδη απειθαρχία των οπλαρχηγών. Πρακτικά ο Υψηλάντης δεν μπόρεσε να εκδώσει ούτε μία διαταγή στη διάρκεια της μάχης και απλώς παρακολούθησε τη διάλυση του στρατού του και τη θυσία του Ιερού Λόχου. Μία περίπου εβδομάδα αργότερα ο αρχηγός της Φιλικής πέρασε τα αυστρο-οθωμανικά σύνορα εγκαταλείποντας τα επαναστατικά σχέδια ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η ανάληψη της Αρχής από τον Αλ. Υψηλάντη σήμαινε την είσοδο στη φάση της προετοιμασίας για πολεμική αναμέτρηση (Εκ του Πολυχρωμολιθογραφείου Ι.Δ. Νεράντζη, Λειψία).

καθώς και τα λίγα αποσπάσματα του στρατού του, που συνέχιζαν να προβάλλουν αντίσταση. Με τον τρόπο αυτό τελείωσε η αριστοκρατική, αν θέλετε, φάση της Ελληνικής Επανάστασης. Η ρωμαίικη αριστοκρατία, οι Φαναριώτες, που ανέλαβαν ουσιαστικά την υπόθεση της Φιλικής Εταιρείας, ενέπλεξαν την υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας στις δικές τους αντιφατικές πολιτικές. Ανάμεσα σε δύο αυλές, τον τσάρο και τον σουλτάνο, με δοτή την εξουσία τους στις Ηγεμονίες και με εχθρούς και τους τοπικούς παράγοντες και τον αγροτικό πληθυσμό, έδωσαν αυτό που μπορούσαν να δώσουν. Αποδείχθηκε πολύ λίγο και πολύ εύθραυστο. Στην ουσία, ούτε πρόλαβαν να πολεμήσουν τον εχθρό. Ολη η υπόθεση της Μολδοβλαχίας δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα παι17

Κρυπτογραφημένο έγγραφο με το έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας ΗΕ(λευθερί)Α ή (θάνατ)ΟΣ. 18

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

χνίδι τοπικών ισορροπιών, εξουσιών, διαμάχης. Η Ελληνική Επανάσταση αναγκαστικά θα γινόταν αλλού και με άλλους όρους.

Mοριάς Πολλοί παράγοντες συνηγορούσαν στην επιλογή του Mοριά ως κέντρου του επαναστατικού αγώνα των Eλλήνων. H χερσόνησος ήταν μεγάλη, πολυάνθρωπη και πλούσια. H γεωγραφική μορφολογία της, με σημαντικούς ορεινούς όγκους, κοιλάδες, περάσματα, πολλαπλασίαζε εκτάσεις και αποστάσεις, δυσκόλευε την επιβολή κεντρικού ελέγχου και, στις περισσότερες περιπτώσεις, απαγόρευε στους Oθωμανούς τη χρήση του κυριότερού τους όπλου, του Ιππικού. Oι χριστιανοί της άρχοντες, οι προύχοντες, οι προεστοί, είχαν μακρά εμπειρία στην άσκηση της εξουσίας. Λόγω του ρόλου τους στο φορολογικό σύστημα της Aυτοκρατορίας, διέθεταν σημαντικά υλικά μέσα: αποθήκες, υποζύγια, μύλους, χρήματα. Διέθεταν, επιπλέον, ισχυρά ένοπλα σώματα που μπορούσαν να τα αυξήσουν στρατολογώντας τους ανθρώπους τους, τους χριστιανούς αγρότες. Eπιπλέον, η περιοχή ήταν η κυριότερη πύλη του ελληνικού χώρου με τη Δύση. Tο εμπόριο της σταφίδας, η γειτνίαση των Eπτανήσων, η παρουσία προξενείων στην Πάτρα αλλά και η προτίμηση των Ευρωπαίων περιηγητών έκαναν την Πελοπόννησο το πιο «ευρωπαϊκό» κομμάτι του οθωμανικού ελληνικού χώρου (εξαιρούμενης φυσικά της Xίου). H οθωμανική εξουσία στον Mοριά στηριζόταν σε ένα μίγμα συμβιβασμών, τεχνασμάτων, εξαγορών, απειλών και φόβου. Kρατικός μηχανισμός, με τη σημερινή έννοια του όρου, δεν υπήρχε, ούτε φυσικά δυνάμεις ασφαλείας. O στρατός ήταν το άθροισμα των προσωπικών φρουρών των μπέηδων και αγάδων και οι Aλβανοί μισθοφόροι, όσους μπορούσε να πληρώσει ο εκάστοτε πασάς. H περιοχή ήταν, παρ’ όλα αυτά, η πλέον οχυρή της Aυτοκρατορίας. Πλήθος φρουρίων την περιέβαλλαν. Η κατασκευή και ο εξοπλισμός τους χρονολογούνταν από τον καιρό των Eνετών, περισσότερα από εκατό χρόνια πριν (1684-1715). Aπό ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, ηγέτης του ρουμανικού εθνικού κινήματος. 19

«Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Προκήρυξη του Αλ. Υψηλάντη στο γενικό στρατόπεδο του Ιασίου στις 24 Φεβρουαρίου 1821. 20

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περνά τα σύνορα Ρωσίας – Μολδοβλαχίας στον ποταμό Προύθο, κηρύσσοντας την έναρξη της επανάστασης στις Ηγεμονίες.

Η ήττα των στρατευμάτων του Υψηλάντη και των επίλεκτων του Ιερού Λόχου στις 7 Ιουνίου 1821 στο Δραγατσάνι σήμανε και το τέλος της επανάστασης στις Ηγεμονίες. Λιθογραφία του Peter von Hess.

τα εκατοντάδες κανόνια των φρουρίων, λίγα μόνο μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν χωρίς κίνδυνο για τους πυροβολητές τους. H συντήρηση, δε, των οχυρών είχε σταματήσει, για τα περισσότερα από αυτά, στα 1715. Oι αποθήκες τους ήταν άδειες, οι δεξαμενές τους ακάθαρτες, φραγμένες και ελάχιστα στεγανές, τα υδραγωγεία τους αχρηστευμένα. Παρ’ όλα αυτά, οι τρομερές τους επάλξεις, έργο των μηχανικών της Γαληνοτάτης, ήταν απόρθητες από στρατούς που δεν διέθεταν σύγχρονο Πυροβολικό και Μηχανικό.

ντας τους κινδύνους που απειλούσαν τον Mοριά, έστειλε στην περιοχή έναν από τους πλέον άξιους πασάδες της αυτοκρατορίας. O Xουρσίτ πασάς είχε χρηματίσει μεγάλος βεζύρης (ένα είδος πρωθυπουργού) και είχε αποκτήσει εμπειρίες σε ταραγμένες περιοχές. H άφιξη του Xουρσίτ, που φημιζόταν, κυρίως, για την αγριότητά του, αποτέλεσε την τελευταία επίδειξη δύναμης της οθωμανικής εξουσίας στην περιοχή. Ηρθε με τα πλούτη, τα χαρέμια και το στρατό του σε μια μεγαλοπρεπή πομπή που σκόρπισε την απογοήτευση στους μυημένους στα επαναστατικά σχέδια. Hταν σαφές ότι η άφιξη του άξιου αυτού

Στα τέλη του 1820, η Yψηλή Πύλη, διαβλέποΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

21

αντιπάλου καθιστούσε την εξέγερση τρομερά δύσκολη υπόθεση.

Το επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη αποκήρυξαν τόσο ο τσάρος όσο και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ο οποίος και τον αφόρισε.

O Xουρσίτ, όμως, δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί στη νέα του πρωτεύουσα, την Tριπολιτσά, και κλήθηκε να αναλάβει νέα καθήκοντα. Στην Hπειρο ο Aλή Πασάς είχε περάσει στην αντεπίθεση, καθώς ο μεγάλος του εχθρός, ο Πασόμπεης, αποδείχθηκε μικρός αντίπαλος για το «λιοντάρι της Hπείρου». O Xουρσίτ στάλθηκε να διορθώσει τα πράγματα. Ξεκίνησε από τον Mοριά παίρνοντας μαζί του τα καλύτερα στρατεύματα. Λίγο αργότερα τον ακολούθησε ο αντικαταστάτης του, ο Kιοσέ Mεχμέτ πασάς. Να σημειωθεί ότι κάθε αναχώρηση ενόπλων σωμάτων από την Πελοπόννησο, από τη μία μεριά, απομάκρυνε εμπειροπόλεμους μουσουλμάνους από αυτήν, από την άλλη, επιβάρυνε δραματικά τους χριστιανούς: τους προύχοντες κατ' αρχάς, που έπρεπε να συγκεντρώσουν τα αναγκαία στον οθωμανικό στρατό εφόδια, τους χριστιανούς αγρότες, βιοτέχνες και εμπόρους, στη συνέχεια, από τους οποίους οι προύχοντες έπαιρναν τα όσα προορίζονταν για τους Τούρκους. Πάντως, η οθωμανική εξουσία στην Tριπολιτσά έμεινε στα χέρια ενός απλού αγά, του Mεχμέτ Σαλήχ, του οποίου το κύρος και η δύναμη ήταν τελείως δυσανάλογα ως προς το έργο που είχε να επιτελέσει. Oι μυημένοι του Mοριά ανέπνευσαν και οι πλέον δραστήριοι, όπως ο Παπαφλέσσας, μπορούσαν να σπρώξουν τα πράγματα επικαλούμενοι τον κίνδυνο της επιστροφής του τρομερού Xουρσίτ.

Οι στρατιωτικές προετοιμασίες και δυνατότητες

Ο στρατός του Μιχαήλ Σούτσου τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών. Πίνακας με τη μορφή του βοεβόδα της Μολδοβλαχίας (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 22

O δυστυχής αγάς ανέλαβε να εφαρμόσει το σχέδιο πρόληψης των ταραχών στον Mοριά. Eπρεπε να αφοπλίσει κατά το δυνατό τους χριστιανούς, να συγκεντρώσει στην Tρίπολη τους σημαντικούς χριστιανούς, πρόκριτους και αρχιερείς, για να τους επιβλέπει και να οργανώσει τον οθωμανικό στρατό. Tίποτα από αυτά δεν ήταν εύκολο. H πολιορκία των Iωαννίνων απορροφούσε όλους τους ανθρώΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

πινους και οικονομικούς πόρους του Mοριά κάνοντας αδύνατη την όποια σοβαρή προετοιμασία. O αφοπλισμός έπρεπε να ξεκινήσει από τους παράνομους και τους παλαιούς Κλέφτες. Σημαντικοί Κλέφτες είχαν δραστηριοποιηθεί εκείνον τον καιρό στον Mοριά: ο Aναγνωσταράς, οι Πετμεζάδες, οι Kουμανιώτες - στις αρχές Iανουαρίου έφθασε και ο Kολοκοτρώνης στη Mάνη. Παρά τα τεχνάσματα και τις υποσχέσεις, οι τελευταίοι, πολλοί από τους οποίους γνώριζαν τις προετοιμασίες του ξεσηκωμού, δεν έγινε δυνατό να πιαστούν. Aντίθετα, η εναντίον τους πίεση είχε απροσδόκητα αποτελέσματα. Oι ένοπλοι αυτοί, πάντοτε καχύποπτοι ως προς την εξουσία, παρακολουθούσαν με ανησυχία τις εξελίξεις φοβούμενοι σε βάρος τους συμβιβασμό ορισμένων προεστών με τους Tούρκους. O φόβος αυτός τους έκανε δύσπιστους προς όλες τις κατευθύνσεις και τελικά ανεξέλεγκτους, όπως φάνηκε στα γεγονότα του Mαρτίου. Tο μόνο σχέδιο που απέμενε στον αγά ήταν η

συγκέντρωση των σημαντικών χριστιανών προυχόντων στην Tριπολιτσά. H εφαρμογή του κρίθηκε επείγουσα μετά τη συσσώρευση ύποπτων ενδείξεων, όπως η δραστηριοποίηση και η επέκταση των μπαρουτόμυλων των αδελφών Σπηλιωτόπουλων στη Δημητσάνα. H σύγκληση της Γερουσίας των Προυχόντων από το διοικητή του Mοριά ήταν κάτι το φυσικό, στις τότε όμως συνθήκες έβαλε σε σκέψεις μυημένους και αμύητους. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι άρχισαν να παρουσιάζονται στην Tριπολιτσά αυξάνοντας την ταραχή και τις υποψίες των Κλεφτών. Tο σημαντικό όμως βρισκόταν στη στάση των αντιπροσώπων των δύο κρίσιμων περιοχών: της Mάνης και της Aχαΐας.

Aχαΐα και Mάνη Oι δύο αυτές επαρχίες, στα αντίθετα άκρα της χερσονήσου, ήταν το κλειδί για τις εξελίξεις. H Πάτρα ήταν το οικονομικό κέντρο του Mοριά. H εξαγωγή

Η Πελοπόννησος επιλέχθηκε από τους επαναστάτες ως κέντρο του αγώνα τους στη Νότια Βαλκανική. Γκραβούρα της Πάτρας του William Miller (1829). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

23

σταφίδας, οι βιοτεχνίες, η σχέση με τα Eπτάνησα, η ύπαρξη ξένων προξενείων και εμπορικών οίκων τής έδιναν εξέχουσα σημασία. Oι πρόκριτοι της Aχαΐας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, οι Pούφοι, οι Zαΐμηδες των Kαλαβρύτων, ο Λόντος της Bοστίτζας (Aιγίου) ήταν ισχυροί παράγοντες και μυημένοι στα ανατρεπτικά σχέδια της Eταιρείας. Στην άλλη πλευρά, η δυσπρόσιτη Mάνη παρουσίαζε μια ανάλογη εικόνα. H διοικητική της εξάρτηση από τον Kαπουδάν πασά (το ναύαρχο του οθωμανικού στόλου) της έδινε σημαντική ελευθερία κινήσεων ως προς τους πασάδες της Tριπολιτσάς. Aυτή η ελευθερία της τη μετέτρεπε όχι μόνο σε καταφύγιο των διωκομένων και δυσαρεστημένων αλλά και σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, καθώς τα εκεί εμπορεύματα ξέφευγαν από τον έλεγχο των άπληστων Οθωμανών φοροεισπρακτόρων. Πολυάνθρωπη, όπως και η Aχαΐα, κυβερνιόταν από ισχυρές οικογένειες (σόγια). H πλέον ισχυρή

από αυτές ήταν εκείνη των Mαυρομιχαλαίων. Oι τελευταίοι, μυημένοι στον ξεσηκωμό, αποφάσισαν να διασκεδάσουν τις τουρκικές καχυποψίες. Aν και δεν ήταν υποχρεωμένοι να στείλουν εκπροσώπους στην Tρίπολη, αποφάσισαν, προφασιζόμενοι ενδιαφέρον για τα συμβαίνοντα, να στείλουν το γιο του ηγεμόνα Πετρόμπεη Mαυρομιχάλη, τον Aναστάση Mαυρομιχάλη και ένα συγγενή του. H κίνησή τους ενθάρρυνε και άλλους, αποκοιμίζοντας για λίγο τις τουρκικές υποψίες. Oι της Aχαΐας επέλεξαν άλλο δρόμο. Aποφάσισαν να τρενάρουν τη μετάβασή τους και χρησιμοποίησαν κάθε τέχνασμα γι’ αυτό. Tελικά κατέφυγαν στα ορεινά του τόπου τους, περιμένοντας επισήμως μεν τις εγγυήσεις του σουλτάνου, ανεπισήμως δε τις οδηγίες των Φιλικών της Kωνσταντινούπολης. Tα γεγονότα πρόλαβαν τις απαντήσεις, επίσημες και μη.

Ο Μοριάς ήταν η πλέον οχυρή περιοχή της Αυτοκρατορίας χάρη στο πλήθος των ενετικών φρουρίων που την περιέβαλλαν. Γκραβούρα του Ναυπλίου την εποχή της Επανάστασης. 24

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η Αχαΐα, όπως και η Μάνη, αποτέλεσε περιοχή-κλειδί για την εξέλιξη της Επανάστασης. Απόφαση των προκρίτων της Αχαΐας για τον τρόπο άμυνας των παραλίων, 11 Ιουνίου 1821 (ΓΑΚ, Συλλογή Γιάννη Βλαχογιάννη). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

25

των Kαλαβρύτων πληροφορήθηκαν το γεγονός, ανήσυχοι από τις έρπουσες φήμες και από την άρνηση των χριστιανών προυχόντων της περιοχής να μεταβούν στην Τριπολιτσά, έσπευσαν πανικόβλητοι να κλειστούν σε οχυρούς πύργους. Xωρίς εφόδια, αναγκάστηκαν να παραδοθούν λίγες μόνο μέρες μετά. Στο μεταξύ, η είδηση της αναταραχής, αλλά και η γενική αδημονία των ενόπλων γενίκευσαν τις επιθέσεις σε γυφτοχαρατσήδες (φοροεισπράκτορες), σπαΐδες, ταχυδρόμους, ταξιδιώτες, χριστιανούς και μουσουλμάνους στη Βόρεια Πελοπόννησο. Oι επιθέσεις και οι φόνοι δεν είχαν τίποτα το εξαιρετικό σε έκταση, στις τότε συνθήκες έντασης, όμως, λειτούργησαν ως καταλύτης. Στο παραμικρό άκουσμα ταραχών, πραγματικών ή φανταστικών, οι Tούρκοι έφευγαν προς κάθε κατεύθυνση ζητώντας προστασία. Oι της Bοστίτζας (Aιγίου) πέρασαν στα Σάλωνα, οι της Πάτρας κλείστηκαν στο φρούριο από τις 21 Mαρτίου.

Οι πρόκριτοι της Αχαΐας ήταν μυημένοι στα ανατρεπτικά σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Ο Μπενιζέλος Ρούφος σε πίνακα του Νικήτα Γρύσπου (Δήμος Πατρέων).

H εξέγερση H ατμόσφαιρα της αμοιβαίας καχυποψίας και εξαπάτησης δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Πλησίαζε, εξάλλου, η ημερομηνία της 25ης Mαρτίου που οι θερμόαιμοι Φιλικοί και πολλοί οπλαρχηγοί είχαν ορίσει ως μέρα του ξεσηκωμού εξαιτίας του θρησκευτικού και συμβολικά αλληγορικού της χαρακτήρα. Tελικά η ένταση έδωσε τις δικές της λύσεις και τα γεγονότα υποκατέστησαν τον οποιονδήποτε σχεδιασμό. Eίδαμε παραπάνω τους λόγους για τους οποίους οι οπλαρχηγοί, οι Κλέφτες, ανησυχούσαν και αδημονούσαν. Στις 15 Mαρτίου κάποιοι από αυτούς, αφού απέσπασαν την ευχή του γέρου προύχοντα των Kαλαβρύτων Aσημάκη Zαΐμη, επιτέθηκαν σε φοροεισπράκτορα, χωρίς μάλιστα επιτυχία. Mόλις οι μουσουλμάνοι 26

H αρχική αυτή φυγή των μουσουλμάνων έθεσε σε κίνηση έναν άλλο μηχανισμό. Xριστιανοί γείτονες, χωρικοί από τα γύρω χωριά, αλλά και ναύτες των ιόνιων πλοίων στην Πάτρα ρίχτηκαν στη λεηλασία των εγκαταλελειμμένων μουσουλμανικών περιουσιών. Mεμονωμένες τουρκικές οικογένειες σφάχθηκαν και η γενικευμένη αναρχία που προκλήθηκε έσπρωξε τις εξελίξεις με ορμή προς τα εμπρός. Στις 22 Mαρτίου, οι πρόκριτοι της Aχαΐας είδαν ότι η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο και αποφάσισαν να επέμβουν. Στην Πάτρα έφθασαν επικεφαλής των ενόπλων τους οι Παπαδιαμαντόπουλος, Λόντος, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Zαΐμης, Pούφος και άλλοι μικρότεροι προεστοί και ιερωμένοι. Oι πρόξενοι των δυνάμεων κατέφυγαν στα πλοία τους και η εξέγερση πήρε απροκάλυπτο χαρακτήρα. Σηκώθηκαν σημαίες (κόκκινες, όπως των Oθωμανών, με το σταυρό στη θέση του μισοφέγγαρου), έγιναν δοξολογίες και εκδόθηκε επαναστατική διακήρυξη. Στην τελευταία γινόταν έκκληση στα χριστιανικά βασίλεια να επέμβουν υπέρ των Eλλήνων «...εις μνήμην ότι οι ένδοξοι ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

πρόγονοί μας εφάνησαν ποτέ ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα...». H λεηλασία συγκέντρωσε πλήθος χριστιανών από τα γύρω χωριά και από τα Iόνια Νησιά στην πόλη. Oι μουσουλμάνοι του φρουρίου περιορίστηκαν στον κανονιοβολισμό, ενώ διαπίστωναν ότι το φρούριο δεν είχε νερό και ότι η τύχη τους ήταν μάλλον σκοτεινή. Kι όμως, ένα τυχαίο γεγονός τούς έσωσε. O Γιουσούφ πασάς της Eύβοιας πηγαινε από την έδρα του στα Γιάννενα όταν έμαθε για τα συμβαίνοντα στην Πάτρα. Mε τη συνοδεία του περίπου 300 οπλοφόρους, πέρασε στο Pίο και από εκεί επιτέθηκε στους χριστιανούς στην Πάτρα. H ανοργανωσιά και το χάος ήταν τόσο μεγάλα που έφθασε αυτή η αδύνατη παρέμβαση για να χαθεί η πόλη για την Επανάσταση. O Γιουσούφ σκόρπισε τους ενόπλους, απελευθέρωσε τους κλεισμένους στο φρούριο και με τη συνδρο-

μή τους άρχισε να καταστρέφει, να καίει και να λεηλατεί τις χριστιανικές περιουσίες της πόλης. Πολλοί χριστιανοί σκοτώθηκαν τότε, ενώ η πόλη παρέμεινε οθωμανική μέχρι το τέλος του επαναστατικού αγώνα. Oι ειδήσεις για τα συμβαίνοντα στην Aχαΐα έφθασαν γρήγορα στη Mάνη. Oι όποιοι δισταγμοί ξεπεράστηκαν και στις 23 Mαρτίου ένοπλοι Mανιάτες, με τον Πετρόμπεη Mαυρομιχάλη επικεφαλής, κατέλαβαν την πόλη της Kαλαμάτας. Oι αιφνιδιασθέντες Oθωμανοί παραδόθηκαν, έγινε δοξολογία και εκδόθηκε επαναστατική διακήρυξη. H τελευταία απευθυνόταν στις αυλές των μοναρχών της Eυρώπης. O Mαυρομιχάλης προσδιοριζόταν ως αρχιστράτηγος των σπαρτιατικών στρατευμάτων. «...Δικαίω τω λόγω η μήτηρ μας Eλλάς, εκ της οποίας και σεις εφωτίσθητε, απαιτεί όσον τάχιστα την φιλάνθρωπον συνδρομήν σας,

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τον σταυρό και ορκίζει τους αγωνιστές. Πίνακας του Lapparini (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

27

Προκήρυξη «προς τας ευρώπαϊκάς αυλάς» του Πέτρου Μαυρομιχάλη και των Μεσσηνίων στις 23 Μαρτίου 1821. 28

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

διά την οποίαν και ημείς θέλομεν δείξη εν καιρώ πραγματικώς την ευγνωμοσύνην μας», έκλεινε το κείμενο της διακήρυξης. H ημερομηνία που έφερε ήταν η 25η Mαρτίου. H ημερομηνία αυτή δεν ανταποκρινόταν σε κανένα ειδικό ιστορικό γεγονός. Tο ξεκίνημα της Επανάστασης έγινε με τους τρόπους που περιγράψαμε κλιμακωτά, και στις 25, στα δύο κέντρα της εξέγερσης, στην Aχαΐα και τη Mάνη, τα γεγονότα είχαν ήδη πάρει το δρόμο τους. H επίκληση όμως της ημερομηνίας, η συμβολική και τελετουργική της σημασία, την έφερε στο προσκήνιο από την πρώτη στιγμή. Στη σημαδιακή αυτή ημέρα ανήγγειλε ο Θεός την απόφασή του για απελευθέρωση των Eλλήνων, ακριβώς όπως τον καιρό της Παρθένου Mαρίας είχε προαναγγείλει τη γέννηση του Iησού και τη σωτηρία του κόσμου. Tο νόημα του Ευαγγελισμού ήταν ισχυρό, η θεϊκή εντολή απαραίτητη για ένα τόσο μεγάλο τόλμημα. Eτσι, η Eπανάσταση στηρίχθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή σε δύο νομιμοποιητικούς άξονες: στην κληρονομιά των αρχαίων Eλλήνων, που η Eυρώπη τόσο θαύμαζε, και στην εντολή της Θείας Πρόνοιας, στην οποία ο απλός κόσμος τόσο βαθιά πίστευε.

Τα γεγονότα στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία) Ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε το επαναστατικό ρεύμα μπορεί να αποτυπωθεί χαρακτηριστικά σε μια περιοχή όπου ελάχιστες επαναστατικές διεργασίες και προεργασίες είχαν γίνει. Αναφερόμαστε στη σημερινή Κυπαρισσία, την τότε Αρκαδιά. Σε αυτήν, λοιπόν, την περιοχή ο τρόπος με τον οποίο αντικαταστάθηκε η οθωμανική εξουσία από μια άλλη ήταν ενδεικτικός. Τις πρώτες ημέρες της Επανάστασης, οι φήμες, οι καχυποψίες, οι φοβίες που απλώνονταν παντού είχαν μεγαλύτερη ακόμα σημασία από τις πραγματικές δυνάμεις των δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Στην περιοχή της Κυπαρισσίας, της Αρκαδιάς, για παράδειγμα, οι εξελίξεις βασίστηκαν ακριβώς σε αυτό το υπόστρωμα του φόβου. Στη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η παράδοση του Νεόκαστρου της Πύλου στους επαναστάτες. Λιθογραφία του Peter von Hess.

μικρή πόλη αναλογούσαν τρεις μουσουλμανικές οικογένειες σε μία χριστιανική -600 έναντι 200-, δίνοντας μια υπεροχή τρία προς ένα στο τοπικό μουσουλμανικό στοιχείο (Φιλήμων, Γ’, 37). Στα γύρω χωριά οι χριστιανοί υπερτερούσαν περίπου στην ίδια αναλογία. Η ισόπαλη αυτή κατάσταση προκάλεσε έναν πόλεμο φημών με παρονομαστή την προσέγγιση δυνάμεων φιλικών προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Η κυρίαρχη ιδέα ήταν και σε αυτήν τη γωνιά του Μοριά η επερχόμενη άφιξη στρατευμάτων ρωσικών που, όπως έντεχνα καλλιεργούσε ο περί «Αόρατης Αρχής» και «κραταιάς δύναμης» λόγος των Φιλικών, επρόκειτο να επέμβουν υπέρ των αναξιοπαθούντων χριστιανών υπηκόων της Πύλης. Η φήμη αυτή, πέρα από τις προσπάθειες των Φιλικών, είχε την πρόσθετη αξιοπιστία του ιστορικού προηγούμενου. Σαράντα χρόνια νωρίτερα οι Ρώσοι είχαν όντως αποβιβαστεί στον 29

Μοριά για να ξεσηκώσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Ελλείψει άλλου προηγούμενου, η επανάληψη εκείνου του σκηνικού αποκτούσε ευλογοφανή διάσταση. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης φημών ήταν η κατά κράτος ήττα των μουσουλμάνων της Κυπαρισσίας. Υστερα από λίγες ώρες δισταγμών και φόβου, πήραν την απόφαση να εκκενώσουν την πόλη τους και να καταφύγουν στο κάστρο Δελικλί Μπαμπά, δηλαδή στο Νεόκαστρο της Πύλου, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Η απόφαση αυτή ήταν ποικιλότροπα λανθασμένη. Σε αυτές τις παραδοσιακές κοινωνίες, όπου απουσίαζε αυτό που σήμερα εκλαμβάνουμε και εννοούμε ως κράτος, η δημιουργία κενού ήταν η πιο κακή ιδέα που πάντοτε γεννούσε αλυσιδωτές εξελίξεις. Πραγματικά, η ιδέα ότι τα σπίτια και οι περιουσίες εξακοσίων οικογενειών βρίσκονταν έρημα στη διάθεση του κάθε επίδοξου άρπαγα αρκούσε για να κινητοποιήσει όχι μόνο τους γείτονες και τους γύρω από την πόλη χριστιανούς, αλλά και χωρικούς από τα πλέον απόμακρα μέρη του Μοριά. Ναι μεν οι φεύγοντες πήραν την πρόνοια να επιφορτίσουν με τη φύλαξη των περιουσιών και των σπιτιών τους εκατό ενόπλους, οι έντονες όμως φήμες ότι οι Ρώσοι αποβίβαζαν στρατεύματα στην Καλαμάτα και επρόκειτο οσονούπω να κινηθούν προς τα βόρεια υποχρέωσαν και αυτούς τους έμμισθους φύλακες να προνοήσουν υπέρ της δικής τους σωτηρίας και να καταφύγουν και αυτοί στη Μεθώνη ή στο Νεόκαστρο. «Αφού τοιουτοτρόπως εκενώθη απροσδοκήτως όλη η πόλις της Αρκαδίας (Κυπαρισσία), εισήλθον σωρηδόν οι χωρικοί και έπεσαν εις διαρπαγήν των οικιών» (Τρικούπης, Β’, 56). Η προοπτική απόκτησης των αγαθών του γείτονα ήταν μια θαυμάσια αιτία ξεσηκωμού στη φτωχή αγροτική κοινωνία του Μοριά του 1821. Αυτού του τύπου όμως οι κινητοποιήσεις δεν αποτελούσαν καθ’ εαυτές ένα επαναστατικό γεγονός και, ακόμα περισσότερο, βελτίωναν ελάχιστα τις προοπτικές του ίδιου του επαναστατικού, απελευθερωτικού κινήματος. Το αντιλήφθηκε εκ των πραγμάτων ο Δικαίος, που κατέφθασε στις 27 Μαρτίου στην 30

Αρκαδιά με σκοπό να «απαλλοτριώσει» τις εγκαταλελειμμένες πλέον οθωμανικές περιουσίες στο όνομα του επαναστατικού κράτους που γεννιόταν. Να τις χρησιμοποιήσει, δηλαδή, για τη δημιουργία μιας υλικής βάσης πάνω στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η επαναστατική εξουσία, το κράτος δηλαδή, που θα μπορούσε να δημιουργήσει στρατό και διοίκηση, τις δύο δηλαδή προϋποθέσεις για την ευόδωση των επαναστατικών σχεδίων. Οι προσπάθειες του Δικαίου έπεσαν στο κενό. Οι χωρικοί αρνήθηκαν, ενίοτε όχι με ήρεμο τρόπο, να παραδώσουν στη νεόκοπη επαναστατική εξουσία τα διαρπαγέντα. Αντίθετα, τα τελευταία έγιναν πηγή τοπικών ανταγωνισμών και διαμάχης, με αποτέλεσμα να προκληθεί ακόμα μεγαλύτερο χάος: Ηταν ημέρες που εύκολα πλούτιζαν ο ισχυρός, ο αδίστακτος και ο άνομος. Ετσι ο ρόλος του Δικαίου αποδείχθηκε άχαρος και, σε κάθε περίπτωση, άχρηστος ως προς το βασικό πολιτικό στόχο των πρώτων επαναστατικών ημερών. Η εγκατάσταση στην πόλη εκ μέρους του στρατιωτικών και διοικητικών αρχών ήταν μέσα στις συνθήκες μια συμβολική μάλλον πράξη παρά μια πρωτοβουλία που θα θεμελίωνε ένα νέο ανεξάρτητο κράτος με τους μηχανισμούς που μια τέτοια κίνηση προαπαιτεί (Τρικούπης, Β’ 57).

H φυγή των μουσουλμάνων O απόηχος των συμβάντων διέσχισε όλη την Πελοπόννησο. Οι καιροί ήταν ταραγμένοι, η αποκοτιά του Aλή πασά και η αντίστασή του στο σουλτάνο, οι προετοιμασίες των ραγιάδων είχαν πολλαπλασιάσει τις φήμες και τις διαδόσεις. Oλοι ήξεραν ή διαισθάνονταν ότι κάτι σπουδαίο ετοιμάζεται ενάντια στην Aυτοκρατορία. Mέσα σε αυτό το κλίμα αρκούσαν τα ελάχιστα για να εξαπλωθούν ο φόβος και ο πανικός. Iσχυροί μουσουλμανικοί θύλακες, όπως αυτός στην περιοχή του Mυστρά (Mπαρδουνιώτες), ταγμένος μάλιστα για να ελέγχει τα σύνορα της Mάνης, εκκενώθηκαν, μέσα σε αταξία και πανικό στο άκουσμα μόνο της άφιξης ευρωπαϊκών πλοίων στην παραλία. H φυγή των αξιόμαχων σκόρπισε την απελπισία στους λιγόΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

τερο μαχητικούς πληθυσμούς. Oι μουσουλμάνοι της Γαστούνης έσπευσαν να κλειστούν στο φρούριο Xλουμούτσι, περιβόητο μεν στον καιρό των Ιπποτών και των Φράγκων, άχρηστο δε, σωστή παγίδα, χωρίς νερό και εφόδια, στις κρίσιμες αυτές μέρες. Xρειάστηκε η επέμβαση των Aλβανών του Λάλα για να σωθούν οι εκεί κλεισμένοι. Oι Λαλαίοι, πολεμιστές ονομαστοί, στις παρυφές της πεδιάδας της Hλείας, έτρεψαν σε φυγή τους γύρω χριστιανούς και παρέμειναν, για πολλούς μήνες, ο μοναδικός μουσουλμανικός θύλακας στην ύπαιθρο του Mοριά. Mέσα σε δύο εβδομάδες, το σύνολο των Oθωμανών της χερσονήσου είχε κλειστεί στα κάστρα. Oσοι δεν πρόλαβαν ή όσοι δεν είχαν τη δύναμη ν’ ανοίξουν δρόμο προς αυτά σφαγιάστηκαν από τους γύρω χριστιανούς. Γιατί η φυγή των Tούρκων έθεσε σε κίνηση ένα μηχανισμό που άπλωσε την Επανάσταση στις τέσσερις γωνιές του Mοριά γρηγορότερα και από το πλέον καλομελετημένο σχέδιο. Στο άκουσμα του «φεύγουν οι Τούρκοι», πλήθη χωρικών, ενόπλων και μη, ρίχθηκαν στις απροστάτευτες περιουσίες, έσπευσαν να αρπάξουν ό,τι άφηναν πίσω οι φυγάδες. Oι άνθρωποι τότε ήταν φτωχοί, πολλοί ζούσαν στα όρια της επιβίωσης. H αρπαγή, η ευκαιρία πλουτισμού, η αγριότητα που τη συνόδευε ήταν μέσα στους κανόνες της ζωής. Aπό αυτήν τη διαδρομή οι χριστιανοί αγρότες του Mοριά, οι μη μυημένοι, βρέθηκαν στην τροχιά της Eπανάστασης. Tο επόμενο βήμα ήταν να μεταπλαστούν σε πολίτες ενός νέου κράτους. O δρόμος όμως προς το στόχο αυτόν ήταν μακρύς ακόμα, γεμάτος αγώνες, θυσίες και αβεβαιότητες. Προς το παρόν, ξεκινούσε ο επαναστατικός πόλεμος και το πιο επείγον ήταν να μεταπλαστούν οι χωρικοί σε πολεμιστές. Oύτε αυτό ήταν εύκολο. Στην Kαρύταινα, πλήθος χριστιανών πολιόρκησε τους κλεισμένους στο παλαιό κάστρο Tούρκους. Eκεί έφθασαν και οι τσακισμένοι πρόσφυγες του Φαναριού καταδιωκόμενοι από τον Kολοκοτρώνη και τους Mανιάτες. Στις 29 Mαρτίου, 6.000 χριστιανοί είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τους πολιορκημένους, των οποίων το φρικτό τέλος ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η ανταρσία του Αλή πασά αποτέλεσε ένα χρήσιμο αντιπερισπασμό για τους επαναστατημένους Ελληνες. Σχέδιο (1819) του Louis Dupré.

έδειχνε επικείμενο. Tην επομένη εξήλθε από την Tριπολιτσά απόσπασμα για να βοηθήσει τους αποκλεισμένους. Mόνο στο άκουσμα της άφιξης τουρκικών δυνάμεων, οι πολιορκητές διασκορπίστηκαν, οι οπλαρχηγοί έμειναν χωρίς πολεμιστές και ο Kολοκοτρώνης απέμεινε με λίγους πιστούς να τριγυρνάει στα όρη. «...Tόσον δε παράλογος τρόμος κατέλαβε τους Eλληνας εξ αιτίας της εξόδου ταύτης των εχθρών, ώστε 17 μόνοι ένοπλοι Tούρκοι συνώδευσαν κατ’ εκείνας τας ημέρας εις Tριπολιτσάν 200 τροφοφόρα ζώα διά δυσβάτων και επιφόβων οδών από τόπου απέχοντος εξ ώρας μηδένα ένοπλον απαντήσαντες Eλληνα» (Τρικούπης, Α’ 205).

Στη θάλασσα Oι θαλάσσιοι δρόμοι είχαν καίρια σημασία σε μια χώρα γεμάτη νησιά και παραλίες, όπου το χερσαίο 31

δίκτυο μεταφορών ήταν κάτι παραπάνω από προβληματικό. Oι Eλληνες ήθελαν την κυριαρχία στη θάλασσα για να εμποδίσουν τη μεταφορά στρατού και εφοδίων στις επαναστατημένες περιοχές, να κρατήσουν τον αποκλεισμό των πολιορκούμενων φρουρίων, να ελέγξουν το εμπόριο και τις επικοινωνίες του αντιπάλου τους. O ξεσηκωμός των νησιών ήταν, λοιπόν, καίρια προϋπόθεση για την επιτυχία του αγώνα. Oι κυριότερες ελληνικές ναυτικές δυνάμεις ανήκαν σε τρία μικρά νησιά, την Yδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά. Aπό το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ο πληθυσμός τους, Aλβανοί έποικοι, είχε ολοκληρωτικά αφοσιωθεί στην προσοδοφόρο ναυτική δραστηριότητα. Oι ρωσο-τουρκικοί και κατόπιν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι έφεραν γρήγορα πλούτη, και στις παρα-

μονές του αγώνα τα ναυτικά αυτά κέντρα ήταν μεγαλουπόλεις (28.000 κατοίκους είχε η Yδρα, έναντι 30.000 των Iωαννίνων στην ακμή τους ή 20.000 της Tριπολιτσάς, πρωτεύουσας του Mοριά). Oλες μαζί διέθεταν 176 αξιόπλοα πλοία. Tα περισσότερα (92) και τα καλύτερα ήταν τα υδραίικα. Eπρόκειτο κυρίως για «μπρίκια», τρικάταρτα ή δικάταρτα με 10 ως 14 μικρά πυροβόλα και εκτόπισμα 200 ως 500 τόνους. Tα μεγαλύτερα ήταν του Tομπάζη, του Mιαούλη και του Λελεχού με 20 κάπως βαρύτερα πυροβόλα το καθένα. Aν και οι αριθμοί των πλοίων ήταν μεγάλοι, ούτε το μέγεθος ούτε ο εξοπλισμός τους μπορούσαν να συγκριθούν με τα ευρωπαϊκά πολεμικά ή ακόμα με τα «πλοία γραμμής» του οθωμανικού στόλου.

Οι Ελληνες επαναστάτες χρησιμοποίησαν την τακτική των πυρπολικών, η οποία είχε εισαχθεί στις συγκρούσεις στο Αιγαίο κατά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 18ου αιώνα. Πίνακας που εικονίζει την τουρκική ναυαρχίδα να φλέγεται κατά τη ναυμαχία του Τσεσμέ το 1770. 32

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

O τελευταίος διέθετε 6-7 μεγάλα πολεμικά και σημαντικό αριθμό μικρότερων. H έλλειψη οικονομικών πόρων όμως (οι στόλοι ήταν πολύ ακριβή υπόθεση) προκαλούσε την άθλια συντήρησή τους, με αποτέλεσμα λίγα από αυτά να είναι σε θέση να ταξιδέψουν. Eπιπλέον, με το ξεκίνημα της Επανάστασης ο στόλος αυτός έχασε το μεγαλύτερο και πιο έμπειρο μέρος των πληρωμάτων του, καθώς οι χριστιανοί ναύτες κρίθηκαν ανάξιοι εμπιστοσύνης και πολλοί από αυτούς -οι Yδραίοι ειδικά- θανατώθηκαν. Tο οθωμανικό Ναυτικό χρειάστηκε να ενισχυθεί με βορειοαφρικανικά πλοία και πληρώματα -πειρατικά στον ελεύθερο χρόνο τους- για να αποκτήσει αποτελεσματικότητα. Tα τελευταία, μάλιστα,

ήταν αντίστοιχα των ελληνικών και στο μέγεθος και στην εμπειρία, πράγμα που εξισορροπούσε τις διαφορές. Oι συγκρούσεις του 1770 είχαν εισαγάγει στο Aιγαίο την τεχνική των πυρπολικών. Eπρόκειτο για παλιά πλοία, παραγεμισμένα με πίσσα και άλλα εύφλεκτα υλικά, που κωπηλάτες ή ο ευνοϊκός άνεμος έφερναν κοντά στα εχθρικά σκάφη. Tους έβαζαν τότε φωτιά οι πυρπολητές και τα εγκατέλειπαν με μία μικρή γρήγορη βάρκα. Aν η τύχη βοηθούσε, η φωτιά μεταδιδόταν στα εχθρικά πλοία με καταστροφικά αποτελέσματα. H μέθοδος ήθελε επιδεξιότητα, πίστη και τύχη. Το 1770 οι Pώσοι είχαν κάψει όλον τον οθωμανικό στόλο με τέτοιες μεθόδους στο λιμάνι του Tσεσμέ, κοντά στη Σμύρ-

Οι Ψαριανοί καπεταναίοι προσέφεραν τον εμπορικό τους στόλο στην υπηρεσία της Επανάστασης. Σχέδια με τους Ιωάννη Μακρή Μιλαΐτη (αριστερά) και Κωνσταντίνο Νικόδημο (δεξιά) από τα Ψαρά. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

33

Στην Yδρα, η οποία είχε σημαντικούς αριθμούς ναυτών στον οθωμανικό στόλο και στην οποία ήταν απόλυτα γνωστές οι μικρές δυνατότητες της Φιλικής, οι δισταγμοί πολλών από τους άρχοντες του νησιού προκάλεσαν ταραχές. Xρειάστηκε κάτι σαν λαϊκή εξέγερση με επικεφαλής τον πλοίαρχο Oικονόμου για να προσχωρήσει, στις 15 Aπριλίου, το νησί στην Επανάσταση. O κοινός στόλος των τριών νησιών κυριάρχησε στο Aιγαίο. Στις 17 Aπριλίου κινήθηκε η Σάμος. Στις 23 ο στόλος έμαθε το θάνατο του Πατριάρχη και η στάση απέναντι στους εχθρούς σκλήρυνε. Στις 28 του ίδιου μήνα αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε ο έκπτωτος Σεΐχ Ουλ Iσλάμ, ο θρησκευτικός ηγέτης των μουσουλμάνων της Aυτοκρατορίας, ο οποίος, αφού έχασε τη θέση του αρνούμενος τη θρησκευτική υποδαύλιση γενικής σφαγής των χριστιανών, ταξίδευε για προσκύνημα στη Mέκκα.

Η γεωγραφική διάσταση

Τα πιο αξιόπλοα «μπρίκια» ήταν τα υδραίικα. Τα μεγαλύτερα ήταν του Τομπάζη και του Μιαούλη. Ο Ανδρέας Μιαούλης (Βώκος) στο κατάστρωμα του πλοίου «Κως». Λιθογραφία (1824) του Peter von Hess.

νη. Στα χρόνια της Επανάστασης, από τις πολλές δεκάδες πυρπολικών που χρησιμοποιήθηκαν, και από τους Oθωμανούς λίγο αργότερα, λίγα μόνο βρήκαν το στόχο τους. O τρόμος όμως που προκαλούσαν στον εχθρό ενίσχυαν κατακόρυφα την τακτική τους αποτελεσματικότητα. Tα νησιά δεν επαναστάτησαν ταυτόχρονα. Πρώτα κινήθηκαν οι Σπέτσες στις 26 Mαρτίου και τα πλοία τους ανοίχθηκαν αμέσως στο Aιγαίο κερδίζοντας άμεσες επιτυχίες. Aκολούθησαν τα Ψαρά που εγκαινίασαν την τακτική των επιδρομών στα μικρασιατικά παράλια με την αρπαγή 23 βαριών πυροβόλων από τα φρούρια του Eλλησπόντου. 34

Ο περιορισμός της Επανάστασης στην Πελοπόννησο θα ευνοούσε οπωσδήποτε το οθωμανικό στρατόπεδο. Στη Στερεά Eλλάδα επικρατούσε πολεμικό κλίμα εξαιτίας του πολέμου κατά του Aλή. Eνώ η επίδραση της Φιλικής ήταν εδώ περιορισμένη, πολλοί Αρματολοί αισθάνονταν απειλή και ανασφάλεια μπροστά στη ρευστότητα που η σύγκρουση προκαλούσε. Eτσι αρκετοί από αυτούς δεν δίστασαν να σηκώσουν τα λάβαρα της εξέγερσης. Στις 24 Mαρτίου, ο Πανουργιάς, πρώην οπλαρχηγός του Aλή, μόλις έμαθε για τα γεγονότα της Πάτρας ξεκίνησε την Επανάσταση στην περιοχή των Σαλώνων (Aμφισσα). Στις 26 άρχισε η πολιορκία του φρουρίου της πόλης όπου είχαν κλειστεί και πολλοί πρόσφυγες από τον Mοριά. Λίγες μέρες μετά οι πολιορκημένοι παραδόθηκαν, καθώς δεν είχαν ούτε νερό ούτε εφόδια. Hταν το πρώτο κάστρο που έπεσε στα χέρια των Eλλήνων από την αρχή των γεγονότων. O δραστήριος Aθανάσιος Διάκος επαναστάτησε ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

στην περιοχή της Λιβαδειάς, όπου και πάλι το φρούριο έπεσε γρήγορα. Oι εναπομείναντες μουσουλμάνοι της Bοιωτίας κατέφυγαν στην Eύβοια και η εξέγερση των ραγιάδων απλώθηκε παντού, ως το Zητούνι (Λαμία) και τη Βόρειο Eύβοια. Στην Aττική τα γεγονότα άργησαν εξαιτίας της απουσίας σημαντικών Αρματολών που θα μπορούσαν να κινήσουν τα πράγματα, αλλά και των ειδικών προνομίων που απολάμβανε η πόλη. Oι ταραχές έφθασαν στα χωριά της Aττικής και στις 25 Aπριλίου ένοπλοι χωρικοί επιτέθηκαν στην Aθήνα και κατέλαβαν την κάτω πόλη. Oι μουσουλμάνοι αποσύρθηκαν στην Aκρόπολη, όπου και πολιορκήθηκαν από ένα ετερόκλητο πλήθος ντόπιων και νησιωτών. Πιο βόρεια ακόμα η Επανάσταση απλώθηκε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, στην περιοχή του Πηλίου, όπου βρισκόταν ο Φιλικός Aνθιμος Γαζής, από τους πλέον σημαντικούς στην ιεραρχία της Eταιρείας. Στη Xαλκιδική η εξέγερση έφθασε ως τις παρυφές της Θεσσαλονίκης πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι Tούρκοι. Bραχύβιες κινήσεις έγιναν και σε άλλες περιοχές της Mακεδονίας. Aπό την άλλη μεριά, η επανάσταση ξέσπασε στην Kρήτη, ειδικά μετά τις προληπτικές κινήσεις των μουσουλμάνων του νησιού τον Iούνιο και τη θανάτωση 700 χριστιανών στο Hράκλειο και τα γύρω χωριά. Πριν φθάσει το καλοκαίρι του 1821, η Επανάσταση που ξεκίνησε μέσα σε τόση αβεβαιότητα και ταραχή είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό χώρο. Eμενε να αποδειχθεί το κατά πόσον θα ήταν ικανή να θεμελιώσει τη δύναμή της και να δημιουργήσει ελεύθερο ελληνικό κράτος. Tο ξεκίνημα της Επανάστασης αποδείχθηκε πολύ σύντομα ότι δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα σε μια μεγάλη πορεία. Σημαντικά προβλήματα αναδείχθηκαν μετά τον πρώτο ενθουσιασμό. H Επανάσταση ήταν πόλεμος, σύγκρουση ζωής και θανάτου, την οποία θα κέρδιζε αυτός που θα κατάφερνε να επικρατήσει στα πεδία των μαχών. Xρειαζόταν, λοιπόν, στρατός, και κάτι περισσότερο. Tο να μάθουν οι Eλληνες να πολεμούν, να κρατούν τις ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Φιλικός Ανθιμος Γαζής άπλωσε την Επανάσταση στην περιοχή του Πηλίου.

θέσεις τους στις δύσκολες στιγμές, να στέκονται στο πλευρό των αρχηγών και να ακολουθούν τις εντολές τους. Δεν ήταν εύκολα πράγματα αυτά. H τότε κοινωνία όχι μόνο δεν είχε ζήσει σε συνθήκες γενικού πολέμου, αλλά και δεν είχε μάθει να λειτουργεί στο πλαίσιο οργανωμένου κράτους. Oι πρώτες συγκρούσεις με τον εχθρό είχαν απογοητευτικά αποτελέσματα. Στην Kαρύταινα, στην Πιάνα, στη Bλαχοκερασιά, γύρω από το Λάλα, οι με κόπο στρατολογημένοι χωρικοί έφευγαν μόνο στο άκουσμα ότι έρχονται Tούρκοι. O κίνδυνος του συμβιβασμού, του «προσκυνήματος», άρχισε να γίνεται ορατός. Xρειάστηκαν άμεσα και σκληρά μέτρα για να περιοριστεί το κακό. Oι αιχμάλωτοι Tούρκοι, κυρίως άμαχοι, άρχισαν να θανατώνονται 35

Το πολεμικό κλίμα στην Πελοπόννησο ώθησε πολλούς αρματολούς να σηκώσουν τα λάβαρα της εξέγερσης και στη Στερεά. Ο Νικόλαος Μητσόπουλος υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στο κάστρο των Σαλώνων (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 36

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ορίστηκε αρχιστράτηγος του Mοριά έτσι ώστε να αναλάβουν οι Mανιάτες, ως οι πλέον εμπειροπόλεμοι, τη στελέχωση και την οργάνωση των επαναστατικών δυνάμεων. Eγκαινιάστηκε δε μια νέα τακτική, κατ’ απομίμηση των τακτικών των Aρματολών της Στερεάς Eλλάδας. Aπέναντι στους Oθωμανούς, άριστους ιππείς και ανίκητους στον ανοιχτό χώρο, οι Eλληνες έμαθαν να κλείνονται σε πέτρινα σπίτια, να χτίζουν πόρτες και παράθυρα και ν’ ανοίγουν πολεμίστρες. H έλλειψη Πυροβολικού και κυρίως πυροβολητών έκανε αυτό το είδος του οχυρώματος, το «ταμπούρι», άπαρτο. H αλλαγή φάνηκε από τον Mάιο. O Mουσταφάμπεης με περίπου 3.000 Aλβανούς έφθασε από τα Γιάννενα στην Πάτρα. Aνέτρεψε όλες τις αντιστάσεις, μπήκε στην Kόρινθο, στο Aργος και έφθασε στην Tριπολιτσά, αποφασισμένος να συντρίψει τα στρατόπεδα των επαναστατών. Στις 12 και μετά πάλι στις 23 Mαΐου, απέτυχε να ανατρέψει τους κλεισμένους σε σπίτια Eλληνες στο Bαλτέτσι και τα Δολιανά. H στενή πολιορκία της Tριπολιτσάς μπόρεσε έτσι να αρχίσει. Οπως και ο μακρόχρονος Πόλεμος της Ανεξαρτησίας. Ο Αθανάσιος Διάκος επαναστάτησε στην περιοχή της Λιβαδειάς και βρήκε ηρωικό θάνατο στην Αλαμάνα.

μεθοδικά, για να κοπούν οι γέφυρες συνεννόησης. Eπισημοποιήθηκε έτσι μια πρακτική της οποίας η τελική κατάληξη ήταν η περίπου ολοκληρωτική εξόντωση των μουσουλμάνων στις επαναστατημένες περιοχές. Eπιστρατεύθηκε ακόμα ο φόβος του Θεού. Mε επικεφαλής τον επίσκοπο του Eλους, Aνθιμο, πολλοί ιεράρχες επιστράτευσαν τις πλέον φρικτές απειλές ενάντια σε εκείνους που δείλιαζαν. Για ένα διάστημα το δικαίωμα στη Θεία Kοινωνία το είχαν μόνο εκείνοι που αποδεδειγμένα είχαν βάψει τα χέρια τους στο αίμα του Tούρκου. Tο ανάθεμα, δε, περίμενε εκείνους που προσκυνούσαν ή παρακολουθούσαν αμέτοχοι τα γεγονότα.

Βιβλιογραφικές αναφορές Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο, 1861. Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα, 1860. Χρυσανθόπουλος Φώτιος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Αθήνα.

Tο αποτέλεσμα, όμως, θα κρινόταν στα πεδία των συγκρούσεων. O Πετρόμπεης Mαυρομιχάλης διΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

37

Ο θάνατος του Λάμπρου Τζαβέλα. Πίνακας του De Vino (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Αλληγορία της Ελλάδος. Νωπογραφία (1881) (Casa Biasoletto, Τριέστη). 40

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Γεώργιος - Κωνσταντίνος Πήλιουρας

λίξεις έκριναν σε μεγάλο βαθμό την αίσια έκβαση του Αγώνα που οδήγησε στην ίδρυση του πρώτου, έστω και γεωγραφικά περιορισμένου, ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Φιλόλογος - Ιστορικός

Οι φάσεις του Εθνικοαπελευθερωτικου αγωνα: Εκρηξη, καμψη, επικρατηση

Εκκινώντας από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, η Ελληνική Επανάσταση εξαπλώθηκε τόσο στην ηπειρωτική χώρα της Nότιας Bαλκανικής Xερσονήσου όσο και στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου. Ο Αγώνας της ανεξαρτησίας διήλθε από διάφορες κρίσιμες φάσεις, από τις σημαντικές επιτυχίες των πρώτων ετών που οδήγησαν στην εδραίωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα έως την απόβαση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ με την καταστροφική τους δράση και την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων για την οριστική επίλυση του ελληνικού ζητήματος.

Α) Οι επιτυχίες των πρώτων ετών (1821-1824)

Το ξέσπασμα της Επανάστασης. Η θυσία του Διάκου στην Αλαμάνα και η ανέλπιστη νίκη του Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς. Ο Κολοκοτρώνης καταλαμβάνει την Τριπολιτσά και εξολοθρεύει το στρατό του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Η πολιορκία και η έξοδος του Μεσολογγίου. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου και η τελευταία μάχη στην Πέτρα.

Ο

εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων σήμανε τη μετάβαση από το γένος στο έθνος. Η Ελληνική Επανάσταση διήρκεσε σχεδόν μία δεκαετία κατά την οποία αρκετές φορές κινδύνευσε η βιωσιμότητά της. Στρατιωτικές, πολιτικές και διπλωματικές εξεΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 μετά την αρνητική της έκβαση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες συνεχίστηκε στη νότια ηπειρωτική χώρα με κύριες εστίες την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Η πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων στις περιοχές αυτές, η μετακίνηση των οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή της Ηπείρου για την κατάπνιξη της εξέγερσης του Αλή πασά Τεπελενλή, η καλύτερη οργάνωση των Ελλήνων στις συγκεκριμένες επαρχίες χάρη στις ενέργειες της Φιλικής Εταιρείας, η παρουσία εμπειροπόλεμων κλεφτών και αρματολών, όπως επίσης και οι ναυτικές δυνάμεις των οικοκυραίων των νησιών που μπορούσαν να προστατέψουν τις περιοχές αυτές από αποβατικές ενέργειες του οθωμανικού Ναυτικού και να τις τροφοδοτήσουν με πολεμοφόδια και τρόφιμα, η γεωγραφική απόσταση που χώριζε την Υψηλή Πύλη από τη νότια ηπειρωτική χερσόνησο, σε συνδυασμό με τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, οδήγησαν στην επικράτηση και την εδραίωση του Αγώνα. Οι επιτυχίες αυτές στο πεδίο των μαχών κατέστησαν δυνατή τη διατήρηση της Επανάστασης και την ενίσχυση της ελληνικής 41

διπλωματίας, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει με πιθανότητες επιτυχίας την αναγνώρισή της από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Το Χάνι της Γραβιάς (1821) Η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα πραγματοποιήθηκε με την κατάληψη των Σαλώνων στις 27 Μαρτίου 1821 από τον Πανουργιά. Ακολούθησαν το Λιδωρίκι, το Μαλανδρίνο, η Λιβαδειά, η Θήβα και η Αταλάντη που απελευθερώθηκαν από τους οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας. Την περίοδο εκείνη οι οθωμανικές δυνάμεις είχαν επικεντρωθεί στο μέτωπο της Ηπείρου και στην καταστολή της εξέγερσης του Αλή πασά. Οταν ο επικεφαλής του οθωμανικού στρατού Χουρσίτ πασάς πληροφορήθηκε το γεγονός, απέστειλε σημαντικό αριθμό δυνάμεων με επικεφαλής τους Κιοσέ Μεχμέτ πασά και Ομέρ πασά Βρυώνη να καταπνίξουν την Επανάσταση τόσο στη Στερεά Ελλάδα όσο και στην Πελοπόννησο. Για το σκοπό αυτό τους παραχώρησε δύναμη 8.000 πεζών και 800 ιππέων. Μετά την προέλαση του οθωμανικού στρατού και τη νίκη του στη γέφυρα της Αλαμάνας στις 23 Απριλίου 1821 με την ηρωική θυσία του Αθανασίου Διάκου, ο Ομέρ Βρυώνης, συνοδευόμενος από τον Κιοσέ Μεχμέτ, κατευθυνόταν προς τον Ισθμό και την Πελοπόννησο. Η εμφάνιση όμως του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην περιοχή ανέτρεψε τα δεδομένα και ανάγκασε τον Ομέρ Βρυώνη να καθυστερήσει την πορεία του προς τον Νότο. Ο Ομέρ Βρυώνης γνωριζόταν προσωπικά με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο καθώς και οι δύο άνδρες είχαν θητεύσει στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Αναγνωρίζοντας τις στρατηγικές και πολεμικές ικανότητες του Ανδρούτσου, ο Ομέρ Βρυώνης αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει την πορεία του προς την Πελοπόννησο, έχοντας τα νώτα του εκτεθειμένα στις επιθέσεις του Ανδρούτσου. Ετσι, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη γνωριμία τους και να υποσχεθεί στον Ελληνα οπλαρχηγό το αρματολίκι της Ανατολικής 42

Στερεάς. Ο Ανδρούτσος είχε επιστρέψει στη Στερεά Ελλάδα από τα Επτάνησα, φθάνοντας την επομένη της μάχης της Αλαμάνας και φρόντισε να έρθει σε επαφή με τους οπλαρχηγούς της περιοχής, τους Πανουργιά και Δυοβουνιώτη. Εγκαταστάθηκε στο Χάνι της Γραβιάς μαζί με 120 άνδρες αναμένοντας το στρατό του Ομέρ Βρυώνη. Το Χάνι ήταν ένα πετρόκτιστο οίκημα, το οποίο οι οχυρωμένοι φρόντισαν να ενισχύσουν φράζοντας πόρτες και παράθυρα για να δημιουργήσουν τις κατάλληλες θέσεις για να τοποθετήσουν τα καριοφίλια τους και να προστατευθούν από τα εχθρικά πυρά. Σύμφωνα με τα όσα είχαν καθοριστεί από τους οπλαρχηγούς, στη θέση Βρύση του Σίντζικα, δεξιά του Χανιού, είχε τοποθετηθεί το σώμα του Κοσμά Σουλιώτη, ενώ στο Χλωμό, αριστερά του Χανιού, είχαν λάβει θέση τα σώματα του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη. Στις 8 Μαΐου 1821 ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη εμφανίστηκε στην περιοχή. Παρότι τα σώματα των οπλαρχηγών προσπάθησαν να συνάψουν μάχη με τον οθωμανικό στρατό, έπειτα από λίγη ώρα διασκορπίστηκαν προς της περιοχή και τράπηκαν σε φυγή, όπως είχε συμβεί και στη μάχη της Αλαμάνας. Ετσι, τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη στράφηκαν προς το οχυρωμένο Χάνι, το οποίο άρχισαν να πολιορκούν βάλλοντας συνεχώς. Η μάχη που ακολούθησε υπήρξε σφοδρή, με τους Τούρκους να επιχειρούν επανειλημμένες εφόδους προς το Χάνι και με τους άνδρες του Ανδρούτσου να επιδεικνύουν ηρωική αντίσταση υπομένοντας κάθε χτύπημα και προξενώντας μεγάλη ζημιά στον οθωμανικό στρατό. Από τους 9.000 άνδρες του Ομέρ Βρυώνη χάθηκαν 300, ενώ υπολογίζεται ότι περίπου 600 είχαν τραυματιστεί σοβαρά κατά τη διάρκεια της μάχης που διήρκεσε όλη την ημέρα. Το βράδυ οι οχυρωμένοι έμαθαν ότι ο Ομέρ Βρυώνης είχε διατάξει να μεταφερθούν κανόνια από το Ζητούνι (Λαμία) για να κατεδαφίσει το οίκημα. Οι έγκλειστοι στο Χάνι πληροφορήθηκαν το γεγονός και αποφάσισαν τα ξημερώματα να πραγματοποιήσουν έξοδο περνώντας μέσα από τις ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

γραμμές του εχθρού. Η έξοδος ήταν επιτυχής, με τις απώλειες να είναι μόνον έξι άνδρες. Αμέσως ο Ελληνας οπλαρχηγός κατευθύνθηκε προς τη θέση Χλωμό για να ενώσει τις δυνάμεις του με τα σώματα των Πανουργιά και Δυοβουνιώτη. Τα αποτελέσματα της μάχης στο Χάνι της Γραβιάς ήταν ιδιαίτερα σημαντικά. Μολονότι ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός και ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη μπορούσε να προωθηθεί προς την Πελοπόννησο, ο Τούρκος στρατιωτικός κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ανώφελο αν δεν στρεφόταν πρώτα προς την καταστολή της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ενδεχόμενη κάθοδός του στον Μοριά θα εξέθετε το στράτευμά του στις επιθέσεις των Ελλήνων οπλαρχηγών που θα τον πλευροκοπούσαν και θα του προξενούσαν σημαντικές απώλειες στα νώτα του. Επομένως,

αποφάσισε να καθυστερήσει την εκστρατεία του και να αφιερωθεί στον τομέα της Ανατολικής Στερεάς, γεγονός που λειτουργούσε ευεργετικά για την επικράτηση του Αγώνα στην Πελοπόννησο. Επιπροσθέτως, η νίκη των Ελλήνων στο Χάνι της Γραβιάς αναπτέρωσε σημαντικά το ηθικό τους και εκμηδένισε τις αρνητικές συνέπειες που είχαν προξενήσει η ήττα στη μάχη της Αλαμάνας και ο ηρωικός θάνατος του Αθανασίου Διάκου. Ταυτόχρονα, η καθυστέρηση της εκστρατείας του Ομέρ Βρυώνη ωφέλησε ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο, καθώς οι Ελληνες ενέτειναν τις πολιορκίες τους προς τα φρούρια των Οθωμανών. Τέλος, χάρη στη μάχη στο Χάνι της Γραβιάς, οι Ελληνες συνειδητοποίησαν ότι ο Αγώνας για την ανεξαρτησία δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια τοπική υπόθεση, αλλά αντιθέτως οπλαρ-

Η ηρωική θυσία του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Μεταγενέστερη λιθογραφία. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

43

τη. Οι επιχειρήσεις στην Εύβοια δεν σημείωσαν κάποια επιτυχία και ο Ομέρ Βρυώνης στράφηκε προς την Αθήνα διαλύοντας την ελληνική πολιορκία της Ακρόπολης. Οι επιτυχίες αυτές του Ομέρ Βρυώνη δεν έγιναν δίχως κόπο. Οι απώλειες του στρατού του τόσο σε έμψυχο υλικό όσο και σε πολεμοφόδια ήταν σημαντικές. Για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις του στην περιοχή, όπως και ο Κιοσέ Μεχμέτ, τον οποίο τα ελληνικά σώματα χτυπούσαν ανά διαστήματα εφαρμόζοντας την τεχνική του κλεφτοπολέμου, θα έπρεπε να ενισχυθούν από νέα οθωμανικά σώματα.

Ο Κιοσέ Μεχμέτ, υπαρχηγός του Ομέρ Βρυώνη. Η αντίσταση του Ανδρούτσου καθυστέρησε την προέλασή τους προς τον Νότο.

Με απόφαση του σουλτάνου δύο σώματα στρατού στάλθηκαν από την περιοχή της Μακεδονίας για να ενισχύσουν τους δύο πασάδες. Το πρώτο σώμα στρατοπέδευσε στο Ζητούνι, αριθμώντας 8.000 άνδρες με επικεφαλής τον Μπεϊράν πασά, και επιμέρους διοικητές τους Μεμί πασά, Σαχίν Αλή πασά και Χατζή Μπεκίρ αγά. Στο δεύτερο σώμα, που ήταν και το μεγαλύτερο, αρχηγός είχε οριστεί ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης, αριθμούσε 30.000 άνδρες (πεζικάριους και ιππείς) και είχε στρατοπεδεύσει στον Δομοκό.

Η μάχη των Βασιλικών (1821)

Οι Ελληνες οπλαρχηγοί πληροφορήθηκαν τη συγκέντρωση των στρατευμάτων και κατέλαβαν, έπειτα από πρόταση του Δυοβουνιώτη, τη δίοδο στο όρος Καλλίδρομο κοντά στα Βασιλικά που ένωνε το Ζητούνι με τη Λιβαδειά. Ο Μπεϊράν πασάς είχε την πρόθεση να εγκαταλείψει το Ζητούνι και να προωθηθεί προς τη Λιβαδειά και στη συνέχεια να ενώσει τις δυνάμεις του με τον Ομέρ Βρυώνη. Για να μπορέσουν να ανακόψουν την πορεία του, οι Ελληνες συγκέντρωσαν περίπου 2.000 άνδρες υπό τους οπλαρχηγούς Δυοβουνιώτη, Νάκο Πανουργιά, Γιάννη Γκούρα, Κομνά Τράκα, Βασίλη Μπούσγο και παπα-Αντρέα Καλύβα.

Λίγο καιρό μετά την ήττα του στο Χάνι της Γραβιάς, ο Ομέρ Βρυώνης στράφηκε προς τη Λιβαδειά, την οποία κυρίευσε στις 10 Ιουνίου και στις 15 Ιουλίου συγκρούστηκε στην Εύβοια με τους οπλαρχηγούς Αγγελή Γοβγίνα και Νικόλα Κριεζώ-

Στις 26 Αυγούστου 1821, ο Μπεϊράν πασάς ξεκίνησε την πορεία με το στρατό του. Πέρα από το γεγονός πως υπερτερούσε αριθμητικά, στις τάξεις του στρατού του μεταφέρονταν και κανόνια. Με την επίθεση των Ελλήνων στο δάσος ο οθωμανι-

χηγοί από διαφορετικές περιοχές θα έπρεπε να συνεργαστούν. Οι μάχες στην Ανατολική και τη Δυτική Στερεά ήταν το ίδιο σημαντικές και για τους Πελοποννησίους, καθώς ο Αγώνας πέρα από τον Ισθμό θα ανέκοπτε τις τουρκικές δυνάμεις που θα προωθούνταν με στόχο την κατάπνιξη της Ελληνικής Επανάστασης.

44

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

κός στρατός αιφνιδιάστηκε, καθώς δεν περίμενε την επίθεση στο συγκεκριμένο σημείο. Εντούτοις, μετά τον πρόσκαιρο αιφνιδιασμό του, ο Μπεϊράν πασάς διέταξε τους άνδρες του να επιτεθούν. Οι Ελληνες πολέμησαν με σθένος και κατάφεραν να επιτύχουν περιφανή νίκη. Στη μάχη διακρίθηκε το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιάννης Γκούρας, που αντικαθιστούσε τον αρχηγό του, ο οποίος δεν είχε προλάβει να ενισχύσει τους Ελληνες στα Βασιλικά. Οι απώλειες για τους Οθωμανούς ήταν βαρύτατες. Περίπου 700 άνδρες σκοτώθηκαν στη μάχη, μεταξύ των οποίων και ο Μεμί πασάς που σκοτώθηκε από τον ίδιο τον Γκούρα. Ακόμη, κυριεύθηκαν 18 σημαίες και 800 άλογα. Οι Οθωμανοί αρχικά αποσύρθηκαν στην Πλατανιά, ωστόσο, εξαιτίας της ήττας τους, την επομένη κιόλας υποχώρησαν προς το Ζητούνι. Η ταχύτητα με την οποία πραγματοποιήθηκε η οπισθοχώρηση τους ανάγκασε να αφήσουν πίσω τους μεγάλο μέρος πολεμοφοδίων και τροφίμων, ενώ κατέστρεψαν και τη γέφυρα του Σπερχειού για να αποσοβήσουν τον κίνδυνο πιθανής καταδίωξής τους από τους Ελληνες. Οι συνέπειες της μάχης των Βασιλικών ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ευόδωση του Αγώνα. Οι Ελληνες οπλαρχηγοί της Ανατολικής Στερεάς κατάφεραν να ανακόψουν και να διαλύσουν το ένα από τα δύο κύρια οθωμανικά σώματα που είχε στείλει στην περιοχή η Υψηλή Πύλη με σκοπό να καταστείλει την Επανάσταση στη Νότιο Βαλκανική. Η ήττα του Μπεϊράν πασά επηρέασε άμεσα την εκστρατεία του δεύτερου οθωμανικού στρατεύματος, καθώς ο Δράμαλης, επιχειρώντας να διασχίσει τα ορεινά περάσματα της Οίτης, συνάντησε άλλους οπλαρχηγούς και, φοβούμενος μην έχει ανάλογη τύχη, υποχώρησε. Χάρη στην υποχώρηση αυτή, ο Δράμαλης δεν κατόρθωσε να φθάσει στην Πελοπόννησο και να διαλύσει τον ελληνικό αποκλεισμό της Τριπολιτσάς, η οποία έπεσε στα χέρια των Ελλήνων τον επόμενο μήνα. Επιπλέον, οι Ελληνες συνέλεξαν πολύτιμο πολεμικό υλικό που άφησε πίσω του ο στρατός του Μπεϊράν πασά. Μπαρούτι και κανόνια ήταν ιδιαίτερα χρήΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ιωάννης Δυοβουνιώτης, τη βοήθεια του οποίου ζήτησε ο Ανδρούτσος και τα όπλα που είχε στην πολιορκία του Μεσολογγίου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 45

σιμα για τη συνέχιση του Αγώνα. Επίσης, η νίκη στη μάχη των Βασιλικών, σε συνδυασμό με την προγενέστερη νίκη στο Χάνι της Γραβιάς, ενίσχυσε τη ροή Ελλήνων στα σώματα των οπλαρχηγών και τη συμμετοχή τους στην Ελληνική Επανάσταση. Το ουσιαστικότερο όμως αποτέλεσμα της μάχης των Βασιλικών ήταν η αναγκαστική υποχώρηση και η εγκατάλειψη της Ανατολικής Στερεάς από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ. Η είδηση της Αλωσης της Τριπολιτσάς, συνδυαζόμενη με τον επερχόμενο χειμώνα, την έλλειψη στρατιωτών και πολεμοφοδίων, ανάγκασε τους δύο Οθωμανούς επικεφαλής, υπό το φόβο μίας νέας ελληνικής επίθεσης, να αποσυρθούν στο Ζητούνι και από εκεί να επιστρέψουν στα Ιωάννινα.

Από την κατάληψη της Καλαμάτας στην κατάληψη της Τριπολιτσάς (1821) Παρά τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις, οι οποίες οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στις δυσκολίες συνεννόησης μεταξύ των επαρχιών, επαναστατικές εστίες δημιουργήθηκαν τον Μάρτιο του 1821. Σε σύντομο χρονικό διάστημα τα ελληνικά ένοπλα σώματα κατόρθωσαν να απελευθερώσουν σημαντικές πόλεις του Μοριά. Στις 23 Μαρτίου 1821 δυνάμεις υπό τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Παπαφλέσσα και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη απελευθέρωσαν την πόλη της Καλαμάτας. Ακολούθως, απελευθερώθηκαν η Πάτρα, τα Καλάβρυτα, η Καρύταινα, η Κορινθία, η Κυνουρία, η Κυπαρισσία, η Μεθώνη, το Νεόκαστρο, τα Βαρδουνοχώρια, το Φανάρι, η Γαστούνη, το Αργος και το Ναύπλιο. Ετσι, έως τις 31 Μαρτίου 1821, το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου είχε ελευθερωθεί. Από την άλλη πλευρά, οι Οθωμανοί συνέχιζαν να κατέχουν τα κάστρα της Μονεμβασιάς, του Ακροκορίνθου, του Ναυπλίου, του Νεόκαστρου, της Μεθώνης και της Κορώνης. Τα κάστρα αυτά ήταν πολύ καλά οχυρωμένα και οι πολιορκούμενοι επρόκειτο να διατηρήσουν τις θέσεις τους για μεγαλύτερο διάστημα έως ότου οι εξελίξεις στα 46

υπόλοιπα μέτωπα του πολέμου, σε συνδυασμό με την έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων, καθιστούσαν την παράδοσή τους μη αποφευκτέα. Αρχικά, υπό την επιρροή των προεστών, που θεωρούνταν οι φυσικοί ηγέτες της Επανάστασης λόγω της μακροχρόνιας κυριαρχίας τους στο ισχύον status quo της οθωμανικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είχαν στραφεί εξ ολοκλήρου στις παράκτιες πόλεις της Πελοποννήσου, οι οποίες και πολιορκούνταν. Ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη στρατηγική σημασία της κατάληψης της Τριπολιτσάς ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Αμέσως, ξεκίνησε να προβάλλει μία σειρά επιχειρημάτων για να πείσει και τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς για τα οφέλη που θα είχε η κατάληψη της πόλης. Στην Τριπολιτσά, την περίοδο εκείνη βρισκόταν συγκεντρωμένος περίπου ο μισός τουρκικός πληθυσμός της Πελοποννήσου. Ηταν η έδρα του Μόρα Βαλεσί (Mora-vali-si). Σε περίπτωση αποκλεισμού, η πόλη θα ήταν εύκολο να παραδοθεί ελλείψει τροφίμων και πολεμοφοδίων. Εξάλλου, η κατάληψη του στρατηγικού, εμπορικού, διοικητικού και πολεμικού κέντρου της Πελοποννήσου θα συμπαρέσυρε και τα υπόλοιπα κάστρα στην παράδοση, ενώ παράλληλα θα διευκολύνονταν και οι έφοδοι των επαναστατών προς αυτά. Τέλος, σύμφωνα με το Γέρο του Μοριά, οι δυνάμεις των Ελλήνων δεν θα έπρεπε να διασπαστούν αλλά να συγκεντρωθούν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Την άποψη αυτή του Κολοκοτρώνη ενίσχυε και η απουσία του Χουρσίτ πασά στα Ιωάννινα για την εκεί καταπολέμηση του Αλή πασά Τεπελενλή. Στο άκουσμα του επαναστατικού ξεσηκωμού στην Πελοπόννησο, ο Χουρσίτ έστειλε τον Μουσταφά μπέη με 3.500 εμπειροπόλεμους Αλβανούς για να καταπνίξει τους επαναστάτες. Η ομάδα αυτή, αφού κατάφερε μέσω της Δυτικής Ελλάδας να διεκπεραιωθεί στην Πελοπόννησο, διέλυσε με επιτυχία τον αποκλεισμό της Πελοποννήσου και εισήλθε στην Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου 1821. Με τον κλοιό να σφίγγει σταδιακά περιμετρικά της πόλης, ο Μουσταφά μπέης άρχισε να σχεδιάζει την αντεπίθεσή του. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο αρματολός των Σαλώνων, Πανουργιάς.

Ο Νικηταράς σε ιταλική λιθογραφία.

Η πρώτη απόπειρα διάσπασης του ελληνικού κλοιού πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαΐου 1821, όταν ισχυρές δυνάμεις αποτελούμενες από 6.500 στρατιώτες και 1.500 ιππείς υπό τον Κεχαγιάμπεη εξήλθαν από την Τριπολιτσά και κατευθύνθηκαν εναντίον των Ελλήνων που βρίσκονταν στο Βαλτέτσι. Σκοπός του Μουσταφάμπεη ήταν αφενός να διασπάσει τον αποκλεισμό της πόλης και αφετέρου να κινηθεί προς τη Λακωνία, εναντίον της Μάνης, απ’ όπου στη συνέχεια θα προήλαυνε υποτάσσοντας όλη την Πελοπόννησο. Τα σώματα των Κυριακούλη, Ηλία και Γιάννη Μαυρομιχάλη, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, των Πλαπουταίων και άλλων οπλαρχηγών οχυρωμένα στα ταμπούρια τους κατάφεραν να αποκρούσουν την επίθεση των υπέρτερων τουρκικών δυνάμεων. Οι τουρκικές δυνάμεις επιχείρησαν και την επόμενη ημέρα να επιτεθούν και ύστερα από πολύωρη μάχη τράπηκαν σε φυγή. Από τη μάχη στο Βαλτέτσι

αποσπάστηκαν πολύτιμα εφόδια, ενώ το ηθικό των Ελλήνων ενισχύθηκε σημαντικά.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 18 Μαΐου 1821, ο Μουσταφάμπεης επιχείρησε νέα επίθεση, αυτή τη φορά στα Δολιανά και τα Βέρβαινα. Τα Δολιανά υπερασπίστηκε ο ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Νικήτας Σταματελόπουλος, με 200 άνδρες. Για την πραγματοποίηση της επίθεσης ο Μουσταφάμπεης διέθεσε 6.000 πεζικάριους και ιππείς μαζί με δύο πυροβόλα. Πολεμώντας με σθένος, το σώμα του Νικηταρά κατόρθωσε να αποκρούσει την επίθεση και να τρέψει τους Τούρκους για μία ακόμη φορά σε φυγή, γεγονός που προσέδωσε στον Σταματελόπουλο το παρωνύμιο Τουρκοφάγος. Παράλληλα, τα ελληνικά σώματα στα Βέρβαινα, παρότι δεν μπόρεσαν να ενισχύσουν τον Νικηταρά στα Δολιανά, κατόρθωσαν και αυτά με τη σειρά τους να απωθήσουν τους 47

Τούρκους. Απρακτος και ηττημένος, ο Κεχαγιάμπεης επέστρεψε στην Τριπολιτσά, ενώ ήδη μετά τις αποτυχημένες ενέργειές του είχαν αρχίσει να διαφαίνονται τα πρώτα έντονα προβλήματα στην τροφοδοσία της πόλης.

όμως ανέκοψε τα σχέδιά τους. Ακολούθησε σφοδρή μάχη, που είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή τους εντός της πόλης. Επειτα και από αυτήν την αποτυχημένη προσπάθεια, ο κλοιός είχε γίνει ακόμη πιο πιεστικός.

Υστερα από αυτές τις σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες, οι Ελληνες επαναστάτες είχαν ενισχυθεί τόσο ηθικά όσο και υλικά, καθώς οι Τούρκοι είχαν αφήσει πίσω τους σημαντικό αριθμό πολεμοφοδίων. Με διαταγή του Κολοκοτρώνη, ο αποκλεισμός της πόλης έγινε πιο έντονος, ενώ περιμετρικά σκάφτηκε τάφρος, η οποία αποκλήθηκε Γράνα. Στις 10 Αυγούστου 1821, οι πολιορκούμενοι επιχείρησαν έξοδο για να συγκεντρώσουν τρόφιμα, η τάφρος

Τα γεγονότα είχαν θορυβήσει τους Οθωμανούς, οι οποίοι έδωσαν την εντολή στον Καρά Αλή, διοικητή του στόλου, να αποβιβάσει στρατεύματα και να σπεύσει προς βοήθεια των πολιορκουμένων της Τριπολιτσάς. Βρισκόμενος στον Κορινθιακό Κόλπο, ο Καρά Αλή θα έπρεπε να αποβιβάσει τις τουρκικές δυνάμεις στη Βόρεια Πελοπόννησο. Τα νέα έφτασαν στο στρατόπεδο των Ελλήνων και ο Δημήτριος Υψηλάντης τέθηκε επικεφαλής

Σχέδιο της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Τα στρατεύματα του Κολοκοτρώνη σημειώνονται με Ο. 48

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

δύναμης 2.000 ανδρών και κατευθύνθηκε προς υπεράσπιση των περιοχών αυτών. Η ήττα, όμως, των Τούρκων στη μάχη των Βασιλικών ανέτρεψε τα αρχικά σχέδιά τους και η δύναμη που επρόκειτο να σταλεί στην Τριπολιτσά δεν έφθασε ποτέ. Στην Τριπολιτσά κρατούνταν, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1821, μέλη των σημαντικότερων οικογενειών των προκρίτων αλλά και ιερείς, σε μια προσπάθεια της οθωμανικής ηγεσίας της Πελοποννήσου να αποθαρρύνει τους κοτζαμπάσηδες να συναινέσουν σε μία ενδεχόμενη νέα Επανάσταση στο χώρο της Πελοποννήσου. Παρά τη συμφωνία της Βοστίτσας (Αιγίου), σύμφωνα με την οποία οι προεστοί δεν έπρεπε να δεχθούν την πρόσκληση του Κεχαγιάμπεη και να πάνε στην Τριπολιτσά, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσουν τους Τούρκους, αρκετές «κεφαλές» των Ελλήνων πήγαν στην πόλη. Μετά και την αποτυχημένη προσπάθεια του Καρά Αλή, οι συνθήκες για τους πολιορκουμένους είχαν γίνει ιδιαίτερα επαχθείς, με την έλλειψη τροφίμων να αποτελεί τον κύριο μοχλό πίεσης. Στην πόλη, πέρα των Οθωμανών, κατοικούσαν Ελληνες, Αλβανοί και Εβραίοι. Κάθε ομάδα προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τους επιτιθεμένους για να πετύχει μια ξεχωριστή συμφωνία για τη σωτηρία της. Από την πλευρά τους, οι Οθωμανοί προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την παρουσία των επιφανών αιχμαλώτων, τους οποίους παρακινούσουν να μεσολαβήσουν στους πολιορκητές. Στις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 16 Σεπτεμβρίου 1821 δεν επήλθε συμφωνία, με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η πολιορκία, η οποία όμως δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ ακόμη. Στις 23 Σεπτεμβρίου ο Τσάκωνας αγωνιστής Μανόλης Δούνιας, εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία του με έναν από τους φρουρούς της τάπιας του Αναπλιού, τον έπεισε να τον αφήσει να ανέβει στα τείχη της πόλης. Ο Δούνιας, αφού κατάφερε να τον ακινητοποιήσει, βοήθησε μία μικρή ομάδα Ελλήνων να ανέβει και ακολούθησε μάχη με τη φρουρά της πύλης. Οταν επικράτησαν οι Ελληνες, έστρεψαν το κανόνι προς το σεράγι και ανοίγοντας πυρ σήμαναν την έναρξη της επίθεσης. Οι ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ελληνες εισήλθαν στην πόλη και τότε ξεκίνησαν σκληρές οδομαχίες. Τα διαμερίσματα του σεραγιού κάηκαν ολοσχερώς. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να έλθουν σε συνεννόηση με τους ενόπλους ώστε να εξασφαλίσουν τη ζωή των ίδιων και των οικογενειών τους. Από όσους βρίσκονταν στην πόλη, οι μόνοι που γλίτωσαν τη σφαγή ήταν οι Αλβανοί, με τους οποίους είχε συναφθεί ξεχωριστή συμφωνία. Επειτα από παρέμβαση των Σουλιωτών προς τον Κολοκοτρώνη, εξασφαλίστηκε η αναχώρηση των περίπου 3.000 Αλβανών που βρίσκονταν εντός της πόλης, οι οποίοι, βάσει των συμφωνηθέντων, θα μετέβαιναν στην Ηπειρο και θα πολεμούσαν στο πλευρό του Αλή πασά εναντίον της Υψηλής Πύλης. Η απόφαση αυτή δυσαρέστησε αρκετούς Ελληνες, καθώς οι Αλβανοί όντας στο πλευρό των Τούρκων αρκετές φορές είχαν βιαιοπραγήσει κατά των επαναστατών από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη οι επιτιθέμενοι θα στερούνταν τα λάφυρά τους. Οι σφαγές συνεχίστηκαν για τρεις ολόκληρες ημέρες έως τις 26 Σεπτεμβρίου, οπότε και διατάχθηκε γενική παύση των εχθροπραξιών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, συνολικά σφαγιάστηκαν 10.000 άνθρωποι. Οι περισσότεροι ήταν Τούρκοι, Ελληνες συνεργάτες των Τούρκων με σημαντικότερη φυσιογνωμία τον Σωτηράκη Κουγιά, προεστό της Τριπολιτσάς, και περίπου 50 εβραϊκές οικογένειες (εξαιτίας του γεγονότος πως οι Εβραίοι δεν είχαν τηρήσει ευνοϊκή στάση απέναντι στην Επανάσταση). Κατά τη διάρκεια των σφαγών δεν έγιναν διακρίσεις σε φύλο, ηλικία, οπλισμένους κα άοπλους, ενώ η πόλη γέμισε από πτώματα. Τα αίτια της γενικευμένης αυτής σφαγής είναι πολλά. Η ανασφάλεια, η ακυβερνησία, η ατιμωρησία, η δίψα για λαφυραγωγία, αλλά και η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, που συνοδεύτηκε από τις μνήμες του δυναστικού παρελθόντος και των βαναυσοτήτων των Οθωμανών κατά των Ελλήνων, συνέτειναν ώστε οι σφαγές να λάβουν μεγάλη έκταση, δίχως όμως το γεγονός αυτό να αποτελεί δικαιολογία. Η σημασία της κατάληψης της Τριπολιτσάς για τη 49

οδηγήσει στη δημιουργία ενός ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους. Στη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης πολλοί αγρότες είχαν συρρεύσει στα στρατόπεδα των καπεταναίων για να συμμετάσχουν στη μάχη έχοντας κατά νου και την ιδέα της λαφυραγώγησης.

Η μάχη στα Δερβενάκια (1822) Οι νίκες των Ελλήνων κατά το πρώτο έτος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 είχαν θορυβήσει το σουλτάνο. Ετσι, μετά την οριστική επικράτηση των οθωμανικών δυνάμεων και την καταστολή της εξέγερσης του Αλή πασά Τεπελενλή των Ιωαννίνων, οι Οθωμανοί είχαν στη διάθεσή τους το απαραίτητο χρονικό διάστημα και την ευχέρεια να συγκεντρώσουν το στρατό τους και να προχωρήσουν προς την Πελοπόννησο για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την Επανάσταση.

Η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. Ξυλογραφία του Bonomore από το Storia di Risorgimento della Grecia. Λειψία, 1880.

συνέχεια του Αγώνα ήταν πολύτιμη. Οι Οθωμανοί είχαν συντριβεί στην Πελοπόννησο, ενώ παράλληλα είχαν χάσει και τη στρατιωτική βάση των επιχειρήσεών τους. Λίγα φρούρια τους απέμεναν, τα οποία όμως ήταν αποκομμένα στις παράκτιες περιοχές. Χιλιάδες τουρκικά όπλα και κανόνια περιήλθαν στα χέρια των επαναστατών, ενώ τα πλούσια λάφυρα υποστήριξαν οικονομικά, έστω και σε μικρό βαθμό, τη συνέχεια της Επανάστασης. Οι Ελληνες απέκτησαν ένα στρατιωτικό κέντρο και εδραίωσαν τον Αγώνα τους στην Πελοπόννησο. Τέλος, το ηθικό όλων των Ελλήνων εξυψώθηκε, καθώς καταρρίφθηκε η πεποίθηση ότι οι Τούρκοι ήταν ανίκητοι. Εκτός από αυτό, ακόμη και οι πιο δύσπιστοι άρχισαν να πιστεύουν στην ιδέα ότι η Επανάσταση μπορούσε να επικρατήσει και να 50

Αρχικά, ο Χουρσίτ πασάς, που είχε επικρατήσει του Αλή πασά, ενίσχυσε με μερικές χιλιάδες άνδρες το στρατιωτικό σώμα του Ομέρ Βρυώνη, ώστε αυτό να κατευθυνθεί προς τη Δυτική Ελλάδα και την εκεί καταστολή της Επανάστασης. Ο ίδιος ο Χουρσίτ κατευθύνθηκε προς τη Λάρισα, όπου, στρατοπεδεύοντας, συγκέντρωνε σταδιακά το στρατό του. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Χουρσίτ είχε καταφέρει να στρατολογήσει 24.000 πεζούς και 6.000 ιππείς, φροντίζοντας παράλληλα και την εξασφάλιση σημαντικής δύναμης Πυροβολικού. Εντούτοις, παρά το γεγονός πως ο Χουρσίτ είχε διατελέσει επικεφαλής του μεγαλύτερου τμήματος του στρατού, ο σουλτάνος, φοβούμενος ενδεχομένως την ισχυροποίησή του, μετά τις επάλληλες νίκες του στα πεδία των μαχών, τοποθέτησε στην ηγεσία του στρατού τον Μεχμέτ πασά της Λάρισας (Δράμαλη). Ο Δράμαλης είχε και αυτός με τη σειρά του να επιδείξει μία σειρά σημαντικών επιτυχιών, μικρότερης όμως εμβέλειας σε σχέση με τον Χουρσίτ. Με το στρατό του είχε καταφέρει να καταπνίξει τα επαναστατικά κινήματα στην περιοχή των Αγράφων, του Ασπροποτάμου και της Θεσσαλομαγνησίας. Οταν τέθηκε επικεφαλής του νέου εκστρατευτικού σώματος, δεν χρονοτρίβησε ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Κολοκοτρώνης εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Χουρσίτ πασά που πολεμούσε τον Αλή πασά.

Ο Αλή πασάς Τεπελενλής, η εξέγερση του οποίου κατά των Οθωμανών διευκόλυνε τα σχέδια των Ελλήνων επαναστατών.

αλλά ξεκίνησε αμέσως την πορεία του προς την Πελοπόννησο.

αυτών. Επιδιώκοντας τη γρήγορη είσοδό του στην Πελοπόννησο δεν ενδιαφέρθηκε να εμπλακεί στην πολιορκία της Ακροπόλεως. Η ύστατη γραμμή άμυνας που είχε οργανωθεί στα Δερβενοχώρια των Μεγάρων εγκαταλείφθηκε από τους Τριπολιτσιώτες και έτσι ο Δράμαλης στις 6 Ιουλίου 1822 στρατοπέδευσε στην Κόρινθο.

Την περίοδο εκείνη ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε έρθει σε σύγκρουση με τη διοίκηση του Αρείου Πάγου και η διαμάχη αυτή επηρέασε σημαντικά τις πολεμικές εξελίξεις στην Ανατολική Στερεά. Οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί της περιοχής με τη σειρά τους δεν αντιμετώπιζαν θετικά τις αξιώσεις του Ανδρούτσου, με αποτέλεσμα οι εσωτερικές αυτές φιλονικίες να αναστείλουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Καμία αντίσταση δεν οργανώθηκε για να εμποδίσει τη δίοδο του στρατού του Δράμαλη. Ως εκ τούτου, ο Μεχμέτ πασάς πέρασε ανενόχλητος από την περιοχή της Βοιωτίας και της Αττικής, ενώ προχώρησε και σε λεηλασία των περιοχών ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η είδηση της καθόδου και της διεκπεραίωσης του ισχυρού οθωμανικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο καταθορύβησε τους επαναστάτες. Οταν ο Δράμαλης στρατοπέδευσε στο Αργος στις 12 Ιουλίου 1822 το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό Σώμα επιβιβάστηκαν σε δύο πλοία (το ένα ανήκε στον Κοντουριώτη και το άλλο στον Κολομπόταση) και τα μέλη τους ήταν έτοιμα 51

να διαφύγουν. Με τη σειρά του, ο ντόπιος πληθυσμός εγκατέλειπε τις εστίες του στη θέα και το άκουσμα της διέλευσης του οθωμανικού στρατού. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με την είδηση της καταστροφής του Πέτα (4 Ιουλίου 1822) στη Δυτική Ελλάδα, λειτούργησαν αρνητικά για την ψυχολογία των εμπολέμων. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί με το Μανιάτη οπλαρχηγό Καραγιάννη και περίπου 700 άνδρες οχυρώθηκαν στην ακρόπολη του Αργους, την οποία και υπερασπίστηκαν απέναντι στο στρατό του Δράμαλη. Ταυτόχρονα, ο Κολοκοτρώνης και οι Μαυρομιχαλαίοι βρισκόμενοι στην Τριπολιτσά προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν όσο μεγαλύτερο αριθμό δυνάμεων γινόταν για να σπεύσουν σε βοήθεια του Υψηλάντη. Στις 24 Ιουλίου 1822 η φρουρά του Αργους πραγματοποίησε έξοδο και ο Δράμαλης κατάφερε να κυριεύσει το φρούριο της πόλης. Εντούτοις, η φρουρά, παρά την ουσιαστική της ήττα, είχε καταφέρει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, να καθυστερήσει την προέλαση του Δράμαλη προς την Τριπολιτσά, γεγονός καθοριστικής σημασίας όπως αποδείχθηκε. Παρά την εισβολή και τη στρατοπέδευση του Δράμαλη στην περιοχή της Αργολίδας, τα πράγματα για τον οθωμανικό στρατό άρχισαν να δυσκολεύουν μεσούντος του θέρους. Η ταχεία προώθηση του οθωμανικού στρατού δεν συνοδεύτηκε και από τις απαραίτητες εργασίες για την εξασφάλιση των απαραίτητων εφοδίων. Ο Δράμαλης δεν είχε φροντίσει να δημιουργήσει σταθμούς εφοδιασμού για το στρατό του. Στον αντίποδα, οι Ελληνες είχαν μεριμνήσει να συγκεντρώσουν τα ελάχιστα σπαρτά και ζώα της περιοχής. Οσα απέμειναν παραδόθηκαν στις φλόγες, καθώς με τη μέθοδο της καμένης γης αποψιλώθηκε όλη η ύπαιθρος. Οι κλιματικές συνθήκες, με τις υψηλές θερμοκρασίες για την εποχή, εξάντλησαν το στρατό του Δράμαλη. Ο οθωμανικός στόλος, παρότι βρισκόταν στον Αργολικό Κόλπο, δεν κατόρθωσε να βοηθήσει το χερσαίο τμήμα του στρατού. Επιπλέον, ένα από τα ισχυρότερα όπλα του οθωμανικού στρατού, το Ιππικό Σώμα, για να συντηρηθεί χρειαζόταν μεγά52

λες ποσότητες νερού, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλιστούν. Ο Δράμαλης, όντας κυρίαρχος μέχρι εκείνη τη στιγμή στο πεδίο των μαχών και έχοντας καταλάβει το φρούριο του Αργους, ήταν σε θέση να κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά. Οι ελλείψεις όμως του στρατού του, σε συνδυασμό με μια ενδεχόμενη ανταρσία λόγω της εξάντλησης και της κόπωσης, τον οδήγησαν στην απόφαση να υποχωρήσει στην Κόρινθο, να ανασυντάξει το στρατό του και να δημιουργήσει ένα δίκτυο προμηθειών. Για να εξασφαλίσει την ασφαλή διαφυγή του, επεδίωξε να ξεγελάσει τους Ελληνες στέλνοντας το χριστιανό γραμματέα του να μεταφέρει ένα γράμμα στο οποίο ο Δράμαλης δήλωνε πως θα κινηθεί προς την Τριπολιτσά. Η αμηχανία και η πίεση από τις εξελίξεις των γεγονότων οδήγησαν σε διάσταση απόψεων μεταξύ των οπλαρχηγών. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Δημήτριος Υψηλάντης και οι περισσότεροι οπλαρχηγοί πίστεψαν πως όντως ο Δράμαλης θα βάδιζε εναντίον της Τριπολιτσάς. Ο μοναδικός που αντιλήφθηκε εξαρχής το σχέδιο εξαπάτησης των Ελλήνων ήταν ο Γέρος του Μοριά. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε την κατάληψη των στενών που οδηγούσαν από το Αργος στην Κόρινθο. Η ρήξη του με τους άλλους οπλαρχηγούς ήταν μεγάλη και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ελληνικό στρατόπεδο που είχε στηθεί στους Μύλους. Μαζί του συντάχθηκαν ο Νικηταράς, ο Πλαπούτας, ο Παπαφλέσσας και ο Δημητρακόπουλος. Οι οπλαρχηγοί μαζί με τα σώματα που διοικούσαν (περίπου 2.400 άνδρες) εγκαταστάθηκαν στο χωριό Αγιος Γεώργιος κοντά στα Δερβενάκια. Στις 26 Ιουλίου 1822 τα πρώτα τμήματα του στρατού του Δράμαλη φάνηκαν στα στενά των Δερβενακίων. Οι Ελληνες, έχοντας στήσει τα ταμπούρια τους, περίμεναν έως ότου το μεγαλύτερο μέρος του στρατού εισερχόταν εντός των στενών. Σε λίγα λεπτά δόθηκε το σήμα της επίθεσης και ο οθωμανικός στρατός βαλλόταν από κάθε πλευρά. Αρχικά, οι Τούρκοι στράφηκαν προς τα υψώματα του Αγίου Σώστη, ωστόσο, όταν ο Νικηταράς με ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η σύγκρουση του Οδυσσέα Ανδρούτσου με τον Αρειο Πάγο επηρέασε τις πολεμικές εξελίξεις στην Ανατολική Στερεά. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

53

τον Παπαφλέσσα τα κατέλαβαν, ο οθωμανικός στρατός εγκλωβίστηκε πλήρως. Λίγοι κατάφεραν να γλιτώσουν και να περάσουν στην Κόρινθο. Οι νεκροί από πλευράς Τούρκων ανήλθαν σε 3.000. Το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού κατάφερε να σωθεί μόνον υποχωρώντας προς την πόλη του Αργους. Την επομένη, στις 27 Ιουλίου 1822, ο Δράμαλης επεχείρησε να διέλθει, όχι από τα Δερβενάκια, αλλά από το ανατολικότερο πέρασμα του Αγινορίου. Οι Ελληνες, κατανοώντας ότι ο Δράμαλης θα επιχειρούσε και δεύτερη φορά να κινηθεί προς την Κόρινθο, είχαν καταλάβει και ήλεγχαν όλα τα περάσματα. Ο Κολοκοτρώνης είχε παραμείνει στα Δερβενάκια, ενώ στο Αγινόρι βρίσκονταν ο Νικηταράς μαζί με τους Παπαφλέσσα και Υψηλάντη. Ο στρατός του Δράμαλη υπέστη νέα συντριπτική ήττα (έχασε περίπου 1.000 άνδρες), η οποία θα ήταν ολοκληρωτική εάν οι στρατιώτες δεν επιδίδονταν από ένα σημείο και εξής στη λαφυραγωγία. Τελικά, ο Δράμαλης με ένα τμήμα του στρατού του κατάφερε να διεκπεραιωθεί στην Κόρινθο. Από τη μάχη στα Δερβενάκια περιήλθαν στους Ελληνες πολύτιμα εφόδια, μουλάρια και καμήλες. Λίγους μήνες μετά την καταστροφή στα Δερβενάκια, στα τέλη Οκτωβρίου ή στις αρχές Νοεμβρίου ο Δράμαλης πέθανε στην Κόρινθο. Στον άλλοτε κραταιό στρατό του είχαν απομείνει πλέον περίπου 4.000 άνδρες, οι οποίοι όμως ήταν εξαντλημένοι από την πείνα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες. Στο στρατόπεδο των Ελλήνων το κύρος του Γέρου του Μοριά ήταν πλέον αναμφισβήτητο. Με απαίτηση των οπλαρχηγών ορίστηκε αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου. Η νέα αυτή νίκη των Ελλήνων τόνωσε το ηθικό τους, καθώς κατάφεραν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς έναν υπέρτερο αριθμητικά αλλά και σε εξοπλισμό στρατό.

Η μάχη στο Κεφαλόβρυσο (1823) Οι μάχες στη Δυτική Στερεά Ελλάδα καθυστέρησαν να ξεκινήσουν σε σχέση με την Πελοπόννησο και την Ανατολική Στερεά. Το γεγονός αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στη στάση που τήρησαν οι 54

αρματολοί της περιοχής, οι οποίοι παρακολουθούσαν την αβέβαιη έως τότε έκβαση της διαμάχης μεταξύ της Υψηλής Πύλης και του πασά των Ιωαννίνων περιμένοντας να δουν ποια παράταξη θα επικρατήσει. Τα προνόμια που απολάμβαναν ήταν ισχυρά και οι ίδιοι είχαν μεγάλη δύναμη στις περιοχές που ήλεγχαν. Η διαμάχη ωστόσο μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε ότι θα συνεχιζόταν, ενώ από την άλλη πλευρά η Ελληνική Επανάσταση είχε απλωθεί ήδη στην Πελοπόννησο, στην Ανατολική Στερεά, σε αρκετά νησιά του Αιγαίου, στη Χαλκιδική, στο Πήλιο και, όπως ήταν λογικό, σε λίγο θα κατέφθανε και στην περιοχή τους. Ηδη οπλαρχηγοί που είχαν παραμεριστεί στο παρελθόν ετοίμαζαν την επιστροφή τους μέσα από τη συμμετοχή τους στην Ελληνική Επανάσταση. Η Ελληνική Επανάσταση στη Δυτική Ελλάδα ξεκίνησε από την πόλη του Μεσολογγίου. Η ισχυρή εθνική συνείδηση στην πόλη λόγω της εξάπλωσης της εκπαίδευσης επέδρασε καταλυτικά, ώστε με διαταγή των Μεσολογγιτών προεστών η πόλη, εκμεταλλευόμενη την περιορισμένη παρουσία των οθωμανικών δυνάμεων, η πλειονότητα των οποίων βρισκόταν στα Ιωάννινα πολεμώντας τον Αλή Πασά, κήρυξε στις 20 Μαΐου 1821 την Επανάσταση που συνδυάστηκε με την απελευθέρωση της πόλης. Την επομένη ακολούθησε το Ανατολικό (Αιτωλικό), ενώ στη συνέχεια υπό τον έλεγχο των επαναστατών περιήλθαν η περιοχή των Αγράφων, ο Ασπροπόταμος, τα ηπειρώτικα χωριά Συρράκο και Καλαρρύτες, το Βραχώρι (Αγρίνιο), το Ζαπάντι, ενώ ξεκίνησε και η πολιορκία του κάστρου της Βόνιτσας. Υστερα από την ελληνική εκστρατεία και ήττα στη μάχη του Πέτα, η Επανάσταση είχε ουσιαστικά μεταφερθεί από την περιοχή της Αρτας νοτιότερα, προς την πόλη του Μεσολογγίου. Ως συνέπεια, η πίεση στο μέτωπο της Δυτικής Στερεάς είχε αυξηθεί εντόνως, με την Υψηλή Πύλη να ετοιμάζει τον επόμενο χρόνο μία νέα εκστρατεία για να καταπνίξει τον εθνικό Αγώνα των Ελλήνων. Επειτα από την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, με νέα διαταγή του σουλτάνου συΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ανδριάντας του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

55

γκροτήθηκαν δύο νέα σώματα για να κινηθούν προς τη Νότιο Βαλκανική και να καταπνίξουν την Ελληνική Επανάσταση σε Ρούμελη και Μοριά. Σύμφωνα με τις εντολές της Υψηλής Πύλης, τα δύο σώματα θα ακολουθούσαν ξεχωριστές πορείες και θα ενώνονταν στο Βραχώρι, απ’ όπου στη συνέχεια θα περνούσαν στην Πάτρα και θα συνέχιζαν την εκστρατεία τους στην Πελοπόννησο. Στο πρώτο τμήμα του στρατού επικεφαλής ήταν ο Μουσταφά πασάς της Σκόδρας, ο οποίος ξεκινώντας από την Αυλώνα με 10.000 άνδρες έφθασε στη Θεσσαλία και από εκεί θα κατευθυνόταν προς το Καρπενήσι. Στο δεύτερο τμήμα του στρατού, την ηγεσία είχε αναλάβει ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος ξεκινώντας από τα Ιωάννινα με δύναμη 4.000 ανδρών θα εκινείτο απευθείας προς το Βραχώρι. Ετσι, τις πρώτες μέρες του Ιουνίου 1823 άρχισαν να φθάνουν στην πόλη του Μεσολογγίου οι πρώτες πληροφορίες για την επικείμενη οθωμανική εκστρατεία. Οι Ελληνες οπλαρχηγοί σε συνέλευση που πραγματοποίησαν αποφάσισαν να αντιμε-

τωπίσουν και να αναχαιτίσουν την οθωμανική προέλαση, προτού οι δύο στρατοί ενωθούν. Οπως αποφασίστηκε, τα ένοπλα σώματα των Σουλιωτών, του Καραϊσκάκη, του Γιολδάση, του Σιαδήμα και του Γ. Κίτσου θα σύναπταν μάχη με τον πασά της Σκόδρας κοντά στο Καρπενήσι, ενώ τα ένοπλα σώματα των Ισκου, Ράγκου, Μακρή και Τσόγκα θα ανέκοπταν την πορεία του Ομέρ Βρυώνη τόσο στο Μακρυνόρος όσο και στη Λάσπη. Ενα μήνα αργότερα, στις αρχές Ιουλίου 1823, το εκστρατευτικό σώμα του Μουσταφά πασά της Σκόδρας έφθασε στην πόλη των Τρικάλων και προωθήθηκε διά μέσου των Αγράφων στο Καρπενήσι. Σύμφωνα με το ελληνικό σχέδιο, ο στρατός του πασά της Σκόδρας θα έπρεπε να πληγεί στα Αγραφα, ωστόσο ο οπλαρχηγός του Ασπροποτάμου Στορνάρης υποχώρησε προς τα νότια, ενώ ο Καραϊσκάκης, όντας άρρωστος, είχε καταφύγει στο μοναστήρι του Προυσού για να αποθεραπευτεί. Ετσι, η εμπροσθοφυλακή του σώματος του Μουσταφά πασά, που αριθμούσε πέντε χιλιάδες πεζούς και ιππείς, στρατοπέδευσε δίχως να συναντήσει

Η καταστροφή του Δράμαλη. Λιθογραφία εποχής. 56

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

κάποια αντίσταση στις 5 αυγούστου 1823 στο Καρπενήσι. λίγες ημέρες πρωτύτερα, οι οπλαρχηγοί της στερεάς ελλάδας είχαν σπεύσει προς την περιοχή για να επιτεθούν στις οθωμανικές δυνάμεις. επικεφαλής των ελληνικών σωμάτων, που αριθμούσαν 1.200 άνδρες, ήταν ο μάρκος μπότσαρης. εχοντας έρθει σε επαφή με τους τοπικούς καπεταναίους της αιτωλίας και της ακαρνανίας, ο μπότσαρης αποφάσισε να επιτεθεί τη νύχτα στο στρατόπεδο των οθωμανών από την πεδιάδα μαζί με το κύριο σώμα των σουλιωτών. οι τοπικοί οπλαρχηγοί της αιτωλοακαρνανίας μαζί με το σώμα των σουλιωτών που διοικούσε ο Κίτσος Τζαβέλας θα επιτίθεντο από τα βουνά. Το σώμα του μπότσαρη στρατοπέδευσε στο μικρό χωριό και τα σώματα των Τζαβελαίων και του λάμπρου Βέικου στο μεγάλο χωριό. ο μάρκος μπότσαρης επιθυμούσε μία νυχτερινή επίθεση που θα αιφνιδίαζε τους οθωμανούς και θα περιόριζε σημαντικά το αριθμητικό πλεονέκτημά τους. Για την πραγματοποίηση της επίθεσης είχε στείλει το βράδυ της 7ης αυγούστου 1823 τους Τούσα μπότσαρη, Γιάννη μπαϊρακτάρη και Κουτσονίκα να κατασκοπεύσουν μεταμφιεσμένοι τις ακριβείς θέσεις των οθωμανών. μιλώντας την ίδια γλώσσα και ενδεδυμένοι με τα ίδια ρούχα οι τρεις άνδρες κατάφεραν να συλλέξουν πολύτιμες για την επίθεση πληροφορίες. η επίθεση εκδηλώθηκε το βράδυ της 8ης προς τα ξημερώματα της 9ης αυγούστου 1823 στην πεδινή θέση του Κεφαλόβρυσου. Το σώμα του μπότσαρη αποτελείτο ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

από 350 άνδρες και ήταν όλοι μεταμφιεσμένοι σε Τουρκαλβανούς. εισήλθαν κρυφά στο στρατόπεδο και ξεκίνησαν να πυροβολούν κατά των οθωμανών, οι οποίοι εκείνη την ώρα κοιμόνταν. μη μπορώντας να ξεχωρίσουν την πηγή των πυρών οι οθωμανοί στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή. οι απώλειές τους ήταν βαρύτατες, εντούτοις, παρά τη συμφωνημένη επίθεση, οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί από τα βουνά δεν έσπευσαν να συνδράμουν στη μάχη, εκτός από το σουλιώτη Κίτσο Τζαβέλα. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο μπότσαρης τραυματίστηκε στη δεξιά βουβωνική περιοχή, συνέχισε όμως να πολεμά. προσπαθώντας να δει τι συμβαίνει πίσω από το περιτειχισμένο τμήμα του στρατοπέδου, όπου ο αρχηγός του μουσταφά πασά της σκόδρας, Τζελαλεδί μπέης, είχε τοποθετήσει τη σκηνή του και στο οποίο είχαν καταφύγει αρκετοί Τούρκοι, ο μπότσαρης δέχθηκε μία σφαίρα στο μέτωπο και έπεσε νεκρός. οι άνδρες του συνέχισαν να πολεμούν, όταν όμως ξεκίνησε να ξημερώνει και μπροστά στον κίνδυνο να φανερωθεί η αριθμητική τους υστέρηση, αποφάσισαν να υποχωρήσουν μεταφέροντας το πτώμα του ελληνα οπλαρχηγού.

Μετάλλιο με τους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Μάρκος Μπότσαρης σε νωπογραφία ανωνύμου (Casa di via Appolo).

οι οθωμανοί υπέστησαν σοβαρές απώλειες, καθώς έχασαν 800 άνδρες εν μια νυκτί. Ταυτόχρονα οι ελληνες εξασφάλισαν πολύτιμα λάφυρα. συνέλεξαν 690 τουφέκια, 1.000 πιστόλες, δύο εχθρικές σημαίες, πολλά άλογα και γαϊδούρια του οθωμανικού ιππικού. στον αντίποδα οι ελληνες έχασαν στη μάχη 36 άνδρες, ενώ τραυματίστηκαν επίσης 20. η σημαντικότερη όμως απώλεια έμελλε να είναι ο θάνατος του μάρκου μπότσαρη, μίας εκ των ευγενεστέρων μορφών του αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης. 57

Κεφαλόβρυσο λειτούργησε υπέρ των Ελλήνων εφόσον κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι πολεμικές επιχειρήσεις των Οθωμανών σταματούσαν και η πόλη δεν θα προλάβαινε να πολιορκηθεί επαρκώς ώστε να καταληφθεί. Επειτα από μία σύντομη και αποτυχημένη πολιορκία του Ανατολικού που ξεκίνησε στις 2 Οκτωβρίου 1823, οι δύο επικεφαλής του οθωμανικού στρατού επέστρεψαν στις βάσεις τους στις 17 Νοεμβρίου 1823.

Η ναυμαχία του Γέροντα (1824) Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, παράλληλα με τις χερσαίες επιχειρήσεις ξεκίνησε και ο αγώνας των Ελλήνων στη θάλασσα, ο οποίος ήταν καθοριστικής σημασίας για τις εξελίξεις στο μέτωπο του πολέμου. Οι Τούρκοι μέσω του στόλου τους θα επιχειρούσαν να ανεφοδιάσουν τους πολιορκουμένους εντός των φρουρίων σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα, θα επιχειρούσαν να μεταφέρουν στρατεύματα για την ενίσχυση των δυνάμεών τους στις περιοχές αυτές, καθώς και να θέσουν ξανά υπό τον έλεγχό τους τα νησιά του Αιγαίου που είχαν επαναστατήσει.

Ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος ήταν επικεφαλής της οθωμανικής επίθεσης στο Βραχώρι (Αγρίνιο).

Παρά το γεγονός πως τα δύο οθωμανικά σώματα κατάφεραν να ενωθούν στις 17 Σεπτεμβρίου 1823 στο χωριό Γούρια στην αριστερή όχθη του ποταμού Αχελώου, δεν προχώρησαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Χάρη στη μάχη του Κεφαλόβρυσου οι Ελληνες είχαν προξενήσει βαρύτατες απώλειες τόσο στο υλικό όσο και στο ανθρώπινο δυναμικό του οθωμανικού στρατού δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία στον έπαρχο της πόλης, Ανδρέα Μεταξά, να οργανώσει την άμυνα της πόλης και να την προμηθεύσει με όλα τα απαραίτητα για να αντέξει στην πολιορκία. Επίσης, ο χρόνος που είχε αφιερώσει ο πασάς της Σκόδρας για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του μετά τη μάχη στο 58

Ο ελληνικός στόλος που είχε σχηματιστεί από τα πλοία που διέθεσαν στον Αγώνα οι οικοκυραίοι των νησιών (κυρίως από την Υδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά) υστερούσε κατά πολύ συγκρινόμενος με τον αντίστοιχο οθωμανικό. Τα πλοία αυτά ήταν εμπορικά και είχαν εξοπλιστεί και μετατραπεί σε πολεμικά λίγο πριν από την έναρξη της Επανάστασης. Ηταν πιο μικρά και ελαφρύτερα οπλισμένα. Αντιθέτως, ο οθωμανικός στόλος είχε στη διάθεσή του μεγαλύτερα και ισχυρότερα πολεμικά πλοία για να ελέγχει τους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου. Τα μειονεκτήματα του ελληνικού στόλου όμως αντισταθμίζονταν από τα πλεονεκτήματα των Ελλήνων, οι οποίοι υπερτερούσαν στον τακτικό σχεδιασμό των ναυμαχιών, στην αποφασιστικότητα των κυβερνητών των πλοίων, αλλά και στη ναυτική εμπειρία των πληρωμάτων. Σημαντικές επιτυχίες στο ναυτικό τομέα σημειώθηκαν από το πρώτο έτος της Ελληνικής ΕπαΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

νάστασης. Στις 27 Μαΐου 1821 ο πυρπολητής Δημήτρης Παπανικολής πυρπολεί το τουρκικό δίκροτο στο λιμάνι της Ερεσσού. Στις 20 Φεβρουαρίου 1822 διεξάγεται η ναυμαχία της Πάτρας, στην οποία, ύστερα από πρόταση του Ανδρέα Μιαούλη, ο ελληνικός στόλος αντιμετωπίζει κατά μέτωπον τον οθωμανικό σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια, στις 6 και τις 7 Ιουνίου 1822 ο Κωνσταντίνος Κανάρης πυρπολεί την τουρκική ναυαρχίδα στη Χίο, ενώ στις 28 και τις 29 Οκτώβρη 1822 επιτίθεται εναντίον του τουρκικού στόλου στην Τένεδο. Τέλος, στις 5 Αυγούστου 1824, ο Κανάρης, μεσούσης της ναυμαχίας της Σάμου, καταφέρνει να πυρπολήσει την τουρκική φρεγάτα.

στόλος εξήλθε από τα στενά των Δαρδανελίων με ναύαρχο τον καπουδάν πασά Χοσρέφ Μεχμέτ πασά. Ταυτόχρονα, ο αιγυπτιακός στόλος έσπευδε από τα νότια για να βοηθήσει στις επιχειρήσεις. Αφού οι Αιγύπτιοι κατέστειλαν την Επανάσταση στην Κρήτη (Μάιος 1824), στράφηκαν προς την Κάσο καταστρέφοντας το νησί (Ιούνιος 1824). Ο οθωμανικός στόλος με τη σειρά του επιτέθηκε στα Ψαρά λεηλατώντας το νησί (Ιούνιος 1824). Υστερα από τη συνένωση των δύο στόλων, νέος στόχος ήταν η κατάπνιξη της Επανάστασης της Σάμου. Ο ελληνικός στόλος δεν είχε προλάβει να επέμβει τόσο στην περίπτωση της Κάσου όσο και των Ψαρών. Κατάφερε όμως να υπερασπίσει το νησί της Σάμου.

Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις συνεχόμενες επιτυχίες του ελληνικού στόλου, η Υψηλή Πύλη ζήτησε τη συνδρομή του αιγυπτιακού στόλου. Ετσι, στις αρχές του 1824 ο τουρκικός

Στις αρχές Αυγούστου 1824, τα ισχυρά μελτέμια καθιστούσαν δύσκολο το διάπλου του Αιγαίου Πελάγους, γι’ αυτό το λόγο οι δύο στόλοι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στις κινήσεις τους και στρά-

Ο Μάρκος Μπότσαρης αποχαιρετά την οικογένειά του. Ελαιογραφία του Δ. Τσόκου (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

59

φηκαν προς την αναζήτηση ενός απάνεμου αγκυροβολίου, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να αναλάβουν δράση. Τα ελληνικά καράβια είχαν προσαράξει στον κόλπο του Γέροντα στα μικρασιατικά παράλια, ενώ τα οθωμανικά στον κόλπο που σχηματίζεται ανάμεσα στην Αλικαρνασσό και την Κω. Στις 29 Αυγούστου 1824 οι δύο αντιμαχόμενοι στόλοι βρίσκονταν εντός του κόλπου του Γέροντα. Οι Οθωμανοί βρίσκονταν σε πλεονεκτικότερη θέση καθώς είχαν με το μέρος τους τον άνεμο. Από την άλλη πλευρά, οι Ελληνες βρίσκονταν σε σημείο όπου επικρατούσε νηνεμία, με αποτέλεσμα τα καράβια τους να μην μπορούν να πλεύσουν. Ταυτόχρονα, η ναυαρχίδα του Μιαούλη και η υποναυαρχίδα του Σαχτούρη μαζί με άλλα 9 πλοία είχαν απομακρυνθεί από τα υπόλοιπα 22 πλοία του ελληνικού στόλου. Ενωμένος ο τουρκοαιγυπτι-

ακός στόλος προσπάθησε με σχέδιο του Ιμπραήμ να πλήξει τον ελληνικό. Σύμφωνα με το σχέδιο, το τμήμα του αιγυπτιακού στόλου του Ιμπραήμ θα έβαλλε κατά των έντεκα πλοίων του Μιαούλη, ενώ ο τουρκικός στόλος θα έπλεε προς το εναπομείναν τμήμα του ελληνικού στόλου για να ανασχέσει τη βοήθεια που αυτό θα έσπευδε να δώσει. Ετσι, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος παρέμενε ενωμένος, ενώ ο ελληνικός διαιρεμένος σε δύο τμήματα θα ήταν πιο εύκολο να καταστραφεί. Διαβλέποντας το σχέδιο του Ιμπραήμ, ο Ανδρέας Μιαούλης προσπάθησε να διασπάσει τον αποκλεισμό χρησιμοποιώντας τα πυρπολικά. Η δράση των πυρπολικών είχε άμεσες συνέπειες στη ναυμαχία. Σε σύντομο διάστημα η ατμόσφαιρα συσκοτίστηκε από τον καπνό της πυρίτιδας και οι Τούρκοι δεν

Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη. Λιθογραφία του F. Marsigli (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα). 60

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ήταν σε θέση να διακρίνουν ξεκάθαρα τους στόχους. Το μεσημέρι, έχοντας ως σύμμαχο τον ούριο άνεμο που έπνεε, τα ελληνικά πλοία κατόρθωσαν να εξέλθουν από τον κόλπο, ολοκληρώνοντας την πρώτη φάση της μάχης. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ξεκίνησε η δεύτερη φάση της ναυμαχίας του Γέροντα. Επιχειρώντας να αποφύγει τις επιθέσεις των πυρπολικών, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος διασπάστηκε. Η επιλογή αυτή, όμως, είχε τα ακριβώς αντίθετα από το επιδιωκόμενο αποτελέσματα καθώς η δράση των πυρπολικών ήταν πιο εύκολη, ενώ ο ελληνικός στόλος αποτελούμενος από πιο μικρά πλοία διέθετε πλέον μεγαλύτερη ευκινησία. Στη διάρκεια της ναυμαχίας οι δύο στόλοι παρατάχθηκαν κατά παράταξη και η ναυμαχία του Γέροντα αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη σύγκρουση μεταξύ ελληνικού και τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η έκβαση της ναυμαχίας του Γέροντα ήταν πολύ σημαντική για την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Αρχικά, οι εμφύλιες διαμάχες που είχαν ξεσπάσει μεταξύ των οπλαρχηγών στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη είχαν οδηγήσει σε μια τελμάτωση την Επανάσταση, η οποία επιδεινώθηκε με τη σύμπραξη του Μοχάμεντ Αλη της Αιγύπτου και του σουλτάνου για την καταστολή της. Μετά την κατάπνιξη της Επανάστασης στην Κρήτη και την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών επικρατούσε ένα κλίμα απογοήτευσης μεταξύ των επαναστατών που έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη και τη βιωσιμότητα της Επανάστασης. Παρ’ όλα αυτά, οι Ελληνες κατάφεραν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τον ισχυρότερο και μεγαλύτερο στόλο που είχε συγκροτηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και μάλιστα σε μία κατά παράταξη ναυμαχία. Το γεγονός αυτό τόνωσε την αυτοπεποίθηση και το ηθικό των επαναστατών. Ο Αγώνας βρισκόταν περίπου στα μισά της πορείας του και η εξάντληση των οικονομικών πόρων, σε συνδυασμό με την κόπωση των αγωνιστών από τις συνεχείς μάχες, καθιστούσε δυσκολότερη την αντίσταση. Οι Ελληνες όμως κατόρθωσαν να ξεπεράσουν αυτό το σκόπελο και να δώσουν εκ νέου μια νέα ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

δυναμική στην Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Τέλος, τόσο ο αιγυπτιακός όσο και ο οθωμανικός στόλος σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης καθυστέρησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο μεν πρώτος οργανώνοντας την προετοιμασία του στην Κρήτη, ο δε δεύτερος επέστρεψε στην περιοχή των Δαρδανελίων.

Β) Η κάμψη 1825 - 1827 Τις στρατιωτικές επιτυχίες των τεσσάρων πρώτων ετών διαδέχθηκε η περίοδος της κάμψης μεταξύ των ετών 1825 - 1827. Εξελίξεις, προβλήματα αλλά και μία σειρά παραγόντων που οι επαναστάτες δεν μπορούσαν να ελέγξουν οδήγησαν σε τελμάτωση του Αγώνα, την ώρα που απειλήθηκε ακόμη και η ίδια η βιωσιμότητά του. Θέλοντας να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση, ο σουλτάνος Μαχμούτ ήρθε σε επαφή με τον Μοχάμεντ Αλη πασά της Αιγύπτου, του οποίου ζήτησε τη συνδρομή προσφέροντάς του πολύτιμα ανταλλάγματα. Ο πασάς της Αιγύπτου αποδέχθηκε την πρόταση και έστειλε σημαντικές αιγυπτιακές στρατιωτικές δυνάμεις με επικεφαλής το γιο του, Ιμπραήμ πασά. Για να ενισχύσει τις αιγυπτιακές δυνάμεις, η Υψηλή Πύλη σχεδίασε μία νέα εκστρατεία από τον Βορρά με σκοπό να καταπνιγεί η Επανάσταση στη Ρούμελη. Ενα νέο οθωμανικό στρατιωτικό σώμα υπό τον Μεχμέτ Ρεσίτ πασά Κιουταχή θα αναλάμβανε τις επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων στη Στερεά Ελλάδα, ενώ τα σώματα του Ιμπραήμ θα λυμαίνονταν την Πελοπόννησο. Την ίδια περίοδο στον επαναστατημένο χώρο της Νότιας Βαλκανικής οι διαφορές και οι αψιμαχίες μεταξύ των αρχηγετικών ομάδων μαίνονταν και ένας εμφύλιος πόλεμος είχε μόλις ξεσπάσει. Οι συνέπειες του πολέμου έθεσαν σε κίνδυνο την Επανάσταση. Επειτα από τέσσερα συνεχόμενα χρόνια πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις παρουσίαζαν κάποια σημάδια κόπωσης, η οποία είχε συνδυαστεί και με την οικονομική εξάντληση των πόρων. 61

Παρά ταύτα οι Ελληνες κατόρθωσαν να συνάψουν το πρώτο τους δάνειο, γεγονός που συνιστούσε μια αξιόλογη και μείζονος σημασία επιτυχία στο διπλωματικό τομέα. Τα χρήματα όμως αυτά του δανείου κατασπαταλήθηκαν κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, με αποτέλεσμα η ελληνική πλευρά να μην μπορέσει να προετοιμαστεί καταλλήλως για τη νέα πρόκληση που διαφαινόταν με την αντιμετώπιση του αιγυπτιακού στρατού. Ο στρατός του Ιμπραήμ διέφερε σημαντικά από τους αντίστοιχους οθωμανικούς που είχαν αντιμετωπίσει έως τότε οι Ελληνες. Ο αιγυπτιακός στρατός ήταν ένας τακτικός στρατός, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί και διδαχθεί στρατηγικές μάχης από τον αντίστοιχο γαλλικό. Επίσης, διέθετε καλύτερο εξοπλισμό και είχε μάθει να υπομένει τις αντιξοότητες στη μάχη. Τέλος, ο εμφύλιος πόλεμος αποπροσανατόλισε τους Ελληνες από την κατάληψη των φρουρίων. Υστερα από τέσσερα χρόνια συνεχών πολεμικών επιχειρήσεων, στην Πελοπόννησο παρέμεναν τρία φρούρια υπό οθωμανική κατοχή. Τα φρούρια της Μεθώνης, της Κορώνης και της Πάτρας δεν είχαν ακόμη κυριευθεί. Αντί, λοιπόν, να στραφούν σε μια συνδυασμένη επίθεση αποκλεισμού τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα για να εξωθήσουν τα κάστρα σε παράδοση, οι Ελληνες επιδόθηκαν σε εμφύλιες συγκρούσεις. Η έκβαση της εκστρατείας του Ιμπραήμ στον Μοριά θα είχε πάρει διαφορετική τροπή αν δεν είχε στη διάθεσή του τα δύο φρούρια της Μεσσηνίας χάρη στα οποία μπόρεσε να αποβιβάσει τα στρατεύματά του. Στον τομέα της Στερεάς Ελλάδας οι ήττες των Οθωμανών πασάδων έδωσαν τη δυνατότητα στον Μεχμέτ Ρεσίτ πασά Κιουταχή να αναδειχθεί και να επικρατήσει όλων των υπολοίπων. Η Υψηλή Πύλη τον έθεσε επικεφαλής του νέου εκστρατευτικού οθωμανικού σώματος, παρέχοντάς του σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Ο Κιουταχής διέφερε από τους προκατόχους του καθώς διακρινόταν για τη διορατικότητά του αλλά και τον οργανωτικό του χαρακτήρα. Φρόντισε να εκμεταλλευτεί τα διδάγματα από τις προηγούμενες αποτυχημένες 62

εκστρατείες και οργάνωσε με τάξη την εκστρατεία του. Πέτυχε την ειρήνευση των αλβανικών φύλων, από τα οποία εξασφάλισε μεγάλο μέρος του τμήματος του στρατού του, ενώ ταυτόχρονα θωράκισε τα μετόπισθεν του στρατού. Επιπλέον, μερίμνησε συνδυάζοντας τη μάχη στη στεριά με το ναυτικό αποκλεισμό για την πολιορκία του Μεσολογγίου. Μετά την επιτυχή πολιορκία της πόλης, ο Κιουταχής κατευθύνθηκε προς την Ακρόπολη, την οποία και κατέλαβε έπειτα από σκληρές μάχες.

Η μάχη στο Μανιάκι (1825) και η εκστρατεία στην Πελοπόννησο Στις αρχές του 1825 ο Ιμπραήμ ανενόχλητος αποβίβασε δύο στρατιωτικά σώματα στην Πελοπόννησο. Τα δύο σημαντικότερα προτερήματα του αιγυπτιακού στρατού ήταν η ισχυρή παρουσία σώματος ιππέων και τα πυροβόλα που διέθετε. Οι Ελληνες έσπευσαν να συγκρουστούν με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στην περιοχή της Μεσσηνίας. Ετσι, στις αρχές Απριλίου 1825 δόθηκε η μάχη της Σφακτηρίας κατά την οποία οι ελληνικές δυνάμεις ηττήθηκαν. Οι απώλειες ήταν σημαντικές, ενώ λίγο αργότερα παραδόθηκαν στον Ιμπραήμ οι πολιορκούμενοι του Παλαιοκάστρου και του Νεοκάστρου. Τα γεγονότα αυτά θορύβησαν τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Γρηγόριο Δικαίο Παπαφλέσσα, ο οποίος παρακινούσε τους οπλαρχηγούς να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να κατευθυνθούν στη Μεσσηνία για να συγκρουστούν με το στρατό του Ιμπραήμ. Οι οπλαρχηγοί όμως δεν υποστήριξαν την άποψη του Παπαφλέσσα, ο οποίος ανέλαβε να αναχαιτίσει ο ίδιος τον Αιγύπτιο επικεφαλής. Στις 20 Μαΐου 1825 συγκέντρωσε στρατό 1.500 ανδρών, ωστόσο από αυτούς μόνον οι 500 έμειναν στο πλευρό του. Κινούμενος από το Ναύπλιο όπου είχε την έδρα της η κυβέρνηση και διασχίζοντας την Πελοπόννησο, ο Παπαφλέσσας έφθασε μαζί με τους άντρες του στο βουνό Μάλια, καταλαμβάνοντας τη θέση ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Πλώρη ελληνικών πλοίων της εποχής της Ελληνικής Επανάστασης. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

63

στο λόφο που ήταν γνωστός με την ονομασία Μανιάκι. Αμέσως έδωσε την εντολή να στηθούν τα ταμπούρια στην κορυφή του λόφου, απ’ όπου θα έβαλλαν κατά του Ιμπραήμ. Ο Παπαφλέσσας γνώριζε ότι η μάχη εναντίον των 6.000 ανδρών του Αιγύπτιου πασά θα ήταν άνιση, ωστόσο παρέμεινε εκεί για να τον αντιμετωπίσει ηρωικά. Για να πολεμήσει τους οχυρωμένους, που είχαν καταλάβει το λόφο και είχαν ένα μεγαλύτερο πεδίο βολής, ο Ιμπραήμ επεχείρησε να τους πλαγιοκοπήσει στέλνοντας δύο φάλαγγες από τα αριστερά και από τα δεξιά. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σφοδρή και η αντίσταση των Ελλήνων σθεναρή. Ολοι όσοι πολέμησαν πέθαναν στη μάχη, συμπεριλαμβανομένου και του Παπαφλέσσα που αποκεφαλίστηκε. Οι απώλειες των Αιγυπτίων ήταν διπλάσιες των Ελλήνων. Εχοντας επικρατήσει στη Μεσσηνία, ύστερα από τη νίκη του στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ στράφηκε προς το Ναύπλιο. Στο μεταξύ οι Ελληνες είχαν απελευθερώσει τον Κολοκοτρώνη, τον οποίο είχαν

ανακηρύξει αρχιστράτηγο. Στην προσπάθειά του να ανακόψει την πορεία του αιγυπτιακού στρατού ο Κολοκοτρώνης μαζί με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβαν τα στενά της Δραμπάλας που οδηγούσαν από τη Μεσσηνία στην Αρκαδία. Η μάχη ήταν σκληρή, ωστόσο, διαθέτοντας ορεινά πυροβόλα και όλμους, ο στρατός των Αιγυπτίων κατάφερε να κάμψει την αντίσταση των αγωνιστών, οι οποίοι υποχώρησαν. Ανενόχλητος πλέον ο Ιμπραήμ με το στρατό του έφθασε στην Αργολίδα. Η κάθοδος αυτή του Ιμπραήμ είχε θέσει σε κίνδυνο όχι μόνον την έδρα της ελληνικής κυβέρνησης στο Ναύπλιο αλλά και τις αποθήκες που είχε οργανώσει στο χωριό Μύλοι της Λέρνας στην Αργολίδα. Ετσι, έδωσε την εντολή στον Ιωάννη Μακρυγιάννη να αμυνθεί. Ο Μακρυγιάννης οχυρώθηκε στο παραθαλάσσιο χωριό των Μύλων και σε ενίσχυσή του προσέτρεξαν ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης. Πλάι τους πολέμησαν και μερικοί Φιλέλληνες. Συνολικά 350 άνδρες προετοιμάστηκαν δημιουργώντας οχυρές αμυντικές γραμμές για να αντιμετωπίσουν τις

Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στην Ερεσσό από τον Δημήτριο Παπανικολή. Πίνακας του Κ. Βολανάκη. 64

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις του Ιμπραήμ, που έφθαναν τους 7.000 άνδρες περίπου. Η μάχη που ακολούθησε στις 13 Ιουνίου 1825 ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Οι Ελληνες κατάφεραν να αναχαιτίσουν από τις θέσεις τους τις επανειλημμένες επιθέσεις των Αιγυπτίων, οι οποίοι, συναντώντας αντίσταση μεγαλύτερη από αυτή που περίμεναν, αποχώρησαν και επέστρεψαν στην Τριπολιτσά, που την είχαν καταλάβει αμαχητί δύο ημέρες πρωτύτερα, στις 11 Ιουνίου 1825. Ακολούθησε η μάχη στα Τρίκορφα στις 24 Ιουνίου 1825 κατά την οποία οι οπλαρχηγοί υπό τον Κολοκοτρώνη ηττήθηκαν από τον Ιμπραήμ. Το ηθικό των Ελλήνων υπέστη σοβαρό πλήγμα καθώς φάνηκε ότι ούτε ο Γέρος του Μοριά ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον Ιμπραήμ. Λίγες ημέρες αργότερα, τον Ιούλιο του 1825, ο Αιγύπτιος στρατηγός στράφηκε εναντίον του ελληνικού στρατοπέδου στα Βέρβαινα, το οποίο, παρότι κατά τη στιγμή της επίθεσης διέθετε περισσότερες δυνάμεις, υπέστη ήττα και διαλύθηκε. Μετά τη διάλυση του στρατοπέδου των Βερβαίνων, ο Ιμπραήμ στράφηκε προς τα χωριά της ευρύτερης περιοχής, τα οποία κατέκαψε επιχειρώντας να πλήξει περαιτέρω το ηθικό των Ελλήνων. Ο Κολοκοτρώνης αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική. Φρόντισε να παρακολουθεί στενά τον αιγυπτιακό στρατό και να του προκαλεί συνεχείς φθορές με περιστασιακές επιθέσεις. Από τα τέλη του 1825 έως τον Μάιο του 1826 ο Ιμπραήμ είχε εγκαταλείψει την Πελοπόννησο, αφήνοντας ένα μέρος του στρατού του πίσω, για να συμμετάσχει στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Η απουσία του αυτή έδωσε χρόνο στους Ελληνες οπλαρχηγούς να αναδιοργανωθούν. Επιστρέφοντας στον Μοριά οι επιχειρήσεις που επιχείρησε στο Μέγα Σπήλαιο, στη Γορτυνία και τη Μάνη αποκρούστηκαν επιτυχώς. Για το λόγο αυτό επιδόθηκε σε λεηλασίες και έκαψε πολλά χωριά της πελοποννησιακής υπαίθρου. Οι αντικειμενικές όμως δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο στρατός του τον ανάγκασαν να μεταβάλει τη στρατηγική του. Επειτα από δύο χρόνια στην Πελοπόννησο, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Ανδρέας Μιαούλης σε μεταγενέστερη (1831) λιθογραφία του Karl Krazeisen (Μόναχο).

τις συνεχόμενες μάχες που είχε συνάψει και τα ευκαιριακά χτυπήματα που του προξενούσε ο Κολοκοτρώνης με τους άντρες του, ο Αιγύπτιος στρατηγός είχε χάσει μεγάλο μέρος του αρχικού εκστρατευτικού του σώματος. Ταυτόχρονα είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές οι ελλείψεις τόσο σε τρόφιμα όσο και σε πολεμοφόδια, ενώ μεγάλο τμήμα του στρατού του ήταν άρρωστο ή βαριά τραυματισμένο. Εξαιτίας αυτού, ο Ιμπραήμ προσπάθησε να προσεταιριστεί τους κατοίκους του Μοριά. Το 1827 στράφηκε προς τους τοπικούς πληθυσμούς και επιχείρησε να τους δελεάσει να προσκυνήσουν, υποσχόμενός τους διάφορα ανταλλάγματα, όπως ότι δεν θα καταστρέψει τις σοδειές τους. Συγχρόνως, ξεκίνησε να πληρώνει ένα ποσό για να αγοράζει προμήθειες για το στρατό του. Ο Ελληνας οπλαρχηγός Δημήτριος Νενέκος από την επαρχία 65

σημαντικότερο κέντρο της Δυτικής Στερεάς. Κατά τη διάρκεια της πορείας του υπέταξε στο διάβα του τις επαρχίες: των Αγράφων, του Ασπροποτάμου, του Καρπενησίου, του Βάλτου και του Βραχωρίου, ώσπου έφθασε, στις 15 Απριλίου 1825, μπροστά από το Μεσολόγγι. Το στράτευμά του αριθμούσε 20.000 άνδρες. Οι Ελληνες τον προηγούμενο χρόνο είχαν φροντίσει να ενισχύσουν την οχύρωση της πόλης, βελτιώνοντάς τη σημαντικά. Δημιούργησαν πολυγωνικούς προμαχώνες, κανονιοστάσια στα οποία τοποθέτησαν κανόνια που είχαν εξασφαλίσει από οθωμανικά πλοία που είχαν κυριεύσει ή είχαν φέρει από άλλα κατειλημμένα φρούρια, τειχίσματα και περιτειχίσματα, ενώ έσκαψαν βαθιές τάφρους με σκοπό να δυσκολέψουν την επίθεση των πολιορκητών κατά της πόλης, αναγκάζοντάς τους να χάσουν πολλούς άνδρες. Συγχρόνως, οι Ελληνες είχαν τοποθετήσει φρουρές στα στρατηγικής σημασίας νησιά Βασιλάδι, Κλείσοβα και Ντολμά που βρίσκονταν εντός της λιμνοθάλασσας. Εντός της πόλης βρίσκονταν 4.000 ένοπλοι, ενώ ο άμαχος πληθυσμός είχε φθάσει τις 8.000, καθώς αρκετοί συνέρρεαν από τις γύρω περιοχές που είχε καταλάβει ο Κιουταχής. Πορτρέτο του Κωνσταντίνου Κανάρη από τον Κarl Krazeisen (Πινακοθήκη Ψαρών).

Πατρών της Αχαΐας ήταν ένας από τους πρώτους που προσκύνησαν τον Ιμπραήμ. Για να ανασχέσει το κύμα των προσκυνημάτων, ο Γέρος του Μοριά διέταξε το περίφημο «Τζεκούρι και φωτιά εις τους προσκυνημένους», σώζοντας ουσιαστικά την αντίσταση στην Πελοπόννησο. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827 σήμανε την αρχή του τέλους του Ιμπραήμ στον Μοριά.

Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825 - 1826) Ο Κιουταχής ξεκίνησε την εκστρατεία του από τη Λάρισα τον Φεβρουάριο του 1825 για την κατάληψη του Μεσολογγίου, που αποτελούσε το 66

Η πρώτη φάση της δεύτερης πολιορκίας ξεκίνησε από τον Απρίλιο και διήρκεσε έως το Δεκέμβριο του 1825. Εξαρχής τα στρατεύματα του Μεχμέτ Ρεσίτ πασά πραγματοποίησαν τις πρώτες επιθέσεις τους εναντίον της πόλης, οι οποίες αποκρούστηκαν επιτυχώς, ενώ πραγματοποιήθηκαν και έφοδοι από πλευράς πολιορκημένων που κατέληξαν στη σύλληψη αρκετών αιχμαλώτων και την εξασφάλιση όπλων και σημαιών. Το γεγονός αυτό οφειλόταν και στις χαμηλές τάφρους που είχαν σκάψει οι Οθωμανοί για να προστατέψουν το στρατόπεδό τους. Ετσι, αναγκάστηκαν να σκάψουν πιο βαθιές τάφρους για να δυσκολέψουν τις εξόδους της φρουράς της πόλης. Ο Κιουταχής είχε δώσει παράλληλα την εντολή να μεταφερθούν πυροβόλα για την πολιορκία του Μεσολογγίου, τα οποία, επειδή μεταφέρονταν διά ξηράς, αργούσαν να φθάσουν. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Συνδυασμένες κινήσεις του Γεωργίου Καραϊσκάκη και του Κίτσου Τζαβέλα επέφεραν πλήγματα στο στρατόπεδο των Οθωμανών και βοηθούσαν τους πολιορκουμένους, στους οποίους οι πρώτες ελλείψεις σε τρόφιμα και πολεμοφόδια είχαν γίνει αισθητές. Τον Ιούλιο του 1826 ο ελληνικός στόλος κατάφερε να διασπάσει το ναυτικό αποκλεισμό της πόλης με τους Μιαούλη και Σαχτούρη να ανεφοδιάζουν την πόλη. Τον επόμενο μήνα, ο Κίτσος Τζαβέλας εισήλθε με το σώμα των Σουλιωτών που διοικούσε εντός της πόλης αναπτερώνοντας το ηθικό των Μεσολογγιτών. Η πολιορκία της πόλης συνεχίστηκε πιο έντονα, καθώς εν τω μεταξύ ο στρατός του Κιουταχή είχε ενισχυθεί από τα πυροβόλα που αυξανόταν σταδιακά. Μεγάλο μέρος των τειχών υπέστη σοβαρό πλήγμα, ωστόσο οι πολιορκούμενοι φρόντιζαν να επιδιορθώσουν με κάθε δυνατό τρόπο τις ζημιές. Οι επιθέσεις του Καραϊσκάκη στο τουρκικό στρατόπεδο συνεχίστηκαν, γεγονός που, σε συνδυασμό με την τελμάτωση της πολιορκίας, οδήγησε πολλούς στρατιώτες του Κιουταχή να λιποτακτήσουν. Η επίθεση δε στη γραμμή ανεφοδιασμού δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στον οθωμανικό στρατό καθώς σημειώθηκαν σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιμα. Τον Νοέμβριο του 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στην περιοχή της Αιτωλίας με 6.000 στρατιώτες και ένωσε τις δυνάμεις του με τον Κιουταχή. Τον επόμενο μήνα, τα ελληνικά πλοία που βρίσκονταν στον Πατραϊκό Κόλπο εγκατέλειψαν τις θέσεις τους όντας απλήρωτα, ενώ το ελληνικό στρατόπεδο της Δερβέκιστας σχεδόν διαλύθηκε μη μπορώντας να προσφέρει με επιχειρήσεις στα νώτα των πολιορκητών, καθώς, μη έχοντας τα απαραίτητα εφόδια, είχε επιδοθεί σε επιδρομές κατά των χωριών της περιοχής. Ισως όμως το κρισιμότερο λάθος της ελληνικής ηγεσίας ήταν η αντικατάσταση του μέχρι τότε αρχηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη από τον Κώστα Μπότσαρη. Με εισήγηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, με την αιτιολογία ότι οπλαρχηγοί της περιοχής όπως οι Τσόγκας και Ράγκος είχαν έρθει σε σύγκρουση και δεν ακολουθούσαν τον Καραϊσκάκη, προτάθηκε η αντικατάστασή ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Λιθογραφία με πορτρέτο του Ιμπραήμ. Πίνακας του Guiseppe Pietro Mazzola (Πινακοθήκη Μεσολογγίου).

του από τον Μπότσαρη σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί η ενότητα. Δυστυχώς, όμως, η κίνηση αυτή, που εμπνεόταν κυρίως από φατριακούς λόγους, είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα στερώντας από την υπεράσπιση της πόλης έναν ικανότατο αρχηγό. Από τον Δεκέμβριο του 1825 έως τον Απρίλιο του 1826 ξεκινά η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Λίγο μετά την έλευση του Ιμπραήμ και έπειτα από διαταγή του σουλτάνου ο Αιγύπτιος στρατιωτικός ορίστηκε επικεφαλής της πολιορκίας. Οι δύο μήνες που ακολούθησαν ήταν από τους πιο κρίσιμους. Κάθε νύχτα οι πο67

68

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο ξεριζωμός των Παργινών. Ιταλικό φιλελληνικό χαρακτικό (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

69

λιορκούμενοι προσπαθούσαν να επιδιορθώσουν τα ρήγματα που δημιουργούσαν τα τουρκικά πυροβόλα, τα οποία είχαν τοποθετηθεί σε τρία κανονιοστάσια και έβαλλαν κάθε ημέρα. Την ίδια περίοδο χρονολογούνται και οι τελευταίες προμήθειες που μπόρεσαν να φθάσουν στην πόλη. Ο ασφυκτικός αποκλεισμός είχε δυσχεράνει κατά πολύ τις συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού νοσούσε από διάφορες ασθένειες και ελλείψει των απαραίτητων έβρισκε τραγικό θάνατο. Η ανυπαρξία τροφίμων ανάγκασε τους έγκλειστους να τρέφονται με άλογα, ποντίκια, γάτες, σκυλιά, δέρματα και φύκια. Ταυτόχρονα με τις επιθέσεις στην πόλη, οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις επιχείρησαν να καταλάβουν τις μικρές νησίδες της λιμνοθάλασσας για να σφίξουν περισσότερο τον κλοιό του αποκλεισμού. Πρώτος στόχος του ήταν το Βασιλάδι, το οποίο κατέλαβαν έπειτα από ισχυρή σύγκρουση στα τέλη Φεβρουαρίου 1826. Υστερα από λίγες ημέρες ακολούθησε ο Ντολμάς, ενώ επόμενος στόχος ήταν η Κλείσοβα, η οποία φρουρείτο από τον Κίτσο Τζαβέλα και 130 άνδρες. Πρώτος επιχείρησε να επιτεθεί ο Κιουταχής, ωστόσο το πρώτο σώμα που έστειλε αποκρούστηκε και αποχώρησε με αρκετές απώλειες. Στη συνέχεια επιχείρησε ο ίδιος να ηγηθεί μίας δεύτερης επίθεσης, τραυματίστηκε όμως στο πόδι και υποχώρησε. Τότε ανέλαβε ο Ιμπραήμ να κυριεύσει το νησί στέλνοντας τον Χουσεΐ μπέη, έναν από τους πιο ικανούς διοικητές που διέθετε, ο οποίος είχε καταφέρει να υποτάξει την Επανάσταση στην Κρήτη. Ο Χουσεΐ μπέης τραυματίστηκε θανάσιμα μαζί με άλλους 800, περίπου, άνδρες. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του ελληνικού στόλου τον Μάρτιο του 1826, ο κλοιός του αποκλεισμού δεν μπόρεσε να διασπαστεί. Επιπροσθέτως, οι δυνάμεις των Ελλήνων έξω από την πόλη αδυνατούσαν να επιφέρουν ένα καίριο πλήγμα στο τουρκοαιγυπτιακό στρατόπεδο, με τον Καραϊσκάκη, απομακρυσμένο και δίχως να διαθέτει τα κατάλληλα εφόδια, να μην μπορεί να συνδράμει. Λίγο πριν συμπληρωθεί ένας χρόνος πολιορκίας, στην πόλη βρίσκονταν 3.000 ένοπλοι και 6.000 άμαχοι. 70

Ετσι, οι πολιορκούμενοι αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν Εξοδο την Κυριακή των Βαΐων, στις 10 Απριλίου 1826. Για να έχει μεγαλύτερες επιτυχίες η Εξοδος, υπήρξε συνεννόηση με τα σώματα που βρίσκονταν στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας για να επιτεθούν συγχρόνως στα νώτα του τουρκοαιγυπτιακού στρατοπέδου και να προκαλέσουν αντιπερισπασμό. Σύμφωνα με τα όσα αποφασίστηκαν, όσοι ήταν ανήμποροι να μετακινηθούν θα παρέμεναν εντός των οικιών τους και θα μάχονταν μέχρις εσχάτων, ενώ οι υπόλοιποι θα οχυρώνονταν στις μεγάλες αποθήκες, τις οποίες θα ανατίναζαν όταν περικυκλώνονταν από τους εχθρούς. Οι ένοπλοι μαζί με τα γυναικόπαιδα θα χωρίζονταν σε τρία τμήματα και θα επιχειρούσαν την Εξοδο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οταν δόθηκε το σύνθημα οι πολιορκούμενοι πραγματοποίησαν την Εξοδο. Ο πρόσκαιρος αιφνιδιασμός δεν πτόησε τους Τουρκοαιγύπτιους, οι οποίοι, όντας πολυαριθμότεροι, επιτέθηκαν κατά των Ελλήνων και η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή με μεγάλες απώλειες και για τις δύο πλευρές. Ο αντιπερισπασμός που έπρεπε να δημιουργήσουν τα σώματα εκτός της πόλης περιορίστηκε σε κάποιες τουφεκιές. Οσοι κατάφεραν να γλιτώσουν κατά την Εξοδο δεν είχαν σωθεί πλήρως, μιας και οι δυνάμεις του Ιππικού τούς κατεδίωξαν, ενώ οι Οθωμανοί είχαν στήσει πολλές ενέδρες. Με τη γύρω περιοχή έρημη και αποψιλωμένη από τον τουρκοαιγυπτιακό στρατό, οι Ελληνες έπρεπε να απομακρυνθούν κατά πολύ για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Οταν κατάφεραν να συγκεντρωθούν στα Σάλωνα, προσμετρήθηκαν 1.300 ένοπλοι και γυναικόπαιδα. Τα γυναικόπαιδα που συνελήφθησαν στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου. Οσοι είχαν μείνει εντός της πόλης είτε ανατινάχθηκαν στις αποθήκες ή βρήκαν το θάνατο από τους Οθωμανούς που σάρωσαν την πόλη. Η πτώση της πόλης του Μεσολογγίου αποτέλεσε την κορυφαία πράξη αυταπάρνησης και θάρρους κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η ηρωική στάση και επιλογή των κατοίκων της πόλης συγκίνησαν όλη την Ευρώπη και ενίσχυσαν το φιλελληνικό κίνημα. Πλήθος πολεμοφοδίων, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

τροφίμων, ενδυμάτων αλλά και χρήματα άρχισαν να φθάνουν στην Ελλάδα από τους Φιλελληνικούς Συνδέσμους. Παράλληλα, ο ένας χρόνος που κράτησε η πολιορκία του Μεσολογγίου κράτησε ζωντανή την Επανάσταση στη Δυτική Ελλάδα, γεγονός που έδρασε ευεργετικά για την υλοποίηση των σχεδίων των Μεγάλων Δυνάμεων για την επίτευξη μιας λύσης στο ελληνικό ζήτημα. Ο θαυμασμός που προξένησε στην Ευρώπη η θυσία των πολιορκημένων στο Μεσολόγγι κατέστησε ευρέως γνωστό τον ελληνικό Αγώνα για Ανεξαρτησία, ο οποίος έκτοτε άρχισε να απασχολεί τόσο την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη όσο και τις κυβερνήσεις των κρατών της.

Η πολιορκία της Ακρόπολης (1827) Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, που αποτελούσε προπύργιο της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά, ο Ιμπραήμ επέστρεψε στην Πελοπόννησο, ενώ ο Κιουταχής κινήθηκε προς την Ακρόπολη για να καταπνίξει τον Αγώνα και στην Ανατολική Στερεά, θέτοντας εξ ολοκλήρου τη Ρούμελη ξανά υπό οθωμανικό έλεγχο. Ο Κιουταχής στην πορεία του προς την Αθήνα δεν συνάντησε ιδιαίτερη αντίσταση, γεγονός που οφειλόταν τόσο στην απόφαση των οπλαρχηγών να μη συνάψουν μάχες για να μην υπάρξουν αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού όσο και στη γενική δυσαρέσκεια που

Η μάχη στο Μανιάκι. Εργο ανωνύμου. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

71

Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης σε μεταγενέστερο πίνακα. 72

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

είχε προξενήσει στην περιοχή η άσκηση της εξουσίας από τον Ιωάννη Γκούρα. Η πόλη της Αθήνας διέθετε ένα μικρό τείχισμα, το οποίο είχε κατασκευαστεί επί Βοεβόδα Χατζή Αλή Χασεκή. Οταν οι δυνάμεις του Κιουταχή έφθασαν στην Αττική και προσπάθησαν να εισέλθουν στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1827 συνάντησαν τη σθεναρή αντίσταση των δύο οπλαρχηγών, Γκριζιώτη και Μαυροβουνιώτη. Η αντίσταση αυτή διήρκεσε για ένα μήνα, όταν και οι Τούρκοι κατάφεραν να εισέλθουν εντός της πόλης. Οι Ελληνες, που αριθμούσαν 2.000 άτομα, υποχωρώντας, κλείστηκαν στην Ακρόπολη. Για να αντιμετωπιστεί η νέα αυτή σοβαρή κατάσταση, η κυβέρνηση ανέθεσε την αρχηγία των στρατευμάτων της Ανατολικής Στερεάς στον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ο Καραϊσκάκης αναχώρησε από την Πελοπόννησο και με μία μικρή δύναμη ανδρών στρατοπέδευσε στην Ελευσίνα. Μέσα σε ένα μήνα κατάφερε να συγκεντρώσει 3.000 άνδρες

περίπου, δύναμη στην οποία προστέθηκε και το τακτικό σώμα του Φαβιέρου που αριθμούσε 1.750 άνδρες. Στις 5 Αυγούστου 1826 οι ελληνικές δυνάμεις απέκρουσαν επιτυχώς την επίθεση του οθωμανικού στρατού που διέθετε 8.000 άνδρες, προξενώντας του σημαντικές απώλειες. Η επίθεση επαναλήφθηκε τρεις μέρες αργότερα στις 8 Αυγούστου 1826, με τα τουρκικά σώματα να υποχωρούν και πάλι με μεγάλες απώλειες. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της απογευματινής μάχης οι Ελληνες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και τράπηκαν σε φυγή. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διαφωνία που είχε ανακύψει μεταξύ του Καραϊσκάκη και του Φαβιέρου για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να συναφθεί η μάχη. Ο Ελληνας οπλαρχηγός υποστήριζε ότι οι Ελληνες οχυρωμένοι στα ταμπούρια μπορούσαν να προξενήσουν σημαντικότερες απώλειες στον εχθρό, σε αντίθεση με το Γάλλο συνταγματάρχη που ευνοούσε την κατά μέτωπον μάχη.

Το τείχος του Μεσολογγίου, «το Γελαδομάντρι», όπως το ονόμαζε ο καπετάν Στουρνάρης που σκοτώθηκε κατά την Εξοδο. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

73

ένα τμήμα του στρατού στην Αττική, εκστράτευσε στην υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα. Σκοπός του ήταν να αναστείλει το προσκύνημα των Ελλήνων, να αποκόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή και να δώσει νέα ώθηση στην Επανάσταση στη Ρούμελη, ώστε οι Μεγάλες Δυνάμεις να αντιληφθούν πως η Ελληνική Επανάσταση συνεχιζόταν ακόμη. Στις μάχες της Αράχοβας, του Τουρκοχωρίου, της πεδινής και ορεινής Ναυπακτίας και του Διστόμου τα ελληνικά σώματα υπό τον Καραϊσκάκη διήγαν περιφανείς νίκες που έθεσαν τις περιοχές της Ρούμελης ξανά υπό ελληνικό έλεγχο, ενώ οι Οθωμανοί κλείστηκαν μέσα στα φρούρια. Ετσι, στα τέλη Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στην Ελευσίνα με 1.200 άνδρες.

Εγχρωμη λιθογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη από τον G. Boggi.

Το διάστημα Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου 1826 ο Κιουταχής επιχείρησε τόσο με εφόδους όσο και με λαγούμια να εισβάλει στην Ακρόπολη, η σθεναρή αντίσταση όμως των πολιορκημένων οδήγησε σε αποτυχία των ενεργειών. Στις μάχες αυτές έχασε τη ζωή του ο Γκούρας, αρχηγός των αμυνομένων. Για να ενισχυθεί η φρουρά της Ακρόπολης ο Γκριζιώτης, μαζί με 450 άνδρες, κατάφερε να εισέλθει και να αναπτερώσει το ηθικό των εγκλείστων. Τις επόμενες ημέρες ο Φαβιέρος κατόρθωσε να προσεγγίσει έπειτα από μάχη τον Ιερό Βράχο και να εφοδιάσει με τρόφιμα και πολεμοφόδια τους αμυνομένους. Σε μία προσπάθεια ενίσχυσης και αναζωπύρωσης του Αγώνα στη Στερεά, ο Καραϊσκάκης, αφήνοντας 74

Στα στρατόπεδα που σχηματίστηκαν στο Κερατσίνι και το Φάληρο είχαν συγκεντρωθεί περίπου 10.000 άνδρες συγκροτώντας τη μεγαλύτερη ελληνική δύναμη της Επανάστασης. Στις μάχες που έγιναν οι Τούρκοι αποκρούστηκαν με επιτυχία. Στη συνέχεια, ενισχύσεις έφθασαν από την Πελοπόννησο με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη. Οι επιτυχίες στην ξηρά, σε συνδυασμό με αυτές από τη θάλασσα, είχαν επιβαρύνει τη θέση του στρατού του Κιουταχή. Ο Κόχραν, αρχηγός του στόλου, και ο Τζορτζ, αρχηγός των χερσαίων δυνάμεων, υποστήριζαν με σθένος πως η συγκέντρωση όλων αυτών των δυνάμεων έδινε την κατάλληλη ευκαιρία για μία κατά μέτωπον μάχη με τον Κιουταχή που θα οδηγούσε στην τελική επικράτηση και τη διάλυση του στρατού του. Στην άποψη αυτή εναντιωνόταν ο Καραϊσκάκης, ωστόσο μία αψιμαχία στο Φάληρο στέρησε από την Ελληνική Επανάσταση έναν ικανότατο στρατιωτικό που ενέπνεε το φόβο αλλά και το σεβασμό στους εχθρούς του. Στις 24 Απριλίου 1827, μία ημέρα μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη, διεξήχθη η μάχη του Ανάλατου, έπειτα από την πίεση του Κόχραν. Στη μάχη αυτή ο στρατός χωρίσθηκε σε δύο παρατάξεις. Το δεξιό τμήμα, αποτελούμενο από 2.500 άνδρες (του άτακτου και του τακτικού στρατού), δέχθηκε επίθεση από ένα τμήμα Ιππικού και υπέστη δεινή ήττα. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στη διάλυση του αριστερού ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

τμήματος που αποτελείτο από 7.000 άνδρες. Στη μάχη αυτή χάθηκαν περίπου 1.500 άνδρες και καταρρακώθηκε το ηθικό των Ελλήνων. Συνακόλουθη της ήττας ήταν ουσιαστικά η διάλυση του στρατοπέδου του Φαλήρου. Με αυτά τα δεδομένα, από τη στιγμή που οι πολιορκούμενοι της Ακρόπολης δεν θα μπορούσαν να υποστηριχθούν και παρότι διέθεταν ακόμη αρκετά τρόφιμα συμφώνησαν να παραδώσουν την Ακρόπολη και με εγγύηση του Γάλλου ναυάρχου Δεριγνύ αποχώρησαν.

Γ) Η αναζωπύρωση και η τελική επικράτηση (1827-1829) Παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν, οι Ελληνες ήδη από την έκρηξη της Επανάστασης προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν, στο βαθμό που αυτό ήταν εφικτό, τις διεθνείς περιστάσεις. Τεχνηέ-

ντως ευνοούσαν τον ανταγωνισμό μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων που θα οδηγούσε στην ανάμιξη περισσότερων κρατών στο ελληνικό ζήτημα. Πρώτο και κύριο μέλημά τους υπήρξε ο διαχωρισμός των κοινωνικών επαναστάσεων (Καρμπονάροι στην Ιταλία και Ιακωβίνοι στην Ισπανία) από τη δική τους, που είχε εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Στηρίχθηκαν στο ρεύμα του κλασικισμού και το θαυμασμό των Ευρωπαίων για την αρχαία Ελλάδα ευαισθητοποιώντας την Ευρώπη και ενημερώνοντάς την παράλληλα για το σκοπό του Αγώνα. Προς επίρρωσιν των προσπαθειών τους πρότειναν την ανάληψη της ηγεσίας της χώρας από ένα βασιλιά που θα τον επέλεγαν οι Μεγάλες Δυνάμεις από κάποιον ευρωπαϊκό οίκο. Η πράξη αυτή φανέρωνε τα αντικρουόμενα συμφέροντα που υπήρχαν εντός του κόλπου της Ιερής Συμμαχίας. Πράγματι, οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν ξεχωριστά

Η προσευχή των πολιορκημένων του Μεσολογγίου. Χαρακτικό του M. Buonarοtti (Castello Sforzesco, Μιλάνο). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

75

συμφέροντα τα οποία διακυβεύονταν και εξυπηρετούσαν διαφορετικούς σκοπούς. Η ανάληψη πρωτοβουλιών εκ μέρους μιας χώρας σήμαινε και την ανάμιξη των υπολοίπων ούτως ώστε να διατηρηθεί η ισορροπία των δυνάμεων στο διεθνές διπλωματικό πεδίο. Προσπαθώντας λοιπόν οι Ελληνες να εκμεταλλευτούν και να τροφοδοτούν τα αντικρουόμενα αυτά συμφέροντα κατάφεραν σταδιακά να αναμίξουν τις Μεγάλες Δυνάμεις στον Αγώνα για την ανεξαρτησία τους.

Η ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827) Η Ελληνική Επανάσταση από το 1826 και εξής δεν δραστηριοποιείτο μόνο στα πεδία των μαχών αλλά

και στο διπλωματικό πεδίο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη Συνθήκη του Ιουλίου 1827 καλούσαν την επαναστατική ελληνική κυβέρνηση και την Υψηλή Πύλη να προχωρήσουν σε κατάπαυση του πυρός, να κηρύξουν ανακωχή και να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία ενός αυτόνομου, όχι όμως ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Στο μεταξύ ο Μοχάμεντ Αλη της Αιγύπτου είχε στείλει νέες ισχυρές δυνάμεις που αριθμούσαν 92 πλοία, 4.000 άνδρες, εφόδια και χρήματα για τη συνέχιση της εκστρατείας του Ιμπραήμ στη Νότια Βαλκανική. Οι δυνάμεις αυτές έφθασαν στις αρχές Σεπτεμβρίου και προσορμίστηκαν στο Ναυαρίνο, όπου ενώθηκαν με ένα τμήμα του τουρκικού στόλου.

Η πτώση του Μεσολογγίου. Κάρβουνο ανωνύμου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 76

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε την πρόταση των Δυνάμεων στις 2 Σεπτεμβρίου 1827, λίγο πριν από την άφιξη του αιγυπτιακού στόλου. Εντούτοις, η Υψηλή Πύλη αρνείτο να προχωρήσει σε κάποιο συμβιβασμό, θεωρώντας πως στη συγκεκριμένη φάση τα πράγματα είχαν δρομολογηθεί και οδηγούσαν στην οριστική επικράτησή της. Η πεισματική άρνηση του σουλτάνου ώθησε τους Ελληνες να σχεδιάσουν τρεις νέες εκστρατείες: στη Χίο, στη Θεσσαλία και τη Δυτική Ελλάδα επιδιώκοντας να ξαναζωντανέψουν την Επανάσταση στις περιοχές αυτές και να διαπλατύνουν τα σύνορα. Οι οδηγίες των Μεγάλων Δυνάμεων προς τους τρεις ναυάρχους: Κόδρινγκτον (Αγγλία), Δεριγνύ (Γαλλία) και Χέυδεν (Ρωσία) ήταν ιδιαίτερα

ασαφείς. Οι τρεις ναύαρχοι μπορούσαν να επικαλεστούν τη βία ή να απειλήσουν με προειδοποιητικούς κανονιοβολισμούς, δίχως όμως να εμπλακούν σε μάχη. Ωστόσο, δεν υπήρξε πρόβλεψη για το πώς θα έπρεπε να αντιδράσει ο συμμαχικός στόλος σε περίπτωση επίθεσης του εχθρού, γεγονός που επί της ουσίας οδήγησε στη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Σε συνάντηση που είχε ο Κόδρινγκτον με τον Ιμπραήμ, του μετέφερε τις εντολές που είχε και ο Αιγύπτιος στρατηγός δεσμεύτηκε να μην προχωρήσει σε κάποια ενέργεια προτού λάβει νέες εντολές από το σουλτάνο και τον Μοχάμεντ Αλη της Αιγύπτου. Οταν ο Ιμπραήμ πληροφορήθηκε ότι οι Τσορτς και Κόχρεϊν επρόκειτο να επιχει-

Η Εξοδος του Μεσολογγίου. Λεπτομέρεια από πίνακα του Θ. Βρυζάκη. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

77

Η ναυμαχία του Ναυαρίνου. Χαρακτικό βασισμένο σε πίνακα του L. Cameray (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 78

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

79

Στον απόηχο της πτώσης του Μεσολογγίου ανεβαίνει στη Σκάλα του Μιλάνου το 1834 η όπερα «Η τελευταία μέρα του Μεσολογγίου».

Η ύστατη ώρα του Μεσολογγίου. Γλυπτό του Benedetto Civiletti (Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης, Παλέρμο).

ρήσουν στην περιοχή του Κορινθιακού Κόλπου επιχείρησε να εξέλθει με τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο από το Ναυαρίνο, αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει πίσω από τον Κόδρινγκτον.

ένα πυρπολικό εναντίον μιας αγγλικής φρεγάτας, επιθυμώντας ωστόσο να μην εμπλακούν σε κάποια εχθροπραξία, οι Αγγλοι προσπάθησαν να απομακρύνουν το πυρπολικό. Οι Αιγύπτιοι, αντιλαμβανόμενοι την πρόθεσή τους, άνοιξαν πυρ σκοτώνοντας το πλήρωμα της αγγλικής λέμβου που επιχειρούσε την απομάκρυνση του πυρπολικού. Ο στόλος των Μεγάλων Δυνάμεων απάντησε στα πυρά και η ναυμαχία που ακολούθησε ήταν ολοκληρωτική.

Ο Αγγλος ναύαρχος, για να είναι σε θέση να ελέγξει καλύτερα την κατάσταση και τις κινήσεις του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, πήρε την απόφαση να εισέλθει εντός του λιμανιού στις 20 Οκτωβρίου 1827. Ετσι, οι τρεις συμμαχικές μοίρες αγκυροβόλησαν μέσα στο τόξο που σχημάτιζαν τα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που κάλυπταν το λιμάνι από τη μία άκρη στην άλλη και είχαν σχηματίσει τρεις καμπύλες γραμμές. Πριν ολοκληρωθεί η παράταξη των Μεγάλων Δυνάμεων στον κόλπο, οι Οθωμανοί έστειλαν 80

Σε σύντομο διάστημα η ναυμαχία πήρε άγρια τροπή και μέσα σε τέσσερις, περίπου, ώρες ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος είχε χάσει 60 από τα 89 πλοία που διέθετε, ενώ οι απώλειες των ανδρών έφθασαν τις 8.000. Στον αντίποδα, ο στόλος των Μεγάλων Δυνάμεων που αριθμούσε 27 πλοία δεν ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

είχε χάσει κανένα, ενώ οι αριθμητικές απώλειες σε άνδρες υπήρξαν δέκα φορές μικρότερες. Στο στρατόπεδο της Ιερής Συμμαχίας το αποτέλεσμα της ναυμαχίας του Ναυαρίνου έγινε δεκτό με αμφιθυμικά αισθήματα. Γαλλία και Ρωσία εξέφρασαν τον ενθουσιασμό τους για τη νίκη του στόλου των τριών Δυνάμεων, η Αγγλία θεώρησε το περιστατικό ως ένα «ατυχές συμβάν», ενώ τέλος η Αυστρία και η Γερμανία χαρακτήρισαν το γεγονός ως «τρομερή καταστροφή». Το «ατυχές», όπως χαρακτηρίστηκε για τις Μεγάλες Δυνάμεις, επεισόδιο του Ναυαρίνου έδωσε νέα ώθηση στην Ελληνική Επανάσταση, καθώς αναζωπυρώθηκαν αρκετές εστίες τόσο στην ηπειρωτική χώρα όσο και στα νησιά. Το ηθικό των Ελλήνων είχε αναπτερωθεί σημαντικά και ετοιμάζονταν για μία νέα σειρά αγώνων. Από την πλευρά της, η Υψηλή Πύλη διαμαρτυρήθηκε σε έντονο ύφος στις Μεγάλες Δυνάμεις, τις οποίες κατηγόρησε για παρεμβατισμό στις υποθέσεις της και μεροληψία υπέρ των επαναστατών ζητώντας ταυτόχρονα αποζημίωση για την απώλεια του στόλου της. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου προκάλεσε νέες ζυμώσεις και εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο, διευκολύνοντας συγχρόνως την έκρηξη ενός νέου Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Για ακόμη μία φορά το ελληνικό ζήτημα εισερχόταν σε μία νέα βάση.

Ο νέος Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1828 - 1829) Οι απειλές του σουλτάνου προς τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, σε συνδυασμό με τις αξιώσεις του, οδήγησαν τους τρεις πρέσβεις, έπειτα από εντολές που έλαβαν από τις χώρες τους, να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη και να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις τους με την ελληνική κυβέρνηση Καποδίστρια. Παρά τη σκληρή διπλωματική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο σουλτάνος Μαχμούτ δεν πτοήθηκε αλλά σκλήρυνε περισσότερο τη στάση του απέναντί τους. Με προκήρυξη προς το μουσουλμανικό κόσμο, η Υψηλή Πύλη επεδίωξε να ενισχύσει και να αναΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Γάλλος φιλέλληνας Κάρολος Φαβιέρος (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).

τροφοδοτήσει τον αγώνα της κατά της Ελληνικής Επανάστασης. Στο μανιφέστο, μάλιστα, κατηγορείτο και η Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία εθεωρείτο υπεύθυνη και υποκινήτρια του παρεμβατισμού στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πράξη αυτή του σουλτάνου έδωσε την αφορμή για την κήρυξη ενός νέου Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Ο τσάρος, που είχε κουραστεί από την καθυστέρηση και τις κωλυσιεργίες των εξελίξεων, αποφάσισε να λάβει ο ίδιος δράση και να πρωτοστατήσει στην περιοχή της Βαλκανικής, την οποία η ρωσική αυλή θεωρούσε περιοχή μείζονος ενδιαφέροντος και ζωτικών συμφερόντων. Ταυτόχρονα μέσω των πρωτοβουλιών αυτών, ο Νικόλαος Α’ επιθυμούσε να ενισχύσει τη ρωσική επιρροή και τα φιλορωσικά αισθήματα στην επαναστατημένη χώρα. 81

Στις 14 Απριλίου 1828 η Ρωσική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τις προθέσεις του αυτές ο τσάρος τις είχε κοινοποιήσει στην Αγγλία και τη Γαλλία από τα τέλη Ιανουαρίου 1828, επιδιώκοντας τη συναίνεσή τους. Η αγγλική διπλωματία δεν ευνοούσε μεν τον πόλεμο αυτόν, δεν μπορούσε όμως και να τον αποτρέψει. Από την άλλη πλευρά η Γαλλία, που με τη σειρά της επιθυμούσε να επανεδραιωθεί στο διπλωματικό πεδίο, ευνοούσε τον πόλεμο αυτό. Οι διαφορές των δύο χωρών οφείλονταν στις διαφορετικές επιδιώξεις τους. Η Αγγλία συμφωνούσε στην ίδρυση ενός αυτόνομου, φόρου υποτελούς στο σουλτάνο κράτος, ενώ η Γαλλία προσανατολιζόταν στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η στήριξη της τελευταίας στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο μετέβαλε τις διεθνείς διπλωματικές ισορροπίες προς όφελος του ελληνικού ζητήματος.

Οι στρατιωτικές μάχες μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών ήταν ισχυρές, ωστόσο το καλοκαίρι του 1829 ο ρωσικός στρατός κατήγαγε σημαντικές νίκες που ανάγκασαν τον οθωμανικό να υποχωρήσει. Οι 40.000 Ρώσοι στρατιώτες στις 21 Ιουλίου 1829 κατέλαβαν δίχως να συναντήσουν ιδιαίτερες δυσκολίες την Αδριανούπολη. Στη συνέχεια η εμπροσθοφυλακή του στρατού αυτού κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, γεγονός που θορύβησε την Υψηλή Πύλη, η οποία έσπευσε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τη Ρωσική Αυτοκρατορία στις 14 Σεπτεμβρίου 1829. Η Συνθήκη της Αδριανούπολης, όπως ονομάστηκε από τον τόπο συνομολόγησής της, δεν έπληττε καίρια τα οθωμανικά κεκτημένα. Μεταξύ άλλων η Συνθήκη προέβλεπε την επαναφορά των όρων της Συνθήκης του Ακκερμαν, τη βελτίωση της φορολογίας στις Ηγεμονίες και την επανεπιβεβαίωση της

Αφιξη Καραϊσκάκη στο Φάληρο. Πίνακας του Κ. Βολανάκη. 82

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

αυτονομίας της Σερβίας. Οσον αφορά στην Ελλάδα, το 10ο άρθρο της Συνθήκης όριζε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα έπρεπε να αποδεχθεί τους όρους της Συνθήκης του Λονδίνου (1827) που είχε συναφθεί ανάμεσα στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις και να δεχθεί επίσης την κοινή τους συμφωνία που είχε υπογραφεί στις 22 Μαρτίου 1829 και όριζε τα σύνορα του νεοσύστατου κράτους στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού. Η λήξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου σήμανε την οριστική είσοδο του ελληνικού ζητήματος στην τελευταία φάση του. Κύριο σημείο προστριβής μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η δημιουργία αυτόνομου και ανεξάρτητου ή φόρου υποτελούς στο σουλτάνο ελληνικού κράτους.

Η απόβαση του Μαιζόν στην Πελοπόννησο (1828) Η κήρυξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, όπως επισημάνθηκε, κινητοποίησε την Αγγλία και τη Γαλλία, οι οποίες δεν ήθελαν να υστερήσουν στο διπλωματικό πεδίο. Οι Γάλλοι είχαν ενημερώσει ότι από την πλευρά τους ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν στην εκδίωξη των αιγυπτιακών στρατευμάτων από την Πελοπόννησο. Στις 19 Ιουλίου 1828 με νέο Πρωτόκολλο που συνήφθη μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων προβλεπόταν η αποστολή ενός γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, το οποίο έπρεπε να αναλάβει την απομάκρυνση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Αρχηγός του γαλλικού τακτικού στρατού ορίστηκε ο στρατηγός Μαιζόν, ο οποίος ξεκίνησε από την πόλη της Τουλόν και στις 30 Αυγούστου 1828 αποβίβασε τα στρατεύματά του στο Πεταλίδι της Κορώνης. Επιθυμώντας να μη μείνει έξω από τις εξελίξεις, η Αγγλία ανέλαβε να υποστηρίξει με το στόλο της το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα. Στην περιοχή της Πελοποννήσου, η καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο το ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Βρετανός ναύαρχος Τόμας Κόχραν, δέκατος κόμης του Dundonald. Γκραβούρα του John Cook σε πίνακα του James Ramsay.

1827 είχε μεταβάλει σημαντικά τα δεδομένα. Οι Αιγύπτιοι στερήθηκαν το μεγαλύτερο μέρος του στόλου τους, ενώ ταυτόχρονα πολεμοφόδια, τρόφιμα και στρατιωτικές ενισχύσεις είχαν χαθεί, καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη τη θέση του Ιμπραήμ στον Μοριά. Οι Ελληνες φρόντιζαν με την τακτική του κλεφτοπολέμου να προξενούν δολιοφθορές και να κουράζουν το τουρκοαιγυπτιακό στράτευμα, το οποίο την περίοδο αυτή είχε σημειώσει κάποιες περιορισμένης έκτασης νίκες. Ελλείψει τροφίμων, στο τουρκοαιγυπτιακό στρατόπεδο εμφανίζονταν σταδιακά οι πρώτες έντονες διαφωνίες. Κατανοώντας τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει, ο Ιμπραήμ ζήτησε να συναντηθεί με τους τρεις ναυάρχους του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων για να διαπραγματευτεί την ασφαλή φυγή των αιγυπτιακών στρατευμάτων. Δεδομέ83

νταν στην Αλεξάνδρεια. Από τις 9 Σεπτεμβρίου έως τις 3 Οκτωβρίου 1828 πραγματοποιήθηκε η αποχώρηση των αιγυπτιακών στρατευμάτων από την Πελοπόννησο. Κατά την αποχώρηση αυτή, οι Αιγύπτιοι παρέδωσαν τα φρούρια του Νεόκαστρου, της Κορώνης, της Μεθώνης, ενώ λίγο καιρό αργότερα παραδόθηκαν της Πάτρας και του Ρίου. Ο στρατός του Μαιζόν ανερχόταν σε 15.000 άνδρες. Η αποχώρηση του αιγυπτιακού στρατού διευκόλυνε την αποστολή του, καθώς ο τακτικός αυτός στρατός δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα στην εκδίωξη των Τούρκων, οι δυνάμεις των οποίων στην περιοχή ήταν μικρές εξαιτίας των συνεχόμενων μαχών καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Εως τις 30 Οκτωβρίου 1828 όλα τα φρούρια του Μοριά είχαν καταληφθεί από τις γαλλικές δυνάμεις και οι Οθωμανοί είχαν αποχωρήσει. Τον επόμενο χρόνο ο Μαιζόν ανακλήθηκε στη Γαλλία και σε αναγνώριση της προσφοράς και των ικανοτήτων του προβιβάστηκε σε στρατάρχη.

Ο Βρετανός ναύαρχος Κόδρινγκτον, ο οποίος μαζί με τους Δεριγνύ (Γαλλία) και Χέυδεν (Ρωσία) διέλυσε τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο.

νης της κρισιμότητας της κατάστασης και για να επισπευσθούν οι διαδικασίες, εν αναμονή και της άφιξης του γαλλικού στρατού, ο ναύαρχος Κόδρινγκτον απέπλευσε με τη ναυτική του μοίρα για την Αλεξάνδρεια, ώστε να διαπραγματευτεί με τον ίδιο τον Μοχάμεντ Αλη. Στις διαπραγματεύσεις αυτές, που ολοκληρώθηκαν στις 6 Αυγούστου 1828, συμφωνήθηκε η αποχώρηση των αιγυπτιακών στρατευμάτων από τον Μοριά με την παραμονή 1.200 ανδρών σε οχυρές θέσεις με αποκλειστικό σκοπό την υποστήριξη και την κάλυψη της αποχώρησης. Επίσης, ο Μοχάμεντ Αλη έπρεπε να απελευθερώσει όλους τους Ελληνες αιχμαλώτους που βρίσκο84

Η εύκολη προέλαση του γαλλικού στρατού και η επιτυχής απομάκρυνση των Τούρκων έδωσαν την ελπίδα στο λαό ότι οι επιχειρήσεις θα μεταφερθούν στη συνέχεια από τον Μοριά στη Ρούμελη για την απελευθέρωση και των εκεί περιοχών. Οι επιχειρήσεις, όμως, του στρατού του Μαιζόν δεν συνεχίστηκαν πέρα από τον Ισθμό, καθώς στην κίνηση αυτή εναντιώνονταν σθεναρά οι Αγγλοι. Επιπλέον, οι Αγγλοι επιθυμούσαν τον τερματισμό και των ελληνικών επιχειρήσεων στη Δυτική Ελλάδα, πρόταση η οποία απορρίφθηκε από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Οι Ελληνες θα αναλάμβαναν μόνοι τους τη συνέχιση των επιχειρήσεων στη Ρούμελη. Ηδη μετά την είδηση της καταστροφής του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο η Επανάσταση είχε αναζωπυρωθεί σε πολλά σημεία τόσο στην ηπειρωτική χώρα όσο και στα νησιά του Αιγαίου. Διαβλέποντας πως η οριστική λύση του ελληνικού ζητήματος είναι κοντά, ο Ιωάννης Καποδίστριας γνώριζε ότι οι νέες διαπραγματεύσεις θα αφοΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ρούσαν στη χάραξη των συνόρων. Ετσι, σκοπός των επαναστατημένων ήταν να μπορέσουν να εκδιώξουν τους Τούρκους από όσες περισσότερες περιοχές μπορούσαν για να τις συμπεριλάβουν εντός των συνόρων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Η μάχη της Πέτρας (1829) Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος που μαινόταν στον Βορρά προσέφερε την καταλληλότερη ευκαιρία στους Ελληνες να απελευθερώσουν τη Στερεά Ελλάδα. Η άρνηση των Μεγάλων Δυνάμεων να επιτρέψουν στο στρατό του Μαιζόν να προωθηθεί πέραν του Ισθμού κατέστησε φανερό στους Ελληνες ότι θα έπρεπε να διεκδικήσουν μόνοι τους την ενσωμάτωση της Στερεάς Ελλάδας στο νέο κράτος. Η είδηση πως στα προβλεπόμενα σχέδια

χάραξης θα απουσίαζε η Ρούμελη είχε ξεσηκώσει τους Ελληνες οπλαρχηγούς της περιοχής, οι οποίοι επιδόθηκαν σε νέο Αγώνα. Στη Δυτική Στερεά Ελλάδα οι οθωμανικές δυνάμεις προέβαλαν ισχυρή αντίσταση, ωστόσο, όντας αποκομμένες και μη μπορώντας να εφοδιαστούν επαρκώς, συνέχιζαν την αντίστασή τους με σκοπό να πετύχουν ευνοϊκότερους όρους παράδοσης. Αρχικά καταλήφθηκε το φρούριο του Αντιρρίου (13 Μαρτίου), ακολούθησε το φρούριο της Ναυπάκτου (22 Απριλίου) και τέλος καταλήφθηκε η πόλη του Μεσολογγίου (2 Μαΐου), γεγονός που τιμήθηκε δεόντως λόγω του ότι η πόλη είχε αναχθεί σε σύμβολο υπέρτατης θυσίας και αυταπάρνησης του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων. Με την κατάληψη του Μεσολογγίου η Δυτική Στερεά είχε περάσει υπό τον έλεγχο των επαναστατών.

Το ρωσικό πλοίο «Αζόφ» (αριστερά) στη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Πίνακας του Ιβάν Αϊβαζόφσκι. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

85

Εντούτοις, οι Ελληνες συνάντησαν μεγαλύτερη αντίσταση στις επιχειρήσεις της Ανατολικής Στερεάς, καθώς οι Οθωμανοί μπορούσαν να ανεφοδιάζονται πιο εύκολα από το Ζητούνι και από την Εύβοια. Οθωμανικές και ελληνικές δυνάμεις σύναψαν αρκετές μάχες στη Θήβα, στη Χασιά, στον Ανηφορίτη, στο Μεσοβούνι και στον Αγιο Ιωάννη, με τους Ελληνες να καταφέρνουν να αποκρούσουν τις οθωμανικές επιθέσεις. Σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο, οι ελληνικές έριδες και φιλονικίες αναφάνηκαν για μία ακόμη φορά. Η κυβέρνηση είχε καθυστερήσει την καταβολή των μισθών στις δυνάμεις της Ανατολικής Στερεάς, με αποτέλεσμα να διαλυθεί το ελληνικό στρατόπεδο της Θήβας. Τη δυσαρέσκεια αυτή επέτεινε το γε-

γονός πως οι αντίστοιχες δυνάμεις της Δυτικής Στερεάς είχαν προπληρωθεί μισθούς έξι μηνών και έχοντας εκδιώξει τους Τούρκους από την περιοχή ξεκουράζονταν δίχως να συμμετάσχουν ενεργά στον πόλεμο. Την ίδια περίοδο ένα νέο οθωμανικό εκστρατευτικό σώμα υπό την ηγεσία του Ασλάν Μπέη Μουχουρδάρη συγκεντρώθηκε στη Λάρισα και, αφού διεκπεραιώθηκε στο Ζητούνι, κατάφερε να φθάσει ανενόχλητο στην Αθήνα και να ανεφοδιάσει τους πολιορκουμένους της Ακρόπολης. Η εξέλιξη αυτή θορύβησε την ελληνική κυβέρνηση, η οποία κατέβαλε τους μισθούς των στρατιωτών και αμέσως άρχισαν να συγκεντρώνονται και πάλι οι ελληνικές δυνάμεις.

Η ναυμαχία του Ναυαρίνου. Λιθογραφία του M. Marini (Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 86

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Οι εξελίξεις στο μέτωπο του Ρωσοτουρκικού Πολέμου επηρέασαν τα πράγματα. Τα ρωσικά στρατεύματα προωθήθηκαν από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες φθάνοντας στην Αδριανούπολη. Για να μπορέσει να ανακόψει τη ρωσική προέλαση ο σουλτάνος διέταξε τη συγκέντρωση και την υποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας, ώστε αυτά να προσφέρουν στην περιοχή της Θράκης. Οι ελληνικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Δημητρίου Υψηλάντη κατέλαβαν τη θέση Πέτρα, που βρίσκεται μεταξύ Λιβαδειάς και Θήβας, κοντά στην Κωπαΐδα. Τα πρώτα τουρκικά στρατεύματα εμφανίσθηκαν στις 12 Σεπτεμβρίου 1829. Ηταν η πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης που παρατάχθηκε τακτικός ελληνικός στρατός σε μάχη, γεγονός που οφειλόταν στην ίδρυση του Λόχου των Ευελπίδων το 1828 από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Τα ελληνικά τμήματα που συμμετείχαν στη μάχη της Πέτρας συγκροτούνταν από τη Β’ Χιλιαρχία του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, τη Γ’ Χιλιαρχία του Γιαννάκη Στράτου, τη Δ’ Χιλιαρχία του Γιώργου Δυοβουνιώτη, την Ε’ Χιλιαρχία του Νικόλαου Κριεζώτη, την Η’ Χιλιαρχία του Διονυσίου Ευμορφόπουλου, τη στραταρχική φρουρά, τα άτακτα σώματα των οπλαρχηγών Σκουρτανιώτη και Γιάννη Μπαϊρακτάρη και μία μικρή δύναμη Ιππικού. Ο ελληνικός στρατός ανερχόταν σε 2.500 άνδρες. Στον αντίποδα οι Οθωμανοί είχαν στη διάθεσή τους 8.000 άνδρες (πεζούς και ιππείς), από τους οποίους οι 4.500 συγκροτούσαν τον τακτικό στρατό και οι 3.500 αποτελούσαν άτακτα σώματα. Ο Οσμάν αγάς, εκτός των πολυάριθμων ανδρών του, διέθετε και δυνάμεις Πυροβολικού. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 ο οθωμανικός στρατός επιτέθηκε στις ελληνικές οχυρώσεις στην Πέτρα. Οι δυνάμεις των Χατζηπέτρου, Σκουρτανιώτη και Στράτου δέχθηκαν τον κύριο όγκο των επιθέσεων, η καίρια όμως παρέμβαση των Δυοβουνιώτη και Κριεζώτη, σε συνδυασμό με τις ενέργειες του Σπυρομήλιου, οδήγησε τις οθωμανικές δυνάμεις σε υποχώρηση. Διαβλέποντας πως η διάβαση των ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’. Στη διάρκεια της ηγεμονίας του ξέσπασε η Επανάσταση του 1821. Γκραβούρα Lagoste et fils.

στενών θα ήταν αδύνατη δίχως να υπάρξουν σοβαρές απώλειες και έχοντας τη διαταγή να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη το συντομότερο δυνατόν χωρίς να υποστεί απώλειες, ο Οσμάν αγάς πήρε την απόφαση να συνθηκολογήσει με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ηταν η πρώτη φορά από ενάρξεως της Ελληνικής Επανάστασης που τουρκικές δυνάμεις συνθηκολογούσαν στο πεδίο της μάχης. Οι όροι τη συνθήκης προέβλεπαν απόσυρση όλων των οθωμανικών φρουρών νοτίως του Ζητουνίου, με εξαίρεση τη φρουρά των Αθηνών και του Καραμπαμπά (απέναντι από τη Χαλκίδα) και παράδοση όλων των Ελλήνων αιχμαλώτων. Οι Ελληνες από την πλευρά τους δεσμεύονταν να παρέχουν 87

ασφαλή διέλευση στον οθωμανικό στρατό έως το Ζητούνι. Η μάχη της Πέτρας υπήρξε η τελευταία μάχη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η αίσια έκβασή της ήταν σημαντική, καθώς χάρη σε αυτήν οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους Οθωμανούς από την Ανατολική Στερεά και, έχοντας ήδη απελευθερώσει τη Δυτική, μπόρεσαν να εντάξουν στο χάρτη των ελληνικών διεκδικήσεων την ένταξη ολόκληρης της Στερεάς Ελλάδας στον κορμό του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους. Δύο ημέρες μετά τη μάχη, στις

14 Σεπτεμβρίου 1829, υπογράφηκε η Συνθήκη της Αδριανούπολης με την οποία τερματίστηκε ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος.

Επίλογος Στη συνδιάσκεψη των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αγγλία αποφασίστηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1830 η υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Τα σύνορα του κράτους στην ηπειρωτική χώρα αποτελούσαν η Πελοπόννησος

Πίνακας με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου. 88

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

και η Στερεά Ελλάδα έως τη γραμμή που ορίζεται από τις εκβολές του ποταμού Ασπροποτάμου και φθάνει έως τις εκβολές του ποταμού Σπερχειού. Από τα νησιά στη νεοσύστατη Ελλάδα αποδόθηκαν αυτά του Αργοσαρωνικού, οι Κυκλάδες, η Εύβοια και οι Βόρειες Σποράδες. Η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (1821) και ολοκληρώθηκε με τη μάχη της Πέτρας (1829). Στο διάστημα των εννέα αυτών ετών οι Ελληνες κατάφεραν να αντιμετωπίσουν άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία αρχικά τις οθωμανικές και στη συνέχεια τις αιγυπτιακές δυνάμεις. Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας ήταν μακρόχρονος και κοπιώδης περνώντας από διάφορες εξελικτικές φάσεις. Μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες των Ελλήνων ήταν το γεγονός πως γρήγορα αντιλήφθηκαν πως η Επανάσταση, για να καταλήξει στη σύσταση ενός κράτους, χρειαζόταν ερείσματα στο διπλωματικό πεδίο. Η αναγωγή του ελληνικού ζητήματος σε ευρωπαϊκή υπόθεση και η συνακόλουθη έντεχνη όξυνση των διαφορετικών συμφερόντων και ανταγωνισμών των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή άσκησαν σημαντική επιρροή και ώθησαν τις εξελίξεις στην αίσια έκβαση του ελληνικού Αγώνα.

Βιβλιογραφία 1821 ο ξεσηκωμός του γένους, εκδ. National Geographic, Αθήνα 2009. Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1700 - 1923 (μτφρ. Α. Ξανθόπουλος), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989. Douglas Dakin, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία, 1821 - 1833, (μτφρ. Ρένα Σταυρίδη - Πατρικίου), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983. Finley John, Ιστορία της Ελληνικής ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο αρχηγός του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα Νικολά Ζοζέφ Μαιζόν. 89

Βιβλιογραφία Επαναστάσεως, τόμ. I - II, Αθήνα 1953.

επιμέλεια Γεώργιος Τερτσέτης, Αθήνα 1846.

Αδαμοπούλου Ντίνα - Πρασσά Αννίτα, Οι ιδρυτές της νεότερης Ελλάδας: Ανδρέας Μιαούλης, εκδ. Τα Νέα, Αθήνα 2009.

Παπαγεωργίου Στέφανος, Από το γένος στο έθνος, η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821-1862, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005.

Βυζάντιος Χρήστος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών ως συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός από του 1821 μέχρι του 1883, επιμέλεια Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, Αθήνα 1901.

Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμ. 20 (1821 - 1827) και τομ. 21 (1827 - 1847), εκδ. National Geographic Society 2009 - 2010.

Γαρδίκα Κ., Κεχριώτης Β., Λούκος Χ., Λυριντζής Χ. και Μαρωνίτης Ν., Η συγκρότηση του ελληνικού κράτους, Διεθνές πλαίσιο, εξουσία και πολιτική τον 19ο αιώνα, επιμ. Γαζή Εφη και Λιάκος Αντώνης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2008. Γιαννόπουλος Γιάννης, Οι ιδρυτές της νεότερης Ελλάδας: Αλέξανδρος & Δημήτριος Υψηλάντης, εκδ. Τα Νέα, Αθήνα 2009.

Τζάκης Διονύσης, Οι ιδρυτές της νεότερης Ελλάδας: Γεώργιος Καραϊσκάκης, εκδ. Τα Νέα, Αθήνα 2009. Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τίμ. I - IV, Αθήνα 1888. Ψιμούλη Βάσω, Οι ιδρυτές της νεότερης Ελλάδας: Μάρκος Μπότσαρης, εκδ. Τα Νέα, Αθήνα 2009.

Δεληγιάννης Κανέλλος, Απομνημονεύματα, εισαγωγή Γ. Τσουκαλάς, τόμ. I - III, Αθήνα 1957. Δημητρόπουλος Δημήτρης, Οι ιδρυτές της νεότερης Ελλάδας: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, εκδ. Τα Νέα, Αθήνα 2009. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 - 2000, τομ. 3, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003. Ιστορία των Ελλήνων, Η ελληνική επανάσταση 1821 - 1827, τόμ. 11 και Νεώτερος Ελληνισμός 1827 - 1862, τόμ. 12, εκδ. Δομή, Αθήνα 2005. Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821 - 1833), Αθήνα 1942. Κολοκοτρώνης Θεόδωρος, Διήγησις Συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 - 1836, 90

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Το καριοφίλι του ήρωα Αθανασίου Διάκου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

91

Η Ελλάς ευγνωμονούσα. Τμήμα καταλόγου των φιλελλήνων που έπεσαν για την ελευθερία της Ελλάδας (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης υπήρξαν οι δύο σπουδαιότερες στρατηγικές ιδιοφυΐες της Ελληνικής Επανάστασης.

94

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Κωνσταντίνος Λαγός Λέκτορας (Π.Δ. 407/80) Αεροπορικής Ιστορίας Σχολής Ικάρων

Οι «αυτοδίδακτοι στρατηγοί». Στρατιωτικές ιδιοφυΐες του Αγώνα: Κολοκοτρώνης και Καραϊσκάκης

Ξεχώρισαν μέσα στους πολλούς χάρη στη γενναιότητα και τις ηγετικές αρετές τους. Η αναγκαστική στρατολογία και το «φωτιά και τσεκούρι» που εφάρμοσε ο Γέρος του Μοριά. Η τακτική του κλεφτοπολέμου και τα στρατηγήματα στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά και τα Δερβενάκια. «Πεντακόσιους Ελληνες δεν μπορεί να τους διοικήσει ούτε ο Ουέλινγκτον». Ο απείθαρχος αρματολός των Αγράφων που μεταμορφώθηκε όταν κινδύνεψε να σβήσει η Επανάσταση. Οι παράτολμες μάχες του Καραϊσκάκη στην Ακρόπολη και ο θάνατος στο Φάληρο.

Σ

τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης χιλιάδες Ελληνες συμμετείχαν στις χερσαίες επιχειρήσεις υπό την ηγεσία άξιων οπλαρχηγών. Από τους τελευταίους ξεχώρισαν δύο: ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην ΠελοΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

πόννησο και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στη Στερεά Ελλάδα1. Πρόκειται για τους στρατιωτικούς ηγέτες που κέρδισαν τις μεγαλύτερες νίκες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμβάλλοντας έτσι στην επικράτηση της Επανάστασης. Δεν είχαν φοιτήσει σε στρατιωτική σχολή και έτσι ο τίτλος του «αυτοδίδακτου» στρατιωτικού είναι δόκιμος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν διέθεταν πολεμική εμπειρία πριν από την Επανάσταση. Τόσο ο Κολοκοτρώνης όσο και ο Καραϊσκάκης υπήρξαν καπεταναίοι κλεφτών - ο τελευταίος είχε διατελέσει και αρματολός. Εκτός από τον πόλεμο των ατάκτων (κλέφτες και αρματολοί), οι δύο αυτοί στρατιωτικοί ηγέτες της Επανάστασης ήταν εξοικειωμένοι με τις τακτικές των ευρωπαϊκών στρατών της εποχής τους. Ο Καραϊσκάκης την περίοδο 1826-1827, που συμπίπτει με το αποκορύφωμα της δράσης του, συνεργάστηκε με ελληνικές τακτικές δυνάμεις, αν και όχι πάντοτε με επιτυχημένο τρόπο. Ομως, σήμερα είναι σχεδόν άγνωστο το γεγονός ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε εφαρμόσει τακτικές και στρατηγικές «σύγχρονου» πολέμου ήδη στην αρχή της Επανάστασης. Αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην εδραίωσή της τα πρώτα δύο δύσκολα χρόνια. Ο Κολοκοτρώνης δεν είχε συνδρομή από το εξωτερικό, προσωπικό ή υλικοτεχνική υποδομή. Ωστόσο, διέθετε ένα μεγάλο πλεονέκτημα: είχε υπηρετήσει στον αγγλικό στρατό στα Επτάνησα, όπου έφθασε στο βαθμό του ταγματάρχη. Ετσι, είχε την ευκαιρία να διδαχθεί στην πράξη στρατηγική και πολεμικές τακτικές σε έναν από τους πιο σύγχρονους στρατούς της εποχής του, παίρνοντας πολύτιμα μαθήματα. Αυτά άρχισε να εφαρμόζει στην επαναστατημένη Πελοπόννησο από την άνοιξη του 18212.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ Ατυπος αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων Η δράση του Κολοκοτρώνη εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη διάρκεια της Επανάστασης χωρίζεται σε τρεις διακριτές φάσεις: 95

την εδραίωση της Επανάστασης, κυρίως με την κατάληψη της Τριπολιτσάς και άλλων πόλεων της Πελοποννήσου (1821-1822), την εξουδετέρωση του Δράμαλη (1822) και τον αγώνα για τη σωτηρία της Επανάστασης μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1825-1827). Μέσα από τα στρατιωτικά γεγονότα της Επανάστασης μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τη στρατηγική και τις τακτικές που εφάρμοσε ο πιο σημαντικός στρατιωτικός ηγέτης της. Μέχρι και τον Ιούλιο του 1822, ο Κολοκοτρώνης δεν ήταν επίσημα ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής των δυνάμεων της Πελοποννήσου, παρά μόνο αρχηγός του σώματος της Γορτυνίας. Τους πρώτους μήνες της Επανάστασης στην Πελοπόννησο υπήρχε σοβαρό ζήτημα όσον αφορά στη στρατιωτική ηγεσία των Ελλήνων. Τυπικά ο επικεφαλής των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος είχε διοριστεί από τη Φιλική Εταιρεία «γενικός επίτροπος της αρχής». Ομως, ο Αλέξανδρος βρισκόταν στη Μολδοβλαχία και πρακτικά ήταν αδύνατο να ηγηθεί

της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Ετσι, τον Ιούνιο του 1821 έφθασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης ως εκπρόσωπος του αδελφού του3. Θα έπρεπε να του παραχωρηθεί η διοίκηση των ελληνικών δυνάμεων και οι οπλαρχηγοί να τεθούν υπό τις διαταγές του. Ομως, με το ξέσπασμα της Επανάστασης στην Πελοπόννησο οι τοπικοί προύχοντες συγκρότησαν τη Μεσσηνιακή Γερουσία με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο ίδιος έφερε και τον τίτλο του αρχιστρατήγου ήδη από τις 26 Μαρτίου 1821, με τον οποίο και υπέγραψε άλλωστε την περίφημη διακήρυξη της Γερουσίας προς τις ευρωπαϊκές αυλές. Οι πρόκριτοι αρνήθηκαν να παραχωρήσουν την αρχηγία στον Δημήτριο Υψηλάντη. Προκειμένου να αποφευχθεί ο εμφύλιος και οι δύο διατήρησαν τελικά τον τίτλο του αρχιστρατήγου, κάτι που αναγνωρίστηκε και από τον Κολοκοτρώνη4. Ετσι, στην αρχή της Επανάστασης υπήρχαν δύο ανώτατοι «επίσημοι» διοικητές του Αγώνα στην Πελοπόννησο: ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και ο Δημήτριος Υψηλάντης. Υφιστάμενοί τους ήταν οι

Η σημαία και τα όπλα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα). 96

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

οπλαρχηγοί, οι οποίοι ήταν επικεφαλής διάφορων σωμάτων που είχαν συγκροτηθεί με καθαρά γεωγραφικά κριτήρια. Οι οπλαρχηγοί αυτοί ήταν συνήθως πρόκριτοι που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στην περιοχή ή παλαιοί κλέφτες (και αρματολοί). Σε αυτούς συγκαταλεγόταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος στην έναρξη της Επανάστασης είχε υπό τη διοίκησή του λίγους άνδρες από τον τόπο καταγωγής του. Προκειμένου να ενισχύσει το σώμα αυτό, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τού έδωσε ένα σώμα Μανιατών. Παρά το γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης δεν διοικούσε κάποιο μεγάλο στρατιωτικό σώμα, ήδη από την αρχή του Αγώνα ξεχώρισε από τους άλλους οπλαρχηγούς λόγω των πρωτοβουλιών που έπαιρνε και το ρόλο του ως συντονιστή των οπλαρχηγών για τη γενική στρατηγική τους εναντίον των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Βέβαια, δεν ήταν ένας τυχαίος πολεμιστής αφού τον ακολουθούσε η φήμη από την οικογένεια και την ιστορία του. Ομως, ο ηγετικός ρόλος του Κολοκοτρώνη ήταν απόρροια της ακτινοβολίας της προσωπικότητάς του, της στρατιωτικής του ιδιοφυΐας, αλλά κυρίως γιατί είχε ξεκάθαρο σχέδιο για την επιτυχία του Αγώνα το οποίο εφάρμοζε σταδιακά ήδη από τον Μάρτιο του 1821.

Ο Κολοκοτρώνης και η εδραίωση της Ελληνικής Επανάστασης Η έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο αιφνιδίασε τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να περάσει γρήγορα στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων ένα μεγάλο μέρος της ενδοχώρας. Σε αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και κλείστηκαν στις πόλεις που διέθεταν ισχυρές οχυρώσεις, όπως ήταν οι Τριπολιτσά, Πάτρα, Ναύπλιο, Κόρινθος, Μεθώνη, Κορώνη, Μονεμβασιά κ.ά. Ομως, ο Κολοκοτρώνης γνώριζε ότι η Τριπολιτσά, το κέντρο της οθωμανικής διοίκησης, έπρεπε να αποτελέσει το μεγάλο στόχο των Ελλήνων. Οσο η πόλη αυτή βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων, η Επανάσταση δεν μπορούσε να εδραιωθεί καθώς οι ΟθωμαΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Θ. Κολοκοτρώνης σε επιζωγραφισμένη λιθογραφία του Adam Friedel (1830).

νοί είχαν τη δυνατότητα να στέλνουν ενισχύσεις στην Τριπολιτσά και από εκεί να επιτίθενται στους Ελληνες σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Η Τριπολιτσά βρίσκεται στην ενδοχώρα, μακριά από ακτή, και έτσι δεν μπορούσε να αποκλειστεί από τη θάλασσα, όπως συνέβαινε με άλλες μεγάλες πελοποννησιακές πόλεις που πολιορκούνταν από τους Ελληνες ήδη από την άνοιξη του 1821. Στη διάρκεια των πρώτων ημερών της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης πολιορκούσε το κάστρο της Καρύταινας μαζί με άλλους οπλαρχηγούς. Οπως μας πληροφορεί ο Φωτάκος -πρώτος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη-, σε ένα συμβούλιο των οπλαρχηγών στο τέλος του Μαρτίου 1821 ο Κολοκοτρώνης τούς είπε «να βαστούν τους Τούρκους μέσα εις το φρούριον κλεισμένους και να διαπραγματεύονται την παράδοσιν, διότι είμεθα κοντά έως 5.000 στρατιώται, οι δε λοιποί να υπάγουν να 97

πιάσουν το Καλογεροβούνι, του Δούκα την Σίκαλι και την Λαγκάδα (εις αυτάς τας θέσεις ήταν δρόμοι, από τους οποίους ήθελον περάσει οι Τούρκοι διά Τριπολιτσάν)»5. Στο κείμενο αυτό γίνεται μία πρώτη αναφορά στην τακτική του Κολοκοτρώνη εναντίον των οχυρωμένων πόλεων και των φρουρίων όπου είχαν οχυρωθεί οι Τούρκοι στην αρχή της Επανάστασης. Η τακτική αυτή προέβλεπε τον αποκλεισμό και τη διαπραγμάτευση με τους πολιορκημένους και εφαρμόστηκε με επιτυχία λίγους μήνες αργότερα στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και στη συνέχεια στην Κόρινθο και το Ναύπλιο. Οι Ελληνες έπρεπε να φτιάξουν στρατόπεδα κοντά στην Τριπολιτσά προκειμένου να την αποκλείσουν και να επιχειρούν από αυτά εναντίον της. Ο Κολοκοτρώνης με επιστολές του κάλεσε τους

οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου να αποστείλουν δυνάμεις γι’ αυτόν το σκοπό. Ομως, όλες οι απόπειρες των Ελλήνων να οργανώσουν στρατόπεδα εναντίον της Τριπολιτσάς απέτυχαν παταγωδώς, καθώς οι Τούρκοι έστελναν μέσα από την πόλη ιππείς που έτρεπαν σε άτακτη φυγή τους Ελληνες. Μάλιστα, σε μία τέτοια επιχείρηση ο Κολοκοτρώνης κινδύνεψε να συλληφθεί ή ακόμη και να σκοτωθεί από τους Τούρκους, αφού οι άνδρες του τον παράτησαν μόνο του. Τουλάχιστον τρεις φορές οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου προσπάθησαν και ισάριθμες φορές απέτυχαν να ξεκινήσουν τον αποκλεισμό της Τριπολιτσάς. Ετσι, επέστρεψαν απογοητευμένοι στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, όπου διεξήγαγαν επιχειρήσεις τοπικού χαρακτήρα εναντίον των Τούρκων. Οι αποτυχίες αυτές κατέδειξαν ότι οι Ελληνες δεν διέθεταν πολεμική

Ο Θ. Κολοκοτρώνης ορκίζει το γιο του Γενναίο. Πίνακας του Διονυσίου Τσόκου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 98

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

εμπειρία ώστε να κατορθώσουν να αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης τους Τούρκους και ότι ήταν πολύ λίγοι αριθμητικά για να αποκλείσουν την Τριπολιτσά. Επιπλέον, ο Χουρσίτ πασάς, ο Οθωμανός διοικητής της Πελοποννήσου που πολεμούσε τότε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού, αναμενόταν να ενισχύσει τη φρουρά της Τριπολιτσάς με σημαντικές δυνάμεις που θα κατέφθαναν σύντομα στην Πελοπόννησο. Την ίδια στιγμή, οι Ελληνες έφευγαν πανικόβλητοι μπροστά στη θέα μερικών μονάχα Τούρκων που έβγαιναν από τα τείχη της Τριπολιτσάς. Η Επανάσταση έδειχνε να σβήνει στην Πελοπόννησο σε λιγότερο από ένα μήνα αφότου ξεκίνησε. Ο Κολοκοτρώνης κάλεσε τους οπλαρχηγούς σε

νέα σύναξη, αυτή τη φορά στο χωριό Πάπαρη, και εκεί αποφασίστηκε ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει πάση θυσία ο αποκλεισμός της Τριπολιτσάς. Τα ελληνικά στρατόπεδα θα γίνονταν στο Χρυσοβίτσι, στο Διάσελον και το Βαλτέτσι. Το πιο σημαντικό στρατόπεδο ήταν αυτό στο Βαλτέτσι. Εκεί το περιβάλλον ευνοούσε την άμυνα επειδή είχε τέσσερις λόφους με απότομες πλαγιές. Η μόνη δίοδος που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο εχθρός για να φθάσει στα ελληνικά ταμπούρια θα περνούσε μέσα από τα διασταυρούμενα πυρά των αμυνομένων. Εκτός όμως από το θέμα των στρατοπέδων, τον Κολοκοτρώνη απασχολούσε το σοβαρό πρόβλημα του μικρού αριθμού των επαναστατών στην αρχή του Αγώνα, λόγω των λιποταξιών ή και της άρνησης στράτευσης. Ετσι, αμέσως μετά τη σύσκεψη στο χωριό Πάπαρη πήρε ένα δραστικό μέτρο για

Από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης πολιόρκησε το Κάστρο της Καρύταινας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

99

να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό: σύμφωνα με τον Φωτάκο, διέταξε το γιο του, Πάνο, να πάει στα χωριά της Καρύταινας -που βρίσκονταν στην αρμοδιότητά του και από τα οποία στρατολογούσε άνδρες για το σώμα του- και να στρατολογήσει όσους περισσότερους μπορούσε. Η στρατολόγηση αυτή δεν θα ήταν σε εθελοντική βάση: εάν τυχόν κάποιος αρνιόταν να στρατευτεί, ο Πάνος είχε διαταγή να τον σκοτώσει, να του κάψει το σπίτι και να του δημεύσει την περιουσία6. Η τακτική αυτή του Κολοκοτρώνη εξομοίωνε όσους Ελληνες αρνούνταν να πάρουν το μέρος της Επανάστασης με τους προδότες-συνεργάτες των Τούρκων. Δείχνει όμως ξεκάθαρα την αποφασιστικότητά του και στην ουσία είναι η πρώτη αναφορά της

γνωστής τακτικής του «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, εφαρμόστηκε σε μαζική κλίμακα εναντίον των Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τον Ιμπραήμ μεταξύ 1825-18277. Για τον Κολοκοτρώνη όμως ήδη από το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 δεν υπήρχαν «ουδέτεροι» Ελληνες. Αυτοί με την πρώτη αναποδιά της Επανάστασης δεν το είχαν σε τίποτα να τα βρουν με τους Τούρκους και να επιστρέψει όλο το Γένος πάλι στη δουλεία. Στα τέλη Απριλίου 1821 έφθασε στην Πελοπόννησο σώμα 3.500 Τουρκαλβανών με επικεφαλής τον Κεχαγιάμπεη (Μουσταφά μπέη), που ο Χουρσίτ πασάς έστειλε για να βοηθήσει την τουρκική φρου-

«Ο Κολοκοτρώνης έφιππος με συνοδεία στρατού». Πίνακας του Νικολάου Βερβέρη (Συλλογή Κουτλίδη, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα). 100

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ρά στην Τριπολιτσά. Ο Κεχαγιάμπεης έλυσε τις πολιορκίες του Ακροκορίνθου και του Αργους από τους Ελληνες και μπήκε θριαμβευτής μέσα στην Τριπολιτσά. Η άφιξη του Κεχαγιάμπεη ενίσχυσε σημαντικά την άμυνα των Τούρκων και έριξε το ηθικό των Ελλήνων. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Κεχαγιάμπεης επιχείρησε εναντίον των ελληνικών στρατοπέδων γύρω από την Τριπολιτσά. Το Βαλτέτσι δέχτηκε σφοδρή επίθεση του μεγαλύτερου τμήματος του στρατεύματος του Κεχαγιάμπεη, το οποίο κατόρθωσε να καταλάβει μέρος του στρατοπέδου. Ομως, οι Ελληνες υπερασπιστές που βρίσκονταν στο βόρειο τμήμα του ενισχύθηκαν από δυνάμεις του Πλαπούτα, που κατέφθασαν από τα στρατόπεδα στο Χρυσοβίτσι και την Πιάνα και χτύπησαν τους Τούρκους από τα νότια αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν πίσω στην Τριπολιτσά. Η επιχείρηση του Πλαπούτα έδειξε τη σωστή διαχείριση των εφεδρειών στη διάρκεια μιας μάχης, κάτι που προβλεπόταν στο στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη για την αντιμετώπιση των τουρκικών επιθέσεων. Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι δεν κατέλαβαν το στρατόπεδο του Βαλτετσίου, φάνηκε η μεγάλη ισχύς των δυνάμεων του Κεχαγιάμπεη. Οι Ελληνες συνειδητοποίησαν ότι ήταν ζήτημα χρόνου να χτυπήσουν οι Τούρκοι ξανά το Βαλτέτσι και αυτή τη φορά να το καταλάβουν. Ετσι, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους στο στρατόπεδο όπως είχαν κάνει σε παρόμοιες καταστάσεις αρκετές φορές κατά τον προηγούμενο μήνα. Μάλιστα, ήταν τέτοια η απογοήτευση, καθώς και η πτώση του ηθικού τους, που μετά τη μάχη άφησαν άταφα τα κομματιασμένα πτώματα των πεσόντων συμπολεμιστών τους. Μόνος του ο Κολοκοτρώνης άρχισε να συγκεντρώνει τα ανθρώπινα μέλη για να τα θάψει, μέχρι που οι άνδρες του φιλοτιμήθηκαν και έσπευσαν να τον βοηθήσουν: «Αφού εγλυτώσαμεν από τον πόλεμον και επεστρέψαμεν εις το χωριό Βαλτέτσι ηύραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζυγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Εκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους. Ο δε Κολοκοτρώνης διά να μας ενθαρρύνη εμάζωνε τα κομμάτια του καθενός…»8. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Πλαπούτας στη μάχη. Η συμβολή των εφεδρειών του ήταν καθοριστική στη μάχη του Βαλτετσίου. Λιθογραφία του Peter von Hess.

Η αποχώρηση των Ελλήνων από το Βαλτέτσι σήμαινε ότι υπήρχε άμεσος ο κίνδυνος να σταματήσει ο αποκλεισμός της Τριπολιτσάς. Στο κρίσιμο εκείνο σημείο έλαβε χώρα ένα γεγονός που είχε άμεσα θετικές συνέπειες για την Επανάσταση. Στις 28 Απριλίου 1821 ο Κανέλλος Δεληγιάννης έθεσε όλους τους άνδρες του, 3.500 περίπου, υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη, ο οποίος πήρε τον τίτλο του «αρχιστρατήγου Καρύταινης». Ο διορισμός του Κολοκοτρώνη τού έδωσε την εξουσία σε ένα από τα πιο σημαντικά τμήματα του ελληνικού στρατεύματος. Οπως επισημαίνει και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του, η 101

εξουσία αυτή τού έλυσε τα χέρια για να αντιμετωπίσει μερικά από τα σοβαρότερα προβλήματα του στρατεύματος, με πιο επείγουσα την αντιμετώπιση της λιποταξίας σε ολόκληρη την περιφέρεια της Γορτυνίας: «Είχα εκτελεστική δύναμιν εις την επαρχία, και όποιος έφευγε από το στρατόπεδο τον έπιαναν, τον έδεναν και τον έστελναν οπίσω, του έκαιγαν το σπίτι»9. Ο Δεληγιάννης ανέλαβε ως έφορος τη φροντίδα για τον ανεφοδιασμό και την επιμελητεία του στρατεύματος10. Παρά τις διαφωνίες του με τον Δεληγιάννη, ο Κολοκοτρώνης αναγνωρίζει ότι οι Ελληνες είχαν καλή επιμελητεία: «Οι Ελληνες μόνοι των άλεθαν, εζύμωναν, έψηναν το ψωμί και το έφερναν με τα ζώα των εις το Στρατόπεδο10. Είχαμε φούρνο εθνικόν εις την Πιάνα, Αλωνίσταινα, Βυτίνα, Μαγούλιανα, Δημητσάνα, Στεμνίτσα. Πρόβατα μας έφερναν πότε από τα 30, πότε από τα 40, από τα 50 ένα και τα έδιδαν με ευχαρίστησί τους, μπαρούτι μάς έδινε η Δημητσάνα, του μπαρουτιού την υπόθεσι την είχαν πάρει επάνω τους τα αδέλφια Σπηλιωτόπουλοι, οι Σπετσιώτες και οι Υδραίοι μάς έστελναν και πολεμοφόδια και πετζιά για τζαρούχια»11. Ο Κολοκοτρώνης ειδοποίησε για άλλη μία φορά με επιστολές τους οπλαρχηγούς να συναχθούν στο Βαλτέτσι και να ανασυστήσουν και πάλι το ελληνικό στρατόπεδο. Ο ίδιος υπέδειξε τα σημεία στα οποία θα κατασκευάζονταν τα ταμπούρια των υπερασπιστών με γνώμονα τις θέσεις που είχαν δεχτεί τα ισχυρότερα χτυπήματα των Τούρκων στη διάρκεια της μάχης12. Επιπλέον, τα οχυρωματικά αυτά έργα κατασκευάστηκαν με τέτοιον τρόπο ώστε οι επιτιθέμενοι να βρεθούν ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Ο Κολοκοτρώνης ενίσχυσε τη φρουρά στο Βαλτέτσι με επιπλέον άνδρες από τη Γορτυνία και έτσι ο αποκλεισμός της Τριπολιτσάς ξεκίνησε και πάλι. Προκειμένου να υπάρξει καλύτερη επικοινωνία μεταξύ των στρατοπέδων ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε παρατηρητές σε διάφορα ορεινά σημεία γύρω από την Τριπολιτσά που με το άναμμα ενός προκαθορισμένου αριθμού φωτιών θα ειδοποιούσαν για την κατεύθυνση που θα στρεφόταν το στράτευμα του Κεχαγιάμπεη, όταν θα έβγαινε από την Τριπολιτσά. Ετσι, οι Ελληνες θα βρίσκονταν διασπαρμένοι σε διάφορα στρατό102

πεδα, θα μπορούσαν να μεταβούν εκεί όπου θα χτυπούσε και να ενισχύσουν τους συμπολεμιστές τους. Ο Κολοκοτρώνης εκτιμούσε ότι ο στόχος των Τούρκων θα ήταν και πάλι το Βαλτέτσι. Ομως, έπρεπε να ήταν σε θέση να επιβλέπει ταυτόχρονα όλα τα στρατόπεδα και να έχει συνολική εικόνα του πολέμου: «Εγώ εκοιμόμουν εις το Βαλτέτσι, εγευμάτιζα εις την Πιάνα και εδείπναγα εις το Χρυσοβίτσι και επεριφερόμουν ’ς τα τρία ορδιά (στρατόπεδα) και έντεσα εκείνη την ημέρα να είμαι εις το Χρυσοβίτσι»13. Εκτός από τη γενικότερη στρατηγική κατά του Κεχαγιάμπεη, ο Κολοκοτρώνης είχε ζητήσει από τους Ελληνες που πολεμούσαν τους Τούρκους να εφαρμόσουν συγκεκριμένες τακτικές μόλις θα ξεκινούσε η μάχη. Θα τους πυροβολούσαν μόνο όταν θα έφθαναν πολύ κοντά τους. Στη διάρκεια των προηγούμενων μαχών οι Ελληνες είχαν ενεργήσει αυθόρμητα και είχαν κάνει ακριβώς το αντίθετο: είχαν πυροβολήσει πριν ακόμη οι Τούρκοι μπουν στο πεδίο των ελληνικών όπλων. Επιπλέον, ο Κολοκοτρώνης είχε κανονίσει μέσα στα ταμπούρια στο Βαλτέτσι να βρίσκονται οι καλύτεροι Ελληνες σκοπευτές και να πυροβολούν κυρίως τους Τούρκους σημαιοφόρους και αγγελιαφόρους, κάτι που θα προκαλούσε σύγχυση στους επιτιθέμενους (κάτι που πράγματι έγινε και συνέβαλε αποφασιστικά στην ελληνική νίκη). Πράγματι, ο Κεχαγιάμπεης επιτέθηκε στο χωριό Βαλτέτσι όπως ανέμενε ο Κολοκοτρώνης. Είχε χωρίσει το στράτευμά του σε δύο τμήματα προκειμένου να περικυκλώσει τους Ελληνες, κάτι που ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε έγκαιρα και έλαβε τα μέτρα του. Η μάχη που επακολούθησε υπήρξε η πρώτη σημαντική στην Πελοπόννησο στη διάρκεια της Επανάστασης. Ξεκίνησε τα ξημερώματα της 12ης Μαΐου 1821 και διήρκεσε όλη την ημέρα. Την επομένη, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν με σφοδρότητα για άλλες τέσσερις ώρες μπροστά από τα ελληνικά ταμπούρια και έληξαν με περιφανή νίκη των Ελλήνων14. Στη -δεύτερη- μάχη στο Βαλτέτσι διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι Μανιάτες υπό τους Κωνσταντίνο και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Ενώ η μάχη δεν είχε ακόμη κριθεί, ο Κολοκοτρώνης ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Οθωμανός διοικητής της Πελοποννήσου Χουρσίτ πασάς. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία του Adam Friedel (1829).

Πορτρέτο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη από τον Karl Krazeisen.

Φωτογραφική λήψη από ένα από τα ταμπούρια του Κολοκοτρώνη στα Τρίκορφα, όπως διατηρείται σήμερα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

103

Ο Γέρος του Μοριά διέθετε το ταλέντο της πειθούς και τη δυνατότητα να εμψυχώνει τα παλικάρια του. «Ο Κολοκοτρώνης με τη συνοδεία του». Από το Λεύκωμα του Peytier. 104

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

έφθασε στο Βαλτέτσι μαζί με τον Πλαπούτα και σημαντική δύναμη που ενίσχυσε τους υπερασπιστές. Ο Γέρος του Μοριά βρήκε τότε την ευκαιρία να εφαρμόσει ένα από τα γνωστά του τεχνάσματα: ανέβηκε στο λόφο δίπλα στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα -ενός από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της μάχης- και φώναξε με τη βροντώδη του φωνή: «Ερχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000 άνδρες, έρχεται ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες και είναι στο δρόμο εφοδιοπομπές». Επρόκειτο για ανακριβείς πληροφορίες που όμως έκαναν τους Ελληνες μαχητές να αναθαρρήσουν. Λίγες ημέρες μετά την ήττα τους στο Βαλτέτσι, οι Τούρκοι βγήκαν και πάλι από την Τριπολιτσά για να χτυπήσουν το ελληνικό στρατόπεδο στα Δολιανά. Ωστόσο, ηττήθηκαν από τους Ελληνες στα Βέρβενα. Μετά τη νίκη στο Βαλτέτσι ο Κολοκοτρώνης μετέφερε το στρατόπεδο από το Χρυσοβίτσι και την Πιάνα στη Ζαράκοβα. Επίσης, έφτιαξε ταμπούρια στα Τρίκορφα, τα οποία υπήρξαν βασικό κέντρο επιχειρήσεων των Ελλήνων εναντίον της Τριπολιτσάς. Η μεταφορά των στρατοπέδων σε σημεία εγγύτερα στην Τριπολιτσά έκανε ακόμη πιο ασφυκτικό τον κλοιό γύρω από την πόλη. Μέχρι και τον Αύγουστο του 1821 οι Τούρκοι απέφευγαν να πραγματοποιήσουν ξανά έξοδο με όλο το στράτευμά τους από την Τριπολιτσά για να αναγκάσουν τους Ελληνες να λύσουν την πολιορκία της πόλης. Ομως, καθώς οι Ελληνες βρίσκονταν πια σε κοντινή απόσταση από τα τείχη της πόλης, οι Τούρκοι έβγαιναν σε μικρές ομάδες και επιτίθεντο αιφνιδιαστικά στους πολιορκητές σκοτώνοντας μικρό αριθμό τους. Στο πλαίσιο αυτών των αντεπιθέσεων, οι Τούρκοι έφερναν πίσω στην Τριπολιτσά τρόφιμα για τους λιμοκτονούντες κατοίκους της. Ο Κολοκοτρώνης, αναμένοντας ότι οι Τούρκοι θα εξέρχονταν από την Τριπολιτσά για να πάνε στην Κόρινθο, εφάρμοσε μία ευφυή τεχνική προκειμένου να αντιμετωπίσουν οι Ελληνες τους αντιπάλους ιππείς. Διέταξε να ανοιχθεί μία μεγάλη τάφρος, βάθους ενός και πλάτους δύο μέτρων, στην περιοχή του Μύτικα, που ήταν ένα στενό σημείο στο δρόμο βόρεια της Τριπολιτσάς που είχε κατεύθυνση την Κόρινθο15. Η μεγάλη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Αναγνωσταράς στο Βαλτέτσι. Σύνθεση του Peter von Hess.

αυτή τάφρος ανοίχτηκε μεταξύ του λόφου του χωριού Λουκά, όπου είχε οχυρωθεί ο οπλαρχηγός Δαγρές με τους άνδρες του, και του χωριού Μπεντένι και είχε μήκος περίπου 700 μέτρα. Την εποχή εκείνη η τάφρος λεγόταν γράνα -μεσαιωνική ελληνική λέξη- και έτσι έμειναν στην Ιστορία το έργο αυτό και η μάχη που διεξήχθη εκεί μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Πράγματι, στις 10 Αυγούστου 1821 ένα μεγάλο σώμα Τούρκων ιππέων και πεζών εξήλθε από την Τριπολιτσά με επικεφαλής τον Κεχαγιάμπεη και κατεύθυνση προς τον Λουκά και όχι στην Κόρινθο. Δηλαδή, καθώς έβγαιναν από την Τριπολιτσά δεν θα έβρισκαν στην πορεία τους τη γράνα, αυτό όμως θα γινόταν στην επιστροφή τους. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε τότε τους άνδρες του να μπουν στη γράνα και να περιμένουν τους Τούρκους. Στον Λουκά, 105

τους 300 ιππείς και πίσω τους από τους 1.000 ιππείς που προσπαθούσαν να περάσουν μέσα από τη γράνα16. Εκεί για άλλη μία φορά η σχεδόν βέβαιη ήττα των Ελλήνων μετετράπη σε νίκη χάρη σε μία τακτική που εφάρμοσε ο Κολοκοτρώνης. Ο Γέρος φώναξε στους άνδρες του να πολεμήσουν «πλάτη με πλάτη», δηλαδή ο ένας ακουμπώντας στην πλάτη του άλλου. Ετσι, οι Ελληνες μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα και τις δύο απειλές, εφαρμόζοντας το λεγόμενο «δίζυγον πυρ»17. Επρόκειτο για τακτική που μπορούσε να εκτελέσει ένας καλά εκπαιδευμένος τακτικός στρατός, την οποία όμως εφάρμοσαν με άψογο τρόπο οι άτακτοι του Κολοκοτρώνη. Με τον τρόπο αυτό οι Ελληνες καθήλωσαν τους Τούρκους εκατέρωθεν της γράνας και ο Κεχαγιάμπεης, φοβούμενος ότι θα μπορούσαν να επιτεθούν στην ανυπεράσπιστη Τριπολιτσά, διέταξε τους άνδρες του να περάσουν κακήν κακώς μέσα στη γράνα, όπου πολλοί σκοτώθηκαν με λίγες μάλιστα απώλειες για τους Ελληνες. Οι Τούρκοι, τρομοκρατημένοι από την ήττα αυτή, δεν επεχείρησαν άλλη έξοδο μέχρι και τον Σεπτέμβριο, οπότε και κυριεύθηκε η Τριπολιτσά από τους Ελληνες. Σύμφωνα με τον Κολοκοτρώνη, μετά τη μάχη της Γράνας «οι Τούρκοι πλέον δεν εβγήκαν από τα τείχη της Τριπολιτσάς, ήτον η ύστερή τους φορά»18. Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1858) των Απομνημονευμάτων του Φωτάκου που αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για τις τακτικές του Γέρου του Μοριά.

οι Τούρκοι προέβησαν σε λαφυραγωγίες και με τα φορτωμένα εφόδια υποζύγιά τους ξεκίνησαν να επιστρέφουν στην Τριπολιτσά με κατεύθυνση τη γράνα. Οταν έφθασαν εκεί, αντιλήφθηκαν την παρουσία των Ελλήνων. Μη έχοντας άλλο δρόμο προσπάθησαν να περάσουν μέσα από εκεί. Στην αρχή πέρασαν 300 Τούρκοι ιππείς, οι οποίοι δεν είχαν απώλειες, γιατί οι Ελληνες δεν είχαν προλάβει να καλύψουν όλες τις θέσεις μέσα στη γράνα. Περίπου 1.000 ιππείς και ο Κεχαγιάμπεης παρέμεναν στην άλλη πλευρά της γράνας, κάτι που δυσκόλεψε πολύ τους Ελληνες υπερασπιστές της, αφού δέχονταν πυροβολισμούς από μπροστά από 106

Στη διάρκεια των μαχών στο Βαλτέτσι και τη Γράνα, ο Κολοκοτρώνης εφάρμοσε συγκεκριμένες τακτικές, που είχαν ως αποτέλεσμα να ηττηθούν οι υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, γεγονός που τελικά οδήγησε στην πτώση της Τριπολιτσάς. Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμα του Κολοκοτρώνη ήταν ότι κατάφερε να επιβάλει πειθαρχία σε ένα άτακτο στράτευμα, όπως ήταν το ελληνικό στην αρχή της Επανάστασης. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σημαντικό επίτευγμα, που ο Γέρος του Μοριά απέδωσε στην καθαρά προσωπική επικοινωνία που είχε με τους άνδρες του: «Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διότι έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε ημέρα και πάλιν να έρχωνται, να βαστάη ένα στρατόπεδον με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια, να του λείπουν και ζωοτροφίαις19 και πολεμοφόδια, και να μην ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ακούν και να φωνάζη ο αρχηγός... κάθε Ελληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμη κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζη, άλλον να κολακεύη, κατά τους ανθρώπους». Ο βιογράφος του, Γεώργιος Τερτσέτης, καταγράφει ότι ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε ότι η επιρροή του στους κατοίκους της Πελοποννήσου οφείλετο στο όνομα της οικογένειάς του, στην περιβόητη δράση του ως Κλέφτη και στο γεγονός ότι «εγνώριζε και ωμιλούσε εις τους εντοπίους την γλώσσαν των». Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης διέθετε το ταλέντο της πειθούς και υπάρχουν πολλά γνωστά παραδείγματα που με τις ομιλίες του εμψύχωνε τους άνδρες του πριν από μία κρίσιμη μάχη. Ομως, η συγκρότηση του άριστου στρατεύματος υπό τις διαταγές του οφείλετο και σε άλλες πιο πρακτικές παραμέτρους. Σύμφωνα με τον Φωτάκο: «Ο Κολοκοτρώνης εις Χρυσοβίτσι είχε συνήθειαν κάθε δύο ημέρας να κατεβάζη τους στρατιώτας κάτω εις τον κάμπον, να βάλλη τους υπασπιστάς του να τους μετρούν, να τους ομιλή και να τους λέγη να κάμουν ανά δύο δύο διάφορα κινήματα με τα τουφέκια τους και πώς να φέρωνται, να τους εμψυχώνη, να τους κάμη να γνωρίζωνται και να αγαπώνται και να πονούνται αναμεταξύ των, όταν έβλεπεν ο ένας τον άλλον, μάλιστα έσταιναν καθώς οι τακτικοί τα τουφέκια τους όλα μαζί (πυραμίδες), έπαιζαν, ωμιλούσαν, έρριχναν το λιθάρι, εχόρευαν, επήδαγαν, και έπειτα με μίαν φωνή τους επανέφερε πάλιν εις τα άρματα».20 Ο πρώτος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη συνεχίζει την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή αναφορά, επισημαίνοντας ότι ο Γέρος του Μοριά εξέδιδε ημερήσιες διαταγές προς τους άνδρες του και συχνά τους συμβούλευε όταν ήταν στην παράταξη21. Ενα βράδυ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης συνέλαβε τους σκοπούς του στρατοπέδου να κοιμούνται. Αμέσως κάλεσε όλους τους άνδρες του στο μέρος όπου γίνονταν οι αναφορές και τους διέταξε να παραταχθούν σε τετράγωνο (παράταξη τακτικού στρατού). Στο μέσον έβαλε τους στρατιώτες που κοιμούνταν στις σκοπιές. Ο Κολοκοτρώνης ανέλυσε τον κίνδυνο που δημιουργείται για ολόκληρο το στράτευμα εάν τυχόν αποκοιμηθούν οι σκοποί. Καθώς οι περισσότεροι ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Εκτός από την εμπέδωση της πειθαρχίας, ο Κολοκοτρώνης επιδίωκε την ενασχόληση των ανδρών του με το «λιθάρι» και το χορό. Σύνθεση του Peter von Hess.

στρατιώτες του ήταν τσοπάνοι, τους ρώτησε τι κάνουν τους σκύλους τους που δεν φυλάνε τα πρόβατα και αφήνουν τους λύκους να τα φάνε. «Τους σκοτώνουμε και παίρνουμε καλύτερους», απάντησαν. Με το παράδειγμα αυτό οι άνδρες του Κολοκοτρώνη αντελήφθησαν γιατί θα έπρεπε να εκτελεστούν οι σκοποί που κοιμούνταν εν ώρα υπηρεσίας. Ομως, ο Γέρος τούς συγχώρεσε και η τιμωρία τους ήταν να περάσουν όλοι οι στρατιώτες από μπροστά τους και να τους φτύσουν κατάμουτρα. Εκείνο το βράδυ ολόκληρο το στράτευμα πήρε το μήνυμα: δεν γνωρίζουμε καμία άλλη περίπτωση στη διάρκεια της Επανάστασης 107

τρώνη) είχε τον ιδιαίτερον οργανισμόν, τους καπεταναίους του, τους ιατρούς, τους φροντιστάς, τον σημαιοφόρον, τους ιερείς, τους σαλπιγκτάς και τυμπανιστάς του στρατού, τους υπασπιστάς, τους γραμματείς, τους καπεταναίους, οι οποίοι επακολουθούσαν τον αρχηγόν εις τον πόλεμον ως σωματοφύλακες κ.λπ.»22. Αξίζει να επισημάνουμε ότι στο στράτευμα του Κολοκοτρώνη υπήρχε και μία επίλεκτη μονάδα αποτελούμενη από 200 από τους γενναιότερους στρατιώτες του -όλοι από την Καρύταινα-γνωστή ως σωματοφυλακή του αρχηγού, οι άνδρες της οποίας ρίχνονταν πρώτοι στη μάχη. Επίσης, ο Κολοκοτρώνης είχε πάρει μέτρα και για την εσωτερική ασφάλεια των στρατοπέδων, αναθέτοντας σε στρατιώτες (ο Φωτάκος αποκαλεί τους άνδρες αυτούς αστυνομία) να συλλαμβάνουν λιποτάκτες και κατασκόπους!

Ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του Ουέλινγκτον, αμφέβαλλε αν ο Αγγλος στρατάρχης θα μπορούσε να διοικήσει «500 Ελληνας». Πορτρέτο του θριαμβευτή του Βατερλώ.

να συνελήφθη άνδρας του Κολοκοτρώνη να κοιμάται ενώ εκτελούσε χρέη σκοπού. Ολα τα παραπάνω στοιχεία -παράταξη στρατιωτών υπό των ομαδαρχών τους, αναφορά, ημερήσια διαταγή διοικητή, τιμωρίες, ασκήσεις κ.λπ.- δείχνουν ότι ο Κολοκοτρώνης είχε επιβάλει στους άνδρες του τους αυστηρούς κανόνες και την πειθαρχία ενός τακτικού στρατού. Μέσα στη φωτιά του Επανάστασης που μόλις είχε ξεσπάσει, γνώριζε καλά ότι δεν θα ήταν δυνατό να εκπαιδευτούν οι Ελληνες ως τακτικοί στρατιώτες, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να αρχίσουν να συνηθίζουν να λειτουργούν ως ένας σύγχρονος στρατός εκείνης της εποχής. Ετσι εξηγείται και η οργάνωση του στρατεύματός του, που, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Φωτάκος, δεν διέφερε απ’ αυτήν ενός τακτικού στρατού: «(το σώμα του Κολοκο108

Οι καινοτομίες που εφάρμοζε ο Κολοκοτρώνης στο στράτευμά του ήταν απόρροια της εμπειρίας που είχε αποκτήσει στα Επτάνησα, μεταξύ 1809 και 1817, όταν υπηρέτησε ως αξιωματικός του αγγλικού στρατού -στο «Ελληνικό Ελαφρό Πεζικό του Δούκα της Υόρκης»-, φθάνοντας μάλιστα στο βαθμό του ταγματάρχη23. Ο Κολοκοτρώνης θα προτιμούσε στη διάρκεια της Επανάστασης να είχε υπό τη διοίκησή του ελληνικά τακτικά στρατεύματα, κάτι όμως που δεν μπορούσε να γίνει. Στα απομνημονεύματά του κατέγραψε το παράπονό του: «…εις την Ευρώπην ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχαις, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχαις και ούτω καθεξής. Να μου δώση ο Βελιγκτών24 40.000 στράτευμα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν 500 Ελληνας δεν ημπορούσε ούτε μία ώρα να τους διοικήση».

Kολοκοτρώνης εναντίον του Δράμαλη Ο Κολοκοτρώνης ήταν ο ιθύνων νους που συνέβαλε όσο κανείς άλλος στην κατάληψη της Τριπολιτσάς από τους Ελληνες. Η συμβολή του αυτή όμως δεν έτυχε της αναγνώρισης από τους προκρίτους, οι οποίοι είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

σχέδια για την εγκαθίδρυση της εξουσίας τους στις περιοχές που είχαν μόλις απελευθερωθεί από την τουρκική δουλεία. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο Κολοκοτρώνης μετά την πτώση της Τριπολιτσάς συνέχισε αμείωτα τον αγώνα για την πλήρη επικράτηση της Επανάστασης συμμετέχοντας ενεργά στις πολιορκίες του Ακροκορίνθου και της Πάτρας. Οπως και στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Τριπολιτσάς, έτσι και στην αντιμετώπιση του Δράμαλη, ο Κολοκοτρώνης υπήρξε ο εμπνευστής του στρατηγικού σχεδίου που έδωσε τη νίκη στους Ελληνες. Η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια αποτελεί αμιγώς δικό του έργο. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι τότε ήταν και «επισήμως» αρχιστράτηγος αφού λίγες ημέρες νωρίτερα η Πελοποννησιακή Γερουσία τού είχε αναθέσει τη διοίκηση όλων των δυνάμεων της Πελοποννήσου και έβγαλε προκηρύξεις ότι όλοι οι Ελληνες θα έπρεπε να υπάκουαν στις διαταγές του25. Μία από τις πρώτες διαταγές που εξέδωσε ο Κολοκοτρώνης στην Τρίπολη ως αρχιστράτηγος ήταν ότι όλοι οι άνδρες στην πόλη θα έπρεπε να τον

ακολουθήσουν στην εκστρατεία εναντίον του Δράμαλη, ακόμη και οι γέροντες. Οσοι άνδρες θα παρέμεναν στην Τριπολιτσά δύο ώρες αφότου είχε εκδοθεί η διαταγή θα εκτελούνταν επιτόπου. Ο Γέρος του Μοριά δεν μπλόφαρε: στην εκπνοή της διορίας διέταξε τη σωματοφυλακή του να μπει στην Τριπολιτσά και να ερευνήσει σπίτι σπίτι την πόλη για τυχόν φυγόστρατους. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος, κανένας άνδρας δεν βρέθηκε στην Τριπολιτσά γιατί όλοι τους ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη26. Οταν το ισχυρό και πολυάριθμο στράτευμα του Δράμαλη (περίπου 30.000 άνδρες) μπήκε στην Πελοπόννησο, κατέλαβε τον Ακροκόρινθο, τον οποίο εγκατέλειψε ο φρούραρχος που είχε διοριστεί από τη Διοίκηση. Οι υπουργοί και οι βουλευτές κατέφυγαν στους Μύλους της Λέρνης, όπου επιβιβάστηκαν κακήν κακώς στα πλοία του ελληνικού στόλου. Μέσα στον πανικό οι Ελληνες δεν κράτησαν καμία αμυντική γραμμή στα Δερβενάκια. Ετσι, ο Δράμαλης συνέχισε ανενόχλητος την προέλασή του από την Κόρινθο στην Αργολίδα. Μόνον ο Κολοκοτρώνης ανέλαβε την πρωτοβουλία

Η εκστρατεία του Δράμαλη. Σύνθεση του Αλέξανδρου Ησαΐα (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

109

να τον αντιμετωπίσει επιδεικνύοντας την ίδια αποφασιστικότητα όπως ένα χρόνο νωρίτερα στον αποκλεισμό της Τριπολιτσάς. Ειδοποίησε τους οπλαρχηγούς να έρθουν με όσες δυνάμεις διέθεταν για να τον συναντήσουν στην Τριπολιτσά και ο ίδιος κινητοποίησε όσους περισσότερους Ελληνες μπορούσε. Ενώ κατευθυνόταν με το στράτευμά του προς την Αργολίδα για να αντιμετωπίσει τον Δράμαλη, συναντούσε στο δρόμο του Ελληνες που έφευγαν έντρομοι προς την Τριπολιτσά. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και μέλη της Διοίκησης από τους οποίους πληροφορήθηκε ότι οι περισσότεροι είχαν ήδη καταφύγει στα πλοία και ότι η σωτηρία της πατρίδας βρισκόταν πλέον αποκλειστικά στα χέρια του Κολοκοτρώνη. Πολύ παραστατικά περιγράφει τη σκηνή ο Φωτάκος: «Ολοι απελπίσθηκαν και ανεμοσκορπίσθηκαν, και ο λαός ακόμη άφησεν ό,τι και αν είχε και έφυγε. Θρήνος και κλαυθμός

πολύς εγίνετο τότε εις όλην την πόλιν του Αργους. Καθώς τους είδεν ο αρχηγός “πού αφήσατε, τους είπε, “τον εχθρόν και πού πηγαίνετε;”. “Δία σένα ερχόμεθα”, απεκρίθησαν, “να σε ανταμώσουμε”. “Και τι με θέλετε;”, τους είπεν. “Από σένα περιμένομεν την σωτηρίαν της πατρίδος. Εσένα αγροικούν οι Eλληνες, πρέπει να τους διατάξης και να μην ξεσυνερισθής δι’ όσα η Κυβέρνησις σου έκαμε”». Λίγο αργότερα, ο Κολοκοτρώνης, για να τονώσει το ηθικό των Ελλήνων, τους είπε: «Τα εχάσατε με δέκα παληότουρκους; Eχετε υπομονήν και σε ολίγαις ημέραις θα τους στενοχωρήσω πουθενά και θα τους κάμω να χάσουν τα αυγά με τα καλάθια. Τι ήθελαν οι Μουρτάτιδες εις τον Μωριά όπου ήλθανε;». Η αποφασιστικότητα του Κολοκοτρώνη πήγαζε από τη βεβαιότητά του ότι το στρατηγικό σχέδιο

«Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων» (Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου). 110

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

που θα εφάρμοζε εναντίον του Δράμαλη θα είχε απόλυτη επιτυχία. Η πρώτη φάση του προέβλεπε την κατάληψη στρατηγικών σημείων μεταξύ του Aργους και της Τριπολιτσάς από τους Eλληνες, ενέργεια που θα καθυστερούσε την προέλαση του Δράμαλη προς την Αρκαδία. Το πιο σημαντικό απ’ αυτά τα σημεία ήταν ο λόφος της Λάρισας, της αρχαίας ακρόπολης του Aργους, όπου υπήρχε ένα ισχυρό κάστρο της εποχής της Φραγκοκρατίας. Σε αυτό κλείστηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης με 700 άνδρες. Παράλληλα με τις προληπτικές αυτές ενέργειες, ο Κολοκοτρώνης εφήρμοσε για πρώτη φορά στη διάρκεια της Επανάστασης την τακτική της «καμένης γης», με σκοπό ο εισβολέας να μην μπορεί να βρει τρόφιμα. Οι Ελληνες έκαψαν τότε ολόκληρη την αργολική πεδιάδα. Μια δεκαετία νωρίτερα είχε γίνει το ίδιο από τους Ρώσους κατά του Ναπολέοντα, όταν εκστράτευσε εναντίον τους.

Πρόκειται για ένα γεγονός που πιθανότατα ήταν σε γνώση του Κολοκοτρώνη και το οποίο ίσως ενέπνευσε το δικό του σχέδιο. Οι τακτικές του Γέρου του Μοριά απέδωσαν μέσα σε λίγες μόνον ημέρες. Ο Δράμαλης καθυστέρησε στην πολιορκία του κάστρου του Αργους, ενώ άρχισε να αντιμετωπίζει και σοβαρό πρόβλημα ανεφοδιασμού. Παράλληλα με τις προαναφερόμενες τακτικές, ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε στους ορεινούς όγκους έξω από την Τριπολιτσά στρατιώτες, που ο καθένας άναβε τρεις φωτιές ώστε να πιστέψει ο Δράμαλης ότι η Τριπολιτσά προστατευόταν από ένα μεγάλο στράτευμα που αριθμούσε πολλές χιλιάδες άνδρες και να μη συνεχίσει την πορεία του27. Ο Δράμαλης, υπό αυτές τις συνθήκες, αντί να συνεχίσει προς την Τριπολιτσά αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο, όπου θα

«Μάχη στα στενά των Δερβενακίων». Πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

111

μπορούσε να ανεφοδιαστεί από τον τουρκικό στόλο. Ο Κολοκοτρώνης κατάλαβε έγκαιρα το σχέδιο υποχώρησης του Δράμαλη, γεγονός που δείχνει ότι είχε προβλέψει σωστά τις κινήσεις του αντιπάλου του. Ετσι, παρά τις διαφωνίες των άλλων οπλαρχηγών, έσπευσε να καταλάβει τις στενές διαβάσεις που οδηγούσαν από το Αργος στην Κόρινθο, με 2.500 πιστούς σε αυτόν στρατιώτες. Δεν θα άφηνε αφύλακτες για δεύτερη φορά τις στενωπούς, όπως είχε γίνει κατά την προέλαση του Δράμαλη. Πριν από την κρίσιμη μάχη ο Κολοκοτρώνης μίλησε στους άνδρες του, όπως έκανε πριν από κάθε σύγκρουση. Καθώς δεν μπορούσαν να τον δουν όλοι, ανέβηκε στη στέγη ενός σπιτιού και από εκεί μίλησε στους στρατιώτες: «Ελληνες, σήμερα εγεννήθημεν και σήμερα θα πεθάνωμεν διά την σωτηρίαν της πατρίδος μας και διά την εδικήν μας». Και αφού τους συμβούλεψε τι να κάνουν στην επικείμενη μάχη, συνέχισε: «Αλλά σας το λέγω και τούτο ότι απόψε ήλθεν η τύχην της πατρίδος μας, και μου είπεν ότι είμεθα νικηταί τόσον πολύ, όπου άλλην νίκην καλλιτέραν από την σημερινήν δεν εκάναμεν, αλλ’ ούτε θέλομεν κάμει». Ο Κολοκοτρώνης τελείωσε την ομιλία με τα εξής λόγια: «Ο Θεός είναι με ημάς να μη σας μέλλη τίποτε, πηγαίνετε να ετοιμασθήτε καθώς σας είπα και να ελθήτε εδώ όλοι να ξεκινήσωμεν μαζί»28. Στα στενά των Δερβενακίων ο Κολοκοτρώνης παρέταξε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού στον Αϊ-Σώστη μακριά από την είσοδο των Στενών. Παράλληλα, σε μία ράχη έστησε έναν ψεύτικο στρατό τοποθετώντας μουλάρια, καθώς και σημαίες, ρούχα και φέσια πάνω σε παλούκια προκειμένου να μπερδέψει τους Τούρκους ώστε να νομίζουν ότι το μεγαλύτερο τμήμα των Ελλήνων ήταν εκεί29. Στη διάρκεια δύο μαχών που διεξήχθησαν στην περιοχή των Δερβενακίων, στις 26 και τις 28 Ιουλίου 1822, οι Ελληνες υπό τον Κολοκοτρώνη συνέτριψαν τη στρατιά του Δράμαλη προκαλώντας σημαντικές απώλειες στους Τούρκους. Ετσι, χάρη στην ψυχραιμία και το στρατηγικό σχέδιο του Γέρου του Μοριά, διεσώθη γι’ άλλη μία φορά η Ελληνική Επανάσταση. 112

Kολοκοτρώνης εναντίον του Ιμπραήμ Οπως δυστυχώς συνέβη μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, έτσι και μετά την καταστροφή του Δράμαλη οι Ελληνες αναλώθηκαν σε συνεχείς διαμάχες για την πολιτική εξουσία. Αυτή τη φορά ο διχασμός οδήγησε σε δύο εμφύλιους πολέμους (1824-1825) στους οποίους είχε συμμετοχή και ο Κολοκοτρώνης. Φαίνεται όμως ότι δεν του πήγαινε η καρδιά να χτυπήσει Ελληνες. Ετσι, στις συγκρούσεις που σημειώθηκαν στη διάρκεια των αδελφοκτόνων πολέμων, ο Κολοκοτρώνης δεν επέδειξε την ίδια αποφασιστικότητα και στρατιωτική ιδιοφυΐα, όπως όταν πολεμούσε τους Τούρκους. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί στην πλευρά των ηττημένων. Η δολοφονία του αγαπημένου του γιου, του Πάνου, στη διάρκεια του δεύτερου εμφυλίου, επηρέασε ψυχολογικά τον Κολοκοτρώνη σε τέτοιο σημείο ώστε να παραδοθεί στους αντιπάλους του της κυβέρνησης Κουντουριώτη, ενώ θα μπορούσε να συνεχίσει ακόμη τον πόλεμο. Για την κυβέρνηση, ο Γέρος του Μοριά ήταν ένας «αντάρτης». Τον φυλάκισαν στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Υδρα. Σε λιγότερο από ένα μήνα από την ημέρα που ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε στην Υδρα, ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο (23 Φεβρουαρίου 1825). Ο Αιγύπτιος πασάς διοικούσε τον καλύτερο τακτικό στρατό της Ανατολής, ο οποίος είχε οργανωθεί και εκπαιδευθεί από Γάλλους αξιωματικούς, βετεράνους των Ναπολεόντειων Πολέμων. Στην Πελοπόννησο κατέφθασε ως σύμμαχος του σουλτάνου προκειμένου να καταπνίξει την Επανάσταση. Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στρατό στη Δυτική Πελοπόννησο για να αντιμετωπίσει τους Αιγύπτιους, που όμως ηττήθηκε στο Κρεμμύδι και το Νιόκαστρο. Επίσης, στο Μανιάκι οι Ελληνες υπό τον Παπαφλέσσα ηττήθηκαν και οι περισσότεροι απ’ αυτούς έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι μαζί με τον αρχηγό τους. Μία εβδομάδα αργότερα, η Καλαμάτα κατελήφθη από τους Αιγυπτίους. Ο Ιμπραήμ απειλούσε άμεσα την Ελληνική Επανάσταση. Κάτω από τη λαϊκή πίεση ο Κουντουριώτης υποχρεώθηκε να αποφυλακίσει τον Κολοκοτρώνη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Φωτογραφική λήψη από τα Δερβενάκια.

και να τον διορίσει αρχιστράτηγο. Χωρίς να χάσει χρόνο ο Γέρος του Μοριά ρίχτηκε στη μάχη για τη σωτηρία της πατρίδας. Ο βασικός στόχος του τώρα του ήταν για να σταματήσει τον Ιμπραήμ που κατευθυνόταν προς την Τριπολιτσά. Μέσα σε κλίμα πανικού και γενικής κατάρρευσης, ο Κολοκοτρώνης κατόρθωσε να στρατολογήσει χιλιάδες Ελληνες για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Η αρχή όμως του αγώνα του Κολοκοτρώνη εναντίον του νέου εισβολέα ξεκίνησε δυσοίωνα: οι άνδρες του ηττήθηκαν στη Δράμπαλα και λίγες ημέρες αργότερα ο Ιμπραήμ κατέλαβε την Τριπολιτσά (10 Ιουνίου 1825). Ο Κολοκοτρώνης είχε ζητήσει την άδεια από την κυβέρνηση να γκρεμίσει τις οχυρώσεις της Τριπολιτσάς ώστε να μη βρει ο Ιμπραήμ μία ασφαλή βάση στο κέντρο της Πελοποννήσου. Ομως, η κυβέρνηση άργησε να του ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

χορηγήσει την απαραίτητη άδεια και όταν το έκανε ήταν πια πολύ αργά, αφού δεν υπήρχε χρόνος για να γκρεμιστούν τα τείχη. Ετσι, η Τριπολιτσά έπεσε ανέπαφη στα χέρια του Ιμπραήμ, που τη μετέτρεψε στο κυριότερο κέντρο των επιχειρήσεών του εναντίον των Ελλήνων. Στη συνέχεια πραγματοποίησε εκστρατεία εναντίον του Ναυπλίου. Γνώρισε όμως την πρώτη του ήττα στους Μύλους της Λέρνης. Ετσι σώθηκε η ελληνική πρωτεύουσα. Ομως, ο Ιμπραήμ κυριαρχούσε σε όλη την Πελοπόννησο, εκτός της Αργολίδας, της Κορινθίας και της Λακωνίας. Ο Κολοκοτρώνης και οι άνδρες του αγωνίζονταν εναντίον των αιγυπτιακών δυνάμεων κυρίως στην Αρκαδία, αλλά ηττήθηκαν στα Τρίκορφα και την Αλωνίσταινα. Ηταν φανερό ότι ο Γέρος του Μοριά δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον τακτικό στρατό του 113

Κολοκοτρώνη. Είχε όμως περιορισμένη επιτυχία, καθώς οι στρατιώτες του δεν είχαν εκπαιδευθεί σε αυτό το είδος πολέμου και οι Ελληνες συνήθως ξέφευγαν από τις καταδιώξεις των Αιγυπτίων και ανασυντάσσονταν σε άλλη περιοχή. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γέρος του Μοριά: «Εκείνο όπου εχάλαγε το μυαλό του Μπραΐμη ήτον που μου χάλαγεν ένα στρατόπεδον και εις δύο ημέρας εσύσταινα άλλο».

Τραπουλόχαρτα που κατασκευάστηκαν στην Ευρώπη από φιλέλληνες στο τέλος της Ελληνικής Επανάστασης. Στα χαρτιά απεικονίζονται προσωπικότητες του Αγώνα και αλληγορικές μορφές.

Ιμπραήμ σε μάχη εκ του συστάδην, όπως είχε κάνει με τον Δράμαλη. Θα έπρεπε να εφαρμόσει τώρα μία άλλη τακτική: τον «παραδοσιακό» κλεφτοπόλεμο που ο Κολοκοτρώνης γνώριζε καλά από τα νιάτα του. Αυτή τη φορά τον εφάρμοσε σε μεγάλη κλίμακα εναντίον των δυνάμεων του Ιμπραήμ, που δεν διέφερε από το σύγχρονο ανταρτοπόλεμο30. Στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης περιγράφει πως οι Ελληνες είχαν καταφέρει να πολεμούν τον Ιμπραήμ σε πολλά διαφορετικά σημεία στην Πελοπόννησο σε καθημερινή σχεδόν βάση. Χτυπούσαν τους Αιγύπτιους μέσα στα στρατόπεδά τους προκαλώντας τους απώλειες και έφευγαν αμέσως μετά, πριν προλάβουν οι εισβολείς να συνέλθουν και να απαντήσουν στις επιθέσεις των Ελλήνων. Προκειμένου να σταματήσει τον κλεφτοπόλεμο, ο Ιμπραήμ ξεκίνησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις ορεινές θέσεις όπου εκτιμούσε ότι κρύβονταν οι άνδρες του 114

Εκτός από τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις στα στρατόπεδα των Αιγυπτίων, οι άνδρες του Κολοκοτρώνη πραγματοποιούσαν δολιοφθορές στα μετόπισθεν που είχαν επιπτώσεις στον ανεφοδιασμό τους. Ετσι κατέστρεψαν εννέα μύλους που ανεφοδίαζαν με αλεύρι τους Αιγύπτιους στην Τριπολιτσά. Ομως, και οι άνδρες του Κολοκοτρώνη αντιμετώπιζαν πρόβλημα ανεφοδιασμού και κάποτε έγραψε στην κυβέρνηση: «Να με στείλουν στρατεύματα, πολεμοφόδια… και αν ηξεύρετε καμμία μηχανή να τρέφωνται με τον αέρα τα στρατεύματα, σας παρακαλώ να μου την στέλετε. Αν ηξεύρετε ότι είναι καμμία μηχανή να κάνη το χώμα μπαρούτι και ταις πέτραις μολύβι, στείλετέ μου τον μηχανικόν διά να το κάμωμε, επειδή και ακόμη τέτοια εφεύρεσι δεν την έκαμαν οι άνθρωποι, σας λέγω στείλετέ μου όλα αυτά». Προς τον Ιμπραήμ απάντησε όταν απείλησε να κόψει όλα τα δέντρα της Μεσσηνίας εάν δεν δήλωνε υποταγή: «…Με τους ανθρώπους και όχι με τα άψυχα δένδρα, όχι τα κλαδιά να μας κόψης, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στην πέτρα να μην μείνη, ημείς δεν προσκυνούμεν… Μόνον ένας Ελληνας να μείνη, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζης πως την γην μας θα την κάμης δική σου, βγάλ’ το από το νου σου». Παράλληλα με τον πόλεμο εναντίον του Ιμπραήμ, ο Κολοκοτρώνης έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν πολύ πιο ύπουλο εχθρό, τη λιποψυχία του Ελλήνων. Μπορεί να είχε θέσει σε εφαρμογή την τακτική «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» ήδη από την αρχή της Επανάστασης, όμως την περίοδο 1825-1827 την εφάρμοσε σε μαζική κλίμακα. Ενας Ελληνας που «προσκυνούσε» και δήλωνε υποταγή στο σουλτάνο δεν παραδιδόταν ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

απλώς στον Ιμπραήμ, αλλά έπρεπε να αποδείξει την ειλικρινή μεταμέλειά του συμμετέχοντας ενεργά στην εκστρατεία εναντίον των συμπατριωτών του. Ο Κολοκοτρώνης προβληματιζόταν ιδιαίτερα από αυτόν τον κίνδυνο: «Εις το καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον διά την πατρίδαν μου, όχι άλλη φορά, ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη, οπού ήλθε με 30.000 στράτευμα». Ομως, ο Γέρος του Μοριά πήρε δραστικά μέτρα εναντίον των «προσκυνημένων». Τους κάλεσε να μετανοήσουν και να πάρουν και πάλι το μέρος των Ελλήνων. Οσοι δεν υπάκουαν θα εκτελούνταν. Ετσι, ο διαβόητος οπλαρχηγός Δημήτριος Νενέκος, ένας από τους πιο δραστήριους «προσκυνημένους», δολοφονήθηκε κατόπιν εντολής του Κολοκοτρώνη. Η τακτική αυτή φαίνεται ξεκάθαρα από το περιεχόμενο ενός σημειώματος που οι άνδρες του Κολοκοτρώνη έβαλαν στο στήθος ενός προδότη που κρέμασαν σε ένα δρόμο που χρησιμοποιούσαν οι δυνάμεις του Ιμπραήμ: «Τέτοιον καταφρονημένον θάνατον θα έχουν από τους Ελληνας όσοι επροσκύνησαν εις τον Ιμπραχήμην και δεν μετανοήσουν να κινηθούν κατ’ αυτού άντρες και γυναίκες. Τοιούτον θάνατον θα λάβουν και όσοι έχουν αυτό το άτιμον φρόνημο και δεν το αποβάλλουν. Ακόμη και όσοι ελεύθεροι Ελληνες, ιεροί τε και λαϊκοί, δεν πιάσουν τα όπλα εις τοιαύτην κρίσιμον περίστασιν και δεν τρέξουν εναντίον του εχθρού με προθυμίαν»31. Οι τακτικές του Κολοκοτρώνη τα κρίσιμα χρόνια 1825-1827 έδωσαν παράταση ζωής στην Επανάσταση όταν φαινόταν ότι είχε επέλθει το τέλος της. Υπήρξαν ασφαλώς και άλλες εξελίξεις που βοήθησαν τον Αγώνα των Ελλήνων στην Πελοπόννησο, όπως ήταν η παρατεταμένη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου που υποχρέωσε τον Ιμπραήμ να μεταβεί εκεί και να αναστείλει τις επιθετικές ενέργειες στην Πελοπόννησο, οι ήττες των Αιγυπτίων από τους Μανιάτες (μάχη της Βέργας Αρμυρού, Κακής Σκάλας Ταϋγέτου και Πολυαράβου) και τα προβλήματα ανεφοδιασμού που άρχισαν να αντιμετωπίζουν οι Αιγύπτιοι το 1826. Ετσι, μέχρι και τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβριος 1827) υπήρχε στην Πελοπόννησο μια ιδιότυπη «ισοπαλία» μεταξύ των Ελλήνων και των ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Αιγυπτίων. Οι Ελληνες αδυνατούσαν να εκδιώξουν τους Αιγύπτιους από την Πελοπόννησο αλλά ούτε και οι εισβολείς ήταν σε θέση να καταπνίξουν την Επανάσταση καταλαμβάνοντας τις τελευταίες περιοχές που ήλεγχαν οι Ελληνες. Ο Αγώνας του Κολοκοτρώνη εναντίον του Ιμπραήμ μπορεί να μη στέφθηκε από τις δάφνες των νικών, όπως αυτές εναντίον του Δράμαλη και του Κεχαγιάμπεη, αλλά δεν ήταν λιγότερο σημαντικός. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του: «Εβάσταξα τον κόσμο έως ότου έγινε η Ναυμαχία εις το Νιόκαστρο, ήλθεν ο Κυβερνήτης και η εκστρατεία των Φραντζέζων».

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ Ο Καραϊσκάκης και η Επανάσταση του 1821 Εάν ο Κολοκοτρώνης υπήρξε ο κατεξοχήν στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης από την έναρξή της, ο Καραϊσκάκης, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, «δύναται τω όντι να θεωρηθή ως το γνησιότερον προϊόν της Ελληνικής Επαναστάσεως»32. Το 1821 ο Καραϊσκά-

Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων. Γεν. Αρχηγός Καραϊσκάκης. Ανεγερθέν εν τη θέσει Πλοβάρμα. 27 Νοεμβρίου 1826 (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα). 115

κης ήταν ένας αρματολός στα Αγραφα, που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να διασφαλίσει την κυριαρχία του στην περιοχή. Ομως, λίγα χρόνια αργότερα αγωνίστηκε όσο κανένας άλλος για τη σωτηρία της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα. Η πρώτη σημαντική ενέργεια του Καραϊσκάκη εναντίον των Τούρκων έγινε τον Φεβρουάριο του 1823 όταν νίκησε στη μάχη του Σοβολάκου τις δυνάμεις υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή, που είχαν πάρει μέρος στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ακόμη και μετά τη νίκη αυτή, συνέχιζε να μην αποδέχεται την ελληνική Διοίκηση στην περιοχή του στα Αγραφα. Ετσι, δεν αναγνώριζε την εξουσία του διευθυντή της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, που είχε διοριστεί από την κυβέρνηση. Τα λόγια του Καραϊσκάκη προς τον Σουλιώτη οπλαρχηγό Νότη Μπότσαρη δείχνουν καθαρά την περιφρόνησή του προς τους κυβερνώντες: «Ποία Κυβέρνησις, καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρέιζ εφέντη, ο τεσσερομάτης; Ποιοι τον έκαμαν Κυβέρνησιν; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν. Ή σύναξεν δέκα ανοήτους, και τον υπέγραψαν διά τας ιδιοτελείας των;… Δεν τον υπέγραψεν ο π…τζος μου»33. Η αντιπαλότητα του Καραϊσκάκη με τον Μαυροκορδάτο είχε ως αποτέλεσμα να δικαστεί και να καταδικαστεί από μία επιτροπή -που είχε συσταθεί από τον ίδιο τον Μαυροκορδάτο- με την κατηγορία ότι συνωμοτούσε με τους Τούρκους για να τους παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό. Η καταδικαστική απόφαση σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να φέρει κανένα στρατιωτικό αξίωμα και ότι όλοι οι Ελληνες δεν θα έπρεπε να έχουν σχέσεις μαζί του. Παρά ταύτα, ο Καραϊσκάκης προσπάθησε με τους άνδρες του να πάρει πίσω με τη βία το αρματολίκι των Αγράφων στο οποίο η ελληνική κυβέρνηση είχε διορίσει άλλον οπλαρχηγό, αλλά απέτυχε. Η περιθωριοποίηση του Καραϊσκάκη διήρκεσε λίγο χρόνο. Σύντομα στην ελεύθερη Ελλάδα ξεκίνησαν εμφύλιοι πόλεμοι και ο Καραϊσκάκης έθεσε τον εαυτό του και τους άνδρες του στην υπηρεσία της κυβέρνησης. Είχε ενεργό συμμετοχή στο δεύτερο εμφύλιο, εκστρατεύοντας εναντίον της Δυτικής Πελοποννήσου 116

για λογαριασμό της κυβέρνησης του Κουντουριώτη. Λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου και ενώ ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ακόμη στην Πελοπόννησο, η απόβαση του Ιμπραήμ εκεί, καθώς και η εκστρατεία του Κιουταχή στη Στερεά Ελλάδα έθεσαν σε θανάσιμο κίνδυνο την Επανάσταση. Η εμπειρία του Καραϊσκάκη από τους εμφύλιους πολέμους και ο κίνδυνος που ενέσκηψε για την Επανάσταση τον επηρέασαν βαθιά. Ο αλλοτινός αρματολός των Αγράφων ρίχτηκε ολόψυχα στον Αγώνα για να απαλλάξει τη Στερεά Ελλάδα από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο: «Αμα όμως… εκορυφώθη η κοινή απελπισία ο Καραϊσκάκης εγένετο άλλος άνθρωπος. Ενόμιζες ότι η εκπνέουσα της επαναστάσεως θρυαλλίς ανήψεν εν τη αμορφώτω και πολυμιγεί εκείνη ψυχή την φλόγαν της αφοσιώσεως (εις την πατρίδαν)»34.

Καραϊσκάκης εναντίον του Κιουταχή Από τον Ιούλιο του 1825 ο Καραϊσκάκης ανέλαβε με το στρατιωτικό του σώμα να συνδράμει τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου, έχοντας ως βάση τα Σάλωνα (Αμφισσα). Πραγματοποίησε επιθετικές ενέργειες στα μετόπισθεν του Κιουταχή που πολιορκούσε την πόλη. Ομως, τον Δεκέμβριο του 1825 ο ίδιος ο Ιμπραήμ έσπευσε από την Πελοπόννησο με μεγάλο αριθμό Αιγυπτίων για να βοηθήσει τον Κιουταχή. Το Μεσολόγγι βρέθηκε έτσι πολιορκημένο από παντού και ήταν αδύνατον για τον Καραϊσκάκη να σπάσει τον κλοιό35. Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» αντιστάθηκαν μέχρι και τον Απρίλιο του 1826, οπότε απεφάσισαν να πραγματοποιήσουν την Εξοδο. Ειδοποίησαν τον Καραϊσκάκη, ώστε εκείνη ακριβώς την ώρα να χτυπήσει ως αντιπερισπασμό τους πολιορκητές. Ομως, τη νύχτα της Εξόδου (10-11 Απριλίου 1826) ο Καραϊσκάκης ασθενούσε βαριά και δεν μπόρεσε να διευθύνει την επιχείρηση. Τελικά, οι λίγοι επιζώντες έφθασαν στο στρατόπεδό του στον Πλάτανο Ναυπακτίας, όπου ο Καραϊσκάκης, παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του, τους φρόντισε όσο καλύτερα μπορούσε. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, υπερασπιστής της Ακρόπολης. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

117

Το Μεσολόγγι έπεσε και ο Κιουταχής άρχισε να επεκτείνει την οθωμανική κυριαρχία σε ολόκληρη σχεδόν τη Στερεά Ελλάδα. Οι δυνάμεις του εισέβαλαν στην Αττική, κατέλαβαν την Αθήνα και ξεκίνησαν την πολιορκία της Ακρόπολης. Η ελληνική παρουσία στην Ακρόπολη έπρεπε να διατηρηθεί πάση θυσία καθώς είχαν ξεκινήσει οι διπλωματικές διεργασίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για τη δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους και υπήρχε ορατός κίνδυνος να μη συμπεριληφθεί η Στερεά Ελλάδα στο νέο κράτος. Η Ακρόπολη είχε έγκαιρα ανεφοδιαστεί, δεν υπήρχαν εκεί γυναικόπαιδα και την υπερασπίζονταν έμπειροι οπλαρχηγοί, όπως ο Γκούρας, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Οι υπερασπιστές θα μπορούσαν να κρατήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα εφόσον υποστηρίζονταν και από φίλιες δυνάμεις. Για τη λύση της πολιορκίας της Ακρόπολης, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει στην Αττική τα τελευταία αξιόλογα στρατιωτικά σώματα της Επανάστασης: το τακτικό σώμα υπό τον Γάλλο

φιλέλληνα συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο και τους ατάκτους του Καραϊσκάκη. Ο τελευταίος είχε διοριστεί «γενικός αρχηγός των δυνάμεων της Ανατολικής Στερεάς». Οι δυνάμεις αυτές είχαν δύο επιλογές, είτε να επιτεθούν στους πολιορκητές κάτω από την Ακρόπολη είτε να αποκόψουν τον ανεφοδιασμό τους. Ο Καραϊσκάκης γνώριζε ότι οι Ελληνες δεν μπορούσαν να δώσουν μάχη εκ παρατάξεως με την ισχυρή δύναμη του Κιουταχή. Επιπλέον, οι άτακτοι άνδρες του δεν μπορούσαν να πολεμήσουν τους ιππείς του Κιουταχή σε ένα πεδινό μέρος, όπως ήταν η Αθήνα. Οι άνδρες του Φαβιέρου, αν και είχαν εκπαιδευθεί ως τακτικός στρατός, ήταν ολιγάριθμοι και χωρίς πολεμική εμπειρία. Ετσι, ο Φαβιέρος συμφώνησε να συνεργαστεί με τον Καραϊσκάκη προκειμένου να επιτεθούν στα μετόπισθεν των Τούρκων και να αποκόψουν τις γραμμές ανεφοδιασμού του Κιουταχή από τη Θήβα και την Εύβοια. Με τον τρόπο αυτό θα ήταν πιο

Μάχη πρώτη των Αθηνών. Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 118

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

εύκολο να επιτεθούν στον Κιουταχή στην Αττική για να τον υποχρεώσουν να λύσει την πολιορκία της Ακρόπολης. Οι Ελληνες αποβιβάστηκαν στην Αττική στις 28 Ιουλίου 1826 και κατόπιν πρότασης του Καραϊσκάκη στρατοπέδευσαν στην Ελευσίνα ώστε να μπορούν να ανεφοδιάζονται από τη θάλασσα. Στη συνέχεια, μετακινήθηκαν στο Χαϊδάρι, όπου στις αρχές Αυγούστου έδωσαν δύο μάχες με τις δυνάμεις του Κιουταχή. Στην πρώτη οι Ελληνες έτρεψαν τους Τούρκους σε άτακτη υποχώρηση. Ομως, οι Τούρκοι νίκησαν τους Ελληνες στη δεύτερη μάχη και τους ανάγκασαν να γυρίσουν στην Ελευσίνα. Η συνεργασία μεταξύ του Καραϊσκάκη και του Φαβιέρου ξεκίνησε δυσοίωνα με την ήττα στο Χαϊδάρι, η οποία κατέδειξε τα σοβαρά προβλήματα που υπήρχαν στο συντονισμό των στρατευμάτων τους. Οι άνδρες του Φαβιέρου και του Καραϊσκάκη πολεμούσαν με διαφορετικό τρόπο, αλλά διέφεραν και σε πιο πρακτικά ζητήματα: οι άνδρες του τακτικού στρατού απολάμβαναν προνόμια, όπως ήταν ο μισθός και ο ανεφοδιασμός τους -χάρη στη γενναιοδωρία των φιλελλήνων- κάτι που δεν ίσχυε για τους άνδρες του Καραϊσκάκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και στην Ελευσίνα υπήρχε ένα γενικό στρατόπεδο για όλους τους Ελληνες -καθ’ υπόδειξιν του Καραϊσκάκη-, οι τακτικοί στρατοπέδευαν σε διαφορετικές θέσεις από εκείνες των ανδρών του Καραϊσκάκη και είχαν ελάχιστη επαφή μαζί τους. Με τον τρόπο αυτό δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των δύο σωμάτων («corps de esprit»), κάτι απαραίτητο για άνδρες που πολεμούσαν μαζί. Πρόβλημα όμως ενέσκηψε και στις σχέσεις των δύο διοικητών, καθώς ο Φαβιέρος έδειχνε να φθονεί τον Καραϊσκάκη για τις νίκες του εναντίον των Τούρκων36. Ετσι, η συντονισμένη επιχείρηση των τακτικών του Φαβιέρου με τους άνδρες του Καραϊσκάκη για την απελευθέρωση της Θήβας κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Από τη στιγμή που δεν ήταν δυνατό τα δύο ελληνικά στρατιωτικά σώματα να συνεργαστούν με εποικοδομητικό τρόπο, ο Καραϊσκάκης επέλεξε να πολεμήσει τους Τούρκους χωριστά, στο περιΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Μακρυγιάννης στον Πειραιά. Σύνθεση του Peter von Hess.

βάλλον που κατεξοχήν ευνοούσε τους ατάκτους του. Αυτό ήταν τα ορεινά σημεία της Δυτικής Στερεάς, τόπου καταγωγής για πολλούς από τους άνδρες του. Με τον τρόπο αυτόν ο Καραϊσκάκης σχεδίαζε να αποκόψει την επικοινωνία του Κιουταχή με τα μετόπισθεν, κάτι που θα μπορούσε να τον εξαναγκάσει να εγκαταλείψει την Αθήνα. Στις 25 Οκτωβρίου 1826, το στράτευμα του Καραϊσκάκη άφησε την Αττική και κατευθύνθηκε προς τη Βοιωτία. Από εκεί ξεκίνησε να εξουδετερώνει με κυκλωτικές κινήσεις τις τουρκικές δυνάμεις στην ευρύτερη περιοχή της Βοιωτίας, της Φωκίδος και της Φθιώτιδος. Ο Κιουταχής άρχισε να πιέζεται από τις δράσεις του Καραϊσκάκη στα μετόπισθεν και έστειλε εναντίον του μία ισχυρή δύναμη Τουρκαλβανών υπό τον Μουσταφάμπεη. Ο Καραϊσκάκης, γνωρίζοντας ότι ο εχθρός θα 119

Ο συνταγματάρχης Διονύσιος Βούρβαχης, που προσπάθησε να εφαρμόσει τακτικές «σύγχρονου πολέμου» εναντίον του Κιουταχή, υπέστη οδυνηρή ήττα στο Καματερό (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

εκινείτο προς τα Σάλωνα, του έστησε ενέδρα λίγο έξω από την Αράχοβα. Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, οι Ελληνες ανήγειραν με τη βοήθεια των κατοίκων οχυρωματικά έργα και άφησαν μία μικρή φρουρά. Οι άνδρες του Μουσταφάμπεη καθώς έφθαναν στο χώρο εκείνο δέχτηκαν καταιγιστικό πυρ από τους Ελληνες και καθηλώθηκαν. Ο Καραϊσκάκης με πολλούς άνδρες του επιτέθηκε στους Τουρκαλβανούς από πίσω και τους περικύκλωσε. Μεταξύ 18 και 24 Νοεμβρίου 1826 εξολόθρευσε το μεγαλύτερο τμήμα του οθωμανικού στρατιωτικού σώματος - από 1.800 άνδρες, μόλις 300 γλίτωσαν. Ετσι, πέτυχε τη σπουδαιότερη νίκη της Επανάστασης ύστερα από αυτή του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια, τέσσερα χρόνια νωρίτερα. 120

Μία μόλις εβδομάδα μετά τη νίκη του Καραϊσκάκη στην Αράχοβα, στις 30 Νοεμβρίου 1826, το ελληνικό τακτικό στράτευμα αποδιοργανώθηκε και τέθηκε εκτός μάχης εξαιτίας μίας επιχείρησης ανεφοδιασμού της φρουράς της Ακρόπολης, δίχως μάλιστα να συγκρουστεί με τους Τούρκους. Εκείνη την ημέρα, ο Φαβιέρος και 530 από τους άνδρες του κατάφεραν να σπάσουν τον τουρκικό αποκλεισμό και να μεταφέρουν πυρίτιδα στους πολιορκημένους. Οταν όμως έφθασαν εκεί, ανακάλυψαν ότι οι Τούρκοι είχαν ενισχύσει τον κλοιό γύρω από την Ακρόπολη και ήταν αδύνατο γι’ αυτούς να αποχωρήσουν. Ετσι, μέχρι και την παράδοση της Ακρόπολης, έξι μήνες αργότερα, ο Φαβιέρος και οι άνδρες του παρέμειναν πολιορκημένοι εκεί. Το τακτικό έμεινε ουσιαστικά ακέφαλο και το μόνο αξιόλογο ελληνικό στρατιωτικό σώμα που υπήρχε πλέον στη Στερεά Ελλάδα ήταν αυτό του Καραϊσκάκη. Ο Καραϊσκάκης συνέχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στη Στερεά Ελλάδα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 νίκησε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας. Εγινε ξεκάθαρο πια στους Τούρκους που πολιορκούσαν την Ακρόπολη ότι ο Καραϊσκάκης προκαλούσε μεγάλο πρόβλημα στον ανεφοδιασμό τους και δεν υπήρχαν στρατιωτικά σώματα εκτός Αττικής που θα μπορούσαν να τον σταματήσουν. Ομως, ο Κιουταχής, ενεργώντας σωστά, δεν έσπευσε να αντιμετωπίσει τον Καραϊσκάκη με τις δικές του δυνάμεις, κάτι που θα οδηγούσε στην άρση της πολιορκίας της Ακρόπολης. Ο Καραϊσκάκης είχε καταφέρει σε διάστημα μερικών μηνών και με σχεδόν ανύπαρκτα μέσα να οργανώσει το μεγαλύτερο στράτευμα της Επανάστασης, να σώσει τη Στερεά Ελλάδα και να δώσει νέα πνοή στον Αγώνα των Ελλήνων. Σύμφωνα με τον George Cochrane -ανιψιό και υπασπιστή του Cochrane που διορίστηκε από τη Γ’ Εθνοσυνέλευση διοικητής του ελληνικού στόλου- που συνάντησε τον Καραϊσκάκη τον Απρίλιο του 1827 στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι: «Σίγουρα ήταν ο καλύτερος στρατηγός που έδωσε η νέα Ελλάδα. Κανένας άλλος ηγέτης σ’ ολόκληρη τη διάρκεια του πολέμου δεν είχε κατορθώσει να δημιουργήσει τέτοιο στρατόπεδο. Με όχι λιγότερους από ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

10.000 άνδρες. Ο Καραϊσκάκης ήταν εξαιρετικά φιλελεύθερος. Μοιραζόταν με τους συντρόφους του εν όπλοις όλα τα λάφυρα του πολέμου και κρατούσε το μερίδιο ενός κοινού στρατιώτη. Γι’ αυτό ήταν πολύ αγαπητός στα στρατεύματα»37. Στο στράτευμα του Καραϊσκάκη ανήκαν οι πιο σκληροτράχηλοι και απείθαρχοι στρατιώτες της Επανάστασης, όπως ήταν οι Σουλιώτες και οι ορεσίβιοι Ρουμελιώτες. Ομως, ο στρατηγός τους είχε επιβάλει πειθαρχία με το δυναμικό χαρακτήρα και το προσωπικό του παράδειγμα. Στον τρόπο ομιλίας του και την εξωτερική εμφάνιση δεν είχε καμία διαφορά από τον απλό στρατιώτη με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο μερίδιο στα λάφυρα και τα λιγοστά εφόδια. Οι άνδρες του Καραϊσκάκη τον θαύμαζαν επίσης γιατί πολεμούσε μαζί τους, αν και η υγεία του ήταν κακή και κάποιες φορές έπρεπε να μεταφέρεται με ένα φορείο. Ο Καραϊσκάκης έπασχε από φυματίωση σε προχωρημένο στάδιο και η υγεία του είχε επιβαρυνθεί ιδιαίτερα εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού του στην αρχή της Επανάστασης. Οι ιατροί τού έδιναν λίγο χρόνο ζωής. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν κλινήρης, όμως αυτός επιχειρούσε όλο το χειμώνα του 1826/1827 στα χιονισμένα βουνά της Στερεάς Ελλάδας. Ωστόσο, αυτό που κυρίως κέρδισε την αγάπη και την εμπιστοσύνη των ανδρών του ήταν το γεγονός ότι ο Καραϊσκάκης ήταν ένας από τους γενναιότερους στρατιώτες: εφορμούσε πρώτος εναντίον του εχθρού και αποχωρούσε τελευταίος. Αντίθετα, ο Γέρος του Μοριά συντόνιζε τις επιχειρήσεις από μια ασφαλή απόσταση. Ο Κολοκοτρώνης, γνωρίζοντας πόσο ριψοκινδύνευε ο Καραϊσκάκης, του είχε απευθύνει έκκληση να μη διακινδυνεύει τη ζωή του. Σε μία επιστολή του τον παρακαλούσε να σταματήσει να παίρνει μέρος «εις ασκόπους αψιμαχίας και ακροβολισμούς ματαίους, τους οποίους, ως ανωφελείς και επιζημίους μάλιστα, και να απαγορεύης πρέπει, ου μόνον τους άλλους παρορμάς εις σέδρας (αμίλλας) επίσης ασκόπους και επικινδύνους, αλλά και τον εαυτόν σου εις τοιαύτας εκθέτεις»38. Ομως, ήταν ακριβώς αυτή η τακτική με την οποία ο Καραϊσκάκης επιβλήθηκε ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο διορισμός του Αγγλου Richard Church ως επικεφαλής των χερσαίων δυνάμεων δυσαρέστησε τους άνδρες του Καραϊσκάκη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

στους άνδρες του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, όταν μετέφερε το στράτευμά του από τη Δυτική στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα για να επιχειρήσει στην Αττική, ούτε ένας στρατιώτης του δεν λιποτάκτησε. Η πορεία τους από το Δίστομο προς την Ελευσίνα έγινε μέσα στο χειμώνα (τέλος Φεβρουαρίου) και δίχως να έχουν εφόδια39.

Ο αγώνας του Καραϊσκάκη για τη σωτηρία της Αθήνας Το 1827 ανέτειλε με πολλές ελπίδες για τους Ελληνες, χάρη στον Καραϊσκάκη. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γερμανός ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης Karl Mendelssohn Bartholdy: 121

«Περί τας αρχάς του 1827 είχε αποδώσει πάλιν ο Καραϊσκάκης εις τους Ελληνας πάσαν την Στερεάν, πλην των πόλεων Μεσολογγίου, Ανατολικού, Ναυπάκτου και Βονίτσης»40. Τον Ιανουάριο, η ελληνική κυβέρνηση επανέλαβε την προσπάθεια να λύσει την πολιορκία της Ακρόπολης στέλνοντας στο Φάληρο ισχυρές δυνάμεις. Παράλληλα, ζητήθηκε από τον Καραϊσκάκη να μεταφέρει το στράτευμά του στην Αττική προκειμένου να ενισχύσει τις επιχειρήσεις εναντίον του Κιουταχή. Στις 28 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης δημιούργησε στρατόπεδο στο Κερατσίνι όπου συνέρρευσαν όλες οι ελληνικές δυνάμεις. Εκεί ανήγειρε ταμπούρια πίσω από τα οποία θα πολεμούσαν οι άνδρες του41. Πρόκειται για τη συνήθη τακτική των ατάκτων και δείχνει ότι ο Καραϊσκάκης σκόπευε να αντιμετωπίσει τους άνδρες του Κιουταχή με τον

ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε κερδίσει κατά τους προηγούμενους τέσσερις μήνες τις σπουδαίες νίκες του. Ο Ελληνας αρχηγός γνώριζε καλά τι έπραττε, αφού ένα μόλις μήνα νωρίτερα, στις 27 Ιανουαρίου 1827, το ελληνικό τακτικό στράτευμα υπό το συνταγματάρχη Διονύσιο Βούρβαχη είχε προσπαθήσει να εφαρμόσει τακτικές «συγχρόνου πολέμου» εναντίον του Κιουταχή. Το αποτέλεσμα ήταν να υποστούν οδυνηρή ήττα από τους Τούρκους στη μάχη του Καματερού, όπου σκοτώθηκαν 300 Ελληνες τακτικοί στρατιώτες μαζί με τον Βούρβαχη. Ομως, στις συγκρούσεις με τους άνδρες του Καραϊσκάκη, οι Τούρκοι ηττούνταν, με αποκορύφωμα την 4η Μαρτίου 1827, όταν στη διάρκεια επίθεσης εναντίον του ελληνικού στρατοπέδου στο Κερατσίνι, υπέστησαν σημαντικές απώλειες και υποχώρησαν άτακτα.

Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλλα. Ο Καραϊσκάκης βρίσκεται δίπλα στο φιλέλληνα αξιωματικό με το τηλεσκόπιο. Πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη (Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα). 122

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Στις αρχές Απριλίου 1827 κατέφθασαν στον Πειραιά -διορισμένοι από τη Συνέλευση της Τροιζήνας- ο Αγγλος Cochrane ως «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων» και ο συμπατριώτης του Church ως «διευθυντής χερσαίων δυνάμεων» προκειμένου να αναλάβουν επικεφαλής της εκστρατείας για την εκδίωξη του Κιουταχή από την Αττική. Ο Church είχε διοριστεί αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων στη θέση του Καραϊσκάκη, γεγονός που δυσαρέστησε σφόδρα τους άνδρες του Ελληνα αρχηγού. Ο ίδιος όμως δεν εξέφρασε καμία πικρία γι’ αυτή την εξέλιξη και έπεισε το στράτευμά του ότι θα έπρεπε να υπακούει το νέο αρχιστράτηγο, όπως ακριβώς έκανε στον ίδιο. Οι Church και Cochrane, ως επαγγελματίες στρατιωτικοί, θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να στηριχθούν

στο ελληνικό τακτικό στράτευμα προκειμένου να διώξουν τους Τούρκους από την Αθήνα. Αντίθετα, οι δύο Αγγλοι διοικητές δεν είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους ατάκτους του Καραϊσκάκη, παρόλο που αυτοί ήταν που είχαν απελευθερώσει τη Στερεά Ελλάδα. Αυτό έδειχνε καθαρά ότι οι Church και Cochrane είτε αγνοούσαν είτε αδιαφορούσαν για τις συνθήκες στην επαναστατημένη Ελλάδα και ήταν αποφασισμένοι να επιβάλουν στους Ελληνες να πολεμούν αποκλειστικά με τις τακτικές του «σύγχρονου πολέμου». Στο πλαίσιο αυτό, σχεδίασαν την επιχείρηση εναντίον των δυνάμεων του Κιουταχή ως μία κατά μέτωπον επίθεση του τακτικού με την υποστήριξη των ατάκτων στην πεδιάδα. Ο Καραϊσκάκης προσπάθησε να αποτρέψει την εφαρμογή του σχεδίου αυτού. Στους Αγγλους διοικητές επεσήμανε το σοβαρό κίνδυνο

Η αποχώρηση των Τούρκων από τη Μονή Αγίου Σπυρίδωνος του Πειραιά (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

123

κιόλας ημέρα που πέθανε ο Καραϊσκάκης έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του εναντίον του Κιουταχή. Το αποτέλεσμα ήταν οι Ελληνες να υποστούν τη μεγαλύτερη ήττα τους στη διάρκεια της Επανάστασης στη μάχη του Φαλήρου. Ενα μήνα αργότερα, οι Ελληνες πολιορκημένοι της Ακρόπολης παραδόθηκαν και ο Κιουταχής συμφώνησε να τους αφήσει να φύγουν. Η Στερεά Ελλάδα κατελήφθη ολόκληρη και πάλι από τους Τούρκους.

Κολοκοτρώνης νεκρός. Γκραβούρα εποχής.

της επίθεσης σε πεδινό μέρος εξαιτίας του εχθρικού Ιππικού και το γεγονός ότι οι άνδρες του δεν είχαν εκπαιδευθεί για να μάχονται εκ παρατάξεως. Η τακτική που πρότεινε ο Ελληνας αρχηγός ήταν αυτή που είχε εφαρμόσει με επιτυχία κατά τους προηγούμενους μήνες στη Στερεά Ελλάδα: σταδιακή κατάληψη θέσεων πλησίον του εχθρού, ανέγερση ταμπουριών και αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του όταν δεν το περίμενε42. Ωστόσο, ο Church ήταν αμετάπειστος, μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη του τις συμβουλές του Καραϊσκάκη και την εμπειρία του από τις πολλές μάχες που είχε δώσει με τις δυνάμεις του Κιουταχή. Ετσι, η επιχείρηση προγραμματιζόταν να εκτελεστεί κανονικά στις 23 Απριλίου 1827. Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας που προηγήθηκε, ξεκίνησε αψιμαχία μεταξύ των ανδρών ενός ελληνικού ταμπουριού και των Τούρκων που βρίσκονταν απέναντί τους. Σε λίγο οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν και ο Καραϊσκάκης, αν και ασθενής, έσπευσε έφιππος στο σημείο όπου έπεφταν οι πυροβολισμοί. Εκεί δέχτηκε μία σφαίρα που τον τραυμάτισε πολύ σοβαρά και λίγες ώρες αργότερα ξεψύχησε. Ο Church την ίδια 124

Είναι πολύ πιθανό ότι, εάν ο Καραϊσκάκης δεν είχε σκοτωθεί, θα είχε αποφευχθεί η ήττα στο Φάληρο. Ο Κολοκοτρώνης αποδείχθηκε προφητικός στην επιστολή που είχε απευθύνει στον Καραϊσκάκη, όπου προσπάθησε ανεπιτυχώς να του επιστήσει την προσοχή στις επιπτώσεις που θα είχε τυχόν θάνατός του: «Το να φονεύωνται τινές στρατιώται εν τοιαύταις, κακόν μεν και τούτο, εάν φονεύωνται και οπλαρχηγοί άνευ ανάγκης ή σπουδαίου τινός λόγου, και το υπ’ αυτούς σώμα, μικρόν ή μεγάλον, μένει ακέφαλον, τότε αυτό όλο γίνεται νεκρόν και άχρηστον. Μέγιστην ευθύνην έχεις απέναντι της πατρίδος! Μη λησμονείς ότι είσαι ο Γεν. Αρχηγός, η ψυχή του στρατού, φύλαττε ολίγον, πρόσεχε τον Καραϊσκάκη! Οχι διά τον Καραϊσκάκην αυτόν, αλλά διά την πατρίδα, εις την οποίαν ανήκει, και εις την οποίαν είναι πολύ χρήσιμος! Αν, Θεός μη δώση (ο λόγος θάνατον δεν φέρνει!) κτυπηθής συ, ήξευρε, ότι στρατόπεδον Ελληνικόν εις την Ανατ. Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών δεν υπάρχει! Επιθυμώ, η φρόνησίς σου και ο πατριωτισμός σου, και πρώτα ο Θεός να μ’ αποδείξετε ψεύστην». Οπως αναφέρει ο Τερτσέτης, όταν ο Κολοκοτρώνης πληροφορήθηκε το θάνατο του Καραϊσκάκη, τον «εμοιρολόγησεν ωσάν γυναίκα»43. Ισως γιατί ο Γέρος του Μοριά, αν και είχε προβλέψει το θάνατό του, δεν μπόρεσε στο τέλος να τον αποτρέψει.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αγαπητός Σ. Αγαπητός. Οι Ενδοξοι Ελληνες του 1821, ή Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος. Τυπογραφείον Α. Σ. Αγαπητού, Πάτρα, 1877.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Δεληγιάννης Κανέλλος, Απομνημονεύματα, τ. Α’, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, στη σειρά «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21», Αθήνα, 1957, 176-181. Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, τ. Α’, Αθήνα, 1939. Κολοκοτρώνης Θεόδωρος, Απαντα Κολοκοτρώνη, εισαγωγή-επιμέλεια Ελλης Αλεξίου, παρουσίαση Γ. Τσερτσέτη-Α. Πολυζωΐδη-Φωτάκου, εκδόσεις Γ. Μέρμηγκας Ιστορικές Εκδόσεις 1821, Αθήνα. Κοτσώνης Κωνσταντίνος (ταξιάρχος ε.α.), «Μάχες Τρικόρφων και Βέργας» στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «Ιστορικά», 24 Μαρτίου 2005, Οι Μεγάλες Μάχες του 1821, 44-49.

Οικονόμου Μ., Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο ιερός των Ελλήνων αγών, τ. Β’, Αθήνα, 1957. Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους (8η έκδοση), Αθήνα, 1963. Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Γεώργιος Καραϊσκάκης. Κατά τους πρότερους βιογράφους, τα επίσημα έγγραφα και άλλας αξιόπιστους ειδήσεις, εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα, 1996. Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. 5, 18261829, εκδόσεις Πιρόγα, Αθήνα, 2007. Σπηλιάδης Νικόλαος, 1785-1862. Απομνημονεύματα /Συνταχθέντα υπό του Ν. Σπηλιάδου διά να χρησιμεύσωσιν εις

Μνημείο για τον Καραϊσκάκη στο Φάληρο κοντά στο σημείο όπου τραυματίστηκε θανάσιμα και απέναντι από το γήπεδο που φέρει τιμητικά το όνομά του. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

125

την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν, Τ. Γ', Εκ του Τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, 1857. Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β’, Λονδίνο, 1861 Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τυπογραφείον Π.Α. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1858.

4. Τον Απρίλιο του 1821 στο στρατόπεδο του Βαλτετσίου, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ανακηρύχθηκε από ολόκληρο το ελληνικό στράτευμα «αρχηγός Πελοποννήσου», βλ. Φωτάκος, 43. Ομως, δύο μήνες αργότερα, και ο Δημήτριος Υψηλάντης ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος στο ελληνικό στρατόπεδο στα Τρίκορφα -δηλαδή από τους άνδρες του Κολοκοτρώνη- και ανέλαβε τυπικά επικεφαλής της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. 5. Φωτάκος, 28.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Εκτός από τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, δεν θα πρέπει να λησμονούμε τη σημαντική συμβολή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και άλλων στρατιωτικών ηγετών, για παράδειγμα του Μάρκου Μπότσαρη, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και άλλων οπλαρχηγών. Ομως, η δράση τους ήταν σε τοπικό επίπεδο και όχι της εμβέλειας των εξεχόντων ηγετικών μορφών που παρουσιάζουμε εδώ. 2. Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται αποκλειστικά στις στρατηγικές/τακτικές του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη στις μάχες που έδωσαν. Αναλυτική παρουσίαση των μαχών αυτών γίνεται σε άλλο άρθρο του παρόντος αφιερώματος. 3. Η ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας προβληματίστηκε έντονα για το ποιος θα αναλάμβανε επικεφαλής των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην έναρξη της Επανάστασης. Το ζήτημα φάνηκε να επιλύεται με την ανάθεση της αρχηγίας στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Η επιλογή ήταν λογική: εκτός από τις διασυνδέσεις του με τον τσάρο, ο Αλέξανδρος υπήρξε ανώτατος αξιωματικός (συνταγματάρχης) του ρωσικού στρατού και διέθετε σημαντική στρατιωτική εμπειρία. Επίσης, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον του Ναπολέοντα, χάνοντας το χέρι του στη μάχη της Δρέσδης. Ο αδελφός του Αλέξανδρου, Δημήτριος, ήταν επίσης αξιωματικός. Είχε φοιτήσει σε στρατιωτική σχολή της Γαλλίας και το 1820 κατείχε το βαθμό του λοχαγού στο ρωσικό στρατό. Βλ. Αγαπητός, 135-142.

126

6. Φωτάκος, 35. Ο Κολοκοτρώνης επίσης κάνει αναφορά σε βίαιη στρατολόγηση σε αυτή τη φάση του Αγώνα. 7. Πρόσφατα δημοσιοποιήθηκαν επιστολές του 1822 του Κολοκοτρώνη προς τον Πλαπούτα, όπου για πρώτη φορά χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη φράση. 8. Φωτάκος, 47. 9. Κολοκοτρώνης, 293. 10. Η απόφαση αυτή δεν ήταν εύκολη για τον Δεληγιάννη αφού οι σχέσεις του με τον Κολοκοτρώνη δεν ήταν καλές. Οι Δεληγιανναίοι ήταν η πιο σημαντική οικογένεια προυχόντων της Γορτυνίας και πριν από την Επανάσταση οι Κολοκοτρωναίοι τούς είχαν υπηρετήσει ως ένοπλοι (κάποι). Η κίνηση του Κανέλλου Δεληγιάννη επιβεβαίωνε τη ραγδαία άνοδο της επιρροής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην περιοχή του. 11. Κολοκοτρώνης, 293. 12. Κολοκοτρώνης, 288-289. 13. Οπως καταγράφει και ο Φωτάκος, ο Κολοκοτρώνης «διά πολλάς ημέρας επήγαινε και ήρχετο εις Βαλτέτσι την αυγήν, από εκεί το μεσημέρι πάλιν εις Χρυσοβίτσι και το εσπέρας εκείθεν εις Πιάναν». 14. Δεληγιάννης: «Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Ελληνας». 15. Φωτάκος, 95-96.

44, οι οδηγίες του Κολοκοτρώνη προς τους άνδρες του για τον κλεφτοπόλεμο εναντίον του Ιμπραήμ «δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα σύγχρονα στρατιωτικά εγχειρίδια ανορθόδοξου πολέμου «Περί δράσεως ατάκτων».

16. Κολοκοτρώνης, 298. Ο Φωτάκος ισχυρίζεται ότι οι πρώτοι ιππείς που πέρασαν μέσα από τη γράνα ήταν 1.000.

31. Σπηλιάδης.

17. Φωτάκος, 102. 18. Κολοκοτρώνης, 299.

33. Κασομούλης, 371. Ο Καραϊσκάκης αποκαλούσε τον Μαυροκορδάτο «τεσσαρομάτη» γιατί φορούσε γυαλιά.

19. Ο Κολοκοτρώνης εννοεί εδώ τα τρόφιμα των στρατιωτών.

34. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, 172.

20. Φωτάκος, 57.

35. Σιμόπουλος, 76-77.

21. Ο Φωτάκος, 59, αναφέρει μία ημερήσια διαταγή του αρχηγού κατά της λιποταξίας.

36. Σιμόπουλος, 145.

22. Φωτάκος, 194. 23. Ο Κολοκοτρώνης δέχτηκε να υπηρετήσει τους Αγγλους υπό τον όρο ότι θα πολεμούσε μόνο στην Ελλάδα και ότι θα φορούσε φουστανέλα. Η στολή που φορούσε στη διάρκεια της Επανάστασης ήταν η ίδια που είχε ως ταγματάρχης του αγγλικού στρατού στα Επτάνησα. 24. Πρόκειται για τον Αγγλο στρατάρχη, Arthur Wellsley, δούκας του Wellington, το νικητή του Ναπολέοντα στο Βατερλώ το 1815.

32. Παπαρρηγόπουλος, Καραϊσκάκης, 164.

37. Σιμόπουλος, 161. 38. Οικονόμου, 207-208. 39. Σιμόπουλος, 162. 40. Σιμόπουλος, ό.π. 41. Η περιοχή «Ταμπούρια» έχει πάρει το όνομά της από τα ταμπούρια αυτά του Καραϊσκάκη.

27. Τρικούπης, 278

42. Σύμφωνα με τον Δημήτριο Καλλέργη -το μετέπειτα αρχηγό της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843- που το 1827 υπηρετούσε στο τακτικό στράτευμα: «Ο Καραϊσκάκης επέμενε να μη διακινδυνέψουμε επίθεση κατά των Τούρκων στον κάμπο αλλά να προχωρούμε συστηματικά, με άλματα, προς την Αθήνα, κερδίζοντας έδαφος μέρα με την ημέρα». Σιμόπουλος, 210.

28. Φωτάκος, 210-211.

43. Κολοκοτρώνης, 190.

25. Φωτάκος, 182. 26. Φωτάκος, 182-183.

29. Κολοκοτρώνης, 323. 30. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κοτσώνη, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

127

Πρόσφυγες από την Πάργα σε πλοιάριο. Πίνακας του Διονυσίου Τσόκου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 128

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

129

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης. Εντούτοις, ο επίσκοπος χρησιμοποιούσε τον όρο «οπλοφορία των Ελλήνων κατά του Τυράννου». Πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη. 130

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ευάγγελος Χεκίμογλου Oικονομολόγος

Οι εμφύλιες διαμάχες κατά τη διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης και η τύχη των αγωνιστών

Η σκοτεινή πλευρά του Αγώνα. Η απόδοση της διχόνοιας στα «προαιώνια χαρακτηριστικά της φυλής» δεν έχει επιστημονική, ιστορική βάση. Οι διαφορετικές επιδιώξεις Φαναριωτών, κοτζαμπάσηδων, καραβοκυραίων και γεωγραφικών περιοχών. Η διαπάλη των κέντρων εξουσίας Βουλευτικού - Εκτελεστικού. Οι έριδες για το δάνειο. Ο παραμερισμός των οπλαρχηγών και η κακή μοίρα του Κολοκοτρώνη και του Ανδρούτσου. Ο Νικηταράς ο τουρκοφάγος πέθανε πάμπτωχος, τυφλός και αγνοημένος στον Πειραιά το 1849.

Εισαγωγή Ο γνωστός από τα σχολικά εγχειρίδια επίσκοπος της Πάτρας, ο Γερμανός, μας άφησε ένα κείμενο ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

για την Επανάσταση. Σε αυτό διηγείται το ρόλο που διαδραμάτισαν ο ίδιος και άλλοι πρόκριτοι της Πελοποννήσου στα πρώτα στάδια του αγώνα. Μόνο που ο επίσκοπος αποφεύγει συστηματικά τη λέξη «επανάσταση». Χρησιμοποιεί ένα δικό του όρο, την «οπλοφορία των Ελλήνων κατά του Τυράννου». Οι Ελληνες δηλαδή πήραν τα όπλα κατά του «τυράννου», της αυταρχικής σουλτανικής εξουσίας. Η επιλογή αυτής της λέξης έχει τη σημασία της, γιατί μας βοηθά να ξεχωρίσουμε δύο διαφορετικά πράγματα: (α) Την «επανάσταση» όπως την καταλαβαίνουμε σήμερα, είτε με την έννοια της δημιουργίας νέου εθνικού κράτους (εθνική επανάσταση) είτε με την έννοια της κατάργησης των υφισταμένων κοινωνικών-οικονομικών σχέσεων και της αντικατάστασής τους με άλλες (κοινωνική επανάσταση). (β) Την αλλαγή των πολιτικών όρων της κυριαρχίας του σουλτάνου («τυράννου») και την αντικατάστασή τους με άλλους, πιο ευνοϊκούς. Η κατάργηση των κοινωνικών-οικονομικών σχέσεων στο συγκεκριμένο οθωμανικό πλαίσιο θα σήμαινε και την κατάργηση της κυρίαρχης θέσης που είχαν ως τότε αρκετοί από τους ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης, επίσκοποι και πρόκριτοι. Αυτοί, μιλώντας για «ελευθερία», εννοούσαν μια καλύτερη θέση στην περιφερειακή οθωμανική γραφειοκρατία ή ακόμη και την απόκτηση της αυτονομίας με ένα σχήμα υποτέλειας στο σουλτάνο, κατά το σερβικό υπόδειγμα. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης είχαν μεγαλώσει με τις παραδόσεις ενός αυταρχικού, συγκεντρωτικού κράτους. Αυτά ήταν τα πρότυπά τους, όχι τα πρότυπα της εποχής μας. Αλλωστε, πολλοί μουσουλμάνοι επιθυμούσαν αλλαγές στο οθωμανικό κράτος. Η περιφερειακή οθωμανική διοίκηση και οι μουσουλμάνοι πρόκριτοι, οι λεγόμενοι αγιάνηδες (âyân), Παρήγαν τυραννίσκους στην περιφέρεια (με πιο γνωστό παράδειγμα στην ελληνική βιβλιογραφία τον Αλή πασά από το Τεπελένι). Οι γενίτσαροι ήταν παντελώς ανεξέλεγκτοι και αποτελούσαν στοιχείο 131

κεντρική εξουσία. Η Ελληνική Επανάσταση και οι διεθνείς περιπλοκές της ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον Μαχμούτ Β’ (18081839) στην απόφαση να απαλλαγεί από το σώμα των γενιτσάρων, το αρχαϊκό αυτό στοιχείο της οθωμανικής κοινωνικής οργάνωσης.

Η θεωρία της «διχόνοιας» Η ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα απέφυγε να εντάξει την Επανάσταση και τους ηγέτες της σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον. Απέδωσε τις εσωτερικές συγκρούσεις που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της «οπλοφορίας» σε υποθετικές διαχρονικές «ιδιότητες της φυλής» (όπως η «διχόνοια», η «ζήλεια» κ.λπ.). Ερχόμενοι -υποτίθεται- από το βάθος της Κλασικής Αρχαιότητας, οι Ελληνες του 1821 έπρεπε να έχουν γνωρίσματα από τον Θουκυδίδη και τις αρχαίες τραγωδίες. Αυτό απαιτούσε η ρομαντική αντίληψη Ελλήνων και φιλελλήνων του 19ου αιώνα. Οι «εμφύλιοι πόλεμοι» μείωναν το κύρος και τη δόξα της Επανάστασης.

Οι μεταρρυθμίσεις της Πύλης, όπως ο περιορισμός των γενιτσάρων, δεν στάθηκαν ικανές να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των υποδούλων.

παράλυσης του κράτους. Η ιερατική γραφειοκρατία (ilmiyye) υποστήριζε αυτή την παραλυτική οργάνωση. Αντίθετα, η Υψηλή Πύλη και η κεντρική οθωμανική γραφειοκρατία, επί μία τουλάχιστον εικοσαετία πριν από την Ελληνική Επανάσταση προέβησαν σε αποτυχημένα διαβήματα για να συγκεντρώσουν τις εξουσίες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την παράλυση του οθωμανικού κράτους (περιορισμός των γενιτσάρων και κατάργηση του τιμαριωτικού συστήματος). Το κεντρικό δράμα αυτής της απόπειρας, η σφαγή των γενιτσάρων στην Κωνσταντινούπολη το 1826, έγινε στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αν και φαινομενικά εξασθένισε τη δύναμη του κράτους. Στην πραγματικότητα ενίσχυσε την 132

Σήμερα οι αντιλήψεις αυτές θεωρούνται παρωχημένες. Ελάχιστοι πιστεύουν ότι η ερμηνεία των εσωτερικών συγκρούσεων με βάση αιώνια «φυλετικά» χαρακτηριστικά έχει επιστημονική βάση, αν και δεν είναι λίγοι εκείνοι που αντιλαμβάνονται την Επανάσταση του 1821 με το ρομαντικό τρόπο των φιλελλήνων. Η ερμηνεία γεγονότων με βάση «αιώνια και αμετάλλακτα φυλετικά χαρακτηριστικά» όχι μόνον είναι αυθαίρετη, αλλά και μετατρέπει ό,τι αντιφάσκει προς τη ρομαντική αντίληψη της Επανάστασης σε «χαρακτηριστικό της φυλής», δηλαδή του υποκειμένου που πραγματοποίησε την Επανάσταση. Με άλλα λόγια, ως απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, οι επαναστάτες επιδίωξαν να αναβιώσουν την αρχαία Ελλάδα. Ο,τι δεν συμβιβαζόταν με αυτήν την επιδίωξη, αποδόθηκε στα στοιχεία που βρίσκουμε στις αρχαίες τραγωδίες. Οι «ήρωες» ήταν Ελληνες και επειδή ήταν Ελληνες αναπόφευκτα θα συγκρούονταν μεταξύ τους. Η ρητορική αυτή, που αρνείται την ανάλυση των συνθηκών και επικαλείται υποθετιΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Φιλέλληνας ντυμένος με παραδοσιακή στολή κατά τη διάρκεια του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Πίνακας του T. Kautz (περ. 1830). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

133

κές αιώνιες ιδιότητες, ανήκει πλέον στη σφαίρα της πολιτικής και όχι της επιστήμης.

Η θεωρία του τοπικισμού

Η «πατρίδα», δηλαδή η Πελοπόννησος, ήταν το άθροισμα των παρισταμένων, αφού ο καθένας παρίστατο «από μέρους της επαρχίας του». Ο επίσκοπος Γερμανός, βέβαια, που δεν συμμετείχε σε αυτή τη συνέλευση, σημειώνει ότι «η εκλογή των υποκειμένων δεν έγινε με κοινήν γνώμην» και κατά συνέπεια εις «ουδέν ελογίσθησαν», δηλαδή η συνέλευση δεν ήταν αντιπροσωπευτική.

Μία άλλη τάση στην ελληνική ιστοριογραφία ήταν η ερμηνεία των εσωτερικών συγκρούσεων αποκλειστικά με βάση τον τοπικισμό. Με λίγες εξαιρέσεις Φαναριωτών και Ελλήνων της ΔιασποΕνα άλλο παράδειγμα: Ο επικεφαλής του ενωμέράς, οι άνθρωποι της εποχής είχαν ως ευρύτατο νου στόλου της Υδρας, των Σπετσών και των Ψαγεωγραφικό ορίζοντα τα όρια της επαρχίας τους, ρών, ο Τομπάζης, έδωσε όρκο να υπακούσει «τας μέσα στα οποία εξαντλείτο η γνώση προσώπων διαταγάς της Βουλής της Υδρας» και να παραδώκαι πραγμάτων. Εξάλλου, υπήρχαν σημαντικές σει στην Υδρα μέρος των λαφύρων που ο στόλος οικονομικές και κοινωνικές διαφορές από τόπο του θα αποκτούσε «διά να το μοιράση η πατρίς σε τόπο. Ετσι, η οργάνωση της Επανάστασης [η Υδρα δηλαδή] κατά τους διορισθέντας νόμους». έγινε διαφορετικά σε κάθε επαρχία και διαφο- Ωστόσο, ανέλαβε και κάποια δέσμευση συνέργειρετική ήταν η εξέλιξή της. Οι πηγές της εποχής ας: «Επειδή το ναυτικόν μας είναι ενωμένον με αποπνέουν το τοπικιστικό πνεύμα. Το ψήφισμα τα πλοία των δύο άλλων νησίων, να συνεργώ μετ’ της συνέλευσης που πραγματοποιήθηκε αυτών εις τον κοινόν σκοπόν κατά την απόστη Μονή των Καλτεζών φέρει την φασιν, ήτις θέλει γίνεται εις τα πολεμιεπικεφαλίδα «Πατρίς» και ξεκινά κά μας συμβούλια κατά καιρούς». ως εξής: «Η γενική ευταξία των Εστω και έτσι όμως, το Ναυτικό υποθέσεων της πατρίδος μας παρουσίαζε κάποιο βαθμό συΠελοποννήσου και η αισία ντονισμού σε σύγκριση με έκβασις του προκειμένου τις χερσαίες δυνάμεις, που ιερού αγώνος περί της οργανώθηκαν αποκλειστισεβαστής ελευθερίας του κώς σε τοπική βάση, τόσο Γένους μας, επειδή και στην Πελοπόννησο όσο αναγκαίως απήτουν την και στη Στερεά Ελλάγενικήν συνέλευσιν και δα. Το πνεύμα ήταν ότι σκέψιν, συναθροίσθηκάθε επαρχία αναλάμμεν επί τούτου οι υποβανε αγώνα για κάποιο γεγραμμένοι από μέρος αλυτρωτικό σκοπό, που των επαρχιών μας, έχοσυνέκλινε, χωρίς να ταυντες την γνώμην και όλων τίζεται, με τον αγώνα της των λοιπών απόντων μεδιπλανής επαρχίας. λών…». Με τα λόγια των ίδιων των 28 ανθρώπων Βέβαια, η ύπαρξη τοπικών που συνυπέγραψαν, η «παδιαφοροποιήσεων -αν και τρίδα» (η Πελοπόννησος) είναι λόγος δημιουργίας διαφορετικών συμφερόαντιδιαστέλλεται προς το Ο επικεφαλής του ενωμένου στόλου είχε «γένος» (των Ελλήνων) ντων και διενέξεων- δεν δώσει όρκο να υπακούει «τας διαταγάς της και η συνέλευση περιλαμσυνεπάγεται αυτοδικαίως Βουλής της Υδρας». Πορτρέτο του Υδραίου βάνει εκπροσώπους των εμφύλιες διαμάχες. Στην ναυάρχου Ιάκωβου Τομπάζη από τον Δ. επαρχιών της «πατρίδος». περίπτωση της Ελληνικής Τσόκο (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 134

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Επανάστασης τίθεται το ζήτημα για ποιο λόγο η διαφοροποίηση των συμφερόντων δεν εξισορροπήθηκε μέσα από πολιτικές διαδικασίες. Συνήθως, στο σημείο αυτό γίνεται λόγος για «θεσμούς» και εκθειάζονται τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα και η υιοθέτηση κεντρικής αρχής, παραβλέποντας ότι επρόκειτο για συνήθειες άλλων λαών, που μεταφέρθηκαν στα κείμενα, αλλά όχι και στη νοοτροπία των επαναστατημένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο συνταγματάρχης William Martin Leake, που γνώριζε καλά την Ανατολή και είχε μελετήσει όσο λίγοι την Ελλάδα, έγραφε στα 1825 ότι η αίσια έκβαση της Επανάστασης θα ήταν μία «ομοσπονδία» τοπικών ηγεσιών, θεωρώντας ως μη βιώσιμη τη λειτουργία κεντρικής εξουσίας σε ένα αυτόνομο ή και ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.

Η θεωρία των «ταξικών» συγκρούσεων Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η μελέτη των πηγών (αρχείων και απομνημονευμάτων των αγωνιστών) οδήγησε στην κατανόηση του αγώνα ως πλέγματος κοινωνικών αντιφάσεων, τόσο από τους μαρξιστές (κυρίως Κορδάτος) όσο και τους μη μαρξιστές συγγραφείς (κυρίως Πιπινέλης) και επέτρεψε την προσέγγιση των εσωτερικών συγκρούσεων με άξονα την κοινωνική διαστρωμάτωση. Οι εμφύλιες διαμάχες ερμηνεύθηκαν ως συγκρούσεις συμφερόντων ανάμεσα σε «τάξεις» ή έστω σε συγκροτημένες και διακριτές κοινωνικές ομάδες. Τα συμφέροντα κάθε «τάξης» προδιέγραφαν την εξέλιξη των συγκρούσεων. Η μέθοδος αυτή συνιστούσε μεγάλη βελτίωση έναντι των θεωριών της «διχόνοιας» και ερμήνευε αρκετές πτυχές του τοπικισμού. Είχε όμως τα όριά της, διότι τα σχήματα κοινωνικής διαστρωμάτωσης στα οποία στηρίχθηκε ήταν ελλιπή. Στην πραγματικότητα, το γεωγραφικό και κοινωνικό εύρος της Επανάστασης -με επίκεντρο την πολύπλοκη οθωμανική κοινωνία- είχε ως κοινό γεωμετρικό τόπο ένα αρχαϊκό πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων. Το να θεωρεί κανείς τους ιδιοκτήτες ιστιοφόρων ως «καπιταλιστές» ή τους ενοικιαστές μεγάλων εκτάσεων γης ως «φεουδάρχες» είναι χρήσιμο ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Αγγλος συνταγματάρχης William Martin Leake θεωρούσε ως μέγιστη των ελληνικών επιδιώξεων τη δημιουργία μιας «ομοσπονδίας» τοπικών ηγεσιών.

ως εποπτικό σχήμα, αλλά δεν είναι ακριβές. Μας βοηθά να ζωγραφίσουμε μια γενική εικόνα, όχι να αναλύσουμε την κοινωνική λειτουργία. Η a priori ταύτιση των «καπεταναίων» (δηλαδή μιας εντελώς ανομοιογενούς ομάδας) με τους αγρότες (δηλαδή τους «καταπιεζόμενους»), όπως και η παρανόηση των πολύπλοκων ιδιοκτησιακών σχέσεων, που είχε ως αποτέλεσμα να εξισώνονται όλοι οι «πρόκριτοι», κατέστησαν τη συζήτηση αυτή αδιέξοδη. Ανάλογες παρατηρήσεις μπορούμε να κάνουμε για προσεγγίσεις μη μαρξιστών συγγραφέων, όπως η ερμηνευτική αντιπαράθεση «ολιγαρχικών» και «μοναρχίας», στην οποία στηρίζεται η ανάλυση του Πιπινέλη, μία από τις ρεαλιστικότερες, πρέπει να ομολογηθεί, η οποία όμως πρόβαλε στο 19ο αιώνα διλήμματα του Μεσοπολέμου (και ίσως του ίδιου του συγγραφέα). Γι’ αυτόν, η λύση κάθε 135

προβλήματος ήταν η μοναρχία. Η κοινή αδυναμία όλων των παραπάνω προσεγγίσεων είναι ότι διαχώρισαν την «Επανάσταση» από τις «εμφύλιες διαμάχες»: Δηλαδή, εξέτασαν τις διαμάχες, ως φαινόμενα ξεχωριστά από την Επανάσταση και όχι την «Επανάσταση» και τις «εμφύλιες διαμάχες» ως φαινόμενα που παράγονται από την ίδια κοινωνική και πολιτική δομή ή σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος Η οθωμανική κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στη διαχείριση της βίας («Οι διαπρέποντες είχαν πάντοτε υπ’ όψιν τον βρόχον, την μάχαιραν, το κώνιον, την εξορίαν και την δήμευσιν», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Τρικούπης). Ληστές, πειρατές, Κλέφτες, Αρματολοί, ναύτες οπλισμένοι κατά των πειρατών, αγρότες οπλισμένοι κατά των ληστών, ακόμη και βοσκοί οπλισμένοι κατά των λύκων ήταν καθημερινή πραγματικότητα πριν από την Επανάσταση και στη διάρκειά της. Ειδικά στον ελλαδικό χώρο γι-

νόταν ευρεία παραγωγή όπλων και πυρομαχικών. Οι δραστηριότητες των επαναστατών κατά της οθωμανικής εξουσίας τροποποίησαν πολύ γρήγορα τους συσχετισμούς πάνω στους οποίους στηριζόταν ως τότε η διαχείριση της βίας. Τα όπλα έμειναν στα χέρια των ίδιων ανθρώπων, άλλαξαν όμως οι ρόλοι. Οπως σημειώνει ο Τρικούπης, «συνήθως επί των επαναστάσεων ανατρέπονται τα ενυπάρχοντα πολιτικά συστήματα, αλλά διατηρούνται τα της δημοσίας υπηρεσίας, τα συντηρούντα την κοινωνίαν. Αλλ’ εν τη Ελλάδι, καθ’ ην ώραν κατεστράφη η εξουσία του σουλτάνου, συγκατεστράφη και όλη η δημοσία υπηρεσία, ώστε διά μόνης της επιρροής των προυχόντων των επαρχιών ανεπληρούντο τα ελλείποντα». Οι ηγέτες ενός αποσχιστικού κινήματος, όπως ήταν με βάση τη σύγχρονη ορολογία η Ελληνική Επανάσταση (αφού σκοπός της ήταν να αποχωριστεί ένα τμήμα του οθωμανικού κράτους και να αποκτήσει ανεξαρτησία ή έστω αυτονομία), έπρεπε να λαμβάνουν αποφάσεις που αφορούσαν ταυτοχρόνως τόσο τις εξωτερικές συγκρούσεις (πόλεμος με τον οθωμανικό στρατό) όσο και τις

Στρατός και Μανιάτες επιτίθενται στον Ασλάναγα το 1834 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 136

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

εσωτερικές διενέξεις. Στις περιπτώσεις αυτές τα βασικά κριτήρια είναι δύο: (α) Το κριτήριο της «τάξης και ασφάλειας». (β) Η εξασφάλιση τροφίμων, πολεμοφοδίων και κρατικών εσόδων, καθώς και η συνέχιση της παραγωγής στο μέγιστο βαθμό. Οι κοινωνικές συγκρούσεις είναι μηχανισμοί μέσα από τους οποίους οι συνθήκες «τάξης και ασφάλειας» επιβάλλονται, αμφισβητούνται και τροποποιούνται μέσα από την οργανωμένη χρήση βίας. Από τη μία πλευρά οι ηγέτες της Επανάστασης έπρεπε να αφαιρέσουν από τον «Τύραννο» το μονοπώλιο της βίας. Από την άλλη πλευρά, έπρεπε να διατηρήσουν ένα ελάχιστο επίπεδο τάξης, διότι διαφορετικά θα έπαυαν να κατέχουν την εξουσία. Στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ένα ελάχιστο όριο τάξης έπρεπε να χρησιμοποιήσουν και εκείνοι βία. Ετσι, λάμβαναν αποφάσεις που αφορούσαν ταυτοχρόνως τον εξωτερικό εχθρό, τον «Τύραννο», αλλά και τους εν τοις πράγμασι ή εν δυνάμει εσωτερικούς ανταγωνιστές τους. Στον οικονομικό τομέα, οι φόροι έπρεπε να πληρώνονται (για το ταμείο της Επανάστασης και όχι πλέον του σουλτάνου), οι εμπορικοί δρόμοι να κρατιούνται ανοιχτοί όσο ήταν δυνατόν, η αγροτική παραγωγή και η παραγωγή οπλισμού και πολεμοφοδίων να μη σταματήσουν, οι στρατιώτες να πληρώνονται. Για όλα αυτά χρειάζονταν τα εργατικά χέρια, που εξακολουθούσαν να δουλεύουν με τις παλιές σχέσεις παραγωγής. Ταυτοχρόνως, χρειάζονταν και άντρες για να κρατάνε τα τουφέκια ή να κινούνε τον επαναστατικό στόλο. Ας σημειωθεί ότι οι πειρατικές πράξεις του επαναστατικού στόλου σε βάρος τρίτων χωρών αποτέλεσε μια πηγή πόρων για τους επαναστάτες η οποία είχε αναστατώσει την Ευρώπη. Η επανάσταση επέδρασε άμεσα στους μηχανισμούς απόσπασης του οικονομικού πλεονάσματος, το οποίο παραγόταν στον αγροτικό χώρο. Τι σήμαινε η «οπλοφορία κατά του Τυράννου»; Η κοινωνία δεν λειτουργούσε πλέον με σκοπό να συγκεντρωθεί το οικονομικό πλεόνασμα -με μορφή χρήματος ή προϊόντων- στα χέρια ενοικιαστών, νομέων, εμπόρων και εισπρακτόρων φόρου, και ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Κανακάρης ήταν ένας από τους νομείς μεγάλων εκτάσεων. Λεπτομέρεια λιθογραφίας του Peter von Hess που τον απεικονίζει σε επίθεση εναντίον ενός τουρκικού κάστρου.

τελικώς στο οθωμανικό θησαυροφυλάκιο, όπως συνέβαινε μέχρι τότε. «Η υπερτάτη διοίκησις προνοήσασα διά θεσπίσματος διετάξατο (…) όλα τα εις την ελευθέραν ελληνικήν γην τουρκικά κτήματα να λογίζωνται εθνικά και να δουλεύωνται παρ’ εκείνων, οίτινες έως τώρα τα εδούλευον. Αι δε πρόσοδοι των αυτών [κτημάτων] να εμβαίνωσιν εις το εθνικόν ταμείον…» (εγκύκλιος του «μινίστρου» των Εσωτερικών και «προσωρινού μινίστρου» του πολέμου, 7.5.1822). Με απλά λόγια, στα χαρτιά η «οπλοφορία» δεν άλλαζε τίποτε για όσους εργάζονταν στις ημιδημόσιες (erazi-i miriye) γαίες1, τη νομή των οποίων είχαν τόσο χριστιανοί όσο και μουσουλμάνοι. Αλλαζε όμως ο προορισμός των προσόδων, που θα περιέρχονταν πλέον στο «εθνικό ταμείο». Σειρά ερωτημάτων τίθεται αμέσως στον προσε137

Δημήτριος Υψηλάντης. Λιθογραφία του G. Boggi (Ιδιωτική συλλογή, Ρώμη).

κτικό αναγνώστη: Πώς διασφαλιζόταν ότι τα κτήματα θα εξακολουθούσαν «να δουλεύωνται παρ’ εκείνων, οίτινες έως τώρα τα εδούλευον»; Ποιος θα ασκούσε την απαραίτητη απειλή βίας ή βία για να το διασφαλίσει; Πώς θα διασφαλιζόταν η είσπραξη των προσόδων και η τοποθέτησή τους στο «εθνικό ταμείο»; Ποιος διαχειριζόταν το τελευταίο; Στην ίδια εγκύκλιο, ο «μινίστρος» σημειώνει: « … Μανιάται τινές, χωρίς είδησιν της Διοικήσεως, ηθέλησαν να σφετερισθώσιν ως ιδιοκτησίαν των το κατά την επαρχίαν του Μιστρά Ελος ομού με άλλα τινά χωρία, καθώς ακόμη και όλην την Μονεμβασίας την επαρχίαν….». Η εγκύκλιος του «μινίστρου» καταλήγει με σύσταση στους «καπητάνους» της Μάνης -δηλαδή τους αρχηγούς των ένοπλων ομάδων- να «συμβουλεύσουν» τους καταπατητές να παραιτηθούν οικειοθελώς από τα κτήματα που καταπάτησαν. Φυσικά, οι «συμβουλές» ήταν ουτοπία και επιβεβαιώνουν απλώς τον Τρικούπη, ότι «διά μόνης της επιρροής των προυχόντων των επαρχιών ανεπληρούντο τα ελλείποντα». Η αποτροπή καταπάτησης των κτημάτων ήταν αδύνατη χωρίς την άσκηση βίας εκ μέρους της επαναστατικής αρχής και τη διατήρηση μηχανισμών που την καθιστούσε δυνατή. Το ζήτημα της άσκησης της βίας μέσα στο περιβάλλον των μεταβαλλόμενων κοινωνικών σχέσεων ήταν πέρα από τις «διχόνοιες» και εξαιρετικά περίπλοκο για να φορμαριστεί μαζί με τις κοινωνικές «τάξεις».

Ειδικότερες συνθήκες για την εκδήλωση εμφύλιων διαμαχών

Ο ηγέτης της Μάνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ορίστηκε αρχιστράτηγος του πελοποννησιακού στρατού. Λιθογραφία από το Εθνικόν Ημερολόγιον του Βρεττού. 138

Το πιθανότερο είναι ότι οι ηγέτες των Ρωμιών στην Πελοπόννησο αντιλαμβάνονταν με πολύ διαφορετικό τρόπο ο καθένας τι σήμαινε η συμμετοχή στη Φιλική Εταιρεία και τι θα έπρεπε να περιμένει από αυτήν. Επίσκοποι, ενοικιαστές φόρων, νομείς μεγάλων εκτάσεων (Λόντος, Ζαΐμης, Κανακάρης, Νοταράς), αρχηγοί ένοπλων ομάδων (κυρίως στη Μάνη), ληστές (Αναγνωσταράς, Κουμανιώτες, Πετμεζάδες) και έμποροι είχαν διαφορετική άποψη για τη δυνατότητα και ίσως και για τη σκοπιμότητα ενός μακροχρόνιου επαναστατικού αγώνα στην Πελοπόννησο. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

περισσότερες από τις υποσχέσεις των εκπροσώπων της Εταιρείας (όπως του Φλέσσα) για υλική και στρατιωτική βοήθεια δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Πολλοί είχαν καλλιεργήσει ψευδαισθήσεις ως προς τη χρηματοδότηση του αγώνα. Κυρίως, όμως, δεν φαίνεται να υπήρχε καθαρή εικόνα για την ανακατανομή των εξουσιών που θα έφερνε η επερχόμενη Επανάσταση. Θα αντικαθιστούσαν οι επίσκοποι και οι επίτροποι των κοινοτήτων τους ανώτερους Οθωμανούς αξιωματούχους; Τι θα συνέβαινε με τους μουσουλμάνους της Πελοποννήσου; Ετσι, δεν είναι περίεργο ότι ακόμη και στις αρχές του 1821 επικρατούσαν επιφυλακτικότητα και αναβλητικότητα. Σε αυτό συνέβαλαν και οι έντονες διαφορές για την αρχηγία και κυρίως η -κατανοητή- αδυναμία των πρωτεργατών να συλλάβουν ότι μπορούσε να υπάρξει οποιαδήποτε άλλη ηγεσία εκτός από την τοπική. Αλλωστε, κάθε επαρχία ήταν υποχρεωμένη να συντηρεί και να εξοπλίζει με τις δικές δυνάμεις τις ένοπλες ομάδες που είχε συγκεντρώσει. Το βάρος, με άλλα λόγια, του αγώνα, τον οποίο υποτίθεται ότι θα χρηματοδοτούσε η Ρωσία, έπεφτε στις πλάτες των αγροτών, ταυτόχρονα με την υποχρέωσή τους να στελεχώσουν τον επαναστατικό στρατό. Ωστόσο, τα σώματα των Μανιατών (μη έχοντας ανάλογα έσοδα από αγροτικές καλλιέργειες) μισθοδοτούνταν από το κοινό ταμείο. Ο αρχηγός τους Πέτρος Μαυρομιχάλης, ο μπέης της Μάνης (διορισμένος από την Υψηλή Πύλη), ορίσθηκε αρχιστράτηγος του πελοποννησιακού στρατού. Η προσωρινή ηγεσία που είχε εκλεγεί στη συνέλευση των Καλτετζών (26.5.1821) όρισε ότι η δεκάτη και το γεώμορο (δηλαδή το 30% της παραγωγής) των «τουρκικών» κτημάτων (όπως προσδιορίσθηκε παραπάνω) θα περιέρχονταν «εις χρήσιν του κοινού».

Η πρώτη απειλή Το καθεστώς των Καλτετζών ήταν εξαιρετικά βραχύβιο, διότι ακριβώς τις μέρες που το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη έπνεε τα λοίσθια στη Βλαχία, ο αδελφός του Δημήτριος κατέφθασε στην Πελοπόννησο και απαίτησε -με βάση εξουσιοΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο επίσκοπος Βρεσθένης, Θεοδώρητος, πρόεδρος του Καθεστώτος των Καλτετζών, απέρριπτε την απόλυτη εξουσία του πρίγκιπα Δημήτριου Υψηλάντη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

δότηση του Αλέξανδρου- να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Στο χρονικό αυτό σημείο εκδηλώθηκε η πρώτη σοβαρή διένεξη στο εσωτερικό των Ελλήνων επαναστατών, αφού οι αυτοδιορισμένοι ηγέτες των Καλτετζών [ο επίσκοπος Βρεσθένης (Λακωνίας) Θεοδώρητος ως πρόεδρος και ο Μαυρομιχάλης ως αρχιστράτηγος] απέρριψαν την απόλυτη εξουσία του πρίγκιπα και αντιπρότειναν να «κάμουν τον Υψηλάντην μέλος της Γερουσίας των» (όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός). Δέχτηκαν, δηλαδή, να τον υπολογίζουν ως πρώτο στην τάξη πρόκριτο, αλλά όχι πέρα από αυτό. Ο Υψηλάντης 139

βασίας, ζήτησαν να παραδοθούν στον αρχηγό των Ελλήνων, στάλθηκε ο σύμβουλος του Υψηλάντη, ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός, πρώην αυλάρχης του τσάρου, πρίγκιπας και αυτός (έτσι υπέγραφε, ως γιος μεγάλου βορνίκου των ηγεμονιών). Η ουσία των διάφορων ελιγμών που σημειώθηκαν στη συνέχεια τόσο από τους γερουσιαστές όσο και από άλλους προκρίτους που «μεσολαβούσαν» έγκειται στο ότι κάθε ομάδα προσπαθούσε να αποκτήσει ρόλο στη διένεξη. Οσο για τον Υψηλάντη, ίσως επειδή γνώριζε ότι στην πραγματικότητα δεν στηριζόταν πουθενά (ο αδελφός του είχε ήδη χάσει τα πάντα στη Βλαχία), προσπαθούσε να αποκτήσει τη συναίνεση των τοπικών ηγετών, ώστε να νομιμοποιηθεί ως αρχιστράτηγος, παρακινώντας ταυτοχρόνως με ανθρώπους του τους απλούς στρατιώτες.

Ο νέος πόλος εξουσίας Οι Φαναριώτες συγκροτούσαν μια ιδιαίτερη ομάδα μέσα στην Επανάσταση που είχε τους ίδιους στόχους με τους καραβοκύρηδες. Τύπος Φαναριώτη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

εκβίασε ότι θα αποχωρήσει αν δεν γίνονταν δεκτοί οι όροι του. Οι στρατιώτες -με την ελπίδα ίσως ότι ο πρίγκιπας είχε φέρει μαζί του άφθονο χρυσό για τους μισθούς τους- απαίτησαν να παραμείνει, απειλώντας ότι θα βιαιοπραγήσουν κατά της Γερουσίας αν αυτή δεν παρέδιδε την εξουσία στον πρίγκιπα. Επακολούθησε τότε μακρά -«ανωφελής» κατά τον Τρικούπη- διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο πλευρών, η οποία ατόνησε εν αναμονή της πτώσης του κάστρου της Τρίπολης. Εκεί ήταν συγκεντρωμένη η υπάρχουσα οθωμανική στρατιωτική δύναμη (το κυριότερο μέρος της οποίας είχε εκστρατεύσει κατά του Αλή, πασά των Ιωαννίνων, στο πλαίσιο ενός παράλληλου πολέμου). Αλλά τα δύο κέντρα εξουσίας διατηρήθηκαν τις επόμενες εβδομάδες, χωρίς ουσιαστικά να αναγνωρίζουν το ένα το άλλο, το καθένα με το μικρό στρατό και τις μεγάλες εμμονές του. Οταν πάντως οι μουσουλμάνοι, που ήταν κλεισμένοι στο φρούριο της Μονεμ140

Η διένεξη ανάμεσα στον Υψηλάντη και τους γερουσιαστές είχε ως αποτέλεσμα να αναδειχθεί ένας τρίτος πόλος εξουσίας: οι αρχηγοί των ένοπλων ομάδων, των οποίων μέχρι τότε είχε διαφανεί μόνον η στρατιωτική αλλά όχι και η πολιτική σημασία. Οι επιθέσεις που είχαν σημειωθεί μέχρι στιγμής εναντίον οθωμανικών στόχων προήλθαν ακριβώς από τις πρωτοβουλίες των ένοπλων ομάδων, οι οποίοι απέκτησαν γρήγορα αξία στα μάτια του λαού. Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι σε αντίθεση με τους προκρίτους, που αποτελούσαν συγκροτημένη κοινωνική ομάδα με ιστορικό βάθος, οι λεγόμενοι οπλαρχηγοί διατηρούσαν την ισχύ τους μόνον εφόσον ήταν σε θέση να συντηρήσουν ένοπλα σώματα, κάτι που μπορούσε να γίνει όταν εξασφάλιζαν χρηματοδότηση ή -συνήθως- επέβαλαν «φόρο» στον τοπικό πληθυσμό, ειρηνικά ή με χρήση βίας. («Προ της επαναστάσεως μία τάξις ισχυρά υπήρχεν εν Πελοποννήσω, η των πολιτικών. Τάξις δε πολεμική δεν υπήρχεν. Η τάξις αύτη προήχθη και εμεγαλύνθη επί της επαναστάσεως», γράφει ο Σ. Τρικούπης). Η πρώτη πολιτική πράξη που αποδίδεται στον ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Αντώνης Οικονόμου κηρύσσει την επανάσταση στην Υδρα. Ο λαϊκός ηγέτης φυλακίστηκε και δολοφονήθηκε από ανθρώπους των καραβοκυραίων με την κατηγορία «του αποτυχημένου καπετάνιου και του θορυβοποιού». Λιθογραφία του Peter von Hess. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

141

κορυφαίο οπλαρχηγό, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ήταν ότι έπεισε τους στρατιώτες ότι εκείνος αποτελούσε τον ικανότερο μεσολαβητή ανάμεσα στους γερουσιαστές και στον πρίγκιπα. Με την τακτική αυτή ο έμπειρος πρώην αξιωματικός του βρετανικού στρατού αφενός άφηνε να φθαρούν οι δύο αντίπαλες παρατάξεις, αφετέρου εδραίωσε τη δική του πολιτική θέση, η οποία ως τότε ήταν μάλλον αδύναμη, αφού δεν είχε συγκεντρώσει άξιο λόγου ένοπλο σώμα. Το κύρος του επρόκειτο να μεγαλώσει σε λίγους μήνες, λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου του στην κατάληψη της Τρίπολης (23.9.1821). Τόσο αυτός όσο και άλλοι στρατιωτικοί απέκτησαν πολιτικό κύρος χάρη στις στρατιωτικές τους επιτυχίες και στα λάφυρα που συναποκόμισαν. Τέθηκε έτσι σε δοκιμασία η παραδοσιακή επιρροή που ασκούσαν οι πρόκριτοι.

Καραβοκύρηδες και Φαναριώτες

Η αδυναμία συνεννόησης με τον Δ. Υψηλάντη ώθησε τον Μαυροκορδάτο στη δημιουργία δύο τοπικών συνελεύσεων στη Στερεά Ελλάδα. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος σε λιθογραφία του Giovanni Bozi (Ιδιωτική Συλλογή, Ρώμη). 142

Στην Υδρα, το κυριότερο κέντρο του ναυτικού αγώνα, και τη Σάμο οι ενδοκοινοτικές αντιθέσεις εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια και εξαιτίας της οργάνωσης του επαναστατικού αγώνα. Οι ηγέτες των αντίστοιχων κοινοτήτων έδειξαν επιφυλακτικότητα απέναντι στην Επανάσταση. Υπήρξε ένα χάσμα ανάμεσα σε εκείνους που θα έχαναν τα πάντα από την πιθανή καταστολή της Επανάστασης και σε εκείνους που δεν είχαν να χάσουν παρά μόνον τη ζωή τους, αφού «από τα 1818 μέχρι του 1821 έτους, το εμπόριον των Υδραίων ενεκρώθη παντάπασιν· τα πλοία των ήσαν εις ακινησίαν και ο λαός εδυστύχει, ώστε εστερείτο και τα προς ζωάρκειαν αναγκαία», όπως σημειώνει ο σύγχρονος Αντώνιος Μιαούλης (1834). Η δεύτερη ομάδα αποδείχθηκε ισχυρότερη από την πρώτη και την ανάγκασε να συμμετάσχει στον αγώνα με χρήματα και κυρίως με καράβια. Ετσι, ανεξάρτητα από τη θέληση και τις βλέψεις τους, ο πλούτος των ιδιοκτητών των ιστιοφόρων υποθηκεύτηκε πολύ γρήγορα στην Επανάσταση. Αναπόφευκτα, από το καλοκαίρι του 1821 οι ιδιοκτήτες πειθαναγκάστηκαν να συμμετάσχουν ενεργότερα στην Επανάσταση και να επιδιώξουν το σχηματισμό κεντρικής διοίκησης, πιέζοντας προς την κατεύθυνση αυτή ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

τους προκρίτους της Πελοποννήσου και τον Υψηλάντη. Ωστόσο, ο 36χρονος Αντώνης Οικονόμου, λαϊκός ηγέτης και υποκινητής της επανάστασης στην Υδρα, φυλακίστηκε και δολοφονήθηκε από ανθρώπους των καραβοκυραίων (16.12.1821). Είχε κατηγορηθεί ως «αποτυχημένος» καπετάνιος και «θορυβοποιός». Μία άλλη ομάδα που τον ίδιο καιρό είχε τους ίδιους στόχους με τους καραβοκύρηδες ήταν οι μορφωμένοι Φαναριώτες, όπως ο Κωνσταντίνος Καρατζάς, γιος του πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας (1812-1818) Ιωάννη Καρατζά, ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, καθώς και ο Θεόδωρος Νέγρης, πρεσβευτής της Υψηλής Πύλης στο Παρίσι. Σ’ αυτούς προστέθηκε και ο προαναφερθείς πρίγκιπας Καντακουζηνός, ο οποίος είχε δυσαρεστηθεί από τον Δημήτριο Υψηλάντη. Η ομάδα αυτή είχε γνωρίσει εκ των ένδον την οθωμανική γραφειοκρατία και ήταν σε θέση να αναλύει τις αδυναμίες της. Κάθε ένα από τα μέλη της ήρθε στην Ελλάδα υπολογίζοντας στον εν δυνάμει ηγετικό ρόλο που θα μπορούσε να αναπτύξει στην επαναστατημένη χώρα.

Η «Αρχή» και η «εθνική θέλησις» Στο μεταξύ, το καλοκαίρι του 1821, στα Τρίκορφα Αρκαδίας, το επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων, συνεχιζόταν το αδιέξοδο μεταξύ του Υψηλάντη και των εκπροσώπων των ρωμαίκων κοινοτήτων της Πελοποννήσου. Το αδιέξοδο δεν άρθηκε από την επέμβαση των νησιωτών, οι οποίοι επείγονταν για να σχηματιστεί κεντρική διοίκηση, ώστε να πάρουν πίσω τα χρήματα που είχαν δανείσει στον αγώνα. Οι σκηνές που διαδραματίσθηκαν στα Τρίκορφα αποτέλεσαν ασφαλώς την αιτία για πολλές πικρίες. Αντιπρόσωποι από όλο τον ελλαδικό χώρο -πιστεύοντας ότι υπήρχε κάποια κρυφή ισχυρή ηγεσία ( η «Αρχή») ή ότι ο πρίγκιπας είχε φέρει μαζί του άφθονα αγαθά- προσέρχονταν και ζητούσαν στρατεύματα, όπλα και πολεμοφόδια, τα οποία βέβαια κανείς δεν μπορούσε να διαθέσει. Οι Φαναριώτες ξεκαθάρισαν στον Υψηλάντη ότι δεν τον αναγνώριζαν ως αρχηγό. Η πληρεξουσιότητα ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Εμμανουήλ Τομπάζης. Λιθογραφία του G. Bozzi (Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

που του είχε δώσει ο αδελφός του δεν άξιζε πλέον τίποτε. Μόνον η «εθνική θέλησις» μπορούσε να αναδείξει την νέα εξουσία. Ο Υψηλάντης αντέτεινε ότι ήταν η «Αρχή» της Φιλικής Εταιρείας -δηλαδή ο αδελφός του-εκείνη που είχε ξεκινήσει την Επανάσταση και ότι ο ίδιος δεν είχε δικαίωμα να απεμπολήσει τα δίκαια του αδελφού του. Πεπεισμένοι ότι δεν ήταν δυνατόν να συνεννοηθούν με τον Υψηλάντη ούτε είχαν συμφέρον να εμπλακούν στη διένεξή του με τους Πελοποννήσιους προκρίτους, οι Φαναριώτες αποφάσισαν να αφήσουν τους αντιπάλους τους να φθαρούν από τις μεταξύ τους διενέξεις και στράφηκαν στη Στερεά Ελλάδα, όπου δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη κάποια συγκεντρωτική μορφή τοπικής εξουσίας. Εκεί, ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης έβαλαν όλη τους την τέχνη και κατόρθωσαν να δημιουργήσουν δύο τοπικές συνελεύσεις, τη συνέλευση της «δυτικής χέρσου Ελλάδος», που περιλάμβανε τη Στερεά δυτικά από την Αμφισσα, με επικεφαλής τον πρώτο, και τον «Αρειο Πάγο», στην ανατολική Στερεά, με επικεφαλής το δεύτερο. Οι πρόκριτοι 143

της Πελοποννήσου δεν αντιτάχθηκαν σε αυτές τις πρωτοβουλίες, διότι αποδυνάμωναν τον Υψηλάντη. Εξάλλου, στην Πελοπόννησο οριστικοποιήθηκε η δομή της Πελοποννησιακής γερουσίας, με επικεφαλής τον επίσκοπο Θεοδώρητο. Ο Υψηλάντης αποποιήθηκε την προεδρία της Γερουσίας, επιμένοντας ότι εκείνος ήταν ο γενικός αρχηγός της Επανάστασης και ότι μόνον η δική του έγκριση νομιμοποιούσε τα όποια όργανα εξουσίας. Ολα αυτά συνέβησαν στους τελευταίους μήνες του 1821.

Πεδιά ή Επίδαυρος Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 συνήλθε η Εθνοσυνέλευση στην Πεδιά, που ονομάστηκε επίσημα Νέα Επίδαυρος. Οι κάτοικοί της απαλλάχθηκαν από τη δεκάτη για την ταλαιπωρία που υπέστησαν από τα ένοπλα σώματα που συγκεντρώθηκαν επιτόπου μαζί με τους πληρεξουσίους. Συμμετείχαν εξήντα πληρεξούσιοι. Ανάμεσά τους οι Μωραΐτες ενοι-

κιαστές μεγάλων εκτάσεων γαιών (τσιφλικιών) Ζαΐμης, Κανακάρης, Νοταράς, μερικοί επίσκοποι της Πελοποννήσου, ο Ορλάνδος εκ μέρους των Υδραίων, ο Κωλέττης εκ μέρους της Ρούμελης και οι γνωστοί Φαναριώτες. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, όχι όμως και ενιαία δύναμη. Η κοινωνική σύνθεσή τους διέφερε. Μερικοί είχαν την οικονομική δυνατότητα να ενοικιάζουν μεγάλες εκτάσεις ή να δανείζουν σε κεφαλοχώρια και να επηρεάζουν έτσι μεγάλο αριθμό χωρικών. Αλλοι είχαν μικρότερη δύναμη. Επιπλέον, τους χώριζαν οικονομικά συμφέροντα και παλαιές οικογενειακές διαφορές. Οι ισχυρότεροι πρόκριτοι προσήλθαν στη συνέλευση για να παγιώσουν την ισχύ τους συμμαχώντας με τους προκρίτους των νησιών και τους ηγέτες της Στερεάς. Σύμφωνα με τον Τρικούπη, η συνέλευση της Επιδαύρου εξελίχθηκε όπως επιθυμούσε η ομάδα των ισχυρότερων προκρίτων. Οι τοπικές εξουσίες

Στη Συνέλευση της Επιδαύρου επικράτησαν οι απόψεις των ισχυρότερων προκρίτων και διατηρήθηκαν οι τοπικές εξουσίες. Τοιχογραφία του Ludwig Michael von Schwanthaler στη Βουλή. 144

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

διατηρήθηκαν. Ο Πιπινέλης σημειώνει ότι η συνέλευση «κατεκύρωσεν έτι μάλλον εν τοις πράγμασι και τοις νόμοις της Πολιτείας την τελείαν επικράτησιν του ολιγαρχικού συστήματος. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου συνέπραττον στενώς μετά των αστών κεφαλαιούχων των νήσων έχοντες και την βοήθειαν οπλαρχηγών τινών της δυτικής Ελλάδος». Πράγματι, μία συμμαχία ΠελοποννήσιωνΝησιωτών και Ρουμελιωτών έθεσε υπό τον έλεγχό της τα δύο σώματα που σχηματίσθηκαν και που αντιστοιχούσαν σε κυβέρνηση («Νομοτελεστικό», με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο) και Βουλή («Βουλευτικόν»), παραμερίζοντας τους οπλαρχηγούς και τον Υψηλάντη. Ουσιαστικά, αυτό που συνέβη είναι ότι το κοινωνικό εκείνο στρώμα που διαχειριζόταν επί αιώνες τις σχέσεις ανάμεσα στις ρωμαίκες κοινότητες και την οθωμανική εξουσία παγιώθηκε -ως προς τους τύπους- στην ηγεσία του αγώνα. Η Φιλική Εταιρεία «ετάφη επισήμως» στην Επίδαυρο, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Τρικούπης. Ο Υψηλάντης δέχθηκε την

προεδρία της Βουλής. Ηταν η αποζημίωση για τον παραμερισμό του. Αλλά η πραγματική εξουσία παρέμεινε στους οπλαρχηγούς.

Η ανάδειξη του Κολοκοτρώνη Οι πολεμικές εξελίξεις ήταν ένας παράγοντας που μετέβαλε τους συσχετισμούς ανάμεσα στους αρχηγούς της Επανάστασης. Ο Μαυροκορδάτος ηττήθηκε στη μάχη του Πέτα (4.7.1822), ενώ μερικές μέρες αργότερα (26.7.1822) ο Κολοκοτρώνης νίκησε στα Δερβενάκια τον Πασά Μαχμούντ, από τη Δράμα, επίλεκτο μέλος της οθωμανικής αριστοκρατίας (εξάδελφο του Πασά Ιμπραήμ της Αιγύπτου, που επρόκειτο να λεηλατήσει την Πελοπόννησο). Ετσι το κύρος του Κολοκοτρώνη αυξήθηκε και ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος από το στρατό, τίτλος που δεν αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση. Οι σχέσεις ανάμεσα στους στρατιωτικούς, στην κυβέρνηση, στη Βουλή και τις τοπικές

Η ήττα του Μαυροκορδάτου στο Πέτα και η νίκη του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια άλλαξαν άρδην τους συσχετισμούς μεταξύ των ηγετών της Επανάστασης. Η μάχη του Πέτα σε πίνακα του Γ. Ζωγράφου. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

145

Γερουσίες ήταν ρευστές και κάθε άλλο παρά θύμιζαν κάποιο σχήμα «διάκρισης των εξουσιών». Οπως σημειώνει ο επίσκοπος Γερμανός, «αι τοπικαί διοικήσεις δεν συνυπακούοντο καλώς μετά της εθνικής διοικήσεως, αλλά κάθε μία έπραττε κατά δοκούν αυτή, και ουδόλως προσείχον εις τας κοινάς διαταγάς». Οταν ο Υψηλάντης πέρασε στη Ρούμελη επικεφαλής σώματος για να συνεργαστεί με τους τοπικούς οπλαρχηγούς, οι Αρεοπαγίτες (η τοπική διοίκηση, όπως προαναφέρθηκε) «άρχισαν να διεγείρουν διαφωνίαν εις τους Καπιταναίους και

να γράφουν αναφοράς εις την Διοίκησιν εναντίον του, ότι εκδίδει προσταγάς και ότι τους ενοχλεί την τοπικήν κυβέρνησιν και εζήτουν επιμόνως το να ανακαλεσθή διά να επιστρέψη εις την Πελοπόννησον. Και εις τούτο εσυμφώνει και το Εκτελεστικόν σώμα. Το δε Βουλευτικόν, με το να εγνώριζε καλώς πόθεν πηγάζουν τα τοιαύτα, δεν το ενέκρινεν, αλλά έγραψε και προς τον Υψηλάντην και προς τους Αρεοπαγίτας τα δέοντα», γράφει σχετικά ο Γερμανός, προσθέτοντας ότι για να υπονομεύσουν τον Υψηλάντη οι Αρεοπαγίτες δεν του χορήγησαν εφόδια και τροφή για το στρατό του.

Μια σκηνή από τη σφαγή της Πάτρας. Ελαιογραφία ανωνύμου (Μουσείο της Ελληνικής Κοινότητας, Τεργέστη). 146

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Οταν η παρουσία οθωμανικών δυνάμεων στη δυτική Στερεά έγινε πιεστική, η κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει εκεί τον Κολοκοτρώνη με 2.000 στρατιώτες. Εκείνος αρνήθηκε επικαλούμενος ότι ήταν απασχολημένος με την πολιορκία της Πάτρας. Ο ισχυρός πρόκριτος (ενοικιαστής μεγάλου αριθμού χωριών) Κανέλλος Δεληγιάννης -και πρώην εργοδότης του Κολοκοτρώνη- προθυμοποιήθηκε να πάει αντί του «Γέρου» στη Στερεά επικεφαλής σώματος, αν η κυβέρνηση του έδινε τον τίτλο του στρατηγού. «Την μεν στρατηγίαν έλαβεν, αλλά δεν μετέβη εις την Δυτικήν Ελλάδα. Απεκρίθη δε εις την Διοίκησιν ότι οι στρατιώται του δεν ηθέλησαν να τον ακολουθήσουν και διεσκορπίσθησαν», γράφει ο επίσκοπος.

Η καρικατούρα της κεντρικής διοίκησης Την άνοιξη του 1823, η οθωμανική αντίδραση κατά της Επανάστασης είχε ατονήσει, διότι οι επαναστάτες ήλεγχαν το Αιγαίο και η μεταφορά στρατευμάτων διά θαλάσσης από τη Μικρά Ασία δεν ήταν εφικτή. Ετσι, οι επαναστάτες μπορούσαν με άνεση να στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου. Αυτό έγινε στη συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Αστρος Κυνουρίας (Απρίλιος 1823). Συμμετείχαν 115 πληρεξούσιοι από την Πελοπόννησο, 70 περίπου από τη Στερεά, 90 από τα νησιά του Αιγαίου και επιπλέον ex officio 61 στρατιωτικοί και οπλαρχηγοί κυρίως από Πελοπόννησο. Από την Κρήτη συμμετείχαν μόνον επτά πληρεξούσιοι, γεγονός που δεν εμπόδισε τους συντάκτες του «επαναστατικού» προϋπολογισμού να επιρρίψουν το 50% των εισπράξιμων φόρων στην Κρήτη και μόνον το 25% στην Πελοπόννησο. Στη συνέλευση αυτή όχι μόνον αφαιρέθηκε από τον Κολοκοτρώνη ο τίτλος του αρχιστράτηγου, αλλά και η πλειοψηφία της συνέλευσης του ζήτησε να παραδώσει το φρούριο του Ναυπλίου που είχε καταλάβει, μαζί με όσα λάφυρα διακρατούσε. Η μορφή που έλαβε η συνέλευση αυτή θύμιζε δύο αντίπαλες ένοπλες παρατάξεις που είχαν διαταχθεί η μία απέναντι στην άλλη, μόνον και μόνον ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Συχνή ήταν η εκδήλωση διαφωνιών μεταξύ Εκτελεστικού και Βουλευτικού. Ο Ιωάννης Σκανδαλίδης, πρώτος γραμματέας του Βουλευτικού.

για να διακόψουν μία εύθραυστη εκεχειρία: Από τη μία πλευρά οι κορυφαίοι Πελοποννήσιοι πρόκριτοι, οι Φαναριώτες και οι Υδραίοι πλοιοκτήτες∙ από την άλλη, αρκετοί δυσαρεστημένοι ήσσονος ισχύος πρόκριτοι και οι οπλαρχηγοί. Τουλάχιστον αυτή είναι η σχηματική εικόνα που μας δίδουν οι αφηγήσεις όσων είχαν άμεση αντίληψη της συνέλευσης. Σκοπός της συμμαχίας των κορυφαίων Πελοποννήσιων προκρίτων και των Φαναριωτών ήταν να ενισχύσουν τη δύναμή τους, περιορίζοντας την επιρροή των οπλαρχηγών και διαλύοντας τις τοπικές Γερουσίες, «Αρειους Πάγους» κ.λπ. Αυτό όμως τους έφερε σε σύγκρουση με την πλειονότητα των προκρίτων της Πελοποννήσου και της Στερεάς. Ισως οι κορυφαίοι πρόκριτοι να μην είχαν πετύχει το σκοπό τους αν είχε τηρηθεί η συμφωνία που είχαν συνάψει οι δύο μέχρι 147

6.000 στρατιώτες (…). Εγώ είχα τον Οδυσσέα, τον Μούρτζινο και άλλους 40 πληρεξουσίους με 800 (...) Εμείς εκαθήμεθα εις τα Μελεγίτικα κονάκια και εκείνοι εις τα Αγιανήτικα, μια τουφεκιά μακριά. Εκείνοι έκαμναν συνεδρίασιν και ημείς δεν επηγαίναμε. Αυτοί ήθελαν και εψήφισαν να γίνουν 50 στρατηγοί και 150 βουλευταί (...) εψήφισαν τόσους στρατηγούς διατί ενόμισαν να γκρεμίσουν με τούτο την επιρροήν την εδικήν μου (...)». Δεν ήταν η μείωση του Κολοκοτρώνη ο μοναδικός λόγος που οι κορυφαίοι πρόκριτοι επιδίωξαν τη συγκεντροποίηση της εξουσίας. Πολλοί έπρεπε να τακτοποιηθούν σε ευυπόληπτες θέσεις για να εξισορροπηθούν οι αντιδράσεις από την κατάργηση των τοπικών διοικητικών αρχών. Κυρίως όμως η συγκεντροποίηση της εξουσίας αποτελούσε αίτημα των Υδραίων και ήταν αναγκαίος όρος συνεργασίας μαζί τους.

Ανδρέας Μεταξάς, μέλος του Εκτελεστικού (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

πρότινος αντίπαλοι, ο Μαυρομιχάλης (ο μπέης της Μάνης) και ο Κολοκοτρώνης. Η συμφωνία προέβλεπε να διατηρηθούν τόσο η Γερουσία της Πελοποννήσου (κάτι που επέτρεπε στον Μαυρομιχάλη να κρατήσει την επιρροή του) όσο και η αρχιστρατηγία του Κολοκοτρώνη. Ομως ο Μαυρομιχάλης δελεάστηκε από τις υποσχέσεις που του έδωσαν οι κορυφαίοι πρόκριτοι και τάχθηκε με τους οπαδούς της συγκέντρωσης της εξουσίας σε λίγα χέρια, ελπίζοντας ότι δύο από αυτά θα ήταν τα δικά του. «Είμεθα χωρισμένοι φανερά σε δύο κόμματα», έγραψε ο Κολοκοτρώνης, υπεραπλουστεύοντας την κατάσταση, «το ένα ελέγετο των Προεστών και το άλλο του Κολοκοτρώνη. Των Προεστών ήταν οι περισσότεροι, ήταν 150 πληρεξούσιοι και 148

Υπήρχε και ένα ακόμη αγκάθι στη συνέλευση αυτή: Η τύχη των «εθνικών κτημάτων». Οσοι είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν γη, γνωρίζοντας ότι οι εκποιήσεις θα γίνονταν μαζικά και άρα σε χαμηλές τιμές, πίεζαν για την πώλησή τους. «Ψήφισαν [=οι βουλευτές] να εκποιήσουν την γην», συνεχίζει ο Κολοκοτρώνης, «με σκοπόν να βγάλουν ό,τι είχαν εξοδεύσει (…) και να αποζημιωθούν εις γην και να αφήσουν τον λαόν γυμνόν και απ’ αυτήν την ελπίδα της γης. Τότε ο λαός εγύρισε με την γνώμην την εδικήν μου. Αυτοί σαν είδαν την κακήν εντύπωσιν που έκαμεν η εκποίησις, εβιάσθησαν και το σβύσουν αυτό το άρθρον. Και άρχισαν να κολακεύουν τους φίλους μου και τους έπαιρναν έναν-έναν με το μέρος των». Πράγματι, στη νέα κυβέρνηση -που ελεγχόταν από τις προαναφερθείσες δυνάμεις προκρίτωνΦαναριωτών, συμπεριλήφθηκαν «επιρροές» του Κολοκοτρώνη, όπως ο Φλέσσας (ως «μινίστρος» του πολέμου) και ο Αναγνωσταράς (ως «μινίστρος» των εσωτερικών). Φαίνεται ότι ο Κολοκοτρώνης αξιοποίησε επιδέξια το ενδεχόμενο της εκποίησης των γαιών, αφήνοντας τους ακτήμονες να ελπίζουν ότι η γη θα μοιραζόταν σε αυτούς. Ετσι, μετέβαλε τους συσχετισμούς δυνάμεων, με αποτέλεσμα η συμμαχία προκρίτων-Φαναριωτών-πλοιοκτητών ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας, ο οποίος θεωρείτο της επιρροής του Κολοκοτρώνη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

149

να επιδιώξει κάποιο συμβιβασμό μαζί του. Η αποχή του από τις συνεδριάσεις ήταν ένα μέσο για να ασκήσει επιρροή στο στρατό. Πρόεδρος του Εκτελεστικού εκλέχτηκε ο Μαυρομιχάλης και μέλη οι Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ανδρέας Μεταξάς και Μαυροκορδάτος (αρχιγραμματέας). Ο τελευταίος εξασφάλισε απόφαση ότι δεν θα γίνονταν δεκτοί άλλοι «ξένοι» στην κυβέρνηση, συνεπώς έκλεινε ο δρόμος στους άλλους Φαναριώτες και τους Ελληνες της διασποράς.

«Εβγήκαμε εις τη Σιλίμνα» Με δύο λόγια, η Εθνοσυνέλευση του Αστρους ενίσχυσε την κεντρική εξουσία διότι κατάργησε τις τοπικές διοικήσεις και τις υπήγαγε στην κεντρική διοίκηση. Οι οπλαρχηγοί παραμερίστηκαν από τους νέους θεσμούς της κεντρικής εξουσίας. Αμέσως ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους δύο άλλους απογοητευμένους από τις εξελίξεις στο Αστρος, τον Υψηλάντη και τον Νέγρη. «Εβγήκαμε εις τη Σιλίμνα» [χωριό κοντά στην Τρίπολη], σημειώνει ο Κολοτρώνης, «και κάνομε νόμους. Αυτοί [οι κυβερνητικοί] έμειναν μονάχοι εις την Τριπολιτζά. Ο σκοπός μας ήτον να στείλωμεν ανθρώπους εις τας επαρχίας να οικονομούν [=στρατολογούν] τους στρατιώτας και εμείς να κινήσωμεν κατά των Τούρκων και να μην γνωρίζωμε την κυβέρνησι». Ετσι, η μειοψηφία δεν αναγνώριζε την κυβέρνηση και ο μερικός συμβιβασμός με τη συμμετοχή φίλων του Κολοκοτρώνη έμεινε μετέωρος. «Αυτοί [δηλ. οι κυβερνητικοί] είδον την αδυναμίαν τους, έκαμναν Συμβούλιον, έκραξαν τον κυρ Αναγνώστην Δελιγιάννη ως μεσίτη [μεσολαβητή], διά να δεχθώ τας προτάσεις των. (…). Η γνώμη τους ήτον να με βάλουν Αντιπρόεδρο του Εκτελεστικού διά να έβγω από τα άρματα, να με αδυνατίσουν».

Τύπος κοτζάμπαση. Λιθογραφία εποχής. 150

Ετσι και έγινε. Ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε την αντιπροεδρία αλλά σύντομα η πολιτική επιρροή του εξασθένησε. Η επιλογή του αυτή ίσως δεν ήταν τόσο απλή όσο φαίνεται. Ισως εκείνη τη στιγμή ο «Γέρος» στρατιώτης να αποφάσισε να συνδέσει το πολιτικό μέλλον του με μια άλλη ομάδα Πελοποννήσιων προκρίτων. Συμπεθέριασε με τον παλιό ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

εργοδότη του και ως τότε προσωπικό εχθρό του, τον Κανέλλο Δεληγιάννη (1780-1862), τον προαναφερθέντα πρόκριτο της Γορτυνίας, αδελφό του «μεσολαβητή» που έστειλαν οι κυβερνητικοί. Ο Κανέλλος ήταν αντίπαλος τόσο του Υψηλάντη όσο και του Μαυροκορδάτου, αλλά και «αδικημένος» από την ανακατανομή της εξουσίας στο Αστρος. Οι προσχηματικοί αρραβώνες έγιναν ανάμεσα στο δωδεκάχρονο γιο του Κολοκοτρώνη και την επτάχρονη θυγατέρα του Δεληγιάννη. Η συμμετοχή του Κολοκοτρώνη στην κυβέρνηση του χάρισε ένα αξίωμα, αλλά δεν του απέδωσε πολιτικά οφέλη. Σύντομα αντιλήφθηκε ότι η προσπάθειά του να ενσωματωθεί στην κεντρική ηγεσία και στη συγκεκριμένη ομάδα προκρίτων της Πελοποννήσου μείωσε το κύρος του στο λαό περισσότερο από όσο είχε υπολογίσει. «Διά του διορισμού του ως αντιπροέδρου και του υιού του ως φρουράρχου Ναυπλίου», γράφει ο Φωτάκος, που διετέλεσε υπασπιστής του, [ο Κολοκοτρώνης] «έχασε την αξίαν του και οι Πελοποννήσιοι άρχισαν να τον σιχαίνωνται διά την γενομένην απάτην προς τους συντρόφους του». Εξάλλου ο Μαυροκορδάτος είχε κάνει και εκείνος τους υπολογισμούς του. Δεν είχε έρθει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει αγράμματους κοτζαμπάσηδες. Φρόντισε, λοιπόν, να μεταπηδήσει από το αξίωμα του αρχιγραμματέα της κυβέρνησης σε εκείνο του πρόεδρου του Βουλευτικού, με τη βοήθεια των Υδραίων καραβοκύρηδων, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να στηρίξουν μία αποδοτική κεντρική εξουσία, που θα τους αποζημίωνε για τις τεράστιες οικονομικές απώλειές τους.

Οι μαρτυρίες του Μπάιρον Μία καλή περιγραφή της κατάστασης που επικρατούσε στους κόλπους της Επανάστασης περιλαμβάνουν οι επιστολές που πήρε ο Μπάιρον στην Κεφαλλονιά από τους διάφορους αρχηγούς της (φθινόπωρο 1823). Ο συνοδός του Μπάιρον, ο κόμης Γκάμπα, σημειώνει ότι μόλις πάτησαν το πόδι τους στο νησί πληροφορήθηκαν ότι ο Μαυροκορδάτος είχε φονευθεί. «Επειτα, όμως, μάθαμε ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η αλληλοκαθαίρεση Εκτελεστικού και Βουλευτικού τον Ιανουάριο 1824 οδήγησε στο σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον πλοιοκτήτη Γεώργιο Κουντουριώτη. Λιθογραφία από τον Κarl Krazeisen (Πινακοθήκη Ψαρών).

ότι είχε απλώς αναγκαστεί να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο και να εγκαταλείψει τα αξιώματά του. Μάθαμε ακόμη ότι το ισχυρότερο πρόσωπο στην κυβέρνηση ήταν τώρα ο Κολοκοτρώνης και ότι οι Ελληνες φρόντιζαν περισσότερο να καταδιώκουν και να συκοφαντούν ο ένας τον άλλον και λιγότερο να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία της χώρας τους». Ο Κολοκοτρώνης προσκάλεσε το «μυλόρδο» να πάει στην Πελοπόννησο και να μάθει την αλήθεια από το στόμα των ίδιων των πολεμιστών. Δεν παρέλειψε να διευκρινίσει ότι αν ο Μαυροκορδάτος δεν σταματούσε τις μηχανορραφίες, ο ίδιος θα τον κάθιζε πάνω σε ένα γαϊδούρι και θα τον έδιωχνε με το ραβδί από την Πελοπόννησο. Στο δικό του μήνυμα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έθεσε ως όρο για την επιτυχία της 151

το νησί. Επακολούθησε πρόσκληση και εκ μέρους των Υδραίων προκρίτων. Ο Λόρδος Μπάιρον ευχαρίστησε τον Μαυροκορδάτο για την ευγενική του χειρονομία και με επιφόρτισε να του γράψω ότι λυπόταν όσο κανείς άλλος για τις ολέθριες διχογνωμίες, οι οποίες παρέλυαν τη δράση των Ελλήνων (…) Μία από τις κακές συνέπειες των διχογνωμιών ήταν ο παραμερισμός του επιφανούς Μαυροκορδάτου».

Ο Ανδρέας Ζαΐμης, γνωστός πρόκριτος της Πελοποννήσου, συμμετείχε στην κυβέρνηση του Γ. Κουντουριώτη.

Επανάστασης να επισκεφτεί ο «μυλόρδος» την ανατολική Στερεά, όπου δρούσε ο ίδιος. Οσο για τον Μαυρομιχάλη, κατέστησε σαφές στον Βρετανό ποιητή ότι το μοναδικό μέσο για τη σωτηρία της Ελλάδας ήταν να του δανείσει ο Μπάιρον μερικές χιλιάδες λίρες. Οπως σύντομα πληροφορήθηκε ο Μπάιρον, ο Μαυροκορδάτος, ως πρόεδρος του Βουλευτικού, είχε έρθει σε ανοιχτή ρήξη με τον Κολοκοτρώνη. Ο τελευταίος επιχείρησε μέσω του γιου του Πάνου πραξικόπημα κατά των βουλευτών. Ενοπλοι εισέβαλαν στην αίθουσα της Βουλής, λήστεψαν τα μέλη της και τα έδιωξαν. Η μόνη διέξοδος του Μαυροκορδάτου και των υποστηρικτών του ήταν να αναδείξουν στην ηγεσία της Επανάστασης τους Υδραίους. «Από την Υδρα, όπου είχε καταφύγει», γράφει ο Γκάμπα με βάση τις πληροφορίες που έφταναν στα Ιόνια, «ο Μαυροκορδάτος έγραψε στο Λόρδο Μπάιρον και τον προσκάλεσε σ’ αυτό 152

Στο μεταξύ, Βουλευτικό και Εκτελεστικό αλληλοκαθαιρέθηκαν. Τον Ιανουάριο του 1824 η πλειοψηφία της Βουλής σχημάτισε νέα κυβέρνηση, υπό τον πλοιοκτήτη Γεώργιο Κουντουριώτη. Από τους γνωστούς προκρίτους συμμετείχε στη νέα κυβέρνηση μόνον ο Ανδρέας Ζαΐμης, ενώ βρέθηκε θέση και για τον εκπρόσωπο της Στερεάς, τον Κωλέττη, ο οποίος είχε μάθει την τέχνη της πολιτικής στην αυλή του Αλή Πασά και επηρέαζε τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς. Στην αλληλογραφία του ο Κουντουριώτης δήλωνε πολύ ευχαριστημένος διότι οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου είχαν απαλλαγεί από την επιρροή των οπλαρχηγών και συναινούσαν στην ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας. Αλλά στην πραγματικότητα, εκείνο που προσείλκυε τους προκρίτους ήταν η μυρωδιά του χρήματος. Στο Λονδίνο η φιλελληνική επιτροπή είχε κάνει προεργασίες για τη σύναψη δανείου και περίμενε τους αντιπροσώπους της Επανάστασης για να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Οι φιλέλληνες εκτιμούσαν ότι χωρίς δάνειο η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να αξιοποιήσει τους πόρους της και ότι «οποιαδήποτε κυβέρνηση σχηματιζόταν θα είχε μικρότερη επιρροή από τους στρατιωτικούς ηγέτες» (Γκάμπα). Οι χρηματικές ανάγκες ήταν πιεστικές. Το δάνειο, δηλαδή, ήταν ένα μέσο για να μειωθεί η ισχύς των οπλαρχηγών. Ο Γεώργιος Κουντουριώτης και ο αδελφός του Λάζαρος ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να εγγυηθούν ναυτική βοήθεια στο Μεσολόγγι, το οποίο βρισκόταν υπό άμεση οθωμανική απειλή. Ετοίμασαν μαζί με τον Μαυροκορδάτο μία μοίρα αποτελούμενη από 14 πλοία, εννέα υδραίικα και πέντε σπετσιώτικα. Για το σχηματισμό της ο Λάζαρος Κουντουριώτης είχε καταβάλει τη μιΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Λόρδος Μπάιρον ανέλαβε να δανείσει τον Κουντουριώτη για τη μισθοδοσία των ναυτών του μέχρι να ευοδωθεί το αγγλικό δάνειο ενώ ο συνοδός του, Ιταλός κόμης Πιέτρο Γκάμπα, θεωρούσε ότι η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να αξιοποιήσει το δάνειο.

σθοδοσία των ναυτών για ένα μήνα. χρειαζόταν όμως πολλά χρήματα ακόμη. ο μπάιρον ανέλαβε να δανείσει τα περισσότερα, μέχρι να ευοδωθεί το δάνειο στην αγγλία.

ενας «εμφύλιος» στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε καταλάβει την Κόρινθο και είχε μοιράσει τα λάφυρα στους χριστιανούς κατοίκους της. επειτα επιχείρησε να συμφιλιώσει την ομάδα των συμπεθέρων του Δεληγιανναίων με την ομάδα του Κολιόπουλου, διότι είχε προηγηθεί ένοπλη ρήξη μεταξύ τους. στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι πρόκριτοι Ζαΐμης και λόντος κινήθηκαν εναντίον του πρώην συμμάχου τους σισίνη για να τον εξοντώσουν. προς βοήθεια του τελευταίου έσπευσε, με το σώμα του, ο Κολοκοτρώνης. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

«ο Κολοκοτρώνης», γράφει ο μπαρτόλντι, «μόνον τους λίγους πιστούς οπαδούς του μπορούσε να εμπιστεύεται, αυτούς που πριν από δύο χρόνια είχαν αποβιβαστεί μαζί του στη μάνη, καθώς και τους γιους και τους συγγενείς του, τον έντιμο αλλά μικρόνου νικήτα και τον παράφορο αρχιμανδρίτη παπαφλέσσα. ο πετρόμπεης, που συμπαρατάχθηκε μαζί του ως μέλος της παλιάς κυβέρνησης, δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως πιστός σύμμαχος. Και κατείχε μεν ο “Γέρος” τα φρούρια του ακροκορίνθου και του ναυπλίου και αρνιόταν να παραδώσει τα κλειδιά τους στη νέα κυβέρνηση. αλλά η μεν Κόρινθος περιήλθε στις αρχές του 1824 στα χέρια των αντιπάλων του, ενώ το ναύπλιο, στο οποίο φρουραρχούσε ο γιος του πάνος, γαμπρός της μπουμπουλίνας, ήταν τόσο στενά αποκλεισμένο, ώστε από στιγμή σε στιγμή αναμενόταν η παράδοσή του». 153

λυσσώδης. Ο Πετρόμπεης έσπευσε εναντίον της Καλαμάτας, ο Κολιόπουλος και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης βάδισαν για να βοηθήσουν τον περικυκλωμένο Πάνο, ενώ ο ίδιος ο «Γέρος» στράφηκε κατά της Τρίπολης. Ομως οι σύμμαχοί του απέτυχαν στους στόχους τους και ο ίδιος αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία. «Τότε ήλθε ο Ανδρέας Ζαήμης και εσμίξαμεν απ’ έξω από την Τριπολιτζά. Με είπε να γράψω του Πάνου [Κολοκοτρώνη] να παραδώση το κάστρο [του Ναυπλίου]. Εγώ του αποκρίθηκα ότι δεν ημπορώ να το παραδώσω εις τους τυχοδιώκτας, εις εσάς. Αν είστε ικανοί να το βαστάξητε, σας το παραδίδω, και έχω και 300.000 γρόσια έξοδα εις μισθούς. Αυτός μ’ απεκρίθηκεν ότι είμεθα ικανοί να το βαστάξωμεν και αποκρινόμεθα όλα τα έξοδα που έχετε καμωμένα. Και έτσι έγραψα του Πάνου και το παράδωσε το φρούριο εις τους Ανδρέηδες [Ζαΐμη και Λόντο], όχι εις την κυβέρνησιν». Αυτό ήταν το τέλος του λεγόμενου πρώτου εμφύλιου πολέμου και ταυτοχρόνως η υποθήκη για την έναρξη του επόμενου. Ο Ζαΐμης πήρε το Ναύπλιο έναντι της συμφωνημένης τιμής (Μάιος 1824).

Ενας ακόμη «εμφύλιος» Ο Παναγιώτης Νοταράς στράφηκε προς την πολιορκία της Κορίνθου. Μεταγενέστερη φωτογραφία του.

«Πολιορκούν», γράφει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, «το Ναύπλιον διά ξηράς και θαλάσσης, στέλνουν και στρατεύματα εις την Τριπολιτζά, μας πολιορκούν. Κάμνωμεν ένα μήνα πολιορκημένοι. Οι Λόντος, Νοταράς, Ζαφειρόπουλος, Μπάρμπογλης, Γιατράκος έκαμναν την πολιορκίαν (...)». Η πολιορκία, ύστερα από αναίμακτη ανταλλαγή πυροβολισμών, λύθηκε με τη μεσολάβηση του Κολιόπουλου. Επακολούθησε σειρά εχθροπραξιών στην Πελοπόννησο, τις οποίες επέτεινε η εκταμίευση της πρώτης δόσης του «δανείου της ανεξαρτησίας». Ο αγώνας ανάμεσα στους αντιπάλους εξελίχθηκε 154

Η πρώτη ενέργεια της κυβέρνησης Κουντουριώτη μετά τη λήψη του δανείου ήταν να εξοφλήσει τις δαπάνες που είχαν πραγματοποιήσει οι Υδραίοι (με πρώτη την οικογένεια Κουντουριώτη). Ο Κουντουριώτης όχι μόνον ήταν πολιτικά άπειρος, αλλά και οι στόχοι του κάθε άλλο συνέπιπταν με τη λογική της «κεντρικής διοίκησης», δηλαδή της ηγεσίας όλων των Ελλήνων. Η κύρια φιλοδοξία του ήταν να αποκατασταθεί η οικονομική ευμάρεια του νησιού του. Ο πολύ πιο επιδέξιος Κωλέττης τον άφησε να φθαρεί μέσα από λανθασμένες αποφάσεις, ώστε αργότερα ο ίδιος να επωφεληθεί από την αναπτυσσόμενη αντιζηλία ανάμεσα στους Νησιώτες και τους Πελοποννήσιους προκρίτους. Πράγματι, οι κυριότεροι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, ο Ζαΐμης, ο Λόντος και ο Σισίνης, ενώ είχαν βοηθήσει τον Κουντουριώτη να πάρει την ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

εξουσία, είχαν παραγκωνιστεί, και μάλιστα από τη διαχείριση του δανείου. Τον Οκτώβριο του 1824 η κυβέρνηση ανασχηματίσθηκε. Περιλάμβανε πλέον δύο Υδραίους, δύο Ρουμελιώτες και μόνον ένα Πελοποννήσιο, τον Φωτήλα από τα Καλάβρυτα. Ο τελευταίος υποχρεώθηκε από τους συντοπίτες του σε παραίτηση. Στην Αρκαδία οι κάτοικοι αρνήθηκαν να πληρώσουν φόρους και έδιωξαν τους εισπράκτορες της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Είχε έρθει και πάλι η ώρα για τον Κολοκοτρώνη να τεθεί επικεφαλής των Πελοποννησίων: «Αυτοί [Ζαΐμης και Λόντος] ήσαν δυσαρεστημένοι από τον Κουντουριώτην. Ενώθησαν με ημάς», σημειώνει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος βάδισε κατά της Τρίπολης, ενώ ο Νοταράς και ο Λόντος κατά της Κορίνθου. Αλλά «τα δάνεια εδυνάμωσαν την κυβέρνησι του Κουντουριώτη και η δύναμι την έκαμε νόμιμη», έγραψε αργότερα με πικρία ο «Γέρος». Ο Κωλέττης -ο πραγματικός ισχυρός άντρας της κυβέρνησης- έφερε στην Πελοπόννησο τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς να επιβάλουν την τάξη. «Η κυβέρνησις του Κουντουριώτη εδυνάμωσεν, έστειλε εις την Ρούμελην, έφερε τον Γκούρα, και οι άλλοι καπεταναίοι της Ρούμελης εμβήκαν εις την Κόρινθον, εκυνήγησαν τον Νοταράν (...) έκλεισαν τον Ζαήμη, ήλθε και ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας εναντίον του Ζαήμη, τον εχάλασαν τον Ζαήμη, και ο Ζαήμης, Λόντος και Νικήτας κατέφυγαν εις την δυτικήν Ελλάδα». Ο Σισίνης κατέφυγε στη Ζάκυνθο, αλλά η κυβέρνηση της Ιονίου Πολιτείας τον παρέδωσε στον Κουντουριώτη. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης σκοτώθηκε σε αψιμαχία κοντά στην Τρίπολη. Τα δάνεια δεν «δυνάμωσαν» απλώς την κυβέρνηση. Της έδωσαν ισχυρό στρατό για να κατανικήσει τους αντιπάλους της. Ο Καραϊσκάκης ζήτησε από τον ηττημένο Κολοκοτρώνη να παραδοθεί στον ίδιο, ώστε να είναι εγγυημένη η ζωή του. Ο Κολοκοτρώνης όμως προτίμησε να ακολουθήσει στο Ναύπλιο τον Κολιόπουλο, που είχε στείλει η κυβέρνηση Κουντουριώτη ως μεσολαβητή. Ετσι, κατέληξε στην Υδρα, φυλακισμένος στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία (Ιανουάριος 1825). Ο τελευταίος σύμμαχός του, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ητΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Ασημάκης Φωτήλας ήταν ο μόνος Πελοποννήσιος ο οποίος συμμετείχε στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε τον Οκτώβριο 1824. Πίνακας του Ιωάννη Οικονόμου (Συλλογή Βουλής των Ελλήνων).

τήθηκε από το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του, τον Γκούρα (Απρίλιος 1825). Οδηγήθηκε στην Αθήνα, βασανίσθηκε για να αποκαλύψει πού είχε κρύψει τους θησαυρούς του και δολοφονήθηκε (Ιούλιος 1825). Η κυβέρνηση τον είχε κατηγορήσει ότι είχε συνάψει μυστική συμφωνία με τους Οθωμανούς. Οσο για τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς που είχαν συμμαχήσει με τον Κουντουριώτη, λαφυραγώγησαν με βία την Πελοπόννησο και με τέχνη το δημόσιο ταμείο, εισπράττοντας μισθούς για ανύπαρκτα στρατιωτικά σώματα. «Στους δρόμους της Υδρας», έγραφε ο Μπαρτόλντι, «κυκλοφορούσαν συνταγματάρχες που 155

Ο οπλαρχηγός της Ρούμελης και από τις σημαντικότερες στρατιωτικές φυσιογνωμίες της Επανάστασης, Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ελαιογραφία του Θ. Βρυζάκη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 156

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Δημήτριος Κολιόπουλος, στον οποίο προτίμησε να παραδοθεί ο Κολοκοτρώνης. Προτομή του Κολιόπουλου (Πλαπούτα).

ήταν πρώην φαρμακοποιοί και λοχαγοί που ήταν πρώην θαλαμηπόλοι». Αυτό ήταν το έπαθλο -και ταυτόχρονα το έμβλημα της λήξης- του λεγόμενου δεύτερου εμφύλιου πολέμου.

«Υποβασταζόμενος από δύο υπηρέτες» Στο μεταξύ, λίγες εβδομάδες μετά τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη, ανενόχλητος ο Ιμπραήμ, πασάς της Αιθιοπίας και του Μοριά, αφού κατέστειλε με την άνεσή του το επαναστατικό κίνημα της Κρήτης, αποβιβάστηκε κοντά στη Μεθώνη, επικεφαλής ενός καλά γυμνασμένου και ευρωπαϊκά οργανωΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

157

αποτελούσαν την πομπή. Και είχε τόσο ασαφή ιδέα για τα σχέδια του εχθρού, ώστε σκεφτόταν να στραφεί προς βορρά, πιστεύοντας ότι ο Ιμπραήμ θα στρεφόταν εναντίον της Πάτρας», γράφει ο Μπαρτόλντι. Τελικά, αφού ο Υδραίος έκανε το γύρο της Πελοποννήσου, επέστρεψε στο νησί του χωρίς να συναντήσει καν τον εχθρό. Διόρισε αρχιστράτηγο έναν πλοίαρχο, τον Σκούρτη. Ο Σκούρτης είχε διακριθεί στο θαλάσσιο αγώνα, αλλά υπολειπόταν σε γνώσεις σχετικά με τις χερσαίες μάχες. Οι στρατιώτες του δέχονταν με θυμηδία τις διαταγές του, τις οποίες έδινε με ναυτικά παραγγέλματα. Στις 19 Απριλίου ο πλοίαρχος υπέστη δεινή ήττα από τον Ιμπραήμ. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί που πολέμησαν μαζί του, αγανακτισμένοι από την αδεξιότητα του αρχιστράτηγού τους, επέστρεψαν στην πατρίδα τους για να την υπερασπίσουν. Στις 8 Μαΐου ο Ιμπραήμ κατέλαβε τη Σφακτηρία. Ο Αναγνωσταράς έπεσε στη μάχη και ο Μαυροκορδάτος γλίτωσε την τελευταία στιγμή πάνω σε ένα πλοίο. Στη συνέχεια παραδόθηκε στον Ιμπραήμ το Ναβαρίνο. Σημαντικοί αρχηγοί, όπως ο Γιατράκος και ο Ζαφειρόπουλος, πιάστηκαν αιχμάλωτοι.

Ο Παναγιώτης Γιατράκος, ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος από τον Ιμπραήμ στη μάχη της Σφακτηρίας.

μένου μικρού στρατού. Ο Κουντουριώτης, έχοντας περιορισμένη αντίληψη των πραγμάτων, τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής του σώματος που ξεκίνησε από το Ναύπλιο για να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. «Καθώς δεν μπορούσε, σαν αληθινός νησιώτης, να ιππεύσει καλά, σπατάλησε τρεις ολόκληρες μέρες για να φτάσει στην Τρίπολη, υποβασταζόμενος δεξιά και αριστερά από δύο υπηρέτες, σα δεμάτι άχυρο πάνω στο πλούσια διακοσμημένο άλογό του. Σμήνος υπηρετών με χρυσές στολές, γραμματέων και άλλων που κρατούσαν τα τσιμπούκια, 158

Πιεσμένη από τη λαϊκή οργή, η κυβέρνηση απελευθέρωσε τους κρατούμενους Πελοποννήσιους ηγέτες στις 22 Μαΐου 1825 και οκτώ μέρες αργότερα κηρύχθηκε γενική αμνηστία. Ο Κολοκοτρώνης ονομάσθηκε γενικός αρχηγός σχεδόν ταυτόχρονα με την απελπισμένη αντίσταση του Παπαφλέσσα στη θέση Μανιάκι, στο όρος Μάλια (20 Μαΐου 1825). Στο Ναύπλιο ο Κολοκοτρώνης έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Αρχισε αμέσως τις προετοιμασίες για να αντιμετωπίσει τον αραβικό στρατό. Ζήτησε την άδεια να κατεδαφίσει το κάστρο της Τρίπολης, για να μην το πάρει ο Ιμπραήμ, αλλά η κυβέρνηση δεν την έδωσε. Ο Κουντουριώτης είχε μετανιώσει που τον έκανε αρχιστράτηγο και προσπαθούσε να του βάλει εμπόδια, ώστε να μην ανακτήσει τη δύναμή του. Αλλά η ιστορία είχε πάρει πια άλλο δρόμο. Το τέλος της ιστορίας -με τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο- φαίνεται σήμερα αίσιο. Στην πραγματικότητα η Επανάσταση είχε ηττηθεί. Το αδύναμο και εξαρτημένο κράτος που επρόκειτο να δημιουρΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Πίνακας που δείχνει το «Καρτερία» (μέση δεξιά) σε δράση στη Ναυμαχία της Ιτέας (1827). Πίνακας Ιωάννη Πούλακα (Συλλογή Τραπέζης της Ελλάδος). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

159

Ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός Γιάννης Γκούρας, ο οποίος συνέλαβε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό ως ύποπτο συνεργασίας με αντικυβερνητικούς προκρίτους της Αχαΐας. Λιθογραφία του G. Boggi (Ιδιωτική Συλλογή, Ρώμη).

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε από εγκάθετους του παλιού του πρωτοπαλίκαρου Γ. Γκούρα στην Αθήνα το 1825 σε ηλικία 36 ετών. Λιθογραφία εποχής.

γηθεί ήταν το παιδί αυτής της ήττας. «Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε τρία ενδεχόμενα», έγραφε ο Μπάιρον στις 2.12.1823: «Ή θα αποκτήσει την ελευθερία της, ή θα γίνει υποτελής κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης, ή θα ξαναγίνει οθωμανική επαρχία. Την εκλογή ανάμεσα στα τρία αυτά ενδεχόμενα θα την κάνει η ίδια η Ελλάδα. Νομίζω, όμως, ότι ο εμφύλιος πόλεμος είναι ο δρόμος που οδηγεί στις δύο τελευταίες περιπτώσεις». Και είχε απόλυτο δίκιο. Εκεί οδήγησαν οι εμφύλιοι. Βέβαια, η Πελοπόννησος, η Ρούμελη, η Εύβοια και αρκετά νησιά του Αιγαίου δεν ξανάγιναν οθωμανικές επαρχίες και αυτό υπήρξε μία τεράστια επιτυχία

με τα πολιτικά δεδομένα της εποχής. Εμεινε όμως υποτελής, ένα είδος συλλογικού προτεκτοράτου, που θα «προστάτευαν» εφεξής οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις.

160

Η τύχη των πρωταγωνιστών Αρκετοί από τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης και των εμφυλίων συγκρούσεων σκοτώθηκαν ή πέθαναν από ασθένεια (σπανίως σε μεγάλη ηλικία) στη διάρκεια του αγώνα. Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα: ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Αθανάσιος Κανακάρης, χαρακτηρισμένος ως «ένας από τους πέντε ισχυρότερους προεστούς του Μοριά», πέθανε το 1823 στην Ερμιόνη, σε ηλικία 63 ετών, πιθανώς δηλητηριασμένος. Ο Θεόδωρος Νέγρης ήταν θύμα της επιδημίας που έπληξε το Ναύπλιο το 1824. Πέθανε τη χρονιά εκείνη, σε ηλικία 34 ετών, πάμπτωχος. Ο πρόκριτος Θεοχάρης Ρέντης πέθανε το 1825, σε ηλικία 47 ετών. Η κόρη του παντρεύτηκε τον Δημήτριο Καλλέργη, μελλοντικό πρωταγωνιστή του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Ο παλιός πρόκριτος Χαραλάμπης Σωτήρης, από τους συντηρητικούς ηγέτες της πρώτης φάσης της Επανάστασης, πέθανε στο Ναύπλιο το 1826, σε ηλικία 66 ετών. Οι τρεις αδελφοί Κουμανιώτες, πρόκριτοι με δικό τους στρατιωτικό σώμα, έπεσαν όλοι στη διάρκεια της Επανάστασης: Ο Σταμάτης στην Πάτρα, ο Αγγελής στο Νεόκαστρο και ο Κωνσταντίνος στα Καλάβρυτα. Ο Ιωάννης Νοταράς, της μεγάλης οικογένειας προκρίτων, σκοτώθηκε το 1826 πολεμώντας στην Αττική. Ηταν μόλις 21 ετών. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, έπειτα από διετή παραμονή στην Ιταλία, σε αναζήτηση οικονομι-

Ο πρόκριτος Γεώργιος Σισίνης διορίστηκε από τον Καποδίστρια μέλος του συμβουλευτικού σώματος «Πανελλήνιον». Πέθανε από φυσικά αίτια το 1831. Λιθογραφία (1831) του Karl Krazeisen (Μόναχο).

Η φυλακή του Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

161

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης φυλακίστηκε με τον Κολοκοτρώνη στην Υδρα και αργότερα εξελέγη στη Γ’ Εθνοσυνέλευση ενώ επί Οθωνα έφτασε στο βαθμό του αντιστρατήγου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

κών πόρων και υποστηρικτών, επέστρεψε στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκε στη Μονή της Χρυσοποδαρίτισσας (Νεζερών). Εκεί τον συνέλαβε ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός Γιάννης Γκούρας, ως ύποπτο συνεργασίας με αντικυβερνητικούς προκρίτους της Αχαΐας, τον ταλαιπώρησε και πιθανώς τον βασάνισε (1825). Το 1826 ο επίσκοπος αναδείχθηκε πρόεδρος της Συνέλευσης της Επιδαύρου και στη συνέχεια συμμετείχε στη διοίκηση. Πέθανε τον ίδιο χρόνο από τύφο, σε ηλικία 55 χρόνων. Ο Αναγνωσταράς (Χρήστος Παπαγεωργίου), παλαιός Κλέφτης, πρώην αξιωματικός του γαλλικού στρατού και δραστήριος Φιλικός, είχε πολεμήσει δίπλα στον Κολοκοτρώνη για την κα162

Ο Βασίλειος Πετιμεζάς εξελέγη βουλευτής και πέθανε από φυσικά αίτια το 1872 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

τάκτηση της Καλαμάτας. Στις εμφύλιες διαμάχες τάχθηκε με το μέρος του Κουντουριώτη. Ελαβε το αξίωμα του υπουργού Πολέμου και με αυτήν την ιδιότητα στάθηκε αντίθετος στην απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη, όταν ο τελευταίος φυλακίσθηκε στην Υδρα. Ηταν επικεφαλής της άμυνας της Σφακτηρίας από τις επιθέσεις των Αιγυπτίων και εκεί σκοτώθηκε πολεμώντας σε ηλικία 65 ετών (16 Απριλίου 1825). Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο παλιός αυτός μισθοφόρος του Αλή Τεπελενλή, οπαδός της κοινής ελληνοαλβανικής σύμπραξης, ήρθε σε έντονες συγκρούσεις με τον Κωλέττη και τον Νέγρη, όπως ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

και με τους πρόκριτους των Αθηναίων, καθώς και με τον άλλοτε βοηθό του Γκούρα. Κατηγορήθηκε από τον τελευταίο -που είχε προσχωρήσει στον Κουντουριώτη- για επαφές με Οθωμανούς αξιωματούχους. Δολοφονήθηκε από εγκάθετους του Γκούρα στην Αθήνα το 1825, σε ηλικία 36 ετών. Το 1865 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και η μνήμη του αποκαταστάθηκε. Ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας, ο «αρματολός» (μισθοφόρος) Γιάννης Γκούρας, διέθετε αξιόλογες στρατιωτικές ικανότητες αλλά και πολιτική επιδεξιότητα, ώστε να βρίσκεται πάντοτε στη σωστή πλευρά. Αφού λεηλάτησε για λογαριασμό της κυβέρνησης Κουντουριώτη την Πελοπόννησο, στη διάρκεια του δεύτερου εμφύλιου, αναδείχθηκε σε γενικό στρατιωτικό αρχηγό της Ανατολικής Στερεάς (1825). Σκοτώθηκε σε ηλικία 55 ετών όταν ο Κιουταχής πολιορκούσε την Ακρόπολη (1.10.1826). Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης τραυματίσθηκε σε μάχη στην Αθήνα και πέθανε στις 23

Σπαθί του Καραϊσκάκη. Από τη μία πλευρά έχει χαραγμένη την εικόνα του και από κάτω το όνομά του (Συλλογή Θεοφίλη).

Η στολή, οι επωμίδες, η παλάσκα και η πιστόλα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

163

Η μεταφορά του αγάλματος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου, όπου βρίσκεται σήμερα. 164

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Απριλίου 1827. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, γιος του «Γέρου», σκοτώθηκε στο δεύτερο εμφύλιο, σε ηλικία 21 ετών. Το κρανίο του, διάτρητο από σφαίρες, βρίσκεται στο Εθνολογικό Μουσείο. Η δεύτερη κατηγορία των πρωταγωνιστών περιλαμβάνει ισχυρούς προεστούς που εντάχθηκαν στην κρατική γραφειοκρατία της οθωνικής περιόδου και δημιούργησαν πολιτικές δυναστείες. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, μετά την αποφυλάκισή του από την Υδρα, όπου κρατήθηκε επί μήνες μαζί με τον Κολοκοτρώνη, εκλέχθηκε στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826). Επί Οθωνος έφτασε μέχρι το βαθμό του αντιστράτηγου. Συμμετείχε στην Εθνοσυνέλευση του 1843 και στη Βουλή του 1844. Το επόμενο έτος διατέλεσε πρόεδρος της Βουλής. Στα γεράματά του έγραψε απομνημονεύματα, απολογητικά για το κοινωνικό στρώμα (των μεγαλοκτηματιών) στο οποίο ανήκε. Απεβίωσε το 1862, σε ηλικία 82 ετών. Ο Αναγνώστης Δεληγιάννης, μεγαλύτερος αδελφός του Κανέλλου, επανήλθε και αυτός στην πολιτική ζωή με τη Γ’ Εθνοσυνέλευση, από την οποία και εκλέχθηκε μέλος της «Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος». Το 1844 διορίστηκε γερουσιαστής στη Γερουσία του Οθωνα. Πέθανε το 1857, σε ηλικία 86 ετών. Ο πρόκριτος Γεώργιος Σισίνης διορίστηκε από τον Καποδίστρια μέλος του συμβουλευτικού σώματος «Πανελλήνιον», αλλά διαφώνησε μαζί του. Πέθανε από φυσικά αίτια το 1831. Ο Ανδρέας Ζαΐμης, Φιλικός, ηγετική μορφή της Επανάστασης και ήρωας σε όλες τις εμφύλιες συγκρούσεις, εκλέχθηκε μετά την πτώση του Μεσολογγίου πρόεδρος της νέας κυβέρνησης και ακολούθησε συμφιλιωτική πολιτική. Οπως και οι περισσότεροι πρόκριτοι, βρέθηκε στο αντι-καποδιστριακό στρατόπεδο. Διετέλεσε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης που μεσολάβησε ανάμεσα στη δολοφονία του Καποδίστρια και την άφιξη των Βαυαρών. Στη συνέχεια διορίστηκε νομάρχης και το 1835 μέλος και στη συνέχεια αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πέθανε αιφνίδια στις 4 Μαΐου 1840 στην Αθήνα, σε ηλικία 49 ετών. Ο άλλος μεγάλος πρόκριτος, ο Ανδρέας Λόντος, επανήλθε ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Κίτσος Τζαβέλας διώχθηκε από τους Βαυαρούς αλλά αναδείχθηκε πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1847. Λιθογραφία εποχής.

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο επιλεγόμενος «τουρκοφάγος», πέθανε τυφλός και φτωχός το 1849 στον Πειραιά. 165

Αγωνιστής που ζητιανεύει. Πίνακας του 1849 του Διονυσίου Τσόκου. 166

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

στην πολιτική σκηνή με τη θέσπιση του Συντάγματος, μετά το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου. Η προεπαναστατική οικονομική ισχύς του δεν υπήρχε πια. Εκλέχτηκε στην Εθνοσυνέλευση του 1844 και χρημάτισε υπουργός, αλλά το 1846 αυτοκτόνησε, σε ηλικία 64 ετών, διότι είχε περιπέσει σε ένδεια, την οποία δεν μπορούσε να αντέξει. Ο Παναγιώτης Γιατράκος, πρόκριτος, εμπειρικός γιατρός και Φιλικός οπλαρχηγός από τη Μάνη, εντάχθηκε στο ίδιο στρατόπεδο με τους ισχυρούς προκρίτους Λόντο και Νοταρά. Επιβίωσε της Επανάστασης. Το 1844 έλαβε το βαθμό του υποστρατήγου και διορίστηκε γερουσιαστής. Πέθανε το 1851, σε ηλικία 61 ετών. Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης συμπαρατάχθηκε με τον Καποδίστρια, αλλά ήρθε σε σύγκρουση με την αντιβασιλεία του Οθωνα, από την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή τού χαρίστηκε και στα τελευταία χρόνια της ζωής του εντάχθηκε στην οθωνική αριστοκρατία. Πέθανε το 1843, έπειτα από γλέντι στο παλάτι, σε ηλικία 73 ετών. Ο γιος του Γενναίος (Ιωάννης) Κολοκοτρώνης διετέλεσε υπασπιστής του Οθωνα, ο οποίος μάλιστα το 1862 του ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης. Το 1868 έλαβε τον τίτλο του στρατηγού. Πέθανε το ίδιο έτος, σε ηλικία 63 ετών. Ο Δημήτριος Πλαπούτας ή Κολιόπουλος, εξ αγχιστείας ανιψιός του Κολοκοτρώνη, είχε καταδικαστεί σε θάνατο μαζί με το θείο του από τους Βαυαρούς. Στη συνέχεια έγινε γερουσιαστής και έλαβε το βαθμό του αντιστράτηγου. Πέθανε το 1864, σε ηλικία 78 ετών. Ο Φωτάκος (Φώτης Χρυσανθόπουλος), υπασπιστής του Θόδωρου Κολοκοτρώνη, διορίστηκε από τον Καποδίστρια ταγματάρχης και από τον Οθωνα δασάρχης. Τα 25 τελευταία χρόνια της μακράς ζωής του έγραψε τα απομνημονεύματά του και ασχολήθηκε με την ιστορία της Επανάστασης. Πέθανε το 1879, σε ηλικία 81 ετών. Ο Ιωάννης Κωλέττης κατόρθωσε να διώξει από την εξουσία τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. Διορίστηκε πολλές φορές υπουργός από τον Οθωνα. Επειτα, στάλθηκε στη Γαλλία ως πρεσβευτής, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

όπου έμεινε ως το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Τότε επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε πρωθυπουργός, ως το 1847, οπότε και πέθανε λόγω νεφρικής ανεπάρκειας, σε ηλικία 74 ετών. Και ο Γεώργιος Κουντουριώτης αναδείχθηκε επί Οθωνος σε γερουσιαστή, πρωθυπουργό (1844) και πρόεδρο της Γερουσίας. Πέθανε το 1858, σε ηλικία 76 ετών. Ο Δημήτριος Υψηλάντης διορίστηκε από τον Καποδίστρια διοικητής του στρατού της Ανατολικής Ελλάδας και με την ιδιότητα αυτή έδωσε τη νικηφόρα μάχη της Πέτρας (12.9.1829), την τελευταία ουσιαστική μάχη της Επανάστασης. Πέθανε το 1832 από φυσικά αίτια, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Οσο για τον Αλέξανδρο Καντακουζηνό, καθώς δεν βρήκε για την υψηλότητά του κατάλληλη θέση στην ηγεσία της Επανάστασης, αποχώρησε από τον αγώνα και επανήλθε στην Ελλάδα το 1829. Το 1832 αγόρασε το Τατόι και τα Κιούρκα. Πέθανε το 1841. Το ίδιο και ο Κωνσταντίνος Καρατζάς∙ αποχώρησε από την Επανάσταση και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στάλθηκε από τους Βαυαρούς στο Λονδίνο, ως πρεσβευτής. Το 1841 ο Οθων τού ανέθεσε την πρωθυπουργία και στη συνέχεια τον έστειλε ως πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Εκλέχτηκε στην Εθνοσυνέλευση του 1844 και χρημάτισε πρωθυπουργός. Το 1850 διορίστηκε πρεσβευτής στο Παρίσι. Το 1850 αποτραβήχτηκε στο κτήμα του, στην Αίγινα, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του, το 1865. Ηταν τότε 74 ετών. Ο Ανδρέας Μεταξάς ήταν μέλος της προσωρινής κυβέρνησης που παρέδωσε την εξουσία στους Βαυαρούς, από τους οποίους διώχτηκε μαζί με τον Κολοκοτρώνη. Επειτα, διορίστηκε διαδοχικά πρεσβευτής στην Ισπανία, σύμβουλος Επικρατείας και υπουργός Στρατιωτικών. Σχημάτισε κυβέρνηση την ημέρα του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε υπουργός Οικονομικών. Το 1850 έλαβε το βαθμό του αντιστράτηγου και διορί167

στηκε πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη. Πέθανε το 1860, σε ηλικία 70 χρόνων. Ο Βασίλειος Πετιμεζάς χρημάτισε βουλευτής και γερουσιαστής. Πέθανε από φυσικά αίτια το 1872, σε ηλικία 77 ετών. Ο Πέτρος Μαυρομιχάλης ευνοήθηκε από τον Καποδίστρια, αλλά σύντομα ήρθε σε σύγκρουση μαζί του και φυλακίστηκε. Επί Οθωνος διορίστηκε σύμβουλος Επικρατείας και το 1843 γερουσιαστής. Πέθανε το 1848, σε ηλικία 83 ετών. Ο Κίτσος Τζαβέλας επέζησε της εξόδου του Μεσολογγίου, αλλά διώχτηκε από τους Βαυαρούς. Εκλέχθηκε στην Εθνοσυνέλευση του 1844 και αναδείχθηκε σε πρωθυπουργό (1847). Ο Οθων τον διόρισε γενικό επιθεωρητή του στρατού με το βαθμό του υποστράτηγου και το 1852 υπασπιστή του, με το βαθμό του αντιστράτηγου. Πέθανε το 1855, σε ηλικία 54 ετών. Ο Ασημάκης Φωτήλας ονομάστηκε στρατηγός από τον Οθωνα. Πέθανε το 1835, σε ηλικία 74 ετών.

επέζησαν ήταν τα «παλικάρια», για τα οποία γράφουν ειρωνικά οι ξένοι επισκέπτες της Αθήνας. Γύριζαν άνεργοι, με φουστανέλες βρόμικες, ικετεύοντας τους παλιούς αρχηγούς τους για ένα διορισμό, για μια μικρή σύνταξη. Ποιος να θυμάται τώρα τα ονόματά τους; Αλλά και ποιος θα πίστευε ότι ο τυφλός γέροντας που ψευτοζούσε σε ένα φτωχόσπιτο στον Πειραιά μέχρι το 1849 ήταν ο Νικηταράς, ο επιλεγόμενος τουρκοφάγος∙ ο κατά κόσμον Νικήτας Σταματελόπουλος, ανιψιός και δεξί χέρι του Γέρου του Μοριά. Είχε χάσει την όρασή του όσο έμεινε φυλακισμένος από τους Βαυαρούς. Αυτόν δεν τον χρειάζονταν, δεν τον καλούσαν στο Παλάτι.

σΗΜΕΙΩΣεισ 1. Την ψιλή κυριότητά τους είχε το οθωμανικό κράτος, μέσω τοπικών αξιωματούχων. Οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες είχαν απλώς τη νομή του κτήματος, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (συνεχής καλλιέργεια, διαδοχή από άρρενες απογόνους κ.λπ.).

Τέλος, η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τους αγωνιστές που μετά την Επανάσταση επέστρεψαν στα έργα που ασκούσαν και πριν από αυτήν. Κορυφαίο παράδειγμα είναι ο Θεοδώρητος, επίσκοπος Βρεσθένης. Μετά το 1825 δεν είχε ιδιαίτερη πολιτική δράση. Παρέμεινε στην Επισκοπή του μέχρι το 1843, οπότε και πέθανε σε ηλικία 56 χρόνων. Αλλο παράδειγμα ήταν ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο σημαντικότερος χρηματοδότης του Αγώνα, δεν έφυγε ποτέ από την Υδρα. Του απονεμήθηκε ο τίτλος του γερουσιαστή, αλλά δεν αναμίχθηκε στην πολιτική. Πέθανε σε βαθιά γεράματα το 1852. Για τους άλλους, τους χιλιάδες, αυτούς που άφησαν πίσω τους γυναίκες και παιδιά, για να σκλαβώσουν οι Αραβες του Ιμπραήμ, και καμένα κτήματα, η Ιστορία δεν έχει και πολλά να πει. Η ανωνυμία είναι ο πιο βολικός τρόπος για να ξεμπερδεύουν οι ιστορικοί μαζί τους. Οσοι 168

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF