ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ (ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ-ΣΧΟΛΕΣ ΓΟΝΕΩΝ-ΙΝΕΔΙΒΙΜ)

August 31, 2017 | Author: gabtheo | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, ΨΥΧΟΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ...

Description

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

ΣΧΟΛΕΣ ΓΟΝΕΩΝ

Ανάπτυξη στην τρίτη ηλικία

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ BIOY ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑτΕΙΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΙΝΣτΙΤΟΥrΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

ΣΧΟΛΕΣ ΓΟΝΕΩΝ

Ανάπτυξη

στηv τρίτη ηλικία

ΣΧΟΛΕΣ ΓΟΝΕΩΝ

Ανάπτυξη στην Τρίτη ηλικία Δρ. Κυριακίδης Σταύρος Μ.Sc., Ph.D.,ΒΑ, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, Διδάκτωρ Πανεπιστήμιου Stirling, Μ.Βρετανίας

ΕΠιΣτηΜονιΚη ΕΠιΜΕλΕιΑ Γεώργας Δημήτριος ομότιμος Καθηγητής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώτσα Άρτεμις Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο ιωαννίνων

YΠΕΥΘΥνη ΣΥντονιΣΜοΥ ΠΑρΑΓωΓηΣ Γεωργίου Ανδρονίκη - Υπεύθυνη Έργου

ΦιλολοΓιΚη ΕΠιΜΕλΕιΑ Θεοδοσοπούλου Μαρία, Μ.Sc., Ph.D., Μέλος ομάδας Έργου Κωτσάκης Βασίλειος, Μ.Sc., Αναπληρωτής Υπεύθυνος Έργου νταλάκα Ελένη, Μ.Sc., Μέλος ομάδας Έργου

ΑΘηνΑ 2011

ISBN: 978-960-7335-52-4

ΤΕΙΧΗ Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ Μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω µου έκτισαν τείχη. Και κάθοµαι και απελπίζοµαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτοµαι: τον νουν µου τρώγει αυτή η τύχη Διότι πράγµατα πολλά έξω να κάµω είχον. Α!, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να µην προσέξω. Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Ανεπαισθήτως µ’ έκλεισαν από τον κόσµον έξω. ΚΑΒΑΦΗΣ [1897]

6

Περιεχόµενα ΣΚοΠοΣ τοΥ ΕΚΠΑιΔΕΥτιΚοΥ ΥλιΚοΥ .................................................11 ΠροΣΔοΚωΜΕνΑ ΑΠοτΕλΕΣΜΑτΑ .......................................................12 1. ΚΑΠοιΕΣ ΚοινωνιολοΓιΚΕΣ οριοΘΕτηΣΕιΣ..................................15 1.1. Ο κύκλος της ζωής ..................................................................................15 1.2 Κοινωνικοποίηση .....................................................................................17 1.3 Οικογένεια, γάµος και προσωπική ζωή ...................................................17 1.4 Οικογενειακά δίκτυα στην Ελλάδα ..........................................................20 2. η ΘΕωριΑ τηΣ ιΕρΑρΧηΣηΣ των ΑνΑΓΚων τοΥ MASLOW.........22 3. ΚΑτΑΘλιΨη Στην τριτη ηλιΚιΑ ........................................................24 3.1 Έκταση ....................................................................................................25 3.2 Παράγοντες κινδύνου .............................................................................25 3.3 Κλινική εικόνα .........................................................................................25 3.4 Η εµπειρία της κατάθλιψης στην Τρίτη ηλικία και σε νεώτερες ηλικίες ..........................................................................26 3.5 Κατάθλιψη και σωµατική υγεία................................................................26 3.6 Κατάθλιψη και καρδιοπάθεια ..................................................................27 3.7 Αυτοκτονικός ιδεασµός ..........................................................................28 3.8 Αξιολόγηση αυτοκτονικού ρίσκου...........................................................30 3.9 Άλλοι παράγοντες που συνδέονται µε την κατάθλιψη στην Τρίτη ηλικία ...31 3.10 Παράγοντες που προδιαθέτουν σε κατάθλιψη .....................................31

7

3.11 Ψυχοθεραπευτική παρέµβαση στην κατάθλιψη των ηλικιωµένων ........32 3.12 Συγκεκριµένα βήµατα για την αντιµετώπιση της κατάθλιψης µε βάση τη γνωστική-συναισθηµατική προσέγγιση ...............................36 3.12.1 Θεωρία ................................................................................................36 3.12.2 Διαδικασία...........................................................................................37 3.12.3 Τεχνικές ..............................................................................................37 3.12.4 Παράλογες ιδέες σύµφωνα µε τον Ellis .............................................38 3.12.5 Γνωσιακά σχήµατα ..............................................................................39 3.12.6 Γνωσιακά λάθη στην κατάθλιψη .........................................................39 3.12.6.1 Γνωσιακό τρίγωνο ............................................................................39 3.12.6.2 Τρόπος απόδοσης ...........................................................................39 3.12.6.3 Γνωσιακές διαστρεβλώσεις .............................................................40 3.13 Συνολική παρέµβαση για την αντιµετώπιση της κατάθλιψης.................41 4. ΑνοιΑ τΥΠοΥ ALZHEIMER ..................................................................42 4.1 Ορισµός ...................................................................................................42 4.2 Έκταση ....................................................................................................44 4.3 Κλινική εικόνα .........................................................................................44 4.4 Διαγνωστικά κριτήρια ..............................................................................45 4.5 Παρεµβάσεις για την αντιµετώπιση και διαχείριση της άνοιας ...............48 4.5.1 Φαρµακοθεραπεία ...............................................................................48 4.5.2 Ψυχοκοινωνικές παρεµβάσεις.............................................................49 4.5.2.1 Ανθρωποκεντρική προσέγγιση στην φροντίδα των ηλικιωµένων µε άνοια .................................................................49 5. ΑΓΧοΣ ......................................................................................................54 5.1 Ορισµός ...................................................................................................54 5.2 Συστατικά χαρακτηριστικά ......................................................................55 5.3 Γενικά ......................................................................................................55 5.4 Αγχώδεις διαταραχές..............................................................................55 5.5 Παρέµβαση στις αγχώδεις διαταραχές ..................................................57 5.6 Λοιπές τεχνικές .......................................................................................58 5.6.1 Συστηµατική από-ευαισθητοποίηση ή αµοιβαία παρεµπόδιση .............58 5.6.2 Έκθεση ................................................................................................59 5.6.3 Ψυχο-κατακλυσµική θεραπεία (Flooding). ..........................................59 6. ΔιΑΠροΣωΠιΚη ΣΥΜΒοΥλΕΥτιΚη .....................................................22 6.1 Θεωρητικό πλαίσιο ..................................................................................60

8

6.2 Προσκόλληση .........................................................................................61 6.3 Περιγραφή της διαπροσωπικής ψυχοθεραπείας....................................62 6.4 Προβλήματα ρόλων ................................................................................63 6.5 Προβλήματα στην διεκπεραίωση των ρόλων ..........................................64 7. ΘρηνοΣ ...................................................................................................66 7.1 Προβλήματα στο θρήνο. Καθυστερημένη αντίδραση θρήνου................66 7.2 Διαταραγμένη αντίδραση θρήνου ...........................................................67 7.3 Διάγνωση μη φυσιολογικών αντιδράσεων θρήνου .................................67 7.4 Στόχοι και στρατηγικές θεραπείας ..........................................................68 7.5 Διερεύνηση και έκλυση συναισθημάτων .................................................68 7.6 Καθησύχαση-διαβεβαίωση-επιβεβαίωση. Μείωση του άγχους και της ανασφάλειας ..............................................68 7.7 Επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης του ατόμου με αυτόν που έφυγε ......69 7.8 Ανάπτυξη κατανόησης.............................................................................69 7.9 Συμπεριφοριστική αλλαγή .......................................................................70 8. ΜΕτΑΒΑΣη ρολων ...............................................................................71 8.1 Διάγνωση προβλημάτων στη μετάβαση ρόλων .......................................72 8.2 Στόχοι και στρατηγικές της παρέμβασης ................................................73 9. ΔιΑΠροΣωΠιΚΕΣ ΑνΕΠΑρΚΕιΕΣ ........................................................75 9.1 Ορισμός και περιγραφή...........................................................................75 9.2 Διάγνωση των διαπροσωπικών ανεπαρκειών .........................................75 9.3 Στόχοι και στρατηγικές της παρέμβασης ................................................76 10. ΔιΑΠροΣωΠιΚΕΣ ΣΥΓΚροΥΣΕιΣ .......................................................79 10.1 Διάγνωση διαπροσωπικών συγκρούσεων .............................................80 10.2 Στόχοι και στρατηγικές της παρέμβασης ..............................................80 11. ΔΕΞιοτητΕΣ ΣΥΜΒοΥλΕΥτιΚηΣ .......................................................83 11.1 Προσεκτική παρακολούθηση-Ενεργός ακρόαση ..................................83 11.2 Διευκρίνιση ............................................................................................84 11.3 Παράφραση ...........................................................................................85 11.4 Αντανάκλαση αισθημάτων .....................................................................85 11.5 Περίληψη ...............................................................................................86

9

12. ΔιΑχΕιριΣη τοΥ ΠονοΥ .....................................................................87 12.1 Έκταση και ψυχοκοινωνικές συνέπειες του πόνου ...............................87 12.2 Παρέμβαση και αντιμετώπιση του πόνου ..............................................89 13. ΘΥΜΑτοΠοιηΣη, ΚΑΚοΠοιηΣη ΚΑι ΠΑρΑΜΕληΣη των ηλιΚιωΜΕνων ..........................................90 13.1 Η θυματοποίηση στα διάφορα περιβάλλοντα........................................90 13.2 Ορισμός.................................................................................................91 13.3 Ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της θυματοποίησης .................................92 13.4 Ηλικιακές διαφορές ..............................................................................93 13.5 Διαχρονικές μακροπρόθεσμες συνέπειες της θυματοποίησης στην ενηλικίωση ....................................................93 13.6 Κακοποίηση και παραμέληση των ηλικιωμένων....................................95 13.7 Ορισμός.................................................................................................95 13.8 Έκταση ..................................................................................................96 13.9 Παράγοντες κινδύνου ...........................................................................97 13.10 Δυσκολίες στην καταγραφή .................................................................98 13.11 Πρόληψη της κακοποίησης..................................................................99 13.12 Η εκπαίδευση στην απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων......................105 13.12.1 Η εκπαίδευση στην απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων με βάση τις αρχές της κοινωνικής θεωρίας μάθησης ....................105 13.12.2 Η εκπαίδευση στην απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων με βάση τις αρχές του γνωσιακού-συμπεριφοριστικού μοντέλου ................106 13.13 Διεκδικητική συμπεριφορά ................................................................106 14. ΓΕνιΚΕΣ ΘΕωρηΣΕιΣ τηΣ ΕΞΕλιΞηΣ τηΣ τριτηΣ ηλιΚιΑΣ ...... 110 15. ΒιΒλιοΓρΑΦιΑ .................................................................................... 115

10

Σκοπός του εκπαιδευτικού υλικού Το εκπαιδευτικό αυτό υλικό αποτελεί μια επιλεκτική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σε σχέση με την ανάπτυξη στην τρίτη ηλικία. Αναφέρονται κάποιες αρχικές κοινωνιολογικές οριοθετήσεις, θεωρίες σχετικές με την επαγγελματική εξέλιξη και τον κύκλο ζωής των εργαζομένων, θέματα όπως η μετάβαση ρόλων, η αντίδραση στον θρήνο, οι διαπροσωπικές ανεπάρκειες και οι διαπροσωπικές συγκρούσεις. θέματα με τα οποία οι ηλικιωμένοι μπορεί να έρθουν αντιμέτωποι. Δίνονται οι βασικές συνιστώσες της συμβουλευτικής παρέμβασης, όσον αφορά στη δομή και στο περιεχόμενο, ώστε να έχουμε διαθέσιμες δεξιότητες για να παρέμβουμε συμβουλευτικά στους ηλικιωμένους και παράλληλα γίνεται αναφορά στη διεκδικητική συμπεριφορά και πώς αυτή μπορεί να εφαρμοστεί από τους ηλικιωμένους, όταν αυτό χρειάζεται. Θίγονται επίσης θέματα θυματοποίησης, παραμέλησης και κακοποίησης των ηλικιωμένων και τρόποι αντιμετώπισης, γίνεται εκτενής αναφορά στην κατάθλιψη και στην άνοια στους ηλικιωμένους -δύο θέματα ψυχικής υγείας που αφορούν μεγάλο ποσοστό των ηλικιωμένων- και στους τρόπους αντιμετώπισής τους, ενώ καλύπτονται οι αγχώδεις διαταραχές που αναπτύσσονται στην τρίτη ηλικία και οι τρόποι αντιμετώπισής τους. Επίσης, γίνεται αναφορά στο πώς βιώνεται ο πόνος στην τρίτη ηλικία, κάτι που αφορά στο σύνολο σχεδόν των ηλικιωμένων ανθρώπων, και στους τρόπους διαχείρισής του. Τέλος, παρατίθενται οι βασικές αρχές της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης στη φροντίδα ηλικιωμένων με άνοια, και όχι μόνο, οι βασικές συνιστώσες της σύγχρονης γεροντολογίας και γηροψυχολογίας και οι βασικές παράμετροι που θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της η συμβουλευτική διαδικασία που απευθύνεται στους ηλικιωμένους

11

Προσδοκώμενα αποτελέσματα • Μετά την ολοκλήρωση της μελέτης της θεματικής ενότητας ο/η εκπαιδευόμενος /η θα είναι σε θέση να γνωρίζει: • Κάποιες βασικές κοινωνιολογικές οριοθετήσεις • Τις προκλήσεις και τις εκδοχές τρόπου ζωής μετά τη συνταξιοδότηση σύμφωνα με θεωρίες επαγγελματικής εξέλιξης και ανάπτυξης. • Θέματα που αφορούν στην κατάθλιψη στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής της. • Θέματα που αφορούν στην άνοια τύπου Αlzheimer στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής της. • Θέματα που αφορούν στις αγχώδεις διαταραχές στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής τους. • Θέματα που αφορούν στον θρήνο στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής του. • Θέματα που αφορούν στη μετάβαση ρόλων στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής της. • Θέματα που αφορούν στις διαπροσωπικές ανεπάρκειες στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής τους. • Θέματα που αφορούν στις διαπροσωπικές συγκρούσεις στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής τους. • Τις βασικές δεξιότητες συμβουλευτικής, αναφορικά με τη δομή και το περιεχόμενό της συμβουλευτικής διαδικασίας. • Θέματα που αφορούν στην εμπειρία του πόνου και στη διαχείρισή του από τους ηλικιωμένους. • Θέματα που αφορούν στη θυματοποίηση, κακοποίηση και παραμέληση των

12

ηλικιωμένων. • Τον ορισμό και τη χρήση της διεκδικητικής συμπεριφοράς. • Τις βασικές αρχές της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης στη φροντίδα ηλικιωμένων με άνοια, και όχι μόνο. • Τις βασικές συνιστώσες της σύγχρονης γεροντολογίας και γηροψυχολογίας. • Βασικές παραμέτρους που θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που απευθύνεται στους ηλικιωμένους. ΕννοιΕΣ ΚλΕιΔιΑ: • κοινωνιολογικές οριοθετήσεις • επαγγελματική εξέλιξη και ανάπτυξη • κατάθλιψη • άνοια τύπου Αlzheimer • αγχώδεις διαταραχές • θρήνος • μετάβαση ρόλων • διαπροσωπικές ανεπάρκειες • διαπροσωπικές συγκρούσεις • βασικές δεξιότητες συμβουλευτικής • πόνος • θυματοποίηση, κακοποίηση και παραμέληση • διεκδικητική συμπεριφορά • ανθρωποκεντρική προσέγγιση στη φροντίδα ηλικιωμένων • βασικές αρχές γεροντολογίας και γηροψυχολογίας • συμβουλευτική προσέγγιση που απευθύνεται στους ηλικιωμένους ΕιΣΑΓωΓιΚΕΣ ΠΑρΑτηρηΣΕιΣ Στην παρούσα θεματική ενότητα θα αναπτύξουμε ζητήματα που αφορούν στην εξέλιξη και στην ανάπτυξη στην τρίτη ηλικία· θα δούμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι και θα προτείνουμε, όπου αυτό είναι δυνατό, λύσεις στις προσεγγίσεις αυτών των προβλημάτων οι οποίες θα μπορούσαν να ενσωματωθούν σε μια βασική φιλοσοφία της φροντίδας των ηλικιωμένων, την ανθρωπιστική προσέγγιση στη φροντίδα. Συγκεκριμένα θα δούμε: κάποιες βασικές κοινωνιολογικές οριοθετήσεις· τις προκλήσεις και τις εκδοχές τρόπου ζωής στη συνταξιοδότηση σύμφωνα με θεωρίες επαγγελματικής εξέλιξης και ανάπτυξης· θέματα που αφορούν στην κατάθλιψη στους ηλικιωμένους, στην έκταση και στην κλινική εικόνα της, στον αυτοκτονικό ιδε-

13

ασμό, στα γνωστικά σχήματα και στις γνωστικές διαστρεβλώσεις και τους τρόπους αντιμετώπισής της κατάθλιψης· θέματα που αφορούν στην άνοια τύπου Αlzheimer στους ηλικιωμένους, στον ορισμό, στην έκταση, στην κλινική εικόνα, στα συνοδευτικά ψυχολογικά συμπτώματα, στα διαγνωστικά κριτήρια και τους τρόπους αντιμετώπισής της -φαρμακολογικούς και ψυχοκοινωνικούς· θέματα που αφορούν στις αγχώδεις διαταραχές στους ηλικιωμένους και στους τρόπους αντιμετώπισής τους, κυρίως μέσω της εκμάθησης της χαλάρωσης, που είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση του άγχους αλλά και του πόνου· θέματα που αφορούν στον θρήνο στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής του· θέματα που αφορούν στη μετάβαση ρόλων στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής της· θέματα που αφορούν στις διαπροσωπικές ανεπάρκειες στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής τους· θέματα που αφορούν στις διαπροσωπικές συγκρούσεις στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισής τους· τις βασικές δεξιότητες συμβουλευτικής, αναφορικά με δομή και περιεχόμενό της, όπως την παράφραση, την αντανάκλαση συναισθήματος, την περίληψη, τη στοιχειώδη ενθάρρυνση κ.ά.· θέματα που αφορούν στην εμπειρία του πόνου και τη διαχείρισή του από τους ηλικιωμένους· θέματα που αφορούν τη θυματοποίηση, κακοποίηση και παραμέληση των ηλικιωμένων, συνήθως εκ μέρους των ατόμων που έχουν επιφορτιστεί με τη φροντίδα τους· τον ορισμό και τη χρήση της διεκδικητικής συμπεριφοράς, ώστε οι ηλικιωμένοι να μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους με τρόπο αποτελεσματικό· τις βασικές αρχές της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης, η οποία φαίνεται ότι μπορεί να συμβάλει στην ευζωία και ευρωστία των ηλικιωμένων, στη φροντίδα ηλικιωμένων με άνοια, και όχι μόνο · τις βασικές συνιστώσες της σύγχρονης γεροντολογίας και γηροψυχολογίας και τις βασικές παραμέτρους που θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που απευθύνεται στους ηλικιωμένους.

14

11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

1

Κάποιες κοινωνιολογικές οριοθετήσεις

Στην επόμενη ενότητα θα δώσουμε κάποιες οριοθετήσεις της οικογένειας και του κύκλου ζωής του ανθρώπου· δηλαδή των διαφόρων μορφών οικογενειακών δομών, στις οποίες ανήκει ο άνθρωπος, αλλά και των ηλικιακών σταδίων από τα οποία περνά πριν φτάσει στην περίοδο των γηρατειών, ώστε να έχουμε μια διαχρονική, εξελικτική οπτική της πορείας του. Τα στοιχεία αυτά βασίζονται στον Giddens (2002).

1.1 ο ΚΥΚλοΣ τηΣ ΖωηΣ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ • Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι νέοι πέρναγαν κατευθείαν από μια περίοδο μακράς βρεφικής ηλικίας στους εργασιακούς ρόλους της κοινότητας. • Στους πίνακες της μεσαιωνικής Ευρώπης τα παιδιά εμφανίζονται ως «μικροί ενήλικες», με ώριμα πρόσωπα και με ρούχα όπως αυτά των μεγαλυτέρων τους. • Τα παιδιά συμμετείχαν στις ίδιες δραστηριότητες με τους ενήλικες και δεν είχαν ξεχωριστά παιχνίδια όπως αυτά που θεωρούμε σήμερα δεδομένα. • Η ιδέα ότι τα παιδιά έχουν ιδιαίτερα δικαιώματα και η αντίληψη ότι η παιδική εργασία είναι ηθικά απαράδεκτη αποτελούν πολύ πρόσφατες εξελίξεις. • Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι περισσότερο «παιδοκεντρικές» από τις παραδοσιακές. • Ορισμένοι παρατηρητές υποστηρίζουν ότι τώρα τα παιδιά «μεγαλώνουν

15

τόσο γρήγορα», ώστε ο ξεχωριστός χαρακτήρας της παιδικής ηλικίας περιορίζεται και πάλι. ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ • Οι βιολογικές μεταβολές που συνοδεύουν την εφηβεία είναι πανανθρώπινες. • Στους παραδοσιακούς πολιτισμούς, στους οποίους τα παιδιά δουλεύουν ήδη μαζί με τους μεγάλους, η διαδικασία αυτή της αυτονομίας είναι κατά κανόνα λιγότερο αυστηρή. ΝΕΑΡΟΙ ΕΝΗΛΙΚΕΣ • Η κατηγορία των νεαρών ενηλίκων στον σύγχρονο κόσμο φαίνεται να ανάγεται σε ξεχωριστό στάδιο προσωπικής και σεξουαλικής ανάπτυξης. • Οι εικοσάρηδες στα πρώτα τους χρόνια κάνουν ένα διάλειμμα για να ταξιδέψουν και να εξερευνήσουν πολιτικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς προορισμούς. • Φαίνεται ότι η περίοδος αυτή θα αυξάνεται όσο επιμηκύνεται η περίοδος σπουδών. ΩΡΙΜΟΙ ΕΝΗΛΙΚΕΣ • Οι περισσότεροι ενήλικες στη Δύση σήμερα μπορούν να προσδοκούν μια ζωή που θα εκτείνεται μέχρι τα βαθιά γεράματα. • Οι εντάσεις που δοκιμάζουν σήμερα ήταν λιγότερο έντονες στις προηγούμενες γενιές. • Οι άνθρωποι στο παρελθόν διατηρούσαν στενότερες επαφές με τους γονείς τους και τους συγγενείς τους από ό,τι οι σημερινοί πληθυσμοί που μετακινούνται. • Οι τρόποι εργασίας τους ήταν οι ίδιοι με εκείνους των προγόνων τους. • Σήμερα κάνουμε μόνοι μας τη ζωή μας. • Το άτομο έχει περισσότερη ελευθερία, η ευθύνη όμως μπορεί να προκαλεί εντάσεις και δυσχέρειες. • Διατηρούμε στα μέσα της ζωής μας μια προοπτική προσανατολισμένη προς το μέλλον. • Δεν περιμένουμε να κάνουμε το ίδιο πράγμα σε όλη μας τη ζωή. • Το φαινόμενο της κρίσης της μέσης ηλικίας είναι πραγματικό για πολλούς ενήλικες. ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ • Στις παλαιότερες κοινωνικές μορφές στους γέροντες αποδίδονταν κατά κανόνα μεγάλος σεβασμός.

16

• Στις βιομηχανικές κοινωνίες οι γέροντες τείνουν να μην έχουν κύρος τόσο στην οικογένεια όσο και στην ευρύτερη κοινότητα. 1.2 ΚοινωνιΚοΠοιηΣη • Στα θηλαστικά τα νεογνά είναι πολύ συχνά εντελώς απροστάτευτα κατά τη γέννησή τους –και το ανθρώπινο βρέφος είναι το πιο απροστάτευτο από όλα. • Είναι η διαδικασία εκείνη με την οποία το απροστάτευτο παιδί γίνεται βαθμιαία ένα αυτόνομο και πληροφορημένο άτομο, που έχει αποκτήσει τις δεξιότητες που απαιτεί ο πολιτισμός στον οποίο γεννήθηκε. • Η κοινωνικοποίηση δεν αποτελεί ένα είδος «κοινωνικού προγραμματισμού» κατά τον οποίο το παιδί απορροφά παθητικά τις επιδράσεις που συναντά. • Το παιδί είναι από την αρχή της ζωής του ένα ενεργό ον. • Η κοινωνικοποίηση συνδέει τις διάφορες γενεές μεταξύ τους. • Η κοινωνικοποίηση βρίσκεται στη βάση της ίδιας της ατομικότητας και της ελευθερίας μας. • Στη διάρκεια της κοινωνικοποίησης καθένας αναπτύσσει ένα συναίσθημα ταυτότητας και την ικανότητα για ανεξάρτητη σκέψη και δράση. 1.3 οιΚοΓΕνΕιΑ, ΓΑΜοΣ ΚΑι ΠροΣωΠιΚη Ζωη. • Μια οικογένεια είναι μια ομάδα προσώπων συνδεομένων άμεσα με σχέσεις συγγένειας, τα ενήλικα μέλη της οποίας αναλαμβάνουν την ευθύνη της ανατροφής των παιδιών. • Οι σχέσεις συγγένειας είναι σχέσεις μεταξύ ατόμων που δημιουργούνται είτε μέσω του γάμου, είτε μέσω των γραμμών καταγωγής που συνδέουν τους συγγενείς εξ αίματος (μητέρες, πατέρες, τέκνα, παππούδες, γιαγιάδες). • Ο γάμος μπορεί να ορισθεί ως μια κοινωνικά αναγνωρισμένη και αποδεκτή σεξουαλική ένωση μεταξύ δύο ενηλίκων ατόμων. • Όταν δύο άτομα παντρεύονται, καθίστανται συγγενείς μεταξύ τους. • Ο δεσμός του γάμου όμως συνδέει έναν ευρύτερο κύκλο συγγενών. Γονείς, αδέρφια και άλλοι συγγενείς εξ αίματος καθίστανται συγγενείς του συντρόφου μέσω του γάμου. • Πυρηνική οικογένεια· δύο ενήλικες που ζουν μαζί σε ένα σπιτικό με τα δικά τους ή τα υιοθετημένα παιδιά τους. • Όταν στενοί συγγενείς, άλλοι από το παντρεμένο ζευγάρι και τα τέκνα του, ζουν μαζί τους τότε μιλάμε για εκτεταμένη οικογένεια. Μια εκτεταμένη οικογένεια μπορεί να περιλαμβάνει παππούδες και γιαγιάδες, αδέρφια και τις

17

συζύγους τους, αδερφές και τους συζύγους τους, θείες/θείους και ανίψια. • Στις δυτικές κοινωνίες ο γάμος, και επομένως η οικογένεια, συνδέονται με τη μονογαμία. • Η πολυγαμία επιτρέπει σε έναν άνδρα ή μια γυναίκα να έχει περισσότερες/ ους από μία/έναν συζύγους. Μορφές της είναι η πολυγυνία και η πολυανδρία. Κατευθύνσεις της μεταβολής της οικογένειας. • Η επίδραση των εκτεταμένων οικογενειών και των άλλων συγγενικών ομάδων μειώνεται. • Υπάρχει μια γενική τάση προς ελεύθερη επιλογή συζύγων. • Τα δικαιώματα των γυναικών αναγνωρίζονται ευρύτερα τόσο όσον αφορά στο γάμο όσο και στις οικογενειακές αποφάσεις. • Οι γάμοι μεταξύ συγγενών γίνονται όλο και πιο σπάνιοι. • Σε κοινωνίες που ήταν πολύ περιοριστικές αναπτύσσονται υψηλότερα επίπεδα σεξουαλικής ελευθερίας. • Υπάρχει μια γενική τάση επέκτασης των δικαιωμάτων του παιδιού. Διαζύγιο. Γιατί γίνεται πιο συχνό; • Ο γάμος σήμερα δε συνδέεται πάρα πολύ με την επιθυμία διαιώνισης της περιουσίας και της κοινωνικής θέσης από γενιά σε γενιά. • Στον βαθμό που οι γυναίκες γίνονται περισσότερο ανεξάρτητες οικονομικά, ο γάμος αποτελεί λιγότερο, σε σχέση με το παρελθόν, έναν οικονομικό συνεταιρισμό. • Είναι ευκολότερο να κάνει κανείς ένα ξεχωριστό σπιτικό σε περίπτωση συζυγικής αποξένωσης. • Το διαζύγιο δε συνοδεύεται από κάποιο στίγμα. • Ενισχύεται η τάση αξιολόγησης του γάμου με βάση την προσωπική ικανοποίηση που προσφέρει. Μονογονεϊκά νοικοκυριά. • Γίνονται όλο και πιο συνηθισμένα. • Στη συντριπτική τους πλειονότητα αρχηγός τους είναι μια γυναίκα. • Τα νοικοκυριά αυτά αντιπροσωπεύουν μία σε κάθε πέντε οικογένειες με συντηρούμενα παιδιά. • Κατά μέσο όρο ανήκουν στις φτωχότερες ομάδες της σύγχρονης κοινωνίας. • Πολλοί μοναχικοί γονείς εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την αποδοκιμασία της κοινωνίας και την οικονομική ανασφάλεια. Θετές οικογένειες. • Η θετή οικογένεια μπορεί να οριστεί ως η οικογένεια στην οποία ένας τουλάχιστον από τους ενήλικες είναι θετός γονέας.

18

• Η υιοθεσία είναι μια μέθοδος με την οποία ο μη βιολογικός γονέας αναπληρώνει κατά κάποιο τρόπο την έλλειψη της γενετικής σχέσης κάνοντας μια δημόσια δήλωση δημιουργίας γονικής σχέσης με το παιδί. • Οι γονείς από υιοθεσία έχουν νομικές υποχρεώσεις και δικαιώματα σε σχέση με τα παιδιά τους. • Οι άλλοι θετοί γονείς δεν έχουν αυτές τις νομικές συνέπειες και στις περισσότερες περιπτώσεις η σχέση τους με το θετό παιδί διαρκεί τόσο μόνο όσο και ο γάμος. Δυσκολίες. • Συνήθως υπάρχει ένας βιολογικός γονέας που ζει αλλού και η επίδραση του οποίου στο παιδί ή στα παιδιά μπορεί να παραμένει ισχυρή. • Οι σχέσεις μεταξύ των διαζευγμένων ατόμων γίνονται συχνά τεταμένες από τη στιγμή που ο ένας ή και οι δύο ξαναπαντρεύονται. • Οι θετές οικογένειες φέρνουν κάτω από την ίδια στέγη παιδιά που προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα και τα οποία ενδέχεται να έχουν διαφορετικές προσδοκίες σωστής συμπεριφοράς μέσα στην οικογένεια. Υπογονιμότητα. • Έρευνα που έγινε το 1976 από τη Βρετανική Επισκόπηση της Σύνθεσης της Οικογένειας βρήκε ότι μόνο το 1% των παντρεμένων γυναικών την εποχή εκείνη δεν ήθελαν να κάνουν παιδιά. • Πρόσφατη έρευνα του Γραφείου Απογραφής Πληθυσμού και Ερευνών στις Η.Π.Α. προέβλεπε ότι το 20% των γυναικών που γεννήθηκαν κατά το διάστημα μεταξύ 1960 και 1990 θα παραμείνουν άτεκνες από δική τους επιλογή. • Οι γυναίκες σήμερα εξετάζουν την απόφαση να κάνουν παιδί στο πλαίσιο άλλων κινήτρων που τους προσφέρονται στη ζωή τους, συμπεριλαμβανομένων και των σκοπών της επαγγελματικής επιτυχίας και της αυτονομίας στην προσωπική τους ζωή. • Οι δείκτες γονιμότητας μειώνονται και σε όλες σχεδόν τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. • Οι νέες ευκαιρίες για σταδιοδρομία δε συνοδεύονται από ρυθμίσεις κοινωνικής πρόνοιας για γονική άδεια και για παιδική μέριμνα. • Εναλλακτικές μορφές γάμου και οικογένειας. Κοινότητες • Το πιο σημαντικό σύγχρονο παράδειγμα κοινοτικής οικογενειακής ζωής είναι τα κιμπούτσιμ· πρόκειται για κοινότητες οικογενειών και ατόμων που συνεργάζονται στην ανατροφή των παιδιών.

19

1.4 οιΚοΓΕνΕιΑΚΑ ΔιΚτΥΑ Στην ΕλλΑΔΑ Αναφορικά με τα οικογενειακά δίκτυα στην ελληνική οικογένεια ο Γέωργας (2007), με βάση στοιχεία από πανελλαδική έρευνα, αναφέρουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό των οικογενειών στην Αθήνα κατοικούν σε διπλανά σπίτια ή χώρους, κατά τρόπο παρόμοιο με ό,τι συμβαίνει στο χωριό. Στις μεγάλες πόλεις, δηλαδή, φαινομενικά πυρηνικές οικογένειες έχουν κοντά τους, σε διπλανό διαμέρισμα ή σπίτι είτε στην ίδια γειτονιά, άτομα του συγγενικού τους περιβάλλοντος –κυρίως παππούδες, γιαγιάδες, πεθερικά αλλά και άλλους συγγενείς· κάτι που ο Γέωργας (2007) επισημαίνουν πως αποτελεί ένδειξη ότι χωροταξικά η ελληνική οικογένεια διατηρεί πολλά από τα παραδοσιακά της στοιχεία. Επίσης, η έρευνα έδειξε ότι τα μέλη της πυρηνικής οικογένειας επισκέπτονται συχνά τους συγγενείς τους στις μεγάλες πόλεις και η πυρηνική οικογένεια δεν είναι τόσο απομονωμένη, όσο φαινόταν σύμφωνα με ορισμένες κοινωνιολογικές και ψυχολογικές προβλέψεις του παρελθόντος. Το ίδιο ισχύει και για τη συχνότητα τηλεφωνικής επικοινωνίας των μελών της πυρηνικής οικογένειας με τους υπόλοιπους συγγενείς -δηλαδή υπάρχει μια εικόνα διατήρησης συχνής επαφής. Ο Γέωργας (2007: 19-20) καταλήγει ότι: «Ένα συμπέρασμα, λοιπόν, από τις έρευνες είναι ότι έχει διατηρηθεί στην Αθήνα, με κάποια μορφή, ο παραδοσιακός τρόπος διαμονής της εκτεταμένης οικογένειας στο χωριό, με το να κατοικούν οι στενοί συγγενείς σε διπλανά διαμερίσματα και κατοικίες ή στην ίδια συνοικία και να επικοινωνούν τηλεφωνικά και να επισκέπτονται ο ένας τον άλλο συχνά… Έχουμε δηλαδή, όσον αφορά στη δομή και σε κάποιες διαστάσεις της λειτουργίας της ελληνικής οικογένειας, μια μεταφορά του σχήματος της εκτεταμένης αγροτικής οικογένειας από το χωριό στο Αθηναϊκό διαμέρισμα, τουλάχιστον στο επίπεδο των στενών σχέσεων ανάμεσα στους συγγενείς. Μπορούμε, επομένως, να μιλήσουμε για ένα σχήμα εκτεταμένης αστικής οικογένειας στην Αθήνα». Η κοινωνική και χωροταξική αυτή δικτύωση εξυπηρετεί τις ανάγκες της σύγχρονης πυρηνικής οικογένειας, στην οποία εργάζονται και οι δύο γονείς με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της ανατροφής, της φροντίδας και της φύλαξης των παιδιών της οικογένειας να αναλαμβάνεται από τους παππούδες και τις γιαγιάδες που κατοικούν κοντά ή και δίπλα στην πυρηνική οικογένεια. Στη σύγχρονη λοιπόν αστική, φαινομενικά πυρηνική οικογένεια, ο ρόλος των ηλικιωμένων στην ανατροφή των εγγονιών τους εμφανίζεται σημαντικός. Η διευθέτηση αυτή φαίνεται να έχει πολλαπλά οφέλη για όλα τα εμπλεκόμενα μέλη της εκτεταμένης αστικής οικογένειας· αρχικά για τους γονείς, καθώς σε πρακτικό επίπεδο η συνεισφορά των παππούδων και γιαγιάδων είναι σημαντική,

20

αλλά και για τα παιδιά, τα οποία έχουν την ευκαιρία να αναπτύσσουν πολυπρόσωπους δεσμούς με τα μέλη της οικογένειας. Η ανάπτυξη πολυπρόσωπων δεσμών έχει ευεργετικές επιδράσεις στα παιδιά, καθώς ανεπάρκειες, αστοχίες ή ελλείψεις στην ανατροφή από ένα άτομο που έχει αναλάβει τη φροντίδα τους μπορούν να αντισταθμιστούν από την ευεργετική φροντίδα κάποιου άλλου ατόμου και έτσι η ψυχοκοινωνική και γνωστική ανάπτυξη των παιδιών να είναι ομαλή. Επίσης, τα παιδιά αισθάνονται κάθε στιγμή επιθυμητά και αποδεκτά, καθώς η πολυπρόσωπη φροντίδα επιτρέπει οι αλληλεπιδράσεις των ατόμων που τα φροντίζουν να είναι σχεδόν κάθε στιγμή ευχάριστες, ευπρόσδεκτες, χαλαρές και θετικά διασκεδαστικές για τα ίδια τα παιδιά, αφού, πριν κάποιος κουραστεί από τη φροντίδα των παιδιών, αναλαμβάνει κάποιος άλλος· έτσι τα παιδιά είναι κατά μεγάλο βαθμό –σχεδόν διαρκώς– δέκτες θετικών διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων, κάτι που έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην εξέλιξή τους. Επίσης, όταν τα παιδιά είναι με τους παππούδες και τις γιαγιάδες, συνήθως βρίσκονται σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι απαγορεύσεις, τα όρια και τα μη –που συνήθως ισχύουν στο σπίτι με τους γονείς– χαλαρώνουν κάπως επιτρέποντας στα παιδιά να έχουν περισσότερο «διασκεδαστικές» εμπειρίες. Τέλος, ευεργετική φαίνεται να είναι η ανάληψη μέρους της φροντίδας και της ανατροφής των παιδιών και για τους ίδιους τους ηλικιωμένους, παππούδες και γιαγιάδες, για τους οποίους η αλληλεπίδραση με τα εγγόνια τους κατά βάση αποτελεί τη χαρά της ζωής καθώς επηρεάζονται θετικά από τη ζωντάνια, αθωότητα, ευρηματικότητα και χαρά που αυτά αποπνέουν.

21

22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

2

Η θεωρία της ιεράρχησης των αναγκών του Maslow

Η θεωρία του Maslow αφορά στην πορεία εξέλιξης των ανθρώπων σε σχέση με την κινητοποίησή τους και την ικανοποίηση των βασικών τους αναγκών στη διάρκεια της ζωής τους. Οι ηλικιωμένοι στο στάδιο της αυτοπραγμάτωσης, δηλαδή στο τελευταίο στάδιο της θεωρίας, χαρακτηρίζονται από κάποια γνωρίσματα που περιγράφονται παρακάτω και μπορούν να συνοψιστούν σε αυτό που στην ελληνική πραγματικότητα και παράδοση ονομάζουμε σοφία μέσα από τις εμπειρίες της ζωής (Κάντας, 1995). • Οι ανθρώπινες ανάγκες (Κάντας, 1995) κλιμακώνονται κατά σειρά προτεραιότητας. Δηλαδή, μια ανάγκη εμφανίζεται συνήθως μετά από την ικανοποίηση κάποιας άλλης ανάγκης, η οποία προηγείται στην κλίμακα ιεράρχησης των αναγκών. • Ο άνθρωπος είναι ένα ον που συνεχώς αναζητά και επιθυμεί κάτι. • Καμιά ανάγκη ή κίνητρο δεν μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα. Τρεις θεμελιώδεις υποθέσεις: 1. Οι άνθρωποι είναι όντα που έχουν ανάγκες οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά τους. 2. Μόνο ανάγκες που δεν έχουν ικανοποιηθεί μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά του ατόμου, ενώ ανάγκες που έχουν ικανοποιηθεί δε λειτουργούν ως κίνητρα. 3. Οι ανάγκες του ατόμου ταξινομούνται σε μια σειρά ιεραρχικής σπουδαιότητας, από τις πιο βασικές μέχρι τις πιο πολύπλοκες. Ιεράρχηση των αναγκών 1. Φυσιολογικές ανάγκες· περιλαμβάνουν τις ανάγκες για τροφή, στέγη κ.ά.

22

2. Ανάγκες ασφάλειας και σταθερότητας. 3. Κοινωνικές ανάγκες· περιλαμβάνουν τις ανάγκες για συντροφικότητα, στοργή, φιλία. 4. Ανάγκες για κοινωνικό status, αποδοχή και εκτίμηση· περιλαμβάνουν τις ανάγκες για αναγνώριση, κοινωνική θέση, αυτό-εκτίμηση και αυτοσεβασμό. 5. Αυτοπραγμάτωση· περιλαμβάνουν τις ανάγκες για ανάπτυξη, επιτυχία και εξέλιξη. Αυτοπραγμάτωση, η ανάγκη της ολοκλήρωσης του ατόμου, η οποία επιτυγχάνεται με την πλήρη αξιοποίηση όλων των ικανοτήτων του, των δεξιοτήτων του και του ατομικού του δυναμικού. Το άτομο που βρίσκεται στο στάδιο της αυτοπραγμάτωσης διαθέτει: 1. Αποτελεσματικότερη αντίληψη της πραγματικότητας και καλύτερη σχέση με αυτή· ευχέρεια στη διαπίστωση των λαθών των άλλων και ακρίβεια στην κριτική του περιβάλλοντός του. 2. Ικανότητα να δέχεται τον εαυτό του και τους άλλους. Τα άτομα αυτά σπάνια αντιμετωπίζουν το συναίσθημα της ενοχής, της ντροπής και του άγχους. 3. Αυθορμητισμό στις σκέψεις και τη συμπεριφορά του. 4. Ικανότητα να συγκεντρώνεται στα προβλήματα που το απασχολούν. 5. Ανεξαρτησία γνώμης και ανάγκη για απομόνωση. 6. Αυτονομία και έλλειψη εξάρτησης από την κουλτούρα και το περιβάλλον στο οποίο ζει και κινείται. 7. Ικανότητα να εκτιμήσει ό,τι υπάρχει γύρω του. Η έμπνευση και η δύναμή του προέρχεται και καλλιεργείται από τις βασικές εμπειρίες της ζωής. 8. Μυστικιστική ροπή και ταυτόχρονη συναίσθηση της δύναμης και της αδυναμίας του. 9. Ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. 10. Δυνατότητα καλλιέργειας διαπροσωπικών σχέσεων που χαρακτηρίζονται από ειλικρίνεια και σταθερότητα. 11. Δημοκρατικές αρχές και σεβασμό για τους άλλους. 12. Ικανότητα να διακρίνει μέσα και σκοπούς. Το άτομο στο στάδιο αυτό απολαμβάνει την εργασία του. 12. Αίσθηση του χιούμορ· τα αστεία του είναι φιλοσοφημένα και δεν ενέχουν δηκτικότητα. 14. Δημιουργικότητα. 15. Προσαρμοστικότητα· είναι πάντα ανοικτό σε καινούργιες εμπειρίες.

23

33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

3

Κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία

Στην επόμενη ενότητα θα ασχοληθούμε με την εμπειρία της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους, καθώς είναι ένα από τα δύο σημαντικότερα προβλήματα ψυχικής υγείας που αυτοί αντιμετωπίζουν· το άλλο ζήτημα είναι η άνοια και η έκπτωση στις γνωστικές λειτουργίες. Ειδικότερα, θα εξετάσουμε: • την έκταση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους, • τους παράγοντες κινδύνου που προδιαθέτουν σε κατάθλιψη στους ηλικιωμένους • την κλινική εικόνα της κατάθλιψης • τη διαφοροποίηση της εμπειρίας της κατάθλιψης σε νεώτερες και μεγαλύτερες ηλικίες • τη σχέση κατάθλιψης και κακής σωματικής υγείας, με ιδιαίτερη έμφαση στη διαφαινόμενη αλληλεπίδραση με την καρδιοπάθεια, και γενικότερα της στεφανιαίας νόσου και κατάθλιψης • το πρόβλημα του αυτοκτονικού ιδεασμού και την αξιολόγηση του αυτοκτονικού ρίσκου • άλλους παράγοντες που συνδέονται με την κατάθλιψη γενικά αλλά και στους ηλικιωμένους συγκεκριμένα • τη ψυχοθεραπευτική συμβουλευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης των ηλικιωμένων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες των ηλικιωμένων, σύμφωνα με τη γνωστική-συναισθηματική προσέγγιση • τις βασικές αρχές και συνιστώσες της γνωστικο-συναισθηματικής θεραπείας (θεωρία, διαδικασία, τεχνικές, παράλογες ιδέες, δυσπροσαρμοστικές γνωσιακές διαδικασίες σε επίπεδο γνωσιακών σχημάτων και λαθών, γνωσιακό

24

τρίγωνο, αρνητικοί τρόποι απόδοσης και γνωσιακές διαστρεβλώσεις, συνολική παρέμβαση για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους). 3.1 ΕΚτΑΣη Σύμφωνα με τους Gelder, Gath, Mayou & Cowen (1996: 527) οι καταθλιπτικές διαταραχές είναι ιδιαίτερα κοινές στην τρίτη ηλικία και τα καταθλιπτικά συμπτώματα ακόμα πιο συχνά. Από καταθλιπτική διαταραχή φαίνεται ότι πάσχει περίπου το 10% των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών, ενώ το 2-3% παρουσιάζει σοβαρή κατάθλιψη. Τα ποσοστά της μείζονος κατάθλιψης διαφέρουν ανάλογα με το περιβάλλον: 0.4-1.4% στην κοινότητα, 5-10% μεταξύ των επισκεπτών/τριών των εξωτερικών ιατρείων, 10-15% μεταξύ των ασθενών που φιλοξενούνται σε νοσοκομειακές δομές και 15-20% μεταξύ των ηλικιωμένων που διαμένουν σε χώρους προστατευόμενης φροντίδας. Φαίνεται επίσης ότι πολλές καταθλιπτικές διαταραχές δε γίνονται αντιληπτές από τους γιατρούς της πρωτοβάθμιας φροντίδας. 3.2 ΠΑρΑΓοντΕΣ ΚινΔΥνοΥ Σύμφωνα με τους Heun & Hein (2005) οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση κατάθλιψης στους ηλικιωμένους περιλαμβάνουν: την ηλικία, το φύλο (η κατάθλιψη εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες), την ύπαρξη ιστορικού κατάθλιψης στην οικογένεια, την ύπαρξη ψυχιατρικού ιστορικού ή γνωστικών εκπτώσεων, την κατάχρηση αλκοόλ και τσιγάρων και τις αϋπνίες. Η ύπαρξη ιατρικών διαταραχών (π.χ. χρόνιες παθήσεις, ασθενής σωματική υγεία και αυξανόμενη ανικανότητα), χρόνιου άγχους και σωματοποιημένων διαταραχών συνιστούν επίσης παράγοντες κινδύνου. Ρόλο παίζουν ακόμη διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες όπως: οικογενειακή κατάσταση, ύπαρξη συζυγικής σχέσης, στρεσογόνα γεγονότα, κοινωνική απομόνωση, χαμηλό εισόδημα ή οικονομικά προβλήματα και χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης. 3.3 ΚλινιΚη ΕιΚονΑ • Καταθλιπτική διάθεση ή ευερεθιστότητα. • Έλλειψη ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που στο παρελθόν ήταν ευχάριστες • Αύξηση ή μείωση του βάρους. • Διαταραχές ύπνου. • Ψυχοκινητική καθυστέρηση και κόπωση. • Αίσθημα αναξιότητας.

25

• Προβλήματα συγκέντρωσης. • Αυτοκτονικός ιδεασμός. (Gilbert, 1999; Gelder et al, 1996). 3.4 η ΕΜΠΕιριΑ τηΣ ΚΑτΑΘλιΨηΣ Στην τριτη ηλιΚιΑ ΚΑι ΣΕ νΕωτΕρΕΣ ηλιΚιΕΣ Σύμφωνα με τους McNeil & Harsany (1989) η κατάθλιψη, όπως βιώνεται στους ηλικιωμένους, μπορεί να διαφέρει σε σημαντικές της πλευρές από το βίωμα της κατάθλιψης στις νεώτερες ηλικίες. Οι έρευνες δείχνουν ότι η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους παρουσιάζει σημαντικές ποιοτικές διαφορές σε σχέση με την κατάθλιψη στους νεώτερους, κυρίως αναφορικά με τα σωματικά συμπτώματα που τη συνοδεύουν· τα σωματικά συμπτώματα της κατάθλιψης (κακή όρεξη, αυξημένη κόπωση, διαταραχές ύπνου) αναφέρονται συχνότερα από τους ηλικιωμένους. Την ίδια στιγμή όσον αφορά στα «καθαρά» ψυχολογικά συμπτώματα (δυσθυμική διάθεση, αισθήματα αναξιότητας, απώλεια ενδιαφέροντος σε συνήθεις δραστηριότητες) δε διαπιστώνονται διαφορές στη συχνότητα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα ευρήματα αυτά ισχύουν ανεξάρτητα από τις μεθόδους αξιολόγησης, τον τόπο διαμονής, την προέλευση των δειγμάτων (κοινότητα ή νοσοκομείο). Βρέθηκε ακόμα ότι οι γυναίκες αναφέρουν σημαντικά περισσότερα σωματικά συμπτώματα στην τρίτη ηλικία σε σχέση με τους άνδρες. Συνοπτικά φαίνεται ότι η κατάθλιψη εμφανίζεται να είναι περισσότερο μια σωματική εμπειρία για την τρίτη ηλικία σε σχέση με τις νεώτερες. Φαίνεται, επίσης, ότι –συγκριτικά με τους άλλους παράγοντες– η κακή σωματική υγεία είναι σημαντικός παράγοντας που οδηγεί σε κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία, ενώ στις νεώτερες η σημαντικότητα της κακής υγείας για την εμφάνιση κατάθλιψης είναι μειωμένη ή τουλάχιστον ίση με εκείνη άλλων παραγόντων όπως η κοινωνική στήριξη ή τα στρεσογόνα γεγονότα. 3.5 ΚΑτΑΘλιΨη ΚΑι ΣωΜΑτιΚη ΥΓΕιΑ Πώς όμως εξηγείται η συσχέτιση, και πιθανή αιτιακή σχέση, κακής σωματικής υγείας και κατάθλιψης στην τρίτη ηλικία; Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι σε σύγκριση με τις νεώτερες ηλικίες η κακή σωματική υγεία στην τρίτη ηλικία προκαλεί μεγαλύτερους λειτουργικούς περιορισμούς και περιορισμούς στις δραστηριότητες. Μπορεί, επομένως, να οδηγήσει σε μεγαλύτερους περιορισμούς σε ενδεχόμενες πηγές θετικής ενίσχυσης και ανατροφοδότησης. Η μεγαλύτερη διάρκεια της σωματικής ασθένειας στην τρίτη ηλικία, εξάλλου, μπορεί να εντείνει την κατάθλιψη σε σύγκριση με τις νεώτερες ηλικίες. Τέλος,

26

οι τρόποι αντιμετώπισης της σωματικής ασθένειας από τους ηλικιωμένους είναι περισσότερο παθητικοί σε σχέση με τις νεώτερες ηλικίες συντείνοντας στην διατήρηση της κακής σωματικής υγείας άρα και της κατάθλιψης. Τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι κυρίαρχες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους ίσως είχαν περισσότερο όφελος για αυτούς, αν εμπλουτίζονταν και με στοιχεία της ψυχολογίας της υγείας, θέτοντας ως επιπρόσθετους στόχους των συνεδριών τη βελτίωση της κατάστασης της σωματικής υγείας των ηλικιωμένων με κατάθλιψη, π.χ. αύξηση της άσκησης, βελτίωση της διατροφής και του σωματικού βάρους, μείωση της κατανάλωσης τσιγάρων και αλκοόλ, βελτίωση των συνηθειών ύπνου, διαχείριση του πόνου και πιστή τήρηση των φαρμακολογικών και άλλων ιατρικών συνταγών. Η σχέση σωματικής ασθένειας και κατάθλιψης στους ηλικιωμένους εξετάστηκε και από τον Munk (2007: 15-16), ο οποίος αναφέρει ότι καταρχήν γενετικοί παράγοντες κληρονομικότητας δε φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία (Gelder, Gath, Mayou & Cowen, 1996). Η αιτιακή σχέση κατάθλιψης και σωματικής ασθένειας στην τρίτη ηλικία φαίνεται να ακολουθεί τις εξής τέσσερις οδούς: 1) Μια βιοχημική ή/και ψυχολογική αντίδραση στην σωματική ασθένεια (π.χ. εγκεφαλικό επεισόδιο), 2) Μια ψυχολογική αντίδραση στην ιατρική θεραπεία, 3) Μια βιοχημική παρενέργεια της ιατρικής θεραπείας, 4) Μια αιτία μιας σωματικής ασθένειας. 3.6 ΚΑτΑΘλιΨη ΚΑι ΚΑρΔιοΠΑΘΕιΑ Μέσα στο πλαίσιο αυτό έχει εξεταστεί σημαντικά και σε βάθος η σχέση της κατάθλιψης ως παράγοντα κινδύνου και προγνωστικού παράγοντα μη ευνοϊκής εξέλιξης της σωματικής ασθένειας των ηλικιωμένων -αλλά και των νεώτερων ηλικιακά ασθενών- στην περίπτωση του συσχετισμού κατάθλιψης και καρδιοπάθειας, κυρίως της στεφανιαίας νόσου. Σημαντικά στοιχεία για τη σχέση κατάθλιψης και στεφανιαίας νόσου στην τρίτη ηλικία μας έχουν δώσει οι Goldston & Baillie (2008). Πιο συγκεκριμένα, οι Goldston & Baillie (2008) αναφέρουν ότι μεταξύ των συναισθηματικών παραγόντων που συνδέονται με την καρδιοπάθεια περισσότερο έχει εξεταστεί η κατάθλιψη. Έχει βρεθεί ότι η κατάθλιψη αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου σε σχέση με την καρδιοπάθεια και ότι αυτή η συσχέτιση ισχύει τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, σε όλες τις ηλικίες και σε πλειάδα χωρών σε όλον τον κόσμο. Επίσης, ο κίνδυνος για στεφανιαία νόσο αυξάνει σε σχέση με τη σοβαρότητα της κατάθλιψης, ενώ ο βαθμός της συσχέτισής τους είναι παρόμοιος με εκείνον άλλων συμβατικών παραγόντων κινδύνου, όπως το κάπνισμα ή η υψηλή

27

χοληστερόλη. Η κατάθλιψη είναι πολύ συνήθης μεταξύ των καρδιοπαθών· έχει βρεθεί ότι το 20% –ή και περισσότερο– όσων έχουν υποστεί έμφραγμα υποφέρουν από κατάθλιψη και, όταν προϋπάρχει ήδη η στεφανιαία νόσος, η κατάθλιψη λειτουργεί αρνητικά στην πρόγνωση και πορεία της αυξάνοντας τα επόμενα καρδιακά επεισόδια και τη θνησιμότητα. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι πρέπει να υπάρχει μια σειρά παρεμβάσεων στους ανθρώπους με καρδιοπάθεια, οι οποίοι συγχρόνως αντιμετωπίζουν κατάθλιψη. Σύμφωνα με τους Goldston & Baillie (2008) οι παρεμβάσεις αυτές μπορούν να αφορούν αλλαγές στον τρόπο ζωής, ψυχοκοινωνικές και φαρμακολογικές παρεμβάσεις. Μια πρώτη αλλαγή θα μπορούσε να αφορά στον τρόπο ζωής και στην ένταξη της άσκησης στην καθημερινότητα –κάτι που επιδρά θετικά στην πορεία και της κατάθλιψης, αλλά και της στεφανιαίας νόσου. Επίσης, προτείνονται ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, όπως ψυχο-εκπαιδευτικές παρεμβάσεις, υποστηρικτική συμβουλευτική και διαχείριση του stress, αλλά και εξειδικευμένες παρεμβάσεις κλινικής ψυχολογίας ή ακόμα και ψυχιατρικές παρεμβάσεις με χρήση φαρμάκων με στόχο τη βελτίωση της κατάθλιψης. 3.7 ΑΥτοΚτονιΚοΣ ιΔΕΑΣΜοΣ Εκτός από τη συσχέτισή της με τα καρδιαγγειακά προβλήματα, σύμφωνα με την οποία η κατάθλιψη περιπλέκει και δυσκολεύει –αν όχι προκαλεί– τη στεφανιαία νόσο και δημιουργεί προβλήματα στην πορεία και εξέλιξη της καρδιοπάθειας μεταξύ των ηλικιωμένων και όχι μόνο, ένας ακόμα λόγος που η κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη και να μένει χωρίς θεραπεία είναι ότι η κατάθλιψη είναι δυνατό και πιθανό να συνοδεύεται από αυτοκτονικό ιδεασμό και να προκαλεί απόπειρες αυτοκτονιών ή/ και ολοκληρωμένες αυτοκτονίες ηλικιωμένων ανθρώπων. Η συσχέτιση κατάθλιψης-αυτοκτονιών στους ηλικιωμένους κάνει την αναγκαιότητα ίασης της κατάθλιψης ακόμα πιο επιβεβλημένη και καθιστά απαραίτητο οι ειδικοί των ιατρικών ή/και παραϊατρικών ειδικοτήτων να βρίσκονται σε επιφυλακή για τον εντοπισμό και τη διάγνωση της κατάθλιψης καθώς και την αναγκαία παραπομπή στους ειδικούς της ψυχικής υγείας, ώστε να υπάρχει μια σχεδιασμένη και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους. Περισσότερα στοιχεία για τη σχέση κατάθλιψης και αυτοκτονικού ιδεασμού, αποπειρών αυτοκτονιών, αλλά και αυτοκτονίας στους ηλικιωμένους έχουμε από τους Szanto, Prigerson & Reynolds III (2001), οι οποίοι μελέτησαν θέματα που αφορούν στις αυτοκτονίες των ηλικιωμένων ανθρώπων. Σύμφωνα με τους Segal (2000) και McIntosh (1991) στον δυτικό κόσμο το φαινόμενο της

28

αυτοκτονίας συναντάται συχνά μεταξύ των ηλικιωμένων -συχνότερα από τις υπόλοιπες νεώτερες ηλικιακές ομάδες. Επίσης, ενώ οι απόπειρες αυτοκτονιών είναι λιγότερες στους ηλικιωμένους, οι ηλικιωμένοι έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να οδηγηθούν σε επιτυχή και ολοκληρωμένη αυτοκτονία. Όπως είναι αναμενόμενο, η συχνότερη νόσος που διαγιγνώσκεται μεταξύ των ηλικιωμένων ανθρώπων που κάνουν απόπειρες αυτοκτονιών είναι η μείζονα κατάθλιψη και οι απόπειρες αυτοκτονιών από τους ηλικιωμένους χαρακτηρίζονται από έλλειψη παρορμητικότητας και μεγάλο βαθμό προσχεδιασμού, γνωστικής επεξεργασίας και ενασχόλησης, ενώ υλοποιούνται με τρόπους ιδιαιτέρως θανατηφόρους (συνήθως με τη χρήση όπλων και φαρμακευτικών ουσιών) –στοιχείο που μειώνει την πιθανότητα διάσωσής των αποπειραθέντων αυτόχειρων. Παράγοντες κινδύνου για τις αυτοκτονίες στους ηλικιωμένους είναι κυρίως οι ιατρικές ασθένειες και η κοινωνική απομόνωση και φυσικά η μείζονα κατάθλιψη, η οποία όμως αποτελεί παράγοντα κινδύνου για όλες τις ηλικιακές ομάδες (Segal, 2000). Οι ηλικιωμένοι άνδρες έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες σε σχέση με τις ηλικιωμένες γυναίκες να προχωρήσουν σε ολοκληρωμένες αυτοκτονίες· από την ηλικία των 85 ετών και ύστερα οι πιθανότητες αυτοκτονίας αυξάνονται δραματικά στους άνδρες, αλλά σε μέτριο βαθμό στις γυναίκες (η αναλογία των πιθανοτήτων αυτοκτονίας ανδρών και γυναικών είναι 53: 1 αντίστοιχα). Επίσης, και ειδικά στους ηλικιωμένους ανθρώπους, απαντώνται εμμέσως αυτό-καταστροφικές συμπεριφορές, με τις οποίες –συνειδητά ή ασυνείδητα– υπάρχει η πρόθεση οι ηλικιωμένοι να προκαλέσουν τον θάνατό τους. Αυτό συνήθως γίνεται με τη μη συμμόρφωση των ηλικιωμένων με τις ιατρικές φαρμακευτικές συνταγές και τη λήψη των φαρμάκων τους και με την άρνηση λήψης τροφής και νερού. Οι συμπεριφορές αυτές συναντώνται κυρίως σε χώρους προστατευόμενης φροντίδας, όπως τα γηροκομεία, όπου τα μέσα για να αυτοκτονήσουν είναι περιορισμένα, καθώς και σε άτομα η θρησκεία των οποίων θεωρεί την αυτοκτονία αμαρτία. Συνολικά, είναι εμφανές ότι θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των παραγόντων που συνδέονται με την κατάθλιψη. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση και διαχείριση των ιατρικών ασθενειών, η διαχείριση του πόνου που πολύ συχνά συνοδεύει τις ιατρικές ασθένειες –και κυρίως τις χρόνιες– συνιστούν δράσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Σημαντική είναι επίσης η αντιμετώπιση της κοινωνικής απομόνωσης που πολύ συχνά αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι. Για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους σκόπιμη είναι η ενθάρρυνση μορφών συμπεριφοράς που προκαλούν κοινωνική ένταξη και κοινωνικό ενδιαφέρον, η κινητοποίηση του άμεσου και έμμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος, η λειτουργία χώρων ανοικτής φροντί-

29

δας και εστιών κοινωνικοποίησης, όπως ο θεσμός των ΚΑΠΗ, η εφαρμογή προγραμμάτων. Ένα τέτοιο πρόγραμμα αποτελεί το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», με το οποίο παρέχεται στους ηλικιωμένους που αντιμετωπίζουν μειωμένη λειτουργικότητα και κινητικότητα θεσμοθετημένη και οργανωμένη φροντίδα, ώστε να υπάρχει άμεση πρωτοβάθμια υγειονομική φροντίδα αλλά και εξυπηρέτηση και κάλυψη διαφόρων αναγκών της καθημερινότητας των ηλικιωμένων ανθρώπων. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους, όταν –κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά σε αυτή την ηλικιακή ομάδα– συνυπάρχει με πένθος ή/και απώλειες όλων των μορφών. Στο πλαίσιο της πρόληψης των αυτοκτονιών στους ηλικιωμένους αναδεικνύεται η ανάγκη για ανάπτυξη έγκυρων και αξιόπιστων ψυχομετρικών εργαλείων, που θα μπορούν εγκαίρως να εντοπίζουν τον αυτοκτονικό ιδεασμό και την πρόθεση για απόπειρα αυτοκτονίας στους ηλικιωμένους, καθώς και η σημασία του εντοπισμού των ατόμων με αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας από το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό και τους ειδικούς ψυχικής υγείας. Ενδιαφέρον, πάντως, για την πρόληψη των αυτοκτονιών στους ηλικιωμένους έχει η διαπίστωση ότι ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό –της τάξης του 93%– των ηλικιωμένων που προχώρησαν σε ολοκληρωμένη αυτοκτονία είχαν ιστορικό ψυχιατρικής φροντίδας και αντιμετώπισης στη διάρκεια της ζωής τους, είτε ως νοσηλευόμενοι είτε ως εξωτερικοί επισκέπτες και χρήστες των δομών ψυχικής υγείας. 3.8 ΑΞιολοΓηΣη ΑΥτοΚτονιΚοΥ ριΣΚοΥ (Gilbert, 1999; Gelder et al, 1996). Στοιχεία και παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση του αυτοκτονικού ρίσκου είναι τα εξής: • Ευθεία λεκτική προειδοποίηση. • Αναπτυγμένο σχέδιο· όσο πιο αναπτυγμένο και λεπτομερές είναι το σχέδιο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος αυτοκτονίας. • Προηγούμενες απόπειρες. • Υπαινιγμοί και σημάδια συμπεριφοράς· εκφράσεις όπως «Πρόκειται να φύγω», δωρεά προσωπικών αντικειμένων συναισθηματικής αξίας, απόκτηση επικίνδυνων αντικειμένων, εύρεση καταφυγίου για κατοικίδια ζώα. • Απόγνωση. • Κατάχρηση αλκοόλ. • Κλινικά σύνδρομα. • Φύλο· οι άνδρες έχουν τριπλάσιες πιθανότητες αυτοκτονίας. • Το να ζει κανείς μόνος του.

30

• Θρήνος. • Ανεργία. • Κακή κατάσταση υγείας. • Παρορμητικότητα. • Άκαμπτος τρόπος σκέψης. • Στρεσσογόνα γεγονότα. • Έξοδος από κλινική. • Κατάθλιψη· οι πάσχοντες από κατάθλιψη έχουν 20πλάσεις πιθανότητες αυτοκτονίας σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. 3.9 Αλλοι ΠΑρΑΓοντΕΣ ΠοΥ ΣΥνΔΕοντΑι ΜΕ την ΚΑτΑΘλιΨη Στην τριτη ηλιΚιΑ Οι σωματικές ασθένειες δεν αποτελούν τον μοναδικό παράγοντα εμφάνισης κατάθλιψης στην τρίτη ηλικία. Άλλοι παράγοντες που συνδέονται με αυτήν είναι: η συνύπαρξη αγχωδών διαταραχών, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, η ανεπαρκής θεραπεία προηγούμενων καταθλιπτικών επεισοδίων, το διαζύγιο, το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, η ελλιπής κοινωνική υποστήριξη, η βίωση αρνητικών γεγονότων ή απωλειών, η ανάληψη του ρόλου του φροντιστή σε ηλικιωμένα ζευγάρια. Οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες συντείνουν σε μια κοινή αιτία που μπορεί να ονομαστεί έλλειψη κοινωνικής ενσωμάτωσης και φαίνεται ότι η μοναξιά προηγείται της κατάθλιψης (Gelder, Gath, Mayou & Cowen, 1996), αν και απουσιάζουν ισχυρά ερευνητικά δεδομένα που να καταδεικνύουν αυτήν τη συσχέτιση. 3.10 ΠΑρΑΓοντΕΣ ΠοΥ ΠροΔιΑΘΕτοΥν ΣΕ ΚΑτΑΘλιΨη (Gilbert, 1999; Gelder et al, 1996). • Ύπαρξη προηγούμενης ψυχικής διαταραχής. • Ύπαρξη προηγούμενου αυτοκτονικού ιδεασμού. • Αρνητικός τρόπος σκέψης. • Κακή εικόνα σώματος. • Χαμηλή αυτοεκτίμηση. • Υπερβολική συναισθηματική εξάρτηση. • Ύπαρξη λιγοστής κοινωνικής υποστήριξης. • Λιγότερο αποτελεσματικές δεξιότητες αντιμετώπισης δυσκολιών. • Υπερβολική ενασχόληση με τον εαυτό. • Προβλήματα στη διαπροσωπική λειτουργία. Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη παραγόντων όπως υποστηρικτικό κοινω-

31

νικό δίκτυο, περιβάλλον που προσφέρει ερεθίσματα, καλή οικονομική κατάσταση και υγιεινός τρόπος ζωής λειτουργεί για τους ηλικιωμένους ως «ασπίδα προστασίας» από την κατάθλιψη. 3.11 ΨΥχοΘΕρΑΠΕΥτιΚη ΠΑρΕΜΒΑΣη Στην ΚΑτΑΘλιΨη των ηλιΚιωΜΕνων Σύμφωνα με τον Munk (2007) η όψιμη εκδήλωση κατάθλιψης στην τρίτη ηλικία αποτελούσε ένα θέμα στο οποίο η γενικότερη βιβλιογραφία και έρευνα στην συμβουλευτική αποκατάσταση διαφόρων διαταραχών απέδιδαν χαμηλή προτεραιότητα. Πρόταση του ιδίου είναι οποιαδήποτε συμβουλευτική παρέμβαση απευθύνεται στους ηλικιωμένους να καθοδηγείται από μια βαθύτερη κατανόηση των γενικότερων χαρακτηριστικών των ηλικιωμένων ασθενών, τα οποία περιλαμβάνουν κυρίως τις εξελικτικές αλλαγές στη διάρκεια της ζωής τους και τα πολιτιστικά-πολιτισμικά χαρακτηριστικά που συνδέονται και απορρέουν από τη γενιά στην οποία ανήκουν τα άτομα (Munk, 2007). Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται σε αλλαγές ωρίμανσης στις γνωστικές διαδικασίες, την ευφυία, την προσωπικότητα και τη συναισθηματική εξέλιξη και βεβαίως στις επιπτώσεις που απορρέουν από τη χρονολογική γενιά αλλά και από το πραγματικό κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκουν. Οι παραπάνω παράμετροι βοηθούν τον σύμβουλο να κατανοήσει πιο αποτελεσματικά τους ηλικιωμένους ως αποδέκτες συμβουλευτικής προσέγγισης, οι οποίοι σε πολλές πλευρές έχουν μια πιο περίπλοκη πνευματική ζωή σε σύγκριση με τους νεώτερους ενήλικες (Munk, 2007). Η ωριμότητα του ατόμου αυξάνεται συνεχώς κατά τη διάρκεια της ζωής του, στοιχείο που συνεπάγεται ότι οι συσσωρευμένες εμπειρίες ζωής των ηλικιωμένων οδηγούν στην ανάπτυξη περισσότερο διαφοροποιημένων και ώριμων συναισθηματικών αντιδράσεων στα διάφορα ερεθίσματα, πιο ελεγχόμενων και λιγότερο ακραίων από τις αντίστοιχες των νεώτερων ενήλικων –απόρροια μιας συνεχιζόμενης, σύνθετης γνωστικής και συναισθηματικής λειτουργίας. Ως εκ τούτου, ο σχεδιασμός μιας συμβουλευτικής προσέγγισης στους ηλικιωμένους θα πρέπει να στοχεύει κυρίως στην αφύπνιση παρά στη διδασκαλία των τρόπων και δεξιοτήτων αντιμετώπισης διαφόρων καταστάσεων και προβλημάτων. Οι άμεσες συνεκδοχές για τη γνωστική συμπεριφορική προσέγγιση είναι η προσδοκία ότι η γνωστική επεξεργασία μπορεί να κατευθυνθεί από τα πιο απλά στα πιο σύνθετα επίπεδα αφαίρεσης. Δηλαδή, ίσως δεν είναι τόσο απαραίτητο να εστιάσουμε στα βασικά δομικά γνωστικά στοιχεία, σε απλές ή απλουστευμένες γνωσίες που θα πρέπει να αναδομηθούν, να γίνουν αντικείμενο πρόκλησης και

32

τελικά να αντικατασταθούν από άλλες περισσότερο λειτουργικές και προσαρμοστικές, επειδή πιθανόν η βελτίωση αυτή θα έχει ήδη επιτευχθεί μέσα από τις εμπειρίες της επαγγελματικής, κοινωνικής και προσωπικής ζωής. Η συμβουλευτική εφαρμογή της γνωστικής συμπεριφορικής συμβουλευτικής στους ηλικιωμένους θα μπορούσε να εστιάσει κυρίως σε γνωστικά σχήματα και σενάρια σχέσεων. Ένας τέτοιος στόχος φαίνεται συμβατός με το εξελικτικό στάδιο των ηλικιωμένων, τη συσσωρευμένη εμπειρική γνώση κοινωνικών μοτίβων και τη μακροχρόνια επεξεργασία και ανάλυση προβλημάτων, εμπειριών, καταστάσεων και σχέσεων σε πιο αφαιρετικό και γενικό επίπεδο, καθώς οι ηλικιωμένοι μπορούν να επεξεργαστούν και να αναλύσουν πολλαπλές καταστάσεις, σχέσεις και εμπειρίες, ώστε να διαπιστώσουν τους κανόνες και μοτίβα που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις –επαγγελματικές, κοινωνικές και προσωπικές. Μια τέτοια προσέγγιση είναι συμβατή και με το εξελικτικό στάδιο όπου βρίσκονται οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι, έχοντας πια συνταξιοδοτηθεί, έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε απολογισμό και αναθεώρηση των εμπειριών τους –γνωστικών, συναισθηματικών, συμπεριφορικών. Μπορούν επομένως μέσω της ενδοσκόπησης να θέσουν την αυτογνωσία τους σε στέρεα βάση, διαμορφώνοντας τις γνώσεις και αντιλήψεις για τον εαυτό σε ένα σχήμα ταυτότητας του Εγώ. Οι ηλικιωμένοι έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να επιτύχουν την αυτογνωσία σε σύγκριση με τους νεώτερους ενήλικες, καθώς οι τελευταίοι απλώς δεν έχουν τον απαραίτητο χρόνο –και πιθανώς τη διάθεση– να επεξεργαστούν ένα σώμα δεδομένων σχετικά με τον εαυτό τους σε ένα γενικότερο και αφαιρετικό επίπεδο επεξεργασίας. Επομένως, η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία που απευθύνεται στους ηλικιωμένους θα μπορούσε να εστιάσει όχι μόνο σε αυτοματοποιημένες σκέψεις ή σε σχήματα σχετικά με συγκεκριμένες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις αλλά κυρίως σε σενάρια ζωής και βεβαίως –σε ένα πιο φιλοσοφικό ή φιλοσοφημένο επίπεδο– στην ίδια την έννοια της ζωής στη διαχρονικότητά της. Ο Munk (2007: 36) σε μια επισκόπηση της έκβασης των διαφόρων συμβουλευτικών και ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους αναφέρει ως θετικά χαρακτηριστικά τα εξής: • Οι ηλικιωμένοι ωφελούνται από τη συμβουλευτική το ίδιο με τους νεώτερους ηλικιακά πελάτες, αλλά με αργότερους ρυθμούς. • Με την υποχώρηση της κατάθλιψης η αυτο-αξιολογούμενη κατάσταση της υγείας βελτιώνεται. • Η συμβουλευτική και η ψυχοθεραπεία μπορεί να αποβούν αποτελεσματικές στην πρόληψη των υποτροπών, στην υποστήριξη της γενικότερης ψυχοσωματικής ευρωστίας και στην ανάπτυξη μεθόδων επίλυσης προβλημάτων και ανταπόκρισης στο στρες.

33

• Δε φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ χρόνιων ιατρικών προβλημάτων πριν τη θεραπεία και βραχύχρονων θεραπευτικών αποτελεσμάτων. • Ένα υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο έχει πολύ μεγάλη αξία για την ανάρρωση. • Ασθενείς που δεν παρουσιάζουν υποτροπή στη διάρκεια των δύο πρώτων μηνών μετά τη θεραπεία, έχουν γενικά λίγες πιθανότητες για γενικότερη υποτροπή. • Το επίπεδο σοβαρότητας της κατάθλιψης έχει προγνωστική αξία σε σχέση με το όφελος από την ψυχοθεραπεία· η ανάρρωση είναι πληρέστερη και επιτυγχάνεται πιο σύντομα στις περιπτώσεις εκείνες όπου παρατηρούνται χαμηλά επίπεδα σοβαρότητας. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και αρνητικοί παράγοντες που αφορούν στην εξέλιξη των συμβουλευτικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους. Ο Munk (2007: 37) αναφέρει τους εξής: • Η αύξηση της ηλικίας, η οποία σχετίζεται θετικά με την αύξηση του ρυθμού των υποτροπών. • Η εμφάνιση του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου σε μεγαλύτερη ηλικία, η οποία συνδέεται με αυξημένο ρίσκο και αυξημένες πιθανότητες για επανεμφάνιση της κατάθλιψης. • Η συνύπαρξη αγχωδών διαταραχών και αρνητικών συμβάντων στις ζωές των ηλικιωμένων, η οποία παρατείνει τον χρόνο αντίδρασης βελτίωσης της κατάθλιψης στις ευεργετικές επιδράσεις της ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης (έως έξη μήνες από την εμφάνιση του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου). • Η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους μπορεί να έρθει αντιμέτωπη με προκλήσεις όπως η μησυμμόρφωσή τους στις οδηγίες του συμβούλου και οι απόπειρες αυτοκτονιών ή οι αυτοκτονίες. • Δυσπροσαρμοστικές και δυσλειτουργικές σκέψεις, οι οποίες απαντώνται συχνά σε ηλικιωμένους με κατάθλιψη. Τέτοιες σκέψεις συνιστούν οι ανακριβείς αποδόσεις, η πολύ έντονη αυτοκριτική στάση, οι αυτόματες αρνητικές σκέψεις και οι πολύ υψηλές προσδοκίες για τα αποτελέσματα της ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης. • Χαρακτηριστικά προσωπικότητας όπως εκκεντρικότητα, τάση για πολύ υψηλές επιδόσεις, τελειομανία και αναζήτηση καθησυχασμού. • Μοναξιά. • Συζυγικές συγκρούσεις. • Έλλειψη κοινωνικής αποτελεσματικότητας στην επίλυση διαπροσωπικών προβλημάτων.

34

• Μειωμένη κοινωνική υποστήριξη γενικότερα. • Αίσθημα απόγνωσης, παθητικές και ενεργητικές επιθυμίες θανάτου, μίσος και απέχθεια για τον εαυτό. Συνοψίζοντας ο Munk (2007) συμπεραίνει ότι συμβουλευτική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να ενσωματώσει στοιχεία της ψυχολογίας της υγείας, καθώς η κατάσταση της σωματικής υγείας παίζει καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων ανθρώπων. Προτείνει επομένως τους παρακάτω άξονες, βάσει των οποίων μπορεί να σχεδιαστεί η συμβουλευτική προσέγγιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους. • Θα πρέπει να αποκλειστούν οι όποιες ιατρικές αιτίες και να γίνουν όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικές οι θεραπευτικές προσεγγίσεις των ιατρικών καταστάσεων. • Να «δοθεί» στον ηλικιωμένο ένας ρόλος αρρώστου, ώστε ο ίδιος και ο κοινωνικός του περίγυρος να γνωρίζει ότι η κατάστασή του πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και να παρέχεται περισσότερη προσοχή και φροντίδα από τον κοινωνικό περίγυρο. • Δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε μηχανιστικά σε σχέση με αιτίες ή παρεμβάσεις. Οφείλουμε να ενδυναμώσουμε και τον ηλικιωμένο ασθενή και το κοινωνικό του περιβάλλον προκειμένου να ακολουθήσουν εύρωστους θετικούς κύκλους ανατροφοδότησης, αίροντας εμπόδια ή δυσκολίες και αξιοποιώντας όλους τους υπάρχοντες πόρους ή/και δημιουργώντας καινούργιους. • Να εφαρμόζεται πάντοτε η συμβουλευτική και κάποιες φορές να χορηγούνται αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Ειδικότερα, η συμβουλευτική θα πρέπει να παρέχεται στις λιγότερο σοβαρές και στις μέτριας έντασης καταθλιπτικές καταστάσεις, αλλά στις σοβαρότερες μορφές θα πρέπει να προκρίνεται και η φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά φάρμακα. • Να εντοπιστούν οι πρόσθετες δυσκολίες που μπορεί να συνυπάρχουν με την κατάθλιψη. Έμφαση πρέπει να δοθεί σε γνωστικές δυσκολίες που απορρέουν από την κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία και είναι αναστρέψιμες, αρκεί η θεραπεία να γίνει λίγο πιο αργή και σε λιγότερο αφαιρετικό επίπεδο, να υπάρχει επανάληψη των βασικών αρχών και να εμπλέκονται -όπου είναι δυνατόν- οι συγγενείς ή άλλοι παροχείς φροντίδας των ηλικιωμένων, ώστε να υπάρχει θετική ανατροφοδότηση της διαδικασίας ανάρρωσης. • Να επιδιώκεται ενεργητική αυτό-βοήθεια, ο εντοπισμός των πόρων του ηλικιωμένου (η έννοια των πόρων αναφέρεται κυρίως στον κοινωνικό περίγυρο του ατόμου) και η ανάπτυξη νέων πόρων.

35

Καθώς φαίνεται να υπάρχει σημαντική συσχέτιση κατάθλιψης-γνωστικών λειτουργιών (και κυρίως της μνημονικής ικανότητας), έμφαση πρέπει να δοθεί στις γνωστικές λειτουργίες των ηλικιωμένων. Έρευνα των Cipolli, Neri, De Vreese, Pinelli, Rubichi & Lalla (1996) έδειξε ότι οι ηλικιωμένοι που υπέφεραν από κατάθλιψη είχαν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις σε όλες τις μνημονικές και μετα-μνημονικές δοκιμασίες στις οποίες υπεβλήθησαν από τους συνομήλικούς τους που δεν υπέφεραν από κατάθλιψη. Διαπιστώνεται, λοιπόν, σημαντική –αν και μέτριου βαθμού– συνάφεια μεταξύ κατάθλιψης και μνημονικών και μετα-μνημονικών ικανοτήτων στους ηλικιωμένους· παρόμοια με τη συσχέτιση της κατάθλιψης-χωροταξικών και κινητικών δεξιοτήτων. Φαίνεται, επίσης, ότι οι συσχετίσεις αυτές είναι ισχυρότερες στους άνδρες παρά στις γυναίκες και παρόμοιες στα δυο φύλα για όλες τις δοκιμασίες μεταμνημονικών ικανοτήτων. O Munk (2007: 43) αναφέρει βασικά στοιχεία όπως: 1. Υποστήριξη σωστής διατροφής 2. Διαχείριση του πόνου, με τη χρήση γνωστικών και συμπεριφορικών τεχνικών· η αποτελεσματικότητά της συνδέεται θετικά με τη μείωση του κινδύνου για κατάθλιψη. 3. Ενθάρρυνση της σωματικής άσκησης· κάτι που μπορεί να λειτουργήσει ως ευκαιρία για να «σπάσει» ο κύκλος της κοινωνικής απομόνωσης. 4. Συμβουλευτική παρέμβαση στην περίπτωση παροδικών συμπτωμάτων. 5. Ενίσχυση της συμμόρφωσης σε ιατρικές θεραπείες, εάν ο ηλικιωμένος λαμβάνει αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή. 6. Κατανόηση των δυσκολιών της τρίτης ηλικίας: εύθραυστη κατάσταση και σωματικές ασθένειες, πόνος, δυσκολίες στην ακοή και στην όραση. Οφείλουμε να συνυπολογίσουμε τα ζητήματα αυτά συμβουλευτική μας προσέγγιση, καθώς είναι καινούρια και για τον ηλικιωμένο που τα αισθάνεται ως «βάρος», η διαχείριση του οποίου συνιστά πρόκληση για αυτόν. 3.12 ΣΥΓΚΕΚριΜΕνΑ ΒηΜΑτΑ ΓιΑ την ΑντιΜΕτωΠιΣη τηΣ ΚΑτΑΘλιΨηΣ ΜΕ ΒΑΣη τη ΓνωΣτιΚη ΣΥνΑιΣΘηΜΑτιΚη ΠροΣΕΓΓιΣη (Παλαιολόγου, 2001; Μαλικιώση-λοϊζου, 1998; Gilbert, 1999; Gelder et al, 1996). 3.12.1 ΘΕΩΡΙΑ Ο Ellis χρησιμοποιεί ένα μοντέλο συμπεριφοράς που το ονομάζει ABC (A= Αctivating=ενεργοποίηση, B=Βelief system=σύστημα πεποιθήσεων, C=Consequence=συνέπεια). Α είναι το γεγονός, το συμβάν που ενεργοποιεί

36

τον άνθρωπο. Το σύστημα πεποιθήσεων Β αξιολογεί το συμβάν Α και ως αποτέλεσμα έχουμε τη συναισθηματική αντίδραση C. Αίτιο του C, δηλαδή, δεν είναι το Α αλλά το Β.

Α

C B

Το σύστημα πεποιθήσεων ενός ανθρώπου μπορεί να περιλαμβάνει λογικές αλλά και παράλογες σκέψεις. Οι παράλογες σκέψεις είναι εκείνες που προκαλούν τη συναισθηματική διαταραχή. Η προσπάθεια του συμβούλου θα στραφεί στο να ωθήσει τον συμβουλευόμενο να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τον παράλογο εσωτερικό του διάλογο και να τον αντικαταστήσει με πιο λογικές σκέψεις. 3.12.2 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Βασικός στόχος της συμβουλευτικής διαδικασίας είναι «η ελάττωση της κεντρικής αυτό-καταστροφικής άποψης που έχει ο συμβουλευόμενος για τον εαυτό του και η απόκτηση μιας πιο ρεαλιστικής και ανεκτικής φιλοσοφίας της ζωής». Ο σύμβουλος στοχεύει στο να βοηθήσει τον συμβουλευόμενο να απαλλαγεί από τις παράλογες ιδέες και στάσεις του και να τις αντικαταστήσει με λογικές. Για να το επιτύχει, πρέπει να ακολουθήσει την παρακάτω διαδικασία: • Να δημιουργήσει μια λειτουργική σχέση με τον συμβουλευόμενο. • Να του αποκαλύψει τις παράλογες αυτές ιδέες και να τον κάνει να αποκτήσει την πλήρη επίγνωσή τους. • Να του δείξει με ποιον τρόπο οι παράλογες αυτές ιδέες τού προκαλούν τα προβλήματα που έχει. • Να τον βοηθήσει να αλλάξει τις παράλογες δοξασίες του και να μιλήσει στον εαυτό του (εσωτερικός διάλογος) πιο λογικά και εποικοδομητικά. • Να τον ενθαρρύνει να εφαρμόσει τις νέες του αυτές αντιλήψεις, όσο επώδυνο και αν του φαίνεται αυτό. 3.12.3 TΕΧΝΙΚΕΣ Ο σύμβουλος • Αναγνωρίζει τις παράλογες ιδέες που βρίσκονται πίσω από τη διαταραγμένη συμπεριφορά.

37

• Προκαλεί και αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο τον συμβουλευόμενο προκειμένου να νομιμοποιήσει αυτές τις ιδέες. • Προσπαθεί να επιδείξει την παράλογη φύση της σκέψης. • Αναλύει τις σκέψεις με τη λογική, ώστε να ελαχιστοποιήσει τις παράλογες δοξασίες. • Επιδεικνύει τη μη λειτουργικότητα αυτών των πεποιθήσεων και τον τρόπο με τον οποίο οδηγούν σε συναισθηματικές και συμπεριφοριστικές διαταραχές. • Χρησιμοποιεί ατοπίες αλλά και αστεία για να αντιμετωπίσει τους παραλογισμούς των σκέψεων του συμβουλευόμενου. • Εξηγεί πώς μπορούν να αντικατασταθούν οι παράλογες σκέψεις με λογικές, οι οποίες στηρίζονται περισσότερο στην εμπειρία. • Διδάσκει την εφαρμογή της επιστημονικής μεθόδου στον τρόπο του σκέπτεσθαι, ώστε ο συμβουλευόμενος να μπορεί να την εφαρμόζει και για τις τωρινές αλλά και τις μελλοντικές του ιδέες και σκέψεις. 3.12.4 ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ ΙΔΕΕΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ELLIS (ΓΝΩΣΙΑΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ): 1. Είναι απολύτως απαραίτητο να αγαπιέται κανείς, να τον εκτιμούν και να τον αποδέχονται όλοι στο περιβάλλον του. 2. Για να αξίζει κάποιος, θα πρέπει να είναι ικανός, επαρκής και να επιτυγχάνει σε όλα. 3. Μερικοί άνθρωποι είναι κακοί και για αυτό πρέπει να κατηγορούνται και να τιμωρούνται. 4. Είναι τρομερά καταστροφικό να μη γίνονται τα πράγματα, όπως τα θέλει κανείς. 5. Η δυστυχία είναι αποτέλεσμα εξωτερικών γεγονότων, τα οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει. 6. Αν κάτι είναι επικίνδυνο και βλαβερό, αυτό πρέπει να απασχολεί συνέχεια τη σκέψη του ανθρώπου. 7. Είναι πιο εύκολο να αποφεύγει κανείς τις δυσκολίες και την προσωπική ευθύνη, παρά να τις αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο. 8. Οι άνθρωποι είναι απαραίτητο να βασίζονται στους άλλους και να έχουν την υποστήριξη κάποιου ισχυρότερου. 9. Οι προηγούμενες εμπειρίες και γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου καθορίζουν την τωρινή του συμπεριφορά και δεν μπορούν να αλλάξουν. 10. Οι άνθρωποι πρέπει να απασχολούνται και να στεναχωριούνται με τα προβλήματα των άλλων.

38

11. Υπάρχει πάντοτε μια σωστή και συγκεκριμένη απάντηση σε κάθε πρόβλημα και είναι κρίμα να μην μπορέσει ένας άνθρωπος να τη βρει. 3.12.5 ΓΝΩΣΙΑΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ Ο Young υποστηρίζει ότι δυσλειτουργικά βιώματα με πρώιμους φορείς κοινωνικοποίησης και συνομηλίκους ενδέχεται να οδηγήσουν στη δημιουργία δυσλειτουργικών σχημάτων, δηλαδή «εξαιρετικά σταθερών και παγιωμένων θεμάτων, τα οποία αφορούν στον εαυτό και στη σχέση με τους άλλους, αναπτύσσονται στην παιδική ηλικία και συνεχίζονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου». Τα σχήματα αυτά γίνονται περισσότερο εμφανή, όταν το άτομο έχει υψηλή συναισθηματική ένταση και αντιδρά με τρόπο υπερβολικό σε διάφορες καταστάσεις. Τα κυριότερα δυσλειτουργικά σχήματα είναι τα εξής: 1. Διακοπή· προσδοκία ότι οι ανάγκες του ατόμου για φροντίδα, σταθερές και αξιόπιστες σχέσεις με ενσυναίσθηση –κοινωνικές και προσωπικές– δε θα ικανοποιηθούν. 2. Δυσλειτουργική αυτονομία· προσδοκία κάποιου τόσο για τον εαυτό του όσο και για το περιβάλλον ότι θα υπάρχει κακώς νοούμενη εμπλοκή και παρεμπόδιση του ατόμου να λειτουργήσει με αυτονομία, να επιβιώσει και να τα καταφέρει. 3. Δυσλειτουργικά όρια· υπερβολικές προσωπικές επιθυμίες που οδηγούν σε δυσκολίες στην ικανοποίηση των προσδοκιών των άλλων ή των προσωπικών στόχων. 4. Περιορισμός της αυτοέκφρασης· υπερβολικός αυτοέλεγχος ή καταπίεση και αναχαίτιση των προσωπικών συναισθημάτων, παρορμήσεων, φυσικών τάσεων ή καθημερινών επιθυμιών, προκειμένου να υπάρξει η αποδοχή των άλλων ή η έλλειψη ενοχής. 5. Απόρριψη· προσδοκία ότι κάποιος δε θα είναι επιθυμητός στους άλλους ως προς κάποιο από τα ακόλουθα στοιχεία: φυσική ομορφιά, κοινωνικές δεξιότητες, αξία εαυτού, ηθική ακεραιότητα, ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, εργασιακή θέση κ.τ.λ. 3.12.6 ΓνωΣιΑΚΑ λΑΘη Στην ΚΑτΑΘλιΨη (Παλαιολόγου, 2001¼ Μαλικιώση-λοϊζου, 1998¼ Gilbert, 1999¼ Gelder et al, 1996). 3.12.6.1 ΓΝΩΣΙΑΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ • Αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό, τον κόσμο και το μέλλον. 3.12.6.2 ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ • Ο τρόπος με τον οποίο κάποιος συνεχώς προσπαθεί να εξηγήσει τα γεγο-

39

νότα, κυρίως τα αρνητικά, που του συμβαίνουν. Η απόδοση ατυχών ή δυσάρεστων γεγονότων σε εσωτερικές, διαρκείς και σταθερές αιτίες· αιτίες που αναφέρονται σε εσωτερικά χαρακτηριστικά του ατόμου, θα είναι γενικεύσιμες και σταθερές στο χρόνο. 3.12.6.3 ΓΝΩΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ • Περιλαμβάνουν νοητικές διεργασίες όπως η προσοχή, η κωδικοποίηση, η συγκράτηση και η ανάκληση των πληροφοριών. Στο επίπεδο αυτό εντοπίζονται τα εξής γνωσιακά λάθη, υπεύθυνα για την αλλοίωση των προσλαμβανόμενων πληροφοριών: 1. Διχοτομική ή πολωμένη σκέψη: η θεώρηση των πάντων με όρους «άσπρομαύρο» (π.χ. «Αν δεν έχω πλήρη έλεγχο, θα χάσω κάθε έλεγχο»). 2. Υπεργενίκευση: η πεποίθηση ότι ένα αρνητικό γεγονός θα το ακολουθήσουν και άλλα, η θεώρηση ενός μόνο γεγονότος ως βάσης για την εξαγωγή βιαστικών συμπερασμάτων, η εξαγωγή του συμπεράσματος ότι ένα αρνητικό γεγονός θα ακολουθήσουν και άλλα «Δεν τα κατάφερα σε αυτό τώρα, και τώρα όλα θα καταρρεύσουν». Η εξαγωγή γρήγορου συμπεράσματος βασισμένο σε ένα μόνο γεγονός, για παράδειγμα ο ηλικιωμένος που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι ανίκανος και λιγότερο ευφυής από την κακή του απόδοση σε μια εργασία μια συγκεκριμένη μέρα. 3. Αυτόματη παράβλεψη: η ευαισθησία στην αφομοίωση αρνητικών πληροφοριών και η εύκολη παράβλεψη θετικών πληροφοριών (π.χ. «Ναι, πράγματι μου έκανε κοπλιμέντο, αλλά έτσι κι αλλιώς είναι ευγενικός με όλους»). 4. Αυθαίρετο συμπέρασμα: η εξαγωγή συμπερασμάτων που δε στηρίζονται σε απτές αποδείξεις (π.χ. κάποιο άτομο λέει: «Όλοι με κοιτούσαν, επειδή είχε φουσκώσει το στομάχι μου»· ένας σύζυγος συμπεραίνει από τη λυπημένη έκφραση της συζύγου του ότι αισθάνεται απογοητευμένη από εκείνον, ενώ, εάν είχε «τσεκάρει» την κατάσταση και τη ρωτούσε, θα ανακάλυπτε ότι ήταν αναστατωμένη από την αιφνίδια αρρώστια μιας φίλης της). 5. Μεγιστοποίηση και ελαχιστοποίηση: το άτομο μεγιστοποιεί δυσάρεστα γεγονότα και αρνητικά χαρακτηριστικά του εαυτού (π.χ. μια μικρή γρατζουνιά στο αυτοκίνητο αντιμετωπίζεται ως κάτι καταστροφικό) και ελαχιστοποιεί θετικά γεγονότα και χαρακτηριστικά του εαυτού (π.χ. η εμφανώς επιτυχής διάλεξη ενός ηλικιωμένου σε συμμετέχοντες μιας εθελοντικής ομάδας δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοια από το άτομο και επομένως δε συμβάλει στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής του). 6. Εξαγωγή συμπερασμάτων κατά την οποία το συναίσθημα εκλαμβάνεται ως απόδειξη της αλήθειας μιας κατάστασης (π.χ. «Αισθάνομαι ένοχος, άρα έχω

40

κάνει κάτι κακό»). 7. Προσωποποίηση: η εγωκεντρική ερμηνεία διαπροσωπικών γεγονότων που σχετίζονται με τον εαυτό (π.χ. κάποιος περνά μπροστά από δύο ανθρώπους, οι οποίοι γελούν και κάτι ψιθυρίζει ο ένας στον άλλο, και σκέφτεται ότι πιθανόν μιλούσαν για εκείνον και μάλλον τους φάνηκε παράξενος) ή η ανάληψη προσωπικής ευθύνης για γεγονότα πέρα από τον προσωπικό μας έλεγχο (π.χ. βρέχει και κάποια οικοδέσποινα, η οποία οργανώνει ένα υπαίθριο πάρτυ, κατηγορεί τον εαυτό της για αυτή την εξέλιξη). 8. Επιλεκτική αφαίρεση: η εστίαση σε κάποια ασήμαντη λεπτομέρεια με την παράλληλη αγνόηση των πιο σημαντικών πλευρών μιας κατάστασης (π.χ. από μία συζήτηση –επαινετική στο σύνολό της– για τις επιδόσεις μιας ηλικιωμένης στη μαγειρική, εκείνη συγκρατεί και εμμένει στο μοναδικό σχόλιο που ακούστηκε ως ελαφρώς κριτικό. 9. Εκφράσεις του τύπου «πρέπει»: εκτενής και υπερβολική χρήση ηθικών προσταγών (π.χ. «πρέπει», «θα ‘πρεπε», «όφειλα»). 3.13 ΣΥνολιΚη ΠΑρΕΜΒΑΣη ΓιΑ την ΑντιΜΕτωΠιΣη τηΣ ΚΑτΑΘλιΨηΣ: (Παλαιολόγου, 2001· Μαλικιώση-λοϊζου, 1998· Gilbert, 1999· Gelder et al, 1996). • Επαναδιατυπώνουμε τα προβλήματα του συμβουλευόμενου με τρόπους που του δημιουργούν ένα αίσθημα ελέγχου, δηλαδή προσδιορίζουμε τις συγκεκριμένες αλληλεπιδράσεις του συμβουλευόμενου με το περιβάλλον, οι οποίες που ενεργοποίησαν καταθλιπτικά συμπτώματα. • Στη συνέχεια εστιάζουμε: 1. Στην αλλαγή εκείνων των περιβαλλοντικών συνθηκών που μπορούν να αλλάξουν. 2. Στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, ώστε να τροποποιήσουμε αναποτελεσματικούς τρόπους αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον. 3. Στην αύξηση των θετικών αλληλεπιδράσεων με το περιβάλλον. • Συνεχίζουμε με: 1. Συνειδητοποίηση από το άτομο της συμπεριφοράς, των σκέψεων και των συναισθημάτων του. 2. Εκμάθηση τρόπων εναλλακτικών της αρνητικής αυτοαξιολόγησης. 3. Υπέρβαση των βασικών λαθών που λαμβάνουν χώρα κατά την επεξεργασία των πληροφοριών. 4. Εκμάθηση αυτοενίσχυσης. 5. Συστηματική αύξηση των ευχάριστων δραστηριοτήτων.

41

6. Εκμάθηση μείωσης των συμπτωμάτων της κατάθλιψης. • Για τη μείωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης μπορούμε να εστιάσουμε σε: 1. Ακριβή προσδιορισμό και έκφραση των συναισθημάτων. 2. Ακριβή αναγνώριση των περιβαλλοντικών καταστάσεων που οδήγησαν σε καταθλιπτική διάθεση. 3. Ασκήσεις βαθιάς αναπνοής. 4. Ανάκληση ευχάριστων γεγονότων ή εικονική αναπαράσταση ευχάριστων στιγμών. 5. Υιοθέτηση θετικών μη λεκτικών στοιχείων επικοινωνίας δηλωτικών ενδιαφέροντος και αποδοχής (χαμόγελο, ανοικτή στάση σώματος, οπτική επαφή), τα οποία προωθούν τη βελτίωση των διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων. 6. Καλλιέργεια αυτοεκτίμησης. 7. Ασκήσεις θάρρους και εκπαίδευση διεκδικητικότητας. 8. Αντικατάσταση γνωσιακών λαθών με ρεαλιστικές σκέψεις. Για την πρόληψη της οιποιασδήποτε περίπτωσης υποτροπής, οφείλουμε να εντιπίσουμε αρχικά τα συμπτώματα και τις περιβαλλοντικές καταστάσεις που σχετίζονται με την κατάθλιψη, να υπάρχει συνεχής ανάπτυξη της κοινωνικής υποστήριξης, και η γνώση του πότε, πως και σε ποιον να απευθυνθεί κάποιος όταν χρειάζεται. (Παλαιολόγου, 2001, Μαλικιώση-Λοϊζου, 1998, Gilbert, 1999, Gelder et al, 1996).1. Αρχικός εντοπισμός συμπτωμάτων και περιβαλλοντικών καταστάσεων που σχετίζονται με την κατάθλιψη. 2. Συνεχής ανάπτυξη κοινωνικής υποστήριξης. 3. Γνώση του πότε, πώς και σε ποιον να απευθυνθεί κάποιος, όταν χρειάζεται.

42

44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

4

Άνοια τύπου ALZHEIMER

Στην επόμενη ενότητα θα εστιάσουμε στην άνοια στην τρίτη ηλικία και πιο συγκεκριμένα στην άνοια τύπου Alzheimer, που είναι και η περισσότερο διαδεδομένη και αποτελεί μαζί με την κατάθλιψη τις δύο πιο κοινές ψυχικές διαταραχές στην τρίτη ηλικία. Συγκεκριμένα, θα αναφερθούμε: στον ορισμό της νόσου, την έκτασή της, την κλινική εικόνα, τα διαγνωστικά κριτήρια σύμφωνα με το DSM-IV και την ομάδα εργασίας NINCDS-ADRDA, τις παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της άνοιας, δηλαδή τη φαρμακοθεραπεία και τις ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση και αναλύοντας τα βασικά χαρακτηριστικά και τις προϋποθέσεις της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης στη φροντίδα των ηλικιωμένων με άνοια. 4.1 οριΣΜοΣ Η Κώστα-Τσολάκη (1999: 318) αναφέρει ότι «ένας δημοφιλής ορισμός για την άνοια είναι ότι ‘άνοια είναι η έκπτωση της μνήμης και των άλλων γνωστικών λειτουργιών σε σχέση με το προηγούμενο επίπεδο του ασθενούς, η οποία προκύπτει από το ιστορικό, την κλινική εξέταση και τις νευροψυχολογικές δοκιμασίες, και η διάρκεια αυτών των συμπτωμάτων είναι μεγαλύτερη των 6 μηνών’» και συνεχίζει με τον ορισμό της νόσου ως «η νόσος Alzheimer είναι προοδευτική νευροεκφυλιστική διαταραχή με χαρακτηριστικά κλινικά και νευροπαθολογικά ευρήματα και βαθμιαία αποδιοργάνωση των γνωστικών και λειτουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου με αποτέλεσμα τη διαταραχή των επαγγελματικών και κοινωνικών υποχρεώσεών του. Παρατηρούνται, ωστόσο, ατομικές διαφορές όσον αφορά την ηλικία έναρξης, το είδος των γνωστικών διαταραχών και τον ρυθμό αποδιοργάνωσης. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι

43

να μην ενοχοποιείται άλλη νοσολογική οντότητα που θα μπορούσε να προκαλέσει άνοια». 4.2 ΕΚτΑΣη Ο Kay (1991) αναφέρει ότι περίπου 1% έως 8% του πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω πάσχει από μέτρια έως σοβαρή άνοια. Τα ποσοστά αυτά σχεδόν διπλασιάζονται για κάθε πενταετία μετά την ηλικία των 65 ετών, ενώ 30%70% των ηλικιωμένων που ζουν σε ιδρύματα πάσχει από άνοια. 4.3 ΚλινιΚη ΕιΚονΑ Η κλινική εικόνα της νόσου Alzheimer περιγράφεται από τους Gelder, Gath, Mayou & Cowen (1996). Η νόσος συνήθως ξεκινάει μετά την ηλικία των 70 ετών, ενώ ο αριθμός των περιστατικών της νόσου Alzheimer αυξάνεται, όσο μεγαλώνει η ηλικία. Απαντάται λίγο συχνότερα στις γυναίκες. Τα πρώτα σημάδια της νόσου περιλαμβάνουν περιστατικά ελαφρών προβλημάτων μνήμης, τα οποία δύσκολα διαχωρίζονται από τις φυσιολογικές επιπτώσεις της γήρανσης, ενώ στην πορεία συμπτώματα όπως προβλήματα μνήμης και έλλειψη αυθορμητισμού αυξάνονται προοδευτικά. Συχνά παρατηρείται αποπροσανατολισμός –κυρίως όταν το άτομο βρεθεί σε άγνωστο περιβάλλον, π.χ. όπως σε ταξίδι ή σε διακοπές. Η διάθεση μπορεί να είναι κυρίως καταθλιπτική, αλλά και ευφορική ή επίπεδη. Παρατηρείται επίσης έκπτωση στην αυτοεξυπηρέτηση και στην κοινωνική συμπεριφορά. Υπάρχουν συχνές αλλαγές στη συμπεριφορά, οι οποίες προκαλούν ανησυχία στους ανθρώπους που φροντίζουν τα άτομα με Alzheimer. Οι ασθενείς μπορεί να είναι ανήσυχοι, να ξυπνούν στη διάρκεια της νύχτας αποπροσανατολισμένοι και σε σύγχυση· μπορεί ακόμη να είναι επιθετικοί, να αλλάζουν διατροφικές συνήθειες και να περιπλανώνται. Στα πρώτα στάδια της νόσου τα κλινικά συμπτώματα διαμορφώνονται σε σχέση με την προϋπάρχουσα προσωπικότητα και τα πιθανά αρνητικά σημεία της προσωπικότητας τονίζονται περισσότερο. Στα επόμενα και τελικά στάδια της νόσου οι γνωστικές βλάβες γίνονται περισσότερο εμφανείς και οι γλωσσικές (Kempler & Goral, 2008; Hamilton, 2008; Hart, 1988) και οι οπτικο-χωρικές διαταραχές είναι συνήθεις (Wetzels, Zuidema, Jansen, Verhey & Koopmans, 2010). Παρουσιάζεται δυσφασία, δυσπραγία, ελλειμματική προφορική γλωσσική έκφραση, αλλαγή στην προσωπικότητα και απώλεια ελέγχου του συναισθήματος. Κάποιες φορές οι ηλικιωμένοι με άνοια εμφανίζουν επιθετική συμπεριφορά (Hall & O’Connor, 2004), η οποία σύμφωνα με διάφορες έρευνες φαίνεται να συμμεταβάλλεται με τις εξής μεταβλητές: βαθμός της γνωστικής βλάβης,

44

προσωπικότητα, αισθητηριακές αλλαγές, σωματικές ασθένειες, γλωσσικές βλάβες, εγκεφαλική παθολογία, συναισθηματικές και ψυχωτικές διαταραχές. Η επιθετική συμπεριφορά συναντάται συχνότερα μεταξύ ηλικιωμένων ανδρών με άνοια και φαίνεται ότι παρουσιάζεται αργά το απόγευμα στη διάρκεια της ημέρας. Κάποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως ο θόρυβος, η μετακίνηση σε άγνωστο χώρο, το σκοτάδι και τα χωροταξικά εμπόδια, παίζουν, επίσης, ρόλο στην εμφάνιση επιθετικής συμπεριφοράς. Πολλές φορές οι ηλικιωμένοι με άνοια εμφανίζουν εκνευρισμό και έντονη ανησυχία, γεγονός που συνδέεται με την πιθανότητα να υποστούν βλάβη από ατύχημα ή την εισαγωγή τους σε ίδρυμα, καθώς οι άνθρωποι που έχουν επωμιστεί τη φροντίδα τους βιώνουν αυξημένο stress. Η συμπεριφορά αυτή έχει βρεθεί ότι μπορεί να ελεγχθεί με την εφαρμογή συμπεριφορικών τεχνικών και μεθόδων (Spira & Edelstein, 2006), αλλά και με φαρμακευτική αγωγή (Burns, 1996). Οι Haw, Harwood & Hawton (2009) εξέτασαν την αμφιλεγόμενη σχέση άνοιας και αυτοκτονικής συμπεριφοράς, η οποία δε φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως ισχυρή, καθώς από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτει ότι οι ηλικιωμένοι με άνοια εμφανίζουν ίδιο -ή και μικρότερο- κίνδυνο αυτοκτονικής συμπεριφοράς σε σύγκριση με αντίστοιχα δείγματα ατόμων χωρίς άνοια από την κοινότητα. Η αυτοκτονική συμπεριφορά ωστόσο φαίνεται να είναι αυξημένη αμέσως μετά τη διάγνωση, σε ασθενείς που τους διαγιγνώσκεται άνοια στη διάρκεια νοσηλείας και στους ασθενείς με ασθένεια Huntington. Φυσικά παράγοντες κινδύνου για αυτοκτονική συμπεριφορά σε ηλικιωμένους με άνοια αποτελούν η συνύπαρξη κατάθλιψης, απόγνωσης, μέτριας γνωστικής βλάβης, διατηρημένου αισθήματος διαίσθησης, η μικρότερη ηλικία και η αποτυχία ανταπόκρισης σε φάρμακα που αντιμετωπίζουν την άνοια. 4.4 ΔιΑΓνωΣτιΚΑ ΚριτηριΑ Διαγνωστικά κριτήρια για την άνοια τύπου Alzheimer σύμφωνα με DSM-IV Α. Εμφάνιση πολλαπλών νοητικών ελλειμμάτων που εκδηλώνονται με δύο από τα παρακάτω: Διαταραχή της μνήμης (ανικανότητα εκμάθησης νέων πληροφοριών ή αδυναμία ανάκλησης νέων πληροφοριών). Ένα (ή περισσότερα) από τα παρακάτω: α. Αφασία (διαταραχή του λόγου). β. Απραξία (διαταραχή της ικανότητας κινητικών δραστηριοτήτων παρά την ακέραια κινητική λειτουργία). γ. Αγνωσία (αδυναμία αναγνώρισης ή ταυτοποίησης αντικειμένων παρά την ακέραια αισθητική ικανότητα).

45

δ. Διαταραχή στην εκτελεστική λειτουργία (π.χ. σχεδιασμός, οργάνωση, συνέπεια, αφαιρετική ικανότητα). Β. Τα γνωστικά ελλείμματα στα κριτήρια Α1 και Α2 προκαλούν σημαντική διαταραχή στις κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες και αντιπροσωπεύουν σημαντική έκπτωση από το προηγούμενο επίπεδο λειτουργίας. Γ. Η πορεία χαρακτηρίζεται από βαθμιαία έναρξη και συνεχιζόμενη νοητική έκπτωση. Δ. Οι γνωστικές διαταραχές στα κριτήρια Α1 και Α2 δεν πρέπει να οφείλονται στα κατωτέρω: 1. Άλλες καταστάσεις του νευρικού συστήματος που προκαλούν προοδευτικά προβλήματα στη μνήμη και στις άλλες γνωστικές λειτουργίες. 2. Συστηματικές διαταραχές που είναι γνωστό ότι προκαλούν άνοια. 3. Καταστάσεις που προκαλούν διάφορες ουσίες. Ε. Οι διαταραχές δεν παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της πορείας ενός παραληρήματος. ΣΤ. Η διαταραχή δεν ταιριάζει περισσότερο σε άλλη σημαντική διαταραχή (π.χ. μείζων καταθλιπτική διαταραχή, σχιζοφρένεια). Η Κώστα-Τσολάκη (1999: 332-334) αναφέρει τα διαγνωστικά κριτήρια της ενδεχόμενης νόσου Alzheimer, σύμφωνα με αυτά που έχει θεσπίσει το Εθνικό Ινστιτούτο Νευρολογικών Διαταραχών, Διαταραχών Επικοινωνίας και Αγγειακού Εγκεφαλικού Επεισοδίου (National Institute of Neurological and Communicative Disorders and Stroke, NINCDS) και ο Σύλλογος της Νόσου Alzheimer και Συναφών Διαταραχών (Alzheimer’s Disease and Related Disorders Association, ADRDA). Κριτήρια για τη διάγνωση της νόσου Alzheimer σύμφωνα με την ομάδα εργασίας NINCDS-ADRDA. 1. Τα κριτήρια για την κλινική διάγνωση της ενδεχόμενης νόσου Alzheimer περιλαμβάνουν: α. Άνοια τεκμηριωμένη με κλινική εξέταση και επιβεβαιωμένη με νευροψυχολογικές δοκιμασίες. β. Διαταραχή σε δύο ή περισσότερες νοητικές λειτουργίες. γ. Προοδευτικά επιδεινούμενη διαταραχή μνήμης και άλλων νοητικών λειτουργιών δ. Ηλικία 40-90 ετών. Η έναρξη είναι πιο συχνή μετά τα 65 χρόνια. ε. Απουσία συστηματικής νόσου ή άλλης εγκεφαλικής νόσου που θα μπορούσε να προκαλέσει προϊούσα έκπτωση της μνήμης και των άλλων ανώτερων νοητικών λειτουργιών. 2. Η διάγνωση της ενδεχόμενης νόσου Alzheimer ενισχύεται από τα παρακάτω:

46

α. Προϊούσα έκπτωση εξειδικευμένων νοητικών λειτουργιών, λόγου (αφασία), πράξης (απραξία), γνωσίας (αγνωσία). β. Δυσχέρεια στις καθημερινές δραστηριότητες και μεταβολή συμπεριφοράς. γ. Οικογενειακό ιστορικό παρόμοιας διαταραχής, ιδιαίτερα όταν αυτή είναι παθολογοανατομικά επιβεβαιωμένη. δ. Εργαστηριακά ευρήματα: i. Φυσιολογικό εγκεφαλονωτιαίο υγρό. ii. Φυσιολογικό ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ή μη ειδικές αλλοιώσεις, άφθονη βραδεία δραστηριότητα. iii. Ατροφία στην αξονική τομογραφία με προϊούσα επιδείνωση, βεβαιωμένη με επανειλημμένες εξετάσεις. 3. Άλλα κλινικά χαρακτηριστικά που ενισχύουν τη διάγνωση της ενδεχόμενης νόσου Alzheimer, ιδίως ύστερα από τον αποκλεισμό άλλων αιτίων άνοιας: α. Στασιμότητα στην πορεία της νόσου. β. Συνυπάρχουσα κατάθλιψη, αϋπνία, εκρήξεις οργής, σεξουαλικές διαταραχές, απώλεια βάρους. γ. Άλλες νευρολογικές ανωμαλίες, ιδίως σε προχωρημένη μορφή της νόσου, όπως αυξημένος μυϊκός τόνος, μυόκλονος, διαταραχές βάδισης. δ. Επιληπτικές κρίσεις σε προχωρημένα στάδια της νόσου. ε. Φυσιολογική αξονική τομογραφία σε σχέση με την ηλικία. 4. Ευρήματα που αποκλείουν τη διάγνωση της ενδεχόμενης νόσου του Alzheimer: α. Αιφνίδια αποπληκτική έναρξη. β. Εστιακά νευρολογικά σημεία, όπως ημιπάρεση, ημιυπαισθησία, ημιανοψία, ασυνέργεια κινήσεων στην αρχή της νόσου. γ. Επιληπτικές κρίσεις ή διαταραχές βάδισης στην έναρξη ή στα πρώιμα στάδια της νόσου. 5. Κλινική διάγνωση της πιθανής νόσου Alzheimer: α. Μπορεί να τεθεί σε ένα ανοϊκό σύνδρομο με απουσία άλλης νευρολογικής, ψυχιατρικής ή συστηματικής νόσου, που ενδέχεται να προκαλέσει άνοια και όταν υπάρχει ποικιλομορφία στην έναρξη, στην κλινική εικόνα και στην πορεία της νόσου. β. Μπορεί να τεθεί, όταν συνυπάρχει μια συστηματική ή νευρολογική νόσος ικανή να προκαλέσει άνοια, η οποία όμως δε θεωρείται ότι είναι αιτία της συγκεκριμένης άνοιας. γ. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ερευνητικές μελέτες, όταν διαπιστώνεται μια μεμονωμένη, προοδευτικά επιδεινούμενη σοβαρή νοητική έκπτωση, με απουσία άλλου αναγνωρίσιμου αιτίου άνοιας.

47

6. Η ταξινόμηση της νόσου Alzheimer για ερευνητικούς σκοπούς θα πρέπει να καθορίζει χαρακτηριστικά που μπορούν να διαχωρίσουν υπο-ομάδες της νόσου όπως: α. Οικογενή εμφάνιση β. Έναρξη πριν από την ηλικία των 65 ετών. γ. Παρουσία τρισωμίας 21. δ. Συνύπαρξη άλλων συγγενών καταστάσεων, π.χ. νόσος του Parkinson. 4.5 ΠΑρΕΜΒΑΣΕιΣ ΓιΑ την ΑντιΜΕτωΠιΣη ΚΑι ΔιΑχΕιριΣη τηΣ ΑνοιΑΣ Οι Gelder, Gath, Mayou & Cowen (1996: 322) αναφέρουν τις βασικές συνιστώσες για την αντιμετώπιση και τη διαχείριση της άνοιας: αρχικά δίνουν έμφαση στην πιθανή δυνατότητα ίασης της άνοιας. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατόν, η διαχείριση της άνοιας θα πρέπει να ξεκινήσει με την αξιολόγηση του βαθμού της ανεπάρκειας αλλά και των κοινωνικών συνθηκών του ασθενούς. Ο σχεδιασμός της συμβουλευτική διαδικασίας θα πρέπει να στοχεύει -κατά το δυνατό- στη βελτίωση της λειτουργικότητας, στην ανακούφιση των στρεσσογόνων συμπτωμάτων, στην παροχή βοήθειας στο πρακτικό επίπεδο της καθημερινότητας και στην υποστήριξη της οικογένειας. Ο περισσότερο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός της φροντίδας του ασθενούς θα πρέπει να ξεκαθαρίσει τους επιμέρους ρόλους που θα διαδραματίσουν οι γιατροί, οι νοσηλεύτριες και οι κοινωνικοί λειτουργοί· και αυτό ισχύει είτε ο ασθενής διαμένει σε νοσοκομείο, είτε εκτός νοσοκομείου. Σε ειδικές περιπτώσεις, όπως π.χ. άνοιες που προκαλούνται από εγκεφαλικό τραύμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο, υπάρχουν κάποια οφέλη, όταν τα πρώτα βήματα της αποκατάστασης γίνονται σε ειδικές μονάδες. Θα πρέπει να θυμόμαστε σε κάθε περίπτωση ότι οι αλλαγές στην προσωπικότητα και η υπερ-κινητικότητα κατά τη διάρκεια της νύχτας μπορεί να δημιουργήσουν πολλά προβλήματα και δυσκολίες στην οικογένεια. Επίσης, ίσως υπάρξει ανάγκη να γίνουν κάποιοι νομικοί διακανονισμοί για τη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων του ασθενούς. 4.5.1 ΦΑΡΜΑΚΟΘΕΡΑΠΕΙΑ Σύμφωνα με τους Gelder, Gath, Mayou & Cowen (1996: 322) δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη φαρμακευτική θεραπεία και η όποια θεραπεία στοχεύει στην ανακούφιση ορισμένων συμπτωμάτων, όπως το άγχος και υπερκινητικότητα. Η Κώστα-Τσολάκη (1999:365) όμως αναφέρει ότι υπάρχουν διαθέσιμες φαρμακοθεραπείες για την άνοια τύπου Alzheimer με πλέον αποτελεσματική

48

θεραπεία τις αντιχολινεστεράσες, εκ των οποίων ήδη στην Ελλάδα κυκλοφορούν δύο (η τακρίνη και η ντονεπεζίλη) και βασική τους συμβολή είναι η καθυστέρηση στην εξέλιξη της νόσου. 4.5.2 ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ. Σύμφωνα με τους Gelder, Gath, Mayou & Cowen (1996: 322) μεγάλο τμήμα της αποκατάστασης των ασθενών με άνοια βασίζεται στην ανάλυση των προβλημάτων και στον προσδιορισμό των στόχων. Διάφορες συμπεριφορικές τεχνικές και μέθοδοι επίσης βασίζονται στις παραπάνω αρχές, αλλά συνεισφέρουν και συγκεκριμένες διαδικασίες για αξιολόγηση και συμβουλευτική διαδικασία. Οι συμπεριφοριστικές αυτές διαδικασίες περιλαμβάνουν θετική ανατροφοδότηση, από-ευαισθητοποίηση, κίνητρα και κινητοποίηση και άλλες πρακτικές μεθόδους για την αντιμετώπιση των διαταραχών της μνήμης. 4.5.2.1 ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ Οι Lutgendorf & Costanzo (2003) υποστηρίζουν ότι αμιγώς βιολογικοί παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα ή οι γενετικοί παράγοντες, δεν επηρεάζουν αποκλειστικά την πορεία μιας ασθένειας, αλλά είναι η αλληλεπίδραση τόσο ψυχολογικών όσο και κοινωνικών παραγόντων με βιολογικές διαδικασίες που θα μας δώσει πληρέστερη εικόνα για την εξέλιξη αλλά και το αποτέλεσμα σε θέματα υγείας και ευρωστίας. Παράγοντες προστατευτικοί της υγείας θεωρούνται η αισιοδοξία, η αντιμετώπιση των προβλημάτων με ενεργητικό και προσαρμοστικό τρόπο και η κοινωνική υποστήριξη. Οι Lutgendorf & Constanzo (2003) αναφέρουν τα αποτελέσματα επιδημιολογικών και άλλων ερευνών, για τη θνητότητα κυρίως, σύμφωνα με τα οποία τα υψηλά επίπεδα κοινωνικής υποστήριξης συνδέονται άμεσα με χαμηλότερο κίνδυνο ασθένειας και θνητότητας, πέρα από τον κίνδυνο που επιφέρουν καθαρά ιατρικοί παράγοντες κινδύνου. Πιο συγκεκριμένα, έρευνες σε ηλικιωμένους με Alzheimer που είχαν φροντίδα από συγγενείς, έδειξαν ότι όσοι ηλικιωμένοι είχαν υψηλά επίπεδα κοινωνικής υποστήριξης παρουσίαζαν στο μέλλον λιγότερες βλάβες στη λειτουργικότητά τους και πιο ανθεκτικό ανοσοποιητικό σύστημα. Επίσης, οι ηλικιωμένοι που απολάμβαναν υψηλό επίπεδο κοινωνικής υποστήριξης, είχαν καλύτερη κατάσταση υγείας και γνωστικών ικανοτήτων και πιο εύρωστο ανοσοποιητικό σύστημα. Επομένως, μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση στη φροντίδα των ηλικιωμένων ασθενών με Alzheimer δείχνει να είναι μια προσέγγιση με πολλαπλά οφέλη για τους ηλικιωμένους. Στη συνέχεια θα αναλύσουμε τις βασικές αρχές της.

49

Ο Brooker (2004) προτείνει μια συνολική αντιμετώπιση των ασθενών με άνοια αλλά και των συγγενών τους, η οποία θα είναι ανθρωποκεντρική· θα θέτει δηλαδή στο επίκεντρο της όποιας προσέγγισης τον ίδιο τον ασθενή και τις ανάγκες του. Βασίζει την προσέγγιση αυτή στις απόψεις και τη φιλοσοφία που ανέπτυξε ο Carl Rogers επηρεάζοντας σημαντικά την πορεία της εξέλιξης των συμβουλευτικών παρεμβάσεων. Σύμφωνα λοιπόν με την ανθρωποκεντρική προσέγγιση ο Brooker (2004: 216) προτείνει, ορίζει, οριοθετεί και αναλύει τις βασικές συνιστώσες της ανθρωποκεντρικής φροντίδας ως εξής: «Η ανθρωποκεντρική φροντίδα περιλαμβάνει τέσσερα μείζονα στοιχεία, εκ των οποίων όλα έχουν οριστεί ως αφ’ εαυτού ανθρωποκεντρικά από αρκετούς συγγραφείς. Τα στοιχεία αυτά είναι: 1. Η εκτίμηση των ανθρώπων με άνοια και όσων τους φροντίζουν 2. Η θεραπευτική αντιμετώπιση των ανοιακών ασθενών ως άτομα, δηλαδή η κατά το δυνατόν εξατομικευμένη συμβουλευτική διαδικασία 3. Η δυνατότητα να δούμε τον κόσμο από την πλευρά του ατόμου με άνοια, ένας επαρκής βαθμός ενσυναίσθησης 4. Η ύπαρξη ενός κοινωνικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο το άτομο με άνοια μπορεί να βιώνει μια σχετική ευζωία και ευρωστία». Στο πλαίσιο που τίθεται από την ανθρωποκεντρική προσέγγιση στη διαχείριση της άνοιας στους ηλικιωμένους βασική συνιστώσα, ενσωματωμένη στη γενικότερη συμβουλευτική διαδικασία, μπορεί να είναι η χρήση της προσωπικής ιστορίας ζωής των ηλικιωμένων (Sherman, 1994). Οι Moos & Bjorn (2006) περιγράφουν τη μέθοδο αυτή, η οποία περιλαμβάνει τη χρήση γραπτών κειμένων με βιογραφικά στοιχεία ή γραπτές βιογραφίες, ημερολόγια, φωτογραφίες, αντικείμενα, μουσική και άλλα στοιχεία που βοηθούν τη μνήμη και έχει βρεθεί ότι είναι χρήσιμη κυρίως για ηλικιωμένα άτομα που ζουν σε γηροκομεία και χώρους προστατευόμενης φροντίδας. Οι Moos & Bjorn (2006) παρατηρούν ότι στις σύγχρονες κοινωνίες στους ηλικιωμένους με σοβαρές γνωστικές ανεπάρκειες συνήθως δεν παρέχεται φροντίδα στο σπίτι, ούτε σε μικρά γηροκομεία, όπου και οι ηλικιωμένοι και το προσωπικό προέρχονται από το ίδιο κοινωνικό περιβάλλον και έχουν στο παρελθόν μοιραστεί ιστορίες και τρόπους ζωής, αλλά σε μεγαλύτερα ιδρύματα, στα οποία οι εργαζόμενοι, αν και έχουν καλύτερη εκπαίδευση και περισσότερο επαγγελματισμό, έχουν λιγότερη γνώση για το παρελθόν των ηλικιωμένων ενοίκων των ιδρυμάτων ή και το τοπικό κοινωνικό περιβάλλον. Προκειμένου λοιπόν να γεφυρωθεί η αυξανόμενη απόσταση μεταξύ προσωπικού και ενοίκων, το προσωπικό οφείλει να συλλέξει συστηματικά και να αφομοιώσει πληροφορίες σχετικά με το παρελθόν και την πορεία ζωής των ηλικιωμένων ενοίκων, ώστε να μπορεί να

50

προσφέρει εξατομικευμένη και σε προσωπικό επίπεδο φροντίδα. Η βασική παραδοχή πίσω από αυτή τη μέθοδό είναι ότι η διατήρηση της έννοιας του εαυτού στους ηλικιωμένους ασθενείς με άνοια είναι δυνατή και συμβατή με την ανθρωπιστική προσέγγιση, η οποία δίνει έμφαση στη δυνατότητα των ηλικιωμένων ανοιακών ασθενών να έχουν εμπειρίες, να παρατηρούν και να προσέχουν το φυσικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τους περιβάλλον και μέσω των προσωπικών τους ιστοριών και βιογραφιών να πετύχουν τη διατήρηση της έννοιας του εαυτού. Η έμφαση αυτή βρίσκεται σε σχετική αντίθεση με την ιατρική προσέγγιση, η οποία αντιλαμβάνεται την άνοια ως μια κατάσταση χειροτέρευσης των εγκεφαλικών διεργασιών και της λειτουργικότητας του ηλικιωμένου ασθενούς και οδήγησε σε ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις -όπως είναι, π.χ., ο Προσανατολισμός στην Πραγματικότητα (Reality Orientation) και άλλες με την ίδια ή παρόμοια φιλοσοφία. Ο στόχος των παρεμβάσεων είναι η μείωση της σύγχυσης παρέχοντας κατ’ επανάληψη στοιχεία, π.χ. για τον χρόνο της ημέρας, ημερομηνία και εποχή. Επίσης, δόθηκε έμφαση στις εμπειρίες των ηλικιωμένων με άνοια και στις συναισθηματικές πλευρές της επικοινωνίας τους με άλλα άτομα. Τέλος, έγινε προσπάθεια ενδυνάμωσης της ταυτότητας των ηλικιωμένων με άνοια μέσω της ενίσχυσης των θετικών αλληλεπιδράσεων τους με άλλους ανθρώπους. Οι Moos & Bjorn (2006) προχώρησαν, τέλος, σε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας εστιάζοντας σε ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις που βασίστηκαν στην ανθρωποκεντρική προσέγγιση και στη συνακόλουθη μέθοδο της χρήσης πληροφοριών από το παρελθόν των ηλικιωμένων ατόμων με άνοια. Οι παρεμβάσεις είχαν τους ακόλουθους στόχους: αύξηση της αυτο-εκτίμησης και ενδυνάμωση της έννοιας του εαυτού, βελτίωση της ποιότητας ζωής και θετική προσαρμοστική αλλαγή συμπεριφοράς. Οι συγγραφείς τονίζουν ότι συνολικά οι παρεμβάσεις κινήθηκαν προς την επιθυμητή κατεύθυνση και πέτυχαν τους στόχους που έθεσαν εξαρχής, αν και επισημαίνουν ότι για την περαιτέρω αξιολόγηση των ψυχοκοινωνικών αυτών παρεμβάσεων χρειάζεται περισσότερη έρευνα –τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική– με καλύτερη σχεδιασμένη μεθοδολογία (Roberts, Browne, Gafni, Varieur, Loney & de Ruijter, 2000). Ο Kelly (2010: 105) επίσης στην ίδια γραμμή επιχειρηματολογίας για τη δυνατότητα της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης να δώσει χρήσιμες κατευθύνσεις στη φροντίδα των ηλικιωμένων ανθρώπων με άνοια, αναλύει τις συνιστώσες που συνθέτουν αυτήν την ανθρωποκεντρική προσέγγιση στην φροντίδα των ανοιακών ηλικιωμένων σε επίπεδο στάσεων και συμπεριφοράς. Συγκε-

51

κριμένα, αναφέρει ότι σε αυτά περιλαμβάνονται η εκτίμηση, η αναγνώριση, η διαπραγμάτευση και η διευκόλυνση· στοιχεία που σύμφωνα με τον Kelly (2010: 105) μπορούν να οδηγήσουν τους ηλικιωμένους ανθρώπους με άνοια στην ενσωμάτωση στον κοινωνικό κόσμο και να ικανοποιήσουν τις ψυχοκοινωνικές τους ανάγκες για άνεση, προσκόλληση, ένταξη, ταυτότητα, απασχόληση και τελικά αγάπη. Τα χαρακτηριστικά αυτά αντιπροσωπεύουν την πρακτική πλευρά της ανθρωποκεντρικής φροντίδας και βασίζονται στην αρχή ότι η προσωπικότητα και η ταυτότητα των ατόμων πρέπει και μπορεί να διατηρηθούν μέσω ενός ήθους σεβασμού· κάτι που μπορεί να γίνει εμφανές μέσω θετικών αλληλεπιδράσεων στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Η Innes (2002: 494) αναφέρει ότι η διατήρηση της προσωπικότητας και της ταυτότητας του ηλικιωμένου με άνοια οδηγεί στη συντήρηση και ενίσχυση της αίσθησης της κοινωνικής αυτοπεποίθησης, αξίας και ελπίδας των ηλικιωμένων με άνοια. Η Innes (2002: 494) εξηγεί ότι αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι ο ηλικιωμένος άνθρωπος με άνοια θα αισθάνεται αυτοπεποίθηση να συνδεθεί με άλλους, θα αισθανθεί ότι έχει αξία και την αποδοχή των άλλων, θα είναι ενεργός και θα συμμετέχει σε δραστηριότητες που έχουν προσωπικό νόημα και θα διατηρήσουν μια αίσθηση σκοπού. Ο Kelly (2010: 118), επίσης, αναφέρει ότι η ανθρωποκεντρική προσέγγιση στη φροντίδα των ηλικιωμένων με άνοια προϋποθέτει ενέργεια, κινητοποίηση, επαρκείς πόρους, υποστήριξη από το εργαζόμενο προσωπικό και –για όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με τις βασικές της αρχές– εκπαίδευση και ανατροφοδότηση. Επισημαίνει ότι, εάν δε γίνουν αλλαγές στις γενικότερες πολιτικές και κατευθύνσεις, στις πρακτικές, την επιλογή προσωπικού, εάν δεν υπάρξει εκτεταμένη υποστήριξη, εποπτεία, οργανωτικές αλλαγές ή εθνικά πλαίσια πολιτικών, οι υπηρεσίες γενικότερα –και ειδικότερα οι υπηρεσίες για ηλικιωμένους– δε θα αφομοιώσουν εύκολα τις αρχές της ανθρωποκεντρικής φροντίδας (Innes, 2002). Οι Kuske et al (2007) ακόμη αναφέρουν ότι η εντός εργασιακού περιβάλλοντος εκπαίδευση του παραϊατρικού και κυρίως του νοσηλευτικού προσωπικού είναι άλλη μια απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχημένη εφαρμογή των ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων στους ηλικιωμένους με άνοια και σημειώνουν ότι, όταν οι εκπαιδευτικές αυτές παρεμβάσεις είναι εκτεταμένες και συνοδεύονται από συνεχή υποστήριξη, δείχνουν να επιτυγχάνουν τη βιώσιμη εφαρμογή της καινούργιας γνώσης και των πληροφοριών. Ο Kelly (2010), επίσης, αναφέρει ότι σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα έχει βρεθεί ότι η αναγνώριση και η υποστήριξη της αίσθησης και της έννοιας του εαυτού στα ηλικιωμένα άτομα με άνοια μπορεί να οδηγήσει σε θετικά στοιχεία στις αλληλεπιδράσεις

52

με συνεπακόλουθες συνεκδοχές για την ευζωία, την ευρωστία και την ποιότητα ζωής του ηλικιωμένου ατόμου με άνοια που λαμβάνει φροντίδα. Ο Trevor (2003) αναφέρει ότι, για να είναι μια παρέμβαση στους ηλικιωμένους με άνοια περισσότερο ολοκληρωμένη, θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τον ηλικιωμένο άνθρωπο με άνοια όσο το άτομο που έχει κυρίως αναλάβει την φροντίδα του αλλά και τον ειδικό που φροντίζει για τον ασθενή. Οι ειδικοί για τη διαχείριση της άνοιας στους ηλικιωμένους θα πρέπει να εμπλέκουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τη διαχείριση της άνοιας τόσο τον ίδιο τον ασθενή όσο και το άτομο που έχει κυρίως αναλάβει τη φροντίδα και την εποπτεία του. Οι Mackenzie, Bartlett & Downs (2005: 44) θέτουν μια άλλη διάσταση στη φροντίδα, παρέμβαση και αντιμετώπιση της άνοιας, η οποία αφορά στις διαφορετικές ερμηνείες που μπορούν να δώσουν στην εμφάνιση και ανάπτυξη της άνοιας άτομα διαφορετικής κυρίως πολιτιστικής προέλευσης. Η διάσταση αυτή αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία κυρίως μέσα στο πλαίσιο των αλλαγών που καθιστούν πια την πολύ-πολιτισμικότητα γεγονός στις σύγχρονες κοινωνίες –και στην ελληνική. Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν στην αναγκαιότητα σύγκλισης στις κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υγείας, ώστε να διασφαλιστεί ότι η προσέγγιση στη συμβουλευτική διαδικασία, υποστήριξη και αποκατάσταση των αποδεκτών των υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας είναι συμβατές με το εκάστοτε πολιτιστικό υπόβαθρο και τις πεποιθήσεις των ατόμων. Συνολικά, οι απόψεις για την αιτιολογία και εξέλιξη της άνοιας περιλαμβάνουν το ιατρικό μοντέλο, το οποίο δίνει έμφαση στην ασθένεια και τοποθετεί τον γιατρό ή τον ψυχίατρο σε θέση αυθεντίας και αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο στον δυτικό κόσμο. Η επόμενη παρόμοια ερμηνευτική θέση αντιμετωπίζει την άνοια ως μια φυσιολογική εξέλιξη της βιοψυχοκοινωνικής διαδικασίας γήρανσης και αποτελεί μια παραλλαγή του ιατρικού μοντέλου που τοποθετεί τον ηλικιωμένο ασθενή σε παθητική θέση, στα χέρια της οικογένειάς του και της κοινότητας. Η τρίτη θεώρηση έχει θρησκευτική ή και μυστικιστική βάση και επηρεάζει ολόκληρες οικογένειες, οι οποίες πιστεύουν ότι στιγματίζονται από την άνοια. Οι Mackenzie, κ.ά, (2005) επισημαίνουν ότι σε μια προσέγγιση που εστιάζει στην επίλυση προβλημάτων και στην εύρεση λύσεων γύρω από τα θέματα που συνοδεύουν την άνοια, οι τοπικές ή όχι υπηρεσίες θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στους ανοιακούς ηλικιωμένους μέσω μιας προοπτικής που θεωρεί ισότιμες εναλλακτικές ερμηνείες των αιτιών της άνοιας. Η παροχή των υπηρεσιών επίσης θα πρέπει να διαθέτει αρκετή ευελιξία, ώστε το κυρίαρχο μοντέλο ερμηνείας των υπηρεσιών να μην είναι απαραιτήτως αυτό που θα επιβληθεί στον ασθενή, οι απόψεις του οποίου για την αιτία της άνοιας οφείλουν να γίνουν σεβαστές.

53

55 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

5

Άγχος

Στην ακόλουθη ενότητα θα εξετάσουμε θέματα που αφορούν στο άγχος, στις αγχώδεις διαταραχές και στην αντιμετώπισή τους στην τρίτη ηλικία. Συγκεκριμένα θα αναφερθούμε στον ορισμό του άγχους, στα βασικά συστατικά του στοιχεία, στην αντίδραση «δράση ή αποφυγή» (“the fight-orflight” response), στην περιγραφή των αγχωδών διαταραχών (δηλαδή της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής, της κρίσης πανικού, της αγοραφοβίας, της κοινωνικής φοβίας, και των φοβιών γενικότερα αλλά και της ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής διαταραχής). Επίσης, θα εξετάσουμε τις παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των αγχωδών διαταραχών (χαλάρωση, συστηματική αποευαισθητοποίηση (ή αμοιβαία παρεμπόδιση), έκθεση και ψυχοκατακλυσμική συμβουλευτική διαδικασία). Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στη λεπτομερή περιγραφή και ανάλυση των σταδίων που ακολουθούνται στη μέθοδο της χαλάρωσης –όχι μόνο επειδή έχει εκτεταμένη εφαρμογή στην αντιμετώπιση και διαχείριση των αγχωδών διαταραχών, αλλά γιατί εφαρμόζεται επίσης στην αντιμετώπιση και διαχείριση του πόνου στους ηλικιωμένους και όχι μόνο· στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς μεγάλο ποσοστό των ηλικιωμένων αντιμετωπίζει εμπειρίες μυοσκελετικών και άλλων μορφών πόνου.

5.1 οριΣΜοΣ Το άγχος μπορεί να οριστεί ως μια εσωτερική εμπειρία ή κατάσταση που δημιουργεί έλλειψη φυσιολογικής ή ψυχολογικής ισορροπίας μέσα στο άτομο (Παλαιολόγου, 2001).

54

5.2 ΣΥΣτΑτιΚΑ χΑρΑΚτηριΣτιΚΑ Σύμφωνα με τον Κάντα (1995) το άγχος είναι μια κατάσταση του οργανισμού που απεικονίζει την καλή και την κακή προσαρμογή του ατόμου στο περιβάλλον του. Το άγχος περιλαμβάνει τέσσερα κύρια στοιχεία. 1. Τον στρεσογόνο παράγοντα, που ορίζεται ως η οποιαδήποτε αιτία που δημιουργεί το άγχος. 2. Τους μεσολαβητικούς παράγοντες, που αυξάνουν ή ελαττώνουν την επίδραση του στρεσογόνου παράγοντα, π.χ. το κλίμα, η δίαιτα. 3. Το σύνδρομο προσαρμογής, που αποτελεί τον παράγοντα άμβλυνσης του άγχους. 4. Τη δυνατή προσαρμοστικότητα, που δείχνει ότι, όταν υπάρχουν καθυστερήσεις στους μηχανισμούς που υπογραμμίζουν το σύνδρομο προσαρμογής, τότε μπορεί να συμβεί μια κακή προσαρμογή στο άτομο. 5.3 ΓΕνιΚΑ • Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία οργανωτικών και περιβαλλοντικών καταστάσεων που δημιουργούν άγχος. • Διαφορετικά άτομα αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο στις ίδιες καταστάσεις. • Η ένταση και το μέγεθος του άγχους που παρουσιάζεται στο άτομο είναι δύσκολο να προβλεφθεί. • Τα αποτελέσματα ενός παρατεινόμενου άγχους στο άτομο μπορούν να προκαλέσουν μια αλλαγή στη συμπεριφορά του ή μια αλλαγή ψυχοσωματική ή και τα δύο. • Το παρατεινόμενο άγχος μπορεί να προκαλέσει χρόνιες αρρώστιες, όπως τη στεφανιαία νόσο. 5.4 ΑΓχΏΔΕιΣ ΔιΑτΑρΑχΈΣ (Kennerley, 1999; Silove & Manicavasagar, 2000; Παλαιολόγου, 2001; Gelder et al, 1996). ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ «ΔΡΑΣΗΣ Η ΑΠΟΦΥΓΗΣ». Η αντίδραση αυτή, δηλαδή η επίθεση όταν το άτομο απειλείται ή η αποφυγή μιας προκλητικής κατάστασης παίρνει τη μορφή φυσιολογικών (σωματικών) αλλαγών. • Έκλυση γλυκόζης από το συκώτι για να τροφοδοτηθούν οι μύες με ενέργεια. • Έκλυση ορμονών που μεταβάλλουν το λίπος και τις πρωτεϊνες σε γλυκόζη.

55

• Αύξηση καρδιακού ρυθμού και αρτηριακής πίεσης. • Αύξηση ρυθμού αναπνοής και σύσφιξη των μυών. • Μη χρήσιμες λειτουργίες, όπως η πέψη, αναστέλλονται. • «Στέγνωμα του σάλιου», για να αυξηθεί η ποσότητα του αέρος που περνά στους πνεύμονες. • Εκλύονται φυσικά «αντιβιοτικά» του σώματος, δηλαδή ενδορφίνες. • Επιφανειακά αιμοφόρα αγγεία συστέλλονται για να περιορίσουν την αιμορραγία σε περίπτωση χτυπήματος. • Η σπλήνα εκλύει περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια για να βοηθήσουν στη «μεταφορά» οξυγόνου. • Παράγονται περισσότερα λευκά αιμοσφαίρια για την καταπολέμηση ιών. Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή. Το άτομο αισθάνεται διαρκή ένταση και τρόμο. Παρουσιάζει αδυναμία χαλάρωσης, διαταραχές ύπνου, ημικρανίες, ζάλη και αυξημένο καρδιακό ρυθμό. Το άτομο διαρκώς ανησυχεί για πιθανά προβλήματα και αντιμετωπίζει δυσκολίες συγκέντρωσης και λήψης αποφάσεων. Ακόμα και όταν μια απόφαση έχει ληφθεί, αυτό συνιστά πηγή περαιτέρω ανησυχιών, (π.χ. «έχω προβλέψει όλες τις πιθανές συνέπειες;»). Σχόλια ανθρώπων με γενικευμένη αγχώδη διαταραχή: • «Ενοχλούμαι συχνά από τους χτύπους της καρδιάς μου». • «Η παραμικρή ενόχληση με ‘χτυπάει στα νεύρα’ και με εκνευρίζει». • «Συχνά φοβάμαι χωρίς κανένα λόγο». • «Ανησυχώ συνεχώς και αυτό με καταβάλλει». • «Συχνά αντιμετωπίζω περιόδους πλήρους εξουθένωσης και κόπωσης». • «Είναι πάντα δύσκολο για μένα να παίρνω αποφάσεις». • «Συνεχώς φοβάμαι ότι κάτι τρομερό θα συμβεί». • «Αισθάνομαι ανήσυχος και σφιγμένος όλη την ώρα». • «Συχνά αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να ξεπεράσω τις δυσκολίες». • «Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι συνεχώς υπό πίεση». Κρίση πανικού. Ένα επεισόδιο οξέος και κατακλυσμικού φόβου ή τρόμου. Το άτομο είναι σίγουρο ότι κάτι τρομερό πρόκειται να συμβεί. Συνοδεύεται από συμπτώματα όπως αυξημένοι χτύποι καρδιάς, πόνοι στο στήθος, δυσκολία στην αναπνοή, εφίδρωση, μυϊκό τρέμουλο, ζαλάδα και ναυτία. Στη διάρκεια σοβαρών κρίσεων πανικού το άτομο φοβάται ότι θα πεθάνει -συνήθως από έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Περίπου το 1/3 έως το 1/2 των ανθρώπων με κρίσεις πανικού θα αναπτύξουν αγοραφοβία. Τα αγοραφοβικά άτομα φοβούνται κάθε μέρος όπου μπορεί να παγιδευτούν ή να μην είναι σε θέση να τους παρασχεθεί βοήθεια σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης. Αποφεύγουν μέρη με πολύ κόσμο (όπως εμπορικά κέντρα και σούπερ-μάρκετ), κλειστά μέρη από

56

όπου είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς (όπως λεωφορεία, ανελκυστήρες ή το μετρό) και φοβούνται επίσης να μείνουν μόνοι σε πολύ ανοιχτά μέρη (όπως μια μεγάλη άδεια παραλία). Πολλοί σταδιακά αποφεύγουν την οδήγηση, φοβούμενοι μήπως κατά τη διάρκειά της συμβεί μια κρίση πανικού. Φοβίες. Φοβία είναι ένας έντονος φόβος για ένα ερέθισμα ή μια κατάσταση που οι περισσότεροι άνθρωποι δε θεωρούν ιδιαίτερα επικίνδυνα. Το βασικό σημείο σε μια φοβία είναι ότι ο φόβος είναι παράλογος. Κοινωνική φοβία. Οι άνθρωποι με κοινωνική φοβία αισθάνονται εξαιρετικά ανασφαλείς σε κοινωνικές καταστάσεις και φοβούνται υπερβολικά μήπως έρθουν σε δύσκολη θέση και ντροπιαστούν. Αποφεύγουν τις δημόσιες ομιλίες, το να τρώνε σε δημόσια μέρη, τα πάρτυ και τις επαγγελματικές συναντήσεις. Γενικά αποφεύγουν καταστάσεις όπου οι άλλοι είναι πιθανό να τους αξιολογήσουν. Ψυχαναγκαστική-Καταναγκαστική διαταραχή. Ψυχαναγκασμοί είναι επίμονες εισβολές, ανεπιθύμητων σκέψεων, εικόνων ή ορμών που εγείρουν άγχος (π.χ. «Έχω αφήσει το μάτι της κουζίνας ανοιχτό;»). Καταναγκασμοί είναι ορμές στις οποίες το άτομο δε μπορεί να αντισταθεί και που το οδηγούν στην πραγματοποίηση κάποιων πράξεων ή τελετουργιών (π.χ. τακτοποίηση των αντικειμένων στο γραφείο με συγκεκριμένο τρόπο, πριν αρχίσει το γράψιμο μιας εργασίας). 5.5 ΠΑρΕΜΒΑΣη ΣτιΣ ΑΓχωΔΕιΣ ΔιΑτΑρΑχΕΣ ΠΕΝΤΕ ΒΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΛΑΡΩΣΗΣ (Kennerley, 1999). Παρακάτω παρουσιάζονται συγκεκριμένες οδηγίες για το πώς μπορούμε να μάθουμε να χαλαρώνουμε σταδιακά και αποτελεσματικά. Η άσκηση αυτή θα μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε πιθανά συμπτώματα άγχους, αλλά και συμπτώματα πόνου από χρόνιες ή και μη ασθένειες. Θα έχουμε την ευκαιρία να εξασκηθούμε στην άσκηση αυτή και κατά την διάρκεια των βιωματικών ασκήσεων που θα ακολουθήσουν με τους/τις εκπαιδευτές/τριες μας. • Αναπνοή. Το κλειδί για τη χαλάρωση. 1. Πάρε μια βαθιά αναπνοή, ανάπνευσε από το βάθος του στομαχιού σου. 2. Κράτησέ την για 5 δευτερόλεπτα. 3. Άφησε την αναπνοή σου σιγά-σιγά. • Μύες. Χαλάρωση της έντασης. 1. Σφίξε γερά έναν μυ. 2. Μέτρα μέχρι το 3. 3. Πάρε μια βαθιά αναπνοή.

57

4. Μέτρα μέχρι το 5. 5. Άφησε την αναπνοή σου σιγά-σιγά. 6. Κούνησε ελαφρά τον μυ (π.χ. χέρι) για να χαλαρώσει. [Επαναλαμβάνουμε την παραπάνω άσκηση διαδοχικά για όλους τους μυς. Π.χ., γροθιές, χέρια, σαγόνι, στόμα, λαιμό, ώμους, πλάτη, στομάχι, πόδια]. • Ευχάριστες σκηνές. Φαντάσου την πιο ευχάριστη, χαλαρωτική σκηνή που μπορείς να σκεφτείς και ακολούθησε τα επόμενα βήματα. 1. Σφίξε γερά έναν μυ. 2. Μέτρα μέχρι το 3. 3. Πάρε μια βαθιά αναπνοή. 4. Μέτρα μέχρι το 5. 5. Άφησε την αναπνοή σου σιγά-σιγά. 6. Φαντάσου την ευχάριστη σκηνή που σκέφτηκες. • Εσωτερικός διάλογος. Σκέψου μια ήρεμη, χαλαρωτική πρόταση για να πεις στον εαυτό σου, όταν ανησυχείς. Παραδείγματα: 1. «Καμία ανησυχία». 2. «Μπορώ να τα καταφέρω». 3. «Όλα πάνε μια χαρά». • Σύνθεση. Συνδυάζουμε όλα τα παραπάνω βήματα για κάθε ομάδα μυών. Παράδειγμα: 1. Σφίξε τη γροθιά σου όσο πιο πολύ μπορείς. 2. Μέτρα μέχρι το 3. 3. Ανέπνευσε βαθιά. 4. Μέτρα μέχρι το 5. 5. Άφησε την αναπνοή σου σιγά-σιγά, σκέψου μια ευχάριστη σκηνή και πες στον εαυτό σου «Είμαι ήρεμος και όλα πάνε μια χαρά». 5.6 λοιΠΕΣ τΕχνιΚΕΣ (Kennerley, 1999; Silove & Manicavasagar, 2000; Παλαιολόγου, 2001; Gelder et al, 1996). 5.6.1 ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ Ή ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ Περιλαμβάνει το συσχετισμό μιας αντίδρασης (π.χ. χαλάρωση) ασυμβίβαστης με μια απροσάρμοστη συμπεριφορά (π.χ. άγχος), παρουσία της κατάστασης που προκαλεί την απροσάρμοστη συμπεριφορά προκειμένου να μειωθεί το άγχος. Αν τα ερεθίσματα που προκαλούν άγχος στον άνθρωπο συνδέονται συνέχεια με μια κατάσταση χαλάρωσης, τότε ο σύνδεσμος που έχει κάνει ο άνθρωπος μεταξύ αυτών των ερεθισμάτων και της αγχωτικής αντίδρασής του

58

σταδιακά θα εκλείψει. Αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να βιώνει συγχρόνως δύο ασυμβίβαστες καταστάσεις, όπως είναι η χαλάρωση και το άγχος, δημιουργείται μια αμοιβαία παρεμπόδιση κατά την οποία η χαλάρωση σταδιακά αποδυναμώνει το άγχος. • Ο σύμβουλος ετοιμάζει έναν κατάλογο των αγχογόνων καταστάσεων του πελάτη, όπως έχουν καταγραφεί μέσα από τις συνεντεύξεις. • Αφιερώνεται αρκετός χρόνος για την εκπαίδευση του πελάτη στη χαλάρωση των μυών του. • Ιεραρχεί τις αγχογόνες καταστάσεις. • Ζητάει από τον πελάτη να φανταστεί καταστάσεις που του προκαλούν άγχος. • Παρουσιάζονται στον πελάτη καταστάσεις που του προκαλούν λίγο άγχος. • Ακολουθεί η παρουσίαση, σταδιακά, περισσότερο αγχογόνων καταστάσεων. 5.6.2 ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΦΟΒΙΚΟ ΕΡΕΘΙΣΜΑ Βασίζεται στην ίδια αρχή με την συστηματική αποευαισθητοποίηση, αλλά το φοβικό ερέθισμα δε γίνεται αντικείμενο της φαντασίας του πελάτη. Αντιθέτως, ο πελάτης αντιμετωπίζει τα φοβικά ερεθίσματα σε πραγματικές συνθήκες, ξεκινώντας από τα λιγότερο προς τα περισσότερο αγχογόνα. 5.6.3 ΨΥΧΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ (FLOODING) Ο πελάτης έρχεται αντιμέτωπος με το ερέθισμα που του προκαλεί φόβο ή άγχος, ενώ ο σύμβουλος προσπαθεί στην πορεία να διατηρήσει έντονο το άγχος του πελάτη. Ο σύμβουλος περιγράφει την αγχογόνο κατάσταση στον πελάτη ξανά και ξανά, σε πολλές συναντήσεις, μέχρις ότου αρχίσει να μειώνεται το άγχος και ο πελάτης δεν μπορεί πλέον να αντιδράσει με άγχος στο συγκεκριμένο ερέθισμα. Για την αγχώδη διαταραχή αρκεί η εκμάθηση χαλάρωσης· για τις διάφορες φοβίες αποτελεσματικές είναι τόσο η συστηματική αποευαισθητοποίηση όσο η έκθεση και η ψυχοκατακλυσμική συμβουλευτική διαδικασία. Για την ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή προτείνεται η ψυχοκατακλυσμική συμβουλευτική διαδικασία. (Kennerley, 1999; Silove & Manicavasagar, 2000; Παλαιολόγου, 2001; Gelder et al, 1996)

59

66 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

6

Διαπροσωπική Συμβουλευτική

Η Διαπροσωπική Συμβουλευτική (Interpersonal Psychotherapy, IPT) βασίζεται στην παραδοχή ότι οι νευρώσεις – ανεξάρτητα από συμπτωματικές εκδηλώσεις, σοβαρότητα, υποτιθέμενη βιολογική ευπάθεια, ή χαρακτηριστικά προσωπικότητας – συμβαίνουν μέσα σε ένα ψυχοκοινωνικό και διαπροσωπικό περιβάλλον και η κατανόηση και επαναδιαπραγμάτευση του διαπροσωπικού περιβάλλοντος που σχετίζεται με την έναρξη των συμπτωμάτων είναι σημαντική στην «ανάρρωση» του νευρωτικού και στην πρόληψη περαιτέρω νευρωτικών συμπτωμάτων. Ο λόγος για τον οποίο θα ασχοληθούμε διεξοδικά με τις βασικές αρχές, στρατηγικές, μεθόδους και τεχνικές της διαπροσωπικής ψυχοθεραπείας είναι ότι, κατά τη θεωρία αυτή, πολλά ψυχολογικά συμπτώματα προέρχονται από την αποτυχία των ατόμων να εκπληρώσουν σωστά και αποτελεσματικά τους ρόλους. Οι ηλικιωμένοι, καθώς βιώνουν μια μετάβαση σε καινούργιους ρόλους, μπορεί να αντιμετωπίσουν εμπλοκές και προβλήματα στο παίξιμο αυτών των ρόλων με αποτέλεσμα να υπάρχουν ψυχολογικές διαταραχές. Η περιγραφή των βασικών αρχών της Διαπροσωπικής Συμβουλευτικής βασίστηκε στους Klerman & Weissman (1982:88-106). 6.1 ΘΕωρητιΚο ΠλΑιΣιο Η Διαπροσωπική Συμβουλευτική είναι αποτέλεσμα πολλών θεωρητικών προελεύσεων. Η παλαιότερη είναι ο Meyer, του οποίου η ψυχοβιολογική προσέγγιση στην κατανόηση των ψυχιατρικών διαταραχών έδινε μεγάλη έμφαση στις παρούσες, τωρινές ψυχοκοινωνικές και διαπροσωπικές εμπειρίες. Ο Meyer

60

έβλεπε τις ψυχικές διαταραχές ως τμήμα της προσπάθειας του ασθενούς να προσαρμοστεί στο περιβάλλον, συνήθως στο ψυχοκοινωνικό. Θεωρούσε ότι οι αντιδράσεις των ασθενών σε περιβαλλοντολογικές αλλαγές και στο στρες, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από εξελικτικές εμπειρίες στην οικογένεια και από τη συμμετοχή του ασθενούς σε κοινωνικές ομάδες. Ο Meyer προσπάθησε να εφαρμόσει τις έννοιες που πηγάζουν από την προσαρμογή σε ρόλους στην κατανόηση της ψυχικής διαταραχής. Ακολουθεί ο Sullivan που επισήμανε ότι η ψυχολογία είναι η επιστημονική μελέτη των ανθρώπων και των διαδικασιών που τους περιλαμβάνουν ή που υπεισέρχονται μεταξύ τους, σε αντίθεση με τη μελέτη μόνο του πνεύματος, της κοινωνίας ή του εγκεφάλου. Άρα, η μονάδα μελέτης είναι η διαπροσωπική κατάσταση σε κάθε στιγμή. Τέλος, ο Frank τόνισε ότι η επιτυχής διαχείριση τωρινών διαπροσωπικών καταστάσεων είναι ένα σημαντικό κοινωνικό-ψυχολογικό κομμάτι της συμβουλευτικής. 6.2 ΠροΣΚολληΣη Η θεωρία της προσκόλλησης τονίζει ότι τα πιο έντονα ανθρώπινα συναισθήματα σχετίζονται με τη δημιουργία, διακοπή και ανανέωση των συναισθηματικών δεσμών. Οι έρευνες του Bowlby κατέδειξαν: • Τη σημασία της προσκόλλησης και των κοινωνικών δεσμών στην ανθρώπινη λειτουργικότητα. • Την τάση προς ανεπαρκείς διαπροσωπικές σχέσεις αν δεν είχαν αναπτυχθεί νωρίς δεσμοί προσκόλλησης. • Την τάση των ανθρώπων προς την κατάθλιψη ή την απόγνωση στη διάρκεια της διακοπής των δεσμών προσκόλλησης. Πολλές μορφές ψυχολογικών διαταραχών είναι αποτέλεσμα της ανικανότητας του ατόμου να δημιουργήσει και να διατηρήσει συναισθηματικούς δεσμούς. Ο τρόπος με τον οποίο οι συναισθηματικοί δεσμοί δημιουργούνται, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από γεγονότα μέσα στην οικογένεια, κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά στη διάρκεια της πρώιμης ηλικίας. Βασισμένος σ’ αυτές τις παρατηρήσεις ο Bowlby πρότεινε ένα σύστημα ψυχοθεραπείας σχεδιασμένο να βοηθήσει τον ασθενή στην εξέταση των διαπροσωπικών του σχέσεων έτσι ώστε να κατανοήσει πώς ερμηνεύονται, στη βάση των εμπειριών του με «φιγούρες» προσκόλλησης στην παιδική, εφηβική και ενήλικη ζωή. Επίσης, ο Henderson, σε μια σειρά μελετών, έδειξε ότι η έλλειψη κοινωνικών δεσμών στο τωρινό περιβάλλον σχετίζεται με νευρωτικά συμπτώματα. Ο όρος «κοινωνικοί δεσμοί» ορίστηκε ως η παροχή κοινωνικών σχέσεων

61

στην πρωτογενή ομάδα ή στο άμεσο περιβάλλον. Αυτές οι παροχές περιλαμβάνουν: • Διαθεσιμότητα επαρκών προσκολλήσεων. • Κοινωνική ενσωμάτωση. • Ευκαιρίες για τη φροντίδα άλλων ατόμων. • Επιβεβαίωση της αξίας του εαυτού. • Αίσθηση αξιόπιστων «συμμαχιών» και καθοδήγηση. 6.3 ΠΕριΓρΑΦη τηΣ ΔιΑΠροΣωΠιΚηΣ ΣΥΜΒοΥλΕΥτιΚηΣ Αν και αναγνωρίζεται η επιρροή των πρώιμων εξελικτικών εμπειριών στους ενήλικους τρόπους διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης, δε θεωρείται ότι η αναπαράσταση των πρώιμων εμπειριών του ασθενούς είναι απαραίτητη για να υπάρξει αλλαγή. Η διαπροσωπική συμβουλευτική εστιάζει στις τωρινές διαπροσωπικές σχέσεις και βασίζεται στην παραδοχή ότι οι διαπροσωπικές εμπειρίες στην οικογένεια προέλευσης του ασθενούς αντανακλώνται στις τωρινές διαπροσωπικές στάσεις και συμπεριφορές. Καθώς αναπτύχθηκε ως μια βραχύχρονη συμβουλευτική, στοχεύει πρωταρχικά στη μείωση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της διαπροσωπικής λειτουργίας. Έτσι υπάρχουν τουλάχιστον δύο γενικοί τρόποι που βοηθούν στην «ανάρρωση»: 1) η ανακούφιση από τα νευρωτικά συμπτώματα, και 2) η βοήθεια του ασθενούς έτσι ώστε να αναπτύξει περισσότερο παραγωγικές στρατηγικές για να αντιμετωπίσει τωρινά κοινωνικά και διαπροσωπικά προβλήματα που σχετίζονται με την έναρξη των συμπτωμάτων. Ο πρώτος στόχος επιτυγχάνεται βοηθώντας τον ασθενή να κατανοήσει ότι τα «θολά» και δυσάρεστα συμπτώματα της νεύρωσης (π.χ. κατάθλιψη) είναι μέρος ενός συνδρόμου που είναι γνωστό ότι ανταποκρίνεται σε αρκετές θεραπείες και έχει καλή πρόγνωση. Ο δεύτερος στόχος επιτυγχάνεται με τον καθορισμό με τον ασθενή των προβλημάτων που οδήγησαν στην έναρξη των νευρωτικών συμπτωμάτων και με την εστίαση της συμβουλευτικής διαδικασίας στις στρατηγικές που αφορούν το συγκεκριμένο πρόβλημα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η νεύρωση θεωρείται ότι αποτελείται από τρεις διαδικασίες: 1. Διαμόρφωση συμπτωμάτων, που περιλαμβάνει την ανάπτυξη δυσάρεστου συναισθήματος και μπορεί να προκαλείται από ψυχοβιολογικούς ή/και ψυχοδυναμικούς μηχανισμούς. 2. Κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις, που περιλαμβάνουν αλληλεπιδράσεις σε κοινωνικούς ρόλους με άλλα άτομα και που πηγάζουν από τη μάθηση που βασίζεται σε εμπειρίες της παιδικής ηλικίας και τωρινές κοινωνικές ενισχύσεις. 3. Προσωπικότητα, που περιλαμβάνει σταθερά χαρακτηριστικά όπως καταπιε-

62

σμένη έκφραση θυμού, ενοχή, κακή ψυχολογική επικοινωνία με σημαντικούς άλλους, και/ή δυσκολίες με την αυτό-εκτίμηση. Τα χαρακτηριστικά αυτά καθορίζουν τις ατομικές αντιδράσεις του ατόμου στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η διαπροσωπική συμβουλευτική επιχειρεί να παρέμβει στις δύο πρώτες διαδικασίες. Είναι ψυχοθεραπεία βραχύχρονη και χαμηλής έντασης, στην οποία δεν επιχειρείται αλλαγή σταθερών πλευρών της προσωπικότητας, αν και η λειτουργία της προσωπικότητας αξιολογείται. Δεν επιχειρείται ερμηνεία και αναδόμηση της προσωπικότητας. Βασίζεται σε γνωστές τεχνικές όπως καθησύχαση, «ξεκαθάρισμα» εσωτερικών συναισθηματικών εμπειριών, βελτίωση της διαπροσωπικής επικοινωνίας και έλεγχος πραγματικότητας αντιλήψεων. Αυτές οι τεχνικές συμβατικά κατηγοριοποιούνται κάτω από το όνομα «υποστηρικτική» συμβουλευτική. Η υποστηρικτική συμβουλευτική επιχειρεί να βοηθήσει τον ασθενή να τροποποιήσει τις διαπροσωπικές του σχέσεις, να αλλάξει αντιλήψεις και γνωστικά σχήματα και να ενισχύσει επιθυμητές συμπεριφορές. Η βασική επέμβαση της διαπροσωπικής συμβουλευτικής είναι να παρέμβει στο σχηματισμό συμπτωμάτων και στην κοινωνική προσαρμογή και τις διαπροσωπικές σχέσεις, δουλεύοντας κυρίως σε τωρινά ζητήματα στο συνειδητό και προ-συνειδητό επίπεδο. Αν και ασυνείδητοι παράγοντες αναγνωρίζονται, δεν τους δίνεται σαφής έκφραση. Η έμφαση είναι σε τωρινά προβλήματα, συγκρούσεις, άγχη και επιθυμίες, οριοθετημένα σε ένα διαπροσωπικό πλαίσιο. Η επίδραση των πρώιμων εμπειριών αναγνωρίζεται ως σημαντική, αλλά δε δίνεται έμφαση σε αυτό το στοιχείο. Η προσπάθεια είναι να οριστούν τα προβλήματα με όρους του «εδώ-και-τώρα». Γενικά η προσπάθεια κινείται γύρω από την απόκτηση εκ μέρους του ασθενούς μιας αίσθησης ελέγχου των προβλημάτων, την καταπολέμηση της κοινωνικής απομόνωσης, την εμπέδωση της αίσθησης του ανήκειν και την παροχή νοήματος στη ζωή. 6.4 ΠροΒληΜΑτΑ ρολων Η Διαπροσωπική Συμβουλευτική ασχολείται με προβλήματα σε κοινωνικούς ρόλους και διαπροσωπικές σχέσεις που σχετίζονται με νευρωτική συμπτωματολογία. Όλοι οι άνθρωποι κατέχουν πολλαπλές ιεραρχικές θέσεις στο κοινωνικό σύστημα και υποδύονται συγκεκριμένους ρόλους συμβατούς με τις θέσεις που κατέχουν. Οι ρόλοι πραγματοποιούνται μέσα στην πυρηνική οικογένεια (γονέας, παιδί, αδερφός, σύζυγος), μέσα στην ευρύτερη οικογένεια, μέσα στην επαγγελματική απασχόληση (προϊστάμενος, υφιστάμενος ή συνάδελφος), στην γειτονιά ή στην κοινότητα και στις ομάδες φίλων. 1. Οι διαπροσωπικοί ρόλοι μπορούν να αξιολογηθούν με βάση τα ακόλουθα: 2. Ο ασθενής σε σχέση με έναν ή περισσότερους σημαντικούς άλλους.

63

3. Η αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών, η οποία, αν έχει διάρκεια στο χρόνο, γίνεται η ιστορία αυτών των σχέσεων. 4. Οι γνωσιακές δομές που τα μέρη έχουν σχετικά με τους ρόλους τους, περιλαμβανομένων των πιστεύω τους και των στάσεων τους σχετικά με το νόημα, τους κανόνες και τις προσδοκίες από την παρουσίαση του ρόλου και, επίσης, της ορολογίας και των ταμπελών που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των συμπεριφορών μέσα στους ρόλους. Τα συναισθήματα που σχετίζονται με τις αλληλεπιδράσεις μέσα στους ρόλους, που περιλαμβάνουν λύπη, θυμό, άγχος, εμπιστοσύνη, έκπληξη, φόβο, ενοχή και ντροπή. 6.5 ΠροΒληΜΑτΑ Στη ΔιΕΚΠΕρΑιωΣη των ρολων ΣτιΣ ΔιΑΠροΣωΠιΚΕΣ ΜΑΣ ΣχΕΣΕιΣ Τα προβλήματα αυτά μπορούν να προέρχονται από πάρα πολλούς παράγοντες και αιτίες κάποιες από τις οποίες θα περιγράψουμε στη συνέχεια. • Βιολογικές ανωμαλίες: Γνωστικές βλάβες, ψυχοκινητική καθυστέρηση ή άλλες δυσλειτουργίες, που έχουν μια επακόλουθη επίπτωση στην κοινωνική λειτουργικότητα του ασθενούς και που είναι αποτέλεσμα βιολογικών παραγόντων. Στις περιπτώσεις αυτές η Διαπροσωπική Συμβουλευτική είναι λογικό ότι δε μπορεί να έχει επιτυχή αποτελέσματα. • Γήρανση: Η σωματική γήρανση ή ο θάνατος σημαντικών άλλων μπορεί να προκαλέσει αλλαγές ρόλων που γίνονται αντιληπτές αρνητικά. • Εξελικτικά κενά: Ο ασθενής μπορεί να μην είχε μάθει δεξιότητες κοινωνικής επάρκειας, και αυτό να αντανακλάται στην ανεπιτυχή ενήλικη λειτουργία του. • Ψυχοδυναμικές συγκρούσεις: Ο ασθενής μπορεί να βιώνει μια σύγκρουση μεταξύ των επιθυμιών του και της συνείδησής του, ή μεταξύ διαφορετικών ορισμών αρρενωπότητας και θηλυκότητας. • Αλλαγές στους ορισμούς των ρόλων που απορρέουν από το φύλο: το φεμινιστικό κίνημα δημιούργησε πιέσεις σε αλλαγές των ρόλων. Η επιτυχής ικανοποίηση των απαιτήσεων των σεξουαλικών ρόλων, εξαρτάται από την ικανότητα του ατόμου να αντέξει σε ταχύτατες αλλαγές, καθώς την ίδια στιγμή ενσωματώνει αυτές τις αλλαγές που ο ίδιος ή η ίδια βρίσκουν αποδεκτούς ή σκόπιμους. • Παλινδρόμηση: Ο ασθενής μπορεί να είχε επιτύχει ένα επίπεδο λειτουργικότητας, αλλά να παλινδρόμησε κάτω από στρες και τώρα να λειτουργεί σε ένα επίπεδο χαμηλότερα από το προηγούμενο που είχε κατακτήσει.

64

• Χαρακτηριστικά προσωπικότητας: Ο ασθενής μπορεί να έχει αναπτύξει κάποιους δυσλειτουργικούς τρόπους που οδηγούν σε χρόνια κακή λειτουργικότητα. Αυτά τα σταθερά χαρακτηριστικά είναι μάλλον απίθανο να επηρεαστούν από τη Διαπροσωπική Συμβουλευτική. • Δια-πολιτιστικές δυσκολίες: Ασθενείς μπορεί να έχουν μεγαλώσει μέσα σε ένα πολιτιστικό σύνολο και να έχουν δυσκολίες στην πολιτιστική ενσωμάτωση, ή ο ασθενής μπορεί να συναναστρέφεται μέλη διαφορετικών εθνικών ομάδων στην κοινωνία (π.χ. εργασία). • Ανεργία: Η απώλεια της εργασίας συχνά προκαλεί οικονομικές δυσκολίες και αποδυναμώνει τους μηχανισμούς του να αντεπεξέρχεται κανείς στις δυσκολίες. Σε άλλες περιπτώσεις η απώλεια της εργασίας προκαλεί απώλεια της κοινωνικής θέσης ή δυσάρεστες αλλαγές στην επαγγελματική ιεραρχική εξέλιξη. • Αλλαγές στην οικογενειακή κατάσταση: Για πολλούς λόγους οι ρόλοι μέσα στην οικογένεια μπορεί να αλλάξουν. Σε οικογένειες στις οποίες αυτό συμβαίνει συχνά, μπορεί να αποτελέσει εστία έντασης. • Κοινωνική κινητικότητα προς τα κάτω: Στη δυτική κοινωνία η αναμενόμενη κινητικότητα είναι προς τα πάνω. Η αντίθετη περίπτωση προκαλεί μια απειλή στην αυτό-εκτίμηση του ατόμου και της οικογένειάς του και ενδεχομένως σε καταθλιπτικό επεισόδιο.

65

77 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

7

Θρήνος

Ο θρήνος παρατηρείται όταν υπάρχει απώλεια κάποιου σημαντικού άλλου. Στη διάρκεια του πένθους, το άτομο εκδηλώνει συμπτώματα όπως θλίψη, διαταραχές ύπνου, εκνευρισμό και μειωμένη ικανότητα να ασχοληθεί κανείς με καθημερινές ασχολίες. Τα συμπτώματα αυτά υποχωρούν χωρίς συμβουλευτική διαδικασία σε 2 με 4 μήνες. Η διαπροσωπική συμβουλευτική εστιάζει στα προβλήματα που μπορούν να προκληθούν από επιπλοκές στον θρήνο και προσφέρει μεθοδολογία για την αντιμετώπισή τους. Είναι εμφανές ότι αυτή η θεματική και αυτή η προσέγγιση δε θα μπορούσε να μη συμπεριλαμβάνεται στη θεματική μας ενότητα, καθώς τα προβλήματα θρήνου είναι συχνά στους ηλικιωμένους που έρχονται συχνά αντιμέτωποι με απώλειες συζύγων, συγγενών και φίλων. Η περιγραφή των σχετικών παραμέτρων βασίστηκε στους Rounsaville & Chevron (1982: 107-142). 7.1 ΠροΒληΜΑτΑ Στο Θρηνο. ΚΑΘΥΣτΕρηΜΕνη ΑντιΔρΑΣη ΘρηνοΥ Ο θρήνος μπορεί να αναβληθεί και να βιωθεί πολύ αργότερα από την απώλεια. Όταν αυτό συμβαίνει μπορεί να μην αναγνωρίζεται ως αντίδραση στην αρχική απώλεια. Τα συμπτώματα παραμένουν τα ίδια με τον φυσιολογικό θρήνο. Ο θρήνος που έχει αναβληθεί ή δεν έχει επιλυθεί μπορεί να εκλυθεί από μια πρόσφατη, λιγότερο σημαντική απώλεια. Σε πολλές περιπτώσεις οι αντιδράσεις θρήνου που έχουν αναβληθεί εκλύονται όταν το άτομο φτάνει στην ίδια ηλικία που ο σημαντικός άλλος «έφυγε». Συνήθως οι δυναμικές αυτές αποκαλύπτονται με τη λεπτομερή συζήτηση με το άτομο απωλειών του παρελθόντος.

66

7.2 ΔιΑτΑρΑΓΜΕνη ΑντιΔρΑΣη ΘρηνοΥ Η διαταραγμένη αντίδραση θρήνου δε μοιάζει με το φυσιολογικό πένθος και μπορεί να συμβεί είτε αμέσως μετά την απώλεια είτε μετά από χρόνια. Συνήθως δεν υπάρχει θλίψη ή δυσφορική διάθεση, αλλά αντίθετα δεν υπάρχουν καθόλου συναισθηματικές αντιδράσεις. 7.3 ΔιΑΓνωΣη Μη ΦΥΣιολοΓιΚων ΑντιΔρΑΣΕων ΘρηνοΥ Στην ανασκόπηση των διαπροσωπικών σχέσεων του ατόμου είναι απαραίτητο να καταγράψουμε το ιστορικό των σημαντικών σχέσεων με αυτούς που «έφυγαν» ή είναι απόντες. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τις συνθήκες της απώλειας και τις συναισθηματικές και συμπεριφορικές αντιδράσεις του ατόμου σε κάθε περίπτωση. Η παρουσία ενός ή περισσοτέρων από τα παρακάτω συνιστά μια μη φυσιολογική διαδικασία θρήνου: • Ψυχολογικοί παράγοντες, όπως πολλαπλές απώλειες. • Ελλιπής ή απουσία θρήνου στην περίοδο του πένθους, όπως έλλειψη κλάματος ή απουσία από την κηδεία. • Συμπεριφορικές αντιδράσεις αποφυγής, όπως αδυναμία να επισκεφτεί κανείς τον τάφο ή να συμμετέχει σε δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε μαζί με τον θανόντα. • Σωματικά συμπτώματα παρόμοια με αυτά του θανόντα είτε αμέσως μετά το θάνατο είτε σε μια συμβολικά σχετική ημερομηνία. • Αρνητικοί κοινωνικοί παράγοντες, όπως ο θάνατος σε μια μονάδα εντατικής θεραπείας. • Αποδείξεις παρατεταμένων συμπτωμάτων, όπως υπερβολική ενοχή ή μια συνεχής αίσθηση απώλειας, που τη στιγμή του θανάτου θα μπορούσαν να θεωρηθούν τμήμα του πένθους. • Συμπτωματολογία θρήνου που συμβαίνει ως αποτέλεσμα αντίδρασης σε μέτριο μη συγκεκριμένο στρες. • Φοβία σχετικά με την αρρώστια που προκάλεσε τον θάνατο του σημαντικού άλλου. • Ιστορικό διατήρησης του περιβάλλοντος στην κατάσταση που ήταν, όταν ο σημαντικός άλλος «έφυγε». • Δραστική αλλαγή του τρόπου ζωής αμέσως μετά τον θάνατο. • Απουσία οικογενειακής, φιλικής και θρησκευτικής ή πνευματικής υποστήριξης στη διάρκεια του θρήνου.

67

7.4 Στοχοι ΚΑι ΣτρΑτηΓιΚΕΣ τηΣ ΣΥΜΒοΥλΕΥτιΚηΣ Οι δύο γενικοί στόχοι που εστιάζουν στο θρήνο είναι: 1. Η διευκόλυνση της διαδικασίας του πένθους. 2. Η βοήθεια στο άτομο να καθιερώσει εξ αρχής ενδιαφέροντα και σχέσεις που να μπορούν να υποκαταστήσουν τα απολεσθέντα. Το κύριο καθήκον του συμβούλου είναι να βοηθήσει το άτομο που θρηνεί να αξιολογήσει την απώλεια ρεαλιστικά και να αποστασιοποιηθεί από μια μη φυσιολογική προσκόλληση προς το άτομο που «έφυγε», άρα να διευκολύνει την καλλιέργεια νέων ενδιαφερόντων και τη δημιουργία νέων ικανοποιητικών σχέσεων. Ο σύμβουλος υιοθετεί και εφαρμόζει στρατηγικές και τεχνικές που βοηθούν το άτομο να εστιάσει σε μνήμες του θανόντος καθώς και συναισθήματα που σχετίζονται με τις εμπειρίες του ατόμου με το άτομο που «έφυγε». 7.5 ΔιΕρΕΥνηΣη ΚΑι ΕΚλΥΣη ΣΥνΑιΣΘηΜΑτων Οι μη φυσιολογικές αντιδράσεις θρήνου συχνά σχετίζονται με έλλειψη ενός υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου, το οποίο, αν υπάρχει, τείνει να βοηθήσει το άτομο που θρηνεί με τη φυσιολογική πορεία του πένθους. Επομένως, η βασική θεραπευτική στρατηγική είναι να ενθαρρύνει το άτομο: 1. Να σκεφτεί την απώλεια. 2. Να παρουσιάσει τη διαδοχή και τις συνέπειες των γεγονότων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το θάνατο. 3. Να διερευνήσει σχετιζόμενα συναισθήματα, με τον σύμβουλο ουσιαστικά να υποκαθιστά το απουσιάζον κοινωνικό δίκτυο. 7.6 ΚΑΘηΣΥχΑΣη – ΔιΑΒΕΒΑιωΣη - ΕΠιΒΕΒΑιωΣη (ΜΕιωΣη τοΥ ΑΓχοΥΣ ΚΑι τηΣ ΑνΑΣΦΑλΕιΑΣ) Το άτομο μπορεί να εκφράσει φόβους ότι θα καταρρεύσει, ότι δε θα μπορέσει να σταματήσει να κλαίει ή ότι θα χάσει τον έλεγχο. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο σύμβουλος τονίζει ότι αυτοί οι φόβοι είναι κοινοί και ότι το πένθος σε θεραπευτικά πλαίσια σπανίως οδηγεί σε αποδιοργάνωση. Κοινά θέματα, τυπικά δυσφορικών σκέψεων ατόμων που έχουν βιώσει απώλεια είναι τα εξής: • Φόβος επανάληψης του γεγονότος ακόμα και στη σκέψη. • Ντροπή για την αδυναμία του ατόμου να προλάβει ή να σταματήσει το γεγονός του θανάτου. • Οργή προς το πρόσωπο που «έφυγε».

68

• Ενοχή ή ντροπή για επιθετικά συναισθήματα, όπως καταστροφικές φαντασιώσεις. • Ενοχή του επιζώντος (π.χ. ενοχή που ο/η αγαπημένος/η «έφυγε» αφήνοντας τον επιζώντα ζωντανό). • Φόβος ταύτισης ή συγχώνευσης με αυτόν που «έφυγε». • Θλίψη σε σχέση με την απώλεια. Είναι χρήσιμο ο σύμβουλος να είναι σε ετοιμότητα να βοηθήσει το άτομο να εκφραστεί και να μιλήσει για τα θέματα αυτά. 7.7 ΕΠΑνΑΔιΑΠρΑΓΜΑτΕΥΣη τηΣ ΣχΕΣηΣ τοΥ ΑτοΜοΥ ΜΕ ΑΥτον ΠοΥ «ΕΦΥΓΕ» Άτομα με μη φυσιολογικές αντιδράσεις θρήνου συχνά «καθηλώνονται» στο γεγονός του θανάτου καθεαυτό, αποφεύγοντας να συζητήσουν την ίδια τη σχέση τους με αυτόν που «έφυγε». Ο σύμβουλος πρέπει να προχωρήσει σε μια λεπτομερή και εξαντλητική διερεύνηση γεγονότων και συναισθημάτων της σχέσης, τόσο πριν, όσο και μετά την απώλεια. • Το άτομο μπορεί να μην επιθυμεί να αναγνωρίσει θυμό ή εχθρικά συναισθήματα προς τον θανόντα, τα οποία μπορεί να προκύπτουν από ένα αίσθημα εγκατάλειψης. • Όταν η διαδικασία του πένθους μπλοκάρεται από ισχυρά αρνητικά συναισθήματα προς τον θανόντα, ο σύμβουλος πρέπει να ενθαρρύνει το άτομο να εκφράσει αυτά τα συναισθήματα. • Τα συναισθήματα δεν πρέπει να βιωθούν σε κατάσταση αντιπαράθεσης γιατί αυτό μπορεί να προκαλέσει μια στροφή των εχθρικών συναισθημάτων από τον θανόντα προς τον σύμβουλο. • Αν τα αρνητικά συναισθήματα βιωθούν πολύ νωρίς και ραγδαία, το άτομο μπορεί να διακόψει τη συμβουλευτική διαδικασία εξαιτίας της ενοχής που θα αναπτυχθεί. • Αν ο σύμβουλος καθησυχάσει το άτομο ότι αυτά τα αρνητικά συναισθήματα θα ακολουθηθούν από θετικά συναισθήματα και από μια θετική στάση απέναντι στον θανόντα, το άτομο θα είναι περισσότερο έτοιμο να αναγνωρίσει μεικτά ή αμφίρροπα συναισθήματα. 7.8 ΑνΑΠτΥΞη ΚΑτΑνοηΣηΣ Αν τα προηγούμενα βήματα ακολουθηθούν, το άτομο θα διαμορφώσει μια καινούργια και υγιέστερη κατανόηση της σχέσης με τον θανόντα. Στο σημείο αυτό ο σύμβουλος οφείλει να αντιπαρατεθεί ανοιχτά στην πιθανή ανάγκη του

69

ατόμου να διατηρήσει έναν παθολογικά ισχυρό δεσμό με τον θανόντα. 7.9 ΣΥΜΠΕριΦοριΣτιΚη ΑλλΑΓη Ο σύμβουλος οφείλει να ενθαρρύνει ανοιχτά το άτομο να σκεφτεί εναλλακτικούς τρόπους (π.χ. φλερτ, οργανώσεις, εργασία, εκκλησία) για να έρθει σε επαφή με καινούργια άτομα.

70

88 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

8

Μετάβαση ρόλων

Προβλήματα που σχετίζονται με μετάβαση ρόλων παρουσιάζονται όταν το άτομο βιώνει μεγάλη δυσκολία στην προσπάθειά του να προσαρμοστεί σε αλλαγές στη ζωή του, κυρίως όταν αυτές οι αλλαγές γίνονται αντιληπτές από το άτομο ως απώλεια. Η μετάβαση μπορεί να είναι αμέσως αντιληπτή, όπως στην περίπτωση ενός διαζυγίου, ή περισσότερο συμβολική, όπως στην περίπτωση απώλειας της ελευθερίας που ακολουθεί τη γέννηση ενός παιδιού, ή μια αλλαγή στην κοινωνική ή επαγγελματική θέση ή η συνταξιοδότηση. Σε κάθε περίπτωση τα άτομα αισθάνονται ανίκανα να τα καταφέρουν με αυτές τις αλλαγές ρόλων, πιθανώς επειδή οι καταστάσεις βιώνονται ως απειλητικές στην αυτοεκτίμησή τους και της αίσθησης ταυτότητάς τους. Οι ηλικιωμένοι βρίσκονται αντιμέτωποι πολύ συχνά όχι μόνο με αλλαγές αλλά και με μεταβάσεις ρόλων, περνώντας από τον ρόλο του εργαζόμενου στο ρόλο του συνταξιοδοτημένου, από τον ρόλο του γονιού στο ρόλο του παππού, από τον ρόλο του ενεργού πολίτη σε σταδιακά περισσότερα αποσυρμένες συμπεριφορές, από έναν ρόλο αυτόνομου ατόμου σε σταδιακά περισσότερο εξαρτώμενες σχέσεις. Επίσης για τα ζητήματα αυτά που συναντάμε συχνά στην τρίτη ηλικία, η διαπροσωπική συμβουλευτική έχει να μας δώσει περιγραφή των εμπλοκών αλλά και μεθοδολογία αντιμετώπισής τους. Η περιγραφή των σχετικών παραμέτρων βασίστηκε στους Rounsaville & Chevron (1982:107-142). Γενικά οι δυσκολίες των ατόμων να τα καταφέρουν με τις μεταβάσεις ρόλων σχετίζονται με τα ακόλουθα θέματα: • Απώλεια οικείας κοινωνικής υποστήριξης. • Διαχείριση συνοδών συναισθημάτων (π.χ. θυμός ή φόβος). • Απαιτήσεις για καινούργιες κοινωνικές δεξιότητες.

71

• Γνωστικούς παράγοντες (π.χ. μειωμένη αυτοεκτίμηση ή μια αίσθηση ανομίας). Προβλήματα στην κοινωνική λειτουργικότητα συχνά συμβαίνουν ως αντίδραση απέναντι στις απαιτήσεις προς το άτομο για ραγδαία προσαρμογή σε νέους και άγνωστους ρόλους, ειδικά σε ρόλους που γίνονται αντιληπτοί από το άτομο ότι αντιπροσωπεύουν μειωμένο κύρος. Τα άτομα διαφέρουν στη συνολική τους ευπάθεια στο στρες που σχετίζεται με τη μετάβαση ρόλων, καθώς και στα συγκεκριμένα είδη αλλαγών που είναι πιθανό να προκαλέσουν στρες. 8.1 ΔιΑΓνωΣη ΠροΒληΜΑτων Στη ΜΕτΑΒΑΣη ρολων Για να επιλέξουμε τη μετάβαση ρόλων ως βασικό στοιχείο εστίασης της συμβουλευτικής διαδικασίας, πρέπει να υπάρχουν αποδείξεις ότι πρόσφατα γεγονότα στη ζωή του ασθενούς έχουν προκαλέσει ουσιώδεις αλλαγές στους ρόλους του ατόμου. Η αλλαγή αυτή καθεαυτή δεν είναι απαραίτητο ότι θα προκαλέσει προβλήματα στην περιοχή της μετάβασης ρόλων. Είναι η σημασία που έχει η αλλαγή για το άτομο, όπως αντανακλάται από ανεπαρκείς διαπροσωπικές σχέσεις και μειωμένη αυτοεκτίμηση, που σχετίζονται με νευρωτικά συμπτώματα. Επομένως, είναι απαραίτητο ο σύμβουλος να εξετάσει προσεκτικά και τα γεγονότα που προκάλεσαν αλλαγή στον τρόπο ζωής του ατόμου και, πιο σημαντικό, την επίδραση που είχαν αυτές οι αλλαγές στο άτομο σε όρους κοινωνικής υποστήριξης, ορισμών ρόλων και συναισθημάτων που σχετίζονται με τη μετάβαση. Στο σημείο αυτό διαφοροποιούμε δύο είδη προβλημάτων: • Τα συναισθήματα του ατόμου σχετικά με το πρόσωπο ή το αντικείμενο που έχει χαθεί (π.χ. σύζυγος, εργασία). • Τις αντιδράσεις του ατόμου στις συνεπακόλουθες αλλαγές που προκλήθηκαν από την απώλεια. Το πρώτο είναι παρόμοιο με την αντίδραση πένθους στο ότι το άτομο αισθάνεται ανίκανο να αντιμετωπίσει την απώλεια καθεαυτή και τείνει να παραμένει καθηλωμένο γύρω από το αντικείμενο της απώλειας. Το δεύτερο μέρος, που περιλαμβάνει την αδυναμία να αντιμετωπίσει κανείς την ίδια την αλλαγή, είναι που διαφοροποιεί το πρόβλημα από μια κλασική αντίδραση πένθους. Παράδειγμα: Προσέρχεται πελάτης για συμβουλευτική υποστήριξη μετά από τη διάλυση του γάμου της. Αναφέρει ότι ο γάμος της ήταν για χρόνια κακός και ότι η ίδια ξεκίνησε τις διαδικασίες διαζυγίου, με την προσδοκία ότι η ζωή της θα βελτιώνονταν σημαντικά αρκεί να μπορούσε να ξεφύγει από μια, στην πραγματικότητα, τελειωμένη σχέση. Μετά το διαζύγιο, όμως διαπι-

72

στώνει ότι οι φίλες της, που ήταν μια πηγή κοινωνικής υποστήριξης, αρχίζουν να αποσύρονται, καθώς την αντιμετωπίζουν ως πιθανή απειλή στο δικό τους γάμο. Επίσης, αρχίζει να αναπτύσσει συναισθήματα ανεπάρκειας ως μητέρα, καθώς τα παιδιά της την κατηγορούν ότι φταίει η ίδια που έδιωξε τον μπαμπά. Αρχίζει, επίσης, να μην αισθάνεται ικανή να πειθαρχήσει τα παιδιά της τώρα που ο σύζυγος που τη στήριζε δεν είναι μαζί της. Καθώς αισθάνεται μόνη, εγκαταλειμμένη, ανεπαρκής και χωρίς το σύνηθες δίκτυο κοινωνικής υποστήριξης, αναζητεί συμβουλευτική υποστήριξη. Αυτό που διαφοροποιεί το πρόβλημα αυτού του ατόμου από μια αντίδραση πένθους, είναι ότι δε θρηνεί τον σύζυγο και τον προηγούμενο ρόλο της ως παντρεμένη γυναίκα, τα νευρωτικά συμπτώματα δε σχετίζονται με τον χωρισμό καθεαυτό, αλλά με τη δυσκολία της να τα καταφέρει με τη μετάβαση από τον ρόλο της συζύγου και μητέρας στο ρόλο της διαζευγμένης μητέρας. Συνήθως, οι πελάτες δεν έχουν κατανοήσει τη σύνδεση μεταξύ της ψυχολογικής σημασίας της αλλαγής και της μειωμένης τους αυτοεκτίμησης. 8.2 Στοχοι ΚΑι ΣτρΑτηΓιΚΕΣ τηΣ ΠΑρΕΜΒΑΣηΣ Οι δύο γενικοί στόχοι στην παρέμβαση των νευρωτικών συμπτωμάτων που σχετίζονται με τη μετάβαση ρόλων είναι: • Να μπορέσει το άτομο να θεωρήσει τον καινούριο του ρόλο ως περισσότερο θετικό και λιγότερο περιοριστικό, ως μια ευκαιρία για προσωπική ανάπτυξη. • Να εμπεδωθεί η αυτoεκτίμηση αναπτύσσοντας στο άτομο μια αίσθηση ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του καινούριου ρόλου. Τα προβλήματα της μετάβασης ρόλων και της μη φυσιολογικής αντίδρασης πένθους έχουν πολλά κοινά. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια αντίδραση σε αλλαγές στη ζωή του ατόμου, που συχνά σχετίζονται μια κάποιου είδους απώλεια. Τα καθήκοντα του συμβούλου είναι: • Να διευκολυνθεί το άτομο να κάνει μια ρεαλιστική εκτίμηση της απώλειας. • Να ενθαρρυνθεί να εκφράσει συναισθήματα. • Να βοηθηθεί να αναπτύξει ένα σύστημα κοινωνικής υποστήριξης και κοινωνικές δεξιότητες που χρειάζονται για τον καινούριο ρόλο. Ο σύμβουλος θα βοηθήσει το άτομο σε μια συστηματική ανασκόπηση των θετικών και των αρνητικών πλευρών τόσο του παλιού όσο και των πιθανών καινούργιων ρόλων. Οι θεραπευόμενοι θα αισθάνονται συχνά φοβισμένοι από την ίδια την αλλαγή και θα τείνουν να βλέπουν ως ιδεατές τις θετικές

73

πλευρές αυτού που χάθηκε. Για αυτό το λόγο, χρειάζεται να ενθαρρυνθούν να διερευνήσουν τις ευκαιρίες που προσφέρονται στον καινούριο ρόλο. Ο κανόνας είναι να εμφανίσουν τα άτομα αντίσταση στην αλλαγή, και δυσκολία να φανταστούν τον εαυτό τους να λειτουργεί αποτελεσματικά με διαφορετικό τρόπο. Ο σύμβουλος πρέπει ενεργητικά να υποστηρίξει τα άτομα, καθώς σταδιακά αποδεσμεύονται από οικείους παλιούς ρόλους και ξεκινάνε την εξερεύνηση σε καινούργιους, και ακόμα αδιερεύνητους τρόπους συμπεριφοράς και συναισθημάτων.

74

99 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

9

Διαπροσωπικές ανεπάρκειες

9.1 οριΣΜοΣ ΚΑι ΠΕριΓρΑΦη Στις διαπροσωπικές ανεπάρκειες εστιάζουμε όταν το άτομο παρουσιάζει ένα ιστορικό κοινωνικής ανεπάρκειας που περιλαμβάνει ανεπαρκείς σχέσεις και σχέσεις που δε διατηρούνται στο χρόνο. Τα άτομα αυτά μπορεί να μην έχουν ποτέ δημιουργήσει σχέσεις με διάρκεια και οικειότητα ως ενήλικες και συχνά έχουν βιώσει σοβαρές διακοπές σημαντικών σχέσεων ως παιδιά. Γενικά, τα άτομα που παρουσιάζουν ένα ιστορικό σοβαρής κοινωνικής απομόνωσης τείνουν να είναι περισσότερο διαταραγμένα σε σχέση με εκείνα που παρουσιάζουν άλλα προβλήματα. Το πρόβλημα της κοινωνικής απομόνωσης ίσως είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι και πολλές φορές αιτιακός παράγοντας άλλων ψυχολογικών επιπλοκών, όπως π.χ. η κατάθλιψη. Θα αναφερθούμε λοιπόν στη θεματική των διαπροσωπικών ανεπαρκειών που μπορεί να οδηγήσουν σε κοινωνική απομόνωση, αλλά και πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης και επαρκούς επίλυσής τους, από την οπτική της Διαπροσωπικής Ψυχοθεραπείας. Η περιγραφή των σχετικών παραμέτρων βασίστηκε στους Rounsaville & Chevron (1982: 107-142). 9.2 ΔιΑΓνωΣη των ΔιΑΠροΣωΠιΚων ΑνΕΠΑρΚΕιων Η ιδεατή κοινωνική λειτουργικότητα περιλαμβάνει οικειότητα στις σχέσεις με φίλους και μέλη της οικογένειας, λιγότερο έντονες αλλά ικανοποιητικές σχέσεις με παρέες και γνωστούς και επαρκή διεκπεραίωση και σχέσεις σε κάποιο εργασιακό ρόλο. Μπορούμε να διαχωρίσουμε τρεις τύπους ατόμων

75

με διαπροσωπικές δυσκολίες: 1. Αυτοί που είναι κοινωνικά απομονωμένοι και δεν έχουν σχέσεις με φίλους, γνωστούς ή συναδέλφους στην εργασία. Τα άτομα αυτά μπορεί να παρουσιάζουν περισσότερο ή λιγότερο μόνιμα μειονεκτήματα σε κοινωνικές δεξιότητες. 2. Αυτοί που έχουν έναν επαρκή αριθμό και εύρος σχέσεων, αλλά δεν αισθάνονται κοινωνικά εκπληρωμένοι. Τα άτομα αυτά μπορεί να έχουν χρόνια χαμηλή αυτοεκτίμηση, παρά την ξεκάθαρη διαπροσωπική και επαγγελματική επιτυχία, ή μπορεί να κάνουν θυμωμένα παράπονα για χρόνια κόπωση, αποτέλεσμα του ότι αναλαμβάνουν περισσότερα από ό,τι μπορούν να καταφέρουν. 3. Αυτοί που είναι χρόνια καταθλιπτικοί, ως αποτέλεσμα ενός καταθλιπτικού επεισοδίου που δε θεραπεύτηκε ή θεραπεύτηκε ανεπιτυχώς στο παρελθόν. Αν και κάποια από τα οξέα συμπτώματα μπορεί να έχουν υποχωρήσει, διαρκή πολλαπλά συμπτώματα χαμηλής έντασης συνεχίζουν να προκαλούν δυσφορία. Για τα άτομα αυτά η διαπροσωπική λειτουργικότητα μπορεί να διαταράχθηκε μόνο αμέσως μετά την έναρξη του καταθλιπτικού επεισοδίου. 9.3 Στοχοι ΚΑι ΣτρΑτηΓιΚΕΣ τηΣ ΠΑρΕΜΒΑΣηΣ Ο στόχος της παρέμβασης στις διαπροσωπικές ανεπάρκειες είναι η μείωση της κοινωνικής απομόνωσης του ατόμου. Καθώς πολλοί από τους ασθενείς αυτούς δεν έχουν στο παρόν σημαντικές σχέσεις, η παρέμβαση εστιάζεται σε παρελθοντικές σχέσεις, στη σχέση με τον σύμβουλο και στον προσωρινό σχηματισμό καινούργιων σχέσεων. Με αυτά τα άτομα είναι σημαντική η ανασκόπηση παρελθοντικών σημαντικών σχέσεων, ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία με μέλη της οικογένειας. Στην ανασκόπηση κάθε σχέσης, είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε το καλύτερο και το χειρότερο στοιχείο. Η συζήτηση των παρελθοντικών σχέσεων, στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να αποτελέσει ένα μοντέλο για την οικοδόμηση ικανοποιητικών νέων σχέσεων. • Για παράδειγμα, ένας μάλλον αποσυρμένος 68χρονος άνδρας, αν και είχε σταματήσει να έχει επαφές με την οικογένειά του, θυμόταν με ικανοποίηση τις εργασίες που αναλάμβανε με τους δικούς του και που εκτελούσαν μαζί. Αν και δε μπορούσε να διασκεδάσει σε μη δομημένες καταστάσεις, εν τούτοις μπόρεσε να μειώσει την απομόνωσή του αναλαμβάνοντας εθελοντική εργασία σε κάποιο τοπικό νοσοκομείο. Η λεπτομερής αξιολόγηση αποτυχημένων σχέσεων ή διαπροσωπικών δυσκολιών στο παρελθόν, πρέπει να θέσει το σύμβουλο σε επαγρύπνηση σχετικά με προβλέψιμες προβληματικές περιοχές που μπορεί να προκύψουν σε καινούργιες σχέσεις. Ο σύμβουλος θα πρέπει να εξετάσει επαναλαμβανόμενα

76

στοιχεία στα είδη των συνθηκών που οδήγησαν σε δυσκολίες τον πελάτη και να τον βοηθήσει να προσδιορίσει αυτές τις συνθήκες, με την ελπίδα ότι ή θα τις αποφύγει στο μέλλον ή θα προσπαθήσει σταδιακά να επιλύσει τις δυσκολίες. Για παράδειγμα, μια 60χρονη γυναίκα, αποκόπηκε από κοινωνικές επαφές με άλλους και έχασε τη δουλειά της, κυρίως εξαιτίας του υπερβολικού άγχους της να αλληλεπιδρά κοινωνικά με περισσότερους από δύο ή τρεις ανθρώπους κάθε φορά. Σε αυτές τις συνθήκες, αισθανόταν απομονωμένη, μη αρεστή και αγχωμένη – συναισθήματα σχετιζόμενα με τις πρώιμες οικογενειακές της συνθήκες. Ανέπτυσσε ψυχοσωματικά συμπτώματα σε ομαδικές συνθήκες και αποχωρούσε «άτσαλα» σε πολλές περιπτώσεις. Προσδιορίζοντας την ακριβή φύση του προβλήματός της, η ασθενής κατάφερε να βρει μια πιο αποδεκτή εργασία σε μια μικρή επιχείρηση όπου είχε συχνές αλληλεπιδράσεις με ένα μόνο αφεντικό, και κατάφερε να μειώσει την απομόνωσή της δεχόμενη φίλους στο σπίτι έναν τη φορά. Γενικά, για κοινωνικά απομονωμένους συμβουλευόμενους, η σημασία που δίνεται στη σχέση συμβουλευόμενου – συμβούλου είναι περισσότερο σημαντική από ότι σε άλλου είδους προβλήματα. Η σχέση αυτή παρέχει στον σύμβουλο τα περισσότερο άμεσα δεδομένα σε σχέση με τον τρόπο που ο συμβουλευόμενος αλληλεπιδρά με τους άλλους. Επίσης, η επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν στη σχέση συμβουλευόμενου–συμβούλου μπορεί να αποτελέσει ένα μοντέλο για τον συμβουλευόμενο στην ανάπτυξη οικειότητας σε άλλες σχέσεις. Μεγάλη σημασία έχει η ανοιχτή συζήτηση των λαθεμένων ή μη ρεαλιστικών αρνητικών συναισθημάτων σχετικά με τον σύμβουλο ή τη συμβουλευτική διαδικασία. Συνήθως, τα άτομα αυτά δεν προτιμούν την ανοιχτή αντιπαράθεση με άλλα και την επίλυση προβλημάτων. • Για παράδειγμα, ένας 64χρονος άνδρας, παρέμενε ιδιαίτερα σιωπηλός στην αρχή της έβδομης συνεδρίας και άρχισε να συζητάει να σταματήσει τη συμβουλευτική διαδικασία. Είπε ότι πίστευε ότι δε μπορεί να βοηθηθεί. Όταν ο σύμβουλος τον ρώτησε αν είχε πει ή κάνει κάτι που τον αναστάτωσε, απάντησε ότι ο σύμβουλος συμπεριφέρονταν απλώς όπως όλοι οι άλλοι, δηλαδή τον απέρριπτε. Όταν ρωτήθηκε να εξηγήσει τι σημαίνει αυτό, φάνηκε ότι ο συμβουλευόμενος είχε παρεξηγήσει ένα ενθαρρυντικό σχόλιο που είχε κάνει ο σύμβουλος. Ο συμβουλευόμενος τότε ανακουφίστηκε και λόγω του ότι ανακάλυψε το λάθος του και λόγω του ότι είχε καταφέρει να το μεταφέρει και να το εκφράσει στον σύμβουλο. Η αλληλεπίδραση αυτή αποτέλεσε επίσης τη βάση μιας πιο εκτεταμένης συζήτησης για τη γενικά ανεπαρκή επικοινωνία με τους άλλους. Για έναν συμβουλευόμενο με διαπροσωπικές δυσκολίες, η αντιμετώπιση

77

των αρνητικών συναισθημάτων προς τον σύμβουλο όχι μόνο παρέχει ένα μοντέλο διαπροσωπικής εκμάθησης, αλλά επίσης λειτουργεί ως βαλβίδα ασφαλείας για την πρόληψη της πρόσκαιρης λήξης της συμβουλευτική διαδικασίας εξαιτίας κάποιου υποτιθέμενου λάθους. Βοηθώντας τους πελάτες αυτούς να εφαρμόσουν ό,τι έχουν μάθει στη συμβουλευτική διαδικασία σε συνθήκες εκτός γραφείου, ο σύμβουλος χρειάζεται να κάνει εκτεταμένη χρήση των: • Ανάλυση επικοινωνίας. • Παίξιμο ρόλων. Όταν οι συμβουλευόμενοι έχουν προσπαθήσει, επιτυχώς ή μη, να αυξήσουν τις αλληλεπιδράσεις τους με άλλους, η λεπτομερής ανασκόπηση αυτών των προσπαθειών μπορεί να αποκαλύψει «λαθάκια» που διορθώνονται εύκολα στις δεξιότητες επικοινωνίας τους. Προκειμένου να ξεπεράσουν τους δισταγμούς τους στο να πλησιάσουν τους άλλους, ο σύμβουλος μπορεί να εφαρμόσει την τεχνική του παιξίματος των ρόλων, ιδιαίτερα σε δύσκολες συνθήκες. Γενικά, πρέπει να τονιστεί ότι η βραχεία παρέμβαση των διαπροσωπικών δυσκολιών είναι πολύ δύσκολο καθήκον και ο στόχος πρέπει να περιοριστεί στην έναρξη της επεξεργασίας των θεμάτων αυτών και όχι απαραίτητα τη σύντομη επίλυσή τους.

78

10 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

10

Διαπροσωπικές συγκρούσεις

Οι διαπροσωπικές συγκρούσεις μπορεί να είναι παρούσες σε όλη τη διάρκεια της ζωής των ατόμων, άρα και στην τρίτη ηλικία, η οποία ως εξελικτικό στάδιο μπορεί να τις ευνοήσει μέσα από την αλλαγή των προσδοκιών των σημαντικών άλλων για το ηλικιωμένο άτομο, ή για των προσδοκιών του ηλικιωμένου για τους σημαντικούς άλλους. Επίσης, οι αλλαγές στους ρόλους, οι μεταβάσεις ρόλων, τα χαρακτηριστικά του εξελικτικού σταδίου της τρίτης ηλικίας αλλά και η μετατόπιση της δύναμης σε κάποιες σχέσεις με σημαντικούς άλλους μπορεί να ευνοήσουν διαπροσωπικές συγκρούσεις των ηλικιωμένων. Επιπλέον, οι διαπροσωπικές αυτές συγκρούσεις μπορεί να προέλθουν από τη διαφορετική οπτική και διαφορετική βούληση των ηλικιωμένων σε σχέση με τους σημαντικούς άλλους, για την επίλυση προβλημάτων που αφορούν, τη φροντίδα, τη στέγαση, τη συμβουλευτική διαδικασία των ηλικιωμένων. Γι’ αυτό το λόγο θα αναφερθούμε και θα περιγράψουμε τις διαπροσωπικές συγκρούσεις από την οπτική της διαπροσωπικής συμβουλευτικής και θα αναλύσουμε και πιθανούς τρόπους αντιμετώπισής τους. Η περιγραφή των σχετικών παραμέτρων βασίστηκε στους Rounsaville & Chevron (1982: 107-142). Μια διαπροσωπική σύγκρουση ρόλων αναφέρεται σε μια κατάσταση στην οποία το άτομο και τουλάχιστον ένας σημαντικός άλλος δεν έχουν αμοιβαίες προσδοκίες για τη σχέση τους. Ο ορισμός αυτός θα μπορούσε να χαρακτηρίζει κάθε σχέση τουλάχιστον κάποιες στιγμές καθώς οι συγκρούσεις είναι ένα αναπόσπαστο τμήμα της ίδιας της ζωής. Η παρέμβαση συνήθως γίνεται όταν αυτές οι συγκρούσεις είναι παγιωμένες ή επαναλαμβάνονται και δεν υπάρχει

79

ελπίδα βελτίωσης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα άτομα χάνουν την αυτοεκτίμησή τους, επειδή αισθάνονται ότι δε μπορούν πια να ελέγξουν τις συγκρούσεις. Υπάρχει η απειλή της απώλειας αυτών που οι άλλοι τους παρέχουν, ή των συναισθημάτων της ικανότητάς τους να διαχειριστούν τη ζωή τους. Τυπικοί παράγοντες που συντηρούν τις συγκρούσεις είναι το αίσθημα απογοήτευσης του ατόμου ότι, δηλαδή τίποτα δε μπορεί να αλλάξει, οι ανεπαρκείς τρόποι επικοινωνίας, και/ή οι πραγματικά αγεφύρωτες διαφορές. 10.1 ΔιΑΓνωΣη ΔιΑΠροΣωΠιΚων ΣΥΓΚροΥΣΕων Η επιλογή από την πλευρά του συμβούλου να εστιάσει στις διαπροσωπικές συγκρούσεις ως βασικό κομμάτι της συμβουλευτικής διαδικασίας, θα πρέπει να συνδέεται με ισχυρές αποδείξεις από το άτομο ότι υπάρχουν εμφανείς ή συγκαλυμμένες συγκρούσεις με κάποιον σημαντικό άλλο. Οι συγκρούσεις συνήθως αποκαλύπτονται στα αρχικά παράπονα του ατόμου ή κατά τη διάρκεια των αρχικών συνεντεύξεων αξιολόγησης. Η αδυναμία να αναφερθεί το άτομο εκτεταμένα σε μια τωρινή σχέση που μοιάζει σημαντική, ή η παρουσίαση της σχέσης με εξαιρετικά εξιδανικευμένους όρους, μπορεί να αποτελούν ενδείξεις ότι η σχέση έχει δυσκολίες που το άτομο δεν είναι πρόθυμο να αναγνωρίσει ή να διερευνήσει στη διάρκεια της συμβουλευτικής διαδικασίας. 10.2 Στοχοι ΚΑι ΣτρΑτηΓιΚΕΣ τηΣ ΣΥΜΒοΥλΕΥτιΚηΣ Οι γενικοί στόχοι είναι: • Καταρχάς να βοηθηθεί το άτομο να προσδιορίσει τη σύγκρουση. • Να καθοδηγηθεί να κάνει επιλογές αναφορικά με ένα πλάνο ενεργειών. • Να ενθαρρυνθεί το άτομο να τροποποιήσει δυσλειτουργικούς τρόπους επικοινωνίας. • Να επανεξετάσει τις προσδοκίες του, έτσι ώστε να επέλθει μια ικανοποιητική επίλυση της σύγκρουσης. Βελτιώσεις μπορεί να επέλθουν από: • Συμπεριφοριστικές αλλαγές από το άτομο ή τον σημαντικό άλλο. • Από αλλαγή των στάσεων του ατόμου (με ή χωρίς προσπάθειες να ικανοποιηθούν ανάγκες έξω από τη σχέση). • Από μια ικανοποιητική διάλυση της σχέσης. Ο σύμβουλος δεν έχει κάποια ιδιαίτερη δέσμευση στο να καθοδηγήσει τα άτομα σε κάποια συγκεκριμένη λύση των δυσκολιών και δεν κάνει καμιά προσπάθεια να διατηρήσει σχέσεις που είναι σε τέλμα.

80

Στην κατάρτιση ενός πλάνου συμβουλευτικής παρέμβασης, ο σύμβουλος αρχικά προσδιορίζει το στάδιο της σύγκρουσης: • Η επαναδιαπραγμάτευση, που σημαίνει ότι το άτομο και ο σημαντικός άλλος γνωρίζουν ξεκάθαρα τις δυσκολίες και προσπαθούν ενεργητικά, ανεξάρτητα αν το κατορθώνουν ή όχι, να επιφέρουν αλλαγές. • Ψυχρότητα, που σημαίνει ότι η συζήτηση μεταξύ των δύο μερών έχει σταματήσει και υπάρχει μια ατμόσφαιρα χαμηλής έντασης εχθρότητας, τυπική των «ψυχρών» γάμων. • Διάλυση, που σημαίνει ότι η σχέση έχει ανεπανόρθωτα διαταραχθεί. Τα θεραπευτικά καθήκοντα και οι προσδοκίες διαφέρουν στα τρία στάδια. • Η παρέμβαση σε μια κατάσταση ψυχρότητας μπορεί να περιλαμβάνει την αύξηση μιας εμφανούς δυσαρμονίας προκειμένου να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις από την αρχή. • Η διαχείριση μιας σύγκρουσης στο στάδιο ανεπιτυχών διαπραγματεύσεων μπορεί να είναι να ηρεμήσουν τα εμπλεκόμενα μέρη, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η επίλυση της σύγκρουσης. • Γενικά, ο σύμβουλος προσπαθεί να βοηθήσει τον ασθενή να δει τη σχέση σε προοπτική και να απελευθερωθεί για να δημιουργήσει νέες προσκολλήσεις, αν η σύγκρουση είναι στο στάδιο της διάλυσης. Η γενική συμβουλευτική προσέγγιση με τις διαπροσωπικές συγκρούσεις είναι να βοηθηθούν τα άτομα να κατανοήσουν πώς οι μη αμοιβαίες προσδοκίες σχετίζονται με τις συγκρούσεις και να τους βοηθήσει να ξεκινήσουν κάποια βήματα που θα επιφέρουν επίλυση των συγκρούσεων και επαναδιαπραγμάτευση ρόλων. Στη διερεύνηση των συγκρούσεων, ο σύμβουλος αναζητά πληροφορίες σε διαφορετικά επίπεδα. Σε πρακτικό επίπεδο πρέπει να υπάρξουν απαντήσεις στα ακόλουθα ερωτήματα: • Ποια είναι τα βασικά ζητήματα της διαμάχης. • Ποιες είναι οι διαφορές στις προσδοκίες και τις αξίες ανάμεσα στο άτομο και τον σημαντικό του άλλο. • Ποιες είναι οι επιθυμίες του ατόμου στη σχέση. • Ποιες είναι οι επιλογές του ατόμου. • Ποιες είναι οι πιθανότητες να πραγματοποιηθούν οι εναλλακτικές λύσεις. • Τι αποθέματα διαθέτει το άτομο για να επιφέρει αλλαγές στη σχέση. Στην κατανόηση της συναισθηματικής σημασίας μιας συγκεκριμένης διαμάχης προσπαθούμε να διακρίνουμε παρόμοια χαρακτηριστικά με προηγούμενες σχέσεις. Όταν αυτά γίνουν εμφανή, διερευνούμε δύο βασικά ερωτήματα: • Τι κερδίζει το άτομο από αυτή τη συμπεριφορά.

81

• Ποιες είναι οι κεντρικές ανομολόγητες υποθέσεις που κρύβονται πίσω από τη συμπεριφορά του ατόμου. Επίσης διερευνούμε προβλήματα στους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ των μερών. • Επαναλαμβανόμενες, οδυνηρές διαμάχες συντηρούνται όταν τα μέρη φοβούνται την ανοιχτή αντιπαράθεση και την έκφραση αρνητικών συναισθημάτων. • Άλλοι επιλέγουν απλώς να αγνοούν προβλήματα που λύνονται, απλώς περιμένοντας τα πράγματα να «εκραγούν». Όταν το άτομο έχει αναπτύξει μια ξεκάθαρη κατανόηση των αντιπαραθέσεων και του ρόλου που το ίδιο διαδραματίζει σ’ αυτές, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στη διαδικασία της ανάλυσης των πιθανών αποφάσεων. Στη διαδικασία αυτή ο ρόλος του συμβούλου δεν είναι να προτείνει κάποιες συγκεκριμένες ενέργειες, αλλά να βοηθήσει το άτομο να εξετάσει διεξοδικά τις συνέπειες ενός αριθμού εναλλακτικών λύσεων, πριν προχωρήσει σε κάποια απόφαση.

82

111111 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

11

Δεξιότητες συμβουλευτικής

Στην ακόλουθη ενότητα παραθέτουμε κάποιες βασικές αλλά πολύ σημαντικές δεξιότητες που βοηθούν στην αποτελεσματικότερη διαδικασία συμβουλευτικής με ηλικιωμένους και όχι μόνο, όταν θέλουμε να διερευνήσουμε ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση και, γενικά, όταν θέλουμε να έχουμε μια αποτελεσματική διαβούλευση και επικοινωνία με τους ηλικιωμένους, η περιγραφή των οποίων βασίστηκε στην περιγραφή και ανάλυση των Ivey, Gluckstern & Ivey (1996). Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά στις δεξιότητες προσεκτικής παρακολούθησης, ενεργούς ακρόασης, ανοικτής πρόσκλησης για συζήτηση (ανοικτές ερωτήσεις), ελάχιστης ενθάρρυνσης (λεκτικής και μη λεκτικής), παράφρασης, αντανάκλασης συναισθημάτων (με έμφαση στα αμφίρροπα ή μεικτά συναισθήματα)και περίληψης. 11.1 ΠροΣΕΚτιΚη ΠΑρΑΚολοΥΘηΣη/ΕνΕρΓητιΚη ΑΚροΑΣη. α) Οπτική επαφή, β) Σωματική γλώσσα, γ) Φωνητικό ύφος, δ) Λεκτική ακολουθία. Ανοικτή πρόσκληση για συζήτηση (Ανοικτές ερωτήσεις): • Βοηθούν στην έναρξη της συνέντευξης. (Για ποιο θέμα θα θέλατε να μιλήσετε σήμερα; Πώς πάνε τα πράγματα από την τελευταία φορά που μιλήσαμε μαζί;) • Βοηθούν τον ερωτώμενο να αναπτύξει ένα σημείο. (Μπορείτε να μου πείτε περισσότερα γι’ αυτό; Πώς νιώσατε όταν έγινε αυτό;) • Βοηθούν στην απόσπαση παραδειγμάτων συγκεκριμένης συμπεριφοράς. (Μπορείτε να μου δώσετε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα; Τι κάνετε όταν

83

αισθάνεστε αθυµία; Τι εννοείτε όταν λέτε ότι είναι δύσκολο να συνεννοηθεί κανείς µε τον πατέρα σας;) • Βοηθούν στη συγκέντρωση της προσοχής του πελάτη στα συναισθήµατά του. (Τι αισθάνεστε όταν µου λέτε αυτό; Πώς αισθανθήκατε τότε;) Ερωτήσεις από Πώς, Τι, Θα (µπορούσατε) και όχι Γιατί: • Ποια είναι µερικά από τα πράγµατα που σας δυσκολεύουν γύρω από την εργασία σας; • Πώς τα πάτε στην εργασία σας; • Θα µπορούσατε να µου πείτε λίγα περισσότερα για τη δυσκολία που είχατε µε τον προϊστάµενό σας; • Γιατί δεν σας αρέσει η εργασία σας; Τι= Γεγονότα και λεπτοµέρειες. Πώς= Πορεία, διαδοχή και σειρά γεγονότων και συναισθηµάτων. Θα= Οι πιο ανοικτές προσκλήσεις για συζήτηση και προσφέρουν τη λιγότερη καθοδήγηση στον πελάτη. Γιατί= Βάζουν τον ερωτώµενο στο στόχαστρο, είναι δύσκολο ν’ απαντηθούν γιατί δε γνωρίζουµε πάντα το γιατί. Μπορείτε να µου δώσετε ένα συγκεκριµένο παράδειγµα;= Αποτελεσµατική στον καθορισµό του προβλήµατος µε σαφή τρόπο. 11.2 ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ (ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗ - ΠΑΡΑΦΡΑΣΗ) Ελάχιστη ή στοιχειώδης ενθάρρυνση= Βοηθά τον πελάτη να εξωτερικεύσει τα συναισθήµατά του, να επεξεργαστεί µε περισσότερες λεπτοµέρειες ένα γεγονός. Μη λεκτικές στοιχειώδεις ενθαρρύνσεις: • Οπτική επαφή. • Κλίση του σώµατος µπροστά µε ενδιαφέρον. • Κλίση του κεφαλιού (νεύµα). • Απουσία νευρικών κινήσεων. • Ανοιχτά µάτια και φρύδια ελαφρώς σηκωµένα (δηµιουργεί αίσθηµα αποδοχής στον συµβουλευόµενο). Λεκτικές στοιχειώδεις ενθαρρύνσεις: • «Α!», «Έτσι;», «Τότε;», Και;». • Η επανάληψη µιας ή δυο λέξεων κλειδιών. • «Πείτε µου περισσότερα». • «Χµµµ-Χµµµ», «Α-Χα!». • Απλή επανάληψη ακριβώς των ίδιων λέξεων της τελευταίας φράσης του συµβουλευόµενου.

84

• Σιωπή (response latency time)= ο χρόνος που µεσολαβεί µέχρι να απαντήσει ο σύµβουλος. (Αποφεύγουµε να απαντάµε αµέσως). 11.3 ΠΑΡΑΦΡΑΣΗ Αποδεικνύει ότι πράγµατι έχουµε ακούσει αυτά που είπε ο πελάτης. Δοµή της παράφρασης (Αποτελείται από τα εξής στοιχεία): • Το όνοµα του πελάτη ή την αντωνυµία «εσύ». Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι όταν η παράφραση είναι πιο προσωπική, τότε γίνεται αυτόµατα και πιο αποτελεσµατική. • Τις πιο σηµαντικές ακριβείς λέξεις που χρησιµοποίησε ο βοηθούµενος. • Μια κατασταλαγµένη, συντοµευµένη και σαφής δήλωση του συµβούλου που συλλαµβάνει και αποδίδει το νόηµα αυτών που λέχθηκαν. 11.4 ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ Επιλεκτική προσοχή στα συναισθηµατικά στοιχεία που υπάρχουν στις εκφράσεις του πελάτη. • Τα συναισθήµατα πρέπει να αναγνωρίζονται και να χαρακτηρίζονται. Αυτό µπορεί να γίνει µέσα από τις πραγµατικές λέξεις που χρησιµοποιεί ο ίδιος ο πελάτης ή µέσα από την παρατήρηση της µη λεκτικής επικοινωνίας. • Χρησιµοποιούµε φράσεις όπως: «Φαίνεστε να αισθάνεστε…», «Μοιάζει σαν να νιώθετε ...», «Διαισθάνοµαι ότι (εσείς)…» και συµπληρώνουµε το συγκεκριµένο συναίσθηµα. • Το περιεχόµενο µπορεί να παραφραστεί για να είναι πιο ξεκάθαρο. Για παράδειγµα, «Φαίνεστε να αισθάνεστε …, όταν…». • Η αντανάκλαση συναισθηµάτων είναι πιο χρήσιµη όταν τα άµεσα συναισθήµατα που εµφανίζονται κατά τη συνέντευξη αναγνωρίζονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία. Δοµή αντανάκλασης συναισθηµάτων: • Η χρησιµοποίηση του ονόµατος του πελάτη καθώς και της αντωνυµίας «εσύ», ή «εσείς». • «Φαίνεται σαν να αισθάνεστε …», «Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι αισθάνεστε…». • Χαρακτηρισµός και κατονοµασία του συναισθήµατος µε ιδιαίτερη προσοχή στα µεικτά ή στα αµφίρροπα συναισθήµατα. • Πρόσθεση παραφράσεων για σαφέστερη επεξήγηση. Για παράδειγµα, «Αγγελική, φαίνεσαι χαρούµενη αλλά και ανήσυχη µε την ευκαιρία που σου δίνεται για προαγωγή».

85

11.5 ΠΕριληΨη Προσπαθούμε να ανακεφαλαιώσουμε, να συμπτύξουμε και να αποκρυσταλλώσουμε την ουσία των όσων λέχθηκαν. Βοηθάμε το άτομο να ενώσει όλες τις σκέψεις του. Συνοψίζουμε και συναισθήματα και περιεχόμενο μαζί. Χρησιμότητα της περίληψης: • Αρχίζει μια συνέντευξη («Είπατε ότι θέλατε να με δείτε για …», «Στην τελευταία μας συνάντηση μιλήσαμε για …»). • Αποσαφηνίζει αυτό που συμβαίνει, ιδιαίτερα όταν η συνέντευξη είναι αρκετά περίπλοκη («Μπορούμε να σταματήσουμε για ένα λεπτό για να δούμε που βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο;». • Εξασφαλίζει την ομαλή ροή και τη μετάβαση από θέμα σε θέμα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης («Μέχρι τώρα λέγατε…, τώρα…..»). • Συνοψίζει αυτά που συνέβησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης («Σήμερα μιλήσαμε για …»). • Συγκεντρώνει νήματα στοιχείων από διάφορες συνεντεύξεις («Την προηγούμενη βδομάδα λέγατε …και σήμερα λέτε…»). Γενικός κανόνας: Η προσοχή στραμμένη στον πελάτη. Συμβουλευόμενος: Αυτή τη στιγμή είμαι βαθιά στεναχωρημένος, ο γιος μου είναι άρρωστος και δεν έχω χρήματα να κάνω οτιδήποτε, αφού αυτοί μου έκοψαν την ιατρική περίθαλψη. Σύμβουλος: (Η προσοχή στραμμένη στον συμβουλευόμενο) Είστε βαθιά στεναχωρημένος και αναρωτιέστε τι μπορείτε να κάνετε; Σύμβουλος: (Η προσοχή στραμμένη αλλού). • Ο γιος σας είναι άρρωστος; Τι του συμβαίνει; • Δεν έχετε χρήματα; Πόσα χρειάζεστε; • Ποιοι είναι αυτοί; • Τι είδους ιατρική περίθαλψη ήταν αυτή;

86

12 12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

12

Διαχείρηση του πόνου

Στην παρούσα ενότητα θα αναφερθούμε σε κάποια βασικά στοιχεία που αφορούν τις εμπειρίες του πόνου όπως βιώνονται από τους ηλικιωμένους. Συγκεκριμένα θα γίνουν αναφορές στην έκταση του πόνου, τα είδη του πόνου, τις επιπτώσεις του στους ηλικιωμένους και τρόπους αντιμετώπισης του πόνου. 12.1 ΕΚτΑΣη ΚΑι ΨΥχοΚοινωνιΚΕΣ ΣΥνΕΠΕιΕΣ τοΥ ΠονοΥ Ένα σημαντικό πρόβλημα που συναντάμε στην τρίτη ηλικία μεταξύ των ηλικιωμένων είναι η αίσθηση του πόνου που βιώνουν οι ηλικιωμένοι και ο οποίος μπορεί να προέρχεται από ποικίλους λόγους και να προκαλεί σημαντική έκπτωση στην ποιότητα ζωής και τη σωματική και ψυχολογική ευρωστία των ηλικιωμένων. Στοιχεία σε σχέση με τις εμπειρίες πόνου αλλά και το πώς βιώνουν τον πόνο και τις βασικές παραμέτρους του πόνου στην τρίτη ηλικία μας έχουν δώσει οι Brown, Kirkpatrick, Swanson & McKenzie (2010). Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι ο πόνος μεταξύ των ηλικιωμένων συνήθως δεν αντιμετωπίζεται και δεν αξιολογείται ως ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας και έτσι η έλλειψη διαχείρισης και ανακούφισης του πόνου μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες και εκπτώσεις στον τρόπο ζωής των ηλικιωμένων, την ποιότητα ζωής τους αλλά και τη γενικότερη ευρωστία τους, καθώς οι ηλικιωμένοι έρχονται αντιμέτωποι με ποικίλους βαθμούς δυσφορίας. Η εμπειρία του πόνου διαταράσσει τον ύπνο, εμποδίζει τις δραστηριότητες της καθημερινότητας, παρεμποδίζει τις κοινωνικές συναναστροφές με άλλους ανθρώπους και πολύ συχνά οδηγεί σε καταθλιπτικόμορφα ή και καταθλιπτικά συμπτώματα. Επίσης, τονίζουν ότι παρά την ύπαρξη φαρμακολογικών και μη φαρμακολογικών μεθόδων αντιμετώπισης του πόνου, οι ηλικιωμένοι συνήθως δε γίνονται δέκτες

87

επαρκούς συμβουλευτικής διαδικασίας του πόνου. Συνήθως, η αντιμετώπιση του πόνου αλλά και η ερευνητική διερεύνησή του εστιάζει στην αντιμετώπιση του οξέος μετεγχειρητικού πόνου ή του πόνου που συνδέεται με χρόνιες ασθένειες. Πολύ λίγη προσοχή έχει δοθεί στην αντιμετώπιση και στην έρευνα του συνεχούς καθημερινού πόνου, ο οποίος φαίνεται ότι βιώνεται από το 25% έως το 80% των ηλικιωμένων και ο οποίος θεωρείται από τους ειδικούς της υγείας ως ένα φυσιολογικό επακόλουθο του γήρατος και έτσι μένει χωρίς κάποια αντιμετώπιση. Το γεγονός αυτό εντείνεται και από τη στάση πολλές φορές των ίδιων των ηλικιωμένων οι οποίοι τείνουν να μην αναφέρουν την εμπειρία του πόνου στους ειδικούς της υγείας για να μη χαρακτηριστούν ως «παραπονιάρηδες» ή ότι δε συμμορφώνονται ως προς τις θεραπευτικές οδηγίες των ειδικών της υγείας. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα οι Brown, Kirkpatrick, Swanson & McKenzie (2010) προχώρησαν στην ερευνητική εξέταση του ζητήματος του πόνου μεταξύ των ηλικιωμένων, κυρίως με περιγραφικό χαρακτήρα και με τρεις στόχους. Πρώτον, την αξιολόγηση και καταγραφή της έκτασης του πόνου μεταξύ των ηλικιωμένων που ζουν στην κοινότητα, δεύτερον, να περιγράψουν τις εμπειρίες πόνου των ηλικιωμένων και, τρίτον, να περιγράψουν τις στρατηγικές που οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι βρήκαν χρήσιμες στη διαχείριση του πόνου τους. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους, σε ένα δείγμα ευκολίας 124 ηλικιωμένων άνω των 60 ετών, έδειξαν ότι περισσότεροι από το 90% των συμμετεχόντων σημείωσαν ότι αισθάνθηκαν πόνο κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα, και έδειξαν επίσης ότι περισσότεροι από το 75% των ηλικιωμένων ανέφεραν ότι αισθάνονταν πόνο στις μυοσκελετικές περιοχές του σώματός τους, και περισσότεροι από το 80% των συμμετεχόντων ανέφεραν ότι οι πόνοι τους αυτοί ήταν μέτριας έντασης ή σοβαροί. Περισσότεροι από το 60% ανέφεραν ότι αισθάνονταν πόνο περιστασιακά και ότι οι χειρότερες στιγμές της ημέρας, όπου ο πόνος ήταν περισσότερο έντονος, ήταν το πρωί και το απόγευμα. Δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές συνάφειες μεταξύ των δημογραφικών χαρακτηριστικών του δείγματος και της έντασης και σοβαρότητας του πόνου. Στο ερώτημα ποιες καθημερινές ή όχι ασχολίες και δραστηριότητες της ζωής τους εμπόδιζε ο πόνος, οι απαντήσεις με σειρά προτεραιότητας ήταν, το περπάτημα, η γενική δραστηριότητα, η διάθεσή τους, η ευχαρίστηση από τη ζωή, ο ύπνος, η συγκέντρωση και οι κοινωνικές τους σχέσεις. Αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης του πόνου οι συμμετέχοντες απάντησαν, κατά σειρά προτεραιότητας: η φαρμακολογική θεραπεία, η ακινησία, η ζέστη/το κρύο, η άσκηση και εναλλακτικές μορφές αντιμετώπισης.

88

12.2 ΠΑρΕΜΒΑΣη ΚΑι ΑντιΜΕτωΠιΣη τοΥ ΠονοΥ Οι Brown, Kirkpatrick, Swanson & McKenzie (2010) με βάση τα ερευνητικά τους δεδομένα καταλήγουν σε κάποιες προτάσεις οι οποίες συμπυκνώνονται στα εξής: χρειάζεται περισσότερη εκπαίδευση τόσο για τους ηλικιωμένους όσο και για τις οικογένειες τους σχετικά με τις μεθόδους αυτορρυθμιζόμενης θεραπείας του πόνου, τις ωφέλειες των αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και άλλων φαρμακολογικών στρατηγικών, της σωστής διατροφής, της δραστηριότητας και της άσκησης για τον έλεγχο του πόνου, κυρίως του μυοσκελετικού πόνου. Επίσης, το νοσηλευτικό και υπόλοιπο ιατρικό προσωπικό θα πρέπει να παρακολουθεί τις καινούργιες στρατηγικές διαχείρισης του πόνου, είτε φαρμακολογικών είτε εναλλακτικών μη φαρμακολογικών, που μπορούν να βοηθήσουν τους ευάλωτους ηλικιωμένους ανθρώπους. Αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης του πόνου από τους ηλικιωμένους ανθρώπους σημαντικές προτάσεις έχουν γίνει από τον Thomas (1991), οι προτάσεις του οποίου βασίζονται στην άποψη ότι η φαρμακολογική θεραπεία για την αντιμετώπιση του πόνου αποτελεί σε κάθε περίπτωση τρόπο για τη διαχείριση του πόνου, ειδικά με τον πόνο που συνδέεται με μετεγχειρητικές καταστάσεις, ψυχικό πόνο ή πόνο από χρόνιες παθήσεις. Παρόλα αυτά θα πρέπει να δεχτούμε με ικανοποίηση κάθε μέθοδο που έχει ως στόχο να μειώσει τη δοσολογία των αναλγητικών ή ακόμα και να αντικαταστήσει τη χρήση τους, ειδικά από τους ηλικιωμένους οι οποίοι διαθέτουν ένα καταπονημένο φυσιολογικό σύστημα. Με βάση, λοιπόν, αυτή τη λογική προτείνεται εκτός από τη φαρμακευτική αντιμετώπιση του πόνου και άλλοι εναλλακτικοί τρόποι αντιμετώπισης όπως, η ύπνωση, ο διαλογισμός, η προοδευτική χαλάρωση και η χρήση της φαντασίας.

89

13 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

13

Θυματοποίηση, κακοποίηση και παραμέληση των ηλικιωμένων

Στην παρούσα ενότητα θα αναφερθούμε σε θέματα θυματοποίησης, κακοποίησης και παραμέλησης των ηλικιωμένων. Θα αναφερθούμε στον ορισμό της θυματοποίησης, τις ψυχοκοινωνικές της επιπτώσεις, τις ηλικιακές της διαφορές και τις διαχρονικές μακροπρόθεσμες συνέπειες της θυματοποίησης στην ενήλικη ζωή. Οι αναφορές αυτές θα αφορούν κυρίως τη θυματοποίηση εκτός της τρίτης ηλικίας, αλλά κρίναμε απαραίτητο η κακοποίηση και παραμέληση των ηλικιωμένων να λάβει μια εξελικτική, διαχρονική θεώρηση και να συνδεθεί με την κακοποίηση στην τρίτη ηλικία, καθώς φαίνεται να υπάρχουν «μονοπάτια» που ξεκινούν με τη θυματοποίηση στην παιδική και νεαρή ηλικία, παίρνουν τη μορφή εργασιακής θυματοποίησης στον επαγγελματικό χώρο και καταλήγουν ως κακοποίηση και παραμέληση στην τρίτη ηλικία. 13.1 η ΘΥΜΑτοΠοιηΣη ΣτΑ ΔιΑΦορΑ ΠΕριΒΑλλοντΑ Η θυματοποίηση στα διάφορα περιβάλλοντα δεν είναι ένα καινούριο φαινόμενο στην κοινωνική πραγματικότητα. Η ύπαρξη του είναι γεγονός που είναι σύστοιχο με την άποψη του Smith (1997) ότι η θυματοποίηση δεν είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένη στην παιδική ηλικία και στο σχολικό χώρο αλλά μπορεί να παρουσιάζεται σε όλους τους χώρους όπου συναντώνται άνθρωποι ή ομάδες ανθρώπων με διαφορετική δύναμη και έχουν είτε λόγω διαφορετικής τοποθέτησης στην ιεραρχία είτε λόγω διαφορετικής σωματικής ή πνευματικής δύναμης τη δυνατότητα να βασιστούν στο κενό αυτό δύναμης και να ασκή-

90

σουν βία απροκάλυπτη ή κεκαλυμμένη (Kiriakidis, 2011). Η άσκηση της βίας αυτής γίνεται προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι δικές τους επιθυμίες ή απλώς «για πλάκα» σε μία προσπάθεια να γεμίσουν το χρόνο τους ή να προβάλουν, με τον τρόπο αυτό, τη δική τους ανωτερότητα επιλέγοντας ως μέσο τόνωσης της αυτοεκτίμησής τους, τις τακτικές του εκφοβισμού. Το ενδιαφέρον για τη θυματοποίηση στο σχολείο έχει ξεκινήσει ως μέρος της προσπάθειας για την αναγνώριση και υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων των παιδιών. Αυτά πρεσβεύουν ότι δεν πρέπει κανείς να είναι αντικείμενο κακομεταχείρισης ή διακρίσεων. Το ίδιο ενδιαφέρον υπάρχει και στο να είναι το σχολικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον ασφαλές, χωρίς φόβο, που επιτρέπει την ομαλή, χωρίς περιορισμούς, συνολική εξέλιξη των παιδιών (Smith, 1997). Το ενδιαφέρον αυτό έχει οδηγήσει σε μια σειρά ερευνών κυρίως στη Σκανδιναβία, στην Ιαπωνία, αλλά και στον αγγλοσαξωνικό χώρο. Μια επιλεκτική αναφορά των αποτελεσμάτων αυτών των ερευνών επιχειρείται σε αυτή τη διδακτική ενότητα Η βία και η θυματοποίηση δυστυχώς συναντάται σε όλες τις ηλικίες και σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Έτσι έχουμε τη θυματοποίηση παιδιών και εφήβων στο σχολείο, την επαγγελματική θυματοποίηση στο χώρο εργασίας και δυστυχώς τη θυματοποίηση, παραμέληση, εκμετάλλευση και κακοποίηση των ηλικιωμένων επίσης σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Πριν ξεκινήσουμε να μιλάμε για τη θυματοποίηση των ηλικιωμένων ανθρώπων θεωρούμε χρήσιμο να πούμε δυο λόγια για την θυματοποίηση των παιδιών στο σχολείο, απλώς για να δείξουμε ότι το φαινόμενο της βίας δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων και ηλικίες αλλά συναντάται σε πολλές ηλικίες και περιβάλλοντα. Θα θέλαμε να δείξουμε τις ομοιότητες που παρουσιάζει η βία διαχρονικά. Επίσης, κάποιες σύντομες πληροφορίες για τη σχολική θυματοποίηση μπορεί να είναι χρήσιμες για όσους από εσάς έχετε εγγόνια στο σχολείο. 13.2 οριΣΜοΣ Στη βιβλιογραφία η έννοια της θυματοποίησης έχει λάβει αρκετούς λειτουργικούς ορισμούς. • Κάποιοι ορισμοί δίνουν έμφαση στην έκφραση επιθετικής συμπεριφοράς εκ μέρους των μαθητών, εξισώνοντας έτσι την έννοια της θυματοποίησης με αυτήν της επιθετικότητας. • Άλλοι ερευνητές αναφέρονται κυρίως στην έκφραση σωματικής ή και λεκτικής βίας, γεγονός που οδηγεί σε μια εννοιολογική συρρίκνωση τον ορισμό

91

της θυματοποίησης καθώς δεν αναφέρονται οι περισσότερο κεκαλυμμένες, και όχι εύκολα ορατές μορφές θυματοποίησης, όπως η διάδοση ψευδών σχολίων ή μορφές συκοφάντησης. • Τέλος, κάποιοι ορισμοί δε συμπεριλαμβάνουν τη διάσταση της επαναληπτικότητας της συμπεριφοράς εκ μέρους των δραστών, εξισώνοντας, έτσι, τη θυματοποίηση με την έννοια της περιστασιακής εκδήλωσης επιθετικότητας. Η διαφοροποίηση των ορισμών αυτών έχουν κάνει τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των ερευνών αρκετά δύσκολη. Σε μια προσπάθεια να συμφωνήσουμε σε κάποιας μορφής ορισμό, παραθέτουμε δύο ορισμούς που κρίνονται από έναν μεγάλο αριθμό ερευνητών ως οι περισσότερο πλήρεις σε σχέση με άλλους. • Ο Olweus (1994: 1173) αναφέρει ότι κάποιος θυματοποιείται όταν «εκτίθεται επανειλημμένως και για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αρνητικές πράξεις εκ μέρους ενός ή περισσοτέρων μαθητών» και ως αρνητική πράξη ορίζει την περίπτωση όπου «όταν κάποιος εκ προθέσεως προκαλεί ή επιχειρεί να προκαλέσει τραύμα ή δυσφορία σε κάποιον άλλο». Ο Farrington (1993) αναφέρει ότι η έννοια της θυματοποίησης αποτελείται από τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά: • Πρόκειται για σωματική, λεκτική ή ψυχολογική επίθεση ή εκφοβισμό. • Το άτομο που προβαίνει στην πράξη αυτή είναι δυνατότερο, (για παράδειγμα σωματικά), ή τουλάχιστον γίνεται αντιληπτό ως δυνατότερο από το θύμα της συμπεριφοράς σε σχέση με ένα αριθμό χαρακτηριστικών. • Η πράξη εμπεριέχει την πρόθεση να προκαλέσει φόβο ή/και να βλάψει το θύμα. • Δεν υπάρχει πρόκληση εκ μέρους του θύματος για την εμφάνιση της συμπεριφοράς. • Η συμπεριφορά είναι επαναλαμβανόμενη και • Προκαλεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. 13.3 ΨΥχο-ΚοινωνιΚΕΣ ΕΠιΠτωΣΕιΣ τηΣ ΘΥΜΑτοΠοιηΣηΣ Η θυματοποίηση έχει φανεί ότι συσχετίζεται με χαμηλή αυτοεκτίμηση, επιπτώσεις στη σωματική υγεία π.χ συχνοί πονοκέφαλοι και πόνοι στην κοιλιά, σχολική φοβία, συχνές απουσίες από το σχολείο, έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης, άγχος και διαταραχές ύπνου. Υπάρχουν ενδείξεις για συσχέτιση με μακροπρόθεσμα συμπτώματα κατάθλιψης (Smith, 1997). Επίσης, έχει βρεθεί ότι τα θύματα έχουν αυξημένο φόβο αρνητικής αξιολόγησης, παρουσιάζουν συμπτώματα κοινωνικής φοβίας και αίσθημα μοναχικότητας (Storch and Masia-Warner,

92

2004). Τέλος, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα άτομα που στο σχολείο θυματοποιήθηκαν, παρουσιάζουν αυξημένα ψυχολογικά συμπτώματα και γενικότερα προβλήματα στην προσαρμογή στην ενήλικη ζωή (Wolke et al, 2000). Οι επιπτώσεις αυτής της συμπεριφοράς στους αποδέκτες της σε ακραίες περιπτώσεις έχει συσχετιστεί με απόπειρες ή και αυτοκτονία όπως έχουν παρουσιαστεί σε μαθητικούς πληθυσμούς της Ιαπωνίας (Smith, 2000). 13.4 ηλιΚιΑΚΕΣ ΔιΑΦορΕΣ Παρουσιάζεται μια μείωση των φυσικών μορφών θυματοποίησης από τον 8ο έως τον 16ο χρόνο της ηλικίας. Την ίδια στιγμή όμως παρουσιάζεται μια αύξηση διαφορετικών μορφών θυματοποίησης, όπως η πλάγια μορφή, που αναφέρεται στη δομή των κοινωνικών σχέσεων, όπως η διάδοση ψεύτικων φημών και ο κοινωνικός αποκλεισμός (Smith, 2000). Τέλος, υπάρχει και η άποψη που επισημαίνει ότι οι θύτες στο σχολείο συνεχίζουν να ασκούν αυτού του τύπου τη συμπεριφορά και αργότερα στην ενήλικη μορφή τους. Έρευνες δείχνουν ότι η θυματοποίηση συναντάται στον εργασιακό χώρο (Kiriakidis & Kavoura, 2005), αλλά και σε πολλά άλλα περιβάλλοντα όπου άνθρωποι συναθροίζονται (Smith, 2000). Τέλος, υπάρχουν ενδείξεις ότι η θυματοποίηση μπορεί να είναι ένα πρώιμο στάδιο στην εξελικτική ακολουθία που οδηγεί σε παραβατική συμπεριφορά σε μεγαλύτερη ηλικία (Baldry & Farrington, 2000) και κακοποίηση των ηλικιωμένων στην τρίτη ηλικία. 13.5 ΔιΑχρονιΚΕΣ ΜΑΚροΠροΘΕΣΜΕΣ ΣΥνΕΠΕιΕΣ τηΣ ΘΥΜΑτοΠοιηΣηΣ Στην ΕνηλιΚιωΣη Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της θυματοποίησης στο σχολείο από θύτες συμμαθητές διατηρούνται μέχρι την ενήλικη ζωή. Στο ερώτημα αυτό προσπάθησαν να απαντήσουν οι McCabe, Antony, Summerfeldt, Liss & Swinson (2003). Εξέτασαν τη σχέση μεταξύ διαφορετικών αγχωτικών συμπτωμάτων και την ιστορία των ατόμων σε σχέση με τις εμπειρίες θυματοποίησής τους. Η βασική υπόθεση της έρευνας ήταν ότι αντίξοες εμπειρίες σκληρού πειράγματος και θυματοποίησης στο παρελθόν θα συναντώνταν κυρίως σε άτομα με κοινωνική φοβία, καθώς η κοινωνική φοβία έχει ως βασικό χαρακτηριστικό τον φόβο απέναντι σε κοινωνικές περιστάσεις όπου το άτομο φοβάται κυρίως μήπως έρθει σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση ή μήπως γίνει ρεζίλι. Ο βασικός προβληματισμός των ατόμων με κοινωνική φοβία είναι μήπως αξιολογηθούν αρνητικά από τους άλλους ανθρώπους. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή βρέθηκε ότι το 92,3% των ατόμων με κοινωνι-

93

κή φοβία ανέφεραν την ύπαρξη εμπειριών θυματοποίησης στην παιδική τους ηλικία. Το ποσοστό αυτό ήταν σημαντικά υψηλότερο στα άτομα με κοινωνική φοβία, σε σχέση με άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και διαταραχή πανικού. Επίσης, η ύπαρξη αυτοαναφερόμενων εμπειριών θυματοποίησης εμφάνιζε συσχέτιση για το σύνολο του δείγματος με την έναρξη της αγχώδους διαταραχής (κοινωνική φοβία, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κρίσεις πανικού) σε μικρότερη ηλικία, μεγαλύτερο αριθμό ψυχοκοινωνικών προβλημάτων στην παιδική και εφηβική ηλικία (συναισθηματικά-συμπεριφορικά προβλήματα, νομικά προβλήματα, προβλήματα προσαρμογής στο σχολείο, χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, ή και ιατρικά προβλήματα) και αυξημένο άγχος σε κοινωνικές περιστάσεις. Αξίζει να αναφέρουμε ότι τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής βασίζονται σε αυτοαναφορές των υποκειμένων εμπειριών του παρελθόντος, γεγονός που μεθοδολογικά δε μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε τεκμηριωμένη σχέση μεταξύ προηγούμενων εμπειριών θυματοποίησης και ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων. Παρόλα αυτά προσφέρουν κάποιες ενδείξεις ότι οι εμπειρίες της θυματοποίησης μπορεί να συσχετίζονται με εκδηλώσεις ψυχοπαθολογίας στην ενήλικη ζωή, τουλάχιστον αναφορικά με την εκδήλωση κοινωνικής φοβίας. Φαίνεται λοιπόν ότι αν δε σταματήσουμε τη θυματοποίηση αμέσως ή σχεδόν αμέσως, όταν αυτή συμβαίνει, οι επιπτώσεις αυτές μπορούν να διατηρηθούν για χρόνια μέχρι την ενήλικη ζωή ή και την τρίτη ηλικία. Η συσχέτιση του σοβαρού πειράγματος ως μορφή θυματοποίησης στο σχολείο και η γενικότερη διαπροσωπική λειτουργία στην ενήλικη ζωή εξετάστηκε και από τους Ledley, Storch, Coles, Heimberg, Moser & Bravata (2005) σε ένα δείγμα 414 φοιτητών. Στην έρευνα βρέθηκε ότι η ανάκληση ιστορικού συχνής θυματοποίησης μέσω σοβαρού πειράγματος στην παιδική ηλικία συσχετίζονταν με το να αισθάνονται τα άτομα αυτά μικρότερη άνεση με την οικειότητα και εγγύτητα στις σχέσεις, μικρότερη άνεση στο να εμπιστευτούν και να βασιστούν στους άλλους και υψηλότερο βαθμό ανησυχίας ότι δεν έχουν αγαπηθεί ή/και μήπως εγκαταλειφθούν από τους σημαντικούς άλλους. Βρέθηκε επίσης, ότι η ανάκληση ιστορικού θυματοποίησης στην παιδική ηλικία συσχετίζονταν με χαμηλότερη αυτοεκτίμηση στον κοινωνικό τομέα κατά την πρώιμη ενηλικίωση. Δε βρέθηκε καμία συσχέτιση στο βαθμό ανάκλησης θυματοποίησης και τον αριθμό των φίλων που ανέφεραν οι φοιτητές στην πρώιμη ενηλικίωση στην έρευνα αυτή. Οι συγγραφείς της έρευνας υποστηρίζουν πάντως ότι μπορεί να μην υπήρχε συσχέτιση μεταξύ θυματοποίησης και αριθμού φίλων αλλά είναι πιθανό η ποιότητα των σχέσεων με τους φίλους τους να μην ήταν ικανοποιητική. Αυτό όμως παραμένει ένα ερώτημα το οποίο μένει να διερευνηθεί, καθώς δεν εξετάστηκε στην παραπάνω έρευνα. Συνολικά φαίνεται ότι οι φοιτητές

94

με ιστορικό θυματοποίησης στο παρελθόν τους παρουσιάζουν προβλήματα λειτουργικότητας στις σχέσεις οικειότητας αλλά και χαμηλή πίστη στον εαυτό τους ότι μπορούν να τα καταφέρουν στον κοινωνικό τομέα. Τα αποτελέσματα αυτά βεβαίως, όπως και στην προηγούμενη, έρευνα βασίζονται σε ανάκληση της θυματοποίησης από το παρελθόν, κάτι που μεθοδολογικά δε μας επιτρέπει να μιλήσουμε καθόλου για αιτιακή σχέση μεταξύ πρώιμων εμπειριών θυματοποίησης και δυσλειτουργικότητα στην ενήλικη ζωή. Ακόμα και η απλή συσχέτιση είναι επισφαλής. Τα αποτελέσματα όμως είναι χρήσιμα καθώς μας προσδιορίζουν μια τάση ή και κάποιες ενδείξεις για τη συσχέτιση της θυματοποίησης στην παιδική ηλικία με ψυχοκοινωνικά προβλήματα στην ενήλικη ζωή και ότι είναι πιθανό να είναι αρκετά σοβαρά, έτσι ώστε να παραμένουν μέχρι την ενηλικίωση των θυμάτων. Είναι πιθανό, αλλά όχι ακόμα αποδεδειγμένο, ότι διάφορες εσωτερικές ανασφάλειες που προκαλεί η θυματοποίηση στην παιδική ηλικία, παραμένουν μέχρι την ενηλικίωση, και εκφράζονται με αντιλήψεις ανεπάρκειας για τις προσωπικές ικανότητες και προσδοκίες για αρνητική αξιολόγηση από τους άλλους. Εάν λοιπόν είχαμε εμπειρίες θυματοποίησης στην παιδική μας ηλικία και καταφέραμε να τις αντιμετωπίσουμε και να τις διαχειριστούμε αποτελεσματικά, τότε όλα είναι καλά γιατί αυτό σημαίνει ότι μπορούμε και σήμερα να αντιμετωπίσουμε τη θυματοποίηση, εάν προκύψει. Εάν όμως τότε δεν μπορέσαμε να αντιμετωπίσουμε τη θυματοποίηση, και επειδή αυτό μπορεί να έχει συνέπειες για πολλά χρόνια, τότε σήμερα είναι η ευκαιρία να μάθουμε πώς να το κάνουμε, καθώς κάθε άνθρωπος έχει απόλυτο δικαίωμα να ζει χωρίς να φοβάται και είναι να σεβαστός από τους άλλους. Στη συνέχεια του βιβλίου μας θα δούμε με ποιους τρόπους μπορεί να γίνει αυτό 13.6 ΚΑΚοΠοιηΣη ΚΑι ΠΑρΑΜΕληΣη των ηλιΚιωΜΕνων Ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα στην τρίτη ηλικία είναι η κακοποίηση ή η παραμέληση των ηλικιωμένων. Συνολικά το θέμα αυτό δεν έχει εξεταστεί πολύ διεξοδικά στη βιβλιογραφία, η οποία έχει εστιάσει κυρίως σε θέματα όπως η κακοποίηση και η παραμέληση των παιδιών, θέματα οικογενειακής βίας, κακοποίηση των γυναικών, η θυματοποίηση στα σχολικά περιβάλλοντα και σε άλλους χώρους, η θυματοποίηση στον εργασιακό χώρο ή σε σωφρονιστικά ιδρύματα για νέους και ενήλικες. 13.7 οριΣΜοΣ Τι εννοούμε όμως όταν λέμε κακοποίηση ή παραμέληση των ηλικιωμένων;

95

Σύμφωνα με την Εθνική Ακαδημία των Επιστημών των Η.Π.Α. (US National Academy of Sciences) όπως αναφέρεται από τους Lachs & Pillemer (2004: 1264) η κακοποίηση των ηλικιωμένων ορίζεται ως «μια ή περισσότερες πράξεις που προκαλούν βλάβη ή δημιουργούν ένα σοβαρό κίνδυνο για βλάβη (είτε υπάρχει πρόθεση για βλάβη είτε όχι), που κατευθύνεται σε έναν ευάλωτο ηλικιωμένο από κάποιο άτομο που φροντίζει τον ηλικιωμένο ή κάποιο άλλο άτομο που έχει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον ηλικιωμένο, ή η αποτυχία του ατόμου που φροντίζει τον ηλικιωμένο να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του ηλικιωμένου ή να προστατεύσει τον ηλικιωμένο από βλάβη». Οι Lachs & Pillemer (2004: 1264) σχολιάζοντας τον παραπάνω ορισμό θεωρούν ότι ενσωματώνει δύο βασικές έννοιες: ότι ο ηλικιωμένος έχει υποφέρει από κάποιο τραύμα, αποστέρηση ή μη-αναγκαίο κίνδυνο και ότι ένα άλλο συγκεκριμένο άτομο ή άτομα είναι υπεύθυνα για την πρόκληση βλάβης ή την αποτυχία να την προλάβουν. Οι Lachs & Pillemer (2004: 1264) περαιτέρω αναφέρουν ότι μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της κακοποίησης υπάρχει μια συναίνεση, τόσο μεταξύ κλινικών αναφορών αλλά και νομικών απόψεων, για τις πράξεις εκείνες τις οποίες ο όρος κακοποίηση των ηλικιωμένων καλύπτουν. Οι πράξεις αυτές είναι: 1. Φυσική, σωματική κακοποίηση, η οποία περιλαμβάνει πράξεις οι οποίες έγιναν με πρόθεση την πρόκληση σωματικού πόνου ή τραύματος. 2. Ψυχολογική κακοποίηση, που ορίζονται ως εκείνες οι πράξεις που διαπράττονται με πρόθεση να προκαλέσουν συναισθηματικό πόνο ή βλάβη. 3. Σεξουαλική επίθεση. 4. Υλική εκμετάλλευση, που περιλαμβάνει την κακοδιαχείριση των χρημάτων ή της περιουσίας του ηλικιωμένου ατόμου. 5. Παραμέληση ή αποτυχία ενός καθορισμένου ατόμου που έχει αναλάβει τη φροντίδα του ηλικιωμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ηλικιωμένου. Η Αμερικανική Ιατρική Ένωση δίνει έναν παρόμοιο ορισμό ορίζοντας την κακοποίηση και παραμέληση των ηλικιωμένων, ως εξής: «πράξεις ή παράλειψη πράξεων που έχουν ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την επαπειλούμενη βλάβη στην υγεία ή την ευζωία ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Η κακοποίηση περιλαμβάνει εμπρόθετη πρόκληση σωματικής ή πνευματικής βλάβης, σεξουαλική κακοποίηση, ή παρακράτηση των αναγκαίων τροφίμων, ενδυμάτων και ιατρικής περίθαλψης για την ικανοποίηση των σωματικών και πνευματικών αναγκών ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, από κάποιον άλλο που έχει αναλάβει τη φροντίδα, κηδεμονία ή ευθύνη ενός ηλικιωμένου ανθρώπου» (Madden, 1995: 2). 13.8 ΕΚτΑΣη Είναι εμφανές ότι η κακοποίηση των ηλικιωμένων ανθρώπων μπορεί να συμ-

96

βεί σε πολλά περιβάλλοντα, όπως οι κατοικίες τους, τα νοσοκομεία, κέντρα υποβοηθούμενης φροντίδας και γηροκομεία και συνολικά το εύρος των εκτιμήσεων για την έκταση του φαινομένου της κακοποίησης των ηλικιωμένων δείχνει ότι αυτό κυμαίνεται μεταξύ 2% και 10%. 13.9 ΠΑρΑΓοντΕΣ ΚινΔΥνοΥ Οι Lachs & Pillemer (2004) σε σχέση με τους παράγοντες κινδύνου, δηλαδή τους παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τις πιθανότητες να υποστούν οι ηλικιωμένοι κάποιας μορφής κακοποίηση, αναφέρουν αρχικά ότι η έρευνα συνολικά βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και ίσως είναι ακόμα νωρίς να έχουμε αποτελέσματα με σημαντική εμπειρική τεκμηρίωση. Σε κάθε περίπτωση αναφέρουν ότι οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τους εξής παράγοντες: οι Perez-Carceles et al (2009) αναφέρουν ότι το να ζει κάποιος ηλικιωμένος μαζί με άλλον ή άλλους ανθρώπους αυξάνει τις πιθανότητες κακοποίησης, κάτι που δεν ισχύει για τους ηλικιωμένους που ζουν μόνοι τους. Οι διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί φαίνεται να περιλαμβάνουν αυξημένη επαφή, άρα και συγκρούσεις και ένταση στην περίπτωση της συγκατοίκησης. Αντιθέτως, η οικονομική κακοποίηση ή εκμετάλλευση φαίνεται να είναι συχνότερη στους ηλικιωμένους που ζουν μόνοι τους. Επίσης, οι έρευνες δείχνουν ότι η σωματική κακοποίηση είναι συχνότερη στους ηλικιωμένους με άνοια σε σχέση με τους ηλικιωμένους χωρίς άνοια. Είναι πολύ πιθανό οι διασπαστικές και επιθετικές συμπεριφορές των ηλικιωμένων ασθενών με άνοια να προκαλούν δυσφορία και στρες σε όσους τους φροντίζουν, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να απαντούν με ανάλογη επιθετική συμπεριφορά. Στις περιπτώσεις αυτές όμως είναι συχνό και το αντίθετο μοτίβο, δηλαδή, οι ηλικιωμένοι ασθενείς με άνοια να επιτίθενται στους ανθρώπους που έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους. Επίσης, η κοινωνική απομόνωση μπορεί να είναι παράγοντας που συντελεί στην κακοποίηση των ηλικιωμένων, αφ’ ενός επειδή η κακοποίηση ως φαινόμενο οικογενειακό, είτε αφορά παιδιά, είτε συζύγους, συναντάται κυρίως σε οικογένειες που είναι κοινωνικά απομονωμένες, είτε επειδή αυξάνει το στρες στην οικογένεια, είτε γιατί η κοινωνική απομόνωση ωθεί τις επιθετικές και νομικά επιλήψιμες συμπεριφορές να μένουν κρυφές. Η κακοποίηση των ηλικιωμένων φαίνεται ότι εντείνεται όταν οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους έχουν προβλήματα ψυχικής υγείας οι ίδιοι ή κάνουν κατάχρηση αλκοόλ (Kleinschmidt, 1997). Τέλος, η οικονομική, κυρίως, εξάρτηση των παιδιών των ηλικιωμένων και η άρνησή τους να αυτονομηθούν σε όλα τα επίπεδα, μπορεί να τα οδηγήσει σε οικογενειακές συγκρούσεις και εντάσεις, οδηγώντας στην κακοποίηση των ηλικιωμένων γονέων.

97

Οι Reay & Browne (2001: 56) μάς παραθέτουν, βασιζόμενοι στη γενικότερη βιβλιογραφία για την κακοποίηση των ηλικιωμένων (π.χ. Jones, Holstege & Holstege, 1997), τα χαρακτηριστικά εκείνα των ανθρώπων που φροντίζουν ηλικιωμένους και οι οποίοι εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες να τους κακομεταχειρίζονται, να τους κακοποιούν ή να τους παραμελούν: • Όσοι έχουν αναλάβει την ευθύνη και τη φροντίδα ηλικιωμένων άνω των 75 ετών. • Όσοι ζουν συνεχώς μαζί με τον ηλικιωμένο. • Όσοι δεν έχουν εμπειρία ή ανέλαβαν τη φροντίδα του ηλικιωμένου παρά τη θέλησή τους. • Όσοι έχουν πολύ υψηλές προσδοκίες από τους ηλικιωμένους. • Όσοι αντιμετωπίζουν συγκρουσιακές σχέσεις και συχνά εκδηλώνουν εχθρική, απειλητική και/ή επιθετική συμπεριφορά. • Όσοι χρειάζονται να επωμιστούν την φροντίδα και άλλων ανθρώπων, π.χ. συζύγους ή παιδιά. • Όσοι υπόκεινται σε υψηλό στρες και πίεση, π.χ. ανεργία, ανεπαρκή στέγαση. • Όσοι είναι απομονωμένοι και δεν τυγχάνουν της υποστήριξης της κοινότητας ή άλλων ατόμων. • Όσοι αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας. • Όσοι έχουν ιστορικό προβλημάτων ψυχικής υγείας. • Όσοι έχουν ιστορικό κλινικής κατάθλιψης. • Όσοι έχουν ιστορικό αγχώδους διαταραχής. • Όσοι έχουν ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ. • Όσοι έχουν ιστορικό κατάχρησης ουσιών/ναρκωτικών. • Όσοι έχουν υποστεί κακοποίηση ή παραμέληση ως παιδιά, ή εκεί όπου υπάρχει ιστορικό οικογενειακής βίας. Οι Reay & Browne (2001) γενικά επισημαίνουν ότι όσο περισσότεροι παράγοντες κινδύνου υπάρχουν σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, τόσο μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα να έχουμε περιστατικά κακοποίησης των ηλικιωμένων. Επίσης, η αξιολόγηση και η ταυτοποίηση αυτών των προδιαθετικών παραγόντων μπορεί να αποβεί χρήσιμη στους ειδικούς επαγγελματίες, έτσι ώστε να μπορούν να εντοπίσουν δυνητικά πιθανές καταστάσεις ή περιστάσεις κακοποίησης. 13.10 ΔΥΣΚολιΕΣ Στην ΚΑτΑΓρΑΦη Η κακοποίηση των ηλικιωμένων ανθρώπων είναι αρκετά δύσκολο να ερευνηθεί και να καταγραφεί, άρα και να ποσοτικοποιηθούν οι βασικές συνιστα-

98

μένες και παράμετροι του προβλήματος. Οι λόγοι για τους οποίους αυτό είναι δύσκολο να συμβεί με επάρκεια είναι αρκετοί και περιγράφονται από τον Madden (1995: 2). Καταρχήν, ο ηλικιωμένος μπορεί να πιστεύει ότι το πρόβλημα αυτό είναι οικογενειακή υπόθεση και θα πρέπει να μείνει και να αντιμετωπιστεί μέσα στην οικογένεια. Ο ηλικιωμένος ίσως αισθάνεται ντροπή εξαιτίας της έλλειψης σεβασμού και της κακοποιητικής συμπεριφοράς εκ μέρους του παιδιού του. Ο ηλικιωμένος μπορεί να φοβάται ότι αν αναφέρει την κακοποίηση (σε άλλους ανθρώπους εντός ή εκτός οικογένειας) ίσως οδηγήσει σε εκδικητική διάθεση το παιδί του και εντείνει τη συμπεριφορά κακοποίησης, ή ακόμα ότι μπορεί να υπάρχουν νομικές ή δικαστικές εμπλοκές για το παιδί του. Επίσης, ο ηλικιωμένος μπορεί να αισθάνεται ενοχές, επειδή είναι εξαρτώμενος από τους οικείους του ή ότι προκαλεί οικογενειακές εντάσεις και πιέσεις (οικονομικές, ψυχολογικές ή χωροταξικές). Οι ηλικιωμένοι που εσωτερικεύουν την ευθύνη για την κακοποίηση στους εαυτούς τους βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο συνεχιζόμενης κακοποίησης καθώς είναι αυτοί που έχουν τις μικρότερες πιθανότητες να αναφέρουν την κακοποίηση. Ο ηλικιωμένος μπορεί να αισθάνεται ότι δεν έχει κάπου να στραφεί και να εκφράσει την κακοποίηση που δέχεται, ή ότι αν παραδεχτεί την κακοποίηση τότε μπορεί να αποκλειστεί (περαιτέρω) από συγγενείς και φίλους. Επίσης, ακόμα και αν παραδεχτεί και αναφέρει την κακοποίηση του ο ηλικιωμένος, μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με τη δυσκολία ή την άρνηση των ειδικών της υγείας, οι οποίοι συχνά μειώνουν τη σημασία των κακοποιητικών γεγονότων και παραπόνων των ηλικιωμένων από δυσπιστία, από φόβο να κατηγορήσουν τον θύτη ή εξαιτίας της έλλειψης γνώσης της έκτασης του προβλήματος. 13.11 ΠροληΨη τηΣ ΚΑΚοΠοιηΣηΣ Σύμφωνα με τον Madden (1995) η κακομεταχείριση των ηλικιωμένων είναι ένα ιδιαιτέρως σύνθετο φαινόμενο, η διαχείριση του οποίου απαιτεί μια προσέγγιση πολλών ειδικοτήτων και πιθανό το ίδιο να ισχύει σχετικά με την ερμηνεία του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας και της κακοποίησης των ηλικιωμένων. Είναι δηλαδή ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, στο οποίο συντελούν πολλοί αιτιακοί ή εκλυτικοί παράγοντες σε περισσότερα από ένα επίπεδα ανάλυσης (Gordon & Brill, 2001). Πριν όμως φτάσουμε στο επίπεδο της παρέμβασης, ίσως είναι περισσότερο χρήσιμο και αποτελεσματικό να προσπαθήσουμε για την πρόληψη του φαινομένου αυτού (Giurani & Hasan, 2000). Μέσα σε αυτή τη λογική η Αμερικανική Ένωση των Συνταξιούχων (American Association of Retired Persons) έχουν εκδόσει κάποιες οδηγίες

99

για την πρόληψη της κακοποίησης και κακομεταχείρισης των ηλικιωμένων ατόμων, οι οποίες αναφέρονται από τον Madden (1995: 5-6): Η πρόληψη σε ατομικό επίπεδο. Τι θα πρέπει να κάνει το ηλικιωμένο άτομο: 1. Να παραμείνει ενταγμένο σε κοινωνικό σύνολο όσο γηράσκει, να διατηρήσει και να αυξήσει το δίκτυο των φίλων και γνωστών του. 2. Να διατηρήσει επαφή με παλιούς φίλους και γείτονες, εάν μετακομίσει σε κάποιον συγγενή ή σε κάποια καινούρια διεύθυνση. 3. Να αναπτύξει κάποια σχέση στενής φιλίας με κάποιον φίλο εκτός σπιτιού και να επιδιώξει να έχει επαφή μαζί του τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση και να μιλάει ανοιχτά με αυτό το άτομο. 4. Να ζητάει από τους φίλους του να τον επισκέπτονται στο σπίτι- ακόμα και μια σύντομη επίσκεψη μπορεί να επιτρέψει παρατηρήσεις σε σχέση με την ευρωστία του. 5. Να αποδέχεται καινούργιες ευκαιρίες για δραστηριότητες, καθώς αυτές μπορεί να φέρουν καινούργιους φίλους. 6. Να συμμετέχει σε δραστηριότητες της κοινότητας, όσο είναι σε θέση να το κάνει. 7. Να συμμετέχει εθελοντικά ή να εγγραφεί ως μέλος ή να αναλάβει υπεύθυνη θέση σε κάποια οργάνωση ή σε κάποιο σύλλογο και να συμμετέχει σε συχνή βάση. 8. Να έχει το προσωπικό του τηλέφωνο, αλλά και να ανοίξει τη δικιά του ταχυδρομική διεύθυνση. Εάν υπάρχει παρέμβαση στην αλληλογραφία του, να συζητήσει το θέμα αυτό με τους υπεύθυνους του ταχυδρομείου. 9. Να παραμείνει οργανωμένος, να κρατάει τα πράγματά του τακτοποιημένα και σε τάξη και να σιγουρευτεί ότι οι άλλοι ξέρουν ότι γνωρίζει πού βρίσκεται το καθετί. 10. Να φροντίζει για τις προσωπικές του ανάγκες, να τηρεί τα ραντεβού του με τον γιατρό, οδοντίατρο, κουρέα/κομμώτρια, αλλά και άλλα προσωπικά ραντεβού. 11. Να κανονίσει έτσι ώστε η σύνταξή του ή άλλα επιδόματα και βοηθήματα να κατατίθενται απευθείας σε έναν τραπεζικό λογαριασμό. 12. Να λάβει νομικές συμβουλές σε σχέση με διευθετήσεις που μπορεί ή πρέπει να κάνει σχετικά με πιθανή μελλοντική ανικανότητα. 13. Να κρατάει αρχεία, λογαριασμούς και περιουσιακά δικαιώματα διαθέσιμα να εξεταστούν από κάποιον που εμπιστεύεται ή/και από το άτομο που ο ίδιος ή το δικαστήριο έχει καθορίσει να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του. 14. Να εξετάζει τη διαθήκη του τακτικά. 15. Να παραδίδει τον έλεγχο της περιουσίας ή των πόρων του μόνο όταν έχει

100

αποφασίσει ότι δε μπορεί να τα διαχειριστεί ο ίδιος. 16. Να αναζητά βοήθεια όταν τη χρειάζεται, να συζητά τα σχέδια του με κάποιον δικηγόρο, γιατρό ή μέλη της οικογένειάς του. Τι δε θα πρέπει να κάνει το ηλικιωμένο άτομο: 1. Δε θα πρέπει να ζει με κάποιο άτομο που έχει ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς ή κατάχρησης αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών. 2. Δε θα πρέπει να αφήνει το σπίτι του χωρίς επίβλεψη, να ειδοποιεί την αστυνομία, εάν πρόκειται να λείψει για μεγάλο χρονικό διάστημα, να μην αφήνει μηνύματα στην πόρτα του σπιτιού του όταν λείπει. 3, Να μην αφήνει μετρητά, κοσμήματα ή αντικείμενα αξίας να βρίσκονται άτακτα μέσα στο σπίτι. 4. Να μη δέχεται παροχή προσωπικής φροντίδας σε ανταλλαγή μεταφοράς ή παραχώρησης περιουσιακών στοιχείων ή πόρων, αν προηγουμένως δεν έχει συμβουλευτεί ένα δικηγόρο, συμβολαιογράφο ή κάποιο άλλο άτομο που εμπιστεύεται να παραστεί ως μάρτυρας στη συναλλαγή. 5. Να μην υπογράψει κανένα έγγραφο αν προηγουμένως κάποιος που εμπιστεύεται δεν το έχει κοιτάξει ή διαβάσει. 6. Να μην επιτρέπει σε κανένα άλλον να παρακρατάει από τον ίδιο λεπτομέρειες της διαχείρισης των οικονομικών ή περιουσιακών υποθέσεων του. Η πρόληψη σε οικογενειακό επίπεδο 1. Να διατηρούν στενές σχέσεις με τους ηλικιωμένους συγγενείς και φίλους. Να προσέχουν και να καταγράφουν τις αλλαγές στην υγεία τους και την ικανότητά τους να ζουν ανεξάρτητα. 2. Να συζητούν με τον ηλικιωμένο ποιες είναι οι επιθυμίες του σε σχέση με την ιατρική φροντίδα, είδη φροντίδας σε περίπτωση ανικανότητας και διάθεση των προσωπικών του περιουσιακών στοιχείων ή πόρων. 3. Να βρουν πηγές βοήθειας σχετικά με βασικές υπηρεσίες για τη διαχείριση του νοικοκυριού, τη μεταφορά γευμάτων στο σπίτι, δυνατότητες αναψυχής και διασκέδασης για ηλικιωμένους, ημερήσια φροντίδα και υπηρεσίες υποβοηθούμενης μεταφοράς. 4. Να εξετάσουν διεξοδικά την ικανότητα της οικογένειας να παρέχει μακροχρόνια και εντός σπιτιού φροντίδα για έναν εύθραυστο και όλο και περισσότερο εξαρτώμενο ηλικιωμένο, εξετάζοντας τα φυσικά όρια της οικογένειας. 5. Να σχεδιάσουν το πώς οι ανάγκες τις οικογένειας θα ικανοποιηθούν όταν οι ευθύνες για τον εξαρτώμενο ηλικιωμένο αυξηθούν. 6. Να διερευνήσουν εναλλακτικές πηγές φροντίδας, συμπεριλαμβανομένων των γηροκομείων ή τα σπίτια άλλων συγγενών, σε περίπτωση που οι συνθήκες της οικογένειας αλλάξουν.

101

7. Να συζητήσουν τα σχέδια τους με φίλους, γείτονες και άλλες πηγές στήριξης, πριν οι ευθύνες απέναντι στον ηλικιωμένο γίνουν ασήκωτο βάρος, να ζητήσουν την κατανόηση και τη συναισθηματική τους στήριξη. 8. Να γνωστοποιήσουν στα μέλη της οικογένειας τους φορείς και υπηρεσίες άμεσης επέμβασης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Τι δε θα πρέπει να κάνουν οι οικογένειες: 1. Να μην προσφέρουν ενδοοικογενειακή φροντίδα σε κάποιον ηλικιωμένο, αν προηγουμένως δεν έχουν διεξοδικά κατανοήσει και γνωρίσει ότι μπορούν να ανταποκριθούν στις ευθύνες και τα κόστη που απαιτεί η φροντίδα των ηλικιωμένων. 2. Να μην περιμένουν την τελευταία στιγμή, πριν μετακομίσει στο σπίτι τους ο ηλικιωμένος άνθρωπος, για να εξετάσουν τις ανάγκες του. Χρειάζεται να εξετάσουν θέματα που αφορούν την πρόσβαση, την ασφάλεια, τη διημέρευση και τις ειδικές ανάγκες του ηλικιωμένου. (Χρειάζονται μια τουαλέτα, υπνοδωμάτιο ή ράμπα στον πρώτο όροφο; Τα χαλιά ή οι σκάλες θα αποτελέσουν εμπόδια; Χρειάζεται ένας φράκτης στον κήπο, έτσι ώστε να μην περιπλανάται ο ηλικιωμένος; Η κουζίνα του σπιτιού επιτρέπει την προετοιμασία ειδικών γευμάτων ή την αποθήκευση και διατήρηση των φαρμάκων με σωστό τρόπο; Σε περίπτωση φωτιάς μπορεί ο ηλικιωμένος να μεταφερθεί ασφαλώς;). 3. Να μην υποθέτουν ότι οι κακές διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας και του ηλικιωμένου θα εξαφανιστούν. 4. Να μην περιμένουν ότι εκνευριστικά προβλήματα ή συνήθειες όπως η κατάχρηση αλκοόλ θα σταματήσουν ή θα τεθούν υπό έλεγχο αφού το ηλικιωμένο άτομο μετακομίσει στο σπίτι της οικογένειας. 5. Να μην αγνοήσουν τα όρια και τους περιορισμούς της οικογένειας ή να είναι υπερβολικοί στην φροντίδα, γιατί είναι πιθανό να προκύψει παθητική παραμέληση. 6. Να μην εμποδίζουν την ανεξαρτησία του ηλικιωμένου ή να παρεμβαίνουν χωρίς λόγο στην ιδιωτική του ζωή, ή στον ιδιωτικό του χώρο και, αν είναι δυνατό, να του παρέχουν ένα ιδιωτικό τηλέφωνο και να κάνουν ό,τι άλλες αλλαγές είναι εφικτό. 7. Να μη χαρακτηρίζουν τις προσπάθειες τους ως αποτυχημένες, εάν η φροντίδα στο σπίτι δεν είναι δυνατή και πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις. Η πρόληψη σε επίπεδο κοινότητας. 1. Να αναπτύξουν καινούργιους τρόπους να παρέχουν ευθεία βοήθεια σε οικογένειες που φροντίζουν ηλικιωμένους. 2. Διαμέσου προγραμμάτων ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης του κοινού να μιλήσουν για τις ευθύνες των οικογενειών που φροντίζουν ηλικιωμένους και τις ανάγκες των θυμάτων κακοποίησης. 3. Να ζητήσουν από άλλες ομάδες της κοινότητας να εμπλακούν περισσότερο

102

στα προγράμματα που απευθύνονται σε ηλικιωμένους, συμπεριλαμβανομένων όσων εμπλέκονται σε ιδιωτικά ή δημόσια και δημοτικά γηροκομεία. Η εμπλοκή τους μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση των υποδομών και των υπηρεσιών. 4. Να ενθαρρύνουν τόσο τους ιδιώτες όσο και τους δημοσίους εργοδότες να βοηθούν τις οικογένειες που φροντίζουν ηλικιωμένους, ειδικά εκείνους που βρίσκονται κοντά στη σύνταξη ή έχουν συνταξιοδοτηθεί και διαθέτουν συγκεκριμένα εισοδήματα και αυξανόμενα προβλήματα υγείας. 5. Να δημοσιοποιήσουν στις οικογένειες τις διαθέσιμες υπηρεσίες υποστήριξης και τους επαγγελματίες που παρέχουν φροντίδα στους ηλικιωμένους, όπως κέντρα ημερήσιας φροντίδας, και υπηρεσίες υποβοήθησης της καθημερινότητας. Οι οικογένειες μπορεί να μην τις γνωρίζουν. 6. Να προσφέρουν βασική εκπαίδευση στους υπαλλήλους των δημόσιων φορέων αναφορικά με τη διαχείριση περιστατικών κακοποίησης. Μπορούν να εκπαιδευτούν για να αναγνωρίζουν κάποιες από τις αιτίες της παραμέλησης ή της κακοποίησης των ηλικιωμένων και μπορούν να συνδράμουν σε υποστηρικτικούς ρόλους. Η έρευνα πάντως μέχρι τώρα δείχνει ότι αυτή η ανάγκη είναι υπαρκτή και επιβεβλημένη ακόμα και μεταξύ ειδικών και επαγγελματιών που λογικά θα περίμενε κανείς ότι θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κακοποίηση των ηλικιωμένων. Για παράδειγμα, το νοσηλευτικό προσωπικό αλλά και το γενικότερο ενδο-νοσοκομειακό προσωπικό (Trevitt & Gallagher, 1996) χρειάζεται να εκπαιδευθεί στον εντοπισμό, διαχείριση και παρέμβαση των περιστατικών κακοποίησης ηλικιωμένων (Rinker, 2009). 7. Να προσφέρουν εκπαίδευση σε «πυλωρούς» και εργαζόμενους σε υπηρεσίες της κοινότητας, όπως γιατρούς της πρωτοβάθμιας φροντίδας, κοινωνικούς λειτουργούς και λειτουργούς της δημόσιας υγείας, νομικούς, υπαλλήλους συγκοινωνιών, ταχυδρομικούς υπαλλήλους και άλλους, για να τους βοηθήσουν να αναγνωρίσουν περιπτώσεις υψηλού κινδύνου και να αναλάβουν τη δράση που απαιτείται. 8. Να επεκτείνουν τα προγράμματα -όπου υπάρχουν- επίβλεψης της γειτονιάς και παρόμοιες ομάδες της κοινότητας έτσι ώστε να συμπεριλάβουν εκπαίδευση στην παροχή φροντίδας στο σπίτι σε ηλικιωμένους, στον εντοπισμό των σημαδιών της κακομεταχείρισης και στο πώς να παρέχουν βοήθεια ή να ξεκινούν προληπτικές δράσεις για να μειώσουν την κακοποίηση αυτού του είδους. 9. Να έχουν τα μάτια και τα αυτιά τους ανοιχτά στην πιθανότητα ότι μπορεί να υπάρξει κακομεταχείριση. Να γνωρίζουν τα ηλικιωμένα άτομα που μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο, να αναπτύσσουν διαδικασίες για τη διερεύνηση, δημόσια εκπαίδευση και δημόσια υποστήριξη και βοήθεια σε προβληματικές οικογένειες.

103

10. Να αναγνωρίσουν ότι πολλές μορφές κακομεταχείρισης ή κακοποίησης είναι ποινικά αδικήματα. Εθελοντές μπορούν να βοηθήσουν τα θύματα της κακοποίησης να συμπληρώνουν επίσημες αιτήσεις παραπόνων, να αναζητούν αποζημίωση για απώλειες, να επιδιώκουν την ποινική δίωξη των ενόχων και να παρέχουν στα θύματα βοήθεια και μετά την ποινική δίωξη. Η ποινική δίωξη μπορεί να καταλήξει σε ποινή, απόσπαση, εκπαίδευση, συμβουλευτική ή κάποιον άλλο τύπο υπηρεσιών οικογενειακής βοήθειας ως εναλλακτικές μορφές συμμόρφωσης των ποινικών τιμωριών. Χρειάζεται η ενθάρρυνση της δημόσιας υποστήριξης των φορέων για να παρέχουν τις αναγκαίες υπηρεσίες. Τι δεν θα πρέπει να κάνουν οι κοινότητες: 1. Να μην αγνοούν τους ανθρώπους που προσφέρουν φροντίδα σε ηλικιωμένους ανθρώπους. Οι υπηρεσίες της κοινότητας μπορούν να προσπαθήσουν να συμπεριλάβουν απομονωμένους ανθρώπους σε αρμόδιες υπηρεσίες ή προγράμματα αυτοβοήθειας. Όσοι βρίσκονται σε κίνδυνο ή ζουν σε απομόνωση, μπορεί απλώς να μη γνωρίζουν ή να μην έχουν τις απαραίτητες πληροφορίες και μπορεί να υποδεχτούν με ικανοποίηση τη βοήθεια της κοινότητας. 2. Να μην υποθέτουν ότι τα θέματα γεροντολογίας αποτελούν πεδίο γνώσης που περιορίζεται στα πανεπιστήμια και τα νοσοκομεία. Να ξεκινήσουν την εκπαίδευση του συνόλου της κοινότητας σε θέματα που αφορούν τη γήρανση (κάτι που θα έπρεπε να είναι τόσο διαδεδομένο στη δημόσια εκπαίδευση όσο και οι πληροφορίες για την φροντίδα των παιδιών). 3. Να μην υπάρχει συναισθηματική προσέγγιση των ιστοριών κακοποίησης των ηλικιωμένων ανθρώπων, αντιθέτως να προσπαθήσουν να εγείρουν το δημόσιο ενδιαφέρον για τεχνικές και στρατηγικές για την πρόληψη της κακοποίησης. 4. Να μην ξεκινούν κάποια μείζονα παρέμβαση απλώς και μόνο επειδή ένας ηλικιωμένος είναι μόνος του ή θεωρείται ότι είναι εκκεντρικός. Ο στόχος είναι να αναζητηθούν οι λιγότερο παρεμβατικές στον ιδιωτικό χώρο εναλλακτικές λύσεις. Συνολικά ο Madden (1995:6) προτείνει ότι η παρέμβαση στις περιπτώσεις κακομεταχείρισης, κακοποίησης ή παραμέλησης των ηλικιωμένων θα πρέπει να κινηθεί σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις ανάλογα με τις συνθήκες. Δηλαδή, στην περίπτωση που ο ηλικιωμένος εξαρτάται από τον άνθρωπο που τον φροντίζει, οι εναλλακτικές λύσεις παρέμβασης μπορεί να είναι οι εξής: • Προσφορά και παροχή κατ’ οίκον υπηρεσιών υποστήριξης. • Προσφορά και παροχή ανακουφιστικής φροντίδας για τον ηλικιωμένο σε τακτά χρονικά διαστήματα. • Προσφορά και παροχή συμβουλευτικής για τον άνθρωπο που φροντίζει τον ηλικιωμένο.

104

• Διερεύνηση εναλλακτικών μόνιμων μορφών στέγασης. Στην περίπτωση τώρα που ο ηλικιωμένος δε βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με τον άνθρωπο που τον φροντίζει οι παρακάτω εναλλακτικές λύσεις μπορούν να προκριθούν: • Να ξεκινήσει ποινική δράση και δίωξη κατά του θύτη που κακοποιεί τον ηλικιωμένο. • Παροχή και προσφορά κατ’ οίκον υπηρεσιών υποστήριξης στην οικογένεια. • Διερεύνηση εναλλακτικών μορφών στέγασης. • Παροχή και προσφορά των αναγκαίων ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων για τον θύτη. 13.12 η ΕΚΠΑιΔΕΥΣη Στην ΑΠοΚτηΣη ΚοινωνιΚων ΔΕΞιοτητων Μια άλλη μορφή παρέμβασης η οποία μπορεί να αποβεί χρήσιμη για την αποκατάσταση συμπεριφορών θυματοποίησης είναι η εκπαίδευση στην απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων. Η Χατζηχρήστου (2004) αναφέρει τις βασικές παραμέτρους αυτής της παρέμβασης, που βοηθούν τα παιδιά να αναπτύξουν ένα φάσμα δεξιοτήτων, όπως η συνεργασία, η λήψη αποφάσεων, η επίλυση προβλημάτων, ο συμβιβασμός κ.ά. Η Χατζηχρήστου (2004: 303) αναφέρει ότι γίνεται διάκριση μεταξύ κοινωνικών δεξιοτήτων σε διακριτές μαθημένες συμπεριφορές που επιδεικνύει ένα άτομο για να επιτύχει ένα στόχο και την κοινωνική επάρκεια που αναφέρεται κυρίως στις αξιολογικές κρίσεις των άλλων ανθρώπων για τις κοινωνικές δεξιότητες ενός ατόμου. Η Χατζηχρήστου (2004) επισημαίνει ότι πριν την εφαρμογή οποιουδήποτε προγράμματος εκπαίδευσης πρέπει να προηγηθεί μια αξιολόγηση του ατόμου για να διαπιστωθούν οι δυσκολίες του σε επίπεδο κοινωνικών δεξιοτήτων, γνωστικής ανάπτυξης, γλωσσικών ικανοτήτων, πολιτισμικού επιπέδου κ.ά., κάτι που θα βοηθήσει στο σχεδιασμό του προγράμματος παρέμβασης, αλλά και στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς του. Διακρίνονται δύο είδη παρέμβασης, οι παρεμβάσεις που βασίζονται στις θεωρίες της κοινωνικής μάθησης και αυτές που περιλαμβάνουν γνωστικο-συμπεριφορικές διαδικασίες και τεχνικές. 13.12.1 Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΜΑΘΗΣΗΣ Η Χατζηχρήστου (2004:304-5) περιγράφει τις παρεμβάσεις αυτές. Η κοινωνική θεωρία μάθησης επισημαίνει ότι οι κοινωνικές συμπεριφορές αποκτώνται μέσω της παρατήρησης και μίμησης προτύπων, καθώς και της ενίσχυσης των επιθυμητών συμπεριφορών, άρα και οι παρεμβάσεις αυτού του τύπου χρησι-

105

μοποιούν τη μίμηση προτύπου σε μια διαδικασία τριών σταδίων: α) παρουσίαση-διδασκαλία της δεξιότητας, όπου περιγράφονται η δεξιότητα, ο τρόπος χρήσης της και η χρησιμότητά της, καθώς επίσης ο τρόπος εκμάθησης και εφαρμογής της, β) προβολή της δεξιότητας μέσω ζωντανού προτύπου ή μέσω βίντεο, όπου η συμπεριφορά παρουσιάζεται μέσα στο φυσικό πλαίσιο εφαρμογής της, γ) εφαρμογή της δεξιότητας όπου ζητείται από το άτομο να επιδείξει τη συμπεριφορά αρχικά σε παιχνίδι ρόλων και αργότερα στο φυσικό περιβάλλον. Τέλος, δίνεται η κατάλληλη ανατροφοδότηση για την αποτελεσματικότητα της νέας δεξιότητας. 13.12.2 Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΓΝΩΣΙΑΚΟΥ-ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ Οι γνωσιακού-συμπεριφοριστικού τύπου παρεμβάσεις βασίζονται στη «ζωντανή» εκπαίδευση των ατόμων όπου μέσα από λεκτικές οδηγίες και συζήτηση αναλύονται τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κανείς για την εκμάθηση μιας καινούργιας συμπεριφοράς. Ο ειδικός μαζί με το παιδί επαναλαμβάνουν τα απαραίτητα βήματα και μετά το παιδί ασκείται μόνο του, ενώ ο ειδικός παρέχει ανατροφοδότηση. Οι δεξιότητες που μαθαίνει το άτομο ξεκινούν από τις πιο απλές, όπως ακρόαση και ερώτηση, μέχρι τις πιο σύνθετες, όπως αναζήτηση βοήθειας, συμμετοχή στην ομάδα, δεξιότητες χειρισμού συναισθημάτων (επίγνωση συναισθήματος, έκφραση), δεξιότητες χειρισμού του θυμού, του στρες (έκφραση παραπόνου, αντίδραση σε παράπονα) και δεξιότητες σχεδιασμού (ορισμός στόχου, λήψης αποφάσεων). Τέλος, η Χατζηχρήστου (2004) αναφέρει ότι αυτά τα προγράμματα παρέμβασης μπορούν να εφαρμοστούν τόσο σε ατομική όσο και σε ομαδική βάση, αλλά και ότι για να είναι αποτελεσματική η εκπαίδευση στις κοινωνικές δεξιότητες θα πρέπει να ενθαρρύνεται η χρήση τους και εφαρμογή τους στο φυσικό περιβάλλον των ατόμων. 13.13 ΔιΕΚΔιΚητιΚη ΣΥΜΠΕριΦορΑ Σύμφωνα με την Kennerley (1999: 203-217), πρόκειται για έναν τρόπο έκφρασης προς τους άλλους των αναγκών, των συναισθημάτων και των δικαιωμάτων μας, χωρίς να καταπατάμε τα δικαιώματα των άλλων. Στόχος είναι να μπορούμε να έρθουμε σε αντιπαράθεση με τους άλλους χωρίς να καταπατάμε τα δικαιώματά τους. Η τεχνική αυτή είναι χρήσιμη για την αντιμετώπιση δυσκολιών

106

που απορρέουν από διαπροσωπικές σχέσεις. Μερικές φορές δυσκολευόμαστε να είμαστε διεκδικητικοί γιατί δεν έχουμε αναγνωρίσει τα βασικά ατομικά μας δικαιώματα, όπως: • Να ζητάμε αυτό που θέλουμε. • Να λέμε «Όχι» χωρίς να αισθανόμαστε ενοχές. • Να έχουμε τη γνώμη μας και τα συναισθήματά μας. • Να παίρνουμε αποφάσεις και να αντιμετωπίζουμε τις συνέπειές τους. • Να επιλέγουμε αν θα αναμιχθούμε ή όχι στα προβλήματα κάποιου άλλου. • Να μη γνωρίζουμε κάτι και να μην το καταλαβαίνουμε. • Να κάνουμε λάθη. • Να έχουμε επιτυχίες. • Να αλλάζουμε γνώμη. • Να κρατάμε κάποια θέματα μυστικά από τους άλλους. • Να είμαστε ανεξάρτητοι. • Να αλλάζουμε. Για να μπορούμε να είμαστε διεκδικητικοί, πρέπει να ακολουθήσουμε πέντε βήματα: • Αποφασίζουμε τι θέλουμε - αυτό το βήμα αντανακλά τα δικαιώματά μας. • Αποφασίζουμε αν αυτό που θέλουμε είναι δίκαιο - αυτό αντιστοιχεί στα δικαιώματα των άλλων. • Το ζητάμε ξεκάθαρα. • Είμαστε προετοιμασμένοι να διακινδυνεύσουμε. • Παραμένουμε ήρεμοι. Είναι, επίσης, χρήσιμο να: • Προετοιμάσουμε τον εαυτό μας: Σχεδιάζουμε τα επιχειρήματα μας εκ των προτέρων και τα οργανώνουμε, ώστε να περιλαμβάνουν την αιτιολόγηση, τα συναισθήματά μας, τις ανάγκες μας και τις συνέπειες. • Υιοθετούμε θετική στάση: Αρχίζουμε τη φράση μας με μια φιλοφρόνηση ή μια θετική δήλωση. Π.χ. «Αυτή η ιδέα είναι πράγματι καλή, αλλά δε νομίζω ότι θα ταίριαζε στη συγκεκριμένη περίπτωση.» • Είμαστε αντικειμενικοί: δεν εμπλεκόμαστε σε προσωπική κριτική και εξηγούμε πώς βλέπουμε εμείς την κατάσταση. Ποτέ δεν επικρίνουμε το άλλο άτομο, αλλά μόνο τη συγκεκριμένη συμπεριφορά. • Είμαστε σύντομοι. • Αναμένουμε τη χειριστική κριτική. Ας φανταστούμε ότι επιδείξαμε διεκδικητική συμπεριφορά στο άτομο που μας φροντίζει επειδή μας ανέθεσε πάρα πολλή δουλειά. Το άτομο αυτό αντί να

107

σεβαστεί το αίτημά μας, αντιδρά χρησιμοποιώντας χειριστική κριτική, όπως: • Γκρίνια: «Καλά μη σε απασχολεί. Αλήθεια, τελείωσες τη δουλειά σου; Το πρόβλημα με σένα είναι ότι αργείς πολύ. Πήγαινε να συνεχίσεις». • Φροντίδα: «Όλα αυτά είναι πολύ σωστά, αλλά πιστεύω πραγματικά ότι καλό είναι να βγάλεις πέρα ένα τόσο ουσιαστικό κομμάτι της δουλειάς γιατί θα σε βοηθήσει να βελτιωθείς». • Επίπληξη: «Είναι εμφανές ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι…κι εσύ θα έπρεπε να…». • Προσβολή: «Γυναίκες! Σας είναι αδύνατο να τα βγάλετε πέρα στον πραγματικό κόσμο!». • Ενδιαφέρον: «Εάν έχεις τέτοιου είδους προβλήματα, είσαι σίγουρη ότι αυτό το επάγγελμα σου ταιριάζει;». • Συμβουλή: «Θα σου πω τι θα έκανα εγώ στη θέση σου…». • Συμβουλή Ειδικού: «Πίστεψέ με, ξέρω καλά τι άνθρωπος είσαι και τι θα ήταν καλύτερο για σένα, οπότε σου λέω ότι θα έπρεπε να …». • Ευθιξία: «Με έκανες να αισθανθώ πολύ άσχημα…». Η κάθε μια από αυτές τις αντιδράσεις έχει σκοπό να υπονομεύσει τις ανάγκες και τα δικαιώματά μας και να αποπροσανατολίσει την επιχειρηματολογία μας. Υπάρχουν δύο πολύ χρήσιμες προσεγγίσεις που μας βοηθούν να είμαστε πιο διεκδικητικοί και να αντιμετωπίζουμε τη χειριστική κριτική: η «κολλημένη βελόνα» και η άμυνα στην κριτική. • Η κολλημένη βελόνα. Αφού έχουμε αποφασίσει ότι αυτό που διεκδικούμε είναι δίκαιο, συνεχίζουμε να το διεκδικούμε επαναλαμβάνοντας το μήνυμά μας μέχρι το άλλο άτομο να υποχωρήσει ή να διαπραγματευτεί μαζί μας. Η προσέγγιση αυτή είναι εξαιρετικά χρήσιμη όταν βρισκόμαστε σε καταστάσεις όπου τα δικαιώματά μας διατρέχουν το κίνδυνο να καταπατηθούν, ή υπάρχει η πιθανότητα να αποπροσανατολιστούμε από άσχετα με το θέμα μας επιχειρήματα ή αισθανόμαστε ευάλωτοι. • Η άμυνα στην κριτική. Μπορούμε να απαντήσουμε στην κριτική αποδεχόμενοι ένα μέρος της, αναγνωρίζοντας ήρεμα ότι ίσως υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτά που ειπώθηκαν. Η άμυνα στην κριτική βοηθάει επίσης να παραμείνει η κατάσταση ήρεμη και μας δίνει το χρόνο να σκεφτούμε πιο ξεκάθαρα. Για παράδειγμα: Άτομο που παρέχει φροντίδα: «Με έκανες να αισθανθώ πολύ άσχημα…». Απάντηση: «λυπάμαι που αισθάνεστε άσχημα, παρ’ όλα αυτά όμως θέλω να αναγνωρίσετε ότι μου αναθέσατε πάρα πολλή δουλειά».

108

Η διαπραγμάτευση: Στόχος της διεκδικητικής συμπεριφοράς δεν είναι να βγούμε πάση θυσία δικαιωμένοι, αλλά να βρούμε μια λύση αποδεκτή και από τα δύο μέρη. Αυτό μπορεί να γίνει με τον συμβιβασμό και τη διαπραγμάτευση, η οποία είναι ευκολότερη αν: • Ζητήσουμε να αποσαφηνιστούν τα επιχειρήματα. • Παραμείνουμε ήρεμοι. • Έχουμε προετοιμαστεί. • Αναγνωρίζουμε την άλλη όψη του νομίσματος. • Ποτέ δεν επικρίνουμε τον συνομιλητή μας ως άτομο, αλλά μόνο τη συμπεριφορά του με την οποία διαφωνούμε. • Επιμείνουμε στο θέμα μας. • Είμαστε έτοιμοι να διακινδυνεύσουμε και να συμβιβαστούμε.

109

14 14 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

14

Γενικές θεωρήσεις της εξέλιξης της τρίτης ηλικίας

Ο Munk (2007) αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει υποστεί σημαντικές δημογραφικές αλλαγές, συγκεκριμένα μια αύξηση του πληθυσμού των ηλικιωμένων σε συνδυασμό με μείωση του ρυθμού γεννήσεων και αύξηση του προσδόκιμου ζωής, άρα έχουμε μια αύξηση του πληθυσμού στην τρίτη ηλικία. Παραδοσιακά, η τρίτη ηλικία είχε ένα περιορισμένο ενδιαφέρον για τους ψυχολόγους και ένας λόγος είναι ότι παλαιότερα δεν υπήρχε μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων και όσοι υπήρχαν μάλλον δεν ήταν εξοικειωμένοι με τους ψυχολόγους ή την ψυχολογία. Οι γενιές όμως των ηλικιωμένων που έρχονται έχουν περισσότερη εξοικείωση με την ψυχολογία και είναι πολύ πιθανό να αναζητήσουν ψυχολογική υποστήριξη. Άρα και οι ειδικοί στην ψυχική υγεία θα πρέπει να είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με θέματα γεροντολογίας και γηροψυχολογίας. Επίσης, θα πρέπει να γνωρίζουν και τις ιδιαίτερες προκλήσεις που συνδέονται με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής των ηλικιωμένων. Οι βασικές προκλήσεις κυρίως είναι οι καινούργιες δομές οικογένειας, οι μεγαλύτεροι χρονικά γάμοι και οι σχέσεις ηλικιωμένου, γονέα, ενήλικα και παιδιού. Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, δηλαδή τις αλλαγές στις δομές της οικογένειας, αυτό που παρατηρείται είναι ότι έχουμε πια οικογένειες στις οποίες συμμετέχουν πολλές γενιές με λιγότερα μέλη σε κάθε γενιά, άρα έχουμε λοιπόν μια επέκταση στην κάθετη δομή της οικογένειας και μείωση της οριζόντιας δομής της οικογένειας, κάτι το οποίο σημαίνει ότι τα μέλη της οικογένειας

110

θα ζήσουνε μαζί και θα ακολουθήσουν το ένα το άλλο στη διάρκεια της ζωής για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι παλαιότερα. Άλλη μια αλλαγή είναι οι μακροβιότεροι γάμοι, αποτέλεσμα του ότι αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, γεγονός το οποίο οδηγεί πολλές φορές τις συζύγους να έρχονται αντιμέτωπες με τα προβλήματα υγείας των ηλικιωμένων συζύγων τους και να αναλαμβάνουν ρόλο νοσοκόμας, απλώς και μόνο επειδή είναι νεώτερες και περισσότερο υγιείς, κάτι που πολλές φορές οδηγεί τις ηλικιωμένες γυναίκες σε κατάθλιψη. Η τρίτη αλλαγή αφορά κυρίως μια διαφοροποίηση των ρόλων με τους ηλικιωμένους ουσιαστικά να μετατρέπονται σε «μεγάλα» παιδιά, με ανάγκη για προστασία, και να εμπλέκονται σε περισσότερο ή λιγότερο κρυφά σχέδια των παιδιών τους γι’ αυτούς. Όλα αυτά είναι ζητήματα τα οποία οι ειδικοί της ψυχικής υγείας που εργάζονται με ηλικιωμένους θα πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους στις θεραπευτικές τους παρεμβάσεις. Επιπλέον, στοιχεία των αλλαγών στην ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση των ηλικιωμένων ανθρώπων, μας δίνει ο Swensen (1983) σημειώνοντας ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής παράγει καινούργια στάδια ζωής, κυρίως στην τρίτη ή και τέταρτη ηλικία, ανάλογα με την «ανακάλυψη» της εφηβείας, που οδήγησε σε μια εντελώς καινούργια περιοχή μελέτης και μια ανάλογη εξέλιξη θα περίμενε κανείς και για τα στάδια της γήρανσης. Οι εξελίξεις στα όρια ηλικίας της συνταξιοδότησης, οι λόγοι για τους οποίους κάποιος βγαίνει στη σύνταξη, αλλά και η πιθανότητα το όριο ηλικίας να μην είναι πια υποχρεωτικό, δημιουργούν αλλαγές στον τρόπο ζωής και τη δόμηση της ζωής και διαχείριση του χρόνου στην καθημερινότητα των ηλικιωμένων. Η επιλογή των ηλικιωμένων να συνεχίσουν να εργάζονται και μετά το όριο συνταξιοδότησης απαιτεί την επανεκπαίδευση των ηλικιωμένων για εργασία μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους, με τρόπο που να είναι ανταποδοτικός για τους ίδιους και να έχει αξία για τους άλλους ανθρώπους. Είναι πολύ πιθανό ότι ένα καινούριο επάγγελμα που θα προσφέρει επαγγελματική καθοδήγηση, εκπαίδευση, και τοποθέτηση για ηλικιωμένους θα προκύψει και θα εξελιχθεί. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι τα πιθανά προβλήματα που τα ενήλικα παιδιά μπορεί να προκαλέσουν στους ηλικιωμένους γονείς τους με τα προβλήματα που μπορεί να έχουν στους γάμους τους, ένα γεγονός που έχει βρεθεί να προκαλεί βαθιά δυσφορία στους ηλικιωμένους γονείς. Επίσης, φαίνεται να υπάρχει μια ποιοτική διαφορά στη θεραπευτική αντιμετώπιση των νεώτερων και των ηλικιωμένων ασθενών. Με τους νεώτερους ενήλικες φαίνεται ότι η στρατηγική είναι να επιλύσουμε το πρόβλημα και να συνεχίσουν με τη ζωή τους, ενώ με τους ηλικιωμένους η στρατηγική φαίνεται να είναι η προ-

111

σαρμογή στα προβλήματα ή στις καταστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα θέματα υγείας τα οποία εμφανίζονται ή εξελίσσονται με το γήρας. Επίσης, οι ηλικιωμένοι έρχονται αντιμέτωποι με την απώλεια σημαντικών προσωπικών σχέσεων, εξαιτίας των θανάτων συζύγων, συγγενών και φίλων. Όλα αυτά παραμένουν ζητήματα που οι ειδικοί της ψυχικής υγείας καλούνται να επεξεργαστούν στην ψυχοθεραπευτική προσέγγιση των ηλικιωμένων. Οι Lachman & Baltes (1994) προσφέρουν μια δια βίου προοπτική εξέτασης της ψυχολογικής ωριμότητας και γήρανσης και τονίζουν ότι μια τέτοια προοπτική διαφωτίζει την περίοδο της ωριμότητας και των γηρατειών με τέσσερις τρόπους: πρώτον, υπάρχει σημαντική ανομοιογένεια στη φύση και την εξέλιξη της γήρανσης, δεύτερον, η γήρανση χαρακτηρίζεται τόσο από απώλειες όσο και από κέρδη, τρίτον, οι διαδικασίες γήρανσης χαρακτηρίζονται από πλαστικότητα και δυνατότητες αλλαγής μέσω παρεμβάσεων, τέταρτον, είναι υπαρκτοί οι ψυχολογικοί μηχανισμοί της επιτυχούς γήρανσης, κυρίως οι διαδικασίες της επιλεκτικής αισιοδοξίας, με αντισταθμιστικές και αυτορρυθμιστικές στρατηγικές. Αναφορικά με το πρώτο χαρακτηριστικό οι Lachman & Baltes (1994) αναφέρουν ότι από τότε που υπήρχε η γεροντολογία υπήρχε η πεποίθηση ότι τα άτομα τρίτης ηλικίας έχουν έναν μεγάλο βαθμό ομοιότητας, καθώς οι συνισταμένες των γηρατειών αποτελούσαν τόσο ισχυρό και κοινό παράγοντα που οδηγούσαν τα άτομα τρίτης ηλικίας σε μεγάλη ομοιομορφία, σε αντιστοιχία με την παιδική ηλικία όπου συναντούμε «παγκόσμια» χαρακτηριστικά στην ανάπτυξη των παιδιών. Συνολικά και με βάση μακροχρόνιες διαχρονικές έρευνες φαίνεται να υπάρχει σημαντική ποικιλομορφία σε πολλές διαστάσεις του γήρατος και κυρίως στον γνωστικό τομέα, όπου φαίνεται ότι τα άτομα μεταξύ των ηλικιών 65-80, αν και υπάρχει σταθερότητα ή και πτώση στις γνωστικές λειτουργίες, σε κάποιες περιπτώσεις σημειώνεται αύξηση στις γνωστικές λειτουργίες και στη γνωστική παραγωγικότητα. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν υπάρχει ένα μοτίβο αλλαγών στην ηλικία αυτή, αλλά διακριτά. Επίσης, φαίνεται ότι ενώ άλλες λειτουργίες βελτιώνονται, άλλες υποχωρούν, ενώ άλλες παραμένουν σταθερές στον χρόνο. Οι βασικές αρχές, υποθέσεις και άξονες πάνω στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Γηροψυχολογία και καθορίζονται από κορυφαίους ψυχολόγους που εξετάζουν θέματα γηροψυχολογίας περιγράφονται από τον FernandezBallesteros (2006: 312-313): 1. Η ηλικία, ως μια βιολογική μεταβλητή, δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας της διαδικασίας της γήρανσης. Άλλοι, επιπρόσθετοι κοινωνικοιστορικοί, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν με την

112

ηλικία και άλλους προσωπικούς και ψυχολογικούς παράγοντες προκειμένου να εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο το ανθρώπινο ον γηράσκει. 2. Καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής, η διαφορετικότητα μεταξύ των ανθρώπων μεγαλώνει. Με άλλα λόγια, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι γηράσκουν, από την παθολογική μέχρι την επιτυχή γήρανση. 3. Αυτά τα μοτίβα δεν εμφανίζονται ούτε εξελίσσονται με τυχαίο τρόπο: όπως υποστηρίζει ο Bandura (1978), τα ανθρώπινα όντα είναι ενεργοί φορείς στις δικές τους διαδικασίες γήρανσης και η κοινωνία προωθεί ή ακόμα καθορίζει τρόπους και μορφές της γήρανσης. 4. Η πλαστικότητα είναι μια κεκτημένη ικανότητα του δικού μας κεντρικού νευρικού συστήματος που ενεργεί σε όλη τη διάρκεια του κύκλου της ζωής. Η πλαστικότητα του κεντρικού νευρικού συστήματος έχει συμπεριφοριστικές συνάφειες και συμμεταβλητές: γνωστική πλαστικότητα, δυνατότητα διατήρησης, και γνωστικού και γνωσιακού δυναμικού και δυναμικής. 5. Τέλος, αν και η γήρανση έχει θεωρηθεί κυρίως ως μια διαδικασία απώλειας και παρακμής, υπάρχει και μια άλλη θεώρηση που βλέπει τη γήρανση ως μια περίοδο διαφωτισμού που χαρακτηρίζεται από ικανοποίηση από τη ζωή, θετικό συναίσθημα και ιδανική ωρίμανση. Σε γενικές γραμμές, η ικανότητα αναλύεται ως μια έννοια όπως η επιτυχής, ιδανική και παραγωγική γήρανση, ή ενεργός γήρανση και η εικόνα ανοίγει ακόμα περισσότερο περιλαμβάνοντας τη σωματική και γνωστική λειτουργικότητα, την απουσία ανικανότητας και αναπηρίας και τον πρωταρχικό έλεγχο που είναι τα κυρίαρχα κριτήρια της επιτυχούς γήρανσης (FernandezBallesteros, 2006: 313).

113

114

Βιβλιογραφία Baldry A. & Farrington D. (2000). Bullies and delinquents: Personal characteristics and parental styles, Journal of Community and Applied Social Psychology, 10: 17-31. Brooker, D. (2004). What is person-centered care in dementia?, Reviews in Clinical Gerontology, 13, 215-222. Brown, S.T., Kirkpatrick, M.K., Swanson, M.S. & McKenzie, I.L. (2010). Pain experience of the elderly, Pain Management Nursing, 1-7. Burns, A. (1996). Psychiatric symptoms and behavioral disturbances in dementia: A review of therapy, International Psychogeriatrics, 8 (2), 201-207. Cipolli, C., Neri, M., De Vreese, L.,P., Pinelli, M., Rubichi, S. & Lalla, M. (1996). The influence of depression on memory and metamemory in the elderly, Archives of Gerontology and Geriatrics, 23, 111-127. Δημητρόπουλος, Ε. (2005). Συμβουλευτική και Συμβουλευτική Ψυχολογία, τομ., Α,Β., Αθήνα: Γρηγόρης. Farrington D., (1993a). Understanding and preventing bullying, in M. Torny and N. Morris (eds), Crime and Justice: An Annual Review of Research, (vol.17). Chicago, University of Chicago Press. Fernandez-Ballesteros, R. (2006). Geropsychology: An applied field for the 21st century, European Psychologist, 11(4), 312-323. Gelder, M., Gath, D., Mayou, R. & Cowen, P. (1996). Oxford textbook of psychiatry 3rd ed., Oxford University Press: New York. Γέωργας, Δ. (2007). Η ελληνικη οικογένεια-παρόν και μέλλον, Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο Σχολές Γονέων, Καμένα Βούρλα, Μάϊος 2007. Giddens, A. (2002). Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg. Gilbert, P. (1999). Ξεπερνώντας την κατάθλιψη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Giurani, F. & Hasan, M. (2000). Abuse in elderly people: The Granny Battering revisited, Archives of Gerontology and Geriatrics, 31, 215-220. Goldston, K. & Baillie, A. (2008). Depression and coronary heart disease: A review of the epidemiological evidence, explanatory mechanisms and management approaches. Clinical Psychology Review, 28, 288-306. Gordon, R.M., & Brill, D. (2001). The abuse and neglect of the elderly, International Journal of Law and Psychiatry, 24, 183-197. Hall, K.A. & O’Connor, D.W. (2004). Correlates of aggressive behavior in dementia, International Psychogeriatrics, 16 (2), 141-158.

115

Hamilton, H. (2008). Language and dementia: sociolinguistic aspects, Annual Review of Applied Linguistics, 28, 91-110. Hart, S. (1988). Language and dementia: a review, Psychological Medicine, 18, 99-112. Heun, R. & Hein, S. (2005). Risk factors of major depression in the elderly, European Psychiatry, 20, 199-204. Innes, A. (2002). The social and political context of formal dementia care provision, Ageing & Society, 22, 483-499. Ivey, A.E., Gluckstern, N.B. & Ivey, M.B. (1996). Συμβουλευτική μέθοδος πρακτικής προσέγγισης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Jones, J.S., Holstege, C., & Holstege, H. (1997). Elder abuse and neglect: Understanding the causes and potential risk factors, American Journal of Emergency Medicine, 15 (6), 579-583. Κάντας, Α., (1995). Οργανωτική-Βιομηχανική Ψυχολογία (Μέρος 1,2.3), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Kay, D.W.K. (1991). The epidemiology of dementia: a review of recent work, Reviews in Clinical Gerontology, 1, 55-66. Kiriakidis, S. (2011). Bullying among youth: Issues, interventions & theory, New York: Nova Science Publishers, Inc. Kiriakidis S. and Kavoura A. (2005) Bullying in the workplace: current empirical findings and suggestions for intervention and future research. Διοίκηση και Οικονομία, 2, 135-147. Κώστα-Τσολάκη, Μ. (1999). Άνοια τύπου Alzheimer, στο Θέματα Γηροψυχολογίας και Γεροντολογίας, Κωσταρίδου-Ευκλείδη (Εκδ.), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Kelly, F. (2010). Recognising and supporting self in dementia: a new way to facilitate a person-centered approach to dementia care, Ageing & Society, 30, 103-124. Kempler, D. & Goral, M. (2008). Language and dementia: neuropsychological aspects, Annual Review of Applied Linguistics, 28, 73-90. Kennerley, H. (1999). Ξεπερνώντας το άγχος, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Kleinschmidt, K.C. (1997). Elder abuse: A review, Annals of Emergency Medicine, 30 (4), 463-472. Klerman, G.L. & Weissman, M.M. (1982). Interpersonal psychotherapy: Theory and research, in Rush, A.J. (Ed), Short-term psychotherapies for depression, New York: The Guilford Press. Kuske, B., Hanns, S., Luck, T., Angermeyer, M.C., Behrens, J. & Riedel-Heller, S.G. (2007). Nursing home staff training in dementia care: a systematic review of evaluated programs, International Psychogeriatrics, 19 (5), 818-841. Lachs, M.S. & Pillemer, K. (2004). Elder abuse, Lancet, 364, 1263-1272.

116

Ledley, D.R., Storch, E.A., Coles, M.E., Heimberg, R.G., Moser, J. & Bravata, E.A. (2006). The relationship between childhood teasing and later interpersonal functioning, Journal of Psychopathology and Behavioral Assessment, 28, 33-40. Lutgendorf, S.K. & Costanzo, E.S. (2003). Psychoneuroimmunology and health psychology: An integrative model, Brain, Behavior, and Immunity, 17, 225-232. Madden, C. (1995). Elder abuse in the United States, Journal of Clinical Forensic Medicine, 2, 1-8. Μαλικιώση-Λοΐζου, Μ. (1998). Συμβουλευτική Ψυχολογία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. McCabe, R.E., Antony, M.M., Summerfeldt, L.J., Liss, A. & Swinson, R.P. (2003). Preliminary examination of the relationship between anxiety disorders in adults and self-reported history of teasing or bullying experiences, Cognitive Behaviour Therapy, 32, 187-193. McIntosh, J.L. (1991). Middle-age suicide: A literature review and epidemiological study, Death Studies,15 (1), 21-37. Mackenzie, J., Bartlett, R. & Downs, M. (2005). Moving towards culturally competent dementia care: have we been barking up the wrong tree?, Reviews in Clinical Gerontoloy, 15, 39-46. McNeil, J.K. & Harsany, M. (1989). An age difference view of depression, Canadian Psychology, 30(3), 608-615. Moos, I. & Bjorn, A. (2006). Use of the life story in the institutional care of people with dementia: a review of intervention studies, Ageing & Society, 26, 431-454. Munk, K. (2007). Late-life depression. Also a field for psychotherapists! I., Nordic Psychology, 59(1), 7-26. Munk, K. (2007). Late-life depression. Also a field for psychotherapists! IΙ., Nordic Psychology, 59(1), 27-44. Munk, K. (2007). The elderly are coming!, Nordic Psychology, 59 (1), 1-6. Olweus, D. (1994). Bullying at schools: Basic facts and effects of a school-based intervention program. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 35, 1171-1190. Παλαιολόγου, Α.Μ. (2001). Προσανατολισμοί στην κλινική ψυχολογία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Perez-Carceles, M.D., Rubio, L., Pereniguez, J.E., Perez-Flores, D., Osuna, E. & Luna, A. (2009). Suspicion of elder abuse in South Eastern Spain: The extent and risk factors, Archives of Gerontology and Geriatrics, 49, 132-137. Reay, A.M.C. & Browne, K.D. (2001). Risk factor characteristics in carers who physically abuse or neglect their elderly dependants, Aging & Mental Health, 5 (1), 56-62. Rinker, A.G. (2009). Recognition and perception of elder abuse by prehospital and hospital-based care providers, Archives of Gerontology and Geriatrics, 48, 110-115.

117

Roberts, J., Browne, G., Gafni, A., Varieur, M., Loney, P. & de Ruijter, M. (2000). Specialized continuing care models for persons with dementia: A systematic review of the research literature, Canadian Journal on Aging, 19 (1), 106-126. Rounsaville, B.J. & Chevron, E. (1982). Interpersonal psychotherapy: Clinical application, in Rush, A.J. (Ed), Short-term psychotherapies for depression, New York: The Guilford Press. Sherman, E. (1994). The structure of well-being in the life narratives of the elderly, Journal of Aging Studies, 8 (2), 149-158. Silove, D. & Manicavasagar, V. (2000). Ξεπερνώντας τον πανικό, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Segal, D.L. (2000). Levels of knowledge about suicide facts and myths among younger and older adults, Clinical Gerontologist, 22 (2), 71-80. Smith, P. (2000). Bullying and harassment in schools and the rights of children, Children and Society, 14, 294-303. Smith, P. (1997). Bullying in life-span perspective: What can studies of school bullying and workplace bullying learn from each other? Journal of Community and Applied Social Psychology, 7, 249-255. Spira, A.P. & Edelstein, B.A. (2006). Behavioral interventions for agitation in older adults with dementia: an evaluative review, International Psychogeriatrics, 18 (2), 195-225. Storch, E.A., Masia-Warner, C., Crisp, H. & Klein, R.G. (2005). Peer victimization and social anxiety in adolescence: A prospective study, Aggressive Behavior, 31:437-452. Szanto, K., Prigerson, H.G. & Reynolds III, C.F. (2001). Suicide in the elderly, Clinical Neuroscience Research, 1, 366-376. Swensen, C.H. (1983). A respectable old age, American Psychologist, 327-334. Thomas, B.L. (1991). Pain management for the elderly: Alternative interventions (part II), AORN Journal, 53 (1), 126-132. Trevitt, R.N.C. & Gallagher, R.N. (1996). Elder abuse in Canada and Australia: implications for nurses, International Journal of Nursing Studies, 33 (6), 651-659. Trevor, A. (2003). Developing and inclusive approach to dementia care, Practice, 15 (1), 45-56. Wetzels, R., Zuidema, S., Jansen, I., Verhey, F. & Koopmans, R. (2010). Course of neuropsychiatric symptoms in residents with dementia in long-term care institutions: a systematic review, International Psychogeriatrics, 22 (7), 10401053. Wolke D., Woods S., Bloomfield L. & Karstadt L. (2000). The association between direct and relational bullying and behaviour problems among primary school children, Journal of Child Psychology and Psychiatry, 41(8): 989-1002.

ΣχΕΔιΑΣΜοΣ - ΠΑρΑΓωΓη MULTIMEDIA A.E. χρ. λαδά 3, Αθήνα, τηλ.: 210 33 33 600, fax: 210 33 33 601, [email protected], http://www.mmedia.gr

Πληροφορίες: τηλ. 2131311520-23 και 2131311525-27, email: [email protected] fax: 2131311524

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF