Ευριπίδη-Βάκχες

August 30, 2017 | Author: Konstantin | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Ευριπίδη-Βάκχες...

Description

ΕΥΡΙΠΙ∆Η

ΒΑΚΧΕΣ

Μετάφραση Παντελή Πρεβελάκη (ed. Gilbert Murray, Oxford. 1913) (πρόλογος, πάροδος, α' επεισόδιο, α' στάσιµο, β' επεισόδιο, β' στάσιµο, γ' επεισόδιο, γ' στάσιµο, δ' επεισόδιο, δ' στάσιµο, ε' επεισόδιο, ε' στάσιµο, έξοδος)

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩ∆ΙΑΣ ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ΧΟΡΟΣ, Ασιάτισσες βάκχες ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, ο γέροντας τυφλός µάντης ΚΑ∆ΜΟΣ, ο θεµελιωτής της Θήβας ΠΕΝΘΕΑΣ, ο βασιλιάς της Θήβας

ΥΠΗΡΕΤΗΣ του Πενθέα ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ, βοσκός ∆ΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ, ακόλουθος, του Πενθέα. ΑΓΑΥΗ, θυγατέρα του Κάδµου και µάνα του Πενθέα.

Τόπος η Θήβα. Μπρος στο παλάτι του Πενθέα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το βασιλικό παλάτι πάνω στην Καδµεία, την ακρόπολη της Θήβας. ∆εξιά στο βάθος, ένας τάφος· από τη µεριά τον παλατιού αναδίνεται ανάριος καπνός από κάτι ερείπια. Ο τάφος και τα ερείπια είναι τόπος ιερός· µιά κληµαταριά τον σκεπάζει. Μπαίνει ο ∆ιόνυσος, φορώντας τη στολή των οπαδών του, των βάκχων, και κρατώντας το θύρσο. ∆ιόνυσος ἥκω ∆ιὸς παῖς τήνδε Θηβαίων χθόνα ∆ιόνυσος, ὃν τίκτει ποθ᾽ ἡ Κάδµου κόρη Σεµέλη λοχευθεῖσ᾽ ἀστραπηφόρῳ πυρί· µορφὴν δ᾽ ἀµείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν

5

πάρειµι ∆ίρκης νάµατ᾽ Ἰσµηνοῦ θ᾽ ὕδωρ. ὁρῶ δὲ µητρὸς µνῆµα τῆς κεραυνίας τόδ᾽ ἐγγὺς οἴκων καὶ δόµων ἐρείπια τυφόµενα ∆ίου πυρὸς ἔτι ζῶσαν φλόγα, ἀθάνατον Ἥρας µητέρ᾽ εἰς ἐµὴν ὕβριν.

10 αἰνῶ δὲ Κάδµον, ἄβατον ὃς πέδον τόδε τίθησι, θυγατρὸς σηκόν· ἀµπέλου δέ νιν πέριξ ἐγὼ ᾽κάλυψα βοτρυώδει χλόῃ. λιπὼν δὲ Λυδῶν τοὺς πολυχρύσους γύας Φρυγῶν τε, Περσῶν θ᾽ ἡλιοβλήτους πλάκας

∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έρχοµαι εδώ στη χώρα των Θηβαίων, ο ∆ιόνυσος εγώ, του ∆ία το τέκνο, που µ' έκαµε η Σεµέλη, η θυγατέρα του Κάδµου, από φωτιάν αστραποφόρα ξεγεννηµένη. Κι αφού τη µορφή µου τη θεϊκιά τη συνάλλαξα µε ανθρώπου, φτάνω εδώ πλάι στα νάµατα της ∆ίρκης και στου Ισµηνού το ρέµα. Και το µνήµα της αστραποκαµένης µου µητέρας βλέπω πλάι στο παλάτι, και τα ερείπια από το σπίτι της, που ακόµα βγάνουν ζωντανή φλόγα απ' τη φωτιά του ∆ία, στη µάνα µου άσβηστη αδικία της Ήρας. Και τον Κάδµο παινεύω πού 'χει ορίσει να µένει ο τόπος άβατος, της κόρης του περίβολος ιερός· µε χλωρό κλήµα τον σκέπασα κ' εγώ σταφυλιασµένο. Τους πολύχρυσους κάµπους έχω αφήσει

15

20

25

30

35

40

των Λυδών και Φρυγών, κι αντιπερνώντας τα ηλιοκρουσµένα της Περσίας τα πλάτη, Βάκτριά τε τείχη τήν τε δύσχιµον χθόνα τα Βακτριανά τα τείχη και των Μήδων ἐπελθὼν Ἀραβίαν τ᾽ εὐδαίµονα Μήδων την αγέλαστη γη, την Αραβία Ἀσίαν τε πᾶσαν, ἣ παρ᾽ ἁλµυρὰν ἅλα την περίπλουτη κι όλη την Ασία κεῖται µιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ᾽ ὁµοῦπου πλάι στο κύµα κείτεται και πού πλήρεις ἔχουσα καλλιπυργώτους πόλεις, 'χει πολιτείες καστρογύριστες, γιοµάτες από Έλληνες και βάρβαρους αντάµα, ἐς τήνδε πρῶτον ἦλθον Ἑλλήνων πόλιν, σ' αυτήν εδώ πρωτόρθα της Ελλάδας την πόλη, αφού πρωτύτερα εκεί πέρα τἀκεῖ χορεύσας καὶ καταστήσας ἐµὰς στέριωσα τους χορούς και τελετές τελετάς, ἵν᾽ εἴην ἐµφανὴς δαίµων βροτοῖς. µου, πρώτας δὲ Θήβας τῆσδε γῆς Ἑλληνίδος θεός φανερός για τους θνητούς να ἀνωλόλυξα, νεβρίδ᾽ ἐξάψας χροὸς γίνω. Και πρώτη, µες στη χώρα των Ελλήνων, τη Θήβα εγώ την έκαµα να σκούξει, αφού της κρέµασα αλαφιού τοµάρι θύρσον τε δοὺς ἐς χεῖρα, κίσσινον βέλος· στο κορµί και της έβαλα στο χέρι ἐπεί µ᾽ ἀδελφαὶ µητρός, ἃς ἥκιστα χρῆν, το θύρσο, το κισσόδετο κοντάρι· επειδή της µητρός µου οι αδερφάδες ∆ιόνυσον οὐκ ἔφασκον ἐκφῦναι ∆ιός, -πού δεν τους έπρεπε καθόλου λέγαν: Σεµέλην δὲ νυµφευθεῖσαν ἐκ θνητοῦ τινος“Ο ∆ιόνυσος δε σπάρθηκε απ' το ∆ία, ἐς Ζῆν᾽ ἀναφέρειν τὴν ἁµαρτίαν λέχους, µόν' η Σεµέλη από θνητό εγκαστρώθη, κι απέ 'ριξε στο ∆ία την αµαρτία του κρεβατιού —τεχνάσµατα του Κάδµου σοφίσµαθ᾽, ὧν νιν οὕνεκα Κάδµου, κτανεῖν που για δαύτα τη σκότωσεν ο ∆ίας, Ζῆν᾽ ἐξεκαυχῶνθ᾽, ὅτι γάµους ἐψεύσατο. επειδή ψέµατα είπε για το γάµο”. τοιγάρ νιν αὐτὰς ἐκ δόµων ᾤστρησ᾽ ἐγὼ Αυτά καταλαλούσανε· για τούτο µανίαις, ὄρος δ᾽ οἰκοῦσι παράκοποι τις οιστρολάτησα κ' εγώ απ' τα σπίτια φρενῶν· µε τη µανία, και τώρα ληµεριάζουν σκευήν τ᾽ ἔχειν ἠνάγκασ᾽ ὀργίων ἐµῶν, στο βουνό φρενιασµένες· και τις έχω στανέψει τη στολή των τελετών µου να φορέσουν, κι ολάκερο το γένος καὶ πᾶν τὸ θῆλυ σπέρµα Καδµείων, ὅσαι το θηλυκό των Καδµείων, γυναίκες γυναῖκες ἦσαν, ἐξέµηνα δωµάτων· όσες βρέθηκαν, τις ξεπόρτισα όλες· ὁµοῦ δὲ Κάδµου παισὶν ἀναµεµειγµέναι και µε τις Καδµοπούλες τώρα οµάδι χλωραῖς ὑπ᾽ ἐλάταις ἀνορόφοις ἧνται ανταµωµένες κάθονται στους βράχους πέτραις. τους ξέσκεπους και στα έλατα δεῖ γὰρ πόλιν τήνδ᾽ ἐκµαθεῖν, κεἰ µὴ αποκάτω. Τί πρέπει η πόλη τούτη, κι ας µη θέλει, θέλει, να καταλάβει τί θα πει ν' απέχει ἀτέλεστον οὖσαν τῶν ἐµῶν απ' τη δική µου τη λατρεία· συνάµα βακχευµάτων, πρέπει να διαφεντέψω τη Σεµέλη, Σεµέλης τε µητρὸς ἀπολογήσασθαί µ᾽

στους θνητούς φανερώνοντας πώς είµαι θεός κι από το ∆ία γιος δικός της. Κάδµος µὲν οὖν γέρας τε καὶ τυραννίδα Πού λες ο Κάδµος το βασίλειο δίνει και τα πρωτεία στον Πενθέα, το φύτρο Πενθεῖ δίδωσι θυγατρὸς ἐκπεφυκότι, ὃς θεοµαχεῖ τὰ κατ᾽ ἐµὲ καὶ σπονδῶν ἄπο µιανής του κόρης, που όλα τα δικά µου ὠθεῖ µ᾽, ἐν εὐχαῖς τ᾽ οὐδαµοῦ µνείαν τα θεοµάχεται αυτός και δε µου ἔχει. στέργει ὧν οὕνεκ᾽ αὐτῷ θεὸς γεγὼς ἐνδείξοµαι σπονδές µηδέ µε βάνει στις ευκές του. πᾶσίν τε Θηβαίοισιν. ἐς δ᾽ ἄλλην χθόνα, Γι' αυτό, θεός πώς είµαι γεννηµένος τἀνθένδε θέµενος εὖ, µεταστήσω πόδα, θα του δείξω, και σ' όλους τους Θηβαίους. Κι αφού τα πάντα εδώ βάλω σε τάξη, θα µετασύρω πόδι σε άλλους τόπους, δεικνὺς ἐµαυτόν· ἢν δὲ Θηβαίων πόλις τη δύναµη µου δείχνοντας· κι ας κάµει ὀργῇ σὺν ὅπλοις ἐξ ὄρους βάκχας ἄγειν η Θήβα, στο θυµό της, µε τα όπλα να διώξει απ' το βουνό τις βάκχες, ζητῇ, ξυνάψω µαινάσι στρατηλατῶν. τότε ὧν οὕνεκ᾽ εἶδος θνητὸν ἀλλάξας ἔχω θα χτυπηθώ µαζί της, οδηγώντας µορφήν τ᾽ ἐµὴν µετέβαλον εἰς ἀνδρὸς τις µαινάδες στη µάχη. Γι' αυτό κ' έχω φύσιν. τη µορφή σε θνητού αλλαγµένη κι όψην αντρός επήρα αντί για τη δική µου. Φωνάζει για ν' ακουστεί έξω από τη σκηνή. Αλλά, γυναίκες πού 'χετε αφησµένο ἀλλ᾽, ὦ λιποῦσαι Τµῶλον ἔρυµα Λυδίας, θίασος ἐµός, γυναῖκες, ἃς ἐκ βαρβάρων τον Τµώλο, της Λυδίας το δυναµάρι, ώ θίασε µου ! εσείς πού 'χω φερµένες ἐκόµισα παρέδρους καὶ ξυνεµπόρους απ' τους βαρβάρους συνοδοί να µου ἐµοί, είστε αἴρεσθε τἀπιχώρι᾽ ἐν πόλει Φρυγῶν και σύντροφοι, τα τύµπανα σηκώστε τύµπανα, ῾Ρέας τε µητρὸς ἐµά θ᾽ που συνηθούνε στων Φρυγών τη χώρα κι από τη Ρέα τη µάνα κι από µένα εὑρήµατα, βασίλειά τ᾽ ἀµφὶ δώµατ᾽ ἐλθοῦσαι τάδε βρέθηκαν, και ζυγώστε το παλάτι κτυπεῖτε Πενθέως, ὡς ὁρᾷ Κάδµου πόλις. του Πενθέα, και χτυπάτε ! να τα βλέπει ἐγὼ δὲ βάκχαις, ἐς Κιθαιρῶνος πτυχὰς του Κάδµου η πολιτεία. Κ' εγώ ἐλθὼν ἵν᾽ εἰσί, συµµετασχήσω χορῶν. πηγαίνω ὕπερ φανέντα θνητοῖς δαίµον᾽ ὃν τίκτει ∆ιί.

45

50

55

60

τις µαινάδες να βρω στου Κιθαιρώνα τα φαράγγια, να πιάσω στους χορούς των. Φεύγει.

ΠΑΡΟ∆ΟΣ

Μπαίνει ο Χορός: δεκαπέντε Ασιάτισσες Βάκχες ντυµένες εξωτικά, ζωσµένες µε λαφοτόµαρα και κρατώντας θύρσους και τύµπανα. Χορός Ἀσίας ἀπὸ γᾶς 65 ἱερὸν Τµῶλον ἀµείψασα θοάζω Βροµίῳ πόνον ἡδὺν κάµατόν τ᾽ εὐκάµατον, Βάκχιον εὐαζοµένα. τίς ὁδῷ τίς ὁδῷ; τίς; µελάθροις ἔκτοπος ἔστω, στόµα τ᾽ εὔφη70 µον ἅπας ἐξοσιούσθω· τὰ νοµισθέντα γὰρ αᾇεὶ ∆ιόνυσον ὑµνήσω. ὦ

ΧΟΡΟΣ Απ' της Ασίας ξεκίνησα τη γη, τον Τµώλο τον ιερό, και τρέχω για το Βροντερό, κι ο κάµατος µου είναι γλυκός κ' η κούραση µου είν' αλαφρή, κράζοντας: Βάκχε, ευάν ευοί! Ποιός βρίσκεται στο δρόµο; ποιός; Στο σπίτι µέσα ας τραβηχτεί, και στόµα σφαλιστό ας κρατεί µε την πανόσια τη σιγή ! Κι ως το 'χει η πίστη, πάντα εγώ το ∆ιόνυσο θα τον υµνώ.

73b µάκαρ, ὅστις εὐδαίµων τελετὰς θεῶν εἰδὼς 74b βιοτὰν ἁγιστεύει καὶ 75 θιασεύεται ψυχὰν ἐν ὄρεσσι βακχεύων ὁσίοις καθαρµοῖσιν, τά τε µατρὸς µεγάλας ὄργια Κυβέλας θεµιτεύων, 80 ἀνὰ θύρσον τε τινάσσων, κισσῷ τε στεφανωθεὶς ∆ιόνυσον θεραπεύει. ἴτε βάκχαι, ἴτε βάκχαι, Βρόµιον παῖδα θεὸν θεοῦ 85 ∆ιόνυσον κατάγουσαι Φρυγίων ἐξ ὀρέων Ἑλλάδος εἰς εὐρυχόρους ἀ87b γυιάς, τὸν Βρόµιον· ὅν

Μακάριος, καλορίζικος που των θεών τις τελετές

[στρ.

ξέρει κι αγνή ζωή περνά βακχεύοντας πα στα βουνά µε τους ιερούς τους καθαρµούς και νιώθει εντός του την ψυχή του θίασου του βακχικού· και της Κυβέλης, της τρανής Μάνας, τιµώντας τα όργια, θύρσο τινάζοντας ψηλά, στεφανωµένος µε κισσό, το θεό λατρεύει ∆ιόνυσο. Βάκχες, εµπρός ! Βάκχες, εµπρός ! Το Βροντερό, του θεού το γιο, το θεό το ∆ιόνυσον, εδώ απ' τα βουνά τα Φρυγικά µες στης Ελλάδας τις φαρδιές τις στράτες πίσω φέρτε τον, το Βροντερό, το Βροντερό ! [αντ.

88b ποτ᾽ ἔχουσ᾽ ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι 90 πταµένας ∆ιὸς βροντᾶς νηδύος ἔκβολον µάτηρ ἔτεκεν, λιποῦσ᾽ αᾇῶνα κεραυνίῳ πληγᾷ· λοχίοις δ᾽ αὐτίκα νιν δέ-

Πού η µάνα του η κατάβαρη, νιώθοντας τα κοιλιόπονα, του ∆ία σαν έπεσε η βροντή, τον γέννησε πριν του καιρού, κι αυτή παράδωσε ψυχή απ' τη φωτιά του κεραυνού.

95 ξατο θαλάµαις Κρονίδας Ζεύς, κατὰ µηρῷ δὲ καλύψας χρυσέαισιν συνερείδει περόναις κρυπτὸν ἀφ᾽ Ἥρας. ἔτεκεν δ᾽, ἁνίκα Μοῖραι 100 τέλεσαν, ταυρόκερων θεὸν στεφάνωσέν τε δρακόντων στεφάνοις, ἔνθεν ἄγραν θηροτρόφον µαινάδες ἀµφιβάλλονται πλοκάµοις. 105 ὦ Σεµέλας τροφοὶ Θῆβαι, στεφανοῦσθε κισσῷ· βρύετε βρύετε χλοήρει µίλακι καλλικάρπῳ καὶ καταβακχιοῦσθε δρυὸς 110 ἢ ἐλάτας κλάδοισι, στικτῶν τ᾽ ἐνδυτὰ νεβρίδων στέφετε λευκοτρίχων πλοκάµων µαλλοῖς· ἀµφὶ δὲ νάρθηκας ὑβριστὰς ὁσιοῦσθ᾽· αὐτίκα γᾶ πᾶσα χορεύσει--

115 Βρόµιος ὅστις ἄγῃ θιάσους-εἰς ὄρος εἰς ὄρος, ἔνθα µένει θηλυγενὴς ὄχλος ἀφ᾽ ἱστῶν παρὰ κερκίδων τ᾽ οἰστρηθεὶς ∆ιονύσῳ.

Μα ευθύς ο ∆ίας, του Κρόνου ο γιος, µες στο µηρό του τ' άνοιξε φωλιά καινούριας αγκαστριάς και µέσα εκεί τον έραψε µε τις βελόνες τις χρυσές, της Ήρας έτσι να κρυφτεί. Κι όταν οι Μοίρες έφεραν την ώρα, εκείνος γέννησε τον ταυροκέρατο θεό και φίδια τον στεφάνωσε, π' όµοια η µαινάδα τα φορά περιπλεχτά µες στα σγουρά. [στρ. Ω Θήβα, τη Σεµέλη εσύ που ανάστησες ! Από κισσό βάλε στεφάνι· µε χλωρό, καλόκαρπο αρκουδόβατο γιοµώσου, ρίχ' το πληθερό, και βάκχευε µε τα κλαδιά του ελάτου, της βελανιδιάς· και τα τοµάρια του αλαφιού τα παρδαλά που θα ντυθείς, µε φούντες ζώσε τα σγουρές, αρνοµαλλίσιες και λευκές· και σείσε τους ψηλάρµενους τους θύρσους ευλαβητικά· όπου και νά 'ναι η πάσα γη χορούς θα στήσει στο βουνό -βάκχος λογιέσαι αν βακχευτείς— που ληµεριάζει το πυκνό γυναικοµάνι, απ' αργαλειούς και χτένια που ξεσήκωσε µε το κεντρί του ο ∆ιόνυσος. [αντ.

120 ὦ θαλάµευµα Κουρήτων ζάθεοί τε Κρήτας ∆ιογενέτορες ἔναυλοι, ἔνθα τρικόρυθες ἄντροις βυρσότονον κύκλωµα τόδε 125 µοι Κορύβαντες ηὗρον· βακχείᾳ δ᾽ ἀνὰ συντόνῳ κέρασαν ἁδυβόᾳ Φρυγίων αὐλῶν πνεύµατι µατρός τε ῾Ρέας ἐς χέρα θῆκαν, κτύπον εὐάσµασι Βακχᾶν· 130 παρὰ δὲ µαινόµενοι Σάτυροι µατέρος ἐξανύσαντο θεᾶς,

Ώ των Κουρητών κατοικία, της Κρήτης θεοτικά βουνά, σεις που το ∆ία γεννήσατε ! Μες στις σπηλιές σας τούτο εδώ το τσέρκι µε το τανυστό τουµπανοπέτσι µιά φορά µου βρήκαν οι Κορύβαντες, πού 'χουν τα κράνη τρίκορφα· και µπλέξανε το βρόντο του, µες στη βακχεία τους τη σφοδρή, µε τη γλυκόλαλη πνοή απ' τους αυλούς τους φρυγικούς, και µες στα χέρια τό 'βαλαν της Ρέας της µάνας να βαρεί

ἐς δὲ χορεύµατα συνῆψαν τριετηρίδων, αἷς χαίρει ∆ιόνυσος.

µε των βακχών τα ευάν ευοί· κ' οι µανιασµένοι οι Σάτυροι της θεάς µητέρας το άρπαξαν και τό 'σµιξαν µε τους χορούς τους ταχτικούς στα ∆ίχρονα που κάνει ο ∆ιόνυσος χαρά.

[επωδ. 135 ἡδὺς ἐν ὄρεσιν, ὅταν ἐκ θιάσων δροµαί- Τί γλύκα πόχει στα βουνά µε θιάσους να συντρέχεις, 138 ων πέσῃ πεδόσε, νενα πέφτεις πα στη γης, 140 βρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν, ἀγρεύων και το δερµάτι του αλαφιού ιερό ντύµα να το έχεις, αἷµα τραγοκτόνον, ὠµοφάγον χάριν, και να ποθείς να πιεις ἱέµεαίµα τραγιού που σκότωσαν, τη νος ἐς ὄρεα Φρύγια, Λύδι᾽, ὁ δ᾽ ἔξαρχος σάρκα να γυρεύεις Βρόµιος, να τη γευτείς ωµή, στα Φρυγικά, στα Λυδικά τα όρη ν' αναδεύεις 145 εὐοἷ. και να γρικάς τα ευοί ! ῥεῖ δὲ γάλακτι πέδον, ῥεῖ δ᾽ οἴνῳ, ῥεῖ δὲ Χορό να σέρνει ο Βροντερός, να τρέχει γάλα ποταµός, µελισσᾶν στη γη να τρέχει του κρασιού νέκταρι. το νέκταρ και του µελισσιού ! Σαν τον καπνό του λιβανιού Συρίας δ᾽ ὡς λιβάνου καψηλά σηκώνει ο βακχευτής πνὸν ὁ Βακχεὺς ἀνέχων πεύκινη φλόγα φουντωτή πυρσώδη φλόγα πεύκας πάνω στου θύρσου την κορφή· ἐκ νάρθηκος ἀίσσει και στην πιλάλα, στο χορό, δρόµῳ καὶ χοροῖσιν τις βουνοπλάνητες κεντά, πλανάτας ἐρεθίζων τινάζοντας τα χουγιαχτά, ἰαχαῖς τ᾽ ἀναπάλλων, και κατ' ανέµου τρυφερά 150 τρυφερόν πλόκαµον εἰς αἰθέρα πλεξούδια ρίχνοντας χυτά. Και µέσα στην αλαλαχή ῥίπτων. κάνει η φωνή του ν' αντηχεί: ἅµα δ᾽ εὐάσµασι τοιάδ᾽ ἐπιβρέµει· “Βάκχες, εµπρός! Βάκχες, εµπρός! Ὦ ἴτε βάκχαι, Μέσα στου χρυσορέµατου [ὦ] ἴτε βάκχαι, του Τµώλου εσείς την µπολικιά, Τµώλου χρυσορόου χλιδᾷ 155 µέλπετε τὸν ∆ιόνυσον δοξάζετε το ∆ιόνυσο 157 βαρυβρόµων ὑπὸ τυµπάνων, µε τύµπανα βαρύβροντα 160 εὔια τὸν εὔιον ἀγαλλόµεναι θεὸν και κάντε στο θεό χαρά µε φρυγικά αναφωνητά, ἐν Φρυγίαισι βοαῖς ἐνοπαῖσί τε, όταν το καλοκέλαδο λωτὸς ὅταν εὐκέλαδος 164 ἱερὸς ἱερὰ παίγµατα βρέµῃ, σύνοχα ιερό καλάµι τα ιερά λαλήµατα θα τραγουδά, τις βάκχες να τις προβοδά 165 φοιτάσιν εἰς ὄρος εἰς ὄρος· ἡδοµέγια τα βουνά, για τα βουνά!” Κ' η βάκχη τότε αναγαλλιά, να δ᾽ ἄρα, πῶλος ὅπως ἅµα µατέρι

και σαν πουλάρι που σκιρτά πλάι στη φοράδα µάνα του, παίζει τα πόδια της γοργά.

169 φορβάδι, κῶλον ἄγει ταχύπουν σκιρτήµασι βάκχα.

Α' ΕΠΕΙΣΟ∆ΙΟ Μπαίνει o γερο-Τειρεσίας, φορώντας στολή βάκχου, στεφανωµένος µε κισσό, µε το θύρσο στο χέρι. Τειρεσίας 170 τίς ἐν πύλαισι; Κάδµον ἐκκάλει δόµων, Ἀγήνορος παῖδ᾽, ὃς πόλιν Σιδωνίαν λιπὼν ἐπύργωσ᾽ ἄστυ Θηβαίων τόδε. ἴτω τις, εἰσάγγελλε Τειρεσίας ὅτι ζητεῖ νιν· οἶδε δ᾽ αὐτὸς ὧν ἥκω πέρι

175 ἅ τε ξυνεθέµην πρέσβυς ὢν γεραιτέρῳ, θύρσους ἀνάπτειν καὶ νεβρῶν δορὰς ἔχειν στεφανοῦν τε κρᾶτα κισσίνοις βλαστήµασιν.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ποιός είναι κει στην πόρτα; Φώναξε µου τον Κάδµο από το σπίτι, το βλαστάρι του Αγήνορα, που αφήνοντας την πόλη της Σιδώνας, επύργωσε της Θήβας εδώ το κάστρο. Ας πάει κανένας µέσα να πει πώς τον γυρεύει ο Τειρεσίας· και κείνος ξέρει ποια αφορµή µε φέρνει και τί, γέρος εγώ, µ' άλλον πιο γέρο µιλήσαµε: Να σιάξουµε τους θύρσους, αλαφίσια να βάλουµε τοµάρια και στα κεφάλια µας κισσού στεφάνια.

Βγαίνει απ' το παλάτι ο Κάδµος, βαθύγερος, µε βακχική στολή κι αυτός. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος ὦ φίλταθ᾽, ὡς σὴν γῆρυν ᾐσθόµην κλύων Ώ πλήθια αγαπηµένε, τη µιλιά σου σοφὴν σοφοῦ παρ᾽ ἀνδρός, ἐν δόµοισιν τη σοφή του σοφού του αντρός αµέσως ὤν· τη γνώρισα, απ' το σπίτι µέσα που ήµουν 180 ἥκω δ᾽ ἕτοιµος τήνδ᾽ ἔχων σκευὴν θεοῦ· κ' έτοιµος φτάνω, τη στολή φορώντας δεῖ γάρ νιν ὄντα παῖδα θυγατρὸς ἐξ ἐµῆς του θεού, γιατί πρέπει, µιά και τέκνο της θυγατέρας µου είναι αυτός ο [∆ιόνυσον ὃς πέφηνεν ἀνθρώποις θεὸς] Βάκχος, ὅσον καθ᾽ ἡµᾶς δυνατὸν αὔξεσθαι µέγαν. να τον δοξάζουµε όσο το µπορούµε. ποῖ δεῖ χορεύειν, ποῖ καθιστάναι πόδα Λοιπόν, που να χορεύουµε; Πού πόδι να σύρουµε και το άσπρο µας κεφάλι 185 καὶ κρᾶτα σεῖσαι πολιόν; ἐξηγοῦ σύ µοι να σείσουµε; Εσύ ξήγα τα σε µένα, γέρων γέροντι, Τειρεσία· σὺ γὰρ σοφός. γέρος στο γέρο, Τειρεσία· τί είσαι

ὡς οὐ κάµοιµ᾽ ἂν οὔτε νύκτ᾽ οὔθ᾽ ἡµέραν θύρσῳ κροτῶν γῆν· ἐπιλελήσµεθ᾽ ἡδέως γέροντες ὄντες. 190 Τειρεσίας ταὔτ᾽ ἐµοὶ πάσχεις ἄρα· κἀγὼ γὰρ ἡβῶ κἀπιχειρήσω χοροῖς. Κάδµος οὐκοῦν ὄχοισιν εἰς ὄρος περάσοµεν; Τειρεσίας ἀλλ᾽ οὐχ ὁµοίως ἂν ὁ θεὸς τιµὴν ἔχοι. Κάδµος γέρων γέροντα παιδαγωγήσω σ᾽ ἐγώ. Τειρεσίας ὁ θεὸς ἀµοχθὶ κεῖσε νῷν ἡγήσεται. Κάδµος 195 µόνοι δὲ πόλεως Βακχίῳ χορεύσοµεν;

σοφός εσύ. Κ' εγώ δε θ' αποστάσω νυχτόηµερα το θύρσο να τον κρούγω στη γης· γλυκά που τό 'χουµε ξεχάσει πώς είµαστε γερόντοι! ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τα δικά µου τραβάς κ' εσύ· κ' εγώ παλικαρεύω, και θα µε δεις χορούς να πιχειρήσω. ΚΑ∆ΜΟΣ Με αµάξι λοιπόν στ' όρος θα διαβούµε; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τέτοιας λογής, το θεό δεν τον τιµούνε. ΚΑ∆ΜΟΣ Τότες, εγώ σε πάω, γέρος το γέρο. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ο θεός άκοπα µας πάει κει πάνω. ΚΑ∆ΜΟΣ Και µόνοι θα χορέψουµε απ' την πόλη; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Μόνοι σωστά θωρούµε· κ' οι άλλοι σφάλλουν.

Τειρεσίας µόνοι γὰρ εὖ φρονοῦµεν, οἱ δ᾽ ἄλλοι κακῶς. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος Μη χρονίζουµε· πιάσε µε απ' το χέρι. µακρὸν τὸ µέλλειν· ἀλλ᾽ ἐµῆς ἔχου χερός. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τειρεσίας Νά, πάρε το, κι ας πάµε χέρι χέρι. ἰδού, ξύναπτε καὶ ξυνωρίζου χέρα. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος Θνητός εγώ, τους θεούς δεν αψηφάω. οὐ καταφρονῶ ᾽γὼ τῶν θεῶν θνητὸς γεγώς. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τειρεσίας 200 οὐδὲν σοφιζόµεσθα τοῖσι δαίµοσιν. Με τους θεούς σοφίσµατα δε στέκουν κι όσα παραδοµένα απ' τους πατέρες, πατρίους παραδοχάς, ἅς θ᾽ ὁµήλικας παλιά σαν τον καιρόν, εµείς χρόνῳ κρατούµε, κεκτήµεθ᾽, οὐδεὶς αὐτὰ καταβαλεῖ λόγος, λόγος αυτά κανείς δε θα γκρεµίσει οὐδ᾽ εἰ δι᾽ ἄκρων τὸ σοφὸν ηὕρηται µηδ' αν στην άκρη ο νους της γνώσης φρενῶν. φτάξει. Πώς δεν ντρέπουµαι εγώ τα γερατιά ἐρεῖ τις ὡς τὸ γῆρας οὐκ αἰσχύνοµαι, µου, 205 µέλλων χορεύειν κρᾶτα κισσώσας ἐµόν; θα πει κανείς, που πάω για να χορέψω, µε το κεφάλι από κισσό ζωσµένο. οὐ γὰρ διῄρηχ᾽ ὁ θεός, οὔτε τὸν νέον Μα δεν ξεχώρισε ο θεός αν πρέπει εἰ χρὴ χορεύειν οὔτε τὸν γεραίτερον, ο νιός ή ο γέρος να χορεύει, µόνο ἀλλ᾽ ἐξ ἁπάντων βούλεται τιµὰς ἔχειν κοινές τιµές απ' όλους θέλει, κι όχι

κοινάς, διαριθµῶν δ᾽ οὐδέν᾽ αὔξεσθαι θέλει. Κάδµος 210 ἐπεὶ σὺ φέγγος, Τειρεσία, τόδ᾽ οὐχ ὁρᾷς, ἐγὼ προφήτης σοι λόγων γενήσοµαι. Πενθεὺς πρὸς οἴκους ὅδε διὰ σπουδῆς περᾷ, Ἐχίονος παῖς, ᾧ κράτος δίδωµι γῆς. ὡς ἐπτόηται· τί ποτ᾽ ἐρεῖ νεώτερον; Πενθεύς 215 ἔκδηµος ὢν µὲν τῆσδ᾽ ἐτύγχανον χθονός, κλύω δὲ νεοχµὰ τήνδ᾽ ἀνὰ πτόλιν κακά, γυναῖκας ἡµῖν δώµατ᾽ ἐκλελοιπέναι πλασταῖσι βακχείαισιν, ἐν δὲ δασκίοις ὄρεσι θοάζειν, τὸν νεωστὶ δαίµονα 220 ∆ιόνυσον, ὅστις ἔστι, τιµώσας χοροῖς· πλήρεις δὲ θιάσοις ἐν µέσοισιν ἑστάναι κρατῆρας, ἄλλην δ᾽ ἄλλοσ᾽ εἰς ἐρηµίαν πτώσσουσαν εὐναῖς ἀρσένων ὑπηρετεῖν, πρόφασιν µὲν ὡς δὴ µαινάδας θυοσκόους,

να τον δοξάζουν τούτοι κι όχι εκείνοι. ΚΑ∆ΜΟΣ Μιά και δεν έχεις, Τειρεσία, το φως σου, ό,τι γίνεται εγώ θα σου το λέω. Κοιτάζοντας προς τ' αριστερά. Κατά τα σπίτια εδώ, µε βιά ζυγώνει ο Πενθέας, του Εχίονα το τέκνο, που τού 'δωκα την εξουσία του τόπου. Σκιαγµένος δείχνει· τί µαντάτα φέρνει;

ΠΕΝΘΕΑΣ Απ' τη χώρα µας έτυχε να λείπω σαν έµαθα πρωτάκουστα πώς βρήκαν δεινά την πόλη· πως τα σπίτια αφήκαν οι γυναίκες για ψεύτικες βακχείες και στα βαθίσκιωτα ρουµάνια τρέχουν, το νέο θεό το ∆ιόνυσο, οποίος νά 'ναι, τιµώντας µε χορούς· κ' έχουν στηµένα ανάµεσα στους θίασους γεµάτα κρασοστάµνια, και πότε δώθε η µιά τους πότε αποκείθε η άλλη τους ξεκόβουν στις ερηµιές και σµίγουν µε τους άντρες, κάνοντας τις θεόκρουστες µαινάδες· 225 τὴν δ᾽ Ἀφροδίτην πρόσθ᾽ ἄγειν τοῦ µα πιότερο τιµούν την Αφροδίτη παρά το Βάκχο. Κι όσες από δαύτες Βακχίου. έπιασα εγώ, χεροδεµένες τώρα ὅσας µὲν οὖν εἴληφα, δεσµίους χέρας στη φυλακή τις έχουν οι υπηρέτες· σῴζουσι πανδήµοισι πρόσπολοι στέγαις· κι όσες λείπουν θα πάω να κυνηγήσω ὅσαι δ᾽ ἄπεισιν, ἐξ ὄρους θηράσοµαι, στο βουνό, σε πλεµάτια σιδερένια [Ἰνώ τ᾽ Ἀγαύην θ᾽, ἥ µ᾽ ἔτικτ᾽ Ἐχίονι, 230 Ἀκταίονός τε µητέρ᾽, Αὐτονόην λέγω.] να τις τσακώσω και να δώσω τέλος, καὶ σφᾶς σιδηραῖς ἁρµόσας ἐν ἄρκυσιν µιά κι όξω, στην αχρεία τους βακχεία. παύσω κακούργου τῆσδε βακχείας τάχα. Λεν ακόµα πώς ήρθε κάποιος ξένος λέγουσι δ᾽ ὥς τις εἰσελήλυθε ξένος, µάγος και ξορκιστής απ' τη Λυδία, γόης ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός, 235 ξανθοῖσι βοστρύχοισιν εὐοσµῶν κόµην, µε µυρωµένα τα ξανθά σγουρά του, οἰνῶπας ὄσσοις χάριτας Ἀφροδίτης ἔχων, στην όψη κρασωπός, πού 'χει στα µάτια ὃς ἡµέρας τε κεὐφρόνας συγγίγνεται της ερωτιάς τις χάρες και που σµίγει τελετὰς προτείνων εὐίους νεάνισιν. µε κορασιές τη µέρα και τη νύχτα, εἰ δ᾽ αὐτὸν εἴσω τῆσδε λήψοµαι στέγης, καλώντας τις σε βακχικά γιορτάσια. Μ' αν τόνε κλείσω µες στους τοίχους κείνους, 240 παύσω κτυποῦντα θύρσον ἀνασείοντά τε θα πάψει αυτός το θύρσο να τον

κόµας, τράχηλον σώµατος χωρὶς τεµών. κρούγει και ν' ανεµοσαλεύει τα µαλλιά του, τι απ' το κορµί του παίρνω το κεφάλι. Ο θεός ο ∆ιόνυσος πως είναι λέγει, ἐκεῖνος εἶναί φησι ∆ιόνυσον θεόν, αυτός που µιά φορά τον είχε ράψει ἐκεῖνος ἐν µηρῷ ποτ᾽ ἐρράφθαι ∆ιός, ο ∆ίας στο µηρό του· ωστόσο εκείνον ὃς ἐκπυροῦται λαµπάσιν κεραυνίαις του κεραυνού οι φωτιές αστραποκάψαν 245 σὺν µητρί, ∆ίους ὅτι γάµους ἐψεύσατο. µε τη µάνα του αντάµα, για το ψέµα που είπεν εκείνη για του ∆ία τους ταῦτ᾽ οὐχὶ δεινῆς ἀγχόνης ἔστ᾽ ἄξια, γάµους. ὕβρεις ὑβρίζειν, ὅστις ἔστιν ὁ ξένος; ∆εν είναι για φριχτή κρεµάλα ετούτα ἀτὰρ τόδ᾽ ἄλλο θαῦµα, τὸν τερασκόπον που ο ξένος, όποιος νά 'ναι, ανόσια ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Τειρεσίαν ὁρῶ σούρνει; Μα άλλο και τούτο θάµασµα ! Το µάντη τον Τειρεσία βλέπω τυλιµένο σε παρδαλή λαφοπροβιά, κι αντάµα 250 πατέρα τε µητρὸς τῆς ἐµῆς--πολὺν τον πατέρα της µάνας µου —µ' αυτά 'ναι γέλων-για να γελάς !— µε θύρσο να νάρθηκι βακχεύοντ᾽· ἀναίνοµαι, πάτερ, βακχεύει. τὸ γῆρας ὑµῶν εἰσορῶν νοῦν οὐκ ἔχον. Παππού, δεν το βαστώ τα γερατιά σας οὐκ ἀποτινάξεις κισσόν; οὐκ ἐλευθέραν να τα θωρώ δίχως µυαλό. ∆ε ρίχνεις θύρσου µεθήσεις χεῖρ᾽, ἐµῆς µητρὸς τον κισσό πέρα; ∆εν το λευτερώνεις απ' το θύρσο το χέρι σου, παππούλη; πάτερ; 255 σὺ ταῦτ᾽ ἔπεισας, Τειρεσία· τόνδ᾽ αὖ Συ, Τειρεσία, τον έµπλεξες σε τούτα· το θεόν αυτό, συ θέλεις για καινούριο θέλεις να τόνε µπάσεις µέσα στους τὸν δαίµον᾽ ἀνθρώποισιν ἐσφέρων νέον ανθρώπους, σκοπεῖν πτερωτοὺς κἀµπύρων µισθοὺς κ' υστέρα, από φωτιές µαντολογώντας φέρειν. κι απ' όρνια, να σοδειάζεις. Τα λευκά εἰ µή σε γῆρας πολιὸν ἐξερρύετο, σου καθῆσ᾽ ἂν ἐν βάκχαισι δέσµιος µέσαις, µαλλιά ας έχουν τη χάρη· τι αλλιώς, θά 'σουν µέσα κ' εσύ, δεµένος, µε τις βάκχες, 260 τελετὰς πονηρὰς εἰσάγων· γυναιξὶ γὰρ που τελετές αισχρές πας να τις µάθεις· γιατί αν στων γυναικών τα φαγοπότια ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος, αναµιγεί του σταφυλιού η σπιρτάδα, οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων. απ' τα όργιά τους προκοπή δε θά 'βγει. ΧΟΡΟΣ Χορός Η κορυφαία τῆς δυσσεβείας. ὦ ξέν᾽, οὐκ αἰδῇ θεοὺς Άκουσε ασέβεια ! Τους θεούς, ώ ξένε, Κάδµον τε τὸν σπείραντα γηγενῆ στάχυν, δεν τους σέβεσαι; µηδέ και τον Κάδµο, που έσπειρε εδώ σα στάχυ τη γενιά σου, 265 Ἐχίονος δ᾽ ὢν παῖς καταισχύνεις γένος; πού, τέκνο εσύ του Εχίονα, τη ντροπιάζεις; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τειρεσίας

Όταν καλή αφορµή στο σοφόν άντρα ὅταν λάβῃ τις τῶν λόγων ἀνὴρ σοφὸς καλὰς ἀφορµάς, οὐ µέγ᾽ ἔργον εὖ λέγειν· δοθεί για να µιλήσει, δεν είν' άθλος αν όµορφα τα πει· κ' εσύ έχεις γλώσσα σὺ δ᾽ εὔτροχον µὲν γλῶσσαν ὡς φρονῶν γοργόστροφη, σα νά 'σουν ἔχεις, µυαλωµένος, ἐν τοῖς λόγοισι δ᾽ οὐκ ἔνεισί σοι φρένες. µα φρόνηση τα λόγια σου δε δείχνουν. 270 θράσει δὲ δυνατὸς καὶ λέγειν οἷός τ᾽ Κι ο δυνατός στο λόγο και στο θάρρος, ἀνὴρ κακός πολίτης βγαίνει, νου αν δεν κακὸς πολίτης γίγνεται νοῦν οὐκ ἔχων. έχει. οὗτος δ᾽ ὁ δαίµων ὁ νέος, ὃν σὺ διαγελᾷς,Ο καινούριος θεός, που εσύ οὐκ ἂν δυναίµην µέγεθος ἐξειπεῖν ὅσος αναµπαίζεις, καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἔσται. δύο γάρ, ὦ νεανία, δε λέγεται σε ποια µεγαλοσύνη θα φτάσει στην Ελλάδα· γιατί δυό 'ναι τα πρώτα, παλικάρι µου, στον κόσµο: 275 τὰ πρῶτ᾽ ἐν ἀνθρώποισι· ∆ηµήτηρ θεά-- η θεά ∆ήµητρα, Γη πες την κάλλιο, ή λέγε την µε τ' όνοµα που θέλεις· γῆ δ᾽ ἐστίν, ὄνοµα δ᾽ ὁπότερον βούλῃ αυτή µε τα γεννήµατα ταγίζει κάλει· τους ανθρώπους· και κείνος που αὕτη µὲν ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφει βροτούς· ύστερα ήρθε, ὃς δ᾽ ἦλθ᾽ ἔπειτ᾽, ἀντίπαλον ὁ Σεµέλης της Σεµέλης ο γιος, το ισάξιο βρήκε γόνος πιοτό του σταφυλιού και στους βότρυος ὑγρὸν πῶµ᾽ ηὗρε κεἰσηνέγκατο ανθρώπους 280 θνητοῖς, ὃ παύει τοὺς ταλαιπώρους τό 'φερε· αυτό αναπαύει από τη λύπη τους άραχλους θνητούς, σα βροτοὺς χορτασθούνε λύπης, ὅταν πλησθῶσιν ἀµπέλου ῥοῆς, απ' του αµπελιού το νάµα, και τους ὕπνον τε λήθην τῶν καθ᾽ ἡµέραν κακῶν δίνει δίδωσιν, οὐδ᾽ ἔστ᾽ ἄλλο φάρµακον τον ύπνο, λησµοσύνη από τα πάθια της κάθε µέρας, που δε βρίσκεται πόνων. άλλο οὗτος θεοῖσι σπένδεται θεὸς γεγώς, στους πόνους γιατρικό. Τούτος, κι ας είναι θεός ο ίδιος, γίνεται στους άλλους 285 ὥστε διὰ τοῦτον τἀγάθ᾽ ἀνθρώπους θεούς σπονδή, κι απ' τη δική του χάρη κάθε αγαθό το αξιώνονται οι ἔχειν. ανθρώποι. καὶ καταγελᾷς νιν, ὡς ἐνερράφη ∆ιὸς Κ' εσύ τον κοροϊδεύεις πώς στου ∆ία µηρῷ; διδάξω σ᾽ ὡς καλῶς ἔχει τόδε. ράφτηκε το µηρό· µα θα σου δείξω ἐπεί νιν ἥρπασ᾽ ἐκ πυρὸς κεραυνίου πώς κάποιο νόηµα κρύβεται σε τούτο. Ζεύς, ἐς δ᾽ Ὄλυµπον βρέφος ἀνήγαγεν Όταν ο ∆ίας τον άρπαξε από µέσα από το αστραποπύρι, κ' έτσι βρέφος, θεόν, πάνω στον Όλυµπο, θεό τον πήγε, 290 Ἥρα νιν ἤθελ᾽ ἐκβαλεῖν ἀπ᾽ οὐρανοῦ· η Ήρα βουλήθη να τον ρίξει κάτω από τον ουρανό· µα καθώς ήταν Ζεὺς δ᾽ ἀντεµηχανήσαθ᾽ οἷα δὴ θεός. θεός κι ο ∆ίας, µηχανεύτηκε άλλα: ῥήξας µέρος τι τοῦ χθόν᾽ ἐγκυκλουµένου ξεσκίζει ένα κοµµάτι απ' τον αιθέρα, αἰθέρος, ἔθηκε τόνδ᾽ ὅµηρον ἐκδιδούς, τη γη που περιζώνει, και το δίνει * ∆ιόνυσον Ἥρας νεικέων· χρόνῳ δέ νιν

για όµηρο της Ήρας, αφού πρώτα

295 βροτοὶ ῥαφῆναί φασιν ἐν µηρῷ ∆ιός, το πλάθει ως βρέφος, κ' έτσι τον γλιτώνει ὄνοµα µεταστήσαντες, ὅτι θεᾷ θεὸς το ∆ιόνυσο απ' την έχτρα της· απέκει, Ἥρᾳ ποθ᾽ ὡµήρευσε, συνθέντες λόγον. µε τον καιρόν, απ' τους ανθρώπους βγήκε, από µιά λέξη που είπαν αλλαγµένη, πώς ράφτηκε µες στο µηρό του ∆ία, γιατί 'ταν κάποτε όµηρος της Ήρας. Κι ο θεός τούτος είναι µάντης, τι µάντις δ᾽ ὁ δαίµων ὅδε· τὸ γὰρ έχουν βακχεύσιµον δύναµη µαντοσύνης η βακχεία καὶ τὸ µανιῶδες µαντικὴν πολλὴν ἔχει· κ' η µανία· και σαν ο θεός έρθει 300 ὅταν γὰρ ὁ θεὸς ἐς τὸ σῶµ᾽ ἔλθῃ πολύς, πληθερός στο κορµί, τους λέγειν τὸ µέλλον τοὺς µεµηνότας ποιεῖ. µανιασµένους τους κάνει το µελλούµενο να λέγουν. Ἄρεώς τε µοῖραν µεταλαβὼν ἔχει τινά· Μα κι απ' τον Άρη αυτός βαστά σε στρατὸν γὰρ ἐν ὅπλοις ὄντα κἀπὶ τάξεσιν κάτι· φόβος διεπτόησε πρὶν λόγχης θιγεῖν. οπλισµένο στρατό και συνταγµένο, τον κόβει ο φόβος πριν τη λόγχη αγγίξει: 305 µανία δὲ καὶ τοῦτ᾽ ἐστὶ ∆ιονύσου πάρα. µανία κι αύτη που ο ∆ιόνυσος τη στέλνει. ἔτ᾽ αὐτὸν ὄψῃ κἀπὶ ∆ελφίσιν πέτραις Και θα τον δεις αυτόν πάνω στους πηδῶντα σὺν πεύκαισι δικόρυφον πλάκα, βράχους πάλλοντα καὶ σείοντα βακχεῖον κλάδον, τους δελφικούς, µε τα δαδιά στα µέγαν τ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάδα. ἀλλ᾽ ἐµοί, Πενθεῦ, χέρια, πιθοῦ· δίκορφο βουνοκάµπι να πηδάει, το βακχικό κλαρί σεισοκουνώντας· ναι, θα τον δεις τρανό µες στην Ελλάδα! 310 µὴ τὸ κράτος αὔχει δύναµιν ἀνθρώποις Μα έλα, συνάκουσέ µου εσύ, Πενθέα, και µην καυκιέσαι η εξουσία πώς δίνει ἔχειν, στους ανθρώπους τη δύναµη, κι αν µηδ᾽, ἢν δοκῇς µέν, ἡ δὲ δόξα σου νοσῇ, έχεις φρονεῖν δόκει τι· τὸν θεὸν δ᾽ ἐς γῆν δέχου µιαν ιδέα, µα αυτή 'ναι λαθεµένη, καὶ σπένδε καὶ βάκχευε καὶ στέφου κάρα. µη θαρρείς νου πώς έχεις· µόνο δέχου στη χώρα το θεό και σπονδές κάνε, και βάκχευε και στέφου το κεφάλι. ∆εν είν' έργο του ∆ιόνυσου να µάθει οὐχ ὁ ∆ιόνυσος σωφρονεῖν ἀναγκάσει 315 γυναῖκας ἐς τὴν Κύπριν, ἀλλ᾽ ἐν τῇ φύσει τη σωφροσύνη στις γυναίκες· µόνο [τὸ σωφρονεῖν ἔνεστιν εἰς τὰ πάντ᾽ ἀεί] όπου πάει καθεµιά το φυσικό της. Αν είναι γνωστικιά η γυναίκα, µήδε τοῦτο σκοπεῖν χρή· καὶ γὰρ ἐν στα βακχεύµατα µέσα θα χαλάσει. βακχεύµασιν οὖσ᾽ ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται. ὁρᾷς, σὺ χαίρεις, ὅταν ἐφεστῶσιν πύλαις Συ ξέρεις πώς το χαίρεσαι όταν πλήθος 320 πολλοί, τὸ Πενθέως δ᾽ ὄνοµα µεγαλύνῃ συνάζεται στην πόρτα σου κ' η χώρα τ' όνοµα του Πενθέα το µεγαλύνει· πόλις· όµοια, θαρρώ, κι ο θεός αναγαλλιάζει κἀκεῖνος, οἶµαι, τέρπεται τιµώµενος.

ἐγὼ µὲν οὖν καὶ Κάδµος, ὃν σὺ διαγελᾷς, σαν τον τιµούν. Γι' αυτό κ' εγώ κι ο κισσῷ τ᾽ ἐρεψόµεσθα καὶ χορεύσοµεν, Κάδµος, που αναγελάς εσύ, κισσού στεφάνια πολιὰ ξυνωρίς, ἀλλ᾽ ὅµως χορευτέον, βάνουµε και χορεύουµε, ζευγάρι ψαροµάλλικο, αµή χορό που θέλει. 325 κοὐ θεοµαχήσω σῶν λόγων πεισθεὶς ὕπο. Κ' εγώ, δε θεοµάχοµαι, όσα λέγεις µαίνῃ γὰρ ὡς ἄλγιστα, κοὔτε φαρµάκοις δε µε πείθουν τί εσύ παρατρελάθης και γιατρειά δε θα βρεις από βοτάνια, ἄκη λάβοις ἂν οὔτ᾽ ἄνευ τούτων νοσεῖς. µα µηδέ πάσχεις επειδή σου λείπουν. ΧΟΡΟΣ Χορός Η κορυφαία Ω γέροντα, το Φοίβο δεν ντροπιάζεις ὦ πρέσβυ, Φοῖβόν τ᾽ οὐ καταισχύνεις µε αυτά που λες, και δείχνεις λόγοις, φρονιµάδα τιµῶν τε Βρόµιον σωφρονεῖς, µέγαν θεόν. το Βροντερό τιµώντας, θεό µεγάλο. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος 330 ὦ παῖ, καλῶς σοι Τειρεσίας παρῄνεσεν. Παιδί µου, ο Τειρεσίας καλήν ορµήνια οἴκει µεθ᾽ ἡµῶν, µὴ θύραζε τῶν νόµων. σού 'δωκε, κάθου µε µας, µην ξεκόβεις νῦν γὰρ πέτῃ τε καὶ φρονῶν οὐδὲν απ' τις συνήθειες. Τώρα ανεµοδέρνεις, φρονεῖς. και γνωστικός θαρρείς πώς είσαι, κεἰ µὴ γὰρ ἔστιν ὁ θεὸς οὗτος, ὡς σὺ γνώση φῄς, όµως δεν έχεις. Τί, κι αν δεν υπάρχει ο θεός τούτος, —έτσι εσύ νοµίζεις— παρὰ σοὶ λεγέσθω· καὶ καταψεύδου συ πρέπει να το λες τ' όµορφο ψέµα: καλῶς 335 ὡς ἔστι, Σεµέλη θ᾽ ἵνα δοκῇ θεὸν τεκεῖν, πως υπάρχει! για νά 'χουν τη Σεµέλη πως γέννησε θεό, τιµή από τούτο ἡµῖν τε τιµὴ παντὶ τῷ γένει προσῇ. να παίρνουµε κ' εµείς κι όλη η γενιά µας. Του Ακταίωνα το ξέρεις το άθλιο ὁρᾷς τὸν Ἀκτέωνος ἄθλιον µόρον, τέλος, ὃν ὠµόσιτοι σκύλακες ἃς ἐθρέψατο που ωµοφάγα σκυλιά, πού 'χε διεσπάσαντο, κρείσσον᾽ ἐν κυναγίαις θρεµµένα µόνος του, τον ξέσκισαν, τι εκαυκήθη 340 Ἀρτέµιδος εἶναι κοµπάσαντ᾽, ἐν ὀργάσιν. καλύτερος της Άρτεµης πώς ήταν ὃ µὴ πάθῃς σύ· δεῦρό σου στέψω κάρα στο κυνήγι. Μην πάθεις τα ίδια, κοίτα ! κισσῷ· µεθ᾽ ἡµῶν τῷ θεῷ τιµὴν δίδου. Έλα κισσού στεφάνι να σου βάλω στο κεφάλι· το θεό µαζί µας τίµα ! ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Μην απλώνεις το χέρι! Κι άλλου σύρε οὐ µὴ προσοίσεις χεῖρα, βακχεύσεις δ᾽ να βακχεύεις, να µη µε µαγαρίσεις ἰών, µε τη λωλάδα σου εµένα· και τούτος, µηδ᾽ ἐξοµόρξῃ µωρίαν τὴν σὴν ἐµοί; 345 τῆς σῆς ἀνοίας τόνδε τὸν της αµυαλιάς σου ο δάσκαλος, θα λάβει διδάσκαλον την πλερωµή του. δίκην µέτειµι. Στους ακολούθους του: Ας πάει γοργά κανείς σας στειχέτω τις ὡς τάχος,

ἐλθὼν δὲ θάκους τοῦδ᾽ ἵν᾽ οἰωνοσκοπεῖ στα θρονιά πού 'χει αυτός, όθε µοχλοῖς τριαίνου κἀνάτρεψον ἔµπαλιν, αγναντεύει τα πουλιά· µε λοστούς ανάσκαψε τα, ἄνω κάτω τὰ πάντα συγχέας ὁµοῦ, ξεχαρβάλωσ' τα, φέρ' τα πάνω κάτω, 350 καὶ στέµµατ᾽ ἀνέµοις καὶ θυέλλαισιν και τις ταινίες του ρίξε στους ανέµους και στις αντάρες! Όταν έτσι πράξω, µέθες. θα τόνε τσούξω εκεί που τον πονάει. µάλιστα γάρ νιν δήξοµαι δράσας τάδε. Και σεις, την πόλη πάρτε σβάρνα, οἳ δ᾽ ἀνὰ πόλιν στείχοντες ἐξιχνεύσατε ψάξτε τὸν θηλύµορφον ξένον, ὃς ἐσφέρει νόσον το θηλυκόµορφο να βρείτε ξένο, καινὴν γυναιξὶ καὶ λέχη λυµαίνεται. που αρρώστια νέα µπάζει στις γυναίκες και τα κρεβάτια µολεύει. Κι οπόταν 355 κἄνπερ λάβητε, δέσµιον πορεύσατε τον πιάσετε, δεµένο φέρτε µου τον, δεῦρ᾽ αὐτόν, ὡς ἂν λευσίµου δίκης τυχὼν από το πετροβόληµα να λάβει το θάνατο που αξίζει, και βακχεία θάνῃ, πικρὰν βάκχευσιν ἐν Θήβαις ἰδών. πικρήν εδώ στη Θήβα να γνωρίσει. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τειρεσίας Ενώ φεύγει ο Πενθέας Α, δύστυχε, δεν ξέρεις που σε πάνε ὦ σχέτλι᾽, ὡς οὐκ οἶσθα ποῦ ποτ᾽ εἶ τα λόγια σου· και πρώτα τρελός λόγων. ήσουν, µέµηνας ἤδη· καὶ πρὶν ἐξέστης φρενῶν. 360 στείχωµεν ἡµεῖς, Κάδµε, κἀξαιτώµεθα µα τώρα αποτρελάθης. —Άντε, Κάδµο, ὑπέρ τε τούτου καίπερ ὄντος ἀγρίου οι δυό µας να δεηθούµε για την πόλη, ὑπέρ τε πόλεως τὸν θεὸν µηδὲν νέον µα και γι' αυτόν εκεί, µ' όλο πού 'ν' δρᾶν. ἀλλ᾽ ἕπου µοι κισσίνου βάκτρου άγριος, µέτα, κακό καινούριο ο θεός να µην τους πειρῶ δ᾽ ἀνορθοῦν σῶµ᾽ ἐµόν, κἀγὼ τὸ δώσει. Με το κίσσινο ακλούθα µε ραβδί σου, σόν· και τήρα το κορµί να µου στυλώνεις, και το δικό σου εγώ, τί ντροπή θά 'ναι να πέσουµε δυο γέροι· πάµε ωστόσο. 365 γέροντε δ᾽ αἰσχρὸν δύο πεσεῖν· ἴτω δ᾽ Ο γιος του ∆ία ο Βάκχος λάτρα θέλει. ὅµως, Κ' έχε την έγνοια σου ο Πενθέας µην τῷ Βακχίῳ γὰρ τῷ ∆ιὸς δουλευτέον. µπάσει Πενθεὺς δ᾽ ὅπως µὴ πένθος εἰσοίσει στο σπίτι σου το πένθος· σου το λέγω δόµοις απ' τα πράµατα κι όχι από µαντεία· τοῖς σοῖσι, Κάδµε· µαντικῇ µὲν οὐ λέγω, και κείνος σα µωρός µωρίες θα λέει. τοῖς πράγµασιν δέ· µῶρα γὰρ µῶρος λέγει.

Α' Σ Τ Α Σ Ι Μ Ο

Χορός

ΧΟΡΟΣ [στρ.

370 Ὁσία πότνα θεῶν, Ὁσία δ᾽ ἃ κατὰ γᾶν χρυσέαν πτέρυγα φέρεις, τάδε Πενθέως ἀίεις; ἀίεις οὐχ ὁσίαν 375 ὕβριν ἐς τὸν Βρόµιον, τὸν Σεµέλας, τὸν παρὰ καλλιστεφάνοις εὐφροσύναις δαίµονα πρῶτον µακάρων; ὃς τάδ᾽ ἔχει, θιασεύειν τε χοροῖς 380 µετά τ᾽ αὐλοῦ γελάσαι ἀποπαῦσαί τε µερίµνας, ὁπόταν βότρυος ἔλθῃ γάνος ἐν δαιτὶ θεῶν, κισσοφόροις δ᾽ ἐν θαλίαις ἀν385 δράσι κρατὴρ ὕπνον ἀµ385b φιβάλλῃ.

Ευσέβεια θεοδέσποινα, Ευσέβεια συ, κάτω στη γη που χαµηλώνεις µε χρυσή φτερούγα, τά 'χεις ακουστά όσα ο Πενθέας ξεστοµά; Την υβρισιά την άκουσες την άσεβη στο Βροντερό γιο της Σεµέλης, το θεό τον πρώτο στις ξεφάντωσες τις οµορφοστεφάνωτες που κάνουν οι τρισµάκαροι; Σε τούτα εκείνος κυβερνά: πολλούς να σµίγει στο χορό και να γελάει µε τον αυλό και τις φροντίδες να σκορπά, σα χύνεται του σταφυλιού η αναλαµπή µες στων θεών τα δείπνα κι όταν, στις γιορτές, τους άντρες τους κισσόστεφους µε ύπνο τυλίγει το κρασί. [αντ.

ἀχαλίνων στοµάτων ἀνόµου τ᾽ ἀφροσύνας τὸ τέλος δυστυχία· ὁ δὲ τᾶς ἡσυχίας 390 βίοτος καὶ τὸ φρονεῖν ἀσάλευτόν τε µένει καὶ συνέχει δώµατα· πόρσω γὰρ ὅµως αἰθέρα ναίοντες ὁρῶσιν τὰ βροτῶν οὐρανίδαι. 395 τὸ σοφὸν δ᾽ οὐ σοφία τό τε µὴ θνητὰ φρονεῖν. βραχὺς αἰών· ἐπὶ τούτῳ δέ τις ἂν µεγάλα διώκων τὰ παρόντ᾽ οὐχὶ φέροι. µαι400 νοµένων οἵδε τρόποι καὶ 401b κακοβούλων παρ᾽ ἔµοιγε φωτῶν.

Στο στόµα το αχαλίνωτο, στην άνοµην αστοχασιά, ένα το τέρµα, η δυστυχία. Μα η ζήση η ανεκύµαντη κ' η φρονιµάδα, ασάλευτοι στέκονται στύλοι των σπιτιών. Οι ουράνιοι βρίσκονται µακριά και τον αιθέρα κατοικούν, µα τα έργα των θνητών θωρούν. Σοφία δεν είναι το ξύπνο, το γαυρισµένο το µυαλό. Η ζήση γρήγορα περνά, κι όποιος µεγάλα κυνηγά θα σφάλει στα καθηµερνά. Αυτά 'ναι τρόποι των τρελών και κακοκέφαλων, θαρρώ. [στρ.

ἱκοίµαν ποτὶ Κύπρον, νᾶσον τᾶς Ἀφροδίτας,

Στην Κύπρον άχ! να πήγαινα, στης Αφροδίτης το νησί,

405 ἵν᾽ οἱ θελξίφρονες νέµονται θνατοῖσιν Ἔρωτες, Πάφον θ᾽ ἃν ἑκατόστοµοι βαρβάρου ποταµοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνοµβροι. 410 οὗ δ᾽ ἁ καλλιστευοµένα Πιερία µούσειος ἕδρα, σεµνὰ κλιτὺς Ὀλύµπου, ἐκεῖσ᾽ ἄγε µε, Βρόµιε Βρόµιε, πρόβακχ᾽ εὔιε δαῖµον. 415 ἐκεῖ Χάριτες, ἐκεῖ δὲ Πόθος· ἐκεῖ δὲ βάκχαις θέµις ὀργιάζειν.

που οι Έρωτες το κατοικούν, οι καρδιοπλάνοι των θνητών ! Στην Πάφο να βρισκόµουνα, που ρέµατα εκατόστοµα του βάρβαρου του πόταµου ποτίζουν γης ανόµπριστη ! Πού 'ναι του Ολύµπου η σεβαστή πλαγιά; Πού 'ναι η πανόµορφη η Πιερία, των Μουσών ο τόπος; Πήγαινε µε εκεί, θεέ Βροντερέ, Τρανόφωνε, και των βακχών διαφεντευτή ! Εκεί θα βρω τις Χάριτες, τον Πόθο εκεί θα τόνε βρω, εκεί και οι βάκχες λεύτερο τό 'χουν να στήνουν το χορό. [αντ.

ὁ δαίµων ὁ ∆ιὸς παῖς χαίρει µὲν θαλίαισιν, 420 φιλεῖ δ᾽ ὀλβοδότειραν Εᾇρήναν, κουροτρόφον θεάν. ἴσαν δ᾽ ἔς τε τὸν ὄλβιον τόν τε χείρονα δῶκ᾽ ἔχειν οἴνου τέρψιν ἄλυπον· 425 µισεῖ δ᾽ ᾧ µὴ ταῦτα µέλει, κατὰ φάος νύκτας τε φίλας εὐαίωνα διαζῆν, σοφὰν δ᾽ ἀπέχειν πραπίδα φρένα τε περισσῶν παρὰ φωτῶν· 430 τὸ πλῆθος ὅ τι τὸ φαυλότερον ἐνόµισε χρῆταί τε, τόδ᾽ ἂν δεχοίµαν.

Ο θεός, το τέκνο του ∆ιός, τα γλεντοκόπια χαίρεται, και την Ειρήνη τη θεά την πλουτοφέρουσα αγαπά, που θρέφει τη λεβεντουριά. Το ίδιο, σε πλούσιους και φτωχούς, δίνει ευφροσύνη απ' το κρασί απίκραντη· κι οχτρεύεται όποιον δε δείχνει προθυµία µέρα και νύχτα να περνά τη ζήση µε καλή καρδιά κι όποιον το νου του δεν κρατά µε φρόνηση µακριά απ' αυτούς που όλα τα ξέρουνε θαρρούν. Ό,τι ο λαός έχει σωστό και συνηθά, κ' εγώ ακλουθώ.

Β' ΕΠΕΙΣΟ∆ΙΟ Με τα τελευταία λόγια του Χορού, ο Πενθέας ξαναπαρουσιάζεται στην πύλη του παλατιού. ∆υό υπηρέτες φέρνουν το ∆ιόνυσο δεµένο, από την αριστερή πάροδο. Θεράπων

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Εδώ είµαστε, Πενθέα! Το κυνήγι Πενθεῦ, πάρεσµεν τήνδ᾽ ἄγραν που απάνω του µας έριξες, το πιάσαµε· ἠγρευκότες 435ἐφ᾽ ἣν ἔπεµψας, οὐδ᾽ ἄκρανθ᾽ η παγάνα µας άδικα δεν πήγε. Κ' ήµερο στάθηκε για µας το αγρίµι· ὡρµήσαµεν. δεν τό 'βαλε στα πόδια, µοναχό του ὁ θὴρ δ᾽ ὅδ᾽ ἡµῖν πρᾶος οὐδ᾽ ὑπέσπασεν µας άπλωσε τα χέρια του, και µήδε φυγῇ πόδ᾽, ἀλλ᾽ ἔδωκεν οὐκ ἄκων χέρας κιτρίνισε µηδ' άλλαξε η θωριά του οὐδ᾽ ὠχρός, οὐδ᾽ ἤλλαξεν οἰνωπὸν η κρασωπή, παρά χαµογελώντας γένυν, αφήκε να το πάρουµε δεµένο, γελῶν δὲ καὶ δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο 440ἔµενέ τε, τοὐµὸν εὐτρεπὲς ποιούµενος. κι όλα τα δέχτηκε, ευκολύνοντας µας κἀγὼ δι᾽ αἰδοῦς εἶπον· Ὦ ξέν᾽, οὐχ ἑκὼν τη δουλειά µας. Κ' εγώ, από την ντροπή µου, ἄγω σε, Πενθέως δ᾽ ὅς µ᾽ ἔπεµψ᾽ τότες του κάνω: “Ξένε, αθέλητα µου ἐπιστολαῖς. σε πιάνω, µου το πρόσταξε ο Πενθέας ἃς δ᾽ αὖ σὺ βάκχας εἷρξας, ἃς συνήρπασας κἄδησας ἐν δεσµοῖσι πανδήµου στέγης, 445φροῦδαί γ᾽ ἐκεῖναι λελυµέναι πρὸς ὀργάδας σκιρτῶσι Βρόµιον ἀνακαλούµεναι θεόν· αὐτόµατα δ᾽ αὐταῖς δεσµὰ διελύθη ποδῶν κλῇδές τ᾽ ἀνῆκαν θύρετρ᾽ ἄνευ θνητῆς χερός. πολλῶν δ᾽ ὅδ᾽ ἁνὴρ θαυµάτων ἥκει πλέως 450ἐς τάσδε Θήβας. σοὶ δὲ τἄλλα χρὴ µέλειν. Πενθεύς 455µέθεσθε χειρῶν τοῦδ᾽· ἐν ἄρκυσιν γὰρ ὢν οὐκ ἔστιν οὕτως ὠκὺς ὥστε µ᾽ ἐκφυγεῖν. ἀτὰρ τὸ µὲν σῶµ᾽ οὐκ ἄµορφος εἶ, ξένε, ὡς ἐς γυναῖκας, ἐφ᾽ ὅπερ ἐς Θήβας πάρει· πλόκαµός τε γάρ σου ταναός, οὐ πάλης ὕπο, 460γένυν παρ᾽ αὐτὴν κεχυµένος, πόθου πλέως· λευκὴν δὲ χροιὰν ἐκ παρασκευῆς ἔχεις, οὐχ ἡλίου βολαῖσιν, ἀλλ᾽ ὑπὸ σκιᾶς, τὴν Ἀφροδίτην καλλονῇ θηρώµενος.

που µ' έστειλε”. Αµή οι βάκχες, που τις είχες κλεισµένες, µε τα µέλη τους δεµένα, και ριγµένες στα σίδερα, γλίτωσαν, το σκάσαν στα λιβάδια και χορεύουν, το θεό, το Βροντερόν, ανακαλώντας. Μονάχα τους λύθηκαν τα δεσµά τους στα πόδια τους, κ' οι µάνταλοι στις πόρτες τραβήχτηκαν χωρίς ανθρώπου χέρι να τους αγγίξει. Τούτος ο άντρας φτάνει εδώ στη Θήβα, θάµατα γεµάτος! Μόν' κοίτα τώρα εσύ τί θ' αποκάµεις. ΠΕΝΘΕΑΣ Αφήστε του τα χέρια· µες στο δίχτυ που βρίσκεται, δεν είναι τόσο σβέλτος να µου γλιτώσει. Ξένε, το κορµί σου δε θα το βρίσκουν άσκηµο οι γυναίκες, οπού γι' αυτές δα κόπιασες στη Θήβα· κι ο πλόκαµος σου κρεµαστός, αµ' όχι από το πάλεµα, στο µάγουλο σου δίπλα χυτός, της πεθυµιάς γεµάτος· και νοιάστηκες λευκό να κάµεις δέρµα στ' απόσκια και παράµερα απ' τους ήλιους, µε τα κάλλη την Κύπρη κυνηγώντας. Μα πρώτα πες µου, που κρατά η γενιά σου;

πρῶτον µὲν οὖν µοι λέξον ὅστις εἶ γένος. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος οὐ κόµπος οὐδείς· ῥᾴδιον δ᾽ εἰπεῖν τόδε. ∆εν πάω να καυκηθώ· στα χείλη τό τὸν ἀνθεµώδη Τµῶλον οἶσθά που κλύων. 'χω: θα ξέρεις το µυριάνθιστο τον Τµώλο. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Ναι, το βουνό τριγύρα από τις Σάρδεις. οἶδ᾽, ὃς τὸ Σάρδεων ἄστυ περιβάλλει κύκλῳ. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Είµαι από κει, πατρίδα µου η Λυδία. ἐντεῦθέν εἰµι, Λυδία δέ µοι πατρίς. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 465πόθεν δὲ τελετὰς τάσδ᾽ ἄγεις ἐς Ἑλλάδα; Τη νέα λατρεία, πώς φέρνεις στην Ελλάδα; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Ο ∆ιόνυσος προστάζει, ο γιος του ∆ία. ∆ιόνυσος ἡµᾶς εἰσέβησ᾽, ὁ τοῦ ∆ιός. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Γεννά άλλος ∆ίας εκεί θεούς Ζεὺς δ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖ τις, ὃς νέους τίκτει καινούριους; θεούς; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Κείνος πού 'σµιξε εδώ µε τη Σεµέλη. οὔκ, ἀλλ᾽ ὁ Σεµέλην ἐνθάδε ζεύξας γάµοις. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Στον ύπνο σου το πρόσταξε ή στον πότερα δὲ νύκτωρ σ᾽ ἢ κατ᾽ ὄµµ᾽ ξύπνο; ἠνάγκασεν; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 470ὁρῶν ὁρῶντα, καὶ δίδωσιν ὄργια. Ναί, πρόσωπο µε πρόσωπο µε µύησε. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Και τί 'ναι τα µυστήρια του, αφού τὰ δ᾽ ὄργι᾽ ἐστὶ τίν᾽ ἰδέαν ἔχοντά σοι; ξέρεις; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος ἄρρητ᾽ ἀβακχεύτοισιν εἰδέναι βροτῶν. Στους αµύητους δε λέγουνται· δεν κάνει. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Κι αυτοί που τα τελούν, τί κέρδος ἔχει δ᾽ ὄνησιν τοῖσι θύουσιν τίνα; έχουν; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος οὐ θέµις ἀκοῦσαί σ᾽, ἔστι δ᾽ ἄξι᾽ εἰδέναι. Είναι κρυφό· µα θ' άξιζε να ξέρεις. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 475εὖ τοῦτ᾽ ἐκιβδήλευσας, ἵν᾽ ἀκοῦσαι Κατεργαριές· για να ζητώ να µάθω. θέλω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος ἀσέβειαν ἀσκοῦντ᾽ ὄργι᾽ ἐχθαίρει θεοῦ. Τον άσεβο µισούν οι τελετές του. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς τὸν θεὸν ὁρᾶν γὰρ φῂς σαφῶς, ποῖός τις Κι αφού τον είδες το θεό, πώς ήταν;

ἦν; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Ως ήθελε· δεν είχα να το ορίσω. ὁποῖος ἤθελ᾽· οὐκ ἐγὼ ᾽τασσον τόδε. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς τοῦτ᾽ αὖ παρωχέτευσας εὖ κοὐδὲν λέγων. Πάλι τα στρίβεις· τίποτα δε λέγεις. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 480δόξει τις ἀµαθεῖ σοφὰ λέγων οὐκ εὖ Άµαθος παίρνει τα σοφά για κούφια. φρονεῖν. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς ἦλθες δὲ πρῶτα δεῦρ᾽ ἄγων τὸν δαίµονα; Κ' εδώ ήρθες πρώτος το θεό να φέρεις; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος πᾶς ἀναχορεύει βαρβάρων τάδ᾽ ὄργια. Χορεύουν τους χορούς του οι βάρβαροι όλοι. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Τί πιο λίγο απ' τους Έλληνες νογάνε. φρονοῦσι γὰρ κάκιον Ἑλλήνων πολύ. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος τάδ᾽ εὖ γε µᾶλλον· οἱ νόµοι δὲ διάφοροι. Σ' αυτά τους ξεπερνούν άλλες συνήθειες. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 485τὰ δ᾽ ἱερὰ νύκτωρ ἢ µεθ᾽ ἡµέραν τελεῖς; Και νύχτα ή µέρα οι λειτουργίες τελούνται; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος νύκτωρ τὰ πολλά· σεµνότητ᾽ ἔχει σκότος.Τη νύχτα πιότερο· σεµνό το σκότος. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Σαπρό και δολερό για τις γυναίκες. τοῦτ᾽ ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος κἀν ἡµέρᾳ τό γ᾽ αἰσχρὸν ἐξεύροι τις ἄν. Το αισχρό θα το ανταµώσεις και τη µέρα. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς δίκην σε δοῦναι δεῖ σοφισµάτων κακῶν. Θα παιδευτείς για τα σοφίσµατα σου ! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 490σὲ δ᾽ ἀµαθίας γε κἀσεβοῦντ᾽ ἐς τὸν θεόν. Κ' εσύ για την ασέβεια και την τύφλα. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς ὡς θρασὺς ὁ βάκχος κοὐκ ἀγύµναστος Πώς κόβει η γλώσσα του και θράσος πού 'χει! λόγων. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Πες τί θα πάθω· πώς θα µε παιδέψεις; εἴφ᾽ ὅ τι παθεῖν δεῖ· τί µε τὸ δεινὸν ἐργάσῃ; ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Το αβρό πλεξούδι σου θα κόψω πρώτα. πρῶτον µὲν ἁβρὸν βόστρυχον τεµῶ σέθεν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Είναι ιερό! Για το θεό το αφήνω. ἱερὸς ὁ πλόκαµος· τῷ θεῷ δ᾽ αὐτὸν

τρέφω. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 495ἔπειτα θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν. Έπειτα αυτόν παράδωσε το θύρσο. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Παρ' τον µου εσύ· τον έχω από το αὐτός µ᾽ ἀφαιροῦ· τόνδε ∆ιονύσου Βάκχο. φορῶ. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς εἱρκταῖσί τ᾽ ἔνδον σῶµα σὸν φυλάξοµεν. Στή φυλακή κατόπι θα σε κλείσω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος λύσει µ᾽ ὁ δαίµων αὐτός, ὅταν ἐγὼ θέλω. Ο θεός µε λευτερώνει όταν θελήσω. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Σαν ξαναβρείς τις βάκχες και τον ὅταν γε καλέσῃς αὐτὸν ἐν βάκχαις κράξεις. σταθείς. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 500καὶ νῦν ἃ πάσχω πλησίον παρὼν ὁρᾷ. Και τώρα από κοντά θωρεί όσα πάσχω. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς καὶ ποῦ ᾽στιν; οὐ γὰρ φανερὸς ὄµµασίν Πού βρίσκεται; Τί εγώ δεν τόνε βλέπω. γ᾽ ἐµοῖς. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος παρ᾽ ἐµοί· σὺ δ᾽ ἀσεβὴς αὐτὸς ὢν οὐκ Όπου είµαι εγώ· ασεβείς και δεν τον βλέπεις. εἰσορᾷς. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς λάζυσθε· καταφρονεῖ µε καὶ Θήβας ὅδε. Πιάστε τον ! Αψηφά κ' εµέ και Θήβα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Φρόνιµος σε µουρλούς λέει: µη µε αὐδῶ µε µὴ δεῖν σωφρονῶν οὐ δέστε ! σώφροσιν. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 505ἐγὼ δὲ δεῖν γε, κυριώτερος σέθεν. Κ' εγώ, σαν πιο τρανός, λέω: να σε δέσουν ! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Μηδέ τι κάνεις ξέρεις, µηδέ τι είσαι! οὐκ οἶσθ᾽ ὅ τι ζῇς, οὐδ᾽ ὃ δρᾷς, οὐδ᾽ ὅστις εἶ. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Πενθέας, του Εχίονα γιος και της Πενθεύς, Ἀγαύης παῖς, πατρὸς δ᾽ Αγαύης. Ἐχίονος. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Μες στ' όνοµα σου είναι γραφτό το ἐνδυστυχῆσαι τοὔνοµ᾽ ἐπιτήδειος εἶ. πένθος. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς χώρει· καθείρξατ᾽ αὐτὸν ἱππικαῖς πέλας Κουνήσου ! —Φυλακίστε τον κει χάµω 510φάτναισιν, ὡς ἂν σκότιον εἰσορᾷ κνέφας. στους στάβλους των αλόγων, να κοιτάζει ἐκεῖ χόρευε· τάσδε δ᾽ ἃς ἄγων πάρει το µαύρο σκότος ! —Χόρευε εκεί µέσα κακῶν συνεργοὺς ἢ διεµπολήσοµεν !

ἢ χεῖρα δούπου τοῦδε καὶ βύρσης κτύπου Αµ' κι αυτές που µαζί σου έχεις παύσας, ἐφ᾽ ἱστοῖς δµωίδας κεκτήσοµαι. φερµένες να βοηθούν στο κακό, θα τις πουλήσω, ή τους κόβω και τούµπανα και κρότους, και στ' αργαλειά τις ρίχνω να δουλεύουν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 515στείχοιµ᾽ ἄν· ὅ τι γὰρ µὴ χρεών, οὔτοι Θα σύρω εκεί που θες. Ό,τι δεν είναι στη µοίρα µου να πάθω, δεν παθαίνω. χρεὼν Μα ο ∆ιόνυσος, που λες πώς δεν παθεῖν. ἀτάρ τοι τῶνδ᾽ ἄποιν᾽ υπάρχει, ὑβρισµάτων τις προσβολές θα σου πλερώσει· τι µέτεισι ∆ιόνυσός σ᾽, ὃν οὐκ εἶναι λέγεις· όταν ἡµᾶς γὰρ ἀδικῶν κεῖνον εἰς δεσµοὺς µας αδικάς, εκείνον φυλακίζεις. ἄγεις.

Β' Σ Τ Α Σ Ι Μ Ο Οι υπηρέτες παίρνουν µέσα στο παλάτι το ∆ιόνυσο από µιά πλαϊνή πόρτα. Ο Πενθέας µπαίνει από την κεντρική είσοδο. Χορός * Ἀχελῴου θύγατερ, πότνι᾽ εὐπάρθενε ∆ίρκα, σὺ γὰρ ἐν σαῖς ποτε παγαῖς 520 τὸ ∆ιὸς βρέφος ἔλαβες, ὅτε µηρῷ πυρὸς ἐξ ἀθανάτου Ζεὺς ὁ τεκὼν ἥρπασέ νιν, τάδ᾽ ἀναβοάσας· Ἴθι, ∆ιθύραµβ᾽, ἐµὰν ἄρ525 σενα τάνδε βᾶθι νηδύν· ἀναφαίνω σε τόδ᾽, ὦ Βάκχιε, Θήβαις ὀνοµάζειν. σὺ δέ µ᾽, ὦ µάκαιρα ∆ίρκα, στεφανηφόρους ἀπωθῇ 530 θιάσους ἔχουσαν ἐν σοί. τί µ᾽ ἀναίνῃ; τί µε φεύγεις; ἔτι ναὶ τὰν βοτρυώδη

ΧΟΡΟΣ [στρ. Ω κόρη του Αχελώου εσύ, παρθένα ∆ίρκη σεβαστή, µες στα νερά σου, άλλον καιρό, του ∆ία δέχτηκες το γιο, όταν απ' την αθάνατη φωτιά τον άρπαξε ο γονιός ο ∆ίας και τον έχωσε µες στο µηρό του, κράζοντας: “∆ιθύραµβε, έµπα στην κοιλιά δω µέσα την αρσενικιά! Σε φανερώνω, ω Βάκχϊε, στη Θήβα µ' αυτό τ' όνοµα !” Μα, ώ ∆ίρκη εσύ τρισµάκαρη, διώχνεις εµέ που θίασους στεφανοφόρους σού 'φερα. Γιατί µε αρνιέσαι, και γιατί µε απέχεις; Η ώρα δεν αργεί

∆ιονύσου χάριν οἴνας, 535 ἔτι σοι τοῦ Βροµίου µελήσει.

—ναι, µα την πολυστάφυλη χάρη του βακχικού αµπελιού !— που θα νοιαστείς το Βροντερό. [αντ.

οἵαν οἵαν ὀργὰν ἀναφαίνει χθόνιον γἑνος ἐκφύς τε δράκοντός ποτε Πενθεύς, ὃν Ἐχίων ἐφύτευσε χθόνιος, 540 ἀγριωπὸν τἑρας, οὐ φῶτα βρότειον, φόνιον δ᾽ ὥστε γίγαντ᾽ ἀντίπαλον θεοῖς· ὃς ὰµ᾽ ἐν βρόχοισι τὰν τοῦ Βροµίου τάχα ξυνάψει, 545 τὸν ἐµὸν δ᾽ ἐντὸς ὰχει δώµατος ἤδη θιασώταν σκοτίαις κρυπτὸν ἐν εἱρκταῖς.

Τί µάνητα, τί µάνητα δείχνει το απόγονο της γης, του δράκοντα η σπορά, ο Πενθέας, όπού 'χει τον Εχίονα πατέρα, το βλαστό της γης ! Εκείνος τον γεννόσπειρε, τέρας µε πρόσωπο αγριωπό κι όχι σαν άνθρωπο θνητό, όµοιο µε γίγαντα φονιά που αντιπαλεύει τους θεούς. Σε λίγο αυτός στις άλυσες µε ρίχνει που συµπερπατώ µε το θεό το Βροντερό, κ' εκείνον πού 'χω γι' αρχηγό στο θίασο, σε φυλακή σκοταδερή τον έκλεισε µέσα στα βάθη του σπιτιού.

ἐσορᾷς τάδ᾽, ὦ ∆ιὸς παῖ ∆ιόνυσε, σοὺς προφἀτας 550 ἐν ἁµίλλαισιν ἀνάγκας; µόλε, χρυσῶπα τινάσσων, ἄνα, θύρσον κατ᾽ Ὄλυµπον,

Τα βλέπεις, ώ του ∆ία παιδί, ώ ∆ιόνυσε, οι προφήτες σου σε ποιά τυραννία χάνονται; Χυτάρισε απ' τον Όλυµπο,

555 φονίου δ᾽ ἀνδρὸς ὕβριν κατάσχες.

αφέντη, σειώντας το χρυσό το θύρσο, και την ξιπασιά παίδεψε τούτου του φονιά ! [επωδ.

πόθι Νύσας ἄρα τᾶς θηροτρόφου θυρσοφορεῖς θιάσους, ὦ ∆ιόνυσ᾽, ἢ κορυφαῖς Κωρυκίαις; τάχα δ᾽ ἐν ταῖς πολυδένδρεσσιν Ὀλύµπου θαλάµαις, ἔν560 θα ποτ᾽ Ὀρφεὺς κιθαρίζων σύναγεν δένδρεα µούσαις, σύναγεν θῆρας ἀγρώτας. µάκαρ ὦ Πιερία, σέβεταί σ᾽ Εὔιος, ἥξει 565 τε χορεύσων ἅµα βακχεύµασι, τόν τ᾽ ὠκυρόαν διαβὰς Ἀξιὸν εἱλισ-

Ω ∆ιόνυσε! Πού βρίσκεσαι; Τάχα στης Νύσας τις πλαγιές που θρέφει τα πολλά θεριά, ή στις Κωρύκιες τις κορφές σούρνεις τις βάκχες πίσω σου, το θύρσο σου ανεµίζοντας; Μπορεί και στα πολύδεντρα ληµέρια του Ολύµπου ψηλά, εκεί που ο Ορφέας µιά φορά, βαρώντας το λαγούτο του και τραγουδώντας, σύναζε τριγύρω του τα δεντρικά κι όλα του λόγκου τα θεριά. Καλότυχη Πιερία εσύ, εσένα ο Εύιος σε τιµά και θενά σού 'ρθει µε χορούς και βακχικά ξεφωνητά. θενά περάσει τον Αξιό πού 'χει το ρέµα το γοργό,

και λαό µαινάδες πίσω του στρουφογυρίστρες θα τραβά. Και το Λυδία θα τον διαβεί, πατέρα πλουσοπάροχο της ευτυχίας των θνητών, που µε νερά ολοκάθαρα λιπαίνει, ως έχω το ακουστά, τον τόπο τον αλογατά.

σοµένας Μαινάδας ἄξει, Λυδίαν πατέρα τε, τὸν 570 τᾶς εὐδαιµονίας βροτοῖς ὀλβοδόταν, τὸν ἔκλυον εὔιππον χώραν ὕδασιν 575 καλλίστοισι λιπαίνειν.

Γ' ΕΠΕΙΣΟ∆ΙΟ ∆ιόνυσος ἰώ, κλύετ᾽ ἐµᾶς κλύετ᾽ αὐδᾶς, ἰὼ βάκχαι, ἰὼ βάκχαι. Χορός τίς ὅδε, τίς πόθεν ὁ κέλαδος ἀνά µ᾽ ἐκάλεσεν Εὐίου; ∆ιόνυσος 580 ἰὼ ἰώ, πάλιν αὐδῶ, ὁ Σεµέλας, ὁ ∆ιὸς παῖς. Χορός ἰὼ ἰὼ δέσποτα δέσποτα, µόλε νυν ἡµέτερον ἐς θίασον, ὦ Βρόµιε Βρόµιε. ∆ιόνυσος 585 πέδον χθονὸς Ἔννοσι πότνια. Χορός ἆ ἆ, τάχα τὰ Πενθέως µέλαθρα διατινάξεται πεσήµασιν. --ὁ ∆ιόνυσος ἀνὰ µέλαθρα· 590 σέβετέ νιν. --σέβοµεν ὤ. --εἴδετε λάινα κίοσιν ἔµβολα διάδροµα τάδε; Βρόµιος ἀλαλάζεται στέγας ἔσω. ∆ιόνυσος

∆ΙΟΝΥΣΟΣ (Αθέατος. Μέσα από τη φυλακή του.) Ω! Ω! Ακούστε την, ακούστε τη φωνή µου ! Ω! Βάκχες, βάκχες! ΧΟΡΟΣ Τί 'ναι το χούγιασµα τούτο; Πούθε µε κάλεσε η φωνή του Ευίου; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ωώ ! Ωώ ! ξαναφωνάζω. Της Σεµέλης και του ∆ία το τέκνο, εγώ φωνάζω ! ΧΟΡΟΣ Ωώω ! Αφέντη ! Αφέντη ! Έλα λοιπόν στο θίασο µας, έλα ! Βροντερέ! Βροντερέ! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ω ! Τράνταξε τη γη, Σεισµέ θεϊκέ! ΧΟΡΟΣ Α, α! Του Πενθέα το παλάτι όπου νά 'ναι θα σειστεί και θα πέσει! -Μες στο σπίτι πάει κ' έρχεται ο ∆ιόνυσος! Προσκυνάτε τον ! —Ναί! Προσκυνούµε! Ω! Τα βλέπεις τα πέτρινα ανώφλια; Στις κολόνες σαλεύουν απάνω! Μες στο σπίτι αλαλάζει ο θεός µας! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ (Στον εαυτό του,

ἅπτε κεραύνιον αἴθοπα λαµπάδα· 595 σύµφλεγε σύµφλεγε δώµατα Πενθέος. Χορός ἆ ἆ, πῦρ οὐ λεύσσεις, οὐδ᾽ αὐγάζῃ, Σεµέλας ἱερὸν ἀµφὶ τάφον, ἅν ποτε κεραυνόβολος ἔλιπε φλόγα ∆ίου βροντᾶς;

αθέατος.) Τη φωτερή του κεραυνού λαµπάδα άναψε, κάψε του Πενθέα το σπίτι! ΧΟΡΟΣ Α! Α! ∆ε βλέπεις τη φωτιά; ∆εν ξεχωρίζεις πάνω στον ιερό τάφο της Σεµέλης τη φλόγα που του ∆ία το αστροπελέκι άφησε κει σαν έπεσε βροντώντας;

Η κορυφαία Ρίχτε στη γη, µαινάδες, ρίχτε χάµω τα κορµιά σας που τρέµουν, τί χιµάει ο αφέντης µας, του ∆ία ο γιος, δω µέσα και το παλάτι το φέρνει άνω κάτω ! Βγαίνει ο ∆ιόνυσος µε τη µορφή που είχε πρώτα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ (Λίγο εύθυµος) ∆ιόνυσος βάρβαροι γυναῖκες, οὕτως ἐκπεπληγµέναι Ασιάτισσες, τόσο πολύ σας τάραξεν ο φόβος φόβῳ

600 δίκετε πεδόσε τροµερὰ σώµατα δίκετε, Μαινάδες· ὁ γὰρ ἄναξ ἄνω κάτω τιθεὶς ἔπεισι µέλαθρα τάδε ∆ιὸς γόνος.

605 πρὸς πέδῳ πεπτώκατ᾽; ᾔσθησθ᾽, ὡς

που πέσατε ψαθί στη γης; Το Βάκχο έχετε νιώσει, ἔοικε, Βακχίου θαρρώ, που ταρακούνησε το σπίτι του διατινάξαντος ‘δῶµα Πενθέως· ἀλλ᾽ Πενθέα. ἐξανίστατε’ Μα θάρρος! Σηκωθείτε ορθές και σῶµα καὶ θαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαµείψασαι διώξτε την τροτρόµον. µάρα ! ΧΟΡΟΣ Χορός Ω φως υπέρτατο για µας στη χαρωπή ὦ φάος µέγιστον ἡµῖν εὐίου βακχεία, βακχεύµατος, αναγαλλιάζω να σε δω µέσα στην ὡς ἐσεῖδον ἀσµένη σε, µονάδ᾽ ἔχουσ᾽ ερηµιά µου. ἐρηµίαν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 610 εἰς ἀθυµίαν ἀφίκεσθ᾽, ἡνίκ᾽ Σας πήρε η βαροκάρδιση σα µ' έσερναν κει µέσα, εἰσεπεµπόµην, στα µαύρα να µε ρίξουνε κατώγια του Πενθέως ὡς ἐς σκοτεινὰς ὁρκάνας Πενθέα; πεσούµενος; ΧΟΡΟΣ Χορός Πώς όχι; Αν πάθαινες κακό, που θά πῶς γὰρ οὔ; τίς µοι φύλαξ ἦν, εἰ σὺ 'βρισκα εγώ συµφορᾶς τύχοις; σκέπη; ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης ἀνδρὸς ἀνοσίου Μα από τα χέρια πώς εσύ του άσεβου τυχών; αντρός λυ∆ιόνυσος αὐτὸς ἐξέσῳσ᾽ ἐµαυτὸν ῥᾳδίως ἄνευ

τρώθης; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μονάχος λευτερώθηκα, κ' εύκολα,

πόνου. Χορός 615 οὐδέ σου συνῆψε χεῖρε δεσµίοισιν ἐν βρόχοις; ∆ιόνυσος ταῦτα καὶ καθύβρισ᾽ αὐτόν, ὅτι µε δεσµεύειν δοκῶν οὔτ᾽ ἔθιγεν οὔθ᾽ ἥψαθ᾽ ἡµῶν, ἐλπίσιν δ᾽ ἐβόσκετο. πρὸς φάτναις δὲ ταῦρον εὑρών, οὗ καθεῖρξ᾽ ἡµᾶς ἄγων, τῷδε περὶ βρόχους ἔβαλλε γόνασι καὶ χηλαῖς ποδῶν, 620 θυµὸν ἐκπνέων, ἱδρῶτα σώµατος στάζων ἄπο, χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας· πλησίον δ᾽ ἐγὼ παρὼν ἥσυχος θάσσων ἔλευσσον. ἐν δὲ τῷδε τῷ χρόνῳ ἀνετίναξ᾽ ἐλθὼν ὁ Βάκχος δῶµα καὶ µητρὸς τάφῳ πῦρ ἀνῆψ᾽· ὃ δ᾽ ὡς ἐσεῖδε, δώµατ᾽ αἴθεσθαι δοκῶν, 625 ᾖσσ᾽ ἐκεῖσε κᾆτ᾽ ἐκεῖσε, δµωσὶν Ἀχελῷον φέρειν ἐννέπων, ἅπας δ᾽ ἐν ἔργῳ δοῦλος ἦν, µάτην πονῶν. διαµεθεὶς δὲ τόνδε µόχθον, ὡς ἐµοῦ πεφευγότος, ἵεται ξίφος κελαινὸν ἁρπάσας δόµων ἔσω. κᾆθ᾽ ὁ Βρόµιος, ὡς ἔµοιγε φαίνεται, δόξαν λέγω,

δίχως κόπο. ΧΟΡΟΣ Μα µε σκοινιά τα χέρια σου δεµένα δε σου τά 'χε; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εδώ τον καταντρόπιασα· θαρρούσε πώς µε δένει, µα µήδε τόσο µε άγγιξε, µόν' έβοσκε στην πλάνη. Βρήκε έναν ταύρο στα παχνιά που πήγε να µε κλείσει, εκείνον πόδια γόνατα µε τα σκοινιά τον δένει, φυσώντας απ' τη µάνητα, σταλάζοντας τον ίδρο, τα χείλια του δαγκώνοντας· κ' εγώ ήµουν εκεί δίπλα και τον κοιτούσα, ατάραχα καθώντας. Τότες ήρθε και τα παλάτια τράνταξεν ο Βάκχος, και στο µνήµα της µάνας του άναψε φωτιά· κι αυτά ο Πενθέας ως τά 'δε,

θαρρώντας πώς καιγόντουσαν τα σπίτια, απάνω κάτω έτρεχε, µπήζοντας φωνές στους δούλους να του φέρουν τον Αχελώο τον ποταµό· κι όλοι του κάκου ιδρώναν” Μα το έργο τούτο αφήνοντας ξάφνου, —γιατί εφαντάστη πώς ξέφυγα,— µαύρο σπαθί φουχτώνει και χιµίζει µες στο παλάτι. Μονοµιάς (το λέω καθώς µου εφάνη 630 φάσµ᾽ ἐποίησεν κατ᾽ αὐλήν· ὃ δ᾽ ἐπὶ και το πιστεύω) ο Βροντερός µες στην αυλή σκαρώνει τοῦθ᾽ ὡρµηµένος το φάντασµα µου· πάνω του χιµώντας ᾖσσε κἀκέντει φαεννὸν , ὡς ο Πενθέας σφάζων ἐµέ. λιανίζει αγέρα και θαρρεί πώς πρὸς δὲ τοῖσδ᾽ αὐτῷ τάδ᾽ ἄλλα Βάκχιος µακελεύει εµένα. λυµαίνεται· Κοντά σ' αυτά, κι άλλα δεινά τον δώµατ᾽ ἔρρηξεν χαµᾶζε· συντεθράνωται βρήκαν απ' το Βάκχο· του γκρέµισε, του τό 'καµε συντρίµµια δ᾽ ἅπαν το παλάτι, πικροτάτους ἰδόντι δεσµοὺς τοὺς ἐµούς· και τα δικά µου τα δεσµά, πικρά για

κείνον βγήκαν· ο κόπος τον γονάτισε, πετάει το ξίφος πέρα, γιατί άνθρωπος ετόλµησε θεό να πολεµήσει. Κ' εγώ, βγαίνοντας ήσυχος απ' το παλάτι µέσα, σε σας γυρίζω, τον Πενθέα χωρίς να λογαριάσω. Μα στάσου ! Ακούω πατήµατα, µου φαίνεται, από µέσα· θα βγει όπου νά' ναι· µ' όλα αυτά που γίναν, τί να λέγει; 640 ῥᾳδίως γὰρ αὐτὸν οἴσω, κἂν πνέων ἔλθῃ Ατάραχος θα τον δεχτώ, κι ας είναι φρενιασµένος. µέγα.

κόπου δ᾽ ὕπο 635 διαµεθεὶς ξίφος παρεῖται· πρὸς θεὸν γὰρ ὢν ἀνὴρ ἐς µάχην ἐλθεῖν ἐτόλµησε. ἥσυχος δ᾽ ἐκβὰς ἐγὼ δωµάτων ἥκω πρὸς ὑµᾶς, Πενθέως οὐ φροντίσας. ὡς δέ µοι δοκεῖ--ψοφεῖ γοῦν ἀρβύλη δόµων ἔσω-ἐς προνώπι᾽ αὐτίχ᾽ ἥξει. τί ποτ᾽ ἄρ᾽ ἐκ τούτων ἐρεῖ;

πρὸς σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς ἀσκεῖν σώφρον᾽ εὐοργησίαν. Πενθεύς πέπονθα δεινά· διαπέφευγέ µ᾽ ὁ ξένος, ὃς ἄρτι δεσµοῖς ἦν κατηναγκασµένος. ἔα ἔα· 645 ὅδ᾽ ἐστὶν ἁνήρ· τί τάδε; πῶς προνώπιος φαίνῃ πρὸς οἴκοις τοῖς ἐµοῖς, ἔξω βεβώς;

Ο γνωστικός τη µάνητα γυρίζει σε ηµεράδα. ΠΕΝΘΕΑΣ (Βγαίνοντας απ' το παλάτι) Έπαθα συφορές. Μού 'φυγε ο ξένος πού 'χα στη φυλακή δεµένο ως τώρα. Μπα! Νά τος ! Τί 'ναι αυτά; Πώς βγήκες έξω και τολµάς να φανείς µπρος στο παλάτι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Σταµάτα, δώσε τόπο στην οργή σου.

∆ιόνυσος στῆσον πόδ᾽, ὀργῇ δ᾽ ὑπόθες ἥσυχον πόδα. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Πώς λύθηκες εσύ και βγήκες έξω; πόθεν σὺ δεσµὰ διαφυγὼν ἔξω περᾷς; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος οὐκ εἶπον--ἢ οὐκ ἤκουσας--ὅτι λύσει µέ Πώς θα µε λύσει κάποιος, δε σου τό 'πα; τις; ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 650 τίς; τοὺς λόγους γὰρ ἐσφέρεις καινοὺς Ποιός; Όλο και παράξενα τα λέγεις. ἀεί. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος ὃς τὴν πολύβοτρυν ἄµπελον φύει βροτοῖς.Αυτός που το θρασό βλασταίνει αµπέλι. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς * [Και των ανθρώπων τα µυαλά σαλεύει.] ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Κακό το λέγεις το καλό του Βάκχου. ὠνείδισας δὴ τοῦτο ∆ιονύσῳ καλόν. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς κλῄειν κελεύω πάντα πύργον ἐν κύκλῳ. Οι καστρόπορτες όλες να κλειστούνε !

∆ιόνυσος τί δ᾽; οὐχ ὑπερβαίνουσι καὶ τείχη θεοί; Πενθεύς 655 σοφὸς σοφὸς σύ, πλὴν ἃ δεῖ σ᾽ εἶναι σοφόν. ∆ιόνυσος ἃ δεῖ µάλιστα, ταῦτ᾽ ἔγωγ᾽ ἔφυν σοφός. κείνου δ᾽ ἀκούσας πρῶτα τοὺς λόγους µάθε, ὃς ἐξ ὄρους πάρεστιν ἀγγελῶν τί σοι· ἡµεῖς δέ σοι µενοῦµεν, οὐ φευξούµεθα.

∆ΙΟΝΥΣΟΣ Και τί µ' αυτό; Οι θεοί πηδούν τα τείχη ! ΠΕΝΘΕΑΣ Είσαι σοφός, αµ' όχι εκεί που πρέπει.

∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εκεί που πρέπει, είµαι σοφός περίσσια. Μα άκουσε πρώτα αυτού του αντρός τα λόγια που κάποιο νέο απ' το βουνό σου φέρνει· κ' έννοια σου, εγώ θα µείνω εδώ, δε φεύγω. Από τ' αριστερά µπαίνει ίνας µαντατοφόρος. ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ (βουκόλος) Ἄγγελος 660 Πενθεῦ κρατύνων τῆσδε Θηβαίας χθονός, Πενθέα, που ορίζεις των Θηβαίων τη χώρα, ἥκω Κιθαιρῶν᾽ ἐκλιπών, ἵν᾽ οὔποτε από τον Κιθαιρώνα κατεβαίνω, λευκῆς χιόνος ἀνεῖσαν εὐαγεῖς βολαί. που αστράφτει, λευκός πάντα, από τα χιόνια. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς ἥκεις δὲ ποίαν προστιθεὶς σπουδὴν λόγου; Και ποιό 'ναι το σπουδαίο το νέο που φέρνεις; ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Ἄγγελος βάκχας ποτνιάδας εἰσιδών, αἳ τῆσδε γῆς Είδα τις άγριες βάκχες, που από τούτη 665 οἴστροισι λευκὸν κῶλον ἐξηκόντισαν, λακίσανε τη χώρα µε ποδάρι ἥκω φράσαι σοὶ καὶ πόλει χρῄζων, ἄναξ, κάτασπρο, κεντηµένες απ' τον οίστρο, κ' ήρθα της χώρας να το πω κ' εσένα, ὡς δεινὰ δρῶσι θαυµάτων τε κρείσσονα. βασιλιά µου, πώς κάνουνε κάτι έργα θέλω δ᾽ ἀκοῦσαι, πότερά σοι παρρησίᾳ φοβερά και τρανότερα από θάµα. φράσω τὰ κεῖθεν ἢ λόγον στειλώµεθα· Μόν' θέλω να µου πεις: να σου µιλήσω σταράτα, για τη γλώσσα να µαζέψω; 670 τὸ γὰρ τάχος σου τῶν φρενῶν δέδοικ᾽, Γιατί φοβούµαι, αφέντη, την αψάδα του µυαλού σου και το άγριο φυσικό ἄναξ, σου, καὶ τοὐξύθυµον καὶ τὸ βασιλικὸν λίαν. που το 'χεις δα βασιλικό περίσσια. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Λέγε· όπως νά 'ναι, λάθος δε σου λέγ᾽, ὡς ἀθῷος ἐξ ἐµοῦ πάντως ἔσῃ. τοῖς γὰρ δικαίοις οὐχὶ θυµοῦσθαι χρεών. ρίχνω. Με τους δικαίους δεν πρέπει να ὅσῳ δ᾽ ἂν εἴπῃς δεινότερα βακχῶν πέρι, θυµώνεις. Κι όσο πιο φοβερά πεις για τις βάκχες, 675 τοσῷδε µᾶλλον τὸν ὑποθέντα τὰς τέχνας τόσο και πιο βαριά θα τον παιδέψω αυτόν, που κακές τέχνες τις µαθαίνει. γυναιξὶ τόνδε τῇ δίκῃ προσθήσοµεν.

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Ἄγγελος ἀγελαῖα µὲν βοσκήµατ᾽ ἄρτι πρὸς λέπας Το κοπάδι τα βόδια σαλαγούσα ψηλά για τις βοσκές, τότε που ο ήλιος µόσχων ὑπεξήκριζον, ἡνίχ᾽ ἥλιος πρωτοβαρεί τη γης και τη ζεσταίνει. ἀκτῖνας ἐξίησι θερµαίνων χθόνα. 680 ὁρῶ δὲ θιάσους τρεῖς γυναικείων χορῶν, Τρεις βλέπω ξάφνου συντροφιές ὧν ἦρχ᾽ ἑνὸς µὲν Αὐτονόη, τοῦ δευτέρου γυναίκες, της µιας αρχηγός ήταν η Αυτονόη, µήτηρ Ἀγαύη σή, τρίτου δ᾽ Ἰνὼ χοροῦ. της άλλης η µητέρα σου η Αγαύη, ηὗδον δὲ πᾶσαι σώµασιν παρειµέναι, και της τρίτης η Ινώ. Αποκαµωµένες αἳ µὲν πρὸς ἐλάτης νῶτ᾽ ἐρείσασαι κοιµόνταν όλες· τούτες ξαπλωµένες φόβην, σε κλάρες ολοφούντωτες ελάτου, 685 αἳ δ᾽ ἐν δρυὸς φύλλοισι πρὸς πέδῳ κάρα κι άλλες µε το κεφάλι απά σε φύλλα εἰκῇ βαλοῦσαι σωφρόνως, οὐχ ὡς σὺ φῂς βελανιδιάς σεµνόπρεπα γυρµένο, κι όχι, καθώς τις λέγεις, µεθυσµένες ᾠνωµένας κρατῆρι καὶ λωτοῦ ψόφῳ απ' το κρασί κι από του αυλού το λάλο θηρᾶν καθ᾽ ὕλην Κύπριν ἠρηµωµένας. να κυνηγούν τον έρωτα στα δάση. Κι ως άκουσε η µητέρα σου τα βόδια ἡ σὴ δὲ µήτηρ ὠλόλυξεν ἐν µέσαις 690 σταθεῖσα βάκχαις, ἐξ ὕπνου κινεῖν δέµας, να µουκανιώνται, ανάµεσα στις µυκήµαθ᾽ ὡς ἤκουσε κεροφόρων βοῶν. βάκχες στάθηκε ολόρθη και φωνή τους βάνει αἳ δ᾽ ἀποβαλοῦσαι θαλερὸν ὀµµάτων να σηκωθούν στο πόδι από τον ύπνο. ὕπνον Και διώχνοντας εκείνες απ' τα µάτια ἀνῇξαν ὀρθαί, θαῦµ᾽ ἰδεῖν εὐκοσµίας, τη γλύκα του ύπνου, πετάχτηκαν πάνω νέαι παλαιαὶ παρθένοι τ᾽ ἔτ᾽ ἄζυγες. εκεί να δεις σεµνότητα από νέες, µεστωµένες κι ανύπαντρα κοράσια! 695 καὶ πρῶτα µὲν καθεῖσαν εἰς ὤµους κόµας Και πρώτα ρίξαν τα µαλλιά στους ώµους, νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν τα παρδαλά τους λαφοτόµαρα —όσες ἁµµάτων τους είχανε λυθεί— τα ξαναδέσαν σύνδεσµ᾽ ἐλέλυτο, καὶ καταστίκτους και τα ζώσαν µε φίδια που δορὰς γλείφονταν. ὄφεσι κατεζώσαντο λιχµῶσιν γένυν. Κι άλλες, στον κόρφο τους κρατώντας άγρια αἳ δ᾽ ἀγκάλαισι δορκάδ᾽ ἢ σκύµνους λύκων 700 ἀγρίους ἔχουσαι λευκὸν ἐδίδοσαν γάλα, λυκόπουλα ή ζαρκάδια, λευκό γάλα ὅσαις νεοτόκοις µαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι τους δίναν, όσες νιόγεννες βρέθηκαν µε φουσκωµένα τα βυζιά τους κ' είχαν βρέφη λιπούσαις· ἐπὶ δ᾽ ἔθεντο κισσίνους στα σπίτια τους µωρά παρατηµένα· στεφάνους δρυός τε µίλακός τ᾽ κι από κισσό φορέσανε στεφάνια ἀνθεσφόρου. κι από δρυ κι αρκουδόβατο θύρσον δέ τις λαβοῦσ᾽ ἔπαισεν ἐς πέτραν, ανθισµένο. Κάποια απ' αυτές το θύρσο της φουχτώνει, 705 ὅθεν δροσώδης ὕδατος ἐκπηδᾷ νοτίς· χτυπά ένα βράχο και νερό αναβρύζει ἄλλη δὲ νάρθηκ᾽ ἐς πέδον καθῆκε γῆς, δροσόπαγο· και µιά άλλη το δικό της στη γη τον µπήγει, κι ο θεός ξεχύνει καὶ τῇδε κρήνην ἐξανῆκ᾽ οἴνου θεός· βρύση κρασί· κι όσες ποθούσαν το ὅσαις δὲ λευκοῦ πώµατος πόθος παρῆν, άσπρο ἄκροισι δακτύλοισι διαµῶσαι χθόνα πιοτό, σκαλίζανε το χώµα λίγο

710 γάλακτος ἑσµοὺς εἶχον· ἐκ δὲ κισσίνων θύρσων γλυκεῖαι µέλιτος ἔσταζον ῥοαί. ὥστ᾽, εἰ παρῆσθα, τὸν θεὸν τὸν νῦν ψέγεις εὐχαῖσιν ἂν µετῆλθες εἰσιδὼν τάδε. ξυνήλθοµεν δὲ βουκόλοι καὶ ποιµένες,

µε τ' ακροδάχτυλά τους, κ' ευθύς είχαν ποτάµια γάλα· κ' έπεφτε απ' τους θύρσους τους κισσόδετους στάλες γλυκό µέλι. Ώστε, κ' εσύ αν βρισκόσουν εκεί πέρα και τά 'βλεπες αυτά, θα τον τιµούσες, µε προσευκές το θεό που τώρα βρίζεις. Συναχτήκαµε τότες οι βουκόλοι κ' οι τσοπάνοι και πήραµε να λέµε τα τροµερά και θαµαστά που κάναν· κ' ένας πολύξερος λογάς, της χώρας τριγυριστής, πετάει το λόγο σε όλους: “Ε σεις που τα σεβάσµια βουνοκάµπια τά 'χετε για ληµέρια σας, τί λέτε

715 κοινῶν λόγων δώσοντες ἀλλήλοις ἔριν ὡς δεινὰ δρῶσι θαυµάτων τ᾽ ἐπάξια· καί τις πλάνης κατ᾽ ἄστυ καὶ τρίβων λόγων ἔλεξεν εἰς ἅπαντας· Ὦ σεµνὰς πλάκας ναίοντες ὀρέων, θέλετε θηρασώµεθα 720 Πενθέως Ἀγαύην µητέρ᾽ ἐκ βακχευµάτων ν' αρπάζαµε τη µάνα του Πενθέα χάριν τ᾽ ἄνακτι θώµεθα; εὖ δ᾽ ἡµῖν λέγειν την Αγαύη δω µέσα απ' τις βακχείες, το βασιλιά να φχαριστήσουµε έτσι;” ἔδοξε, θάµνων δ᾽ ἐλλοχίζοµεν φόβαις Ο λόγος του µας άρεσε· στα θάµνα κρύψαντες αὑτούς· αἳ δὲ τὴν τεταγµένην κρυφτήκαµε και στήσαµε καρτέρι. ὥραν ἐκίνουν θύρσον ἐς βακχεύµατα, Κι αυτές, σαν ήρθε η ώρα τους, κίνησαν τη βακχεία, ανεµίζοντας τους θύρσους 725 Ἴακχον ἀθρόῳ στόµατι τὸν ∆ιὸς γόνον και κράζοντας τον Ίακχο µ' ένα Βρόµιον καλοῦσαι· πᾶν δὲ συνεβάκχευ᾽ στόµα, το γιο του ∆ία το Βροντερό· κι αντάµα ὄρος µε κείνες το βουνό κι όλα τ' αγρίµια καὶ θῆρες, οὐδὲν δ᾽ ἦν ἀκίνητον δρόµῳ. βακχεύονταν και σάλευαν τα πάντα. κυρεῖ δ᾽ Ἀγαύη πλησίον θρῴσκουσά µου· Έτυχε µπρος µου να διαβεί η Αγαύη· κἀγὼ ᾽ξεπήδησ᾽ ὡς συναρπάσαι θέλων, πετάγουµαι απ' τα θάµνα που κρυβόµουν 730 λόχµην κενώσας ἔνθ᾽ ἐκρυπτόµην δέµας. να την αρπάξω, µα χουγιάζει εκείνη: ἣ δ᾽ ἀνεβόησεν· Ὦ δροµάδες ἐµαὶ κύνες, “Σκύλες µου γοργοπόδαρες, µας πήραν θηρώµεθ᾽ ἀνδρῶν τῶνδ᾽ ὕπ᾽· ἀλλ᾽ οι άντρες του κυνηγού, µόν' ελάτε ἕπεσθέ µοι, κοντά µου, ακολουθάτε µου, τους ἕπεσθε θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισµέναι. θύρσους κρατώντας αντί γι' άρµατα στα χέρια!” ἡµεῖς µὲν οὖν φεύγοντες ἐξηλύξαµεν Εµείς, αν δε µας ξέσκισαν οι βάκχες, 735 βακχῶν σπαραγµόν, αἳ δὲ νεµοµέναις είναι που γίναµε καπνός· και κείνες, χωρίς µαχαίρι να κρατούν, χίµησαν χλόην στα γελάδια που βόσκαν το χορτάρι. µόσχοις ἐπῆλθον χειρὸς ἀσιδήρου µέτα. Να 'βλεπες τότε µε τα χέρια η µιά τους καὶ τὴν µὲν ἂν προσεῖδες εὔθηλον πόριν να παλεύει καλόµαστη δαµάλα µυκωµένην ἔχουσαν ἐν χεροῖν δίχα, που µουγκαλιόταν, και πιο πέρα οι ἄλλαι δὲ δαµάλας διεφόρουν άλλες γελάδια να τα κάνουνε κοµµάτια. σπαράγµασιν. 740 εἶδες δ᾽ ἂν ἢ πλεύρ᾽ ἢ δίχηλον ἔµβασιν Παγίδια τότε νά 'βλεπες και πόδια διπλόνυχα να ρίχνουνται άνω κάτω,

ῥιπτόµεν᾽ ἄνω τε καὶ κάτω· κρεµαστὰ δὲ κι απ' των ελάτων τα κλαδιά πιασµένα ἔσταζ᾽ ὑπ᾽ ἐλάταις ἀναπεφυρµέν᾽ αἵµατι. να σταλάζουνε, στο αίµα τυλιµένα. Και γαυριασµένοι ταύροι, που πριν ταῦροι δ᾽ ὑβρισταὶ κἀς κέρας θυµούµενοι ώρας τὸ πρόσθεν ἐσφάλλοντο πρὸς γαῖαν είχαν θυµό στα κέρατα, στο χώµα δέµας, γονάτιζαν, καθώς µυριάδες χέρια 745 µυριάσι χειρῶν ἀγόµενοι νεανίδων. θᾶσσον δὲ διεφοροῦντο σαρκὸς ἐνδυτὰ κοριτσιών τους τραβούσανε. Κ' οι σάρκες ἢ σὲ ξυνάψαι βλέφαρα βασιλείοις κόραις. λιανίζουνταν γοργότερα παρ' όσο χωροῦσι δ᾽ ὥστ᾽ ὄρνιθες ἀρθεῖσαι δρόµῳ τα ρηγικά σου βλέφαρα σφαλίζεις. πεδίων ὑποτάσεις, αἳ παρ᾽ Ἀσωποῦ ῥοαῖς Ξεχύθηκαν κατόπι, καθώς σµάρι πετούµενα που η φόρα τους τα παίρνει, στα ριζοβούνια κάτω, πλάι στο ρέµα του Ασωπού, κει που βγαίνει το σιτάρι 750 εὔκαρπον ἐκβάλλουσι Θηβαίων στάχυν· το πλούσιο των Θηβαίων και πάτησαν σαν εχτροί τα χωριά πού 'ναι χτισµένα Ὑσιάς τ᾽ Ἐρυθράς θ᾽, αἳ Κιθαιρῶνος στου Κιθαιρώνα τις ποδιές —Υσιές λέπας κ' Ερυθρές—και διαγούµισαν τα νέρθεν κατῳκήκασιν, ὥστε πολέµιοι, πάντα. ἐπεσπεσοῦσαι πάντ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω Άρπαζαν τα παιδιά µες απ' τα σπίτια, διέφερον· ἥρπαζον µὲν ἐκ δόµων τέκνα· 755 ὁπόσα δ᾽ ἐπ᾽ ὤµοις ἔθεσαν, οὐ δεσµῶν κι ό,τι παίρναν στους ώµους δεν το δέναν, ὕπο κι αυτό δεν έπεφτε στη γης, κι ας ήταν προσείχετ᾽ οὐδ᾽ ἔπιπτεν ἐς µέλαν πέδον, χαλκός ή σίδερο· και φλόγες είχαν οὐ χαλκός, οὐ σίδηρος· ἐπὶ δὲ βοστρύχοις απάνω στα µαλλιά, µα δεν τις καίγαν. πῦρ ἔφερον, οὐδ᾽ ἔκαιεν. οἳ δ᾽ ὀργῆς ὕπο Όσοι απ' τις βάκχες έπαθαν στο ἐς ὅπλ᾽ ἐχώρουν φερόµενοι βακχῶν ὕπο· κουρσός άρπαξαν αγριεµένοι τ' άρµατα τους, 760 οὗπερ τὸ δεινὸν ἦν θέαµ᾽ ἰδεῖν, ἄναξ. κ' ήταν φριχτό να βλέπεις τότε, ώ ρήγα ! τοῖς µὲν γὰρ οὐχ ᾕµασσε λογχωτὸν Οι λόγχες των άντρων δεν τις βέλος, µατώναν, κεῖναι δὲ θύρσους ἐξανιεῖσαι χερῶν µα αυτές, ρίχνοντας θύρσους, τους ἐτραυµάτιζον κἀπενώτιζον φυγῇ λάβωναν, γυναῖκες ἄνδρας, οὐκ ἄνευ θεῶν τινος. κι απάνω στη φευγάλα τους βαρούσαν στις πλάτες, ναί! τους άντρες οι γυναίκες· κάποιος θεός τους έδινε ένα χέρι! 765 πάλιν δ᾽ ἐχώρουν ὅθεν ἐκίνησαν πόδα, Κατόπι, όθε κινήσανε γύρισαν, κρήνας ἐπ᾽ αὐτὰς ἃς ἀνῆκ᾽ αὐταῖς θεός. στις βρύσες που ο θεός τους είχε ανοίξει. νίψαντο δ᾽ αἷµα, σταγόνα δ᾽ ἐκ παρηίδων Νίφτηκαν από το αίµα, και τις στάλες γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροός. στα µαγουλά τους γλείφανε τα φίδια. τὸν δαίµον᾽ οὖν τόνδ᾽ ὅστις ἔστ᾽, ὦ δέσποτα, 770 δέχου πόλει τῇδ᾽· ὡς τά τ᾽ ἄλλ᾽ ἐστὶν

Το θεόν αυτό λοιπόν, όποιος και νά 'ναι, αφέντη, δέξου τον στη χώρα τούτη· γιατί και σε άλλα είναι τρανός, κι ως

λέγουν και τ' άκουσα, το κλήµα έχει δοσµένο στον άνθρωπο, το µπάλσαµο του πόνου. Κρασί αν δεν έχεις, έρωτα δεν έχεις, µηδ' άλλο απ' όσα τους θνητούς ευφραίνουν. ΧΟΡΟΣ Χορός Η κορυφαία 775 ταρβῶ µὲν εἰπεῖν τοὺς λόγους ἐλευθέρους Φοβούµαι µπρος στο ρήγα να µιλήσω πρὸς τὸν τύραννον, ἀλλ᾽ ὅµως εἰρήσεται· λεύτερα, κι όµως θα µιλήσω: ο Βάκχος ∆ιόνυσος ἥσσων οὐδενὸς θεῶν ἔφυ. δεν είναι πιο µικρός θεός από άλλους. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Σάν τη φωτιά που κόρωσε µας ζώσαν ἤδη τόδ᾽ ἐγγὺς ὥστε πῦρ ὑφάπτεται οι ντροπές των βακχών, και των ὕβρισµα βακχῶν, ψόγος ἐς Ἕλληνας Ελλήνων µέγας. 780 ἀλλ᾽ οὐκ ὀκνεῖν δεῖ· στεῖχ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτρας γενήκαµε το ανάµπαιγµα. ∆εν έχει λοιπόν ν' ακαµατεύουµε. —Στις πύλες ἰὼν τις Ήλεκτρες πετάξου εσύ και σ' πύλας· κέλευε πάντας ἀσπιδηφόρους όλους ἵππων τ᾽ ἀπαντᾶν ταχυπόδων ἐπεµβάτας φέρε την προσταγή: να συναχτούνε πέλτας θ᾽ ὅσοι πάλλουσι καὶ τόξων χερὶ οι ασπιδοφόροι κι όσοι καβαλούνε ψάλλουσι νευράς, ὡς ἐπιστρατεύσοµεν τα γοργόποδα τ' άτια κι όσοι σειούνε την πέλτη κι όσοι κάνουν µε το χέρι του τόξου τη χορδή να κελαηδάει. Το στρατό µου θα ρίξω απά στις βάκχες· 785 βάκχαισιν· οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ὑπερβάλλει τάδε, παραπήγε το πράµα, από γυναίκες να παθαίνουµε τόσα που παθαίνουµε. εἰ πρὸς γυναικῶν πεισόµεσθ᾽ ἃ πάσχοµεν. Ο ακόλουθος κι ο βουκόλος φεύγουν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος πείθῃ µὲν οὐδέν, τῶν ἐµῶν λόγων κλύων,∆εν πείθεσαι απ' τα λόγια µου, Πενθέα· Πενθεῦ· κακῶς δὲ πρὸς σέθεν πάσχων ωστόσο, κι ας κακόπαθα από σένα, ὅµως σου λέγω πώς δε στέκει να σηκώνεις οὔ φηµι χρῆναί σ᾽ ὅπλ᾽ ἐπαίρεσθαι θεῷ, άρµατα πάνω στο θεό, και κάλλιο µέγας, κἀκεῖνό φασιν αὐτόν, ὡς ἐγὼ κλύω, τὴν παυσίλυπον ἄµπελον δοῦναι βροτοῖς. οἴνου δὲ µηκέτ᾽ ὄντος οὐκ ἔστιν Κύπρις οὐδ᾽ ἄλλο τερπνὸν οὐδὲν ἀνθρώποις ἔτι.

να µερέψεις· ποτέ δε θα βαστάξει 790 ἀλλ᾽ ἡσυχάζειν· Βρόµιος οὐκ ἀνέξεται ο Βροντερός τις βάκχες να του διώξεις κινοῦντα βάκχας εὐίων ὀρῶν ἄπο. απ' τ' όρος που τα ευάν κ' ευοί αντηχούνε. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς οὐ µὴ φρενώσεις µ᾽, ἀλλὰ δέσµιος φυγὼν∆ε θα µε δασκαλέψεις· και µιά κ' έχεις ξεφύγει απ' τα δεσµά, κοίτα το κέρδος σῴσῃ τόδ᾽; ἢ σοὶ πάλιν ἀναστρέψω µην το χάσεις· αλλιώς, σε ξαναπιάνω. δίκην; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος θύοιµ᾽ ἂν αὐτῷ µᾶλλον ἢ θυµούµενος Κάλλιο θά 'χα θυσίες να του

προσφέρω, 795 πρὸς κέντρα λακτίζοιµι θνητὸς ὢν θεῷ. ο θνητός του θεού, παρά µαζί του να χολιάζω κι αγκάθια να κλοτσάω. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Θυσία τρανή θα κάµω από γυναίκες θύσω, φόνον γε θῆλυν, ὥσπερ ἄξιαι, στον Κιθαιρώνα απάνω, ως τους πολὺν ταράξας ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς. αξίζει! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Όλοι σας θα λακίσετε· και θά 'ναι φεύξεσθε πάντες· καὶ τόδ᾽ αἰσχρόν, ντροπή µεγάλη ολόχαλκες ασπίδες ἀσπίδας να νικηθούν απ' των βακχών τους θύρσοισι βακχῶν ἐκτρέπειν χαλκηλάτους θύρσους. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 800 ἀπόρῳ γε τῷδε συµπεπλέγµεθα ξένῳ, Με ασυµµάζευτο ξένο έχουµε µπλέξει· ὃς οὔτε πάσχων οὔτε δρῶν σιγήσεται. πάθος ή πράξη δεν του κλει το στόµα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Φίλε, καιρός ακόµα όλα να σιάξουν. ὦ τᾶν, ἔτ᾽ ἔστιν εὖ καταστῆσαι τάδε. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς τί δρῶντα; δουλεύοντα δουλείαις ἐµαῖς; Σαν πώς; Στις δούλες µου να γίνω δούλος; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος ∆ίχως πόλεµο εγώ τις φέρνω πίσω. ἐγὼ γυναῖκας δεῦρ᾽ ὅπλων ἄξω δίχα. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 805 οἴµοι· τόδ᾽ ἤδη δόλιον ἔς µε µηχανᾷ. Ποιο δόλο µηχανεύεσαι για µένα; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος ποῖόν τι, σῷσαί σ᾽ εἰ θέλω τέχναις ἐµαῖς; Τί δόλο λες, που θέλω να σε σώσω; ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς ξυνέθεσθε κοινῇ τάδ᾽, ἵνα βακχεύητ᾽ ἀεί. Μαζί τά 'χετε αυτά συµφωνηµένα, για να βακχεύετε ολοένα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Έτσι είναι· καὶ µὴν ξυνεθέµην--τοῦτό γ᾽ ἔστι--τῷ µα τά 'χω µε το θεό συµφωνηµένα. θεῷ. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς ἐκφέρετέ µοι δεῦρ᾽ ὅπλα, σὺ δὲ παῦσαι Φέρτε µου τ' άρµατα µου ! Κ' εσύ, πάψε! λέγων. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 810 ἆ. Στάσου! βούλῃ σφ᾽ ἐν ὄρεσι συγκαθηµένας ἰδεῖν; θες στα βουνά να δεις τη σύναξη τους; ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς µάλιστα, µυρίον γε δοὺς χρυσοῦ σταθµόν. Ω, ναί! Σεντούκια θά 'δινα χρυσάφι... ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Πώς σ' έπιασε για δαύτο τέτοιος τί δ᾽ εἰς ἔρωτα τοῦδε πέπτωκας µέγαν; πόθος; ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς

...µα θα λυπόµουν να τις δω πιωµένες. λυπρῶς νιν εἰσίδοιµ᾽ ἂν ἐξῳνωµένας. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 815 ὅµως δ᾽ ἴδοις ἂν ἡδέως ἅ σοι πικρά; Αν είν' για λύπη, τότε τί γυρεύεις; ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς σάφ᾽ ἴσθι, σιγῇ γ᾽ ὑπ᾽ ἐλάταις καθήµενος.Βουβές κάτω απ' τα δέντρα θα καθόµουν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Μα και κρυφά να πας, αυτές θα σέ ἀλλ᾽ ἐξιχνεύσουσίν σε, κἂν ἔλθῃς 'βρουν. λάθρᾳ. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς ἀλλ᾽ ἐµφανῶς· καλῶς γὰρ ἐξεῖπας τάδε. Καλά το λές· στα φανερά θα πάω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Πάµε λοιπόν, αν είναι να στρατεύεις. ἄγωµεν οὖν σε κἀπιχειρήσεις ὁδῷ; ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 820 ἄγ᾽ ὡς τάχιστα, τοῦ χρόνου δέ σοι Εµπρός, κ' ευθύς! ∆εν έχω να χρονίζω. φθονῶ. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Τότε, µακρό λινό χιτώνα ντύσου. στεῖλαί νυν ἀµφὶ χρωτὶ βυσσίνους πέπλους. ΠΈΝΘΕΑΣ Πενθεύς τί δὴ τόδ᾽; ἐς γυναῖκας ἐξ ἀνδρὸς τελῶ; Τί λες; Από άντρας θα γενώ γυναίκα; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Μη σε σκοτώσουν, άντρα εκεί να µή σε κτάνωσιν, ἢν ἀνὴρ ὀφθῇς ἐκεῖ. δούνε. ΠΈΝΘΕΑΣ Πενθεύς Σωστό κι αυτό· σοφός εσύ 'σουν εὖ γ᾽ εἶπας αὖ τόδ᾽· ὥς τις εἶ πάλαι πάντα! σοφός. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 825 ∆ιόνυσος ἡµᾶς ἐξεµούσωσεν τάδε. Ο ∆ιόνυσος µου στάθηκε διδάχος. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Μα πώς θα γίνουν όσα µε ορµηνεύεις; πῶς οὖν γένοιτ᾽ ἂν ἃ σύ µε νουθετεῖς καλῶς; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Εγώ θά 'ρθώ στο σπίτι να σε ντύσω. ἐγὼ στελῶ σε δωµάτων ἔσω µολών. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς τίνα στολήν; ἦ θῆλυν; ἀλλ᾽ αἰδώς µ᾽ ἔχει. Τί; Γυναικίστικα; Ντροπή µε πιάνει. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος ∆εν έχεις πόθο πια να δεις τις βάκχες; οὐκέτι θεατὴς µαινάδων πρόθυµος εἶ. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 830 στολὴν δὲ τίνα φῂς ἀµφὶ χρῶτ᾽ ἐµὸν Και τί λογής εσύ λες να µ' αλλάξεις; βαλεῖν; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος κόµην µὲν ἐπὶ σῷ κρατὶ ταναὸν ἐκτενῶ. Πρώτα, πλεξούδες κάνω τα µαλλιά

σου. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς τὸ δεύτερον δὲ σχῆµα τοῦ κόσµου τί µοι; Το δεύτερο µου στόλισµα ποιο θά 'ναι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος πέπλοι ποδήρεις· ἐπὶ κάρᾳ δ᾽ ἔσται µίτρα. Μακρύ φουστάνι· ανάδεµα στην κόµη. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Μαζί µε τούτα, τί άλλο θα µου βάλεις; ἦ καί τι πρὸς τοῖσδ᾽ ἄλλο προσθήσεις ἐµοί; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 835 θύρσον γε χειρὶ καὶ νεβροῦ στικτὸν Θύρσο στο χέρι κι αλαφίσιο δέρµα. δέρας. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς οὐκ ἂν δυναίµην θῆλυν ἐνδῦναι στολήν. ∆ε βάνω εγώ γυναίκεια! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Μα το αίµα ἀλλ᾽ αἷµα θήσεις συµβαλὼν βάκχαις θα τρέξει, αν πολεµήσεις µε τις µάχην. βάκχες. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Σωστά· πρώτα να βγω να παγανίσω. ὀρθῶς· µολεῖν χρὴ πρῶτον εἰς κατασκοπήν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος σοφώτερον γοῦν ἢ κακοῖς θηρᾶν κακά. Πιο φρόνιµο είν' αυτό· κι όχι µε το ένα κακό να χτυπάς το άλλο. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 840 καὶ πῶς δι᾽ ἄστεως εἶµι Καδµείους Μα οι Θηβαίοι δε θα µε δουν την πόλη να διαβαίνω; λαθών; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος ὁδοὺς ἐρήµους ἴµεν· ἐγὼ δ᾽ ἡγήσοµαι. Εγώ από δρόµους έρηµους σε παίρνω. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς πᾶν κρεῖσσον ὥστε µὴ ᾽γγελᾶν βάκχας Κάλλιο ό,τι νά 'ν' παρά στις βάκχες µπαίγνιο. ἐµοί. Μέσα θα µπω να ίδω τί θ' αποκάµω. ἐλθόντ᾽ ἐς οἴκους . . . ἃν δοκῇ βουλεύσοµαι. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος ἔξεστι· πάντῃ τό γ᾽ ἐµὸν εὐτρεπὲς πάρα. Σύρε' κ' εγώ ό,τι θες, στον ορισµό σου. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Πηγαίνω· κ' ή θα φύγω αρµατωµένος, 845 στείχοιµ᾽ ἄν· ἢ γὰρ ὅπλ᾽ ἔχων ή θ' ακλουθήσω τη δική σου ορµήνια. πορεύσοµαι ἢ τοῖσι σοῖσι πείσοµαι βουλεύµασιν. Μπαίνει στο παλάτι. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 848 γυναῖκες, ἁνὴρ ἐς βόλον καθίσταται, Γυναίκες, τούτος πιάστηκε στο δίχτυ·

847 ἥξει δὲ βάκχας, οὗ θανὼν δώσει δίκην. 849 ∆ιόνυσε, νῦν σὸν ἔργον· οὐ γὰρ εἶ πρόσω· 850 τεισώµεθ᾽ αὐτόν. πρῶτα δ᾽ ἔκστησον φρενῶν, ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν· ὡς φρονῶν µὲν εὖ οὐ µὴ θελήσῃ θῆλυν ἐνδῦναι στολήν, ἔξω δ᾽ ἐλαύνων τοῦ φρονεῖν ἐνδύσεται. χρῄζω δέ νιν γέλωτα Θηβαίοις ὀφλεῖν

θα σύρει για τις βάκχες, κ' εκεί πάνω πεθαίνοντας θα λάβει ό,τι του αξίζει. Ω ∆ιόνυσε, δουλειά δική σου τώρα,

-τί δεν είσαι µακριά,— να τον παιδέψεις. Πάρε του πρώτα τα µυαλά, µιά τρέλα δώσ' του αλαφριά, γιατί όσο έχει το νου του δε στρέγει να φορέσει τα γυναίκεια, µα αν του σαλέψει ο νους, θα τα φορέσει. Θέλω να γίνει των Θηβαίων το µπαίγνιο. 855 γυναικόµορφον ἀγόµενον δι᾽ ἄστεως ως θα περνά γυναικωτός τη χώρα, ἐκ τῶν ἀπειλῶν τῶν πρίν, αἷσι δεινὸς ἦν. µετά από τόσο αγρίεµα και φοβέρα. Τώρα πάω να του βάλω, του Πενθέα, ἀλλ᾽ εἶµι κόσµον ὅνπερ εἰς Ἅιδου λαβὼν τη φορεσιά στον Άδη που θα πάρει, ἄπεισι µητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγείς, σφαγµένος απ' της µάνας του το χέρι· Πενθεῖ προσάψων· γνώσεται δὲ τὸν ∆ιὸς θα τον γνωρίσει πια το γιο του ∆ία, 860 ∆ιόνυσον, ὃς πέφυκεν ἐν τέλει θεός, το ∆ιόνυσο, το θεό, φοβερός που 'ναι, αλλά και σπλαχνικός για τους δεινότατος, ἀνθρώποισι δ᾽ ἠπιώτατος. ανθρώπους. Μπαίνει στο παλάτι.

Γ' ΣΤΑΣΙΜΟ Χορός

ΧΟΡΟΣ [στρ.

ἆρ᾽ ἐν παννυχίοις χοροῖς θήσω ποτὲ λευκὸν πόδ᾽ ἀναβακχεύουσα, δέραν 865 εἰς αἰθέρα δροσερὸν ῥίπτουσ᾽, ὡς νεβρὸς χλοεραῖς ἐµπαίζουσα λείµακος ἡδοναῖς, ἡνίκ᾽ ἂν φοβερὰν φύγῃ θήραν ἔξω φυλακᾶς 870 εὐπλέκτων ὑπὲρ ἀρκύων, θωΰσσων δὲ κυναγέτας συντείνῃ δράµηµα κυνῶν· µόχθοις τ᾽ ὠκυδρόµοις τ᾽ ἀέλ-

Τάχα θενά 'ρθει ένας καιρός που σε χορούς ολονυχτίς πόδι λευκό θενά πατώ, βακχεύοντας µε αναγυρτό κεφάλι, µες στο δροσερό το αγέρι, σα λαφόπουλο που παίζει µέσα στη χαρά την πράσινη του λιβαδιού, σαν ξέφυγε το φοβερό κυνήγηµα και τη χωσιά, πηδώντας τα καλόπλεχτα δίχτυα, κι ωστόσο ο κυνηγός χουγιάζει τα λαγωνικά; Μα αυτό, µε γρηγορότρεχα ποδάρια σαν τον άνεµο,

λαις θρῴσκει πεδίον 875 παραποτάµιον, ἡδοµένα βροτῶν ἐρηµίαις σκιαροκόµοιό τ᾽ ἔρνεσιν ὕλας. τί τὸ σοφόν; ἢ τί τὸ κάλλιον παρὰ θεῶν γέρας ἐν βροτοῖς 880 ἢ χεῖρ᾽ ὑπὲρ κορυφᾶς τῶν ἐχθρῶν κρείσσω κατέχειν; ὅ τι καλὸν φίλον ἀεί.

διαβαίνει του ακροπόταµου την οµαλιά και χαίρεται την απερπάτηχτη ερηµιά και τη χλωρή τη φυλλουριά του λόγκου του βαθύµαλλου. Τί 'ναι η σοφία; Ποιο χάρισµα απ' όσα δίνουν οι θεοί στον άνθρωπο είναι πιο καλό παρά το χέρι να µπορεί το νικητήριο να κρατεί πα στο κεφάλι των εχτρών; Τ' όµορφο πάντα είναι αρεστό ! [αντ.

ὁρµᾶται µόλις, ἀλλ᾽ ὅµως πιστόν τὸ θεῖον 885 σθένος· ἀπευθύνει δὲ βροτῶν τούς τ᾽ ἀγνωµοσύναν τιµῶντας καὶ µὴ τὰ θεῶν αὔξοντας σὺν µαινοµένᾳ δόξᾳ. κρυπτεύουσι δὲ ποικίλως 890 δαρὸν χρόνου πόδα καὶ θηρῶσιν τὸν ἄσεπτον. οὐ γὰρ κρεῖσσόν ποτε τῶν νόµων γιγνώσκειν χρὴ καὶ µελετᾶν. κούφα γὰρ δαπάνα νοµί895 ζειν ᾇσχὺν τόδ᾽ ἔχειν, ὅ τι ποτ᾽ ἄρα τὸ δαιµόνιον, τό τ᾽ ἐν χρόνῳ µακρῷ νόµιµον ἀεὶ φύσει τε πεφυκός. τί τὸ σοφόν; ἢ τί τὸ κάλλιον 900 παρὰ θεῶν γέρας ἐν βροτοῖς ἢ χεῖρ᾽ ὑπὲρ κορυφᾶς τῶν ἐχθρῶν κρείσσω κατέχειν; ὅ τι καλὸν φίλον ἀεί.

Αγαλινά πορεύεται η θεοτικιά η δύναµη, όµως ποτέ δεν αστοχά· κι απ' τους ανθρώπους τιµωρεί όσους τιµούν την ασπλαχνιά, κι από µιά γνώµη αλλόφρενη, δεν προσκυνάνε τους θεούς. Αυτοί κρύβουν πολύτροπα του χρόνου το αργό πάτηµα και κυνηγούν τον άσεβο. Απ' τη συνήθεια πιο ψηλά, γνώση και πράξη µη ζητάς. ∆ε σου στοιχίζει να θαρρείς πώς έχει δύναµη ο θεός, -όποιος και νά 'ν'— και να τιµάς αυτό που οι αιώνες συνηθούν κι από τη φύση το κρατούν. Τί 'ναι η σοφία; Ποιο χάρισµα απ' όσα δίνουν οι θεοί στον άνθρωπο είναι πιο καλό παρά το χέρι να µπορεί το νικητήριο να κρατεί πα στο κεφάλι των εχτρών; Τ' όµορφο πάντα είναι αρεστό ! [επωδ.

εὐδαίµων µὲν ὃς ἐκ θαλάσσας 905 ἔφυγε χεῖµα, λιµένα δ᾽ ἔκιχεν· εὐδαίµων δ᾽ ὃς ὕπερθε µόχθων ἐγένεθ᾽· ἑτέρᾳ δ᾽ ἕτερος ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάµει παρῆλθεν. µυρίαι δ᾽ ἔτι µυρίοις

Μακάριος όποιος γλίτωσε τις τρικυµιές της θάλασσας κι αραξοβόλι πέτυχε· µακάριος όποιος έφτασε στο τέρµα των αγώνων του· στον πλούτο και στη δύναµη ο ένας τον άλλο ξεπερνά. Ελπίδες µύριες βρίσκουνται

910 εἰσὶν ἐλπίδες· αἳ µὲν τελευτῶσιν ἐν ὄλβῳ βροτοῖς, αἳ δ᾽ ἀπέβησαν· τὸ δὲ κατ᾽ ἦµαρ ὅτῳ βίοτος εὐδαίµων, µακαρίζω.

µες στις µυριάδες τους θνητούς· άλλες καλότυχα τους παν κι άλλες µαδάνε και σκορπάν· καλοτυχίζω το θνητό που τη ζωή χαιράµενα µέρα τη µέρα την περνά.

∆' ΕΠΕΙΣΟ∆ΙΟ Ο ∆ιόνυσος βγαίνει από το παλάτι. Ακολουθεί ο Πενθέας ντυµένος µε φορεσιά βάκχης. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Συ που ποθείς να δεις όσα δεν πρέπει σὲ τὸν πρόθυµον ὄνθ᾽ ἃ µὴ χρεὼν και που τ' αγύρευτα γυρεύεις, σένα ὁρᾶν κράζω, Πενθέα· µπρος στο παλάτι σου σπεύδοντά τ᾽ ἀσπούδαστα, Πενθέα έβγα, λέγω, ἔξιθι πάροιθε δωµάτων, ὄφθητί µοι, 915σκευὴν γυναικὸς µαινάδος βάκχης να σε δω να φοράς στολή µαινάδας και κρυφοκοιταχτής να θες να γίνεις ἔχων, της µάνας σου και του ασκεριού που µητρός τε τῆς σῆς καὶ λόχου σέρνει. κατάσκοπος· Ω ! Μοιάζεις µε καµιά απ' τις πρέπεις δὲ Κάδµου θυγατέρων µορφὴν Καδµοπούλες. µιᾷ. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Βλέπω, µου φαίνεται, διπλό τον ήλιο, καὶ µὴν ὁρᾶν µοι δύο µὲν ἡλίους διπλή και την εφτάπυλη τη Θήβα· δοκῶ, δισσὰς δὲ Θήβας καὶ πόλισµ᾽ ἑπτάστοµον· 920καὶ ταῦρος ἡµῖν πρόσθεν ἡγεῖσθαι κ' εσύ δείχνεις εµπρός µου να πηγαίνεις καθώς ταύρος και νά 'ναι φυτρωµένα δοκεῖς στο κεφάλι σου κέρατα. Μην ήσουν καὶ σῷ κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι. και πρώτα ζώο; Τί ταύρος είσαι τώρα. ἀλλ᾽ ἦ ποτ᾽ ἦσθα θήρ; τεταύρωσαι γὰρ οὖν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Ο Θεός συµπερπατεί µαζί µας· πρώτα ὁ θεὸς ὁµαρτεῖ, πρόσθεν ὢν οὐκ δε µας ήταν καλόγνωµος, µα τώρα εὐµενής, µας είναι φίλος· κι ό,τι πρέπει βλέπεις. ἔνσπονδος ἡµῖν· νῦν δ᾽ ὁρᾷς ἃ χρή σ᾽ ὁρᾶν. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς

Λοιπόν, πώς δείχνω; Της Ινώς δε µοιάζω 925τί φαίνοµαι δῆτ᾽; οὐχὶ τὴν Ἰνοῦς στη θωριά; Ή της Αγαύης, πού 'χω µάνα; στάσιν ἢ τὴν Ἀγαύης ἑστάναι, µητρός γ᾽ ἐµῆς; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος αὐτὰς ἐκείνας εἰσορᾶν δοκῶ σ᾽ ὁρῶν. Θαρρώ, όταν σε κοιτάζω, πώς τις βλέπω. ἀλλ᾽ ἐξ ἕδρας σοι πλόκαµος ἐξέστηχ᾽ Μα στάσου, σού 'φυγε η πλεξούδα εκείνη· ὅδε, αλλιώς µε την ταινία την είχα πιάσει. οὐχ ὡς ἐγώ νιν ὑπὸ µίτρᾳ καθήρµοσα. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς 930ἔνδον προσείων αὐτὸν ἀνασείων τ᾽ Μέσα βακχοπηδώντας, µπρος και πίσω την τίναζα και σειούσα, κ' έχει φύγει. ἐγὼ καὶ βακχιάζων ἐξ ἕδρας µεθώρµισα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος ἀλλ᾽ αὐτὸν ἡµεῖς, οἷς σε θεραπεύειν Εγώ πού 'χω τη λάτρα σου, τη σιάζω ξανά· µόν' βάστα απάνου το κεφάλι. µέλει, πάλιν καταστελοῦµεν· ἀλλ᾽ ὄρθου κάρα. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς ἰδού, σὺ κόσµει· σοὶ γὰρ ἀνακείµεσθα Να, πρέπιζέ µε· απάνω σου µε πήρες. δή. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 935ζῶναί τέ σοι χαλῶσι κοὐχ ἑξῆς Κ' η ζώνη σου χαλάρωσε, κ' οι δίπλες της φορεσιάς τσακίζουν στα σφύρα σου. πέπλων στολίδες ὑπὸ σφυροῖσι τείνουσιν σέθεν. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς κἀµοὶ δοκοῦσι παρά γε δεξιὸν πόδα· Έτσι θαρρώ κ' εγώ, στο δεξί πόδι· τἀνθένδε δ᾽ ὀρθῶς παρὰ τένοντ᾽ ἔχει µα πέφτουν όµορφα στην άλλη φτέρνα. πέπλος. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Για πρώτο από τους φίλους σου θα µ' ἦ πού µε τῶν σῶν πρῶτον ἡγήσῃ έχεις φίλων, 940ὅταν παρὰ λόγον σώφρονας βάκχας σαν δεις, ανέλπιστα, σεµνές τις βάκχες. ἴδῃς. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς πότερα δὲ θύρσον δεξιᾷ λαβὼν χερὶ Πώς θα µοιάσω καλύτερα µε βάκχη, ἢ τῇδε, βάκχῃ µᾶλλον εἰκασθήσοµαι; µε το δεξί ή µ' αυτό το θύρσο αν πιάσω; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Με το δεξί, και πέτα µπρος το πόδι ἐν δεξιᾷ χρὴ χἅµα δεξιῷ ποδὶ το δεξί· κ' εύγε σου µυαλά που αλλάζεις. αἴρειν νιν· αἰνῶ δ᾽ ὅτι µεθέστηκας φρενῶν. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς

Λες να µπορώ στους ώµους να σηκώσω 945ἆρ᾽ ἂν δυναίµην τὰς Κιθαιρῶνος τον Κιθαιρώνα µε τις βάκχες πάνω; πτυχὰς αὐταῖσι βάκχαις τοῖς ἐµοῖς ὤµοις φέρειν; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Φτάνει να θες· µυαλό άρρωστο είχες δύναι᾽ ἄν, εἰ βούλοιο· τὰς δὲ πρὶν πρώτα, φρένας µα τώρα αξιώθης κείνο που σου πρέπει. οὐκ εἶχες ὑγιεῖς, νῦν δ᾽ ἔχεις οἵας σε δεῖ. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς µοχλοὺς φέρωµεν; ἢ χεροῖν ἀνασπάσω Να πάρουµε λοστούς; Ή να κουνήσω 950κορυφαῖς ὑποβαλὼν ὦµον ἢ βραχίονα; το βουνό µε τα χέρια και τους ώµους; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Τα ιερά των Νυµφών µην αφανίσεις µὴ σύ γε τὰ Νυµφῶν διολέσῃς και τις µονιές που σουραυλίζει ο Πάνας ! ἱδρύµατα καὶ Πανὸς ἕδρας ἔνθ᾽ ἔχει συρίγµατα. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Σωστά· δεν τις νικούνε τις γυναίκες καλῶς ἔλεξας· οὐ σθένει νικητέον γυναῖκας· ἐλάταισιν δ᾽ ἐµὸν κρύψω µε τη βία· θα κρυφτώ στα έλατα µέσα. δέµας. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 955κρύψῃ σὺ κρύψιν ἥν σε κρυφθῆναι Την κρυψώνα θα βρεις που σου ταιριάζει, που πας κλεφτά να κρυφοδείς τις βάκχες. χρεών, ἐλθόντα δόλιον µαινάδων κατάσκοπον. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς καὶ µὴν δοκῶ σφᾶς ἐν λόχµαις ὄρνιθας Θαρρώ τις βλέπω, σαν πουλιά στα θάµνα να κείτουνται, στα βρόχια της αγάπης. ὣς λέκτρων ἔχεσθαι φιλτάτοις ἐν ἕρκεσιν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Αυτό 'ναι δα που πας να ξαγναντέψεις· οὐκοῦν ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀποστέλλῃ φύλαξ· 960λήψῃ δ᾽ ἴσως σφᾶς, ἢν σὺ µὴ ληφθῇς και να τις πιάσεις µπορεί, αν δε σε πιάσουν. πάρος. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς κόµιζε διὰ µέσης µε Θηβαίας χθονός· Μέσα απ' τη χώρα οδήγα µε της Θήβας· µόνος γὰρ αὐτῶν εἰµ᾽ ἀνὴρ τολµῶν µόνος εγώ απ' τους άντρες τολµώ τόσα. τόδε. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος µόνος σὺ πόλεως τῆσδ᾽ ὑπερκάµνεις, Ναί, µόνο εσύ γι' αυτήν µοχτάς την πόλη· γι' αυτό θα µπεις σε αγώνες που σου µόνος· αξίζουν. τοιγάρ σ᾽ ἀγῶνες ἀναµένουσιν οὓς ἐχρῆν.

965ἕπου δέ· ποµπὸς [δ᾽] εἶµ᾽ ἐγὼ σωτήριος, κεῖθεν δ᾽ ἀπάξει σ᾽ ἄλλος. Πενθεύς ἡ τεκοῦσά γε. ∆ιόνυσος ἐπίσηµον ὄντα πᾶσιν. Πενθεύς ἐπὶ τόδ᾽ ἔρχοµαι. ∆ιόνυσος φερόµενος ἥξεις . . . Πενθεύς ἁβρότητ᾽ ἐµὴν λέγεις. ∆ιόνυσος ἐν χερσὶ µητρός.

Ακλούθα· εγώ οδηγός σου και σωτήρας, µα ένας άλλος εκείθε θα σε φέρει.

ΠΕΝΘΕΑΣ Βέβαια η µητέρα µου. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Όλοι σε τιµούνε. ΠΕΝΘΕΑΣ Γι' αυτό και πάω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Θά 'ρθεις βασταχτός πίσω... ΠΕΝΘΕΑΣ Θες να µε κακοµάθεις ! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ...στην αγκάλη της µάνας σου. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Μα εσύ θα µε χαλάσεις ! καὶ τρυφᾶν µ᾽ ἀναγκάσεις. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος 970τρυφάς γε τοιάσδε. Θα σε χαλάσω, αλήθεια, καθώς ξέρω. ΠΕΝΘΕΑΣ Πενθεύς Ε, για δουλειά που αξίζει ξεκινάω ! ἀξίων µὲν ἅπτοµαι. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος Στόν Πενθέα που παίρνει να φεύγει δεινὸς σὺ δεινὸς κἀπὶ δείν᾽ ἔρχῃ πάθη, Φοβερός είσαι, φοβερός, κι απάνω τραβάς για πάθη φοβερά, που δόξα ὥστ᾽ οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις ουρανοπύργωτη απ' αυτά θα νά 'βρεις. κλέος. Ο Πενθέας αποσύρεται µαζί µε τον ακόλουθό του. ἔκτειν᾽, Ἀγαύη, χεῖρας αἵ θ᾽ ὁµόσποροι Τα χέρια σας απλώστε, Αγαύη κ' οι άλλες Κάδµου θυγατέρες· τὸν νεανίαν ἄγω εσείς του Κάδµου οι θυγατέρες· φέρνω 975τόνδ᾽ εἰς ἀγῶνα µέγαν, ὁ νικήσων δ᾽ το παλικάρι σε µεγάλο αγώνα· και νικητές θα βγούµε εγώ κι ο Βάκχος. ἐγὼ Όσο για τ' άλλα, η πράξη θα τα δείξει. καὶ Βρόµιος ἔσται. τἄλλα δ᾽ αὐτὸ σηµανεῖ. Ο ∆ιόνυσος φεύγει.

∆' ΣΤΑΣΙΜΟ

Χορός

ΧΟΡΟΣ

[στρ. ἴτε θοαὶ Λύσσας κύνες ἴτ᾽ εἰς ὄρος, Τρέξτε, γρήγορες σκύλες της Λύσσας, στο βουνό αµολυθείτε θίασον ἔνθ᾽ ἔχουσι Κάδµου κόραι, πού 'χουν σύναξη οι κόρες του Κάδµου ! ἀνοιστρήσατέ νιν Με τον οίστρο κεντήστε τις πάνω 980 ἐπὶ τὸν ἐν γυναικοµίµῳ στολᾷ στον ντυµένο γυναίκεια κατάσκοπο πού 'χει λύσσα να δει τις µαινάδες ! λυσσώδη κατάσκοπον µαινάδων. Η µητέρα του πρώτη µακριάθε µάτηρ πρῶτά νιν λευρᾶς ἀπὸ πέτρας θα τον δει να βιγλίζει από βράχο ἢ σκόλοπος ὄψεται γλιστερό για δεντρί, και θα σκούξει δοκεύοντα, µαινάσιν δ᾽ ἀπύσει· 985 Τίς ὅδ᾽ ὀρειδρόµων στις µαινάδες: Ποιός ήρθε εδώ πάνω στο βουνό; Ποιός ανέβη εδώ πάνω µαστὴρ Καδµείων ἐς ὄρος ἐς ὄρος τις Καδµείες βουνοπλάνητες νά 'βρει; ἔµολ᾽ Τάχα ποιά να τον γέννησε; Σπλάχνα ἔµολεν, ὦ βάκχαι; τίς ἄρα νιν ἔτεκεν; γυναικός δεν τον βάσταξαν τέκνο οὐ γὰρ ἐξ αἵµατος γυναικῶν ἔφυ, λεαίνας δέ τινος 990 ὅδ᾽ ἢ Γοργόνων Λιβυσσᾶν γένος. καµίας λιόντισσας θα 'ναι ή Γοργόνας ! 992 ἴτω δίκα φανερός, ἴτω ξιφηφόρος ∆ικαιοσύνη ! Ολοφάνερη πρόβαλε, σπάθα κρατώντας, φονεύουσα λαιµῶν διαµπὰξ 995 τὸν ἄθεον ἄνοµον ἄδικον Ἐχίονος και του Εχίονα το γιο, που τον βλάστησε η γη, γόνον γηγενῆ. σκότωσε τον ! ὃς ἀδίκῳ γνώµᾳ παρανόµῳ τ᾽ ὀργᾷ Ναί, µε µιά, το λαιµό του πελεκά, περὶ Βάκχι᾽, ὄργια µατρός τε του άθεου, του άνοµου κι άδικου ! σᾶς Όπου µ' άδικη γνώµη και µ' άνοµο µίσος µανείσᾳ πραπίδι τα δικά σου γιορτάσµατα, ώ Βάκχε, και της µάνας σου, µε άφρονο πάθος 1000παρακόπῳ τε λήµατι στέλλεται, και µε νου ξεπαρµένο, κινάει να χτυπήσει, τἀνίκατον ὡς κρατήσων βίᾳ, και θαρρεί πώς το ανίκητο αυτός γνωµᾶν σωφρόνα θάνατος ἀπροφάσιµε τη βία θα νικήσει· στος ἐς τὰ θεῶν ἔφυ· αµ' την τρέλα του ο θάνατος θα βροτείως τ᾽ ἔχειν ἄλυπος βίος. σωφρονίσει. Ανεξέταστα δέχου ό,τι ανήκει στους θεούς, καθώς στέκει στον άνθρωπο, και θενά 'χεις απίκραντη ζήση. ∆ε φτονώ τη σοφία· αναγαλλιάζω 1005τὸ σοφὸν οὐ φθονῶ· χαίρω θηρεύουσα· τὰ δ᾽ ἕτερα µεγάλα να ζητώ κείνα τ' άλλα, τα λαµπρά, τα µεγάλα φανερά τ᾽· ὤ, νάει ἐπὶ τὰ καλὰ που οδηγούν στο καλό, στην ευσέβεια, βίον, τη ζωή µου, οληµέρα και νύχτα, ἦµαρ ἐς νύκτα τ᾽ εὐκαι µε κάνουν τους θεούς να λατρεύω αγοῦντ᾽ εὐσεβεῖν, τὰ δ᾽ ἔξω νόµιµα 1010δίκας ἐκβαλόντα τιµᾶν θεούς. κι από τ' άνοµα εγώ ν' αλαργεύω. 1013ἴτω δίκα φανερός, ἴτω ξιφηφόρος ∆ικαιοσύνη!

φονεύουσα λαιµῶν διαµπὰξ

1015τὸν ἄθεον ἄνοµον ἄδικον Ἐχίονος τόκον γηγενῆ.

Ολοφάνερη πρόβαλε, σπάθα κρατώντας, και του Εχίονα το γιο, που τον βλάστησε η γη, σκότωσε τον! Ναί, µε µιά, το λαιµό του πελεκά, του άθεου, του άνοµου κι άδικου ! [επωδ.

1018φάνηθι ταῦρος ἢ πολύκρανος ἰδεῖν Φανερώσου σαν ταύρος, ώ Βάκχε, δράκων ἢ πυριφλέγων ὁρᾶσθαι λέων. ή καθώς πολυκέφαλο φίδι, ή λιοντάρι περίφλογο! 1020ἴθ᾽, ὦ Βάκχε, θηραγρευτᾷ βακχᾶν Έλα µε όψη γελούµενη, ώ Βάκχε, γελῶντι προσώπῳ περίβαλε βρόχον και στο δίχτυ του θανάτου πιάσε το σκληρό των βακχών κυνηγάρη, θανάσιµον ὑπ᾽ ἀγέλαν πεσόνστο κοπάδι τους µέσα όταν πέσει! τι τὰν µαινάδων.

Ε' ΕΠΕΙΣΟ∆ΙΟ

Ἄγγελος Β ὦ δῶµ᾽ ὃ πρίν ποτ᾽ εὐτύχεις ἀν᾽ Ἑλλάδα, 1025Σιδωνίου γέροντος, ὃς τὸ γηγενὲς δράκοντος ἔσπειρ᾽ Ὄφεος ἐν γαίᾳ θέρος, ὥς σε στενάζω, δοῦλος ὢν µέν, ἀλλ᾽ ὅµως [χρηστοῖσι δούλοις συµφορὰ τὰ δεσποτῶν]. Χορός

Έρχεται ένας µαντατοφόρος. Είναι ο ακόλουθος που είχε φύγει µαζί µε τον Πενθέα. ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Β' Ω ευτυχισµένο ως τώρα στην Ελλάδα ρηγόσπιτο του γέρου απ' τη Σιδώνα, που τη γενιά του ∆ρακοντόφιδου είχε σπείρει στη γης, πόσο θρηνώ για σένα ! Είµαι ένας δούλος, όµως τί κι αν είµαι;

ΧΟΡΟΣ Η κορυφαία τί δ᾽ ἔστιν; ἐκ βακχῶν τι µηνύεις νέον; Τί τρέχει; Φέρνεις νέα από τις βάκχες; ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Ἄγγελος 1030Πενθεὺς ὄλωλεν, παῖς Ἐχίονος πατρός. Πάει ο Πενθέας, του Εχίονα το τέκνο ! ΧΟΡΟΣ Χορός Βροντερέ ! Θεός δείχνεσαι µεγάλος. ὦναξ Βρόµιε, θεὸς φαίνῃ µέγας. ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Ἄγγελος Τί λες; Γιατί τό 'πες αυτό, γυναίκα; πῶς φῄς; τί τοῦτ᾽ ἔλεξας; ἦ ᾽πὶ τοῖς

Χαίρεσαι εσύ που ο αφέντης µου έχει ἐµοῖς χαίρεις κακῶς πράσσουσι δεσπόταις, πάθει; γύναι; ΧΟΡΟΣ Χορός Ξένη είµαι εγώ, και βάρβαρο τραγούδι εὐάζω ξένα µέλεσι βαρβάροις· 1035οὐκέτι γὰρ δεσµῶν ὑπὸ φόβῳ πτήσσω. θα πω, τί δε µε σκιάζουν πια αλυσίδες. ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Ἄγγελος Και λες στη Θήβα να µη βρίσκουνται Θήβας δ᾽ ἀνάνδρους ὧδ᾽ ἄγεις . . . άντρες; * ΧΟΡΟΣ Χορός Ο ∆ιόνυσος, ο ∆ιόνυσος εµένα ὁ ∆ιόνυσος ὁ ∆ιόνυσος, οὐ Θῆβαι είναι ο δικός µου αφέντης κι όχι η κράτος ἔχουσ᾽ ἐµόν. Θήβα. ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Ἄγγελος Συχωρεµένη νά 'σαι· µα στα πάθη συγγνωστὰ µέν σοι, πλὴν ἐπ᾽ ἐξειργασµένοις 1040κακοῖσι χαίρειν, ὦ γυναῖκες, οὐ καλόν. του άλλου να χαίρεσαι, όµορφο δεν είναι. ΧΟΡΟΣ Χορός ἔννεπέ µοι, φράσον, τίνι µόρῳ θνῄσκει Έλα, πες µου, δηγήσου πώς πέθανε ο άντρας ο άδικος που άδικα λόγιαζε. ἄδικος ἄδικά τ᾽ ἐκπορίζων ἀνήρ; ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Ἄγγελος ἐπεὶ θεράπνας τῆσδε Θηβαίας χθονὸς Αφού τα γυροχώρια της Θηβαίας γης τ' αφήκαµε πίσω και το ρέµα λιπόντες ἐξέβηµεν Ἀσωποῦ ῥοάς, του Ασωπού το διαβήκαµε, τη ρίζα 1045λέπας Κιθαιρώνειον εἰσεβάλλοµεν του Κιθαιρώνα πιάσαµε, ο Πενθέας κ' εγώ που τον αφέντη µου ακλουθούσα Πενθεύς τε κἀγώ--δεσπότῃ γὰρ κι ο ξένος, ο οδηγός µας στο γιορτάσι. εἱπόµην-Και πρώτα εµείς σε κλαδερό λακκούδι ξένος θ᾽ ὃς ἡµῖν ποµπὸς ἦν θεωρίας. καθίσαµε, λαγάζοντας, βαστώντας πρῶτον µὲν οὖν ποιηρὸν ἵζοµεν νάπος, τά τ᾽ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ καὶ γλώσσης ἄπο 1050σῴζοντες, ὡς ὁρῷµεν οὐχ ὁρώµενοι. τη µιλιά µας, να βλέπουµε µα δίχως να µας βλέπουν. Παρέκει ένα λαγκάδι ἦν δ᾽ ἄγκος ἀµφίκρηµνον, ὕδασι µε γκρέµνα δώθε κείθε, µουσκεµένο διάβροχον, στα νερά και βαθίσκιωτο στα πεύκα· πεύκαισι συσκιάζον, ἔνθα µαινάδες εκεί 'ταν καθισµένες οι µαινάδες καθῆντ᾽ ἔχουσαι χεῖρας ἐν τερπνοῖς και σε δουλειές τερπνές ήταν δοσµένες. πόνοις. Τούτες τους θύρσους, που ο κισσός αἳ µὲν γὰρ αὐτῶν θύρσον ἐκλελοιπότα τους είχε 1055κισσῷ κοµήτην αὖθις ἐξανέστεφον, φύγει, ξανά τους τύλιγαν εκείνες, σαν τις φοραδοπούλες που γλίτωσαν αἳ δ᾽, ἐκλιποῦσαι ποικίλ᾽ ὡς πῶλοι από τον πλουµιστά ζυγό, τραγούδια ζυγά, βακχικά η µιά στην άλλη βακχεῖον ἀντέκλαζον ἀλλήλαις µέλος. αντιφωνούσαν. Πενθεὺς δ᾽ ὁ τλήµων θῆλυν οὐχ ὁρῶν Μα το γυναικοµάζωµα ο Πενθέας

ο δόλιος µη θωρώντας, λέγει τότε: ὄχλον ἔλεξε τοιάδ᾽· Ὦ ξέν᾽, οὗ µὲν ἕσταµεν, 1060οὐκ ἐξικνοῦµαι µαινάδων ὄσσοις “Ω ξένε, εδώ που στέκουµε, δε σώνω να δω τις ψεύτικες µαινάδες· όµως, νόθων· εκεί στη ράχη, αν σκαρφαλώσω πάνω ὄχθων δ᾽ ἔπ᾽, ἀµβὰς ἐς ἐλάτην σε ψηλόφουντον έλατο, τις πράξες ὑψαύχενα, τις αισχρές των µαινάδων θα ξεκρίνω”. ἴδοιµ᾽ ἂν ὀρθῶς µαινάδων Ετότε πια του ξένου είδα το θάµα· αἰσχρουργίαν. αρπάζοντας ακρόκλωνο του ελάτου τοὐντεῦθεν ἤδη τοῦ ξένου θαῦµ᾽ ὁρῶ· λαβὼν γὰρ ἐλάτης οὐράνιον ἄκρον κλάδον 1065κατῆγεν, ἦγεν, ἦγεν ἐς µέλαν πέδον· εφτάψηλο, το σούρνει ίσαµε κάτω κι ως χάµω εκεί στη µαύρη γης το κυκλοῦτο δ᾽ ὥστε τόξον ἢ κυρτὸς φέρνει· τροχὸς λυγούσε αυτό σαν τόξο ή σαν τη ρόδα τόρνῳ γραφόµενος περιφορὰν ἕλκει που ο διαβήτης το γύρο της χαράζει· δρόµον· έτσι κι ο ξένος το βουνίσιο κλώνο, ὣς κλῶν᾽ ὄρειον ὁ ξένος χεροῖν ἄγων µε τα δυό του συγκλίνοντας τα χέρια, ἔκαµπτεν ἐς γῆν, ἔργµατ᾽ οὐχὶ θνητὰ τον λυγούσε στη γη, υπεράνθρωπο έργο. δρῶν. 1070Πενθέα δ᾽ ἱδρύσας ἐλατίνων ὄζων ἔπι, Και βάνοντας κει πάνω τον Πενθέα, ὀρθὸν µεθίει διὰ χερῶν βλάστηµ᾽ ἄνω απ' τα χέρια του αφήνει το κλωνάρι να ξαναπάει ψηλά, απαλά, µε τρόπο ἀτρέµα, φυλάσσων µὴ ἀναχαιτίσειέ που να µην τον τινάξει η δύναµή του· νιν, και στον αγέρα ο κλώνος ορθός στάθη ὀρθὴ δ᾽ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ᾽ ἐστηρίζετο, και στην κορφή του ο αφέντης µου ἔχουσα νώτοις δεσπότην ἐφήµενον· καβάλα· 1075ὤφθη δὲ µᾶλλον ἢ κατεῖδε µαινάδας. µα πιότερο τον είδαν οι µαινάδες ὅσον γὰρ οὔπω δῆλος ἦν θάσσων ἄνω, παρά που αυτός τις είδε. Κι ότι πού 'χε φανερωθεί κει πάνω κλαρωµένος, καὶ τὸν ξένον µὲν οὐκέτ᾽ εἰσορᾶν ο ξένος έγινε άφαντος, εκείνος· παρῆν, και µιά φωνή χουγιάζει απ' τον αιθέρα, ἐκ δ᾽ αἰθέρος φωνή τις, ὡς µὲν εἰκάσαι που σίγουρα του ∆ιόνυσου θα νά 'ταν: ∆ιόνυσος, ἀνεβόησεν· Ὦ νεάνιδες, 1080ἄγω τὸν ὑµᾶς κἀµὲ τἀµά τ᾽ ὄργια “Γυναίκες, φέρνω αυτόν που εσάς και γέλων τιθέµενον· ἀλλὰ τιµωρεῖσθέ νιν. µένα και τη δικιά µου αναγελάει λατρεία· καὶ ταῦθ᾽ ἅµ᾽ ἠγόρευε καὶ πρὸς εσείς παιδέψετε τον !” Καθώς τό 'πε, οὐρανὸν ιερής φωτιάς εσήκωσε κολόνα καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς σεµνοῦ πυρός. από τη γη να πάει ψηλά στα ουράνια. σίγησε δ᾽ αἰθήρ, σῖγα δ᾽ ὕλιµος νάπη Σίγησε ο αιθέρας, και βουβά τα φύλλα 1085φύλλ᾽ εἶχε, θηρῶν δ᾽ οὐκ ἂν ἤκουσας το δασωµένο κράτησε λαγκάδι, φωνή αγριµιού δεν άκουες· οι µαινάδες, βοήν. που τον αχό το αυτί τους δεν τον πήρε αἳ δ᾽ ὠσὶν ἠχὴν οὐ σαφῶς δεδεγµέναι καθαρά, πετάχτηκαν ορθές πάνω ἔστησαν ὀρθαὶ καὶ διήνεγκαν κόρας. κ' ένα γύρο τα µάτια τους τα φέραν. ὃ δ᾽ αὖθις ἐπεκέλευσεν· ὡς δ᾽ Τότε ξαναπροστάζει εκείνος· κι όταν

του Κάδµου οι θυγατέρες τη γνώρισαν ἐγνώρισαν την προσταγή τη λαγαρή του Βάκχου, σαφῆ κελευσµὸν Βακχίου Κάδµου κόραι, 1090ᾖξαν πελείας ὠκύτητ᾽ οὐχ ἥσσονες χιµίσανε γοργές σαν περιστέρια, η µητέρα του αφέντη µου η Αγαύη, ποδῶν τρέχουσαι συντόνοις οι αδερφές της οι οµόσπαρτες κ' οι δραµήµασι, βάκχες µήτηρ Ἀγαύη σύγγονοί θ᾽ ὁµόσποροι όλες· κι απ' του θεού ξεφρενιασµένες πᾶσαί τε βάκχαι· διὰ δὲ χειµάρρου την εµπνοή, πηδούσαν τους ξεριάδες νάπης της λαγκαδιάς και τους γκρεµούς. Κι ως είδαν ἀγµῶν τ᾽ ἐπήδων θεοῦ πνοαῖσιν ἐµµανεῖς. 1095ὡς δ᾽ εἶδον ἐλάτῃ δεσπότην ἐφήµενον, στο έλατο καθισµένο τον αφέντη, πρώτα µε ορµή τον πήραν µε τις πέτρες, πρῶτον µὲν αὐτοῦ χερµάδας πατώντας πα σε βράχο όπως σε πύργο, κραταιβόλους και µ' ελάτου κλαριά τον κονταρίζαν. ἔρριπτον, ἀντίπυργον ἐπιβᾶσαι πέτραν, Κι άλλες θύρσους πετούσαν στον ὄζοισί τ᾽ ἐλατίνοισιν ἠκοντίζετο. Πενθέα, ἄλλαι δὲ θύρσους ἵεσαν δι᾽ αἰθέρος 1100Πενθέως, στόχον δύστηνον· ἀλλ᾽ οὐκ σε στόχο ελεεινό· µα δεν τον βρίσκαν. Απ' το θυµό τους πιο ψηλά καθόταν ἤνυτον. ο δύστυχος, τρελός απ' την αγκούσα. κρεῖσσον γὰρ ὕψος τῆς προθυµίας ἔχων Τέλος, βελανιδιά τετρακλαδιάσαν καθῆσθ᾽ ὁ τλήµων, ἀπορίᾳ και µε τους ξύλινους λοστούς ξεχώναν λεληµµένος. τις ρίζες του έλατου· χαµένος όµως τέλος δὲ δρυΐνους συγκεραυνοῦσαι κλάδους ῥίζας ἀνεσπάρασσον ἀσιδήροις µοχλοῖς. 1105ἐπεὶ δὲ µόχθων τέρµατ᾽ οὐκ ἐξήνυτον, πήγε κι αυτός ο κόπος. Τότε η Αγαύη ἔλεξ᾽ Ἀγαύη· Φέρε, περιστᾶσαι κύκλῳ τους λέγει: “Εµπρός, µαινάδες, κάντε κύκλο πτόρθου λάβεσθε, µαινάδες, τὸν κι απ' τα κλαριά πιαστείτε, αυτό το ἀµβάτην αγρίµι θῆρ᾽ ὡς ἕλωµεν, µηδ᾽ ἀπαγγείλῃ θεοῦ το σβέλτο να τσακώσουµε, µη βγάλει χοροὺς κρυφαίους. αἳ δὲ µυρίαν χέρα τους µυστικούς χορούς του θεού στα φόρα”. 1110προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν Με µύρια χέρια εκείνες τότε αρπάξαν το ελάτι κι απ' το χώµα το ανασπάσαν· χθονός· κι από τα ύψη που καθόταν, χάµω ὑψοῦ δὲ θάσσων ὑψόθεν χαµαιριφὴς γκρεµίζεται ο Πενθέας µε πολύ πίπτει πρὸς οὖδας µυρίοις οἰµώγµασιν σκούσµα, Πενθεύς· κακοῦ γὰρ ἐγγὺς ὢν τί ένιωσε δα τη συφορά κοντά του. ἐµάνθανεν. Πρώτη η µάνα του βάνει αρχή στο φόνο πρώτη δὲ µήτηρ ἦρξεν ἱερέα φόνου 1115καὶ προσπίτνει νιν· ὃ δὲ µίτραν κόµης και πέφτει απάνω του· και κείνος λύνει απ' τα µαλλιά του το ανάδεµα, µήπως ἄπο η δύστυχη η Αγαύη τον γνωρίσει ἔρριψεν, ὥς νιν γνωρίσασα µὴ κτάνοι

και δεν τόνε σκοτώσει, και της λέγει, τλήµων Ἀγαύη, καὶ λέγει, παρηίδος πιάνοντας της το µάγουλο: “Μητέρα, ψαύων· Ἐγώ τοι, µῆτερ, εἰµί, παῖς εγώ 'µαι το παιδί σου, εγώ, ο Πενθέας, σέθεν που γέννησες στου Εχίονα το παλάτι· Πενθεύς, ὃν ἔτεκες ἐν δόµοις Ἐχίονος· 1120οἴκτιρε δ᾽ ὦ µῆτέρ µε, µηδὲ ταῖς ἐµαῖς λυπήσου µε, µητέρα, για δικό µου αµάρτηµα το γιο σου µη σκοτώσεις !” ἁµαρτίαισι παῖδα σὸν κατακτάνῃς. Εκείνη βγάνει αφρούς, στριφοκυλάει ἣ δ᾽ ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους τ' αλλοπαρµένα µάτια της, τη γνώση κόρας ἑλίσσουσ᾽, οὐ φρονοῦσ᾽ ἃ χρὴ ξαστοχά, γιατί ο Βάκχος την ορίζει, φρονεῖν, και πού ν' ακούσει τότε τον Πενθέα ! ἐκ Βακχίου κατείχετ᾽, οὐδ᾽ ἔπειθέ νιν. 1125λαβοῦσα δ᾽ ὠλένης ἀριστερὰν χέρα, Απ' του ζερβού χεριού του τον αρπάζει πλευραῖσιν ἀντιβᾶσα τοῦ δυσδαίµονος τον πήχη, και πατώντας τα πλευρά του, του αρµοχωρίζει τον ώµο, του δόλιου, ἀπεσπάραξεν ὦµον, οὐχ ὑπὸ σθένους, όχι απ' τη δύναµη της· µες στα χέρια ἀλλ᾽ ὁ θεὸς εὐµάρειαν ἐπεδίδου της έβανε ο θεός τη γεροσύνη. χεροῖν· Απ' την άλλη, η Ινώ χεροµαχούσε Ἰνὼ δὲ τἀπὶ θάτερ᾽ ἐξειργάζετο, 1130ῥηγνῦσα σάρκας, Αὐτονόη τ᾽ ὄχλος τε να του ξεσκίζει τις σάρκες, κι αντάµα η Αυτονόη και το λεφούσι οι βάκχες· πᾶς κ' ήταν µιά ανάκατη βοή: να βογκεί ἐπεῖχε βακχῶν· ἦν δὲ πᾶσ᾽ ὁµοῦ βοή, ο µαύρος µε όση ανάσα αποκρατούσε, ὃ µὲν στενάζων ὅσον ἐτύγχαν᾽ και κείνες ν' αλαλάζουν ! Μιά βαστούσε ἐµπνέων, το καλαµόχερό του, µιά το πόδι, αἳ δ᾽ ἠλάλαζον. ἔφερε δ᾽ ἣ µὲν µε το σαντάλι ακόµα· κι απόµεναν ὠλένην, ἣ δ᾽ ἴχνος αὐταῖς ἀρβύλαις· γυµνοῦντο δὲ 1135πλευραὶ σπαραγµοῖς· πᾶσα δ᾽ ξέσαρκα, σπαραγµένα τα πλευρά του· κι όλες µαζί, µε µατωµένα χέρια, ᾑµατωµένη κάναν τόπι τις σάρκες του Πενθέα. χεῖρας διεσφαίριζε σάρκα Πενθέως. Ξεσκίδια τώρα κείτεται· άλλα κάτω κεῖται δὲ χωρὶς σῶµα, τὸ µὲν ὑπὸ από βράχους τραχιούς κι άλλα στου στύφλοις λόγκου πέτραις, τὸ δ᾽ ὕλης ἐν βαθυξύλῳ φόβῃ, τα χαµόδεντρα µέσα σκορπισµένα, οὐ ῥᾴδιον ζήτηµα· κρᾶτα δ᾽ ἄθλιον, όλα δυσκολογύρευτα· και το άθλιο 1140ὅπερ λαβοῦσα τυγχάνει µήτηρ χεροῖν, κεφάλι του, στα χέρια της το πήρε η µάνα του, σε θύρσου τό 'µπήξε άκρη πήξασ᾽ ἐπ᾽ ἄκρον θύρσον ὡς σα λιονταριού βουνίσιου, και το φέρνει ὀρεστέρου µέσ' απ' τον Κιθαιρώνα, παρατώντας φέρει λέοντος διὰ Κιθαιρῶνος µέσου, τις αδερφές της σε χορούς µαινάδων. λιποῦσ᾽ ἀδελφὰς ἐν χοροῖσι µαινάδων. Για το φριχτό γαυριάζοντας κυνήγι, χωρεῖ δὲ θήρᾳ δυσπότµῳ γαυρουµένη 1145τειχέων ἔσω τῶνδ᾽, ἀνακαλοῦσα ζυγώνει εδώ στο κάστρο, και το Βάκχον ανακαλεί και συνεργό τον κράζει, Βάκχιον συγκυνηγό και καλλίνικο· ναί, δάκρυα τὸν ξυγκύναγον, τὸν ξυνεργάτην της χάρισεν αυτός αντί για νίκη. ἄγρας, τὸν καλλίνικον, ᾧ δάκρυα νικηφορεῖ.

ἐγὼ µὲν οὖν ἐκποδὼν τῇ ξυµφορᾷ ἄπειµ᾽, Ἀγαύην πρὶν µολεῖν πρὸς δώµατα. 1150τὸ σωφρονεῖν δὲ καὶ σέβειν τὰ τῶν θεῶν κάλλιστον· οἶµαι δ᾽ αὐτὸ καὶ σοφώτατον θνητοῖσιν εἶναι κτῆµα τοῖσι χρωµένοις.

Εγώ τώρα πηγαίνω, κι από τούτη τη συφορά αλαργεύω, προτού φτάσει

η Αγαύη στο παλάτι. Η σωφροσύνη και το σέβας των θεών το πιο όµορφό 'ναι· αυτό για τους θνητούς το λογαριάζω για το σοφώτερο αγαθό που µπορεί να 'χουν. Φεύγει.

Ε' ΣΤΑΣΙΜΟ Χορός ἀναχορεύσωµεν Βάκχιον, ἀναβοάσωµεν ξυµφορὰν 1155 τὰν τοῦ δράκοντος Πενθέος ἐκγενέτα· ὃς τὰν θηλυγενῆ στολὰν νάρθηκά τε, πιστὸν Ἅιδαν, ἔλαβεν εὔθυρσον, ταῦρον προηγητῆρα συµφορᾶς ἔχων. 1160 βάκχαι Καδµεῖαι, τὸν καλλίνικον κλεινὸν ἐξεπράξατε ἐς στόνον, ἐς δάκρυα. καλὸς ἀγών, χέρ᾽ αἵµατι στάζουσαν περιβαλεῖν τέκνου.

ΧΟΡΟΣ Άιντε χορό να σύρουµε του Βάκχου, ας σύρουµε φωνή για του Πενθέα τη συφορά που από το φίδι έχει γενιά! Πού τα γυναίκεια φόρεσε κι άρπαξε θύρσον όµορφο, αρµάτωµα θανατερό, και πήρε ταύρο για οδηγό. Βάκχες της Θήβας, τον τρανό τον ύµνο τον καλλίνικο, κλάµα και θρήνο εκάµατε. Αγώνας όµορφος, µαθές, φονικό χέρι να βουτάς µες στο αίµα του ίδιου σου παιδιού!

ΕΞΟ∆ΟΣ

ΧΟΡΟΣ (Η κορυφαία) Χορός 1165 ἀλλ᾽, εἰσορῶ γὰρ ἐς δόµους ὁρµωµένην Μα βλέπω την Αγαύη να ζυγώνει

Πενθέως Ἀγαύην µητέρ᾽ ἐν διαστρόφοις στο παλάτι, τη µάνα του Πενθέα, µε µάτια γουρλωµένα. Μόν' δεχτείτε ὄσσοις, δέχεσθε κῶµον εὐίου θεοῦ. τώρα τον κώµο του θεού του ευίου ! Έρχεται η Αγαύη κρατώντας πάνω στον κόρφο της το κεφάλι τον Πενθέα. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Βάκχες απ' την Ασία... Ἀσιάδες βάκχαι-ΧΟΡΟΣ Χορός Τί µε θέλεις; τί µ᾽ ὀροθύνεις, ὤ; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Απ' τα βουνά φέρνουµε εδώ φέροµεν ἐξ ὀρέων 1170 ἕλικα νεότοµον ἐπὶ µέλαθρα, στο σπίτι νιόκοπο βλαστό, κυνήγι πεθυµητικό. µακάριον θήραν. ΧΟΡΟΣ Χορός Το βλέπω, και συντρόφισσα ὁρῶ καί σε δέξοµαι σύγκωµον. στον κώµο θα σε πάρω εγώ. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Χωρίς βρόχια το τσάκωσα ἔµαρψα τόνδ᾽ ἄνευ βρόχων τούτο το λιονταρόπουλο· νέον ἶνιν· 1175 ὡς ὁρᾶν πάρα. έλα κοντά και κοίτα εδώ ! ΧΟΡΟΣ Χορός Σέ ποια ερηµιά το πέτυχες; πόθεν ἐρηµίας; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Ο Κιθαιρώνας το βουνό... Κιθαιρὼν . . . ΧΟΡΟΣ Χορός Ο Κιθαιρώνας, τί έκαµε; Κιθαιρών; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Εκείνος το θανάτωσε. κατεφόνευσέ νιν. ΧΟΡΟΣ Χορός Και ποια από σας το χτύπησε; τίς ἁ βαλοῦσα; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Πρώτο βραβείο µού πρέπει εµέ. πρῶτον ἐµὸν τὸ γέρας. 1180 µάκαιρ᾽ Ἀγαύη κλῃζόµεθ᾽ ἐν θιάσοις. Αγαύη καλορίζικη µες στους θιάσους θα µε λεν. ΧΟΡΟΣ Χορός Κ' υστέρα ποιά άλλη βάρεσε; τίς ἄλλα; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Του Κάδµου... τὰ Κάδµου . . . ΧΟΡΟΣ Χορός Τί του Κάδµου λες; τί Κάδµου; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη ...οι κόρες υστέρα από µε γένεθλα 1182bµετ᾽ ἐµὲ µετ᾽ ἐµὲ τοῦδ᾽ το αγρίµι το βαρέσανε,

ἔθιγε θηρός· εὐτυχής γ᾽ ἅδ᾽ ἄγρα. Χορός * Ἀγαύη µέτεχέ νυν θοίνας. Χορός τί; µετέχω, τλᾶµον; Ἀγαύη 1185 νέος ὁ µόσχος ἄρτι γένυν ὑπὸ κόρυθ᾽ ἁπαλότριχα κατάκοµον θάλλει. Χορός πρέπει γ᾽ ὥστε θὴρ ἄγραυλος φόβῃ. Ἀγαύη ὁ Βάκχιος κυναγέτας 1190 σοφὸς σοφῶς ἀνέπηλ᾽ ἐπὶ θῆρα τόνδε µαινάδας. Χορός ὁ γὰρ ἄναξ ἀγρεύς. Ἀγαύη ἐπαινεῖς; Χορός ἐπαινῶ. Ἀγαύη τάχα δὲ Καδµεῖοι . . . Χορός 1195 καὶ παῖς γε Πενθεὺς . . . Ἀγαύη µατέρ᾽ ἐπαινέσεται, λαβοῦσαν ἄγραν τάνδε λεοντοφυῆ. Χορός περισσάν. Ἀγαύη περισσῶς. Χορός ἀγάλλῃ; Ἀγαύη γέγηθα, 1198bµεγάλα µεγάλα καὶ φανερὰ τᾷδ᾽ ἄγρᾳ κατειργασµένα. Χορός

µετά από µε βαρέσανε, κ' ήταν κυνήγι τυχερό. ΧΟΡΟΣ ΑΓΑΥΗ Και σε τραπέζι σε καλώ ! ΧΟΡΟΣ Πού µε καλείς; Ω δύστυχη ! ΑΓΑΥΗ Έχω µοσκάρι νιόγεννο που το µαλλί του το απαλό φουντώνει απά στο κούτελο. ΧΟΡΟΣ Ναί, σαν αγρίµι έχει µαλλί. ΑΓΑΥΗ Ο Βάκχος, ο άξιος κυνηγός, άξια τις βάκχες έριξε πάνω σε τούτο το θεριό. ΧΟΡΟΣ Θεός στ' αληθεία κυνηγός. ΑΓΑΥΗ Και µε παινάς; ΧΟΡΟΣ Ναί, σε παινώ. ΑΓΑΥΗ Μα κ' οι Θηβαίοι όπου και νά 'ν'... ΧΟΡΟΣ Ναι, κι ο Πενθέας το τέκνο σου... ΑΓΑΥΗ Κι αυτός τη µάνα θα παινά, που τέτοιαν άγρη πέτυχε, τέτοιο ένα λιονταρόπουλο. ΧΟΡΟΣ Ξέχωρο αλήθεια. ΑΓΑΥΗ Ξέχωρο! ΧΟΡΟΣ Και χαίρεσαι; ΑΓΑΥΗ Ναι, χαίροµαι κατόρθωµα να κάµω εγώ µε το κυνήγι τούτο εδώ. ΧΟΡΟΣ Η κορυφαία

1200 δεῖξόν νυν, ὦ τάλαινα, σὴν νικηφόρον ἀστοῖσιν ἄγραν ἣν φέρουσ᾽ ἐλήλυθας.

1205

1210

1215

1220

∆ύστυχη ! Στους πολίτες λοιπόν δείξε το κυνήγι που εδώ 'φερες νικήτρα! ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Ω σεις που κατοικείτε στης Θηβαίας ὦ καλλίπυργον ἄστυ Θηβαίας χθονὸς ναίοντες, ἔλθεθ᾽ ὡς ἴδητε τήνδ᾽ ἄγραν, της χώρας τ' οµορφόπυργο το κάστρο, Κάδµου θυγατέρες θηρὸς ἣν ζυγώσετε το αγρίµι αυτό να δείτε, ἠγρεύσαµεν, που εµείς το πιάσαµε, του Κάδµου οι κόρες, χωρίς θεσσαλικά κοντάρια η δίχτυα, οὐκ ἀγκυλητοῖς Θεσσαλῶν παρά µε µόνα τα λευκά µας χέρια. στοχάσµασιν, Ποιός θα καυκιέται πια, ποιός δίχως οὐ δικτύοισιν, ἀλλὰ λευκοπήχεσι λόγο χειρῶν ἀκµαῖσιν. κᾆτα κοµπάζειν χρεὼν του κονταρά τα σύνεργα θα θέλει, καὶ λογχοποιῶν ὄργανα κτᾶσθαι µάτην; όταν εµείς µ' αυτά τα χέρια µόνο ἡµεῖς δέ γ᾽ αὐτῇ χειρὶ τόνδε θ᾽ εἵλοµεν, τσακώσαµε το αγρίµι κ' ένα-ένα τα µέλη του τα κάµαµε κοψίδια; χωρίς τε θηρὸς ἄρθρα διεφορήσαµεν. ποῦ µοι πατὴρ ὁ πρέσβυς; ἐλθέτω πέλας. Που 'ναι ο γέρο πατέρας µου; Εδώ νά 'ρθει! Πενθεύς τ᾽ ἐµὸς παῖς ποῦ ᾽στιν; αἰρέσθω Και το παιδί µου ο Πενθέας πού 'ναι; λαβὼν Ας σύρει πηκτῶν πρὸς οἴκους κλιµάκων µια καλήν ανεµόσκαλα να φέρει, προσαµβάσεις, στον τοίχο να τη στήσει, να ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις τόδε καρφώσει στα τρίγλυφα εκεί πάνω το κεφάλι του λιονταριού, που εγώ τό 'χω λέοντος ὃν πάρειµι θηράσασ᾽ ἐγώ. πιασµένο. Μπαίνει ο Κάδµος. Υπηρέτες τον ακολουθούν κρατώντας ένα φορείο µε τα λείψανα του διαµελισµένου Πενθέα, σκεπασµένα. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος Ακλουθάτε µου εσείς που κουβαλάτε ἕπεσθέ µοι φέροντες ἄθλιον βάρος του Πενθέα το άθλιο βάρος, Πενθέως, ἕπεσθε, πρόσπολοι, δόµων ακλουθάτε, πάρος, δούλοι µου, στο παλάτι. Εδώ το οὗ σῶµα µοχθῶν µυρίοις ζητήµασιν φέρνω, φέρω τόδ᾽, εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος αφού, το γύρεψα µε χίλιους κόπους, πτυχαῖς το σώµα αυτό που βρήκα σπαραγµένο στου Κιθαιρώνα τα λαγκάδια. Στο ίδιο µέρος δε βρήκα δυό κοµµάτια· διασπαρακτόν, κοὐδὲν ἐν ταὐτῷ πέδῳ σκόρπιο λαβών, ἐν ὕλῃ κείµενον δυσευρέτῳ. ήταν, δυσκολογύρευτο, στο λόγκο. ἤκουσα γάρ του θυγατέρων τολµήµατα, Οι κόρες µου τ' ανήκουστα που ἤδη κατ᾽ ἄστυ τειχέων ἔσω βεβὼς κάµαν σὺν τῷ γέροντι Τειρεσίᾳ Βακχῶν πάρα· τά 'µαθα οπόταν γύρισα απ' τις

1225

1230

1235

1240

1245

1250

βάκχες µε το γέρο µαζί τον Τειρεσία και βρέθηκα µες στα τειχιά του κάστρου· στο βουνό ξαναπήγα, και να! φέρνω πάλιν δὲ κάµψας εἰς ὄρος κοµίζοµαι τὸν κατθανόντα παῖδα Μαινάδων ὕπο. το νιο που θανάτωσαν οι µαινάδες. Την Αυτονόη κει πάνω, τη µητέρα καὶ τὴν µὲν Ἀκτέων᾽ Ἀρισταίῳ ποτὲ του Ακταίωνα, που τον έσπειρε ο τεκοῦσαν εἶδον Αὐτονόην Ἰνώ θ᾽ ἅµα Αρισταίος, ἔτ᾽ ἀµφὶ δρυµοὺς οἰστροπλῆγας ἀθλίας, και την Ινώ τις είδα κεντηµένες απ' τον οίστρο να τρέχουν µες στους λόγκους, τὴν δ᾽ εἶπέ τίς µοι δεῦρο βακχείῳ ποδὶ οι δύστυχες ! Αµή για την Αγαύη κάποιος µού 'πε πώς τό 'βαλε, µε στείχειν Ἀγαύην, οὐδ᾽ ἄκραντ᾽ βήµα ἠκούσαµεν· βακχικό, καταδώ: δεν ήταν ψέµα, λεύσσω γὰρ αὐτήν, ὄψιν οὐκ εὐδαίµονα. γιατί να την πόνος να τη βλέπεις ! ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη πάτερ, µέγιστον κοµπάσαι πάρεστί σοι, Μπορείς να το παινεύεσαι, πατέρα, πώς κόρες πιο καλές απ' τις δικές σου πάντων ἀρίστας θυγατέρας σπεῖραι µακρῷ θνητῶν· ἁπάσας εἶπον, ἐξόχως δ᾽ ἐµέ, άλλος δεν έσπειρε θνητός· η µιά τους ἣ τὰς παρ᾽ ἱστοῖς ἐκλιποῦσα κερκίδας καλύτερη απ' την άλλη, και πιο πάνω απ' όλες τους εγώ, που τις σαγίτες ἐς µείζον᾽ ἥκω, θῆρας ἀγρεύειν χεροῖν. του αργαλειού τις παράτησα για φέρω δ᾽ ἐν ὠλέναισιν, ὡς ὁρᾷς, τάδε πράξες λαβοῦσα τἀριστεῖα, σοῖσι πρὸς δόµοις τρανότερες, θεριά να χερακώνω. Στην αγκαλιά µου το βαστώ, όπως βλέπεις, το αριστείο που αξιώθηκα, πατέρα, για να το βάλεις στου σπιτιού τον ὡς ἀγκρεµασθῇ· σὺ δέ, πάτερ, δέξαι τοίχο· χεροῖν· µόν' έλα, παρ' το· και γι' αυτή την γαυρούµενος δὲ τοῖς ἐµοῖς ἀγρεύµασιν άγρη κάλει φίλους ἐς δαῖτα· µακάριος γὰρ εἶ, περηφανεύοντας, τους φίλους κράξε µακάριος, ἡµῶν τοιάδ᾽ ἐξειργασµένων. σε δείπνο, τί καλότυχος λογιέσαι, καλότυχος, για τα έργα τα δικά µου. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος ὦ πένθος οὐ µετρητὸν οὐδ᾽ οἷόν τ᾽ ἰδεῖν, Ω πένθος αναµέτρητο ! Τα µάτια φόνον ταλαίναις χερσὶν ἐξειργασµένων. πώς να τον δουν το φόνο πού 'χουν καλὸν τὸ θῦµα καταβαλοῦσα δαίµοσιν κάµει τρισάθλια χέρια; Τ' όµορφο σφαγάρι, ἐπὶ δαῖτα Θήβας τάσδε κἀµὲ αφού για τους θεούς τό 'χεις χαλάσει, παρακαλεῖς. καλείς τη Θήβα αυτή κ' εµέ σε γιόµα. οἴµοι κακῶν µὲν πρῶτα σῶν, ἔπειτ᾽ Ώχου καηµός για σε, µα και για µένα! ἐµῶν· ὡς ὁ θεὸς ἡµᾶς ἐνδίκως µέν, ἀλλ᾽ ἄγαν, Μας ρήµαξεν ο ∆ιόνυσος· ναι, δίκια, Βρόµιος ἄναξ ἀπώλεσ᾽ οἰκεῖος γεγώς. µα και περίσσια, ενώ 'ναι απ' τη γενιά µας.

Ἀγαύη ὡς δύσκολον τὸ γῆρας ἀνθρώποις ἔφυ ἔν τ᾽ ὄµµασι σκυθρωπόν. εἴθε παῖς ἐµὸς εὔθηρος εἴη, µητρὸς εἰκασθεὶς τρόποις, ὅτ᾽ ἐν νεανίαισι Θηβαίοις ἅµα 1255 θηρῶν ὀριγνῷτ᾽· ἀλλὰ θεοµαχεῖν µόνον οἷός τ᾽ ἐκεῖνος. νουθετητέος, πάτερ, σοὐστίν. τίς αὐτὸν δεῦρ᾽ ἂν ὄψιν εἰς ἐµὴν καλέσειεν, ὡς ἴδῃ µε τὴν εὐδαίµονα; Κάδµος φεῦ φεῦ· φρονήσασαι µὲν οἷ᾽ ἐδράσατε 1260 ἀλγήσετ᾽ ἄλγος δεινόν· εἰ δὲ διὰ τέλους ἐν τῷδ᾽ ἀεὶ µενεῖτ᾽ ἐν ᾧ καθέστατε, οὐκ εὐτυχοῦσαι δόξετ᾽ οὐχὶ δυστυχεῖν.

Ἀγαύη τί δ᾽ οὐ καλῶς τῶνδ᾽ ἢ τί λυπηρῶς ἔχει; Κάδµος πρῶτον µὲν ἐς τόνδ᾽ αἰθέρ᾽ ὄµµα σὸν µέθες. Ἀγαύη 1265 ἰδού· τί µοι τόνδ᾽ ἐξυπεῖπας εἰσορᾶν; Κάδµος ἔθ᾽ αὑτὸς ἤ σοι µεταβολὰς ἔχειν δοκεῖ;

ΑΓΑΥΗ Τί γρινιάρικα πού 'ναι των ανθρώπων τα γερατιά και σκυθρωπά στην όψη ! Ας ήτανε κι ο γιος µου κυνηγάρης, και να 'παιρνε απ' τη µάνα του, όταν βγαίνει στο κυνήγι µε τ' άλλα παλικάρια της Θήβας ! Αµή κείνος δεν είν' άξιος παρά θεούς να πολεµά. Πατέρα, κοίτα νουθέτησέ τον. Ποιός θα σύρει να τον φωνάξει νά 'ρθει εδώ µπροστά µου για να µε δει την καλοµοίρα εµένα; ΚΑ∆ΜΟΣ Αλίµονο ! Όταν νιώσετε το πράµα πού 'χετε καµωµένο, φριχτός πόνος θα σας σπαράξει· µ' αν µείνετε ως το τέλος όπου βρίσκεστε τώρα, χωρίς νά 'στε στ' αληθεία ευτυχισµένες, θα σας λείπει η γνώση σε ποια ζείτε δυστυχία. ΑΓΑΥΗ Μα τί κακό ή πικρό βλέπεις σε τούτα; ΚΑ∆ΜΟΣ Πρώτα τον ουρανό γύρνα και κοίτα.

ΑΓΑΥΗ Νά· µα γιατί µου λες να τον κοιτάξω; ΚΑ∆ΜΟΣ Φαίνεται νά 'ναι ο ίδιος, ή έχει αλλάξει; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη λαµπρότερος ἢ πρὶν καὶ διειπετέστερος. Πιο λαµπερό και καθαρό τον βλέπω. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος τὸ δὲ πτοηθὲν τόδ᾽ ἔτι σῇ ψυχῇ πάρα; Έχεις το θάµπος στην ψυχή σου ακόµα; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη οὐκ οἶδα τοὔπος τοῦτο. γίγνοµαι δέ πως ∆ε νιώθω τί µου λες... Μα καθαρίζει 1270 ἔννους, µετασταθεῖσα τῶν πάρος µιά στάλα ο νους µου, αλλάζει ο λογισµός µου. φρενῶν. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος κλύοις ἂν οὖν τι κἀποκρίναι᾽ ἂν σαφῶς; Μπορείς λοιπόν ν' ακούσεις και να δώσεις ξάστερη απόκριση;

Ἀγαύη ὡς ἐκλέλησµαί γ᾽ ἃ πάρος εἴποµεν, πάτερ. Κάδµος ἐς ποῖον ἦλθες οἶκον ὑµεναίων µέτα; Ἀγαύη Σπαρτῷ µ᾽ ἔδωκας, ὡς λέγουσ᾽, Ἐχίονι.

ΑΓΑΥΗ Μπορώ, γιατί έχω ξεχάσει αυτά που λέγαµε, πατέρα.

ΚΑ∆ΜΟΣ Σέ ποιανού σπίτι εσέ νύφη σε πήγαν; ΑΓΑΥΗ Εσύ γυναίκα µ' έδωκες του Εχίονα, που λέγεται πώς φύτρωσε απ' το χώµα. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος 1275 τίς οὖν ἐν οἴκοις παῖς ἐγένετο σῷ πόσει; Και ποιο παιδί απ' τον άντρα σου έχεις κάµει; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Πενθεύς, ἐµῇ τε καὶ πατρὸς κοινωνίᾳ. Του γάµου µας καρπός είναι ο Πενθέας. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος τίνος πρόσωπον δῆτ᾽ ἐν ἀγκάλαις ἔχεις; Και ποιου κεφάλι τώρα εσύ αγκαλιάζεις; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη λέοντος, ὥς γ᾽ ἔφασκον αἱ θηρώµεναι. Λιονταριού· στο κυνήγι έτσι µού λέγαν. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος Κοίτα καλά· να δεις δε θέλει κόπο. σκέψαι νυν ὀρθῶς· βραχὺς ὁ µόχθος εἰσιδεῖν. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη 1280 ἔα, τί λεύσσω; τί φέροµαι τόδ᾽ ἐν χεροῖν; Ώχου, τί βλέπω; Τί κρατώ στα χέρια; ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος ∆ες το καλά, µπορεί να το γνωρίσεις. ἄθρησον αὐτὸ καὶ σαφέστερον µάθε. ΑΓΑΪΗ Ἀγαύη Τον πιο τρανό απ' τους πόνους ὁρῶ µέγιστον ἄλγος ἡ τάλαιν᾽ ἐγώ. βλέπω, η µαύρη! ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος Σου φαίνεται να µοιάζει µε λιοντάρι; µῶν σοι λέοντι φαίνεται προσεικέναι; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη οὔκ, ἀλλὰ Πενθέως ἡ τάλαιν᾽ ἔχω κάρα. Αχ, το κεφάλι του Πενθέα κρατάω. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος 1285 ᾠµωγµένον γε πρόσθεν ἢ σὲ γνωρίσαι. Άλλοι το κλάψαν πριν να το γνωρίσεις ! ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη τίς ἔκτανέν νιν; --πῶς ἐµὰς ἦλθεν χέρας; Ποιός τον σκότωσε; Πώς στα χέρια µου ήρθε; ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος δύστην᾽ ἀλήθει᾽, ὡς ἐν οὐ καιρῷ πάρει. Μαύρη αληθεία, παράκαιρα που φτάνεις ! ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη

λέγ᾽, ὡς τὸ µέλλον καρδία πήδηµ᾽ ἔχει. Κάδµος σύ νιν κατέκτας καὶ κασίγνηται σέθεν. Ἀγαύη 1290 ποῦ δ᾽ ὤλετ᾽; ἦ κατ᾽ οἶκον; ἢ ποίοις τόποις; Κάδµος οὗπερ πρὶν Ἀκτέωνα διέλαχον κύνες.

Λέγε! Τα παραπέρα είναι που τρέµω. ΚΑ∆ΜΟΣ Τον σκότωσες εσύ κ' οι αδερφές σου. ΑΓΑΥΗ Πού τό 'παθε; Στό σπίτι; Σε ποιο µέρος;

ΚΑ∆ΜΟΣ Εκεί που οι σκύλες τον Ακταίωνα σκίσαν. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη τί δ᾽ ἐς Κιθαιρῶν᾽ ἦλθε δυσδαίµων ὅδε; Στον Κιθαιρώνα πάνω, τί ήρθε ο δόλιος; ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος ἐκερτόµει θεὸν σάς τε βακχείας µολών. Το θεό και τις βακχείες σου να προσβάλει. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη ἡµεῖς δ᾽ ἐκεῖσε τίνι τρόπῳ κατήραµεν; Και πώς εµείς βρεθήκαµε εκεί πάνω; ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος 1295 ἐµάνητε, πᾶσά τ᾽ ἐξεβακχεύθη πόλις. Σας έπιασε η µανία, κι όλη τη χώρα. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη ∆ιόνυσος ἡµᾶς ὤλεσ᾽, ἄρτι µανθάνω. Τώρα το νιώθω, ο ∆ιόνυσος µας ρήµαξε. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος ∆ε στρέγατε θεό να τόνε πείτε. ὕβριν ὑβρισθείς· θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῖσθέ νιν. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη τὸ φίλτατον δὲ σῶµα ποῦ παιδός, πάτερ; Το σώµα του παιδιού, πατέρα, πού είναι; ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος Με χίλιους κόπους τό 'βρα· κ' εδώ τό ἐγὼ µόλις τόδ᾽ ἐξερευνήσας φέρω. 'χω. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Κ' είν' άβλαβο, τα µέλη του όλα τά 1300 ἦ πᾶν ἐν ἄρθροις συγκεκλῃµένον 'χει; καλῶς; ∆ιστάζει, να κοιτάξει µόνη της το φορείο, γιατί έχει τα χέρια µολεµένα από τον ακούσιο φόνο. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος * [Μη µε ρωτάς· τα λόγια σου µε σφάζουν. Άµυαλη στάθηκες, πλερώνεις τώρα.] ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Πενθεῖ δὲ τί µέρος ἀφροσύνης προσῆκ᾽ Και τί έφταιγε ο Πενθέας αν άµυαλη ήµουν; ἐµῆς;

ΚΑ∆ΜΟΣ Όµοια µε σας, το θεό δεν προσκυνούσε. Γι' αυτό, µαθές, ο θεός µας έσµιξε όλους στον ίδιο χαλασµό, και σας και τούτον, για να κάψει το σπίτι µου κ' εµένα, που αρσενικά µην έχοντας, να! κἄµ᾽, ὅστις ἄτεκνος ἀρσένων παίδων βλέπω γεγὼς να πεθαίνει φριχτά και ντροπιασµένα τῆς σῆς τόδ᾽ ἔρνος, ὦ τάλαινα, νηδύος το βλαστάρι του σπλάχνου σου, αἴσχιστα καὶ κάκιστα κατθανόνθ᾽ ὁρῶ, καηµένη, ᾧ δῶµ᾽ ἀνέβλεφ᾽--ὃς συνεῖχες, ὦ που από το φως του ανάβλεπε η γενιά τέκνον, µας. τοὐµὸν µέλαθρον, παιδὸς ἐξ ἐµῆς γεγώς, Ω γιέ µου, εσύ 'σουν του σπιτιού µου ο στύλος, το γέννηµα της κόρης µου, που η πόλη πόλει τε τάρβος ἦσθα· τὸν γέροντα δὲ σε σκιαζόταν δεν κόταγε κανένας, οὐδεὶς ὑβρίζειν ἤθελ᾽ εἰσορῶν τὸ σὸν βλέποντας σε, το γέρο να πειράξει· καθώς του άξιζε, εσύ τον κάρα· δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάµβανες. τιµωρούσες. νῦν δ᾽ ἐκ δόµων ἄτιµος ἐκβεβλήσοµαι Μα τώρα δίχως σέβας θα µε διώξουν ὁ Κάδµος ὁ µέγας, ὃς τὸ Θηβαίων γένος απ' το παλάτι, εµέ το µέγα Κάδµο που των Θηβαίων έσπειρα το γένος και θέρισα τον όµορφο το θέρο. ἔσπειρα κἀξήµησα κάλλιστον θέρος. ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν--καὶ γὰρ οὐκέτ᾽ ὢν Ώ µέσα στους ανθρώπους πιο ακριβέ µου, ὅµως —τί κι αν δε ζεις, παιδί µου, εγώ θα τῶν φιλτάτων ἔµοιγ᾽ ἀριθµήσῃ, τέκνον-- σ' έχω οὐκέτι γενείου τοῦδε θιγγάνων χερί, από τους πιο ακριβούς µου,— δε θ' τὸν αὐδῶν απλώνεις το χέρι πια στα γένια µου, ούτε κύρη προσπτύξῃ, τέκνον, θα µε λες της µητρός σου, παίρνοντας µε στην αγκάλη σου, γιε µου, και ρωτώντας: “Παππού, ποιός σε πειράζει ή σε λέγων· Τίς ἀδικεῖ, τίς σ᾽ ἀτιµάζει, προσβάλλει, γέρον; ποιός σε κακοκαρδίζει ή σε τίς σὴν ταράσσει καρδίαν λυπηρὸς ὤν; πικραίνει; λέγ᾽, ὡς κολάζω τὸν ἀδικοῦντά σ᾽, ὦ Παππού, σε µένα πες να τον παιδέψω πάτερ. !” νῦν δ᾽ ἄθλιος µέν εἰµ᾽ ἐγώ, τλήµων δὲ Τώρα παντέρµος είµαι, εσύ πανάθλιος, σύ. οἰκτρὰ δὲ µήτηρ, τλήµονες δὲ σύγγονοι. η µάνα σου αξιοδάκρυτη, οι αδερφές της συφοριασµένες. Αν κανένας παίρνει εἰ δ᾽ ἔστιν ὅστις δαιµόνων ὑπερφρονεῖ, στ' αψήφιστα τα θεία, να τηράξει Κάδµος ὑµῖν ἐγένεθ᾽ ὅµοιος, οὐ σέβων θεόν. τοιγὰρ συνῆψε πάντας ἐς µίαν βλάβην, ὑµᾶς τε τόνδε θ᾽, ὥστε διολέσαι δόµους

1305

1310

1315

1320

1325

ἐς τοῦδ᾽ ἀθρήσας θάνατον ἡγείσθω θεούς. Χορός τὸ µὲν σὸν ἀλγῶ, Κάδµε· σὸς δ᾽ ἔχει δίκην παῖς παιδὸς ἀξίαν µέν, ἀλγεινὴν δὲ σοί. Ἀγαύη ὦ πάτερ, ὁρᾷς γὰρ τἄµ᾽ ὅσῳ µετεστράφη ... *

το θάνατον αυτό να βρει την πίστη. ΧΟΡΟΣ Κάδµε, σε συµπονώ· δίκια έχει πάθει ο εγγονός σου, µα ο πόνος του σε σφάζει. ΑΓΑΥΗ Πατέρα, βλέπεις πόσο η τύχη µου άλλαξε... Εδώ υπάρχει ένα κενό στο χειρόγραφο του αρχαίου κειµένου. Ο θρήνος της Αγαύης και η αρχή του µονόλογου του ∆ιόνυσου έχουν χαθεί. Ωστόσο, από πληροφορίες ενός αρχαίου διδασκάλου της ρητορικής και από τη χριστιανική τραγωδία Χριστός Πάσχων, που περιλαµβάνει αρκετούς στίχους από τις Βάκχες, µπορούµε ν' αποκαταστήσουµε κάπως το τµήµα που λείπει. Οι χαµένοι στίχοι πιστεύεται πώς δεν είναι περισσότεροι απ' όσους χωρούν σ' ένα φύλλο του αρχαίου χειρογράφου. Η αποκατάσταση τους θα επιτρέψει να διαγραφεί η δράση της Αγαύης: διστάζει πρώτα ν' αγγίξει το λείψανο του γιου της, έπειτα όµως παίρνει στα χέρια της τα µέλη του και τα µοιρολογάει. Μαζί µε τον πατέρα της τον Κάδµο συγυρίζουν ύστερα το λείψανο. Τα λόγια του ∆ιόνυσου θα αποκατασταθούν κι αυτά: Αυτή τη φορά θα παρουσιαστεί σα θεός, κι όχι µε τη µορφή απλού βάκχου, δηλαδή θιασώτη του ∆ιόνυσου, και θα µιλήσει πάνω από το “θεολογείον”. Ο λόγος του θα είναι κυρίως µιά προφητεία για την τύχη που περιµένει τους κατοίκους της Θήβας, το γένος του Κάδµου και τον Κάδµο τον ίδιο. ΑΓΑΥΗ Χαροκαµένη να µε πεις, τρισάθλια, και πάλι θα 'ναι λίγο, γιατί ο φόνος µου µόλεψε τα χέρια µου για πάντα ! Πώς να τολµήσω τώρα να ζυγώσω

το σφαγάρι τ' αθώο, πώς να το σφίξω στο στήθος µου και θρήνο να κινήσω; Όµως σα µάνα θέλω ν' αγκαλιάσω το λείψανο του γιου µου, να φιλήσω τις σάρκες του, που εγώ τις έχω θρέψει, κ' υστέρα να τον θάψω, ως θέλει η τάξη. ΚΑ∆ΜΟΣ Χαροκαµένη, αλήθεια, και τρισάθλια! Μα ποιός θά 'χε καρδιά να σου στερήσει τα σπαραγµένα αυτά και µατωµένα µέλη που πήγα στ' όρος µοναχός µου να τα γυρέψω στις πέτρες και στ' αγκάθια; ΑΓΑΥΗ Πατέρα, η σπλαχνοσύνη σου µεγάλη! Και σένα φύτρο σου ήταν ο Πενθέας, µόν' έλα, παραστάσου µου της δόλιας το κεφάλι στο σώµα του ν' αρµόσω και τα ξεκορµισµένα του τα µέλη να τα συντάξω, ως ήταν σαν εζούσε. Στό νεκρό. Μορφή µου αγαπηµένη, τρυφερό µου µάγουλο, τ' άγρια νύχια σε σπάραξαν της µάνας σον θεός είχε σκοτίσει το φως του νου της ! Ποθητά µου χέρια, ξεκλωνισµένα σας θωρώ απ' το δέντρο πού 'χε κατ' απ' τον ίσκιο του τη Θήβα! Καλοπλασµένες κνήµες! Πόσες νίκες στο παιδί µου χαρίσατε, στο δρόµο και στο στίβο ! Μ' άχ, τώρα, λιανισµένες σαν ξεροκλάδια κείτεστε µπροστά µου. Τον ουρανό τον είχες σκέπη, γιε µου· τώρα κ' ένα µαγνάδι περισσεύει να κρύψει από το φως το λείψανο σου! Τον σκεπάζει µε το µαγνάδι της. Οργή θεού πλερώνουµε, πατέρα· άδικα δίκια, η δύναµη του ορίζει. Ο ∆ιόνυσος επιφαίνεται στο “θεολογείον” ως θεός, κι όχι µε µορφή ανθρώπου και στολή βάκχου, καθώς τον ξέραµε.

∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ορίζουν οι θεοί και δίκια κρίνουν! Ο θεός ο ∆ιόνυσος, Θηβαίοι, µιλάει που απ' της Σεµέλης και του Αία το γάµο γεννήθηκε στη χώρα σας· ωστόσο, εσείς τον αψηφούσατε! Και πρώτος εστάθη ο βασιλιάς σας στην ασέβεια, που από θυµό και φθόνο κινηµένος τον ευεργέτη του µε λόγους κ' έργα τον πρόσβαλε· για τούτο κ' έχει λάβει θάνατο ντροπιασµένο απ' τους δικούς του. Αµή και σας, Θηβαίοι, σας περιµένουν πολλά δεινά, που δε θα τ' αποκρύψω: στην εξορία θα σύρετε µιά µέρα και δε θα ξαναδείτε την πατρίδα. Όσο για την Αγαύη και τις κόρες του Κάδµου, θα µισέψουν απ' τη Θήβα, γιατί 'ναι µολεµένες απ' το φόνο. Και, Κάδµο εσύ, πολλά µέλλεις να πάθεις. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ (Στόν Κάδµο) ∆ιόνυσος 1330 δράκων γενήσῃ µεταβαλών, δάµαρ τε Μορφή θ' αλλάξεις και θα γενείς Φίδι, σὴ κ' η θυγατέρα του Άρη, η Αρµονία, ἐκθηριωθεῖσ᾽ ὄφεος ἀλλάξει τύπον, πού, αν και θνητός, γυναίκα σου την ἣν Ἄρεος ἔσχες Ἁρµονίαν θνητὸς γεγώς. πήρες, ὄχον δὲ µόσχων, χρησµὸς ὡς λέγει ∆ιός, όψη θεριού θα λάβει και θα µοιάσει ἐλᾷς µετ᾽ ἀλόχου, βαρβάρων φιδιού κι αυτή. Σε βοδαµάξι απάνω, —καθώς το λέγει ένας χρησµός του ἡγούµενος. ∆ία,— µε τη γυναίκα σου µαζί θα τρέχεις, σε στρατόν αρχηγεύοντας βαρβάρων. 1335 πολλὰς δὲ πέρσεις ἀναρίθµῳ Πολιτείες πολλές θα να πατήσεις µε αρίφνητο φουσάτο· το µαντείο, στρατεύµατι ωστόσο, του Λοξία σα διαγουµίσουν, πόλεις· ὅταν δὲ Λοξίου χρηστήριον θα πάρουν µαύρους δρόµους να διαρπάσωσι, νόστον ἄθλιον πάλιν γυρίσουν. σχήσουσι· σὲ δ᾽ Ἄρης Ἁρµονίαν τε Αλλά την Αρµονία κ' εσένα ο Άρης ῥύσεται θα σας γλιτώσει, θα σας πάει στη µακάρων τ᾽ ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον. χώρα των µακάρων, να δείτε καλό τέλος. 1340 ταῦτ᾽ οὐχὶ θνητοῦ πατρὸς ἐκγεγὼς λέγω Εγώ τα λέγω, ο ∆ιόνυσος, του ∆ία ∆ιόνυσος, ἀλλὰ Ζηνός· εἰ δὲ σωφρονεῖν κι όχι θνητού το τέκνο· φρονιµάδα αν εδείχνατε, αντί να την αρνιέστε, ἔγνωθ᾽, ὅτ᾽ οὐκ ἠθέλετε, τὸν ∆ιὸς γόνον θά 'χατε σύµµαχο το γιο του ∆ία εὐδαιµονεῖτ᾽ ἂν σύµµαχον κεκτηµένοι. και θάν ήσασταν τώρα ευτυχισµένοι. Κάδµος

ΚΑ∆ΜΟΣ

∆ιόνυσε, λισσόµεσθά σ᾽, ἠδικήκαµεν. ∆ιόνυσος 1345 ὄψ᾽ ἐµάθεθ᾽ ἡµᾶς, ὅτε δὲ χρῆν, οὐκ ᾔδετε. Κάδµος ἐγνώκαµεν ταῦτ᾽· ἀλλ᾽ ἐπεξέρχῃ λίαν. ∆ιόνυσος καὶ γὰρ πρὸς ὑµῶν θεὸς γεγὼς ὑβριζόµην. Κάδµος ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁµοιοῦσθαι βροτοῖς. ∆ιόνυσος πάλαι τάδε Ζεὺς οὑµὸς ἐπένευσεν πατήρ. Ἀγαύη 1350 αἰαῖ, δέδοκται, πρέσβυ, τλήµονες φυγαί.

∆ιόνυσε, σ' αδικήσαµε, έλεος κάµε ! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τώρα είν' αργά· ποιός µ' ήξερε όταν έπρεπε; ΚΑ∆ΜΟΣ Αχ, ναί· µα η τιµωρία σου παραπήγε. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μ' αψηφούσατε δα, θεός κι ας ήµουν ! ΚΑ∆ΜΟΣ ∆εν πρέπει σα θνητοί οι θεοί ν' αγριεύουν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Παλιόθε τα όρισε έτσι ο ∆ίας ο κύρης µου.

ΑΓΑΥΗ Αχ, γέρο, µαύρη ξενιτιά µπροστά µας! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ιόνυσος τί δῆτα µέλλεθ᾽ ἅπερ ἀναγκαίως ἔχει; Ό,τι είναι να γενεί, τί να χρονίζει; ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος ὦ τέκνον, ὡς ἐς δεινὸν ἤλθοµεν κακὸν Σε δυστυχία φριχτή βουλιάξαµε όλοι, σύ θ᾽ ἡ τάλαινα σύγγονοί τε η άµοιρη εσύ, κ' εγώ, κ' οι αδερφές σου· σαί, ξένος θα σύρω ο γέρος σ' άλλους ἐγώ θ᾽ ὁ τλήµων· βαρβάρους ἀφίξοµαι τόπους, 1355 γέρων µέτοικος· ἔτι δέ µοι τὸ θέσφατον κ' είναι γραφτό να φέρω στην Ελλάδα ἐς Ἑλλάδ᾽ ἀγαγεῖν µιγάδα βάρβαρον σµιγαδερό φουσάτο από βαρβάρους. στρατόν. Και του Άρη τη σπορά, την Αρµονία, καὶ τὴν Ἄρεως παῖδ᾽ Ἁρµονίαν, δάµαρτ᾽ τη σύζυγο µου, που την άγριαν όψη ἐµήν, του φιδιού όπως εγώ θά 'χει και δράκων δρακαίνης ἔχουσαν κείνη, σε βωµούς θα τη φέρω και σε τάφους ἀγρίαν ἄξω ᾽πὶ βωµοὺς καὶ τάφους Ἑλληνικούς, ελληνικούς µε αρµατωµένο ασκέρι· 1360 ἡγούµενος λόγχαισιν· οὐδὲ παύσοµαι και τα δεινά µου τελειωµό δε θα 'χουν· κακῶν ὁ τλήµων, οὐδὲ τὸν καταιβάτην µηδ' όταν τον Αχέροντα περάσω Ἀχέροντα πλεύσας ἥσυχος γενήσοµαι. τον υποχθόνιο, θά 'βρω τη γαλήνη. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη ὦ πάτερ, ἐγὼ δὲ σοῦ στερεῖσα φεύξοµαι.Πατέρα, δίχως σου κ' εγώ θα φύγω. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος 1365 τί µ᾽ ἀµφιβάλλεις χερσίν, ὦ τάλαινα παῖ, Τί ήρθες κοντά µου, δόλια θυγατέρα, ὄρνις ὅπως κηφῆνα πολιόχρων κύκνος; σαν άπλερο πουλί σε γέρο κύκνο; ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη

ποῖ γὰρ τράπωµαι πατρίδος ἐκβεβληµένη; Κάδµος οὐκ οἶδα, τέκνον· µικρὸς ἐπίκουρος πατήρ. Ἀγαύη χαῖρ᾽, ὦ µέλαθρον, χαῖρ᾽, ὦ πατρία πόλις· ἐκλείπω σ᾽ ἐπὶ δυστυχίᾳ 1370 φυγὰς ἐκ θαλάµων. Κάδµος στεῖχέ νυν, ὦ παῖ, τὸν Ἀρισταίου ... * Ἀγαύη στένοµαί σε, πάτερ. Κάδµος κἀγὼ , τέκνον, καὶ σὰς ἐδάκρυσα κασιγνήτας.

Πού να σύρω διωγµένη απ' την πατρίδα; ΚΑ∆ΜΟΣ ∆εν ξέρω, κόρη· λίγη η δύναµη µου. ΑΓΑΥΗ Σπίτι, σου αφήνω τώρα γεια, και πολιτεία µου πατρική, µισεύω µες στη συφορά, διωγµένη από τα µέρη µου. ΚΑ∆ΜΟΣ Κόρη µου, σύρε τώρα στου Αρισταίου... ΑΓΑΥΗ Θρηνώ για σε, πατέρα. ΚΑ∆ΜΟΣ Κ' εγώ κλαίγω για σένα και τις άλλες σου αδερφάδες. ΑΓΑΥΗ Αληθεία, µαύρη συφορά ο αφέντης µας ο ∆ιόνυσος έριξε µες στα σπίτια σου !

Ἀγαύη δεινῶς γὰρ τάνδ᾽ αἰκείαν 1375 ∆ιόνυσος ἄναξ τοὺς σοὺς εἰς οἴκους ἔφερεν. ΚΑ∆ΜΟΣ ∆ιόνυσος Φριχτά δα του φερθήκατε, στη Θήβα καὶ γὰρ ἔπασχον δεινὰ πρὸς ὑµῶν, να µην το προσκυνάτε τ' όνοµά του. ἀγέραστον ἔχων ὄνοµ᾽ ἐν Θήβαις. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Ώρα καλή, πατέρα. χαῖρε, πάτερ, µοι. ΚΑ∆ΜΟΣ Κάδµος Ώρα καλή σου χαῖρ᾽, ὦ µελέα 1380 θύγατερ. χαλεπῶς ἐς τόδ᾽ ἂν ἥκοις. εσένα, κόρη δύστυχη, κι ας είναι δύσκολο να γνωρίσεις καλήν ώρα. ΑΓΑΥΗ Ἀγαύη Βάγιες, πάρτε µε εσείς από δω, ἄγετ᾽, ὦ ποµποί, µε κασιγνήτας φέρετε µε τις δόλιες να βρω ἵνα συµφυγάδας ληψόµεθ᾽ οἰκτράς. αδερφάδες µου, αντάµα να φύγουµε. ἔλθοιµι δ᾽ ὅπου Αχ, να σύρω σε µέρη µήτε Κιθαιρὼν µιαρὸς που το θύρσο κανείς να µην ξέρει! 1385 µήτε Κιθαιρῶν᾽ ὄσσοισιν ἐγώ, µήθ᾽ ὅθι θύρσου µνῆµ᾽ ἀνάκειται· Βάκχαις δ᾽ ἄλλαισι µέλοιεν. Χορός πολλαὶ µορφαὶ τῶν δαιµονίων,

Μολεµένος ποτέ µη µε δει Κιθαιρώνας κι ούτ' εµένα τα µάτια µου πια να τον δούνε ! Άλλες βάκχες αυτά να γνοιαστούνε! ΧΟΡΟΣ Πολλές το θείο έχει µορφές, κι από τ' ανέλπιστα οι θεοί

πολλὰ δ᾽ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί· 1390 καὶ τὰ δοκηθέντ᾽ οὐκ ἐτελέσθη, τῶν δ᾽ ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός. τοιόνδ᾽ ἀπέβη τόδε πρᾶγµα.

αληθινά βγάνουν πολλά· τα πρόσµενες δεν έγιναν και τ' απροσµόνετα ο θεός βρήκε έναν τρόπο να γενούν. Η πράξη τό 'δειξε κ' εδώ.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF