Ανάσταση-Λέων Τολστόι

September 10, 2017 | Author: Maria Katsaneva | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Μυθιστόρημα Ανάσταση-Λέων Τολστόι...

Description

  ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ   

Ανάσταση    ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ  ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΥΡΙΑΚΑΤΟΣ    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ 

Digitized by 10uk1s 

  Τότε προσελθὼν αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου  καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις ἀλλʹ ἕως  ἑβδομηκοντάκις ἑπτά. (Ματθ. ιη, 21,22)  Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ  δοκὸν οὐ κατανοεῖς; (Ματθ. ζ’, 3)  ... Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπʹ αὐτὴν. (Ιωάν. η’ 7)  Οὐκ  ἔστι  μαθητὴς  ὑπὲρ  τὸν  διδάσκαλον  αὐτοῦ·  κατηρτισμένος  δὲ  πᾶς  ἔσται  ὡς  ὁ  διδάσκαλος αὐτοῦ. (Λουκ. στ’ 40) 

Digitized by 10uk1s 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι  ΟΣΟ  ΚΙ  αν  πάσχιζαν  μερικές  εκατοντάδες  χιλιάδες  ανθρώπινες  ψυχές,  στοιβαγμένες  σ'  εκείνο  τον  στενάχωρο  τόπο,  να  τον  παραμορφώσουν,  όσο  κι  αν  τον  είχαν  βουλιάξει  στην  πέτρα  για  να  μη  φυτρώνει τίποτε πάνω στη γη συνθλίβοντας και το παραμικρό χορταράκι που ξεμυτούσε, όσο κι αν  έπνιγαν τον αέρα στην αιθαλομίχλη του κάρβουνου και του πετρελαίου, όσο κι αν καταστρέφανε τα  δέντρα και αποδιώχνανε όλα τα ζώα και τα πουλιά, τόσο περισσότερο η άνοιξη φανέρωνε το αιώνιο  μεγαλείο της, ακόμα και μέσα στην πόλη. Ο ήλιος ζέσταινε τη φύση, η χλόη ζωντανεμένη φύτρωνε  και καταπρασίνιζε το χώμα, όπου είχε ακόμη απομείνει, όχι μονάχα στα παρτέρια, μα κι ανάμεσα  στις  πλάκες  των  λιθόστρωτων  λεωφόρων.  Οι  σημύδες,  οι  λεύκες,  οι  αγριοκερασιές  ξετύλιγαν  τα  γυαλιστερά  και  μυρωδάτα  φύλλα  τους,  στις  φλαμουριές  τα  φουσκωμένα  μπουμπούκια  βιάζονταν  να σκάσουν, οι κουρούνες, τα σπουργίτια και τα περιστέρια ετοιμάζονταν γοργόφτερα μέσα σ' αυτό  τ'  ανοιξιάτικο  γιορτάσι  για  τις  καινούργιες  τους  φωλιές  κι  οι  μύγες  κάτω  απ'  το  ζεστό  ήλιο  ζουζούνιζαν νωχελικά πάνω στους τοίχους. Γιόρταζε η πλάση όλη, τα φυτά, τα πουλιά, τα έντομα, τα  μικρά παιδιά. Μονάχα οι μεγάλοι συνέχιζαν απτόητοι να εξαπατούν και να βασανίζουν ο ένας τον  άλλον.  Αυτό  το  ιερό  τελετουργικό  του  ανοιξιάτικου  πρωινού,  αυτή  η  ομορφιά  του  θείου  κόσμου,  δώρο σ' όλα τα πλάσματα της γης που τους υποσχόταν την ειρήνη, την ομόνοια και την αγάπη, δεν  άγγιζε  τις  ψυχές  τους.  Μοναδική,  ζωτική  τους  έγνοια  ήταν  τι  θα  μηχανεύονταν  οι  ίδιοι  για  να  καταδυναστεύουν ο ένας τον άλλον.  Στα  γραφεία  των  φυλακών  του  κυβερνείου  οι  αρμόδιοι  αδιαφορούσαν  τελείως  για  τις  ιερές,  ζωογόνες ανοιξιάτικες χαρές και συγκινήσεις που προσφέρει ο Δημιουργός σ' όλα τα πλάσματά του.  Μόνη τους έγνοια ήταν το πώς θα διεκπεραίωναν ένα πρωτοκολλημένο έγγραφο που είχε φθάσει  μια μέρα πριν την προσαγωγή σε δίκη τριών υποδίκων ‐δύο γυναικών και ενός άνδρα‐ την επομένη,  28  Απριλίου,  στις  9  το  πρωί.  Όμως  επειδή  η  μία  από  τις  δύο  γυναίκες  αντιμετώπιζε  βαρύτατες  κατηγορίες, έπρεπε να προσαχθεί χωριστά.  Στο  σκοτεινό  και  βρόμικο  διάδρομο  της  γυναικείας  αχτίνας,  στις  8  κιόλας  το  πρωί,  έκανε  την  εμφάνισή  του  ο  αρχιδεσμοφύλακας.  Πίσω  του  ακολουθούσε  μια  γυναίκα  με  βασανισμένο  πρόσωπο, άσπρα σγουρά μαλλιά, φορώντας ολόσωμη ζακέτα με σειρήτια στα μανίκια και στη μέση  της μια ζώνη με θαλασσιά μπορντούρα. Ήταν δεσμοφύλακας.  ‐Την Μάσλοβα θέλετε; ρώτησε πλησιάζοντας μαζί με τον αρχιδεσμοφύλακα την πόρτα ενός κελλιού  που έβλεπε στο διάδρομο.  Ο  αρχιδεσμοφύλακας  ξεκλείδωσε  την  σιδηρόφραχτη  πόρτα,  ο  βαρύς  γδούπος  της  δόνησε  τον  διάδρομο και στο διάπλατο άνοιγμά της μια ακόμα πιο αβάσταχτη μπόχα ξεχύθηκε στο διάδρομο.  ‐Μάσλοβα, ετοιμάσου για τη δίκη, φώναξε με τραχιά φωνή και τραβώντας την πόρτα κοντοστάθηκε  έξω απ' το κελί.  Ο αέρας της πόλης στο προαύλιο της φυλακής ήταν ακόμα γεμάτος από τις φρέσκιες και ζωογόνες  μυρωδιές  των  αγρών.  Στο  διάδρομο  όμως  της  γυναικείας  αχτίνας  ο  αέρας  ήταν  αποπνιχτικός,  μολυσμένος, ανακατεμένος με δυσωδίες κοπράνων, πίσσας και σαπίλας και σκορπούσε θλίψη και  συντριβή  σ'  όποιον  έμπαινε  εκεί  μέσα.  Η  γριά  δεσμοφύλακας,  εκείνο  το  πρωί,  ερχόταν  από  το  προαύλιο των φυλακών, και παρ' όλο που ήταν συνηθισμένη σ' αυτή την μπόχα, μπροστά στο κελί  λίγο έλειψε να σωριαστεί λιπόθυμη.  Στο κελί ακούστηκαν θόρυβοι ανακατεμένοι με γυναικείες φωνές και πατημασιές από γυμνά πόδια.  ‐Κουνήσου Μάσλοβα, μη χαζεύεις! ούρλιαξε ο αρχιδεσμοφύλακας στην πόρτα.  Digitized by 10uk1s 

  Δυο λεπτά αργότερα μια νεαρή γυναίκα μετρίου αναστήματος, με πολύ πλούσιο στήθος, φορώντας  άσπρη  μπλούζα  και  φούστα  και  από  πάνω  μια  γκρίζα  μακριά  ρόμπα,  χοντροφτιαγμένες  πάνινες  κάλτσες και  μπότες της  φυλακής βγήκε με γοργό βήμα, έκανε σβέλτα μεταβολή και στάθηκε πλάι  στον αρχιδεσμοφύλακα. Είχε δεμένα τα μαλλιά της με μια άσπρη κορδέλα που άφηνε επιμελώς τα  μαύρα  βοστρύχια  της  ν'  ανεμίζουν  ελεύθερα.  Το  έντονα  λευκό,  πανιασμένο  της  πρόσωπο,  στο  χρώμα  πολυκαιρισμένων  φύτρων  πατάτας  σ'  ανήλιαγο  κατώι,  πρόδινε  άνθρωπο  που  είχε  περάσει  καιρό έγκλειστος. Το ίδιο χρώμα είχαν και τα κοντόφαρδα χέρια της, όπως και ο παχύσαρκος λαιμός  της  που  ξεπρόβαλλε  από  τον  ψηλό  γιακά  της  ρόμπας.  Δύο  κατάμαυρα,  λαμπερά,  λίγο  πρησμένα,  αλλά πολύ ζωηρά μάτια, που το ένα αλληθώριζε, προκαλούσαν μιαν έντονη αντίθεση σ' εκείνο το  πανιασμένο χρώμα του προσώπου της. Στεκόταν αγέρωχα με το στήθος της ολόρθο. Βγαίνοντας στο  διάδρομο,  έγειρε  λίγο  το  κεφάλι,  κοίταξε  κατάματα  τον  αρχιδεσμοφύλακα  κι  ύστερα  στάθηκε  υπάκουα πλάι του έτοιμη να κάνει ό,τι της ζητούσε. Την ώρα που ο αρχιδεσμοφύλακας ετοιμάστηκε  να  κλειδώσει,  ξεπρόβαλε  απότομα  το  χλομό,  αυστηρό  και  καταρυτιδωμένο  πρόσωπο  μιας  αναμαλλιασμένης γριάς που πήγε κάτι να ψιθυρίσει στη Μάσλοβα. Ο αρχιδεσμοφύλακας, όμως, της  βρόντηξε  κατάμουτρα  την  πόρτα  κι  η  γριά  λούφαξε  στο  κελί  της.  Οι  κρατούμενες  ξέσπασαν  σε  χαχανητά. Η Μάσλοβα χαμογέλασε και κοντοστάθηκε στο μανταλωμένο παραθυράκι του κελλιού. Η  γριά από μέσα κόλλησε το πρόσωπό της στην πόρτα και με βραχνή φωνή της ψιθύρισε:  ‐Προπαντός, μην πεις πολλά. Μείνε μόνο στο ένα, κουβέντα παραπέρα.  ‐Γιατί, και το ένα λίγο είναι; Χειρότερα δεν γίνεται, απάντησε η Μάσλοβα, κουνώντας το κεφάλι.  ‐Καλώς...  μόνο  το  ένα,  όχι  τ'  άλλα,  παρατήρησε  ο  αρχιδεσμοφύλακας  με  υπηρεσιακή  αυτοπεποίθηση και εξυπνακίστικο ύφος. ‐Και τώρα ακολούθησέ με, εμπρός, μαρς!  Η  φευγαλέα  θωριά  της  γριάς  πίσω  από  το  παραθυράκι  του  κελιού  έσβησε  κι  η  Μάσλοβα,  διασχίζοντας  το  διάδρομο  με  γρήγορα,  ανάλαφρα  βήματα,  ακολούθησε  τον  αρχιδεσμοφύλακα.  Κατέβηκαν  μια  πέτρινη  σκάλα,  πέρασαν  μπροστά  από  τα  ανδρικά  κελιά  που  ήταν  ακόμα  πιο  βρόμικα  και  θορυβώδη  από  τα  γυναικεία,  ενώ  πολλά  βλέμματα  κολλημένα  στην  πόρτα  παρακολουθούσαν  βουβά  τα  βήματά  τους  μέχρι  να  μπουν  στο  γραφείο  των  φυλακών.  Εκεί  τους  περίμεναν κιόλας οι δύο ένοπλοι συνοδοί της Μάσλοβα. Ο γραμματέας παράδωσε σ' έναν απ' τους  δύο τα έγγραφα, που βρομοκοπούσαν τσιγαρίλα και δείχνοντας την κρατούμενη, του είπε:  ‐Πάρ' την, δική σου!  Ο  στρατιώτης,  ένας  χωριάταρος  από  το  Νίζνι  Νόβγκοροντ,  με  κόκκινο  βλογιοκομμένο  πρόσωπο,  έχωσε  τα  έγγραφα  στο  ρεβέρ  του  μανικιού  της  χλαίνης  του  και  ρίχνοντας  ένα  βλέμμα  στην  κρατούμενη,  έκλεισε  το  μάτι  μειδιώντας  στον  συνάδελφό  του,  έναν  Τσουβά  με  τεράστια  ζυγωματικά.  Οι  στρατιώτες  με  την  Μάσλοβα  κατέβηκαν  τη  σκάλα  και  βάδισαν  προς  την  κεντρική  έξοδο, διέσχισαν το προαύλιο πέρασαν την πύλη και βρέθηκαν έξω από τους τοίχους των φυλακών,  παίρνοντας τους λιθόστρωτους δρόμους της πόλης.  Αμαξάδες,  μικροπωλητές,  μαγείρισσες,  εργάτες,  υπάλληλοι  κοντοστέκονταν  με  περιέργεια  και  κοίταζαν την κρατούμενη. Μερικοί κουνούσαν το κεφάλι σκεφτικά: «Να πού οδηγεί τον άνθρωπο ο  κακός  ο  δρόμος...».  Τα  παιδιά  αντίκριζαν  την  φόνισσα  με  τρόμο  που  τους  τον  απάλυνε  μονάχα  η  συνοδεία  των  στρατιωτών,  αφού  πλέον  εκείνη  ήταν  ανίσχυρη  να  βλάψει  τον  οποιονδήποτε.  Ένας  χωριάτης  που  είχε  ξεπουλήσει  το  κάρβουνό  του  και  γυρνούσε  απ'  το  πανδοχείο,  την  πλησίασε,  σταυροκοπήθηκε  μπροστά  της  και  της  έδωσε  ένα  καπίκι.  Εκείνη  ντράπηκε,  κοκκίνισε,  έσκυψε  το  κεφάλι και κάτι πήγε να ψελλίσει.  Στα  εξεταστικά  βλέμματα  των  περαστικών  που  καρφώνονταν  πάνω  της,  η  Μάσλοβα  σκορπούσε  Digitized by 10uk1s 

  κρυφές ματιές χωρίς να στριφογυρίζει το κεφάλι και ασυναίσθητα ένιωσε ότι αυτό την διασκέδαζε.  Η ανοιξιάτικη αύρα, τόσο καθαρή σε σύγκριση με το μουχλιασμένο αέρα της φυλακής, της τόνωσε  το  ηθικό,  όμως,  τα  πόδια  της  ξεσυνήθιστα  στο  περπάτημα  και  στριμωγμένα  μέσα  στα  χοντροπάπουτσα της φυλακής πονούσαν, καθώς στραβοπατούσε στο λιθόστρωτο. Αναγκαζόταν να  προσέχει  τα  βήματά  της  πασχίζοντας  ν'  αποφεύγει  τις  κακοτοπιές.  Περνώντας  μπροστά  από  ένα  αλευράδικο,  παρά  λίγο  να  κλωτσοπατήσει  ένα  απ'  τα  περιστέρια  που  άφοβα  κλωθογύριζαν  μπροστά της. Τρομαγμένο το γκριζογάλαζο πουλί αναπετάρισε κι οι φτερούγες του έσκισαν γοργά  τον  αέρα  ξυστά  απ'  τ'  αφτί  της.  Η  Μάσλοβα  ένιωσε  να  της  διαπερνά  το  κορμί  μια  ευχάριστη  ανατριχίλα και ένα αχνό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της φευγαλέα. Αναλογίστηκε όμως την πικρή  της μοίρα κι αναστέναξε βαθιά. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II  Η  ΙΣΤΟΡΙΑ  τής  κρατούμενης  Μάσλοβα  ήταν  πολύ  συνηθισμένη.  Νόθο  παιδί  μιας  ανύπαντρης  υπηρέτριας που δούλευε με την τσοπάνισσα μάνα της, γεννήθηκε σ' ένα αγρόκτημα που ανήκε σε  δύο γριές αδελφές αρχόντισσες, γεροντοκόρες. Η ανύπαντρη εκείνη γυναίκα κάθε χρόνο είχε κι από  μια  γέννα  και,  όπως  συνηθιζόταν  στα  χωριά,  βάφτιζαν  τα  ανεπιθύμητα  και  ενοχλητικά  αυτά  πλάσματα και στη συνέχεια τα ξεφορτώνονταν, αφού η ίδια τους η μάνα δεν τα θήλαζε.  Έτσι πέθαναν τα πέντε της παιδιά. Τα βάφτιζαν, τα άφηναν νηστικά και πέθαιναν. Το έκτο παιδί, που  το 'χε κάνει μ' έναν περαστικό τσιγγάνο, ήταν κοριτσάκι και θα 'χε την ίδια τύχη κι αυτό αν τη μέρα  που  γεννήθηκε  δεν  έμπαινε  συμπτωματικά  η  μία  γριά  αρχόντισσα  στο  στάβλο  με  σκοπό  να  τα  ψάλλει στους βοσκούς γιατί το ανθόγαλο τής μύριζε αγελαδίλα. Στο στάβλο βρισκόταν ξαπλωμένη η  λεχώνα  μ'  ένα  πανέμορφο  γερό  μωράκι  στην  αγκαλιά  της.  Η  γριά  αρχόντισσα  αντικρίζοντας  την  κατάκοιτη  γυναίκα  έβαλε  τις  φωνές  στο  προσωπικό  γιατί  άφησαν  την  υπηρέτρια  να  γεννήσει  στο  στάβλο, μα βλέποντας το νεογέννητο, η καρδιά της σκίρτησε και πήρε την απόφαση να το βαφτίσει.  Παράγγειλε μάλιστα να δίνουν γάλα και χρήματα στη νεαρή λεχώνα. Η μικρούλα γλίτωσε από την  τύχη  των  χαμένων  πρόωρα  αδελφιών  της  κι  οι  γριές  αρχόντισσες  αποφάσισαν  να  την  φωνάζουν  «σωσμένη».  Το παιδί ήταν τριών χρονών, όταν η μητέρα του αρρώστησε βαριά και πέθανε. Επειδή η γιαγιά δεν  τα 'βγαζε πέρα, το ανέλαβαν οι γριές αρχόντισσες. Η μαυρομάτα μικρούλα μεγάλωνε κοντά τους και  γινόταν έξυπνη και τρυφερή, παρηγοριά για τα γηρατειά τους.  Την  νεώτερη  από  τις  δύο  αρχόντισσες,  την  νονά  της  μικρής,  την  έλεγαν  Σόφια  Ιβάνοβνα,  την  γεροντότερη  Μαρία  Ιβάνοβνα.  Η  Σόφια  έντυνε  την  βαφτισιμιά  της  με  ωραία  ρούχα,  την  έμαθε  να  διαβάζει  και  ήθελε  να  την  υιοθετήσει.  Η  Μαρία,  που  σκόπευε  να  την  κάνει  υπηρέτρια,  μια  καλή  καμαριέρα,  ήταν  απαιτητική  μαζί  της,  την  τιμωρούσε  και,  όταν  είχε  τις  μαύρες  της,  την  ξυλοφόρτωνε.  Έτσι,  το  παιδί  μεγάλωνε  ανάμεσα  σε  δύο  διαφορετικές  επιρροές  και  έγινε  μισοψυχοκόρη,  μισοκαμαριέρα.  Ακόμα  και  το  όνομά  της  θύμιζε  κάτι  το  μεσοβέζικο,  το  συμβιβαστικό ‐ δεν την φώναζαν ούτε Κάτια ούτε Κάτενκα, αλλά Κατιούσα. Έκανε όλες τις δουλειές,  έραβε, συγύριζε, σέρβιρε καφέ, έβαζε μικρομπουγάδες και μερικές φορές κρατούσε συντροφιά στις  αρχόντισσες διαβάζοντάς τους κάποιο βιβλίο.  Την  ζητούσαν  πολλοί  σε  γάμο,  αλλά  εκείνη  αρνιόταν,  γιατί  οι  υποψήφιοι  γαμπροί  ήταν  μεροκαματιάρηδες  και  δεν  είχε  καμιά  διάθεση  να  δεινοπαθήσει  μαζί  τους  μια  και  είχε  γευτεί  κι  ήξερε τις ανέσεις της αρχοντικής ζωής.  Δεν είχε ακόμη κλείσει τα δεκάξι, όταν ένας ανιψιός, ένα πλούσιο πριγκιπόπουλο, φοιτητής ακόμα,  επισκέφτηκε τις θείες του στο αγρόκτημα. Κεραυνοβόλος έρωτας χτύπησε την Κατιούσα μόλις τον  αντίκρισε, η ίδια δεν μπορούσε ούτε στον εαυτό της να το εκμυστηρευτεί. Πέρασαν δύο χρόνια από  τότε,  όταν  μια  μέρα  τον  ανιψιό,  που  πήγαινε  να  συναντήσει  τη  μονάδα  του,  τυχαία  τον  έφερε  ο  δρόμος  και  σταμάτησε  για  τέσσερις  μέρες  στο  αγρόκτημα.  Την  παραμονή  της  αναχώρησής  του,  ξεμονάχιασε κάπου την Κατιούσα και την ξεπαρθένεψε. Την άλλη μέρα πριν φύγει, της έχωσε ένα  εκατόρουβλο  στην  τσέπη.  Πέντε  μήνες  αργότερα  η  Κατιούσα  ήξερε  πλέον  με  σιγουριά  ότι  ήταν  έγκυος.  Από  τη  στιγμή  εκείνη  μια  καταθλιπτική  απάθεια  πλάκωσε  την  ψυχή  της,  το  μόνο  που  την  απασχολούσε  ήταν  το  πώς  θα  γλίτωνε  από  τον  εξευτελισμό  που  την  περίμενε.  Έκανε  τις  δουλειές  της ανόρεχτα, φερόταν απότομα, με απρέπεια στις γριές αρχόντισσες και κάποια μέρα χωρίς να το  καταλάβει κι η ίδια, έφθασε στο απροχώρητο. Τις έβρισε με χυδαίο τρόπο, για τον οποίο μετάνιωσε  αργότερα, ζήτησε τα λεφτά της και ετοιμάστηκε να φύγει. Εκείνες στεναχωρήθηκαν πολύ, αλλά δε  την εμπόδισαν. 

Digitized by 10uk1s 

  Αναγκάστηκε  να  δουλέψει  καμαριέρα  στο  σπίτι  ενός  πενηντάχρονου  ενωμοτάρχη  για  τρεις  μόνο  μήνες, γιατί εκείνος ήθελε ερωτικές σχέσεις μαζί της. Όταν μια μέρα η κατάσταση έγινε αφόρητη,  εκείνη  αγανάκτησε,  τον  έβρισε  ξεμωραμένο  και  γεροξεκούτη  τον  έσπρωξε  απότομα  και  τον  γκρέμισε καταγής. Για την αυθάδειά της αυτή, την έδιωξαν. Δεν είχε πού να βρει δουλειά και επειδή  σύντομα θα γεννούσε πήγε κι εγκαταστάθηκε σε μια χήρα ταβερνιάρισσα, που ήταν και η μαμή του  χωριού.  Γέννησε  χωρίς  προβλήματα.  Όμως  η  μαμή,  που  ήρθε  σ'  επαφή  με  μιαν  άρρωστη  λεχώνα,  μόλυνε  την  Κατιούσα  μ'  επιλόχειο  πυρετό.  Το  αγοράκι  της,  για  να  γλιτώσει  το  έστειλαν  σε  βρεφοκομείο, όμως, όπως είπε η γερόντισσα, που το 'χε αναλάβει, πέθανε μόλις το πήγανε.  Όλα κι όλα τα χρήματα της Κατιούσα όταν εγκαταστάθηκε στην ταβερνιάρισσα ήταν εκατόν είκοσι  επτά ρούβλια: τα είκοσι επτά τα είχε κερδίσει με την δουλειά της και τα εκατό της τα είχε χαρίσει ο  νεαρός διαφθορέας της. Όταν έφυγε από το χωριό, της είχαν απομείνει μόλις έξι ρούβλια.  Δεν  μπορούσε  να  κάνει  οικονομία,  τα  ξόδευε  ασυλλόγιστα  βοηθώντας  απλόχερα  όποιον  τής  το  ζητούσε.  Πλήρωσε  για  διαμονή  και  φαΐ  στην  ταβερνιάρισσα  σαράντα  ρούβλια,  για  τρεις  μήνες,  ξόδεψε  είκοσι  ρούβλια  για  να  στείλει  το  μωρό  στο  βρεφοκομείο,  σαράντα  ρούβλια  της  πήρε  δανεικά  κι  αγύριστα  η  ταβερνιάρισσα  για  ν'  αγοράσει,  όπως  είπε,  μιαν  αγελάδα,  κι  άλλα  ξόδεψε  εδώ κι εκεί, για ρούχα, ξενοδοχεία. Έτσι, όταν έγιανε η Κατιούσα, δεν είχε λεφτά κι έπρεπε να βρει  οπωσδήποτε μια δουλειά.  Δέχτηκε  να  δουλέψει  στο  σπίτι  ενός  δασικού  υπαλλήλου.  Αν  και  παντρεμένος,  από  την  πρώτη  στιγμή, όπως ακριβώς κι ο ενωμοτάρχης, εκείνος άρχισε να της κολλάει. Η Κατιούσα τον σιχαινόταν  και  προσπαθούσε  να  τον  αποφεύγει.  Ήταν  όμως  πιο  έμπειρος  και  πονηρός,  σαν  αφέντης,  την  έστελνε  όπου  του  άρεσε,  και  την  κατάλληλη  στιγμή  την  ξεμονάχιασε  και  την  έκανε  δική  του.  Η  γυναίκα  του  το  έμαθε  και  μια  μέρα  που  τους  έπιασε  επ'  αυτοφώρω  στο  δωμάτιο  της  Κατιούσας  όρμησε να την ξυλοφορτώσει. Εκείνη αντιστάθηκε, ήρθαν στα χέρια και τελικά η Κατιούσα βρέθηκε  και  πάλι  στο  δρόμο  χωρίς  να  πάρει  τα  λεφτά  της,  αυτή  τη  φορά.  Έφυγε  τότε  για  την  πόλη  και  εγκαταστάθηκε  σε  μια  θεία  της.  Ο  θείος  της,  βιβλιοδέτης  στο  επάγγελμα,  είχε  πριν  μια  καλή  οικονομική  κατάσταση,  τώρα  όμως  είχε  χάσει  την  πελατεία  του  και  απελπισμένος  το  'χε  ρίξει  στο  ποτό,  μπεκροπίνοντας  μέχρι  το  τελευταίο  του  καπίκι.  Η  θεία  της  δούλευε  μια  μικρή  επιχείρηση  πλυντηρίων και με τις εισπράξεις συντηρούσε τον εαυτό της, τα παιδιά της και τον αχαΐρευτο άνδρα  της. Πρότεινε στην ανιψιά της να στρωθεί μαζί της στη δουλειά. Εκείνη όμως βλέποντας την άθλια  ζωή  που  έκαναν  οι  πλύστρες  της  θείας  της  δίσταζε  κι  άρχισε  να  ψάχνει  σε  μεσίτες  για  δουλειά  υπηρέτριας. Βρήκε τελικά σ' ένα αρχοντόσπιτο μιας πλούσιας κυρίας που είχε δύο γιους, μαθητές  γυμνασίου.  Μετά από μια εβδομάδα ο μεγαλύτερος γιος, ένα παλικάρι με μουστάκι, μαθητής της  έκτης  τάξης,  παράτησε  το  σχολείο  κι  άρχισε  να  πολιορκεί  στενά  την  Μάσλοβα.  Η  μητέρα  του  αποφάσισε  ότι  για  την  κατάντια  του  παιδιού  της  έφταιγε  εκείνη  και  την  ξαπόστειλε.  Καιρό  τώρα  ήταν αδύνατο να σταυρώσει κάποια δουλειά.  Τυχαία σ' ένα μεσιτικό γραφείο μια μέρα η Μάσλοβα συνάντησε μία πλούσια κομψευόμενη κυρία  με  δαχτυλίδια  και  βραχιόλια  στα  παχουλά  της  χέρια.  Μαθαίνοντας  την  ιστορία  της,  εκείνη  ενδιαφέρθηκε να την βοηθήσει και της έδωσε την διεύθυνση του σπιτιού της για να την επισκεφτεί.  Η Μάσλοβα πήγε. Την υποδέχτηκε ευγενικά, την κέρασε γλυκά, της έδωσε να πιει γλυκό κρασί και  έστειλε κάπου την υπηρέτριά της μ' ένα σημείωμα. Το βράδυ τους επισκέφτηκε ένας λυγερόκορμος  γέρος με μακριά άσπρα μαλλιά και γένια. Μόλις είδε την Μάσλοβα, αμέσως πήγε και κάθισε δίπλα  της. Το βλέμμα του άστραφτε, καθώς την κοιτούσε εξεταστικά, ύστερα άρχισε να της χαμογελάει και  να  αστειεύεται  με  οικειότητα  μαζί  της.  Κάποια  στιγμή  η  οικοδέσποινα  τον  κάλεσε  παράμερα  στο  άλλο δωμάτιο και η Μάσλοβα άκουσε να του λέει:  ‐Είναι φυντανάκι, μόλις ήρθε από την επαρχία. Έπειτα η οικοδέσποινα την κάλεσε ευγενικά κοντά  της και της αποκάλυψε ότι ο ηλικιωμένος εκείνος κύριος ήταν ένας ζάπλουτος συγγραφέας έτοιμος  Digitized by 10uk1s 

  να  διαθέσει  για  το  χατίρι  της  όσα  του  ζητούσε.  Η  Μάσλοβα  του  άρεσε.  Της  έδωσε  για  την  συνάντηση εκείνη είκοσι πέντε ολόκληρα ρούβλια και υποσχέθηκε να την βλέπει συχνά. Τα χρήματα  αυτά  τα  χάλασε  πολύ  σύντομα  πληρώνοντας  το  νοίκι  στη  θεία  της,  αγοράζοντας  ένα  καινούριο  φόρεμα,  καπέλο  και  κορδέλες.  Πέρασαν  λίγες  μέρες  κι  ο  γερο‐συγγραφέας  την  ξανακάλεσε  σπίτι  του, της ξανάδωσε είκοσι πέντε ρούβλια και της πρότεινε να της νοικιάσει δικό της διαμέρισμα.  Στο  διαμέρισμα  που  της  νοίκιασε,  η  Μάσλοβα  ερωτεύτηκε  έναν  πρόσχαρο  νέο,  εμποροϋπάλληλο,  που έμενε στην ίδια αυλή. Γρήγορα εγκατέλειψε για χάρη του τον γερο‐συγγραφέα και μετακόμισε  σ'  ένα  μικρότερο  διαμέρισμα.  Ο  νέος  όμως  που  είχε  υποσχεθεί  να  την  παντρευτεί,  εξαφανίστηκε  από τη ζωή της ξαφνικά φεύγοντας για το Νίζνι. Η Μάσλοβα έμεινε για άλλη μια φορά μονάχη της.  Αποτάθηκε  στην  αστυνομία  για  να  της  δώσει  άδεια  να  διατηρήσει  το  διαμέρισμα,  ο  αξιωματικός  όμως  της  είπε  ότι  έπρεπε  να  πάρει  κίτρινη  κάρτα  και  να  περάσει  από  έλεγχο.  Αναγκάστηκε  να  γυρίσει  στη  θεία  της.  Όταν  την  είδε  εκείνη,  κομψοντυμένη,  με  το  μοντέρνο  της  φουστάνι,  την  πελερίνα  και  το  γούνινο  καπέλο,  την  υποδέχθηκε  με  σεβασμό  και  ντράπηκε  να  της  προτείνει  να  δουλέψει σαν πλύστρα, μια και η ανιψιά της τώρα ανήκε στην υψηλή κοινωνία. Μα ούτε βέβαια κι  η  Μάσλοβα  επέτρεπε  την  παραμικρή  συζήτηση  πάνω  σ'  αυτό.  Έβλεπε  με  συμπόνια  εκείνες  τις  χλομές, σκελετωμένες υπάρξεις στο κάτεργο της θείας της, πολλές από τις οποίες ήταν φυματικές,  να  πλένουν  και  να  σιδερώνουν  μ'  ορθάνοιχτα  παράθυρα  χειμώνα  καλοκαίρι  σε  θερμοκρασία  30  βαθμούς τυλιγμένες μέσα στους ατμούς και στα σαπουνόνερα και την έλουζε κρύος ιδρώτας, με τη  σκέψη ότι θα μπορούσε να ξεπέσει κι αυτή εκεί μέσα.  Σ'  αυτούς  τους  δίσεκτους  καιρούς  που  η  Μάσλοβα  εξακολουθούσε  να  μένει  χωρίς  προστάτη,  την  πλησίασε μια γρια‐μαστροπός, που προωθούσε νεαρές σε οίκους ανοχής.  Η  Μάσλοβα  κάπνιζε  από  παλιά,  τον  τελευταίο  όμως  καιρό,  από  τότε  που  την  εγκατέλειψε  ο  εμποροϋπάλληλος,  άρχισε  να  συνηθίζει  και  το  αλκοόλ.  Της  άρεσε  το  κρασί  όχι  μόνο  για  την  ευχάριστη γεύση του, αλλά πριν απ' όλα γιατί την βύθιζε σ' έναν ονειρικό κόσμο όπου ξεχνούσε όλα  της τα βάσανα και ξαναζούσε τη χαμένη της ελευθερία και αξιοπρέπεια. Χωρίς το κρασί, βούλιαζε  στη ντροπή και στην απελπισία.  Μια βραδιά η γριά‐μαστροπός της έκανε το τραπέζι και αφού την μέθυσε άρχισε να την ψήνει να  δουλέψει  στον  πιο  ξακουστό  «οίκο»  της  πόλης  αραδιάζοντάς  της  ιστορίες  για  την  καινούρια  της  ζωή.  Η  Μάσλοβα  είχε  να  διαλέξει  ανάμεσα  στην  εξαθλιωμένη  ζωή  της  παραδουλεύτρας  με  τις  συνεχείς επιθέσεις από τους κυρίους της, με τις πρόσκαιρες αγάπες και στην εξασφαλισμένη, ήσυχη  και νόμιμη ζωή της πόρνης με το νομιμοποιημένο από το κράτος και ακριβά διατιμημένο αγοραίο  έρωτα. Δεν δίστασε να διαλέξει το δεύτερο δρόμο. Πίστευε ότι, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να  εκδικηθεί και τον διαφθορέα της και τον εμποροϋπάλληλο που αγάπησε και την εγκατέλειψε, αλλά  κι όλους όσους την έβλαψαν. Εκείνο όμως που βάρυνε πιο πολύ στην απόφασή της ήταν ότι η γρια‐ μαστροπός της αποκάλυψε ότι με την καινούρια της ζωή θα μπορούσε να αλλάζει καθημερινά ό,τι  φορέματα  της  άρεσαν,  βελούδινα,  μεταξωτά,  έξωμες  τουαλέτες  χορού.  Κι  όταν  φαντάστηκε  τον  εαυτό  της  να  λικνίζεται  μπροστά  στον  καθρέφτη  μέσα  σ'  ένα  βαθύ  κίτρινο  μεταξωτό  φόρεμα  με  ντεκολτέ και μαύρη βελούδινη μπορντούρα, δεν άντεξε στον πειρασμό. Το ίδιο βράδυ η μαστροπός  φώναξε ένα αμάξι και την κουβάλησε στο φημισμένο «οίκο» της Κιτάγιεβα.  Απ' αυτή τη στιγμή άρχισε για την Μάσλοβα η ζωή του χρόνιου εγκλήματος και της παραβίασης των  θεϊκών  εντολών  και  των  κανόνων  της  ανθρώπινης  αξιοπρέπειας,  ζωή  που  κάνουν  εκατοντάδες  χιλιάδες  γυναίκες  όχι  μόνο  με  την  άδεια,  αλλά  και  την  ευλογία  της  πολιτείας  που  κόπτεται  για  το  καλό τους, και καταλήγουν εννιά φορές στις δέκα σε βασανιστικές αρρώστιες, πρόωρα γηρατειά και  στον θάνατο. Μετά τα νυχτερινά όργια, το πρωί έπεφτε σε λήθαργο μέχρι αργά το μεσημέρι. Γύρω  στις  τρεις  με  τέσσερις  το  απόγευμα  ξυπνούσε  κουρασμένη,  σηκωνόταν  παραμερίζοντας  τα  λερωμένα σεντόνια, ρουφούσε το τονωτικό της εκχύλισμα, έπινε καφέ, περιφερόταν βαριεστημένα  Digitized by 10uk1s 

  στα  δωμάτια  φορώντας  κομπινεζόν,  πενιουάρ  και  ρόμπα,  χάζευε  πίσω  απ'  τις  κουρτίνες  έξω  το  δρόμο. Κάποιοι μικροτσακωμοί με τις άλλες, ύστερα πλύσιμο, πασάλειμμα με κρέμες, αρώματα στο  κορμί,  πομάδα  στα  μαλλιά,  πρόβες  φουστανιών,  συζητήσεις  με  την  πατρόνα  για  τις  κοπέλες,  κοιτάγματα  στον  καθρέπτη,  μακιγιάζ,  βάψιμο  φρυδιών,  τροφή  λιπαρή  και  γλυκιά,  ντύσιμο  με  φανταχτερό  τολμηρό  μεταξωτό  φόρεμα.  Ύστερα,  το  φινάλε  στο  λαμπροστόλιστο  και  κατάφωτο  σαλόνι με πελάτες, μουσική, χορούς, γλυκά, κρασί, τσιγάρο, ερωτικά αγκαλιάσματα με κάθε λογής  καβαλιέρους: νέους, μεσόκοπους, εφήβους, γεροξεκούτηδες, εργένηδες, παντρεμένους, εμπόρους,  υπαλλήλους,  Αρμένιους,  Εβραίους,  Τατάρους,  πλούσιους,  φτωχούς,  υγιείς,  αρρώστους,  μεθυσμένους, νηφάλιους, βίαιους, ευαίσθητους, στρατιωτικούς, πολίτες, φοιτητές, σχολιαρόπαιδα‐ κάθε καρυδιάς καρύδι, απ' όλους τους χαρακτήρες. Φωνές, αστεία, τσακωμοί, μουσική, ταμπάκος,  κρασί και πάλι κρασί και πάλι ταμπάκος και πάλι μουσική μέχρι τα ξημερώματα. Μονάχα το πρωί  ερχόταν η λύτρωση με τον βαθύ ύπνο. Έτσι κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα, τα ίδια κι απαράλλαχτα. Και  στο  τέλος  της  εβδομάδας,  ακολουθούσε  η  επίσκεψη  σε  κρατικό  ίδρυμα,  όπου  οι  αρμόδιοι  λειτουργοί, οι άνδρες‐γιατροί, άλλοτε σοβαρά και αυστηρά, άλλοτε κοροϊδεύοντας, ξεριζώνοντας το  φυσικό αίσθημα της ντροπής, που είναι κοινό σε ανθρώπους και ζώα για να αποτρέπει το έγκλημα,  θα εξετάσουν τις πόρνες και θα τους ανανεώσουν την άδεια για να συνεχίσουν να εγκληματούν με  τους  ομοίους  τους  την  εβδομάδα  που  ερχόταν.  Η  ίδια  απαράλλαχτη,  μονότονη  ζωή  χειμώνα  καλοκαίρι, καθημερινές και σχόλες.  Αυτή ήταν η ζωή της Μάσλοβα εφτά ολόκληρα χρόνια Στο διάστημα αυτό άλλαξε δύο «οίκους» και  μια φορά νοσηλεύτηκε σε κλινική. Στον έβδομο χρόνο της «θητείας» της εκεί μέσα και στον όγδοο  χρόνο από το πρώτο παραστράτημα, σε ηλικία είκοσι έξι ετών μια νέα τραγωδία την οδήγησε στη  φυλακή και, αφού πέρασε έξι μήνες υπόδικη, ανάμεσα σε φονιάδες και κλέφτες, έπρεπε τώρα να  δικαστεί. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III  ΤΗΝ  ΩΡΑ  που  η  Μάσλοβα,  τσακισμένη  από  τον  μακρύ  δρόμο,  πλησίαζε  με  ένοπλη  συνοδεία  την  πόρτα  του  περιφερειακού  δικαστηρίου,  ο  ανιψιός  της  ψυχομάνας  της,  ο  πρίγκιπας  Ντμίτρι  Ιβάνοβιτς Νεχλιούντοφ, ο πρώτος εραστής που χρόνια πριν την είχε βιάσει, ήταν ακόμα ξαπλωμένος  στο  αναπαυτικό,  παχύ,  πουπουλένιο  στρώμα  του.  Είχε  ξεκούμπωτο  τον  γιακά  της  πεντακάθαρης  ολλανδέζικης  νυχτικιάς  του  με  τις  καλοσιδερωμένες  πιέτες  στο  στήθος  και  κάπνιζε.  Τα  μάτια  του  ήταν  στυλωμένα  στο  κενό  και  με  βλέμμα  χαμένο  αναλογιζόταν  τα  όσα  πέρασε  το  προηγούμενο  βράδυ και αυτά που θα έκανε σήμερα.  Αναπολώντας  τη  χθεσινή  βραδιά  στο  αρχοντικό  των  Κορτσάγκιν,  μιας  πλούσιας  και  ξακουστής  οικογένειας,  που  όλοι  ξέρανε  πως  θα  παντρευόταν  την  κόρη  τους,  αναστέναξε  βαθιά.  Πέταξε  το  μισοσβησμένο του παπιρόσι1 κι άπλωσε το χέρι να πάρει απ' την ασημένια ταμπακέρα του ακόμα  ένα, μα δίστασε. Κατέβηκε απ' το κρεβάτι, πέρασε τ' άσπρα παχουλά του πόδια στις παντόφλες του,  έριξε στους φαρδείς του ώμους μια μεταξένια ρόμπα και με βαρύ και γοργό βήμα πέρασε από την  κρεβατοκάμαρα  στην  τουαλέτα  που  μοσχοβολούσε  κολόνιες,  μπριγιαντίνες  και  αρώματα.  Βούρτσισε  τα  καλοσφραγισμένα  δόντια  του  με  μια  ειδική  σκόνη  και  τα  ξέπλυνε  μ'  αρωματισμένο  εκχύλισμα.  Έπλυνε  έπειτα  σχολαστικά  το  πρόσωπό  του  και  σκουπίστηκε  με  πολλές  πετσέτες.  Σαπούνισε τα χέρια του με μοσχοσάπουνο, βούρτσισε τα επιμελημένα μακριά νύχια του και αφού  ξέπλυνε στο μεγάλο μαρμάρινο νιπτήρα το πρόσωπο και το χοντρό λαιμό του, πέρασε στο μπάνιο,  κολλητά  στην  κρεβατοκάμαρά  του.  Έκανε  ένα  κρύο  ντους  και  σκέπασε  το  κάτασπρο  γεροδεμένο,  αλλά  παχύσαρκο  κορμί  του,  μ'  ένα  μπουρνούζι,  φόρεσε  αστραφτερά  ασπρόρουχα,  έβαλε  τα  φρεσκογυαλισμένα του παπούτσια και κάθισε μπροστά στον καθρέφτη να χτενίσει με δύο χτενάκια  το μαύρο κατσαρό γενάκι του και, τ' αραιωμένα στο μέτωπο, σγουρά του μαλλιά.  Τα είδη που χρησιμοποιούσε στην τουαλέτα του‐εσώρουχα, γραβάτες, καρφίτσες, μανικετόκουμπα,  ρούχα, παπούτσια ‐ήταν όλα άριστης ποιότητας, πανάκριβα, λιτά και κομψά.  Τράβηξε  στα  τυφλά  μια  από  τις  δεκάδες  γραβάτες  του  και  τις  δεκάδες  καρφίτσες  του  (παλιότερα  του άρεσε να διαλέγει, τώρα δεν του καιγόταν καρφί), και φόρεσε ένα καθαρισμένο και σιδερωμένο  κουστούμι που τον περίμενε σε μια καρέκλα. Άκεφος, μα φρεσκοπλυμένος και παρφουμαρισμένος,  πέρασε  στη  μεγάλη  τραπεζαρία  με  το  αστραφτερό  παρκέ,  που  είχαν  γυαλίσει  από  χθες  τρεις  υπηρέτες του, τον τεράστιο δρύινο μπουφέ και το θεόρατο τραπέζι με τα σκαλιστά φαρδιά ξύλινα  λιονταρόποδα, στρωμένο μ' ένα λεπτό φρεσκοκολλαρισμένο τραπεζομάντιλο που 'χε κεντημένο το  μονόγραμμα  του  πρίγκιπα.  Πάνω  στο  τραπέζι,  βρισκόταν  μια  ασημένια  καφετιέρα  με  ευωδιαστό  καφέ,  μια  ολόιδια  ζαχαριέρα,  μια  γαλατιέρα  με  ζεστό  καϊμάκι,  κι  ένα  πανέρι  με  κουλουράκια  φρυγανιές και μπισκότα. Πλάι υπήρχαν διάφορα γράμματα, εφημερίδες και το νέο περιοδικό Revue  des  deux  Mondes2.  Δεν  πρόλαβε  ν'  ανοίξει  το  ταχυδρομείο  του,  όταν  στην  πόρτα  που  οδηγούσε  προς το διάδρομο, ξεπρόβαλε μια χοντρή ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μ' ένα δαντελένιο  μαντήλι στα μαλλιά που της έκρυβε την άψογη χωρίστρα της. Ήταν η Αγκραφένα Πετρόβνα, παλιά  καμαριέρα της μακαρίτισσας της μητέρας του και σήμερα οικονόμος του.  Η  Αγκραφένα  Πετρόβνα  είχε  ζήσει  δέκα  χρόνια  στο  εξωτερικό  συνοδεύοντας  την  μητέρα  του  πρίγκιπα  και  είχε  αποκτήσει  ύφος  και  τρόπους  μεγάλης  κυρίας.  Από  μικρή  ζούσε  με  τους  Νεχλιούντοφ κι ήξερε τον πρίγκιπα από παιδάκι, όταν ακόμη τον φώναζαν κοροϊδευτικά "Μίτενκα".  ‐Καλή σας μέρα, Ντμίτρι Ιβάνοβιτς!  ‐Χαίρετε,  Αγκραφένα  Πετρόβνα.  Τι  νέα  έχουμε  σήμερα:  ρώτησε  ο  Νεχλιούντοφ  με  διάθεση  να  αστειευτεί. 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Ένα γράμμα απ' την πριγκίπισσα, δεσποινίδα, κυρία δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω... Το έφερε από  ώρα  η  καμαριέρα  της  και  περιμένει  στο  δωμάτιό  μου,  απάντησε  η  Πετρόβνα  και  δίνοντάς  του  το  γράμμα χαμογέλασε με νόημα.  ‐Καλά, μια στιγμή, είπε ο Νεχλιούντοφ παίρνοντας το γράμμα φανερά ενοχλημένος από το μισόγελο  της οικονόμου του.  Ο υπαινιγμός της Πετρόβνα αφορούσε την πριγκίπισσα Κορτσάγκινα, που πίστευε ότι ο κύριός της  θα παντρευόταν. Ο Νεχλιούντοφ όμως δεν συμμεριζόταν καθόλου τα υπονοούμενά της και γι' αυτό  ενοχλήθηκε.  ‐Θα  της  πω,  λοιπόν,  να  περιμένει  λιγάκι,  μονολόγησε  η  Πετρόβνα  φανερά  αμήχανη  αλλάζοντας  χωρίς λόγο θέση στο σκουπάκι για τα ψίχουλα πάνω στο τραπέζι και απομακρύνθηκε αθόρυβα.  Ο Νεχλιούντοφ άνοιξε το φάκελο κι ο αέρας γέμισε ευωδιές. Το γράμμα ήταν γραμμένο με λεπτό κι  αραιό γραφικό χαρακτήρα, σε χοντρό χαρτί με άνισες άκρες.    «Τηρώντας  πιστά  την  υπόσχεσή  μου  να  ζω  μέσα  στη  μνήμη  σας,  σας  υπενθυμίζω  ότι  σήμερα,  28  Απριλίου,  πρέπει  να  παραστείτε  στο  Κακουργιοδικείο  και  γιʹ  αυτό  δεν  θα  μπορέσετε να έρθετε στην έκθεση που θα επισκεφθούμε με τον Κόλοσοφ, όπως, με την  γνωστή  επιπολαιότητά  σας,  υποσχεθήκατε  χθες  το  βράδυ∙  à  moins  que  vous  ne  soyez  disposé à payer à la cour dʹ assises les 300 roubles d’ amende, que vous vous refusez pour  votre cheval.3 Αυτό το θυμήθηκα χθες βράδυ μόλις φύγατε. Μην το ξεχάσετε, λοιπόν.  Πριγκίπισσα Μ. Κορτσάγκινα». 

Και στην άλλη σελίδα υστερόγραφο:  Η  μητέρα  σάς  παραγγέλνει  ότι  το  πιάτο  σας  θα  σάς  περιμένει  ως  αργά.  Ελάτε  οπωσδήποτε ό,τι ώρα και να ʹναι.  Μ.Κ. 

Ο Νεχλιούντοφ συννέφιασε. Η κίνηση αυτή με το γράμμα, ήταν μέρος ενός καλοστημένου σχεδίου,  που εδώ και δύο ολόκληρους μήνες εξυφαινόταν πίσω απ' την πλάτη του από την πριγκίπισσα που  πάσχιζε  να  τον  τυλίξει.  Εκτός  από  τη  συνηθισμένη  αναποφασιστικότητα  όσων  μένουν  γεροντοπαλίκαρα  και  δεν  είναι  σφόδρα  ερωτευμένοι,  Ο  Νεχλιούντοφ  είχε  ένα  βαθύτερο  λόγο  να  διστάζει  να  την  παντρευτεί.  Δεν  τον  απασχολούσε  βέβαια  η  παλιά  ξεχασμένη  ιστορία  της  Κατιούσας,  που  κοντά  δέκα  χρόνια  πριν  την  είχε  ξεπαρθενέψει  και  την  εγκατέλειψε  έγκυο,  ούτε  φοβόταν ότι αυτό το γεγονός θα μπορούσε ποτέ να σκιάσει το γάμο του. Την εποχή εκείνη είχε ένα  παράνομο δεσμό με μία παντρεμένη αρχόντισσα που αν και την είχε τελευταία κάνει πέρα, εκείνη  δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί.  Από τη φύση του ήταν πολύ δειλός με τις γυναίκες κι αυτή ακριβώς η δειλία του πεισμάτωσε την  γυναίκα  εκείνη  που  βάλθηκε  να  τον  κατακτήσει.  Παντρεμένη  τον  πρώτο  στην  τάξη  ευγενή  της  περιφέρειας,  όπου  ο  Νεχλιούντοφ  ήταν  εκλέκτορας,  παρέσυρε  τον  εραστή  της  σε  μια  ολοένα  πιο  συναρπαστική, μα και βαρετή γι' αυτόν σχέση.  Στην αρχή ο Νεχλιούντοφ δεν κατάφερε ν' αντισταθεί στον πειρασμό, στη συνέχεια όμως άρχισε να  νιώθει  ενοχές  και  δεν  μπορούσε  να  απαλλαγεί  απ'  αυτήν,  αν  δεν  συμφωνούσε  κι  η  ίδια  να  Digitized by 10uk1s 

  διαλύσουν τη σχέση. Αυτός ήταν ο αληθινός λόγος που τον έκανε να πιστεύει ότι δεν είχε κανένα  δικαίωμα, ακόμη κι αν ήθελε, να ζητήσει το χέρι της Κορτσάγκινα.  Ανάμεσα  στα γράμματα, ο πρίγκιπας ανέσυρε κι  ένα γράμμα του συζύγου της ερωμένης του, που  στη  θέα  του  κοκκίνισε  κι  ένιωσε  να  του  λύνονται  τα  γόνατα,  όπως  πάντοτε,  όταν  βρισκόταν  σε  κίνδυνο. Άδικα όμως ταράχτηκε, γιατί ο σύζυγος με την ιδιότητα του επικεφαλής των ευγενών της  περιφέρειας,  όπου  ο  Νεχλιούντοφ  είχε  τα  περισσότερα  τσιφλίκια  του,  τον  πληροφορούσε  για  την  έκτακτη σύνοδο της επαρχιακής συνέλευσης στα τέλη του Μάη. Τον παρακαλούσε να παρευρεθεί  οπωσδήποτε  και  να  τον  υποστηρίξει  στη  δύσκολη  αναμέτρηση  που  θα  ακολουθούσε  με  το  συντηρητικό κόμμα για τα σημαντικά θέματα της παιδείας και των δρόμων της περιοχής.  Ο αρχηγός των ευγενών ήταν φιλελεύθερος πολιτικός και αγωνιζόταν με μερικούς ομοϊδεάτες του  ενάντια  στην  αντίδραση  που  εκδηλώθηκε  στις  μέρες  του  αυτοκράτορα  Αλέξανδρου  Γ'  και,  απορροφημένος  από  τον  πολιτικό  αγώνα,  δεν  υποπτευόταν  την  δυστυχία  που  έκρυβε  η  συζυγική  του ζωή.  Μπροστά  απ'  τα  μάτια  του  Νεχλιούντοφ  πέρασαν  φευγαλέα  οι  μαρτυρικές  στιγμές  που  ζούσε  τελευταία  εξαιτίας  αυτού  του  ανθρώπου.  Κάποια  φορά,  που  είχε  φανταστεί  ότι  ο  άρχοντας  είχε  μάθει για το δεσμό του, ετοιμάστηκε να μονομαχήσει μαζί του αποφασισμένος όμως να ρίξει στον  αέρα. Μια μέρα ‐θυμόταν‐ εκείνη, απελπισμένη και τρομαγμένη, έτρεξε στον κήπο του αρχοντικού  της  θέλοντας  να  πέσει  στη  λίμνη  να  πνιγεί  κι  αυτός,  τρελός  από  την  αγωνία  του,  την  αναζητούσε  μέσα στο σκοτάδι. «Όχι, αδύνατον σήμερα να πάω εκεί ούτε θα μπορέσω να πάρω μιαν απόφαση  αν δεν μου απαντήσει πρώτα η άλλη», συλλογίστηκε ο Νεχλιούντοφ. Της είχε στείλει πριν από μια  εβδομάδα  ένα  γράμμα  γεμάτο  ειλικρίνεια,  όπου  ομολογούσε  χωρίς  περιστροφές  την  ενοχή  του,  δήλωνε πως ήταν έτοιμος να κάνει κάθε θυσία για να εξιλεωθεί απέναντί της και την παρακινούσε  να διακόψουν οριστικά για το δικό της καλό. Άδικα όμως περίμενε απάντηση από την ερωμένη του.  Για μια στιγμή αναθάρρησε. Ίσως και να 'ταν καλό σημάδι αυτό. Αν εκείνη δεν είχε συμφωνήσει να  το διαλύσουν θα του είχε γράψει κιόλας ή θα ερχόταν η ίδια να τον βρει, όπως έκανε παλιά. Τώρα  τελευταία είχε ακούσει ότι ένας αξιωματικός την κορτάριζε και, παρ' όλο που έσκαγε μέσα του από  ζήλια, κατά βάθος χαιρόταν γιατί του έδινε φτερά η ελπίδα ότι θα γλίτωνε από το ψέμα που τόσο  πολύ βάραινε την ψυχή του.  Το άλλο γράμμα που άνοιξε ήταν από τον διαχειριστή των κτημάτων του, που τον καλούσε να πάει  επιτόπου για να κατοχυρώσει την κληρονομιά που του άφησε πρόσφατα η μητέρα του και ακόμα  για να ορίσει πώς θα την διαχειριζόταν στο εξής. Του πρότεινε, όπως και παλιότερα, όταν ζούσε η  μητέρα  του  και  διαχειριζόταν  και  τότε  τα  τσιφλίκια  τους,  να  αυξήσουν  τα  κινητά  περιουσιακά  στοιχεία  και  να  εκμεταλλεύονται  μόνοι  τους  τη  γη  που  είχαν  νοικιασμένη  τώρα  στους  κολλήγους,  γιατί  έτσι  θα  'ταν  πιο  συμφερτικό.  Ζητούσε  συγγνώμη  γιατί  καθυστέρησε  λίγο  να  του  στείλει  την  πρώτη του μηνός τις τρεις χιλιάδες ρούβλια, θα τα έστελνε με το επόμενο ταχυδρομείο. Δεν έφταιγε  ο ίδιος για την καθυστέρηση αυτή, δεν μπορούσε να μαζέψει τα λεφτά απ' τους κολλήγους και, σαν  ξεδιάντροποι κι αφιλότιμοι όπου ήταν, αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των αρχών.  Το γράμμα αυτό τον έκανε να νιώσει περίεργα, μια αόριστη χαρά μα και πίκρα μαζί πλημμύρισαν  την  ψυχή του. Του ήταν  ευχάριστο να ξέρει ότι ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας. Δεν γινόταν  όμως να  ξεχάσει τα νιάτα του όταν, πλούσιος  ήδη, συγκλονιζόταν από τις φιλοσοφικές ιδέες του Χέρμπερτ  Σπένσερ  διαβάζοντας  στην  Κοινωνική  Στατική,  που  τόσο  τον  γοήτευε,  ότι  η  δικαιοσύνη  δεν  συμβιβάζεται με την ιδιοκτησία της γης. Συνεπαρμένος από το νεανικό του πάθος, έγραφε μελέτες  στο πανεπιστήμιο σαν φοιτητής και, υπηρετώντας έμπρακτα την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης,  είχε δωρίσει  στους κολλήγους ένα μικρό μέρος της πατρικής κληρονομιάς  θέλοντας να απαλλαγεί  από την ιδιοκτησία της γης και να είναι συνεπής με τις αρχές του. Τώρα με την νέα του κληρονομιά  γινόταν  μεγάλος  και  τρανός  κι  έπρεπε  να  διαλέξει  ξανά.  Να  παραιτηθεί  όπως  τότε,  δέκα  χρόνια  Digitized by 10uk1s 

  πριν,  όταν  παραχώρησε  διακόσια  περίπου  εκτάρια  στους  ακτήμονες  μουζίκους  ή  να  αποκηρύξει  βουβά όλες τις νεανικές ιδέες σαν ψεύτικες και παράλογες;  Του  φαινόταν  ακατόρθωτο  να  δεχθεί  την  πρώτη  λύση,  γιατί  δεν  είχε  άλλους  πόρους  για  να  ζήσει  εκτός  από  την  κτηματική  του  περιουσία.  Να  γυρίσει  στο  στρατό  ούτε  να  το  σκεφτεί  δεν  επέτρεπε  στον εαυτό του, γιατί είχε συνηθίσει για τα καλά την πολυτέλεια, στην άνετη και ράθυμη ζωή. Μα κι  η  δύναμη,  το  πάθος  των  ιδεών  του  τον  είχαν  εγκαταλείψει,  ακόμα  και  η  ματαιοδοξία  του  και  η  επιδεικτικότητα που του συνέγειραν έναν νεανικό αυθορμητισμό είχαν σβήσει. Δεν μπορούσε όμως  αδιαμαρτύρητα  να  ακολουθήσει  ούτε  την  δεύτερη  λύση‐ήταν  αδύνατον  τελικά  να  αποκηρύξει  εκείνα  τα  εύλογα  κι  ατράνταχτα  επιχειρήματα  για  την  απάνθρωπη  φύση  της  ιδιοκτησίας  που  αντλούσε  από  την  Κοινωνική  Στατική  του  Σπένσερ  και  την  λαμπρή  επιβεβαίωσή  τους  που  θα  ανακάλυπτε πολύ αργότερα στο έργο του Χένρυ Τζωρτζ.  Το γράμμα εκείνο του διαχειριστή του χάλασε για τα καλά τη διάθεση. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV  ΑΦΟΥ ΗΠΙΕ τον καφέ του, σηκώθηκε να πάει στο γραφείο του, για να συμβουλευτεί την ατζέντα με  τα ραντεβού, να μάθει πότε, θα έπρεπε να βρίσκεται στο δικαστήριο και να γράψει μιαν απάντηση  στην πριγκίπισσα.  Περνώντας μπροστά απ' το ατελιέ του έριξε μια μελαγχολική, ματιά στα σκόρπια του σχέδια στους  τοίχους και σ' ένα μισοτελειωμένο του πίνακα στο καβαλέτο γυρισμένο ανάποδα, που δύο χρόνια  τώρα  δεν  μπορούσε  να  τον  τελειώσει.  Ένιωσε  για  μια  στιγμή  να  τον  κατακλύζει  το  ίδιο  εκείνο  συναίσθημα  αδυναμίας  που  τον  τελευταίο  καιρό  τον  είχε  καθηλώσει  και  του  είχε  στερήσει  την  καλλιτεχνική  έμπνευση.  Προσπαθούσε  να  παρηγορηθεί  με  την  σκέψη  ότι  επειδή  είχε  ιδιαίτερα  αναπτυγμένο  αισθητικό  κριτήριο,  δεν  μπορούσε  να  βρει  κάτι  να  τον  συγκινήσει,  όμως,  κι  αυτή  η  εξήγηση δεν του απόδιωχνε τη θλίψη.  Είχε  εγκαταλείψει  τη  στρατιωτική  καριέρα  εφτά  χρόνια  πριν,  πιστεύοντας  πως  είχε  ταλέντο  στη  ζωγραφική,  κι  από  τότε  άρχισε  να  βλέπει  με  περιφρόνηση  καθετί  που  δεν  σχετιζόταν  με  την  καλλιτεχνική έκφραση. Τώρα όμως ήξερε ότι δεν έπρεπε να το είχε κάνει. Γι' αυτό κάθε φορά που  στριφογύριζε  στο  μυαλό  του  αυτή  η  αλήθεια  πονούσε.  Η  ματιά  του  πλανήθηκε  μελαγχολικά  στη  βαρύτιμη επίπλωση του ατελιέ και με βαριά καρδιά πέρασε δίπλα στο γραφείο του, σ' ένα τεράστιο  ψηλοτάβανο δωμάτιο με κάθε λογής διακόσμηση, έπιπλα και όλες τις ανέσεις.  Στο  συρτάρι  ενός  μεγάλου  σεκρεταίρ,  σ'  ένα  ντοσιέ  με  την  ένδειξη  «Επείγοντα»  βρήκε  την  πρόσκληση για το δικαστήριο και διάβασε την ώρα. Έπρεπε να παρουσιαστεί στις ένδεκα ακριβώς.  Στο  βιαστικό  σημείωμα,  που  ετοίμασε,  ευχαριστούσε  την  πριγκίπισσα  για  την  τιμή  που  του  έκανε  και υποσχέθηκε πως θα προσπαθούσε να μην λείψει από το τραπέζι. Δεν του άρεσε όμως το ύφος,  το  βρήκε  πολύ  οικείο,  το  'σκισε  κι  έγραψε  ένα  άλλο.  Το  'σκισε  κι  αυτό  γιατί  του  φάνηκε  μάλλον  ψυχρό,  σχεδόν  προσβλητικό.  Χτύπησε  το  κουδούνι.  Στην  πόρτα  έκανε  την  εμφάνισή  του  ένας  ηλικιωμένος υπηρέτης, καλοξυρισμένος με μακριές φαβορίτες, με ύφος αυστηρό, φορώντας γκρίζα  χασεδένια ποδιά.  ‐Στείλτε να φωνάξουν ένα αμάξι, παρακαλώ.  ‐Όπως διατάξετε.  ‐Διαβιβάστε επίσης στον άνθρωπο του Κορτσάγκιν, που περιμένει κάτω τις ευχαριστίες μου για την  πρόσκληση και ότι θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ.  ‐Μάλιστα Κύριε.  «Είναι μεγάλη αγένεια απ' τη μεριά μου, αλλά δεν μπορώ να της γράψω. Δεν πειράζει, όμως, αφού  θα την δω απόψε το δίχως άλλο», συλλογίστηκε ο Νεχλιούντοφ και πήγε να πάρει το παλτό του.  Στο ξώστεγο ένα αμάξι με λαστιχένιες ρόδες, με τον γνώριμο του αμαξά, τον περίμενε κιόλας.  ‐Χτες  βράδυ,  μόλις  έφτασα  στου  πρίγκιπα  Κορτσάγκιν  ‐  του  είπε  αυθόρμητα  ο  αμαξάς  μισογυρίζοντας  το  δυνατό  ηλιοκαμένο  του  σβέρκο,  που  ξεχώριζε  από  τον  άσπρο  γιακά  του  πουκαμίσου του‐ ο πορτιέρης μου φώναξε: «Μόλις έφυγε ο κύριος....»  «Ορίστε  ακόμα  κι  οι  αμαξάδες  ξέρουν  για  τη  σχέση  μου  με  την  Κορτσάγκινα»,  μονολόγησε  ο  Νεχλιούντοφ.  Κι  ένιωσε  την  απάντηση  στο  άλυτο  βασανιστικό  του  ερώτημα,  αν  θα  'πρεπε  να  την  παντρευτεί και στ' άλλα που ανελέητα τον κατέτρυχαν σαν Ερινύες τώρα τελευταία, να γίνεται ένας  Digitized by 10uk1s 

  αόρατος σφιχτός βρόγχος γύρω απ' το λαιμό του.  Όχι  δεν  έβλεπε  γενικά  με  κακό  μάτι  το  γάμο.  Αντίθετα  μάλιστα,  τον  βόλευε  γιατί,  πρώτο,  θα  του  χάριζε τις χαρές της οικογενειακής εστίας, θα τον γλίτωνε από την σεξουαλική ανασφάλεια, και θα  του πρόσφερε μια ηθική ζωή∙ και δεύτερο και κυριότερο, η οικογένεια, τα παιδιά θα του γέμιζαν τη  ρημαγμένη του ζωή. Από την άλλη όμως, τρόμαζε, όπως κι όλοι οι μεσόκοποι εργένηδες στην ιδέα  πως θα έχανε την ελευθερία του, ενώ ένας ενστικτώδης φόβος για την ανεξιχνίαστη και μυστηριακή  φύση της γυναίκας είχε φωλιάσει στη ψυχή του.  Όταν σκεφτόταν το γάμο του με την Μίσσυ (την πριγκίπισσα, την έλεγαν Μαρία κι όπως σ' όλες τις  αριστοκρατικές  οικογένειες,  την  φώναξαν  χαϊδευτικά  «Μίσσυ»),  τον  δελέαζε  η  ευγενική  της  καταγωγή  που  εκδηλωνόταν  παντού,  από  το  ντύσιμό  της  μέχρι  τον  τρόπο  που  μιλούσε,  που  περπατούσε, που γελούσε. Ξεχώριζε απ' τους κοινούς θνητούς με την διακριτικότητά της ‐δεν ήξερε  αλλιώς πώς να περιγράψει αυτό το χάρισμα που τόσο αγαπούσε πάνω της ο πρίγκιπας. Η Μίσσυ τον  είχε  προσέξει  και  τον  ξεχώρισε  ανάμεσα  σε  τόσους  άλλους  και  έδειχνε  πως  έτρεφε  απεριόριστη  εκτίμηση για το πρόσωπό του. Αυτό το τελευταίο μαρτυρούσε πως ήξερε τον τρόπο να τον νιώθει  βαθιά και σήμαινε  πως καταλάβαινε τις μεγάλες αρετές του χαρακτήρα του, απόδειξη της εφυΐας  και της αλάθητης κρίσης της, σκεφτόταν ο Νεχλιούντοφ. Βέβαια δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι,  αν  δεν  βιαζόταν  να  κάνει  αυτό  το  γάμο,  ίσως  και  να  'βρισκε  μιαν  άλλη  κοπέλα,  με  περισσότερες  χάρες  απ' την Μίσσυ, που θα του ταίριαζε καλύτερα. Γιατί κι εκείνη  είχε τα χρονάκια της, πάτησε  κιόλας τα είκοσι επτά και οπωσδήποτε δεν θα 'ταν ο πρώτος άνδρας της ζωής της.  Αυτή  ειδικά  η  σκέψη  τού  τριβέλιζε  αδιάκοπα  το  μυαλό.  Ο  αθεράπευτος  εγωισμός  του  δεν  του  επέτρεπε ούτε κατά διάνοια να υποθέσει ότι εκείνη μπορούσε να 'χε αγαπήσει στο παρελθόν άλλον  άνδρα. Αυτό θα ήταν βαριά προσβολή για το πρόσωπό του.  «Περίεργα πράγματα ‐σκεφτόταν ο Νεχλιούντοφ‐ συμβαίνουν με το γάμο, φαύλος κύκλος, βρίσκεις  τόσα υπέρ όσα και κατά». Γελούσε πικρόχολα με τον εαυτό του και του φάνηκε ότι του θύμιζε κάτι  από την ιστορία με το γάιδαρο του Μπουριντάν που δεν αποφάσιζε τελικά σε ποιο παχνί να σκύψει.  «Πάντως,  αν  δεν  πάρω  απάντηση  από  την  Μαρία  Βασίλιεβνα  (την  αριστοκράτισσα  ερωμένη  του),  όσο εκκρεμεί η υπόθεση αυτή δεν μπορώ ν' αποφασίσω τίποτε», σκέφτηκε.  Κατά  βάθος,  τον  βόλευε  αυτή  η  αναβολή  της  απόφασής  του,  κι  αυτό  τον  έκανε  να  νιώθει  πιο  ανάλαφρα. «Στο κάτω κάτω θα 'χω τον καιρό να τα σκεφτώ αυτά αργότερα», αναλογίστηκε, καθώς  το αμάξι ήδη κυλούσε αθόρυβα στον ασφαλτοστρωμένο περίβολο του κακουργιοδικείου.  «Τώρα  πρέπει  ευσυνείδητα,  όπως  το  συνηθίζω  πάντα,  να  εκτελέσω  το  κοινωνικό  μου  χρέος.  Έχει  άλλωστε  κι  αυτό  συχνά  το  σχετικό  του  ενδιαφέρον»,  σκέφτηκε  και  προσπερνώντας  τον  θυρωρό  μπήκε στο μέγαρο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V  ΟΤΑΝ ο Νεχλιούντοφ μπήκε στο δικαστήριο, στους διαδρόμους είχε κιόλας μαζευτεί κόσμος.  Οι  φύλακες  φορτωμένοι  με  χαρτιά  και  εντολές  πηγαινοέρχονταν  με  γοργό  βήμα  πότε  πότε  τρέχοντας, χωρίς να σηκώνουν τα πόδια τους, μα γλιστρώντας γοργά κοντανασαίνοντας.  Ο  κλητήρας  και  οι  δικηγόροι  έκαναν  βόλτες  στους  διαδρόμους,  οι  υπόδικοι,  χωρίς  συνοδεία  φρουράς,  και  οι  συνήγοροι  περιφέρονταν  άσκοπα  και  μελαγχολικά  σύρριζα  στους  τοίχους  ή  κάθονταν περιμένοντας να τους καλέσουν.  ‐Πού είναι το περιφερειακό δικαστήριο; ‐ρώτησε ο Νεχλιούντοφ έναν από τους φύλακες.  ‐Ποιο ακριβώς ζητάτε; Το αστικό ή το ποινικό;  ‐Είμαι ένορκος.  ‐Τότε  ζητάτε  το  ποινικό.  Έπρεπε  να  το πείτε  αμέσως.  Θα  πάτε  από  εδώ δεξιά, μετά αριστερά,  στη  δεύτερη πόρτα.  Ο Νεχλιούντοφ ακολούθησε το δρόμο που του έδειξε ο φύλακας.  Έξω  απ'  την  πόρτα  περίμεναν  δύο  άνδρες:  ο  ένας,  ψηλός,  παχύς,  ήταν  έμπορος,  ένα  αγαθό  ανθρωπάκι, που απ' ό,τι φαινόταν είχε πιει κι είχε φάει και βρισκόταν στα κέφια του∙ ο άλλος ήταν  ένας  εμποροϋπάλληλος  εβραϊκής  καταγωγής.  Όταν  ο  Νεχλιούντοφ  τους  πλησίασε  για  να  τους  ρωτήσει αν αυτή ήταν η αίθουσα των ενόρκων, εκείνοι μιλούσαν για τις τιμές του μαλλιού.  ‐Αυτή  είναι,  κύριε  μου,  αυτή  είναι.  Είστε  κι  εσείς  συνάδελφος,  ένορκος;‐τον  ρώτησε  εύθυμα  το  αγαθό ανθρωπάκι, ο έμπορος, κλείνοντάς του το μάτι. ‐Ωραία λοιπόν, θα συνεργαστούμε,‐συνέχισε  ο  έμπορος  ακούγοντας  το  «ναι»  του  Νεχλιούντοφ.‐Μπακλάσοφ,  της  δεύτερης  συντεχνίας  των  εμπόρων,‐ συστήθηκε, προτείνοντάς του το μαλακό, αδύναμό του χέρι,‐ πρέπει να συνεργαστούμε.  Με ποιον έχω την ευχαρίστηση;  Ο Νεχλιούντοφ συστήθηκε και πέρασε στην αίθουσα των ενόρκων.  Στη μικρή αίθουσα υπήρχαν καμιά δεκαριά άτομα λογιών λογιών, που μόλις είχαν φθάσει. Μερικοί  κάθονταν, άλλοι έκαναν βόλτες, άλλοι πάλι πλησίαζαν ο ένας τον άλλον και συστήνονταν. Όλοι τους  φορούσαν ρεντινγκότα ή σακάκι, εκτός από έναν απόστρατο αξιωματικό που φορούσε τη στολή του  κι έναν άλλον με ζακέτα.  Όλοι, παρά το γεγονός ότι πολλοί είχαν παρατήσει τις δουλειές τους και, όπως και να το κάνουμε, το  δικαστήριο  ήταν  γι'  αυτούς  μια  αγγαρεία,  έβλεπες  πως  ένιωθαν  κάποια  ευχαρίστηση  έχοντας  συνείδηση ότι εκτελούν σημαντικό κοινωνικό καθήκον.  Οι  ένορκοι,  που  κάποιοι  από  αυτούς  είχαν  προλάβει  να  γνωριστούν  και  κάποιοι  απλά  είχαν  περιοριστεί στο να μαντεύουν με ποιους είχαν να κάνουν, συζητούσαν για τον καιρό, για την άνοιξη  που  φέτος  ήρθε  νωρίς,  για  το  τι  μέλει  γενέσθαι.  Όσοι  ακόμα  δεν  είχαν  γνωριστεί  με  τον  Νεχλιούντοφ  βιάστηκαν  να  συστηθούν,  θεωρώντας  το,  απ'  ό,τι  φαίνεται,  ιδιαίτερη  τιμή.  Ο  Νεχλιούντοφ,  όπως  συνέβαινε  πάντα,  όταν  βρισκόταν  μεταξύ  αγνώστων,  αυτό  το  θεωρούσε  αυτονόητο. Αν τον ρωτούσε κάποιος, γιατί βάζει τον εαυτό του πάνω από όλους τους άλλους, δεν  θα μπορούσε να του απαντήσει∙ όλη του η ζωή δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο να δείξει. Το γεγονός ότι  Digitized by 10uk1s 

  μιλούσε  καλά  Αγγλικά,  Γαλλικά  και  Γερμανικά,  ότι  φορούσε  εσώρουχα,  ρούχα,  γραβάτες  και  μανικέτια που του προμήθευαν οι καλύτεροι έμποροι του είδους, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει‐ το  καταλάβαινε  κι  ο  ίδιος  αυτό‐την  ανωτερότητά  του.  Από  την  άλλη  πλευρά  όμως,  εκείνος  δεν  ένιωθε  την  παραμικρή  αμφιβολία  για  την  ανωτερότητά  του  και  αποδεχόταν  το  σεβασμό  που  του  έδειχναν,  όταν  δε  κάτι  τέτοιο  δεν  συνέβαινε,  το  θεωρούσε  προσβολή.  Κι  η  αίθουσα  των  ενόρκων  ήταν  ακριβώς  ο  χώρος  εκείνος  που  ένοιωσε  αυτό  το  δυσάρεστο  συναίσθημα  της  έλλειψης  σεβασμού για το πρόσωπό του. Μεταξύ των ενόρκων βρέθηκε και ένας γνωστός του. Ήταν ο Πιοτρ  Γκεράσιμοβιτς (ο Νεχλιούντοφ ποτέ δεν ήξερε το επώνυμό του και μάλιστα περηφανευόταν κάπως  που  δεν  το  γνώριζε),  πρώην  δάσκαλος  των  παιδιών  της  αδελφής  του.  Αυτός,  λοιπόν,  ο  Πιοτρ  Γκεράσιμοβιτς είχε τελειώσει μια σχολή και ήταν τώρα δάσκαλος στο σχολείο. Ο Νεχλιούντοφ πάντα  τον θεωρούσε ανυπόφορο, επειδή δεν ήξερε να κρατάει τις αποστάσεις, για το αυτάρεσκο χαχανητό  του, γενικά επειδή ήταν «παρακατιανός», όπως έλεγε η αδελφή του.  ‐Μπα,  κι  εσείς  εδώ;‐χαχάνισε  δυνατά  ο  Πιοτρ  Γκεράσιμοβιτς  πλησιάζοντας  τον  Νεχλιούντοφ.‐Δεν  μπορέσατε να γλυτώσετε;  ‐Ούτε μου πέρασε απ' το μυαλό, είπε με αυστηρό και συνάμα βαριεστημένο ύφος ο Νεχλιούντοφ.  ‐Ξέρω, ξέρω, κάνετε το καθήκον σας ως πολίτης... Περιμένετε πρώτα να πεινάσετε και να μην σας  αφήνουν  να  κοιμηθείτε  και  τότε  θα  δούμε  πόσ'  απίδια  βάζει  ο  σάκος!  είπε  γελώντας  ακόμα  πιο  δυνατά ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς.  «Να  δεις  που  σε  λίγο  αυτό  το  παπαδοπαίδι  θ'  αρχίσει  να  μου μιλάει  και  στον  ενικό»,  σκέφτηκε  ο  Νεχλιούντοφ  κι  αφού  τον  κοίταξε  με  τέτοια  θλίψη  που  θα  ήταν  φυσιολογική  μόνο  αν  είχε  μάθει  εκείνη ακριβώς τη στιγμή ότι είχαν πεθάνει όλοι οι συγγενείς του, απομακρύνθηκε και πλησίασε μια  ομάδα  ενόρκων  που  είχε  σχηματιστεί  γύρω  από  έναν  ψηλό,  κουρεμένο  γουλί,  σοβαρό  κύριο,  ο  οποίος  αφηγιόταν  κάτι  πολύ  ζωηρά.  Ο  κύριος  αυτός  μιλούσε  για  την  δίκη,  που  διεξαγόταν  τώρα  στην  αίθουσα  του  αστικού  δικαστηρίου  και  έμοιαζε  να  γνωρίζει  την  υπόθεση  πολύ  καλά  αφού  αναφερόταν  σε  δικαστές  και  σε  γνωστούς  δικηγόρους  με  τα  ονόματα  και  τα  πατρώνυμά  τους.  Εξηγούσε  την  εκπληκτική  τροπή  που  πήρε  η  δίκη  χάρη  στις  προσπάθειες  γνωστού  δικηγόρου  και  παρά  το  γεγονός  ότι  η  αντίδικος,  μια  γριά  αριστοκράτισσα,  είχε  απόλυτο  δίκιο,  ξαφνικά  ήταν  υποχρεωμένη να πληρώσει αρκετά χρήματα στην άλλη πλευρά.  ‐Μεγαλοφυής δικηγόρος! έλεγε.  Όλοι  τον  άκουγαν  με  σεβασμό.  Κάποιοι  προσπαθούσαν  να  κάνουν  τις  δικές  τους  παρατηρήσεις,  αλλά εκείνος τους διέκοπτε όλους, λες και μόνο αυτός γνώριζε την αληθινή εικόνα των πραγμάτων.  Ο  Νεχλιούντοφ  αναγκάστηκε  να  περιμένει  αρκετή  ώρα  ακόμη  κι  ας  είχε  αργήσει  λίγο  να  έρθει.  Η  υπόθεση καθυστερούσε επειδή κάποιο από τα μέλη του δικαστηρίου δεν είχε ακόμη εμφανιστεί. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI  Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ  έφθασε  στο  δικαστήριο  από  νωρίς.  Ήταν  ένας  ψηλός,  γεμάτος  άνδρας  με  μεγάλες  γκρίζες φαβορίτες. Ήταν παντρεμένος, μα έκανε μια πολύ άστατη ζωή, όπως και η γυναίκα του. Δεν  ενοχλούσαν  ο  ένας  τον  άλλο.  Σήμερα  το  πρωί  είχε  λάβει  ένα  σημείωμα  από  την  Ελβετίδα  γκουβερνάντα  που  ζούσε  στο  σπίτι  τους  το  καλοκαίρι∙  του  έγραφε  πως  βρισκόταν  ήδη  στην  Πετρούπολη ερχόμενη από το Νότο και ότι θα τον περίμενε από τις τρεις ως τις έξι στο ξενοδοχείο  "Ιτάλια".  Γι'  αυτό  και  ήθελε  ν'  αρχίσει  και  να  τελειώσει  γρήγορα  τη  σημερινή  συνεδρίαση,  για  να  προλάβει να επισκεφτεί αυτή την μικρή κοκκινομάλλα, την Κλάρα Βασίλιεβνα, με την οποία είχε μια  ερωτική περιπέτεια το περασμένο καλοκαίρι στη ντάτσα του.  Μπαίνοντας στο γραφείο του κλείδωσε την πόρτα, έβγαλε από το κάτω ράφι του ντουλαπιού με τα  διάφορα έγγραφα δυο αλτήρες και έκανε είκοσι κινήσεις προς τα πάνω, μπροστά, στο πλάι και προς  τα κάτω και στη συνέχεια έκανε γρήγορα δύο βαθιά καθίσματα, κρατώντας τους αλτήρες πάνω απ'  το κεφάλι του.  «Τίποτα  δεν  μπορεί  να  σε  κρατήσει  καλύτερα  σε  φόρμα  από  ένα  καλό  ντους  και  τη  γυμναστική»,  σκέφτηκε ψηλαφίζοντας με το αριστερό του χέρι, μ' αυτό που φορούσε τη βέρα στον παράμεσο, το  φουσκωμένο ποντίκι του δεξιού του μπράτσου. Ετοιμαζόταν να κάνει δύο ακόμα ασκήσεις (πάντα  τις έκανε πριν από το πολύωρο καθισιό της δίκης), όταν η πόρτα άρχισε να τρέμει. Κάποιος ήθελε να  την ανοίξει. Ο πρόεδρος έβαλε βιαστικά τα βάρη στη θέση τους και ξεκλείδωσε την πόρτα.  ‐Συγγνώμη, είπε.  Μπήκε  στο  γραφείο  ένα  από  τα  μέλη  του  δικαστηρίου∙  φορούσε  γυαλιά  με  χρυσό  σκελετό,  ήταν  κοντός με ανασηκωμένους ώμους και κατσουφιασμένο πρόσωπο.  ‐Πάλι απουσιάζει ο Ματφέι Νικίτιτς, είπε δυσαρεστημένα.  ‐Ώστε λείπει; είπε ο πρόεδρος φορώντας τη στολή του.‐ Αιωνίως καθυστερημένος...  ‐Η  ασυνειδησία  του  είναι  κάτι  το  καταπληκτικό,  είπε  ο  κακόκεφος  δικαστής  και  πήγε  να  καθήσει  βγάζοντας τα παπούτσια του.  Ο δικαστής αυτός, άνθρωπος πολύ τακτικός, είχε σήμερα το πρωί μια δυσάρεστη σύγκρουση με τη  γυναίκα  του,  επειδή  εκείνη  είχε  ξοδέψει  νωρίτερα  από  το  καθορισμένο  χρονικό  διάστημα  τα  χρήματα  που  της  είχε  διαθέσει  να  περάσει  το  μήνα.  Του  ζήτησε  να  της  δώσει  μια  προκαταβολή,  εκείνος  όμως  δήλωσε  ότι  δεν  επρόκειτο  να  υποχωρήσει.  Έγινε  σκηνή.  Η  γυναίκα  του  τον  προειδοποίησε  πως  σ'  αυτή  την  περίπτωση,  δεν  θα  έπρεπε  το  μεσημέρι  να  περιμένει  φαΐ.  Στο  σημείο  αυτό  εκείνος  έφυγε  απ'  το  σπίτι  σίγουρος  ότι  η  γυναίκα  του  θα  πραγματοποιούσε  την  απειλή  της,  από  αυτή  όλα  μπορούσε  να  τα  περιμένει.  «Αυτά  παθαίνει  όποιος  ζει  ενάρετα  και  ηθικά»,  σκέφτηκε  βλέποντας  τον  εύθυμο  και  καλοκάγαθο  πρόεδρο,  που  έσφυζε  από  υγεία,  να  στρώνει τις φαβορίτες του κι απ' τις δύο πλευρές του κεντημένου του κολάρου με τα όμορφα άσπρα  του  χέρια,  «αυτός  πάντα  ευχαριστημένος  και  εύθυμος,  ενώ  εγώ  βασανίζομαι».  Μπήκε  ο  γραμματέας και έφερε κάποιο φάκελο.  ‐  Σας  είμαι  ευγνώμων,  είπε  ο  πρόεδρος  κι  άναψε  το  παπιρόσι.  ‐  Ποια  υπόθεση  θα  εκδικάσουμε  πρώτη;  ‐Νομίζω αυτή της φαρμακείας, είπε μάλλον αδιάφορα ο γραμματέας. 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Καλώς,  ας  είναι  η  φαρμακεία,  είπε  ο  πρόεδρος  καταλαβαίνοντας  ότι  πρόκειται  για  υπόθεση  που  μπορεί να τελειώσει μέχρι τις τέσσερις και μετά θα είναι ελεύθερος να φύγει.‐Ο Ματφέι Νικίτιτς δεν  φάνηκε ακόμα;  ‐Όχι, ακόμα.  ‐Ο Μπρεβέ είν' εδώ;  ‐Εδώ, απάντησε ο γραμματέας.  ‐Πείτε του, αν τον δείτε, ότι θ' αρχίσουμε με την υπόθεση της φαρμακείας.  Ο Μπρεβέ ήταν ένας αντιεισαγγελέας που είχε οριστεί κατήγορος σ' αυτή τη δίκη.  Βγαίνοντας  στο  διάδρομο  ο  γραμματέας  συνάντησε  τον  Μπρεβέ.  Περπατούσε  γρήγορα  στο  διάδρομο  με  το  κεφάλι  χωμένο  στους  ώμους,  τη  στολή  ξεκούμπωτη,  το  χαρτοφύλακα  υπό  μάλης,  έτρεχε σχεδόν, χτυπώντας τα τακούνια του και κουνούσε το ελεύθερο χέρι με τέτοιο τρόπο που η  παλάμη του έπεφτε κάθετη στην κατεύθυνση που είχε το σώμα του.  ‐Ο Μιχαήλ Πετρόβιτς θα ήθελε να μάθει αν είστε έτοιμος, τον ρώτησε ο γραμματέας.  ‐Εννοείται, εγώ είμαι πάντα έτοιμος, είπε ο αντιεισαγγελέας.‐Ποια υπόθεση είναι πρώτη;  ‐Η φαρμακεία.  ‐ Θαυμάσια, είπε ο αντιεισαγγελέας, αλλά κάθε άλλο παρά θαυμάσιο το έβρισκε αυτό. Όλη τη νύχτα  δεν  είχε  κλείσει  μάτι.  Είχε  ξεπροβοδίσει  με  την  παρέα  του  έναν  φίλο,  είχαν  πιει  πολύ,  έπαιξαν  χαρτιά μέχρι τις δύο, μετά πήγαν για γυναίκες σ' εκείνο τον ίδιο τον «οίκο» που πριν από έξι μήνες  βρισκόταν η Μάσλοβα, κι η υπόθεση της φαρμακείας ήταν αυτή ακριβώς που δεν είχε προλάβει να  μελετήσει, γι' αυτό ήθελε να της ρίξει  μια γρήγορη ματιά. Ο γραμματέας, πάλι, επίτηδες  πρότεινε  στον  πρόεδρο  να  εκδικάσει  πρώτη  αυτή  την  υπόθεση,  γνωρίζοντας  ότι  ο  αντιεισαγγελέας  δεν  την  είχε  διαβάσει.  Ήταν  άνθρωπος  φιλελεύθερος  με  ριζοσπαστικές  μάλλον  ιδέες.  Ο  Μπρεβέ,  από  την  άλλη  πλευρά,  ήταν  συντηρητικός  και,  όπως  όλοι  οι  Γερμανοί  κρατικοί  υπάλληλοι  στη  Ρωσία,  ιδιαίτερα αφοσιωμένος στην Ορθοδοξία, κι ο γραμματέας τον αντιπαθούσε και εποφθαλμιούσε τη  θέση του.  ‐Και τι θα γίνει με τους Σκόπτσι4; ρώτησε ο γραμματέας.  ‐Είπα ότι δεν είμαι σε θέση να την αναλάβω, απάντησε ο αντιεισαγγελέας, δεν υπάρχουν μάρτυρες,  αυτό πρόκειται να δηλώσω και στο δικαστήριο.  ‐Και τι σημασία έχει αυτό;  ‐Σας είπα, δεν γίνεται!  Και κουνώντας το χέρι του, μπήκε τρέχοντας στο γραφείο του.  Ανέβαλε την  δίκη για τους Σκόπτσι  εξαιτίας  της  απουσίας  ενός  τελείως  ασήμαντου  και  άχρηστου  μάρτυρα,  μόνο  και  μόνο  επειδή  η  υπόθεση  αυτή  εκδικαζόταν  σε  δικαστήριο  όπου  οι  ένορκοι  ήταν  άνθρωποι  μορφωμένοι  και  μπορούσε να καταλήξει στην αθώωσή τους. Είχε συμφωνήσει με τον πρόεδρο να ορίσουν δικάσιμο  στο περιφερειακό δικαστήριο, εκεί που οι ένορκοι αγρότες θα είναι πιο πολλοί, επομένως θα είναι  περισσότερες και οι πιθανότητες οι κατηγορούμενοι να καταδικαστούν.  Digitized by 10uk1s 

  Η κίνηση στο διάδρομο ολοένα και ζωήρευε. Οι περισσότεροι είχαν συγκεντρωθεί στην αίθουσα του  αστικού  δικαστηρίου  εκεί  όπου  διεξαγόταν  η  δίκη  για  την  οποία  μιλούσε  προηγούμενα  στους  ενόρκους  ο  σοβαρός  εκείνος  κύριος  που  του  άρεσε  να  παρακολουθεί  δίκες.  Στο  διάλειμμα  βγήκε  από  την  αίθουσα  εκείνη  η  γριά  που  της  είχε  ρημάξει  την  περιουσία  ο  αετονύχης  δικηγόρος  προς  όφελος του πελάτη του, αν και δεν υπήρχε το παραμικρό έρεισμα∙ αυτό το γνώριζαν και οι δικαστές,  πόσο μάλλον ο ενάγων και ο δικηγόρος του, όμως ήταν τόσο έξυπνη η αγωγή του που ήταν αδύνατο  να μην της ξαφρίσει την περιουσία.  Η  γριά  ήταν  μια  χοντρή  γυναίκα  καλοντυμένη,  φορούσε  καπέλο  που  το  στόλιζαν  κάτι  πελώρια  λουλούδια.  Βγαίνοντας  από  την  αίθουσα,  σταμάτησε  στη  μέση  του  διαδρόμου,  σήκωσε  τα  μικρά  χοντρά της χέρια και άρχισε να φωνάζει ασταμάτητα μπροστά στον δικηγόρο της: «Τι πράματα είναι  αυτά: Κάντε μου τη χάρη! Τι θα γίνει παραπέρα;» Εκείνος κοίταζε τα λουλούδια στο καπέλο της και  δεν την άκουγε προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι.  Μετά  την  γριά  βγήκε  γρήγορα  απ'  την  αίθουσα  του  αστικού  δικαστηρίου,  με  το  φρεσκοκολλαρισμένο  του  πλαστρόν  ν'  αστράφτει,  μ'  ένα  αυτάρεσκο  χαμόγελο  στο  πρόσωπο  κι  ο  περίφημος δικηγόρος που με τα τεχνάσματά του η γριούλα με τα λουλούδια έμεινε πανί με πανί κι  ο δικός του πελάτης είχε κερδίσει εκατό χιλιάδες ρούβλια, ενώ ο ίδιος πάνω από δέκα χιλιάδες. Όλα  τα μάτια στράφηκαν στον δικηγόρο, κι αυτός το ένιωσε και με τον τρόπο που πέρασε γρήγορα πλάι  από το συγκεντρωμένο πλήθος έμοιαζε να λέει: «Παρακαλώ να λείπουν οι εκδηλώσεις λατρείας». 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII  ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ  έφθασε  και  ο  Ματφέι  Νικίτιτς.  Τον  συνόδευε  ο  κλητήρας  του  δικαστηρίου,  ένας  αδύνατος  άνδρας  με  μακρύ  λαιμό  και  στραβωμένο  το  κάτω  χείλι  περπατώντας  μονόπαντα.  Ο  κλητήρας  ήταν  ένας  έντιμος  άνθρωπος,  με  πανεπιστημιακή  μόρφωση,  αλλά  δεν  μπορούσε  να  στεριώσει  σε  καμμιά  δουλειά,  γιατί  έπινε  του  θανατά.  Πριν  από  τρεις  μήνες  μια  κόμισσα  που  συμπαθούσε  τη  γυναίκα  του  τον  βόλεψε  σ'  αυτή  τη  δουλειά  κι  ήταν  ευτυχής  που  τα  'χε  μέχρι  σήμερα καταφέρει να την κρατήσει.  ‐Λοιπόν κύριοι, μαζευτήκατε όλοι; ρώτησε στερεώνοντας τα πενς‐νε στη μύτη του, μετρώντας με το  βλέμμα τους ενόρκους.  ‐Μου φαίνεται ναι, απάντησε ο εύθυμος έμπορος.  ‐Ας κάνουμε κι έναν έλεγχο, συνέχισε ο κλητήρας και βγάζοντας ένα φύλλο χαρτί απ' την τσέπη του,  άρχισε να διαβάζει τα ονόματα, κοιτάζοντας αυτούς που καλούσε πότε πάνω και πότε μέσα από τα  πενς‐νε.  ‐Ο κρατικός σύμβουλος Ι.Μ.Νικίφοροφ;  ‐Παρών, φώναξε ο σοβαρός κύριος που γνώριζε όλες τις δικαστικές υποθέσεις.  ‐Ο συνταγματάρχης εν αποστρατεία Ιβάν Σιμεόνοβιτς Ιβανόφ;  ‐Εδώ, απάντησε ο αδύνατος άνδρας με τη στολή του αποστράτου.  ‐Ο έμπορος της δεύτερης συντεχνίας Πιοτρ Μπακλάσοφ;  ‐Εδώ είμαι, αποκρίθηκε ο αγαθός έμπορος χαμογελώντας πλατιά. ‐Είμαστε έτοιμοι!  ‐Ο υπολοχαγός της Φρουράς πρίγκιπας Ντμίτρι Νεχλιούντοφ;  ‐Παρών, απάντησε ο Νεχλιούντοφ. Ο κλητήρας υποκλίθηκε με ιδιαίτερο σεβασμό και ευχαρίστηση  κοιτάζοντάς τον πάνω από το πενς‐νε, σαν να 'θελε μ' αυτό τον τρόπο να τον ξεχωρίσει από όλους  τους άλλους.  ‐Ο λοχαγός Γιούρι Ντμίτριεβιτς Ντάντσενκο, ο έμπορος Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Κουλεσόφ;... κ.λπ.  Απουσίαζαν μόνο δύο ένορκοι.  ‐Και τώρα, κύριοι περάστε στην αίθουσα, είπε ο κλητήρας. Και τους έδειξε ευγενικά με το χέρι του  την πόρτα.  Ετοιμάστηκαν  όλοι  να  βγουν  παραχωρώντας  με  αβρότητα  ο  ένας  στον  άλλο  τη  σειρά  του,  ώσπου  βγήκαν στο διάδρομο και από κει πέρασαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων.  Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν μεγάλη και επιμήκης. Στη μια άκρη της υπήρχε μια εξέδρα με τρία  σκαλοπάτια. Στη μέση της εξέδρας ήταν τοποθετημένο ένα τραπέζι σκεπασμένο με πράσινη τσόχα  που τελείωνε σε σκούρα πράσινα κρόσσια. Πίσω από το τραπέζι έβλεπε κανείς τρεις πολυθρόνες με  πολύ  ψηλές  σκαλιστές  δρύινες  πλάτες,  πίσω  από  τις  πολυθρόνες  κρεμόταν  σε  χρυσή  κορνίζα  το  Digitized by 10uk1s 

  ολόσωμο φανταχτερό πορτραίτο του Αυτοκράτορα με τη στολή και την κορδέλα, με το ένα πόδι να  ξεχωρίζει μπροστά και το χέρι του να ακουμπάει στο ξίφος. Στη δεξιά γωνία βρισκόταν κρεμασμένη  μέσα  σε  θήκη  μια  εικόνα  του  Χριστού  με  το  αγκάθινο  στεφάνι  και  από  κάτω  και  δεξιά  του,  το  έδρανο  του  εισαγγελέα.  Αριστερά  στο  βάθος  απέναντι  από  το  έδρανο  ήταν  το  τραπεζάκι  του  γραμματέα  και  πιο  κοντά  προς  το  ακροατήριο  υπήρχε  ένα  τορνευτό  δρύινο  κιγκλίδωμα  που  πίσω  του άδειο ακόμα, περίμενε το εδώλιο των κατηγορουμένων. Στη δεξιά πλευρά πάνω σε μια εξέδρα  ήταν τοποθετημένες δύο  σειρές από καρέκλες, κι αυτές με  ψηλές πλάτες, για τους ενόρκους, ενώ  από  κάτω  ακριβώς  ήταν  τα  τραπέζια  των  συνηγόρων.  Όλα  αυτά  βρίσκονταν  στο  μπροστινό  μέρος  της αίθουσας που την χώριζε ένα κιγκλίδωμα στα δύο. Στο υπόλοιπο είχαν τοποθετηθεί πάγκοι για  το  ακροατήριο  αμφιθεατρικά  μέχρι  το  τέλος  της  αίθουσας.  Στους  μπροστινούς  πάγκους,  τέσσερις  γυναίκες,  έμοιαζαν  εργάτριες  ή  καμαριέρες,  και  δύο  άνδρες,  εργάτες  κι  αυτοί,  κάθονταν  σαστισμένοι  με  την  μεγαλόπρεπη  διακόσμηση  της  αίθουσας  και  μιλούσαν  μεταξύ  τους  δειλά  και  χαμηλόφωνα.  Λίγο  μετά  την  είσοδο  των  ενόρκων  ο  κλητήρας,  γέρνοντας  στη  μια  πλευρά  του  στάθηκε  στη  μέση  της αίθουσας και με βροντερή φωνή, σαν να 'θελε να τους τρομάξει όλους, φώναξε:  ‐Κύριοι, το δικαστήριο!  Όλοι  σηκώθηκαν.  Οι  δικαστές  ανέβηκαν  στην  έδρα:  πρώτος  προχώρησε  ο  πρόεδρος  με  το  γεροδεμένο  παράστημα  και  τις  θαυμάσιες  φαβορίτες,  ακολούθησε  ο  κατσούφης  δικαστής  με  τα  χρυσά γυαλιά, πιο κατσούφης από πριν, γιατί συναντώντας τον κουνιάδο του, υποψήφιο δικαστή,  λίγο πριν αρχίσει η δίκη έμαθε πως η γυναίκα του δεν είχε τελικά ετοιμάσει φαγητό το μεσημέρι.  ‐Μάλλον μας βλέπω να πηγαίνουμε στο καπηλειό, του είπε γελώντας ο κουνιάδος.  ‐Δεν είναι για γέλια, απάντησε ο κατσούφης δικαστής και κατσούφιασε περισσότερο.  Ο  τρίτος  δικαστής  ήταν  ο  γνωστός  Ματφέι  Νικίτιτς  που  πάντα  έφθανε  αργοπορημένος∙  ένας  άνθρωπος  με  γενειάδα  και  μεγάλα  καλοσυνάτα  εξογκωμένα  μάτια.  Υπέφερε  από  φλεγμονή  στο  στομάχι  και  εκείνο  το  πρωινό,  με  υπόδειξη  του  γιατρού,  άρχισε  μια  νέα  θεραπεία  και  γι'  αυτό  χρειάστηκε  να  μείνει  στο  σπίτι  παραπάνω  από  το  συνηθισμένο.  Καθώς  ανέβαινε  στην  έδρα.  φαινόταν να είναι προσηλωμένος σε κάτι, γιατί είχε τη μανία να βάζει ερωτήματα στον εαυτό του  και ν' απαντά με τους πιο παράξενους τρόπους. Τώρα λοιπόν είχε αποφασίσει, ότι αν ο αριθμός των  βημάτων του από την πόρτα μέχρι την πολυθρόνα διαιρείται ακριβώς με το τρία, η νέα θεραπεία θα  τον  θεραπεύσει  από  τη  φλεγμονή,  αν  όμως  δεν  διαιρείται...  δεν  θα  θεραπευτεί.  Τα  βήματα  ήταν  είκοσι  έξι,  μα  εκείνος  έκανε  άλλο  ένα  μικρό  βήμα  και  ακριβώς  στο  είκοσι  επτά  έφθασε  στην  πολυθρόνα.  Οι  φιγούρες  του  προέδρου  και  των  δικαστών,  έτσι  όπως  ανέβηκαν  στην  έδρα,  με  τους  χρυσοκέντητους  γιακάδες  των  στολών  τους,  ήταν  πολύ  εντυπωσιακές.  Το  ένιωθαν  κι  οι  ίδιοι,  έτσι  και οι τρεις,  αμήχανοι λες από την μεγαλοπρέπειά  τους, κάθισαν στις  σκαλιστές τους πολυθρόνες  βιαστικά και σεμνά χαμηλώνοντας το βλέμμα τους, στο σκεπασμένο με την πράσινη τσόχα τραπέζι  πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένο κάποιο τριγωνικό αντικείμενο στολισμένο με το δικέφαλο αετό,  γυάλινα βάζα, σαν αυτά που φυλάνε τα σοκολατάκια στους μπουφέδες, ένα μελανοδοχείο, πένες,  χαρτί λευκό και θαυμάσια, φρεσκοξυσμένα μολυβιά σε διαφορετικά μεγέθη. Μαζί με τους δικαστές  μπήκε και ο αντιεισαγγελέας. Με την ίδια βιασύνη, με το χαρτοφύλακα υπό μάλης, και κουνώντας  το  χέρι  του  με  τον  ίδιο  τρόπο  προχώρησε  στη  θέση  του  κοντά  στο  παράθυρο  και  την  ίδια  στιγμή  βυθίστηκε  στην  ανάγνωση  και  την  εξέταση  των  εγγράφων,  εκμεταλλευόμενος  κάθε  λεπτό  που  διέθετε  για  να  προετοιμαστεί  για  τη  δίκη.  Αναλάμβανε  το  ρόλο  του  κατηγόρου  για  τέταρτη  μόλις  φορά.  Ήταν  πολύ  φιλόδοξος,  είχε  δώσει  όρκο  στον  εαυτό  του  να  κάνει  καριέρα  και  γι'  αυτό  το  Digitized by 10uk1s 

  σκοπό θεωρούσε απαραίτητο να πετυχαίνει καταδίκες σε όλες τις υποθέσεις που θα παρίστατο ως  κατήγορος. Ήξερε σε γενικές γραμμές την ουσία της υπόθεσης και είχε ήδη διαμορφώσει το σκελετό  της ομιλίας του, του χρειαζόταν όμως ακόμα μερικά στοιχεία κι αυτά ήταν που αντέγραφε βιαστικά  από το φάκελο.  Ο γραμματέας που καθόταν στην απέναντι άκρη της έδρας είχε προετοιμάσει όλα τα έγραφα που  θα  μπορούσαν  να  χρειαστούν  στην  ακροαματική  διαδικασία  και  τώρα  κοίταζε  στα  πεταχτά  ένα  απαγορευμένο άρθρο που είχε βρει και διάβαζε από χθες. Ήθελε πολύ να μιλήσει γι' αυτό με τον  γενειοφόρο  δικαστή  που  συμμεριζόταν  τις  ιδέες  του  και  πριν  μιλήσουν  ήθελε  να  μάθει  καλά  τι  έγραφε. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII  Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ αφού συμβουλεύτηκε τα χαρτιά του, έκανε μερικές ερωτήσεις στον κλητήρα και στον  γραμματέα  και  παίρνοντας  καταφατικές  απαντήσεις  έδωσε  εντολή  να  οδηγήσουν  στην  αίθουσα  τους  κατηγορουμένους.  Την  ίδια  στιγμή  η  πόρτα  από  το  κιγκλίδωμα  άνοιξε  και  στην  αίθουσα  μπήκαν  δύο  χωροφύλακες  με  γούνινους  σκούφους  στο  κεφάλι  και  γυμνά  σπαθιά  στα  χέρια.  Τους  ακολούθησαν  οι  κατηγορούμενοι∙  πρώτος  μπήκε  ένας  φακιδιάρης  κοκκινομάλλης,  και  μετά  δύο  γυναίκες.  Ο  άνδρας  με  τη  ρόμπα  της  φυλακής  θεόφαρδια  και  μακριά,  σαν  τσουβάλι  πάνω  του,  μπήκε  στο  δικαστήριο  κρατώντας  τα  χέρια  κολλημένα  στο  σώμα  του,  με  τα  μεγάλα  δάχτυλά  του  ανοιχτά, για να εμποδίζει τα μακριά μανίκια της ρόμπας να γλυστρήσουν. Δεν κοίταξε τους δικαστές  ούτε τ' ακροατήριο, αλλά έψαξε με το βλέμμα του προσεκτικά από όλες τις πλευρές το εδώλιο του  κατηγορουμένου. Αφού το καλοεξέτασε, κάθισε σιγά‐σιγά στην άκρη κάνοντας χώρο στους άλλους,  κάρφωσε το βλέμμα του στον πρόεδρο και τα σαγόνια του και τα μάγουλά του τρεμόπαιζαν, λες και  κάτι να ψιθύριζε. Μετά μπήκε μια μεσόκοπη γυναίκα που φορούσε κι αυτή ρόμπα. Το κεφάλι της  ήταν  σκεπασμένο  με  το  μαντήλι  που  φορούν  συνήθως  οι  κρατούμενες,  το  πρόσωπό  της  ήταν  γκριζόασπρο,  χωρίς  φρύδια  και  βλεφαρίδες,  αλλά  με  κατακόκκινα  μάτια.  Η  γυναίκα  φαινόταν  τελείως  ατάραχη.  Ετοιμαζόταν  να  πάρει  τη  θέση  της  στο  εδώλιο,  όταν  η  ρόμπα  της  πιάστηκε  από  κάπου∙ σταμάτησε, την ξέμπλεξε προσεκτικά, χωρίς να βιάζεται και κάθισε. Η τρίτη κατηγορούμενη  ήταν η Μάσλοβα.  Μόλις μπήκε, τα μάτια όλων των ανδρών στην αίθουσα στράφηκαν πάνω της και για πολύ ώρα δεν  μπορούσαν να ξεκολλήσουν από τα μαύρα λαμπερά της μάτια και το μεγάλο στήθος που ξεχώριζε  κάτω από την ρόμπα. Ακόμα κι ο χωροφύλακας, όταν αυτή πέρασε πλάι του, την παρακολουθούσε  επίμονα  μέχρι  να  πάρει  τη  θέση  της  στο  εδώλιο,  κι  όταν,  επιτέλους,  κάθισε,  εκείνος  νιώθοντας  θαρρείς  ένοχος,  έστρεψε  αλλού  το  κεφάλι  του,  τινάχτηκε,  και  κάρφωσε  το  βλέμμα  του  στο  παράθυρο μπροστά του.  Ο πρόεδρος περίμενε να πάρουν οι κατηγορούμενοι τις θέσεις τους και, μόλις κάθισε η Μάσλοβα,  απευθύνθηκε στον γραμματέα.  Άρχισε  η  συνηθισμένη  διαδικασία:  διαβάστηκαν  τα  ονόματα  των  ενόρκων,  σχολιάστηκαν  εκείνοι  που  απουσίαζαν,  τους  επιβλήθηκε  πρόστιμο,  πάρθηκε  απόφαση  για  όσους  απουσίαζαν  δικαιολογημένα  και  συμπληρώθηκαν  οι  κενές  θέσεις  από  τους  αναπληρωματικούς.  Κατόπιν  ο  πρόεδρος  δίπλωσε  τους  κλήρους,  τους  έβαλε  στο  γυάλινο  βάζο  και  σηκώνοντας  λίγο  τα  κεντητά  μανίκια της στολής του, ξεγυμνώνοντας έτσι τα τριχωτά του χέρια, άρχισε με κινήσεις που θύμιζαν  ταχυδακτυλουργό  να  βγάζει  έναν  έναν  τους  κλήρους,  να  τους  ξεδιπλώνει  και  να  τους  διαβάζει.  Μετά κατέβασε τα μανίκια του και παρεκάλεσε τον παπά να ορκίσει τους ενόρκους.  Ο παπάς, ένας γέρος με πρησμένο κίτρινο πρόσωπο, καφετί ράσο με χρυσό σταυρό στο στήθος και  κάποιο άλλο διακριτικό καρφιτσωμένο στο πλάι του, προχώρησε προς το αναλόγιο που βρισκόταν  κάτω από την εικόνα, κουνώντας αργά αργά τα πρησμένα πόδια του.  Οι ένορκοι σηκώθηκαν και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο προχώρησαν προς το αναλόγιο.  ‐Πλησιάστε, είπε ο παπάς, χαϊδεύοντας με το παχουλό του χέρι το σταυρό στο στήθος περιμένοντας  να μαζευτούν όλοι οι ένορκοι.  Αυτός ο παπάς είχε χειροτονηθεί πριν σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια και σχεδίαζε να γιορτάσει την  πεντηκοστή επέτειό του μετά από τρία χρόνια με τον ίδιο τρόπο που τη γιόρτασε ο πρωθιερέας της  μητρόπολης.  Συμμετείχε  πάντα  στην  έναρξη  της  ακροαματικής  διαδικασίας  του  περιφερειακού  δικαστηρίου κι ήταν πολύ περήφανος γιατί είχε ορκίσει μερικές δεκάδες χιλιάδες ενόρκους και γιατί  Digitized by 10uk1s 

  σ' αυτή την προχωρημένη ηλικία συνέχιζε να εργάζεται για το καλό της εκκλησίας, της πατρίδας και  της οικογένειας∙ στην τελευταία είχε αφήσει, εκτός από το σπίτι κι ένα κεφάλαιο τριάντα χιλιάδων  σε  ομόλογα.  Ποτέ  δεν  είχε  σκεφτεί  πως  η  δουλειά  του  στο  δικαστήριο,  δηλαδή  το  να  ορκίζει  ανθρώπους  στο  Ευαγγέλιο  το  οποίο  απαγορεύει  τους  όρκους,  δεν  ήταν  ικανοποιητική  δουλειά∙  κι  όχι  μόνο  δεν  ήταν  δυσαρεστημένος,  αλλά  του  άρεσε  αυτή  η  ρουτινιάρικη  ασχολία,  μια  και  συχνά  είχε την ευκαιρία να γνωρίζεται με ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας. Σήμερα, για παράδειγμα, είχε  την ευχαρίστηση να γνωρίσει τον γνωστό δικηγόρο που του ενέπνεε το σεβασμό, επειδή μόνο για  την  υπόθεση  της  γριούλας  με  τα  πελώρια  λουλούδια  στο  καπέλο  είχε  κερδίσει  δέκα  χιλιάδες  ρούβλια.  Όταν  οι  ένορκοι  ανέβηκαν  στις  θέσεις  τους  ο  παπάς  πέρασε  στο  σχεδόν  καραφλό  κεφάλι  του  το  βρόμικο πετραχήλι, ίσιωσε τις λιγοστές γκρίζες τρίχες και απευθύνθηκε στους ενόρκους.  ‐Σηκώστε  το  δεξί  χέρι,  ενώστε  τα  δάχτυλα  έτσι,  είπε  με  αργή  γεροντική  φωνή,  σηκώνοντας  το  παχουλό  του  χέρι  με  τα  λακάκια  σε  κάθε  δάχτυλο.‐Επαναλάβετε  μετά  από  μένα,  είπε  κι  άρχισε:‐ Υπόσχομαι και ορκίζομαι στον Παντοδύναμο Θεό, ενώπιον του Αγίου Ευαγγελίου και του ζωοποιού  Σταυρού του Κυρίου ημών, ότι στην υπόθεση....‐έλεγε σταματώντας ύστερα από κάθε φράση. ‐Μη  χαμηλώνετε τα χέρια σας, κρατήστε τα στη θέση τους, είπε σ' ένα νεαρό που είχε χαμηλώσει το χέρι  του, ‐...ότι στην υπόθεση για την οποία....  Ο σοβαρός κύριος με τις φαβορίτες, ο συνταγματάρχης, ο έμπορος και άλλοι κρατούσαν τα δάχτυλά  τους ενωμένα όπως τους είχε δείξει ο παπάς, τα χέρια τους ήταν σηκωμένα ψηλά και φαίνονταν ότι  το απολάμβαναν, καθώς την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι κρατούσαν τα χέρια τους ψηλά με το ζόρι και  αδιάφορα. Μερικοί επαναλάμβαναν τα λόγια του πολύ δυνατά, με ζήλο και με μια έκφραση σαν να  ήθελαν να πουν: «Εγώ θα τα πω, θα τα πω τα λόγια», κάποιοι τα ψιθύριζαν, έμειναν πίσω και μετά,  λες  και  τρόμαζαν,  βιάζονταν  να  προλάβουν  τον  παπά  κι  έκαναν  λάθος.  Άλλοι  πάλι,  κρατούσαν  πεισματικά τα χέρια τους με τα δάχτυλα τόσο σφιχτά σα να φοβόντουσαν ότι κάτι θα χάσουν, ενώ  οι διπλανοί τους μια τα άνοιγαν και μια τα έκλειναν. Κανείς δεν ένιωθε άνετα, μόνο ο γερο‐παπάς  ήταν απόλυτα σίγουρος πως επιτελούσε σημαντικό και ωφέλιμο έργο.  Μετά την ορκωμοσία ο πρόεδρος ζήτησε από τους ενόρκους να επιλέξουν τον επικεφαλής τους. Οι  ένορκοι σηκώθηκαν και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο πέρασαν στην αίθουσα συνεδριάσεων, όπου  την  ίδια  κιόλας  στιγμή  έβγαλαν  τα  παπιρόσι  κι  άρχισαν  να  καπνίζουν.  Κάποιος  πρότεινε  για  επικεφαλής  τον  σοβαρό  κύριο  κι  αμέσως  όλοι  συμφώνησαν.  Έσβησαν  τ'  αποτσίγαρά  τους  και  γύρισαν στην αίθουσα. Ο επικεφαλής ανακοίνωσε στον πρόεδρο την επιλογή των ενόρκων και για  άλλη μια φορά κάθισαν σε δύο σειρές στις καρέκλες με τις ψηλές πλάτες, περνώντας ο ένας πάνω  απ' τα πόδια του άλλου.  Όλα προχωρούσαν χωρίς καθυστέρηση, γρήγορα και με κάποια επισημότητα κι αυτή η ακρίβεια, η  συνέπεια  και  η  επισημότητα,  απ'  ό,τι  φαινόταν,  ικανοποιούσαν  ιδιαίτερα  όσους  έπαιρναν  μέρος,  επιβεβαιώνοντας  στη  συνείδησή  τους  την  πεποίθηση  ότι  επιτελούν  ένα  σοβαρό  και  σημαντικό  κοινωνικό έργο. Αυτό το συναίσθημα είχε συνεπάρει και τον Νεχλιούντοφ.  Μόλις  οι  ένορκοι  κάθισαν,  ο  πρόεδρος  τους  μίλησε  για  τα  δικαιώματα,  τις  υποχρεώσεις  και  τις  ευθύνες  τους.  Καθώς  μιλούσε  ο  πρόεδρος,  άλλαζε  συνέχεια  θέση,  πότε  έγερνε  στο  αριστερό  και  πότε στο δεξιό του χέρι, πότε στην πλάτη και πότε στα χέρια της πολυθρόνας, πότε ίσιωνε τις άκρες  του χαρτιού  που είχε μπροστά του, πότε χάιδευε το χαρτοκόπτη και πότε στριφογύριζε  το μολύβι  του.  Σύμφωνα,  λοιπόν,  μ'  όσα  τους  είπε  ο  πρόεδρος,  είχαν  το  δικαίωμα  να  κάνουν  ερωτήσεις  στους  κατηγορουμένους μέσω του προέδρου, μπορούσαν να έχουν μολύβι και χαρτί και να εξετάζουν τα  Digitized by 10uk1s 

  πειστήρια του εγκλήματος. Είχαν την υποχρέωση να δικάζουν τίμια και όχι άδικα. Έφεραν γι' αυτό  ευθύνη  και  μπορούσαν  να  τιμωρηθούν  σε  περίπτωση  που  δεν  τηρούσαν  το  απόρρητο  των  συνεδριάσεων και έρχονταν σε επαφή με τρίτους.  Όλοι  άκουγαν  με  ευλαβική  προσοχή.  Ο  έμπορος,  που  μύριζε  κρασίλα  και  προσπαθούσε  να  συγκρατήσει ένα δυνατό ρέψιμο, κουνούσε καταφατικά σε κάθε φράση το κεφάλι του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX  ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ την ομιλία του ο πρόεδρος στράφηκε προς τους κατηγορουμένους.  ‐Σίμων Καρτίνκιν, σηκωθείτε!  Ο Σίμων πετάχτηκε νευρικά. Οι μυώνες του προσώπου του τώρα τρεμόπαιζαν ακόμη πιο γρήγορα.  ‐Ονομάζεστε;  ‐Σίμων  Πετρόφ  Καρτίνκιν,  είπε  γρήγορα  με  στόμφο.  Φαινόταν  ότι  είχε  προετοιμάσει  από  ώρα  την  απάντησή του.  ‐Η κοινωνική σας κατάσταση;  ‐Χωρικός.  ‐Σε ποιο νομό, σε ποια περιοχή;  ‐Νομός Τούλας, περιοχή Κραπίβενσκ, επαρχία Κουπιάνσκ, χωριό Μπόρκι.  ‐Ετών;  ‐Στο τριακοστό τέταρτο, γεννήθηκα στα χίλια οχτακόσια...  ‐Θρήσκευμα;  ‐Ρώσοι είμαστε. Ορθόδοξοι.  ‐Παντρεμένος;  ‐Όχι κύριε.  ‐Επάγγελμα;  ‐Δουλεύω καμαριέρης στο ξενοδοχείο "Μαυριτάνια".  ‐Έχετε δικαστεί ξανά στο παρελθόν;  ‐Ποτέ δεν έχω δικαστεί, γιατί στο παρελθόν ζούσαμε...  ‐Δεν έχετε δικαστεί στο παρελθόν;  ‐Θεός φυλάξει, ποτέ.  ‐Πήρατε αντίγραφο του κατηγορητηρίου;  ‐Πήραμε.  ‐Καθίστε. Γιεφήμια Ιβανόβα Μποτσκόβα, απευθύνθηκε ο πρόεδρος στον δεύτερο κατηγορούμενο.  Digitized by 10uk1s 

  Όμως ο Σίμων εξακολουθούσε να στέκεται όρθιος και να κρύβει την Μποτσκόβα.  ‐Καρτίνκιν, είπα, καθίστε!  Ο Καρτίνκιν συνέχισε να στέκεται όρθιος.  ‐Καρτίνκιν, καθίστε επιτέλους!  Εκείνος  συνέχισε  να  στέκεται  όρθιος  και  κάθισε  μόνο  όταν  τον  πλησίασε  ο  κλητήρας  που  του  ψιθύρισε απειλητικά: «Για κάτσε κάτω!», γέρνοντας το κεφάλι και γουρλώνοντας αφύσικα τα μάτια  του.  Ο Καρτίνκιν κάθισε το ίδιο νευρικά, όπως είχε σηκωθεί, και τυλίχτηκε στη ρόμπα του, ενώ οι μυώνες  του προσώπου του ξανάρχισαν το τρέμουλο.  ‐Το όνομά σας; ρώτησε, αναστενάζοντας κουρασμένα, ο πρόεδρος την κατηγορούμενη χωρίς να την  κοιτάει, εξετάζοντας κάτι στα χαρτιά που είχε μπροστά του. Όλα αυτά ήταν τόσο συνηθισμένα για  τον πρόεδρο που για να επιταχύνει τη διαδικασία μπορούσε να κάνει δύο δουλειές ταυτόχρονα.  Η  Μποτσκόβα  ήταν  43  χρόνων,  μικροαστή  από  το  Καλόμενσκ,  δούλευε  καμαριέρα  στο  ίδιο  ξενοδοχείο, το "Μαυριτάνια". Δεν είχε ποτέ κατηγορηθεί ή καταδικαστεί και είχε πάρει αντίγραφο  του  κατηγορητηρίου.  Η  Μποτσκόβα  απαντούσε  αρκετά  θαρραλέα,  η  φωνή  της  είχε  μια  τέτοια  έκφραση που νόμιζες πως σε κάθε της απάντηση έλεγε: «Ναι, είμαι η Γιεφήμια η Μποτσκόβα, πήρα  αντίγραφο  κι  είμαι  περήφανη  γι'  αυτό,  και  δεν  πρόκειται  να  επιτρέψω  σε  κανένα  να  με  περιγελάσει»  και  χωρίς  να  περιμένει  να  της  πουν,  κάθισε  στη  θέση  της  μόλις  τελείωσαν  οι  ερωτήσεις.  ‐Ονομάζεστε;‐ρώτησε ο γυναικάς πρόεδρος ιδιαίτερα διαχυτικά την τρίτη κατηγορουμένη. ‐Πρέπει  να σηκωθείτε, πρόσθεσε μαλακά και τρυφερά βλέποντας ότι η Μάσλοβα καθόταν.  Εκείνη  σηκώθηκε  με  μια  γρήγορη  κίνηση  προτείνοντας  το  μεγάλο  της  στήθος  και  χωρίς  ν'  απαντά  κοιτούσε τον πρόεδρο κατάματα με τα γελαστά, λίγο αλλήθωρα μαύρα της μάτια, με μια έκφραση  γεμάτη προθυμία.  ‐Πώς σε λένε;  ‐Λιουμπόφ (Αγάπη), βιάστηκε ν' απαντήσει η Μάσλοβα. Στο μεταξύ ο Νεχλιούντοφ είχε φορέσει το  πενς‐νε  του  και  εξέταζε  τους  κατηγορουμένους,  καθώς  τους  φώναζαν.  «Δεν  είναι  δυνατόν,  σκέφτηκε χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από την κατηγορουμένη, ακούγοντας την απάντηση, όχι  και Λιουμπόφ!».  Ο  πρόεδρος  ήθελε  να  συνεχίσει  τις  ερωτήσεις,  μα  ο  δικαστής  με  τα  γυαλιά  τον  σταμάτησε  ψιθυρίζοντας του κάτι θυμωμένα. Ο πρόεδρος κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας ότι συμφωνεί και  γύρισε προς την κατηγορουμένη.  ‐Λιουμπόφ; Σας έχουμε γράψει διαφορετικά. Η κατηγορουμένη δε μιλούσε.  ‐Σας ερωτώ, ποιο είναι το πραγματικό σας όνομα;  ‐Πώς σε βάφτισαν; ρώτησε θυμωμένα ο δικαστής. 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Πρώτα με φώναξαν Κατερίνα.  «Μα  δεν  είναι  δυνατόν»,  συνέχιζε  να  μονολογεί  ο  Νεχλιούντοφ,  κι  όμως  χωρίς  καμιά  αμφιβολία  ήξερε ότι ήταν αυτή η ίδια κοπέλα, το ψυχοπαίδι, η καμαριέρα που είχε κάποτε ερωτευτεί, ναι, ναι  ερωτευτεί και μέσα στο παράφορο πάθος του την αποπλάνησε και την παράτησε και μετά δεν την  ξαναθυμήθηκε ποτέ, γιατί αυτή η θύμηση ήταν πάρα πολύ οδυνηρή. Ήταν γι' αυτόν ένα στίγμα γιατί  του  θύμιζε  πως  παρά  την  περηφάνια  που  ένιωθε  για  την  εντιμότητά  του,  φέρθηκε  σ'  αυτή  την  γυναίκα όχι μόνο ανέντιμα, φέρθηκε πρόστυχα.  Ναι,  ήταν  αυτή.  Διέκρινε  τώρα  καθαρά  αυτή  την  εξαιρετική,  μυστηριώδη  ιδιαιτερότητα  που  ξεχωρίζει κάθε πρόσωπο από το άλλο και το κάνει διαφορετικό, μοναδικό, ανεπανάληπτο. Παρά το  αφύσικα  λευκό  και  κάπως  παχύ  πρόσωπό  της,  αυτή  η  ιδιαιτερότητα,  αυτή  η  γλυκιά,  μοναδική  ιδιαιτερότητα  υπήρχε  σ'  αυτό  το  πρόσωπο,  σ'  αυτά  τα  χείλια,  στα  κάπως  αλλήθωρα  μάτια  και,  το  σπουδαιότερο,  υπήρχε  σ'  αυτή  την  αφελή,  χαμογελαστή  θωριά  και  την  έκφραση  προθυμίας  όχι  μόνο στο πρόσωπο, αλλά και σ' όλο της το σώμα.  ‐Αυτό έπρεπε να μας πείτε, είπε ο πρόεδρος το ίδιο μαλακά. Το πατρώνυμό σας;  ‐Είμαι...νόθα, μουρμούρισε η Μάσλοβα.  ‐Καλά, απ' τ' όνομα του νονού, πώς σας φώναξαν; «Τι έγκλημα μπορεί να έχει κάνει;» αναρωτήθηκε  ο Νεχλιούντοφ ανασαίνοντας με δυσκολία.  ‐Επώνυμο, το οικογενειακό σας όνομα: συνέχισε ο πρόεδρος.  ‐Με δήλωσαν με το όνομα της μητέρας μου: Μάσλοβα.  ‐Κοινωνική κατάσταση;  ‐Είμαι μικροαστή.  ‐Ορθόδοξη;  ‐Ορθόδοξη.  ‐Εργάζεστε; Με τι ασχολείστε.  ‐Ήμουν σ' έναν οίκο...  ‐Τι είδους «οίκο»; ρώτησε αυστηρά ο δικαστής με τα γυαλιά;  ‐Ξέρετε  εσείς σε τι  είδους, είπε  η  Μάσλοβα που χαμογέλασε και την ίδια στιγμή κοίταξε  γρήγορα  γύρω της και κάρφωσε πάλι το βλέμμα της στον πρόεδρο.  Στην έκφραση του προσώπου της, στα λόγια και σ' αυτή τη γρήγορη ματιά που τύλιξε φευγαλέα την  αίθουσα  υπήρχε  κάτι  το  ασυνήθιστο,  κάτι  το  φοβερό  κι  αξιολύπητο  μαζί,  έτσι  που  ο  ποόεδρος  έσκυψε το κεφάλι του και για λίγο έγινε απόλυτη ησυχία στην αίθουσα. Ένα γέλιο που ακούστηκε  κάπου  στο  ακροατήριο  έσπασε  τη  σιωπή.  Κάποιος  έκανε  «σ‐σ‐σ».  Ο  πρόεδρος  σήκωσε  το  κεφάλι  του και συνέχισε τις ερωτήσεις:  ‐Έχετε ποτέ καταδικαστεί ή κατηγορηθεί για κάτι;  Digitized by 10uk1s 

  ‐Όχι, απάντησε χαμηλόφωνα η Μάσλοβα κι αναστέναξε.  ‐Πήρατε αντίγραφο του κατηγορητηρίου;  ‐Πήρα.  ‐Καθίστε, είπε ο πρόεδρος.  Η  κατηγορουμένη  σήκωσε  το  πίσω  μέρος  της  φούστας  της  με  την  κίνηση  που  κάνουν  συνήθως  οι  καλοντυμένες γυναίκες διορθώνοντας την ουρά του φορέματός τους, και κάθισε χώνοντας τα μικρά  άσπρα της χέρια στα μανίκια της ρόμπας χωρίς να τραβά το βλέμμα της από τον πρόεδρο.  Άρχισε  η  ανάγνωση  των  μαρτύρων,  οι  μάρτυρες  απομακρύνθηκαν,  πάρθηκε  απόφαση  για  τον  ιατροδικαστή που προσκλήθηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Μετά σηκώθηκε ο γραμματέας και  άρχισε να διαβάζει το κατηγορητήριο. Διάβαζε δυνατά και καθαρά, μα τόσο γρήγορα που η φωνή  του, εξ αιτίας και του ότι δεν πρόφερε σωστά τα λ και τα ρ, ακουγόταν σαν ένα αδιάκοπο βουητό  που σε κοίμιζε. Οι δικαστές έγερναν πότε στο ένα και πότε στο άλλο χέρι της πολυθρόνας, πότε στο  τραπέζι, πότε έγερναν πίσω στη πλάτη πότε έκλειναν τα μάτια, πότε τα άνοιγαν και κάτι ψιθύριζαν  μεταξύ  τους.  Ένας  χωροφύλακας  μάλιστα  πάσχιζε  μ'  αγωνία  να  συγκρατήσει  το  χασμουρητό  του.  Στο  εδώλιο  ο  Καρτίνκιν  χωρίς  σταμάτημα  συνέχιζε  να  τρεμοπαίζει  τις  μασέλες  του.  Η  Μποτσκόβα  καθόταν  γαλήνια  και  ευθυτενής,  ξύνοντας  πού  και  πού  με  το  δάχτυλο  το  κεφάλι  της  κάτω  από  το  μαντήλι.  Η Μάσλοβα μια καθόταν ασάλευτη κι άκουγε τον γραμματέα κοιτάζοντάς τον, και μια ταραζόταν σα  να 'θελε να εκφράσει κάποια αντίρρηση, κοκκίνιζε και μετά βαριαναστέναζε, άλλαζε θέση στα χέρια  της, κοίταζε γύρω της και μετά κάρφωνε πάλι το βλέμμα της στον γραμματέα.  Ο Νεχλιούντοφ καθόταν στην καρέκλα του με τη ψηλή πλάτη στην πρώτη σειρά, δεύτερος από την  άκρη, έβγαλε το πενς‐νε του και κοιτούσε τη Μάσλοβα. Μέσα του γινόταν χαλασμός. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ  ΣΤΟ  ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ  αναφερόταν:  «Στις  17  Ιανουαρίου  188...  στο  ξενοδοχείο  "Μαυριτάνια"  διαπιστώθηκε  ο  αιφνίδιος  θάνατος  του  εμπόρου  της  δεύτερης  συντεχνίας  από  το  Κουργκάν  Φεραπόντ Εμιλιάνοβιτς Σμελκόφ.  Ο  τοπικός  γιατρός  του  4ου  αστυνομικού  τμήματος  βεβαίωσε  ότι  ο  θάνατός  του  προήλθε  από  ανακοπή  καρδιάς,  την  οποία  προκάλεσε  η  υπερβολική  κατανάλωση  οινοπνευματωδών  ποτών.  Η  σορός του Σμελκόφ ενταφιάστηκε.  Μετά από μερικές μέρες ο έμπορος Τιμόχιν, φίλος και συντοπίτης του Σμελκόφ, επιστρέφοντας από  την  Πετρούπολη  έμαθε  τις  συνθήκες  κάτω  από  τις  οποίες  βρήκε  το  θάνατο  ο  φίλος  του  και  εξέφρασε  την  υποψία  πως  ο  Σμελκόφ  δηλητηριάστηκε  με  σκοπό  να  του  πάρουν  τα  χρήματα  που  είχε μαζί του.  Η  υποψία  αυτή  θεωρήθηκε  βάσιμη  και  από  τα  αποτελέσματα  της  προανάκρισης  προέκυψαν  τα  εξής:  1. Ο Σμελκόφ λίγο πριν από το θάνατό του είχε αποσύρει από την τράπεζα τρεις χιλιάδες οκτακόσια  ρούβλια, ενώ όταν καταγράφηκαν, ως είθισται, τα πράγματα του νεκρού βρέθηκαν πάνω του μόλις  τριακόσια δώδεκα ρούβλια και δεκαέξι καπίκια.  2.  Ο  Σμελκόφ  πέρασε  όλη  την  προηγουμένη  μέρα  και  νύχτα  του  θανάτου  του  με  την  ιερόδουλο  Λιούμπκα  (Γιεκατερίνα  Μάσλοβα)  στο  πορνείο  και  στο  ξενοδοχείο  "Μαυριτάνια",  το  οποίο  σύμφωνα  με  οδηγίες  που  της  είχε  δώσει  ο  Σμελκόφ,  επισκεπτόταν  κατά  την  απουσία  του  η  Γιεκατερίνα Μάσλοβα για να πάρει χρήματα από τη βαλίτσα του Σμελκόφ, την οποία άνοιγε με το  κλειδί  που  της  είχε  δώσει  ο  ίδιος  παρουσία  της  καμαριέρας  Γιεφήμια  Μποτσκόβα  και  του  καμαριέρη Σίμωνος Καρτίνκιν του ξενοδοχείου. Όταν η Μάσλοβα άνοιξε τη βαλίτσα του Σμελκόφ, η  Μποτσκόβα  και  ο  Καρτίνκιν,  που  ήταν  παρόντες,  είδαν  δεσμίδες  χαρτονομίσματα  των  εκατό  ρουβλίων.  3.  Όταν  επέτρεψε  ο  Σμελκόφ  από  το  πορνείο  στο  ξενοδοχείο  "Μαυριτάνια"  μαζί  με  την  πόρνη  Λιούμπκα,  η  τελευταία  με  υπόδειξη  του  Καρτίνκιν,  έριξε  στο  ποτήρι  του  Σμελκόφ  με  το  ποτό  μια  άσπρη σκόνη που της είχε δώσει ο Καρτίνκιν.  4.  Το  επόμενο  πρωί  η  πόρνη  Λιούμπκα  (Γιεκατερίνα  Μάσλοβα)  πούλησε  στην  ιδιοκτήτρια  του  πορνείου,  που  είναι  η  μάρτυς  Κιτάεβα  το  διαμαντένιο  δαχτυλίδι  του  Σμελκόφ  που,  δήθεν,  της  το  είχε χαρίσει ο ίδιος.  5. Η καμαριέρα του ξενοδοχείου "Μαυριτάνια" Γιεφήμια Μποτσκόβα την επομένη του θανάτου του  Σμελκόφ κατέθεσε στο λογαριασμό της στην τοπική τράπεζα χίλια οκτακόσια ασημένια ρούβλια.  Κατά  την  ιατροδικαστική  εξέταση,  τη  νεκροψία  και  την  ιστολογική  ανάλυση  ανακαλύφθηκε  η  αναμφίβολη  παρουσία  δηλητηρίου  στον  οργανισμό  του  νεκρού,  πράγμα  που  οδηγεί  στο  συμπέρασμα ότι ο θάνατος προήλθε από δηλητηρίαση.  Οι κατηγορούμενοι γι' αυτήν την υπόθεση Μάσλοβα, Μποτσκόβα και Καρτίνκιν δεν ομολόγησαν την  ενοχή  τους  και  δήλωσαν  ότι  ο  Σμελκόφ  είχε  πράγματι  στείλει  την  Μάσλοβα  από  το  πορνείο‐όπου  εργάζεται  σύμφωνα  με  τη  δήλωσή  της‐στο  ξενοδοχείο  "Μαυριτάνια"  για  να  φέρει  στον  έμπορο  χρήματα  και  ότι  εκείνη  άνοιξε  τη  βαλίτσα  με  το  κλειδί  που  της  είχε  δώσει  ο  ίδιος  και  πήρε  40  ασημένια ρούβλια, όπως της είχε ζητήσει. Άλλα χρήματα, όμως, δεν είχε πάρει κι αυτό μπορούν να  Digitized by 10uk1s 

  το βεβαιώσουν η Μποτσκόβα και ο Καρτίνκιν, παρουσία των οποίων η Μάσλοβα άνοιξε και έκλεισε  τη  βαλίτσα  και  πήρε  τα  χρήματα.  Στη  συνέχεια  η  ίδια  ομολόγησε  ότι,  τη  δεύτερη  φορά  που  επισκέφθηκε το δωμάτιο του εμπόρου Σμελκόφ έριξε πράγματι, με οδηγίες του Καρτίνκιν, στο ποτό  κάποια  σκόνη  που  νόμιζε  πως  ήταν  υπνωτικό,  ώστε  ο  έμπορος  να  κοιμηθεί  και  να  την  αφήσει  να  φύγει γρήγορα. Το δαχτυλίδι τής το χάρισε ο ίδιος ο Σμελκόφ όταν την χτύπησε κι εκείνη έβαλε τα  κλάματα κι ήθελε να φύγει από κοντά του.  Η Γιεφήμια Μποτσκόβα ομολόγησε ότι δεν γνώριζε τίποτα για τα χρήματα που χάθηκαν και ότι δεν  μπήκε ποτέ στο δωμάτιο του εμπόρου, στο δωμάτιο βρισκόταν μόνο η Λιούμπκα, κι αν κάτι πήραν  από τον έμπορο τότε αυτό το πήρε η Λιούμπκα όταν ήρθε με το κλειδί για να πάρει τα χρήματα». Σ'  αυτό  το  σημείο  της  ανάγνωσης  η  Μάσλοβα  ταράχτηκε  και  ανοίγοντας  το  στόμα  της  κοίταξε  την  Μποτσκόβα.  «Όταν  έδειξαν  στη  Γιεφήμια  Μποτσκόβα  το  λογαριασμό  των  1.800  ασημένιων  ρουβλίων  που  είχε  στην  τράπεζα  ‐  συνέχισε  την  ανάγνωση  ο  γραμματέας  ‐και  την  ρώτησαν  πού  βρήκε  αυτά  τα  χρήματα,  εκείνη  απάντησε  ότι  τα  κέρδισε  στη  διάρκεια  των  δώδεκα  χρόνων  που  εργάζεται με τον Σίμωνα Καρτίνκιν, με τον οποίο λογάριαζαν να παντρευτούν. Ο Σίμων Καρτίνκιν, με  τη σειρά του, στην πρώτη ανάκριση ομολόγησε ότι μαζί με την Μποτσκόβα, μετά από υπόδειξη της  Μάσλοβα, που 'ρθε με το κλειδί από το πορνείο, άρπαξαν τα χρήματα και τα μοιράστηκαν, με την  Μάσλοβα και την Μποτσκόβα».  Και  σ'  αυτό  το  σημείο,  η  Μάσλοβα  ταράχτηκε,  ανασηκώθηκε  κιόλας,  έγινε  κατακόκκινη  κι  άρχισε  κάτι να λέει, μα ο κλητήρας την σταμάτησε.  «Τέλος, ο Καρτίνκιν ομολόγησε ότι έδωσε κάποια σκόνη στη Μάσλοβα για να κοιμίσει τον έμπορο.  Στη  δεύτερη  ανάκριση  αρνήθηκε  τη  συμμετοχή  του  στην  κλοπή  των  χρημάτων  και  πως  έδωσε  τη  σκόνη  στη  Μάσλοβα,  και  έριξε  σ'  αυτήν  όλες  τις  ευθύνες.  Για  τα  χρήματα  που  κατέθεσε  η  Μποτσκόβα στην τράπεζα είπε κι αυτός ότι τα κέρδισαν μαζί στα δώδεκα χρόνια που εργάζονται στο  ξενοδοχείο και ότι προέρχονται από τα φιλοδωρήματα που τους έδιναν οι πελάτες για τις υπηρεσίες  τους».  Ακολούθησαν  τα  πορίσματα  της  κατ'  αντιπαράσταση  εξέτασης  οι  καταθέσεις  των  μαρτύρων,  οι  γνώμες των ειδικών κλπ.  Το κατηγορητήριο κατέληγε:  «Με βάση τα παραπάνω, ο χωρικός από το χωριό Μπορκόφ Σίμων Πετρόφ Καρτίνκιν, ετών τριάντα  τριών, η μικροαστή Γιεφίμια Ιβανόβα Μποτσκόβα, σαράντα τριών ετών και η μικροαστή Γιεκατερίνα  Μιχάηλοβνα Μάσλοβνα, είκοσι επτά ετών, κατηγορούνται, ότι στις 17 Ιανουαρίου του 188.., ύστερα  από  συνεννόηση  μεταξύ  τους,  έκλεψαν  τα  χρήματα  και  το  δαχτυλίδι  του  εμπόρου  Σμελκόφ,  συνολικής  αξία  δύο  χιλιάδων  πεντακοσίων  ασημένιων  ρουβλίων  και  με  την  πρόθεση  να  τον  δολοφονήσουν του έδωσαν δηλητήριο, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατός του.  Το παραπάνω έγκλημα περιλαμβάνεται στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 1453 του Ποινικού  Κώδικα.  Βάσει  του  άρθρου  201  της  Ποινικής  Δικονομίας,  ο  αγρότης  Σίμων  Καρτίνκιν,  η  Γιεφήμια  Μποτσκόβα  και  η  μικροαστή  Γιεκατερίνα  Μάσλοβα  θα  δικαστούν  από  το  Περιφερειακό  Ορκωτό  Δικαστήριο».  Ο  γραμματέας  τελείωσε  την  ανάγνωση  του  μακροσκελούς  κατηγορητηρίου,  μάζεψε  τα  χαρτιά  και  κάθισε στη θέση του, τακτοποιώντας και με τα δυο του χέρια τα μακριά μαλλιά του. Το ακροατήριο  αναστέναξε  μ'  ανακούφιση,  επειδή  έβλεπε  με  ευχαρίστηση  ότι  τώρα  θ'  άρχιζε  επιτέλους  η  διερεύνηση  της  υπόθεσης,  όλα  θα  ξεκαθαρίζονταν  και  η  δικαιοσύνη  θα  θριάμβευε.  Μόνο  ο  Νεχλιούντοφ δεν ένιωθε έτσι: τον είχε κυριεύσει η φρίκη για το τι ήταν ικανή να πράξει η Μάσλοβα,  Digitized by 10uk1s 

  που δέκα χρόνια πριν, την είχε γνωρίσει σαν ένα αθώο κι ελκυστικό κορίτσι. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI  ΟΤΑΝ  ΤΕΛΕΙΩΣΕ  η  ανάγνωση  του  κατηγορητηρίου,  ο  πρόεδρος  συμβουλεύτηκε  τα  άλλα  μέλη  του  δικαστηρίου και γύρισε προς τον Καρτίνκιν μ' ένα ύφος που έλεγε ξεκάθαρα: τώρα θα τα μάθουμε  από σένα όλα με κάθε λεπτομέρεια.  ‐Αγρότη Σίμωνα Καρτίνκιν, άρχισε ο πρόεδρος γέρνοντας στ' αριστερά.  Ο Σίμων Καρτίνκιν σηκώθηκε, κόλλησε τα χέρια του στο πλάι κι έγειρε μπροστά όλο του το σώμα,  ενώ οι μυώνες του προσώπου του ούτε στιγμή δεν σταματούσαν το τρεμούλιασμα.  ‐Κατηγορείστε ότι στις 17 Ιανουαρίου 188... μαζί με την Μποτσκόβα και την Γιεκατερίνα Μάσλοβα  κλέψατε  από  τη  βαλίτσα  του  εμπόρου  Σμελκόφ  χρήματα  που  του  ανήκαν,  στη  συνέχεια  πήρατε  ποντικοφάρμακο  και  πείσατε  την  Γιεκατερίνα  Μάσλοβα  να  ρίξει  το  δηλητήριο  στο  ποτό  τού  Σμελκόφ με αποτέλεσμα το θάνατό του. Αναγνωρίζετε την ενοχή σας; ρώτησε ο πρόεδρος κι έγειρε  στα δεξιά.  ‐Οπωσδήποτε όχι, με κανένα τρόπο, γιατί δουλειά μας είναι να υπηρετούμε τους πελάτες....  ‐Μετά θα μας τα πείτε αυτά. Θεωρείτε τον εαυτό σας ένοχο;  ‐Όχι βέβαια. Μόνο που...  ‐Μετά θα μας τα πείτε. Θεωρείτε τον εαυτό σας ένοχο, ήρεμα και σταθερά επανέλαβε ο πρόεδρος.  ‐Δε μπορώ να το 'χω κάνει αυτό, γιατί...  Για άλλη μια φορά ο κλητήρας σηκώθηκε, πλησίασε τον Σίμωνα Καρτίνκιν και ψιθυρίζοντας του κάτι  απειλητικά, τον διέκοψε.  Ο  πρόεδρος  έκρινε  πως  τελείωσε  με  τον  Καρτίνκιν,  ακούμπησε  στον  άλλο  αγκώνα  κρατώντας  ένα  χαρτί και στράφηκε προς την Γιεφήμια Μποτσκόβα.  ‐Γιεφήμια  Μποτσκόβα,  κατηγορείστε  ότι  στις  17  Ιανουαρίου  188...  στο  ξενοδοχείο  "Μαυριτάνια"  κλέψατε  μαζί  με  τους  Σίμωνα  Καρτίνκιν  και  Γιακατερίνα  Μάσλοβα  από  τη  βαλίτσα  του  εμπόρου  Σμελκόφ  χρήματα  και  ένα  δαχτυλίδι.  Αφού  μοιράσατε  τα  κλοπιμαία  μεταξύ  σας  και,  με  σκοπό  να  συγκαλύψετε το έγκλημά σας, δώσατε  στον έμπορο Σμελκόφ να  πιει δηλητήριο μ' αποτέλεσμα το  θάνατό του. Θεωρείτε τον εαυτό σας ένοχο;  ‐Δε  φταίω  για  τίποτα,  είπε  θαρρετά  η  κατηγορουμένη.  Εγώ  δε  μπήκα  στο  δωμάτιο...  Μόλις  όμως  μπήκε αυτό το βρομογύναικο έγινε ό,τι έγινε.  ‐Μετά θα μας πείτε, είπε πάλι μαλακά και σταθερά ο πρόεδρος. Τέλος πάντων, θεωρείτε τον εαυτό  σας ένοχο;  ‐Δεν πήρα εγώ τα χρήματα, και δε του έδωσα τίποτα να πιει, ούτε μπήκα στο δωμάτιο. Αν είχα μπει  θα την πέταγα έξω με τις κλωτσιές!  ‐Θεωρείτε τον εαυτό σας ένοχο; 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Ποτέ.  ‐Πολύ ωραία.  ‐Γιεκατερίνα  Μάσλοβα,  άρχισε  ο  πρόεδρος  απευθυνόμενος  στην  τρίτη  κατηγορουμένη,  ‐  κατηγορείστε πως όταν ήρθατε από τον οίκο ανοχής στο ξενοδοχείο "Μαυριτάνια" με το κλειδί από  τη βαλίτσα του εμπόρου Σμελκόφ, κλέψατε από τη βαλίτσα χρήματα και ένα δαχτυλίδι. (Διάβαζε λες  και  παπαγάλιζε  το  μάθημά  του,  γέρνοντας  ταυτόχρονα  προς  τον  δικαστή  στ'  αριστερά  που  είχε  παρατηρήσει  ότι  από  τα  πειστήρια  του  εγκλήματος  έλειπε  το  μπουκαλάκι).  ‐  Κλέψατε  από  τη  βαλίτσα  χρήματα  και  ένα  δαχτυλίδι,  επανέλαβε  ο  πρόεδρος‐  κι  αφού  μοιράσατε  τα  κλοπιμαία  φύγατε για να επιστρέψετε πάλι στο ξενοδοχείο, αυτή τη φορά με τον έμπορο Σμελκόφ, όπου του  δώσατε ποτό που περιείχε δηλητήριο από το οποίο προκλήθηκε ο θάνατός του. Θεωρείτε τον εαυτό  σας ένοχο;  ‐Δεν έκανα τίποτα, απάντησε ζωηρά η Μάσλοβα, ‐αυτά που είπα στην αρχή σας τα λέω και τώρα:  δεν πήρα, δεν πήρα, δεν πήρα τίποτα και το δαχτυλίδι μού το έδωσε μοναχός του...  ‐Δεν ομολογείτε ότι κλέψατε τα δύο χιλιάδες πεντακόσια ρούβλια, ρώτησε ο πρόεδρος;  ‐Σας είπα, δεν πήρα τίποτα, εκτός από σαράντα ρούβλια.  ‐Καλά, ομολογείτε όμως πως δώσατε στον έμπορο Σμελκόφ να πιει κάποια σκόνη στο ποτό του;  ‐Αυτό τ' ομολογώ. Μόνο που πίστευα, όπως μου είχαν πει, ότι ήταν υπνωτικό και δεν θα του 'κανε  κακό.  Ούτε  που  το  σκέφτηκα  καν,  δεν  το  'θελα.  Μάρτυράς  μου  ο  Θεός,  είπε  η  Μάσλοβα,  δεν  το  'θελα.  ‐Έτσι  λοιπόν,  δεν  είστε  ένοχη  για  την  κλοπή  των  χρημάτων  και  του  δαχτυλιδιού  του  εμπόρου  Σμελκόφ. Ομολογείτε όμως ότι του δώσατε τη σκόνη;  ‐Έτσι είναι, το ομολογώ, μόνο που νόμιζα ότι είναι σκόνη υπνωτική. Του την έδωσα μονάχα για να  κοιμηθεί... δεν ήθελα, | ούτε μου πέρασε καν από το μυαλό...  ‐Πολύ καλά, είπε ο πρόεδρος που φαινόταν ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα.‐Πείτε μας, λοιπόν,  πώς έχουν τα πράγματα, είπε γέρνοντας στην πλάτη της πολυθρόνας κι ακουμπώντας τα δύο χέρια  στο  τραπέζι.  ‐Πείτε  μας  όλα  όσα  συνέβησαν.  Μπορείτε  να  ελαφρύνετε  τη  θέση  σας,  αν  ομολογήσετε.  Η Μάσλοβα σώπαινε κοιτώντας στα μάτια τον πρόεδρο.  ‐Πείτε μας πώς έγιναν τα πράγματα.  ‐Πώς έγιναν; Η Μάσλοβα άρχισε ξαφνικά να μιλάει γρήγορα. ‐Έφτασα στο ξενοδοχείο, με οδήγησαν  στο δωμάτιο, εκείνος βρισκόταν κιόλας εκεί κι ήταν πολύ μεθυσμένος. Τη λέξη εκείνος την πρόφερε  με φρίκη στα διάπλατα ανοιχτά της μάτια. ‐Ήθελα να φύγω, μα δε μ' άφησε.  Σώπασε, σα να 'χασε ξαφνικά τον ειρμό των σκέψεών της ή σα να θυμήθηκε κάτι άλλο.  ‐Και μετά;  ‐Τι... μετά; Μετά έμεινα για λίγο και πήγα στο «σπίτι».  Digitized by 10uk1s 

  Εκείνη τη στιγμή ο αντιεισαγγελέας ανασηκώθηκε, στηριζόμενος με δύναμη στον ένα του αγκώνα.  ‐Θέλετε να ρωτήσετε κάτι, ρώτησε ο πρόεδρος; Κι όταν άκουσε την καταφατική απάντησή του, με  ένα του νεύμα, κουνώντας τα χέρια, του 'δωσε την άδεια να ερωτήσει.  ‐Θα  ήθελα  να  κάνω  την  εξής  ερώτηση:  γνώριζε  ή  όχι  η  κατηγορουμένη  τον  Σίμωνα  Καρτίνκιν  στο  παρελθόν; είπε χωρίς να κοιτάξει τη Μάσλοβα. Έσφιξε τα χείλη του και σούφρωσε τα φρύδια του.  Ο πρόεδρος επανέλαβε την ερώτηση. Η Μάσλοβα κοίταξε τρομοκρατημένη τον αντιεισαγγελέα.  ‐Τον Σίμωνα; Τον γνώριζα, είπε.  ‐Θα ήθελα να μάθω τι είδους γνωριμία είχε η κατηγορουμένη με τον Καρτίνκιν. Βλέπονταν συχνά;  ‐Τι  είδους  γνωριμία;  Απλά  με  καλούσε  στο  διαμέρισμά  του.  Τίποτα  το  ιδιαίτερο.  ‐Η  Μάσλοβα  απαντούσε, κοιτάζοντας ανήσυχα πότε τον πρόεδρο και πότε τον αντιεισαγγελέα.  ‐Θα  ήθελα  να  μάθω,  γιατί  ο  Καρτίνκιν  προσκαλούσε  μόνο  την  Μάσλοβα  και  όχι  άλλες  κοπέλες,  ρώτησε  ο  αντιεισαγγελέας  μισοκλείνοντας  τα  μάτια  του  και  μισογελώντας  πονηρά  μ'  ένα  μεφιστοφελικό χαμόγελο.  ‐Δεν ξέρω. Πού να ξέρω, απάντησε η Μάσλοβα κοιτάζοντας φοβισμένη γύρω της. Για μια στιγμή η  ματιά της σταμάτησε στον Νεχλιούντοφ. ‐ Προσκαλούσε αυτές που ήθελε, συνέχισε.  «Μήπως με γνώρισε;» σκέφτηκε με τρόμο ο Νεχλιούντοφ νιώθοντας να του ανεβαίνει το αίμα στο  κεφάλι. Η Μάσλοβα δεν τον είχε αναγνωρίσει και κοίταξε πάλι φοβισμένα τον αντιεισαγγελέα.  ‐Δηλαδή, η  κατηγορουμένη αρνείται ότι είχε κάποιες στενές  σχέσεις με τον Καρτίνκιν; Πολύ καλά,  δεν έχω να ρωτήσω τίποτε άλλο.  Την ίδια στιγμή ο αντιεισαγγελέας σήκωσε τον αγκώνα του από το έδρανο κι άρχισε κάτι να γράφει.  Στην πραγματικότητα όμως δεν έγραφε τίποτα, απλώς περνούσε την πένα πάνω από τα γράμματα  του σημειώματός του όπως είχε δει να κάνουν μεγάλοι εισαγγελείς και δικηγόροι: μετά από κάποια  έξυπνη  ερώτηση  σημειώνουν  κάτι  για  την  αγόρευσή  τους,  η  οποία  πρέπει  να  συντρίψει  τον  αντίπαλο.  Ο  πρόεδρος  δεν  απευθύνθηκε  αμέσως  στην  κατηγορουμένη,  γιατί  ρωτούσε  τον  δικαστή  με  τα  γυαλιά αν συμφωνούσε με τη διατύπωση των ερωτήσεων που είχαν ετοιμαστεί και καταγραφεί από  πριν.  ‐Τι έγινε μετά; ‐συνέχισε ο πρόεδρος.  ‐Έφτασα στο σπίτι, απάντησε με περισσότερο θάρρος αυτή τη φορά η Μάσλοβα, έδωσα τα χρήματα  στη Μαντάμ κι έπεσα να κοιμηθώ. Μόλις που μ' είχε πάρει ο ύπνος, με ξυπνάει η παραδουλεύτρα, η  Μπέρτα.  «Τράβα,  μου  λέει,  ήρθε  πάλι  ο  έμπορός  σου».  Εγώ  δεν  ήθελα  να  βγω,  μα  η  Μαντάμ  επέμενε.  Εκείνος,  πρόφερε  ξανά  με  φρίκη  τη  λέξη.  ‐Εκείνος,  πότισε  τα  κορίτσια  μας  κρασί,  μετά  ήθελε να στείλει κάποιον ν' αγοράσει κι άλλο, μα του 'χαν τελειώσει τα λεφτά. Η Μαντάμ δεν τον  πίστεψε.  Αυτός  τότε  μ'  έστειλε  στο  δωμάτιο  του  ξενοδοχείου  του.  Μου  είπε  πού  βρίσκονταν  τα  χρήματα και πόσα να πάρω. Κι εγώ πήγα.  Ο  πρόεδρος  όλη  την  ώρα  μιλούσε  ψιθυριστά  με  τον  δικαστή  που  καθόταν  απ'  αριστερά  και  δεν  Digitized by 10uk1s 

  άκουγε τι έλεγε η Μάσλοβα. Για να δείξει όμως ότι τα είχε ακούσει όλα, επανέλαβε την τελευταία  λέξη.  ‐Πήγατε. Και λοιπόν;  ‐Πήγα  και  έκανα  ό,τι  μου  είχε  πει:  πήγα  στο  δωμάτιο.  Δεν  μπήκα  μόνη  μου,  φώναξα  τον  Σίμωνα  Καρτίνκιν κι αυτήν εκεί, είπε δείχνοντας την Μποτσκόβα.  ‐Ψέματα λέει, εγώ δεν πάτησα το πόδι μου μέσα... πετάχτηκε η Μποτσκόβα, μα την σταμάτησαν.  ‐Μπροστά τους πήρα τέσσερα δεκάρουβλα, συνέχισε η Μάσλοβα σκυθρωπή χωρίς να κοιτάξει την  Μποτσκόβα.  ‐Και  δεν  πρόσεξες,  κατηγορουμένη,  την  ώρα  που  έπαιρνες  τα  σαράντα  ρούβλια,  πόσα  χρήματα  υπήρχαν; ρώτησε πάλι ο αντιεισαγγελέας.  Η Μάσλοβα ταράχτηκε μόλις τον άκουσε να την ρωτάει.  Δεν ήξερε το «πώς» και το «γιατί», ένιωθε όμως ότι ήθελε να της κάνει κακό.  ‐Δεν τα μέτρησα, είδα όμως ότι ήταν μόνο εκατόρουβλα.  ‐Η κατηγορουμένη είδε τα χαρτονομίσματα των εκατό ρουβλίων... Δεν έχω τίποτα άλλο να ρωτήσω.  ‐Του πήγατε τα χρήματα; συνέχισε ο πρόεδρος κοιτάζοντας το ρολόι του.  ‐Του τα πήγα.  ‐Και μετά;  ‐Μετά εκείνος με πήρε πάλι μαζί του, είπε η Μάσλοβα.  ‐Και με ποιο τρόπο του ρίξατε στο ποτό τη σκόνη;  ‐Τι με ποιο τρόπο; Την έριξα στο ποτήρι αυτό ήταν όλο.  ‐Γιατί του τη ρίξατε;  Χωρίς να απαντήσει, η Μάσλοβα βαριαναστέναξε βαθιά.‐ Δε μ' άφηνε να φύγω, είπε μετά από λίγο.  ‐Τυραννήθηκα μαζί του. Βγήκα στο διάδρομο και λέω στον Σίμωνα Μιχαήλοβιτς: «Αν μπορούσα να  γλιτώσω  από  δαύτον,  κουράστηκα  πια!»  Κι  ο  Σίμων  Μιχαήλοβιτς  μου  λέει:  «Κι  εμείς  τον  βαρεθήκαμε.  Θέλουμε  να  του  δώσουμε  υπνωτικό∙  όταν  θ'  αποκοιμηθεί  θα  φύγεις».  Του  λέω:  «Ωραία».  Νόμιζα  ότι  η  σκόνη  δεν  θα  του  έκανε  κακό.  Μπήκα  στο  δωμάτιο.  Εκείνος  ήταν  ξαπλωμένος πίσω από το παραβάν και μου φώναξε να του βάλω κονιάκ. Πήρα από το τραπέζι ένα  μπουκάλι κι έβαλα σε δύο ποτήρια ‐ένα για μένα κι ένα γι' αυτόν. Στο ποτήρι του έριξα τη σκόνη. Θα  μπορούσα να του το δώσω, αν ήξερα;  ‐Και πώς βρέθηκε στην κατοχή σας το δαχτυλίδι; ρώτησε ο πρόεδρος.  ‐Το δαχτυλίδι μου το χάρισε ο ίδιος. 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Πότε σας το χάρισε;  ‐Όταν μπήκαμε μαζί στο δωμάτιο, εγώ ήθελα να φύγω κι αυτός μου 'δωσε μια στο κεφάλι, μέχρι και  το χτένι μου έσπασε. Θύμωσα, ήθελα να φύγω. Τότε έβγαλε το δαχτυλίδι από το δάχτυλό του και  μου το χάρισε για να μην φύγω, είπε η Μάσλοβα.  Εκείνη την ώρα ο αντιεισαγγελέας ανασηκώθηκε ξανά και με το ίδιο ψεύτικο, αφελές, ύφος ζήτησε  την  άδεια  να  κάνει  μερικές  ακόμα  ερωτήσεις.  Αφού  πήρε  την  άδεια,  έσκυψε  το  κεφάλι  του  στον  κεντητό γιακά της στολής του και ρώτησε:  ‐Θα  επιθυμούσα  να  μάθω  πόσο  χρόνο  βρισκόταν  η  κατηγορουμένη  στο  δωμάτιο  του  εμπόρου  Σμελκόφ.  Φόβος  πλημμύρισε  και  πάλι  την  Μάσλοβα  και  κοιτάζοντας  μια  τον  αντιεισαγγελέα  και  μια  τον  πρόεδρο, είπε βιαστικά:  ‐Δεν θυμάμαι πόσο χρόνο.  ‐Μήπως θυμάται η κατηγορουμένη να μπαίνει πουθενά στο ξενοδοχείο όταν βγήκε από το δωμάτιο  του Σμελκόφ;  Η Μάσλοβα σκέφτηκε.  ‐Στο διπλανό δωμάτιο που ήταν άδειο, εκεί μπήκα, είπε.  ‐Και  για  ποιο  λόγο  μπήκατε,  ρώτησε  συνεπαρμένος  από  την  εξέλιξη  ο  αντιεισαγγελέας  που  στράφηκε αυτή τη φορά απευθείας στη Μάσλοβα.  ‐Μπήκα για να φτιαχτώ και να περιμένω τον αμαξά.  ‐Ο Καρτίνκιν βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο με την κατηγορουμένη ή δε βρισκόταν;  ‐Μπήκε κι αυτός.  ‐Για ποιο λόγο μπήκε;  ‐Είχε μείνει λίγο κονιάκ από τον έμπορο και το 'πιαμε μαζί.  ‐Το ήπιατε μαζί, μάλιστα... Πολύ καλά.  ‐Μίλησε καθόλου η κατηγορουμένη με τον Σίμωνα και ποιο ήταν το θέμα;  Η Μάσλοβα ξαφνικά συννέφιασε, έγινε κατακόκκινη κι απάντησε ζωηρά:  ‐Τι είπα; Τίποτα δεν είπα. Το τι έγινε, σας το είπα και δεν ξέρω τίποτα περισσότερο. Κάντε με ό,τι  θέλετε. Εγώ δε φταίω σε τίποτα, αυτό έχω να πω.  ‐Δεν  έχω  άλλες  ερωτήσεις,  είπε  ο  αντιεισαγγελέας  στον  πρόεδρο  και  σηκώνοντας  αφύσικα  τους  ώμους  του  άρχισε  να  σημειώνει  στο  σχέδιο  της  αγόρευσής  του  ότι  η  κατηγορουμένη  ομολόγησε  πως μπήκε μαζί με τον Σίμωνα στο δωμάτιο. 

Digitized by 10uk1s 

  Έγινε ησυχία.  ‐Δεν έχετε τίποτ' άλλο να μας πείτε; ρώτησε ο πρόεδρος.  ‐Τα είπα όλα, απάντησε η Μάσλοβα αναστενάζοντας και κάθισε.  Ο  πρόεδρος  έγραψε  κάτι  στο  χαρτί  κι  αφού  άκουσε  τι  του  ψιθύρισε  ο  δικαστής  απ'  τ'  αριστερά,  ανακοίνωσε  τη  διακοπή  της  συνεδρίασης  για  δέκα  λεπτά,  σηκώθηκε  γρήγορα  και  βγήκε  από  την  αίθουσα.  Ο  ψηλός  δικαστής  απ'  τ'  αριστερά  με  τα  αγαθά  μάτια  και  το  γένι  είχε  ψιθυρίσει  στον  πρόεδρο ότι ένιωθε μια μικρή αδιαθεσία στο στομάχι του και θα ήθελε να το τρίψει και να πιει τις  σταγόνες του. Ο πρόεδρος δέχθηκε την παράκλησή του και διέκοψε τη δίκη.  Πίσω από τους δικαστές σηκώθηκαν οι ένορκοι, οι συνήγοροι, οι μάρτυρες και σκόρπισαν από δω κι  από κει, μ' ένα αίσθημα ανακούφισης για το ότι είχαν ξεμπλέξει μ' ένα μέρος απ' τη σημαντική αυτή  δίκη.  Ο Νεχλιούντοφ πέρασε στο δωμάτιο των ενόρκων και κάθισε κοντά στο παράθυρο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII  ΝΑΙ, ΗΤΑΝ οπωσδήποτε η Κατιούσα, το δίχως άλλο. Ο Νεχλιούντοφ τα 'φερε όλα στο μυαλό του...  Για πρώτη φορά είδε την Κατιούσα όταν ήταν φοιτητής στο τρίτο έτος του πανεπιστημίου και κείνο  το  καλοκαίρι  είχε  επισκεφτεί  τις  θείες  του  για  να  προετοιμάσει  μια  μελέτη  του  για  την  έγγειο  ιδιοκτησία.  Συνήθως,  αυτός,  η  μητέρα  του  και  η  αδελφή  του  περνούσαν  το  καλοκαίρι  στο  μεγάλο  κτήμα  της  μητέρας  του  έξω  από  τη  Μόσχα.  Εκείνη  όμως  τη  χρονιά  η  αδελφή  του  παντρεύτηκε  και  η  μητέρα  του  πήγε  για  ιαματικά  λουτρά  στο  εξωτερικό.  Ο  Νεχλιούντοφ  έπρεπε  οπωσδήποτε  να  γράψει  την  εργασία του, γι' αυτό αποφάσισε να περάσει το καλοκαίρι στις θείες του. Στην ερημιά που ζούσαν  ήταν  ήσυχα  και  δεν  ξεμυαλιζόταν  από  δω  κι  από  κει.  Οι  θείες  έτρεφαν  τρυφερή  αγάπη  για  τον  ανιψιό  και  κληρονόμο  τους.  Τις  αγαπούσε  κι  εκείνος,  αγαπούσε  τον  παλιομοδίτικο  κι  απλό  τρόπο  που ζούσαν.  Εκείνο  το  καλοκαίρι  ο  Νεχλιούντοφ  βρισκόταν  σε  μια  κατάσταση  έκστασης,  αυτής  που  κυριεύει  κάθε  νέο  όταν  για  πρώτη  φορά  ανακαλύπτει  μόνος  του  ‐  κι  όχι  με  ξένες  νουθεσίες  ‐  όλη  την  ομορφιά και τη σημασία της ζωής, καθώς και όλη τη σοβαρότητα του προορισμού του ανθρώπου σ'  αυτή: δηλαδή, όταν μπορεί να βλέπει τη δυνατότητα της ατέρμονης τελειοποίησης του εαυτού του  κι ολόκληρου του κόσμου και να δίνεται ολοκληρωτικά σ' αυτή όχι μόνο με την ελπίδα, αλλά όντας  σίγουρος  ότι  θα  φθάσει  σ'  αυτή  την  τελειότητα  που  ο  ίδιος  οραματίζεται.  Εκείνη  τη  χρονιά  είχε  διαβάσει  στο  πανεπιστήμιο  την  Κοινωνική  Στατική  του  Σπένσερ,  κι  οι  ιδέες  του  για  την  έγγειο  ιδιοκτησία  τού  είχαν  κάνει  πολύ  μεγάλη  εντύπωση,  ιδιαίτερα  γιατί  η  μητέρα  του  ήταν  κάτοχος  μεγάλων  εκτάσεων  γης.  Ο  πατέρας  του  δεν  ήταν  πλούσιος,  η  μητέρα  του  όμως  πήρε  προίκα  τουλάχιστον  δέκα  χιλιάδες  εκτάρια.  Τότε  κατάλαβε,  για  πρώτη  φορά  όλη  τη  σκληρότητα  και  την  αδικία  που  κρύβει  μέσα  της  η  ιδιοκτησία  της  γης  από  τους  λίγους,  και,  όντας  ένας  από  εκείνους  τους ανθρώπους, για τους οποίους η θυσία στο όνομα των ηθικών επιταγών αποτελεί πνευματική  ικανοποίηση,  αποφάσισε  να  μη  κάνει  χρήση  του  δικαιώματος  στη  γη  που  είχε  κληρονομήσει  από  τον πατέρα του και τη μοίρασε στους αγρότες. Αυτό ήταν και το θέμα της εργασίας του.  Η ζωή του εκείνο το καλοκαίρι με τις θείες του κυλούσε ήσυχα. Σηκωνόταν πολύ νωρίς, καμιά φορά  και  στις  τρεις  τα  ξημερώματα,  και  μέχρι  την  ανατολή  του  ήλιου  έκανε  μπάνιο  στο  ποτάμι  στους  πρόποδες  του  λόφου,  καμιά  φορά  τον  προλάβαινε  η  πρωινή  ομίχλη  και  επέστρεφε  όταν  ακόμα  η  πρωινή δροσιά λαμπύριζε στα λουλούδια και στο χορτάρι. Πού και πού τα πρωινά, αφού είχε πιει  αρκετό καφέ, δούλευε την εργασία του ή διάβαζε τη βιβλιογραφία που θα χρησιμοποιούσε. Συχνά  όμως  αντί  να  διαβάζει  και  να  γράφει,  παρατούσε  το  σπίτι  και  περιπλανιόταν  στα  χωράφια  και  τα  δάση.  Πριν  το  μεσημεριανό,  κοιμόταν  λιγάκι  στον  κήπο∙  την  ώρα  του  φαγητού  διασκέδαζε  με  τ'  αστεία του τις θείες. Αργότερα έκανε ιππασία ή βαρκάδα και σαν βράδιαζε, διάβαζε ή καθόταν με  τις  θείες  ρίχνοντας  πασιέντσες.  Πολλές  φορές  τις  νύχτες  ιδιαίτερα  εκείνες  με  φεγγάρι,  δεν  μπορούσε να κοιμηθεί, γιατί ένιωθε τη μεγάλη αναστάτωση της χαράς της ζωής κι αντί να κοιμηθεί  τριγυρνούσε στον κήπο, συχνά μέχρι το πρωί, παραδομένος στα όνειρα και στις σκέψεις του.  Έτσι ευτυχισμένα και γαλήνια ζούσε τον πρώτο μήνα της ζωής του με τις θείες, χωρίς να δίνει καμία  σημασία  σε  μια  μισοκαμαριέρα,  μια  μισοψυχοκόρη  που  έμενε  μαζί  τους,  ένα  λυγερό  κορίτσι  με  ολόμαυρα μάτια, την Κατιούσα.  Εκείνο τον καιρό ο Νεχλιούντοφ, μεγαλωμένος με τις φροντίδες της μητέρας του, ήταν ένας τελείως  αθώος  νέος,  παρά  τα  δεκαεννιά  του  χρόνια.  Ονειρευόταν  την  γυναίκα  μόνο  ως  σύζυγο.  Όλες  οι  γυναίκες  που  δεν  μπορούσαν  να  γίνουν  σύζυγοί  του  όπως  έκρινε  αυτός,  δεν  ήταν  γυναίκες  παρά  απλά  ανθρώπινα  όντα.  Συνέβη  λοιπόν  το  καλοκαίρι  εκείνο,  την  ημέρα  της  Αναλήψεως,  να  Digitized by 10uk1s 

  επισκεφτεί  τις  θείες  του  μια  γειτόνισσα  με  τα  παιδιά  της,  δύο  δεσποινιδούλες,  μαθήτριες  γυμνασίου, μαζί μ' έναν νεαρό ζωγράφο, από οικογένεια μουζίκων, που φιλοξενούσαν.  Μετά το τσάι άρχισαν να παίζουν κυνηγητό στο φρεσκοθερισμένο λιβάδι. Πήραν μαζί τους και την  Κατιούσα. Αφού άλλαξαν πολλές φορές θέσεις, έτυχε ο Νεχλιούντοφ να τρέξει με την Κατιούσα. Την  έβλεπε μ' ευχαρίστηση, μα ούτε καν του είχε περάσει απ' το μυαλό ότι μεταξύ τους μπορούσε να  υπάρξουν κάποιες ιδιαίτερες σχέσεις.  ‐Άντε  τώρα  να  τους  πιάσεις  αυτούς...  Εκτός  κι  αν  σκοντάψουν  πουθενά,  φώναξε  ο  εύθυμος  ζωγράφος  που  'ταν  η  σειρά  του  να  τα  φυλάξει  κι  έτρεχε  κι  αυτός  πολύ  γρήγορα  με  τα  κοντά  και  στραβά, αλλά πολύ δυνατά χωριατοπόδαρά του.  ‐Δε θα μας πιάσετε!  ‐Ένα, δύο, τρία!  Χτύπησαν τρεις  φορές τα χέρια.  Με  κόπο συγκρατώντας το γέλιο της η Κατιούσα άλλαζε γρήγορα  θέσεις με τον Νεχλιούντοφ και σφίγγοντας με το μικρό της δυνατό και τραχύ χεράκι το μεγάλο του  χέρι, ξεχύθηκε τρέχοντας στ' αριστερά με την καλοκολλαρισμένη φούστα να θροΐζει.  Ο  Νεχλιούντοφ  έτρεχε  γρήγορα,  δεν  ήθελε  να  τον  πιάσει  ο  ζωγράφος,  γι'  αυτό  έβαζε  όλη  του  τη  δύναμη.  Κοίταξε  πίσω  του  κι  είδε  τον  ζωγράφο  να  κυνηγάει  την  Κατιούσα.  Εκείνη  τρέχοντας  γρήγορα  με  τα  ευκίνητα  γεμάτα  νεανικό  σφρίγος  πόδια  της,  δεν  τον  άφηνε  να  την  φτάσει  κι  απομακρύνθηκε  στ'  αριστερά.  Μπροστά  υπήρχε  μια  πρασιά  από  πασχαλιές.  Πέρ'  απ'  αυτή  δεν  έτρεχε  κανείς,  μα  η  Κατιούσα  κοίταξε  τον  Νεχλιούντοφ  και  του  έγνεψε  με  το  κεφάλι  της  να  την  ακολουθήσει.  Αυτός  κατάλαβε  κι  έτρεξε  προς  την  πρασιά.  Ακριβώς  από  πίσω  υπήρχε  ένα  μικρό  χαντάκι  γεμάτο  τσουκνίδες  που  δεν  το  'χε  δει∙  σκόνταψε  κι  έπεσε  μέσα  στις  τσουκνίδες.  Τα  χέρια  του  μούσκεψαν  απ'  τη  βραδινή  δροσιά  και  τσούζανε  από  τα  τσιμπήματα,  μα  την  ίδια  στιγμή  ανασηκώθηκε γελώντας με το πάθημά του και πήδηξε μακριά απ' το χαντάκι.  Η Κατιούσα, με το εκθαμβωτικό της χαμόγελο και τα μαύρα, σαν υγρά βατόμουρα μάτια της, έτρεξε  να τον προϋπαντήσει. Όταν πλησίασαν, έδωσαν τα χέρια τους.  ‐Στοίχημα πως τσιμπηθήκατε απ' τις τσουκνίδες, του είπε ξεφυσώντας βαριά, κοιτάζοντάς τον από  κάτω ως επάνω στα μάτια, ενώ με το ελεύθερο χέρι διόρθωνε την κοτσίδα της που 'χε χαλάσει.  ‐Δεν ήξερα πως υπάρχει χαντάκι εδώ, είπε αυτός χαμογελώντας χωρίς ν' αφήσει το χέρι της.  Τον  πλησίασε  πιο  πολύ  κι  εκείνος,  χωρίς  να  το  καταλάβει,  έσκυψε  στο  πρόσωπό  της.  Η  Κατιούσα  δεν έκανε στο πλάι κι ο νεαρός έσφιξε τα χέρια της ακόμα περισσότερο και τη φίλησε στα χείλη.  ‐Τώρα μάλιστα! φώναξε εκείνη και με μια γρήγορη κίνηση λευτέρωσε το χέρι της κι απομακρύνθηκε  από κοντά του τρέχοντας.  Πλησίασε  την  πρασιά  με  τις  πασχαλιές,  έκοψε  δυο  κλαδιά  άσπρης  μισομαδημένης  πασχαλιάς,  χτύπησε μ' αυτά το ξαναμμένο της πρόσωπο κι έτρεξε, κουνώντας τα χέρια της, να συναντήσει τους  άλλους, ρίχνοντας όμως πού και πού ματιές πίσω της.  Από τότε οι σχέσεις ανάμεσα στον Νεχλιούντοφ και στην Κατιούσα άλλαξαν, απόκτησαν εκείνο το  ιδιαίτερο  νόημα  που  έχουν  οι  σχέσεις  ενός  αθώου  νέου  και  μιας  το  ίδιο  αθώας  κοπέλας  που  νιώθουν έλξη ο ένας για τον άλλο.  Digitized by 10uk1s 

  Έφτανε να δει την Κατιούσα να μπαίνει στο δωμάτιο ή να δει από μακριά την άσπρη της ποδιά, κι ο  Νεχλιούντοφ  ένιωθε  να  πλημμυρίζουν  όλα  γύρω  του  από  το  φως  του  ήλιου,  ν'  αποκτούν  μεγαλύτερο  ενδιαφέρον  και  χάρη,  βαθύτερο  νόημα.  Η  ζωή  η  ίδια  γινόταν  πιο  χαρούμενη.  Το  ίδιο  ένιωθε κι εκείνη. Και δεν ήταν μόνο η παρουσία και η οικειότητα της Κατιούσα που άγγιζαν έτσι τον  Νεχλιούντοφ, ήταν μια αίσθηση  που έβγαινε από τα μύχια της  ψυχής του ότι γι' αυτόν υπάρχει  η  Κατιούσα κι ότι για κείνη υπάρχει ο Νεχλιούντοφ. Τι κι αν έπαιρνε κάποια δυσάρεστα γράμματα απ'  την  μητέρα  του,  τι  κι  αν  δεν  προχωρούσε  η  εργασία  του,  τι  κι  αν  τον  κυρίευε  εκείνη  η  ανεξήγητη  θλίψη της νιότης... του αρκούσε να θυμηθεί πως υπάρχει η Κατιούσα και πως θα την δει, κι όλα με  μιας διαλύονταν.  Η Κατιούσα είχε πολλές δουλειές να κάνει στο σπίτι, μα τις πρόφταινε και στον ελεύθερο χρόνο της  διάβαζε.  Ο  Νεχλιούντοφ  τής  έδινε  βιβλία  του  Τουργκένιεφ,  του  Ντοστογιέφσκι  που  μόλις  είχε  διαβάσει.  Πιο πολύ απ' όλα της άρεσε ένα μυθιστόρημα του Τουργκένιεφ, η Γαλήνη.  Οι  συζητήσεις  τους  ήταν  ευκαιριακές,  όταν  τύχαινε  να  συναντηθούν  στο  διάδρομο,  στη  βεράντα,  στην αυλή, και καμιά φορά στο δωμάτιο της γριάς καμαριέρας, που υπηρετούσε τις θείες του, της  Ματριόνα  Πάβλοβνα,  με  την  οποία  ζούσε  η  Κατιούσα.  Πότε  πότε,  της  έκανε  επισκέψεις  ο  Νεχλιούντοφ  και  κείνη  του  'βγαζε  να  πιει  τσάι  με  κύβους  ζάχαρη.  Οι  συζητήσεις  τους  εκεί  μέσα  μπροστά  στη  Ματριόνα  Πάβλοβνα  ήταν  πιο  ευχάριστες.  Όταν  όμως  τύχαινε  να  είναι  μόνοι  τους,  ήταν  μεγάλη  δοκιμασία  και  για  τους  δυο  τους,  γιατί  αμέσως  τα  μάτια  άρχιζαν  να  μιλούν  για  κάτι  διαφορετικό,  πολύ  πιο  σημαντικό  από  αυτά  που  έλεγε  το  στόμα,  τα  χείλια  σφίγγονταν,  ένας  παράξενος φόβος τους πλημμύριζε και χώριζαν βιαστικά.  Αυτές  οι  σχέσεις  ανάμεσα  στον  Νεχλιούντοφ  και  στην  Κατιούσα  συνεχίστηκαν  σ'  όλη  τη  διάρκεια  της πρώτης επίσκεψης στις θείες του.  Εκείνες  είχαν  υποψιαστεί  πως  κάτι  συμβαίνει,  και  φοβήθηκαν,  έφτασαν  μάλιστα  στο  σημείο  να  γράψουν  στο  εξωτερικό  στην  πριγκίπισσα  Γιελένα  Ιβάνοβνα,  την  μητέρα  του  Νεχλιούντοφ.  Η  θεία  Μαρία  Ιβάνοβνα,  φοβόταν  μήπως  ο  Ντμίτρι  προχωρήσει  πολύ  στις  σχέσεις  του  με  την  Κατιούσα.  Άδικα όμως. Ο Νεχλιούντοφ, χωρίς κι ο ίδιος να το ξέρει, αγαπούσε την Κατιούσα όπως αγαπούν οι  αθώες υπάρξεις, κι αυτή η αγάπη τους προστάτευε απ' την αμαρτία. Όχι μόνο δεν είχε την επιθυμία  να την κάνει δική του, αλλά μόνο από την ίδια τη σκέψη ότι θα ήταν δυνατόν να της φερθεί μ' αυτόν  τον τρόπο, αρρώσταινε. Πολύ πιο βάσιμοι ήταν οι φόβοι της Σόφια Ιβάνοβνα που με την ποιητική  της  ψυχή  καταλάβαινε  πως  ο  Ντμίτρι,  εξαιτίας  του  ακέραιου  και  αποφασιστικού  του  χαρακτήρα,  αφού  αγάπησε  την  κοπέλα  θα  την  παντρευόταν,  χωρίς  να  το  πολυσκεφτεί  και  χωρίς  να  δώσει  σημασία στην καταγωγή και την κοινωνική της θέση.  Αν  ο  Νεχλιούντοφ  είχε  τότε  συνειδητοποιήσει  τον  έρωτά  του  για  την  Κατιούσα  κι  ιδιαίτερα  αν  προσπαθούσαν τότε οι δικοί του να τον πείσουν πως δεν μπορεί και δεν πρέπει να παντρευτεί μια  τέτοια κοπέλα, τότε θα μπορούσε πολύ εύκολα αυτός, με την ευθύτητα που τον διέκρινε σ' όλα, να  έπαιρνε την απόφασή του να παντρευτεί το κορίτσι χωρίς να λογαριάσει την καταγωγή του, αφού το  αγαπούσε.  Ήταν  σίγουρος  πως  το  αίσθημά  του  για  την  Κατιούσα  δεν  ήταν  άλλο  παρά  μια  έξαρση  του  μεγαλείου  της  ζωής  που  δονούσε  την  εποχή  εκείνη  όλο  του  το  είναι  και  που  το  μοιραζόταν  τώρα  μαζί  μ'  αυτό  το  γλυκό,  πρόσχαρο  κορίτσι.  Γι'  αυτό,  όταν  ήρθε  η  ώρα  τ'  αποχαιρετισμού,  και  η  Κατιούσα, μαζί με τις θείες του, βγήκε στο ξώστεγο για να τον ξεπροβοδίσει με τα μαύρα και λίγο  αλλήθωρα μάτια της γεμάτα δάκρυα, ο Νεχλιούντοφ ένιωσε ότι άφηνε πίσω του κάτι το υπέροχο, το  μονάκριβο, το ανεπανάληπτο, κι η ψυχή του μαύρισε.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Έχε γεια Κατιούσα, σ' ευχαριστώ για όλα, της φώναξε, καθώς ανέβαινε στην άμαξα προσπαθώντας  να την δει για μια ακόμα φορά πίσω από το σκουφάκι της Σόφια Ιβάνοβνα που την έκρυβε.  ‐Έχετε  γεια  Ντμίτρι  Ιβάνοβιτς,  του  αποκρίθηκε  με  τη  γλυκιά  σα  χάδι  φωνή  της  και  μη  μπορώντας  άλλο  να  συγκρατήσει  τα  δάκρυά  της  που  πλημμύριζαν  τα  μάτια  της,  έτρεξε  στην  εμπατή  για  να  κλάψει με την ησυχία της. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII  ΑΠΟ ΤΟΤΕ για τρία χρόνια ο Νεχλιούντοφ δεν έτυχε να συναντήσει την Κατιούσα. Και την συνάντησε  την  εποχή  που,  μόλις  είχε  γίνει  αξιωματικός  και  πηγαίνοντας  για  τη  μονάδα  του,  πέρασε  από  τις  θείες του, μα ήταν ήδη άνδρας τελείως διαφορετικός απ' τον νέο που 'χε περάσει μαζί της εκείνο το  καλοκαίρι.  Τότε  ήταν  ένας  τίμιος  νέος,  γεμάτος  αυταπάρνηση,  έτοιμος  να  αφοσιωθεί  σε  κάθε  καλή  πράξη,  ‐  τώρα ήταν ένας διεφθαρμένος, εκλεπτυσμένος εγωιστής, που ήθελε μονάχα την ικανοποίησή του.  Τότε  φανταζόταν  τον  κόσμο  όλο  σαν  ένα  μυστικό  που  προσπαθούσε  με  πάθος  και  θαυμασμό  ν'  ανακαλύψει ‐ τώρα όλα σ' αυτή τη ζωή ήταν απλά και ξάστερα, καθορισμένα από τις περιστάσεις.  Τότε ήταν απαραίτητη κι είχε σημασία η επικοινωνία του με τη φύση και με τους ανθρώπους που  έζησαν,  στοχάστηκαν,  αισθάνθηκαν  πριν  από  αυτόν  (αγαπούσε  τη  φιλοσοφία,  την  ποίηση)  ‐τώρα  μόνο  οι  κοινωνικές  συναλλαγές  κι  οι  σχέσεις  του  με  την  παρέα  του  είχαν  νόημα  και  αξία.  Τότε  η  γυναίκα γι' αυτόν ήταν ένα πλάσμα μυστηριώδες και θαυμάσιο,‐ τώρα η σημασία της γυναίκας, της  οποιασδήποτε γυναίκας, εκτός από τις γυναίκες της οικογένειάς του και των φίλων του, ήταν αρκετά  συγκεκριμένη: η γυναίκα αποτελούσε ένα από τα καλύτερα εργαλεία ηδονής που είχε ήδη γνωρίσει.  Τότε δεν είχε ανάγκη τα χρήματα και μπορούσε να μην ξοδέψει ούτε το ένα τρίτο από το ποσό που  του 'δινε η μητέρα του, μπορούσε να αποποιηθεί τα κτήματα του πατέρα του και να τα δώσει στους  μουζίκους‐τώρα δεν του έφταναν αυτές οι πεντακόσιες χιλιάδες τον μήνα που του έδινε η μητέρα  του,  με  την  οποία  είχε  ήδη  πολλές  φορές  φιλονικήσει  για  τα  οικονομικά.  Τότε  πίστευε  πως  η  πνευματική  του  οντότητα  αποτελούσε  το  πραγματικό  του  «εγώ»  ‐τώρα  θεωρούσε  ότι  όλο  του  το  είναι ζούσε μέσα στο υγιές, σφριγηλό, κτηνώδες του «εγώ».  Κι όλη αυτή η φοβερή μεταμόρφωση έγινε μόνο και μόνο επειδή είχε πάψει να πιστεύει στον εαυτό  του  κι  άρχισε  να  πιστεύει  στους  άλλους,  γιατί  το  να  ζει  πιστεύοντας  στον  εαυτό  του  ήταν  υπερβολικά δύσκολο, επειδή έπρεπε πάντα να λύνει όλα του τα προβλήματα όχι προς όφελος του  κτηνώδους του «εγώ» που αναζητά τις εύκολες χαρές, αλλά σχεδόν πάντα σε βάρος του. Όταν όμως  άρχισε  να  πιστεύει  στους  άλλους,  δεν  χρειαζόταν  να  παίρνει  ο  ίδιος  καμιά  απόφαση,  όλα  ήταν  αποφασισμένα από τα πριν και σε βάρος του πνευματικού, προς όφελος του κτηνώδους «εγώ». Μα,  δεν  είναι  μόνο  αυτό:  όταν  πίστευε  στον  εαυτό  του  δεχόταν  πάντα  τις  επικρίσεις  των  ανθρώπων,  πιστεύοντας στους άλλους δεχόταν την επιδοκιμασία όσων τον περιτριγύριζαν.  Έτσι,  όταν  ο  Νεχλιούντοφ  αναλογιζόταν,  διάβαζε,  μιλούσε  για  τον  Θεό,  για  την  αλήθεια,  για  τον  πλούτο,  για  την  φτώχεια,  οι  άνθρωποι  του  περιβάλλοντός  του  το  θεωρούσαν  αναχρονιστικό  και  κάπως γελοίο. Η μητέρα του κι η θεία του τον ονόμαζαν με μια καλοπροαίρετη ειρωνεία notre cher  philosophe  («ο  αγαπητός  μας  φιλόσοφος»),  όταν  όμως  διάβαζε  φτηνά  μυθιστορήματα,  διηγιόταν  «πονηρά» ανέκδοτα, πήγαινε στο γαλλικό θέατρο για να παρακολουθήσει ανόητα κωμειδύλλια και  μετά ανιστορούσε με κέφι την υπόθεση ‐όλοι τον επαινούσαν και τον ενθάρρυναν. Όταν θεωρούσε  αναγκαίο  να  περιορίσει  τις  απαιτήσεις  του  και  γυρνούσε  μ'  ένα  παλιό  πανωφόρι  και  δεν  έπινε  κρασί, οι άλλοι το θεωρούσαν παραξενιά, υπεροπτική ιδιορρυθμία. Όταν όμως ξόδευε μεγάλα ποσά  στο  κυνήγι  ή  στην  επίπλωση  ενός  απίστευτα  πολυτελούς  γραφείου  του,  τότε  όλοι  επαινούσαν  το  γούστο του και του χάριζαν ακριβά δώρα. Όταν ήταν ακόμα παρθένος κι ήθελε να παραμείνει μέχρι  να  παντρευτεί,  τα  οικεία  του  πρόσωπα  ανησυχούσαν  για  την  υγεία  του,  όμως  ούτε  η  μητέρα  του  στεναχωρήθηκε  μόλις  έμαθε  πως  έγινε  «αληθινός  άνδρας»,  κλέβοντας  απ'  τον  φίλο  του  μια  Γαλλιδούλα. Η πριγκίπισσα μητέρα του ένιωθε δέος όποτε θυμόταν το επεισόδιο με την Κατιούσα  και το ότι θα μπορούσε να του περάσει από το μυαλό να την παντρευτεί.  Όταν ο Νεχλιούντοφ ενηλικιώθηκε και χάρισε το μικρό κτήμα που κληρονόμησε από τον πατέρα του  στους  μουζίκους,  γιατί  θεωρούσε  άδικη  την  ιδιοκτησία  γης,  η  μητέρα  του  κι  οι  συγγενείς  ταράχτηκαν  για  την  πράξη  του.  Μάλιστα  οι  συγγενείς  άνοιξαν  καβγά  μαζί  του  και  στο  τέλος  δεν  Digitized by 10uk1s 

  άντεξαν κι άρχιζαν να τον οικτίρουν. Του έλεγαν συνέχεια ότι με το που πήραν οι αγρότες τη γη όχι  μόνο  δεν  έγιναν  πλούσιοι,  αλλά  φτώχυναν  πιο  πολύ,  γιατί  είχαν  ανοίξει  τρία  καπηλειά  και  είχαν  πάψει να δουλεύουν στα χωράφια. Όταν ο Νεχλιούντοφ κατατάχθηκε στο στρατό, ξόδεψε μαζί με  τους  αριστοκράτες  φίλους  του  κι  έχασε  στα  χαρτιά  τόσα  πολλά  χρήματα  που  η  μητέρα  του,  η  Γιελένα Ιβάνοβνα, αναγκάστηκε να βάλει χέρι στο κεφάλαιό της. Όμως αυτό δε την στεναχωρούσε,  θεωρούσε πως όλα αυτά είναι φυσιολογικά και καλύτερα που αυτές τις τρέλες ο γιος της τις έκανε  τώρα που ήταν νέος και με κόσμο της καλής κοινωνίας.  Στην αρχή ο  Νεχλιούντοφ αντιστεκόταν, αλλά ο αγώνας ήταν πάρα πολύ δύσκολος, γιατί όλα όσα  αυτός  θεωρούσε  καλά,  οι  άλλοι  τα  θεωρούσαν  ανοησίες,  και  το  αντίθετο,  αυτά  που  εκείνος  θεωρούσε ανοησίες, ο περίγυρος τα θεωρούσε καλά. Κι όλα τέλειωσαν με τη συνθηκολόγηση του  Νεχλιούντοφ, όταν έπαψε πια να πιστεύει στον εαυτό του κι άρχισε να πιστεύει στους άλλους. Τον  πρώτο  καιρό  τούτη  η  άρνηση  του  εαυτού  του,  του  ήταν  δυσάρεστη,  όμως  το  δυσάρεστο  συναίσθημα δεν κράτησε πολύ και σύντομα ο Νεχλιούντοφ ‐που είχε αρχίσει κιόλας να πίνει και να  καπνίζει ‐σταμάτησε να τυραννιέται απ' αυτή τη δυσφορία και με τον καιρό ένιωθε μάλιστα μεγάλη  λύτρωση.  Και  με  το  πάθος  που  τον  διέκρινε,  δόθηκε  ολοκληρωτικά  σ'  αυτή  τη  νέα,  αποδεκτή  από  τον  περίγυρό του ζωή κι έπνιξε μέσα του τη φωνή της συνείδησής του που ζητούσε κάτι το διαφορετικό.  Αυτό άρχισε, όταν μετακόμισε στην Πετρούπολη και κατατάχτηκε στο στρατό.  Η  στρατιωτική  θητεία  διαφθείρει  τους  ανθρώπους,  τους  εξωθεί  να  ζουν  σε  συνθήκες  απόλυτης  οκνηρίας,  δηλαδή  απουσίας  κάθε  έλλογης  και  ωφέλιμης  εργασίας,  και  τους  απαλλάσσει  από  τις  συνηθισμένες, ανθρώπινες υποχρεώσεις, τις οποίες αντικαθιστά με την ολότελα συμβολική τιμή του  συντάγματος,  της  στολής,  της  σημαίας,  με  την  ανεξέλεγκτη  εξουσία  πάνω  στους  κατώτερους,  από  την μια, και την δουλική υπακοή στους ανωτέρους, απ' την άλλη.  Όταν όμως σ' αυτή τη γενική διαφθορά που γεννάει η στρατιωτική υπηρεσία με την τιμή της στολής,  της  σημαίας,  με  την  αποδοχή  της  βίας  και  των  φόνων,  συνυπολογίσουμε  και  τη  διαφθορά  του  πλούτου και τη στενή σχέση με την Τσαρική Οικογένεια, όπως συνέβαινε στα επίλεκτα συντάγματα  της Τσαρικής Φρουράς, στα οποία υπηρετούσαν μόνο πλούσιοι και αριστοκράτες αξιωματικοί, τότε  αυτή  η  διαφθορά  παίρνει  τις  διαστάσεις  ενός  παρανοϊκού  εγωισμού  για  τους  ανθρώπους  που  υπηρετούν. Σ' αυτή την κατάσταση βρισκόταν και ο Νεχλιούντοφ από τότε που άρχισε να υπηρετεί  κι άρχισε να ζει έτσι όπως ζούσαν οι συνάδελφοί του.  Δεν  έκαναν  τίποτε  άλλο  από  το  να  φορούν  καλοραμμένες  και  καθαρισμένες,  όχι  από  τους  ίδιους,  αλλά από άλλους στολές, κράνη, όπλα που ήταν κι αυτά φτιαγμένα γυαλισμένα απ' άλλους, και να  ιππεύουν  θαυμάσια  άλογα  ‐που  τα  'χαν  εκπαιδεύσει,  εξημερώσει  και  ταΐσει  επίσης  άλλοι  ‐σε  επιδείξεις ή σ' ασκήσεις με ομοίους τους, όπου έτρεχαν, έκαναν επιδείξεις με τα σπαθιά, έριχναν με  το πιστόλι και εκπαίδευαν άλλους. Άλλη απασχόληση δεν είχαν και όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι  νέοι,  γέροι,  ο  Τσάρος  κι  η  Αυλή  του  όχι  μόνο  την  επιδοκίμαζαν,  αλλά  τους  μοίραζαν  επαίνους  κι  ευχαριστίες.  Μετά  από  αυτές  τις  ασκήσεις  θεωρούσαν  αναγκαίο  και  εξαιρετικό  συνάμα  να  σκορπούν  τα  λεφτά  τους,  που  κανείς  δεν  ενδιαφερόταν  να  μάθει  από  πού  προέρχονταν,  στο  φαγητό,  ιδιαίτερα  στο  ποτό  στις  λέσχες  των  αξιωματικών  ή  στα  πιο  ακριβά  ρεστοράν.  Ύστερα  πήγαιναν  στο  θέατρο,  σε  χορούς,  για  γυναίκες,  και  μετά  πάλι  για  ιππασία,  αγώνες  ξιφομαχίας,  καλπασμούς και πάλι ξόδεμα στο ποτό, στα χαρτιά, στις γυναίκες.  Αυτή  η  ζωή  διαφθείρει  ιδιαίτερα  τους  στρατιωτικούς,  γιατί  αν  κάποιος  που  δεν  έχει  σχέση  με  το  στρατό  ζει  μ'  αυτό  τον  τρόπο  δεν  μπορεί  να  μη  νιώθει  ντροπή  στο  βάθος  της  ψυχής  του.  Οι  στρατιωτικοί όμως θεωρούν πως έτσι πρέπει να είναι η ζωή τους, κομπάζουν και είναι περήφανοι  γι' αυτό, ιδιαίτερα τον καιρό του πολέμου, όπως συνέβη με τον Νεχλιούντοφ που κατατάχτηκε μετά  Digitized by 10uk1s 

  την κήρυξη του πολέμου, με την Τουρκία. «Είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τη ζωή μας στον πόλεμο  και  γι'  αυτό  η  ανέμελη  και  γλεντζέδικη  ζωή  που  ζούμε  όχι  μονάχα  μας  επιτρέπεται,  μα  είναι  και  απαραίτητη. Θα την ζήσουμε λοιπόν έτσι».  Τόσο  μπερδεμένες  ήταν  οι  σκέψεις  του  Νεχλιούντοφ  αυτή  την  περίοδο  της  ζωής  του∙  όλο  το  διάστημα χαιρόταν που 'χε λυτρωθεί απ' όλα τα ηθικά εμπόδια που έβαζε ο ίδιος στον εαυτό του  στο παρελθόν και ζούσε συνεχώς στη χρόνια κατάσταση του παρανοϊκού εγωισμού.  Σ' αυτή την κατάσταση βρισκόταν, όταν επισκέφτηκε τις θείες του τρία χρόνια αργότερα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV  Ο ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ επισκέφτηκε τις θείες του, επειδή το κτήμα τους βρισκόταν πάνω στο δρόμο που  είχε  ακολουθήσει  το  προπορευόμενο  σύνταγμά  του  κι  επειδή  αυτές  τον  είχαν  θερμοπαρακαλέσει  να περάσει, όμως το σημαντικότερο ήταν πως επιθυμούσε να δει την Κατιούσα. Ίσως στο βάθος της  ψυχής  του  να  υπήρχαν  ήδη  οι  κακές  προθέσεις  για  την  Κατιούσα  που  του  τις  υπαγόρευε  το  αποχαλινωμένο  κτήνος  μέσα  του.  Εκείνος  όμως  δε  το  είχε  συνειδητοποιήσει.  Ήθελε  απλά  να  ξαναβρεθεί στα μέρη που κάποτε είχε περάσει τόσο καλά, να δει τις λίγο αστείες, μα αξιαγάπητες  θείες  του  που  πάντα  αθέατα  τον  περιέβαλλαν  με  μια  ατμόσφαιρα  αγάπης  και  θαυμασμού,  και  ακόμη να συναντήσει την γλυκιά Κατιούσα από την οποία είχε τόσο ευχάριστες αναμνήσεις.  Έφθασε στα τέλη Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει, έριχνε βροχή με το  τουλούμι∙ μούσκεψε μέχρι το κόκαλο, ήταν ξεπαγιασμένος, μα δεν είχε χάσει ούτε τη διάθεσή του  ούτε τις έντονες παρορμήσεις που ένιωθε συνέχεια εκείνη την περίοδο. «Μένει ακόμα μαζί τους»;  αναρωτήθηκε μπαίνοντας στο γνώριμο κήπο των θείων του που ήταν προφυλαγμένος από πέτρινο  φράχτη και γεμάτος χιόνια που είχαν πέσει απ' τη στέγη του παλιού αρχοντικού. Καθώς χτύπησε το  καμπανάκι,  περίμενε  ότι  η  Κατιούσα  θα  τρέξει  στη  βεράντα  να  τον  προϋπαντήσει,  αντί  γι'  αυτήν  όμως  βγήκαν  στη  μικρή  βεράντα  δύο  ξυπόλητες  χωριάτισσες  μ'  ανασηκωμένα  τα  φουστάνια  κρατώντας δύο κουβάδες∙ απ' ό,τι φαινόταν έπλεναν τα πατώματα. Δεν την είδε ούτε  στη μεγάλη  βεράντα∙ εμφανίστηκε μόνο ο Τίχων ο υπηρέτης, φορώντας την ποδιά του, μάλλον θα καθάριζε κι  αυτός. Η Σόφια Ιβάνοβνα εμφανίστηκε στο χωλ με το μεταξωτό της φόρεμα και το σκουφάκι.  ‐Τι  καλά  που  έκανες  και  ήρθες!  του  είπε  και  τον  φίλησε.  ‐  Η  Μάσενκα  είναι  λιγουλάκι  άρρωστη,  κουράστηκε στην εκκλησία. Είχαμε πάει να κοινωνήσουμε.  ‐Πολλές ευχές, θεία Σόνια, είπε ο Νεχλιούντοφ φιλώντας  τα χέρια της Σόφια Ιβάνοβνα. ‐Συγγνώμη, σας έβρεξα.  ‐Πήγαινε  στο  δωμάτιό  σου.  Είσαι  όλος  μούσκεμα.  Για  κοίτα  ένα  μουστάκι  που  έχει...  Κατιούσα!  Κατιούσα! Φέρε του γρήγορα καφέ.  ‐Αμέσως, ακούστηκε η γνώριμη γλυκιά φωνή απ' το διάδρομο. Η καρδιά του Νεχλιούντοφ σκίρτησε  από χαρά. «Εδώ είναι!»  Ξαφνικά λες και ξεπρόβαλε ο ήλιος από τα σύννεφα. Ο Νεχλιούντοφ ακολούθησε χαρούμενος τον  Τίχωνα στο παλιό του δωμάτιο για ν' αλλάξει.  Ο  Νεχλιούντοφ  ήθελε  να  ρωτήσει  τον  Τίχωνα  για  την  Κατιούσα:  πώς  είναι;  πώς  περνάει;  δεν  σκοπεύει να παντρευτεί; Όμως ο Τίχων έδειχνε τόσο σεβασμό και ταυτόχρονα ήταν τόσο αυστηρός,  επέμενε  τόσο  πολύ  να  του  ρίχνει  ο  ίδιος  νερό  στο  λαβομάνο  για  να  πλύνει  τα  χέρια  του,  που  ο  Νεχλιούντοφ  δεν  τόλμησε  να  τον  ρωτήσει  για  την  Κατιούσα,  ρώτησε  μόνο  για  τα  εγγόνια  του,  το  πουλάρι  που  είχε  κάποτε  και  τον  Πολκάν,  ένα  κοπρόσκυλο.  Όλοι  ήταν  μια  χαρά,  εκτός  από  τον  Πολκάν, που λύσσαξε τον περασμένο χρόνο.  Είχε  βγάλει  τα  βρεγμένα  του  ρούχα  κι  άρχιζε  να  ντύνεται  όταν  άκουσε  γρήγορα  βήματα  στο  διάδρομο, ύστερα κάποιος χτύπησε την πόρτα του. Ο Νεχλιούντοφ γνώρισε τα βήματα και το χτύπο  στην πόρτα του. Έτσι περπατούσε και χτυπούσε μόνο εκείνη.  Έριξε πάνω του το βρεμένο πανωφόρι και πλησίασε στην πόρτα. 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Περάστε.  Ήταν εκείνη, η Κατιούσα! Δεν είχε αλλάξει, ίσως τώρα να ήταν ακόμα πιο γλυκιά απ' ό,τι παλιά. Με  τον  ίδιο  τρόπο,  απ'  την  κορφή  ως  τα  νύχια  έβλεπε  να  τον  κοιτούν  τα  χαμογελαστά,  αθώα,  λίγο  αλλήθωρα μάτια της. Όπως και παλιά, φορούσε μία καθαρή κατάλευκη ποδιά. Του έφερε από τις  θείες  του  ένα  αρωματικό  σαπούνι,  που  μόλις  το  'χαν  βγάλει  απ'  το  περιτύλιγμά  του  και  δύο  πετσέτες:  μια  μεγάλη  ρωσική  κεντητή  και  μια  χνουδωτή.  Και  τ'  άθικτο  σαπούνι  με  τ'  ανάγλυφα  γράμματα στην επιφάνειά του, και οι πετσέτες, κι αυτή προπαντός η ίδια ήταν όλα καθαρά, άθικτα,  ευωδιαστά.  Τα  χαριτωμένα,  μικρά,  κατακόκκινα  χείλια  της  πτυχώνονταν  όπως  παλιά  από  την  ακράτητη χαρά τους, όταν τον έβλεπαν.  ‐Καλώς μας ήρθες, Ντμίτρι Ιβάνοβιτς, είπε με δυσκολία και τα μάγουλά της κοκκίνισαν.  ‐Χαίρετε...  χαίρετε,  της  απάντησε  χωρίς  να  ξέρει  αν  έπρεπε  να  της  μιλάει  στον  ενικό  ή  στον  πληθυντικό, και κοκκίνισε όπως κι αυτή. ‐Πώς τα πάτε;  ‐Δόξα  τω  Θεώ...Ορίστε,  η  θεία  σας  σας  στέλνει  το  αγαπημένο  σας  σαπούνι,  το  ροζ,  είπε  κι  ακούμπησε το σαπούνι στο τραπέζι και τις πετσέτες στα μπράτσα της πολυθρόνας.  ‐Οι  κύριοι5  έχουν  ό,τι  τους  χρειάζεται,  παρατήρησε  ο  Τίχων  θέλοντας  να  τονίσει  ότι  ο  επισκέπτης  ήταν αυτάρκης κι ανεξάρτητος κι έδειξε με περηφάνια το μεγάλο ανοιχτό νεσεσέρ του Νεχλιούντοφ  με τ' ασημένια καπάκια και τ' αμέτρητα μπουκαλάκια, βουρτσάκια, αρώματα, μπριγιαντίνες, όλα τα  απαραίτητα για την προσωπική τουαλέτα.  ‐Ευχαριστείστε την θεία μου. Τι ευτυχία που βρίσκομαι εδώ, είπε ο Νεχλιούντοφ κι αισθάνθηκε την  ψυχή του το ίδιο, φωτεινή και τρυφερή όπως παλιά.  Εκείνη, αντί γι' απάντηση, χαμογέλασε στο άκουσμα των λόγων του και βγήκε απ' το δωμάτιο.  Οι θείες του που πάντα τον αγαπούσαν, αυτή τη φορά τον συνάντησαν με μεγαλύτερη χαρά απ' ό,τι  συνήθως. Ο Ντμίτρι πήγαινε στον πόλεμο κι εκεί μπορούσε να πληγωθεί, να σκοτωθεί. Αυτή η ιδέα  συγκινούσε τις θείες.  Ο Νεχλιούντοφ είχε υπολογίσει έτσι το ταξίδι, ώστε να περάσει με τις θείες του μόνο μια μέρα, όταν  όμως είδε την Κατιούσα συμφώνησε να γιορτάσει  μαζί τους το Πάσχα, που ήταν σε δυο  μέρες, κι  έστειλε  ένα  τηλεγράφημα  στο  φίλο  του  Σενμπόκ,  με  τον  οποίο  έπρεπε  να  συναντηθούν  στην  Οδησσό, να περάσει κι αυτός από το κτήμα των θείων του.  Απ' την πρώτη κιόλας μέρα που είδε ο Νεχλιούντοφ την Κατιούσα ένιωσε να ξυπνάει μέσα του το  παλιό αίσθημα. Όπως και τότε έτσι και τώρα δεν μπορούσε να βλέπει την άσπρη της ποδιά και να  μην συγκινείται, δεν μπορούσε να μην χαίρεται ακούγοντας τα βήματά της, τη φωνή της, το γέλιο  της,  δεν  μπορούσε  να  βλέπει  τα  μαύρα,  σαν  υγρά  βατόμουρα  μάτια  της  και  να  μην  ταράζεται,  ιδιαίτερα  όταν  του  χαμογελούσε,  και  το  κυριότερο,  δεν  μπορούσε  να  μη  νιώθει  αμηχανία  βλέποντας  πως  κοκκίνιζε,  όταν  τον  συναντούσε.  Αισθανόταν  πως  ήταν  ερωτευμένος,  όχι  όμως  με  τον τρόπο που ήταν παλιά, όταν η αγάπη ήταν γι' αυτόν ένα μεγάλο μυστικό και δεν τολμούσε να  ομολογήσει στον εαυτό του ότι την αγαπούσε, όταν ήταν σίγουρος πως μπορεί κανείς ν' αγαπήσει  μόνο μια φορά. Τώρα ήταν ερωτευμένος, το γνώριζε και χαιρόταν, ξέροντας συγκεκριμένα, αν και το  έκρυβε από τον εαυτό του, τι είναι ο έρωτας και πού μπορεί να οδηγήσει.  Μέσα στον Νεχλιούντοφ, όπως και σε όλους τους άντρες, υπήρχαν δύο τύποι ανθρώπου: ο ένας, ο  πνευματικός,  που  αναζητούσε  για  τον  εαυτό  του  εκείνο  τ'  αγαθό  που  ήταν  το  ίδιο  αγαθό  και  για  Digitized by 10uk1s 

  τους άλλους∙ ο άλλος ήταν ο κτηνώδης τύπος, που αναζητούσε ό,τι είναι καλό μόνο για τον εαυτό  του,  έτοιμος  να  θυσιάσει  το  καλό  όλου  του  κόσμου  για  να  πετύχει  το  σκοπό  του.  Σ'  αυτή  την  περίοδο  παρανοϊκού  εγωισμού  που  περνούσε  ο  Νεχλιούντοφ,  αποτέλεσμα  της  ζωής  του  στην  Πετρούπολη  και  στο  στρατό,  ο  κτηνώδης  τύπος  είχε  πνίξει  μέσα  του  τον  πνευματικό.  Όταν  όμως  συνάντησε  την  Κατιούσα  και  τα  παλιά  αισθήματα  ξύπνησαν  στην  ψυχή  του,  ο  πνευματικός  τύπος  ξεσηκώθηκε κι άρχισε ν' απαιτεί τα δικαιώματά του. Στη διάρκεια των δυο ημερών που είχαν μείνει  μέχρι το Πάσχα γινόταν μέσα του μια βουβή πάλη που ούτε κι ο ίδιος καταλάβαινε.  Βαθιά, στα μύχια της ψυχής του, ήξερε πως έπρεπε να φύγει, πως δεν είχε πλέον λόγο να μείνει στις  θείες  του,  ήξερε  ότι  δεν  έπρεπε  να  περιμένει  τίποτα  καλό  από  όλ'  αυτά.  Ήταν  όμως  τόσο  χαρούμενος,  τόσο  ευτυχισμένος  που  δεν  μπορούσε  να  ομολογήσει  στον  εαυτό  του  όλες  αυτές  τις  σκέψεις. Κι έμεινε τελικά...  Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, την παραμονή της Λαμπρής, ο παπάς του χωριού με τον διάκο  και  το  παπαδοπαίδι  ήρθαν  να  λειτουργήσουν  τον  όρθρο6,  αφού  πέρασαν,  με  μεγάλο  κόπο,  όπως  είπαν αργότερα, με το έλκηθρο τρία βέρστια7 μέσα από δρόμους και ρυάκια μέχρι να φθάσουν από  την εκκλησία στο αρχοντικό.  Ο Νεχλιούντοφ, μαζί με τις θείες του και τους υπηρέτες, παρακολούθησε τον όρθρο κι ούτε για μια  στιγμή  δεν  άφησε  απ'  τα  μάτια  του  την  Κατιούσα,  που  στεκόταν  κοντά  στην  πόρτα,  και  έδινε  το  θυμιατήρι  στον  παπά.  Ύστερα  ευχήθηκε  το  «Χριστός  Ανέστη»,  ασπάστηκε  τον  παπά  και  τις  θείες  του, κι ετοιμάστηκε να πάει για ύπνο όταν άκουσε στο διάδρομο την Ματριόνα Πάβλοβνα, την γρια‐ καμαριέρα της Μαρίας Ιβάνοβνα, μαζί με την Κατιούσα να ετοιμάζονται να πάνε στην εκκλησία για  να ευλογήσουν τα κούλιτς8 και τα πασχαλινά τσουρέκια. «Θα πάω κι εγώ», σκέφτηκε.  Ο  δρόμος  μέχρι  την  εκκλησία  ήταν  αδιάβατος  και  για  την  άμαξα  και  για  το  έλκηθρο.  Γι'  αυτό  κι  ο  Νεχλιούντοφ έδωσε  εντολή να σελώσουν ένα γέρικο άλογο που είχαν στο κτήμα, κι αντί να πέσει  για ύπνο, φόρεσε την αστραφτερή στολή με το στενό πανταλόνι ιππασίας, έριξε από πάνω του το  πανωφόρι του και καβαλώντας το γέρικο ζωντανό, βαρύ και παραφαγωμένο, που δεν σταματούσε  να χρεμετίζει, κάλπασε για την εκκλησία στα σκοτεινά μέσα σε λιμνίτσες λειωμένου χιονιού. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV  ΑΡΓΟΤΕΡΑ  ΑΥΤΟΣ  ο  όρθρος  ήταν  για  τον  Νεχλιούντοφ  μια  από  τις  πιο  φωτεινές  και  δυνατές  αναμνήσεις της ζωής του.  Καλπάζοντας μέσα στο πηχτό σκοτάδι, που φωτιζόταν αδύναμα πού και πού από τις ανταύγειες του  χιονιού, πλατσουρίζοντας στα νερά μπήκε στην αυλή της εκκλησίας καβάλα στο γέρικο άλογο που  κουνούσε  ανήσυχο  τ'  αφτιά  του  μπρος  στη  θέα  των  αναμμένων  λύχνων.  Η  λειτουργία  μόλις  είχε  αρχίσει.  Οι χωριάτες που γνώριζαν τον ανιψιό της Μαρίας Ιβάνοβνα τον οδήγησαν σ' ένα στεγνό μέρος για  να  ξεπεζέψει,  πήραν  τ'  άλογό  του  για  να  το  δέσουν  και  τον  οδήγησαν  στην  εκκλησία  που  ήταν  γεμάτη από ανθρώπους ντυμένους στα γιορτινά τους.  Στη  δεξιά  μεριά  στέκονταν  οι  άνδρες:  οι  γέροι  με  τα  χειροποίητα  καφτάνια,  τα  ξυλοσάνταλα  από  δεντρόφλουδα και τα καθαρά λευκά ποδόπανα, οι νέοι με τα καινούργια τσόχινα καφτάνια τους κι  αυτοί,  δεμένα  με  φανταχτερά  ζωνάρια,  και  τις  μπότες  τους.  Στ'  αριστερά  ήταν  οι  γυναίκες  με  τα  κόκκινα μεταξωτά μαντήλια, τα βελούδινα μεσοφόρια, τα πορφυρά μανίκια τις γαλάζιες, πράσινες,  κόκκινες, πολύχρωμες φούστες, τα μποτάκια τους με πέταλα στα τακούνια. Πίσω τους, σεμνές και  σοβαρές στέκονταν οι γριές με τα λευκά μαντήλια τους, τα γκρίζα καφτάνια, τα πολυφορεμένα τους  φουστάνια και τα παλιά δερμάτινα παπούτσια ή τα καινούργια ξυλοσάνταλά τους.  Ανάμεσα  στις  γυναίκες  και  τους  άνδρες  ήταν  μαζεμένα  τα  παιδιά,  καλοντυμένα,  με  τα  λαδωμένα  τους  μαλλιά  να  γυαλίζουν  στο  φως  των  κεριών.  Οι  άνδρες  έκαναν  μεγάλους  σταυρούς  και  βαθιές  μετάνοιες τινάζοντας τα μαλλιά τους, οι γυναίκες, ιδιαίτερα οι γριές, είχαν στυλώσει τα θαμπά τους  μάτια σε μια εικόνα με κεριά μπροστά της κι έκαναν το σταυρό τους πιέζοντας δυνατά τα ενωμένα  τους  δάχτυλα  στο  μέτωπο  εκεί  που  έπεφτε  το  μαντήλι,  και  προσκυνούσαν  γονατιστές.  Τα  παιδιά  μιμούνταν τους μεγάλους και έκαναν το σταυρό τους με ιδιαίτερο ζήλο σαν καταλάβαιναν πως τα  κοιτούσαν. Το χρυσάφι αστραφτοκοπούσε στο εικονοστάσι σα να 'χε πάρει φωτιά απ' τις μεγάλες  λαμπάδες τοποθετημένες στις χρυσές θήκες που έκαιγαν ολόγυρα. Ο πολυέλαιος ήταν φορτωμένος  κεριά. Απ' την αυτοσχέδια χορωδία ακούγονταν οι χαρμόσυνες ψαλμωδίες με τα βροντερά μπάσα  και τις διαπεραστικές φωνούλες των αγοριών.  Ο  Νεχλιούντοφ  προχώρησε  μπροστά.  Στο  κέντρο  στεκόταν  η  αριστοκρατία:  ο  μεγαλοκτηματίας  με  την  γυναίκα  του  και  τον  γιο  του  που  φορούσε  ναυτικά,  ο  διοικητής  της  Χωροφυλακής,  ο  τηλεγραφητής  που  φορούσε  ψηλές  μπότες,  ο  πρόεδρος  της  κοινότητας  μ'  ένα  παράσημο  στο  στήθος∙  δεξιά  από  τον  άμβωνα,  πίσω  απ'  τη  γυναίκα  του  μεγαλοκτηματία  στεκόταν  η  Ματριόνα  Πάβλοβνα,  με  το  μεταξωτό  βιολετί  της  φόρεμα  και  το  λευκό  σάλι  με  τα  κρόσσια,  και  μαζί  της  η  Κατιούσα με το λευκό φόρεμα, πλισαρισμένο απ' την τάγια και πάνω, με γαλάζια ζώνη και κόκκινο  φιόγκο στα μαύρα της μαλλιά.  Όλα ήταν γιορτινά, χαρούμενα και λαμπερά: οι παπάδες με τ' ανοιχτόχρωμα ασημένια τους άμφια  που  είχαν  πάνω  τους  κεντητούς  χρυσούς  σταυρούς,  ο  διάκος  κι  οι  υποδιάκονοι  με  τα  γιορτινά  στιχάριά τους κεντημένα  με ασημένιες και χρυσές  κλωστές, οι  καλοντυμένοι  εθελοντές  ψάλτες με  τα  λαδωμένα  μαλλιά,  οι  χαρμόσυνοι,  γιορταστικοί  ψαλμοί,  οι  αδιάκοπες  ευλογίες  των  παπάδων,  που  κρατούσαν  τρία  κεριά  ενωμένα  και  στολισμένα  με  λουλούδια  και  προπαντός  οι  χαρμόσυνες  ευχές:  Χριστός  Ανέστη!  Όλα  έλαμπαν,  μα  περισσότερο  απ'  όλους  έλαμπε  η  Κατιούσα  με  το  λευκό  της φόρεμα και τη γαλάζια ζώνη, με τον κόκκινο φιόγκο στα μαύρα της μαλλιά και τα μάτια της ν'  αστραφτοκοπούν σαν να βρισκόταν σ' έκσταση.  Ο Νεχλιούντοφ ένιωσε ότι εκείνη τον κοίταζε, όμως δεν γύρισε πίσω του  να δει.  Το πρόσεξε όταν  Digitized by 10uk1s 

  πέρασε από κοντά της για να πάει να προσκυνήσει στο ιερό. Δεν είχε τίποτα να της πει, μα σκέφτηκε  λίγο κι όταν πέρασε από δίπλα της της ψιθύρισε:  ‐Η  θεία  είπε  πως  θα  δειπνήσουμε  ύστερ'  απ'  την  τελευταία  λειτουργία.  Το  νεαρό  της  πρόσωπο,  όπως  συνέβαινε  κάθε  φορά  που  τον  έβλεπε,  κοκκίνισε,  τα  μαύρα  της  μάτια  έλαμψαν  από  χαρά,  περιέφερε το αθώο της βλέμμα και το κάρφωσε πάνω του.  ‐Το ξέρω, είπε χαμογελαστά.  Εκείνη τη στιγμή ο διάκος, κρατώντας ένα μπακιρένιο μπρίκι, άνοιγε δρόμο μέσ' απ' το πλήθος και  περνώντας δίπλα από την Κατιούσα, χωρίς να την προσέξει, την άγγιξε με την άκρη απ' το στιχάρι  του.  Θέλοντας  από  σεβασμό  να  περάσει  μακριά  από  τον  Νεχλιούντοφ,  δεν  την  είχε  δει.  Για  τον  Νεχλιούντοφ αυτό ήταν ακατανόητο: πώς μπορούσε αυτός, ο διάκος, να μην καταλαβαίνει πως ό,τι  υπήρχε στην εκκλησία, ο κόσμος όλος, υπήρχε μόνο για την Κατιούσα και ότι μπορεί κανείς να τα  περιφρονούσε  όλα  σ'  αυτό  τον  κόσμο  μα  όχι  και  εκείνη,  γιατί  η  Κατιούσα  ήταν  το  κέντρο  του  Σύμπαντος. Γι' αυτήν έλαμπε το χρυσάφι στο τέμπλο και έκαιγαν όλα τα κεριά στον πολυέλαιο και  στα  μανουάλια,  σ'  αυτή  απευθύνονταν  οι  χαρμόσυνοι  τούτοι  ύμνοι:  «Πάσχα  Κυρίου  Χριστιανοί  αγάλλεσθε».  Όλου  του  κόσμου  τα  καλά  ήταν  για  κείνη.  Και  του  φαινόταν  ότι  η  Κατιούσα  καταλάβαινε πως όλα αυτά ήταν για κείνη.  Έτσι  ένιωθε  ο  Νεχλιούντοφ,  όταν  κοίταζε  το  λυγερό  της  κορμί  τυλιγμένο  στο  λευκό  πλισαρισμένο  φόρεμα, και το προσηλωμένο χαρούμενο προσωπάκι της, που από την έκφρασή του έβλεπες πως η  ίδια χαρά που είχε κυριεύσει τη δική του ψυχή, είχε κυριεύσει και τη δική της.  Στο  διάστημα  που  μεσολάβησε  μεταξύ  της  πρώτης  και  της  δεύτερης  λειτουργίας  ο  Νεχλιούντοφ  βγήκε  από  την  εκκλησία.  Οι  χωρικοί  παραμέριζαν  για  να  περάσει  και  υποκλίνονταν.  Κάποιοι  τον  γνώρισαν αμέσως, κάποιοι άλλοι ρωτούσαν: «Ποιος είναι τούτος δω;» Σταμάτησε στο προαύλιο. Οι  ζητιάνοι τον περικύκλωσαν, τους μοίρασε τα ψιλά που είχε στο πουγκί του και κατέβηκε τα σκαλιά  της εκκλησίας.  Είχε φωτίσει για τα καλά, μα ο ήλιος δεν είχε ακόμη ανατείλει. Το πλήθος σκόρπισε ανάμεσα στους  τάφους  που  υπήρχαν  στο  προαύλιο  γύρω.  Η  Κατιούσα  έμεινε  μέσα  στην  εκκλησία  και  ο  Νεχλιούντοφ αποφάσισε να την περιμένει.  Οι πιστοί συνέχισαν να βγαίνουν χτυπώντας με τις πεταλωμένες σόλες τους τις πλάκες, κατέβαιναν  τα σκαλοπάτια και σκόρπιζαν γύρω στο προαύλιο και στο νεκροταφείο.  Ένας  γέρος  με  τρεμουλιαστό  πρόσωπο,  παλιός  ζαχαροπλάστης  της  Μαρίας  Ιβάνοβνα,  σταμάτησε  τον  Νεχλιούντοφ,  του  ευχήθηκε  «Χριστός  Ανέστη»  και  η  γριά  γυναίκα  του  με  καταζαρωμένο  προγούλι και το κεφάλι τυλιγμένο σε μεταξωτή μαντίλα, έβγαλε από το μαντήλι που κρατούσε στα  χέρια της ένα κίτρινο αβγό και του το πρόσφερε. Την ίδια στιγμή τον πλησίασε ένας χαμογελαστός  γεροδεμένος νεαρός μουζίκος που φορούσε καινούριο καφτάνι και πράσινη ζώνη.  ‐Χριστός Ανέστη! του ευχήθηκε καλοσυνάτα και σκύβοντας προς τον Νεχλιούντοφ τον φίλησε τρεις  φορές στο στόμα με τα σφιχτά, νεανικά του χείλη, γαργαλώντας του το πρόσωπο με το σγουρό του  γενάκι κι αποπνέοντας εκείνη την ευχάριστη ευωδιά που έχουν οι άνθρωποι της υπαίθρου.  Την ώρα που ο Νεχλιούντοφ φιλιόταν με τον χωριάτη, ο οποίος του 'δωσε ένα καφέ σκούρο αβγό9,  το μάτι του έπεσε στο μωβ φόρεμα της Ματριόνα Πάβλοβνα και στ' αγαπημένα μαύρα μαλλιά με  τον  κόκκινο  φιόγκο.  Η  Κατιούσα  τον  διέκρινε  αμέσως  μέσα  στο  πλήθος  που  προπορευόταν  κι  ο  Νεχλιούντοφ πρόσεξε πως το πρόσωπό της άστραψε.  Digitized by 10uk1s 

  Βγήκε μαζί με την Ματριόνα Πάβλοβνα στον πρόναο και σταμάτησαν για λίγο δίνοντας ελεημοσύνη  στους  ζητιάνους.  Ένας  απ'  αυτούς  με  μια  μισοεπουλωμένη  κόκκινη  πληγή  στη  θέση  της  μύτης  πλησίασε  την  Κατιούσα.  Εκείνη  έβγαλε  κάτι  από  το  μαντήλι  της  και  του  το  'δωσε,  ύστερα  τον  πλησίασε και χωρίς να νιώσει την παραμικρή αποστροφή (απεναντίας τα μάτια της άστραφταν από  χαρά), τον φίλησε τρεις φορές. Τη στιγμή που φιλούσε τον ζητιάνο το βλέμμα της διασταυρώθηκε  με το βλέμμα του Νεχλιούντοφ κι έμοιαζε να τον ρωτάει: «Είναι, σωστό αυτό που κάνω;».  «Ναι γλυκιά μου! Όλα είναι εντάξει, είναι θαυμάσια, σ' αγαπώ!»  Όταν κατέβηκαν στο προαύλιο, την πλησίασε. Δεν ήθελε να της ευχηθεί το «Χριστός Ανέστη», ήθελε  μόνο να είναι κοντά της.  ‐Χριστός Ανέστη! είπε η Ματριόνα Πάβλοβνα, σκύβοντας το κεφάλι της και χαμογέλασε. Ο τόνος της  φωνής της ήταν σαν να έλεγε ότι σήμερα όλοι είναι ίσοι, σκούπισε το στόμα της, με το δεμένο σε  κόμπους μαντήλι της και πλησίασε να τον φιλήσει.  ‐Αληθώς Ανέστη! απάντησε ο Νεχλιούντοφ και την φίλησε.  Κοίταξε την Κατιούσα. Αυτή κοκκίνισε και την ίδια στιγμή τον πλησίασε.  ‐Χριστός Ανέστη, Ντμίτρι Ιβάνοβιτς!  ‐Αληθώς  Ανέστη,  είπε  αυτός.  Φιλήθηκαν  δύο  φορές  και  μετά  σταμάτησαν  σαν  να  ήθελαν  ν'  αποφασίσουν αν χρειάζεται να φιληθούν και τρίτη, και σαν αποφάσισαν πως χρειάζεται, φιλήθηκαν  και τρίτη φορά χαμογελώντας.  ‐Δε θα πάτε στον παπά; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Όχι, Ντμίτρι Ιβάνοβιτς, θα καθίσουμε εδώ, απάντησε η Κατιούσα ανασαίνοντας βαριά, μ' όλο της  το στήθος, σα να' χε μόλις καταφέρει να πετύχει κάτι που της άρεσε και τον κοίταξε κατάματα με τα  υπάκουα αθώα, γεμάτα αγάπη, λίγο αλλήθωρα μάτια της.  Στον έρωτα ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άνδρα υπάρχει πάντα μια στιγμή που τα αισθήματα  φθάνουν  στ'  αποκορύφωμά  τους,  όταν  δεν  υπακούουν  πλέον  στη  συνείδηση,  στη  λογική,  όταν  απογειώνονται  από  τον  κόσμο  των  συνηθισμένων  παραστάσεων.  Αυτή  η  στιγμή  ήταν  για  τον  Νεχλιούντοφ η λαμπρή νύχτα της Ανάστασης. Και τώρα, καθώς αναθυμόταν την Κατιούσα όλες οι  άλλες  στιγμές  έσβηναν  μπροστά  στην  ανάμνηση  εκείνης  της  νύχτας:  τα  λαμπερά,  ίσια  μαλλιά,  το  λευκό  πλισαρισμένο  φουστανάκι  που  αγκάλιαζε  αθώα  τη  λυγερή  της  μέση  και  το  μικρό  στητό  στήθος, η κοκκινάδα κι εκείνα τα τρυφερά, λίγο αλλήθωρα κι απ' την αϋπνία ακόμη πιο γυαλιστερά  μαύρα  της  μάτια...  Σ'  όλο  της  το  είναι  κυριαρχούσε  η  άσπιλη  παρθενική  της  αγάπη  όχι  μόνο  γι'  αυτόν ‐το ήξερε‐ μια αγάπη για όλα όσα και όσους υπάρχουν στο κόσμο και όχι μόνο για τα ωραία,  αλλά ακόμα και για κείνο τον ζητιάνο που είχε φιλήσει.  Ήξερε ότι μέσα της υπήρχε αυτή η αγάπη, γιατί εκείνη τη νύχτα κι εκείνο το χάραμα την είχε νιώσει  κι αυτός. Τώρα συνειδητοποιούσε πως χάρη σ' αυτήν την αγάπη γινόταν ένα μ' εκείνη.  Αχ, ας μπορούσαν όλα να σταματήσουν στο ρίγος εκείνης της νυχτιάς! «Ναι, όλα αυτά τα φοβερά  συνέβηκαν  μετά  από  εκείνη  τη  νύχτα  της  Ανάστασης!»,  συλλογιζόταν  τώρα  καθισμένος  κοντά  στο  παράθυρο στην αίθουσα των ενόρκων. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI  ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ απ' την εκκλησία, ο Νεχλιούντοφ τσούγκρισε το πασχαλινό αβγό με τις θείες του  και για να πάρει δυνάμεις ήπιε βότκα και κρασί, μια συνήθεια που είχε αποκτήσει στο στρατό∙ μετά  ανέβηκε στο δωμάτιό του όπου τον πήρε αμέσως ο ύπνος, έτσι όπως ήταν ντυμένος. Τον ξύπνησαν  οι χτύποι στην πόρτα. Από το χτύπημα κατάλαβε πως ήταν εκείνη. Σηκώθηκε, έτριψε τα μάτια του  και τεντώθηκε.  ‐Εσύ είσαι Κατιούσα; Πέρασε, είπε, καθώς σηκωνόταν.  Εκείνη μισάνοιξε την πόρτα.  ‐Σας φωνάζουν να φάτε.  Φορούσε το ίδιο άσπρο φόρεμα, μόνο που δεν είχε το φιόγκο στα μαλλιά. Τον κοίταξε στα μάτια κι  έλαμπε ολόκληρη, λες και του έφερε κάποιο ασυνήθιστα χαρμόσυνο νέο.  ‐Έρχομαι αμέσως, απάντησε κι άρπαξε τη χτένα να χτενίσει τα μαλλιά του.  Η  Κατιούσα  κοντοστάθηκε  ένα  παραπανίσιο  λεπτό.  Αυτός  το  πρόσεξε,  πέταξε  τη  χτένα  και  την  πλησίασε. Εκείνη όμως την ίδια στιγμή γύρισε γρήγορα κι έφυγε αλαφροπατώντας στο πολύχρωμο  χαλί του διαδρόμου.  «Τι βλάκας που είμαι ‐ τα έβαλε με τον εαυτό του ο Νεχλιούντοφ‐ γιατί δεν την κράτησα;»  Και τρέχοντας, την πρόφθασε στο διάδρομο.  Ούτε ο ίδιος ήξερε τι ήθελε απ' αυτή. Του φάνηκε, όμως, ότι όταν μπήκε στο δωμάτιό του έπρεπε να  κάνει αυτό που όλοι κάνουν συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις, κι αυτός δεν το έκανε.  ‐Κατιούσα, σταμάτα, της φώναξε.  Εκείνη κοίταξε πίσω της.  ‐Τι θέλετε; ρώτησε και βράδυνε το βήμα της.  ‐Τίποτα, μόνο που...  Και  πιέζοντας  τον  εαυτό  του,  αφού  θυμόταν  πώς  φέρονται  σ'  αυτές  τις  περιπτώσεις  όλοι  όσοι  βρίσκονται στη θέση του, αγκάλιασε την Κατιούσα από τη μέση.  Εκείνη σταμάτησε και τον κοίταξε στα μάτια.  ‐Δεν πρέπει, Ντμίτρι Ιβάνοβιτς, δεν πρέπει, του είπε κοκκινίζοντας με δάκρυα στα μάτια και με το  τραχύ δυνατό της χέρι τράβηξε τα χέρια του από τη μέση της.  Ο  Νεχλιούντοφ  την  άφησε  και  για  μια  στιγμή  δεν  ένιωσε  μόνο  αμηχανία  και  ντροπή,  αλλά  και  σιχαμάρα για λογαριασμό του. Θα έπρεπε να πιστέψει στον εαυτό του, μα δεν κατάλαβε πως αυτή  η  αμηχανία  και  η  ντροπή  ήταν  τα  πιο  αγνά  αισθήματα  της  ψυχής  του  που  κατάφεραν  και  βγήκαν  στην  επιφάνεια,  αντίθετα,  πίστεψε  ότι  όλα  τούτα  ήταν  ανοησίες  και  έπρεπε  να  κάνει  αυτό  που  Digitized by 10uk1s 

  κάνουν όλοι.  Την  ξανάφθασε,  την  αγκάλιασε  γι'  άλλη  μια  φορά  και  την  φίλησε  στο  λαιμό.  Το  φιλί  αυτό  δεν  έμοιαζε  καθόλου  με  τα  δύο  πρώτα:  το  αθώο  κι  ασυναίσθητο  πίσω  απ'  τις  πασχαλιές  και  τα  άλλο  σήμερα το πρωί στην εκκλησία. Αυτό ήταν ένα φιλί παθιασμένο, και το 'νιωσε κι εκείνη.  ‐Τι  'ναι  αυτό  που  κάνετε;  ‐του  φώναξε  και  η  φωνή  της  είχε  μια  τέτοια  αγωνία  σαν  να  'χε  εκείνος  καταστρέψει μια για πάντα κάτι. Έφυγε από κοντά του τρέχοντας στο διάδρομο.  Μπήκε  στην  τραπεζαρία.  Οι  θείες  του  ήταν  ντυμένες  επίσημα,  ο  γιατρός  κι  η  γειτόνισσα  είχαν  κιόλας  αρχίσει  να  τρώνε  τα  ορεκτικά.  Η  σκηνή  ήταν  οικεία,  οικογενειακή,  μα  στην  ψυχή  του  Νεχλιούντοφ  είχε  ξεσπάσει  θύελλα.  Δεν  επικοινωνούσε  με  τους  γύρω,  δεν  άκουγε  αυτά  που  του  έλεγαν,  απαντούσε  λέγοντας  άλλ'  αντ'  άλλων  και  σκεφτόταν  μόνο  την  Κατιούσα,  θυμόταν  την  αίσθηση  αυτού  του  τελευταίου  φιλιού,  όταν  την  πρόφθασε  στο  διάδρομο.  Δεν  μπορούσε  να  σκεφτεί τίποτ' άλλο. Όταν εκείνη έμπαινε στο δωμάτιο, αυτός, χωρίς να την κοιτάζει ένιωθε μ' όλο  του το είναι την παρουσία της κι έπρεπε να πιέζει πολύ τον εαυτό του για να μην γυρίσει προς το  μέρος της.  Μετά το γεύμα αποτραβήχτηκε στο δωμάτιό του. Ξαναμμένος όπως ήταν, άρχισε να πηγαινοέρχεται  πέρα δώθε, προσέχοντας κάθε ήχο που ακουγόταν μέσα στο σπίτι με την ελπίδα ότι θ' ακούσει τα  βήματά της. Το κτήνος που ζούσε μέσα του δεν είχε μόνο σηκώσει κεφάλι, είχε κιόλας ποδοπατήσει  τον πνευματικο άνθρωπο που 'χε φανερωθεί στην ψυχή του στην πρώτη του επίσκεψη και σήμερα  το  πρωί  στην  εκκλησία∙  κι  αυτό  το  φοβερό  κτήνος  εξουσίαζε  τώρα  την  ψυχή  του.  Αν  και  της  είχε  στήσει καρτέρι, εκείνη την ημέρα δεν κατάφερε ούτε μια φορά να την συναντήσει. Μάλλον εκείνη  τον απόφευγε. Τ' απόγευμα, όμως, έτυχε να πάει στο δωμάτιο που ήταν δίπλα από το δικό του. Ο  γιατρός  θα  έμενε  εκεί  τη  νύχτα  και  η  Κατιούσα  έπρεπε  να  στρώσει  το  κρεβάτι  του  επισκέπτη.  Ακούγοντας  τα  βήματά  της  ο  Νεχλιούντοφ  πήγε  στο  διπλανό  δωμάτιο,  προχωρώντας  σιγά  σιγά,  κρατώντας την ανάσα του, λες κι είχε σκοπό να κάνει κάποιο έγκλημα.  Εκείνη τον κοίταξε, έχοντας τα χέρια της χωμένα μέσα σε μια καθαρή μαξιλαροθήκη και, κρατώντας  από  τις  γωνίες  το  μαξιλάρι,  του  χαμογέλασε,  όμως  δεν  ήταν  αυτό  το  χαρούμενο  κι  ανέμελο  χαμόγελό  της,  όπως  παλιά.  Αυτή  τη  φορά  ήταν  ένα  λυπημένο  και  φοβισμένο  χαμόγελο  που  του  έλεγε  ότι  αυτό  που  κάνει  είναι  απαίσιο.  Αυτός  για  μια  στιγμή  σταμάτησε.  Υπήρχε  ακόμα  μια  πιθανότητα  αντίστασης.  Μπορούσε  ακόμα  ν'  ακούσει,  αν  κι  αδύναμα,  τη  φωνή  της  πραγματικής  αγάπης  που  του  μιλούσε  για  κείνη,  για  τα  αισθήματά  της,  για  τη  ζωή  της.  Όμως  την  ίδια  στιγμή  άκουγε μια άλλη φωνή που του έλεγε: πρόσεξε γιατί θα χάσεις την ευχαρίστησή σου, την ευτυχία  σου. Κι η δεύτερη φωνή σκέπασε την πρώτη. Ο Νεχλιούντοφ πλησίασε αποφασιστικά προς το μέρος  της. Ένιωσε να τον κυριεύει αυτό το φοβερό ακατανίκητο κτηνώδες συναίσθημα.  Κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του για να μην του ξεφύγει, ο Νεχλιούντοφ την καθήλωσε στο  κρεβάτι και νιώθοντας πως είχε και κάτι άλλο να κάνει, κάθισε δίπλα της.  ‐Ντμίτρι  Ιβάνοβιτς,  αγαπημένε  μου,  σας  παρακαλώ,  αφήστε  με,  τον  ικέτευσε  με  παραπονιάρικη  φωνή.  ‐Έρχεται η Ματριόνα Πάβλοβνα!, φώναξε και του ξέφυγε. Πράγματι, κάποιος πλησίαζε την πόρτα.  ‐Τότε θα σου 'ρθω τη νύχτα, της ψιθύρισε ο Νεχλιούντοφ. ‐Μένεις μόνη σου, δεν είναι έτσι;  ‐Μα,  τι  λέτε  τώρα;  Σε  καμία  περίπτωση!  Δεν  πρέπει,  έλεγαν  τα  χείλη  της,  μα  η  ταραγμένη,  σαστισμένη της ψυχή έλεγε τελείως άλλα.  Digitized by 10uk1s 

  Στην πόρτα φάνηκε πράγματι η Ματριόνα Πάβλοβνα. Μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας μια κουβέρτα  στο χέρι. Κοίταξε επιτιμητικά τον Νεχλιούντοφ και μάλωσε την Κατιούσα επειδή δεν είχε πάρει την  σωστή κουβέρτα.  Ο Νεχλιούντοφ βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να πει τίποτα.  Δεν ένιωθε ούτε καν ντροπή. Από την  έκφραση στο πρόσωπο της Ματριόνα Πάβλοβνα, κατάλαβε πως αποδοκίμαζε την πράξη του. Κι έτσι  ήταν∙ καταλαβαίνοντας αυτή της την  αποδοκιμασία ήξερε πως  αυτό  που κάνει  είναι απαίσιο... μα  αυτό το ξέφρενο κτηνώδες συναίσθημα που ξεπήδησε απ' τον  παλιό του  έρωτα για την  Κατιούσα  κυριάρχησε πάνω του και τον εξουσίαζε χωρίς ν' αφήσει στην ψυχή του χώρο για οτιδήποτε άλλο.  Τώρα ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να ικανοποιήσει την επιθυμία του κι έψαχνε να βρει τον τρόπο  για να το πετύχει.  Όλο το απόγευμα ήταν άλλος άνθρωπος: πότε πήγαινε στις θείες του, πότε κλεινόταν στο δωμάτιό  του  ή  έβγαινε  στη  βεράντα  με  μια  μόνο  σκέψη  στο  μυαλό  του,  πότε  θα  την  δει.  Μα  κι  αυτή  τον  απόφευγε, ενώ η Ματριόνα Πάβλοβνα προσπαθούσε να μη την χάσει απ' τα μάτια της. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII  ΕΤΣΙ ΠΕΡΑΣΕ τ' απόγευμα κι έφθασε η νύχτα. Ο γιατρός πήγε να κοιμηθεί. Οι θείες του πλάγιασαν κι  αυτές.  Ο  Νεχλιούντοφ  ήξερε  ότι  η  Ματριόνα  Πάβλοβνα  βρίσκεται  τώρα  στη  κρεβατοκάμαρα  των  θείων του και ότι η Κατιούσα κοιμάται μόνη της στο δωμάτιο υπηρεσίας. Βγήκε πάλι στο ξώστεγο. Η  νύχτα ήταν σκοτεινή, υγρή και ζεστή, γύρω είχε πέσει καταχνιά, σημάδι πως τα χιόνια θα έλειωναν  όπου  να  'ναι  κι  η  άνοιξη  θα  ερχόταν  γρήγορα.  Απ'  το  ποτάμι  που  βρισκόταν  κάτω  απ'  το  ύψωμα  κοντά στο σπίτι έφθαναν μέχρι τ' αφτιά του κάτι περίεργοι θόρυβοι ‐ ήταν ο πάγος που έσπαγε.  Ο  Νεχλιούντοφ  κατέβηκε  από  τη  βεράντα  και  δρασκελώντας  τις  λακουβίτσες  με  τα  λασπόνερα,  γλιστρώντας  στο  παγωμένο  χιόνι,  πλησίασε  το  παράθυρο  της  Κατιούσα.  Η  καρδιά  του  χτυπούσε  τόσο δυνατά που την άκουγε ο ίδιος∙ η ανάσα του πότε κοβόταν, πότε έβγαινε από μέσα του σαν  βαθύς αναστεναγμός. Στο δωμάτιο υπηρεσίας έκαιγε μια μικρή λάμπα. Η Κατιούσα καθόταν μόνη  της στο τραπέζι χαμένη στις σκέψεις της κοιτάζοντας κάπου μπροστά της. Ο Νεχλιούντοφ έμεινε για  αρκετή ώρα ακίνητος. Ήθελε να μάθει τι θα κάνει τώρα που ήξερε πως κανείς δεν την βλέπει. Εκείνη  έμεινε ακίνητη ένα δυο λεπτά, μετά σήκωσε τα μάτια της, χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι της σαν  να μάλωνε για κάτι τον εαυτό της, κι άλλαξε θέση. Έβαλε με μια κίνηση και τα δυο της χέρια πάνω  στο τραπέζι, στυλώνοντας το βλέμμα της μπροστά.  Εκείνος στεκόταν, την κοιτούσε κι άκουγε, χωρίς να το θέλει, μαζί με τους χτύπους της καρδιάς του,  τους  περίεργους  θορύβους  που  έφθαναν  από  το  ποτάμι.  Εκεί  κάτω  στο  ποτάμι,  μέσ'  στην  ομίχλη  συντελούνταν  αργά  ένα  αέναο  μυστήριο:  οι  λεπτοί  πάγοι  που  θρασομανούσαν,  έτριζαν,  διαλύονταν, ράγιζαν σαν γυαλί.  Στεκόταν  και  κοιτούσε  το  σκεφτικό  πρόσωπο  της  Κατιούσα  που  τυραννιόταν  από  την  σύγκρουση  που γινόταν μέσα της και τη λυπήθηκε. Μα, τι παράξενο... αυτή η λύπη δυνάμωνε το πάθος του γι'  αυτήν!  Το πάθος τον είχε κυριεύσει.  Χτύπησε το παράθυρο. Η Κατιούσα τινάχτηκε σα να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και στο πρόσωπό  της καθρεφτίστηκε ο φόβος. Πετάχτηκε πάνω, πλησίασε το παράθυρο και κόλλησε το πρόσωπό της,  στο τζάμι. Η έκφραση του τρόμου δεν άφησε το πρόσωπό της ακόμα κι όταν σήκωσε τα χέρια στο  πρόσωπό της για να βλέπει καλύτερα μέσ' απ' το τζάμι, και τον αναγνώρισε. Το πρόσωπό της ήταν  ασυνήθιστα  σοβαρό,  ποτέ  δεν  το  'χε  δει  έτσι  ο  Νεχλιούντοφ.  Του  χαμογέλασε  μόνο  όταν  χαμογέλασε  εκείνος∙  χαμογέλασε  σαν  να  υποτασσόταν  σ'  αυτόν,  όμως  στην  ψυχή  της  δεν  υπήρχε  χαμόγελο, υπήρχε ο τρόμος. Της έκανε νόημα με το χέρι του να βγει στην αυλή. Εκείνη κούνησε το  κεφάλι της δείχνοντας ότι δεν πρόκειται να βγει κι έμεινε εκεί ακίνητη στο παράθυρο. Κόλλησε για  άλλη μια φορά το πρόσωπό του στο παράθυρο κι ήταν έτοιμος να της φωνάξει να βγει έξω, αλλά  την  ίδια  στιγμή  εκείνη  στράφηκε  προς  την  πόρτα  ‐  απ'  ό,τι  φαίνεται  κάποιος  την  φώναζε.  Ο  Νεχλιούντοφ απομακρύνθηκε απ' το παράθυρο. Η καταχνιά ήταν τόσο πυκνή που αν και ξεμάκρυνε  πέντε μόλις βήματα, το σπίτι δε φαινόταν, ξεχώριζε μόνο ένας μαύρος όγκος και το κόκκινο φως της  λάμπας που φαινόταν τεράστιο. Κάτω στο ποτάμι συνεχιζόταν το θρασομάνι, το τρίξιμο, το ράγισμα  κι  οι  χλαπαταγές  των  πάγων.  Μέσα  στην  αντάρα  της  νύχτας  λάλησε,  κάπου  εκεί  κοντά,  ένας  κόκορας κι αμέσως αντίλαλοι ξεχύθηκαν πέρα στο χωριό απ' άλλα κοκόρια που άρχισαν να λαλούν  το ένα μετά το άλλο συντονίζοντας το τραγούδι τους. Όλα γύρω ήταν τελείως ήσυχα εκτός από το  ποτάμι που βοούσε. Σε λίγο τα κοκόρια λαλούσαν το δεύτερο τραγούδι τους.  Αφού πήγε κι ήρθε δυο φορές μέχρι τη γωνία του σπιτιού, μουσκεύοντας αρκετές φορές τα πόδια  του  στις  λιμνούλες,  ο  Νεχλιούντοφ  πλησίασε  για  άλλη  μια  φορά  το  παράθυρο  της  κάμαρας.  Η  λάμπα έκαιγε ακόμα, η Κατιούσα καθόταν πάλι μόνη της στο τραπέζι και φαινόταν αναποφάσιστη.  Digitized by 10uk1s 

  Μόλις  πλησίασε  το  παράθυρο,  τον  κοίταξε.  Χτύπησε  το  τζάμι.  Εκείνη  χωρίς  να  κοιτάξει  ποιος  χτύπησε, βγήκε τρέχοντας από την κάμαρα κι ο Νεχλιούντοφ άκουσε την εξώπορτα ν' ανοίγει και να  τρίζει.  Την  περίμενε  κιόλας  στην  εμπατή  και  την  αγκάλιασε  αμέσως  χωρίς  να  πει  λέξη.  Σφίχτηκε  επάνω  του,  σήκωσε  το  κεφάλι  της  κι  ανταποκρίθηκε  στο  φιλί  του.  Στέκονταν  σ'  ένα  στεγνό  μέρος  στην  άκρη  της  εμπατής.  Ο  Νεχλιούντοφ  είχε  πλημμυρίσει  από  μια  βασανιστική,  ανικανοποίητη  επιθυμία. Η εξώπορτα πάλι έτριξε κι ακούστηκε η θυμωμένη φωνή της Ματριόνα Παβλοβνα:  ‐ Κατιούσα!  Ξέφυγε  απ'  την  αγκαλιά  του  κι  έτρεξε  πίσω  στην  κάμαρα.  Ο  Νεχλιούντοφ  άκουσε  το  σύρτη  στην  πόρτα. Ύστερα απλώθηκε σιωπή, το κόκκινο μάτι της λάμπας στο παράθυρο βασίλεψε, έμεινε μόνο  η καταχνιά και το μουγκρητό του ποταμιού.  Ο Νεχλιούντοφ πλησίασε το παράθυρο, μα δεν είδε κανέναν. Χτύπησε και κανείς δεν του απάντησε.  Γύρισε  στο  σπίτι  από  την  μπροστινή  πόρτα,  μα  δεν  τον  πήρε  ο  ύπνος.  Έβγαλε  τις  μπότες  του  και  ξυπόλητος  βγήκε  στο  διάδρομο  για  να  φθάσει  μέχρι  την  πόρτα  της,  δίπλα  απ'  το  δωμάτιο  της  Ματριόνα Πάβλοβνα. Στην αρχή άκουσε το ήρεμο ροχαλητό της κι ήθελε να μπει στο δωμάτιο της  Κατιούσα,  μα  ξαφνικά  η  Ματριόνα  Πάβλοβνα  άρχισε  να  βήχει  και  στριφογύρισε  κάνοντας  το  κρεβάτι να τρίξει. Πάγωσε κι έμεινε στη θέση του περίπου πέντε λεπτά. Όταν όλα πάλι ησύχασαν κι  ακούστηκε ξανά το ήρεμο ροχαλητό, προχώρησε προς την πόρτα της, προσπαθώντας να πατάει σε  σανίδες που δεν έτριζαν. Γύρω απλωνόταν σιωπή. Εκείνη μάλλον δεν κοιμόταν, γιατί η ανάσα της  ούτε  που  ακουγόταν.  Μόλις  όμως  εκείνος  ψιθύρισε  «Κατιούσα»,  πετάχτηκε,  πλησίασε  την  πόρτα  και θυμωμένη, όπως του φάνηκε, άρχισε να τον παρακαλεί να φύγει.  ‐ Τι 'ναι αυτά τα πράγματα; Είναι ποτέ δυνατόν; Θα μας ακούσουν οι θείτσες σας, ψέλλιζαν τα χείλη  της, μα όλο της το είναι του φώναζε: «Είμαι όλη δική σου».  Κι αυτό μόνο καταλάβαινε ο Νεχλιούντοφ.  ‐ Άνοιξε για ένα μόνο λεπτό. Σε ικετεύω, της έλεγε κι ήταν τα λόγια του χωρίς νόημα.  Η Κατιούσα για μια στιγμή σώπασε. Ύστερα ακούστηκε ο θόρυβος του χεριού που έψαχνε να βρει το  σύρτη, μετά ο σύρτης έτριξε κι εκείνος όρμησε στην ανοιχτή πόρτα.  Την  άρπαξε  έτσι  όπως  ήταν,  με  το  άκομψο,  λιτό  της  νυχτικό  που  της  άφηνε  γυμνά  τα  χέρια,  την  σήκωσε και την έβγαλε απ' το δωμάτιο.  ‐ Αχ! Μα τι κάνετε; ψιθύρισε η Κατιούσα.  Δεν έδωσε σημασία στα λόγια της και την έμπασε στο δωμάτιό του.  ‐Αχ, όχι, αφήστε με, έλεγε κι όλο σφιγγόταν επάνω του...  Όταν  έφυγε  από  κοντά  του,  τρέμοντας,  βουβή,  χωρίς  να  απαντά  σ'  αυτά  που  της  έλεγε,  ο  Νεχλιούντοφ βγήκε στη βεράντα προσπαθώντας να καταλάβει το νόημα όσων έγιναν.  Στην αυλή η μέρα άρχισε να φεγγίζει, κάτω στο ποτάμι το τρίξιμο, η χλαπαταγή και το θρασομάνι  των πάγων δυνάμωνε και σ' αυτό το βουητό ήρθε να προστεθεί το κελάρυσμα του νερού. Η ομίχλη  άρχισε  να  κατακάθεται  και  πίσω  απ'  τον  πυκνό  της  πέπλο  ξεπρόβαλε  δειλά  ένα  λευκό  λειψό  φεγγάρι στον ουρανό που φώτιζε αμυδρά κάτι ζοφερό κι απαίσιο... 

Digitized by 10uk1s 

  «Τι  να  'ναι  άραγε  από  που  μου  συνέβη;  Να  'ναι  μήπως  μεγάλη  ευτυχία  ή  μεγάλη  δυστυχία;»  μονολογούσε ο Νεχλιούντοφ. «Πάντα το ίδιο κάνουν όλοι, τίποτα δεν αλλάζει», βαριαναστέναξε και  πήγε να κοιμηθεί. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII  ΤΗΝ  ΑΛΛΗ  μέρα  έφθασε  στ'  αρχοντικό  ο  φίλος  του  Νεχλιούντοφ,  ο  γοητευτικός  και  εύθυμος  Σενμπόκ, που με την ευγένεια, την κομψότητα, τη γενναιοδωρία του, καθώς και την αγάπη του για  τον Ντμίτρι μάγεψε τις θείες. Η γενναιοδωρία του, αν και γοήτευε πάρα πολύ τις θείες, τις έκανε,  ωστόσο,  να  απορούν.  Στους  φτωχούς  τυφλούς  ζητιάνους  που  πέρασαν  από  το  σπίτι  έδωσε  ένα  ολόκληρο  ρούβλι,  στους  υπηρέτες  μοίρασε  πουρμπουάρ  δεκαπέντε  ρούβλια,  κι  όταν  τον  παρεκάλεσαν να δέσει το πόδι της Σιουζέτκα, μιας σκυλίτσας κανίς της Σόφια Πάβλοβνα, που το 'χε  γρατσουνίσει κι έτρεχε αίμα, χωρίς να το πολυσκεφτεί έσκισε το μπατιστένιο του κεντητό μαντήλι (η  Σόφια  Πάβλοβνα  ήξερε  πως  αυτά  τα  μαντήλια  κοστίζουν  τουλάχιστον  δεκαπέντε  ρούβλια  η  ντουζίνα) κι έφτιαξε επίδεσμο για τη Σιουζέτκα. Οι θείες του Νεχλιούντοφ δεν είχαν γνωρίσει ποτέ  στη  ζωή  τους  τέτοιους  ανθρώπους,  και  κανείς  δεν  τους  είχε  πει  ότι  ο  Σενμπόκ  είχε  ένα  χρέος  διακόσιες χιλιάδες που δεν επρόκειτο ποτέ ‐ το 'ξερε αυτός ο ίδιος ‐ να πληρώσει. Γι' αυτό, λοιπόν,  είκοσι πέντε ρούβλια λιγότερα ή περισσότερα δεν είχαν πλέον καμία αξία.  Ο Σενμπόκ έμεινε μια μέρα και την επόμενη νύχτα έφυγε μαζί με τον Νεχλιούντοφ. Δεν μπορούσαν  και  να  μείνουν  παραπάνω  γιατί  είχαν  εξαντληθεί  όλα  τα  χρονικά  περιθώρια  και  έπρεπε  να  παρουσιαστούν στο σύνταγμά τους.  Εκείνη  την  τελευταία  μέρα  που  πέρασε  στις  θείες  του,  όταν  ήταν  ακόμη  νωπές  οι  αναμνήσεις  της  νύχτας,  στην  ψυχή  του  Νεχλιούντοφ  είχαν  φουντώσει  κι  αντιμάχονταν  δύο  συναισθήματα:  απ'  τη  μια, οι φλογερές, παθιασμένες αναμνήσεις του κτηνώδους έρωτα (που κάθε άλλο παρά του έδωσε  αυτά που υποσχόταν) και η ικανοποίηση πως πέτυχε το σκοπό του και, απ' την άλλη, η επίγνωση ότι  είχε πράξει κάτι το αποτρόπαιο κι έπρεπε να επανορθώσει, μα όχι γι' αυτήν την ίδια την Κατιούσα,  αλλά για το προσωπικό του συμφέρον.  Σ'  αυτή  την  κατάσταση  του  παρανοϊκού  εγωισμού  που  βρισκόταν  ο  Νεχλιούντοφ  σκεφτόταν  μόνο  τον  εαυτό  του,  σκεφτόταν  αν  θα  τον  κατακρίνουν  και  σε  ποιο  βαθμό,  στην  περίπτωση  που  μαθευόταν ο τρόπος που της φέρθηκε, και όχι το τι νιώθει εκείνη και το τι θ' απογίνει.  Σκεφτόταν  πως  ο  Σενμπόκ  μάντευε  τις  σχέσεις  του  με  την  Κατιούσα  κι  αυτό  ικανοποιούσε  τον  εγωισμό του.  ‐ Τώρα εξηγείται γιατί ξαφνικά αγάπησες τις θείες σου, είπε ο Σενμπόκ μόλις γνώρισε την Κατιούσα,  ‐και ζεις ολόκληρη εβδομάδα μαζί τους. Κι εγώ στη θέση σου δε θα 'φευγα. Είναι χάρμα η μικρή!  Σκεφτόταν  ακόμα  πως  αν  και  ήταν  κρίμα  που  έφευγε  τώρα,  χωρίς  να  γευτεί  όλες  τις  γλύκες  του  έρωτα μαζί της, το ότι ήταν υποχρεωμένος ν' αναχωρήσει θα 'ταν για το συμφέρον του, γιατί μ' αυτό  τον τρόπο θα έβρισκε πρόφαση να διακόψει αμέσως τις σχέσεις που διαφορετικά ήταν δύσκολο να  διατηρήσει. Σκεφτόταν ακόμα ότι έπρεπε να της δώσει χρήματα, όχι γι' αυτήν ούτε επειδή αυτά τα  χρήματα  μπορεί  να  της  ήταν  απαραίτητα,  αλλά  γιατί  έτσι  κάνουν  πάντα,  και  κανείς  δεν  θα  τον  θεωρούσε  τίμιο  αν  δεν  την  πλήρωνε,  αφού  την  είχε  κάνει  δική  του.  Έτσι,  της  ετοίμασε  ένα  ποσό,  τόσο όσο έκρινε πως ταίριαζε στο όνομά του και στη θέση της.  Την ημέρα της αναχώρησής του, την περίμενε στην εμπατή μετά το γεύμα. Εκείνη κοκκίνισε μόλις  τον  είδε  και  προσπάθησε  να  τον  αποφύγει,  δείχνοντας  με  το  βλέμμα  της  την  ανοιχτή  πόρτα  της  κάμαρας, μα εκείνος τη συγκράτησε.  ‐Θα  ήθελα  να  σας  αποχαιρετήσω,  είπε  τσαλακώνοντας  στα  χέρια  του  ένα  φάκελο  μ'ένα  εκατόρουβλο μέσα. ‐ Να... εγώ... 

Digitized by 10uk1s 

  Αυτή κατάλαβε, σκυθρώπιασε, κούνησε το κεφάλι της κι έσπρωξε μακριά το χέρι του.  ‐  Όχι,  πάρ'  το  μουρμούρισε  και  της  έχωσε  το  φάκελο  στον  κόρφο  της.  Η  όψη  του  έμοιαζε  σαν  αστραποκαμένη, έκανε ένα μορφασμό, αναστέναξε κι έτρεξε στο δωμάτιό του.  Για πολλήν ώρα μετά από αυτό στριφογύριζε στην κάμαρά του, μόρφαζε, αναπηδούσε, αναστέναζε  δυνατά λες και πονούσε σαν θυμόταν αυτή τη σκηνή.  «Μα τι μπορούσα να κάνω; Το ίδιο συμβαίνει πάντα. Έτσι έγινε και με τον Σενμπόκ και μ' αυτή την  γκουβερνάντα που μας έλεγε, το ίδιο έγινε και με τον θείο Γκρίσα, το ίδιο και με τον πατέρα τότε  που  ζούσε  στο  χωριό  κι  η  χωριάτισσα  που  'χε  σχέσεις  μαζί  της  γέννησε  αυτό  το  μπάσταρδο,  τον  Μίτενκα  που  ζει  ακόμα.  Κι  αν  όλοι  κάνουν  έτσι,  σημαίνει  πως  έτσι  πρέπει».  Μ'  αυτές  τις  σκέψεις  προσπαθούσε  μάταια  να  καθησυχάσει  τον  εαυτό  του.  Η  ανάμνηση  αυτή  του  έκαιγε  τα  φυλλοκάρδια.  Στα μύχια της ψυχής του ήξερε ότι φέρθηκε απαίσια, πρόστυχα, απάνθρωπα, ήξερε, ότι έχοντας στη  συνείδησή  του  το  βάρος  αυτής  της  πράξης,  δεν  είχε  ο  ίδιος  το  δικαίωμα  όχι  μόνο  να  κρίνει  τους  άλλους,  αλλά  και  να  κοιτάξει  τους  ανθρώπους  κατάματα,  πόσο  μάλλον  να  θεωρεί  τον  εαυτό  του  έναν υπέροχο, ευγενικό και μεγαλόψυχο νέο, όπως συνέβαινε στην πραγματικότητα. Κι έπρεπε να  θεωρεί τον εαυτό του τέτοιον άνθρωπο, για να μπορέσει να συνεχίσει να ζει με ζωντάνια και κέφι.  Μα για να συμβεί αυτό, υπήρχε μόνο ένας τρόπος: να μην το σκέφτεται.  Κι αυτό έκανε.  Τον βοήθησε κι η καινούρια ζωή που άρχιζε ‐ νέοι τόποι, νέοι φίλοι, ο πόλεμος... Κι όσο περνούσε ο  καιρός τόσο περισσότερο ξεχνούσε και στο τέλος το ξέχασε τελείως.  Μόνο μια φορά, όταν πέρασε από τις θείες του μετά το τέλος του πολέμου, με την ελπίδα να την  συναντήσει,  κι  έμαθε  ότι  η  Κατιούσα  δε  ζούσε  πια  στο  σπίτι  τους,  ότι  είχε  εγκαταλείψει  το  αρχοντικό λίγο μετά την αναχώρησή του, κάπου γέννησε και, όπως είχαν ακούσει οι θείες του, είχε  χαλάσει τελείως ‐ τότε είχε νιώσει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Το παιδί που είχε γεννήσει μπορούσε  να ήταν δικό του, ταίριαζε ο χρόνος, μα δεν ήταν απόλυτα βέβαιος. Οι θείες του του είπαν πως είχε  πάρει το στραβό δρόμο, ότι ήταν μια διεφθαρμένη, ίδια η μάνα της. Τον βόλευε αυτή η κρίση των  θείων του, γιατί κατά κάποιο τρόπο τον δικαίωνε.  Πάντως,  στην αρχή  ήθελε να ψάξει να βρει την  Κατιούσα  και  το  παιδί  της,  μα,  μετά,  ακριβώς  επειδή  στο  βάθος  της  ψυχής  του  πονούσε  και  ντρεπόταν  μόλις  ξανάφερε  στη  μνήμη  του  τα  όσα  συνέβησαν,  παράτησε  τις  αναζητήσεις,  ξέχασε  ακόμα περισσότερο την αμαρτία του και έπαψε να τη σκέφτεται.  Να, όμως, που αυτή η εκπληκτική σύμπτωση του τα θύμισε πάλι όλα και απαιτούσε απ' αυτόν να  ομολογήσει  ότι  ήταν  άκαρδος,  σκληρός,  ένας  παλιάνθρωπος,  γιατί  μόνο  έτσι  κατάφερε  να  ζήσει  ήσυχα αυτά τα δέκα χρόνια έχοντας το κρίμα μιας τέτοιας αμαρτίας στην ψυχή του. Προς το παρόν,  όμως, ο Νεχλιούντοφ ήταν ανίκανος να παραδεχθεί την ατιμία του. Το μόνο που τον ένοιαζε τώρα  ήταν να μη μαθευτούν τα όσα έγιναν και τον ντροπιάσουν μπροστά σ' όλους εκείνη κι ο δικηγόρος  της. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIX  Σ  ΑΥΤΗ  ΤΗΝ  ψυχική  κατάσταση  βρισκόταν  ο  Νεχλιούντοφ,  όταν  βγήκε  από  την  αίθουσα  του  δικαστηρίου  και  πέρασε  στην  αίθουσα  των  ενόρκων.  Καθόταν  κοντά  στο  παράθυρο  ακούγοντας  τους άλλους να κουβεντιάζουν γύρω του και κάπνιζε απανωτά τσιγάρα.  Ο  εύθυμος  έμπορος  μακάριζε  μ'  όλη  του  την  ψυχή  τον  Σμελκόφ  για  το  τελευταίο  γλέντι  που  είχε  γευτεί στη ζωή του.  ‐ Αδερφέ μου, αυτό ήταν γλέντι, έτσι διασκεδάζουν στη Σιβηρία. Βλάκας πάντως δεν ήταν, είδες τι  κορίτσι διάλεξε.  Ο  επικεφαλής  των  ενόρκων  έκανε  την  υπόθεση  ότι  το  κλειδί  βρισκόταν  στη  νεκροψία.  Ο  Πιοτρ  Γκεράσιμοβιτς  έλεγε  αστεία  με  τον  Εβραίο  υπάλληλο  και  γέλαγαν  δυνατά.  Ο  Νεχλιούντοφ  απαντούσε  μονολεκτικά  στις  ερωτήσεις  που  του  έκαναν  και  επιθυμούσε  μονάχα  ένα  πράγμα  ‐  να  τον αφήσουν ήσυχο.  Όταν ο κλητήρας του δικαστηρίου με το λοξό βήμα κάλεσε πάλι τους ενόρκους να περάσουν στην  αίθουσα ο Νεχλιούντοφ ένιωσε φόβο, λες και δεν ήταν αυτός που πήγαινε να δικάσει αλλά ήταν ο  ίδιος κατηγορούμενος. Στα βάθη της ψυχής του ένιωθε ήδη τον εαυτό του παλιάνθρωπο και πως θα  'πρεπε να νιώθει τύψεις, όταν κοιτούσε τους άλλους στα μάτια, όμως, επειδή έτσι είχε συνηθίσει,  ανέβηκε  με  σίγουρο  βήμα  στην  εξέδρα  και  κάθησε  στη  θέση  του,  δεύτερος  μετά  τον  επικεφαλής,  βάζοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο και παίζοντας με τα πενς‐νε του.  Οι κατηγορούμενοι, που είχαν οδηγηθεί έξω από την αίθουσα όσο είχε διακοπεί η δίκη, κάθονταν  και πάλι στο εδώλιο.  Στην  αίθουσα  είχαν  εμφανιστεί  και  νέα  πρόσωπα,  οι  μάρτυρες.  Ο  Νεχλιούντοφ  παρατήρησε  ότι  η  Μάσλοβα κοιτούσε συνέχεια, σαν να μην μπορούσε να τραβήξει τα μάτια της, μια καλοντυμένη, με  μετάξια και βελούδα χοντρή ντάμα που φορούσε ένα ψηλό καπέλο μ' ένα μεγάλο φιόγκο, ενώ από  το γυμνό μέχρι τον αγκώνα χέρι της, κρεμόταν ένα κομψό τσαντάκι. Η ντάμα καθόταν στην πρώτη  σειρά μπροστά στο κιγκλίδωμα. Αυτή η μάρτυς, όπως έμαθε αργότερα, ήταν η «Μαντάμ» του οίκου  ανοχής που ζούσε η Μάσλοβα.  Άρχισε  η  εξέταση  των  μαρτύρων:  όνομα,  θρήσκευμα  κ.λπ.  Στη  συνέχεια  αφού  συμφωνήθηκε  ο  τρόπος  της  εξέτασης,  αν  θα  ορκίζονταν  οι  μάρτυρες  ή  όχι,  εμφανίστηκε  πάλι  εκείνος  ο  παπάς.  Σέρνοντας  με  κόπο  τα  πόδια  του,  διόρθωσε  την  θέση  του  χρυσού  του  σταυρού  πάνω  από  τα  μεταξωτά  του  ράσα  και,  με  την  ίδια  ηρεμία  και  σιγουριά  για  το  ότι  επιτελούσε  ένα  ωφέλιμο  και  σημαντικό  έργο,  όρκισε  τους  μάρτυρες  και  τον  ιατροδικαστή.  Όταν  τελείωσε  η  ορκωμοσία,  οι  μάρτυρες  οδηγήθηκαν  έξω  από  την  αίθουσα  εκτός  απ'  την  Μαντάμ  Κιτάεβα,  την  ματρόνα.  Την  ρώτησαν  τι  γνώριζε  για  την  υπόθεση.  Εκείνη  χαμογελώντας  υποκριτικά,  κουνώντας  σε  κάθε  της  φράση  το  κεφάλι  της  με  το  τεράστιο  καπέλο,  περιέγραψε  λεπτομερειακά  με  γερμανική  προφορά  όλα όσα ήξερε, χωρίς να κομπιάζει.  Πρώτα την επισκέφτηκε στον «οίκο» ο γνωστός μας υπάλληλος του ξενοδοχείου Σίμων ψάχνοντας  να  βρει  γυναίκα  για  τον  πλούσιο  έμπορο  από  τη  Σιβηρία.  Εκείνη  έστειλε  την  Λιουμπάσα,  την  Μάσλοβα. Σε λίγο η Λιουμπάσα επέστρεψε μαζί με τον έμπορο.  ‐Ο έμπορος ήταν κιόλας «φτιαγμένος», συνέχισε μ' ένα μισόγελο η Κιτάεβα. ‐Άρχισε όμως να πίνει  κι άλλο και να κερνάει τις κοπέλες. Αλλά επειδή είχαν σωθεί τα λεφτά, έστειλε στο δωμάτιό του την  Λιουμπάσα,  που  την  είχε  προτιμήσει  απ'  όλες  τις  άλλες,  είπε  η  ματρόνα  κοιτάζοντας  την  Digitized by 10uk1s 

  κατηγορουμένη.  Στον Νεχλιούντοφ φάνηκε ότι η Μάσλοβα χαμογέλασε, όταν το άκουσε αυτό, και το χαμόγελό της  αυτό  του  φάνηκε  αηδιαστικό.  Μέσα  του  είχε  αρχίσει  να  νιώθει  ένα  συναίσθημα  απέχθειας,  ανάμικτο με συμπόνια.  ‐Ποια ήταν η γνώμη σας για την Μάσλοβα; ρώτησε δειλά κοκκινίζοντας ο συνήγορος της Μάσλοβα,  ένας ασκούμενος δικηγόρος που τον είχε διορίσει το δικαστήριο.  ‐  Πάρα  πολύ  καλή,  απάντησε  η  Κιτάεβα,  ήταν  ένα  κορίτσι|  μορφωμένο  και  πανέμορφο.  Είχε  εξαιρετική  αγωγή  από  μια  σπουδαία  οικογένεια  και  μπορούσε  να  διαβάζει  Γαλλικά.  Καμιά  φορά  έπινε περισσότερο από το κανονικό, μα ποτέ δεν είχε παραφερθεί. Πολύ καλό κορίτσι.  Η  Κατιούσα  κοιτούσε  την  «Μαντάμ»,  μα  ξαφνικά  έστρεψε  το  βλέμμα  της  στους  ενόρκους  και  σταμάτησε στον Νεχλιούντοφ. Το πρόσωπό της πήρε μια σοβαρή, βλοσυρή έκφραση, το ένα απ' τα  αγριωπά μάτια της έφευγε λοξά. Γι' αρκετή ώρα κάρφωσε το αλλόκοτο βλέμμα της επίμονα πάνω  στον Νεχλιούντοφ που, παρά το φόβο που τον είχε καθηλώσει, δεν μπορούσε με τίποτα ν' αποφύγει  εκείνα  τα  αλλοίθωρα  σπινθηροβόλα  μάτια.  Ο  Νεχλιούντοφ  θυμήθηκε  εκείνη  τη  φοβερή  νύχτα  με  τους πάγους που έσπαγαν, το πούσι και προπαντός εκείνο το αναποδογυρισμένο μισοφέγγαρο που  ανέτειλε λίγο πριν το χάραμα για να φωτίσει κάτι το ζοφερό κι αποτρόπαιο...  «Μ'  αναγνώρισε!»  σκέφτηκε  και  χώθηκε  πιο  βαθιά  στην  πολυθρόνα  του  σα  να  περίμενε  κάποιο  χτύπημα.  Μα,  όχι,  δεν  τον  είχε  αναγνωρίσει,  πήρε  τα  μάτια  της  από  πάνω  του,  έβγαλε  έναν  ανάλαφρο αναστεναγμό κι άρχισε πάλι να κοιτάει τον πρόεδρο. Ανάσανε κι ο Νεχλιούντοφ. «Αχ, να  προχωρούσαμε  πιο  γρήγορα»,  σκέφτηκε.  Αυτή  τη  στιγμή  ένιωθε  τα  ίδια  συναισθήματα  όπως  στο  κυνήγι,  όταν  χρειαζόταν  να  αποτελειώσει  ένα  πληγωμένο  πουλί:  και  αποστροφή,  και  λύπη,  και  αγανάκτηση. Το πληγωμένο πουλί σφαδάζει μέσα στο δισάκι του κυνηγού και το συναίσθημα είναι  απαίσιο, το λυπάσαι, θες να το αποτελειώσεις και να ξεχάσεις....  Αυτά τα ανάμικτα συναισθήματα ένιωθε ο Νεχλιούντοφ ακούγοντας τις καταθέσεις των μαρτύρων. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX  ΜΑ,  ΛΕΣ  ΚΑΙ  γινόταν  επίτηδες,  η  υπόθεση  τραβούσε  σε  μάκρος.  Μετά  την  εξέταση  όλων  των  μαρτύρων  και  του  ιατροδικαστή  και  μετά  από  όλες  τις  ανούσιες  πομπώδεις  ερωτήσεις  του  αντιεισαγγελέα  και  των  συνηγόρων,  ο  πρόεδρος  πρότεινε  στους  ενόρκους  να  εξετάσουν  τα  πειστήρια  του  εγκλήματος:  ένα  τεράστιο  δαχτυλίδι  με  διαμάντι  για  πολύ  χοντρό  δείχτη  κι  ένα  φίλτρο που πάνω του είχαν βρεθεί ίχνη από δηλητήριο. Τα αντικείμενα αυτά ήταν σφραγισμένα και  πάνω τους είχαν κολληθεί ετικέτες.  Οι ένορκοι ετοιμάζονταν να εξετάσουν αυτά τα αντικείμενα όταν ο αντιεισαγγελέας σηκώθηκε και  απαίτησε πριν την εξέταση των πειστηρίων να διαβαστεί το πόρισμα του ιατροδικαστή.  Ο  πρόεδρος,  που  επιτάχυνε  την  υπόθεση  όσο  μπορούσε  πιο  γρήγορα  για  να  προλάβει  να  επισκεφτεί  την  Ελβετίδα  του,  αν  και  ήξερε  πολύ  καλά  ότι  η  ανάγνωση  αυτού  του  εγγράφου  δεν  μπορούσε  να  έχει  κανένα  άλλο  αποτέλεσμα  εκτός  από  την  ανία  και  την  καθυστέρηση  του  διαλείμματος για το γεύμα, και ότι ο αντιεισαγγελέας απαιτούσε αυτή την ανάγνωση μόνο και μόνο  επειδή είχε το δικαίωμα να την απαιτήσει, παρ' όλ' αυτά, δεν μπόρεσε να πει όχι και συμφώνησε. Ο  γραμματέας έβγαλε το έγγραφο κι άρχισε να διαβάζει μπερδεύοντας πάλι με τη βαρετή φωνή του  το ρ και το λ;  «Από την εξωτερική εξέταση του πτώματος συνάγεται ότι:  Πρώτον: το ύψος του Φεραπόντ Σμελκόφ ήταν δύο πήχεις10 και δώδεκα βερσόκ11».  ‐Σωστός γίγαντας, ψιθύρισε ανήσυχος στ' αφτί του Νεχλιούντοφ ο έμπορος.  «Δεύτερον: από την εξωτερική του εμφάνιση συνάγεται ότι ήταν σαράντα περίπου ετών.  Τρίτον: το πτώμα βρισκόταν σε τυμπανιαία κατάσταση.  Τέταρτον: το χρώμα της επιδερμίδας ήταν παντού πράσινο με διάσπαρτες μελανές κηλίδες.  Πέμπτον:  το  δέρμα  σ'  όλη  την  επιφάνεια  του  σώματος  ήταν  γεμάτο  φουσκάλες  διαφορετικού  μεγέθους, ενώ σε ορισμένα σημεία κρεμόταν σε λουρίδες.  Έκτον:  τα  μαλλιά,  σκούρου  καστανού  χρώματος,  πυκνά,  με  το  ελάχιστο  τράβηγμα  αποχωρίζονταν  από το δέρμα.  Έβδομον: Οι βολβοί των ματιών είχαν βγει από τις κόγχες και ο κερατοειδής χιτώνας ήταν θαμπός.  Όγδοο:  απ'  τη  μύτη,  τ'  αφτιά  και  τη  στοματική  κοιλότητα  κυλούσε  ιχωροειδές  αφρώδες  υγρό.  Το  στόμα ήταν μισάνοιχτο.  Ένατο: ο λαιμός σχεδόν δεν διακρινόταν εξαιτίας του τυμπανισμού του προσώπου και του στήθους»  κ.λπ., κ.λπ...  Στις τέσσερις σελίδες και στις είκοσι επτά παραγράφους περιγράφονταν μ' αυτό τον τρόπο όλες οι  λεπτομέρειες  της  εξωτερικής  εξέτασης  του  φοβερού,  τεράστιου,  χοντρού  και  φουσκωμένου,  σε  πλήρη αποσύνθεση πτώματος του γλεντζέ εμπόρου. Το συναίσθημα της ακαθόριστης αποστροφής  που ένιωθε ο Νεχλιούντοφ δυνάμωσε ακόμα περισσότερο με την ανάγνωση του πορίσματος. Η ζωή  Digitized by 10uk1s 

  της  Κατιούσας,  και  το  πύον  που  έτρεχε  από  τα  ρουθούνια,  και  τα  μάτια  που  είχαν  βγει  από  τις  κόγχες τους, και ο τρόπος που της φέρθηκε ‐ όλα αυτά του φαίνονταν πράγματα που ανήκουν στην  ίδια κατηγορία, κι αυτός που ήταν περιτριγυρισμένος από αυτά αισθανόταν πως τον είχαν καταπιεί.  Όταν  επιτέλους  τελείωσε  η  ανάγνωση  της  ιατροδικαστικής  έκθεσης,  ο  πρόεδρος  σήκωσε  βαριεστημένα  το  κεφάλι  κι  αναστέναξε  βαθιά.  Όμως  την  ίδια  στιγμή  ο  γραμματέας  άρχισε  να  διαβάζει το ιστολογικό πόρισμα.  Ο  πρόεδρος  χαμήλωσε  πάλι  το  κεφάλι  του  στηρίζοντάς  το  με  τα  χέρια  του  κι  έκλεισε  τα  μάτια.  Ο  έμπορος που καθόταν δίπλα στον Νεχλιούντοφ με το ζόρι κρατιόταν να μην κοιμηθεί κουτουλώντας  πότε πότε, οι κατηγορούμενοι όπως και οι χωροφύλακες κάθονταν ακίνητοι.  «Κατά την ιστολογική εξέταση διαπιστώθηκε ότι:  Πρώτον:  το  δέρμα  του  κρανίου  αποχωριζόταν  εύκολα  από  τα  οστά,  αιματώματα  δεν  παρατηρήθηκαν πουθενά.  Δεύτερον: τα οστά του κρανίου ήταν μεσαίου πάχους και άθικτα.  Τρίτον: στον εξωτερικό φλοιό του εγκεφάλου υπήρχαν μικρά σημάδια μεγέθους τεσσάρων περίπου  ιντσών, το χρώμα του φλοιού ήταν θαμπό» κ.λπ., κ.λπ... άλλες τριάντα παράγραφοι.  Ακολουθούσαν  τα  ονόματα  των  μαρτύρων,  η  υπογραφή  και  το  πόρισμα  του  ιατροδικαστή  από  το  οποίο  φαινόταν  ότι  οι  παραμορφώσεις  που  βρέθηκαν  κατά  την  νεκροψία  του  στομάχου  και  κατά  ένα μέρος  στα έντερα  και στα  νεφρά  οδηγούσαν  στο συμπέρασμα με μεγάλο βαθμό πιθανότητας  ότι ο θάνατος του Σμελκόφ είχε προέλθει από δηλητήριο που το θύμα είχε πάρει μαζί με το ποτό.  Ήταν  δύσκολο  να  διαπιστωθεί  από  τις  αλλοιώσεις  του  στομάχου  και  των  εντέρων  το  είδος  του  δηλητηρίου, όμως, ήταν βέβαιο ότι το θύμα το είχε πάρει μαζί με το αλκοόλ επειδή στο στομάχι του  βρέθηκε μεγάλη ποσότητα.  ‐Μωρέ,  γερό  ποτήρι  ήταν  ο  μακαρίτης,  σχολίασε  πάλι  ψιθυριστά  ο  έμπορος  που  'χε  στο  μεταξύ  ξυπνήσει.  Η ανάγνωση της έκθεσης κράτησε περίπου μια ώρα, μα, φαίνεται πως κι αυτό δεν ικανοποίησε τον  αντιεισαγγελέα. Όταν ολοκληρώθηκε η ανάγνωση, ο πρόεδρος γύρισε προς το μέρος του λέγοντας:  ‐Θεωρώ ότι είναι περιττό να διαβαστούν και τα άλλα πορίσματα της ιστολογικής εξέτασης.  ‐Θα  σας  παρακαλούσα  να  διαβαστούν  και  αυτά,  απάντησε  με  αυστηρό  ύφος  ο  αντιεισαγγελέας  χωρίς να κοιτάζει τον πρόεδρο, καθώς ανασηκώθηκε μόνο από το ένα πλευρό, και από τον τόνο της  φωνής  του  έδινε  σε  όλους  να  καταλάβουν  ότι  αυτή  η  απαίτηση  είναι  δικαίωμά  του,  και  δεν  επρόκειτο να ανεχθεί να του το καταστρατηγήσουν, ειδάλλως θα υπέβαλλε ένσταση.  Ο  δικαστής  με  την  πυκνή  γενειάδα  και  τα  καλοσυνάτα  εξογκωμένα  μάτια  που  υπόφερε  απ'  το  στομάχι του, νιώθοντας τελείως αδύναμος, απευθύνθηκε στον πρόεδρο:  ‐Είναι ανάγκη να τα διαβάσουμε; Τραβάμε σε μάκρος την υπόθεση. Αυτές οι «καινούριες σκούπες»  δεν καθαρίζουν καλύτερα, μονάχα χρόνο μας κλέβουν.12  Ο  δικαστής  με  τα  χρυσά  γυαλιά  δεν  είπε  τίποτα  παρά  κοίταξε  μπροστά  του  θλιμμένος  και  πεισμωμένος, χωρίς να περιμένει τίποτα το καλό ούτε απ' τη γυναίκα του ούτε απ' την ίδια τη ζωή. 

Digitized by 10uk1s 

  Άρχισε η ανάγνωση των πορισμάτων.  ‐Στις  15  Φεβρουαρίου  του  188...  ο  υπογεγραμμένος  με  εντολή  του  ιατρικού  τμήματος  Νο  638  ‐  άρχισε πάλι αποφασιστικά ο γραμματέας δυναμώνοντας την ένταση της φωνής του λες κι ήθελε να  τους  κρατήσει  όλους  ξύπνιους  στην  αίθουσα  ‐  διεξήγαγα  παρουσία  του  βοηθού  του  επιθεωρητή  ιατρού ανάλυση των σπλάχνων:  Πρώτον: του αριστερού πνεύμονα και της καρδιάς (τοποθετήθηκε σε γυάλα 2,5 λίτρων).  Δεύτερον: του περιεχομένου του στομάχου (τοποθετήθηκε σε γυάλα 2,5 λίτρων).  Τρίτον: του ίδιου του στομάχου (τοποθετήθηκε σε γυάλα 2,5 λίτρων).  Τέταρτον: του ήπατος, τής σπλήνας και των νεφρών (τοποθετήθηκαν σε γυάλα 1,5 λίτρου).  Πέμπτον: των εντέρων (τοποθετήθηκαν σε γυάλα 2,5 λίτρων).  Ο  πρόεδρος,  όταν  άρχισε  η  ανάγνωση  έσκυψε  προς  τη  μεριά  του  ενός  δικαστή  και  του  ψιθύρισε  κάτι, μετά από τη μεριά του άλλου και αφού πήρε καταφατική απάντηση, διέκοψε την ανάγνωση σ'  αυτό το σημείο:  ‐Το δικαστήριο θεωρεί περιττή την ανάγνωση του πορίσματος, είπε.  Ο  γραμματέας  σταμάτησε  κι  άρχισε  να  μαζεύει  τα  χαρτιά  του,  ο  αντιεισαγγελέας  άρχισε  να  σημειώνει κάτι μπροστά του φανερά εκνευρισμένος.  ‐Οι κύριοι ένορκοι μπορούν να εξετάσουν τα πειστήρια, είπε ο πρόεδρος του δικαστηρίου.  Ο επικεφαλής και μερικοί από τους ενόρκους σηκώθηκαν και πλησίασαν αμήχανα το τραπέζι πάνω  στο οποίο ήταν τοποθετημένα τα πειστήρια κι άρχισαν με τη σειρά τους να εξετάζουν το δαχτυλίδι,  το μπουκαλάκι και το φίλτρο. Ο έμπορος δοκίμασε μάλιστα στο δάχτυλό του το δαχτυλίδι.  ‐Μωρέ  μπράβο  δάχτυλο  που  είχε!  είπε  όταν  επέστρεψε  στη  θέση  του.  ‐Ολόκληρο  αγγούρι,  πρόσθεσε,  διασκεδάζοντας  φαίνεται  από  την  εικόνα  του  γίγαντα  που  είχε  σχηματίσει  για  τον  δηλητηριασμένο έμπορο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXI  ΟΤΑΝ  ΤΕΛΕΙΩΣΕ  η  εξέταση  των  πειστηρίων,  ο  πρόεδρος  ανακοίνωσε  την  περάτωση  της  ακροαματικής διαδικασίας και χωρίς διάλειμμα, επιθυμώντας να ξεμπερδεύει όσο το δυνατόν πιο  γρήγορα,  έδωσε  το  λόγο  στον  κατήγορο,  ελπίζοντας  ότι  κι  αυτός  είναι  άνθρωπος  και  θέλει  και  να  καπνίσει, και να φάει, και ότι θα τους λυπόταν τελικά. Όμως, ο αντιεισαγγελέας δεν λυπόταν ούτε  τον εαυτό του, ούτε τους άλλους. Ήταν απ' τη φύση του μωροφιλόδοξος, εκτός όμως απ' αυτό είχε  την  ατυχία  να  τελειώσει  το  γυμνάσιο  με  «Άριστα»  και  στο  πανεπιστήμιο  να  διακριθεί  για  μια  εργασία  του  σχετικά  με  τις  μορφές  δουλείας  στο  Ρωμαϊκό  Δίκαιο.  Γι'  αυτό  ήταν  γεμάτος  αυτοπεποίθηση, είχε μεγάλο τουπέ και αυταρέσκεια (σ' αυτό τον βοηθούσε και η επιτυχία του στις  γυναίκες), και για όλα αυτά ήταν ένας βλάκας και μισός. Όταν του δόθηκε ο λόγος, σηκώθηκε αργά  αργά, αποκαλύπτοντας το γεμάτο χάρη σώμα του μέσα στην τήβεννο, ακούμπησε και τα δύο χέρια  στο έδρανο, έγειρε ελαφρά το κεφάλι του, έριξε μια εξεταστική ματιά στην αίθουσα αποφεύγοντας  τους  κατηγορουμένους  και  άρχισε  την  αγόρευσή  του,  που  είχε  ετοιμάσει  στη  διάρκεια  της  ανάγνωσης των πορισμάτων.  ‐  Η  υπόθεση  που  εκδικάζεται,  κύριοι  ένορκοι,  είναι  ένα  χαρακτηριστικό,  αν  μπορεί  να  ονομαστεί  έτσι, έγκλημα.  Η αγόρευση του αντιεισαγγελέα έπρεπε να έχει, κατά τη γνώμη του, κοινωνικό χαρακτήρα, όπως οι  περίφημες  αγορεύσεις  που  έκαναν  ονομαστοί  δικηγόροι.  Βέβαια,  το  ακροατήριο  το  αποτελούσαν  όλα κι όλα τέσσερα άτομα ‐ τρεις γυναίκες: μια ράφτρα, μια μαγείρισσα κι η αδελφή του Σίμωνα, κι  ένας αμαξάς ‐ μα αυτό δε σήμαινε απολύτως τίποτα. Ακόμα κι εκείνοι οι διάσημοι δικηγόροι είχαν  κι αυτοί κάποτε αρχίσει την καριέρα τους έτσι. Ο κανόνας που τηρούσε ήταν να βρίσκεται πάνω από  τις περιστάσεις, δηλαδή να διεισδύει στο βάθος των ψυχολογικών κινήτρων του εγκλήματος και να  αποκαλύπτει τις πληγές της κοινωνίας.  ‐Έχετε μπροστά σας, κύριοι ένορκοι, ένα χαρακτηριστικό, αν μπορώ να το ονομάσω έτσι, έγκλημα  του  τέλους  του  αιώνα  μας,  το  οποίο  φέρει  μέσα  του,  μπορούμε  να  πούμε,  όλα  τα  ιδιαίτερα  χαρακτηριστικά  αυτού  του  θλιβερού  φαινομένου  αποσύνθεσης,  στην  οποία  υπόκεινται  σήμερα  εκείνα τα στοιχεία της κοινωνίας μας, που βρίσκονται, μπορούμε να πούμε,  στην καυτή ζώνη αυτού του φαινομένου...  Ο αντιεισαγγελέας μιλούσε πολύ, προσπαθώντας, από τη μια πλευρά, να θυμηθεί όλες τις έξυπνες  φράσεις  που  είχε  σκεφτεί,  και  από  την  άλλη,  να  μην  σταματήσει  ούτε  για  μια  στιγμή,  αλλά  να  αγορεύει με τέτοιο τρόπο, που τα λόγια του να ξεχύνονται σα χείμαρρος, χωρίς σταματημό και να  διαρκέσουν μια ώρα και ένα τέταρτο. Μόνο μια φορά σταμάτησε αρκετή ώρα όταν χρειάστηκε να  ξεροκαταπιεί το σάλιο του, μα συγκεντρώθηκε την ίδια στιγμή και κέρδισε το χαμένο χρόνο με άλλη  μια  γερή  δόση  λογοδιάρροιας.  Μιλούσε  πότε  με  νηφάλια,  υποβλητική  φωνή,  πατώντας  πότε  στο  ένα πόδι και πότε στο άλλο κοιτάζοντας τους ενόρκους, πότε με αυστηρά επαγγελματικό τόνο και  χαμηλή  φωνή  λοξοκοιτάζοντας  το  σημειωματάριό  του,  πότε  με  δυνατή  φωνή  που  μαστίγωνε,  απευθυνόμενος  μια  στο  ακροατήριο  και  μια  στους  δικαστές.  Μόνο  τους  κατηγορουμένους,  που  είχαν κολλήσει τα μάτια τους επάνω του, δεν κοίταξε ούτε μια φορά. Στην αγόρευση του υπήρχαν  όλα εκείνα τα τελευταία στοιχεία που ήταν της μόδας στον κύκλο του και θεωρούνταν και τότε και  σήμερα η τελευταία λέξη της επιστημονικής σοφίας. Υπήρχε η έννοια της κληρονομικότητας, και της  έμφυτης ροπής προς το έγκλημα, και ο Λαμπρόζο, και ο Ταρντ, και η εξέλιξη, και ο αγώνας για την  επιβίωση, και η ύπνωση, και η υποβολή, και ο Σαρκό, και οι παρακμιακοί.  Ο  έμπορος  Σμελκόφ,  σύμφωνα  με  τη  διατύπωσή  του,  ήταν  ο  τύπος  του  ρωμαλέου  πρωτόγονου  Ρώσου  με  τον  ανοιχτό  χαρακτήρα  που  εξαιτίας  της  ευπιστίας  και  της  μεγαλοψυχίας  του  έπεφτε  Digitized by 10uk1s 

  συνεχώς θύμα τελείως διεφθαρμένων ατόμων που τον εξουσίαζαν.  Ο  Σίμων  Καρτίνκιν  ήταν  αταβιστικό  παράγωγο  της  δουλοπαροικίας,  ένας  άνθρωπος  αποβλακωμένος,  χωρίς  μόρφωση  χωρίς  αρχές,  ακόμα  και  χωρίς  θρησκεία.  Η  Γιεφήμια  ήταν  ερωμένη  του  και  το  θύμα  της  κληρονομικότητας.  Έφερε  όλα  τα  χαρακτηριστικά  της  εκφυλισμένης  προσωπικότητας. Η κινητήρια όμως δύναμη ήταν η Μάσλοβα που εκπροσωπούσε τις πιο ποταπές  μορφές του φαινομένου της παρακμής.  ‐Αυτή  η  γυναίκα,  έλεγε  ο  αντιεισαγγελέας,  χωρίς  να  την  κοιτάζει  ‐μορφώθηκε,  όπως  ακούσαμε  σήμερα  απ'  την  αφεντικίνα  της.  Δε  γνωρίζει  μόνο  γραφή  και  ανάγνωση,  ξέρει  και  Γαλλικά,  είναι  ορφανή, πιθανώς φέρει μέσα της τους βλαστούς της εγκληματικότητας, διαπαιδαγωγήθηκε σε μια  καλλιεργημένη  αριστοκρατική  οικογένεια  και  θα  μπορούσε  να  ζήσει  τίμια.  Παρατάει  όμως  τους  ευεργέτες της, αφήνεται στα πάθη της και, για να τα ικανοποιήσει, πηγαίνει σε οίκο ανοχής, όπου  ξεχωρίζει από τις όμοιές της με τη μόρφωσή της και, το κυριότερο, όπως ακούσατε σήμερα κύριοι  ένορκοι  από  την  αφεντικίνα  της,  με  την  ικανότητά  της  να  επηρεάζει  τους  επισκέπτες,  με  αυτή  τη  μυστηριώδη ικανότητα που είναι γνωστή ως υποβολή και που έχει μελετηθεί τα τελευταία χρόνια  από  την  επιστήμη  και  ιδιαίτερα  από  τη  Σχολή  του  Σαρκό,  μ'  αυτή  λοιπόν,  λέω,  την  ικανότητά  της  σαγηνεύει  το  ρώσο  λεβέντη,  τον  καλόψυχο,  εύπιστο  Σαντκό13,  τον  πλούσιο  πελάτη,  και  εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη του πρώτα για να τον κλέψει και μετά να τον δολοφονήσει χωρίς  οίκτο!    ‐Σα να το παράκανε μου φαίνεται, είπε χαμογελώντας ο πρόεδρος σκύβοντας προς τον δικαστή με  το αυστηρό πρόσωπο.  ‐Είναι ένας άνθρωπος ηλίθιος, απάντησε ο δικαστής.  ‐Κύριοι ένορκοι‐συνέχισε στο μεταξύ ο αντιεισαγγελέας, κουνώντας με χάρη τη λεπτή του μέση ‐στα  χέρια  σας  βρίσκεται  η  τύχη  αυτών  των  ατόμων,  όμως  στα  χέρια  σας  βρίσκονται  και  οι  τύχες  της  κοινωνίας,  τις  οποίες  μπορείτε  να  επηρεάσετε  με  την  ετυμηγορία  σας.  Κατανοείστε  τη  σημασία  αυτού  του  εγκλήματος,  τον  κίνδυνο  που  αποτελούν  για  την  κοινωνία  τέτοια  αρρωστημένα,  μπορούμε  να  πούμε,  άτομα,  όπως  η  Μάσλοβα,  και  προφυλάξετέ  την  από  τα  μιάσματα,  προφυλάξετε  τα  αθώα  υγιή  στοιχεία  αυτής  της  κοινωνίας  από  τη  μόλυνση  και  συχνά  απ'  τον  αφανισμό.  Κι  ο  αντιεισαγγελέας,  που  μάλλον  ένιωσε  κι  ο  ίδιος  το  βάρος  της  επικείμενης  ετυμηγορίας,  προφανώς  γοητευμένος  αφάνταστα  απ'  την  αγόρευσή  του,  σωριάστηκε  στο  έδρανο.  Η  ουσία  της  αγόρευσής  του,  αν  εξαιρεθούν  τα  μαργαριτάρια  της  λογοδιάρροιάς  του,  ήταν  ότι  η  Μάσλοβα  υπνώτισε τον έμπορο, κέρδισε την εμπιστοσύνη του κι όταν πήγε στο δωμάτιό του με το κλειδί για  να πάρει τα χρήματα, αποφάσισε να τα πάρει όλα για τον εαυτό της, μα την πήρε είδηση ο Σίμων  και η Γιεφήμια κι αναγκάστηκε να τα μοιραστεί μαζί τους. Μετά απ' αυτό, για να κρύψει τα ίχνη του  εγκλήματός της, ήρθε για άλλη μια φορά στο ξενοδοχείο μαζί με τον έμπορο και τον δηλητηρίασε.  Μετά την αγόρευση του αντιεισαγγελέα, σηκώθηκε απ' τα έδρανα των δικηγόρων ένας μεσόκοπος  άνδρας  που  φορούσε  φράκο  και  καλοκολλαρισμένο  πλαστρόν,  κι  άρχισε  με  σθένος  να  υπερασπίζεται τον Καρτίνκιν και την Μποτσκόβα. Ήταν ο δικηγόρος τους που τον είχαν προσλάβει  για τριακόσια ρούβλια. Στην αγόρευσή του, υποστήριξε πως και οι δύο οι πελάτες του ήταν αθώοι  και φόρτωσε όλο το φταίξιμο στη Μάσλοβα.  Διέψευσε την κατάθεση της Μάσλοβα ότι όταν αυτή πήρε τα χρήματα ήταν παρόντες η Μποτσκόβα  Digitized by 10uk1s 

  και ο Καρτίνκιν, επέμενε πως η κατάθεσή της ήταν άχρηστη κι αναξιόπιστη, γιατί επρόκειτο για μια  αδίστακτη  δηλητηριάστρια.  Όσο  για  τα  δυόμισι  χιλιάδες  ρούβλια,  συνέχισε,  μπορούσε  να  είχαν  κερδηθεί  απ'  τη  δουλειά  αυτών  των  δύο  εργατικών  και  τίμιων  ανθρώπων  που  τύχαινε  μερικές  φορές να βγάζουν απ' τους πελάτες τους τρία μέχρι και πέντε  ρούβλια ο καθένας. Τα δε χρήματα  του εμπόρου τα έκλεψε η Μάσλοβα και τα έδωσε σε κάποιον, μπορεί και να τα έχασε, επειδή δεν  βρισκόταν σε φυσιολογική κατάσταση. Ο δηλητηριασμός είναι πράξη της Μάσλοβα και μόνο αυτής.  Γι'  αυτό  και  παρακάλεσε  τους  ενόρκους  να  αθωώσουν  τον  Καρτίνκιν  και  την  Μποτσκόβα,  για  την  κατηγορία της ληστείας, αν όμως τους βρουν ενόχους για τη ληστεία, τότε ας μην τους θεωρήσουν  συνεργούς στο φόνο εκ προμελέτης.  Τελειώνοντας,  ο  συνήγορος,  για  να  πειράξει  τον  αντιεισαγγελέα  υπογράμμισε  ότι,  ο  θαυμάσιος  συλλογισμός του κυρίου αντιεισαγγελέα περί κληρονομικότητας, αν και εξηγούσε τα επιστημονικά  προβλήματα  της  κληρονομικότητας,  ήταν  άτοπος  στην  προκειμένη  περίπτωση,  διότι  οι  γονείς  της  Μποτσκόβα ήταν άγνωστοι.  Ο αντιεισαγγελέας τρίζοντας τα δόντια του από οργή, σημείωσε κάτι στα χαρτιά του και, με έκπληξη  γεμάτη περιφρόνηση, σήκωσε τους ώμους του.  Μετά  σηκώθηκε  ο  συνήγορος  της  Μάσλοβα  κι  άρχισε  την  αγόρευσή  του  δειλά  δειλά  και  κομπιάζοντας.  Χωρίς  να  αρνηθεί  τη  συμμετοχή  της  Μάσλοβα  στην  κλοπή  των  χρημάτων,  επέμενε  μόνο στο ότι δεν είχε την πρόθεση να δηλητηριάσει τον Σμελκόφ, αλλά του έδωσε τη σκόνη απλώς  για να κοιμηθεί. Ήθελε κι αυτός να δείξει τις δικανικές του ικανότητες με γενικεύσεις για το πώς η  Μάσλοβα παρασύρθηκε στη διαφθορά από έναν άνδρα που έμεινε ατιμώρητος, όταν αυτή έπρεπε  να  φέρει  μόνη  της  όλο  το  βάρος  του  ξεπεσμού  της,  μα  αυτή  η  παρέκκλισή  του  στον  τομέα  της  ψυχολογίας δεν είχε επιτυχία και δεν προκάλεσε τύψεις σε κανέναν. Όταν άρχισε κάτι να ψελλίζει  για  τη  βαναυσότητα  των  ανδρών  και  τις  ανυπεράσπιστες  και  αδύναμες  γυναίκες,  ο  πρόεδρος  του  δικαστηρίου, για να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση, του υπόδειξε να περιοριστεί στην ουσία της  υπόθεσης.  Μετά από τον συνήγορο, σηκώθηκε για άλλη μια φορά ο αντιεισαγγελέας και υπερασπίστηκε την  άποψή του περί κληρονομικότητας ανταπαντώντας στον πρώτο συνήγορο λέγοντας ότι, ναι μεν οι  γονείς  της  Μποτσκόβα  ήταν  άγνωστοι,  όμως  η  ορθότητα  της  θεωρίας  της  κληρονομικότητας  δεν  μπορούσε να εξατομικευτεί, γιατί ο νόμος της κληρονομικότητας είχε σε τέτοιο βαθμό αποδειχθεί  από  την  επιστήμη  που  όχι  μόνο  μπορούμε  να  ανιχνεύσουμε  την  εγκληματικότητα  διά  της  κληρονομικότητας,  αλλά  και  την  κληρονομικότητα  διά  της  εγκληματικότητας!  Σχετικά  δε  με  αυτό  που  υποστήριξε  η  υπεράσπιση  της  Μάσλοβα  πως  τάχα  παρασύρθηκε  από  έναν  φανταστικό  (τονίζοντας  με  ιδιαίτερη  ειρωνεία  αυτή  τη  λέξη)  διαφθορέα,  ισχυρίστηκε  ότι  όλα  τα  στοιχεία  μαρτυρούσαν πως μάλλον αυτή αποπλάνησε πάρα πολλά θύματα που πέρασαν από τα χέρια της.  Και αφού τα είπε όλα αυτά ξανακάθισε στη θέση του με ύφος θριαμβευτικό.  Ακολούθησαν οι απολογίες των κατηγορουμένων.  Η Γιεφήμια Μποτσκόβα επανέλαβε πως δεν ήξερε τίποτα και δεν συμμετέσχε πουθενά, έριχνε δε με  ιδιαίτερη επιμονή το φταίξιμο για όλα στην Μάσλοβα. Ο Σίμων επανέλαβε μόνο μερικές φορές:  ‐Εσείς αποφασίζετε, μόνο εγώ που είμαι αθώος, άδικα είν' όλα αυτά.  Η  Μάσλοβα  δεν  είπε  τίποτα.  Όταν  ο  πρόεδρος  την  κάλεσε  να  πει  κάτι  για  να  υπερασπιστεί  τον  εαυτό  της,  εκείνη  έστρεψε  απλώς  προς  το  μέρος  του  το  βλέμμα  της,  κοίταξε  γύρω  της  σαν  τρομαγμένο αγρίμι και κατέβασε αμέσως τα μάτια ξεσπώντας σε δυνατούς λυγμούς. 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Μα  τι  πάθατε  εσείς;  ρώτησε  ο  έμπορος  τον  Νεχλιούντοφ,  που  καθόταν  δίπλα  του,  όταν  άκουσε  έναν παράξενο ήχο να βγαίνει από το κλειστό του στόμα. Ήταν ένα αναφυλλητό που 'χε πνίξει.  Ο Νεχλιούντοφ ακόμα δεν καταλάβαινε όλο το νόημα της τωρινής του θέσης, γι' αυτό και θεώρησε  πως  το  αναφιλητό  που  μόλις  κατάφερε  να  πνίξει  και  τα  δάκρυα  στα  μάτια  του  οφείλονταν  στ'  αδύνατα  νεύρα  του.  Φόρεσε  τα  πενς‐νε  για  να  κρύψει  τα  δάκρυά  του,  έβγαλε  το  μαντήλι  του  κι  άρχισε να φυσάει τη μύτη του.  Ο φόβος μήπως ντροπιαστεί, αν όλοι εδώ στην αίθουσα του δικαστηρίου μάθαιναν την πράξη του,  έπνιγε  την  μεγάλη  αναστάτωση  της  ψυχής  του.  Ο  φόβος  αυτός  εκείνες  τις  πρώτες  στιγμές  ήταν  παντοδύναμος. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXII  ΜΕΤΑ  ΤΗΝ  απολογία  των  κατηγορουμένων  και  τη  διαδικασία  καθορισμού  των  ερωτημάτων,  που  κράτησε  αρκετή  ώρα  ακόμα,  ορίστηκαν  τελικά  τα  ερωτήματα  και  ο  πρόεδρος  άρχισε  την  ανακεφαλαίωση.  Πριν παρουσιάσει την υπόθεση, εξηγούσε για πολλήν ώρα στους ενόρκους μ' ένα ήπιο, οικείο τόνο,  πως η ληστεία είναι ληστεία και η κλοπή είναι κλοπή, και η αρπαγή ενός αντικειμένου με διάρρηξη  είναι αρπαγή με διάρρηξη, κι η αρπαγή χωρίς διάρρηξη είναι αρπαγή χωρίς διάρρηξη. Εξηγώντας όλ'  αυτά,  κοίταζε  πολλές  φορές  τον  Νεχλιούντοφ,  λες  και  ήθελε  να  του  δώσει  να  καταλάβει  αυτή  τη  σημαντική  προϋπόθεση,  ελπίζοντας  πως  αν  την  καταλάβει  αυτός  τότε  θα  την  εξηγήσει  και  στους  συναδέλφους του. Κι όταν τελικά έκρινε ότι οι ένορκοι είχαν αρκετά εμβαθύνει σ' αυτές τις έννοιες,  άρχισε  να  τους  αναπτύσσει  μιαν  άλλη  ότι  φόνος  ονομάζεται  εκείνη  η  πράξη  από  την  οποία  επέρχεται ο θάνατος για το θύμα, επομένως ο δηλητηριασμός είναι κι αυτός φόνος. Όταν δε κι αυτή  η έννοια, κατά την άποψή του, έγινε κατανοητή από τους ενόρκους, τους εξήγησε ότι αν η κλοπή και  ο φόνος έγιναν ταυτόχρονα τότε το έγκλημα χαρακτηρίζεται ως κλοπή μετά φόνου.  Παρά το γεγονός ότι κι ο ίδιος ήθελε να τελειώνει στα γρήγορα κι η Ελβετίδα του ήδη τον περίμενε  στο  ραντεβού  τους,  είχε  τόσο  πολύ  συνηθίσει  να  είναι  δικαστής  που  αφού  άρχισε  να  μιλά  δεν  μπορούσε  πια  να  σταματήσει.  Γι  '  αυτό  και  εξηγούσε  λεπτομερέστατα  στους  ενόρκους  ότι,  αν  θεωρούσαν τους κατηγορουμένους ενόχους, τότε είχαν το δικαίωμα να τους κηρύξουν ενόχους. Αν  δεν  τους  θεωρούσαν  ενόχους,  τότε  είχαν  το  δικαίωμα  να  τους  κηρύξουν  αθώους,  αν  τους  θεωρούσαν ενόχους για τη μια πράξη και αθώους για την άλλη, τότε μπορούσαν να τους κηρύξουν  ενόχους για τη μια και αθώους για την άλλη. Στη συνέχεια τους εξήγησε πως αν και τους είχε δοθεί  αυτό  το  δικαίωμα,  θα  έπρεπε  να  το  χρησιμοποιήσουν  με  σύνεση.  Ήθελε  ακόμα  να  τους  εξηγήσει  ότι, αν στο ερώτημα που είχε τεθεί, δώσουν καταφατική απάντηση, τότε μ' αυτή τους την απάντηση  συμφωνούν με το περιεχόμενο της ερώτησης, και ότι αν δεν συμφωνούσαν με όλο το περιεχόμενο  της ερώτησης, τότε έπρεπε να υποδείξουν σε ποια σημεία διαφωνούσαν. Αυτά ήθελε να τους πει,  μα κοίταξε το ρολόι και είδε πως η ώρα ήταν ήδη τρεις παρά πέντε, οπότε αποφάσισε να περάσει  αμέσως στην ανακεφαλαίωση της υπόθεσης.  ‐ Τα βασικά σημεία της υπόθεσης είναι τα ακόλουθα, άρχισε να λέει ο πρόεδρος και επανέλαβε όλα  όσα είχαν ειπωθεί αρκετές φορές και από τους συνηγόρους, και από τον αντιεισαγγελέα, και τους  μάρτυρες.  Ο  πρόεδρος  μιλούσε  και  δίπλα  του  οι  δύο  δικαστές  τον  άκουγαν  μα  βαθυστόχαστο  ύφος,  κοιτάζοντας πού και πού το ρολόι, κρίνοντας την ομιλία του πολύ καλή, δηλαδή έτσι όπως έπρεπε  να ήταν, μα λίγο μεγάλη...  Την ίδια γνώμη είχε κι ο αντιεισαγγελέας, όπως κι όλοι οι δικαστές και το ακροατήριο. Ο πρόεδρος  τελείωσε την ανακεφαλαίωση.  Φαινόταν πως τα 'χε πει όλα. Μα, ο πρόεδρος δεν μπορούσε με τίποτα να απαρνηθεί το δικαίωμά  του  να  αγορεύει∙  ένιωθε  ιδιαίτερη  ηδονή  ν'  ακούει  την  υποβλητική  χροιά  της  φωνής  του  και  θεώρησε χρήσιμο να πει ακόμα μερικά λόγια για τη σημασία του δικαιώματος που είχε δοθεί στος  ενόρκους, και ότι αυτοί έπρεπε με προσοχή και σύνεση να ασκήσουν το δικαίωμά τους αυτό κι όχι  με  κατάχρηση,  τους  είπε  ακόμα  ότι  έδωσαν  όρκο,  ότι  είναι  η  συνείδηση  της  κοινωνίας  και  ότι  το  απόρρητο των συνεδριάσεών τους πρέπει να είναι ιερό κ.λπ., κ.λπ...  Απ' τη στιγμή που ο πρόεδρος άρχισε να μιλάει,  η Μάσλοβα, χωρίς να χαμηλώσει το  βλέμμα της,  τον παρατηρούσε κατάματα λες και φοβόταν μη χάσει κάποια του λέξη, γι' αυτό κι ο Νεχλιούντοφ  Digitized by 10uk1s 

  είχε  την  ευκαιρία  να  την  κοιτάζει  συνέχεια  χωρίς  να  φοβάται  μήπως  οι  ματιές  τους  συναντηθούν.  Και καθώς την κοίταζε, συνέβη αυτό που συμβαίνει συνήθως με ένα αγαπητό πρόσωπο που έχεις  καιρό  να  δεις:  στην  αρχή  σε  εκπλήσσουν  οι  εξωτερικές  αλλαγές  που  έγιναν  στη  διάρκεια  της  απουσίας του, μα σιγά σιγά το πρόσωπο παίρνει τη μορφή που είχε πριν από πολλά χρόνια, όλες οι  αλλοιώσεις  σβήνουν  και  στα  μάτια  της  ψυχής  καθρεφτίζεται  μόνο  η  απόλυτη  έκφραση  της  εξαιρετικής, ανεπανάληπτης πνευματικότητάς του.  Το ίδιο συνέβαινε τώρα και με τον Νεχλιούντοφ.  Πράγματι, αν και ντυμένη σ' εκείνη τη ρόμπα της φυλακής, μ' όλο το πάχος και το μεγαλωμένο της  στήθος,  τα  κρεμασμένα  της  μάγουλα  και  το  προγούλι,  παρά  τις  ρυτίδες  στο  μέτωπο  και  στους  κροτάφους και τα πρησμένα της μάτια, ήταν χωρίς καμιά αμφιβολία η ίδια εκείνη Κατιούσα που μια  βραδιά  της  Ανάστασης  κοίταζε  τόσο  ανυποψίαστη,  με  το  αθώο,  αγνό  της  βλέμμα  αυτόν,  τον  αγαπημένο της, και τα γεμάτα ζωή μάτια της άστραφταν από χαρά.  «Τι καταπληκτική σύμπτωση! Δες πώς τα 'φερε η τύχη, αυτή η υπόθεση να εκδικάζεται στη δική μου  συνεδρίαση,  κι  εγώ  που  δεν  την  είχα  συναντήσει  πουθενά  δέκα  ολόκληρα  χρόνια,  να  την  βλέπω  σήμερα εδώ, στο εδώλιο των κατηγορουμένων! Τι τέλος θα έχει αυτή η ιστορία; Αχ, ας τέλειωνε το  ταχύτερο!»  Δεν είχε ακόμα παραδοθεί σ' αυτό το συναίσθημα της μετάνοιας που άρχιζε να ξυπνάει μέσα του.  Όλα αυτά του φαίνονταν μια σύμπτωση που θα περνούσε χωρίς να ταράξει τη ζωή του. Ένιωθε τον  εαυτό του σαν το κουτάβι που λερώνει τα δωμάτια και τ' αφεντικό του το πιάνει απ' το λαιμό και  του χώνει τη μύτη στις βρομιές του. Το κουτάβι χτυπιέται, τραβιέται πίσω για να φύγει όσο γίνεται  πιο μακριά απ' τη δοκιμασία και να ξεχάσει, ο αμείλικτος όμως αφέντης δεν τ' αφήνει να ξεφύγει.  Έτσι  κι  ο  Νεχλιούντοφ  ένιωθε  όλη  τη  βρομιά  της  πράξης  του,  αισθανόταν  και  το  δυνατό  χέρι  του  αφέντη... μα δεν κατανοούσε ακόμα τη σημασία της πράξης του και δεν αναγνώριζε τον ίδιο του τον  αφέντη. Δεν ήθελε να πιστέψει πως αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν το αποτέλεσμα της δικής  του  πράξης.  Αλλά  το  αδυσώπητο  αόρατο  χέρι  τον  κρατούσε  κι  είχε  αρχίσει  να  νιώθει  πως  δεν  επρόκειτο  να  ξεφύγει.  Έκανε  ακόμα  τον  γενναίο  κι  από  συνήθεια  ‐  που  είχε  αφομοιώσει  καλά  ‐  έβαλε το ένα πόδι πάνω στ' άλλο κι έπαιζε με τα πενς‐νε του, καθισμένος άνετα στην καρέκλα του,  τη δεύτερη της πρώτης σειράς, σε μια στάση γεμάτη αυτοπεποίθηση. Όμως, στο βάθος της ψυχής  του, ένιωθε κιόλας όλη τη βαναυσότητα, την απανθρωπιά και την ποταπότητα της πράξης του, αλλά  και  όλης  της  αργόσχολης,  διεφθαρμένης,  απάνθρωπης  και  γεμάτης  αυταρέσκεια  ζωής  του.  Κι  εκείνος ο φριχτός πέπλος, που ως εκ θαύματος όλον αυτό τον καιρό, όλα αυτά τα δώδεκα χρόνια,  του έκρυβε και αυτό το έγκλημα, και όλη τη μετέπειτα ζωή του, είχε αρχίσει να ξεφτίζει και μέσα απ'  τα ξεφτίδια αυτού του πέπλου πάσχιζε να δει τι του έμελλε. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIII  ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Ο πρόεδρος τέλειωσε την ομιλία του και, με μια χαριτωμένη κίνηση, πήρε το χαρτί με τις  ερωτήσεις και το παρέδωσε στον επικεφαλής των ενόρκων που είχε στο μεταξύ πλησιάσει την έδρα.  Οι ένορκοι σηκώθηκαν ευτυχισμένοι που μπορούσαν να φύγουν και μη ξέροντας τι να τα κάνουν τα  χέρια τους, λες και ντρέπονταν για κάτι, αποσύρθηκαν αμήχανα ο ένας μετά τον άλλο στην αίθουσα  των  διαβουλεύσεων.  Μόλις  η  πόρτα  έκλεισε  πίσω  τους,  ένας  χωροφύλακας  πλησίασε  έβγαλε  το  σπαθί του από τη θήκη, το έβαλε επ' ώμου και στάθηκε μπροστά της. Οι δικαστές σηκώθηκαν και  έφυγαν. Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν κι αυτοί έξω από την αίθουσα.  Μόλις  μπήκαν  στην  αίθουσα  οι  ένορκοι,  όπως  και  πριν,  έβγαλαν  τα  παπιρόσι  τους  κι  άρχισαν  να  καπνίζουν.  Η  αφύσικη  και  ψεύτικη  κατάσταση  στην  οποία  βρίσκονταν,  που  όλοι  το  ένιωθαν  στον  ένα  ή  τον  άλλο  βαθμό,  όταν  κάθονταν  στην  αίθουσα  στις  καρέκλες  τους,  άλλαξε  αμέσως  μόλις  μπήκαν εδώ κι άναψαν τα παπιρόσι. Βολεύτηκαν μ' αναστεναγμούς ανακούφισης κι αμέσως άναψε  η συζήτηση.  ‐Το  κορίτσι  δε  φταίει,  παρασύρθηκε,  είπε  ο  καλοκάγαθος  έμπορος‐πρέπει  να  της  αναγνωρίσουμε  ελαφρυντικά.  ‐Αυτό ακριβώς θα συζητήσουμε, είπε ο επικεφαλής. ‐ Ακούστε, δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από  τις προσωπικές μας εντυπώσεις.  ‐Ωραία ανακεφαλαίωση μας έκανε ο πρόεδρος, τόνισε ο συνταγματάρχης.  ‐ Πού το βρήκες το ωραίο! Λίγο έλειψε να κοιμηθώ.  ‐Το σημαντικότερο είναι  πως το υπηρετικό προσωπικό δεν μπορούσε να γνωρίζει για τα χρήματα,  αν η Μάσλοβα δεν είχε μιλήσει μαζί τους, είπε ο Εβραίος δημόσιος υπάλληλος.  ‐ Δηλαδή νομίζετε πως αυτή τα έκλεψε; ‐ρώτησε ένας από τους ενόρκους.  ‐Με τίποτα δεν πρόκειται να το πιστέψω, φώναξε ο καλοκάγαθος έμπορος. ‐Όλα είναι έργο αυτής  της κατεργάρας της κοκκινομάτας.  ‐Μωρέ, είναι όλοι τους..., είπε ο συνταγματάρχης.  ‐Μα είπε πως δεν μπήκε στο δωμάτιο.  ‐Καλά, και την πιστέψατε; Ποτέ στη ζωή μου δεν θα πίστευα αυτή τη σκύλα.  ‐Όμως, το τι θα πιστεύατε εσείς δεν είναι αρκετό, είπε ο υπάλληλος.  ‐Είχε το κλειδί.  ‐Και λοιπόν, και τι έγινε;  ‐Και το δαχτυλίδι;  Μα το 'πε και η ίδια, φώναξε πάλι ο έμπορος. ‐Ο μακαρίτης είχε ένα χαρακτήρα... άστα να πάνε, άσε  που  ήταν  και  πιωμένος.  Ε,  δεν  ήθελε  και  πολύ...  της  την  άστραψε.  Και  μετά  ξέρουμε  τι  έγινε,  την  Digitized by 10uk1s 

  λυπήθηκε. Να, πάρε, μην κλαις. Είδατε τι θεριό ήτανε;  Κοντά δυο μέτρα, θα ζύγιζε πάνω από εκατόν τριάντα κιλά!  ‐Αυτό δεν έχει σημασία, τον διέκοψε ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς.‐Σημασία έχει τίνος ήταν η ιδέα, δική  της ή του υπηρετικού προσωπικού;  ‐Το υπηρετικό προσωπικό δεν μπορούσε μόνο του. Αυτή είχε το κλειδί.  Κι αυτή η ασυνάρτητη συζήτηση συνεχίστηκε για πολλήν ώρα.  ‐Επιτρέψτε  μου  κύριοι,  είπε  ο  επικεφαλής,  ας  καθήσουμε  στο  τραπέζι  κι  ας  το  συζητήσουμε.  Παρακαλώ, είπε καθώς καθόταν στην προεδρική θέση.  ‐Μωρέ, είναι κάτι αποβράσματα αυτά τα κοριτσάκια, είπε ο υπάλληλος και για να στηρίξει τη γνώμη  ότι ο κύριος ένοχος ήταν η Μάσλοβα, διηγήθηκε πώς μια από δαύτες έκλεψε στο δρόμο το ρολόι  ενός φίλου του.  Ο συνταγματάρχης άρχισε ν' αφηγείται ένα ακόμα πιο χτυπητό περιστατικό, όταν κάποτε έκλεψαν  ένα ασημένιο σαμοβάρι.  ‐Κύριοι, σας παρακαλώ, ας εξετάσουμε τα ερωτήματα, είπε ο επικεφαλής χτυπώντας το μολύβι του  στο τραπέζι.  Όλοι σώπασαν. Τα ερωτήματα ήταν ως εξής διατυπωμένα:  1)  Είναι  ή  δεν  είναι  ένοχος  ο  αγρότης  από  το  χωριό  Μπορκόφ,  της  επαρχίας  Κραπίβενσκι  Σίμων  Πετρόφ  Καρτίνκιν,  ετών  τριάντα  τριών  για  το  ότι  στις  17  Ιανουαρίου  του  188...  στην  πόλη  Χ.  σχεδίασε  το  θάνατο  του  εμπόρου  Σμελκόφ  για  να  τον  ληστέψει,  και  για  τον  σκοπό  αυτό  κατόπιν  συμφωνίας με άλλα πρόσωπα του έριξε στο ποτό δηλητήριο, από το οποίο προήλθε ο θάνατός του  Σμελκόφ,  ενώ  στη  συνέχεια  του  έκλεψε  δύο  χιλιάδες  πεντακόσια  περίπου  ρούβλια  και  ένα  δαχτυλίδι από διαμάντι;  2)  Είναι  ή  δεν  είναι  ένοχη  για  το  έγκλημα  που  αναφέρεται  στο  πρώτο  ερώτημα,  η  μικροαστή  Γιεφήμια Ιβάνοβα Μποτσκόβα, σαράντα τριών ετών;  3)  Είναι  ή  δεν  είναι  ένοχη  για  το  έγκλημα  που  αναφέρεται  στο  πρώτο  ερώτημα,  η  μικροαστή  Γιεκατερίνα Μιχάηλοβα Μάσλοβα, είκοσι επτά ετών;  4)  Αν  η  κατηγορουμένη  Γιεφήμια  Μποτσκόβα  δεν  είναι  ένοχη  σχετικά  με  το  πρώτο  σημείο,  τότε  είναι  ή  δεν  είναι  για  το  ότι  στις  17  Ιανουαρίου  του  188..  στην  πόλη  Χ,  όπου  εργαζόταν  στο  ξενοδοχείο  "Μαυριτάνια",  έκλεψε  χωρίς  να  γίνει  αντιληπτή  από  την  κλειδωμένη  βαλίτσα  του  ενοίκου  τού  εν  λόγω  ξενοδοχείου  εμπόρου  Σμελκόφ,  η  οποία  βρισκόταν  στο  δωμάτιό  του,  δύο  χιλιάδες  πεντακόσια  ρούβλια  και  για  το  σκοπό  αυτό  άνοιξε  τη  βαλίτσα  με  το  κλειδί  που  είχε  μαζί  της;  Ο επικεφαλής ξαναδιάβασε το πρώτο ερώτημα.  ‐Λοιπόν, κύριοι, τι λέτε;  Σ'  αυτό  το  ερώτημα  απάντησαν  πολύ  γρήγορα.  Όλοι  συμφώνησαν  ν'  απαντήσουν:  "Ένοχος",  Digitized by 10uk1s 

  θεωρώντας  τον  Καρτίνκιν  συμμέτοχο  και  στον  δηλητηριασμό  και  στη  ληστεία.  Μόνο  ένας  γερο‐ βιοτέχνης, που σ' όλες τις ερωτήσεις απαντούσε «αθώος», διαφώνησε με την ενοχή του.  Ο  επικεφαλής  νόμισε  πως  ο  γέρος  κάτι  δεν  καταλάβαινε  και  του  εξήγησε  πως  όλα  τα  στοιχεία  έδειχναν ότι ο Καρτίνκιν και η Μποτσκόβα είναι ένοχοι, μα εκείνος απάντησε ότι το έχει καταλάβει,  αλλά  ήταν  καλύτερα  να  δείξουν  επιείκεια.  «Κι  εμείς  δεν  είμαστε  άγιοι»,  είπε  επιμένοντας  στην  άποψή του.  Στο δεύτερο ερώτημα για την Μποτσκόβα, μετά από πολλές συζητήσεις και εξηγήσεις απάντησαν:  «Αθώα»,  επειδή  δεν  υπήρχαν  χειροπιαστές  αποδείξεις  για  τη  συμμετοχή  της  στο  δηλητηριασμό,  πράγμα που τόνισε ιδιαίτερα ο συνήγορός της.  Ο έμπορος, θέλοντας να αθωώσει την Μάσλοβα, επέμενε ότι η Μποτσκόβα είναι ο εγκέφαλος που  κρύβεται  πίσω  απ'  όλα.  Αρκετοί  από  τους  ενόρκους  συμφώνησαν  μαζί  του,  αλλά  ο  επικεφαλής,  θέλοντας να τηρήσει το νόμο κατά γράμμα, τόνισε πως δεν υπήρχαν οι απαραίτητες ενδείξεις για να  τη θεωρήσουν συνένοχη. Μετά από μεγάλη συζήτηση, η γνώμη του επικεφαλής επικράτησε.  Στο τέταρτο ερώτημα για την Μποτσκόβα απάντησαν: «Ένοχη» και επειδή επέμενε ο γερο‐βιοτέχνης  πρόσθεσαν: «Της αξίζει επιείκεια».  Το τρίτο όμως ερώτημα για την Μάσλοβα ξεσήκωσε θύελλα. Ο επικεφαλής επέμενε ότι είναι ένοχη  και για το δηλητηριασμό και για την κλοπή, ο έμπορος διαφώνησε και μαζί του ο συνταγματάρχης, ο  υπάλληλος  και  ο  γερο‐βιοτέχνης.  Οι  υπόλοιποι  μάλλον  ταλαντεύονταν,  αλλά  η  άποψη  του  επικεφαλής άρχισε να υπερισχύει, ιδιαίτερα γιατί όλοι οι ένορκοι είχαν κουραστεί και γι' αυτό ήταν  πρόθυμοι  να  συμφωνήσουν  με  την  άποψη  εκείνη  που  είχε  τις  περισσότερες  πιθανότητες  να  τους  οδηγήσει γρήγορα σε ομοφωνία, και επομένως να ξεμπερδεύουν όλοι.  Απ'  όλα  όσα  άκουσε  ο  Νεχλιούντοφ  στη  διάρκεια  της  δίκης  και  απ'  αυτά  που  ήξερε  για  την  Μάσλοβα ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν ένοχη ούτε για την κλοπή ούτε για τη δηλητηρίαση, και στην  αρχή  ήταν  σίγουρος  πως  κι  άλλοι  θα  το  παραδεχθούν.  Μα,  όταν  είδε  ότι  εξαιτίας  της  αδέξιας  υπεράσπισης  του  εμπόρου  προς  την  Μάσλοβα  που  ήταν  φανερό  πως  του  άρεσε  σαν  γυναίκα,  πράγμα που δεν το έκρυβε ο ίδιος, και της ανένδοτης στάσης που κράτησε ο επικεφαλής, ξέροντας  πώς ένιωθε ο έμπορος για την Μάσλοβα και, το κυριότερο, εξαιτίας της κούρασής τους, ότι μάλλον  θα  αποφασιζόταν  η  ενοχή  της,  θέλησε  να  εκφράσει  τις  αντιρρήσεις  του,  μα  φοβήθηκε  να  την  υπερασπιστεί  ‐του  φαινόταν  πως  έτσι  θα  αποκάλυπτε  τις  σχέσεις  που  είχε  μαζί  της.  Ένιωθε  όμως  πως  δεν  μπορούσε  ν'  αφήσει  το  ζήτημα  να  περάσει  έτσι  και  έπρεπε  να  εκφράσει  τις  αντιρρήσεις  του. Κοκκίνιζε, χλόμιαζε και μόλις βρήκε το θάρρος να μιλήσει, ξαφνικά ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς, που  ως  τώρα  καθόταν  σιωπηλός,  φανερά  εκνευρισμένος  από  τον  αυταρχικό  τόνο  του  επικεφαλής,  άρχισε να λέει αυτά ακριβώς που θα ήθελε να πει και ο Νεχλιούντοφ.  ‐Επιτρέψτε μου, είπε. ‐ Λέτε ότι έκλεψε επειδή είχε το κλειδί. Μήπως οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου  δεν μπορούσαν ν' ανοίξουν τη βαλίτσα μετά από αυτή αρπάζοντας το κλειδί;  ‐ Βεβαίως, βεβαίως, σιγοντάριζε ο έμπορος.  ‐Αυτή, πάλι, δεν μπορούσε να πάρει τα χρήματα, γιατί στη θέση που βρισκόταν δεν θα' χε πού να τα  κρύψει.  ‐Αυτό λέω κι εγώ, συμφώνησε ο έμπορος.  ‐Μάλλον ο ερχομός της έδωσε την ιδέα στους υπαλλήλους του ξενοδοχείου που εκμεταλλεύτηκαν  Digitized by 10uk1s 

  την ευκαιρία αυτή και μετά της τα φόρτωσαν όλα.  Ο  Πιοτρ  Γκεράσιμοβιτς  μιλούσε  εκνευρισμένα.  Κι  ο  εκνευρισμός  του  μεταδόθηκε  και  στον  επικεφαλής,  ο  οποίος  άρχισε  τότε  να  επιμένει  πεισματικά  στην  αντίθετη  άποψη∙  όμως  ο  Πιοτρ  Γκεράσιμοβιτς  μιλούσε  τόσο  πειστικά,  που  οι  περισσότεροι  συμφώνησαν  μαζί  του  στο  ότι  η  Μάσλοβα  δεν  συμμετέσχε  στην  κλοπή  των  χρημάτων  και  του  δαχτυλιδιού  που  της  είχε  χαρίσει  ο  Σμελκόφ.  Κι  όταν  η  συζήτηση  έφθασε  στη  συμμετοχή  της  στο  δηλητηριασμό,  ο  ένθερμος  υποστηρικτής  της,  ο  έμπορος,  είπε  ότι  πρέπει  να  κηρυχθεί  αθώα,  γιατί  δεν  είχε  λόγο  να  δηλητηριάσει το θύμα. Ο επικεφαλής απ' την πλευρά του είπε πως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, γιατί  η ίδια ομολόγησε πως του έδωσε τη σκόνη.  ‐Του την έδωσε, μα νόμιζε πως ήταν όπιο, είπε ο έμπορος.  ‐Και  με  το  όπιο  μπορούσε  να  του  αφαιρέσει  τη  ζωή,  είπε  ο  συνταγματάρχης  που  του  άρεσε  να  φεύγει από το θέμα, κι άρχισε σ' αυτήν την περίπτωση να αφηγείται ότι η γυναίκα του κουνιάδου  του  δηλητηριάστηκε  με  όπιο  και  θα  πέθαινε,  αν  δε  βρισκόταν  κοντά  ο  γιατρός  και  δεν  της  έδινε  έγκαιρα  τις  πρώτες  βοήθειες.  Η  αφήγηση  του  συνταγματάρχη  ήταν  τόσο  υποβλητική,  γεμάτη  αυτοπεποίθηση και ευγένεια, που κανείς δεν τόλμησε να τον διακόψει. Μόνο ο υπάλληλος, που του  άρεσε το παράδειγμα, αποφάσισε να τον διακόψει για να αφηγηθεί μια δική του ιστορία.  ‐Καμιά φορά μερικοί το συνηθίζουν τόσο πολύ, που μπορούν να πιουν σαράντα σταγόνες. Είχα εγώ  έναν συγγενή...  Μα,  ο  συνταγματάρχης  δεν  του  επέτρεψε  να  τον  διακόψει  και  συνέχισε  την  ιστορία  του  για  τις  συνέπειες της επίδρασης που είχε το όπιο στη γυναίκα του κουνιάδου του.  ‐Κύριοι, είναι κιόλας πέντε η ώρα, είπε ένας από τους ενόρκους.  ‐Λοιπόν,  κύριοι,  τι  θα  γίνει,  άρχισε  ο  επικεφαλής.  ‐  Ας  την  κηρύξουμε  απλώς  ένοχη  χωρίς  την  πρόθεση κλοπής, δεν έκλεψε τίποτα. Εντάξει;  Ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς, ικανοποιημένος απ' τη νίκη του, συμφώνησε.  ‐Πρέπει όμως να αντιμετωπιστεί με επιείκεια, πρόσθεσε ο έμπορος.  Συμφώνησαν όλοι. Μόνο ο γερο‐βιοτέχνης επέμενε να την κηρύξουν αθώα.  ‐Μα  αυτό  βγαίνει  τελικά,  του  εξήγησε  ο  επικεφαλής,  ‐  χωρίς  την  πρόθεση  κλοπής,  δεν  έκλεψε  τίποτα. Που σημαίνει ότι δεν είναι ένοχη.  ‐Καλά άστο έτσι, μα πρόσθεσε πως πρέπει να αντιμετωπιστεί μ' επιείκεια. ‐Αυτό θα γράψουμε, όλα  τ' άλλα σβήστα, φώναξε με εύθυμο ύφος ο έμπορος.  Όλοι τους είχαν πολύ κουραστεί, είχαν τόσο πολύ μπερδευτεί από τις συζητήσεις που κανείς τους  δεν  σκέφτηκε  να  προστεθεί  στην  απάντηση:  ναι,  μα  χωρίς  την  πρόθεση  να  αφαιρέσει  τη  ζωή  του  Σμελκόφ.  Ο  Νεχλιούντοφ  ήταν  τόσο  ταραγμένος  που  δεν  το  πρόσεξε.  Σ'  αυτή  τη  μορφή  οι  απαντήσεις  καταγράφηκαν και μεταφέρθηκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου.  Ο  Ραμπελαί  έγραφε  ότι  ο  δικηγόρος  στον  οποίο  απευθύνθηκαν  κάποιοι  για  να  τους  λύσει  τις  Digitized by 10uk1s 

  διαφορές, αφού συμβουλεύτηκε όλους τους νόμους, μετά την ανάγνωση είκοσι σελίδων με νομικές  ασυναρτησίες  στα  Λατινικά,  πρότεινε  στις  δύο  πλευρές  να  ρίξουν  τα  ζάρια  μονά  ζυγά.  Αν  έρθουν  ζυγά, τους είπε, τότε θα έχει δίκιο ο ενάγων, κι αν έρθουν μονά, θα έχει δίκιο ο εναγόμενος.  Το ίδιο συνέβη κι εδώ. Πάρθηκε αυτή και όχι η άλλη απόφαση όχι επειδή όλοι ήταν σύμφωνοι, μα,  πρώτον, επειδή ο πρόεδρος του δικαστηρίου που έκανε μια τόσο μεγάλη ανακεφαλαίωση, αυτή τη  φορά ξέχασε να πει αυτό που έλεγε πάντα, ότι δηλαδή όταν οι ένορκοι απαντούν στα ερωτήματα  μπορούν  να  πούνε:  Ένοχος,  μα  χωρίς  την  πρόθεση  να  αφαιρέσει  τη  ζωή.  δεύτερον,  επειδή  ο  συνταγματάρχης είχε αφηγηθεί μια τόσο μεγάλη και βαρετή ιστορία για τη γυναίκα του κουνιάδου  του,  τρίτον,  επειδή  ο  Νεχλιούντοφ  ήταν  τόσο  ταραγμένος  που  δεν  πρόσεξε  πως  παρέλειψαν  να  γράψουν  τη  φράση  ότι  δεν  είχε  πρόθεση  να  σκοτώσει  και  σκεφτόταν  πως  η  διατύπωση  χωρίς  πρόθεση κλοπής αναιρεί την κατηγορία, τέταρτον, επειδή ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς δε βρισκόταν στην  αίθουσα, ( είχε βγει τη στιγμή που ο επικεφαλής διάβασε τα ερωτήματα και τις απαντήσεις), και, το  κυριότερο, επειδή όλοι είχαν κουραστεί και όλοι ήθελαν να ξεμπερδεύουν μια ώρα νωρίτερα, και γι'  αυτό συμφώνησαν με μια τέτοια απάντηση που θα τους ξέμπλεκε γρήγορα.  Οι  ένορκοι  χτύπησαν  το  κουδούνι.  Ο  χωροφύλακας  που  στεκόταν  με  γυμνό  σπαθί  επ'  ώμου  το  έβαλε στη θήκη του και παραμέρισε. Οι δικαστές πήραν τις θέσεις και ο ένας μετά τον άλλον βγήκαν  οι ένορκοι.  Ο  επικεφαλής  κρατούσε  το  χαρτί  με  ύφος  επίσημο.  Πλησίασε  τον  πρόεδρο  και  του  το  έδωσε.  Ο  πρόεδρος το διάβασε και έκπληκτος σήκωσε τα χέρια του και απευθύνθηκε στους συναδέλφους του  για να τους συμβουλευτεί. Ο πρόεδρος είχε μείνει κατάπληκτος, γιατί οι ένορκοι, ενώ διατύπωσαν  την  πρώτη  απάντηση:  χωρίς  πρόθεση  κλοπής,  δε  διατύπωσαν  τη  δεύτερη:  χωρίς  πρόθεση  να  διαπράξει φόνο. Η απόφαση, λοιπόν, των ενόρκων έλεγε με λίγα λόγια ότι η Μάσλοβα δεν έκλεψε,  δε λήστεψε, δηλητηρίασε όμως το θύμα χωρίς κανένα φανερό σκοπό.  ‐Κοίταξε  τι  ανοησία  μου  έδωσαν,  είπε  στο  δικαστή  απ'  τ'  αριστερά.  Εδώ  την  στέλνουν  κατευθείαν  στο κάτεργο κι αυτή είναι αθώα!  ‐Ε, όχι και αθώα, είπε ο δικαστής με τ' αυστηρό πρόσωπο.  ‐Σας λέω είναι αθώα. Μου φαίνεται πως σ' αυτή την περίπτωση μπορούμε να κάνουμε χρήση του  άρθρου  818.  (Το  άρθρο  ανέφερε  ότι  αν  το  δικαστήριο  θεωρούσε  την  κατηγορία  άδικη,  τότε  μπορούσε να αναιρέσει την ετυμηγορία των ενόρκων).  ‐Ποια είναι η γνώμη σας; ρώτησε ο πρόεδρος τον καλοκάγαθο δικαστή.  Εκείνος δεν απάντησε αμέσως. Κοίταξε τον αριθμό του εγγράφου που βρισκόταν μπροστά του και  προσπάθησε  να  το  διαιρέσει  δια  του  τρία.  Είχε  αποφασίσει  ότι  αν  διαιρείται,  θα  συμφωνήσει.  Αν  και ο αριθμός δεν μπορούσε να διαιρεθεί, συμφώνησε επειδή ήταν καλοσυνάτος.  ‐Κι εγώ νομίζω πως θα 'πρεπε, είπε.  ‐Εσείς; ρώτησε ο πρόεδρος τον δικαστή με τ' αυστηρό πρόσωπο που έδειχνε κι όλας εκνευρισμένος.  ‐Σε  καμία  περίπτωση,  απάντησε  αποφασιστικά.  Και  χωρίς  αυτό  οι  εφημερίδες  γράφουν  ότι  οι  ένορκοι αθωώνουν τους εγκληματίες. Τι θα πουν όταν τους αθωώσει το δικαστήριο; Δεν πρόκειται  να συμφωνήσω σε καμιά περίπτωση.  Ο πρόεδρος κοίταξε το ρολόι.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Κρίμα, μα τι να κάνουμε; είπε κι έδωσε τις απαντήσεις στον επικεφαλής γα να τις διαβάσει.  Όλοι  σηκώθηκαν  και  ο  επικεφαλής  πατώντας  πότε  στο  ένα  πόδι  και  πότε  στο  άλλο,  ξερόβηξε  και  διάβασε τα ερωτήματα και τις απαντήσεις. Όλοι όσοι είχαν σχέση με το δικαστήριο, ο γραμματέας,  οι συνήγοροι, ακόμη και ο αντιεισαγγελέας, δεν μπόρεσαν να κρύψουν την έκπληξή τους.  Οι  κατηγορούμενοι  κάθονταν  ατάραχοι,  ήταν  φανερό  πως  δεν  καταλάβαιναν  τη  σημασία  των  απαντήσεων. Για άλλη μια φορά όλοι κάθισαν κι ο πρόεδρος ρώτησε τον αντιεισαγγελέα ποια είναι  η ποινή που προτείνει να επιβληθεί στους κατηγορουμένους.  Ο  αντιεισαγγελέας,  ενθουσιασμένος  από  την  αναπάντεχη  επιτυχία  σχετικά  με  την  Μάσλοβα  ‐  θεωρώντας ότι αυτό οφειλόταν στη ρητορική του δεινότητα ‐ κοίταξε κάποια χαρτιά, ανασηκώθηκε  και είπε:  ‐Για τον Σίμωνα Καρτίνκιν, θα πρότεινα την ποινή που ορίζεται στο άρθρο 1452 και στην παράγραφο  4  του  άρθρου  1453.  Στη  Γιεφήμια  Μποτσκόβα,  την  ποινή  που  ορίζει  το  άρθρο  1659  και  στην  Γιεκατερίνα Μάσλοβα την ποινή που ορίζει το άρθρο 1454.  Όλες οι ποινές ήταν οι πιο αυστηρές που μπορούσε να προτείνει.  ‐Το δικαστήριο αποσύρεται για να καθορίσει την απόφασή του, είπε ο πρόεδρος καθώς σηκώθηκε.  Όλοι  σηκώθηκαν  μετά  απ'  αυτόν  μ'  ανακούφιση,  και  με  το  ευχάριστο  συναίσθημα  ότι  έπραξαν  το  καθήκον τους, άρχισαν να βγαίνουν ή να περπατούν στην αίθουσα.  ‐Κι όμως, αγαπητέ μου, είπαμε ψέματα, ντροπή μας, είπε ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς πλησιάζοντας τον  Νεχλιούντοφ που μιλούσε με τον επικεφαλής. ‐Την στείλαμε κατευθείαν στα κάτεργα.  ‐Τι  είναι  αυτά  που  λέτε;  ‐αναφώνησε  ο  Νεχλιούντοφ  χωρίς  αυτή  τη  φορά  να  δώσει  σημασία  στο  δυσάρεστο γι' αυτόν «ενικό» του δασκάλου.  ‐Κι όμως, είπε ο δάσκαλος. ‐Δε βάλαμε στην απάντηση Ένοχη, αλλά χωρίς την πρόθεση να διαπράξει  φόνο.  Μόλις  τώρα  μου  είπε  ο  γραμματέας  πως  ο  εισαγγελέας  πρότεινε  δεκαπέντε  χρόνια  στα  κάτεργα.  ‐Μα, αυτή ήταν η απόφασή μας, είπε ο επικεφαλής.  Ο  Πιοτρ  Γκεράσιμοβιτς  άρχισε  να  λέει  ότι  είναι  αυτονόητο  πως  αφού  δεν  πήρε  τα  χρήματα,  δεν  μπορούσε να έχει την πρόθεση να τον σκοτώσει.  ‐Μα  εγώ  διάβασα  τις  απαντήσεις  πριν  βγούμε  έξω,  δικαιολογήθηκε  ο  επικεφαλής.  ‐Κανείς  δεν  έφερε αντίρρηση.  ‐Εκείνη τη στιγμή εγώ είχα βγει, είπε ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς. ‐Εσείς πώς πιαστήκατε στον ύπνο;  ‐Ήμουν αφηρημένος.  ‐Ορίστε το αποτέλεσμα της αφηρημάδας σας.  ‐Μα αυτό μπορεί να διορθωθεί, είπε ο Νεχλιούντοφ. 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Μπα... τώρα τέλειωσαν όλα.  Ο Νεχλιούντοφ κοίταξε τους κατηγορουμένους. Η μοίρα τους είχε αποφασίσει κι εκείνοι συνέχιζαν  να  κάθονται  ήσυχα  πίσω  από  το  κιγκλίδωμα  μπροστά  απ'  τη  φρουρά.  Η  Μάσλοβα  χαμογελούσε  αφηρημένα. Στην ψυχή του Νεχλιούντοφ γεννήθηκε ένα φοβερό συναίσθημα. Όταν προηγουμένως  είχε προβλέψει την αθώωσή της και την παραμονή της στην πόλη ήταν αναποφάσιστος, δεν ήξερε  πώς να συμπεριφερθεί απέναντί της, οι σχέσεις τους θα ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Το κάτεργο στη  Σιβηρία απόκλειε αμέσως κάθε πιθανότητα αποκατάστασης των σχέσεών τους: το πληγωμένο πουλί  θα έπαυε πλέον να σφαδάζει μέσα στο δισάκι του κυνηγού και να του θυμίζει την ύπαρξή του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIV  ΟΙ  ΦΟΒΟΙ  του  Πιοτρ  Γκεράσιμοβιτς  ήταν  βάσιμοι.  Όταν  οι  δικαστές  επέστρεψαν  στην  έδρα,  ο  πρόεδρος πήρε ένα χαρτί κι άρχισε να διαβάζει:  «28  Απριλίου  188...,  κατόπιν  εντολής  της  Αυτού  Αυτοκρατορικής  Μεγαλειότητος,  το  περιφερειακό  δικαστήριο,  τμήμα  ποινικών  υποθέσεων,  σύμφωνα  με  την  απόφαση  των  κυρίων  ενόρκων  και  σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 771, την παράγραφο 3 του άρθρου 776 και του άρθρου  777 της Ποινικής Δικονομίας, αποφάσισε τα παρακάτω: Καταδικάζει τον αγρότη Σίμωνα Καρτίνκιν,  τριάντα  τριών  ετών  και  την  μικροαστή  Γιεκατερίνα  Μάσλοβα,  είκοσι  επτά  ετών  σε  στέρηση  των  πολιτικών  ατομικών  δικαιωμάτων  και  σε  καταναγκαστικά  έργα,  τον  Καρτίνκιν  για  οκτώ  έτη,  την  Μάσλοβα  για  τέσσερα  έτη,  μαζί  με  τις  συνέπειες  και  για  τους  δύο  του  άρθρου  28  του  Ποινικού  Κώδικα. Επίσης καταδικάζει την μικροαστή Γιεφήμια Μποτσκόβα, σαράντα τριών ετών, σε στέρηση  όλων  των  ειδικών  κοινωνικών  προνομίων  και  ατομικών  δικαιωμάτων  και  σε  φυλάκιση  τριών  ετών  μαζί  με  τις  συνέπειες  που  προβλέπει  το  άρθρο  49  του  Ποινικού  Κώδικα.  Τα  δικαστικά  έξοδα  θα  επιβαρύνουν εξίσου τους κατηγορουμένους και σε περίπτωση που αδυνατούν να τα πληρώσουν θα  προστεθούν στην ποινή τους. Τα πειστήρια θα εκποιηθούν, το δαχτυλίδι θα επιστραφεί, οι φιάλες  θα καταστραφούν».  Ο  Καρτίνκιν  στεκόταν  στην  ίδια  στάση  προσοχής  με  τα  χέρια  κολλημένα  στο  πλάι  και  τα  δάχτυλα  ανοιχτά, κουνώντας νευρικά τις μασέλες του. Η Μποτσκόβα φαινόταν απόλυτα ήρεμη. Η Μάσλοβα  μόλις άκουσε την απόφαση έγινε κατακόκκινη.  ‐Δεν είμαι ένοχη, δεν είμαι ένοχη! ξεφώνησε σ' όλη την αίθουσα. ‐Είναι αμαρτία. Δεν είμαι ένοχη.  Δεν ήθελα, ούτε που το σκέφτηκα. Αλήθεια σας λέω. Αλήθεια!.  Σωριάστηκε στη θέση της και ξέσπασε σε λυγμούς.  Όταν  ο  Καρτίνκιν  και  η  Μποτσκόβα  βγήκαν,  εκείνη  παρέμεινε  στη  θέση  της  και  έκλαιγε,  κι  ο  χωροφύλακας αναγκάστηκε να την τραβήξει απ' το μανίκι της ρόμπας.  «Όχι,  είναι  αδύνατο  να  το  αφήσω  να  περάσει  έτσι»,  είπε  μέσα  του  ο  Νεχλιούντοφ,  ξεχνώντας  τελείως  αυτό  το  φοβερό  συναίσθημα  και,  χωρίς  κι  ο  ίδιος  να  ξέρει  γιατί,  βγήκε  βιαστικά  στο  διάδρομο  για  να  την  δει  άλλη  μια  φορά.  Στις  πόρτες  γινόταν  το  αδιαχώρητο,  οι  ένορκοι  και  οι  συνήγοροι  συνωστίζονταν  ανακουφισμένοι  πλέον  από  την  κατάληξη  της  δίκης,  γι'  αυτό  αναγκάστηκε να περιμένει λίγο. Όταν βγήκε στο διάδρομο, εκείνη είχε απομακρυνθεί. Την έφθασε  με  γρήγορο  βήμα,  χωρίς  να  δίνει  σημασία  στο  ότι  τραβούσε  την  προσοχή  του  κόσμου,  πέρασε  μπροστά  της  και  σταμάτησε.  Εκείνη  είχε  σταματήσει  το  κλάμα  και  προσπαθούσε  να  σκουπίσει  το  κατακόκκινο  πρόσωπό  της  με  την  άκρη  του  μαντηλιού  της  μουγκρίζοντας  σαν  πληγωμένο  αγρίμι.  Πέρασε  δίπλα  του  χωρίς  να  τον  κοιτάξει.  Την  άφησε  να  περάσει  και  γύρισε  βιαστικά  πίσω  για  να  μιλήσει με τον πρόεδρο, μα αυτός είχε ήδη φύγει.  Ο Νεχλιούντοφ τον πρόλαβε στο βεστιάριο.  ‐Κύριε πρόεδρε, είπε ο Νεχλιούντοφ και τον πλησίασε τη στιγμή που εκείνος είχε κιόλας φορέσει το  ανοιχτόχρωμο  παλτό  του  κι  έπαιρνε  το  μπαστούνι  του  με  την  ασημένια  λαβή  από  τα  χέρια  του  θυρωρού, ‐μπορώ να σας απασχολήσω για την υπόθεση που μόλις τώρα τελείωσε; Είμαι ένας από  τους ενόρκους.  ‐Μα,  βέβαια,  είστε  ο  πρίγκιπας  Νεχλιούντοφ;  Χαίρω  πολύ,  εμείς  έχουμε  συναντηθεί  και  στο  παρελθόν,  είπε  ο  πρόεδρος  σφίγγοντάς  του  το  χέρι.  Θυμήθηκε  μ'  ευχαρίστηση  πόσο  τον  είχε  Digitized by 10uk1s 

  εντυπωσιάσει ο Νεχλιούντοφ σε μια κοσμική συνάντηση με τη χάρη και το κέφι του στο χορό που  τον έκανε να ξεχωρίζει απ' όλους τους νέους.  ‐Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;  ‐Έγινε  κάποια  παρεξήγηση  στην  ετυμηγορία  μας  σχετικά  με  την  Μάσλοβα.  Είναι  αθώα  σε  ό,τι  αφορά  τη  δηλητηρίαση,  μα  καταδικάστηκε  σε  καταναγκαστικά  έργα,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ  μ'  ένα  ύφος γεμάτο έκπληξη και λύπη.  ‐Το δικαστήριο έβγαλε την απόφασή του, σύμφωνα με τις απαντήσεις που εσείς μου δώσατε, είπε ο  πρόεδρος προχωρώντας προς την έξοδο ‐ αν και οι απαντήσεις φάνηκαν και στο δικαστήριο πως δεν  ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.  Θυμήθηκε  ότι  ήθελε  να  εξηγήσει  στους  ενόρκους  πως  η  απάντησή  τους  Ένοχη,  χωρίς  να  αποκλείσουν την πρόθεση της κατηγορουμένης να διαπράξει φόνο, ισοδυναμούσε με καταδίκη για  φόνο εκ προμελέτης, αλλά επειδή βιαζόταν να τελειώσει, δεν το έκανε.  ‐Μα είναι αδύνατον να διορθωθεί το λάθος;  ‐Πάντα  υπάρχουν  λόγοι  για  να  ασκηθεί  έφεση.  Πρέπει  να  απευθυνθείτε  σε  δικηγόρους,  είπε  ο  πρόεδρος φορώντας λίγο στραβά το καπέλο του, καθώς κατευθυνόταν προς την έξοδο.  ‐Μα αυτό είναι φοβερό.  ‐Βλέπετε, την Μάσλοβα την περίμενε ένα από τα δύο, απάντησε ο πρόεδρος επιθυμώντας να είναι  ευγενικός  και  σοβαρός  με  τον  Νεχλιούντοφ,  διορθώνοντας  τις  φαβορίτες  του  πάνω  από  το  γιακά  του παλτού, και, συνέχισε πιάνοντάς τον ελαφρά από τον αγκώνα προχωρώντας προς την έξοδο. ‐ Φεύγετε, δεν είναι έτσι;  ‐Ναι, βέβαια, είπε ο Νεχλιούντοφ και τον ακολούθησε φορώντας βιαστικά το παλτό του.  Βγήκαν στο λαμπρό, χαρούμενο ήλιο∙ για να συννενοούνται έπρεπε να φωνάζουν δυνατότερα, γιατί  οι ρόδες των αμαξιών στο λιθόστρωτο έκαναν πολύ θόρυβο.  ‐Η θέση της, επιτρέψτε μου να σας πω, είναι αρκετά ιδιόμορφη, συνέχισε ο πρόεδρος υψώνοντας  τη  φωνή  του  ‐γιατί  αυτή  η  Μάσλοβα  είχε  ν'  αντιμετωπίσει  μία  απ'  τις  δύο  πιθανότητες:  ή  να  αθωωθεί σχεδόν, το πολύ να κλεινόταν στη φυλακή, οπότε θα συνυπολογιζόταν και ο χρόνος που  έμεινε  προφυλακισμένη,  ή  να  την  στείλουν  σε  κάτεργο  ‐  μέση  λύση  δεν  υπήρχε.  Αν  είχατε  προσθέσει τα λόγια: Αλλά χωρίς την πρόθεση να προξενήσει το θάνατο, θα είχε αθωωθεί.  ‐Είναι ασυγχώρητο που μου ξέφυγε, είπε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Αυτή είναι η ουσία, είπε χαμογελώντας ο πρόεδρος κοιτάζοντας το ρολόι του.  Έμεναν μόνο σαράντα πέντε λεπτά μέχρι την τελευταία προθεσμία που του 'χε ορίσει η Κλάρα για  το ραντεβού.  ‐Τώρα,  αν  βέβαια  θέλετε,  μπορείτε  να  απευθυνθείτε  σ'  έναν  δικηγόρο.  Χρειάζεται  να  βρεθεί  μια  αιτία για την έφεση. Αυτό είναι κάτι που πάντα μπορεί να βρεθεί... Στη Ντβοριάνσκαγια, πρόσταξε ο  πρόεδρος τον αμαξά, ‐τριάντα καπίκια, δεν πληρώνω ποτέ παραπάνω. 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Εξοχότατε, περάστε!  ‐Τα  σέβη  μου.  Αν  μπορέσω  να  σας  φανώ  χρήσιμος  σε  κάτι...  ορίστε  η  διεύθυνσή  μου:  οικία  Ντβόρνικοφ, στην Ντβοριάνσκαγια, είναι εύκολο να το θυμηθείτε.  Υποκλίθηκε ευγενικά κι έφυγε. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXV  Η  ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ  ΜΕ  τον  πρόεδρο  και  ο  καθαρός  αέρας  καθησύχασαν  κάπως  τον  Νεχλιούντοφ.  Σκέφτηκε τώρα πως το συναίσθημα που ένιωσε ήταν κάπως υπερβολικό, έφταιγαν όλα όσα πέρασε  το πρωί σε τόσο ασυνήθιστες συνθήκες.  «Πάντως πρόκειται για μια εκπληκτική και απίστευτη σύμπτωση! Πρέπει να κάνω ό,τι είναι δυνατόν  για  να  ελαφρύνω  τη  θέση  της,  κι  αυτό  πρέπει  να  γίνει  όσο  γίνεται  πιο  γρήγορα.  Τώρα  αμέσως.  Πρέπει να μάθω εδώ, στο δικαστήριο, τις διευθύνσεις του Φανάριν και του Μικίσιν». Θυμήθηκε δύο  γνωστούς δικηγόρους.  Ο  Νεχλιούντοφ  επέστρεψε  στο  δικαστήριο,  έβγαλε  το  παλτό  του  και  κατευθύνθηκε  στους  επάνω  ορόφους. Στον πρώτο διάδρομο συνάντησε τον Φανάριν. Τον σταμάτησε και του είπε πως έχει γι'  αυτόν  μια  υπόθεση.  Ο  Φανάριν  ήξερε  με  ποιον  είχε  να  κάνει  και  είπε  πως  μετά  χαράς  θα  τον  εξυπηρετούσε.  ‐Αν και είμαι κουρασμένος... μα, αν δεν πάρει πολύ χρόνο πείτε μου περί τίνος πρόκειται. Περάστε  από 'δω.  Ο Φανάριν οδήγησε το Νεχλιούντοφ σε μια τυχαία αίθουσα, μάλλον στο γραφείο κάποιου δικαστή.  Κάθησαν κοντά στο τραπέζι.  ‐Λοιπόν, ποιο είναι το πρόβλημά σας;  ‐Πρώτ' απ' όλα θα σας παρακαλούσα να μη μάθει κανείς πως ανακατεύομαι σ' αυτή την υπόθεση,  είπε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Αυτό εννοείται. Λοιπόν...  ‐Σήμερα ήμουν ένορκος σε μια δίκη και καταδικάσαμε μια γυναίκα, αθώα, σε καταναγκαστικά έργα.  Αυτό είναι που με τυραννάει.  Χωρίς να το περιμένει ο Νεχλιούντοφ κοκκίνισε και τα 'χα σε.  Ο Φανάριν σήκωσε το κεφάλι και του έριξε μια γρήγορη ματιά και αμέσως το ξανακατέβασε.  ‐Λοιπόν..., είπε μόνο.  ‐Καταδικάσαμε  μια  αθώα  και  θα  ήθελα  να  ασκήσω  έφεση  και  να  εκδικαστεί  στο  ανώτερο  δικαστήριο.  ‐Από τη Γερουσία, τον διόρθωσε ο Φανάριν.  ‐Σας παρακαλώ ν' αναλάβετε την υπόθεση.  Ο  Νεχλιούντοφ  ήθελε  να  τελειώσει  γρήγορα  με  το  πιο  δύσκολο  μέρος  της  συζήτησης  γι'  αυτό  και  πρόσθεσε αμέσως:  ‐Την  αμοιβή  σας  και  τα  έξοδα  της  υπόθεσης  τα  αναλαμβάνω  εγώ,  όσα  κι  αν  είναι,  είπε  κοκκινίζοντας.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Ε,  αυτό  θα  το  συμφωνήσουμε,  είπε  ο  δικηγόρος  γελώντας  συγκαταβατικά  με  την  απειρία  του  πελάτη του. Περί τίνος ακριβώς πρόκειται;  Ο Νεχλιούντοφ του διηγήθηκε τι συνέβη.  ‐Πολύ  καλά,  αύριο  θα  πάρω  το  φάκελο  της  υπόθεσης  και  θα  τον  μελετήσω.  Και  μεθαύριο,  όχι,  καλύτερα  την  Πέμπτη,  ελάτε  να  με  δείτε  στις  έξι  το  απόγευμα  και  θα  σας  δώσω  μιαν  απάντηση.  Συμφωνείτε; Ας πηγαίνουμε, θέλω κάτι έγγραφα να πάρω ακόμη.  Ο Νεχλιούντοφ τον αποχαιρέτησε κι έφυγε.  Η  συζήτηση  με  τον  δικηγόρο  και  το  γεγονός  ότι  είχε  αρχίσει  να  παίρνει  κάποια  μέτρα  για  την  υπεράσπιση  της  Μάσλοβα,  τον  καθησύχασαν  ακόμα  περισσότερο.  Βγήκε  στο  προαύλιο.  Ο  καιρός  ήταν  θεσπέσιος.  Ανάσανε  με  ευχαρίστηση  τον  ανοιξιάτικο  αέρα.  Οι  αμαξάδες  του  πρότειναν  τις  υπηρεσίες τους, μα αυτός προτίμησε να πάει με τα πόδια και την ίδια στιγμή, ένας χείμαρρος από  σκέψεις  και  αναμνήσεις  για  την  Κατιούσα  και  το  φέρσιμό  του  ξεχύθηκαν  στο  μυαλό  του.  Ένιωσε  θλίψη, όλα τού φαίνονταν τριγύρω μαύρα.  «Όχι,  αυτό  καλύτερα  να  το  σκεφτώ  αργότερα,  είπε  μέσα  του,  τώρα  αυτό  που  χρειάζεται  είναι  να  διώξω απ' το μυαλό μου όλες τις δυσάρεστες σκέψεις».  Θυμήθηκε το γεύμα στους Κορτσάγκιν και κοίταξε το ρολόι του.  Δεν ήταν ακόμα αργά και μπορούσε να προλάβει. Ένα ιππήλατο τραμ πέρασε κουδουνίζοντας δίπλα  του. Έτρεξε να το προλάβει και πήδηξε στο βαγόνι. Στην πλατεία κατέβηκε, βρήκε έναν καλό αμαξά  και σε δέκα λεπτά βρισκόταν κιόλας μπροστά στην πόρτα του αρχοντικού των Κορτσάγκιν. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVI  ‐ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΕΞΟΧΟΤΑΤΕ, σας περιμένουν, είπε ο γλυκομίλητος παχύσαρκος θυρωρός του μεγάλου  αρχοντικού  των  Κορτσάγκιν  ανοίγοντας  την  αθόρυβη  δρύινη  εξώπορτα  με  τους  εγγλέζικους  μεντεσέδες. ‐ Τρώνε και μου είπαν ν' αφήσω να περάσετε μόνο εσείς.  Ο θυρωρός προχώρησε προς τη σκάλα και χτύπησε το κουδούνι.  ‐Είναι κανείς εδώ; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ, καθώς έβγαζε το παλτό του.  ‐Ο  κύριος  Κόλοσοφ  και  ο  Μιχαήλ  Σεργκέγιεβιτς,  οι  υπόλοιποι  είναι  του  σπιτιού,  απάντησε  ο  θυρωρός.  Στο κεφαλόσκαλο φάνηκε ένας όμορφος υπηρέτης που φορούσε φράκο και άσπρα γάντια.  ‐Παρακαλώ Εξοχότατε, σας καλούν να περάσετε, είπε.  Ο Νεχλιούντοφ ανέβηκε τη σκάλα και περνώντας από το γνωστό μεγαλόπρεπο σαλόνι πέρασε στην  τραπεζαρία.  Στο  τραπέζι  καθόταν  όλη  η  οικογένεια,  εκτός  απ'  την  μητέρα,  την  πριγκίπισσα  Σόφια  Βασίλιεβνα, που δεν έβγαινε ποτέ απ' τα διαμερίσματά της. Στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν ο  γερο‐Κορτσάγκιν,  δίπλα  του  ο  Ιβάν  Ιβάνοβιτς  Κόλοσοφ,  πρώην  επικεφαλής  των  ευγενών  της  επαρχίας  και  τώρα  μέλος  του  διοικητικού  συμβουλίου  της  τράπεζας,  φιλελεύθερος,  φίλος  του  Κορτσάγκιν  στην  αριστερή  πλευρά  καθόταν  η  Μις  Ρέντερ,  γκουβερνάντα  της  τετράχρονης  μικρής  αδελφής της Μίσσυ, και πλάι το ίδιο το κοριτσάκι∙ απ' τη δεξιά πλευρά καθόταν απέναντι ο αδελφός  τής Μίσσυ, ο μοναδικός γιος των Κορτσάγκιν, μαθητής της έκτης τάξης του γυμνασίου, ο Πέτια, που  για χάρη του η οικογένεια όλη περίμενε να τελειώσουν οι εξετάσεις κι έμενε ακόμη στη πόλη∙ πλάι  του  καθόταν  ο  φοιτητής  που  τού  έκανε  ιδιαίτερα  μαθήματα∙  από  αριστερά  καθόταν  η  Κατερίνα  Αλεξέγιεβνα,  μια  σαραντάρα  δεσποινίδα  που  ανήκε  στο  κίνημα  των  Σλαβόφιλων∙  απέναντί  της  ο  Μιχαήλ  Σεργκέγιεβιτς  ή  αλλιώς  Μίσσα  Τελέγκιν,  εξάδελφος  της  Μίσσυ  και  στην  άλλη  άκρη  του  τραπεζιού, η Μίσσυ, με ένα άδειο σερβίτσιο δίπλα της.  ‐Ήρθατε  λοιπόν,  τι  καλά!  Καθήστε,  μόλις  αρχίσαμε  το  ψάρι,  είπε  με  δυσκολία  ο  γερο‐Κορτσάγκιν  μασώντας προσεκτικά με τις μασέλες του. Κοίταξε τον Νεχλιούντοφ μ' εκείνα τα κόκκινα μάτια του,  χωρίς καθόλου βλεφαρίδες.  ‐Στεπάν, πρόσταξε με γεμάτο στόμα τον χοντρό, επιβλητικό σερβιτόρο, δείχνοντάς του με το βλέμμα  του το άδειο πιάτο.  Αν  και  ο  Νεχλιούντοφ  γνώριζε  καλά  και  είχε  δει  πολλές  φορές  πώς  γευμάτιζε  ο  γερο‐Κορτσάγκιν,  σήμερα  του  έκανε  ιδιαίτερα  άσχημη  εντύπωση  το  κοκκινισμένο  του  πρόσωπο,  τα  χείλη  που  χτυπούσαν με ηδονή πάνω από την πετσέτα, τη στερεωμένη στο γιλέκο και στο χοντρό σβέρκο, όλη  αυτή η χοντροκομμένη καρικατούρα του στρατηγού. Ο Νεχλιούντοφ, χωρίς να το θέλει, θυμήθηκε  όσα ήξερε για την αγριότητα αυτού του ανθρώπου, ο οποίος, ένας Θεός ξέρει για ποιο λόγο, ‐ ίσως  επειδή ήταν πλούσιος και ευνοούμενος της Αυλής ‐ όταν ήταν στρατιωτικός διοικητής της περιοχής  μαστίγωνε και κρεμούσε ανθρώπους.  ‐Τώρα  αμέσως  θα  σερβίρουν,  Εκλαμπρότατε,  είπε  ο  Στεπάν  πιάνοντας  από  τον  γεμάτο  ασημένια  βάζα μπουφέ μια μεγάλη κουτάλα. Έκανε νόημα στον όμορφο υπηρέτη με τις φαβορίτες, που την  ίδια στιγμή άρχισε να συμπληρώνει το απείραχτο σερβίτσιο δίπλα στην Μίσσυ‐ήταν σκεπασμένο με  μια αριστοτεχνικά διπλωμένη κολλαρισμένη πετσέτα με το οικόσημο να ξεχωρίζει. 

Digitized by 10uk1s 

  Ο Νεχλιούντοφ έκανε το γύρω του τραπεζιού προσφέροντας σε όλους το χέρι του. Όλοι, εκτός από  τον γερο‐Κορτσάγκιν και τις κυρίες, σηκώθηκαν όταν τους πλησίασε. Αυτός ο γύρος του τραπεζιού  και  το  σφίξιμο  των  χεριών  μ'  όλους  τους  παρόντες,  αν  και  με  τους  περισσότερους  δεν  είχε  ποτέ  ανταλλάξει  ούτε  μια  κουβέντα,  του  φάνηκε  σήμερα  ιδιαίτερα  δυσάρεστος  και  γελοίος.  Ζήτησε  συγγνώμη  που  καθυστέρησε,  και  θέλησε  να  καθήσει  στην  άδεια  θέση  στο  τέλος  του  τραπεζιού  ανάμεσα στην Μίσσυ και την Κατερίνα Αλεξέγιεβνα, μα ο γερο‐Κορτσάγκιν αξίωσε, έστω κι αν δεν  έπινε βότκα ο καλεσμένος του, να γευθεί τουλάχιστον τα ορεκτικά στο μπουφέ: σουπιές,  χαβιάρι,  διάφορα  είδη  τυριών  και  παστών  ψαριών.  Ο  Νεχλιούντοφ  δεν  περίμενε  πως  θα  ήταν  τόσο  πεινασμένος, αλλά μόλις άρχισε να τρώει ψωμί με τυρί δεν μπορούσε να σταματήσει κι έτρωγε με  λαιμαργία.  ‐Λοιπόν, «υπονομεύσατε τα θεμέλια»; τον ρώτησε ο Κόλοσοφ χρησιμοποιώντας την έκφραση μιας  αντιδραστικής  εφημερίδας  που  είχε  ξεσπαθώσει  εναντίον  των  ορκωτών  δικαστηρίων.  ‐Αθωώσατε  ενόχους, καταδικάσατε αθώους, ναι;  ‐Υπονομεύσατε  τα  θεμέλια...  Υπονομεύσατε  τα  θεμέλια...  ‐επανέλαβε  γελώντας  ο  πρίγκιπας  Κορτσάγκιν, νιώθωντας απεριόριστη εμπιστοσύνη στην ευφυία και τη μόρφωση του φιλελεύθερου  συντρόφου και φίλου του.  Ο  Νεχλιούντοφ,  κινδυνεύοντας  να  θεωρηθεί  αγενής,  δεν  απάντησε  στον  Κόλοσοφ  και  κάθησε  μπροστά  απ'  το  πιάτο  με  την  αχνιστή  σούπα  συνεχίζοντας  να  μασάει.  ‐Αφήστε  τον  να  φάει,  είπε  χαμογελώντας η Μίσσυ, υπενθυμίζοντας μ' αυτό το «τον» τη μεταξύ τους οικειότητα.  Ο  Κόλοσοφ  εν  τω  μεταξύ  διηγιόταν  ζωηρά  και  φωναχτά  το  περιεχόμενο  του  άρθρου  που  καταφερόταν εναντίον των ορκωτων δικαστηρίων και που τον είχε αγανακτήσει. Τον σιγοντάρησε ο  Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς, ο ανιψιός, ο οποίος τους διηγήθηκε το περιεχόμενο ενός άλλου άρθρου της  ίδιας εφημερίδας.  Η Μίσσυ ήταν όπως πάντα πολύ distinqueé και καλοντυμένη, αλλά πολύ διακριτικά.  ‐Θα πρέπει να είστε πολύ κουρασμένος και πεινασμένος, είπε στον Νεχλιούντοφ περιμένοντας να  καταπιεί πρώτα.  ‐Όχι, όχι, ιδιαίτερα. Εσείς πήγατε να δείτε τους πίνακες; ρώτησε.  ‐Όχι,  το  αναβάλαμε.  Πήγαμε  στο  lawn  tennis  στους  Σαλαμάτοφ.  Πράγματι,  αυτός  ο  Κρουξ  είναι  καταπληκτικός παίκτης.  Ο Νεχλιούντοφ είχε έρθει στους Κορτσάγκιν για να διασκεδάσει. Πάντα ένιωθε ευχάριστα σ' αυτό το  σπίτι, όχι μόνο επειδή τον γοήτευε η καλόγουστη πολυτέλειά του, αλλά και γιατί ένιωθε άνετα μέσα  σ'  εκείνη  τη  διακριτική  ατμόσφαιρα  κολακευτικής  τρυφερότητος.  Όμως,  σήμερα,  κι  αυτό  ήταν  το  αξιοπερίεργο,  όλα  μέσα  στο  σπίτι  τον  απωθούσαν  ‐  όλα,  αρχίζοντας  από  τον  θυρωρό,  την  πλατιά  σκάλα,  τα  χρώματα,  τους  υπηρέτες,  τη  διακόσμηση  του  τραπεζιού  ακόμα  και  την  ίδια  την  Μίσσυ  που την έβρισκε τώρα άχαρη και προσποιητή. Τον απωθούσε κι αυτός ο γεμάτος αυτοπεποίθηση,  πρόστυχος,  φιλελεύθερος  τόνος  του  Κόλοσοφ,  του  ήταν  απωθητική  και  η  αγελαδόμορφη,  όλο  ξιπασιά, επιβλητική φιγούρα του γερο‐Κορτσάγκιν, αντιπαθητικές ήταν και οι γαλλικές φράσεις που  ξεφούρνιζε  η  Σλαβόφιλη  Κατερίνα  Αλεξέγιεβνα,  αντιπαθέστατα  του  ήταν  και  τα  πρόσωπα  της  γκουβερνάντας  και  του  φοιτητή‐προγυμναστή  που  του  φαινόταν  πως  έγραφαν  επάνω  τους:  «έχουμε ανάγκη από χρήματα»∙ ιδιαίτερα όμως του ήταν αντιπαθητικό εκείνο το οικείο «τον» της  Μίσσυ, όταν μιλούσε γι' αυτόν. 

Digitized by 10uk1s 

  Ο Νεχλιούντοφ πάντοτε ταλαντευόταν απέναντί της. Άλλοτε σαν να την κοίταζε μισοκλείνοντας τα  μάτια του, σαν μέσα απ' τ' αμυδρό φως του φεγγαριού να του φαινόταν θαυμάσια: την έβρισκε και  δροσερή και όμορφη και φυσική... Κι άλλοτε σαν να την κοίταζε μέσα απ' τ' άπλετο φως του ήλιου  και να την έβλεπε όπως πραγματικά ήτανε, μ' όλα τα ψεγάδια της. Και σήμερα έτσι μόνο μπορούσε  να τη δει: πρόσεξε όλες τις ρυτίδες στο πρόσωπό της, είδε και πάλι τ' ανακατεμένα της μαλλιά, τους  μυτερούς της αγκώνες και, το κυριότερο, πρόσεξε το μεγάλο νύχι στον αντίχειρα που του θύμιζε το  νύχι του πατέρα της.  ‐Από τα πιο βαρετά παιχνίδια, είπε ο Κόλοσοφ για το τένις, ‐πολύ πιο διασκεδαστικό ήταν το ξυλίκι  που παίζαμε μικροί.  ‐Όχι,  δεν  έχετε  δοκιμάσει.  Είναι  φοβερά  συναρπαστικό,  έφερε  αντίρρηση  η  Μίσσυ  προφέροντας  τελείως αφύσικα τη λέξη «φοβερά», όπως φάνηκε στο Νεχλιούντοφ.  Κι  άρχισε  μια  συζήτηση  στην  οποία  πήραν  μέρος  και  ο  Μιχαήλ  Σεργκέγιεβιτς  κι  η  Κατερίνα  Αλεξέγιεβνα. Μονάχα η γκουβερνάντα, ο προγυμναστής και τα παιδιά δεν έλεγαν τίποτα, κι απ' ό,τι  φαινόταν, ανιούσαν.  ‐Αιωνίως λογομαχούν! είπε χαχανίζοντας δυνατά ο γερο‐Κορτσάγκιν∙ ξεκρέμασε την πετσέτα από το  γιλέκο  του  και  σηκώθηκε  κάνοντας  ένα  δαιμονισμένο  θόρυβο  με  την  καρέκλα  κι  ο  υπηρέτης  τσακίστηκε να τον βοηθήσει. Μαζί του σηκώθηκαν και οι υπόλοιποι, πλησίασαν το τραπεζάκι πάνω  στο οποίο είχαν τοποθετήσει ένα μαστέλλο με ζεστό αρωματισμένο νερό, ξέπλυναν το στόμα τους  και συνέχισαν τη συζήτηση που δεν ενδιέφερε κανένα.  ‐Δεν είναι αλήθεια; στράφηκε η Μίσσυ στον Νεχλιούντοφ αναζητώντας την υποστήριξή του στα όσα  έλεγε‐  πως  πουθενά  αλλού  δεν  αποκαλύπτεται  καλύτερα  ο  ανθρώπινος  χαρακτήρας  απ'  όσο  στο  παιχνίδι. ‐Είχε παρατηρήσει στο πρόσωπό του εκείνη την προσηλωμένη σε κάτι, όπως της φαινόταν,  επικριτική  έκφραση  που  τόσο  φοβόταν  σ'  αυτόν,  και  ήθελε  να  μάθει  τι  ήταν  αυτό  που  την  προκάλεσε.  ‐Αλήθεια δεν ξέρω, ποτέ δεν το 'χω σκεφτεί, απάντησε εκείνος.  ‐Πάμε στη μαμά; ρώτησε η Μίσσυ.  ‐Ναι,  ναι,  της  είπε  βγάζοντας  ένα  παπιρόσι  και  με  τέτοιο  τόνο  που  έδειχνε  ξεκάθαρα  πως  θα  προτιμούσε να μην πάει.  Εκείνη  τον  κοίταξε  σιωπηλή  γεμάτη  απορία,  κι  αυτός  ντράπηκε.  «Πράγματι,  δεν  είναι  ωραίο  να  μεταδίδεις  τα  δικά  σου  συναισθήματα  στους  άλλους»  σκέφτηκε  και,  προσπαθώντας  να  φανεί  ευγενικός, είπε ότι με μεγάλη του ευχαρίστηση θα επισκεπτόταν την πριγκίπισσα, αν βέβαια αυτή  τον δεχόταν.  ‐Μα  ναι,  ναι,  η  μαμά  θα  χαρεί  πολύ!  Μπορείτε  να  καπνίσετε  κιόλας.  Μαζί  της  είναι  κι  ο  Ιβάν  Ιβάνοβιτς.  Η  οικοδέσποινα,  πριγκίπισσα  Σόφια  Βασίλιεβνα,  ήταν  κατάκοιτη.  Οκτώ  χρόνια  υποδεχόταν  τους  επισκέπτες ξαπλωμένη ανάμεσα σε δαντέλες και κορδέλες, σε βελούδα, χρυσό, φίλντισι, μπρούντζο,  βερνίκι και λουλούδια, δεν πήγαινε πουθενά και δεχόταν μόνο τους «φίλους της», δηλαδή εκείνους  που, κατά τη γνώμη της, ξεχώριζαν από το πλήθος. Ο Νεχλιούντοφ συγκαταλεγόταν σ' εκείνους τους  φίλους,  γιατί  τον  θεωρούσαν  έξυπνο  νέο  και  γιατί  η  μητέρα  του  ήταν  καλή  φίλη  της  οικογένειας,  αλλά και γιατί θα ήταν καλό αν η Μίσσυ τον παντρευόταν.  Digitized by 10uk1s 

  Ο κοιτώνας της Σόφια Βασίλιεβνα συνδεόταν μ' ένα μεγάλο κι ένα μικρό σαλόνι. Στο μεγάλο σαλόνι,  η  Μίσσυ  που  προπορευόταν,  σταμάτησε,  έπιασε  με  τα  δυο  της  χέρια  την  επίχρυση  πλάτη  μιας  καρεκλίτσας και κοίταξε τον Νεχλιούντοφ στα μάτια.  Η Μίσσυ ήθελε πάρα πολύ να παντρευτεί και ο Νεχλιούντοφ ήταν καλό ταίρι. Εκτός απ' αυτό, της  άρεσε και είχε επιβάλει στον εαυτό της την ιδέα ότι θα γίνει δικός της (δε θα γινόταν αυτή δική του,  αυτός θα γινόταν δικός της), και με μια ασυνείδητη μα επίμονη πονηριά που συναντά κανείς μόνο  στους  ψυχικά  άρρωστους  ανθρώπους,  προχωρούσε  ακάθεκτη  στο  σκοπό  της.  Ήθελε  και  τώρα  να  του μιλήσει για να της εξηγήσει τι του συνέβαινε.  ‐Βλέπω ότι κάτι σας συνέβη, είπε. Τι έχετε;  Εκείνος θυμήθηκε τη συνάντηση που είχε στο δικαστήριο, σκυθρώπιασε και κοκκίνισε.  ‐Να...  συνέβη,  άρχισε  προσπαθώντας  να  πει  την  αλήθεια,  ένα  γεγονός  παράξενο,  ασυνήθιστο  και  αξιοσημείωτο.  ‐Τι είναι; Δεν μπορείτε να μου πείτε τι έγινε;  ‐Τώρα  δεν  μπορώ.  Επιτρέψτε  μου  να  μην  σας  το  πω.  Συνέβη  κάτι  που  δεν  πρόλαβα  ακόμα  να  το  καλοσκεφτώ, είπε και κοκκίνισε ακόμα περισσότερο.  ‐Και δε θα το πείτε σε μένα;  Το πρόσωπό της συσπάστηκε κι έσπρωξε ελαφρά το καρεκλάκι στο οποίο στηριζόταν.  ‐Όχι, δεν μπορώ. Ο Νεχλιούντοφ ένιωσε πως δίνοντάς της αυτή την απάντηση ήταν σα ν' απαντούσε  στον ίδιο του τον εαυτό, και να παραδεχόταν πως πράγματι αυτό που του συνέβη ήταν κάτι πολύ  σοβαρό.  ‐Ωραία λοιπόν, ας πηγαίνουμε.  Τίναξε  το  κεφάλι  της  σα  να  'θελε  να  διώξει  μια  ανώφελη  σκέψη  και  προχώρησε  με  βήμα  πιο  γρήγορο απ' ό,τι συνήθως.  Του  φάνηκε  πως  την  είδε  να  σφίγγει  αφύσικα  τα  χείλη  της  για  να  συγκρατήσει  τα  δάκρυά  της.  Ένιωσε  ντροπή  και  πόνο  που  την  στεναχώρησε,  μα  ήξερε  πως  η  παραμικρή  του  αδυναμία  θα  τον  κατέστρεφε, γιατί θα τον δέσμευε μαζί της. Κι αυτό ήταν κάτι που φοβόταν περισσότερο από όλα τ'  άλλα τη συγκεκριμένη στιγμή∙ έτσι την ακολούθησε σιωπηλός μέχρι τον κοιτώνα της πριγκίπισσας. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVII  Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ Σόφια Βασίλιεβνα είχε τελειώσει το πολύ εκλεπτυσμένο και θρεπτικό γεύμα της στο  δωμάτιό  της∙  έτρωγε  πάντα  μόνη  για  να  μην  μπορεί  κανείς  να  την  δει  σ'  αυτή  την  καθόλου  ρομαντική στάση. Της είχανε σερβίρει τον καφέ κοντά στ' ανάκλιντρό της, σ' ένα τραπεζάκι και τώρα  απολάμβανε  ένα  τσιγάρο,  ένα  ελαφρύ  τσιγάρο  τυλιγμένο  σε  λεπτό  φύλλο  καλαμποκιάς.  Η  πριγκίπισσα Σόφια Βασίλιεβνα ήταν μια λεπτή, ψηλή καστανομάλλα με μακριά δόντια και μεγάλα  μαύρα μάτια που προσπαθούσε ακόμα να φαίνεται νέα.  Κυκλοφορούσαν  πολλές  κακές  φήμες  για  τις  σχέσεις  της  με  τον  γιατρό  της  οικογένειας.  Ο  Νεχλιούντοφ  ποτέ  δεν  είχε  δώσει  σημασία  σ'  αυτές  και  το  είχε  ξεχάσει,  μα  σήμερα  όχι  μόνο  το  θυμήθηκε,  αλλά  όταν  είδε  τον  γιατρό  καθισμένο  κοντά  στην  πολυθρόνα  της  με  το  λαδωμένο,  χωρισμένο στα δύο μούσι του, που γυάλιζε, ένιωσε φοβερή αηδία.  Δίπλα στη Σόφια Βασίλιεβνα, σε μια χαμηλή αναπαυτική πολυθρόνα κοντά στο τραπεζάκι, καθόταν  κι ανακάτευε τον καφέ του ο Κόλοσοφ. Στο τραπεζάκι υπήρχε ένα ποτηράκι με λικέρ.  Η Μίσσυ μπήκε στον κοιτώνα της μητέρας της με τον Νεχλιούντοφ, μα δεν έμεινε μαζί τους.  ‐Όταν η μαμά κουραστεί και σας διώξει, ελάτε στο δωμάτιό μου, είπε απευθυνόμενη στον Κόλοσοφ  και στον Νεχλιούντοφ με τέτοιο τόνο στη φωνή της λες και με τον δεύτερο δεν είχε συμβεί τίποτα  μεταξύ τους, και χαμογελώντας εύθυμα, βγήκε περπατώντας αθόρυβα πάνω στο παχύ χαλί.  ‐Γεια σας, φίλε μου, καθίστε να μας πείτε τα νέα σας, είπε η πριγκίπισσα Σόφια Βασίλιεβνα με το  επιδέξιο,  προσποιητό,  απόλυτα  όμοιο  με  αληθινό,  χαμόγελό  της  που  φανέρωνε  τα  θαυμάσια  μακριά της δόντια, φτιαγμένα με τέτοια τέχνη, ίδια με τα πραγματικά.  ‐Μου είπαν ότι ήρθατε με πολύ κακή διάθεση απ' το δικαστήριο. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ βαρύ  για ανθρώπους με πραγματική καρδιά, παρατήρησε στα Γαλλικά.  ‐Πράγματι, αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Νεχλιούντοφ, συχνά αισθάνεσαι..., νιώθεις πως δεν έχεις το  δικαίωμα να κρίνεις....  ‐Comme  c'  est  vrai14,  αναφώνησε  η  πριγκίπισσα,  λες  κι  είχε  πράγματι  εντυπωσιαστεί  από  την  ορθότητα της παρατήρησής του, κολακεύοντας όπως πάντα τον συνομιλητή της.  ‐Πώς προχωρά ο πίνακάς σας; Μ' ενδιαφέρει πάρα πολύ, πρόσθεσε. ‐Αν δε ήταν η αρρώστια μου,  θα σας είχα επισκεφθεί εδώ και πολύ καιρό.  ‐Τον  παράτησα  τελείως,  απάντησε  ξερά  ο  Νεχλιούντοφ,  για  τον  οποίο  η  υποκρισία  της  κολακείας  της ήταν τόσο φανερή, όπως και τα γηρατειά της που προσπαθούσε να τα κρύψει. Δεν μπορούσε,  όσες προσπάθειες κι αν έκανε, ν' αναγκάσει τον εαυτό του να είναι ευγενικός.  ‐Αδίκως!  Ξέρετε,  ο  ίδιος  ο  Ρέπιν  μού  είπε  πως  έχει  πραγματικό  ταλέντο,  είπε  απευθυνόμενη  στον  Κόλοσοφ.  «Γιατί δεν ντρέπεται που λέει τέτοια ψέματα;» αναρωτήθηκε σκυθρωπός ο Νεχλιούντοφ.  Αφού σιγουρεύτηκε πως ο Νεχλιούντοφ δεν είχε κέφι και πως ήταν αδύνατο να τον παρασύρει σε  μια  ευχάριστη  και  πνευματική  συζήτηση,  η  Σόφια  Βασίλιεβνα  γύρισε  προς  τον  Κόλοσοφ  και  τον  ρώτησε  για  ένα  νέο  θεατρικό  έργο  με  τέτοιο  τόνο,  λες  και  η  γνώμη  του  Κόλοσοφ  θα  έπρεπε  να  Digitized by 10uk1s 

  διαλύσει  κάθε  αμφιβολία  και  η  κάθε  του  λέξη  θα  επιζούσε  στους  αιώνες.  Ο  Κόλοσοφ  έκρινε  αρνητικά  το  έργο  και  βρήκε  την  ευκαιρία  να  εκθέσει  τις  απόψεις  του  γενικά  για  την  τέχνη.  Η  πριγκίπισσα, εντυπωσιασμένη από την ορθότητα των απόψεών του, προσπάθησε να υπερασπιστεί  τον  συγγραφέα  του  έργου,  μα  την  ίδια  στιγμή  ή  θα  υποχωρούσε  ή  θα  έβρισκε  μια  μέση  οδό.  Ο  Νεχλιούντοφ  παρακολουθούσε,  πρόσεχε,  έβλεπε  κι  άκουγε  κάτι  τελείως  διαφορετικό  από  όσα  διαδραματίζονταν  μπροστά  του.  Ακούγοντας  πότε  την  Σόφια  Βασίλιεβνα,  και  πότε  τον  Κόλοσοφ,  έβλεπε, πρώτον ότι μήτε η Σοφία Βασίλιεβνα μήτε ο Κόλοσοφ ενδιαφέρονταν πραγματικά ούτε για  το  θεατρικό  έργο  ούτε  ο  ένας  για  τον  άλλο  και,  αν  συζητούσαν,  το  έκαναν  μόνο  και  μόνο  για  να  ικανοποιήσουν  τη  φυσική  τους  ανάγκη  να  χαλαρώσουν  τους  μυς  της  γλώσσας  και  του  λαιμού∙  δεύτερον, ότι ο Κόλοσοφ, που είχε ανακατέψει βότκα, κρασί, λικέρ ήταν λίγο μεθυσμένος, όχι όμως,  όπως μεθούν οι άνδρες που σπάνια πίνουν, όσοι έχουν κάνει το κρασί συνήθεια: δεν παραπάταγε,  δεν έλεγε ανοησίες, αλλά βρισκόταν σε μια αφύσικη έξαρση αυταρέσκειας. Τρίτον, ο Νεχλιούντοφ  πρόσεξε  ότι  η  πριγκίπισσα  Σόφια  Βασίλιεβνα  όση  ώρα  συζητούσε,  κοιτούσε  ανήσυχα  προς  το  παράθυρο  μέσα  από  το  οποίο  πέρναγε  μια  λοξή  ακτίνα  του  ήλιου  που  όλο  την  πλησίαζε  και  μπορούσε να φωτίσει έντονα το γερασμένο της πρόσωπο.  ‐Πόσο  δίκιο  έχετε,  είπε  σχετικά  με  μια  παρατήρηση  του  Κόλοσοφ  και  πάτησε  το  κουμπί  του  κουδουνιού στον τοίχο.  Εκείνη τη στιγμή ο γιατρός σηκώθηκε και, σαν να ήταν του σπιτιού, βγήκε απ' τον κοιτώνα. Η Σόφια  Βασίλιεβνα συνέχισε τη συζήτηση παρακολουθώντας τον.  ‐Παρακαλώ Φιλίπ, κλείστε αυτή την κουρτίνα, είπε δείχνοντας με το βλέμμα της την κουρτίνα στον  όμορφο υπηρέτη που εμφανίστηκε μόλις άκουσε το κουδούνι.  ‐Όχι, ό,τι και αν μου πείτε υπάρχει μέσα του ένας μυστικισμός, και χωρίς μυστικισμό δεν υπάρχει  ποίηση,  έλεγε  παρακολουθώντας  θυμωμένα  με  το  ένα  της  μάτι  τις  κινήσεις  του  υπηρέτη  που  έκλεινε την κουρτίνα.  ‐Μυστικισμός  χωρίς  ποίηση  είναι  δεισιδαιμονία,  και  ποίηση  χωρίς  μυστικισμό  είναι  πρόζα,  είπε  χαμογελώντας θλιμμένα χωρίς ν' αφήνει από τα μάτια της τον υπηρέτη που διόρθωνε την κουρτίνα.  ‐Φιλίπ,  όχι  αυτή  την  κουρτίνα,  την  άλλη,  στο  μεγάλο  παράθυρο,  είπε  σα  να  υπέφερε  η  Σόφια  Βασίλιεβνα, που μάλλον, λυπόταν τον εαυτό της για τις προσπάθειες που έπρεπε να καταβάλλει για  να προφέρει αυτές τις λέξεις, κι αμέσως για να ηρεμήσει σήκωσε το χέρι της που ήταν σκεπασμένο  από δαχτυλίδια και έφερε στο στόμα της το μυρωδάτο τσιγάρο.  Ο  ευρύστερνος,  μυώδης,  όμορφος  Φιλίπ  έκανε  μια  ελαφριά  υπόκλιση,  σα  να  'θελε  να  ζητήσει  συγγνώμη, και περπατώντας ανάλαφρα πάνω στο χαλί με τα δυνατά του πόδια με τους μεγάλους  αστραγάλους,  προχώρησε  υπάκουος  και  σιωπηλός  προς  το  άλλο  παράθυρο  κι  άρχισε  με  ζήλο  να  διορθώνει  την  κουρτίνα  κοιτάζοντας  ταυτόχρονα  την  πριγκίπισσα,  έτσι  ώστε  ούτε  μία  ακτίνα  του  ήλιου  να  μην  τολμήσει  να  πέσει  επάνω  της.  Πάλι  όμως  έκανε  λάθος  και  πάλι  η  ταλαίπωρη  Σόφια  Βασίλιεβνα  έπρεπε  να  διακόψει  την  ομιλία  της  για  τον  μυστικισμό  και  να  διορθώσει  τον  αργόστροφο Φιλίπ  που άσπλαχνα την  βασάνιζε. Για μια στιγμή  στα μάτια του Φιλίπ άστραψε μια  σπίθα.  «Που να σε πάρει ο διάβολος, τι στα κομμάτια θέλεις; » αυτό θα είπε μάλλον μέσα του, σκέφτηκε ο  Νεχλιούντοφ  παρακολουθώντας  όλο  αυτό  το  παιχνίδι.  Όμως  ο  όμορφος  και  χειροδύναμος  Φιλίπ  έκρυψε  αμέσως  τη  γεμάτη  ανυπομονησία  κίνησή  του  κι  άρχισε  ψύχραιμα  να  εκτελεί  αυτό  που  διέταξε η εξουθενωμένη, η αδύναμη, η κάλπικη πριγκίπισσα Σόφια Βασίλιεβνα. 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Εννοείται  ότι  υπάρχει  μεγάλη  δόση  αλήθειας  στη  θεωρία  του  Δαρβίνου,  είπε  ο  Κόλοσοφ  ξαπλωμένος  στη  χαμηλή  πολυθρόνα,  κοιτάζοντας  με  τα  κοιμισμένα  του  μάτια  την  Σόφια  Βασίλιεβνα, ‐ μα ξεπερνάει τα όρια. Μάλιστα.  ‐Πιστεύετε  στην  κληρονομικότητα;  ρώτησε  η  πριγκίπισσα  τον  Νεχλιούντοφ  ενοχλημένη  απ'  τη  σιωπή του.  ‐Στην  κληρονομικότητα;  επανέλαβε  ο  Νεχλιούντοφ  ‐  όχι,  δεν  πιστεύω,  απάντησε  απορροφημένος  εκείνη τη στιγμή από περίεργες οπτασίες που είχαν αρχίσει ξαφνικά να ταράζουν τη φαντασία του.  Πλάι  στον  χεροδύναμο,  όμορφο  Φιλίπ,  που  τον  φαντάστηκε  σαν  μοντέλο  ζωγράφου,  είδε  τον  Κόλοσοφ γυμνό, με το στομάχι του που έμοιαζε με καρπούζι, το φαλακρό του κεφάλι και τα χέρια  του  να  μοιάζουν  με  βέργες,  χωρίς  καθόλου  μούσκουλα.  Το  ίδιο  θολά  φαντάστηκε  τους  σκεπασμένους  τώρα  με  μετάξια  και  βελούδα  ώμους  της  Σόφια  Βασίλιεβνα  πώς  θα  ήταν  στην  πραγματικότητα, μα αυτή η εικόνα ήταν τόσο φοβερή που προσπάθησε να τη διώξει από το μυαλό  του.  Η Σόφια Βασίλιεβνα τον μέτρησε με το βλέμμα της.  ‐Μην αφήνετε την Μίσσυ να σας περιμένει, του είπε. ‐ Πηγαίνετε κοντά της, ήθελε να σας παίξει την  καινούργια σύνθεση του Σούμαν... Πολύ ενδιαφέρουσα.  «Σιγά μην ήθελε να μου παίξει! Για κάποιο λόγο λέει συνέχεια ψέματα», σκέφτηκε ο Νεχλιούντοφ,  καθώς  σηκωνόταν  και  έσφιγγε  το  διάφανο,  κοκκαλιάρικο,  σκεπασμένο  από  δαχτυλίδια  χέρι  της  Σόφια Βασίλιεβνα.  Στο σαλόνι συνάντησε την Κατερίνα Αλεξέγιεβνα που του έπιασε αμέσως κουβέντα.  ‐Βλέπω πως οι υποχρεώσεις του ενόρκου σας τυραννούν, του είπε όπως πάντα στα Γαλλικά.  ‐Συγχωρέστε με, δεν έχω κέφι και δεν έχω δικαίωμα να χαλάω τη διάθεση των άλλων, της απάντησε  ο Νεχλιούντοφ.  ‐Γιατί δεν έχετε κέφι;  ‐Επιτρέψτε μου να μη σας πω το γιατί, της είπε ψάχνοντας για το καπέλο του.  ‐Θυμάστε που μας λέγατε ότι πρέπει πάντα να λέμε την αλήθεια, κι οι αλήθειες που είχατε πει τότε  σε όλους μας ήταν τόσο σκληρές; Για ποιο λόγο δε θέλετε τώρα να μιλήσετε; Θυμάσαι Μίσσυ; ‐ είπε  η Κατερίνα Αλεξέγιεβνα στη Μίσσυ που στο μεταξύ είχε έρθει να τους βρει.  ‐Επειδή  επρόκειτο  για  ένα  παιχνίδι,  είπε  σοβαρά  ο  Νεχλιούντοφ.  Στο  παιχνίδι  επιτρέπεται.  Στην  πραγματικότητα είμαστε τόσο κακοί, δηλαδή εγώ είμαι τόσο κακός, που τουλάχιστον εμένα δεν μου  επιτρέπεται να λέω την αλήθεια.  ‐Μην  προσπαθείτε  να  ξεφύγετε  και  πέστε  μας  γιατί  είμαστε  τόσο  κακοί,  είπε  η  Κατερίνα  Αλεξέγιεβνα παίζοντας με τις λέξεις, χωρίς να προσέξει το σοβαρό τόνο του Νεχλιούντοφ.  ‐Δεν υπάρχει τίποτα το χειρότερο απ' το να ομολογείς πως δεν έχεις διάθεση, είπε η Μίσσυ. ‐Εγώ  ποτέ δεν το ομολογώ στον εαυτό μου, γι' αυτό κι έχω πάντα καλή διάθεση. Τέλος πάντων, περάστε  στο δωμάτιό μου. Θα προσπαθήσουμε να σας διώξουμε την mauvaise humeur15. 

Digitized by 10uk1s 

  Ο  Νεχλιούντοφ  αισθάνθηκε  έτσι  όπως  θα  έπρεπε  να  αισθάνεται  ένα  άλογο  που  το  χαϊδεύουν  για  του  φορέσουν  το  χαλινάρι  και  να  το  σελώσουν.  Σήμερα,  περισσότερο  από  κάθε  άλλη  φορά,  του  ήταν  ιδιαίτερα  δυσάρεστο  να  υποχωρήσει.  Ζήτησε  συγγνώμη  επειδή  έπρεπε,  δήθεν,  να  πάει  στο  σπίτι  του,  και  την  αποχαιρέτησε.  Η  Μίσσυ  κράτησε  το  χέρι  του  σφιγμένο  στο  δικό  της  για  αρκετή  ώρα.  ‐Να θυμάστε πως αυτό που είναι σημαντικό για σας είναι σημαντικό και για τους φίλους σας.  ‐Αμφιβάλλω,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ  κοκκινίζοντας,  και  βγήκε  βιαστικά  στο  δρόμο.  Ένιωθε  ντροπή,  όμως για ποιον; Για τον εαυτό του; Για την Μίσσυ; Ακόμα κι ο ίδιος δεν καταλάβαινε.  ‐Τι συμβαίνει; Comme cela m' intrigue16, είπε η Κατερίνα Αλεξέγιεβνα, όταν έφυγε ο Νεχλιούντοφ. ‐  Θα μάθω οπωσδήποτε. Μάλλον πρόκειται για κάποια affaire d'amour ‐propre: il est très susceptible,  notre cher Mitia17.  «Plutôt une affaire d'amour sale»18‐ ήθελε να πει η Μίσσυ, μα δεν το είπε κοιτάζοντας μπροστά της  με μια έκφραση τελείως διαφορετική, τελείως ουδέτερη, έτσι όπως τον κοίταζε πριν από λίγα μόλις  λεπτά. Όμως δεν είπε ούτε στην Κατερίνα Αλεξέγιεβνα αυτό το κακόγουστο λογοπαίγνιο, είπε μόνο:  ‐Όλοι έχουμε τις καλές και τις κακές μας μέρες.  «Είναι  δυνατόν  κι  αυτός  να  με  κοροϊδέψει;  Μετά  απ'  όλα  όσα  έγιναν  θα  ήταν  πολύ  άσχημο  εκ  μέρους του», σκέφτηκε η Μίσσυ.  Αν  χρειαζόταν  να  εξηγήσει  τι  κρύβεται  πίσω  από  τις  λέξεις  «μετά  από  όσα  έγιναν»,  δεν  θα  μπορούσε  να  πει  τίποτα  το  συγκεκριμένο.  Ωστόσο,  εκείνη  ήταν  τόσο  σίγουρη  πως  ο  Νεχλιούντοφ  όχι  μόνο  της  γέννησε  ελπίδες,  αλλά  σχεδόν  της  έδωσε  υπόσχεση.  Τίποτα  το  συγκεκριμένο  βέβαια  δεν είχε ειπωθεί, μόνο κάποιες ματιές, κάποια χαμόγελα, υπονοούμενα, κάποιες μισοτελειωμένες  φράσεις... Παρ' όλ' αυτά, η Μίσσυ τον θεωρούσε δικό της και θα το έφερε βαρέως αν τον έχανε. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVIII  ΝΤΡΟΠΗ,  ΑΙΣΧΟΣ!  Αίσχος,  ντροπή!»,  συλλογιζόταν  ο  Νεχλιούντοφ,  καθώς  επέστρεφε  με  τα  πόδια  στο σπίτι του περνώντας απ' τους γνώριμους δρόμους. Το βάρος που ένιωσε καθώς συζητούσε με  την Μίσσυ δεν τον είχε εγκαταλείψει. Καταλάβαινε ότι τυπικά, αν μπορούσε να ειπωθεί κάτι τέτοιο,  δεν ήταν ένοχος απέναντί της: δεν της είχε πει τίποτα που θα μπορούσε να τον δεσμεύσει, δεν της  είχε  κάνει  καμιά  πρόταση,  στην  πραγματικότητα  όμως  αισθανόταν  κάποια  δέσμευση  σαν  να  της  είχε κάνει ήδη πρόταση και ταυτόχρονα ένιωθε σήμερα με όλο του το είναι πως δεν μπορούσε να  την παντρευτεί. «Τι ντροπή! Τι αίσχος!‐επαναλάμβανε συνεχώς όχι μόνο για τις σχέσεις του με την  Μίσσυ, αλλά για όλα.‐Ντροπή! Αίσχος!», επανέλαβε για άλλη μια φορά, καθώς έμπαινε στην είσοδο  του σπιτιού του.  ‐Δεν θα δειπνήσω απόψε, είπε στον Κορνέι καθώς εκείνος τον ακολούθησε στην τραπεζαρία, όπου  τον περίμενε ένα σερβίτσιο και τσάι. Μπορείτε να πηγαίνετε.  ‐Όπως  επιθυμείτε,  αποκρίθηκε  ο  Κορνέι,  μα  δεν  έφυγε,  κι  άρχισε  να  μαζεύει  το  τραπέζι.  Ο  Νεχλιούντοφ τον κοίταξε με αντιπάθεια. Ήθελε να τον αφήσουν όλοι τους ήσυχο και του φαινόταν  πως  όλοι  το  'καναν  επίτηδες  και  του  φορτώνονταν.  Όταν  ο  Κορνέι  έφυγε  με  το  σερβίτσιο,  ο  Νεχλιούντοφ  πλησίασε  το  σαμοβάρι  και  πήγε  να  βάλει  τσάι,  άκουσε  όμως  τα  βήματα  της  Αγκραφένα  Πετρόβνα  και  για  να  μη  την  συναντήσει  πέρασε  γρήγορα  από  την  τραπεζαρία  στο  σαλόνι  κλείνοντας  πίσω  του  την  πόρτα.  Σ'  αυτό  το  δωμάτιο  είχε  πεθάνει  πριν  από  τρεις  μήνες  η  μητέρα του. Μόλις βρέθηκε στο σαλόνι, που το φώτιζαν δύο λάμπες με κάτοπτρο‐ η μια κάτω απ' το  πορτραίτο του πατέρα του και η άλλη κάτω απ' το πορτραίτο της μητέρας του‐ του 'ρθαν στο νου οι  σχέσεις που είχε τον τελευταίο καιρό με την μητέρα του. Του φάνηκαν αφύσικες και αποκρουστικές  κι  ένιωσε  ντροπή  κι  αηδία,  θυμήθηκε  πως  το  τελευταίο  διάστημα  της  αρρώστιας  της  ήθελε  το  θάνατό  της.  Έλεγε  στον  εαυτό  του  πως  το  ήθελε  αυτό  για  να  λυτρωθεί  η  μητέρα  του  από  το  μαρτύριό  της,  μα  στην  πραγματικότητα  το  ήθελε  για  να  λυτρωθεί  εκείνος  από  το  θέαμα  του  μαρτυρίου της.  Θέλοντας  να  αναπολήσει  κάποιες  όμορφες  αναμνήσεις,  κοίταξε  το  πορτραίτο  της,  φιλοτεχνημένο  για  πέντε  χιλιάδες  ρούβλια  από  έναν  γνωστό  ζωγράφο.  Την  είχε  απεικονίσει  μ'  ένα  βελούδινο  φόρεμα με ανοιχτό ντεκολτέ. Ο ζωγράφος, απ' ό,τι φαίνεται, ζωγράφισε με ιδιαίτερη επιμέλεια το  στήθος,  τη  σχισμή  ανάμεσα  στους  δύο  μαστούς  και  τον  εκτυφλωτικής  ομορφιάς  λαιμό  και  τους  καλλίγραμμους  ώμους  της.  Αυτό  κι  αν  ήταν  αισχρό  κι  αηδιαστικό!  Υπήρχε  κάτι  το  απωθητικό  και  ιερόσυλο στην ημίγυμνη απεικόνιση της μητέρας του. Και γινόταν ακόμα περισσότερο απωθητικό,  γιατί πριν από τρεις μήνες σ' αυτό το ίδιο δωμάτιο βρισκόταν ξαπλωμένη αυτή η γυναίκα‐η καλλονή  του  πίνακα‐στεγνή  σα  μούμια  γεμίζοντας  παρ'  όλ'  αυτά  με  μια  βασανιστικά  βαριά  μυρωδιά,  που  τίποτα  δεν  μπορούσε  να  τη  σκεπάσει  όχι  μόνο  όλο  το  δωμάτιο  μα  και  ολόκληρο  το  σπίτι.  Του  φαινόταν ότι μπορούσε ακόμα και τώρα να αισθανθεί αυτή τη μυρωδιά. Θυμήθηκε επίσης, πως μια  μέρα πριν πεθάνει, του άρπαξε το λευκό δυνατό του χέρι με το κοκαλιάρικο μαυρισμένο της χεράκι,  τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Μη με κατακρίνεις Μίτια, αν έκανα κάτι που δεν έπρεπε» και  τα ξεπλυμένα της απ' το μαρτύριο μάτια πλημμύρισαν δάκρυα. «Τι αηδία!», σκέφτηκε για άλλη μια  φορά κοιτάζοντας την ημίγυμνη γυναίκα με τους υπέροχους μαρμάρινους ώμους, τα αλαβάστρινα  χέρια  και  το  θριαμβευτικό  χαμόγελό  της.  Το  γυμνό  στήθος  στο  πορτραίτο  του  θύμισε  μια  άλλη  γυναίκα που είδε ημίγυμνη πριν από μερικές μέρες. Ήταν η Μίσσυ, που βρήκε τη δικαιολογία να τον  καλέσει ένα απόγευμα στο δωμάτιό της για να του δείξει το φόρεμα που θα φορούσε στο χορό που  ετοιμαζόταν να πάει. Θυμήθηκε με αποστροφή τους θαυμάσιους γυμνούς της ώμους και τα χέρια.  Κι εκείνος ο αγροίκος, κτηνώδης πατέρας με το παρελθόν του γεμάτο βαναυσότητες, και η μητέρα  με την αμφίβολης υπόληψης bel esprit19 μητέρα. Όλα αυτά του προκαλούσαν αηδία και τον γέμιζαν  ντροπή. Αίσχος, ντροπή, ντροπή! 

Digitized by 10uk1s 

  «Όχι,  όχι,  σκέφτηκε  ο  Νεχλιούντοφ,  πρέπει  να  απελευθερωθώ,  να  απελευθερωθώ  απ'  όλες  τις  ψεύτικες σχέσεις και με τους Κορτσάγκιν, και με την Μαρία Βασίλιεβνα, και με την κληρονομιά, και  με  όλα  τα  υπόλοιπα...  Ναι,  να  ανασάνω  ελεύθερα...  Να  φύγω  στο  εξωτερικό,  στη  Ρώμη,  και  να  ασχοληθώ με τους πίνακές μου.... ‐θυμήθηκε τις αμφιβολίες που είχε ο ίδιος για το ταλέντο του. ‐Ε,  δεν πειράζει, φτάνει να ανασάνω ελεύθερα. Πρώτα στην Κωνσταντινούπολη, μετά στη Ρώμη, μόνο  να ξεφορτωθώ όσο γίνεται πιο γρήγορα αυτή την υπόθεση με τους ενόρκους και να κανονίσω την  υπόθεση με τον δικηγόρο».  Ξαφνικά  εμφανίστηκε  μπροστά  του,  ολοζώντανη,  η  εικόνα  της  φυλακισμένης  με  τ'  αλλήθωρο  βλέμμα. Πόσο είχε κλάψει η δύστυχη στην τελευταία απολογία των κατηγορουμένων! Τσαλάκωσε  βιαστικά, σβήνοντας στο σταχτοδοχείο το καπνισμένο παπιρόσι, άναψε ένα καινούργιο κι άρχισε να  πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο πέρα δώθε.  Και  η  μια  μετά  την  άλλη  άρχισαν  να  ξεπροβάλλουν  οι  στιγμές  που  έζησε  μαζί  της.  Θυμήθηκε  την  τελευταία  τους  συνάντηση,  εκείνο  το  ζωώδες  πάθος  που  τον  είχε  κυριεύσει  και  την  απογοήτευση  που ένιωσε όταν το πάθος του ικανοποιήθηκε. Θυμήθηκε το λευκό φόρεμα με τη γαλάζια κορδέλα,  θυμήθηκε τον όρθρο. «Κι όμως την αγαπούσα, την αγαπούσα πραγματικά κι η αγάπη μου εκείνη τη  νύχτα ήταν ωραία, αγνή, όπως την αγαπούσα και παλιότερα, την πρώτη φορά που έζησα στις θείες  μου  κι  έγραφα  την  εργασία  μου!»  Και  θυμήθηκε  τον  εαυτό  του  όπως  ήταν  τότε.  Τον  έλουσε  η  φρεσκάδα, η νιότη, η πληρότητα της ζωής, κι ένιωσε μεμιάς αφόρητη θλίψη.  Η  διαφορά  μεταξύ  του  τότε  και  του  τώρα  ήταν  τεράστια:  ήταν  ίδια,  αν  όχι  μεγαλύτερη  από  τη  διαφορά ανάμεσα στην Κατιούσα τότε στην εκκλησία κι εκείνη την πόρνη που μεθοκοπούσε με τον  έμπορο και σήμερα το πρωί την καταδίκασαν. Τότε ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή, ελεύθερος,  μπροστά του ανοίγονταν απεριόριστες δυνατότητες ‐τώρα ένιωθε από όλες τις πλευρές πιασμένος  στα βρόχια μιας ανόητης, κενής, άσκοπης, ποταπής ζωής στην οποία δεν έβλεπε καμία διέξοδο∙ σ'  ένα μεγάλο βαθμό δεν ήθελε ούτε κι ο ίδιος να ξεφύγει. Θυμήθηκε πόσο περήφανος ήταν τότε για  την ειλικρίνειά του, πως είχε σαν κανόνα να λέει πάντα την αλήθεια και, πράγματι την έλεγε, ενώ  τώρα ζει βουτηγμένος μέσα στο ψέμα, στο πιο απαίσιο ψέμα, στο ψέμα που όλοι εκείνοι που τον  περιτριγύριζαν  θεωρούσαν  αλήθεια.  Και  δεν  υπήρχε  καμία  διέξοδος  από  αυτό  το  ψέμα,  τουλάχιστον, αυτός δεν έβλεπε. Βουτήχτηκε σ' αυτό, συνήθισε και βολεύτηκε για τα καλά!  Πώς θα διέκοπτε τις σχέσεις του με την Μαρία Βασίλιεβνα, με τον σύζυγό της, ώστε να μην νιώθει  ντροπή,  όταν  θα  κοιτάει  στα  μάτια  αυτόν  και  τα  παιδιά  του;  Πώς  μπορούσε  να  ξεκαθαρίσει  τις  σχέσεις του με την Μίσσυ χωρίς να καταφύγει στο ψέμα; Πώς μπορούσε να ξεφύγει απ' αυτήν την  αντινομία,  όταν  αναγνωρίζει  απ'  τη  μια  την  παράνομη  φύση  της  ιδιοκτησίας  της  γης  και  απ'  την  άλλη κληρονομεί τη μητρική περιουσία; Πώς μπορούσε να εξιλεωθεί απέναντι στην Κατιούσα; Δεν  μπορούσε  να  τα  αφήσει  όλα  έτσι  όπως  ήταν;  «Δεν  μπορώ  να  παρατήσω  την  γυναίκα  που  κάποτε  αγάπησα και να αρκεστώ στο ότι θα πληρώσω την αμοιβή του δικηγόρου και πως θα την γλυτώσω  από το κάτεργο που τόσο άδικα την στέλνουν∙ δεν μπορώ να ξεπληρώσω την αμαρτία με χρήματα,  όπως πίστευα τότε που της έδωσα τα χρήματα».  Και  θυμήθηκε,  σαν  να  την  έβλεπε  μπροστά  του  εκείνη  τη  στιγμή,  τη  σκηνή  στο  διάδρομο,  όταν  έτρεξε  να  την  προλάβει,  να  της  δώσει  με  το  ζόρι  τα  ρούβλια.  «Αχ,  αυτά  τα  χρήματα!»  Θυμήθηκε  εκείνο  το  περιστατικό  με  την  ίδια  αηδία  και  τον  ίδιο  τρόμο  που  είχε  νιώσει  και  τότε.  «Αχ,  Αχ!  Τι  βρομιά!»  φώναξε  όπως  και  τότε.  ‐  «Μόνο  ένας  παλιάνθρωπος,  ένας  αχρείος  θα  μπορούσε  να  το  κάνει  αυτό!».  Εγώ,  εγώ  είμαι  αυτός  ο  παλιάνθρωπος,  εγώ  είμαι  αυτός  ο  αχρείος!  ‐  είπε  δυνατά.  «Είναι δυνατόν, είναι δυνατόν να είμαι στην πραγματικότητα ‐ σταμάτησε ‐είναι δυνατόν να είμαι  στην  πραγματικότητα  ένας  παλιάνθρωπος;  Τι  άλλο  να  είμαι;»  απάντησε  μόνος  του.  ‐«Να  'ταν  μονάχα  αυτό...»  συνέχισε  να  μαστιγώνει  τον  εαυτό  του.  ‐  «Μήπως  δεν  ήταν  αισχρή,  δεν  ήταν  ποταπή η συμπεριφορά μου απέναντι στη Μαρία Βασίλιεβνα και τον σύζυγό της; Μήπως ο τρόπος  Digitized by 10uk1s 

  που αντιμετώπισα το ζήτημα της περιουσίας; Χρησιμοποίησα την περιουσία που εγώ ο ίδιος θεωρώ  παράνομη  προβάλλοντας  τη  δικαιολογία  ότι  τα  χρήματα  είναι  της  μητέρας  μου.  Κι  η  ζωή  μου  η  αργόσχολη, η αισχρή, με αποκορύφωμα το φέρσιμό μου στην Κατιούσα; Παλιάνθρωπε, αχρείε! Οι  άνθρωποι ας με κρίνουν όπως εκείνοι νομίζουν∙ αυτούς μπορώ να τους εξαπατήσω, τον εαυτό μου  όμως δεν μπορώ να τον εξαπατήσω».  Και ξαφνικά κατάλαβε πως η αποστροφή που ένιωθε το τελευταίο διάστημα για τους ανθρώπους,  και ιδιαίτερα τώρα, και για τον πρίγκιπα, και για την Σόφια Βασίλιεβνα, και για την Μίσσυ, και για  τον Κορνέι, ήταν η αποστροφή για τον ίδιο του τον εαυτό. Και τι παράξενο! Σ' αυτό το συναίσθημα  αναγνώρισης της παλιανθρωπιάς του υπήρχε κάτι το οδυνηρό και συνάμα ευχάριστο και παρήγορο.  Πολλές  φορές  συνέβαινε  στη  ζωή  του  Νεχλιούντοφ  αυτό  που  ο  ίδιος  ονόμαζε  «κάθαρση  της  ψυχής». Ήταν όταν καμιά φορά, ξαφνικά, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, συνειδητοποιώντας  κάποιο πισωγύρισμα ή ακόμα και μαρασμό του εσωτερικού του κόσμου, επιβράδυνση, ακόμα και  διακοπή της εσωτερικής του ζωής, καταπιανόταν με τον εξαγνισμό της ψυχής του σαρώνοντας όλα  τα κατακάθια που είχαν δημιουργήσει αυτή την κατάσταση.  Πάντα  μετά  από  τέτοια  ξυπνήματα  ο  Νεχλιούντοφ  έβαζε  στον  εαυτό  του  κανόνες,  τους  οποίους  σκόπευε  να  ακολουθήσει  εφ'  εξής:  κρατούσε  ημερολόγιο  κι  άρχιζε  μια  νέα  ζωή  με  την  ελπίδα  ότι  δεν  επρόκειτο  ποτέ  να  υποχωρήσει  ‐  turning  a  new  leaf,  όπως  έλεγε  ο  ίδιος.  Μα,  κάθε  φορά,  οι  πειρασμοί του κόσμου τούτου τον παρέσερναν και χωρίς να το καταλαβαίνει ούτε κι ο ίδιος ξέπεφτε  για άλλη μια φορά, και συχνά χαμηλότερα απ' ό,τι πρωτύτερα....  Μ' αυτό τον τρόπο είχε εξαγνιστεί κι ανυψωθεί αρκετές φορές∙ αυτό συνέβη και την πρώτη φορά  που  είχε  περάσει  εκείνο  tο  καλοκαίρι  με  τις  θείες  του.  Ήταν  το  πιο  θαυμάσιο,  το  πιο  ζωντανό  ξύπνημα  της  ψυχής.  Η  επίδρασή  του  είχε  κρατήσει  πολύν  καιρό.  Κάτι  παρόμοιο  έγινε  όταν  παράτησε την κρατική υπηρεσία και θέλοντας να θυσιάσει τη ζωή του κατατάχθηκε στο στρατό στη  διάρκεια του πολέμου. Μα τότε η ψυχή του λερώθηκε πάρα πολύ γρήγορα. Μετά ακολούθησε το  ξύπνημα, όταν αποστρατεύτηκε κι έφυγε στο εξωτερικό για να ασχοληθεί με τη ζωγραφική.  Από  τότε  μέχρι  σήμερα  πέρασε  μια  μεγάλη  περίοδο  χωρίς  κάθαρση  και  γι'  αυτό  ποτέ  άλλοτε  δεν  είχε γεμίσει τόσα πολλά κατακάθια, ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τόσο μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις  επιταγές της συνείδησής του και τη ζωή που έκανε, κι ένιωσε τρόμο βλέποντας αυτή την απόσταση.  Η απόσταση ήταν τόσο μεγάλη, η βρομιά τόσο ανυπόφορη που τις πρώτες στιγμές απελπίστηκε, δεν  πίστευε  ότι  μπορεί  να  έρθει  η  κάθαρση.  «Μα...  είχες  προσπαθήσει  να  βελτιωθείς,  να  γίνεις  καλύτερος, χωρίς κανένα, μα κανένα αποτέλεσμα ‐ έλεγε μέσα του η φωνή του πειρασμού ‐ γιατί να  προσπαθήσεις  άλλη  μια  φορά;  Δεν  είσαι  ο  μόνος,  όλοι  ίδιοι  είναι,  αυτή  είναι  η  ζωή»,  συνέχισε  η  φωνή. Μα, εκείνο το ελεύθερο, πνευματικό ον, που είναι το μόνο αληθινό, το πανίσχυρο, το αιώνιο,  είχε ξυπνήσει μέσα στον Νεχλιούντοφ. Κι εκείνος δεν μπορούσε να μην το πιστέψει, όσο μεγάλη κι  αν φαινόταν η απόσταση ανάμεσα σ' αυτό που ήταν και σ' εκείνο που θα 'θελε να είναι ‐ γιατί για το  αφυπνισμένο πνευματικό ον όλα ήταν δυνατά.  «Θα  σπάσω  μια  για  πάντα  τα  δεσμά  του  ψεύδους  που  με  κρατούν  φυλακισμένο,  οτιδήποτε  κι  αν  μου  κοστίσει,  θ'  αναγνωρίσω  τα  πάντα  και  θα  πω  σε  όλους  την  αλήθεια  και  θα  πράξω  κατά  πως  προστάζει η αλήθεια», είπε δυνατά με αποφασιστική φωνή. ‐ «Θα πω την αλήθεια στη Μίσσυ, θα  της πω ότι είμαι ένας διεφθαρμένος και δεν μπορώ να την παντρευτώ κι ότι άδικα την ενόχλησα∙ θα  πω στη Μαρία Βασίλιεβνα... Όμως, σ' αυτή δεν έχω τίποτα να πω∙ θα πω στον άνδρα της πως είμαι  ένας  αχρείος,  πως  τον  εξαπάτησα.  Με  την  κληρονομιά  θα  πράξω  έτσι  όπως  πρέπει  για  να  αναγνωρίσω  την  αλήθεια.  Θα  πω  σ'  εκείνη,  την  Κατιούσα  ότι  είμαι  ένας  παλιάνθρωπος,  ότι  της  έκανα κακό, και θα κάνω ό,τι μπορώ για να ελαφρύνω τη μοίρα της. Ναι, θα την συναντήσω και θα  Digitized by 10uk1s 

  την  παρακαλέσω  να  με  συγχωρήσει.  Ναι,  θα  ζητήσω  συγγνώμη  όπως  ζητούν  τα  μικρά  παιδιά.  ‐  Σώπασε λίγο. ‐ Θα την παντρευτώ, αν είναι αυτό που πρέπει να κάνω».  Σταμάτησε,  σταύρωσε  τα  χέρια  του  στο  στήθος,  έτσι  όπως  έκανε  όταν  ήταν  παιδί,  σήκωσε  το  βλέμμα του ψηλά και ψιθύρισε σαν να μιλούσε με κάποιον:  ‐Θεέ μου, ελέησέ με, δίδαξέ με, έλα και σκήνωσε μέσα μου και λύτρωσέ με από κάθε κακό!  Προσευχόταν, παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει, να σκηνώσει μέσα του και να τον εξαγνίσει.  Κι αυτό που ζητούσε είχε  κιόλας πραγματοποιηθεί. Ο Θεός που ζούσε μέσα του αφυπνίστηκε στη  συνείδησή  του.  Τον  ένιωσε,  και  γι'  αυτό  δεν  αισθάνθηκε  μόνο  την  ελευθερία,  τη  ζωντάνια  και  τη  χαρά της ζωής, αισθάνθηκε και την παντοδυναμία του Καλού. Ό,τι πιο όμορφο μπορούσε να πράξει  ο άνθρωπος, τώρα ένιωθε πως ήταν ικανός να πράξει κι ο ίδιος.  Τα μάτια του ξεχείλιζαν από δάκρυα, όταν πρόφερε τούτα τα λόγια. Τα δάκρυά του αυτά ήταν και  λυτρωτικά  και  βασανιστικά  μαζί:  λυτρωτικά,  γιατί  ήταν  δάκρυα  χαράς  για  το  ξύπνημα  της  συνείδησής του που όλα αυτά τα χρόνια βρισκόταν σε λήθαργο, και βασανιστικά γιατί ήταν δάκρυα  συγκίνησης που ένιωθε για τον εαυτό του, για την ενάρετη ζωή που θ' ακολουθούσε.  Ζεσταινόταν.  Πλησίασε  το  κοντινότερο  παράθυρο  και  τ'  άνοιξε.  Το  παράθυρο  έβλεπε  στον  κήπο.  Ήταν μια ήσυχη, δροσερή νύχτα με φεγγάρι. Στο δρόμο ακούστηκε για λίγο ο θόρυβος μιας άμαξας,  μετά ξανάγινε ησυχία. Ακριβώς κάτω από το παράθυρό του έβλεπε τη σκιά που έριχναν τα γυμνά  κλαδιά μιας λεύκας που απλώνονταν πάνω στο καθαρισμένο χώμα της αυλής. Στ' αριστερά ξεχώριζε  η  σκεπή  της  αποθήκης  που  φαινόταν  ολόλευκη  κάτω  απ'  το  φως  του  φεγγαριού.  Μπροστά  μπερδεύονταν  τα  κλαδιά  της  λεύκας  και  από  πίσω  τους  κρεμόταν  η  μαύρη  σκιά  του  φράχτη.  Ο  Νεχλιούντοφ  κοιτούσε  τον  λουσμένο  στο  φεγγαρόφωτο  κήπο,  τη  σκεπή,  τη  σκιά  της  λεύκας  και  ρουφούσε βαθιά τη ζωογόνο και δροσερή αύρα της νύχτας.  «Τι όμορφα που είναι! Τι όμορφα, Θεέ μου, τι όμορφα που είναι!» ξανάλεγε με δέος γι' αυτό που  αισθανόταν στην ψυχή του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIX  Η ΜΑΣΛΟΒΑ επέστρεψε πίσω στο κελί της αργά προς τις έξι το βραδάκι τσακισμένη απ' την κούραση  και με τα πόδια της πρησμένα απ' τον πόνο μετά από τα δεκαπέντε βέρστια πεζοπορία, καθώς ήταν  ασυνήθιστη,  να  περπατάει  στους  λιθόστρωτους  δρόμους,  συντριμμένη  από  την  απρόσμενη  βαριά  ποινή και θεονήστικη...  Όταν σ' ένα από τα διαλείμματα οι φρουροί στο δικαστήριο κολάτσιζαν με ψωμί και σφιχτά αυγά,  το  στόμα  της  γέμισε  σάλια  κι  αισθάνθηκε  πως  πεινούσε,  μα  δεν  τους  παρακάλεσε  να  μοιραστούν  λίγο από το κολατσιό τους μαζί της, το θεωρούσε  ταπεινωτικό. Στη συνέχεια πέρασαν τρεις ώρες,  δεν  ήθελε  πια  να  φάει,  μα  ένιωθε  εξαντλημένη.  Σ'  αυτή  την  κατάσταση  άκουσε  την  αναπάντεχη  απόφαση για την ποινή της. Για μια στιγμή της φάνηκε πως δεν άκουσε καλά, δεν μπόρεσε αμέσως  να πιστέψει αυτά που άκουγε, δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της στο κάτεργο. Βλέποντας  όμως τα ήρεμα, σοβαρά πρόσωπα των δικαστών, των ενόρκων που δέχτηκαν αυτή την είδηση σαν  κάτι το απόλυτα φυσιολογικό, εξοργίστηκε κι έβγαλε μια κραυγή που αντήχησε σ' όλη την αίθουσα.  Μόλις είδε πως η κραυγή της αντιμετωπίστηκε σαν κάτι το φυσιολογικό, το αναμενόμενο, που δεν  μπορούσε  να  αλλάξει  την  κατάσταση,  έβαλε  τα  κλάματα  νιώθοντας  πως  έπρεπε  να  υποταχθεί  σ'  αυτή  τη  σκληρή  αδικία  που  έδειξαν  απέναντι  της  και  που  την  είχε  αφήσει  εμβρόντητη.  Της  έκανε  ιδιαίτερη  εντύπωση  το  γεγονός  ότι  την  καταδίκασαν  τόσο  άκαρδα  άνδρες,  νέοι  άνδρες,  όχι  γέροι,  αυτοί  οι  ίδιοι  που  πάντα  την  χάιδευαν  με  το  βλέμμα  τους  τόσο  τρυφερά.  Έναν  από  αυτούς,  τον  αντιεισαγγελέα,  τον  είχε  δει  με  τελείως  διαφορετική  διάθεση.  Όση  ώρα  καθόταν  στο  θάλαμο  των  υποδίκων  περιμένοντας  ν'  αρχίσει  η  δίκη,  και  στα  διαλείμματα  των  συνεδριάσεων,  έβλεπε  όλους  αυτούς  τους  άνδρες,  προσποιούμενους  ότι  πηγαίνουν  για  άλλη  δουλειά,  να  περνούν  έξω  από  την  πόρτα ή να μπαίνουν στο θάλαμο μόνο και μόνο για να την δουν. Και ξαφνικά, αυτοί οι ίδιοι άνδρες  την έστελναν στο κάτεργο χωρίς να δίνουν σημασία στο ότι ήταν αθώα για την κατηγορία που την  βάραινε.  Στην αρχή έβαλε τα κλάματα, μα έπειτα εκτονώθηκε και καθόταν σαν αποσβολωμένη στο θάλαμο  των υποδίκων περιμένοντας τη μεταγωγή της. Είχε μονάχα μια επιθυμία: να καπνίσει. Σ' αυτή την  κατάσταση την βρήκαν η Μποτσκόβα και ο Καρτίνκιν που τους έφεραν κι αυτούς στον ίδιο θάλαμο  μετά  την  έκδοση  της  απόφασης.  Η  Μποτσκόβα  άρχισε  αμέσως  να  βρίζει  την  Μάσλοβα  και  να  της  θυμίζει συνέχεια πως την έστειλαν στα κάτεργα.  ‐Λοιπόν,  σου  άρεσε;  Το  χώνεψες;  Νόμιζες  πως  θα  γλίτωνες  παλιοπουτάνα.  Έπαθες  αυτό  που  σου  άξιζε. Στα κάτεργα θα σου πέσει λίγο η μύτη...  Η Μάσλοβα καθόταν έχοντας χώσει τα χέρια της στα μανίκια της ρόμπας, κοιτούσε σαν άγαλμα το  χαλασμένο πάτωμα, δυο βήματα μπροστά της, κι έλεγε μόνο:  ‐Εγώ  δε  σας  πειράζω,  ούτε  ‘σεις  να  μ'  ενοχλείτε.  Εγώ  δε  σας  πειράζω,  έτσι  δεν  είναι;  επανέλαβε  αρκετές  φορές  και  μετά  σώπασε.  Ζωντάνεψε  λιγάκι  μόνο  όταν  πήραν  τον  Καρτίνκιν  και  την  Μποτσκόβα και ο φρουρός της έδωσε τρία ρούβλια.  ‐Εσύ είσαι η Μάσλοβα; ρώτησε. ‐ Να, πάρε! Στα 'στειλε η κυρά, της είπε δίνοντάς της τα χρήματα.  ‐Ποια κυρά;  ‐Πάρ’ τα, ξέρεις εσύ, σιγά τώρα μην ανοίξω και κουβέντα μαζί σου...  Τα χρήματα αυτά της τα είχε στείλει η Κιτάεβα, η «Μαντάμ» του οίκου ανοχής. Φεύγοντας από το  δικαστήριο, είχε ρωτήσει τον κλητήρα, αν μπορούσε να στείλει ορισμένα χρήματα στη Μάσλοβα. Ο  Digitized by 10uk1s 

  κλητήρας  της  απάντησε  ότι  μπορούσε.  Αφού  πήρε  λοιπόν  την  άδεια,  έβγαλε  από  το  παχουλό  της  χέρι  το  καστόρινο  γάντι  με  τα  τρία  κουμπιά,  έπιασε  από  τις  πίσω  σούρες  του  μεταξωτού  της  φορέματος ένα πορτοφόλι, τελευταία λέξη της μόδας, διάλεξε από ένα μεγάλο αριθμό κουπονιών20,  που  μόλις  είχαν  εισπραχτεί  από  εισιτήρια  που  πλήρωναν  στον  «οίκο»  της,  ένα  κουπόνι  δυόμισυ  ρουβλίων,  πρόσθεσε  ακόμη  δυο  εικοσάρικα  κι  ένα  δεκάρικο  και  τα  έδωσε  στον  κλητήρα.  Εκείνος  φώναξε τον φρουρό και μπροστά της του παρέδωσε τα χρήματα.  ‐Παρακαλώ να τα δώσετε, οπωσδήποτε, είπε η Καρολίνα Αλμπέρτοβνα στο φρουρό.  Ο  φρουρός  παρεξηγήθηκε  που  δεν  του  είχαν  εμπιστοσύνη,  γι'  αυτό  και  μίλησε  θυμωμένα  στη  Μάσλοβα.  Η  Μάσλοβα  χάρηκε  γι'  αυτά  τα  απρόσμενα  χρήματα,  επειδή  της  έδιναν  αυτό  που  επιθυμούσε  εκείνη τη στιγμή.  «Το μόνο που θέλω είναι να βρω ένα παπιρόσι και να το καπνίσω», σκέφτηκε και όλες οι σκέψεις  της συγκεντρώθηκαν σ' αυτή της την επιθυμία να καπνίσει. Ήταν δε τόσο μεγάλη η λαχτάρα της που  ρουφούσε  άπληστα  τον  αέρα  όταν  ένιωθε  τη  μυρωδιά  του  καπνού  που  ξέφευγε  από  τις  κλειστές  πόρτες στο διάδρομο. Χρειάστηκε όμως να περιμένει πολύ ακόμα, γιατί ο γραμματέας που έπρεπε  να  κανονίσει  τη  μεταγωγή  της,  είχε  ξεχάσει  τους  κατηγορουμένους  πάνω  στη  συζήτηση  ή  στη  λογομαχία καλύτερα, που άρχισε μ' έναν από τους δικηγόρους για το απαγορευμένο άρθρο που 'χε  διαβάσει στην εφημερίδα. Στο μεταξύ αρκετοί νέοι και γέροι περνούσαν και μετά τη δίκη μπροστά  απ' το θάλαμο για να της ρίξουν μια ματιά, σιγομουρμουρίζοντας μεταξύ τους.  Επιτέλους,  λίγο  μετά  τις  τέσσερις,  η  μεταφορά  κανονίστηκε  και  οι  φρουροί  ‐  αυτός  από  το  Νίζνι  Νόβγκοροντ και ο Τσουβάς ‐ την έβγαλαν από το δικαστήριο απ' την πίσω πόρτα. Πριν ακόμα βγουν  στο  δρόμο,  τους  έδωσε  είκοσι  καπίκια  παρακαλώντας  να  της  αγοράσουν  δύο  κουλούρια  και  τσιγάρα. Ο Τσουβάς γέλασε, και πήρε τα χρήματα:  ‐Εντάξει,  θ'  αγοράσουμε,  είπε  και  πράγματι  δεν  την  κορόιδεψε,  αγόρασε  τα  κουλούρια  και  τα  τσιγάρα και της έδωσε τα ρέστα.  Στη διαδρομή το κάπνισμα απαγορευόταν, γι' αυτό κι η Μάσλοβα έφθασε στη φυλακή με την ίδια  ανικανοποίητη επιθυμία να καπνίσει. Τη στιγμή που πλησίασε την πύλη έφερναν από τη μεριά του  σιδηροδρομικού  σταθμού  εκατό  περίπου  κατάδικους.  Τους  συνάντησε,  καθώς  περνούσαν  την  είσοδο.  Οι κατάδικοι, άλλοι με γενειάδες, άλλοι με ξυρισμένα κεφάλια, Ρώσοι, αλλά κι απ' άλλες εθνότητες,  γέροι,  νέοι,  βαριοσέρνοντας  τις  αλυσίδες  στα  πόδια  γέμισαν  τη  διάβαση  κουρνιαχτό,  οχλοβοή,  μπόχα και ξινίλα. Περνούσαν δίπλα απ' την Μάσλοβα κοιτάζοντάς τη με τ' άπληστα μάτια τους, ενώ  μερικοί, με πρόσωπα παραμορφωμένα απ' τη λαγνεία, την πλησίαζαν και την πείραζαν.  ‐Τι όμορφο κορίτσι είν' αυτό, έλεγε ο ένας.  ‐Τα σέβη μου μανταμίτσα, έλεγε κάποιος άλλος κλείνοντάς της το μάτι.  Ένας μαυριδερός κατάδικος με μπλαβί ξυρισμένο σβέρκο και μουστάκι στο ξυρισμένο του πρόσωπο,  παραπατώντας και βροντοκοπώντας τις αλυσίδες του, την πλησίασε και την αγκάλιασε.  ‐Δε με γνώρισες κούκλα; Για κατέβασε λίγο τη μύτη σου! της φώναξε τρίζοντας τα δόντια του, ενώ  τα μάτια του σπίθιζαν άγρια, την ώρα που εκείνη τον έσπρωξε μακριά της.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Τι κάνεις εκεί κάθαρμα; φώναξε ο υποδιευθυντής της φυλακής που είχε τρέξει από πίσω τους.  Ο κατάδικος μαζεύτηκε μεμιάς κι έκανε βιαστικά πίσω. Ο υποδιευθυντής τα έβαλε με την Μάσλοβα.  ‐Εσύ γιατί είσαι εδώ ;  Η Μάσλοβα ήθελε να του πει πως μόλις τώρα την είχαν φέρει πίσω από το δικαστήριο, μα είχε τόσο  πολύ κουραστεί που βαριόταν να μιλήσει.  ‐Απ' το δικαστήριο ήρθαμε Εξοχότατε, είπε ο επικεφαλής της συνοδείας, προβάλλοντας μέσα απ' το  πλήθος που περνούσε, ενώ ταυτόχρονα χαιρέτησε στρατιωτικά.  ‐Να την παραδώσεις τότε στον αρχιφύλακα. Τι αίσχος είναι τούτο!  ‐Στις διαταγές σας Εξοχότατε.  ‐Σοκολόφ! Παρέλαβε, φώναξε ο υποδιευθυντής.  Ο αρχιφύλακας πλησίασε και σκούντησε την Μάσλοβα στον ώμο, της έκανε νόημα με το κεφάλι του  και την οδήγησε στην αχτίνα των γυναικών. Στον προθάλαμο την έψαξαν εξονυχιστικά, της έκαναν  σωματική έρευνα χωρίς να βρουν τίποτα (το πακέτο με τα παπιρόσι το είχε κρύψει σ' ένα κουλούρι)  και μετά την έβαλαν στο κελί, απ' όπου είχε βγει το πρωί για τη δίκη. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXX  ΤΟ  ΚΕΛΛΙ  ΤΗΣ  Μάσλοβα  ήταν  ένα  μακρύ  δωμάτιο,  εννιά  πήχεις  μήκος  και  εφτά  πλάτος,  με  δύο  παράθυρα,  μια  χτιστή  σόμπα  που  η  μπογιά  της  είχε  ξεφτίσει,  και  κουκέτες  με  σκασμένες  σανίδες  που έπιαναν τα δύο τρίτα του χώρου. Στη μέση, απέναντι από την πόρτα, υπήρχε μια μαυρισμένη  εικόνα  μ'  ένα  φτηνό  κερί  κολλημένο  επάνω  της  κι  ένα  σκονισμένο  μπουκέτο ξεραμένα  λουλούδια  κρεμόταν  από  κάτω.  Αριστερά  απ'  την,  πόρτα,  σ'  ένα  μαυρισμένο  κομμάτι  του  πατώματος,  ήταν  ακουμπισμένη η βούτα. Το προσκλητήριο μόλις είχε τελειώσει και οι γυναίκες είχαν κλειδωθεί για  τη νύχτα.  Μέσα σ' εκείνο το κελί ζούσαν δεκαπέντε ψυχές, δώδεκα γυναίκες και τρία παιδιά.  Δεν  είχε  ακόμα  σκοτεινιάσει  και  μόνο  δύο  κατάδικες  είχαν  ξαπλώσει  στις  κουκέτες.  Η  μία  ήταν  σκεπασμένη μέχρι πάνω με τη ρόμπα της. Ήταν μια χαζούλα που την είχαν πιάσει, επειδή δεν είχε  αστυνομική ταυτότητα∙ σχεδόν πάντα κοιμόταν στο κελί. Η άλλη ήταν φθισικιά, καταδικασμένη για  κλοπή. Αυτή δεν κοιμόταν, ήταν ξαπλωμένη έχοντας προσκεφάλι τη ρόμπα της, τα μάτια της ήταν  ορθάνοιχτα και συγκρατούσε με δυσκολία, για να μη βήξει, ένα φλέμα που ανέβαινε στο λαιμό της.  Οι υπόλοιπες γυναίκες ‐όλες με ξέπλεκα μαλλιά, φορώντας πουκαμίσα από χοντρό ύφασμα‐ άλλες  κάθονταν  στα  κρεβάτια  κι  έραβαν,  άλλες  στέκονταν  στο  παράθυρο  και  παρακολουθούσαν  τις  μεταγωγές των νεοφερμένων στο προαύλιο. Από τις τρεις γυναίκες που έραβαν, η μια ήταν η γρια‐ Καραμπλιόβα  ‐που  ξεπροβόδισε  την  Μάσλοβα  ‐  μια  σκυθρωπή  ρυτιδιασμένη,  με  σακουλιασμένο  πηγούνι,  ψηλή,  δυνατή  γυναίκα,  με  μια  κοντή  κοτσιδούλα  καστανά  μαλλιά  που  είχαν  αρχίσει  να  γκριζάρουν  στους  κροτάφους  και  με  μια  μαλλιαρή  κρεατοελιά  στο  μάγουλο.  Η  γριά  είχε  καταδικαστεί  σε  καταναγκαστικά  έργα  γιατί  είχε  δολοφονήσει  τον  άνδρα  της  με  τσεκούρι.  Τον  σκότωσε γιατί έκανε ανήθικες προτάσεις στην κόρη της. Ήταν η αρχηγός του θαλάμου και εκτός των  άλλων  πουλούσε  και  κρασί.  Έραβε  φορώντας  γυαλιά  και  κρατούσε  με  τα  μεγάλα  δουλευτάρικα  δάχτυλά της τη βελόνα όπως την κρατούν οι χωριάτες, με τα τρία δάχτυλα και την μύτη γυρισμένη  προς  το  μέρος  της.  Δίπλα  της  καθόταν  κι  έραβε  κι  αυτή  σακιά  από  καραβόπανο  μια  κοντή  πλακουτσομύτα μαυριδερή γυναίκα με μικρά μαύρα μάτια, αγαθούλα και φλύαρη. Ήταν φύλακας  σε  σιδηροδρομική  διάβαση  και  είχε  καταδικαστεί  σε  τρεις  μήνες  φυλακή,  επειδή  δε  βγήκε  με  το  σημαιάκι να συναντήσει την αμαξοστοιχία μ' αποτέλεσμα να προκληθεί ατύχημα. Η τρίτη γυναίκα  που  έραβε  ήταν  η  Φεντόσια  (Φένιτσκα,  όπως  την  ονόμαζαν  τώρα  οι  συντρόφισσές  της),  άσπρη  άσπρη,  ροδομάγουλη,  με  φωτεινά  γαλάζια  παιδιάστικα  μάτια  και  δύο  μακριές  καστανόξανθες  κοτσίδες πιασμένες γύρω γύρω στο κεφάλι της. Ήταν μια πολύ νέα ακόμα, γυναίκα. Καταδικάστηκε  γιατί είχε αποπειραθεί να δηλητηριάσει τον άνδρα της αμέσως μετά το γάμο που της είχαν επιβάλει  οι δικοί της, όταν ήταν ακόμα δεκάξι χρονών κοπελίτσα. Στους οκτώ μήνες που ήταν έξω με εγγύηση  περιμένοντας τη δίκη, όχι μόνο συμφιλιώθηκε με τον άνδρα της, μα τον αγάπησε τόσο πολύ που η  δίκη  τους  βρήκε  ένα  αγαπημένο  ζευγάρι.  Παρά  το  γεγονός  ότι  ο  άνδρας  και  ο  πεθερός  της  και  ιδιαίτερα η πεθερά της που την είχε αγαπήσει πάρα πολύ, προσπάθησαν στη διάρκεια της δίκης μ'  όλες τους τις δυνάμεις να την αθωώσουν, καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Η  καλοκάγαθη, εύθυμη χαμογελαστή Φεντόσια είχε μία κουκέτα πλάι στη Μάσλοβα και όχι μόνο είχε  αγαπήσει  την  Κατιούσα,  μα  θεωρούσε  υποχρέωσή  της  να  την  φροντίζει  και  να  της  προσφέρει  τις  υπηρεσίες της. Δύο ακόμα γυναίκες κάθονταν στο κρεβάτι χωρίς να κάνουν τίποτα, η μία ήταν γύρω  στα σαράντα με χλομό αδύνατο πρόσωπο που κάποτε πρέπει να ήταν πολύ όμορφο. Κρατούσε στα  χέρια της ένα παιδάκι και το τάιζε από το λευκό πεσμένο της βυζί. Το έγκλημα που είχε κάνει ήταν  πως όταν στρατολόγησαν από το χωριό της έναν νεοσύλλεκτο ‐ άδικα όπως έλεγαν οι χωριάτες‐ και  το  πλήθος  σταμάτησε  τον  χωροφύλακα  και  άρπαξε  τον  νεοσύλλεκτο,  η  γυναίκα  αυτή,  θεία  του  νεαρού  που  στρατολόγησαν  παράνομα,  άρπαξε  πρώτη  τα  χαλινάρια  του  αλόγου  με  το  οποίο  μετέφεραν  τον  νεοσύλλεκτο.  Η  άλλη  ήταν  μια  κοντούλα  καλοσυνάτη  ρυτιδιασμένη  γριούλα,  με  γκρίζα  μαλλιά  και  καμπουριασμένη  πλάτη.  Καθόταν  κοντά  στη  σόμπα  και  έκανε  τάχα  πως  προσπαθούσε  να  πιάσει  ένα  τετράχρονο  κοντοκουρεμένο  αγοράκι  με  χοντρή  κοιλίτσα  που  Digitized by 10uk1s 

  περνούσε  πλάι  της  τρέχοντας,  ξεσπώντας  κάθε  φορά  στα  γέλια.  Το  αγοράκι  φορούσε  μονάχα  ένα  πουκαμισάκι  κι,  όταν  περνούσε  δίπλα  της,  έλεγε  συνέχεια:  «Δεν  μ'  έπιασες!»  Η  γριά,  που  είχε  κατηγορηθεί  μαζί  με  τον  γιο  της  για  εμπρησμό,  αντιμετώπιζε  τη  φυλάκισή  της  με  πολύ  μεγάλη  στωικότητα, λυπόταν μόνο τον γιο της που ήταν κλεισμένος στην ίδια φυλακή, μα περισσότερο απ'  όλους λυπόταν τον γέρο της που φοβόταν πως θα 'βγαζε ψείρες απ' τη βρόμα, επειδή η νύφη της  τον εγκατέλειψε και δεν είχε κανένα να τον πλύνει.  Εκτός  από  αυτές  τις  επτά  γυναίκες,  τέσσερις  ακόμα  στέκονταν  σ'  ένα  απ'  τ'  ανοιχτά  παράθυρα,  κρατιόνταν  απ'  τα  κάγκελα  και  με  χειρονομίες,  φωνάζοντας,  αντάλλαζαν  κουβέντες  με  τους  κατάδικους που διέσχιζαν το προαύλιο∙ ήταν οι ίδιοι οι κατάδικοι που 'χε συναντήσει η Μάσλοβα  στην είσοδο της φυλακής. Μια απ' αυτές, που 'χε καταδικαστεί για κλοπή, μια σωματώδης χοντρή  κοκκινομάλλα με χλομό  πρόσωπο, γεμάτη φακίδες σ' όλο της  το σώμα,  στα χέρια, στο  χοντρό της  λαιμό,  που  ξεχυνόταν  απ'  την  ανοιχτή  της  ρόμπα,  τους  φώναζε,  με  τη  βραχνή  φωνάρα  της  βρομόλογα.  Δίπλα  της  στεκόταν  μια  μελαχρινή  άχαρη  φυλακισμένη,  κοντή  σαν  δεκαοχτάχρονο  κορίτσι, δυσανάλογα μεγάλη πλάτη και τελείως κοντά πόδια, με πρόσωπο κόκκινο, γεμάτο σπυριά,  μάτια  πολύ  μακριά  το  ένα  απ'  το  άλλο,  δόντια  χοντρά  και  κοντά  που  τα  πεταχτά  της  χείλη  δεν  μπορούσαν  να  κρύψουν.  Γελούσε  μ'  όσα  γίνονταν  στο  προαύλιο  βγάζοντας  πότε  πότε  στριγκλιές.  Την  φώναζαν  Μορφονιά,  γιατί  παρίστανε  την  κοκέτα,  και  είχε  καταδικαστεί  για  κλοπή  και  εμπρησμό. Πίσω τους, φορώντας μια πολύ βρόμικη πουκαμίσα, στεκόταν μια αξιολύπητη, αδύνατη,  ξερακιανή  έγκυος  γυναίκα  με  μια  τεράστια  κοιλιά,  που  είχε  καταδικαστεί  για  απόκρυψη  κλοπής.  Στεκόταν σιωπηλή, όλη την ώρα, μα δεν έπαυε να επιδοκιμάζει μ' ένα μακάριο χαμόγελο όλα όσα  συνέβαιναν  στο  προαύλιο.  Η  τέταρτη  γυναίκα  που  στεκόταν  στο  παράθυρο  ήταν  μια  μάλλον  μικρόσωμη,  γεροδεμένη  χωριάτισσα  με  πολύ  γουρλωτά  μάτια  και  αγαθό  πρόσωπο  κι  είχε  καταδικαστεί γιατί πουλούσε λαθραία αλκοόλ. Ήταν η μάνα του αγοριού που έπαιζε με την γριά κι  ενός  εφτάχρονου  κοριτσιού  που  βρισκόταν  στη  φυλακή  μαζί  της,  επειδή  δεν  είχε  σε  ποιον  να  τ'  αφήσει. Και αυτή, όπως και οι άλλες, κοίταζε έξω από το παράθυρο χωρίς ν' αφήνει ούτε στιγμή το  πλέξιμο μιας καλτσούλας και σούφρωνε με αποδοκιμασία τα φρύδια της κλείνοντας τα μάτια κάθε  φορά που άκουγε τα βρομόλογα που έλεγαν οι κατάδικοι κάτω στο προαύλιο. Η κορούλα της ένα  εφτάχρονο  κοριτσάκι  με  λυτά  ξανθά  μαλλιά,  φορούσε  μονάχα  ένα  νυχτικάκι  και  στεκόταν  δίπλα  στην κοκκινομάλλα, την κρατούσε σφιχτά από τη φούστα με το μικρό αδύνατό της χεράκι και, με τα  μάτια  προσηλωμένα  κάπου,  άκουγε  προσεκτικά  τις  βρισιές  που  αντάλλαζαν  οι  γυναίκες  με  τους  κρατούμενους  και  τις  επαναλάμβανε  ψιθυριστά  λες  και  τις  μάθαινε  απ'  έξω.  Η  δωδέκατη  κρατούμενη  ήταν  κόρη  ψάλτη  κι  είχε  πνίξει  σε  πηγάδι  το  νεογέννητο  παιδί  της.  Ήταν  μια  ψηλή  λεβεντοκόρη που τ' αχτένιστα μαλλιά της ξέφευγαν από μια χοντρή κοντή καστανόξανθη κοτσίδα.  Τα εξογκωμένα της μάτια κοίταζαν σα χαμένα. Δεν έδινε καμία σημασία σε όσα διαδραματίζονταν  γύρω της, φορούσε μια γκρίζα βρόμικη πουκαμίσα και πηγαινοερχόταν ξυπόλητη πέρα δώθε στον  ελεύθερο χώρο του κελλιού κι όταν έφθανε στον τοίχο έστριβε και γύριζε γρήγορα και απότομα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXI  ΟΤΑΝ ΒΡΟΝΤΟΚΟΠΗΣΕ η σιδερόπορτα κι έσπρωξαν την Μάσλοβα στο κελί, όλες στράφηκαν προς το  μέρος της. Ακόμα κι η κόρη του ψάλτη σταμάτησε για μια στιγμή, κοίταξε την Μάσλοβα, ανασήκωσε  τα  φρύδια  της  και  χωρίς  να  πει  τίποτα  άρχισε  πάλι  το  πέρα  δώθε  με  τα  μεγάλα  ζυγισμένα  της  βήματα. Η Καραμπλιόβα έχωσε τη βελόνα στο χοντρό καραβόπανο και κοίταξε διερευνητικά μέσα  από τα γυαλιά της την Μάσλοβα.  ‐Εχ  μάναμ!  Γύρισες  πίσω.  Κι  εγώ  που  νόμιζα  πως  θα  σ'  αφήσουν  να  φύγεις,  είπε  με  τη  βραχνή,  βαθιά, σχεδόν ανδρική, φωνή της. ‐ Φαίνεται σε τύλιξαν για τα καλά.  Έβγαλε τα γυαλιά της κι ακούμπησε αυτό που έραβε δίπλα στο κρεβάτι.  ‐Εμείς  εδώ  με  τη  θείτσα,  περιστέρα  μου,  το  συζητούσαμε.  Είπαμε:  ποιος  ξέρει,  μπορεί  να  την  αφήσουν αμέσως. Συμβαίνουν κι αυτά, είπαμε. Καμιά φορά δίνουν και λεφτά, όπως πέσει κανένας,  άρχισε να της λέει με την τραγουδιστή φωνή της η γριά‐ φύλακας. ‐ Μα να, δες τι έγινε... φαίνεται  δεν  ήταν  γραφτό  μας.  Ο  Κύριος,  περιστέρα  μου,  φαίνεται  πως  έκανε  το  δικό  του,  συνέχισε  με  τη  γλυκιά και μελωδική της φωνή.  ‐Σε  καταδίκασαν;  Δεν  είναι  δυνατόν  είπε!  η  Φεντόσια  κοιτάζοντας  την  Μάσλοβα  με  μια  έκφραση  τρυφερής  συμπόνιας  στα  λαμπερά  γαλανά  της  μάτια  και  το  νεαρό  προσωπάκι  της  βούρκωσε.  Η  Μάσλοβα  δεν  είπε  τίποτα  και  πέρασε  σιωπηλή  στη  θέση  της,  δεύτερη  από  την  άκρη,  δίπλα  στην  Καραμπλιόβα, κι ακούμπησε πάνω στις γυμνές σανίδες της κουκέτας.  ‐Σίγουρα δε θα πρόλαβες να φας..., είπε η Φεντόσια, καθώς σηκώθηκε και πλησίασε την Μάσλοβα.  Η Μάσλοβα χωρίς να απαντήσει ακούμπησε τα κουλούρια στο προσκέφαλο κι άρχισε να ξεντύνεται:  έβγαλε τη σκονισμένη ρόμπα και το μαντήλι απ' τα σγουρά της μαύρα μαλλιά και κάθισε.  Η  καμπουριασμένη  γριά  που  έπαιζε  στην  άλλη  άκρη  του  κελλιού  με  τ'  αγοράκι  ήρθε  και  στάθηκε  μπροστά στη Μάσλοβα.  ‐Τς, τς,τς! έκανε με τη γλώσσα της κουνώντας το κεφάλι της με συμπόνια.  Το αγοράκι πλησίασε ακολουθώντας την γριά και μόλις είδε τα κουλούρια που έφερε η Μάσλοβα  τα  μάτια  του  γούρλωσαν  και  η  άκρη  των  χειλιών  του  κρέμασε.  Βλέποντας  όλ'  αυτά  τα  γεμάτα  συμπόνια  πρόσωπα  μετά  απ'  όσα  της  συνέβησαν  εκείνη  τη  μέρα,  η  Μάσλοβα  ήθελε  να  βάλει  τα  κλάματα  και  τα  χείλια  της  άρχισαν  να  τρέμουν.  Προσπαθούσε  όμως  να  κρατηθεί  και  κρατιόταν  μέχρι  που  πλησίασε  η  γριά  με  τ'  αγοράκι.  Μόλις  άκουσε  το  γεμάτο  καλοσύνη  και  συμπόνια  «τς,  τς,τς»  της  γριάς  και  ιδιαίτερα  όταν  είδε  το  αγοράκι  που  έστρεψε  το  σοβαρό  του  βλέμμα  από  τα  κουλούρια επάνω της, δεν άντεξε άλλο. Το πρόσωπό της συσπάστηκε και ξέσπασε σε λυγμούς.  ‐Στο 'λεγα εγώ: βρες ένα δικηγόρο της προκοπής, είπε η Καραμπλιόβα.‐ Εξορία, ε; την ρώτησε.  Η  Μάσλοβα  ήθελε  να  απαντήσει,  μα  δεν  μπορούσε.  Κλαίγοντας  έβγαλε  μέσα  απ'  το  κουλούρι  το  πακέτο  με  τα  παπιρόσι  πάνω  στο  οποίο  ήταν  ζωγραφισμένη  μια  πουδραρισμενη  ντάμα  μ'  ένα  μεγάλο  κότσο,  κι  ένα  τολμηρό  τριγωνικό  ντεκολτέ,  και  το  πρότεινε  στην  Καραμπλιόβα.  Εκείνη  κοίταξε  τη  ζωγραφιά,  κούνησε  δυσαρεστημένη  το  κεφάλι  της,  περισσότερο  για  τον  ανόητο  τρόπο  που ξόδευε η Μάσλοβα τα χρήματά της, έβγαλε ένα παπιρόσι, το άναψε στην λάμπα πετρελαίου,  τράβηξε  η  ίδια  μια  ρουφηξιά  και  μετά  το  έχωσε  στο  χέρι  της  Μάσλοβα.  Η  Μάσλοβα,  χωρίς  να  σταματήσει το κλάμα, άρχισε άπληστα να ρουφάει και να ξεφυσάει τον καπνό.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Κάτεργα, είπε με λυγμούς.  ‐Δεν έχουν το Θεό τους οι άτιμοι, οι ανθρωποφάγοι, οι καταραμένοι, είπε η Καραμπλιόβα. ‐ Άδικα  την καταδίκασαν την κοπέλα.  Εκείνη  την  ώρα  οι  γυναίκες  που  είχαν  απομείνει  στο  παράθυρο  ξέσπασαν  σε  βροντερά  γέλια.  Το  κοριτσάκι  γελούσε  κι  αυτό,  και  το  λεπτό  παιδικό  του  γέλιο  γινόταν  ένα  με  τα  βραχνά  και  τσιριχτά  γέλια τους. Κάποιος από τους κατάδικους στο προαύλιο είχε κάνει κάποια διφορούμενη χειρονομία  και αυτές που στέκονταν στο παράθυρο την κατάλαβαν με τον τρόπο τους.  ‐Αχ,  κοίταξε  αυτόν  τον  ξυρισμένο  ταύρο!  Τι  κάνει!  φώναξε  η  κοκκινομάλλα  και  με  το  χοντρό  της  σώμα να ξεχύνεται μια από δω και μια από κει, κόλλησε το πρόσωπό της στα κάγκελα και φώναξε  κάποιες πανάθλιες βρισιές.  ‐Την  παλιοβρόμα!  Άκου  την  πώς  χαχανίζει!  ‐  είπε  η  Καραμπλιόβα  κουνώντας  το  κεφάλι  της  στην  κοκκινομάλλα και ξαναστράφηκε στη Μάσλοβα: ‐ Πολλά χρονάκια;  ‐Τέσσερα,  είπε  η  Μάσλοβα  και  τα  δάκρυα  κύλησαν  ποτάμι  απ'  τα  μάτια  της  κι  ένα  έβρεξε  το  παπιρόσι.  Η Μάσλοβα το τσαλάκωσε νευριασμένη, το πέταξε και πήρε άλλο.  Η  γρια‐φύλακας,  αν  και  δεν  κάπνιζε,  σήκωσε  αμέσως  το  αποτσίγαρο  και  το  ίσιωσε  χωρίς  να  σταματήσει τη φλυαρία της.  ‐Φαίνεται,  περιστέρα  μου,  πως  την  αλήθεια  την  πήρε  το  ποτάμι.  Κάνουν  ό,τι  θέλουν.  Η  Ματβέγιεβνα μου έλεγε: κοίτα να δεις που θα την αφήσουν λεύτερη, μα εγώ, όχι της έλεγα, γλυκιά  μου, το νιώθ' η καρδούλα μου, θα την φάνε ζωντανή την κακομοίρα∙ κι έτσι έγινε, έλεγε ακούγοντας  με ευχαρίστηση τον αντίλαλο της φωνής της. Εκείνη τη στιγμή οι κατάδικοι διέσχισαν το προαύλιο  και  οι  γυναίκες  που  αντάλλαζαν  κουβέντες  μαζί  τους  απομακρύνθηκαν  από  το  παράθυρο  και  πλησίασαν κι αυτές την Μάσλοβα. Πρώτη πλησίασε η γουρλομάτα χωριάτισσα, με το κοριτσάκι της.  ‐Γιατί τόσο βαριά ποινή; ρώτησε αφού κάθησε κοντά στη Μάσλοβα συνεχίζοντας να πλέκει γρήγορα  την καλτσούλα.  ‐Βαριά,  γιατί  δεν  είχε  χρήματα,  γι'  αυτό!  Ας  είχε  χρήματα  να  πάρει  κανέναν  αετονύχη  και  θα  σου  'λεγα εγώ, αν δεν την αθώωναν, είπε η Καραμπλιόβα. Αυτός ο... πως τον λένε... ο κατσαρομάλλης ο  μυταράς, αυτός, κυρά μου, μπορεί να σε βγάλει απ' το ποτάμι στεγνή. Αρκεί να τον προσλάβεις.  ‐Σιγά  να  μην  τον  προσλάβει,  είπε  ψευτοχαμογελώντας  η  Μορφονιά  που  'χε  έρθει  κι  αυτή  κοντά  τους, ‐ αυτός με λιγότερο από χίλια ρούβλια ούτε να σε φτύσει δεν καταδέχεται.  ‐Αυτή 'ναι φαίνεται η μοίρα σου κατά πως φαίνεται, πρόσθεσε η γριά που είχε καταδισκαστεί για  εμπρησμό.‐Λίγο το 'χεις; Ξελογιάσανε τη γυναίκα του παιδιού μου, το ρίξανε στα σίδερα να ταΐζει  ψείρες, στείλανε και μένα δω πέρα τώρα στα γεράματα ‐άρχισε για εκατοστή φορά να διηγιέται την  ιστορία της η γριά. ‐ Απ' τη φυλακή κι απ' τα λεφτά δεν ξεφεύγεις. Άμα δε σου 'ρθουν τα λεφτά, σου  'ρχεται η φυλακή.  ‐Φαίνεται  έτσι  γίνεται  πάντα  μ'  αυτούς,  είπε  η  λαθρεμπόρισσα  και  κοίταξε  το  κεφαλάκι  του  κοριτσιού,  μετά  το  τράβηξε  ανάμεσα  στα  πόδια  της  κι  άρχισε  γρήγορα  με  τα  δάχτυλά  της  να  το  ξεψειρίζει. ‐ «Γιατί πουλάς κρασί;» ‐ Και πώς να ταΐσω τα παιδιά μου; μονολογούσε συνεχίζοντας τη  Digitized by 10uk1s 

  συνηθισμένη της απασχόληση.  Αυτά της τα λόγια θύμισαν στη Μάσλοβα το κρασί.  ‐Να  'χαμε  λίγο  κρασάκι,  είπε  στην  Καραμπλιόβα  σκουπίζοντας  με  το  μανίκι  της  ρόμπας  της  τα  δάκρυα, αφήνοντας πού και πού, κανένα λυγμό.  ‐Γκαρμίκα21 θέλεις; Εντάξει, κατέβαινε τον παρά, είπε η Καραμπλιόβα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXII  Η  ΜΑΣΛΟΒΑ  ΕΒΓΑΛΕ  απ'  το  κουλούρι  κι  έδωσε  στην  Καραμπλιόβα  το  κουπόνι.  Η  Καραμπλιόβα  το  πήρε, το εξέτασε αν και δεν ήξερε γράμματα, μα πίστεψε την Μορφονιά την πολύξερη, που της είπε  ότι  το  χαρτάκι  άξιζε  δύο  ρούβλια  και  πενήντα  καπίκια∙  έβγαλε  από  τον  αεριστήρα  της  σόμπας  το  κρυμμένο  μπουκάλι  με  το  κρασί.  Οι  γυναίκες  που  οι  κουκέτες  τους  δεν  γειτόνευαν  με  της  Καραμπλιόβα  αποτραβήχτηκαν  στις  θέσεις  τους.  Η  Μάσλοβα  στο  μεταξύ  τίναξε  τη  σκόνη  από  τη  ρόμπα και το μαντήλι της, σκαρφάλωσε στην κουκέτα κι άρχισε να τρώει το κουλούρι.  ‐Σου φύλαξα τσάι, μα θα 'ναι κρύο, είπε η Φεντόσια και κατέβασε απ' το ράφι μια τσίγκινη τσαγέρα  τυλιγμένη  μ'  ένα  πανί  απ'  αυτά  που  τυλίγουν  τα  πόδια,  όταν  φορούν  μπότες,  και  μια  τσίγκινη  κούπα.  Το  τσάι  ήταν  τελείως  κρύο  κι  είχε  τη  γεύση  περισσότερο  του  τσίγκου  παρά  του  τσαγιού,  μα  η  Μάσλοβα γέμισε την κούπα κι άρχισε να τρώει το κουλούρι πίνοντας μαζί και τσάι.  ‐Να Φινάσκα, φώναξε κι έκοψε ένα κομμάτι απ' το κουλούρι για να το δώσει στ' αγοράκι που την  κοίταζε στο στόμα.  Στο μεταξύ η Καραμπλιόβα της έδωσε το μπουκάλι με το κρασί και μια κούπα. Η Μάσλοβα πρότεινε  στην Καραμπλιόβα και στη Μορφονιά να πιουν μαζί. Αυτές οι τρεις αποτελούσαν την αριστοκρατία  του κελλιού, γιατί είχαν χρήματα και μοιράζονταν μεταξύ τους ό,τι είχαν και δεν είχαν.  Μετά  από  μερικά  λεπτά  η  Μάσλοβα  συνήλθε  κι  άρχισε  να  αφηγιέται  ζωηρά  το  τι  έγινε  στη  δίκη,  μιμούμενη κοροϊδευτικά τον αντιεισαγγελέα κι ό,τι της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στο δικαστήριο.  Στη δίκη όλοι την κοιτούσαν σαν ξερολούκουμο, τους έλεγε, κι όλο έβρισκαν κάποιο λόγο να ρίξουν  μια ματιά στο κρατητήριο.  ‐Ακόμα κι ο φρουρός μου είπε: «Όλοι έρχονται να δουν εσένα». Έρχεται κάποιος, ψάχνει, δήθεν, για  κάποιο  χαρτί,  μα  εγώ  βλέπω  πως  δεν  ήρθε  για  το  χαρτί,  αλλά  για  να  με  «φάει»  με  τα  μάτια  του,  έλεγε χαμογελώντας και κουνούσε το κεφάλι της κάπως αμήχανη. ‐ Είναι κάτι υποκριτές...  ‐Έτσι  είναι,  πώς  να  το  κάνουμε,  πετάχτηκε  η  γρια‐φύλακας  με  τη  μελωδική  φωνή  της.  ‐  Όπως  οι  μύγες στη ζάχαρη.  Πουθενά αλλού δεν τις βρίσκεις, γι 'αυτό όμως... Καλύτερα να τις ταΐζεις παρά...  ‐Το ίδιο κι εδώ, την διέκοψε η Μάσλοβα. ‐ Κι εδώ τα ίδια έγιναν πάλι.. ‐ Μόλις μ' έφεραν έφτασε μια  ομάδα απ' το σταθμό. Λες και τους έπιασε τρέλα, δεν ήξερα πώς να τους ξεφορτωθώ. Ευτυχώς τους  έδιωξε ο υποδιευθυντής. Ένας μάλιστα μου κόλλησε τόσο πολύ που με δυσκολία του ξέφυγα.  ‐Πώς ήταν; ρώτησε η Μορφονιά.  ‐Μαυριδερός με μουστάκι.  ‐Πρέπει να 'ναι αυτός.  ‐Ποιος;  ‐Ο Σεγκλόφ, ντε. Αυτός που μόλις τώρα πέρασε.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Και ποιος είναι τούτος ο Σεγκλόφ;  ‐Τον  Σεγκλόφ  δεν  ξέρει!  Ο  Σεγκλόφ  δύο  φορές  το  'σκασε  από  τα  κάτεργα.  Τώρα  τον  έπιασαν,  μα  πάλι  θα  τους  ξεφύγει.  Τον  φοβούνται  ακόμα  και  οι  φύλακες,  έλεγε  η  Μορφονιά  που  μετέφερε  σημειώματα φυλακισμένων και ήξερε όλα όσα γίνονται στη φυλακή. ‐ Θα τους ξεφύγει να μου το  θυμηθείτε.  ‐Και  να  φύγει  εσένα  μαζί  του  δεν  θα  σε  πάρει,  είπε  η  Καραμπλιόβα.  ‐Για  πες  μου  καλύτερα,  είπε  γυρνώντας στη Μάσλοβα, τι σου είπε ο δικηγόρος για την έφεση, τώρα δεν πρέπει να την κάνεις;  Η Μάσλοβα είπε πως δεν ξέρει τίποτα.  Εκείνη  τη  στιγμή  η  κοκκινομάλλα,  χώνοντας  τα  γεμάτα  φακίδες  χέρια  της  στα  μπερδεμένα  της  μαλλιά  και  ξύνοντας  με  τα  νύχια  το  κεφάλι  της,  πλησίασε  τις  τρεις  αριστοκράτισσες  που  έπιναν  κρασί.  ‐Εγώ,  που  λες,  Κατερίνα  θα  στα  πω  όλα,  άρχισε.  ‐  Πρώτ'  απ'  όλα  πρέπει  να  γράψεις:  δεν  είμαι  ευχαριστημένη από τη δίκη, και μετά να το στείλεις στον εισαγγελέα.  ‐Και σένα τι σε κόφτει; είπε με τη θυμωμένη μπάσα φωνή της η Καραμπλιόβα. ‐Μύρισες κρασί; Τι  μας κοπανάς εδώ πέρα; Και χωρίς εσένα ξέρουμε τι να κάνουμε, δεν σ' έχουμε ανάγκη.  ‐Εσένα δε σου μίλησε κανείς, τι θέλεις κι ανακατεύεσαι;  ‐Κρασί μού θέλεις, ε; Μου 'ρθε κατά 'δω...  ‐Να, δώσ' της λίγο, είπε η Μάσλοβα που πάντα μοιραζόταν με τους άλλους ό,τι είχε.  ‐Ξέρεις τι θα της δώσω...;  ‐Για  κάνε  πως  μου  δίνεις!  είπε  η  κοκκινομάλλα  πλησιάζοντας  την  Καραμπλιόβα.‐  Νομίζεις  πως  σε  φοβάμαι;  ‐Είσαι ένα τομάρι και μισό, όλ' η φυλακή το ξέρει!  ‐Γιατί εσύ είσαι καλύτερη;  ‐Πατσά ξινισμένε!  ‐Εγώ πατσάς ξινισμένος; Εγκληματία, φόνισσα! ‐ έσκουξε η κοκκινομάλλα.  ‐Φύγε, σου λέω, είπε φουρκισμένη η Καραμπλιόβα.  Μα εκείνη συνέχισε να πλησιάζει κι η Καραμπλιόβα της έδωσε μια σπρωξιά στο ξεκούμπωτο χοντρό  της στήθος. Η κοκκινομάλλα λες και περίμενε κάτι τέτοιο: με μια ξαφνική κι απότομη κίνηση άρπαξε  με το 'να χέρι τα μαλλιά της Καραμπλιόβα και με το άλλο έκανε να τη χτυπήσει στο πρόσωπο, μα η  Καραμπλιόβα της άρπαξε το χέρι. Η Μάσλοβα κι η Μορφονιά κράτησαν τα χέρια της κοκκινομάλλας  προσπαθώντας  να  την  τραβήξουν,  μα  το  χέρι  της  που  είχε  αρπάξει  την  κοτσίδα  της  άλλης  δεν  άνοιγε.  Άφησε για μια στιγμή τα μαλλιά, μα μόνο για να τα τυλίξει γύρω απ' το χέρι της. Η Καραμπλιόβα με  Digitized by 10uk1s 

  στραβωμένο  το  λαιμό  σφυροκοπούσε  με  το  ένα  της  χέρι  το  σώμα  της  κοκκινομάλλας  και  προσπαθούσε  να  της  δαγκώσει  το  χέρι.  Οι  γυναίκες  μαζεύτηκαν  γύρω  τους,  φώναζαν  και  προσπαθούσαν  να  τις  χωρίσουν,  τα  παιδιά  σφιγμένα  το  ένα  πάνω  στο  άλλο  έκλαιγαν.  Ακόμα  κι  η  φθισικιά  πλησίασε,  βήχοντας,  για  να  παρακολουθήσει  τον  καβγά.  Ακούγοντας  το  θόρυβο  μπήκαν  στο κελί δύο δεσμοφύλακες, μια γυναίκα κι ένας άνδρας. Χώρισαν τις γυναίκες που τσακώνονταν. Η  Καραμπλιόβα  έλυσε  τη  γκρίζα  της  κοτσίδα  ξεμπλέκοντας  τα  ξεριζωμένα  της  μαλλιά,  ενώ  η  κοκκινομάλλα  συγκρατούσε  στο  κίτρινο  στήθος  της  με  το  χέρι  τη  σκισμένη  πουκαμίσα  της.  Και  οι  δυο μαζί έδιναν εξηγήσεις και δικαιολογίες στους δεσμοφύλακες κατηγορώντας η μια την άλλη.  ‐Ξέρω πως για όλα φταίει το κρασί. Αύριο θα το αναφέρω στον διευθυντή κι αυτός θα σας δείξει.  Νομίζετε πως δεν νιώθω τη μυρουδιά; ‐ είπε ο δεσμοφύλακας. ‐ Κοιτάξτε να τα μαζέψετε γιατί θα το  μετανιώσετε, δεν έχω ώρα για χάσιμο μαζί σας. Γρήγορα στις θέσεις σας και μη βγάλετε άχνα! Για  πολλή  ώρα  οι  κρατούμενες  δεν  μπορούσαν  να  ηρεμήσουν.  Έβριζαν  η  μια  την  άλλη,  καθώς  λογομαχούσαν για το πώς άρχισε ο καβγάς και το ποιος έφταιγε. Στο τέλος, οι φύλακες έφυγαν και  οι γυναίκες άρχισαν σιγά σιγά να ηρεμούν και να ετοιμάζονται για ύπνο. Η γριά στάθηκε μπρος στην  εικόνα κι άρχισε να προσεύχεται.  ‐Μαζεύτηκαν εδώ τα κάτεργα, είπε ξαφνικά με τη βραχνή φωνή της η κοκκινομάλλα απ' την άλλη  άκρη των κρεβατιών, συνοδεύοντας την κάθε της λέξη με κάτι βρισιές, αληθινούς καταπέλτες.  ‐Κοίτα μη μαζέψεις κι άλλες, της φώναξε την ίδια στιγμή η Καραμπλιόβα βρίζοντας κι αυτή με τον  ίδιο τρόπο. Σε λίγο ησύχασαν και οι δυο τους.  ‐Έχε  χάρη  που  μ'  εμπόδισαν,  αλλιώς  θα  στα  'βγαζα  τα  μάτια...  ξαναείπε  η  κοκκινομάλλα  και  δε  χρειάστηκε να περιμένει πολύ για ν' ακούσει την απάντηση στο ίδιο πνεύμα απ' τη Καραμπλιόβα.  Ακολούθησε για άλλη μια φορά ένα διάλειμμα σιωπής λίγο μεγαλύτερο, μα πάλι άρχισαν οι βρισιές.  Τα διαλείμματα σιωπής γίνονταν όλο και πιο μεγάλα μέχρι που επιτέλους σώπασαν τελείως.  Είχαν όλες ξαπλώσει, μερικές ροχάλιζαν κιόλας. Μόνο η γριά που πάντα προσευχόταν πολλήν ώρα,  και τώρα συνέχιζε να κάνει μετάνοιες μπροστά στην εικόνα, κι η κόρη του ψάλτη που μόλις έφυγαν  οι δεσμοφύλακες σηκώθηκε κι άρχισε πάλι να κάνει βόλτες μπρος πίσω στο θάλαμο.  Δεν κοιμόταν ούτε κι η Μάσλοβα που όλο σκεφτόταν πως καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα,  δυο  φορές  κιόλας  της  το  είχαν  θυμίσει:  μια  η  Μποτσκόβα  και  μια  η  κοκκινομάλλα.  Της  ήταν  αδύνατο να συνηθίσει στην ιδέα. Η Καραμπλιόβα, που της είχε γυρισμένη την πλάτη, έστριψε προς  το μέρος της.  ‐Δεν  το  περίμενα,  δεν  μπορούσα  να  το  φανταστώ,  είπε  σιγά  η  Μάσλοβα.  ‐  Αλλοι  κάνουν  πολύ  χειρότερα και δεν παθαίνουν τίποτα, ενώ εγώ πρέπει να υποφέρω χωρίς λόγο.  ‐Μη σε τρώει ο καημός κοπέλα μου. Και στη Σιβηρία ζούνε άνθρωποι. Εσύ κι εκεί δεν πρόκειται να  χαθείς, την παρηγορούσε η Καραμπλιόβα.  ‐Ξέρω  πως  δεν  πρόκειται  να  χαθώ,  μα...  με  πιάνει  το  παράπονο.  Δε  μου  πάει  εμένα  τούτη  η  ζωή,  εγώ που συνήθισα στην καλοπέραση.  ‐Με  το  Θεό  δεν  μπορείς  να  τα  βάλεις,  είπε  αναστενάζοντας  η  Καραμπλιόβα,  ‐  δεν  μπορείς  να  τα  βάλεις μαζί Του.  ‐Το ξέρω καλέ θείτσα, μα μου είναι δύσκολο.  Digitized by 10uk1s 

  Σώπασαν.  ‐Ακούς;  Τη  βρομιάρα...,  είπε  η  Καραμπλιόβα  στρέφοντας  την  προσοχή  της  Μάσλοβα  στους  περίεργους θορύβους που ακούγονταν από την άλλη άκρη του θαλάμου.  Ήταν οι πνιχτοί λυγμοί της κοκκινομάλλας. Έκλαιγε γιατί την είχαν βρίσει, την είχαν δείρει και δεν  της  έδωσαν  κρασί  που  τόσο  ήθελε.  Έκλαιγε  γιατί  σ'  όλη  της  τη  ζωή  δε  γνώρισε  τίποτα  άλλο  από  βρισιές,  κοροϊδίες,  προσβολές  και  ξύλο.  Θέλησε  να  παρηγορηθεί  και  θυμήθηκε  την  πρώτη  της  αγάπη,  έναν  εργάτη  φάμπρικας,  τον  Φέντκα  Μολοντιόνκοφ,  μα  μόλις  τον  θυμήθηκε,  αμέσως  της  ήρθε στο νου και το πώς χωρίσανε: Ο Μολοντιόνκοφ μια φορά στουπί στο μεθύσι, έτσι γι' αστείο,  της  έριξε  βιτριόλι  στο  ευαίσθητο  σημείο  του  κορμιού  της  και  μετά  γελούσε  με  τους  φίλους  του  βλέποντάς την να σφαδάζει από τους πόνους. Θυμήθηκε αυτό το περιστατικό και ένιωσε λύπη για  τον  εαυτό  της  και,  νομίζοντας  πως  κανείς  δεν  ακούει,  άρχισε  να  κλαίει,  να  κλαίει  σαν  παιδί,  αναστενάζοντας, ρουφώντας τη μύτη και καταπίνοντας τ' αλμυρά της δάκρυα.  ‐Τη λυπάμαι, είπε η Μάσλοβα.  ‐Δε λέω, είναι για λύπηση, μα να μην ανακατεύεται. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXIII  ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΥ ένιωσε ο Νεχλιούντοφ την άλλη μέρα που ξύπνησε ήταν πως κάτι του συνέβη, και  πριν  θυμηθεί  τι  ακριβώς,  ήξερε  κιόλας  πως  του  συνέβη  κάτι  σημαντικό  και  θαυμάσιο...  «Η  Κατιούσα, η δίκη». Ναι, έπρεπε να σταματήσει να λέει ψέματα και να πει όλη την αλήθεια. Και σαν  μια  εκπληκτική  σύμπτωση  ‐  εκείνο  το  πρωινό  έφθασε  επιτέλους  το  πολυπόθητο  γράμμα  από  την  Μαρία Βασίλιεβνα, την σύζυγο του επικεφαλής των ευγενών. Από καιρό περίμενε αυτό το γράμμα  που το χρειαζόταν πώς και πώς τώρα. Η Μαρία Βασίλιεβνα του έδινε την πλήρη ελευθερία να ζήσει  όπως εκείνος επιθυμούσε και του ευχόταν κάθε ευτυχία στον υποτιθέμενο γάμο του.  ‐Γάμος!, στοχάστηκε ειρωνικά ο Νεχλιούντοφ. ‐Πόσο μακριά είμαι εγώ τώρα από το γάμο!  Θυμήθηκε τη χθεσινή του πρόθεση να τα πει όλα στο άνδρα της, να του ζητήσει συγγνώμη και να  εκφράσει  την  πρόθεσή  του  να  επανορθώσει  με  κάθε  τρόπο.  Σήμερα  όμως  το  πρωί  αυτό  δεν  του  φάνηκε και τόσο εύκολο όπως χθες. «Και γιατί να κάνω μετά έναν άνθρωπο δυστυχισμένο εφόσον  δεν το ξέρει; Αν ρωτηθεί, τότε ναι, θα του το πω. Μα, χρειάζεται να πάω επίτηδες να του μιλήσω;  Όχι, δεν είναι ανάγκη».  Το  ίδιο  δύσκολο  του  φάνηκε  σήμερα  το  πρωί  να  πει  όλη  την  αλήθεια  στη  Μίσσυ.  Δεν  μπορούσε  πάλι  ν'  αρχίσει  να  μιλά,  θα  ήταν  προσβλητικό.  Αναπόφευκτα  θα  έπρεπε  να  της  αφήνει  κάποια  περιθώρια, όπως και σε όλες τις καθημερινές σχέσεις, για υπονοούμενα. Πήρε λοιπόν μια οριστική  απόφαση σήμερα το πρωί: δεν επρόκειτο στο εξής να την επισκεφτεί και θα της έλεγε την αλήθεια  αν τον ρωτούσε.  Μα, στις σχέσεις του με την Κατιούσα δεν έπρεπε ν' αφήσει κανένα σκοτεινό σημείο.  «Θα πάω στη φυλακή, θα της πω, θα την παρακαλέσω να με συγχωρήσει. Κι αν χρειαστεί, θα την  παντρευτώ», σκέφτηκε.  Αυτή  η  σκέψη,  ότι  δηλαδή  για  χάρη  της  ηθικής  του  ικανοποίησης  θυσιάζει  τα  πάντα  και  την  παντρεύεται, τον έκανε να νιώθει ιδιαίτερα ευχάριστα σήμερα το πρωί.  Καιρό  είχε  να  ξυπνήσει  με  τόση  όρεξη  και  διάθεση.  Όταν  μπήκε  η  Αγκραφένα  Πετρόβνα,  της  ανακοίνωσε αμέσως με τέτοια αποφασιστικότητα που δεν το περίμενε από τον εαυτό του, ότι δεν  χρειαζόταν πλέον το διαμέρισμα και τις υπηρεσίες της. Παλιότερα είχε σιωπηλά συμφωνηθεί ότι θα  κρατούσε αυτό το μεγάλο και ακριβό διαμέρισμα για το γάμο του και γι' αυτό η εγκατάλειψή του  τώρα είχε ιδιαίτερη σημασία. Η Αγκραφένα Πετρόβνα τον κοίταξε έκπληκτη.  ‐Σας  ευχαριστώ  πολύ  Αγκραφένα  Πετρόβνα  για  την  φροντίδα  που  μου  δείξατε,  μα  τώρα  δεν  χρειάζομαι  τόσο  μεγάλο  διαμέρισμα  και  όλο  αυτό  το  υπηρετικό  προσωπικό.  Αν  θέλετε  να  με  βοηθήσετε, τότε, θα είχατε την καλοσύνη να τακτοποιήσετε τα πράγματά μου και να τα μαζέψετε  όπως κάναμε τότε που ζούσε η μαμά; Θα έρθει η Νατάσσα και θα τα κανονίσει. (Η Νατάσσα ήταν η  αδελφή του Νεχλιούντοφ).  Η Αγκραφένα Πετρόβνα κούνησε το κεφάλι της.  ‐Πώς μπορώ να τα τακτοποιήσω; Θα σας χρειαστούν, του είπε.  ‐Όχι,  δεν  θα  μου  χρειαστούν  Αγκραφένα  Πετρόβνα,  μάλλον  δε  θα  μου  χρειαστούν,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ  απαντώντας  σ'  αυτό  που  ήθελε  να  πει  με  το  κούνημα  του  κεφαλιού  της.  ‐  Πείτε  παρακαλώ και στον Κορνέι πως θα του δώσω το μισθό προκαταβολικά για δύο μήνες, αλλά δεν τον  Digitized by 10uk1s 

  χρειάζομαι άλλο.  ‐Μάταια είναι όλ' αυτά που κάνετε Ντμίτρι Ιβάνοβιτζ. Εντάξει, θα πάτε στο εξωτερικό, μα κι εκεί θα  σας χρειαστεί κάποια κατοικία.  ‐Λάθος νομίζετε Αγκραφένα Πετρόβνα. Δε θα φύγω στο εξωτερικό: αν θα φύγω, θα πάω σε τελείως  διαφορετικό μέρος.  Ο Νεχλιούντοφ ξαφνικά κοκκίνισε.  «Πρέπει  να  της  το  πω,  σκέφτηκε,  δεν  υπάρχει  λόγος  να  το  κρύβω,  πρέπει  να  τα  πω  όλα  και  σε  όλους».  ‐Χθες μου συνέβη κάτι παράξενο και πολύ σημαντικό. Θυ‐μάστε την Κατιούσα που ζούσε στη θεία  μου, στη Μαρία Ιβάνοβνα;  ‐Αμ, πως, εγώ την έμαθα να ράβει.  ‐Ε, λοιπόν, χθες στο δικαστήριο δίκαζαν εκείνη, την Κατιούσα, κι εγώ ήμουν ένορκος.  ‐Αχ, Θεέ και Κύριε, τι κακό! Για τι πράγμα την δίκαζαν;  ‐Για φόνο, κι όλα αυτά είναι δικό μου έργο.  ‐Πώς μπορούσατε εσείς να κάνετε κάτι τέτοιο; Περίεργα πράγματα μου συζητάτε, είπε η Αγκραφένα  Πετρόβνα και τα γέρικα μάτια της άστραψαν αλλόκοτα.  Γνώριζε την ιστορία με την Κατιούσα.  ‐Ναι, εγώ φταίω για όλα. Κι αυτό ήταν που άλλαξε όλα μου τα σχέδια.  ‐Τι σόι αλλαγή θα πρέπει να φέρει αυτό για σας; ρώτησε η Αγκραφένα Πετρόβνα συγκρατώντας το  χαμόγελό της.  ‐Εφ' όσον εγώ ήμουν η αιτία που ακολούθησε αυτό το δρόμο, εγώ θα πρέπει να κάνω ό,τι μπορώ να  την βοηθήσω.  ‐Ωραία, αυτή είναι η επιθυμία σας, όμως, εδώ δεν υπάρχει φταίξιμο δικό σας. Σ' όλους συμβαίνει, κι  αν το καλοεξετάσουν, τότε όλα πάνε μια χαρά, το πράγμα ξεχνιέται, κι αυτοί συνεχίζουν τη ζωή τους  ‐είπε με αυστηρό και σοβαρό τόνο η Αγκραφένα Πετρόβνα‐ γι' αυτό κι  εσείς  δεν χρειάζεται να το  παίρνετε  κατάκαρδα.  Είχ'  ακούσει  και  παλιά  πως  πήρε  το  στραβό  δρόμο,  ποιος  λοιπόν  φταίει  γι'  αυτό;  ‐Εγώ φταίω. Γι' αυτό και θέλω να επανορθώσω.  ‐Ε, αυτό είναι δύσκολο να το επανορθώσεις.  ‐Αυτή είναι δική μου δουλειά. Κι αν σκέφτεστε για τον εαυτό σας αυτό που ήθελε η μαμά...  ‐Τίποτα  δε  σκέφτομαι.  Μ'  έχει  τόσο  πολύ  ευεργετήσει  η  συυγχωρεμένη  που  δεν  θέλω  τίποτα.  Η  Λίζινκα μ' έχει καλέσει (η παντρεμένη της ανιψιά). Θα πάω κοντά της, όταν θα σας είμαι άχρηστη.  Digitized by 10uk1s 

  Μόνο που άδικα το παίρνετε τόσο κατάκαρδα, αυτό συμβαίνει με όλους.  ‐Εγώ δεν το νομίζω. Τέλος πάντων, σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να νοικιάσω το διαμέρισμα και  να μαζέψω τα πράγματα. Και μη μου θυμώνετε. Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα.  Παράξενο πράγμα: από τη στιγμή που ο Νεχλιούντοφ κατάλαβε πως είναι ένας παλιάνθρωπος και  αποστρέφεται  τον  ίδιο  του  τον  εαυτό,  από  εκείνη  κιόλας  τη  στιγμή  οι  άλλοι  έπαψαν  να  του  προκαλούν  αποστροφή.  Το  αντίθετο,  μάλιστα:  τώρα  έτρεφε  για  την  Αγκραφένα  Πετρόβνα  και  τον  Κορνέι ένα τρυφερό συναίσθημα σεβασμού. Ήθελε να ζητήσει συγγνώμη από τον Κορνέι, μα η όψη  του υπηρέτη του έδειχνε τόσο επιβλητική ευγένεια που δεν τόλμησε να το κάνει.  Στο  δρόμο  για  το  δικαστήριο,  περνώντας  από  τους  ίδιους  δρόμους  με  τον  ίδιο  αμαξά,  ο  Νεχλιούντοφ αναλογιζόταν πόσο απότομα άλλαξε και τον έπιασε δέος.  Ο  γάμος  με  την  Μίσσυ,  που  μόλις  χθες  του  φαινόταν  τόσο  κοντά,  σήμερα  ήταν  κάτι  το  τελείως  αδύνατο.  Χθες  καταλάβαινε  ότι  χωρίς  αμφιβολία  η  Μίσσυ  θα  ένιωθε  ευτυχισμένη  αν  τον  παντρευόταν σήμερα, όχι μονάχα ένιωθε ανάξιος να την παντρευτεί, αλλά και να βρίσκεται κοντά  της.  «Αν  γνώριζε  ποιος  πραγματικά  είμαι,  τότε  με  κανένα  τρόπο  δεν  θα  με  δεχόταν.  Και  την  κατηγόρησα από πάνω για το φλερτ της μ' εκείνο τον κύριο. Μα, ακόμα κι αν με παντρευόταν τώρα,  θα  μπορούσα  εγώ  μήπως  να  είμαι  ευτυχισμένος,  θα  μπορούσα  να  είμαι  ήρεμος  γνωρίζοντας  πως  εκείνη  είναι εδώ, στη φυλακή, κι αύριο μεθαύριο θα πάρει το δρόμο για τα κάτεργα, ενώ εγώ  θα  είμαι εδώ να δέχομαι τα συγχαρητήρια για τους γάμους και να κάνω επισκέψεις με την νεαρή μου  σύζυγο;  Μα,  μήπως  θα  μπορούσα  να  συνεργάζομαι  με  τον  πρώτο  αριστοκράτη  ‐  που  κορόιδεψα  τόσο ξεδιάντροπα αυτόν και την γυναίκα του ‐ στη συνέλευση και να μετράω ψήφους «υπέρ» και  «κατά» του πορίσματος που συντάχθηκε μετά την επιθεώρηση των σχολείων της περιοχής, κι άλλα  τέτοια, και μετά να ορίζω ραντεβού με την γυναίκα του (τι αηδία!) ή να συνεχίσω τον πίνακά μου, ο  οποίος, απ' ό,τι φαίνεται, δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ ‐γι' αυτό και δεν πρέπει ν' ασχολούμαι μ'  αυτές  τις  ανοησίες,  τίποτα  από  όλα  αυτά  δεν  μπορώ  να  κάνω  πλέον»,  συλλογιζόταν  χωρίς  να  σταματά να χαίρεται για την εσωτερική αλλαγή που ένιωθε.  «Πρώτ'  απ'  όλα,  σκεφτόταν,  θα  πάω  να  δω  τον  δικηγόρο,  να  μάθω  την  απόφασή  του  και  μετά...  μετά θα επισκεφτώ στη φυλακή εκείνη, την χθεσινή κρατούμενη, και θα της τα διηγηθώ όλα».  Και  μόνο  που  φανταζόταν  τον  εαυτό  του  μπροστά  της  και  να  της  μιλάει  για  όλα,  να  της  ζητάει  συγχώρεση  για  το  κρίμα  του,  να  της  εξηγεί  πως  θα  έκανε  ό,τι  περνούσε  απ'  το  χέρι  του  για  να  εξιλεωθεί  απέναντί  της,  μια  πρωτόγνωρη  έξαρση  χαράς  τον  κυρίευε  και  δάκρυα  έτρεχαν  απ'  τα  μάτια του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXIV  Ο  ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ  έφθασε  στο  δικαστήριο  κι  ενώ  βρισκόταν  ακόμα  στο  διάδρομο  συνάντησε  τον  κλητήρα που ήταν χθες στη δίκη. Τον ρώτησε πού κρατούσαν τους κατάδικους και από πού έπρεπε  να πάρει άδεια για επισκεπτήριο. Ο κλητήρας του εξήγησε πως οι κατάδικοι παρέμεναν προσωρινά  σε  διάφορα  κρατητήρια  και  μέχρι  να  ανακοινωθεί  η  καταδικαστική  απόφαση  στην  οριστική  της  μορφή, άδεια για επισκεπτήριο μπορούσε να δώσει μονάχα ο εισαγγελέας.  ‐Θα  σας  ειδοποιήσω  και  θα  σας  συνοδεύσω  ο  ίδιος  μετά  τη  συνεδρίαση.  Έτσι  κι  αλλιώς,  ο  εισαγγελέας δεν ήρθε ακόμη. Γι' αυτό, μετά τη συνεδρίαση. Και τώρα σας παρακαλώ περάστε μέσα,  αρχίζει όπου να 'ναι η δίκη.  Ευχαρίστησε τον κλητήρα, που σήμερα του φάνηκε ιδιαίτερα αξιολύπητος, για την ευγένειά του να  τον εξυπηρετήσει και προχώρησε στην αίθουσα των ενόρκων.  Την  ώρα  που  πλησίαζε,  βρήκε  τους  ενόρκους  να  βγαίνουν  απ'  την  αίθουσα  για  να  μπουν  στο  δικαστήριο.  Ο  έμπορος,  πάντα  σε  φόρμα,  ευδιάθετος,  φαγωμένος  και  πιωμένος,  όπως  και  χθες,  μόλις  είδε  τον  Νεχλιούντοφ  τον  υποδέχθηκε  λες  κι  ήταν  παλιός  του  φίλος.  Και  ο  Πιοτρ  Γκεράσιμοβιτς, κι αυτός τον αντιμετώπισε με την ίδια οικειότητα και το ίδιο χαχανητό του, μα δεν  προκάλεσε σήμερα καμιά αντιπάθεια στον Νεχλιούντοφ.  Ο Νεχλιούντοφ θα 'θελε να μιλήσει σ' όλους τους ενόρκους, να τους αποκαλύψει τη σχέση του με  την γυναίκα που δικαζόταν χθες. «Έπρεπε ‐σκεφτόταν ‐ να 'χα σηκωθεί χθες την ώρα της δίκης και  να ομολογήσω δημόσια την δική μου ενοχή». Μα, όταν μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου μαζί  με  τους  άλλους  ενόρκους  κι  άρχισε  το  ίδιο  πάλι  σκηνικό:  το  τελετουργικό  επιφώνημα  «Κύριοι,  το  δικαστήριο!»,  οι  τρεις  δικαστές  με  τ'  άσπρα  κολάρα  στην  έδρα,  ησυχία  στην  αίθουσα,  οι  ένορκοι  στις  καρέκλες  με  τις  ψηλές  ράχες,  οι  χωροφύλακες,  το  πορτραίτο  του  Αυτοκράτορα,  ο  παπάς  ‐  ένιωσε,  πως  αν  και  έπρεπε  να  το  'χε  κάνει,  δε  θα  'ταν  σε  θέση  ούτε  χθες  να  ταράξει  αυτή  την  επίσημη ατμόσφαιρα.  Οι  διατυπώσεις  της  δίκης  επαναλήφθηκαν  όπως  ακριβώς  και  την  προηγούμενη  μέρα  με  μόνη  εξαίρεση την ορκωμοσία των ενόρκων και το λόγο που τους είχε βγάλει ο πρόεδρος.  Σήμερα  το  δικαστήριο  εκδίκαζε  μια  υπόθεση  κλοπής  με  διάρρηξη.  Ο  υπόδικος,  που  δίπλα  του  έστεκαν  δύο  χωροφύλακες  με  γυμνά  ξίφη,  ήταν  ένα  εικοσάχρονο  παλικάρι,  αδύνατο  με  ώμους  στενούς και κατάχλομο πρόσωπο, ντυμένο με το γκρίζο μανδύα της φυλακής. Καθόταν μονάχος του  στο  εδώλιο  κι  έριχνε  πού  και  πού  κλεφτές  ματιές  σ'  όσους  έμπαιναν  στην  αίθουσα.  Τον  κατηγορούσαν ότι είχε παραβιάσει μιαν αποθήκη μαζί με έναν φίλο του κι έκλεψε από μέσα κάποια  παλιά ταπέτα που η αξία τους δεν ξεπερνούσε τα τρία ρούβλια και εξήντα εφτά καπίκια.  Από την δικογραφία συναγόταν ότι ένας αστυνομικός που περιπολούσε σταμάτησε τον νεαρό, μόλις  τον είδε να κουβαλάει μαζί με τον σύντροφό του τα κλεμμένα ταπέτα. Και οι δυο τους ομολόγησαν  αμέσως  τη  διάρρηξη  και  γι'  αυτό  οδηγήθηκαν  κατευθείαν  στη  φυλακή.  Ο  σύντροφος  του  νεαρού,  κλειδαράς το επάγγελμα, πέθανε στη φυλακή, και έτσι, εκείνος σήμερα θα δικαζόταν μόνος του. Τα  παλιά ταπέτα, τα πειστήρια του εγκλήματος, ήταν απλωμένα πάνω στο τραπέζι.  Η  δίκη  γινόταν  όπως  ακριβώς  και  η  χθεσινή,  με  την  ίδια  διαδικασία  συρροής  αποδείξεων,  μαρτυρικών καταθέσεων, ορκωμοσίας, ανακρίσεων, εκθέσεων εμπειρογνωμόνων και εξέτασης κατ'  αντιπαράσταση  των  μαρτύρων.  Ο  μάρτυρας  αστυνομικός  στις  ερωτήσεις  του  προέδρου,  του  κατηγόρου, του συνηγόρου απαντούσε απότομα και μονότονα: « Βεβαίως», « Δεν είμαι σε θέση να  γνωρίζω»  και  πάλι  «Βεβαίως...»,  αλλά  παρά  τη  χωροφυλακίστικη  αποβλάκωσή  του  και  τον  Digitized by 10uk1s 

  αυτοματισμό των απαντήσεών του ήταν φανερό ότι λυπόταν τον νεαρό και ιστορούσε απρόθυμα το  χρονικό της σύλληψής του.  Ο  άλλος  μάρτυρας  ήταν  ο  παθών,  ένα  γεροντάκι,  ιδιοκτήτης  της  αποθήκης  που  έγινε  η  κλοπή  και  στον οποίο ανήκαν τα ταπέτα, ένας γκρινιάρης και χολερικός που όταν τον ρώτησαν αν ήταν δικά  του τα ταπέτα και τι θα τα έκανε, αν θα τα χρησιμοποιούσε, απάντησε κακήν κακώς, με δυσφορία κι  αγανάκτηση μαζί:  ‐Στο διάολο να πάνε και τα παλιοταπέτα, δεκάρα δε δίνω για δαύτα. Κι αν ήξερα πως θα 'χα τέτοιο  μπλέξιμο, όχι μόνο δεν θα τα 'ψαχνα, μα θα πλήρωνα κι από 'να δεκάρουβλο, μωρέ... και δύο θα  'δινα, αρκεί να γλίτωνα απ' τις ανακρίσεις και τα ρέστα. Πέντε ολόκληρα ρούβλια μου πήρε τ' αμάξι  για να με φέρει και δεν είμαι και καλά, υποφέρω από ισχιαλγία και ρευματισμούς!  Αυτά  έλεγαν  οι  μάρτυρες  κατηγορίας  κι  ο  δύστυχος  ο  κατηγορούμενος  ομολόγησε  τα  πάντα∙  σαν  αγριμάκι στο κλουβί γύριζε το χαμένο του βλέμμα ολόγυρα και με κόμπους στη φωνή του ιστόρησε  με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα έκανε.  Η  υπόθεση  ήταν  απλή  και  σαφής,  όμως,  ο  αντιεισαγγελέας  όπως  ακριβώς  και  χθες,  με  το  γνωστό  του  στυλ  ανασηκώνοντας  τους  ώμους,  έκανε  πονηρές  ερωτήσεις  για  να  στριμώξει  τον  πανούργο  εγκληματία.  Έτσι, στην αγόρευσή του απόδειξε ότι η κλοπή διενεργήθηκε σε κατοικία με ταυτόχρονη διάρρηξη,  γι' αυτό και ο νεαρός έπρεπε να υποστεί την πιο βαριά τιμωρία.  Απ' την άλλη μεριά, ο συνήγορος υπεράσπισης που διόρισε το δικαστήριο πάσχιζε ν' αποδείξει ότι η  κλοπή δεν έγινε σε κατοικημένο χώρο και, παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να μην παραδεχθεί το  αδίκημα,  δεν  θεωρούσε  ότι  ο  κατηγορούμενος  ήταν  τόσο  επικίνδυνος  εγκληματίας  για  την  κοινωνία, όπως ισχυριζόταν ο αντιεισαγγελέας.  Ο πρόεδρος, όπως ακριβώς και χθες, ενσαρκώνοντας την αμεροληψία και τη δικαιοσύνη, εξήγησε  με  κάθε  λεπτομέρεια  στους  ενόρκους  με  υποβλητική  φωνή  πράγματα  γνωστά  που  δεν  ήταν  δυνατόν να μην τα γνωρίζουν. Έγιναν επίσης, όπως και χθες, διαλείμματα και πήγαν να καπνίσουν,  όπως  και  χθες  ακούστηκε  η  ίδια  φωνή  του  κλητήρα:  «Κύριοι,  το  δικαστήριο»,  κι  οι  δυο  χωροφύλακες  όπως  και  χθες  με  το  ζόρι  κρατούσαν  τα  μάτια  τους  ανοιχτά  βαστώντας  γυμνά  τα  σπαθιά τους μ' απειλητικό ύφος πλάι στον κρατούμενο.  Από την ακροαματική διαδικασία έγινε γνωστό ότι τον νεαρό αυτόν, όταν ήταν παιδάκι ακόμα, τον  έστειλε ο πατέρας του να δουλέψει σ' ένα καπνεργοστάσιο, όπου έζησε δουλεύοντας πέντε χρόνια.  Φέτος  όμως  απολύθηκε  ύστερα  από  διαφορές  που  δημιουργήθηκαν  ανάμεσα  στον  εργοδότη  και  τους εργάτες κι έτσι, άνεργος, γυρνούσε στην πόλη μπεκροπίνοντας μέχρι το τελευταίο του καπίκι.  Στο  καπηλειό  γνώρισε  έναν  άνεργο  κλειδαρά  που  έπινε  πολύ  και  μια  νύχτα  στουπί  στο  μεθύσι  έσπασαν την κλειδαριά  και βούτηξαν  απ' την αποθήκη ό,τι βρέθηκε μπροστά τους. Τους πιάσανε,  ομολόγησαν και τους κλείσανε φυλακή. Εκεί ο φίλος του ο κλειδαράς πέθανε πριν από την δίκη. Και  σήμερα τον νεαρό αυτό τον δικάζανε σαν επικίνδυνο στοιχείο για την κοινωνία που έπρεπε να την  προφυλάξουν από την παρουσία του.  «Είναι  κι  αυτός  το  ίδιο  επικίνδυνο  στοιχείο,  όπως  και  η  χθεσινή  κακούργα»,  σκεφτόταν  ο  Νεχλιούντοφ  παρακολουθώντας  όλα  όσα  είχαν  διαδραματιστεί  μπροστά  στα  μάτια  του.  «Αυτός  είναι επικίνδυνος, ενώ εμείς δεν είμαστε!... Κι εγώ ο έκφυλος, ο διαφθορέας, ο απατεώνας, και όλοι  εμείς, όλοι οι όμοιοί μου που, ενώ ξέρουν το ποιόν μου όχι μονάχα δεν με περιφρονούν, αλλά με  σέβονται  κιόλας!  Μα,  ακόμα  κι  αν  το  παιδί  αυτό  ήταν  απ'  όλους  εμάς  στην  αίθουσα  ο  πιο  Digitized by 10uk1s 

  επικίνδυνος για την κοινωνία κακοποιός, τι θα 'πρεπε να κάνουμε λογικά τώρα που πιάστηκε; Είναι  σίγουρο  ότι  το  παιδί  αυτό  δεν  είναι  κανένας  σεσημασμένος  δολοφόνος,  αλλά  ένας  πολύ  συνηθισμένος άνθρωπος ‐αυτό το βλέπουν όλοι‐ και έγινε ό,τι έγινε μόνο και μόνο επειδή βρέθηκε  σ' εκείνες τις συνθήκες που γεννούν παρόμοιους ανθρώπους. Και γι' αυτό, είναι φανερό, πως για να  μην υπάρχουν τέτοια παιδιά, πρέπει να εξαλείψουμε τις περιστάσεις εκείνες που γεννούν αυτά τα  δύστυχα  πλάσματα.  Και  μεις  τι  κάνουμε;  Αρπάζουμε  στην  τύχη  τον  πρώτο  νεαρό  που  έπεσε  στα  χέρια μας, ξέροντας πολύ καλά ότι την ίδια στιγμή χιλιάδες άλλοι παραμένουν ασύλληπτοι, και τον  ρίχνουμε  στη  φυλακή,  όπου  αναγκάζεται  να  ζήσει  μέσα  στο  πιο  οκνηρό,  νοσηρό,  ανεγκέφαλο  περιβάλλον,  μαζί  με  ίδιους  ανθρώπους,  κακοπαθημένους  στη  ζωή  κι  έπειτα  τον  εξορίζουμε  με  δημόσια  έξοδα  μαζί  με  τους  πιο  αδίστακτους  εγκληματίες  από  το  κυβερνείο  της  Μόσχας  στο  Ιρκούτσκ.  Για  να  εξαλείψουμε,  όμως  τις  συνθήκες  που  γεννούν  παρόμοιους  ανθρώπους,  όχι  απλά  δεν  κάνουμε  τίποτα,  αλλά  αντίθετα,  ενισχύουμε  τους  χώρους  που  τους  παράγουν:  τα  συνεργεία,  τις  φάμπρικες,  τα  εργαστήρια,  τα  καπηλειά,  τις  ταβέρνες,  τους  οίκους  ανοχής.  Κι  αντί  να  τα  καταστρέψουμε όλα αυτά, εμείς αντίθετα, πιστεύοντας στην αναγκαιότητά τους, τα υποστηρίζουμε,  μεριμνούμε για την ανεμπόδιστη λειτουργία τους.  Με  τον  τρόπο  αυτό  ανασταίνουμε  όχι  έναν,  αλλά  εκατομμύρια  παρόμοιους  ανθρώπους  και  στη  συνέχεια  συλλαμβάνουμε  τον  πρώτο  τυχόντα  και  βαυκαλιζόμαστε  ότι  κάτι  κάνουμε,  ότι  θωρακίσαμε τους εαυτούς μας και γι' αυτό δεν χρειάζεται να μας ζητούν τίποτε άλλο να πράξουμε,  αφού  τελικά  καταφέραμε  και  τον  εξοβελίσαμε  από  το  κυβερνείο  της  Μόσχας  στο  κυβερνείο  του  Ιρκούτσκ», σκεφτόταν με πρωτόγνωρη ζωντάνια και διαύγεια ο Νεχλιούντοφ καθισμένος πλάι στον  συνταγματάρχη,  ακούγοντας  τις  γεμάτες  ρητορικές  αποχρώσεις  φωνές  του  συνηγόρου,  του  αντιεισαγγελέα και του προέδρου, παρακολουθώντας τις γεμάτες αυτοπεποίθηση χειρονομίες τους.  «Κι,  όμως,  πόσες  προσπάθειες,  πόση  ένταση  δεν  απαιτεί  αυτή  η  φριχτή  υποκρισία»,  συνέχισε  να  σκέφτεται ο Νεχλιούντοφ, στρέφοντας τα μάτια του γύρω γύρω σ' εκείνη την τεράστια αίθουσα, σ'  εκείνα τα πορτραίτα, στις λάμπες, στις πολυθρόνες, στις στολές, σ' εκείνους τους χοντρούς τοίχους,  στα παράθυρα και μεμιάς του ήρθαν στο νου οι πελώριες διαστάσεις του δικαστικού μεγάρου και οι  ακόμα  πιο  πελώριες  δομές  του  ίδιου  του  θεσμού  αυτού  του  στρατού  των  υπαλλήλων,  των  γραφειάδων,  των  φυλάκων,  των  κλητήρων,  όχι  μόνο  εδώ,  αλλά  σ'  ολόκληρη  τη  Ρωσία,  που  ροκανίζουν μάλιστα και μισθούς για τη συμμετοχή τους σ' αυτή την άχρηστη φάρσα. «Κι όμως πόσο  θα  'ταν  αλλιώτικα  τα  πράγματα,  αν  το  ένα  εκατοστό  των  προσπαθειών  μας  το  διοχετεύαμε  στον  τομέα  της  κοινωνικής  πρόνοιας  για  να  βοηθήσουμε  αυτά  τα  άμοιρα  πλάσματα  που  τα  βλέπουμε  μόνο σαν χέρια και κορμιά, απαραίτητα για την εξασφάλιση της ηρεμίας και των ανέσεών μας... Κι  όμως θα 'ταν αρκετό να είχε βρεθεί κάποιος ‐ συλλογιζόταν ο Νεχλιούντοφ, κοιτώντας το πονεμένο  και  τρομαγμένο  πρόσωπο  του  παιδιού‐  να  το  συμπονέσει  και  να  του  συμπαρασταθεί,  όταν  η  οικογένειά  του  κάτω  απ'  αυτό  το  βάρος  της  ανάγκης  το  'στελνε  απ'  το  χωριό  στην  πόλη  για  να  δουλέψει. Ή, ακόμα, όταν εκείνο εγκαταστάθηκε στην πόλη και μετά από το ξεθέωμα των δώδεκα  ωρών  στη  φάμπρικα  παρασυρόταν  απ'  τους  μεγαλύτερους  συντρόφους  του  και  πήγαινε  στο  καπηλειό,  αν  βρισκόταν  τότε  κάποιος  να  του  πει:  "Μην  πας  Βάνια,  είναι  κακό!",  το  αγόρι  δεν  θα  πήγαινε, δεν θα αλήτευε και δεν θα 'μπλεκε. Μα, ολότελα κανένας δεν βρέθηκε να το συμπονέσει  όλο αυτό τον καιρό που σαν αγριμάκι ζούσε στην πολιτεία το καιρό της μαθητείας και κουρεμένος  με την ψιλή για να γλυτώσει απ' τις ψείρες έκανε θελήματα για τ' αφεντικά του. Αντίθετα, τα μόνα  λόγια που άκουγε απ' τα αφεντικά και τους συντρόφους του από τότε που ήρθε στην πόλη ήταν ότι  όποιος  κλέβει,  πίνει,  βρίζει,  όποιος  δέρνει,  κάνει  ακολασίες,  αυτός  είναι  και  άξιος.  Και  όταν  άρρωστο και σακατεμένο απ' την ανθυγιεινή δουλειά, απ' το πιοτό, την αλητεία, αποχαυνωμένο και  ζαλισμένο  σαν  να  ξύπνησε  απ'  όνειρο,  περιπλανιόταν  χωρίς  προορισμό  στους  δρόμους  και  από  αμυαλιά του χώθηκε σε κάποια αποθήκη για να κλέψει κάτι άχρηστα σ' όλους ταπέτα, εμείς, που  δεν  μας  λείπει  τίποτα,  άνθρωποι  εύποροι,  μορφωμένοι,  αδιαφορήσαμε  τελείως  για  την  εξάλειψη  των  αιτιών  που  έσπρωξαν  αυτό  το  παιδί  στη  σημερινή  του  κατάντια  και  θέλουμε  να  χειριστούμε  έτσι  την  υπόθεση,  ώστε  να  το  τιμωρήσουμε.  Φρίκη!  Δεν  μπορεί  να  ξεχωρίσεις  τι  υπερτερεί,  η  Digitized by 10uk1s 

  σκληρότητα ή η ηλιθιότητα. Μου φαίνεται όμως πως και τα δύο αγγίξανε τα όρια».  Ο  Νεχλιούντοφ  στοχαζόταν  όλα  αυτά  εδώ  και  ώρα  χωρίς  ν'  ακούει,  χωρίς  να  παρακολουθεί  αυτά  που  γίνονταν  γύρω  του.  Ένιωθε  φρίκη  και  δέος  για  όλα  όσα  ανακάλυπτε  ο  ίδιος  εκεί  μέσα  κι  απορούσε πώς τ' αγνοούσε όλα αυτά πριν, πώς μπορούσαν οι άλλοι να μην τα βλέπουν. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXV  ΜΟΛΙΣ  ΕΓΙΝΕ  διάλειμμα  στην  αίθουσα,  ο  Νεχλιούντοφ  σηκώθηκε  και  βγήκε  στο  διάδρομο  σκοπεύοντας  να  μην  ξαναγυρίσει  στο  δικαστήριο.  Το  είχε  πάρει  πλέον  απόφαση,  δεν  τον  ένοιαζε  καθόλου  τι  θα  του  έκαναν,  του  ήταν  αδύνατο  να  συμμετάσχει  άλλο  σ'  εκείνη  τη  φριχτή  και  αηδιαστική παρωδία.  Έμαθε πού ήταν το γραφείο του εισαγγελέα και πήγε κατ' ευθείαν εκεί. Ο βοηθός του δεν ήθελε να  τον  αφήσει  να  περάσει  με  το  πρόσχημα  ότι  ο  εισαγγελέας  ήταν  απασχολημένος.  Όμως  ο  Νεχλιούντοφ, χωρίς να του δώσει σημασία, πέρασε το κατώφλι και εξήγησε στον υπάλληλο που είχε  κιόλας  σηκωθεί  απ'  τη  θέση  του,  πως  ήταν  ένορκος  και  πως  επιθυμούσε  να  δει  οπωσδήποτε  τον  εισαγγελέα  για  μια  υπερεπείγουσα  περίπτωση.  Ο  τίτλος  του  πρίγκιπα  και  η  κομψή  του  εμφάνιση  τον βοήθησαν. Ο υπάλληλος ενημέρωσε τον εισαγγελέα και ο Νεχλιούντοφ έγινε τελικά δεκτός. Ο  εισαγγελέας τον δέχθηκε όρθιος, προφανώς δυσαρεστημένος από την επιμονή του Νεχλιούντοφ να  ζητήσει ακρόαση.  ‐Τι επιθυμείτε; ρώτησε αυστηρά.  ‐Είμαι  ένορκος,  ονομάζομαι  Νεχλιούντοφ  και  είναι  ανάγκη  να  δω  την  υπόδικη  Μάσλοβα,  αποκρίθηκε  με  γρήγορο  και  αποφασιστικό  ύφος  κοκκινίζοντας.  Ένιωθε  πως  αυτή  του  η  κίνηση  θα  μπορούσε να του σημαδέψει βαθιά την υπόλοιπη ζωή του.  Ο  εισαγγελέας  ήταν  ένας  μέτριος  σε  ανάστημα,  μελαψός  άνδρας  με  κοντά  γκριζωπά  μαλλιά,  σπινθηροβόλα αεικίνητα μάτια και περιποιημένο πυκνό γενάκι στο πεταχτό του πηγούνι.  ‐Την Μάσλοβα είπατε; Μα, βέβαια, ξέρω. Κατηγορείται για την υπόθεση της φαρμακείας. Τι θέλετε  εσείς  τώρα  και  ζητάτε  να  την  δείτε;  Ξέρετε  ‐πρόσθεσε  με  πιο  μαλακό  τόνο‐  δεν  μπορώ  να  σας  επιτρέψω να την δείτε, αν δεν μου πείτε το λόγο.  ‐Πρέπει να την δω για έναν πολύ προσωπικό λόγο, αποκρίθηκε ο Νεχλιούντοφ και κοκκίνισε.  ‐Εντάξει, είπε ο εισαγγελέας και σηκώνοντας τα μάτια τον κοίταξε προσεκτικά. ‐Έγινε η δίκη της  ή  ακόμα;  ‐Χθες δικάστηκε και καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα, τελείως άδικα. Είναι  αθώα!  ‐Μάλιστα... Αν καταδικάστηκε χθες μόλις, απάντησε ο εισαγγελέας ‐ χωρίς να δώσει την παραμικρή  σημασία  στη  διαβεβαίωση  του  Νεχλιούντοφ  για  την  αθωότητα  της  Μάσλοβα,  ‐  μέχρι  να  ανακοινωθεί  η  οριστική  απόφαση  της  καταδίκης  της  πρέπει  να  παραμείνει  οπωσδήποτε  προφυλακισμένη  στο  κρατητήριο.  Επισκεπτήριο  εκεί  υπάρχει  σε  τακτές  ημερομηνίες.  Θα  σας  συμβούλευα να ενημερωθείτε σχετικά.  ‐Μα πρέπει να την δω το συντομότερο δυνατόν! απάντησε ο Νεχλιούντοφ και η κάτω σιαγόνα του  άρχισε να τρέμει με τη σκέψη ότι η αποφασιστική στιγμή δεν θα αργούσε να 'ρθει.  ‐Όμως  για  ποιον  ακριβώς  λόγο  επιμένετε  να  την  δείτε,  ρώτησε  ο  εισαγγελέας  συνοφρυωμένος  κι  ανήσυχος λίγο.  ‐Γιατί  είναι  αθώα  και  γιατί  καταδικάστηκε  σε  καταναγκαστικά  έργα,  τη  στιγμή  που  ο  ένοχος  είμαι  εγώ,  απάντησε  με  τρεμάμενη  φωνή  ο  Νεχλιούντοφ,  νιώθοντας  ταυτόχρονα  πως  του  ξεφεύγουν  Digitized by 10uk1s 

  πράγματα που δεν έπρεπε ν' αποκαλύψει.  ‐Μα, με ποια έννοια είστε ένοχος; ρώτησε ο εισαγγελέας.  ‐Εγώ την διέφθειρα  και την  έσπρωξα  στη  θέση  που βρίσκεται  σήμερα. Αν  δεν  είχε γίνει αυτή που  έγινε εξαιτίας μου, σήμερα δεν θ' αντιμετώπιζε τέτοια κατηγορία.  ‐Ομολογώ πως δεν μπορώ να καταλάβω τι σχέση έχει αυτό με τη συνάντησή σας.  ‐Μα, θέλω να την ακολουθήσω στη μοίρα της και... να την παντρευτώ, ψέλλισε ο Νεχλιούντοφ. Και  όπως συνέβαινε πάντα, όταν μιλούσε γ' αυτήν, τα μάτια του βούρκωσαν.  ‐Αλήθεια;  Τι  λέτε;  Αυτό  είναι  τελείως  παράδοξο.  Μα,  εσείς  δεν  είστε  μέλος  του  ζέμστβο22  του  Κρασνοπέρσκ;  ρώτησε  ο  εισαγγελέας  και  φάνηκε  να  θυμήθηκε  ότι  κάτι  είχε  ακούσει  για  κάποιον  Νεχλιούντοφ, που τώρα του γνωστοποιούσε την τόσο περίεργη απόφασή του.  ‐Με  συγχωρείτε, δεν νομίζω πως αυτό έχει  καμιά σχέση με το αίτημά μου, ξέσπασε οργισμένος ο  Νεχλιούντοφ.  ‐Φυσικά και δεν έχει, απάντησε μισογελώντας και καλόκαρδα ο εισαγγελέας ‐απλά η επιθυμία σας,  ξέρετε, είναι τόσο ασυνήθιστη, έξω από κάθε κοινοτοπία...  ‐Λοιπόν, μπορώ να έχω την άδεια αυτή, ναι ή όχι;  ‐Άδεια; Μάλιστα, αμέσως, θα σας υπογράψω ένα ένταλμα. Αν έχετε την καλοσύνη, καθήστε λιγάκι.  Πλησίασε στο γραφείο του, κάθησε και άρχισε να γράφει κάτι.  ‐Παρακαλώ, καθίστε.  Ο Νεχλιούντοφ εξακολουθούσε να στέκεται όρθιος.  Ο  εισαγγελέας  ετοίμασε  το  ένταλμα  και  το  παρέδωσε  στον  Νεχλιούντοφ  κοιτώντας  τον  με  περιέργεια.  ‐Θα πρέπει επίσης να σας δηλώσω, είπε ο Νεχλιούντοφ ‐ ότι δεν θα μπορέσω να παραστώ άλλο στη  συνεδρίαση.  ‐Χρειάζεται όμως, όπως θα ξέρετε, να παρουσιάσετε στο δικαστήριο βάσιμη αιτιολογία.  ‐Η αιτιολογία είναι απλή, πιστεύω ότι κάθε δικαστήριο δεν είναι μόνο ανώφελο, μα και ανήθικο.  ‐Μάλιστα...  είπε  ο  εισαγγελέας  με  το  ίδιο  αδιόρατο,  αχνό  χαμόγελο  υπονοώντας  μ'  αυτό  ότι  παρόμοιες  δηλώσεις  του  ήταν  γνωστές  και  ότι  τις  έβρισκε  αρκετά  διασκεδαστικές.  ‐  Μάλιστα...,  όμως  θα  καταλαβαίνετε  υποθέτω  ότι  εγώ,  σαν  εισαγγελέας  του  δικαστηρίου  δεν  μπορώ  να  συμφωνήσω μαζί σας. Και γι' αυτό σας προτρέπω να καταθέσετε τη δήλωσή σας αυτή ενώπιον του  δικαστηρίου και θα αποφασίσει εκείνο, αν είναι βάσιμη ή όχι. Σε περίπτωση που την απορρίψει, θα  σας καταλογίσει πρόστιμο. Ν' απευθυνθείτε λοιπόν στο δικαστήριο.  ‐Δήλωσα  ό,τι  είχα  να  δηλώσω  και  πουθενά  δεν  πρόκειται  ν'  απευθυνθώ!  απάντησε  οργισμένος  ο  Νεχλιούντοφ.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Τα σέβη μου, λοιπόν, είπε ο εισαγγελέας κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση, επιθυμώντας προφανώς  να ξεφορτωθεί τον παράξενο αυτό επισκέπτη.  ‐Ποιος  ήταν  αυτός;  ρώτησε  τον  εισαγγελέα  ένας  από  τους  δικαστές,  που  μπήκε  στο  γραφείο  του,  μόλις έφυγε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Ο  Νεχλιούντοφ,  ξέρετε,  αυτός  που  στο  ζέμστβο  του  Κρασνοπέρσκ  είχε  κάνει  κάτι  παράξενες  δηλώσεις.  Φανταστείτε  ότι  είναι  ένορκος  στη  δίκη  κι  ανάμεσα  στους  υπόδικους  βρέθηκε  κάποια  γυναίκα, κάποιο κορίτσι, δεν ξέρω, που καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα, και που, όπως λέει  εκείνος την διέφθειρε και τώρα θέλει να την παντρευτεί.  ‐Μα, αυτό είναι απ' τ' άγραφα!  ‐Έτσι μου είπε ο ίδιος... και μάλιστα είχε μια τόσο παράξενη ταραχή...  ‐Κάτι, συμβαίνει, κάτι το αφύσικο έχουν σήμερα οι νέοι.  ‐Μα, τούτος εδώ δεν είναι και τόσο νέος.  ‐Πού να σας λέω, αγαπητέ μου, πόσο μας τυράννησε σήμερα αυτός ο περιβόητός σας Ιβάσενκοφ.  Την ψυχή μάς έβγαλε. Όταν αρχίσει την αγόρευση δε λέει να σταματήσει.  ‐Αυτούς  τους  ανθρώπους  πρέπει  να  τους  σταματάμε  αμέσως,  είναι  σωστό  εμπόδιο  στη  δουλειά  μας.... 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXVI  ΑΠΟ  ΤΟ  ΓΡΑΦΕΙΟ  του  εισαγγελέα,  ο  Νεχλιούντοφ  τράβηξε  κατ'  ευθείαν  για  το  κρατητήριο.  Όμως  εκεί ο διευθυντής του είπε ότι δεν υπήρχε καμία κρατούμενη με τ' όνομα Μάσλοβα κι ότι θα 'πρεπε  να βρίσκεται στο παλιό τμήμα μεταγωγών. Έφυγε αμέσως για κει.  Πραγματικά,  η  Κατερίνα  Μάσλοβα  είχε  μεταφερθεί  εκεί.  Ο  εισαγγελέας  ξέχασε  ότι  έξι  περίπου  μήνες πριν η αστυνομία είχε εκμεταλλευτεί στο έπακρο μια πολιτική υπόθεση κι όλα τα κρατητήρια  είχαν γεμίσει ασφυκτικά από φοιτητές, γιατρούς, εργάτες, φοιτήτριες, νοσηλεύτριες.  Η  απόσταση  απ'  τα  κρατητήρια  μέχρι  το  τμήμα  μεταγωγών  ήταν  πολύ  μεγάλη  και  ο  Νεχλιούντοφ  έφθασε εκεί μόλις το βράδυ. Θέλησε να πλησιάσει την πύλη του τεράστιου ζοφερού κτηρίου, μα ο  φρουρός  τον  σταμάτησε  εκεί  και  χτύπησε  ένα  κουδούνι.  Αμέσως  έκανε  την  εμφάνισή  του  ένας  δεσμοφύλακας. Ο Νεχλιούντοφ έδειξε το ένταλμα του εισαγγελέα, όμως, ο δεσμοφύλακας του είπε  ότι χωρίς την άδεια του διευθυντή των φυλακών, δεν μπορούσε να τον αφήσει να περάσει. Τράβηξε  για  τον  διευθυντή.  Όσο  ανέβαινε  τις  σκάλες,  άκουγε  κάπου  πίσω  απ'  τις  πόρτες  να  παίζουν  ένα  δύσκολο και  ζωηρό μελωδικό κομμάτι στο πιάνο.  Όταν τελικά  σταμάτησε  σε κάποια απ' αυτές τις  πόρτες μπροστά και μια μουτρωμένη καμαριέρα μ' έναν επίδεσμο στο μάτι τού άνοιξε, η μελωδία  ξεχύθηκε μέσα από εκείνο το δωμάτιο και του χάιδεψε τ' αφτιά. Ήταν η πιο γνωστή ραψωδία του  Λιστ,  παιγμένη  εξαίσια,  μα  μόνο  μέχρι  ενός  σημείου.  Μόλις  η  μελωδία  έφθανε  σ'  αυτό  το  σημείο  ακουγόταν και πάλι απ' την αρχή. Ο Νεχλιούντοφ ρώτησε την καμαριέρα με τον επίδεσμο, αν ήταν  μέσα ο διευθυντής.  Η καμαριέρα απάντησε αρνητικά.  ‐Θα αργήσει να γυρίσει;  Η  ραψωδία  πάλι  σταμάτησε  και  ύστερα  άρχισε  ξανά  με  ζωηρό  χρώμα  και  γρήγορο  ρυθμό  μέχρις  εκείνο το μαγευτικό σημείο.  ‐Πάω να ρωτήσω.  Η καμαριέρα απομακρύνθηκε.  Η  ραψωδία  μόλις  που  είχε  αρχίσει  ν'  ακούγεται  ξανά,  όταν  απότομα,  πριν  ακόμα  φθάσει  στο  εξαίσιο εκείνο σημείο, διακόπηκε κι ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.  ‐Να  του  πεις  πως  δεν  είναι  εδώ  και  πως  δεν  θα  'ρθει  καθόλου  σήμερα.  Είναι  σ'  επίσκεψη,  τι  τον  θέλουν  πάλι;  ακούστηκε  η  γυναικεία  φωνή  πίσω  από  μια  πόρτα  και  η  μελωδία  ξανάρχισε,  για  να  σταματήσει και πάλι. Μια καρέκλα έτριξε στο πάτωμα. Φαίνεται πως η γυναίκα που έπαιζε πιάνο,  φανερά  εκνευρισμένη  απ'  τον  ενοχλητικό  της  επισκέπτη  που  ερχόταν  σε  τέτοια  ακατάλληλη  ώρα,  ήθελε η ίδια να τον κατσαδιάσει.  ‐Ο  μπαμπάκας  μου  λείπει,  φώναξε  νευριασμένα  μόλις  βγήκε  στην  πόρτα  μια  αναμαλλιασμένη  κοπέλα, χλομή, με μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μελαγχολικά της μάτια. Μα, σαν αντίκρυσε τον νέο  άνδρα με το ωραίο παλτό, μαλάκωσε. ‐ Παρακαλώ, περάστε... Τι θα θέλατε;  ‐Πρέπει να δω μια κρατούμενη στη φυλακή.  ‐Οπωσδήποτε θα 'ναι πολιτική κρατούμενη, ε; 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Όχι, όχι πολιτική. Έχω άδεια απ' τον εισαγγελέα.  ‐Τι να σας πω εγώ, ο μπαμπάκας λείπει. Μα, περάστε, λοιπόν, σας παρακαλώ μέσα ‐ τον κάλεσε και  πάλι να περάσει απ' το μικρό χωλ που στεκόταν. ‐ Θα μπορούσατε να δείτε τον βοηθό του, είναι στο  γραφείο του τώρα, και να μιλήσετε. Τ' όνομά σας;  ‐Σας ευχαριστώ, αποκρίθηκε ο Νεχλιούντοφ και, χωρίς να της πει τ' όνομά του, έφυγε.  Δεν  είχε  σχεδόν  ακόμα  κλείσει  η  πόρτα  πίσω  του  κι  ακούστηκε  πάλι  η  ίδια  ζωηρή,  χαρούμενη  μελωδία που τόσο δεν ταίριαζε ούτε με το μέρος ούτε με την όψη εκείνης της αξιολύπητης κοπέλας  που πάσχιζε τόσο επίμονα να μάθει να την παίζει. Στο προαύλιο συνάντησε έναν νεαρό αξιωματικό  με  τσιγκελωτό,  περιποιημένο  μουστάκι  και  τον  ρώτησε  πού  μπορούσε  να  βρει  τον  βοηθό  του  διευθυντή. Τελείως συμπτωματικά, ήταν ο ίδιος ο βοηθός. Ο Νεχλιούντοφ του έδωσε το ένταλμα,  εκείνος  το  κοίταξε  και  του  είπε  πως  δεν  έπαιρνε  την  ευθύνη  να  του  επιτρέψει  να  επισκεφθεί  το  κρατητήριο. Άλλωστε ήταν αργά...  ‐Περάστε  αύριο,  παρακαλώ.  Αύριο  στις  δέκα,  έχει  γενικό  επισκεπτήριο,  ελάτε∙  εξάλλου,  κι  ο  διευθυντής  θα  'ναι  εδώ.  Έτσι  θα  μπορέσετε  ελεύθερα  να  κανονίσετε  τη  συνάντησή  σας  κι  αν  ο  διευθυντής το επιτρέψει θα μπορέσετε να την δείτε και στο γραφείο της φυλακής.  Έτσι, χωρίς να καταφέρει να δει την Κατιούσα, ο Νεχλιούντοφ έφυγε για το σπίτι του.  Συνεπαρμένος  απ'  τη  σκέψη  ότι  θα  την  έβλεπε,  περπατούσε  στους  δρόμους  κι  αναθυμιόταν  όχι  πλέον  το  δικαστήριο,  μα  τις  συζητήσεις  του  με  τον  εισαγγελέα  και  τους  δεσμοφύλακες.  Η  προσπάθεια που 'χε κάνει να την επισκεφτεί κι η εξομολόγηση των σκέψεών του στον εισαγγελέα, η  επίσκεψή  του  σε  δύο  φυλακές  με  την  ελπίδα  ότι  θα  την  συναντήσει  τον  είχαν  τόσο  βαθιά  συγκλονίσει που δεν μπορούσε για πολλή ώρα να βρει ησυχία.  Όταν έφθασε στο σπίτι του, πήγε αμέσως  κι  έβγαλε το ημερολόγιό του, που το είχε εγκαταλείψει  από καιρό, διάβασε μερικές σελίδες κι άρχισε να γράφει:  «Δύο χρόνια δεν κράτησα καθόλου ημερολόγιο και πίστευα πως ποτέ πλέον δεν θα ξαναγύριζα σ'  αυτή την παιδιάστικη συνήθεια. Μα, όμως, δεν ήταν τελικά παιδιάστικη συνήθεια, αλλά διάλογος  με το εαυτό μου, μ' εκείνη την αληθινή, θεϊκή υπόσταση που ζει μέσα σε κάθε άνθρωπο. Όλο τον  καιρό το εγώ μου αυτό βρισκόταν σε λήθαργο και δεν είχα με ποιον να συνομιλήσω. Και ξαφνικά  ένα  ασυνήθιστο  συμβάν  στις  28  Απριλίου,  στο  δικαστήριο,  που  ήμουν  ένορκος,  το  ξύπνησε.  Στο  εδώλιο  του  κατηγορουμένου  είδα  να  κάθεται  ντυμένη  με  τη  ρόμπα  της  φυλακής  η  Κατιούσα  που  είχα κάποτε διαφθείρει. Από μια περίεργη αβλεψία και από δικό μου λάθος την καταδικάσανε σε  καταναγκαστικά έργα. Μόλις πριν λίγο ήμουν στον εισαγγελέα και στη φυλακή. Δεν μ' αφήσανε να  την  δω,  όμως  αποφάσισα  να  κάνω  το  παν  για  να  την  συναντήσω,  να  της  ζητήσω  συγχώρεση  και  μετανιωμένος να επανορθώσω απέναντί της ακόμα και με γάμο. Θεέ μου, βοήθησέ με! Η ψυχή μου  είναι γεμάτη ευτυχία και χαρά». 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXVII  ΤΗ  ΝΥΧΤΑ  ΕΚΕΙΝΗ  η  Μάσλοβα  έμεινε  ξάγρυπνη  για  πολλή  ώρα,  ξαπλωμένη  με  τα  μάτια  ανοιχτά,  κοιτούσε την πόρτα που την έκρυβε με το πέρα δώθε της η κόρη του ψάλτη, αφουγκραζόταν τους  βαριαναστεναγμούς της κοκκινομάλλας και συλλογιζόταν.  Συλλογιζόταν πως με τίποτα δεν θα παντρευόταν κανέναν κατάδικο εκεί στα κάτεργα, στη Σαχαλίνη,  πως  θα  φρόντιζε  να  τακτοποιηθεί  διαφορετικά,  να  βρει  κάποιον  από  τους  διευθυντές,  κάποιο  γραφιά ή έστω και δεσμοφύλακα ή ακόμα και κανέναν βοηθό. Όλοι τους θα την ήθελαν. «Αρκεί να  μην  αδυνατίσω,  γιατί  αλλιώς  χάθηκα».  Και  θυμήθηκε  πώς  την  κοίταζε  ο  συνήγορός  της,  μα  κι  ο  πρόεδρος κι όλοι οι άνδρες που πήγαιναν να την συναντήσουν ή επίτηδες περνούσαν από μπροστά  της στο δικαστήριο, θυμήθηκε που της διηγιόταν η Μπέρτα, όταν την είχε επισκεφτεί στην φυλακή,  για  κείνον  τον  φοιτητή  που  την  αγαπούσε  όταν  έμενε  στον  «οίκο»  της  Κιτάγιεβα  κι  ερχόταν  και  ρωτούσε  γι'  αυτήν  δείχνοντας  πόσο  την  συμπονούσε.  Θυμήθηκε  και  τον  καβγά  της  με  την  κοκκινομάλλα και την λυπήθηκε πολύ∙ θυμήθηκε τον ψωμά που της είχε στείλει ένα παραπανίσιο  κουλούρι. Πολλούς θυμήθηκε εκτός από τον Νεχλιούντοφ. Τα παιδικά της χρόνια, τα νειάτα της και  περισσότερο  την  αγάπη  της  στον  Νεχλιούντοφ  ποτέ  μα  ποτέ  δεν  τα  έφερε  στο  νου  της.  Ήταν  αβάσταχτος  ο  πόνος.  Αυτές  οι  αναμνήσεις  κάπου  βαθιά  μέσ'  στην  ψυχή  τις  είχε  απωθήσει  για  τα  καλά. Ακόμα και στ' όνειρό της δεν είδε ποτέ τον Νεχλιούντοφ. Σήμερα στη δίκη δεν τον γνώρισε κι  όχι  επειδή  εκείνος,  όταν  τον  είχε  δει  για  τελευταία  φορά  ήταν  στρατιωτικός,  χωρίς  γενειάδα,  με  λεπτό μουστακάκι, κοντά μα σγουρά και πυκνά μαλλιά, ενώ σήμερα είναι γερασμένος με γενειάδα,  αλλά γιατί ποτέ, μα, ποτέ δεν τον είχε φέρει στο νου της. Είχε θάψει μέσα στην ψυχή της όλες τις  αναμνήσεις από τη σχέση τους, όταν εκείνη τη φοβερή σκοτεινή νύχτα ο Νεχλιούντοφ, που γύριζε  απ' το μέτωπο, δεν πέρασε από τις θείες του.  Μέχρι τη νύχτα εκείνη, όσο έτρεφε ελπίδες για τον ερχομό του όχι μόνο δεν αγανακτούσε από το  βάρος του παιδιού που κουβαλούσε στα σπλάγχνα της, αλλά αντίθετα ένιωθε έντονη συγκίνηση σε  κάθε του μετατόπιση ή απότομο σκίρτημα. Όμως, από τη σημαδιακή εκείνη νύχτα όλα άλλαξαν. Και  το παιδί όταν γεννήθηκε, της ήταν μόνο βάρος.  Οι  θείες  περίμεναν  τον  Νεχλιούντοφ,  τον  παρακαλούσαν  να  τις  επισκεφτεί,  αλλά  εκείνος  τηλεγράφησε  ότι  δεν  μπορούσε  γιατί  έπρεπε  να  βρίσκεται  στην  Πετρούπολη  μια  συγκεκριμένη  ημερομηνία. Η Κατιούσα όταν το έμαθε αυτό αποφάσισε να πάει στο σταθμό να τον συναντήσει. Το  τρένο  έφευγε  αργά  τη  νύχτα,  στις  δύο  τα  ξημερώματα.  Αφού  έβαλε  τις  γριές  γεροντοκόρες  να  πλαγιάσουν και ξεσήκωσε μαζί της για παρέα την Μάσσα, την κορούλα της μαγείρισσας, φόρεσε τα  παλιά μποτίνια της, έδεσε γύρω στο κεφάλι της ένα μαντήλι και βγήκε τρέχοντας για το σταθμό.  Ήταν  μια  σκοτεινή  φθινοπωρινή  νύχτα,  με  βροχή  και  αέρα.  Η  βροχή  πότε  της  μαστίγωνε  το  πρόσωπο  με  δυνατές  ζεστές  στάλες,  πότε  σταματούσε.  Μέσα  απ'  τα  χωράφια  δεν  μπορούσε  να  διακρίνει το δρόμο, στο δάσος ήταν πίσσα σκοτάδι και παρ' όλο που η Κατιούσα ήξερε τα κατατόπια  περιπλανήθηκε για αρκετή ώρα. Έφθασε στο μικρό σταθμό όπου το τρένο είχε κιόλας φθάσει εδώ  και τρία λεπτά, όχι έγκαιρα όπως έλπιζε, μα αφού είχε σημάνει το δεύτερο σινιάλο για αναχώρηση.  Ορμώντας στην πλατφόρμα, η Κατιούσα την ίδια στιγμή, στο παράθυρο του βαγονιού της πρώτης  θέσης, τον είδε. Σ' εκείνο το βαγόνι έφεγγε ένα άπλετο φως. Στις βελούδινες πολυθρόνες κάθονταν  αντικριστά  δυο  αξιωματικοί  χωρίς  τα  αμπέχονά  τους,  κι  έπαιζαν  χαρτιά.  Στο  τραπεζάκι  κοντά  στο  παράθυρο  έκαιγαν  μισολειωμένα  χοντρά  κεριά.  Εκείνος  ντυμένος  με  κολλητή  κιλότα  κι  άσπρο  πουκάμισο, καθόταν στο μπράτσο της πολυθρόνας, ακουμπώντας στη ράχη της και γελούσε. Μόλις  τον αναγνώρισε, χτύπησε το παράθυρο με το τρεμουλιαστό της χέρι. Όμως την ίδια ακριβώς στιγμή  ακούστηκε  και  το  τρίτο  σινιάλο,  το  τρένο  άρχισε  αργά  να  τραντάζεται,  πρώτα  τινάχτηκε  πίσω  κι  ύστερα τα βαγόνια ένα ένα άρχισαν να κινούνται με αργά αργά τραντάγματα προς τα μπρος. Ο ένας  απ'  τους  δύο  αξιωματικούς  που  έπαιζαν  χαρτιά  σηκώθηκε  και  στάθηκε  στο  παράθυρο  κοιτώντας  Digitized by 10uk1s 

  έξω.  Η  Κατιούσα  χτύπησε  άλλη  μια  φορά  και  κόλλησε  το  πρόσωπό  της  στο  τζάμι.  Την  ίδια  στιγμή  τραντάχτηκε απότομα και το βαγόνι μπροστά στο οποίο στεκόταν και ξεκίνησε κι αυτό. Έτρεξε από  πίσω του, κοιτώντας στο παράθυρο. Ο αξιωματικός προσπάθησε να κατεβάσει το παράθυρο, μα δεν  τα κατάφερε. Ο Νεχλιούντοφ σηκώθηκε, παραμέρισε τον αξιωματικό κι άρχισε να το κατεβάζει. Το  τρένο  ανέπτυσσε  κιόλας  ταχύτητα.  Η  Κατιούσα  τρέχοντας  το  ακολουθούσε,  μα  το  τρένο  όλο  και  ανέπτυσσε  ταχύτητα  και  τη  στιγμή  ακριβώς  που  το  παράθυρο  κατέβηκε,  ο  εισπράκτορας  την  έσπρωξε  και  πήδησε  στο  βαγόνι.  Η  Κατιούσα  παραμέρισε,  μα  δε  σταμάτησε  να  τρέχει  πάνω  στις  βρεγμένες  τραβέρσες  της  πλατφόρμας,  όμως  ξαφνικά  η  πλατφόρμα  τελείωσε  και  παραλίγο  να  γκρεμιστεί∙ κράτησε την ισορροπία της και κατέβηκε τα σκαλιά κι άρχισε να τρέχει στο δρόμο πλάι  στη γραμμή, αλλά το βαγόνι της πρώτης θέσης είχε κιόλας φύγει μακριά. Πλάι της περνούσαν ήδη  τα  βαγόνια  της  δεύτερης  θέσης,  ύστερα  πιο  γρήγορα  της  τρίτης  θέσης,  όμως,  εκείνη,  δεν  σταματούσε να τρέχει. Όταν πέρασε και το τελευταίο βαγόνι με το κόκκινο φαναράκι, η Κατιούσα  βρισκόταν  κιόλας  κοντά  στο  υδραγωγείο,  στα  χωράφια,  στο  έλεος  του  αέρα  που  της  άρπαξε  με  λύσσα  το  μαντήλι  απ'  το  κεφάλι  και  της  κόλλησε  μανιασμένα  το  φουστάνι  στα  πόδια  της,  καθώς  έτρεχε. Ξέσκεπη και αναμαλλιασμένη, συνέχιζε να τρέχει ασυγκράτητη.  ‐Θειούλα Μιχαήλοβνα! φώναξε πίσω της το κοριτσάκι που με δυσκολία την προλάβαινε.‐Σας έπεσε  το μαντήλι!  «Αυτός μέσα στο κατάφωτο βαγόνι του, καθισμένος στη βελούδινη πολυθρόνα, αστειεύεται, πίνει  κι  εγώ  εδώ,  μέσα  στη  λάσπη,  μέσα  στο  σκοτάδι,  κάτω  απ'  τη  βροχή  και  τον  αέρα  στέκομαι  και  κλαίω», αναλογίστηκε η Κατιούσα. Σταμάτησε, έριξε πίσω το κεφάλι και σφίγγοντάς το με τα χέρια  της ξέσπασε σε λυγμούς.  ‐Πάει έφυγε! φώναξε.  Το κοριτσάκι τρόμαξε και πήγε και χώθηκε στο μουσκεμένο της φουστάνι αγκαλιάζοντάς την.  ‐Θειούλα μου, πάμε σπίτι μας.  «Να περνούσε ένα τρένο, να 'πεφτα στις γραμμές να τελειώσουν όλα», σκεφτόταν η Κατιούσα χωρίς  να δίνει σημασία στη μικρή.  Το αποφάσισε. Όμως την ίδια στιγμή, όπως πάντοτε συμβαίνει τα πρώτα λεπτά της ηρεμίας μετά τη  μεγάλη συγκίνηση, το παιδί, το δικό του παιδί, που κουβαλούσε στα σπλάγχνα της άρχισε ξαφνικά  να στριφογυρίζει, να κλωτσάει και να τεντώνεται ανάλαφρα κι ύστερα πάλι να στριμώχνεται και να  χτυπάει  με  κάτι  λεπτό,  μαλακό  και  οξύ.  Και  απότομα,  μεμιάς,  όλα  όσα  την  βασάνιζαν,  και  την  έκαναν να νιώθει πως δεν θα μπορούσε να ζήσει άλλο, όλο το μίσος για κείνον κι η επιθυμία της να  πεθάνει για να τον εκδικηθεί έσβησαν μπροστά της. Ξαναβρήκε τη γαλήνη της, έφτιαξε το φουστάνι  της, τύλιξε τα μαλλιά της με το μαντήλι και με γρήγορο βήμα πήρε το δρόμο του γυρισμού.  Εξαντλημένη,  μούσκεμα,  μέσ'  στις  λάσπες  γύρισε  σπίτι  και  από  κείνη  τη  νύχτα  ένιωσε  μέσα  στην  ψυχή της μια μεγάλη αλλαγή που την οδήγησε στην κατάσταση που βρισκόταν σήμερα. Πριν από  εκείνη  τη  νύχτα,  πίστευε  στο  καλό  κι  ήταν  σίγουρη  πως  κι  άλλοι  πίστευαν  σ'  αυτό∙  και  ξαφνικά  έπαψε  να  πιστεύει,  πείστηκε  πως  όλοι  όσοι  λένε  πως  πιστεύουν  στο  Θεό  και  στο  καλό,  στην  πραγματικότητα  λένε  ψέματα  κι  εξαπατούν  τους  άλλους.  Εκείνος,  που  τον  αγαπούσε,  κι  ο  οποίος  την  αγαπούσε  ‐  το  ήξερε  καλά  αυτό‐  την  παράτησε  αφού  έκανε  το  κέφι  του  μαζί  της  κι  αφού  πρόδωσε  τα  αισθήματά  της.  Κι  όμως  ήταν  ο  καλύτερος  απ'  όλους  τους  ανθρώπους  που  είχε  γνωρίσει. Όλοι οι άλλοι ήταν ακόμη χειρότεροι. Και όλα όσα έπαθε στη συνέχεια στο κάθε της βήμα  την έπειθαν γι' αυτό. Οι θείες του, αν και θρήσκες γριές, την έδιωξαν σαν το σκυλί, όταν είδαν πως  δεν μπορούσε άλλο να τις γηροκομάει σαν πρώτα. Απ' όσους ανθρώπους βρέθηκαν στο δρόμο της,  Digitized by 10uk1s 

  οι γυναίκες προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν βγάζοντας λεφτά κι οι άνδρες, αρχίζοντας από τον  γερο‐ενωμοτάρχη  μέχρι  τους  δεσμοφύλακες,  την  έβλεπαν  σαν  αντικείμενο  ηδονής.  Κανένας  τους  ποτέ δεν την είδε διαφορετικά παρά μόνο ηδονικά. Και σ' αυτό την έπεισε περισσότερο απ' όλους ο  γερο‐συγγραφέας με τον οποίο συνδέθηκε το δεύτερο χρόνο της ελεύθερης ζωής της. Της το έλεγε  ωμά,  χωρίς  περιστροφές,  πως  σ'  αυτή  την  ηδονή  που  ένιωθε  στο  κορμί  της  ‐  εκείνος  την  ονόμαζε  ποίηση και αισθητική‐ βρισκόταν όλη η ευτυχία.  Οι άνθρωποι όλοι ζούσαν μόνο και μόνο για τον εαυτό τους, για την αυτοϊκανοποίησή τους κι όλα  όσα  λέγανε  για  τον  Θεό  και  το  καλό  ήταν  απάτη.  Κι  όταν  καμιά  φορά  συνέβαινε  η  ίδια  να  διερωτηθεί γιατί υπάρχει τόση δυστυχία στον κόσμο, γιατί ο ένας βγάζει το μάτι του άλλου και όλοι  υποφέρουν, προτιμούσε να μην σκέφτεται και να ψάξει να βρει την απάντηση. Όταν είχε τις μαύρες  της,  το  'ριχνε  στο  τσιγάρο  ή  στο  ποτό  ή,  ακόμα  καλύτερα,  έβρισκε  ερωτικούς  συντρόφους  κι  όλα  περνούσαν... 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXVIII  ΤΗΝ  ΕΠΟΜΕΝΗ  ΜΕΡΑ,  Κυριακή,  στις  πέντε  το  πρωί,  όταν  στο  διάδρομο  της  γυναικείας  αχτίνας  ακούστηκε το συνηθισμένο σφύριγμα, η γριά Καραμπλιόβα, που ήταν κιόλας ξύπνια, σκούντησε την  Μάσλοβα.  «Θα 'ναι για τα κάτεργα», σκέφτηκε με φρίκη η Μάσλοβα, τρίβοντας τα μάτια της και ρουφώντας  ασυναίσθητα το βρόμικο  αέρα του θαλάμου που απ' το  πρωί  ήταν κιόλας ανυπόφορος.  Ήθελε να  ξανακοιμηθεί,  να  βρει  λύτρωση  μέσα  στη  σφαίρα  του  ασυνείδητου,  όμως  η  συνήθεια  του  φόβου  ήταν πιο δυνατή απ' τη διάθεσή της να κοιμηθεί και σηκώθηκε, δίπλωσε τα πόδια της, ανακάθισε  και  κοίταξε  γύρω  της.  Οι  άλλες  οι  γυναίκες  είχαν  κιόλας  ξυπνήσει,  μονάχα  τα  παιδιά  κοιμούνταν  ακόμα. Η ταβερνιάρισσα, με τα πρησμένα μάτια, τράβηξε με προσοχή για να μην τα ξυπνήσει μια  ρόμπα που τους είχε στρώσει από κάτω. Η γυναίκα που είχε καταδικαστεί για αντίσταση κατά της  αρχής άπλωνε στη θερμάστρα κάτι κουρέλια, που τα χρησιμοποιούσε για σπάργανα. Το μικρό της  ούρλιαξε απεγνωσμένα στην αγκαλιά της γαλανομάτας Φεντόσια που το κουνούσε και το νανούριζε  με  απαλή  φωνή.  Η  φθισικιά,  κρατώντας  με  τα  χέρια  της  σφιχτά  το  στήθος  και  με  πρόσωπο  κατακόκκινο  όταν  δεν  έβηχε,  βαριαναστέναζε,  σχεδόν  βογκούσε.  Η  κοκκινομάλλα,  μόλις  είχε  ξυπνήσει, ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα με τα χοντρά της πόδια μαζεμένα στην κοιλιά και διηγιόταν με  δυνατή  κι  ορεξάτη  φωνή  τ'  όνειρο  που  'χε  δει.  Η  γριά  που  'χε  βάλει  τη  φωτιά  στεκόταν  και  πάλι  μπροστά  στο  εικόνισμα  και  ψιθυρίζοντας  τα  ίδια  συνέχεια  λόγια  σταυροκοπιόταν  και  έκανε  μετάνοιες. Η κόρη του ψάλτη καθόταν ασάλευτη στο σανιδοκρέβατό της και με το μισοκοιμισμένο,  βλακώδες της βλέμμα κοίταζε μπροστά της. Η Μορφονιά τύλιγε γύρω στο δάχτυλό της τα λιπαρά,  αχτένιστα και βρόμικα, μαύρα της μαλλιά.  Στο  διάδρομο  ακούστηκε  θόρυβος,  κάποιοι  έσερναν  τα  βήματά  τους,  η  κλειδαριά  έτριξε  και  στο  θάλαμο  μπήκαν  δύο  φυλακισμένοι  φορώντας  πατατούκα  και  γκρίζα  σαν  ψαράδικα  κοντά  πανταλόνια,  με  σοβαρό,  χολιασμένο  πρόσωπο.  Σήκωσαν  τη  βούτα  και  τη  μετέφεραν  έξω.  Οι  γυναίκες βγήκαν στο διάδρομο για να πλυθούν στις βρύσες. Εκεί αρπάχτηκε η κοκκινομάλλα με μια  κρατούμενη από ένα γειτονικό κελί. Πάλι βρισιές, κραυγές, κλάματα.  ‐Φαίνεται το τραβάει η όρεξή σας το μπουντρούμι, αγριοφώναξε ο δεσμοφύλακας και κατέβασε μια  με  το  χέρι  του  στην  παχιά  γυμνή  πλάτη  τής  κοκκινομάλλας  που  αντιβούησε  όλος  ο  διάδρομος.  ‐  Αλίμονό σου, αν σε ξανακούσω να φωνάζεις.  ‐Για δες εκεί ξεθάρρεμα ο γέρος, είπε η κοκκινομάλλα που πήρε το χτύπημα για χάδι.  ‐Κουνηθείτε! Ετοιμαστείτε για τη λειτουργία!  Η Μάσλοβα δεν είχε προλάβει να χτενιστεί, όταν ήρθε ο διευθυντής για το πρωινό προσκλητήριο.  ‐Στη γραμμή για το προσκλητήριο! αγριοφώναξε ο δεσμοφύλακας.  Από  τον  πλαϊνό  θάλαμο  βγήκαν  και  οι  άλλες  κρατούμενες  και  όλες  μαζί  παρατάχθηκαν  σε  δύο  σειρές  έτσι  που  οι  γυναίκες  της  δεύτερης  σειράς  να  ακουμπούν  τα  χέρια  τους  στους  ώμους  των  γυναικών της πρώτης. Μετά τη στοίχιση, τις μέτρησαν μία μία.  Όταν  τέλειωσε  το  προσκλητήριο,  ήρθε  ο  δεσμοφύλακας  και  οδήγησε  τις  φυλακισμένες  στο  παρεκκλήσι.  Η  Μάσλοβα  με  την  Φεντόσια  βρίσκονταν  στο  κέντρο  της  φάλαγγας  που  απαρτιζόταν  από εκατό και πλέον γυναίκες απ' όλους τους θαλάμους. Όλες φορούσαν άσπρα μαντήλια, άσπρες  μπλούζες  και  φούστες  και  μόνο  αραιά  και  πού  μπορούσε  να  δει  κανείς  κάποιες  με  χρωματιστά  ρούχα.  Αυτές  ήταν  οι  μανάδες  με  τα  παιδιά  που  ακολουθούσαν  τους  άνδρες  τους.  Η  πομπή  αυτή  Digitized by 10uk1s 

  κατέκλυσε  όλη  τη  σκάλα.  Ακουγόταν  ο  σιγανός  βηματισμός  στο  κράσπεδο,  ένας  διαρκής  ψίθυρος  και  πότε  πότε  κάποιο  πνιχτό  γέλιο.  Σε  μια  στροφή  η  Μάσλοβα  διέκρινε  το  μοχθηρό  πρόσωπο  της  εχθράς της, της Μποτσκόβα, που πήγαινε μπροστά, και την έδειξε στην Φεντόσια. Όταν κατέβηκαν  κάτω,  οι  γυναίκες  βουβάθηκαν,  μπήκαν  στο  παρεκκλήσι  που  ήταν  ακόμα  άδειο,  μα  αστραφτοκοπούσε  απ'  το  χρυσάφι,  κι  άρχισαν  να  σταυροκοπιούνται  και  να  κάνουν  μετάνοιες.  Μαζεύτηκαν δεξιά και για να χωρέσουν στριμώχτηκαν η μία πάνω στην άλλη. Πίσω απ' τις γυναίκες,  μπήκαν στην εκκλησία φορώντας τις γκρίζες στολές τους οι μεταταγόμενοι, οι φυλακισμένοι και οι  εξόριστοι μ'  αποφάσεις των κοινοτήτων των χωρικών. Βήχοντας βαριά  στριμώχτηκαν στ' αριστερά  και στη μέση του ναού. Επάνω, στο κόρο, είχαν συγκεντρώσει από τα πριν, απ' τη μία πλευρά, τους  κατάδικους των κατέργων με τα μισοξυρισμένα κεφάλια και τις αλυσίδες στα πόδια που πρόδιναν  την παρουσία τους και, απ' την άλλη, τους υπόδικους χωρίς αλυσίδες και αξύριστα κεφάλια.  Το  παρεκκλήσι  της  φυλακής  που  το  είχε  αναστηλώσει  και  επισκευάσει  ένας  πλούσιος  έμπορος  ξοδεύοντας  για  το  σκοπό  αυτό  μερικές  δεκάδες  χιλιάδες  ρούβλια,  έλαμπε  απ'  το  χρυσάφι  και  τα  ζωηρά χρώματα.  Για  κάμποση  ώρα  βασίλευε  ησυχία  ή  σποραδικά  μέσ'  στη  σιωπή  ακούγονταν  μόνο  κάποια  ξεφυσήματα της μύτης, ο βήχας και το κλάμα των παιδιών και πότε πότε ο βρόντος των αλυσίδων.  Ξαφνικά  οι  κρατούμενοι  που  στέκονταν  στο  κέντρο  παραμέρισαν  απότομα,  στριμώχτηκαν  ανοίγοντας διάδρομο και ανάμεσά τους πέρασε ο διευθυντής που προχώρησε και στάθηκε μπροστά  μπροστά, στο κέντρο του ναού. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXIX  ΑΡΧΙΣΕ Η ΘΕΙΑ λειτουργία, με το ακόλουθο τελετουργικό: ο παπάς που φορούσε κάτι περίεργα και  καθόλου  άνετα  άμφια  από  δαμασκηνό,  έκοβε  μικρά  κομμάτια  ψωμί  σ'  ένα  δισκάκι  και  μετά  τα  έριχνε  σ'  ένα  ποτήρι  με  κρασί  ψάλλοντας  ταυτόχρονα  προσευχές  προφέροντας  μαζί  διάφορα  ονόματα. Στο μεταξύ ο ψάλτης, χωρίς διακοπή, διάβαζε στην αρχή και μετά έψελνε εναλλάξ με τη  χορωδία  των  καταδίκων  διάφορες  παλαιοσλαβικές,  ακαταλαβίστικες  ‐ιδιαίτερα  εξαιτίας  της  γρήγορης ανάγνωσης και της ψαλτμικής‐ προσευχές. Οι προσευχές αυτές περιείχαν κατά κύριο λόγο  ευλογίες  προς  τον  Αυτοκράτορα  και  την  οικογένειά  του.  Τις  έψελναν  πολλές  φορές  μαζί  με  άλλες  προσευχές ή χωριστά, όλοι γονατιστά. Ο ψάλτης διάβαζε ακόμα μερικούς στίχους από τις Πράξεις  των  Αποστόλων  με  μια  τέτοια  παράξενη  ένταση  στη  φωνή  του  που  το  εκκλησίασμα  δεν  γινόταν  τίποτα  να  καταλάβει.  Ο  παπάς  στη  συνέχεια  διάβασε  με  λαγαρό  ύφος  μια  περικοπή  από  το  Κατά  Μάρκον  Ευαγγέλιο,  στην  οποία  γινόταν  λόγος  για  το  πώς  ο  αναστημένος  ήδη  Χριστός,  πριν  αναληφθεί  στους  ουρανούς  και  καθίσει  εκ  δεξιών  του  Πατρός,  παρουσιάστηκε  αρχικά  στη  Μαρία  την Μαγδαληνή, απ' την οποία έδιωξε εφτά δαιμόνια, και μετά στους ένδεκα μαθητές του. Επίσης,  η περικοπή ανέφερε πως ο Χριστός προέτρεπε τους μαθητές του να διδάξουν στους ανθρώπους το  Ευαγγέλιο σ' όλη την οικουμένη, λέγοντάς τους ότι όποιος απ' αυτούς δεν θα πίστευε θα χανόταν κι  όποιος  πίστευε  και  βαφτιζόταν  θα  σωνόταν,  θα  οπλιζόταν,  ακόμη,  με  δύναμη  να  διώχνει  τα  δαιμόνια,  θα  θεράπευε  τους  ανθρώπους  απ'  τις  αρρώστιες  με  απλή  επίθεση  των  χεριών  του  στο  σώμα τους, θα μιλούσε νέες γλώσσες, θα 'πιανε φίδια και αν θα 'πινε δηλητήριο δεν θα πάθαινε το  παραμικρό.  Το βαθύτερο νόημα της λειτουργίας ήταν πως ο παπάς είχε, υποτίθεται, τη δύναμη να μετατρέπει  τα  κομματάκια  του  ψωμιού  που  βουτούσε  στο  κρασί,  με  διάφορες  κινήσεις  των  χεριών  του  και  προσευχές,  σε  σώμα  και  αίμα  του  Θεού.  Οι  κινήσεις  του  αυτές  ήταν  αρμονικές  ανατάσεις  των  χεριών  του,  παρά  τον  άβολο  σάκο  από  δαμασκηνό  που  φορούσε,  γονυκλισίες  και  ασπασμοί  της  τράπεζας  κι  όλων  των  σκευών  που  βρίσκονταν  πάνω  της.  Το  κυριότερο  σημείο  της  τελετουργίας  αυτής ήταν όταν ο παπάς έπαιρνε με τα δυο του χέρια μια μικρή πετσέτα και την τίναζε συμμετρικά  και ρυθμικά πάνω από το δισκάκι με το χρυσό ποτήρι. Επειδή πιστευόταν πως σ' εκείνο ακριβώς το  σημείο της λειτουργίας το ψωμί και το κρασί μετουσιώνονταν σε σώμα και αίμα του Θεού, γι' αυτό  και το μέρος τούτο της λειτουργίας γινόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.  «Της  Παναγίας  αχράντου,  υπερευλογημένης  Δεσποίνης  ημών  Θεοτόκου»,  ανέκραξε  με  την  ηχηρή  φωνή του μετά από αυτό ο παπάς πίσω από την Ωραία Πύλη, και η χορωδία με θριαμβευτικό τόνο  έψαλε  έναν  ύμνο  προς  την  Θεοτόκο  λέγοντας  πως  είναι  πολύ  καλό  να  την  δοξάζουμε,  αυτή  την  Παρθένο  Μαρία  που  γέννησε  τον  Χριστό  χωρίς  να  χάσει  την  παρθενία  της.  Γι'  αυτό  και  αξίζει  περισσότερη τιμή από τα Χερουβείμ και μεγαλύτερη δόξα από τα Σεραφείμ. Ύστερα από όλα αυτά,  θεωρήθηκε  πως  η  μετουσίωση  συντελέστηκε  κι  ο  παπάς  αφαιρώντας  το  πετσετάκι  από  το  δίσκο  έκοψε το μεσαίο κομμάτι του πρόσφορου στα τέσσερα και το έβαλε αρχικά στο κρασί και ύστερα  στο στόμα του. Μ' αυτό πιστευόταν πως έφαγε ένα κομματάκι από το σώμα του Θεού και ήπιε μια  γουλιά από το αίμα του. Στη συνέχεια ο παπάς τράβηξε το παραπέτασμα κι άνοιξε την Ωραία Πύλη,  πήρε  στα  χέρια  του  το  χρυσό  δισκοπότηρο  και  κάλεσε  όσους  απ'  το  εκκλησίασμα  ήθελαν  να  μεταλάβουν το σώ‐μα και το αίμα του Θεού που βρίσκονταν κιόλας μέσα στο δισκοπότηρο.  Μονάχα  μερικά  παιδιά  προχώρησαν  να  κοινωνήσουν.  Αφού  ρώτησε  πρώτα  τα  ονόματα  των  παιδιών,  ο  παπάς  βουτώντας  με  προσοχή  το  κουταλάκι  στο  δισκοπότηρο  έβγαζε  μικρά  ψίχουλα  ψωμιού ποτισμένα με κρασί και τ' ακουμπούσε βαθιά στο στόμα κάθε παιδιού με τη σειρά, ενώ ο  διάκος την ίδια στιγμή σφουγγίζοντάς τους το στόμα έψελνε ευχαριστήριους ύμνους κι ευλογούσε  τα  παιδιά  που  μεταλάμβαναν  το  σώμα  και  το  αίμα  του  Θεού.  Ύστερα  ο  παπάς  μετέφερε  το  δισκοπότηρο  μέσα  στο  ιερό  και  αφού  ήπιε  εκεί  το  αίμα  και  έφαγε  το  σώμα  του  Θεού  που  είχαν  απομείνει,  έγλειψε  προσεχτικά  τα  μουστάκια  του  και  σκούπισε  το  στόμα  του  και  το  δισκοπότηρο  Digitized by 10uk1s 

  γεμάτος αγαλλίαση και, πατώντας ζωηρά στα τριζάτα καλοσολιασμένα του παπούτσια, βγήκε από  το ιερό.  Αυτό  ήταν  το  κύριο  μέρος  της  χριστιανικής  λειτουργίας.  Όμως  ο  παπάς,  επειδή  επιθυμούσε  να  παρηγορήσει τους δύστυχους φυλακισμένους, πρόσθεσε στο συνηθισμένο τελετουργικό και κάτι το  ιδιαίτερο.  Όρθιος  μπροστά  σ'  ένα  επιχρυσωμένο  σφυρήλατο  ομοίωμα  (με  μαύρο  πρόσωπο  και  μαύρα χέρια) αυτού του ίδιου του Θεού που μόλις πριν από λίγο είχε φάει, κατάφωτο από δεκάδες  κίτρινα κεριά, άρχισε με την παράξενη και φάλτσα φωνή του να μισοαπαγγέλλει και να μισοψέλνει  τα παρακάτω λόγια:  «Γλυκύτατε  Ιησού,  των  αποστόλων  δόξα,  Ιησού  μου,  καύχημα  των  μαρτύρων,  παντοδύναμε  Κύριε  Ιησού,  σώσε  με,  Σωτήρα  μου  Ιησού,  Ιησού  μου  ωραιότατε,  ευσπλαγχνίσου  με,  με  τις  προσευχές  εκείνης που σε γέννησε, μ' όλους τους αγίους σου και τους προφήτες σου, ω Σωτήρα μου Ιησού, και  χάρισέ μου την ευτυχία του Παραδείσου, Ιησού πολυέλαιε!».  Στο σημείο αυτό σταμάτησε πήρε ανάσα, σταυροκοπήθηκε, έκανε μια βαθιά μετάνοια και μαζί του  έκανε το ίδιο και το εκκλησίασμα, ο διευθυντής, οι δεσμοφύλακες, οι κρατούμενοι, ενώ από το κόρο  ψηλά έφθανε κατά κύματα ο βροντερός ήχος των αλυσίδων, καθώς γονάτιζαν όλο και πιο συχνά οι  κατάδικοι.  «Δημιουργέ  των  Αγγέλων  και  Κύριε  των  δυνάμεων»,  συνέχισε,  «Ιησού  θαυμαστέ,  των  αγγέλων  αγλάισμα,  Ιησού  παντοκράτορα,  των  προπατόρων  λυτρωτή,  Ιησού  γλυκύτατε,  των  πατριαρχών  μεγαλείο,  Ιησού  ένδοξε,  των  βασιλιάδων  στήριγμα,  Ιησού  πανάγαθε,  των  προφητών  πλήρωμα,  Ιησού μεγαλόπρεπε, των μαρτύρων προπύργιο. Ιησού γαληνότατε, των μοναχών αγαλλίαση, Ιησού  χαριτόβρυτε, των πρεσβυτέρων μειλιχιότητα, Ιησού φιλεύσπλαγχνε, των νηστευόντων αποχή, Ιησού  γλυκύτατε,  των  οσιομαρτύρων  αγαλλίαση,  Ιησού  πάναγνε,  των  παρθένων  αγνότητα,  των  αμαρτωλών σωτηρία, Ιησού Υιέ του Θεού, ελέησόν με» ‐ σταμάτησε, επιτέλους, κάποια στιγμή να  σφυρίζει ασυγκράτητος τη λέξη "Ιησούς". Κρατώντας με το ένα του χέρι το μεταξωτό πετραχήλι και  γονατίζοντας στο ένα πόδι, έκανε  βαθιά μετάνοια,  ενώ η  χορωδία έψελνε τα τελευταία του λόγια  «Ιησού  Υιέ  του  Θεού,  ελέησόν  με»  και  οι  κατάδικοι  γονάτιζαν,  σηκώνονταν  και  ξανάπεφταν  στα  γόνατα, ισιώνοντας τα μαλλιά στο μισοξυρισμένο τους κεφάλι, βροντοχτυπώντας τις αλυσίδες που  τους είχαν πληγώσει τ' αδυνατισμένα τους πόδια.  Αυτό  κράτησε  πολλή  ώρα.  Στην  αρχή  έψελναν  ύμνους  που  τέλειωναν  με  την  επωδό  «ελέησον  ημάς», μετά ακολουθούσαν νέοι ύμνοι που τέλειωναν με το« αλληλούια». Και οι κατάδικοι όλη την  ώρα έκαναν το σταυρό τους, γονάτιζαν, μόλις τέλειωνε ο ένας κι αμέσως ύστερα από δύο ύμνους  και ένιωσαν μεγάλη χαρά, όταν τέλειωσαν όλοι κι ο παπάς αναστενάζοντας μ' ανακούφιση έκλεισε  επιτέλους  το  βιβλίο  του  και  χάθηκε  πίσω  απ'  το  παραπέτασμα.  Απόμενε  η  τελευταία  πράξη  της  τελετουργίας,  όταν  ο  παπάς,  αφού  πήρε  στα  χέρια  του  από  μιά  μεγάλη  τράπεζα  έναν  επίχρυσο  σταυρό,  στολισμένο  με  σμάλτο  και  ανάγλυφα  ποικίλματα  στις  άκρες,  βγήκε  απ'  το  ιερό  και  προχώρησε  στη  μέση  του  ναού.  Πρώτος  πλησίασε  ο  διευθυντής  κι  ασπάστηκε  το  σταυρό,  ακολούθησε ο υποδιευθυντής, μετά οι δεσμοφύλακες και, τέλος, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο και  βρίζοντας χαμηλόφωνα, πλησίασαν οι κατάδικοι. Ο παπάς που στο μεταξύ είχε πιάσει την κουβέντα  με τον διευθυντή, μια έχωνε το σταυρό και το χέρι του στο στόμα τους και μια στη μύτη τους, ενώ οι  κατάδικοι πάσχιζαν να βρουν και να φιλήσουν το σταυρό και το χέρι του παπά. Έτσι, πήρε τέλος η  χριστιανική  αυτή  θεία  λειτουργία  που  τελείται  για  να  παρηγορήσει  και  να  λυτρώσει  τους  παραστρατημένους εν Χριστώ αδελφούς. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XL  ΚΙ  ΟΜΩΣ  ΚΑΝΕΝΑΣ  τους,  απ'  τον  παπά  και  τον  διευθυντή  μέχρι  την  Μάσλοβα,  κανένας  τους  ούτε  που υποψιαζόταν ότι εκείνος ο Ιησούς που το όνομά του το ξανάλεγε σφυριχτά αναρίθμητες φορές  ο παπάς, που τον υμνούσε μ' όλα εκείνα τα παράξενα ευχολόγια, απαγόρευε ο ίδιος ρητά όλα όσα  γίνονταν  εκεί∙  απαγόρευε  όχι  μόνο  αυτή  την  ανόητη,  φλύαρη  και  βλάσφημη  μαγγανεία  των  παπάδων ‐ δασκάλων πάνω στο ψωμί και το κρασί, αλλά με τον πιο απερίφραστο τρόπο απαγόρευε  στους ανθρώπους να παριστάνουν τους δασκάλους στους ομοίους τους, απαγόρευε τις προσευχές  στους  ναούς  και  πρέσβευε  την  ατομική,  μοναχική  προσευχή,  απαγόρευε  τους  ίδιους  τους  ναούς  λέγοντας  ότι  είχε  έρθει  στη  γη  για  να  τους  γκρεμίσει  και  ότι  έπρεπε  να  προσευχόμαστε  όχι  στους  ναούς, αλλά εσωτερικά, μέσα στον οίκο της ψυχής και της αλήθειας. Και το κυριότερο, απαγόρευε  την  καταδίκη  και  τον  εγκλεισμό  των  συνανθρώπων  μας  στη  φυλακή,  τα  βασανιστήρια,  τον  εξευτελισμό  και  τις  εκτελέσεις,  όπως  γινόταν  εδώ,  αποκήρυττε  κάθε  μορφή  βίας  πάνω  στους  ανθρώπους, λέγοντας πως είχε έρθει ανάμεσά τους για να χαρίσει στους σκλάβους την ελευθερία  τους.  Κανένας απ' όσους είχαν συγκεντρωθεί εκεί μέσα δεν υποψιαζόταν ότι όσα γίνονταν μπροστά τους  αποτελούσαν  τη  μεγαλύτερη  ιεροσυλία  και  το  χειρότερο  χλευασμό  του  ίδιου  του  Χριστού,  στο  όνομα  του  οποίου  έκαναν  όλα  αυτά.  Κανένας  δεν  υποψιαζόταν  ότι  ο  επίχρυσος  εκείνος  σταυρός,  στολισμένος με σμάλτο και ανάγλυφα ποικίλματα στις άκρες που περιέφερε ο παπάς και τον έδινε  στους ανθρώπους να τον ασπαστούν, δεν ήταν τίποτ' άλλο από απεικόνιση εκείνου του ικριώματος  πάνω στο οποίο μαρτύρησε ο Χριστός, ακριβώς γιατί είχε απαγορέψει στους ανθρώπους να κάνουν  αυτό  ακριβώς  που  έκαναν  τώρα  στο  ναό.  Κανένας  δεν  υποψιαζόταν  πως  εκείνοι  οι  παπάδες  που  φαντάζονται ότι με τη μορφή του ψωμιού και του κρασιού τρώνε το σώμα και πίνουν το αίμα του  Χριστού, στην πραγματικότητα, τρώνε το σώμα και πίνουν το αίμα του ‐ όχι όμως σε ψίχουλα και σε  σταγόνες  κρασιού  ‐  αλλά  γιατί  κολάζουν  εκείνες  τις  "μικρές  και  ταπεινές  ψυχές"  με  τις  οποίες  ο  Χριστός ταύτισε τον εαυτό του, και γιατί τις στερούν το υπέρτατο αγαθό και τις υποβάλλουν στις πιο  ανελέητες  δοκιμασίες  αποκρύβοντας  απ'  τους  ανθρώπους  το  θρίαμβο  του  καλού  που  τους  έφερε  εκείνος.  Ο παπάς με ελαφρά συνείδηση έκανε ό,τι έκανε, γιατί απ' τα παιδικά του χρόνια τον είχαν μάθει ότι  αυτή ήταν η μοναδική, αληθινή πίστη που ασπάζονταν όλοι οι άγιοι που έζησαν στο παρελθόν και  σήμερα  ασπάζεται  η  πνευματική  και  κοσμική  ιεραρχία.  Δεν  πίστευε  βέβαια,  ότι  το  ψωμί  μετουσιωνόταν σε σώμα, ότι η ψυχή είχε ανάγκη από την επανάληψη πολυάριθμων λέξεων ή ότι,  πράγματι, είχε φάει ένα κομματάκι του Θεού ‐ αυτά δεν είναι δυνατόν να τα πιστεύει κανείς ‐ απλά  πίστευε ότι έπρεπε να ασπαστεί αυτή την πίστη. Το κύριο στοιχείο που τον έπειθε σ' αυτό ήταν ότι  για την άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων, υπηρετώντας αυτή την πίστη εδώ και δεκαοχτώ  ήδη χρόνια, είχε ένα εισόδημα με το οποίο συντηρούσε την οικογένειά του, σπούδαζε τον γιο του  στο  γυμνάσιο  και  την  κόρη  του  στη  θεολογική  σχολή.  Το  ίδιο  και  περισσότερο  ακόμα  πίστευε  ο  ψάλτης σε σχέση με τον παπά, γιατί εκείνος είχε τελείως λησμονήσει την ουσία των δογμάτων της  πίστης  και  ήξερε  μονάχα  ότι  για  το  ευχέλαιο,  τα  μνημόσυνα,  τις  ώρες,  τις  δοξολογίες,  τους  ακάθιστους,  για  όλα  αυτά  υπάρχει  η  καθορισμένη,  τιμή,  που  οι  πραγματικοί  χριστιανοί  πρόθυμα  πληρώνουν,  και  γι'  αυτό  φώναζε  τόσο  δυνατά  το  «ελέησον  ημάς,  ελέησον  ημάς»  κι  έψελνε  και  διάβαζε ό,τι έπρεπε με τέτοια νηφάλια σιγουριά για όλα αυτά όπως κι εκείνοι που πουλούν ξύλα,  αλεύρι, πατάτες. Αλλά και ο διευθυντής της φυλακής και οι δεσμοφύλακες, αν και δεν ήξεραν ούτε  ποτέ αναζήτησαν να μάθουν τι σήμαιναν τα δόγματα αυτής της πίστης και ποιο ήταν το βαθύτερο  νόημα αυτής της τελετουργίας στην εκκλησία, πίστευαν ότι τους ήταν επιβεβλημένο να πιστεύουν  τα δόγματα αυτά διότι οι προϊστάμενοί τους και ο ίδιος ο Τσάρος τα πίστευαν. Επί πλέον, είχαν το  αόριστο αίσθημα (ποτέ δεν θα μπορούσαν να δώσουν μια καθαρή εξήγηση) ότι η πίστη τους αυτή  δικαίωνε τη σκληρή τους υπηρεσιακή σταδιοδρομία. Αν δεν υπήρχε αυτή η πίστη δεν θα ήταν μόνο  δύσκολο,  μα  και  ακατόρθωτο  να  αφιερώνουν  όλες  τους  τις  δυνάμεις  για  να  τυραννούν  τους  Digitized by 10uk1s 

  ανθρώπους,  όπως  έκαναν  τώρα  με  τελείως  ήσυχη  τη  συνείδησή  τους.  Ο  διευθυντής  ήταν  από  φυσικού  του  τόσο  καλοκάγαθος  άνθρωπος,  που  δεν  θα  μπορούσε  να  ζήσει  έτσι,  αν  δεν  έβρισκε  στήριγμα  σ'  αυτή  την  πίστη.  Γι'  αυτό,  όλη  την  ώρα  στεκόταν  ευλαβικά  σαν  στήλη  άλατος,  έκανε  βαθιές μετάνοιες και σταυροκοπιόταν με κατάνυξη, νιώθοντας μέσα του συντριβή σαν έψελναν το  Χερουβικό.  Κι  όταν  άρχισε  ο  παπάς  να  κοινωνεί  τα  παιδιά,  προχώρησε  μπροστά,  ανασήκωσε  και  κράτησε με τα ίδια του τα χέρια ένα αγόρι που κοινωνούσε.  Οι πιο πολλοί κατάδικοι, μ' εξαίρεση λιγοστούς που έβλεπαν όλη την απάτη σε βάρος του κόσμου  από τη θρησκεία και που μέσα τους την περιγελούσαν, πίστευαν πως σ' αυτές τις επίχρυσες εικόνες,  στα  κεριά,  στα  δισκοπότηρα  στ'  άμφια,  στους  σταυρούς,  στις  επαναλήψεις  όλων  αυτών  των  ακαταλαβίστικων φράσεων «Ιησού γλυκύτατε», «ελέησον» κρυβόταν μια μαγική δύναμη που με τη  βοήθειά της θ' αποκτούσαν μεγάλες απολαυές στην παρούσα και μελλοντική ζωή. Και, μολονότι, οι  περισσότεροι απ' αυτούς μετά από αρκετές προσπάθειες να γευθούν απολαυές σ' αυτή τη ζήση με  τις  προσευχές,  τις  δοξολογίες,  τα  κεριά,  δεν  τα  κατάφερναν,  γιατί  οι  προσευχές  τους  δεν  εισακούστηκαν ποτέ, ο καθένας τους, παρ' όλα αυτά, πίστευε ακράδαντα πως αυτή η αποτυχία ήταν  συμπτωματική  και  πως  αυτός  ο  θεσμός  της  θρησκείας  που  τον  ευλογούσαν  οι  επιστήμονες  και  οι  μητροπολίτες  ήταν  το  δίχως  άλλο  πολύ  σπουδαίος  και  οπωσδήποτε  απαραίτητος,  αν  όχι  γι'  αυτή,  τουλάχιστον, για τη μελλούμενη ζωή.  Το  ίδιο  πίστευε  κι  η  Μάσλοβα.  Όπως  κι  οι  άλλοι,  σ'  όλη  τη  διάρκεια  της  λειτουργίας  ένιωθε  ανάμικτα αισθήματα κατάνυξης και πλήξης. Στην αρχή στάθηκε στη μέση του εκκλησιάσματος πίσω  απ'  το  κιγκλίδωμα  και  δεν  μπορούσε  να  δει  κανέναν  άλλον  εκτός  από  τις  συγκρατούμενές  της.  Κι  όταν οι γυναίκες που ήθελαν να κοινωνήσουν προχώρησαν, άλλαξε θέση μαζί με την Φεντόσια και  διέκρινε  μέσα  στο  πλήθος  τον  διευθυντή  και  πίσω  του,  ανάμεσα  στους  δεσμοφύλακες,  είδε  έναν  άνδρα  με  ολόξανθο,  σχεδόν  άσπρο  γένι  και  ξανθά  μαλλιά.  Ήταν  ο  άνδρας  της  Φεντόσια  που  'χε  στυλώσει τα μάτια του ολόισια πάνω στη γυναίκα του όλη την ώρα. Η Μάσλοβα στη διάρκεια του  ακάθιστου είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω του, κρυφοκουβέντιαζε ψιθυριστά με την Φεντόσια,  σταυροκοπιόταν και έκανε μετάνοιες μονάχα, όταν έβλεπε τους άλλους να κάνουν το ίδιο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLI  ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ ο Νεχλιούντοφ έφυγε απ' το σπίτι του. Στο δρόμο ένας χωριάτης αμαξάς διαλαλούσε  με την παράξενη φωνή του την πραμάτεια του:  ‐Γάλα! Γάλα! Γάλα!  Την  προηγούμενη  μέρα  είχε  πέσει  η  πρώτη  ζεστή  ανοιξιάτικη  βροχή.  Παντού,  όπου  δεν  υπήρχε  πλακόστρωτο, η χλόη είχε κιόλας αναπάντεχα πρασινίσει, οι σημύδες στους κήπους φόρεσαν έναν  πράσινο πέπλο, οι κερασιές κι οι λεύκες τέντωσαν ζωηρά τα μακριά ευωδιαστά τους φύλλα και οι  άνθρωποι στα σπίτια και στα μαγαζιά ξεκρέμαγαν κι έπλεναν τα παραθυρόφυλλα. Στα παλιατζίδικα,  απ'  όπου  έτυχε  να  περάσει  ο  Νεχλιούντοφ  με  το  αμάξι  του,  ένα  πολύβουο  πλήθος  κουρελήδων  πηγαινοερχόταν  κοντά  σε  στημένες  στη  σειρά  τέντες  κρατώντας  παραμάσχαλα  μπότες  και  στους  ώμους καλοσιδερωμένα πανταλόνια και γιλέκα.  Μπροστά  στα  καπηλειά  συνωστίζονταν,  επειδή  ήταν  Κυριακή  και  αργία,  οι  άνδρες  με  καθαρές  μπλούζες και γυαλισμένες μπότες και οι γυναίκες με μεταξωτά φανταχτερά μαντήλια στο κεφάλι και  στολισμένα με κεντίδια πανωφόρια. Στα πόστα τους οι αστυφύλακες με τα περίστροφα στις κίτρινες  δερμάτινες θήκες τους ανυπομονούσαν πότε θα συνέβαινε κάποιο επεισόδιο για να τους απαλλάξει  απ' τη βαριά τους πλήξη. Στις αλέες των βουλεβάρτων πάνω στο νιόφυτο χορτάρι χοροπηδούσαν κι  έπαιζαν τα παιδιά με τα σκυλάκια τους και οι παραμάνες καθισμένες στα παγκάκια φλυαρούσαν.  Στους δρόμους που 'ταν ακόμη ψυχροί και υγροί από την αριστερή τους μεριά, στη σκιά, μα στεγνοί  καταμεσής, πάνω στο λιθόστρωτο, αδιάκοπα αντηχούσαν οι βαρυκίνητες φορτηγές άμαξες, έτριζαν  οι  καρότσες,  κουδούνιζαν  τα  καμπανάκια  των  τραμ.  Απ'  όλες  τις  πλευρές  ο  αέρας  παλλόταν  από  αλλεπάλληλες  βροντερές  καμπανοκρουσίες  που  καλούσαν  τους  πιστούς  να  πάνε  στη  λειτουργία,  ολότελα όμοια μ' εκείνη που τελούσαν στη φυλακή. Κι ο κόσμος ντυμένος με τα καλά του τραβούσε  βιαστικά για τις εκκλησίες του.  Ο  αμαξάς  άφησε  τον  Νεχλιούντοφ  όχι  μέσα  στο  προαύλιο  της  φυλακής,  μα  λίγο  πιο  μακριά,  στη  γωνία ενός δρόμου που έβγαζε στη φυλακή.  Εκεί είχαν μαζευτεί μερικοί άνδρες και γυναίκες, οι πιο πολλοί κρατούσαν μπόγους στα χέρια, και  περίμεναν  σε  μιαν  απόσταση  γύρω  στα  εκατό  βήματα  απ'  τη  φυλακή.  Δεξιά  βρίσκονταν  χαμηλές,  ξύλινες  παράγκες  και  αριστερά  ένα  σπίτι  με  μια  ταμπέλα  στη  μετόπη  του.  Το  τεράστιο  πέτρινο  κτήριο της φυλακής ήταν μπροστά και απαγορευόταν να πλησιάσει ο οποιοσδήποτε. Ο φρουρός με  το  τουφέκι  επ'  ώμου  περιπολούσε  πάνω  κάτω  αγριοφωνάζοντας  σ'  όσους  προσπαθούσαν  να  τον  παρακάμψουν και να περάσουν μέσα. Κοντά σε μια μικρή αυλόπορτα στις ξύλινες παράγκες, απ' τη  δεξιά πλευρά, απέναντι απ' τον φρουρό καθόταν σ' έναν πάγκο ένας δεσμοφύλακας με γαλόνια στη  στολή  του  κι  ένα  κατάστιχο  στα  χέρια.  Δεχόταν  τους  επισκέπτες  που  πήγαιναν  να  κάνουν  επισκεπτήριο  στη  φυλακή  κι  έγραφε  τα  ονόματα  όσων  ζητούσαν.  Ο  Νεχλιούντοφ  προχώρησε  κι  αυτός με τη σειρά του και ζήτησε να δει την Κατερίνα Μάσλοβα. Ο δεσμοφύλακας με τα γαλόνια το  σημείωσε στο κατάστιχό του.  ‐Γιατί δε μας επιτρέπουν ακόμα; τον ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Δεν τελείωσε ακόμα η λειτουργία. Μόλις τελειώσει, θα σας αφήσουν να μπείτε.  Ο Νεχλιούντοφ ξαναγύρισε πίσω στο πλήθος που περίμενε. Μέσα απ' το πλήθος τη στιγμή εκείνη  ξεπετάχτηκε  ένας  βλογιοκομμένος  ρακένδυτος  άνδρας  με  τσαλακωμένη  τραγιάσκα,  πόδια  τυλιγμένα σε χοντρόπανα και τράβηξε προς τη φυλακή.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Πού πας να χωθείς; ούρλιαξε ο φρουρός με το όπλο.  ‐Και  τι  τσιρίζεις  έτσι;  αποκρίθηκε  ο  κουρελής  και  χωρίς  να  ταραχτεί  στο  ελάχιστο  απ'  την  άγρια  κραυγή του φρουρού, γύρισε πίσω. ‐ Δεν αφήνεις, θα περιμένω. Εντάξει. Κι εσύ κάτσε και τσίριζε σα  στρατηγός!  Ο  συγκεντρωμένος  κόσμος  γέλασε  επιδοκιμαστικά.  Οι  πιο  πολλοί  απ'  τους  επισκέπτες  ήταν  φτωχοντυμένοι  ακόμα  και  ρακένδυτοι,  όμως,  υπήρχαν  και  μερικοί  άνδρες  και  γυναίκες  ντυμένοι  άψογα. Πλάι στον Νεχλιούντοφ στεκόταν ένας καλοντυμένος, φρεσκοξυρισμένος, παχουλός άνδρας  με  ροδαλό  πρόσωπο  που  κρατούσε  ένα  δέμα  στα  χέρια  του,  προφανώς  με  ασπρόρουχα.  Ο  Νεχλιούντοφ  τον  ρώτησε  αν  ερχόταν  στο  επισκεπτήριο  πρώτη  φορά.  Ο  άνδρας  με  το  δέμα  απάντησε  πως  ερχόταν  κάθε  Κυριακή  και  έτσι  άνοιξαν  συζήτηση.  Ήταν  πορτιέρης  σε  τράπεζα  κι  επισκεπτόταν  στη  φυλακή  τον  αδελφό  του  που  είχε  καταδικαστεί  για  πλαστογραφία.  Ο  καλοκάγαθος  αυτός  άνθρωπος  διηγήθηκε  στον  Νεχλιούντοφ  όλη  την  ιστορία  του  και  ετοιμαζόταν  να τον ρωτήσει κι αυτός, όταν τη στιγμή εκείνη τράβηξε την προσοχή τους ο ερχομός μιας άμαξας  με λαστιχένιες ρόδες που την έσερνε ένα μαύρο άλογο ράτσας. Στην άμαξα ήταν ένας φοιτητής και  μια  κυρία  με  βέλο.  Ο  φοιτητής  κρατούσε  στα  χέρια  του  ένα  μεγάλο  δέμα.  Πλησίασε  τον  Νεχλιούντοφ  και  τον  ρώτησε,  αν  μπορούσε  και  τι  έπρεπε  να  κάνει,  για  να  στείλει  στους  κρατούμενους ελεημοσύνη τα κουλούρια που είχε φέρει.  ‐Τα  'φερα,  γιατί  το  επιθυμεί  η  αρραβωνιαστικιά  μου.  Τι  να  γίνει,  αρραβωνιαστικιά  μου  είναι,  βλέπετε. Οι γονείς της μας συμβούλεψαν να τα φέρουμε στους φυλακισμένους.  ‐Κι, εγώ πρώτη φορά έρχομαι και δεν γνωρίζω περισσότερα φαντάζομαι πως θα 'πρεπε να ρωτήσετε  εκείνον τον άνθρωπο, είπε ο Νεχλιούντοφ κι έδειξε τον δεσμοφύλακα με τα γαλόνια που καθόταν  στον πάγκο δεξιά με το κατάστιχο.  Την  ίδια  ώρα  που  συνομιλούσε  ο  Νεχλιούντοφ  με  τον  φοιτητή,  οι  μεγάλες  σιδερόφραχτες  πόρτες  της φυλακής που 'χαν ένα μικρό παραθυράκι στη μέση άνοιξαν διάπλατα και έκανε την εμφάνισή  του ένας αξιωματικός με στολή συνοδευόμενος από έναν δεσμοφύλακα. Ο άλλος ο δεσμοφύλακας  με το κατάστιχο ανήγγειλε το επισκεπτήριο, ο φρουρός στην πύλη παραμέρισε κι όλοι οι επισκέπτες  με  γοργό  βήμα  και  μερικοί  τρέχοντας  σαν  να  φοβόντουσαν  πως  θ'  αργήσουν,  προχώρησαν  και  πέρασαν  την  πύλη  της  φυλακής.  Εκεί  στεκόταν  ένας  άλλος  δεσμοφύλακας  που  μετρούσε  τους  επισκέπτες  καθώς  έμπαιναν:  δεκαέξι,  δεκαεφτά...  Στο  εσωτερικό  ένας  ακόμα  δεσμοφύλακας  μετρούσε τους εισερχόμενους πριν περάσουν μιαν άλλη πόρτα ακουμπώντας έναν έναν με το χέρι  του έτσι για  να 'ναι  σίγουρος ότι τόσοι ακριβώς  θα  περνούσαν από μπροστά  του στην  έξοδο, μην  τυχόν και μείνει κανένας επισκέπτης στην φυλακή και μην αφήσει κανέναν κρατούμενο να βγει έξω.  Ο δεσμοφύλακας ‐ μετρητής, χωρίς να κοιτάζει ποιος περνούσε από μπροστά του έδωσε μια με το  χέρι  του  στην  πλάτη  του  Νεχλιούντοφ  συνεχίζοντας  το  μέτρημά  του.  Αυτό  το  άγγιγμα  φάνηκε  προσβλητικό στον Νεχλιούντοφ, μα, πριν αντιδράσει, την ίδια στιγμή θυμήθηκε για ποιο σκοπό είχε  έρθει εδώ και ντράπηκε, γιατί δυσφόρησε και θίχτηκε.  Αμέσως πίσω από την πόρτα ανοιγόταν μια μεγάλη αίθουσα με καμάρες και σιδερένια κάγκελα στα  στενά  παράθυρα.  Στην  αίθουσα  συγκέντρωσης,  όπως  την  έλεγαν,  ο  Νεχλιούντοφ,  καθώς  προχωρούσε τελείως τυχαία σε μια εσοχή του τοίχου διέκρινε μια μεγάλη εικόνα της Σταύρωσης.  «Μα γιατί αυτό;» αναρωτήθηκε και στο μυαλό του ασυναίσθητα σύνδεσε την εικόνα του Χριστού με  τους ελεύθερους ανθρώπους κι όχι τους φυλακισμένους.  Βάδισε  αργά,  αφήνοντας  τους  βιαστικούς  επισκέπτες  να  τον  προσπερνούν.  Ένιωθε  μέσα  του  ανάμικτα  συναισθήματα:  απ'  τη  μια,  φρίκη  μπροστά  σ'  όλους  αυτούς  τους  κακούργους  που  τους  Digitized by 10uk1s 

  είχαν  κλειδαμπαρώσει  πίσω  απ'  τους  τοίχους,  κι  απ'  την  άλλη,  οίκτο  για  όλους  τους  αθώους  που,  όπως το παιδί που δικαζόταν χθες και η Κατιούσα, έπρεπε να βρίσκονται εδώ, και ακόμα, ατολμία  και  τρυφερότητα  μπροστά  στη  συνάντηση  που  τον  περίμενε.  Κοντά  στην  έξοδο  απ'  την  πρώτη  αίθουσα  στην  άλλη  κιόλας  άκρη,  ο  δεσμοφύλακας  φάνηκε  κάτι  να  λέει,  μα  ο  Νεχλιούντοφ  βυθισμένος στις σκέψεις του, δεν το πρόσεξε και συνέχισε να προχωράει μαζί με τη μεγάλη ομάδα  των  επισκεπτών  κι  έτσι  παρασύρθηκε  στο  τμήμα  των  ανδρών  κι  όχι  των  γυναικών  που  έπρεπε  να  πάει.  Σ' όλη τη διαδρομή οι άλλοι, βιαστικοί, τον προσπερνούσαν κι έτσι μπήκε τελευταίος στην αίθουσα  του επισκεπτηρίου. Το πρώτο που τον συγκλόνισε μόλις άνοιξε την πόρτα και πέρασε στην αίθουσα  ήταν ένας εκκωφαντικός ορυμαγδός, μια πυκνή οχλοβοή απ' τις φωνές εκατοντάδων κρατουμένων.  Και μονάχα  όταν πλησίασε προς το μέρος τους  και τους είδε  κολλημένους,  σαν τις μύγες πάνω σ'  ένα  κομμάτι  ζάχαρη,  στοιβαγμένους  μπροστά  στο  κιγκλίδωμα  που  χώριζε  την  αίθουσα  στη  μέση,  κατάλαβε  τι  γινόταν.  Η  αίθουσα,  που  'χε  μερικά  παράθυρα  στον  πίσω  τοίχο,  ήταν  χωρισμένη  στη  μέση  όχι  με  ένα,  αλλά  με  δύο  συρμάτινα  πλέγματα  απ'  το  ταβάνι  μέχρι  το  πάτωμα.  Ανάμεσα  στα  πλέγματα  βάδιζαν  οι  δεσμοφύλακες.  Απ'  τη  μια  πλευρά  ήταν  οι  κρατούμενοι  κι  απ'  την  άλλη  οι  επισκέπτες.  Στο  ενδιάμεσο  υπήρχαν  τα  δύο  κιγκλιδώματα  σε  απόσταση  γύρω  στους  τρεις  πήχεις,  έτσι, όχι μόνο ήταν αδύνατο φυλακισμένοι κι επισκέπτες να δώσουν ή να πάρουν κάτι, αλλά και να  ξεχωρίσουν  ο  ένας  το  πρόσωπο  του  άλλου,  ιδιαίτερα  αν  κανένας  ήταν  μύωπας.  Αλλά  και  η  συζήτηση γινόταν δύσκολα, για ν' ακουστείς έπρεπε να φωνάζεις μ' όλη σου τη δύναμη. Κι απ' τις  δυο  πλευρές  είχαν  κολλήσει  στα  πλέγματα  τα  πρόσωπά  τους  γυναίκες,  άνδρες,  πατέρες,  μητέρες,  παιδιά που πάσχιζαν να ξεχωρίσουν το πρόσωπο του δικού τους και να του μιλήσουν. Μα, επειδή ο  καθένας  τους  αγωνιζόταν  να  φωνάξει  για  να  τον  ακούσουν,  κι  οι  διπλανοί  του  επίσης  έκαναν  το  ίδιο, οι φωνές τους μπερδεύονταν κι αναγκάζονταν να φωνάζει ο ένας δυνατότερα απ' τον άλλο και  γινόταν σωστή χάβρα. Αυτό προκαλούσε εκείνη την οχλοβοή που ξάφνιασε τον Νεχλιούντοφ μόλις  μπήκε  στην  αίθουσα.  Ήταν  αδύνατο  να  καταλάβει  τι  λεγόταν  εκεί  μέσα.  Μπορούσε  μόνο  απ'  τις  εκφράσεις  των  προσώπων  να  κρίνει  τι  λέγανε  και  να  καταλάβει  τους  δεσμούς  που  ένωναν  τους  συνομιλητές. Πιο κοντά του στεκόταν μια γριούλα μ' ένα μαντήλι στο κεφάλι που με κολλημένο το  πηγούνι της στο κιγκλίδωμα, τρέμοντας, κάτι φώναζε απέναντι σ' έναν χλομό νέο με μισοξυρισμένο  κεφάλι.  Ο  κρατούμενος  μ'  ανασηκωμένα  τα  φρύδια  και  ζαρωμένο  το  μέτωπο  την  άκουγε  προσεχτικά. Δίπλα στη γριούλα στεκόταν ένας άνδρας με ρεντινγκότα, που είχε βάλει τα χέρια του  στ'  αφτιά  του  για  ν'  ακούει,  κουνώντας  καταφατικά  το  κεφάλι  του,  σ'  όσα  του  έλεγε  ένας  κρατούμενος με βασανισμένο πρόσωπο και γκριζωπή γενειάδα που φαινόταν φυσιογνωμικά ότι του  έμοιαζε. Παραπέρα στεκόταν ένας κουρελής που κουνούσε τα χέρια του, κάτι φώναζε και γελούσε.  Δίπλα  του  καθόταν  καταγής  μια  γυναίκα  μ'  ένα  μωρό∙  φορούσε  ένα  όμορφο  μάλλινο  φόρεμα  και  έκλαιγε με λυγμούς, προφανώς γιατί πρώτη φορά αντίκριζε εκείνο τον ασπρομάλλη άνδρα πίσω απ'  το κιγκλίδωμα με τη στολή του κατάδικου, το ξυρισμένο κεφάλι και τις αλυσίδες. Πάνω από εκείνη  την γυναίκα μ' όλη του τη δύναμη φώναζε ο πορτιέρης της τράπεζας, με τον οποίο συνομιλούσε ο  Νεχλιούντοφ έξω απ' τη  φυλακή,  και  προσπαθούσε να  συνεννοηθεί μ' έναν  φαλακρό κρατούμενο  με σπινθηροβόλο βλέμμα. Όταν ο Νεχλιούντοφ συνειδητοποίησε ότι και εκείνος έπρεπε να μιλήσει  σ' αυτές τις συνθήκες, ένιωσε μέσα του αγανάκτηση για όλους εκείνους που μπόρεσαν να στήσουν  αυτό  το  σύστημα  και  να  το  διατηρούν  έτσι.  Του  προκαλούσε  έκπληξη  πώς  μια  τέτοια  φριχτή  κατάσταση,  μια  τέτοια  κοροϊδία  των  ανθρώπινων  αισθημάτων  δεν  πείραζε  κανέναν.  Και  οι  στρατιώτες,  και  ο  διευθυντής,  και  οι  επισκέπτες  και  οι  φυλακισμένοι  συμπεριφέρονταν  σαν  να  παραδέχονταν πως έτσι έπρεπε να είναι όλα τούτα.  Ο  Νεχλιούντοφ  έμεινε  για  πέντε  λεπτά  στην  αίθουσα  και  ένα  παράξενο  αίσθημα  θλίψης  τον  κατέκλυσε  σαν  ένιωσε  βαθιά  τη  δική  του  αδυναμία  και  το  χάσμα  που  τον  χώριζε  από  εκείνο  τον  κόσμο∙ ένα αίσθημα αηδίας, παρόμοιο με ναυτία, τον πλημμύρισε. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLII  «ΟΜΩΣ ΠΡΕΠΕΙ να εκπληρώσω το σκοπό για τον οποίο ήρθα εδώ», μονολόγησε αναθαρρεύοντας. ‐  «Μα, πώς θα γίνει αυτό;»  Με το βλέμμα του αναζήτησε κάποιον αρμόδιο και βλέποντας έναν μικρόσωμο αδύνατο άνδρα με  μουστάκι και στολή αξιωματικού που πηγαινοερχόταν μέσα στον κόσμο, τον ρώτησε:  ‐Μήπως θα μπορούσατε αξιότιμε κύριε, να μου πείτε ‐ προσποιήθηκε με υπερβολική ευγένεια ‐ πού  κρατούνται οι γυναίκες και πού είναι το επισκεπτήριό τους;  ‐Όντως ψάχνετε τη γυναικεία αχτίνα;  ‐Μάλιστα,  θα  επιθυμούσα  να  δω  μια  φυλακισμένη,  απάντησε  ο  Νεχλιούντοφ  με  την  ίδια  προσποιητή ευγένεια.  ‐Μα,  αυτό  θα  'πρεπε  να  το  πείτε,  όταν  μπήκατε  στην  αίθουσα  συγκέντρωσης.  Ποια  θέλετε,  τέλος  πάντων, να δείτε;  ‐Πρέπει να δω την Γιεκατερίνα Μάσλοβα.  ‐Τι είναι; Πολιτική; ρώτησε ο βοηθός του διευθυντή της φυλακής.  ‐Όχι, απλά είναι...  ‐Τι; Είναι μήπως κατάδικη;  ‐Μάλιστα,  προχθές  καταδικάστηκε,  απάντησε  με  υποταχτικό  ύφος  ο  Νεχλιούντοφ  φοβούμενος  μήπως χαλάσει τη φιλική όπως τού φάνηκε διάθεση του συνομιλητή του.  ‐Αφού  θέλετε  τη  γυναικεία  αχτίνα,  τότε  από  δω  παρακαλώ,  είπε  ο  βοηθός  του  διευθυντή,  που  ο  Νεχλιούντοφ  με  το  παρουσιαστικό  του  τον  είχε  κάνει  να  τον  προσέξει.  ‐  Σίντοροφ,‐  στράφηκε  σ'  έναν υπαξιωματικό με μουστάκι και παράσημα στο στήθος ‐ συνόδευσε τον κύριο στη γυναικεία.  ‐Μάλιστα.  Την ίδια στιγμή ακούστηκαν σπαραξικάρδιοι λυγμοί κοντά στο κιγκλίδωμα.  Ο  Νεχλιούντοφ  ένιωθε  παράξενα  και  προπάντων  γιατί  έπρεπε  κιόλας  να  ευχαριστήσει  και  να  ευγνωμονεί  τον  δεσμοφύλακα  και  τον  αρχιφύλακα,  όλους  όσους  διέπρατταν  αυτές  τις  βαναυσότητες σ' αυτό το κτήριο.  Ο  δεσμοφύλακας  οδήγησε  τον  Νεχλιούντοφ  από  το  ανδρικό  επισκεπτήριο  στο  διάδρομο  και,  αμέσως ανοίγοντας μια πόρτα απέναντι, τον έμπασε στο γυναικείο.  Η  αίθουσα  του  γυναικείου  επισκεπτηρίου,  όπως  ακριβώς  και  η  ανδρική,  ήταν  χωρισμένη  σε  τρία  μέρη  με  δύο  κιγκλιδώματα,  όμως  ήταν  πολύ  μικρότερη  και  είχε  λιγότερους  επισκέπτες  και  κρατούμενους, αν και η οχλοβοή που ακουγόταν ήταν το ίδιο εκκωφαντική, όπως και στο ανδρικό.  Κι εδώ, ανάμεσα στις δυο σειρές με τα κιγκλιδώματα πηγαινοερχόταν ο εκπρόσωπος της εξουσίας  μια γυναίκα‐δεσμοφύλακας, με στολή και γαλόνια στα μανίκια, μπλε σιρίτια και την ίδια ζώνη όπως  Digitized by 10uk1s 

  και  οι  άνδρες.  Με  τον  ίδιο  τρόπο,  όπως  και  στο  ανδρικό  επισκεπτήριο,  κι  απ'  τις  δυο  πλευρές,  οι  άνθρωποι  είχαν  κολλήσει  πάνω  στα  κιγκλιδώματα:  απ'  τη  μια,  άνθρωποι  της  πόλης  ντυμένοι  με  ποικιλόμορφες  φορεσιές,  κι  απ'  την  άλλη,  οι  κρατούμενες,  μερικές  με  την  άσπρη  στολή  της  φυλακής, άλλες με δικά τους ρούχα. Καρφίτσα δεν έπεφτε και στις δυο πλευρές του κιγκλιδώματος.  Μερικοί  σηκώνονταν  στις  μύτες  των  ποδιών,  για  να  ακούσουν,  πάνω  απ'  τα  κεφάλια  των  άλλων,  άλλοι κάθονταν κάτω και κουβέντιαζαν.  Απ' όλες τις κρατούμενες ξεχώριζε με το παράστημά της και την εντυπωσιακά δυνατή φωνή της μια  αναμαλλιασμένη  αδύνατη  τσιγγάνα,  μ'  ένα  μαντήλι  που  'χε  γλιστρήσει  απ'  τα  σγουρά  μαύρα  της  μαλλιά. Στεκόταν στη μέση σχεδόν της αίθουσας απ' την απέναντι μεριά του κιγκλιδώματος, πλάι σε  μια κολόνα και κουνώντας με γρήγορες κινήσεις τα χέρια της κάτι φώναζε σ' έναν τσιγγάνο απ' την  άλλη,  που  φορούσε  ένα  μπλε  σακάκι  σφιχτοδεμένο  χαμηλά  στη  μέση.  Δίπλα  στον  τσιγγάνο,  ένας  στρατιώτης καθισμένος καταγής κουβέντιαζε με μια κρατούμενη και πιο πέρα ένας νεαρός χωρικός  με  ξανθό  γένι  φορώντας  ξυλοπέδιλα,  μ'  ένα  πρόσωπο  κατακόκκινο,  ήταν  έτοιμος  να  ξεσπάσει  σε  λυγμούς. Μιλούσε με μια χαριτωμένη ξανθή κρατούμενη που τον κοίταζε τρυφερά με τα φωτεινά  γαλάζια μάτια της. Ήταν η Φεντόσια με τον άνδρα της. Πλάι τους στεκόταν ένας ρακένδυτος άνδρας  που κουβέντιαζε με μιαν αναμαλλιασμένη, πλατυπρόσωπη γυναίκα. Παραδίπλα ήταν δύο γυναίκες,  ένας άνδρας και πάλι μια γυναίκα και απέναντί τους στεκόταν κάθε φορά μια κρατούμενη. Πουθενά  δεν φαινόταν η Μάσλοβα. Όμως κάποια στιγμή πίσω απ' τις κρατούμενες ο Νεχλιούντοφ διέκρινε  πως στεκόταν κάποια γυναίκα και την ίδια στιγμή κατάλαβε πως ήταν αυτή. Η καρδιά του χτυπούσε  σαν  τρελή  κι  η  ανάσα  του  κόπηκε.  Η  κρίσιμη  στιγμή  είχε  έρθει.  Πλησίασε  στο  κιγκλίδωμα  και  την  αναγνώρισε. Στεκόταν πίσω απ' την γαλανομάτα Φεντόσια και χαμογελούσε ακούγοντας όσα εκείνη  έλεγε στον άνδρα της. Δε φορούσε τη ρόμπα της φυλακής, όπως προχθές, αλλά μια λευκή μπλούζα  σφιχτοζωσμένη  στη  μέση  της  που  τόνιζε  το  στήθος  της,  σηκώνοντάς  το  ψηλά.  Απ'  το  μαντήλι  της,  όπως τότε στο δικαστήριο, ξεπρόβαλλαν τα σγουρά της βοστρύχια.  «Τώρα θα κριθούν όλα», σκέφτηκε. «Πώς να την φωνάξω;  Ή μήπως θα έρθει μόνη της;».  Όμως μόνη της δεν πλησίαζε. Στεκόταν εκεί και περίμενε την Κλάρα κι ούτε που το φανταζόταν πως  ο άνδρας εκείνος απέναντί της είχε έρθει για κείνη.  ‐Ποια  θέλετε  να  δείτε;  ρώτησε  τον  Νεχλιούντοφ  η  δεσμοφύλακας  που  βημάτιζε  ανάμεσα  στα  κιγκλιδώματα.  ‐Την Γιεκατερίνα Μάσλοβα, με δυσκολία πρόφερε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Μάσλοβα, επισκεπτήριο! φώναξε η δεσμοφύλακας. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLIII  Η  ΜΑΣΛΟΒΑ  ΚΟΙΤΑΞΕ  γύρω  της,  σηκώνοντας  το  κεφάλι  και  με  το  στήθος  στητό  και  την  παλιά,  γνώριμη  στον  Νεχλιούντοφ  έκφραση  γεμάτη  σπουδή  κι  ετοιμότητα,  πλησίασε  το  κιγκλίδωμα,  σπρώχνοντας  στην  άκρη  δύο  κρατούμενες  και  μ'  απορία  κι  έκπληξη  στάθηκε  απέναντι  στον  Νεχλιούντοφ, χωρίς να τον γνωρίσει. Μα, κρίνοντας απ' το ντύσιμό του πως επρόκειτο για πλούσιο  άνθρωπο του χαμογέλασε.  ‐Για  μένα  ήρθατε;  είπε,  πλησιάζοντας  στο  κιγκλίδωμα  το  γελαστό  της  πρόσωπο  με  τα  αλλοίθωρα  μάτια.  ‐Θα  ήθελα  να  δω...  ‐Ο  Νεχλιούντοφ  δεν  ήξερε  πώς  να  της  μιλήσει,  στον  ενικό  ή  στον  πληθυντικό,  ωστόσο, τ' αποφάσισε αμέσως, θα της μιλούσε στον πληθυντικό. Χωρίς να δυναμώσει την ένταση  της φωνής του, πρόσθεσε.  ‐Θα ήθελα να σας δω... Εγώ θα...  ‐Μη μου τα μασάς εμένα, φώναξε πλάι του ο ρακένδυτος άνδρας. ‐Το πήρες ναι ή όχι;  ‐Σου λένε πως όπου να 'ναι πεθαίνει, τι άλλο θέλεις; φώναξε κάποιος άλλος στην άλλη άκρη.  Η  Μάσλοβα  δεν  μπορούσε  ν'  ακούσει  τι  της  έλεγε  ο  Νεχλιούντοφ,  ωστόσο  όπως  της  μιλούσε,  η  έκφραση  του  προσώπου  του  ξαφνικά  της  ξύπνησε  περασμένες  μνήμες.  Μα,  δεν  μπορούσε  να  το  πιστέψει. Το χαμόγελό της όμως έσβησε απ' το πρόσωπό της και μια ρυτίδα αγωνίας αυλάκωσε το  μέτωπό της.  ‐Δεν ακούω τι λέτε ‐του φώναξε δυνατά γεμάτη ταραχή κι αγωνία ζαρώνοντας όλο και περισσότερο  το μέτωπό της.  ‐Ήρθα να...  «Ναι, κάνω αυτό ακριβώς που πρέπει, εξιλεώνομαι», σκέφτηκε ο Νεχλιούντοφ. Και μόνο που έκανε  αυτή  τη  σκέψη,  βούρκωσε,  δάκρυα  κατέβηκαν  στα  μάτια,  ένα  λυγμός  του  'σφιξε  το  λαιμό  και  γαντζωμένος στα κάγκελα, σώπασε πασχίζοντας να πνίξει το αναφιλητό του.  ‐Σε  ρωτώ,  γιατί  ανακατεύεσαι  εκεί  που  δε  σε  σπέρνουν...  Ε;  Γιατί;  κάποιοι  φώναξαν  απ'  τη  μια  πλευρά.  ‐Σ' ορκίζομαι στο Θεό, ιδέα δεν έχω σου λέω, φώναξε μια κρατούμενη απ' την άλλη πλευρά.  Η Μάσλοβα μόλις είδε την ταραχή του, τον αναγνώρισε.  ‐Ναι, του μοιάζει, μα δεν παίρνω όρκο, άφησε μια δυνατή φωνή να βγει από μέσα της, χωρίς να τον  κοιτάζει, και το πρόσωπό της, που κοκκίνισε απότομα, σκυθρώπιασε αμέσως.  ‐Ήρθα να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις, της φώναξε με ηχηρή κι άχρωμη φωνή σαν ν' αποστήθιζε  τη φράση του αυτή.  Προφέροντας  τα  λόγια  αυτά,  ένιωσε  ντροπή  και  γύρισε  το  βλέμμα  του  γύρω.  Μα  την  ίδια  στιγμή  κατάλαβε πως αν ντρεπόταν τότε ήταν ακόμα καλύτερα, γιατί όφειλε να κουβαλήσει το σταυρό της  Digitized by 10uk1s 

  ντροπής. Και συνέχισε με δυνατή φωνή:  ‐Συγχώρεσέ με, είμαι ανεπανόρθωτα ένοχος απέναντί σου...  Η Μάσλοβα στεκόταν ακίνητη και το γνώριμο εκείνο αλλήθωρο βλέμμα της δεν έφευγε από πάνω  του.  Εκείνος  δεν  βάσταξε  άλλο,  σώπασε  κι  έκανε  πίσω,  κατεβάζοντας  τα  χέρια  απ'  το  κιγκλίδωμα  πασχίζοντας να πνίξει τους λυγμούς που του σπαράζανε τα σωθικά.  Ο αρχιφύλακας, που είχε οδηγήσει τον Νεχλιούντοφ στη γυναικεία αχτίνα, τον είχε στο νου του όλη  αυτή  την  ώρα  και  την  στιγμή  εκείνη  μπήκε  στην  αίθουσα  και  παρατηρώντας  πως  δεν  στεκόταν  μπροστά στο κιγκλίδωμα πλησίασε και τον ρώτησε γιατί δεν κουβεντιάζει με την κρατούμενη που  έψαχνε.  Ο  Νεχλιούντοφ,  βγάζοντας  το  μαντήλι  του,  σκουπίστηκε  προσπαθώντας  κάπως  να  συνέλθει, να ηρεμήσει, και του απάντησε:  ‐Δεν μπορώ να μιλήσω απ' τα κάγκελα, δεν ακούγεται τίποτε.  Ο αρχιφύλακας σκέφτηκε για λίγο.  ‐Για να δούμε τι μπορεί να γίνει. Ίσως να γινόταν να την βγάλουμε για λίγο εδώ.  ‐Μάρια Κάρλοβνα! είπε γυρίζοντας προς την δεσμοφύλακα.  ‐Αφήστε τη Μάσλοβα να βγει έξω.  Ένα λεπτό αργότερα η Μάσλοβα έβγαινε απ' την πίσω πόρτα του επισκεπτηρίου. Πλησιάζοντας μ'  ανάλαφρο  περπάτημα  προς  τον  Νεχλιούντοφ,  κοντοστάθηκε  και  τον  κοίταξε  συνοφρυωμένη.  Από  τα μαύρα της μαλλιά, όπως ακριβώς και προχθές, γλιστρούσαν ανέμελες μπουκλίτσες που ανέμιζαν,  το  πρόσωπό  της,  κακοπαθιασμένο,  χλομό,  πρησμένο,  είχε  μια  γλυκιά  έκφραση  κι  ατάραχη  θωριά  και  μόνο  τα  φωτεινά  της  μαύρα  αλλήθωρα  μάτια  με  τα  πρησμένα  βλέφαρα  είχαν  μιαν  αλλόκοτη  λάμψη.  ‐Εδώ μπορείτε να τα πείτε με την ησυχία σας, είπε ο αρχιφύλακας κι απομακρύνθηκε.  Ο Νεχλιούντοφ προχώρησε προς τον πάγκο κοντά στον τοίχο.  Η Μάσλοβα με βλέμμα γεμάτο έκπληξη κοίταξε τον αρχιφύλακα και ανασηκώνοντας μ' απορία τους  ώμους ακολούθησε τον Νεχλιούντοφ. Κάθησε πλάι του στον πάγκο διορθώνοντας τη φούστα της.  ‐Ξέρω  πως  σας  είναι  δύσκολο  να  με  συγχωρέσετε,  ‐άρχισε  να  λέει  ο  Νεχλιούντοφ,  που  πάλι  χρειάστηκε  να  κάνει  μια  μικρή  παύση  νιώθοντας  τα  μάτια  του  να  βουρκώνουν,  ‐μα  αν  γίνεται  να  διορθώσουμε τα περασμένα, είμαι διατεθειμένος τώρα να κάνω ό,τι μπορώ. Πείτε μου...  ‐Πώς  με  βρήκατε;  ρώτησε  εκείνη  χωρίς  να  δίνει  σημασία  στην  ερώτησή  του,  κοιτάζοντας  με  τ'  αλλήθωρο βλέμμα της αποφεύγοντας να τον βλέπει κατάματα.  «Θεέ  μου,  βοήθησέ  με!  Δώσε  μου  φώτιση  τι  να  κάνω!»  παρακαλούσε  μέσα  του  ο  Νεχλιούντοφ,  κοιτάζοντας μπροστά του εκείνο το τόσο διαφορετικό, άσχημο, τώρα, πρόσωπο.  ‐Προχθές ήμουν στο δικαστήριο ένορκος, είπε, ‐τη μέρα που σας δικάζανε. Δεν με αναγνωρίσατε;  Digitized by 10uk1s 

  ‐Όχι,  δεν  σας  αναγνώρισα.  Δεν  είχα  το  νου  μου  στους  γύρω  κι  ούτε  είχα  όρεξη  να  κοιτάζω,  απάντησε.  ‐Αν  δεν  κάνω  λάθος  υπήρχε  τότε  κι  ένα  παιδί,  τι  απόγινε;  ρώτησε  ο  Νεχλιούντοφ  κι  ένιωσε  το  πρόσωπό του κατακόκκινο.  ‐Δόξα τω Θεώ που πέθανε αμέσως τότε! του απάντησε ξερά με μοχθηρό ύφος στρέφοντας αλλού το  πρόσωπό της.  ‐Πώς έγινε; Γιατί πέθανε;  ‐Κι εγώ η ίδια ήμουν άρρωστη και παρ' ολίγο να πεθάνω μαζί του, είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια  της.  ‐Μα πώς σας άφησαν οι θείες μου να φύγετε;  ‐Και ποιος είναι αυτός που θα 'θελε στο σπίτι του μια καμαριέρα με το παιδί της; Μόλις το πήραν  είδηση, με πέταξαν στο δρόμο. Μα, τι κάθομαι και λέω τώρα, δεν θυμάμαι τίποτα, όλα τα ξέχασα,  όλα τέλειωσαν.  ‐Όχι, δεν τέλειωσαν όλα. Δεν μπορώ να τ' αφήσω έτσι. Έστω και τώρα θέλω να εξιλεωθώ για όποιες  αμαρτίες έκανα.  ‐Δεν  χρειάζεται  να  εξιλεωθείτε.  Αυτά  που  έγιναν  έγιναν  και  δεν  αλλάζουν,  του  είπε  και  ξαφνικά  χωρίς  ο  Νεχλιούντοφ  να  το  περιμένει  γύρισε  και  τον  κοίταξε  μ'  ένα  στυφό,  προκλητικό  και  πικρό  χαμόγελο.  Η  Μάσλοβα  ποτέ  δεν  περίμενε  να  τον  δει  μπροστά  της,  και  προπάντων  εδώ  μέσα,  γι'  αυτό  και  η  εμφάνισή  του  την  τάραξε  και  της  ανασκάλισε  όλα  όσα  είχε  κρύψει  βαθιά  μέσα  της.  Την  πρώτη  στιγμή  που  τον  αντίκρισε  θυμήθηκε  αμυδρά  εκείνο  τον  καινούριο,  τον  ονειρικό  κόσμο  των  συναισθημάτων  και  των  σκέψεων  που  της  είχε  κατακλύσει  την  ψυχή,  όταν  την  οδήγησε  σ'  αυτόν  εκείνος ο γοητευτικός νέος που την αγάπησε και τον αγάπησε.  Ύστερα της ήρθε στο νου η ανεξήγητη σκληρότητά του, όλες εκείνες οι ταπεινώσεις, τα βάσανα που  ακολούθησαν και μαύρισαν το θαύμα της ευτυχίας τους. Ένιωσε πόνο στην ψυχή. Μα, καθώς δεν  είχε τη δύναμη να καταλάβει τι γινόταν μέσα της, αντέδρασε όπως και παλιά: απώθησε βαθιά όλες  αυτές  τις  αναμνήσεις  προσπαθώντας  να  τις  πνίξει  μέσα  στον  παράξενα  μουντό  πέπλο  της  ακόλαστης ζωής της.  Έτσι  έκανε  και  τώρα.  Την  πρώτη  στιγμή  ταύτισε  τον  άνδρα  εκείνο  που  καθόταν  πλάι  της  με  τον  νεαρό  που  κάποτε  αγάπησε,  όμως,  νιώθοντας  αβάσταχτο  πόνο  στην  ψυχή,  σταμάτησε.  Και  έτσι  αυτός ο καθαροντυμένος, κομψός και ευγενικός κύριος με την αρωματισμένη γενειάδα δεν ήταν ο  Νεχλιούντοφ που ήξερε κάποτε και είχε αγαπήσει, αλλά ένα τυχαίος, ένας απ' όλους εκείνους που  όταν  είχαν  ανάγκη  χρησιμοποιούσαν  κάποια  πλάσματα  σαν  κι  εκείνη  τη  στιγμή  που  κι  αυτά  τα  πλάσματα, με τη σειρά τους, χρησιμοποιούσαν τους εαυτούς τους όσο γινόταν πιο κερδοφόρα. Και  γι' αυτό τώρα του χαμογελούσε με προκλητικό ύφος.  Σώπασε, το μυαλό της ζητούσε να βρει τρόπους να επωφεληθεί κάπως απ' αυτόν.  ‐Όλα τελείωσαν, τώρα είμαι κατάδικη, με στέλνουν στα κάτεργα, του είπε. 

Digitized by 10uk1s 

  Τα χείλη της τρεμόπαιξαν, μόλις πρόφερε τη φοβερή εκείνη λέξη.  ‐Ήξερα, ήμουν σίγουρος πως δεν είσαστε ένοχη, της είπε.  ‐Και  βέβαια  δεν  είμαι  ένοχη.  Μήπως  είμαι  εγώ  κλέφτρα  ή  κακούργα;  Εδώ  στη  φυλακή  όλες  μας  λέμε πως το παν εξαρτάται απ' τον δικηγόρο, συνέχισε. ‐Λένε πως μπορεί να γίνει έφεση, μόνο που  παίρνουν, λένε, πολλά...  ‐Βέβαια, οπωσδήποτε. Έχω κιόλας μιλήσει με τον δικηγόρο γι' αυτό.  ‐Μα, δε θα πρέπει να τσιγκουνευτείτε τα λεφτά σας τα ωραία, του είπε.  ‐Θα κάνω ό,τι περνάει απ' το χέρι μου.  Σώπασαν κι οι δύο.  Εκείνη άρχισε πάλι να χαμογελάει.  ‐Θέλω  να  σας  ζητήσω...  μερικά  λεφτά,  αν  μπορείτε.  Λίγα...δέκα  ρούβλια,  περισότερα  δεν  χρειάζονται, του είπε αυθόρμητα.  ‐Μα φυσικά, φυσικά, απάντησε ο Νεχλιούντοφ αμήχανα κι έκανε να βγάλει το πορτοφόλι του.  Η Μάσλοβα έριξε μια γρήγορη ματιά στον αρχιφύλακα που πηγαινοερχόταν στην αίθουσα.  ‐Μη  μου  δώσετε  τίποτα  μπροστά  του,  αφήστε  πρώτα  να  απομακρυνθεί,  γιατί  αλλιώς  θα  μου  τα  βουτήξουν.  Ο  Νεχλιούντοφ  έβγαλε  το  πορτοφόλι  του,  μόλις  ο  αρχιφύλακας  του  γύρισε  την  πλάτη,  μα  δεν  πρόλαβε να της δώσει το δεκάρουβλο, γιατί ο αρχιφύλακας ερχόταν ξανά προς το μέρος του. Έτσι το  κράτησε σφιγμένο στο χέρι του.  «Μα  είναι  πια  μια  νεκρή  γυναίκα»,  σκέφτηκε,  καθώς  κοίταζε  το  πρόσωπό  της  που  κάποτε  ήταν  χαριτωμένο  και  τώρα  πρόστυχο,  πρησμένο,  με  τα  μαύρα  αλλοίθωρα  μάτια  γεμάτα  πονηριά  παρακολουθώντας μια τον αρχιφύλακα και μια το χέρι του με το τσαλακωμένο μέσα χαρτονόμισμα.  Για μια στιγμή ένιωσε αναποφάσιστος.  Και  πάλι  στην  ψυχή  του  ο  ίδιος  πειρασμός  της  χθεσινής  νύχτας  ακούστηκε  να  του  λέει,  όπως  πάντοτε, προσπαθώντας να τον απομακρύνει απ' τα ερωτήματα που τον βασάνιζαν για το τι έπρεπε  να κάνει, ποιο το αποτέλεσμα των όσων θα έκανε και τι όφελος θα είχε.  «Τίποτα δεν θα κάνεις μ' αυτή την γυναίκα, του έλεγε αυτή η φωνή, μόνο μια θηλειά στο λαιμό σου  θα βάλεις και θα πνιγείς  κι έτσι  θα πάψεις να  'σαι  ωφέλιμος στους άλλους.  Δεν της δίνεις λοιπόν  λεφτά, όλα όσα έχεις, να πεις αντίο και να τελειώνουν όλα για πάντα;» του ψιθύριζε με υποβλητική  χροιά η φωνή.  Όμως, την ίδια στιγμή ένιωθε ότι τώρα, σήμερα, μέσα στην ψυχή του γινόταν μια κοσμογονία, ότι η  ψυχική  του  ζωή  εξαρτιόταν  από  τη  λεπτή,  ευαίσθητη  ισορροπία  μιας  ζυγαριάς  που  με  την  παραμικρή προσπάθεια μπορούσε να  την κάνει να κλίνει πότε στη μια πότε στην άλλη μεριά! Και  την έκανε τελικά την προσπάθεια, ζητώντας την βοήθεια του Θεού που χθες αισθάνθηκε μέσα του  Digitized by 10uk1s 

  να ζει κι εκείνος την ίδια στιγμή ανταποκρίθηκε στην παράκλησή του. Αποφάσισε μάλιστα να της τα  διηγηθεί όλα.  ‐Κατιούσα! Ήρθα σε σένα για να ζητήσω συγχώρεση κι εσύ δεν απάντησες, αν με συγχώρεσες, αν θα  με συγχωρέσεις ποτέ ‐ της είπε αυθόρμητα περνώντας στον ενικό.  Εκείνη  δεν  τον  άκουγε,  συνέχιζε  να  κοιτάζει  μια  το  χέρι  του,  μια  τον  αρχιφύλακα.  Και  μόλις  ο  αρχιφύλακας γύρισε, άρπαξε το χαρτονόμισμα και το 'χωσε στη μέση της.  ‐Αλλόκοτα είναι όλα αυτά που λέτε, είπε περιφρονητικά, όπως του φάνηκε, και του χαμογέλασε.  Ο  Νεχλιούντοφ  ένιωσε  πως  μέσα  της  έκρυβε  μεγάλο  μίσος  γι'  αυτόν,  για  τον  άνθρωπο  που  της  συμπαραστεκόταν στη θέση που βρισκόταν τώρα, και η ίδια τον εμπόδιζε να εισχωρήσει στην ψυχή  της.  Όμως,  τι  παράξενο,  αυτό  το  συναίσθημα,  όχι  μονάχα  δεν  τον  απωθούσε,  αντίθετα,  τον  τραβούσε  κοντά της με μια ανεξήγητη δύναμη, τον σαγήνευε ξανά. Ένιωθε πως έπρεπε να αφυπνίσει αυτή τη  ψυχή  όσο  δύσκολο  κι  ακατόρθωτο  του  φαινόταν.  Κι  όσο  πιο  δύσκολο  ήταν  τόσο  περισσότερο  τον  γοήτευε. Μέσα του θέριευε τώρα ένα συναίσθημα παράξενο που δεν είχε ξανανιώσει ούτε γι' αυτή,  μα ούτε για κανέναν άλλον πριν, χωρίς να υπάρχει το παραμικρό ίχνος προσωπικής σκοπιμότητας:  δεν επιθυμούσε ο ίδιος τίποτε απ' αυτήν, εκτός από το ν' αλλάξει, να πάψει να είναι αυτή που είναι  σήμερα, ν' αναστηθεί και να ξαναγίνει εκείνη που ήταν παλιά.  ‐Κατιούσα, γιατί λες τέτοια πράγματα; Ξεχνάς πως σε ξέρω, πως σε θυμάμαι, στο Πάνοβο...  ‐Τι θέλεις και σκαλίζεις τα παλιά; του είπε ξερά.  ‐Τα αναθυμιέμαι για να διορθώσω το φταίξιμό μου, να εξιλεωθώ απέναντί σου, Κατιούσα ‐ άρχισε  να  της  λέει  κι  ήθελε  να  συνεχίσει,  να  της  πει  πως  είχε  σκοπό  να  την  παντρευτεί,  μα  τα  βλέμματά  τους διασταυρώθηκαν και πάγωσε, καθώς διάβασε στο δικό της κάτι το φοβερό και το χυδαίο, το  αποκρουστικό που δεν τον άφησε να συνεχίσει.  Εκείνη  τη  στιγμή  το  επισκεπτήριο  έφθανε  στο  τέλος  του,  ο  κόσμος  άρχισε  να  βγαίνει.  Ο  αρχιφύλακας  πλησίασε  τον  Νεχλιούντοφ  και  του  είπε  πως  ο  χρόνος  είχε  τελειώσει.  Η  Μάσλοβα  σηκώθηκε, περιμένοντας υπομονετικά πότε θα την αφήσει ο αρχιφύλακας να φύγει.  ‐Σας  χαιρετώ,  έχω  τόσα  ακόμα  που  πρέπει  να  σας  πω,  αλλά  βλέπετε  τώρα  είναι  αδύνατο,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ, και της έδωσε το χέρι του. ‐ Θα ξανάρθω.  ‐Μου φαίνεται πως δεν έχουμε τίποτ' άλλο να πούμε...  Του έδωσε το χέρι χωρίς να το σφίξει.  ‐Όχι, θα επιδιώξω να σας δω ξανά, κάπου όμως που να μπορέσουμε να τα πούμε με την ησυχία μας  και τότε θα σας πω εκείνο το σημαντικό που πρέπει να σας πω, της απάντησε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Όπως  νομίζετε,  ελάτε,  του  είπε  γελώντας  μ'  εκείνο  το  φιλήδονο  γέλιο  της,  όπως  όταν  ήθελε  να  κάνει τους άνδρες να την ποθήσουν.  ‐Μου είσαστε πιο ακριβή κι από αδελφή, της είπε. 

Digitized by 10uk1s 

  ‐Μυστήρια  πράγματα,  μουρμούρισε  εκείνη  και  κουνώντας  το  κεφάλι  της  χάθηκε  πίσω  απ'  το  κιγκλίδωμα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLIV  ΣΤΗΝ  ΠΡΩΤΗ  ΤΟΥΣ  συνάντηση,  ο  Νεχλιούντοφ  έτρεφε  την  ελπίδα  πως  μόλις  θα  τον  έβλεπε  η  Κατιούσα, και μάθαινε τους σκοπούς του να την βοηθήσει, και την μεταμέλεια για το φταίξιμό του,  θα  χαιρόταν  και  θα  συγκινιόταν,  πίστευε  πως  θα  ξαναζωντάνευε  η  Κατιούσα  του.  Όμως  τρόμαξε,  όταν διαπίστωσε πως η παλιά Κατιούσα δεν υπήρχε πια και μόνο η Μάσλοβα είχε απομείνει. Αυτό  τον γέμισε έκπληξη και φόβο μαζί.  Περισσότερο του προκαλούσε έκπληξη πως η Μάσλοβα όχι μονάχα δεν ένιωθε ντροπή για τη θέση  της ‐ όχι της κρατούμενης (γι' αυτό ντρεπόταν), αλλά της πόρνης ‐ μα φαινόταν σαν να 'ταν κιόλας  ευχαριστημένη, σχεδόν υπερηφανευόταν γι' αυτή. Ίσως, βέβαια, να μη μπορούσε να 'ναι κι αλλιώς.  Ο καθένας για να κάνει κάτι πρέπει οπωσδήποτε να πιστεύει πως η πράξη του είναι σπουδαία και  αγαθή. Γι' αυτό, όποια και να 'ναι η θέση του ανθρώπου, εκείνος θα σχηματίσει για την ανθρώπινη  ζωή  γενικά  μια  τέτοια  αντίληψη,  ώστε  οι  δραστηριότητές  του  να  του  φαίνονται  σπουδαίες  και  αγαθές.  Γενικά, πιστεύεται, πως ο κλέφτης, η φόνισσα, ο κατάσκοπος, η πόρνη, θεωρούν το επάγγελμά τους  κακό  και  νιώθουν  γι'  αυτό  ντροπή.  Στη  ζωή,  όμως,  είναι  τελείως  αντίθετα  τα  πράγματα.  Οι  άνθρωποι, που η μοίρα τους, οι αμαρτίες και τα λάθη τούς σπρώχνουν σ' αυτή τη θέση, όσο κι αν  δεν είναι σωστό, σχηματίζουν για τη ζωή τους μια τέτοια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η θέση  τους είναι καλή κι αξιοσέβαστη. Για να υποστηρίξουν μάλιστα αυτή τους την αντίληψη, ενστικτωδώς  βρίσκουν  στηρίγματα  σ'  έναν  περίκοσμο  που  αναγνωρίζει  την  επιλογή  τους  και  τη  θέση  που  πιστεύουν πως έχουν στη ζωή. Αυτό προκαλεί απορία κι έκπληξη, όταν πρόκειται για κλέφτες που  καυχώνται για τις επιδεξιότητές τους, πόρνες που καμαρώνουν για την διαφθορά τους, δολοφόνους  που υπερηφανεύονται για την αγριότητά τους. Όμως αυτό οφείλεται μόνο και μόνο στο γεγονός ότι  ο κύκλος και το περιβάλλον αυτών των ανθρώπων είναι περιορισμένης εμβέλειας και κυρίως γιατί  όλοι εμείς είμαστε απ' έξω.  Αλλά, μήπως δεν είναι το ίδιο αυτό που συμβαίνει με τους πλούσιους που καυχώνται για τα πλούτη  τους,  δηλαδή  για  τις  κλεψιές  τους,  με  τους  στρατηλάτες  που  υπερηφανεύονται  για  τις  νίκες  τους,  δηλαδή τις δολοφονίες, με τους κυβερνήτες που κομπορρημονούν για την ισχύ τους, δηλαδή για τη  βίαιη εξουσία τους; Σ' αυτούς τους ανθρώπους δεν παρατηρούμε και δεν βλέπουμε τη διαστροφή  της  έννοιας  της  ζωής,  του  καλού  και  του  κακού,  για  τη  δικαίωση  της  θέσης  τους  μόνο  και  μόνο,  επειδή ο κύκλος αυτών των ανθρώπων με τέτοιες στρεβλές έννοιες είναι πολύ μεγαλύτερος κι εμείς  οι ίδιοι ανήκουμε σ' αυτόν.  Και η Μάσλοβα είχε σχηματίσει την ίδια αντίληψη για τη ζωή και τη θέση της στην κοινωνία. Ήταν  πόρνη, καταδικασμένη  σε κάτεργα και παρ' όλα αυτά είχε για  τη ζωή μιαν  ιδέα που την έκανε να  δικαιολογεί τη διαγωγή της και μάλιστα να καυχιέται μπροστά στους άλλους για τη θέση της.  Η  αντίληψή  της  για  τη  ζωή  είχε  σαν  αφετηρία  τη  διαπίστωση  πως  η  κύρια  ευτυχία  όλων  των  ανδρών, όλων ανεξαιρέτως ‐γέρων, νέων, γυμνασιόπαιδων, στρατηγών, μορφωμένων, αμόρφωτων‐  βρισκόταν  στην  σεξουαλική  επαφή  μ'  ελκυστικές  γυναίκες  και,  γι'  αυτό,  όλοι  οι  άνδρες,  αν  και  καμώνονται πως περί άλλων τυρβάζουν, στην πραγματικότητα για ένα μόνο νοιάζονται. Κι αυτή που  ήταν  ελκυστική  γυναίκα  είχε  τα  προσόντα  να  ικανοποιήσει  την  επιθυμία  τους  αυτή.  Γι'  αυτό  και  ένιωθε  πως  ήταν  σημαντικός  και  χρήσιμος  άνθρωπος  στη  ζωή.  Όλη  η  ζωή  της  Μάσλοβα,  η  περασμένη κι η τωρινή, επαληθεύουν πέρα για πέρα την αντίληψή της αυτή.  Για  δέκα  συνεχή  χρόνια  παντού,  όπου  κι  αν  πήγε,  αρχίζοντας  απ'  τον  Νεχλιούντοφ  και  τον  γερο‐ αστυνομικό και τελειώνοντας με τους δεσμοφύλακες που γνώρισε στη φυλακή, έβλεπε πως όλοι οι  άνδρες την χρειάζονταν, πουθενά δεν συνάντησε κάποιους που να την προσπεράσουν αδιάφοροι.  Digitized by 10uk1s 

  Γι'  αυτό  και  της  φαινόταν  πως  όλος  ο  κόσμος  δεν  ήταν  τίποτε  περισσότερο  από  μια  ομάδα  παθιασμένων γι' αυτήν ανθρώπων που με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να την κάνουν δική τους και  να σβήσουν πάνω της τον πόθο τους χρησιμοποιώντας απάτη, βία, χρήμα, δόλο.  Έτσι  μονάχα  καταλάβαινε  τη  ζωή  και  τον  κόσμο  η  Μάσλοβα  και,  χάρη  σ'  αυτό  τον  τρόπο  της  να  βλέπει έτσι τα πράγματα γύρω της, είχε την εντύπωση πως όχι μόνο δεν ήταν ο τελευταίος τροχός  της άμαξας, μα, αντίθετα, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο. Κι η Μάσλοβα έδινε απόλυτη αξία σ' αυτό  τον τρόπο κατανόησης της ζωής της, της ήταν αδύνατο να μην το κάνει, γιατί αν άλλαζε αντιλήψεις  θα 'χανε την υπόστασή της ανάμεσα στους άλλους που αντλούσε απ' αυτό τον τρόπο κατανόησης  της  ζωής.  Και  για  να  μη  χάσει  το  νόημα  της  ύπαρξής  της,  ενστικτωδώς  διατηρούσε  εκείνο  τον  περίγυρο  των  ανθρώπων  που  'χαν  κι  εκείνοι  την  ίδια  ματιά  στη  ζωή.  Διαισθανόμενη  πως  ο  Νεχλιούντοφ  ήθελε  να  την  αποτραβήξει  από  τον  περίκοσμό  της  και  να  την  μυήσει  σ'  έναν  άλλο  κόσμο, του αντιστεκόταν, γιατί διέβλεπε πως σ' εκείνο τον κόσμο που την καλούσε, έπρεπε να χάσει  την θέση που 'χε κατακτήσει στη ζωή και που της χάριζε αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Αυτός  ήταν ο λόγος που αναγκαζόταν να απωθήσει απ' τη θύμησή της τις αναμνήσεις της πρώτης νιότης,  τον  πρώτο  της  έρωτα  με  τον  Νεχλιούντοφ.  Οι  αναμνήσεις  αυτές  δεν  ταίριαζαν  με  τις  σημερινές  αντιλήψεις  της  για  τη  ζωή  και  τον  κόσμο  και  γι'  αυτό  τις  είχε  σβήσει  τελείως  απ'  τη  μνήμη  της  ή,  μάλλον, κάπου τις είχε καταχωνιάσει στα κατάβαθα της ψυχής της ανέγγιχτες, κλειδαμπαρωμένες,  σφραγισμένες,  όπως  σφραγίζουν  οι  μέλισσες  τις  φωλιές  των  σκουληκιών,  που  είναι  ικανά  να  καταστρέψουν όλο τον κόπο των μελισσών, για να τους φράξουν το δρόμο στις κυψέλες. Γι' αυτό κι  ο  σημερινός  Νεχλιούντοφ  δεν  ήταν  ο  άνθρωπος  εκείνος  που  κάποτε  τού  έδωσε  την  αγνή  της  παιδική αγάπη, μα ένας πλούσιος κύριος που μπορούσε κι έπρεπε να εκμεταλλευτεί και μπορούσε  να 'χει μαζί του τις ίδιες σχέσεις που είχε και μ' όλους τους άλλους άνδρες.  «Όχι δεν μπόρεσα να της πω το σημαντικότερο», συλλογιζόταν ο Νεχλιούντοφ βαδίζοντας μαζί με  όλους τους άλλους προς την έξοδο. «Δεν της είπα πως θα την παντρευτώ. Δεν της είπα πως θα το  κάνω αυτό».  Οι δεσμοφύλακες στην πύλη ξαναμέτρησαν τους επισκέπτες αγγίζοντάς τους με τα χέρια τους για ν'  αποκλείσουν  την  πιθανότητα  να  έμεινε  κανένας  στη  φυλακή.  Τώρα  ο  Νεχλιούντοφ  δεν  ένιωσε  προσβολή που τον άγγιξαν, δεν πειράχτηκε, ίσως, γιατί ούτε που το πρόσεξε καν. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLV  Ο ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ ΕΙΧΕ την επιθυμία ν' αλλάξει και εξωτερικά την ζωή του, να νοικιάσει δηλαδή το  μεγάλο διαμέρισμά του ν' απολύσει τους υπηρέτες και να μεταφερθεί σ' ένα ξενοδοχείο. Όμως, η  Αγκραφένα Πετρόβνα του απόδειξε ότι δεν είχε κανένα λόγο μέχρι να 'ρθει ο χειμώνας ν' αλλάξει  τρόπο ζωής μια και το καλοκαίρι κανένας δεν νοικιάζει σπίτι, ενώ την ίδια στιγμή έπρεπε να βρεθεί  κάποιο μέρος για ν' αποθηκέψει τα πράγματα και τα έπιπλά του.  Έτσι,  παρ'  όλες  του  τις  προσπάθειες  ν'  αλλάξει  εξωτερικά  τρόπο  ζωής  (ήθελε  να  ζήσει  απλά  σαν  φοιτητής) ο Νεχλιούντοφ δε τα κατάφερε. Και δεν έφθανε που τίποτα δεν άλλαξε στο διαμέρισμα  που έμενε, άρχισε ξαφνικά εκεί ένας οργασμός δουλειάς μιας κι οι υπηρέτες καταπιάστηκαν με το  αέρισμα, το τίναγμα και το ξεσκόνισμα όλων των μάλλινων και γούνινων ρούχων κι αντικειμένων. Κι  ήταν τόση η όρεξή τους για δουλειά που εκτός απ' τους υπηρέτες βοηθούσαν και ο θυρωρός, με τον  βοηθό του, η μαγείρισσα κι ο ίδιος ο Κορνέι. Στην αρχή έβγαλαν απ' τις ντουλάπες και κρέμασαν σε  σχοινιά  στρατιωτικές  στολές  και  μερικά  γούνινα  ρούχα  που  ποτέ  κανένας  δεν  χρησιμοποίησε  κι  ύστερα μετέφεραν έξω τα χαλιά και τα έπιπλα. Ο θυρωρός με τον βοηθό του, μ' ανασηκωμένα τα  μανίκια  τους,  χτυπούσαν  ρυθμικά  με  τα  γεροδεμένα  γυμνά  χέρια  τους,  την  ξεσκονίστρα,  ενώ  η  μυρωδιά της ναφθαλίνης ξεχυνόταν σ' όλα τα δωμάτια. Ο Νεχλιούντοφ, όταν έβγαινε στην αυλή και  κοιτούσε απ' τα παράθυρα, απορούσε πώς είχε μαζέψει τόσα, μα τόσα πράγματα και συλλογιζόταν  πως  το  δίχως  άλλο  του  ήταν  τελείως  άχρηστα.  «Η  μοναδική  χρησιμότητα  και  ο  μοναδικός  προορισμός όλων αυτών των πραγμάτων ‐αναλογιζόταν ο Νεχλιούντοφ‐ ήταν που δημιουργούσαν  την  πρόφαση  για  την  απασχόληση  και  την  φυσική  άσκηση  της  Αγκραφένα  Πετρόβνα,  του  Κορνέι,  του  θυρωρού,  του  βοηθού  του  και  της  μαγείρισσας.  Δεν  είναι  σκόπιμο  ν'  αλλάξω  σήμερα  τρόπο  ζωής  όταν  η  περίπτωση  με  την  Μάσλοβα  εκκρεμεί»,  σκεφτόταν  ο  Νεχλιούντοφ.  «Αλλά,  κι  απ'  την  άλλη,  θα  'ταν  υπερβολικά  δύσκολο  να  γίνει  αυτό.  Έτσι  κι  αλλιώς  τα  πράγματα  θα  ακολουθήσουν  από μόνα τους τη φυσική τους πορεία, όταν θα την αποφυλακίσουν ή θα την στείλουν στα κάτεργα,  οπότε θα πάω και εγώ κοντά της».  Την ημέρα που του είχε ορίσει ο δικηγόρος Φανάριν να τον επισκεφτεί, ο Νεχλιούντοφ πήγε να τον  βρει.  Όταν  μπήκε  στο  καταπληκτικό  ιδιόκτητο  διαμέρισμα  με  τα  τεράστια  φυτά  και  τις  αριστουργηματικές κουρτίνες στα παράθυρα, με πλούσιο διάκοσμο, που έδινε την εντύπωση πως ο  δικηγόρος  είχε  λεφτά  με  το  καντάρι,  λεφτά  που  αποκτήθηκαν  άκοπα,  όπως  συμβαίνει  με  τους  νεόπλουτους, ο Νεχλιούντοφ συνάντησε στον προθάλαμο πελάτες να κάθονται και να περιμένουν  στη  σειρά,  όπως  στον  γιατρό,  κακόκεφους,  ξεφυλλίζοντας  γύρω  από  κάτι  τραπεζάκια  εικονογραφημένα  περιοδικά,  αναζητώντας  μάταια  να  πνίξουν  την  πλήξη  τους.  Ο  βοηθός  του  δικηγόρου  που  καθόταν  επίσης  στον  προθάλαμο  σ'  ένα  ψηλό  γραφείο,  μόλις  αντίκρισε  τον  Νεχλιούντοφ,  τον  πλησίασε,  τον  χαιρέτησε  και  του  είπε  πως  θα  τον  ανήγγελλε  αμέσως.  Δεν  πρόλαβε όμως να πλησιάσει το γραφείο του προϊσταμένου του, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε μόνη  της,  κι  ακούστηκε  από  μέσα  μια  συζήτηση  σε  ψηλούς  και  ζωηρούς  τόνους  ανάμεσα  σ'  έναν  ηλικιωμένο  πλατύσωμο  κύριο,  με  κόκκινο  πρόσωπο  και  πυκνότριχο  μουστάκι,  που  φορούσε  ένα  ολοκαίνουριο  κοστούμι,  και  στον  ίδιο  τον  Φανάριν.  Στα  πρόσωπά  τους  ήταν  αποτυπωμένη  μια  έκφραση που μαρτυρούσε ότι είχαν καταλήξει σε μια επωφελή συμφωνία μεταξύ τους, μα όχι και  τόσο καθαρή.  ‐Δικό σας είναι το λάθος, αγαπητέ μου, έλεγε γελώντας ο Φανάριν.  ‐Θες ν' αγιάσεις και δε σ' αφήνουν...  ‐Καλά, καλά, σας ξέρω...  Γέλασαν κι οι δυο με προσποιητό τρόπο.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Ω, πρίγκιπα, παρακαλώ περάστε, φώναξε ο Φανάριν μόλις είδε τον Νεχλιούντοφ και κάνοντας ένα  ακόμα  νεύμα  με  το  κεφάλι  του  στον  έμπορο  που  έφευγε  εκείνη  τη  στιγμή,  οδήγησε  τον  Νεχλιούντοφ στο γραφείο του με την αυστηρή επίπλωση.  ‐Παρακαλώ,  μπορείτε  να  καπνίσετε,  πρότεινε  στον  καινούριο  του  επισκέπτη  και  κάθησε  απέναντί  του  μη  μπορώντας  να  συγκρατήσει  το  χαμόγελο  ικανοποίησης  απ'  τη  συμφωνία  που  μόλις  είχε  κλείσει.  ‐Ευχαριστώ. Έρχομαι για την υπόθεση της Μάσλοβα.  ‐Μάλιστα, μάλιστα, αμέσως. Τι απατεώνες που είναι όλοι αυτοί οι παραλήδες! ‐Είδατε μήπως αυτόν  τον  λεβέντη;  Έχει  δώδεκα  περίπου  εκατομμύρια  ρούβλια.  Κι  ύστερα  λέει  πως  δεν  τον  αφήνουν  ν'  αγιάσει. Μα, αν γινόταν να σας πάρει ένα εικοσιπεντάρουβλο με τα δόντια, θα σας το τραβούσε.  «Εκείνος λέει δεν τον αφήνουν και συ μιλάς για "εικοσιπεντάρουβλα"», σκεφτόταν ο Νεχλιούντοφ,  καθώς  δεν  μπορούσε  να  εμποδίσει  ένα  αίσθημα  αηδίας  γι'  αυτό  τον  άνθρωπο  απέναντί  του  που  επιχειρούσε  ν'  αποδείξει  πως  μονάχα  αυτός  με  τον  Νεχλιούντοφ  είχαν  κοινά  σημεία,  ενώ  με  τους  πελάτες του κι όλους τους άλλους διέφεραν γιατί αυτοί ανήκαν σε τελείως αλλιώτικο κόσμο.  ‐Πραγματικά με ζάλισε ο τρισάθλιος τύπος. Την ψυχή μου 'βγαλε, είπε ο δικηγόρος προσπαθώντας  να  δικαιολογηθεί  έτσι  που  φλυαρούσε  χωρίς  ν'  αναφερθεί  στην  υπόθεση  του  Νεχλιούντοφ.  ‐Και  τώρα ας μιλήσουμε για την περίπτωσή σας... Διάβασα το φάκελο προσεκτικά και «το περιεχόμενο  δεν  το  ενέκρινα»,  όπως  γράφει  κάπου  ο  Τουργκένιεφ.  Μ'  άλλα  λόγια  ο  δικηγοράκος  σας  ήταν  φελλός κι άφησε να του ξεφύγει κάθε δυνατότητα για έφεση.  ‐Και τι νομίζετε πως πρέπει να γίνει;  ‐Μισό λεπτό... Να του πείτε, ‐ παρήγγειλε στο βοηθό του που είχε μπει στο γραφείο, ‐ πως θα γίνει  όπως είπα. Αν μπορεί, έχει καλώς, αν δεν μπορεί, δεν πειράζει.  ‐Μα, δεν συμφωνεί.  ‐Εντάξει,  ακόμα  καλύτερα,  είπε  ο  δικηγόρος  και  το  πρόσωπό  του  έχασε  απότομα  την  πρόσχαρη,  καλοπροαίρετη λάμψη κι έγινε σκοτεινό και μοχθηρό.  ‐Ορίστε,  λένε  πως  οι  δικηγόροι  κερδίζουν  εύκολα  λεφτά,  είπε  γυρίζοντας  προς  τον  Νεχλιούντοφ,  ενώ  η  όψη  του  ξανάγινε  χαμογελαστή  κι  ευχάριστη.  ‐Γλίτωσα  έναν  φουκαρά  οφειλέτη  από  μια  τελείως άδικη κατηγορία και τώρα όλοι τρέχουν και μου φορτώνονται. Όμως η κάθε τέτοια υπόθεση  χρειάζεται  τεράστια  προσπάθεια.  Κι  είναι  αλήθεια,  αυτό  που  λέει  ένας  συγγραφέας  πως  εμείς  οι  δικηγόροι,  αφήνουμε  ένα  κομμάτι  της  ψυχής  μας  μέσα  στο  καλαμάρι...  Όσο  για  τη  δική  σας  υπόθεση ή σωστότερα, για την υπόθεση που σας ενδιαφέρει, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως την  χειρίστηκαν με τον χειρότερο τρόπο και δεν μας άφησαν κάποια ερείσματα για έφεση, ωστόσο, εγώ  θα επιχειρήσω να προσφύγω σ' αυτή. Να το κείμενο που ετοίμασα.  Πήρε  μια  κόλλα  χαρτί  και,  διαβάζοντας  βιαστικά,  προσπέρασε  τροχάδην  ορισμένες  ανούσιες  και  τυπικές  φράσεις,  ενώ  άλλες  τις  διάβασε  με  υποβλητικό  ύφος:  «Προς  Εφετείον,  Αίτηση  αναίρεσης  της καταδικαστικής απόφασης των ενόρκων κ.λπ., κ.λπ., βάσει της οποίας η κατηγορουμένη ονόματι  Μάσλοβα κρίθηκε ένοχη για το θάνατο από δηλητηρίαση του εμπόρου Σμελκόφ και σύμφωνα με το  άρθρο 1454 του Ποινικού Κώδικα καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα κ.λπ., κ.λπ.».  Σταμάτησε. Ήταν προφανές πως παρά τη μεγάλη  συνήθεια να  επαναλαμβάνει τα  ίδια  και τα ίδια,  Digitized by 10uk1s 

  άκουγε με αυταρέσκεια τα λόγια του.  «Η  εν  λόγω  ετυμηγορία  συνιστά  αποτέλεσμα  πλήθους  όσων  σημαντικών  παραβάσεων  δικαστικού  χαρακτήρα  και  παραλείψεων  ‐  συνέχιζε  να  διαβάζει  με  υποβλητικό  ύφος‐  γεγονός  που  επιβάλλει  την  αναίρεσή  της.  Πρώτον,  η  ανάγνωση  της  ιατροδικαστικής  έκθεσης,  κατά  την  ακροαματική  διαδικασία, που αφορούσε στην εξέταση των σπλάγχνων του Σμελκόφ, διακόπηκε εξ αρχής από τον  πρόεδρο».  ‐Μα, την ανάγνωση τη ζήτησε ο ίδιος ο δημόσιος κατήγορος, είπε με έκπληκτο ύφος ο Νεχλιούντοφ.  ‐Δεν έχει καμία σημασία αυτό! Η υπεράσπιση θα μπορούσε να απαιτήσει να γίνει το ίδιο ακριβώς.  ‐Μα, δεν συνέτρεχε κανένας απολύτως λόγος.  ‐Ωστόσο,  τεκμηριώνει  ένα  στοιχείο  αναίρεσης.  Και  συνεχίζω:  «Δεύτερον,  η  υπεράσπιση  της  Μάσλοβα διακόπηκε από τον πρόεδρο κατά την ώρα της αγόρευσης τού συνηγόρου, τη στιγμή που,  επιθυμώντας  να  σκιαγραφήσει  το  χαρακτήρα  της  Μάσλοβα,  έθιξε  τις  εσωτερικές  αιτίες  του  παραστρατήματός  της.  Το  αιτιολογικό  ήταν  ότι  η  αγόρευση  του  συνηγόρου,  ήταν,  δήθεν,  εκτός  θέματος, τη στιγμή που στις ποινικές υποθέσεις ‐ όπως υπογράμμισε επανειλημμένα η Γερουσία‐ η  περιγραφή του χαρακτήρα και γενικά του ηθικού κόσμου του υποδίκου έχει πρωταρχική σημασία,  τουλάχιστον για τη σωστή επίλυση του προβλήματος επιμερισμού ευθυνών», συνέχισε κοιτάζοντας  τον Νεχλιούντοφ.  ‐Μα,  ξέρετε,  μιλούσε  τόσο  άσχημα  που  ήταν  αδύνατο  να  καταλάβει  κανένας  τίποτα,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ με ακόμη πιο έντονη έκπληξη στην φωνή του.  ‐Ο νεαρός ήταν τελείως ανόητος και εξυπακούεται δεν μπορούσε ν' αρθρώσει μια σωστή κουβέντα,‐  είπε  γελώντας  ο  Φανάριν,  ‐  όμως  παρ'  όλα  αυτά  έχουμε  κάποιο  έρεισμα  για  την  έφεση.  Αλλά,  ας  πάμε παρακάτω.  «Τρίτον,  στην  τελική  του  αγόρευση  ο  πρόεδρος,  παραβλέποντας  την  κατηγορηματική  οδηγία  της  παραγράφου 1, του άρθρου 801 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεν εξήγησε στους ενόρκους ποια  νομικά στοιχεία συναποτελούν την έννοια της ενοχής και δεν τους είπε ότι είχαν το δικαίωμα ακόμα  και στην περίπτωση που θα δέχονταν πως όντως η Μάσλοβα έδωσε το δηλητήριο στον Σμελκόφ, να  μην καταλογίσουν ευθύνες για την πράξη της αυτή, λόγω έλλειψης προθέσεων απ' την πλευρά της  και κινήτρων για τον φόνο, και έτσι να παραδεχτούν την ενοχή της όχι για την διάπραξη εγκλήματος,  αλλά  μόνο  για  την  αμέλεια  που  επέδειξε,  απρόβλεπτη  συνέπεια  της  οποίας  υπήρξε  για  την  Μάσλοβα ο θάνατος του εμπόρου». ‐ Εδώ βρίσκεται η ουσία της υπόθεσης.  ‐Μα κι εμείς οι ίδιοι θα 'πρεπε από μόνοι μας να το καταλάβουμε. Ήταν δικό μας το λάθος.  «Και  τέλος,  τέταρτον,  ‐συνέχισε  ο  δικηγόρος‐  η  ερώτηση  που  διατύπωσαν  οι  ένορκοι  προς  την  κατηγορουμένη  για  την  ενοχή  της  είχε  τέτοια  μορφή  που  ουσιαστικά  περιέκλειε  οφθαλμοφανή  αντίφαση. Η Μάσλοβα κατηγορήθηκε για εσκεμμένο δηλητηριασμό του Σμελκόφ, με αποκλειστικά  ιδιοτελή σκοπό που αποτέλεσε και το μοναδικό κίνητρο διάπραξης του εγκλήματος. Την ίδια στιγμή  όμως οι ένορκοι, στην απάντησή τους προς το δικαστήριο αρνήθηκαν την πρόθεση της ληστείας και  τη  συμμετοχή  της  Μάσλοβα  στην  κλοπή  των  χρημάτων  και  μόνο  επειδή  επήλθε  παρανόηση  που  προκλήθηκε από την ελλιπή αγόρευση του προέδρου, δεν διατύπωσαν με τον κατάλληλο τρόπο τη  θέση τους, τη στιγμή που μια τέτοια απάντηση των ενόρκων απαιτούσε απαρέγκλιτα την εφαρμογή  των άρθρων 816 και 808 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δηλαδή, ο πρόεδρος όφειλε να εξηγήσει  στους ενόρκους το λάθος που είχαν διαπράξει και να συγκαλέσει νέα συνεδρία των ενόρκων για την  Digitized by 10uk1s 

  διαλεύκανση  της  ενοχής  της  κατηγορουμένης»,  κατέληξε  ο  Φανάριν,  ολοκληρώνοντας  την  ανάγνωση του εγγράφου.  ‐Γιατί, όμως, ο πρόεδρος δεν το έπραξε αυτό στην προκειμένη περίπτωση;  ‐Κι εγώ θα ήθελα να το γνωρίζω αυτό, απάντησε γελώντας ο Φανάριν.  ‐Στην περίπτωση αυτή, πιστεύετε πως η Γερουσία θα επανορθώσει;  ‐Αυτό θα εξαρτηθεί από τι γεροκούσαλα θα συνεδριάζουν εκεί τη δεδομένη στιγμή.  ‐Τι εννοείτε γεροκούσαλα;  ‐Γεροκούσαλα  απ'  το  γηροκομείο.  Τέλος  πάντων,  ας  προχωρήσουμε:  «Μια  τέτοια  ετυμηγορία  δεν  παρέχει  στο  δικαστήριο  το  δικαίωμα  ‐εξακολούθησε  να  διαβάζει  γρήγορα‐  να  επιβάλει  στη  Μάσλοβα ποινική καταδίκη και η εφαρμογή της στην περίπτωσή της της παραγράφου 3 του άρθρου  771  του  Κώδικα  Ποινικής  Δικονομίας  συνιστά  άκρως  και  σοβαρή  παραβίαση  των  βασικών  διατάξεων  της  ποινικής  μας  διαδικασίας.  Βάσει  των  παραπάνω  επιχειρημάτων,  έχω  την  τιμή  να  αναλάβω  την  υπεράσπισή  της  και  να  ζητήσω  την  ακύρωση  της  απόφασης  του  δικαστηρίου  σας,  σύμφωνα  με  τα  άρθρα  909,  910,  παράγραφο  2  του  άρθρου  912  και  το  άρθρο  928  του  Κώδικα  Ποινικής  Δικονομίας  κ.λπ.,  κ.λπ.  και  ακόμα  να  ζητήσω  την  παραπομπή  της  υπόθεσης  με  νέα  σύνθεση του ίδιου δικαστηρίου προς επανεξέτασή της». Αυτά λοιπόν, μπόρεσα να γράψω κι αυτά  έγραψα.  Όμως  θα  'μαι  ειλικρινής  απέναντι  σας,  έχουμε  ελάχιστες  πιθανότητες  να  πετύχουμε.  Εξάλλου,  όλα  εξαρτώνται  απ'  τη  σύνθεση  της  Γερουσίας.  Αν  περνάει  απ'  το  χέρι  σας,  κάνετε  ό,τι  μπορείτε.  ‐Κάποιες γνωριμίες έχω.  ‐Καλώς.  Ενεργήστε,  όμως,  γρήγορα,  ειδάλλως  θα  φύγουν  όλοι  για  να  γιατρέψουν  τις  αιμορροΐδες  τους  και  θα  χρειαστεί  να  περιμένετε  τρεις  μήνες...  Και  σε  περίπτωση  αποτυχίας,  το  μόνο  που  απομένει  είναι  να  ζητήσουμε  χάρη  από  την  Αυτού  Μεγαλειότητα.  Αλλά  αυτό  εξαρτάται  από  παρασκηνιακές  διεργασίες.  Ωστόσο,  είμαι  έτοιμος  να  σας  παρέξω  τις  υπηρεσίες  μου,  δηλαδή  όχι  στο παρασκήνιο, αλλά για την κατάθεση της έφεσης.  ‐Σας ευχαριστώ. Κι η αμοιβή σας...  ‐Ο βοηθός μου θα σας παραδώσει το καθαρογραμμένο έγγραφο της έφεσης και θα σας ενημερώσει  σχετικά.  ‐Επίσης,  θα  ήθελα  να  σας  ρωτήσω  κάτι  ακόμα:  ο  εισαγγελέας  μου  έδωσε  άδεια  να  επισκεφθώ  το  πρόσωπο αυτό στη φυλακή κι εκεί μου δήλωσαν ότι χρειάζεται επί πλέον άδεια του κυβερνήτη για  να γίνει η συνάντηση εκτός του προγραμματισμένου επισκεπτηρίου. Αληθεύει άραγε αυτό;  ‐Ναι,  νομίζω  πως  έτσι  είναι.  Όμως  αυτή  τη  στιγμή  ο  κυβερνήτης  απουσιάζει,  τον  αντικαθιστά  ο  αναπληρωτής του, ένας ηλίθιος με περικεφαλαία και είναι μάλλον απίθανο να πετύχετε κάτι.  ‐Μήπως τον λένε Μάσλενικοφ;  ‐Ναι.  ‐Τον γνωρίζω, είπε ο Νεχλιούντοφ και σηκώθηκε απ' τη θέση του για να φύγει.  Digitized by 10uk1s 

  Την ώρα εκείνη μπήκε σα σίφουνας στο γραφείο μια μικροκαμωμένη, πανάσχημη γυναίκα, σωστό  τέρας,  πλατσομύτα,  σαν  σκελετός  αδύνατη,  χλομή.  Ήταν  η  γυναίκα  του  δικηγόρου.  Το  γοργό  της  βήμα  κι  ο  αέρας  που  'χε  στο  περπάτημά  της  μαρτυρούσαν  πως  δεν  είχε  καθόλου  επίγνωση  της  κατάστασής  της.  Το  ντύσιμό  της  ήταν  εκκεντρικό  μέχρι  γελοιότητας:  είχε  κρεμάσει  πάνω  της  βελούδα και μεταξωτά με παρδαλά χρώματα, ένα συνδυασμό φανταχτερού κίτρινου και πράσινου.  Το χτένισμά της συμπλήρωνε εκείνη την απαίσια εικόνα με τα λιπαρά μαλλιά της περμανάντ. Μπήκε  στο γραφείο με πολύ ανέμελο και πομπώδες ύφος συνοδευόμενη από έναν ψηλό άνδρα με χλομό  και χαμογελαστό πρόσωπο, που φορούσε μια ρεντινγκότα με μεταξωτές τρέσες και άσπρη γραβάτα.  Ήταν κάποιος συγγραφέας που ο Νεχλιούντοφ ήξερε εξ όψεως.  ‐Ανατόλ,  φώναξε  η  γυναίκα,  ανοίγοντας  διάπλατα  την  πόρτα,  ‐έλα  μαζί  μου.  Ο  Σιμιόν  Ιβάνοβιτς  υποσχέθηκε να μας απαγγείλει τα ποιήματά του κι εσύ πρέπει να διαβάσεις το δοκίμιό σου για τον  Γκάρσιν το δίχως άλλο.  Ο Νεχλιούντοφ ήθελε να φύγει, μα η γυναίκα του δικηγόρου κάτι ψιθύρισε στ' αφτί του άνδρα της  και γύρισε αμέσως προς το μέρος του.  ‐Παρακαλώ,  πρίγκιπα,  σας  ξέρω  και  θεωρώ  περιττές  τις  συστάσεις  και  τις  προσκλήσεις,  ελάτε  να  παρακολουθήσετε  το  φιλολογικό  μας  πρωινό.  Θα  είναι  πολύ  ενδιαφέρον.  Ο  Ανατόλ,  ξέρετε,  διαβάζει θαυμάσια.  ‐Βλέπετε  πόσο  πολυπράγμων  είμαι,  είπε  ο  Ανατόλ  στον  Νεχλιούντοφ  γελώντας  αμήχανα  κι  έδειξε  την  γυναίκα  του  με  μια  κίνηση  που  φανέρωνε  πως  του  ήταν  αδύνατο  ν'  αντισταθεί  σ'  εκείνο  το  γοητευτικό τέρας.  Με σκυθρωπό κι αυστηρό πρόσωπο και λεπτότατη διακριτικότητα ο Νεχλιούντοφ ευχαρίστησε την  γυναίκα του δικηγόρου για την τιμή που του έκανε να τον προσκαλέσει, εξέφρασε την αδυναμία του  να παραβρεθεί στο φιλολογικό πρωινό και βγήκε απ' το γραφείο.  ‐Τι ξιπασμένος, Θεέ μου! είπε η γυναίκα του δικηγόρου, μόλις ο Νεχλιούντοφ έφυγε.  Στον  προθάλαμο  του  δικηγορικού  γραφείου  ο  βοηθός  του  Φανάριν  παρέδωσε  στον  Νεχλιούντοφ  την αίτηση της έφεσης και, όσο για την αμοιβή του δικηγόρου του, είπε πως ο Ανατόλ Πετρόβιτς την  είχε  ορίσει  σε  χίλια  ρούβλια,  εξηγώντας  του  παράλληλα  πως  τέτοιες  υποθέσεις  δεν  αναλαμβάνει  γενικά, αλλά, τώρα, έκανε εξαίρεση ειδικά σ' αυτόν.  ‐Μα ποιος πρέπει να υπογράψει την αίτηση; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Μπορεί η ίδια η κατηγορουμένη, κι αν υπάρξουν δυσκολίες μπορεί να υπογράψει για λογαριασμό  της ο Ανατόλ Πετρόβιτς με εξουσιοδότησή της.  ‐Όχι,  θα  πάω  να  την  δω  στη  φυλακή  και  θα  πάρω  την  υπογραφή  της,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ,  που  χάρηκε  ότι  έτσι  θα  ξανάβλεπε  την  Κατιούσα,  νωρίτερα  από  την  κανονική  ημερομηνία  του  επισκεπτηρίου. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLVI  ΤΗ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ τους ώρα ακούστηκαν στους διαδρόμους οι σφυρίχτρες των δεσμοφυλάκων, οι  σιδερόφρακτες πόρτες στα κελιά και στους διαδρόμους άνοιξαν μ' ένα βαρύγδουπο βρόντο, γυμνές  πατούσες  και  τσόκαρα  πλατάγισαν  στις  πλάκες,  οι  κρατούμενοι  της  αγγαρείας  φορτωμένοι  τις  βούτες διέσχισαν τους διαδρόμους σκορπώντας στον αέρα μιαν αφόρητη δυσοσμία.  Οι κρατούμενοι, άνδρες και γυναίκες, πλύθηκαν, βγήκαν στους διαδρόμους για το προσκλητήριο και  μετά τράβηξαν να πάρουν ζεστό νερό για το τσάι τους.  Εκείνο το πρωινό, σ' όλα τα κελιά, την ώρα που έπαιρναν το τσάι τους, οι κρατούμενοι συζητούσαν  έντονα για το μαστίγωμα δυο συναδέλφων τους που θα γινόταν την ίδια μέρα. Ο ένας απ' τους δύο  κρατούμενους ήταν ένας καλά μορφωμένος νέος άνδρας, ο Βασίλιεφ, πρώην επιστάτης σε τσιφλίκι,  που 'χε  σκοτώσει την αγαπημένη του  σ' ένα αμόκ ζήλειας. Στο  κελί ήταν σ' όλους αγαπητός, γιατί  ήταν  πρόσχαρος,  γενναιόδωρος  και  γιατί  κρατούσε  σταθερή  γραμμή  συμπεριφοράς  με  τη  διεύθυνση της φυλακής. Ήξερε τους νόμους κι απαιτούσε την τήρησή τους. Γι' αυτό το λόγο, όμως, η  διεύθυνση  αντίθετα,  δεν  τον  αγαπούσε  καθόλου.  Πριν  από  τρεις  εβδομάδες  ένας  δεσμοφύλακας  είχε δείρει έναν κρατούμενο της αγγαρείας, γιατί εκείνος είχε χύσει τη λαχανόσουπά του πάνω στο  καινούριο  του  αμπέχονο.  Ο  Βασίλιεφ  υπερασπίστηκε  τον  κρατούμενο  υποστηρίζοντας  πως  ο  κανονισμός απαγόρευε να χτυπούν τους κρατούμενους.» Θα σου μάθω εγώ τι λέει ο κανονισμός»,  είπε  ο  δεσμοφύλακας  και  έβρισε  τον  Βασίλιεφ.  Εκείνος  του  ανταπάντησε  με  τις  ίδιες  βρισιές.  Ο  δεσμοφύλακας  προσπάθησε  να  χτυπήσει  τον  Βασίλιεφ,  όμως  εκείνος  του  έπιασε  το  χέρι,  του  το  έστριψε για δυο τρία λεπτά, ύστερα τον γύρισε προς την πόρτα και τον πέταξε έξω από το κελί. Ο  δεσμοφύλακας  ανέφερε  το  περιστατικό  στη  διεύθυνση  και  ο  διευθυντής  διέταξε  να  κλείσουν  τον  Βασίλιεφ στην απομόνωση.  Τα απομονωτήρια ήταν μια σειρά θεοσκότεινα μικρά κελιά, που τα έκλειναν απ' έξω με αμπάρες και  κλειδαριές. Στο σκοτεινό και παγωμένο απομονωτήριο δεν υπήρχε ούτε κρεβάτι ούτε τραπέζι ούτε  καρέκλα κι έτσι ο φυλακισμένος ήταν υποχρεωμένος είτε να στέκεται όρθιος είτε να ξαπλώνει στο  βρόμικο δάπεδο που ήταν γεμάτο αρουραίους. Ήταν τόσοι πολλοί που έτρεχαν συνέχεια πάνω στο  δάπεδο  κι  από  κάτω  στις  φωλιές  τους  και  είχαν  τόσο  εξοικειωθεί  με  την  παρουσία  των  κρατουμένων  που  δεν  δίσταζαν  να  τους  επιτεθούν  ακόμα  και  στο  σκοτάδι  για  να  τους  φάνε  το  ψωμί. Τους άρπαζαν το ψωμί απ' τα χέρια και τους ορμούσαν, αν εκείνοι δεν κουνούσαν συνεχώς  χέρια,  πόδια,  για  να  τους  τα  ροκανίσουν.  Ο  Βασίλιεφ  αρνήθηκε  να  μπει  στο  απομονωτήριο,  γιατί  υποστήριζε πως ήταν αθώος.  Τον  κουβάλησαν  σηκωτό,  μέχρις  εκεί.  Εκείνος  αντιστάθηκε  και  δυο  άλλοι  κρατούμενοι  τον  βοήθησαν  να  ξεφύγει  απ'  τα  χέρια  των  δεσμοφυλάκων.  Τρέξανε  τότε  για  βοήθεια  όλοι  οι  δεσμοφύλακες κι ανάμεσά τους ο Πετρόφ που φημιζόταν για τη δύναμή του. Τελικά γονάτισαν τους  κρατούμενους  και  τους  έχωσαν  στ'  απομονωτήρια.  Έστειλαν  στον  κυβερνήτη  την  ίδια  στιγμή  έγγραφη αναφορά για σχεδιαζόμενη εξέγερση των κρατουμένων. Στην απάντηση που πήραν απ' τον  κυβερνήτη ορίστηκε να μαστιγωθούν οι δύο πρωταίτιοι του επεισοδίου, ο Βασίλιεφ και ένας αλήτης  ονόματι Νεπομνιάσεφ, με τριάντα καμουτσικιές.  Η μαστίγωση έπρεπε να γίνει στην αίθουσα επισκεπτηρίου των γυναικών.  Αποβραδίς  η  είδηση  ήταν  κιόλας  γνωστή  σ'  όλους  στη  φυλακή,  και  στα  κελιά  οι  φυλακισμένοι  συζητούσαν  έντονα  για  την  τιμωρία.  Η  Καραμπλιόβα,  η  Μορφονιά,  η  Φεντόσια  κι  η  Μάσλοβα,  καθισμένες  στη  γωνιά  τους,  κατακόκκινες  και  ξαναμμένες  από  τη  βότκα  που  είχαν  πιει  ‐  τώρα  υπήρχε  άφθονη  χάρη  στη  Μάσλοβα  που  ήταν  γενναιόδωρη  και  φίλευε  τις  συντρόφισσές  της,  ‐ έπιναν το τσάι τους και συζητούσαν για το ίδιο θέμα.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Μήπως εκείνος άρχισε τον καβγά; έλεγε η Καραμπλιόβα για τον Βασίλιεφ, σπάζοντας με τα δυνατά  της  δόντια  κάτι  τρίμματα  ζάχαρης.  ‐Το  σύντροφό  του  μόνο  θέλησε  να  προστατέψει,  μιας  και  απαγορεύεται σήμερα το ξύλο.  ‐Ο  μικρός  λένε  πως  είναι  καλό  παλικάρι,  πρόσθεσε  η  Φεντόσια,  που  καθόταν  σ'  ένα  κούτσουρο  απέναντι στο πεζούλι με το τσαγερό, με λυτά τα μακριά της μαλλιά.  ‐Θα 'πρεπε να μιλήσεις σ' εκείνον Μιχάηλοβνα, γύρισε και είπε στη Μάσλοβα η γριά, υπονοώντας  τον Νεχλιούντοφ.  ‐Θα  του  μιλήσω.  Αυτός  είναι  έτοιμος  να  κάνει  για  μένα  το  παν,  απάντησε  γελώντας  η  Μάσλοβα,  τινάζοντας τα μαλλιά της.  ‐Ναι, μα πότε θα φανεί εκείνος; Λένε πως πήγαν κιόλας να τους πάρουν, είπε η Φεντόσια. ‐Τι κρίμα  αλήθεια, πρόσθεσε αναστενάζοντας.  ‐Εγώ  μια  φορά  είδα  με  τα  μάτια  μου  πώς  μαστιγώνανε  έναν  μαλλιαρό  άντρα.  Μ'  είχε  στείλει  ο  πεθερός  μου  στον  αστυνόμο,  πήγα  και  τι  να  δω...,  άρχισε  να  διηγείται  μια  ακόμη  μακρόσυρτη  ιστορία της η γρια‐φύλακας.  Τη διήγησή της έκοψε στη μέση μια οχλοβοή από φωνές και βηματισμούς στο πάνω πάτωμα.  Οι γυναίκες βουβάθηκαν και τέντωσαν τ' αφτιά τους ν' αφουγκραστούν.  ‐Πάει,  τον  πήρανε  οι  δαίμονες,  είπε  η  Μορφονιά.  ‐Θα  τον  δείρουνε  τώρα  μέχρι  θανάτου.  Τον  μισούνε τόσο άγρια οι δεσμοφύλακες γιατί δεν τους αφήνει να κάνουν ό,τι τους αρέσει.  Στον πάνω διάδρομο έπεσε σιωπή κι η γριά βρήκε την ευκαιρία ν' αποτελειώσει την εξιστόρησή της  και  να  πει  πως  τρόμαξε  τόσο  πολύ  όταν  αντίκρυσε  σ'  εκείνη  την  αποθήκη  δίπλα  στο  τμήμα  να  μαστιγώνουν τον μαλλιαρό άνδρα, που ένοιωθε να της ανακατεύονται τα σωθικά. Με τη σειρά της η  Μορφονιά διηγήθηκε πως είχανε μαστιγώσει κάποιον Σεγκλόφ με λουρίδες από πετσί κι εκείνος δεν  έβγαλε άχνα. Ύστερα η Φεντόσια μάζεψε τα συμπράγαλα του τσαγιού κι η Καραμπλιόβα μαζί με την  γριά  ξανάσκυψαν  στο  ράψιμό  τους∙  η  Μάσλοβα  ζάρωσε  πάνω  στο  σανιδοκρέβατό  της  αγκαλιάζοντας  με  τα  δυο  της  χέρια  τα  γόνατα  και  υποφέροντας  από  μιαν  αφόρητη  πλήξη.  Ετοιμαζόταν να πλαγιάσει, όταν μια δεσμοφύλακας της φώναξε να κατεβεί στο επισκεπτήριο.  ‐Μην  ξεχάσεις  να  του  μιλήσεις  για  μας,  της  είπε  η  γριά  Μενσόβα  την  ώρα  που  η  Μάσλοβα  τακτοποιούσε το μαντήλι της μπροστά σ' ένα ξεγδαρμένο καθρέφτη, ‐ δε βάλαμε εμείς τη φωτιά να  πεις, αλλά εκείνος, ο ίδιος, ο κακούργος, κι ο εργάτης τον είδε καλά. Πες του ακόμα να ζητήσει να  δει  τον  Μίτρι.  Ο  Μίτρι  θα  του  τα  πει  όλα,  καθαρά  και  ξάστερα.  Γιατί  είναι  άδικο  εμείς  να  'μαστε  κλειδαμπαρωμένοι  στη  φυλακή,  να  ζούμε  μέσ'  στην  απομόνωση  κι  εκείνος  ο  κακούργος  να  γλεντοκοπάει με γυναίκα αλλουνού και να αράζει στα καπηλειά.  ‐Δεν είναι δίκιο αυτό! συμφώνησε η Καραμπλιόβα.  ‐Θα  του  το  πω,  οπωσδήποτε  θα  του  το  πω,  απάντησε  η  Μάσλοβα.  Όμως,  ας  πιούμε  και  μια  γουλίτσα, έτσι για να πάρω θάρρος, πρόσθεσε μισοκλείνοντας το μάτι στη γριά.  Η Καραμπλιόβα της  έβαλε μισό φλιντζάνι να πιει.  Η Μάσλοβα  το άδειασε,  σκούπισε τα  χείλη της,  ήρθε  στο  κέφι  αμέσως  και  επαναλαμβάνοντας  τα  λόγια  της  "για  να  πάρω  θάρρος",  κουνώντας  το  κεφάλι μ' ένα χαμόγελο στο στόμα, ακολούθησε την δεσμοφύλακα στο διάδρομο.  Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLVII  Ο  ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ  ΠΕΡΙΜΕΝΕ  από  ώρα  στην  είσοδο.  Μόλις  έφθασε  στη  φυλακή,  χτύπησε  το  κουδούνι  της  πύλης  και  έδωσε  στο  δεσμοφύλακα  υπηρεσίας  την  άδεια  που  του  είχε  δώσει  ο  εισαγγελέας.  ‐Ποιον θέλετε;  ‐Θέλω να δω την κρατούμενη Μάσλοβα.  ‐Δεν επιτρέπεται τώρα, ο διευθυντής είναι απασχολημένος.  ‐Στο γραφείο του; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Όχι,  εδώ,  στην  αίθουσα  επισκεπτηρίου,  απάντησε  ο  δεσμοφύλακας  με  κάποια  δυσφορία,  όπως  νόμισε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Μα υπάρχει σήμερα επισκεπτήριο;  ‐Όχι, πρόκειται για κάτι έκτακτο.  ‐Και πώς θα μπορούσα να τον δω;  ‐Όταν θα τελειώσουν, θα τον δείτε. Περιμένετε.  Την ίδια στιγμή απ' την πίσω πόρτα βγήκε ένας υπαξιωματικός μ' αστραφτερά γαλόνια και φωτεινό,  ξαναμμένο  πρόσωπο  και  μουστάκια  που  μύριζαν  τσιγαρίλα.  Ρώτησε  μ'  αυστηρό  ύφος  τον  δεσμοφύλακα.  ‐Γιατί αφήνετε τον κόσμο;... Στο γραφείο...  ‐Μου είπαν πως ο διευθυντής είναι εδώ, είπε ο Νεχλιούντοφ που του έκανε εντύπωση η ανησυχία  που διαγραφόταν στο πρόσωπο του υπαξιωματικού.  Τη στιγμή εκείνη άνοιξε η εσωτερική πόρτα και βγήκε ιδρωμένος και αγριεμένος ο Πετρόφ.  ‐Θα το θυμάται αυτό, φώναξε απευθυνόμενος προς τον υπαξιωματικό.  Ο υπαξιωματικός έκανε νεύμα στον Πετρόφ δείχνοντας με τα μάτια του τον Νεχλιούντοφ κι εκείνος  μεμιάς σώπασε, σούφρωσε τα φρύδια του και πέρασε μέσα απ' την πίσω πόρτα.  «Ποιος θα το θυμάται αυτό; Τι συμβαίνει κι είναι όλοι τους αναστατωμένοι; Γιατί ο υπαξιωματικός  τού έκανε νόημα δείχνοντας εμένα;» αναλογιζόταν ο Νεχλιούντοφ.  ‐Δεν  επιτρέπεται  να  περιμένετε  εδώ...  Παρακαλώ,  περάστε  στο  γραφείο,  απευθύνθηκε  και  πάλι  ο  υπαξιωματικός  προς  τον  Νεχλιούντοφ  κι  εκείνος  ετοιμαζόταν  πλέον  να  φύγει,  όταν  από  την  πίσω  πόρτα  έκανε  την  εμφάνισή  του  ο  διευθυντής,  ακόμα  πιο  αναστατωμένος  κι  οργισμένος  απ'  τους  υφισταμένους του. Αναστέναζε αδιάκοπα. Μόλις είδε τον Νεχλιούντοφ, είπε στον δεσμοφύλακα.  ‐Φεντότοφ, φώναξε την Μάσλοβα απ' το πέμπτο κελί στο γραφείο.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Απ'  εδώ  παρακαλώ,  είπε  ο  διευθυντής  στον  Νεχλιούντοφ.  Ανέβηκαν  μιαν  απότομη  σκάλα  και  μπήκαν σ' ένα μικρό δωματιάκι μ' ένα παράθυρο, ένα γραφείο και μερικές καρέκλες. Ο διευθυντής  κάθησε.  ‐Πολύ βαριά, πολύ βαριά, η δουλειά μας, είπε στον Νεχλιούντοφ κι έβγαλε ένα χοντρό παπιρόσι να  καπνίσει.  ‐Φαίνεται, έχετε κουραστεί, είπε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Μ' έχει κουράσει η υπηρεσία, είναι πολύ βαριές οι ευθύνες μας. Εκεί που πάμε να ξαλαφρώσουμε  τη ζωή των φυλακισμένων, τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Το μόνο που σκέφτομαι είναι το πώς θ'  αποχωρήσω, δεν τις μπορώ άλλο τις βαριές μας ευθύνες.  Ο  Νεχλιούντοφ  δεν  ήξερε  τι  ακριβώς  υπονοούσε  ο  διευθυντής  ούτε  τι  δυσκολία  αντιμετώπιζε,  μα  καταλάβαινε την περίεργη, απελπισμένη και κουρασμένη του διάθεση που προκαλούσε οίκτο.  ‐Βέβαια οπωσδήποτε είναι πολύ βαριές, είπε. ‐Όμως γιατί εξακολουθείτε να βρίσκεστε σ' αυτή την  υπηρεσία;  ‐Είμαι φτωχός, έχω οικογένεια.  ‐Μα, αν σας είναι τόσο δύσκολο....  ‐Κι  όμως,  εγώ  θα  σας  πω  ότι  όσο  εξαρτάται  από  μένα,  παρ'  όλα  αυτά,  κάτι  προσφέρω  κι  αυτό  μ'  ανακουφίζει. Ένας άλλος στη θέση μου θα ενεργούσε τελείως  διαφορετικά. Γιατί, είναι  εύκολο να  πεις δύο και πλέον χιλιάδες ψυχές εδώ μέσα να πάνε στα κομμάτια. Πρέπει να μάθεις πώς να τους  αντιμετωπίζεις.  Άνθρωποι  είναι  κι  αυτοί,  τους  λυπάσαι  δεν  σου  κάνει  καρδιά  να  τους  εγκαταλείψεις.  Ο διευθυντής άρχισε να αφηγείται στον Νεχλιούντοφ ένα πρόσφατο περιστατικό για μια συμπλοκή  ανάμεσα στους κρατούμενους που κατέληξε σε φόνο.  Την αφήγησή του διέκοψε η είσοδος της Μάσλοβα που συνοδευόταν από έναν δεσμοφύλακα.  Ο Νεχλιούντοφ από τη θέση του την είδε στην πόρτα, όταν εκείνη δεν είχε δει ακόμα τον διευθυντή.  Το  πρόσωπό  της  ήταν  αναψοκοκκινισμένο.  Ακολουθούσε  με  ζωηρό  βήμα  τον  δεσμοφύλακα,  γελώντας  χωρίς  σταμάτημα  και  κουνώντας  το  κεφάλι.  Μόλις  αντίκρισε  τον  διευθυντή,  σταμάτησε  απότομα και με έντρομο βλέμμα τον κοίταξε. Όμως αμέσως βρήκε την ψυχραιμία της, συνήλθε και  στράφηκε προς τον Νεχλιούντοφ με ζωηρό και ευδιάθετο ύφος.  ‐Χαίρετε, είπε τραγουδιστά, γελώντας, και του 'σφίξε δυνατά, όχι όπως την προηγούμενη φορά, το  χέρι.  ‐Ορίστε,  σας  έφερα να υπογράψετε την αίτηση έφεσης,  είπε ο  Νεχλιούντοφ, λιγάκι ξαφνιασμένος  απ' αυτόν τον διαχυτικό τρόπο που τον δέχτηκε. ‐Ο δικηγόρος  ετοίμασε την  αίτηση και πρέπει να  την υπογράψετε για να τη στείλουμε στην Πετρούπολη.  ‐Και  γιατί  να  μην  υπογράψω;  Όλα  μπορούν  να  γίνουν,  είπε  μισοκλείνοντας  το  ένα  της  μάτι  χαμογελώντας.  Ο Νεχλιούντοφ έβγαλε από την τσέπη του ένα διπλωμένο χαρτί και πλησίασε το τραπέζι.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Μπορεί να την υπογράψει εδώ; ρώτησε τον διευθυντή.  ‐Έλα δω, κάθισε, είπε ο διευθυντής. Να πάρε πένα. Ξέρεις να γράφεις;  ‐Ήξερα κάποτε, του είπε και χαμογελώντας ανασήκωσε τη φούστα και τα μανίκια της μπλούζας της,  κάθισε  στο  τραπέζι,  πήρε  κάπως  αδέξια  στο  μικρό,  ευκίνητο  χέρι  της  την  πένα  και  χαχανίζοντας  κοίταξε τον Νεχλιούντοφ.  Εκείνος της υπέδειξε πού και πώς έπρεπε να υπογράψει.  Με προσοχή, βουτώντας την πένα στο μελανοδοχείο, τινάζοντάς την πολλές φορές, έγραψε τελικά τ'  όνομά της.  ‐Μήπως χρειάζεται και τίποτ' άλλο; ρώτησε, κοιτώντας μια τον Νεχλιούντοφ και μια τον διευθυντή  κι ακουμπώντας την πένα μια στο μελανοδοχείο και μια στο χαρτί.  ‐Έχω κάτι να σας πω, είπε ο Νεχλιούντοφ και της πήρε απ' το χέρι την πένα.  ‐Εμπρός, λοιπόν, πείτε το, απάντησε απότομα και μεμιάς το πρόσωπό της έγινε σοβαρό σαν κάτι να  θυμήθηκε ή σα να νύσταζε.  Ο  διευθυντής  σηκώθηκε  και  βγήκε  έξω.  Ο  Νεχλιούντοφ  έμεινε  μόνος  μαζί  της,  πρόσωπο  με  πρόσωπο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLVIII  Ο  ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑΣ,  που  είχε  φέρει  την  Μάσλοβα,  κάθισε  κοντά  στο  παράθυρο,  μακριά  από  το  τραπέζι.  Η  αποφασιστική  ώρα  για  τον  Νεχλιούντοφ  είχε  φθάσει.  Δεν  είχε  πάψει  να  κατηγορεί  τον  εαυτό του που στο πρώτο τους ραντεβού δεν της είχε πει το σπουδαιότερο, ότι δηλαδή σκόπευε να  την  παντρευτεί,  και  γι'  αυτό  τώρα  ήταν  αποφασισμένος  να  της  το  πει.  Εκείνη  καθόταν  απ'  τη  μια  πλευρά του τραπεζιού κι απέναντι κάθισε ο Νεχλιούντοφ. Στο δωμάτιο είχε φως και ο Νεχλιούντοφ  μπόρεσε για πρώτη φορά να διακρίνει από κοντά το πρόσωπό της∙ εκείνες οι ρυτίδες και το πρήξιμο  στα μάτια τον έκαναν να νιώσει μεγαλύτερο οίκτο γι' αυτήν από πριν.  Ακουμπώντας  τους  αγκώνες  του  στο  τραπέζι  με  τέτοιο  τρόπο  που  να  μην  τον  ακούει  ο  δεσμοφύλακας,  (ένας  άνδρας  με  εβραϊκά  χαρακτηριστικά  και  γκρίζες  φαβορίτες)  που  καθόταν  κοντά στο παράθυρο, παρά μονάχα εκείνη, της είπε:  ‐Αν  δεν  πετύχει  η  αίτηση  έφεσης  θ'  απευθυνθούμε  στην  Αυτού  Μεγαλειότητα.  Θα  κάνουμε  ό,τι  είναι δυνατόν.  ‐Αχ,  αν  ήταν  απ'  την  αρχή  ο  δικηγόρος  καλός...  τον  διέκοψε  απότομα.  ‐Αυτός  που  είχα  ήταν  ένας  βλάκας με περικεφαλαία. Όλο κομπλιμέντα ήξερε να μου κάνει, είπε γελώντας. ‐Μα αν ήξεραν τότε  πως  είμαι  γνωστή  σας,  θα  'ταν  τελείως  διαφορετικά.  Γιατί  σήμερα  όλοι  πιστεύουν  πως  είμαι  κλέφτρα.  «Τι  περίεργη  που  είναι  σήμερα»,  σκεφτόταν  το  Νεχλιούντοφ  και  την  ώρα  του  ετοιμαζόταν  να  ξεστομίσει τα δικά του, εκείνη άρχισε πάλι να μιλάει.  ‐Α, για να μην το ξεχάσω! Στο κελί έχουμε μια γριούλα, ξέρετε, όλοι την βλέπουν κι απορούν. Τόσο  αγαθή γιαγιάκα η καημένη κι, όμως, την έχουν στην φυλακή, αυτήν και το γιο της. Κι όλοι, βέβαια,  ξέρουν  πως  είναι  αθώοι.  Τους  κατηγόρησαν,  βλέπετε,  πως  έβαλαν  φωτιά  και  τους  χώσανε  στη  φυλακή.  Ξέρετε,  έμαθε  πως  είμαι  γνωστή  σας  ‐είπε  η  Μάσλοβα,  κουνώντας  το  κεφάλι  και  κοιτάζοντάς τον κατάματα ‐ και μου είπε: «Πες του, ας δεχτεί να δει έστω το γιο μου κι εκείνος θα  του  τα  εξηγήσει  όλα».  Το  επώνυμό  τους  είναι  Μενσόφ.  Τι  λέτε;  Θα  το  κάνετε;  Να  ξέρατε  τι  θαυμάσια γριούλα που είναι! Σίγουρα άδικα κάθεται μέσα. Εσείς καλέ μου, δείξτε ενδιαφέρον για  την περίπτωσή της, του είπε κοιτάζοντάς τον κατάματα κι ύστερα έριξε καταγής το βλέμμα της, ενώ  κι ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της.  ‐Και βέβαια θα κάνω ό,τι μπορώ, θα ενδιαφερθώ να μάθω, είπε ο Νεχλιούντοφ, απορώντας όλο και  πιο πολύ από την ανεμελιά της για τη δική της τύχη. ‐Όμως, εγώ ήθελα να συζητήσουμε μαζί για τη  δική σας την υπόθεση. Θυμόσαστε τι σας είπα εκείνη τη φορά;  ‐Πολλά  είχατε  πει.  Τι  λέγατε,  λοιπόν,  εκείνη  τη  φορά;  ρώτησε  χωρίς  να  σταματάει  να  χαμογελάει  γυρίζοντας το πρόσωπό της πότε από τη μια και πότε απ' την άλλη.  ‐Σας έλεγα ότι είχα έρθει να σας παρακαλέσω να με συγχωρέσετε.  ‐Τα ίδια πάλι, να σας συγχωρέσω και ξανά να σας συγχωρέσω. Και τι βγαίνει μ' αυτό; Καλύτερα να...  ‐Αυτό που θέλω είναι να εξιλεωθώ για το σφάλμα μου, συνέχισε ο Νεχλιούντοφ, ‐και να εξιλεωθώ  όχι με λόγια, μα με έργα. Πήρα την απόφαση να σας παντρευτώ.  Το πρόσωπό της απότομα συσπάστηκε από τρόμο. Τ' αλλοίθωρο βλέμμα της πάγωσε κι έμοιαζε σα  χαμένο.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Και για ποιο λόγο θα χρειαζόταν αυτό; φώναξε ζαρώνοντας μοχθηρά τα φρύδια της.  ‐Αισθάνομαι ότι μπροστά στο Θεό έχω χρέος να το κάνω.  ‐Τι Θεό και κουραφέξαλα μου συζητάτε! Συνέχεια άλλ' αντ' άλλων ερχόσαστε και λέτε. Το Θεό; Ποιο  Θεό;  Τότε  έπρεπε  να  τον  είχατε  θυμηθεί  το  Θεό...,  ξέσπασε  η  Κατιούσα.  Σταμάτησε  απότομα,  μένοντας με το στόμα ανοιχτό.  Ο Νεχλιούντοφ εκείνη μόλις τη στιγμή μύρισε τα χνώτα της που άφηναν μιαν έντονη μυρωδιά από  κρασί και κατάλαβε το λόγο της έξαψής της.  ‐Ησυχάστε, της είπε.  ‐Τίποτα  δεν  με  ησυχάζει.  Τι  νόμισες;  Πως  είμαι  μεθυσμένη;  Ναι,  έχω  πιει,  αλλά  θυμάμαι  τι  λέω  ‐  ούρλιαξε  και  το  αίμα  της  ανέβηκε  στο  κεφάλι  ‐  είμαι  μια  κατάδικη,  μια  πουτ...  κι  εσείς  ένας  τζέντλεμαν,  ένας  πρίγκιπας,  και  δεν  έχεις  κανένα  λόγο  να  λερωθείς.  Άντε  τράβα  στις  πριγκηπέσες  σου κι άσε με μένα βουτηγμένη στη ντροπή μου.  ‐Όσο σκληρά κι αν μου μιλήσεις, δεν θα μπορέσεις να εκφράσεις πώς νιώθω εγώ, δεν μπορείς να  φανταστείς  πόσο  ένοχος,  πόσο  συντριμμένος  νιώθω  απέναντί  σου!  ψιθύρισε  τρέμοντας  ο  Νεχλιούντοφ.  ‐Νιώθεις ένοχος ε! του φώναξε κοροϊδευτικά με άγριο τόνο. Τότε, όμως, δεν ένιωθες, αλλά ήξερες  να μου χώσεις το εκατόρουβλο. Να, λοιπόν, ποια είναι η τιμή μου...  ‐Το ξέρω, το ξέρω, μα τι μπορώ να κάνω τώρα; Το πήρα απόφαση πως από τώρα και στο εξής θα  μείνω κοντά σου, και ό,τι είπα, θα το κάνω, επανέλαβε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Κι εγώ σου λέω πως δεν θα το κάνεις! φώναξε η Κατιούσα και ξέσπασε σ' ένα δυνατό γέλιο.  ‐Κατιούσα! άρχισε να την παρακαλεί προσπαθώντας να της αγγίξει το χέρι.  ‐Παράτα με! Εγώ είμαι μια κατάδικη κι εσύ ένας πρίγκιπας και δεν έχεις κανένα λόγο να βρίσκεσαι  εδώ μέσα, ‐ούρλιαξε, με παραμορφωμένη την όψη απ' την οργή της, σπρώχνοντάς του απότομα το  χέρι.  ‐Θες  να  σώσεις  την  ψυχούλα  σου,  γι'  αυτό  με  πλησιάζεις,  ‐  συνέχισε  χωρίς  να  πάρει  ανάσα,  θέλοντας να βγάλει έξω όλη την πίκρα που έπνιγε την ψυχή της.  ‐Γλέντησες  με  μένα  στη  ζωή  αυτή  και  τώρα  θες  να  σώσεις  με  μένα  την  ψυχούλα  σου  στον  άλλο  κόσμο  ε;  Σε  σιχαίνομαι,  μ'  όλα  αυτά  που  κουβαλάς,  σιχαίνομαι  τα  γυαλιά  σου,  σιχαίνομαι  το  λιπαρό,  αηδιαστικό  πρόσωπό  σου.  Φύγε,  ξεκουμπίσου  από  δω!  του  φώναξε  και  μ'  ένα  σβέλτο  τίναγμα των ποδιών της ανασηκώθηκε.  Ο δεσμοφύλακας πλησίασε προς το μέρος τους.  ‐Πώς τολμάς και παραφέρεσαι;...  ‐Παρακαλώ, μην επεμβαίνετε, είπε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Ναι, μα δεν θα 'πρεπε να κάνει ό,τι της κατεβαίνει, είπε ο δεσμοφύλακας.  ‐Όχι, σας παρακαλώ, περιμένετε, είπε ο Νεχλιούντοφ.  Digitized by 10uk1s 

  Ο δεσμοφύλακας ξαναπήγε κοντά στο παράθυρο.  Η  Μάσλοβα  ξανακάθισε,  χαμήλωσε  το  βλέμμα  της  κι  έσφιξε  δυνατά  με  τα  δάχτυλά  της  τα  μικρά  μπράτσα της, που 'χε σταυρώσει στο στήθος.  Ο Νεχλιούντοφ στεκόταν από πάνω της, ανήμπορος να κάνει το παραμικρό.  ‐Δεν με πιστεύεις, της είπε.  ‐Να πιστέψω πως θέλετε  να με παντρευτείτε; Όχι, δεν πρόκειται  να γίνει ποτέ αυτό. Καλύτερα να  κρεμαστώ! Αυτό να το ξέρετε!  ‐Εγώ, όμως θα μείνω πλάι σου και θα σου συμπαρασταθώ.  ‐Αυτό  είναι  δική  σας  υπόθεση.  Εγώ  το  μόνο  που  έχω  να  σας  πω  είναι  ότι  δεν  σας  χρειάζομαι  καθόλου. Αλήθεια σας το λέω, πιστέψτε με! Αχ, γιατί να μην πέθαινα τότε! είπε και ξέσπασε σ' ένα  γοερό κλάμα.  Ο Νεχλιούντοφ δεν μπορούσε να πει λέξη, η φωνή του πνιγόταν μέσα στους λυγμούς του.  Η  Μάσλοβα  σήκωσε  το  βλέμμα,  τον  κοίταξε  κατάματα  με  κάποια  απορία  και  με  το  μαντήλι  της  άρχισε να σφουγγίζει τα δάκρυα που τρέχανε στα μάγουλά της.  Ο δεσμοφύλακας αυτή τη φορά πλησίασε και τους υπενθύμισε πως είχε περάσει ο χρόνος. Εκείνη  σηκώθηκε.  ‐Είσαστε  ταραγμένη  τώρα.  Αν  τα  καταφέρω  θα  έρθω  αύριο.  Στο  μεταξύ  σκεφτείτε,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ.  Η Μάσλοβα δεν απάντησε και, χωρίς να τον κοιτάξει, ακολούθησε το δεσμοφύλακα.  ……………………………………………………………………………  ‐Λοιπόν,  κορούλα  μου,  μπορείς  να  ζήσεις  ήσυχη  τώρα,  είπε  η  Καραμπλιόβα  στη  Μάσλοβα,  όταν  εκείνη γύρισε στο θάλαμο.  ‐Την έχει δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα ο λεγόμενος. Μα, κοίταξε να μην την πατήσεις, άρπαξε  την ευκαιρία όσο θα έρχεται. Αυτός θα τα καταφέρει να σε βγάλει. Οι πλούσιοι όλα τα μπορούν.  ‐Μωρέ, έτσι είναι, είπε με τραγουδιστή φωνή η γρια‐φύλακας. ‐Για το φτωχό ακόμα και η νύχτα του  γάμου του είναι μικρή. Ο παραλής όμως κάτι να βάλει στο μυαλό του, κάτι να πεθυμήσει κι αμέσως  το  'χει.  Στα  μέρη  μας,  περιστέρα  μου,  είχαμε,  που  λες  ένα  τέτοιο  ζάπλουτο  και  τι  νομίζεις  πως  έκανε;...  ‐Τι έγινε, του μίλησες για το δικό μου ζήτημα; ρώτησε η γριά Μενσόβα.  Η Μάσλοβα όμως δεν αποκρίθηκε σε καμία απ' τις συντρόφισσές της, πήγε και ξάπλωσε στο γιατάκι  της  κι  έμεινε  εκεί  με  τ'  αλλοίθωρα  μάτια  της  καρφωμένα  στη  γωνία  μέχρι  το  βράδυ.  Μέσα  της  γινόταν χαλασμός. Αυτό που της είχε πει ο Νεχλιούντοφ τής ξύπνησε μνήμες από κείνο τον παλιό  μισητό κόσμο που την έπνιγε και που χωρίς να το καταλάβει είχε δραπετεύσει μακριά του. Τώρα,  όμως, η θύμησή της τον ξαναζωντάνεψε και την πονούσε αβάσταχτα να θυμάται και να ξαναζεί όσα  Digitized by 10uk1s 

  έγιναν. Το βράδυ αγόρασε πάλι κρασί κι έγινε στουπί μαζί με τις άλλες γυναίκες. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLIX  ΜΑΛΙΣΤΑ, ΕΤΣΙ είναι. Αυτό είναι», συλλογιζόταν α Νεχλιούντοφ, καθώς δρασκέλιζε το κατώφλι της  φυλακής  συνειδητοποιώντας  για  πρώτη  φορά  σε  τέτοιο  βάθος  την  ενοχή  του.  Αν  δεν  είχε  επιχειρήσει να επανορθώσει, να εξαγοράσει το λάθος του, δεν θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει την  έκταση της ατιμίας του ούτε και εκείνη θα ήταν σε θέση να νιώσει όλο το κακό που της είχε κάνει.  Μονάχα  ύστερα  απ'  την  κίνησή  του  αυτή,  ήρθε  στο  φως  η  γυμνή  αλήθεια  σ'  όλη  της  τη  φρίκη.  Εκείνος  τώρα  έβλεπε  μονάχα  τα  βάσανα  και  τον  πόνο  που  'χε  προκαλέσει  στην  ψυχή  αυτής  της  γυναίκας κι εκείνη έβλεπε και συνειδητοποιούσε το δράμα της. Ως τώρα ο Νεχλιούντοφ έπαιζε με  την αυταρέσκειά του, με το αίσθημα της μετάνοιας, μα τη στιγμή αυτή ένιωθε να τον ζώνει ο φόβος.  Καταλάβαινε πως τώρα πια δεν μπορούσε να την παρατήσει, αλλά ταυτόχρονα του ήταν αδύνατο  και να φανταστεί τι εξέλιξη θα είχε η σχέση του μαζί της.  Ακριβώς πάνω στην έξοδο ο Νεχλιούντοφ είδε να τον πλησιάζει με προφύλαξη ένας δεσμοφύλακας  με σταυρούς και παράσημα στο στήθος και όψη απωθητική και ύπουλη.  ‐Ορίστε,  αυτό  το  σημείωμα  είναι  για  την  Εξοχότητά  σας  από  κάποιο  πρόσωπο...,  του  είπε  και  του  έβαλε στο χέρι ένα φάκελο.  ‐Ποιο πρόσωπο;  ‐Διαβάστε  και  θα  καταλάβετε.  Είναι  μια  φυλακισμένη,  από  τους  πολιτικούς.  Υπηρετώ  στο  τμήμα  τους.  Αυτή  με  παρακάλεσε  να  σας  το  δώσω.  Βέβαια,  ο  κανονισμός  τ'  απαγορεύει,  μα  εγώ  τη  λυπήθηκα... απάντησε με κάποιο αφύσικο τόνο στη φωνή του ο δεσμοφύλακας.  Ο  Νεχλιούντοφ  παραξενεύτηκε  πώς  ένας  δεσμοφύλακας  που  υπηρετεί  στο  τμήμα  των  πολιτικών  κρατουμένων του δίνει χέρι με χέρι ένα σημείωμα μέσα στην ίδια τη φυλακή και σχεδόν μπροστά σ'  όλους. Δεν μπορούσε τότε να γνωρίζει ότι ο δεσμοφύλακας εκείνος ήταν ταυτόχρονα χαφιές. Πήρε,  ωστόσο,  το  σημείωμα  και  μόλις  βγήκε  απ'  την  πύλη,  το  διάβασε.  Το  μήνυμα  ήταν  γραμμένο  με  μολύβι  και  με  ζωηρό  και  θεληματικό  γραφικό  χαρακτήρα,  χωρίς  τα  σκληρά  σημεία23  του  αλφαβήτου:  Έμαθα πως επισκεπτόσαστε τη φυλακή από ενδιαφέρον για μια ποινική κρατούμενη κι  ήθελα  να  σας  συναντήσω.  Ζητήστε  να  με  δείτε.  Θα  σας  το  επιτρέψουν.  Έχω  να  σας  δώσω  πολύ  σημαντικές  πληροφορίες  για  την  προστατευόμενή  σας,  αλλά  και  για  την  ομάδα μας. Σας ευχαριστώ.  Βέρα Μπογκοντούχοφσκαγια 

Η  Βέρα  Μπογκοντούχοφσκαγια  ήταν  δασκάλα  στην  απόμακρη  επαρχία  του  Νόβγκοροντ,  όπου  ο  Νεχλιούντοφ  είχε  πάει  για  κυνήγι  αρκούδας  με  μια  παρέα.  Η  δασκάλα  αυτή  του  είχε  ζητήσει  χρήματα για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές της.  Ο  Νεχλιούντοφ  της  έδωσε  τότε  χρήματα,  μα  η  ιστορία  αυτή  ξεχάστηκε.  Τώρα  αποδεικνυόταν  πως  εκείνη η γυναίκα ήταν πολιτική κρατούμενη, κλεισμένη στη φυλακή και όπως φαίνεται, είχε μάθει  την υπόθεση που τον απασχολούσε και προσφερόταν να τον βοηθήσει. Τότε ήταν απλά και εύκολα,  όμως, σήμερα δυστυχώς η κατάσταση είναι ασφυκτική και περίπλοκη. Ο Νεχλιούντοφ θυμήθηκε με  λεπτομέρεια και νοσταλγία εκείνες τις μέρες και τη γνωριμία του με την Βέρα. Ήταν λίγο πριν την  Σαρακοστή,  κάπου  στην  ερημιά,  γύρω  στα  εξήντα  βέρστια  από  τον  σιδηροδρομικό  σταθμό.  Το  κυνήγι  είχε  πάει  καλά,  είχαν  σκοτώσει  δύο  αρκούδες  και  ετοιμάζονταν  να  φύγουν.  Την  ώρα  που  γευμάτιζαν στην ίζμπα, όπου έμεναν, έκανε την εμφάνισή της η σπιτονοικοκυρά και τους είπε πως η  Digitized by 10uk1s 

  κόρη του ψάλτη της ενορίας ήθελε να δει τον πρίγκιπα Νεχλιούντοφ.  ‐Είναι νοστιμούλα; ρώτησε κάποιος από την παρέα.  ‐Έλα, έλα, παρατήρησε μ' αυστηρό ύφος ο Νεχλιούντοφ, που σηκώθηκε απ' το τραπέζι, σκούπισε το  στόμα  του  και,  απορώντας  για  το  τι  μπορεί  να  ήθελε  η  κόρη  του  ψάλτη  τράβηξε  για  το  σπίτι  στο  χωριό.  Στο  δωμάτιο  του  νοικοκύρη  τον  περίμενε  μια  ξερακιανή  κοπέλα  με  ισχνό,  άσχημο  πρόσωπο,  που  φορούσε ένα γούνινο παλτό και κετσεδένιο σκούφο. Τα τοξωτά φρύδια της πλαισίωναν τα όμορφα  μάτια της, το μόνο όμορφο σ' εκείνο το πλάσμα.  ‐Ορίστε,  Βέρα  Γιεφρέμοβνα,  μπορείς  να  μιλήσεις,  είναι  ο  ίδιος  ο  πρίγκιπας.  Εγώ  φεύγω...,  είπε  η  γρια‐ σπιτονοικοκυρά.  ‐Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Εγώ...  ξέρετε...  Να,  κοιτάξτε,  εσείς  είσαστε  πλούσιος,  σκορπάτε  τα  λεφτά  σας  εδώ  κι  εκεί  για  ψύλλου  πήδημα,  για  το  κυνήγι...,  άρχισε  να  λέει  η  κοπέλα  με  φανερή  αμηχανία,  ‐  μα  εγώ  ένα  μονάχα  επιθυμώ,  επιθυμώ  να  φανώ  χρήσιμη  στους  ανθρώπους.  Όμως  δε  μπορώ  να  κάνω  τίποτα  γιατί δεν είμαι μορφωμένη.  Στα  μάτια  της  ζωγραφιζόταν  η  αλήθεια,  η  καλοσύνη  και  εκείνη  η  έκφρασή  της  που  φανέρωνε  αποφασιστικότητα  και  διστακτικότητα  μαζί  ήταν  τόσο  συγκινητική,  που  ο  Νεχλιούντοφ,  όπως  το  συνήθιζε, έβαλε νοερά τον εαυτό του στη θέση της, κατάλαβε τον καημό της και την λυπήθηκε.  ‐Και τι μπορώ να κάνω για σας;  ‐Είμαι  δασκάλα,  μα  θα  'θελα  να  παρακολουθήσω  μαθήματα  στο  πανεπιστήμιο,  όμως  δεν  μου  το  επιτρέπουν. Όχι, δηλαδή, πως δεν μου το επιτρέπουν, μα να, δεν έχω λεφτά! Δώστε μου εσείς τα  λεφτά και  'γω θα σας τα επιστρέψω μόλις τελειώσω τις σπουδές. Πιστεύω, πως  εσείς οι  πλούσιοι  κάνετε τόσα κακά, σκοτώνετε αρκούδες, σπρώχνετε τους μουζίκους στο μεθοκόπημα... Δεν θα σας  έβλαφτε, λοιπόν, να κάνετε και ένα καλό. Το μόνο που θα 'θελα είναι ογδόντα ρούβλια. Μα, αν δεν  επιθυμείτε να μου τα δώσετε το ίδιο μου κάνει, είπε θυμωμένα.  ‐Μα τι λέτε, σας είμαι πολύ ευγνώμων που μου δίνετε την ευκαιρία.... Πάω αμέσως να σας τα φέρω,  είπε ο Νεχλιούντοφ.  Βγήκε έξω στο υπόστεγο κι έπεσε πάνω σ' έναν της παρέας του που 'χε έρθει να κρυφακούσει την  κουβέντα  τους.  Αδιαφόρησε  κι  ούτε  ανταποκρίθηκε  στα  πειράγματα  των  συντρόφων  του,  έβγαλε  από την τσάντα του τα λεφτά και της τα πήγε.  ‐Σας  παρακαλώ,  σας  παρακαλώ,  δεν  αξίζει  τον  κόπο  να  μ'  ευχαριστείτε.  Εγώ  πρέπει  να  σας  ευχαριστήσω.  Ο Νεχλιούντοφ ένιωθε ευχάριστα που τα αναθυμιόταν όλα αυτά τώρα. Θυμήθηκε με ικανοποίηση  πως λίγο έλειψε ν' αρπαχτεί μ' έναν αξιωματικό από την παρέα του, όταν εκείνοςθέλησε να κάνει  ένα χοντρό αστείο μ' αφορμή τη χειρονομία του Νεχλιούντοφ, θυμήθηκε πως ένας άλλος φίλος απ'  την  παρέα  τον  υποστήριξε  στο  επεισόδιο  αυτό  και  χάρη  σ'  αυτό  έγιναν  πολύ  καλοί  φίλοι.  Ακόμα  θυμήθηκε πόσο ευχάριστο και συναρπαστικό ήταν το κυνήγι τους και πόσο κέφι είχε όταν γυρίζανε  τη  νύχτα  στο  σιδηροδρομικό  σταθμό.  Του  'ρθε  στο  νου  η  μακριά  πομπή  με  τα  έλκηθρα  που  Digitized by 10uk1s 

  γλιστρούσαν  το  ένα  κοντά  στο  άλλο  δυο  δυο  στη  γραμμή  αθόρυβα  και  μονάχα  ο  τροχασμός  των  αλόγων  ακουγόταν  στα  στενά  μονοπάτια  μέσα  απ'  τα  δάση  με  θεόρατα  κι  άλλοτε  χαμηλόκλωνα  σύδεντρα,  με  έλατα,  που  'χαν  πνιγμένα  στις  ατέλειωτες  τούφες  χιόνι  τα  κλαδιά  τους.  Μέσα  στο  σκοτάδι φωσφόριζε μια κόκκινη γλωσσίτσα απ' το αρωματικό παπιρόσι που κάπνιζε κάποιος απ' την  παρέα.  Ο  Όσιπ,  ο  ιχνευτής,  ακολουθούσε  χωμένος  ως  το  γόνατο  μέσα  στα  χιόνια  τρέχοντας  από  έλκηθρο  σε  έλκηθρο,  τακτοποιώντας  πότε  ένα  λουρί,  πότε  ένα  σκέπασμα,  και  διηγιόταν  για  τα  ελάφια  που  βοσκούσαν  πάνω  στο  παχύ  χιόνι  και  τραγάνιζαν  φλούδες  αγριόλευκας  και  για  τις  αρκούδες  που  κοιμώνταν  στις  πυκνόφυτες  κρυψώνες  τους  κι  απ'  τα  ρουθούνια  τους  έβγαινε  ο  αχνός της βαριάς τους ανάσας.  Ο Νεχλιούντοφ όλα αυτά τα θυμότανε τώρα, και πιο πολύ αναλογιζόταν πόσο σίγουρος ήταν τότε  για τη γερή του υγεία, τη σωματική του ρώμη και την ξεγνοιασιά του για τη ζωή. Τα πνευμόνια του  ανάσαιναν βαθιά τον παγωμένο αέρα, τα στήθια του που 'ταν καλυμμένα από το γούνινο ημίπαλτο  ανεβοκατέβαιναν  σφύζοντας  από  ζωή,  στο  πρόσωπό  του  έσκαγαν  νιφάδες  χιονιού  απ'  τα  κλαδιά  των δέντρων, το κορμί του ζεστό, το πρόσωπό του ξάστερο και ζωντανό και στην ψυχή ούτε έγνοιες  ούτε τύψεις ούτε φόβοι ούτε επιθυμίες. Τι όμορφα που ήταν τότε! Και τώρα; Θεέ μου, τι βάσανα, τι  αγώνας!...  Η  Βέρα  Γιεφρέμοβνα  ήταν  φαίνεται  επαναστάτρια  και  για  την  επαναστατική  της  δράση  σήμερα  βρισκόταν  στη  φυλακή.  Έπρεπε  να  την  συναντήσει,  πιο  πολύ  γιατί  του  είχε  υποσχεθεί  πως  μπορούσε να τον συμβουλέψει με τι τρόπο θα έκανε τη ζωή της Μάσλοβα καλύτερη. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ L  ΤΗΝ  ΑΛΛΗ  ΜΕΡΑ  το  πρωί  ο  Νεχλιούντοφ,  μόλις  ξύπνησε,  θυμήθηκε  όσα  είχαν  γίνει  την  προηγούμενη  κι  ένιωσε  τρόμο.  Παρ'  όλα  όμως  τα  άσχημα  προαισθήματά  του,  περισσότερο  από  ποτέ, τώρα αποφάσισε πως θα συνέχιζε αυτό που είχε αρχίσει.  Νιώθοντας βαθιά μέσα του σίγουρος για όσα όφειλε να πράξει, ξεκίνησε και πήγε στον Μάσλενικοφ  και ζήτησε την άδεια να επισκεφτεί στη φυλακή αυτή τη φορά εκτός από την Μάσλοβα και εκείνη  την  γριά  Μενσόβα  με  τον  γιο  της,  όπως  τον  είχε  παρακαλέσει  η  Κατιούσα.  Ακόμα  ήθελε  να  συναντήσει και την Βέρα Μπογκοντούχοφσκαγια που θα είχε πολλά χρήσιμα πράγματα να του πει  για την Μάσλοβα.  Ο  Νεχλιούντοφ  γνώριζε  τον  Μάσλενικοφ  από  παλιά,  από  τότε  που  υπηρετούσαν  στο  σύνταγμα.  Ήταν  ένας  εξαιρετικά  καλοπροαίρετος  άνθρωπος,  πάρα  πολύ  ευσυνείδητος  αξιωματικός  που  δεν  ήξερε  τίποτε  και  που  αρνιόταν  να  μάθει  το  παραμικρό  πέρα  από  τα  ζητήματα  υπηρεσίας  και  της  αυτοκρατορικής  οικογένειας.  Τώρα  ο  Νεχλιούντοφ  τον  έβρισκε  πολιτικό  διοικητή∙  είχε  ήδη  εγκαταλείψει  το  σύνταγμα  της  φρουράς  κι  είχε  αναλάβει  τη  διοίκηση  της  επαρχίας.  Ήταν  παντρεμένος με μια πλούσια κι επιτήδεια γυναίκα που τον ανάγκασε να παρατήσει τη στρατιωτική  σταδιοδρομία και να γίνει πολιτικός. Τον είχε του χεριού της και τον κανάκευε σαν να 'ταν ένα μικρό  κατοικίδιο ζωάκι. Ο Νεχλιούντοφ τον περασμένο χειμώνα τους είχε επισκεφτεί μια φορά, μα ένιωθε  τέτοια πλήξη μ' αυτό το ζευγάρι που δεν ξαναπάτησε σπίτι τους.  Ο Μάσλενικοφ άστραψε από χαρά σαν είδε τον Νεχλιούντοφ. Το πρόσωπό του ίδιο κι απαράλαχτο  όπως τότε, παχουλό και κόκκινο, το ίδιο χοντρό παράστημα, ντυμένος κομψά όπως και στο στρατό.  Τότε  φορούσε  πάντοτε  μια  καθαρή  υπέροχη  στολή  ή  αμπέχονο  τελευταίας  μόδας,  τώρα  φορούσε  ένα  κουστούμι  τελευταία  λέξη  της  μόδας,  που  σουλούπωνε  με  τον  ίδιο  τρόπο  το  πληθωρικό  του  κορμί και του τόνιζε το ευρύ του στέρνο. Υποδέχτηκε τον Νεχλιούντοφ ντυμένος με το υπηρεσιακό  του φράκο. Αν και είχαν διαφορά ηλικίας (ο Μάσλενικοφ ήταν γύρω στα σαράντα), μιλούσαν στον  ενικό.  ‐Μπράβο, σ' ευχαριστώ που ήρθες. Έλα πάμε να σε δει η γυναίκα μου. Έχω δέκα λεφτά στη διάθεσή  μου προτού αρχίσει η συνεδρίαση. Ο προϊστάμενός μου έφυγε, βλέπεις, και τώρα εγώ κυβερνώ την  επαρχία, του είπε, μ' ένα ύφος γεμάτο αυτοϊκανοποίηση, που δεν μπορούσε να κρύψει.  ‐Ήρθα για κάποια υπόθεση...  ‐Τι  συμβαίνει;  ρώτησε  απότομα  ο  Μάσλενικοφ  μ'  έναν  τόνο  φοβισμένο  κάπως  και  λίγο  αυστηρό  μαζί.  ‐Στη  φυλακή  είναι  ένα  πρόσωπο,  που  μ'  ενδιαφέρει  πολύ  (μόλις  άκουσε  τη  λέξη  φυλακή  το  πρόσωπο  του  Μάσλενικοφ  πήρε  ακόμα  πιο  αυστηρή  έκφραση)  και  θα  επιθυμούσα  να  το  συναντήσω όχι την συνηθισμένη ώρα του επισκεπτηρίου, μα στο γραφείο της φυλακής κι αν γίνεται  πιο συχνά. Μου είπαν πως από σένα εξαρτάται.  ‐Μα,  φυσικά,  mon  cher,  είμαι  στη  διάθεσή  σου,  θα  κάνω  ό,τι  μου  ζητήσεις,  απάντησε  ο  Μάσλενικοφ, απλώνοντας τα χέρια για να τον αγκαλιάσει ολόκληρο, σαν να 'θελε να μετριάσει το  μεγαλόπρεπο ύφος του, ‐γίνεται μα, καθώς βλέπεις η εξουσία μου είναι προσωρινή.  ‐Μα, θα μπορούσες να μου δώσεις μιαν άδεια, για να μπορέσω να την βλέπω;  ‐Γυναίκα είναι;  Digitized by 10uk1s 

  ‐Ναι.  ‐Για ποιο λόγο είναι μέσα;  ‐Για φαρμακεία. Μα, καταδικάστηκε άδικα.  ‐Ορίστε, λοιπόν, η δικαιοσύνη των ενόρκων.  Εκτός  από το να δικάζουν αθώους, ils n'en font point  d'a  autres24,  απάντησε  ο  Μάσλενικοφ  άγνωστο  γιατί  στα  Γαλλικά.  ‐Ξέρω  πως  δεν  συμφωνείς  μαζί  μου,  όμως  τι  να  γίνει,  c'est  mon  opinion  bien  arrêtee25,  πρόσθεσε,  εκφράζοντας  μιαν  άποψη  που  διάβαζε στη διάρκεια του χρόνου εκείνου στο συντηρητικό Τύπο της Πετρούπολης. ‐Εσύ, ξέρω, είσαι  φιλελεύθερος.  ‐Δεν  ξέρω  τι  είμαι,  φιλελεύθερος  ή  κάτι  άλλο,  απάντησε  ο  Νεχλιούντοφ  που  πάντοτε  απορούσε  γιατί  τον  κατέτασσαν  όλοι  σε  κάποιο  κόμμα  και  τον  χαρακτήριζαν  φιλελεύθερο  μόνο  και  μόνο  επειδή  έλεγε  ότι  πρέπει  εκδικάζοντας  την  υπόθεση  ενός  ανθρώπου  πρώτα  να  τον  ακούσει  το  δικαστήριο,  πως  όλοι  οι  άνθρωποι  είναι  ίσοι  ενώπιον  της  δικαιοσύνης,  πως  δεν  επιτρέπεται  να  βασανίζουν  και  να  χτυπούν  τους  ανθρώπους  γενικά  και  τους  υπόδικους,  ιδιαίτερα.  ‐Δεν  ξέρω,  αν  είμαι  φιλελεύθερος  ή  όχι,  το  μόνο  που  ξέρω  είναι  ότι  τα  δικαστήρια  σήμερα  δεν  είναι  τόσο  προβληματικά, μάλλον βελτιώθηκαν σε σύγκριση με τα προηγούμενα.  ‐Και ποιο δικηγόρο βρήκες;  ‐Απευθύνθηκα στον Φανάριν.  ‐Α, στον Φανάριν, είπε ο Μάσλενικοφ, ζαρώνοντας το μέτωπο, γιατί θυμήθηκε ξαφνικά πως πέρσι  αυτός  ο  Φανάριν  σε  μια  δίκη  τού  είχε  υποβάλει  επί  μισή  ώρα  ερωτήσεις  με  τέτοιο  υπερβολικά  ευγενικό  ύφος,  που  είχε  προκαλέσει  το  γέλιο  του  ακροατηρίου.  ‐Δεν  θα  σου  συνιστούσα  να  έχεις  δοσοληψίες μαζί του. Ο Φανάριν est un homme taré.26  ‐Θέλω  ακόμα  μια  χάρη  να  σου  ζητήσω,  του  είπε  ο  Νεχλιούντοφ,  χωρίς  να  δώσει  απάντηση  στις  προειδοποιήσεις  του  Μάσλενικοφ.  ‐  Από  πολύ  παλιά  ήξερα  μια  κοπέλα,  δασκάλα.  Είναι  ένα  πολύ  δυστυχισμένο πλάσμα και βρίσκεται σήμερα στη φυλακή. Μου ζήτησε να την δω. Μπορείς να μου  ετοιμάσεις και γι' αυτήν άδεια;  Ο Μάσλενικοφ έγειρε λίγο το κεφάλι του στο πλάι και σκέφτηκε.  ‐Είναι πολιτική κρατούμενη;  ‐Ναι, έτσι μου είπαν.  ‐Βέβαια γνωρίζεις,  επισκέψεις σε πολιτικούς κρατούμενους μόνο σε συγγενείς επιτρέπονται, αλλά  εγώ  θα  σου  ετοιμά‐  σω  μια  γενική  άδεια.  Je  sais  que  vous  n'abuserez  pas...27  Πώς  την  λένε  την  κοπέλα, την προστατευόμενή σου;... Μπογκοντούχοφσκαγια; Elle est jolie28;  ‐Hideuse29.  Ο Μάσλενικοφ κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά, πλησίασε στο γραφείο του κι έγραψε γρήγορα  σ'  ένα  υπηρεσιακό  χαρτί:  «Ο  φέρων  το  παρόν,  πρίγκιπας  Ντμίτρι  Ιβάνοβιτς  Νεχλιούντοφ,  επιτρέπεται να επισκέπτεται στο γραφείο της φυλακής την κρατούμενη μικροαστή Μάσλοβα, όπως  επίσης  και  στη  φυλακή  την  νοσοκόμα  Μπογκοντούχοφσκαγια»,  βάζοντας  στο  τέλος  μια  μεγάλη  μονογραφή.  Digitized by 10uk1s 

  ‐Πάρ'  τη  και  θα  δεις  τι  τάξη  βασιλεύει  εκεί  μέσα.  Πρέπει  να  ξέρεις  πως  πολύ  δύσκολα  μπορεί  να  τηρηθεί  η  τάξη  εκεί,  γιατί  υπάρχει  συνωστισμός  μεγάλος,  κύρια  εξαιτίας  των  κατάδικων  σε  καταναγκαστικά έργα. Όμως παρακολουθώ με αυστηρότητα τα πράγματα, γιατί κιόλας μ' αρέσει η  υπόθεση αυτή. Θα δεις και με τα μάτια σου πως περνούν όλοι τους καλά κι είναι ευχαριστημένοι.  Μόνο που πρέπει να ξέρεις πώς να τους φερθείς. Να, τις προάλλες είχαμε ένα δυσάρεστο συμβάν,  χρειάστηκε  να  αντιμετωπίσουμε  μιαν  απείθεια.  Κάποιος  άλλος  στη  θέση  μου  θα  το  χαρακτήριζε  αυτό  ανταρσία  και  θα  'κανε  πολλούς  να  υποφέρουν.  Εμείς  όμως  το  αντιμετωπίσαμε  πολύ  άνετα.  Πρέπει  να  δείχνεις,  από  τη  μια,  μέριμνα  και,  απ'  την  άλλη,  να  τηρείς  σταθερή  πειθαρχία,  είπε  ο  Μάσλενικοφ  σφίγγοντας  τη  λευκή,  παχουλή  γροθιά  του,  μ'  ένα  τυρκουάζ  δαχτυλίδι  στο  δάχτυλο,  που έβγαινε απ' το λευκό, σφιχτό μανίκι του πουκαμίσου του με το χρυσό μανικετόκουμπο‐ μέριμνα  και σταθερή πειθαρχία.  ‐Δεν  γνωρίζω  εγώ  από  τέτοια,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ,  ‐  δύο  φορές  βρέθηκα  εκεί  κι  ένιωσα  απαίσια,  φριχτά.  ‐Ξέρεις  κάτι;  Πρέπει  να  γνωρίσεις  την  κόμισσα  Πάσεκ,  συνέχισε  με  παρορμητική  διάθεση  από  την  κουβέντα  τους  ο  Μάσλενικοφ.‐Έχει  αφοσιωθεί  σ'  αυτή  την  υπόθεση  των  φυλακών.  Elle  fait  beaucoup  de  bien30.  Χάρη  σ'  αυτήν,  ίσως  και  σ'  εμένα  θα  'λεγα  χωρίς  ψευτομετριοφροσύνη,  πετύχαμε ν' αλλάξουμε τα πάντα εκεί μέσα και μάλιστα να γίνουν έτσι που να εξαλειφθούν πλέον  όλα τα έκτροπα που υπήρχαν πριν, κι έτσι σήμερα οι φυλακισμένοι μας περνούν καλά. Θα πας και  θα  δεις....  Όσο  για  τον  Φανάριν,  δεν  τον  ξέρω  προσωπικά,  άλλωστε  η  κοινωνική  μου  θέση  δεν  επιτρέπει να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας, ξέρω, όμως, πως είναι πολύ άθλιο υποκείμενο και στις  δίκες έχει το θράσος και λέει τέτοια πράγματα, μα τέτοια πράγματα...  ‐Λοιπόν, αγαπητέ μου, σου είμαι ευγνώμων, είπε ο Νεχλιούντοφ και χωρίς να περιμένει ο άλλος να  τελειώσει πήρε, το έγγραφο και τον αποχαιρέτησε.  ‐Δεν θα περάσεις μέσα να δεις την γυναίκα μου;  ‐Όχι, να με συγχωρείς, βιάζομαι, πρέπει να πηγαίνω.  ‐Μα  τι  λες  τώρα,  δεν  θα  μου  το  συγχωρέσει  ποτέ  που  σ'  άφησα  να  φύγεις,  είπε  ο  Μάσλενικοφ,  ξεπροβοδίζοντας  τον  πρώην  συνάδελφό  του  ως  το  κεφαλόσκαλο,  όπως  συνήθιζε  να  κάνει  σε  περιπτώσεις  ανθρώπων  λιγότερο  σημαντικών,  στους  οποίους  κατέτασε  τον  Νεχλιούντοφ.  ‐Μη  φεύγεις σε παρακαλώ, πέρασε μέσα έστω και για ένα λεπτό.  Όμως, ο Νεχλιούντοφ ήταν ανένδοτος και τη στιγμή που ο υπηρέτης κι ο πορτιέρης του έδιναν το  παλτό  και  το  μπαστούνι  του  κι  άνοιγαν  την  εξώπορτα,  που  πίσω  της  στεκόταν  ένας  φρουρός,  επανέλαβε πως του ήταν αδύνατο να περάσει να την δει.  ‐Καλά, τότε, πέρασε την Πέμπτη, σε παρακαλώ, είναι η μέρα που δέχεται επισκέψεις. Θα της το πω!  φώναξε ο Μάσλενικοφ ψηλά από τη σκάλα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ LI  ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΙΟΛΑΣ μέρα πηγαίνοντας κατ' ευθείαν από τον Μάσλενικοφ στη φυλακή, ο Νεχλιούντοφ  επισκέφτηκε ξανά το διαμέρισμα του διευθυντή. Όπως και την πρώτη φορά, του 'ρθαν στ' αφτιά του  οι ήχοι από το ξεκούρδιστο πιάνο, όμως τώρα δεν έπαιζαν τη γνωστή ραψωδία, μα μια σπουδή του  Κλεμέντι,  με  την  ίδια  πάντα  ασυνήθιστα  δυνατή  εκτέλεση,  ηχητική  διαύγεια  και  ταχύτητα.  Η  καμαριέρα με τον επίδεσμο στο μάτι που του άνοιξε την πόρτα είπε πως ο διευθυντής ήταν μέσα  και οδήγησε τον Νεχλιούντοφ σ' ένα μικρό σαλονάκι μ' έναν καναπέ κι ένα τραπέζι στρωμένο μ' ένα  μάλλινο πλεχτό τραπεζομάντηλο που πάνω του ήταν μία λάμπα μ' ένα μεγάλο αμπαζούρ από ροζ  χαρτί,  καμμένο  απ'  τη  μια  πλευρά.  Κάποια  στιγμή  έκανε  την  εμφάνισή  του  στο  σαλονάκι  ο  διευθυντής με ταλαιπωρημένη και μελαγχολική όψη.  ‐Στη διάθεσή σας. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;  ‐Πήγα και μίλησα με τον αναπληρωτή του κυβερνήτη για το ζήτημα  της άδειας. Ορίστε, πάρτε τη,  είπε ο Νεχλιούντοφ και του έδωσε το έγγραφο. ‐Θα ήθελα να δω την Μάσλοβα.  ‐Την Μάρκοβα είπατε; ρώτησε ο διευθυντής που παράκουσε μέσα στο πανδαιμόνιο της μουσικής.  ‐Μάσλοβα.  ‐Καλά, καλά, ξέρω.  Ο διευθυντής σηκώθηκε και πλησίασε την πόρτα που πίσω της ακούγονταν λαρυγγισμοί πάνω στη  σπουδή του Κλεμέντι.  ‐Μαρούσια,  σε  παρακαλώ,  κάνε  και  κανένα  διάλειμμα,  είπε  με  φωνή  που  μαρτυρούσε  πως  η  μουσική αυτή ήταν το διαρκές βάσανο της ζωής του ‐μας έχεις ξεκουφάνει!  Το πιάνο σταμάτησε απότομα, κάποιος βάδισε θυμωμένος και πλησίασε στην πόρτα του σαλονιού  για να κοιτάξει μέσα.  Ο  διευθυντής,  ανακουφισμένος  απ'  αυτό  το  διάλειμμα,  άναψε  ένα  μεγάλο  παπιρόσι  μ'  ελαφρό  καπνό και πρόσφερε ένα και στον Νεχλιούντοφ. Εκείνος αρνήθηκε.  ‐Λοιπόν, θα επιθυμούσα να δω την Μάσλοβα.  ‐Δεν είναι εύκολο να δείτε την Μάσλοβα σήμερα, είπε ο διευθυντής.  ‐Για ποιο λόγο;  ‐Πώς να σας το πω, δική σας είναι η ευθύνη γι' αυτό, είπε ο διευθυντής μ' ένα αόριστο χαμόγελο. ‐ Πρίγκιπά  μου,  μην  της  δίνετε  της  ίδιας  λεφτά.  Αν  επιθυμείτε,  δίνετέ  τα  σε  μένα  και  γω  θα  της  τα  φυλάξω.  Γιατί,  να  τι  συνέβη:  εσείς  χθες  της  δώσατε  βέβαια  λεφτά  και  εκείνη  αγόρασε  κρασί‐  δεν  μπορείς να την καταπολεμήσεις αυτή την πληγή‐και σήμερα μέθυσε, έγινε στουπί και βγήκε εκτός  εαυτού.  ‐Σοβαρά; Τι είναι αυτά που λέτε;  ‐Ναι,  ναι,  έτσι  ακριβώς  έγινε.  Μάλιστα  αναγκάστηκα  να  χρησιμοποιήσω  έκτακτα  μέτρα  και  τελικά  Digitized by 10uk1s 

  την μετέφερα σ' ένα άλλο κελί. Γενικά, είναι ήσυχη γυναίκα, αλλά, να, με τα λεφτά... Γι' αυτό, σας  παρακαλώ, μην της δίνετε. Είναι τέτοιο το ποιόν αυτών των ανθρώπων...   Ο Νεχλιούντοφ θυμήθηκε καθαρά αυτά που έγιναν χθες κι ένιωσε πάλι τρόμο στην ψυχή.  ‐Μήπως  μπορώ  να  δω,  τουλάχιστον,  την  Μπογκοντούχοφσκαγια;  Είναι  πολιτική  κρατούμενη,  ρώτησε ο Νεχλιούντοφ σιωπαίνοντας απότομα.  ‐Αυτό, βέβαια, μπορεί να γίνει, απάντησε ο διευθυντής. ‐ Ε, τι θες εσύ εδώ; ρώτησε ένα κοριτσάκι  πέντε έξι χρονών που 'χε μπει στο σαλόνι έχοντας γυρισμένο το κεφάλι, έτσι, έτσι που να μη χάνει  απ' τα μάτια του τον Νεχλιούντοφ και όρμησε κατ' ευθείαν στον πατέρα του. ‐Σιγά μην πέσεις, είπε  ο  διευθυντής  χαμογελώντας  βλέποντας  το  κοριτσάκι  να  σκουντουφλάει  πάνω  στο  χαλί,  καθώς  έτρεχε στα τυφλά προς το μέρος του.  ‐Αν, λοιπόν, γίνεται, θα ήθελα να πάω να την δω.  ‐Νομίζω, πως γίνεται, είπε ο διευθυντής, παίρνοντας στην αγκαλιά του το κοριτσάκι που συνέχιζε να  κοιτάζει τον Νεχλιούντοφ. Σηκώθηκε, άφησε τρυφερά τη μικρούλα κάτω και βγήκε στο χωλ.  Δεν είχε προλάβει να φορέσει το παλτό του, που του έδωσε η καμαριέρα με τον επίδεσμο, και να  δρασκελίσει το κατώφλι, όταν αντήχησαν και πάλι οι λαρυγγισμοί πάνω στη σπουδή του Κλεμέντι.  ‐Πήγαινε πριν στο ωδείο, μα δεν ήταν ήσυχα εκεί τα πράγματα και μελετάει τώρα σπίτι. Έχει όμως  μεγάλο  ταλέντο,  είπε  ο  διευθυντής  στον  Νεχλιούντοφ,  καθώς  κατέβαιναν  τις  σκάλες.  ‐Θέλει  να  παίξει σε συναυλίες.  Ο  διευθυντής  μαζί  με  τον  Νεχλιούντοφ  έφθασαν  στη  φυλακή.  Το  πορτάκι  άνοιξε  μεμιάς,  μόλις  πλησίασαν.  Οι  δεσμοφύλακες,  σε  στάση  προσοχής,  τον  παρακολουθούσαν  με  τα  βλέμματά  τους.  Τέσσερις  άνδρες  με  μισοξυρισμένα  κεφάλια  κουβαλούσαν  ένα  κάδο  που  'χε  κάτι  μέσα  και  μόλις  έπεσαν  πρόσωπο  με  πρόσωπο  με  τον  διευθυντή  στον  προθάλαμο  κόλλησαν  στον  τοίχο  απ'  τον  φόβο τους. Ένας απ' αυτούς μάλιστα κατέβασε το κεφάλι του, έχασε το χρώμα του, και στα μαύρα  του μάτια ζωγραφίστηκε η λάμψη του τρόμου.  ‐Φυσικά,  το  ταλέντο  πρέπει  να  το  τελειοποιήσεις,  δεν  επιτρέπεται  να  το  αφήνεις  να  χαθεί,  αλλά,  ξέρετε,  σ'  ένα  μικρό  διαμέρισμα  είναι  στενάχωρα  τα  πράγματα,  συνέχισε  την  κουβέντα  ο  διευθυντής,  προσπερνώντας  χωρίς  να  δίνει  καμία  σημασία  στους  κρατούμενους  αυτούς  και,  σέρνοντας το κουρασμένο του βήμα, πέρασε συνοδευόμενος από τον Νεχλιούντοφ, στην αίθουσα  συγκέντρωσης.  ‐Ποια επιθυμείτε να δείτε; ρώτησε ο διευθυντής.  ‐Την Μπογκοντούχοφσκαγια.  ‐Είναι εκεί πάνω στον πύργο. Θα χρειαστεί να περιμένετε λιγάκι, απάντησε στον Νεχλιούντοφ.  ‐Μήπως  θα  μπορούσα  στο  μεταξύ  να  δω  τους  κρατούμενους  Μενσόφ,  μάνα  και  γιο,  που  κατηγορούνται για εμπρησμό;  ‐Α, είναι απ' το κελί εικοσιένα. Μάλιστα, μπορείτε. Τώρα θα τους καλέσω.  ‐Δε γίνεται να δω τον Μενσόφ στο κελί του;  Digitized by 10uk1s 

  ‐Μα θα 'ναι πιο ήσυχα εδώ στην αίθουσα συγκέντρωσης.  ‐Όχι, θα 'ναι πιο ενδιαφέρον για μένα εκεί.  ‐Σιγά το ενδιαφέρον.  Εκείνη  την  ώρα  από  την  πίσω  πόρτα  μπήκε  ένας  κομψοντυμένος  αξιωματικός,  ο  βοηθός  του  διευθυντή.  ‐Οδηγήστε  τον  πρίγκιπα  στο  κελί  του  Μενσόφ.  Νούμερο  εικοσιένα,  και  μετά  οδηγήστε  τον  στο  γραφείο  μου.  Στο  μεταξύ  εγώ  θα  την  καλέσω.  Πώς  την  λένε;  ρώτησε  γυρίζοντας  προς  τον  Νεχλιούντοφ.  ‐Βέρα Μπογκοντούχοφσκαγια, είπε ο Νεχλιούντοφ.  Ο βοηθός του διευθυντή ήταν ένας κομψευόμενος νέος, ξανθός, με περιποιημένο μουστάκι και στο  πέρασμά του σκορπούσε ευωδιαστές μυρωδιές από κολόνια λουλουδιών.  ‐Παρακαλώ,  απευθύνθηκε  ευγενικά  στον  Νεχλιούντοφ  με  χαμόγελο.  ‐Ενδιαφερόσαστε  για  το  ίδρυμά μας;  ‐Ναι,  και  προπάντων,  ενδιαφέρομαι  για  έναν  άνθρωπο  που  όπως  με  πληροφορήσανε,  κλείστηκε  εδώ μέσα χωρίς να φταίει καθόλου. ‐Ο βοηθός του διευθυντή ανασήκωσε του ώμους του.  ‐Γενικά,  συμβαίνουν  αυτά,  είπε  χαμηλόφωνα  και  προχώρησε  αφήνοντας  ευγενικά  τον  υψηλό  επισκέπτη του να προπορεύεται στον ευρύχωρο βρόμικο διάδρομο της φυλακής.  ‐Συμβαίνουν, μα όμως λένε και ψέματα. Παρακαλώ, περάστε.  Οι πόρτες των κελιών ήταν ανοιχτές και μερικοί φυλακισμένοι είχαν βγει στο διάδρομο. Γνέφοντας  διακριτικά  με  το  κεφάλι  στους  δεσμοφύλακες  και  λοξοκοιτάζοντας  τους  φυλακισμένους  που  στη  θέα  του  και  μόνο  κολλούσαν  βουβοί  στον  τοίχο,  γυρίζανε  βιαστικά  στα  κελιά  τους  ή  στέκονταν  προσοχή, με  τα μάτια καρφωμένα στον εκπρόσωπο της διοίκησης μέχρι  να  περάσει από μπροστά  τους, ο βοηθός του διευθυντή οδήγησε τον Νεχλιούντοφ σ' έναν άλλο διάδρομο κι από εκεί έστριψε  αριστερά σ' έναν άλλον που τον έφραζε μια σιδερένια πόρτα.  Ο  διάδρομος  αυτός  ήταν  στενόμακρος  και  πιο  σκοτεινός  με  πολύ  πιο  έντονη  δυσωδία  από  τον  πρώτο. Δεξιά κι αριστερά πλαισιωνόταν από πόρτες κλειδαμπαρωμένες, με ένα στρογγυλό ματάκι  με διάμετρο δύο τριών μονάχα πόντων στο πάνω μέρος.  Ο διάδρομος ήταν έρημος, μόνον ένας γέρος δεσμοφύλακας με  μελαγχολικό και σκαμμένο απ' τα  χρόνια πρόσωπο βημάτιζε αργά.  ‐Σε ποιαν αχτίνα έχουν τον Μενσόφ; ρώτησε ο βοηθός του διευθυντή.  ‐Στην οχτώ, αριστερά. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ LII  ‐ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΡΙΞΩ μια ματιά; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Παρακαλώ, ελεύθερα, του απάντησε με ευγενικό χαμόγελο ο βοηθός του διευθυντή και άρχισε να  ρωτάει κάτι τον δεσμοφύλακα.  Ο Νεχλιούντοφ κοίταξε μέσα από την τρύπα στην πόρτα κι είδε έναν ψηλό νέο άνδρα που φορούσε  μόνον  εσώρουχα,  μ'  ένα  χαρακτηριστικό  μαύρο  γενάκι.  Πηγαινοερχόταν  με  γοργές  δρασκελιές  μπρος πίσω. Μόλις άκουσε θόρυβο στην πόρτα, έριξε μια φευγαλέα ματιά κατά κει, συνοφρυώθηκε  και συνέχισε στον ίδιο ρυθμό να βηματίζει.  Ο Νεχλιούντοφ κόλλησε το πρόσωπό του σε μιαν άλλη τρύπα και αντίκρυσε πίσω απ' την πόρτα ένα  μάτι, μεγάλο και τρομαγμένο που κοιτούσε απ' την άλλη πλευρά. Τραβήχτηκε απότομα. Προχώρησε  και  στάθηκε  μπροστά  σε  μια  τρίτη  τρύπα  κι  είδε  στο  κρεβάτι  έναν  πολύ  μικρόσωμο  άνδρα  κουλουριασμένο  να  κοιμάται  κουκουλωμένος  με  τη  ρόμπα  της  στολής  του.  Στο  τέταρτο  κελί  καθόταν ένας πλατυπρόσωπος χλομός άνδρας με σκυμμένο ελαφρά το κεφάλι ακουμπώντας στους  αγκώνες του στα γόνατα. Μόλις άκουσε βήματα, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε κατά την πόρτα. Στο  πρόσωπό  του  όλο  και,  προπαντός,  στα  μεγάλα  του  μάτια  που  είχε  φωλιάσει  μια  αγιάτρευτη  μελαγχολία.  Η  έκφρασή  του  έδειχνε  πως  του  ήταν  τελείως  αδιάφορο  ποιος  κοίταζε  μέσα  στο  κελί  του. Όποιος κι αν ήταν, προφανώς, δεν ερχόταν για να τον βοηθήσει, από καιρό τώρα δεν περίμενε  από κανέναν το παραμικρό καλό.  Ο Νεχλιούντοφ τρόμαξε, σταμάτησε να κοιτάζει και κοντοστάθηκε μπροστά από το κελί εικοσιένα,  που  ήταν  κλεισμένος  ο  Μενσόφ.  Ο  δεσμοφύλακας  έτρεξε  και  ξεκλείδωσε  την  πόρτα.  Στο  άνοιγμά  της, ο Νεχλιούντοφ αντίκρυσε έναν νέο γεροδεμένο άνδρα με ψηλό λαιμό, καλοσυνάτα στρογγυλά  μάτια κι ένα μικρό γενάκι. Στεκόταν κοντά στο κρεβάτι με το φόβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του,  κοίταζε  ξαφνιασμένος  τους  επισκέπτες,  ενώ  ταυτόχρονα  προσπαθούσε  όπως  όπως  να  ρίξει  στους  ώμους του το μανδύα του. Πιο πολύ απ' όλα έκαναν εντύπωση στον Νεχλιούντοφ τα καλοσυνάτα,  στρογγυλά  μάτια  του  που  τρεμόπαιζαν  από  τρόμο  κι  αγωνία  κοιτώντας  διαρκώς  μια  τον  ίδιο,  μια  τον δεσμοφύλακα και μια τον βοηθό του διευθυντή.  ‐Ο κύριος από δω επιθυμεί να κουβεντιάσει μαζί σου για την υπόθεσή σου.  ‐Σας είμαι βαθιά υπόχρεος.  ‐Πράγματι,  κάποιοι  με  πληροφόρησαν  για  την  περίπτωσή  σας,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ,  προχωρώντας  στο  εσωτερικό  του  κελιού  μέχρι  το  βρόμικο  καγκελόφραχτο  παράθυρο,  ‐και  θα  ήθελα  να  μου  τη  διηγηθείτε ο ίδιος.  Ο Μενσόφ προχώρησε κι αυτός στο παράθυρο κι άρχισε να εξιστορεί την υπόθεση, στην αρχή δειλά  δειλά,  ρίχνοντας  φοβισμένα  βλέμματα  στο  βοηθό  του  διευθυντή  και  στη  συνέχεια  ο  τόνος  του  ζωήρευε όλο και πιο πολύ. Κι όταν ο βοηθός του διευθυντή βγήκε έξω απ' το κελί και προχώρησε  στο  διάδρομο  για  να  δώσει  εκεί  διαταγές,  ξεθάρρεψε  τελείως  και  λύθηκε  η  γλώσσα  του.  Από  τα  λόγια και το ύφος που εξιστορούσε την περιπέτειά του φαινόταν πως ο νέος αυτός άνδρας ήταν ένα  υπερβολικά απλό και τίμιο χωριατόπαιδο που έκανε τον Νεχλιούντοφ να τα χάσει στην κυριολεξία  σαν άκουσε αυτή την αφήγηση από τα χείλη ενός κρατούμενου, ντυμένου με την ατιμωτική φόρμα  της  φυλακής.  Άκουγε  ασταμάτητα  και  ταυτόχρονα  το  διερευνητικό  το  βλέμμα  σάρωνε  το  κελί  φωτογραφίζοντας το χαμηλό σανιδοκρέβατο με τ' αχυρένιο στρώμα, το σιδερόφταχτο παράθυρο με  το  χοντρό  κιγκλίδωμα,  τους  λερούς  και  υγρούς  τοίχους,  το  θλιβερό  πρόσωπο  και  την  αξιολύπητη  φιγούρα του μουζίκου με τις βαριές αρβύλες και τη φόρμα της φυλακής. Ένιωσε να τον πνίγει όλο  Digitized by 10uk1s 

  και  περισσότερο  μια  απέραντη  θλίψη,  θα  'θελε  να  μην  ήταν  αλήθεια  όσα  του  εξιστορούσε  ο  καλοκάγαθος  αυτός  νέος  ‐του  ήταν  οδυνηρό  να  πιστέψει  πως  μπορούσε,  χωρίς  κανένα  λόγο,  κάποιοι  να  συλλαμβάνουν  έναν  άνθρωπο,  να  του  φοράνε  τα  ρούχα  της  φυλακής  και  να  τον  μπουντρουμιάζουν σ' αυτό το τρομερό μέρος. Όμως το φριχτότερο απ' όλα θα 'ταν να βάλει με το  νου του πως αυτή η αληθινή ιστορία που του αφηγιόταν ο αγαθός αυτός άνθρωπος ήταν ψεύτικη  και κατασκευασμένη. Σύμφωνα με την αφήγηση του νέου, ο ταβερνιάρης του χωριού του 'χε κλέψει  τη  γυναίκα  λίγες  μέρες  μετά  το  γάμο  τους.  Έτρεξε  παντού  να  βρει  δικαιοσύνη,  μα  ο  ταβερνιάρης  λάδωσε τις αρχές και δικαιώθηκε. Μια μέρα ο νέος κατάφερε και πήρε την γυναίκα του με το ζόρι  στο σπίτι, μα την άλλη κιόλας μέρα εκείνη το 'σκασε. Ο Μενσόφ πήγε τότε στον ταβερνιάρη να την  ζητήσει. Εκείνος απάντησε πως δεν την είχε δει (αν κι ο  Μενσόφ την είδε, μόλις έμπαινε) και του  ζήτησε να τον αφήσει ήσυχο. Αρνήθηκε να φύγει και τότε ο ταβερνιάρης μαζί μ' έναν εργάτη του τον  ξυλοφόρτωσαν  μέχρι  θανάτου.  Την  επομένη  έπιασε  φωτιά  το  υποστατικό  του  ταβερνιάρη  και  τη  φόρτωσαν στον Μενσόφ και στη μάνα του. Όμως τη μέρα εκείνη δεν ήταν σπίτι ο Μενσόφ, είχε πάει  στου κουμπάρου του.  —Αλήθεια, δεν την έβαλες τη φωτιά;  —Ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό αφέντη. Εκείνος, ο κακούργος, μόνος του την άναψε. Λέγανε  πως μόλις το είχε ασφαλίσει το σπίτι του. Διαδόσανε πως εγώ και η μάνα μου πήγαμε λέει και τον  φοβερίσαμε. Είναι αλήθεια πως εκείνη τη μέρα τον έβρισα, δεν άντεχα άλλο, μα για τη φωτιά δεν  ξέρω τίποτα. Άλλωστε, όταν ξέσπασε η φωτιά, εγώ δεν ήμουν στο σπίτι του. Επίτηδες ισχυρίστηκε  πως ήμασταν εκεί με τη μάνα μου τη μέρα εκείνη κι έτσι και την ασφάλεια τσέπωσε και εμάς έχωσε  μέσα.  —Μα, πώς είναι δυνατόν;  —Σας  ορκίζομαι  στο  Θεό,  αφέντη,  αλήθεια  είναι,  λυπηθείτε  με!  φώναξε  με  ικετευτικό  ύφος  ο  Μενσόφ και θέλησε να γονατίσει μπροστά του, μα ο Νεχλιούντοφ τον εμπόδισε, συγκρατώντας τον  με δυσκολία.  —Σας παρακαλώ κάντε κάτι, άδικα θα πάω χαμένος, συνέχιζε να εκλιπαρεί ο Μενσόφ.  Κι αμέσως το πρόσωπό του συσπάστηκε και ξέσπασε σ' αναφυλλητό. Ανασκουμπώνοντας το μανίκι  της  φόρμας  του,  προσπάθησε  να  σφουγγίσει  τα  κλαμένα  του  μάτια  με  το  μανίκι  της  βρόμικης  πουκαμίσας του.  —Τελειώσατε; ρώτησε ο βοηθός του διευθυντή, που είχε πλησιάσει στο κελί.  —Μάλιστα,  τελειώσαμε,  απάντησε  ο  Νεχλιούντοφ  και  γυρίζοντας  προς  το  μέρος  του  Μενσόφ  του  είπε: —Μην απελπίζεστε, θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν, κι αμέσως έφυγε. Ο Μενσόφ στεκόταν στο  κατώφλι  σαν  αποσβολωμένος  κι  ούτε  που  σείστηκε  όταν  ο  δεσμοφύλακας,  κλείνοντας  την  πόρτα,  του την βρόντηξε κατά πρόσωπο. Όμως όση ώρα εκείνος προσπαθούσε ν' ασφαλίσει την κλειδαριά,  ο Μενσόφ κρυφοκοιτούσε μέσα από το ματάκι της πόρτας. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ LII  ΚΑΘΩΣ  ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ  προς  την  έξοδο  από  το  μεγάλο,  ευρύχωρο  διάδρομο,  ήταν  κιόλας  ώρα  για  το  μεσημεριανό και απ' τ' ανοιχτά κελιά ο Νεχλιούντοφ παρατηρούσε εκείνους τους ανθρώπους με τις  ανοιχτοκίτρινες  φόρμες,  τα  φαρδιά  πανταλόνια,  τις  αρβύλες  και  με  τα  κοντοκουρεμένα  μαλλιά.  Διαισθάνθηκε τα βλέμματά τους γεμάτα φθόνο κι ένιωσε μέσα του αλλόκοτα συναισθήματα. Τους  συμπονούσε  έτσι  όπως  τους  έβλεπε  πίσω  απ'  τα  σίδερα  και  την  ίδια  στιγμή  ένιωθε  φρίκη  και  αδυναμία να κάνει το παραμικρό γι' αυτούς τους καταδικασμένους. Άθελά του, τον πλημμύρισε ένα  αίσθημα ντροπής για τον ίδιο του τον εαυτό που περνούσε έτσι ανάμεσά τους μ' ελαφριά καρδιά.  Σε κάποιο διάδρομο πετάχτηκε ένας κατάδικος βροντοπατώντας με τ' άρβυλά του κι όρμησε προς  την πόρτα της αίθουσας κι από πίσω του ξεχύθηκαν άλλοι φυλακισμένοι και μπήκαν μπροστά από  τον Νεχλιούντοφ πέφτοντας στα γόνατα.  —Δώστε  διαταγή  Ευγενέστατε,...  δεν  ξέρουμε  πώς  να  σας  φωνάξουμε,  δώστε  διαταγή  να  κάνουν  κάτι για μας.  —Μα, δεν είμαι διευθυντής εγώ, δεν γνωρίζω τίποτα.  —Δεν  πειράζει,  το  ίδιο  είναι,  μιλήστε  εσείς  στον  διευθυντή,  δεν  μπορείτε  μήπως;  ακούστηκε  μια  θυμωμένη φωνή. —Είμαστε αθώοι και βασανιζόμαστε εδώ μέσα δύο μήνες.  —Μα, πώς; Γιατί; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Να, έτσι. Μας μπουντρουμιάσανε εδώ μέσα εδώ και δύο μήνες κι ούτε που ξέρουμε κι εμείς οι  ίδιοι το γιατί.  —Ναι,  όντως,  είναι  αλήθεια,  τυχαία  τους  φυλακίσαμε,  είπε  ο  βοηθός  του  διευθυντή.  —Τους  συλλάβαμε γιατί δεν είχαν αστυνομικές ταυτότητες. Θα 'πρεπε βέβαια να τους είχαμε στείλει στην  επαρχία τους, αλλά οι τοπικές φυλακές κάηκαν και η νομαρχιακή διοίκηση τους παρέπεμψε σε μας.  Εκείνους που ήταν από άλλες επαρχίες τους στείλαμε κιόλας, αυτούς όμως τους κρατάμε εδώ.  —Μα  είναι  δυνατόν,  μόνο  γι'  αυτό  το  λόγο  να  τους  συλλαμβάνετε;  ρώτησε  ο  Νεχλιούντοφ  και  κοντοστάθηκε στην πόρτα.  Γύρω απ' τον Νεχλιούντοφ και τον βοηθό του διευθυντή μαζεύτηκε μεμιάς ένα μπουλούκι σαράντα  περίπου  ανθρώπων  με  φόρμες  φυλακής  και  δεν  άργησε  να  δημιουργηθεί  σωστή  οχλοβοή,  καθώς  αρκετοί μιλούσαν ταυτόχρονα. Ο βοηθός του διευθυντή έβαλε τάξη.  —Να μιλήσει ένας μόνο!  Απ' το μπουλούκι ξεχώρισε ένας ψηλόκορμος αρρενωπός μουζίκος γύρω στα πενήντα. Εξήγησε στον  Νεχλιούντοφ  ότι  όλοι  τους  είχαν  εκτοπιστεί  και  φυλακιστεί  επειδή  δεν  είχαν  ταυτότητες  να  ταξιδέψουν απ' τη μια επαρχία στην άλλη. Στην πραγματικότητα είχαν, αλλά μόνο προσωρινές, για  δύο  εβδομάδες.  Κάθε  χρόνο  οι  ταυτότητές  τους  ήταν  εκπρόθεσμες,  μα  δεν  τους  πείραζαν.  Φέτος,  άγνωστο  γιατί,  τους  έπιασαν  και  τους  έριξαν  φυλακή.  Έχουν  περάσει  κιόλας  δύο  μήνες  και  τους  κρατούν σαν κοινούς εγκληματίες.  —Είμαστε όλοι τεχνίτες μαρμαράδες, ανήκουμε στην ίδια συντεχνία. Λένε πως οι τοπικές φυλακές  έπιασαν φωτιά, μα δεν είναι αυτός ο λόγος. Βοηθείστε μας για τ' όνομα του Θεού! 

Digitized by 10uk1s 

  Ο  Νεχλιούντοφ  άκουγε,  μα  φαίνεται  πως  δεν  παρακολουθούσε  με  προσοχή  όσα  του  έλεγε  ο  λεβεντόκορμος  αυτός  μεσόκοπος,  γιατί  το  βλέμμα  του  ήταν  καρφωμένο  σε  μια  θρεμμένη  γκριζόμαυρη ψείρα που γλιστρούσε αργά μέσα απ' τα μαλλιά και κατέβαινε στο μάγουλό του.  —Μα, τι λέτε; Πώς είναι δυνατό, μόνο γι' αυτό; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ γυρίζοντας προς τον βοηθό  του διευθυντή.  —Πράγματι, η διοίκηση έκανε μια παρατυπία. Έπρεπε να τους στείλει και να τους εγκαταστήσει στις  κατά τόπους κατοικίες τους, απάντησε εκείνος.  Δεν  πρόλαβε  να  αποσώσει  τη  φράση  του,  όταν  απ'  το  μπουλούκι  πετάχτηκε  ένας  κοντόσωμος  άνδρας,  φορώντας  κι  αυτός  φόρμα  φυλακισμένου  κι  άρχισε  στραβώνοντας  με  κάποιο  παράξενο  μορφασμό το στόμα του να εξιστορεί τα άδικα βάσανά τους εκεί μέσα.  —Χειρότερα κι από σκύλους μάς έχουν..., ξεστόμισε.  ‐Ε, ε, άστα τα περιττά, κλείσε το στόμα γιατί ξέρεις...  ‐Τι  ξέρω  δηλαδή;  φώναξε  απελπισμένα  ο  κοντόσωμος  άνδρας.  —Μήπως  έχουμε  κάνει  κανένα  έγκλημα;  ‐Σιωπή! βρυχήθηκε ο βοηθός του διευθυντή κι αμέσως ο ανθρωπάκος βουβάθηκε.  «Μα,  τι  συμβαίνει  εδώ  μέσα;»  αναρωτήθηκε  ο  Νεχλιούντοφ,  βγαίνοντας  απ'  την  αίθουσα  κυνηγημένος  από  τα  εκατοντάδες  μάτια  που  τον  ακολουθούσαν  καρφωμένα  πάνω  του,  πίσω  από  τις πόρτες των κελιών, και απ' τα βλέμματα των φυλακισμένων που συνάντησε στο διάβα του.  —Μα,  είναι  ποτέ  δυνατό  να  κρατούν  φυλακισμένους  τόσο  αθώους  ανθρώπους;  ρωτούσε  ο  Νεχλιούντοφ τον βοηθό του διευθυντή, όταν βγήκαν τελικά στο διάδρομο.  —Και τι θα επιθυμούσατε να έχουμε κάνει; Πρέπει να γνωρίζετε πως πολλά απ' αυτά που λένε είναι  ψέματα.  Όταν  τους  ακούς,  έχεις  την  εντύπωση  πως  όλοι  τους  είναι  αθώες  περιστερές,  απάντησε  εκείνος.  —Μα, αυτοί που είδαμε εκεί μέσα δεν είναι ένοχοι για τίποτα.  —Αυτοί,  μπορεί,  το  παραδέχομαι.  Μα,  εδώ  μέσα  υπάρχει  μεγάλη  σαπίλα.  Χωρίς  αυστηρή  πειθαρχία, δε γίνεται τίποτα. Υπάρχουν κάτι τύποι ατσίδες που μπορούν να χαλάσουν τον κόσμο εν  ριπή οφθαλμού. Να, χθες, αναγκαστήκαμε να τιμωρήσουμε δύο απ' αυτούς.  —Πώς, δηλαδή, τους τιμωρήσατε; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Με διαταγή της διοίκησης, τους μαστιγώσαμε...  —Μα, οι σωματικές ποινές απαγορεύονται.  —Όχι γι' αυτούς που έχουν στερηθεί τα δικαιώματά τους. Αυτοί εξαιρούνται.  Ο Νεχλιούντοφ αναθυμήθηκε όσα είχε δει χθες, όταν περίμενε στην είσοδο, και κατάλαβε πως το  μαστίγωμα  πρέπει  να  έγινε  την  ώρα  που  περίμενε  εκεί  κι  ένιωσε  να  τον  πνίγει  εκείνο  το  ισχυρό  ανάμικτο συναίσθημα απορίας, θλίψης, αδυναμίας και ηθικής απελπισίας που τον έκανε να πάθει  Digitized by 10uk1s 

  πραγματική ναυτία, και να νιώσει τόσο χάλια όσο ποτέ άλλοτε.  Χωρίς  να  ακούει  πλέον  τον  βοηθό  του  διευθυντή  και  χωρίς  να  κοιτάζει  γύρω  του,  περπατώντας  βιαστικά,  βγήκε  από  τους  διαδρόμους  και  τράβηξε  για  το  γραφείο  του  διευθυντή  της  φυλακής,  ο  διευθυντής  ήταν  στον  προθάλαμο  και  είχε  ξεχάσει  να  καλέσει  στο  γραφείο  του  την  Μπογκοντούχοφσκαγια, γιατί είχε μπλέξει με μιαν άλλη υπόθεση. Μόλις είδε τον Νεχλιούντοφ να  μπαίνει στο γραφείο, τότε μόνο θυμήθηκε πως είχε υποσχεθεί να την καλέσει.  —Αμέσως, θα στείλω να την φέρουν εδώ. Περιμένετε λίγο, καθίστε, του είπε. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ LIV  ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΙΧΕ δύο δωμάτια. Στο πρώτο δωμάτιο δέσποζε μια μεγάλη χτιστή ξεφτισμένη σόμπα,  υπήρχαν δυο βρόμικα παράθυρα και στη μια γωνία στεκόταν ένας μαύρος κανόνας για την μέτρηση  του ύψους των κρατουμένων, ενώ στην άλλη γωνία κρεμόταν ένα απαραίτητο, παντοτινό εξάρτημα  σ'  όλους  τους  τόπους  μαρτυρίων:  μια  μεγάλη  εικόνα  του  Χριστού  (παροιμιώδης  χλευασμός  της  διδασκαλίας  του).  Εδώ,  στο  δωμάτιο  αυτό,  μερικοί  δεσμοφύλακες  έστεκαν  και  περίμεναν.  Στο  διπλανό  δωμάτιο  καμιά  εικοσαριά  κρατούμενοι  άνδρες  και  γυναίκες  καθισμένοι  σε  πάγκους  σύρριζα  στους  τοίχους  συζητούσαν  χαμηλόφωνα  είτε  σε  ζευγάρια  είτε  σε  μικρές  παρέες.  Στο  παράθυρο κοντά υπήρχε ένα τραπέζι. Ο διευθυντής κάθισε  σε  μια καρέκλα  κοντά στο τραπέζι και  πρότεινε και στον Νεχλιούντοφ που στεκόταν κιόλας πλάι του να καθίσει.  Ο  Νεχλιούντοφ  απ'  τη  θέση  αυτή  πρόσεξε  με  την  πρώτη  ματιά  έναν  νεαρό  εμφανίσιμο  άνδρα  με  κοντό  σακάκι,  που  στεκόταν  μπροστά  από  μια  μεσόκοπη  γυναίκα  με  κατάμαυρα  φρύδια,  και  της  μιλούσε  με  πάθος  κουνώντας  τα  χέρια  του.  Δίπλα  τους  καθόταν  ένας  γέρος  με  γαλάζια  γυαλιά  κι  άκουγε ασάλευτος κρατώντας το χέρι μιας νεαρής γυναίκας ντυμένης με φόρμα φυλακής που του  διηγιόταν κάτι. Ένα αγόρι, γυμνασιόπαιδο, με μια μαρμαρωμένη έκφραση φόβου στο πρόσωπό του  δεν έπαιρνε το βλέμμα του από τον γέρο. Κάπου εκεί κοντά τους, στη γωνία, καθόταν ένα ζευγάρι  ερωτευμένων. Εκείνη είχε κοντά ξανθά μαλλιά, έντονα κι έξυπνα χαρακτηριστικά, ήταν χαριτωμένη  και πολύ νέα ακόμα, ντυμένη κομψά και μοντέρνα. Εκείνος είχε λεπτά χαρακτηριστικά και σγουρά  μαλλιά, ένα όμορφο παλικάρι, και φορούσε έναν αδιάβροχο επενδύτη. Είχαν πιάσει μια γωνίτσα και  σιγοψιθύριζαν ξεχειλίζοντας από αγάπη. Πιο κοντά απ' όλους στο τραπέζι καθόταν μια γυναίκα με  άσπρα μαλλιά, ντυμένη στα μαύρα, το δίχως άλλο μητέρα. Κοίταζε στα μάτια επίμονα έναν νεαρό  άνδρα με όψη φθισικού, που φορούσε κι αυτός έναν αδιάβροχο επενδύτη, και πάσχιζε κάτι να του  πει, μα την έπνιγαν τα δάκρυα και βουβαινόταν. Ύστερα πάλι έκανε άλλη μια προσπάθεια κάτι να  ψελλίσει,  μα  σώπαινε.  Ο  νέος  κρατούσε  στα  χέρια  του  ένα  χαρτί  και  με  φανερή  αμηχανία,  μη  ξέροντας  τι  να  το  κάνει,  το  δίπλωνε,  το  τσαλάκωνε  με  νευρικό  ύφος.  Δίπλα  τους  καθόταν  μια  παχουλή, ροδαλή, όμορφη κοπέλα με πολύ ζωηρά, λαμπερά μάτια φορώντας ένα γκρίζο φουστάνι  και πελερίνα. Στο πλάι της καθόταν η μάνα της που 'κλαιγε και της χάιδευε τρυφερά τον ώμο. Όλα  ήταν όμορφα πάνω σε τούτο το κορίτσι: και τα μεγάλα λευκόσαρκα χέρια της και τα σγουρά, όλο  σκάλες κοντά μαλλιά της και η καλοσχηματισμένη μύτη με τα σαρκώδη χείλη της. Μα, το κόσμημα  του  προσώπου  της  ήταν  τα  αμυγδαλωτά  καστανά,  γεμάτα  αθωότητα,  προβατίσια  μάτια  της,  που  πάνω  τους  αντιφέγγιζε  η  καλοσύνη  και  η  αλήθεια.  Τη  στιγμή  που  μπήκε  ο  Νεχλιούντοφ,  η  νέα  ανασήκωσε  τα  όμορφα  μάτια  της  από  το  πρόσωπο  της  μητέρας  της  και  τα  βλέμματά  τους  διασταυρώθηκαν  φευγαλέα.  Όμως,  την  ίδια  στιγμή  γύρισε  απότομα  κι  άρχισε  κάτι  να  λέει  στη  μητέρα  της.  Όχι  πολύ  μακριά  από  το  ερωτευμένο  ζευγαράκι  καθόταν  ένας  μελαχρινός  αναμαλλιασμένος  άνδρας  με  σκοτεινή  θωριά  και  έλεγε  κάτι  νευριασμένα  σ'  έναν  επισκέπτη  με  άτριχο πρόσωπο που έμοιαζε με ευνούχο. Ο Νεχλιούντοφ είχε καθίσει πλάι στον διευθυντή και με  έντονη περιέργεια κοίταζε τριγύρω του, μέχρι την ώρα που ένα μικρό αγόρι, κουρεμένο γουλί, τον  πλησίασε και με τη λεπτή φωνή του τον ρώτησε:  —Εσείς ποιον περιμένετε εδώ;  Ο  Νεχλιούντοφ  τα  'χασε  από  την  ερώτηση  του  αγοριού,  μα  κοιτάζοντάς  το  και  παρατηρώντας  το  σοβαρό,  στοχαστικό  του  πρόσωπο  με  τα  διερευνητικά,  έξυπνα  μάτια,  του  απάντησε  με  σοβαρό  ύφος πως περίμενε μια γνωστή του γυναίκα.  —Και τι σας είναι αυτή, μήπως αδελφή; ρώτησε το αγόρι.  —Όχι, όχι, δεν είναι αδελφή μου απάντησε έκπληκτος ο Νεχλιούντοφ. —Και συ με ποιον είσαι εδώ;  το ρώτησε.  Digitized by 10uk1s 

  —Με την μαμά μου. Είναι πολιτική κρατούμενη, απάντησε με περηφάνια το αγόρι.  —Μάρια  Πάβλοβνα,  πάρ'  τε  τον  Κόλια,  είπε  ο  διευθυντής  που  θεωρούσε  μάλλον  πως  δεν  επιτρεπόταν απ' τον κανονισμό η συζήτηση του Νεχλιούντοφ με το αγόρι.  Η Μάρια Πάβλοβνα, εκείνη η όμορφη κοπέλα με τ' αθώα μάτια που έκανε τον Νεχλιούντοφ να την  προσέξει,  σηκώθηκε  και  φάνηκε  όλο  το  ψηλό  λυγερόκορμο  παράστημά  της  και  με  σταθερό,  ανοιχτό, σχεδόν ανδρίκιο βήμα πλησίασε τον Νεχλιούντοφ και το αγόρι.  —Θα  σας  ρώτησε,  βέβαια,  ποιος  είσαστε,  ε;  ρώτησε  τον  Νεχλιούντοφ,  μ'  ένα  αχνό  χαμόγελο  κοιτώντας  τον  κατάματα  με  τελείως  απλό  και  φυσικό  τρόπο,  χωρίς  να  προκαλεί  την  παραμικρή  αμφιβολία πως έτσι ήταν με όλους, κι έτσι έπρεπε να είναι πάντοτε με τους άλλους, απλή, ευγενική,  στοργική.  —Όλα  θέλει  να  τα  ξέρει,  πρόσθεσε  και  γέλασε  μ'  ένα  διάπλατο,  τόσο  καλοσυνάτο  και  τρυφερό  χαμόγελο  μπροστά  στο  προσωπάκι  του  αγοριού  που  έκανε  το  αγόρι,  μα  και  τον  Νεχλιούντοφ να γελάσουν κι αυτοί.  —Ναι, με ρώτησε για ποιον ήρθα εδώ.  —Μάρια  Πάβλοβνα,  δεν  επιτρέπεται  να  μιλάτε  με  ξένους.  Αφού  το  γνωρίζετε...  παρατήρησε  ο  διευθυντής.  —Εντάξει, εντάξει, απάντησε εκείνη και πιάνοντας με το μακρύ λευκό της χέρι το χεράκι του Κόλια,  που δεν την άφηνε απ' τα μάτια του, γύρισε στη μητέρα του φθισικού νέου.  —Τίνος είναι τούτο το αγόρι; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ τον ίδιο τον διευθυντή παίρνοντας θάρρος.  —Είναι γιος μιας πολιτικής κρατούμενης. Εδώ στη φυλακή γεννήθηκε, είπε ο διευθυντής με κάποιο  αίσθημα  ικανοποίησης,  σαν  να  ήθελε  να  υπογραμμίσει  το  σπάνιο  χαρακτήρα  του  ιδρύματος  που  επόπτευε.  —Δεν είναι δυνατόν!  —Αλήθεια είναι. Σε λίγο τα αγόρι θα ταξιδέψει για τη Σιβηρία, να βρει τη μάνα του.  —Και η κοπέλα;  —Δεν  μπορώ  να  σας  απαντήσω,  είπε  ο  διευθυντής,  ανασηκώνοντας  τους  ώμους.  —Α,  να  και  η  Μπογκοντούχοφσκαγια. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ LV  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΠΙΣΩ  πόρτα  με  ζωηρό  βήμα  μπήκε  μια  μικρόσωμη  και  αδύνατη  γυναίκα  με  κουρεμένα  μαλλιά και κατάχλομο πρόσωπο, η Βέρα Γιεφρέμοβνα, με τα τεράστια, καλοσυνάτα μάτια της.  —Ω,  σας  ευχαριστώ  που  ήρθατε,  είπε  και  έσφιξε  το  χέρι  του  Νεχλιούντοφ.  —Με  θυμηθήκατε;  Ας  καθίσουμε.  —Δεν περίμενα να σας βρω έτσι.  —Μα,  τι  λέτε,  εδώ  περνάω  θαυμάσια.  Τόσο  καλά,  μα  τόσο  καλά  που  δεν  θέλω  τίποτε  άλλο,  απάντησε η Βέρα Γιεφρέμοβνα, όπως πάντα, κοιτάζοντας τρομαγμένα με τα τεράστια, καλοσυνάτα  στρογγυλά  της  μάτια  τον  Νεχλιούντοφ,  στριφογυρίζοντας  τον  κίτρινο,  κάτισχνο,  άσαρκο  λαιμό  της  που ξεπρόβαλε, από τους άθλιους λερωμένους γιακάδες της μπλουζίτσας της.  Ο Νεχλιούντοφ άρχισε να την ρωτάει πώς βρέθηκε σ' αυτή την κατάσταση. Εκείνη του απαντούσε με  μεγάλη  όρεξη  για  την  περίπτωσή  της.  Ο  λόγος  της  ήταν  γεμάτος  ξενικές  λέξεις∙  μιλούσε  για  την  προπαγάνδα, τα σαμποτάζ, τους πυρήνες, τα τμήματα και τα υποτμήματα, που η ίδια πίστευε πως  όλοι προφανώς ήξεραν και μόνον ο Νεχλιούντοφ δεν είχε ακούσει ποτέ.  Του  διηγιόταν  με  τέτοια  θέρμη  το  καθετί,  γιατί  ήταν  τελείως  σίγουρη  πως  όλα  εκείνα  τον  ενδιέφεραν και πως ευχαριστιόταν να μαθαίνει όλα τα μυστικά της επαναστατικής οργάνωσης των  Ναρόντνικων.  Ο  Νεχλιούντοφ  κοιτούσε  με  συμπάθεια  το  δύστυχο  λαιμό  της,  τα  αραιά  κι  ανακατωμένα μαλλιά της κι απορούσε γιατί τα είχε κάνει όλα αυτά και του τα ιστορούσε τώρα. Την  λυπόταν, αλλά όχι ακριβώς, όπως λυπόταν τον Μενσόφ, που χωρίς το παραμικρό φταίξιμο τον είχαν  κλείσει  στο  βρόμικο  μπουντρούμι.  Πιο  πολύ  την  λυπόταν  για  κείνη  την  έκδηλη  σύγχυση  που  κουβαλούσε  στο  μυαλό  της.  Θαρρούσε  η  ίδια  πως  ήταν  ηρωίδα,  έτοιμη  να  προσφέρει  τη  ζωή  της  θυσία στο βωμό του αγώνα της, και την ίδια στιγμή τής ήταν μάλλον αδύνατο να εξηγήσει τι ήταν  αυτός ο αγώνας και τι εξαρτιόταν από την επιτυχία του.  Σε γενικές γραμμές η Βέρα Γιεφρέμοβνα διηγήθηκε στον Νεχλιούντοφ ότι μια συναγωνίστριά της, με  το όνομα Σουστόβα που δεν ανήκε στο δικό τους πυρήνα — όπως ισχυριζόταν η Βέρα Γιεφρέμοβνα  — πιάστηκε πριν από πέντε μήνες μαζί της και φυλακίστηκε στο Φρούριο Πετροπάβλοφσκ μόνο και  μόνο επειδή βρέθηκαν πάνω της βιβλία και χαρτιά που της είχε δώσει η ίδια να τα φυλάξει. Η Βέρα  θεωρούσε  εν  μέρει  τον  εαυτό  της  υπεύθυνο  για  την  φυλάκιση  της  Σουστόβα  και  ικέτευε  τον  Νεχλιούντοφ,  που  είχε  διασυνδέσεις,  να  κάνει  ό,τι  περνούσε  από  το  χέρι  του  για  να  την  αποφυλακίσει.  Ένα  άλλο  που  ζήτησε  η  Μπογκοντούχοφσκαγια  αφορούσε  στην  υπόθεση  κάποιου  Γιουτκέβιτς, για τον οποίο ο Νεχλιούντοφ έπρεπε να καταφέρει να πάρει την άδεια από τον διοικητή  του  Πετροπάβλοφσκ,  ώστε  να  τον  επισκεφτούν  οι  γονείς  του  και  να  του  στέλνουν  επιστημονικά  βιβλία που χρειαζόταν στην μελέτη του.  Ο  Νεχλιούντοφ  της  υποσχέθηκε  να  προσπαθήσει  να  κάνει  το  παν,  όταν  θα  πήγαινε  στην  Πετρούπολη.  Όσο για τη δική της ιστορία, η Βέρα του διηγήθηκε πως αφού τελείωσε τον κύκλο των μαθημάτων  τής μαιευτικής μπήκε, στο κόμμα των Ναρόντνικων και δούλεψε γι' αυτούς. Στην αρχή όλα πήγαιναν  ρολόι,  έγραφαν  προκηρύξεις,  έκαναν  προπαγάνδα  στις  φάμπρικες  μέχρι  που  κάποτε  έπιασαν  ένα  σπουδαίο πρόσωπο της οργάνωσης, κατέσχεσαν έγγραφα και άρχισαν τις μαζικές συλλήψεις.  —Μ'  έπιασαν  κι  εμένα  και  τώρα  με  στέλνουν  εξορία...  κατέληξε.  —Μα  δεν  με  πτοεί  αυτό.  Αισθάνομαι θαυμάσια, έχω μια ολύμπια διάθεση, είπε μ' ένα γέλιο που προκαλούσε οίκτο.  Digitized by 10uk1s 

  Ο  Νεχλιούντοφ  την  ρώτησε  για  την  κοπέλα  με  τα  αμυγδαλωτά  μάτια.  Η  Βέρα  Γιεφρέμοβνα  τον  πληροφόρησε  πως  ήταν  κόρη  ενός  στρατηγού  και  είχε  από  καιρό  τώρα  προσχωρήσει  στο  επαναστατικό κόμμα. Την είχαν συλλάβει, γιατί ανέλαβε η ίδια προσωπικά την ευθύνη για το φόνο  ενός χωροφύλακα. Ζούσε σ' ένα παράνομο διαμέρισμα, στο οποίο είχε εγκατασταθεί γιάφκα. Όταν  νύχτα ήρθαν οι αστυνομικοί για έρευνα, οι επαναστάτες αποφάσισαν να υπερασπιστούν τον εαυτό  τους, άνοιξαν πυρ κι άρχισαν να καταστρέφουν τα παράνομα έγγραφα. Η αστυνομία έκανε έφοδο  και  τότε  ένας  από  τους  συνωμότες  πυροβόλησε  και  πλήγωσε  θανάσιμα  έναν  χωροφύλακα.  Όταν  έγιναν ανακρίσεις για το φόνο, η κοπέλα δήλωσε πως αυτή είχε πυροβολήσει, αν και ποτέ στη ζωή  της δεν είχε πιάσει στα χέρια της περίστροφο και δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι. Έτσι έγινε και  τώρα την οδηγούν στα κάτεργα.  —Είναι αλτρουίστρια, καλή ψυχή, είπε επιδοκιμαστικά η Βέρα Γιεφρέμοβνα.  Το  τρίτο  ζήτημα  που  ήθελε  να  συζητήσει  με  τον  Νεχλιούντοφ  η  Γιεφρέμοβνα  ήταν  σχετικό  με  την  Μάσλοβα. Γνώριζε, όπως κι όλοι τους στη φυλακή, την ιστορία της και τις σχέσεις της μαζί του και  τον  συμβούλεψε  να  ενεργήσει  για  τη  μεταφορά  της  Μάσλοβα  στις  φυλακές  των  πολιτικών,  όπου  υπήρχε  συνωστισμός  από  αρρώστους  τώρα  και  χρειάζονταν  προσωπικό.  Ο  Νεχλιούντοφ  την  ευχαρίστησε για τις συμβουλές της και υποσχέθηκε πως θα έπραττε ανάλογα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ LVI  Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥΣ διακόπηκε από τον διευθυντή που σηκώθηκε απ' τη θέση του και ανήγγειλε πως  ο  χρόνος  του  επισκεπτηρίου  είχε  τελειώσει  και  οι  επισκέπτες  έπρεπε  να  αποχωρήσουν.  Ο  Νεχλιούντοφ  σηκώθηκε,  αποχαιρέτησε  την  Βέρα  Γιεφρέμοβνα  και  τράβηξε  προς  την  πόρτα,  όπου  κοντοστάθηκε παρακολουθώντας τι γινόταν τριγύρω του.  —Κύριοι, είναι ώρα, εμπρός, έλεγε ο διευθυντής που μια σηκωνόταν και μια καθόταν.  Η επιτακτική φωνή του διευθυντή απλώς προκάλεσε στους παρευρισκομένους, φυλακισμένους και  επισκέπτες, μια ιδιαίτερη νευρικότητα στις κινήσεις τους, μα κανένας δεν είχε τη διάθεση να φύγει.  Μερικοί σηκώθηκαν και σιγομιλούσαν όρθιοι, άλλοι άρχισαν τους ασπασμούς κλαίγοντας. Ιδιαίτερα  συγκινητική  ήταν  η  στιγμή  του  αποχαιρετισμού  ανάμεσα  στον  φθισικό  νέο  και  στη  μητέρα  του.  Ο  νέος  αμήχανα  έστριβε  συνεχώς  το  χαρτί  στα  χέρια  του  και  στο  πρόσωπό  του  διαγραφόταν  πιο  καθαρά μια σκληρή έκφραση. Συγκρατιόταν με τα δόντια για να μην αφήσει να τον συμπαρασύρουν  τα  αισθήματα  της  μητέρας  του.  Εκείνη,  όμως,  μόλις  άκουσε  πως  έπρεπε  να  τον  αποχαιρετήσει,  έπεσε  στην  αγκαλιά  του  κι  ακουμπώντας  το  κεφάλι  στον  ώμο  του,  ξέσπασε  σε  αναφιλητά  σφουγγίζοντας  την  υγρή  της  μύτη.  Η  κοπέλα  με  τ'  αθώα  μάτια  —ο  Νεχλιούντοφ  την  παρακολουθούσε επίμονα— στεκόταν μπροστά της και πάσχιζε να την παρηγορήσει. Ο γέρος με τα  γαλάζια γυαλιά, όρθιος, κρατούσε σφιχτά το χέρι της κόρης του και κουνούσε το κεφάλι του σ' αυτά  που του έλεγε εκείνη. Οι δυο νεαροί ερωτευμένοι είχαν σηκωθεί, κρατούσαν τα χέρια, κοιτάζοντας  σιωπηλά ο ένας τον άλλον στα μάτια.  —Να, μονάχα τούτοι οι δυο είναι χαρούμενοι είπε, δείχνοντας το ζευγάρι των ερωτευμένων, ο νέος  άνδρας με το κοντό σακάκι που στεκόταν πλάι στον Νεχλιούντοφ και, όπως κι εκείνος, παρατηρούσε  τη σκηνή του αποχωρισμού.  Νιώθοντας  τα  βλέμματα  του  Νεχλιούντοφ  και  του  νέου  να  τους  κοιτάζουν,  οι  ερωτευμένοι  —το  παλικάρι με τον αδιάβροχο επενδύτη κι η χαριτωμένη ξανθή κοπέλα —τέντωσαν τα σφιχτοδεμένα  τους χέρια, έγειραν πίσω και άρχισαν να στριφογυρίζουν γελώντας.  —Απόψε  παντρεύονται  εδώ,  στη  φυλακή  και  πηγαίνουν  μαζί  στη  Σιβηρία,  είπε  ο  νεαρός  στον  Νεχλιούντοφ.  —Αυτός ποιος είναι;  —Καταδικασμένος σε κάτεργα... Τουλάχιστον αυτοί το διασκεδάζουν. Σε πιάνει η καρδιά σου μ' όλα  τούτα  εδώ  μέσα,  πρόσθεσε  ο  νέος  με  το  σακάκι,  ακούγοντας  τους  λυγμούς  της  μητέρας  του  φθισικού άνδρα.  —Κύριοι, παρακαλώ, παρακαλώ! Μην μ' αναγκάσετε να πάρω αυστηρά μέτρα, έλεγε ο διευθυντής,  επαναλαμβάνοντας  αρκετές  φορές  τα  ίδια  λόγια.  —Μα,  τι  θα  γίνει  τέλος  πάντων;  Η  ώρα  πέρασε  πια. Αυτό είναι απαράδεκτο. Για τελευταία φορά σας το λέω, επανέλαβε άλλη μια φορά κακόκεφα  σιγορουφώντας το μισοσβησμένο του παπιρόσι απ' το Μαίρυλαντ.  Φαινόταν  καθαρά  πως  όσο  κι  αν  είναι  επιτηδευμένα,  παμπάλαια  και  κοινότοπα  όλα  εκείνα  τα  επιχειρήματα που επιτρέπουν σε ορισμένους ανθρώπους να προκαλούν πόνο στους άλλους, χωρίς  οι ίδιοι να αισθάνονται ένοχοι γι' αυτό, ο διευθυντής δεν μπορούσε να μην σκέφτεται πως ο ίδιος  ήταν  ένας  απ'  τους  ενόχους  γι'  αυτή  την  συμφορά  που  απλωνόταν  σ'  αυτό  το  δωμάτιο  και  ήταν  φανερό πως ένιωθε ένα φριχτά οδυνηρό συναίσθημα. 

Digitized by 10uk1s 

  Τελικά,  φυλακισμένοι  κι  επισκέπτες  άρχισαν  να  σκορπίζουν,  άλλοι  προς  την  εσωτερική  πόρτα  κι  άλλοι προς την έξοδο.  Πέρασαν μέσα πρώτα οι άνδρες, οι νεαροί με τους αδιάβροχους επενδύτες, ο φθισικός νέος και ο  μελαχρινός,  αναμαλλιασμένος  κι  ακολούθησαν  η  Μάρια  Πάβλοβνα  με  το  αγοράκι  που  γεννήθηκε  στη φυλακή.  Άρχισαν να φεύγουν και οι επισκέπτες. Κίνησε να φύγει μ' ένα βαρύ βήμα κι ο γέρος με τα γαλάζια  γυαλιά. Πίσω του ακολούθησε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Πράγματι, είναι φοβεροί αυτοί οι κανονισμοί τους, σχολίασε, σαν να συνέχιζε την κουβέντα τους, ο  φλύαρος  εκείνος  νέος,  καθώς  κατέβαινε  μαζί  με  τον  Νεχλιούντοφ  τις  σκάλες.  —  Ευτυχώς  που  ο  διευθυντής  είναι  καλοσυνάτος  άνθρωπος  και  δεν  τους  πολυτηρεί.  Κι  έτσι  οι  επισκέπτες  με  τους  φυλακισμένους μπορούν όλα να τα λένε, ν' ανοίγουν την ψυχή τους.  ‐Μα, μήπως δεν έχουν το ίδιο επισκεπτήριο κι οι άλλες φυλακές;  —Μπααα! Ούτε κατά διάνοια. Δεν αφήνουν το ιδιαίτερο επισκεπτήριο, αλλά ούτε και πίσω απ' το  κιγκλίδωμα επιτρέπουν.  Τη στιγμή που ο Νεχλιούντοφ, κουβεντιάζοντας με τον φλύαρο αυτό νεαρό που του αυτοσυστήθηκε  ως Μέντιντσεφ, έφθασε στο κατώφλι της φυλακής, τον πλησίασε ο διευθυντής μ' ένα κουρασμένο  ύφος στην όψη του.  —Το  λοιπόν,  αν  θέλετε  να  δείτε  την  Μάσλοβα,  ελάτε  παρακαλώ  αύριο,  είπε  με  τέτοιο  τρόπο  που  ήθελε προφανώς να φανεί ευγενικός προς στον Νεχλιούντοφ.  —Πολύ καλά, απάντησε εκείνος και βιάστηκε να βγει έξω...  Φριχτό, θα 'πρεπε να ένιωθε ο Νεχλιούντοφ, πως ήταν το άδικο μαρτύριο του Μενσόφ, κι όχι τόσο η  σωματική του κακουχία όσο εκείνη η κατάπληξή του, εκείνη του η αδυναμία να πιστέψει στο δίκιο  και  στον  Θεό,  γιατί  τον  βασάνιζαν  εκεί  μέσα  καθηλωμένο  μπροστά  στη  βαναυσότητα  των  ανθρώπων που τον τυραννούσαν χωρίς να φταίει. Φριχτός θα πρέπει να 'ταν ο εξευτελισμός και τα  βασανιστήρια των τόσων δεκάδων εκείνων αθώων που υπέφεραν μόνο και μόνο γιατί δεν είχαν τα  χαρτιά  που  έπρεπε.  Φριχτοί  θα  πρέπει  να  'ταν  εκείνοι  οι  αποκτηνωμένοι  δεσμοφύλακες  που  μοναδική τους ασχολία ήταν να βασανίζουν τους αδελφούς τους πιστεύοντας βαθιά μέσα τους πως  έτσι επιτελούσαν αξιέπαινο και σημαντικό έργο. Ο πιο φριχτός απ' όλους όμως του φαινόταν πως  θα  'πρεπε  να  ήταν  εκείνος  ο  καλόκαρδος  διευθυντής  της  φυλακής  με  τη  γερασμένη  όψη  και  την  τσακισμένη  υγεία  που  ήταν  υποχρεωμένος  να  χωρίζει  την  μάνα  απ'  τον  γιο,  τον  πατέρα  απ'  την  κόρη, ανθρώπους ίδιους κι απαράλλαχτους, όπως εκείνος και τα παιδιά του.  «Γιατί  όλα  αυτά;»  αναρωτήθηκε  ο  Νεχλιούντοφ  μ'  ένα  πνιγηρό  αίσθημα  δυσφορίας  που  του  προκαλούσε  πραγματική  ναυτία  σε  κάθε  του  επίσκεψη  στη  φυλακή,  χωρίς  να  μπορεί  να  βρει  απάντηση. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ LVII  ΤΗΝ  ΑΛΛΗ  ΜΕΡΑ  πήγε  στον  δικηγόρο  και  του  γνωστοποίησε  την  περίπτωση  του  Μενσόφ  και  της  μάνας  του  ζητώντας  να  αναλάβει  την  υπεράσπισή  τους.  Ο  δικηγόρος  τον  άκουσε  και  του  υποσχέθηκε  πως  θα  αναλάμβανε  την  υπόθεση  προσθέτοντας  πως,  αν  τα  πράγματα  είχαν  όπως  έλεγε ο Νεχλιούντοφ, γεγονός που δεν το απόκλειε καθόλου, θ' αναλάμβανε την υπεράσπισή τους  χωρίς  αμοιβή.  Του  είπε  ακόμα  ο  Νεχλιούντοφ  και  για  την  περίπτωση  των  εκατό  τριάντα  κρατουμένων που τους είχαν μέσα από μια παρεξήγηση και τον ρώτησε ποιος είχε την ευθύνη για  την κράτησή τους. Ο δικηγόρος σκέφτηκε για λίγο θέλοντας φαίνεται να δώσει ακριβή απάντηση.  —Ποιος  έχει  την  ευθύνη;  Κανένας,  είπε  ευθέως.  —Αν  απευθυνθείτε  στον  εισαγγελέα,  εκείνος  θα  σας  παραπέμψει  στον  κυβερνήτη,  αν  πάλι  αποταθείτε  στον  κυβερνήτη  εκείνος  θα  σας  πει  πως  υπεύθυνος είναι ο εισαγγελέας. Τελικά, κανένας δεν έχει καμία ευθύνη.  —Θα πάω αμέσως τώρα στον Μάσλενικοφ και θα του το πω.  —Μπαα!  Μη  χάνετε  τον  καιρό  σας,  αποκρίθηκε  χαμογελώντας  ο  δικηγόρος  εκφράζοντας  τη  διαφωνία  του.  —Είναι  τόσο  —ελπίζω  να  μην  σας  είναι  συγγενής  ή  φίλος—  συγχωρέστε  μου  τη  φράση, ηλίθιος και ταυτόχρονα τόσο παμπόνηρο κτήνος που είναι ανώφελο...  Ο Νεχλιούντοφ θυμήθηκε τι του είχε πει ο Μάσλενικοφ για τον δικηγόρο και γι' αυτό δεν απάντησε.  Χαιρέτησε κι έφυγε για το σπίτι του Μάσλενικοφ.  Ήθελε να του ζητήσει δύο εξυπηρετήσεις: τη μεταφορά της Μάσλοβα στο νοσοκομείο της φυλακής  και την απελευθέρωση των εκατόν τριάντα κρατουμένων που δεν είχαν ταυτότητα και έμεναν μέσα  άδικα.  Όσο  κι  αν  του  ήταν  βαρύ  να  παρακαλέσει  κάποιον  που  δεν  εκτιμούσε,  ήξερε  ότι  ήταν  το  μοναδικό μέσο που είχε στη διάθεσή του για να πετύχει το σκοπό του κι έπρεπε οπωσδήποτε να το  κάνει.  Φθάνοντας στο σπίτι του Μάσλενικοφ, είδε στο ξώστεγο σταθμευμένες κάμποσες άμαξες διαφόρων  ειδών:  κουπέ,  λαντώ,  αγοραίες,  και  θυμήθηκε  πως  εκείνη  ακριβώς  τη  μέρα  ήταν  η  μέρα  που  δεχόταν  η  γυναίκα  του  Μάσλενικοφ  και  μάλιστα  θυμήθηκε  πως  τον  είχε  καλέσει  κι  εκείνον.  Τη  στιγμή  που  η  άμαξα  του  Νεχλιούντοφ  πλησίαζε  το  σπίτι,  μια  αγοραία  άμαξα  ήταν  σταματημένη  μπροστά  στην  είσοδο  του  σπιτιού  κι  ένας  υπηρέτης  με  κονκάρδα  στο  καπέλο  και  μια  ανάρριχτη  πελερίνα βοηθούσε μια κυρία που είχε ανασηκώσει την ουρά του φουστανιού της, αποκαλύπτοντας  τους  λεπτούς  καλλίγραμμους  αστραγάλους  της  και  τα  μαύρα  γοβάκια  της,  ν'  ανεβεί  στην  άμαξα.  Ανάμεσα στ' αμάξια που ήταν ήδη σταματημένα διέκρινε και το σκεπαστό λαντώ των Κορτσάγκιν. Ο  γερο‐αμαξάς  με  το  ροδαλό  πρόσωπο,  αντικρίζοντας  τον  Νεχλιούντοφ,  έβγαλε  με  σεβασμό  και  εγκαρδιότητα  το  καπέλο  του,  όπως  θα  χαιρετούσε  έναν  πολύ  γνώριμο  άρχοντα.  Δεν  πρόλαβε  ο  Νεχλιούντοφ  να  ρωτήσει  τον  πορτιέρη  πού  ήταν  ο  Μιχαήλ  Ιβάνοβιτς  (Μάσλενικοφ),  όταν  στο  κεφαλόσκαλο  έκανε  την  εμφάνισή  του,  συνοδεύοντας  έναν  πολύ  σημαντικό  επισκέπτη,  από  εκείνους  που  δεν  ξεπροβόδιζε  απλώς  μέχρι  το  κεφαλόσκαλο,  αλλά  τους  συνόδευε  ως  κάτω  την  έξοδο. Ο επισκέπτης αυτός, που ήταν ένας ανώτατος στρατιωτικός, κατεβαίνοντας τις σκάλες έλεγε  στα  Γαλλικά  στον  συνομιλητή  του  για  μια  λαχειοφόρο  αγορά  που  επρόκειτο  να  διοργανωθεί  στην  πόλη  για  τα  άσυλα  της  περιοχής,  τονίζοντας  πως  αυτή  η  διοργάνωση  ήταν  μια  θαυμάσια  απασχόληση για τις κυρίες: «Και θα διασκεδάσουν και χρήματα θα συγκεντρώσουν».  —Qu 'elles s'amusent et que le bon Dieu les bénisse...!31 A! Νεχλιούντοφ, γεια σας! Καιρό έχουμε να  σας  δούμε,  αναφώνησε  ο  υψηλός  επισκέπτης  μόλις  είδε  τον  Νεχλιούντοφ.  —  Allez  présenter  vos  devoirs àmadame32. Είναι κι οι Κορτσάγκιν πάνω. Et Nadine Bukshevden. Toutes les jolies femmes de  la ville33, πρόσθεσε ανασηκώνοντας ελαφρά τους στρατιωτικούς του ώμους για να διευκολύνει τον  Digitized by 10uk1s 

  υπηρέτη να του φορέσει τον μεγαλόπρεπο μανδύα του με τα χρυσά γαλόνια. —Au revoir, mon cher!  είπε, μιλώντας συνεχώς Γαλλικά κι αποχαιρέτησε τον Νεχλιούντοφ. Φεύγοντας, έσφιξε το χέρι του  Μάσλενικοφ.  —Έλα,  λοιπόν,  ας  ανεβούμε!  Πόσο  χαίρομαι  που  σε  βλέπω,  φώναξε  όλος  ενθουσιασμό  ο  Μάσλενικοφ  πιάνοντας  απ'  το  χέρι  τον  Νεχλιούντοφ  και  μ'  ανάλαφρο  βήμα,  παρά  το  βαρύ  του  σώμα, τον οδήγησε γοργά επάνω.  Ο Μάσλενικοφ ήταν τόσο κατενθουσιασμένος κι ευδιάθετος, γιατί εκείνος ο υψηλός επισκέπτης του  είχε  δείξει  προσοχή.  Κανονικά,  έχοντας  υπηρετήσει  στο  σύνταγμα  της  ανακτορικής  φρουράς,  ο  Μάσλενικοφ  θα  έπρεπε  να  είχε  εξοικειωθεί  στις  συνεχείς  επαφές  του  με  την  αυτοκρατορική  οικογένεια, αλλά φαίνεται, πως  η επανάληψη αυτή  απλώς  και μόνο επέτεινε την ποταπότητα του  χαρακτήρα  του  κι  έκτοτε  κάθε  εκδήλωση  προσοχής  στο  πρόσωπό  του  τον  πλημμύριζε  με  ανέκφραστη ικανοποίηση, όπως το μικρό χαδιάρικο σκυλάκι που μόλις ο αφέντης του το χαϊδέψει,  το ψηλαφίσει και το ξύσει ανάμεσα στ' αφτιά κουλουριάζεται, χαμηλώνει τ' αφτιά και στριφογυρίζει  σαν  τρελό  γύρω  του.  Το  ίδιο  ήταν  έτοιμος  να  κάνει  και  ο  Μάσλενικοφ  τώρα.  Δεν  έδινε  καμία  σημασία  στη  σοβαρή  έκφραση  του  Νεχλιούντοφ,  δεν  άκουγε  τα  λόγια  του  και  χωρίς  δεύτερη  κουβέντα  τον  οδήγησε  στο  σαλόνι.  Ο  Νεχλιούντοφ  δεν  διανοήθηκε  ν'  αντισταθεί  μπροστά  στην  ασυγκράτητη ευφορία του Μάσλενικοφ και τον ακολούθησε.  —Οι δουλειές αργότερα! Ό,τι μου προστάξεις, θα το κάνω, του είπε καθώς διασχίζανε το σαλόνι. — Αναγγείλατε στην Κυρία στρατηγού ότι ο πρίγκιπας Νεχλιούντοφ ήρθε, είπε σ' έναν υπηρέτη του. Ο  υπηρέτης με γοργό βήμα έτρεξε μπροστά τους για να τον προαναγγείλει.  — Vous n'avez qu'à ordonner34. Τη γυναίκα μου όμως θα την δεις οπωσδήποτε. Είδα κι έπαθα την  προηγούμενη φορά που δεν σε πήγα να την δεις.  Ο  υπηρέτης  είχε  κιόλας  προλάβει  ν'  αναγγείλει  τον  ερχομό  του  Νεχλιούντοφ,  όταν  οι  δύο  άνδρες  μπήκαν στην αίθουσα υποδοχής. Η Άννα Ιγκνάτιεβνα, σύζυγος του αναπληρωτή κυβερνήτη, Κυρία  στρατηγού,  όπως  της  άρεσε  να  αυτοαποκαλείται,  υποδέχτηκε  τον  Νεχλιούντοφ  μ'  ένα  φωτεινό  χαμόγελο  και  μιαν  ελαφριά  κίνηση  του  κεφαλιού  της  πάνω  απ'  τα  καπέλα  και  τα  κεφάλια  των  επισκεπτών  της  γύρω  απ'  τον  καναπέ  που  καθόταν.  Στην  άλλη  άκρη  της  αίθουσας  υποδοχής  πλάι  στο τραπέζι με το σαμοβάρι κάθονταν μερικές κυρίες και κοντά τους στέκονταν κάμποσοι άνδρες,  στρατιωτικοί  και  ιδιώτες,  συζητώντας  ζωηρά,  δημιουργώντας  με  τις  φωνές  τους  ένα  ασταμάτητο  βουητό.  —Enfin35! Μα, τέλος πάντων, ούτε να μας ξέρετε δεν επιθυμείτε; Τι σας έχουμε κάνει;  Με τέτοια λόγια, που εξυπονοούσαν οικειότητα ανάμεσα σ' εκείνη και στον Νεχλιούντοφ, που ποτέ  δεν υπήρχε, όμως, η Άννα Ιγκνάτιεβνα υποδέχτηκε τον επισκέπτη της.  —Γνωριζόσαστε; Να σας συστήσω; Η Κυρία Μπιλιάφσκαγια, ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Τσερνόφ. Καθήστε  πιο κοντά μου.  —Missy, venez donc à notre table. On vous apportera votre thé...36 Κι εσείς..., είπε γελώντας προς το  μέρος  του  αξιωματικού  που  μιλούσε  με  την  Μίσσυ,  έχοντας  προφανώς  ξεχάσει  τ'  όνομά  του,  — παρακαλώ ελάτε εδώ. Εσείς, πρίγκιπα, θα πάρετε τσάι;  —Με  τίποτα,  μα  με  τίποτα  δεν  το  παραδέχομαι,  απλά  δεν  τον  αγαπούσε,  ακούστηκε  να  λέει  μια  γυναικεία φωνή. 

Digitized by 10uk1s 

  —Της άρεσαν όμως τα πιροσκί.  —Τα  αιώνια  σαχλά  αστεία...  ακούστηκε  να  λέει  χαμογελώντας  μια  άλλη  ντάμα  με  ψηλό  καπέλο,  αστράφτοντας μέσα στα ολομέταξα ρούχα, στα χρυσαφικά και στα διαμάντια της.  —C'est excellent37 αυτές οι βάφλες και τόσο ελαφρές. Φέρτε κι από εδώ παρακαλώ.  —Μα, γιατί, τόσο γρήγορα φεύγετε στην εξοχή;  —Ναι, ξέρετε, αυτή ήταν η τελευταία μας μέρα στην πόλη. Και γι' αυτό ήρθαμε εδώ σήμερα.  —Τι υπέροχη άνοιξη! Τι ωραία που είναι τώρα στην ύπαιθρο!  Η  Μίσσυ,  φορώντας  καπέλο  κι  ένα  σκουρόχρωμο  εφαρμοστό  ριγέ  φουστάνι  που  της  τόνιζε  τη  λεπτή, καλλίγραμμη φιγούρα της σα να 'ταν γεννημένη μ' αυτό, ήταν πραγματικά στις ομορφιές της.  Μόλις αντίκρισε τον Νεχλιούντοφ, το πρόσωπό της κοκκίνισε.  —Κι εγώ που νόμιζα πως είχατε φύγει.., του είπε.  —Ναι, είμαι στα πανιά. Κάποιες υποθέσεις με καθυστερούν. Κι εδώ για δουλειά ήρθα.  —Ελάτε να δείτε την μαμά. Θέλει πολύ να σας δει, είπε και καταλαβαίνοντας πως λέει ψέματα και  πως εκείνος το ένιωθε, κοκκίνισε ακόμη πιο πολύ.  —Φοβάμαι πως δεν θα προλάβω, απάντησε ο Νεχλιούντοφ με ύφος σκυθρωπό, υποκρινόμενος πως  δεν είχε καταλάβει την αμηχανία της.  Η  Μίσσυ  συνοφρυώθηκε,  ανασήκωσε  τους  ώμους  της  και  στράφηκε  προς  τον  κομψό  αξιωματικό  που  της  πήρε  μέσα  απ'  τα  χέρια  το  άδειο  φλιτζάνι  του  τσαγιού  και  με  ανδροπρεπές  στρατιωτικό  βάδισμα, σκοντάφτοντας με το σπαθί του στις πολυθρόνες, το μετέφερε σ' ένα άλλο τραπέζι.  —Κι εσείς πρέπει να συνεισφέρετε κάτι για το άσυλό μας.  —Μα, βέβαια δεν αρνούμαι να δώσω. Όμως, θέλω να συγκρατήσω τη γενναιοδωρία μου μέχρι τη  μέρα της λαχειοφόρου αγοράς. Εκεί θα σας δείξω τις προθέσεις μου ανεπιφύλακτα.  —Καλά θα δούμε! ακούστηκε η φωνή της μ' ένα έκδηλο προσποιητό γελάκι.  Η δεξίωση ήταν εξαίσια κι η Άννα Ιγκνάτιεβνα είχε κατενθουσιαστεί.  —Ο  Μίκα  μού  έλεγε  πως  ασχολείστε  τελευταία  με  τις  φυλακές.  Σας  καταλαβαίνω  πολύ  καλά.  Ο  Μίκα ( που δεν ήταν άλλος από τον χοντρό σύζυγό της Μάσλενικοφ) μπορεί να έχει βέβαια τα όσα  ελαττώματα,  μα,  όπως  κι  εσείς  γνωρίζετε,  είναι  τόσο  καλός!  Όλοι  αυτοί  οι  δυστυχισμένοι  οι  κατάδικοι είναι παιδιά του. Του είναι αδύνατον να τους δει με άλλο μάτι. Il est d'une bonté...38  Σώπασε ξαφνικά, φαινόταν να είχε χάσει τις λέξεις που μπορούσαν να περιγράψουν την καλοσύνη  του συζύγου της, του ανθρώπου εκείνου που με δικές του διαταγές μαστιγώνονταν οι κρατούμενοι.  Την ίδια στιγμή γυρίζοντας προς το μέρος μιας γριάς κυρίας με καταρυτιδωμένο πρόσωπο και μοβ  φιόγκους στα μαλλιά, που την ώρα εκείνη έμπαινε στο σαλόνι, της χαμογέλασε κουνώντας ελαφρά  το κεφάλι. 

Digitized by 10uk1s 

  Ο  Νεχλιούντοφ,  υπομένοντας  όση  ώρα  χρειαζόταν  να  κουβεντιάσει  μαζί  της  τόσο  άχρηστα  κι  ανούσια πράγματα μόνο και μόνο για να κρατήσει τους τύπους, κάποια στιγμή σηκώθηκε και πήγε  στον Μάσλενικοφ.  —Λοιπόν, σε παρακαλώ, μπορείς τώρα να μ' ακούσεις;  —Α, ναι! Αφού επιμένεις, έλα πάμε....  Πέρασαν σ' ένα μικρό γραφείο επιπλωμένο σε γιαπωνέζικο στυλ και κάθησαν κοντά στο παράθυρο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ LVIII  ‐ΛΟΙΠΟΝ,  je  suis  à  vous39!  θα  καπνίσεις;  Μόνο,  για  στάσου  λίγο,  μην  κάνουμε  καμιά  ζημιά  εδώ.  Σηκώθηκε κι έφερε μια σταχτοθήκη.— Σ' ακούω.  —Έχω δύο χάρες να σου ζητήσω.  —Α, γι' αυτό πρόκειται.  Το  πρόσωπο  του  Μάσλενικοφ  σκοτείνιασε  και  μελαγχόλησε.  Όλα  εκείνα  τα  σημάδια  του  παρορμητισμού του, σαν του μικρού σκυλιού που ο αφέντης του το γαργαλούσε και το χάιδευε στ'  αφτιά, έσβησαν μεμιάς. Από το σαλόνι έφθαναν φωνές. Κάποια γυναικεία φωνή ακουγόταν να λέει:  «Jamais,  jamais  je  ne  croirais»40.  Μια  άλλη  φωνή,  κάπου  στο  βάθος  ανδρική  αυτή  τη  φορά,  ακουγόταν  σαν  κάτι  να  διηγιόταν  και  επαναλάμβανε  συνέχεια:  «La  comtesse  Voronzoff  et  Victor  Apraksine»41.  Από  μιαν  άλλη  γωνιά,  έφτανε  στ'  αφτιά  τους  μια  υπόκωφη  βοή  από  ομιλίες  και  γέλια.  Ο  Μάσλενικοφ προσπαθούσε να διακρίνει αυτούς τους ήχους στο σαλόνι, μα άκουγε ταυτόχρονα και  τον Νεχλιούντοφ.  —Θα σου μιλήσω πάλι για κείνη την γυναίκα, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Ναι, για κείνη που καταδικάστηκε άδικα. Ξέρω, ξέρω.  —Θα  παρακαλούσα  να  μεριμνήσεις  για  τη  μεταφορά  της  στο  υπηρετικό  προσωπικό  του  νοσοκομείου των φυλακών. Μου είπαν, πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.  Ο Μάσλενικοφ έσφιξε τα χείλη και συλλογίστηκε για λίγο.  —Αμφιβάλλω, αν μπορεί να γίνει. Μα, θα ρωτήσω και θα σου τηλεγραφήσω αύριο.  —Έμαθα πως έχουν πολλούς αρρώστους εκεί και χρειάζονται βοηθούς.  —Καλά, καλά. Όπως και να 'χει το πράγμα, θα σου δώσω απάντηση.  —Σε παρακαλώ, του είπε ο Νεχλιούντοφ.  Από το σαλόνι ξεχύθηκαν αυθόρμητα ξεκαρδιστικά γέλια.  —Α,  ο  Βίκτωρ  είναι  πάλι.  Όταν  είναι  στα  κέφια  του  είναι  ασυναγώνιστος,  είπε  γελώντας  ο  Μάσλενικοφ.  —Και  κάτι  ακόμα,  συνέχισε  ο  Νεχλιούντοφ.  —Στη  φυλακή  αυτή  τη  στιγμή  βρίσκονται  γύρω  στους  εκατόν  τριάντα  κρατούμενους  χωρίς  μόνιμες  ταυτότητες.  Τους  κρατούν  μέσα  εδώ  και  ένα  μήνα  τώρα.  Και του διηγήθηκε ακριβώς την αιτία, για την οποία τους είχαν φυλακίσει.  —Μα πώς τα ξέρεις εσύ όλα αυτά; διερωτήθηκε ο Μάσλενικοφ και στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε  απότομα μια έκφραση ανησυχίας και δυσανασχέτησης.  Digitized by 10uk1s 

  —Πήγαινα  να  δω  έναν  υπόδικο  και  με  συνάντησαν  τυχαία  στον  διάδρομο  αυτοί  οι  άνθρωποι  και  άρχισαν να με παρακαλούν...  —Σε ποιον υπόδικο πήγαινες;  —Σ' έναν χωρικό που κατηγορείται άδικα και για να τον βοηθήσω έβαλα δικηγόρο. Όμως δεν είναι  αυτό  το  ζήτημα.  Πώς  είναι  δυνατόν  οι  άνθρωποι  αυτοί  να  κρατούνται  στη  φυλακή  με  μοναδικό  αιτιολογικό ότι δεν έχουν μόνιμες ταυτότητες και...  —Αυτό  είναι  αρμοδιότητα  της  εισαγγελικής  αρχής,  τον  διέκοψε  εκνευρισμένος  ο  Μάσλενικοφ.  — Και ύστερα λες πως τα δικαστήρια τηρούν συνοπτικές διαδικασίες και εκδίδουν δίκαιες αποφάσεις.  Υποχρέωση  του  αντιεισαγγελέα  είναι  να  επισκέπτεται  τις  φυλακές  και  να  πληροφορείται  αν  κρατούνται σύμφωνα με το νόμο οι φυλακισμένοι. Μα, κανένας τους δεν κάνει τίποτ' άλλο από το  να χαρτοπαίζει και να πίνει.  —Δηλαδή,  δεν  μπορείς  τίποτα  να  κάνεις;  ρώτησε  μελαγχολικά  ο  Νεχλιούντοφ  και  θυμήθηκε  τα  λόγια  του  δικηγόρου  του,  όταν  τον  είχε  προειδοποιήσει  πως  ο  κυβερνήτης  θα  μεταθέσει,  τις  ευθύνες στην εισαγγελία.  —Πως, μπορώ. Θα το φροντίσω αμέσως τώρα.  —Τόσο το χειρότερο γι' αυτήν. Είναι μια βασανισμένη ψυχή, ακούστηκε απ' το σαλόνι μια γυναικεία  φωνή, που απ' το ύφος της φαινόταν τελείως αδιάφορη για όσα έλεγε.  —Τόσο το καλύτερο, θα την πάρω κι αυτή, ακούστηκε απ' την άλλη πλευρά μια παιγνιδιάρικη φωνή  ενός άνδρα και αντήχησε το ναζιάρικο γελάκι μιας γυναίκας που έμοιαζε πως του αρνιόταν να του  δώσει κάτι.  —Όχι, όχι, με τίποτα, με τίποτα, έλεγε η γυναικεία φωνή.  —Φυσικά, θα τα φροντίσω όλα, επανέλαβε ο Μάσλενικοφ σβήνοντας το παπιρόσι με το λευκό του  χέρι στο οποίο φορούσε το διαμαντένιο δαχτυλίδι του.  —Ας περάσουμε, όμως, τώρα στο σαλόνι, στις κυρίες.  —Έχω και κάτι άλλο να σου πω ακόμα, είπε ο Νεχλιούντοφ που δεν μπήκε στο σαλόνι, σταματώντας  στην  πόρτα.—Μου  είπαν  πως  χθες  στη  φυλακή  κάποιοι  κρατούμενοι  υποβλήθηκαν  σε  βασανιστήρια. Αληθεύει αυτό;  Ο Μάσλενικοφ έγινε κατακόκκινος.  —Α!  γι'  αυτό  ήθελες  να  μου  μιλήσεις;  Όχι  mon  cher,  δεν  πρέπει  σε  καμιά  περίπτωση  να  χώνεις  παντού τη μύτη σου! Έλα, πάμε, τώρα, πάμε. Η Annette μάς φωνάζει, του είπε πιάνοντάς τον απ' το  χέρι,  ενώ  το  πρόσωπό  του  έδειχνε  την  ίδια  έξαψη,  όπως  πριν  από  λίγο  μετά  την  επίσκεψη  του  υψηλού εκείνου προσώπου. Όμως τώρα δεν ήταν από χαρά, μα από ανησυχία.  Ο Νεχλιούντοφ τράβηξε το χέρι του απότομα και χωρίς να χαιρετήσει κανέναν, χωρίς να πει λέξη, με  ύφος  σκυθρωπό,  διέσχισε  την  αίθουσα  υποδοχής,  το  σαλόνι,  προσπέρασε  τους  υπηρέτες  που  έτρεξαν να του δώσουν το παλτό στον προθάλαμο και βγήκε στο δρόμο.  —Τι του συνέβη; Τι του έκανες; ρώτησε η Annette τον σύζυγό της.  Digitized by 10uk1s 

  —Αυτό ήταν à la française, σχολίασε,  —Καλέ, τι à la française, αυτό ήταν à la zoulou!  —Μπα, τίποτα ιδιαίτερο, έτσι ήταν πάντα. Κάποιοι σηκώθηκαν να φύγουν, κάποιοι άλλοι ήρθαν και  τα  κουτσομπολιά  έδιναν  κι  έπαιρναν:  οι  παρέες  αρπάχτηκαν  απ'  το  επεισόδιο  αυτό  με  τον  Νεχλιούντοφ για να 'χουν ένα εύπεπτο θέμα για το σημερινό jour fixe.  Την  άλλη  μέρα  ο  Νεχλιούντοφ  έλαβε  ένα  γράμμα  από  τον  Μάσλενικοφ,  γραμμένο  σε  χοντρό  γυαλιστερό χαρτί με οικόσημο κι υπογραφές και με καλλίγραφο, σταθερό γραφικό χαρακτήρα. Στο  γράμμα του, ο Μάσλενικοφ τον πληροφορούσε ότι είχε ενεργήσει για την μεταφορά της Μάσλοβα  στην  κλινική  της  φυλακής  και  πως  κατά  πάσα  πιθανότητα  η  επιθυμία  του  θα  εκπληρωνόταν  το  δίχως  άλλο.  Το  γράμμα  κατέληγε  στη  φράση:  «Ο  παλιός  σου  σύντροφος,  που  δεν  έπαψε  να  σ'  αγαπάει»  και  στη  θέση  της  υπογραφής  «Μάσλενικοφ»  υπήρχε  μια  τεράστια  μονογραφή,  πραγματικά καλλιτεχνική.  «Ανόητε», μονολόγησε ο Νεχλιούντοφ, που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα νεύρα του, προπάντων  γιατί διαβάζοντας τη λέξη «σύντροφος», ένιωσε τον υπαινιγμό του Μάσλενικοφ που συγκαταβατικά  του  έκανε  τη  χάρη  να  κατεβεί  στο  επίπεδό  του.  Γιατί,  παρ'  ότι  ο  Μάσλενικοφ  εκτελούσε  την  πιο  βρόμικη  κι  επαίσχυντη,  από  ηθική  άποψη,  υπηρεσία,  ο  ίδιος  πίστευε  πως  ήταν  πολύ  σπουδαίο  πρόσωπο  και  με  το  να  αποκαλεί  τον  Νεχλιούντοφ  «σύντροφο»,  είχε  την  ψευδαίσθηση  ότι  δεν  βαυκαλιζόταν υπέρμετρα για το υψηλό του αξίωμα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ LIX  ΜΙΑ ΑΠ' ΤΙΣ ΠΙΟ κοινότοπες και διαδεδομένες προλήψεις στον κόσμο είναι πως ο κάθε άνθρωπος  διακρίνεται  από  απόλυτα  συγκεκριμένες  ιδιότητες,  πως  είναι,  δηλαδή,  καλός,  κακός,  έξυπνος,  ηλίθιος,  δραστήριος,  οκνός  κ.λπ.  Όμως,  οι  άνθρωποι  δεν  είναι  έτσι.  Μπορούμε  να  πούμε  για  κάποιον άνθρωπο πως συμπεριφέρεται πιο συχνά με την ιδιότητα του καλού, παρά του κακού, του  έξυπνου παρά του ηλίθιου, του ενεργητικού παρά του οκνού και αντίστροφα. Αλλά θα 'ταν σφάλμα  να ισχυριστούμε πως ένας άνθρωπος είναι καλός ή έξυπνος και κάποιος άλλος κακός ή ηλίθιος. Κι  όμως έτσι κρίνουμε τους ανθρώπους πάντοτε. Αυτό, ωστόσο, είναι λάθος. Οι άνθρωποι μοιάζουν με  τα ποτάμια: το νερό τρέχει ίδιο παντού και πάντοτε στην κοίτη τους, όμως, τα ποτάμια σ' άλλα τους  μέρη είναι στενά, ορμητικά, σ' άλλα πλατιά, ήσυχα, καθαρά, κρύα και σ' άλλα θολά και χλιαρά. Έτσι  συμβαίνει  και  με  τους  ανθρώπους.  Ο  καθένας  μας  κουβαλάει  μέσα  του  το  πρόπλασμα  όλων  των  ιδιοτήτων  του  ανθρώπινου  γένους  και  ανάλογα  πότε  εκδηλώνει  αυτές  και  πότε  τις  άλλες  μ'  αποτέλεσμα  συχνά  να  εμφανίζεται  τελείως  αγνώριστος,  ενώ  ταυτόχρονα  εξακολουθεί  να  διατηρεί  την  ιδιαίτερη  φύση  του.  Σ'  ορισμένους  ανθρώπους  οι  μεταβολές  αυτές  εκδηλώνονται  με  ασυνήθιστη ένταση κι εναλλαγή. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν κι ο Νεχλιούντοφ. Οι μεταβολές που  συντελούνταν μέσα του οφείλονταν τόσο σε φυσικές όσο και σε πνευματικές αιτίες. Κι ακριβώς στη  φάση τούτη ζούσε μια τέτοια κρίση.  Αυτό το συναίσθημα ενθουσιασμού και χαράς για την αναγέννηση της ψυχής του που ένιωσε μετά  από τη δίκη  και την πρώτη του συνάντηση με την Κατιούσα, τώρα τον είχε εγκαταλείψει οριστικά  και  τη  θέση  του  κατέλαβε  ο  φόβος  και  επί  πλέον  ένα  αίσθημα  απώθησης  για  κείνη.  Πήρε  την  απόφαση,  ωστόσο,  να  μην  την  εγκαταλείψει,  να  μην  προδώσει  την  υπόσχεσή  του  να  την  παντρευτεί,  αρκεί  μονάχα  να  το  ήθελε  κι  η  ίδια.  Όμως,  η  προοπτική  αυτή  του  φαινόταν  καταθλιπτική κι οδυνηρή.  Την άλλη μέρα απ' την επίσκεψη του στον Μάσλενικοφ, ο Νεχλιούντοφ ξαναπήγε στη φυλακή για  να δει την Κατιούσα.  Ο διευθυντής κανόνισε μια νέα συνάντηση, αυτή τη φορά όμως όχι στο γραφείο της φυλακής ούτε  στην  αίθουσα  των  δικηγόρων,  αλλά  στο  επισκεπτήριο  των  γυναικών.  Παρά  την  καλοσυνάτη  του  φύση, ο διευθυντής ήταν τώρα πιο συγκρατημένος απ' ό,τι πριν απέναντι στον Νεχλιούντοφ. Ήταν  φανερό  πως  οι  συζητήσεις  που  είχε  ο  Νεχλιούντοφ  με  τον  Μάσλενικοφ  είχαν  ως  συνέπεια  να  διαταχθεί μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα απέναντι σ' έναν τέτοιο επισκέπτη.  —Μπορείτε να την δείτε, όμως, σας παρακαλώ σχετικά με τα χρήματα να κάνετε ό,τι σας ζήτησα...  Όσο για τη μεταφορά της στο νοσοκομείο, όπως, αναφέρει στην επιστολή του η αυτού Εξοχότης ο  Κυβερνήτης, είναι εφικτό και ο γιατρός είναι σύμφωνος. Όμως, πρέπει να γνωρίζετε πως η ίδια δεν  θέλει και λέει: «Σιγά, μη μου χρειάζεται να κουβαλάω εγώ τα καθίκια των ψωριάρηδων...» Βλέπετε,  πρίγκιπά μου, τι κόσμος υπάρχει γύρω μας, πρόσθεσε ο διευθυντής.  Ο  Νεχλιούντοφ  δεν  έδωσε  καμιά  απάντηση  παρά  μόνο  ζήτησε  να  του  επιτρέψει  να  πάει  στο  επισκεπτήριο  να  την  δει.  Ο  διευθυντής  έστειλε  έναν  δεσμοφύλακα  να  την  φέρει  και  σε  λίγο  ο  Νεχλιούντοφ βρισκόταν στο άδειο επισκεπτήριο των γυναικών.  Η Μάσλοβα ήταν κιόλας πίσω απ' τα κάγκελα και περίμενε. Μόλις τον αντίκρυσε, βγήκε αμίλητη και  φοβισμένη, προχώρησε στην αίθουσα του επισκεπτηρίου, σταμάτησε πολύ κοντά στον Νεχλιούντοφ  και με ένα απλανές βλέμμα, χωρίς να τον κοιτάζει, είπε σιγανά:  —Συγχωρέστε με Ντμίτρι Ιβάνοβιτς, που σας μίλησα άπρεπα προχτές. 

Digitized by 10uk1s 

  —Μα, τι λέτε, εγώ δεν είμαι άξιος να σας συγχωρέσω..., προσπάθησε να πει ο Νεχλιούντοφ.  —Αφήστε  με  μονάχα  στην  ησυχία  μου,  —τον  διέκοψε  απότομα  και  τ'  αλλοίθωρα  μάτια  της  που  άστραψαν αλλόκοτα καρφώθηκαν πάνω του και τον έκαναν να νιώσει εκείνη τη γνώριμη επίμονη κι  εχθρική της διάθεση.  —Γιατί όμως να σας αφήσω;  —Δεν έχει γιατί!  —Μα, γιατί άραγε; Γιατί;  Τον κοίταξε πάλι μ' εκείνη την ίδια, τη μοχθηρή, όπως του, φάνηκε, έκφραση.  —Το, λοιπόν, ακούστε μια κι έξω! Αφήστε με ήσυχη, σας το ζητάω ειλικρινά. Δεν αντέχω. Αφήστε με  τελείως και μην ξαναφανείτε, του είπε με τρεμάμενα χείλη και βουβάθηκε για μια στιγμή. —Αυτή  είν' η αλήθεια. Καλύτερα να κρεμαστώ.  Ο  Νεχλιούντοφ  ένιωσε  πως  στην  άρνησή  της  υπήρχε  μίσος  για  κείνον,  πίκρα  για  την  ντροπή  που  κουβαλούσε  μέσα  της  και  για  την  οποία  τον  θεωρούσε  ένοχο,  μα,  ταυτόχρονα,  διέκρινε  και  κάτι  άλλο,  κάτι  όμορφο  και  σπουδαίο.  Αυτή  της  η  τελείως  ατάραχη  απόρριψη  της  πρότασής  του  σκόρπισε  μεμιάς  μέσα  στη  ψυχή  του  όλες  εκείνες  τις  αμφιβολίες  που  τον  κατέτρυχαν  και  του  ξαναγέννησαν  την  παλιά,  γνώριμη  ευφορία,  τον  ενθουσιασμό  και  την  τρυφερότητα  των  συναισθημάτων του.  —Κατιούσα,  αυτό  που  σου  είπα  τότε,  σου  το  ξαναλέω  και  τώρα,  πρόφερε  με  ιδιαίτερα  σοβαρό  ύφος. —Σου ζητάω να με παντρευτείς. Εάν, όμως δε θέλεις, και απ' ό,τι φαίνεται προς το παρόν δε  θέλεις, να ξέρεις πως εγώ, όπως και πριν, θα είμαι εκεί που θα είσαι και θα πηγαίνω, όπου θα σε  πηγαίνουν.  —Αυτό  είναι  δική  σας  υπόθεση,  εγώ  δεν  πρόκειται  να  το  συζητήσω  άλλο  αυτό  το  θέμα,  είπε  με  χείλη που άρχισαν πάλι να τρεμοπαίζουν και βουβάθηκε στον πόνο της.  Σιωπή τύλιξε και τον Νεχλιούντοφ που στεκόταν αδύναμος να ψελλίσει το παραμικρό.  Κάποια στιγμή κατάφερε ν' ανοίξει το στόμα του. —Φεύγω τώρα για την επαρχία κι ύστερα θα πάω  στην Πετρούπολη. Θα κάνω ό,τι περνάει απ' το χέρι μου για την υπόθεσή σας, για την υπόθεσή μας,  και με τη βοήθεια του Θεού θα ακυρώσουν την απόφαση.  —Την ακυρώσουν, δεν την ακυρώσουν, καρφάκι δε μου καίγεται γι' αυτό. Άλλο είναι αυτό που με  νοιάζει...,  πρόφερε  με  δυσκολία,  πασχίζοντας  να  συγκρατήσει  τα  δάκρυα  στα  βουρκωμένα  της  μάτια.  —  Δεν  μου  είπατε  τι  έγινε,  είδατε  τον  Μενσόφ;  ρώτησε  ξαφνικά  σα  να  'θελε  να  πνίξει  τη  συγκίνησή της. —Δεν νομίζετε κι εσείς πως είναι αθώοι;  —Ναι, νομίζω έτσι είναι. —Τι καταπληκτική γριούλα!  Ο  Νεχλιούντοφ  τής  διηγήθηκε  όλα  όσα  είχε  ακούσει  από  τον  Μενσόφ  και  την  ρώτησε  αν  της  χρειαζόταν τίποτα. Του απάντησε πως δεν είχε καμία απολύτως ανάγκη. Σώπασαν και πάλι.  ‐Α, σχετικά με το νοσοκομείο, έσπασε ξαφνικά τη σιωπή η 

Digitized by 10uk1s 

  Μάσλοβα,  κοιτώντας  τον  με  τ'  αλλήθωρο  βλέμμα  της—αν  θέλετε  να  πάω,  θα  πάω  κι  όσο  για  το  κρασί υπόσχομαι πως δεν θα ξαναπιώ...  Ο Νεχλιούντοφ την κοίταξε κατάματα σωπηλός. Στα μάτια της έλαμπε ένα χαμόγελο.  —Αυτό είναι θαυμάσιο, πρόλαβε να προφέρει και να την αποχαιρετήσει μέσα στην έκπληξή του.  «Ναι, οπωσδήποτε, έχει αλλάξει τελείως», σκεφτόταν ο Νεχλιούντοφ που είχε νικήσει τους παλιούς  ενδοιασμούς  του  και  τώρα  τον  πλημμύριζε  ένα  τελείως  πρωτόγνωρο  συναίσθημα  πίστης  στον  παντοδύναμο έρωτα.  Όταν γύρισε μετά τη συνάντησή τους στο βρομερό της κελί, η Μάσλοβα έβγαλε τη ρόμπα της και  ανέβηκε στο γιατάκι της και κάθησε στη γωνιά αγκαλιάζοντας με τα χέρια τα γόνατά της. Στο κελί  εκείνη την ώρα βρισκόταν μόνο η φθισικιά από το Βλαντίμιρ με το μωρό της, η γρια‐Μενσόβα και η  γρια‐φύλακας  με  τα  δυο  της  παιδιά.  Η  κόρη  του  ψάλτη  έλειπε,  το  προηγούμενο  βράδυ  την  είχαν  εξετάσει και την βρήκαν τρελή, γι' αυτό την μετέφεραν στην κλινική. Οι άλλες γυναίκες είχαν πάει  στο  πλυσταριό  να  πλύνουν.  Η  γρια‐Μενσόβα  ήταν  ξαπλωμένη  και  κοιμόταν  στο  γιατάκι  της,  τα  παιδιά  έπαιζαν  στο  διάδρομο  κι  η  πόρτα  ήταν  μισόκλειστη.  Η  γυναίκα  απ'  το  Βλαντίμιρ  με  το  βρέφος  στην  αγκαλιά  της  κι  η  γριά  με  την  κάλτσα,  που  ούτε  στιγμή  δεν  έπαυε  να  πλέκει  με  τα  γρήγορα δάχτυλά της, πήγανε κοντά στην Μάσλοβα.  —Τι έγινε, το λοιπόν, συναντηθήκατε; ρώτησαν.  Η Μάσλοβα, χωρίς να τους δίνει σημασία, καθόταν στο ψηλό της γιατάκι και κουνούσε αμήχανα τα  πόδια της που κρέμονταν.  —Τι  χολοσκάς,  καημένη;  της  είπε  η  γριά.  —Το  χειρότερο  απ'  όλα  είναι  να  μας  πάρει  από  κάτω  η  ρόδα. Αχ, Κατιούσα! Έλα, σύνερθε! της φώναξε κουνώντας γρήγορα τα δάχτυλά της.  Η Μάσλοβα σιωπούσε.  —Οι  κοπέλες  πήγαν  να  πλύνουν.  Είπανε,  πως  σήμερα  έχουν  φέρει  πολλά  δέματα  από  την  ελεημοσύνη, είπε η γυναίκα από το Βλαντίμιρ.  —Φινιάσκα! φώναξε στην πόρτα η γριά. —Πού χάθηκες βρε διαολάκι;  Κι αμέσως κάρφωσε τη μια της βελόνα στο κουβάρι του μαλλιού και στο πλεχτό της και βγήκε στο  διάδρομο.  Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν ποδοβολητά και φωνές γυναικών στο διάδρομο∙ οι κρατούμενες του  κελλιού  της  Μάσλοβα  με  τα  τσόκαρα  στα  γυμνά  τους  πόδια  μπήκαν  μέσα  κρατώντας  η  καθεμιά  τους από μια κουλούρα, μερικές κρατούσαν κι από δύο.  Η Φεντόσια πήγε αμέσως κοντά στη Μάσλοβα.  —Τι  συνέβη;  Τίποτα  κακό;  την  ρώτησε  με  τα  διάφανα  γαλάζια  της  μάτια,  γεμάτα  τρυφεράδα  κι  αγάπη.  —Να,  για  δες  τι  μας  δώσανε  για  το  τσάι,  κι  άρχισε  να  ακουμπάει  τις  κουλούρες  που  κουβαλούσε πάνω στην τάβλα.  —Τι έγινε λοιπόν; Μήπως μετάνιωσε και δεν θέλει να σε παντρευτεί; ρώτησε η Καραμπλιόβα. 

Digitized by 10uk1s 

  —Όχι δεν μετάνιωσε, εγώ είμαι που δεν θέλω, είπε η Μάσλοβα.  —Τι χαζή που είσαι! ακούστηκε η μπασαδούρα φωνή της Καραμπλιόβα.  —Μα αφού δεν θα ζούνε μαζί, γιατί να παντρευτούνε; είπε η Φεντόσια.  —Μα να, ορίστε ο δικός σου άντρας έρχεται μαζί σου, παρατήρησε η γρια‐φύλακας.  —Εμείς είμαστε άλλο, είμαστε με το νόμο ζευγάρι, είπε η Φεντόσια. Αυτός όμως γιατί να κάνει γάμο  με το νόμο αφού δεν θα ζούνε μαζί;  —Άλλη χαζή ετούτη! Ας τον παντρευτεί μωρέ εκείνη, να πνιγεί στο χρυσάφι!  —Μου το δήλωσε καθαρά:«Θα πηγαίνω όπου σε πηγαίνουν», είπε η Μάσλοβα. Θα 'ρθει, μα, κι αν  δεν έρθει, ποτέ του. Δεν πρόκειται να πέσω και στα πόδια του. Θα πάει λέει τώρα στην Πετρούπολη  για να κάνει ενέργειες. Έχει εκεί συγγενείς όλους τους υπουργούς, μόνο που εγώ δεν τον έχω καμία  ανάγκη...  —Το ξέρουμε πως δεν έχεις ανάγκη, ακούστηκε απότομα η δυνατή φωνή της Καραμπλιόβα, που τη  στιγμή εκείνη ψαχούλευε το σακούλι της και φαινόταν να την απασχολεί κάτι άλλο...  —Το λοιπόν, θα το τσούξουμε λιγάκι;  —Εγώ δε θα πιω, πιείτε μόνες σας, αποκρίθηκε η Μάσλοβα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι  ΔΥΟ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ αργότερα η εκδίκαση της έφεσης ορίστηκε να συζητηθεί στη Γερουσία και γι' αυτό  τον  λόγο  ο  Νεχλιούντοφ  σκόπευε  να  πάει  στην  Πετρούπολη.  Σε  περίπτωση  που  η  Γερουσία  απέρριπτε την έφεση, θα ζητούσε χάρη από την Αυτού Μεγαλειότητα, όπως τον είχε συμβουλέψει ο  δικηγόρος  του  που  είχε  αναλάβει  την  υπόθεση.  Αν  η  αίτηση  χάριτος  δεν  είχε  αποτέλεσμα  —  κάτι  που  θα  'πρεπε  να  το  περιμένει  ο  Νεχλιούντοφ,  γιατί,  σύμφωνα  με  τον  δικηγόρο,  οι  λόγοι  για  την  άσκηση  έφεσης ήταν τελείως  σαθροί  —τότε η συνοδεία των καταδίκων μαζί με την  Μάσλοβα, θα  μπορούσε να ξεκινήσει για τη Σιβηρία στις αρχές Ιουνίου, και για να έχει χρόνο να προετοιμαστεί να  πάει μαζί της στην εξορία, πράγμα που είχε αποφασίσει οριστικά πλέον ο Νεχλιούντοφ, θα έπρεπε  πρώτα να κάνει μια περιοδεία στην επαρχία για να τακτοποιήσει εκεί κάποιες εκκρεμότητες.  Πρώτα επισκέφθηκε το Κουζμίνσκογιε, το πλησιέστερο, μεγάλο τσιφλίκι του με τις μαύρες γαίες απ'  όπου εισέπραττε το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του. Όταν ήταν παιδί, αλλά και αργότερα  στην  εφηβεία,  είχε  ζήσει  κάμποσα  χρόνια  εκεί,  μα  σαν  ενηλικιώθηκε  μονάχα  δυο  φορές  έτυχε  να  πάει.  Τη  μια  φορά  μάλιστα  πήγε  γιατί  του  το  είχε  ζητήσει  η  μητέρα  του  και  σύμφωνα  με  την  επιθυμία  της  είχε  τότε  εγκαταστήσει  έναν  Γερμανό  διαχειριστή  στο  τσιφλίκι  τους.  Απ'  αυτή  την  άποψη,  είχε  από  παλιά  γνώση  των  διαχειριστικών  υποθέσεων  και  των  σχέσεων  που  αφορούσαν  τους  αγρότες  και  τους  τσιφλικάδες.  Οι  σχέσεις  αυτές  ήταν  επιεικώς  σχέσεις  ολοκληρωτικής  εξάρτησης  και,  στην  απλή  καθομιλουμένη,  ήταν  σχέσεις  δουλείας  στους  τσιφλικάδες.  Δεν  ήταν  βέβαια σωματική δουλεία, όπως εκείνη που καταργήθηκε το 1861, δηλαδή δουλεία συγκεκριμένων  ατόμων σ' έναν αφέντη, αλλά δουλεία γενική, όλων των ακτημόνων ή των μικροκληρούχων αγροτών  στους  μεγάλους  ιδιοκτήτες  γης,  συνολικά,  και  κατά  κύριο  λόγο  —  μερικές  φορές  μάλιστα  και  αποκλειστικά  —  στους  γαιοκτήμονες  εκείνους  που  στα  τσιφλίκια  τους  ζούσαν  οι  χωρικοί.  Ο  Νεχλιούντοφ το γνώριζε αυτό, δεν ήταν δυνατόν να μην το γνωρίζει, τη στιγμή που σ' αυτή ακριβώς  τη  μορφή  δουλείας  στηριζόταν  η  περιουσία  του,  την  οποία  φρόντισε  να  δημιουργήσει.  Μα,  εκτός  απ'  αυτό,  ο  Νεχλιούντοφ  γνώριζε  ακόμα  ότι  η  περιουσία  του  αυτή  είχε  αποκτηθεί  με  αδικίες  και  απάνθρωπα  μέσα∙  το  ήξερε  αυτό  από  τα  φοιτητικά  του  χρόνια,  όταν  ενστερνιζόταν  και  υπερασπιζόταν  τη  θεωρία  του  Χένρυ  Τζωρτζ  και  χάρη  σ'  αυτές  τις  ιδέες  μοίρασε  την  πατρική  του  κληρονομιά στους χωρικούς, επειδή πίστευε πως η γαιοκτησία ήταν το ίδιο αμαρτία όσο και στην  εποχή μας θεωρούσαν την δουλοπαροικία πριν από πενήντα χρόνια. Βέβαια, αφού αποχώρησε από  τη  στρατιωτική  υπηρεσία,  όταν  συνήθισε  να  ξοδεύει  είκοσι  σχεδόν  χιλιάδες  ρούβλια  το  χρόνο,  οι  γνώσεις του αυτές δεν είχαν πλέον και τόσο επιτακτικό χαρακτήρα για τη ζωή του, λησμονήθηκαν  και μερικές φορές ο Νεχλιούντοφ όχι μονάχα δεν αναρωτιόταν από πού προέρχονταν όλα εκείνα τα  έσοδα, πώς κέρδιζε τόσα χρήματα που του έδινε η μητέρα του, μα έπαψε κιόλας να το σκέφτεται.  Όμως  ο  θάνατος  της  μητέρας  του,  η  κληρονομιά  και  η  ανάγκη  διαχείρισης  της  περιουσίας  του,  δηλαδή  των  τσιφλικιών  του,  τον  έκαναν  και  πάλι  να  αντιμετωπίσει  το  πρόβλημα  της  στάσης  του  απέναντι  στη  γαιοκτησία.  Πριν  από  έναν  μήνα,  ο  Νεχλιούντοφ  θα  μπορούσε  να  διαβεβαιώσει  τον  εαυτό του πως εκείνος, από μόνος του, δεν είχε τη δύναμη ν' αλλάξει το κατεστημένο, πως δεν ήταν  εκείνος που διηύθυνε τα τσιφλίκια και, συνεπώς, θα είχε ήσυχη τη συνείδησή του λίγο πολύ, ζώντας  μακριά και απομυζώντας έσοδα απ' την περιουσία του. Σήμερα, όμως, έπαιρνε την απόφαση πως,  αν και είχε μπροστά του το ταξίδι στη Σιβηρία και θ' αντιμετώπιζε τις πολύπλοκες αντιξοότητες του  κόσμου  των  φυλακών  που  θα  του  απορροφούσαν  πολλά  χρήματα,  δεν  θα  έπρεπε  ν'  αφήσει  τα  πράγματα  ν'  ακολουθήσουν  τη  συνηθισμένη  τους  πορεία.  Αντίθετα,  ένιωθε  πως  έπρεπε  να  τ'  αλλάξει  ακόμα  κι  αν  ζημίωνε  τον  ίδιο  του  τον  εαυτό.  Πήρε  γι'  αυτό  την  απόφαση  να  μην  εκμεταλλεύεται ο ίδιος τα κτήματά του, αλλά να τα παραχωρήσει με μικρό ενοίκιο στους χωρικούς  και έτσι να τους κάνει ανεξάρτητους από τους τσιφλικάδες γενικά. Πολλές φορές, όταν σύγκρινε τη  θέση  του  τσιφλικά  με  τη  θέση  του  δουλοκτήτη,  ο  Νεχλιούντοφ  παρομοίαζε  τη  μίσθωση  των  κτημάτων στους χωρικούς — αντί της εκμετάλλευσής τους από τους ίδιους τους καλλιεργητές τους  — με εκείνο που έκαναν οι δουλοκτήτες όταν άλλαζαν την αγγαρεία με τη δεκάτη. 

Digitized by 10uk1s 

  Αυτό  βέβαια  δεν  ήταν  η  λύση  στο  πρόβλημα,  ήταν  όμως  ένα  κάποιο  βήμα  προς  την  επίλυσή  του,  ήταν δηλαδή ένα μεταβατικό στάδιο από την πιο σκληρή μορφή βίας προς μια ηπιότερη. Σ' αυτές τις  αποφάσεις είχε καταλήξει κι έτσι ετοιμαζόταν να πράξει.  Ο  Νεχλιούντοφ  έφθασε  στο  Κουζμίνσκογιε  σχεδόν  μεσημέρι.  Έχοντας  απλοποιήσει  σ'  όλα  τη  ζωή  του, δεν τηλεγράφησε για να τον περιμένουν, και στο σταθμό πήρε μόνος του μια δίτροχη άμαξα με  δύο  άλογα.  Ο  αμαξάς,  ένα  παλικάρι  που  φορούσε  βαμβακερό  χιτώνα  με  λεπτές  πιέτες,  σφιγμένο  γύρω  στη  μέση,  καθόταν  στην  άκρη  στο  κάθισμά  του,  όπως  κάνουν  συνήθως  οι  αμαξάδες,  και  μπορούσε  έτσι  να  γυρίζει  και  να  κουβεντιάζει  με  τον  επιβάτη  του.  Κι  όση  ώρα  κουβεντιάζανε,  τ'  άλογα  που  αργοσέρνανε  την  άμαξα,  το  ένα  κουτσό,  ψόφιο  απ'  την  κούραση,  άσπρο,  και  το  άλλο,  ένα  ψωραλέο,  ασθματικό  ζωντανό,  μπορούσαν  να  προχωράνε  με  το  πάσο  τους,  όπως  θα  'θελαν  πάντοτε να πηγαίνουν.  Ο  αμαξάς  ανάμεσα  στ'  άλλα  μίλησε  και  για  τον  διαχειριστή  στο  Κουζμίνσκογιε,  χωρίς  να  γνωρίζει  πως ο άνθρωπος που καθόταν πλάι του ήταν ο ίδιος ο ιδιοκτήτης. Στη συζήτηση ο Νεχλιούντοφ είχε  φροντίσει να μην του αποκαλύψει την ταυτότητά του.  —Πρώτης  τάξεως  Γερμανός,  έλεγε  ο  αμαξάς  που  είχε  ζήσει  στην  πόλη  κι  ήταν  διαβασμένος.  Καθόταν μισογυρισμένος προς τη μεριά του Νεχλιούντοφ, τινάζοντας το καμουτσίκι πότε ψηλά στον  αέρα και πότε ως το χώμα χαμηλά, μ' ένα ύφος που έδειχνε πως ήταν περήφανος για τη μόρφωσή  του. — Αγόρασε μια τρόικα με τρία ρούσα άλογα και όταν βγαίνει με την κυρά του βόλτα είναι το  κάτι  άλλο!  συνέχισε.  —Το  χειμώνα,  σαν  ήρθαν  τα  Χριστούγεννα,  έστησε  ένα  δέντρο  στο  σπίτι  του  αφέντη και κάλεσε ένα σωρό κόσμο, εγώ τους έφερα. Είχε και ηλεκτρικά φωτάκια. Σ' ολόκληρη την  επαρχία  δεύτερο  τέτοιο  δέντρο  δεν  θα  βρεις!  Τα  λεφτά  που  'χει  μαζέψει  ο  άνθρωπος  δε  λέγεται!  Αλλά και γιατί να μην κάνει την μπάζα του; Είναι παντοδύναμος, ό,τι θέλει είναι στο χέρι του. Λένε  πως αγόρασε ένα σπουδαίο κτήμα.  Ο Νεχλιούντοφ μέχρι τώρα πίστευε πως δεν έπρεπε καθόλου να ενδιαφέρεται πώς διαχειρίζεται ο  Γερμανός  το  τσιφλίκι  και  πώς  το  εκμεταλλεύεται.  Όμως,  τα  λόγια  του  αμαξά  με  το  μακρύ  μεσάτο  χιτώνιο  τον  στεναχώρησαν.  Στη  διαδρομή  απολάμβανε  την  όμορφη  μέρα,  τα  πυκνά  μολυβένια  σύννεφα στον ουρανό, που κάποιες φορές κρύβανε τον ήλιο, τ' ανοιξιάτικα οργωμένα χωράφια που  έσφυζαν  από  ζωή,  καθώς  οι  γεωργοί  πίσω  απ'  τα  ξυλάλετρα  έσπερναν  το  νέο  στάρι,  τους  καταπράσινους λόγγους με την οργιώδη βλάστηση  και τα  σμήνη των  κορυδαλλών, τα δάση με τις  καινούριες  κιόλας  φυλλωσιές  στα  δέντρα  εκτός  από  τα  όψιμα  πλατάνια  που  έμεναν  ακόμα  γυμνόκλαδα,  τα  λιβάδια  που  βοσκούσαν  κοπάδια  βόδια  κι  άλογα...  Κι  όμως  χωρίς  να  το  καταλαβαίνει μια αόριστη σκέψη τού ερχόταν συνεχώς στο νου, ένιωθε σιγά σιγά μια δυσφορία να  τον  κατακλύζει  κι  όταν  αναρωτιόταν  τι  τον  βάραινε,  θυμόταν  την  περιγραφή  του  αμαξά  για  τον  τρόπο που ο Γερμανός έκανε κουμάντο στο Κουζμίνσκογιε.  Όταν  έφθασε  στο  Κουζμίνσκογιε,  ο  Νεχλιούντοφ  καταπιάστηκε  με  τις  δουλειές  του  και  μέσα  του  έσβησε αυτό το συναίσθημα.  Ο έλεγχος των λογιστικών βιβλίων και η συνομιλία που είχε με τον διαχειριστή του, που με αφέλεια  του ανέλυε τα πλεονεκτήματα που είχε σαν αφέντης επειδή οι αγρότες είχαν δικό τους ένα μικρό  κλήρο και τα κτήματά τους περιβάλλονταν από τις εκτάσεις του τσιφλικιού του, έπεισαν ακόμα μια  φορά  τον  Νεχλιούντοφ  πως  έπρεπε  να  σταματήσει  να  εκμεταλλεύεται  το  τσιφλίκι  και  να  παραχωρήσει όλη τη γη στους αγρότες. Από τα λογιστικά βιβλία και τις συζητήσεις αυτές έμαθε ότι,  όπως  και  πριν,  τα  δύο  τρίτα  των  καλύτερων  χωραφιών  είχαν  καλλιεργηθεί  από  τους  δικούς  του  αγρότες,  που  είχαν  στη  διάθεσή  τους  τελειοποιημένα  εργαλεία,  ενώ  το  υπόλοιπο  ένα  τρίτο,  από  μεροκαματιάρηδες  εργάτες  γης  με  πέντε  ρούβλια  την  ντεσιατίνα42  κατ'  αποκοπήν.  Αυτό  σήμαινε  πως  για  πέντε  ρούβλια  ο  εργάτης  ήταν  υποχρεωμένος  τρεις  φορές  να  οργώσει,  τρεις  φορές  να  Digitized by 10uk1s 

  σβαρνίσει και ύστερα να σπείρει την κάθε ντεσιατίνα. Μετά έπρεπε να θερίσει, να κάνει δεμάτια ή  θημωνιές και να τα κουβαλήσει στ' αλώνι. Να κάνει, μ' άλλα λόγια, μια δουλειά που ένας ελεύθερος  εργάτης,  ακόμα  κι  ο  πιο  κακοπληρωμένος  δε  θα  την  έκανε  με  λιγότερο  από  δέκα  ρούβλια.  Οι  αγρότες  αυτοί  δούλευαν  για  να  ξεπληρώσουν  κάθε  υπηρεσία  που  ζητούσαν  από  το  τσιφλίκι  και  μάλιστα στην πιο ακριβή τιμή. Πλήρωναν, δηλαδή με τη δουλειά τους για τη βοσκή στους λόγγους,  την ξυλεία στα δάση, τα κορφόφυλλα από τις πατάτες κι όλοι τους ήταν χρεωμένοι μέχρι το λαιμό  στο  γραφείο  διαχείρισης  του  τσιφλικιού.  Έτσι,  οι  μουζίκοι  πλήρωναν  για  αυτές  τις  εκτάσεις  που  νοίκιαζαν ανάμεσα στα χωράφια του τέσσερις φορές περισσότερο τη ντεσιατίνα σε σύγκριση με τα  έσοδα που θα εισέπραττε ο ιδιοκτήτης αν επένδυε την αξία τους με επιτόκιο πέντε τοις εκατό.  Όλα  τούτα  ο  Νεχλιούντοφ  τα  γνώριζε  κι  από  πριν,  όμως  τώρα  τα  έβλεπε  με  διαφορετικό  μάτι  και  παραξενευόταν πώς μπορούσε ο ίδιος, πώς μπορούσαν κι όλοι οι άλλοι σαν κι αυτόν να μη βλέπουν  πόσο  παράλογες  ήταν  αυτές  οι  σχέσεις  με  τους  μουζίκους.  Ο  διαχειριστής  του  προσπαθούσε  μ'  επιχειρήματα να τον πείσει πως αν παραχωρούσε τη γη στους χωρικούς θα πήγαιναν στράφη όλα τα  κινητά  περιουσιακά  στοιχεία  —ούτε  στο  ένα  τέταρτο  της  αξίας  τους  δεν  θα  μπορούσαν  να  πουληθούν στη συνέχεια σε σχέση με την τωρινή τους αξία — γιατί οι μουζίκοι θα τα κατέστρεφαν  όπως και τη γη κι η ζημιά που θα είχε ο Νεχλιούντοφ θα 'ταν ανυπολόγιστη. Όμως, τα επιχειρήματα  αυτά  έφεραν  αντίθετα  αποτελέσματα,  γιατί  ο  Νεχλιούντοφ  ήταν  τώρα  πιο  σίγουρος  για  τα  ευεργετικά  αποτελέσματα  που  θα  είχε  η  πράξη  του  αυτή  στους  αγρότες  —με  το  να  τους  παραχωρήσει τη γη του και να στερηθεί ο ίδιος ένα μεγάλο μέρος από τα εισοδήματά του. Πήρε την  απόφαση να δώσει τέλος σ' αυτή την υπόθεση τώρα, πριν φύγει από το Κουζμίνσκογιε. Ο θερισμός  κι  η  πώληση  της  νέας  σοδειάς  σταριού,  η  εκποίηση  των  κινητών  περιουσιακών  στοιχείων  και  των  περιττών εγκαταστάσεων θα μπορούσε να γίνουν αργότερα από τον διαχειριστή του, μετά από την  αναχώρησή  του.  Τώρα  όσο  ήταν  ακόμα  εδώ  ζήτησε  χωρίς  αναβολή  από  τον  διαχειριστή  να  συγκαλέσει συνέλευση χωρικών από τα τρία χωριά που υπάγονταν στο τσιφλίκι του Κουζμίνσκογιε  για να τους ανακοινώσει την απόφασή του και να συμφωνήσουν στην τιμή πώλησης της γης.  Μ' ένα αίσθημα ευφορίας για τη σταθερή του στάση απέναντι στα επιχειρήματα που του προέβαλε  ο  διαχειριστής  του  και  για  την  ειλημμένη  του  απόφαση  να  υποβληθεί  σε  θυσίες  για  το  συμφέρον  των αγροτών, ο Νεχλιούντοφ βγήκε από το γραφείο διαχείρισης για να συλλογιστεί ολόπλευρα την  κίνησή του. Έκανε μια βόλτα γύρω από το μεγάλο σπίτι, ανάμεσα στα ερημωμένα παρτέρια και τον  ανθόκηπο  (φέτος,  μόνο  μπροστά  από  το  σπίτι  του  διαχειριστή  είχαν  φυτέψει  λουλούδια),  πέρασε  απ' το γήπεδο του τένις που είχε χορταριάσει από αγριολαχανίδες κι αντίδια, διάβηκε την αλέα με  τις φλαμουριές, όπου παλιότερα του άρεσε να βγαίνει και να καπνίζει∙ εκεί είχε φλερτάρει πριν από  τρία χρόνια μια καλεσμένη της μητέρας του, την όμορφη Κυρίμοβα. Αφού κατέστρωσε σε χοντρές  γραμμές το λόγο που θα έβγαζε αύριο στους μουζίκους, ο Νεχλιούντοφ γύρισε πίσω στο σπίτι που  τον περίμενε ο διαχειριστής του. Συζήτησαν πίνοντας τσάι άλλη μια φορά για το πώς θα εκποιούσαν  όλη την περιουσία κι ύστερα με ήσυχη τη συνείδησή του έφυγε. Αποσύρθηκε στο υπνοδωμάτιο του  μεγάλου σπιτιού που του είχαν ετοιμάσει, όπως πάντοτε συνήθιζαν να κάνουν για τους επισκέπτες.  Στο  μικρό  καθαρό  αυτό  δωμάτιο  με  τους  πίνακες  της  Βενετίας  στους  τοίχους  κι  ένα  καθρέφτη  ανάμεσα  στα  δύο  παράθυρα  του  'χαν  στρώσει  ένα  πεντακάθαρο  κρεβάτι  σε  σωμιέ  κι  είχαν  τοποθετήσει  ένα  τραπεζάκι  με  μια  κανάτα  νερό,  σπίρτα  και  ένα  κηροπήγιο.  Στο  μεγάλο  τραπέζι  κάτω από τον καθρέπτη ήταν απλωμένη η βαλίτσα του απ' όπου φαινόταν το νεσεσέρ και διάφορα  βιβλία που 'χε πάρει μαζί του — ένα ρωσικό, για τις έρευνες στον τομέα των νόμων που διέπουν την  εγκληματολογία, ένα γερμανικό κι ένα αγγλικό με το ίδιο επίσης θέμα. Λογάριαζε να διαβάσει στον  ελεύθερο χρόνο του, όταν θα ταξίδευε από χωριό σε χωριό, μα σήμερα ήταν κιόλας πολύ αργά κι  ετοιμάστηκε να ξαπλώσει για να είναι αύριο έτοιμος νωρίς νωρίς το πρωί για τη συμφωνία με τους  αγρότες.  Τη  μια  γωνιά  της  μικρής  αυτής  κάμαρας  έπιανε  μια  πολυθρόνα  αντίκα  από  μαόνι  στολισμένη  με  Digitized by 10uk1s 

  ξυλόγλυπτες ενθέσεις. Τυχαία κοιτάζοντάς την, θυμήθηκε πως παλιά την είχαν στην κρεβατοκάμαρα  της μητέρας του κι άξαφνα η ψυχή του ξεχείλισε από ένα τελείως απρόσμενο συναίσθημα. Άρχισε  την ίδια στιγμή να λυπάται το σπίτι που σε λίγο θα γινόταν ερείπιο, και τον κήπο που θα μαράζωνε,  και  τα  δάση  που  θα  τα  υλοτομούσαν,  και  τους  αχυρώνες,  τους  στάβλους,  τις  αποθήκες,  τα  μηχανήματα, τα άλογα, τις αγελάδες, όλη αυτή την επιχείρηση που ήταν τόσο καλά μονταρισμένη  και διατηρημένη, αν και γνώριζε πως ο ίδιος δεν είχε κάνει τίποτε γι' αυτό. Στην αρχή τού φαινόταν  πως  θα  μπορούσε  να  τ'  απαρνηθεί  όλα  τούτα  εύκολα,  μα  τώρα  λυπόταν  όχι  μονάχα  για  την  περιουσία  αυτή,  αλλά  και  για  τα  κτήματα  και  για  το  μισό  εισόδημα  που  θα  έχανε  και  που  θα  μπορούσε  να  το  χρειαζόταν  τόσο  πολύ  σήμερα.  Κι  αμέσως  ξεπήδησαν  στη  σκέψη  του  αλλιώτικοι  συλλογισμοί  που  θα  τον  βοηθούσαν  να  καταλάβει  πως  δεν  ήταν  φρόνιμο  να  παραχωρήσει  τη  γη  στους  μουζίκους  και  να  καταστρέψει  την  περιουσία  του.  «Τη  γη  τούτη  δεν  θα  πρέπει  να  την  έχω  εγώ, γιατί δεν είναι δική μου. Και μη κατέχοντας γη, δεν θα μπορέσω να διατηρώ αυτό το κτήμα. Επί  πλέον,  φεύγω  τώρα  για  τη  Σιβηρία  και  συνεπώς  δεν  μου  χρειάζονται  ούτε  σπίτια  ούτε  κτήματα»,  του έλεγε μέσα του μια φωνή. «Σύμφωνοι, καλά τα λες —έλεγε μια άλλη φωνή — αλλά, πρέπει να  πάρεις  υπ'  όψιν  σου  πως  δεν  θα  μείνεις  κι  όλη  σου  τη  ζωή  στη  Σιβηρία.  Αν,  πάλι,  παντρευτείς,  μπορείς να κάνεις παιδιά. Κι όπως, εσύ κληρονόμησες ένα κτήμα σε καλή κατάσταση, το ίδιο πρέπει  να κάνεις και στους απογόνους σου. Είσαι υποχρεωμένος να κατέχεις γη. Είναι πολύ εύκολο να τη  δωρίσεις, να την καταστρέψεις, όμως, να την αποκτήσεις είναι πολύ δύσκολο. Το κυριότερο απ' όλα  είναι ότι πρέπει να σκεφτείς καλά τι θ' απογίνεις στη ζωή και σύμφωνα με τις προσδοκίες σου να  ρυθμίσεις  τα  περιουσιακά  σου.  Είσαι  αμετακίνητος  στην  απόφαση  που  πήρες;  Κι  ύστερα,  είσαι  βέβαιος πως ενεργείς κατά συνείδηση ή τα κάνεις όλα αυτά για το θεαθήναι και για τη δόξα;». Αυτά  τα ερωτήματα βασάνιζαν τον Νεχλιούντοφ και δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί πως η γνώμη των  άλλων βάραινε πολύ στην απόφασή του. Κι όσο πιο πολύ συλλογιζόταν τόσο πιο πολύ τον έπνιγαν  τα  ερωτήματα  και  τα  αδιέξοδα  πύκνωναν  γύρω  του.  Για  να  διώξει  τις  σκέψεις  του  αυτές  και  να  γλιτώσει,  ξάπλωσε  αμέσως  στο  φρεσκοστρωμένο  κρεβάτι  του  για  να  μπορέσει  μ'  αναπαυμένο  το  κεφάλι  αύριο  ν'  απαντήσει  όλα  τούτα  τα  ερωτήματα  που  του  τριβέλιζαν  τώρα  το  νου.  Μα,  δεν  μπορούσε  να κλείσει τα μάτια του για  πολύ. Απ' τα ανοιχτά παράθυρα, μαζί  με τη δροσερή αύρα  της νυχτιάς και το φεγγαρόφωτο, έφθαναν τα κοάσματα των βατράχων που εναλλάσσονταν με τις  κελαρυστές  τρίλιες  των  αηδονιών,  πέρα  μακριά  στο  πάρκο,  και  το  λάλημα  ενός  ξεχασμένου  αηδονιού κάτω απ' το παράθυρο μέσα στη συστάδα των ανθισμένων πασχαλιών. Το τραγούδι των  αηδονιών και τα κοάσματα των βατράχων έκαναν τον Νεχλιούντοφ να αναθυμηθεί τη μουσική που  έπαιζε  η  κόρη  του  διευθυντή  της  φυλακής,  τον  ίδιο  τον  διευθυντή.  Οι  αναμνήσεις  τούτες  του  ζωντάνεψαν στο νου την Μάσλοβα, τότε στη φυλακή που τα χείλη της τρεμόπαιζαν με τέτοιο τρόπο  σαν  να  του  φάνηκε  πως  άκουσε  βατράχι  να  κοάζει,  όταν  του  έλεγε:  «Αφήστε  τα  πράγματα  να  τραβήξουν το δρόμο τους». Έπειτα μισοβυθισμένος σαν σε όνειρο είδε τον διαχειριστή να ροβολάει  προς το ρυάκι με τα βατράχια. Έπρεπε κάποιος να τον εμποδίσει, μα εκείνος όχι μονάχα κατέβηκε  μέχρι κάτω στην όχθη, αλλά μεταμορφώθηκε και πήρε τελικά την όψη της Μάσλοβα που άρχισε να  ουρλιάζει επιτιμητικά: «Εγώ είμαι μια γυναίκα των κάτεργων κι εσείς ένας πρίγκιπας».  «Όχι  δεν  θα  υποχωρήσω»,  συλλογίστηκε  ο  Νεχλιούντοφ  που  άνοιξε  τα  μάτια  και  αναρωτήθηκε:  «Άραγε, αυτό που κάνω είναι καλό ή κακό; Κι εγώ ο ίδιος δεν γνωρίζω. Μα, ούτε που με νοιάζει. Το  ίδιο μου είναι. Το μόνο που θέλω  είναι να κοιμηθώ».  Και χωρίς να το  καταλάβει γλίστρησε κάτω,  στην όχθη σαν σ' οπτασία μαζί με τον διαχειριστή και την Μάσλοβα, και γρήγορα βυθίστηκαν όλα  στην ανυπαρξία του ύπνου... 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II  ΤΗΝ  ΑΛΛΗ  ΜΕΡΑ  ο  Νεχλιούντοφ  ξύπνησε  στις  εννέα  το  πρωί.  Ο  νεαρός  υπάλληλος,  που  είχε  αναλάβει την περιποίηση του οικοδεσπότη, μόλις άκουσε πως στριφογύριζε στα σκεπάσματα, του  έφερε αμέσως τα μποτίνια του τόσο γυαλισμένα που δεν τα 'χε δει ποτέ του έτσι, κρύο καθαρό νερό  απ'  τη  γάργαρη  πηγή  και  του  ανήγγειλε  πως  οι  αγρότες  είχαν  αρχίσει  να  μαζεύονται  έξω.  Ο  Νεχλιούντοφ  αναπήδησε  απ'  το  κρεβάτι  του  κι  άρχισε  να  συγκεντρώνει  τις  σκέψεις  του.  Από  τις  χθεσινές αμφιβολίες και τις παλινωδίες του μυαλού του για το αν κάνει καλά που παραχωρεί τη γη  και  ότι  μ'  αυτό  καταστρέφει  την  περιουσία  του  δεν  είχε  απομείνει  ούτε  ίχνος.  Αντίθετα,  ένιωθε  έκπληξη πώς μπορούσε να σκέφτεται έτσι. Τώρα χαιρόταν γιατί επιτέλους θα έφερνε σε πέρας την  υπόθεση αυτή και άθελά του ένιωσε περήφανος.  Απ' το παράθυρο της κάμαράς του έβλεπε το χορταριασμένο απ' τ' αντίδια και τις αγριολαχανίδες  γήπεδο του τένις, όπου με διαταγή του διαχειριστή είχαν μαζευτεί οι μουζίκοι.  Χθες  τη  νύχτα  τα  βατράχια  δεν  κοάζανε  χωρίς  λόγο:  σήμερα  ο  ουρανός  ήταν  βαρύς  και  συννεφιασμένος.  Απ'  το  πρωί  έπεφτε  μια  ψιλή,  ζεστή  βροχούλα  που  μέσα  στη  νηνεμία  κρεμούσε  διάφανα στολίδια στα φύλλα των δέντρων, στα κλαδιά και στη χλόη. Στην κάμαρα έμπαινε απ' το  παράθυρο  του  κήπου  μια  ευωδιά  από  το  φρέσκο  χορτάρι  ανακατεμένη  με  τη  μυρωδιά  της  διψασμένης για νερό γης. Καθώς ντυνόταν, ο Νεχλιούντοφ έριξε αρκετές φορές το βλέμμα του κάτω  στο γήπεδο του τένις, για να δει την προσέλευση των χωρικών. Συνέρεαν από παντού στο γήπεδο,  χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον βγάζοντας τα γούνινα κασκέτα τους, έκαναν έναν κύκλο σιγά σιγά κι  ακουμπώντας  στα  ραβδιά  τους  περίμεναν.  Ο  διαχειριστής,  ένας  ρωμαλέος,  μυώδης,  γεροδεμένος  νέος  άνδρας,  που  φορούσε  μια  κοντή  ρεντινγκότα  με  πράσινο  ανασηκωμένο  γιακά  και  τεράστια  κουμπιά ήρθε στον Νεχλιούντοφ να του αναγγείλει πως είχαν ήδη μαζευτεί όλοι εκεί έξω, αλλά θα  μπορούσαν  φυσικά  να  περιμένουν  μέχρι  να  πιει  τον  πρωινό  του  καφέ  ή  το  τσάι  του,  ή  ό,τι  επιθυμούσε αφού και τα δύο ήταν έτοιμα.  —Όχι,  θα  προτιμούσα  να  πάω  αμέσως  να  τους  μιλήσω,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ  που,  καθώς  συλλογιζόταν πως είχε μπροστά του τις συνομιλίες με τους αγρότες, ένιωσε ένα αίσθημα δειλίας και  ντροπής να τον κυριεύει.  Ετοιμαζόταν να εκπληρώσει την επιθυμία των αγροτών — μια επιθυμία που δεν τολμούσαν ούτε να  την ονειρευτούν — να τους πουλήσει τη γη σε φθηνή τιμή, ήταν δηλαδή έτοιμος να βγει να κάνει  μια  φιλάνθρωπη  πράξη,  κι  όμως  στη  συνείδησή  του  υπήρχαν  κάποιες  σκιές.  Όταν  ο  Νεχλιούντοφ  πλησίασε τους συγκεντρωμένους χωρικούς κι είδε όλα εκείνα τα σγουρόμαλλα ξανθά ή γκρίζα και  φαλακρά κεφάλια, ένιωσε τέτοια ταραχή που για πολλή ώρα έχασε τη φωνή του μη μπορώντας ν'  αρθρώσει λέξη. Η βροχούλα, ψιλές ψιλές στάλες, συνέχιζε να πέφτει και να λαμπυρίζει τα μαλλιά,  τις  γενειάδες  και  τις  τρίχες  απ'  τα  καφτάνια  των  χωρικών.  Οι  μουζίκοι  κοίταζαν  τον  αφέντη  και  περίμεναν  ν'  ακούσουν  τι  θα  τους  έλεγε  κι  εκείνος  κυριευμένος  από  τέτοια  αμηχανία  είχε  μείνει  βουβός απέναντί τους. Την παγωμένη σιωπή έσπασε ο μειλίχιος, γεμάτος αυτοπεποίθηση Γερμανός  διαχειριστής  που  νόμιζε  πως  γνώριζε  καλά  τη  ρωσική  ψυχή  και  μιλούσε  άριστα  σαν  Ρώσος  τη  γλώσσα.  Ο  εύρωστος,  καλοθρεμμένος  αυτός  άνδρας,  όπως  κι  ο  ίδιος  ο  Νεχλιούντοφ,  προκαλούσε  μια κραυγαλέα παραφωνία μπροστά στα κάτισχνα, ρυτιδωμένα σκαμμένα απ' τον καιρό πρόσωπα  και στους κοκαλιάρικους ώμους που ξεπρόβαλλαν από τα καφτάνια των μουζίκων.  —Το  λοιπόν,  ο  πρίγκιπας  επιθυμεί  να  σας  ευεργετήσει,  να  σας  δώσει  γη,  μόνο  που  αυτό  δεν  τ'  αξίζετε, είπε ο διαχειριστής.  —Πώς δεν τ' αξίζουμε Βασίλι Κάρλιτς; Μήπως δεν σου δουλεύουμε; Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι  από τη μακαρίτισσα, ο Θεός να της αναπαύει την ψυχή. Και δοξάζουμε τον Ύψιστο που κι ο νεαρός  Digitized by 10uk1s 

  πρίγκιπας  δεν  μας  εγκαταλείπει,  απάντησε  ένας  κατάξανθος  μουζίκος  που  ξεχώριζε  για  την  ευφράδειά του.  —Γι' αυτό το λόγο σας κάλεσα εδώ, επειδή θέλω, αν κι εσείς βέβαια το επιθυμείτε, να σας δώσω  όλη μου τη γη, άρχισε να λέει ο Νεχλιούντοφ.  Οι μουζίκοι βουβάθηκαν δείχνοντας απ' την έκφρασή τους ή πως δεν καταλάβαιναν ή δεν πίστευαν  στ' αφτιά τους.  —Πώς το καταλαβαίνετε δηλαδή αυτό το να μας δώσετε τη γη; ρώτησε ένας μεσόκοπος μουζίκος με  μακρύ χιτώνιο.  —Να σας τη νοικιάσω για να την καλλιεργείτε αντί ενός μικρού ενοικίου.  —Δεν είναι καθόλου άσχημα, είπε ένας μουζίκος.  —Φτάνει να μπορείς να πληρώσεις, είπε ένας άλλος.  —Και γιατί να μην την πάρουμε τη γη;  —Εμείς ξέρουμε πώς θα τα φέρουμε βόλτα. Απ' τη γη ζούμε.  —Και για σας θα 'ναι πιο ήσυχα στο εξής: το μόνο που θα 'χετε θα 'ναι να εισπράττετε το νοίκι σας  και φασαρίες άλλες δεν θα 'χετε, ακούστηκαν κάποιες φωνές.  —Οι  φασαρίες  όλες  από  σας  προέρχονται.  Αν  δουλεύατε  και  τηρούσατε  την  τάξη.....είπε  ο  Γερμανός.  —Δεν επιτρέπεται αδερφέ Βασίλι Κάρλιτς, φώναξε ένας αδύνατος μουζίκος με σουβλερή μύτη. — Μας φωνάζεις γιατί αφήσαμε τ' άλογα να μπουν στα στάρια. Μα ποιος τ' αφήνει; Εγώ ολημερίς μέσ'  στα  σπαρτά  θερίζω  με  την  κόσα  χωρίς  σταμάτημα  και  θαρρείς  πως  χρόνος  ολόκληρος  είν'  η  μέρα  και δεν περνάει. Και όταν τη νύχτα πέφτω να κοιμηθώ, τ' άλογο λύνεται και μπαίνει στα στάρια... κι  έπειτα εσύ θέλεις να με γδάρεις ζωντανό.  —Ας είχατε όμως τάξη στη δουλειά σας...  —Σύμφωνοι,  εύκολο  να  λες  εσύ  τάξη...,  όμως  οι  δυνάμεις  μας  δεν  φτάνουν  ως  εκεί,  διαμαρτυρήθηκε ένας ψηλός μαυρομάλλης, δασύτριχος νεαρός μουζίκος.  —Κι όμως εγώ σας το είχα πει τόσες φορές: φράξτε τα χωράφια σας.  —Γιατί,  το  λοιπόν,  δεν  μας  δίνεις  πασσάλους;  φώναξε  στο  βάθος  ένας  μικρόσωμος  μουζίκος  με  αντιπαθητικό  παρουσιαστικό.  —Ήθελα  φέτος  το  καλοκαίρι  να  φκιάξω  φράχτες  και  συ  μ'  έκλεισες  στη στενή τρεις μήνες, τις ψείρες να ταΐσω. Τι να σου πω, έφτιαξα κάτι φράχτες εκεί...  —Τι είναι αυτά που λέει; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ τον διαχειριστή.  —Dererste  Dieb  im  Dorte43,  απάντησε  στα  Γερμανικά  ο  διαχειριστής.  —Κάθε  χρόνο  τον  πιάνω  στο  δάσος  να  κλέβει  ξύλα.  (Και  γυρίζοντας  στον  μουζίκο)  —Και  συ  να  μάθεις  να  σέβεσαι  την  ξένη  περιουσία, του φώναξε. 

Digitized by 10uk1s 

  —Μα,  μήπως  δεν  σε  σεβόμαστε;  είπε  ένας  γέρος.  —Δεν  μπορούμε  να  μην  σε  σεβόμαστε,  γιατί  η  ζωή μας βρίσκεται στα χέρια σου, είμαστε σκλάβοι σου.  —Μα, αδερφέ, δε σας προσβάλλει κανείς, δεν προσπάθησε να σας θίξει κανείς.  —Μπα κανείς δε μας προσβάλλει! Πέρσι μου 'σπασες τα μούτρα, μα δεν έγινε τίποτα, θάφτηκε η  ιστορία. Βλέπεις, δεν δικάζουν τους πλούσιους.  —Ας κάνεις εσύ ό,τι λέει ο νόμος και δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι.  Ήταν προφανές πως σ' αυτή την άσκοπη λογομαχία κι οι δυο πλευρές δεν καταλάβαιναν καλά η μία  την άλλη ούτε για το σκοπό ούτε για το νόημα των λόγων τους. Φαινόταν μόνο καθαρά πως στη μια  πλευρά υπερίσχυε ένα συγκρατημένο συναίσθημα έχθρας και στην άλλη μια αίσθηση υπεροχής και  δύναμης.  Ο  Νεχλιούντοφ  ένιωσε  απαίσια  ακούγοντας  αυτή  τη  λογομαχία  και  προσπαθώντας  να  ξαναφέρει  τη  συζήτηση  στο  αρχικό  θέμα:  στον  καθορισμό  των  ενοικίων  και  των  προθεσμιών  εξόφλησής τους, ρώτησε.  —Το  λοιπόν,  τι  σκέφτεστε  για  τη  γη;  Τη  θέλετε  ή  όχι;  Και  τι  ενοίκιο  προτείνετε,  αν  θα  σας  παραχωρήσω όλα μου τα κτήματα;  —Δική σας είναι, εσείς να ορίσετε την τιμή.  Ο Νεχλιούντοφ προσδιόρισε το ύψος του ενοικίου. Όπως πάντα, παρά το γεγονός ότι η προσφορά  του  ήταν  πολύ  χαμηλότερη  από  εκείνη  που  δινόταν  στα  γύρω  κτήματα,  οι  μουζίκοι  άρχισαν  τα  παζάρια, γιατί βρήκαν μεγάλο το ενοίκιο. Ο Νεχλιούντοφ περίμενε πως η πρότασή του θα γινόταν  αμέσως  αποδεκτή,  όμως  δεν  φαινόταν  το  παραμικρό  σημάδι  ικανοποίησης  ανάμεσα  στους  μουζίκους.  Άρχισε  να  καταλαβαίνει  πως  η  πρότασή  του  ήταν  συμφέρουσα  μόνο  όταν  η  συζήτηση  περιστράφηκε  γύρω  από  το  ποιος  θα  νοίκιαζε  τη  γη:  όλη  η  κοινότητα  ή  μια  συντεχνία  μουζίκων;  Ξέσπασε  τότε  μια  γερή  κόντρα  ανάμεσα  σ'  εκείνους  που  ήθελαν  να  αποκλείσουν  απ'  τη  μίσθωση  όσους  ήταν  φτωχοί  και  κακοπληρωτές  και  σ'  εκείνους  που  κινδύνευαν  ν'  αποκλειστούν.  Τελικά,  χάρη στο διαχειριστή, καθορίστηκε το ύψος του ενοικίου και οι προθεσμίες μίσθωσης της γης, κι οι  αγρότες  συζητώντας  ζωηρά  και  μεγαλόφωνα  ξαναπήραν  το  δρόμο  της  επιστροφής  για  τα  χωριά  τους, πέρα απ' το βουνό, ενώ ο Νεχλιούντοφ πήγε στο γραφείο για να ετοιμάσει τα συμβόλαια μαζί  με τον διαχειριστή.  Όλα  τακτοποιήθηκαν,  όπως  ακριβώς  επιθυμούσε  και  προσδοκούσε:  οι  αγρότες  πήραν  τη  γη  κατά  τριάντα  τοις  εκατό  φθηνότερα  απ'  ό,τι  στη  γύρω  περιοχή∙  τα  εισοδήματά  του  από  τα  κτήματα  μειώθηκαν  σχεδόν  στο  μισό,  μα  ήταν  υπεραρκετά  για  τον  Νεχλιούντοφ  ιδίως  με  την  προσαύξηση  των  πόρων  του  από  την  πώληση  ενός  δάσους  και  των  κινητών  περιουσιακών  στοιχείων  του  τσιφλικιού.  Όλα  φαίνονταν  θαυμάσια,  όμως  στη  συνείδηση  του  Νεχλιούντοφ  εξακολουθούσαν  να  υπάρχουν  κάποιες  σκιές.  Έβλεπε  πως  μολονότι  οι  αγρότες  τού  εκφράζανε  την  ευγνωμοσύνη  τους,  ήταν  δυσαρεστημένοι  κατά  βάθος  και  περίμεναν  κάτι  περισσότερο.  Τελικά,  αποδείχθηκε  πως  ενώ  εκείνος στερήθηκε πολλά, δεν κατάφερε να δώσει στους αγρότες αυτό που προσδοκούσαν.  Την  επομένη  τα  συμβόλαια  υπογράφηκαν  κι  ο  Νεχλιούντοφ  συνοδευόμενος  από  μια  αντιπροσωπεία  προεστών  της  κοινότητας  που  είχαν  έρθει  να  τον  αποχαιρετήσουν  ανέβηκε  και  κάθισε στη φίνα (όπως έλεγε ο αμαξάς που τον είχε φέρει απ' το σταθμό) τρόικα του διαχειριστή μ'  ένα αίσθημα ανικανοποίητου. Αποχαιρέτησε τους αγρότες που στέκονταν και κοιτούσαν αμήχανοι  και  κουνούσαν  με  δυσαρεστημένο  ύφος  το  κεφάλι  τους.  Ο  Νεχλιούντοφ  κι  ο  ίδιος  δεν  ήταν  ικανοποιημένος απ' τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί όλη την ώρα ένιωθε μια πίκρα  και μια ντροπή...  Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III  ΑΠ'  ΤΟ  ΚΟΥΖΜΙΝΣΚΟΓΙΕ,  ο  Νεχλιούντοφ  πήρε  το  τρένο  για  να  επισκεφτεί  το  κτήμα  που  'χε  κληρονομήσει  από  τις  θείες  του,  εκείνο  το  κτήμα  όπου  είχε  γνωρίσει  την  Κατιούσα.  Ήθελε  να  ρυθμίσει  τα  περιουσιακά  του  και  εκεί  με  τον  ίδιο  ακριβώς  τρόπο,  όπως  στο  Κουζμίνσκογιε.  Επί  πλέον,  επιθυμούσε  να  μάθει  τα  πάντα,  όσες  πληροφορίες  μπορούσε  ακόμα  να  συγκεντρώσει  για  την Κατιούσα και το παιδί τους. Αγωνιούσε να μάθει αν πράγματι είχε πεθάνει κι αν ναι, τότε κάτω  από ποιες συνθήκες.  Έφθασε στο Πάνοβο τα χαράματα και το πρώτο που του προκάλεσε δέος, μόλις πέρασε στην αυλή  του  κτήματος,  ήταν  η  ατμόσφαιρα  της  εγκατάλειψης  και  της  αργής  φθοράς  όλων  των  εγκαταστάσεων και κυρίως του σπιτιού. Η σιδερένια σκεπή που κάποτε ήταν βαμμένη πράσινη, είχε  μείνει για πολύ καιρό άβαφη και τώρα ήταν κόκκινη από τη σκουριά, ενώ μερικά μεταλλικά φύλλα  είχαν  στραβώσει  προς  τα  πάνω  από  κάποια,  φαίνεται,  καταιγίδα.  Οι  σανίδες  που  σπαργάνωναν  γύρω γύρω τους τοίχους του σπιτιού σε μερικά σημεία είχαν ξεκαρφωθεί από χωρικούς, εκεί που τα  σκουριασμένα  καρφιά  υποχωρούσαν  σ'  ένα  απλό  στριφογύρισμα.  Και  οι  δύο  βεράντες,  ιδιαίτερα  εκείνη πίσω στον κήπο που τη θυμόταν πιο πολύ, είχαν σαπίσει και διαλυθεί τελείως. Είχαν μείνει  μονάχα οι σκελετοί. Μερικά παράθυρα, που δεν είχαν τζάμια, ήταν σανιδωμένα και το σπιτάκι στο  οποίο έμενε ο επιστάτης κι η κουζίνα κι οι στάβλοι όλα ήταν ξεχαρβαλωμένα και υγρά. Μονάχα ο  κήπος  είχε  γλυτώσει  απ'  την  ερήμωση  έχοντας  φουντώσει  από  λουλούδια  που  τώρα  ήταν  ολάνθιστα, Πίσω απ' το φράχτη, ο Νεχλιούντοφ έβλεπε τις πλουμιστές κορφές των βυσσινιών, των  μηλιών και των δαμασκηνιών να ξεχωρίζουν και να φαντάζουν σαν άσπρα σύννεφα στον ουρανό. Οι  πυκνόφυτες πρασιές με τις πασχαλιές ήταν το ίδιο ολάνθιστες όπως και τότε, δεκατέσσερα σχεδόν  χρόνια  πριν,  όταν  πίσω  από  μια  λόχμη  με  πασχαλιές  ο  Νεχλιούντοφ  έπαιζε  κυνηγητό  με  την  δεκαοχτάχρονη  τότε  Κατιούσα  και  κάποια  στιγμή  έπεσε  σ'  ένα  χαντάκι  και  τσιμπήθηκε  από  τσουκνίδες.  Ένα  μικρό  αγριόπευκο  που  'χε  φυτέψει  η  Σόφια  Ιβάνοβνα  κοντά  στο  σπίτι,  που  ο  Νεχλιούντοφ  το  θυμόταν  ένα  ισχνό  δεντράκι,  τώρα  είχε  θεριέψει,  ο  κορμός  του  έκανε  για  καυσόξυλα και τα κλαδιά του κρέμονταν ολοστόλιστα από κιτρινοπράσινες, απαλές και χνουδάτες  πευκοβελόνες.  Το  ποτάμι  σιγοκυλούσε  στις  όχθες  του  κι  έπεφτε  με  ορμή  αφρίζοντας  πάνω  στο  φράγμα  του  μύλου.  Στους  λόγγους  πέρα  απ'  το  ποτάμι  έβοσκαν  ανάκατα  τα  κοπάδια  του  χωριού  σκορπισμένα  εδώ  κι  εκεί.  Ο  επιστάτης,  ένας  νεαρός  που  δεν  είχε  τελειώσει  τις  θεολογικές  του  σπουδές,  υποδέχτηκε  με  ένα  πλατύ  χαμόγελο  τον  Νεχλιούντοφ  στην  αυλή  και  χωρίς  ν'  αφήνει  το  χαμογελαστό  του  ύφος  τον  προσκάλεσε  στο  γραφείο.  Εκεί  τον  άφησε,  υπομειδιώντας  πάντοτε,  δίνοντας την εντύπωση πως μ' αυτό το χαμόγελο κάτι υποσχόταν στον επισκέπτη και χωρίς να πει  λέξη τράβηξε στη διπλανή μεσοτοιχία. Πίσω από κει ακούστηκαν ψίθυροι κι ύστερα έγινε σιωπή. Ο  αμαξάς, αφού τσέπωσε το πουρμπουάρ που του έδωσε ο επιστάτης, βροντώντας τα κουδούνια της  άμαξάς του, έφυγε προς το μέρος της αυλής και μεμιάς σιωπή ξεχύθηκε γύρω. Σε λίγο μπροστά απ'  το  παράθυρο  του  γραφείου  πέρασε  τρέχοντας  μια  ξυπόλυτη  κοπέλα  που  φορούσε  ένα  κεντητό  πουκάμισο  και  στ'  αφτιά  σκουλαρίκια.  Πίσω  της  έτρεχε  ένας  άνδρας  βροντοχτυπώντας  με  τις  όλο  καρφιά χοντρομπότες του πάνω στο χέρσο, τραχύ μονοπάτι.  Ο Νεχλιούντοφ κάθισε κοντά στο παράθυρο, κοιτούσε έξω τον κήπο κι αφουγκραζόταν. Απ' το μικρό  αυτό παράθυρο με τα ορθάνοιχτα παραθυρόφυλλα ξεχυνόταν στο δωμάτιο το φρέσκο ανοιξιάτικο  αεράκι∙ παιγνίδιζε ανάλαφρα στα μαλλιά του, στο ιδρωμένο του μέτωπο, τρεμόπαιζε με τις σελίδες  ενός  βιβλίου  πάνω  στο  περβάζι,  κομμένες  με  χαρτοκόπτη,  και  σκορπούσε  την  ευωδιά  της  οργωμένης γης. Πέρα στο ποτάμι "τρα ‐πα ‐ ταπ, τρα ‐ πα ‐ ταπ" αντηχούσε ο κόπανος των γυναικών  που  έπλεναν  τα  ρούχα  τους  κι  οι  αντίλαλοι  απλώνονταν  πάνω  στην  αστραφτερή,  ολόλαμπρη  επιφάνεια της λίμνης του φράγματος. Ο Νεχλιούντοφ άκουγε το ρυθμικό πλατάγιασμα των νερών  στη φτερωτή του μύλου∙ μια μύγα ζουζουνίζοντας τρομαγμένη άφησε έναν άξαφνο βόμβο στ' αφτί  του. 

Digitized by 10uk1s 

  Και μεμιάς ξύπνησαν οι αναμνήσεις, αναθυμήθηκε πως έτσι ήταν κάποτε τον καλό καιρό, όταν νέος  ακόμα  κι  αθώος  καθόταν  εδώ  κι  αφουγκραζόταν  τα  κτυπήματα  από  τους  κόπανους  που  έπεφταν  πάνω στα βρεγμένα ασπρόρουχα και ξεχώριζε τα ρυθμικά γυρίσματα της φτερωτής. Και τότε, όπως  και  τώρα,  τ'  ανοιξιάτικο  αεράκι  τρεμόπαιζε  με  τα  μαλλιά  του  στο  υγρό  του  μέτωπο  και  με  τις  κομμένες από χαρτοκόπτη σελίδες ενός βιβλίου στο περβάζι, ενώ το τρομαγμένο ζουζούνισμα της  μύγας  του  γαργαλούσε  τ'  αφτί.  Όχι,  δε  θυμήθηκε  τη  χαμένη  του  νιότη  στα  δεκαοχτώ  του  χρόνια,  απλώς ένιωσε μέσα του για λίγο την ίδια φρεσκάδα, την ίδια αγνότητα, γεμάτος από τις πιο εξαίσιες  προσδοκίες  του  μέλλοντος.  Και  την  ίδια  στιγμή,  όπως  συμβαίνει  στ'  όνειρο,  ο  Νεχλιούντοφ  ήξερε  πως όλα αυτά ήταν οπτασίες που θα έσβηναν μεμιάς κι ένιωσε μιαν αβάσταχτη μελαγχολία να τον  πλημμυρίζει.  —Τι ώρα θα επιθυμούσατε να φάτε; ρώτησε ο επιστάτης χαμογελώντας.  —Όποτε θέλετε. Δεν πεινάω, θα περπατήσω λίγο στο χωριό.  —Δεν θα θέλατε να περάσετε μέσα να δείτε το σπίτι; Όλα τα 'χω τακτοποιημένα. Επιτρέψτε μου να  σας οδηγήσω να το δείτε στο εσωτερικό, γιατί απ' έξω....  —Όχι,  αργότερα...  Για  πείτε  μου,  παρακαλώ,  ζει  εδώ  ακόμα  μια  γυναίκα  με  τ'  όνομα  Ματριόνα  Χαρίνα;  Ήταν η θεία της Κατιούσας.  —Μα, βέβαια. Εδώ είναι, στο χωριό. Δεν μπορώ να τα βάλω μαζί της. Έχει μια ταβέρνα. Το ξέρω, μα  τι να κάνω. Της τα ψέλνω για τα καλά, τη μαλώνω, μα σαν έρχεται η στιγμή να της κάνω μήνυση, τη  λυπάμαι την άμοιρη. Είναι γριά, έχει και εγγονάκια, είπε ο επιστάτης με το ίδιο πάντοτε χαμόγελο  που  έλεγε  πως  ήθελε  να  είναι  αρεστός  στον  αφέντη  του  και  υπονοούσε  πως  κι  εκείνος  θα  καταλάβαινε με τον ίδιο τρόπο όλα τα πράγματα.  —Πού ζει; Θα ήθελα να την επισκεφθώ.  —Στην  άκρη  του  χωριού,  κοντά  στην  πόλη,  τρίτο  σπίτι  απ'  τ'  αντίθετο  άκρο.  Στ'  αριστερό  χέρι  θα  δείτε μια ίζμπα από τούβλα και πίσω ακριβώς είναι η χαμοκέλλα της. Καλύτερα όμως να σας πάω  εγώ ως εκεί, είπε με το ίδιο πάντοτε πρόσχαρο ύφος ο επιστάτης.  —Όχι,  σας  ευχαριστώ,  θα  το  βρω  και  μόνος  μου.  Εσείς  δώστε  εντολή  να  ειδοποιήσουν  τους  μουζίκους να μαζευτούν εδώ, θέλω να τους μιλήσω για τη γη, είπε ο Νεχλιούντοφ που είχε σκοπό  να  ρυθμίσει  τις  εκκρεμότητές  του  με  τους  μουζίκους  αυτού  του  τσιφλικιού,  όπως  έκανε  και  στο  Κουζμίνσκογιε, και μάλιστα, εάν γινόταν, απόψε κιόλας. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV  ΚΑΘΩΣ  ΕΒΓΑΙΝΕ  απ'  την  πύλη,  ο  Νεχλιούντοφ  συνάντησε  την  ξυπόλυτη  χωριατοπούλα  με  τη  φανταχτερή ποδιά στη μέση και τα μεγάλα σκουλαρίκια στ' αφτιά που γοργοπερπατούσε πάνω στο  χέρσο, βοσκερό μονοπάτι πνιγμένο στ' αγριόχορτα και στα δεντρολίβανα. Επιστρέφοντας κιόλας απ'  το  χωριό,  σχεδόν  χοροπηδούσε,  τινάζοντας  κατακόρυφα  το  ένα  της  χέρι  προς  τα  κάτω,  ενώ  με  τ'  άλλο σφιχτοκρατούσε στην αγκαλιά της από την κοιλιά έναν κόκκινο κόκορα, με κατακόκκινο λειρί,  που φαινόταν τελείως ήμερος∙ στριφογύριζε αμέριμνα τα μάτια του και κάπου κάπου ανασήκωνε το  μαύρο του πόδι για να γαντζωθεί με τα νύχια του στην ποδιά της κοπέλας. Όταν η χωριατοπούλα  ζύγωνε  τον  αφέντη,  μετρίασε  το  ρυθμό  της  κι  άρχισε  να  περπατάει  αργά  και  μόλις  τον  έφθασε,  σταμάτησε  και  ρίχνοντας  πίσω  το  κεφάλι  έκανε  μια  υπόκλιση  για  να  τον  χαιρετήσει.  Η  χωριατοπούλα συνέχισε το δρόμο της με τον πετεινό στην αγκαλιά της, μόνο όταν ο πρίγκιπας την  προσπέρασε.  Ο  Νεχλιούντοφ  σε  λίγο  κατέβηκε  κοντά  στο  πηγάδι  και  κει  συνάντησε  μια  γριά  που  φορούσε  μια  χοντροπλεγμένη,  βρόμικη  πουκαμίσα  και  κουβαλούσε  στη  σκυφτή  της  ράχη  δύο  βαρείς  γεμάτους  κουβάδες.  Η  γριά  μόλις  τον  αντίκρισε,  ακούμπησε  με  προσοχή  τους  κουβάδες  καταγής και με τον ίδιο τρόπο, τινάζοντας το κεφάλι της πίσω, του υποκλίθηκε.  Πέρα απ' το πηγάδι άρχιζε το χωριό. Η μέρα ήταν φωτεινή και ζεστή, η ατμόσφαιρα στις δέκα κιόλας  το  πρωί  ήταν  πνιγηρή  και  τα  σύννεφα  που  μαζεύονταν  έκρυβαν  πού  και  πού  τον  ήλιο.  Σ'  όλο  το  δρόμο  αναδύονταν  έντονες  δυσοσμίες  από  τις  καβαλίνες,  σκορπισμένες  στα  μονοπάτια  και  στις  ρόδες των αμαξιών και των κάρων που τραβούσαν προς τους λόφους. Όμως η αποπνιχτική μυρωδιά  καβαλλίνας  προερχόταν  κυρίως  από  τους  σωρούς  κοπριάς  που  ήταν  στοιβαγμένοι  μπροστά  στις  αυλές, πλάι στις ανοιχτές πόρτες που ο Νεχλιούντοφ έβλεπε περνώντας.  Πίσω απ' τα κάρα τους, βάδιζαν προς τους λόφους οι μουζίκοι ξυπόλυτοι και λεροί βρομοκοπώντας  κοπρίλα και περιεργάζονταν με ζηλόφθονο μάτι τον ψηλόκορμο και παχύσαρκο αυτόν άρχοντα με  το  γκρίζο  καπέλο  και  τη  γυαλιστερή  μεταξωτή  κορδέλα  που  λαμποκοπούσε  στον  ήλιο,  σαν  τον  έβλεπαν ν' ανηφορίζει προς το χωριό, ξύνοντας κάθε τόσο το έδαφος με τ' αστραφτερό αγκωνωτό  του μπαστούνι που κατέληγε σε μιαν ασημένια λαβή.  Γυρίζοντας  απ'  τους  αγρούς,  οι  μουζίκοι,  καθισμένοι  στην  άκρη  του  τιμονιού  των  άδειων  κάρρων  τους,  σιγοκαλπάζοντας,  έβγαζαν  τα  γούνινα  κασκέτα  τους,  στο  πέρασμα  του  πρίγκιπα  και  με  σαστισμένο  ύφος  παρακολουθούσαν  με  τα  βλέμματά  τους  αυτό  τον  παράξενο  άνθρωπο  που  περπατούσε  στους  δρόμους  του  χωριού  τους.  Οι  γυναίκες  ξεπρόβαλλαν  στις  αυλόπορτες  και  τις  βεράντες δείχνοντας η μία στην άλλη τον νεοφερμένο, χωρίς να τον αφήνουν απ' τα μάτια τους.  Μπροστά  στην  τέταρτη  αυλόπορτα  ο  Νεχλιούντοφ  αναγκάστηκε  να  σταματήσει,  όταν  βγήκε  από  μέσα  και  πέρασε  από  μπροστά  του  τρίζοντας  ένα  κάρο  φορτωμένο  μέχρι  πάνω  από  σφιχτοστοιβαγμένη  κοπριά.  Στην  κορυφή  της  ήταν  στρωμένα  μια  ψάθα  για  κάθισμα.  Πίσω  απ'  το  φορτίο  ακολουθούσε  ένα  εξάχρονο  αγοράκι  που  φαίνεται  πως  διασκέδαζε  περιμένοντας  να  γκρεμιστεί  ο  σωρός.  Ένας  νεαρός  μουζίκος  φορώντας  τσόκαρα  από  δεντρόφλουδα,  με  μεγάλες  δρασκελιές  τραβούσε  τη  φοράδα  στο  δρόμο.  Ένα  μακρυπόδαρο  γκριζογάλαζο  πουλάρι  πετάχτηκε  έξω απ' την αυλόπορτα, μα βλέποντας τον Νεχλιούντοφ ξαφνιάστηκε, στριμώχτηκε πάνω στο κάρο  και  χτυπώντας  τα  πόδια  του  στη  ρόδα  γλίστρησε  μπροστά  κοντά  στη  ζευμένη  του  μητέρα  που  έδειχνε  την  ανησυχία  της  μ'  ένα  υπόκωφο  χρεμέτισμα,  καθώς  έσερνε  το  βαρύ  φορτίο  απ'  την  αυλόπορτα.  Το  άλλο  άλογο  το  τραβούσε  έξω  ένας  αδύνατος,  μα  σβέλτος  γερο‐μουζίκος,  κι  αυτός  ξυπόλυτος,  με  ριγέ  παντελόνι  και  βρόμικη  μακριά  πουκαμίσα  που  άφηνε  να  διακρίνονται  οι  σκελετωμένοι του σπόνδυλοι στη ράχη.  Όταν  τ'  άλογα  τράβηξαν  προς  το  τραχύ  δρόμο  που  'ταν  σπαρμένος  από  κατάξερες,  σαν  καμένες,  τούφες  κοπριάς,  ο  γερο‐μουζίκος  γύρισε  προς  το  μέρος  της  αυλόπορτας  κι  υποκλίθηκε  μπροστά  Digitized by 10uk1s 

  στον Νεχλιούντοφ που στεκόταν εκεί.  —Αφέντη, δεν είσαι εσύ ο ανιψιός των σχωρεμένων μας κυράδων;  —Ναι, εγώ είμαι ο ανιψιός τους.  —Καλώς όρισες, το λοιπόν. Πώς απ' τα μέρη μας; Ήρθες να μας δεις; συνέχισε ο γέρος μ' εμφανή  διάθεση ν' ανοίξει κουβέντα.  —Ναι, ναι... Πώς πάει, λοιπόν, εδώ πέρα η ζωή; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ που δεν ήξερε τι να πει.  —Για ποια ζωή μάς μιλάς; Χειρότερη δεν μπορούσε νά 'ναι! απάντησε ο γέρος σέρνοντας τα λόγια  του δείχνοντας ευχαριστημένος που συνέχιζε τη φλυαρία του.  —Γιατί είναι τόσο χάλια; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ περνώντας την αυλόπορτα.  —Μα,  ζωή  είναι  τούτη;  Δε  βλέπεις;  Χειρότερη  δε  γίνεται,  απάντησε  ο  γέρος  που  ακολούθησε  τον  Νεχλιούντοφ στην αυλή και στάθηκε στο σκουπισμένο μέρος της κάτω απ' το υπόστεγο.  Ο Νεχλιούντοφ προχώρησε κι αυτός στο υπόστεγο.  —Κοίτα, δώδεκα ψυχές έχω δω μέσα, συνέχισε ο γέρος δείχνοντας δυο γυναίκες μ' ανασηκωμένο το  μαντήλι  στο  ιδρωμένο  τους  πρόσωπο  κι  ανασκουμπωμένα  τα  φουστάνια  τους  στη  μεση,  με  τα  γυμνά  τους  πόδια  βουτηγμένα  ως  το  γόνατο  στη  χωνεμένη  κοπριά,  να  στέκονται  όρθιες  με  τις  διχάλες στα χέρια μπροστά από μια στοίβα ασβάρνιστης ακόμα κοπριάς.  —Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει πρέπει ν' αγοράσω έξι πούτια αλεύρι. Πού να τα βρω; 

—Μα, η σοδειά σου δεν φτάνει;  —Η σοδειά μου είπες; κάγχασε ο γέρος περιφρονητικά — Όλη κι όλη η γη που έχω ίσα ίσα φτάνει  για  τρεις  νοματαίους  και  φέτος  δε  μαζέψαμε  πιότερο  από  οχτώ  θημωνιές  στάρι,  που  βία  να  μας  βγάλει μέχρι τα Χριστούγεννα.  —Και πώς θα τα βγάλετε πέρα;  —Όπως όπως... Το ένα παιδί το 'δωσα εργάτη κι από την Εξοχότητά σας πήρα ένα δανειάκι. Μα, κι  αυτό το ξεκοκαλίσαμε πριν τις Απόκριες και το φόρο τον έχουμε ακόμα απλήρωτο...  —Και πόσος είναι ο φόρος;  —Εγώ δίνω δεκαεφτά ρούβλια για τους τρεις κλήρους. Ο Θεός να βάλει το χέρι του, έτσι που ζούμε.  Κι εμείς οι ίδιοι αναρωτιόμαστε πώς τα κουτσοβολτάρουμε!  —Θα  μπορούσα  να  περάσω  μέσα  στην  ίζμπα;  ρώτησε  ο  Νεχλιούντοφ  που  προχώρησε  κιόλας  στη  μικρή  αυλούλα  πατώντας  προσεκτικά  πότε  στο  καθαρό  χώμα  και  πότε  πάνω  στους  πατικωμένους  βαθυκίτρινους  σωρούς  από  καβαλλίνες  που  βρομοκοπούσαν  και  δεν  είχαν  ακόμα  σβαρνιστεί  από  τις γυναίκες. 

Digitized by 10uk1s 

  —Μα, τι λέτε, μετά χαράς, περάστε, είπε ο γέρος και με γρήγορες δρασκελιές, σέρνοντας μαζί του  τούφες  χωνεμένη  κοπριά  κάτω  απ'  τις  γυμνές  του  πατούσες  κι  ανάμεσα  στα  δάχτυλά  του,  προσπέρασε τον Νεχλιούντοφ και του άνοιξε την πόρτα της καλύβας.  Οι γυναίκες που είχαν κιόλας διορθώσει τα μαντήλια τους και τα φουστάνια τους, περιεργάζονταν  με δέος τον καθαροντυμένο άρχοντα με τα χοντρά μανικετόκουμπα που έμπαινε στο κονάκι τους.  Από  την  ίζμπα  ξεπετάχτηκαν  δύο  κοριτσάκια  με  πουκαμίσες.  Χαμηλώνοντας  το  κεφάλι  του  και  βγάζοντας  το  καπέλο  του,  ο  Νεχλιούντοφ,  πέρασε  το  κατώφλι  και  μπήκε  στη  βρόμικη,  στενάχωρη  ίζμπα που μύριζε ξινισμένο φαΐ και το μεγαλύτερο μέρος της  κάλυπταν δύο αργαλειοί.  Κοντά στη  χτιστή σόμπα στεκόταν μια γριά μ' ανασηκωμένα μανίκια στα κάτισχνα ηλιοκαμένα της χέρια.  —Είν' ο αφέντης κι ήρθε να μας επισκεφτεί, είπε ο γερομουζίκος.  —Καλώς  ορίσατε,  το  λοιπόν,  είπε  η  γριά  μ'  ευγενικό  ύφος  κατεβάζοντας  τ'  ανασηκωμένα  της  μανίκια.  —Θέλησα να δω ο ίδιος πώς ζείτε εδώ, τους είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Τα  μαύρα  μας  τα  χάλια,  δες  τα  και  μόνος  σου.  Η  ίζμπα  είναι  έτοιμη  να  γκρεμιστεί  και  κάποια  στιγμή  κάποιον  θα  πλακώσει.  Μα,  ο  γέρος  μας  λέει  πως  καλή  είναι  κι  έτσι.  Εδώ  λοιπόν  ζούμε  σα  βασιλιάδες,  ζωήρεψε  η  γριά  κουνώντας  νευρικά  το  κεφάλι.  —Πάω  όμως  τώρα  να  φτιάξω  το  φαΐ,  γιατί όπου να 'ναι θα ταΐσω τους δουλευτάδες.  —Και τι φαΐ θα φάτε;  —Τι  φαΐ;  Σπουδαίο  φαΐ  έχουμε!  Πρώτο  πιάτο  ψωμί  με  κβας44,  δεύτερο  πιάτο  κβας  με  ψωμί,  απάντησε η γριά μ' ένα μορφασμό που έκανε να φανούν τα μισοχαλασμένα της δόντια.  —Μην αστειευόσαστε, δείξτε μου τι θα φάτε σήμερα.  —Θα φάμε; γέλασε ο γέρος. Δεν είναι δα και τόσο σπουδαία τα λάχανα. Δείξε του γριά.  Η γριά κούνησε το κεφάλι της.  —Ήθελες  να  δεις  το  φαΐ  που  τρώμε  εμείς  οι  μουζίκοι;  Σχολαστικός  που  'σαι  άρχοντα!  Για  να  σε  κοιτάξω καλύτερα. Μωρέ όλα θέλει να τα ξέρει. Μα, σου το 'παμε κιόλας: κβας και ψωμί και ακόμα  μια χορτόσουπα. Χτες οι γυναίκες φέρανε κάτι λούπινα και φκιάξαμε τη σούπα. Ύστερα θα φάμε και  πατάτες.  —Αυτό είν' όλο;  —Και  τι  άλλο  θα  'θελες;  Θα  πήξουμε  τη  σούπα  με  γάλα,  είπε  η  γριά  χαμογελώντας,  κοιτάζοντας  κατά την πόρτα.  Η  πόρτα  ήταν  ανοιχτή  διάπλατα  και  στο  κατώφλι  είχε  μαζευτεί  πολύς  κόσμος:  παιδιά,  αγόρια  και  κορίτσια, γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά είχαν στριμωχτεί χαζεύοντας τον παράξενο άρχοντα που  είχε έρθει να δει το φαΐ των μουζίκων. Η γριά φαινόταν πως το 'χε πάρει πάνω της που κατάφερε να  τα βγάλει πέρα στην κουβέντα με τον άρχοντα.  —Βέβαια,  ψυχρή  κι  ανάποδη  είν'  η  ζωή  μας,  άρχοντά  μου,  είπε  ο  γέρος.  Ε,  εσείς!  Πού  πάτε  να  Digitized by 10uk1s 

  χωθείτε! φώναξε στον κόσμο που 'χε στριμωχτεί στην πόρτα του.  —Λοιπόν,  καλή  αντάμωση,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ,  αισθανόμενος  αμηχανία  και  ντροπή,  μα  χωρίς  να  καταλαβαίνει το λόγο.  —Σ' ευχαριστούμε ταπεινά που καταδέχτηκες να 'ρθεις να μας δεις στο φτωχικό μας, είπε ο γέρος.  Στο  κατώφλι  οι  χωρικοί  στριμώχτηκαν  για  να  περάσει  ο  Νεχλιούντοφ  που  βγήκε  στο  δρόμο  και  συνέχισε ν' ανηφορίζει. Πίσω του έτρεξαν δυο ξυπόλυτα αγόρια, το ένα μεγαλύτερο, με μια βρόμικη  πουκαμίσα που φαίνεται πως κάποτε θα 'ταν άσπρη και το άλλο με μια ξεφτισμένη, ξεθωριασμένη  ροζ. Ο Νεχλιούντοφ γύρισε και τα κοίταξε.  —Για πού θα τραβήξεις τώρα; ρώτησε το αγόρι με την άσπρη πουκαμίσα.  —Πάω στη Ματριόνα Χαρίνα, απάντησε. —Την ξέρετε;  Το μικρό αγόρι με τη ροζ πουκαμίσα έσκασε ένα δειλό χαμόγελο, μα το μεγαλύτερο ξαναρώτησε με  σοβαρό ύφος.  —Ποια Ματριόνα; Εκείνη τη γριά;  —Ναι, τη γριά.  —Α, α! Τη Σεμιόνιχα λες. Μένει στην άκρη του χωριού. Θα σε πάμε εμείς εκεί. Εμπρός Φέντκα, πάμε  μαζί του.  —Καλά, και τ' άλογα τι θα γίνουν;  —Δε βαριέσαι, τι θα πάθουνε μωρέ!  Ο Φέντκα συμφώνησε και σε λίγο οι τρεις τους άρχισαν ανηφορίζουν στο χωριό. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V  Ο  ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ  τώρα  ένιωθε  πιο  άνετα  με  τ'  αγόρια  παρά  με  τους  μεγάλους  και  στο  δρόμο  πιάσανε την κουβέντα. Ο μικρός με τη ροζ πουκαμίσα δεν χαμογελούσε άλλο και συμμετείχε στην  συζήτηση το ίδιο έξυπνα και μυαλωμένα, όπως κι ο μεγάλος.  —Για πείτε μου, λοιπόν, ποιος είναι ο πιο φτωχός του χωριού σας; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Ο πιο φτωχός; Ο Μιχαήλ είναι φτωχός, ο Συμεών Μακάροφ είναι φτωχός, ακόμα η Μάρθα είναι  πολύ φτωχιά...  —Μα, η Ανίσα είναι πολύ πιο  φτωχιά, ούτε γελάδα έχει  και ζητιανεύουν όλοι τους, είπε ο μικρός  Φέντκα.  —Δεν  έχει  γελάδα,  μα  είναι  τρεις  στο  σπίτι,  ενώ  στης  Μάρθας  είναι  πέντε,  διαφώνησε  το  μεγαλύτερο αγόρι.  —Μα, εκείνη είναι χήρα, επέμενε ο μικρός με τη ροζ πουκαμίσα.  —Λες  πως  η  Ανίσα  είναι  χήρα,  όμως  κι  η  Μάρθα  είναι  χήρα,  το  ξεχνάς;  συνέχισε  το  μεγαλύτερο  αγόρι. — Το ίδιο κάνει, δεν έχει άντρα.  —Και πού είναι ο άντρας της;  —Στη φυλακή, ταΐζει τις  ψείρες, είπε  το μεγαλύτερο αγόρι χρησιμοποιώντας μια συνηθισμένη για  τους μουζίκους έκφραση.  —Πέρσι, στου άρχοντα το δάσος, πήγε κι έκοψε δύο σημύδες και τον ρίξανε στη φυλακή, βιάστηκε  να πει ο μικρός με τη ροζ πουκαμίσα. — Είναι έξι μήνες μέσα κι η γυναίκα του ζητιανεύει, έχει τρία  παιδιά και μια σακατεμένη γριά, πρόσθεσε με κάθε λεπτομέρεια.  —Πού μένει; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Να, εκεί μέσα, σ' εκείνη την αυλή, είπε το αγόρι δείχνοντας ένα σπίτι που μπροστά του, πάνω στο  μονοπάτι που είχε πάρει ο Νεχλιούντοφ, στεκόταν ένα μικροκαμωμένο κατάξανθο αγοράκι, που με  δυσκολία ισορροπούσε πάνω στα αδύνατα στραβά, κοκαλιάρικά του ποδαράκια.  —Βάσκα,  πού  χάθηκες  βρε  διαολόπαιδο;  φώναξε  μια  γυναίκα  βγαίνοντας  τρεχάτη  από  την  ίζμπα  φορώντας  μια  γκρίζα,  λερωμένη  πουκαμίσα  (που  έμοιαζε  σα  να  'χε  στάχτες  πάνω)  και  με  τρομαγμένη  έκφραση  στο  πρόσωπό  της,  άρπαξε  το  παιδί  μπροστά  απ'  τον  Νεχλιούντοφ  και  το  τράβηξε μέσα σαν να φοβόταν πως θα του 'κανε κάποιο κακό.  Ήταν η γυναίκα του μουζίκου που μπήκε στη φυλακή γιατί είχε κόψει δυο σημύδες απ' το δάσος του  Νεχλιούντοφ.  —Και  δε  μου  λέτε,  η  Ματριόνα  είναι  κι  αυτή  φτωχή;  ρώτησε  ο  Νεχλιούντοφ  τα  παιδιά,  καθώς  πλησίαζαν στην ίζμπα της Ματριόνας.  —Καλέ, τι φτωχή! Αυτή πουλάει κρασί, απάντησε μ' έναν αποφασιστικό τόνο στη φωνή του το μικρό  αγόρι.  Digitized by 10uk1s 

  Μόλις έφθασαν στην αυλή της Ματριόνας, ο Νεχλιούντοφ αποχωρίστηκε τ' αγόρια∙ δρασκελώντας  το  κατώφλι,  χτύπησε  το  κεφάλι  του  στη  χαμηλή  πόρτα  και  μπήκε  στην  καλύβα.  Το  χαμόσπιτο  της  Ματριόνας  όλο  κι  όλο  δεν  ήταν  μεγαλύτερο  σε  μήκος  από  τέσσερα  σχεδόν  μέτρα  έτσι  που  ένας  ψηλός άνθρωπος δεν θα μπορούσε ν' απλώσει τα πόδια του πάνω στο κρεβάτι της που 'ταν στημένο  πίσω  απ'  τη  χτιστή  σόμπα:  «Πάνω  σ'  αυτό  το  κρεβάτι  γέννησε  η  Κατιούσα  κι  εδώ  πέρασε  την  αρρώστια  της  μετά»,  σκέφτηκε  ο  Νεχλιούντοφ.  Όλο  σχεδόν  το  δωμάτιο  το  έπιανε  ένας  αργαλειός  που εκείνη την ώρα, καθώς έμπαινε ο Νεχλιούντοφ κτυπώντας το κεφάλι στη χαμηλή πόρτα, έστηνε  η γριά μαζί με τη μεγαλύτερή της εγγονούλα. Άλλα δύο εγγονάκια πετάχτηκαν σαν σίφουνες στην  ίζμπα πίσω του και στάθηκαν στο κατώφλι ακουμπώντας τα χέρια τους στο πάνω μέρος της πόρτας.  —Ποιον  θέλετε;  ρώτησε  θυμωμένη  η  γριά,  που  είχε  τα  νεύρα  της,  γιατί  δεν  έπαιρνε  μπρος  ο  αργαλειός της. Αλλά εκτός απ' αυτό, φοβόταν κάθε άγνωστο που έμπαινε σπίτι της, γιατί ήξερε πως  απαγορευόταν να πουλάει κρυφά κρασί.  —Είμαι ο ιδιοκτήτης του τσιφλικιού. Ήθελα να σας μιλήσω.  Η γριά σώπασε, κάρφωσε ερευνητικά το βλέμμα της πάνω του και ξαφνικά το πρόσωπό της άλλαξε  όψη.  —Α, εσύ είσαι πουλάκι μου, κι εγώ η χαζή δε σε γνώρισα!... Σκέφτηκα, θα 'ναι κανένας περαστικός,  του είπε με προσποιητή τρυφερότητα στη φωνή της. —Αχ, εσύ σταυραϊτέ μου...  —Θα  γινόταν  να  μιλήσουμε  μόνοι  μας;  ζήτησε  ο  Νεχλιούντοφ  κοιτάζοντας  προς  την  πόρτα  που  στέκονταν τα παιδιά  και,  πιο πίσω μια σκελετωμένη γυναίκα μ'  ένα χλομό κι άρρωστο μωρό στην  αγκαλιά της. Το μωρό φορούσε ένα σκούφο από κουρελόπανα και παρά την αρρώστια του όλη την  ώρα χαμογελούσε.  —Τι κοιτάτε σα χαζά, ε; Τώρα θα σας δείξω εγώ∙ κάτσε μόνο να πάρω τη μαγκούρα μου και τα λέμε!  αγριοφώναξε η γριά σ' όσους στέκονταν στο κατώφλι. —Κλείστε την πόρτα λοιπόν!  Τα παιδιά εξαφανίστηκαν κι η γυναίκα με το μωρό έκλεισε την πόρτα.  —Κι εγώ αναρωτιόμουνα: μωρέ ποιος να 'ρθε; Πού να 'ξερα πως είσαι εσύ άρχοντά μου, χρυσέ μου,  λατρευτέ  μου  λεβέντη!  Πώς  ήταν  αυτό  και  καταδέχτηκες  να  'ρθεις  στο  φτωχικό  μας;  Αχ,  θησαυρέ  μου! Έλα, κάτσε έδω στο σεντούκι, μεγάλη σου η χάρη, αφέντη μου, του έλεγε και με την κουρτίνα  ξεσκόνισε το σεντούκι. —Και λέω 'γω ποιος διάολος είναι τούτος που μπαίνει εδώ μέσα! Κι ήσουνα  εσύ,  λαμπρέ  μου  πρίγκιπα,  καλέ  μου  άρχοντα,  ευεργέτη  και  προστάτη  μας.  Συγχώρεσέ  με,  την  ανόητη γριά, στραβώθηκα στα γεράματα.  Ο  Νεχλιούντοφ  κάθισε,  η  γριά  στάθηκε  μπροστά  του,  βαστώντας  με  το  δεξί  της  χέρι  το  ένα  της  μάγουλο  και  με  τ'  αριστερό  της  χέρι  συγκρατώντας  τον  σουβλερό  δεξιό  της  αγκώνα.  Άρχισε  να  μιλάει με τραγουδιστή φωνή:  —Πόσο  γέρασες  λαμπρέ  μου  πρίγκιπα!  Τι  λεβεντονιός  ήσουνα  κάποτε,  μα  τώρα...  Σε  φάγανε  οι  έγνοιες φαίνεται.  —Ήρθα να σε ρωτήσω, αν θυμάσαι την Κατερίνα Μάσλοβα.  —Την  Κατερίνα;  Μα  πώς  είναι  δυνατό  να  μην  την  θυμάμαι;  Ανιψιά  μου  είναι.  Πώς  να  μην  την  θυμάμαι; Έχυσα εγώ δάκρυα για δαύτηνε! Τα 'μαθα όλα. Μα, καλέ μου, ποιος είναι αυτός που δεν  αμάρτησε  μπροστά  στο  Θεό;  Μπροστά  στον  Τσάρο;  Ήσασταν  νέα  παιδιά  τότε,  πίνατε  μαζί  τσάι,  Digitized by 10uk1s 

  καφέ και μια μέρα ξαφνικά μπήκε ο Τρισκατάρατος ανάμεσά σας. Είναι κι αυτός βλέπεις δυνατός! Τι  να γίνει... Μα εσύ δεν την εγκατέλειψες, το ξέρω, τη γέμισες λεφτά, μ' εκατό ρούβλια τη χρύσωσες.  Κι  εκείνη  τι  έκανε;  Δεν  μπορούσε  να  φανεί  λογική.  Αν  μ'  είχε  ακούσει,  θα  ζούσε  τώρα  μια  χαρά.  Εμένα είν' ανιψιά μου, μα θα στο πω ανοιχτά: δεν είναι σωστό κορίτσι! Ύστερα απ' όλ' αυτά, εγώ της  βρήκα  μια  καλή  δουλειά  κάπου.  Εκείνη  δεν  ήθελε  να  κάτσει  στ'  αβγά  της,  έβρισε  τ'  αφεντικό  της.  Πού ακούστηκε αυτό να βρίζεις τον αφέντη σου! Και, βέβαια, την διώξανε άρον άρον. Μα, και πάλι  στη συνέχεια θα μπορούσε να ζήσει στο σπίτι ενός δασικού, μα ούτε κι αυτό ήθελε.  —Ήθελα να ρωτήσω για το παιδί. Εδώ, σε σας δε γέννησε; Πού είναι το παιδί;  —Το  μωράκι,  άρχοντά  μου,  αχ,  να  'ξερες  πόσο  το  σκεφτόμουνα  το  μωράκι!  Ήταν  τόσο  άρρωστη  εκείνη τότε, που έλεγα πως δεν θα σηκωθεί ξανά. Βάφτισα, λοιπόν, το αγοράκι, όπως έπρεπε, και το  'στειλα στο ορφανοτροφείο. Γιατί να το κρατήσω τ' αγγελάκι μου να βασανίζεται, όταν η μάνα του  θα πέθαινε;  Άλλοι αυτό κάνουν, αφήνουν το παιδί νηστικό και  κείνο  πεθαίνει απ' την  πείνα.  Εγώ,  όμως,  σκέφτηκα,  καλύτερα  να  προσπαθήσω  να  το  στείλω  στο  ορφανοτροφείο.  Είχα  λεφτά  και  το  'στειλα τελικά.  —Του δώσανε κάποιον αριθμό εκεί όταν το παραλάβανε;  —Ναι,  του  δώσανε,  μα  εκείνο  πέθανε  αμέσως.  Μου  το  'πε  η  γυναίκα  τότε,  πως  μόλις  το  πήγανε,  πέθανε.  —Ήταν  μια  γυναίκα  που  έμενε  στο  Σκορόντογιε  κι  ανακατευόταν  με  τέτοια.  Τη  λέγανε  Μαλάνια,  μα  πέθανε.  Ήταν  έξυπνη  γυναίκα.  Τι  έκανε  συνήθως;  Της  έφερναν  ένα  παιδί,  εκείνη  το  'παιρνε και το κρατούσε στο σπίτι της, το τάιζε μέχρι να της πάνε κι άλλο.  Όταν μάζευε τρία τέσσερα, τα πήγαινε στο ορφανοτροφείο. Τα 'χε τακτοποιήσει τόσο έξυπνα: είχε  μια μεγάλη κούνια σα διπλό κρεβάτι και τα πλάγιαζε εκεί μέσα. Είχε φτιάξει και ένα χερούλι στην  κούνια.  Τα  'βαζε  τέσσερα  μαζί  με  τα  κεφαλάκια  τους  χωριστά  για  να  μην  χτυπιούνται  και  τα  ποδαράκια τους μαζί, έτσι ώστε να μπορεί να τα μεταφέρει αμέσως και τα τέσσερα. Τους έβαζε και  πιπίλες στο στόμα για να μην κλαίνε κι ήταν ήσυχα.  —Και τι έγινε, λοιπόν;  —Πήγα εκεί  και της Κατερίνας το παιδί. Μάταια,  όμως. Δεν το κράτησε πάνω από δυο βδομάδες,  έπαθε ταινία κι αδυνάτισε.  —Ήταν ωραίο μωρό; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Τόσο  ωραίο  που  όμοιό  του  δεν  θα  βρεις  πουθενά.  Φτυστός  εσύ  ήσουνα  αφέντη,  είπε  η  γριά  μισοκλείνοντας το γέρικο μάτι της.  —Από τι όμως αδυνάτισε; Δεν θα το τάιζαν, φαίνεται, καλά!  —Τι λες που δεν το ταΐζανε! Η τροφή ούτε που του 'λειψε καθόλου. Γιατί, ήταν γνωστό σ' όλους πως  δεν  ήταν  δικά  της  παιδιά  κι  εκείνη  ήθελε  να  τα  παραδίνει  ζωντανά  στ'  ορφανοτροφείο.  Μου  είπε  πως το παιδί της Κατερίνας το πήγε ως τη Μόσχα, μα εκείνο την ίδια στιγμή πέθανε. Ήταν έξυπνη  γυναίκα, πραγματικά.  Αυτά μόνο μπόρεσε να μάθει ο Νεχλιούντοφ για το παιδί του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI  ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ  ΣΤΟ  δρόμο,  ο  Νεχλιούντοφ  δεν  απόφυγε  κι  αυτή  τη  φορά  το  κτύπημα  του  κεφαλιού  του στην πόρτα της ίζμπας. Τα παιδιά, το ένα με την ξεθωριασμένη, σταχτόχρωμη πουκαμίσα και τ'  άλλο  με  την  ροζ  ήταν  εκεί  και  τον  περίμεναν.  Γύρω  του  μαζεύτηκαν  γρήγορα  και  κάμποσα  άλλα.  Περίμεναν  όμως  και  μερικές  γυναίκες  με  τα  μωρά  στην  αγκαλιά  κι  ανάμεσά  τους  κι  εκείνη  η  αδύναμη που κρατούσε σαν πούπουλο στα χέρια της το κατάχλομο μωράκι της με το σκουφάκι από  κουρελόπανα.  Το  μωράκι  δεν  έπαυε  στιγμή  να  χαμογελάει  σ'  όλους  τους  μεγάλους  γύρω  του  στριφογυρίζοντας  στον  αέρα  με  νευρικές  κινήσεις  τα  μακριά  κοκαλιάρικά  του  δακτυλάκια.  Ο  Νεχλιούντοφ  διαισθάνθηκε πως το χαμόγελο εκείνο φανέρωνε ανημποριά και πόνο. Ρώτησε ποια ήταν η γυναίκα  εκείνη.  —Η Ανίσια είναι που σου 'λεγα, αποκρίθηκε το μεγαλύτερο αγόρι.  Ο Νεχλιούντοφ γύρισε προς το μέρος της.  —Πώς τα βολεύεις; Πώς ζεις; την ρώτησε.  —Πώς τα βολεύω; Να, ζητιανεύω, είπε η Ανίσια και ξέσπασε σε κλάματα.  Το  γέρικο  πρόσωπο  του  μωρού  άστραψε  από  ένα  διάχυτο  χαμόγελο  και  στη  στιγμή  μάζεψε  τα  καλαμένια κι άσαρκα σα σκουλήκια ποδαράκια του.  Ο  Νεχλιούντοφ  έβγαλε  το  πορτοφόλι  με  τα  χαρτονομίσματα  κι  έδωσε  στη  γυναίκα  δέκα  ρούβλια.  Δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα παρακάτω, όταν έτρεξε ξοπίσω του και τον σταμάτησε μια άλλη  γυναίκα  με  το  παιδάκι  της  και  ακόμα  μία.  Όλες  το  ίδιο  του  έλεγαν,  για  τη  φτώχεια  και  τη  μιζέρια  τους,  και  ζητούσαν  να  τις  βοηθήσει.  Ο  Νεχλιούντοφ  τους  μοίρασε  εξήντα  ρούβλια  σε  μικρά  χαρτονομίσματα  που  του  'χαν  απομείνει  στο  πορτοφόλι  του  και  με  μιαν  ανείπωτη  θλίψη  στην  καρδιά γύρισε στο σπίτι του, δηλαδή στο αγρόσπιτο του επιστάτη. Ο επιστάτης τον υποδέχτηκε με  χαμόγελο  και  του  ανάγγειλε  πως  οι  μουζίκοι  θα  μαζεύονταν  το  βράδυ.  Ο  Νεχλιούντοφ  τον  ευχαρίστησε  και  χωρίς  να  μπει  στο  δωμάτιό  του,  τράβηξε  κατά  τον  κήπο  μέσα  από  τα  χορταριασμένα  μονοπάτια  που  ήταν  στρωμένα  μ'  άσπρα  μοσχοπέταλα  απ'  τ'  άνθη  των  μηλιών,  συλλογιζόμενος τα όσα είχε δει.  Όλα  ήταν  ήσυχα  γύρω  στο  σπίτι,  όταν  ξαφνικά  ο  Νεχλιούντοφ  ξεχώρισε  δύο  θυμωμένες  φωνές  γυναικών που η μια διέκοπτε την άλλη κι έτσι με δυσκολία μπορούσε ν' ακούσει την ήρεμη φωνή  του γελαστού επιστάτη. Έστησε αυτί, προσπαθώντας να καταλάβει τι έλεγαν.  —Δεν αντέχω άλλο. Γιατί μου βάζεις θηλιά στο λαιμό; έλεγε η μια θυμωμένη γυναικεία φωνή.  —Μα,  δεν  πρόλαβε  να  μπει  μέσα,  έλεγε  η  άλλη  φωνή.  Δώσ'  τη  μου  σου  λέω.  Τι  θα  κερδίσεις  να  τυραννάς το ζωντανό και ν' αφήνεις τα παιδιά χωρίς γάλα;  —Τότε να πληρώσεις ή να μου δουλέψεις, απαντούσε νηφάλιος ο επιστάτης.  Ο Νεχλιούντοφ έφυγε απ' τον κήπο και πήγε κοντά στο ξώστεγο, όπου στέκονταν αναμαλλιασμένες  οι δύο γυναίκες∙ η μία ήταν έγκυος σε προχωρημένο μήνα. Στη σκάλα, με τα χέρια στις τσέπες του  στο  χοντρό  ντρίλινο  παλτό  του,  στεκόταν  ο  επιστάτης.  Μόλις  είδαν  τον  αφέντη,  οι  γυναίκες  βουβάθηκαν και προσπάθησαν να διορθώσουν τις μαντίλες τους που 'χαν γλιστρήσει απ' τα μαλλιά  Digitized by 10uk1s 

  τους κι ο επιστάτης έβγαλε τα χέρια απ' την τσέπη και άρχισε να χαμογελάει.  Οι μουζίκοι, εξήγησε στον Νεχλιούντοφ ο επιστάτης, άφηναν επίτηδες τα μοσχάρια τους, αλλά και  τις αγελάδες τους ακόμα, να βόσκουν στα λιβάδια του άρχοντα. Κι έτσι, οι δυο αγελάδες αυτών των  γυναικών  πιάστηκαν  στο  λιβάδι  κι  οι  φύλακες  του  κτήματος  τις  έφεραν  σ'  αυτόν.  Ο  επιστάτης  ζητούσε απ' τις γυναίκες είτε να του δώσουν τριάντα καπίκια για κάθε μια είτε να του δουλέψουν  δύο μέρες. Οι γυναίκες, όμως, ισχυρίζονταν πως οι αγελάδες τους ίσα ίσα που είχαν προλάβει  να  βοσκήσουν,  και  ακόμα  πως  δεν  είχαν  λεφτά  να  δώσουν.  Του  υποσχέθηκαν  βέβαια  πως  θα  δούλευαν,  μα  απαιτούσαν  απ'  τον  επιστάτη  να  τους  επιστρέψει  αμέσως  τα  ζώα  που  απ'  το  πρωί  ήταν δεμένα νηστικά στον ήλιο και μουγκανίζανε παραπονεμένα.  —Πόσες  φορές  δεν  τους  το  'πα,  συνέχισε  με  χαμογελαστό  ύφος  ο  επιστάτης  γυρίζοντας  προς  τον  Νεχλιούντοφ σαν να τον ήθελε για μάρτυρα, —να προσέχουν τα ζωντανά τους;  —Μια στιγμή έτρεξα στο μωρό και ξεφύγανε.  —Μην απομακρύνεσαι λοιπόν από κοντά τους. Ξέρεις πως πρέπει να τις φυλάς.  —Και το μωρό, ποιος θα μου το ταΐσει; Εσύ θα το βυζάξεις μήπως;  —Μα  αν  ήταν  αλήθεια  πως  βοσκούσε  στο  λιβάδι,  το  στομάχι  της  δεν  θα  'ταν  άδειο  και  δεν  θα  πέθαινε τώρα της πείνας,  —Σου λέω, δεν πρόλαβε να βοσκήσει, έλεγε η άλλη.  —Ρημάξανε  όλα  τα  λιβάδια,  είπε  ο  επιστάτης  γυρίζοντας  προς  τον  Νεχλιούντοφ.  —Αν  δεν  είχα  εφαρμόσει αυτή την τιμωρία, δεν θα μαζεύαμε καθόλου σανό.  —Είσαι ψεύτης, φώναξε η έγκυος. —Οι δικές μου ποτέ δεν ξαναπιαστήκανε.  —Να, όμως, που πιαστήκανε σήμερα. Το, λοιπόν, πλήρωσε ή έλα να δουλέψεις.  —Καλά,  θα  δουλέψω,  άσε  όμως  λεύτερη  τη  γελάδα  μου,  μη  μου  την  πεθάνει  της  πείνας,  του  αγριοφώναξε.  —Ανάσα  δε  μπορώ  να  πάρω,  ούτε  μέρα  ούτε  νύχτα.  Η  πεθερά  μου  κατάκοιτη,  ο  άντρας μου μπεκροπίνει. Μόνη μου είμαι και πρέπει να γίνω χίλια κομμάτια, δεν αντέχω άλλο. Στο  λαιμό να σου κάτσει το ξενοδούλεμά μου!  Ο Νεχλιούντοφ ζήτησε απ' τον επιστάτη ν' αφήσει τις αγελάδες και ξαναγύρισε στον κήπο και στις  σκέψεις του. Μα, τώρα, του χρειαζόταν να σκεφτεί κάτι άλλο. Μπροστά του διακρίνονταν όλα, τόσο  ξάστερα, που απορούσε πλέον πώς μπορούσαν οι άνθρωποι να εθελοτυφλούν κι αυτός τόσον καιρό  να μην καταλαβαίνει αυτό που τώρα ήταν ολοφάνερο πια.  «Ο λαός σβήνει, συνήθισε να αργοπεθαίνει, γύρω του διαμορφώθηκαν τρόποι ζωής που ταιριάζουν  σ' αυτό τον αργό του αφανισμό —ο θάνατος των παιδιών, η εξαντλητική δουλειά των γυναικών, η  έλλειψη  τροφής  για  όλους  και  πιο  πολύ  για  τους  γέρους.  Κι  έφθασε  έτσι  σιγά  σιγά  ο  λαός  στην  κατάντια  αυτή  που  ούτε  ο  ίδιος  δεν  καταλαβαίνει  τη  φριχτή  του  ζωή  κι  ούτε  παραπονιέται  για  το  χάλι του. Μα κι εμείς οι ίδιοι πιστεύουμε πως αυτή η κατάσταση είναι φυσική και πως έτσι πρέπει  να είναι πάντα». Τώρα έβλεπε καθαρά σαν το φως του ήλιου πως η κύρια αιτία της αθλιότητας του  λαού,  που  την  καταλάβαινε  και  δεν  έπαυε  να  την  δείχνει  συνέχεια  ο  ίδιος  ο  λαός,  ήταν  ότι  οι  γαιοκτήμονες  του  είχαν  αρπάξει  τη  γη,  τη  μόνη  που  μπορούσε  να  τον  θρέψει.  Κι  είναι  βέβαια  ολοφάνερο πως τα παιδιά κι οι γέροι πεθαίνουν γιατί δεν έχουν να πιουν γάλα, και δεν έχουν γάλα,  Digitized by 10uk1s 

  γιατί  δεν  έχουν  γη  να  βοσκήσουν  τα  ζώα  τους  και  να  θερίσουν  το  στάρι  και  το  σανό  τους.  Είναι  σαφές  πως  όλες  οι  συμφορές  του  λαού  ή,  τουλάχιστον,  η  κύρια,  η  αμεσότερη  αιτία  αυτών  των  συμφορών είναι πως η γη που τον θρέφει δεν βρίσκεται στα χέρια του, αλλά στα χέρια εκείνων που,  ασκώντας το δικαίωμα της γαιοκτησίας, ζουν από τον κόπο αυτού του λαού. Κι η γη που είναι τόσο  ζωτική  για  το  λαό,  που  χωρίς  αυτή  πεθαίνει,  καλλιεργείται  ωστόσο  απ'  αυτούς  τους  ίδιους  τους  εξαθλιωμένους  μουζίκους,  για  να  πουληθεί  το  στάρι  στο  εξωτερικό  και  για  να  μπορούν  οι  τσιφλικάδες ν' αγοράζουν γούνινα καπέλα, μπαστούνια, άμαξες, κομψοτεχνήματα κ.λπ. Ήταν πλέον  τόσο καθαρό για τον Νεχλιούντοφ όσο ήταν καθαρό πως τ' άλογα φυλακισμένα πίσω απ' τη μάντρα  θα φάνε όλο το χορτάρι κάτω απ' τα πόδια τους, θ' αδυνατίσουν και θα ψοφήσουν απ' την πείνα  όταν  δεν  τ'  αφήνουν  να  βοσκήσουν  στα  λιβάδια  που  μπορούν  να  βρουν  τροφή...  Κι  αυτό  είναι  τρομερό και δεν μπορεί, αλλά ούτε και πρέπει να είναι έτσι. Γι' αυτό χρειάζεται να βρεθούν τα μέσα  να πάψει να υπάρχει αυτό το καθεστώς ή τουλάχιστον, να μη συμμετέχει ο ίδιος ο Νεχλιούντοφ στη  διαιώνισή  του.  «Θα  τα  βρω,  το  δίχως  άλλο,  σκεφτόταν,  καθώς  βημάτιζε  πάνω  κάτω  στην  πλησιέστερη  αλέα  με  τις  σημύδες.  —Στους  επιστημονικούς  κύκλους,  στα  κυβερνητικά  όργανα  και  στον Τύπο συζητούμε για τις αιτίες της φτώχειας του λαού και τα μέσα βελτίωσης της ζωής του και  το μόνο που παραβλέπουμε είναι το μοναδικό, αναμφισβήτητο μέσο που θα έκανε τον λαό να ζει  καλύτερα, δηλαδή να πάψουμε να του αφαιρούμε τα αναγκαία για την επιβίωσή του». Στο σημείο  αυτό αναθυμήθηκε τις βασικές θέσεις της θεωρίας του Χένρυ Τζωρτζ και το πόσο είχε γοητευτεί απ'  αυτές, γεγονός που τον έκανε να αναρωτιέται με απορία πώς μπορούσε να τα ξεχάσει όλα τούτα. — «Δεν είναι δυνατόν η γη ν' αποτελεί αντικείμενο ιδιοκτησίας, δεν είναι δυνατό να είναι αντικείμενο  αγοραπωλησίας, όπως το νερό, ο αέρας, οι αχτίδες του ήλιου. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα πάνω  στη  γη  και  σ'  όλα  τα  αγαθά  που  χαρίζει  στον  άνθρωπο».  Τώρα  κατάλαβε  γιατί  είχε  νιώσει  τότε  ντροπή  σαν  θυμήθηκε  την  περιουσιακή  του  κατάσταση  στο  Κουζμίνσκογιε.  Κορόιδευε  τον  εαυτό  του, γιατί αν κι ήξερε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να 'χει ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη γη, εκείνος,  σα  να  μην  έτρεχε  τίποτα  για  τον  ίδιο,  εξαιρούσε  τον  εαυτό  του  κι  ύστερα  μάλιστα  χάριζε  στους  αγρότες ένα μερίδιο απ' αυτό που κατά βάθος γνώριζε πως δεν είχε δικαίωμα να κατέχει. Τώρα δεν  επρόκειτο να κάνει το ίδιο εδώ και θα άλλαζε τη συμφωνία που έκανε στο Κουζμίνσκογιε. Έστησε  μέσα στο μυαλό του ένα σχέδιο μίσθωσης της γης στους αγρότες, αντί ενοικίου, που όμως αυτό το  ενοίκιο  δεν  θα  το  εισέπραττε  ο  ίδιος,  αλλά  θα  τους  το  παραχωρούσε,  ώστε  να  μπορούν  με  τα  χρήματα αυτά να πληρώνουν τους φόρους και να ικανοποιούν άλλες κοινωνικές τους ανάγκες. Αυτό  δεν  αποτελούσε  βέβαια  το  σύστημα  της  ενιαίας  φορολογίας,  ήταν  ωστόσο  η  μόνη  δυνατή  προσέγγιση στις συνθήκες εκείνες. Το πιο σπουδαίο βέβαια για τον Νεχλιούντοφ ήταν ότι με αυτή  την τακτοποίηση απαρνιόταν το δικαίωμα της γαιοκτησίας.  Όταν  γύρισε  στο  σπίτι,  ο  επιστάτης  τον  περίμενε  και  μ'  ένα  εγκάρδιο  ύφος  του  πρότεινε  χαμογελώντας  να  γευματίσουν  παρέα,  αρκεί  βέβαια  η  γυναίκα  του  με  τη  βοηθό  της,  εκείνο  το  χωριατοκόριτσο με τα μεγάλα σκουλαρίκια, να μην είχαν κάψει το φαί, όπως του εκμυστηρεύτηκε.  Το  τραπέζι  ήταν  στρωμένο  μ'  ένα  χειροκέντητο  χοντρό  τραπεζομάντιλο  και  κεντητά  πετσετόπανα.  Στο κέντρο, μέσα σε μια σουπιέρα από παλιά σαξονική πορσελάνη με το ένα της χερούλι σπασμένο,  άχνιζε μια σούπα με πατάτες, φτιαγμένη απ' το ζουμί του κόκορα που ο Νεχλιούντοφ είχε δει να τον  κουβαλάει  η  χωριατοπούλα,  εκείνον  τον  κόκορα  που  αμέριμνος  ανασήκωνε  πότε  το  ένα,  πότε  το  άλλο μαυροπόδαρό του στην αγκαλιά της κοπέλας και που τώρα τον είχαν κατακρεουργήσει στην  κυριολεξία σε μικρά κομμάτια και σε πολλά διακρίνονταν ακόμα τα φτερά του. Μετά από τη σούπα  τού  σέρβιραν  τον  κόκορα  ψητό  με  τσουρουφλισμένα  πούπουλα  και  τηγανίτες  με  μυζήθρα,  πολύ  βούτυρο και ζάχαρη. Όσο άνοστο κι αν ήταν το φαγητό, ο Νεχλιούντοφ το έφαγε χωρίς να δίνει την  παραμικρή σημασία στο τι έτρωγε. Ήταν τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις του, που τώρα τον  είχαν λυτρώσει απ' τη θλίψη της πρώτης μέρας, όταν γύρισε απ' το χωριό.  Η γυναίκα του επιστάτη παρακολουθούσε απ' τη μισάνοιχτη πόρτα πώς η φοβισμένη κοπέλα με τα  μεγάλα σκουλαρίκια σέρβιρε τα πιάτα, ενώ ο επιστάτης, περήφανος για τις μαγειρικές ικανότητες  της γυναίκας του, χαμογελούσε συνεχώς μ' απέραντη αυταρέσκεια.  Digitized by 10uk1s 

  Μετά το γεύμα, ο Νεχλιούντοφ επέμενε να καθίσει δίπλα του στο τραπέζι ο επιστάτης και επειδή  ένιωθε την ανάγκη να διασταυρώσει τις σκέψεις του, μα και να εκμυστηρευτεί σε κάποιον όλα όσα  τον  απασχολούσαν,  του  ανακοίνωσε  το  σχέδιό  του  να  παραχωρήσει  τη  γη  στους  αγρότες  και  του  ζήτησε τη γνώμη του σχετικά μ' αυτό. Ο επιστάτης, χωρίς να πάψει να χαμογελάει, καμώθηκε πως κι  ο ίδιος το σκεφτόταν από παλιά και πως χαιρόταν που επιτέλους το άκουγε, όμως, κατά βάθος δε  καταλάβαινε τίποτα κι αυτό προφανώς όχι επειδή ο Νεχλιούντοφ ήταν ασαφής, μα, επειδή μ' αυτή  την τακτοποίηση που πρότεινε, του στερούσε τα δικά του συμφέροντα κι ωφελούσε τους άλλους. Κι  ήταν  φυσική  αυτή  η  αντίδραση  του  επιστάτη,  γιατί  στη  συνείδησή  του  είχε  ριζώσει  τόσο  βαθιά  η  ιδέα  πως  ο  καθένας  νοιάζεται  μονάχα  για  το  δικό  του  συμφέρον  σε  βάρος  των  άλλων  που  του  φάνηκε  πως  κάτι  δεν  θα  κατάλαβε  ακούγοντας  τον  Νεχλιούντοφ  να  του  λέει  πως  όλο  του  το  εισόδημα απ' τα κτήματα θα 'πρεπε να καλύπτει τις κοινωνικές ανάγκες των αγροτών.  —Κατάλαβα!  Εσείς,  δηλαδή,  απ'  αυτά  τα  εισοδήματα  θα  παίρνετε  τους  τόκους.  Σωστά;  ρώτησε  θέλοντας να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του.  —Μα, τι λέτε; Όχι! Καταλάβετε επιτέλους πως η γη δεν μπορεί ν' αποτελεί αντικείμενο ιδιοκτησίας  ορισμένων.  —Αυτό είναι αλήθεια!  —Κι όσα παράγει η γη, κι αυτά πρέπει ν' ανήκουν σ' όλους.  —Μα, τότε εσείς δεν θα 'χετε κανένα εισόδημα τελικά; ρώτησε ο επιστάτης και το χαμόγελο έσβησε  απ' τα χείλη του.  —Όχι παραιτούμαι απ' την περιουσία.  Ο επιστάτης αναστέναξε βαριά κι ύστερα άρχισε πάλι να χαμογελάει. Τώρα του ήταν ξεκάθαρο. Είχε  καταλάβει  πως  ο  Νεχλιούντοφ  δεν  ήταν  τελείως  φυσιολογικός  και  την  ίδια  στιγμή  βάλθηκε  να  αναζητήσει  επίμονα  μέσα  σ'  αυτό  το  σχέδιο  με  το  οποίο  εγκατέλειπε  την  περιουσία  του  πώς  θα  έβγαινε εκείνος κερδισμένος απ' το διακανονισμό για την παραχώρηση της γης. Μα, σαν είδε πως  μάταια  αναζητούσε  κάποια  οφέλη  για  τον  ίδιο,  πικράθηκε  τόσο  που  έπαψε  ν'  ασχολείται  με  το  σχέδιο του αφέντη του και για να μην φανεί αφιλόξενος απέναντί του συνέχισε να χαμογελάει.  Ο Νεχλιούντοφ βλέποντας πως ο επιστάτης δεν τον καταλάβαινε, τον άφησε να φύγει απ' το τραπέζι  και κάθισε σ' ένα πετσοκομμένο και λερωμένο από μελάνια γραφείο να συντάξει το σχέδιο.  Ο  ήλιος  είχε  βουτήξει  κιόλας  στον  ορίζοντα  πίσω  απ'  τις  μπουμπουκιασμένες  λεύκες  και  στο  δωμάτιο  λεφούσι  τα  κουνούπια  πετούσαν  μέσα  στο  σύθαμπο  και  τσιμπούσαν  τον  Νεχλιούντοφ.  Καθώς  τέλειωνε  το  γράψιμο,  έφθασαν  στ'  αφτιά  του  πέρα  απ'  το  χωριό  τα  μουγκανητά  των  κοπαδιών  που  γύριζαν  στις  στάνες,  το  τρίξιμο  στις  πόρτες  και  οι  φωνές  των  μουζίκων  που  ροβολούσαν για τη συγκέντρωση και βιάστηκε να πει στον επιστάτη να μη μαζευτούν στο γραφείο  διαχείρισης οι μουζίκοι, γιατί θα πήγαινε ο ίδιος στο χωριό να τους συναντήσει σ' όποιο μέρος θα  συγκεντρώνονταν εκεί. Κι αφού ρούφηξε βιαστικά ένα ποτήρι τσάι που του είχε φέρει στο μεταξύ ο  επιστάτης, τράβηξε για το χωριό. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII  ΣΤΗΝ  ΑΥΛΗ  του  προεστού  απλώνονταν  ψίθυροι  κι  υπόκωφες  γκρίνιες  απ'  τους  συγκεντρωμένους  αγρότες  που  μόλις  είδαν  τον  Νεχλιούντοφ  να  πλησιάζει  σώπασαν  απότομα  και,  όπως  στο  Κουζμίνσκογιε,  όλοι  τους,  ο  ένας  μετά  τον  άλλο  άρχισαν  να  βγάζουν  τα  κασκέτα  τους.  Τούτοι  οι  αγρότες στο Πάνοβο ήταν πιο εξαθλιωμένοι από τους αγρότες του Κουζμίνσκογιε. Όπως οι κοπέλες  και οι γυναίκες φορούσαν σκουλαρίκια στ' αφτιά τους, έτσι κι όλοι οι άνδρες φορούσαν σαντάλια  από δεντρόφλουδα, χειροποίητες πουκαμίσες και καφτάνια. Μερικοί που 'χαν έρθει κατευθείαν απ'  τα χωράφια ήταν ξυπόλητοι και φορούσαν ανάρριχτη μονάχα μια πουκαμίσα.  Ο Νεχλιούντοφ έκανε μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσει τα συναισθήματά του κι άρχισε να τους  μιλά για την πρόθεσή του να τους παραχωρήσει δωρεάν τα κτήματά του. Οι μουζίκοι σώπαιναν με  ανέκφραστα κι ασάλευτα πρόσωπα.  —Επειδή πιστεύω, συνέχισε κοκκινίζοντας ο Νεχλιούντοφ, πως η γη δεν πρέπει ν' ανήκει σ' όσους  δεν την καλλιεργούν και πως ο καθένας έχει το δικαίωμα να απολαμβάνει τους καρπούς της...  —Αυτό είναι σωστό. Αυτή είναι η αλήθεια πέρα για πέρα, ακούστηκαν κάποιες φωνές.  Ο  Νεχλιούντοφ  συνέχισε  να  τους  λέει  ότι  το  εισόδημα  από  την  καλλιέργεια  της  γης  έπρεπε  να  μοιράζεται ανάμεσα σ' όλους τους μουζίκους και γι' αυτό το λόγο τους πρότεινε να πάρουν τη γη  και να πληρώσουν ένα ενοίκιο, το ύψος του οποίου θα μπορούσαν να καθορίσουν μόνοι τους και  στη συνέχεια τα χρήματα αυτά θ' αποτελούσαν ένα κοινό κεφάλαιο για τις δικές τους τις ανάγκες.  Και νέες  φωνές επιδοκιμασίας  και  συγκατάθεσης ακούστηκαν απ' το πλήθος, όμως τα στοχαστικά  πρόσωπα  των  μουζίκων  άρχισαν  να  γίνονται  όλο  και  πιο  σοβαρά,  γεμάτα  δυσπιστία,  και  τα  μάτια  τους  που  όλη  την  ώρα  ήταν  καρφωμένα  πάνω  στον  αφέντη  τους  σιγά  σιγά  χαμήλωναν  σαν  να  έδειχναν πως δεν ήθελαν να τον κάνουν να ντρέπεται για τη δόλια πρόθεσή του να τους παγιδέψει  και πως κανέναν τους δεν μπορούσε να ξεγελάσει.  Ο Νεχλιούντοφ μιλούσε πολύ απλά κι οι μουζίκοι είχαν την ευστροφία να καταλάβουν τι τους έλεγε,  όμως  παρ'  όλ'  αυτά  δεν  τον  καταλάβαιναν  και  δεν  μπορούσαν  να  τον  καταλάβουν  για  τον  ίδιο  απλούστατο  λόγο που κι  ο επιστάτης  αδυνατούσε  για πολλή  ώρα να  τον  καταλάβει. Οπωσδήποτε  πίστευαν  κι  αυτοί  πως  κάθε  άνθρωπος  από  φυσικού  του  κοιτάζει  το  συμφέρον  του.  Και  μάλιστα,  προκειμένου  για  τους  τσιφλικάδες,  από  την  πείρα  τόσων  και  τόσων  γενιών,  ήξεραν  πως  πάντοτε  κυνηγού‐σαν το συμφέρον τους σε βάρος των αγροτών. Γι' αυτό και τώρα που έβλεπαν τον τσιφλικά  να τους καλεί για κάτι καινούργιο μέχρι σήμερα, υποψιάζονταν πως ετοιμαζόταν να τους ξεγελάσει  μ' ακόμα πιο πανούργο τρόπο.  —Το λοιπόν, τι σκεφτόσαστε να προσφέρετε για τη γη; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Μα,  πώς;  Εμείς  θα  προσφέρουμε;  Γίνονται  αυτά;  Όχι  δεν  μπορούμε  να  το  κάνουμε.  Η  γη  είναι  δική σας, δική σας κι η εξουσία, απάντησαν κάποιες φωνές απ' το πλήθος.  —Μα,  δεν  καταλάβατε,  φαίνεται.  Εσείς  οι  ίδιοι  θα  κάνετε  χρήση  αυτών  των  χρημάτων,  για  τις  ανάγκες της κοινότητας.  —Αποκλείεται δεν γίνεται! Άλλο πράγμα οι ανάγκες της κοινότητας κι άλλο πράγμα αυτό...  —Μα, δεν καταλαβαίνετε, πως ο πρίγκιπας σάς παραχωρεί τη γη έναντι χρημάτων που δεν θα πάρει  εκείνος,  αλλά  θ'  ανήκουν  σε  σας  και  θα  τα  διαχειριζόσαστε  για  την  κοινότητα;  εξήγησε  χαμογελαστός ο επιστάτης που ακολούθησε τον Νεχλιούντοφ με διάθεση να κάνει κατανοητό στους  Digitized by 10uk1s 

  μουζίκους το σχέδιο αυτό.  —Καταλαβαίνουμε και πολύ καλά μάλιστα, αποκρίθηκε θυμωμένος ένας γερο ‐ φαφούτης, χωρίς να  σηκώσει το βλέμμα του απ' τη γη. Θα 'ναι κάτι σαν τράπεζα, μόνο που θα πρέπει να πληρώνουμε  στις προθεσμίες. Μα, δεν το θέλουμε αυτό, γιατί κι έτσι υποφέρουμε κι αν το κάνουμε σίγουρα θα  καταστραφούμε τελείως.  —Τι  μας  χρειάζονται  όλα  τούτα;  Καλύτερα  όπως  ζούσαμε  πριν,  ακούστηκαν  κάποιες  δυσαρεστημένες και μάλιστα αγριεμένες φωνές.  Η  αντίστασή  τους  εντάθηκε  πιο  πολύ,  όταν  ο  Νεχλιούντοφ  τους  έκανε  λόγο  για  συμβόλαια  που  πρέπει να υπογράψουν αυτός κι εκείνοι.  —Και γιατί να υπογράψουμε; Όπως δουλεύαμε έτσι και θα συνεχίσουμε. Τι τα θέλουμε όλα τούτα;  Εμείς είμαστε άνθρωποι αγράμματοι.  —Δε συμφωνούμε, γιατί δεν είμαστε συνηθισμένοι εμείς σε κάτι τέτοια. Καλύτερα ν' αφήσουμε τα  πράγματα όπως πριν. Μόνο να μη σας δίνουμε εμείς το σπόρο.  Με  το  παλιό  σύστημα  που  ίσχυε  μέχρι  τότε  οι  αγρότες  ήταν  υποχρεωμένοι  να  δίνουν  εκείνοι  το  σπόρο για τη νέα σοδειά και τώρα ζητούσαν να το δίνει ο τσιφλικάς.  —Μ'  άλλα  λόγια,  δηλαδή,  αρνιόσαστε,  δεν  θέλετε  να  πάρετε  τη  γη,  έτσι;  ρώτησε  ο  Νεχλιούντοφ  έναν μεσόκοπο αγρότη μ' εύθυμο πρόσωπο, ξυπόλυτο, με ένα κουρελιασμένο καφτάνι στους ώμους  και  που  βαστούσε  σφιχτά  στο  λυγισμένο  αριστερό  του  χέρι  το  καταφαγωμένο  του  κασκέτο,  όπως  συνηθίζουν να κάνουν οι στρατιώτες στη διαταγή "αποκαλυφθείτε".  —Μάλιστα, φώναξε ο αγρότης που δεν είχε ακόμα γλυτώσει από την αποχαύνωση της στρατιωτικής  πειθαρχίας, όταν υπηρετούσε.  —Αυτό σημαίνει πως σας φτάνει η γη που έχετε. Έτσι δεν είναι; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  ‐Κάθε  άλλο,  αποκρίθηκε  με  μια  ψευτοχαρούμενη  γκριμάτσα  ο  πρώην  στρατιώτης,  βαστώντας  μ'  επιμέλεια  το  στραπατσαρισμένο  του  κασκέτο  μπροστά  του  με  τέτοιο  τρόπο  λες  και  το  χάραζε  σ'  όποιον το ήθελε.  —Πάντως  εγώ  σας  συμβουλεύω  να  το  σκεφτείτε  καλά  αυτό  που  σας  είπα,  είπε  έκπληκτος  ο  Νεχλιούντοφ κι επανέλαβε την προσφορά του.  —Δε  χρειάζεται  να  σκεφτούμε  τίποτα,  είπαμε  αυτά  που  είπαμε  κι  έτσι  θα  γίνει  φώναξε  φουρκισμένος κι άκεφος ο γερο‐φαφούτης.  —Θα μείνω κι αύριο εδώ. Αν αλλάξετε γνώμη, στείλτε κάποιον να με ειδοποιήσει.  Οι μουζίκοι δεν αποκρίθηκαν.  Ο Νεχλιούντοφ είδε πως δεν γινόταν τίποτα και γύρισε πίσω στο γραφείο.  —Με  την  άδειά  σας  πρίγκιπα,  του  είπε  ο  επιστάτης  όταν  επέστρεφαν,  —δεν  θα  μπορέσετε  να  συνεννοηθείτε μαζί τους, είναι όλοι τους στενοκέφαλοι. Μόλις βάλουν κάτι στο μυαλό τους, ρούπι  δεν κάνουν πίσω. Φοβούνται και τη σκιά τους ακόμα. Και να ξέρατε πως αυτοί οι μουζίκοι, όπως ας  Digitized by 10uk1s 

  πούμε εκείνος ο γκριζομάλλης ή ο μαυριδερός που έφερνε συνέχεια αντιρρήσεις, είναι ξύπνιοι. Σαν  έρθουν στο γραφείο και τους τρατάρω κανένα φλιτζάνι τσάι, συνέχισε γελώντας ο επιστάτης, — να  δεις  κουβέντα  που  ανοίγουμε,  για  όλα  θα  μιλήσουν  με  σοφία  λες  κι  είναι  υπουργοί.  Μα,  όταν  βρίσκονται όλοι μαζί μπουλούκι, γίνονται άλλοι άνθρωποι, κολλάνε στα ίδια και στα ίδια...  —Δεν  θα  μπορούσες  λοιπόν,  να  μου  καλέσεις  μερικούς  έξυπνους  απ'  αυτούς  εδώ,  για  να  τους  τα  κάνω πιο λιανά; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  Και βέβαια, είπε ο γελαστός επιστάτης.  —Λοιπόν κάλεσέ τους, παρακαλώ, αύριο.  —Το  δίχως  άλλο,  θα  τους  μαζέψω  αύριο,  απάντησε  ο  επιβάτης  και  το  χαμόγελό  του  έδειχνε  μεγαλύτερη χαρά.  * * *  ‐Μωρέ, είδες τι παμπόνηρος που είναι τούτος; έλεγε ένας μελαχρινός αγρότης με αναμαλλιασμένη  γενειάδα  που  ποτέ  του  δεν  την  είχε  χτενίσει,  καλπάζοντας  ελαφρά  πάνω  στην  καλοθρεμμένη  φοράδα  του,  στο  σύντροφό  του,  έναν  γέρο  και  αδύνατο  μουζίκο  με  κουρελιασμένο  καφτάνι  ο  οποίος πήγαινε πλάι πλάι καβάλα στο δικό του άλογο που βροντοκοπούσε τα πέταλά του στο χέρσο  μονοπάτι. 

  Οι  μουζίκοι  πήγαιναν  νύχτα  να  βοσκήσουν  τα  άλογά  τους  στη  δημοσιά  και  από  κει  κρυφά  στου  αφέντη τους το δάσος.  —Θα σας χαρίσω τη γης μόνο σαν υπογράψετε! Λίγες, βλέπεις, φορές κορόιδεψαν τ' αδέρφια μας.  Όχι,  φίλε,  άστα  αυτά,  δεν  περνάν'  εδώ,  μάθαμε  και  μόνοι  μας  τι  γίνεται,  πρόσθεσε;  άρχισε  να  φωνάζει το πουλάρι που 'χε ξεμείνει. —Πουλαράκι, πουλαράκι! φώναξε με δύναμη σταματώντας τη  φοράδα και κοιτώντας πίσω. Μα, το πουλάρι δεν τους ακολουθούσε, είχε ξεκόψει πέρα στο λόγγο.  —Για δες το το διαολεμένο που χώθηκε στ' αφέντη τα λιβάδια, είπε ο μελαχρινός μουζίκος με την  αναμαλλιασμένη  γενειάδα,  καθώς  άκουσε  κάτω  απ'  το  γρήγορο  καλπασμό  του  πουλαριού  να  τρίζουν τα ξινολάπαθα στο λιβάδι.  —Κοίταξε...,  οι  λόγγοι  χορταριάσανε,  θα  πρέπει  καμιά  γιορτή  να  στείλουμε  τις  γυναίκες  να  τους  ξεβοτανίσουν, γιατί αλλιώς θα στομώσουν οι κόσες μας στο θερισμό, είπε ο αδύνατος μουζίκος με  το κουρελιασμένο καφτάνι.  —Υπόγραψε,  υπόγραψε  και  γω  όλα  θα  στα  μασήσω,  συνέχισε  ο  αναμαλλιασμένος  μουζίκος  να  σχολιάζει το λόγο που τους έβγαλε ο αφέντης.  —Να  'σαι  σίγουρος  γι'  αυτό,  απάντησε  ο  γέρος.  Ύστερα  σώπασαν.  Μέσα  στη  νυχτιά  ακουγόταν  μονάχα ο καλπασμός των αλόγων πάνω στο κακοτράχαλο χώμα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII  ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕ στο υποστατικό ο Νεχλιούντοφ, βρήκε στρωμένο για το νυχτερινό του ύπνο ένα ψηλό  κρεβάτι  με  πουπουλένιο  στρώμα,  δυο  μαξιλάρια  και  μια  βυσσινί  διπλή  μεταξένια  κουβέρτα,  ατσαλάκωτη,  με  λεπτά  κεντήματα.  Το  δίχως  άλλο  θα  'ταν  από  την  προίκα  της  γυναίκας  του  επιστάτη.  Ο  επιστάτης  του  πρότεινε  να  δειπνήσουν  με  το  υπόλοιπο  μεσημεριανό  φαγητό,  μα  ο  Νεχλιούντοφ  δεν  ήθελε  κι  έτσι  αφού  ζήτησε  ταπεινά  συγγνώμη  για  την  κακή  φιλοξενία  και  την  περιποίηση, αποσύρθηκε και τον άφησε μόνο του στο δωμάτιο.  Η  άρνηση  των  χωρικών  δεν  ανησυχούσε  καθόλου  τον  Νεχλιούντοφ.  Αντίθετα,  ένιωθε  ήρεμος  κι  ευχαριστημένος,  αν  και  στο  Κουζμίνσκογιε  οι  χωρικοί  είχαν  κάνει  δεκτές  τις  προτάσεις  του  με  θερμές ευχαριστίες, ενώ εδώ συνάντησε δυσπιστία κι εχθρότητα ακόμα. Στο δωμάτιο η ατμόσφαιρα  ήταν πνιγηρή κι ακάθαρτη. Βγήκε στην αυλή σκοπεύοντας να περπατήσει στον κήπο, μα θυμήθηκε  εκείνη τη νύχτα, το παράθυρο στο δωμάτιο υπηρεσίας, τη βεράντα στο πίσω μέρος του σπιτιού κι  άξαφνα  ένιωσε  μια  αποστροφή  να  ξαναβρεθεί  στα  μέρη  εκείνα  που  ήταν  κηλιδωμένα  απ'  τις  αναμνήσεις μιας βέβηλης πράξης. Έκανε πίσω, κάθισε στο ξώστεγο και ρουφώντας βαθιά μέσα του  το έντονο άρωμα απ' τους μπουμπουκιασμένους κλώνους των σημύδων που σκορπιζόταν στο ζεστό  αέρα της νύχτας, άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί για πολλή ώρα στον κήπο που βυθιζόταν στο  σκοτάδι. Στη ρεματιά η φτερωτή του μύλου πλατάγιαζε, τ' αηδόνια μαζί με κάποιο άλλο αγριοπούλι  τραγουδούσαν μονότονα σε κάτι σύδεντρα πλάι στο ξώστεγο. Το φως έσβησε στο υπνοδωμάτιο του  επιστάτη και πίσω απ' το στάβλο, στ' ανατολικά, ο ουρανός φεγγοβολούσε απ' την ασημένια λάμψη  του φεγγαριού που ανέτειλε∙ όλο και πιο συχνά, φευγαλέες ανταύγειες απ' τις μακρινές αστραπές  που  αυλάκωναν  τον  ουρανό  φώτιζαν  τον  καταπράσινο,  λουλουδιασμένο  κήπο  και  το  ερειπωμένο  σπίτι. Πέρα μακριά ακούστηκαν τα πρώτα μπουμπουνητά και γρήγορα ένα μαύρο σύννεφο σκέπασε  πάνω απ' τον κήπο το ένα τρίτο τ' ουρανού. Τ' αηδόνια και τ' άλλα πουλιά σταμάτησαν το τραγούδι  τους. Κάτω στη ρεματιά μέσα στ' αγκομαχητό της φτερωτής ακούστηκαν οι κραυγές των αγριόχηνων  και σε λίγο στο χωριό και στην αυλή του υποστατικού, αντιλαλούσαν τα πρώτα κοκόρια της αυγής  που  ξυπνούν  νωρίτερα  τις  ζεστές  νύχτες  με  θύελλα.  Μια  παροιμία  λέει  πως  τα  κοκόρια  λαλούν  νωρίς  τη  νύχτα  που  είναι  χαρούμενη.  Για  τον  Νεχλιούντοφ,  η  νύχτα  αυτή  ήταν  μια  νύχτα  κάτι  παραπάνω από χαρούμενη, ήταν μια νύχτα γεμάτη έκσταση κι ευτυχία.  Η  φαντασία  του  ξανάφερνε  μπροστά  στα  μάτια  όλες  τις  ζωντανές  θύμησες  του  ευτυχισμένου  εκείνου καλοκαιριού που πέρασε εδώ, νέος κι αγνός, κι ένιωσε τώρα ξανά έτσι, όπως ήταν όχι μόνο  τότε, αλλά και στις ομορφότερες στιγμές της ζωής του. Δεν θυμόταν μονάχα, μα ένιωθε, ξαναζούσε  την  ευτυχία,  όταν  δεκατεσσάρων  χρονών  παλικαράκι  παρακαλούσε  τον  Θεό  να  του  δείξει  την  αλήθεια, όταν έκλαιγε στα γόνατα της μητέρας του τις φορές που χωρίζανε και της υποσχόταν πως  θα 'ναι πάντα καλός και δεν θα την πίκραινε ποτέ του. Ξαναζούσε τις στιγμές της φιλίας του με τον  Νικολιένκα Ιρτιόνοφ, όταν έδιναν όρκο πως θα βοηθάει ο ένας τον άλλο στο δρόμο του καλού και  θα προσπαθούσαν να κάνουν όλους τους ανθρώπους ευτυχισμένους.  Ξαφνικά  θυμήθηκε  πως  πριν  λίγο  καιρό  στο  Κουζμίνσκογιε  τον  είχε  κυριέψει  ο  πειρασμός  και  κάποια  στιγμή  είχε  αρχίσει  να  λυπάται  το  σπίτι,  το  δάσος,  την  περιουσία  και  τη  γη  και  αναρωτήθηκε,  αν  πράγματι  λυπόταν  και  τώρα.  Κι  ένιωσε  τόσο  παράξενα  που  μπόρεσε  τότε  να  υποκύψει  σε  έναν  τέτοιο  πειρασμό!  Του  ήρθαν  στο  νου  όλα  όσα  είχε  δει  εκείνη  τη  μέρα:  και  την  γυναίκα με τα παιδιά και τον άνδρα στη φυλακή, που τον είχαν πιάσει να κλέβει ξύλα στα δάση του,  και την φριχτή Ματριόνα που νόμιζε ή, τουλάχιστον, έλεγε πως ήταν φυσικό οι γυναίκες της τάξης  της να δέχονται αδιαμαρτύρητα τα ερωτικά καπρίτσια των κυρίων τους, θυμήθηκε το πώς φερόταν  στα  μωρά,  πώς  τα  κουβαλούσε  στο  ορφανοτροφείο  και  συλλογίστηκε  εκείνο  το  δύσμοιρο,  γεροντιασμένο,  θεονήστικο  και  ετοιμοθάνατο  μωρό  με  το  σκουφάκι  που  όλο  χαμογελούσε,  θυμήθηκε  εκείνη  την  αδύναμη  έγκυο  γυναίκα  που  ήταν  αναγκασμένη  να  ξενοδουλεύει  για  λογαριασμό  του  μόνο  και  μόνο  επειδή  ξεθεωμένη  απ'  τη  δουλειά  δεν  πρόσεξε  που  η  πεινασμένη  Digitized by 10uk1s 

  της αγελάδα μπήκε στα λιβάδια του. Την ίδια στιγμή ζωντάνεψε στη μνήμη του η ζωή της φυλακής,  τα  ξυρισμένα  κεφάλια,  τα  κελιά,  η  ανυπόφορη  δυσωδία,  οι  αλυσίδες  και  πλάι  σ'  όλα  αυτά  η  παράφρονη  πολυτέλεια  της  ζωής  του,  της  ζωής  όλων  των  αριστοκρατών  της  πόλης  και  της  πρωτεύουσας. Όλα τώρα τα 'βλεπε ξεκάθαρα, χωρίς πλέον να τον βασανίζουν αμφιβολίες.  Τ' ασημένιο φεγγάρι, σχεδόν ολόγιομο, σηκώθηκε πάνω απ' το στάβλο, οι μαύροι ίσκιοι της αυλής  ξεχώρισαν κι η σιδερένια στέγη του ερειπωμένου σπιτιού άστραψε μέσα στη νύχτα.  Και  σαν  να  μην  ήθελε  να  αφήσει  να  χαθεί  η  μαγεία  αυτή  του  φεγγαρόφωτου,  τ'  αηδόνι  που  'χε  σιγήσει, ξανάρχισε το τραγούδι του γεμίζοντας μελωδικές τρίλιες τον κήπο.  Ο  Νεχλιούντοφ  θυμήθηκε  πως  στο  Κουζμίνσκογιε  είχε  αρχίσει  να  συλλογίζεται  τη  ζωή  του,  τι  και  πώς θα το έκανε, θυμήθηκε τη σύγχυσή του σ' όλα αυτά, την αδυναμία του να δώσει μια απάντηση,  γιατί  πνιγόταν  μέσα  σε  αμέτρητες  σκέψεις  και  δεν  ήξερε  τι  να  διαλέξει.  Τώρα  ξαναρωτούσε  τον  εαυτό του τα ίδια πράγματα κι απορούσε πώς συνέβαινε να τα βλέπει τόσο καθαρά κι απλά. Κι αυτό  γιατί τώρα δεν νοιαζόταν για το τι θα απογινόταν, ούτε καν τον απασχολούσε αυτό το ερώτημα. Το  μόνο  που  σκεφτόταν  τώρα  ήταν  τι  έπρεπε  να  κάνει.  Ήταν  τόσο  παράξενο  που  όλα  όσα  όφειλε  να  κάνει για τον εαυτό του, δεν τα κατάφερνε, όσα όμως έπρεπε να κάνει για τους άλλους, τα ήξερε  καλά με σιγουριά, χωρίς επιφυλάξεις. Ήξερε τώρα, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, πως έπρεπε να  δώσει τη γη στους αγρότες, γιατί ήταν ανήθικο να την κρατήσει για τον εαυτό του. Ήξερε ακλόνητα  πως  δεν  έπρεπε  να  εγκαταλείψει  την  Κατιούσα,  πως  έπρεπε  να  της  συμπαρασταθεί,  να  είναι  επί  ποδός  για  όλα,  μήπως  μπορέσει  κι  εξιλεωθεί  απέναντί  της.  Ήξερε  οπωσδήποτε  πως  έπρεπε  να  μελετήσει, να αναλύσει, να κατανοήσει σε βάθος όλα αυτά τα προβλήματα της δικαιοσύνης και των  ποινών που επιβάλλει, γιατί ήταν σίγουρος πως έβλεπε κάποια ζητήματα που οι άλλοι αγνοούσαν.  Δεν  ήξερε  μόνο  ποιο  μπορούσε  να  ήταν  το  αποτέλεσμα  αυτής  της  πορείας.  Ήταν,  ωστόσο,  πεισμένος  βαθιά  πως  για  όλα  αυτά  ήταν  υποχρεωμένος  να  πράξει  ανάλογα  κι  αυτή  η  ακλόνητη  πεποίθησή του τον γέμιζε αγαλλίαση.  Το  μαύρο  σύννεφο  κρεμόταν  κιόλας  από  πάνω,  οι  αστραπές  δυνάμωσαν  και  τα  συνεχόμενα  αστροπελέκια  έκαναν  τη  νύχτα  μέρα  καταυγάζοντας  μέσα  σε  άπλετο  φως  όλο  τον  κήπο  και  το  ερημωμένο σπίτι με τα ετοιμόρροπα μπαλκόνια του. Μια τρομερή βροντή συγκλόνισε το στερέωμα  πάνω απ' την αυλή. Τα πουλιά λούφαξαν στις κρυψώνες τους, σιωπή απλώθηκε γύρω και το μόνο  που ακουγόταν ήταν το μανιασμένο θρόισμα των φύλλων, καθώς ένας ξαφνικός αέρας σηκώθηκε κι  έφθασε  μέχρι  τη  βεράντα  που  καθόταν  ο  Νεχλιούντοφ  και  του  ανακάτεψε  τα  μαλλιά.  Η  πρώτη  χοντρή  σταλαματιά  έπεσε,  ύστερα  η  δεύτερη  κροταλίζοντας  πάνω  στα  πλατύφυλλα  λάπαθα,  στη  σιδερένια  σκεπή  και  μεμιάς  ένα  εκτυφλωτικό  φως  έπνιξε  τον  κήπο.  Ο  αέρας  κόπασε  απότομα,  νεκρική  σιγή  ξεχύθηκε  παντού  και  πριν  προλάβει  να  μετρήσει  ως  το  τρία,  άνοιξαν  οι  ουρανοί  και  πλατάγισε μια φοβερή νεροποντή μ' ορμή πάνω στο κεφάλι του.  Ο Νεχλιούντοφ μπήκε στο σπίτι.  «Ναι, σίγουρα —συλλογίστηκε— ό,τι κάνουμε σ' αυτή τη ζωή, το νόημα των πράξεών μας, δεν το  καταλαβαίνω και δεν θα μπορέσω να το καταλάβω. Για ποιο λόγο ζήσανε οι θείες μου; Γιατί πέθανε  ο Νικολιένκα Ιρτιόνοφ κι εγώ ζω ακόμα; Γιατί η Κατιούσα; Γιατί η τρέλα μου; Γιατί ο πόλεμος; Κι όλη  αυτή η ακόλαστη ζωή που έκανα μετά, γιατί; Όχι δεν έχω τη δύναμη να καταλάβω τις βουλές του  Κυρίου. Όμως, το ν' ακολουθήσω το θέλημα Εκείνου που είναι χαραγμένο στη συνείδησή μου, έχω  τη δύναμη, κι αυτό το γνωρίζω πέρα για πέρα. Κι όταν θα το κάνω, τότε μόνο θα βρω τη γαλήνη».  Η μπόρα είχε δυναμώσει για τα καλά κι απ' τις υδρορροές κατέβαιναν καταρράκτες στο νεροβάρελο  στην  αυλή  κι  ο  κήπος  γύρω  βυθιζόταν  σιγά  σιγά  στο  σκοτάδι  όλο  και  πιο  πολύ.  Ο  Νεχλιούντοφ  γύρισε στην κάμαρά του, έβγαλε τα ρούχα του ξάπλωσε στο κρεβάτι αψηφώντας τους κοριούς που  Digitized by 10uk1s 

  έκαναν  αισθητή  την  παρουσία  τους  πίσω  από  την  καταξεσκισμένη  βρόμικη  ταπετσαρία  στους  τοίχους.  «Όχι δεν πρέπει να νιώθω κύριος, μα δούλος του εαυτού μου», σκέφτηκε και η σκέψη του αυτή τον  χαροποίησε.  Οι  φόβοι  του,  ωστόσο,  δεν  άργησαν  να  επαληθευθούν:  μόλις  έσβησε  το  κηροπήγιο,  οι  κοριοί  κόλλησαν πάνω του απ' όλες τις μεριές κι άρχισαν να του ρουφούν το αίμα.  «Θα δώσω τη γη και θα πάω στη Σιβηρία... Κι οι ψύλλοι, οι κοριοί, η βρόμα... Τι να γίνει; Αν πρέπει  να τα υποστώ όλα αυτά, θα το κάνω». Μα, μ' όλη την καλή του θέληση, δεν μπόρεσε ν' αντέξει το  μαρτύριο, σηκώθηκε απ' τα σκεπάσματά του και κάθισε πλάι στ' ανοιχτό παράθυρο, μαγεμένος απ'  τα  σύννεφα  που  διαλύονταν  στον  ουρανό  και  το  φεγγάρι  που  ξεπρόβαλε  ξανά  στο  γλαυκό  στερέωμα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX  Ο ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ κοιμήθηκε προς τα χαράματα και γι' αυτό την άλλη μέρα ξύπνησε αργά. Κατά το  μεσημέρι εφτά εκλεγμένοι μουζίκοι, ύστερα από πρόσκληση του επιστάτη, έφθασαν στον κήπο με  τις μηλιές. Κάτω απ' τα δέντρα ο επιστάτης είχε μπήξει στο χώμα κούτσουρα κι είχε διαμορφώσει  καθίσματα  κι  ένα  τραπεζάκι.  Μάταια  προσπαθούσαν  ο  επιστάτης  και  ο  Νεχλιούντοφ  να  πείσουν  τους μουζίκους να φορέσουν τα γούνινα κασκέτα τους και να καθίσουν στα σκαμνιά. Με ιδιαίτερη  επιμονή τηρούσε τους τύπους της πειθαρχίας — όπως επιβάλλει ο στρατιωτικός κανονισμός για την  ταφή — ο πρώην στρατιώτης που κρατούσε προτεταμένο το ξεφτισμένο του κασκέτο και ξεχώριζε  ανάμεσα στους άλλους φορώντας καινούρια σαντάλια και καθαρά τσουράπια. Μα όταν, επιτέλους,  ένας,  σεβάσμιος  γεροδεμένος  ηλικιωμένος  άνδρας  με  βοστρυχωτή,  γκρίζα  γενειάδα,  σαν  του  Μωυσή του Μιχαήλ Άγγελου, και ασημένια πυκνά καστανά μαλλιά που πλαισίωναν το ηλιοκαμένο  και  φαλακρό  του  μέτωπο,  έβαλε  το  μεγάλο  του  κασκέτο  και  σφίγγοντας  πάνω  του  το  καινούριο  χειροποίητο  καφτάνι  του  πέρασε  στα  ξύλινα  σκαμνιά,  οι  άλλοι  τον  ακολούθησαν  ο  ένας  μετά  τον  άλλον.  Όταν κάθισαν όλοι στις θέσεις τους, ο Νεχλιούντοφ κάθισε κι αυτός απέναντί τους κι ακουμπώντας  τους  αγκώνες  στα  χαρτιά  του  πάνω  στο  τραπέζι  που  'χε  γραμμένες  σημειώσεις  για  το  σχέδιό  του,  άρχισε να τους εξηγεί τους σκοπούς του.  Τη φορά αυτή, είτε γιατί οι αγρότες ήταν λίγοι είτε γιατί δεν σκέφτονταν τον εαυτό τους, αλλά την  υπόθεση του διακανονισμού, ο Νεχλιούντοφ δεν ένιωσε το ακροατήριό του να δυσφορεί καθόλου.  Χωρίς  να  καταλάβει  γιατί,  όλη  την  ώρα  απευθυνόταν,  κατά  κύριο  λόγο,  στον  ηλικιωμένο  με  τους  άσπρους βοστρύχους στη γενειάδα προσδοκώντας απ' αυτόν σημάδια επιδοκιμασίας ή αντίρρησης.  Μα,  η  εντύπωση  που  σχημάτισε  ο  Νεχλιούντοφ  απ'  αυτόν  ήταν  απατηλή.  Ο  λεβεντόγερος  αυτός  μουζίκος,  αν  και  κουνούσε  καταφατικά  το  ωραίο  βιβλικό  του  κεφάλι  ή  τίναζε  πίσω  τα  πλούσια  μαλλιά του, σουφρώνοντας τα φρύδια του, όταν οι άλλοι φανέρωναν την αντίθεσή τους, φαίνεται  πως  με  δυσκολία  κατάφερνε  να  παρακολουθήσει  τι  έλεγε  ο  Νεχλιούντοφ  και  αυτό  μόνο  αφού  τα  ίδια  πράγματα  του  τα  εξηγούσαν  στη  γλώσσα  τους  οι  άλλοι  μουζίκοι.  Πιο  πολύ  καταλάβαινε  τον  Νεχλιούντοφ  ένας  μικρόσωμος  γεράκος  με  πολύ  αραιό  γένι,  πλάι  στο  γέρο  με  την  πατριαρχική  θωριά,  τυφλός  απ'  το  ένα  μάτι,  που  φορούσε  ένα  μπαλωμένο,  βαμβακερό  χιτώνιο  και  παλιές  μισοχαλασμένες  στα  πλάγια  μπότες∙  όπως  έμαθε  ύστερα  ο  Νεχλιούντοφ,  έχτιζε  ξυλόσομπες.  Κουνούσε  γρήγορα  τα  φρύδια  του  στην  προσπάθειά  του  να  καταλάβει  καλά  όσα  άκουγε  απ'  τον  Νεχλιούντοφ  και  ταυτόχρονα  τα  επαναλάμβανε  στους  άλλους  με  δικά  του  λόγια.  Με  την  ίδια  γρήγορη  αντίληψη  παρακολουθούσε  κι  ένας  κοντός,  πλατύσωμος  γέρος  μ'  άσπρη  γενειάδα  και  σπινθηροβόλα,  έξυπνα  μάτια  που  με  κάθε  ευκαιρία  πετούσε  σκωπτικά  και  ειρωνικά  σχόλια  στα  λόγια  του  Νεχλιούντοφ  χωρίς  να  κρύβει  την  αυτοϊκανοποίησή  του  γι'  αυτό.  Ο  παλιός  στρατιώτης  έμοιαζε  κι  αυτός  πως  θα  μπορούσε  να  'χει  καταλάβει  το  σχέδιο  του  Νεχλιούντοφ,  αν  δεν  είχε  αποβλακωθεί  απ'  τη  στρατιωτική  ζωή  κι  αν  δεν  παρασυρόταν  στις  στερεότυπες  φράσεις  της  ανεγκέφαλης  στρατιωτικής  γλώσσας.  Απ'  όλους  τους  ακροατές  του  Νεχλιούντοφ,  εκείνος  που  είχε  συλλάβει καλύτερα το νόημα ήταν ένας ψηλόκορμος μουζίκος με βαθιά μπάσα φωνή, μακριά μύτη  κι  ένα  κοντό  γενάκι,  που  φορούσε  καθαρό  χειροποίητο  καφτάνι  και  καινούργια  σαντάλια.  ο  άνθρωπος αυτός τα καταλάβαινε όλα και μιλούσε μονάχα όταν χρειαζόταν. Οι άλλοι δύο, εκείνος ο  γερο‐φαφούτης  που  στη  χθεσινή  μάζωξη  φώναζε  κατηγορηματικά  όχι  σε  κάθε  πρόταση  του  Νεχλιούντοφ,  κι  ένας  ψηλός,  χλομός,  χωλός  γέρος  με  καλοκάγαθο  πρόσωπο  και  σφιχτοτυλιγμένα  γύρω  απ'  τ'  αδύναμα  πόδια  του  λινά  τσουράπια,  όλη  την  ώρα  σώπαιναν,  αν  και  άκουγαν  με  προσοχή.  Ο Νεχλιούντοφ πρώτ' απ' όλα ανέπτυξε την άποψή του για την ιδιοκτησία γης.  —Τη γη, πιστεύω, κανένας δεν μπορεί ούτε να την αγοράζει ούτε να την πουλά γιατί, αν μπορεί να  Digitized by 10uk1s 

  γίνεται  αγοραπωλησία  μπορεί  να  'ρθουν  κάποιοι  με  λεφτά,  να  την  αγοράσουν  όλη  και  μετά  να  καρπώνονται  όσα  θέλουν  από  κείνους  που  δε  θα  'χουν  καθόλου  γη.  Θα  φτάσουν  μάλιστα  στο  σημείο — πρόσθεσε χρησιμοποιώντας ένα απ' τα επιχειρήματα του Σπένσερ — να ζητούν χρήματα  ακόμα και για το δικαίωμα να στέκεται κανείς πάνω στη γη.  —Ένα  μονάχα  φάρμακο  υπάρχει,  να  τους  δέσουμε  τα  φτερά  κι  άστους  μετά  να  πετάξουν,  είπε  ο  γέρος με τα γελαστά μάτια και την άσπρη γενειάδα.  —Δίκιο έχει, φώναξε ο γέρος με την βαθιά μπάσα φωνή και την μακριά μύτη.  —Ναι, έτσι είναι, είπε ο παλιός στρατιώτης.  —Έκοψε  μια  γυναίκα  χορτάρι  για  τη  γελάδα  της,  την  πιάσανε  και  τη  χώσανε  μέσα,  είπε  ο  χωλός,  καλοκάγαθος γεράκος.  —Τα δικά μας τα χωράφια είναι πέντε βέρστια μακριά κι όσο για να νοικιάσουμε, ούτε κουβέντα,  γιατί  είναι  τέτοια  τα  νοίκια  που  ούτε  τα  λεφτά  μας  δε  θα  πιάσουμε,  πρόσθεσε  ο  γερο‐φαφούτης  γεμάτος οργή. Του λιναριού τα πάθη τραβάμε, χειρότερα κι από τότε με την αγγαρεία.  —Κι  εγώ  την  ίδια  μ'  εσάς  έχω  γνώμη,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ.  —  και  πιστεύω  πως  είναι  αμαρτία  να  κατέχεις γη. Γι' αυτό, άλλωστε, θέλω να σας τη δώσω.  —Να σας πω, δεν είναι άσκημη πρόταση, είπε ο γερο ‐ μουζίκος με τη βοστρυχωτή γενειάδα που  'μοιαζε με του Μωυσή, υπονοώντας προφανώς πως ο Νεχλιούντοφ ήθελε να τους νοικιάσει τη γη  του.  —Αυτός είναι ο σκοπός της επίσκεψής μου εδώ: δεν επιθυμώ να είμαι γαιοκτήμονας άλλο πια. Γι'  αυτό πρέπει να σκεφτώ καλά πώς θ' απαλλαγώ απ' τη γη μου.  —Δεν έχεις παρά να τη δώσεις στους μουζίκους, φώναξε ο γερο‐φαφούτης με θυμωμένο ύφος.  Ο Νεχλιούντοφ ένιωσε για λίγο αμηχανία, διαισθανόμενος στα λόγια τού γέρου αμφισβήτηση των  ειλικρινών του προθέσεων. Μα, την ίδια στιγμή συνήλθε κι επωφελήθηκε απ' αυτή την παρατήρηση  για να εκφράσει όσα είχε στο νου του να πει.  —Μετά χαράς θα την έδινα, είπε, —μα σε ποιον και πώς; Σε ποιους μουζίκους; Γιατί να τη δώσω στη  δική σας κοινότητα κι όχι στο Ντεμίνσκογιε;  (Ήταν ένα γειτονικό χωριό με φτωχό κλήρο).  Σιωπούσαν όλοι. Μονάχα ο παλιός στρατιώτης μίλησε:  —Ακριβώς!  —Το  λοιπόν,  για  πέστε  μου,  αν  ο  Τσάρος  έλεγε  να  πάρουν  τη  γη  απ'  τους  τσιφλικάδες  και  να  τη  δώσουν στους μουζίκους...  —Μα, μήπως ακούστηκε κάτι τέτοιο; ρώτησε ο γέρος.  —Όχι, απ' τον Τσάρο δεν ακούστηκε τίποτα τέτοιο. Εγώ το λέω, έτσι, για παράδειγμα. Τι θα γινόταν,  αν διέταζε ο Τσάρος να πάρουν τη γη απ' τους τσιφλικάδες και να τη δώσουν στους μουζίκους; Εσείς  Digitized by 10uk1s 

  τι θα κάνατε τότε;  —Τι  θα  κάναμε;  Μα,  θα  τη  μοιράζαμε  εξίσου  σ'  όλους,  τόσο  στους  μουζίκους  όσο  και  στους  άρχοντες, είπε αυτός που έχτιζε σόμπες, ανεβοκατεβάζοντας γοργά τα φρύδια του.  —Και τι άλλο, δηλαδή, να κάνουμε; Θα τη μοιράσουμε σ' όλους, επιβεβαίωσε ο καλοκάγαθος χωλός  γέρος με τ' άσπρα τσουράπια.  Όλοι επιδοκίμασαν την ιδέα αυτή θεωρώντας πως ήταν ικανοποιητική.  —Μα, πώς θα τη μοιράσετε σ' όλους; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ. Θα δώσετε και στους υπηρέτες;  —Σε καμία περίπτωση, όχι! είπε ο παλιός στρατιώτης, με μια προσπάθεια να δείξει ζωηρή διάθεση.  Ο στοχαστικός όμως ψηλόκορμος μουζίκος δεν συμφώνησε μαζί του.  —Αν  τη  μοιράσουμε,  πρέπει  να  δώσουμε  σ'  όλους  δίκαια,  αποκρίθηκε  με  τη  βαθιά  μπάσα  φωνή  του, αφού σκέφτηκε μια στιγμή.  —Δεν  επιτρέπεται,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ,  πού  'χε  κιόλας  ετοιμάσει  τα  επιχειρήματά  του.  —Αν  μοιράσετε  τη  γη  εξίσου  σ'  όλους,  τότε  όλοι  όσοι  δεν  τη  δουλεύουν,  δεν  την  καλλιεργούν,  —οι  αφέντες, οι υπηρέτες, οι μάγειροι, οι υπάλληλοι, οι γραφιάδες, όλοι οι κάτοικοι των πόλεων — θα  πάρουν το μερίδιό τους και θα το πουλήσουν στους πλούσιους. Και πάλι οι πλούσιοι θα ξαναγίνουν  έτσι κύριοι της γης. Και πάλι όσοι θα αποζούν απ' τον κλήρο τους θα γεννούν παιδιά, μα η γη δεν θα  φτάνει να τα ταΐσουν. Κι έτσι οι πλούσιοι ξανά θα συγκεντρώσουν στα χέρια τους τη γη από όλους  αυτούς που η γη τούς είναι απαραίτητη.  —Βέβαια, βιάστηκε να επικροτήσει την άποψη αυτή ο παλιός στρατιώτης.  —Ν' απαγορευτεί το πούλημα της γης, και να επιτρέπεται μόνο σε κείνους που την καλλιεργούν οι  ίδιοι, είπε αυτός που έχτιζε σόμπες διακόπτοντας μ' οργισμένο ύφος τον παλιό στρατιώτη.  Στο σημείο αυτό ο Νεχλιούντοφ παρατήρησε ότι δεν θα μπορεί να ελεγχθεί αν η γη καλλιεργείται  για τις προσωπικές ανάγκες κάποιων ή για τις ανάγκες τρίτων.  Τότε  ο  ψηλόκορμος,  στοχαστικός  μουζίκος  πρότεινε  να  καλλιεργείται  η  γη  από  συνεταιρισμούς  αγροτών.  —Όποιος  θα  καλλιεργεί,  εκείνος  θα  'χει  και  κλήρο.  Όποιος  δεν  καλλιεργεί,  δεν  θα  'χει  τίποτα,  φώναξε με την αποφασιστική μπάσα φωνή του.  Ο  Νεχλιούντοφ  ήταν  έτοιμος  να  αντικρούσει  κι  αυτό,  το  κομμουνιστικό,  σχέδιο  και  αντέτεινε  πως  για να γινόταν αυτό, έπρεπε να είχαν όλοι ίδια αλέτρια, ίδια άλογα, κανένας να μη μένει πίσω στις  καλλιέργειες και, ακόμα, τ' άλογα, τ' αλέτρια, οι αλωνιστικές μηχανές, όλο το νοικοκυριό έπρεπε να  είναι κοινό και για να στηθεί αυτό χρειαζόταν πρώτα να συμφωνήσουν όλοι.  —Το λαό μας δεν μπορείς με τίποτα να τον κάνεις να συμφωνήσει σ' αυτό, είπε ο θυμωμένος γερο ‐  μουζίκος.  —Θ'  αρχίσουν  αμέσως  οι  τσακωμοί,  είπε  ο  γέρος  με  τ'  άσπρα  γένια  και  τα  γελαστά  μάτια.  —Οι  γυναίκες θα βγάλουν η μία τα μάτια της άλλης.  Digitized by 10uk1s 

  —Μα,  υπάρχει  και  κάτι  άλλο:  πώς  θα  χωρίσεις  τη  γη  ανάλογα  με  την  ποιότητά  της;  ρώτησε  ο  Νεχλιούντοφ. —Γιατί, δηλαδή, θα πάρει μόνο ο ένας μαύρη γόνιμη γη κι ο άλλος πηλό ή και άμμο;  —Να τη μοιράσουμε, τότε, σε ίσους κλήρους, ώστε να πάρει ο καθένας το ίδιο, πρότεινε ο μουζίκος  που έχτιζε σόμπες.  Ο  Νεχλιούντοφ  αντέτεινε  πως  το  ζήτημα  δεν  άφορούσε  απλά  στη  διαίρεση  και  διανομή  σε  μια  μονάχα κοινότητα, αλλά σε διάφορες επαρχίες της χώρας. Αν επρόκειτο να δώσουν δωρεάν τη γη  στους  χωρικούς,  τότε  για  ποιο  λόγο  μερικοί  θα  έχουν  στην  κατοχή  τους  καλό  κλήρο,  ενώ  κάποιοι  άλλοι κακό; Όλοι θα θέλουν να 'χουν καλά χωράφια.  —Ακριβώς, είπε ο παλιός στρατιώτης.  Οι άλλοι σιωπούσαν.  —Το βλέπετε λοιπόν, πως δεν είναι και τόσο εύκολο, όσο φαίνεται, είπε ο Νεχλιούντοφ. —Είναι κάτι  που  δεν  απασχολεί  μονάχα  εμάς  εδώ,  πολλοί  σκέφτονται  πάνω  σ'  αυτό.  Να,  για  παράδειγμα,  υπάρχει ένας Αμερικανός, κάποιος Χένρυ Τζωρτζ που κατέληξε κάπου, κι εγώ συμφωνώ μαζί του...  —Αφέντης  είσαι  κι  όπως  ορίζεις  κάνε.  Τι,  δηλαδή,  σ'  εμποδίζει  τίποτα;  Είσαι  ελεύθερος  να  κάνεις  ό,τι θελήσεις, είπε θυμωμένος ο γερο ‐ μουζίκος.  Αυτή  η  απότομη  διακοπή  προκάλεσε  αμηχανία  στον  Νεχλιούντοφ,  όμως,  για  καλή  του  τύχη,  παρατήρησε πως δεν ήταν ο μόνος που δυσανασχέτησε μ' αυτή τη διακοπή.  —Για στάσου μπάρμπα ‐ Σεμιόν, άσε τον άνθρωπο να μιλήσει, είπε με την υποβλητική μπάσα φωνή  του ο στοχαστικός μουζίκος.  Αυτή η παρέμβαση έκανε τον Νεχλιούντοφ ν' αναθαρρήσει κι αρπάζοντας την ευκαιρία άρχισε να  τους εξηγεί το σχέδιό του για την ενιαία παραχώρηση της γης, βάσει της θεωρίας του Χένρυ Τζωρτζ.  —Η γη δεν είναι κανενός, είναι μονάχα του Θεού, άρχισε να λέει.  —Ναι, αυτό είναι σωστό, ακούστηκαν κάποιες φωνές.  —Η γη ολόκληρη ανήκει σ' όλους. Ο καθένας έχει πάνω της ίσα δικαιώματα. Μα, υπάρχει γη καλή  και κακή, κι ο καθένας επιθυμεί να πάρει την καλή. Πώς θα γίνει όμως να 'μαστε δίκαιοι με όλους;  Θα σας πω εγώ πώς: όποιος θα έχει καλή γη, θα πρέπει να πληρώνει σ' όσους δεν έχουν καλή μια  εισφορά όση είναι  η αξία της γης του, είπε ο Νεχλιούντοφ, απαντώντας ο ίδιος στο ερώτημα που  έκανε στους μουζίκους. —Κι επειδή είναι δύσκολο να ορίσουμε ποιος πρέπει να πληρώνει κι επειδή  απαιτούνται  πόροι  για  τις  κοινοτικές  ανάγκες  πρέπει  να  πάρουμε  μέτρα,  ώστε  όποιος  έχει  γη  να  πληρώνει  στην  κοινότητα  για  τις  ανάγκες  της  τόσα  όσα  αξίζει  η  γη  του.  Έτσι,  όλοι  θα  'ναι  το  ίδιο.  Θέλεις να 'χεις γη; Πλήρωσε για την καλή περισσότερο και για την κακή λιγότερο. Μα, αν δεν θέλεις  να 'χεις δική σου γη, μην πληρώνεις τότε τίποτα και την εισφορά σου για τις κοινοτικές ανάγκες θα  την πληρώσουν όσοι έχουν γη.  —Αυτό είναι σωστό, είπε ο χτίστης σομπών, παίζοντας τα φρύδια του. —Όποιος έχει καλύτερη γη,  θα πληρώνει και πιο πολύ.  —Μωρέ, τι κεφάλι ήταν αυτός ο Τζώρτζης! είπε ο γερο ‐προεστός με τη βοστρυχωτή γενειάδα. 

Digitized by 10uk1s 

  —Φτάνει μονάχα αυτή την εισφορά να μπορεί να τη σηκώσει η τσέπη μας, ακούστηκε να λέει με τη  μπάσα φωνή του ο ψηλόκορμος μουζίκος που υποπτευόταν κιόλας πού πήγαιναν τα πράγματα.  —Η  εισφορά  θα  πρέπει  να  μην  είναι  ούτε  μεγάλη  ούτε  και  μικρή...  Αν  είναι  μεγάλη,  δεν  θα  μπορέσουν  να  την  πληρώσουν  και  θα  παρουσιαστεί  έλλειμμα.  Αν  πάλι  είναι  μικρή,  θ'  αρχίσει  ν'  αγοράζει ο ένας απ' τον άλλο, θ' αρχίσει το παζάρι της γης. Αυτό το σχέδιο θα 'θελα να εφαρμόσω  στην κοινότητά σας.  —Είναι σωστό, είναι δίκαιο. Το λοιπόν, μπορούμε να προχωρήσουμε, έλεγαν οι μουζίκοι.  —Πω,  πω  κεφάλι  αυτός  ο  Τζώρτζης!  Κοίτα  μωρέ  τι  σκέφτηκε  ο  άνθρωπος,  συνέχισε,  να  λέει  με  θαυμασμό ο πλατύσωμος γερο ‐ μουζίκος με τη βοστρυχωτή γενειάδα.  —Και τι θα γίνει, αν θα ήθελα να πάρω κι εγώ γη; ρώτησε χαμογελώντας ο επιστάτης.  —Αν υπάρχει κάποιος διαθέσιμος κλήρος, πάρτε τον και δουλέψτε τον, αποκρίθηκε ο Νεχλιούντοφ.  —Τι  τη  θες  εσύ  τη  γη;  Εσένα  δε  σου  λείπει  τίποτα,  όλα  τα  έχεις,  είπε  ο  γερο  ‐  μουζίκος  με  τα  γελαστά μάτια.  Σ' αυτό το σημείο η σύσκεψη τελείωσε.  Ο Νεχλιούντοφ επανέλαβε την πρότασή του γι' άλλη μια φορά, όμως δε ζήτησε να του απαντήσουν  την ίδια στιγμή. Τους συμβούλεψε να συννενοηθούν με τους άλλους στο χωριό κι ύστερα να 'ρθουν  να του δώσουν την απάντησή τους.  Οι  μουζίκοι  υποσχέθηκαν  πως  θα  μιλούσαν  με  τους  άλλους  και  πως  θα  'διναν  απάντηση.  Χαιρέτησαν  κι  έφυγαν  ενθουσιασμένοι.  Στο  δρόμο  αντηχούσε  ζωηρά  η  κουβέντα  τους,  καθώς  ξεμάκραιναν προς το χωριό. Κι ως αργά το βράδυ οι φωνές τους αντιλαλούσαν κι έφθαναν απ' το  χωριό πέρα στη ρεματιά.  * * *  Την άλλη μέρα οι μουζίκοι δεν πήγαν στις δουλειές τους, μαζεύτηκαν να συζητήσουν την πρόταση  του  αφέντη  τους.  Η  κοινότητα  χωρίστηκε  σε  δυο  ομάδες:  η  μία  υποστήριζε  πως  η  πρόταση  του  αφέντη  ήταν  συμφέρουσα  και  ανώδυνη∙  η  άλλη  έβλεπε  πίσω  απ'  όλα  αυτά  κάποια  παγίδα  που  επειδή δεν μπορούσε να εντοπίσει την ουσία της ένιωθε τρόμο μόνο και μόνο με την ιδέα. Ωστόσο,  την  τρίτη  μέρα  όλοι  συμφώνησαν  να  δεχτούν  τους  όρους  που  τους  πρότεινε  ο  Νεχλιούντοφ  και  πήγαν  να  του  ανακοινώσουν  την  απόφαση  όλης  της  κοινότητας.  Οι  χωρικοί  κατάφεραν  να  συμφωνήσουν  ύστερα  από  τα  λόγια  μιας  γριάς  που  έκαναν  μεγάλη  εντύπωση  σ'  όλους  και  σκόρπισαν μέσα τους κάθε φόβο για μια πιθανή απάτη εκ μέρους του άρχοντα. Η γριά τούς έπεισε  πως ο άρχοντας είχε αρχίσει να νοιάζεται για τη σωτηρία της ψυχής του και γι' αυτό ενεργούσε έτσι.  Στην εξήγηση αυτή της γριάς ταίριαζε κι η πράξη ελεημοσύνης του Νεχλιούντοφ που μόλις πάτησε  το πόδι του στο Πάνοβο, χάρισε στους χωρικούς πολλά λεφτά. Ο Νεχλιούντοφ είχε μοιράσει λεφτά  σαν έμαθε την πρώτη μέρα για την εξαθλίωση και τη δραματική ζωή που ζούσαν οι χωρικοί. Βαθιά  ταραγμένος  από  τη  μιζέρια  τους,  αν  και  ήξερε  πως  δεν  ήταν  φρόνιμο,  δεν  μπόρεσε  να  μη  τους  μοιράσει από τα λεφτά που 'χε μαζέψει από το δάσος που πούλησε πέρσι στο Κουζμίνσκογιε κι από  την  προκαταβολή  που  πήρε  από  την  εκποίηση  των  κινητών  περιουσιακών  στοιχείων  του  εκεί  κτήματος.  Μόλις έμαθαν πως ο άρχοντας μοίρασε χρήματα στους ζητιάνους, απ' όλες τις γωνιές έτρεξε πίσω  Digitized by 10uk1s 

  του το πλήθος των μουζίκων, οι πιο πολλές γυναίκες, ζητώντας ελεημοσύνη. Ο Νεχλιούντοφ τα 'χε  στην κυριολεξία χαμένα, δεν ήξερε πώς να τους φερθεί, πώς να κρίνει τι βοήθεια χρειάζονταν και  πόση. Ένοιωθε πως του ήταν αδύνατο να αρνηθεί να δώσει χρήματα σ' όσους του ζητούσαν— αυτός  που  είχε  τόσα  πολλά.  Μα,  καταλάβαινε  απ'  την  άλλη,  πως  δεν  είχε  κανένα  νόημα  να  τα  μοιράσει  αδιάκριτα  σ'  όσους  του  ζητούσαν.  Το  μόνο  που  του  απόμεινε  για  να  γλυτώσει  απ'  αυτή  την  κατάσταση ήταν να φύγει κι αυτό βιάστηκε να κάνει.  Την  τελευταία  μέρα  της  παραμονής  του  στο  Πάνοβο,  ο  Νεχλιούντοφ  την  πέρασε  στο  σπίτι  τακτοποιώντας  τα  πράγματά  που  'χαν  εγκαταλειφθεί  εκεί.  Όπως  τ'  ανακάτευε,  στο  κάτω  συρτάρι  μιας παλιάς σιφονιέρας από μαόνι με καμπυλωτό σχέδιο και μπρούντζινα στρογγυλά χερούλια με  σκαλιστές λιονταροκεφαλές πάνω τους, που ανήκε στις θείες του, βρήκε πολλά παλιά γράμματα κι  ανάμεσά  τους  μια  φωτογραφία  με  την  Σόφια  Ιβάνοβνα,  την  Μαρία  Ιβάνοβνα,  τον  ίδιο  τον  Νεχλιούντοφ, όταν ήταν φοιτητής, και την Κατιούσα, αγνή, δροσερή, όμορφη, γεμάτη ζωντάνια και  χαρά. Απ' όλα τα πράγματα, ο Νεχλιούντοφ πήρε μονάχα τα γράμματα κι αυτή τη φωτογραφία. Τα  υπόλοιπα  τ'  άφησε  εκεί  στο  σπίτι,  που  τ'  αγόρασε  ο  μυλωνάς  με  τη  μεσολάβηση  του  γελαστού  επιστάτη μαζί με τα έπιπλα, στο ένα δέκατο της αξίας τους.  Αναλογιζόμενος τους δισταγμούς του τότε στο Κουζμίνσκογιε να παραιτηθεί από την περιουσία του,  ο Νεχλιούντοφ απορούσε τώρα πώς μπόρεσε να νιώσει έτσι. Τώρα τον κατέκλυζε μια ασυγκράτητη  χαρά  λύτρωσης  κι  ένα  αίσθημα  καινούριας  ζωής,  όπως  αυτό  που  κυριεύει  τον  ταξιδιώτη,  όταν  ανακαλύπτει νέους ορίζοντες. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ  ΑΥΤΗ  ΤΗ  ΦΟΡΑ  επιστρέφοντας  στην  πόλη,  ο  Νεχλιούντοφ  δοκίμασε  μια  εντελώς  παράξενη  κι  άγνωστη  ως  τα  τώρα  αίσθηση.  Είχε  κιόλας  νυχτώσει,  όταν  έφθασε  απ'  το  σταθμό  στο  σπίτι  του  διασχίζοντας  τους  φωτισμένους  δρόμους.  Όλα  τα  δωμάτια  του  διαμερίσματός  του  μύριζαν  ακόμα  ναφθαλίνη∙ η Αγκραφένα Πετρόβνα κι ο Κορνέι, κατάκοποι κι οι δυο τους, γκρίνιαζαν και μάλωναν  ακόμα για το πώς θα τακτοποιηθούν τα πράγματα που ο μοναδικός τους προορισμός φαινόταν πως  δεν ήταν άλλος απ' το άπλωμα, το στέγνωμα και το καταχώνιασμά τους. Το δωμάτιό του δεν ήταν  ακόμα τακτοποιημένο και τα σεντούκια στη σειρά έκαναν δύσκολη την είσοδο, γεγονός που έδειχνε  πως  ο  ερχομός  του  Νεχλιούντοφ  εμπόδιζε  να  γίνουν  όλες  εκείνες  οι  δουλειές  που  είχαν  βγει  στη  μέση  από  κάποια  παράξενη  δύναμη  αδράνειας.  Η  ματαιόδοξη  αυτή  ατμόσφαιρα,  έντονα  εχθρική  τώρα  στον  Νεχλιούντοφ,  αν  και  κάποτε  την  συντηρούσε  ο  ίδιος,  και  η  άμεση  επήρεια  της  μίζερης  ζωής  των  χωρικών,  όπως  του  είχε  εντυπωθεί  στη  μνήμη,  τον  έκανε  να  πάρει  την  απόφαση  να  μετακομίσει  την  άλλη  κιόλας  μέρα  σε  ξενοδοχείο.  Έδωσε  εντολή  στην  Αγκραφένα  Πετρόβνα  να  τακτοποιήσει τα πράγματα, όπως έκρινε εκείνη, μέχρι τον ερχομό της αδερφής του, οπότε εκείνη θ'  αποφάσιζε οριστικά για όλα στο σπίτι.  Ο Νεχλιούντοφ βγήκε την άλλη μέρα νωρίς το πρωί στο δρόμο να ψάξει νέο κατάλυμα και νοίκιασε  στον  πρώτο  ξενώνα  που  βρήκε  κοντά  στη  φυλακή  δυο  φτωχικά  και  μάλλον  βρόμικα  επιπλωμένα  δωμάτια. Έδωσε εντολή να μεταφερθούν εκεί διάφορα πράγματα που είχε ο ίδιος διαλέξει απ' το  διαμέρισμά του και τράβηξε για τον δικηγόρο του.  Στο δρόμο έκανε κρύο. Μετά τη θύελλα και τις βροχές είχαν αρχίσει οι συνηθισμένοι ανοιξιάτικοι  παγετοί.  Το  κρύο  ήταν  τόσο  τσουχτερό  κι  ο  αέρας  τόσο  διαπεραστικός  που  ντυμένος  μ'  ελαφρύ  παλτό ο Νεχλιούντοφ αναγκάστηκε να επιταχύνει το βήμα του μήπως και ζεσταθεί με το γρήγορο  περπάτημα.  Στη μνήμη του στροβιλίζονταν οι άνθρωποι του χωριού: οι γυναίκες, τα παιδιά, οι γέροι, η φτώχεια,  η δυστυχία και τα βάσανα —εικόνες που λες και τις έβλεπε πρώτη φορά τώρα — και, προπαντός,  εκείνο το γελαστό γερασμένο μωράκι που στριφογύριζε τα σκελετωμένα ποδαράκια του∙ χωρίς να  το  θέλει  σύγκρινε  όλες  αυτές  τις  αναμνήσεις  απ'  τη  ζωή  του  χωριού  με  όσα  έβλεπε  στην  πόλη.  Προσπερνώντας  τα  κρεοπωλεία,  τα  ψαράδικα,  τα  εμπορικά  έμενε  έκπληκτος  (πρώτη  φορά  ανακάλυπτε  τέτοιες  εικόνες),  αντικρίζοντας  τα  χορτασμένα  πρόσωπα  τόσων  και  τόσων  καθαροντυμένων και ευτραφών εμπόρων που όμοιά τους δεν μπορούσαν να βρεθούν στο χωριό. Οι  άνθρωποι τούτοι ήταν φανερό πως πίστευαν ακράδαντα ότι οι προσπάθειές τους να εξαπατούν τον  κόσμο,  που  δεν  μπορούσε  να  ξεχωρίσει  την  ποιότητα  των  προϊόντων  τους,  όχι  μονάχα  δεν  αποτελούσαν  υπόθεση  ρουτίνας  μα,  αντίθετα,  ήταν  πολύ  κερδοφόρα  απασχόληση.  Έτσι  χορτασμένοι τού έμοιαζαν κι οι αμαξάδες με τους θεόρατους πισινούς και τις σειρές τα σταυρωτά  κουμπιά στην πλάτη∙ κι οι πορτιέρηδες με τα κασκέτα τους πνιγμένα στα χρυσαφένια σιρίτια∙ κι οι  καμαριέρες με τις ποδιές και τα κατσαρωμένα μαλλιά και, προπαντός, οι θεοπάλαβοι αμαξάδες των  αμαξών πολυτελείας με τους ξυρισμένους σβέρκους που, ξαπλωμένοι νωχελικά στα καθίσματά τους  χάζευαν με περιφρόνηση και κυνισμό τους πεζούς. Στα πρόσωπα όλων αυτών των ανθρώπων άθελά  του  έβλεπε  τώρα  εκείνους  τους  ίδιους  τους  χωρικούς  που  στερήθηκαν  τη  γη  τους  κι  εξαναγκάστηκαν να στριμωχτούν στην πόλη. Άλλοι απ' αυτούς κατάφεραν κι επωφελήθηκαν απ' τις  συνθήκες ζωής της πόλης κι ανέβηκαν ψηλά, έγιναν όμοιοι με τους αφέντες τους, κι άλλοι αντίθετα  ήρθαν εδώ κι έζησαν πιο άθλια ζωή από το χωριό, βουτηγμένοι ακόμα πιο βαθιά στη δυστυχία. Έτσι  δύσμοιροι  φάνηκαν  του  Νεχλιούντοφ  οι  τσαγκάρηδες  που  τους  είδε  απ'  το  παράθυρο  ενός  υπόγειου να δουλεύουν, εκείνες οι αδύναμες, κατάχλομες αναμαλλιασμένες πλύστρες με τα γυμνά,  σκελετωμένα  χέρια  που  τις  είδε  να  σιδερώνουν  μπρος  στ'  ανοιχτά  παράθυρα,  απ'  όπου  έβγαινε  αχνός  από  σαπουνόνερα∙  αλλά  κι  εκείνοι  οι  δυο  ξυπόλητοι  μπογιατζήδες,  με  τις  ποδιές  πασαλειμμένοι  απ'  την  κορφή  ως  τα  νύχια  με  μπογιές,  που  βρέθηκαν  στο  δρόμο  του.  Μ'  Digitized by 10uk1s 

  ανασκουμπωμένα  τα  μανίκια  πάνω  απ'  τους  αγκώνες  δείχνοντας  τα  μαυρισμένα,  ξερακιανά  κι  αδύναμα χέρια τους κουβαλούσαν έναν κουβά με μπογιές βρίζοντας ασταμάτητα. Η όψη τους ήταν  ταλαιπωρημένη,  γεμάτη  οργή.  Την  ίδια  έκφραση  φανέρωναν  και  τα  σκονισμένα  κι  ηλιοκαμένα  πρόσωπα των καροτσέρηδων που τινάζονταν πάνω στα κάρα τους σε κάθε τράνταγμα, τα πρόσωπα  των ρακένδυτων, πρησμένων ζητιάνων, ανδρών και γυναικών με τα παιδιά τους, που στέκονταν στις  γωνιές απλώνοντας το χέρι για βοήθεια, τα πρόσωπα που κοίταζαν απ' τ' ανοιχτά παράθυρα ενός  καπηλειού  που  είδε  μπροστά  του  ο  Νεχλιούντοφ.  Ανάμεσα  στα  βρόμικα  τραπεζάκια  γεμάτα  μπουκάλια και ποτήρια με τσάι γύριζαν με επιδεξιότητα τα γκαρσόνια με τις άσπρες ποδιές τους και  γύρω,  φωνάζοντας  και  μεθοκοπώντας,  στριμώχνονταν  οι  πελάτες  με  ιδρωμένα  και  κόκκινα  απ'  το  ποτό  πρόσωπα  με  μια  έκφραση  αποκτήνωσης.  Ένας  που  καθόταν  πλάι  στο  παράθυρο  ανασηκώνοντας  τα  φρύδια  του,  με  κρεμασμένα  τα  χείλη,  είχε  στυλώσει  το  βλέμμα  καταγής  μπροστά του σα να 'θελε κάτι να θυμηθεί.  Και  για  ποιο  λόγο  όλοι  αυτοί  μαζεύτηκαν  εδώ;  αναρωτιόταν  ο  Νεχλιούντοφ,  καθώς  άθελά  του  ανασαίνοντας κατάπινε, μαζί με τη σκόνη που 'φερνε το ξεροβόρι, την έντονη μυρωδιά από τσαγκό  λάδι και φρέσκια μπογιά.  Σε  κάποιο  δρόμο  πιο  πέρα  τον  πρόφθασε  μια  σειρά  από  άμαξες  φορτωμένες  με  κάτι  σιδερένιες  μπάρες που βροντούσαν τόσο εκκωφαντικά πάνω στο δύσβατο δρόμο, ώστε ένιωσε πόνο στ' αφτιά  και στο κεφάλι. Άνοιξε το βήμα του για να τις προσπεράσει, όταν ξαφνικά μέσα στην χλαπαταγή των  σιδερικών  άκουσε  κάποιον  να  τον  φωνάζει.  Σταμάτησε  κι  είδε  λίγα  μέτρα  πιο  μπροστά  έναν  στρατιωτικό με μυτερό μουστάκι στριμμένο με μαντέκα, πρόσωπο γελαστό, κι αστραφτερό βλέμμα.  Καθισμένος σε μια άμαξα πολυτελείας, του κουνούσε φιλικά το χέρι και του χαμογέλασε αφήνοντας  να φανούν τα κάτασπρα δόντια του.  —Νεχλιούντοφ! Εσύ είσαι;  Η πρώτη αίσθηση του Νεχλιούντοφ ήταν ευχάριστη.  —Ε, Σενμπόκ, του φώναξε με χαρά, μα την ίδια  στιγμή κατάλαβε πως δεν  είχε κανέναν απολύτως  λόγο να χαρεί για την συνάντηση.  Ο  Σενμπόκ  ήταν  ο  φίλος  του  που  είχε  επισκεφτεί  τότε  τις  θείες  του.  Ο  Νεχλιούντοφ  είχε  χάσει  τα  ίχνη  του  στη  συνέχεια,  αλλά  μάθαινε  πως  παρά  τα  χρέη  του,  μετά  την  αποχώρησή  του  απ'  το  σύνταγμα  της  Φρουράς  και  την  ένταξή  του  στο  ιππικό,  είχε  τον  τρόπο  του  και  κατάφερε  να  επιπλεύσει  στον  κύκλο  των  αριστοκρατών.  Το  ευχαριστημένο  και  ικανοποιημένο  ύφος  του  επιβεβαίωνε τις φήμες αυτές.  —Μεγάλη τύχη να σε βρω μπροστά μου! Ξέρεις, κανέναν δεν έχω πια στην πόλη. Μα, εσύ, αδερφέ  μου γέρασες, είπε στον Νεχλιούντοφ, καθώς έβγαινε από την άμαξα, τεντώνοντας την πλάτη του να  ξεμουδιάσει. — Από το περπάτημα μόνο μπόρεσα να σε γνωρίσω. Τι θα 'λεγες να φάμε μαζί; Ξέρεις  κάποιο μέρος που να μπορούμε να φάμε της προκοπής;  —Δεν ξέρω, αν προλαβαίνω, απάντησε ο Νεχλιούντοφ, που προσπαθούσε να βρει τρόπο να ξεφύγει  απ' την παρέα του φίλου του χωρίς όμως να τον προσβάλει.  —Μα, τι γυρεύεις εσύ εδώ; τον ρώτησε.  —Να,  φίλε  μου  δουλειές,  κάποια  υπόθεση  διαχείρισης  κτημάτων.  Είμαι,  ξέρεις,  διαχειριστής  της  περιουσίας  του  Σαμάνοφ,  εκείνου  του  ζάπλουτου.  Ραμολί,  βέβαια,  μα  έχει  πενήντα  τέσσερις  χιλιάδες  ντεσιατίνες  γης  στην  κατοχή  του,  είπε  με  τέτοια  έπαρση  σα  να  'δινε  την  εντύπωση  πως  Digitized by 10uk1s 

  εκείνος  ο  ίδιος  είχε  δημιουργήσει  την  περιουσία  αυτή.  —Οι  υποθέσεις  του  είχαν  ατέλειωτες  εκκρεμότητες  όταν  ανέλαβα  εγώ.  Οι  μουζίκοι  είχαν  νοικιάσει  τα  κτήματα,  μα  δεν  πλήρωναν  καθόλου, το χρέος είχε ξεπεράσει τις ογδόντα χιλιάδες ρούβλια. Μέσα σ' ένα χρόνο εγώ έβαλα τάξη  παντού  κι  αύξησα  το  εισόδημά  του  κατά  εβδομήντα  τοις  εκατό.  Τι  έχεις  να  πεις;  ρώτησε  με  υπεροπτικό ύφος.  Ο  Νεχλιούντοφ  θυμήθηκε  ότι  κάποτε  είχε  πληροφορηθεί  με  ποιο  τρόπο  αυτός  ο  Σενμπόκ,  αφού  ξεκοκάλισε  τη  δική  του  περιουσία  και  βούλιαξε  στα  χρέη,  με  τη  μεσολάβηση  ενός  πάτρωνά  του  διορίστηκε  διαχειριστής  της  περιουσίας  ενός  ζάπλουτου  γέρου  και  τώρα  απ'  ό,τι  φαινόταν  ζούσε  από την υπόθεση της διαχείρισης.  —«Πώς  θα  γίνει  ν'  απαλλαγώ  απ'  αυτόν  χωρίς  να  τον  προσβάλω;  »  σκεφτόταν  ο  Νεχλιούντοφ,  κοιτάζοντας  το  λείο,  παχουλό  πρόσωπο  και  το  στριμμένο  με  μαντέκα  μουστάκι,  ακούγοντας  την  καλόκαρδη, φιλική φλυαρία για τα καλά εστιατόρια και τα παινέματά του για τον τρόπο διαχείρισης  της περιουσίας.  —Τέλος πάντων, άστα αυτά. Πού λες να φάμε;  —Δε γίνεται, δεν έχω χρόνο, είπε ο Νεχλιούντοφ και κοίταξε το ρολόι του.  —Καλά, τότε, τι θα' λεγες, για τ' απόγευμα; Έχει αγώνες ιππασίας, έρχεσαι;  —Όχι, δε θα 'ρθω.  —Μα,  έλα.  Εγώ,  βέβαια,  δε  θα  τρέξω  με  δικά  μου,  δεν  έχω  πια,  όμως  τρέχω  με  του  Γκρίσα.  Τον  θυμάσαι; Έχει σπουδαίο στάβλο. Έλα, λοιπόν, και θα δειπνήσουμε παρέα.  —Ούτε να δειπνήσουμε δεν θα μπορέσω, είπε χαμογελώντας ο Νεχλιούντοφ.  —Μα, τι είν' αυτό με σένα, τέλος πάντων; Για πού το 'βαλες τώρα; Θέλεις να σε πάω με τ' αμάξι;  —Πάω στο δικηγόρο. Είναι λίγο παρακάτω, μετά τη γωνία, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Α,  μάλιστα,  ξέρω,  εσύ  με  τις  φυλακές  ανακατεύεσαι  τώρα  τελευταία...  Συνήγορος  των  φυλακισμένων έγινες; Μου τα διηγήθηκαν οι Κορτσάγκιν, είπε γελώντας ο Σενμπόκ. —Έχουν φύγει  τώρα για την εξοχή. Αλλά, για πες μου, τι συμβαίνει;  —Ναι,  ναι,  αλήθεια  είναι  όλα,  απάντησε  ο  Νεχλιούντοφ,  —  μα  τι  να  σου  λέω  τώρα  στη  μέση  του  δρόμου!  —Καλά, καλά, εσύ πάντοτε ήσουν ιδιόρρυθμος. Λοιπόν, θα 'ρθεις στους αγώνες;  —Μα σου είπα, όχι! Δε μπορώ και δε θέλω. Σε παρακαλώ μη μου κρατήσεις κακία...  —Να σου κρατήσω κακία; Μα, δεν αξίζει τον κόπο! Πού μένεις τώρα; ρώτησε και το πρόσωπό του  απότομα  σοβαρεύτηκε,  τα  μάτια  του  στυλώθηκαν  και  τα  φρύδια  του  ανασηκώθηκαν.  Προσπαθούσε,  προφανώς,  κάτι  να  θυμηθεί  κι  ο  Νεχλιούντοφ,  κοιτάζοντάς  τον,  έφερε  στην  μνήμη  του  την  ίδια  ακριβώς  ηλίθια  έκφραση  που  'χε  το  πρόσωπο  εκείνου  του  ανθρώπου  με  τ'  ανασηκωμένα φρύδια και τα κρεμασμένα χείλη που είδε στο παράθυρο, καθώς περνούσε μπροστά  απ' το καπηλειό προκαλώντας του έντονη απορία. 

Digitized by 10uk1s 

  —Μωρέ κρύο που έβαλε ε;  —Ναι, ναι.  —Τα δέματα τα 'χεις εσύ; ρώτησε ο Σενμπόκ τον αμαξά του. Το λοιπόν, σε χαιρετώ. Χάρηκα πάρα  πολύ που σε συνάντησα, είπε ο Σενμπόκ σφίγγοντας δυνατά το χέρι του Νεχλιούντοφ. Πήδησε στην  άμαξα  και  κούνησε  μπροστά  από  το  λείο  του  πρόσωπο  το  πλατύ  του  χέρι  με  το  λευκό  γάντι  από  καστόρι  χαμογελώντας  με  το  συνηθισμένο  τρόπο  του  και  αποκαλύπτοντας  τα  απίστευτα  άσπρα  δόντια του.  «Μα είναι δυνατό να ήμουν κι εγώ κάποτε σαν κι αυτόν; συλλογιζόταν ο Νεχλιούντοφ συνεχίζοντας  το δρόμο του για τον δικηγόρο. —Κι αν δεν ήμουν ακριβώς έτσι, σίγουρα επιθυμούσα να γίνω σαν  κι αυτόν και πίστευα πως έτσι θα περνούσα τη ζωή μου». 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI  Ο  ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ  δέχθηκε  τον  Νεχλιούντοφ  εκτός  σειράς  κι  άρχισε  αμέσως  τη  συζήτηση  μαζί  του  για  την  υπόθεση  Μενσόφ  που  είχε  διαβάσει  στο  μεταξύ  το  φάκελό  τους,  και  γι'  αυτό  ήταν  αγανακτισμένος με τις αβάσιμες σε βάρος τους κατηγορίες.  —Σου προκαλεί αγανάκτηση αυτή η υπόθεση, είπε. —Είναι πολύ πιθανόν τη φωτιά να την άναψε ο  ίδιος ο ιδιοκτήτης για να εισπράξει την ασφάλεια, όμως το θέμα είναι πως η ενοχή των Μενσόφ δεν  αποδείχτηκε  στη  δίκη.  Δεν  υπάρχει  καμία  απολύτως  απόδειξη.  Η  καταδίκη  τους  οφείλεται  σε  υπερβάλλοντα ζήλο του ανακριτή και σε αμέλεια του αντιεισαγγελέα. Αν η υπόθεση εκδικαστεί εδώ  κι όχι στην περιφέρεια, εγγυώμαι πως θα την κερδίσουμε κι αμοιβή δε θα πάρω. Τώρα, σχετικά, με  την άλλη υπόθεση, την αίτηση χάριτος, την έχω έτοιμη. Αν θα πάτε στην Πετρούπολη, πάρτε τη μαζί  σας,  προωθείστε  την  ο  ίδιος.  Διαφορετικά  θα  προσφύγουν  σε  νέα  ανάκριση  στο  Υπουργείο  Δικαιοσύνης,  εκεί  θα  φροντίσουν  να  την  ξεφορτωθούν  το  συντομότερο,  η  απάντηση  θα  'ναι  αρνητική κι έτσι δε θα πετύχετε τίποτα. Σας συνιστώ να προσπαθήσετε να φθάσετε ψηλά.  —Μέχρι τον Αυτοκράτορα; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  Ο δικηγόρος γέλασε.  —Αυτός  είναι  η  ύψιστη  αρχή.  Δεν  ζητώ  κάτι  τέτοιο.  Ψηλά  εννοώ  μέχρι  τον  γραμματέα  του  Συμβουλίου Χαρίτων ή τον αντιπρόεδρο. Τελειώσαμε προς το παρόν;  ‐Όχι ακόμα. Ξέρετε πήρα κάτι γράμματα από μερικά μέλη αιρέσεων, είπε ο Νεχλιούντοφ, βγάζοντας  από την τσέπη του ένα γράμμα τους. —Είναι φοβερό το τι γράφουν, αν λένε φυσικά την αλήθεια.  Θα προσπαθήσω σήμερα να τους δω και να πληροφορηθώ τι ακριβώς συμβαίνει.  —Απ'  ό,τι  βλέπω  έχετε  γίνει  ο  αγωγός,  το  φερέφωνο  για  όλα  τα  παράπονα  που  αφορούν  τους  φυλακισμένους,  είπε  χαμογελώντας  ο  δικηγόρος.  Είναι  τόσα  πολλά  που  δεν  θα  καταφέρετε  ν'  ανταποκριθείτε.  —Μα αυτό που έγινε σου προκαλεί σοκ, στην κυριολεξία, είπε ο Νεχλιούντοφ και διηγήθηκε με δύο  λόγια την ουσία της υπόθεσης.  Σ'  ένα  χωριό  μια  Κυριακή  μαζεύτηκαν  οι  άνθρωποι  να  διαβάσουν  το  Ευαγγέλιο  κι  ήρθαν  οι  αρχές  του  χωριού  και  τους  διέλυσαν.  Την  επόμενη  Κυριακή  ξαναμαζεύτηκαν  και  τότε  φώναξαν  τον  ενωμοτάρχη, τους έκαναν μήνυση και τους έστειλαν στον εισαγγελέα. Ο ανακριτής διενέργησε την  ανάκριση,  ο  αντιεισαγγελέας  συνέταξε  το  κατηγορητήριο,  ο  δικαστής,  αποδεχόμενος  το  κατηγορητήριο,  όρισε  τακτική  δικάσιμο.  Ο  αντιεισαγγελέας  απάγγειλε  τις  κατηγορίες,  ενώ  στην  έδρα  του  δικαστηρίου  υπήρχε  το  σώμα  του  εγκλήματος,  το  Ευαγγέλιο!  Αποτέλεσμα,  οι  χωρικοί  καταδικάστηκαν  σ'  εξορία.  Είναι  φοβερό,  είναι  αδιανόητο!  Πως  μπορούν  να  γίνονται  τέτοια  πράγματα;  —Μα, τι σας προκαλεί εντύπωση στην συγκεκριμένη περίπτωση;  —Πώς τι; Όλα! Να καταλάβω τον ενωμοτάρχη που ήταν υποχρεωμένος απ' τους ανώτερούς του, μα,  ο εισαγγελέας που σχημάτισε τη δικογραφία, άνθρωπος με μόρφωση, πώς το δέχτηκε;  —Μα,  σ'  αυτό  ακριβώς  το  σημείο  βρίσκεται  το  λάθος  μας.  Συνηθίσαμε  να  θεωρούμε  τους  εισαγγελείς,  τους  δικηγόρους,  γενικά,  νέους,  φιλελεύθερους  ανθρώπους.  Κάποτε  ναι,  ήταν  έτσι,  σήμερα όμως, οι καιροί άλλαξαν. Οι δικαστές είναι υπάλληλοι και η μόνη τους έννοια είναι πότε θα  Digitized by 10uk1s 

  'ρθει  η  μέρα  της  πληρωμής  στις  είκοσι  του  μηνός,  για  να  εισπράξουν  το  μισθό  τους.  Απαιτούν  αυξήσεις  στις  αποδοχές  τους  κι  εκεί  εξαντλούνται  οι  διεκδικήσεις  τους.  Είναι  έτοιμοι  να  απαγγείλουν οποιοδήποτε κατηγορητήριο, να δικάσουν, να καταδικάσουν.  —Μα, μη μου πείτε πως υπάρχει νομοθεσία, βάσει της οποίας μπορεί να εξοριστεί άνθρωπος γιατί  με άλλους μαζί διάβαζε το Ευαγγέλιο;  —Μάλιστα, υπάρχει, και μπορεί να τον εξορίσει όχι μόνο στην εσχατιά, μα και σε καταναγκαστικά  έργα, αν αποδειχτεί πως διαβάζοντας το Ευαγγέλιο ο άνθρωπος αυτός επέτρεψε στον εαυτό του να  ερμηνεύσει διαφορετικά τις Γραφές και, συνεπώς, κατέκρινε την επίσημη ερμηνεία της Εκκλησίας. Η  δημόσια προσβολή της Ορθόδοξης Πίστης τιμωρείται βάσει του άρθρου 96 του Ποινικού Κώδικα με  εξορία.  —Αδιανόητο...!  —Πιστέψτε  με,  έτσι  είναι.  Δεν  παύω  να  επαναλαμβάνω  στους  κυρίους  δικαστές—  συνέχισε  ο  δικηγόρος  —  πως  αισθάνομαι  ευγνωμοσύνη  κάθε  φορά  που  τους  αντικρύζω,  γιατί  αν  δεν  έχουν  κλείσει φυλακή εμένα, εσάς, όλους μας, είναι γιατί το χρωστάμε στα καλά τους αισθήματα. Διότι,  τελικά, είναι το πιο εύκολο πράγμα να μας αφαιρέσουν τα προνόμιά μας και να μας εξοστρακίσουν  στην άλλη άκρη...  —Αφού, λοιπόν, όπως λέτε, εξαρτώνται όλα απ' την αυθαιρεσία του εισαγγελέα και όσων έχουν τη  δύναμη να εφαρμόζουν ή να μην εφαρμόζουν το νόμο, τι χρειάζονται τότε τα δικαστήρια;  Ο δικηγόρος ξέσπασε σε γέλια.  —Μα,  τι  ερωτήσεις  είναι  αυτές  που  κάνετε;  Αυτά  αγαπητέ  μου  είναι  φιλοσοφικά  θέματα.  Αν  επιμένετε,  μπορούμε  να  τα  συζητήσουμε,  γιατί  όχι;  Τι  θα  λέγατε,  να  έρθετε  στο  σπίτι  μου  το  Σάββατο,  να  σας  γνωρίσω  επιστήμονες,  λογοτέχνες,  ζωγράφους,  θα'  χουμε  έτσι,  την  ευκαιρία  να  μιλήσουμε και για τα γενικά ζητήματα, είπε ο δικηγόρος μ' ένα έκδηλο τόνο ειρωνείας, στη φωνή  του, όταν πρόφερε τις λέξεις «γενικά ζητήματα». — Με την γυναίκα μου, θαρρώ γνωρίζεστε. Ελάτε  λοιπόν!  —Θα προσπαθήσω, αποκρίθηκε ο Νεχλιούντοφ, ξέροντας πως έλεγε ψέματα και πως αν ήταν κάτι  που  θα  προσπαθούσε  να  κάνει,  αυτό  θα  'ταν  να  αποφύγει  να  βρεθεί  στην  κοσμική  μάζωξη  του  δικηγόρου,  όπου  θα  συναντούσε  αυτούς  όλους  τους  επιστήμονες,  τους  λογοτέχνες  και  τους  ζωγράφους.  Το γέλιο του δικηγόρου, που ήταν απάντηση στην παρατήρηση του Νεχλιούντοφ, ότι το δικαστήριο  δεν  έχει  λόγο  ύπαρξης  εφόσον  οι  δικαστές  μπορούν  αυθαίρετα  να  εφαρμόζουν  ή  να  μην  εφαρμόζουν το νόμο, καθώς και οι λέξεις «γενικά ζητήματα», έκαναν τον Νεχλιούντοφ να δει πόσο  διαφορετικά  έβλεπε  τα  πράγματα  ο  δικηγόρος  και,  πιθανώς,  και  οι  φίλοι  του.  Αν  και  κρατούσε  σήμερα  σε  απόσταση  τους  παλιούς  του  φίλους,  όπως  τον  Σενμπόκ,  ο  Νεχλιούντοφ  ένιωσε  ακόμα  μεγαλύτερο το Χάσμα που τον χώριζε απ' τον δικηγόρο και τον κύκλο του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII  Η ΦΥΛΑΚΗ ΗΤΑΝ μακριά, είχε κιόλας βραδιάσει κι ο Νεχλιούντοφ χρειάστηκε να πάρει αμάξι να τον  πάει  ως  εκεί.  Στη  διαδρομή,  ο  αμαξάς,  ένας  άνθρωπος  μεσόκοπος  μ'  έξυπνο  και  καλοσυνάτο  πρόσωπο, γύρισε προς το μέρος του και του έδειξε ένα τεράστιο γιαπί.  —Για κοιτάξτ' εκεί χτηριάρα που σηκώσανε, είπε μ' ένα ύφος γεμάτο καμάρι σαν να είχε δουλέψει  κι ο ίδιος στην οικοδομή αυτή.  Πράγματι, η οικοδομή ήταν τεράστια  και η αρχιτεκτονική της ήταν κάπως σύνθετη κι ασυνήθιστη.  Στέρεες σκαλωσιές με μεγάλα δοκάρια από πεύκο, ενισχυμένα με σιδεροδεσιές σπαργάνωναν την  ανεγειρόμενη  κατασκευή  και  την  χώριζαν  απ'  το  γύρω  δρόμο  με  ξύλινο  φράχτη.  Πάνω  στις  σκαλωσιές  πηγαινοέρχονταν  ασταμάτητα,  σαν  τα  μυρμήγκια,  εργάτες  γεμάτοι  ασβέστες:  άλλοι  φόρτωναν, άλλοι πελεκούσαν πέτρες, άλλοι κουβαλούσαν από κάτω με το πηλοφόρι και κατέβαζαν  άδειους κουβάδες.  Ένας  χοντρός  και  άψογα  ντυμένος  κύριος,  που  φαινόταν  πως  ήταν  ο  αρχιτέκτονας,  στεκόταν  στη  σκαλωσιά  και,  δείχνοντας  κάπου  ψηλά  κάτι,  έλεγε  σ'  έναν  εργολάβο  απ'  το  Βλαντίμιρ  που  τον  άκουγε  σε  σεβασμό.  Από  την  πύλη,  πλάι  στον  αρχιτέκτονα  και  τον  εργολάβο,  μπαινόβγαιναν  φορτωμένες άμαξες.  «Κι όμως, όλοι τους είναι σίγουροι κι αυτοί που δουλεύουν, όπως κι αυτοί που τους επιβάλλουν να  δουλέψουν  πως  έτσι  είναι  τα  πράγματα  κι  έτσι  πρέπει  να  είναι,  ότι  την  ώρα  που  οι  ετοιμόγεννες  γυναίκες  τους  εξαναγκάζονται  να  ξενοδουλέψουν  και  τα  μωρά  με  τα  σκουφάκια  χαμογελούν  σαν  γέροντες  κιόλας,  ετοιμοθάνατα  από  την  πείνα,  στριφογυρίζοντας  ανήμπορα  τα  ποδαράκια  τους,  αυτοί  χρειάζεται  να  κτίσουν  αυτό  το  ηλίθιο  κι  άχρηστο  ανάκτορο  για  κάποιον  ηλίθιο  κι  άχρηστο  άνθρωπο,  έναν  απ'  όλους  αυτούς  που  τους  εξουθενώνουν  και  τους  ληστεύουν»,  συλλογιζόταν  ο  Νεχλιούντοφ κοιτάζοντας το κτήριο αυτό.  —Ναι, είναι άχρηστο σπίτι, είπε φωνάζοντας τις σκέψεις του.  —Γιατί  άχρηστο;  διαφώνησε  πειραγμένος  ο  αμαξάς.  —Δόξα  τω  Θεώ,  που'  χουν  όλοι  αυτοί  οι  νοματαίοι δουλειά να δουλέψουν. Δεν είναι καθόλου άχρηστο.  —Μα, είναι ανώφελη αυτή η δουλειά.  —Για  να  την  κάνουν  αυτοί  εδώ  που  χτίζουν,  πάει  να  πει  πως  είναι  χρήσιμη.  Δίνει  ψωμί  στον  κοσμάκη, διαμαρτυρήθηκε ο αμαξάς.  Ο  Νεχλιούντοφ  σώπασε,  πιο  πολύ  γιατί  το  κροτάλισμα  των  τροχών  έκανα  πολύ  δύσκολη  τη  συζήτηση.  Κάπου  κοντά  στη  φυλακή  ο  αμαξάς  βγήκε  απ'  το  λιθόστρωτο  στη  δημοσιά  κι  έτσι  μπορούσαν πάλι να κουβεντιάσουν. Γύρισε προς τον Νεχλιούντοφ:  —Σε  πιάνει  η  καρδιά  σου  να  βλέπεις  αυτό  τον  κόσμο  φέτος  να  στοιβάζεται  στην  πόλη,  είπε  και  γυρίζοντας στο πλάι τού έδειξε ένα μπουλούκι μουζίκων που κρατούσαν πριόνια και τσεκούρια και  έρχονταν προς το μέρος τους. Φορούσαν προβιές και είχαν κρεμασμένους ντορβάδες στους ώμους.  —Είναι δηλαδή πιο πολλοί φέτος από πέρσι; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Δε γίνεται καμία σύγκριση! Φέτος σαν τις ακρίδες πλακώνουν από παντού. Τ' αφεντικά παίζουν  μαζί τους, λες κι είναι τσίρκουλα. Όλες οι επιχειρήσεις είναι φίσκα, καρφίτσα δεν πέφτει.  Digitized by 10uk1s 

  —Μα, γιατί συμβαίνει αυτό;  —Γίναμε πολλοί. Δεν μας χωράει ο τόπος.  —Και τι μ' αυτό, που γίναμε πολλοί; Γιατί δεν μένουν όλοι αυτοί στα χωριά τους;  —Δεν μπορούν να ζήσουν εκεί. Δεν έχουν γη.  Ο  Νεχλιούντοφ  ένιωσε  σαν  να  χτύπησε  εκεί  που  πονούσε,  όπως  όταν  χτυπάς  επίτηδες  στο  ίδιο  ευαίσθητο σημείο και το καταλαβαίνεις μόνο και μόνο επειδή σου πονάει εκεί.  «Μα είναι δυνατό να 'ναι παντού το ίδιο;» σκέφτηκε κι άρχισε να ρωτάει τον αμαξά πόση έκταση  γης είχαν στο δικό του χωριό, πόσο είχε ο ίδιος ο αμαξάς και γιατί ζούσε στην πόλη.  —Από  μια  ντεσιατίνα  τ'  άτομο,  αφέντη.  Έχουμε  γης  για  τρεις  ψυχές,  απάντησε  με  προθυμία  ο  αμαξάς.  —Στο  σπίτι  μας  είναι  ο  πατέρας  με  τον  ένα  μου  αδερφό,  ο  άλλος  είναι  στο  στρατό.  Τα  βγάζουν δεν τα βγάζουν πέρα κι ο αδερφός μου θέλει να φύγει να πάει στη Μόσχα.  —Και δε γίνεται να νοικιάσετε γη;  —Από ποιον να νοικιάσεις σήμερα; Τ' αφεντικά, τα παλιά μας αφεντικά, τη χαράμισαν τη δική τους.  Οι έμποροι τ' αγόρασαν όλα και πήραν όλη τη γη στα χέρια τους. Δεν σου δίνουν ν' αγοράσεις, την  καλλιεργούν  οι  ίδιοι.  Στο  δικό  μας  χωριό  ένας  Γάλλος  ήρθε  κι  αγόρασε  όλα  τα  χτήματα  απ'  τον  αφέντη. Δεν θέλει ούτε ν' ακούσει για νοίκιασμα!  —Πώς τον λένε τον Γάλλο;  —Ντιφάρ, τον λένε, μπορεί να τον έχετ' ακουστά. Φτιάχνει τις περούκες των θεατρίνων στο μεγάλο  θέατρο.  Καλή  η  δουλειά,  και  τα  'κονόμησε.  Έτσι,  αγόρασε  απ'  τον  αφέντη  όλα  τα  χτήματα.  Τώρα  είμαστε στα χέρια του, κι απ' αυτόν εξαρτιόμαστε, ό,τι θέλει μας κάνει. Δόξα τω Θεώ, ο ίδιος είναι  καλός άνθρωπος, μα η γυναίκα του, μια Ρωσίδα, είναι αληθινή σκύλα. Μη δώσει ο Θεός και πέσεις  στα  χέρια  της.  Ληστεύει  τον  κόσμο.  Συφορά  που  μας  βρήκε...  Α,  να  κι  η  φυλακή.  Πού  θέλετε  να  σταματήσω; Στην είσοδο; Δεν θα μας αφήσουν, μου φαίνεται. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII  ΜΕ ΣΦΙΓΜΕΝΗ ΤΗΝ καρδιά, έντρομος ο Νεχλιούντοφ αναρωτιόταν σε ποια κατάσταση θα έβρισκε  τώρα την Μάσλοβα, νιώθοντας φρίκη μπροστά στο ανεξιχνίαστο μυστήριο αυτής της γυναίκας και  της  κοινότητας  των  φυλακισμένων.  Χτύπησε  το  κουδούνι  της  κεντρικής  πύλης  και  ρώτησε  τον  δεσμοφύλακα  πού  βρισκόταν  η  Μάσλοβα.  Ο  δεσμοφύλακας  ρώτησε  και  του  είπε  ότι  την  είχαν  μεταφέρει  στο  νοσοκομείο  της  φυλακής.  Ο  Νεχλιούντοφ  τράβηξε  για  το  νοσοκομείο.  Ένας  καλοσυνάτος  γεράκος,  ο  θυρωρός  του  νοσοκομείου,  του  άνοιξε  αμέσως  να  περάσει  και  μαθαίνοντας ποιον ήθελε να επισκεφτεί, τον οδήγησε στο παιδιατρικό τμήμα.  Ένας νεαρός γιατρός, που μύριζε ολόκληρος φαινόλη, βγήκε στο διάδρομο είδε τον Νεχλιούντοφ και  τον  ρώτησε  αυστηρά  τι  ζητούσε  εκεί.  Ο  γιατρός  αυτός  έκανε  κάθε  λογής  διευκολύνσεις  στις  φυλακισμένες και γι' αυτό ήταν πάντοτε σε προστριβές με τη διεύθυνση της φυλακής, ακόμα και με  τον αρχίατρο. Φοβούμενος μήπως ο Νεχλιούντοφ του ζητήσει κάτι που απαγόρευαν οι κανονισμοί  και  θέλοντας  να  δείξει  πως  δεν  έκανε  καμία  εξαίρεση  σε  κανέναν,  προσποιήθηκε  τον  αυστηρό  παίρνοντας αγριωπό ύφος.  —Δεν έχουμε γυναίκες, είναι παιδικοί θάλαμοι εδώ μέσα, του είπε.  —Το ξέρω, αλλά σας έχουν μεταφέρει εδώ μια κρατούμενη με την ιδιότητα της νοσοκόμας και της  καθαρίστριας.  —Μάλιστα υπάρχουν εδώ δύο γυναίκες. Τι ακριβώς θα θέλατε;  —Ενδιαφέρομαι φιλικά για μία απ' αυτές, την Μάσλοβα, είπε ο Νεχλιούντοφ, —και θα επιθυμούσα  να την δω. Φεύγω για την Πετρούπολη να καταθέσω για λογαριασμό της έφεση για την ακύρωση  της  ποινής  της.  Θα  'θελα,  ακόμα,  να  της  δώσω  αυτό,  είναι  μόνο  μια  φωτογραφία,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ, βγάζοντας από την τσέπη του έναν φάκελο.  —Αν είναι αυτό, εντάξει, γίνεται, είπε ο γιατρός μετριάζοντας το αγριωπό του ύφος και γυρίζοντας  προς  το  μέρος  μιας  γριάς  με  άσπρη  ποδιά  την  έστειλε  να  φωνάξει  την  νοσοκόμα‐κρατούμενη  Μάσλοβα. —Θα θέλετε να καθίσετε λίγο ή, τουλάχιστον, να περάσετε στο επισκεπτήριο;  —Σας  ευχαριστώ,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ  που  επωφελούμενος  από  την  ευνοϊκή  γι'  αυτόν  αλλαγή  διάθεσης του γιατρού, τον ρώτησε αν είναι ευχαριστημένοι στο νοσοκομείο απ' την Μάσλοβα.  —Εντάξει πάει, δεν δουλεύει κι άσχημα, αν σκεφτεί κανείς σε ποιες συνθήκες ζούσε, είπε ο γιατρός.  — Α, να την, κιόλας, έρχεται.  Από μια πόρτα βγήκε η γριά νοσοκόμα και πίσω της η Μάσλοβα. Φορούσε μια άσπρη ποδιά πάνω  από ένα ριγέ φόρεμα και στο κεφάλι ένα τσεμπέρι που της έκρυβε τα μαλλιά. Μόλις αντίκρισε τον  Νεχλιούντοφ, κοκκίνισε, κοντοστάθηκε δειλιάζοντας να προχωρήσει αμέσως, ύστερα σούφρωσε τα  φρύδια και χαμήλωσε τα μάτια της, άνοιξε γοργά το βήμα της προς το μέρος του, πατώντας πάνω  στο στενό ταπέτο. Τον πλησίασε, φάνηκε πως δεν ήθελε να του δώσει το χέρι της, μα αμέσως μετά  τ'  αποφάσισε  και  κοκκίνισε  ακόμα  περισσότερο.  Από  τότε  που  του  είχε  ζητήσει  συγγνώμη  για  το  απότομο φέρσιμό της, ύστερα απ' εκείνη τη συζήτησή τους, ο Νεχλιούντοφ δεν την είχε ξαναδεί και  τώρα περίμενε να την ξαναβρεί στην ίδια κατάσταση, όπως, τότε. Όμως, τώρα, η Μάσλοβα είχε γίνει  τελείως διαφορετική, στην όψη της είχε μιαν άλλη έκφραση. Ήταν διστακτική, ντροπαλή και ακόμα  του φάνηκε εχθρική απέναντί του. Της είπε αυτά που είχε πει ήδη στο γιατρό, ότι δηλαδή έφευγε  για την Πετρούπολη και της έδωσε το φάκελο με την φωτογραφία που 'χε φέρει απ' το Πάνοβο. 

Digitized by 10uk1s 

  —Τη βρήκα στο Πάνοβο, είναι μια παμπάλαιη φωτογραφία, μπορεί και να σας ευχαριστούσε να τη  δείτε. Πάρτε τη.  Ανασηκώνοντας τα μαύρα της τοξόφρυδα, τον κοίταξε αλαφιασμένη με τ' αλλήθωρα μάτια της και  σα να 'θελε να τον ρωτήσει γιατί το έκανε αυτό, πήρε βουβά το φάκελο και τον έχωσε στην ποδιά  της.  —Είδα τη θεία σας εκεί, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Την είδατε; έκανε μ' αδιάφορο ύφος.  —Είσαστε καλά εδώ μέσα; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Εντάξει, καλά είναι, του είπε.  —Μήπως κουραζόσαστε πολύ;  —Όχι, εντάξει. Δε συνήθισα ακόμα.  —Χαίρομαι για σας. Είναι οπωσδήποτε καλύτερα από εκεί.  —Που «εκεί;» ρώτησε και το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε απότομα.  —Εκεί στη φυλακή, βιάστηκε να πει ο Νεχλιούντοφ.  —Και σε τι είναι καλύτερα; τον ρώτησε.  —Θαρρώ  πως  εδώ  οι  άνθρωποι  είναι  καλύτεροι.  Δεν  υπάρχουν  τέτοιοι  σαν  κι  εκείνους  τους  άλλους...  —Εκεί έχει πολλούς καλούς ανθρώπους.  —Για τους Μενσόφ έκανα ενέργειες κι ελπίζω πως θα τους βγάλουν, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Μακάρι να δώσει ο Θεός, είναι τόσο θαυμάσια αυτή η γριούλα, είπε επαναλαμβάνοντας τ' αρχικά  της λόγια για την γρια‐Μενσόβα κι ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της.  —Πηγαίνω σήμερα στην Πετρούπολη. Η δική σας υπόθεση θα εξεταστεί σύντομα κι ευελπιστώ πως  θ' ακυρωθεί η πρώτη απόφαση.  —Ακυρωθεί, δεν ακυρωθεί, το ίδιο μού είναι τώρα, του είπε. —Τι σημαίνει αυτό το «τώρα»;  —Μπα, τίποτα, είπε και του έριξε φευγαλέα ένα διερευνητικό βλέμμα.  Ο  Νεχλιούντοφ  κατάλαβε  πως  μ'  αυτή  της  τη  λέξη  και  μ'  αυτό  της  το  βλέμμα  ήθελε  να  τον  βολιδοσκοπήσει, για να μάθει, αν θα τηρούσε την υπόσχεσή του ή αν είχε κάνει δεκτή την άρνησή  της και άλλαξε απόφαση.  —Δεν  ξέρω  γιατί  είναι  για  σας  το  ίδιο,  της  είπε.  —Αυτό  που  ξέρω,  όμως,  είναι  πως  για  μένα  πραγματικά  είναι  το  ίδιο,  είτε  σας  αθωώσουν  είτε  δεν  σας  αθωώσουν!  Εγώ  είμαι,  σε  κάθε  περίπτωση, έτοιμος να κάνω αυτό που υποσχέθηκα, της είπε μ' αποφασιστικό τόνο.  Digitized by 10uk1s 

  —Μάταια, τα λέτε όλα αυτά, του είπε.  —Σας τα λέω, για να τα ξέρετε.  —Ό,τι  είχα  να  πω  πάνω  σ'  αυτό,  σας  το  είπα  κι  άλλο  τίποτα  δεν  έχω,  του  είπε  συγκρατώντας  με  δυσκολία ένα χαμόγελο.  Στο θάλαμο ακούστηκε θόρυβος, κάποιο παιδί έβαλε τα κλάματα.  —Με φωνάζουν μου φαίνεται, είπε ρίχνοντας γύρω της μια ανήσυχη ματιά.  —Σας χαιρετώ, λοιπόν, της είπε.  Προσποιήθηκε  πως  δεν  πρόσεξε  το  χέρι  που  της  πρότεινε  και  χωρίς  ν'  ανταποκριθεί  γύρισε  την  πλάτη της και πασχίζοντας να κρύψει τον ενθουσιασμό της, χάθηκε βαδίζοντας με γοργό βήμα πάνω  στο ταπέτο του διαδρόμου.  «Τι συμβαίνει, μέσα στην ψυχή της; Τι σκέφτεται; Πώς νιώθει; Θέλει να με δοκιμάσει ή πράγματι δε  μπορεί  να  με  συγχωρέσει;  Μήπως  δεν  μπορεί  να  πει  όλα  όσα  σκέφτεται  κι  αισθάνεται  ή  μήπως  αρνείται;  Έχει  άραγε  μαλακώσει  ή  μου  κρατάει  κακία;»  αναρωτιόταν  ο  Νεχλιούντοφ  και  δεν  μπορούσε με τίποτα να βρει μια απάντηση. Ένα μονάχα ήξερε εκείνη τη στιγμή. Ήταν σίγουρος πως  είχε αλλάξει και μέσα της γινόταν μια πολύ σημαντική για την ίδια μεταβολή κι αυτό τον ένωνε όχι  μονάχα μαζί της, μα και μ' Εκείνον, στ' όνομα του οποίου γινόταν αυτή η μεταβολή. Κι αυτή η ένωση  ήταν που τον έκανε να ζει τέτοια έξαρση, τέτοια ανάταση και συγκίνηση.  Αφού  γύρισε  στο  θάλαμο  με  τα  οκτώ  παιδικά  κρεβατάκια,  η  Μάσλοβα  άρχισε  να  συγυρίζει  τα  σκεπάσματα σ' ένα απ' αυτά, όπως την πρόσταξε η νοσοκόμα και, καθώς έσκυψε κάποια στιγμή να  τεντώσει  το  σεντόνι,  γλίστρησε  και  παρ'  ολίγο  να  πέσει.  Ένα  αγοράκι  με  δεμένο  το  λαιμό  του  με  γάζες, που φαινόταν πως σύντομα θα αποθεραπευόταν, σαν είδε τη σκηνή αυτή ξέσπασε σε γέλια.  Η Μάσλοβα δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και μόλις ανακάθησε στην άκρη του κρεβατιού πλάνταξε  στην  κυριολεξία  στα  γέλια  με  τέτοια  δύναμη  που  αμέσως  τα  παιδάκια  στο  θάλαμο  άρχισαν  να  γελάνε το ένα μετά το άλλο λες και τα 'χε πιάσει επιδημία. Η προϊσταμένη τής έβαλε άγριες φωνές:  —Τι σ' έπιασε και κακαρίζεις  έτσι;  Μπας και νομίζεις πως είσαι  ακόμα εκεί μέσα; Τράβα γρήγορα  για το συσσίτιο.  Η  Μάσλοβα  σώπασε  απότομα  και  αφού  πήρε  τα  άδεια  σερβίτσια  πήγε  εκεί  που  της  είπαν,  μα  καθώς λοξοκοίταξε το αγοράκι με τον επίδεσμο που του απαγόρευαν λόγω της κατάστασής του να  γελάει, την έπιασε πάλι νευρικό γέλιο.  Εκείνο το απόγευμα, μόλις έμενε μόνη της στο θάλαμο, πολλές φορές τραβούσε δειλά δειλά απ' το  φάκελο τη φωτογραφία και τη γλυκοκοίταζε. Και μονάχα σαν ήρθε το βράδυ και τέλειωσε τη βάρδια  της  κι  αφού  έμεινε  τελείως  μόνη  στο  δωμάτιό  της,  που  το  μοιραζόταν  με  μιαν  άλλη  νοσοκόμα,  η  Μάσλοβα έβγαλε τη φωτογραφία ολόκληρη απ' το φάκελο και με το βλέμμα της ασάλευτο για ώρα  πολλή  χάιδεψε  απαλά  κάθε  λεπτομέρεια  των  μορφών  στη  φωτογραφία,  τα  ρούχα,  τη  σκάλα  της  βεράντας  και  τους  θάμνους,  που  πλαισίωναν  στο  φόντο  τη  μορφή  του  Νεχλιούντοφ,  τη  δική  της,  των  θειάδων  του.  Δεν  έπαιρνε  τα  μάτια  της  από  εκείνη  την  ξεθωριασμένη,  κιτρινισμένη  απ'  τα  χρόνια φωτογραφία, και δεν μπορούσε να μη θαυμάζει προπαντός το δικό της πρόσωπο, νεανικό,  όμορφο με τα βοστρυχωτά μαλλιά στεφάνι γύρω απ' το μέτωπό της. Τόσο πολύ είχε απορροφηθεί  που δεν αντιλήφθηκε τη στιγμή που η συγκάτοικός της μπήκε στο δωμάτιο. 

Digitized by 10uk1s 

  —Τι είν' αυτό; Εκείνος στο 'δωσε; την ρώτησε η παχουλή καλοσυνάτη νοσοκόμα, σκύβοντας πάνω  στη φωτογραφία. — Μη μου πεις πως αυτή είσαι συ!  —Γιατί, ποια ήθελες να 'ναι; αποκρίθηκε η Μάσλοβα κοιτάζοντας χαμογελαστή τη συντρόφισσά της  στα μάτια.  —Κι αυτός εδώ, ποιος είναι; Ο λεγόμενος; Κι αυτή, η μάνα του;  —Η θεία του είναι. Αλήθεια, δηλαδή, δε με γνώρισες; ρώτησε η Μάσλοβα.  —Μα  πώς  να  σε  γνωρίσω;  Και  τώρα  που  μου  το  λες,  πάλι  δυσκολεύομαι.  Ήσουνα  πέρα  για  πέρα  αλλιώτικη στο πρόσωπο. Βάζω στοίχημα πως έχουν περάσει από τότε τουλάχιστον δέκα χρόνια!  —Όχι  χρόνια,  μα  η  ζωή  μου  ολάκερη,  είπε  η  Μάσλοβα  κι  αμέσως  το  ζωντανό  της  πρόσωπο  σκοτείνιασε και σκυθρώπιασε. Μια ρυτίδα αυλάκωσε το μέτωπό της, ανάμεσα στα φρύδια.  —Τι 'ναι αυτά που λες; Δεν ήταν εύκολη η ζωή σου εκεί τότε;  —Ναι,  μη  το  συζητάς!...  Ακούς  εύκολη,  επανέλαβε  η  Μάσλοβα  κείνοντας  τα  μάτια  της  και  κουνώντας το κεφάλι της. —Χειρότερη κι από κάτεργα!  —Μα, πώς έτσι;  —Δεν έχει έτσι. Απ' τις οχτώ το πρωί μέχρι τις τέσσερις τα χαράματα χωρίς σταματημό.  —Και γιατί δεν τα παρατούσες τότε;  —Να τα παρατούσα; Το 'θελα, μα δε γινότανε. Άστα, τι τα θες και τα σκαλίζεις! φώναξε η Μάσλοβα  που σηκώθηκε απότομα επάνω, πέταξε τη φωτογραφία στο συρτάρι του τραπεζιού και με δυσκολία  συγκρατώντας δάκρυα οργής, έτρεξε στο διάδρομο βροντώντας πίσω της την πόρτα.  Κοιτάζοντας  τη  φωτογραφία  ξανάνιωσε  τον  παλιό  της  εαυτό,  όπως  ήταν  τότε,  αναπόλησε  την  ευτυχισμένη  ζωή  κι  ονειρεύτηκε  πως  θα  μπορούσε  να  'ταν  πιο  ευτυχισμένη  σήμερα  μαζί  του.  Τα  λόγια της νοσοκόμας τής έφεραν στα μάτια την εικόνα του εαυτού της, όπως ήταν σήμερα και όπως  ήταν  τότε  —  τη  φρίκη  εκείνης  της  έκλυτης  ζωής  που  στην  αρχή  γι'  αυτήν  είχε  αμυδρές  μόνο  επιφυλάξεις,  γιατί  δεν  άφηνε  τον  εαυτό  της  να  τη  νιώσει  σε  βάθος.  Μονάχα  τώρα  μπορούσε  να  ξαναφέρει στη μνήμη όλες εκείνες τις μαρτυρικές νύχτες και προπαντός εκείνη τη φριχτή νύχτα της  Αποκριάς, όταν περίμενε έναν φοιτητή που της είχε υποσχεθεί πως θα περνούσε να την εξαγοράσει  απ' την πατρώνα της. Ζωντάνευε μπρος στα μάτια της η εξαντλημένη, αδύνατη και μεθυσμένη της  φιγούρα με το τολμηρό ντεκολτέ μπορντώ μεταξωτό της φόρεμα, λερωμένο από κόκκινο κρασί, με  μια  κόκκινη  κορδέλα  στα  ξέπλεκα  μαλλιά  της.  Γύρω  στις  δυο  τα  χαράματα  ξεπροβόδισε  μερικούς  πελάτες,  κάθησε  σ'  ένα  διάλειμμα  ανάμεσα  στους  χορούς  πλάι  στην  πιανίστα  μια  αδύναμη,  σκελετωμένη  γυναίκα  γεμάτη  σπυριά  που  συνόδευε  στο  πιάνο  τον  βιολιστή  κι  άρχισε  να  της  παραπονιέται για τη δύσμοιρη ζωή της. Θυμότανε  πως  κι η πιανίστα τής μιλούσε και κείνη για τη  ζωή της, της έλεγε γιατί ξώκοιλε και πως ήθελε ν' αλλάξει τη μοίρα της. Ύστερα ήρθε κοντά τους η  Κλάρα κι άρχισαν μεμιάς κι οι τρεις μαζί να δίνουν όρκο πως θ' άλλαζαν το δίχως άλλο τη ζωή που  έκαναν  εκεί  μέσα.  Είχαν  πιστέψει  πως  η  νύχτα  είχε  τελειώσει  κι  ήθελαν  να  πάνε  να  πλαγιάσουν,  όταν  ξαφνικά  κάποιοι  πελάτες  μεθυσμένοι  σήκωσαν  φασαρία  στην  είσοδο.  Ο  βιολιστής  άρχισε  κιόλας  να  παίζει  ένα  ριτορνέλο  κι  η  πιανίστα  να  κτυπάει  γοργά  στα  πλήκτρα  το  πρώτο  μέρος  από  έναν  εύθυμο  ρωσικό  χορό  καντρίλιας.  Ένας  κοντόσωμος,  ιδρωμένος  άνδρας  που  πνιγόταν  στο  λόξυγκα,  μ'  άσπρη  γραβάτα  και  φράκο,  που  βρομοκοπούσε  κρασί,  στα  βήματα  της  δεύτερης  Digitized by 10uk1s 

  φιγούρας  της  καντρίλιας  μπήκε  και  την  άρπαξε  ευθύς,  ενώ  ένας  άλλος,  χοντρός  με  γενειάδα,  κι  αυτός με φράκο (κι οι δυο τους είχαν έρθει από κάποιο χορό), άρπαξε την Κλάρα και για ώρα πολλή  στροβιλίστηκαν, τραγούδησαν, ξεκαρδίστηκαν, ήπιαν... Κι έτσι πέρασε ο πρώτος χρόνος, ύστερα ο  δεύτερος, ο τρίτος, πώς μπορούσε να μην αλλάξει! Και το φταίξιμο για όλα αυτά δεν ήταν κανενός  άλλου από εκείνου. Μέσα της ένιωσε ξαφνικά να βράζει το μίσος της για τον Νεχλιούντοφ, ήθελε να  τον  βρίσει,  να  τον  κατηγορήσει  για  το  φέρσιμό  του.  Μετάνιωσε  που  είχε  αφήσει  σήμερα  να  της  ξεφύγει η ευκαιρία να του φωνάξει κατάμουτρα πως ήξερε καλά το ποιόν του και πως δεν θ' άφηνε  τον  εαυτό  της  να  του  παραδοθεί,  δεν  θα  του  επέτρεπε  να  την  χρησιμοποιήσει  για  να  σώσει  την  ψυχή  του,  όπως  την  χρησιμοποίησε  για  να  τέρψει  τις  αισθήσεις  του,  δεν  θα  του  επέτρεπε  να  την  μετατρέψει  σε  αντικείμενο  της  γενναιοδωρίας  του.  Και  για  να  σβήσει  κάπως  μέσα  της  αυτό  το  μαρτυρικό  αίσθημα  που  της  έφερνε  οίκτο  για  την  ίδια  και  τυφλό  μίσος  κι  εκδίκηση  για  κείνον,  ένιωσε  πως  ήθελε  να  πιει  κρασί.  Αν  ήταν  τώρα  στο  κελί  της  ούτε  που  θα  νοιαζόταν  για  την  υπόσχεσή  της  να  μην  ξαναπιεί,  θ'  άρπαζε  το  μπουκάλι  και  θα  το  κατέβαζε  μονορούφι.  Όμως  εδώ  μέσα  δεν  είχε  κανέναν  άλλο  τρόπο  να  εξοικονομήσει  λίγο  κρασί,  παρά  να  ζητήσει  απ'  τον  αρχινοσοκόμο, μα τον φοβόταν γιατί της έκανε αισχρές προτάσεις. Κάθησε για λίγο σ' έναν πάγκο  στο διάδρομο, ύστερα γύρισε στην κάμαρά της, χωρίς να πει λέξη στη συντρόφισσά της, κι έκλαψε  απαρηγόρητη για την τσακισμένη της ζωή. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV  ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ ο Νεχλιούντοφ είχε να διεκπεραιώσει τρεις υποθέσεις: την έφεση της Μάσλοβα  στην  Γερουσία,  την  αίτηση  της  Φεντόσια  Μπιριουκόβα  στο  Συμβούλιο  Χαρίτων  και  την  υπόθεση  που  του  είχε  αναθέσει  η  Βέρα  Μπογκοντούχοφσκαγια  στην  Διοίκηση  Χωροφυλακής  ή  στην  Γ'  Διεύθυνση Ασφαλείας για την απελευθέρωση της Σουστόβα, καθώς και για την άδεια επικοινωνίας  της μητέρας με το γιο της που ήταν φυλακισμένος στο Φρούριο45 (η Βέρα τού είχε αναφέρει σχετικά  μ'  αυτό  στο  σημείωμά  της).  Αυτές  οι  δύο  τελευταίες  υποθέσεις  για  τον  Νεχλιούντοφ  ήταν  ουσιαστικά μία.  Είχε  όμως  και  κάτι  άλλο  να  φροντίσει.  Ήταν  η  υπόθεση  των  φυλακισμένων  αιρετικών  που  είχαν  καταδικαστεί  σ'  εξορία  στον  Καύκασο  μακριά  απ'  τις  οικογένειές  τους,  επειδή  διάβαζαν  κι  ερμήνευαν το Ευαγγέλιο. Είχε υποσχεθεί, πιο πολύ στον εαυτό του παρά σ' αυτούς, πως θα έκανε  ό,τι περνούσε απ' το χέρι του για να διαλευκάνει την υπόθεση αυτή.  Απ' την τελευταία του επίσκεψη στο σπίτι του Μάσλενικοφ, ιδιαίτερα μετά την περιοδεία του στην  ύπαιθρο, ο Νεχλιούντοφ, χωρίς να έχει πάρει κάποια οριστική απόφαση να ξεκόψει, αισθανόταν με  όλο του το είναι μια απέχθεια για τον κύκλο που ζούσε μέχρι τώρα, για το περιβάλλον αυτών των  ανθρώπων  που  με  τόση  επιμέλεια  αποσιωπούν  κι  αγνοούν  τα  βάσανα  εκατομμυρίων  δυστυχισμένων  για  να  μπορούν  αυτοί  οι  λίγοι  ν'  απολαμβάνουν  ανέσεις  κι  ηδονές,  για  να  μη  μπορούν να βλέπουν τα βάσανα εκείνων και γι' αυτό τη σκληρότητα και την εγκληματική φύση της  δικής τους ζωής. Ο Νεχλιούντοφ δεν μπορούσε πλέον να συναναστρέφεται ανθρώπους αυτού του  κύκλου με άνεση χωρίς να επιπλήττει τον εαυτό του γι' αυτές τις επαφές. Ωστόσο, στον κύκλο αυτό  τον τραβούσαν οι συνήθειες μιας ολόκληρης ζωής στο παρελθόν, οι συγγενικές και φιλικές σχέσεις,  και το σπουδαιότερο, η ανάγκη να εξυπηρετήσει την υπόθεση που είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας,  να βοηθήσει, δηλαδή, την Μάσλοβα κι όλους τους δύσμοιρους που ήθελε να τους συμπαρασταθεί.  Γι'  αυτά  όλα  έπρεπε  να  ζητήσει  τη  βοήθεια  και  τις  υπηρεσίες  όλων  εκείνων  των  ανθρώπων  του  κύκλου  αυτού,  όχι  μόνο  αυτών  που  σεβόταν,  αλλά  κι  όσων  του  προκαλούσαν  απέχθεια  και  όσων  περιφρονούσε.  Όταν  έφθασε  στην  Πετρούπολη,  κατέλυσε  στο  αρχοντικό  της  θείας  του,  από  την  οικογένεια  της  μητέρας  του,  της  κόμισσας  Τσάρκι.  Η  κόμισσα  ήταν  σύζυγος  πρώην  υπουργού,  κι  έτσι,  απ'  την  πρώτη στιγμή βρέθηκε στο κέντρο της κοινωνίας των αριστοκρατών απ' την οποία είχε αποξενωθεί.  Δεν  τον  ευχαριστούσε  αυτή  η  επικοινωνία,  μα  δεν  μπορούσε  να  ενεργήσει  αλλιώς.  Αν  έμενε  σε  ξενοδοχείο  κι  όχι  στη  θεία  του,  θα  δημιουργούσε  παρεξήγηση,  τη  στιγμή  που  η  θεία  του  είχε  μεγάλες διασυνδέσεις και μπορούσε να του φανεί άκρως πολύτιμη για όλες τις υποθέσεις που θα  προωθούσε.  —Τι  είναι  αυτά  που  ακούω  για  σένα;  Περίεργα  πράγματα,  απίστευτα...  του  έλεγε  η  κόμισσα  Κατερίνα Ιβάνοβνα, την ώρα που σέρβιραν στον Νεχλιούντοφ καφέ, αμέσως μετά την άφιξή του. — Vous  posez  pour  un  Howard!46  Βοηθάς  τους  εγκληματίες,  τρέχεις  από  φυλακή  σε  φυλακή,  να  διορθώσεις τις αδικίες.  —Καθόλου, δεν νομίζω πως είναι έτσι.  —Να  σου  πω,  δεν  βλέπω  που  είναι  το  κακό.  Αλλά  να,  πίσω  απ'  όλα  αυτά κρύβεται  πάντα  κάποια  ρομαντική ιστορία. Για να μου τα πεις...  Ο Νεχλιούντοφ της διηγήθηκε τις σχέσεις του με την Μάσλοβα, όπως ακριβώς ήταν.  —Ναι,  ναι  θυμάμαι,  η  φτωχή  η  Έλεν47  μου  έλεγε  τότε  σχετικά  μ'  αυτό,  όταν  είχες  πάει  στις  θείες  Digitized by 10uk1s 

  σου.  Θέλανε,  μου  φαίνεται,  να  σε  παντρέψουν  με  την  ψυχοκόρη  τους  (η  κόμισσα  Κατερίνα  Ιβάνοβνα  πάντοτε  περιφρονούσε  τις  θείες  του  Νεχλιούντοφ  από  το  σόι  του  πατέρα  του)...  Αυτή  είναι λοιπόν ε; Elle est encore jolie?48  H κόμισσα Κατερίνα Ιβάνοβνα ήταν μια γυναίκα εξηντάρα, γεμάτη υγεία, μπριόζα και φλύαρη. Είχε  ψηλόκορμο και πολύ ογκώδες παράστημα και στο πάνω χείλος της ξεχώριζε ένα μαύρο μουστάκι. Ο  Νεχλιούντοφ την αγαπούσε και είχε εξοικειωθεί μαζί της από παιδί αντλώντας απ' αυτή ενέργεια κι  ευθυμία.  —Όχι,  ma  tante,  έσβησαν  όλα  αυτά  τώρα.  Θα  'θελα  μονάχα  να  μπορέσω  να  τη  βοηθήσω  γιατί,  πρώτον, καταδικάστηκε άδικα κι εγώ είμαι ένοχος γι' αυτό, ένοχος και για όλη της τη μοίρα. Νιώθω  υποχρεωμένος να κάνω για χάρη της ό,τι μπορώ.  —Μα, μου είπανε πως θέλεις να την παντρευτείς, είναι αλήθεια;  —Ναι, εγώ θα 'θελα, εκείνη όμως αρνιέται.  Η  Κατερίνα  Ιβάνοβνα,  γέρνοντας  μπροστά  το  κεφάλι  και  χαμηλώνοντας  τα  μάτια  της,  σώπασε  για  λίγο  και  κοίταξε  μ'  απορία  τον  ανιψιό  της.  Ξαφνικά  το  πρόσωπό  της  άλλαξε  έκφραση,  φωτίστηκε  από μια λάμψη ικανοποίησης, και του είπε:  —Λοιπόν,  να  το  ξέρεις.  Είναι  πιο  έξυπνη  από  σένα.  Μα,  τι  αφελής  που  είσαι!  Και  θέλεις  να  την  παντρευτείς κιόλας ε;  —Οπωσδήποτε.  —Χωρίς να σε νοιάζει το παρελθόν της;  —Ένας λόγος παραπάνω. Μήπως εγώ δεν είμαι γι' αυτό υπεύθυνος;  —Όχι,  απλά  είσαι  ένα  κουτορνίθι,  είπε  η  θεία  του  πνίγοντας  με  δυσκολία  ένα  γέλιο  της.  —Ένα  αδιόρθωτο  κουτορνίθι  είσαι,  μα  γι'  αυτό  σ'  αγαπάω  εγώ,  γιατί  είσαι  άκακο  κι  αγνό  κουτορνίθι,  επανέλαβε  βρίσκοντας  πως  η  λέξη  αυτή  ήταν  τελείως  κατάλληλη  για  να  περιγράψει,  όπως  εκείνη  έβλεπε  τη  διανοητική  και  ηθική  εικόνα  του  ανιψιού  της.—  Ξέρεις  πόσο  επίκαιρη  είναι  αυτή  η  ιστορία! Η Aline άνοιξε ένα καταπληκτικό άσυλο για τις μετανοημένες Μαγδαληνές. Το επισκέφτηκα  τις προάλλες. Είναι πέρα για πέρα απαίσιες όλες αυτές. Όταν επέστρεψα σπίτι μου πλενόμουνα απ'  την κορφή ώς τα νύχια. Όμως η Aline corps et ame49 έχει δοθεί στην κυριολεξία στην υπόθεση αυτή.  Σκέφτηκα, λοιπόν, να δώσουμε την δική σου στην Aline. Γιατί, αν κάποιος στον κόσμο μπορεί να την  συμμορφώσει, αυτός είναι σίγουρα η Aline.  —Μα, η κοπέλα έχει καταδικαστεί σε κάτεργα. Γι' αυτό άλλωστε είμαι εδώ, για να κάνω ενέργειες  μήπως κι ανακληθεί η καταδικαστική αυτή απόφαση. Είναι το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να σας  ζητήσω.  —Α, μάλιστα! Και πού βρίσκεται ο φάκελος της υπόθεσής της;  —Στη Γερουσία.  —Στη Γερουσία; Μα, εκεί, στη Γερουσία είναι ο αγαπητός μου cousin, ο Λέβουσκα. Είναι βέβαια εκεί  σ'  αυτή  την  ηλίθια  Υπηρεσία  Εραλδικών  Εμβλημάτων.  Από  τους  πραγματικούς  γερουσιαστές  εν  ενεργεία δεν ξέρω δυστυχώς κανέναν. Ένας Θεός ξέρει τι φυλές μαζεύτηκαν εκεί μέσα, ή Γερμανοί  Digitized by 10uk1s 

  θα είναι με τα «Γκε», «Φε», «Ντε», τους — tout l' alphabet50 ή κάποιοι Ιβανόφ, Σεμιόνοφ, Νικίτιν ή  Ιβανιένκο,  Σιμονιένκο,  Νικιτιένκο,  pour  varier.  Des  gens  de  I  '  autre  monde51.  Τέλος  πάντων,  θα  μιλήσω στον άνδρα μου. Αυτός τους ξέρει. Έχει γνωριμίες μ' όλο τον κόσμο. Θα μιλήσω σ' εκείνον.  Αλλά κι εσύ  πιάσ' τον να  του τα πεις,  γιατί εμένα  ποτέ δεν με  καταλαβαίνει. C' est  un parti pris52.  Όλοι με καταλαβαίνουν εκτός απ' αυτόν....  Εκείνη τη στιγμή ένας υπηρέτης με κοντή κιλότα έφερε σ' ασημένιο δίσκο ένα γράμμα.  —Α,  πάνω  στην  κουβέντα  ήρθε.  Είναι  από  την  Aline.  Έτσι,  θα  μπορέσεις  ν'  ακούσεις  και  τον  Κιζεβέτερ.  —Ποιος είναι αυτός ο Κιζεβέτερ;  —Καλέ  ο  Κιζεβέτερ;  Έλα  απόψε  και  θα  δεις  μόνος  σου.  Θα  καταλάβεις  ποιος  είναι.  Λέει  τέτοια  πράγματα που ακόμα κι οι πιο πωρωμένοι εγκληματίες πέφτουν με συντριβή ψυχής στα γόνατα και  κλαίνε, ζητώντας συγγνώμη.  Η  κόμισσα  Κατερίνα  Ιβάνοβνα,  όσο  κι  αν  φαινόταν  περίεργη  κι  όσο  δεν  πήγαινε  καθόλου  με  το  χαρακτήρα της, ήταν ένθερμος οπαδός ενός δόγματος που πρέσβευε ότι η ουσία του χριστιανισμού  βρίσκεται  στην  πίστη  για  την  εξιλέωση.  Πήγαινε  σε  συναθροίσεις,  όπου  έκαναν  κηρύγματα  αυτής  της τόσο μοντέρνας τότε θεωρίας και οργάνωνε συγκεντρώσεις πιστών στο σπίτι της. Και παρά το  γεγονός ότι το δόγμα αυτό αναιρούσε όχι μονάχα όλες τις τελετουργίες, καταργούσε τα εικονίσματα  και  ακόμα  τα  μυστήρια,  η  κόμισσα  Κατερίνα  Ιβάνοβνα  σ'  όλα  τα  δωμάτια,  αλλά  και  πάνω  απ'  το  προσκέφαλό  της  είχε  κρεμασμένες  εικόνες,  ενώ  τηρούσε  όλο  το  τελετουργικό  που  απαιτούσε  η  Εκκλησία, χωρίς, ωστόσο, να διακρίνει σ' αυτό καμία αντίφαση.  —Να  γινόταν  μονάχα  να  τον  ακούσει  η  δική  σου  Μαγδαληνή  κι  αμέσως  θ'  άλλαζε  δρόμο,  είπε  η  κόμισσα.  —  Εσύ  κοίτα  να  έρθεις  το  δίχως  άλλο  απόψε.  Θα  τον  ακούσεις,  είναι  ένας  εκπληκτικός  άνθρωπος.  —Μα, δεν μ' ενδιαφέρει, ma tante.  —Κι εγώ σου λέω πως σ' ενδιαφέρει. Μην το χάσεις, έλα οπωσδήποτε. Αλλά, για πες μου, τι άλλο  θέλεις από μένα; Videz votre sac.53  —Έχω μια υπόθεση ακόμη στο Φρούριο.  —Στο Φρούριο; Τότε μπορώ να σου δώσω ένα σημείωμα για τον βαρώνο Κριγκσμούτ. C' est un très  brave  homme.54  Μου  φαίνεται  πως  τον  γνωρίζεις  κιόλας.  Ήταν  συνάδελφος  του  πατέρα  σου.  Il  donne dans le spiritisme.55 Αλλά αυτό δεν μας πειράζει. Είναι καλός άνθρωπος. Τι ακριβώς έχεις να  κάνεις εκεί;  —Πρέπει  να  ζητήσω  να  δώσουν  άδεια  σε  μια  μάνα  να  δει  τον  γιο  της,  που  είναι  εκεί  μέσα  φυλακισμένος. Μα, μου είπαν πως δεν είναι στο χέρι του Κριγκσμούτ, αλλά του Τσερβιάνσκι.  —Τον  Τσερβιάνσκι  δεν  τον  συμπαθώ  καθόλου,  αλλά  συμπτωματικά  είναι  ο  σύζυγος  της  Mariette.  Μπορούμε να παρακαλέσουμε εκείνη∙ θα το κάνει για μένα. Elle est très gentille.56  —Πρέπει να την παρακαλέσετε και για μια ακόμα γυναίκα.  Είναι μέσα εδώ και κάμποσους μήνες και κανένας δεν ξέρει το λόγο.  Digitized by 10uk1s 

  —Μπα, μην το λες αυτό, η ίδια θα ξέρει καλά το λόγο. Το ξέρουν όλες πολύ καλά μην ανησυχείς.  Αυτές οι σουφραζέτες έχουν την τύχη που τους αξίζει.  —Δεν  είμαστε  σε  θέση  να  ξέρουμε  αν  τ'  αξίζουν  ή  όχι.  Το  βέβαιο  είναι  πως  υποφέρουν.  Εσείς  είσαστε χριστιανή και πιστεύετε το Ευαγγέλιο, πως μπορείτε λοιπόν να είσαστε τόσο αμείλικτη;  —Το ένα δεν εμποδίζει το άλλο. Το Ευαγγέλιο είναι Ευαγγέλιο και ό,τι είναι αποτρόπαιο, δεν παύει  να  είναι  αποτρόπαιο.  Πολύ  χειρότερα  θα  'ταν  να  προσποιηθώ  πως  συμπαθώ  αυτούς  τους  μηδενιστές  και  ιδίως  αυτές  τις  μηδενίστριες  με  το  κοντό  κουρεμένο  μαλλί,  τη  στιγμή  που  δεν  τις  αντέχω ούτε κατά διάνοια.  —Μα, για ποιο λόγο δεν τις αντέχετε;  —Μετά από αυτό που έγινε την 1η Μαρτίου57, εξακολουθείς να ρωτάς γιατί;  —Μα, είναι γνωστό, δεν ήταν όλοι συμμέτοχοι στα γεγονότα της 1ης Μαρτίου.  —Το  ίδιο  κάνει.  Γιατί  χώνουν  τη  μύτη  τους  σε  ξένες  υποθέσεις;  Δεν  είναι  δουλειές  για  γυναίκες  αυτές.  —Να, όμως που βρίσκετε πως η Mariette μπορεί ν' ασχολείται με τα κοινά, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Η  Mariette;  Θα  πρέπει  να  ξέρεις  πως  η  Mariette  δεν  είναι  ό,τι  κι  ό,τι,  ενώ  αυτές  οι  διάφορες  Χαλτιούπκιν, που δεν ξέρεις από που βαστάει η σκούφια τους, τι θέλουν να μας διδάξουν;...  —Δεν θέλουν να διδάξουν, μα να βοηθήσουν τον κόσμο.  —Δεν μας χρειάζεται να μας υποδείξουν ποιον πρέπει να βοηθήσουμε.  —Μα, ο λαός δυστυχεί! Ξέρετε, έρχομαι απ' την ύπαιθρο κατ' ευθείαν. Γιατί πρέπει οι μουζίκοι να  ξεθεώνονται  στη  δουλειά  και  να  μην  μπορούν  να  χορτάσουν  ψωμάκι,  ενώ  εμείς  ζούμε  μέσα  στη  χλιδή; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ που άθελά του παρασυρμένος από την καλοσύνη της θείας του της  άνοιξε την ψυχή του.  —Και τι θέλεις δηλαδή; Να δουλεύω εγώ και να μην τρώω τίποτα;  —Όχι, δεν θέλω να μην μπορείτε να τρώτε, αποκρίθηκε χαμογελώντας αυθόρμητα ο Νεχλιούντοφ,  —απλά θέλω να δουλεύουμε όλοι και να τρώμε όλοι.  Η θεία, χαμηλώνοντας πάλι το βλέμμα, στύλωσε τα μάτια της πάνω του μ' απορία.  —Mon cher, vous finirez mal58, του είπε.  —Μα γιατί;  Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σαλόνι ένας ψηλόσωμος, ευρύστερνος στρατηγός. Ήταν ο σύζυγος της  κόμισσας Τσάρσκι, πρώην υπουργός.  —Α,  γεια  σου  Ντμίτρι,  είπε  προτείνοντας  στον  Νεχλιούντοφ  το φρεσκοξυρισμένο  του  μάγουλο.  — Πότε έφθασες; 

Digitized by 10uk1s 

  Φίλησε σιωπηλός την γυναίκα του στο μέτωπο.  —Non, il est impayable59! είπε η κόμισσα Κατερίνα Ιβάνοβνα στον άνδρα της. —Έχει την απαίτηση  να πηγαίνω κάτω στη ρεματιά να πλένω ρούχα και να τρώω μόνο πατάτες. Είναι ένας θεοπάλαβος,  μα, δεν πειράζει, κάνε ό,τι σου ζητήσει. Είναι ένα χαζοπούλι, —διόρθωσε αμέσως τη φράση της. — Αλήθεια, άκουσες για την Κάμενσκαγια; Λένε πως βρίσκεται σ' απελπιστική κατάσταση, φοβούνται  για τη ζωή της. Δεν θα 'ταν άσχημο να πήγαινες να την δεις.  —Ναι, είναι φοβερό, είπε ο σύζυγος.  —Πηγαίνετε τώρα να τα πείτε οι δυο σας, εγώ πρέπει να ετοιμάσω κάτι γράμματα.  Δεν πρόλαβαν να περάσουν στο διπλανό δωμάτιο, όταν φώναξε στον Νεχλιούντοφ απ' το σαλόνι.  —Να γράψω τελικά στη Mariette;  —Σας παρακαλώ, ma tante.  —Καλά, θ' αφήσω en blanc για να γράψεις ό,τι θέλεις για την σουφραζέτα σου. Η Mariette θα πει  στον  άνδρα  της  τι  θα  πρέπει  να  κάνει,  κι  αυτός  θα  το  κάνει  οπωσδήποτε.  Μη  νομίσεις  πως  είμαι  στριμμένη. Είναι όλες τους σιχαμερές μέχρις αηδίας αυτές οι προστατευόμενές σου, αλλά je ne leur  veux  pas  de  mal60.  Ας  πάνε  στο  καλό!  Πήγαινε  τώρα.  Και  το  βράδυ  να  'ρθεις  το  δίχως  άλλο.  Θ'  ακούσεις τον Κιζεβέτερ να μιλάει. Ύστερα θα προσευχηθούμε. Κι αν δεν φέρεις αντιρρήσεις, Ca vous  fera beaucoup de bien61. Γιατί το ξέρω, όπως κι η Έλεν έτσι κι όλοι εσείς έχετε μείνει πολύ πίσω σ'  αυτά. Το λοιπόν, στο επανιδείν! 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV  Ο  ΚΟΜΗΣ  Ιβάν  Μιχαήλοβιτς  είχε  παραιτηθεί  παλιότερα  απ'  το  υπουργικό  του  αξίωμα  και  σαν  άνθρωπος είχε πολύ αμετακίνητες πεποιθήσεις.  Από  τα  νεανικά  του  χρόνια  πίστευε  ότι  όπως  τα  πουλιά  γεννήθηκαν  για  να  πετούν  στον  αέρα,  να  τρέφονται  με  σκουλήκια,  να  'χουν  φτερά  και  πούπουλα  στο  σώμα  τους,  έτσι  κι  αυτός  ήταν  προορισμένος  να  τρέφεται  με  τα  πιο  ακριβά  εδέσματα,  μαγειρεμένα  απ'  τους  πιο  ακριβοπληρωμένους  σεφ,  να  ντύνεται  με  τα  πιο  άνετα  κι  ακριβά  ρούχα,  να  ιππεύει  τα  πιο  καθαρόαιμα και γρήγορα άτια και γι' αυτό έπρεπε να είναι όλα στη διάθεσή του. Επί πλέον, ο κόμης  Ιβάν  Μιχαήλοβιτς  νόμιζε  πως  όσο  περισσσότερα  χρήματα  μπορούσε  να  βάλει  στην  τσέπη  από  διάφορα  κονδύλια  του  δημόσιου  ταμείου,  όσο  πιο  πολλά  παράσημα  ή  μετάλλια  με  διαμαντένια  διακόσμηση  έπαιρνε κι όσο πιο  συχνά έβλεπε και  συνομιλούσε με άτομα και των δύο  φύλων του  αυτοκρατορικού οίκου, τόσο περισσότερο θα ενίσχυε τη θέση του. Όλα τα άλλα, σε σχέση με τα πιο  πάνω θεμελιώδη γι' αυτόν αξιώματα, ο κόμης Ιβάν Μιχαήλοβιτς τα θεωρούσε μηδαμινά κι ανούσια.  Έτσι, ακολουθώντας αυτές ακριβώς τις αρχές έζησε κι ανέπτυξε δραστηριότητες στην Πετρούπολη  για  σαράντα  συναπτά  έτη  και  σε  ηλικία  σαράντα  μόλις  ετών  είχε  φθάσει  κιόλας  στο  υπουργικό  αξίωμα.  Τα βασικά προτερήματα του κόμη Ιβάν Μιχαήλοβιτς που τον βοήθησαν να φθάσει ψηλά ήταν πριν  απ'  όλα  η  ικανότητά  του  να  διεισδύει  στο  πνεύμα  των  κρατικών  εγγράφων  και  των  νόμων,  ήξερε  ακόμα,  έστω  και  αδέξια,  να  συντάσσει  ευκολονόητα  έγγραφα  χωρίς  να  κάνει  ορθογραφικά  λάθη.  Δεύτερον, είχε μια λαμπρή εξωτερική εμφάνιση κι όπου χρειαζόταν μπορούσε να δίνει όχι μόνο την  εντύπωση  του  αγέρωχου,  μα  και  του  αδιάφθορου  και  του  μεγαλοπρεπούς,  ενώ  ανάλογα  με  τις  περιστάσεις  μπορούσε  επίσης  να  δώσει  την  εντύπωση  του  δουλοπρεπούς  και  του  τιποτένιου.  Τρίτον, ποτέ του δεν διακήρυξε κάποια έννοια γενικής αρχής ή ηθικό κανόνα σαν άτομο ή κρατικός  αξιωματούχος, και γι' αυτό μπορούσε να συμφωνεί ή να έρχεται σε ρήξη με όλους, ανάλογα με τις  περιστάσεις. Με αυτό το πρότυπο συμπεριφοράς απλώς προσπαθούσε να κρατάει τα προσχήματα  και να αποφεύγει τις κραυγαλέες αντιθέσεις, Το αν, τώρα, οι επιλογές του ήταν ηθικές ή ανήθικες  στην  ουσία,  είτε  αν  θα  είχαν  ως  συνέπεια  το  μέγιστο  όφελος  ή  τη  μέγιστη  ζημία  για  την  Ρωσική  Αυτοκρατορία ή τον κόσμο ολόκληρο, αυτό τον άφηνε παντελώς αδιάφορο.  Όταν έγινε υπουργός, όχι μονάχα όσοι κρέμονταν απ' αυτόν — και κρέμονταν βέβαια πάρα πολλοί  άνθρωποι, ανάμεσά τους και πολλοί συγγενείς του — αλλά και οι συνεργάτες του κι ο ίδιος ακόμα  πίστευαν ακράδαντα πως επρόκειτο για έναν πολύ ευφυή κρατικό αξιωματούχο. Μα, σαν πέρασε ο  καιρός και διαπιστώθηκε πως δεν είχε προσφέρει έργο και δεν είχε να επιδείξει κάποιες επιτυχίες κι  όταν κρατικοί λειτουργοί του ιδίου μ' αυτόν φυράματος που είχαν μάθει κι αυτοί να γράφουν και να  καταλαβαίνουν τα επίσημα έγγραφα, εξίσου ευπαρουσίαστοι κι ηθικά αφερέγγυοι όπως κι εκείνος,  υποχρεωμένοι από τον νόμο της επιβίωσης, τον υποσκέλισαν και τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί,  τότε  όλοι  αντιλήφθηκαν  πως  όχι  μόνο  δεν  ήταν  ιδιαίτερα  εύστροφος  και  βαθύνους,  μα  αντίθετα,  ένας  ελάχιστα  μορφωμένος  άνθρωπος  περιορισμένης  πνευματικής  εμβέλειας,  που  αν  και  είχε  υπερβολική  αυτοπεποίθηση,  η  δύναμη  των  απόψεών  του  δεν  ξεπερνούσε  τη  δυναμική  των  πρωτοσέλιδων  άρθρων  των  πιο  κίτρινων  συντηρητικών  εφημερίδων.  Φάνηκε  τελικά  πως  δεν  διέφερε  σε  τίποτα  από  τους  άλλους  ημιμαθείς  και  ξιπασμένους  γραφειοκράτες  που  τον  εξοστράκισαν  απ'  το  πόστο  του.  Ο  ίδιος  βέβαια  το  κατάλαβε  αυτό,  μα  ούτε  σείστηκε  ούτε  αμφισβήτησε  από  τον  εαυτό  του  το  δικαίωμα  να  εισπράττει  παχυλούς  μισθούς  απ'  το  δημόσιο  ταμείο  και  να  παρασημοφορείται  με  νέα  μετάλλια  για  να  συμπληρώνει  τη  συλλογή  του  για  τις  γιορταστικές  παράτες.  Ήταν  τόσο  ακλόνητη  η  πεποίθησή  του  αυτή  που  κανένας  δεν  τολμούσε  να  του τα στερήσει όλα τούτα τα προνόμια και κάθε χρόνο εισέπραττε είτε με τη μορφή σύνταξης είτε  με τη μορφή αποζημίωσης ως μέλος ανώτατων κρατικών ιδρυμάτων και διαφόρων επιτροπών και  συμβουλίων  κάμποσες  δεκάδες  χιλιάδες  ρούβλια∙  επί  πλέον,  τα  προνόμια  —που  εκμεταλλευόταν  Digitized by 10uk1s 

  στο έπακρο — κάθε χρόνο για να ράβει στις επωμίδες του καινούργια γαλόνια και καινούρια σιρίτια  κι αστέρια από σμάλτο στις στολές του. Χάρη σ' όλα αυτά, ο κόμης Ιβάν Μιχαήλοβιτς είχε μεγάλες  διασυνδέσεις κι επαφές.  Άκουσε τον  Νεχλιούντοφ με τον ίδιο  τρόπο που συνήθιζε  ν' ακούει μια  υπηρεσιακή αναφορά του  υπασπιστή  του  κι,  αφού  ολοκλήρωσε  την  ακρόαση,  του  είπε  πως  θα  του  έδινε  δύο  συστατικές  επιστολές, την πρώτη, για τον γερουσιαστή Βολφ του Ακυρωτικού Δικαστηρίου.  —Λένε διάφορα πράγματα για το άτομο του, όμως dans tous les cas c' est un homme très comme if  faut62, του είπε. —Ύστερα είναι και υποχρεωμένος σε μένα, γι' αυτό ό,τι περνάει απ' το χέρι του θα  το κάνει.  Η δεύτερη συστατική επιστολή του κόμη Ιβάν Μιχαήλοβιτς απευθυνόταν σ' ένα πρόσωπο με μεγάλο  κύρος στο Συμβούλιο Χαρίτων. Η υπόθεση της Φεντόσια Μπιριουκόβα, όπως του την είχε διηγηθεί  ο Νεχλιούντοφ, του είχε κεντρίσει πολύ το ενδιαφέρον. Ο Νεχλιούντοφ είπε πως θα επιθυμούσε να  γράψει ο κόμης μια επιστολή στην Αυτοκράτειρα κι εκείνος απάντησε πως η υπόθεση αυτή τον είχε  πραγματικά συγκινήσει και ότι θα επιχειρούσε εφόσον του δινόταν ευκαιρία να τη θέσει υπ' όψιν  της. Δεν του υποσχέθηκε όμως, γιατί δεν μπορούσε. Του συνέστησε ν' αφήσει την υπόθεση αυτή να  κυλήσει  ομαλά  με  τη  συνήθη  διαδικασία.  Αν  όμως  παρουσιαζόταν  η  ευκαιρία,  σκέφτηκε,  αν  τον  καλούσαν σε petit comité63 τηv Πέμπτη, ίσως έθετε τότε το ζήτημα.  Μόλις πήρε στα χέρια του τις δύο επιστολές από τον κόμη και το μπιλιετάκι για την Mariette από τη  θεία του, ο Νεχλιούντοφ την ίδια κιόλας στιγμή αναχώρησε για τις αντίστοιχες διευθύνσεις.  Αρχικά  επισκέφτηκε  την  Mariette.  Την  ήξερε  από  μικρή,  όταν  ήταν  παιδούλα,  κόρη  μιας  παλιάς  αριστοκρατικής  οικογένειας  που  ξέπεσε.  Έμαθε  πως  είχε  παντρευτεί  έναν  άνθρωπο  με  φτασμένη  κιόλας  καριέρα.  Γύρω  απ'  το  όνομά  του  υπήρχαν  άσχημες  διαδόσεις  ιδιαίτερα  σχετικά  με  την  ανελέητη  στάση  του  απέναντι  στις  χιλιάδες  πολιτικών  κρατουμένων  που  είχε  αναλάβει  να  βασανίζει.  Ο  Νεχλιούντοφ  υπέφερε  αφάνταστα,  επειδή  πάντοτε,  για  να  βοηθήσει  τους  καταπιεζόμενους,  ήταν  υποχρεωμένος  να  υποστηρίζει  τους  καταπιεστές,  να  προσποιείται  πως  αναγνωρίζει  τη  σύννομη  δράση  τους,  να  τους  παρακαλεί,  τουλάχιστον,  για  λογαριασμό  κάποιων  γνωστών  προσώπων  να  αναστείλουν  τις  γνώριμες  μεθόδους  τους  που  ίσως  κι  οι  ίδιοι  να  είχαν  πάψει πλέον να τις θεωρούν σκληρές και βίαιες. Στις περιπτώσεις αυτές ένιωθε μέσα του πάντοτε  να διαφωνεί, να δυσανασχετεί και να ταλαντεύεται: να ζητήσει ή να μη ζητήσει χάρη, όμως, πάντοτε  στο  τέλος  αποφάσιζε  πως  έπρεπε  να  το  κάνει.  Μπορεί,  βέβαια,  να  ένιωθε  αδέξια,  να  αισθανόταν  ντροπή και δυσφορία να επισκεφτεί την Mariette και τον άνδρα της, όμως, πιθανόν μ' αυτή του την  προσπάθεια εκείνη η άμοιρη γυναίκα που την βασάνιζαν στην απομόνωση, να ελευθερωνόταν και  να έπαυε να υποφέρει και η ίδια και οι δικοί της. Εκτός όμως που ένιωθε να προσποιείται σ' αυτές  τις περιστάσεις, όταν εμφανιζόταν ως ικέτης ανάμεσα σ' ανθρώπους τους οποίους είχε πάψει πλέον  να θεωρεί οικείους —  ενώ αντίθετα,  εκείνοι τον θεωρούσαν άνθρωπο του  περιβάλλοντός τους  —  στον  κύκλο  αυτό  ένιωθε  πως  επέστρεφε  στην  παλιά  συνηθισμένη  τροχιά  και  χωρίς  να  το  θέλει  αποκτούσε εκείνο το επιπόλαιο και ανήθικο ύφος που βασίλευε εκεί. Αυτό ένιωσε άλλη μια φορά  με  την  θεία  του,  την  Κατερίνα  Ιβάνοβνα.  Σήμερα  το  πρωί  κουβεντιάζοντας  μαζί  της  για  τα  πιο  σοβαρά πράγματα, συνειδητοποίησε πως είχε πάρει ήδη εκείνο το ευτράπελο ύφος.  Η Πετρούπολη, γενικά, αν και δεν την είχε επισκεφτεί εδώ και καιρό, του προκαλούσε όπως πάντα  φυσική  αναζωογόνηση  και  πνευματική  νωθρότητα:  όλα  εκεί  ήταν  καθαρά,  τακτοποιημένα,  καλά  οργανωμένα  και,  το  σπουδαιότερο,  οι  άνθρωποι  είχαν  τόσο  λίγες  ηθικές  αξιώσεις,  ώστε  η  ζωή  φαινόταν πως κυλούσε απίστευτα ομαλά.  Ένας  υπέροχος,  καθαροντυμένος,  ευγενικός  αμαξάς  τον  οδήγησε  περνώντας  μπροστά  από  Digitized by 10uk1s 

  υπέροχους,  ευγενικούς  και  καθαροντυμένους  αστυνομικούς,  διασχίζοντας  υπέροχους,  καθαροπλυμένους δρόμους μπροστά από υπέροχα, καθαρά σπίτια στην όχθη του καναλιού, όπου  ήταν το σπίτι της Mariette.  Μπροστά στην κύρια είσοδο περίμενε ένα αμάξι με δύο ζευμένα καθαρόαιμα άλογα και ο αμαξάς,  ένας  άνδρας  με  λιβρέα  και  γαλόνια,  μακριές  μέχρι  το  λαιμό  φαβορίτες,  που  έμοιαζε  με  Άγγλο,  καθόταν στη θέση του μ' ένα ύφος αγέρωχο, κρατώντας στο χέρι του ένα καμουτσίκι.  Ένας πορτιέρης με πεντακάθαρη στολή άνοιξε την πύλη, που πίσω της στεκόταν ένας υπηρέτης επί  των  αναχωρήσεων,  με  ακόμα  πιο  καθαρή  ατσαλάκωτη  λιβρέα,  με  γαλόνια,  θαυμάσια  κτενισμένες  φαβορίτες  και,  δίπλα,  ένας  φαντάρος  υπηρεσίας  μ'  ολοκαίνουργη  καθαρή  στολή  και  τουφέκι  με  ξιφολόγχη επ' ώμου.  —Ο  στρατηγός  δεν  δέχεται  επισκέψεις,  ούτε  η  Κυρία  στρατηγού.  Πρόκειται  να  αναχωρήσουν  από  στιγμή σε στιγμή!  Ο Νεχλιούντοφ έδωσε το σημείωμα της κόμισσας Κατερίνας Ιβάνοβνα και βγάζοντας ένα δικό του  επισκεπτήριο  πλησίασε  σ'  ένα  τραπεζάκι  πάνω  στο  οποίο  υπήρχε  το  βιβλίο  των  επισκεπτών  κι  άρχισε να γράφει πως λυπήθηκε που δεν βρήκε κανέναν σπίτι. Δεν πρόλαβε να συνεχίσει, γιατί την  ίδια στιγμή ο υπηρέτης πλησίασε προς τη σκάλα, ο πορτιέρης βγήκε στην κυρία είσοδο φωνάζοντας  «Έτοιμοι!», ενώ ο φαντάρος στάθηκε προσοχή παρουσιάζοντας τ' όπλο του στρέφοντας το βλέμμα  του  στη  σκάλα  και  παρακολουθώντας  βήμα  προς  βήμα  τη  βιαστική  κάθοδο  μιας  κοντόσωμης,  λεπτοκαμωμένης  κυρίας  που  βάδιζε  με  τέτοιο  τρόπο  που  δεν  ανταποκρινόταν  στην  κοινωνική  της  θέση.  Η Mariette φορούσε ένα μεγάλο καπέλο με φτερό κι ένα μαύρο φόρεμα, μια μαύρη πελερίνα και  καινούργια μαύρα γάντια, ενώ το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο με βέλο.  Μόλις αντίκρισε τον Νεχλιούντοφ, ανασήκωσε το βέλο, φανερώνοντας το γοητευτικό της πρόσωπο  με τα φωτεινά μάτια, και τον κοίταξε ερευνητικά.  —Ω!...  ο  πρίγκιπας  Ντμίτρι  Ιβάνοβιτς!  αναφώνησε  με  χαρούμενη  και  ζεστή  φωνή.  —Θα  σας  αναγνώριζα...  —Πώς; Θυμόσαστε ακόμα και τ' όνομά μου;  —Μα, βέβαια! Εγώ κι η αδερφή μου σας είχαμε μάλιστα ερωτευτεί κάποτε, του είπε στα Γαλλικά. — Πόσο  αλλάξατε  όμως!  Τι  κρίμα  που  φεύγω  τώρα...  Ωστόσο,  ας  ανεβούμε  λίγο,  είπε  και  κοντοστάθηκε διστακτικά.  Έριξε μια ματιά στο εκκρεμές στον τοίχο.  —Όχι,  αδύνατον,  δεν  γίνεται!  Πηγαίνω  να  συλλυπηθώ  την  Κάμενσκαγια.  Είναι  στην  κυριολεξία  ερείπιο.  —Τι έπαθε η Κάμενσκαγια;  —Μα, δεν ακούσατε τίποτα;... Ο γιος της σκοτώθηκε σε μονομαχία. Μονομάχησε με τον Πόζεν. Κι  ήταν μοναχογιός! Είναι φρίκη. Η μάνα του είναι συντριμμένη.  —Ναι, κάτι άκουσα.  Digitized by 10uk1s 

  —Λοιπόν,  ας  πηγαίνω  καλύτερα  κι  εσείς  ελάτε  αύριο  ή  απόψε,  αν  θέλετε,  είπε  και  με  ταχύ  ανάλαφρο βήμα προχώρησε προς την εξωτερική πόρτα.  —Απόψε το βράδυ δεν μπορώ, της αποκρίθηκε, καθώς έβγαιναν μαζί στο ξώστεγο. —Πρέπει, όμως,  να σας μιλήσω για μια υπόθεση της, είπε κοιτάζοντας τα δυο κοκκινότριχα άτια που πλησίαζαν στο  ξώστεγο.  ‐—Τι συμβαίνει;  —Ορίστε, έχω ένα σημείωμα της θείας μου που τα εξηγεί όλα, είπε ο Νεχλιούντοφ δίνοντάς της ένα  στενό φακελάκι σφραγισμένο μ' ένα μεγάλο σφραγιδόλιθο. —Θα τα βρείτε όλα εδώ.  —Ξέρω,  η  κόμισσα  Κατερίνα  Ιβάνοβνα  νομίζει  πως  μπορώ  να  επιδράσω  στον  άνδρα  μου  για  διάφορα ζητήματα. Πλανάται όμως. Δυστυχώς δεν μπορώ και ούτε που θέλω ν' ανακατεύομαι. Μα,  για  την  κόμισσα  και  για  σας  θα  παραβώ,  εξυπακούεται,  τις  αρχές  μου.  Περί  τίνος  ακριβώς  πρόκειται; ρώτησε τελικά, ενώ με το λεπτό γαντοφορεμένο της χέρι προσπαθούσε μάταια να βρει  την τσέπη της.  —Στο Φρούριο είναι φυλακισμένη μια κοπέλα. Είναι άρρωστη και αθώα.  —Πώς είναι το επίθετό της;  —Σουστόβα. Λίντια Σουστόβα. Στο σημείωμα είναι γραμμένο.  —Εντάξει,  θα  προσπαθήσω  κάτι  να  κάνω,  του  είπε  κι  ανέβηκε  ανάλαφρα  στο  άνετο  καλοταπετσαρισμένο  λαντώ  που  τα  φρεσκοβαμμένα  φτερά  του  αστραφτοκοπούσαν  στον  ήλιο,  κι  άνοιξε το παρασόλι της. Ο υπηρέτης κάθισε πλάι στον αμαξά και του έδωσε το σύνθημα να φύγουν.  Η άμαξα ξεκίνησε, μα την ίδια στιγμή η Mariette άγγιξε με το παρασόλι της την πλάτη του αμαξά και  τα λεπτόδερμα αγγλικά καθαρόαιμα τέντωσαν σαν τόξα τα αιχμάλωτα στα γκέμια όμορφα κεφάλια  τους και σταμάτησαν απότομα, ανασηκώνοντας ελαφρά τα λεπτά του πόδια.  —Να  'ρθείτε  να  με  βρείτε,  παρακαλώ,  και  χωρίς  καμιά  υποχρέωση...,  του  είπε  χαμογελώντας,  μ'  εκείνο  το  χαμόγελο  που  εκείνη  γνώριζε  καλά  τι  γοητεία  ασκούσε.  Και  σα  να  'χε  τελειώσει  η  παράσταση κι έπρεπε να πέσει η αυλαία, κατέβασε το βέλο. —Και τώρα, εμπρός, φύγαμε, φώναξε  στον αμαξά και τον άγγιξε πάλι στον ώμο με το παρασόλι.  Ο  Νεχλιούντοφ  έβγαλε  το  καπέλο  του.  Τα  καθαρόαιμα  κοκκινότριχα  άτια  φυσομανώντας  αντάριασαν με τα πέταλά τους το καλντερίμι, κι η άμαξα κίνησε γοργά, ταλαντευόμενη ελαφρά με  τα καινούρια της λάστιχα πού και πού πάνω στις ανώμαλες επιφάνειες του δρόμου. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI  Ο ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ θυμήθηκε προς στιγμή το χαμόγελο που αντάλλαξε με την Mariette και κούνησε  το κεφάλι του:  «Δεν προλαβαίνεις να γυρίσεις το κεφάλι σου κι αμέσως ξαναπέφτεις στην παλιά ζωή», σκέφτηκε  νιώθοντας  μέσα  του  εκείνη  τη  σύγκρουση  και  την  αμφιβολία  που  του  προκαλούσε  η  ανάγκη  να  κολακεύει όλους εκείνους τους ανθρώπους που δεν εκτιμούσε. Αφού συλλογίστηκε πού έπρεπε να  πάει πρώτα και πού ύστερα, για να μην γυρίζει άσκοπα εδώ κι εκεί, ο Νεχλιούντοφ τράβηξε για τη  Γερουσία.  Τον  οδήγησαν  στη  Γραμματεία,  όπου  βρέθηκε  σε  μια  εκπληκτικής  μεγαλοπρέπειας  αίθουσα με αναρίθμητους σεβάσμιους και κομψοντυμένους υπαλλήλους.  Την  αίτηση  της  Μάσλοβα,  καθώς  και  την  εισηγητική  έκθεση  για  την  υπόθεσή  της  είχε  αναλάβει  ο  γερουσιαστής  Βολφ,  όπως  έμαθε  ο  Νεχλιούντοφ  απ'  τους  υπαλλήλους,  ο  ίδιος  εκείνος  γερουσιαστής στον οποίο έφερνε τη συστατική επιστολή από τον θείο του.  —Η  συνεδρίαση  της  Γερουσίας  ορίστηκε  για  την  επόμενη  εβδομάδα  κι  είναι  αμφίβολο,  αν  θα  συζητηθεί σ' αυτήν η υπόθεση της Μάσλοβα. Μα, αν διατυπώσετε το αίτημά σας γραπτώς, μπορεί  και να έχετε ελπίδες ότι θα συζητηθεί και στη συνεδρίαση αυτής της εβδομάδας, την Τετάρτη, του  είπε ένας υπάλληλος.  Στην Γραμματεία της Γερουσίας, όση ώρα περίμενε ο Νεχλιούντοφ να του απαντήσουν στην αίτηση  που  είχε  υποβάλει,  άκουσε  και  πάλι  να  λένε  για  τη  μονομαχία  κι  έμαθε  λεπτομέρειες  για  το  πώς  σκοτώθηκε ο νεαρός Κάμενσκι. Εκεί έμαθε για πρώτη φορά το λεπτομερειακό παρασκήνιο εκείνης  της  ιστορίας  που  είχε  απασχολήσει  ολόκληρη  την  Πετρούπολη.  Σύμφωνα,  λοιπόν,  μ'  όσα  πληροφορήθηκε, μερικοί αξιωματικοί έτρωγαν στρείδια σ' ένα καφέ κι όπως το συνηθίζουν έπιναν  πολύ. Κάποιος απ' αυτούς είπε  κάτι προσβλητικό για το σύνταγμα που υπηρετούσε ο Κάμενσκι κι  εκείνος  αποκάλεσε  τον  άλλο  ψεύτη.  Ο  αξιωματικός  τότε  κτύπησε  τον  Κάμενσκι.  Την  άλλη  μέρα  μονομάχησαν κι ο Κάμενσκι πληγώθηκε στο στομάχι κι ύστερα από δύο περίπου ώρες ξεψύχησε. Ο  δράστης  κι  οι  μάρτυρες  συνελήφθησαν,  αλλά  όπως  λένε  οι  φήμες,  αν  και  τους  κλείσανε  στο  κρατητήριο του Φρουραρχείου θα τους ελευθέρωναν σε δύο εβδομάδες.  Από  την  Γραμματεία  της  Γερουσίας  ο  Νεχλιούντοφ  πήγε  στο  Συμβούλιο  Χαρίτων,  για  να  βρει  τον  βαρώνο Βορομπιόφ, αξιωματούχο με μεγάλο κύρος κι επιρροή στο Συμβούλιο, που διατηρούσε ένα  εξαίρετο διαμέρισμα στο κτήριο που στεγαζόταν το Συμβούλιο. Ο πορτιέρης κι ο υπηρέτης δήλωσαν  με αυστηρό τόνο ότι ήταν αδύνατο να δει τον βαρώνο εκτός απ' τις μέρες υποδοχής του κοινού, ότι  εκείνη τη μέρα ήταν με τον Αυτοκράτορα κι αύριο θα είχε επίσης να κάνει εισήγηση. Ο Νεχλιούντοφ  παρέδωσε την επιστολή και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του γερουσιαστή Βολφ.  Ο Βολφ μόλις είχε προγευματίσει και για να χωνέψει, όπως συνήθιζε, κάπνιζε ένα πούρο κάνοντας  μερικά  βήματα  στο  γραφείο  του,  όπου  δέχτηκε  τον  Νεχλιούντοφ.  Ο  Βλαντίμιρ  Βασίλιεβιτς  Βολφ  ήταν πραγματικά un homme très comme il faut (ένας πολύ καθωσπρέπει άνθρωπος). Την ιδιότητά  του  αυτή  την  έβαζε  πάνω  απ'  όλα  και  μέσα  απ'  αυτή  κοιτούσε  όλους  τους  ανθρώπους.  Δεν  μπορούσε να μην τιμά δεόντως αυτή του την ιδιότητα, γιατί με τη βοήθειά της κατάφερε κι έκανε  μια λαμπρή καριέρα, όπως ακριβώς την επιθυμούσε. Έτσι, από έναν γάμο απέκτησε μια περιουσία  που  του  άφηνε  ετήσιο  εισόδημα  δεκαοκτώ  χιλιάδες  ρούβλια  και  με  δικές  του  κοπιώδεις  προσπάθειες κατέλαβε έδρα στη Γερουσία. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του όχι μονάχα un homme  très  comme  il  faut,  αλλά  και  υπόδειγμα  ιπποτικής  τιμής.  Με  τον  όρο  τιμή,  εννοούσε  ότι  δεν  επέτρεπε στον εαυτό του να δέχεται από ιδιώτες κρυφές δωροδοκίες. Δεν θεωρούσε όμως ανέντιμο  ν'  απαιτεί  από  την  κυβέρνηση  όλων  των  ειδών  τις  αποζημιώσεις  για  ταχυδρομικά,  οδοιπορικά,  αμοιβές  απ'  το  δημόσιο  υπηρετώντας  την  σ'  αντάλλαγμα  με  υπερβάλλοντα  ζήλο  σ'  ό,τι  τον  Digitized by 10uk1s 

  πρόσταζε. Η εξόντωση, όμως, η καταστροφή, η εξορία και η φυλάκιση εκατοντάδων αθώων, μόνο  και  μόνο  επειδή  ήταν  πιστοί  στο  λαό  τους  και  στη  θρησκεία  των  προγόνων  τους,  που  είχε  μεθοδεύσει όταν ήταν κυβερνήτης σε μια απ' τις επαρχίες της Τσαρικής Πολωνίας όχι μόνο δεν του  φαίνονταν  ατιμωτικές  πράξεις,  αλλά  τις  χαρακτήριζε  ανδραγαθήματα  ευγένειας,  ηρωισμού  και  πατριωτισμού.  Δεν  θεωρούσε  επίσης  ανέντιμο  να  κατακλέβει  την  γυναίκα  του  που  τον  αγαπούσε  ούτε την κουνιάδα του. Αντίθετα, πίστευε πως αυτός ήταν ένας ορθολογικός τρόπος ρύθμισης της  οικογενειακής του ζωής.  Την  οικογένεια  του  Βλαντίμιρ  Βασίλιεβιτς  αποτελούσαν  η  γυναίκα  του,  ένα  άτομο  χωρίς  προσωπικότητα,  η  κουνιάδα  του,  της  οποίας  είχε  καταφέρει  να  βάλει  στο  χέρι  την  περιουσία  πουλώντας το κτήμα της και καταθέτοντας τα χρήματα στ' όνομά του, και η κόρη του, ένα άκακο,  φοβισμένο κι άσχημο κορίτσι που ζούσε μια μοναχική και δύστυχη ζωή και που τελευταία είχε βρει  κάποια ψυχαγωγία με τους Ευαγγελιστές στις συγκεντρώσεις της Aline και της κόμισσας Κατερίνας  Ιβάνοβνα.  Ο Βλαντίμιρ Βασίλιεβιτς είχε ακόμα κι έναν γιο, ένα πρόσχαρο παλικάρι που απ' τα δεκαπέντε του  κιόλας έβγαλε γένια κι έθρεψε γενειάδα κι από τότε άρχισε να πίνει και να κάνει άσωτη ζωή μέχρι  τα  είκοσι  δύο  του,  οπότε  τον  έδιωξε  ο  πατέρας  του  από  το  σπίτι,  γιατί  δεν  είχε  καταφέρει  να  τελειώσει τις σπουδές του, όπου κι αν προσπάθησε, και γιατί με τις κακές του συναναστροφές και  τα χρέη τον δυσφημούσε. Κάποια φορά ο πατέρας του πλήρωσε για ένα χρέος του τριάντα ρούβλια,  ύστερα ξαναπλήρωσε για ένα άλλο διακόσια τριάντα, ύστερα για ένα άλλο εξακόσια, όμως, αυτή τη  φορά κατέστησε σαφές  στο γιο του πως δεν επρόκειτο στο  εξής να  τον ξεχρεώσει και  πως αν δεν  συμμορφωνόταν θα τον έδιωχνε από το σπίτι και θα έκοβε κάθε σχέση μαζί του. Ο γιος όχι μονάχα  δε συμμορφώθηκε, αλλά ξαναχρεώθηκε χίλια ρούβλια αυτή τη φορά και δήλωσε στον πατέρα του  πως δεν τον ένοιαζε, αν θα τον έδιωχνε απ' το σπίτι, γιατί η ζωή του εκεί μέσα έτσι κι αλλιώς ήταν  σωστό  μαρτύριο.  Από  τη  στιγμή  εκείνη  ο  Βλαντίμιρ  Βασίλιεβιτς  έκανε  γνωστό  στο  γιο  του  πως  μπορούσε  να  μαζέψει  τα  πράγματά  του  και  να  πάρει  των  ομματιών  του,  γιατί  δεν  τον  λογάριαζε  πλέον παιδί του. Από τότε ο Βλαντίμιρ Βασίλιεβιτς ζούσε σαν να μην είχε γιο και στο σπίτι κανένας  δεν τολμούσε να μιλήσει γι' αυτόν. Έτσι, ήταν τελείως πεισμένος πως είχε ρυθμίσει με τον καλύτερο  τρόπο την οικογενειακή του ζωή.  Ο Βολφ μ' ένα ευγενικό και κάπως ειρωνικό χαμόγελο — έτσι συνήθιζε να συμπεριφέρεται, με μια  αυθόρμητη έκφραση που ανακλούσε ότι συνειδητοποιούσε την ανωτερότητα του καθωσπρεπισμού  του  απέναντι  στους  πολλούς  —  σταματώντας  το  πέρα  δώθε  στο  γραφείο  του,  χαιρέτησε  τον  Νεχλιούντοφ, πήρε την επιστολή στα χέρια του και την διάβασε.  —Παρακαλώ,  καθίστε...,  και  συγχωρέστε  με,  αν  με  την  άδειά  σας,  συνεχίσω  τις  βόλτες  μου,  είπε  βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του σακακιού του και κάνοντας ελαφρά βήματα διαγωνίως μέσα στο  επιπλωμένο  μ'  αυστηρό  στυλ  γραφείο  του.  —Είμαι  πολύ  ευχαριστημένος  που  σας  γνωρίζω  και  εξυπακούεται θα χαρώ πολύ να εξυπηρετήσω τον κόμη Ιβάν Μιχαήλοβιτς, είπε κι άφησε να φύγει  απ' το στόμα του ένα μικρό σύννεφο ευωδιαστού γαλάζιου καπνού, πιάνοντας προσεκτικά το πούρο  του απ' το στόμα για να μη σκορπίσει τη στάχτη.  —Το μόνο που θα ήθελα να σας ζητήσω είναι να εξεταστεί η αίτηση όσο το δυνατόν συντομότερα,  έτσι ώστε αν η φυλακισμένη χρειαστεί να φύγει για τη Σιβηρία, να ξεκινήσει όσο γίνεται νωρίτερα,  είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Βέβαια,  βέβαια,  με  το  πρώτο  ατμόπλοιο  από  το  Νίζνι,  ξέρω,  είπε  ο  Βολφ  μ'  εκείνο  το  συγκαταβατικό  χαμόγελο,  όπως  συνήθιζε,  υποδηλώνοντας  πάντα  πως  ήξερε  πριν  του  μιλήσουν  τι  έχουν να του πουν. —Ποιο είναι το επίθετο της φυλακισμένης; 

Digitized by 10uk1s 

  —Μάσλοβα.  Ο  Βολφ  πλησίασε  στο  γραφείο  του  κι  έριξε  μια  ματιά  σ'  ένα  χαρτί  που  ήταν  εκεί  πάνω  σ'  έναν  φάκελο μ' άλλες υποθέσεις.  —Το  λοιπόν,  Μάσλοβα...  Εντάξει,  θα  παρακαλέσω  τους  συναδέλφους  μου.  Θα  εξετάσουμε  την  υπόθεση αυτή την Τετάρτη.  —Μπορώ να στείλω ένα τηλεγράφημα στον δικηγόρο μου για να του τ' αναγγείλω αυτό;  —Έχετε και δικηγόρο; Ποιος είναι ο λόγος; Μα, αν θέλετε, βέβαια είναι δικαίωμά σας.  —Πιθανόν  να  μην  είναι  επαρκείς  οι  λόγοι  που  τεκμηριώνουν  την  έφεση,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ,  — όμως  εγώ  νομίζω  πως  είναι  σαφές  ότι  η  καταδίκη  στηρίχθηκε  σε  πλημμελή  κατανόηση  των  γεγονότων.  —Ναι,  ναι,  αυτό  μπορεί  να  είναι  σωστό,  όμως,  η  Γερουσία  δεν  υπεισέρχεται  στην  ουσία  του  ζητήματος,  είπε  ο  Βλαντίμιρ  Βασίλιεβιτς  κοιτάζοντας  τη  στάχτη  του  πούρου  του.  —Η  Γερουσία  διερευνά μονάχα την τυπική εφαρμογή του νόμου και την ερμηνεία του.  —Φρονώ, όμως, πως εδώ πρόκειται για εξαιρετική περίπτωση.  —Ξέρω,  ξέρω,  όλες  οι  περιπτώσεις  είναι  εξαιρετικές.  Θα  κάνουμε  αυτό  που  απαιτείται,  να  'στε  σίγουρος.  —Η  στάχτη  στο  πούρο  του  κρατούσε  ακόμα,  όμως,  είχε  αρχίσει  να  σπάζει  και  να  κινδυνεύει  να  πέσει  στο  πάτωμα.  —Ερχόσαστε  σπάνια  στην  Πετρούπολη;  ρώτησε  ο  Βολφ  κρατώντας προσεχτικά το πούρο έτσι που να μην πέσει κάτω η στάχτη. Όμως η στάχτη τρεμούλιασε  κι  ο  Βολφ  πλησίασε  ζυγίζοντας  τις  κινήσεις  του  στο  σταχτοδοχείο  και  την  τίναξε  από  ψηλά.  —Τι  φοβερό κι αυτό το περιστατικό με τον Κάμενσκι! Ήταν ένας θαυμάσιος νέος. Μοναχογιός μάλιστα. Η  κατάσταση  της  μάνας  του  δεν  περιγράφεται  με  τίποτα,  είπε  επαναλαμβάνοντας  σχεδόν  λέξη  λέξη  όλα όσα κυκλοφορούσαν στην πόλη την περίοδο εκείνη για τον Κάμενσκι.  Αφού του μίλησε ακόμα για την κόμισσα Κατερίνα Ιβάνοβνα και τη μανία της με τη νέα θρησκευτική  αίρεση, την  οποία ο Βλαντίμιρ Βασίλιεβιτς δεν καταδίκαζε ούτε επιδοκίμαζε, αλλά απλώς έβρισκε  για τον καθωσπρεπισμό του κάτι το περιττό κι ανώφελο, χτύπησε το κουδούνι.  Ο Νεχλιούντοφ σηκώθηκε να φύγει.  —Αν  θα  'χετε  καιρό,  ελάτε  κάποιο  μεσημέρι  για  φαγητό,  είπε  ο  Βολφ  προτείνοντας  το  χέρι  στον  Νεχλιούντοφ. —Τι θα λέγατε για την Τετάρτη; Θα μπορώ θετικά να σας δώσω και απάντηση.  Ήταν κιόλας αργά κι ο Νεχλιούντοφ τράβηξε αμέσως για το σπίτι της θείας του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII  ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ κόμισσας Κατερίνας Ιβάνοβνα δειπνούσαν συνήθως στις εφτάμιση και το σερβίρισμα  γινόταν μ' ένα νέο τρόπο που ποτέ δεν είχε δει ο Νεχλιούντοφ. Μόλις οι υπηρέτες τοποθετούσαν τις  πιατέλες με τα φαγητά στο τραπέζι, έφευγαν αμέσως και ο κάθε συνδαιτυμόνας σερβιριζόταν μόνος  του. Οι κύριοι δεν επέτρεπαν στις κυρίες να κουραστούν και σαν εκπρόσωποι του ισχυρού φύλου,  αναλάμβαναν ηρωικά όλο το βάρος του σερβιρίσματος και των κρασιών τόσο για τις κυρίες όσο και  για τους εαυτούς τους. Όταν τέλειωνε κάποιο φαγητό, η κόμισσα πατούσε ένα ηλεκτρικό κουδούνι  στο  τραπέζι  κι  οι  υπηρέτες  έμπαιναν  αθόρυβα,  σήκωναν  τα  πιάτα,  έστρωναν  καινούρια  σερβίτσια  και έφερναν το επόμενο πιάτο. Το μενού ήταν φίνο, το ίδιο και τα κρασιά.  Στη μεγάλη φωτεινή κουζίνα δούλευαν ένας Γάλλος σεφ και δυο βοηθοί ντυμένοι με άσπρες στολές.  Στο τραπέζι εκείνο το βράδυ κάθονταν έξι άτομα: ο κόμης με την κόμισσα, ο γιος τους, αξιωματικός  της Φρουράς, ένας κακόκεφος νέος που όλη την  ώρα είχε ακουμπισμένους τους αγκώνες του στο  τραπέζι,  ο  Νεχλιούντοφ,  μια  Γαλλίδα  που  έκανε  μάθημα  της  κόμισσας  και  ο  γενικός  διαχειριστής  του κόμη που είχε έρθει απ' την επαρχία.  Το  θέμα  της  συζήτησης  ήταν  κι  εδώ  η  μονομαχία.  Διασταύρωναν  απόψεις  για  το  πώς  θ'  αντιμετωπίσει το θέμα ο Αυτοκράτορας. Είχαν μάθει πως είχε στεναχωρηθεί πολύ για λογαριασμό  της  μητέρας  του  νεκρού  και  όλοι  τους  επίσης  είχαν  στεναχωρηθεί.  Όμως,  σαν  έγινε  γνωστό  ότι  ο  Αυτοκράτορας — αν και συμπονούσε την μητέρα — δεν επιθυμούσε να δείξει την αυστηρότητά του  απέναντι στον δράστη του εγκλήματος που υπερασπίστηκε την τιμή της στολής, όλοι μεμιάς έδειξαν  επιείκια  στον  δράστη  που  είχε  υπερασπιστεί  την  τιμή  της  στολής.  Μονάχα  η  κόμισσα  Κατερίνα  Ιβάνοβνα με την αθυρόστομη σκέψη της έκρινε μ' αυστηρότητα τον φονιά.  —Ορίστε, θα μεθοκοπάνε κι ύστερα θα σκοτώνουν τα παιδιά των καλών οικογενειών. Ε, αυτό ποτέ  μου δεν θα το συγχωρήσω, είπε.  —Αυτό, ομολογώ, αδυνατώ να το καταλάβω, είπε ο κόμης.  —Ξέρω πως εσύ ποτέ δεν καταλαβαίνεις ό,τι και να πω εγώ, απάντησε η κόμισσα και, γυρίζοντας  προς τον Νεχλιούντοφ, πρόσθεσε. —Όλοι καταλαβαίνουν, όλοι εκτός απ' τον σύζυγό μου. Αυτό που  θέλω να πω είναι πως λυπάμαι αυτή την μάνα και δεν επιθυμώ να δω τον άλλον να σκοτώνει και να  'ναι γι' αυτό ευχαριστημένος.  Τη  στιγμή  εκείνη  ο  γιος,  που  μέχρι  τότε  σιωπούσε,  μπήκε  στη  συζήτηση  για  να  υπερασπιστεί  τον  φονιά  και  επιτέθηκε  στη  μάνα  του  μ'  απότομο  τρόπο  προσπαθώντας  να  της  αποδείξει  ότι  ο  αξιωματικός  που  σκότωσε  δεν  είχε  άλλη  διέξοδο,  γιατί  ειδάλλως  θα  τον  περνούσαν  στρατοδικείο  και θα τον έδιωχναν απ' το σύνταγμα.  Ο Νεχλιούντοφ άκουγε τη συζήτηση χωρίς να παίρνει θέση, και σαν παλιός αξιωματικός που ήταν  καταλάβαινε, αν και δεν ενέκρινε τα επιχειρήματα  του νεαρού Τσάρσκι, όμως την ίδια στιγμή δεν  μπορούσε  να  μην  παραβάλει  νοερά  τον  αξιωματικό  που  είχε  σκοτώσει  άνθρωπο  και  τον  κρατούμενο που είχε δει στη φυλακή, εκείνο τον ωραίο νέο που είχε καταδικαστεί σε κάτεργα για  ένα  φονικό  που  έκανε  πάνω  σε  καβγά.  Και  οι  δυο  τους  είχαν  γίνει  εγκληματίες  από  το  μεθύσι.  Ο  ένας,  ο  μουζίκος,  σκότωσε  σε  στιγμή  παροξυσμού  και  γι'  αυτό  αποστερήθηκε  τη  γυναίκα  του,  την  οικογένειά  του  και  τους  συγγενείς  του,  τον  αλυσοδέσανε,  τον  ξυρίσανε  και  τον  στέλνουν  στα  κάτεργα, ενώ ο άλλος, ο αξιωματικός, κρατείται σ' ένα θαυμάσιο δωμάτιο στο Φρουραρχείο, τρώει  το  ωραίο  του  φαγητό,  πίνει  το  ωραίο  του  κρασί,  διαβάζει  βιβλία  και  σήμερα  αύριο  θα  τον  ελευθερώσουν  για  να  εξακολουθήσει  να  ζει,  όπως  πριν,  μόνο  που  τώρα  θα  είναι  ιδιαίτερα  ευχαριστημένος από τον εαυτό του.  Digitized by 10uk1s 

  Ο  Νεχλιούντοφ  είπε  τι  σκεφτόταν  για  τη  μονομαχία.  Στην  αρχή  η  κόμισσα  Κατερίνα  Ιβάνοβνα  συμφωνούσε  με  τον  ανιψιό  της,  όμως  μετά  από  λίγο  έπαψε  να  συμμετέχει  στη  συζήτηση.  Ο  Νεχλιούντοφ,  όπως  ακριβώς  κι  όλοι  οι  άλλοι,  ένιωσε  με  όσα  είχε  πει,  σα  να  'χε  διαπράξει  κάποια  απρέπεια...  Αργότερα,  μετά  το  φαγητό,  στη  μεγάλη  σάλα  που  είχαν  διαμορφώσει  σαν  αμφιθέατρο  για  διαλέξεις,  με  σειρές  από  πολυθρόνες  με  ψηλές  σκαλιστές  πλάτες  και  πιο  μπροστά  ένα  τραπέζι  με  πολυθρόνα  και  στο  πλάι  ένα  μικρό  τραπεζάκι  με  μια  καράφα  νερό  για  τον  ομιλητή,  άρχισαν  να  καταφθάνουν καλεσμένοι για το κήρυγμα που θα έκανε ο Κιζεβέτερ.  Έξω  μπροστά  στην  είσοδο  είχαν  κιόλας  σταθμεύσει  άμαξες  πολυτελείας∙  στο  σαλόνι,  έκαναν  την  εμφάνισή τους οι κυρίες  με τα μεταξωτά, βελούδινα και δαντελένια τους φορέματα, τις περούκες  και  τις  λυγερές  και  σφιχτοδεμένες  απ'  τους  κορσέδες  μέσες  τους.  Ανάμεσά  τους  κάθονταν  οι  άνδρες, στρατιωτικοί και ιδιώτες και πέντε ακόμα απλοί άνθρωποι του λαού, δύο οδοκαθαριστές,  ένας εμποράκος, ένας υπηρέτης και ένας αμαξάς.  Ο Κιζεβέτερ, ένας γεροδεμένος μεσόκοπος άνδρας με γκρίζα μαλλιά, μιλούσε Αγγλικά και μια νεαρή  αδύνατη κοπέλα με πενς‐νε μετέφραζε σωστά και γρήγορα τα λόγια του.  Έλεγε πως οι αμαρτίες μας είναι τόσο μεγάλες, η τιμωρία μας γι' αυτές τόσο βαριά κι αναπότρεπτη  που δεν μπορούμε να ζούμε προσμένοντάς την.  —Ας  σκεφτούμε  μονάχα,  αγαπητές  αδελφές  κι  αγαπητοί  αδελφοί  μου,  τους  εαυτούς  μας,  τη  ζωή  μας, αυτά που κάνουμε, το πώς ζούμε, πόσο εξοργίζουμε τον πολυεύσπλαγχνο Θεό της αγάπης, πώς  αναγκάζουμε τον Χριστό να υποφέρει και τότε θα καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει για μας συγχώρεση,  δεν  υπάρχει  διέξοδος,  δεν  υπάρχει  σωτηρία,  όλοι  μας  είμαστε  καταδικασμένοι  να  χαθούμε.  Κι  ο  χαμός  μας  θα  'ναι  φριχτός,  αιώνια  βασανιστήρια  μας  περιμένουν,  έλεγε  με  τρεμουλιαστή  από  έντονη συγκίνηση φωνή.  —Πώς  θα  σωθούμε;  Αδελφοί,  πώς  θα  σωθούμε  απ'  αυτή  τη  φωτιά  της  κόλασης;  Έζωσε  κιόλας  το  σπίτι μας και δεν έχουμε από πού να ξεφύγουμε!  Σώπασε  για  λίγο.  Δάκρυσε  πραγματικά,  στα  μάγουλά  του  κύλυσαν  δάκρυα.  Εδώ  κι  οκτώ  περίπου  χρόνια  με  την  ίδια  πάντοτε  ακρίβεια,  μόλις  έφθανε  σ'  αυτό  το  σημείο  του  τόσο  προσφιλούς  του  κηρύγματος, ένιωθε ένα σπασμό να του πνίγει το λαιμό, ένα κάψιμο στη μύτη κι απ' τα μάτια του  ξεχύνονταν δάκρυα. Κι αυτά τα δάκρυα είναι που μεγάλωναν τη συγκίνησή του.  Στο σαλόνι ακούστηκαν λυγμοί. Η κόμισσα Κατερίνα Ιβάνοβνα καθόταν κοντά σ' ένα τραπεζάκι με  χρωματιστές  ψηφίδες  κρατώντας  με  τα  δυο  της  χέρια  το  πρόσωπό  της  και  οι  χοντροί  της  ώμοι  σκιρτούσαν από ρίγη συγκίνησης. Ο αμαξάς κοιτούσε μ' απορία σαν αποσβωλωμένος τον Γερμανό  λες κι εκείνος στεκόταν απτόητος μπροστά στην άμαξά του που ερχόταν ορμητικά καταπάνω του. Οι  περισσότεροι απ' το ακροατήριο είχαν παρόμοια στάση με την κόμισσα Κατερίνα Ιβάνοβνα. Η κόρη  του  Βολφ,  ολόιδια  ο  πατέρας  της  στο  πρόσωπο,  ντυμένη  πολύ  μοντέρνα,  ήταν  γονατισμένη  στο  πάτωμα με το πρόσωπό της χωμένο στα χέρια της.  Ο ομιλητής ξαφνικά τίναξε το κεφάλι του ψηλά και στο πρόσωπό του χαράχτηκε ένα χαμόγελο που  έμοιαζε μ' αληθινό, σαν κι αυτό που παίρνουν οι ηθοποιοί όταν υποδύονται χαρούμενο ρόλο, και  με γλυκιά τρυφερή φωνή άρχισε να λέει:  —Ωστόσο,  υπάρχει  σωτηρία!  Κι  είναι  προσιτή  σ'  όλους,  είναι  πηγή  ευδαιμονίας.  Η  σωτηρία  αυτή  είναι το αίμα που έχυσε ο Μονογενής Υιός του Θεού που μαρτύρησε για τις δικές μας αμαρτίες. Το  Digitized by 10uk1s 

  μαρτύριό του, το αίμα του θα μας σώσουν. Αδελφοί κι αδελφές — ανέκραξε σπαρακτικά με δάκρυα  πάλι  στα  μάτια  —  ας  ευχαριστήσουμε  τον  Θεό,  που  θυσίασε  τον  Υιό  του  τον  Μονογενή  για  τη  σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Το αγιασμένο του αίμα...  Ο Νεχλιούντοφ ένιωσε τέτοια φριχτή αηδία που δεν άντεξε άλλο. Σηκώθηκε σιγά σιγά μορφάζοντας  από  ναυτία  και  συγκρατώντας  ένα  γογγητό  ντροπής  βγήκε  ακροποδητί  απ'  το  σαλόνι  και  αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII  ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ το πρωί ο Νεχλιούντοφ δεν είχε καν προλάβει να ντυθεί και να ετοιμαστεί για να  κατεβεί,  όταν  ένας  υπηρέτης  τού  έφερε  το  επισκεπτήριο  του  δικηγόρου  απ'  τη  Μόσχα.  Είχε  έρθει  για δικές του υποθέσεις και με την ευκαιρία ήθελε να παρευρεθεί στη συνεδρίαση της Γερουσίας,  όταν θα συζητούσαν την έφεση της Μάσλοβα, εάν βέβαια η υπόθεση εκδικαζόταν στο διάστημα της  παραμονής  του.  Το  τηλεγράφημα,  που  είχε  πάρει,  τον  βρήκε  στο  δρόμο.  Όταν  έμαθε  απ'  τον  Νεχλιούντοφ  πότε  θα  συζητούσαν  την  αίτηση  της  Μάσλοβα  και  ποιοι  γερουσιαστές  αποτελούσαν  την επιτροπή, χαμογέλασε.  —Ακριβώς,  όλοι  οι  αντιπροσωπευτικοί  τύποι  γερουσιαστή:  ο  Βολφ  ο  πρωτευουσιάνος  γραφειοκράτης∙  ο  Σκοβορόντνικοφ  ο  έγκριτος  νομομαθής,  κι  ο  Μπε  ο  πρακτικός  νομικός  και,  γι'  αυτό,  ο  άνθρωπος  με  το  πιο  ζωντανό  πνεύμα.  Σ'  αυτόν  πρέπει  περισσότερο  απ'  όλους  να  στηρίξουμε τις ελπίδες μας. Και στο Συμβούλιο Χαρίτων ποιοι συμμετέχουν;  —Να, τώρα σκοπεύω να πάω και πάλι στο βαρώνο Βορομπιόφ... Χθες που είχα πάει, δεν κατάφερα  να τον συναντήσω.  —Ξέρετε,  μήπως,  πώς  ο  Βορομπιόφ  έγινε  βαρόνος;  ρώτησε  ο  δικηγόρος  διακρίνοντας  τον  κάπως  σκωπτικό τόνο της φωνής του Νεχλιούντοφ που πρόφερε τον ξένο τίτλο «βαρόνος» σε συνδυασμό  με ένα τόσο τυπικό ρωσικό επίθετο. —Ο Αυτοκράτορας Παύλος για κάποια μεγάλη υπηρεσία είχε  απονείμει τον τίτλο στον  παππού του, ‐ που ήταν  καμαριέρης της Αυλής, μου φαίνεται, λέγοντας:  «Θα  τον  κάνω  βαρόνο  εγώ,  κανείς  δεν  μπορεί  ν'  αντισταθεί  στην  επιθυμία  μου».  Και  τον  έκανε  πράγματι βαρόνο. Ο Βορομπιόφ υπερηφανεύεται πολύ για τον τίτλο του. Είναι όμως ένας μεγάλος  απατεώνας.  —Εν πάση περιπτώσει, πηγαίνω τώρα να τον δω, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Θαυμάσια, πάμε μαζί τότε. Θα σας πετάξω ως εκεί με τ' αμάξι.  Λίγο  πριν  αναχωρήσουν,  στον  προθάλαμο  ένας  υπηρέτης  έφερε  στον  Νεχλιούντοφ  ένα  σημείωμα  από την Mariette. Ήταν γραμμένο Γαλλικά.  «Για να σας κάνω το χατήρι, έπραξα τελείως αντίθετα απ' τις αρχές μου και μεσολάβησα στον άνδρα  μου για την προστατευόμενή σας. Φαίνεται πως το άτομο αυτό μπορεί ν' αποφυλακιστεί αμέσως. Ο  άνδρας μου έγραψε στον διοικητή. Ελάτε, το λοιπόν... χωρίς καμία υποχρέωση...64  Σας περιμένω. Μ».  —Τι θα λέγατε γι' αυτό; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ τον δικηγόρο. — Μα, είναι άνω ποταμών! Κρατούν  φυλακισμένη μια γυναίκα εφτά ολόκληρους μήνες στην απομόνωση, αν και είναι τελείως αθώα, και  για να την ελευθερώσουν αρκεί κάποιος να πει μία και μοναδική κουβέντα.  —Έτσι ήταν πάντοτε. Όμως, τουλάχιστον, εσείς πετύχατε αυτό που θέλατε.  —Ναι, αλλά αυτού του είδους η επιτυχία με πληγώνει. Γιατί το ερώτημα παραμένει. Τι κάνουν εκεί  πέρα οι αρμόδιοι; Για ποιο λόγο την είχαν μέσα;  —Αφήστε,  καλύτερα,  μην  το  ψάχνετε  πιο  βαθιά  το  ζήτημα.  Το,  λοιπόν,  όπως  είπαμε,  θα  σας  πάω  εγώ,  είπε  ο  δικηγόρος,  ενώ  βγήκαν  στο  ξώστεγο  και  μια  θαυμάσια  άμαξα  πολυτελείας  που  είχε  νοικιάσει  πλησίασε  προς  το  μέρος  τους.  —Αν  θυμάμαι  καλά  στον  βαρόνο  Βορομπιόφ  δεν  θα  Digitized by 10uk1s 

  πηγαίνατε;  Ο  δικηγόρος  έδωσε  στον  αμαξά  τη  διεύθυνση  και  τα  υπάκουα  άλογα  οδήγησαν  γοργά  τον  Νεχλιούντοφ στο σπίτι που έμενε ο βαρόνος. Ο βαρόνος ήταν εκεί. Στο πρώτο δωμάτιο βρισκόταν  ένας  νεαρός  υπάλληλος  με  υπηρεσιακή  στολή,  με  ένα  εξογκωμένο  καρύδι  στον  εξαιρετικά  μακρύ  του λαιμό κι ασυνήθιστο βάδισμα, μαζί με δύο κυρίες.  —Τ'  όνομά  σας;  ρώτησε  ο  νεαρός  υπάλληλος  με  το  εξογκωμένο  καρύδι  που  παρέκαμψε  τις  δυο  κυρίες με μια ανάλαφρη και χαριτωμένη κίνηση και πήγε προς τον Νεχλιούντοφ.  Ο Νεχλιούντοφ συστήθηκε.  —Ο βαρόνος μού μίλησε για σας. Αμέσως!  Ο  νεαρός  υπάλληλος  άνοιξε  μια  πόρτα  και  σε  λίγο  ξαναφάνηκε  συνοδεύοντας  μια  δακρυσμένη  μαυροφορούσα  κυρία,  που  με  τα  μακριά  οστέινα  δάχτυλά  της  προσπαθούσε  να  κατεβάσει  το  μπλεγμένο της βέλο για να κρύψει τα δάκρυά της.  —Παρακαλώ από δω, είπε ο νεαρός υπάλληλος στον Νεχλιούντοφ και μ' ανάλαφρο βήμα πλησίασε  την πόρτα του γραφείου, την άνοιξε και κοντοστάθηκε στο πλάι.  Μόλις πέρασε μέσα στο γραφείο, ο Νεχλιούντοφ βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μπροστά μ' έναν  μετρίου  αναστήματος,  πλατύσωμο,  κοντοκουρεμένο  άνδρα  με  ρεντινγκότα  που  καθόταν  στην  πολυθρόνα  πίσω  από  ένα  μεγάλο  γραφείο  και  κοιτούσε  μπροστά  του  μ'  ευδιάθετο  ύφος.  Το  ιδιαίτερα  καλοσυνάτο  του  πρόσωπο  που  τονιζόταν  απ'  τα  ροδοκόκκινα  μάγουλα,  την  άσπρη  γενειάδα και το μουστάκι, φωτίστηκε από ένα ευγενικό χαμόγελο μόλις είδε τον Νεχλιούντοφ.  —Είμαι πολύ ευτυχής που σας βλέπω, του είπε. —Ήμασταν παλιοί γνώριμοι και φίλοι με την καλή  σας μητέρα. Σας θυμάμαι παιδί κι αργότερα που γίνατε αξιωματικός. Παρακαλώ, καθίστε και πείτε  μου σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος. Ναι, ναι, — έλεγε συνέχεια κουνώντας το κοντοκουρεμένο  άσπρο  του  κεφάλι  όσο  ο  Νεχλιούντοφ  τού  διηγιόταν  την  ιστορία  με  την  Φεντόσια.  —Συνεχίστε,  συνεχίστε,  σας  καταλαβαίνω  πλήρως.  Είναι  πράγματι  πολύ  συγκινητική  περίπτωση.  Τι  κάνατε,  λοιπόν, στη συνέχεια, υποβάλατε αίτηση χάριτος;  —Έχω ετοιμάσει μια αίτηση, είπε ο Νεχλιούντοφ, βγάζοντας το έγγραφο απ' την τσέπη του, —όμως  ήθελα, σας παρακαλώ, να δίνατε ιδιαίτερη προσοχή στο ζήτημα.  —Πάρα πολύ καλά κάνατε. Θα εισηγηθώ αμέσως ο ίδιος, είπε ο βαρόνος προσπαθώντας μάταια να  εκφράσει λύπη στο γελαστό του πρόσωπο. — Πράγματι, είναι πολύ συγκινητικό. Προφανώς, αυτή  ήταν μικρή, ο σύζυγoς της τής φερόταν βάναυσα, αυτό την έκανε να τον απωθήσει, όμως ύστερα με  τον καιρό αγαπήθηκαν... Βέβαια το δίχως άλλο θα εισηγηθώ προσωπικώς.  —Ο κόμης Ιβάν Μιχαήλοβιτς έλεγε ότι ήθελε να μιλήσει γι' αυτό στην Αυτοκράτειρα...  Δεν  πρόλαβε  να  αποσώσει  τη  φράση  του  ο  Νεχλιούντοφ,  όταν  η  έκφραση  στο  πρόσωπο  του  βαρόνου άλλαξε απότομα.  —Το,  λοιπόν,  υποβάλετε  μιαν  αίτησή  σας  στη  Γραμματεία  κι  εγώ  θα  κάνω  ό,τι  μπορώ,  είπε  στον  Νεχλιούντοφ.  Τη στιγμή εκείνη στο γραφείο μπήκε ο νεαρός υπάλληλος, μ' έναν αέρα που έδειχνε πως καμάρωνε  Digitized by 10uk1s 

  για το βάδισμά του.  —Η κυρία αυτή επιθυμεί να σας πει δυο λόγια ακόμα.  —Καλά,  φωνάξτε  τη.  Αχ,  mon  cher,  να  ξέρατε  πόσα  δάκρυα  βλέπουμε  να  χύνονται  εδώ  μέσα!  Ας  γινόταν μονάχα να μπορούσαμε να τα στεγνώσουμε όλα! Κάνουμε, ωστόσο ό,τι μπορούμε.  Η κυρία πέρασε στο γραφείο.  —Ξέχασα  να  σας  παρακαλέσω...  μην  του  επιτρέψετε  να  δώσει  την  κόρη  του,  γιατί  αυτός  για  όλα  είναι ικανός....  —Μα, σας είπα, θα το κάνω αυτό.  —Βαρόνε, για τ' όνομα του Θεού, θα σώσετε μια μάνα.  Άρπαξε το χέρι του κι άρχισε να το φιλάει.  —Όλα θα γίνουν.  Όταν η κυρία βγήκε, ο Νεχλιούντοφ ετοιμάστηκε να φύγει κι αυτός.  —Θα  κάνουμε  ό,τι  περνάει  απ'  το  χέρι  μας.  Θα  έρθουμε  σ'  επαφή  με  το  Υπουργείο  Δικαιοσύνης.  Μόλις πάρουμε την απάντησή τους, θα ενεργήσουμε προς πάσαν κατεύθυνση.  Ο Νεχλιούντοφ βγήκε απ' το γραφείο και προχώρησε προς τη Γραμματεία. Όπως και στην αίθουσα  της  Γερουσίας,  έτσι  κι  εδώ  συνάντησε  σ'  ένα  μεγαλοπρεπές  κτήριο  επιβλητικούς,  καθαρούς,  σεβάσμιους, άψογα ντυμένους, ακριβολόγους κι αυστηρούς υπαλλήλους.  «Πόσο  πολλοί  είναι!  Δισμύριοι.  Και  πόσο  χορτάτοι!  Τι  καθαρά  που  είναι  τα  πουκάμισά  τους,  τα  χέρια  τους,  τι  καλογυαλισμένα  παπούτσια  που  φοράνε!  Ποιος  τους  τα  προσφέρει  όλ'  αυτά;  Πόσο  καλύτερα ζουν όλοι αυτοί όχι μονάχα σε σχέση με τους φυλακισμένους, μα και με τους μουζίκους»,  συλλογίστηκε άθελά του ο Νεχλιούντοφ άλλη μια φορά. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIX  Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠ' ΤΟΝ οποίον εξαρτιόταν η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των φυλακισμένων  στην  Πετρούπολη  ήταν  ένας  γέρος  στρατηγός  με  μεγάλη  προσφορά  στο  παρελθόν,  μα  σήμερα  μισότρελος όπως έλεγαν, απόγονος Γερμανών βαρόνων, φορτωμένος παράσημα που όμως δεν τα  φορούσε, εκτός από ένα μικρό άσπρο σταυρό στη μπουτονιέρα του. Είχε υπηρετήσει στον Καύκασο,  όπου και παρασημοφορήθηκε μ' αυτόν τον ιδιαίτερα κολακευτικό για τον ίδιο σταυρό, όταν διέταξε  Ρώσους μουζίκους, κουρεμένους, ντυμένους με στρατιωτικές στολές κι εξοπλισμένους με ντουφέκια  και  ξιφολόγχες,  να  αφανίσουν  περισσότερες  από  χίλιες  ψυχές,  ανάμεσα  στους  κατοίκους  της  περιοχής που υπερασπίζονταν την ελευθερία τους και τις εστίες τους. Στη συνέχεια υπηρέτησε στην  Πολωνία,  όπου  επίσης  ανάγκασε  τους  Ρώσους  μουζίκους  να  διαπράξουν  πολλά  και  διάφορα  εγκλήματα,  για  τα  οποία  επίσης  παρασημοφορήθηκε  με  διάφορα  μετάλλια,  για  να  στολίσει  περισσότερο  τη  στολή  του.  Αργότερα  υπηρέτησε  και  κάπου  αλλού  και  τώρα,  γέρος  πια  και  ανήμπορος, πέτυχε να του παραχωρήσουν αυτή τη θέση που του εξασφάλισε ένα ωραίο σπίτι, καλό  μισθό  και  τιμητικές  διακρίσεις.  Εκτελούσε  πάντοτε  τις  άνωθεν  εντολές  με  αυστηρότητα  και  πειθαρχούσε απαρέγκλιτα στη σκοπιμότητά τους. Αποδίδοντας σ' αυτές τις εντολές τέτοια σημασία  θεωρούσε  ότι  όλα  στον  κόσμο  μπορούσαν  ν'  αλλάξουν  εκτός  από  τις  διαταγές  που  έφθαναν  από  ψηλά.  Το  καθήκον  του  στην  τωρινή  του  υπηρεσία  ήταν  να  κρατάει  στα  μπουντρούμια  και  στην  απομόνωση  τους  πολιτικούς  κρατουμένους,  άνδρες  και  γυναίκες,  σε  τέτοιες  συνθήκες  διαβίωσης,  ώστε  οι  μισοί  απ'  αυτούς  μέσα  σε  δέκα  χρόνια  να  πάψουν  να  ζουν,  ένα  μέρος  να  τρελαθεί,  ένα  μέρος να πεθάνει από τη φυματίωση κι οι υπόλοιποι ν' αυτοκτονήσουν, άλλοι από απεργία πείνας,  άλλοι  κόβοντας  τις  φλέβες  τους  μ'  ένα  γυαλί,  άλλοι  φτιάχνοντας  μια  πρόχειρη  κρεμάλα  κι  άλλοι  αυτοπυρπολούμενοι.  Ο γερο‐στρατηγός είχε πλήρη γνώση για το τι συνέβαινε στη φυλακή, όλα όσα γίνονταν συνέβαιναν  μπροστά στα μάτια του, όμως τίποτ' απ' όλα αυτά δεν τον άγγιζε, δεν τον συγκινούσε, όπως δεν τον  συγκινούσαν  οι  φυσικές  καταστροφές  που  προκαλούσαν  οι  καταιγίδες,  οι  πλημμύρες  και  τα  παρόμοια. Ήξερε ότι όλα αυτά τα περιστατικά διαδραματίζονταν με άνωθεν διαταγές εξ ονόματος  της  Αυτού  Μεγαλειότητος  του  Αυτοκράτορος.  Οι  διαταγές  αυτές  έπρεπε  αναντίρρητα  να  εφαρμοστούν  και  γι'  αυτό  δεν  ωφελούσε  καθόλου  καμία  σκέψη  για  τις  συνέπειες  που  είχαν.  Ο  γερο‐στρατηγός ούτε που επέτρεπε στον εαυτό του να διανοείται τέτοια πράγματα, θεωρώντας σαν  πατριωτικό,  στρατιωτικό  του  χρέος  να  μην  σκέφτεται  για  να  μην  εξασθενεί  η  βούλησή  του  στην  εκτέλεση αυτών των πολύ σημαντικών, όπως θεωρούσε, καθηκόντων του.  Μια  φορά  την  εβδομάδα  ο  γερο‐στρατηγός,  σύμφωνα  με  τον  κανονισμό,  έκανε  επιθεώρηση  στα  μπουντρούμια  και  ρωτούσε  τους  κρατούμενους,  αν  είχαν  κάποιο  αίτημα.  Οι  κρατούμενοι  του  ζητούσαν  διάφορα  πράγματα.  Τους  άκουγε  πάντοτε  ήρεμος,  μ'  απίστευτη  αταραξία,  μα  ποτέ  δεν  ικανοποιούσε  κανένα  τους  αίτημα  γιατί,  κατά  τη  γνώμη  του,  όλα  ήταν  εκτός  της  προβλεπόμενης  νομοθεσίας.  Την ώρα που τ' αμάξι του Νεχλιούντοφ έφθανε στον τόπο διαμονής του γερο‐στρατηγού, το ρολόι  του πύργου στο Φρούριο έπαιζε με τα μελωδικά καμπανάκια του την προσευχή «Δόξα τω Υψίστω  Θεώ» κι αμέσως μετά οι δείκτες κτύπησαν δύο μετά το μεσημέρι. Με τη μελωδία του ρολογιού, ο  Νεχλιούντοφ  άθελά  του  θυμήθηκε  κάτι  απ'  τις  αναμνήσεις  των  Δεκεμβριστών  για  την  απήχηση  αυτής της γλυκιάς μουσικής στην ψυχή των ισοβιτών που την άκουγαν κάθε μέρα την ίδια πάντοτε  ώρα. Ο γερο‐στρατηγός, την ώρα που ο Νεχλιούντοφ πλησίαζε την είσοδο του διαμερίσματός του,  καθόταν στο  σκοτεινό σαλόνι του μπροστά από ένα  ξυλόγλυπτο τραπεζάκι και μαζί μ' έναν νεαρό  ζωγράφο, αδελφό κάποιου υφισταμένου του, περιστρέφανε ένα δισκάκι πάνω σ' ένα φύλλο χαρτί.  Τα λεπτά, υγρά κι αδύνατα δάχτυλα του ζωγράφου ήταν κλεισμένα μέσα στα δύσκαμπτα, ζαρωμένα  κι αποστεωμένα δάχτυλα του γερο‐στρατηγού. Κι έτσι όπως ήταν ενωμένα, τα χέρια ακολουθούσαν  πέρα δώθε την τροχιά που διέγραφε το αναποδογυρισμένο δισκάκι στο φύλλο χαρτιού, όπου πάνω  Digitized by 10uk1s 

  του ήταν γραμμένα όλα τα γράμματα τ' αλφάβητου. Το δισκάκι στη θέση ισορροπίας έδινε στο γερο  ‐ στρατηγό απάντηση στην ερώτησή του για το πώς οι ψυχές θα αναγνωρίσουν η μία την άλλη μετά  το θάνατο.  Τη  στιγμή  που  ένας  απ'  τους  ιπποκόμους  έμπαινε  να  αναγγείλει  την  άφιξη  του  Νεχλιούντοφ,  το  πνεύμα της Ζαν ντ' Αρκ αποκτώντας υπόσταση μέσα απ' το δισκάκι μιλούσε στο γερο ‐στρατηγό. Το  πνεύμα της Ζαν ντ' Αρκ είχε κιόλας μιλήσει γράμμα γράμμα: «Θα αναγνωρίζουν η μία την άλλη...» κι  η  φράση  αυτή  είχε  γραφεί  στο  χαρτί.  Όταν  μπήκε  ο  ιπποκόμος,  το  δισκάκι  έχοντας  ήδη  δείξει  το  «μ»,  το  «ε»  κι  από  κει  το  «τ»,  σταμάτησε  μετέωρο  στο  γράμμα  αυτό.  Αυτή  η  φευγαλέα  παλινδρόμηση έγινε, γιατί ο γερο‐στρατηγός πίστευε πως το επόμενο γράμμα, έπρεπε  να  είναι το  «α»  μια  και  η  Ζαν  ντ'  Αρκ  έπρεπε  να  πει  πως  οι  ψυχές  θ'  αναγνωρίζουν  η  μία  την  άλλη  μετά  την  κάθαρσή τους από καθετί το επίγειο ή, κάτι παρόμοιο, και γι' αυτό το επόμενο γράμμα έπρεπε να  είναι οπωσδήποτε το «α».  Ο  ζωγράφος  όμως  πίστευε  πως  το  επόμενο  γράμμα  έπρεπε  να  είναι  οπωσδήποτε  το  «φ»  γεγονός  που σήμαινε, κατά τη γνώμη του, πως οι ψυχές στην άλλη ζωή θα αναγνωρίζουν η μία την άλλη με  φως  που  θα  εκπηγάζει  απ'  το  αστρικό  τους  σώμα.  Ο  στρατηγός  σουφρώνοντας  με  κατήφεια  τα  πυκνά,  άσπρα  του  φρύδια,  στύλωσε  τα  μάτια  του  στο  χέρια  του  πάνω  απ'  το  δισκάκι  και  αυθυποβαλλόμενος πως το δισκάκι κουνιόταν μόνο του, το τράβηξε προς τη μεριά του «α», όπως  ακριβώς ήθελε.  Ο  νεαρός  όμως  ζωγράφος  με  την  αναιμική  κράση,  τα  τραβηγμένα  πίσω  απ'  τ'  αφτιά  του  λιπαρά  μαλλιά  κοιτάζοντας  τη  σκοτεινή  γωνιά  του  σαλονιού  με  τ'  άψυχα  γαλάζια  μάτια  του  και  με  μια  νευρική σύσπαση των χειλιών, τράβηξε το δισκάκι στο γράμμα «φ».  Ο  στρατηγός  έδειξε  να  εκνευρίζεται  που  του  διέκοψαν  την  ασχολία  του  την  ώρα  εκείνη  και  αφού  έμεινε  για  ένα  λεπτό  αμίλητος  πήρε  το  επισκεπτήριο  απ'  τον  ιπποκόμο,  φόρεσε  τα  πενς  ‐νε  και  βογκώντας  από  έναν  πόνο  στην  οσφυϊκή  χώρα,  σηκώθηκε  όρθιος  αποκαλύπτοντας  το  θεόρατο  παράστημά του και τρίβοντας τα αρθριτικά του χέρια, είπε:  —Οδήγησέ τον στο γραφείο μου.  —Παρακαλώ, επιτρέψτε μου Εξοχότατε να τελειώσω μόνος μου, είπε ο ζωγράφος και σηκώθηκε. — Την αισθάνομαι ζωντανή την παρουσία.  —Καλά,  τελειώστε  το  μόνος  σας,  αποκρίθηκε  μ'  αποφασιστικό  κι  αυστηρό  τόνο  στη  φωνή  του  ο  στρατηγός  και  έσυρε  με  μεγάλες  δρασκελιές  τ'  άκαμπτα  πόδια  του  βαδίζοντας  σταθερά  και  ζυγισμένα.  —Χαρά μου, που σας βλέπω, είπε ο στρατηγός στον Νεχλιούντοφ προφέροντας με την τραχιά του  φωνή  τα  ευγενικά  αυτά  λόγια,  δείχνοντας  του  την  ίδια  στιγμή  μια  πολυθρόνα  εμπρός  απ'  το  γραφείο του. —Έχετε καιρό στην Πετρούπολη;  Ο Νεχλιούντοφ του απάντησε πως είχε έρθει πρόσφατα.  —Η πριγκίπισσα μητέρα σας τι κάνει; Είναι καλά ;  —Η μητέρα μου έχει πεθάνει.  —Συγχωρέστε  με,  δεν  το  ήξερα...  Τα  θερμά  μου  συλλυπητήρια.  Ο  γιος  μου  μού  είπε  πως  σας  συνάντησε.  Digitized by 10uk1s 

  Ο γιος του στρατηγού είχε την ίδια σταδιοδρομία με τον πατέρα του και αφού αποφοίτησε από τη  Στρατιωτική  Ακαδημία  υπηρέτησε  στην  Υπηρεσία  Κατασκοπείας  καμαρώνοντας  πάντοτε  για  τις  υποθέσεις που του είχαν αναθέσει στον τομέα διεύθυνσής της.  —Ξέρετε, βέβαια, πως υπηρετήσαμε μαζί με τον πατέρα σας. Ήμασταν φίλοι και σύντροφοι. Εσείς,  θα υπηρετείτε επίσης ε;  —Όχι, δεν υπηρετώ πλέον. Ο στρατηγός κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του.  —Έχω μια παράκληση για σας στρατηγέ μου, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Ω, ω! μεγάλη μου ευχαρίστηση! Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;  —Αν  η  παράκλησή  μου  σάς  φανεί  άτοπη,  παρακαλώ,  συγχωρέστε  με.  Πρέπει  όμως  να  σας  την  υποβάλω. —Περί τίνος πρόκειται;  —Στη  φυλακή  σας  κρατείται  κάποιος  Γκουρκιέβιτς.  Η  μητέρα  του,  λοιπόν,  παρακαλεί  να  τον  συναντήσει ή, τουλάχιστον να μπορέσει να του στείλει βιβλία.  Ο  στρατηγός  δεν  έδειξε  καμία  έκφραση,  ούτε  ικανοποίησης  ούτε  δυσφορία  στο  αίτημα  του  Νεχλιούντοφ και σκύβοντας το κεφάλι στο πλάι μισόκλεισε τα βλέφαρά του δίνοντας την εντύπωση  πως  είχε  πέσει  σε  συλλογισμό.  Όμως,  στην  πραγματικότητα,  δεν  σκεφτόταν  τίποτα  απολύτως  και  δεν  έδειχνε  κατά  βάθος  το  παραμικρό  ενδιαφέρον  για  το  αίτημα  του  Νεχλιούντοφ,  γνωρίζοντας  πολύ  καλά  πως  θα  του  απαντούσε  όπως  όριζε  ο  νόμος.  Απλώς  χαλάρωνε  τη  σκέψη  του  και  ξεκούραζε το πνεύμα του, διώχνοντας κάθε ερέθισμα.  —Μα,  ξέρετε,  βέβαια,  πως  δεν  είναι  στο  χέρι  μου,  είπε  παίρνοντας  μια  μικρή  ανάσα.  —Για  τις  επισκέψεις  υπάρχει  σαφής  κανονισμός  από  τον  Αυτοκράτορα  κι  ό,τι  επιτρέπεται  αυτό  γίνεται.  Τώρα,  σε  σχέση  με  τα  βιβλία,  έχω  να  σας  πω  ότι  εδώ  διαθέτουμε  βιβλιοθήκη  και  δίνουμε  στους  κρατούμενους αυτά τα βιβλία που επιτρέπονται.  —Ναι, αλλά αυτός χρειάζεται επιστημονικά βιβλία, θέλει να μελετήσει.  —Μην τα πιστεύετε όλ' αυτά! —Ο στρατηγός σώπασε προς στιγμή. —Δεν πρόκειται να μελετήσει.  Απλά δημιουργεί τη σχετική φασαρία.  —Μα  πώς,  αφού  πρέπει  να  έχουν  κάτι  να  γεμίζουν  τον  καιρό  τους  στη  φοβερή  κατάσταση  που  ζούνε...  —Αιώνια  παραπονιούνται  αυτοί,  είπε  ο  στρατηγός.  —Τους  ξέρουμε  καλά!  —Μιλούσε  γενικά  για  τους κρατούμενους με τέτοιο ύφος λες κι αναφερόταν σε κάποιο ιδιαίτερο, φαύλο είδος ανθρώπων.  —Κι  όμως  εδώ  βρίσκουν  τέτοιες  ανέσεις  που  σπάνια  τις  συναντάς  σ'  άλλες  φυλακές,  συνέχισε  ο  στρατηγός.  Θέλοντας να δικαιώσει τα όσα έλεγε, σηκώθηκε κι άρχισε να περιγράφει με λεπτομέρειες όλες τις  ανέσεις  που  παρείχαν  στους  έγκλειστους,  λες  και  ο  κύριος  σκοπός  της  φυλακής  εκείνης  ήταν  να  παρέχει στους τροφίμους της ευχάριστες συνθήκες διαμονής.  —Παλιότερα, είν' αλήθεια, οι συνθήκες ήταν πολύ σκληρές εδώ μέσα, μα σήμερα είναι θαυμάσιες.  Τρώνε  τρεις  φορές  τη  μέρα  και  πάντοτε  τη  μία  φορά  κρέας,  κεφτέδες  ή  κοτολέτες.  Τις  Κυριακές  έχουν και τέταρτο πιάτο, τρώνε γλυκό. Μακάρι να 'τρωγε και ο κάθε Ρώσος έτσι!  Digitized by 10uk1s 

  Ο  στρατηγός,  όπως  και  όλοι,  οι  γέροι  άνθρωποι,  εκφράζοντας  τελικά  αυτό  που  ήθελε  να  πει,  το  'λεγε  και  το  ξανάλεγε  πολλές  φορές  προσπαθώντας  έτσι  ν'  αποδείξει  την  απαιτητικότητα  και  την  αχαριστία των κρατουμένων.  —Βιβλία τούς δίνουμε και μάλιστα πνευματικού περιεχομένου, αλλά και παλιά περιοδικά. Έχουμε  μια πλήρη βιβλιοθήκη με τ' απαραίτητα για τον σκοπό αυτό βιβλία. Μόνο που σπάνια τα διαβάζουν.  Στην αρχή καμώνονται πως ενδιαφέρονται, μα ύστερα τ' αφήνουν άθικτα στα ράφια, τα καινούρια  βιβλία  έχουν  άκοπες  τις  σελίδες  τους  πάνω  απ'  τη  μέση  και  τα  παλιά  ούτε  που  τα  ξεφυλλίζουν  καθόλου.  Καταφύγαμε  μάλιστα  —  είπε  μ'  ένα  ανεπαίσθητο  χαμόγελο  —  και  σ'  ένα  τέχνασμα:  βάλαμε  χαρτάκια  στις  σελίδες  για  σημάδια.  Δυστυχώς  εκεί  έμειναν  απείραχτα.  Ούτε  να  γράφουν,  βέβαια, τους απαγορεύουμε, συνέχισε ο στρατηγός. Τους δίνουμε πλάκα, τους δίνουμε κοντύλι κι  έτσι  μπορούν  να  γράφουν  και  να  περνούν  ευχάριστα  την  ώρα  τους.  Μπορούν  να  σβήνουν  και  να  γράφουν όσες φορές θέλουν. Μα, και πάλι δεν γράφουν. Ξέρετε, όλοι τους πολύ γρήγορα γίνονται  τελείως  άπραγοι.  Μονάχα  στην  αρχή  είναι  ανήσυχοι,  μα  ύστερα  είναι  δυσκίνητοι,  παχαίνουν  μάλιστα  και  γίνονται  τελείως  απαθείς,  έλεγε  ο  στρατηγός  χωρίς  καν  να  υποψιάζεται  τη  φριχτή  εκείνη σημασία των όσων έλεγε...  Ο  Νεχλιούντοφ  άκουγε  τη  βραχνή,  γεροντική  του  φωνή,  κοίταζε  τ'  αποστεωμένα  του  άκρα,  τα  πρησμένα του μάτια κάτω απ' τα άσπρα τοξόφρυδα, τις γέρικες κρεμασμένες, μα φρεσκοξυρισμένες  παρειές,  που  τις  έφραζε  ο  ψηλός  γιακάς  της  στολής,  τον  άσπρο  σταυρό,  που  με  τόση  περηφάνια  φορούσε  ο  άνθρωπος  αυτός,  ιδίως  γιατί  του  είχε  απονεμηθεί  χάρη  στα  απάνθρωπα  και  ομαδικά  εγκλήματα  που  είχε  διαπράξει,  και  καταλάβαινε  καλά  μέσα  του  πως  ήταν  ανώφελο  να  προβάλει  κάποιον αντίλογο, να επιχειρήσει να του εξηγήσει τη σημασία των όσων έλεγε. Έκανε, ωστόσο, μια  προσπάθεια  και  ρώτησε  για  άλλη  μια  περίπτωση  σχετικά  με  την  κρατούμενη  Σουστόβα,  για  την  οποία είχε μάθει τώρα πως έπρεπε να είχε κιόλας αποφυλακιστεί.  —Σουστόβα,  Σουστόβα...  Δεν  τους  θυμάμαι  όλους  με  τα  ονόματά  τους.  Είναι  βλέπετε  τόσοι  πολλοί..., είπε κατηγορώντας τους φυσικά, γιατί είχαν μαζευτεί τόσοι πολλοί εκεί μέσα.  Χτύπησε το κουδούνι και ζήτησε τον υπάλληλο της υπηρεσίας μητρώων της φυλακής.  Όση  ώρα  έψαχναν  τον  υπάλληλο,  ο  στρατηγός  εξόρκιζε  τον  Νεχλιούντοφ  να  ξαναγυρίσει  στο  στράτευμα,  λέγοντας  πως  οι  τίμιοι  κι  ευγενείς  άνθρωποι,  υπονοώντας  φυσικά  και  τον  εαυτό  του,  χρειάζονται  όσο  τίποτε  άλλο  στον  Αυτοκράτορα...  και  «στην  πατρίδα»,  πρόσθεσε  για  να  κάνει  προφανώς πιο άρτιο το λόγο του.  —Να, εγώ γέρασα, κι όμως είμαι ακόμα στην υπηρεσία, όσο ακόμα μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις  μου.  Ο υπάλληλος των μητρώων της φυλακής ένας ξερακιανός, στη κυριολεξία σουφρωμένος άνδρας μ'  ανήσυχα  κι  έξυπνα  μάτια,  ήρθε  να  πληροφορήσει  τον  Νεχλιούντοφ  ότι  η  Σουστόβα  ήταν  ακόμα  μέσα, σε κάποια περίεργη απομόνωση και πως δεν είχαν σταλεί ακόμα τα χαρτιά της.  —Μόλις μας τα στείλουν, την ίδια μέρα κιόλας θα την αφήσουμε να φύγει. Δεν τους κρατάμε εμείς  εδώ, δεν μας είναι και τόσο απαραίτητη η παρουσία τους, είπε ο στρατηγός προσπαθώντας μάταια  και πάλι να χαμογελάσει μ' ένα ζωηρό μορφασμό στραβώνοντας το γέρικο πρόσωπό του.  Ο Νεχλιούντοφ σηκώθηκε, προσπαθώντας να κρύψει την ανάμικτη έκφραση αηδίας και οίκτου που  ένιωθε ταυτόχρονα γι' αυτό τον φριχτό γέρο. Κι ο γέρος, με τη σειρά του, πίστευε πως δεν έπρεπε  την  ώρα  αυτή  να  φανεί  υπερβολικά  αυστηρός  απέναντι  στον  ελαφρόμυαλο  και  προφανώς  παραστρατημένο γιο του παλιού του συντρόφου και να τον αφήσει να φύγει χωρίς τις απαραίτητες  Digitized by 10uk1s 

  νουθεσίες.  —Στο  καλό  να  πάτε  αγαπητέ  μου  και  μη  μου  κρατήσετε  κακία.  Από  αγάπη  σας  μιλάω.  Μη  συναναστρέφεστε  με  ανθρώπους  που  έχουν  περάσει  από  εδώ  μέσα.  Δεν  υπάρχουν  αθώοι  εδώ.  Όλοι  τους  είναι  πέρα  για  πέρα  διεστραμμένοι,  είναι  οι  πιο  ανήθικοι  απ'  όλους.  Κι  αυτό  εμείς,  βέβαια, το γνωρίζουμε, είπε μ' έναν τόνο που δεν άφηνε κανένα περιθώριο για αμφισβήτηση.  Ο  ίδιος  πράγματι  δεν  αμφισβητούσε  αυτά  που  έλεγε  κι  αυτό  όχι  επειδή  ήταν  όντως  έτσι,  αλλά  επειδή, αν δεν ήταν έτσι τότε θα έπρεπε να παραδεχθεί για τον εαυτό του πως δεν ήταν όχι μονάχα  δοξασμένος  ήρωας  που  διάγει  μια  έντιμη  και  ενάρετη  ζωή,  μα  ένας  αχρείος  που  ξεπουλάει  τη  συνείδησή του. —Το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να υπηρετήσετε και πάλι, συνέχισε. —Ο  Αυτοκράτορας χρειάζεται τους έντιμους ανθρώπους... όπως κι η πατρίδα, πρόσθεσε. —Σκεφτήκατε  τι  θα  γινόταν,  αν  εγώ  κι  όλοι  σαν  εσάς  δεν  υπηρετούσαμε;  Τι  θ'  απόμενε,  μου  λέτε;  Επικρίνουμε,  τελικά, τους θεσμούς κι οι ίδιοι δεν επιθυμούμε να βοηθήσουμε την κυβέρνηση.  Ο  Νεχλιούντοφ  έβγαλε  ένα  βαθύ  αναστεναγμό,  υποκλίθηκε  ταπεινά,  έσφιξε  συγκαταβατικά  το  τραχύ αρθριτικό χέρι που του άπλωσε ο στρατηγός και βγήκε απ' το δωμάτιο.  Ο στρατηγός κούνησε μ' αποδοκιμασία το κεφάλι του και αφού έτριψε με τα χέρια του τη μέση του,  γύρισε στο σαλόνι που τον περίμενε ο ζωγράφος, ο οποίος στο μεταξύ είχε αποκωδικοποιήσει την  απάντηση  που  του  έστειλε  το  πνεύμα  της  Ζαν  ντ'  Αρκ.  Ο  στρατηγός  φόρεσε  τα  πενς‐νε  του  και  διάβασε  το  μήνυμα:  «Θα  αναγνωρίζουν  η  μία  την  άλλη  από  το  φως  που  θα  εκπορεύεται  απ'  το  αστρικό τους σώμα».  —Α,  έκανε  με  ικανοποίηση  ο  στρατηγός  κλείνοντας  τα  μάτια.  —Μα  πώς  θα  ξεχωρίζουν  τη  στιγμή  που το φως είναι ένα και μοναδικό για όλους; ρώτησε και, συμπλέκοντας και πάλι τα δάχτυλά του  με τα δάχτυλα του ζωγράφου, κάθισε γύρω απ' το τραπεζάκι.  Ο αμαξάς του Νεχλιούντοφ, οδήγησε την άμαξα προς την πύλη του Φρουρίου.  —Δεν υποφέρεται εδώ μέσα κύριε. Τι κατάθλιψη είναι τούτη! είπε γυρίζοντας στον Νεχλιούντοφ. — Ήθελα να φύγω, αν αργούσατε λίγο ακόμα...  —Πράγματι κατάθλιψη, συμφώνησε μαζί του ο Νεχλιούντοφ παίρνοντας μια βαθιά ανάσα μ' όλη τη  δύναμη  των  πνευμόνων  του.  Κάθισε  αναπαυτικά  στη  θέση  του  στυλώνοντας  τα  μάτια  στα  μολυβένια  σύννεφα  που  γλιστρούσαν  στον  ουρανό  πέρα  στον  ορίζοντα,  εκεί  που  έσμιγε  με  τις  ασημένιες ρυτίδες του Νιεβά, πίσω απ' τις βάρκες και τ' ατμόπλοια. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX  ΤΗΝ  ΑΛΛΗ  ΜΕΡΑ  είχε  οριστεί  η  εκδίκαση  της  υπόθεσης  της  Μάσλοβα  κι  ο  Νεχλιούντοφ  πήγε  στη  Γερουσία. Ο δικηγόρος τον συνάντησε στην μεγαλόπρεπη είσοδο του μεγάρου όπου περίμεναν ήδη  κάμποσες άμαξες. Αφού ανέβηκε στο δεύτερο όροφο από μια επιβλητική, καλλιμάρμαρη σκάλα, ο  δικηγόρος που ήξερε τα κατατόπια, έστριψε αριστερά και πέρασε μια πόρτα πάνω στην οποία ήταν  χαραγμένη  η  ημερομηνία  θέσπισης  των  δικαστικών  κωδίκων.  Έβγαλε  το  παλτό  του  στο  μακρύ  προθάλαμο και μαθαίνοντας από τον θυρωρό πως οι γερουσιαστές ήταν κιόλας στη θέση τους —ο  τελευταίος  μόλις  είχε  περάσει—  ο  Φανάριν  με  φράκο  και  άσπρη  γραβάτα  στο  άψογο,  άσπρο  του  πουκάμισο,  ευδιάθετος  και  γεμάτος  αυτοπεποίθηση,  μ'  έναν  αέρα  στο  βήμα  του,  πέρασε  στην  πλαϊνή  αίθουσα.  Μπαίνοντας,  αντίκρυσε  δεξιά  μια  μεγάλη  εντοιχισμένη  ντουλάπα,  πλάι  ένα  γραφείο  κι  αριστερά  μια  στριφτή  σκάλα  απ'  όπου  κατέβαινε  τη  στιγμή  εκείνη  ένας  κομψός  υπάλληλος με στολή κρατώντας υπό μάλης ένα χαρτοφύλακα. Στην αίθουσα προκαλούσε εντύπωση  η  σεβάσμια  φιγούρα  ενός  γέροντα  με  πατριαρχική  θωριά,  με  μακριά  άσπρα  μαλλιά,  σακάκι  και  γκρίζα πανταλόνια γύρω απ' τον οποίο στέκονταν με απόλυτη ευλάβεια δύο κλητήρες.  Ο γέροντας με τ' άσπρα μαλλιά προχώρησε προς την εντοιχισμένη ντουλάπα, πέρασε μέσα κι έγινε  άφαντος. Την ίδια στιγμή ο Φανάριν είδε έναν γνωστό του δικηγόρο, κι αυτόν με άσπρη γραβάτα  και  φράκο,  και  άνοιξε  μαζί  του  μια  ζωηρή  συζήτηση.  Ο  Νεχλιούντοφ  στεκόταν  παράμερα  και  κοιτούσε ερευνητικά όσους ήταν στην αίθουσα. Ήταν συγκεντρωμένα γύρω στα δεκαπέντε άτομα κι  ανάμεσά τους δυο γυναίκες, μία νέα που φορούσε  πενς‐νε και μία άλλη γκριζομάλλα. Η υπόθεση  που  θα  συζητιόταν  αφορούσε  κατηγορία  σε  βάρος  του  Τύπου  για  δυσφήμηση  και  γι'  αυτό  το  ακροατήριο  ήταν  πιο  μεγάλο  από  το  συνηθισμένο  μια  και  οι  περισσότεροι  ήταν  κατά  κύριο  λόγο  δημοσιογράφοι.  Ο δικαστικός κλητήρας, ένας ωραίος άνδρας με ροδοκόκκινο πρόσωπο κι άψογη στολή, κρατώντας  ένα  έγγραφο  στο  χέρι,  πλησίασε  τον  Φανάριν  και  τον  ρώτησε  σε  ποια  υπόθεση  θα  παρίστατο  και  μαθαίνοντας  ότι  επρόκειτο  για  την  υπόθεση  της  Μάσλοβα,  σημείωσε  κάτι  κι  απομακρύνθηκε.  Τη  στιγμή εκείνη η εντοιχισμένη ντουλάπα άνοιξε και ξεπρόβαλε ο γέροντας με την πατριαρχική θωριά,  αυτή  τη  φορά  φορώντας  όχι  το  σακάκι  του,  αλλά  μια  παράξενη  στολή  με  κεντητά  γαλόνια  κι  απαστράφτουσες  μεταλλικές  κονκάρδες  στο  στήθος  που  τον  έκαναν  να  μοιάζει  με  πτηνό.  Αυτό  το  γελοίο  κοστούμι,  προφανώς,  εκνεύριζε  και  τον  ίδιο,  γι'  αυτό  επιτάχυνε  το  βήμα  του  και  γρήγορα  γρήγορα μπήκε σε μια πόρτα διαμετρικά αντίθετα από εκείνη της εισόδου.  —Αυτός  είναι  ο  Μπε,  ένας  καθ'  όλα  αξιοσέβαστος  άνθρωπος,  είπε  ο  Φανάριν  στον  Νεχλιούντοφ,  που  αφού  τον  σύστησε  στον  συνάδελφό  του,  άρχισε  να  του  διηγείται  για  την  επικείμενη  πολύ  ενδιαφέρουσα, κατά την γνώμη του, δίκη.  Η  συνεδρίαση  άρχισε  αμέσως  κι  ο  Νεχλιούντοφ  με  τους  άλλους  πέρασαν  στην  αίθουσα  των  συνεδριάσεων, αριστερά.  Όλοι,  μαζί  τους  κι  ο  Φανάριν,  πέρασαν  και  κάθησαν  πίσω  απ'  το  κιγκλίδωμα,  στις  θέσεις  του  ακροατηρίου. Μονάχα ο δικηγόρος από την Πετρούπολη πήγε να καθήσει στο έδρανο μπροστά απ'  το κιγκλίδωμα.  Η  αίθουσα  συνεδριάσεων  της  Γερουσίας  ήταν  πιο  μικρή  από  την  αίθουσα  του  περιφερειακού  δικαστηρίου,  με  πιο  λιτή  διακόσμηση,  με  τη  μόνη  διαφορά  ότι  αυτή  τη  φορά  τα  έδρανα  των  γερουσιαστών  δεν  ήταν  καλυμμένα  με  πράσινη  τσόχα,  αλλά  με  βαθύ  πορφυρόχρωμο  βελούδο,  κεντημένο με χρυσά σιρίτια. Όλα τα άλλα στοιχεία του εσωτερικού διάκοσμου της αίθουσας ήταν  πανομοιότυπα,  όπως  πάντοτε,  σ'  όλα  τα  δικαστήρια:  το  έμβλημα  της  νομιμότητας65,  η  εικόνα  του  Εσταυρωμένου, το πορτραίτο του Αυτοκράτορα. Το ίδιο επίσημα ανήγγειλε κι εδώ την έναρξη της  Digitized by 10uk1s 

  συνεδρίασης ο κλητήρας: «Κύριοι, το δικαστήριο!» Το ίδιο κι εδώ σηκώθηκαν αμέσως όλοι, και οι  γερουσιαστές  με  τον  ίδιο  τρόπο  κι  αυτοί  πέρασαν  στην  αίθουσα,  φορώντας  την  τήβεννο,  για  να  καθίσουν  επίσης  στις  πολυθρόνες  τους  με  τις  ψηλές  πλάτες,  με  το  ίδιο  ύφος,  ακουμπώντας  τους  αγκώνες στα έδρανα προσπαθώντας να φαίνονται φυσικοί.  Οι  γερουσιαστές  στην  έδρα  ήταν  τέσσερις:  ο  προεδρεύων  Νικίτιν,  ένας  άνδρας  με  ξυρισμένο  κεφάλι,  στενό  φρεσκοξυρισμένο  πρόσωπο  και  παγερό  σαν  ατσάλι  βλέμμα∙  ο  Βολφ  με  έντονα  σουφρωμένα  χείλη  και  άσπρα,  κοντά  χέρια  που  ξεφύλλιζε  τα  έγγραφα  του  φακέλου∙  ο  Σκοβορόντνικοφ,  ένας  παχύς,  μελαγχολικός,  βλογιοκομμένος  άνδρας,  γνωστός  ως  έγκριτος  νομομαθής και, τέλος, ο Μπε εκείνος ο πατριαρχικός γέροντας που είχε έρθει τελευταίος. Μαζί με  τους  γερουσιαστές  μπήκαν  ο  γραμματέας  και  ο  αναπληρωτής  γενικός  εισαγγελέας,  ένας  νεαρός  άνδρας  μετρίου  αναστήματος,  λιγνός,  φρεσκοξυρισμένος,  μ'  έντονα  μαυριδερό  πρόσωπο  και  μαύρα, θλιμμένα μάτια. Ο Νεχλιούντοφ, μόλις τον αντίκρισε, αμέσως αναγνώρισε στο πρόσωπό του  — παρά το γεγονός ότι φορούσε εκείνη την παράξενη στολή και είχε να τον δει έξι περίπου χρόνια  — έναν από τους πιο επιστήθιους φίλους των φοιτητικών του χρόνων.  —Τον αναπληρωτή γενικό εισαγγελέα, Σελιένιν τον λένε; ρώτησε τον δικηγόρο.  —Ναι, γιατί;  —Τον ξέρω πολύ καλά, είναι ένας θαυμάσιος άνθρωπος.  —Και ικανός γενικός εισαγγελέας, καταρτισμένος. Αυτόν να πιάσετε και να του μιλήσετε, πρόσθεσε  ο Φανάριν.  —Τουλάχιστον,  αυτός,  το  πιστεύω,  θα  ενεργήσει  κατά  συνείδηση,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ,  που  θυμήθηκε  τις  στενές  του  σχέσεις  και  τη  φιλία  του  με  τον  Σελιένιν  ο  οποίος  ξεχώριζε  για  τις  αγνές  αρετές του, την εντιμότητα, την ακεραιότητα του χαρακτήρα με την καλύτερη σημασία του όρου.  —Όμως  και  να  θέλατε  να  του  μιλήσετε  είναι  αργά  τώρα,  ψιθύρισε  ο  Φανάριν  που  είχε  συγκεντρώσει  την  προσοχή  του  στη  διαδικασία  που  είχε  ήδη  αρχίσει  με  την  ανάγνωση  της  προσφυγής.  Η  υπόθεση  αφορούσε  σε  επαναληπτική  έφεση  προς  το  εφετείο  που  είχε  επικυρώσει  απόφαση περιφερειακού δικαστηρίου.  Ο  Νεχλιούντοφ  άκουγε  και  προσπαθούσε  να  καταλάβει  το  νόημα  όσων  διαδραματίζονταν,  όμως,  όπως  και  τότε  στο  περιφερειακό  δικαστήριο  έτσι  και  εδώ,  αυτό  που  τον  δυσκόλευε  ήταν  ότι  η  συζήτηση δεν άγγιζε τον πυρήνα της υπόθεσης, αλλά ένα τελείως επιμέρους ζήτημα. Κεντρικό θέμα  ήταν  η  δημοσίευση  ενός  άρθρου  σε  εφημερίδα  που  αποκάλυπτε  τις  απάτες  του  προέδρου  μιας  μετοχικής  εταιρείας.  Θα  περίμενε  κανείς  πως  το  ζητούμενο  θα  έπρεπε  να  είναι  η  τεκμηρίωση  της  κατηγορίας σε βάρος του προέδρου, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος έκλεβε τους μετόχους που του  εμπιστεύονταν  τα  χρήματά  τους,  και  τι  μέτρα  θα  μπορούσαν  να  ληφθούν  για  να  σταματήσει  η  υπεξαίρεση  των  χρημάτων  τους.  Όμως,  γι'  αυτά  ούτε  που  έγινε  λόγος.  Η  όλη  συζήτηση  περιστράφηκε γύρω από το αν ο εκδότης της εφημερίδας που δημοσίευσε το άρθρο του συντάκτη  ενέργησε  σύμφωνα  με  το  νόμο  και  τι  αδίκημα  διέπραξε  επιτρέποντας  τη  δημοσίευσή  του:  δυσφήμιση ή συκοφαντία; Ακόμα, η έννοια της δυσφήμησης περιέκλειε την έννοια της συκοφαντίας  ή  η  έννοια  της  συκοφαντίας  περιέκλειε  την  έννοια  της  δυσφήμησης;  Επί  πλέον,  γινόταν  αντιπαράθεση  απόψεων  για  ζητήματα  ακατανόητα  στους  πολλούς  που  αφορούσαν  σε  διάφορες  διατάξεις κι αποφάσεις κάποιας κεντρικότερης υπηρεσίας.  Το μόνο που κατάλαβε ο Νεχλιούντοφ ήταν πως ο Βολφ, βασικός εισηγητής στην υπόθεση, αν και  χθες  τον  έπειθε  κατηγορηματικά  ότι  το  σώμα  της  Γερουσίας  δεν  υπεισέρχεται  στην  εξέταση  της  Digitized by 10uk1s 

  ουσίας,  στη  δεδομένη  περίπτωση  μεροληπτούσε  τόσο  κραυγαλέα  ως  προς  την  απόφαση  του  εφετείου που ο Σελιένιν αναγκάστηκε, παρά την έμφυτη ψυχραιμία του, να εκραγεί και να εκφράσει  την  έντονη  αντίθεσή  του.  Αυτή  η  έκρηξη  του  πάντοτε  ψύχραιμου  Σελιένιν,  που  εξέπληξε  τον  Νεχλιούντοφ, οφειλόταν στο γεγονός ότι εκείνος γνώριζε πως ο πρόεδρος της μετοχικής εταιρείας  ήταν ένας αφερέγγυος και ανέντιμος στις συναλλαγές του άνθρωπος. Επί πλέον είχε πληροφορηθεί,  εντελώς  τυχαία,  ότι  ο  Βολφ  σχεδόν  την  παραμονή  της  συνεδρίασης  ήταν  στο  σπίτι  του  επιχειρηματία αυτού όπου του είχε παραθέσει πλούσιο γεύμα. Και τώρα, όταν ο Βολφ επιχειρούσε  πολύ προσεκτικά, αλλά σαφώς μονόπλευρα να εισηγηθεί σχετικά με το όλο θέμα, ο Σελιένιν έχασε  την  υπομονή  του  και  μ'  ασυγκράτητο  για  τα  νομικά  ειωθότα  ύφος  οργής  τον  αντέκρουσε.  Η  αγόρευσή  του,  προφανώς,  προσέβαλε  τον  Βολφ,  που  το  πρόσωπό  του  κοκκίνισε  και  συσπάστηκε  νευρικά.  Έκανε  κάποιες  βουβές  χειρονομίες  έκπληξης  και  απορίας  για  όσα  άκουγε  και  με  έντονα  θιγμένη αξιοπρέπεια αποσύρθηκε μαζί με τους άλλους γερουσιαστές στην αίθουσα διασκέψεων.  —Για ποια ακριβώς υπόθεση είσαστε εδώ εσείς; ξαναρώτησε ο δικαστικός κλητήρας τον Φανάριν,  αμέσως μετά την αποχώρηση των γερουσιαστών.  —Μα, σας είπα, ήδη. Για την υπόθεση της Μάσλοβα, είπε ο Φανάριν.  —Καλώς. Η υπόθεση θα συζητηθεί σήμερα, ωστόσο...  —Τι συμβαίνει, τέλος πάντων;  —Επιτρέψτε  μου  να  σας  πω  ότι  η  υπόθεση  αυτή  είχε  οριστεί  να  συζητηθεί  κεκλεισμένων  των  θυρών,  γι'  αυτό  είναι  μάλλον  αβέβαιο,  αν  θα  εμφανιστούν  ξανά  οι  κύριοι  γερουσιαστές  μετά  την  έκδοση της απόφασης για την υπόθεση που εκδικάστηκε τώρα. Ωστόσο, εγώ θα τους το θέσω υπ'  όψιν...  —Δηλαδή, τι υπονοείτε μ' αυτό;  —Θα τους το θέσω υπ' όψιν, μείνετε ήσυχος... είπε και σημείωσε κάτι στο έγγραφο που κρατούσε.  Οι γερουσιαστές πράγματι είχαν σκοπό μετά την ανακοίνωση της απόφασής τους για την υπόθεση  της  δυσφήμησης  να  αναβάλουν  τις  άλλες  υποθέσεις,  μεταξύ  των  οποίων  και  της  Μάσλβα,  παραμένοντας στην αίθουσα διασκέψεων πίνοντας τσάι και καπνίζοντας παπιρόσι. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXI  ΜΟΛΙΣ ΟΙ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΕΣ κάθισαν να συσκεφθούν γύρω από το τραπέζι στην αίθουσα διασκέψεων, ο  Βολφ άρχισε με ιδιαίτερο ζήλο να παραθέτει τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να ακυρωθεί η  προηγούμενη απόφαση του εφετείου.  Ο  προεδρεύων,  ένας  φλεγματικός  τύπος,  ούτε  και  σήμερα  είχε  κάποια  ιδιαίτερη  διάθεση.  Παρακολουθώντας  προηγουμένως  την  ακροαματική  διαδικασία,  είχε  σχηματίσει  κιόλας  σαφή  άποψη για το θέμα και τώρα καθόταν κι άκουγε τον Βολφ «ωσεί παρών», βυθισμένος στις σκέψεις  του.  Συλλογιζόταν  αυτά  που  είχαν  συμβεί  τις  προηγούμενες  μέρες  κι  έφερνε  στο  νου  του  τα  όσα  είχε  σημειώσει  στα  απομνημονεύματά  του  για  τον  παραγκωνισμό  του  από  το  υψηλό  αξίωμα  που  ήθελε  από  καιρό  να  καταλάβει  και  τώρα  διορίζανε  τον  Βιλιάνοφ  στη  θέση  του.  Ο  προεδρεύων  Νικίτιν ήταν ακλόνητα πεπεισμένος πως οι κρίσεις του για τους διάφορους ανώτατους υπαλλήλους  των  δύο  πρώτων  βαθμίδων,  τους  οποίους  είχε  γνωρίσει  στα  χρόνια  της  σταδιοδρομίας  του,  αποτελούσαν  αδιάσειστα  ιστορικά  ντοκουμέντα.  Στο  κεφάλαιο  που  έγραψε  χθες  κατηγορούσε  έντονα ορισμένους από αυτούς, γιατί τον είχαν εμποδίσει, όπως ακριβώς το διατύπωσε, να σώσει  τη  Ρωσία  από  τον  όλεθρο,  στον  οποίο την  οδηγούσαν  οι  τότε  κυβερνήτες  με  την  πολιτική  τους  —  ουσιαστικά τους κατακεραύνωνε γιατί τον είχαν εμποδίσει να εισπράττει μεγαλύτερες αμοιβές απ'  όσες  εισέπραττε  μέχρι  σήμερα  —  και  γι'  αυτό  βασάνιζε  τη  σκέψη  του  τώρα  πώς  θα  αποκάλυπτε  αυτό το γεγονός για τις μελλοντικές γενιές χύνοντας άπλετο φως στην ιστορία του τόπου.  —Ναι, αυτό  εξυπακούεται, είπε κάποια στιγμή, χωρίς ν' ακούει αυτά που του έλεγε ο Βολφ, όταν  εκείνος του απηύθυνε το λόγο.  Ο  Μπε  πάλι  άκουγε  τον  Βολφ  με  μια  μελαγχολική  έκφραση  στο  πρόσωπο,  ζωγραφίζοντας  εδώ  κι  εκεί  γιρλάντες  στο  χαρτί  που  είχε  μπροστά  του.  Ο  Μπε  ήταν  ακραιφνής  φιλελεύθερος  του  παραδοσιακού χώρου. Τηρούσε με απαρέγκλιτη ευλάβεια τις παραδόσεις της δεκαετίας του 1860 κι  αν καμιά φορά τύχαινε ν' αποστασιοποιηθεί χάρη στην αδέκαστη αμεροληψία του, το έκανε μόνο  προς την κατεύθυνση του φιλελευθερισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, εκτός από το γεγονός ότι  ο  εν  λόγω  επιχειρηματίας,  που  έκανε  προσφυγή  για  την  υπόθεση  συκοφαντίας  σε  βάρος  του  εκ  μέρους  του  Τύπου,  ήταν  αφερέγγυος  και  ανέντιμος,  ο  Μπε  έκλινε  υπέρ  της  απόρριψης  της  προσφυγής  και  για  το  λόγο  ακόμη  ότι  η  υπόθεση  αυτή  θα  ισοδυναμούσε  με  εκστρατεία  περιορισμού  της  ελευθερίας  του  Τύπου.  Όταν  ο  Βολφ  ολοκλήρωσε  την  επιχειρηματολογία  του,  ο  Μπε που δεν είχε ακόμα συμπληρώσει τη σύνθεση με τις γιρλάντες, με ύφος θλιμμένο — θλιβόταν  γιατί ήταν υποχρεωμένος να καταγγείλει τέτοιες βρομιές — με νηφάλια και γλυκιά φωνή, σύντομα,  λιτά  και  πειστικά  απέδειξε  το  αβάσιμο  της  προσφυγής  και  στη  συνέχεια  χαμηλώνοντας  το  άσπρο  του κεφάλι συνέχισε απτόητος τη σύνθεσή του με τις γιρλάντες.  Ο  Σκοβορόντνικοφ,  που  καθόταν  αντίκρυ  στον  Βολφ  κι  όλη  την  ώρα  έχωνε  με  τα  χοντρά  του  δάχτυλα τα γένεια και το δασύ μουστάκι του στο στόμα, μόλις σταμάτησε την αγόρευσή του ο Μπε,  έπαψε  απότομα  να  μασουλάει  τις  τρίχες  του  και  με  δυνατή,  τραχιά  φωνή  είπε  πως  αν  και  ο  πρόεδρος της μετοχικής εταιρείας ήταν μεγάλος απατεώνας, θα τασσόταν υπέρ της ακύρωσης της  προσφυγής της προηγούμενης απόφασης εφόσον συνέτρεχαν βάσιμοι λόγοι που απορρέανε από το  πνεύμα  του  νόμου.  Επειδή,  όμως,  δεν  υπήρχαν  τέτοιοι,  δήλωσε  ότι  συντασσόταν  με  τη  γνωμοδότηση του Ιβάν Συμεόνοβιτς, δηλαδή του Μπε, με μια φανερή έκφραση ικανοποίησης στο  πρόσωπό  του,  για  το  ράπισμα  που  κατάφερε  στον  Βολφ.  Ο  Νικίτιν  συντάχθηκε  κι  αυτός  με  τον  Σκοβορόντνικοφ και η προσφυγή απορρίφθηκε.  Ο Βολφ είχε δυσαρεστηθεί με την έκβαση της υπόθεσης, ιδιαίτερα γιατί φάνηκε στους υπόλοιπους  στη  συζήτηση  που  έγινε  ότι  έκλινε  μεροληπτικά  υπέρ  του  επιχειρηματία  και,  προσποιούμενος  τον  αδιάφορο,  άνοιξε  τον  επόμενο  φάκελο  κι  άρχισε  απορροφημένος  να  ξεφυλλίζει  την  υπόθεση  της  Digitized by 10uk1s 

  Μάσλοβα. Στο μεταξύ οι άλλοι γερουσιαστές χτύπησαν το κουδούνι, παρήγγειλαν τσάι και το έριξαν  με  πάθος  στη  συζήτηση  για  ένα  θέμα,  που  μαζί  με  το  περιστατικό  της  μονομαχίας  του  Κάμενσκι,  συγκλόνιζε τη στιγμή εκείνη όλους τους κατοίκους της Πετρούπολης.  Το  θέμα  αφορούσε  στη  σύλληψη  και  καταδίκη  ενός  διευθυντή  υπουργείου  με  την  κατηγορία  διάπραξης  ποινικού  αδικήματος,  βάσει  του  άρθρου  955  του  Ποινικού  Κώδικα.  —Τι  ποταπότης!  παρατήρησε ο Μπε με δυσφορία.  —Τι το κακό βλέπετε στην προκειμένη περίπτωση; Θα σας δείξω εγώ μελέτη στη βιβλιογραφία μας  ενός  Γερμανού  συγγραφέα  που  προτείνει  ευθέως  να  μη  θεωρείται  κολάσιμη  πράξη  παρόμοια  συμπεριφορά  και,  συνεπώς  να  είναι  δυνατή  η  τέλεση  γάμου  μεταξύ  ανδρών,  εξηγούσε  ο  Σκοβορόντνικοφ ρουφώντας μ' απληστία το παπιρόσι που το είχε τσαλακώσει ανάμεσα στη ρίζα των  δαχτύλων του και στην παλάμη του, ξεσπώντας σε δυνατό γέλιο.  —Μα, είναι αδύνατο αυτό, είπε ο Μπε.  —Εγώ, όμως θα σας το δείξω, ακούστε, επέμεινε ο Σκοβορόντνικοφ κι άρχισε να τους διαβάζει τον  τίτλο του έργου και ακόμα τον χρόνο και τόπο έκδοσής του.  —Οι φήμες λένε ότι θα τον διορίσουν κυβερνήτη σε κάποια πόλη στη Σιβηρία, είπε ο Νικίτιν.  —Εξαίσια! Κι ο μητροπολίτης θα πρέπει να τον προϋπαντήσει με το σταυρό στο χέρι. Ειλικρινά θα  χρειαζόταν  για  την  περίσταση  ένας∙  θα  μπορούσα  να  τους  τον  συστήσω  μάλιστα  εγώ,  είπε  ο  Σκοβορόντνικοφ  και  πετώντας  τη  γόπα  του  στο  τασάκι,  έχωσε  πάλι  όσες  τρίχες  μπορούσε  από  τα  γένεια και το μουστάκι του στο στόμα κι άρχισε το μασούλημα.  Την ώρα εκείνη μπήκε ο δικαστικός κλητήρας και τους ανακοίνωσε την επιθυμία του δικηγόρου και  του Νεχλιούντοφ να παραστούν στην εκδίκαση της προσφυγής τους για την υπόθεση της Μάσλοβα.  —Αυτή η υπόθεση, είπε ο Βολφ, είναι ολόκληρο μυθιστόρημα, και εξιστόρησε στους γερουσιαστές  ό,τι ήξερε για τις σχέσεις του Νεχλιούντοφ με την Μάσλοβα.  Αφού κουβέντιασαν, αποκάπνισαν τα παπιρόσι και τέλειωσαν το τσάι τους, οι γερουσιαστές βγήκαν  από την αίθουσα διασκέψεων, ανακοίνωσαν την απόφασή τους για την προηγούμενη υπόθεση και  καταπιάστηκαν με την προσφυγή της Μάσλοβα.  Ο  Βολφ  ανέπτυξε  πολύ  εμπεριστατωμένα  με  τη  λεπτή  φωνή  του  την  προσφυγή  και  με  τον  ίδιο  μεροληπτικό πάλι τρόπο, μ' εμφανή διάθεση να προκαταλάβει το δικαστήριο για την ακύρωση της  καταδικαστικής απόφασης.  —Έχετε μήπως να προσθέσετε κάτι; απευθύνθηκε στον Φανάριν ο προεδρεύων.  Ο Φανάριν σηκώθηκε και φουσκώνοντας το λευκοντυμένο φαρδύ του στήθος άρχισε σημείο προς  σημείο  μ'  εκπληκτική  πειστικότητα  και  ακρίβεια  έκφρασης  να  αναλύει  τις  παραλείψεις  του  δικαστηρίου  σε  έξι  σημεία  όσον  αφορά  στην  ακριβή  ερμηνεία  των  διατάξεων  του  νόμου  και,  επί  πλέον, έδωσε την ευκαιρία στον εαυτό του, έστω και επί τροχάδην, να θίξει την ίδια την ουσία της  υπόθεσης  και  τις  διαστάσεις  της  κραυγαλέας  αδικίας  που  είχε  διαπράξει  το  δικαστήριο  με  την  έκδοση  μιας  τέτοιας  απόφασης.  Ο  τόνος  της  σύντομης,  αλλά  δυναμικής  αγόρευσης  του  Φανάριν  αποσκοπούσε στο να ζητήσει την επιείκεια των γερουσιαστών για την εμμονή του να αναφερθεί σ'  όλα αυτά τα οποία οι αξιότιμοι γερουσιαστές με την γνωστή διεισδυτικότητα και την δικανική τους  σοφία  ήταν  σε  θέση  ν'  αντιληφθούν  καλύτερα  απ'  αυτόν  τον  ίδιον,  αλλά  έκρινε  σκόπιμο  να  τα  Digitized by 10uk1s 

  επαναλάβει  επειδή  το  απαιτούσε  η  επαγγελματική  του  υποχρέωση  απέναντι  στην  πελάτισσά  του.  Μετά από την αγόρευση του Φανάριν, ήταν φανερό πλέον ότι δεν θα έπρεπε να είχε απομείνει το  παραμικρό ίχνος αμφιβολίας για την απόφαση των γερουσιαστών ν' ακυρώσουν την απόφαση που  είχε  εκδώσει  το  δικαστήριο.  Ο  Φανάριν  ολοκλήρωσε  την  αγόρευσή  του  μ'  ένα  θριαμβευτικό  χαμόγελο  σίγουρος  για  την  ευνοϊκή  κατάληξη.  Βλέποντας  τον  δικηγόρο  του  να  χαμογελά,  ο  Νεχλιούντοφ  ήταν  σίγουρος  πλέον  πως  η  υπόθεση  είχε  κερδηθεί!  Μα,  κοιτάζοντας  τους  γερουσιαστές,  διαπίστωσε  πως  ο  Φανάριν  χαμογελούσε  και  θριαμβολογούσε  μόνος  του.  Οι  γερουσιαστές  κι  ο  αναπληρωτής  γενικός  εισαγγελέας  δεν  χαμογελούσαν  ούτε  θριαμβολογούσαν,  αντίθετα  είχαν  την  έκφραση  ανθρώπων  που  έπλητταν  και  φαινόταν  να  λένε:  «Έχουμε  ακούσει  κι  άλλους σαν κι εσένα μέχρι τώρα, κι όλα αυτά που λες είναι ανώφελα». Φάνηκε καθαρά πως όλοι  τους  δείξανε  ικανοποιημένοι  μόνο  σαν  τελείωσε  την  αγόρευσή  του  ο  δικηγόρος  κι  έπαψε  να  χρονοτριβεί  χωρίς  νόημα.  Τη  στιγμή  ακριβώς  που  ολοκλήρωσε  ο  Φανάριν  την  αγόρευσή  του,  ο  προεδρεύων στράφηκε προς τον γενικό εισαγγελέα. Ο Σελιένιν διατύπωσε μια σύντομη, αλλά σαφή  κι  ακριβολογημένη  επιχειρηματολογία  δηλώνοντας  πως  έπρεπε  να  μείνει  η  υπόθεση  ως  είχε,  ισχυριζόμενος  πως  όλοι  οι  λόγοι  ακύρωσης  της  απόφασης  ήταν  αβάσιμοι.  Στη  συνέχεια  οι  γερουσιαστές  σηκώθηκαν  από  τα  έδρανά  τους  κι  αποσύρθηκαν  να  διασκεφθούν.  Στην  αίθουσα  διασκέψεων  διαμορφώθηκαν  δύο  διαφορετικές  γνώμες.  Ο  Βολφ  τασσόταν  υπέρ  της  ακύρωσης,  ο  Μπε κατανοώντας την ουσία της υπόθεσης, υποστήριξε κι αυτός με ιδιαίτερο ζήλο την ακύρωση και  αναπαράστησε  στους  συναδέλφους  του  με  ζωηρό  κι  εύγλωττο  τρόπο  την  τότε  εικόνα  του  δικαστηρίου, καθώς και τις παραλείψεις των ενόρκων, όπως τις είχε πάρα πολύ ορθά συλλάβει∙ ο  Νικίτιν, όπως πάντοτε υπερασπιζόμενος την αυστηρή τυπολατρία γενικά και αόριστα, τάχθηκε κατά.  Η  ψήφος  του  Σκοβορόντνικοφ  ήταν  η  βαρύνουσα.  Και  η  ψήφος  του  αυτή  ήταν  αρνητική,  κυρίως,  γιατί  η  απόφαση  του  Νεχλιούντοφ  να  παντρευτεί  αυτή  την  κοπέλα  στ'  όνομα  των  επιταγών  της  ανθρώπινης ηθικής, του προκαλούσε τεράστια αποστροφή.  Ο Σκοβόρντνικοφ ήταν υλιστής και οπαδός της θεωρίας του Δαρβίνου, γι' αυτό θεωρούσε πως κάθε  εκδήλωση  αφηρημένης  ηθικής  ή,  ακόμα  χειρότερα,  θρησκευτικότητας  δεν  αποτελούσε  μόνο  αξιοκαταφρόνητη ανοησία, αλλά και προσωπική ύβρη. Όλος αυτός ο περίεργος θόρυβος γύρω απ'  αυτή την πόρνη και η ίδια η παράσταση εδώ στη Γερουσία του Νεχλιούντοφ αυτοπροσώπως με τον  δικηγόρο  του,  τον  ερέθιζαν  σ'  αφάνταστο  βαθμό.  Γι'  αυτό,  χώνοντας  στο  στόμα  τα  γένεια  του  και  κάνοντας  διάφορες  γκριμάτσες,  προσποιήθηκε  φυσικότατα  πως  δεν  καταλάβαινε  τίποτα  στην  προκειμένη  περίπτωση,  παρά  μόνο  ότι  οι  λόγοι  για  την  ακύρωση  της  απόφασης  ήταν  ανεπαρκείς  και γι' αυτό δήλωσε πως συμφωνούσε με τον προεδρεύοντα.  Η απόρριψη της έφεσης ήταν γεγονός. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXII  ΤΡΟΜΕΡΟ!  ΦΩΝΑΞΕ  ο  Νεχλιούντοφ,  καθώς  έβγαινε  από  την  αίθουσα  αναμονής  μαζί  με  τον  δικηγόρο που τακτοποιούσε  στο μεταξύ τα χαρτιά  του μέσα στο χαρτοφύλακά του. —Σε  μια τόσο  οφθαλμοφανή υπόθεση επιμένουν στην τυπολατρία και απορρίπτουν την έφεση. Είναι φρίκη!  —Η υπόθεση είχε στραβώσει στο δικαστήριο, είπε ο δικηγόρος.  —Κι  ο  Σελιένιν  πρότεινε  την  απόρριψη!  Είναι  τρομερό!  τρομερό!  συνέχισε  απαρηγόρητος  ο  Νεχλιούντοφ. —Τι θα κάνουμε τώρα;  —Θα  προσφύγουμε  στο  Συμβούλιο  Χαρίτων.  Να  πάρετε  την  αίτηση  όσο  βρισκόσαστε  εδώ  και  να  την πάτε ο ίδιος να την καταθέσετε. Θα σας την ετοιμάσω εγώ.  Τη  στιγμή  εκείνη  ο  μικρόσωμος  Βολφ,  με  τη  γεμάτη  αστέρια  στολή  του,  βγήκε  στην  αίθουσα  αναμονής και πλησίασε τον Νεχλιούντοφ.  —Τι να γίνει  καλέ μου  πρίγκιπα! Δεν υπήρχαν αδιάσειστα  επιχειρήματα υπέρ της  ακύρωσης, είπε  και, ανασηκώνοντας τους στενούς του ώμους και, κατεβάζοντας τα βλέφαρά του, προσπέρασε και  τράβηξε το δρόμο του.  Πίσω  απ'  τον  Βολφ,  ακολούθησε  ο  Σελιένιν—  που  είχε  μάθει  πως  ο  Νεχλιούντοφ,  ο  παλιός  του  φίλος, ήταν στην πόλη.  —Μα, δεν περίμενα να σε πετύχω εδώ, του είπε πλησιάζοντας με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη, ενώ  τα μάτια του ήταν όπως πάντοτε μελαγχολικά. — Δεν ήξερα πως είσαι στην Πετρούπολη.  —Κι εγώ δεν ήξερα πως είσαι γενικός εισαγγελέας.  —Αναπληρωτής...  τον  διόρθωσε  ο  Σελιένιν.  —  Πώς  βρέθηκες  εδώ  στη  Γερουσία;  τον  ρώτησε  κοιτάζοντας  με  θλιμμένο  και  απαισιόδοξο  ύφος  τον  φίλο  του.  —Έμαθα  πως  βρίσκεσαι  στην  Πετρούπολη, όμως, εδώ τι ζητάς;  —Είμαι εδώ γιατί πίστεψα πως θα βρω δικαιοσύνη και θα σώσω μια γυναίκα από την καταδίκη...  —Ποια γυναίκα;  —Αυτή, που της απορρίψατε πριν από λίγο την έφεση.  —Α,  λες  για  την  υπόθεση  της  Μάσλοβα,  είπε  ο  Σελιένιν  που  θυμήθηκε  στο  μεταξύ.  —Μα  η  προσφυγή της ήταν τελείως αστήρικτη.  —Το θέμα δεν βρίσκεται στην προσφυγή, αλλά σ' αυτήν την ίδια τη γυναίκα που είναι αθώα και θα  υποστεί τις συνέπειες της καταδίκης της.  Ο Σελιένιν αναστέναξε.  —Πολύ πιθανόν, αλλά...  —Δεν είναι πιθανόν! Είναι απόλυτα έτσι!  Digitized by 10uk1s 

  —Κι εσύ, πώς το ξέρεις αυτό;  —Ήμουν ένορκος στη δίκη της τότε. Γνωρίζω καλά τα λάθη που διαπράξαμε.  Ο Σελιένιν σώπασε για λίγο και σκέφτηκε.  —Όφειλες να το είχες δηλώσει τότε, την ίδια στιγμή, του είπε.  —Το δήλωσα.  —Έπρεπε  να  επισυνάψεις  αυτό  το  στοιχείο  στην  έφεση.  Αν  είχαμε  αυτή  τη  μαρτυρία  κατά  την  εκδίκαση της προσφυγής...  Ο  Σελιένιν,  πάντοτε  απασχολημένος,  συνεχώς  σκυμμένος  πάνω  στις  υποθέσεις  του,  απόφευγε  τις  κοσμικές  εμφανίσεις  και  προφανώς  δεν  ήξερε  τίποτα  για  το  δεσμό  του  Νεχλιούντοφ.  Κι  ο  Νεχλιούντοφ,  διαπιστώνοντας  την  άγνοια  του  συνομιλητή  του,  αποφάσισε  ότι  δεν  χρειαζόταν  να  του μιλήσει για τις σχέσεις του με την Μάσλοβα.  —Ωστόσο, και χωρίς αυτό η απόφαση ήταν προφανώς παράλογη, του είπε.  —Η  Γερουσία  δεν  ασχολείται  με  την  ουσία  των  αποφάσεων  των  δικαστηρίων.  Αν  ο  γερουσιαστής  επέτρεπε στον εαυτό του ν' ακυρώνει αποφάσεις δικαστηρίων στηριζόμενος στη δική του αντίληψη  περί  δικαιοσύνης,  εκτός  του  ότι  θα  τον  απομόνωναν  όλοι  οι  άλλοι  γερουσιαστές,  θα  διέτρεχε  τον  κίνδυνο να παραβιάσει μάλλον τη δικαιοσύνη παρά να την αποκαταστήσει, είπε ο Σελιένιν που στο  μεταξύ αναθυμήθηκε πλήρως την υπόθεση που είχε μόλις εκδικαστεί. — Επί πλέον, οι αποφάσεις  των ενόρκων θα έχαναν κάθε έννοια και αξία.  —Εγώ  ξέρω  ένα  μόνο  πράγμα,  ότι  η  γυναίκα  αυτή  είναι  απολύτως  αθώα  και  χάθηκε  δυστυχώς  η  τελευταία  ελπίδα  να  τη  σώσουμε  από  μια  τιμωρία  που  δεν  της  αξίζει.  Το  ανώτατο  δικαστήριο  επικύρωσε μια εντελώς παράνομη ενέργεια.  —Όχι δεν επικύρωσε, γιατί δεν υπεισήλθε κι ούτε μπορεί να υπεισέλθει στην εξέταση της ουσία της  υπόθεσης,  είπε  ο  Σελιένιν,  μισοκλείνοντας  τα  μάτια  του.  —  Το  δίχως  άλλο,  στης  θείας  σου  θα  μένεις,  έτσι  δεν  είναι;  πρόσθεσε  θέλοντας  προφανώς  ν'  αλλάξει  θέμα.  —Χθες  μου  ανήγγειλε  τον  ερχομό σου. Η κόμισσα με κάλεσε να πάω στο σπίτι της, μαζί σου, να ακούσω στη συγκέντρωση που  θα γίνει εκεί έναν περιφερόμενο ιεροκήρυκα, είπε ο Σελιένιν χαμογελώντας διακριτικά.  —Ναι,  είχα  πάει  κι  εγώ  κι  έφυγα  στη  μέση  αηδιασμένος,  απάντησε  θυμωμένος  ο  Νεχλιούντοφ,  νιώθοντας αγανάκτηση που ο Σελιένιν έστρεψε αλλού τη συζήτηση.  —Μα,  γιατί  αηδιασμένος;  Δεν  παύει  ν'  αποτελεί  το  κήρυγμά  του  μια  εκδήλωση  θρησκευτικού  αισθήματος, έστω κι αν είναι μονόπλευρο, αιρετικό, είπε ο Σελιένιν.  —Πρόκειται για μια άγρια φρενίτιδα.  —Δεν  συμφωνώ  μαζί  σου.  Το  μόνο  παράδοξο  στην  ιστορία  αυτή  είναι  πως  είμαστε  τόσο  κακοί  γνώστες των διδασκαλιών της Εκκλησίας μας, που πιστεύουμε τα ίδια μας τα βασικά δόγματα σαν  κάποια καινούρια αποκάλυψη της πίστης μας, είπε ο Σελιένιν δίνοντας την εντύπωση πως βιαζόταν  να πει στον παλιό του φίλο τις καινούριες του ιδέες.  Ο  Νεχλιούντοφ  κοίταξε  τον  Σελιένιν  με  προσοχή  κι  έκπληξη  συνάμα.  Εκείνος  χαμήλωσε  τα  μάτια  Digitized by 10uk1s 

  του, που πάνω τους καθρεφτίζονταν όχι μονάχα η θλίψη, μα και μια λάμψη χαιρεκακίας.  —Μα, εσύ πιστεύεις πράγματι στα δόγματα της Εκκλησίας; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Και βέβαια πιστεύω, απάντησε ο Σελιένιν και τον κοίταξε κατάματα μ' ένα ξεψυχισμένο βλέμμα.  Ο Νεχλιούντοφ αναστέναξε.  —Τέλος  πάντων,  θα  τα  πούμε  μια  άλλη  φορά,  συνέχισε  ο  Σελιένιν.  Και  γυρίζοντας  προς  το  μέρος  ενός σεβάσμιου κλητήρα που πλησίαζε, φώναξε. Έρχομαι! —Ξαναγυρίζοντας προς τον Νεχλιούντοφ,  πρόσθεσε  μ'  αναστεναγμό:  —  Πρέπει  οπωσδήποτε  να  ειδωθούμε.  Μα,  πού  να  σε  πετύχει  εσένα  κανείς; Εγώ είμαι πάντοτε σπίτι εφτά η ώρα για δείπνο. Οδός Ναντιεζντίσκαγια, και του έδωσε τον  αριθμό...  —Πόσο νερό κύλησε από τότε κάτω απ' τη γέφυρα! πρόσθεσε φεύγοντας μ' ένα αχνό χαμόγελο και  πάλι στην άκρη των χειλιών του.  —Θα έρθω, αν βρω χρόνο, είπε ο Νεχλιούντοφ κι ένιωσε ξαφνικά πως αυτός ο άλλοτε οικείος και  προσφιλής  του  άνθρωπος,  ο  Σελιένιν,  εξαιτίας  αυτής  της  σύντομης  κουβέντας  τους,  γινόταν  τώρα  ξένος, μακρινός και σκοτεινός, ίσως και μισητός.... 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIII  ΟΤΑΝ  Ο  ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ  γνώρισε  τον  Σελιένιν  φοιτητή  εκείνα  τα  χρόνια,  θυμόταν  πως  ήταν  ένα  θαυμάσιο παιδί, ένας πιστός σύντροφος και για την ηλικία του πολύπλευρα μορφωμένος, με άψογη  συμπεριφορά, πάντοτε κομψός, ωραίος και ταυτόχρονα είχε μια ασυνήθιστη έλξη προς την αλήθεια  και την αρετή. Σπούδαζε με πολύ λαμπρές επιδόσεις, χωρίς να καταβάλλει ιδιαίτερο κόπο και χωρίς  την παραμικρή σχολαστικότητα, παίρνοντας χρυσά μετάλλια για τα γραπτά του δοκίμια.  Είχε  βάλει  πραγματικά  συνειδητό  στόχο  στη  νεανική  του  ζωή,  να  υπηρετήσει  τους  ανθρώπους.  Κι  αυτήν  την  αποστολή  του  δεν  την  καταλάβαινε  διαφορετικά  παρά  μόνο  μέσα  από  την  ένταξή  του  στις υπαλληλικές βαθμίδες του κράτους και, γι' αυτό, μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ερεύνησε  διεξοδικά  όλους  τους  κλάδους  της  δημόσιας  διοίκησης,  όπου  θα  μπορούσε  να  αφιερώσει  τις  δυνάμεις  του.  Αποφάσισε  ότι  θα  ήταν  πιο  χρήσιμο  ν'  ακολουθήσει  τη  νομική  σταδιοδρομία  στη  δεύτερη νομοπαρασκευαστική υπηρεσία της  καγκελαρίας  σαν  εισηγητής νόμων και γράφηκε εκεί.  Παρ' όλη, όμως, την άψογη και εξαιρετικά ευσυνείδητη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του σ' όλους  τους  τομείς,  δεν  κατάφερε  στην  υπηρεσία  αυτή  να  ικανοποιήσει  την  εσωτερική  του  ανάγκη  να  φανεί χρήσιμος στους ανθρώπους και δεν μπόρεσε τελικά να νιώσει πως έκανε εκείνο που έπρεπε.  Αυτή  η  έλλειψη  ικανοποίησης  μέσα  του,  εξαιτίας  διαφόρων  συγκρούσεων  που  είχε  μ'  έναν  πολύ  φορτικό και ματαιόδοξο προϊστάμενο, απ' τον οποίο εξαρτιόταν άμεσα, φούντωσε τόσο πολύ που  αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την νομοπαρασκευαστική υπηρεσία και να μεταταγεί στη Γερουσία.  Εδώ  ένιωθε  καλύτερα,  όμως,  εκείνη  η  αίσθηση  του  ανικανοποίητου  που  είχε  φωλιάσει  στη  ψυχή  του τον κατέτρυχε.  Αισθανόταν  διαρκώς  πως  αυτά  όλα  που  έκανε  δεν  ήταν  εκείνο  το  «κάτι  άλλο»  που  ο  ίδιος  προσδοκούσε  και  έπρεπε  να  είναι  στην  πραγματικότητα.  Το  διάστημα  που  υπηρετούσε  στη  Γερουσία, οι συγγενείς του κατάφεραν ύστερα από πολλές κοπιώδεις ενέργειες να πάρει το αξίωμα  του  αυτοκρατορικού  θαλαμηπόλου.  Μετά  το  διορισμό  του,  ήταν  υποχρεωμένος  να  πάρει  την  ανακτορική  άμαξα,  φορώντας  την  πολυποίκιλτη  χρυσοκέντητη  στολή  του  με  τη  λευκή  λινή  μπροστέλα, και να επισκεφθεί διάφορα πρόσωπα που τον είχαν διορίσει στο υπούργημα του λακέ.  Όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να βρει λογική εξήγηση για τη φύση αυτού του αξιώματος.  Και φυσικά ακόμα πιο έντονα τώρα απ' ό,τι στη νομική υπηρεσία ένιωθε μέσα του πως αυτό που  έκανε  πόρω  απείχε  απ'  αυτό  που  επιθυμούσε.  Δεν  μπορούσε,  ωστόσο,  ν'  αρνηθεί  τη  θέση  αυτή,  διότι θα απογοήτευε όλους όσους ήταν σίγουροι πως έτσι του προσέφεραν μεγάλη ευχαρίστηση κι  ικανοποίηση και, επί πλέον, αυτός ο διορισμός κολάκευε τις ταπεινές πτυχές της προσωπικότητάς  του και του εξασφάλιζε την ηδονή να κοιτάζεται στον καθρέφτη με τη χρυσοποίκιλτη κεντητή στολή  και, ακόμη να χαίρει εκείνης της εκτίμησης που προκαλούσε αυτός ο τίτλος σ' ορισμένους κύκλους.  Το  ίδιο  έγινε  και  με  το  γάμο  του.  Από  κοσμική  άποψη,  του  εξασφάλισαν  έναν  εξαιρετικά  λαμπρό  γάμο.  Κι  αυτός  νυμφεύτηκε,  προπαντός,  γιατί  αν  αρνιόταν  θα  πίκραινε  και  θα  προκαλούσε  πόνο  τόσο στην ίδια την νύφη που επιθυμούσε αυτό το γάμο όσο κι αυτούς που έκαναν το συνοικέσιο.  Αλλά,  υπήρχε  ακόμη  κι  ένας  άλλος  λόγος:  ο  γάμος  του  αυτός  με  τη  νεαρή,  χαριτωμένη  κόρη  της  αριστοκρατίας κολάκευε την αυταρέσκειά του και τον γέμιζε με ικανοποίηση. Αυτός, όμως, ο γάμος  πολύ  γρήγορα  αποδείχθηκε  πως  δεν  ήταν  το  «κάτι  άλλο»  που  ζητούσε  και  η  αίσθηση  του  ανικανοποίητου  στη  ψυχή  του  μεγάλωνε  ακόμη  περισσότερο  απ'  όσο  στην  υπηρεσία  του  και  στο  αυτοκρατορικό του αξίωμα. Μετά το πρώτο τους παιδί, η σύζυγός του δεν ήθελε άλλα και άρχισε να  κάνει πολυτελή κοσμική ζωή στην οποία κι εκείνος θέλοντας και μη συμμετείχε. Δεν ήταν ιδιαίτερα  όμορφη,  του  ήταν  αφοσιωμένη  και  ήταν  φανερό  πως,  αν  και  μ'  αυτή  την  επιλογή  δηλητηρίαζε  τη  ζωή του άνδρα της, και η ίδια, εκτός από επίπονες προσπάθειες συμβίωσης και διαρκή πλήξη δεν  γευόταν τίποτ' άλλο, επέμενε όμως με πάθος να συνεχίζει τον ίδιο τρόπο ζωής. Όσες προσπάθειες κι  αν έκανε ο Σελιένιν στο διάστημα αυτό ν' αλλάξει τη ζωή του προσέκρουαν στην αμετακίνητη στάση  της, που την στήριζε η βουβή συγκατάθεση όλων των συγγενών και φίλων της, πως έτσι έπρεπε να  Digitized by 10uk1s 

  ζουν.  Το μωρό τους, ένα κοριτσάκι με χρυσές μακριές πλεξούδες και γυμνές πατούσες ήταν ένα πλάσμα  ολότελα ξένο στον πατέρα του, προπαντός, γιατί είχε μεγαλώσει με τελείως διαφορετικό τρόπο απ'  αυτόν  που  ήθελε  εκείνος.  Ανάμεσα  στους  δύο  συζύγους  βασίλευε  η  συνηθισμένη  έλλειψη  κατανόησης και, ακόμα, η αδιαφορία να καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Η υπόκωφη καλυμμένη για  τους  ξένους  φαγωμάρα  τους,  που  μετριαζόταν  από  τα  διάφορα  προσχήματα,  του  έκαναν  το  βίο  αβίωτο. Έτσι, η οικογενειακή ζωή του Σελιένιν απείχε πολύ περισσότερο από εκείνο το «κάτι άλλο»,  σε σύγκριση με την θητεία του στη νομική υπηρεσία και τον διορισμό του στην Αυλή.  Αυτό  που  απείχε,  όμως,  ακόμα  περισσότερο  από  εκείνο  το  «κάτι  άλλο»  που  αναζητούσε  ήταν  η  σχέση του με τη θρησκεία. Όπως και όλοι οι άνθρωποι του κύκλου του και της εποχής του χωρίς την  παραμικρή  προσπάθεια,  διέρρηξε  με  τη  δύναμη  της  πνευματικής  του  ωρίμασης  τα  δεσμά  των  θρησκευτικών  προλήψεων  στο  πνεύμα  των  οποίων  είχε  γαλουχηθεί,  χωρίς  να  γνωρίζει  πότε  ακριβώς  λυτρώθηκε.  Άνθρωπος  σοβαρός  και  έντιμος,  όπως  ήταν,  δεν  έκρυβε  την  απελευθέρωσή  του από τις προλήψεις της επίσημης θρησκείας στα χρόνια της πρώτης του νιότης, όταν ήταν ακόμα  φοιτητής και συνδεόταν φιλικά με τον Νεχλιούντοφ. Μα, με το πέρασμα του χρόνου, όσο ανερχόταν  στην ιεραρχία και ιδίως όσο δυνάμωνε η αντίδραση του συντηρητισμού που είχε εκδηλωθεί εκείνη  την  εποχή  στην  κοινωνία,  αυτή  η  πνευματική  του  ελευθερία  άρχισε  να  γίνεται  ενοχλητική.  Εκτός  από  τις  οικογενειακές  υποχρεώσεις,  ιδιαίτερα  με  το  θάνατο  του  πατέρα  του,  τα  μνημόσυνα  που  έκαναν στη μνήμη του και την επιθυμία της μητέρας του να τον βλέπει να έρχεται στις δοξολογίες,  πράγμα  που  το  ζητούσε  κι  ο  κοινωνικός  του  περίγυρος,  ήταν  υποχρεωμένος,  λόγω  της  υπηρεσίας  του,  να  παρευρίσκεται  αδιάλειπτα  σε  δεήσεις,  αγιασμούς,  παρακλήσεις  και  παρόμοιες  τελετές.  Σπάνια περνούσε μέρα που να μην γινόταν κάποια εκκλησιαστική τελετή, την οποία αδυνατούσε ν'  αποφύγει. Κι ήταν υποχρεωμένος, όταν παρευρισκόταν σ' αυτές τις τελετές, ή να προσποιείται (κάτι  που ο ευθύς χαρακτήρας του το απόκλειε τελείως) πως πιστεύει σ' ό,τι δεν πίστευε ουσιαστικά ή να  παραδέχεται τη φενάκη όλων αυτών των τρόπων λατρείας και να οργανώνει τη ζωή του με τέτοιο  τρόπο  που  να  του  δίνει  τη  δυνατότητα  να  μη  συμμετέχει  σ'  ό,τι  θεωρούσε  ψεύτικο.  Μα,  για  να  μπορέσει να θέσει σε εφαρμογή αυτό το φαινομενικά ασήμαντο σχέδιό του, έπρεπε να κάνει πάρα  πολλά: εκτός από το ότι ήταν υποχρεωμένος να συγκρούεται συνεχώς με τα οικεία του πρόσωπα,  έπρεπε  να  αλλάξει  το  κοινωνικό  του  στάτους,  να  εγκαταλείψει  την  υπηρεσία  και,  συνεπώς,  να  εγκαταλείψει τις θυσίες που οραματιζόταν, για το συμφέρον των ανθρώπων, που πρόσφερε με το  αξίωμά του σήμερα και που λογάριαζε πως αύριο θα 'ταν πολύ περισσότερες. Για να είναι σε θέση  να εκπληρώσει την αποστολή του, έπρεπε να είναι ακράδαντα πεισμένος για την αλήθεια. Και ήταν,  οπωσδήποτε,  βαθιά  σίγουρος  πως  ακολουθούσε  την  σωστή  πορεία,  όπως  και  κάθε  μορφωμένος  άνθρωπος του καιρού μας που πιστεύει σε απλές, κοινότοπες αλήθειες, διαθέτει κάποιες γνώσεις  ιστορίας, γνωρίζει τις αιτίες εμφάνισης της θρησκείας γενικά και ιδιαίτερα την ιστορία γέννησης και  αποσύνθεσης  της  θρησκείας  και  της  Εκκλησίας  του  χριστιανισμού.  Δεν  μπορούσε  να  μη  γνωρίζει  πως απορρίπτοντας αυτά τα εκκλησιαστικά δόγματα ήταν δικαιωμένος. Όμως κάτω από την πίεση  της  βιοτικής  μέριμνας,  αυτός  ο  φιλαλήθης  άνθρωπος  επέτρεψε  στον  εαυτό  του  ένα  μικρό  ψέμα:  θεώρησε σκόπιμο ότι για να μπορέσει να καταδείξει πως όλα αυτά τα παράλογα ήταν όντως έτσι,  έπρεπε πριν απ' όλα να τα γνωρίσει επισταμένα. Ήταν ένα μικρό ψεύτικο άλλοθι, που στη συνέχεια,  τον παρέσυρε στο μεγάλο ψέμα για να τον εγκλωβίσει οριστικά εκεί σήμερα.  Διερωτώμενος  αν  είναι  αληθινή  η  πίστη  της  Ορθοδοξίας  που  στο  λίκνο  της  γεννήθηκε  και  γαλουχήθηκε  και  που  οι  γύρω  του  απαιτούν  να  την  αποδεχθεί  και  χωρίς  αυτή  την  παραδοχή  δεν  μπορεί  να  συνεχίσει  την  επωφελή  για  τον  κόσμο  δραστηριότητά  του,  είχε  κιόλας  προδικάσει  την  απάντησή  του.  Και  για  να  φωτίσει  τα  ερωτήματά  του  δεν  στράφηκε  στον  Βολταίρο,  στον  Σοπενχάουερ, στον Σπένσερ, στον Κοντ, αλλά στα φιλοσοφικά έργα του Χέγγελ και στις μελέτες για  τη  θρησκεία  του  Βίνετ  και  του  Χομιακόφ,  όπου  φυσικά  άντλησε  αυτό  ακριβώς  το  νόημα  που  αναζητούσε:  καθησυχασμό  της  συνείδησής  του  και  δικαίωση  εκείνης  της  θρησκευτικής  διδαχής  στην οποία είχε μυηθεί από μικρός και που το λογικό του της αντιστεκόταν από καιρό τώρα. Χωρίς  Digitized by 10uk1s 

  αυτό το πρότυπο συμπεριφοράς η ζωή του θα ήταν γεμάτη αντιξοότητες και βάσανα∙ αρκούσε όμως  να  το  ενστερνιστεί  κι  όλα  διαλύονταν  μεμιάς  από  μπροστά  του.  Γι'  αυτό  και  εμπέδωσε  καλά  τις  συνηθισμένες  σοφιστείες  του  τύπου  ότι  ο  νους  του  ανθρώπου  δεν  μπορεί  από  μόνος  του  να  γνωρίσει  την  αλήθεια,  ότι  η  αλήθεια  μπορεί  να  'ρθει  στο  φως  μονάχα  σε  σύνολο  ανθρώπων,  ότι  μοναδικό  μέσο  για  την  γνώση  είναι  η  παραδοχή  πως  η  αλήθεια  της  Αποκάλυψης  διασώζεται  από  την παράδοση της Εκκλησίας κ.λπ. Από τότε μπόρεσε, επιτέλους, νηφάλιος, χωρίς να πιστεύει πως  υπηρετεί το ψέμα, να παρευρίσκεται στις δεήσεις, στα μνημόσυνα, στις λειτουργίες∙ μπορούσε να  πηγαίνει στην εκκλησία και να μεταλαβαίνει, να σταυροκοπιέται μπροστά σε εικόνες και ακόμα να  συνεχίζει  την  προσφορά  του  μέσα  από  τη  δουλειά  του  που  του  χάριζε  την  ικανοποίηση  του  κοινωφελούς  έργου  και  την  παρηγοριά  στη  μίζερη  οικογενειακή  του  ζωή.  Ήταν  βέβαιος  πως  πίστευε, όμως την ίδια στιγμή ένιωθε με όλη τη δύναμη του είναι του περισσότερο από καθετί, πως  αυτή του η πίστη καθόλου δεν άγγιζε εκείνο το «κάτι άλλο» που αναζητούσε στη ζωή...  Αυτός ήταν ο λόγος που το βλέμμα του ήταν έτσι θλιμμένο. Αυτός ήταν ο λόγος που, μόλις αντίκρισε  τον Νεχλιούντοφ, τον παλιό του γνώριμο την εποχή που δεν είχαν ακόμα ριζώσει οι ψευδαισθήσεις  μέσα στη ψυχή του, αναθυμήθηκε πώς ήταν κάποτε ο ίδιος. Και, προπαντός, σπεύδοντας να δώσει  το  στίγμα  στον  Νεχλιούντοφ  για  τα  θρησκευτικά  του  συναισθήματα  σήμερα,  ένιωσε  περισσότερο  από  ποτέ  άλλοτε  στη  ζωή  του  εκείνο  το  κενό  στην  ψυχή  από  το  ανύπαρκτο  «κάτι  άλλο»  που  τον  βασάνιζε  και  το  μαρτύριό  του  έγινε  αφόρητο.  Ένα  παρόμοιο  συναίσθημα  καταπλάκωσε  και  τον  Νεχλιούντοφ μετά την πρώτη χαρά που ένιωσε ξαναβλέποντας τον παλιό του φίλο.  Και  γι'  αυτό,  αν  και  έδωσαν  αμοιβαίες  υποσχέσεις  πως  θα  συναντηθούν  το  δίχως  άλλο,  ο  Νεχλιούντοφ δεν έκανε καμία προσπάθεια να βρεθούν ξανά, και δεν ειδώθηκαν πλέον όσες μέρες  έμεινε στην Πετρούπολη. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIV  ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ  από  το  κτήριο  της  Γερουσίας,  ο  Νεχλιούντοφ  προχώρησε  μαζί  με  τον  δικηγόρο  στο  πεζοδρόμιο. Ο δικηγόρος πρόσταξε τον αμαξά του να τον ακολουθήσει κι άρχισε να αφηγείται στον  Νεχλιούντοφ εκείνη την ιστορία για τον διευθυντή υπουργείου, για τον οποίο οι γερουσιαστές στην  κουβέντα τους εξιστορούσαν πώς τον συνέλαβαν κι αντί να τον στείλουν στα κάτεργα, όπως απαιτεί  ο νόμος, τον διόρισαν κυβερνήτη στη Σιβηρία. Αφού τέλειωσε αυτή τη σιχαμερή ιστορία, ο Φανάριν  συνέχισε να του αφηγείται με ιδιαίτερο κέφι για το πώς κάποιοι υψηλά ιστάμενοι καταχράστηκαν  χρήματα από τον έρανο για την ανέγερση του ημιτελούς μνημείου που είδαν το πρωί, ακόμα, πώς η  ερωμένη κάποιου έκανε μια κομπίνα εκατομμυρίων στο χρηματιστήριο, πώς κάποιος πούλησε και  κάποιος άλλος αγόρασε μια γυναίκα για σύζυγο. Ύστερα βρήκε ένα άλλο θέμα, για διάφορες απάτες  και παντός είδους εγκλήματα των ανώτατων κρατικών αξιωματούχων που αντί να βρίσκονται πίσω  απ'  τα  σίδερα,  στρογγυλοκάθονται  στις  προεδρικές  καρέκλες  διαφόρων  υπηρεσιών.  Οι  ιστορίες  αυτές,  που  φαίνονταν  ανεξάντλητες,  προκαλούσαν  μεγάλη  ευθυμία  κι  ικανοποίηση  στο  δικηγόρο  γιατί  μαρτυρούσαν  με  τον  πιο  εύγλωττο  τρόπο  ότι  τα  μέσα  που  χρησιμοποιούσε  ο  ίδιος  για  να  κερδίζει χρήματα ήταν και τίμια και νόμιμα σε σύγκριση με αυτά που χρησιμοποιούσαν για τον ίδιο  σκοπό  οι  ανώτατοι  αξιωματούχοι  στη  Πετρούπολη.  Και  γι'  αυτό  έμεινε  άναυδος,  όταν  είδε  τον  Νεχλιούντοφ να μην ενδιαφέρεται ν' ακούσει ως το τέλος την αφήγησή του, να τον αποχαιρετά και,  ανεβαίνοντας σε μια άμαξα, να φεύγει για το σπίτι του ακολουθώντας την παραλιακή λεωφόρο.  Ο  Νεχλιούντοφ  ήταν  στην  κυριολεξία  στις  μαύρες  του,  ανείπωτη  θλίψη  τού  πλάκωνε  την  ψυχή,  προπαντός,  γιατί  η  άρνηση  της  Γερουσίας  επισφράγιζε  το  παράλογο  μαρτύριο  που  περνούσε  η  αθώα Μάσλοβα και ακόμα, γιατί αυτή η άρνηση έκανε πιο δύσκολο το να πετύχει τον αταλάντευτο  στόχο  του  να  συνδέσει  τη  ζωή  του  μαζί  της.  Η  θλίψη  του  έγινε  πιο  έντονη  απ'  αυτές  τις  φριχτές  ιστορίες για το θρίαμβο του κακού, όπως του τις διηγήθηκε ο δικηγόρος, και ακόμα γιατί έρχονταν  και  ξανάρχονταν  στη  μνήμη  του  ζωντανές  οι  εικόνες  του  μοχθηρού,  παγωμένου  κι  απωθητικού  προσώπου του κάποτε αγαπητού, αυθόρμητου κι ευγενικού Σελιένιν.  Όταν  γύρισε  σπίτι  ο  Νεχλιούντοφ,  ο  πορτιέρης  με  κάποια  αίσθηση  περιφρόνησης,  του  έδωσε  ένα  σημείωμα  που  είχε  γράψει  εκεί  στο  θυρωρείο  «κάποια  γυναίκα»,  όπως  εκφράστηκε  χαρακτηριστικά.  Το σημείωμα ήταν από την μάνα της Σουστόβα. Έγραφε ότι είχε έρθει να ευχαριστήσει τον ευεργέτη  της,  τον  σωτήρα  της  κόρης  της  και  ακόμη  να  τον  ικετέψει  να  πάει  να  τις  επισκεφτεί  στο  νησάκι  Βασιλιέφσκι, λεωφόρο Πέμπτη, διαμέρισμα... Έπρεπε το δίχως άλλο να πάει για το καλό της Βέρα  Γιεφρέμοβνα.  Του  έγραφε  πως  δεν  έπρεπε  να  έχει  ενδοιασμούς,  δεν  θα  του  γίνονταν  φορτικές  δείχνοντας την ευγνωμοσύνη τους, υποσχόταν μάλιστα πως δεν θα άνοιγαν καθόλου κουβέντα για  το καλό που τους έκανε, απλά θα τους έκανε μεγάλη χαρά να τον δουν. Αν ήθελε, θα μπορούσε να  τις επισκεφτεί αύριο το πρωί.  Ένα  άλλο  σημείωμα  που  παρέλαβε  ο  Νεχλιούντοφ  ανήκε  σ'  έναν  παλιό  του  συνάδελφο,  τον  υπασπιστή  του  Αυτοκράτορα  Μπογκατυριόφ  που  ο  Νεχλιούντοφ  τον  είχε  παρακαλέσει  να  παραδώσει ο ίδιος στον Αυτοκράτορα την αίτηση που είχε συντάξει για λογαριασμό των αιρετικών.  Ο Μπογκατυριόφ με τον πολύ έντονο, σταθερό γραφικό του χαρακτήρα του έγραφε ότι την αίτηση  θα την παρέδιδε όπως είχε υποσχεθεί, ιδιοχείρως στον Αυτοκράτορα, μα του πρότεινε ότι θα ήταν  καλύτερα  αν  ο  Νεχλιούντοφ  πήγαινε  προσωπικά  να  μιλήσει  μ'  εκείνο  το  πρόσωπο  απ'  το  οποίο  εξαρτιόταν η υπόθεση και να το παρακαλέσει να μεσολαβήσει.  Ο Νεχλιούντοφ επηρεασμένος απ' τις άσχημες εντυπώσεις των τελευταίων ημερών της παραμονής  του στην Πετρούπολη βρισκόταν σ' απελπιστική κατάσταση κι αδυνατούσε να κάνει το παραμικρό. 

Digitized by 10uk1s 

  Τα  σχέδια  που  είχε  καταστρώσει  στη  Μόσχα  του  φαίνονταν  τώρα  κάτι  σαν  νεανικές  ονειροφαντασίες  που  αναπότρεπτα  γεμίζουν  με  απογοήτευση  τους  ανθρώπους  σαν  έρθουν  σ'  επαφή  με  την  πραγματικότητα.  Παρ'  όλα  αυτά  όμως,  μια  και  βρισκόταν  ήδη  στην  Πετρούπολη,  θεώρησε  χρέος  του  να  φέρει  σε  πέρας  όσα  σκόπευε  να  κάνει.  Γι'  αυτό  κι  αποφάσισε  πως  αύριο  κιόλας θα πήγαινε να συναντήσει τον Μπογκατυριόφ και να επισκεφθεί, όπως του είχε προτείνει, το  πρόσωπο απ' το οποίο κρεμόταν η τύχη των αιρετικών.  Έβγαλε  απ'  το  χαρτοφύλακά  του  την  αίτηση  των  αιρετικών  και  την  ξαναδιάβασε.  Ακούστηκε  ένας  χτύπος  στην  πόρτα  και  στο  δωμάτιό  του  μπήκε  ο  υπηρέτης  της  κόμισσας  Κατερίνας  Ιβάνοβνα  διαβιβάζοντας την πρόσκλησή της ν' ανεβεί να πάρουν μαζί το τσάι τους.  Ο Νεχλιούντοφ απάντησε πως θ' ανέβαινε αμέσως και διπλώνοντας την αίτηση στο χαρτοφύλακα  πήγε  στη  θεία  του.  Ανεβαίνοντας  έριξε  μια  ματιά  απ'  το  παράθυρο  στο  δρόμο  και  το  βλέμμα  του  έπεσε  πάνω  στην  άμαξα  της  Mariette  που  την  έσερναν  τα  δύο  ρούσα  άλογα.  Ένιωσε  ξαφνικά  μια  περίεργη ευθυμία και άθελά του χαμογέλασε.  Η Mariette φορούσε καπέλο, είχε βγάλει τα μαύρα κι ήταν ντυμένη μ' ένα φωτεινό εμπριμέ φόρεμα.  Καθόταν κοντά στην πολυθρόνα της κόμισσας με το φλιντζάνι στο χέρι, φλυαρούσε συνεχώς και τα  γελαστά μάτια της λαμποκοπούσαν. Τη στιγμή που μπήκε στο σαλόνι ο Νεχλιούντοφ, διηγιόταν κάτι  πολύ  αστείο  και  άσεμνο  μαζί  —  αυτό  το  διαισθάνθηκε  ο  Νεχλιούντοφ  από  τον  τρόπο  που  γελούσαν— και η καλοσυνάτη, με το χνουδωτό πανώχειλο κόμισσα Κατερίνα Ιβάνοβνα λύθηκε στα  γέλια, το χοντρό της κορμί σείστηκε από πάνω μέχρι κάτω, ενώ η Mariette με μια έκφραση ιδιαίτερα  σκανταλιάρικη στα μάτια  και μια  ελαφριά πτύχωση στα γελαστά της χείλη σκύβοντας στο  πλάι το  θεληματικό κι εύθυμο πρόσωπό της κοίταζε τη φίλη της βουβή.  Ο Νεχλιούντοφ από δυο τρία μισόλογά τους κατάλαβε πως μιλούσαν για το δεύτερο συνταρακτικό  νέο της κοινωνίας της Πετρούπολης εκείνη την περίοδο, για το επεισόδιο με τον νέο κυβερνήτη της  Σιβηρίας και, προφανώς, η Mariette κάτι σχετικό απ' την ιστορία αυτή, κάτι πολύ γαργαλιστικό είχε  διηγηθεί στην κόμισσα που για πολλή ώρα δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια της.  —Θα με πεθάνεις, μ' αυτά που λες, της είπες μισοβήχοντας, μισογελώντας.  Ο Νεχλιούντοφ χαιρέτησε και κάθισε κοντά τους. Ήταν έτοιμος να κατσαδιάσει την Mariette για την  αλαφρομυαλιά της, όταν εκείνη, βλέποντας το σοβαρό και λιγάκι δυσαρεστημένο του ύφος, την ίδια  στιγμή από την έντονη επιθυμία της να τον κάνει να την προσέξει — απ' την πρώτη κιόλας στιγμή  που  τον  είδε  είχε  αυτή  την  επιθυμία  —  άλλαξε  απότομα  όχι  μονάχα  την  έκφρασή  της,  μα  κι  ολόκληρη την ψυχική της διάθεση. Έγινε μεμιάς σοβαρή, στα μάτια της φώλιασε ο πόνος, η αγωνία,  σαν  ν'  αναζητούσε  κάτι  επίμονα  κι  αυτό  χωρίς  ίχνος  προσποίησης  μπροστά  στον  Νεχλιούντοφ.  Αν  και  με  τα  λόγια  δεν  μπορούσε  να  εκφράσει  όλη  αυτή  την  ανησυχία  που  την  κατέκλυζε  τη  στιγμή  αυτή, η ψυχή της παλλόταν από την ίδια ένταση που παλλόταν κι η ψυχή του Νεχλιούντοφ.  Τον ρώτησε  πώς τα πήγε  με τις  υποθέσεις του.  Της διηγήθηκε για το ναυάγιο της προσφυγής  στη  Γερουσία και για τη συνάντησή του με τον Σελιένιν.  —Α, τι αγνή ψυχή! Αυτός πραγματικά είναι ένας chevalier sans peur et sans reproche!66 Αγνή ψυχή,  αναφώνησαν κι οι δύο γυναίκες μ' ένα στόμα, χρησιμοποιώντας το χαρακτηρισμό με τον οποίο ήταν  γνωστός ο Σελιένιν στην κοινωνία της Πετρούπολης.  —Τι γίνεται με την γυναίκα του; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Μ' αυτήν; Όχι πως θέλω να την κρίνω, αλλά να, δεν τον καταλαβαίνει... Μα, για πες μου, ακόμα κι  Digitized by 10uk1s 

  αυτός ήταν κατά της προσφυγής; ρώτησε με ειλικρινή συμπάθεια. — Είναι φριχτό, πώς την λυπάμαι  την καημένη την κοπέλα!  Ο Νεχλιούντοφ συνοφρυώθηκε και με μια εμφανή διάθεση ν' αλλάξουν θέμα στη  συζήτησή τους,  άρχισε  να  μιλά  για  την  Σουστόβα  που  την  κρατούσαν  καταχρηστικά  στο  Φρούριο  και  την  αποφυλάκισαν μόνο ύστερα από μεσολάβηση.  Ευχαρίστησε την Mariette που είχε πείσει τον άνδρα της να μεσολαβήσει κι ετοιμαζόταν να τους πει  πως  η  γυναίκα  αυτή  και  όλη  η  οικογένειά  της  υπόφεραν  μόνο  και  μόνο,  γιατί  τους  είχαν  εγκαταλείψει  οι  πάντες,  μα  η  Mariette  δεν  τον  άφησε  να  τελειώσει  την  κουβέντα  του  και  τον  διέκοψε με μια έκφραση αγανάκτησης.  —Μη μου μιλάτε καθόλου γι' αυτό, του είπε. —Μόλις μου είπε ο άνδρας μου πως μπορεί να την  αποφυλακίσουν, έμεινα άναυδη. Μα γιατί, λοιπόν, την κρατούσαν φυλακισμένη, αφού ήταν αθώα;  Δεν το χωράει ο νους, είναι αδιανόητο! ξέσπασε με οργή εκφράζοντας ταυτόχρονα και τη σκέψη του  Νεχλιούντοφ.  Η κόμισσα Κατερίνα Ιβάνοβνα κατάλαβε απ' τα καμώματα της Mariette πως φλερτάριζε τον ανιψιό  της και αυτό άρχισε να την διασκεδάζει.  —Τι λες, δεν έρχεσαι αύριο στην Aline; Θα 'ναι ο Κιζεβέτερ εκεί, είπε στον ανιψιό της μόλις έπεσε  σιωπή. —Να ‘ρθεις κι εσύ Mariette!  —Il vous a remarqué,67 συνέχισε να του λέει. —Μου είπε πως όλα όσα μου εξήγησες στην κουβέντα  μας — του τα είχε εξομολογηθεί όλα καταλεπτώς — αποτελούν καλό σημάδι και πως θα γυρίσεις το  δίχως  άλλο  στο  Χριστό.  Μην  αμελήσεις  να  'ρθεις.  Πες  του  κι  εσύ  Mariette  να  έρθει  οπωσδήποτε.  Αλλά κι εσύ να έρθεις...  —Εγώ,  πρώτα  πρώτα,  κόμισσα  δεν  έχω  κανένα  δικαίωμα  να  συμβουλέψω  τον  πρίγκιπα,  είπε  η  Mariette  κοιτάζοντας  τον  Νεχλιούντοφ  μ'  ένα  βλέμμα  που  μαρτυρούσε  πως  δεν  συμφωνούσε  πλήρως με όσα έλεγε η κόμισσα και με το δόγμα του Ευαγγελισμού γενικότερα, — και δεύτερο, δεν  έχω, ξέρετε, ιδιαίτερη αγάπη σ' όλα αυτά....  —Ξέρω, εσύ πάντα πας ανάποδα. Κάνεις συνεχώς του κεφαλιού σου.  —Γιατί του κεφαλιού μου, παρακαλώ; Πιστεύω στο Χριστό όπως και η παρατελευταία χωριάτισσα,  είπε χαμογελώντας. — Και, τρίτο —συνέχισε— αύριο έχω να πάω στο γαλλικό θέατρο...  —Α, την είδες, αλήθεια, εκείνη την ηθοποιό... πώς την λένε; η κόμισσα.  Η Mariette της θύμισε το όνομα της διάσημης γαλλίδας ηθοποιού.  —Να πας οπωσδήποτε να την δεις, είναι το κάτι άλλο, είπε στον ανιψιό της.  —Και ποιον να πρωτοδώ ma tante, την ηθοποιό ή τον ιεροκήρυκα; απάντησε ο Νεχλιούντοφ μ' ένα  χαμόγελο.  —Σε παρακαλώ, μην πιάνεσαι απ' τα λόγια μου.  —Νομίζω,  πως  προέχει  ο  ιεροκήρυκας  κι  ύστερα  η  ηθοποιός,  αλλιώς  θα  'χανα  κάθε  όρεξη  για  κηρύγματα, είπε ο Νεχλιούντοφ.  Digitized by 10uk1s 

  —Όχι, καλύτερα ν' αρχίσεις απ' το γαλλικό θέατρο κι ύστερα να μετανοήσεις! είπε η Mariette.  —Ελάτε  μη  με  κοροϊδεύετε.  Ο  ιεροκήρυκας  είναι  ιεροκήρυκας  και  το  θέατρο  είναι  θέατρο!  Για  να  σώσεις  την  ψυχή  σου  δεν  χρειάζεται  ν'  ανοίξεις  δυο  πήχες  στόμα  και  να  κλαις  και  να  οδύρεσαι.  Απλά πρέπει να 'χεις πίστη και τότε όλα είναι ωραία γύρω σου.  —Μα εσείς, ma tante, κάνετε κήρυγμα καλύτερο κι από ιεροκήρυκα.  —Αλήθεια, είπε η Mariette μένοντας λίγο σκεφτική, —δεν έρχεστε αύριο να με βρείτε στο θεωρείο  μου;  —Φοβούμαι, πως δεν θα μπορέσω...  Την κουβέντα τους διέκοψε η παρουσία του υπηρέτη που μπήκε ν' αναγγείλει έναν επισκέπτη. Ήταν  ο γραμματέας της φιλανθρωπικής εταιρείας, πρόεδρος της οποίας ήταν η κόμισσα.  —Ωχ,  είναι  ο  πιο  βαρετός  άνθρωπος  του  κόσμου!  Καλύτερα  να  τον  δεχτώ  κάτω  και  σε  λίγο  θα  γυρίσω κοντά σας. Σερβίρετε του εσείς τσάι Mariette, είπε η κόμισσα, φεύγοντας μ' ένα ανάλαφρο  και ζωηρό βήμα από το σαλόνι.  Η Mariette έβγαλε το ένα της γάντι και το νευρώδες, αδρό χέρι της ξεπρόβαλε γεμάτο δαχτυλίδια.  —Θέλετε τσάι; ρώτησε τον Νεχλιούντοφ πιάνοντας την ασημένια τσαγιέρα πάνω από το καμινέτο μ'  έναν ιδιαίτερο τρόπο αφήνοντας το μικρό της δάχτυλο ελεύθερο.  Το πρόσωπό της πήρε μια σοβαρή και μελαγχολική έκφραση.  —Νιώθω αφάνταστο πόνο σαν σκέφτομαι πως μερικοί άνθρωποι, την γνώμη των οποίων εκτιμώ, με  ταυτίζουν με τη θέση που κατέχω στην κοινωνία...  Φάνηκε πως δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, προφέροντας αυτά τα τελευταία λόγια.  Και  μ'  όλο  που  αυτά,  αν  τα  καλοεξέταζε  κάποιος,  δεν  σήμαιναν  ουσιαστικά  τίποτα  ή  ήταν  πολύ  ασαφή  στο  νόημά  τους,  ο  Νεχλιούντοφ  συνέλαβε  ότι  έκλειναν  μέσα  τους  ένα  εξαιρετικά  βαθύ  νόημα,  ειλικρίνεια  και  καλοσύνη,  καθώς  ένιωθε  τη  γοητεία  των  εκστατικών  ματιών  της  νεαρής  αυτής όμορφης και κομψοντυμένης γυναίκας που τον κοίταζαν, ενώ μιλούσε.  Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί πάνω της βουβό κι αισθάνθηκε ανίσχυρος να τραβήξει τα μάτια  του απ' το πρόσωπό της.  —Νομίζετε  πως  δεν  σας  καταλαβαίνω;  Πως  δε  νιώθω  αυτό  που  σας  συμβαίνει;  Αυτό  που  έχετε  κάνει, το γνωρίζει ο κόσμος όλος. C'est le secret de polichinelle68. Σας θαυμάζω για την πράξη σας και  την επιδοκιμάζω πλήρως.  —Μα, δεν αξίζει τον κόπο να με θαυμάζετε, είναι τόσο λίγα αυτά που έχω κάνει!  —Το ίδιο είναι. Κατανοώ τα συναισθήματά σας, κατανοώ και τη δική της θέση... Καλά, καλά, δεν θα  μιλήσω άλλο γι' αυτό, πρόσθεσε ξαφνικά βλέποντας τη θλίψη να φωλιάζει στα μάτια του. — Όμως  είμαι σε θέση ακόμα να καταλάβω ότι εσείς έχοντας δει όλα αυτά τα βάσανα, όλη αυτή τη φρίκη  της φυλακής — συνέχισε η Mariette φλεγόμενη από μια και μοναδική επιθυμία, να τον σαγηνεύσει  χρησιμοποιώντας τη γυναικεία διαίσθηση για να του αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής του,  ακουμπώντας  εκεί  που  πονούσε—  αισθανόσαστε  την  επιθυμία  να  συντρέξετε  όλους  αυτούς  που  Digitized by 10uk1s 

  υποφέρουν  και  βασανίζονται  τόσο  φριχτά,  τόσο  ανελέητα  από  τους  ανθρώπους,  από  την  πλήρη  εγκατάλειψη,  τη  βαναυσότητα...  Μπορώ  να  καταλάβω  πως  και  τη  ζωή  του  την  ίδια  μπορεί  ν'  αφιερώσει κανείς γι' αυτή την υπόθεση. Κι εγώ είμαι από εκείνους που θα την αφιέρωναν. Όμως, ο  καθένας μας ακολουθεί τη μοίρα του.  —Και μήπως εσείς δεν είσαστε ικανοποιημένη από τη δική σας μοίρα;  —Εγώ; — ρώτησε με τέτοια έκπληξη που φανέρωνε πως δεν περίμενε απ' τον Νεχλιούντοφ τέτοια  ερώτηση. —Εγώ πρέπει να είμαι. Μα, να, υπάρχει ένα σκουληκάκι που καμιά φορά ξυπνάει μέσα  μου...  —Όμως, δεν πρέπει να τ' αφήσετε ν' αποκοιμηθεί, πρέπει ν' αφουγκραστείτε αυτή τη φωνή που σας  μιλάει και να την πιστέψετε, είπε ο Νεχλιούντοφ που είχε παρασυρθεί ανυποψίαστος στην παγίδα  της.  Αργότερα ο Νεχλιούντοφ πολλές φορές θυμήθηκε ντροπιασμένος όλη αυτή την κουβέντα μαζί της.  Θυμόταν όχι μονάχα τα ψεύτικα και τα στημένα λόγια της, αλλά και το προσωπείο της επίπλαστης  τρυφερότητας και προσοχής όταν τον άκουγε να της διηγείται τις φριχτές συνθήκες στη φυλακή και  τις εντυπώσεις του από την περιοδεία στην ύπαιθρο.  Όταν  η  κόμισσα  ξαναγύρισε  στο  σαλόνι,  τους  βρήκε  να  κουβεντιάζουν  όχι  μονάχα  σαν  παλιοί  γνώριμοι,  αλλά  σαν  πάρα  πολύ  εγκάρδιοι  φίλοι  που  ένιωθε  ο  ένας  τον  άλλο  με  μοναδικό  τρόπο  μέσα σ' έναν κόσμο που δεν τους καταλάβαινε καθόλου.  Μιλούσαν για τις ανομίες της εξουσίας, για τα βάσανα των αναξιοπαθούντων, για τη φτώχεια που  μάστιζε  το  λαό,  όμως  στα  μάτια  τους  όλη  την  ώρα  της  θερμής  κουβέντας  τους  πλανιόταν  ασταμάτητα  ένα  βουβό  ερώτημα:  «Θα  μπορούσες  να  μ'  αγαπήσεις;»  Και  την  ίδια  ώρα  μέσα  στην  ανομολόγητη έλξη των κορμιών τους πλανιόταν μια βουβή απόκριση: «Ναι, θα μπορούσα!», ενώ το  ερωτικό πάθος που ολοένα και πιο αυθόρμητα ανάβλυζε απ' τα σώματά τους, τα έκανε να ριγούν  από σκιρτήματα χαράς.  Φεύγοντας, εκείνη του είπε πως ήταν πάντοτε πρόθυμη να του φανεί χρήσιμη και τον παρακάλεσε  το άλλο βράδυ χωρίς αναβολή, έστω και φευγαλέα, για ένα μονάχα λεπτό, να πάει να την δει στο  θέατρο, γιατί είχε κάτι ακόμα να του πει πολύ σημαντικό...  —Ένας Θεός ξέρει πότε θα σας ξαναδώ τώρα! πρόσθεσε μ' έναν αναστεναγμό βάζοντας προσεκτικά  το γάντι της στο καταστόλιστο με δαχτυλίδια χέρι της. — Γι' αυτό πείτε μου πως θα 'ρθείτε!  Ο Νεχλιούντοφ της το υποσχέθηκε.  Τη νύχτα εκείνη, όταν έμεινε μόνος του στην κάμαρά του, ο Νεχλιούντοφ ξάπλωσε στα σκεπάσματα,  έσβησε  το  κερί  κι  έμεινε  ώρες  πολλές  με  τα  μάτια  ορθάνοιχτα.  Και  καθώς  στη  μνήμη  του  στροβιλίζονταν οι έγνοιες του για την Μάσλοβα, η απόφαση της Γερουσίας, η υπόσχεσή του, παρ'  όλα  αυτά,  να  πάει  μαζί  με  την  Μάσλοβα  στη  Σιβηρία,  η  απόφασή  του  να  παραιτηθεί  από  τα  κτήματά  του,  τελείως  αναπάντεχα,  άστραψε  μέσα  του  σαν  αντίβαρο  σ'  όλα  αυτά  η  μορφή  της  Mariette, ο αναστεναγμός και το παρακλητικό της βλέμμα, όταν του έλεγε: «Ένας Θεός ξέρει πότε  θα  σας  ξαναδώ!»  Κι  ένιωσε  τόσο  έντονα,  τόσο  καθαρά  το  χαμόγελό  της,  που  του  φάνηκε  πως  παρουσιάστηκε  ολοζώντανη  μπροστά  του  κι  άθελά  του  χαμογέλασε  κι  εκείνος.  «Να  κάνω  καλά,  άραγε, που φεύγω για τη Σιβηρία; Να κάνω καλά που εγκαταλείπω τα πλούτη μου;» αναρωτήθηκε.  Κοιτάζοντας  μέσα  απ'  το  μισοκατεβασμένο  στορ  έξω  απ'  το  παράθυρό  του  στην  αστροφεγγιά  της  Digitized by 10uk1s 

  νύχτας,  ο  Νεχλιούντοφ  πάσχιζε  μάταια  να  βρει  σίγουρες  απαντήσεις  στα  ερωτήματα  που  τον  βασάνιζαν. Μέσα στο μυαλό του ήταν όλα ένα μπερδεμένο κουβάρι. Ξανάφερε στη θύμησή του το  πώς ένιωθε, το πώς σκεφτόταν πριν έρθει σ' αυτό το αδιέξοδο απόψε για όλα αυτά που ήθελε να  κάνει  κι οι σκέψεις του δεν είχαν πια την ίδια ορμή» την ίδια πειστικότητα.  «Κι αν όλα τούτα δεν  είναι  τίποτε  άλλο  από  πλάσματα  της  φαντασίας  μου,  αν  δεν  αντέξω  να  ζήσω  όπως  διάλεξα;...  Θα  μετανιώσω που διάλεξα να κάνω το καλό;», αναρωτήθηκε και χωρίς να μπορεί να βρει απάντηση,  ένιωσε  να  τον  πνίγει  ένα  αίσθημα  ανείπωτης  θλίψης  κι  απελπισίας  που  είχε  να  αισθανθεί  από  παλιά. Ανήμπορος να βρει την άκρη στα ερωτήματα που τον βασάνιζαν, βυθίστηκε σ' ένα λήθαργο,  όπως τότε που συνήθιζε να χαρτοπαίζει και γυρνούσε να κοιμηθεί την αυγή μετά από τις μεγάλες  του χασούρες. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXV  ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΟΥ συναίσθημα την άλλη μέρα το πρωί ήταν πως το προηγούμενο βράδυ είχε κάνει κάτι  απαίσιο.  Προσπάθησε  να  θυμηθεί:  μάταια,  όμως  πουθενά  δεν  έβρισκε,  δεν  θυμόταν  να  είχε  κάτι  απαίσιο  και  πρόστυχο...  Και  ξαφνικά  η  μνήμη  του  φωτίστηκε.  Ήταν  οι  κακές  του  σκέψεις  που  τον  είχαν  ωθήσει  να  πιστέψει  πως  οι  τωρινές  του  προθέσεις  να  παντρευτεί  την  Κατιούσα  και  να  παραχωρήσει  την  περιουσία  του  στους  χωρικούς  ήταν  μακρινά  κι  απραγματοποίητα  όνειρα,  πως  όλα αυτά ήταν επίπλαστα, αφύσικα και έπρεπε να ζήσει, όπως ζούσε.  Δεν  είχε  λοιπόν  κάνει  κάτι  κακό,  είχε  όμως  επιτρέψει  να  του  συμβεί  κάτι  πολύ  χειρότερο:  είχε  αφήσει  να  φωλιάσουν  μέσα  του  εκείνες  οι  σκέψεις  που  γεννούν  αναπόφευκτα  κάθε  κακό.  Μια  πράξη  κακή,  επιλήψιμη,  μπορεί  να  μην  επαναληφθεί  και  να  κάνει  τον  άνθρωπο  να  μετανιώσει,  όμως,  οι  κακές  σκέψεις  γεννούν  διαρκώς  κακές,  επιλήψιμες  πράξεις.  Μια  επιλήψιμη  πράξη  απλά  και  μόνο  στρώνει  το  δρόμο  σε  άλλες  παρόμοιες∙  οι  κακές,  επιλήψιμες  σκέψεις,  όμως,  οδηγούν  αναπόδραστα στο δρόμο αυτό.  Ζωντανεύοντας  στο  νου  του  σήμερα  το  πρωί  τις  χθεσινοβραδινές  του  σκέψεις,  ο  Νεχλιούντοφ  διερωτήθηκε  μ'  απορία  πώς  μπόρεσε  έστω  και  φευγαλέα  να  τις  πιστέψει.  Όσο  πρωτόγνωρο  και  επίπονο ήταν αυτό που σκόπευε να κάνει, ήξερε πως ήταν η μοναδική ελπίδα στην από δω και πέρα  ζωή του. Ήξερε πως αν και ήταν εύκολο και απλό να ξεγλιστρήσει πίσω στην προηγούμενη ζωή του,  αυτό  θα  ισοδυναμούσε  με  θάνατο.  Ο  χθεσινός  πειρασμός  τού  φαινόταν  τώρα  σαν  κι  αυτό  που  παθαίνει κάποιος που ξύπνησε από βαθύ ύπνο και θέλει ακόμη, αν όχι να κοιμηθεί, τουλάχιστον να  χουζουρέψει, να τεμπελιάσει στα σκεπάσματα, αν και γνωρίζει καλά πως πρέπει να σηκωθεί, γιατί  τον περιμένει μια πολύ σημαντική και χαρούμενη δουλειά.  Εκείνη  τη  μέρα,  την  τελευταία  της  παραμονής  του  στην  Πετρούπολη,  επισκέφτηκε  το  πρωί  την  μητέρα της Σουστόβα στο νησί Βασιλιέφσκι.  Το  διαμέρισμα  της  Σουστόβα  ήταν  στο  δεύτερο  όροφο.  Ο  Νεχλιούντοφ,  ρωτώντας  έναν  οδοκαθαριστή  που  βρέθηκε  μπροστά  του,  κατάφερε  να  βρει  το  δρόμο  και  γρήγορα  βρέθηκε  μπροστά σε μια βαθυσκότεινη είσοδο, ανέβηκε μια σχεδόν κατακόρυφη, απότομη σκάλα και μπήκε  κατ'  ευθείαν  σε  μια  ζεστή  κουζίνα  που  μοσχομύριζε  απ'  την  έντονη  μυρωδιά  φαγητού.  Μια  γριά  γυναίκα  με  ανασκουμπωμένα  μανίκια,  ποδιά  και  γυαλιά,  στεκόταν  κοντά  στη  μαντεμένια  κουζίνα  και ανακάτευε μιαν αχνιστή κατσαρόλα.  —Ποιον ζητάτε; ρώτησε μ' αυστηρό τόνο, κοιτάζοντας απ' την κορφή ως τα νύχια τον νεοφερμένο.  Δεν  πρόλαβε  να  συστηθεί  και  το  πρόσωπο  της  ηλικιωμένης  γυναίκας  πήρε  μια  λάμψη  φόβου  και  χαράς μαζί.  —Α,  εσείς  είσαστε  πρίγκιπα!  αναφώνησε  σκουπίζοντας  τα  χέρια  της  στην  ποδιά  της.  —Μα  γιατί  ανεβήκατε  απ'  τη  σκάλα  υπηρεσίας;  Ευεργέτη  μας!  Είμαι  η  μητέρα  της.  Λίγο  έλειψε  να  μου  το  ξεκάνουν  το  κοριτσάκι  μου.  Σωτήρα  μας!  συνέχισε  να  φωνάζει  η  γριά  κι  άρπαξε  το  χέρι  του  Νεχλιούντοφ  πασχίζοντας  να  το  φιλήσει.  —Χτες  είχα  έρθει  να  σας  επισκεφτώ.  Μου  το  'χε  ζητήσει  επίμονα  η  αδερφή  μου.  Εδώ  είναι  κι  αυτή.  Ελάτε,  ακολουθείστε  με,  είπε  η  μητέρα  της  Σουστόβα,  οδηγώντας τον Νεχλιούντοφ από μια στενή πόρτα σ' ένα μικρό σκοτεινό διάδρομο, τακτοποιώντας  όλη την ώρα μια το  φόρεμα και μια τα μαλλιά της. — Η αδερφή μου, η Κορνήλοβα, θα την  έχετε  ακουστά  του  ψιθύρισε  σταματώντας  μπροστά  στην  πόρτα,  —  ήταν  ανακατεμένη  με  τα  πολιτικά.  Είναι πάρα πολύ έξυπνη γυναίκα.  Ανοίγοντας  την  πόρτα  του  διαδρόμου,  η  Σουστόβα  οδήγησε  τον  Νεχλιούντοφ  σ'  ένα  στενάχωρο  Digitized by 10uk1s 

  δωματιάκι, όπου μπροστά σ' ένα τραπέζι καθόταν στο ντιβανάκι μια κοντόσωμη, γεμάτη κοπέλα μ'  ένα ριγέ τσίτι και σγουρά ξανθά μαλλιά που πλαισίωναν το στρογγυλό και κατάχλομο πρόσωπό της  και  έμοιαζε  πολύ  της  μητέρας  της.  Απέναντί  της,  διπλωμένος  στα  δυο  πάνω  σε  μια  πολυθρόνα,  καθόταν  ένας  νέος  με  μαύρα  μουστάκια  και  γενειάδα  που  φορούσε  μια  ρωσική  χειροποίητη  πουκαμίσα  με  κεντητό  γιακά.  Είχαν  τόσο  πολύ  απορροφηθεί  από  την  κουβέντα  τους  που  γύρισαν  και κοίταξαν τον Νεχλιούντοφ, μονάχα, όταν είχε περάσει κιόλας μέσα.  —Λίντια, ο πρίγκιπας Νεχλιούντοφ, αυτός ο ίδιος που...  Η χλομή κόρη αναπήδησε νευρικά στα πόδια της μάζεψε μια μπούκλα απ' τα μαλλιά της πίσω απ' τ'  αφτιά της και με τα μεγάλα τσακίρικα μάτια της γεμάτα φόβο κοίταξε τον επισκέπτη.  —Ώστε, εσείς είσαστε εκείνη ή τόσο επικίνδυνη γυναίκα που με παρακάλεσε η Βέρα Γιεφρέμοβνα  να βοηθήσω; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ χαμογελώντας και της έδωσε το χέρι.  —Ναι, εγώ η ίδια, είπε η Λίντια και το πρόσωπό της έλαμψε από ένα πελώριο, αγνό, παιδιάστικο  χαμόγελο αποκαλύπτοντας τα υπέροχα δόντια της. —Η θεία μου θα ήθελε πολύ να σας γνωρίσει.  Θεία! φώναξε με τη γλυκιά τρυφερή της φωνή σκύβοντας προς την πόρτα.  —Η Βέρα Γιεφρέμοβνα είχε πικραθεί αφάνταστα με την σύλληψή σας, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Καθίστε  εδώ,  όχι,  καλύτερα  εδώ!  του  είπε  η  Λίντια  δείχνοντας  μια  μαλακή  μισοσπασμένη  πολυθρόνα απ' την οποία είχε σηκωθεί κιόλας ο νέος που καθόταν εκεί. —Από δω ο ξάδελφός μου  Ζαχάροφ, εξήγησε στον Νεχλιούντοφ παρατηρώντας πως το βλέμμα του έπεσε πάνω του.  Ο νέος, με το ίδιο αθώο χαμόγελο όπως κι η Λίντια, χαιρέτησε τον επισκέπτη κι όταν ο Νεχλιούντοφ  κάθησε στη θέση του, πήρε μια καρέκλα πλάι στο παράθυρο και κάθησε δίπλα του. Από το διπλανό  δωμάτιο  βγήκε  ένας  μαθητής  γύρω  στα  δεκάξι  και  χωρίς  να  πει  λέξη  πήγε  και  κάθησε  πάνω  στο  περβάζι.  —Η Βέρα Γιεφρέμοβνα είναι πολύ στενή φίλη της θείας μου, μα εγώ σχεδόν ούτε που την ξέρω, είπε  η Λίντια.  Τη στιγμή εκείνη από το πλαϊνό δωμάτιο βγήκε μια πανέμορφη γυναίκα, με έξυπνο πρόσωπο, που  φορούσε λευκή μπλούζα σφιγμένη στη μέση με μια δερμάτινη ζώνη.  —Χαίρετε!  Ευχαριστώ  που  ήρθατε  σπίτι  μας,  άρχισε  να  του  λέει,  μόλις  κάθησε  στο  ντιβάνι  δίπλα  στη Λίντια. —Το λοιπόν, τι κάνει η Βέροτσκα; Την είδατε; Πώς αντιμετωπίζει την κατάστασή της;  —Δεν παραπονιέται, είπε ο Νεχλιούντοφ, —η ίδια λέει πως η ψυχική της γαλήνη είναι ολύμπια.  —Καημένη  Βέροτσκα!  Την  ξέρω  καλά,  είπε  χαμογελώντας  η  θεία  και  κούνησε  το  κεφάλι  της.  — Πρέπει  πρώτα  να  την  γνωρίσει  κανείς...  Είναι  ένας  θαυμάσιος  άνθρωπος.  Όλα  για  τους  άλλους  τίποτα για κείνη.  —Ναι,  αυτό  είναι  αλήθεια.  Δεν  ζήτησε  τίποτα  για  τον  εαυτό  της,  μονάχα  για  την  ανιψιά  σας  ενδιαφέρθηκε. Υπόφερε για ένα κυρίως πράγμα, γιατί όπως έλεγε την είχαν συλλάβει χωρίς κανένα  λόγο.  —Έτσι  είναι,  είπε  η  θεία.  —Πρόκειται  για  μια  τρομερή  ιστορία!  Στην  πραγματικότητα  πλήρωσε  εκείνη τα δικά μου τα σπασμένα!  Digitized by 10uk1s 

  —Μα, όχι θεία μου, δεν είναι έτσι! επέμενε η Λίντια. —Εγώ θα τα 'παιρνα τα χαρτιά και χωρίς να  'σαστε εσείς!  —Να  μου  επιτρέψεις  να  ξέρω  κάτι  περισσότερο  από  σένα,  συνέχισε  εκείνη.  —Ξέρετε,  είπε  γυρίζοντας  στον  Νεχλιούντοφ,  —όλα  άρχισαν  από  τη  στιγμή  που  κάποιος  με  παρακάλεσε  να  του  φυλάξω για λίγο καιρό κάτι χαρτιά και εγώ επειδή δεν είχα διαμέρισμα, τα έφερα στην ανιψιά μου.  Όμως  στο  σπίτι  της  δυστυχώς  έκαναν  έρευνα  την  ίδια  κιόλας  βραδιά  και  βρήκαν  τα  χαρτιά  μέσα.  Την έπιασαν και την φυλάκισαν, γιατί αρνιόταν να μαρτυρήσει τίνος ήταν τα χαρτιά.  —Όχι, δεν τους το μαρτύρησα! φώναξε η Λίντια δυνατά και τίναξε νευρικά τη μπούκλα που έπεφτε  στα μάτια και την ενοχλούσε.  —Μα, αυτό λέω κι εγώ, δεν εννοούσα κάτι άλλο...  —Κι  αν  πιάσανε  τον  Μίτιν,  εγώ  δεν  έχω  καμία  ευθύνη,  είπε  η  Λίντια  κοκκινίζοντας  και  κοιτώντας  τριγύρω της φοβισμένα.  —Μα, γιατί αρχίζεις πάλι τα ίδια Λίντοτσκα; της είπε η μάνα της.  —Και γιατί όχι; Εγώ θέλω να τα πω! επέμεινε η Λίντια που τώρα πλέον δεν χαμογελούσε, αλλά με  κόκκινο πρόσωπο, σιγοστριφογύριζε αμήχανα τη μπούκλα της γύρω απ' το δάχτυλό της, ρίχνοντας  γύρω της ανήσυχες, φοβισμένες ματιές.  —Ξέχασες μήπως τι έγινε χτες, όταν άρχισες να μιλάς γι' αυτά;  —Τίποτα δεν έγινε... Αφήστε με μητερούλα να τα πω! Δεν έβγαλα λέξη τότε στην ανάκριση! Όταν  εκείνος με ρώτησε δυο φορές για τη θεία και τον Μίτιν εγώ δεν έβγαλα άχνα και του ξέκοψα πως  δεν επρόκειτο να πάρει από μένα κουβέντα. Τότε εκείνος... ο Πετρόφ...  —Ο  Πετρόφ  είναι  ένας  ασφαλίτης,  χωροφύλακας  και  μεγάλο  κάθαρμα,  συμπλήρωσε  η  θεία  εξηγώντας στο Νεχλιούντοφ τι εννοούσε η ανιψιά της με όσα έλεγε.  —Τότε εκείνος, συνέχισε η Λίντια, λαχανιάζοντας απ' την αγωνία της να μιλήσει και να τα πει όλα,  —άρχισε να με καλοπιάνει: «Αυτά που θα μου πείτε, δεν πρόκειται να βλάψουν κανέναν, αντίθετα  μάλιστα... Αν μιλήσετε, θα βοηθήσετε πολλούς αθώους εδώ μέσα ν' αποφυλακιστούν που ίσως να  τους  βασανίζουμε  άδικα  εμείς».  Εγώ,  όμως  του  επανέλαβα  πως  δεν  θα  μιλήσω.  Τότε  μου  είπε:  «Καλά, λοιπόν, μη μιλήσετε, μονάχα θέλω να μην αρνηθείτε αυτά που εγώ θα πω». Άρχισε τότε να  αναφέρει διάφορα ονόματα και κάποια στιγμή είπε και του Μίτιν...  —Μα, σταμάτα σου λέω, φώναξε η θεία της.  —Μη  θεία  μου,  αφήστε  με!...  —  Και  χωρίς  να  πάψει  ούτε  στιγμή  να  στριφογυρίζει  νευρικά  τη  μπούκλα της και να ρίχνει γύρω της φοβισμένες ματιές, συνέχισε. — Και ξαφνικά, φανταστείτε πώς  ένιωσα την άλλη μέρα σαν έμαθα από συγκρατούμενές μου με συνθηματικά στον τοίχο πως είχαν  συλλάβει  τον  Μίτιν!  Πάει,  είπα,  εγώ  τον  πρόδωσα.  Κι  άρχισα  να  πονάω  απ'  τη  σκέψη  αυτή,  να  βασανίζομαι τόσο πολύ που κόντεψα να χάσω το μυαλό μου.  —Και τελικά αποδείχτηκε πως δεν πιάστηκε εξαιτίας σου, είπε η θεία της.  —Ναι, αλλά εγώ τότε δεν μπορούσα να το ξέρω. Είχα πιστέψει πως εγώ τον πρόδωσα. Να πηγαίνω  από τοίχο σε τοίχο, πέρα δώθε ασταμάτητα και να μη μπορώ να το βγάλω απ' το μυαλό μου. Είχα  Digitized by 10uk1s 

  πιστέψει πως τον  πρόδωσα. Πέφτω να κοιμηθώ,  κλείνω τα μάτια κι αφουγκράζομαι, κάποιος μου  σιγοψιθυρίζει στ' αφτί: πρόδωσες, πρόδωσες τον  Μίτιν, τον  Μίτιν  εσύ τον  πρόδωσες!!!  Αρχίζω  να  καταλαβαίνω  πως  έχω  ψευδαισθήσεις  και  κλείνω  τ'  αφτιά  μου.  Θέλω  ν'  αποκοιμηθώ  και  δεν  μπορώ, θέλω να μη σκέφτομαι κι είναι αδύνατο. Ήταν αβάσταχτο το μαρτύριο! έλεγε η Λίντια κι η  ταραχή  της  μεγάλωνε  έτσι  που  έστριβε  νευρικά  τη  μπούκλα  γύρω  απ'  το  δάχτυλό  της  και  την  ξέστριβε συνέχεια, ενώ δεν έπαυε να κοιτάζει με φοβισμένο βλέμμα τριγύρω της.  —Λίντοτσκα, ηρέμησε καλή μου, της έλεγε συνεχώς η μάνα της και τής χάιδευε τους ώμους.  Όμως η Λίντοτσκα δεν μπορούσε να σταματήσει, πια.  —Και ήταν αβάσταχτο γιατί... άρχισε να ψελλίζει, μα δεν απόσωσε τη φράση της. Ένας λυγμός τής  σπάραξε  τα  σωθικά,  τινάχτηκε  απ'  το  ντιβάνι  όρθια  και  σκουντουφλώντας  στην  πολυθρόνα  πετάχτηκε έξω απ' το δωμάτιο. Πίσω της όρμησε η μάνα της.  —Κρέμασμα θέλουν τα καθάρματα, μουρμούρισε το γυμνασιόπαιδο που καθόταν στο περβάζι.  —Τι είπες; ρώτησε η μάνα του ανήσυχη.  —Εγώ;  Τίποτα...  Κάτι  δικά  μου,  απάντησε  ο  μαθητής  κι  άρπαξε  ένα  παπιρόσι  απ'  το  τραπέζι  κι  άρχισε να καπνίζει. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVI  —ΝΑΙ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ η απομόνωση στη φυλακή είναι φρίκη, είπε η θεία κουνώντας το κεφάλι κι  άναψε κι αυτή παπιρόσι.  —Πιστεύω, πως για όλους είναι, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Όχι, για όλους, αποκρίθηκε η θεία. —Για τους πραγματικούς επαναστάτες, μού διηγούνται, είναι  ανάπαυση,  καταπραϋντικό.  Ο  παράνομος  ζει  συνέχεια  σε  συνθήκες  αγωνίας  κι  έντασης.  Αντιμετωπίζει διαρκώς μύριες στερήσεις, με τη δράση του εκτίθεται σε κινδύνους τόσο ο ίδιος όσο  και οι άλλοι και ο αγώνας∙ κι όταν τελικά τον πιάσουν, όλα αυτά τελειώνουν, τότε φεύγει η ευθύνη  από πάνω του: κάθεται και ξεκουράζεται. Μερικοί μού εξομολογήθηκαν μάλιστα πως νιώθουν χαρά  όταν τους πιάνουν. Όμως, για τους νέους, τους αθώους — πάντοτε στην αρχή πιάνουν αθώους σαν  την Λίντοτσκα — γι' αυτούς το σοκ που δέχονται είναι τρομερό. Και δεν είναι ότι σου στέρησαν την  ελευθερία  σου,  ότι  σου  φέρονται  βάναυσα,  σε  ταΐζουν  απαίσια,  ότι  ο  αέρας  είναι  ανυπόφορος,  γενικά, όλες αυτές οι στερήσεις δεν είναι το κύριο πρόβλημα. Ακόμη και τρεις φορές περισσότερες  να ήταν θα μπορούσες να τις αντέξεις εύκολα, αν έλειπε εκείνο το ηθικό σοκ που παθαίνεις μόλις  συλλαμβάνεσαι για πρώτη φορά.  —Εσείς το νιώσατε αυτό το σοκ;  —Εγώ; Δυο φορές φυλακίστηκα, αποκρίθηκε με το μελαγχολικό, γλυκό της χαμόγελο η θεία. —Όταν  με πιάσανε την πρώτη φορά, και με πιάσανε χωρίς να 'χω κάνει απολύτως τίποτα, συνέχισε, ήμουν  στα εικοσιδυό, είχα παιδί στην αγκαλιά κι άλλο στην κοιλιά. Όσο κι αν ήταν τρομερή η στέρηση της  ελευθερίας  μου,  ο  χωρισμός  μου  απ'  το  παιδί  και  τον  άνδρα  μου,  όλα  αυτά  δεν  ήταν  τίποτα  μπροστά σ' αυτό που ένιωσα, όταν κατάλαβα πως είχα πάψει να είμαι άνθρωπος, πως είχα γίνει ένα  πράγμα.  Ήθελα  να  αποχαιρετήσω  την  κορούλα  μου,  δεν  μ'  άφησαν,  μου  είπαν  ν'  ανεβώ  και  να  καθίσω  στην  άμαξα.  Ρωτούσα  πού  με  πηγαίνανε,  μου  απαντούσαν  πως  θα  μάθαινα  μόλις  θα  φτάναμε.  Ρωτούσα  για  ποιο  πράγμα  με  κατηγορούσαν,  δεν  απαντούσαν.  Μετά  την  ανάκριση  με  γδύσανε,  μου  φόρεσαν  τη  ρόμπα  της  φυλακής  με  το  νούμερο  πάνω,  με  οδήγησαν  κάτω  στις  γαλαρίες,  ξεμαντάλωσαν  την  πόρτα  του  κελλιού  μ'  έσπρωξαν  μέσα,  με  κλειδαμπαρώσανε  κι  έφυγαν.  Άφησαν  έναν  φρουρό  με  το  ντουφέκι  του  απέξω  κι  εκείνος  πηγαινοερχόταν  βουβός  μπροστά  στο  κελί  κι  αραιά  και  πού  έβαζε  το  μάτι  του  και  κοίταζε  από  τη  σχισμή.  Ένιωθα  τέτοια  φρίκη! Εκείνο που με πλήγωσε τότε περισσότερο, θυμάμαι, ήταν ότι στην ανάκριση ο αξιωματικός  της  χωροφυλακής  μου  έδωσε  τσιγάρο  να  καπνίσω.  Ήξερε,  φυσικά,  πόσο  έχουν  ανάγκη  να  καπνίσουν οι άνθρωποι, ήξερε και πόσο αγαπούν οι άνθρωποι την ελευθερία τους, το φως, ήξερε  πώς αγαπούν οι μανάδες τα παιδιά τους και τα παιδιά τη μάνα τους. Πώς, λοιπόν, μ' άρπαξαν τόσο  βάναυσα και μου στέρησαν ό,τι ακριβό είχα φυλακίζοντάς με σαν αγρίμι; Αυτό είναι αδύνατο να το  ξεπεράσει κανείς χωρίς να υποστεί τις ολέθριες συνέπειες. Αν κάποιος πιστεύει στον Θεό και στους  ανθρώπους,  αν  πιστεύει  πως  οι  άνθρωποι  αγαπούν  ο  ένας  τον  άλλο,  μετά  απ'  αυτή  την  εμπειρία  παύει να το πιστεύει. Από τότε κι εγώ έπαψα να πιστεύω στους ανθρώπους και η καρδιά μου γέμισε  μίσος, κατέληξε κι ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της.  Από την πόρτα που είχε βγει η Λίντια, μπήκε τώρα η μητέρα της και εξήγησε πως η Λίντοτσκα είχε  πάθει νευρικό κλονισμό και δεν μπορούσε να βγει άλλο έξω.  —Τι  τους  έφταιξε  και  κατέστρεψαν  αυτή  τη  νεαρή  ύπαρξη,  πείτε  μου;  ρώτησε  η  θεία.  —  Πονάω  αφάνταστα, πιο πολύ γιατί στάθηκα εγώ η αιτία χωρίς να το θέλω.  —Με τη βοήθεια του Θεού, θα συνέλθει σαν πάει εξοχή. Θα την στείλουμε κοντά στον πατέρα της,  είπε η μητέρα της Λίντια.  Digitized by 10uk1s 

  —Μα, χωρίς εσάς, θα έσβηνε τελείως, είπε η θεία. — Σας ευχαριστούμε. Θέλησα να σας δω για να  σας παρακαλέσω να μου περάσετε ένα γράμμα στη Βέρα Γιεφρέμοβνα, του είπε κι έβγαλε απ' την  τσέπη της το γράμμα.  —Το γράμμα δεν είναι σφραγισμένο, μπορείτε να το διαβάσετε και να το καταστρέψετε ή να της το  δώσετε, όπως νομίζετε εσείς σωστό, είπε. —Στο γράμμα δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούσε να  σας εκθέσει σε κίνδυνο.  Ο Νεχλιούντοφ πήρε το γράμμα και υποσχόμενος πως θα το παραδώσει, σηκώθηκε, χαιρέτησε και  βγήκε στο δρόμο.  Το γράμμα, χωρίς να το διαβάσει, το σφράγισε κι αποφάσισε να το παραδώσει στον παραλήπτη του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVII  Η  ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ  ΥΠΟΘΕΣΗ  που  κρατούσε  τον  Νεχλιούντοφ  στην  Πετρούπολη  ήταν  το  ζήτημα  των  αιρετικών,  που  την  αίτησή  τους  σκόπευε  να  καταθέσει  στο  όνομα  του  Αυτοκράτορα  με  τη  μεσολάβηση του πρώην συναδέλφου του στο σύνταγμα, υπασπιστή Μπογκατυριόφ. Την άλλη μέρα  το πρωί πήγε στο σπίτι του και τον πέτυχε εκεί να παίρνει το πρωινό του, αν κι ήταν ώρα να φύγει. Ο  Μπογκατυριόφ  ήταν  ένας  άνδρας  προικισμένος  με  σπάνια  φυσική  ρώμη,  ικανός  να  λυγίζει  με  τα  χέρια  του  πέταλο  αλόγου!  Σαν  χαρακτήρας  ήταν  καλοσυνάτος,  τίμιος,  ευθύς  και  μάλιστα  φιλελεύθερος.  Παρ'  όλα  αυτά  τα  στοιχεία  του  χαρακτήρα  του,  όμως,  ήταν  πιστός  άνθρωπος  της  Αυλής κι αγαπούσε τον Τσάρο και την τσαρική οικογένεια. Κατάφερνε μ' έναν εκπληκτικό τρόπο, αν  και ζούσε στα ανώτερα τούτα στρώματα, ν' απομυζά μονάχα το θετικό, το καλό και να απέχει απ'  όλες  τις  ανήθικες  και  βρόμικες  καταστάσεις  στο  περιβάλλον  αυτό.  Ποτέ  του  δεν  κατέκρινε  ούτε  ανθρώπους  ούτε  μέτρα  που  εφαρμόζονταν  και  είτε  σιωπούσε  είτε  φώναζε  με  την  χειμαρρώδη,  βροντερή  φωνή  του  αυτό  που  ένιωθε  ανάγκη  να  καυτηριάσει,  συχνά  γελώντας  με  το  γνώριμο,  βροντερό  του  γέλιο.  Κι  αυτό  δεν  το  έκανε  ορμώμενος  από  κάποιες  πολιτικές  σκοπιμότητες,  αλλά  γιατί αυτός ήταν ο χαρακτήρας του.  —Έκανες  άγια,  που  ήρθες.  Θα  πάρεις  μαζί  μου  πρωινό;  Έλα  κάθισε.  Το  μπιφτέκι  είναι  θαυμάσιο.  Αρχίζω και τελειώνω πάντοτε απ' το καλύτερο που έχω. Χα, χα, χα! Καλά, τότε πιες κρασί, είπε με τη  δυνατή  φωνή  του  δείχνοντας  την  καράφα  με  το  κοκκινέλι.  —Ξέρεις,  σε  είχα  στο  μυαλό  μου.  Την  αίτηση  θα τη δώσω, μην  ανησυχείς  θα την  παραδώσω ιδιοχείρως. Απλά  σκέφτηκα μήπως  θα  'ταν  καλύτερα να δεις εσύ πρώτα τον Τόποροφ.  Ο Νεχλιούντοφ με το άκουσμα του ονόματος Τόποροφ έκανε ένα μορφασμό.  —Απ' αυτόν εξαρτώνται όλα. Έτσι κι αλλιώς σ' αυτόν θα καταλήξει η αίτηση. Ίσως, αν πήγαινες, να  έλυνε ο ίδιος το πρόβλημά σου.  —Αν με συμβουλεύεις να το κάνω, θα πάω.  —Υπέροχα. Για πες μου, πώς τη βρίσκεις την Πετρούπολη;  Μίλησε μου λίγο, του φώναξε δυνατά ο Μπογκατυριόφ.  —Έχω την αίσθηση πως είμαι υπνωτισμένος, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Υπνωτισμένος;  επανέλαβε  ο  Μπογκατυριόφ  και  γέλασε  με  το  βροντερό  του  γέλιο.  —Δε  θες  να  τσιμπίσεις τίποτα; Καλά εσύ αποφασίζεις. — Σκούπισε με μια πετσέτα τα μουστάκια του. —Λοιπόν,  θα πας; Λέγε! Αν δεν σε ικανοποιήσει, τότε δώσε μου εμένα την αίτηση κι εγώ αύριο κιόλας θα την  προωθήσω, φώναξε και σηκώθηκε απ' το τραπέζι, αφού σταυροκοπήθηκε, προφανώς το ίδιο τυφλά  και μηχανικά όπως όταν σκούπισε το στόμα του, και ζώστηκε το σπαθί του.  —Και  τώρα  πρέπει  να  σ'  αφήσω,  γεια  σου.  —Θα  βγούμε  μαζί,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ  και  έσφιξε  μ'  εγκαρδιότητα το στιβαρό και πλατύ χέρι του Μπογκατυριόφ νιώθοντας πάντοτε μέσα του, όταν τον  συναντούσε,  ένα  σφριγηλό,  ασυνείδητο,  ζωντανό,  συναίσθημα.  Τον  αποχαιρέτησε  καθώς  βγήκε  μαζί του στο ξώστεγο.  Αν  και  δεν  περίμενε  τίποτα  το  θετικό  απ'  τη  συνάντησή  του  με  τον  Τόποροφ,  ο  Νεχλιούντοφ  υπακούοντας στη συμβουλή του Μπογκατυριόφ κίνησε να πάει να βρει τον άνθρωπο‐κλειδί για την  υπόθεση των αιρετικών. 

Digitized by 10uk1s 

  Το  αξίωμα  του  Τόποροφ,  είχε  μια  εγγενή  αντίφαση  που  θα  έπρεπε  να  είναι  κανείς  κρετίνος  ή  ανήθικος για να μην την αντιλαμβάνεται. Ο Τόποροφ είχε και τις δύο αυτές αρνητικές ιδιότητες. Από  το ύψος των αρμοδιοτήτων του, ήταν υποχρεωμένος να υποστηρίζει και να προασπίζεται με υλικά  μέσα, ακόμη και με βία, την Εκκλησία, που όμως εξ ορισμού ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Θεό και δεν  μπορεί να καταλυθεί ούτε απ' τις πύλες της Κολάσεως ούτε από καμιά ανθρώπινη δύναμη όσο κι αν  το επιχειρούσε. Αυτό λοιπόν το θεϊκό και ακατάλυτο οικοδόμημα του ίδιου του Θεού έπρεπε να το  υποστηρίζουν και να το προασπίζουν οι άνθρωποι, η υπηρεσία του Τόποροφ και των υφισταμένων  του! Ο Τόποροφ είτε δεν έβλεπε είτε αρνιόταν να δει αυτή την αντίφαση και γι' αυτό είχε αφιερώσει  το  χρόνο  του  προσπαθώντας  ν'  ανακαλύψει  κανέναν  Πολωνό  πάστορα  ή  κανέναν  αιρετικό  για  να  αποτρέψει  την  κατάλυση  της  Εκκλησίας,  αυτής  που  δεν  μπορούν  ούτε  οι  πύλες  της  Κολάσεως  να  κλονίσουν. Τόποροφ, όπως κι όλοι όσοι δεν σεβάστηκαν το στοιχειώδες θρησκευτικό συναίσθημα,  την  αναγνώριση  της  ισότητας  και  της  αδελφότητας  των  ανθρώπων,  ήταν  εντελώς  σίγουρος  ότι  ο  λαός  απαρτιζόταν  από  τελείως  διαφορετικά  όντα  σε  σχέση  μ'  αυτόν  και  πως  σ'  έναν  τέτοιο  λαό  έπρεπε  να  επιβληθούν  πράγματα  που  εκείνος  μπορούσε  κάλλιστα  ν'  αποφύγει.  Ο  ίδιος  μέσα  του  δεν πίστευε σε τίποτα κι ένιωθε άνετα κι ευχάριστα έτσι. Έτρεμε όμως μην τύχει κι ο λαός καταλήξει  στην  ίδια  μ'  αυτόν  κατάσταση  γι'  αυτό  και  θεωρούσε,  όπως  δήλωνε  δημόσια,  ότι  είχε  ιερή  υποχρέωση να διαφυλάξει τις τύχες του.  Κι όπως στους τσελεμεντέδες οι συνταγές λένε χαριτολογώντας πως στα καβούρια αρέσει πολύ να  τα  βράζουν  ζωντανά,  έτσι  κι  αυτός  ήταν  πεισμένος,  όχι  βέβαια  με  τη  μεταφορική  σημασία  που  δίνουν οι τσελεμεντέδες, μα κυριολεκτικά, ότι ο λαός αρέσκεται να ζει μέσα στις προλήψεις. Αυτό  και το πίστευε και το διακήρυττε.  Τη  θρησκεία,  που  ο  ίδιος  περιφρονούσε,  την  αντιμετώπιζε  όπως  ο  πτηνοτρόφος  αντιμετωπίζει  τα  σκουπίδια με τ' αποφάγια που μ' αυτά ταΐζει τα κοτόπουλά του: τα σκουπίδια είναι αηδιαστικά, μα  τα κοτόπουλα ξετρελαίνονται και τα τρώνε, γι' αυτό και πρέπει να τα ταΐζει.  Φυσικά, καταλάβαινε θαυμάσια πως η λατρεία αυτών των θαυματουργών εικόνων του Ιβέρσκ, του  Καζάν  και  του  Σμολιένσκ  δεν  ήταν  τίποτε  άλλο  από  πρωτόγονη  ειδωλολατρία,  όμως  επειδή  ήξερε  πως ο λαός τις αγαπάει και τις πιστεύει, έπρεπε να ενισχύει τις προλήψεις αυτές. Αυτά σκεφτόταν ο  Τόποροφ  χωρίς  να  υποψιάζεται  πως  αν  ο  λαός  ήταν  δεισιδαίμονας  αυτό  συνέβαινε  γιατί  πάντοτε  υπήρχαν, όπως και τώρα υπάρχουν, τέτοιοι τύραννοι σαν κι αυτόν, οι οποίοι αποκτώντας μόρφωση  για τον εαυτό τους, δεν αξιοποιούν τη γνώση τους για να βοηθήσουν το λαό ν' αποτάξει απ' τη ψυχή  το πηχτό σκοτάδι της αμάθειας, αλλά μονάχα για να τον καταδικάσουν εκεί για πάντα.  Την ώρα που ο Νεχλιούντοφ έμπαινε στην αίθουσα αναμονής, ο Τόποροφ συζητούσε στο γραφείο  του  με  μια  ηγουμένη,  μια  πανέξυπνη  αριστοκράτισσα  που  διέδιδε  και  υποστήριζε  την  ορθόδοξη  πίστη  στις  δυτικές  επαρχίες  της  χώρας  ανάμεσα  στους  Ουνίτες  που  τους  είχαν  βίαια  επαναφέρει  στην Ορθοδοξία.  Ο ειδικός εντεταλμένος που εφημέρευε στην αίθουσα αναμονής ρώτησε τον Νεχλιούντοφ το σκοπό  της  επίσκεψής  του  και  μαθαίνοντας  πως  μετέφερε  μια  αίτηση  αιρετικών  προς  τον  Αυτοκράτορα,  ζήτησε να τη δει. Ο Νεχλιούντοφ του την έδωσε κι ο υπάλληλος πήρε την αίτηση και την πήγε στο  γραφείο του Τόποροφ.  H  ηγουμένη με την καλύπτρα της, τα κρέπια που κυμάτιζαν στο κεφάλι της  και τη μακριά ουρά του ράσου που σερνόταν πίσω της, σταυρώνοντας τα κατάλευκα χέρια της με τα  περιποιημένα  νύχια  στα  οποία  κρατούσε  ένα  κομπολόι  με  χάντρες  από  τοπάζιο,  βγήκε  απ'  το  γραφείο και τράβηξε προς την έξοδο. Τον Νεχλιούντοφ δεν τον κάλεσαν όμως αμέσως. Ο Τόποροφ  είχε  πάρει  να  διαβάσει  την  αίτηση.  Κουνούσε  το  κεφάλι  του  κι  έδειχνε  ιδιαίτερα  αναστατωμένος  διαβάζοντας την καθαρογραμμένη και εμπεριστατωμένη αίτηση.  «Αν τύχει και πέσει στα χέρια του Αυτοκράτορα, η αίτηση αυτή μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες  Digitized by 10uk1s 

  απορίες  και  παρεξηγήσεις»,  σκέφτηκε,  αφού  τη  διάβασε.  Ακούμπησε  το  χαρτί  πάνω  στο  γραφείο  και χτυπώντας το κουδούνι έδωσε εντολή να οδηγήσουν μέσα τον Νεχλιούντοφ.  Η  ιστορία  με  τους  αιρετικούς  αυτούς  του  ήταν  ήδη  γνωστή.  Αρχικά  αυτοί  οι  χριστιανοί  που  είχαν  αποχωριστεί  την  Ορθοδοξία  αποκηρύχθηκαν  δημόσια  και  στη  συνέχεια  παραπέμφθηκαν  σε  δίκη,  όμως  το  δικαστήριο  τους  αθώωσε.  Τότε  ο  αρχιεπίσκοπος  κι  ο  κυβερνήτης  αποφάσισαν,  στηριζόμενοι στην παράνομη τέλεση των γάμων των αιρετικών, να εκτοπίσουν τους άνδρες μακριά  απ' τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Αυτοί, λοιπόν, οι χωρισμένοι γονείς και σύζυγοι ικέτευαν με την  αίτησή  τους  ν'  αποκατασταθούν.  Ο  Τόποροφ  είχε  θυμηθεί  την  υπόθεση  και  παλιότερα,  όταν,  για  πρώτη φορά την αντιμετώπισε. Από τότε αναρωτιόταν, αν έπρεπε να βάλει τέλος στην ιστορία αυτή.  Δεν θα πάθαινε, ωστόσο, τίποτα αν επικύρωνε μια εντολή για τον εκτοπισμό σε διάφορες περιοχές  των  μελών  αυτών  των  αγροτικών  οικογενειών.  Αντίθετα,  αν  τους  άφηνε  στα  μέρη  τους,  αυτό  μπορούσε  να  έχει  διαβρωτικές  συνέπειες  για  την  ορθόδοξη  πίστη  ανάμεσα  στον  υπόλοιπο  πληθυσμό.  Επί  πλέον,  η  εντολή  για  τον  εκτοπισμό  φανέρωνε  και  το  χριστιανικό  ζήλο  του  αρχιεπισκόπου, γι' αυτό και έδωσε τελικά την έγκρισή του να προχωρήσει η υπόθεση τότε.  Τώρα  όμως  τα  πράγματα  άλλαξαν.  Μ'  ένα  τέτοιο  συνήγορο  σαν  τον  Νεχλιούντοφ,  με  τις  τόσες  διασυνδέσεις στην Πετρούπολη, η υπόθεση μπορούσε να  φθάσει ως τον Αυτοκράτορα και να του  παρουσιαστεί  σαν  εξαιρετικά  σκληρό  μέτρο  ή  ακόμη  να  δημοσιευτεί  στον  ξένο  Τύπο,  γι'  αυτό  κι  έσπευσε ν' αναθεωρήσει άρον άρον τη στάση του.  —Χαίρετε,  είπε  με  ύφος  ανθρώπου  πνιγμένου  από  τις  ασχολίες  του,  ενώ  υποδεχόταν  τον  Νεχλιούντοφ όρθιος, και χωρίς να χάσει ούτε λεπτό πέρασε αμέσως στο θέμα.  —Γνωρίζω την υπόθεση. Αρκούσε μια ματιά στα ονόματα για να θυμηθώ τη θλιβερή αυτή ιστορία,  είπε  παίρνοντας  στα  χέρια  του  την  αίτηση  και  δείχνοντάς  τη  στο  Νεχλιούντοφ.  —Γι'  αυτό  και  σας  είμαι ειλικρινά ευγνώμων που μου την υπενθυμίσατε. Πράγματι, οι αρχές του κυβερνείου επέδειξαν  υπερβάλλοντα  ζήλο  στην  προκειμένη  περίπτωση...  —Ο  Νεχλιούντοφ  σιωπούσε  και  με  δυσφορία  κοιτούσε  την  παγερή  μάσκα  του  χλομού  του  προσώπου.  —Θα  στείλω  αμέσως  εγκύκλιο  και  θ'  ανακαλέσω το μέτρο για να μπορέσουν να επιστρέψουν οι άνθρωποι αυτοί στα σπίτια τους.  —Δηλαδή,  νομίζετε  πως  είναι  περιττό  να  υποβάλω  στον  Αυτοκράτορα  την  αίτηση;  ρώτησε  ο  Νεχλιούντοφ.  —Απολύτως. Εγώ σας δίνω το λόγο μου, είπε τονίζοντας με ιδιαίτερη έμφαση το «εγώ» προφανώς  θέλοντας  να  δείξει  ότι  η  δική  του  υπόσχεση,  ο  δικός  του  λόγος  ήταν  το  μεγαλύτερο  εχέγγυο.  —  Μάλιστα, θα ετοιμάσω αμέσως την εγκύκλιο. Κάντε μου τη χάρη να καθίσετε λίγο.  Πλησίασε στο γραφείο του κι άρχισε να τη συντάσσει. Ο Νεχλιούντοφ, χωρίς να καθήσει, κοιτούσε  από  ψηλά  το  στενό  φαλακρό  του  κρανίο,  το  χέρι  του  με  τις  εξογκωμένες  γαλάζιες  φλέβες  που  οδηγούσε  με  ταχύτητα  την  πένα  κι  έμενε  άναυδος,  ανήμπορος  να  συλλάβει  τι  ώθησε  τούτο  τον  άνθρωπο να κάνει αυτό που έκανε τώρα. Αυτός ο τόσο αδιάφορος σ' όλα γύρω του να καταπιάνεται  με τέτοια επιμέλεια γι' αυτή την υπόθεση! Τι είχε συμβεί;  —Ορίστε,  έτοιμη,  είπε  ο  Τόποροφ,  σφραγίζοντας  το  φάκελο.  —Μπορείτε  ν'  αναγγείλετε  στους  πελάτες σας την είδηση, πρόσθεσε σουφρώνοντας τα χείλη σα να 'θελε να χαμογελάσει.  —Για ποιο λόγο οι άνθρωποι αυτοί υπόφεραν; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ παίρνοντας το φάκελο.  Ο  Τόποροφ  σήκωσε  το  κεφάλι  και  χαμογέλασε  δίνοντας  την  εντύπωση  πως  άκουγε  αυτή  την  ερώτηση, υποτίθεται, με ικανοποίηση.  Digitized by 10uk1s 

  —Αυτό, δεν είμαι σε θέση να σας το πω. Μπορώ όμως να σας δηλώσω ότι τα συμφέροντα του λαού  που  εμείς  προασπιζόμαστε,  είναι  τόσο  σημαντικά  που  ένας  ορισμένος  υπερβάλλων  ζήλος  στα  θέματα της πίστης δεν είναι τόσο φοβερός και επιζήμιος σε σύγκριση με την υπερβολική αδιαφορία  που υπάρχει σήμερα γι' αυτά.  —Μα,  πώς  γίνεται,  ωστόσο,  στο  όνομα  ακριβώς  της  θρησκείας  να  παραβιάζονται  οι  θεμελιωδέστερες αρχές της δικαιοσύνης, να σκορπίζουν οικογένειες...  Ο Τόποροφ χαμογέλασε και πάλι μ' ένα συγκαταβατικό ύφος, προφανώς, γιατί έβρισκε χαριτωμένα  τα όσα έλεγε ο Νεχλιούντοφ. Ό,τι κι αν έλεγε ο Νεχλιούντοφ, ο Τόποροφ θα το έβρισκε χαριτωμένο  και  μεροληπτικό,  γιατί  αυτός  μπορούσε  να  κρίνει  τα  πράγματα  από  το  ύψος  της  σημαντικής  κρατικής του θέσης, όπως πίστευε.  —Απ'  την  άποψη  του  έντιμου  πολίτη,  αυτό  μπορεί  να  φαίνεται  έτσι,  όμως,  απ'  την  άποψη  του  κράτους,  η  κατάσταση  είναι  λίγο  διαφορετικότερη.  Εν  πάση  περιπτώσει,  —  είπε  ο  Τόποροφ,  σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι και προτείνοντας το χέρι στον Νεχλιούντοφ —... τα σέβη μου. Αντίο  σας.  Ο  Νεχλιούντοφ  χωρίς  να  πει  λέξη,  του  έσφιξε  το  χέρι  και  βγήκε  βιαστικά  απ'  το  γραφείο  μετανιωμένος που έπιασε το χέρι ενός τέτοιου ανθρώπου.  «Τα συμφέροντα του λαού!» σκεφτόταν καθώς έφευγε αναθυμούμενος τα λόγια του Τόποροφ. «Τα  δικά σου συμφέροντα, μονάχα τα δικά σου!.  Ο  Νεχλιούντοφ  αναστοχάστηκε  φευγαλέα  όλους  όσους  είχαν  υποστεί  τις  συνέπειες  απ'  τη  δράση  των υπηρεσιών που μεριμνούν για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, που στηρίζουν την πίστη και  νουθετούν  το  λαό  —  από  την  χωριάτισσα  που  πουλούσε  παράνομα  αλκοόλ,  τον  μικρό  που  δικάστηκε  για  κλοπή,  τον  αλήτη  για  αλητεία,  τον  εμπρηστή  για  εμπρησμό,  τον  τραπεζίτη  για  υπεξαίρεση  μέχρι  την  άμοιρη  Λίντια  που  την  φυλάκισαν,  γιατί  μπορούσαν  να  της  αποσπάσουν  χρήσιμες  πληροφορίες,  τους  αιρετικούς  για  παρέκκλιση  απ'  την  Ορθοδοξία  και  τον  νεαρό  Γκουρκέβιτς  γιατί  διεκδικούσε  Σύνταγμα  —  και  ένιωσε  ξαφνικά  να  φωτίζεται  ο  νους  του,  να  συνειδητοποιεί πως όλους αυτούς τους φυλάκιζαν, τους μπουντρούμιαζαν ή τους έστελναν εξορία,  όχι  επειδή  προσέβαλλαν  τη  δικαιοσύνη  ή  διέπρατταν  κάποιες  ανομίες,  αλλά  μόνο  και  μόνο  γιατί  παρεμπόδιζαν  τους  γραφειοκράτες  και  τους  μεγιστάνες  να  καρπώνονται  τον  πλούτο  που  απομυζούσαν απ' το λαό.  Σ'  αυτό  τους  το  έργο  τούς  ενοχλούσε  και  η  χωριάτισσα  που  πουλούσε  παράνομα  αλκοόλ,  και  ο  κλέφτης  που  πλανιόταν  στους  δρόμους,  και  η  Λίντια  με  τις  προκηρύξεις,  και  οι  αιρετικοί  που  υπονόμευαν τις προλήψεις, και ο Γκουρκέβιτς που τασσόταν υπέρ του Συντάγματος. Ο Νεχλιούντοφ  τώρα  αφυπνίστηκε  και  κατάλαβε  πεντακάθαρα  πως  όλοι  αυτοί  οι  γραφειοκράτες,  αρχίζοντας  από  τον  σύζυγο  της  θείας  του,  τους  γερουσιαστές,  τον  Τόποροφ  μέχρι  τον  παρατελευταίο  καθαροντυμένο  και  κομψό  κύριο  πίσω  απ'  τα  γραφεία  των  υπουργείων,  δεν  έδιναν  πεντάρα  τσακιστή  για  τα  βάσανα  των  αθώων,  μονάχα  νοιάζονταν  για  το  πώς  θ'  απαλλαγούν  απ'  όλους  αυτούς τους ανεπιθύμητους κι επικίνδυνους για τα συμφέροντά τους.  Έτσι,  όχι  μόνο  δεν  τηρούσαν  τις  διατάξεις  του  νόμου  που  προέβλεπε  την  αθώωση  δέκα  ενόχων  παρά την καταδίκη ενός αθώου, αλλά αντίθετα — όπως ακριβώς μαζί με τον σάπιο ιστό χρειάζεται  ν'  αφαιρεθεί  και  γερός—  προτιμούσαν  να  επιβάλουν  σε  δέκα  αθώους  εξοντωτική  τιμωρία  για  να  βγάλουν απ' την μέση τον πραγματικά επικίνδυνο!  Αυτή η ερμηνεία όσων διαδραματίζονταν φαινόταν στον Νεχλιούντοφ πολύ απλή και σαφής. Όμως  Digitized by 10uk1s 

  αυτή ακριβώς η απλότητα, αυτή η σαφήνεια τον ανάγκαζαν να ταλαντεύεται και να διστάζει να την  παραδεχθεί.  Το  μυαλό  του  δε  μπορούσε  να  χωρέσει  πώς  ήταν  δυνατόν  ένα  τόσο  σύνθετο  φαινόμενο να έχει τόσο απλή και συνάμα μακάβρια ερμηνεία. Ούτε πάλι μπορούσε να πιστέψει ότι  όλα αυτά τα λόγια για τη δικαιοσύνη, το αγαθό, τους νόμους, την πίστη, τον Θεό κ.λπ. ήταν λόγια  και μόνο λόγια που πίσω τους έκρυβαν ιταμά συμφέροντα και βαναυσότητα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVIII  Ο  ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ  θα  έφευγε  το  ίδιο  κιόλας  βράδυ,  είχε  όμως  υποσχεθεί  στη  Mariette  πως  θα  πήγαινε να την δει στο θέατρο και, παρ' όλο που ήξερε πως δεν έπρεπε να πάει, με το πρόσχημα ότι  είχε δώσει το λόγο του, βρήκε ένα ψεύτικο άλλοθι για τον εαυτό του και πήγε τελικά.  «Μήπως, άραγε, μπορώ ν' αντισταθώ σ' όλους αυτούς τους πειρασμούς;» αναρωτήθηκε με κάποια  δόση υποκρισίας. «Θα δοκιμάσω για τελευταία φορά».  Φόρεσε  το  φράκο  του  και  πήγε  στο  θέατρο.  Έφθασε  στη  δεύτερη  πράξη  της  αιώνιας  και  ανεπανάληπτης  Dame  aux  camélias,  όπου  πάνω  στη  σκηνή  η  Γαλλίδα  πρωταγωνίστρια  έδειχνε  μ'  έναν παροιμιώδη τρόπο πώς πεθαίνουν οι φυματικές κυρίες.  Το  θέατρο  ήταν  κατάμεστο,  όμως,  ο  Νεχλιούντοφ  έμαθε  αμέσως  που  βρισκόταν  το  θεωρείο  της  Mariette απ' τις ταξιθέτριες που εκδήλωσαν βαθύ σεβασμό στο πρόσωπό του.  Στο  διάδρομο  στεκόταν  ένας  κλειδούχος  των  θεωρείων  με  λιβρέα  που,  μόλις  τον  αντίκρυσε,  του  υποκλίθηκε σαν να τον ήξερε και του άνοιξε την πόρτα του θεωρείου.  Όλες οι σειρές των θεωρείων, απ' τη μια κι απ' την άλλη πλευρά του θεάτρου, με τους καθιστούς και  τους  όρθιους  θεατές,  με  τα  λευκά,  γκριζωπά,  φαλακρά  σγουρόξανθα  ή  μελαχρινά  κεφάλια,  γυρισμένους με δέος προς τη μεριά της λιπόσαρκης θεατρίνας που τυλιγμένη στις δαντέλες και στο  μετάξι  με  σπασμένη  κι  αφύσικη  φωνή  απάγγελλε  το  μονόλογό  της,  ήταν  ασφυχτικά  γεμάτες.  Κάποιος  φώναξε  «Σσσ!»,  μόλις  άνοιξε  η  πόρτα  και  δυο  ρεύματα  αέρα,  το  ένα  ψυχρό  και  τ'  άλλο  ζεστό, σάρωσαν το μέτωπο του Νεχλιούντοφ.  Στο  θεωρείο  καθόταν  η  Mariette  μαζί  με  μιαν  άγνωστη  κυρία  με  κόκκινο  μαντήλι  και  πομπώδες  κτένισμα,  και  με  δύο  κυρίους.  Ο  ένας  ήταν  ο  σύζυγος  της  Mariette,  ο  στρατηγός,  ένας  ευπαρουσίαστος,  ψηλόκορμος  άνδρας  με  αυστηρό,  ανέκφραστο  πρόσωπο  και  γαμψή  μύτη,  που  φορούσε τη στρατιωτική του στολή με τις παραγεμισμένες βάτες που του φούσκωναν το στήθος. Ο  άλλος  ήταν  ένας  ξανθός  άνδρας  με  μικρή  φαλάκρα,  ξυρισμένο  πηγούνι  σκαμμένο  από  μια  λακουβίτσα,  ανάμεσα  σε  δύο  μεγαλόπρεπες  φαβορίτες.  Η  Mariette,  χαρούμενη,  λεπτή,  κομψή,  φορούσε  ένα τολμηρό ντεκολτέ που άφηνε να διαγράφονται οι δυνατοί, σαρκωμένοι της  ώμοι με  μια μαύρη ελιά στον τράχηλο. Τη στιγμή εκείνη κοιτούσε γύρω της αναζητώντας τον Νεχλιούντοφ  και μόλις τον είδε, του έδειξε με το ριπίδι της ένα άδειο κάθισμα πίσω της και αχνογέλασε με μια  ένδειξη ευγνωμοσύνης.  Ο  Νεχλιούντοφ  ένιωσε  κάποια  κρυφά  μηνύματα  μέσα  σ'  αυτό  της  το  χαμόγελο.  Ο  άνδρας  της  Mariette  κοίταξε  νηφάλιος,  όπως  πάντοτε,  προς  το  μέρος  του  Νεχλιούντοφ  και  χαιρέτησε  μ'  ελαφριά υπόκλιση. Φαινόταν καθαρά με την πόζα που είχε, το βλέμμα που αντάλλαξε με τη γυναίκα  του, πως ήταν ο εξουσιαστής, ο αφέντης της όμορφης κυρίας.  Μόλις  τέλειωσε  ο  μονόλογος,  το  θέατρο  σείστηκε  απ'  τα  ζωηρά  χειροκροτήματα.  Η  Mariette  σηκώθηκε και κρατώντας με το χέρι της την κρουστή μεταξωτή της φούστα, προχώρησε στο βάθος  του θεωρείου και σύστησε τον Νεχλιούντοφ στον άνδρα της. Ο στρατηγός, με χαμογελαστά μάτια,  «χάρηκε» για τη γνωριμία και βυθίστηκε αθέατα στη φλεγματική του μόνωση.  —Έπρεπε να είχα φύγει σήμερα, μα σας είχα υποσχεθεί... άρχισε να λέει ο Νεχλιούντοφ γυρίζοντας  προς το μέρος της Mariette.  —Αν  δεν  επιθυμείτε  να  δείτε  εμένα,  τουλάχιστον  θα  έχετε  την  ευκαιρία  να  δείτε  μιαν  εξαίσια  Digitized by 10uk1s 

  θεατρίνα, απάντησε η Mariette στον τόνο και στη σημασία των λόγων του Νεχλιούντοφ. — Δεν ήταν  πραγματικά υπέροχη στην τελευταία σκηνή; ρώτησε τον άνδρα της.  Ο στρατηγός συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι.  —Δεν  με  αγγίζει  καθόλου  αυτό,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ.  —  Είδα  σήμερα  με  τα  μάτια  μου  τόσες  πραγματικές σκηνές δυστυχίας που...  —Μα, εμπρός λοιπόν, ελάτε να καθίσετε και να μου τα πείτε όλα.  Ο σύζυγος είχε τεντωμένο τ' αφτί του στην κουβέντα τους και ένα συνεχώς πιο ειρωνικό χαμόγελο  κρυφόπαιζε στη ματιά του.  —Πήγα να δω εκείνη την γυναίκα που αποφυλακίσανε τελικά, ύστερα από τόσο καιρό στη φυλακή.  Είναι μια ψυχή γεμάτη συντρίμμια.  —Πρόκειται για κείνη τη γυναίκα που σου ζήτησα να μεσολαβήσεις, είπε η Mariette στο σύζυγό της.  —Α, ωραία! Ευχαριστήθηκα πολύ που μπόρεσε ν' αποφυλακιστεί, είπε με ήρεμο ύφος, κουνώντας  το  κεφάλι  του  και  με  μια  έκδηλη  χροιά  ειρωνείας  στο  σιβυλλικό  του  μειδίαμα,  όπως  ένιωσε  ο  Νεχλιούντοφ. —Θα πάω να κάνω ένα τσιγάρο.  Ο Νεχλιούντοφ κάθισε με την προσδοκία πως η Mariette θα του έλεγε τελικά εκείνο το κατιτί που  είχε  να  του  πει,  μα  εκείνη  σιωπούσε  και  μάλιστα  δεν  έδειχνε  να  έχει  τη  διάθεση  για  μια  τέτοια  κουβέντα.  Περιορίστηκε  σε  μερικά  αστεία  και  κάποια  στιγμή  άρχισε  να  του  μιλάει  για  την  παράσταση που νόμιζε πως θα έπρεπε να τον είχε συγκινήσει ιδιαίτερα.  Ο Νεχλιούντοφ κατάλαβε πως δεν είχε τίποτα να του πει, πως απλά επιθυμούσε να κάνει μπροστά  του επίδειξη της γοητευτικής της εμφάνισης με τη βραδινή τουαλέτα, τους γυμνούς της ώμους και  την ελιά στον τράχηλο, και την ίδια στιγμή ένιωσε ευχαρίστηση και δυσφορία μαζί.  Δεν  ήταν  που  ξαφνικά  έπαψε  να  βλέπει  εκείνο  τον  πέπλο  της  σαγήνης  που  την  περιέβαλλε,  απλά  τώρα  είχε  την  αίσθηση  πως  το  μάτι  του  μπορούσε  να  διεισδύσει  κάτω  απ'  τον  πέπλο  αυτό.  Του  άρεσε καθώς την κοίταζε, μα ένιωθε πως ήταν μια ψεύτικη ύπαρξη που είχε επιλέξει να ζει μ' έναν  άνδρα που στέριωνε την καριέρα του πάνω στα δάκρυα και στις ζωές τόσων και τόσων ανθρώπων,  χωρίς  να  νιώθει  την  παραμικρή  αναστολή  για  την  επιλογή  της.  Ήξερε  πως  όσα  του  είχε  πει  το  προηγούμενο βράδυ ήταν ένα ψέμα και πως το μόνο που ζητούσε απ' αυτόν — χωρίς να μπορεί να  εξηγήσει  γιατί  τον  πολιορκούσε,  ίσως  ούτε  κι  εκείνη  ήξερε  —  ήταν  να  τον  αναγκάσει  να  την  αγαπήσει.  Αυτό  τον  γοήτευε,  μα  του  προκαλούσε  και  μια  αίσθηση  αποστροφής.  Αποπειράθηκε  αρκετές  φορές  να  φύγει,  έπαιρνε  το  καπέλο  του,  ετοιμαζόταν,  μα  το  μετάνιωνε.  Όταν,  όμως,  ξαναγύρισε  ο  σύζυγος  στο  θεωρείο  με  τη  μυρωδιά  του  καπνού  στα  δασύτριχα  μουστάκια  του  και  κάρφωσε  το  προστατευτικό  και  περιφρονητικό  συνάμα  βλέμμα  του  πάνω  στον  Νεχλιούντοφ,  δίνοντας  την  εντύπωση  πως  δεν  τον  γνώριζε,  ο  Νεχλιούντοφ  δεν  άντεξε  άλλο∙  δεν  άφησε  να  κλείσουν  οι  πόρτες,  βγήκε  γρήγορα  στο  διάδρομο  και  αφού  πήρε  το  παλτό  του  απ'  την  γκαρνταρόμπα, έφυγε απ' το θέατρο.  Καθώς επέστρεφε σπίτι διασχίζοντας τη λεωφόρο Νιέφσκι, η ματιά του έπεσε μηχανικά πάνω σε μια  ψηλή και λυγερή γυναίκα, προκλητικά ντυμένη, που βάδιζε λίγο πιο μπροστά μ' ένα ανέμελο βήμα  στο ευρύχωρο πεζοδρόμιο. Το πρόσωπό της και το όλο της στήσιμο μαρτυρούσαν πως ήξερε καλά  τη  διαβολική  δύναμη  που  έκρυβε  το  λάγνο  κορμί  της.  Οι  περαστικοί  κοντοστέκονταν  και  την  έτρωγαν  με  τα  μάτια  τους.  Ο  Νεχλιούντοφ  επιτάχυνε  το  βήμα  του,  την  προσπέρασε  και  γύρισε  Digitized by 10uk1s 

  ασυναίσθητα προς το μέρος της. Το πρόσωπό της, μάλλον βαμμένο, είχε όμορφα χαρακτηριστικά,  τα  μάτια  της  λαμποκοπούσαν  και  μόλις  διασταυρώθηκαν  με  τα  μάτια  του  Νεχλιούντοφ,  του  γέλασαν. Χωρίς να το καταλάβει, τη στιγμή εκείνη ο Νεχλιούντοφ θυμήθηκε την Mariette, ίσως γιατί  τον διαπέρασε το ίδιο συναίσθημα έλξης κι απώθησης γι' αυτή την γυναίκα, όπως είχε νιώσει στο  θέατρο  κοντά  σ'  εκείνη.  Με  γρήγορες  δρασκελιές,  αγανακτισμένος  με  τον  εαυτό  του,  την  προσπέρασε για τα καλά, έστριψε στην οδό Μορσκάγια και βγαίνοντας στην παραλιακή λεωφόρο  άρχισε  να  κόβει  βόλτες  πάνω  κάτω,  μονότονα,  κάνοντας  τον  χωροφύλακα  που  περιπολούσε  να  διερωτάται.  «Το ίδιο χαμόγελο μ' εκείνης στο θέατρο, τη στιγμή που μπήκα, με τα ίδια υπονοούμενα... Η μόνη  διαφορά  είναι  πως  αυτή  εδώ  σου  το  λέει  απλά  και  καθαρά:"  Σου  κάνω;  Πάρε  με.  Δεν  σου  κάνω;  Τράβα το δρόμο σου!" Εκείνη όμως υποκρίνεται πως ούτε κατά διάνοια δεν το σκέφτεται αυτό, πως  τα  αισθήματά  της  είναι  τάχα  ανώτερα,  λεπτεπίλεπτα,  αλλά  κατά  βάθος  είναι  τα  ίδια  κι  απαράλλαχτα.  Αυτή  εδώ  τουλάχιστον  είναι  ειλικρινής,  ενώ  η  άλλη  είναι  βουτηγμένη  στο  ψέμα.  Ακόμα, τούτη εδώ το κάνει, γιατί την σπρώχνει η ανάγκη, η άλλη όμως είναι κοκέτα, διασκεδάζει με  τα καμώματά της, παίζει μ' αυτό το υπέροχο, αποκρουστικό και τρομερό πάθος. Αυτή είναι γυναίκα  του δρόμου, δύσοσμα και βρόμικα νερά που ξεδιψάνε όσους η δίψα τους είναι πιο ανίκητη κι απ'  την αηδία∙ εκείνη στο θέατρο είναι το δηλητήριο που φαρμακώνει ανυποψίαστα όποιον αγγίξει. » Ο  Νεχλιούντοφ έφερε στο νου του το παλιό ειδύλλιό του με την γυναίκα του επικεφαλής των ευγενών  και  τον  έπνιξαν  οι  τύψεις.  «Σιχαμερό,  απαίσιο  είναι  τ'  αχνάρι  του  κτήνους  μέσα  στον  άνθρωπο,  συλλογίστηκε. Όταν όμως πλανιέται στην καθαρή του μορφή, μπορείς από το ύψος της ηθικής σου  να  το  εντοπίσεις  και  να  το  περιφρονήσεις  και  νικημένος  ή  νικητής,  όπως  και  να  'ναι,  θα  εξακολουθείς  να  'σαι  ο  εαυτός  σου.  Όταν  όμως  τ'  αχνάρι  του  κτήνους  σκεπάζεται  κάτω  από  το  αισθησιακό, ποιητικό λούστρο και απαιτεί να του υποταχθείς, τότε θεοποιείς την υπόστασή του και  ξυπνάει μέσα σου το κτήνος, κι εσύ χάνεις το μέτρο διάκρισης του καλού και του κακού. Και αυτό  είναι τρομερό».  Η ψυχή του λυτρωμένη τώρα απ' αυτές τις δοκιμασίες μπορούσε να δει την αλήθεια τόσο λαγαρά  όσο  τα  μάτια  του  μπορούσαν  καθαρά  να  ξεχωρίσουν  τα  μέγαρα  τριγύρω,  τους  σκοπούς,  το  Φρούριο, το ποτάμι, τις βάρκες, το χρηματιστήριο στην όχθη.  Κι  όπως  τη  νύχτα  αυτή  το  σκοτάδι  δεν  έπεφτε  γαλήνια  σκορπίζοντας  τη  λήθη  μέσα  στη  σιγαλιά,  αλλά ένα φως από ψηλά αμυδρό, μελαγχολικό κι ασυνήθιστο φεγγοβολούσε χωρίς να φαίνεται από  πού ερχόταν, έτσι και στην ψυχή του Νεχλιούντοφ το σκοτάδι της άγνοιας που του χάριζε ανεμελιά  είχε διαλυθεί. Η ψυχή του είχε αναβλέψει. Τώρα κατάλαβε πως όλα όσα θεωρούνται σπουδαία και  ωραία είναι ασήμαντα κι απαίσια και πως όλη αυτή η λάμψη, όλη αυτή η εκθαμβωτική πολυτέλεια  σκεπάζουν πανάρχαια εγκλήματα, συνηθισμένα σε όλους, που όχι μονάχα παραμένουν ατιμώρητα,  αλλά και θριαμβεύουν, καθώς πλαισιώνονται μ' όλη αυτή τη σαγήνη και τη μαγεία που μονάχα οι  άνθρωποι μπορούν ν' ανακαλύψουν.  Ο Νεχλιούντοφ θα ήθελε να τα ξεχάσει όλα τούτα, να μη βλέπει τίποτα, μα ήταν πολύ αργά πια για  να μη βλέπει. Αν και δεν διέκρινε από πού ερχόταν αυτό το φως που του ζωντάνευε τόσα γύρω του,  όπως  δεν  έβλεπε  την  πηγή  του  σκόρπιζε  το  αμυδρό,  μελαγχολικό  κι  αφύσικο  φως  πάνω  απ'  την  Πετρούπολη τη νύχτα αυτή, δεν μπορούσε πλέον να μη δει τα όσα του φανερώνονταν, και την ίδια  στιγμή στη ψυχή του μαζί με τη χαρά φώλιασε κι ο φόβος. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIX  ΟΤΑΝ ΕΦΘΑΣΕ στη Μόσχα, η πρώτη δουλειά που έκανε ο Νεχλιούντοφ ήταν να πάει στη φυλακή ν'  αναγγείλει στη Μάσλοβα το θλιβερό μαντάτο για την απόρριψη της έφεσης από τη Γερουσία και ότι  θα έπρεπε πλέον να ετοιμάζεται για το ταξίδι στη Σιβηρία.  Για την αίτηση χάριτος που είχε συντάξει ο Φανάριν και τη μετέφερε τώρα μαζί του στη φυλακή για  να την υπογράψει η  Μάσλοβα, έτρεφε ελάχιστες ελπίδες. Το περίεργο είναι, ωστόσο, πως ο ίδιος  δεν  επιθυμούσε  τώρα  ευνοϊκό  αποτέλεσμα.  Είχε  αρχίσει  να  προετοιμάζεται  ψυχολογικά  για  το  ταξίδι  στη  Σιβηρία,  τη  ζωή  ανάμεσα  στους  εξόριστους  και  τους  κατάδικους  και  δυσκολευόταν  να  φανταστεί πώς θα οργάνωνε τη δική του ζωή και της Μάσλοβα στο εξής αν δινόταν χάρη. Θυμόταν  τα λόγια του Αμερικανού συγγραφέα Ερρίκου Θόρω τον καιρό που στην Αμερική ήταν διαδεδομένη  η δουλεία ότι το μοναδικό μέρος που αρμόζει σ' έναν έντιμο πολίτη ενός κράτους που διαιωνίζει και  προστατεύει  με  τους  νόμους  του  τη  δουλεία,  είναι  η  φυλακή.  Το  ίδιο  ακριβώς  πίστευε  τώρα  κι  ο  Νεχλιούντοφ, ιδιαίτερα μετά το τελευταίο του ταξίδι στην Πετρούπολη κι όλα όσα έμαθε εκεί.  «Ναι, το μοναδικό μέρος που αρμόζει σ' έναν έντιμο άνθρωπο στη Ρωσία των καιρών μας είναι η  φυλακή!»  συλλογιζόταν.  Κι  όσο  πλησίαζε  στη  φυλακή  και  περνούσε  τους  τοίχους  της  τόσο  πιο  έντονα είχε την αίσθηση πως είχε κιόλας μπει σ' αυτή τη δοκιμασία.  Ο  θυρωρός  στην  κλινική,  μόλις  τον  είδε,  τον  αναγνώρισε  αμέσως  κι  έτρεξε  να  του  πει  πως  την  Μάσλοβα την είχαν κιόλας μεταφέρει κάπου αλλού. —Πού την έχουν;  —Την πήγαν πάλι πίσω στη φυλακή.  —Μα, γιατί την μετέφεραν εκεί; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Εξοχότατε,  τι  περιμένετε  από  τέτοιο  είδος  ανθρώπων;  αποκρίθηκε  ο  θυρωρός  μ'  ένα  περιφρονητικό  χαμόγελο.  —Κάτι  ερωτοδουλειές  είχε  με  τον  αρχινοσοκόμο  και  ο  διευθυντής  την  έδιωξε.  Ο Νεχλιούντοφ ποτέ δεν θα μπορούσε να πιστέψει πως η Μάσλοβα κι η ψυχική της κατάσταση θα  τον  άγγιζαν  τόσο  πολύ.  Η  είδηση  τον  συγκλόνισε.  Ένιωσε  όπως  νιώθουν  οι  άνθρωποι  που  μαθαίνουν  για  μια  αναπάντεχη  συμφορά  που  τους  βρήκε.  Πονούσε  αβάσταχτα.  Το  πρώτο  συναίσθημα που τον έπνιξε μαθαίνοντας την είδηση ήταν ντροπή. Ένιωθε γελοίος, επειδή είχε την  αφέλεια να πιστέψει πως μπορούσε ν' αλλάξει η ψυχική διάθεση της Μάσλοβα. Όλα εκείνα που του  έλεγε, η άρνησή της να δεχθεί τη θυσία του, οι βαριές της κατηγορίες και τα δάκρυα, όλα αυτά —  συλλογιζόταν  τώρα  ο  Νεχλιούντοφ  —  δεν  ήταν  τίποτ'  άλλο  από  δολοπλοκίες  μιας  διεφθαρμένης  γυναίκας  που  το  είχε  βάλει  σκοπό  να  τον  απομυζήσει  όσο  μπορούσε  περισσότερο.  Τώρα  έβλεπε  καθαρά  πως  στην  τελευταία  επίσκεψη  είχε  παρατηρήσει  τα  πρώτα  σημάδια  της  αδιόρθωτης  κατάντιας  της  που  τώρα  πλέον  την  εκδήλωνε  απροκάλυπτα.  Όλες  αυτές  οι  σκέψεις  πέρασαν  σαν  αστραπή απ' το μυαλό του τη στιγμή που έβαζε μηχανικά το γούνινο σκούφο του κι έφευγε απ' την  κλινική.  «Και τώρα, τι γίνεται; Είμαι ή δεν είμαι δεμένος μαζί της; Δεν θα έπρεπε η συμπεριφορά της αυτή  να μ' απάλλασσε απ' την παρουσία της;», αναρωτιόταν.  Μόλις όμως αναλογίστηκε τα ερωτήματα αυτά, την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε πως ξεμπλέκοντας  μαζί της και εγκαταλείποντάς την στην τύχη της, δεν θα τιμωρούσε αυτήν, πράγμα που επιθυμούσε,  αλλά τον ίδιο τον εαυτό του, και τον έπιασε δέος. 

Digitized by 10uk1s 

  «Όχι!  Ό,τι  έγινε,  έγινε  και  δεν  μπορεί  ν'  αλλάξει  την  απόφασή  μου.  Μονάχα  να  την  επιβεβαιώσει  μπορεί! Ας κάνει ό,τι ζητάει η ψυχή της. Θέλει ερωτικά παιγνίδια με τον αρχινοσοκόμο; Ας τα κάνει,  είναι δική της δουλειά... Η δική μου είναι να κάνω αυτό που με προστάζει η ηθική μου, η συνείδησή  μου, μονολόγησε. — Και τώρα με προστάζει να θυσιάσω την ελευθερία μου για να εξιλεωθώ για τα  κρίματά  μου  κι  η  απόφασή  μου  να  την  παντρευτώ,  έστω  και  με  εικονικό  γάμο,  και  να  την  ακολουθήσω,  όπου  την  στείλουν,  δεν  πρόκειται  ν'  αλλάξει»,  συνέχισε  το  μονόλογό  του  με  μια  παθιασμένη  επιμονή,  καθώς  έβγαινε  απ'  την  κλινική,  τραβώντας  μ'  αποφασιστικό  βήμα  προς  την  πελώρια πύλη της φυλακής.  Φθάνοντας  στην  πύλη,  ζήτησε  απ'  τον  αρχιφύλακα  υπηρεσίας  να  ειδοποιήσει  τον  διευθυντή  της  φυλακής ότι ήθελε να δει την Μάσλοβα.  Ο  αρχιφύλακας  αναγνώρισε  τον  Νεχλιούντοφ  και  επειδή  τον  θεωρούσε  δικό  του  άνθρωπο  του  εμπιστεύτηκε  μια  σημαντική  είδηση  για  τον  προϊστάμενό  του:  ο  παλιός  διευθυντής  είχε  απολυθεί  και στη θέση του έφεραν έναν άλλο, πολύ αυστηρό.  —Έχουν  σφίξει  πολύ  τα  πράγματα,  καήκαμε,  είπε  ο  αρχιφύλακας.  —Είναι  στο  γραφείο  του,  πάω  αμέσως να του τ' αναφέρω.  Πραγματικά ο νέος διευθυντής ήταν στη φυλακή και δεν άργησε να φανεί. Ήταν ένας ψηλόσωμος,  ξερακιανός άνδρας με εξογκωμένα μήλα, εξαιρετικά βραδυκίνητος και σκυθρωπός.  —Επισκέψεις  επιτρέπονται  σε  συγκεκριμένες  μέρες  και  μονάχα  στην  αίθουσα  του  επισκεπτηρίου,  είπε ξερά χωρίς να κοιτάζει τον Νεχλιούντοφ.  —Μα, πρέπει να μου υπογράψει την αίτηση χάριτος!  —Μπορεί να την παραδώσετε σε μένα.  —Πρέπει ο ίδιος να δω την κρατούμενη. Μέχρι τώρα πάντοτε μου το επέτρεπαν.  —Στο παρελθόν, ναι... είπε ο διευθυντής ρίχνοντας ένα φευγαλέο βλέμμα στον Νεχλιούντοφ.  —Έχω άδεια από τον κυβερνήτη, επέμεινε ο Νεχλιούντοφ κι έδειξε το χαρτί.  —Επιτρέψτε  μου,  είπε  ο  διευθυντής  λοξοκοιτάζοντας  και  πάλι  τον  Νεχλιούντοφ.  Πήρε  στα  χέρια  του, με τα μακριά, αποστεωμένα και λευκά δάχτυλα που στον δείχτη  έφερε  ένα χρυσό δαχτυλίδι,  την άδεια και τη διάβασε αργά και προσεκτικά. ‐Παρακαλώ, περάστε στο γραφείο μου, του είπε.  Στο γραφείο αυτή τη φορά δεν υπήρχε ψυχή. Ο διευθυντής κάθησε στο γραφείο του, ξεφυλλίζοντας  τα  χαρτιά  του  και  δείχνοντας  καθαρά  τη  διάθεσή  του  να  παραμείνει  στο  επισκεπτήριο.  Όταν  ο  Νεχλιούντοφ τον ρώτησε αν θα μπορούσε να δει την πολιτική κρατούμενη Μπογκοντούχοφσκαγια,  ο διευθυντής απάντησε ξερά πως ήταν αδύνατο.  —Οι επισκέψεις στους πολιτικούς κρατούμενους απαγορεύονται, είπε και έσκυψε πάλι στα χαρτιά  του.  Κρατώντας στην τσέπη του το γράμμα για την Μπογκοντούχοφσκαγια, ο Νεχλιούντοφ ένιωθε όπως  ο ένοχος που έβλεπε να αποκαλύπτονται και να γκρεμίζονται τα σχέδιά του.  Τη  στιγμή  που  η  Μάσλοβα  μπήκε  στο  γραφείο,  ο  διευθυντής  σήκωσε  το  κεφάλι  του  και  χωρίς  να  Digitized by 10uk1s 

  κοιτάζει ούτε αυτή ούτε τον Νεχλιούντοφ, είπε:  —Μπορείτε να μιλήσετε! και συνέχισε να ανακατεύει τα χαρτιά του.  Η  Μάσλοβα  φορούσε  όπως  πάντα  άσπρη  μπλούζα  και  φούστα  και  στα  μαλλιά  ένα  μαντήλι.  Πλησιάζοντας τον Νεχλιούντοφ και βλέποντας το παγερό, εχθρικό του πρόσωπο, έγινε κόκκινη σαν  παπαρούνα  και  στρίβοντας  στο  χέρι  της  την  άκρη  της  φούστα  της,  χαμήλωσε  το  βλέμμα  της.  Η  σύγχυση που έδειχνε ήταν για τον Νεχλιούντοφ επιβεβαίωση για τα όσα του είχε πει ο θυρωρός της  κλινικής.  Ήθελε να της φερθεί, όπως και την άλλη φορά, μα δεν μπόρεσε ούτε το χέρι να της δώσει. Τόσο του  είχε γίνει αντιπαθής.  —Σας  φέρνω  άσχημα  νέα,  είπε  με  μια  φωνή  ανέκφραστη,  χωρίς  να  την  κοιτάζει  και  χωρίς  να  της  δώσει το χέρι. —Στη Γερουσία απόρριψαν την έφεση.  —Εγώ το 'ξερα, είπε με μια παράξενη φωνή σα να πνιγόταν.  Άλλοτε  ο  Νεχλιούντοφ  θα  την  ρωτούσε  γιατί  το  είπε  αυτό,  όμως,  τώρα  περιορίστηκε  στο  να  την  κοιτάξει. Τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει.  Αυτό όχι μόνο δεν μαλάκωσε την ψυχή του, αλλά αντίθετα τον ερέθισε πιο πολύ.  Ο διευθυντής σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε στο γραφείο.  Μ'  όλη  την  αποστροφή  που  ένιωθε  ο  Νεχλιούντοφ  τώρα  για  την  Μάσλοβα,  θεώρησε  υποχρέωσή  του να εκφράσει τη λύπη του για την απόρριψη της έφεσης από τη Γερουσία.  —Μην απελπιζόσαστε, την αίτηση χάριτος μπορούμε να τη στείλουμε κι ελπίζω πως...  —Μα, δεν είναι γι' αυτό... είπε και τον κοίταξε με τα υγρά αλλοίθωρα μάτια της γεμάτα παράπονο.  —Τι συμβαίνει τότε;  —Θα πήγατε στην κλινική και, βέβαια, θα σας είπαν για μένα...  —Και  λοιπόν;  Αυτό  είναι  δική  σας  υπόθεση,  αποκρίθηκε  ψυχρά  ο  Νεχλιούντοφ  σουφρώνοντας  τα  φρύδια του.  Το  άγριο  αίσθημα  του  πληγωμένου  του  εγωισμού  φούντωσε  μέσα  του  με  νέα  έξαρση,  μόλις  η  Μάσλοβα  ανάφερε  τη  λέξη  κλινική.  «Εγώ,  ένας  άνθρωπος  της  αριστοκρατίας  που  κάθε  νέα  της  υψηλής κοινωνίας θα το θεωρούσε ευτυχία να της προτείνω να γίνει γυναίκα μου, πρότεινα γάμο  σε τούτη δω την γυναίκα κι αυτή δε μπόρεσε να περιμένει και τα έμπλεξε... με τον αρχινοσοκόμο»,  σκεφτόταν κοιτάζοντάς την με μίσος.  —Ορίστε,  υπογράψτε  την  αίτηση,  της  είπε  κι  έβγαλε  απ'  την  τσέπη  του  ένα  μεγάλο  φάκελο  ακουμπώντας τον στο τραπέζι. Εκείνη σκούπισε τα δάκρυά της με την άκρη απ' το μαντήλι της και  κάθησε ρωτώντας πού και τι έπρεπε να γράψει.  Της  έδειξε,  ενώ  εκείνη  ανασήκωνε  με  τ'  αριστερό  της  χέρι  το  δεξί  της  μανίκι.  Πίσω  της  στεκόταν  όρθιος  ο  Νεχλιούντοφ,  κοιτάζοντας  βουβός  την  καμπουριαστή  πάνω  στο  τραπέζι  πλάτη  της  που  Digitized by 10uk1s 

  τρανταζόταν  κάπου  κάπου  από  τα  πνιχτά  της  αναφιλητά  και  στην  ψυχή  του  ένιωσε  να  παλεύουν  δύο συναισθήματα: του κακού και του καλού, της πληγωμένης περηφάνιας του και της συμπόνιας  για τη δύσμοιρη αυτή γυναίκα, και η δύναμη της συμπόνιας νίκησε τελικά τον εγωισμό του.  Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι τον έκανε πρώτο ν' αλλάξει — ο οίκτος που φώλιασε στην ψυχή του για  κείνη  ή  οι  μνήμες  για  τις  αμαρτίες  του  και  την  έκλυτη  ζωή  του,  γι'  αυτήν  ακριβώς  τη  ζωή  που  κατηγορούσε την ίδια τώρα. Και ξαφνικά ένιωσε το εαυτό του ένοχο απέναντί της και την λυπήθηκε.  Αφού υπόγραψε την αίτηση και σκούπισε το δάκτυλό της, που είχε λερωθεί με μελάνι, στη φούστα  της, σηκώθηκε και τον κοίταξε.  —Όποια κι αν είναι η τύχη αυτής της αίτησης, ό,τι κι αν συμβεί, τίποτα δεν θ' αλλάξει την απόφασή  μου, είπε ο Νεχλιούντοφ.  Η  σκέψη  ότι  την  συγχωρούσε  μέσα  του  θέριεψε  τα  συναισθήματα  συμπόνιας  και  τρυφερότητας,  που τον κατέκλυσαν και προσπάθησε να την παρηγορήσει.  —Αυτό που είπα, θα το κάνω. Όπου και να σας στείλουν, εγώ θα' ρθω μαζί σας.  —Τον  καιρό  σας  χάνετε,  βιάστηκε  να  τον  διακόψει  εκείνη  και  στο  πρόσωπό  της  απλώθηκε  μια  έντονη λάμψη.  —Σκεφτείτε τι θα χρειαστείτε να πάρετε μαζί σας στο δρόμο.  —Δε νομίζω πως έχω κάποια ιδιαίτερη ανάγκη. Σας ευχαριστώ.  Ο  διευθυντής  πλησίασε  προς  το  μέρος  τους.  Ο  Νεχλιούντοφ  δεν  περίμενε  την  υπόδειξή  του,  την  αποχαιρέτησε και έφυγε πλημμυρισμένος από μια πρωτόγνωρη αίσθηση γαλήνης, ήρεμης χαράς κι  αγάπης για όλους τους ανθρώπους του κόσμου.  Είχε  καταλάβει  πως  ό,τι  κι  αν  έκανε  η  Μάσλοβα,  το  όποιο  της  ολίσθημα  δεν  μπορούσε  πια  να  κλονίσει  μέσα  του  την  αγάπη  του  γι'  αυτήν  και  το  συναίσθημα  του  αυτό  τον  έκανε  να  πλέει  σε  πελάγη ευτυχίας και χαράς. Τι κι αν τα έμπλεξε με τον αρχινοσοκόμο; Δεν τον αφορούσε. Ήταν δική  της υπόθεση. Αυτός την αγαπούσε, όχι για τον ίδιο, μα για κείνη και τον Θεό.  * * *  Στο  μεταξύ  το  περιβόητο  φλερτ  της  Μάσλοβα  με  τον  αρχινοσοκόμο,  εξαιτίας  του  οποίου  την  διώξανε  απ'  την  κλινική  και  που  ο  Νεχλιούντοφ  το  πίστεψε,  ήταν  κάτι  διαφορετικό  απ'  ό,τι  τον  πληροφόρησαν. Η προϊσταμένη κάποια στιγμή έστειλε την Μάσλοβα στο φαρμακείο που ήταν στην  άλλη  άκρη  του  διαδρόμου  να  φέρει  τσάι  του  βουνού.  Εκεί  έπεσε  πάνω  στον  αρχινοσοκόμο,  τον  Ουστίνοφ,  έναν  ψηλό  βλογιοκομμένο  τύπο  που  την  είχε  βάλει  στο  μάτι  απ'  την  πρώτη  μέρα  κάνοντάς της τη ζωή δύσκολη. Της ρίχτηκε και η Μάσλοβα προσπαθώντας να γλιτώσει, τον έσπρωξε  με  τέτοια  δύναμη  που  ο  Ουστίνοφ  γκρεμίστηκε  πάνω  σε  μια  εταζέρα  με  φιάλες.  Από  το  ταρακούνημα δύο φιάλες έπεσαν κι έσπασαν.  Την ώρα εκείνη περνούσε απ' το διάδρομο ο αρχίατρος. Άκουσε τον κρότο απ' τα σπασμένα γυαλιά  και βλέποντας την Μάσλοβα να τρέχει ξαναμμένη φώναξε θυμωμένα:  —Άκου να σου πω κυρά μου! Αν σε ξαναπιάσω να κάνεις ερωτοδουλειές, θα σε στείλω από κει που  'ρθες. Και γυρίζοντας προς τον αρχινοσοκόμο, τον κοίταξε αυστηρά πάνω απ' τα γυαλιά του και τον  Digitized by 10uk1s 

  ρώτησε:  —Τι έγινε εδώ πέρα;  Εκείνος χαμογελώντας άρχισε να δικαιολογιέται. Ο αρχίατρος δεν τον άφησε να συνεχίσει, σήκωσε  το κεφάλι του, ώστε να μπορεί να δει τον Ουστίνοφ μέσα απ' τα γυαλιά του και προχώρησε στους  θαλάμους  των  ασθενών.  Την  ίδια  κιόλας  μέρα  ζήτησε  από  τον  διευθυντή  της  φυλακής  να  του  στείλουν μιαν άλλη, πιο σοβαρή γυναίκα στη θέση της Μάσλοβα. Αυτό ήταν όλο κι όλο το φλερτ της  Μάσλοβα  με  τον  αρχινοσοκόμο.  Το  διώξιμό  της,  από  την  κλινική  με  πρόσχημα  την  επιλήψιμη  συμπεριφορά της με τους άνδρες στοίχισε πάρα πολύ στη Μάσλοβα που οι ερωτικές σχέσεις εδώ  και πολύ καιρό τώρα, μετά την πρώτη της συνάντηση με τον Νεχλιούντοφ στη φυλακή, της έφερναν  έντονη αηδία. Την έπνιγε η ντροπή και το παράπονό της ήταν απαρηγόρητο, γιατί έβλεπε πως κάθε  αρσενικός,  ακόμα  κι  αυτός  ο  σπυριάρης  ο  νοσοκόμος,  κρίνοντας  από  το  παρελθόν  της  κι  επωφελούμενος απ' την τωρινή της κατάσταση, είχε την εντύπωση πως μπορούσε να την έχει του  χεριού του και ν' απορεί μάλιστα όταν του αντιστεκόταν. Γι' αυτό, όταν αντίκρισε τον Νεχλιούντοφ,  θέλησε  να  ξεδιαλύνει  τις  συκοφαντίες  που  θα  είχε  κιόλας  ακούσει  για  το  πρόσωπό  της.  Μα,  τη  στιγμή που άρχισε, ένιωσε πως εκείνος δεν θα την πίστευε και θα νόμιζε πως προσπαθούσε με τις  εξηγήσεις της να καλύψει την πράξη της, ενισχύοντας έτσι τις υποψίες του. Ένας κόμπος τής έσφιξε  το λαιμό, τα μάτια της βούρκωσαν και προτίμησε να σωπάσει.  Η  Μάσλοβα  ακόμη  φανταζόταν  κι  εξακολουθούσε  να  πείθει  τον  εαυτό  της  ότι  δεν  τον  είχε  συγχωρέσει,  όπως  του  είπε  τη  δεύτερη  φορά  που  συναντήθηκαν,  ότι  τον  μισούσε.  Όμως  εδώ  και  καιρό τον είχε αγαπήσει ξανά και μάλιστα η μεγάλη της αγάπη γι' αυτόν την είχε κάνει άθελά της να  ικανοποιεί όλες του τις επιθυμίες: έπαψε να πίνει, να καπνίζει, σταμάτησε τις κοκεταρίες και μπήκε  στην  κλινική  να  κάνει  την  νοσοκόμα.  Όλα  αυτά  τα  έκανε  μόνο  και  μόνο,  γιατί  ήξερε  πως  ήταν  επιθυμίες του Νεχλιούντοφ. Αν μέχρι τώρα αρνιόταν αποφασιστικά να δεχθεί τη θυσία του να την  κάνει  γυναίκα  του,  όπως  εκείνος  το  ζητούσε,  ήταν  γιατί  της  άρεσε  να  επαναλαμβάνει  συνέχεια  εκείνα τα περήφανα λόγια που του είχε πει τότε και κυρίως γιατί ήταν σίγουρη πως ο γάμος αυτός  θα  του  έφερνε  δυστυχία.  Είχε  πάρει  την  απόφασή  της  να  μην  δεχθεί  τη  θυσία  του  και  την  ίδια  στιγμή πονούσε διπλά, γιατί της ήταν αφόρητο να σκέφτεται ότι εκείνος την περιφρονούσε, επειδή  φανταζόταν  ότι  δεν  είχε  αλλάξει  καθόλου,  και  δεν  μπορούσε  ν'  αντιληφθεί  τις  αλλαγές  που  είχαν  συντελεστεί  μέσα  της.  Γι'  αυτό,  τώρα,  μόνο  και  μόνο  με  την  ιδέα  πως,  εκείνος  θα  σκεφτόταν  ότι  κάποια βρομιά είχε κάνει όσο ήταν στη φυλακή, βασανιζόταν κι υπόφερε περισσότερο παρά από τη  σκέψη πως δεν θα γλύτωνε τα κάτεργα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXX  ΕΠΕΙΔΗ ήταν πιθανόν η Μάσλοβα να φύγει με την πρώτη αποστολή των εξορίστων, ο Νεχλιούντοφ  άρχισε  να  ετοιμάζεται  για  το  ταξίδι.  Είχε  όμως  τόσες  εκκρεμότητες  που  νόμιζε  πως  όσο  ελεύθερο  χρόνο κι αν είχε δεν θα κατάφερνε ποτέ να τις διεκπεραιώσει. Τώρα οι ασχολίες του ήταν εντελώς  διαφορετικές σε σχέση με χθες. Πριν, είχε να φροντίσει μονάχα τον εαυτό του, τον Ντμίτρι Ιβάνοβιτς  Νεχλιούντοφ, κι όμως παρά το γεγονός ότι όλο του το ενδιαφέρον στη ζωή το εξαντλούσε για τον  εαυτό του, ένιωθε συνεχή πλήξη. Τώρα που όλες του οι ασχολίες αφορούσαν στους άλλους κι όχι  τον  Ντμίτρι  Ιβάνοβιτς,  ένιωθε  ενδιαφέρον  και  έντονη  ευχαρίστηση  να  καταπιάνεται  μ'  αυτές  παρ'  όλον ότι είχαν γίνει κιόλας αμέτρητες.  Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Παλιότερα οι διάφορες υποθέσεις του Νεχλιούντοφ τον φούρκιζαν και  τον ερέθιζαν. Τούτες, όμως, ο ξένες, τις πιο πολλές φορές του προκαλούσαν μια ευχάριστη διάθεση.  Εκείνο τον καιρό τα πράγματα που είχε να κάνει τα είχε τακτοποιήσει σε τρεις ενότητες, και με τη  σχολαστικότητα που τον χαρακτήριζε τα είχε ταξινομήσει σε τρεις χωριστούς χαρτοφύλακες.  Ο  πρώτος  αφορούσε  στην  περίπτωση  της  Μάσλοβα  και  στη  βοήθεια  που  θα  μπορούσε  να  της  προσφέρει.  Συγκεκριμένα,  περιείχε  την  αίτηση  χάριτος  με  τα  σχετικά  διαβήματα  προς  τον  Αυτοκράτορα και διάφορες εκκρεμότητες γύρω απ' την προετοιμασία του ταξιδιού στη Σιβηρία.  Ο  δεύτερος  αφορούσε  στην  τύχη  των  κτημάτων  του.  Στο  Πάνοβο  η  γη  είχε  παραχωρηθεί  στους  αγρότες  με  τη  μόνη  υποχρέωση  απ'  την  πλευρά  τους  να  πληρώνουν  ένα  ενοίκιο  για  τις  γενικές  ανάγκες  του  αγροτικού  τους  συνεταιρισμού.  Για  να  κατοχυρώσει  τη  προφορική  συμφωνία  τους  έπρεπε  να  φτιάξει  και  να  υπογράψει  τα  συμβόλαια  και  τη  διαθήκη.  Στο  Κουζμίνσκογιε  όμως  τα  πράγματα παρέμειναν όπως τα είχε αφήσει φεύγοντας, δηλαδή τα χρήματα για τη μίσθωση της γης  θα  τα  έπαιρνε  εκείνος,  έπρεπε  όμως  και  εκεί  να  οριστεί  το  ύψος  των  εσόδων  του,  ο  χρόνος  αποπληρωμής των οφειλών των μουζίκων, ν' αποφασίσει τι μερίδιο θα έπαιρνε για τις ανάγκες του  και τι ποσό θα έμενε στους μουζίκους. Επειδή δεν γνώριζε τι έξοδα είχε να κάνει πηγαίνοντας στη  Σιβηρία, δεν αποφάσιζε να στερηθεί το εισόδημά του αυτό ακόμα, αν και το είχε ήδη ελαττώσει στο  μισό.  Ο  τρίτος  χαρτοφύλακας  ήταν  αφιερωμένος  στις  διάφορες  μορφές  βοήθειας  προς  τους  κρατούμενους που ολοένα και πιο συχνά του ζητούσαν τη μεσολάβησή του.  Στην  αρχή,  όταν  ερχόταν  σ'  επαφή  με  τους  κρατούμενους,  που  ζητούσαν  την  προστασία  του,  αναλάμβανε αμέσως πρωτοβουλίες για να τους συνδράμει, προσπαθώντας να τους ελαφρύνει την  κατάστασή τους. Όμως  επειδή όλο και πιο  πολλοί απ' αυτούς ικέτευαν τη βοήθειά του,  κατάλαβε  πως  δεν  θα  'ταν  σε  θέση  να  ικανοποιήσει  τον  καθέναν  τους  χωριστά  και  μοιραία  έφτιαξε  κι  έναν  τέταρτο  ομαδικό  χαρτοφύλακα  που  τον  απασχολούσε  περισσότερο  απ'  όλους  τους  άλλους  το  τελευταίο διάστημα. Κοινό σημείο όλων αυτών των υποθέσεων ήταν η εξιχνίαση μερικών κεντρικών  ερωτημάτων  για  τον  Νεχλιούντοφ,  όπως:  ποια  είναι  η  προέλευση  κι  ο  χαρακτήρας  αυτού  του  περίφημου  θεσμού  που  ονομάζεται  «ποινικό  δικαστήριο»  με  όλες  αυτές  τις  φυλακές  και  τους  κρατούμενους, ένα μέρος από τους οποίους είχε κιόλας γνωρίσει, από το Φρούριο Πετροπάβλοφσκ  μέχρι  τη  Χερσόνησο  της  Σαχαλίνης,  όπου  έλειωναν  εκατοντάδες  χιλιάδες  θύματα  αυτού  του  τόσο  αλλόκοτου ποινικού νόμου.  Από την προσωπική του εμπειρία με τους κρατούμενους, από τις πληροφορίες του δικηγόρου του,  του παπά της φυλακής, του διευθυντή κι από τις λίστες των φυλακισμένων ο Νεχλιούντοφ κατέληξε  στο συμπέρασμα ότι οι λεγόμενοι ποινικοί εγκληματίες χωρίζονται σε πέντε κατηγορίες. 

Digitized by 10uk1s 

  Στην  πρώτη  κατηγορία  ανήκουν  άνθρωποι  τελείως  αθώοι,  θύματα  δικαστικής  πλάνης,  όπως  ο  υποτιθέμενος εμπρηστής Μενσόφ, όπως η Μάσλοβα κι άλλοι. Δεν ήταν οι περισσότεροι, όπως του  είχε παρατηρήσει ο παπάς, ήταν γύρω στο εφτά τοις εκατό, όμως η κατάστασή τους ήταν τραγική κι  άξιζε ιδιαίτερης προσοχής.  Ακολουθούσαν οι κατάδικοι για αδικήματα που είχαν γίνει σ' εντελώς εξαιρετικές συνθήκες, όπως  έκρηξη  θυμού,  ζήλια,  μέθη  και  άλλα,  αδικήματα  που  μπορούσαν  να  'χουν  διαπράξει  σ'  ανάλογες  συνθήκες όλοι όσοι δικάζανε και καταδικάζανε. Απ' την έρευνά του, σ' αυτή την κατηγορία ανήκαν  ίσως περισσότεροι απ' τους μισούς κατάδικους.  Στην τρίτη κατηγορία ανήκαν όσοι έκαναν στην καθημερινή τους ζωή διάφορα απλά πράγματα που  οι ίδιοι τα θεωρούσαν φυσικά και γιατί όχι και χρήσιμα, τα οποία όμως ο νομοθέτης καταδίκαζε σαν  κολάσιμες  πράξεις.  Τέτοιοι  ήταν  όσοι  έκαναν  λαθραία  εμπορία  αλκοόλ,  οι  κοντραμπατζήδες,  οι  λαθροβοσκοί κι οι λαθροϋλοτόμοι στα μεγάλα λιβάδια και στους λόγγους των τσιφλικάδων και του  κράτους.  Σ'  αυτούς  ανήκαν  ακόμα  οι  ορεσίβιοι  ληστές,  καθώς  και  οι  άπιστοι  που  κατάκλεβαν  τις  εκκλησίες.  Την τέταρτη κατηγορία την αποτελούσαν άνθρωποι οι οποίοι το μόνο που είχαν διαπράξει ήταν πως  ακολουθούσαν μια ηθική και πνευματική ζωή καλύτερη απ' τον αντίστοιχο μέσο όρο της κοινωνίας.  Τέτοιοι ήταν οι αιρετικοί, οι Πολωνοί, οι Τσερκέζοι, που στασίαζαν για την ανεξαρτησία τους, τέτοιοι  ήταν και οι  πολιτικοί κρατούμενοι, οι σοσιαλιστές, οι επαναστάτες που  είχαν  καταδικαστεί με την  κατηγορία  αντίστασης  κατά  της  αρχής.  Το  ποσοστό  τους  ήταν  πολύ  υψηλό  σύμφωνα  με  τις  παρατηρήσεις του Νεχλιούντοφ κι αποτελούσαν τον ανθό της κοινωνίας.  Τέλος,  η  πέμπτη  κατηγορία  απαρτιζόταν  απ'  όλους  εκείνους  τους  δύσμοιρους  που  ήταν  λιγότερο  ένοχοι  απέναντι  στην  κοινωνία  απ'  ό,τι  η  ίδια  η  κοινωνία  απέναντί  τους.  Ήταν  οι  απόκληροι,  οι  αποχαυνωμένοι απ' τη συνεχή καταπίεση και τους διαρκείς πειρασμούς, όπως εκείνο το αγόρι που  είχε  κλέψει  τα  ταπέτα  απ'  την  αποθήκη  κι  εκατοντάδες  άλλοι  άνθρωποι  που  είδε  στη  φυλακή  ο  Νεχλιούντοφ κι έξω, ελεύθερους να βολοδέρνουν μέχρι που οι ίδιες οι συνθήκες της ζωής τους να  τους  ωθήσουν  να  διαπράξουν  αυτό  που  ονομάζεται  έγκλημα.  Τέτοιοι  ήταν,  όπως  κατέγραψε  ο  Νεχλιούντοφ, πάρα πολλοί κλέφτες και δολοφόνοι, μερικούς απ' τους οποίους έτυχε στο διάστημα  αυτό  να  συναντήσει  πρόσωπο  με  πρόσωπο.  Κι  όταν  τους  γνώρισε  καλά,  πρόσθεσε  ακόμα  στην  κατηγορία τους κι όλους εκείνους τους διεφθαρμένους, τ' αποβράσματα της κοινωνίας, αυτούς που  η νέα σχολή  της επιστήμης τους αποκαλεί «εγκληματίες  εκ γενετής» και που η ύπαρξή τους μέσα  στην κοινωνία είναι η καλύτερη απόδειξη για την αναγκαιότητα λειτουργίας του ποινικού νόμου και  της  επιβολής  ποινών.  Κατά  τη  γνώμη  του  Νεχλιούντοφ,  όλοι  αυτοί  οι  έκφυλοι,  οι  εγκληματικοί  κι  ανώμαλοι  τύποι  ήταν  κι  αυτοί  επίσης  λιγότερο  ένοχοι  απέναντι  στην  κοινωνία  απ'  ό,τι  η  ίδια  η  κοινωνία  απέναντι  τους,  μ'  όλο  που  η  ενοχή  αυτή  μπορούσε  να  μην  είναι  άμεση,  τωρινή,  αλλά  έμμεση και ν' ανάγεται πριν απ' όλα στους γονείς και τους προγόνους συνολικότερα.  Απ' τους χαρακτηριστικούς τύπους αυτής της κατηγορίας, στον  Νεχλιούντοφ προκαλούσε έκπληξη  περισσότερο  η  περίπτωση  ενός  κατ'  εξακολούθηση  κλέφτη,  του  Οχότιν,  νόθου  γιου  μιας  πόρνης,  τρόφιμου  νυχτερινού  ασύλου  που  μέχρι  τα  τριάντα  του  δεν  είχε  συναναστραφεί  μ'  άλλους  ανθρώπους ανώτερης ηθικής στάθμης εκτός απ' τους χωροφύλακες και από τα πρώτα του βήματα  στη  ζωή  είχε  κιόλας  μπλέξει  με  μια  συμμορία  κλεφτών.  Η  φύση  τον  είχε  προικίσει  μ'  ένα  σπάνιο  κωμικό και σατιρικό ταλέντο που χάρη σ' αυτό είχε κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου. Αν κι είχε  ζητήσει τη συνδρομή του Νεχλιούντοφ, δεν έπαυε να αυτοσαρκάζεται, να χλευάζει τους δικαστές,  τη  φυλακή  κι  όλους  τους  νόμους,  όχι  μονάχα  τους  ποινικούς,  μα  και  το  Θείο  Νόμο.  Ένας  άλλος  παρόμοιος τύπος ήταν ο Φιόντοροφ, ένα όμορφο παλικάρι που είχε σκοτώσει και ληστέψει μαζί με  τη συμμορία του έναν γέρο υπάλληλο. Ήταν μουζίκος και τον πατέρα του τον είχαν διώξει τελείως  παράνομα  απ'  το  σπίτι  του.  Αργότερα  όταν  πήγε  στο  στρατό,  πέρασε  του  λιναριού  τα  πάθη,  γιατί  Digitized by 10uk1s 

  φλέρταρε  επίμονα  την  ερωμένη  ενός  αξιωματικού.  Σαν  άνθρωπος  ήταν  ελκυστικός,  εκρηκτικός  χαρακτήρας,  αθεράπευτα  αχόρταγος  στις  απολαύσεις  και  τις  ηδονές.  Σ'  όλη  του  τη  ζωή  δεν  συναναστράφηκέ  μ'  άλλους  ανθρώπους  παρά  μονάχα  μ'  εκείνους  που  κυνηγούν  παθιασμένα  τις  απολαύσεις και την καλοπέραση και άλλο σκοπό της ζωής δεν γνώρισε ούτε προσκύνησε παρ' εκτός  την  ηδονή.  Ο  Νεχλιούντοφ  το  ένιωθε  καλά  μέσα  του  πως  αυτοί  οι  δύο  χαρακτήρες  με  τα  τόσα  χαρίσματα  είχαν  παραπέσει  αβοήθητοι  κι  η  ψυχή  τους  σακατεύτηκε,  όπως  μαραίνονται  τα  έρημα  δεντράκια.  Συνάντησε  ακόμα  έναν  αλήτη  και  μια  γυναίκα  που  με  την  κρετίνικη  όψη  τους  και  τον  φαινομενικά αιμοβόρο πρωτογονισμό τους προκαλούσαν απέχθεια, όμως δεν μπορούσε σε καμία  περίπτωση να τους θεωρήσει γεννημένους εγκληματίες, όπως αυτούς που θέλει να βλέπει η ιταλική  σχολή∙  στα  πρόσωπά  τους  έβλεπε  απλώς  και  μόνο  αντιπαθητικούς  τύπους  ανθρώπων,  το  ίδιο  αντιπαθητικούς όπως και μερικοί που φορούσαν φράκο, επωμίδες, δαντέλες.  Και, έτσι, αναζητώντας την απάντηση στο ερώτημα γιατί όλοι αυτοί οι τόσο ετερόκλητοι άνθρωποι  είχαν  καταλήξει  στη  φυλακή,  ενώ  την  ίδια  στιγμή  οι  άλλοι,  όμοιοι  κι  απαράλλαχτοι  μ'  αυτούς,  κυκλοφορούσαν  ελεύθεροι  κι  επί  πλέον  τους  δίκαζαν  και  τους  καταδίκαζαν,  ο  Νεχλιούντοφ  εντόπισε το τέταρτο θέμα που τον απασχολούσε αυτό τον καιρό.  Στην  αρχή,  ελπίζοντας  να  βρει  την  απάντηση  μέσα  στις  σελίδες  των  βιβλίων,  αγόραζε  μανιωδώς  καθετί σχετικό από τα έργα του Λομπρόζο, του Γκαρόφαλο, του Φέρι, του Λιστ μέχρι του Μόντσλεϋ  και  του  Ταρντ,  και  τα  διάβαζε  με  προσοχή.  Μα,  όσο  προχωρούσε  στη  μελέτη  τους  τόσο  πιο  πολύ  απογοητευόταν.  Είχε  πάθει  αυτό  που  παθαίνουν  όσοι  στρέφονται  στην  επιστήμη  όχι  για  να  διαδραματίσουν  κάποιο  ρόλο,  να  γράψουν,  να  επιχειρηματολογήσουν,  να  διδάξουν,  αλλά  για  ν'  αντλήσουν  απαντήσεις  στα  άμεσα,  απλά  προβλήματα  της  ζωής.  Εκείνη  του  απαντούσε  απλόχερα  στα  χίλια  μύρια  πανούργα  και  πολύπλοκα  ερωτήματα  σχετικά  με  την  ποινική  νομοθεσία,  σ'  όλα  εκτός από εκείνο στο οποίο ο Νεχλιούντοφ μάταια αναζητούσε την απάντηση. Ρωτούσε κάτι πολύ  απλό:  γιατί  και  με  ποιο  δικαίωμα  ορισμένοι  φυλακίζουν,  βασανίζουν,  εξορίζουν,  μαστιγώνουν  και  σκοτώνουν  τους  άλλους,  τη  στιγμή  που  δεν  διαφέρουν  σε  τίποτα  από  εκείνους  που  βασανίζουν,  μαστιγώνουν και σκοτώνουν; Και σαν απάντηση άκουγε γενικούς συλλογισμούς του είδους: έχει ή  δεν έχει ο άνθρωπος ελευθερία βούλησης, αν το σχήμα του κρανίου του μπορεί να καθορίσει την  εγκληματική φύση του ανθρώπου, αν υπάρχει κληρονομικότητα στην εγκληματικότητα, αν υπάρχει  κληρονομική ανηθικότητα, υπάρχει ή όχι ηθική; Τι είναι η τρέλα, ο εκφυλισμός, ο χαρακτήρας; Πώς  επιδρούν  το  κλίμα,  η  διατροφή,  η  έλλειψη  παιδείας,  ο  μιμητισμός,  ο  υπνωτισμός,  τα  πάθη  στο  έγκλημα; Τι είναι η κοινωνία; Ποιες οι υποχρεώσεις της και τόσα άλλα...  Αυτοί οι συλλογισμοί τού θύμιζαν μια απάντηση που πήρε από έναν μικρό μαθητή κάποια φορά. Ο  Νεχλιούντοφ  τον  ρώτησε  αν  είχε  μάθει  στο  σχολείο  να  συλλαβίζει.  «Έμαθα»,  απάντησε  εκείνος.  «Τότε πες μου λοιπόν, πώς γράφουμε τη λέξη: πόδι». Ο μικρός μ' ένα πονηρό βλέμμα τον ρώτησε:  «Ποιανού  το  πόδι;  Του  σκύλου  το  πόδι;»  Τέτοιες  ήταν  κι  οι  απαντήσεις  με  τη  μορφή  ερωτήματος  που  έπαιρνε  ο  Νεχλιούντοφ  από  τα  επιστημονικά  συγγράμματα  στο  απλό,  θεμελιώδες  του  ερώτημα.  Είχαν  πολλές  πρωτότυπες,  βαθιά  επιστημονικές  κι  ενδιαφέρουσες  απαντήσεις  τα  βιβλία,  μα  πουθενά  δεν  μπορούσε  να  βρει  την  απάντηση  στο  κύριο  ερώτημα:  με  ποιο  δικαίωμα  μπορούν  ορισμένοι  να  τιμωρούν  τους  άλλους;  Και  διαπίστωνε  πως  όχι  μονάχα  ήταν  αδύνατη  η  απάντηση,  αλλά  όλοι  οι  συλλογισμοί  που  συναντούσε  αποσκοπούσαν  στο  να  εξηγήσουν  και  να  δικαιολογήσουν την τιμωρία, την αναγκαιότητα της οποίας είχαν αναγάγει σε αξίωμα. Μελετούσε  πολύ  ο  Νεχλιούντοφ,  μα  χωρίς  σύστημα.  Και  αυτή  η  έλλειψη  συστήματος  πίστευε  πως  τον  δυσκόλευε να βρει την απάντηση που ζητούσε κι όλο ανέβαλλε την αναζήτηση για το μέλλον όταν  θα μπορούσε να μελετήσει πιο μεθοδικά. Γι' αυτό το λόγο και αρνιόταν να παραδεχθεί την αλήθεια  που τον τελευταίο καιρό όλο και πιο πολύ στριφογύριζε στο μυαλό του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXI  Η ΟΜΑΔΑ της Μάσλοβα θ' αναχωρούσε για τη Σιβηρία στις 5 Ιουλίου. Για την ίδια μέρα ετοιμαζόταν  κι ο Νεχλιούντοφ. Παραμονές της αναχώρησής του, τον επισκέφτηκε στη Μόσχα η αδερφή του με  τον άνδρα της.  Η αδελφή του Νεχλιούντοφ, η Ναταλία Ιβάνοβνα Ραγκοζίνσκαγια ήταν μεγαλύτερή του κατά δέκα  χρόνια και ως ένα βαθμό τον είχε μεγαλώσει ασκώντας έντονη επίδραση στο χαρακτήρα του. Όταν  ήταν μικρός, έτρεφε μεγάλη αγάπη γι' αυτόν κι αργότερα όταν εκείνη μεγάλωσε και ετοιμαζόταν να  παντρευτεί  είχαν  ταιριάξει  τόσο  πολύ  μαζί  σαν  να  'ταν  δίδυμοι,  παρ'  όλο  που  εκείνη  ήταν  κιόλας  γυναίκα  στα  είκοσι  πέντε  της  κι  εκείνος  εξακολουθούσε  να  'ναι  ακόμα  παιδί.  Η  Ναταλία  είχε  ερωτευτεί τον Νικολιένκα Ιρτιόνοφ, στενό φίλο του Νεχλιούντοφ που πέθανε αργότερα.  Κι οι δυο  τους  αγαπούσαν  τον  Νικολιένκα  και  αγαπούσαν  κάθε  θετικό  στοιχείο  σ'  αυτόν  και  στους  χαρακτήρες τους που μπορούσε να ενώσει όλους τους ανθρώπους.  Από τότε οι χαρακτήρες και των δύο χάλασαν ανεπανόρθωτα: εκείνου με την στρατιωτική καριέρα  και  την  άσωτη  ζωή,  εκείνης  ύστερα  απ'  τον  άτυχο  γάμο  της  μ'  έναν  άνθρωπο  που  το  μόνο  που  ένιωθε γι' αυτόν ήταν σαρκικό πάθος. Ο άνδρας της Ναταλία δεν απεχθανόταν μονάχα όσα εκείνη  κάποτε μαζί με τον Ντμίτρι λάτρευε και θεωρούσε ιερά, αλλά αδυνατούσε και να τα καταλάβει, και  γι' αυτό όλη της τη φλόγα, την έφεση για ηθική τελειοποίηση και αφοσίωση στους ανθρώπους  —  που ήταν παλιά ο σκοπός της ζωής της — δεν μπορούσε να τις χαρακτηρίσει αλλιώς παρά μόνο σαν  εκδήλωση ματαιοδοξίας, αυταρέσκειας και επιδειξιομανίας μπροστά στον κόσμο.  Ο  άνδρας  της,  ο  Ραγκοζίνσκι,  είχε  άσημη  καταγωγή,  δεν  είχε  περιουσία,  ήταν  όμως  ένας  έξυπνος  καιροσκόπος που ήξερε να ελίσσεται θαυμάσια ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και το συντηρητισμό,  να  εκμεταλλεύεται  εκείνη  την  πολιτική  παράταξη  που  τη  δοσμένη  στιγμή  του  εξασφάλιζε  τα  ευνοϊκότερα  για  τη  ζωή  του  αποτελέσματα,  και  ιδίως  την  ιδιαίτερη  γοητεία  που  ασκούσε  στις  γυναίκες, μ' αποτέλεσμα να καταφέρει να κάνει μια σχετικά λαμπρή καριέρα στο δικαστικό κλάδο.  Είχε κιόλας τα χρονάκια του, όταν γνωρίστηκε με τον Νεχλιούντοφ στο εξωτερικό, κατάφερε να τον  ερωτευτεί  η  Ναταλία,  ώριμη  τότε  γυναίκα  και  να  τον  παντρευτεί  παρά  την  έντονη  αντίθεση  της  μητέρας  της,  που  θεωρούσε  αυτό  το  γάμο  mésalliance69.  Ο  Νεχλιούντοφ,  μολονότι  πάσχιζε  να  κρύψει στα βάθη της ψυχής του τα ίδια του τα συναισθήματα κι αγωνιζόταν να τα ξεχάσει, μισούσε  τον  γαμπρό  του.  Τον  αντιπαθούσε  για  τους  χυδαίους  τρόπους  του,  τη  γεμάτη  αυτοπεποίθηση  μετριότητά του και κυρίως του ήταν αδύνατο να υποφέρει την ιδέα ότι η αδελφή του μπορούσε ν'  αγαπάει  τόσο  παθιασμένα,  εγωιστικά,  μ'  έναν  τόσο  έκδηλο  αισθησιασμό  αυτό  το  μίζερο  πλάσμα  που για το χατήρι του ήταν ικανή να πνίξει μέσα της ό,τι όμορφο είχε από παλιά στο χαρακτήρα της.  Του  έφερνε  πάντοτε  πόνο  στην  ψυχή  να  σκέφτεται  πως  η  Νατάσσα  ήταν  η  σύζυγος  αυτού  του  δασύτριχου, με τ' αστραφτερό κρανίο, επαρμένου ανθρώπου. Ήταν τόσο έντονη η αντιπάθεια κι η  περιφρόνησή του για το πρόσωπο του γαμπρού του που και τα ανίψια του ακόμα του προκαλούσαν  αηδία.  Γι'  αυτό  κάθε  φορά  που  μάθαινε  πως  η  αδελφή  του  ήταν  έγκυος  και  σύντομα  θα  γινόταν  μητέρα  ένιωθε  κάτι  σαν  οίκτο  γι'  αυτήν  κι  είχε  την  αίσθηση  πως  πάλι  την  είχε  μολύνει  εκείνος  ο  μυστήριος τύπος με κάποια βαριά αρρώστια.  Οι  Ραγκοζίνσκι  είχαν  έρθει  χωρίς  τα  παιδιά  τους  —είχαν  ένα  αγοράκι  και  ένα  κοριτσάκι  —  και  βρήκαν  κατάλυμα  στο  καλύτερο  διαμέρισμα  του  πολυτελέστερου  ξενοδοχείου  της  πόλης.  Η  Ναταλία  Ιβάνοβνα  την  ίδια  κιόλας  μέρα  που  έφθασαν  πήγε  κατ'  ευθείαν  να  επισκεφτεί  το  παλιό  αρχοντικό  της  μητέρας  της,  μα  δεν  βρήκε  εκεί  τον  αδελφό  της.  Μαθαίνοντας  από  την  Αγκραφένα  Πετρόβνα πως είχε μετακομίσει σ' ένα επιπλωμένο διαμέρισμα, πήγε να τον βρει.  Ένας λερός υπηρέτης την υποδέχθηκε στο σκοτεινό διάδρομο που βρομοκοπούσε απαίσια και της  είπε πως ο πρίγκιπας έλειπε.  Digitized by 10uk1s 

  Η  Ναταλία  Ιβάνοβνα  ζήτησε  ν'  ανεβεί  στο  διαμέρισμα  του  αδελφού  της,  για  ν'  αφήσει  ένα  σημείωμα. Ο υπηρέτης την οδήγησε πάνω.  Πέρασε μέσα στο μικρό διαμέρισμα με τα δύο στενάχωρα δωμάτια και έριξε μια εξεταστική ματιά  τριγύρω.  Παντού  αναγνώρισε  την  καθαριότητα  και  τη  σχολαστικότητα  που  πάντοτε  διέκρινε  τον  αδελφό της κι έμεινε άναυδη μπρος στη λιτή επίπλωση του χώρου αδυνατώντας να πιστέψει πώς  μπορούσε να 'χει αλλάξει τόσο πολύ συνήθειες. Πάνω στο γραφείο είδε το γνώριμο πρες παπιέ με  το  μπρούτζινο  σκυλάκι,  υποδειγματικά  όπως  πάντα,  τακτοποιημένα  διάφορα  χαρτιά,  την  τσάντα  του, γραφική ύλη, τους τόμους του ποινικού δικαίου, ένα βιβλίο του Χένρυ Τζωρτζ στ' Αγγλικά, ένα  του  Ταρντ  στα  Γαλλικά  κι  ανάμεσα  στις  σελίδες  του  το  γνώριμο  μεγάλο  χαρτοκόπτη  από  ελεφαντόδοντο.  Κάθισε στο γραφείο κι έγραψε ένα σημείωμα στον Νεχλιούντοφ με την παράκληση να πάει το δίχως  άλλο να την συναντήσει την ίδια κιόλας μέρα. Σηκώθηκε, έριξε άλλη μια φορά γύρω της το βλέμμα  γεμάτο  έκπληξη,  κούνησε  το  κεφάλι  της  και  ανίσχυρη  να  εξηγήσει  τα  όσα  έβλεπε,  γύρισε  στο  ξενοδοχείο.  Δύο πράγματα την έκαιγαν τώρα σε σχέση με τον αδελφό της: ο γάμος του με την Κατιούσα, που  είχε  κιόλας  αρχίσει  να  γίνεται  λόγος  στην  πόλη  τους  και  η  παραχώρηση  των  κτημάτων  στους  μουζίκους,  που  είχε  κι  αυτό  μαθευτεί  και  πολλοί  το  χαρακτήριζαν  σαν  πολιτική  κι  επικίνδυνη  κίνηση.  Από μια άποψη, ο γάμος του με την Κατιούσα την συγκινούσε. Θαύμαζε την αποφασιστικότητά του,  θυμόταν  τα  όμορφα  νεανικά  τους  χρόνια  πριν  παντρευτεί,  όμως  την  έπιανε  δέος  σαν  σκεφτόταν  πως  ο  αδελφός  της  θα  έπαιρνε  γυναίκα  του  ένα  τέτοιο  άθλιο  πλάσμα.  Αυτό  το  συναίσθημα  την  κυρίεψε τελικά κι αποφάσισε πως θα έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι της να επιδράσει πάνω του  για να τον εμποδίσει να το κάνει, αν και είχε επίγνωση πόσο δύσκολο ήταν.  Για  το  άλλο  ζήτημα,  την  παραχώρηση  των  κτημάτων  στους  μουζίκους,  δεν  χαλούσε  και  πολύ  τη  ζαχαρένια της. Ο άνδρας της, όμως, ήταν έξω φρενών με την τακτική του γαμπρού του κι απαιτούσε  από  την  γυναίκα  του  να  εξαντλήσει  όλη  της  την  επιρροή  πάνω  στον  αδελφό  της  μήπως  και  τον  μεταπείσει.  Ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  Ρογκοζίνσκι  έλεγε  σε  όλους  τους  τόνους  πως  η  απόφασή  του  αυτή  ήταν  πέρα  για  πέρα  αστήρικτη,  ήταν  το  αποκορύφωμα  της  ελαφρότητας  και  του  εγωισμού  και  πως  αν  μπορούσε  να  βρει  κανείς  κάποια  εξήγηση  γι'  αυτή  δεν  θα  μπορούσε  να  'ναι  άλλη  από  την  επιδειξιομανία, την εκκεντρικότητα και τη ματαιοδοξία της αυτοπροβολής.  —Τι νόημα μπορεί να έχει το να δώσει τη γη στους μουζίκους και να τους βάλει να πληρώνουν νοίκι  για  τον  ίδιο  τους  τον  εαυτό;  έλεγε.  —  Αν,  όντως  το  επιθυμούσε,  δεν  θα  μπορούσε  να  τους  την  πουλήσει μέσω κάποιας αγροτικής τράπεζας; Αυτό, μάλιστα, θα το καταλάβαινα! Η ενέργειά του, σε  γενικές γραμμές, αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης, έλεγε ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς που είχε κιόλας  συλλάβει  στο  μυαλό  του  την  ιδέα  να  θέσουν  υπό  δικαστική  επιμέλεια  τον  Νεχλιούντοφ,  κι  απαιτούσε  απ'  την  γυναίκα  του  να  καθίσει  να  συζητήσει  σοβαρά  με  τον  αδελφό  της  για  τούτο  το  αλλόκοτο σχέδιό του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXII  ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ο Νεχλιούντοφ και βρήκε το σημείωμα της αδελφής του στο γραφείο, έτρεξε  αμέσως  να  την  βρει.  Είχε  κιόλας  βραδιάσει.  Ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  αναπαυόταν  στο  διπλανό  δωμάτιο  και  η  Ναταλία  Ιβάνοβνα  υποδέχθηκε  μόνη  της  τον  αδελφό  της.  Φορούσε  ένα  μαύρο  μεταξωτό  μεσάτο  ταγιέρ,  με  μια  κόκκινη  μπορντούρα  στο  στήθος,  και  τα  μαύρα  μαλλιά  της  ήταν  ξασμένα  σε  μοντέρνο  χτένισμα.  Φαινόταν  καθαρά  πως  πάσχιζε  επιμελώς  να  διατηρήσει  τη  φρεσκάδα της νιότης της για ν' αρέσει στον άνδρα της που είχαν την ίδια ηλικία. Μόλις αντίκρισε  τον  αδελφό  της  πετάχτηκε  απ'  τον  καναπέ  και  μ'  ένα  γοργό  βήμα  έτρεξε  προς  το  μέρος  του  θροΐζοντας  τη  μεταξένια  φούστα  της.  Αγκαλιάστηκαν,  φιλήθηκαν  και  κοίταξε  ο  ένας  τον  άλλο  στα  μάτια  χαμογελαστά.  Ήταν  μια  φευγαλέα,  ανομολόγητη  κι  ανέκφραστη  με  λέξεις  επικοινωνία  των  ψυχών τους που έκρυβε τόσα νοήματα γεμάτα ειλικρίνεια. Αυτό δεν κράτησε πολύ, απ' τα βουβά  μηνύματα  της  αλήθειας  πέρασαν  στις  λέξεις  που  έκρυβαν  μέσα  τους  το  ψέμα.  Είχαν  να  συναντηθούν απ' τον καιρό που πέθανε η μητέρα τους.  —Πάχυνες και ξανάνιωσες, της είπε.  Τα χείλη της τρεμόπαιξαν από ευχαρίστηση.  —Κι εσύ αδυνάτισες.  —Τι κάνει ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Αναπαύεται μέσα. Δεν έκλεισε μάτι απόψε.  Πολλά θα έπρεπε να πουν οι δυό τους, μα τα λόγια δεν μπορούσαν να εκφράσουν τ' ανομολόγητα  νοήματα.  Όμως  τα  βλέμματά  τους  πρόδωσαν  τις  μύχιες  σκέψεις  τους  δείχνοντας  πως  ο  καθένας  ήξερε πως δεν ειπώθηκαν όσα έπρεπε να ειπωθούν.  —Είχα έρθει να σε βρω.  —Ναι,  το  ξέρω.  Έχω  φύγει  απ'  το  σπίτι.  Ήταν  πολύ  μεγάλο  για  μένα  κι  ένιωθα  μοναξιά  και  μελαγχολία  εκεί  μέσα.  Δεν  μου  χρειάζονται  όλα  αυτά,  τι  να  τα  κάνω;  Αν  θέλεις,  πάρε  ό,τι  σου  αρέσει, δηλαδή τα έπιπλα, όλα τα πράγματα που έχει...  —Μου το είπε η Αγκραφένα Πετρόβνα. Πήγα να την δω προηγουμένως. Σ' ευχαριστώ πολύ για τα  πράγματα, όμως...  Τη στιγμή εκείνη μπήκε ο υπηρέτης του ξενοδοχείου κι έφερε ένα ασημένιο σερβίτσιο του τσαγιού.  Διέκοψαν  τη  κουβέντα  τους  μέχρι  ν'  ακουμπήσει  ο  υπηρέτης  το  σερβίτσιο.  Η  Ναταλία  Ιβάνοβνα  κάθισε  σε  μια  πολυθρόνα  απέναντι  από  το  τραπεζάκι  με  το  σερβίτσιο  κι  αμίλητη  άρχισε  να  ετοιμάζει το τσάι. Ο Νεχλιούντοφ έμενε βουβός.  —Λοιπόν, Ντμίτρι, έχω να σου πω πως τα ξέρω όλα, είπε η Ναταλία μ' αποφασιστικό τόνο και τον  κοίταξε κατάματα.  —Τότε, ακόμα καλύτερα, χαίρομαι που τα ξέρεις.  —Μα, αλήθεια, μπορείς να ελπίζεις πως ύστερα από μια τέτοια ζωή είσαι σε θέση να διορθώσεις  Digitized by 10uk1s 

  αυτή την γυναίκα; ρώτησε η Ναταλία Ιβάνοβνα.  Καθόταν σε μια μικρή καρέκλα ακουμπώντας την πλάτη του χωρίς να καμπουριάζει και την άκουγε  προσεκτικά, κάνοντας προσπάθεια να καταλαβαίνει τα λόγια της σωστά και να της απαντά νηφάλια.  Καθώς βρισκόταν ακόμα υπό την επήρεια της τελευταίας του συνάντησης με την Μάσλοβα,η ψυχή  του εξακολουθούσε να πάλλεται από αγαλλίαση και αγαθή διάθεση για όλους.  —Δεν πρόκειται αυτήν να διορθώσω, τον εαυτό μου θέλω μόνο να διορθώσω, αποκρίθηκε.  Η Ναταλία Ιβάνοβνα αναστέναξε.  —Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι πέρα απ' το γάμο.  —Εγώ, όμως, πιστεύω πως αυτός είναι ο καλύτερος. Επί πλέον, μ' αυτό ανοίγεται μπροστά μου ένας  ολόκληρος κόσμος και σ' αυτόν εγώ θέλω να φανώ χρήσιμος.  —Δεν νομίζω πως θα μπορούσες να βρεις την ευτυχία εκεί μέσα, είπε η Ναταλία Ιβάνοβνα.  —Μα, το ζήτημα δεν είναι στη δική μου ευτυχία.  —Αυτό το καταλαβαίνω, ωστόσο, αν εκείνη έχει καρδιά μέσα της, δεν θα μπορεί να νιώθει ευτυχία,  κι ακόμα ούτε που θα πρέπει να θέλει αυτόν το γάμο.  —Η αλήθεια είναι πως δεν τον θέλει πράγματι.  —Καταλαβαίνω, μα η ζωή...  —Τι εννοείς;  —Να, η ζωή απαιτεί κάτι άλλο.  —Τίποτα  δεν  απαιτεί,  εκτός  από  το  να  εκπληρώνουμε  το  χρέος  μας,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ,  κοιτάζοντας  το  όμορφο  ακόμα,  αν  και  βαθιά  ρυτιδωμένο  γύρω  στα  μάτια  και  το  στόμα,  πρόσωπό  της.  —Δεν καταλαβαίνω, είπε αναστενάζοντας.  «Φτωχή  μου  αδελφούλα!  Πώς  μπόρεσες  κι  άλλαξες  τόσο!»,  συλλογιζόταν  ο  Νεχλιούντοφ  κι  αναθυμιόταν  την  Νατάσσα  που  ήξερε  πριν  από  τον  γάμο  της  πλημμυρίζοντας  από  ένα  τρυφερό  αίσθημα γι' αυτή, πλεγμένο από αναρίθμητες παιδικές αναμνήσεις.  Την  ώρα  εκείνη  μπήκε  ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  βαδίζοντας,  όπως  πάντα,  με  το  κεφάλι  ψηλά,  προτεταμένο το πλατύ του στήθος, αθόρυβα κι ανάλαφρα, μ' ένα φωτεινό χαμόγελο που σκόρπιζε  ανταύγειες στα γυαλιά του, στο φαλακρό του κεφάλι και στη μαύρη του γενειάδα.  —Χαίρετε, χαίρετε, έκανε προσπαθώντας να δώσει έμφαση στην προσποιητή φωνή του.  (Μολονότι, οι δύο άνδρες, έκαναν προσπάθειες τον πρώτο καιρό μετά το γάμο να μιλούν στον ενικό  μεταξύ τους, κράτησαν τελικά τον πληθυντικό).  Έδωσαν τα χέρια κι ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς κάθησε διακριτικά σε μια πολυθρόνα.  Digitized by 10uk1s 

  —Μήπως ενοχλώ στην κουβέντα σας;  —Καθόλου! Ποτέ δεν κρύβω από κανέναν αυτά που λέω κι αυτά που κάνω.  Μόλις  ο  Νεχλιούντοφ  αντίκρισε  την  όψη  αυτού  του  ανθρώπου,  τα  δασύτριχα  χέρια  του,  μόλις  άκουσε αυτό τον προστατευτικό, γεμάτο αυτοπεποίθηση τόνο της φωνής του, η νηφάλια διάθεσή  του έσβησε μεμιάς.  —Μιλούσαμε  για  τα  μελλοντικά  του  σχέδια,  είπε  η  Ναταλία  Ιβάνοβνα.  —Να  σου  βάλω  τσάι;  πρόσθεσε και έπιασε την τσαγιέρα.  —Ναι, αν έχεις την καλοσύνη. Μα, για ποια σχέδια λέτε;  —Να, πάω στη Σιβηρία μαζί με μια ομάδα καταδίκων κι ανάμεσα τους υπάρχει και μια γυναίκα που  ενώπιόν της νιώθω τον εαυτό μου ένοχο, απάντησε ο Νεχλιούντοφ.  —Άκουσα να λένε πως δεν είναι μόνο για να την συνοδεύσετε, αλλά και κάτι ακόμα....  —Ναι, σκοπεύω και να την παντρευτώ, αν η ίδια το θελήσει.  —Α, μάλιστα! Αν δεν είμαι αδιάκριτος, θα μπορούσατε να μου εξηγήσετε τους λόγους; Αδυνατώ να  καταλάβω τα κίνητρά σας.  —Τα κίνητρά μου είναι πως η γυναίκα αυτή... πως το πρώτο της βήμα στο δρόμο της διαφθοράς...  —Ο Νεχλιούντοφ ένιωθε οργή που είχε χάσει τα λόγια του. —Ο λόγος είναι πως εγώ είμαι ο ένοχος,  ενώ αυτή τιμωρήθηκε.  —Αν τιμωρήθηκε, τότε, πιθανόν να μην είναι αθώα.  —Είναι τελείως αθώα!  Κι ο Νεχλιούντοφ με μια περισσή ένταση του αφηγήθηκε την όλη ιστορία.  —Πράγματι,  πρόκειται  για  παράλειψη  του  προέδρου  του  δικαστηρίου  και  σ'  αυτήν  οφείλεται  η  επιπόλαιη  απόφαση  των  ενόρκων.  Στην  περίπτωση,  όμως,  αυτή  μπορεί  να  προσφύγει  κανείς  στη  Γερουσία, παρατήρησε ο Ιγκνάτι Νικόφοροβιτς.  —Η Γερουσία απόρριψε την έφεση.  —Αφού την απόρριψε, αυτό σημαίνει πως δεν υπήρχαν βάσιμες αποδείξεις που να θεμελιώνουν το  δικαίωμα της προσφυγής, είπε ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς, που προφανώς πίστευε πως η αλήθεια είναι  προϊόν αποδεικτικής διαδικασίας. — Η Γερουσία δεν μπορεί να υπεισέλθει στη εξέταση της ουσίας  της υπόθεσης. Αν όμως υποστηρίζει κανείς πως υπάρχει πραγματικά λάθος χειρισμός, τότε πρέπει  να απευθυνθεί στον ανώτατο άρχοντα.  —Απευθύνθηκα κιόλας, μα δεν έχω καμία πιθανότητα επιτυχίας. Θα δοθεί εντολή στο υπουργείο να  διεξαγάγει  έρευνα,  το  υπουργείο  θα  απευθυνθεί  στη  Γερουσία,  η  Γερουσία  θα  επαναλάβει  την  απάντησή της κι όπως συνηθίζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις, ο αθώος θα τιμωρηθεί.  —Πρώτα απ' όλα, το υπουργείο δεν θ' απευθυνθεί στη Γερουσία, είπε ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς μ' ένα  αίσθημα συγκαταβατικότητας, αλλά θα απαιτήσει τον πλήρη φάκελο της δίκης κι αν ανακαλύψει το  Digitized by 10uk1s 

  λάθος, τότε  θα γνωματεύσει αναλόγως. Δεύτερον,  οι αθώοι ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν τιμωρούνται.  Μόνο  οι  ένοχοι  τιμωρούνται,  είπε  ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  μειλίχια  κι  αργά  με  μια  πόζα  γεμάτη  αυτοϊκανοποίηση.  —Εγώ, όμως, έχω πειστεί για τ' αντίθετο, αντέτεινε ο Νεχλιούντοφ μ' ένα μοχθηρό ύφος στο γαμπρό  του.  —Πείστηκα  πλέον  πως  περισσότεροι  από  τους  μισούς  που  καταδικάζονται  απ'  τα  δικαστήρια  είναι αθώοι.  —Μα, πώς γίνεται αυτό;  —Είναι  αθώοι  στην  κυριολεξία,  όπως  αθώα  είναι  κι  αυτή  η  γυναίκα  που  κατηγορήθηκε  για  τη  φαρμακεία, όπως ο μουζίκος που γνώρισα πρόσφατα και που κατηγορείται για μια δολοφονία που  δεν  διέπραξε,  όπως  είναι  αθώοι  ο  γιος  κι  η  μάνα  που  μηνύθηκαν  από  έναν  νοικοκύρη  τους  για  εμπρησμό, ενώ ο ίδιος είχε βάλει τη φωτιά και παραλίγο να καταδικαστούν.  —Σύμφωνοι,  εξυπακούεται,  πάντοτε  γίνονται  και  πάντοτε  θα  γίνοται  δικαστικά  σφάλματα.  Ένας  ανθρώπινος θεσμός ποτέ δεν μπορεί να είναι τέλειος...  —Αλλά κι οι πιο πολλοί κατάδικοι είναι αθώοι γιατί, καθώς ανατράφηκαν στο γνωστό περιβάλλον,  δεν θεωρούν τις πράξεις τους αξιόποινες.  —Να  με  συγχωρείτε,  αλλά  αυτό  δεν  είναι  σωστό.  Κάθε  λωποδύτης  ξέρει  καλά  ότι  η  κλοπή  είναι  κακό και πως δεν πρέπει να κλέψει, πως η κλοπή είναι ανήθικο πράγμα και απαγορεύεται, αντέτεινε  ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς με το ίδιο μειλίχιο χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση  και με μια απόχρωση  περιφρόνησης που ερέθισαν τον Νεχλιούντοφ στο έπακρο.  —Όχι! δεν το ξέρει! Η κοινωνία του λέει: μην κλέβεις. Εκείνος όμως βλέπει και γνωρίζει καλά πως οι  εργοστασιάρχες  κλέβουν  την  εργασία  του,  αρπάζοντάς  του  ένα  μέρος  απ'  το  μισθό  του,  πως  η  κυβέρνηση με τη στρατιά των υπαλλήλων της δε σταματά να τον ληστεύει με τη φορολογία.  —Μα αυτά είναι κιόλας... αναρχικά, είπε ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς χαρακτηρίζοντας με ψυχραιμία τα  λόγια του κουνιάδου του.  —Δεν  ξέρω  τι  είναι,  εγώ  απλώς  λέω  αυτό  που  συμβαίνει,  συνέχισε  ο  Νεχλιούντοφ,  —ο  κλέφτης  γνωρίζει ότι η κυβέρνηση τον ληστεύει, γνωρίζει πως εμείς οι γαιοκτήμονες, τον έχουμε από παλιά  ληστέψει,  όταν  του  αρπάξαμε  τη  γη,  που  θα  'πρεπε  να  'ναι  κοινό  κτήμα  όλων.  Κι  όταν  εκείνος  μαζέψει  απ'  την  κλεμμένη  γη  του  φρόκαλα  για  ν'  ανάψει  τη  σόμπα  του,  εμείς  τον  καθίζουμε  στη  φυλακή  και  θέλουμε  να  τον  πείσουμε  πως  αυτός  είναι  ο  κλέφτης.  Μα,  ξέρει  καλά  πως  δεν  είναι  αυτός ο κλέφτης, αλλά κάποιος άλλος που του αφαίρεσε τη γη του, και γι' αυτό κάθε επαναπόκτηση  των κλοπιμαίων είναι ουσιαστικά υποχρέωσή του ενώπιον της οικογενείας του.  —Δεν  σας  καταλαβαίνω  ή  κι  αν  καταλαβαίνω  δεν  συμφωνώ  μαζί  σας.  Η  γη  δεν  μπορεί  ν'  ανήκει  στον  οποιονδήποτε.  Αν  την  μοιράσετε  —  άρχισε  ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  τελείως  σίγουρος  πως  ο  Νεχλιούντοφ είναι σοσιαλιστής και πως η σοσιαλιστική θεωρία αξιώνει την ίση κατανομή της γης,  γεγονός  που  ήταν  εντελώς  ανόητο  και  θα  μπορούσε  να  του  το  αναιρέσει  πολύ  εύκολα  —  αν  τη  μοιράσετε,  λοιπόν,  σήμερα  σε  ίσους  κλήρους,  αύριο  κιόλας  θ'  αλλάξει  πάλι  χέρια  και  θα  περάσει  στους πιο φιλεργατικούς και ικανούς.  —Κανένας δεν σκοπεύει να μοιράσει τη γη σε ίσους κλήρους, η γη δεν πρέπει ν' ανήκει σε κανέναν,  δεν μπορεί ν' αποτελεί αντικείμενο αγοραπωλησίας, μίσθωσης και δανεισμού. 

Digitized by 10uk1s 

  —Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία είναι εγγενές στον άνθρωπο. Χωρίς αυτό το δικαίωμα, δεν  νοείται  κανένα  ενδιαφέρον  για  την  καλλιέργειά  της.  Καταργείστε  το  δικαίωμα  στην  ιδιοκτησία  και  θα  επιστρέψουμε μεμιάς στην πρωτόγονη κατάσταση, δήλωσε με στόμφο κι επιτακτικότητα ο Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς,  επαναλαμβάνοντας  το  ίδιο  στερεότυπο  επιχείρημα  υπέρ  του  δικαιώματος  της  ιδιοκτησίας  που  θεωρείται  απ'  τους  θιασώτες  της  ακαταμάχητο.  Σύμφωνα  μ'  αυτό  λοιπόν,  η  ασυγκράτητη έλξη του ανθρώπου προς τη γαιοκτησία αποτελεί δείγμα της αναγκαιότητάς της.  —Αντίθετα, μόνο τότε η γη δε θα 'ναι χέρσα, όπως είναι σήμερα, όταν οι τσιφλικάδες, σταματήσουν  να  κυνηγάνε  σαν  τα  σκυλιά  όλους  αυτούς  που  μπορούν  να  την  καλλιεργήσουν,  τη  στιγμή  που  οι  ίδιοι είναι ανίκανοι να την εκμεταλλευτούν.  —Ακούστε Ντμίτρι Ιβάνοβιτς! Αυτά που λέτε είναι τελείως παρανοϊκά! Πώς μπορεί στις μέρες μας  να καταργηθεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας στη γη; Ξέρω πως αυτό ήταν ανέκαθεν το όνειρο της νιότης  σας.  Όμως,  επιτρέψτε  μου  να  σας  πω  ευθέως...  Ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  χλόμιασε,  η  φωνή  του  άρχισε  να  τρέμει  γιατί  προφανώς  αυτό  το  ζήτημα  τον  έκαιγε.  —Θα  σας  συμβούλευα  να  το  ξανασκεφτείτε καλά αυτό πριν περάσετε στην πρακτική εφαρμογή του...  —Μιλάτε για τις προσωπικές μου υποθέσεις;  —Ναι. Πιστεύω που όλοι εμείς, που βρεθήκαμε  ν'  ανήκουμε  σ'  αυτή την  κοινωνική  θέση, είμαστε  υπεύθυνοι  για  όσα  απορρέουν  απ'  αυτή  και  πρέπει  να  υποστηρίξουμε  τους  όρους  ζωής  στους  οποίους  γεννηθήκαμε  και  κληρονομήσαμε  από  τους  προγόνους  μας  και  να  τους  παραδώσουμε  στους απογόνους μας...  —Εγώ θεωρώ υποχρέωσή μου...  —Επιτρέψτε  μου  να  ολοκληρώσω,  συνέχισε  απτόητος  ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς.  —Δεν  μιλάω  για  λογαριασμό  των  παιδιών  μου.  Τα  παιδιά  μου  είναι  εξασφαλισμένα,  εγώ  κερδίζω  τόσα,  ώστε  να  ζούμε άνετα και το ίδιο φαντάζομαι πως θα ζήσουν και τα παιδιά μου. Γι' αυτό, η διαφωνία μου για  τις  επιλογές  σας,  που  —επιτρέψτε  μου  να  σας  πω  είναι  μάλλον  επιπόλαιες  —  δεν  απορρέει  από  κάποιο  προσωπικό  συμφέρον,  είναι  περισσότερο  απ'  όλα  θέμα  αρχής.  Θα  σας  συνιστούσα  να  σκεφτείτε περισσότερο, να διαβάσετε...  —Αφήστε με, τέλος πάντων, να λύσω μονάχος μου τα προβλήματά μου και να 'χω εγώ άποψη για το  τι πρέπει και τι δεν πρέπει να διαβάζω, είπε ο Νεχλιούντοφ και το πρόσωπό του χλόμιασε∙ ένιωσε  τα χέρια του να παγώνουν και να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του. Σώπασε και άρχισε να πίνει το  τσάι του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXIII  ‐ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ; Τι κάνουν; ρώτησε την αδελφή του ο Νεχλιούντοφ, αφού συνήλθε κάπως.  Η αδελφή του άρχισε να του μιλάει για τα παιδιά, του εξήγησε πως τα 'χε αφήσει στη γιαγιά τους,  στη  μάνα  του  άνδρα  της.  Έκανε  μια  μικρή  παύση  για  να  του  πει  πως  χάρηκε  γιατί  σταμάτησαν  οι  δυο  τους  τον  καβγά  και  συνέχισε  να  του  διηγείται  για  τα  παιδιά.  Του  έλεγε  πως  τους  άρεσε  να  κάνουν  στα  παιχνίδια  τους  ότι  ταξιδεύουν,  όπως  ακριβώς  έκανε  και  κείνος  μικρός  με  τις  δύο  κούκλες του, μια Αραπίνα και μια Γαλλίδα.  —Μη μου πεις πως τα θυμάσαι αυτά! είπε ο Νεχλιούντοφ μ' ένα χαμόγελο απορίας.  —Μα, μπορείς να το φανταστείς; Παίζουν με τον ίδιο εντελώς τρόπο!  Η  δυσάρεστη  συζήτηση  είχε  τελειώσει.  Η  Ναταλία  είχε  χαλαρώσει,  μα  δεν  επιθυμούσε  μπροστά  στον  άνδρα  της  να  μιλήσει  για  πράγματα  που  μόνο  ο  αδελφός  της  καταλάβαινε  και  για  να  ξαναφέρει  την  κουβέντα  σε  κάτι  γενικότερο,  άρχισε  να  λέει  για  τα  τελευταία  νέα  από  την  Πετρούπολη που 'χαν φθάσει μέχρι τα μέρη τους — για την μητέρα του Κάμενσκι, που είχε χάσει το  μοναχοπαίδι της σε μονομαχία.  Ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  εξέφρασε  την  αποδοκιμασία  του,  γιατί  ο  φόνος  στη  μονομαχία  δεν  είχε  σταθεί δυνατό μέχρι τότε να χαρακτηριστεί έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου.  Η  παρατήρηση  του  αυτή  προκάλεσε  την  διαφωνία  του  Νεχλιούντοφ  κι  η  συζήτηση  άναψε  για  τα  καλά πάνω στο θέμα αυτό, όπου κι οι δυο τους δεν άφηναν να ολοκληρωθεί η κουβέντα, μιλούσαν  με μισόλογα και στο τέλος έμειναν αμετακίνητοι στις αρχικές αντίθετες θέσεις τους.  Ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  καταλάβαινε  πως  ο  Νεχλιούντοφ  τον  κατέκρινε,  πως  περιφρονούσε  τη  συμπεριφορά  του  κι  ήθελε  να  του  δείξει  πόσο  λάθευε  στις  εκτιμήσεις  του.  Ο  Νεχλιούντοφ,  πάλι,  εκτός  απ'  το  θυμό  του  για  την  ανάμιξη  του  γαμπρού  του  στις  περιουσιακές  του  υποθέσεις  (κατά  βάθος,  παραδεχόταν  πως  ο  γαμπρός  του,  η  αδελφή  του  και  τα  παδιά  τους  το  είχαν  αυτό  το  δικαίωμα σαν κληρονόμοι του), αγανακτούσε γιατί αυτός ο στενόμυαλος άνθρωπος με την απόλυτη  σιγουριά και την αταραξία του εξακολουθούσε να θεωρεί δίκαιο και νόμιμο ένα καθεστώς που του  ίδιου  του  Νεχλιούντοφ  του  φαινόταν  τώρα  πέρα  για  πέρα  περάλογο  και  εγκληματικό.  Αυτή  η  επαρμένη του σιγουριά έκανε τον Νεχλιούντοφ έξω φρενών.  —Και τι θα 'κανε, λοιπόν, το δικαστήριο σ' αυτή την περίπτωση; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Θα καταδίκαζε έναν απ' τους δύο μονομάχους, σαν κοινό εγκληματία, σε καταναγκαστικά έργα.  Ο Νεχλιούντοφ ένιωσε και πάλι τα χέρια του να παγώνουν και φώναξε με φανερό εκνευρισμό.  —Και ποιο θα 'ταν το αποτέλεσμα;  —Θα θριάμβευε η δικαιοσύνη.  —Γιατί, μήπως, η απονομή δικαιοσύνης είναι έργο των δικαστηρίων; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Και τότε ποια είναι η αποστολή τους; 

Digitized by 10uk1s 

  —Η διατήρηση των συμφερόντων των κοινωνικών τάξεων. Το δικαστήριο, κατά τη γνώμη μου, δεν  είναι  τίποτ'  άλλο  από  ένα  διοικητικό  όργανο  που  επιβάλλει  τη  διατήρηση  της  υπάρχουσας  κατάστασης πραγμάτων, σύμφωνα με τα συμφέροντα της δικής μας τάξης.  —Αυτό  είναι  μια  τελείως  πρωτότυπη  αντίληψη,  είπε  ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  μ'  ένα  ατάραχο  χαμόγελο. —Συνήθως αποδίδουν μια διαφορετική αποστολή στα δικαστήρια.  —Θεωρητικά,  ναι,  όχι  όμως  στην  πράξη.  Το  δικαστήριο  έχει  σαν  αποκλειστικό  σκοπό  του  τη  διατήρηση της σημερινής κατάστασης στην κοινωνία και γι' αυτό καταδιώκει και καταδικάζει τόσο  αυτούς που υπερβαίνουν το μέσο γενικό επίπεδο ζωής και επιδιώκουν να το εξυψώσουν — αυτούς  δηλαδή που αποκαλούν πολιτικούς εγκληματίες — όσο και αυτούς που βρίσκονται στο περιθώριο  και αποκαλούνται εγκληματικοί τύποι.  —Δεν  μπορώ  να  συμφωνήσω,  πρώτον,  με  το  ότι  οι  εγκληματίες,  οι  αποκαλούμενοι  πολιτικοί,  καταδικάζονται γιατί υπερβαίνουν το μέσο επίπεδο ζωής της κοινωνίας. Το μεγαλύτερο μέρος τους  είναι  κοινωνικά  αποβράσματα,  το  ίδιο  διεφθαρμένοι,  αν  και  κάπως  διαφορετικότερα,  με  τους  εγκληματικούς τύπους που εσείς τους κατατάσσετε στο περιθώριο.  —Εγώ,  όμως,  γνωρίζω  ανθρώπους  που  ήταν  ασύγκριτα  ανώτεροι  απ'  τους  δικαστές  τους,  και  συγκεκριμένα  πρόκειται  για  μια  ομάδα  αιρετικών,  που  διακρίνονται  για  την  ηθική  τους,  την  προσήλωση στους στόχους τους....  Όμως ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς έχοντας τη συνήθεια να μη δέχεται να τον διακόπτουν όταν μιλά, δεν  άκουγε  τον  συνομιλητή  του  και  συνέχιζε  απτόητος  να  μιλά  ταυτόχρονα  με  κείνον,  γεγονός  που  εξόργιζε ιδιαίτερα τον Νεχλιούντοφ.  —...  Δεν  μπορώ  να  παραδεχτώ  πως  το  δικαστήριο  έχει  σαν  αποστολή  του  τη  διατήρηση  της  υπάρχουσας  κατάστασης.  Το  δικαστήριο  επιδιώκει  να  πετύχει  τους  δικούς  του  στόχους,  είτε  επανόρθωση...  —Θαυμάσια επανόρθωση γίνεται μέσα στις φυλακές! φώναξε ο Νεχλιούντοφ.  —...είτε εξουδετέρωση, συνέχισε μ' επιμονή ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς, —των διεφθαρμένων και των  κτηνόμορφων ανθρώπων που απειλούν την ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας.  —Μα,  αυτό  είναι  το  επίμαχο  σημείο.  Ούτε  τον  έναν  ούτε  τον  άλλο  σκοπό  υλοποιούν.  Η  κοινωνία  δεν διαθέτει τα μέσα για να το πράξει αυτό.  —Και  γιατί  δηλαδή;  Δεν  το  καταλαβαίνω  αυτό,  έκανε  ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  μ'  ένα  προσποιητό  χαμόγελο, γεμάτο απορία.  —Θέλω να πω, ότι ουσιαστικά μονάχα δύο λογικές ποινές υπάρχουν κι είναι αυτές που ίσχυαν στα  παλιά χρόνια: τα σωματικά βασανιστήρια κι η εκτέλεση. Μα, επειδή από τότε τα ήθη των ανθρώπων  εξημερώθηκαν, ολοένα και περισσότερο δεν εφαρμόζονται πια.  —Αυτό είναι πράγματι κάτι το καινούργιο και εκπληκτικό ν' ακούγεται από σας.  —Εγώ,  πράγματι,  πιστεύω  πως  είναι  λογικό  να  κάνουμε  έναν  άνθρωπο  να  υποφέρει  για  να  μην  ξανακάνει  στο  μέλλον  αυτό  που  προκάλεσε  την  ποινή  του  και  εξίσου  λογικό  είναι  να  αποκεφαλίσουμε  ένα  παρασιτικό  κι  επικίνδυνο  για  την  κοινωνία  άτομο.  Και  οι  δυο  αυτές  ποινές  έχουν λογική υπόσταση. Όμως τι νόημα έχει να κλείσουμε στη φυλακή ένα άτομο διεφθαρμένο απ'  Digitized by 10uk1s 

  την οκνηρία και το κακό παράδειγμα και να το βάλουμε να ζει μαζί μ' άλλα που είναι χειρότερα κι  απ' αυτό σε συνθήκες που εξασφαλίζουν και επιβάλλουν ολοκληρωτικά την οκνηρία; Ή, ακόμα, να  το  μεταφέρουμε  μ'  έξοδα  του  κράτους  φυσικά  —  καθένας  τους  στοιχίζει  για  την  μεταγωγή  τουλάχιστον  πεντακόσια  ρούβλια  —  απ'  το  κυβερνείο  της  Τούλα  στο  κυβερνείο  του  Ιρκούτσκ  είτε  από το κυβερνείο του Κουρσκ...  —Βέβαια, ο κόσμος βλέπει μ' άσχημο μάτι αυτές τις μεταγωγές με χρήματα του δημοσίου, όμως, αν  δεν γίνονταν αυτές οι μεταγωγές, αν δεν είχαμε αυτές τις φυλακές, αμφιβάλλω αν θα μπορούσαμε  οι δυο μας να καθόμαστε εδώ και να κουβεντιάζουμε καλή μας ώρα.  —Μα,  οι  φυλακές  αυτές  δεν  είναι  δυνατό  να  μας  εξασφαλίσουν  την  ησυχία  μας,  για  τον  απλούστατο λόγο ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν πρόκειται να καθήσουν εκεί — διά βίου, αναγκαστικά  τους αφήνουν κάποτε. Αντίθετα, μάλιστα, επειδή στα ιδρύματα αυτά οι άνθρωποι τελειοποιούνται  στο έπακρο στην αμαρτία και στη διαφθορά, ο κίνδυνος μεγαλώνει.  —Θέλετε να πείτε πως επιβάλλεται η βελτίωση του σωφρονιστικού μας συστήματος;  —Είναι  αδύνατο  να  βελτιωθεί.  Η  τελειοποίηση  των  φυλακών  θα  στοίχιζε  στο  κράτος  ακριβότερα  από ό,τι η δημόσια εκπαίδευση και θα φόρτωνε μεγαλύτερα βάρη στις πλάτες αυτού του ίδιου του  λαού.  —Όμως, οι όποιες ανεπάρκειες του σωφρονιστικού συστήματος δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση  να  θέσουν  εκτός  λειτουργίας  τα  δικαστήρια  σαν  θεσμό,  είπε  ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  εξακολουθώντας να μην προσέχει τα λόγια του κουνιάδου του.  —Δεν θεραπεύονται αυτές οι ανεπάρκειες ποτέ! επέμεινε ο Νεχλιούντοφ ανεβάζοντας τον τόνο της  φωνής του.  —Και  τι  θα  γίνει  λοιπόν;  Θα  πρέπει  να  τους  εκτελούμε;  Ή,  όπως  πρότεινε  κάποιος  κρατικός  λειτουργός,  να  τους  βγάζουμε  τα  μάτια;  ρώτησε  ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς  μ'  ένα  θριαμβευτικό  χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία.  —Θα ήταν, όντως, σκληρό, μα και σκόπιμο. Είναι το ίδιο σκληρό κι απάνθρωπο μ' αυτό που γίνεται  σήμερα, με τη μόνη διαφορά πως στερείται στοιχειώδους νοήματος, είναι τόσο παράλογο αυτό που  γίνεται που ένας λογικός άνθρωπος αδυνατεί να το καταλάβει. Πώς δηλαδή μπορούν ψυχικά υγιείς  άνθρωποι  να  μετέχουν  σ'  αυτήν  την  τόσο  ανόητη  κι  απάνθρωπη  διαδικασία  του  ποινικού  δικαστηρίου;  —Να που εγώ όμως μετέχω σ' αυτή, αποκρίθηκε ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς χλομιάζοντας.  —Αυτό είναι δική σας υπόθεση. Εγώ, ωστόσο, αδυνατώ να το καταλάβω.  —Πιστεύω ότι είναι πολλά αυτά που δεν καταλαβαίνετε, είπε ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς με φωνή που  έτρεμε.  —Είχα την ευκαιρία να δω πώς ένας αντιεισαγγελέας πάσχιζε μ' όλη του την δύναμη να καταδικάσει  ένα δύστυχο αγόρι που σε κάθε αδιάφορο άνθρωπο θα μπορούσε να προκαλέσει μονάχα οίκτο και  συμπάθεια.  Γνωρίζω  ότι  ένας  άλλος  εισαγγελέας  ανακρίνοντας  ένα  μέλος  μιας  θρησκευτικής  αίρεσης, χαρακτήρισε την ανάγνωση του Ευαγγελίου ποινικό αδίκημα. Αλλά και όλη η πρακτική των  δικαστηρίων  στο  σύνολό  τους  δεν  είναι  τίποτ'  άλλο  από  τέτοιες  παράφρονες  κι  απάνθρωπες  ενέργειες.  Digitized by 10uk1s 

  —Δεν θα υπηρετούσα σαν δικαστής αν σκεφτόμουν έτσι, είπε ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς και σηκώθηκε.  Ο Νεχλιούντοφ παρατήρησε μια περίεργη λάμψη κάτω απ' τα μάτια του γαμπρού του.  «Να  είναι,  άραγε,  δάκρυα;»  αναρωτήθηκε  ο  Νεχλιούντοφ.  Πράγματι,  ήταν  δάκρυα,  δάκρυα  ταπείνωσης και προσβολής. Ο Ιγκνάτι Νικίφοροβιτς πλησίασε στο παράθυρο, έβγαλε ένα μαντήλι,  ξερόβηξε,  τράβηξε  απ'  τα  μάτια  του  τα  γυαλιά  του  και  σφούγγισε  τα  μάτια  του.  Ξαναγύρισε  στον  καναπέ, άναψε ένα πούρο και δεν είπε τίποτ' άλλο. Ο Νεχλιούντοφ ένιωσε θλίψη και ντροπή, γιατί  πίκρανε  τόσο  βαθιά  τον  γαμπρό  του  και  την  αδελφή  του  και  πιο  πολύ,  γιατί  την  άλλη  μέρα  θα  έφευγε και δεν θα τους ξανάβλεπε ποτέ πια. Φανερά ταραγμένος, τους αποχαιρέτησε κι έφυγε.  «Πολύ  πιθανόν  όλα  αυτά  που  του  είπα  να  'ναι  αλήθεια,  μα  τουλάχιστον  δεν  είδα  να  μου  φέρει  καμιά  αντίρρηση.  Όχι,  δεν  έπρεπε  να  του  μιλήσω  έτσι!  Φαίνεται  πως  δεν  έχω  αλλάξει  και  τόσο,  αφού  μπορώ  να  παρασύρομαι  από  χαιρέκακα  συναισθήματα  και  να  τον  ταπεινώσω  έτσι  πικραίνοντας τόσο πολύ την φτωχή μου την Νατάσσα», αναλογίστηκε ο Νεχλιούντοφ. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXIV  Η  ΣΥΝΟΔΕΙΑ  ΤΩΝ  κρατουμένων  μαζί  με  την  Μάσλοβα  θ'  αναχωρούσε  απ'  το  σταθμό  στις  τρεις  το  μεσημέρι  και  για  να  προλάβει  να  παρευρεθεί  στη  μεταγωγή  και  να  συνοδέψει  την  Μάσλοβα  ως  εκεί, ο Νεχλιούντοφ σχεδίαζε να πάει στη φυλακή πριν από τις δώδεκα.  Καθώς τακτοποιούσε τα πράγματά του, το μάτι του έπεσε στο ημερολόγιό του. Ξεφύλλισε μερικές  σελίδες,  διάβασε  φευγαλέα  κάποια  σημεία  και  σταμάτησε  σ'  αυτό  που'  χε  γράψει  τελευταία  πριν  αναχωρήσει  για  την  Πετρούπολη:  «Η  Κατιούσα  αρνιέται  τη  θυσία  μου  κι  επιθυμεί  τη  δική  της.  Εκείνη νίκησε, μα κι εγώ νίκησα. Χαίρομαι για την αλλαγή που όπως μου φαίνεται —αν και δειλιάζω  να  το  πιστέψω  ακόμα  —  γίνεται  στην  ψυχή  της.  Φοβάμαι  να  το  πιστέψω,  μα  νομίζω,  πως  ξαναγεννιέται».  Κι  αμέσως  πιο  κάτω,  έγραψε:  «Πέρασα  μια  οδυνηρή,  μα  τόσο  ελπιδοφόρα  δοκιμασία.  Έμαθα  πως  παραφέρθηκε  στην  κλινική.  Χωρίς  να  το  καταλάβω  ένιωσα  αφόρητο  πόνο.  Δεν  περίμενα  να  πονέσω  έτσι.  Της  μίλησα  σκαιά  κι  αποτρόπαια  κι  ύστερα  αναθυμήθηκα  ξαφνικά  πόσες φορές κι εγώ ο ίδιος, ακόμα και τώρα, έστω και νοερά, έκανα το ίδιο αμάρτημα που γι' αυτό  αναγκάστηκα να την μισήσω! Και μεμιάς, την ίδια κιόλας στιγμή, άρχισα να μισώ τον εαυτό μου και  να νιώθω οίκτο για κείνη. Αυτό μου απάλυνε πολύ την ψυχή. Αν μπορούσαμε πάντοτε να βλέπουμε  έγκαιρα το αγκάθι στο δικό μας το μάτι, πόσο καλύτεροι θα 'μασταν!» Έβαλε σημερινή ημερομηνία  και σημείωσε: «Πήγα στη Νατάσσα κι απ' την πολύ χαρά μου, παραφέρθηκα, ήμουνα σκληρός και  κακός∙ μια οδυνηρή ανάμνηση έμεινε μέσα μου απ' την επίσκεψη αυτή. Τι να γίνει όμως; Από αύριο  αρχίζει για μένα μια καινούργια ζωή. Αποχαιρετώ για πάντα την παλιά. Ένα ολόκληρο πλήθος από  εντυπώσεις με κατακλύζει, μα ακόμα δεν μπορώ να τις βάλω όλες σε μια τάξη».  Όταν  ξύπνησε  το  άλλο  πρωί,  το  πρώτο  που  ένιωσε  ήταν  ένα  αίσθημα  μεταμέλειας  για  το  πώς  συμπεριφέρθηκε στο γαμπρό του.  «Όχι, δεν μπορώ να φύγω έτσι», σκέφτηκε. «Πρέπει να τον δω και να φιλιώσουμε».  Μα, σαν είδε το ρολόι του, κατάλαβε πως δεν θα προλάβαινε και πως έπρεπε να βιαστεί, αν ήθελε  να μην αργήσει και να χάσει το ξεκίνημα της συνοδείας. Αφού ετοίμασε γρήγορα τις αποσκευές του,  τις έστειλε στο σταθμό κατευθείαν μαζί με τον θυρωρό και τον Ταράς, τον άνδρα της Φεντόσια που  θα πήγαινε κι αυτός μαζί του στη Σιβηρία και, παίρνοντας το πρώτο αμάξι που βρέθηκε στο δρόμο  μπροστά του, τράβηξε για τη φυλακή. Το τρένο με τους κατάδικους θα έφευγε δυο ώρες πριν από  το τρένο της γραμμής με το οποίο θα ταξίδευε ο Νεχλιούντοφ και γι' αυτό φρόντισε να πληρώσει  τους λογαριασμούς του για το διαμέρισμα που έμενε μια και δεν είχε πλέον σκοπό να ξαναγυρίσει.  * * *  Οι  καύσωνες  εκείνο  τον  Ιούλιο  ήταν  αφόρητοι.  Οι  πυρωμένες  ακόμα  πέτρες  στους  δρόμους,  οι  πλάκες και τα σίδερα στις στέγες των σπιτιών μετά τις αποπνιχτικές νύχτες σκορπούσαν λάβρα στον  καυτό, πνιγηρό αέρα του πρωινού.  Είχε  μεγάλη  άπνοια  κι,  αν  τύχαινε  να  φυσήξει  κάποιος  ασθενικός  λίβας  έφερνε  μαζί  του  κύματα  σκόνης  και  μιαν  ανυπόφορη  μυρωδιά  λαδομπογιάς.  Στους  δρόμους  λιγοστοί  διαβάτες  έψαχναν  όπως όπως να βρουν λίγη σκιά πλάι στους τοίχους των σπιτιών. Μόνο μερικοί ηλιοκαμένοι μουζίκοι  ‐ εργάτες των δρόμων, με ξύλινα σαντάλια κάθονταν καταμεσής της δημοσιάς και σφυροκοπούσαν  με  τους  ματρακάδες  τους  πέτρινους  κύβους  για  να  τους  μπήξουν  στην  καυτή  άμμο  του  οδοστρώματος, και οι αστυφύλακες με τις κιτρινισμένες απ' τη βρόμα στολές τους και τα πορτοκαλί  κορδονέτα των πιστολιών τους περιπολούσαν κακόκεφοι με ταλαίπωρη όψη στηριζόμενοι πότε στο  ένα  πόδι  και  πότε  στ'  άλλο,  ενώ  τα  τραμ  με  τραβηγμένα  τα  στορ  στη  μεριά  του  ήλιου,  κουδουνίζοντας διέσχιζαν τους δρόμους πάνω κάτω με τα νευρώδη άλογά τους, που οι άκρες των  Digitized by 10uk1s 

  αφτιών τους ξεπετάγονταν ολόρθες απ' τις άσπρες ψάθινες καλύπτρες.  Όταν  ο  Νεχλιούντοφ  πλησίασε  στη  φυλακή,  η  συνοδεία  δεν  είχε  βγει  και  στο  εσωτερικό  ακόμη  συνεχίζονταν από τις τέσσερις τα ξημερώματα με πυρετώδεις ρυθμούς η καταγραφή και παράδοση  των  καταδίκων  που  θ'  αναχωρούσαν  σε  λίγο.  Αριθμούσαν  εξακόσιοι  είκοσι  άνδρες  και  εξήντα  τέσσερις γυναίκες, κι έπρεπε όλοι να ελεγχθούν βάσει καταλόγων, να χωριστούν οι άρρωστοι κι οι  ανήμποροι και να μπουν κάτω απ' τις διαταγές του επικεφαλής της συνοδείας. Ο νέος διευθυντής  της φυλακής, οι δυο βοηθοί του, ο γιατρός, ο αρχινοσοκόμος, ο επικεφαλής της συνοδείας και ένας  γραφιάς  κάθονταν  στο  προαύλιο  στη  σκιάδα  του  τοίχου,  μπροστά  από  ένα  τραπέζι  με  χαρτιά,  μελανοδοχεία,  και  γραφική  ύλη,  φώναζαν  τα  ονόματα  των  κρατουμένων,  τους  εξέταζαν,  τους  έκαναν διάφορες ερωτήσεις και τους κατέγραφαν με τη σειρά σε καταλόγους.  Την ώρα εκείνη ο ήλιος είχε κιόλας καλύψει με τις αχτίνες του το μισό σχεδόν τραπέζι∙ η κάψα του  μεσημεριού γινόταν κιόλας αποπνιχτική απ' την αφόρητη άπνοια κι απ' τα χνώτα των φυλακισμένων  που περιστοίχιζαν το τραπέζι.  —Μα,  τι  θα  γίνει;  Τελειωμό  δεν  έχουν,  που  να  πάρει  και  να  σηκώσει!  φώναζε  ο  αξιωματικός  της  συνοδείας ρουφώντας ασταμάτητα το παπιρόσι του, βγάζοντας τούφες τούφες πυκνό καπνό. Ήταν  ένας ψηλός,  χοντρός άνδρας με κόκκινο πρόσωπο, ανασηκωμένους ώμους και δυσανάλογα κοντά  χέρια. — Με ξεθεώσανε... Πού στα κομμάτια βρέθηκαν τόσοι νοματαίοι; Έχει πολλούς ακόμα;  Ο γραφιάς απάντησε, αφού συμβουλεύτηκε τα κιτάπια του.  —Καμιά εικοσαριά ακόμα άνδρες, χώρια τις γυναίκες.  —Μα, τι κολλήσατε λοιπόν; Για κουνηθείτε!... αγριοφώναξε ο επικεφαλής της συνοδείας στη μεριά  των κρατουμένων που δεν είχαν ακόμη περάσει από έλεγχο και στριμώχνονταν ο ένας πάνω στον  άλλον.  Οι φυλακισμένοι στέκονταν κιόλας στη γραμμή πάνω από τρεις ολόκληρες ώρες, στριμωγμένοι μέσ'  το λιοπύρι.  Κι  ενώ  στο  εσωτερικό  γινόταν  αυτή  η  καταγραφή  πριν  απ'  την  αναχώρηση,  στην  πύλη  ο  σκοπός  περιπολούσε  όπως  πάντα  με  τ'  όπλο  στο  χέρι  και  απ'  έξω  περίμεναν  καμιά  εικοσαριά  περίπου  αμάξια με τις αποσκευές των φυλακισμένων και για τους αρρώστους. Πιο πέρα στη γωνία, παρέες  από  συγγενείς  και  φίλους  περίμεναν  την  έξοδο  των  κρατουμένων  για  να  τους  δουν  για  τελευταία  φορά από μακριά ή αν τους άφηναν να πουν στα πεταχτά δυο λόγια και να τους δώσουν κάτι για το  δρόμο. Μαζί τους πήγε και στάθηκε κι ο Νεχλιούντοφ.  Περίμενε  στο  σημείο  αυτό  σχεδόν  μια  ώρα.  Σε  λίγο  πίσω  απ'  την  κεντρική  πύλη  ακούστηκε  το  κροτάλισμα των αλυσίδων, ο βηματισμός των φυλακισμένων, διαταγές και παραγγέλματα, βηξίματα  κι  ένα  υπόκωφο  μουρμουρητό  μπουλουκιού.  Αυτό  κράτησε  γύρω  στα  πέντε  λεπτά,  όση  ώρα  οι  δεσμοφύλακες  έμπαιναν  κι  έβγαιναν  απ'  τα  πλαϊνά  πορτάκια.  Τέλος,  κάποιο  στιγμή  ακούστηκε  η  πρώτη διαταγή.  Οι  πύλες  άνοιξαν  διάπλατα  στριγγλίζοντας,  το  κροτάλισμα  των  αλυσίδων  αντιβούισε  πιο  βαρύγδουπο και στο δρόμο φάνηκαν οι στρατιώτες της συνοδείας μ' άσπρα χιτώνια, κρατώντας τα  όπλα  τους  και,  κάνοντας  το  γνωστό  και  συνηθισμένο  σχηματισμό,  παρατάχθηκαν  σ'  ένα  μεγάλο  κύκλο γύρω απ' την πύλη. Μόλις τέλειωσαν, ακούστηκε η δεύτερη διαταγή κι άρχισαν να βγαίνουν  δυο  δυο  οι  κατάδικοι  με  τα  χαρακτηριστικά  σαν  τηγανίτες  σκουφάκια  τους  στα  ξυρισμένα  τους  κεφάλια, σέρνοντας τ' αλυσοδεμένα τους πόδια, κουνώντας το ελεύθερο χέρι τους, ενώ με τ' άλλο  Digitized by 10uk1s 

  κρατούσαν  το  μπόγο  που  'χαν  ριγμένο  στην  πλάτη.  Στην  αρχή  προχωρούσαν  οι  βαρυποινίτες,  με  ομοιόμορφο  γκρίζο  αμπέχονο  και  έναν  άσσο  κεντημένο  στην  πλάτη.  Όλοι  τους  —  νέοι,  γέροι,  καχεκτικοί,  παχύσαρκοι,  χλομοί,  ροδοκόκκινοι,  μαυριδεροί,  μουστακαλήδες,  γενειοφόροι,  ξυρισμένοι, Ρώσοι, Τάταροι, Εβραίοι —έβγαιναν απ' την πύλη βροντοχτυπώντας τις αλυσίδες τους,  με ζωηρές κινήσεις των χεριών σαν να ετοιμάζονταν να πάνε κάπου πιο πέρα, μα μόλις έκαναν γύρω  στα  δέκα  βήματα,  σταματούσαν  απότομα  και  έφτιαχναν  υπάκουα  τετράδες  ο  ένα  πίσω  απ'  τον  άλλον.  Ακριβώς  από  πίσω  τους,  χωρίς  σταματημό  ακολουθούσε  μια  φάλαγγα  με  ξυρισμένους  επίσης  κρατούμενους,  χωρίς  αλυσίδες  στα  πόδια,  με  χειροπέδες  όμως  και  την  ίδια  στολή.  Αυτοί  είχαν καταδικαστεί σε εξορία... Δρασκέλισαν κι αυτοί το ίδιο ζωηρά την πύλη κι αμέσως κοκάλωσαν  στις  θέσεις  τους,  αφού  παρατάχθηκαν  πάλι  σε  τετράδες.  Ύστερα  βγήκαν  οι  εκτοπισμένοι  από  τις  αγροτικές  κοινότητες  μουζίκοι  και  ακολούθησαν  οι  γυναίκες  με  την  ίδια  σειρά:  αρχικά,  οι  καταδικασμένες σε καταναγκαστικά έργα με γκρίζα καφτάνια και μαντήλια, ύστερα οι εξόριστες και,  τέλος,  όσες  ακολουθούσαν  θεληματικά  τους  άνδρες  τους  στην  πομπή  φορώντας  αστικές  κι  επαρχιώτικες ενδυμασίες. Μερικές γυναίκες κουβαλούσαν τα μωρά τους τυλιγμένα στα παραπέτα  των καφτανιών τους.  Μαζί με τις γυναίκες, ακολουθούσαν στη γραμμή και μεγαλύτερα παιδιά, αγοράκια και κοριτσάκια,  κι όπως τα πουλάρια στο κοπάδι με τις φοράδες, τρύπωναν ανάμεσα στις φυλακισμένες. Οι άνδρες  στέκονταν  αμίλητοι  πότε  πότε  ξεροβήχοντας  ή  κάνοντας  κοφτές  παρατηρήσεις.  Οι  γυναίκες,  αντίθετα,  φλυαρούσαν  ακατάσχετα  δημιουργώντας  σωστό  πανδαιμόνιο.  Ο  Νεχλιούντοφ  είχε  την  αίσθηση  πως  μπόρεσε  να  διακρίνει  την  Μάσλοβα  τη  στιγμή  που  έβγαινε,  μα  αμέσως  ύστερα  την  έχασε μέσα στο μεγάλο πλήθος των γυναικών κι άλλο δεν έβλεπε πια παρά μονάχα ένα μπουλούκι  γκριζοφορεμένων  απρόσωπων  πλασμάτων  χωρίς  ίχνος  ανθρώπινης  και  προπαντός  γυναικείας  υπόστασης να γεμίζει ασφυκτικά το χώρο πίσω απ' τους άνδρες.  Μολονότι μέσα στους τοίχους της φυλακής είχαν καταμετρήσει καταλεπτώς τους κρατούμενους, οι  στρατιώτες της συνοδείας τους ξαναμέτρησαν για να εξακριβώσουν τον αριθμό της προηγούμενης  καταμέτρησης.  Ο  έλεγχος  αυτός  συνεχίστηκε  για  πολλή  ώρα  προπαντός  γιατί  ορισμένοι  κρατούμενοι  άλλαζαν  θέση  πηγαίνοντας  πέρα  δώθε  και  έφερναν  σύγχυση  στην  καταμέτρηση.  Οι  στρατιώτες  αγριεμένοι  τους  έβριζαν  και  τους  έσπρωχναν,  εκείνοι  ξαναγύριζαν  στις  θέσεις  τους  με  μια  λάμψη  μίσους  στα  μάτια  τους  και  ξανάρχιζε  το  μέτρημα.  Όταν  επιτέλους  τέλειωσε  η  καταμέτρηση,  ο  αξιωματικός  της  συνοδείας  έδωσε  διαταγή  και  το  πλήθος  των  κρατουμένων  σείστηκε. Οι άρρωστοι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά προσπερνώντας ο ένας τον άλλο, χίμηξαν  στ'  αμάξια,  φόρτωσαν  τα  μπαγκάζια  τους  κι  αμέσως  σκαρφάλωσαν  στις  καρότσες.  Γρήγορα  πάνω  στ'  αμάξια  στριμώχτηκαν  οι  γυναίκες  με  τα  μωρά  που  ούρλιαζαν,  τα  μεγαλύτερα  παιδιά  που  τσακώνονταν  για  το  ποιος  θα  πρωτοκαθίσει,  και  οι  άρρωστοι  κρατούμενοι  με  θλιμμένη  όψη.  Κάμποσοι κατάδικοι, βγάζοντας το σκουφί τους, πλησίασαν τον επικεφαλής της συνοδείας και κάτι  τον παρακάλεσαν. Όπως έμαθε ύστερα ο Νεχλιούντοφ, είχαν παρακαλέσει να ανεβούν κι αυτοί στ'  αμάξια. Είδε τότε τον αξιωματικό σιωπηλό, χωρίς να τους κοιτάζει, να ρουφάει βαθιά το παπιρόσι  του κι άξαφνα να σηκώνει ψηλά το κοντό του χέρι και να το κατεβάζει στο κεφάλι ενός απ' αυτούς.  Εκείνος  χώνοντας  το  ξυρισμένο  του  κεφάλι  στους  ώμους  του  σαν  να  περίμενε  τη  γροθιά,  τραβήχτηκε πίσω για να την αποφύγει.  —Θα σε στείλω εγώ να πας σα γαλαζοαίματος70 που θα το θυμάσαι σ' όλη σου τη ζωή! Με τα πόδια  θα πας!!, ούρλιαξε ο αξιωματικός.  Μονάχα σ' έναν ψηλό γέρο που τρίκλιζε με αλυσίδες στα πόδια έδωσε την άδεια ο αξιωματικός ν'  ανεβεί στ' αμάξι∙ ο Νεχλιούντοφ είδε πως ο γέρος αυτός βγάζοντας το σκουφάκι του, που 'μοιαζε με  τηγανίτα  σταυροκοπήθηκε  και  κίνησε  σιγά  σιγά  για  τ'  αμάξι.  Τ'  αλυσοδεμένα,  αδύνατα  πόδια  του  δεν του επέτρεπαν να σκαρφαλώσει και μια χωριάτισσα που 'ταν κιόλας στην καρότσα τον τράβηξε  απ' το χέρι και κατάφερε να τον ανεβάσει.  Digitized by 10uk1s 

  Όταν  στ'  αμάξια  στοιβάχτηκαν  οι  μπόγοι  των  κατάδικων  και  πάνω  τους  στριμώχτηκαν  όσοι  είχαν  άδεια  να  ταξιδέψουν,  ο  αξιωματικός  της  συνοδείας  έβγαλε  το  πηλήκιό  του,  σφούγγισε  με  το  μαντήλι του το ιδρωμένο του μέτωπο, το φαλακρό του κρανίο και τον κόκκινο χοντρό του λαιμό και  σταυροκοπήθηκε.  —Φάλαγγα, εμπρός μαρς!, έδωσε το παράγγελμα.  Τα  τουφέκια  των  στρατιωτών  πλατάγισαν,  οι  κατάδικοι  βγάζοντας  τα  σκουφιά  τους,  άρχισαν  να  σταυροκοπιούνται, μερικοί με τ' αριστερό τους, οι φίλοι κι οι συγγενείς που τους κατευόδωναν κάτι  φώναξαν,  αντιβούισαν  οι  κραυγές  των  κατάδικων,  απ'  το  πλήθος  των  γυναικών  ξέσπασε  ένας  γοερός  θρήνος  κι  η  φάλαγγα  περιστοιχισμένη  από  τους  στρατιώτες  με  τα  λευκά  χιτώνια  ξεκίνησε  μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης που σήκωσαν τ' αλυσοδεμένα πόδια των κατάδικων. Μπροστά βάδιζαν  οι  στρατιώτες,  ακολουθούσαν  οι  σιδεροδέσμιοι,  οι  βαρυποινίτες  σε  τετράδες,  πίσω  τους  οι  εξόριστοι,  οι  εκτοπισμένοι  από  τις  αγροτικές  κοινότητες  δεμένοι  δυο  δυο  με  χειροπέδες  και  πιο  πίσω οι γυναίκες. Στο τέλος της πομπής ακολουθούσαν τ' αμάξια φορτωμένα με τους μπόγους και  τους ασθενικούς κατάδικους, με τις γυναίκες και τα παιδιά. Σ' ένα απ' αυτά μια γυναίκα καθισμένη  ψηλά πάνω στους μπόγους κουκουλωμένη ούρλιαζε κι έκλαιγε γοερά χωρίς σταματημό. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXV  Η ΦΑΛΑΓΓΑ ΗΤΑΝ τόσο μεγάλη που οι πρώτες σειρές είχαν κιόλας χαθεί, όταν τ' αμάξια έτριξαν για  να ξεκινήσουν. Τη στιγμή εκείνη ο Νεχλιούντοφ ανέβηκε στο δικό του αμάξι που τον περίμενε όλη  την ώρα και πρόσταξε τον αμαξά ν' ακολουθήσει, με την ελπίδα ότι θα αναγνώριζε ανάμεσα στους  κατάδικους άνδρες κάποιον και ακόμα ότι θα πετύχαινε να βρει την Μάσλοβα και να την ρωτήσει  αν είχε παραλάβει τα πράγματα που της έστειλε. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη κι η άπνοια συνεχιζόταν.  Σύννεφα  σκόνης  σηκώνονταν  ψηλά  από  το  ποδοβολητό  της  ατέλειωτης  φάλαγγας  των  κατάδικων  που πορευόταν καταμεσής του δρόμου και την τύλιγαν στα σπλάγχνα τους. Οι κατάδικοι, βημάτιζαν  γοργά και το άλογο της άμαξας του Νεχλιούντοφ που πήγαινε με ελαφρύ τροχασμό με το ζόρι τους  προλάβαινε.  Οι  πυκνές  σειρές  των  άγνωρων  αυτών  πλασμάτων  με  την  τόσο  αλλόκοτη  και  φρικιαστική  όψη  διάβαιναν  ατέλειωτες,  χιλιάδες  ομοιόμορφα  τυλιγμένα  και  ποδεμένα  πόδια  έσερναν την πομπή, ενώ τα χέρια που κρέμονταν ελεύθερα ζυγιάζονταν μπροστά σαν να κρατούσαν  ζωηρό  το  τέμπο  της  πορείας.  Ήταν  τόσοι  πολλοί,  τόσο  ομοιόμορφοι,  τόσο  αλλόκοτοι  και  θλιβεροί  που  ο  Νεχλιούντοφ  είχε  την  αίσθηση  πως  τα  πλάσματα  αυτά  δεν  ήταν  άνθρωποι,  αλλά  κάποια  φανταστικά τερατόμορφα όντα. Η εντύπωσή του αυτή ξεδιάλυνε σαν ξεχώρισε μέσα στο τσούρμο  με  τους  βαρυποινίτες  τον  εγκληματία  Φιόντοροφ,  κι  ανάμεσα  στους  εξόριστους  τον  χωρατατζή  Οχότιν κι έναν ακόμα αλήτη που του είχε ζητήσει κάποτε τη βοήθειά του. Σχεδόν όλοι οι κατάδικοι  γύριζαν το κεφάλι και λοξοκοίταζαν πάνω στην άμαξα, που ολοένα και περισσότερο τους πλησίαζε,  τον περίεργο επιβάτη της που δεν τους άφηνε απ' τα μάτια του.  Μέσα  απ'  το  πλήθος  ο  Φιόντοροφ  ανασήκωσε  διακριτικά  το  κεφάλι  του  για  να  δείξει  στον  Νεχλιούντοφ πως τον είχε αναγνωρίσει. Ο Οχότιν του μισόκλεισε το μάτι. Μα, ούτε ο ένας ούτε ο  άλλος  υποκλίθηκε  για  να  τον  χαιρετήσει,  γιατί  νόμιζαν  πως  απαγορευόταν.  Φθάνοντας  στο  ύψος  της  φάλαγγας  των  γυναικών,  ο  Νεχλιούντοφ  είδε  τη  στιγμή  εκείνη  την  Μάσλοβα  που  βάδιζε  στη  δεύτερη  σειρά.  Στην  άκρη  βάδιζε  μια  πανάσχημη,  κοντοπόδαρη  μαυρομάτα  με  κατακόκκινο  πρόσωπο  που  είχε  ανασηκωμένη  την  φούστα  της  και  την  κρατούσε  δεμένη  στη  μέση.  Ήταν  η  Μορφονιά. Πλάι της πήγαινε μια έγκυος που με κόπο έσερνε τα πόδια της και πιο πέρα η Μάσλοβα.  Κουβαλούσε στον ώμο της ένα μπόγο και προχωρούσε με το βλέμμα καρφωμένο μπροστά της. Το  πρόσωπό της ήταν ήρεμο κι αποφασιστικό. Η τέταρτη γυναίκα στη σειρά ήταν μια λεβεντονιά που  περπατούσε  με  ζωηρές  δρασκελιές  έχοντας  δεμένο  στο  κεφάλι  της  ένα  τσεμπέρι  με  χωριάτικο  τρόπο.  Ήταν  η  Φεντόσια.  Ο  Νεχλιούντοφ  κατέβηκε  απ'  την  άμαξα  και  πλησίασε  την  πομπή  των  γυναικών  θέλοντας  να  ρωτήσει  την  Μάσλοβα  αν  είχε  λάβει  τα  πράγματα  που  της  είχε  στείλει,  να  μάθει πώς ένιωθε, μα ένας υπαξιωματικός της συνοδείας που βάδιζε στην πλευρά εκείνη μόλις τον  αντιλήφθηκε, έτρεξε αμέσως προς το μέρος του.  —Απαγορεύεται κύριε να πλησιάσετε τη φάλαγγα, απαγορεύεται! φώναξε πλησιάζοντας.  Φθάνοντας  όμως  πολύ  κοντά,  ο  υπαξιωματικός  αναγνώρισε  τον  Νεχλιούντοφ  (στη  φυλακή  ο  Νεχλιούντοφ είχε ήδη γίνει γνωστός σ' όλους), τον χαιρέτησε στρατιωτικά και πλησιάζοντάς τον, του  είπε:  —Όχι, τώρα δεν γίνεται. Στο σταθμό. Εδώ απαγορεύεται. Και γυρίζοντας προς τις γυναίκες, φώναξε:  —  Μην  καθυστερείτε,  εμπρός  μαρς!  και  ξαναγύρισε  τρέχοντας,  παρά  τη  μεσημεριανή  κάψα,  στη  θέση του χτυπώντας με ρυθμό τις κομψές ολοκαίνουριες μπότες του.  Ο  Νεχλιούντοφ  ανέβηκε  στο  πεζοδρόμιο  και,  κάνοντας  νεύμα  στον  αμαξά  του  ν'  ακολουθήσει,  προχώρησε πεζός απ' το σημείο αυτό φροντίζοντας να μη χάσει απ' τα μάτια του τη φάλαγγα. Απ'  όπου και να περνούσαν οι κατάδικοι, έκαναν τους διαβάτες να στέκονται και να τους κοιτάζουν μ'  ανάμικτα αισθήματα οίκτου και φρίκης. Όσοι βρίσκονταν μέσα σε άμαξες, έβγαζαν τα κεφάλια τους  απ' τα παράθυρα κι όσο μπορούσαν να βλέπουν παρακολουθούσαν την πομπή με τους κατάδικους,  Digitized by 10uk1s 

  ώσπου  να  χαθεί  απ'  τα  μάτια  τους.  Οι  πεζοί  σταματούσαν  ξαφνιασμένοι  και  φοβισμένοι  μπροστά  στο  μακάβριο  αυτό  θέαμα.  Κάποιοι  πλησίαζαν  και  έδιναν  ελεημοσύνη  που  την  έπαιρναν  οι  στρατιώτες  της  συνοδείας.  Άλλοι  ακολουθούσαν  σαν  υπνωτισμένοι  με  βήμα  χαμένο  πίσω  απ'  την  πομπή και ύστερα συνέρχονταν και σταματούσαν απότομα συνοδεύοντας από μακριά με το βλέμμα  τους  κατάδικους,  κουνώντας  με  θλίψη  το  κεφάλι.  Από  τις  εισόδους  των  σπιτιών  και  από  τις  αυλόπορτες έβγαιναν τρέχοντας οι κάτοικοι φωνάζοντας τους γειτόνους τους κι άλλοι κρεμασμένοι  στα  παράθυρα  παρακολουθούσαν  βουβοί  και  παγωμένοι  τη  φρικιαστική  πομπή.  Σε  μια  διασταύρωση  η  φάλαγγα  έκοψε  το  δρόμο  σ'  ένα  διερχόμενο  λαντώ  πολυτελείας  που  τ'  οδηγούσε  ένας πισώβαρος αμαξάς με γυαλιστερό πρόσωπο και μια σειρά κουμπιά στην πλάτη της στολής του.  Στο  πίσω  μέρος  της  καρότσας  καθόταν  ένας  κύριος  με  την  σύζυγό  του.  Η  σύζυγος,  μια  λιγνή  και  χλομή  γυναίκα,  φορούσε  ένα  ανοιχτόχρωμο  καπέλο  και  κρατούσε  ένα  φανταχτερό  παρασόλι,  ο  σύζυγος φορούσε ημίψηλο και ένα κομψό παλτό με φωτεινό χρώμα. Απέναντί τους, στο μπροστινό  μέρος της καρότσας κάθονταν τα παιδιά τους: ένα κοριτσάκι στολισμένο και δροσερό σα λούλουδο  με τις ολόξανθες μακριές του μπούκλες που κρατούσε κι αυτό ένα φανταχτερό παρασόλι, και ένα  οκτάχρονο  αγοράκι  με  μακρύ,  αδύνατο  λαιμό  και  μυτερούς  ώμους  που  φορούσε  ένα  ναυτικό  καπέλο  στολισμένο  με  μακριές  κορδέλες.  Ο  πατέρας  τους  οργισμένος  μάλωνε  τον  αμαξά  γιατί  δε  φρόντισε  έγκαιρα  ν'  αποφύγει  την  πομπή  που  τους  είχε  κλείσει  τώρα  το  δρόμο∙  η  μητέρα  μ'  ένα  μορφασμό αηδίας ανοιγόκλεινε τα μάτια της μπροστά στο απαίσιο θέαμα και με το μεταξωτό της  παρασόλι  πάσχιζε  να  προφυλαχτεί  απ'  την  αντηλιά  και  τον  κουρνιαχτό  κολλώντας  το  σχεδόν  στο  πρόσωπό  της.  Ο  πισώβαρος  αμαξάς  σούφρωνε  με  θυμό  τα  φρύδια  του,  ακούγοντας  τις  άδικες  επιπλήξεις  του  αφέντη  του,  αφού  εκείνος  είχε  ζητήσει  να  πάρει  το  δρόμο  αυτό,  και  με  δυσκολία  συγκρατούσε  τα  δυο  κατάμαυρα  άλογα  με  το  γυαλιστερό  τρίχωμα,  τον  καταϊδρωμένο  λαιμό  που  αφρίζοντας, ορμούσαν μπροστά.  Ο  αστυφύλακας  που  περιπολούσε  εκεί  κοντά  επιθυμούσε  μ'  όλη  του  την  καρδιά  να  εξυπηρετήσει  τον ιδιοκτήτη του πολυτελούς λαντώ και να τον αφήσει να περάσει σταματώντας την πομπή με τους  κατάδικους, όμως, ένιωθε πως η πομπή αυτή είχε μια τέτοια πένθιμη επισημότητα που δεν είχε το  δικαίωμα  να  τη  διαταράξει  ακόμη  και  για  το  χατίρι  αυτού  του  πλούσιου  κυρίου.  Περιορίστηκε  λοιπόν  να  αποδώσει  τις  ανάλογες  τιμές  εκφράζοντας  έτσι  το  σεβασμό  του  στα  πλούτη  του  και  έστρεψε το βλοσυρό του βλέμμα πάνω στους κατάδικους δίνοντας την εντύπωση πως ήταν έτοιμος  ό,τι  κι  αν  συνέβαινε  να  υπερασπιστεί  απ'  αυτούς  τη  ζωή  των  επιβατών.  Έτσι,  το  πολυτελές  λαντώ  χρειάστηκε να περιμένει στη θέση του μέχρι να περάσει κι ο τελευταίος κατάδικος της φάλαγγας και  κουνήθηκε  μονάχα,  όταν  διάβηκε  η  τελευταία  άμαξα  με  τους  μπόγους  και  τους  κατάδικους  που  ήταν  στριμωγμένοι  πάνω.  Ανάμεσά  τους  ήταν  και  κείνη  η  υστερική  γυναίκα  που  ούρλιαζε  και  κτυπιόταν.  Είχε  ηρεμήσει  κάπως,  μα  μόλις  αντίκρισε  το  πολυτελές  λαντώ  ξέσπασε  πάλι  σε  γοερό  κλάμα και ουρλιαχτά. Μονάχα τότε ο αμαξάς τράβηξε μαλακά τα γκέμια και οι κατάμαυροι κέλητες,  βροντώντας τα πέταλά τους στο λιθόστρωτο, ξεκίνησαν αργά και το λαντώ λικνίστηκε ελαφρά πάνω  στους  λαστιχένιους  τροχούς  του,  παίρνοντας  το  δρόμο  προς  τη  ντάτσα,  όπου  πήγαιναν  να  ξεσκάσουν  ο  κύριος,  η  σύζυγός  του,  το  κοριτσάκι  και  τ'  αγόρι  με  το  λεπτό  λαιμουδάκι  και  τους  σουβλερούς ώμους.  Ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα έδωσαν την παραμικρή εξήγηση μήτε στο κοριτσάκι μήτε στ' αγόρι  για  όσα  είδαν  με  τα  μάτια  τους.  Γι'  αυτό  και  τα  παιδιά  χρειάστηκε  μόνα  τους  να  πλάσουν  μια  ιστορία για το θέαμα που παρακολούθησαν.  Το κοριτσάκι από την έκφραση του πατέρα και της μητέρας έβγαλε το συμπέρασμα πως εκείνοι οι  άνθρωποι ήταν τελείως αλλιώτικοι απ' τους γονείς του, πως ήταν κακοί, γι' αυτό και τους άξιζε να  τους μεταχειρίζονται έτσι. Και γι' αυτό έτρεμε απ' το φόβο του όσο περνούσαν από μπροστά του,  ενώ  αναθάρρησε  και  χάρηκε  μόλις  τους  έχασε  απ'  τα  μάτια  του.  Όμως  το  αγόρι  με  το  μακρύ,  αδύνατο  λαιμό  που  όσο  περνούσε  η  φάλαγγα  είχε  τεντωμένα  τα  μάτια  του  και  παρακολουθούσε  απορροφημένο το θέαμα βρήκε μιαν άλλη εξήγηση. Ήξερε καλά, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία  για  τη  γνώση  του  αυτή,  που  του  την  είχε  χαρίσει  ο  ίδιος  ο  Θεός,  ότι  εκείνοι  οι  άνθρωποι  ήταν  Digitized by 10uk1s 

  ολόιδια πλάσματα μ' αυτόν και μ' όλους τους άλλους και, γι' αυτό, κάποιοι τους είχαν κάνει κακό —  κάτι  που  δεν  θα  έπρεπε  να  πάθουν.  Γι'  αυτό  και  τους  λυπήθηκε,  ένιωσε  φρίκη  και  δέος  μπροστά  στους  αλυσοδεμένους  ανθρώπους  με  τα  ξυρισμένα  κεφάλια  και  μπροστά  σ'  εκείνους  που  τους  βασάνιζαν  αλυσοδένοντας  και  ξυρίζοντάς  τους.  Πάσχιζε  όσο  μπορούσε  πιο  πολύ  να  κρύψει  τα  πρησμένα χείλη του που τρεμόπαιζαν από έναν πνιγμένο του λυγμό πιστεύοντας πως ήταν ντροπή  να κλαίει κανείς σε παρόμοιες στιγμές. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXVI  Ο ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ ακολούθησε πεζός με το ίδιο γρήγορο βήμα που πήγαινε κι η πομπή και, μολονότι  ήταν  ελαφρά  ντυμένος  με  μια  λεπτή  εποχική  ρεντινγκότα  ένιωθε  να  πνίγεται  απ'  την  αφόρητη  κουφόβραση  και  προπαντός  από  τον  πνιχτό  κουρνιαχτό  που  σκέπαζε  τον  αγέρα.  Έχοντας  περπατήσει  γύρω  στα  διακόσια  πενήντα  μέτρα,  ξανανέβηκε  στην  άμαξά  του  και  προσπέρασε  την  πομπή. Μα, καθώς η άμαξα έτρεχε στη μέση του δρόμου ένιωσε να τον πνίγει ο καυτός αγέρας πιο  πολύ. Κάποια στιγμή έκανε να φέρει στη μνήμη του τη χθεσινή συζήτηση με τον γαμπρό του, όμως,  ένιωσε πως οι σκέψεις του εκείνες δεν τον συγκινούσαν πια, όπως σήμερα το πρωί. Ο νους του ήταν  σκοτισμένος  απ'  τις  εντυπώσεις  της  μεταγωγής  και  της  συνοδείας.  Κι  ύστερα  ο  τρομερός  εκείνος  καύσωνας  του  είχε  παραλύσει  κάθε  άλλη  διάθεση.  Κοντά  σ'  ένα  φράχτη,  κάτω  απ'  τη  σκιά  των  δέντρων  δυο  γυμνασιόπαιδα  είχαν  βγάλει  τα  πηλήκιά  τους  και  στέκονταν  μπροστά  από  έναν  πλανόδιο  παγωτατζή  που  είχε  καθίσει  ανακούρκουδα.  Ένας  απ'  τους  μαθητές  δροσιζόταν  κιόλας  ρουφώντας  μ'  ένα  κοκάλινο  κουταλάκι  το  παγωτό  και  ο  άλλος  περίμενε  να  του  γεμίσει  ο  παγωτατζής μέχρι πάνω το κυπελλάκι με μια κίτρινη κρέμα.  —Έχει πουθενά να πιούμε κάτι; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ τον αμαξά του, νιώθοντας μια ακατανίκητη  επιθυμία να δροσίσει το λαρύγγι του.  —Εδώ  πιο  κάτω  έχει  ένα  φίνο  καπηλειό,  απάντησε  ο  αμαξάς  και  κάνοντας  στροφή  οδήγησε  τον  Νεχλιούντοφ μπροστά σε μια πόρτα με μια μεγάλη επιγραφή πάνω της.  Ένας πρησμένος κάπελας με πουκάμισο στεκόταν πίσω απ' τον πάγκο∙ δυο γκαρσόνια, με μπλούζες  που  κάποτε  είχαν  άσπρο  χρώμα,  κάθονταν,  γιατί  δεν  είχαν  πελάτες,  μα  μόλις  αντίκρισαν  τον  παράξενο  ταξιδιώτη  να  μπαίνει  στο  μαγαζί  τους,  τον  κοίταξαν  περίεργα  και  σηκώθηκαν  να  τον  εξυπηρετήσουν.  Ο  Νεχλιούντοφ  παράγγειλε  μεταλλικό  νερό  και  πήγε  να  καθίσει  σ'  ένα  μικρό  τραπέζι με βρόμικο τραπεζομάντιλο.  Γύρω από ένα τραπέζι στρωμένο με σερβίτσιο του τσαγιού και ένα άσπρο μπουκάλι μπροστά τους  κάθονταν  δύο  άνδρες,  σκούπιζαν  τον  ιδρώτα  απ'  το  μέτωπό  τους  και  έκαναν  ήσυχα  κάτι  λογαριασμούς. Ο ένας απ' τους δύο ήταν μαυριδερός και φαλακρός με πυκνό τρίχωμα γύρω απ' το  σβέρκο  σαν  γιρλάντα,  όπως  ακριβώς  είχε  κι  ο  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς.  Μόλις  έπεσε  το  μάτι  του  Νεχλιούντοφ πάνω του, συνειρμικά θυμήθηκε και πάλι τη χθεσινή συζήτηση με τον γαμπρό του και  ένιωσε την επιθυμία να τρέξει να δει την αδελφή του πριν αναχωρήσει το τρένο. «Είναι ζήτημα, αν  θα προλάβω το τρένο, σκέφτηκε. Καλύτερα να της γράψω ένα γράμμα». Ζήτησε χαρτί, φάκελο και  γραμματόσημα  και  ρουφώντας  μερικές  γουλιές  απ'  το  δροσερό  ανθρακούχο  νερό,  άρχισε  να  σκέφτεται τι θα γράψει. Οι σκέψεις του πηδούσαν άτακτα πάνω στο χαρτί και του ήταν αδύνατο να  συγκεντρωθεί.  «Τρυφερή  μου  Νατάσσα,  δεν  μπορώ  να  φύγω  με  τις  φριχτές  εντυπώσεις  που  μου  προκάλεσε  η  χθεσινή  συζήτηση  με  τον  Ιγκνάτι  Νικίφοροβιτς...»,  έκανε  κάποια  στιγμή  την  αρχή.  «Τι  να  γράψω  παρακάτω; Να ζητήσω συγγνώμη για όσα είπα χθες; Μα εγώ είπα αυτό που πίστευα. Κι αυτός θα  νομίσει  πως  μετανιώνω.  Ύστερα  πάλι,  αυτή  του  η  επέμβαση  στις  υποθέσεις  μου—  Όχι,  όχι  δεν  μπορώ...»,  και  νιώθοντας  πάλι  να  φουντώνει  μέσα  του  το  μίσος  για  ‘κείνον  τον  απόμακρο,  αλαζονικό  άνθρωπο  που  δεν  τον  καταλάβαινε,  ο  Νεχλιούντοφ  έχωσε  το  μισοαρχινισμένο  γράμμα  στην τσέπη του, πλήρωσε, βγήκε έξω στο δρόμο και έτρεξε ν' ανέβει στην άμαξα για να προλάβει  την πομπή.  Η κάψα δεν είχε υποχωρήσει. Οι τοίχοι και οι πέτρες απόπνεαν καυτό αέρα. Ένιωθε τα πόδια του να  καίνε  πάνω  στις  πυρωμένες  πέτρες  του  λιθόστρωτου  και  ακουμπώντας  με  το  γυμνό  του  χέρι  το  λουστραρισμένο φτερό της άμαξας παραλίγο να ζεματιστεί.  Digitized by 10uk1s 

  Το άλογο με ξεψυχισμένο τροχασμό, χτυπώντας μονότονα με τα πέταλά του πάνω στο σκονισμένο  και  ανώμαλο  λιθόστρωτο,  σερνόταν  στους  δρόμους.  Ο  αμαξάς  λαγοκοιμόταν  όλη  την  ώρα  στο  κάθισμά  του  κι  ο  Νεχλιούντοφ  βυθισμένος  στη  θέση  του  κοίταζε  σαν  υπνωτισμένος  γύρω  του,  ανήμπορος να σκεφτεί το παραμικρό. Σε μια κατηφόρα απέναντι απ' την πύλη ενός αρχοντικού είδε  μαζεμένο κόσμο κι έναν στρατιώτη της συνοδείας με τ' όπλο στο χέρι. Ο Νεχλιούντοφ πρόσταξε τον  αμαξά να σταματήσει.  —Τι συμβαίνει; ρώτησε έναν οδοκαθαριστή.  —Κάτι έγινε μ' έναν κατάδικο...  Ο  Νεχλιούντοφ  κατέβηκε  απ'  την  άμαξα  και  πλησίασε  το  πλήθος.  Στο  τραχύ  καλντερίμι  κοντά  στο  ρείθρο  του  πεζοδρομίου  ήταν  ξαπλωμένος  με  το  κεφάλι  χαμηλότερα  απ'  τα  πόδια  ένας  ευρύστερνος μεσόκοπος κατάδικος με κοκκινωπή γενειάδα, ξαναμμένο πρόσωπο και πλακουτσωτή  μύτη  φορώντας  γκρίζο  αμπέχονο  και  πανταλόνια.  Ήταν  πεσμένος  ανάσκελα  έχοντας  ανοιχτές  τις  παλάμες  των  φακιδένιων  του  χεριών,  το  γερό  και  προτεταμένο  στήθος  του  ανεβοκατέβαινε  αργά  και  σπασμωδικά  και  τα  κόκκινα  απ'  το  αίμα  μάτια  του  ήταν  καρφωμένα  στο  κενό.  Γύρω  του  στέκονταν ένας συνοφρυωμένος αστυφύλακας, ένας γυρολόγος, ένας ταχυδρόμος, μια γριά με την  ομπρέλα της και ένα κοντοκουρεμένο αγόρι μ' ένα καλαθάκι στα χέρια.  —Τους ήπιαν το αίμα μέσα στην φυλακή, τους ξεθεώσανε και τώρα με τέτοια λάβρα τους βγάλανε  να περπατήσουν..., διαμαρτυρήθηκε ο γυρολόγος, γυρίζοντας προς το μέρος του Νεχλιούντοφ που  πλησίαζε στο μεταξύ.  —Θα πεθάνει το δίχως άλλο, κλαψούριζε η γριά με την ομπρέλα.  —Να του λασκάρουμε πρέπει το πουκάμισο!, είπε ο ταχυδρόμος.  Ο αστυφύλακας άρχισε με τα χοντρά του δάχτυλα που έτρεμαν από ταραχή να ξεσφίγγει αδέξια τα  κορδόνια  γύρω  απ'  τον  ξερακιανό  κόκκινο  λαιμό  του  κατάδικου.  Ήταν  φανερά  ταραγμένος  και  συγκινημένος, ωστόσο, χρειάστηκε να φωνάξει στους γύρω μ' αυστηρότητα:  —Τι  μαζευτήκατε  εδώ;  Δε  φτάνει  η  κάψα  που  έχει;  Για  κάντε  παρακεί  να  πάρει  ο  άνθρωπος  λίγο  αέρα!  —Πρέπει  να  δίνει  βεβαίωση  ο  γιατρός.  Όσοι  είναι  άρρωστοι,  δεν  πρέπει  να  μετακινούνται.  Μα,  αυτοί τους σηκώσανε όλους, ακόμα και μισοπεθαμένους, φώναξε ο γυρολόγος υπερηφανευόμενος  για τη γνώση των κανονισμών.  Ο  αστυφύλακας,  αφού  ξελάσκαρε  τα  κορδόνια  του  πουκαμίσου,  ανασηκώθηκε  και  κοίταξε  γύρω  του.  —Διαλυθείτε,  σας  λέω!  Δεν  είναι  δική  σας  δουλειά.  Τι,  δεν  έχετε  ξαναδεί  άρρωστο  πεσμένο;  ξαναφώναξε  και  κοίταξε  τον  Νεχλιούντοφ  ζητώντας  με  το  βλέμμα  του  συμπαράσταση.  Μάταια,  όμως, κι έτσι γύρισε προς το μέρος του στρατιώτη. Εκείνος στεκόταν παράμερα και κοιτάζοντας το  τακούνι της μπότας του που είχε ξεκολλήσει, έδειχνε τελείως αδιάφορος μπρος στην αμηχανία του  αστυφύλακα.  —Αυτοί που 'ναι υποχρεωμένοι, δε νοιάζονται. Επιτρέπεται άραγε ν' αφήνουν τους ανθρώπους να  ψοφάνε σαν σκυλιά; 

Digitized by 10uk1s 

  —Ο κρατούμενος είναι κρατούμενος, μα δεν παύει να είναι κι άνθρωπος πάνω απ' όλα! έλεγαν οι  συγκεντρωμένοι.  —Σηκώστε του λίγο το κεφάλι και δώστε του να πιει λίγο νερό, πρότεινε ο Νεχλιούντοφ.  —Έχουνε πάει να φέρουνε, αποκρίθηκε ο αστυφύλακας και μετακινώντας τον μπόγο του κατάδικου  με κόπο ανασήκωσε το σώμα του ακουμπώντας το κεφάλι του επάνω.  —Γιατί  αυτή  η  συγκέντρωση;  αντήχησε  ξαφνικά  μια  κοφτή  κι  αυταρχική  φωνή.  Με  μεγάλες  δρασκελιές  ένας  αξιωματικός  της  αστυνομίας  με  ατσαλάκωτη,  άψογη  και  πεντακάθαρη  στολή  και  ακόμη  πιο  αστραφτερές  μπότες  πλησίασε  τους  συγκεντρωμένους.  —  Διαλυθείτε!  Δεν  έχετε  καμιά  δουλειά εδώ πέρα! αγριοφώναξε πριν καν προλάβει να μάθει γιατί είχε συγκεντρωθεί το πλήθος.  Πλησιάζοντας  περισσότερο  κι  αντικρίζοντας  τον  κατάδικο  κούνησε  το  κεφάλι  του  με  τέτοιο  τρόπο  σα να 'θελε να δείξει πως ήταν φυσικό να 'χει τέτοιο τέλος. Γύρισε και ρώτησε τον αστυφύλακα:  —Πώς έγινε;  Ο  αστυφύλακας  του  ανέφερε  πως  ενώ  προχωρούσε  η  πομπή,  ο  κρατούμενος  αυτός  έπεσε  κι  ο  επικεφαλής διέταξε να τον εγκαταλείψουν.  —Μα τι 'ναι αυτά τα πράγματα; Στο τμήμα γρήγορα! Φωνάξτε ένα αμάξι.  —Πήγε να βρει ένας οδοκαθαριστής, απάντησε ο αστυφύλακας χαιρετώντας στρατιωτικά.  Ο γυρολόγος κάτι προσπάθησε να πει για τον καύσωνα...  —Τι θες εσύ κι ανακατεύεσαι; Για πες μου! Άι τράβα το δρόμο σου. Μπρος, δίνε του! φώναξε άγρια  ο  αξιωματικός  σφίγγοντας  τις  γροθιές  του  και  τον  κοίταξε  με  τέτοιο  βλοσυρό  βλέμμα  που  ο  γυρολόγος ζάρωσε απ' την τρομάρα του.  —Νερό πρέπει να του δώσουμε να πιει, είπε ο Νεχλιούντοφ.  Με  σφιγμένες  τις  γροθιές  και  το  ίδιο  βλοσυρό  βλέμμα,  ο  αξιωματικός  γύρισε  και  κοίταξε  και  τον  Νεχλιούντοφ, μα δεν είπε κουβέντα. Όταν επιτέλους ο οδοκαθαριστής γύρισε με μια κανάτα νερό, ο  αξιωματικός διέταξε τον αστυφύλακα να δώσει λίγο στον κατάδικο. Ο αστυφύλακας ανασήκωσε το  πεσμένο  κεφάλι  του  και  προσπάθησε  να  του  χύσει  λίγο  νερό  στο  στόμα,  όμως  εκείνο  ήταν  σφαλισμένο  και  ο  κατάδικος  δεν  μπόρεσε  ούτε  στάλα  να  πιει∙  όλο  το  νερό  χύθηκε  πάνω  στη  γενειάδα  του  μουσκεύοντας  το  αμπέχονό  του  μπροστά  στο  στήθος  και  τη  χοντρομπάμπακη  κατασκονισμένη του πουκαμίσα.  —Το κεφάλι του βρέξε, διέταξε τότε ο αξιωματικός σφίγγοντας τις γροθιές του, κι ο αστυφύλακας  βγάζοντας το σκουφάκι του κατάδικου έριξε νερό στο φαλακρό του κρανίο και στα ρούσα, σγουρά  μαλλιά του.  Τα  μάτια  του  κατάδικου  άνοιξαν  διάπλατα  απ'  τον  τρόμο,  μα  δεν  μπόρεσε  να  συνέλθει.  Απ'  το  πρόσωπό του έτρεχαν βρόμικες σταγόνες λάσπης, το στόμα του εξακολουθούσε να συσπάται και το  σώμα του ολόκληρο να τρέμει.  —Κι αυτό εδώ τίνος είναι; Σ' αυτό φορτώστε τον, φώναξε οργισμένος ο αξιωματικός δείχνοντας το  αμάξι του Νεχλιούντοφ. Και βλέποντας τον αμαξά επάνω πρόσταξε. —Έλα δω εσύ!  Digitized by 10uk1s 

  —Είν' αγκαζέ τ' αμάξι, αποκρίθηκε κακόκεφα ο αμαξάς, χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια του.  —Είναι  δικός  μου  ο  αμαξάς,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ,  —  όμως  μπορείτε  να  το  πάρετε  τ'  αμάξι.  Και  γυρίζοντας προς τον αμαξά του, τού είπε: — Θα σε πληρώσω εγώ.  —Τι περιμένετε λοιπόν; Ανεβάστε τον! ούρλιαξε ο αξιωματικός.  Ο  αστυφύλακας,  οι  οδοκαθαριστές  κι  ο  στρατιώτης  σήκωσαν  στα  χέρια  τον  ετοιμοθάνατο,  τον  κουβάλησαν  στην  καρότσα  της  άμαξας  και  τον  ακούμπησαν  στο  κάθισμα.  Δεν  μπορούσε  όμως  να  κρατηθεί  μόνος  του,  το  κεφάλι  του  γκρεμιζόταν  πίσω  κι  όλο  το  σώμα  του  γλιστρούσε  απ'  το  κάθισμα.  —Ξαπλώστε τον κάτω ανάσκελα, διέταξε ο αξιωματικός.  —Δεν πειράζει Εξοχότατε! Θα τον μεταφέρω κι έτσι, είπε ο αστυφύλακας που στο μεταξύ κάθησε  σταθερά πλάι στον ετοιμοθάνατο περνώντας το στιβαρό δεξί του χέρι κάτω απ' τη μασχάλη του.  Ο στρατιώτης ανασήκωσε τα πόδια του ετοιμοθάνατου που φορούσε μπότες χωρίς κάλτσες και τα  βόλεψε κάτω απ' το απέναντι κάθισμα τεντώνοντάς τα.  Ο  αξιωματικός  έριξε  ένα  βλέμμα  τριγύρω  και,  βλέποντας  πεσμένο  στο  δρόμο  το  σκουφάκι  του  κατάδικου,  το  ανασήκωσε  και  του  το  φόρεσε  στο  μουσκεμένο  κεφάλι  που  είχε  γείρει  πίσω  σαν  παράλυτο.  —Εμπρός! πρόσταξε.  Ο  αμαξάς  κοίταξε  γύρω  του  θυμωμένος,  κούνησε  το  κεφάλι  του  και  συνοδευόμενος  από  τον  στρατιώτη,  έκανε αργά πίσω  και τράβηξε για το αστυνομικό τμήμα. Ο αστυφύλακας που καθόταν  μαζί με τον κατάδικο προσπαθούσε σ' όλη τη διαδρομή να του περιμαζέψει το ακυβέρνητο κορμί με  το παράλυτο κεφάλι. Ο στρατιώτης συνοδείας, που βάδιζε πλάι στην άμαξα, διόρθωνε συνεχώς τα  πόδια του ετοιμοθάνατου. Ο Νεχλιούντοφ ακολούθησε την άμαξα πεζός. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXVII  ΦΘΑΝΟΝΤΑΣ  στο  αστυνομικό  τμήμα,  προσπερνώντας  έναν  πυροσβέστη71  σκοπό,  η  άμαξα  με  τον  κατάδικο πέρασε μέσα στο προαύλιο και σταμάτησε μπροστά στην είσοδο.  Στο  προαύλιο,  κάμποσοι  πυροσβέστες  μ'  ανασηκωμένα  τα  μανίκια,  μιλώντας  μεγαλόφωνα  και  γελώντας, έπλεναν ένα κάρο.  Μόλις  η  άμαξα  σταμάτησε,  μερικοί  αστυφύλακες  έτρεξαν  αμέσως  γύρω  της,  ανέβηκαν  στην  καρότσα  και,  πιάνοντας  το  άψυχο  σώμα  του  κατάδικου  απ'  τις  μασχάλες  και  τα  πόδια,  το  κατέβασαν, ενώ η άμαξα έτριζε από το βάρος τους.  Ο αστυφύλακας που τον είχε συνοδέψει ως το τμήμα, κατέβηκε, κούνησε το μουδιασμένο του χέρι,  έβγαλε το πηλήκιο και σταυροκοπήθηκε. Κουβάλησαν το πτώμα μέσα στο τμήμα και το ανέβασαν  απ'  τη  σκάλα.  Ο  Νεχλιούντοφ  τους  ακολούθησε.  Στο  μικρό  βρόμικο  δωμάτιο  που  απόθεσαν  τον  νεκρό είχε τέσσερα κρεβάτια. Στα δύο απ' αυτά κάθονταν δύο άρρωστοι με τις ρόμπες τους: ο ένας  είχε  στραβό  στόμα  και  δεμένο  λαιμό  κι  ο  άλλος  ήταν  φθισικός.  Τα  άλλα  δύο  κρεβάτια  ήταν  ελεύθερα.  Στο  ένα  απ'  τα  δύο  απόθεσαν  τον  νεκρό  κατάδικο.  Ένας  μικρόσωμος  άνδρας  με  μάτια  που γυάλιζαν και ένα έντονο τικ στα φρύδια, φορώντας μονάχα εσώρουχα και κάλτσες, με γοργό κι  ανάλαφρο βήμα πλησίασε το πτώμα, το κοίταξε, ύστερα κοίταξε τον Νεχλιούντοφ και ξέσπασε  σε  δυνατά γέλια.  —Θέλουν να με τρομάξουν. Μόνο που δεν θα μπορέσουν! έλεγε.  Πίσω  απ'  τους  αστυφύλακες  που  κουβάλησαν  τον  νεκρό,  μπήκε  ένας  αξιωματικός  κι  ο  αρχινοσοκόμος.  Ο  αρχινοσοκόμος  πλησιάζοντας  τον  νεκρό,  έπιασε  το  κιτρινισμένο,  γεμάτο  φακίδες,  μα  χαλαρό  ακόμη, κατάχλομο χέρι του κατάδικου, το κράτησε λίγο μέσα στο δικό του κι ύστερα τ' άφησε. Το  χέρι γκρεμίστηκε άψυχο πάνω στην κοιλιά του νεκρού.  —Τα τίναξε είπε, κουνώντας το κεφάλι του, όμως για τους τύπους άνοιξε το μουσκεμένο πουκάμισο  του νεκρού και παραμερίζοντας τα κατσαρά του μαλλιά απ' τ' αφτί του, έσκυψε και το ακούμπησε  στο  κιτρινισμένο,  ακίνητο,  προτεταμένο  στήθος  του  κατάδικου.  Όλοι  σώπασαν.  Ο  αρχινοσοκόμος  ανασηκώθηκε, ξανακούνησε το κεφάλι του και τράβηξε με το δάχτυλό του προς τα κάτω πρώτα το  ένα κι ύστερα το άλλο βλέφαρο των γαλάζιων ασάλευτων ματιών.  —Δε  θα  με  τρομάξετε  εμένα,  δεν  θα  με  τρομάξετε,  έλεγε  μονότονα  ο  τρελός  ανάμεσά  τους  φτύνοντας συνέχεια προς το μέρος του αρχινοσοκόμου.  —Λοιπόν; ρώτησε ο αξιωματικός.  —Τι λοιπόν; επανέλαβε ο αρχινοσοκόμος. —Πρέπει να μεταφερθεί στο νεκροθάλαμο.  —Είσαστε τελείως σίγουρος πως είναι νεκρός;  —Μα, τι λέτε τώρα! έκανε ο αρχινοσοκόμος και άγνωστο γιατί τακτοποίησε με μια αμήχανη κίνηση  το ανοιχτό πουκάμισο του νεκρού στο στήθος. —Τέλος πάντων, θα στείλω να φέρουν τον Ματφέι  Ιβάνιτς  για  να  τον  εξετάσει  κι  εκείνος.  Πετρόφ!  Τρέχα  να  τον  βρεις!  είπε  ο  αρχινοσοκόμος  κι  απομακρύνθηκε απ' τη σορό του κατάδικου. 

Digitized by 10uk1s 

  —Κατεβάστε τον στο νεκροθάλαμο, πρόσταξε ο αξιωματικός.  Και  γυρίζοντας  προς  τον  στρατιώτη  συνοδείας,  που  δεν  άφηνε  απ'  τα  μάτια  του  τον  νεκρό,  πρόσθεσε: Κι εσύ να περάσεις απ' τη γραμματεία να υπογράψεις το πιστοποιητικό θανάτου.  —Μάλιστα, αποκρίθηκε ο στρατιώτης.  Οι αστυφύλακες σήκωσαν τον νεκρό και τον μετέφεραν από τη σκάλα ξανά κάτω στο προαύλιο. Ο  Νεχλιούντοφ ετοιμάστηκε να κατέβει μαζί τους, μα ο τρελός τον σταμάτησε.  —Αφού δεν είσαστε με τους συνωμότες μαζί, για δώστε λοιπόν ένα παπιροσάκι!  Ο Νεχλιούντοφ έβγαλε την ταμπακιέρα του και του έδωσε ένα. Ο τρελός παίζοντας τα φρύδια του,  μιλώντας πολύ γρήγορα, άρχισε να του λέει πως τον βασάνιζαν με την μέθοδο της υποβολής.  —Το ξέρετε; Είναι όλοι τους εναντίον μου και μ' αυτά τους τα μέντιουμ με τυραννάνε, με κάνουνε κι  υποφέρω...  —Με  συγχωρείτε,  του  είπε  ο  Νεχλιούντοφ  και  χωρίς  να  τον  αφήσει  να  αποσώσει  τη  φράση  του,  κατέβηκε στο προαύλιο θέλοντας να μάθει πού θα μεταφέρουν τον νεκρό κατάδικο.  Οι  αστυφύλακες  κουβαλώντας  το  πτώμα  διέσχισαν  ολόκληρο  το προαύλιο  και  βρέθηκαν  μπροστά  στην είσοδο του υπογείου. Ο Νεχλιούντοφ θέλησε να πλησιάσει και να τους ακολουθήσει, όμως, ο  αξιωματικός τον σταμάτησε.  —Τι θέλετε εδώ;  —Τίποτα αποκρίθηκε ο Νεχλιούντοφ.  —Αν δεν θέλετε τίποτα, τότε να πηγαίνετε!  Ο  Νεχλιούντοφ  υπάκουσε  και  γύρισε  στην  άμαξά  του.  Ο  αμαξάς  του  το  είχε  ρίξει  στον  ύπνο.  Ο  Νεχλιούντοφ  τον  σκούντησε  για  να  ξυπνήσει  και  πήραν  ξανά  το  δρόμο  για  το  σιδηροδρομικό  σταθμό.  Δεν  είχαν  κάνει  ούτε  εκατό  μέτρα  όταν  αντάμωσαν  ένα  κάρο,  που  το  συνόδευε  και  πάλι  ένας  ένοπλος στρατιώτης συνοδείας που κουβαλούσε απ' ό,τι φαινόταν άλλον έναν κατάδικο που ήταν  κιόλας νεκρός. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και το ξυρισμένο του κεφάλι με τη μαύρη γενειάδα, που  το κάλυπτε το χαρακτηριστικό σαν τηγανίτα σκουφάκι των κατάδικων και γλιστρώντας στο πρόσωπό  του  μέχρι  τη  μύτη,  αναπηδούσε  τρανταζόταν  σε  κάθε  τράνταγμα  του  κάρου.  Ο  καροτσέρης  με  τις  ψηλές μπότες κρατούσε τα γκέμια και βάδιζε πλάι στ' άλογο. Πίσω ερχόταν ένας αστυφύλακας. Ο  Νεχλιούντοφ ακούμπησε τον αμαξά στον ώμο κάνοντάς του νεύμα για να ξεπεζέψει.  —Μα τι κάνουν! είπε ο αμαξάς και σταμάτησε το άλογο.  Ο  Νεχλιούντοφ  κατέβηκε  και  ακολουθώντας  τον  καροτσέρη,  γύρισε  και  πάλι  στο  τμήμα  προσπερνώντας  τον  πυροσβέστη  σκοπό  και  πέρασε  στο  προαύλιο.  Οι  άλλοι  πυροσβέστες  είχαν  τελειώσει τη στιγμή εκείνη το πλύσιμο του κάρου και στη θέση τους τώρα ένας πυραγός με πράσινο  γαλόνι, ψηλός, σκελετωμένος, με τα χέρια στις τσέπες κοίταζε επίμονα ένα βαρβάτο ξανθοκάστανο  άλογο με φαγωμένο το λαιμό απ' το χαλινάρι που το γυρόφερνε ένας πυροσβέστης μπροστά του. Το  άλογο  κούτσαινε  από  το  μπροστινό  του  πόδι  κι  ο  πυραγός  οργισμένος  κάτι  έλεγε  στον  κτηνίατρο  Digitized by 10uk1s 

  που στεκόταν στο πλάι.  Ο  αξιωματικός  της  αστυνομίας  βρισκόταν  κι  αυτός  στο  προαύλιο.  Μόλις  είδε  το  δεύτερο  πτώμα,  πλησίασε τον καροτσέρη.  —Πού τον μαζέψατε αυτόν; ρώτησε κουνώντας το κεφάλι του μ' επιτιμητικό ύφος.  —Στη Στάραγια Γκορμπατόφσκαγια, αποκρίθηκε ο αστυφύλακας.  —Κατάδικος είναι; ρώτησε ο πυραγός.  —Μάλιστα.  —Ο δεύτερος σήμερα, είπε ο αξιωματικός.  —Μωρέ, μπράβο! Υπηρεσία να σου πετύχει! Μα και τι λάβρα είναι τούτη σήμερα! είπε ο πυραγός  και γυρίζοντας προς τον πυροσβέστη που οδηγούσε το κουτσό άλογο του φώναξε: — Στο γωνιακό  στάβλο  να  το  πας!  Όσο  για  σε  σκύλας  γέννα,  θα  σε  κανονίσω  εγώ  να  σακατεύεις  τ'  άλογα  που  αξίζουν πιότερο απ' τα μούτρα σου, κανάγια!  Το δεύτερο πτώμα, όπως και το πρώτο, το σήκωσαν απ' το κάρο οι αστυφύλακες και το μετέφεραν  στο  θάλαμο  εκτάκτων  υγειονομικών  περιστατικών.  Ο  Νεχλιούντοφ  σαν  υπνωτισμένος  τους  ακολούθησε και πάλι.  —Θέλετε  τίποτα;  τον  ρώτησε  ένας  αστυφύλακας.  Χωρίς  ν'  αποκριθεί  ο  Νεχλιούντοφ  προχώρησε  εκεί που μετέφεραν τον νεκρό.  Ο  τρελός  καθισμένος  στην  κουκέτα  του,  ρουφούσε  με  απληστία  το  παπιρόσι  που  του  είχε  προσφέρει ο Νεχλιούντοφ.  —Α, καλώς μας τον! Ξανάρθατε λοιπόν! είπε ξεσπώντας σε γέλια. Μόλις όμως αντίκρισε τον νεκρό,  πάγωσε κάνοντας ένα μορφασμό φρίκης. —Πάλι τα ίδια; Φτάνει πια, σας βαρέθηκα! Δεν είμαι και  κανένα παιδάκι, εντάξει; έκανε χαμογελώντας μ' απορία προς τον Νεχλιούντοφ.  Ο  Νεχλιούντοφ  στο  μεταξύ  είχε  καρφώσει  το  βλέμμα  του  πάνω  στο  νεκρό  που  τώρα  κανένας  πια  δεν  τον  εμπόδιζε  να  τον  δει  καθαρά,  αφού  τον  είχαν  κιόλας  αποθέσει  έχοντας  αφαιρέσει  το  σκουφάκι που σκέπαζε το πρόσωπό του.  Όσο ο προηγούμενος νεκρός κατάδικος είχε φριχτή όψη τόσο αυτός είχε μια απαράμιλλη ομορφιά,  στο  πρόσωπο  και  στο  σώμα  του  ολόκληρο.  Ήταν  ένας  άνθρωπος  στην  ακμή  της  δύναμης  και  της  γοητείας του. Μολονότι το μισό του κρανίο ήταν σκοροφαγωμένο από το ξύρισμα, το χαμηλό, αδρό  του  μέτωπο,  υπερυψωμένο  πάνω  απ'  τα  μαύρα  και  άδεια  από  ζωή  τώρα  μάτια  του,  ήταν  πολύ  ωραίο, όπως και η λεπτοκαμωμένη, κάπως, κυρτή μύτη του πάνω από το λεπτό μαύρο μουστάκι. Τα  μελανά του τώρα χείλη ήταν σφραγισμένα μ' ένα χαμόγελο, το μικρό, διακριτικό γενάκι πλαισίωνε  το  κάτω  μέρος  του  προσώπου  του,  ενώ  στο  ξυρισμένο  μέρος  του  κρανίου  ήταν  φυτρωμένο  ένα  μικρό,  γερό  και  καλοσχηματισμένο  αφτί.  Η  έκφραση  του  προσώπου  ήταν  νηφάλια  και  συνάμα  αυστηρή  και  καλοσυνάτη.  Εκτός  από  το  πρόσωπο  που  μαρτυρούσε  τις  τόσες,  χαμένες  για  πάντα,  αρετές της ψυχής του ανθρώπου τούτου, τα λεπτόμορφα οστά των χεριών και των αλυσοδεμένων  του ποδιών, οι σφριγηλοί μυώνες όλων των αρμονικών μελών του κορμιού του αποκάλυπταν πόσο  υπέροχο,  ισχυρό,  χαριτωμένο  ανθρώπινο  πλάσμα  ήταν,  ασύγκριτα  τελειότερο,  σαν  ζωντανό  δημιούργημα,  απ'  το  βαρβάτο  άλογο  του  πυροσβέστη,  για  το  τραύμα  του  οποίου  είχε  τόσο  Digitized by 10uk1s 

  χολοσκάσει ο πυραγός. Αυτό όμως το εξαίσιο ανθρώπινο πλάσμα το είχαν αφανίσει και κανένας δεν  πονούσε για το χαμό του, κανένας δεν το συμπονούσε έστω και σαν ένα υποζύγιο που χάθηκε τόσο  άδικα. Το μοναδικό συναίσθημα που τους είχε προκαλέσει ο θάνατός του ήταν η δυσφορία για το  ξεβόλεμα, τους μπελάδες που τους έφερε, γιατί ήταν υποχρεωμένοι τώρα ν' απαλλαγούν από την  ανυπόφορη παρουσία αυτού του αποτρόπαιου κουφαριού που είχε αρχίσει κιόλας να βρομάει.  Στο  θάλαμο  των  επειγόντων  περιστατικών  μπήκε  ο  γιατρός  συνοδευόμενος  απ'  τον  αρχινοσοκόμο  και τον αστυνομικό επιθεωρητή. Ο γιατρός ήταν ένας εύσωμος, γεροδεμένος άνδρας που φορούσε  κοστούμι  από  σετακρούτα  κι  η  στενή  γραμμή  του  πανταλονιού  του  τόνιζε  τους  ισχυρούς  τετρακέφαλους των μηρών του. Ο επιθεωρητής ήταν ένας κοντόχοντρος άνδρας με ολοστρόγγυλο,  κόκκινο  πρόσωπο,  που  φάνταζε  ακόμα  πιο  στρογγυλό  απ'  τη  συνήθειά  του  να  φουσκώνει  τα  μάγουλά  του  και  ύστερα  να  ξεφυσάει  αργά  αργά.  Ο  γιατρός  κάθισε  πλάι  στη  σορό,  όπως  κι  ο  αρχινοσοκόμος,  έπιασε  τα  χέρια  του  νεκρού,  ακροάστηκε  την  καρδιά  του  και  σηκώθηκε,  διορθώνοντας το πανταλόνι του.  —Πιο ψόφιος δε γίνεται, είπε.  Ο επιθεωρητής πήρε μια βαθιά εισπνοή, φούσκωσε αέρα τα μάγουλά του κι άρχισε αργά αργά να  τον αδειάζει.  —Από ποια φυλακή ήτανε; ρώτησε τον στρατιώτη συνοδείας.  Ο  στρατιώτης  του  εξήγησε  και  του  υπενθύμισε  ότι  έπρεπε  να  πάρει  πίσω  τις  αλυσίδες  του  κατάδικου.  —Θα  διατάξω  να  τις  βγάλουνε.  Δόξα  τω  Θεώ,  έχουμε  εδώ  σιδεράδες...,  είπε  ο  επιθεωρητής  και  φουσκώνοντας πάλι τα μάγουλά του, προχώρησε προς την πόρτα ξεφυσώντας αργά αργά τον αέρα  που είχε ρουφήξει.  —Από τι πέθανε; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ τον γιατρό.  Ο γιατρός τον κοίταξε κάτω απ' τα γυαλιά του.  —Τι  θα  πει  από  τι;  Θέλει  πολύ  να  πεθάνουν  από  ηλίαση;  Τους  έχουν  κλεισμένους  μέσα,  μουχλιάζουν απ' την ακινησία, δεν τους βλέπει ο  ήλιος όλο το χειμώνα και ξαφνικά τους βγάζουν  στην  αντηλιά  και  μάλιστα  μια  τέτοια  μέρα  σαν  τη  σημερινή,  να  κάνουν  πεζοπορία  όλοι  μαζί  στριμωγμένοι σα σαρδέλλες, κοντεύοντας να σκάσουν απ' την  άπνοια. Σ' αυτή την περίπτωση δεν  αργούν να πάθουν ηλίαση.  —Τότε γιατί τους κάνουν μεταγωγή με τέτοιο καιρό;  —Αυτό θα πρέπει να πάτε να τους ρωτήσετε προσωπικά... Μα εσείς ποιος είστε;  —Περαστικός είμαι απ' τα μέρη αυτά.  —Α,  μάλιστα...  Λυπάμαι  δεν  έχω  άλλο  καιρό  στη  διάθεσή  μου.  Αντίο  σας,  είπε  ο  γιατρός  και  διορθώνοντας με άνεση το πανταλόνι του τράβηξε για τα κρεβάτια των αρρώστων.  —Πώς  πας  εσύ;  ρώτησε  εκείνον  τον  χλομό  κρατούμενο  με  το  στραβωμένο  στόμα  και  το  δεμένο  λαιμό. 

Digitized by 10uk1s 

  Ο τρελός στο μεταξύ καθόταν στην κουκέτα του, είχε αποσώσει το παπιρόσι του κι έφτυνε προς το  μέρος του γιατρού.  Ο Νεχλιούντοφ κατέβηκε στο προαύλιο, πέρασε μπροστά από τ' άλογα των πυροσβεστών, ανάμεσα  από  μερικές  κότες,  διάβηκε  την  πύλη  πλάι  στον  σκοπό  με  το  μπρούντζινο  κράνος,  ανέβηκε  στην  άμαξά  του,  αφού  ξύπνησε  τον  αμαξά  που  είχε  ξανακοιμηθεί  στο  μεταξύ,  και  τράβηξε  για  το  σιδηροδρομικό σταθμό. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXVIII  ΤΗ  ΣΤΙΓΜΗ  που  έφθασε  στο  σταθμό  ο  Νεχλιούντοφ,  οι  κατάδικοι  είχαν  κιόλας  στοιβαχτεί  στα  βαγόνια με τα καγκελωτά παράθυρα. Στην πλατφόρμα στέκονταν απόμερα μερικοί άνθρωποι που'  χαν έρθει να ξεπροβοδίσουν τους δικούς τους μιας και δεν τους άφηναν να πλησιάσουν τα βαγόνια.  Οι  στρατιώτες  της  συνοδείας  ήταν  εξαιρετικά  νευρικοί.  Στη  διαδρομή  απ'  τη  φυλακή  στο  σταθμό  εκτός  από  τους  δύο  κατάδικους  που  σωριάστηκαν  νεκροί  από  ηλίαση  και  που  τους  είδε  ο  Νεχλιούντοφ, τρεις ακόμη είχαν την ίδια τύχη. Ο ένας απ' τους τρεις, όπως και οι δύο πρώτοι, είχε  μεταφερθεί στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, και οι άλλοι δύο πέθαναν εδώ στο σταθμό72. Και  ήταν νευρικοί κι ανήσυχοι οι στρατιώτες όχι γιατί είχαν πεθάνει πέντε άνθρωποι στη συνοδεία τους  που  θα  μπορούσε  τώρα  να  ζουν.  Αυτό  δεν  τους  συγκινούσε  καθόλου.  Το  μόνο  που  τους  ένοιαζε  ήταν πως είχαν υποχρέωση πλέον να εκτελέσουν όλες εκείνες τις εντολές που υπαγόρευε ο νόμος  στην περίπτωση αυτή: να παραδώσουν όπου έπρεπε τους νεκρούς, τα χαρτιά και τα πράγματά τους  και  στη  συνέχεια  να  τους  διαγράψουν  απ'  τους  καταλόγους  των  ζωντανών  που  έπρεπε  να  μεταφέρουν  στο  Νίζνι.  Αυτά  όλα  τους  είχαν  αναστατώσει  πολύ  περισσότερο  μέσα  σε  τέτοιο  καύσωνα.  Όσο λοιπόν οι στρατιώτες προσπαθούσαν να διεκπεραιώσουν αυτές τις διατυπώσεις δεν επέτρεπαν  στον Νεχλιούντοφ και στους άλλους που το ζητούσαν να πλησιάσουν τα βαγόνια. Ωστόσο, για τον  Νεχλιούντοφ  έγινε  εξαίρεση,  γιατί  μεσολάβησε  ένας  υπαξιωματικός  που  δωροδοκήθηκε.  Παρακάλεσε όμως τον Νεχλιούντοφ να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, να πει ότι είχε να πει και  να φύγει μην και τον δει ο επικεφαλής της συνοδείας. Τα βαγόνια του συρμού με τους κατάδικους  ήταν δεκαοχτώ και σ' όλα, εκτός απ' το βαγόνι των αξιωματικών, οι κατάδικοι είχαν στριμωχτεί σα  σαρδέλες.  Περνώντας  μπροστά  απ'  τα  βαγόνια  ο  Νεχλιούντοφ  έστηνε  αφτί  κι  αφουγκραζόταν  ό,τι  γινόταν μέσα. Παντού αντηχούσε το κροτάλισμα των αλυσίδων, ακούγονταν τα σούρτα φέρτα των  ποδιών,  ψίθυροι  ανακατεμένοι  με  ακατονόμαστες  βρισιές,  μα  πουθενά  δεν  άκουσε  να  λένε  κάτι,  όπως περίμενε, για τους συγκρατούμενούς τους που είχαν αφήσει τα κουφάρια τους στο δρόμο. Οι  κουβέντες  που  έπιανε  τ'  αφτί  του  αφορούσαν  πιο  πολύ  στους  μπόγους,  στο  πόσιμο  νερό  και  στη  θέση  που  καθόταν  ο  καθένας.  Κοιτάζοντας  μέσα  από  ένα  παράθυρο  ο  Νεχλιούντοφ  διέκρινε  στη  μέση του διαδρόμου του βαγονιού στρατιώτες ν' αφαιρούν τις χειροπέδες από τους κατάδικους που  τέντωναν  μπροστά  τα  χέρια  για  να  τους  τις  ξεκλειδώσει  ένας  στρατιώτης,  ενώ  ένας  άλλος  που  ακολουθούσε  μάζευε  τα  σιδερικά.  Αφού  πέρασε  όλα  τα  βαγόνια  των  ανδρών,  ο  Νεχλιούντοφ  προχώρησε στων γυναικών. Στο δεύτερο κιόλας βαγόνι άκουσε μια γυναίκα να γογγύζει ρυθμικά και  να ζητάει απελπισμένα βοήθεια. «Ω, ω, Θεέ μου!... Ω, ω, Θεέ μου!...»  Ο Νεχλιούντοφ προσπέρασε και στάθηκε μπροστά από το τρίτο βαγόνι, όπως του είχε υποδείξει ο  υπαξιωματικός.  Απ'  το  παράθυρο,  μόλις  πρόλαβε  να  πλησιάσει,  ένιωσε  να  βγαίνει  ένας  αποπνιχτικός βρόμικος αέρας, ανακατεμένος με τη βαριά δυσοσμία ανθρώπινου ιδρώτα κι άκουσε  καθαρά  γυναικεία  τσιρίγματα.  Σ'  όλους  τους  πάγκους  ήταν  καθισμένες  γυναίκες  με  τα  πρόσωπα  ξαναμμένα  και  ιδρωμένα∙  φορούσαν  ρόμπες  και  καφτάνια  και  κουβέντιαζαν  ζωηρά.  Το  πρόσωπο  του  Νεχλιούντοφ  κοντά  στα  κάγκελα  του  παράθυρου  τράβηξε  την  προσοχή  τους.  Οι  πιο  κοντινές  σώπασαν  και  σηκώθηκαν  προς  το  μέρος  του.  Η  Μάσλοβα  με  καμιζόλα  και  ξέσκεπο  το  κεφάλι  καθόταν  κοντά  στο  απέναντι  παράθυρο.  Πλάι  της  καθόταν  η  γελαστή  Φεντόσια  με  τη  λευκή  επιδερμίδα.  Μόλις  είδε  τον  Νεχλιούντοφ,  τον  αναγνώρισε,  έσπρωξε  την  Μάσλοβα  με  τον  αγκώνα  της  και  της  τον  έδειξε  με  το  χέρι  της  στο  παράθυρο.  Η  Μάσλοβα  αναπήδησε  από  την  θέση  της  απότομα, έδεσε το μαντήλι στα μαύρα της μαλλιά και μ' ένα χαμόγελο στο αναψοκοκκινισμένο και  ιδρωμένο της πρόσωπο πλησίασε το παράθυρο και ακούμπησε στο καφασωτό.  —Τι λαύρα είναι τούτη! είπε χαμογελώντας χαρωπά.  —Τα πήρατε τα πράγματα;  Digitized by 10uk1s 

  —Τα πήρα, ευχαριστώ.  —Μήπως χρειαζόσαστε τίποτα; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ που ένιωσε να τον πνίγει ο καυτός αγέρας  που ξεχυνόταν απ' το πυρωμένο βαγόνι.  —Τίποτα δεν χρειάζομαι, ευχαριστώ.  —Κάτι να βρέξουμε το στόμα μας, είπε η Φεντόσια.  —Ναι, αν μπορούσαμε να βρέξουμε το στόμα μας, επανέλαβε η Μάσλοβα.  —Μα καλά, δεν έχετε νερό;  —Φέρνουν, μα δε φτάνει να πιούμε.  —Αμέσως, θα πω στον φαντάρο να σας φέρει. Μέχρι το Νίζνι δεν θα ειδωθούμε άλλο τώρα.  —Μα και σεις ταξιδεύετε; ρώτησε η  Μάσλοβα που καμώθηκε πως δεν ήξερε τίποτα και έριξε μια  ματιά στον Νεχλιούντοφ γεμάτη χαρά.  —Εγώ θα πάρω το επόμενο τρένο.  Η  Μάσλοβα  δεν  είπε  τίποτα  και  ύστερα  από  λίγα  δευτερόλεπτα  σιωπής  έβγαλε  ένα  βαθύ  αναστεναγμό.  —Είναι αλήθεια αφέντη πως δώδεκ' άνθρωποι τα τινάξανε; ρώτησε με τη χοντρή, αντρίκεια φωνή  της μια γριά κατάδικη με σκληρή όψη.  Ήταν η Καραμπλιόβα.  —Δεν άκουσα για δώδεκα. Εγώ είδα δύο, αποκρίθηκε ο Νεχλιούντοφ.  —Λένε για δώδεκα... Και δεν θα κάνουνε τίποτις για δαύτους; Αχ, οι διάολοι!  —Απ' τις γυναίκες, δεν έπαθε καμιά σας τίποτα; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Οι  γυναίκες  είναι  πιο  σκληρά  καρύδια,  είπε  γελαστά  μια  μικρόσωμη  κατάδικη.  —  Μόνο  μια  βάλθηκε να γεννήσει στο δρόμο. Την ακούτε; φώναξε κι έδειξε με το χέρι της στο διπλανό βαγόνι  απ' όπου έβγαιναν τα βογκητά εκείνα που είχε ακούσει ο Νεχλιούντοφ.  —Με  ρωτήσατε,  αν  χρειάζομαι  κάτι,  είπε  η  Μάσλοβα  πασχίζοντας  να  κρατήσει  στα  χείλη  της  τη  λάμψη του χαρούμενου χαμόγελού της. — Δεν θα μπορούσατε να μεσολαβήσετε για να μείνει αυτή  η γυναίκα εδώ, να μην υποφέρει; Θα μιλήσετε στον επικεφαλής;  —Ναι, θα του μιλήσω.  —Α,  και  κάτι  ακόμα...  Δεν  θα  μπορούσε  να  δει  τον  Ταράς,  τον  άντρα  της,  για  λίγο;  Μαζί  σας  ταξιδεύει κι αυτός, πρόσθεσε δείχνοντας με τα μάτια της την γελαστή Φεντόσια.  —Κύριε δεν επιτρέπεται να συνομιλείτε, ακούστηκε η φωνή του υπαξιωματικού συνοδείας. Ήταν ο  ίδιος που είχε αφήσει τον Νεχλιούντοφ να πλησιάσει στα βαγόνια.  Digitized by 10uk1s 

  Ο Νεχλιούντοφ παραμέρισε και τράβηξε να βρει τον επικεφαλής για να τον παρακαλέσει σχετικά με  τον Ταράς και την ετοιμόγεννη γυναίκα, όμως, χρειάστηκε να ψάξει πολύ για να τον πετύχει και να  πάρει την έγκρισή του. Η φρουρά της συνοδείας είχε νέες σκοτούρες κι οι στρατιώτες έτρεχαν πάνω  κάτω  αναστατωμένοι.  Άλλοι  μετέφεραν  κάποιο  κατάδικο,  άλλοι  έτρεχαν  την  τελευταία  στιγμή  να  κάνουν κάποιες προμήθειες και να βολέψουν τα πράγματά τους στα βαγόνια, άλλοι εξυπηρετούσαν  μια  κυρία  που  ταξίδευε  μαζί  με  τον  αξιωματικό  συνοδείας  και  δεν  έδειχναν  καμία  όρεξη  ν'  απαντήσουν και στις ερωτήσεις του Νεχλιούντοφ.  Ο  Νεχλιούντοφ  τελικά  βρήκε  τον  αξιωματικό  αφού  είχε  ακουστεί  το  δεύτερο  σινιάλο.  Με  σηκωμένους τους ώμους και τρίβοντας με το κοντό του χέρι τα μουστάκια του που του σκέπαζαν το  στόμα, τη στιγμή εκείνη έκανε αυστηρή επίπληξη στον υπαξιωματικό.  —Τι ζητάτε, τέλος πάντων, εσείς; ρώτησε τον Νεχλιούντοφ.  —Σ' ένα βαγόνι έχετε μια ετοιμόγεννη και σκέφτηκα πως θα 'πρεπε...  —Αφήστε  να  γεννήσει  πρώτα  κι  ύστερα  βλέπουμε,  απάντησε  ο  αξιωματικός,  καθώς  ανέβαινε  στο  βαγόνι του κουνώντας για σινιάλο ζωηρά τα δυο κοντά του χέρια.  Τη στιγμή εκείνη πέρασε ο σταθμάρχης με τη σφυρίχτρα στο χέρι. Σφύριξε τρίτη και τελευταία φορά  για την αναχώρηση. Στην πλατφόρμα που περίμενε ο κόσμος για το κατευόδιο και στα βαγόνια των  γυναικών ξέσπασαν κραυγές και μοιρολόγια. Ο Νεχλιούντοφ στεκόταν πλάι στον Ταράς και κοίταζε  πως  τον  προσπερνούσαν  αργά  ένα  ένα  τα  βαγόνια  με  τα  καγκελωτά  παράθυρα  και  τα  ξυρισμένα  κεφάλια  των  ανδρών  που  διακρίνονταν  από  πίσω.  Ύστερα  έφθασε  μπροστά  του  το  πρώτο  βαγόνι  των  γυναικών  στο  παράθυρο  ξεχώριζε  γυναικεία  κεφάλια,  άλλα  με  ξέπλεκα  μαλλιά,  άλλα  με  μαντίλες. Ακολούθησε το δεύτερο βαγόνι απ' όπου ακουγόταν το ίδιο γογγυτό της ετοιμόγεννης και,  τέλος,  το  βαγόνι  με  την  Μάσλοβα.  Στεκόταν  μαζί  με  τις  άλλες  στο  παράθυρο,  κοίταζε  τον  Νεχλιούντοφ και του χαμογελούσε παραπονιάρικα και θλιμμένα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXXIX  ΜΕΧΡΙ  Ν'  ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙ  το  τρένο  του  Νεχλιούντοφ,  έμεναν  δύο  ώρες.  Στην  αρχή  σκέφτηκε  να  επισκεφτεί  στο  ενδιάμεσο  και  πάλι  την  αδελφή  του,  όμως  μετά  από  τις  συγκινήσεις  εκείνου  του  πρωινού  ένιωθε  τόσο  ταραγμένος  και  συντριμμένος  που  μόλις  κάθισε  στον  καναπέ  της  αίθουσας  αναμονής  για  την  πρώτη  θέση  αισθάνθηκε  ξαφνικά  μιαν  ακατανίκητη  επιθυμία  να  βυθιστεί  στον  ύπνο  κι  ασυναίσθητα  έγειρε  στο  πλευρό  του,  έβαλε  την  παλάμη  κάτω  απ'  το  μάγουλό  του  κι  αποκοιμήθηκε στο λεπτό.  Τον ξύπνησε ένα γκαρσόνι με σμόκιν, μ' ένα νούμερο στο πέτο και μια πετσέτα στο χέρι.  —Κύριε! Κύριε! Δεν είστε εσείς ο πρίγκιπας Νεχλιούντοφ; Μια κυρία σας ψάχνει!  Ο  Νεχλιούντοφ  πετάχτηκε  επάνω,  έτριψε  τα  μάτια  του  και  αμέσως  θυμήθηκε  πού  βρισκόταν  και  όλα όσα είχαν συμβεί εκείνο το πρωινό... Ήρθαν στη μνήμη του η συνοδεία με τους κατάδικους, οι  νεκροί,  τα  καγκελόφραχτα  βαγόνια  με  τις  κλειδαμπαρωμένες  γυναίκες,  ανάμεσα  στις  οποίες  μία  υπόφερε αβοήθητη τις ωδίνες του τοκετού και μία άλλη του χαμογελούσε πικρά και παραπονιάρικα  πίσω από τα σιδερένια καφασωτά, και κοιτάζοντας γύρω του αντίκρισε ένα τόσο αλλιώτικο θέαμα:  ένα τραπέζι φορτωμένο με μποτίλιες, βάζα, κηροπήγια, σερβίτσια και γύρω του τα γκαρσόνια, ενώ  στο βάθος της αίθουσας μπροστά στο μπουφέ, πίσω απ' τις φρουτιέρες και τις μποτίλιες ο μπάρμαν  και κάμποσοι επιβάτες με γυρισμένες τις πλάτες.  Όση ώρα έκανε ν' ανασηκωθεί, να καθίσει και να συνέλθει σιγά σιγά απ' τον ύπνο, παρατήρησε πως  όλα  τα  πρόσωπα  μέσα  στην  αίθουσα  είχαν  γυρίσει  και  κοίταζαν  με  περιέργεια  προς  την  είσοδο.  Κοίταξε  κι  αυτός  και  είδε  μια  πομπή  να  μπαίνει∙  πάνω  σε  μια  πολυθρόνα  δύο  βαστάζοι  κουβαλούσαν μια αρχόντισσα σκεπασμένη μ' ένα διαφανές πέπλο. Ο πρώτος ήταν υπηρέτης και το  πρόσωπό του φαινόταν στον Νεχλιούντοφ γνώριμο. Ο άλλος πίσω ήταν θυρωρός μ' ένα γαλόνι στο  καπέλο  του,  το  ίδιο  κι  αυτός  γνώριμος.  Πιο  πίσω  απ'  την  πολυθρόνα  ακολουθούσε  μια  κατσαρομάλλα χαριτωμένη καμαριέρα με ποδιά και κρατούσε ένα πακέτο, ένα πράγμα στρογγυλό  σε  μια  δερμάτινη  θήκη,  κι  ομπρέλες.  Και  ακόμη  πιο  πίσω,  με  τα  παχιά  του  χείλη  και  τον  αποπληχτικό  λαιμό,  φουσκώνοντας  το  στήθος  ερχόταν  ο  πρίγκιπας  Κορτσάγκιν  μ'  ένα  ταξιδιωτικό  κασκέτο,  ενώ  τελευταίοι  ακολουθούσαν  η  Μίσσυ,  ο  Μίσσα,  ο  εξάδερφός  της,  κι  ο  γνωστός  στον  Νεχλιούντοφ  διπλωμάτης  Όστεν,  πάντοτε  χαρωπός  κι  ευδιάθετος,  με  τον  μακρύ  λαιμό  και  το  πεταχτό  καρύδι.  Βάδιζε  πλάι  στη  Μίσσυ  και  φαίνεται  πως  της  διηγιόταν  κάτι  με  πάθος  κι  οπωσδήποτε  αστείο  που  την  έκανε  να  γελάει.  Την  πομπή  έκλεινε  ο  γιατρός  καπνίζοντας  με  θυμωμένη όψη ένα παπιρόσι.  Οι Κορτσάγκιν μετακόμιζαν απ' το δικό τους εξοχικό αρχοντικό στην αδελφή της πριγκίπισσας, στο  κτήμα της, που βρισκόταν κοντά στο δρόμο για το Νίζνι.  Η πομπή των βαστάζων, της καμαριέρας και του γιατρού πέρασε στην αίθουσα αναμονής γυναικών  προκαλώντας την περιέργεια και το σεβασμό όσων βρίσκονταν μέσα. Ο γερο‐πρίγκιπας σωριάστηκε  μεμιάς σ' ένα τραπέζι του εστιατορίου και φώναξε το γκαρσόνι να του παραγγείλει κάτι. Η Μίσσυ με  τον  Όστεν  μπήκαν  κι  αυτοί  στο  εστιατόριο  και  ετοιμάζονταν  να  καθίσουν  κάπου,  όταν  αντίκρισαν  μια γνώριμη φιγούρα στην είσοδο και έτρεξαν να την προϋπαντήσουν. Ήταν η Ναταλία Ιβάνοβνα,  με  την  Αγκραφένα  Πετρόβνα,  που  κοιτάζοντας  δεξιά  κι  αριστερά  σαν  να  'ψαχνε  κάποιον,  προχωρούσε προς το εστιατόριο.  Σχεδόν ταυτόχρονα είδε την Μίσσυ και τον αδελφό της. Πρώτα πήγε κοντά στη Μίσσυ, γνέφοντας  με το κεφάλι της στον αδελφό της. 

Digitized by 10uk1s 

  Αφού την φίλησε, στράφηκε σχεδόν αμέσως στον Νεχλιούντοφ.  —Επιτέλους σε βρίσκω, του είπε.  Ο Νεχλιούντοφ σηκώθηκε, χαιρέτησε την Μίσσυ, τον Μίσσα και τον Όστεν, έμεινε για λίγο μαζί τους  κι άρχισαν να φλυαρούν. Η Μίσσυ του διηγήθηκε πώς έπιασε φωτιά το σπίτι τους στην εξοχή και ότι  αυτό τους ανάγκαζε τώρα να μετακομίσουν στη θεία της. Ο Όστεν βρήκε την ευκαιρία να πει ένα απ'  τα αστεία του ανέκδοτα, αυτή τη φορά για τη φωτιά.  Ο Νεχλιούντοφ, χωρίς να τον προσέχει καθόλου, γύρισε προς την αδελφή του.  —Να 'ξερες πόσο χαίρομαι που ήρθες! της είπε.  —Είμαι πολλή ώρα εδώ, είμαι με την Αγκραφένα Πετρόβνα, του είπε δείχνοντας την γριά υπηρέτρια  που φορούσε ένα αδιάβροχο καπέλο και με διακριτική ευγένεια, γεμάτη αγωνία, υποκλίθηκε στον  Νεχλιούντοφ από μακριά μη θέλοντας να τον ενοχλήσει. —Και πού δεν ψάξαμε να σε βρούμε!  —Είχα  αποκοιμηθεί  εδώ.  Να  'ξερες  πόσο  χαίρομαι  που  ήρθες,  επανέλαβε  ο  Νεχλιούντοφ.  —Είχα  αρχίσει να σου γράφω γράμμα, της είπε.  —Σοβαρά; ρώτησε εκείνη τρομαγμένη. —Για ποιο πράγμα;  Η Μίσσυ και ο καβαλλιέρος της, βλέποντας πως τα δύο αδέλφια είχαν κάποια προσωπική συζήτηση  να κάνουν, απομακρύνθηκαν διακριτικά. Κι ο Νεχλιούντοφ με την αδελφή του μόνοι τους πια πήγαν  και  κάθισαν  κοντά  στο  παράθυρο  σ'  ένα  βελούδινο  καναπεδάκι,  πλάι  σε  κάτι  αποσκευές,  μια  κουβέρτα και μια καπελιέρα.  —Χθες, μόλις έφυγα απ' το σπίτι σας, ήθελα να ξαναγυρίσω και να ζητήσω συγγνώμη, μα δεν ήξερα  πώς  θα  το  'παιρνε  ο  άλλος,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ.  —Δε  μίλησα  ωραία  στον  άνδρα  σου  κι  αυτό  με  βασανίζει, πρόσθεσε.  —Ήξερα, ήμουνα σίγουρη πως δεν το 'θελες. Ξέρεις καλά πως...  Τα μάτια της βούρκωσαν κι ένιωσε την ανάγκη να του αγγίξει το χέρι. Η φράση της αυτή δεν ήταν  ξεκάθαρη, μα εκείνος την κατάλαβε πολύ καλά μάλιστα και συγκινήθηκε απ' το νόημά της. Ήθελε να  του πει με τον τρόπο της πως εκτός απ' τον ολοκληρωτικό της έρωτα προς τον άνδρα της, η αγάπη  για  τον  αδερφό  της  ήταν  πολύ  δυνατή  κι  ακριβή  και  γι'  αυτό  κάθε  τους  φιλονικία  ήταν  γι'  αυτή  δίκοπο μαχαίρι.  —Σ'  ευχαριστώ,  σ'  ευχαριστώ...  Αχ  και  να  'ξερες  τι  είδαν  τα  μάτια  μου  σήμερα!  είπε  ξαφνικά  αναθυμούμενος τον δεύτερο νεκρό κατάδικο. — Δύο κατάδικοι σκοτώθηκαν!  —Πώς σκοτώθηκαν δηλαδή;  —Έτσι,  απλά,  σκοτώθηκαν.  Τους  έκαναν  μεταγωγή  σήμερα  μέσα  στο  λιοπύρι  κι  αυτοί  οι  δύο  πέθαναν από ηλίαση.  —Δεν είναι δυνατόν! Πώς έγινε αυτό; Σήμερα; Πριν λίγο;  —Ναι, πριν λίγο. Είδα και τα πτώματά τους. 

Digitized by 10uk1s 

  —Μα, γιατί τους σκότωσαν; Ποιος τους σκότωσε; ρωτούσε διαρκώς η Ναταλία Ιβάνοβνα.  —Ποιος;  Μα,  αυτοί  που  τους  πήραν  με  τη  βία  για  τη  μεταγωγή,  αποκρίθηκε  οργισμένος  ο  Νεχλιούντοφ που ένιωθε πως η αδελφή του έβλεπε κι αυτή την ιστορία με τα μάτια του άνδρα της.  —Αχ, Θεούλη μου! είπε η Αγκραφένα Πετρόβνα και πλησίασε πιο πολύ προς το μέρος τους.  —Ναι, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τι τραβάνε αυτοί οι δύσμοιροι εκεί μέσα, κι όμως θα  'πρεπε να το γνωρίζουμε, πρόσθεσε ο Νεχλιούντοφ κοιτάζοντας τον γερο‐πρίγκιπα που καθόταν στο  τραπέζι  με  μια  πετσέτα  γύρω  στο  λαιμό  έχοντας  μπροστά  του  ένα  μπουκάλι  κρουσόν.  Την  ίδια  στιγμή σήκωσε κι εκείνος το κεφάλι κι οι ματιές τους διασταυρώθηκαν.  —Νεχλιούντοφ! του φώναξε. —Να σας προσφέρω κάτι να δροσιστείτε; Είναι ό,τι χρειάζεται για το  δρόμο!  Ο Νεχλιούντοφ αρνήθηκε το κέρασμα και του γύρισε την πλάτη.  —Και τι είσαι διατεθειμένος να κάνεις; συνέχισε την κουβέντα τους η Ναταλία Ιβάνοβνα.  —Θα κάνω ό,τι περνάει απ' το χέρι μου. Δεν ξέρω, έχω όμως την αίσθηση πως πρέπει κάτι να κάνω.  Κι αυτό που θα μπορέσω, θα το κάνω.  —Ναι, ναι σε καταλαβαίνω. Και μ' αυτούς εκεί... —ρώτησε χαμογελώντας κι έδειξε με το μάτι της  τους Κορτσάγκιν —μη μου πεις πως τέλειωσαν όλα;  —Τελεία και παύλα! Δεν πιστεύω άλλωστε πως αυτό στοίχισε ούτε σ' εμένα ούτε σ' αυτούς.  —Κρίμα!  Λυπάμαι  γι'  αυτό!  Εγώ  τ'  αγαπάω  το  κορίτσι.  Αλλά,  τέλος  πάντων,  ας  υποθέσουμε  πως  είναι  έτσι  τα  πράγματα.  Εσύ  όμως,  για  ποιο  λόγο  θέλεις  να  δεσμευτείς;  Γιατί  πας  εκεί  κάτω;  τον  ρώτησε δειλά.  —Πηγαίνω,  γιατί  έτσι  χρειάζεται  να  γίνει,  είπε  σοβαρά  και  ξερά  ο  Νεχλιούντοφ  δίνοντας  την  εντύπωση πως θα 'θελε να σταματήσει αυτή η συζήτηση.  Μα την ίδια κιόλας στιγμή μετάνιωσε για τον ψυχρό τρόπο που μίλησε στην αδελφή του. «Γιατί να  μην  της  πω  όλα  όσα  σκέφτομαι;  Ας  τ'  ακούσει  κι  η  Αγκραφένα  Πετρόβνα,  δεν  πειράζει»,  αναλογίστηκε  κοιτάζοντας  την  γρια‐υπηρέτρια,  που  η  παρουσία  της  εκεί  τον  έσπρωξε  ακόμα  πιο  θαρρετά να επαναλάβει την απόφαση που 'χε πάρει στην αδελφή του.  —Εννοείς  την  πρόθεσή  μου  να  παντρευτώ  την  Κατιούσα;  Εγώ,  βλέπεις,  αποφάσισα  να  το  κάνω,  εκείνη όμως σταθερά κι αμετάκλητα αρνιέται, είπε κι η φωνή του ράγισε, όπως γινόταν κάθε φορά  που μιλούσε γι' αυτό. — Δε τη θέλει τη θυσία μου. Η ίδια όμως κάνει θυσία πιο μεγάλη μ' αυτή της  την άρνηση και στην κατάσταση που βρίσκεται, κι εγώ δεν μπορώ να τη δεχτώ αυτή της τη θυσία  γιατί φοβάμαι πως είναι βιαστική η απόφασή της. Γι' αυτό και πηγαίνω τώρα μαζί της και θα 'μαι  εκεί που θα είναι κι εκείνη και όσο μπορώ θα την βοηθάω για να της ανακουφίζω τον πόνο της.  Η  Ναταλία  Ιβάνοβνα  δεν  είπε  κουβέντα.  Η  Αγκραφένια  Πετρόβνα  τον  κοίταξε  με  μάτια  γεμάτα  απορία  και  κούνησε  το  κεφάλι  της.  Τη  στιγμή  εκείνη  από  την  αίθουσα  αναμονής  των  γυναικών  φάνηκε  και  πάλι  η  πομπή:  ο  όμορφος  υπηρέτης,  ο  Φιλίπ,  και  ο  θυρωρός  κουβαλούσαν  στα  χέρια  την πριγκίπισσα. Εκείνη πρόσταξε τους βαστάζους να σταθούν, έκανε νόημα στον Νεχλιούντοφ να  την  πλησιάσει  και  κοιτάζοντάς  τον  με  ένα  ταλαίπωρο  ύφος  του  έδωσε  το  πνιγμένο  στα  διαμάντια  Digitized by 10uk1s 

  χέρι της με φόβο μήπως της το σφίξει δυνατά.  —Epouvantable!73 πρόφερε μιλώντας για τον καύσωνα. — Δεν μπορώ να την υποφέρω. Ce cllimat  me tue!74 Και αφού είπε ό,τι είχε να πει για το ανυπόφορο ρωσικό κλίμα και αφού προσκάλεσε τον  Νεχλιούντοφ  σπίτι  της,  έκανε  νόημα  στους  βαστάζους  να  ξεκινήσουν.  —Να  'ρθείτε  οπωσδήποτε,  φώναξε στον Νεχλιούντοφ γυρίζοντας το μακρύ της πρόσωπο προς το μέρος του.  Ο Νεχλιούντοφ βγήκε στην πλατφόρμα. Η πομπή με την πριγκίπισσα τράβηξε δεξιά, στα βαγόνια της  πρώτης θέσης. Κι ο Νεχλιούντοφ μ' έναν αχθοφόρο που κουβαλούσε τις αποσκευές του και ο Ταράς  που είχε φορτωθεί το μπόγο του τράβηξαν αριστερά.  —Να σας συστήσω! Από δω ο σύντροφός μου, είπε ο Νεχλιούντοφ στην αδελφή του και της έδειξε  τον Ταράς, την ιστορία του οποίου της είχε διηγηθεί νωρίτερα.  —Μα,  καλά,  θα  ταξιδέψεις  τρίτη  θέση;  Είναι  δυνατόν;  ρώτησε  η  Ναταλία  Ιβάνοβνα,  όταν  ο  Νεχλιούντοφ σταμάτησε μπροστά απ' το βαγόνι της τρίτης θέσης κι ο αχθοφόρος με τις αποσκευές  και τον Ταράς επιβιβάστηκαν.  —Ναι, με βολεύει καλύτερα, γιατί έτσι θα 'μαστε παρέα με τον Ταράς, της είπε. —Α και κάτι ακόμα.  Ξέρεις το κτήμα στο Κουζμίνσκογιε δεν το μοίρασα ακόμη στους μουζίκους, γι' αυτό αν πεθάνω, θα  το κληρονομήσουν τα παιδιά σου....  —Ντμίτρι, πάψε, του είπε η Ναταλία Ιβάνοβνα.  —Μα,  αν  πάλι  τους  το  μοιράσω,  τότε  το  μόνο  που  μπορώ  να  πω  είναι  πως  όλα  όσα  μου  έχουν  απομείνει  θ'  ανήκουν  στα  παιδιά  σου,  μια  κι  εγώ  αμφιβάλλω  αν  θα  κάνω  ποτέ  μου  γάμο,  κι  αν  κάνω, παιδιά δικά μου δεν θ' αποκτήσω... Γι' αυτό...  —Ντμίτρι, σε παρακαλώ, μη μιλάς έτσι! έλεγε η Ναταλία Ιβάνοβνα στον αδελφό της, ενώ την ίδια  στιγμή ο Νεχλιούντοφ διέκρινε πως εκείνη κατά βάθος χαιρόταν για όσα της έλεγε.  Στην  κεφαλή  του  τρένου,  μπροστά  στα  βαγόνια  της  πρώτης  θέσης  στέκονταν  ακόμα  κάμποσοι  περίεργοι και χάζευαν το κουπέ της πριγκίπισσας Κορτσάγκιν, που την είχαν κιόλας μεταφέρει. Όλοι  οι  άλλοι  ήταν  ήδη  στις  θέσεις  τους.  Οι  αργοπορημένοι  επιβάτες  έτρεχαν  βιαστικά  πάνω  στις  τραβέρσες της πλατφόρμας, οι συνοδοί του τρένου τράβηξαν κι έκλεισαν με πάταγο τις πόρτες και  κάλεσαν τους επιβάτες να καθίσουν στις θέσεις τους και τους επισκέπτες ν' αποχωρήσουν.  Ο Νεχλιούντοφ ανέβηκε στο πυρωμένο και βρόμικο βαγόνι του και αμέσως βγήκε στον εξώστη του  χειροκίνητου φρένου.  Η Ναταλία Ιβάνοβνα, με το μοντέρνο της καπέλο και την πελερίνα, στεκόταν απέναντι στο βαγόνι,  πλάι στην Αγκραφένα Πετρόβνα και, προφανώς, πάσχιζε να βρει κάτι να πουν, μα δεν έβρισκε. Δεν  μπορούσε ακόμα ούτε να του πει: «Ecrivez!»75 γιατί από παλιά με τον αδελφό της κορόιδευαν, όταν  άκουγαν αυτούς που αναχωρούσαν να το λένε τόσο συχνά.  Εκείνα  τα  λίγα  λόγια  που  αντάλλαξαν  για  τα  χρήματα  και  τα  κληρονομικά  είχαν  γκρεμίσει  τις  τρυφερές αδελφικές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσά τους. Νιώθανε τώρα αποξενωμένοι ο ένας απ'  τον  άλλον.  Γι'  αυτό,  η  Ναταλία  Ιβάνοβνα  ένιωσε  μέσα  της  ν'  ανακουφίζεται  σαν  είδε  το  τρένο  να  τραντάζεται  για  να  ξεκινήσει  και  το  μόνο  που  μπορούσε  να  κάνει  ήταν  κουνώντας  το  κεφάλι  μελαγχολικά  και  τρυφερά  να  του  πει:  «Αντίο,  αντίο  Ντμίτρι!»  Μα,  μόλις  το  τρένο  ξεμάκρυνε,  το  μόνο που σκέφτηκε ήταν το πώς θα μετέφερε την κουβέντα με τον αδελφό της στον άνδρα της και  Digitized by 10uk1s 

  το πρόσωπό της έγινε σοβαρό κι ανήσυχο.  Κι ο Νεχλιούντοφ, μολονότι δεν αισθανόταν τίποτ' άλλο για την αδελφή του εκτός από τα πιο αγνά  αισθήματα  και  ποτέ  δεν  της  έκρυψε  τίποτα,  ένιωθε  τώρα  την  ψυχή  του  βαριά,  αισθανόταν  ενοχλημένος απ' την παρουσία της κι ήθελε να φύγει από κοντά της το ταχύτερο. Έβλεπε πως τώρα  δεν  ήταν  πλέον  η  Νατάσσα  του,  που  κάποτε  ήταν  τόσο  δεμένη  μαζί  του,  παρά  μια  σκλάβα  υποταγμένη  στον  απαίσιο,  μελαψό  και  τριχωτό  άνδρα  της.  Το  είχε  δει  καθαρά  αυτό,  όταν  το  πρόσωπό της φωτίστηκε με μια πραγματικά έντονη λάμψη μονάχα τη στιγμή που της ανέφερε για  τις υποθέσεις που ενδιέφεραν τον άνδρα της, για το μοίρασμα της γης του στους χωρικούς και για  την κληρονομιά. Κι η ψυχή του μαύρισε από θλίψη. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XL  Η ΚΑΨΑ στο πυρωμένο όλη μέρα μεγάλο βαγόνι της τρίτης θέσης με τους στοιβαγμένους επιβάτες  ήταν τόσο αποπνιχτική που ο Νεχλιούντοφ δεν μπήκε μέσα, έμεινε στον εξώστη του φρένου. Όμως  κι εδώ πνιγόταν, γιατί είχε άπνοια και μόνο όταν το τρένο ξεμάκρυνε απ' την πόλη και δρόσισε λίγο  μπόρεσε  ν'  ανασάνει  βαθιά.  «Ναι,  τους  σκοτώσανε»,  μονολογούσε  βουβά,  επαναλαμβάνοντας  τα  λόγια  που  είχε  πει  στην  αδελφή  του.  Και  μέσα  στην  φαντασία  του  την  ταραγμένη  απ'  τις  έντονες  παραστάσεις της ημέρας ξεπρόβαλε με μιαν εκπληκτική διαύγεια η πανώρια μορφή του δεύτερου  νεκρού κατάδικου με τη χαμογελαστή έκφραση στο στόμα, τον αυστηρό τόνο του μετώπου και το  μικρό  και  γερό  του  αφτί  κάτω  απ'  το  μελανιασμένο  μισοξυρισμένο  του  κρανίο.  «Και  το  πιο  αποτρόπαιο είναι πως τον σκοτώσανε και κανένας δεν ξέρει ποιος τον σκότωσε. Απλώς σκοτώθηκε.  Τον  είχαν  πάρει  κι  αυτόν  για  μεταγωγή,  όπως  κι  όλους  τους  άλλους  κατάδικους,  με  διαταγή  του  Μάσλενικοφ.  Είχε  δώσει  προφανώς  τις  συνηθισμένες  εντολές,  είχε  υπογράψει  με  τον  ηλίθιο  γραφικό  του  χαρακτήρα  το  έγγραφο  της  διαταγής  με  τις  σφραγίδες  και  τους  θυρεούς  και  φυσικά  δεν θα θεωρήσει τον εαυτό του καθόλου υπεύθυνο για ό,τι έγινε. Ακόμη λιγότερο θα καταλογίσει  στον εαυτό του ευθύνες ο γιατρός της φυλακής που εξέτασε τους κατάδικους πριν από την πομπή.  Αυτός  είχε  εκτελέσει  το  ιατρικό  του  καθήκον  στο  ακέραιο  ξεχωρίζοντας  τους  αρρώστους  και  τους  ανήμπορους  και  δεν  μπορούσε  σε  καμία  περίπτωση  να  προβλέψει  ούτε  πως  θα  είχε  την  ημέρα  εκείνη  τέτοιο  λιοπύρι  ούτε  πως  θα  τους  πήγαιναν  καταμεσήμερο  και  σαν  να  'ταν  αγέλη.  Κι  ο  διευθυντής  της  φυλακής;...  Μα  αυτός  απλώς  εκτελούσε  εντολές  που  του  επέβαλαν  την  τάδε  ημερομηνία  να  στείλει  τόσους  βαρυποινίτες,  τόσους  εξόριστους,  τόσους  άνδρες,  τόσες  γυναίκες.  Αλλά κι o αξιωματικός συνοδείας δεν μπορούσε να ήταν ένοχος, γιατί το καθήκον τού επέβαλλε να  παραλαμβάνει  στο  τάδε  μέρος  τόσους  και  ακριβώς  άλλους  τόσους  να  παραδίνει  κάπου  αλλού.  Οδηγούσε τη φάλαγγα κανονικά όπως έκανε πάντοτε και δεν μπορούσε με τίποτα να προνοήσει ότι  τόσο γεροί και σκληραγωγημένοι άνθρωποι, όπως οι δυο μακαρίτες που είδε ο Νεχλιούντοφ, δεν θα  άντεχαν  στην  πορεία  και  θα  πέθαιναν.  Κανένας  λοιπόν  δεν  ήταν  ένοχος  κι  ωστόσο,  κάποιοι  σκοτώθηκαν και αυτοί που τους σκότωσαν δεν ήταν άλλοι απ' αυτούς τους ίδιους ανθρώπους, που  όμως, δεν ήταν ένοχοι για το χαμό τους...  «Αυτό έγινε, συλλογιζόταν ο Νεχλιούντοφ, γιατί όλοι αυτοί— κυβερνήτες, διευθυντές, επιθεωρητές  και αστυφύλακες — πιστεύουν πως υπάρχουν στη ζωή μερικές καταστάσεις όπου η σχέση ανάμεσα  σε  ανθρώπους  δεν  είναι  απαραίτητη.  Γιατί  αυτοί  όλοι  οι  άνθρωποι  —  και  ο  Μάσλενικοφ  και  ο  διευθυντής  της  φυλακής  κι  ο  επικεφαλής  συνοδείας  —  όλοι  τους,  ανεξαιρέτως,  αν  δεν  ήταν  κυβερνήτες,  διευθυντές,  αξιωματικοί,  θα  είχαν  την  προνοητικότητα  είκοσι  φορές  το  λιγότερο  να  αναρωτηθούν  αν  θα  έπρεπε  να  στείλουν  τους  κατάδικους  μέσα  στο  καμίνι  σαν  αγέλη  στους  δρόμους, είκοσι τουλάχιστον φορές θα έκαναν στάσεις καθ' oδόν, αν έβλεπαν ότι κάποιος σερνόταν  απ' αδυναμία, πνιγόταν απ' τον κουρνιαχτό, θα τον έβγαζαν απ' την γραμμή και θα τον μετέφεραν  στη  σκιά,  θα  του  'διναν  νερό  να  ξεδιψάσει,  θα  τον  άφηναν  ν'  αναλάβει,  ν'  ανασάνει  και  όταν  θα  συνέβαινε  το  κακό  θα  'δειχναν  τη  συμπάθειά  τους.  Αυτοί  όμως  τώρα  δεν  έκαναν  τίποτα  απ'  όλ'  αυτά,  αντίθετα  μάλιστα,  εμπόδισαν  κάποιους  άλλους  να  βοηθήσουν,  γιατί  απλούστατα  μπροστά  τους δεν έβλεπαν ότι είχαν να κάνουν με ανθρώπους και με το ανθρώπινο χρέος προς αυτούς, παρά  μονάχα με την υπηρεσία τους και τις επιταγές της που τις ιεραρχούσαν πάνω απ' τις αξιώσεις των  ανθρώπινων σχέσεων. Αυτό είναι το σημείο‐κλειδί», κατέληγε ο Νεχλιούντοφ στους συλλογισμούς  του.  «Αν  μπορέσουμε  να  δεχθούμε  πως  υπάρχει  έστω  και  για  μια  ώρα,  έστω  και  για  κάποια  εξαιρετική στιγμή κάτι πιο ακριβό από την αγάπη για τον συνάνθρωπο, τότε δεν υπάρχει έγκλημα  σε  βάρος  του  ανθρώπου  που  να  μην  μπορούμε  να  το  διαπράξουμε  και  να  μη  θεωρούμε  τους  εαυτούς μας ενόχους γι' αυτό».  Ο Νεχλιούντοφ είχε τόσο βαθιά βυθιστεί στις σκέψεις του που δεν παρατήρησε πως όσο πήγαινε το  τρένο ο καιρός άλλαζε: ο ήλιος χάθηκε πίσω από ένα κομματιασμένο χαμηλό σύννεφο, προάγγελο  καταιγίδας, κι απ' τα δυτικά γλιστρούσε ορμητικά μια πυκνή μάζα ανοιχτόγκριζων νεφών που πέρα  Digitized by 10uk1s 

  μακριά διαλυόταν κιόλας πάνω απ' τα λιβάδια και τους λόγγους σε μια ξαφνική ποτιστική βροχή. Το  σύννεφο πάνω απ' το τρένο είχε σκορπίσει στον αέρα μια διάχυτη μυρωδιά βροχής. Κάπου κάπου  ξαφνικές  αστραπές  αυλάκωναν  τον  ουρανό  και  οι  ομοβροντίες  των  κεραυνών  όλο  και  πιο  συχνά  ανακατώνονταν  με  τη  χλαπαταγή  των  βαγονιών.  Το  σύννεφο  ερχόταν  όλο  και  πιο  κοντά,  λοξές  σταλαγματιές βροχής κυνηγημένες απ' τον άνεμο, άρχισαν να πιτσιλάνε τον εξώστη του φρένου και  το παλτό του Νεχλιούντοφ. Χρειάστηκε να πάει στην άλλη άκρη και να σταθεί ρουφώντας βαθιά τη  δροσιά  του  αέρα,  τη  φρυγανισμένη  μυρωδιά  των  διψασμένων  χωραφιών.  Από  μπροστά  του  χάνονταν βιαστικά οι κήποι, τα δάση, τα κιτρινισμένα απ' την ώριμη σίκαλη χωράφια, οι πράσινες  ζώνες  με  βρώμη  και  οι  μαύρες  βραγιές  με  βαθυπράσινες  ανθισμένες  πατατιές.  Όλα  έμοιαζαν  να  λάμπουν σα να 'χαν περαστεί με ένα στρώμα λάκας: το πράσινο γινόταν πιο πράσινο, το κίτρινο πιο  κίτρινο και το μαύρο πιο μαύρο.  «Βρέξε  κι  άλλο,  κι  άλλο!»  μονολογούσε  ο  Νεχλιούντοφ,  χαρούμενος  βλέποντας  κάτω  από  την  ευεργετική βροχή να ξαναζωντανεύουν τα χωράφια, οι κήποι, οι οπωρώνες.  Η  νεροποντή  γρήγορα  κόπασε.  Το  σύννεφο  δεν  διαλύθηκε  τελείως  και  στο  υγρό  χώμα  έπεφταν  κιόλας  οι  τελευταίες,  αραιές,  κατακόρυφες  ψιλοσταγόνες.  Ο  ήλιος  φάνηκε  πάλι  στον  ουρανό,  λαμπυρίζοντας, το καθετί αστραφτοκόπησε πάνω στη γη και πέρα στην ανατολή, χαμηλά πάνω στο  ορίζοντα, ξεπρόβαλε η λυγερή μενεξεδιά καμπύλη του ουράνιου τόξου που στη μια του άκρη μόνο  ξεθώριαζε το βιολετί του χρώμα.  «Μα,  τι  σκεφτόμουν,  λοιπόν;  αναρωτήθηκε  ο  Νεχλιούντοφ,  όταν  το  τοπίο  άλλαξε  γρήγορα  και  το  τρένο όρμησε μέσα σε μια στενωπό με ψηλά αναχώματα. —Α, ναι, σκεφτόμουν πως όλοι αυτοί οι  άνθρωποι:  ο  διευθυντής  της  φυλακής,  οι  στρατιώτες  συνοδείας,  όλοι  αυτοί  οι  υπάλληλοι  στο  μεγαλύτερο  μέρος  τους  ήταν  αγαθοί  και  καλοσυνάτοι  κι  έγιναν  μοχθηροί,  επειδή  ακριβώς  υπηρετούν σε μια τέτοια υπηρεσία».  Θυμήθηκε  την  απάθεια  του  Μάσλενικοφ,  όταν  του  εξιστόρησε  τι  συνέβαινε  στις  φυλακές,  την  αυστηρότητα  του  διευθυντή  της  φυλακής,  την  σκληρότητα  του  επικεφαλής  συνοδείας,  όταν  απαγόρευε στους εξαντλημένους κατάδικους ν' ανεβούν στην άμαξα και όταν αδιαφορούσε για το  αν στο τρένο υπήρχε μια γυναίκα ετοιμόγεννη που υπόφερε. «Όλοι αυτοί ήταν τελείως αναίσθητοι  και ασυγκίνητοι ακόμη και για το πιο απλό ανθρώπινο συναίσθημα συμπόνιας, μόνο και μόνο γιατί  ήταν  υπάλληλοι.  Δεν  τους  άγγιζε  το  συναίσθημα  της  ανθρώπινης  αλληλεγγύης,  όπως  η  πέτρα  ξερνάει  το  νερό  της  βροχής  και  δεν  αφήνει  να  το  ρουφήξει  η  γη»,  συλλογίστηκε  ο  Νεχλιούντοφ  κοιτάζοντας  στην  πλαγιά  του  αναχώματος  μια  πολύχρωμη  λιθόστρωτη  φλέβα  που  σχημάτιζε  ορμητικούς χειμάρρους απ' το νερό της βροχής. «Μπορεί βέβαια και να χρειάζεται να στρώνουν με  πέτρες  τέτοιες  πλαγιές,  όμως  είναι  τόσο  θλιβερό  να  κοιτάζει  κανείς  τη  στείρα  αυτή  γη  στερημένη  από  κάθε  βλαστό,  ενώ  θα  μπορούσε  να  θρέψει  στάρι,  χλόη,  θάμνους,  δέντρα  όπως  αυτά  που  φυτρώνουν πάνω απ' το ανάχωμα εκεί που τελειώνει η λιθόστρωση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους  ανθρώπους:  ίσως  και  να  χρειάζονται  αυτοί  όλοι  οι  κυβερνήτες,  οι  διευθυντές  των  φυλακών,  οι  αστυφύλακες,  όμως  είναι  φριχτό  να  αντικρίζεις  ανθρώπους  στερημένους  απ'  την  πιο  χαρακτηριστική ουσία του ανθρώπου, την αγάπη και τον οίκτο για τον άλλον».  «Όλα  αυτά  γίνονται,  συλλογιζόταν  ο  Νεχλιούντοφ,  γιατί  οι  άνθρωποι  αυτοί  αναγνωρίζουν  σαν  νόμους  αυτούς  που  στην  πραγματικότητα  δεν  είναι  νόμοι,  ενώ  δεν  αναγνωρίζουν  τον  προαιώνιο,  αναλλοίωτο, αναφαίρετο νόμο, που ο ίδιος ο Θεός ενστάλαξε στις καρδιές των ανθρώπων. Γι' αυτό  και νιώθω τόσο στενάχωρα σαν βρίσκομαι ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα,  τους τρέμω. Και είναι οπωσδήποτε φοβεροί και τρομεροί, πιο φοβεροί κι απ' τους ληστές. Ο ληστής  μπορεί,  παρ'  όλ'  αυτά,  να  νιώσει  οίκτο,  τούτοι  δεν  μπορούν,  είναι  τόσο  καλά  θωρακισμένοι  απέναντι στον οίκτο, όπως είναι προφυλαγμένος ο βράχος απ' τη χλόη. Γι' αυτό ακριβώς εμπνέουν  δέος.  Λένε  πως  προκαλούν  φρίκη  όλοι  αυτοί  οι  επαναστάτες  σαν  τον  Πουγκατσόφ  και  τον  Ράζιν.  Digitized by 10uk1s 

  Μα, τούτοι εδώ είναι χίλιες φορές πιο φριχτοί κι απαίσιοι. Αν μας έδιναν το ψυχολογικό πρόβλημα:  πώς μπορεί οι άνθρωποι της εποχής μας, χριστιανοί, ανθρωπιστές, οι καλοί κυριολεκτικά άνθρωποι  να  κάνουν  τις  πιο  φρικαλέες  θηριωδίες  χωρίς  να  συναισθάνονται  την  ενοχή  τους,  η  απάντηση  θα  ήταν  μία  και  μοναδική:  θα  'πρεπε  να  συμβαίνει  αυτό  ακριβώς  που  γίνεται,  δηλαδή  οι  άνθρωποι  αυτοί  να  γίνουν  κυβερνήτες,  διευθυντές  φυλακών  αξιωματικοί,  αστυφύλακες,  δηλαδή  θα  'πρεπε  πρώτα  να  πιστέψουν  στη  μοναδικότητα  της  κρατικής  υπηρεσίας,  πως  είναι  ο  μόνος  θεσμός  που  μπορεί να μεταχειρίζεται τους ανθρώπους σαν πράγματα, χωρίς καμιά ανθρώπινη ‐ αδερφική σχέση  ανάμεσά  τους,  και,  δεύτερον,  οι  άνθρωποι  αυτής  της  υπηρεσίας  να  συνδέονται  μεταξύ  τους  με  τέτοιο  τρόπο  που  η  ευθύνη  για  τις  συνέπειες  των  πράξεών  τους  να  μην  επιμερίζεται  ποτέ  σε  κανέναν προσωπικά. Έξω απ' αυτές τις προϋποθέσεις, δεν μπορεί στην εποχή μας να γίνονται τέτοια  αποτρόπαια εγκλήματα σαν κι αυτά που αντίκρισα σήμερα. Η ρίζα του κακού βρίσκεται στο ότι οι  άνθρωποι  πιστεύουν  πως  υπάρχουν  περιστάσεις  που  επιτρέπεται  να  μεταχειρίζονται  τους  άλλους  χωρίς  αγάπη,  όμως  στην  πραγματικότητα,  δεν  υπάρχουν  τέτοιες  περιστάσεις.  Με  τ'  άψυχα  μπορούμε  να  φερθούμε  σκληρά  κι  ανελέητα:  μπορούμε  να  πελεκήσουμε  τα  δέντρα,  να  ψήσουμε  τούβλα, να σφυροκοπήσουμε αλύπητα το σίδερο στ' αμόνι. Όμως στους ανθρώπους δεν μπορούμε  να φερόμαστε άκαρδα, χωρίς αγάπη, όπως δεν μπορεί ν' αντιμετωπίσουμε το μελίσσι χωρίς μέτρα  προφύλαξης. Αυτή είναι η φύση της μέλισσας εξ ορισμού: αν της συμπεριφερθούμε χωρίς προσοχή  τότε και σ' αυτή θα κάνουμε κακό και τον εαυτό μας θα βλάψουμε. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και  με τους ανθρώπους. Κι αλλιώς δεν μπορεί να είναι, γιατί η αμοιβαία αγάπη των ανθρώπων είναι ο  βασικός  νόμος  της  ανθρώπινης  ζωής.  Είναι  αλήθεια  βέβαια  πως  ο  άνθρωπος  δεν  μπορεί  να  εξαναγκαστεί ν' αγαπήσει τον άλλον, όπως μπορεί να εξαναγκαστεί να εργαστεί, όμως απ' αυτό δεν  συνάγεται πως μπορεί να συμπεριφέρεται στους συνανθρώπους του χωρίς αγάπη, και μάλιστα όταν  τους ζητάει κάτι. Αν δεν είσαι ικανός να νιώσεις αγάπη για τους άλλους, τότε κάθησε στη γωνιά σου  ασχολήσου με τον εαυτό σου, με πράγματα που θέλεις εσύ ο ίδιος ή μ' ό,τι άλλο επιθυμείς, εκτός  απ'  τους  ανθρώπους.  Όπως  δεν  μπορείς  χωρίς  βλαβερές  επιπτώσεις  να  τρως  παρά  μόνο  όταν  νιώθεις  την  επιθυμία  να  φας,  έτσι  και  στους  ανθρώπους  μπορείς  να  φέρεσαι  χωρίς  δυσάρεστες  συνέπειες  μονάχα  όταν  τους  αγαπάς.  Αν  επιτρέψεις  στον  εαυτό  σου  να  συμπεριφέρεται  στους  ανθρώπους,  όπως  συμπεριφέρθηκες  εσύ  χθες  στο  γαμπρό  σου,  δεν  θα  υπάρχουν  σύνορα  σκληρότητας  και  κτηνωδίας  απέναντι  στους  άλλους,  όπως  είδα  με  τα  μάτια  μου  σήμερα,  δεν  θα  υπάρχουν σύνορα ούτε για τα δικά σου βάσανα, όπως με δίδαξε η ζωή μου όλη. Ναι, ναι έτσι είναι.  Έτσι είναι ωραία, θαυμάσια!», επαναλάμβανε μονολογώντας κι ένιωθε διπλή χαρά και αγαλλίαση,  γιατί  μετά  από  την  αποπνιχτική  και  βασανιστική  εκείνη  κάψα,  επιτέλους,  δρόσισε  και  γιατί  τώρα  είχε  αγγίξει  το  απόλυτο  σημείο  κατανόησης  ενός  προβλήματος  που  τον  ταλαιπωρούσε  από  πολύ  παλιά. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLI  ΤΟ  ΒΑΓΟΝΙ  ΠΟΥ  ταξίδευε  ο  Νεχλιούντοφ  δεν  ήταν  γεμάτο.  Ανάμεσα  στους  επιβάτες  του  ήταν  υπηρέτες, τεχνίτες, εργάτες φάμπρικας, χασάπηδες, Εβραίοι, παραγγελιοδόχοι, γυναίκες του λαού,  κυράδες μουζίκων, ένας στρατιώτης, δυο κυρίες —η μία νέα κι άλλη ηλικιωμένη με βραχιόλια στο  γυμνό της χέρι —και ένας κύριος με αυστηρό παρουσιαστικό και κονκάρδα στο μαύρο του κασκέτο.  Όλοι  τους  είχαν  κιόλας  τακτοποιηθεί  και  κάθονταν  αναπαυτικά  στις  θέσεις  τους,  άλλοι  τραγανίζοντας  ηλιόσπορους,  άλλοι  καπνίζοντας  παπιρόσι  κι  άλλοι  φλυαρώντας  ζωηρά  με  τους  διπλανούς.  Ο  Ταράς  μ'  ένα  ύφος  ευτυχισμένο,  καθόταν  δεξιά  του  διαδρόμου  και  κρατούσε  τη  θέση  του  Νεχλιούντοφ  κουβεντιάζοντας  ζωηρά  μ'  έναν  μυώδη,  γεροδεμένο  άνδρα  απέναντί  του,  με  ξεκούμπωτο  τσόχινο  χιτώνιο,  που  όπως  έμαθε  αργότερα  ο  Νεχλιούντοφ,  ήταν  κηπουρός  και  πήγαινε  στη  δουλειά  του.  Πριν  φθάσει  στον  Ταράς,  ο  Νεχλιούντοφ  κοντοστάθηκε  στο  διάδρομο  πλάι σ' έναν σεβάσμιο γέρο με λευκή γενειάδα και τσόχινο χιτώνιο που κουβέντιαζε με μια νεαρή  γυναίκα  ντυμένη  χωριάτικα.  Δίπλα  στη  γυναίκα  καθόταν  μια  μικρούλα  γύρω  στα  εφτά,  με  καινούργιο  φουστανάκι  και  ολόξανθες,  σχεδόν  λευκές  πλεξούδες∙  τα  ποδαράκια  της  δεν  ακουμπούσαν  στο  πάτωμα  και  όλη  την  ώρα  μασουλούσε  ασταμάτητα  ηλιόσπορους.  Γυρίζοντας  προς  τη  μεριά  του  Νεχλιούντοφ,  ο  γέρος  μάζεψε  πρόθυμα  την  άκρη  του  χιτωνίου  του  από  το  γυαλιστερό πάγκο όπου καθόταν μόνος του και του είπε ευγενικά:  —Παρακαλώ, καθίστε!  Ο Νεχλιούντοφ τον ευχαρίστησε και κάθισε πλάι του. Την ίδια στιγμή η γυναίκα που 'χε στο μεταξύ  διακόψει τη συζήτηση με τον γέρο, συνέχισε την αφήγησή της. Του έλεγε πώς πέρασε τώρα που είχε  πάει να δει τον άνδρα της στην πόλη και ότι τώρα επέστρεφε στο χωριό της.  —Είχα να τον δω απ' τη Σαρακοστή, μα εδέησε ο Θεός και τον είδα τώρα. Τώρα πρώτα ο Θεός, θα  τον ματαδώ τα Χριστούγεννα.  —Αυτό είναι καλό, είπε ο γέρος γυρίζοντας προς τον Νεχλιούντοφ  — κάπου κάπου πρέπει να τον  βλέπεις, γιατί ο άνθρωπος νέος είναι κι εύκολα ξεστρατίζει στην πόλη που 'χει τόσους πειρασμούς.  —Μπα,  παππού,  ο  δικός  μου  δεν  είναι  τέτοιος  άνθρωπος,  δεν  κάνει  τρέλες,  είναι  ήσυχος  σαν  κοριτσόπουλο. Όλες του τις οικονομίες, μέχρι και το παρατελευταίο καπίκι, τις στέλνει σπίτι του. Και  για το κοριτσάκι μας που το 'δε χάρηκε πολύ, μα τόσο πολύ που δεν μπορώ να στο περιγράψω, είπε  η γυναίκα γελώντας.  Η μικρούλα χωρίς να πάψει να φτύνει τα τσόφλια απ' τους ηλιόσπορους που τραγάνιζε και ν' ακούει  προσεχτικά  την  μάνα  της  όση  ώρα  μιλούσε,  γύρισε  και  κοίταξε  με  τα  ήρεμα  κι  έξυπνα  μάτια  της  καταπρόσωπο τον γέρο και τον Νεχλιούντοφ σαν να 'θελε να βεβαιώσει όσα είπε η μάνα της.  —Αν είναι το μυαλό του στη θέση του, τότε ακόμα καλύτερα, είπε ο γέρος. —Κι από τούτο δω δε  σκαμπάζει  ο  δικός  σου  άραγε;  ρώτησε  δείχνοντας  με  τα  μάτια  του  ένα  αντρόγυνο  το  δίχως  άλλο  εργάτες  φάμπρικας,  που  κάθονταν  στην  αντίπερα  πλευρά  του  διαδρόμου.  Ο  άνδρας  είχε  γείρει  πίσω το κεφάλι και ακουμπώντας τη  μπουκάλα με τη βότκα στα χείλη  ρουφούσε  συνέχεια, ενώ  η  γυναίκα  του  κρατώντας  στα  χέρια  ένα  σακουλάκι  από  όπου  είχε  βγάλει  το  μπουκάλι,  κοίταζε  επίμονα τον άνδρα της.  —Όχι  ο  δικός  μου  μήτε  πίνει  μήτε  καπνίζει,  είπε  η  συνεπιβάτισσα  του  γέρου  αρπάζοντας  την  ευκαιρία να παινέψει άλλη μια φορά τον άνδρα της. —Τέτοιους άντρες, παππού δεν γεννάει εύκολα  Digitized by 10uk1s 

  η γης. Τόσο σπουδαίος είναι αυτός..., είπε κοιτάζοντας και τον Νεχλιούντοφ.  —Τι  άλλο  θες  λοιπόν;  είπε  ο  γέρος  και  τα  μάτια  του  στυλώθηκαν  στον  εργάτη  που  κατέβαζε  τη  βότκα του.  Ο εργάτης της φάμπρικας αφού απόπιε, έδωσε τη μπουκάλα στη γυναίκα του. Εκείνη την πήρε απ'  τα χέρια του και κουνώντας χαμογελαστά το κεφάλι την ακούμπησε στο στόμα της. Παρατηρώντας  ότι ο Νεχλιούντοφ κι ο γέρος τους κοίταζαν επίμονα, ο εργάτης ζήτησε το λόγο.  —Τι είναι αφέντη; Κοιτάς που πίνουμε έτσι, ε; Το πώς δουλεύουμε κανένας δεν το βλέπει, αλλά το  πώς πίνουμε όλοι το χαζεύουνε. Δούλεψα, 'κονόμησα δυo δεκάρες, πίνω εγώ, κερνάω και τη κυρά  μου και δεν έχουμε κανέναν ανάγκη, εντάξει;  —Βέβαια, βέβαια, είπε ο Νεχλιούντοφ μη ξέροντας τι ν' απαντήσει.  —Έτσι δεν είναι αφέντη; Η κυρά μου είναι πιστή γυναίκα! Δεν έχω κανένα παράπονο από δαύτην,  γιατί με συμπονάει. Μιλάω σωστά Μάρβα;  —Έλα, πάρε. Δεν θέλω άλλο να πιω, του είπε εκείνη και του έδωσε την μπουκάλα. —Τι τσαμπούνας  πάλι; πρόσθεσε.  —Ορίστε, να τη, συνέχισε ο εργάτης της φάμπρικας. —Καλή, καλή, μα αν την πιάσει, στριγκλίζει σα  σκεβρωμένο κάρο. Ε, Μάρβα, δεν έχω δίκιο;  Η Μάρβα, που' χε έρθει κιόλας στο κέφι, γέλασε κι έκανε μια αόριστη χειρονομία στον αέρα.  —Άρχισες πάλι...  —Ναι, ναι, είναι καλή, μα σα την πιάσει... Σαν την τσιγκλήσεις ένας Θεός, ξέρει τι ' ναι ικανή να σου  κάνει... Αλήθεια λέω. Να με συγχωράτε αφέντη. Ήπια λιγάκι, τι να γίνει τώρα;... είπε ο εργάτης και  έγειρε επιτόπου να κοιμηθεί ακουμπώντας το κεφάλι του στα γόνατα της γυναίκας του που γελούσε  χωρίς σταματημό.  Ο  Νεχλιούντοφ  κάθισε  ακόμη  κάμποση  ώρα  πλάι  στο  γέρο,  που  του  μιλούσε  για  τον  εαυτό  του,  λέγοντας πως η δουλειά του ήταν να χτίζει σόμπες. Είχε δουλέψει πενήντα τρία χρόνια στη ζωή του  κι είχε χάσει πια το λογαριασμό για το πόσες έχτισε. Τώρα ετοιμαζόταν να ξεκουραστεί, μα δεν τα  κατάφερνε.  Γύριζε  απ'  την  πόλη  που  είχε  πάει  να  στρώσει  κάτι  μαθητευόμενους  στη  δουλειά  και  πήγαινε  στο  χωριό  να  δει  τους  δικούς  του.  Αφού  άκουσε  την  ιστορία  του  γέρου,  ο  Νεχλιούντοφ  σηκώθηκε και πήγε να καθίσει στη θέση που του 'χε κρατημένη ο Ταράς.  —Ελάτε, λοιπόν, αφέντη καθίστε. Θα βολέψουμε τον μπόγο κάπου εδώ, είπε ευγενικά κοιτάζοντάς  τον κατάματα ο κηπουρός που καθόταν απέναντι στον Ταράς.  —Είμαστε  στενάχωρα,  μα  δεν  πειράζει,  είπε  με  την  τραγουδιστή  φωνή  του  ο  γελαστός  Ταράς  και  σήκωσε με τα στιβαρά του χέρια σαν να 'ταν πούπουλο τον μπόγο του που θα ζύγιζε τουλάχιστον  τριάντα  κιλά  και  τον  παραμέρισε  κατά  το  παράθυρο.  —Χώρο  μπορούμε  να  βρούμε,  να!  Ακόμα  κι  όρθιοι μπορεί να σταθούμε ή να κάτσουμε και κάτω απ' το πάγκο. Γιατί να χαλάσουμε τις καρδιές  μας; έλεγε και το πρόσωπό του άστραφτε από καλοσύνη κι ευγένεια.  Ο  Ταράς  μιλούσε  για  τον  εαυτό  του,  έλεγε  πως  όταν  δεν  έπινε,  έχανε  τα  λόγια  του,  το  κρασί  τον  έκανε να βρίσκει όμορφα λόγια και να μπορεί να μιλάει για τα πάντα. Και πράγματι όσο δεν ήταν  Digitized by 10uk1s 

  πιωμένος ο Ταράς σιωπούσε, μόλις όμως κατέβαζε κανένα ποτηράκι, κάτι που συνέβαινε αραιά και  πού,  μονάχα  σ'  εξαιρετικές  περιπτώσεις,  του  λυνόταν  η  γλώσσα,  γινόταν  ιδιαίτερα  ομιλητικός  κι  ευχάριστος. Τότε μιλούσε και πολύ και όμορφα, με μεγάλη απλότητα, ειλικρίνεια και προπαντός με  τέτοια ευγένεια που ακτινοβολούσε απ' τα καλοσυνάτα γαλάζια μάτια του κι από εκείνο το φιλικό  πάντοτε χαμόγελο που 'ταν χαραγμένο συνέχεια στα χείλη του.  Σ'  αυτή  την  κατάσταση  ήταν  σήμερα.  Ο  ερχομός  του  Νεχλιούντοφ  του  έκοψε  για  λίγο  τη  φόρα.  Όμως σαν τακτοποίησε τον μπόγο του και ξανακάθισε όπως πριν, ακουμπώντας τα δυνατά εργατικά  χέρια του στα γόνατα, ατενίζοντας στα μάτια τον κηπουρό απέναντί του, συνέχισε την αφήγησή του.  Διηγιόταν στον καινούριο του γνώριμο με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία της γυναίκας του, γιατί την  εκτόπισαν στη Σιβηρία και για ποιο λόγο πήγαινε τώρα να την βρει.  Ο  Νεχλιούντοφ  ποτέ  του  δεν  είχε  ακούσει  με  τόσες  λεπτομέρειες  αυτή  την  ιστορία  και  γι'  αυτό  άκουγε μ' ενδιαφέρον. Ο Ταράς είχε μείνει στο σημείο που έλεγε πως η δηλητηρίαση είχε γίνει και  στην οικογένειά του μαθεύτηκε πως ένοχος ήταν η Φεντόσια του.  —Του  λέω  για  τα  βάσανά  μου,  είπε  ο  Ταράς  στον  Νεχλιούντοφ  με  μια  ξέχειλη  εγκαρδιότητα.  — Βρήκα έναν άνθρωπο πονετικό, πιάσαμε την κουβέντα κι άρχισα να του τα εξιστορώ.  —Ναι, ναι, έκανε ο Νεχλιούντοφ.  —Που  λες,  το  λοιπόν,  αδερφέ,  έτσι  μαθεύτηκε  η  υπόθεση  όλη.  Βουτάει  η  μάνα  μου  τις  πίτες  που  σου  'λεγα  και  λέει:  «Πάω  αμέσως  στον  αστυνόμο!»  Ο  πατέρας  μου,  δίκαιος  γέρος,  της  φωνάζει:  «Στάσου  γριά,  ας  περιμένουμε!  Η  νύφη  μας  παιδί  είν'  ακόμα,  δεν  ήξερε  τι  έκανε,  λυπήσου  την.  Μπορεί  και  να  το  μετάνιωσε».  Πού  ν'  ακούσει  όμως  εκείνη!  Θηρίο  ανήμερο  είχε  γίνει!  «Όσο  την  κρατάμε  εδώ,  θα  μας  ξεκάνει  σαν  κατσαρίδες,  όλους  μας!»  Και  πήγε  που  λες  αδερφέ  στον  αστυνόμο. Αυτός σαν σίφουνας έτρεξε στην αυλή μας, αρχίσανε οι ανακρίσεις....  —Κι εσύ τι έκανες τότε; ρώτησε ο κηπουρός.  —Εγώ,  αδερφέ  μου,  είχα  φαρμακωθεί,  μ'  έσφαζε  το  στομάχι  μου  απ'  τους  πόνους  και  ξερνούσα  συνέχεια,  ο κόσμος  στριφογύριζε  μπροστά  μου  και  δεν  μπορούσα  λέξη  να  βγάλω.  Έτσι  ο  πατέρας  μου  πήγε  κι  έζεψε  το  κάρο,  έβαλε  πάνω  τη  Φεντόσια  και  πήγανε  στο  τμήμα  κι  απ'  εκεί  στον  ανακριτή. Κι αυτή, αδερφέ μου, τα μολογάει όλα με το νι και με το σίγμα, όπως έκανε στην αρχή με  τον αστυνόμο: το πού βρήκε το ποντικοφάρμακο, πώς ζύμωσε τις πίτες. «Γιατί τα 'κανες όλ' αυτά; τη  ρώτησε. «Γιατί τον μισώ, τον σιχαίνομαι. Καλύτερα στη Σιβηρία να πάω παρά να ζήσω με δαύτονε»,  δηλαδή  με  μένανε,  εξήγησε  γελώντας  ο  Ταράς.  —Ομολόγησε,  λοιπόν,  την  ενοχή  της  και  βρέθηκε  αμέσως στη φυλακή. Ο πατέρας μου γύρισε μονάχος σπίτι. Πλησίαζε όμως ο καιρός του θερισμού  και γυναίκες δεν είχαμε στο σπίτι παρεκτός απ' τη γριά μου που ήταν κι άρρωστη. Σκεφτήκαμε τότες  να  την  βγάλουμε  έξω  με  εγγύηση.  Πήγε  ο  γέρος  μου  στον  έναν  διοικητή,  πήγε  στον  άλλον,  πέντε  διοικητάδες  γύρισε,  μα  τίποτα!  Την  ώρα  που  'ταν  έτοιμος  να  τα  βροντήξει  και  να  γυρίσει  σπίτι  βρίσκει  έναν  υπάλληλο,  έναν  απ'  αυτούς  τους  καπάτσους  που  σπάνια  συναντάς:  «Δώσε  μου,  του  λέει, πέντε ρούβλια και γω θα στην βγάλω». Τα βρήκανε τελικά με τρία. Τι να κάνω λοιπόν, αδερφέ  μου, πήγα κι έβαλα τα λινά μου ρούχα ενέχυρο και πήρα τα τρία ρούβλια. Και με τα λεφτά τούτα  κάναμε τη δουλειά μας, είπε ο Ταράς σα να μιλούσε για το απλούστατο πράγμα στον κόσμο. —Εγώ  εκείνο τον καιρό έγινα καλά, σηκώθηκα απ' το κρεβάτι και πήγα να την βρω στην πόλη. Φτάνω που  λες, αδερφέ, στην πόλη. Δένω τη φοράδα στο χάνι, παίρνω το χαρτί και κατευθείαν στη φυλακή. «Τι  θες εδώ;» με ρωτάνε. «Το και το, λέω εγώ, είναι η γυναίκα μου κλεισμένη εδώ». «Χαρτί έχεις;» με  ρωτάει. Του δίνω το χαρτί. Το κοιτάει. «Περίμενε δω» μου λέει. Έκατσα σ' ένα πάγκο. Ο ήλιος είχε  φτάσει  κιόλας  στα  μισά  του  δρόμου  του  στον  ουρανό.  Βγαίνει  ο  διευθυντής:  «Εσύ  είσαι  ο  Digitized by 10uk1s 

  Βαργκουσόφ;» ρωτάει. «Εγώ ο ίδιος». «Λοιπόν, πάρ' την και δίνε του». Μας ανοίγουν αμέσως την  πύλη  και  την  αφήνουν  να  φύγει  με  τα  ρούχα  της  κανονικά.  «Έλα  πάμε»  της  λέω.  «Και  τι,  με  τα  πόδια;» «Όχι, έχω φέρει τη φοράδα μαζί μου». Φτάνουμε στο χάνι, πληρώνω για τ' άλογο, του βάνω  το καπίστρι,  παίρνω και ό,τι σανό απόμεινε και φεύγουμε. Εκείνη δεν έλεγε κουβέντα, μα μήτε κι  εγώ μίλησα. Λίγο πριν φτάσουμε, ρώτησε: «Τι γίνεται η μάνα σου; Ζει ακόμα;»∙ «Zει», της λέω. «Κι ο  πατέρας  σου  ζει;»  «Ζει».  «Συγχώρα  με  Ταράς  για  τη  βλακεία  που  'κανα.  Ούτε  κι  ίδια  δεν  ήξερα  τι  έκανα». «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, εγώ σε συγχώρεσα κιόλας από καιρό». Άλλο τίποτα δεν της  είπα. Φτάσαμε σπίτι κι αμέσως πέφτει γονατιστή μπροστά στη μάνα μου. Η μάνα μου της λέει: «Ο  Θεός να σε συγχωρέσει». Ο γέρος μου την καλωσορίζει και της λέει: «Ας τα ξεχάσουμε τα παλιά. Να  ζήσεις όσο καλύτερα μπορείς εδώ μαζί μας. Τώρα δεν είναι καιρός για λόγια, πρέπει να μαζέψουμε  τη  σοδειά.  Εκεί  πίσω  στο  Σκορόντνογιε  που  'χει  χωράφια  γεμάτα  κοπριά  ο  καλός  Θεός  έδωσε  και  φύτρωσε μια τέτοια σίκαλη που το δικράνι δεν την πιάνει, έγινε όλη σαν κουβάρι και σωριάστηκε  καταγής. Πρέπει να τη θερίσουμε. Πηγαίντε αύριο μαζί με τον Ταράς να θερίσετε». Κι από τότε που  λες,  στρώθηκε  στη  δουλειά.  Και  δούλευε  έτσι  που  τρίβαμε  όλοι  τα  μάτια  μας.  Είχαμε  τότε  τρεις  ντεσιατίνες, παχτωμένες ήτανε, κι ο Θεός έδωσε κι η σίκαλη κι η βρώμη θεριέψανε. Εγώ έκοβα με  την  κόσα  κι  εκείνη  δεμάτιαζε  ή  θερίζαμε  κι  οι  δυο.  Εγώ  στη  δουλειά  είμαι  σβέλτος,  τα  χέρια  μου  βγάζουνε σπίθες κι εκείνη ακόμα πιο σβέλτα, μ' ό,τι κι αν καταπιαστεί τα καταφέρνει. Έχει μεγάλη  αντοχή η γυναίκα αυτή κι ήταν στον ανθό της νιότης της. Στη δουλειά, αδερφέ μου, είχε τόσο ζήλο  που  αναγκαζόμουνα  να  τη  συγκρατώ.  Σαν  γυρνούσαμε  σπίτι,  τα  δάχτυλά  μου  ήταν  πρησμένα,  τα  χέρια μου μουδιασμένα, έπρεπε να ξαπλώσω να ξεκουραστώ, ενώ κείνη έτρεχε να φτιάξει το φαΐ,  έτρεχε στον αχυρώνα να δέσει χορτόμπαλες για την άλλη μέρα. Είχε γίνει άλλη γυναίκα!  —Και με σένα τι έκανε, σου 'γινε πιο τρυφερή; ρώτησε ο κηπουρός.  —Μη το συζητάς! Δέθηκε τόσο πολύ πάνω μου που γίναμε μια ψυχή. Ό,τι κι αν σκεφτώ, αμέσως το  καταλαβαίνει. Ακόμα κι η γριά μου που είναι ζόρικη, μου 'λεγε: «Η Φεντόσια μας άλλαξε τελείως.  Αγνώριστη έγινε!» Πήγαμε μια μέρα να ξεχορταριάσουμε τα χωράφια, καθόμασταν μπροστά στην  καρότσα  και  της  λέω:  «Πώς  μπόρεσες  Φεντόσια,  και  σκαρφίστηκες  αυτό  που  έκανες;»  Και  μου  απαντάει: «Πώς μπόρεσα; Να, δεν ήθελα να ζήσω μαζί σου. Καλύτερα να πεθάνω, σκέφτηκα, παρά  να το κάνω». «Και σήμερα;» τη ρωτάω. «Σήμερα σ' έχω στην καρδιά μου». Ο Ταράς σταμάτησε την  εξιστόρησή  του  και  με  χαμόγελο  γεμάτο  χαρά  κι  απορία  μαζί  κούνησε  το  κεφάλι  του.  —  Μόλις  γυρίσαμε  απ'  τα  χωράφια,  πήγα  τα  καννάβια  να  μουλιάσουν  στο  ρέμα,  γύρισα  σπίτι,  συνέχισε  ύστερα από μια παύση — και τι να δω; Μια κλήση για δίκη. Είχαμε πέρα για πέρα ξεχάσει με ποια  κατηγορία τη δικάζανε.  —Δεν μπορεί παρά να 'τανε δουλειά του Σατανά αυτό που έγινε, είπε ο κηπουρός. —Αλλιώς δεν το  χωράει ο νους μου πώς μπορεί να θέλει ο ίδιος ο άνθρωπος να καταστρέψει μια ψυχή! Έτσι κι εκεί  στα  μέρη  μας  ένας  μια  φορά...  Κι  ο  κηπουρός  ετοιμάστηκε  να  διηγηθεί  μια  δική  του  ιστορία,  τη  στιγμή που το τρένο σταματούσε σιγά σιγά.  —Λες να 'χει σταθμό εδώ; είπε. —Αν είναι, δεν πάμε να πιούμε κάτι;  Η  συζήτηση  πήρε  τέλος  κι  ο  Νεχλιούντοφ,  ακολουθώντας  τον  κηπουρό,  βγήκε  απ'  το  βαγόνι  πατώντας τις υγρές τραβέρσες της πλατφόρμας. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XLII  Ο  ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ,  πριν  ακόμα  βγει  απ'  το  βαγόνι,  παρατήρησε  πως  στον  περίβολο  του  σταθμού  ήταν  σταματημένες  κάμποσες  πολυτελείς  άμαξες,  ζευμένες  με  τρία  και  με  τέσσερα  καθαρόαιμα  άλογα  που  ανυπόμονα  κουνώντας  το  κεφάλι  βροντούσαν  τα  κουδουνάκια  τους.  Την  ώρα  που  πάτησε  το  πόδι  του  στην  βρεγμένη  και  μαυρισμένη  απ'  τη  βροχή  πλατφόρμα  είδε  μπροστά  στα  βαγόνια  της  πρώτης  θέσης  μια  μεγάλη  παρέα  που  ανάμεσά  της  ξεχώριζε  μια  ψηλόκορμη  χοντρή  κυρία με αδιάβροχο παλτό και καπέλο στολισμένο με σπάνια  κι ακριβά φτερά. Πλάι της στεκόταν  ένας ψηλός νέος με λεπτά πόδια και φόρμα ποδηλατιστή που κρατούσε ένα πελώριο χορτασμένο  σκυλί  με  ακριβό  λαιμοδέτη.  Πίσω  τους  βρίσκονταν  οι  υπηρέτες  με  επενδύτες  κι  ομπρέλες  κι  ένας  αμαξάς  που  είχαν  έρθει  να  παραλάβουν  τους  ταξιδιώτες.  Όλοι  τους  στην  παρέα  αυτή,  από  την  χοντρή κυρία μέχρι τον αμαξά που κρατούσε με το χέρι του τους γιακάδες απ' το μακρύ καφτάνι της  στολής του, απόπνεαν μιαν έντονη αίσθηση ράθυμης σιγουριάς, χλιδής και χορτασίλας. Γύρω τους  άρχισαν να σχηματίζουν κύκλο διάφοροι περίεργοι και δουλοπρεπείς τύποι που χάζευαν τον πλούτο  της  παρέας:  ο  σταθμάρχης  με  το  κόκκινο  κασκέτο,  ο  αστυφύλακας,  μια  λιγνή  κοπέλα  με  ρωσική  χωριάτικη  φορεσιά  κι  ένα  κολιέ  με  γυάλινες  χάντρες  που  όμοιά  της  συναντάει  κανείς  στους  σταθμούς  κάθε  καλοκαίρι  όταν  φθάνουν  τα  τρένα,  ο  τηλεγραφητής  και  ταξιδιώτες,  άνδρες  και  γυναίκες.  Στο νέο με το σκύλο ο Νεχλιούντοφ αναγνώρισε το γυμνασιόπαιδο, τον Κορτσάγκιν τον νεώτερο. Η  χοντρή κυρία δεν ήταν άλλη απ' την αδερφή της πριγκίπισσας, στο κτήμα της οποίας μετακόμιζαν  τώρα  οι  Κορτσάγκιν.  Ο  ελεγκτής  του  τρένου  με  τ'  αστραφτερά  γαλόνια  του  και  τις  γυαλιστερές  μπότες  άνοιξε  την  πόρτα  του  βαγονιού  και  σ'  ένδειξη  σεβασμού  την  κράτησε  ανοιχτή  μέχρι  να  μπορέσει  ο  Φιλίπ  κι  ο  θυρωρός  με  την  άσπρη  ποδιά  να  κατεβάσουν  αργά  και  προσεκτικά  την  πριγκίπισσα  με  το  μακρύ  πρόσωπο  στην  πτυσσόμενη  πολυθρόνα  της.  Οι  αδελφές  φιλήθηκαν,  ακούστηκαν φράσεις στα Γαλλικά για το πού θα επιθυμούσε να ταξιδέψει η πριγκίπισσα στ' ανοιχτό  ή  στο  κλειστό  αμάξι  κι  η  πομπή  που  την  έκλεισε  η  καμαριέρα  με  τις  μπουκλίτσες,  κρατώντας  την  ομπρέλα και την θήκη, κίνησε για να βγει απ' το σταθμό.  Μη  επιθυμώντας  να  πέσει  πάνω  τους  και  για  ν'  αποφύγει  να  ξανασυναντηθεί  μαζί  τους,  ο  Νεχλιούντοφ σταμάτησε λίγο πριν την πόρτα της εξόδου και περίμενε να διαβεί ολόκληρη η παρέα.  Η  πριγκίπισσα  με  τον  γιο  της,  η  Μίσσυ,  ο  γιατρός  κι  η  καμαριέρα  προπορεύονταν,  ενώ  πιο  πίσω  ακολουθούσε  ο  γερο‐πρίγκιπας  με  την  κουνιάδα  του,  κι  ο  Νεχλιούντοφ  από  κει  που  βρισκόταν  μπορούσε  ν'  αρπάξει  μονάχα  λίγες  αποσπασματικές  φράσεις  στα  Γαλλικά  από  τη  συζήτησή  τους.  Μια απ' αυτές τις φράσεις τού πρίγκιπα εντυπώθηκε, όπως γίνεται συχνά, άγνωστο γιατί στη μνήμη  του Νεχλιούντοφ, μ' όλες τις αποχρώσεις και τους τόνους της φωνής του.  —Oh!  il  est  du  vrai  grand  monde,  du  vrai  grand  monde76,  έλεγε  ο  πρίγκιπας  με  τη  χαρακτηριστική  ηχηρή, γεμάτη αυτοπεποίθηση φωνή του, και μαζί με την κουνιάδα του, ενώ τους συνόδευαν όλο  σεβασμό ελεγκτές και αχθοφόροι, διάβηκαν την πύλη του σταθμού.  Την  ώρα  εκείνη  στη  γωνία  του  σταθμού  ξεπρόβαλε  άγνωστο  από  πού  μια  συντροφιά  εργατών  με  ξυλοσάνταλα  και  κοντογούνια  κουβαλώντας  στον  ώμο  τους  ντορβάδες  τους.  Οι  εργάτες  μ'  αποφασιστικό κι ήρεμο βήμα πλησίασαν το βαγόνι της πρώτης θέσης και προσπάθησαν ν' ανεβούν,  μα  την  ίδια  στιγμή  τους  έδιωξε  ένας  ελεγκτής.  Χωρίς  να  χασομερήσουν,  οι  εργάτες  προχώρησαν  γρήγορα πιο κάτω και ποδοπατώντας ο ένας τον άλλον βιάστηκαν να σκαρφαλώσουν στο διπλανό  βαγόνι  γατζώνοντας  όπως  όπως  τους  ντορβάδες  τους  στις  γωνίες  και  στην  πόρτα  του  βαγονιού,  ώσπου τελικά ανέβηκαν. Ένας άλλος όμως ελεγκτής, που τους είδε από την έξοδο του σταθμού και  κατάλαβε  τις  προθέσεις  τους,  τους  έβαλε  έξαλλος  τις  φωνές.  Οι  εργάτες,  αν  και  είχαν  μπει  στο  βαγόνι, την ίδια στιγμή υπάκουσαν και έσπευσαν να βγουν, και με τον ίδιο αποφασιστικό και ήρεμο  βήμα πλησίασαν το επόμενο βαγόνι στο οποίο ταξίδευε ο Νεχλιούντοφ. Ο ελεγκτής τους σταμάτησε  Digitized by 10uk1s 

  και πάλι. Κοντοστάθηκαν και ετοιμάστηκαν να κατεβούν και να συνεχίσουν στ' άλλα βαγόνια, μα ο  Νεχλιούντοφ  τους  είπε  πως  υπήρχαν  άδειες  θέσεις  στο  βαγόνι  και  πως  μπορούσαν  να  πάνε  να  καθίσουν.  Οι  εργάτες  υπάκουσαν  κι  ο  Νεχλιούντοφ  τους  ακολούθησε.  Ετοιμάζονταν  να  τακτοποιηθούν στις θέσεις τους, όταν ο κύριος με την κονκάρδα και οι δύο κυρίες που θεώρησαν  προσβολή για το πρόσωπό τους να συνταξιδέψουν με τους εργάτες στο ίδιο βαγόνι, αντιτάχτηκαν  πεισματικά  κι  άρχισαν  να  τους  διώχνουν.  Οι  εργάτες  —  γύρω  στους  είκοσι  νοματαίους,  ανάμεσά  τους  και  γέροι  και  αμούστακα  παλικάρια,  όλοι  τους  κακοπαθιασμένοι,  με  ηλιοκαμένα  ξερακιανά  πρόσωπα  —  χωρίς  να  φέρουν  την  παραμικρή  αντίσταση  βούτηξαν  τους  ντορβάδες  τους  σίγουροι  πως  είχαν  άδικο  και  σκουντουφλώντας  πάνω  στους  πάγκους,  στα  τοιχώματα  και  στις  πόρτες  τράβηξαν απ' το διάδρομο του βαγονιού για το επόμενο αποφασισμένοι να φθάσουν ως την άκρη  της γης, αν χρειαζόταν, και να καθίσουν οπουδήποτε ακόμη και σε καρφιά, αρκεί να ταξίδευαν.  —Για  πού  το  βάλατε  διάβολοι!  Βολευτείτε  εδώ  πέρα!  τους  φώναξε  ένας  άλλος  ελεγκτής  που  ερχόταν απ' την αντίθετη κατεύθυνση.  —Voilà  encore  des  nouvelles!77  μουρμούρισε  η  νεαρή  κυρία  που  με  τα  Γαλλικά  της  ήταν  τελείως  σίγουρη  πως  θα  έκανε  τον  Νεχλιούντοφ  να  την  προσέξει.  Η  άλλη,  με  τα  βραχιόλια,  μυρίζοντας  συνέχεια  με  μορφασμούς  τον  αέρα,  διαμαρτυρόταν  πως  ήταν  υποχρεωμένη  να  κάθεται  ανάμεσα  στους βρομομουζίκους.  Οι εργάτες με τη χαρά και την ανακούφιση ανθρώπων που γλίτωσαν μεγάλο κίνδυνο, σταμάτησαν  κι άρχισαν να τακτοποιούνται στις θέσεις τους αναποδογυρίζοντας με μια κίνηση της πλάτης τους  ντορβάδες τους και χώνοντάς τους κάτω απ' τους πάγκους.  Ο  κηπουρός,  που  κουβέντιαζε  με  τον  Ταράς,  δεν  καθόταν  στη  θέση  που  έπρεπε  και  σηκώθηκε  να  καθίσει στη σωστή, έτσι που τελικά κοντά και απέναντι στον Ταράς υπήρχαν τρεις ελεύθερες θέσεις.  Τρεις  εργάτες  ήρθαν  και  κάθισαν  σ'  αυτές,  όμως  σαν  είδαν  τον  Νεχλιούντοφ  να  πλησιάζει,  απ'  το  ύφος  και  το  αρχοντικό  του  ντύσιμο,  ένιωσαν  τόσο  αμήχανα  που  σηκώθηκαν  να  φύγουν,  μα  ο  Νεχλιούντοφ τους παρακάλεσε να μείνουν και ο ίδιος πήγε και κάθισε στο μπράτσο του πάγκου στο  διάδρομο.  Ο ένας απ' τους δυο εργάτες, ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, αντάλλαξε απορημένος και μάλιστα  τρομαγμένος  ματιές  με  τον  νεώτερο.  Αυτό  που  έκανε  ο  Νεχλιούντοφ—αντί,  όπως  όφειλε  σαν  αφέντης,  να  τους  βρίσει  και  να  τους  κυνηγήσει,  τους  έδωσε  τη  θέση  του  —  τους  είχε  προκαλέσει  βαθιά έκπληξη και τους έκανε να νιώθουν αλλόκοτα. Τους είχε  πιάσει μάλιστα και φόβος μην και  ξεσπάσει  καμιά  συμφορά  στα  κεφάλια  τους.  Διαπιστώνοντας  όμως  πως  ο  Νεχλιούντοφ  δεν  είχε  κανένα  δόλο  και  βλέποντάς  τον  πως  συνέχιζε  ήσυχα  να  συζητάει  με  τον  Ταράς,  συνήλθαν,  είπανε  στον  νεώτερο  να  καθίσει  πάνω  στο  ντορβά  και  επέμεναν  στον  Νεχλιούντοφ  να  γυρίσει  στη  θέση  του.  Αρχικά,  ο  πιο  ηλικιωμένος  εργάτης,  που  καθόταν  απέναντι  απ'  τον  Νεχλιούντοφ,  μαζευόταν  προσεκτικά, κουλούριαζε με κάθε προφύλαξη τα πόδια του με τα ξυλοσάνταλα για να μην κτυπήσει  κατά λάθος τον αφέντη, όμως, ύστερα από λίγο έπιασε τόσο θαρρετά κι εγκάρδια κουβέντα με τον  Νεχλιούντοφ  και  τον  Ταράς  που  έφθασε  κιόλας  να  σκουντάει  με  την  ανάστροφη  παλάμη  του  το  γόνατο του Νεχλιούντοφ, όταν ήθελε να τον κάνει να προσέξει πιο πολύ τα σημεία της κουβέντας  τους. Ο ηλικιωμένος εργάτης τους εξιστορούσε για τη ζωή και τη δουλειά τους στους βάλτους με την  τύρφη, απ' όπου γυρίζανε τώρα ύστερα από δυόμισι μήνες δουλειά με δέκα ρούβλια στις τσέπες ο  καθένας  τους,  όσα  τους  έδωσαν  μείον  την  προκαταβολή  που  είχαν  πάρει  στην  αρχή.  Δούλευαν  βουτηγμένοι  μέχρι  το  γόνατο  στους  βάλτους  από  το  πρωί  ως  το  βράδυ  με  δυο  ώρες  διακοπή  το  μεσημέρι για φαγητό.  —Όσοι  ήταν  βέβαια  αμάθητοι  δυσκολεύονταν,  έλεγε,  —  μα  σαν  του  πάρεις  τον  αέρα,  δεν  είναι  τίποτα.  Να  μας  δίνανε  και  κανονικό  φαΐ!  Στην  αρχή  ήταν  άσκημο.  Όμως  οι  εργάτες  Digitized by 10uk1s 

  διαμαρτυρήθηκαν και το καλυτέρεψαν κι η δουλειά έγινε πιο εύκολη.  Ύστερα  τους  εξιστόρησε  πως  είκοσι  οκτώ  ολόκληρα  χρόνια  δεν  είχε  αφήσει  στη  ζωή  του  μεροκάματο και πως όλα τα λεφτά του τα έδινε στο σπίτι του, αρχικά στον πατέρα του, ύστερα στο  μεγαλύτερο  αδελφό  του  και  τώρα  στον  ανιψιό  του  που  φρόντιζε  το  νοικοκυριό  του  κι  ο  ίδιος  κρατούσε,  από  τα  πενήντα  —  εξήντα  που  συγκέντρωνε  το  χρόνο,  δυο  τρία  ρούβλια  για  τις  μικροαπολαύσεις του, τον καπνό και τα σπίρτα.  —Έχω  όμως  και  ‘γω  τα  κουσούρια  μου  και  κατεβάζω  και  λίγη  βοτκίτσα  σαν  είμαι  πτώμα  στην  κούραση, πρόσθεσε μ' ένα ένοχο χαμόγελο.  Τους  διηγήθηκε  ακόμα  πώς  κουμαντάρουν  οι  γυναίκες  τους  το  σπίτι,  σαν  λείπουν  εκείνοι,  ότι  ο  επιστάτης τους είχε προσφέρει πριν φύγουν ένα γαλόνι βότκα, και ότι ένας απ' τη συντροφιά τους  πέθανε,  ενώ  έναν  άλλον  τον  γύριζαν  πίσω  άρρωστο.  Ο  άρρωστος  καθόταν  σε  μια  γωνιά  του  βαγονιού. Ήταν ένα μικρό αγόρι, με χλομό πρόσωπο και μελανιασμένα χείλη. Φαινόταν πως το είχε  λειώσει ο πυρετός κι ακόμα ψηνόταν. Ο Νεχλιούντοφ τον πλησίασε, όμως το αγόρι τον κοίταξε με  τόσο σκοτεινό και ταλαίπωρο βλέμμα που προτίμησε να μην το ενοχλήσει με τις ερωτήσεις του και  σύστησε  στον  πιο  ηλικιωμένο  ν'  αγοράσουν  κινίνο.  Του  έγραψε  σ'  ένα  χαρτί  την  ονομασία  του  φαρμάκου κι ετοιμάστηκε να βγάλει να του δώσει χρήματα, ο ηλικιωμένος όμως εργάτης αρνήθηκε  και είπε πως θα ξόδευε απ' τα δικά του.  —Τι  να  πω!...  Όπου  κι  αν  γύρισα,  τέτοιο  αφεντικό  ποτέ  μου  δεν  συνάντησα.  Όχι  μονάχα  δε  σου  κάθεται στο σβέρκο, αλλά σου δίνει και τη θέση του να κάτσεις ο ίδιος. Φαίνεται, υπάρχουν λογής  λογής αφεντικά....  «Πράγματι,  τελείως  πρωτόγνωρος,  άλλος  κόσμος,  ετούτος»,  συλλογιζόταν  ο  Νεχλιούντοφ,  κοιτάζοντας  αυτά  τα  ισχνά  μυώδη  χέρια,  τα  χοντροκομμένα  και  χειροποίητα  ρούχα  τους,  τα  ηλιοκαμένα,  ευγενικά  και  βασανισμένα  τους  πρόσωπα,  νιώθοντας  να  τον  περιστοιχίζουν  παντού  τριγύρω  τελείως  καινούριοι  άνθρωποι  με  σοβαρές  έγνοιες,  χαρές  και  βάσανα  μιας  ζωής  και  βιοπάλης που ήταν πραγματική κι ανθρώπινη.  «Να  τος,  λοιπόν,  le  vrai  grand  monde!  (o  αληθινός  μεγάλος  κόσμος),  σκέφτηκε  ο  Νεχλιούντοφ,  αναθυμούμενος τη φράση που είχε πει ο γερο‐πρίγκιπας Κορτσάγκιν και μαζί μ' αυτή όλον εκείνο  τον τρυφηλό και πολυτελή κόσμο των Κορτσάγκιν με τις ποταπές και θλιβερές του έγνοιες.  Κι  ένιωσε  να  τον  πλημμυρίζει  εκείνο  το  αίσθημα  χαράς  που  νιώθει  ο  ταξιδιώτης  σαν  ανακαλύψει  έναν καινούριο, άγνωστο κι εξαίσιο κόσμο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι  Η ΟΜΑΛΑ των ποινικών που μαζί τους ταξίδευε η Μάσλοβα κάλυψε μιαν απόσταση πέντε σχεδόν  χιλιάδες βέρστια. Μέχρι το Περμ η Μάσλοβα ταξίδεψε με τρένο και ποταμόπλοιο και μόνο σ' αυτή  την πόλη κατάφερε ο Νεχλιούντοφ να την μεταφέρουν στους πολιτικούς, ύστερα από συμβουλή της  Μπογκοντούχοφσκαγια που ταξίδευε κι εκείνη μαζί τους.  Η διαδρομή ως το Περμ είχε καταπονήσει την Μάσλοβα τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Σωματικά,  γιατί στο βαγόνι που επέβαινε ήταν πολύ στενάχωρα, βρόμικα, με διάφορα αηδιαστικά έντομα που  δεν  την  άφηναν  να  κλείσει  μάτι  και,  ψυχικά,  γιατί  όλοι  εκείνοι  οι  αηδιαστικοί  αρσενικοί,  το  ίδιο  ακριβώς όπως και τα έντομα — αν και επιβιβάζονταν διαρκώς νέοι σε κάθε σταθμό διανυκτέρευσης  καθ' οδόν — ήταν παντού το ίδιο ενοχλητικοί, κολλούσαν πάνω της σαν βδέλλες και δεν την άφηναν  στιγμή  να  ησυχάσει.  Είχε  γίνει  πλέον  καθεστώς  σ'  αυτές  τις  μεταγωγές  η  αχαλίνωτη,  κυνική  κραιπάλη ανάμεσα και στους κρατούμενους, τους δεσμοφύλακες και τους στρατιώτες συνοδείας, μ'  αποτέλεσμα κάθε γυναίκα, ιδιαίτερα αν ήταν νέα, και δεν ήθελε να εκμεταλλευτεί τη θέση της σαν  γυναίκα, να είναι υποχρεωμένη να βρίσκεται διαρκώς σε άμυνα. Κι αυτή η συνεχής ένταση, αυτός ο  φόβος  κι  η  αντίσταση  έκαναν  την  Μάσλοβα  σωστό  ράκος.  Επειδή  κιόλας  ήταν  ελκυστική  κι  όλοι  ξέρανε το παρελθόν της, είχε ν' αντιμετωπίσει συνεχόμενες προκλήσεις κι επιθέσεις. Αυτή όμως η  περήφανη  στάση  της  ν'  αποκρούει  κάθε  άνδρα  που  την  πολιορκούσε  ήταν  προσβλητική  για  τους  αρσενικούς σε σημείο μάλιστα που τους εξαγρίωνε και τους ερέθιζε. Το μόνο που την ανακούφιζε σ'  αυτό το εχθρικό περιβάλλον ήταν η φιλία της με την Φεντόσια και τον Ταράς που στο μεταξύ μόλις  έμαθε  γι'  αυτές  τις  επιθέσεις  στις  κρατούμενες  και  στη  γυναίκα  του,  ζήτησε  να  συλληφθεί  οικειοθελώς  για  να  μπορεί  να  την  προστατέψει  κι  έτσι  από  το  Νίζνι  ταξίδευε  κιόλας  σαν  κοινός  κατάδικος μαζί τους.  Η  κατάσταση  της  Μάσλοβα  βελτιώθηκε  από  κάθε  άποψη,  όταν  την  μετάφεραν  στους  πολιτικούς.  Γιατί  εκτός  από  το  ότι  οι  πολιτικοί  ήταν  καλύτερα  τακτοποιημένοι,  τρέφονταν  καλύτερα  και  δέχονταν  λιγότερους  εξευτελισμούς,  η  μεταφορά  της  εκεί  την  απάλλαξε  απ'  την  ασταμάτητη  πολιορκία των αρσενικών και μπορούσε πια να ζήσει χωρίς να 'ναι αναγκασμένη να θυμάται κάθε  λεπτό  το  παρελθόν  της  που  πάσχιζε  να  λησμονήσει.  Αλλά,  το  πιο  μεγάλο  όφελος  απ'  αυτή  τη  μεταφορά  της  ήταν  ότι  εκεί  μέσα  γνώρισε  κάποιους  ανθρώπους  που  την  σημάδεψαν  και  έπαιξαν  ευεργετικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή της.  Όταν  έφθαναν  σε  σταθμούς  διανυκτέρευσης,  η  Μάσλοβα  μπορούσε  να  μένει  με  τους  πολιτικούς,  αλλά  στην  πορεία,  επειδή,  ήταν  υγιής,  ήταν  υποχρεωμένη  να  βαδίζει  με  τους  ποινικούς.  Έτσι,  πορευόταν  χωρίς  καμιά  διακοπή  από  το  Τομσκ.  Μαζί  της  βάδιζαν  και  δυο  πολιτικοί:  η  Μάρια  Πάβλοβνα Σετίνινα, εκείνη η πεντάμορφη λυγερή κόρη με τ' αθώα κι άκακα προβατίσια μάτια, που  είχε  καταπλήξει  με  το  κάλλος  της  τον  Νεχλιούντοφ  στη  φυλακή  όταν  είχε  πάει  να  επισκεφτεί  την  Μπογκοντούχοφσκαγια,  και  κάποιος  εξόριστος  στην  εσχατιά  της  Γιακουτίας  ονόματι  Σίμονσον,  εκείνος ο πολύ μελαχρινός, αναμαλλιασμένος άνδρας με τα έντονα βαθουλωτά, χωμένα στις κόγχες  μάτια,  που  τον  είχε  προσέξει  ο  Νεχλιούντοφ  σ'  εκείνο  το  επισκεπτήριο.  Η  Μάρια  Πάβλοβνα  πορευόταν  πεζή,  γιατί  είχε  προσφέρει  τη  θέση  της  στο  κάρο  σε  μια  έγκυο,  κι  ο  Σίμονσον  λόγω  πεποιθήσεων  πορευόταν  κι  αυτός  πεζός,  επειδή  θεωρούσε  άδικο  να  κάνει  χρήση  ταξικών  προνομίων. Αυτοί οι τρεις, χωρισμένοι από τους άλλους πολιτικούς, που θα έφευγαν αργότερα με  τα κάρα, έπρεπε να ξεκινάνε το πρωί  με τους ποινικούς.  Έτσι γινόταν μέχρι  τον τελευταίο σταθμό  πριν φθάσουν στη μεγάλη πόλη, όπου αντικαταστάθηκε ο επικεφαλής της συνοδείας.  Ήταν  χαράματα,  ξημέρωνε  ένα  βροχερό  πρωινό.  Μια  χιόνιζε  και  μια  έβρεχε  κι  ένας  παγωμένος  αέρας  φυσούσε  λυσσασμένα  με  ριπές.  Όλοι  οι  ποινικοί  κατάδικοι  της  πομπής,  γύρω  στους  τετρακόσιους άνδρες και πενήντα περίπου γυναίκες ήταν κιόλας συγκεντρωμένοι στο προαύλιο του  σταθμού:  άλλοι  στριμώχνονταν  γύρω  απ'  τον  υπαξιωματικό  που  μοίραζε  στους  επικεφαλής  τους  Digitized by 10uk1s 

  χρήματα  για  τρόφιμα  δυο  ημερών,  άλλοι  ψώνιζαν  απ'  τις  πλανόδιες  πωλήτριες  που  είχαν  πάρει  άδεια να μπουν στο προαύλιο. Αντηχούσε η οχλοβοή των καταδίκων που μετρούσαν τα λεφτά τους,  που  αγόραζαν  προμήθειες,  κι  οι  τσιριχτές  φωνές  των  γυναικών  που  διαλαλούσαν  την  πραμάτεια  τους.  Η Κατιούσα μαζί με την Μάρια Πάβλοβνα, κι οι δυο με μπότες, κοντογούνια και σφιχτοδεμένες στο  κεφάλι μαντίλες, βγήκαν απ' το κτήριο του σταθμού στο προαύλιο και τράβηξαν προς τις πλανόδιες  πωλήτριες που καθισμένες η μια πίσω απ' την άλλη στα ριζά του τοίχου γι' απάνεμο πρόσφεραν τα  εμπορεύματά  τους:  φρεσκοψημένα  κουλουράκια,  γλυκά,  ψάρια,  λαζάνια,  πλιγούρι,  συκώτι,  μοσχαρίσιο κρέας, αβγά, γάλα. Μια μάλιστα γυναίκα πουλούσε κι ένα γουρουνόπουλο γάλακτος.  Ο Σίμονσον, με τον αδιάβροχο επενδύτη του και τις λαστιχένιες γαλότσες δεμένες με σπάγκο πάνω  απ' τις μάλλινες κάλτσες του (ήταν χορτοφάγος και δεν χρησιμοποιούσε ποτέ δέρματα σκοτωμένων  ζώων), περίμενε κι αυτός στο προαύλιο, ν' αναχωρήσει η φάλαγγα. Στεκόταν κοντά στο ξώστεγο και  κατέγραφε στο ημερολόγιο του μια σκέψη που εκείνη τη στιγμή του είχε κατεβεί στο μυαλό:  «Αν ένα μικρόβιο παρατηρούσε κι ερευνούσε ένα νύχι ανθρώπου, θα το καταχώριζε στον κόσμο των  ανόργανων όντων. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κι εμείς, παρατηρώντας το φλοιό της Υδρογείου, θα  τον θεωρούσαμε ανόργανο. Αυτό όμως είναι εσφαλμένο».  Αφού παζάρεψαν κι αγόρασαν μερικά αβγά, μια αρμαθιά κουλουράκια, ψάρια και φρέσκο σταρένιο  ψωμί, η Μάσλοβα έβαλε όλα τα ψώνια στο ντορβά κι η Μάρια Πάβλοβνα πλήρωσε τις πωλήτριες.  Τη στιγμή εκείνη παρατηρήθηκε κάποια αναταραχή ανάμεσα στους κατάδικους. Ξαφνικά απλώθηκε  σιωπή  κι  όλοι  έτρεξαν  να  κάνουν  γραμμές.  Στο  προαύλιο  είχε  βγει  ο  αξιωματικός  κι  έδινε  τις  τελευταίες διαταγές πριν την αναχώρηση.  Όλα έγιναν όπως πάντα: έκαναν προσκλητήριο, επιθεώρησαν τις αλυσίδες κι έδεσαν δυο δυο με τις  χειροπέδες  τους  κατάδικους.  Άξαφνα  ακούστηκε  η  οργισμένη  φωνή  του  αξιωματικού,  αντήχησαν  χτυπήματα σ' ανθρώπινο σώμα κι έφθασε ως τα αφτιά τους το κλάμα ενός παιδιού. Νεκρική σιγή  έγινε μεμιάς σ' όλη την πτέρυγα κι ύστερα αντήχησε μια υπόκωφη οχλοβοή. Η Μάσλοβα κι η Μάρια  Πάβλοβνα κίνησαν αμέσως προς το μέρος απ' όπου ερχόταν το βουητό. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II  ΜΟΛΙΣ  ΕΦΘΑΣΑΝ  εκεί,  η  Μάρια  Πάβλοβνα  κι  η  Κατιούσα  αντίκρισαν  τούτο  το  θέαμα:  ο  αξιωματικός,  ένας  γεροδεμένος  άνδρας  με  μεγάλα  ξανθά  μουστάκια,  συνοφρυωμένος  και  ξαναμμένος,  έτριβε  με  την  αριστερή  του  παλάμη  τη  δεξιά  που  μ'  αυτήν  είχε  κοπανίσει  άγρια  το  πρόσωπο ενός κατάδικου, και ξεστόμιζε ασυγκράτητα χυδαίες βρισιές. Μπροστά του, σκουπίζοντας  τα  αίματα  απ'  το  χτυπημένο  του  πρόσωπο  με  το  ένα  χέρι  και  κρατώντας  με  τ'  άλλο  ένα  μικρό  κοριτσάκι  τυλιγμένο  σ'  ένα  σάλι  που  απ'  την  τρομάρα  του  στρίγκλιζε  υστερικά,  στεκόταν  ένας  σκελετωμένος  άνδρας  με  μισοξυρισμένο  κεφάλι  που  φορούσε  κοντό  μανδύα  κι  ακόμη  πιο  κοντά  πανταλόνια.  —Θα  σε  μάθω  εγώ  ρε...  (χυδαία  βρισιά)  να  σκέφτεσαι  ρε...  (άλλη  χυδαία  βρισιά),  ούρλιαζε  ο  αξιωματικός. —Να το δώσεις στις γυναίκες. Φόρεσέ τες!  Ο  αξιωματικός  απαιτούσε  να  περάσουν  σ'  αυτόν  τον  εξόριστο  απ'  τις  αγροτικές  κοινότητες  χειροπέδες,  ενώ  σ'  όλη  τη  διαδρομή  μέχρι  τώρα  κουβαλούσε  στα  χέρια  το  κοριτσάκι  του  που  τ'  άφησε  ορφανό  πεθαίνοντας  από  τύφο  η  γυναίκα  του  στο  Τομσκ.  Ο  κατάδικος  ικέτευε  τον  αξιωματικό  να  μην  τις  φορέσει,  γιατί  δεν  θα  μπορούσε  να  κουβαλάει  το  παιδί  στα  χέρια  κι  αυτό  ερέθιζε ακόμα περισσότερο τον αξιωματικό που δεν φαινόταν στις καλές του και τον έδερνε, επειδή  δεν υπάκουσε αμέσως στις διαταγές του.78  Απέναντι απ' τον δαρμένο στεκόταν ένας στρατιώτης συνοδείας κι ένας μαυρογένης κατάδικος που  με τη χειροπέδη περασμένη στο ένα του χέρι μια κρυφοκοιτούσε μελαγχολικά τον αξιωματικό και  μια τον ξυλοφορτωμένο σύντροφό του με το κοριτσάκι στα χέρια. Ο αξιωματικός διέταξε και πάλι  τον  στρατιώτη  να  του  πάρει  απ'  την  αγκαλιά  το  κοριτσάκι.  Στις  γραμμές  των  κρατουμένων  το  μουρμουρητό ολοένα και μεγάλωνε και γινόταν πλέον βουητό.  —Απ'  το  Τομσκ  ερχόμαστε  και  χειροπέδες  δεν  του  βάλαμε,  ακούστηκε  μια  βραχνή  φωνή  απ'  τις  πίσω σειρές.  —Δεν είναι κουτάβι, παιδί είναι!  —Που να το βολέψει το κοριτσάκι;  —Δεν το λέει αυτό ο κανονισμός, είπε ακόμη κάποιος.  —Ποιος  το  'πε  αυτό;  ούρλιαξε  ο  αξιωματικός  σαν  να  τον  δάγκωσε  φίδι  και  όρμησε  πάνω  στο  πλήθος. —Θα σας μάθω εγώ τους κανονισμούς! Ποιος το 'πε; Εσύ; Εσύ;  —Όλοι  το  λένε,  γιατί...  πήγε  να  πει  ένας  κοντόχοντρος  πλατυπρόσωπος  κατάδικος.  Μα,  δεν  απόσωσε τη φράση του, γιατί ο αξιωματικός ρίχτηκε πάνω του σφυροκοπώντας τον κατάμουτρα και  με τα δυο του χέρια.  —Τι;  Στασιάζετε;  Θα  σας  δείξω  εγώ  πώς  στασιάζουν.  Θα  σας  ντουφεκίσω  όλους  σα  σκυλιά!  Η  κυβέρνηση μονάχα ευχαριστώ θα μου πει. Πάρτε τη μικρή αμέσως!!  Η  πτέρυγα  βουβάθηκε.  Ένας  στρατιώτης  βούτηξε  τη  μικρούλα  που  κτυπιόταν  κι  έκλαιγε  απελπισμένα  απ'  την  αγκαλιά  του  πατέρα  της  κι  ένας  άλλος  πέρασε  τη  χειροπέδη  στον  κατάδικο  πατέρα που τέντωσε υπάκουα το χέρι του.  —Πήγαινέ την στις γυναίκες! πρόσταξε ο αξιωματικός τον στρατιώτη διορθώνοντας το ζωστήρα της  Digitized by 10uk1s 

  σπάθας του.  Το κοριτσάκι, πασχίζοντας να λευτερώσει τα χεράκια του απ' το σάλι και με ματωμένο το πρόσωπό  του ούρλιαζε ασταμάτητα. Απ' το πλήθος ξεπρόβαλε ξαφνικά η Μάρια Πάβλοβνα και πλησίασε τον  στρατιώτη.  —Κύριε αξιωματικέ, επιτρέψτε μου να κουβαλήσω εγώ το κοριτσάκι.  Ο στρατιώτης με την μικρή στα χέρια κοντοστάθηκε.  —Εσύ ποια είσαι; ρώτησε ο αξιωματικός.  —Είμαι πολιτική.  Το  ωραίο  πρόσωπο  της  Μάρια  Πάβλοβνα  με  τα  υπέροχα  πεταχτά  της  μάτια  (την  είχε  κιόλας  προσέξει,  όταν  παρέλαβε  την  φάλαγγα  απ'  τον  προκάτοχό  του)  είχαν  προφανώς  άμεση  επίδραση  στον αξιωματικό. Την κοίταξε σιωπηλός σαν να υπολόγιζε με το νου του σε κάτι.  — Το ίδιο μου κάνει, κουβαλήστε τη, άμα θέλετε. Είν' εύκολο να τους υποστηρίζετε, μα, αν κάποιος  το σκάσει ποιος θα 'χει την ευθύνη;  —Μα και πώς θα μπορούσε να το σκάσει μ' ένα κοριτσάκι στα χέρια; ρώτησε η Μάρια Πάβλοβνα.  —Δεν αδειάζω ν' ανοίξω κουβέντα μαζί σας. Πάρτε τη, άμα το θέλετε.  —Με τις διαταγές σας, να την δώσω; ρώτησε ο στρατιώτης.  —Δώσ' την!  —Έλα σε μένα, είπε η Μάρια Πάβλοβνα στο κοριτσάκι προσπαθώντας να το καλοπιάσει.  Όμως γλιστρώντας απ' τα χέρια του στρατιώτη, το κοριτσάκι όρμησε στον πατέρα του συνεχίζοντας  να ουρλιάζει, μη θέλοντας να πάει στη Μάρια Πάβλοβνα.  —Σταθείτε  Μάρια  Πάβλοβνα,  θα  'ρθει  σε  μένα  το  παιδί,  φώναξε  η  Μάσλοβα  βγάζοντας  απ'  τον  ντορβά ένα κουλουράκι.  Το  κοριτσάκι  γνώριζε  την  Μάσλοβα  και  κοιτάζοντας  μια  εκείνη  και  μια  το  κουλουράκι,  αφέθηκε  στην αγκαλιά της.  Έγινε σιωπή. Οι πύλες άνοιξαν, η συνοδεία με τους κατάδικους πέρασε έξω απ' το προαύλιο όπου  ξανασυντάχθηκαν  οι  στρατιώτες  τους  ξαναμέτρησαν,  οι  ντορβάδες  και  οι  μπόγοι  κλείστηκαν  και  φορτώθηκαν  στα  κάρα  μαζί  με  τους  αρρώστους.  Η  Μάσλοβα  με  το  κοριτσάκι  στην  αγκαλιά  πήγε  κοντά στην Φεντόσια. Ο Σίμονσον που δεν είχε χάσει απ' τα μάτια του ούτε ένα στιγμιότυπο απ' όσα  είχαν  διαδραματιστεί,  πλησίασε  με  μεγάλες  κι  αποφασιστικές  δρασκελιές  τον  αξιωματικό  που  'χε  δώσει τις τελευταίες διαταγές και καθόταν κιόλας στην άμαξά του.  —Φερθήκατε άσχημα, κύριε αξιωματικέ, του είπε.  —Ξεκουμπιστείτε  από  μπροστά  μου!  Γρήγορα  στη  θέση  σας.  Μην  ανακατευόσαστε  σε  ξένες  δουλειές!  Digitized by 10uk1s 

  —Η δουλειά μου είναι να σας πω αυτό που σας είπα, ότι φερθήκατε άσχημα, συνέχισε απτόητος ο  Σίμονσον κοιτάζοντας επίμονα στο πρόσωπο τον αξιωματικό κάτω απ' τα πυκνά του φρύδια.  —Έτοιμοι!  Φάλαγγα,  εμπρός  μαρς!  φώναξε  ο  αξιωματικός  χωρίς  να  δίνει  σημασία  στα  λόγια  του  Σίμονσον κι, ακουμπώντας στον ώμο του αμαξά ανέβηκε και στρογγυλοκάθισε στη θέση του.  Η πομπή σείστηκε, ευθυγραμμίστηκε και βγήκε στη λασπωμένη δημοσιά που την πλαισίωναν δεξιά  κι αριστερά χαντάκια και χανόταν μέσα σε πυκνό δάσος. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III  ΥΣΤΕΡΑ από τα έξι τελευταία χρόνια της έκλυτης ζωής της μέσα στα λούσα και στη χλιδή στην πόλη  και  τους  δύο  μήνες  στη  φυλακή  με  τους  ποινικούς,  η  ζωή  της  Μάσλοβα  σήμερα  ανάμεσα  στους  πολιτικούς,  παρά  τις  φριχτές  συνθήκες  διαβίωσης,  της  φαινόταν  πολύ  ευχάριστη.  Η  καθημερινή  πεζοπορία  είκοσι  τριάντα  βέρστια  με  ολοήμερη  ανάπαυλα  ύστερα  από  δυο  ημέρες  συνεχούς  πορείας  και  με  καλή  τροφή  την  είχαν  δυναμώσει  σωματικά,  ενώ  η  επικοινωνία  της  με  τους  καινούριους  συντρόφους  την  μύησε  σ'  έναν  κόσμο  με  τέτοια  ενδιαφέροντα  που  ποτέ  της  δεν  μπορούσε να φανταστεί. Τέτοιοι εκπληκτικούς ανθρώπους —όπως η ίδια έλεγε— σαν κι αυτούς που  πορεύονταν  μαζί  της  τώρα  όχι  μονάχα  δεν  γνώριζε,  αλλά  ούτε  που  μπορούσε  ποτέ  της  να  υποψιαστεί πως υπάρχουν.  «Και  να  σκεφτεί  κανείς  πως  έκλαιγα,  γιατί  με  καταδικάσανε,  έλεγε.—  Θα  'πρεπε  να  τους  χρωστώ  αιώνια  ευγνωμοσύνη.  Αυτό  που  γνώρισα  εδώ,  σ'  ολόκληρη  τη  ζωή  μου  δεν  θα  μπορούσα  να  τ'  ανακαλύψω!».  Πολύ εύκολα και χωρίς να πιέσει τον εαυτό της κατάλαβε τα βαθύτερα κίνητρα που καθοδηγούσαν  αυτούς τους ανθρώπους και, σαν γυναίκα του λαού που ήταν κι αυτή, ένιωσε απέραντη συμπάθεια  για  τον  αγώνα  τους.  Κατάλαβε  ότι  αγωνίζονταν  μαζί  με  το  λαό  ενάντια  στους  αφέντες  και  καθώς,  μάλιστα,  οι  άνθρωποι  αυτοί  ήταν  οι  ίδιοι  αφέντες  και  θυσίαζαν  τα  προνόμιά  τους,  την  ελευθερία  και τη ζωή τους την ίδια για το λαό, την έκανε να τους εκτιμά ιδιαίτερα και να τους θαυμάζει.  Θαύμαζε όλους τους καινούριους της συντρόφους, μα πιότερο θαύμαζε την Μάρια Πάβλοβνα. Δεν  τη  θαύμαζε  απλά,  την  αγαπούσε  με  μια  αγάπη  ιδιαίτερη,  γεμάτη  σεβασμό  και  έκσταση.  Την  είχε  μαγέψει αυτή η όμορφη κόρη του πλούσιου στρατηγού, που μιλούσε τρεις γλώσσες και φερόταν σα  να 'ταν η παρατελευταία εργάτισσα, μοιράζοντας καθετί που της έστελνε ο πλούσιος αδερφός της  και  φορώντας  τόσο  απλά  και  φτωχικά  ρούχα  και  παπούτσια,  χωρίς  να  νοιάζεται  καθόλου  για  την  εξωτερική της εμφάνιση. Τούτο το χαρακτηριστικό της —η πλήρης απουσία φιλαρέσκειας— την είχε  αφήσει  εμβρόντητη  και  καταγοητευμένη.  Παρατηρούσε  πως  η  Μάρια  Πάβλοβνα,  ενώ  ήξερε  κι  ακόμη αισθανόταν μέσα της ικανοποίηση που ήταν όμορφη, αντί να χαριεντίζεται με την εντύπωση  που  προκαλούσε  στους  άνδρες  η  εξωτερική  της  εμφάνιση,  ένιωθε  ανασφάλεια  και  φόβο,  πραγματική  απέχθεια  και  πανικό  για  τον  έρωτα.  Οι  σύντροφοί  της,  οι  άνδρες  της  παρέας  της,  το  γνώριζαν  αυτό  και,  μολονότι  ένιωθαν  να  τους  αρέσει,  ποτέ  τους  δεν  άφησαν  να  εκδηλωθούν  τα  συναισθήματά τους και της συμπεριφέρονταν, όπως θα συμπεριφέρονταν σ' έναν άνδρα φίλο τους.  Οι άγνωστοι, όμως, συχνά γίνονταν ενοχλητικοί, δεν την άφηναν σε χλωρό κλαρί και, όπως  η ίδια  διηγιόταν,  γλίτωνε  πάντα  χάρη  στη  φυσική  της  ρώμη,  για  την  οποία  παινευόταν  όσο  για  τίποτα  άλλο. «Μια φορά — ιστορούσε, γελώντας, όπως πάντοτε — μου κόλλησε στο δρόμο ένας κύριος και  δεν ήθελε με τίποτα να μ' αφήσει ήσυχη κι έτσι αναγκάστηκα να τον πιάσω απ' το γιακά και να τον  ταρακουνήσω τόσο δυνατά που τρομοκρατήθηκε και το 'βαλε στα πόδια».  Είχε  γίνει  επαναστάτρια,  όπως  έλεγε,  γιατί  από  μικρή  σιχαινόταν  τη  ζωή  των  αφεντάδων  κι  αγαπούσε τη ζωή των απλών ανθρώπων του μόχθου. Οι δικοί της πάντοτε την μάλωναν, γιατί αντί  να  κάθεται  στο  σαλόνι  εκείνη  πήγαινε  συνέχεια  στο  δωμάτιο  των  υπηρετών,  στην  κουζίνα,  στο  στάβλο.  —Μου  'κανε  χαρά  όμως  που  ήμουνα  μαζί  με  τις  μαγείρισσες,  με  τους  αμαξάδες,  ενώ  μ'  αυτούς  όλους  τους  κυρίους  και  τις  κυρίες  ένιωθα  τέτοια  πλήξη,  έλεγε.  —Αργότερα,  όταν  άρχισα  να  καταλαβαίνω τον κόσμο, είδα πως η ζωή μας ήταν πέρα για πέρα φαύλη. Μητέρα δεν είχα και τον  πατέρα μου δεν τον αγαπούσα. Έτσι στα δεκαεννιά μου έφυγα απ' το σπίτι μαζί με μια φίλη μου κι  έπιασα δουλειά σε φάμπρικα. 

Digitized by 10uk1s 

  Μετά την φάμπρικα, πήγε να ζήσει στο χωριό, αργότερα ξαναγύρισε στην πόλη κι εγκαταστάθηκε σ'  ένα διαμέρισμα που το 'χαν κάνει γιάφκα. Εκεί την συνέλαβαν και στη συνέχεια την καταδίκασαν σε  κάτεργα. Η Μάρια Πάβλοβνα ποτέ και σε κανέναν δεν διηγήθηκε η ίδια αυτό το περιστατικό, όμως  η  Κατιούσα  το  'ξερε  απ'  τους  άλλους,  ότι  δηλαδή  καταδικάστηκε  γιατί  είχε  πάρει  μόνη  της  την  ευθύνη για έναν πυροβολισμό που έριξε στο σκοτάδι την ώρα της έρευνας απ' την αστυνομία στη  γιάφκα ένας απ' τους επαναστάτες.  Από  τότε  που  την  γνώρισε  η  Κατιούσα,  έβλεπε  με  τα  ίδια  της  τα  μάτια  πως  σ'  οποιαδήποτε  κατάσταση,  όπου  κι  αν  βρισκόταν,  η  Μάρια  Πάβλοβνα  ποτέ  δεν  νοιάστηκε  για  τον  εαυτό  της,  πάντοτε φρόντιζε να βρίσκει τρόπους να εξυπηρετήσει, να βοηθήσει τους άλλους σε κάτι, είτε μικρό  ήταν  αυτό  είτε  μεγάλο.  Ένας  απ'  τους  τωρινούς  συντρόφους  της,  ο  Νοβοντβόροφ,  έλεγε  γι'  αυτήν  αστειευόμενος  πως  το  'χε  ρίξει  στο  σπορ  της  φιλανθρωπίας.  Κι  αυτό  ήταν  αλήθεια.  Όλο  της  το  ενδιαφέρον  στη  ζωή  περιοριζόταν  στο  ν'  αναζητεί  ευκαιρίες  για  ν'  αφοσιώνεται  και  να  υπηρετεί  τους άλλους, όπως ο κυνηγός αφιερώνει τον καιρό του ψάχνοντας για θηράματα. Κι αυτό το σπορ  τής έγινε καθημερινή ενασχόληση, έγινε ο σκοπός της ζωής της, τόσο αθόρυβα, τόσο φυσικά, ώστε  όλοι όσοι την γνώριζαν δεν εκτιμούσαν μονάχα, αλλά και αξίωναν τη συνδρομή της.  Όταν η Μάσλοβα μπήκε στη συντροφιά τους, η Μάρια Πάβλοβνα στην αρχή ένιωσε αντιπάθεια και,  ακόμη,  αηδία  γι'  αυτήν.  Η  Κατιούσα  το  παρατήρησε  αμέσως,  όμως,  αργότερα  διαπίστωσε  πως  η  Μάρια Πάβλοβνα το πάλεψε και κάποια στιγμή έγινε ιδιαίτερα τρυφερή και καλή μαζί της. Κι αυτή  η τρυφερότητα κι η καλοσύνη του αξιοθαύμαστου αυτού πλάσματος άγγιξε τόσο πολύ την ψυχή της  Μάσλοβα  που  της  αφοσιώθηκε  μ'  όλη  τη  δύναμη  του  είναι  της,  προσκολλήθηκε  τόσο  πολύ  πάνω  της που άρχισε χωρίς να το καταλαβαίνει να ενστερνίζεται όλες τις ιδέες της και να την μιμείται σε  όλα της. Αυτή η αφοσίωση κι η αγάπη της Κατιούσα έκαναν την Μάρια Πάβλοβνα να συγκινηθεί και  να την αγαπήσει κι εκείνη με το ίδιο πάθος.  Κάτι άλλο ακόμη που ένωσε αυτές τις γυναίκες ήταν η κοινή τους απέχθεια απέναντι στο σωματικό  έρωτα. Η μία τον μισούσε γιατί είχε γνωρίσει όλη τη φρίκη του κι η άλλη γιατί μη έχοντάς τον γευθεί  ποτέ στη ζωή της, τον έβλεπε σαν κάτι το ακατάληπτο και, συνάμα, αηδιαστικό και προσβλητικό για  την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV  Η  ΕΠΙΔΡΑΣΗ  της  Μάρια  Πάβλοβνα  στη  Μάσλοβα  που  την  έκανε  να  προσκολληθεί  πάνω  της  και  πήγαζε  από  την  αγάπη  της  για  κείνην,  δεν  ήταν  η  μοναδική  επίδραση  που  δέχθηκε.  Ένας  άλλος  κατάδικος, ο Σίμονσον, σημάδεψε την ψυχή της με μια επίδραση που πήγαζε αυτή τη φορά από την  αγάπη εκείνου για την Μάσλοβα.  Όλοι οι άνθρωποι ζουν κι ενεργούν εν μέρει σύμφωνα με τις δικές τους σκέψεις κι εν μέρει με τις  σκέψεις των άλλων. Από το κατά πόσο οι άνθρωποι ζουν σύμφωνα με τις δικές τους σκέψεις ή με τις  σκέψεις των άλλων μπορεί να γίνει μια σαφέστατη διάκριση των χαρακτήρων τους. Ορισμένοι, τις  περισσότερες φορές, χρησιμοποιούν τις σκέψεις τους σαν να συμμετέχουν σ' ένα τυφλό διανοητικό  παιχνίδι,  το  μυαλό  τους  μοιάζει  μ'  ένα  σφόνδυλο  που  του  έχει  αφαιρεθεί  ο  ιμάντας  μεταβίβασης  της  κίνησης,  και  όταν  ενεργούν  στη  ζωή  υποτάσσονται  σε  ξένες  ιδέες  και  αντιλήψεις  —  σε  στερεότυπα, στην παράδοση, στους νόμους. Οι άλλοι πάλι θεωρώντας τις δικές τους σκέψεις μοχλό  και  άξονα  της  δράσης  τους,  σχεδόν  πάντοτε  πειθαρχούν  στις  επιταγές  της  λογικής  τους  και  υποτάσσονται σ' αυτήν, ενώ σπάνια και, μόνον ύστερα από έντονη κριτική αξιολόγηση, ακολουθούν  τις  επιλογές  τρίτων.  Ένας  τέτοιος  άνθρωπος  ήταν  ο  Σίμονσον:  δεν  δεχόταν  τίποτα  χωρίς  να  το  ελέγξει πρώτα, αποφάσιζε με τη λογική και αυτό που αποφάσιζε το έκανε τελικά.  Όταν  ήταν  ακόμη  στο  γυμνάσιο,  είχε  καταλήξει  στο  συμπέρασμα  ότι,  τα  πλούτη  που  μάζεψε  ο  πατέρας  του,  σαν  διευθυντής  κρατικής  υπηρεσίας  είχαν  αποκτηθεί  με  ανέντιμο  τρόπο  και  του  δήλωσε  ότι  θα  έπρεπε  να  μοιράσει  την  περιουσία  του  στο  λαό.  Όταν  όμως  ο  πατέρας  του  όχι  μονάχα  δεν  τον  άκουσε,  αλλά  τον  έβρισε  σκαιότατα,  εκείνος  έφυγε  απ'  το  σπίτι  κι  έπαψε  να  συντηρείται  απ'  τα  λεφτά  του  πατέρα  του.  Αργότερα,  τελειώνοντας  το  πανεπιστήμιο  κι  έχοντας  πιστέψει πως η δυστυχία στην κοινωνία οφειλόταν στην αμορφωσιά του λαού, οργανώθηκε στους  Ναρόντνικους, έγινε δάσκαλος στην επαρχία και κήρυττε με αποκοτιά τόσο στους μαθητές του όσο  και στους μουζίκους το δίκιο καταδικάζοντας το άδικο.  Τον συνέλαβαν και τον δίκασαν.  Στη  δίκη  έκρινε  σκόπιμο  να  πει  στους  δικαστές  πως  δεν  είχαν  δικαίωμα  να  τον  δικάσουν  κι  όταν  εκείνοι  αγνόησαν  τη  διαμαρτυρία  του  και  συνέχισαν,  εκείνος  αποφάσισε  να  μην  απαντήσει  στις  ερωτήσεις τους και σ' όλη τη δίκη κράτησε το στόμα του κλειστό. Τελικά καταδικάστηκε σ' εξορία  στο  κυβερνείο  του  Αρχάγγελου.  Εκεί  έπλασε  μια  θρησκευτική  θεωρία  που  σημάδεψε  όλη  την  μετέπειτα δράση του. Σύμφωνα με τη θεωρία του αυτή, όλα τα πλάσματα στον κόσμο είναι έμψυχα,  ζωντανά∙ άψυχα δεν υπάρχουν. Αυτά τα στοιχεία που εμείς θεωρούμε άψυχα, ανόργανα δεν είναι  τίποτ'  άλλο  παρά  συστατικά  μέρη  ενός  τεράστιου  οργανισμού  που  εμείς  δεν  είμαστε  σε  θέση  ν'  αγκαλιάσουμε  και  γι'  αυτό  ο  προορισμός  του  ανθρώπου,  που  είναι  ένα  μόνο  μόριο  του  μεγάλου  αυτού οργανισμού, είναι να διατηρήσει στη ζωή αυτό τον οργανισμό κι όλα τα έμψυχα, τα ζωντανά  συστατικά του στοιχεία. Αυτός ήταν ο λόγος που θεωρούσε έγκλημα την εξόντωση κάθε ζωντανού:  καταδίκαζε τον πόλεμο, τις εκτελέσεις και κάθε φόνο όχι μονάχα των ανθρώπων, μα και των ζώων.  Είχε διαμορφώσει μια δική του αντίληψη για τον γάμο, την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους,  για την οποία πίστευε πως αποτελεί την πιο ταπεινή απ' τις λειτουργίες του ανθρώπου, ενώ η πιο  υψηλή είναι να υπηρετεί τα ζωντανά που ήδη υπάρχουν πάνω στη γη. Επιβεβαίωση της αντίληψής  του αυτής έβρισκε στην ύπαρξη των φαγοκυττάρων στο αίμα. Οι άγαμοι, κατά την γνώμη του, είναι  εκείνα  ακριβώς  τα  φαγοκύτταρα  που  έχουν  προορισμό  την  υποστήριξη  της  λειτουργίας  των  εξασθενημένων κι άρρωστων οργάνων του οργανισμού. Από τότε που κατέληξε σ' αυτή τη θεωρία  ζούσε σύμφωνα με τις επιταγές της, αν και στα νιάτα του έκανε έκλυτη ζωή. Τώρα όμως λογάριαζε  τον εαυτό του, όπως και η Μάρια Πάβλοβνα, σαν φαγοκύτταρο στο σώμα του Σύμπαντος.  Η αγάπη του για την Κατιούσα δεν κατέρριπτε την θεωρία του, γιατί την αγαπούσε πλατωνικά και  Digitized by 10uk1s 

  πίστευε πως  μια τέτοια αγάπη όχι μονάχα δεν τον παρεμπόδιζε στην "φαγοκυτταρική του δράση"  στην υπηρεσία των ανήμπορων, αλλά, αντίθετα, τον εμψύχωνε ακόμη πιο βαθιά.  Εκτός όμως από τα ζητήματα της ηθικής που τα έλυνε πάντα με το δικό του, ιδιόμορφο τρόπο, είχε  και μια τελείως προσωπική προσέγγιση και στα περισσότερα πραχτικά προβλήματα. Για καθένα απ'  αυτά είχε τη  δική του θεωρία, είχε υιοθετήσει κανόνες για το πόσες  ώρες έπρεπε ο άνθρωπος να  εργάζεται,  πόσες  να  ξεκουράζεται,  πώς  να  τρέφεται,  να  ντύνεται,  να  καίει  τη  σόμπα,  να  χρησιμοποιεί το φωτισμό.  Και κοντά σ' όλα αυτά ο Σίμονσον ήταν εξαιρετικά δειλός με τους ανθρώπους και μετριόφρων. Όταν  όμως αποφάσιζε κάτι, κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει.  Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος άφησε βαθιά τ' αποτύπωμά του στην ψυχή της Μάσλοβα με τον τρόπο  που την αγάπησε. Η Μάσλοβα, βέβαια, με τη γυναικεία της διαίσθηση σύντομα μάντεψε τι γινόταν  μέσα  του  και,  συνειδητοποιώντας  πως  εκείνη  στάθηκε  η  αφορμή  να  συνεγείρει  τον  έρωτα  αυτού  του  τόσο  παράξενου  ανθρώπου,  ένιωθε  περήφανη  για  τον  εαυτό  της.  Για  τον  Νεχλιούντοφ,  ήξερε  πως  της  πρότεινε  να  την  παντρευτεί  από  μεγαλοθυμία  και  για  όσα  είχαν  γίνει  ανάμεσά  τους  στο  παρελθόν, ο Σίμονσον όμως, την αγαπούσε όπως ήταν σήμερα και δεν είχε κανέναν άλλο λόγο να  νιώθει έτσι γι' αυτήν παρ' εκτός την αγάπη του. Επί πλέον, η ίδια διαισθανόταν πως ο Σίμονσον την  ξεχώριζε απ' τις άλλες τις γυναίκες, γιατί έβλεπε στην ψυχή της κάποιες ιδιαίτερες, υψηλές ηθικές  αξίες. Καλά καλά ούτε κι η ίδια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τι ακριβώς έβλεπε ο Σίμονσον, όμως,  για να μην τον απογοητεύσει, πάσχιζε μ' όλο της το είναι να ξυπνήσει μέσα της τις πιο αγνές αξίες  που μπορούσε να φανταστεί ποτέ. Κι  αυτό την έσπρωχνε ν' αγωνίζεται να γίνεται τόσο καλή, που  μονάχα εκείνη μπορούσε να είναι.  Αυτό  είχε  αρχίσει  κιόλας  να  εκδηλώνεται  μέσα  στη  φυλακή,  όταν  σ'  ένα  κοινό  επισκεπτήριο  των  πολιτικών ένιωσε καρφωμένο πάνω της το τόσο επίμονο, κάτω απ' το υπερυψωμένο μέτωπο και τα  πυκνά  του  φρύδια,  βλέμμα  των  αθώων,  καλοσυνάτων  βαθυγάλανων  ματιών  του.  Από  την  ίδια  κιόλας στιγμή είχε παρατηρήσει ότι ο άνθρωπος εκείνος ξεχώριζε απ' όλους τους άλλους και ότι η  ματιά  του  ήταν  τελείως  αλλιώτικη.  Είχε  νιώσει  εκείνη  την  αβίαστη  εκπληκτική  αρμονία  μιας  επιβλητικής αυστηρότητας στο πρόσωπό του που την τόνιζαν τ' αχτένιστα μαλλιά και τα σκυθρωπά  του τοξόφρυδα, η παιδική καλοσύνη κι η αθωότητα της ματιάς του. Αργότερα στο Τομσκ, όταν την  μετέφεραν στους πολιτικούς, τον είδε ξανά. Και μπορεί να μην είχαν ανταλλάξει μήτε λέξη, όμως, με  την  πρώτη,  μόλις  διασταυρώθηκαν  οι  ματιές  τους  έδειξαν  πως  δεν  είχαν  ξεχαστεί  και  πόσο  πολύτιμη ήταν η παρουσία του ενός για τον άλλον. Αλλά κι αργότερα, δεν έτυχε να κάνουν κάποια  αξιόλογη κουβέντα οι δυο τους, μα η Μάσλοβα είχε διαρκώς την αίσθηση πως όταν εκείνος μιλούσε  κι  ήταν  κι  αυτή  μπροστά,  τα  λόγια  του  είχαν  μονάχα  εκείνη  προορισμό  και  πως  προσπαθούσε  να  εκφράζεται  για  το  χατίρι  της  όσο  γινόταν  πιο  κατανοητά.  Η  στιγμή  όμως  της  πραγματικής  τους  επικοινωνίας άρχισε απ' την ώρα που ο Σίμονσον αποφάσισε ν' ακολουθήσει πεζός τους ποινικούς  στο δρόμο για την εξορία. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V  ΑΠΟ ΤΟ ΝΙΖΝΙ ως το Περμ, ο Νεχλιούντοφ μόνο δύο φορές κατάφερε να δει την Κατιούσα: τη μία  στο Νίζνι, πριν τους επιβιβάσουν στη μαούνα με το συρματόπλεχτο δίχτυ, και την άλλη στο Περμ,  στο  γραφείο  της  φυλακής.  Και  στις  δύο  αυτές  τους  συναντήσεις  την  βρήκε  επιφυλακτική  και  κακόκεφη.  Όταν  την  ρωτούσε  αν  ήταν  καλά,  αν  της  χρειαζόταν  κάτι,  απαντούσε  με  υπεκφυγές,  αμήχανα και μ' εκείνο — όπως του φαινόταν— το εχθρικό βλέμμα, γεμάτο μνησικακία, που είχε και  παλιότερα  στα  μάτια.  Η  σκοτεινή  αυτή  συμπεριφορά  της  που  οφειλόταν  μόνο  στο  αδιάκοπο  κυνηγητό  των  ανδρών  στη  διαδρομή  έκανε  τον  Νεχλιούντοφ  να  υποφέρει.  Φοβόταν  μήπως  κάτω  απ'  το  βάρος  των  εξαντλητικών  κι  εξευτελιστικών  συνθηκών  του  ταξιδιού  η  Μάσλοβα  ξαναπέσει  στην παλιά κατάσταση σύγχυσης με τον εαυτό της κι απελπισίας για τη ζωή, που την έκανε να του  φέρεται επιθετικά, να καπνίζει ασταμάτητα και να πίνει για να ξεχάσει. Μα δεν μπορούσε δυστυχώς  καθόλου να την βοηθήσει, γιατί σ' όλο το πρώτο στάδιο της πορείας δεν είχε καμιά δυνατότητα να  τη  δει.  Μονάχα  μετά  την  μεταγωγή  της  στους  πολιτικούς  πείστηκε  επιτέλους  όχι  μόνο  πως  ήταν  αβάσιμοι οι φόβοι του, αλλά διαπίστωνε πως η Κατιούσα σε κάθε συνάντησή τους είχε μια ολοένα  και πιο αποφασιστική αλλαγή που τόσο λαχταρούσε να δει στον χαρακτήρα της. Στην πρώτη κιόλας  συνάντησή τους στο Τομσκ συμμορφώθηκε και ξανάγινε όπως ήταν πριν από την αναχώρηση. Δεν  κατσούφιασε  ούτε  ταράχτηκε  τη  στιγμή  που  τον  αντίκρισε,  αντίθετα,  τον  δέχθηκε  με  χαρά  και  φυσικότητα,  εκφράζοντας  την  ευγνωμοσύνη  της  για  όλα  όσα  έκανε  γι'  αυτήν,  ιδιαίτερα  γιατί  κατάφερε να την μεταφέρει σ' αυτούς τους ανθρώπους με τους οποίους βρισκόταν τώρα.  Ύστερα από δύο μήνες πορεία κι ενδιάμεσες διανυκτερεύσεις σε σταθμούς, η αλλαγή στην ψυχική  της διάθεση έγινε φανερή και στο παρουσιαστικό της. Αδυνάτισε, μαύρισε απ' τον ήλιο κι έδειχνε  πως  είχε  γεράσει:  στους  κροτάφους  και  στις  άκρες  απ'  τα  χείλη  της  φάνηκαν  λεπτές  ρυτίδες,  τα  μαλλιά της που δεν τ' άφηνε πλέον λυτά, τ' ανασήκωσε και τα 'δεσε με μαντήλι γύρω στο κεφάλι  ενώ, εκείνη η παλιά γνώριμη κοκεταρία της που άστραφτε στο ντύσιμο, στο χτένισμα και στη στάση  της,  είχε  σβήσει  για  πάντα.  Και  τούτη  η  αλλαγή  που  είχε  κιόλας  συντελεστεί  και  δεν  έπαυε  να  φανερώνει  καινούρια  σημάδια  γεννούσε  στην  ψυχή  του  Νεχλιούντοφ  μια  ξεχωριστή  χαρά,  τέτοια  που ποτέ του δεν είχε ξανανιώσει. Αυτό το συναίσθημα δεν έμοιαζε καθόλου μ' εκείνη την ποιητική  έκσταση της πρώτης του νιότης, πολύ περισσότερο με την ερωτική λαγνεία που ένιωσε αργότερα,  αλλά  ούτε  και  με  τη  συναίσθηση  ευθύνης  απέναντι  στο  καθήκον  του,  ανάμικτη  με  αισθήματα  ευθιξίας  που  τον  ώθησαν  στην  απόφασή  του  να  την  αποκαταστήσει  μ'  ένα  γάμο.  Αυτό  το  συναίσθημα  ήταν  το  ίδιο  μ'  εκείνο  το  πιο  φυσικό  ανθρώπινο  συναίσθημα  συμπόνιας  και  τρυφερότητας  που  ένιωσε  την  πρώτη  φορά  που  επισκέφτηκε  την  Κατιούσα  στη  φυλακή  και  αργότερα, με μεγαλύτερο πάθος, μετά το διώξιμό της από την κλινική, όταν κατάφερε να πνίξει την  απέχθειά  του  για  κείνη  την  φανταστική  περιπέτεια  με  τον  αρχινοσοκόμο  (αργότερα  έμαθε  πόσο  άδικο είχε). Ναι, ήταν το ίδιο ακριβώς συναίσθημα, με τη μόνη διαφορά πως τότε ήταν φευγαλέο,  ενώ  τώρα  έγινε  ακλόνητο.  Ό,τι  κι  αν  σκεφτόταν,  ό,τι  κι  αν  έκανε  τώρα,  η  ψυχική  του  διάθεση  κατακλυζόταν  από  αυτό  το  συναίσθημα  συμπόνιας  και  τρυφερότητας,  όχι  μονάχα  για  κείνη,  αλλά  για τον κόσμο ολόκληρο.  Αυτό το συναίσθημα ελευθέρωσε στην ψυχή του Νεχλιούντοφ έναν ορμητικό χείμαρρο αγάπης που  δεν έβρισκε πριν διέξοδο και τώρα πλημμύριζε όλους τους ανθρώπους που απαντούσε στο διάβα  του.  Σε όλο το ταξίδι ζούσε μια κατάσταση ψυχικής έξαρσης που τον έκανε άθελά του να συμπονάει και  να  ενδιαφέρεται  για  όλους  τους  ανθρώπους  που  συναντούσε,  από  τον  αμαξά  και  τον  στρατιώτη  συνοδείας μέχρι τον διευθυντή της φυλακής και τον κυβερνήτη, με τους οποίους ερχόταν σ' επαφή.  Στο διάστημα αυτό είχε την ευκαιρία, ύστερα από τη μεταγωγή της Μάσλοβα στους πολιτικούς, να  γνωριστεί  με  πολλούς  απ'  αυτούς,  αρχικά  στο  Γιεκατερινμπούργκ,  όπου  τους  είχαν  όλους  Digitized by 10uk1s 

  συγκεντρώσει χωρίς περιορισμούς σ' ένα μεγάλο θάλαμο, κι αργότερα στην  πορεία με τους πέντε  άνδρες  και  τις  τέσσερις  γυναίκες  στην  ομάδα  των  οποίων  είχε  ενταχθεί  κι  η  Μάσλοβα.  Αυτή  η  προσέγγιση  του  Νεχλιούντοφ  με  τους  πολιτικούς  εξόριστους  είχε  καταλυτική  επίδραση  στην  αντίληψή του για τους ανθρώπους αυτού του είδους.  Από  τα  πρώτα  ήδη  βήματα  του  επαναστατικού  κινήματος  στη  Ρωσία  κι  ιδιαίτερα  ύστερα  απ'  τη  δολοφονία  του  τσάρου  Αλεξάνδρου  Β'  την  1η  Μαρτίου  1881,  ο  Νεχλιούντοφ  έτρεφε  αισθήματα  αντιπάθειας και περιφρόνησης για τους επαναστάτες. Πριν απ' όλα τον απωθούσε η σκληρότητα κι  η συνωμοτικότητα των μεθόδων δράσης τους  στον αγώνα κατά της κυβέρνησης, κυρίως οι άγριες  δολοφονίες που έκαναν. Ακόμη τον απωθούσε εκείνο το κοινό σε όλους τους επαναστάτες στοιχείο  αλαζονικής αυτοπεποίθησης. Όταν όμως τους γνώρισε από κοντά κι είδε με τα ίδια του τα μάτια τα  βάσανα  και  τα  μαρτύρια  που  υπόφεραν,  συχνά  χωρίς  λόγο,  από  την  κυβέρνηση,  κατάλαβε  τελικά  πως δεν είχαν άλλη διέξοδο, πως σ' αυτές τις συνθήκες δεν μπορούσε να 'ταν διαφορετικοί.  Όσο  κι  αν  ήταν  αφάνταστα  παράλογα  τα  βάσανα  και  τα  μαρτύρια  των  ποινικών  κρατουμένων,  εφαρμόζονταν  τουλάχιστον  πριν  και  μετά  την  καταδίκη  τους  κάποια  εικονικά,  έστω,  μέτρα  νομιμότητας. Στην περίπτωση των πολιτικών, όμως, οι κρατικές αρχές δεν τηρούσαν ούτε τα τυπικά  προσχήματα,  όπως  είχε  την  ευκαιρία  να  διαπιστώσει  ο  Νεχλιούντοφ  με  την  περίπτωση  της  Σουστόβα  και  αργότερα  με  τόσους  και  τόσους  καινούριους  του  γνώριμους.  Με  τους  ανθρώπους  αυτούς οι αρχές έκαναν ό,τι κάνουν οι ψαράδες που ψαρεύουν με την τράτα: τραβάνε στη στεριά  τα  δίχτυα  με  ό,τι  έχουν  μέσα,  ξεδιαλέγουν  τα  μεγάλα  ψάρια  που  τους  χρειάζονται  χωρίς  να  νοιάζονται για τα μικρότερα που, αν και τους είναι άχρηστα, τ' αφήνουν να ψοφήσουν στο γιαλό.  Με  τον  ίδιο  ακριβώς  τρόπο,  συλλαμβάνοντας  αδιάκριτα  εκατοντάδες  τέτοιους  ανθρώπους,  όχι  μονάχα  αθώους,  μα  και  προφανώς  ακίνδυνους  για  την  κυβέρνηση,  τους  κρατούν  στη  φυλακή,  μερικές  φορές  χρόνια  ολόκληρα,  όπου  γίνονται  φυματικοί,  τρελαίνονται  ή  αυτοκτονούν.  Τους  κρατούν  εκεί  κλεισμένους  μόνο  και  μόνο  γιατί  δεν  βρίσκουν  το  λόγο  να  τους  ελευθερώσουν,  ενώ  στο μεταξύ τους έχουν πάντοτε εύχερους, αν χρειαστεί, να διαλευκάνουν κάποιο σκοτεινό σημείο  στην  ανάκριση.  Η  μοίρα  αυτών  των  ανθρώπων,  που  συχνά  είναι  αθώοι,  όπως  αναγκάζονται  και  ομολογούν  κυβερνητικά  χείλη,  εξαρτάται  απ'  την  αυθαιρεσία,  τον  ελεύθερο  χρόνο,  τις  διαθέσεις  του χωροφύλακα, του αξιωματικού της αστυνομίας, του χαφιέ, του εισαγγελέα, του ανακριτή, του  κυβερνήτη,  του  υπουργού.  Αν  ο  δείνα  υπάλληλος  θέλει  να  καταπολεμήσει  την  πλήξη  του  ή  να  διακριθεί στην υπηρεσία του, καταφεύγει σε συλλήψεις κι ανάλογα με τις διαθέσεις τις δικές του ή  των  προϊσταμένων  του  κρατά  τους  συλληφθέντες  στη  φυλακή  ή  τους  ελευθερώνει.  Αλλά  κι  ο  ανώτατος  αξιωματούχος,  επίσης,  αν  του  χρειάζεται  για  προαγωγή  ή  αν  οι  σχέσεις  του  με  τον  υπουργό  το  επιβάλλουν,  τους  στέλνει  εξορία  στην  εσχατιά  της  γης,  τους  ρίχνει  στην  αυστηρή  απομόνωση, τους καταδικάζει σε καταναγκαστικά έργα, τους στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα ή  τους αφήνει ελεύθερους, αν του το ζητήσει κάποια κυρία της υψηλής κοινωνίας.  Οι  πολιτικοί  κρατούμενοι  αντιμετωπίζονται  σαν  εγκληματίες  πολέμου  κι  αυτοί,  με  τη  σειρά  τους,  χρησιμοποιούν  τις  ίδιες  μεθόδους  με  τις  οποίες  τους  πολεμούν.  Κι  όπως  οι  στρατιωτικοί  ζουν  πάντοτε  μέσα  σ'  ένα  περιβάλλον  που  η  κοινή  γνώμη  όχι  μονάχα  καλύπτει  τις  εγκληματικές  τους  πράξεις,  αλλά  τις  εξωραΐζει  κιόλας  σαν  ανδραγαθήματα,  έτσι  κι  οι  πολιτικοί  μέσα  στο  αντίστοιχο  περιβάλλον των παράνομων οργανώσεών τους, εξαιτίας του κινδύνου σύλληψής τους κι απώλειας  της ελευθερίας, της ζωής κι όλων των άλλων πολύτιμων για τον άνθρωπο αγαθών, όχι μονάχα δεν  θεωρούν  αξιοκατάκριτες  τις  πράξεις  τους,  αλλά,  αντίθετα,  τις  εγκωμιάζουν  ως  πράξεις  ενάρετες.  Αυτό έκανε τον Νεχλιούντοφ να καταλάβει γιατί συμβαίνει το παράδοξο φαινόμενο: αυτοί οι τόσο  πράοι  και  φιλήσυχοι  άνθρωποι,  ενώ  είναι  ανίκανοι  να  βλάψουν  ακόμη  και  ένα  μυρμήγκι,  ετοιμάζονται  ψύχραιμα  να  δολοφονήσουν  ανθρώπους,  γιατί  αναγνωρίζουν,  όλοι  τους  σχεδόν,  σε  συγκεκριμένες περιστάσεις, την δολοφονία σαν νόμιμο και δίκαιο μέσο αυτοάμυνας και επιδίωξης  του  ύψιστου  σκοπού  της  γενικής  ευημερίας.  Κι  αυτή  η  επαρμένη  γνώμη  που  είχαν  για  τον  αγώνα  τους  και,  κατ'  επέκταση  και  για  τον  εαυτό  τους,  ήταν  φυσικό  επακόλουθο  της  μεγάλης  σημασίας  που  τους  έδινε  η  ίδια  η  κυβέρνηση  και  των  απηνών  διωγμών  που  εξαπέλυε  εναντίον  τους.  Ήταν,  Digitized by 10uk1s 

  λοιπόν, υποχρεωμένοι να' χουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ώστε να είναι σε θέση να αντέχουν  στις δοκιμασίες της ζωής που έκαναν.  Γνωρίζοντάς  τους  από  πιο  κοντά,  ο  Νεχλιούντοφ  πείστηκε  ότι  δεν  ήταν  οι  φοβεροί  εκείνοι  κακούργοι που τους φαντάζονταν ορισμένοι, ούτε ημίθεοι, όπως ήθελαν κάποιοι άλλοι, αλλά απλοί,  συνηθισμένοι άνθρωποι, που ανάμεσά τους, όπως συμβαίνει παντού, υπήρχαν και καλοί και κακοί  και  μέτριοι.  Υπήρχαν  στις  γραμμές  τους  άνθρωποι  που  έγιναν  επαναστάτες,  επειδή  θεωρούσαν  πραγματικό τους χρέος να παλέψουν με την κοινωνική αδικία που επικρατούσε, όμως, υπήρχαν και  ορισμένοι άλλοι που επέλεξαν αυτό τον αγώνα ωθούμενοι από εγωιστικά και ματαιόδοξα ελατήρια.  Αλλά  τους  πιο  πολλούς  τους  είχαν  μεθύσει  ν'  αγωνιστούν  για  την  επανάσταση  όλα  εκείνα  τα  συναισθήματα  —  που  ο  Νεχλιούντοφ  γνώριζε  καλά  απ'  τον  καιρό  της  στρατιωτικής  του  θητείας  στους πολέμους — το πάθος για τους κινδύνους, τις περιπέτειες, η ηδονή να διακινδυνεύει κανείς  παίζοντας  τη  ζωή  του  κορώνα  γράμματα,  συναισθήματα  που  χαρακτηρίζουν  όλους  ανεξαιρέτως  τους δραστήριους νέους. Οι επαναστάτες, ωστόσο, ξεχώριζαν απ' τους κοινούς ανθρώπους, γιατί οι  ηθικές  αξίες  για  τις  οποίες  αγωνίζονταν  ήταν  υψηλότερες  απ'  τις  δικές  τους.  Γι'  αυτούς  ήταν  απαράβατες  αρχές  όχι  μόνο  η  εγκράτεια,  η  αυστηρή  και  πειθαρχική  ζωή,  η  ειλικρίνεια,  η  ανιδιοτέλεια, αλλά και η ετοιμότητά τους να θυσιάσουν τα πάντα, ακόμα και τη ζωή τους την ίδια  για το γενικό καλό. Γι' αυτό, όσοι ξεχώριζαν απ' τα κοινά παραδεκτά πρότυπα, διέφεραν θεαματικά  απ' τους άλλους και ενσάρκωναν φωτεινά παραδείγματα σπάνιας ηθικής ανωτερότητας, ενώ όσοι  δεν  ξεχώριζαν  απ'  τα  πρότυπα  αυτά  ήταν  κατώτερης  ηθικής  στάθμης  άτομα,  ανειλικρινείς,  υποκριτές  και  συνάμα  αλαζόνες  και  ματαιόδοξοι.  Έτσι,  ο  Νεχλιούντοφ  μερικούς  απ'  τους  καινούριους  του  γνώριμους  όχι  μονάχα  τους  εκτιμούσε,  αλλά  και  τους  αγαπούσε  ολόψυχα,  ενώ  άλλους τους έβλεπε τουλάχιστον αδιάφορα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI  ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ αδυναμία είχε ο Νεχλιούντοφ σ' έναν νεαρό φθισικό, τον Κρυλτσόφ, απ' την ομάδα που  προσκολλήθηκε  η  Κατιούσα,  καταδικασμένο  σε  καταναγκαστικά  έργα.  Τον  είχε  γνωρίσει  στο  Γιεκατερινμπούργκ  κι  από  τότε  τον  ξαναείδε  κάμποσες  φορές  στην  πορεία  και  μιλήσανε.  Μια  καλοκαιρινή μέρα σε κάποιο σταθμό διανυκτέρευσης πέρασαν σχεδόν συνέχεια μαζί κι ο Κρυλτσόφ  του ανοίχτηκε και του εξιστόρησε την περιπέτειά του και πώς έγινε επαναστάτης. Ως τη στιγμή που  κατάληξε  στη  φυλακή,  η  ζωή  του  δεν  είχε  και  τόσο  ενδιαφέρον.  Ο  πατέρας  του,  ένας  ζάπλουτος  τσιφλικάς απ' τις νότιες επαρχίες πέθανε όταν εκείνος ήταν ακόμα μικρό παιδί. Ήταν μοναχοπαίδι κι  η μητέρα του ανάλαβε να τον μεγαλώσει χωρίς γκουβερνάντες. Στο γυμνάσιο και στο πανεπιστήμιο  σπούδασε  χωρίς  προβλήματα  και  αποφοίτησε  πρώτος  ανάμεσα  στους  συμφοιτητές  του  στη  μαθηματική σχολή. Του πρότειναν να μείνει στο πανεπιστήμιο να διδάξει και να πάει στο εξωτερικό  για  μετεκπαίδευση.  Εκείνος  όμως  δίσταζε.  Αγαπούσε  ένα  κορίτσι  και  λογάριαζε  να  το  παντρευτεί  και ν' ασχοληθεί με την αυτοδιοίκηση και τα επαρχιακά συμβούλια. Πολλά πράγματα επιθυμούσε  να κάνει, μα όλο δίσταζε ν' ασχοληθεί με κάτι. Την περίοδο εκείνοι κάποιοι παλιοί του συνάδελφοι  απ' το πανεπιστήμιο του ζήτησαν χρήματα για κάποια κοινή τους υπόθεση. Εκείνος ήξερε πως αυτό  είχε  σχέση  με  τα  επαναστατικά  που  δεν  τον  απασχολούσαν  καθόλου  στη  φάση  εκείνη,  όμως  από  αίσθημα συναδελφικότητας κι από εγωισμό μην και τον πουν δειλό, τους έδωσε χρήματα. Εκείνοι  όμως που πήραν τα χρήματα πιάστηκαν απ' την αστυνομία και πάνω τους βρέθηκε ένα σημείωμα  με ονόματα ανάμεσα στα οποία ήταν και του Κρυλτσόφ. Έτσι τον συνέλαβαν κι αυτόν, τον έκλεισαν  στο κρατητήριο κι αργότερα τον μετέφεραν στη φυλακή.  —Στη  φυλακή  που  με  κλείσανε  —διηγιόταν  ο  Κρυλτσόφ  στον  Νεχλιούντοφ  (καθόταν  πάνω  στην  ψηλή  κουκέτα,  είχε  ακουμπήσει  το  βαθουλωτό  του  στήθος  στ'  ανασηκωμένα  γόνατα  που  τα  'χε  αγκαλιάσει  με  τα  δυο  του  χέρια  και  αραιά  και  πού  κοίταζε  με  τα  όμορφα  μάτια  του  γεμάτα  νοημοσύνη και καλοσύνη, που σπίθιζαν απ' τον ψηλό πυρετό)— σ' εκείνη τη φυλακή, η διαβίωση  δεν ήταν και τόσο αυστηρή: μπορούσαμε όχι μονάχα να επικοινωνούμε με χτυπήματα στον τοίχο,  μα  και  να  βγαίνουμε  στους  διαδρόμους,  να  κουβεντιάζουμε  ελεύθερα,  να  μοιραζόμαστε  τις  προμήθειες,  τον  καπνό  και  τα  βράδια  μάλιστα  τραγουδούσαμε  όλοι  μαζί  παρέα.  Είχα  καλή  φωνή  εγώ. Βέβαια... Κι αν δεν ήταν η μάνα μου, που 'λειωνε απ' τον καημό της, εγώ θα περνούσα καλά  στη φυλακή, μπορώ να σου πω μάλιστα πως θα ήταν ευχάριστα και θα 'χε πολύ ενδιαφέρον. Εκεί  γνώρισα, ανάμεσα σ' άλλους, και τον περίφημο Πετρόφ (αργότερα έκοψε τις φλέβες του με γυαλί  στο Φρούριο και πέθανε) και άλλους επαναστάτες. Εγώ όμως δεν ήμουν επαναστάτης. Γνωρίστηκα  επίσης με τους δυο συγκροτούμενούς μου στα διπλανά κελιά. Τους είχαν συλλάβει γιατί μοιράζανε  πολωνικές  προκηρύξεις  και  τους  καταδίκασαν  γιατί  αποπειράθηκαν  ν'  αποδράσουν,  ενώ  τους  μετέφεραν με συνοδεία στο σιδηροδρομικό σταθμό. Ο ένας απ' αυτούς, ο Λοζίνσκι, ήταν Πολωνός  κι  ο  άλλος,  ο  Ροζόφσκι,  Εβραίος.  Ναι...  Αυτός  ο  Ροζόφσκι,  μάλιστα,  ήταν  σχεδόν  παιδί.  Έλεγε  πως  ήταν  δεκαεφτά  χρονών,  μα  το  παρουσιαστικό  του  δεν  έδειχνε  για  πάνω  από  δεκαπέντε.  Αδυνατούλης,  μικρούλης  με  μαύρα  σπινθηροβόλα  μάτια,  ζωηρός  κι,  όπως  όλοι  οι  Εβραίοι,  είχε  μεγάλο  ταλέντο  στη  μουσική.  Η  φωνή  του  δεν  είχε  βέβαια  ακόμη  μεστώσει,  αλλά  τραγουδούσε  υπέροχα. Ναι... Βρισκόμουν ακόμη στη φυλακή όταν τους πήραν και τους δυο για δίκη. Τους πήραν  χαράματα. Το βράδυ γυρίσανε και μου 'παν πως τους είχαν καταδικάσει σε θάνατο. Μείναμε όλοι  άφωνοι  από  μια  τέτοια  απόφαση!  Ήταν  τόσο  ασήμαντο  αυτό  που  επιχείρησαν  να  κάνουν,  να  το  σκάσουν  δηλαδή  απ'  τη  φρουρά  χωρίς  μάλιστα  ν'  ανοίξει  ρουθούνι,  που  δεν  πιστεύαμε  στ'  αφτιά  μας. Κι ύστερα ήταν τόσο αφύσικο να εκτελέσουν ένα παιδί σαν τον Ροζόφσκι! Γι' αυτό κι εμείς στη  φυλακή  πιστέψαμε  πως  αυτό  το  'καναν  για  εκφοβισμό  και  πως  δεν  θα  εκτελούσαν  την  απόφαση  του δικαστηρίου. Έτσι, ύστερα απ' πρώτη μας ταραχή, η ζωή άρχισε να κυλά όπως πριν. Ναι... Μα,  ένα βράδυ πλησίασε στην πόρτα του κελιού μου ένας φύλακας και μου ψιθύρισε εμπιστευτικά πως  είχαν  έρθει  κάτι  μαραγκοί  και  στήνανε  κρεμάλες  στο  προαύλιο.  Στην  αρχή  δεν  μπορούσα  να  καταλάβω:  «Τι  τρέχει;  Τι  κρεμάλες;»,  ρώτησα  τον  φύλακα.  Όμως  ο  γερο‐φύλακας  ήταν  τόσο  ταραγμένος που μόλις τον κοίταξα στα μάτια αμέσως κατάλαβα πως επρόκειτο για τους δύο δικούς  Digitized by 10uk1s 

  μας.  Ήθελα  να  στείλω  στους  άλλους  μήνυμα  με  χτυπήματα  στον  τοίχο,  μα  φοβήθηκα  μήπως  μ'  ακούσουν οι δύο μελλοθάνατοι. Οι άλλοι σύντροφοι σώπαιναν κι αυτοί. Προφανώς, όλοι το 'ξεραν.  Στο  διάδρομο  και  στα  κελλιά  όλο  το  βράδυ  βασίλευε  νεκρική  σιγή.  Ούτε  συνθηματικά  ούτε  τραγούδια. Γύρω στις δέκα πλησίασε και πάλι ο γερο‐φύλακας στο κελί μου και μου ψιθύρισε πως  είχαν  φέρει  κιόλας  δήμιο  απ'  τη  Μόσχα.  Αφού  μου  το  'πε  αυτό  έφυγε  αμέσως.  Τον  φώναξα  να  γυρίσει.  Άξαφνα  ακούω  τον  Ροζόφσκι  να  μου  φωνάζει  απ'  το  κελί  του  μέσω  του  διαδρόμου:  «Τι  τρέχει;  Γιατί  τόνε  φωνάζετε;».  Απάντησα  κάτι  γενικά  κι  αόριστα,  πως  δήθεν  ζήτησα  να  μου  φέρει  καπνό,  μα  εκείνος  άρχισε  κάτι  να  μυρίζεται  και  με  ρώτησε  γιατί  είχαμε  πάψει  να  τραγουδάμε,  να  επικοινωνούμε συνθηματικά με χτυπήματα. Δεν θυμάμαι τι μου 'ρθε να του πω κι απομακρύνθηκα  όσο γινόταν γρήγορα για να μην χρειαστεί να του μιλήσω άλλο. Ναι... Τι φριχτή που 'ταν εκείνη η  νύχτα! Δεν έκλεισα μάτι, είχα τσιτωμένο τ' αφτί μου για να πιάσω τον παραμικρό θόρυβο. Και να  που άξαφνα εκεί γύρω στα χαράματα ακούω... ξεμανταλώνουν τις πόρτες του διαδρόμου, ύστερα  βήματα.  Κάποιος  ζυγώνει,  ύστερα  ζυγώνουν  πολλοί.  Σηκώθηκα  και  κόλλησα  το  πρόσωπό  μου  στο  παραθυράκι  του  κελιού  μου.  Στο  διάδρομο  φέγγιζε  μια  λάμπα.  Πρώτος  προχώρησε  ο  διευθυντής  της  φυλακής,  ένας  χοντρός  άνδρας  που  'δειχνε  συνήθως  γεμάτος  αυτοπεποίθηση  κι  αποφασιστικότητα.  Η  όψη  του  είχε  τώρα  μια  φριχτή  μάσκα:  χλομή,  εξαντλημένη,  με  φανερά  σημάδια  τρόμου.  Πίσω  του  ακολουθούσε  ο  βοηθός  του,  βλοσυρός,  κατσούφης,  με  ύφος  αποφασιστικό και πιο πίσω ερχόταν η φρουρά. Πέρασαν μπροστά απ' το κελί μου και στάθηκαν έξω  απ'  τη  διπλανή  πόρτα.  Άκουσα  τον  βοηθό  του  διευθυντή  να  φωνάζει  με  μια  αλλόκοτη,  ανατριχιαστική  φωνή:  «Λοζίνσκι,  σηκωθείτε.  Να  φορέσετε  καθαρά  εσώρουχα».  Ναι...  Ύστερα  άκουσα την πόρτα του κελλιού να τρίζει, πέρασαν όλοι μέσα στο κελί του και σε λίγο ακούστηκαν τα  βήματα του Λοζίνσκι: τώρα τραβούσε στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Απ' το παραθυράκι, μονάχα  τον  διευθυντή  μπορούσα  να  διακρίνω.  Στεκόταν  όρθιος,  κατάχλομος,  κούμπωνε  και  ξεκούμπωνε  νευρικά τα κουμπιά του χιτώνα του και ανασήκωνε τους ώμους του. Ναι... Ξαφνικά μου φάνηκε σα  να τρόμαξε από κάτι που πέρασε από μπροστά του και παραμέρισε απότομα. Ήταν ο Λοζίνσκι που  πλησίασε  στην  πόρτα  μου.  Ήταν  ένα  όμορφο  παλικάρι,  ξέρετε  με  'κείνη  τη  χαρακτηριστική  θωριά  του  Πολωνού,  του  ωραίου  Πολωνού:  ίσιο,  μεγάλο μέτωπο,  λεπτά  σα  μετάξι,  σγουρόξανθα  μαλλιά  και υπέροχα γαλάζια μάτια. Έσφυζε από νιότη, γεμάτος χυμούς και υγεία. Στάθηκε μπροστά απ' το  παραθυράκι μου έτσι που να μπορώ να βλέπω ολόκληρο το πρόσωπό του. Ήταν κατατρομαγμένο,  εξαντλημένο και γκρίζο. «Κρυλτσόφ, έχετε κανένα παπιρόσι;». Έκανα να του δώσω, μα ο βοηθός του  διευθυντή  νόμιζε  πως  είχαν  κιόλας  αργήσει  και,  τραβώντας  γρήγορα  απ'  την  τσέπη  του  την  ταμπακιέρα  του,  πρόλαβε  και  του  πρόσφερε  ένα.  Εκείνος  πήρε  το  παπιρόσι,  κι  ο  βοηθός  του  διευθυντή  άναψε  ένα  σπίρτο.  Ο  Λοζίνσκι  τράβηξε  μερικές  ρουφηξιές  και  φάνηκε  πως  κάτι  σκεφτόταν.  Ύστερα,  σαν  να  θυμήθηκε  τι  ήθελε,  άρχισε  να  λέει:  «Είναι  σκληρό  και  άδικο.  Δεν  έχω  κάνει κανένα έγκλημα στη ζωή μου. Εγώ...». Ο λευκός νεανικός λαιμός του, απ' όπου δε μπορούσα  να ξεκολλήσω τα μάτια μου, σκίρτησε, ένας κόμπος ανέβηκε κι η λαλιά του έσβησε. Ναι... Εκείνη τη  στιγμή  άκουσα  τον  Ροζόφσκι  απ'  το  διάδρομο  να  φωνάζει  με  τη  λεπτή  χαρακτηριστική  εβραϊκή  φωνή  του.  Ο  Λοζίνσκι  πέταξε  τη  γόπα  του  και  τραβήχτηκε  απ'  την  πόρτα  του  κελλιού  μου.  Στο  παραθυράκι  μου  τώρα  ξεπρόβαλε  ο  Ροζόφσκι.  Το  παιδικό  του  πρόσωπο  με  τα  υγρά  μαύρα  μάτια  ήταν  κόκκινο  και  βουτηγμένο  στον  ιδρώτα.  Φορούσε  κι  αυτός  καθαρά  εσώρουχα,  τα  πανταλόνια  του ήταν θεόφαρδα και πάσχιζε να τα κρατήσει με τα δυο του χέρια. Έτρεμε ολόκληρος. Ζύγωσε το  άμοιρο  πρόσωπό  του  στο  παραθυράκι  μου:  «Ανατόλι  Πετρόβιτς,  δεν  είναι  αλήθεια  πως  ο  γιατρός  μου παράγγειλε να πίνω φασκόμηλο; Δεν είμαι καλά, θα πιω ακόμη λίγο φασκόμηλο». Κανένας δεν  τ'  απάντησε  κι  εκείνος  στυλώνοντας  τα  μάτια  του  κοιτούσε  μ'  απορία  πότε  εμένα  και  πότε  τον  διευθυντή.  Τι  ήθελε  να  πει  μ'  αυτό  δεν  μπόρεσα  να  καταλάβω.  Ναι...  Άξαφνα  ο  βοηθός  του  διευθυντή πήρε μια αυστηρή έκφραση και με τη χαρακτηριστική τσιριχτή του φωνή ούρλιαξε: «Τι  αστεία είν' αυτά; Εμπρός, πάμε». Ο Ροζόφσκι που, προφανώς, δεν είχε τη δύναμη να καταλάβει τι  τον περίμενε, έτρεξε μπροστά απ' όλους τους άλλους στο διάδρομος λες και βιαζόταν... Μα, μετά  από λίγο κοντοστάθηκε κι αρνήθηκε να προχωρήσει — άκουγα την ανατριχιαστική του φωνή και το  σπαραχτικό  του  κλάμα.  Ακολούθησε  σύντομη  συμπλοκή,  ο  διάδρομος  πλατάγισε  απ'  τα  ποδοβολητά. Τα ουρλιαχτά του μου τρυπούσαν τ' αφτιά. Σιγά σιγά ξεμάκραιναν όλο και πιο πολύ,  ώσπου  κάποια  στιγμή  η  πόρτα  του  διαδρόμου  έτριξε  κι  όλα  βυθίστηκαν  στη  σιωπή...  Ναι...  Τους  Digitized by 10uk1s 

  πήραν,  λοιπόν,  και  τους  κρεμάσανε.  Τους  πνίξανε  με  τριχιά  και  τους  δύο.  Ο  γερο‐φύλακας  που  παρακολουθούσε  την  εκτέλεση  μου διηγήθηκε  πως  ο  Λοζίνσκι  δεν  αντιστάθηκε,  όμως  ο  Ροζόφσκι  κτυπιόταν συνέχεια για πολλή ώρα, γι' αυτό τον ανέβασαν με τη βία στο ικρίωμα και του πέρασαν  με τη βία τη θηλειά στο λαιμό. Ναι... Ο γερο ‐ φύλακας αυτός ήταν λιγάκι κουτός και μου 'λεγε με  αφέλεια: «Μου λέγανε, αφέντη, πως είναι τρομερό πράγμα η κρεμάλα. Α μπα! Δεν είναι καθόλου  τρομερό. Μόλις τους κρεμάσουνε, κάνουν έτσι δυο φορές με τον ώμο τους — μου ' δειξε κουνώντας  σπασμωδικά τους ώμους του πάνω κάτω — και τελείωσε. Ύστερα ο δήμιος τράβηξε το σκοινί για να  σφίξει  τις  θηλειές  καλύτερα  κι  αυτό  ήταν  όλο!  Άλλο  δε  σαλέψανε  πια!»  —Καθόλου  τρομερό!  επανέλαβε  ο  Κρυλτσόφ  όπως  ο  φύλακας  και  προσπάθησε  να  χαμογελάσει,  μα  δεν  άντεξε  και  ξέσπασε σε λυγμούς.  Έμεινε πολλή ώρα αμίλητος, ασθμαίνοντας και πνίγοντας τους λυγμούς που ανέβαιναν συνεχώς στο  λαιμό του.  —Από τότε, λοιπόν, έγινα επαναστάτης. Ναι... από τότε... είπε ξαλαφρώνοντας και διηγήθηκε στον  Νεχλιούντοφ την υπόλοιπη ιστορία του.  Ανήκε στο κόμμα Ελευθερία του Λαού και μάλιστα ήταν αρχηγός μιας ομάδας σαμποτέρ που είχε  σαν  στόχο  της  να  τρομοκρατεί  την  κυβέρνηση  για  να  την  αναγκάσει  να  εγκαταλείψει  την  εξουσία  από  μόνη  της  και  να  καλέσει  το  λαό  ν'  αναλάβει.  Για  τις  ανάγκες  της  ομάδας,  ταξίδευε  πότε  στην  Πετρούπολη, πότε στο εξωτερικό, πότε στο Κίεβο, πότε στην Οδησσό και όπου πήγαινε είχε πάντοτε  επιτυχία.  Κάποιος  όμως  απ'  την  ομάδα,  που  τον  εμπιστευόταν  απόλυτα,  τον  κάρφωσε.  Τον  συνέλαβαν, τον δίκασαν, τον έριξαν στη φυλακή δυο χρόνια και τον καταδίκασαν στη συνέχεια σε  θάνατο. Η ποινή του τελικά μετατράπηκε σε ισόβια καταναγκαστικά έργα.  Στη φυλακή έγινε φθισικός και τώρα, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, οι μέρες του ήταν μετρημένες,  δεν του απόμεναν περισσότερο από λίγους μήνες ζωής. Το ήξερε κι όμως δεν μετάνιωνε καθόλου  για όσα έκανε παρά μόνο έλεγε πως αν είχε μια ακόμη ζωή, θα την αφιέρωνε για να κάνει ακριβώς  τα ίδια — να καταστρέψει αυτή την τάξη πραγμάτων που επέτρεψε να συμβούν όλα όσα είδαν τα  μάτια του.  Η  ιστορία  αυτού  του  ανθρώπου,  καθώς  και  η  παρέα  του,  βοήθησαν  τον  Νεχλιούντοφ  να  ξεκαθαρίσει στο μυαλό του πολλά πράγματα που δεν καταλάβαινε μέχρι σήμερα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIΙ  ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΗΜΕΡΑ που είχε γίνει στο σταθμό διανυκτέρευσης το βίαιο επεισόδιο με τον αξιωματικό  συνοδείας  εξαιτίας  του  μικρού  κοριτσιού,  ο  Νεχλιούντοφ,  που  'χε  καταλύσει  σ'  ένα  χάνι,  ξύπνησε  αργά  το  πρωί∙  χρειάστηκε  να  καθυστερήσει  κι  άλλο  για  να  ετοιμάσει  μερικά  γράμματα,  να  τα  ταχυδρομήσει  στην  πόλη,  κι  έτσι  βγήκε  απ'  το  χάνι  πιο  αργά  απ'  τη  συνηθισμένη  ώρα  και  δεν  κατάφερε να προηγηθεί απ' τη φάλαγγα όπως έκανε μέχρι τώρα. Έφθασε, λοιπόν, στο χωριό που θα  έκαναν ένα σύντομο σταθμό, όταν είχε κιόλας σουρουπώσει. Στέγνωσε τα ρούχα του στο χάνι που  το  κρατούσε  μια  ηλικιωμένη  παχιά  χήρα  μ'  ένα  ασυνήθιστα  χοντροκομμένο  λευκό  λαιμό,  ήπιε  το  τσάι  του  στην  παστρική  τραπεζαρία  που  ήταν  διακοσμημένη  με  πολλές  εικόνες  και  πίνακες,  και  έτρεξε  βιαστικά  στο  σταθμό  να  βρει  τον  αξιωματικό  για  να  ζητήσει  την  άδεια  να  επισκεφτεί  τους  κατάδικους.  Στους  έξι  προηγούμενους  σταθμούς  οι  αξιωματικοί  συνοδείας,  μολονότι  αλλάζανε  κάθε  φορά,  τηρούσαν όλοι τους κατά γράμμα τον κανονισμό και δεν άφηναν τον Νεχλιούντοφ να πλησιάσει τα  κρατητήρια με τους κατάδικους, και γι αυτό είχε να δει την Κατιούσα περισσότερο από εβδομάδα.  Αυτά τα αυστηρά μέτρα τα έπαιρναν οι αξιωματικοί γιατί περίμεναν από στιγμή σε στιγμή την άφιξη  ενός  ανώτατου  επιθεωρητή  της  Διεύθυνσης  Φυλακών.  Σήμερα,  όμως,  ο  επιθεωρητής  είχε  έρθει  χωρίς  να  κάνει  κανέναν  έλεγχο  στους  σταθμούς,  όπως  ήρθε  έτσι  κι  έφυγε,  και  γι'  αυτό  ο  Νεχλιούντοφ  έλπιζε  πως  επιτέλους  ο  νέος  αξιωματικός  που  παρέλαβε  το  πρωί  θα  του  επέτρεπε,  όπως και παλιότερα άλλοι αξιωματικοί, να επισκεφθεί τους κατάδικους.  Η χήρα που είχε το χάνι πρότεινε στον Νεχλιούντοφ να πάρει ένα αμάξι για να προλάβει να πάει στο  σταθμό, στην άλλη άκρη του χωριού, μα εκείνος προτίμησε να πάει με τα πόδια. Ένας κοντόσωμος  νεαρός  εργάτης  με  φαρδιές  πλάτες,  σαν  παλαιστής,  και  τεράστιες  φρεσκοβαμμένες  μπότες  που  βρομούσαν κατράμι προσφέρθηκε να τον οδηγήσει εκεί. Παχύ πούσι σκέπαζε γύρω τη γη κι η νύχτα  έπεφτε γρήγορα έτσι που μόλις ο οδηγός ξεμάκραινε τρία βήματα στα μέρη που δεν έφεγγε το φως  απ' τα φωτισμένα παράθυρα, ο Νεχλιούντοφ τον έχανε στην κυριολεξία και τον ακολουθούσε στα  τυφλά  ακούγοντας  μονάχα  το  ρουφηχτό  κρότο  απ'  τις  μπότες  του  που  βεντουζάριζαν  στη  βαθιά,  κολλώδη λάσπη.  Αφού πέρασαν απ' την πλατεία με την εκκλησία και διέσχισαν ένα μακρύ δρόμο με φωταγωγημένα  σπίτια,  ο  Νεχλιούντοφ  ακολουθώντας  τον  οδηγό  έφθασε  στην  άκρη  του  χωριού  βυθισμένη  μέσα  στο  άγριο  σκοτάδι  της  νυχτιάς.  Λίγο  πιο  πέρα  όμως  άρχισαν  να  ξεχωρίζουν  μέσα  στην  ομίχλη  τ'  αμυδρά φώτα των φαναριών γύρω απ' το σταθμό. Οι κοκκινωπές γλωσσίτσες διακρίνονταν ολοένα  και πιο καθαρά και ζωντάνευαν στα μάτια του Νεχλιούντοφ καθώς πλησίαζε.  Κάποια στιγμή φάνηκαν οι πάσσαλοι του περιτοιχίσματος και η σκοτεινή φιγούρα ενός σκοπού που  φύλαγε  μπρος  στη  ριγέ  ασπρόμαυρη  σκοπιά.  Ο  σκοπός  φώναξε  στους  νεοφερμένους  με  το  καθιερωμένο «Αλτ! Τις ει;» και διαπιστώνοντας πως ήταν ξένοι τους απαγόρευσε να ζυγώσουν στο  μαντρότοιχο.  Όμως  ο  οδηγός  του  Νεχλιούντοφ  δεν  ταράχτηκε  καθόλου  απ'  τον  αυστηρό  τόνο  της  φωνής του σκοπού.  —Ε,  αγόρι,  άστ'  τα  ζοριλίκια!  του  είπε.  —Άντε  να  φωνάξεις  τον  διοικητή  σου  κι  εμείς  θα  περιμένουμε εδώ πέρα.  Ο  σκοπός,  χωρίς  ν'  απαντήσει,  φώναξε  κάτι  απ'  το  πορτάκι  της  σκοπιάς  στο  εσωτερικό  του  περιβόλου  και  στάθηκε  εκεί  στη  θέση  του  κοιτάζοντας  επίμονα  προς  τη  μεριά  του  κοντόσωμου  χωρικού με τις φαρδιές πλάτες που προσπαθούσε με μια σχίζα κάτω απ' το φως του φαναριού να  καθαρίσει  τις  μπότες  του  Νεχλιούντοφ  απ'  τη  λασπουριά.  Πίσω  απ'  τον  μαντρότοιχο  ακούστηκε  οχλοβοή από φωνές ανδρών και γυναικών. Δεν πέρασαν τρία λεπτά, όταν αντήχησε μια μεταλλική  Digitized by 10uk1s 

  κλαγγή, το πορτάκι της σκοπιάς άνοιξε κι απ' το σκοτάδι ξεπρόβαλε η φιγούρα ενός υπαξιωματικού  που  κρατούσε  ένα  φανάρι  κι  είχε  τη  χλαίνη  ριγμένη  στους  ώμους∙  ρώτησε  τους  νεοφερμένους  τι  ήθελαν. Ο Νεχλιούντοφ του έδωσε ένα μπιλιετάκι, που 'χε κιόλας γράψει, ζητώντας να τον δεχθούν  για  προσωπική  του  υπόθεση  και  τον  παρακάλεσε  να  το  διαβιβάσει  στον  αξιωματικό.  Ο  υπαξιωματικός ήταν λιγότερο αυστηρός από τον σκοπό, αλλά πολύ πιο καχύποπτος. Απαιτούσε να  μάθει  τι  τον  ήθελε  τον  αξιωματικό  ο  Νεχλιούντοφ,  ποιος  ήταν  ο  ίδιος,  γιατί,  προφανώς,  είχε  μυριστεί  λαγό  και  δεν  σκόπευε  να  τον  χάσει...  Ο  Νεχλιούντοφ  του  αποκρίθηκε  πως  ήταν  υπερεπείγον  και  υποσχέθηκε  γερό  ρεγάλο  αν  μετέφερε  το  μήνυμά  του.  Ο  υπαξιωματικός  πήρε  το  σημείωμα  και  κουνώντας  το  κεφάλι  του  έφυγε.  Λίγα  λεπτά  αργότερα  το  πορτάκι  ξανάτριξε  και  βγήκαν  οι  γυναίκες  με  την  πραμάτεια  στα  πανέρια,  στις  κουρούπες  και  στους  ντορβάδες∙  φλυαρώντας  με  τις  κουδουνιστές  φωνές  τους  στη  σιβηρική  διάλεκτο  διάβηκαν  το  κατώφλι  και  πέρασαν  έξω  απ'  τον  μαντρότοιχο.  Καμιά  τους  δεν  ήταν  ντυμένη  χωριάτικα,  όλες  τους  φορούσαν  ρούχα αγορασμένα στην πόλη, παλτά, δερμάτινες μπέρτες, οι φούστες τους ήταν πολύ κοντές και  στα  κεφάλια  τους  είχαν  δεμένες  μαντίλες.  Στο  φως  του  φαναριού  κοίταξαν  περίεργα  τον  Νεχλιούντοφ  και  τον  συνοδό  του.  Μια  μάλιστα  απ'  αυτές  χάρηκε  που  συνάντησε  το  γεροδεμένο  παλικάρι και την ίδια στιγμή άρχισε να τον βρίζει χαϊδευτικά στη σιβηρική διάλεκτο.  —Τι ζητάς ρε διάολε μαύρε, αχαΐρευτε, εδώ πέρα;  —Να, έφερα έναν ταξιδιώτη... απάντησε. —Εσύ τι κουβαλάς εκεί;  —Γαλακτερά, και μου 'παν να φέρω κι άλλα το πρωί.  —Και για ύπνο δεν σε κρατήσανε;  —Α να χαθείς, βρομόστομα! φώναξε γελώντας εκείνη ‐ Άιντε, τώρα, να μας πας ως το χωριό.  Ο οδηγός της είπε κάτι ακόμη που έκανε όχι μόνο τις γυναίκες, μα και τον σκοπό να πλαντάξουν στα  γέλια, και γύρισε και ρώτησε τον Νεχλιούντοφ:  —Θα τα καταφέρετε μόνος σας να γυρίσετε; Δεν θα χαθείτε, ε;  —Θα τα καταφέρω, θα τα καταφέρω.  —Μόλις  περάσετε  την  εκκλησία,  απ'  το  διώροφο  σπίτι,  είναι  το  δεύτερο  αριστερά.  Να,  πάρτε  κι  αυτό το ραβδί, του είπε δίνοντας στον Νεχλιούντοφ ένα μακρύ κοντάρι πιο ψηλό κι απ' το μπόι του  που του χρησίμεψε όταν  έρχονταν και, τσαλαβουτώντας με τις  τεράστιες μπότες του  στις λάσπες,  χάθηκε στο σκοτάδι μαζί με τις γυναίκες.  Η φωνή του, που πότε πότε σκεπαζόταν απ' τα χάχανα των γυναικών, αντηχούσε ακόμη μέσα στην  ομίχλη  της  νυχτιάς,  όταν  το  πορτάκι  του  μαντρότοιχου  ξανάτριξε  και  στο  κατώφλι  φάνηκε  ο  υπαξιωματικός που καλούσε τον Νεχλιούντοφ να τον ακολουθήσει στο γραφείο του αξιωματικού. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII  Ο  ΣΤΑΘΜΟΣ  ΑΥΤΟΣ  είχε  την  ίδια  διάταξη  όπως  κι  όλοι  οι  άλλοι  στο  δρόμο  για  τη  Σιβηρία:  στο  προαύλιο,  που  το  περιστοίχιζε  μια  μάντρα  από  μυτερούς  πασσάλους,  υπήρχαν  τρία  μονόπατα  κτήρια. Στο ένα, στο πιο μεγάλο, με καγκελόφραχτα παράθυρα, είχαν κλείσει τους κατάδικους, στο  άλλο έμενε η φρουρά συνοδείας και στο τρίτο που ήταν και γραφείο έμενε ο αξιωματικός. Και στα  τρία σπίτια έφεγγαν τώρα φώτα και όπως συμβαίνει πάντα, αλλά ιδιαίτερα εδώ σ' έναν τέτοιο τόπο,  μέσα  στο  θάμπος  της  νυχτιάς  πλανιόταν  η  ψευδαίσθηση  για  μια  καλή,  ζεστή  και  άνετη  πίσω  απ'  τους  φωτισμένους  τοίχους  διαμονή.  Μπροστά  στις  εισόδους  των  σπιτιών  φώτιζαν  φαναράκια  και  άλλα  πέντε  φανάρια  ήταν  κρεμασμένα  στους  τοίχους  για  να  φωτίζουν  το  προαύλιο.  Ο  υπαξιωματικός οδήγησε τον Νεχλιούντοφ από ένα διάδρομο στρωμένο με σανίδες στην είσοδο του  μικρότερου  κτηρίου.  Ανέβηκαν  τρία  σκαλοπάτια,  παραμέρισε  για  ν'  αφήσει  τον  Νεχλιούντοφ  να  περάσει  μπροστά  σ'  ένα  μικρό  δωμάτιο  σαν  χωλ  που  φωτιζόταν  από  ένα  πορτατίφ  και  μύριζε  καμένο  ξύλο  από  σόμπα.  Ένας  στρατιώτης  με  χοντρομπάμπακο  πουκάμισο,  γραβάτα  και  μαύρο  πανταλόνι, φορώντας μια μόνο μπότα με κίτρινο λαιμό στο ένα του πόδι, είχε σκύψει πλάι σε μια  ξυλόσομπα  και  πάσχιζε  κουνώντας  πέρα  δώθε  την  άλλη  του  μπότα  ν'  ανάψουν  τα  κάρβουνα  στο  σαμοβάρι.  Μόλις  αντίκρισε  τον  επισκέπτη,  ο  στρατιώτης  παράτησε  το  σαμοβάρι,  τον  βοήθησε  να  βγάλει το πέτσινο χιτώνιό του και μπήκε στο εσωτερικό δωμάτιο.  —Ήρθε Εξοχότατε!  —Εμπρός, πες του να περάσει, ακούστηκε μια αγριεμένη φωνή.  —Περάστε  μέσα,  είπε  ο  στρατιώτης  κι  αμέσως  γύρισε  στην  ξυλόσομπα  ν'  ανάψει  τελικά  το  σαμοβάρι.  Στο δεύτερο δωμάτιο, που φωτιζόταν από μια κρεμαστή λάμπα, πίσω από ένα τραπέζι με αποφάγια  και  δυο  μποτίλιες  καθόταν  ένας  αξιωματικός  μ'  ένα  αυστριακό  σακάκι  που  σκέπαζε  τους  φαρδείς  του ώμους, και μεγάλα ξανθά μουστάκια στο πολύ αρρενωπό του πρόσωπο.  Στο  ζεστό  δωμάτιο  εκτός  απ'  τη  μυρωδιά  του  καπνού  αναδυόταν  μια  αποπνιχτική  οσμή  κάποιου  βαριού  φτηνού  αρώματος.  Μόλις  αντίκρισε  τον  Νεχλιούντοφ,  ο  αξιωματικός  μισοσηκώθηκε  και  κοίταξε τον επισκέπτη του με κάπως ειρωνικό και φιλύποπτο ύφος.  —Τι  θέλετε;  ρώτησε  και  χωρίς  να  περιμένει  απάντηση  έμπηξε  μια  φωνή  προς  την  πόρτα:  — Μπερνόφ! Θα το ετοιμάσεις καμιά φορά αυτό το σαμοβάρι;  —Αμέσως.  —Θα  σε  περιλάβω  εγώ  αμέσως  και  θα  το  θυμάσαι  για  τα  καλά!  ούρλιαξε,  ενώ  τα  μάτια  του  πετούσαν σπίθες.  —Το φέρνω! φώναξε ο στρατιώτης και μπήκε στο δωμάτιο με το σαμοβάρι.  Ο Νεχλιούντοφ όλη αυτή την ώρα περίμενε να στήσει ο στρατιώτης το σαμοβάρι στο τραπέζι, ενώ ο  αξιωματικός  παρακολουθούσε  με  τα  μοχθηρά  μάτια  του  σα  να  έψαχνε  να  βρει  το  μέρος  που  θα  χτυπούσε τον στρατιώτη.  Όταν  επιτέλους  το  τοποθέτησε,  ο  αξιωματικός  ετοίμασε  τσάι.  Ύστερα  έβγαλε  απ'  το  ερμάρι  ένα  τετράγωνο μπουκάλι με κονιάκ, λίγα μπισκότα Αλμπέρτου κι αφού τα τακτοποίησε όλα πάνω σ' ένα  τραπεζομάντιλο, ξαναγύρισε στον Νεχλιούντοφ.  Digitized by 10uk1s 

  —Το, λοιπόν, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;  —Θα  ήθελα  να  σας  παρακαλέσω  να  μου  δώσετε  την  άδεια  να  επισκεφθώ  μια  κατάδικη,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ, που στεκόταν όλη την ώρα όρθιος.  —Πολιτική; Αυτό απαγορεύεται απ' το νόμο, είπε ο αξιωματικός.  —Όχι, η γυναίκα αυτή δεν είναι πολιτική, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Τότε, παρακαλώ πολύ, καθίστε.  Ο Νεχλιούντοφ κάθισε.  —Δεν είναι πολιτική επανέλαβε — μα με δική μου παράκληση η ανώτατη διοίκηση της επέτρεψε ν'  ακολουθήσει τους πολιτικούς.  —Α, ναι ξέρω! τον διέκοψε ο αξιωματικός. —Λέτε γι' αυτή τη μικρούλα τη μελαχρινή ε; Σ' αυτή την  περίπτωση, δεν υπάρχει καμία αντίρρηση, μπορείτε να την δείτε. Παρακαλώ, καπνίζετε;  Έσπρωξε προς τον Νεχλιούντοφ ένα πακέτο τσιγάρα και αφού γέμισε προσεχτικά δύο ποτήρια τσάι,  έσπρωξε το ένα προς το μέρος του.  —Παρακαλώ... του είπε.  —Σας ευχαριστώ. Ξέρετε, θα 'θελα να την δω...  —Η νύχτα είναι μεγάλη. Προλαβαίνετε. Θα στείλω να σας την φωνάξουν.  —Μήπως  θα  γινόταν  αντί  να  την  φωνάξουν  να  μ'  αφήσετε  να  πάω  ο  ίδιος  στο  κατάλυμά  της;  ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Στους πολιτικούς; Το απαγορεύει ο νόμος!  —Μ' έχουν αφήσει κάμποσες φορές μέχρι τώρα. Μήπως φοβόσαστε πως θα περάσω τίποτα μέσα;  Μα, αν είχα τέτοια πρόθεση, θα μπορούσα να το κάνω και μέσω της κρατουμένης.  —Μα,  τι  λέτε;  Έτσι  θα  την  αφήσουν  να  περάσει;  Θα  την  ψάξουν...  είπε  ο  αξιωματικός  μ'  ένα  αντιπαθητικό γελάκι.  —Τότε να ψάξετε κι εμένα.  —Καλά, θα το βολέψουμε κι αυτό, είπε ο αξιωματικός πλησιάζοντας το ξεβουλωμένο μπουκαλάκι  στο  ποτήρι  του  Νεχλιούντοφ.  —Μου  επιτρέπετε;  Καλά,  όπως  επιθυμείτε;  Όταν  ζεις  σ'  αυτή  τη  Σιβηρία,  είναι  Θεού  θαύμα  να  συναντήσεις  έναν  άνθρωπο  μορφωμένο.  Ξέρετε  από  μόνος  σας,  η  υπηρεσία  μας  εδώ  πέρα  είναι  αποκαρδιωτική.  Κι  όταν  ο  άνθρωπος  είναι  συνηθισμένος  σε  κάτι  άλλο,  υποφέρει.  Λένε  πως  εμείς  οι  αξιωματικοί  συνοδείας  είμαστε  σκληροί  και  κακότροποι,  αγροίκοι, και δεν σκέπτονται ούτε για μια στιγμή πως ο άνθρωπος μπορεί να είναι γεννημένος για  τελείως διαφορετικά πράγματα...  Το  κόκκινο  πρόσωπο  του  αξιωματικού,  το  άρωμά  του,  το  δαχτυλίδι  του  και  προπαντός  τ'  αντιπαθητικό του γέλιο προκαλούσαν έντονη δυσφορία στον Νεχλιούντοφ, μα τώρα, όπως και όλο  Digitized by 10uk1s 

  τον καιρό του ταξιδιού του είχε μια τέτοια ισορροπημένη και αποφασιστική διάθεση που απόφευγε  με κάθε τρόπο την επιπολαιότητα και την περιφρόνηση των άλλων.  Θεωρούσε  επιτακτική ανάγκη  να συνομιλεί με κάθε άνθρωπο αδιακρίτως «μ' όλες του τις δυνάμεις», όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τη  σχέση του αυτή με τους άλλους. Αφού άκουσε προσεκτικά τον αξιωματικό και αφού κατάλαβε τις  ψυχικές  του  διαθέσεις  συμπάθειας  απέναντι  στα  βάσανα  των  ανθρώπων  που  την  τύχη  τους  διαφέντευε, του είπε με σοβαρό ύφος:  —Έχω τη γνώμη πως είναι στο χέρι  σας ν'  ανακουφίσετε τα βάσανα αυτών  των ανθρώπων και να  μπορέσετε έτσι ν' ανασάνετε κι εσείς.  —Ποια βάσανα; Ποιων ανθρώπων; Δεν ξέρετε τι πάστα είν' ετούτοι!  —Και σε τι διαφέρουν δηλαδή απ' όλους τους άλλους; Άνθρωποι είναι κι αυτοί, όπως όλοι μας. Κι  ανάμεσά τους υπάρχουν κι αθώοι...  —Φυσικά,  υπάρχουν  και  τέτοιοι.  Και  βέβαια  είναι  για  λύπηση.  Άλλοι  αξιωματικοί  δεν  αφήνουν  τίποτα να περάσει, εγώ όμως όσο μπορώ, προσπαθώ να τους ανακουφίζω... Καλύτερα να υποφέρω  εγώ παρά αυτοί. Οι άλλοι με το παραμικρό που θα δουν εφαρμόζουν τον κανονισμό, φτάνουν μέχρι  και στον τουφεκισμό! Εγώ όμως τους λυπάμαι... Μου επιτρέπετε να σας σερβίρω; Παρακαλώ, είπε  και  έβαλε  λίγο  ακόμη  τσάι  στο  ποτήρι  του  Νεχλιούντοφ.  —Δε  μου  λέτε,  αλήθεια,  αυτή  η  γυναίκα  που θα επιθυμούσατε να δείτε, τι σας είναι; ρώτησε.  —Είναι  μια  δύστυχη  που  ξέπεσε  σ'  έναν  οίκο  ανοχής  κι  εκεί  της  φόρτωσαν  την  κατηγορία  πως  φαρμάκωσε κάποιον, ενώ δεν ξέρετε πόσο καλή γυναίκα είναι, είπε ο Νεχλιούντοφ.  Ο αξιωματικός κούνησε το κεφάλι του.  —Συμβαίνει,  βλέπετε,  καμιά  φορά.  Θυμάμαι  κάποτε  στο  Καζάν  ήταν  μια  από  δαύτες,  Έμμα  την  έλεγαν.  Κρατούσε  απ'  την  Ουγγαρία,  μα  είχε  μάτια  γνήσιας  Περσίδας,  συνέχισε  μη  μπορώντας  να  κρύψει  ένα  χαμόγελο  σαν  την  έφερε  στη  μνήμη  του.  —Είχε  τέτοιον  αέρα  πάνω  της,  τέτοιαν  αρχοντιά ούτε κόμισσα να 'τανε....  Ο Νεχλιούντοφ διέκοψε την αφήγηση του αξιωματικού και ξαναγύρισε στην προηγούμενη κουβέντα  τους.  —Πιστεύω πως μπορείτε ν' ανακουφίσετε τη ζωή τέτοιων ανθρώπων όσο ακόμη είναι στο χέρι σας.  Και  ενεργώντας  έτσι,  είμαι  βέβαιος  πως  θα  νιώσετε  πραγματική  χαρά,  έλεγε  ο  Νεχλιούντοφ,  προσπαθώντας να διατυπώσει τη σκέψη του όσο γινόταν πιο κατανοητά, σα να μιλούσε με ξένους ή  με παιδιά.  Ο  αξιωματικός  κοίταζε  τον  Νεχλιούντοφ  με  μάτια  που  έλαμπαν  από  ανυπομονησία  περιμένοντας  προφανώς  πότε  θα  τελείωνε  όλα  αυτά  για  να  του  συνεχίσει  την  ιστορία  με  την  Ουγγαρέζα  με  τα  μάτια Περσίδας, που την είχε ξαναφέρει στην μνήμη του για τα καλά και του 'χε θολώσει το μυαλό.  —Ναι, καλά, έτσι είναι... Ας υποθέσουμε πως είν' αλήθεια. Εγώ ξέρετε, τους λυπάμαι. Αλλά ήθελα  να σας πω τώρα για την Έμμα. Το λοιπόν τι νομίζετε πως έκανε;  —Δε με νοιάζει καθόλου τι έκανε, του είπε ο Νεχλιούντοφ, —και θα σας πω ειλικρινά ότι μολονότι  κι  εγώ  ήμουνα  παλιότερα  διαφορετικός  με  τις  γυναίκες,  δεν  μπορώ  σήμερα  ν'  ανεχθώ  μια  τέτοια  αντιμετώπιση. 

Digitized by 10uk1s 

  Ο αξιωματικός κοίταξε φοβισμένος τον Νεχλιούντοφ.  —Θα πάρετε λίγο τσαγάκι ακόμα; ρώτησε.  —Όχι ευχαριστώ.  —Μπερνόφ! φώναξε ο αξιωματικός, — συνόδεψε τον κύριο στον Βακούλοφ, πες του να τον αφήσει  να περάσει στους πολιτικούς για επισκεπτήριο στον ειδικό θάλαμο μέχρι το προσκλητήριο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX  ΜΕ  ΤΗ  ΣΥΝΟΔΕΙΑ  του  ιπποκόμου  του  αξιωματικού,  ο  Νεχλιούντοφ  βγήκε  ξανά  στο  σκοτεινό  προαύλιο με τ' αμυδρό φως απ' τις κόκκινες φλογίτσες των φαναριών.  —Πού πας; ρώτησε ο σκοπός τον ιπποκόμο που συνόδευε τον Νεχλιούντοφ.  —Στο ειδικό, νούμερο πέντε.  —Δεν περνάει από δω, είναι κλειδωμένα. Πρέπει να κάνετε το γύρω απ' τις σκάλες.  —Και γιατί είναι κλειδωμένα;  —Ο αρχιλοχίας κλείδωσε κι έφυγε για το χωριό.  —Τέλος πάντων, ας πάμε από κει.  Ο ιπποκόμος οδήγησε τον Νεχλιούντοφ από τις πέρα σκάλες και περνώντας απ' το διάδρομο με τις  σανίδες  πλησίασαν  στην  άλλη  είσοδο.  Απ'  το  προαύλιο  κιόλας  ερχόταν  ένα  πνιχτό  βουητό  από  φωνές  και  μια  ασταμάτητη  αναταραχή,  σαν  από  πολύβουο  σμάρι  μελισσών  που  ήταν  έτοιμο  να  ξεχυθεί  και  να  εγκαταλείψει  την  κυψέλη.  Μα,  μόλις  ο  Νεχλιούντοφ  πλησίασε  περισσότερο  στην  είσοδο  κι  η  πόρτα  άνοιξε  διάπλατα  μπροστά  του,  το  βουητό  δυνάμωσε  απότομα  κι  έγινε  σωστή  οχλαγοή  από  ανακατεμένες  φωνές,  βρισιές  και  γέλια.  Μέσ'  στην  αντάρα  αντήχησε  το  κροτάλισμα  των αλυσίδων κι ο αέρας γέμισε απ' τη βαριά γνώριμη δυσοσμία από κόπρανα και κατράμι.  Αυτές  οι  δυο  σκηνές,  η  οχλαγοή  με  το  κροτάλισμα  των  αλυσίδων  και  η  φριχτή  αυτή  βρόμα  προκαλούσαν  συνέχεια  ένα  βασανιστικό  συνειρμό  στην  ψυχή  του  Νεχλιούντοφ  που  του  έφερνε  ναυτία. Κι αυτά τα δύο ερεθίσματα ανακατεύονταν πάντοτε μέσα του με αμείωτη ένταση.  Το  πρώτο  που  αντίκρισε  περνώντας  το  κατώφλι  στο  βάθος  του  θαλάμου  ήταν  μια  γυναίκα  καθισμένη  φαρδιά  πλατιά  πάνω  σ'  ένα  θεόρατο  βαρέλι  που  βρομοκοπούσε,  στη  βούτα,  όπως  την  έλεγαν  οι  φυλακισμένοι.  Απέναντί  της,  στεκόταν  ένας  άνδρας  με  στραβοφορεμένο  στο  ξυρισμένο  του κεφάλι το χαρακτηριστικό σαν τηγανίτα σκουφάκι του. Κουβέντιαζαν. Ο κατάδικος, μόλις πήρε  είδηση τον Νεχλιούντοφ, της έκλεισε το μάτι με νόημα και παρατήρησε:  —Ακόμα κι ο ίδιος ο Τσάρος δεν θα μπορούσε ν' αντέξει.  Η γυναίκα κατέβασε τη ρόμπα της και χαμήλωσε τα μάτια της.  Απ' την είσοδο άρχιζε ένας διάδρομος με πόρτες δεξιά κι αριστερά. Η πρώτη πόρτα οδηγούσε στο  θάλαμο  των  παντρεμένων,  πιο  δίπλα  ο  μεγάλος  θάλαμος  των  εργένηδων  και  στο  τέλος  του  διαδρόμου δυο μικροί θάλαμοι για τους πολιτικούς. Το κατάλυμα προοριζόταν για εκατό πενήντα  άτομα  κι  όμως  εκεί  είχαν  στοιβαχτεί  τετρακόσια  πενήντα  τόσο  ασφυχτικά  και  στενάχωρα  που  πολλοί κατάδικοι είχαν στρώσει και στο διάδρομο, άλλοι κάθονταν, άλλοι ήταν ξαπλωμένοι καταγής  κι άλλοι πηγαινοέρχονταν με τα τσαγερά άλλοτε γεμάτα και άλλοτε άδεια. Ανάμεσά τους ήταν κι ο  Ταράς. Πρόφθασε τον Νεχλιούντοφ και τον χαιρέτησε εγκάρδια. Το καλοσυνάτο πρόσωπό του ήταν  γεμάτο μώλωπες στη μύτη και κάτω απ' τα μάτια.  —Τι σου συνέβη; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ. 

Digitized by 10uk1s 

  —Ψιλοπράματα, του είπε γελώντας ο Ταράς.  —Πλακώνονται συνέχεια, εξήγησε με περιφρονητικό ύφος στον Νεχλιούντοφ ο στρατιώτης.  —Για  μια  γυναίκα,  πρόσθεσε  ένας  κατάδικος  που  τους  είχε  πάρει  από  πίσω,  αρπαχτήκανε  με  τον  Φέντκα το στραβούλιακα.  —Κι η Φεντόσια, τι απόγινε; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Όλα καλά, μια χαρά είναι. Να, της κουβαλάω βραστό νερό για τσάι, είπε ο Ταράς και μπήκε στο  θάλαμο των παντρεμένων.  Ο Νεχλιούντοφ λοξοκοίταξε απ' την  μισόκλειστη  πόρτα. Ο θάλαμος όλος ήταν ασφυκτικά γεμάτος  από γυναίκες κι άνδρες πάνω στις κουκέτες και χάμω στο πάτωμα. Μια θολή κουρτίνα από ατμούς  σκέπαζε μέχρι πάνω το ταβάνι απ' τους αχνούς των υγρών ρούχων που στέγνωναν, ενώ αντηχούσε  η ασταμάτητη φλυαρία των γυναικών. Η επόμενη πόρτα οδηγούσε στο θάλαμο των εργένηδων. Εδώ  ήταν  ακόμη  πιο  ασφυκτικά,  μέχρι  και  έξω  στο  κατώφλι  ξεχείλιζε  από  κατάδικους.  Ακριβώς  στο  άνοιγμα  της  πόρτα  ένα  τσούρμο  φυλακισμένες  με  υγρές  φόρμες,  φωνάζοντας,  φαινόταν  κάτι  να  μοιράζουν και να συζητούν σοβαρά. Ο υπαξιωματικός εξήγησε στον Νεχλιούντοφ πως ο επικεφαλής  του  θαλάμου  τους  ξαναμοίραζε  τις  μάρκες  που  'χαν  φτιάξει  από  τραπουλόχαρτα  με  την  καθοδήγηση  ενός  απατεώνα  που  τους  ξάφρισε  έτσι  όλα  τα  χρήματα  για  το  σιτηρέσιο  που  είχαν  πάρει  ή  θα  έπαιρναν.  Βλέποντας  τον  υπαξιωματικό  και  τον  άγνωστο  κύριο  που  συνόδευε,  οι  πιο  κοντινοί  βουβάθηκαν  ξαφνικά  και  κοίταξαν  με  μοχθηρό  βλέμμα  τους  παρείσακτους.  Ανάμεσα  στο  τσούρμο  ο  Νεχλιούντοφ  ξεχώρισε  τον  Φιόντοροφ,  γνωστό  από  τη  φυλακή  που  είχε  πάντοτε  πλάι  του  ένα  κακόμοιρο  πρησμένο  αγόρι  μ'  ανασηκωμένα  φρύδια  και  λευκό  δέρμα,  κι  έναν  ακόμη  πιο  κακάσχημο, με βλογιοκομμένο πρόσωπο, αλήτη, χωρίς μύτη που όλοι τον ήξεραν γιατί σε μια του  απόδραση στα βάθη της ταϊγκά, έλεγαν πως σκότωσε τον σύντροφό του για να τον φάει. Ο αλήτης  στάθηκε  στο  διάδρομο  έχοντας  στον  ώμο  του  τον  υγρό  του  χιτώνα  και,  κοιτάζοντας  κοροϊδευτικά  και προκλητικά τον Νεχλιούντοφ, του έφραξε τον δρόμο. Ο Νεχλιούντοφ τον προσπέρασε.  Όσο γνωστό κι αν ήταν όλο τούτο το θέαμα στον Νεχλιούντοφ, όσο συχνά κι αν έβλεπε στους τρεις  τελευταίους  μήνες  αυτούς  τους  τετρακόσιους  ποινικούς  στις  πιο  διαφορετικές  καταστάσεις,  μέσα  στον καύσωνα, στον κουρνιαχτό που σήκωναν τα αλυσοδεμένα τους πόδια, στις στάσεις καθ' οδόν  για την εξορία, στα προαύλια των σταθμών, όπου αντίκριζε σκηνές τέλειας διαστροφής, κάθε φορά  όταν βρισκόταν ανάμεσά τους και ένιωθε — όπως και τώρα — πως είχαν στραμμένα τα βλέμματά  τους  πάνω  του,  ένα  μαρτυρικό  συναίσθημα  ντροπής  και  ενοχής  τον  κατέκλυζε.  Το  πιο  αβάσταχτο  όμως ήταν πως σ' αυτό το συναίσθημα ντροπής κι ενοχής προσθέτονταν μια ανυπέρβλητη αηδία και  φρίκη.  Ήξερε  ότι  στην  άθλια  κατάστασή  τους  δεν  μπορούσαν  να  ήταν  διαφορετικοί  κι  όμως  του  ήταν αδύνατο να πνίξει την αηδία που του προκαλούσαν.  —Καλά περνάνε οι χαραμοφάηδες, άκουσε κάποιον να λέει με βραχνή φωνή ο Νεχλιούντοφ μόλις  ζύγωσε στους θαλάμους των πολιτικών. —Τι έχουνε να νοιαστούνε; Καρφάκι δεν τους καίγεται ό,τι  κι αν γίνει οι... και ξεστόμισε μιαν ακατονόμαστη βρισιά.  Ένα μοχθηρό και χλευαστικό χάχανο αντήχησε. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ  ΑΦΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ ΤΟ θάλαμο των εργένηδων, ο υπαξιωματικός που συνόδευε τον Νεχλιούντοφ του  είπε πως θα ερχόταν να τον πάρει πριν από το επόμενο προσκλητήριο και επέστρεψε στο γραφείο  του. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί, όταν ένας ξυπόλυτος κατάδικος, υποβαστάζοντας τις αλυσίδες  του  με  γρήγορες  δρασκελιές,  έφθασε  τόσο  κοντά  στον  Νεχλιούντοφ  που  τον  τύλιξε  με  τη  βαριά  αψάδα του ιδρωμένου του κορμιού και του ψιθύρισε με φωνή γεμάτη μυστήριο:  —Προστατέψτε  το  αφέντη.  Το  τρελάνανε  τελείως  το  παλικάρι.  Το  ποτίσανε  για  τα  καλά.  Σήμερα  κιόλας στο προσκλητήριο πήρε τη θέση του Καρμάνοφ. Προστατέψτε το, γιατί εμείς δε μπορούμε,  θα  μας  σκοτώσουν,  είπε  ο  κατάδικος  κοιτάζοντας  τον  Νεχλιούντοφ  ανήσυχα  και  στη  στιγμή  απομακρύνθηκε.  Αυτός ο Καρμάνοφ, βαρυποινίτης στα κάτεργα, είχε καταφέρει έναν νεαρό κατάδικο σ' εξορία που  του  έμοιαζε  να  πάρει  τη  θέση  του,  έτσι  που  τελικά  ο  Καρμάνοφ  να  πάει  εξορία  κι  ο  άλλος  στα  κάτεργα.  Ο Νεχλιούντοφ το γνώριζε κιόλας εδώ και μια εβδομάδα από αυτόν τον ίδιο τον κατάδικο που του  είχε σ' ανύποπτο χρόνο μιλήσει. Γι' αυτό και μ' ένα απλό κούνημα του κεφαλιού έδειξε στον άλλον  πως κατάλαβε και πως θα 'κανε ό,τι μπορούσε, κι αμέσως χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει συνέχισε  το δρόμο του.  Τον  είχε  συναντήσει  στο  Γιεκατερινμπούργκ,  όπου  ο  κατάδικος  εκείνος  του  είχε  ζητήσει  να  μεσολαβήσει  για  να  επιτρέψουν  στη  γυναίκα  του  να  τον  ακολουθήσει  και  τον  είχε  εκπλήξει  η  αποκοτιά  του.  Ήταν  ένας  πολύ  συνηθισμένος  τύπος  μουζίκου  με  μέτριο  παράστημα  γύρω  στα  τριάντα  που  'χε  καταδικαστεί  σε  κάτεργα  για  ληστεία  με  φόνο.  Τον  φώναζαν  Μακάρ  Ντέφκιν.  Το  έγκλημα  που  'χε  διαπράξει  ήταν  πολύ  αλλόκοτο  κι όπως  ο  ίδιος  διηγήθηκε  στον  Νεχλιούντοφ  δεν  ήταν δικό του έργο, μα του τρισκατάρατου Σατανά. Μια μέρα έφθασε στο χωριό του πατέρα του,  αφηγιόταν ο Μακάρ, ένας ξένος και νοίκιασε για δυο ρούβλια το κάρο του λέγοντας πως ήθελε να  επισκεφθεί  ένα  κεφαλοχώρι  κάπου  σαράντα  βέρστια  μακριά.  Ο  πατέρας  του  τον  πρόσταξε  να  οδηγήσει  εκείνος  τον  ξένο.  Ο  Μακάρ  έζεψε  τ'  άλογα,  ντύθηκε  και  μαζί  με  τον  ξένο  κάθισε  στο  τραπέζι να πιει τσάι. Καθώς έπιναν το τσάι τους, ο ξένος του διηγήθηκε πως πήγαινε να πάρει μια  νύφη και πως είχε πάνω του απ' τις οικονομίες του καμιά πεντακοσαριά ρούβλια. Μόλις τ' άκουσε  αυτό  ο  Μακάρ  σηκώθηκε,  βγήκε  στην  αυλή  και  φόρτωσε  στην  καρότσα  κάτω  απ'  το  σανό  ένα  τσεκούρι.  —Ούτε κι εγώ ξέρω τι μ' έκανε τότε να πάρω το τσεκούρι, συνέχισε την αφήγησή του. «Πάρ' το το  τσεκούρι, πάρ' το» μου έλεγε ο Τρισκατάρατος κι εγώ δεν άντεξα, το πήρα. Ανεβήκαμε στο κάρρο  και  ξεκινήσαμε.  Στο  δρόμο  όλα  καλά.  Εγώ  είχα  κιόλας  ξεχάσει  το  τσεκούρι.  Είχαν  απομείνει  γύρω  στα  έξι  βέρστια  μέχρι  το  κεφαλοχώρι,  κοντοζυγώναμε.  Για  να  βγαίναμε  στη  δημοσιά,  έπρεπε  να  παίρναμε πρώτα μια ανηφοριά. Ξεπέζεψα κι άρχισα να περπατάω πίσω απ' το κάρο, κι Εκείνος μου  ψιθυρίζει: «Τι το σκέφτεσαι; Σαν ανεβείτε την ανηφόρα και βγείτε στη δημοσιά θα 'χει κόσμο κι από  κει θα φτάσετε στο χωριό. Αυτός θα σου ξεφύγει με τα λεφτά. Τώρα είναι η στιγμή, μην αφήσεις να  σου  ξεφύγει  η  ευκαιρία!»  Σκύβω  τότε  στο  κάρο  για  να  σιάξω  τάχα  μου  το  σανό  και,  χωρίς  να  το  καταλάβω, το τσεκούρι ήρθε και κόλλησε στο χέρι μου. Ο ξένος γύρισε και ρώτησε: «Τι κάνεις εκεί;»  Σήκωσα  τότε  το  τσεκούρι  για  να  του  λιανίσω  το  κεφάλι,  μα  κείνος  ήταν  σβέλτος  και  μ'  ένα  σάλτο  ξεπέζεψε  και  μ'  άρπαξε  απ'  το  χέρι:  «Τι  πας  να  κάνεις  βρε  κακούργε;...».  Με  γκρέμισε  πάνω  στο  χιόνι, ούτε που πρόλαβα να του αντισταθώ και παραδόθηκα. Μου 'δεσε τα χέρια με το ζουνάρι του,  με φόρτωσε στην καρότσα και με πήγε κατ' ευθείαν στον αστυνόμο. Μ' έκλεισαν στη φυλακή. Μετά  με  δικάσανε.  Η  κοινότητα  των  μουζίκων  έδωσε  καλές  συστάσεις  για  μένα,  πως  ήμουνα  καλός  κι  άνθρωπο ποτέ δεν είχα βλάψει. Και τ' αφεντικά που μ' είχαν στη δούλεψή τους, είπαν κι αυτοί καλά  Digitized by 10uk1s 

  λόγια. Μα, δικηγόρο δεν είχα να πληρώσω, έλεγε καταλήγοντας ο Μακάρ, κι έτσι μου φορτώσανε  τέσσερα χρονάκια...  Και τώρα τούτος ο άνθρωπος, θέλοντας να γλιτώσει τον συγχωριανό του, μ' όλο που ήξερε πως μ'  αυτά  του  τα  λόγια  κινδύνευε  η  ζωή  του,  αποκάλυψε  τελικά  στον  Νεχλιούντοφ  ένα  μυστικό  των  κατάδικων που αν εκείνοι μάθαιναν πως αυτός το είπε, θα τον πνίγανε το δίχως άλλο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI  ΔΥΟ  ΜΙΚΡΑ  ΚΕΛΙΑ  με  πόρτες  που  οδηγούσαν  σ'  ένα  απομονωμένο  μέρος  του  διαδρόμου  αποτελούσαν το κατάλυμα των πολιτικών. Τον πρώτο που αντίκρισε μπροστά του μόλις πέρασε εκεί  ο Νεχλιούντοφ ήταν ο Σίμονσον που κρατούσε ένα κούτσουρο από πεύκο στο χέρι του. Φορούσε το  χιτώνιό του και καθόταν ανακούρκουδα μπροστά σε μια αναμμένη χτιστή σόμπα κι απ' το πύρωμα  της φωτιάς τρεμόπαιζε το πορτάκι της.  Βλέποντας τον Νεχλιούντοφ και χωρίς να ξεβολευτεί απ' τη θέση του, τον κοίταξε απ' τα νύχια ως  την κορφή, κάτω απ' τα πεταχτά φρύδια του και του 'δωσε το χέρι του.  —Χαίρομαι  που  ήρθατε.  Πρέπει  να  σας  δω  και  να  μιλήσουμε,  του  είπε  με  πολύ  σοβαρό  ύφος  κοιτάζοντας τον Νεχλιούντοφ κατάματα.  —Τι ακριβώς θα θέλατε;  —Αργότερα θα τα πούμε. Τώρα έχω δουλειά.  Κι  ο  Σίμονσον  καταπιάστηκε  και  πάλι  με  τη  σόμπα  του  που  την  έκαιγε  με  ένα  δικό  του  τρόπο  πιστεύοντας πως έτσι είχε τις λιγότερες απώλειες σε θερμότητα.  Ο Νεχλιούντοφ ετοιμαζόταν κιόλας να περάσει το κατώφλι της πρώτης πόρτας, όταν από τη διπλανή  ξεπρόβαλε  σκυφτή  κρατώντας  μια  σκούπα  από  σπάρτα  η  Μάσλοβα  που  σάρωνε  ένα  σωρό  σκουπίδια και χώματα προς την πλευρά της σόμπας. Φορούσε μια άσπρη μπλούζα, ανασηκωμένη  φούστα και κάλτσες, ενώ στο κεφάλι είχε δεμένη μέχρι τα φρύδια της μιαν άσπρη μαντίλα για να  μην  σκονίζεται.  Μόλις  είδε  τον  Νεχλιούντοφ,  τεντώθηκε  όρθια,  το  πρόσωπό  της  κοκκίνισε,  παράτησε  το  σάρωθρο  και  σκουπίζοντας  τα  χέρια  της  στη  φούστα  της  στάθηκε  ακριβώς  μπροστά  του.  —Τακτοποιείτε το θάλαμο; είπε ο Νεχλιούντοφ δίνοντάς της το χέρι.  —Ναι, ξαναθυμήθηκα τα παλιά, είπε εκείνη χαμογελώντας. —Έχει τόση βρόμα εδώ μέσα που δεν το  φαντάζεται  άνθρωπος.  Καθαρίσαμε  και  ξανακαθαρίσαμε,  μα  πού...  Ε,  τι  έγινε  η  κουβέρτα;  Στέγνωσε; ρώτησε τον Σίμονσον.  —Σχεδόν,  αποκρίθηκε  εκείνος,  κοιτάζοντάς  την  μ'  ένα  τρόπο  που  'κανε  στον  Νεχλιούντοφ  εντύπωση.  —Καλά τότε, θα 'ρθω να την πάρω και θα φέρω και τα κοντογούνια να τα στεγνώσεις. Οι δικοί μας  είναι  εκεί  μέσα,  είπε  γυρίζοντας  στον  Νεχλιούντοφ  δείχνοντάς  του  τη  διπλανή  πόρτα,  ενώ  εκείνη  έμπαινε στην άλλη στο βάθος.  Ο Νεχλιούντοφ άνοιξε την πόρτα και πέρασε σ' ένα στενάχωρο κελί που φωτιζόταν αμυδρά από μια  μικρή  μεταλλική  λάμπα  πλάι  σε  μια  κουκέτα,  χαμηλά.  Στο  κελί  έκανε  κρύο,  ο  άερας  μύριζε  σκόνη  που  δεν  είχε  ακόμα  καθίσει  απ'  το  σκούπισμα,  υγρασία  και  καπνό.  Η  τενεκεδένια  λάμπα  φώτιζε  έντονα  σε  μικρή  αχτίνα  γύρω,  οι  κουκέτες  όμως  έμεναν  στο  μισοσκόταδο  και  στους  τοίχους  τρεμούλιαζαν ακαθόριστοι ίσκιοι.  Στο μικρό εκείνο κελί ήταν όλοι μαζεμένοι εκτός από δύο άνδρες που 'χαν βάρδια για τα τρόφιμα κι  είχαν  πάει  να  φέρουν  βρασμένο  νερό  και  προμήθειες.  Ήταν  εκεί  και  η  παλιά  γνώριμη  του  Νεχλιούντοφ, η Βέρα Γιεφρέμοβνα, πιο κίτρινη και πιο αδυνατισμένη, με τα τεράστια τρομαγμένα  Digitized by 10uk1s 

  μάτια  και  την  πεταγμένη  έξω  στο  μέτωπο  φλέβα,  με  κοντά  κουρεμένα  μαλλιά  και  μια  γκρίζα  φούστα.  Είχε  στρωμένο  μπροστά  της  ένα  κομμάτι  εφημερίδα  με  λίγο  χύμα  καπνό  πάνω  και  με  γρήγορες σπασμωδικές κινήσεις γέμιζε παπιρόσι.  Εδώ ήταν και μία από τις πιο συμπαθητικές γυναίκες πολιτικές κρατούμενες, η Εμιλία Ραντσέβα που  'χε  αναλάβει  την  περιποίηση  του  χώρου  δίνοντάς  του  μέσα  σ'  εκείνες  τις  τόσο  αντίξοες  συνθήκες  μια  νότα  γυναικείας  νοικοκυροσύνης  και  χάρης.  Καθόταν  πλάι  στην  λάμπα,  είχε  ανασηκωμένα  τα  μανίκια αφήνοντας να φανούν τα ηλιοκαμένα, όμορφα κι επιδέξια χέρια της και σκούπιζε τις κούπες  και τις φλιτζάνες τοποθετώντας τες πάνω σε μια στρωμένη πετσέτα. Η Ραντσέβα ήταν μια μάλλον  άσχημη  νεαρή  γυναίκα,  με  έξυπνη  όμως  και  μειλίχια  έκφραση  στο  πρόσωπό  της  που  μ'  ένα  μόνο  χαμόγελο μπορούσε στη στιγμή να μεταφορφωθεί και να γίνει πρόσχαρο, ζωντανό και γοητευτικό.  Μ' ένα τέτοιο χαμόγελο υποδεχόταν τώρα τον Νεχλιούντοφ.  —Κι  εμείς  που  νομίζαμε  πως  μας  είχατε  κιόλας  αφήσει  οριστικά  για  να  γυρίσετε  στη  Ρωσία...  του  είπε.  Εδώ  ήταν  μέσα  στο  μισοσκόταδο  σε  μια  γωνία,  στην  άλλη  άκρη,  και  η  Μάρια  Πάβλοβνα  που  ασχολιόταν με το κατάξανθο κοριτσάκι που δεν έπαυε στιγμή να τιτιβίζει με τη γλυκιά παιδική του  φωνούλα.  —Τι καλά που ήρθατε! Είδατε την Κάτια; ρώτησε τον Νεχλιούντοφ. —Κοιτάξτε ποιος μας ήρθε εδώ!  και του έδειξε το κοριτσάκι.  Εδώ  ήταν  κι  ο  Ανατόλι  Κρυλτσόφ,  σκελετωμένος  και  χλομός  καθισμένος  με  κουλουριασμένα  τα  πόδια του μέσα στις τσόχινες μπότες, στην άλλη άκρη, πάνω σε μια κουκέτα με χωμένα τα χέρια στα  μανίκια απ' το κοντογούνι του, θλιμμένος και αναριγησμένος κοίταζε τον Νεχλιούντοφ με μάτια που  λαμποκοπούσαν απ' τον πυρετό. Ο Νεχλιούντοφ ήθελε να τον πλησιάσει, μα δίστασε την τελευταία  στιγμή  γιατί,  δεξιά  απ'  την  πόρτα  καθόταν  ένας  άνδρας  με  ρούσα  σγουρά  μαλλιά,  γυαλιά  και  επενδύτη  από  μουσαμά  ψάχνοντας  κάτι  στο  ντορβά  του  και  κουβεντιάζοντας  με  την  όμορφη  και  χαμογελαστή Γκραμπέτς. Ήταν ο περιβόητος επαναστάτης Νοβοντβόροφ κι ο Νεχλιούντοφ βιάστηκε  να τον χαιρετίσει και  να  τον προσπεράσει το  συντομότερο, γιατί απ' όλους  τους πολιτικούς αυτής  της  ομάδας  αυτόν  τον  αντιπαθούσε.  Ο  Νοβοντβόροφ  έπαιξε  τα  γαλάζια  μάτια  του  πίσω  απ'  τα  γυαλιά κοιτάζοντας τον Νεχλιούντοφ και σουφρώνοντας τα φρύδια, του πρότεινε το αδύνατο χέρι  του.  —Λοιπόν, πάει καλά το ταξίδι σας; τον ρώτησε, με φανερή ειρωνεία στον τόνο της φωνής του.  —Ναι, είναι πολύ ενδιαφέρον, αποκρίθηκε ο Νεχλιούντοφ προσποιούμενος πως δεν κατάλαβε την  ειρωνεία του άλλου, λογίζοντάς την για ευγένεια, και πήγε κοντά στον Κρυλτσόφ.  Μ'  όλο  που  έδειχνε  εξωτερικά  αδιάφορος  για  τον  Νοβοντβόροφ,  ο  Νεχλιούντοφ  κατά  βάθος  δεν  ήταν αδιάφορος. Αυτά τα λόγια του, η φανερή του διάθεση να πει την πικρή του κουβέντα και να  κάνει το κακό του χάλασαν τη καλή διάθεση. Η ψυχή του γέμισε στεναχώρια και θλίψη.  —Τι  χαμπάρια;  Πώς  πάει  η  υγεία;  ρώτησε  τον  Κρυλτσόφ  σφίγγοντάς  του  το  παγωμένο  και  τρεμάμενο χέρι του.  —Καλά, καλά, μόνο που δεν τα καταφέρνω να ζεστάνω το κοκαλάκι μου. Βράχηκα στο δρόμο, είπε ο  Κρυλτσόφ  χώνοντας  βιαστικά  το  χέρι  του  στο  μανίκι  απ'  το  κοντογούνι  του.  —Κι  έχει  ένα  διαβολεμένο  κρύο  εδώ  πέρα,  δεν  περιγράφεται!  Κοιτάξτε  τα  παράθυρα  είναι  σπασμένα,  κι  έδειξε  με το δάχτυλό του τα σπασμένα τζάμια σε δύο σημεία πίσω απ' τα καγκελόφραχτα καφασωτά. — Digitized by 10uk1s 

  Εσείς πώς τα πάτε; Γιατί χαθήκατε;  —Δεν  δίνουν  άδεια,  ο  διοικητής  είναι  αυστηρός.  Μόνο  σήμερα  κατάφερα  να  πετύχω  έναν  αξιωματικό με λίγη κατανόηση κι ευγένεια.  —Μάλιστα,  μάλιστα  με  κατανόηση  κι  ευγένεια!  Ρωτήστε  καλύτερα  την  Μάσσα  να  σας  πει  τι  μας  έκανε, το λοιπόν, το πρωί.  Η Μάρια Πάβλοβνα χωρίς να σηκωθεί απ' τη θέση της, αφηγήθηκε όσα έγιναν με το κοριτσάκι πριν  αναχωρήσουν απ' το σταθμό.  —Νομίζω  πως  πρέπει  να  διαδηλώσουμε  μια  ομαδική  διαμαρτυρία,  είπε  μ'  αποφασιστική  φωνή  η  Βέρα  Γιεφρέμοβνα,  κοιτάζοντας  ταυτόχρονα  αβέβαια  και  φοβισμένα  πότε  τον  έναν  και  πότε  τον  άλλον. —Ο Βλαντίμιρ διαμαρτυρήθηκε, μα μόνος αυτός δεν φτάνει.  —Τι διαμαρτυρία πάλι; φώναξε με θυμό ο Κρυλτσόφ, σουφρώνοντας τα φρύδια του. Φαινόταν πως  από καιρό τώρα του έδινε στα νεύρα το πολύπλοκο και προσποιητό ύφος, καθώς κι η νευρικότητα  της Βέρα Γιεφρέμοβνα. —Ψάχνετε την Κάτια; ρώτησε τον Νεχλιούντοφ. — Όλη την ώρα δουλεύει,  καθαρίζει. Πριν λίγο καθάριζε εδώ σε μας, στων ανδρών, τώρα πάει στων γυναικών. Μονάχα τους  ψύλλους δεν μπορεί να μας καθαρίσει, ζωντανούς θα μας φάνε! Μα, η Μάσσα τι κάνει εκεί πέρα;  Μου λέτε; ρώτησε δείχνοντας με το κεφάλι του προς τη γωνιά που καθόταν η Μάρια Πάβλοβνα.  —Ψειρίζει την ψυχοκόρη της, απάντησε η Ραντσέβα.  —Και δε θα 'ρθουν κατά πάνω μας τα ζούδια; ρώτησε ο Κρυλτσόφ.  —Όχι, όχι έχω το νου μου. Είναι καθαρή τώρα η μικρούλα μου, είπε η Μάρια Πάβλοβνα. —Πάρτε  την,  είπε  στην  Ραντσέβα,  —εγώ  θα  πάω  να  δώσω  ένα  χεράκι  στην  Κάτια.  Και  γυρίζοντας  θα  του  φέρω και την κουβέρτα.  Η Ραντσέβα πήρε στα χέρια της το κοριτσάκι και με μητρική στοργή, σφίγγοντας στην αγκαλιά της τα  γυμνά  και  στρουμπουλά  μπρατσάκια  του  παιδιού,  το  κάθισε  στα  γόνατά  της  και  του  'δωσε  ένα  κομμάτι ζάχαρη.  Η  Μάρια  Πάβλοβνα  βγήκε  απ'  το  κελί  και  αμέσως  μετά  μπήκαν  δύο  άνδρες  με  βραστό  νερό  και  τρόφιμα. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII  Ο  ΕΝΑΣ  ΑΠ'  ΤΟΥΣ  ΔΥΟ  που  μπήκαν  στο  θάλαμο  ήταν  νέος  άνδρας,  μικρόσωμος,  ξερακιανός  με  κουμπωμένο vς επάνω το κοντογούνι του και ψηλές μπότες. Το βήμα του ήταν ανάλαφρο και ταχύ,  κουβαλούσε δυο μεγάλες τσαγιέρες με ζεματιστό νερό και κάτω απ' τη μασχάλη του κρατούσε ένα  καρβέλι τυλιγμένο σε μια πετσέτα.  —Πω,  πω,  τι  βλέπω!  Kι  ο  πρίγκιπας  εδώ,  φώναξε  καθώς  ακουμπούσε  τις  τσαγιέρες  ανάμεσα  στα  φλιτζάνια κι έδινε το ψωμί στην Μάσλοβα. —Αγοράσαμε κάτι θαυμάσια πράγματα! είπε και πέταξε  το  κοντογούνι  του  σε  μια  γωνία  πάνω  απ'  τα  κεφάλια  των  άλλων.  —Ο  Μάρκελ  αγόρασε  γάλα  κι  αυγά. Θα το κάψουμε απόψε! Η Κυρίλοβνα, βλέπω το βιολί της, τα 'χει κάνει όλα 'δω μέσα λαμπίκο  με  τις  καθαριότητές  της...  είπε  και  κοίταξε  μ'  ένα  χαμόγελο  την  Ραντσέβα.  —Και  τώρα,  εμπρός,  ετοίμασε μου τσάι, την παρακαλούσε.  Το παρουσιαστικό αυτού του ανθρώπου, οι κινήσεις του, ο ήχος της φωνής του σκορπούσαν έντονα  μιαν  αίσθηση  ζωντάνιας  και  ευθυμίας.  Αντίθετα,  ο  άλλος  ο  άνδρας  —κι  αυτός  μικρόσωμος,  ξερακιανός  με  πολύ  εξογκωμένα  μήλα  στις  κατάχλομες  παρειές  του,  υπέροχα  πρασινωπά  ορθάνοιχτα μάτια και καλλίγραμμα χείλη —ήταν σκυθρωπός και μελαγχολικός.  Φορούσε ένα παλιό καπιτονέ παλτό και γαλότσες πάνω απ' τα παπούτσια του. Κρατούσε στα χέρια  του δυο δοχεία και δυο πανέρια. Ακούμπησε τα πράγματα μπροστά στην Ραντσέβα, χαιρέτησε με  μιαν υπόκλιση τον Νεχλιούντοφ και στάθηκε χωρίς να τον αφήσει στιγμή απ' τα μάτια του. Ύστερα  του έδωσε άκεφα το ιδρωμένο του χέρι κι άρχισε αργά αργά να βγάζει απ' τα πανέρια τα τρόφιμα.  Κι  οι  δυο  αυτοί  πολιτικοί  κρατούμενοι  ήταν  άνθρωποι  του  λαού:  ο  πρώτος,  ο  Ναμπάτοφ,  ήταν  αγρότης κι ο δεύτερος, ο Μάρκελ Κοντράτιεφ, ήταν εργάτης σε φάμπρικα. Ο Μάρκελ έμπλεξε με το  επαναστατικό κίνημα σε μεγάλη ηλικία, ήταν κιόλας τριάντα πέντε ετών, ενώ αντίθετα ο Ναμπάτοφ  νωρίς νωρίς, απ' τα δεκαοχτώ του. Χάρη στις εκπληκτικές διανοητικές του ικανότητες, ο Ναμπάτοφ  μετά  το  δημοτικό  στο  χωριό,  σπούδασε  στο  λύκειο  της  πόλης  όπου  συντηρούσε  τον  εαυτό  του  παραδίνοντας μαθήματα. Κατάφερε να τελειώσει με άριστα και χρυσό μετάλλιο, μα δεν πρόλαβε να  πάει  στο  πανεπιστήμιο  γιατί  όταν  ήταν  στην  εβδόμη  κιόλας  τάξη  είχε  αποφασίσει  πως  θα  ξαναγύριζε  στον  απλό  κόσμο  όπου  είχε  τις  ρίζες  του  για  να  διαφωτίσει  και  να  μορφώσει  τα  ξεχασμένα στο έλεος του Θεού αδέρφια του. Έτσι κι έκανε τελικά. Αρχικά δούλεψε σαν γραμματικός  σ'  ένα  μεγάλο  κεφαλοχώρι,  μα  γρήγορα  τον  συνέλαβαν  γιατί  διάβαζε  στους  μουζίκους  βιβλία  και  οργάνωσε ανάμεσά τους ένα σύλλογο καταναλωτών και παραγωγών. Την πρώτη φορά κάθισε μέσα  οκτώ  μήνες.  Τον  έβγαλαν  έξω  υπό  στενή  παρακολούθηση  μέρα  νύχτα.  Εκείνος,  μόλις  τον  ελευθέρωσαν,  έφυγε  σε  άλλο  κυβερνείο,  σε  άλλα  χωριά,  όπου  δουλεύοντας  σα  δάσκαλος  έκανε  πάλι τα ίδια. Τον ξαναπιάσανε και τον φυλακίσανε αυτή τη φορά για ένα χρόνο και δύο μήνες, μα  μέσα στη φυλακή ατσαλώθηκε ακόμη περισσότερο.  Ύστερ' απ' τη δεύτερη φυλάκισή του, τον έστειλαν εξορία στο κυβερνείο του Περμ. Δραπέτευσε από  κει. Τον ξανάπιασαν, τον έχωσαν μέσα εφτά μήνες και τον έστειλαν και πάλι εξορία, αυτή τη φορά  στο κυβερνείο του Αρχάγγελου. Από κει, επειδή αρνήθηκε να ορκιστεί πίστη στον καινούριο Τσάρο  τον  καταδίκασαν  σε  νέα  εκτόπιση  και  τον  εξόρισαν  στο  κυβερνείο  της  Γιακουτίας.  Έτσι  πέρασε  τη  μισή  του  ζωή  στις  φυλακές  και  τις  εξορίες.  Όλες  ετούτες  οι  περιπέτειες  δεν  δηλητηρίασαν  το  χαρακτήρα  του  ούτε  εξάντλησαν  τη  δύναμή  του,  αντίθετα  τον  ατσάλωσαν  πιο  πολύ.  Ήταν  ένας  αεικίνητος άνθρωπος με πολύ γερό στομάχι, πάντοτε γεμάτος ενέργεια, ευθυμία και σφρίγος. Ποτέ  του για τίποτα δεν μετάνιωνε και ποτέ του δε σχεδίαζε τίποτα για το αύριο. Βίωνε μ' όλη τη δύναμη  του  νου  και  της  ψυχής,  τις  δεξιότητες  και  την  ευστροφία  του  την  καθημερινότητα.  Όταν  ήταν  έξω  απ'  τη  φυλακή  εργαζόταν  για  το  σκοπό  που  υπηρετούσε,  για  τη  μόρφωση,  τη  συσπείρωση  των  εργατών  και  προπαντός  των  αγροτών.  Όταν  πάλι  ήταν  πίσω  απ'  τα  σίδερα  συνέχιζε  την  ίδια  Digitized by 10uk1s 

  ενεργητική  και πραχτική  του δράση για να μένει  σ' αδιάκοπη επαφή με τον έξω κόσμο και για να  καλυτερεύει  όσο  γινόταν  στις  συνθήκες  εκείνες  όχι  μονάχα  τη  δική  του  ζωή,  μα  και  τη  ζωή  των  συγκρατουμένων του. Πάνω απ' όλα ήταν άνθρωπος κοινωνικός. Έδινε την εντύπωση πως δεν του  χρειαζόταν απολύτως τίποτα στη ζωή και μπορούσε να ικανοποιηθεί με το παραμικρό, όμως για την  κοινότητα των συντρόφων του είχε μεγάλες απαιτήσεις, και για να τους εξυπηρετήσει, μπορούσε να  δουλέψει  σ'  οποιαδήποτε  δουλειά  —σωματική  και  πνευματική  —χωρίς  να  παίρνει  ανάσα,  χωρίς  ύπνο,  χωρίς  φαΐ.  Σαν  μουζίκος,  ήταν  πολύ  εργατικός,  καπάτσος,  μ'  επιδέξια  χέρια  σ'  ό,τι  δουλειά  έπιανε  να  κάνει,  κι  οπωσδήποτε  λιτοδίαιτος  κι  εγκρατής.  Ακόμη,  ήταν  καλόγνωμος  με  φυσική  ευγένεια, έτοιμος να σεβαστεί τις γνώμες και τα αισθήματα των άλλων γύρω του. Η γριά‐μάνα του,  μια  αγράμματη  χωριάτισσα,  ήταν  χήρα,  γεμάτη  δεισιδαιμονίες,  και  ζούσε  ακόμη  στο  χωριό.  Ο  Ναμπάτοφ την βοηθούσε όταν τύχαινε να είναι έξω και πήγαινε συχνά να την δει.  Όσο καιρό έμενε κοντά της, ρωτούσε και μάθαινε κάθε λεπτομέρεια απ' τη ζωή της, την βοηθούσε  στις δουλειές της, ενώ διατηρούσε τις σχέσεις του με τους πρώην συντρόφους του, τα παιδιά των  μουζίκων:  κάπνιζαν  φτηνό  καπνό  στρίβοντας  τσιγάρα,  έπαιρνε  μέρος  στις  φιλικές  τους  πυγμαχίες  και  προσπαθούσε  στις  κουβέντες  τους  να  τους  εξηγήσει  πόσο  τους  είχαν  εξαπατήσει  στη  ζωή  και  πως έπρεπε να απελευθερωθούν απ' τα δεσμά της πλάνης τους που τους κρατούσαν ομήρους. Όταν  σκεφτόταν και μιλούσε για την επανάσταση και τα ευεργετήματα που θα 'φερνε στο λαό, πάντοτε  είχε στο νου του αυτόν τον λαό που κι ο ίδιος ήταν κομμάτι του, να ζει με τις ίδιες σχεδόν συνθήκες  ζωής,  μόνο  έχοντας  δική  του  γη  και  χωρίς  αφέντες  και  γραφειοκράτες.  Η  επανάσταση,  όπως  τη  φανταζόταν εκείνος, δεν έπρεπε ν' αλλάξει τις βασικές μορφές ζωής του λαού — σ' αυτό το σημείο  διαφωνούσε  με  τον  Νοβοντβόροφ  και  τον  Μάρκελ  που  'ταν  οπαδός  του  Νοβοντβόροφ  —  η  επανάσταση, κατά τη γνώμη του, δεν έπρεπε να καταστρέψει ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα,  αλλά να κάνει μια άλλη εσωτερική διάταξη στους χώρους αυτού του εξαίσιου, στέρεου, τεράστιου  κτίσματος που ο ίδιος λάτρευε, με τόσο πάθος.  Στα  θρησκευτικά  ζητήματα  ήταν  επίσης  ένας  τυπικός  μουζίκος:  ποτέ  του  δεν  τον  απασχόλησαν  μεταφυσικά προβλήματα, ποτέ του δεν αναρωτήθηκε για την πρώτη αρχή του κόσμου, για τη μετά  θάνατον  ζωή.  Ο  Θεός  ήταν  γι'  αυτόν,  όπως  και  για  τον  Αραγκό,  μια  υπόθεση  που  μέχρι  τώρα  δεν  χρειάστηκε  να  επιβεβαιώσει.  Ούτε  που  τον  ένοιαζε  πώς  γεννήθηκε  ο  κόσμος,  με  τη  συνταγή  του  Μωυσή  ή  του  Δαρβίνου,  και  αυτός  ο  ίδιος  ο  δαρβινισμός  που  τόσο  πολύ  είχαν  σ'  εκτίμηση  οι  σύντροφοί  του,  γι'  αυτόν  δεν  ήταν  παρά  ένα  απλό  παιχνίδι  της  σκέψης,  όπως  ακριβώς  κι  η  δημιουργία του κόσμου σ' έξι μέρες.  Δεν τον ένοιαζε πώς γεννήθηκε ο κόσμος, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτό που τον απασχολούσε  κάθε στιγμή στη ζωή του ήταν το πώς θα ζήσει καλύτερα σ' αυτόν τον κόσμο. Όσο για τη μέλλουσα  ζωή  που  δεν  σκεφτόταν,  ήταν  γιατί  κουβαλούσε  στα  μύχια  της  ψυχής  του  εκείνη  την  αρχέγονη  κληρονομιά με τις αμετακίνητες κι αβίαστες πεποιθήσεις, κοινές σ' όλους τους γεωργούς, ότι όπως  στον κόσμο των ζώων και των φυτών τίποτα δεν τελειώνει οριστικά, αλλά διαρκώς μεταμορφώνεται  από τη μια μορφή στην άλλη — η κοπριά σε σπόρο, ο σπόρος σε πουλί, ο γυρίνος σε βάτραχο, το  σκουλήκι σε πεταλούδα, το βαλανίδι σε βαλανιδιά — έτσι κι ο άνθρωπος δεν χάνεται, μόνο μορφές  αλλάζει.  Το  πίστευε  τούτο  ακράδαντα  και  γι'  αυτό  κοίταζε  το  θάνατο  κατάματα  μ'  αποκοτιά  και  μάλιστα με χιούμορ. Υπόμενε καρτερικά τα βάσανα και τις δοκιμασίες που οδηγούν σ' αυτόν, όμως  δεν  του  άρεσε,  μα  κι  ούτε  ήξερε  να  μιλά  για  τέτοια.  Προτιμούσε  να  δουλεύει  και  να  καταγίνεται  συνέχεια με πρακτικά πράγματα και σ' αυτά παρορμούσε και τους συντρόφους του.  Ο  άλλος  πολιτικός  κρατούμενος,  από  το  Κόμμα  του  Λαού  κι  αυτός,  ο  Μάρκελ  Κοντράτιεφ,  ήταν  αλλιώτικος  χαρακτήρας.  Βρέθηκε  να  δουλεύει  απ'  τα  δεκαπέντε  του  και  για  να  πνίξει  το  πικρό  φαρμάκι  της  αδικίας  το  'ριξε  από  νωρίς  στο  κάπνισμα  και  στο  ποτό.  Αυτή  την  αδικία  την  πρωτόνιωσε  σε  μια  χριστουγεννιάτικη  γιορτή  που  την  είχε  οργανώσει  η  σύζυγος  του  εργοστασιάρχη,  στη  φάμπρικα  του  οποίου  δούλευε,  όταν  σ'  αυτόν  και  στους  συναδέλφους  του  Digitized by 10uk1s 

  χάρισαν  μια  τρομπέτα  της  δεκάρας,  ένα  μήλο,  ένα  επιχρυσωμένο  καρύδι  κι  ένα  σύκο,  ενώ  στα  παιδιά  του  εργοστασιάρχη  χάρισαν  κάτι  παιχνίδια  ονειρεμένα  που  στα  μάτια  του  φάνταζαν  σα  δώρα νεράιδας και που κόστιζαν — όπως έμαθε αργότερα —πάνω από πενήντα ολόκληρα ρούβλια.  Ήταν είκοσι ετών, όταν στη ίδια φάμπρικα έπιασε δουλειά μια εργάτρια, ξακουστή επαναστάτρια,  που  αμέσως  αντιλήφθηκε  τις  ξεχωριστές  ικανότητες  του  Κοντράτιεφ  κι  άρχισε  να  του  δίνει  βιβλία  και μπροσούρες, να του μιλάει και να του εξηγεί ποια ήταν η θέση του στη ζωή, τι έφταιγε γι' αυτήν  και τι έπρεπε να κάνει για να την αλλάξει. Όταν συνέλαβε στο μυαλό του καθαρά τη δυνατότητα ν'  απαλλαγεί  ο  ίδιος  και  οι  άλλοι  απ'  την  καταπίεση  που  ζούσε,  του  φάνηκε  ακόμη  πιο  σκληρή  και  ανυπόφορη η αδικία που γινόταν σε βάρος του απ' ό,τι πιο πριν και μέσα του θέριεψε το πάθος όχι  μονάχα για την απελευθέρωσή τους, μα και για την τιμωρία όλων εκείνων που είχαν προκαλέσει και  συντηρούσαν αυτή την απάνθρωπη αδικία. Τούτη τη δυνατότητα, όπως του εξήγησαν, τη χάριζε η  γνώση και γι' αυτό ο Κοντράτιεφ ρίχτηκε με τα μούτρα στη μελέτη. Δεν του ήταν βέβαια ξεκάθαρο  με  ποιο  τρόπο  το  σοσιαλιστικό  ιδανικό  μπορούσε  να  πάρει  σάρκα  και  οστά  με  τη  γνώση,  πίστευε  όμως  ότι  όπως  η  γνώση  τον  φώτισε  και  του  αποκάλυψε  την  αδικία  της  ζωής  που  ζούσε,  έτσι  ακριβώς θα  μπορούσε από μόνη της να δαμάσει  αυτή την αδικία. Εκτός απ' αυτό, όμως, η γνώση  είχε  τέτοια  δύναμη  που  τον  έκανε  να  νιώθει  αμέσως  πως  ξεχωρίζει  απ'  τους  άλλους.  Γι'  αυτό,  λοιπόν, και έκοψε το ποτό και το κάπνισμα κι όλο τον ελεύθερο χρόνο του — που όταν τον έκαναν  αποθηκάριο έγινε περισσότερος —τον αφιέρωσε στη μάθηση.  Η  επαναστάτρια  που  είχε  αναλάβει  τη  μόρφωσή  του  έμενε  μ'  ανοιχτό  το  στόμα  μπρος  στην  εκπληκτική  του  ικανότητα  ν'  αφομοιώνει  ακούραστα  κάθε  γνώση.  Μέσα  σε  δύο  χρόνια  έμαθε  άλγεβρα,  γεωμετρία,  ιστορία,  που  την  αγαπούσε  ιδιαίτερα,  και  διάβασε  λογοτεχνικά  και  φιλοσοφικά βιβλία προπαντός της σοσιαλιστικής σχολής.  Την  επαναστάτρια  την  έπιασαν  και  μαζί  της  έπιασαν  και  τον  Κοντράτιεφ,  επειδή  βρέθηκαν  στην  κατοχή του λογοκριμένα βιβλία. Τον έριξαν στη φυλακή κι ύστερα τον εξόρισαν στο κυβερνείο της  Βολογκντά.  Εκεί  γνωρίστηκε  με  τον  Νοβοντβόροφ,  διάβασε  κι  άλλα  επαναστατικά  βιβλία,  αποτύπωσε  καλά στη μνήμη του ό,τι  μάθαινε και  πείστηκε ακόμη πιο βαθιά για τις  σοσιαλιστικές  του  πεποιθήσεις.  Μετά  την  εξορία,  πρωτοστάτησε  σε  μια  εξέγερση  των  εργατών  που  είχε  οικτρό  αποτέλεσμα, γιατί καταστράφηκε ή φάμπρικα και σκοτώθηκε ο διευθυντής της. Τον συνέλαβαν και  τον καταδίκασαν σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και σ' εξορία.  Απέναντι  στη  θρησκεία  είχε  την  ίδια  αρνητική  στάση,  όπως  ακριβώς  και  στο  υπάρχον  οικονομικό  σύστημα.  Συνειδητοποιώντας  τον  παραλογισμό  της  πίστης  με  την  οποία  είχε  γαλουχηθεί  κι  αφού  κατάφερε με μεγάλη προσπάθεια νιώθοντας αρχικά φόβο και στη συνέχεια αγαλλίαση και λύτρωση  ν' απαλλαγεί απ' αυτή, σα να 'θελε να εκδικηθεί για τις πλάνες που μέσα τους κρατούσαν δέσμιους  αυτόν  και  τους  προγόνους  του,  δεν  έπαυε  μήτε  στιγμή  να  περιπαίζει  με  καυστικό  και  μοχθηρό  τρόπο τους παπάδες και τα θρησκευτικά δόγματα.  Είχε  συνηθίσει  να  ζει  ασκητικά,  να  αρκείται  σε  ελάχιστα  κι  όπως  κάθε  άνθρωπος,  που  'ναι  μαθημένος  να  δουλεύει  απ'  τα  παιδικά  του  χρόνια,  με  τους  αναπτυγμένους,  σφριγηλούς  μυώνες  του,  ήταν  σε  θέση  να  κάνει  εύκολα  κι  επιδέξια  κάθε  χειρωνακτική  εργασία,  όμως  αγαπούσε  πιο  πολύ  απ'  όλα  να  βρίσκει  ελεύθερο  χρόνο  για  τον  εαυτό  του,  ώστε  να  μπορεί  απερίσπαστος  να  συνεχίζει την αυτομόρφωσή του κι αυτό το κατάφερε στις φυλακές και στους σταθμούς, στο δρόμο  για  την  εξορία.  Αυτή  την  περίοδο  μελετούσε  τον  πρώτο  τόμο  του  Κεφαλαίου  του  Μαρξ  που  τον  κουβαλούσε  πάντοτε  μ'  ευλάβεια  στο  σάκο  του  σαν  να  'ταν  κάτι  πολύτιμο  κι  ιερό.  Μ'  όλους  τους  συντρόφους του ήταν συγκρατημένος και ψυχρός, μ' όλους εκτός απ' τον Νοβοντβόροφ στον οποίο  ήταν πολύ αφοσιωμένος και τη γνώμη του για όλα τα πράγματα τη δεχόταν σαν απόλυτη αλήθεια.  Για τις γυναίκες, που τις έβλεπε σαν εμπόδιο σ' όλες τις σοβαρές δουλειές, έτρεφε μιαν απεριόριστη  περιφρόνηση. Όμως την Μάσλοβα την συμπονούσε και της φερόταν τρυφερά, γιατί στο πρόσωπό  Digitized by 10uk1s 

  της  έβλεπε  το  τυπικό  παράδειγμα  εκμετάλλευσης  της  κατώτερης  τάξης  απ'  την  ανώτερη.  Και  γι'  αυτόν ακριβώς το λόγο μισούσε τον Νεχλιούντοφ, ήταν πολύ επιφυλακτικός μαζί του, δεν του έδινε  ποτέ ο ίδιος το χέρι του κι όταν αναγκαζόταν να τον χαιρετήσει  τις φορές που ο Νεχλιούντοφ του  πρότεινε το χέρι εκείνος άπλωνε ψυχρά κι άτονα το δικό του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII  Η  ΦΩΤΙΑ  είχε  φουντώσει,  η  σόμπα  είχε  πυρώσει  για  τα  καλά,  το  τσάι  ήταν  έτοιμο,  σερβιρισμένο  κιόλας  σε  ποτήρια  και  κύπελλα  με  γάλα∙  κουλουράκια,  φρέσκο  κριθαρένιο  και  σταρένιο  ψωμί,  σφιχτά αυγά, βούτυρο και μοσχαρίσια  πηχτή ήταν  ακουμπισμένα πάνω σε μια σανιδένια  κουκέτα  που  χρησίμευε  για  τραπέζι.  Τριγύρω  είχαν  στριμωχτεί  όλοι  οι  πολιτικοί  πίνοντας,  τρώγοντας  και  κουβεντιάζοντας. Η Ραντσέβα καθόταν σ' ένα κασόνι και σέρβιρε σ' όλους τσάι. Γύρω της ήταν όλοι  μαζεμένοι εκτός απ' τον Κρυλτσόφ που αφού είχε βγάλει το βρεγμένο του κοντογούνι, είχε τυλιχτεί  με μια στεγνή κουβέρτα και κουβέντιαζε στη γωνιά του με τον Νεχλιούντοφ.  Ύστερα απ' το κρύο και την υγρασία που τους ταλαιπώρησαν στο δρόμο, ύστερα από τη βρόμα και  την  φριχτή  ακαταστασία  που  συνάντησαν  φθάνοντας  στο  σταθμό,  ύστερα  απ'  τον  αγώνα  που  έκαναν  για  να  συνεφέρουν  το  κατάλυμά  τους,  ύστερα  απ'  το  δείπνο  και  το  ζεστό  τσάι,  όλοι  τους  είχαν χαλαρώσει κι ένιωθαν τώρα τόσο άνετα κι ευδιάθετα όσο ποτέ.  Τα  ποδοβολητά,  οι  φωνές  κι  οι  βρισιές  που  ακούγονταν  πίσω  απ'  τον  τοίχο  του  θαλάμου  των  ποινικών  τους  υπενθύμιζαν  έντονα  τι  λογής  κόσμος  τους  περικύκλωνε  και  τους  έκανε  να  νιώθουν  μεγαλύτερη  θαλπωρή.  Σαν  ένα  νησάκι  καταμεσής  στο  πέλαγος  οι  άνθρωποι  τούτοι  αισθάνονταν  πως για κάποιο καιρό δεν είχαν γονατίσει κάτω απ' το βάρος της μίζερης και βασανιστικής ζωής που  δεν τους άγγιζε, κι η αίσθηση αυτή τους τόνωνε το ηθικό, τους μεθούσε το πνεύμα. Μιλούσαν για  όλα, εκτός από την κατάστασή τους, και για όσα τους περίμεναν.  Κι  όπως  συμβαίνει  πάντοτε  ανάμεσα  σε  νέους,  άνδρες  και  γυναίκες,  και  προπαντός  όταν  είναι  συναγμένοι με βίαιο τρόπο, όπως τούτοι εδώ οι άνθρωποι, ανάμεσά τους ξεπρόβαλλαν συμφωνίες  κι αντιρρήσεις, περίεργες συμπάθειες κι αντιπάθειες. Σχεδόν όλοι ήταν ερωτευμένοι ο ένας με τον  άλλον.  Ο  Νοβοντβόροφ  ήταν  ερωτευμένος  με  την  όμορφη  και  γελαστή  Γκραμπέτς,  μια  νεαρή  φοιτήτρια που ελάχιστα βασάνιζε το μυαλουδάκι της και αδιαφορούσε παντελώς για τα ζητήματα  της  επανάστασης.  Κάποια  στιγμή  όμως  ακολουθώντας  το  συρμό  της  εποχής,  παρασύρθηκε  και  κατέληξε κι αυτή στην εξορία. Όπως τον καιρό που ήταν ελεύθερη, έτσι ακριβώς και αργότερα, όταν  την έπιασαν και την ανέκριναν, όταν την φυλάκισαν και την έστειλαν στην εξορία, το σπουδαιότερο  ενδιαφέρον στη ζωή της ήταν οι επιτυχίες της στους άνδρες. Τώρα, στην πορεία, παρηγοριόταν με  τον  έρωτα  του  Νοβοντβόροφ  και  η  ίδια  ήταν  ερωτευμένη  μαζί  του.  Η  Βέρα  Γιεφρέμοβνα,  μια  γυναίκα  που  ερωτευόταν  με  την  πρώτη,  χωρίς  η  ίδια  να  μπορεί  να  εμπνεύσει  τον  έρωτα,  αν  και  πάντοτε  έτρεφε  ελπίδες  πως  θα  βρει  ανταπόκριση,  ήταν  τώρα  ερωτευμένη  μια  με  τον  Ναμπάτοφ  και  μια  με  τον  Νοβοντβόροφ.  Κάτι  σαν  έρωτα  έμοιαζε  αυτό  που  ένιωθε  κι  ο  Κρυλτσόφ  προς  την  Μάρια  Πάβλοβνα.  Την  αγαπούσε,  όπως  οι  άνδρες  αγαπούν  τις  γυναίκες,  επειδή  όμως  ήξερε  τις  ιδέες της νέας αυτής για τον έρωτα, μηχανευόταν τρόπους να κρύβει τα αισθήματά του πίσω απ' τη  φιλία  και την ευγνωμοσύνη που ένιωθε για την ιδιαίτερη τρυφερότητα  που του έδειχνε  εκείνη. Ο  Ναμπάτοφ  κι  η  Ραντσέβα  είχαν  πολύ  μπερδεμένο  ερωτικό  δεσμό.  Όπως  η  Μάρια  Πάβλοβνα  ήταν  μια αγνή παρθένα, έτσι κι η Ραντσέβα ήταν μια αγνή γυναίκα σύζυγος.  Στα  δεκάξι  της  κιόλας,  μαθητριούλα  στο  γυμνάσιο,  ερωτεύτηκε  τον  Ράντσεφ,  φοιτητή  του  Πανεπιστημίου  της  Πετρούπολης  και  στα  είκοσί  της  τον  παντρεύτηκε,  ενόσω  εκείνος  σπούδαζε  ακόμα.  Στο  τέταρτο  έτος  των  σπουδών  του,  ο  άνδρας  της  βρέθηκε  ανακατεμένος  σε  μια  πολιτική  υπόθεση  στη  σχολή  του,  εξορίστηκε  από  την  Πετρούπολη  κι  έγινε  επαναστάτης.  Τότε  εκείνη  αναγκάστηκε να παρατήσει τις σπουδές της στην Ιατρική, για να τον ακολουθήσει στην εξορία και  προσχώρησε κι η ίδια στους επαναστάτες.  Αν  ο  σύζυγός  της  δεν  ήταν  ο  άνδρας  που  αυτή  θεωρούσε  σαν  τον  πιο  καλό,  τον  πιο  έξυπνο  απ'  όλους  τους  ανθρώπους  στον  κόσμο,  δεν  θα  τον  είχε  αγαπήσει  και  φυσικά  δεν  θα  τον  είχε  παντρευτεί. Όμως, από τη στιγμή που αγάπησε και παντρεύτηκε τον πιο καλό και έξυπνο άνθρωπο  Digitized by 10uk1s 

  στον  κόσμο  —όπως  πίστευε—  ήταν  φυσικό  να  καταλαβαίνει  τη  ζωή  και  το  νόημά  της  με  τον  ίδιο  ακριβώς  τρόπο  που  καταλάβαινε  κι  ο  πιο  καλός  κι  έξυπνος  άνθρωπος  του  κόσμου.  Εκείνος  στην  αρχή βρήκε το νόημα της ζωής στη μελέτη κι αυτή κοντά του τον μιμήθηκε. Έγινε επαναστάτης και  τον ακολούθησε. Η Ραντσέβα εμπέδωσε τη θεωρία της επανάστασης κι ήταν σε θέση ν' αποδείξει  στον καθένα πως το υπάρχον καθεστώς ήταν απαράδεκτο και πως ο κάθε πολίτης είχε υποχρέωση  να παλέψει ενάντια σ' αυτό το καθεστώς και να συμβάλει στη δημιουργία ενός άλλου πολιτικού κι  οικονομικού  συστήματος  που  να  επιτρέπει  στην  προσωπικότητα  ν'  αναπτύσσεται  ελεύθερα  κ.λπ,  κ.λπ...  Όλα αυτά τα χρόνια είχε την εντύπωση πως έτσι πραγματικά σκεφτόταν κι ένιωθε, μα στην ουσία  δεν  έκανε  τίποτ'  άλλο,  παρά  να  δέχεται  τις  ιδέες  του  άνδρα  της  σαν  ενσάρκωση  της  ίδιας  της  αλήθειας.  Το  μόνο  που  πραγματικά  αναζητούσε  ήταν  η  πλήρης  αρμονία  και  ταύτιση  των  ψυχών  τους κι αυτό ήταν το μόνο που την ολοκλήρωνε ηθικά.  Ο χωρισμός της με τον άνδρα της και το παιδί της, που το εμπιστεύθηκε στη μάνα της, την πλήγωσε  πολύ.  Μα,  όσο  κι  αν  υπόφερε,  δε  λύγισε,  πάλεψε  το  χωρισμό  με  δύναμη  και  στωικότητα  με  τη  συναίσθηση πως ό,τι έκανε το έκανε για τον άνδρα της και για την υπόθεση, που το δίχως άλλο ήταν  αληθινή,  γιατί  εκείνος  την  υπηρετούσε.  Το  μυαλό  της  στριφογύριζε  συνέχεια  στον  άνδρα  της  κι,  όπως πριν δεν αγαπούσε κανέναν, έτσι και τώρα κανέναν άλλο δεν μπορούσε ν' αγαπήσει, κανέναν  εκτός  απ'  αυτόν.  Μα,  η  αφοσιωμένη  κι  αγνή  αγάπη  του  Ναμπάτοφ,  την  συγκινούσε  και  την  αναστάτωνε. Φίλος του άνδρα της, άνθρωπος ηθικός και αταλάντευτος, πάσχιζε να της φέρεται σαν  αδελφός, όμως στη συμπεριφορά του είχε φωλιάσει αθέατα κάτι πιο δυνατό κι αυτό ακριβώς ήταν  που τους τρόμαζε και τους δύο, μα που ομόρφαινε ταυτόχρονα την άχαρη ζωή τους.  Έτσι,  στη  μικρή  αυτή  ομάδα  πέρα  για  πέρα  ανέραστοι  ήταν  μονάχα  η  Μάρια  Πάβλοβνα  κι  ο  Κοντράτιεφ. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV  ΣΚΟΠΕΥΟΝΤΑΣ να βρεθεί και να μιλήσει μόνος του με την Κατιούσα, όπως συνήθως μετά το κοινό  τους τσάι και το δείπνο, ο Νεχλιούντοφ καθόταν πλάι στον Κρυλτσόφ και κουβέντιαζε μαζί του. Του  μιλούσε, ανάμεσα στ' άλλα, για το πώς του 'χε φερθεί ο Μακάρ και για την ιστορία του εγκλήματός  του. Ο Κρυλτσόφ άκουγε απορροφημένος με τ' αστραφτερά απ' τον πυρετό μάτια του καρφωμένα  στο πρόσωπο του Νεχλιούντοφ.  —Πράγματι, είπε ξαφνικά. —Συχνά μ'  απασχολεί μια σκέψη. Να, πηγαίνουμε μ' αυτούς πλάι πλάι  και  δεν  έχουμε  ιδέα  ποιοι  είναι  «αυτοί».  Κι  όμως  είναι  αυτοί  οι  ίδιοι  άνθρωποι  για  τους  οποίους  αγωνιζόμαστε. Στο μεταξύ εμείς όχι μονάχα δεν το ξέρουμε, μα ούτε θέλουμε και να το ξέρουμε. Κι  αυτοί, το πιο φριχτό απ' όλα, μας μισούν και μας νομίζουν εχθρούς τους. Είναι πράγματι τρομερό.  —Καθόλου  τρομερό,  είπε  ο  Νοβοντβόροφ  που  μπήκε  στην  κουβέντα  τους.  —Οι  μάζες  πάντοτε  λατρεύουν μονάχα την εξουσία, συνέχισε με την τσιριχτή φωνή του. —Η σημερινή κυβέρνηση είναι  στην  εξουσία  γι'  αυτό  την  λατρεύουν,  ενώ  εμάς  μας  μισούν...  Αύριο  που  θα  'μαστε  εμείς  στην  εξουσία, θα λατρεύουν εμάς τότε...  Τη στιγμή εκείνη απ' το διπλανό θάλαμο ξέσπασε καταιγισμός από βρισιές, συμπλοκή με απανωτά  χτυπήματα στον τοίχο, αντήχησαν κροταλίσματα από αλυσίδες, ουρλιαχτά και στριγγλιές. Κάποιος  έτρωγε ξύλο, κάποιος άλλος φώναζε: «Βοήθεια! Φρουρά!».  —Τ'  ακούς  τα  κτήνη!  Τι  το  κοινό  μπορεί  να  'χουμε  εμείς  με  δαύτους;  είπε  χαμηλόφωνα  ο  Νοβοντβόροφ.  —Είπες κτήνη; Θα 'πρεπε να ξέρεις πως μόλις τώρα ο Νεχλιούντοφ μου αφηγήθηκε μια περίπτωση,  είπε θυμωμένος ο Κρυλτσόφ και του εξιστόρησε για τον Μακάρ που ρισκάροντας τη ζωή του έσωζε  τον συντοπίτη του. —Αυτό δεν είναι σε καμιά περίπτωση κτηνωδία, μα ηρωισμός...  —Συναισθηματισμοί!  είπε  ειρωνικά  ο  Νοβοντβόροφ.  —Δε  μπορούμε  να  καταλάβουμε  τα  συναισθήματα  αυτών  των  ανθρώπων  και  τα  κίνητρα  των  ενεργειών  τους.  Εσύ  νομίζεις  πως  αυτό  είναι μεγαλοψυχία και την ίδια στιγμή μπορεί να 'ναι ζήλεια γι' αυτόν τον κατάδικο.  —Μα, γιατί, τέλος πάντων, δεν θες ποτέ να δεις κάτι καλό στον κόσμο, ξέσπασε ξαφνικά η Μάρια  Πάβλοβνα παρεμβαίνοντας στη συζήτηση (με όλους μιλούσε στον ενικό).  —Δεν μπορείς να δεις κάτι που δεν υπάρχει.  —Μα πώς δεν υπάρχει, όταν ο άνθρωπος κινδυνεύει να πάει από θάνατο φριχτό;  —Εγώ  πιστεύω,  είπε  ο  Νοβοντβόροφ,  πως  αν  θέλουμε  να  πετύχουμε  το  στόχο  μας,  τότε  πριν  απ'  όλα (τη στιγμή εκείνη ο Κοντράτιεφ που διάβαζε ένα βιβλίο πλάι στη λάμπα το' κλεισε και γύρισε με  κατάνυξη προς το μέρος του δασκάλου του) πρέπει να βάλουμε χαλινάρι στη φαντασία μας και να  κοιτάξουμε  κατάματα  τα  πράγματα,  όπως  ακριβώς  είναι.  Ν'  αγωνιζόμαστε  να  προσφέρουμε  τα  πάντα για τις μάζες, χωρίς να περιμένουμε τίποτ' απ' αυτές. Οι μάζες αποτελούν το αντικείμενο της  δράσης μας, όμως δε μπορούν να γίνουν συνεργάτες μας τη στιγμή που είναι αδρανείς, όπως τώρα,  άρχισε  να  λέει  σα  να  διάβαζε  διάλεξη  σε  ακροατήριο.  —Γι'  αυτό  είναι  οικτρή  αυταπάτη  να  περιμένουμε  απ'  αυτές  βοήθεια  πριν  συντελεστούν  οι  διεργασίες  ανάπτυξης  που  εμείς  προετοιμάζουμε.  —Τι διεργασίες ανάπτυξης και πράσιν' άλογα! φώναξε κατακόκκινος από θυμό ο Κρυλτσόφ. — Λέμε  Digitized by 10uk1s 

  πως εμείς οι ίδιοι καταδικάζουμε την αυθαιρεσία και το δεσποτισμό, μα μήπως το να ισχυριζόμαστε  τέτοια πράγματα δεν είναι ο πιο φριχτός δεσποτισμός;  —Όχι,  δεν  υπάρχει  κανένας  δεσποτισμός  εδώ,  αποκρίθηκε  νηφάλια  ο  Νοβοντβόροφ.  —Εγώ  απλά  λέω πως ξέρω ποιο δρόμο πρέπει ν' ακολουθήσει ο λαός και μπορώ μάλιστα να του τον δείξω αυτό  το δρόμο.  —Μα  πώς  είσαι  σίγουρος  ότι  ο  δρόμος  που  θα  του  δείξεις  είναι  κι  ο  σωστός;  Αυτό  δεν  είναι  δεσποτισμός  ολόιδιος  μ'  αυτόν  που  γέννησε  η  Ιερά  Εξέταση  κι  η  τρομοκρατία  της  Γαλλικής  Επανάστασης;  Και  τότε  έλεγαν  πως  κατείχαν  με  τη  δύναμη  της  επιστήμης  τη  μόνη  αλήθεια  στον  κόσμο.  —Το  γεγονός  ότι  οι  άλλοι  ξεστρατίσανε  δεν  αποδείχνει  καθόλου  πως  κι  εγώ  θα  πάθω  το  ίδιο.  Κι  ύστερα, υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ονειροπολήσεις των ιδεολόγων και των δεδομένων  μιας θετικής επιστήμης, όπως είναι η πολιτική οικονομία.  Η φωνή του Νοβοντβόροφ δέσποζε μέσα στο θάλαμο. Μόνο αυτός μιλούσε, οι άλλοι σώπαιναν.  —Πάντα αρπάζονται τούτοι, είπε σιγανά η Μάρια Πάβλοβνα στον Νεχλιούντοφ σε μια στιγμή που  'χαν όλοι ηρεμήσει.  —Κι εσείς, τι γνώμη έχετε για όλ' αυτά; την ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Εγώ πιστεύω πως ο Ανατόλι έχει δίκιο, πως δεν πρέπει ποτέ να επιβάλουμε στο λαό τις δικές μας  απόψεις.  —Κι εσείς Κατιούσα; ρώτησε με διστακτικό χαμόγελο ο Νεχλιούντοφ, προετοιμασμένος ν' ακούσει  καμιά αδέξια απάντηση απ' το στόμα της.  —Εγώ πιστεύω πως ο κοσμάκης ξευτελίζεται και πάρα πολύ μάλιστα, είπε αναψοκοκκινίζοντας.  —Σωστά  τα  λες  Μιχαήλοβνα,  σωστά  τα  λες,  της  φώναξε  ο  Ναμπάτοφ  —Τον  παραξευτελίζουν  το  λαό, κι αυτό πρέπει να πάψει. Αυτό είν' το νόημα του αγώνα μας.  —Περίεργη  αντίληψη  έχετε για τους  στόχους της  επανάστασης, είπε ο Νοβοντβόροφ. Σώπασε  και  γεμάτος θυμό άρχισε να καπνίζει.  —Δε μπορώ να μιλήσω με δαύτον, σιγοψιθύρισε ο Κρυλτσόφ και σώπασε κι αυτός.  —Το καλύτερο που 'χετε να κάνετε είναι να μη ξαναμιλήσετε γι' αυτά, του είπε ο Νεχλιούντοφ. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV  ΑΝ  ΚΑΙ  ΤΟΝ  ΣΕΒΟΝΤΑΝ  όλοι  οι  επαναστάτες  τον  Νοβοντβόροφ,  αν  και  ήταν  πολύ  μορφωμένος  κι  είχε  τη  φήμη  πολύ  έξυπνου  ανθρώπου,  ο  Νεχλιούντοφ  τον  τοποθετούσε  σ'  εκείνους  τους  επαναστάτες  που  αν  και  φαινόταν  ότι  η  στάθμη  των  ηθικών  τους  αξιών  υπολειπόταν  του  μέσου  επιπέδου  ηθικής  στην  κοινωνία,  στην  πραγματικότητα  ήταν  πολύ  πιο  κάτω.  Οι  πνευματικές  ικανότητες αυτού του ανθρώπου (αριθμητής) ήταν μεγάλες, όμως η γνώμη  του για τον εαυτό του  (παρονομαστής)  ήταν  ασύγκριτα  ανυπολόγιστη  κι  είχε  ξεπεράσει  από  καιρό  τις  πνευματικές  του  ικανότητες.  Ήταν  ένας  άνθρωπος  με  τελείως  αντίθετες  ηθικές  αναζητήσεις  από  τον  Σίμονσον  που  ανήκε  σ'  εκείνους τους τύπους, κυρίως ανδρικού χαρακτήρα, που κάθε τους πράξη πηγάζει και καθορίζεται  απ'  την  δραστηριότητα  του  πνεύματος.  Αντίθετα,  ο  Νοβοντβόροφ  ανήκε  στην  κατηγορία  των  ανθρώπων με πιο πολύ γυναικείο χαρακτήρα, που η σκέψη τους δραστηριοποιείται κατά ένα μέρος  για να πετύχει τους στόχους που έχουν αξιολογήσει τα συναισθήματα και κατά ένα άλλο μέρος για  να δικαιώσει τις πράξεις που προκάλεσαν τα συναισθήματα αυτά.  Ολόκληρη  η  επαναστατική  δράση  του  Νοβοντβόροφ,  μολονότι  είχε  το  χάρισμα  να  την  εξηγεί  παραστατικά  και  με  πολλά  πειστικά  επιχειρήματα,  στηριζόταν  —όπως  έβλεπε  ο  Νεχλιούντοφ  —  αποκλειστικά και μόνο στη ματαιοδοξία, στην επιθυμία του να είναι ο ηγέτης των άλλων. Στην αρχή,  χάρη στις ικανότητές του ν' αφομοιώνει ξένες ιδέες και να τις μεταδίδει με ακρίβεια, την εποχή που  σπούδαζε,  ανάμεσα  σε  δασκάλους  και  μαθητές,  όπου  οι  ικανότητες  αυτές  εκτιμούνται  πολύ  (γυμνάσιο,  πανεπιστήμιο)  ήταν  ο  πρώτος  κι  αυτό  τον  γέμιζε  με  ικανοποίηση.  Σαν  πήρε  όμως  το  πτυχίο κι έπαψε να σπουδάζει και να ξεχωρίζει από τους άλλους, ξαφνικά — όπως αφηγιόταν στον  Νεχλιούντοφ ο Κρυλτσόφ που αντιπαθούσε τον Νοβοντβόροφ— για να πετύχει να είναι ο πρώτος  στη  νέα  του  αφετηρία,  άλλαξε  τελείως  τις  ιδέες  του  κι  από  μετριοπαθής  φιλελεύθερος  έγινε  κόκκινος  (μέλος  της  οργάνωσης  Ελευθερία  του  Λαού).  Χάρη  στην  απουσία  ηθικών  και  αισθητικών  αρχών  στον  χαρακτήρα  του,  που  γεννούν  την  αμφιβολία  και  την  ταλάντευση,  πολύ  γρήγορα  έγινε  επαναστάτης και αποδέχθηκε για να ικανοποιήσει, τη ματαιοδοξία του μια ηγετική θέση στο κόμμα.  Όταν  καθόριζε  την  πορεία  του,  ποτέ  του  δεν  αμφέβαλλε  και  δεν  ταλαντευόταν  και  γι'  αυτό  ήταν  σίγουρος  για  το  αλάθητό  του.  Όλα  τού  φαίνονταν  απίστευτα  απλά,  καθαρά,  σίγουρα.  Και  πραγματικά μέσα στο κοντόθωρο και μονοδιάστατο πεδίο του μυαλού του όλα έμοιαζαν πανεύκολα  και  πεντακάθαρα,  το  μόνο  που  χρειαζόταν  —  όπως  ισχυριζόταν  ο  ίδιος  —  ήταν  ο  ορθολογισμός.  Ήταν  τόσο  υπερτροφική  η  αυτοπεποίθησή  του  που  αναγκαστικά  είτε  απωθούσε  γύρω  του  τους  ανθρώπους είτε τους υπότασσε στη δική του νοοτροπία. Κι επειδή δρούσε ανάμεσα σε πολύ νέους  ανθρώπους  που  θεωρούσαν  την  απεριόριστη  αυτοπεποίθησή  του  σαν  εμβρίθεια  και  σοφία  πνεύματος,  οι  περισσότεροι  υποτάσσονταν  στις  αντιλήψεις  του  μ'  αποτέλεσμα  να  'χει  σημαντική  επιρροή  στους  επαναστατικούς  κύκλους.  Η  δράση  του  αποσκοπούσε  στην  προετοιμασία  της  επανάστασης που θα του επέτρεπε να κατακτήσει την εξουσία και να συγκαλέσει λαϊκή συνέλευση,  όπου  θα  'πρεπε  να  αναπτύξει  το  πρόγραμμά  του.  Κι  ήταν  πέρα  για  πέρα  σίγουρος  πως  αυτό  το  πρόγραμμα εξαντλούσε όλα τα θέματα κι ήταν αδύνατο να μην υλοποιηθεί.  Οι  σύντροφοί  του  τον  σέβονταν  και  τον  εκτιμούσαν  για  την  τόλμη  και  την  αποφασιστικότητά  του,  όμως  δεν  τον  αγαπούσαν.  Μα,  κι  αυτός  κανέναν  τους  δεν  αγαπούσε,  φερόταν  σ'  όλους  τους  σημαντικούς  αγωνιστές  σαν  να  'ταν  αντίπαλοι  του  κι  αν  περνούσε  απ'  το  χέρι  του  θα  τους  μεταχειριζόταν  όπως  οι  γερο‐πίθηκοι  τους  νέους  στο  κοπάδι,  θα  ξερίζωνε  κάθε  ίχνος  διανοητικότητας,  όλες  τις  ικανότητες  των  ανθρώπων  που  θα  μπορούσε  να  τον  εμποδίσουν  να  εκδηλώσει  τις  δικές  του  ικανότητες.  Συμπαθούσε  μονάχα  όσους  υποκλίνονταν  μπροστά  του.  Έτσι,  ακριβώς αντιμετώπιζε τώρα στην πορεία για την εξορία τον εργάτη Κοντράτιεφ (που τον είχε ο ίδιος  προσηλυτίσει με την προπαγάνδα του), την Βέρα Γιεφρέμοβνα και την όμορφη Γκραμπέτς που τον  είχαν  κι  οι  δυο  τους  ερωτευτεί.  Αν  και  θεωρητικά  υποστήριζε  τη  λύση  του  γυναικείου  ζητήματος,  Digitized by 10uk1s 

  κατά βάθος πίστευε πως όλες οι γυναίκες είναι ανόητες και τιποτένιες — μ' εξαίρεση όσες τύχαινε  να  ερωτευτεί  παθιασμένα,  όπως  τώρα  ήταν  ερωτευμένος  με  την  Γκραμπέτς,  που  τις  χαρακτήριζε  ασυνήθιστες  γυναίκες,  τα  προτερήματα  των  οποίων  μονάχα  εκείνος  είχε  την  ικανότητα  να  ανακαλύπτει.  Το σεξουαλικό ζήτημα, όπως κι όλα τ' άλλα, το θεωρούσε πολύ απλό και καθαρό, που μπορούσε ν'  αντιμετωπιστεί με την αναγνώριση του ελεύθερου έρωτα.  Είχε  μια  σύζυγο  νόμιμη  που  διατηρούσε  εικονικές  σχέσεις  μαζί  της  και  μια  ερωμένη  που  στη  συνέχεια  την  χώρισε  γιατί  δεν  υπήρχε  πραγματική  αγάπη  μεταξύ  τους  και  γι'  αυτό  τώρα  ετοιμαζόταν να δημιουργήσει νέο ελεύθερο γάμο με την Γκραμπέτς.  Τον Νεχλιούντοφ τον περιφρονούσε γιατί «γυρόφερνε», όπως έλεγε, την Μάσλοβα και, προπαντός,  γιατί επέτρεπε στον εαυτό του να διατυπώνει σκέψεις για τις ατέλειες του συστήματος και για τους  τρόπους  θεραπείας  τους,  όχι  λέξη  προς  λέξη,  όπως  ακριβώς  σκεφτόταν  ο  Νοβοντβόροφ,  αλλά  κάπως  παράξενα,  μ'  έναν  τόνο  προσωπικό,  «πριγκιπικό»  και  γι'  αυτό,  από  χέρι,  ηλίθιο.  Ο  Νεχλιούντοφ γνώριζε τη γνώμη του για το άτομό του και γι' αυτό πικραινόταν, διότι παρ' όλη την  καλοπροαίρετη διάθεση που 'χε σε ολόκληρο το ταξίδι, αναγκαζόταν να τον αντιμετωπίζει με τα ίδια  μέσα αδυνατώντας να χαλιναγωγήσει την τόσο έντονη αντιπάθειά του γι' αυτόν τον άνθρωπο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI  ΑΠ'  ΤΟΝ  ΓΕΙΤΟΝΙΚΟ  θάλαμο  ακούστηκαν  φωνές  της  περιπόλου.  Όλοι  βουβάθηκαν  και  σε  λίγο  φάνηκε  ο  υπαξιωματικός  με  δύο  φαντάρους.  Ήταν  η  ώρα  του  προσκλητηρίου.  Ο  υπαξιωματικός  τους  μέτρησε  έναν  έναν  με  το  δάχτυλό  του.  Μόλις  έφθασε  στον  Νεχλιούντοφ,  του  είπε  με  καλοσυνάτο και οικείο ύφος:  —Και τώρα που έγινε το προσκλητήριο δε θα μπορέσετε να μείνετε άλλο εδώ. Πρέπει να φύγετε. —  Ο Νεχλιούντοφ, που κατάλαβε τι εννοούσε ο υπαξιωματικός, τον πλησίασε και με τρόπο του 'χωσε  στο μανίκι ένα χαρτονόμισμα των τριών ρουβλίων που είχε κιόλας ετοιμάσει.  —Μα, τι α κάνουμε μ' εσάς! Τέλος πάντων, μπορείτε να μείνετε λίγο ακόμα...  Ο  υπαξιωματικός  έκανε  να  φύγει,  όταν  εκείνη  τη  στιγμή  μπήκε  στο  θάλαμο  ένας  λοχίας  και  πίσω  του ένας ψηλός, σκελετωμένος κρατούμενος με πρησμένο μάτι κι αραιό γενάκι.  —Έρχομαι για τη μικρούλα μου, είπε ο κρατούμενος.  —Να, ο μπαμπάκας, ήρθε ο μπαμπάκας! ακούστηκε άξαφνα μια κρυστάλλινη παιδική φωνούλα κι  ένα  κατάξανθο  κεφαλάκι  ξεπρόβαλε  πίσω  απ'  την  Ραντσέβα  που  με  τη  βοήθεια  της  Μάρια  Πάβλοβνα  και  της  Κατιούσας  έραβε  τη  στιγμή  εκείνη  ένα  καινούριο  φουστανάκι  στη  μικρούλα  ξηλώνοντας μια δική της φούστα.  —Ναι κορούλα μου, εγώ είμαι, είπε τρυφερά ο Μπουζόφκιν.  —Περνάει  καλά  μαζί  μας,  είπε  η  Μάρια  Πάβλοβνα,  κοιτάζοντας  με  συμπόνια  κι  αγωνία  το  τσακισμένο πρόσωπο του Μπουζόφκιν. —Αφήστε την σε μας.  —Οι  κυρίες  μού  ράβουνε  καινούριο  φουστανάκι,  είπε  η  μικρούλα  δείχνοντας  στον  πατέρα  της  το  ύφασμα που έραβε η Ραντσέβα. —Είναι όμορφο, κό‐οκι‐νοο! φώναξε τραυλίζοντας.  —Θες να κοιμηθείς εδώ μαζί μας; ρώτησε τρυφερά η Ραντσέβα την μικρούλα.  —Θέλω! Μα, ο μπαμπάκας;  Το πρόσωπο της Ραντσέβα φωτίστηκε από ένα χαμόγελο.  —Ο  μπαμπάκας  δε  μπορεί  να  κοιμηθεί  μαζί  μας.  Και  γυρίζοντας  προς  τον  Μπουζόφκιν,  τον  παρακάλεσε λέγοντας: —Λοιπόν, θα μας την αφήσετε γι' απόψε;  —Εντάξει, αφήστε την, είπε ο υπαξιωματικός που στεκόταν στο κατώφλι και βγήκε απ' το θάλαμο  μαζί με τον λοχία.  Μόλις  βγήκε  έξω  η  φρουρά,  ο  Ναμπάτοφ  πλησίασε  τον  Μπουζόφκιν  και  ακουμπώντας  τον  στον  ώμο, τον ρώτησε:  —Για πες μου αδερφέ, είν' αλήθεια πως εκείνος ο Καρμάνοφ θέλει ν' αλλάξει θέση μ' έναν άλλο;  Το  καλοσυνάτο  κι  ευγενικό  πρόσωπο  του  Μπουζόφκιν  άξαφνα  σκοτείνιασε  και  τα  μάτια  του  συννέφιασαν.  Digitized by 10uk1s 

  —Δεν ακούσαμε τίποτα εμείς... Μπα, δε μου φαίνεται, αποκρίθηκε και με τα ίδια συννεφιασμένα,  θαμπά μάτια γύρισε προς την μικρούλα του. —Λοιπόν Αξιούτκα, απ' ό,τι βλέπω περνάς ζάχαρη με  τις κυρίες, είπε και βιάστηκε να φύγει.  —Γνωρίζει  τα  πάντα  γύρω  απ'  αυτό  κι  είναι  αλήθεια  πως  έγινε  η  αλλαγή,  είπε  ο  Ναμπάτοφ  στον  Νεχλιούντοφ. —Τι θα μπορούσατε να κάνετ' εσείς;  —Θα  ειδοποιήσω  τις  αρχές  στην  πόλη.  Αυτούς  τους  δύο  τους  ξέρω  στο  πρόσωπο,  αποκρίθηκε  ο  Νεχλιούντοφ.  Σώπασαν όλοι ξαφνικά σα να τους φόβιζε να ξαναρχίσουν την προηγούμενη συζήτησή τους.  Ο Σίμονσον, σιωπηλός και ξαπλωμένος όλη την ώρα, ανάσκελα στην κουκέτα του με τα χέρια πίσω  απ'  το  κεφάλι,  πήρε  την  απόφαση  να  σηκωθεί  και  προσπερνώντας  προσεκτικά  όσους  κάθονταν  μπροστά πλησίασε τον Νεχλιούντοφ.  —Μπορώ να σας μιλήσω αυτή τη στιγμή;  —Φυσικά, είπε ο Νεχλιούντοφ και σηκώθηκε για να τον ακολουθήσει.  Η  Κατιούσα  έριξε  μια  κλεφτή  ματιά  στον  Νεχλιούντοφ,  καθώς  σηκωνόταν  και  την  ίδια  στιγμή  τα  βλέμματά τους διασταυρώθηκαν ανεπαίσθητα, καθώς την κοίταξε κι εκείνος. Η Κατιούσα κοκκίνισε  και κούνησε το κεφάλι της απ' αμηχανία.  —Να, για ποιο πράγμα πρόκειται... άρχισε να λέει ο Σίμονσον μόλις βγήκε με τον Νεχλιούντοφ στο  διάδρομο.  Απ'  το  θάλαμο  των  ποινικών  ακούστηκαν  σφυρίγματα  κι  οχλοβοή.  Ο  Νεχλιούντοφ  συνοφρυώθηκε παραξενεμένος, μα ο Σίμονσον δε φάνηκε ν' ανησυχεί καθόλου. — Γνωρίζοντας τις  σχέσεις σας με την Κατερίνα Μιχαήλοβνα, συνέχισε κοιτάζοντας γεμάτος προσοχή κι ειλικρίνεια με  τα καλοσυνάτα μάτια του τον Νεχλιούντοφ — θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο... συνέχισε, μα  αναγκάστηκε  να  σταματήσει  γιατί  ακριβώς  πίσω  απ'  την  πόρτα  των  ποινικών  ακούστηκαν  δύο  φωνές κρατουμένων που έμοιαζε να τσακώνονται:  —Αφού σου λέω βλάκα, δεν είναι δικά μου! φώναζε ο ένας.  —Βούλωσ' το διάολε! απαντούσε ο άλλος με βραχνή φωνή.  Τη στιγμή εκείνη η Μάρια Πάβλοβνα βγήκε στο διάδρομο.  —Μα  πώς  μπορείτε  και  συζητάτε  εδώ  πέρα;  τους  είπε.  —  Για  ελάτε  μαζί  μου  εδώ.  Μονάχα  η  Βέροτσκα είναι μέσα. —Και προχώρησε μπροστά, άνοιξε την πόρτα του διπλανού ατομικού κελιού  που  το  είχαν  παραχωρήσει  τώρα  στις  γυναίκες  πολιτικές  κρατούμενες.  Σε  μια  κουκέτα  με  σκεπασμένο το κεφάλι είχε πλαγιάσει η Βέρα Γιεφρέμοβνα.  —Υποφέρει από ημικρανίες. Πείτε τα εδώ. Κοιμάται, δεν ακούει τίποτα. Εγώ σας αφήνω τώρα! είπε  η Μάρια Πάβλοβνα.  —Γιατί να μη μείνεις; είπε ο Σίμονσον, εγώ δεν έχω μυστικά από κανέναν, πολύ περισσότερο από  σένα.  —Καλά, αφού θέλεις, είπε η Μάρια Πάβλοβνα και κουνώντας αμήχανα δεξιά κι αριστερά το σώμα  της  σα  μικρό  παιδί  πήγε  έτσι  και  σκαρφάλωσε  στη  σιδερένια  κουκέτα,  έτοιμη  ν'  ακούσει  την  Digitized by 10uk1s 

  κουβέντα τους κοιτάζοντας με τα όμορφα πράα μάτια της στο κενό.  —Λοιπόν, ήθελα να σας πω, επανέλαβε ο Σίμονσον —ότι επειδή τυχαίνει να ξέρω τη σχέση σας με  την Κατερίνα Μιχαήλοβνα, θεωρώ υποχρέωσή μου να σας ξεκαθαρίσω τη δική μου.  —Τι θέλετε, δηλαδή, να πείτε; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ που ασυναίσθητα θαύμασε την απλότητα και  την ειλικρίνεια των λόγων του Σίμονσον.  —Ότι επιθυμώ να κάνω γυναίκα μου την Κατερίνα Μιχάηλοβνα...  —Μα, αυτό είναι θαύμα! είπε η Μάρια Πάβλοβνα που κάρφωσε το βλέμμα της στο πρόσωπο του  Σίμονσον.  —... γι' αυτό και αποφάσισα να της κάνω πρόταση, συνέχισε ο Σίμονσον.  —Κι εγώ, τι μπορώ να κάνω; Αυτό εξαρτάται απ' την ίδια, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Ναι, αλλά δεν πρόκειται να πάρει την απόφασή της, αν δεν σας συμβουλευτεί.  —Και γιατί;  —Γιατί  όσο  εκκρεμεί  η  δική  σας  σχέση,  αυτή  από  μόνη  της  δεν  είναι  σε  θέση  για  τίποτα  ν'  αποφασίσει.  —Απ' την πλευρά μου το ζήτημα έχει κλείσει οριστικά. Επιθυμία μου είναι να κάνω αυτό που έκρινα  ο ίδιος πρέπον, να της ελαφρύνω τη θέση, και σε καμιά περίπτωση να την στεναχωρήσω.  —Σύμφωνοι, μα δεν θέλει να δεχτεί τη θυσία σας.  —Δεν  υπάρχει  καμία,  μα  καμία  θυσία.  —Εγώ  εκείνο  που  ξέρω  είναι  πως  η  απόφασή  της  είναι  οριστική.  —Και τότε, τι θέλετε και μου κάνετε μια τέτοια κουβέντα; είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Η ίδια επιθυμούσε να ζητήσει και τη δική σας συγκατάθεση.  —Μα, πώς μπορώ να παραδεχτώ πως δεν πρέπει να κάνω αυτό που εγώ θεωρώ πρέπον; Το μόνο  που μπορώ να πω τελικά είναι ότι εγώ προσωπικά δεν είμαι ελεύθερος, ενώ εκείνη είναι ελεύθερη.  Ο Σίμονσον σώπασε και συλλογίστηκε.  —Εντάξει, αυτό θα πάω να της πω. Μη βάλετε με  το νου σας πως είμαι τίποτα ερωτευμένος μαζί  της, συνέχισε. —Απλώς την αγαπάω όπως έναν θαυμάσιο, σπάνιο και καραβοτσακισμένο άνθρωπο  στη ζωή. Δεν έχω καμιά απολύτως απαίτηση απ' αυτή στη ζωή, το μόνο που επιθυμώ διακαώς είναι  να της συμπαρασταθώ, να της απαλύνω τον πό....  Ο Νεχλιούντοφ απόρησε, καθώς ξεχώρισε ένα τρέμουλο στη φωνή του Σίμονσον.  —... να της απαλύνω τον πόνο, επανέλαβε ο Σίμονσον, μετά από μια μικρή παύση. —Αν δεν θέλει  να δεχτεί τη δική σας βοήθεια ας, δεχτεί τουλάχιστον τη δική μου. Αν συμφωνούσε, θα ζητούσα να  έστελναν κι εμένα στην εξορία. Τέσσερα χρόνια δεν είναι δα και κανένας αιώνας. Θα μπορούσα να  Digitized by 10uk1s 

  ζήσω  κοντά  της  κι  ίσως  να  κατάφερνα  να  της  κάνω  πιο  εύκολη  τη  μοίρα....  —  Βούρκωσε  κι  αναγκάστηκε πάλι να σταματήσει.  —Τι μπορώ να πω εγώ; είπε ο Νεχλιούντοφ. —Χαίρομαι που βρήκε έναν τέτοιο άξιο προστάτη, σαν  κι εσάς...  —Τίποτ' άλλο, αυτό μου αρκεί, συνέχισε ο Σίμονσον. — Ήθελα να μάθω, αν εσείς που την αγαπάτε  και θέλετε το καλό της, πιστεύετε πως αυτός ο γάμος θα 'χε όφελος για κείνη.  —Μα, και βέβαια, είπε αποφασιστικά ο Νεχλιούντοφ.  —Μονάχα  για  κείνη  νοιάζομαι.  Το  μόνο  που  θέλω  είναι  να  βρει  αυτή  η  βασανισμένη  ψυχή  λίγη  γαλήνη, είπε ο Σίμονσον, κοιτάζοντας τον Νεχλιούντοφ με τέτοια παιδική αθωότητα στα μάτια, που  με τίποτα δε θα περίμενε κανείς από έναν άνθρωπο με τόσο βλοσυρό ύφος.  Ο Σίμονσον σηκώθηκε και πιάνοντας το χέρι του Νεχλιούντοφ τραβήχτηκε κοντά του. Πλησιάζοντας  το πρόσωπό του, χαμογέλασε ντροπαλά και τον φίλησε.  —Λοιπόν, αυτό θα πάω να της πω, είπε και βγήκε στο διάδρομο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII  ‐ΜΩΡΕ ΜΠΡΑΒΟ! είπε η Μάρια Πάβλοβνα. —Είναι ερωτευμένος μαζί της, ερωτευμένος για τα καλά  μάλιστα.  Ε,  αυτό  ποτέ  δεν  το  περίμενα!  Να  δω  τον  Βλαντίμιρ  Σίμονσον  να  ερωτεύεται  τόσο  χαζά,  τόσο  παιδιάστικα!  Είν'  απίστευτο!  Και  για  να  πω  τη  μαύρη  αλήθεια,  με  πικραίνει  και  λιγάκι,  κατέληξε μ' ένα βαθύ αναστεναγμό.  —Καλά, κι εκείνη; Η Κάτια; Πώς νομίζετε ότι νιώθει γι' αυτόν; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Εκείνη; —Η Μάρια Πάβλοβνα σταμάτησε απότομα θέλοντας προφανώς ν' απαντήσει όσο γινόταν  ακριβώς πάνω στην ερώτηση. — Εκείνη; Ξέρετε τι συμβαίνει μ' εκείνη; Παρά το παρελθόν της, είναι  από  τους  πιο  ηθικούς  χαρακτήρες  που  γνώρισα...  Έχει  ένα  τόσο  ευαίσθητο  ψυχικό  κόσμο...  Σας  αγαπάει, σας αγαπάει πραγματικά και θα είναι  ευτυχισμένη, αν μπορέσει με την αρνητική κίνησή  της αυτή να σας κάνει καλό βοηθώντας σας να μην μπλέξετε σε γάμο μαζί της. Γι' αυτήν ο γάμος σας  θα  'ταν  τρομερό  κατρακύλημα,  πολύ  χειρότερο  απ'  το  προηγούμενο  και  γι'  αυτό  δεν  θα  συμφωνήσει ποτέ σ' αυτό. Απ' την άλλη, η ίδια η παρουσία σας εδώ την αναστατώνει.  —Και τι να κάνω λοιπόν; Να εξαφανιστώ; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  Η Μάρια Πάβλοβνα γέλασε και το πρόσωπό της φωτίστηκε από το τρυφερό παιδικό της γέλιο.  —Ναι, μα όχι εντελώς....  —Και πώς θα μπορούσε αυτό να γίνει;  —Ανοησίες  λέω  κι  εγώ,  μα  να,  ήθελα  να  πω  ότι  ίσως  κι  εκείνη  να  βλέπει  πόσο  επιπόλαιος  είναι  αυτός ο εκστατικός έρωτας από μεριά του (ο ίδιος δεν της έχει μιλήσει καθόλου) και κολακεύεται,  μα  και  φοβάται  μαζί.  Εγώ  ξέρετε  δεν  έχω  και  πολύ  σχέση  μ'  αυτά,  όμως  μου  φαίνεται  ότι  ο  άνθρωπος  αυτός  δεν  νιώθει  τίποτ'  άλλο  απ'  το  συνηθισμένο  πόθο  του  αρσενικού,  αν  και  συγκαλυμμένα.  Ο  ίδιος  ισχυρίζεται  πως  αυτή  του  η  αγάπη  τού  ξυπνάει  μέσα  του  αστείρευτες  δυνάμεις  και  πως  είναι  ένας  πλατωνικός  έρωτας.  Μα,  εγώ  ξέρω  πως  κι  αν  ακόμη  πρόκειται  για  έρωτα και τίποτ' άλλο, στη βάση του υπάρχει πάντα κάτι το βρόμικο... Το ίδιο συμβαίνει και με τον  Νοβοντβόροφ και την Λιούμποτσκα.  Η Μάρια Πάβλοβνα είχε παρασυρθεί στο αγαπημένο της θέμα κι είχε ξεφύγει απ' τη συζήτηση.  —Και τι πρέπει να κάνω λοιπόν; επανέλαβε ο Νεχλιούντοφ.  —Πιστεύω πως πρέπει να της μιλήσετε. Είναι πάντα προτιμότερο να είναι ξεκάθαρα τα πράγματα.  Μιλείστε της, θα πάω να την φωνάξω να 'ρθει εδώ. Θέλετε;  —Σας παρακαλώ, είπε ο Νεχλιούντοφ κι η Μάρια Πάβλοβνα βγήκε αμέσως.  Ένα  περίεργο  συναίσθημα,  έζωσε  τον  Νεχλιούντοφ,  σαν  έμεινε  μονάχος  σ'  εκείνο  το  μικρό  κελί  κι  αφουγκραζόταν  την  βαθιά  ανάσα  της  Βέρα  Γιεφρέμοβνα  πού  και  πού  ανακατεμένη  μ'  αναστεναγμούς  και  την  οχλοβοή  των  ποινικών  που  τρυπούσε  και  τις  δύο  πόρτες  κι  έφθανε  ως  τ'  αφτιά του.  Τα  λόγια  του  Σίμονσον  τον  λύτρωναν  απ'  το  βάρος  της  υποχρέωσης  που  'χε  αναλάβει  και  που  τις  ώρες που λύγιζε του  φαινόταν ασήκωτο κι ανεξήγητο μαζί, ενώ  την ίδια  στιγμή ένα δυσάρεστο  κι  οδυνηρό  συναίσθημα  τον  βασάνιζε.  Απ'  τη  μια,  η  πρόταση  του  Σίμονσον  έσβηνε  για  πάντα  το  Digitized by 10uk1s 

  εξαιρετικό νόημα της δικής του πράξης, μείωνε στα μάτια του και στα μάτια των άλλων το τίμημα  της  θυσίας  του  τη  στιγμή  που  ένας  άνθρωπος,  τόσο  καλός,  χωρίς  κάποιο  ιδιαίτερο  δεσμό  με  την  Κατιούσα επιθυμούσε να μοιραστεί τη ζωή του μαζί της. Απ' την άλλη, υπήρχε μέσα του, το δίχως  άλλο κι απροκάλυπτη ζήλια, γιατί μέχρι τώρα είχε τόσο συνηθίσει να νιώθει εκείνος μόνο την αγάπη  της και του ήταν αβάσταχτο να φανταστεί πως μπορούσε κάποιον άλλο ν' αγαπήσει. Εκτός απ' αυτό,  όμως, ένιωθε πως έτσι γκρεμιζόταν για πάντα τ' όνειρό του να ζήσει μαζί της στην εξορία όσο καιρό  θα εξέτιε την ποινή της. Αν παντρευόταν τον Σίμονσον, η δική του παρουσία εκεί θα 'ταν περιττή και  θα 'ταν υποχρεωμένος να ξαναρχίσει τη ζωή του με καινούρια σχέδια. Δεν είχε προλάβει να βάλει  μια τάξη μέσα του, όταν άξαφνα άνοιξε διάπλατα η πόρτα αφήνοντας την αγριεμένη οχλαγοή των  ποινικών να ξεχυθεί (κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε στο θάλαμό τους) στο εσωτερικό. Στο κελί μπήκε η  Κατιούσα.  Ζύγωσε κοντά του με γρήγορες δρασκελιές.  —Η Μάρια Πάβλοβνα μ' έστειλε, του είπε σταματώντας μπροστά του.  —Ναι,  πρέπει  να  σας  μιλήσω.  Καθίστε,  όμως....  Ο  Βλαντίμιρ  Ιβάνοβιτς  μου  μίλησε  για  σας.  —Είχε  καθίσει, έχοντας σταυρώσει τα χέρια στα γόνατά της και φαινόταν ήρεμη, μα μόλις ο Νεχλιούντοφ  πρόφερε το όνομα του Σίμονσον κοκκίνισε σαν παπαρούνα.  —Και τι σας είπε; τον ρώτησε.  —Μου είπε πως θέλει να σας παντρευτεί.  Το πρόσωπό της συσπάστηκε μεμιάς από πόνο. Δεν είπε τίποτα και έριξε το βλέμμα καταγής.  —Μου ζήτησε την συγκατάθεση και τη συμβουλή μου. Εγώ του είπα πως όλα εξαρτώνται από σας,  πως εσείς πρέπει ν' αποφασίσετε.  —Μα  πώς  έγινε  αυτό;  Γιατί;  ψέλλισε  και  με  το  παράξενό  της  εκείνο  βλέμμα,  το  αλλοίθωρο,  που  έκανε  πάντοτε  τον  Νεχλιούντοφ  να  λειώνει,  τον  κοίταξε  κατάματα.  Για  μερικά  δευτερόλεπτα  οι  ματιές τους διασταυρώθηκαν επίμονα, με τόσο εύγλωττο τρόπο....  —Εσείς πρέπει ν' αποφασίσετε, επανέλαβε ο Νεχλιούντοφ.  —Τι ν' αποφασίσω δηλαδή; είπε εκείνη. —Έχω από καιρό τώρα πάρει την απόφασή μου.  —Όχι,  πρέπει  ν'  αποφασίσετε,  δεχόσαστε  ή  όχι  την  πρόταση  του  Βλαντίμιρ  Ιβάνοβιτς;  είπε  ο  Νεχλιούντοφ.  —Μα τι γυναίκα του θα 'μαι, μια κατάδικη σε κάτεργο; Γιατί να καταστρέψω τη ζωή του Βλαντίμιρ  Ιβάνοβιτς; είπε σουφρώνοντας τα φρύδια της.  —Κι αν σας δώσουν χάρη;  —Μα αφήστε με, τέλος πάντων, αφήστε με! Μη μου ξαναπείτε κουβέντα! είπε και πετάχτηκε έξω  απ' το κελί. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII  ΟΤΑΝ Ο  ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ γύρισε ακολουθώντας την Κατιούσα στο θάλαμο  των ανδρών, τους βρήκε  όλους  ανάστατους.  Ο  Ναμπάτοφ,  που  χωνόταν  παντού,  που  'χε  σχέσεις  μ'  όλους  κι  όλα  τα  παρατηρούσε,  τους  είχε  φέρει  μια  απίθανη  είδηση  που  τους  άφησε  όλους  άφωνους:  βρήκε  καρφιτσωμένο  σ'  έναν  τοίχο  ένα  σημείωμα  γραμμένο  απ'  τον  επαναστάτη  Πέτλιν  που'  χε  καταδικαστεί  σε  κάτεργα.  Όλοι  πίστευαν  πως  ο  Πέτλιν  ήταν  από  χρόνια  εκεί  πέρα  στον  (ποταμό)  Καρά κι άξαφνα μαθαίνανε πως μόλις λίγο καιρό πριν είχε περάσει από τον ίδιο σταθμό.  «Στις 17 Αυγούστου, έγραφε το σημείωμα, με μεταφέρανε μόνο μου με τους ποινικούς. Μαζί μου  ήταν  ο  Νέβεροφ  που  κρεμάστηκε  στο  Καζάν  σ'  ένα  άσυλο  τρελών.  Είμαι  υγιής  γεμάτος  θάρρος  κι  ελπίδες για ένα φωτεινό μέλλον».  Άρχισαν όλοι να συζητούν για την κατάσταση του Πέτλιν κι έκαναν εικασίες για την αυτοκτονία του  Νέβεροφ.  Και  ο  Κρυλτσόφ  ανάμεσά  τους  σε  στάση  αυτοσυγκέντρωσης  σώπαινε,  κοιτάζοντας  επίμονα μπροστά του με μάτια που σπίθιζαν απ' τη φλόγα του πυρετού.  —Εμένα ο άντρας μου μού 'χε πει, πως από τότε που 'ταν ο Νέβεροφ στο Πετροπάβλοφσκ έβλεπε  φαντάσματα, είπε η Ραντσέβα.  —Μα τι λέμε τώρα; Αυτός, ένας ποιητής, ένας ονειροπόλος!...Ανθρωποι σαν κι αυτόν δεν αντέχουν  στην απομόνωση, είπε ο Νοβοντβόροφ. —Εγώ θυμάμαι μια φορά που μ' έριξαν στην απομόνωση,  δεν  άφηνα  τη  φαντασία  μου  να  δουλεύει  και  οργάνωνα  τον  καιρό  μου  με  τον  πιο  συστηματικό  τρόπο. Αυτό με βοηθούσε ν' αντέχω και να υποφέρω θαυμάσια την απομόνωση κάθε φορά.  —Και  γιατί  να  μην  αντέξεις;  Εγώ  προσωπικά  πολύ  συχνά  χαιρόμουνα  που  με  κλείνανε,  είπε  ο  Ναμπάτοφ  με  ζωηρό  τόνο.  —Έξω  όλα  τα  φοβάσαι:  μη  σε  πιάσουν,  μην  μπλέξεις  τους  άλλους,  μη  βλάψεις  τον  αγώνα.  Μόλις  όμως  σε  μπουντρουμιάσουν,  τέρμα  οι  ευθύνες,  μπορείς  επιτέλους  να  ξεκουραστείς. Αράζεις και φουμάρεις με την ησυχία σου.  —Τον ήξερες καλά; ρώτησε η Μάρια Πάβλοβνα, που κοίταζε ανήσυχα το τσακισμένο πρόσωπο του  Κρυλτσόφ, που είχε αλλάξει απότομα έκφραση.  —Ο  Νέβεροφ  ονειροπόλος;  φώναξε  ξαφνικά  ο  Κρυλτσόφ,  με  πνιγμένη  ανάσα  σα  να  'χε  ξεραθεί  ο  λαιμός  του  απ'  το  ουρλιαχτό  ή  το  τραγούδι.  ‐Ο  Νέβεροφ  ήταν  απ'  τους  ανθρώπους  εκείνους  που,  όπως μας έλεγε ο πορτιέρης μας, όμοιούς τους σπάνια γεννάει η γη... Ναι... Όχι μόνο να πει ψέματα  δεν μπορούσε, μα ούτε και να υποκριθεί δεν τα κατάφερνε. Όχι πως είχε λεπτεπίλεπτη επιδερμίδα,  μα  να,  ήτανε  σαν  να  μην  είχε  καθόλου  επιδερμίδα,  κι  όλα  του  τα  νεύρα  φαίνονταν  λες  κι  ήταν  διάφανα. Ναι... Ήταν μια εκρηκτική, πληθωρική προσωπικότητα κι όχι όπως μερικοί... Μα, ποιο το  όφελος  να  συζητάμε  γι'  αυτά  τώρα!..  —Σώπασε.  —  Καθόμαστε  και  μαλώνουμε  για  το  τι  είναι  καλύτερο  —είπε  με  σουφρωμένα  φρύδια  —να  μορφώσουμε  πρώτα  το  λαό  κι  ύστερα  να  του  αλλάξουμε τον τρόπο ζωής του ή πρώτα ν' αλλάξουμε τον τρόπο ζωής του... Ύστερα υπάρχει κι άλλο  δίλημμα: πώς ν' αγωνιστούμε; Με ειρηνική προπαγάνδα ή με τρομοκρατία; Ναι, συνέχεια συζητάμε.  Εκείνοι όμως δεν κάθονται να χάσουν τον καιρό τους με φλυαρίες, ξέρουν τι πρέπει να κάνουν και  δεκάρα  δε  δίνουν,  αν  χαθούν  δεκάδες  κι  εκατοντάδες  άνθρωποι,  και  τι  άνθρωποι  αλήθεια!  Αντίθετα, το μόνο που τους απασχολεί είναι το πώς θα πέσουν στη μάχη οι καλύτεροι. Όπως έλεγε  κι ο Χέρτσεν, όταν εκκαθάρισαν τις γραμμές των Δεκεμβριστών έπεσε το επίπεδο της κοινωνίας. Μα  πώς  είναι  δυνατό  να  μην  πέσει!  Ύστερα  έβγαλαν  απ'  τη  μέση  τον  ίδιο  τον  Χέρτσεν  και  τους  ομοϊδεάτες του. Τώρα αφανίζουν τους Νέβεροφ...  —Δε  θα  μας  αφανίσουν  όμως  όλους,  είπε  με  την  εύθυμη  φωνή  του  ο  Ναμπάτοφ.  —Θα  μείνουν  Digitized by 10uk1s 

  κάμποσοι για μαγιά...  —Μπα, δε θα μείνουν, αν αρχίσουμε να λυπόμαστε όλους αυτούς — είπε ο Κρυλτσόφ ανεβάζοντας  απότομα  τον  τόνο  της  φωνής  του  και  μην  αφήνοντας  κανέναν  να  τον  διακόψει.  —Δώστε  μου  ένα  παπιρόσι!  —Μα δεν πρέπει, δεν σου κάνει καλό Ανατόλι, του είπε η Μάρια Πάβλοβνα. —Σε παρακαλώ, μην  καπνίσεις!  —Ω,  άφησέ  με,  λοιπόν!  φώναξε  εκείνος  οργισμένος.  Τράβηξε  μια  ρουφηξιά,  μα  την  ίδια  στιγμή  άρχισε  να  βήχει.  Κόντεψε  να  πνιγεί  και  του  'ρθε  να  ξεράσει.  Έφτυσε  και  συνέχισε:  —Δεν  κάναμε  εκείνο  που  έπρεπε,  όχι  δεν  το  κάναμε.  Αντί  να  συζητάμε  συνέχεια,  έπρεπε  να  γίνουμε  όλοι  μια  γροθιά... και να τους συντρίψουμε όλους. Μάλιστα, αυτό έπρεπε!  —Μα, άνθρωποι είναι κι αυτοί, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Όχι,  δεν  είν'  άνθρωποι,  όλοι  όσοι  μπορούν  να  κάνουν  αυτά  που  κάνουν...  Όχι...  Κάπου  άκουσα  πως ανακάλυψαν τις μπόμπες και τ' αερόστατο. Ε, λοιπόν, αυτό που χρειάζεται είναι ν' ανεβείς σ'  ένα αερόστατο και να τους ραντίσεις από ψηλά με μπόμπες, σα να 'τανε να ψεκάσεις κοριούς, έτσι  που  να  μη  μείνει  ψυχή  από  δαύτους...  Ναι...  Γιατί...—  θέλησε  να  συνεχίσει,  μα  κοκκίνισε  μεμιάς,  ένας πιο δυνατός βήχας τον έπνιξε ξαφνικά και απ' το στόμα του ξεπήδησε αίμα.  Ο Ναμπάτοφ πετάχτηκε έξω να φέρει χιόνι. Η Μάρια Πάβλοβνα έφερε σταγόνες βαλεριάνα και του  'δωσε  να  πιει,  μα  εκείνος  με  κλειστά  τα  μάτια  την  έσπρωξε  με  το  λευκό,  σκελετωμένο  του  χέρι.  Ανάσαινε βαριά, μ' αγκομαχητά. Όταν συνήλθε κάπως με το χιόνι και το παγωμένο νερό, τον έβαλαν  να πλαγιάσει. Ο Νεχλιούντοφ τους χαιρέτησε όλους και βγήκε στην έξοδο μαζί με τον υπαξιωματικό  που 'χε έρθει από ώρα να τον πάρει.  Οι  ποινικοί  είχαν  τώρα  ησυχάσει  κι  οι  πιο  πολλοί  είχαν  κιόλας  αποκοιμηθεί.  Μ'  όλο  που  τα  κελιά  ήταν ασφυχτικά γεμάτα, στις κουκέτες και κάτω απ' τις κουκέτες στο πάτωμα, στα περάσματα, δεν  χωρούσαν  ωστόσο  όλοι  και  μερικοί  πλάγιαζαν  στο  διάδρομο,  καταγής,  έχοντας  για  μαξιλάρι  τους  μπόγους τους κουκουλωμένοι με τους υγρούς τους μανδύες.  Πίσω  απ'  τις  πόρτες  και  στο  διάδρομο  ακούγονταν  ροχαλητά,  αναστεναγμοί  και  παραμιλητά.  Διάσπαρτοι  ήταν  παντού  άμορφοι  σωροί  από  ανθρώπινα  κορμιά  κουκουλωμένα  με  μανδύες.  Και  μονάχα στο κελί των εργένηδων ποινικών δεν είχαν ακόμα κοιμηθεί κάμποσοι κατάδικοι∙ κάθονταν  στριμωγμένοι σε μια γωνιά κοντά σ' ένα καντήλι που το 'σβησαν αμέσως μόλις είδαν να 'ρχεται ένας  φαντάρος. Στο διάδρομο καθόταν κι ένας γέρος∙ είχε βγάλει το πουκάμισό του και το ξεψείριζε στο  φως μιας λάμπας. Ο πνιγηρός αέρας στο θάλαμο των πολιτικών ήταν καθαρός σε σύγκριση με την  αφόρητη μπόχα που βασίλευε εδώ. Το φως της λάμπας που κάπνιζε φαινόταν θαμπό σα μέσα από  πυκνό πούσι κι ήταν δύσκολο ν' ανασάνει κανείς. Για να περάσει κάποιος απ' το διάδρομο χωρίς να  πατήσει ή να σκουντήσει τους κοιμισμένους, έπρεπε να ψάξει να βρει πρώτα κάποιο κενό κι αφού  στηρίξει εκεί το ένα του πόδι να ψάξει να βρει χώρο για το άλλο. Τρεις κρατούμενοι, που προφανώς  δεν  είχαν  βρει  θέση  στο  διάδρομο  είχαν  στρώσει  πλάι  στην  πόρτα,  κοντά  στη  βούτα,  που  οι  χαραμάδες  της  έσταζαν.  Ο  ένας  απ'  αυτούς  ήταν  ένας  γερο‐ξεκούτης  που  'χε  συναντήσει  πολλές  φορές ο Νεχλιούντοφ στην πορεία. Ο άλλος ήταν ένα αγόρι γύρω στα δέκα∙ είχε πλαγιάσει ανάμεσα  στους δυο κρατούμενους κι έχοντας το χέρι του κάτω απ' το μάγουλό του κοιμόταν πάνω στο πόδι  ενός απ' τους δύο.  Μόλις βγήκε απ' την πύλη ο Νεχλιούντοφ κοντοστάθηκε και παίρνοντας βαθιές ανάσες ρούφηξε με  δύναμη τον παγωμένο αέρα της νύχτας.  Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIX  ΣΤΟ  ΠΡΟΑΥΛΙΟ  ΕΙΧΕ  ξαστεριά.  Γυρίζοντας  πίσω,  πατώντας  πάνω  στην  παγωμένη  λάσπη  που  σ'  ελάχιστα σημεία βούλιαζε, ο Νεχλιούντοφ έφθασε στο χάνι, χτύπησε το σκοτεινό παράθυρο και την  ίδια  στιγμή  ένας  φαρδύσωμος  υπηρέτης  τού  άνοιξε  την  εξώπορτα  και  τον  οδήγησε  στην  είσοδο.  Από  δεξιά  ακούγονταν  βαριά  ροχαλητά  των  αμαξάδων  που  είχαν  πλαγιάσει  πέρα  στη  σκοτεινή  ίζμπα.  Μπροστά  και  πίσω  απ'  την  πόρτα,  στην  αυλή  ήταν  δεμένα  πολλά  άλογα  που  άλεθαν  με  χαρακτηριστικό  ήχο  τη  βρώμη  στα  παχνιά  τους.  Αριστερά,  μια  πόρτα  οδηγούσε  σε  μια  καθαρή  κάμαρη,  που  μύριζε  ιδρώτα  και  αψέντι.  Πίσω  από  ένα  χώρισμα  ακουγόταν  ρυθμικά  ένα  βαθύ  ροχαλητό  κάποιου  ταξιδιώτη  που  'χε  φαίνεται  αθλητικά  πνευμόνια,  και  ένα  καντήλι  με  κόκκινο  γυαλί έκαιγε μπροστά στα εικονίσματα.  Ο Νεχλιούντοφ γδύθηκε, άπλωσε πάνω στο μουσαμαδένιο ντιβάνι μια κουβέρτα, έβαλε το πέτσινο  μαξιλάρι σαν προσκέφαλο και πλάγιασε ξαναφέρνοντας στη μνήμη του όλα όσα είδε κι άκουσε στη  διάρκεια  της  μέρας.  Από  όλα  αυτά  εκείνο  που  του  'χε  χαραχτεί  πιο  έντονα  στη  μνήμη  του  ήταν  η  εικόνα  του  μικρού  παιδιού  που  κοιμόταν  πάνω  στο  πόδι  του  κατάδικου,  πλάι  στις  δυσοσμίες  και  στα κατακάθια της βούτας.  Μ' όλο που τον είχε ξαφνιάσει εκείνη η σοβαρή κουβέντα που είχε κάνει απόψε με τον Σίμονσον και  την Κατιούσα, στη μνήμη του τώρα την προσπερνούσε, γιατί ένιωθε τόσο μπλεγμένος και αβέβαιος,  που έκανε ό,τι μπορούσε για να την απωθήσει. Στο μυαλό του είχε αποτυπωθεί τόσο βαθιά εκείνο  το  θέαμα  των  δύστυχων  πλασμάτων,  που  ασφυκτιούσαν  μέσα  στον  αποπνιχτικό  αέρα  και  στα  χυμένα  βρομόνερα  από  τη  βούτα  που  έζεχνε,  μα  πιο  πολύ  τον  είχε  συγκλονίσει  η  αθώα  μορφή  εκείνου  του  αγοριού  που  κοιμόταν  πάνω  στο  πόδι  του  κατάδικου,  εικόνα  που  δεν  έβγαινε  απ'  το  μυαλό του.  Το να ξέρεις πως κάπου μακριά μερικοί άνθρωποι βασανίζουν κάποιους άλλους, τους κάνουν κάθε  λογής μαρτύρια, τους αναγκάζουν σε κάθε λογής απάνθρωπους εξευτελισμούς και ταπεινώσεις από  το  να  μπορείς  να  βλέπεις  με  τα  μάτια  σου  για  τρεις  συνεχείς  μήνες  ασταμάτητα  αυτό  τον  εξανδραποδισμό  και  τα  μαρτύρια  κάποιων  από  μερικούς  άλλους  είναι  τελείως  διαφορετικά  πράγματα. Κι ο Νεχλιούντοφ το βίωνε αυτό. Αρκετές φορές στο διάστημα των τριών αυτών μηνών  αναρωτιόταν:  «Μήπως  είμαι  εγώ  τρελός  και  βλέπω  όσα  οι  άλλοι  δεν  βλέπουν  ή  είναι  τρελοί  όλοι  αυτοί  που  κάνουν  όσα  εγώ  βλέπω;»  Όμως  οι  άνθρωποι  (κι  ήταν  πολλοί  αυτοί),  που  έκαναν  τις  αποτρόπαιες  εκείνες  πράξεις  που  τον  συγκλόνιζαν,  ήταν  τόσο  ήσυχοι  με  τη  συνείδησή  τους  και  πεισμένοι  πως  όλα  όσα  έκαναν  δεν  ήταν  μόνο  αυτά  που  έπρεπε  να  γίνουν,  αλλά  ήταν  την  ίδια  στιγμή  άκρως  σημαντικά  κι  ωφέλιμα,  έτσι  που  ήταν  δύσκολο  να  τους  θεωρήσει  κανένας  τρελούς.  Μα ούτε και τον εαυτό του μπορούσε να χαρακτηρίσει τρελό, γιατί είχε επίγνωση πως σκεφτόταν  σωστά. Γι' αυτό το λόγο ήταν συνεχώς σαστισμένος.  Όσα είχε δει σ' αυτούς τους τρεις μήνες ο Νεχλιούντοφ τα εξηγούσε με τον εξής τρόπο: απ' όλους  αυτούς  τους  ανθρώπους  που  ζούσαν  ελεύθεροι,  η  κυβέρνηση,  με  τα  δικαστήρια  και  τα  όργανα  διοίκησης,  διάλεγε  τους  πιο  κινητικούς,  θερμόαιμους,  φλογερούς,  ευαίσθητους,  χαρισματικούς,  ισχυρούς που είναι λιγότερο απονήρευτοι κι ανυποψίαστοι απ' τους άλλους και έριχνε τα πλάσματα  αυτά  —  που  δεν  ήταν  καθόλου  πιο  επικίνδυνα  κι  ένοχα  από  εκείνα  που  έμεναν  ελεύθερα  —  στη  φυλακή, στους σταθμούς μεταγωγών, στα κάτεργα, όπου έμεναν κλεισμένα για μήνες και χρόνια σε  κατάσταση  ολοκληρωτικής  αδράνειας,  ενώ  τους  εξασφάλιζαν  όλα  τ'  απαραίτητα  για  τη  διαβίωσή  τους  εκεί,  μακριά  απ'  τη  φύση,  την  οικογένειά  τους,  την  εργασία  τους,  έξω  δηλαδή  από  όλες  τις  συνθήκες  της  φυσικής  και  ηθικής  ζωής  του  ανθρώπου.  Αυτό  ήταν  το  πρώτο  συμπέρασμα  των  παρατηρήσεών  του.  Το  δεύτερο  ήταν  πως  σ'  όλη  αυτή  τη  διαδρομή  μέσα  στα  ιδρύματα  αυτά  υποβάλλονταν σε κάθε λογής ανώφελους εξευτελισμούς: τους φορούσαν αλυσίδες, τους ξύριζαν τα  κεφάλια,  τους  έντυναν  με  σημαδεμένα  ρούχα  της  ντροπής,  δηλαδή  τους  στερούσαν  από  το  πιο  Digitized by 10uk1s 

  ισχυρό  κίνητρο  αξιοπρεπούς  ζωής  των  απλών  ανθρώπων,  το  ενδιαφέρον  για  τη  γνώμη  των  συνανθρώπων  τους,  τη  συναίσθηση  της  ντροπής  και  της  ανθρώπινης  ηθικής.  Τρίτον,  οι  άνθρωποι  αυτοί αντιμετώπιζαν συνεχείς κινδύνους, όπου χωρίς να λογαριάζονται οι εξαιρετικές περιπτώσεις  —ηλίαση, πνιγμός, πυρκαγιές — υπόφεραν από τις διαρκείς επιδημίες στις φυλακές, την εξάντληση,  τον ξυλοδαρμό και αυτό τους εξωθούσε να βρίσκονται σε μια μόνιμη κατάσταση, τέτοια που ακόμη  κι  ο  πιο  έντιμος  και  ηθικός  άνθρωπος  από  την  ανάγκη  αυτοσυντήρησης  μπορεί  να  διαπράξει  ταυτόχρονα  τα  πιο  φρικαλέα  ανοσιουργήματα  και  ταυτόχρονα  να  τα  συγχωρεί  στους  άλλους.  Τέταρτον,  οι  άνθρωποι  τούτοι  είχαν  ομαδοποιηθεί  βίαια  μαζί  με  τους  πιο  διεφθαρμένους  απ'  τη  ζωή  (και  κυρίως  απ'  την  παραμονή  τους  στις  φυλακές)  έκφυλους,  δολοφόνους,  ληστές  που  σιγά  σιγά  διέφθειραν,  όπως  η  μαγιά  το  ζυμάρι,  όλους  όσους  δεν  είχαν  αποκτηνωθεί  τελείως  απ'  τις  μεθόδους  που  χρησιμοποιούσαν  εκεί  μέσα.  Και  τέλος,  το  πέμπτο  συμπέρασμα  ήταν  πως  με  τις  μεθόδους αυτές, δηλαδή με τις φριχτές κακουχίες και μάλιστα με τον πιο παραστατικό τρόπο —με  βασανισμούς  παιδιών,  γυναικών,  γερόντων,  με  ξυλοδαρμούς,  μαστιγώματα,  με  αμοιβές  σ'  όσους  παρέδιδαν ζωντανούς είτε νεκρούς τους δραπέτες, χωρίζοντας τους άνδρες απ' τις γυναίκες τους και  ζευγαρώνοντάς  τες  με  ξένους  άνδρες,  τουφεκίζοντας,  κρεμώντας  —  τους  έκαναν  να  πιστέψουν  βαθιά  πως  κάθε  λογής  βία,  βαρβαρότητα,  κτηνωδία,  όχι  μονάχα  δεν  απαγορεύεται,  μα  αντίθετα  επιτρέπεται  κι  ενθαρρύνεται  απ'  την  κυβέρνηση,  όταν  εκείνη  το  κρίνει  συμφέρον.  Πολύ  περισσότερο πίστευαν πως επιτρέπεται σ' εκείνους που στερημένοι απ' την ελευθερία τους ζούσαν  μέσα στην ανέχεια και τη δυστυχία.  Όλα  αυτά  έμοιαζαν  σαν  να  'χαν  επίτηδες  επινοηθεί  από  τις  κρατικές  υπηρεσίες  για  να  πετύχουν  τόσο συμπυκνωμένη και πλέρια διαφθορά και ανηθικότητα στην κοινωνία, που θα 'ταν αδύνατο να  προκληθεί  αλλιώς,  ώστε  να  τις  διοχετεύσουν  σε  ανυπολόγιστη  έκταση  μέσα  στον  λαό.  «Λες  κι  υπήρχε  κάποιο  προαποφασισμένο  σχέδιο,  με  ποιο  τρόπο  δηλαδή  να  διαφθείρουν  καλύτερα  και  σίγουρα  όσο  το  δυνατόν  περισσότερους  ανθρώπους»,  σκεφτόταν  ο  Νεχλιούντοφ,  αναλογιζόμενος  όλα  όσα  γίνονταν  στις  φυλακές  και  στους  σταθμούς  μεταγωγών.  Εκατοντάδες  χιλιάδες  άνθρωποι  κάθε χρόνο εκμαυλίζονταν μέχρις εσχάτων κι όταν η διαφθορά τους άγγιζε το επιθυμητό όριο, τους  αποφυλάκιζαν για να μπορέσουν όσα είχαν αφομοιώσει πίσω απ' τους τοίχους των φυλακών να τα  μεταδώσουν τώρα και σ' ολόκληρη την κοινωνία.  Στις φυλακές — στο Τιούμεν, στο Γιεκατερινμπούργκ, στο Τομσκ και στους σταθμούς μεταγωγών —  ο  Νεχλιούντοφ  διαπίστωνε  πως  ο  στόχος  αυτός,  που  ο  ίδιος  θεωρούσε  ότι  η  κοινωνία  επιδίωκε,  πραγματωνόταν μ' επιτυχία. Οι άνθρωποι, απλοί άνθρωποι του λαού, που ήταν μπολιασμένοι με τις  αξίες της ρωσικής κοινότητας, της αγροτικής, της χριστιανικής ηθικής, εγκατέλειπαν αυτές τις αρχές  κι  αποδέχονταν  τις  καινούριες  ιδέες  των  φυλακών,  που  ο  κεντρικός  τους  πυρήνας  ήταν  πως  κάθε  προσβολή,  άσκηση  βίας  σε  βάρος  της  ανθρώπινης  προσωπικότητας,  κάθε  μορφή  εξόντωσής  της  επιτρέπεται όταν αποφέρει όφελος. Όσοι περνούσαν απ' τις φυλακές το 'ξεραν στο πετσί τους πως  όλοι  εκείνοι  οι  ηθικοί  κανόνες  για  το  σεβασμό  και  την  αλληλεγγύη  στο  συνάνθρωπό  τους  που  κήρυχναν οι δάσκαλοι της θρησκείας και της ηθικής είχαν καταργηθεί στην πράξη και γι' αυτό δεν  θα  έπρεπε  να  τους  τηρούν.  Ο  Νεχλιούντοφ  το  παρατηρούσε  αυτό  σε  όλους  τους  κατάδικους  που  συνάντησε:  στον  Φιόντοροφ,  στον  Μακάρ  κι  ακόμη  στον  Ταράς  που  είχε  περάσει  με  τους  κατάδικους  στις  μεταγωγές  τους  τελευταίους  δύο  μήνες  και  είχε  συγκλονίσει  τον  Νεχλιούντοφ  με  την αχαλίνωτη ανηθικότητά του.  Στη  διαδρομή  για  την  εξορία  ο  Νεχλιούντοφ  έμαθε  ότι  μερικοί  αγύρτες  που  δραπέτευσαν  απ'  τα  κάτεργα  και  χώνονταν  στην  ταϊγκά,  παρέσερναν  μαζί  τους  κι  άλλους  συντρόφους  κι  ύστερα  τους  σκότωναν για να φάνε το κρέας τους. Συνάντησε μάλιστα κι έναν απ' αυτούς που τον κατηγορούσαν  γι'  αυτό  το  έγκλημα  κι  εκείνος  το  παραδεχόταν.  Μα  το  πιο  φριχτό  απ'  όλα  ήταν  πως  αυτά  τα  κρούσματα της ανθρωποφαγίας δεν ήταν μεμονωμένα, αλλά συνέβαιναν συνέχεια.  Μόνο μια ειδική αγωγή στη διαφθορά, όπως γινόταν στις φυλακές και στα κάτεργα, μπορούσε να  Digitized by 10uk1s 

  σπρώξει τον Ρώσο σ' αυτή την κατάντια του αγύρτη δραπέτη που ξεπερνώντας ακόμη και αυτή την  τελευταία  θεωρία  του  Νίτσε  πίστευε  πως  όλα  επιτρέπονται  και  τίποτα  δεν  απαγορεύεται,  μεταφέροντάς την πρώτα στους κρατούμενους κι ύστερα σ' ολόκληρη την κοινωνία.  Η μοναδική εξήγηση για όλα όσα συνέβαιναν, όπως έγραφαν τα βιβλία, ήταν πως το σύστημα στο  σύνολό  του  στόχευε  στην  πρόληψη,  την  καταστολή,  στο  φρονηματισμό  και  στην  τιμωρία  διά  του  νόμου.  Μα,  στη  ζωή  ήταν  τελείως  διαφορετικά  τα  πράγματα,  τίποτα  δε  συνέβαινε  απ'  όλα  αυτά,  ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο ούτε  το τρίτο ούτε το τέταρτο. Αντί για την  πρόληψη, το έγκλημα  απλωνόταν  χωρίς  όρια.  Αντί  για  την  καταστολή,  οι  εγκληματίες  αποθρασύνονταν  και  πολλοί  απ'  αυτούς, όπως οι αγύρτες, τραβούσαν με τη θέλησή τους για τις φυλακές. Αντί για το φρονηματισμό,  σα μεταδοτική αρρώστια εξαπλωνόταν κάθε λογής ανηθικότητα. Όσο για την επιβολή της τιμωρίας,  όχι μονάχα δε μετριαζόταν με τα μέτρα που έπαιρνε η κυβέρνηση, αλλά προκαλούσε ένα πνεύμα  εκδίκησης στο λαό, άγνωστο μέχρι πριν.  «Μα γιατί, τέλος πάντων, τα κάνουν όλα τούτα;» αναρωτιόταν ο Νεχλιούντοφ χωρίς να μπορεί να  βρει την απάντηση.  Κι  εκείνο  που  τον  συγκλόνιζε  πιο  πολύ  απ'  όλα  ήταν  πως  όλα  τούτα  δεν  συνέβαιναν  τυχαία,  από  κακούς  χειρισμούς  και  μόνο  μια  φορά,  αλλά  συνέχεια,  συστηματικά,  αιώνες  ολόκληρους,  με  τη  μόνη διαφορά πως παλιότερα στους κατάδικους έκοβαν μύτες, ξερίζωναν αφτιά, χρησιμοποιούσαν  τον τροχό του μαρτυρίου, ενώ σήμερα τους έδεναν με χειροπέδες και τους μετέφεραν με ατμόπλοια  και όχι κάρα.  Τα διάφορα επιχειρήματα των σωφρονιστικών υπαλλήλων στις φυλακές που προσπαθούσαν να τον  πείσουν πως η αγανάκτησή του αυτή προερχόταν απ' την ανεπάρκεια του συστήματος εγκλεισμού  και εκτόπισης των κρατουμένων και πως όλα τούτα μπορούσαν να διορθωθούν αν βελτιωνόταν το  σχέδιο  ανοικοδόμησης  των  φυλακών,  δεν  τον  ικανοποιούσαν,  γιατί  ένιωθε  ότι  η  αγανάκτησή  του  δεν είχε καμία σχέση με τις αδυναμίες τελειοποίησης των συνθηκών διαβίωσης στις φυλακές. Είχε  διαβάσει για τις βελτιωμένες συνθήκες εγκλεισμού με ηλεκτρικά κουδούνια, με ηλεκτρικές μηχανές  εκτέλεσης  που  συνιστούσε  ο  Ταρντ,  κι  αυτές  οι  πιο  τελειοποιημένες  μορφές  βίας  του  φούντωναν  μέσα του ακόμα περισσότερο την αγανάκτηση.  Αυτό που έκανε έξαλλο τον Νεχλιούντοφ πάνω απ' όλα ήταν ότι στα δικαστήρια και τα υπουργεία  όλοι  αυτοί  οι  υπάλληλοι  με  τους  παχυλούς  μισθούς  —σε  βάρος  της  φορολογίας  του  λαού—  ακολουθώντας  τα  συγγράμματα  των  ομογάλακτών  τους,  ερμήνευαν  τις  πράξεις  όσων  παραβίαζαν  τους  νόμους  που  συνέτασσαν  εκείνοι  και  βάσει  αυτών  εκτόπιζαν  τους  ανθρώπους  εκεί  όπου  δεν  ξαναγύριζαν  ποτέ  στα  μέρη  εκείνα,  που  στην  απόλυτη  αυθαιρεσία  των  σκληρών  κι  απάνθρωπων  διευθυντών φυλακών, δεσμοφυλάκων, στρατιωτών συνοδείας, κατά εκατομμύρια έσβηναν ψυχικά  και σωματικά.  Ζώντας από κοντά τις φυλακές και τους σταθμούς μεταγωγών, ο Νεχλιούντοφ διαπίστωσε πως όλες  αυτές  οι  ηθικές  εκτροπές  που  ευδοκιμούν  στον  κόσμο  των  κρατουμένων,  όπως,  ο  αλκοολισμός,  η  χαρτοπαιξία, η βαναυσότητα κι όλα αυτά τα φρικαλέα εγκλήματα, κι αυτή η ίδια η ανθρωποφαγία,  δεν  είναι  τυχαία  περιστατικά  ούτε  φαινόμενα  εκφυλισμού  του  «εγκληματικού  χαρακτήρα»,  της  τερατογένεσης,  όπως  φαντάζονται  όλοι  αυτοί  οι  ανεγκέφαλοι  επιστήμονες  που  υπηρετούν  τις  κυβερνήσεις  τους,  αλλά  είναι  αναπόφευκτη  συνέπεια  της  εξωφρενικής  πλάνης  πως  οι  άνθρωποι  μπορούν να τιμωρούν τους συνανθρώπους τους. Ο Νεχλιούντοφ καταλάβαινε πως η ανθρωποφαγία  δεν  αρχίζει  στην  ταϊγκά,  αλλά  στα  υπουργεία,  στις  επιτροπές  και  στα  γραφεία  διευθύνσεων  και  κορυφώνεται απλώς και μόνο στα βάθη της ταϊγκά. Καταλάβαινε πως ο γαμπρός του λόγου χάρη,  όπως  κι  όλοι  οι  δικαστικοί  και  οι  διοικητικοί  υπάλληλοι,  από  τον  κλητήρα  ως  τον  υπουργό,  δεν  υπηρετούσαν σε καμιά περίπτωση τη δικαιοσύνη και το καλό του λαού, όπως ισχυρίζονταν, και το  Digitized by 10uk1s 

  μόνο που τους συγκινούσε ήταν τα ρούβλια που τσέπωναν για να κάνουν όλα αυτά που καταλήγουν  στη διαφθορά και στα βάσανα. Αυτό του ήταν πλέον τελείως ξεκάθαρο.  «Να είναι, άραγε, κι αυτό συνέπεια μιας παρανόησης; Πώς να γινόταν να εξασφαλιστούν σ' όλους  αυτούς τους γραφειοκράτες οι μισθοί τους κι ακόμη να τους ενθαρρύνουν με πριμ, αρκεί μόνο να  μην  κάνουν  όλα  όσα  κάνουν;»  συλλογίστηκε  ο  Νεχλιούντοφ.  Και  μ'  αυτές  τις  σκέψεις  στα  βαθιά  χαράματα, μετά το δεύτερο λάλημα των πετεινών, παρά τους ψύλλους που σαν ελατήρια πηδούσαν  πάνω του μόλις στριφογύριζε, βυθίστηκε σ' ένα βαρύ σα μολύβι ύπνο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX  ΟΤΑΝ  ΞΥΠΝΗΣΕ,  οι  αμαξάδες  είχαν  κιόλας  φύγει  απ'  ώρα,  η  ξενοδόχα  είχε  πιει  το  τσάι  της  και  σφουγγίζοντας  μ'  ένα  μαντήλι  τον  ιδρωμένο  χοντρό  λαιμό  της  ήρθε  να  του  αναγγείλει  πως  ένας  στρατιώτης  απ'  το  σταθμό  του  'χε  φέρει  ένα  σημείωμα.  Το  σημείωμα  αυτό  ήταν  απ'  την  Μάρια  Πάβλοβνα.  Του  έγραφε  ότι  η  κρίση  του  Κρυλτσόφ  ήταν  πιο  σοβαρή  απ'  ό,τι  νομίζανε:  «Κάποια  στιγμή  θέλαμε  να  τον  αφήσουμε  πίσω  και  να  μείνει  ένας  από  μας  μαζί  του,  μα  δεν  μας  το  επέτρεψαν κι έτσι θα τον μεταφέρουμε, αλλά φοβόμαστε για την υγεία του. Προσπαθήστε να τον  τακτοποιήσετε  στην  επόμενη  πόλη,  έτσι  που  αν  τελικά  χρειαστεί  να  μείνει,  να  επιτρέψουν  σε  κάποιον από μας να μείνει μαζί του. Αν για να γίνει αυτό, χρειάζεται να τον παντρευτώ, φυσικά δεν  έχω καμιά αντίρρηση».  Ο  Νεχλιούντοφ  έστειλε  έναν  μικρό  να  φέρει  έναν  αμαξά  κι  άρχισε  βιαστικά  να  ετοιμάζει  τα  πράγματά του. Δεν είχε προλάβει να πιει το δεύτερο ποτήρι τσάι, όταν μια ταχυδρομική άμαξα με  τρία άλογα, κουδουνίζοντας και τρίζοντας πάνω στην παγωμένη λάσπη σα να 'τρεχε σε καλντερίμι,  σταμάτησε μπροστά στην είσοδο. Αφού πλήρωσε το λογαριασμό στην ξενοδόχα με το χοντρό λαιμό,  ο Νεχλιούντοφ έτρεξε βιαστικά κι ανέβηκε στην άμαξα, κάθισε πλάι στο παράθυρο και πρόσταξε τον  αμαξά  να  γίνει  καπνός  μήπως  και  προλάβουν  την  πομπή  των  κρατουμένων.  Πραγματικά,  λίγο  πιο  έξω  από  ένα  μαντρί,  πρόφθασαν  τα  κάρα  της  φάλαγγας  με  τους  μπόγους  και  τους  αρρώστους  τα  οποία  αγκομαχούσαν  στη  σκληρή  λάσπη  που  είχε  αρχίσει  κιόλας  να  παγώνει  (ο  αξιωματικός  της  συνοδείας είχε προχωρήσει μπροστά). Οι στρατιώτες, που 'χαν πιει, φλυαρούσαν χαχανίζοντας στην  ουρά και στα πλάγια της συνοδείας. Τα κάρα ήταν πολλά. Στα πρώτα είχαν στοιβαχτεί έξι άρρωστοι  ποινικοί,  στα  τελευταία  τρία  σε  τριάδες  ακολουθούσαν  οι  πολιτικοί.  Πίσω  πίσω  είχαν  καθίσει  ο  Νοβοντβόροφ,  η  Γκραμπέτς  κι  ο  Κοντράτιεφ,  στο  μεσαίο  η  Ραντσέβα,  ο  Ναμπάτοφ  κι  εκείνη  η  αναιμική γυναίκα με τους ρευματισμούς που η Μάρια Πάβλοβνα τής είχε παραχωρήσει τη θέση της.  Στο τρίτο, πάνω στ' άχυρα και σε λίγα μαξιλάρια, ήταν ξαπλωμένος ο Κρυλτσόφ. Στο παραπέτο του  κάρου  καθόταν  η  Μάρια  Πάβλοβνα.  Ο  Νεχλιούντοφ  σταμάτησε  την  άμαξά  του  κοντά  στον  Κρυλτσόφ,  ξεπέζεψε  και  τον  πλησίασε.  Ένας  πιωμένος  στρατιώτης  του  κούνησε  με  νόημα  το  χέρι,  μα ο Νεχλιούντοφ δεν του 'δωσε καμιά σημασία, πλησίασε το κάρο και ακολουθώντας τις αυλακιές  του δρόμου βάδιζε στο πλάι. Ο Κρυλτσόφ τυλιγμένος στη μακριά κάπα του, με το γούνινο σκούφο  του φαινόταν πιο αδύνατος και χλομός. Τα υπέροχα μάτια του φαίνονταν τώρα ακόμα πιο τεράστια  κι  αστραφτερά.  Καθώς  τρανταζόταν  πέρα  δώθε  απ'  τον  κακοτράχαλο  δρόμο,  χωρίς  να  σαλεύει  τα  μάτια,  κοίταζε  τον  Νεχλιούντοφ  κι  όταν  εκείνος  τον  ρώτησε  για  την  υγεία  του,  τα  κατέβασε  και  κούνησε με θυμό το κεφάλι του. Έκανε αγώνα να κρατηθεί πάνω στην καρότσα κι αυτό φαίνεται τον  εξαντλούσε. Η Μάρια Πάβλοβνα καθόταν στην απέναντι πλευρά απ' τον Νεχλιούντοφ. Τα βλέμματά  τους διασταυρώθηκαν με νόημα, η ματιά της φανέρωνε έντονα την ανησυχία της για την κατάσταση  του Κρυλτσόφ, όμως, μεμιάς του είπε δυνατά μ' εύθυμη φωνή.  —Φαίνεται  πως  ντράπηκε  ο  αξιωματικός  —φώναξε  δυνατά  για  να  μη  σκεπάσει  τη  φωνή  της  ο  κρότος  απ'  τις  ρόδες.  —Βγάλανε  τις  χειροπέδες  του  Μπουζόφσκιν.  Κουβαλάει  ο  ίδιος  τώρα  το  κοριτσάκι του και μαζί του πηγαίνουν η Κάτια με τον Σίμονσον και στη θέση μου η Βέροτσκα.  Ο  Κρυλτσόφ  ψιθύρισε  κάτι,  που  ήταν  αδύνατο  ν'  ακουστεί  δείχνοντας  με  το  χέρι  του  την  Μάρια  Πάβλοβνα και, κάνοντας έναν έντονο μορφασμό προσπαθώντας να πνίξει το βήχα του, κούνησε το  κεφάλι. Ο Νεχλιούντοφ έσκυψε από πάνω του για ν' ακούσει. Τότε ο Κρυλτσόφ έβγαλε απ' το στόμα  του το μαντήλι και σιγοψιθύρισε:  —Είμαι πολύ καλύτερα. Μονάχα μην αρπάξω κανένα κρυολόγημα.  Ο Νεχλιούντοφ κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και κοίταξε την Μάρια Πάβλοβνα. Τα βλέμματά  τους διασταυρώθηκαν.  Digitized by 10uk1s 

  —Λοιπόν, τι γίνεται με το πρόβλημα των τριών σωμάτων; σιγοψιθύρισε πάλι ο Κρυλτσόφ και γέλασε  με μεγαλύτερη δυσκολία. — Μπερδεμένη η λύση του, ε;  Ο  Νεχλιούντοφ  δεν  κατάλαβε,  μα  η  Μάρια  Πάβλοβνα  του  εξήγησε  πως  αναφερόταν  στο  γνωστό  μαθηματικό πρόβλημα για τον καθορισμό της θέσης των τριών ουράνιων σωμάτων, του Ήλιου, της  Σελήνης  και  της  Γης,  που  μ'  αυτό  σκέφτηκε  ν'  αστειευτεί  και  να  συγκρίνει  τις  σχέσεις  του  Νεχλιούντοφ, της Κατιούσας και του Σίμονσον.  —Δεν εξαρτάται από μένα η λύση του, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Το λάβατε το σημείωμα μου; Θα μας βοηθήσετε; ρώτησε η Μάρια Πάβλοβνα.  —Μα, οπωσδήποτε, είπε ο Νεχλιούντοφ και βλέποντας στο πρόσωπο του Κρυλτσόφ μιαν έκφραση  ενόχλησης,  απομακρύνθηκε  κι  ανέβηκε  στην  άμαξά  του,  στάθηκε  όρθιος  μέσα  στο  κουπέ,  κρατήθηκε απ' το πλαϊνό τοίχωμα για να μην τραμπαλίζεται απ' τα τραντάγματα της άμαξας πάνω  στον κακοτράχαλο δρόμο και πρόσταξε τον αμαξά του να τρέξει γοργά πίσω απ' τη φάλαγγα με τους  γκρίζους μανδύες και τα κοντογούνια, τις αλυσίδες και τις ζευγαρωτές χειροπέδες που απλωνόταν  μπροστά του ένα βέρστι μακριά. Στην αντίθετη πλευρά της δημοσιάς ο Νεχλιούντοφ αναγνώρισε το  γαλάζιο  μαντήλι  της  Κατιούσας,  το  μαύρο  πανωφόρι  της  Βέρα  Γιεφρέμοβνα,  το  σακάκι,  το  πλεχτό  σκουφάκι και τις άσπρες μάλλινες κάλτσες του Σίμονσον, σφιχτοδεμένες γύρω γύρω στα πόδια του  σα να 'ταν σαντάλια. Ο Σίμονσον περπατούσε πλάι στις γυναίκες και μιλούσε μαζί τους ζωηρά.  Όταν  είδαν  τον  Νεχλιούντοφ,  οι  γυναίκες  τον  χαιρέτησαν  μ'  ελαφριά  κλίση  του  κεφαλιού,  ενώ  ο  Σίμονσον σήκωσε θριαμβευτικά το γούνινο σκουφί του. Ο Νεχλιούντοφ δεν είχε τίποτα να τους πει  και τους προσπέρασε χωρίς να προστάξει τον αμαξά να σταματήσει για λίγο∙ μόλις βρέθηκαν πάλι  στη  μέση  του  δρόμου  που  δεν  ήταν  και  τόσο  τραχύς,  το  αμάξι  έτρεξε  με  μεγαλύτερη  ορμή,  όμως  ήταν συνεχώς αναγκασμένο να λοξοδρομεί για να προσπερνάει τα κάρα της συνοδείας απ' τις δυο  πλευρές της δημοσιάς.  Ο  δρόμος,  χαραγμένος  βαθιά  από  τις  αυλακιές  που  άφηναν  πίσω  τους  τα  κάρα,  χανόταν  σ'  ένα  πυκνόφυτο  δάσος  από  κωνοφόρα  που  το  στόλιζαν  κι  απ'  τις  δυο  πλευρές  με  τις  έντονες  χρυσοκίτρινες φυλλωσιές τους σημύδες και λάρικες. Στα μισά της διαδρομής το δάσος τέλειωσε και  στην  άκρη,  βαθιά  στον  ορίζοντα,  φάνηκαν  οι  πεδιάδες  και  ξεπρόβαλαν  οι  χρυσοί  σταυροί  και  οι  τρούλοι  ενός  μοναστηριού.  Η  μέρα  είχε  καταυγάσει,  τα  σύννεφα  είχαν  διαλυθεί,  ο  ήλιος  μεσουρανούσε πάνω απ' το δάσος κι έριχνε τις αχτίνες του στην υγρή χλόη, στις λακουβίτσες με το  νερό,  στους  τρούλους,  στους  σταυρούς  των  εκκλησιών  που  σπίθιζαν  απ'  το  λαμπρό  του  φως.  Μπροστά και δεξιά στο βάθος, άσπριζαν οι βουνοκορφές στον μακρινό, μουντό ορίζοντα. Η τρόικα  του Νεχλιούντοφ μπήκε σ' ένα μεγάλο χωριό στα προάστια κάποιας πόλης. Ο κεντρικός δρόμος του  χω 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXI  Ο  ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ  στεκόταν  κοντά  στην  κουπαστή  της  μαούνας,  με  το  βλέμμα  του  καρφωμένο  στο  πλατύ  κι  ορμητικό  ρεύμα  του  ποταμού.  Στη  φαντασία  του  στριφογύριζαν  εναλλάξ  δύο  εικόνες:  το  κεφάλι του ετοιμοθάνατου Κρυλτσόφ που ταρακουνιόταν αλύπητα απ' τα τραντάγματα του κάρου,  μ'  εκείνη  την  έκφραση  μίσους  στο  πρόσωπό  του,  κι  η  θωριά  της  Κατιούσας  που  προχωρούσε  με  ζωηρό  βήμα  στην  άκρη  του  δρόμου  πλάι  στον  Σίμονσον.  Η  εικόνα  του  ετοιμοθάνατου  Κρυλτσόφ,  που  αρνιόταν  πεισματικά  να  εγκαταλείψει  τη  ζωή,  τον  έθλιβε  αφάνταστα.  Η  άλλη  όμως,  της  ελαφροπάτητης Κατιούσας που είχε βρει την αγάπη ενός τέτοιου ανθρώπου σαν του Σίμονσον και  που  την  οδηγούσε  τώρα  στο  σταθερό  κι  αληθινό  δρόμο  του  καλού,  θα  'πρεπε  να  τον  χαροποιεί,  όμως ο Νεχλιούντοφ ένιωθε το ίδιο βάρος στην ψυχή του και δεν μπορούσε ν' απαλλαγεί από το  ίδιο συναίσθημα θλίψης που τον βάραινε.  Πέρα απ' τη πόλη αντήχησε ως το ποτάμι ο βρόντος και το μεταλλικό τρεμούλιασμα μιας μεγάλης  χάλκινης καμπάνας. Ο αμαξάς που στεκόταν κοντά στον Νεχλιούντοφ κι οι άλλοι καροτσέρηδες, ο  ένας μετά τον άλλον, έβγαλαν τα σκουφιά τους και σταυροκοπήθηκαν.  Μονάχα  ένας  μικρόσωμος  αναμαλλιασμένος  γέρος  που  στεκόταν  πιο  κοντά  απ'  όλους  στην  κουπαστή, κι ο Νεχλιούντοφ δεν τον είχε προσέξει, δεν έκανε το σταυρό του. Σήκωσε το κεφάλι του  και  κοίταξε  κατάματα  τον  Νεχλιούντοφ.  Φορούσε  ένα  κουρελιασμένο  καφτάνι,  τσόχινο  πανταλόνι  και  τρύπια  παλιοπάτσουτσα.  Στην  πλάτη  του  κρεμόταν  ένας  μικρός  ντορβάς  και  στο  κεφάλι  του  φορούσε ένα ψηλό λειωμένο γούνινο σκουφί.  —Ε,  γέρο,  δεν  κάνεις  την  προσευχή  σου  εσύ;  του  είπε  ο  αμαξάς  του  Νεχλιούντοφ  την  ώρα  που  έβαζε και τακτοποιούσε το δικό του σκουφί. —Μπας κι είσαι αβάφτιστος;  —Και  σε  ποιον  δηλαδή  να  κάνω  την  προσευχή  μου;  αποκρίθηκε  ο  αναμαλλιασμένος  γέρος  μ'  επιθετικό ύφος προφέροντας καθαρά μια μια τις συλλαβές.  —Τι σε ποιον; Στο Θεό! είπε ο αμαξάς ειρωνικά.  —Και για δείξ' τον μου, λοιπόν, εσύ αυτό το Θεό που λες! Πού είναι;  Στο  πρόσωπό  του  γέρου  απλώθηκε  μια  σοβαρή  και  σκληρή  έκφραση  που  'κανε  τον  αμαξά  να  καταλάβει  πως  δεν  μπορούσε  να  τα  βάλει  μ'  αυτόν  τον  δυνατό  άνθρωπο.  Σάστισε  για  λίγο,  μα  προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία του μπροστά στους άλλους, προσπάθησε να πει εκείνος την  τελευταία λέξη κι αποκρίθηκε γρήγορα:  —Τι θα πει πού; Όλοι το ξέρουν. Στον ουρανό!  —Πήγες εσύ εκεί;  —Πήγα, δεν πήγα, όλοι ξέρουν πως πρέπει να προσευχόμαστε στο Θεό!  —Το Θεό κανένας  και πουθενά δεν τον είδε. Το μονογενή γιο στην αγκαλιά  του πατέρα  εκείνος ο  ίδιος  τον  φανέρωσε  στους  ανθρώπους,  είπε  μ'  αυστηρό  τόνο  το  ίδιο  γρήγορα  σουφρώνοντας  τα  φρύδια του ο γέρος.  —Κατάλαβα,  εσύ  'σαι  αντίχριστος,  ειδωλολάτρης.  Εσύ  προσεύχεσαι  στις  άδειες  τρύπες,  είπε  ο  αμαξάς βάζοντας το καμουτσίκι στο ζωνάρι και διορθώνοντας τη λαιμαριά του αλόγου του. 

Digitized by 10uk1s 

  Κάποιος γέλασε.  —Και ποια είν' η δική σου πίστη παππού; ρώτησε ένας μεσόκοπος άνδρας που στεκόταν πλάι στο  κάρο του στην άκρη της κουπαστής.  —Δεν έχω εγώ καμιά πίστη! Για τον πάρα πολύ απλό λόγο ότι δεν πιστεύω σε κανέναν, εκτός απ'  τον εαυτό μου, απάντησε με τον ίδιο γρήγορο κι αποφασιστικό τρόπο ο γέρος.  —Μα πώς μπορείς να πιστεύεις στον εαυτό σου; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ, που μπήκε κι αυτός στη  συζήτηση. —Μπορεί να λαθέψεις.  —Ποτέ των ποτών! έκανε αποφασιστικά ο γέρος κουνώντας το κεφάλι του.  —Και τότε γιατί υπάρχουν διαφορετικές θρησκείες; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Υπάρχουν διαφορετικές θρησκείες, επειδή οι άνθρωποι τις πιστεύουν. Κι εγώ το ίδιο πίστευα τους  ανθρώπους και πλανιόμουνα, λες κι ήμουνα χαμένος στην ταϊγκά. Είχα τόσο μπερδευτεί με δαύτους  που πίστευα πως δεν θα ξέμπλεκα. Όλοι τους, κι οι Παλαιόπιστοι κι οι Νεόπιστοι κι οι Σαββατιανοί  κι  οι  Χλιστές  κι  οι  Ποπόφτσι  κι  οι  Μπεζποπόφτσι  κι  οι  Αφστριάκι  κι  οι  Μολοκάνι  κι  οι  Σκόπτσι79  υμνούνε τη δική τους θρησκεία σα να 'ταν η μοναδική. Για δες τες, όλες τους απλωθήκανε παντού  σα να 'τανε τσούρμο από τυφλά κουτάβια. Θρησκείες πολλές, μα το πνεύμα είναι ένα. Και μέσα μου  και μέσα σου και μέσα του. Γι' αυτό, αν ο καθένας μας πιστεύει στο πνεύμα του όλοι τότε θα 'μαστε  ενωμένοι. Ας γίνει ο καθένας μας ο εαυτός του κι όλοι θα 'μαστε σαν ένας άνθρωπος.  Ο  γέρος  μιλούσε  δυνατά  κι  όλο  κοίταζε  γύρω  του  ψάχνοντας  προφανώς  συνέχεια  για  περισσότερους ακροατές.  —Αλήθεια, είναι καιρός που έχετε αυτή την πίστη; τον ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Εγώ; Πάρα πολύς καιρός. Εδώ κι είκοσι τρία χρόνια με κυνηγάνε.  —Πώς σας κυνηγάνε;  —Σαν  τον  Χριστό  με  κυνηγήσανε  και  με  κυνηγάνε.  Με  τραβολογάνε  στα  δικαστήρια,  στους  αρχιερείς — τους Γραμματείς και Φαρισαίους — μέχρι και σε τρελοκομείο με μπαγλαρώσανε. Μα,  τίποτα δεν μπορούν να μου κάνουν, γιατί εγώ είμαι λεύτερος  άνθρωπος. «Πώς  σε λένε;» ρωτάνε.  Νομίζουνε  πως  θα  τους  πω  κανέναν  τίτλο  για  το  πρόσωπό  μου.  Μα  εγώ  δεν  έχω  ούτε  τίτλο  ούτε  όνομα. Όλα τ' αρνήθηκα: όνομα, σπίτι, πατρίδα. Τίποτα δεν έχω. Έχω μονάχα τον εαυτό μου. —Πώς  με  λένε;  Άνθρωπο!  «Και  πόσο  χρονών  είσαι;»  Τους  λέω,  εγώ  πως  δεν  βαστάω  λογαριασμό,  δεν  γίνεται, επειδή εγώ πάντοτε υπήρχα και πάντοτε θα υπάρχω. —«Ποιος ήταν ο πατέρας σου, η μάνα  σου» ρωτάνε. —Όχι, τους λέω, δεν έχω ούτε πατέρα ούτε μάνα, μονάχα το Θεό και τη Γη γνωρίζω. Ο  Θεός είν' ο πατέρας μου κι η Γη η μάνα μου. «Και τον Τσάρο, μου λένε, τον αναγνωρίζεις;» Γιατί να  μην τον αναγνωρίσω; Εκείνος είναι τσάρος του εαυτού του κι εγώ του δικού μου. —«Δε γίνεται να  συζητήσει  κανένας  μαζί  σου»,  μου  λένε.  Τους  απαντάω:  Εγώ  δεν  ζητάω  να  συζητήσετε  μαζί  μου.  Έτσι, λοιπόν, με βασανίζουν.  —Και πού πηγαίνετε τώρα; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ.  —Όπου  μ'  οδηγήσει  ο  Θεός.  Όσο  έχω  δουλειά,  δουλεύω,  κι  όταν  δεν  έχω  ζητιανεύω,  είπε  τελειώνοντας ο γέρος κι έριξε μια θριαμβευτική ματιά σ' όσους τριγύρω τον άκουγαν, ενώ η μαούνα  πλησίαζε στην αποβάθρα.  Digitized by 10uk1s 

  Έδεσαν στην απέναντι όχθη. Ο Νεχλιούντοφ έβγαλε το πορτοφόλι του κι έδωσε μερικά χρήματα στο  γέρο. Εκείνος αρνήθηκε να τα πάρει.  —Αυτά δεν τα παίρνω εγώ. Ψωμί μόνο παίρνω.  —Καλά, με συγχωρείς...  —Δε μου 'κανες τίποτα για να σε συγχωρέσω. Δεν με πρόσβαλες. Αλλά και να με προσβάλει κανείς  δε μπορεί, είπε ο γέρος και ξαναπέρασε στον ώμο το ντορβά του. Στο μεταξύ στην αποβάθρα είχαν  κιόλας κατεβάσει και ζέψει την τρόικα.  —Χαράς  στο  κουράγιο  σας  αφέντη  να  στήσετε  με  δαύτονε  κουβέντα,  είπε  ο  αμαξάς  στον  Νεχλιούντοφ  τη  στιγμή  που  εκείνος  κάθισε  στη  θέση  του  αφού  έδωσε  πρώτα  ένα  φιλοδώρημα  στους περατάρηδες. —Ένας αλήτης ήταν, ένας αχαΐρευτος. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXII  ΟΤΑΝ ΣΙΜΩΝΑΝΕ στην πόλη, ο αμαξάς γύρισε και ρώτησε τον Νεχλιούντοφ:  —Σε ποιο ξενοδοχείο να σας πάω;  —Ποιο είναι το καλύτερο;  —Το καλύτερο είναι το "Σιμπίρσκαγια". Μα, και στου «Ντιουκ» δεν είναι άσχημα.  —Όπου θέλεις εσύ πάμε.  Ο αμαξάς ξανακάθισε λοξά στο κάθισμά του και άφησε τ' άλογα να τρέξουν ελεύθερα. Η πόλη αυτή  ήταν  όπως  όλες  οι  άλλες:  τα  ίδια  σπίτια  με  σοφίτες  και  πράσινες  στέγες,  η  ίδια  εκκλησία,  τα  ίδια  μικρομάγαζα και καταστήματα στον κεντρικό δρόμο και οι ίδιοι  αστυνομικοί. Μόνο που τα σπίτια  εδώ ήταν όλα σχεδόν ξύλινα κι οι δρόμοι δεν ήταν λιθόστρωτοι. Σ' έναν απ' τους πιο πολύβουους ο  αμαξάς σταμάτησε την τρόικα μπροστά στην είσοδο ενός ξενοδοχείου. Δεν υπήρχαν όμως ελεύθερα  δωμάτια  στο  ξενοδοχείο  τούτο  κι  έπρεπε  να  πάνε  σ'  ένα  άλλο.  Βρήκαν  τελικά  ξενοδοχείο  και  δωμάτιο  κι  ο  Νεχλιούντοφ  για  πρώτη  φορά  ύστερα  από  δύο  μήνες  ξαναβρέθηκε  στις  παλιές  γνώριμες συνθήκες διαβίωσης που τουλάχιστον πρόσφεραν λίγη καθαριότητα κι άνεση. Αν και δεν  ήταν τόσο πολυτελές το δωμάτιό του, ωστόσο ένιωσε μεγάλη ανακούφιση ύστερα από το ταξίδι με  την  τρόικα,  τα  χάνια  και  τους  σταθμούς  μεταγωγών.  Το  πιο  σημαντικό  για  κείνον  τούτη  την  ώρα  ήταν να ξεψειριστεί, ν' απαλλαγεί επιτέλους απ' αυτές τις ψείρες, κάτι που δεν είχε σταθεί δυνατό  μέχρι  τώρα  μιας  και  επισκεπτόταν  συνεχώς  τους  σταθμούς.  Αφού  τακτοποίησε  τα  πράγματά  του,  έτρεξε κατευθείαν στο μπάνιο κι από κει, αφού περιποιήθηκε όπως έκανε στην πόλη τον εαυτό του  —φόρεσε  ένα  κολλαρισμένο  πουκάμισο,  πανταλόνι  με  τσάκιση,  σακάκι  και  παλτό  και  τράβηξε  γραμμή για τον κυβερνήτη. Ο πορτιέρης του ξενοδοχείου του παράγγειλε μια άμαξα που την έσερνε  μια μεγαλόσωμη γκρίζα φοράδα κι ο αμαξάς της μετέφερε σε λίγο τον Νεχλιούντοφ μπροστά σ' ένα  μεγάλο,  ωραίο  κτήριο  που  το  φρουρούσαν  σκοποί  κι  ένας  αστυνόμος.  Μπροστά  και  πίσω  απ'  το  κτήριο υπήρχε κήπος που, ανάμεσα στις γυμνόκλαδες λεύκες και τις σημύδες, ξεπρόβαλλαν πυκνά  βαθυπράσινα φυλλώματα από έλατα, πεύκα και ερυθρελάτες.  Ο  στρατηγός  ήταν  άρρωστος  και  δεν  δεχόταν.  Ο  Νεχλιούντοφ  κατάφερε,  ωστόσο,  παρακαλώντας  έναν υπηρέτη, να του στείλει μια κάρτα του. Σε λίγο ο υπηρέτης γύρισε μ' ευνοϊκή απάντηση:  —Έδωσε διαταγή να περάσετε.  Ο προθάλαμος, ο υπηρέτης, ο πορτιέρης, η σκάλα, το σαλόνι με το γυαλιστερό και καλογυαλισμένο  παρκέ,  αυτά  όλα  θυμίζανε  Πετρούπολη,  μόνο  που ήταν  πιο  βρόμικα  και  μεγαλόπρεπα.  Οδήγησαν  τον Νεχλιούντοφ στο γραφείο του κυβερνήτη.  Ο στρατηγός, ένας κάπως πρησμένος με μύτη στρογγυλή σαν πατάτα, εξογκωμένα καρούμπαλα στο  μέτωπο και στο γυμνό του κρανίο και σακούλες κάτω απ' τα μάτια, αιματώδης άνδρας, φορούσε μια  τατάρικη  μεταξωτή  ρόμπα,  κρατούσε  ένα  παπιρόσι  στο  χέρι  κι  έπινε  τσάι  από  ένα  ποτήρι  με  ασημένια βάση.  —Καλή  σας  ημέρα  αγαπητέ  μου!  Ζητώ  συγγνώμη  που  σας  υποδέχομαι  με  τη  ρόμπα.  Μα,  νομίζω  πως είναι καλύτερα απ' το να μην σας δεχθώ καθόλου, είπε τυλίγοντας με τη ρόμπα του το χοντρό  γεμάτο δίπλες στο πίσω μέρος λαιμό του. —Δεν είμαι πολύ καλά και δεν κυκλοφορώ. Ποιος καλός  αέρας σας έφερε στο ξεχασμένο μας βασίλειο; 

Digitized by 10uk1s 

  —Ακολουθώ  μια  συνοδεία  κρατουμένων,  που  ανάμεσά  τους  είναι  ένα  πρόσωπο  οικείο,  είπε  ο  Νεχλιούντοφ  —και,  για  το  λόγο  τούτο  ήρθα  να  παρακαλέσω  την  Εξοχότητά  σας  σχετικά  μ'  αυτό,  αλλά και για κάτι άλλο ακόμη.  Ο στρατηγός τράβηξε μια ρουφηξιά,  ήπιε μια γουλιά τσάι, έσβησε το παπιρόσι σ' ένα τασάκι από  μαλαχίτη και χωρίς να πάρει τα στενά, φουσκωμένα και γυαλιστερά σαν χάντρες μάτια του απ' τον  Νεχλιούντοφ,  άκουγε  με  σοβαρή  έκφραση.  Τον  διέκοψε  μονάχα  για  να  τον  ρωτήσει,  αν  ήθελε  να  καπνίσει.  Ο στρατηγός ανήκε σ' εκείνη την κατηγορία των μορφωμένων στρατιωτικών καριέρας που πίστευαν  πως  μπορούσε  να  συνδυαστεί  ο  φιλελευθερισμός  κι  ο  ανθρωπισμός  στο  επάγγελμά  τους.  Σαν  άνθρωπος  απ'  τη  φύση  του  ευφυής  και  καλοσυνάτος,  αμέσως  ένιωσε  πως  ήταν  αδύνατος  ένας  τέτοιος  συνδυασμός  και  για  ν'  αποφύγει  αυτή  την  σύμφυτη  αντινομία  του  επαγγέλματός  του  που  βίωνε συνέχεια το 'ριξε με τον καιρό στο κρασί, όπως συνήθιζαν οι στρατιωτικοί, και τόσο πολύ του  έγινε  έξη  που  ύστερα  από  τριάντα  πέντε  χρόνια  θητείας  κατάντησε  αλκοολικός.  Το  σώμα  του  όλο  ήταν ποτισμένο με αλκοόλ. Του αρκούσε να πιει το οποιοδήποτε ποτό για να μεθύσει. Το κρασί τού  ήταν τόσο μεγάλη ανάγκη που χωρίς αυτό δεν μπορούσε να ζήσει και κάθε μέρα προς το βραδάκι  γινόταν τύφλα στο μεθύσι, αν και ήταν τόσο καλά προσαρμοσμένος ο οργανισμός του σ' αυτή την  κατάσταση που δεν τρίκλιζε και δεν ξεστόμιζε και πολλές ανοησίες. Μα, κι όταν τις ξεστόμιζε, ήταν  τόσο σημαντική και κυρίαρχη η θέση του που κάθε του ανοησία την θεωρούσαν όλοι οι άλλοι σοφή  κουβέντα. Μονάχα σήμερα το πρωί την ώρα ακριβώς που τον επισκέφτηκε ο Νεχλιούντοφ έμοιαζε  με λογικό άνθρωπο και μπορούσε να καταλάβει ό,τι του έλεγαν και να επαναλάβει τσάτρα πάτρα  την παροιμία που του άρεσε να λέει: «Μεθυσμένος, μα με τετρακόσια, δε φοβάσαι όσα κι όσα». Οι  ανώτεροί του ήξεραν πως είναι μεθύστακας, μα ήταν πιο καλλιεργημένος απ' τους άλλους — αν κι η  μόρφωσή  του  σταμάτησε  όταν  άρχισε  να  μεθάει  —  πιο  τολμηρός,  επιδέξιος,  ευπαρουσίαστος,  μπορούσε  ακόμα  και  μεθυσμένος  να  συμπεριφέρεται  με  τακτ,  γι'  αυτό  και  τον  διόρισαν  και  τον  διατηρούσαν σ' αυτή τη σημαντική κι υπεύθυνη θέση που σήμερα κατείχε.  Ο Νεχλιούντοφ του εξήγησε πως το πρόσωπο που τον ενδιέφερε ήταν γυναίκα, πως καταδικάστηκε  άδικα και γι' αυτό είχε προσφύγει για απονομή χάριτος στον Αυτοκράτορα.  —Ωραία... Και λοιπόν; είπε ο στρατηγός.  —Με  ειδοποίησαν  απ'  την  Πετρούπολη  πως  θα  μάθαινα  για  την  τύχη  αυτής  της  γυναίκας  όχι  αργότερα απ' το μήνα αυτό και μάλιστα εδώ...  Χωρίς  να  πάρει  τα  μάτια  του  απ'  τον  Νεχλιούντοφ,  ο  στρατηγός  άπλωσε  τα  κοντά  του  χέρια  στο  γραφείο, χτύπησε το κουδούνι και συνέχισε σιωπηλός ν' ακούει καπνίζοντας και βήχοντας δυνατά.  —Ήρθα, λοιπόν, αν είναι δυνατό, να σας παρακαλέσω να παραμείνει η γυναίκα αυτή εδώ μέχρι να  'ρθει η απάντηση για την απονομή χάριτος.  Μπήκε στο γραφείο ένας ιπποκόμος με στρατιωτική στολή.  —Μάθε αν σηκώθηκε η Άννα Βασίλιεβνα —του είπε ο στρατηγός, και φέρε μου κι άλλο τσάι. Τίποτ'  άλλο; ρώτησε γυρίζοντας προς τον Νεχλιούντοφ.  —Η άλλη μου παράκληση, συνέχισε ο Νεχλιούντοφ — έχει σχέση μ' έναν πολιτικό κρατούμενο που  βρίσκεται στην ίδια αποστολή.  —Α μάλιστα! έκανε ο στρατηγός, κουνώντας με νόημα το κεφάλι του.  Digitized by 10uk1s 

  —Είναι βαριά άρρωστος, πεθαίνει. Το δίχως άλλο θα τον αφήσουν σε κάποιο νοσοκομείο εδώ. Μια,  λοιπόν, γυναίκα πολιτική κρατούμενη έχει την επιθυμία να μείνει μαζί του.  —Του είναι ξένη;  —Ναι, όμως είναι έτοιμη να τον παντρευτεί, αν αυτό της δώσει τη δυνατότητα να μείνει κοντά του.  Ο  στρατηγός  κοίταζε  επίμονα  με  τ'  αστραφτερά  μάτια  του  και  άκουγε  σιωπηλός  επιδιώκοντας  να  κάνει τον συνομιλητή του να σαστίσει κι όλο κάπνιζε.  Μόλις  ο  Νεχλιούντοφ  τελείωσε,  εκείνος  άνοιξε  ένα  βιβλίο  πάνω  απ'  το  γραφείο  και  σαλιώνοντας  γρήγορα τα δάχτυλά του για να ξεφυλλίσει τις σελίδες του σταμάτησε στο κεφάλαιο για το γάμο και  το διάβασε.  —Σε τι ποινή είναι καταδικασμένη; τον ρώτησε σηκώνοντας τα μάτια του απ' το βιβλίο.  —Σε καταναγκαστικά έργα.  —Τότε η κατάσταση του καταδικασμένου με το γάμο δεν μπορεί να βελτιωθεί.  —Μα...  —Επιτρέψτε μου. Ακόμα κι αν παντρευόταν έναν ελεύθερο πολίτη, και πάλι θα 'ταν υποχρεωμένη  να εκτίσει την ποινή της. Το ερώτημα όμως είναι άλλο: ποιος απ' τους δύο έχει μεγαλύτερη ποινή,  εκείνος ή εκείνη;  —Και οι δυο έχουν καταδικαστεί σε καταναγκαστικά έργα.  —Τότε είναι πάτσι, είπε γελώντας ο στρατηγός. —Είναι κι οι δύο στην ίδια βάρκα. Αυτόν, εξαιτίας  της αρρώστιας του μπορούμε να τον κρατήσουμε εδώ και θα κάνουμε ό,τι περνάει απ' το χέρι μας  για να του απαλύνουμε τον πόνο, εκείνη όμως ακόμη κι αν τον παντρευόταν δεν θα μπορούσε να  μείνει κοντά του εδώ...  —Η Εξοχότητά της παίρνει τον καφέ της, ανάγγειλε μπαίνοντας ο ιπποκόμος.  Ο στρατηγός έκανε μια κίνηση με το κεφάλι του και συνέχισε:  —Εξάλλου, θα το σκεφτώ κι άλλο... Πώς είπατε είναι τα επίθετα; Γράψτε τα εδώ πάνω.  Ο Νεχλιούντοφ τα έγραψε.  —Αυτό  όμως  δεν  μπορώ,  να  το  επιτρέψω,  είπε  ο  στρατηγός  στον  Νεχλιούντοφ  όταν  εκείνος  του  ζήτησε να επισκεφτεί τον άρρωστο στην κλινική. Φυσικά, εγώ δεν σας υποψιάζομαι, μα βλέπω πως  ενδιαφερόσαστε  γι'  αυτόν  και  για  άλλους  και  έχετε  χρήματα...  Εδώ  πρέπει  να  ξέρετε  όλα  αγοράζονται. Μου λένε να εξαλείψω την δωροδοκία. Μα, πώς να την εξαλείψω τη στιγμή που όλοι  εξαγοράζονται; Κι όσο μικρότερος είν' ο μισθός τους τόσο πιο εύκολα εξαγοράζονται. Πώς μπορώ,  λοιπόν,  εγώ  να  εποπτεύσω  μια  έκταση  πέντε  χιλιάδες  βέρστια;  Ο  καθένας  απ'  αυτούς  είναι  ένας  τσαρίσκος  στο  πόστο  του,  όπως  κι  εγώ  είμαι  εδώ,  είπε  χαμογελώντας.  —Βάζω  στοίχημα  πως  σας  επέτρεψαν  να  μιλήσετε  με  πολιτικούς  κρατούμενους  έναντι  χρημάτων,  δεν  είν'  έτσι;  ρώτησε  γελώντας. 

Digitized by 10uk1s 

  —Ναι, είναι αλήθεια.  —Εγώ  καταλαβαίνω  πως  έτσι  είστε  υποχρεωμένος  να  πράξετε.  Θέλετε  να  δείτε  έναν  πολιτικό  κρατούμενο,  που  τον  λυπόσαστε.  Ο  διευθυντής  όμως  της  φυλακής  ή  ο  αξιωματικός  συνοδείας  θα  χρηματιστεί,  γιατί  έχει  ένα  μισθό  για  κλάματα  και  πίσω  του  τον  περιμένει  οικογένεια.  Του  είναι  αδύνατο λοιπόν ν' αρνηθεί. Στη δική του θέση, μα και στη δική σας κι εγώ το ίδιο θα 'κανα. Όμως  απ'  τη  θέση  που  κατέχω  δεν  θα  επιτρέψω  να  παραβιαστεί  έστω  κατά  μία  κεραία  ο  κανονισμός,  επειδή κι εγώ άνθρωπος είμαι και μπορεί να παρασυρθώ από οίκτο. Είμαι εκτελεστική αρχή και μου  εμπιστεύθηκαν την διοίκηση κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και πρέπει να φανώ αντάξιος  της εμπιστοσύνης που μου δείξανε. Γι' αυτό, λοιπόν, το ζήτημα τούτο θεωρείται λήξαν... Και τώρα,  διηγηθείτε μου, πώς πάνε τα πράγματα στην πρωτεύουσα;  Κι  ο  στρατηγός  άρχισε  να  ρωτά  διάφορα  πράγματα  και  να  διηγείται  κι  ο  ίδιος,  επιθυμώντας  ταυτόχρονα  και  να  μάθει  νέα  και  να  δείξει  στο  συνομιλητή  του  τη  σπουδαιότητά  του  όσο  και  την  ανθρωπιά του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIII  ΑΛΗΘΕΙΑ, σε ποιο ξενοδοχείο καταλύσατε; Στου «Ντιουκ»; Τι να γίνει; Το ίδιο άσχημα είναι παντού.  Ελάτε,  αν  θέλετε  απόψε,  να  δειπνήσουμε  μαζί  —  είπε  ο  στρατηγός,  αποχαιρετώντας  τον  Νεχλιούντοφ — στις πέντε. Αγγλικά μιλάτε;  —Ναι μιλάω.  —Τότε  θαυμάσια.  Έχει  έρθει  στα  μέρη  μας,  βλέπετε,  ένας  Άγγλος  περιηγητής  για  να  μελετήσει  το  σύστημα των στρατοπέδων και τις φυλακές της Σιβηρίας, θα 'ναι κι αυτός το απόγευμα μαζί μας...  Ελάτε το λοιπόν κι εσείς. Το δείπνο θα είναι ακριβώς στις πέντε. Η σύζυγός μου απαιτεί ακρίβεια.  Έτσι  θα  'χω  την  ευκαιρία  να  σας  δώσω  και  την  απάντηση  στο  τι  μπορεί  να  γίνει  μ'  εκείνη  την  γυναίκα, καθώς και με τον άρρωστο. Ίσως μπορέσουμε ν' αφήσουμε κάποιον κοντά του.  Όταν  έφυγε  απ'  τον  στρατηγό,  ο  Νεχλιούντοφ  γεμάτος  ενθουσιασμό  κι  όρεξη  για  δουλειά  πήγε  γραμμή στο ταχυδρομείο.  Το ταχυδρομείο ήταν μια χαμηλοτάβανη αίθουσα με αψίδες. Πίσω απ' τα γραφεία τους κάθονταν οι  υπάλληλοι κι εξυπηρετούσαν τον κόσμο που 'χε μαζευτεί μέσα. Ένας υπάλληλος με γερμένο κεφάλι,  σφράγιζε ασταμάτητα φακέλους με μεγάλη επιδεξιότητα. Ο Νεχλιούντοφ δεν χρειάστηκε και πολύ  να  περιμένει,  γιατί  μόλις  έμαθαν  τ'  όνομά  του  στη  στιγμή  τού  παρέδωσαν  μια  μεγάλη  αλληλογραφία,  όπου  ανάμεσα  στ'  άλλα  υπήρχαν  κι  επιταγές,  κάμποσα  γράμματα,  βιβλία  και  το  τελευταίο φύλλο της εφημερίδας Πατριωτικές Σημειώσεις. Αφού παρέλαβε την αλληλογραφία του,  ο Νεχλιούντοφ βγήκε έξω και κάθισε παράμερα σ' έναν πάγκο, όπου καθόταν κι ένας στρατιώτης μ'  ένα βιβλίο στα χέρια και φαινόταν κάτι να περιμένει. Ο Νεχλιούντοφ κάθισε στη μια άκρη κι άρχισε  να εξετάζει ένα ένα τα γράμματα που έλαβε. Ανάμεσά τους ήταν κι ένα συστημένο, σ' ένα θαυμάσιο  φάκελο, σφραγισμένο με γυαλιστερό βουλοκέρι. Άνοιξε το φάκελο και μόλις είδε μέσα γράμμα απ'  τον Σελιένιν μαζί με κάποιο επίσημο έγγραφο τού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και παραλίγο να του  έρθει κόλπος. Ήταν η απόφαση για την υπόθεση της Κατιούσας. Ποια να 'ταν άραγε η απόφαση;  Μπορούσε μήπως να' ναι αρνητική; Ο Νεχλιούντοφ με κομμένη την ανάσα άφησε το βλέμμα του να  τρέξει  πάνω  στο  μικροσκοπικό,  δυσανάγνωστο,  σταθερό  και  σπασμένο  γραφικό  χαρακτήρα  του  Σελιένιν κι έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η απόφαση ήταν ευνοϊκή!  «Ευγενικέ μου φίλε! — έγραφε ο Σελιένιν.— Η τελευταία μας συζήτηση μου προκάλεσε  εντύπωση. Είχες δίκιο σε σχέση με την υπόθεση της Μάσλοβα. Εξέτασα προσεκτικά τον  φάκελό της και διαπίστωσα ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος της μια εξοργιστική αδικία. Ο  μόνος  τρόπος  επανόρθωσης  ήταν  να  παραπέμψουμε  την  υπόθεση  στο  Συμβούλιο  Χαρίτων, όπως κι έκανες. Πέτυχα να επηρεάσω κάπως την θετική έκβασή της και τώρα  σου  στέλνω  το  αντίγραφο  με  την  απόφαση  στη  διεύθυνση  που  μου  έδωσε  η  κόμισσα  Γιεκατερίνα  Ιβάνοβνα.  Το  πρωτότυπο  στάλθηκε  στο  μέρος  που  ήταν  κρατούμενη  η  Μάσλοβα,  όταν  την  κρατούσαν  υπόδικη  και  προφανώς  θα  σταλεί  αμέσως  στη  Γενική  Διοίκηση  Σιβηρίας.  Δεν  μπορούσα  να  μη  σπεύσω  να  σου  αναγγείλω  αυτή  την  ευχάριστη είδηση. Σου σφίγγω φιλικά το χέρι.  Δικός σου,  Σελιένιν. 

Το περιεχόμενο της απόφασης ήταν το ακόλουθο:  «Γραμματεία  της  Αυτού  Αυτοκρατορικής  Μεγαλειότητος,  επιφορτισμένη  με  την  Digitized by 10uk1s 

  εξέταση αιτήσεων απονομής χάριτος στο Ύψιστο Όνομά Του.  ...Υπόθεση αριθ... δικαστήριο.... γραφείο... ημερομηνία...  Με  διαταγή  τον  γενικού  διευθυντή  της  Γραμματείας  της  Αυτού  Αυτοκρατορικής  Μεγαλειότητος  επιφορτισμένης  με  την  εξέταση  αιτήσεων  χάριτος  στο  Ύψιστο  Όνομά  Του,  ανακοινώνεται  με  το  παρόν  στη  μικροαστή  Γιεκατερίνα  Μάσλοβα  ότι  η  Αυτού  Αυτοκρατορική  Μεγαλειότης  δέχεται  την  ταπεινότατη  αίτησή  της  κι  ευαρεστείται  να  μετατρέψει  την  ποινή  για  καταναγκαστικά  έργα  σε  ισόχρονη  εκτόπιση  στα  λιγότερο  απομακρυσμένα μέρη της Σιβηρίας». 

Η  είδηση  ήταν  χαρμόσυνη  και  σημαντική:  όλα  όσα  ευχόταν  καιρό  τώρα  ο  Νεχλιούντοφ  να  πραγματοποιηθούν για την Κατιούσα, αλλά και για τον ίδιο ήταν πλέον γεγονός. Βέβαια, αυτή η νέα  τροπή  της  κατάστασης  δημιουργούσε  καινούριες  περιπλοκές  στις  σχέσεις  τους.  Όσο  ήταν  καταδικασμένη σε καταναγκαστικά έργα, ο γάμος που της πρότεινε ήταν εικονικός και η μόνη αξία  που  είχε  ήταν  πως  ανακούφιζε  την  κατάστασή  της.  Τώρα  όμως  κανένας  δεν  μπορούσε  να  τους  εμποδίσει  να  ζήσουν  μαζί.  Μα,  γι'  αυτό  το  τελευταίο  ο  Νεχλιούντοφ  δεν  ήταν  έτοιμος.  Εξάλλου  υπήραν  κι  οι  σχέσεις  της  με  τον  Σίμονσον.  Τι  να  εννοούσε  άραγε  με  τα  χθεσινά  της  λόγια;  Κι  αν  τελικά εκείνη συμφωνούσε να παντρευτεί τον Σίμονσον, θα 'ταν για το καλό της ή για το κακό της;  Δεν  μπορούσε  να  βγάλει  άκρη  στα  ερωτήματά  του  και  γι'  αυτό  τα  άφησε  προς  το  παρόν.  «Όλα  τούτα θα πάρουν την τελική τους μορφή αργότερα, σκέφτηκε. Τώρα αυτό που χρειάζεται πάνω απ'  όλα είναι να την δω το συντομότερο και να της ανακοινώσω τα ευχάριστα νέα και να μεριμνήσω για  την απελευθέρωσή της». Σκέφτηκε πως το αντίγραφο της απόφασης που είχε τώρα στα χέρια του  θα ήταν αρκετό για το σκοπό αυτό. Και βγαίνοντας απ' το ταχυδρομείο, πρόσταξε τον αμαξά του να  τον οδηγήσει στη φυλακή.  Μολονότι  ο  στρατηγός  δεν  του  επέτρεψε  το  πρωί  να  επισκεφτεί  τη  φυλακή,  ο  Νεχλιούντοφ,  γνωρίζοντας απ' την πείρα του πως συχνά ό,τι δεν μπορείς να πετύχεις με τους ανωτέρους μπορείς  πολύ εύκολα να το πετύχεις με τους κατωτέρους, αποφάσισε παρ' όλα αυτά να κάνει μια απόπειρα  να περάσει στη φυλακή για ν' αναγγείλει τη χαρμόσυνη είδηση στην Κατιούσα κι ίσως ακόμα και να  την  ελευθερώσει.  Λογάριαζε  επίσης  να  μάθει  νέα  και  για  την  υγεία  του  Κρυλτσόφ  και  να  ανακοινώσει σ' αυτόν και στη Μάρια Πάβλοβνα όσα του είχε πει ο στρατηγός.  Ο διευθυντής της φυλακής, ήταν ένας μεγαλόπρεπος, πανύψηλος και παχύς άνδρας, με μουστάκια  και  φαβορίτες  που  κατέβαιναν  σαν  τόξα  στις  γωνίες  των  χειλιών  του.  Δέχθηκε  τον  Νεχλιούντοφ  πολύ ψυχρά και του δήλωσε χωρίς περιστροφές πως σε μη υπηρεσιακά άτομα, χωρίς την έγκριση  του κυβερνήτη, δεν επιτρέπεται η είσοδος. Όταν ο Νεχλιούντοφ του παρατήρησε ότι στις φυλακές  των άλλων μεγάλων πόλεων του το επέτρεπαν, ο διευθυντής απάντησε:  —Είναι πολύ πιθανόν αυτό, μόνο που εγώ δεν το επιτρέπω. Και με το ίδιο ύφος συμπλήρωσε: Εσείς  οι  πρωτευουσιάνοι  νομίζετε  πως  μόλις  σας  δούμε,  θα  τα  χάσουμε.  Εδώ  όμως  στην  Ανατολική  Σιβηρία, εμείς ξέρουμε σταθερά τους κανονισμούς και μπορούμε μάλιστα να σας τους υποδείξουμε.  Το αντίγραφο αυτής της ίδιας της απόφασης της Γραμματείας της Αυτού Μεγαλειότητος δεν είχε κι  αυτό  το  παραμικρό  αποτέλεσμα  μπρος  στον  άκαμπτο  διευθυντή.  Αρνήθηκε  απερίφραστα  να  επιτρέψει στον Νεχλιούντοφ να περάσει την πύλη της φυλακής. Κι όταν ο Νεχλιούντοφ με αφέλεια  ισχυρίστηκε  πως  η  Μάσλοβα  μπορούσε  να  αποφυλακιστεί  μόνο  και  μόνο  μ'  αυτό  τ'  αντίγραφο,  ο  διευθυντής αρκέστηκε να γελάσει περιφρονητικά, δηλώνοντας πως για την αποφυλάκιση κάποιου  απαιτείται εντολή απ' τον άμεσο προϊστάμενό του. Εκείνο, ωστόσο, που υποσχέθηκε ήταν πως θα  πληροφορούσε την Μάσλοβα για την απονομή χάριτος και πως δεν θα την κρατούσε ούτε ώρα απ'  την στιγμή που θα είχε στα χέρια του την εντολή του προϊσταμένου του. 

Digitized by 10uk1s 

  Για την υγεία του Κρυλτσόφ, επίσης, αρνήθηκε να δώσει την παραμικρή πληροφορία, λέγοντας πως  δεν είχε το δικαίωμα να αποκαλύψει, αν υπήρχε κάποιος στη φυλακή του μ' αυτό το όνομα. Έτσι, ο  Νεχλιούντοφ, άπραγος γύρισε στην άμαξά του και επέστρεψε στο ξενοδοχείο.  Η αυστηρότητα του διευθυντή οφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι στην υπερπλήρη κατά  δύο  τουλάχιστον  φορές  φυλακή  την  περίοδο  αυτή  είχε  ξεσπάσει  επιδημία  τύφου.  Ο  αμαξάς  καθ'  οδόν έλεγε στον Νεχλιούντοφ ότι «στη φυλακή πολύς κόσμος χάνεται. Κάποια βαριά αρρώστια τους  χτύπησε. Λένε πως καθημερινά θάβουνε γύρω στους είκοσι νοματαίους». 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIV  ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ του να περάσει στη φυλακή, ο Νεχλιούντοφ χωρίς να χάσει καθόλου το κέφι  του ξεχειλίζοντας πάντα από όρεξη και πάθος για δουλειά, πήγε στην γραμματεία του κυβερνήτη να  μάθει  αν  είχε  φθάσει  το  έγγραφο  με  την  απονομή  χάριτος  στην  Μάσλοβα.  Όμως  δεν  είχε  ακόμη  φθάσει  κανένα  τέτοιο  έγγραφο  και  επιστρέφοντας  στο  ξενοδοχείο,  στρώθηκε  αμέσως,  χωρίς  την  παραμικρή  αναβολή,  να  γράψει  στον  Σελιένιν  και  στο  δικηγόρο  του.  Μόλις  τέλειωσε  το  γράμμα  κοίταξε το ρολόι του. Ήταν κιόλας καιρός να φύγει για το δείπνο στο σπίτι του στρατηγού.  Στο δρόμο αναρωτήθηκε πάλι πώς θα 'παιρνε η Κατιούσα την είδηση; Πού θα την έστελναν; Πώς θα  ζούσε μαζί της; Τι θα γινόταν με τον Σίμονσον; Τι σχέσεις να 'χαν άραγε; Αναθυμήθηκε την αλλαγή  στη συμπεριφορά της τελευταία και, μαζί μ' αυτή, την περασμένη της ζωή.  «Πρέπει  να  ξεχάσω,  να  τα  διαγράψω  όλα,  σκέφτηκε  και  βιάστηκε  να  διώξει  τις  σκέψεις  που  φώλιαζαν μέσα του για κείνη. —Μονάχα τότε θα μπορέσω να δω τι θα γίνει», μονολόγησε κι άρχισε  να σχεδιάζει τι θα 'λεγε στο στρατηγό.  Το  δείπνο  στο  σπίτι  του  στρατηγού,  μέσα  σ'  εκείνο  το  γνώριμο  στον  Νεχλιούντοφ  περιβάλλον  της  πολυτελούς  ζωής  των  αριστοκρατών  και  των  ανώτατων  υπαλλήλων  ήταν  ύστερα  από  πολύμηνες  στερήσεις  —όχι  μόνο  της  πολυτέλειας,  μα  και  των  πιο  στοιχειωδών  ανέσεων  —  πραγματική  απόλαυση γι' αυτόν.  Η οικοδέσποινα, μια παλιά grande dame της Πετρούπολης, πρώην κυρία των τιμών στην Αυλή του  τσάρου  Νικολάου,  μιλούσε  Γαλλικά  σα  μητρική  της  γλώσσα  και  με  αφύσικη  προφορά  Ρωσικά.  Στεκόταν  αλύγιστη  σα  στήλη  άλατος  κι  όταν  χρειαζόταν  να  κουνήσει  τα  χέρια  της  δεν  ξεκολλούσε  τους βραχίονες απ' τα πλευρά της. Στον άνδρα της φερόταν με μια συμπεριφορά ήπια, όλο σεβασμό  αν  και  λίγο  μελαγχολική,  στους  καλεσμένους  της  ήταν  εξαιρετικά  ευγενική,  αν  και  με  διάφορες  αποχρώσεις, ανάλογα με την κοινωνική τους καταγωγή. Τον Νεχλιούντοφ τον υποδέχθηκε σαν έναν  άνθρωπο απ' τον δικό της κόσμο, με ιδιαίτερα λεπτεπίλεπτες και διακριτικές εκδηλώσεις κολακείας  που  του  ξαναθύμισαν  όλες  τις  αξίες  και  τις  χάρες  του,  γεμίζοντάς  τον  με  θερμή  ικανοποίηση.  Τον  άφησε να καταλάβει πως γνώριζε το πρωτότυπο, αλλά έντιμο εγχείρημά του, που τον είχε οδηγήσει  εδώ  στη  Σιβηρία,  και  πως  τον  θεωρούσε  εξαίρετο  άνθρωπο.  Αυτοί  οι  διακριτικοί  έπαινοι  κι  όλη  η  φίνα και πολυτελής ατμόσφαιρα που βασίλευε στο σπίτι του στρατηγού έκαναν τον Νεχλιούντοφ να  αφεθεί  εξ  ολοκλήρου  στη  μαγεία  του  περιβάλλοντος,  του  νόστιμου  φαγητού,  στην  άνεση  κι  ευχαρίστηση της επικοινωνίας με εκλεκτούς ανθρώπους του παλιού γνώριμου κύκλου του και του  φάνηκε πως η ζωή του τον τελευταίο καιρό ήταν ένα όνειρο που διαλύθηκε τώρα που ξανάζησε την  πραγματικότητα.  Στο γεύμα, εκτός από τους οικείους του στρατηγού, την κόρη του, τον άνδρα της και τον υπασπιστή,  υπήρχαν  ακόμα  τρεις  καλεσμένοι,  ο  Άγγλος,  ένας  έμπορος  ‐  ιδιοκτήτης  χρυσωρυχείων  κι  ο  κυβερνήτης μιας πόλης της Σιβηρίας που περνούσε από κει. Όλοι οι συνδαιτυμόνες ήταν συμπαθείς  στον Νεχλιούντοφ.  Ο Άγγλος, ένας εύρωστος ροδοκόκκινος άνδρας που μιλούσε πανάθλια Γαλλικά, μα υπέροχα και με  υποβλητική  ευγλωττία  Αγγλικά,  είχε  ταξιδέψει  πολύ  στη  ζωή  του  και  αφηγιόταν  πολλά  κι  ενδιαφέροντα για την Αμερική, την Ινδία, την Ιαπωνία, και τη Σιβηρία.  Ο  νεαρός  έμπορος‐ιδιοκτήτης  χρυσωρυχείων,  γιος  μουζίκου,  φορούσε  ένα  λονδρέζικο  φράκο  και  διαμαντένια  μανικετόκουμπα.  Διατηρούσε  μια  μεγάλη  βιβλιοθήκη,  συνεισέφερε  μεγάλα  ποσά  για  φιλανθρωπία  και  ήταν  ο  ίδιος  θιασώτης  των  ευρωπαϊκών  φιλελεύθερων  δογμάτων.  Ήταν  ευχάριστος  και  ο  Νεχλιούντοφ  τον  έβρισκε  ενδιαφέροντα,  γιατί  εκπροσωπούσε  έναν  τελείως  Digitized by 10uk1s 

  καινούργιο  και  γόνιμο  τύπο  μπολιάσματος  του  ευρωπαϊκού  πολιτισμού  πάνω  σε  υγιές  μουζίκικο  κέντρωμα.  Ο  κυβερνήτης  της  απόμακρης  πόλης  της  Σιβηρίας  ήταν  συμπτωματικά  εκείνος  ακριβώς  ο  πρώην  διευθυντής υπουργείου, για τον οποίον είχε ακούσει τόσες φήμες όταν έφθασε ο Νεχλιούντοφ στην  Πετρούπολη.  Ήταν  ένας  φουσκωμένος  άνδρας  με  σγουρά  κι  αραιά  μαλλιά,  γλυκά  γαλάζια  μάτια,  πολύ χοντρούς πισινούς, περιποιημένα, λευκά δάκτυλα με δαχτυλίδια και ένα πρόσχαρο χαμόγελο.  Ο κυβερνήτης αυτός απολάμβανε μεγάλων τιμών στο σπίτι του στρατηγού, γιατί ήταν ο μοναδικός  απ'  τους  χρηματιζόμενους  υπαλλήλους  που  δεν  δεχόταν  δωροδοκία.  Η  οικοδέσποινα  μάλιστα,  μεγάλη λάτρης της μουσικής κι η ίδια θαυμάσια πιανίστα, τον εκτιμούσε, γιατί ήταν καλός μουσικός  κι έπαιζε μαζί της ντουέτο. Η διάθεση του Νεχλιούντοφ ήταν τόσο ανεβασμένη που ακόμη κι αυτός  ο  άνθρωπος  δεν  του  φαινόταν  τώρα  αντιπαθητικός.  Ευδιάθετος,  ζωντανός,  ο  υπασπιστής  με  το  βαθυγάλαζο  καλοξυρισμένο  πηγούνι  του,  πρόθυμος  να  τους  εξυπηρετήσει  όλους  γύρω  του,  προκαλούσε τη συμπάθεια και την καλοσύνη του.  Μα περισσότερο ευχάριστους απ' όλους ο Νεχλιούντοφ έβρισκε το τρυφερό ζευγάρι, την κόρη του  στρατηγού  με  τον  σύζυγό  της.  Η  κόρη  ήταν  μια  μάλλον  άσχημη,  απλοϊκή  κοπέλα,  αφοσιωμένη  εξ  ολοκλήρου στα δύο πρώτα της παιδιά∙ ο σύζυγός της, που τον παντρεύτηκε από αγάπη ύστερα από  σκληρό αγώνα με τους γονείς της, ένας φιλελεύθερος πτυχιούχος του Πανεπιστημίου της Μόσχας,  συνετός  κι  ευφυής,  ειδικός  στον  τομέα  της  Στατιστικής,  ερευνούσε  κατά  κύριο  λόγο  τους  πληθυσμούς των αυτόχθονων φύλων πασχίζοντας με ζήλο να τα σώσει απ' την εξαφάνιση.  Όλοι  τους  ήταν  όχι  μονάχα  ευγενικοί  και  περιποιητικοί  απέναντι  στον  Νεχλιούντοφ,  μα  και  ευδιάθετοι,  γιατί  είχαν  την  χαρά  να  βρίσκεται  ανάμεσά  τους  ένα  νέο  κι  ενδιαφέρον  πρόσωπο.  Ο  στρατηγός  που  εμφανίστηκε  στο  γεύμα  με  τη  στρατιωτική  του  στολή  και  τον  άσπρο  πολεμικό  σταυρό στο λαιμό, χαιρέτισε τον Νεχλιούντοφ σαν παλιό γνώριμο και την ίδια στιγμή κάλεσε τους  καλεσμένους του για το κρύο πιάτο με βότκα. Όταν ο στρατηγός ρώτησε τον Νεχλιούντοφ τι άλλο  έκανε  αφότου  έφυγε  απ'  το  κυβερνείο,  εκείνος  του  εξιστόρησε  πως  πέρασε  απ'  το  ταχυδρομείο  όπου  πληροφορήθηκε  για  την  απονομή  χάριτος  στο  πρόσωπο  για  το  οποίο  του  'χε  μιλήσει  στο  γραφείο του το πρωί και αμέσως του ζήτησε και πάλι την άδεια να επισκεφτεί τη φυλακή.  Ο  στρατηγός,  που  δεν  του  άρεσε  να  μιλάνε  για  υπηρεσιακά  θέματα  την  ώρα  του  φαγητού,  σούφρωσε τα φρύδια του ενοχλημένος και δεν έδωσε καμία απάντηση.  —Θέλετε βότκα; ρώτησε στα Γαλλικά τον Άγγλο, που στο μεταξύ είχε πλησιάσει. Ο Άγγλος κατέβασε  τη βότκα και αφηγήθηκε στον στρατηγό πως είχε μέχρι τη στιγμή εκείνη επισκεφτεί ένα ναό κι ένα  εργοστάσιο, μα θα ήθελε ακόμα να δει τη μεγάλη φυλακή των μεταγωγών.  —Α,  έκτακτα!,  είπε  ο  στρατηγός  γυρίζοντας  προς  τον  Νεχλιούντοφ.  —Μπορείτε  να  πάτε  μαζί.  Γράψτε τους μια άδεια, πρόσταξε τον υπασπιστή του.  —Πότε θέλετε εσείς να πάτε; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ τον Άγγλο.  —Θα προτιμούσα να επισκεφτώ τη φυλακή το βράδυ. Εκείνη την ώρα όλοι είναι εκεί, δεν υπάρχει  κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία κι έχουν το φυσιολογικό τους ρυθμό, είπε ο Άγγλος.  —Α, αυτός θέλει να δει τα πράγματα σ' όλο τους το μεγαλείο! Ας τα δει! Τους έχω στείλει αναφορές,  δεν  με  λογαριάζουν.  Ας  μάθει,  λοιπόν,  τώρα  ο  ξένος  Τύπος  τα  στραβά  μας  εκεί  μέσα,  είπε  ο  στρατηγός  και  πήγε  κοντά  στο  τραπέζι  που  η  οικοδέσποινα  είχε  αρχίσει  να  δείχνει  στους  καλεσμένους τις θέσεις τους. 

Digitized by 10uk1s 

  Ο Νεχλιούντοφ κάθισε ανάμεσα στην οικοδέσποινα και στον Άγγλο. Απέναντί του κάθισε η κόρη του  στρατηγού κι ο πρώην διευθυντής υπουργείου.  Την  ώρα  του  φαγητού  η  συζήτηση  στρεφόταν  κατά  διαστήματα  πότε  γύρω  από  την  Ινδία,  για  την  οποία αφηγιόταν ο Άγγλος, πότε για την εκστρατεία του Τονκίνου που ο στρατηγός την καταδίκαζε  μ'  αυστηρότητα,  πότε  για  την  καθολική  διαφθορά  κι  εξαχρείωση  που  βασίλευε  στη  Σιβηρία.  Όλες  αυτές οι συζητήσεις δεν ενδιέφεραν και τόσο τον Νεχλιούντοφ.  Μετά  όμως  απ'  το  δείπνο,  πέρασαν  στο  σαλόνι  για  καφέ  κι  εκεί  άναψε  μια  πολύ  ενδιαφέρουσα  συζήτηση ανάμεσα στον Άγγλο και στην οικοδέσποινα για τον Γλάδστωνα, όπου ο Νεχλιούντοφ είχε  την  ευκαιρία  να  διατυπώσει  —όπως  ο  ίδιος  θεωρούσε—  πολλές,  εύστοχες  κι  αξιοπρόσεκτες  σκέψεις.  Πράγμάτι,  μετά  το  καλό  φαγητό,  το  κρασί,  τον  καφέ,  χωμένος  στην  αναπαυτική  του  πολυθρόνα, σε μια συντροφιά με ευγενικούς και βαθιά μορφωμένους ανθρώπους, ο Νεχλιούντοφ  ένιωθε όλο και πιο ευχάριστα. Κι όταν σε κάποια  στιγμή η οικοδέσποινα, ύστερα από παράκληση  του  Άγγλου,  με  τη  συνοδεία  του  πρώην  διευθυντή  υπουργείου,  κάθισε  στο  πιάνο  κι  εκτέλεσε  με  άψογο  τρόπο  αποσπάσματα  της  Πέμπτης  Συμφωνίας  του  Μπετόβεν,  ο  Νεχλιούντοφ  αισθάνθηκε  ύστερα από πολύ καιρό μια πραγματική ψυχική ευφορία, σαν ν' ανακάλυπτε εκείνη τη στιγμή πόσες  χάρες είχε ο ίδιος σαν άνθρωπος.  Το  πιάνο  ήταν  άριστης  μάρκας  κι  η  εκτέλεση  της  συμφωνίας  υπέροχη.  Έτσι,  τουλάχιστον,  φάνηκε  στον  Νεχλιούντοφ  που  αγαπούσε  και  γνώριζε  καλά  αυτή  τη  συμφωνία.  Ακούγοντας  εκείνο  το  εξαίσιο αντάντε, ένιωσε κάτι να του καίει τα σωθικά απ' τη συγκίνηση που τον πλημμύρισε για τον  εαυτό του κι όλες τις αρετές του.  Αφού  ευχαρίστησε  την  οικοδέσποινα  γι'  αυτή  την  αισθαντική  ηδονή  που  'χε  καιρό  να  γευθεί,  ο  Νεχλιούντοφ θέλησε να χαιρετήσει και να φύγει, όταν η κόρη της οικοδέσποινας κοκκινίζοντας, μα  μ' αποφασιστικότητα, τον πλησίασε και του είπε:  —Με ρωτήσατε για τα παιδιά μου. Θέλετε να τα δείτε;  —Νομίζει  πως  όλος  ο  κόσμος  νοιάζεται  για  τα  παιδιά  της,  είπε  η  μητέρα  της  γελώντας  με  την  χαριτωμένη αφέλεια της κόρης. —Του πρίγκιπα του είναι τελείως αδιάφορο.  —Αντίθετα, μου είναι πολύ, μα πάρα πολύ ενδιαφέρον, είπε ο Νεχλιούντοφ που συγκινήθηκε απ'  την υπέρμετρη αυτή εκδήλωση μητρικής ευτυχίας κι αγάπης. —Παρακαλώ, δείξτε μου τα παιδιά.  —Ορίστε,  παίρνει  τον  πρίγκιπα  για  να  δει  τα  μωρά  της,  φώναξε  γελώντας  ο  στρατηγός  απ'  το  τραπέζι που 'χε καθίσει να παίξει χαρτιά με τον κουνιάδο του, τον ιδιοκτήτη χρυσωρυχείων και τον  υπασπιστή. —Εμπρός, λοιπόν, πηγαίνετε να βγάλετε την υποχρέωσή σας.  Η νεαρή γυναίκα στο μεταξύ, προφανώς ταραγμένη που σε λίγο ένας ξένος θα σχημάτιζε γνώμη για  τα  παιδιά  της,  με  γρήγορο  βήμα  προπορεύτηκε  στα  εσωτερικά  δωμάτια  κι  από  πίσω  της  ακολούθησε  ο  Νεχλιούντοφ.  Στο  τρίτο  ψηλοτάβανο  δωμάτιο  με  τη  λευκή  ταπετσαρία,  που  φωτιζόταν από μια μικρή λάμπα με σκούρο αμπαζούρ, υπήρχαν δύο κρεβατάκια κι ανάμεσά τους,  με  μια  λευκή  πελερίνα,  καθόταν  η  παραμάνα  με  το  σιβηριανό,  καλοσυνάτο  πρόσωπο  και  τα  εξογκωμένα  μήλα.  Η  παραμάνα  σηκώθηκε,  έσκυψε  κι  υποκλίθηκε.  Η  μητέρα  των  παιδιών  έσκυψε  πάνω απ' το πρώτο κρεβατάκι, όπου μ' ανοιχτό το στόμα του κοιμόταν ένα κοριτσάκι δυο χρονών,  με μακριά, σγουρά μαλλιά που είχαν αγκαλιάσει το μαξιλάρι.  —Αυτή εδώ είναι η Κάτια, είπε η μητέρα τακτοποιώντας την κουβέρτα με τη γαλάζια μπορντούρα  που από κάτω της ξεπρόβαλε μια μικροσκοπική κάτασπρη πατουσίτσα. —Δεν είναι καλούλα; Μόλις  Digitized by 10uk1s 

  που έκλεισε τα δύο.  —Θαύμα είναι!  —Κι  αυτός  εκεί  είναι  ο  Βάσιουκ,  έχει  τ'  όνομα  του  παππού  του.  Τελείως  διαφορετικός  τύπος,  Σιβηριανός. Δεν νομίζετε;  —Υπέροχο αγοράκι, είπε ο Νεχλιούντοφ κοιτάζοντας το μωρό που κοιμόταν μπρούμυτα.  —Αλήθεια; είπε η μητέρα μ' ένα χαμόγελο που 'κρυβε πολλά.  Ο Νεχλιούντοφ θυμήθηκε τις αλυσίδες, τα ξυρισμένα κεφάλια, τους τσακωμούς, την ακολασία, τον  ετοιμοθάνατο Κρυλτσόφ, την Κατιούσα μ' όλο της το παρελθόν. Κι αμέσως τον κυρίεψε ζήλεια και  πεθύμησε και για τον εαυτό του μια τέτοια όπως αυτή, γνήσια κι άσπιλη ευτυχία.  Αφού παίνεψε κάμποσες φορές τα παιδιά, ικανοποιώντας τουλάχιστον εν μέρει τη μητέρα τους που  ρουφούσε  με  αυτοθαυμασμό  όλα  αυτά  τα  παινέματα,  την  ακολούθησε  πίσω  στο  σαλόνι,  όπου  ο  Άγγλος  τον  περίμενε  κιόλας  να  φύγουν  για  τη  φυλακή,  όπως  είχαν  συμφωνήσει.  Ο  Νεχλιούντοφ  χαιρέτησε  τους  γέρους  και  τους  νέους  οικοδεσπότες  και  βγήκε  μαζί  με  τον  Άγγλο  στη  κεντρική  είσοδο του μεγάρου του στρατηγού.  Ο καιρός στο μεταξύ είχε αλλάξει. Έπεφτε πυκνό πυκνό χιόνι και το 'χε κιόλας στρώσει στο δρόμο,  στη στέγη, στα δέντρα του κήπου, στα σκαλιά της εισόδου, στην κουκούλα της άμαξας και στη ράχη  του αλόγου. Ο Άγγλος είχε δική του άμαξα κι ο Νεχλιούντοφ πρόσταξε τον αμαξά του να οδηγήσει  τον ξένο στο κτήριο της φυλακής κι ο ίδιος κάθισε μόνος του στην δική του άμαξα. Ήταν βαρύθυμος,  είχε την αίσθηση πως επρόκειτο να εκτελέσει μια δυσάρεστη αποστολή. Η άμαξά του ακολούθησε  τον Άγγλο, κυλώντας με δυσκολία πάνω στο χιονισμένο δρόμο. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXV  ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ κτήριο της φυλακής με τον σκοπό και το φανάρι στην πύλη,  μέσα στον  παρθένο, πάλλευκο πέπλο του χιονιού που σκέπαζε τώρα το καθετί — και την είσοδο, και τη στέγη,  και  τους  τοίχους  —  προκαλούσε  ακόμη  πιο  καταθλιπτική  απ'  το  πρωί  εντύπωση,  μ'  όλα  τα  φωτισμένα παράθυρά του κατά μήκος του δρόμου.  Ο μεγαλόπρεπος διευθυντής βγήκε στην πύλη και αφού διάβασε στο φως του φαναριού την άδεια  του  Νεχλιούντοφ  και  του  Άγγλου,  ξαφνιάστηκε,  σήκωσε  γεμάτος  απορία  τους  γεροδεμένους  του  ώμους  και  υπακούοντας  στις  εντολές  των  ανωτέρων  του,  κάλεσε  τους  επισκέπτες  να  τον  ακολουθήσουν.  Στην αρχή τους οδήγησε στο προαύλιο κι ύστερα ανοίγοντας μια πόρτα τους ανέβασε απ' τη σκάλα  στο γραφείο του. Τους πρότεινε να καθίσουν, ρώτησε σε τι μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος και  μαθαίνοντας απ' τον Νεχλιούντοφ ότι επιθυμούσε να δει την Μάσλοβα έστειλε έναν δεσμοφύλακα  να  την  φωνάξει,  ενώ  προετοιμάστηκε  ν'  απαντήσει  στα  ερωτήματα  που  του  έθετε  ο  Άγγλος  με  τη  βοήθεια του Νεχλιούντοφ.  —Τι δυναμικότητα έχει γενικά η φυλακή; ρώτησε ο Άγγλος. —Πόσους κρατούμενους έχει σήμερα;  —Πόσους  άνδρες,  πόσες  γυναίκες  και  πόσα  παιδιά;  —Πόσοι  είναι  καταδικασμένοι  σε  κάτεργα,  σ'  εξορία, πόσοι άρρωστοι;  Ο Νεχλιούντοφ μετέφραζε μηχανικά τα λόγια του Άγγλου και του διευθυντή χωρίς να προσπαθεί να  μπει στο νόημά τους, γιατί ήταν ταραγμένος απ' το τελείως απροσδόκητο επισκεπτήριο. Όταν στη  μέση  μιας  απάντησης  που  μετέφραζε  στον  Άγγλο  άκουσε  βήματα  να  ζυγώνουν,  την  πόρτα  του  γραφείου ν' ανοίγει και, όπως τόσες φορές, μετά τον δεσμοφύλακα, είδε να μπαίνει η Κατιούσα με  το μαντήλι δεμένο στα μαλλιά και τη ρόμπα της φυλακής, ένιωσε μέσα του ερείπιο.  «Θέλω  να  ζήσω,  θέλω  οικογένεια,  παιδιά,  θέλω  να  κάνω  μια  ανθρώπινη  ζωή»,  σφηνώθηκαν  σαν  αστραπές μέσα στο μυαλό του οι σκέψεις αυτές μόλις εκείνη μπήκε στο γραφείο με γρήγορο βήμα  και χαμηλωμένα τα μάτια.  Σηκώθηκε  κι  έκανε  μερικά  βήματα  προς  το  μέρος  της∙  το  πρόσωπό  της  του  φάνηκε  ψυχρό  κι  εχθρικό.  Είχε  την  ίδια  έκφραση  όπως  τότε  που  τον  είχε  κατηγορήσει  για  την  παλιά  συμπεριφορά  του.  Το  πρόσωπό της κοκκίνισε και χλόμιασε, τα δάχτυλά της τύλιγαν και ξετύλιγαν νευρικά κι αμήχανα την  άκρη της ρόμπας της και μια τον κοίταζε κατάματα, μια χαμήλωνε το βλέμμα της στη γη.  —Ξέρετε, σας την έδωσαν τη χάρη.  —Το ξέρω, μου το 'πε ο δεσμοφύλακας.  —Μόλις,  λοιπόν,  φθάσει  το  έγγραφο,  θα  αποφυλακιστείτε  και  θα  μπορέσετε  να  μείνετε  όπου  διαλέξετε. Σκεφτόμαστε να...  Βιάστηκε να τον διακόψει.  —Εγώ δεν έχω τίποτα να σκεφτώ. Όπου πάει ο Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς, εκεί κι εγώ.  Παρά την ταραχή της, κοιτάζοντας θαρραλέα τον Νεχλιούντοφ στα μάτια, μιλούσε γρήγορα, καθαρά  Digitized by 10uk1s 

  σαν να 'χε σκεφτεί απ' τα πριν τις απαντήσεις.  —Ώστε έτσι, λοιπόν! είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Και βέβαια Ντμίτρι Ιβάνοβιτς, αν εκείνος με θέλει να ζήσω μαζί του —σταμάτησε τρομαγμένη και  διόρθωσε τη φράση της — αν θέλει να μείνω πλάι του... Τι άλλο καλύτερο να θέλω. Αυτό πρέπει να  πιστέψω πως είναι η ευτυχία. Τι άλλο να περιμένω;...  «Ένα απ' τα δύο συμβαίνει: ή αγάπησε τον Σίμονσον και δεν επιθυμεί να δεχθεί τη θυσία μου, που  εγώ φαντάζομαι πως της προσφέρω, ή εξακολουθεί να μ' αγαπάει και, για το καλό μου, με αρνείται,  γκρεμίζοντας  για  πάντα  τις  γέφυρες  ξοπίσω  της  και  δένοντας  τη  μοίρα  της  με  τον  Σίμονσον»,  συλλογίστηκε  ο  Νεχλιούντοφ  και  τον  πλημμύρισε  ντροπή.  Αισθάνθηκε  το  πρόσωπό  του  να  κοκκινίζει.  —Αν τον αγαπάτε....  —Τι σημασία έχει, αν τον αγαπάω ή δεν τον αγαπάω; Όλα τούτα ανήκουν στο χτες κι ο Βλαντίμιρ  Ιβάνοβιτς είναι ένας άνθρωπος ξεχωριστός.  —Και  βέβαια,  έτσι  είναι...  άρχισε  να  λέει  ο  Νεχλιούντοφ.—  Είναι  θαυμάσιος  άνθρωπος  κι  εγώ  πιστεύω...  Πάλι  τον  διέκοψε,  σαν  να  φοβόταν  πως  εκείνος  θα  'λεγε  περιττά  λόγια  ή  πως  δεν  θα  προλάβαινε  εκείνη να τα πει όλα.  —Όχι,  Ντμίτρι  Ιβάνοβιτς,  πρέπει  να  με  συγχωρέσετε  αν  δεν  κάνω  αυτό  που  θέλετε  —  του  είπε  κοιτάζοντάς τον κατάματα με το δικό της χαρακτηριστικό αλλοίθωρο, γεμάτο μυστήριο, βλέμμα. — Είναι κιόλας ολοφάνερο, δεν γίνεται. Κι εσείς πρέπει να ζήσετε.  Η Κατιούσα του έλεγε ακριβώς αυτά που είχε πει ο ίδιος στον εαυτό του πριν λίγο, μόνο που τώρα  δεν  τα  σκεφτόταν  πια.  Τούτη  την  ώρα  σκεφτόταν  κι  ένιωθε  τελείως  διαφορετικά.  Δεν  ντρεπόταν  μονάχα, μα θλιβόταν μέσα του βαθιά για όσα θα έχανε μαζί της.  —Δεν το περίμενα αυτό, της είπε.  —Για ποιο λόγο να ζείτε και να βασανιζόσαστε; Δεν περάσατε και λίγα μέχρι τώρα βάσανα, είπε μ'  ένα αλλόκοτο χαμόγελο.  —Όχι  δεν  βασανίστηκα,  αντίθετα  ένιωθα  ευχαρίστηση  κι  όλη  μου  η  επιθυμία  ήταν  πώς  να  σας  φανώ χρήσιμος, αν φυσικά το μπορούσα.  —Εμείς, —λέγοντας το «εμείς» κοίταξε τον Νεχλιούντοφ —δεν χρειαζόμαστε τίποτα. Κάνατε μέχρι  τώρα τόσα πολλά για μένα που αν δεν ήσασταν εσείς... —Θέλησε κάτι ακόμα να προσθέσει, μα η  φωνή της άρχισε να τρέμει.  —Εσείς δεν θα 'πρεπε ποτέ να μ' ευχαριστήσετε, είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Γιατί να κάνουμε τώρα  εμείς λογαριασμούς για τα περασμένα; Ο Θεός  θα  τους κάνει για όλους  μας, ψέλλισε και τα μαύρα της μάτια σπίθισαν απ' τα δάκρυα.  —Τι καλή γυναίκα που είσαστε! της είπε.  Digitized by 10uk1s 

  —Εγώ, καλή; ψιθύρισε μέσα στα δάκρυα κι ένα θλιμμένο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της.  —Are you ready?80 ρώτησε στο μεταξύ ο Άγγλος.  —Directly81, αποκρίθηκε ο Νεχλιούντοφ και ρώτησε την Κατιούσα για τον Κρυλτσόφ.  Εκείνη  συνήλθε  απ'  τη  συγκίνηση,  ηρέμησε  και  του  αφηγήθηκε  ό,τι  γνώριζε:  ο  Κρυλτσόφ  είχε  εξασθενήσει  πολύ στην  πορεία και τον έβαλαν  επειγόντως  στην κλινική.  Η Μάρια  Πάβλοβνα ήταν  πολύ ανήσυχη, προσφερόταν να εργαστεί εθελοντικά σα νοσοκόμα, μα δεν της το επέτρεπαν.  —Να πηγαίνω καλύτερα; ρώτησε βλέποντας τον Άγγλο που περίμενε.  —Δεν θα σας πω αντίο... Θα σας ξαναδώ, της είπε ο Νεχλιούντοφ.  —Συγχωρέστε  με,  του  είπε  με  ψιθυριστή  φωνή  που  μόλις  ακούστηκε.  Τα  βλέμματά  τους  συναντήθηκαν  κι  ο  Νεχλιούντοφ  από  εκείνο  το  αλλόκοτο,  αλλήθωρο  βλέμμα  και  το  θλιμμένο  της  χαμόγελο,  που  φώτισε  το  πρόσωπό  της  όταν  του  είπε  «συγχωρέστε  με»  κι  όχι  «αντίο»,  διαισθάνθηκε πως, από τις δυο υποθέσεις που 'χε κάνει για τα κίνητρα της απόφασής της, αλήθευε  η δεύτερη: τον αγαπούσε και σκεφτόταν πως αν ένωνε τη μοίρα της με τη δική του, θα του γκρέμιζε  τη ζωή, ενώ αν έφευγε για πάντα με τον Σίμονσον, θα τον απελευθέρωνε, και γι' αυτό χαιρόταν που  πραγματοποιούσε την επιθυμία της μα, ταυτόχρονα, υπόφερε τώρα που τον άφηνε και χωρίζανε.  Του έσφιξε το χέρι, γύρισε γοργά την πλάτη της και βγήκε απ' το γραφείο.  Ο Νεχλιούντοφ κοίταξε τον Άγγλο και ετοιμάστηκε να τον ακολουθήσει, μα εκείνος κάτι σημείωνε σ'  ένα σημειωματάριό του. Χωρίς να τον διακόψει, ο Νεχλιούντοφ κάθησε σ' ένα ξύλινο καναπέ κοντά  στο  τοίχο  και  μια  βαριά  σα  μολύβι  κούραση  τον  πλημμύρισε.  Δεν  ήταν  απ'  την  αϋπνία  που  τον  βασάνιζε όλη τη νύχτα ούτε απ' τη συγκίνηση της συνάντησης. Ένιωσε πως τον έχει τσακίσει η ίδια η  ζωή.  Ακούμπησε  τη  ράχη  του  στην  πλάτη  του  καναπέ,  έκλεισε  τα  μάτια  και  για  κλάσματα  δευτερολέπτου βυθίστηκε σ' ένα βαθύ λήθαργο.  —Λοιπόν, θα επιθυμούσατε τώρα να περάσουμε στα κελλιά; ρώτησε ο διευθυντής της φυλακής.  Ο  Νεχλιούντοφ  συνήλθε,  άνοιξε  τα  μάτια  του  απορώντας  για  το  πού  βρίσκεται.  Ο  Άγγλος  είχε  τελειώσει  τις  σημειώσεις  του  κι  ήθελε  να  επισκεφτεί  τα  κελιά.  Ο  Νεχλιούντοφ,  κουρασμένος,  άκεφος κι αδιάφορος, τον ακολούθησε. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVI  ΔΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ κι ένα διάδρομο που απ' την αφόρητη βρόμα τούς έφερνε λιποθυμία, κι  όπου  έκπληκτοι  είδαν  μπρος  στα  μάτια  τους  δύο  κρατούμενους  να  κατουρούν  στο  πάτωμα,  ο  διευθυντής, ο Άγγλος κι ο Νεχλιούντοφ με τη συνοδεία δεσμοφυλάκων μπήκαν στο πρώτο κελί των  βαρυποινιτών.  Πάνω  σε  ξύλινες  κουκέτες  στο  κέντρο  του  κελιού  όλοι  οι  κατάδικοι  είχαν  κιόλας  πλαγιάσει.  Ήταν  γύρω στους εβδομήντα νοματαίους. Ήταν ξαπλωμένοι κεφάλι με κεφάλι, πλευρό με πλευρό. Μόλις  μπήκαν οι επισκέπτες, πετάχτηκαν μεμιάς όρθιοι βροντώντας τις αλυσίδες και στάθηκαν πλάι στις  κουκέτες,  ενώ  τα  φρεσκοξυρισμένα  τους  κεφάλια  λαμποκοπούσαν.  Ξαπλωμένοι  έμειναν  μονάχα  δύο:  ένας  νεαρός  με  πρόσωπο  σαν  φλόγα  απ'  τον  πυρετό  κι  ένας  γέρος  που  γόγγυζε  χωρίς  σταματημό.  Ο  Άγγλος  ρώτησε,  αν  ο  νεαρός  αυτός  ήταν  πολύ  καιρό  άρρωστος.  Ο  διευθυντής  απάντησε  πως  αρρώστησε το πρωί, όσο για τον γέρο, αυτός υπόφερε πολλά χρόνια από πόνους στο στομάχι, αλλά  δεν  είχε  πού  να  τον  πάει,  γιατί  το  αναρρωτήριο  ήταν  γεμάτο  εδώ  και  καιρό.  Ο  Άγγλος  κούνησε  αποδοκιμαστικά  το  κεφάλι  του  και  είπε  πως  επιθυμούσε  να  πει  δυο  λόγια  σ'  αυτούς  τους  ανθρώπους γι' αυτό και παρακάλεσε τον Νεχλιούντοφ να κάνει τον διερμηνέα. Φάνηκε τελικά ότι ο  σκοπός  της  περιήγησης  του  Άγγλου,  εκτός  από  την  περιγραφή  των  συνθηκών  διαβίωσης  στους  τόπους εξορίας και φυλακής στη Σιβηρία, ήταν και το χριστιανικό κήρυγμα για τη σωτηρία μέσω της  πίστης και της μετάνοιας.  —Πείτε  τους,  πως  ο  Χριστός  τους  αγαπούσε  και  τους  ευσπλαγχνίστηκε  και  πέθανε  γι'  αυτούς.  Αν  πιστέψουν σ' αυτό θα σωθούν. —Όση ώρα μιλούσε, όλοι οι κατάδικοι στέκονταν βουβοί πλάι στις  κουκέτες τους με τεντωμένα τα χέρια στην προσοχή. —Σ' αυτό το βιβλίο, πείτε τους, βρίσκονται όλα  όσα είπε εκείνος. Ξέρει κανείς τους να διαβάζει;  Τελικά  βρέθηκαν  περισσότεροι  από  είκοσι  που  ήξεραν  να  διαβάζουν.  Ο  Άγγλος  έβγαλε  από  την  τσάντα  του  μερικά  δεμένα  αντίτυπα  της  Καινής  Διαθήκης  και  την  ίδια  στιγμή  κάμποσα  ροζιάρικα  χέρια  με  σκληρά  μαύρα  νύχια  που  ξεπετάχτηκαν  μέσα  από  χοντρομπάμπακα  μανίκια  τεντώθηκαν  προς το μέρος του σπρώχνοντας το ένα το άλλο. Ο Άγγλος μοίρασε σ' αυτό το κελί δύο Ευαγγέλια  και προχώρησε στο επόμενο.  Στο επόμενο κελί η εικόνα ήταν ίδια κι απαράλλαχτη. Η ίδια αποπνιχτική ατμόσφαιρα, η ίδια μπόχα,  το ίδιο κι εκεί, μπροστά, ανάμεσα στα παράθυρα κρεμόταν η εικόνα κι αριστερά απ' την πόρτα στη  γωνία, η βούτα. Το ίδιο κι εκεί, σωριασμένοι και στριμωγμένοι πλάι, πλάι στις κουκέτες και με τον  ίδιο ακριβώς τρόπο, πετάχτηκαν μεμιάς όρθιοι και στάθηκαν προσοχή, οι κατάδικοι, ενώ τρεις απ'  αυτούς  έμειναν  κατάκοιτοι.  Οι  δύο  κατάφεραν  κι  ανασηκώθηκαν  στην  κουκέτα  τους,  μα  ο  τρίτος  εξακολουθούσε  να  μένει  κατάκοιτος  χωρίς  καν  να  κοιτάζει  τους  νεοφερμένους.  Ήταν  κι  οι  τρεις  άρρωστοι.  Ο  Άγγλος  με  τον  ίδιο  ακριβώς  τρόπο  έβγαλε  τον  ίδιο  λόγο  και  μοίρασε  επίσης  δύο  Ευαγγέλια.  Στο  τρίτο  κελί  ακούστηκαν  κραυγές  και  βογκητά.  Ο  διευθυντής  κτύπησε  την  πόρτα  και  φώναξε:«Προσοχή!».  Όταν  η  πόρτα  άνοιξε,  όλοι  τους  πάλι  πετάχτηκαν  μεμιάς  όρθιοι  πλάι  στις  κουκέτες,  εκτός  από  μερικούς  αρρώστους  και  δυο  άλλους  που  'χαν  αρπαχτεί  και  με  πρόσωπα  παραμορφωμένα απ' την αγριάδα είχαν βουτήξει τα μαλλιά και τα γένια ο ένας του άλλου.  Χώρισαν  μονάχα  τη  στιγμή  που  ένας  δεσμοφύλακας  έτρεξε  προς  το  μέρος  τους.  Ο  ένας  είχε  σπασμένη  μύτη,  το  στόμα  του  ήταν  γεμάτο  αίματα,  σάλια  και  μύξες  και  προσπαθούσε  να  το  σκουπίσει  με  το  μανίκι  της  ρόμπας  του,  ενώ  ο  άλλος  αφαιρούσε  απ'  τα  γένια  του  τις  ξεριζωμένες  Digitized by 10uk1s 

  τρίχες.  —Επικεφαλής! φώναξε με τραχιά φωνή ο διευθυντής.  Ένας όμορφος, γεροδεμένος άνδρας έκανε ένα βήμα μπροστά.  —Αδύνατο να τους συγκρατήσουμε Εξοχότατε! είπε με γελαστό βλέμμα.  —Αυτό θα τ' αναλάβω εγώ, είπε σουφρώνοντας τα φρύδια ο διευθυντής.  — What did they fight for? ρώτησε ο Άγγλος.  Ο Νεχλιούντοφ ρώτησε τον επικεφαλής ποια ήταν η αιτία του τσακωμού.  —Για ένα ποδοπάνι∙ αυτός άρπαξε ένα ξένο, ο άλλος τον έσπρωξε κι εκείνος ζήτησε τα ρέστα, είπε ο  επικεφαλής που εξακολουθούσε να γελάει.  Ο Νεχλιούντοφ μετέφρασε στον Άγγλο.  —Θα 'θελα να τους πω δυο λόγια, είπε ο Άγγλος γυρίζοντας προς τον διευθυντή.  Ο Νεχλιούντοφ μετέφρασε. Ο διευθυντής αποκρίθηκε:  «Ελεύθερα». Τότε ο Αγγλος έβγαλε απ' την τσάντα του το δικό του δερματόδετο Ευαγγέλιο.  —Παρακαλώ, μεταφράστε το αυτό, είπε στον Νεχλιούντοφ. — Εσείς τσακωθήκατε και δαρθήκατε,  όμως  ο  Χριστός,  που  πέθανε  για  σας,  μας  έδωσε  ένα  άλλο  όπλο  να  λύνουμε  τις  διαφορές  μας.  Ρωτήστε τους, ξέρουν τι πρέπει να κάνουν σύμφωνα με το νόμο του Χριστού όταν ένας άνθρωπος  μας προσβάλει;  Ο Νεχλιούντοφ μετέφρασε τα λόγια και την ερώτηση του Άγγλου.  —Μήπως  να  παραπονεθεί  στη  διεύθυνση  κι  αυτή  να  βρει  την  άκρη;  ρώτησε  κάποιος  ειρωνικά  λοξοκοιτάζοντας τον επιβλητικό διευθυντή.  —Να του τσακίσει τη μούρη, για να πάψει να προσβάλλει, είπε ο άλλος.  Ακούστηκαν χάχανα επιδοκιμασίας. Ο Νεχλιούντοφ μετέφρασε στον Άγγλο τις απαντήσεις τους.  —Πείτε τους ότι, σύμφωνα με το νόμο του Χριστού, πρέπει  να κάνουν ακριβώς τ' αντίθετο: αν σε  ράπισαν απ' τη μια παρειά, γύρισε και την άλλη, είπε ο Άγγλος κάνοντας μια κίνηση σα να πρότασσε  τη δική του παρειά.  Ο Νεχλιούντοφ μετέφρασε.  —Ας δοκιμάσει, λοιπόν, ο ίδιος, ακούστηκε μια φωνή.  —Κι αν σου κατεβάσει το ένα μάγουλο, γιατί εσύ να του γυρίσεις και τ' άλλο; είπε κάποιος απ' τους  κατάκοιτους.  —Έτσι θα σε κάνει τουλούμι στο ξύλο.  Digitized by 10uk1s 

  —Εμπρός,  λοιπόν,  δοκίμασε!  φώναξε  κάποιος  απ'  το  βάθος  και  χαχάνισε  ζωηρά.  Μεμιάς  ένα  ασυγκράτητο  χάχανο  αντιβούισε  στο  κελί.  Ακόμα  κι  ο  δαρμένος  ξεράθηκε  στα  γέλια  ανάμεσα  στα  αίματα και στις μύξες του. Γέλασαν κι οι άρρωστοι.  Ο  Άγγλος  δεν  αγανάκτησε  και  παρακάλεσε  τον  Νεχλιούντοφ  να  τους  πει  ότι  αυτό  που  φαίνεται  ακατόρθωτο, είναι κατορθωτό κι απλό σ' όσους πιστεύουν.  —Ρωτήστε τους, τώρα, αν πίνουν.  —Θέλει και ρώτημα; ακούστηκε μια φωνή κι όλοι μαζί άρχιζαν την κοροϊδία και τα χαχανητά.  Στο κελί αυτό είχε τέσσερις αρρώστους. Στο ερώτημα του Άγγλου, γιατί δεν βάζουν όλους μαζί τους  αρρώστους  στο  ίδιο  κελί,  ο  διευθυντής  απάντησε  πως  δεν  το  θέλουν  οι  ίδιοι.  Οι  άρρωστοι  αυτοί,  εξάλλου, δεν είχαν καμιά μεταδοτική αρρώστια κι ο αρχινοσοκόμος τους παρακολουθούσε και τους  έδινε φάρμακα.  —Δεύτερη βδομάδα και δε φάνηκε, ακούστηκε μια φωνή.  Ο διευθυντής δεν απάντησε κι οδήγησε τους επισκέπτες στο επόμενο κελί. Πάλι οι πόρτες άνοιξαν,  οι κατάδικοι σηκώθηκαν και στάθηκαν σαν αγάλματα και πάλι ο Άγγλος μοίρασε Ευαγγέλια. Το ίδιο  ακριβώς  έγινε  και  στο  πέμπτο  και  στο  έκτο  κελί  και  δεξιά  κι  αριστερά  και  στις  δύο  πλευρές  του  διαδρόμου.  Απ'  τους  καταδικασμένους  στα  κάτεργα  πέρασαν  στους  εξόριστους  και  απ'  αυτούς  στους  εκτοπισμένους απ' τις κοινότητες και σ' όσους ακολουθούσαν την πομπή θεληματικά. Παντού η ίδια  κι  απαράλλαχτη  εικόνα:  παντού  οι  ίδιοι  παγωμένοι,  πεινασμένοι,  αργόσχολοι,  άρρωστοι,  ντροπιασμένοι, κλειδαμπαρωμένοι σαν αγρίμια άνθρωποι.  Ο  Άγγλος  είχε  πια  μοιράσει  τα  Ευαγγέλια  που  υπολόγιζε  και  έπαψε  τώρα  να  βγάζει  λόγους.  Το  αποτρόπαιο θέαμα και κυρίως η αποπνιχτική ατμόσφαιρα του εξάντλησαν προφανώς όλη του την  ενέργεια και γι' αυτό περιορίστηκε στο να επισκέπτεται απλώς τα κελλιά λέγοντας μόνο All right στις  αναφορές  του  διευθυντή  για  το  ποιόν  των  κρατουμένων  σε  κάθε  κελί.  Ο  Νεχλιούντοφ  τους  ακολουθούσε  σαν  υπνωτισμένος  χωρίς  να  έχει  το  κουράγιο  να  φύγει,  τσακισμένος  απ'  την  ίδια  συνέχεια κούραση κι απόγνωση. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVII  Σ'  ΕΝΑ  ΑΠ'  ΤΑ  ΚΕΛΙΑ  των  εξορίστων,  ο  Νεχλιούντοφ  έκπληκτος  αναγνώρισε  εκείνον  τον  παράξενο  γέρο  που  συνάντησε  σήμερα  το  πρωί  πάνω  στη  μαούνα.  Ο  γέρος  αναμαλλιασμένος  και  γεμάτος  ρυτίδες, με μια βρόμικη σταχτόχρωμη, σκισμένη στον ώμο πουκαμίσα, ίδιο πανταλόνι, ξυπόλυτος,  καθόταν  στο  πάτωμα  μπροστά  σε  μια  κουκέτα  και  κοίταζε  μ'  αυστηρό  κι  ερευνητικό  βλέμμα  τους  επισκέπτες.  Το  βασανισμένο  του  κορμί  όπως  φαινόταν  μέσα  απ'  τις  τρύπες  της  βρόμικης  πουκαμίσας ήταν αξιολύπητο κι αδύνατο, όμως το πρόσωπό του ήταν τώρα πιο συγκροτημένο και  αναζωογονημένο  απ'  ό,τι  το  πρωί  πάνω  στη  μαούνα.  Όλοι  οι  κατάδικοι,  όπως  και  στ'  άλλα,  κελιά  πετάχτηκαν  μεμιάς  όρθιοι  και  στάθηκαν  προσοχή  μόλις  μπήκε  η  διεύθυνση,  ενώ  ο  γέρος  εξακολουθούσε να κάθεται. Τα μάτια του έλαμπαν και τα φρύδια του είχαν σουφρώσει από θυμό.  —Σήκω πάνω! ούρλιαξε ο διευθυντής.  Ο γέρος δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, παρά μονάχα γέλασε περιφρονητικά.  —Μπροστά σου οι δούλοι σου στέκονται. Εγώ όμως δεν είμαι δούλος σου. Έχεις τη σφραγίδα του...  φώναξε ο γέρος δείχνοντας το μέτωπο του διευθυντή.  —Τι‐ι‐ι; ούρλιαξε ο διευθυντής και προχώρησε απειλητικά προς το μέρος του.  —Τον  ξέρω  αυτόν  τον  άνθρωπο,  βιάστηκε  να  πει  ο  Νεχλιούντοφ  στον  διευθυντή.  —Γιατί  τον  συνέλαβαν;  —Η αστυνομία μάς τον έστειλε, γιατί δεν έχει ταυτότητα. Τους ζητάμε να μη μας τους στέλνουνε κι  εκείνοι το χαβά τους, είπε ο διευθυντής λοξοκοιτάζοντας με θυμό τον γέρο.  —Κι εσύ, κατά πως βλέπω, είσαι απ' το στρατό του Αντίχριστου, ε; είπε ο γέρος στον Νεχλιούντοφ  γυρίζοντας προς το μέρος του.  —Όχι, εγώ είμαι επισκέπτης.  —Δηλαδή,  ήρθες  να  δεις  πώς  ο  Αντίχριστος  βασανίζει  τους  ανθρώπους;  Να,  δες  και  μόνος  σου.  Μάζεψε τους ανθρώπους, τους έκλεισε σ' ένα κλουβί, ολόκληρο στρατό. Οι άνθρωποι πρέπει με τον  ιδρώτα του προσώπου τους να τρώνε το ψωμί τους κι εκείνος τους κλειδαμπάρωσε σα γουρούνια,  τους ταΐζει χωρίς να δουλεύουνε για να γίνουν θεριά.  —Τι λέει; ρώτησε ο Άγγλος.  Ο Νεχλιούντοφ εξήγησε ότι ο γέρος κατακρίνει τον διευθυντή, επειδή εκείνος κρατάει αιχμάλωτους  τους ανθρώπους.  —Πώς πρέπει, ρωτήστε τον, ν' αντιμετωπίζονται, κατά τη γνώμη του, όσοι δεν τηρούν το νόμο; είπε  ο Άγγλος.  Ο Νεχλιούντοφ μετέφρασε την ερώτηση.  Ο γέρος γέλασε παράξενα αποκαλύπτοντας τις γερές του οδοντοστοιχίες.  —Ο νόμος! — επανέλαβε περιφρονητικά. — Εκείνος πρώτα τους λήστεψε όλους, όλη τη γης, όλα τα  Digitized by 10uk1s 

  πλούτη.  Τα  'κλεψε  απ'  τους  ανθρώπους  και  τα  'κανε  δικά  του,  σκότωσε  όλους  όσους  του  αντιστάθηκαν κι ύστερα έκατσε κι έγραψε το νόμο για να μη ληστεύουν και να μη σκοτώνουν. Μα  θα 'πρεπε αυτό το νόμο να τον είχε γράψει πριν απ' όλα αυτά.  Ο Νεχλιούντοφ μετέφρασε. Ο Άγγλος χαμογέλασε.  —Τέλος πάντων, ρωτήστε τον, σήμερα, πώς ν' αντιμετωπίσουμε τους κλέφτες και τους εγκληματίες;  Ο Νεχλιούντοφ μετέφρασε και πάλι την ερώτηση. Ο γέρος σούφρωσε με βλοσυρό ύφος τα φρύδια  του.  —Να του πεις να βγάλει από πάνω του τη σφραγίδα του Αντίχριστου και τότε δεν θα υπάρχουν γι'  αυτόν μήτε κλέφτες μήτε εγκληματίες. Αυτό να του πεις!  —He  is  crazy!82  είπε  ο  Άγγλος,  όταν  ο  Νεχλιούντοφ  τού  μετέφρασε  τα  λόγια  του  γέρου  και  σηκώνοντας τους ώμους του, βγήκε απ' το κελί.  —Εσύ κάμε το καθήκον σου, κι άσε τους άλλους. Ο καθένας για τον εαυτό του. Ο Θεός ξέρει ποιόνε  θα τιμωρήσει και ποιόνε θ' ανταμείψει, φώναξε ο γέρος.  —Γίνε εσύ κύριος του εαυτού σου και δε θα σου χρειάζονται τότε άλλοι κύριοι.  Τράβα,  τράβα,  πρόσθεσε  σουφρώνοντας  θυμωμένος  τα  φρύδια  και  κοιτάζοντας  με  μάτια  που  πέταγαν σπίθες τον Νεχλιούντοφ που είχε ξεμείνει στο κελί.  — Δεν χόρτασες να βλέπεις πώς οι δούλοι του Αντίχριστου ταΐζουν τις ψείρες; Τράβα, τράβα!  Όταν  ο  Νεχλιούντοφ  βγήκε  στο  διάδρομο,  ο  Άγγλος  πλάι  στον  διευθυντή  στεκόταν  μπροστά  στη  διάπλατη πόρτα ενός κελλιού και τον ρωτούσε ποια ήταν η χρησιμότητά του. Ο διευθυντής εξήγησε  πως εκείνο το κελί ήταν νεκροθάλαμος.  —Ω!!! έκανε ο Άγγλος, όταν ο Νεχλιούντοφ του μετέφρασε τα λόγια του διευθυντή, και θέλησε να  περάσει μέσα.  Ο νεκροθάλαμος ήταν ένα μικρό συνηθισμένο κελί. Στον τοίχο έκαιγε μια μικρή λάμπα φωτίζοντας  αμυδρά  μερικούς  σωριασμένους  σάκους  σε  μια  γωνιά,  λίγα  κούτσουρα  σε  μιαν  άλλη  και  στις  κουκέτες  δεξιά,  τέσσερα  πτώματα.  Το  πρώτο  πτώμα  ανήκε  σ'  έναν  ψηλόσωμο  άνδρα,  με  μικρό  σουβλερό  γενάκι  και  μισοξυρισμένο  κεφάλι,  που  φορούσε  χοντρομπάμπακο  πουκάμισο  και  πανταλόνι.  Το  κουφάρι  είχε  κιόλας  κοκαλώσει:  τα  μελανιασμένα  χέρια,  που  προφανώς  θα  'ταν  σταυρωμένα στο στήθος, είχαν τώρα πέσει στα πλάγια, τα γυμνά πόδια κι αυτά είχαν αποχωριστεί  κι  οι  πατούσες  προεξείχαν  η  μια  μακριά  απ'  την  άλλη.  Πλάι  του  κείτονταν  με  λευκή  φούστα  και  μπλούζα,  γυμνά  πόδια,  ασκεπής,  με  λιγοστά  μαλλιά  πλεγμένα  σε  κοτσίδα,  μια  γριά  γυναίκα  με  ζαρωμένο,  μικρό,  κίτρινο  πρόσωπο  με  σουβλερή  μύτη,  και  πιο  κει  ένα  ακόμα  πτώμα  άνδρα  που  ανάμεσα  στα  ρούχα  του  φορούσε  και  κάτι  με  μαβί  χρώμα.  Αυτό  το  χρώμα  κάτι  θύμισε  στον  Νεχλιούντοφ.  Ζύγωσε πιο κοντά κι έσκυψε να κοιτάξει. Μικρό, σουβλερό μούσι που προεξείχε προς τα πάνω, γερή  όμορφη  μύτη,  λευκό,  μεγάλο  μέτωπο,  αραιά  σγουρά  μαλλιά...  αναγνώρισε  αμέσως  αυτά  τα  γνώριμα χαρακτηριστικά και δεν πίστευε στα μάτια του. Χθες κιόλας είχε δει το πρόσωπο αυτό να  βασανίζεται μέσα στον πόνο και το θυμό. Τώρα βρισκόταν εκεί μπροστά του γαλήνιο, ασάλευτο και  φοβερά όμορφο. Ναι, ήταν ο Κρυλτσόφ ή, τουλάχιστον, το λείψανο της υλικής του ύπαρξης.  Digitized by 10uk1s 

  «Γιατί βασανίστηκε στη ζωή; Γιατί έζησε; Να κατάλαβε τώρα άραγε το νόημά της;», συλλογίστηκε ο  Νεχλιούντοφ και ένιωσε πως δεν υπάρχει απάντηση σ' όλα αυτά, πως δεν υπάρχει τίποτ' άλλο εκτός  από το θάνατο και τον έπιασε ναυτία.  Χωρίς ν' αποχαιρετήσει τον Άγγλο, παρακάλεσε έναν δεσμοφύλακα να τον οδηγήσει στο προαύλιο  και  νιώθοντας  την  ανάγκη  να  μείνει  μόνος  για  ν'  αναλογιστεί  όλα  όσα  είχε  ζήσει  αυτό  το  βράδυ,  επέστρεψε στο ξενοδοχείο του. 

Digitized by 10uk1s 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVIII  Ο  ΝΕΧΛΙΟΥΝΤΟΦ  δεν  μπορούσε  να  κοιμηθεί,  στριφογύριζε  πέρα  δώθε  στο  δωμάτιο  του  ξενοδοχείου. Η ιστορία του με την Κατιούσα είχε πάρει τέλος. Είχε πάψει πια να της είναι χρήσιμος  κι  αυτό  τον  πλήγωνε  και  τον  έκανε  να  ντρέπεται.  Μα,  δεν  ήταν  αυτό  που  του  τριβέλιζε  το  μυαλό  αυτή την ώρα. Μια άλλη ιστορία, ανοιχτή στο χρόνο και πιο βασανιστική από κάθε άλλη που έζησε  στη ζωή του τον ταλαιπωρούσε τώρα και του απορροφούσε όλη του τη ζωντάνια.  Όλη εκείνη η αποτρόπαιη συμφορά που είδε με τα μάτια του και γνώρισε από κοντά όλο αυτό το  διάστημα και κυρίως σήμερα, σ' αυτή την τρομερή φυλακή, εκείνο το κακό που προκάλεσε, εκτός  των  άλλων,  και  το  χαμό  του  ευγενικού  Κρυλτσόφ,  θριάμβευε  και  βασίλευε  πάνω  στη  γη  και  ο  Νεχλιούντοφ δεν έβλεπε στον ορίζοντα καμιά δυνατότητα όχι μονάχα να συντριβεί, μα ούτε καν να  καταλάβει με ποιο τρόπο θα μπορούσε να συντριβεί.  Στη  φαντασία  του  ορθώθηκαν  οι  εκατοντάδες  και  χιλιάδες  αμπαρωμένοι  στο  νοσηρό  αέρα  της  φυλακής  εξευτελισμένοι  άνθρωποι  από  τους  πωρωμένους  στρατηγούς,  εισαγγελείς,  διευθυντές,  αναθυμήθηκε τον αλλόκοτο ελεύθερο γέροντα που μαστίγωνε την εξουσία, που τον περνούσαν για  παράφρονα  κι  ανάμεσα  στα  πτώματα  το  υπέροχο  κέρινο  προσωπείο  του  Κρυλτσόφ  που  πέθανε  μέσα  στο  μίσος.  Και  το  παλιότερο  ερώτημα  που  είχε  θέσει  στον  εαυτό  του  —  αν  αυτός,  ο  Νεχλιούντοφ, ήταν τρελός ή τρελοί ήταν όλοι οι άλλοι που θεωρούσαν τους εαυτούς τους σοφούς  και  έκαναν  όλα  αυτά—  ορθωνόταν  τώρα  μπροστά  του  πιο  πιεστικά  κι  επιτακτικά  και  απαιτούσε  απάντηση.  Απόκαμε  από  το  συνεχές  πέρα  δώθε  και  τις  σκέψεις  του,  κάθισε  στον  καναπέ  μπροστά  σε  μια  λάμπα και τελείως μηχανικά άνοιξε το Ευαγγέλιο, ενθύμιο από τον Άγγλο, που το είχε πετάξει πάνω  στο γραφείο του καθώς άδειαζε τις τσέπες του. «Λένε πως μέσα δω βρίσκεται η απάντηση για όλα»,  μονολόγησε κι άρχισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο, στο σημείο που τυχαία το άνοιξε (Ματθ. κεφ. 18).  1. Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες· Τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν  τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν;  2. καὶ προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν·  3. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν  βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.  4.  ὅστις  οὖν  ταπεινώσει  ἑαυτὸν  ὡς  τὸ  παιδίον  τοῦτο,  οὗτός  ἐστιν  ὁ  μείζων  ἐν  τῇ  βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.  5. καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται·  6.  Ὃς  δʹ  ἂν  σκανδαλίσῃ  ἕνα  τῶν  μικρῶν  τούτων  τῶν  πιστευόντων  εἰς  ἐμέ,  συμφέρει  αὐτῷ  ἵνα  κρεμασθῇ  μύλος  ὀνικὸς  εἰς  τὸν  τράχηλον  αὐτοῦ  καὶ  καταποντισθῇ  ἐν  τῷ  πελάγει τῆς θαλάσσης. 

Ο  Νεχλιούντοφ  αναρωτήθηκε:  «Τι  σημαίνει  αυτό:  ὅστις  δεχθῇ;  και  πού  να  δεχθεί;  Κι  αυτό  τι  σημαίνει: εις τo όνομά μου»; κι ένιωσε πως τα λόγια αυτά δεν είχαν κανένα νόημα γιʹ αυτόν. «Και  γιατί  γράφει:...νά  κρεμασθῇ  μύλου  πέτρα  ἐπί  τόν  τράχηλον  αὐτοῦ,  καί  νά  καταποντισθῇ  εἰς  τό  πέλαγος  τῆς  θαλάσσης;  Όχι,  κάτι  λείπει  εδώ,  κάτι  δεν  ταιριάζει,  κάτι  δεν  είναι  καθαρό», 

συλλογίστηκε,  καθώς  αναθυμήθηκε  πως  αρκετές  φορές  που  αποπειράθηκε  να  διαβάσει  το  Ευαγγέλιο,  το  παρατούσε  στην  άκρη  εξαιτίας  αυτής  ακριβώς  της  ασάφειας  σε  παρόμοια  χωρία.  Διάβασε ακόμα το έβδομο, όγδοο, ένατο και δέκατο χωρίο για τους πειρασμούς που θα 'πρεπε να  εμφανιστούν  στον  κόσμο,  για  την  τιμωρία  με  το  πυρ  της  Κολάσεως,  όπου  οι  άνθρωποι  θα  γκρεμίζονται,  για  κάποιους  άγγελους‐παιδιά  που  αντικρίζουν  το  πρόσωπο  του  Πατέρα  του  επουράνιου.  «Τι κρίμα που όλα τούτα είναι τόσο ασυνάρτητα, σκέφτηκε, — γιατί το διαισθάνεται  κανείς πως κάτι δεν κολλάει εδώ». Και συνέχισε να διαβάζει:  Digitized by 10uk1s 

  11 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός.  12 Τί ὑμῖν δοκεῖ; ἐὰν γένηταί τινι ἀνθρώπῳ ἑκατὸν πρόβατα καὶ πλανηθῇ ἓν ἐξ αὐτῶν,  οὐχὶ ἀφεὶς τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐπὶ τὰ ὄρη πορευθεὶς ζητεῖ τὸ πλανώμενον;  13 καὶ ἐὰν γένηται εὑρεῖν αὐτό, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι χαίρει ἐπʹ αὐτῷ μᾶλλον ἢ ἐπὶ τοῖς  ἐνενήκοντα ἐννέα τοῖς μὴ πεπλανημένοις.  14 οὕτως οὐκ ἔστι θέλημα ἔμπροσθεν τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται  εἷς τῶν μικρῶν τούτων. 

«Ναι,  δεν  ήταν  θέληση  του  Πατέρα  να  χαθούν  κι  όμως  να  που  χάνονται  κατά  εκατοντάδες  και  χιλιάδες. Και το χειρότερο, δεν υπάρχει τρόπος να σωθούν», συλλογίστηκε.  21  Τότε  προσελθὼν  αὐτῷ  ὁ  Πέτρος  εἶπε·  Κύριε,  ποσάκις  ἁμαρτήσει  εἰς  ἐμὲ  ὁ  ἀδελφός  μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις;  22 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις ἀλλʹ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά.  23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι  λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ.  24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων.  25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν  γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.  26  πεσὼν  οὖν  ὁ  δοῦλος  προσεκύνει  αὐτῷ  λέγων·  κύριε  μακροθύμησον  ἐπʹ  ἐμοί,  καὶ  πάντα σοι ἀποδώσω.  27  σπλαγχνισθεὶς  δὲ  ὁ  κύριος  τοῦ  δούλου  ἐκείνου  ἀπέλυσεν  αὐτόν,  καὶ  τὸ  δάνειον  ἀφῆκεν αὐτῷ.  28  ἐξελθὼν  δὲ  ὁ  δοῦλος  ἐκεῖνος  εὗρεν  ἕνα  τῶν  συνδούλων  αὐτοῦ,  ὃς  ὤφειλεν  αὐτῷ  ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις.  29  πεσὼν  οὖν  ὁ  σύνδουλος  αὐτοῦ  εἰς  τοὺς  πόδας  αὐτοῦ  παρεκάλει  αὐτὸν  λέγων·  μακροθύμησον ἐπʹ ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι·  30  ὁ  δὲ  οὐκ  ἤθελεν,  ἀλλὰ  ἀπελθὼν  ἔβαλεν  αὐτὸν  εἰς  φυλακὴν  ἕως  οὗ  ἀποδῷ  τὸ  ὀφειλόμενον.  31  ἰδόντες  δὲ  οἱ  σύνδουλοι  αὐτοῦ  τὰ  γενόμενα  ἐλυπήθησαν  σφόδρα,  καὶ  ἐλθόντες  διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα.  32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν  ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με·  33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; 

 «Μα  πώς  μπορεί  να  είναι  μονάχα  αυτή  η  απάντηση;»  αναφώνησε  άξαφνα  ο  Νεχλιούντοφ  διαβάζοντας τα λόγια αυτά. Και μια εσωτερική φωνή από τα βάθη της ύπαρξής του ολόκληρης τού  έλεγε: «Ναι, μονάχα αυτή είναι».  Ο  Νεχλιούντοφ  έπαθε  αυτό  που  συμβαίνει  συχνά  με  τους  ανθρώπους  που  ζουν  πνευματική  ζωή.  Μια σκέψη που στην αρχή φαινόταν παράδοξη, σαν αντινομία, ή ακόμα και κωμική, που ολοένα και  πιο  συχνά  έβρισκε  επιβεβαίωση  στη  ζωή,  άξαφνα  παίρνει  σάρκα  και  οστά  σαν  η  πιο  απλή  και  ακλόνητη αλήθεια. Κατάλαβε, λοιπόν, τώρα τι σήμαινε επιτέλους εκείνη η σκέψη πως το μοναδικό  κι  αδιαμφισβήτητο  μέσο  για  τη  σωτηρία  από  τούτο  το  αποτρόπαιο  κακό,  που  βασανίζει  τους  ανθρώπους, είναι ν' αναγνωρίσουν οι ίδιοι πως είναι ένοχοι ενώπιον του Θεού και γι' αυτό δεν είναι  ικανοί  ούτε  να  τιμωρήσουν  ούτε  να  διορθώσουν  τους  άλλους.  Έβλεπε  τώρα  καθαρά  ότι  τούτο  το  αποτρόπαιο κακό που αντίκρισε με τα μάτια του στις φυλακές και στα κρατητήρια, καθώς κι εκείνη  η μακάρια σιγουριά όλων όσων συνεργούσαν σ' αυτό ήταν μόνο και μόνο γιατί οι άνθρωποι ήθελαν  να  πραγματοποιήσουν  το  απραγματοποίητο:  όντες  οι  ίδιοι  κακοί,  να  διορθώσουν  το  κακό.  Οι  διεφθαρμένοι ήθελαν να διορθώσουν τους διεφθαρμένους και πίστευαν ότι αυτό μπορούσε να το  πετύχουν με μηχανικά μέσα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν πως άνθρωποι φτωχοί κι άπληστοι, έχοντας  Digitized by 10uk1s 

  κάνει  επάγγελμά  τους  την  εφαρμογή  αυτής  της  πλασματικής  τιμωρίας  και  αναμόρφωσης  των  άλλων, κατέληγαν να γίνουν οι ίδιοι διεφθαρμένοι μέχρι το μεδούλι, διαφθείροντας ταυτόχρονα κι  όλους  όσους  βασανίζουν.  Έβλεπε  τώρα  καθαρά  από  πού  προερχόταν  όλη  αυτή  η  φρίκη  που  τον  κυρίευε  και  τι  έπρεπε  να  κάνει  για  να  την  εξαλείψει.  Η  απάντηση  που  χρόνια  αναζητούσε,  ήταν  εκείνη  ακριβώς  που  έδωσε  ο  Χριστός  στον  Πέτρο:  πρέπει  πάντοτε  να  συγχωρούμε  όλους  τους  άλλους,  άπειρες  φορές,  γιατί  δεν  υπάρχουν  άνθρωποι  που  να  είναι  οι  ίδιοι  αναμάρτητοι  για  να  μπορούν είτε να τιμωρούν είτε να διορθώνουν τους άλλους.  «Πραγματικά, δε μπορεί να είναι τόσο απλό όλο τούτο», μονολογούσε ο Νεχλιούντοφ. Κι όμως, όσο  παράξενο κι αν φαινόταν στην αρχή — επειδή είχε συνηθίσει στο αντίθετο— είχε την αίσθηση πως  το  νόημα  των  λόγων  αυτών  ήταν  αναμφισβήτητο  όχι  μονάχα  θεωρητικά,  μα  ενσάρκωνε  την  ίδια  στιγμή την πιο άμεση, πρακτική λύση στο πρόβλημα. Το αιώνιο ερώτημα πώς ν' αντιμετωπιστούν οι  εγκληματίες  —  μπορούν  άραγε  να  μείνουν  ατιμώρητοι  —  δεν  τον  βασάνιζε  άλλο  πια.  Αυτό  το  ερώτημα  θα  είχε  νόημα  αν  μπορούσε  ν'  αποδειχθεί  πως  η  τιμωρία  μειώνει  την  εγκληματικότητα,  συμμορφώνει τους εγκληματίες. Τη στιγμή όμως που έχει αποδειχθεί ακριβώς το αντίθετο κι είναι  φανερό πως δεν έχουν τη δύναμη ορισμένοι να φρονηματίσουν τους άλλους, το μόνο λογικό βήμα  που απομένει να γίνει είναι να πάψουν οι άνθρωποι να κάνουν αυτό που δεν είναι απλώς ανώφελο,  μα κι επικίνδυνο και, επί πλέον, ανήθικο και απάνθρωπο. «Αρκετούς αιώνες εκτελείτε ανθρώπους  που  τους  νομίζετε  εγκληματίες.  Και  ποιο  τ'  αποτέλεσμα;  Τους  διορθώσατε;  Όχι,  δεν  τους  διορθώσατε∙ αντίθετα το μόνο που πετύχατε ήταν να τους πολλαπλασιάσετε πυκνώνοντας τις τάξεις  τους  με  άλλους  εγκληματίες—δικαστές,  εισαγγελείς,  ανακριτές,  διοικητές  κάτεργων  που  συνεδριάζουν και τιμωρούν τους ανθρώπους». Ο Νεχλιούντοφ τώρα κατάλαβε πια πως η κοινωνία  και  γενικά  η  κοινωνική  τάξη  υπάρχουν  όχι  επειδή  υπάρχουν  οι  νομιμοποιημένοι  εγκληματίες  που  δικάζουν  και  καταδικάζουν  τους  άλλους,  αλλά  επειδή,  σε  πείσμα  αυτής  της  πρωτοφανούς  διαφθοράς,  οι  άνθρωποι  συνεχίζουν  παρ'  όλα  αυτά  να  νιώθουν  οίκτο  κι  αγάπη  για  τους  συνανθρώπους τους.  Ελπίζοντας πως θα έβρισκε επιβεβαίωση τούτης της σκέψης του στο ίδιο το Ευαγγέλιο, ετοιμάστηκε  να το διαβάσει απ' την αρχή. Ξαναδιάβασε την Επί του Όρους Ομιλία που πάντοτε τον συγκινούσε  και  για  πρώτη  φορά  ανακάλυψε  μέσα  της  αντί  για  αφηρημένες  υπέροχες  σκέψεις  που  τις  περισσότερες  φορές  ήταν  γεμάτες  υπερβολικές  κι  ανεκπλήρωτες  αξιώσεις,  απλές,  καθαρές  και  υλοποιήσιμες εντολές  που, αν εφαρμοστούν (κάτι το εφικτό), θα μπορούσαν να εγκαινιάσουν την  ίδρυση μιας τελείως καινούριας ανθρώπινης κοινωνίας, όπου όχι μόνο θα εξαφανιζόταν αυτόματα  κάθε μορφή βίας —που τόση αγανάκτηση προξενούσε στο Νεχλιούντοφ— αλλά και θα μπορούσε  να ενσαρκωθεί το υπέρτατο αγαθό για το ανθρώπινο γένος —η Βασιλεία του Θεού πάνω στη γη.  Οι εντολές αυτές ήταν πέντε:  Η πρώτη εντολή (Ματθ. κεφ. 5, 21‐ 26): ο άνθρωπος όχι μονάχα απαγορεύεται να σκοτώνει, μα ούτε  και να εξοργίζεται ακόμα κατά του αδερφού του ούτε καν να τον περιφρονεί∙ κι αν φιλονικήσει με  κάποιον, πρέπει να συμφιλιωθεί πριν προσφέρει την προσευχή του στο Θεό.  21 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐ φονεύσεις· ὃς δʹ ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ  κρίσει. 22 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῇ ἔνοχος ἔσται  τῇ κρίσει· ὃς δʹ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, Ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δʹ ἂν εἴπῃ,  Μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. 23 ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ  τὸ  θυσιαστήριον  κἀκεῖ  μνησθῇς  ὅτι  ὁ  ἀδελφός  σου  ἔχει  τι  κατὰ  σοῦ,  24  ἄφες  ἐκεῖ  τὸ  δῶρόν  σου  ἔμπροσθεν  τοῦ  θυσιαστηρίου,  καὶ  ὕπαγε  πρῶτον  διαλλάγηθι  τῷ  ἀδελφῷ  σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου. 25 ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως  ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετʹ αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ, καὶ ὁ κριτὴς σε  παραδῷ  τῷ  ὑπηρέτῃ,  καὶ  εἰς  φυλακὴν  βληθήσῃ·  26  ἀμὴν  λέγω  σοι,  οὐ  μὴ  ἐξέλθῃς 

Digitized by 10uk1s 

  ἐκεῖθεν ἕως ἂν ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην. 

Η  δεύτερη  εντολή  (Ματθ.  κεφ.  5,  27‐32):  ο  άνθρωπος  όχι  μονάχα  απαγορεύεται  να  μοιχεύει,  μα  επιβάλλεται  ν'  αποφεύγει  να  ηδονίζεται  με  την  ομορφιά  των  γυναικών  κι  όταν  ενωθεί  με  μία  απ'  αυτές να μην την προδώσει ποτέ.  27  Ἠκούσατε  ὅτι  ἐρρέθη  τοῖς  ἀρχαίοις,  Οὐ  μοιχεύσεις.  28  ἐγὼ  δὲ  λέγω  ὑμῖν  ὅτι  πᾶς  ὁ  βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.  29  εἰ  δὲ  ὁ  ὀφθαλμός  σου  ὁ  δεξιὸς  σκανδαλίζει  σε,  ἔξελε  αὐτὸν  καὶ  βάλε  ἀπὸ  σοῦ·  συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς  γέενναν. 30 καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ·  συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς  γέενναν. 31 Ἐρρέθη δέ· Ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ ἀποστάσιον. 32  ἐγὼ  δὲ  λέγω  ὑμῖν  ὅτι  ὃς  ἂν  ἀπολύσῃ  τὴν  γυναῖκα  αὐτοῦ  παρεκτὸς  λόγου  πορνείας,  ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολελυμένην γαμήσῃ μοιχᾶται. 

Η τρίτη εντολή (Ματθ. κεφ. 5, 33‐37): ο άνθρωπος δεν πρέπει να υπόσχεται κάτι διά όρκου.  33 Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ  τοὺς ὅρκους σου. 34 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος  ἐστὶν  τοῦ  Θεοῦ·  35  μήτε  ἐν  τῇ  γῇ,  ὅτι  ὑποπόδιόν  ἐστιν  τῶν  ποδῶν  αὐτοῦ·  μήτε  εἰς  Ἱεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶν τοῦ μεγάλου βασιλέως· 36 μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς,  ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι. 37 ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί,  οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν. 

Η  τέταρτη  εντολή  (Ματθ.  κεφ.  5,  38‐42):  ο  άνθρωπος  όχι  μονάχα  δεν  πρέπει  να  ακολουθεί  τον  κανόνα  «οφθαλμόν  αντί  οφθαλμού»,  αλλά  και  να  προσφέρει  και  την  άλλη  παρειά,  όταν  τον  χτυπήσουν  απ'  τη  μία∙  πρέπει  να  συγχωρεί  τις  προσβολές,  να  τις  υπομένει  καρτερικά  και  ποτέ  να  μην αρνείται σε κανέναν ό,τι του ζητήσει.  38 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη, Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος. 39 ἐγὼ δὲ  λέγω  ὑμῖν  μὴ  ἀντιστῆναι  τῷ  πονηρῷ·  ἀλλʹ  ὅστις  σε  ῥαπίζει  εἰς  τὴν  δεξιὰν  σιαγόνα,  στρέψον  αὐτῷ  καὶ  τὴν  ἄλλην·  40  καὶ  τῷ  θέλοντί  σοι  κριθῆναι  καὶ  τὸν  χιτῶνά  σου  λαβεῖν,  ἄφες  αὐτῷ  καὶ  τὸ  ἱμάτιον·  41  καὶ  ὅστις  σε  ἀγγαρεύσει  μίλιον  ἕν,  ὕπαγε  μετʹ  αὐτοῦ  δύο.  42  τῷ  αἰτοῦντί  σε  δίδου,  καὶ  τὸν  θέλοντα  ἀπὸ  σοῦ  δανείσασθαι  μὴ  ἀποστραφῇς. 

Η  πέμπτη  εντολή  (Ματθ.  κεφ.  5,  43‐48):  ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν πρέπει να μισεί τους εχθρούς  του, να τους μάχεται, αλλά πρέπει να τους αγαπά, να τους συντρέχει και να τους υπηρετεί.  43 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. 44  ἐγὼ  δὲ  λέγω  ὑμῖν,  ἀγαπᾶτε  τοὺς  ἐχθροὺς  ὑμῶν,  εὐλογεῖτε  τοὺς  καταρωμένους  ὑμᾶς,  καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ  διωκόντων ὑμᾶς, 45 ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον  αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. 46 ἐὰν  γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ  ποιοῦσι; 47 καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε; οὐχὶ καὶ  οἱ  τελῶναι  οὕτω  ποιοῦσιν;  48  Ἔσεσθε  οὖν  ὑμεῖς  τέλειοι,  ὡς  ὁ  πατὴρ  ὑμῶν  ὁ  ἐν  τοῖς  οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν. 

Ο Νεχλιούντοφ κοίταξε την αναιμική φλόγα της λάμπας κι έμεινε ασάλευτος στη θέση του. Καθώς  Digitized by 10uk1s 

  αναλογιζόταν όλη την ασχήμια της ζωής του, η φαντασία του φωτίστηκε απ' το όραμα της ζωής που  θα  μπορούσε  να  'χε  κάνει,  αν  οι  άνθρωποι  είχαν  γαλουχηθεί  μ'  αυτούς  τους  κανόνες,  και  μια  έκσταση πλημμύρισε την ψυχή του τόσο έντονη που είχε πολύν καιρό να αισθανθεί. Ένιωθε σα να  έβρισκε  ξαφνικά  τη  γαλήνη  και  την  ελευθερία  του  ύστερα  από  μια  μακρόχρονη  βασανιστική  και  μαρτυρική πορεία.  Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι κι όπως συμβαίνει σε τόσους που διαβάζουν το Ευαγγέλιο για πρώτη  φορά  κατάλαβε  όλο  το  νόημα  των  λέξεων  που  διάβαζε  και  ξαναδιάβαζε  χωρίς  να  προσέχει.  Σα  σφουγγάρι  ρουφούσε  καθετί  που  ανακάλυπτε  χρήσιμο,  ζωτικό  και  χαρμόσυνο  μέσα  σ'  αυτό  το  βιβλίο.  Κι  όλα  όσα  διάβαζε,  του  φαίνονταν  γνώριμα  και  πως  επιβεβαίωναν  αυτά  που  χρόνια  ολόκληρα  είχε  κρυμμένα  στη  συνείδησή  του,  αλλά  δεν  τα  είχε  ανακαλύψει  μέχρι  σήμερα  ούτε  τα  πίστευε. Τώρα, όμως, τα συνειδητοποίησε και τα πίστεψε.  Κι  όχι  μονάχα  συνειδητοποιούσε  και  πίστευε  πως  τηρώντας  τούτες  τις  εντολές  οι  άνθρωποι  θα  έφθαναν  στο  υπέρτατο  αγαθό  που  μπορούν  να  φθάσουν,  αλλά  ότι  εφεξής  ο  κάθε  άνθρωπος  δεν  έχει τίποτ' άλλο να κάνει στη ζωή από το να τηρήσει αυτές τις εντολές, πως ο μοναδικός σκοπός και  το  μοναδικό  νόημα  της  ανθρώπινης  ζωής  είναι  αυτό  και  τίποτ'  άλλο∙  κάθε  παρέκκλιση  είναι  ατόπημα που οδηγεί την ίδια στιγμή σε τιμωρία. Αυτό συνάγεται από ολόκληρη τη Διδασκαλία και  με τον πιο εύγλωττο τρόπο και τη μεγαλύτερη πειστικότητα από την παραβολή των αμπελουργών.  Οι αμπελουργοί φαντάστηκαν πως ο αμπελώνας που τους έστειλε ο κύριός τους να εργαστούν ήταν  ιδιοκτησία  τους,  πως  όσα  είχε  μέσα  είχαν  δημιουργηθεί  γι'  αυτούς  και  η  μόνη  τους  απασχόληση  ήταν να γευθούν τις χαρές του, λησμονώντας τον κύριό τους και σκοτώνοντας όσους τους θύμιζαν  αυτόν και τις υποχρεώσεις τους απέναντι του.  «Το ίδιο ακριβώς κάνουμε κι εμείς, συλλογίστηκε ο Νεχλιούντοφ, που ζούμε μέσα στην παράλογη  σιγουριά πως είμαστε εμείς οι ίδιοι οι κύριοι της ζωής μας, πως η ζωή μάς δόθηκε για την τέρψη και  την ηδονή μας. Όμως αυτό είναι πέρα για πέρα παράλογο. Γιατί είναι φανερό πως αν κάποιος μάς  έστειλε στη γη, ήρθαμε σύμφωνα με τη δική του βούληση και για να εκπληρώσουμε κάποιο σκοπό.  Εμείς  όμως  αποφασίσαμε  να  ζήσουμε  μόνο  και  μόνο  για  την  καλοπέρασή  μας  και  δεν  υπάρχει  αμφιβολία  πως  θα  πληρώσουμε  ακριβά  γι'  αυτό,  όπως  οι  αμπελουργοί  που  δεν  εκπλήρωσαν  το  θέλημα του κυρίου τους. Κι αυτό το Θέλημα του Κυρίου εκφράζεται μ' αυτές τις εντολές. Μονάχα με  την  εκπλήρωσή  τους,  θα  εγκαθιδρυθεί  η  Βασιλεία  των  Ουρανών  επί  της  γης  κι  οι  άνθρωποι  θα  γευθούν το υπέρτατο, προσιτό σ' αυτούς, αγαθό.  Αναζητήστε τη Βασιλεία του Θεού και την αλήθεια του και όλα τ' άλλα θα 'ρθουν μόνα τους. Όμως  εμείς αναζητούμε όλα τ' άλλα και φυσικά ούτε αυτά βρίσκουμε. Να, λοιπόν, μπροστά μου, το έργο  της ζωής μου. Μόλις ολοκληρώθηκε το ένα, αρχίζει το άλλο».  Απ'  αυτή  τη  νύχτα  μια  πραγματικά  καινούρια  ζωή  ανέτειλε  για  τον  Νεχλιούντοφ  κι  αυτό  όχι  τόσο  γιατί άλλαξαν τελείως οι συνθήκες της ζωής του όσο γιατί όλα όσα θα του συμβούν από τούτη τη  στιγμή θ' αποκτήσουν γι' αυτόν μια εντελώς αλλιώτικη σημασία, σε σχέση με το παρελθόν. Το πώς  θα τελειώσει αυτή η νέα περίοδος της ζωής του, θα φανεί στο μέλλον.  16 Δεκεμβρίου 1899 

Digitized by 10uk1s 

   

                                                               1

Ρωσικά τσιγάρα από διαφανές τσιγαρόχαρτο και χαρτονένιο κενό επιστόμιο. «Επιθεώρηση των δύο Κόσμων». 3 «εκτός κι αν είστε διατεθειμένος να πληρώσετε πρόστιμο τα 300 ρούβλια στο δικαστήριο, που αρνηθήκατε να δώσετε για το άλογό σας». Η φράση στο κείμενο, είναι γραμμένη Γαλλικά. 4 Θρησκευτική αίρεση στη Ρωσία τον περασμένο αιώνα. Τα μέλη της πίστευαν ότι με τον αυτοευνουχισμό θα κερδίσουν τη βασιλεία των ουρανών. 5 Υπερβολή πληθυντικού ευγενείας στην τσαρική Ρωσία. 6 Στη Ρωσία, η λειτουργία της Ανάστασης αποτελείται από τρία διαδοχικά μέρη και γίνεται τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου. 7 Ένα βέρστι = 1,06 χλμ. 8 Πασχαλινά γλυκίσματα με σταφίδες, σαν τα τσουρέκια. 9 Οι φτωχοί χωριάτες δεν είχαν χρήματα ν' αγοράσουν μπογιές κι έβαφαν τα πασχαλινά αβγά με βρασμένα κρεμμυδότσουφλα. 10 Ρωσικός πήχυς = 0,71 μέτρα. 11 Βερσόκ = 4,4 εκατοστόμετρα. 12 Υπαινίσσεται τη μεταρρύθμιση των δικαστικών κωδίκων επί Αλεξάνδρου Β'. 13 Ήρωας κλασικού ρωσικού παραμυθιού που μαγεύεται, υπνωτίζεται από μια πανέμορφη πριγκίπισσα. 14 Πόσο αλήθεια είναι αυτό. 15 Την κακή σας διάθεση. 16 Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. 17 Σίγουρα πρόκειται για υπόθεση που έχει να κάνει με το φιλότιμο: παραείναι εύθικτος ο αγαπητός μας Μίτια. 18 Μάλλον πρόκειται για υπόθεση που είναι ανακατεμένος κάποιος βρόμικος έρωτας. 19 Ευστροφία 20 Κουπόνια από έντοκα κρατικά ομόλογα, χρησιμοποιούνταν αντί για χαρτονομίσματα πολλές φορές στην προεπαναστατική Ρωσία. 21 Είδος πολύ φθηνού κρασιού που ακόμη φτιάχνουν στη Ρωσία. 22 Τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης στην επαρχία της τσαρικής Ρωσίας με πλειοψηφική εκπροσώπηση των ευγενών. 23 Το σκληρό σημείο στο προεπαναστατικό ρωσικό αλφάβητο ήταν ένα είδος άφωνου ερ, που καταργήθηκε μετά την Επανάσταση του 1917. Οι Ρώσοι όμως επαναστάτες το είχαν καταργήσει στη δική τους φιλολογία πολύ πιο πριν. 24 Τίποτε άλλο δεν ξέρουν να κάνουν. 25 Αυτή είναι η σταθερή μου πεποίθηση. 26 Δεν χαίρει καλής φήμης 27 Ξέρω πως δεν θα κάνεις κατάχρηση 28 Είναι όμορφη; 29 Τέρας 30 Έχει κάνει πολλά καλά ως τώρα 31 Ας διασκεδάσουν όλοι κι ο καλός Θεός ας τις ευλογεί...! 32 Εμπρός, πηγαίνετε να υποβάλλετε τα σέβη σας στην Κυρία! 33 Και η Ναντίν Μπουκσγκέβντεν. Όλες οι όμορφες κυρίες της πόλης. 34 Δεν έχει παρά να προστάξεις! 35 Επιτέλους! 36 Μίσσυ, ελάτε στο τραπέζι μου. Θα σας σερβίρουν τσάι... 37 Είναι θαυμάσιες. 38 Είναι τόσο καλός 39 Είμαι στη διάθεσή σου! 40 Ποτέ, μα ποτέ δε θα πιστέψω. 41 Η κοντέσσα Βοροντσόφ κι ο Βίκτωρ Απράξιν. 42 2,75 περίπου στρέμματα. 43 Είναι ο πρώτος κλέφτης του χωριού. 2

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                             44

Ξινό ποτό από σίκαλη και κριθάρι, κυρίως. Πρόκειται για το Φρούριο Πετροπάβλοφσκ (Πέτρου και Παύλου) στο νησί Βασιλιέφσκι της Αγίας Πετρούπολης. 46 Παριστάνεις τον Χόβαρντ! ( Τζων Χόβαρντ, μεταρρυθμιστής του σωφρονιστικού συστήματος των φυλακών του έζησε τον 18ο αιώνα. 47 Πρόκειται για την μητέρα του Νεχλιούντοφ. 48 Είναι ακόμη όμορφη; 49 ψυχή τε και σώματι 50 όλο το αλφάβητο 51 για ποικιλία. Άνθρωποι όλων των ειδών 52 οι αποφάσεις του είναι προειλημμένες 53 Άνοιξε την καρδιά σου 54 Είναι ένας πολύ εξαίρετος άνθρωπος 55 Ασχολείται με τον πνευματισμό 56 Είναι πολύ καλή 57 Την 1η Μαρτίου 1881 δολοφονήθηκε ο τσάρος Αλέξανδρος Β' από μηδενιστές κι αναρχικούς. 58 Αγαπητέ μου, θα' χεις κακό τέλος 59 Α, είναι αδιόρθωτος! 60 δεν θέλω το κακό τους 61 θα έχεις να ωφεληθείς πολύ 62 όπως και να 'χει το πράγμα, είναι ένας καθ' όλα εντάξει άνθρωπος 63 μικρή φιλική συγκέντρωση 64 «Pour nous faire plaisir, j'ai agi tout à fait contre mes principes, et j'ai intercédé auprès de mon mari pour votre protégée. Il se trouve que cette personne peut être relachée immèdiatement. Mon mari a écrit au commandant. Venez donc..χωρίς καμία υποχρέωση... Je vous attends. M». 65 Τριγωνικό πρίσμα επιστεφανωμένο με τον δικέφαλο αετό, στις έδρες του οποίου ήταν επικολλημένα αντίγραφα των διαταγμάτων του Μεγάλου Πέτρου. Το τοποθετούσαν στην έδρα των δικαστηρίων και άλλων κρατικών ιδρυμάτων της Τσαρικής Ρωσίας. 66 ιππότης ατρόμητος κι άψογος 67 Σε πρόσεξε ιδιαίτερα 68 Είναι πια κοινό μυστικό 69 ανάρμοστο 70 Οι πολιτικοί εξόριστοι που κατάγονταν από αριστοκρατική οικογένεια είχαν το δικαίωμα να κάνουν τη διαδρομή εποχούμενοι. 71 Η πυροσβεστική υπηρεσία κι η αστυνομία συστεγάζονταν υπό ενιαία διοίκηση την περίοδο εκείνη. 72 Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 πέντε κατάδικοι πέθαναν σε μία μέρα από ηλίαση κατά τη μεταφορά τους από τις φυλακές Μπουτύρσκι (στη Μόσχα) στο σιδηροδρομικό σταθμό για το Νίζνι Νόβγκορντ (σημείωση του συγγραφέα). 73 Είναι φρίκη 74 Αυτό το κλίμα με σκοτώνει 75 Γράψτε 76 Ω! Είναι άνθρωπος του αληθινού μεγάλου κόσμου, του αληθινού μεγάλου κόσμου 77 Άλλο πάλι και τούτο 78 Πρόκειται για πραγματικό γεγονός που περιγράφεται στο βιβλίο του Ντ. Α. Λίνιεφ Μεταγωγή στην εξορία (σημείωση του συγγραφέα). 79 Θρησκευτικές ομάδες, δόγματα, αιρέσεις που εμφανίζονται βαθμιαία στη Ρωσία μετά τις μεταρρυθμίσεις του πατριάρχη Νίκωνος (17ος αιώνας) 80 Είστε έτοιμος; 81 Αμέσως 82 Είναι τρελός. 45

Digitized by 10uk1s 

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF