Πνευματικό Ίδρυμα «ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΣ»
∆ΗΜΟΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
Ι∆ΡYMA ∆ΙΕΘΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΡΙΣΠΗ ΚΑΙ ∆Ρ. Α. ΣΑΜΑΡΑ-ΚΡΙΣΠΗ
Διεθνείς Σχέσεις, Ιστορία και Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδος στην εποχή του Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια
23
ΝΑΥΠΛΙΟ 25 & 26.6.2010 Αίθουσα Δημοτικού Θεάτρου «ΤΡΙΑΝΟΝ»
Πνευματικό Ίδρυμα «ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΣ»
Ι∆ΡYMA ∆ΙΕΘΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
∆ΗΜΟΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΡΙΣΠΗ ΚΑΙ ∆Ρ. Α. ΣΑΜΑΡΑ-ΚΡΙΣΠΗ
∆ιημερίδα
∆ιεθνείς Σχέσεις, Ιστορία και Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδος, στην εποχή του Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια
«ΤΡΙΑΝΟΝ» ΝΑΥΠΛΙΟΥ (Πλατεία Συντάγματος) 25 και 26 Ιουνίου 2010
2011
Ι∆ΡΥΜΑ ∆ΙΕΘΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΡΙΣΠΗ και ∆ρ. Α. ΣΑΜΑΡΑ-ΚΡΙΣΠΗ • ∆ιεθνείς Σχέσεις, Ιστορία και Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδος, στην εποχή του Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια FOUNDATION FOR INTERNATIONAL LEGAL STUDIES of Prof. ELIAS KRISPIS and Dr. A. SAMARA-KRISPI • International Relations, History and Greek Foreign Policy, in the era of Governor «Ioannis Kapodistrias» Επιμέλεια ύλης και εκδόσεως του τόμου: ∆ρ. Αναστασία Σαμαρά-Κρίσπη Επιστημονική Συνεργάτις: Ευαγγελία Κυριαζή-Νάκου Χ ο ρ η γ ό ς: Ίδρυμα ∆ιεθνών Νομικών Μελετών
Aθήνα Ιπποκράτους 23 - 106 79 Αθήνα Τηλ.: (+30 210) 33.87.500, Fax: (+30 210) 33.90.075 Θεσσαλονίκη Φράγκων 1 - 546 26 Θεσσαλονίκη Τηλ.: (+30 2310) 535.381, Fax: (+30 2310) 546.812 Εθνικής Αμύνης 42 - 546 21 Θεσσαλονίκη Τηλ.: (+30 2310) 244.228, Fax: (+30 2310) 244.230 http://www.sakkoulas.gr email:
[email protected] H πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά το Ν. 2121/1993 και κατά τη ∆ιεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη και του συγγραφέα.
Το Ι∆ΡΥΜΑ ∆ΙΕΘΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ευχαριστεί θερμώς τον ∆ΗΜΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ και το Πνευματικό Ίδρυμα «ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΣ», για την ευγενή συνεργασία, την παραχώρηση της ∆ημοτικής Αίθουσας «Τριανόν», για τον σκοπό της Ημερίδας, και για την εκτύπωση των προσκλήσεων.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Χαιρετισμοί • Χ α ι ρ ε τ ι σ μ ό ς του Αντιδημάρχου Ναυπλιέων Κων. Τσιόδρα εκ μέρους του ∆ημάρχου Ναυπλιέων ∆. Αναγνωσταρά ...................
3
• Χ α ι ρ ε τ ι σ μ ό ς του Αντιπροέδρου του Ιδρύματος ∆ιεθνών Νομικών Μελετών Καθηγητή Η. Κρίσπη ..............................................
5
• Χ α ι ρ ε τ ι σ μ ό ς της Προέδρου του Ιδρύματος ∆ιεθνών Νομικών Μελετών ∆ρ. Αναστασίας Σαμαρά-Κρίσπη ................................
7
• Χ α ι ρ ε τ ι σ μ ό ς του Προέδρου της Εταιρίας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας κ. Τηλέμαχου Μαράτου .................................................... 11
25 Ιουνίου 2010. 1η Συνεδρία Προεδρεύων: κ. Βασίλειος Χαραμής, Πρόεδρος του Πνευματικού Ιδρύματος «Ιωάννης Καποδίστριας»
Εισηγήσεις • Βασίλειος Χαραμής, Πρόεδρος Πνευματικού Ιδρύματος «Ιωάννης Καποδίστριας», Καποδίστριας ως ενσαρκωτής του πολιτικού πολιτισμού ..................................................................................................
15
• Χρήστος Πιτερός, Αρχαιολόγος, ∆. ΕΚΠΑ Ναυπλίου, Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο .................................................................. 29 • Γεώργιος Τσατήρης, Πρόεδρος ∆ημοτικού Συμβουλίου του ∆ήμου Αίγινας, ∆ικηγόρος, Υπεύθυνος του ∆ικτύου Πόλεων «Ιωάννης Καποδίστριας», Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια .................................................... 49
26 Ιουνίου 2010. 2η Συνεδρία Προεδρεύουσα: ∆ρ. Αναστασία Σαμαρά-Κρίσπη, Πρόεδρος Ιδρύματος ∆ιεθνών Νομικών Μελετών
Εισηγήσεις • Σπύρος Νικολάου, Γενικός Γραμματέας Εταιρείας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, τ. Σύμβουλος Επικρατείας, ∆ικηγόρος, Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία 71
VIII
Περιεχόμενα
• Αρετή Φεργάδη-Τούντα, Καθηγήτρια, Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων ......................................................... 99 • Ελένη ∆ιβάνη, Καθηγήτρια, Ο αγώνας του Ιωάννη Καποδίστρια για τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων ............................................ 143 • Χάρης Καραμπαρμπούνης, Πρέσβης ε.τ., Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη (1803-1822) .......................................................................................................... 159 • Γεώργιος Πουκαμισάς, Πρέσβης της Ελλάδος στο Βουκουρέστι Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα ........................................................................................... 177
26 Ιουνίου 2010. 3η Συνεδρία Προεδρεύων: κ. Γεώργιος Κ. Στεφανάκης, Πρόεδρος του Ιδρύματος Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και Αντιπρόεδρος της Ε.ΜΕ.Ι.Σ.
Εισηγήσεις • Αντώνης Μπρεδήμας, Καθηγητής, Η αντιμετώπιση της πειρατείας στην εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια ................................................ 197 • Κωνσταντίνος Τριτάρης, Πρέσβης, ε.τ., Η συμβολή του Καποδίστρια στην εδραίωση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας της Ελβετίας ........................................................................................................ 209 • Βασίλειος Κασάπογλου, Πανεπιστημιακός, Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος ................ 223 • Γεώργιος Κ. Στεφανάκης, Πρόεδρος του Ιδρύματος Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας. Ο Ποινικός Καταλογισμός της Εκτέλεσης του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια ................................ 269
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟI
Χαιρετισμός του Αντιδημάρχου Ναυπλιέων Κων. Τσιόδρα εκ μέρους του ∆ημάρχου Ναυπλιέων ∆. Αναγνωσταρά
Αιδεσιμότατοι, αξιότιμοι κύριοι Πρέσβεις και Καθηγητές, Κύριοι Πρόεδροι, του Ιδρύματος ∆ιεθνών Νομικών Μελετών και της Εταιρίας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, καθώς και του Πνευματικού Ιδρύματος της πόλης μας «Ιωάννης Καποδίστριας», Κύριε Αντινομάρχη, Αγαπητοί προσκεκλημένοι, Κυρίες και Κύριοι, Μεταφέροντας τους θερμούς χαιρετισμούς και τις ευχές του δήμαρχου Ναυπλιέων κ. Αναγνωσταρά, που από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του απουσιάζει, για την επιτυχία των εργασιών της ∆ιημερίδας, που είναι αφιερωμένη στον κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, σας καλωσορίζω στην πόλη μας, όπου δυστυχώς έμελλε να αφήσει και την τελευταία του πνοή. Με την ευκαιρία των εργασιών της σημαντικής αυτής διημερίδας θα ήθελα να σας πω λίγα λόγια. Η απόφαση της Τροιζήνας είναι πολύτιμο ορόσημο, τόσο για το Ναύπλιο που το όρισε ως πρώτη Πρωτεύουσα του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, όσο και για την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια που τον όρισε ως πρώτο Κυβερνήτη. Στη μορφή αυτή του Ιωάννη Καποδίστρια συναιρούνται αρετές, όπως η υψηλή αίσθηση του χρέους, η ανιδιοτέλεια, η προσήλωση σε συγκεκριμένους στόχους καθώς και η αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων.
4
Χαιρετισμοί
Από το πρόγραμμα των εργασιών της διημερίδας αυτής καταλαβαίνω ότι θα εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα από ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις που θα συμβάλουν στην Καποδιστριακή βιβλιογραφία. Απευθύνω και εκ μέρους του κ. ∆ημάρχου θερμότατες ευχαριστίες στους διοργανωτές και ιδιαίτερα στο «Ι∆ΡΥΜΑ ∆ΙΕΘΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ» του καθηγητή κ. Ηλία Κρίσπη & της ∆ρος. Αναστασίας Σαμαρά–Κρίσπη, που είχε και την πρωτοβουλία των κινήσεων πραγματοποίησης της εκδήλωσης. Σήμερα, με την εδώ παρουσία μας τιμάμε την σεπτή μνήμη του Κυβερνήτη, καθώς και της αείμνηστης Ελένης Κούκου που πέρασαν σχεδόν τέσσερα (4) χρόνια από την ημέρα του θανάτου της, η οποία ερευνώντας τίμησε τον Κυβερνήτη, αλλά και την πόλη μας, το Ναύπλιο, στην οποία πρωτοστάτησε για τη δημιουργία του Ν.Π.∆.∆. «Ι∆ΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΣ», το οποίο δημιουργεί συνεχώς και προβάλλει την ιστορία της πόλης προπαντός δε τη μορφή του Ιωάννη Καποδίστρια. Καλή επιτυχία στις εργασίες σας και καλή διαμονή στη πόλη μας.
Χαιρετισμός του Αντιπροέδρου του Ιδρύματος ∆ιεθνών Νομικών Μελετών Καθηγητή Η. Κρίσπη
Κυρίες και Κύριοι, Είναι ιδιαίτερα μεγάλη η συγκίνηση και η χαρά, να απευθύνω από την θέση αυτή, στην ιστορική πόλη του Ναυπλίου και από το βήμα του ∆ημοτικού Θεάτρου «ΤΡΙΑΝΟΝ» εναρκτήριο χαιρετισμό της σημερινής Ημερίδας εκ μέρους του Ιδρύματος ∆ιεθνών Νομικών Μελετών. Απευθύνουμε θερμότατες ευχαριστίες στον ∆ήμο Ναυπλίου και τον αξιότιμο κύριο ∆ήμαρχο Ναυπλίου κ. Αναγνωσταρά. Επίσης, στο Πνευματικό Ίδρυμα «Ιωάννης Καποδίστριας» και ιδιαίτερα στον αξιότιμο Πρόεδρο του Ιδρύματος κύριο Βασίλειο Χαραμή, ο οποίος πολλαπλώς και με ευγενή ζήλο συνέβαλε, σε συνεργασία με το Ίδρυμα ∆ιεθνών Νομικών Μελετών, στην πραγματοποίηση της Ημερίδας αυτής, σήμερα, στο Ναύπλιο. Εγκάρδια επίσης ευχαριστούμε τον κ. Χρήστο Πιτερό, ∆ιευθυντή Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδος, καθώς και τον κ. Γιώργο Τσατήρη, Πρόεδρο του ∆ημοτικού Συμβουλίου Αίγινας και υπεύθυνο ∆ικτύου Πόλεων «Ιωάννης Καποδίστριας». Τέλος, εγκάρδιες ευχαριστίες απευθύνουμε στην Εταιρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, η οποία συμμετέχει με δύο αξιολογότατους εισηγητές στην σημερινή Ημερίδα, καθώς και κυρίως σε όλους τους εισηγητές, οι οποίοι, με μεγάλη προθυμία δέχθηκαν να συμβάλουν στην πραγματοποίησή της, με εκλεκτές και επιλεγμένες εισηγήσεις, από τις οποίες, αβίαστα προβάλλει η διαχρονικότητα των αξιών της πολιτικής του Κυβερνήτη και η ευρωπαϊκή διπλωματική διάσταση της εποχής του, με πολυδιάστατο και αξιοσημείωτο ενωτικό και ειρηνικό πνεύμα. Κυρίες και Κύριοι, Σε πείσμα των λίαν δυσχερών καιρών που διανύει ο τόπος μας, με αβέβαιο μέλλον και πολλαπλούς έντονους προβληματισμούς και αδιέξοδα , σε ατομικό και συλογικό κοινωνικό επίπεδο, επιλέξαμε ενσυ-
6
Χαιρετισμοί
νείδητα, το ευγενές και πολυδιάστατο αυτό θέμα της σημερινής Ημερίδας, με επίκεντρο τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, την πολιτική, πολυπολιτισμική, διπλωματική και ταυτόχρονα ευρωπαϊκή διάσταση του δυσχερούς έργου που επιτέλεσε, καθώς και την πολιτική συνεισφορά του στο Νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, ως δημιουργός της ελεύθερης Ελληνικής Πολιτείας, και όχι μόνον, δεδομένου ότι διαδραμάτισε σημαντικώτατο ρόλο στα πολιτικά της Ευρώπης της εποχής του, με γνώμονα της ειρηνική συνεργασία και ενότητα. Έτσι, το Ίδρυμά μας [το οποίο και στο παρελθόν (2006), ας μας επιτραπεί να αναφέρουμε, διοργάνωσε, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, εκδήλωση αφιερωμένη στην εξωτερική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου], με ιδιαίτερη ευαισθησία συμμετέχει στις εργασίες της σημερινής Ημερίδας για τον Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια, του οποίου το φαεινό παράδειγμα, είθε να φωτίζει και να σηματοδοτεί την ανάπτυξη μιας ανώτερης ποιοτικά πολιτικής, εθνικής, αλλά και ευρωπαϊκής πορείας.
Χαιρετισμός της Προέδρου του Ιδρύματος ∆ιεθνών Νομικών Μελετών ∆ρ. Αναστασίας Σαμαρά-Κρίσπη
Κυρίες και Κύριοι, Κατά τον Ιωάννη Καποδίστρια, ουσιαστικός στόχος, ταυτόχρονα όμως και όραμα για την επίτευξη μιας θεμελιώδους και διαρκούς καταστάσεως ειρήνης στην Ευρώπη, αποτελούσε η καθιέρωση της αρχής της ουδετερότητας στα ευρωπαϊκά κράτη και στην Γερμανική Συνομοσπονδία, με ενσωμάτωση σ’ αυτή όλων των ευρωπαϊκών ομόσπονδων κρατών, όπως της ∆ανίας κλπ. Προσπαθώντας να θέσει τις βάσεις ενός σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κράτους, κινήθηκε για να αναλάβει την ∆ιοίκηση των Ελλήνων και του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, σε καίριους τομείς, όπως εκείνος της Εθνικής Οικονομίας, της ∆ημόσιας Εκπαίδευσης, στην οποία απέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία, δημιουργώντας σχολεία και εκπαιδευτήρια, του Τομέα της Εθνικής Άμυνας και ∆ικαιοσύνης, των Ατομικών Ελευθεριών και ∆ικαιωμάτων. Ιδιαίτερο πιστεύω του αποτέλεσε ότι στο πλαίσιο ανασυγκρότησης των θεσμών, ο ελληνικός λαός πρέπει, όσο το δυνατόν περισσότερο να συμμετέχει στην Παιδεία, διότι μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά πολιτική ωρίμανση που θα ενίσχυε τον ελληνικό εθνισμό και την εθνική αποκατάσταση, ταυτόχρονα δε και την βαθμιαία πολιτική απεξάρτηση από τις προστάτιδες δυνάμεις. Η εκπαιδευτική προσπάθεια του Κυβερνήτη, τόσο στα Ιόνια νησιά αρχικώς, όσο και στην ελεύθερη-μετατουρκοκρατούμενη Ελλάδα, εστιάστηκε ακριβώς στην λαϊκή συμμετοχή στην Παιδεία. Ιδιαίτερη σημασία έχει, η ιδιότητα του Καποδίστρια ως Ευρωπαίου ∆ιπλωμάτη, στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Σε μία άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη του, «Το Ευρωπαϊκό Όραμα του Ιωάννη Καποδίστρια», ο Ανδρέας Κούκος τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο Καπο-
8
Χαιρετισμοί
δίστριας είναι ο «πρώτος Ευρωπαϊστής, αφού ασχολείται με το θέμα της Ευρωπαϊκής Ενότητας, 100 χρόνια περίπου πριν την υλοποίηση της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης, αμφισβητώντας, ως Υπουργός επί των Εξωτερικών Υποθέσεων, την κυριαρχία των τεσσάρων Μεγάλων ∆υνάμεων, όπως απέρεαν από τις Συνθήκες του 1815 (Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, 20.11.1815 – Συνθήκη της Ιερής Συμμαχίας, 26.9.1815 και Τοπική Πράξη, 9.6.1815 με την οποία κλείνει το Συνέδριο της Βιέννης) και εισάγοντας, υπομνηματικά το προσχέδιο για μία πανευρωπαϊκή συνεργασία. Στην Οργάνωση του Ευρωπαϊκού Συστήματος επεσήμανε δύο βασικούς παράγοντες που το επηρρεάζουν. Τον εδαφικό και τον πολιτειακό, για την επίτευξη των οποίων προϋποτίθενται αναμορφωτικές, όμως ειρηνικές και χωρίς την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων, μεταρρυθμίσεις. Μία εξόχως ενδιαφέρουσα διάσταση, αποτελεί και η αποστολή του Καποδίστρια στην Ελβετία (1813-1814), στον οποίο ο Τσάρος Αλέξανδρος, καλώντας τον στο Γενικό Επιτελείο του στην Φρανκφούρτη, μετά την μάχη της Λειψίας, του ανέθεσε την πρώτη του διπλωματική αποστολή, προκειμένου να διασωθεί μία δημοκρατική χώρα, που κινδύνευε να υποδουλωθεί, συνεπεία του γαλλικού απολυταρχισμού. Ίσως από την ενοποιητική προσπάθεια του Κυβερνήτη, άμβλυνσης, συντονισμού των αντιπαραθέσεων και έλεγχο των πολιτικών συμφερόντων, να εκπορεύεται σε έντονο βαθμό η Ευρωπαϊκή Ιδέα1. Πιστεύουμε ότι το εύρος των επιστημονικών και εμπεριστατωμένων εισηγήσεων, που θα ακουσθούν από τους εκλεκτούς Εισηγητές της ∆ιημερίδος, θα αναδειχθούν οι πολιτικοί χειρισμοί και τα σημαντικότερα σημεία της πολυδιάστατης πολιτικής, του Κυβερνήτου της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια. 1. Για περισσότερες λεπτομέρειες επί του θέματος «Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Ευρωπαϊκή Ιδέα», παραπέμπουμε στα Πρακτικά του Συνεδρίου στην Αίγινα, στις 22 Νοεμβρίου 2008 και 21 Ιουνίου 2009, με θέμα «Ιωάννης Καποδίστριας, Αλτιέρο Σπινέλι–Ευρώπη», που οργανώθηκε από το ∆ίκτυο Πόλεων «Ιωάννης Καποδίστριας», σελ. 22-76. Τα Πρακτικά του Συνεδρίου τέθηκαν στη διάθεσή μας, με την ευγενή μέριμνα του κ. Γεωργίου ∆. Τσατήρη, Προέδρου ∆ημοτικού Συμβουλίου Αιγίνης, ∆ικηγόρου.
Χαιρετισμοί
9
Ευχαριστούμε θερμότατα όλους τους αρμόδιους φορείς του Ναυπλίου για την διοργάνωση της σημερινής ∆ιημερίδας και ιδιαίτερα τους κύριους Εισηγητές, που με μοναδική προθυμία και ενδιαφέρον ανταποκρίθηκαν στο αίτημα του Ιδρύματος ∆ιεθνών Νομικών Μελετών, να συμμετάσχουν στη ∆ιημερίδα.
Χαιρετισμός του Προέδρου της Εταιρίας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας κ. Τηλέμαχου Μαράτου
Ο καταπληκτικός αυτός πολύπλευρος διανοητής, προϊόν του Ευρωπαϊκού ∆ιαφωτισμού, θερμός πατριώτης και λάτρης του Ελληνικού ιδεώδους, επωμίσθη το γιγάντιο έργο της δημιουργίας του πρώτου Ελληνικού Κράτους. Το Ελληνικό Έθνος – όπως άλλωστε και τα περισσότερα έθνη της Ευρώπης στους χρόνους που ακολούθησαν την Γαλλική Επανάστασηπαρά τις τοπικές διαφορές στις διαλέκτους της γλώσσας, ενδυμασία και ήθη, είχε μία κοινή συνείδηση εθνικής ταυτότητος. Αλλά, δεν ήταν συγκροτημένο σε κρατική οντότητα και διοίκηση. Ο Καποδίστριας για να δυνηθεί να δημιουργήσει ένα Κράτος σύμφωνο με τις προοδευτικές του ιδέες, έπρεπε πρώτα να ‘ξαναφτιάξει’ τους Έλληνες, να τους κάνει δηλαδή από Βαλκάνιους διηρημένους σε ‘φάρες’, ‘φυλές’ και άλλες ομάδες σε ένα ενιαίο σώμα, συμβατό με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Αυτό ήταν απαραίτητο για την εφαρμογή της ισονομίας, της τάξεως και της δικαιοσύνης. Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν τις περιστάσεις και τις συνθήκες που αντιμετώπισε, το έργο του ήταν τεράστιο και πράγματι εκπληκτικό. ∆εν κατόρθωσε να το τελειώσει – για τους γνωστούς λόγους. Εμείς οι νεώτεροι Έλληνες οφείλουμε να τιμούμε την μνήμη του και να θεωρούμε ευτύχημα για την Πατρίδα μας ότι εκυβέρνησε έστω και για λιγώτερα από τέσσερα χρόνια θέτοντας της βάσεις της κρατικής μας οργάνωσης και φροντίζοντας για την υλική και πνευματική άνοδο της Πατρίδας μας τα δύσκολα εκείνα χρόνια που μόλις καταφέραμε να απαλλαγούμε από τα δεινά της δουλείας τεσσάρων αιώνων.
12
Χαιρετισμοί
Έτσι με πλήρη συναίσθηση της οφειλής μας προς τον μεγάλο αυτόν Έλληνα χαιρετίζω την διοργάνωση και την πραγματοποίηση της σημερινής συγκεντρώσεως στην πόλη του Ναυπλίου.
25 Ιουνίου 2010 1η Συνεδρία
Προεδρεύων: κ. Βασίλειος Χαραμής, Πρόεδρος του Πνευματικού Ιδρύματος «Ιωάννης Καποδίστριας» Ε ι σ η γ ή σ ε ι ς: • κ. Βασίλειος Χαραμής, Πρόεδρος του Πνευματικού Ιδρύματος «Ιωάννης Καποδίστριας»: «Ο Καποδίστριας ως ενσαρκωτής του πολιτικού πολιτισμού» • κ. Χρήστος Πιτερός, Αρχαιολόγος, ∆ιευθυντής Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδος: «Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο». • κ. Γεώργιος Τσατήρης, Πρόεδρος ∆ημ. Συμβουλίου του ∆ήμου Αιγίνης, ∆ικηγόρος, Υπεύθυνος του ∆ικτύου Πόλεων «Ιωάννης Καποδίστριας: «Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια».
Καποδίστριας ως ενσαρκωτής του πολιτικού πολιτισμού Βασίλειος Χαραμής Πρόεδρος Πνευματικού Ιδρύματος «Ιωάννης Καποδίστριας»
∆ύο είναι οι μεγάλες παρακαταθήκες της πόλης του Ναυπλίου στο νεότερο ελληνικό κράτος, και οι δύο αυτές παρακαταθήκες ανήκουν στη σφαίρα του πνευματικού πολιτισμού. Συγκεκριμένα αυτές είναι, ο πολιτισμός ψυχής του Ιωάννη Καποδίστρια, που ένα μεγάλο μέρος αυτού το κατέθεσε στο έθνος από την πόλη του Ναυπλίου και αυτός ο πολιτισμός απετέλεσε την κρηπίδα σε ό,τι γενικά οικοδόμησε κατά την διακυβέρνηση αυτού του τόπου. Η δεύτερη παρακαταθήκη είναι το «όχι δεν υπογράφομεν», η γενναία αυτή απάντηση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωΐδη κάτω από την απειλή των όπλων σχετικά με την εις θάνατον καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη1, στάση που ανέδειξε νομικό πολιτισμό εφ’ όσον αποφασιστικός παράγοντας και αρμόδιος κριτής είναι η ελευθέρα συνείδηση των δύο αυτών ανθρώπων και τέτοια αρμοδιότητα ούτε ο νομοθέτης έχει, ούτε το κράτος, ούτε το κόμμα, ούτε η πλειοψηφία. Και μας διδάσκουν ότι η ελευθερία της συνείδησης δεν πρέπει να θίγεται από καμιά σκοπιμότητα ούτε στο απειροελάχιστο. Επ’ ευκαιρία δε της αναφοράς μας στα δύο αυτά μεγάλα ονόματα της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής δικαιοσύνης, πρέπει ν’ αναρωτηθούμε πόσες φορές ο δικαστής δεν αίρει το σταυρό του; Αλλά τότε και μόνο τότε είναι δικαστής. Και
1. Βλ. τα υπ αριθμ. 448,449 έγγραφα των αποφάσεων του Εγκληματολογικού ∆ικαστηρίου του Ναυπλίου που περιέχονται στη «ΝΑΥΠΛΙΑ» του Μ. Λαμπρινίδη σελ.578-588 και γενικά περί της δίκης του Κολοκοτρώνη.
16
Βασίλειος Χαραμής
δικαστής είναι εκείνος που έχει τη δύναμη να λυπήσει κυβερνήσεις, όχλους και τύπο και να πει σιωπή. Αν αγαπητοί μου το γεγονός αυτό δεν θεωρείται νομικός πολιτισμός, διερωτάται κανείς τι θα μπορούσε να θεωρείται, σε μια εποχή μάλιστα που όχι μόνο νομική επιστήμη δεν υπήρχε στην Ελλάδα αλλά ούτε στοιχειώδες πανεπιστήμιο. Επανερχόμενοι στο πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια, που η διημερίδα μας είναι αφιερωμένη, ενσαρκώνεται ο πολιτικός πολιτισμός, όρος στον οποίο νοηματικά θα σταθούμε διότι σήμερα όλο και περισσότερο λέγεται, προσδιορίζοντας ακόμη και συμπεριφορές που θεωρούνται αυτονόητες. Πρέπει ο όρος αυτός να εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στους τρόπους «ευπρεπούς συμπεριφοράς» ανάμεσα στους πολιτικούς αντιπάλους όπως συμβαίνει συνήθως; Όμως η πολιτική και η τέχνη της δεν είναι σαλόνι που ανταλλάσσονται φιλοφρονήσεις. Ασφαλώς και θα δεχτούμε μια τέτοια ερμηνεία του όρου, ότι δηλαδή οι καλοί τρόποι είναι πολιτικός πολιτισμός αλλά οι αξιοπρεπείς σχέσεις είναι παρεπόμενο ή συνέπεια στην όποια πολιτική στοχεύει στην άνοδο του ατόμου και της κοινωνίας, η οποία πρόοδος ασφαλώς έχει ως προϋπόθεση το στοιχείο της ποιότητας. Αλλά για να υπάρξει ποιότητα πρέπει απαραίτητα η πολιτεία, κατ’ επέκταση η κοινωνία να είναι γερά θεμελιωμένη πάνω στις υπερχρόνιες αξίες του πολιτισμού. Η δε πολιτεία, να αποτελέσει εκπαιδευτήριο που να εμπνέει την αρετή, να μη διδάσκει το έχειν και το κατέχειν αλλά ότι η αρετή είναι το συμφέρον αν το κράτος θέλει να έχει διάρκεια θάλλουσα ως και αντιστάσεις σε επερχόμενα δεινά. Και να έρθουμε στον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος είχε αυτό τον άχαρο ρόλο της συγκρότησης κράτους. Eίχε βαθιά επίγνωση τι είδος κράτος αλλά και τι πολίτη έπρεπε το κράτος αυτό να διαπλάσει. Επιμελώς προσεγγίζοντας το μεγάλο του έργο διαπιστώνουμε ότι αυτός όχι απλά και μόνο απέβλεπε στην τεχνική σημασία του όρου δηλαδή στη δημιουργία ενός μηχανισμού διοίκησης, εκπαίδευσης, άμυνας, αστυνόμευσης κλπ. Αλλά σύμφωνα με υπάρχουσες πλείστες μαρτυρίες, επεδίωκε ο,τιδήποτε θεμελι-
Καποδίστριας ως ενσαρκωτής του πολιτικού πολιτισμού
17
ωθεί για να λειτουργήσει στο πλαίσιο του νέου κράτους, έπρεπε να λάβει και πνευματική υπόσταση που να μπορεί να προσανατολίζει τον πολίτη σε αξίες, ώστε αυτός να ανέρχεται καθημερινά. Με άλλα λόγια επιθυμούσε τη δημιουργία ενός έμψυχου κράτους που οι ίδιοι οι πολιτικοί να γίνονται υποδείγματα να εμπνέουν και να παραδειγματίζουν με την προσωπική και δημόσια ζωή και να είναι έτοιμοι να θυσιαστούν, στην περίπτωση που αυτό θα τους ζητηθεί και πάνω απ’ όλα αυτοί να βρίσκονται σε μέθεξη με τις αρετές, των οποίων η κοινωνία υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς. Η αντίληψη, ότι η πολιτική καθ’ αυτή διαμορφώνει τον πολιτισμό, φαίνεται από τον ανθρωπισμό που αυτός εκδήλωνε με την εναγώνια καθημερινή του φροντίδα προς τους ταλαιπωρημένους γραικούς, θύματα της σκλαβιάς και των εμφύλιων σπαραγμών. Υψώνει το ηθικό του ανάστημα και προβάλλει τους ηθικούς νόμους και την επιτέλεση του καθήκοντος. Πίστευε σε μια έμψυχη κρατική μηχανή πάνω απ’ όλα ανθρώπινη για να σταθεί κοντά στον έλληνα, γαλουχημένο από τον ραγιαδισμό τεσσάρων και πλέον αιώνων που κατά τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, «αυτός δεν αποβάλλεται εύκολα και έχει ο ραγιαδισμός δύο όψεις την ευτέλεια εμπρός στον κρατούντα και τη δυσπιστία σχεδόν την έχθρα, απέναντι σε κάθε εξουσία, κάποτε την ευτέλεια την αντικαθιστά το αντίθετό της, το πνεύμα της υποταγής, της ανταρσίας. Η δυσπιστία πάλι, αυτή αντιθέτως συνεχίζεται αναλλοίωτη είτε το κράτος είναι κράτος βίας είτε είναι κράτος δικαίου»2. Ο Καποδίστριας γνώστης αυτής της πνευματικής αβιταμίνωσης και καχεξίας και εξαιτίας του ραγιαδισμού, πάση θυσία, πιστεύει ακράδαντα ότι πρέπει να θεμελιώσει μαζί με το κράτος και τον μηχανισμό του τις βαθύτερες ανάγκες του πολίτη που δεν ήσαν 2. Κ. Τσάτσος, Ιωάννης Καποδίστριας, ∆ιακόσια χρόνια από τη γέννησή του, Αθήνα 1976, εκδ. Οργανισμός Εκδόσεως ∆ιδακτικών Βιβλίων σελ. 14 Βλ. και τον συλλογικό τόμο «Έτος Καποδίστρια. Οι επίσημες ομιλίες», Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1978 σελ 7.
18
Βασίλειος Χαραμής
άλλες από τις πνευματικές. Μια τέτοια λοιπόν οικοδομή χρειάζεται η θεμελίωσή της να έχει μεγάλο βάθος και στερεότητα. Ασφαλώς η φωνή που ακούγεται μέσα του δεν ήταν άλλη από τη φωνή της προσφοράς, όχι μόνο υλικής αλλά και πνευματικής. Τον διακατείχε η κοσμοθεωρία της πλατωνικής «μέθεξης» ή της πρόσκτησης της αρετής(κεκτημένο στοιχείο από τις φιλοσοφικές του σπουδές στην Ιταλία3), καθώς και της χριστιανικής πίστης στοιχείο της οικογενειακής του παράδοσης. Πράγματι ο ανθρωπισμός του που εκδηλώνεται απ’ τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του, ξεκινάει με τις θεμελιώδεις προτάσεις υπερφυσικής πίστεως, οι δε αναφορές του στο θείο, ιδιαίτερα στην πρόνοια του Θεού, δεν απολείπουν σχεδόν καθόλου από όλα τα κείμενά του, που ιδιαίτερα αυτές είναι κατάσπαρτες στην προσωπική του επιστολογραφία,«αφήνοντες το μέγα κατόρθωμα τούτο εις την Θείαν Πρόνοιαν ήτις μόνην η κυρία των εθνών»4. Για τον Καποδίστρια η εξουσία αλλά και η κοινωνία οφείλουν να έχουν ηθική θεμελίωση, είναι διακηρύξεις που τις έκανε και πριν από τον ερχομό του στην Ελλάδα ,ως κυβερνήτης, στο μανιφέστο του: «ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΩΣ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΘΕΙ ΤΩΝ ΓΡΑΙΚΩΝ Η ΣΤΑΣΙΣ»5. Πρόκειται για κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε στα πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών από την Ελένη Κούκου, τη μνήμη της οποίας τιμούμε και σήμερα με την παρούσα εκδήλωση. Μεταξύ λοιπόν πολλών του παραινέσεων γράφει: «Η προς τους συμπατριώτες ημών ευεργεσία δια μόνην την αγάπην του καλού και χωρίς κανέναν άλλον οποιονδήποτε σκοπόν, η βελτίωσις δια τούτου της νυν καταστάσεως των και η προπαρασκευασία των ουτω δια τα μεγάλα εκείνα καλά ενός ηθικού πολιτισμού, αποφεύγοντες το να στηρίξομεν τον πολιτισμόν τούτον επάνω στις βάσεις του αυτοπροαιρέτου…», στη συνέχεια 3. D. Arliotti, σελ 3 – Κ. Καιροφύλα. Τα νεανικά χρόνια του Καποδίστρια. Αθήνα 1936 σελ 7 κ.α. 4. ο.π. 3 και Ε. Κούκου 5. Βλ. Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών τομ. 72, τεύχος Α΄1997 Ελένης Κούκου.
Καποδίστριας ως ενσαρκωτής του πολιτικού πολιτισμού
19
σε άλλο σημείο γράφει: «αλλ’ ημείς δεν έχομεν μόνον χρείαν από την φιλοσοφικήν ανατροφήν μόνην. Η πατρίς επιζητεί και άλλην έτι, και αυτή είναι η ηθική», και «…άνθρωπος όστις απέριψεν επανωθείς προ ολίγου τον ζυγόν δύναται να εκτείνη ταχέως τον νουν του εις ελευθερίους ιδέας και πνεύματα, αλλά δια να τα βάλη και εις πράξιν χρειάζεται περισσότερον τι χρειάζεται, λέγω, να έχει ο άνθρωπος ούτος ευμενή και αγαθήν ψυχήν, καθώς μας διδάσκει το άγιον Ευαγγέλιον. Εκτός δε τούτου, ουδέν τωόντι αγαθόν και υγιές¨ ή τα ελευθέρια ταύτα νοήματα και ιδέαι κατακάθηνται εις το πλήθος των εμφράξεων και απομένουσιν άπρακτοι ή γίνονται έτι το όργανον της φιλοδοξίας και του ιδιαιτέρου συμφέροντος. Τότε αυταί δεν έχουσι πλέον κανέν ελκυστικόν, αντί να αγαπώνται μισούνται μάλλον από τον Λαόν. Ο δε πολιτισμός τούτου αντί να προβαίνει οπισθοδρομεί». Και προς το τέλος αναφέρει σθεναρά: «Πάλιν το λέγωμεν, οι Γραικοί πρέπει ν’ ασχολούνται μόνον και αποκλειστικώς εις την ηθικήν και φιλοσοφικήν ανατροφήν της Ελλάδος, κάθε άλλος είναι μάταιος και επικίνδυνος, κάθε άλλος κόπος». Προκειμένου λοιπόν να εδραιώσει τέτοιες πνευματικές αρχές για την ανασυγκρότηση της χώρας έδωσε όλο το βάρος του σε τρεις παράγοντες: στην παιδεία, στην εδραίωση του κύρους της εκκλησίας και στη συμπεριφορά των αρχόντων, των πολιτικών προσώπων, των οποίων η στάση ζωής θα πρέπει να παραδειγματίζει, να εμπνέει τον πολίτη με τις αξίες του πολιτισμού, οι οποίες δε διδάσκονται αλλά εμπνέονται. Η δε αρετή δεν είναι κατάσταση αλλά αγώνισμα. Μέσα από αυτούς τους παράγοντες, ο Καποδίστριας δίνοντας ιδιαίτερη σημασία, πίστευε ότι θα αντιμετωπίζονταν τα μεγάλα προβλήματα της ζωής των συμπατριωτών του διότι η συνισταμένη τους με κοινό στόχο υπήρξε ανθρωποκεντρική κατ επέκταση πως όλες οι αξίες όφειλαν να είναι υπηρέτες του ανθρώπου. Και ως προς τη παιδεία όπως διαπιστώνουμε από το πλούσιο έργο του έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις να μορφώσει τους νέους της πατρίδας του και στη συνέχεια να τους
20
Βασίλειος Χαραμής
αξιοποιήσει. Προσπάθεια λοιπόν διάπλασης του ραγιά ώστε να αφυπνιστεί ο εσωτερικός του κόσμος. Έτσι επιδόθηκε στη συστηματική ίδρυση των αναγκαίων εκπαιδευτηρίων που χρειάζεται ο λαός. Κατέστησε την Αίγινα μάλιστα εκπαιδευτικό κέντρο ιδρύοντας τις βασικές βαθμίδες του εκπαιδευτικού του συστήματος6. Θεωρούσε αυτό ως τον βασικό μετασχηματιστή του πολιτισμού. Αλλά το εκπαιδευτικό έργο του Καποδίστρια είναι μια εξαιρετικά μεγάλη ενότητα που δεν μπορεί να ενταχθεί στην παρούσα μελέτη. Ως προς το θεσμό της Εκκλησίας, ο Καποδίστριας έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό7, εκτιμούσε πολύ τον σπουδαίο αυτόν παράγοντα της κοινωνικής ζωής και ανεγνώριζε, τον «ηθοποιόν της Εκκλησίας ρόλον», γιατί όπως γράφει ο Απ. Βακαλόπουλος «οι εκκλησίες υπήρξαν πραγματικές νησίδες σωτηρίας μέσα στον ταραγμένο ωκεανό της σκλαβιάς και της βαρβαρότητας»8. Στον χώρο της εκκλησίας πραγματοποιείτο η αβίαστη ενσωμάτωση των ελλήνων, η εξημέρωση των ηθών, η κατήχηση, ο σωφρονισμός, η φιλαλληλία…Με απλά λόγια, η εκκλησία για τον Καποδίστρια λόγω της χρονικής της διάρκειας πριν και κατά την Τουρκοκρατία εξυπηρετούσε ιδιαίτερα τον στόχο της κοινωνικής συνοχής στον οποίο ο ίδιος κατέτεινε. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829, σε εγκύκλιό του προς τους μητροπολίτες ο Καποδίστριας αναφέρει μεταξύ άλλων: «Κηρύξατε την ειρήνην, ευαγγελίσασθε την ομόνοιαν, διδάξατε την φιλαδελφίαν, την προς αλλήλους αγάπην….»9 επιπλέον ζητάει να είναι οι ιερομένοι «συμπάσχοντες μετά των πασχόντων…βαστάζοντες τας ασθενείας του ποιμνίου σας ως τυπος του Αρχιποιμέ6. Το τεράστιο θέμα περί της διαδόσεως και οργανώσεως υπό του Καποδίστρια της παιδείας μεταξύ πολλών ερευνητών η Ελένη Κούκου το διαπραγματεύεται σε μελέτη δια μακρόν αλλά και σε άλλες που αναφέρονται στο έργο του. 7. Ch. A. Frazzee μεταφρ Ι. Ροηλίδη, Ορθόδοξη Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία. Αθήνα 1987 σελ 119 8. Γ. Α. χώρας «Η ανέγερσης ναών επί Τουρκοκρατίας» περιοδικό Θεολογία τόμος Ξ β΄ (1991) σελ.528-559. 9. Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος «Η υπό τον Καποδίστρια διορισθείσα πενταμελής εκκλησιαστική επιτροπή και το έργον αυτής» Εκκλησία, τομ. Α΄(1953),σελ. 202, 241,276, 299, 331, 355 Καποδίστρια,, Επιστολαί τομ. ∆΄σελ. 427, 430
Καποδίστριας ως ενσαρκωτής του πολιτικού πολιτισμού
21
νος Χριστού:Η παραμυθία ως προς τους πάσχοντας, η φιλανθρωπία προς τους δυστυχούντας, είναι χρέη τα οποία σας διδάσκει ο πατήρ των οικτηρμών»10. Υποδείκνυε τον τρόπο συνεργασίας με την εκκλησία και ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούσε τη δραστηριοποίηση του ιερατείου «Ο μόνος σκοπός ως προς το κέντρο της ηθικής ανατροφής δε μπορεί να είναι άλλος παρά η σύσταση του ιερατείου…», έλεγε11. Κυρίως όμως οι θέσεις του για τη συμπεριφορά των πολιτικών, όπως ο ίδιος τη μετουσίωνε στην πράξη, πέρα από τα κείμενα του, που επισφράγιζε τον πολιτικό πολιτισμό σε μια περίοδο τόσο βυθισμένη στο σκοτάδι της αμάθειας. Ο Καποδίστριας είναι ο πρώτος πολιτικός της Ελλάδας που δίδαξε τον πολιτικό πολιτισμό πράττοντας12, επειδή ο ίδιος τον είχε ενστερνιστεί, έθετε τον εαυτό του ως παράδειγμα και προσπαθούσε να το μεταδώσει σε όλους τους πολιτικούς συνεργάτες του. Σχετικά με τις αξίες που ακολούθησε σ’ όλη τη ζωή του μέχρι το τέλος γράφει προς τον Εϋνάρδο λίγες μέρες πριν το τραγικό τέλος του: «ούτε ο φόβος των μηχανορραφιών ούτε αι μακραί συκοφαντικαί στήλαι μερικών εφημερίδων δεν θέλουν με παρεκλείνει ποτέ της πορείας την οποίαν εχάραξα εις την ζωή μου. Ας λέγουν και ας γράφουν ό,τι θέλουν, θα έλθει όμως ο καιρός τε οι άνθρωποι κρίνονται όχι με όσα είπον ή έγραφον περί των πράξεών των, αλλά κατ’ αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεών των. Υπ’ αυτής της πίστεως ως αξιώματος δυναμούμενος έζησα μέσα εις τον κόσμον, με θεμέλιον αυτάς τας πνευματικάς αρχάς μέχρι τώρα οπότε ευρίσκομαι περί την δύσην της ζωής μου και υπήρξα πάντοτε ευχαριστημένος διά τούτο μου είναι αδύνατον πλέον ν΄ αλλάξω τώρα, θα συνεχίσω εκπληρών πάντοτε το χρέος μου ουδόλως φροντίζων περί του εαυτού μου και ας γίνει ό,τι γίνει»13. Ο ίδιος ως προ10. Όπως ανωτέρω σελ. 355 11. Καποδιστρίου Ιωαν. Επιστολαί μεταφρ Μιχ. Σχινά τομ. ∆΄, Αθήνα 1844, σελ 427, 430 12. βλ. Ε. Κούκου, Ειδικό Αφιέρωμα εις μνήμην Αλ. Γκιάλα (Γ. Βερίτη), Αθήνα 1955 13. Ι. Καποδίστρια, Επιστολαί, Αθήνα 1841, τόμος ∆΄σελ. 302.
22
Βασίλειος Χαραμής
σωπικότητα με την πολιτική του πράξη έθετε τον εαυτό του ως κανόνα. Πίστευε στην πράξη ως τον μεγαλύτερο δάσκαλο, γιατί είχε τη δυνατότητα να συντηρεί μέσα του τον θησαυρό των πνευματικών αξιών. Οτιδήποτε και αν εγίνετο απέξω, μπορούσε γύρω του να ακτινοβολεί. Γράφει μάλιστα στο μανιφέστο του σχετικά με την αξία της πράξης: «Η ελευθερία είναι μια επιστήμη, καθότι θεμελιωταί επάνω εις τας αρχάς είναι και τέχνη καθότι η πλέον υψηλή ευφυής διδασκαλία δεν εξισούται με μιαν αγαθήν πράξιν, και καθότι το παν εις την διοίκησιν είναι πράξις»14. Στον πρόκριτον του Ναυπλίου Αναγνώστη ∆εληγιάννη, ο οποίος αντέδρα στις ενέργειες του Κυβερνήτη να διαθρέψει τους αποθνήσκοντες εκ της πείνας πρόσφυγας του Ναυπλίου, γράφει (10 Μαΐου 1828), με θαυμαστή παρρησία του υπενθυμίζει πως ο ίδιος ως άρχοντας πρέπει να δίνει το παράδειγμα στους αρχόμενους: «Αξίζει άραγε τον κόπον το να προσμένετε πρόσκληση έγγραφον δια τοσαύτην ποσότητα, εν ω το παράδειγμά σας πρέπει να οδηγεί τους άλλους ευλόγως ατενίζοντας προς υμάς;…»15. Ο Καποδίστριας ό,τι έπραττε, το έπραττε ως άνθρωπος του υπέρ εγώ, ως τύπος που δεν έβλεπε τον εαυτό του άλλως πως παρά ως διάκονο των συνανθρώπων του κάνοντας πόνο του τον πόνο των άλλων και χαρά τη χαρά τους. Όλα δείχνουν πως κατευθυνόταν από μια κοσμοθεωρία αξιών στην οποία είχε στηρίξει τη ζωή του έτσι, ό,τι για τον πάσχοντα ήταν βαθιά θεμελιωμένο στην ευαγγελική αγάπη και όχι ξεκάρφωτα, γιατί οτιδήποτε πνευματικό χωρίς κοσμοθεωρία δεν είναι νοητό. Ο ανθρωπισμός του και γενικά οι αξίες του πολιτισμού τον διακατείχαν σ’ όλη του τη ζωή. Ο ανθρωπισμός του δεν ήταν όμοιος με εκείνον των λογίων, ήταν, καθαρά ανθρωπισμός του αγώνα και της θυσίας. Όταν τρομερή πανώλη ξέσπασε 14. Helene E. Koukou, Le texte grec inédit de la circulaire de Ioannis Capodistrias, du 6/18 avril 1819 ( Το ανέκδοτο ελληνικό κείμενο της εγκυκλίου επιστολής του Ιωάννη Καποδίστρια της 6/18 Απριλίου 1819 υπό την Ελ. Κούκου δια τον ακαδημαϊκόν κ. Ευάγγελον Μουτσόπουλον. 15. Επιστολαί, Β΄σελ. 85 κ.ε
Καποδίστριας ως ενσαρκωτής του πολιτικού πολιτισμού
23
στην Ύδρα, στους πρώτους κιόλας μήνες της διακυβέρνησής του, κινητοποίησε τους πάντες δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα, μεταβάς αυτοπροσώπως στην πανώληκτον νήσον, αδιαφορώντας για τον προσωπικό κίνδυνο, ενισχύοντας τους κατοίκους και υποδεικνύοντας σ’ αυτούς τρόπους περιορισμού του κακού: «Ανυπόμονος δε είμαι, τους γράφει, να φθάσω προς υμάς, φέρων πάντα τα δυνατά παρηγορήματα»16. Ο Καποδίστριας συμμερίζετο το δράμα της αρρώστιας όπως και τη πείνας, του λαού εν γένει, όταν ήταν επείγουσα ανάγκη να βελτιώσει τη τροφή του εξαιτίας της κακής του υγείας, αυτός απάντησε: «τότε μονάχα θα βελτιώσω την τροφήν μου, όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνόπουλο που να πεινάει…»17. Η κοινωνική του προσφορά ήταν ασφαλώς η καλύτερη εγγύηση της πνευματικής του ωριμότητας. Από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας επέδειξε την ανθρωπιά του. «Οι πάσχοντες φτωχοί τον έκαναν παρήγορον ιατρόν ευεργέτην πατέρα»18. «Από εκείνης της εποχής ο νεαρός ιατρός διακρίθη δια την προθυμίαν του, όπως παρέχει φιλανθρώπους υπηρεσίας αφιλοκερδώς εις τους άλλους και εις τον χαρακτήρα του ευγενούς κόμητος διεγνώσθη ότι το ιδανικόν της εκπληρώσεως ενός υψηλοτέρου καθήκοντος, είχε παραγνωρίσει τελείως κάθε ίχνος ατομικού συμφέροντος»19. Περισσότερο χαρακτηριστικά ανθρώπινη υπήρξε η λιτότητα του βίου του. Πολλά περιστατικά της πολυκύμαντης ζωής του μαρτυρούν περί της ταπεινοφροσύνης του ανδρός. Η ζωή της πολυτέλειας και του πλούτου, μέσα στην οποία ήταν υποχρεωμένος να ζει, οι τιμές και η δόξα και τα εγκώμια και τα παράσημα άφησαν εντελώς κενόν και ανεπηρέαστον τον κατά βάθος ασκητικόν χαρακτήρα του Καποδίστρια. Όταν το 1822 υπέβαλε τη παραίτησή του από υπουργός των εξωτερικών της Ρωσίας και εγκατεστάθηκε στη 16. Επιστολαί, Β΄ σελ. 47, 49, 50 κ. ε 17. «Γενική Εφημερίς της Κυβερνήσεως», Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1831 18. Σπ. ∆ε-Βιάζης-Ιωάννης Καποδίστριας ως ιατρός και συγγραφεύς, περιοδικό Ίρις , Αθήναι , Νοέμβριος 1898 19. ∆. Γατόπουλου, Ιωάννης Καποδίστριας σελ. 18
24
Βασίλειος Χαραμής
Γενεύη κατώκησεν σε δύο φτωχικά δωμάτια ενώ είχε τη δυνατότητα να κατοικήσει σε πολυτελέστατο οίκημα. Στις ερωτήσεις των αριστοκρατών γιατί ζούσε τόσο περιορισμένα οικονομικά, έδινε την καταπληκτικήν απάντησην «Κρούων ταυτοχρόνως την θύραν των πλουσίων και των φτωχών, ζητών των οβολών των δια να αποστέλλω τρόφιμα και πολεμοφόδια εις τον αγωνιζόμενον ελληνικόν λαόν, έπρεπε να διδάσκω δια του παραδείγματος. Περιόρισα τα έξοδα δια εμέ και τον υπηρέτην μου μόνον εις 60 φράγκα τον μήνα και όλον τον υπόλοιπον μισθών μου τον διαθέτω δια την Ελλάδα20. Συνέπασχε με τον βασανιζόμενο από τη δυστυχία λαό του. «Όταν έφθασε στο Ναύπλιο είχε φέρει μαζί του λίγα έπιπλα από τη μικρή του οικία που διέθετε στη Γενεύη. Μόλις αντίκρισε την αθλιότητα και τις τρώγλες της Ελλάδας διέταξε να καρφωθούν πάλι τα κυβώτια και να αγοράσουν κάποια στοιχειώδη για τη στοιχειώδη επίπλωση της μικράς του οικίας»21. Αν και το παρουσιαστικό του, από πολλές περιγραφές και από πορτραίτα, δείχνει όντως επιβλητικό με φινέτσα αριστοκρατική εντούτοις, στον ρακένδυτο ελληνικό λαό κατά τις περιηγήσεις του εμφανίζετο ντυμένος απέριττα και απλά. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο που διηγείται ο γραμματεας του, που σε τις περιοδεία του ο λαός θεώρησε ως τον κυβερνήτη του τον προηγούμενον της ακολουθίας ταχυδρομικόν οδηγόν επειδή ήταν ασύγκριτα καλύτερα ενδεδυμένος22. Και ως προς την διατροφή του υπήρξε ιδιαίτερα λιτοδίαιτος περιορίζοντας στο κατώτερο όριο τα έξοδα φαγητούπαρά την ασθενική υγεία του-εφόσον όπως έλεγε, υπήρχαν τόσο και τόσοι πεινούντες Έλληνες και δη παιδιά23. Αλλά το μεγαλείο του ψυχικού του πολιτισμού φάνηκε όταν σ αυτόν και΄στο επιτελείο του με ειδικό ψήφισμα της ∆΄ Εθνοσυνέ20. La nouvelle minerve, t XI σ 480. Paris 1837 21. Αρχείον Ιονίου Γερουσίας, καποδιστριακόν, φάκελος 437 22. ∆. Γατόπουλου, Ι. Καποδίστριας, σελ. 99 κ. ε. 23. Γενική Εφημερίς της Κυβερνήσεως Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1831.
Καποδίστριας ως ενσαρκωτής του πολιτικού πολιτισμού
25
λευσης του Άργους (4 Αυγούστου 182924),παραχωρείτο ο προβλεπόμενος μισθός. Στους συνέδρους απάντησε: «…ελπίζω ότι όσοι εξ υμών συμμετάσχουν εις την κυβέρνηση θέλουν γνωρίσει ότι δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγους με τον βαθμόν του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των αλλά ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η κυβέρνηση εις την εξουσίαν τους. Τα αξιώματα είναι τιμητικά και ο αναμειγούμενος στην πολιτείαν δεν κάνει εμπορικήν επιχείρησιν»25. Τα πολιτικά του πιστεύω και οι πολιτικές του πράξεις εμπεριέχουν έντονα το ανθρώπινο στοιχείο, εμπεριέχουν ποιότητα που δεν προέκυψε ξαφνικά εξαιτίας της φτώχιας και της ανέχειας που αντιμετώπισε ερχόμενος στην Ελλάδα. Και πριν, ως διπλωμάτης υπήρξε διαφορετικός εξαιτίας των ηθικών του αρχών δεν υιοθέτησε τις αρχές της raison d’ état, ό,τι δηλαδή υπαγόρευε και καθιέρωνε η επίσημη ευρωπαϊκή διπλωματία. Γι΄ αυτόν η εποχή κατά την οποία οι μυστικές υποθετικές συμμαχίες μπορούσαν να σώζουν αυτοκρατορίες είχε περάσει. Καταδίκαζε ανοιχτά τις μεθόδους της μυστικής διπλωματίας που ήταν ξένες με το ιδανικό του Καποδίστρια. Αν και ο διαμελισμός της Πολωνίας έκλινε υπέρ των ρωσικών συμφερόντων εντούτοις αντιτάχθηκε στη συγκατάθεση του τσάρου προς τις άλλες δυνάμεις για το διαμελισμό της26. Με σθένος, σε ειδικό μνημόνιο τάχθηκε υπέρ της κατάργησης του δουλεμπορίου των μαύρων της Αφρικής τονίζοντας προς πάσα κατεύθυνση την κατάργησή του υποστηρίζοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και αυτό σε μια εποχή που αυτή η πολιτική θέση ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με τα οικονομικά συμφέροντα των αποικιοκρατών, ιδιαίτερα της Αγγλίας27. 24. Ψήφισμα θ΄ της Εθνικής Συνέλευσης 31/7/1829 25. Ν. Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα», τόμος ∆΄ σελ. 219-220 26. P. Quennel, The private letters of prince Lieven to prince Metternich σελ 9 27. P. Quennel, The private letters of prince Lieven to prince Metternich σελ 9
26
Βασίλειος Χαραμής
Το μεγάλο του ενδιαφέρον για την παιδεία, η αναζωογόνηση του ρόλου της εκκλησίας και κυρίως η στάση της προσωπικής και δημόσιας ζωής του, περνούσαν στον κόσμο το μέγεθος της αγάπης του για τον άνθρωπο, εξάλλου ο πνευματικός πολιτισμός θεμελιούται επάνω στην αγάπη. Γι’ αυτό και ο κόσμος ανταποκρινόταν στην αγάπη αυτή, γράφει ο Β. Φίλιας: «Είναι χαρακτηριστικόν ότι αυτόν τον αποστασιοποιημένον άνθρωπον, φοβερά αποστασιοποιημένο άρχοντα τον λάτρευε ο λαός. Όλες οι περιγραφές επιβεβαιώνουν ότι οπουδήποτε πήγαινε γινόταν χαλασμός»28. Ο Καποδίστριας πίστευε πως αν το νεοϊδρυθέν κράτος αφυπνίζετο πνευματικά θα μεταβάλλετο σε έμψυχο και όχι σε γραφειοκρατικό φορέα. Παράλληλα δε με την τόνωση της πίστης ,οι ηθικές αξίες θα δημιουργούσαν στις ψυχές του κόσμου τον γνήσιο πνευματικό πολιτισμό που θα αποτελούσε το αντίβαρο στην κοινωνική δυστυχία που κληροδότησε η μακρόχρονη σκλαβιά. Ο Καποδίστριας υπήρξε ότι μεγάλο και ωραίο έχει να παρουσιάσει η σύγχρονη Ελλάδα. Μπόρεσε να προβλέψει στα τρία χρόνια της διακυβέρνησής του τις πτυχές της ζωής των πολιτών, τις βασικές τους ανάγκες, χωρίς να παραβλέψει την πνευματική θεμελίωση των θεσμών, την οποία περίτρανα επιβεβαίωνε με το προσωπικό του παράδειγμα, με τις προσωπικές του θυσίες με αποκορύφωμα της θυσίας της ίδιας του της ζωής. Και η θυσία ως υπέρλογο, είναι το μέσο εκείνο που θα εμπνεύσει πολιτισμό, ο καθηγητής Γ. Αναστασιάδης γράφει: «Οπωσδήποτε όπως προκύπτει και από τα πολιτειακά του κείμενα και την πολιτική του πράξη, ο κυβερνήτης έφθασε και ξεπέρασε κάποιους άλλους μέσους όρους. Αυτούς της ηθικής και της ανθρώπινης διάστασης, που πρέπει να διαθέτει η άσκηση κάθε πολιτικής εξουσίας έτσι ώστε ο πολιτικός θεσμός των εκάστοτε φορέων της όχι μόνο να επιβάλλεται αλλά και να πείθει και κυρίως να διαπαιδαγωγεί»29. 28. Β Φίλιας, «Ο Ι. Καποδίστριας και η δυναμική της αντιμεταρρύθμισης», από τα πρακτικά του επιστημονικού συμποσίου Ιωάννης Καποδίστριας, 170 χρόνια μετά 1827-1997, σελ 105 κ. ε. 29. Γ. Αναστασιάδης, Ο πολιτικό-θεσμικός λόγος του Ι. Καποδίστρια, πρακτικά
Καποδίστριας ως ενσαρκωτής του πολιτικού πολιτισμού
27
Αλλά και Ευρωπαίοι πολιτικοί και διπλωμάτες επεσήμαναν αυτόν τον πολιτισμό ψυχής του Καποδίστρια που προσπάθησε να μεταφέρει, εδικότερα η Ελένη Κούκου σχολιάζουσα την άποψη του Goethe γραφει, “Ο Καποδίστριας πίστευε ότι θα μπορούσε να κάνει όλους τους ανθρώπους τόσο τίμιους όσο τίμιος ήταν και ο ίδιος. Στην προσπάθειά του αυτή θα δοκίμαζε τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις και θα συναντούσε τις πιο βαθιές αντιδράσεις» 30. Με άλλα λόγια η περίπτωση του Καποδίστρια άπτεται της σκέψης του Andre Maurois: «για να επέλθει ανύψωση της κοινωνίας, η πολιτική επανάσταση δεν αρκεί μόνο, αλλά είναι αναγκαίο να επέλθει ριζική αλλαγή και μεταβολή μέσα στο άτομο. Το άτομο που θα ρυθμίζει τη συμπεριφορά και τις πράξεις του, όχι κατά το «δοκούν» ή το «παραχρήμα ηδύ», αλλά σύμφωνα προς τις αρχές και τις αξίες αιωνίου κύρους. Και ας έχουμε πάντα υπόψιν μας ειδικά αυτοί που ασχολούνται με την πολιτική, ότι αν και η πολιτική συμβαίνει να είναι και ανήθικη εξαιτίας των ειδικών σκοπιμοτήτων που εξυπηρετεί, ο πολιτικός οφείλει πάση θυσία να είναι ηθικός. Η δε ηθική είναι άκρως απαραίτητη για να χτίζει πολιτικός πολιτισμό.
του επιστημονικού συμποσίου Ι. Καποδίστριας 170 χρόνια μετά 1827- 1997, σελ. 27 κ.εξ. 30. Ελένη Κούκου, Μνημονεύοντας τον Goethe, τον οποίο αναφέρει στο έργο της «Ιωάννης Καποδίστριας και Ρωξάνδρα Στούτζα, σ. 581-2.
Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο Χρήστος Πιτερός Αρχαιολόγος, ∆. ΕΚΠΑ Ναυπλίου
Στις 6 Ιανουαρίου 1828 ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, σύμφωνα με την απόφαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας (1827), συνοδευόμενος από τα πλοία των Τριών ∆υνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) επιβαίνων στο αγγλικό warspite κατέπλευσε στο Ναύπλιο. Την 7η Ιανουαρίου τα τρία συνοδεύοντα πλοία τον Κυβερνήτη ύψωσαν την Ελληνική σημαία και την εχαιρέτησαν με κανονιοβολισμούς, ως έμπρακτη αναγνώριση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, ενώ κανονιοβολισμούς ανταπέδωσαν τα φρούρια του Ναυπλίου , με τις επευφημίες και τις ζητωκραυγές των κατοίκων της πόλης, που είχαν συγκεντρωθεί στο λιμάνι. Την επομένη 8 Ιανουαρίου, ο Κυβερνήτης αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο1, όπου ο λαός τον υποδέχθηκε με επευφημίες ως σωτήρα και λυτρωτή, και προπορευομένου του Αρχιερέως και του κλήρου, κατευθύνθηκε στη μητρόπολη του Αγίου Γεωργίου όπου εψάλη δοξολογία. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στην πολυτελή οικία του Εμμ. Ξένου, όπου κατέλυσε, η οποία βρισκόταν στο Μεγάλο δρόμο (Βασιλέως Κωνσταντίνου) όπου δέχθηκε τις αρχές της πόλης και την 10η Ιανουαρίου 1828 ανεχώρησε για τον Πόρο και την Αίγινα. Με την άφιξή του στο Ναύπλιο ο Ι. Καποδίστριας άρχισε με ενέργειές του την άμεση ανασυγκρότηση της χώρας και έβαλε τάξη στην πόλη. Οι φιλονικούντες φρούραρχοι του Παλαμηδίου και της Ακροναυπλίας Θ. Γρίβας και Φωτομάρας του παρέδωσαν τα κλειδιά των φρουρίων, όρισε φρούραρχο του Ναυπλίου τον Βαυαρό συνταγματάρχη Κ. Έϋδεκ, και διόρισε πολιτάρχη τον συνταγματάρχη Πίζαν. 1. Μ. Λαμπρυνίδου, Η Ναυπλία, 1976, 276-278.
30
Χρήστος Πιτερός
Με την αναχώρηση του Κυβερνήτη στις 10 Ιανουαρίου 1828 για την Αίγινα, στο Ναύπλιο παρέμεινε ο συμπατριώτης του μηχανικός και λοχαγός του γαλλικού στρατού Σταμ. Βούλγαρης. Με επιστολή του προς τους ∆ημογέροντες του Ναυπλίου ζήτησε να συνδράμουν τον Στ. Βούλγαρη με σκοπό να επιδιορθώσει την οικία του Εμμ. Ξένου, ως προσωρινή κατοικία του Κυβερνήτη, να επιθεωρήσει τις οχυρώσεις και να συντάξει γενική έκθεση. Από τις πρώτες φροντίδες του Καποδίστρια ήταν η πολεοδομική ανασυγκρότηση της χώρας2. Ειδικότερα για την πόλη του Ναυπλίου, όπως γίνεται φανερό από την αναλυτική αναφορά του φρουράρχου Έϋδεκ3 στις 3-7-1829, λήφθηκαν άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση πολλών προβλημάτων της πόλης με τους σωρούς των ερειπίων, που εγκυμονούσαν άμεσους κινδύνους για την δημόσια υγεία και την επιβίωση των κατοίκων. ∆ιανοίχθηκαν οι καταχωμένοι υπόνομοι για τον καθαρισμό της πόλης, επισκευάσθηκε το υδραγωγείο ύδρευσης της Άριας, καθαρίστηκαν και πλακοστρώθηκαν οι δρόμοι, κατεδαφίστηκαν τα παραπετάσματα (σαχνισιά) που έφραζαν τους δρόμους, και διανοίχθηκαν ευρύτεροι δρόμοι, απομακρύνθηκαν οι καλύβες από την πόλη, με αποτέλεσμα να αναπνεύσει η πόλη με τον καλύτερο αερισμό και τον υγιεινό τρόπο διαβίωσης. Επισκευάσθηκαν οι οικίες, οι οχυρώσεις, ο στρατώνας του Πλατάνου (Αρχαιολογικό Μουσείο), ο στρατώνας στα Πέντε Αδέλφια, το φρουραρχείο, τα στρατιωτικά κτίρια της Ακροναυπλίας και διαμορφώθηκαν χώροι. Το φρούριο Παλαμήδι εκκαθαρίστηκε, επιδιορθώθηκε και κτίστηκαν νέα κτίρια, τακτοποιήθηκε και ενισχύθηκε ο εξοπλισμός. Ο Στ. Βούλγαρης ανέλαβε το 1828 την εκπόνηση του σχεδίου πόλης του Ναυπλίου. Απομάκρυνε τις καλύβες των προσφύγων από την πόλη, τις μετέφερε στην Πρόνοια, δημιούργησε ευρείς δρόμους και πλατείες, μεταξύ των οποίων και τον κεντρικό μεγαλύτερο δρόμο της πόλης, το γνωστό Μεγάλο δρόμο (οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου). Παράλληλα
2. Λαμπρυνίδης ο.π. Β. ∆ωροβίνης, Συμβολές στην Ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής, περ. Αρχαιολογία, τευχ. 43, 1992, 62-67. 3. Λαμπρυνίδης ο.π. 284-287.
Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο
31
ανέλαβε την εκπόνηση σχεδίου του πρώτου προσφυγικού συνοικισμού στην Πρόνοια4. (εικ. 1) Την εφαρμογή του σχεδίου πόλης του Ναυπλίου του Στ. Βούλγαρη ανέλαβε στη συνέχεια ο μηχανικός Θ. Βαλλιάνος το 1829. Αντίγραφο του σχεδίου πόλης του Θ. Βαλλιάνου, σώθηκε στην Κέρκυρα. (εικ. 2), στο οποίο αργότερα έγιναν τροποποιήσεις. Σημαντικά κτίρια κατασκευάσθηκαν στο Ναύπλιο κατά την Καποδιστριακή περίοδο, όπου μετά την ∆΄Εθνοσυνέλευση τον Ιούλιο-αρχές Αυγούστου 1829 η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρθηκε από την Αίγινα στο Ναύπλιο5. Η παρουσία του Καποδίστρια στο Ναύπλιο, όπου έβαλε ανεξίτηλα την σφραγίδα του παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα. Παρά τις οικονομικές δυσχέρειες ανοικοδομήθηκαν μέσα σε τρία χρόνια πολλά δημόσια κτίρια ιδιαίτερα στην Αίγινα, το Ναύπλιο και το Άργος. Στα βορειοανατολικά της πόλης στη δυτική πλευρά της Πλατείας Συντριβανίου, σημερινή Πλατεία Τριών Ναυάρχων, κτίσθηκε το 1829 το «Παλάτιον» η «Κυβερνείο» του Καποδίστρια6, σε οικόπεδο που είχε αγοράσει ο Πανούτσος Νοταράς, ένα μεγάλο τριώροφο επίμηκες νεοκλασικό κτίριο με μέγιστες διαστ. 30,40Χ27,80 μ. και κάλυψη 671 τ.μ. που άρχιζε από την οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου (Μεγάλο δρόμο) και έφθανε ως την Λεωφόρο Αμαλίας υπερκαλύπτοντας το ενδιάμεσο στενό, την οδό Γ. ∆ημητριάδη, με τη δημιουργία μεγάλης καμάρας, διαβατικού, στο ισόγειο (εικ. 3). Το βορειότερο τμήμα του κτιρίου διαστ. 11Χ12,80 μ. είναι μικρότερο από το νοτιότερο. Αρχιτέκτονας του κτι4. Λαμπρυνίδης ο.π. 284. Β. ∆ωροβίνης, Ο σχεδιασμός του Ναυπλίου κατά την Καποδιστριακή περίοδο (1828-1833). Πρακτ. ∆ιεθν. Συμποσίου Ιστορίας, Νεοελληνική Πόλη, της Εταιρείας Μελέτη Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, 287-296. Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, Πρόνοια ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός της ελεύθερης Ελλάδας, έκδοση της Αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, «Απόπειρα». 5. Λαμπρυνίδης ο.π. 280. 6. Β. ∆ωροβίνης, Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής. Κατασκευές στο Ναύπλιο. Η κατοικία του Καποδίστρια και το «Παλάτιον», ή «Κυβερνείον». Περ. Αρχαιολογία, τευχ. 44, 1992, 76-83.
32
Χρήστος Πιτερός
ρίου ήταν, από την Νεάπολη της Ιταλίας, ο Πασκουάλε Ιππολίτι (Pascal Ippoliti). Το κτίριο αυτό ένα από τα παλαιότερα κτίρια του κλασικισμού στο Ναύπλιο, επίμηκες έντονα απλωμένο κατά την Σ. Καρούζου, με συμμετρικά ανοίγματα και τονισμένη την οριζόντια διάρθρωση, ανάλογη με το ενετικό κτίριο της Αρμερίας, σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο της Πλατείας Συντάγματος. Ωστόσο το κτίριο προβάλλεται ισόρροπα και τονίζεται ο κατακόρυφος άξονας του κτιρίου, στην ανατολική επιμήκη πλευρά, με την προβολή-προεξοχή του κεντρικού τμήματος, με την μεγάλη καμάρα στο ισόγειο, το μπαλκόνι με τη θύρα στον δεύτερο όροφο και την αρθρωτή ελαφρώς χαμηλότερη στέγη από την τετράρριχτη κύρια στέγη του κτιρίου. Προφανώς πρόκειται για δυτικότροπο χαρακτηριστικό, το οποίο δεν απαντάται σε κανένα νεοκλασικό κτίριο του Ναυπλίου (εικ. 3). Η άποψη της Σ. Καρούζου ότι το κτίριο έφερε αρχικά αέτωμα, το οποίο θα αχρηστεύθηκε αργότερα, επειδή το κτίριο εικονίζεται με αέτωμα στο γνωστό πίνακα του P. Von Hess με την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο είναι εσφαλμένη7. (εικ. 4) Όπως όμως σαφώς προκύπτει από την υδατογραφία του A. Marc8 (εικ. 5) γύρω στα 1833, λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του με τονισμένες τις οριζόντιες και κάθετες συμμετρικές αρθρώσεις, αλλά και από τις μεταγενέστερες φωτογραφίες του τέλους του 19ου αι. και των αρχών του 20ου αι. στο κεντρικό προβαλλόμενο τμήμα είχε ειδική, αρθρωτή, χαμηλή επικλινή τετράριχτη στέγη, αλλά δεν είχε αέτωμα (εικ. 3). Η αναπαράσταση του κτιρίου σε σχέδιο του W. Schaefer 1935, όταν το κτίριο είχε ήδη καταστραφεί και κατεδαφιστεί με αέτωμα ως διώροφο! και με παράθυρα, πόρτες και ορθογώνιους φεγγίτες στο ισόγειο είναι εσφαλμένη. Με απλή σύγκριση γίνεται φανερό ότι ο Schaefer αντιγράφει την έντονα κλασικιστική, ανακριβή όμως αναπαράσταση του κτιρίου με 7. Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιον 1979, 71. Β. ∆ωροβίνης, ο.π. 77. 8. Α. Κούρια, Το Ναύπλιο των περιηγητών 2007, 199, εικ. 161.
Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο
33
αέτωμα του P. V. Hess, στον πίνακα (1835) της άφιξης του Όθωνα στο Ναύπλιο9. Επίσης στην αναπαράσταση του Κυβερνείου-Παλατάκι από τον Α. Κοντόπουλο, με πόρτες στα δυο άκρα του ισογείου, που δημοσιεύει η Σ. Καρούζου είναι εσφαλμένη. Το κτίριο αρχικά δεν είχε πόρτες στην ανατολική επιμήκη όψη του ισογείου. Η κύρια είσοδος του κτιρίου προφανώς ήταν στον κεντρικό μεγάλο δρόμο (οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου). Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν το κτίριο λειτουργούσε ως Νομαρχία, προφανώς για τις λειτουργικές ανάγκες του κτιρίου το νοτιότερο παράθυρο είχε διαμορφωθεί σε πόρτα, όπως σαφώς προκύπτει από φωτογραφία της εποχής και προφανώς αυτό αποτέλεσε την αφετηρία της εσφαλμένης αναπαράστασης από τον Κοντόπουλο. Στο Παλατάκι-Κυβερνείο του Καποδίστρια στη συνέχεια έμεινε ο βασιλιάς Όθωνας, και το κτίριο ονομάστηκε Ανάκτορο, ενώ η πλατεία Συντριβανίου ονομάσθηκε Πλατεία Ανακτόρων. Αρκετά χρόνια μετά την έξωση του Όθωνα το 1862, στο κτίριο εγκαταστάθηκε η Νομαρχία. Στις 16 Οκτωβρίου το 1929 το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά, δεν ανοικοδομήθηκε και κατεδαφίστηκε. Το 1933 κηρύχθηκε το οικόπεδο ως διατηρητέο και διαμορφώθηκε ως πάρκο, όπου αυθαίρετα τοποθετήθηκε στη δεκαετία του 1990 το άγαλμα του Όθωνα (εικ. 23). Είναι αξιοσημείωτο ότι από το κτίριο διατηρείται στη ∆ημόσια Βιβλιοθήκη «Παλαμήδης» ο πώρινος ορθογώνιος λίθος διαστ. 52Χ23Χ23 εκ. με τη χρονολογία 1829, έτος ανέγερσής του. (εικ. 6) Λίγο δυτικότερα 5 μ. από το Κυβερνείο στο Μεγάλο δρόμο (Βασ. Κων/νου) κτίσθηκε το 1831 ένα μεγάλο τριμερές μνημειακό νεοκλασικό κτίριο, χαρακτηριστικό δείγμα της πρώτης φάσης του νεοκλασικισμού, το οποίο είναι κυρίως διώροφο κτίριο και στον τρίτο όροφο προεξέχει μόνο το κεντρικό τμήμα του (εικ. 7). Πρόκειται για το κτίριο του παλιού ∆ημαρχείου Ναυπλίου, πρώην ∆ημοτική Πινακοθήκη, στη συνέχεια και νυν Γραμματεία του Παν/μίου Πελοπ/σου. Στη θέση αυτή σαφώς προκύπτει από τη μαρτυρία του Φωτάκου, βρισκόταν η οικία του Αλή Πασά του Ναυπλίου (Αλή μπέη του 9. Κούρια ο.π. 191 εικ. 153.
34
Χρήστος Πιτερός
Άργους), αγοράσθηκε στη συνέχεια από τον Εμμ. Ξένο, όπου έμεινε αρχικά ο Κυβερνήτης «και επί τέλους αγοράσθη υπό του ∆ήμου Ναυπλιέων δια δημοτικόν κατάστημα»10. Φέρει χαρακτηριστική πώρινη αψιδωτή νεοκλασική είσοδο με πεσσούς εκατέρωθεν και στο γείσο οδοντωτούς νεοκλασικούς γεισίποδες του αρχαίου ελληνικού ιωνικού ρυθμού. Πάνω από το γείσο φέρει εντός πλαισίου ανάγλυφη παράσταση του αναγεννώμενου Φοίνικα και στο τύμπανο της αετωματικής επίστεψης την επιγραφή «Εθνικός Οίκος 1831». Πρόκειται για μοναδικό σωζόμενο χαρακτηριστικό νεοκλασικό κτίριο του Ναυπλίου11. (εικ. 8) Ένα άλλο σημαντικό νεοκλασικό τριώροφο κτίριο στο Ναύπλιο είναι η γνωστή οικία Άρμασμπεργκ διαστ. 24,14Χ17,20 μ. ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια της πόλης. Έλαβε το όνομα από τον ομώνυμο κόμη μέλος της Οθωνικής Αντιβασιλείας (εικ. 9). Το ισόγειο και ο πρώτος όροφος έχουν κτισθεί από πέτρα , το πιθανότερο, κατά την άποψή μας, κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία και όχι κατά την Β΄ Ενετοκρατία, όπως έχει υποστηριχθεί. Ο τρίτος όροφος με εμφανή τον νεοκλασικό ρυθμό κτίσθηκε επί Καποδίστρια, με τους χαρακτηριστικούς πεσσούς και τους αναγεννώμενους φτερωτούς φοίνικες στις γωνίες κάτω από την στέγη12 (εικ. 10). Η μοναδική χαρακτηριστική αψιδωτή πόρτα13 με πεσσούς, στο Ναύπλιο, που θυμίζει σκηνικό εισόδου θεάτρου, με βάση το ίδιο ανοιχτόχρωμο πώρινο υλικό, και την ανάλογη κατασκευή με την πόρτα του «Εθνικού Οίκου 1831» (εικ. 8) και τον εμφανή δευτερογενή τρόπο μονταρίσματος της πόρτας στο κτίριο, γίνεται φανερό κατά την άποψή 10. Φώτιος, Χρυσανθακόπουλος, (Φωτάκος), «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» Τ. Α., 1955, 325. 11. Καρούζου ο.π. εικ. 137-138. Χ. Πιτερός, Το Εθνικό Νοσοκομείο Ναυπλίου, Ναυπλιακά Ανάλεκτα, 7, 2009, 148, εικ. 3. 12. Γ. Τσιρώνης, Το επονομαζόμενο «κτίριο Άρμανσμπεργκ», στο Ναύπλιο. Αρχιτεκτονική πρόταση για την αποκατάστασή του. Ναυπλιακά Ανάλεκτα, 7, 2009, 307320. 13. Καρούζου ο.π. εικ. 108, 109.
Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο
35
μας, ότι η πόρτα αυτή έχει κατασκευασθεί την εποχή του Καποδίστρια (εικ. 11). Το αρχικό κατώφλι της πόρτας και του δρόμου, βρίσκεται 50 εκ. βαθύτερα, όπως προκύπτει από το σχέδιο14 (εικ. 12), διότι το επίπεδο των δρόμων σήμερα έχει ανέλθει. Στην απέναντι, νότια πλευρά της οδού Πλαπούτα, βρισκόταν η ανάλογης κατασκευής, μη σωζόμενη τριώροφη οικία Μάουρερ, ο τρίτος όροφος της οποίας κατασκευάστηκε την εποχή του Καποδίστρια και στις γωνίες έφερε τους αναγεννώμενους Φοίνικες, όπως στην οικία Άρμανσμπεργκ . Στην λεωφόρο Αμαλίας και Εμ. Σωφρόνη, όπου σήμερα βρίσκεται η παλιά τριώροφη νεοκλασική οικία, πρώην κληρονόμων Π. Καζακόπουλου και σήμερα πολεμικό Μουσείο (εικ. 13).σε παλιότερο μη σωζόμενο διώροφο κτίριο ιδρύθηκε το 1825, το «Κεντρικόν Πολεμικό Σχολείον των Ευελπίδων»15, (η σημερινή Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων), το οποίο λειτούργησε από την 12η Ιανουαρίου 1829. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης και σπουδαίος γιατρός της χειρουργικής έλαβε ιδιαίτερα μέτρα στο Ναύπλιο για την υγεία των κατοίκων, με την αναδιοργάνωση του Εθνικού Νοσοκομείου το 1828 για τους πολίτες, το οποίο λειτουργούσε από το 1823, που βρισκόταν στα δυτικά της πόλης, στην σημερινή Πλατεία Νοσοκομείου, του Ψαρομαχαλά16. Η νεοκλασική πόρτα του Νοσοκομείου17 (εικ. 14) ήταν ανάλογη με την πόρτα του νεοκλασικού κτιρίου του Εθνικού Οίκου, στην οδό Βασιλέως Κων/νου (εικ. 8), και έφερε εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή διαστ. 74Χ74Χ5 εκ., η οποία βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου. (εικ. 15) 14. Χ. Πιτερός, Προσθήκη, Ναυπλιακά Ανάλεκτα, 7, 2009, 321-322, εικ. 1. 15. Λαμπρυνίδης ο.π. 286-287. Χ. Φωτόπουλος, Το αποκαλούμενο «κτίριο της στρατιωτικής σχολής Ευελπίδων» στο Ναύπλιο και η ιστορία του (1828-2005), Ναυπλιακά Ανάλεκτα, 6, 2007, 17-49. 16. Ν. Φ. Τόμπρος, Οι υπέρ της δημόσιας υγείας των κατοίκων του Ναυπλίου κυβερνητικές πολιτικές (1821-1832), Ναυπλιακά Ανάλεκτα, 6, 2007, 51-62. 17. Καρούζου ο.π. εικ. 67.
36
Χρήστος Πιτερός
Η επιγραφή18 στο κεντρικό χώρο φέρει σε ανάγλυφο τόντο διαμέτρου 30 εκ. τον αναγεννώμενο Φοίνικα από την τέφρα του (εικ. 15) και σε κυκλική διάταξη περιμετρικά, με κεφαλαία γράμματα, με ύψος γραμμάτων 4 εκ., τις ακόλουθες τρεις επιγραφές: 1. Ελληνική Πολιτεία αωκα (1823) 2. Α΄ Εθνικόν Νοσοκομείον Ναυπλίου 1823 3. Ζήτω ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Ι. Α. Καποδίστριας 1828. Περιμετρικά στις τέσσερες γωνίες της επιγραφής εικονίζονται τέσσερα ανάγλυφα χερουβείμ. Η επιγραφή του Νοσοκομείου με τον αναγεννώμενο Φοίνικα και ο ανάγλυφος Φοίνικας με την επιγραφή της νεοκλασικής πόρτας στην οδό Βασιλέως Κων/νου αποτελούν τα δυο σωζόμενα ενεπίγραφα μνημεία της εποχής του Πρώτου Κυβερνήτη στο Ναύπλιο. Το κτίριο ερειπωμένο, (εικ. 23) κατεδαφίστηκε το πιθανότερο στο τέλος της δεκαετίας του 1940. Από το Εθνικό Νοσοκομείο Ναυπλίου σώζεται σήμερα η μικρή εκκλησία που είναι αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, τον άγιο Χαράλαμπο και την Αγία Βαρβάρα. (εικ. 26) Εκτός όμως από το Εθνικό Νοσοκομείο, ο Καποδίστριας ίδρυσε και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο19 στην Ακροναυπλία, το οποίο δεν σώζεται, δίπλα στη σωζόμενη εκκλησία των θεραπευτών αγίων Αναργύρων Κοσμά και ∆αμιανού. Στο Ναύπλιο λειτούργησε επίσης ορφανοτροφείο καθώς και το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο στο Τζαμί (Τριανόν) της Πλατείας Συντάγματος20. Ο Κυβερνήτης έλαβε μέτρα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας και έλαβε ιδιαίτερα μέτρα για την ανάπτυξη της γεωργίας και ίδρυσε στην Τίρυνθα, Γεωργική Σχολή21, σημερινό σωζόμενο νεοκλασικό κτί18. Χ. Πιτερός, Το Εθνικό Νοσοκομείο Ναυπλίου, Ναυπλιακά Ανάλεκτα, 7, 2009, 147, εικ. 1, 2. 19. Λαμπρυνίδης ο.π. 285, Τόμπρος ο.π. 20. Λαμπρυνίδης ο.π. 129. 21. Λαμπρυνίδης ο.π. 284. Κούρια ο.π. 127, εικ. 87, 88.
Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο
37
ριο, ∆ιοικητήριο Αγροτικών Φυλακών (εικ. 16). Είναι γνωστή ανά το πανελλήνιο η εισαγωγή και η πρωτοπόρος προσπάθεια καλλιέργειας της πατάτας από τον Ι. Καποδίστρια, η οποία ωριμάζει σε τρεις μήνες, ενώ για το σιτάρι απαιτείται ένας χρόνος. Ο Κυβερνήτης εκτός από την ακατάπαυστη εργασία συχνά έκανε τον περίπατό του ως την εξοχική του κατοικία, ένα μικρό σπίτι στους πρόποδες του Παλαμηδίου, στην σημερινή εκκλησία του Αγιάννη κοντά στην Πρόνοια, πρώην τεκές στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου δεχόταν και ακροάσεις των κατοίκων, το οποίο όμως δεν σώζεται αλλά εικονίζεται σε υδατογραφία του Th. Du. Moncel22 (εικ. 17). Ο Νεοκλασικισμός που εγκαινίασε ο Ι. Καποδίστριας στα πλαίσια του εξευρωπαϊσμού της πόλης του Ναυπλίου επικράτησε πλήρως στη συνέχεια κατά την μακρόχρονη Οθωνική περίοδο. Αλλά τα οξυμμένα εσωτερικά προβλήματα και οι έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις υποκινούμενες και από εξωτερικούς παράγοντες διέκοψαν βίαια τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Το πρωινό της αποφράδας Κυριακής της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, με το παλιό ημερολόγιο, στις 6.30 π.μ. ο Ι. Καποδίστριας βγήκε από το Κυβερνείο για να εκκλησιασθεί στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, όπως συνήθιζε, προστάτη άγιο πατρίδας του της Κέρκυρας, συνοδευόμενος από δυο φρουρούς τον Γ. Κοζώνη και ∆. Λεωνίδα. Προχώρησε στην οδό Β. Κων/νου (Μεγάλο δρόμο) και στη συνέχεια ακολούθησε νότια, την οδό Αγγ. Τερζάκη. Στη συμβολή με την οδό ∆. Πλαπούτα συναντήθηκε απρόβλεπτα, μέσα στο μουχρωμένο πρωϊνό, με τους Κων/νο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη, οι οποίοι ήταν υπό επιτήρηση, με τους οποίους αντάλλαξε αμίλητος χαιρετισμό βγάζοντας το καπέλο του. Σπ. Λουκάτος, Πρότυπο αγροκήπιο και σχολείο Τίρυνθας στα Καποδιστριακά χρόνια, Πρακτ. Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Αθήνα 1989, 65-83. Χρ. Μπαλόγλου, Η Συμβολή του Γρηγορίου Παλαιολόγου ∆ιευθυντού του Αγροκηπίου Τίρυνθας στην οικονομική Ανάπτυξη του Άργους, Το Άργος κατά τον 19ο αι., Πρακτ. Α΄ Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, Άργος 2009, 177-194. 22. Κούρια ο.π. 114, εικ. 79.
38
Χρήστος Πιτερός
Οι Μαυρομιχαλαίοι έφυγαν γρήγορα νότια, στο στενό σοκάκι με την πέτρινη σκάλα, πέρασαν τη μικρή πλατεία μπροστά από την εκκλησία και του έστησαν ενέδρα στην είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα. (εικ. 18, 19, 25) Ο Κυβερνήτης ακολούθησε τον κανονικό δρόμο, συνέχισε την πορεία του στην αρχή της οδού Σταϊκοπούλου, έστριψε αριστερά και ανηφόρισε για την εκκλησία. Μόλις έφθασε στη νότια πλευρά του ιερού της εκκλησίας, την αρχή της σημερινής οδού Ι. Καποδίστρια και σταμάτησε για λίγο να ξεκουραστεί, αντίκρισε έξω από την πόρτα της εκκλησίας τον Κων/νο Μαυρομιχάλη, κοντοστάθηκε για λίγο, κοίταξε ανατολικά προς την οικία του Υπουργού Ροδίου, και συνέχισε την πορεία του προς την εκκλησία και τον τόπο του μαρτυρίου. Μόλις πάτησε το κατώφλι μπαίνοντας στην εκκλησία, ο Κων/νος Μαυρομιχάλης τον πυροβόλησε εξ΄ επαφής στην πίσω δεξιά πλευρά της κεφαλής, ενώ ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης που στεκόταν εσωτερικά της πόρτας τον χτύπησε με μικρό μαχαίρι στη δεξιά πλευρά της κοιλιάς και ο Κυβερνήτης έπεσε νεκρός, στα χέρια των φρουρών του (εικ. 20). Ο Γ. Κοζώνης πυροβόλησε και τραυμάτισε θανάσιμα τον Κων/νο Μαυρομιχάλη, που προσπάθησε να διαφύγει από το απέναντι της εκκλησίας ανηφορικό στενό, την οδό Πλάτωνος, ενώ ο Ι. Καραγιάννης, ένας εκ των δυο φρουρών των Μαυρομιχαλαίων πυροβόλησε κατά των φρουρών του Καποδίστρια αλλά αστόχησε και η σφαίρα χτύπησε στη δεξιά πλευρά της πόρτας της εκκλησίας, όπου σώζεται στον τοίχο η λαβωματιά της σφαίρας (εικ. 19, 25). Ο Κ. Μαυρομιχάλης συνελήφθη, μέσα στο πρωϊνό, λιντζαρίσθηκε από τους κατοίκους και τους στρατιώτες, που τον χτυπούσαν με ξύλα και σπαθιά, σύρθηκε στα καλντερίμια της πόλης ως την πλατεία του Πλάτανου (Πλατεία Συντάγματος) και το απόγευμα ξεψύχησε μπροστά από το Στρατώνα (Αρχαιολογικό Μουσείο) και το σώμα του ρίχθηκε στη θάλασσα. Ο Γ. Μαυρομιχάλης διέφυγε δυτικά, από την οδό Καποδιστρίου, ζήτησε καταφύγιο στη Γαλλική Πρεσβεία, συνελήφθη, δικάσθηκε εις θάνατον και εκτελέσθηκε στις 10 Οκτωβρίου, στην Πλατεία, ανατολικά των τειχών της πόλης του Ναυπλίου.
Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο
39
Η σορός του Ι. Καποδίστρια μεταφέρθηκε με ευλάβεια από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα με τη συνοδεία πλήθους κόσμου στο Κυβερνείο. Μετά τη νεκροψία από τέσσερις ιατρούς, Σ. Καρβελά, ∆. Τράϊμπερ, Α. Παπαδόπουλο Βρετό και Ν. Μαράτο, το σώμα του Καποδίστρια ταριχεύθηκε από τον φαρμακοποιό Βονιφάτιο Βοναφίν και τοποθετήθηκε στην αίθουσα υποδοχής του Κυβερνείου, όπου συνέρρεαν τα πλήθη να προσκυνήσουν. Τα σπλάχνα του Καποδίστρια του αφαιρέθηκαν από το σώμα κατά την ταρίχευση, τοποθετήθηκαν σε πολυτελή θήκη και τάφηκαν στο Άγιο Βήμα του Αγίου Σπυρίδωνα23. Η επικρατούσα άποψη ότι η ταρίχευση του Ι. Καποδίστρια έγινε στο φαρμακείο του Βονιφάτιου Βοναφίν, που βρισκόταν στο σωζόμενο ισόγειο του διώροφου νεοκλασικού κτιρίου στην οδό Βασιλέως Κων/νου (Μεγάλο δρόμο), δίπλα στο σημερινό δημαρχείο, όπου έχει τοποθετηθεί και σχετική επιγραφή, προφανώς είναι εσφαλμένη. Η κηδεία του Κυβερνήτη έγινε στις 18 Οκτωβρίου 1831. Στη συνέχεια το λείψανο του Ι. Καποδίστρια μεταφέρθηκε στις 29 Μαρτίου 1832 από τον αδελφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια και τάφηκε στην Κέρκυρα, στον Άγιο Σπυρίδωνα. Με την επέτειο της εκατονταετίας της απελεύθερωσης της χώρας ο δραστήριος δήμαρχος της πόλης Κ. Κόκκινος και το ∆ημοτικό Συμβούλιο στις 9/12/1929 με ψήφισμα ζήτησαν να ανεγερθεί ανδριάντας του Ι. Καποδίστρια στο Ναύπλιο. Η πρόταση έγινε δεκτή από την κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου, ορίσθηκε καλλιτεχνική επιτροπή στην οποία συμμετείχαν ο ζωγράφος Κ. Παρθένης και ο αρχιτέκτων ∆. Πικιώνης και η ανάθεση έγινε στο σπουδαίο γλύπτη Μ. Τόμπρο. Το άγαλμα τοποθετήθηκε το 1933 στην ομώνυμη πλατεία που ανάπλασε ο ∆. Πικιώνης (εικ. 21). Στον ανδριάντα, στημένο απέναντι από το Κυβερνείο στον άξονα της λεωφόρου Αμαλίας, με σταθερό βηματισμό εξαίρεται η έκφραση του προσώπου και προβάλλεται με απλότητα ο ευγενής διπλωμάτης Ι. Α. Καποδίστριας, θεμελιωτής του Νεοελληνικού Κράτους. Είναι 23. Λαμπρυνίδης ο.π. 290-295. Χ. Πιτερός, Η πορεία της δολοφονίας του Κυβερνήτη, Ναυπλιακά Ανάλεκτα, 7, 2009, 115-121.
40
Χρήστος Πιτερός
αξιοσημείωτος ο συμβολισμός του αγάλματος, εμπνευσμένος από την αρχαία ελληνική παράδοση. Στη δεξιά πλευρά, κάτω από το προβαλλόμενο δεξιό χέρι, εικονίζεται το κατώτερο αποκομμένο τμήμα κορμού βελανιδιάς, δρυός, ιερό δένδρο του ∆ία, σύμβολο ρώμης και δύναμης του αρχαίου Ελληνικού Κόσμου. Από τις ρίζες του δένδρου έχουν βλαστήσει νέα κλαδιά, τα οποία συμβολίζουν το αναγεννημένο νεοελληνικό κράτος24. Η πολυσήμαντη ιστορική προσωπικότητα του Ι. Α. Καποδίστρια, του Μπαρμπαγιάννη, μυθοποιήθηκε μέσα στο χρόνο. Σύμφωνα με την παράδοση, η γνωστή χουρμαδιά, το παλιότερο δέντρο στο δυτικό άκρο της πόλης, δίπλα στο ξενοδοχείο Αμφιτρύων, στη βίλλα του ποιητή Θ. Κωστούρου, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη διατήρησή του, το φύτεψε ο Κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας (εικ. 22). Το υπεραιωνόβιο δέντρο είχε φυτρώσει στο χώρο αυτό στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και είχε την ίδια ηλικία με το Ανεξάρτητο Νεοελληνικό Κράτος. Τη νύχτα της 13ης ∆εκεμβρίου 2008, μετά από νυχτερινή θύελλα, έσπασε ο κορμός του δέντρου στο ανώτερο τμήμα του25 όπου έφερε βαθιά λαβωματιά. Το μεγαλύτερο τμήμα του κορμού διατηρείται στη θέση του. Ο ∆ήμος Ναυπλίου, προς τιμήν του Ι. Α. Καποδίστρια ίδρυσε το «Ίδρυμα Ιωάννης Καποδίστριας» ενώ πρόσφατα το 2007 στην Κέρκυρα ιδρύθηκε το «∆ίκτυο πόλεων Ιωάννης Καποδίστριας»26, στο οποίο συμμετέχουν οι πόλεις, Κέρκυρα, Αμμόχωστος, Ναύπλιο, Αίγινα, Coper Capodistria (Σλοβενία).
24. Κ. ∆ανούσης, Ο ανδριάντας του Καποδίστρια στο Ναύπλιο, πρόδρομη ανακοίνωση. Ναυπλιακά Ανάλεκτα, 7, 2009, 123-144. 25. Χ. Πιτερός, Η χουρμαδιά τα΄ Αναπλιού, Ναυπλιακά Ανάλεκτα, 7, 2009, 191198. 26. Β. Α. Χαραμής, ∆ίκτυο πόλεων «Ιωάννης Καποδίστριας», Ναυπλιακά Ανάλεκτα, 7, 2009, 111-113.
Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο
Κατάλογος φωτογραφιών
Εικόνα 1: E. Peytier, Γενική άποψη Πρόνοιας και Ναυπλίου.
Εικόνα 2: Σχέδιο πόλης Ναυπλίου Θ. Βαλλιάνου.
41
42
Χρήστος Πιτερός
Εικόνα 3: Κυβερνείο, Παλατάκι Ι. Καποδίστρια (1890) από ανατολικά.
Εικόνα 4: P. von Hess, η άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο 1835, λεπτομέρεια Κυβερνείου με αέτωμα.
Εικόνα 5: A. Marc 1833, το Κυβερνείο (Παλατάκι) με τα κτίρια της πλατείας Συντριβανίου (Τριών Ναυάρχων)
Εικόνα 6: Πώρινος λίθος του Κυβερνείου με τη χρονολογία 1829, ανέγερσης του κτιρίου. (∆ημόσια Βιβλιοθήκη ο Παλαμήδης)
43
Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο
Εικόνα 7: Νεοκλασικό κτίριο, Εθνικός Οίκος 1831
Εικόνα 8: Είσοδος νεοκλασικού κτιρίου, Εθνικού Οίκου 1831
Εικόνα 9: Οικία Άρμανσμπεργκ
Εικόνα 10: Οικία Άρμανσμπεργκ, λεπτομέρεια με παράσταση Φοίνικα
Εικόνα 12: Σχέδιο πόρτας οικίας Άρμανσμπεργκ
Εικόνα 11: Πόρτα οικίας Άρμανσμπεργκ
44
Χρήστος Πιτερός
Εικόνα 13: Πολεμικό Μουσείο
Εικόνα 14: Πόρτα Εθνικού Νοσοκομείου Ναυπλίου.
Εικόνα 15: Επιγραφή Εθνικού Νοσοκομείου.
Εικόνα 16: Γεωργική Σχολή Τίρυνθας. (E. REY-A. Chenarard 1843-1844).
45
Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο
Εικόνα 17: Έπαυλη Ι. Καποδίστρια (Th. Du Moncel 1845).
Εικόνα 19: Είσοδος Αγίου Σπυρίδωνα.
Εικόνα 18: Άγιος Σπυρίδων.
46
Χρήστος Πιτερός
Εικόνα 20: Η δολοφονία του Ι. Καποδίστρια ∆. Τσόκου 1850 και δημοτικό ποίημα
Εικόνα 22: Η χουρμαδιά τ΄ Αναπλιού Εικόνα 21: Άγαλμα Ι. Καποδίστρια.
47
Τα ίχνη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο Εικόνα 23: Εθνικό Νοσοκομείο Ναυπλίου 1938
Εικόνα 24: Ο χώρος του Κυβερνείου με το άγαλμα του Όθωνα
48
Χρήστος Πιτερός
Εικόνα 26: Άγιοι Απόστολοι, άγιος Χαράλαμπος, αγία Βαρβάρα (Εθνικό Νοσοκομείο) Εικόνα 25: Ο άγιος Σπυρίδων, νότια πλευρά (F. Boissonnas 1910)
Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια* Γεώργιος Τσατήρης Πρόεδρος ∆ημοτικού Συμβουλίου του ∆ήμου Αίγινας, ∆ικηγόρος, Υπεύθυνος του ∆ικτύου Πόλεων «Ιωάννης Καποδίστριας»
1. Οι προεργασίες και η συγκυρία για τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους Η προσπάθεια και η διαδικασία συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους διακρίνεται από τη σύγχρονη ιστοριογραφία μεθοδολογικά σε τέσσερις περιόδους. Την προεπαναστατική περίοδο 1770-1820, την περίοδο του αγώνα για ανεξαρτησία 1821-1828, την καποδιστριακή περίοδο 1828-1831 και την πρώτη οθωνική περίοδο, την περίοδο της απολυταρχίας του Όθωνα 1833-18431. Εννοείται ότι οι παραπάνω περίο-
*Ο υπομνηματισμός αυτής της εισήγησης δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτικός, με μόνο στόχο την επιστημονική τεκμηρίωση όσων ζητημάτων θίγονται από τον τίτλο. Ήδη το 1996 είχαν καταγραφεί 714 συνολικά δημοσιεύματα για τον Καποδίστρια, βλ. Χρ. Κουλούρη-Χρ. Λούκος, «Τα πρόσωπα του Καποδίστρια. Ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας και η νεοελληνική ιδεολογία (1831-1996)», εκδ. Πορεία, 1996, σ. 197 επ. Έκτοτε η αρθρογραφία, βιβλιογραφία και τα πρακτικά συνεδρίων αυξάνονται συνέχεια. 1. Νικηφόρος ∆ιαμαντούρος, «Οι απαρχές της συγκρότησης του σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828», εκδ. ΜΙΕΤ, 2006, εισαγωγή στην ελληνική έκδοση, σ. xi επ. και εισαγωγή σ. 10 επ. Για την συγκρότηση κράτους από τον Καποδίστρια, βλ. ίδιον όπ. παρ. σ. xxviii, Ι.Α. Πετρόπουλο - Αικ. Κουμαριανού, «Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, εκδ. Παπαζήση, 1982, όπου στη σ. 13 αναφέρεται ότι «…στην περίοδο του Καποδίστρια η ανεξαρτησία δεν ήταν δυνατόν να αμφισβητηθεί», επίσης στη σ. 23 για την διαμόρφωση του πολιτεύματος διαπιστώνεται ότι: «Ο Όθων, όπως άλλωστε και ο Καποδίστριας νωρίτερα, θεώρησε όλες αυτές τις προσπάθειες (υποκατάστασης των παραδοσιακών θεσμών που αναπτύχθηκαν την οθωμανική περίοδο) ως το θεσμικό εγχείρημα που θα διασφάλιζε τα συμφέροντα των κοινών ανθρώπων, τα οποία μπορεί να κινδύνευαν από καταχρήσεις των προνομιούχων ομάδων», Π.
50
Γεώργιος Τσατήρης
δοι δεν έχουν στεγανά μεταξύ τους, έχουν άμεση ιστορική συνέχεια, όχι μόνο χρονική αλλά και ανάπτυξης νέων ιδεολογιών που συγκρούονται με ήδη παλιότερες υφιστάμενες στο διαμορφούμενο νεοελληνικό χωροχρόνο, δημιουργώντας έτσι νέα ιστορικά υποκείμενα και διακριτή ιστορική συνείδηση2. Η άμεση συνέπεια της ιστορικής αυτής διαδικασίας ήταν η δημιουργία του νέου, ανεξάρτητου από την οθωμανική αυτόκρατορία κράτους με ομοιογενή ελληνικό πληθυσμό, που επιδιώκει στο εξής την προαγωγή ελληνικών συμφερόντων3, ανατρέποντας την υπάρχουσα κατάσταση από το 1453-1821. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί, με όλες τις επιφυλάξεις των ιστορικών αντιφάσεων που η σύγχρονη ιστοριογραφία επισημαίνει, ότι Πετρίδης, «Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Ιστορία 1821-1862», εκδ. Γκοβόστη, 1994, σ. 10-13, Ν. Πανταζόπουλος, «Ο Καποδίστριας και ο πολιτικοκοινωνικός πλουραλισμός της εποχής του», στο συλλογικό έργο, «Ιωάννης Καποδίστριας, ο κορυφαίος Έλληνας Ευρωπαίος», εκδ. Γκοβόστης, 1992, σ. 155 επ., πρβλ. επίσης Χρ. Λούκος, «Η αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια 1828-1831, εκδ. Θεμέλιο, 1988, όπου με αφορμή την ανάδειξη της αντιπολίτευσης και του έργου της περιγράφεται με εξαιρετικό τρόπο η προσπάθεια συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους την περίοδο αυτή. Φρειδερίκου Τιρς, «Η Ελλάδα του Καποδίστρια. Η παρούσα κατάσταση (1828-1833) και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της», εκδ. Τολίδη, 1988, όπου λεπτομερής εξιστόρηση από τη βαυαρική πλευρά του έργου του Κυβερνήτη. Τρύφωνος Ευαγγελίδη, «Ιστορία του Ι. Καποδίστρια 1828-1831», ανατύπωση πρωτοτύπου 1893, εκδ. Ελεύθερη σκέψις, 2005, όπου εξιστόρηση της προσπάθειας συγκρότησης κράτους από τον Κυβερνήτη. 2. Ο Νικηφόρος ∆ιαμαντούρος όπ. παρ. σ. 11 γράφει για την επιλογή του έτους 1828 ως τέρματος της μελέτης του για τις απαρχές της συγκρότησης του κράτους, «…η ίδρυση του καποδιστριακού κράτους επιλέγεται ως ενδεδειγμένη και παραδεκτή διαχωριστική γραμμή με το σκεπτικό ότι οι επαναστατικές κυβερνήσεις από τη μία και ο Καποδίστριας από την άλλη είχαν ριζικά διαφορετικές προσεγγίσεις στα θέματα της συγκρότησης του κράτους και των θεσμών». Έχει ιστορικό ενδιαφέρον το απόφθεγμα, που στη συνέχεια προσπαθεί με ιστορικά στοιχεία να αναλύσει, του Α.Μ. Ιδρωμένου, «Ιωάννης Καποδίστριας - Κυβερνήτης της Ελλάδος», 1900, σε φωτοτυπική ανατύπωση από τις εκδόσεις Καραβία, σ. 1 «Η ιστορία του Νέου Ελληνικού βασιλείου, μετά την επανάστασιν, άρχεται από της πολιτείας του Ιωάννου Καποδιστρίου…». 3. Ι.Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού, «Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους», εκδ. Παπαζήση, 1982, σ. 10. Το ζήτημα του ομοιογενούς ελληνικού πληθυσμού, αλλά και της σύνθεσης των πληθυσμών, που διαβιούσαν εντός και εκτός των πρώτων συνόρων, αποτελεί θέμα για περαιτέρω διευρεύνηση, καθόσον στην ιστοριογραφία μας δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ολοκληρωμένη μελέτη.
Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια
51
οι έννοιες πατρίδα και γένος Ελληνικόν εκκολάπτονται ήδη από τον 13ο αιώνα και αναπτύσσονται ιδιαίτερα τον 15ο αιώνα, όταν η Άλωση της Κωνσταντινούπολης οριστικοποίησε την ήττα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όχι μόνον από τους Τούρκους, αλλά με μία πολιτική έννοια και από τους ∆υτικούς4. Επίσης είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει εδώ, τέλος 18ουαι. και αρχών του 19ουαι., η διαδικασία συγκρότησης του νέου σύγχρονου ελληνικού κράτους ακολουθεί αντίστοιχες προσπάθειες, όπως στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία, ενώ η ελληνική περίπτωση μοιάζει με πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής και ιδίως της Αργεντινής5. Την ίδια περίπου περίοδο (1786), ο Βενεζολιάνος Στρατηγός Φρανσίσκο Ντε Μιράντα στο σπίτι του κάτω από την Ακρόπολη των Αθηνών, επεξεργάζεται το όραμα της Μεγάλης Κολομβίας από το Μεξικό ως και την Παταγονία6. Επιστρέφοντας δε στην πατρίδα του από τον ελλαδικό χώρο μάχεται πολιτικά και στρατιωτικά γι’ αυτό, στηριζόμενος στις ιδέες της αυτοδιάθεσης των αυτοχθόνων Λαών και των πενήτων εποίκων από τους Ισπανούς, γαιοκτήμονες αριστοκράτες. Η έξοδος από τον αγώνα της ανεξαρτησίας μετά και τη ναυμαχία του Ναβαρίνου 8/20 Οκτωβρίου 1827 βρίσκει ένα υπό δημιουργία κράτος, όχι ως επιστέγασμα τελικής νίκης, αλλά ως προσπάθεια υπέρβασης της σύγχυσης και της διάλυσης που επικράτησε την τελευταία περίοδο του αγώνα7. Αυτή η ρευστή κατάσταση ήταν δυνατόν να προκαλέσει απρό4. Βλ. αντί όλων Τόνια Κιουσοπούλου, «Βασιλεύς ή Οικονόμος, Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 2007, σ. 204 επ. και 217 επ., πρβλ. Νίκος Σβορώνος, «Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού», εκδ. Πόλις, 2004, σ. 64 επ., Ν. Πανταζόπουλου, «Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση» εκδ. Παρουσία, 1993, σ. 36, Γιώργος Βελούδης, «Ο Jakob Philipp Falmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού», εκδ. Μνήμων, 1982, σ. 78, όπου η ενδιαφέρουσα διαπίστωση για το πέρασμα στην κυρίως ελληνική ιστοριογραφία το 19ο αι., με βάση τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν για τη θεωρία του Falmerayer και Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Η γένεση της ιστορίας του νέου ελληνισμού», εκδ. Εστία, 2006. 5. Νικηφόρος ∆ιαμαντούρος, όπ. παρ. Εισαγωγή, σ. 1. 6. Ο Μιράντα στην Ελλάδα, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2009. 7. Ι.Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού, όπ. παρ. σ. 11.
52
Γεώργιος Τσατήρης
βλεπτες μεταβολές, καθόσον οι Τούρκοι μετά τη ναυμαχία είχαν σκληρύνει διεθνώς τη στάση τους, έκλεισαν τα Στενά των ∆αρδανελίων σε όλα τα πλοία, διακήρυξαν πως η ξένη επέμβαση αποτελεί προσβολή για το Ισλάμ και το ∆εκέμβριο του 1827 κήρυξαν Τζιχάντ, Ιερό Πόλεμο8. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις την ίδια περίοδο δεν έχουν ομοφωνία για το ελληνικό ζήτημα. Η γαλλική κυβέρνηση πρότεινε να στείλει δυνάμεις στην Πελοπόννησο να διώξουν τον Ιμπραήμ, πλην όμως η Αγγλία δεν ήθελε ν’ ακούσει τέτοιο πράγμα9, ενώ ο Τσάρος δεν μπορούσε λόγω της αντίδρασης της Αγγλίας να αποκλείσει τους Τούρκους και να συμπράξει με τη Γαλλία, γιατί στη συγκυρία αυτή η γαλλορωσική συμμαχία θα απέκλειε την Μεγάλη Βρετανία, γεγονός που δεν ήταν νοητό με το status quo της εποχής.
2. Πότε δημιουργείται κράτος. Η ελληνική περίπτωση Στον ελλαδικό χώρο την ίδια εποχή κυοφορείται το νέο ελληνικό κράτος όχι λόγω των ανακατατάξεων της τότε διεθνούς πραγματικότητας, αλλά λόγω των άκαμπτων, συνεχών μέχρι τέλους ηρωικών αγώνων και θυσιών των Ελλήνων. Άλλωστε χωρίς τους αγώνες αυτούς κράτος ελληνικό δεν θα ιδρύετο ποτέ10. Παράλληλα με τους αιματηρούς αυτούς αγώνες μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα «επίσημη» νομική φιλολογία ανθεί την περίοδο 1821-1828. Εθνικές Συνελεύσεις, Ψηφίσματα, Πράξεις, Θεσπίσματα, Υπομνήματα, ∆ιακηρύξεις, έκδοση της Γενικής Εφημερίδας της Ελλάδος, όπου δημοσιεύονται τα παραπάνω. ∆ημιουργούνται εκτελεστικά σώματα όπως προσωρινή κυβέρνηση, αντικυβερνητική επιτροπή, 8. Douglas Dakin, «Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833», ΜΙΕΤ, 1999, σ. 297. 9. Douglas Dakin, όπ. παρ. σ. 297. 10. Νίκος Σβορώνος, «Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας», εκδ. Θεμέλιο, 1982, όπου στο άρθρο «Για την επανάσταση του 1821», σ. 235 τονίζεται ότι «Ωστόσο η επανάσταση, που έβαλε τα πρώτα θεμέλια για ένα ελληνικό κράτος, είναι ακόμα και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα σημεία της ιστορίας του ελληνικού λαού», Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Η απόφαση για τη σύσταση του ελληνικού κράτους» στο «Κατακτώντας την ανεξαρτησία – ∆έκα δοκίμια για την επανάσταση του 1821», εκδ. Πατάκη, Μάϊος 2010, σ. 249 επ.
Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια
53
νομοθετικό σώμα, Βουλή κ.λ.π. Όλα αυτά κυοφορούν τη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους, που δημιουργείται σιγά-σιγά11. Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε πότε είναι δυνατόν να αποδεχτούμε τη γένεση και ύπαρξη ενός κράτους12. Αντιπαρέρχομαι για τις ανάγκες της παρούσης εισηγήσεως τις θεωρίες περί κράτους και νομικής του φύσης ως «νομικής προσωπικότητας» ή ως «πλάσματος» δικαίου ή ως «πραγματικής κατάστασης», καθώς και το αν η κρατική εξουσία είναι υποκειμενικό δικαίωμα που κληρονομείται ή πηγάζει από το λαό που αναθέτει την ενάσκηση του στους κυβερνώντες13, καθόσον σε όλες τις θεωρίες η ύπαρξη κράτους προϋποθέτει14: 11. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Η γένεση της ιστορίας του νέου ελληνισμού», εκδ. Εστία, 2006, σ. 23 «Η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε γεγονός με πολυεπίπεδες επιπτώσεις:…να αναδείξει το δικαίωμα των Ελλήνων να συστήσουσι έθνος ελεύθερον και ανεξάρτητον». 12. Α. Μάνεσης, «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη», σ. 12, 1980, εκδ. Σάκκουλα, σύμφωνα με τον οποίον «κράτος είναι οργάνωσις εξουσίας αυτοδύναμης επιβαλλόμενης δια κανόνων δικαίου, δια των οποίων καθιδρύεται «η τάξις ταις πόλεσιν», όπου και παραπέμπει στη σημ. 2 Αριστοτέλους Πολιτικά ∆. 1. 1289a, 15 επ. Α. Μανιτάκης, «Τι είναι Κράτος», σ. 19 επ., 2007, εκδ. Σαβάλλας, ∆ημητρίου Βεζάνη, «Θεωρία του Κράτους», σ. 1 επ. ανατύπωση της έκδοσης του 1932 από εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, 2003, Ν. Πανταζόπουλος, όπ. παρ. σ. 142 επ. Για την έννοια του «κράτους δικαίου» βλ. αντί όλων Αντώνης Μανιτάκης «κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας», σελ. 45 επ., σελ. 59, σελ. 81 επ. 13. ∆ημητρίου Βεζάνη, όπ. παρ. σ. 12 επ., ∆ημήτρη Παπακωνσταντίνου, «Ποιά η πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους», στο περιοδικό «Αιγιναία», τ. 3, 2001, Αφιέρωμα Καποδίστριας και Αίγινα, σ. 69. 14. Α. Μανιτάκης, «Τι είναι κράτος» σ. 34 επ., ∆. Παπακωνσταντίνου, όπ. παρ. σ. 70, Γρηγορίου ∆αφνή, «Ιωάννης Καποδίστριας - Η γένεση του ελληνικού κράτους», εκδ. Ίκαρος, 1976, σ. 555 και τις εκεί παραπομπές στους συνταγματολόγους Σαρίπολο, Σβώλο, Σγουρίτσα, Αραβαντινό και George Burdeau, όπου αναφέρεται ότι: «Για να υπάρξει όμως κράτος χρειάζεται μόνιμος λαός σε ορισμένη χώρα, οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο που έχει πολιτική εξουσία πρωτογενή, ή σύμφωνα με άλλο ορισμό, χρειάζεται να ενσαρκωθεί η εξουσία σε ορισμένο θεσμό, να πάψει δηλαδή να βρίσκεται έξω από συγκεκριμένα πλαίσια δικαίου». Το αυτό εννοεί και ο καθηγητής Η. Κρίσπης, «Ιδιωτικόν ∆ιεθνές ∆ίκαιον», εκδοτικός οίκος «Π. ΚΛΕΙΣΙΟΥΝΗ Ο.Ε.», Αθήναι, 1970, σ. 22, όπου αναλύοντας την έννοια και φύση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και την μέθοδο εξεύρεσης του εφαρμοστέου κανόνα δικαιου αναφέρει ότι το κράτος αφορά εις τον δεδομένον τόπον, όπου ασκείται συγκεκριμένη εξουσία εκ δεδομένης πηγής προερχομένη, προς τον οποίον τόπον συνδέεται η σχέσις των προσώπων που είναι ανάγκη να ρυθμιστεί.
54
Γεώργιος Τσατήρης
i) την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου εδαφικού χώρου ii) την ύπαρξη λαού , ήτοι συνόλου ατόμων που βιώνουν τα όρια του εδαφικού αυτού χώρου και έχουν κατά βάση ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, ιδίως γλώσσα και ιστορία και στη συνέχεια δεσμούς θρησκείας, φυλής κ.λ.π. και iii) την ύπαρξη κεντρικής εξουσίας που ασκεί κυριαρχία στον παραπάνω εδαφικό χώρο, η δε κυριαρχία αυτή ασκείται με προοπτική διάρκειας και αναγνωρίζεται από άλλες πολιτείες. Αυτή δε η αναγνώριση της κυριαρχίας ενός κράτους από άλλες πολιτείες λειτουργεί όχι μόνο ως τεκμήριο διάρκειας της κυριαρχίας, αλλά και ως αναγνώριση του κράτους αυτού, σαν υποκειμένου διεθνώς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων15. Ας δούμε τώρα τα αντίστοιχα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής περίπτωσης και τον ιδιάζοντα ρόλο που παίζουν στη διαμόρφωση του νέου ελληνικού κράτους κατά την έλευση του Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια: 1.- Υφίσταται τότε για πρώτη φορά ελλαδικός εδαφικός χώρος με συγκεκριμένα όρια, που είναι μεν ένα μικρό κομμάτι με 750.000 περίπου κατοίκους στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, ενώ τριπλάσιος αριθμός ελλήνων διαβιούσε ακόμα στην οθωμανική αυτοκρατορία16. 2.- Τα παραπάνω γεωγραφικά όρια διαμορφώνουν για πρώτη φορά τρεις εν δυνάμει ελληνόφωνους πληθυσμούς: τους Έλληνες πολίτες του νέου ελλαδικού κράτους, τους αλύτρωτους έλληνες της οθωμανικής 15. ∆. Παπακωνσταντίνου, όπ. παρ. σ. 71. Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί εδώ ότι έχει αναπτυχθεί στους κόλπους της θεωρίας του δικαίου η κριτική αντιμετώπιση της κρατούσας παραπάνω περί κράτους θεωρίας. Βλ. Michel Miaille, “L’ État du droit”, εκδ. P.U.G., σ. 172 επ. Η άποψη αυτή επιχειρεί την κριτική των τριών προϋποθέσεων δημιουργίας του Κράτους έθνος-έδαφος-οργάνωση της δημόσιας διοίκησης θέτοντας για προβληματισμό τις έννοιες λαός-χώρος με αυθαίρετη δημιουργία συνόρων-νομιμοποίηση της κρατούσας εξουσίας, επιχειρώντας να διευκρινίσει την έννοια του Κράτους ως εξουσία που υπάρχει πάνω αλλά και μέσα στην κοινωνία, αποδεχομένη την εξαιρετική ιδέα του Michel Foucault ότι «η εξουσία προέρχεται από παντού και βρίσκεται παντού». Σε κάθε περίπτωση και η οπτική αυτή επιβεβαιώνει τη δημιουργία νέας εξουσίας στον επαναστατημένο ελλαδικό χώρο με λαό τους υπάρχοντες σ’ αυτόν κατοίκους. 16. Ι.Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού, όπ. παρ. σ. 12.
Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια
55
αυτοκρατορίας και τους έλληνες της διασποράς17. Αυτές οι τρεις οντότητες θα παίζουν για πάρα πολλά χρόνια σημαντικούς ρόλους στη διαμόρφωση της πολιτικής και των τυχών του νεοσύστατου κράτους. 3.- Κατά τη διάρκεια του αγώνα κάθε ενέργεια δημιουργίας κρατικής υπόστασης είχε την έννοια του προσωρινού, πλην όμως κατά την καποδιστριακή περίοδο υπάρχει ένα κυριαρχικό δεδομένο. Η ανεξαρτησία του νεοσύστατου κράτους, δεν ήταν πλέον δυνατόν να αμφισβητηθεί18 και κάθε προσπάθεια οικοδόμησης θεσμών και δομών έπρεπε να αποβλέπει στη διάρκεια. Εν προκειμένω, η οριστική αναγνώριση των πρώτων συνόρων του νέου ελληνικού κράτους με το πρωτόκολλο της 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 και ανεξάρτητα από τη μείωση των ορίων τους με βάση τα ήδη απελευθερωμένα εδάφη δεν αναιρεί με κανέναν τρόπο την ύπαρξη από την άφιξη του Καποδίστρια συγκεκριμένου εδαφικού ελληνικού χώρου στον οποίο υπήρχε ελληνικός λαός και κεντρική εξουσία με διαρκή κυριαρχία. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι Μεγάλες ∆υνάμεις της εποχής υποχρεώθηκαν και διεθνώς να αναγνωρίσουν το νέο ελληνικό κράτος με όλες τις επιφυλάξεις, που η Κυβέρνηση Καποδίστρια είχε για το τελικό κείμενο. Άλλωστε αυτές οι επιφυλάξεις για ευρύτερα σύνορα καταδεικνύουν την εσωτερική κυριαρχία και την αντιπροσώπευση του 17. Πρβλ. Φρειδερίκου Τιρς, όπ. παρ. σ. 234 που αναφέρει «εκτός απ’ αυτούς τους πληθυσμούς, που είναι από παλιά εγκαταστημένοι στους τόπους που αποτελούν το σημερινό βασίλειο της Ελλάδος (Πελοπόννησος, Ρούμελη, Κυκλάδες), υπάρχουν και άλλες κατηγορίες και τάξεις κατοίκων, οι οποίες, λόγω του πολέμου απωθήθηκαν εδώ από περιοχές που έμειναν κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων. Εννοούμε τους Σουλιώτες, τους ορεινούς Θεσσαλούς (Ολυμπίσιους), τους Κρητικούς, τους Φαναριώτες, τους Επτανήσιους ή Νησιώτες και τους κατοίκους της πεδινής Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θράκης, της Μικράς Ασίας και άλλων τόπων, όπου είχε επεκταθεί το ελληνικό έθνος». 18. Ι.Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού, όπ. παρ. σ. 13, Π. Πετρίδης, όπ. παρ. σ. 83-141, ο οποίος σε ιδιαίτερο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η συγκρότηση της Ελληνικής Πολιτείας (1828-1832)» εξιστορεί τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους από τον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, επίσης Π. Πετρίδης (επιμέλεια), συλλογικό έργο «Ιωάννης Καποδίστριας. O κορυφαίος Έλληνας Ευρωπαίος», εκδ. Γκοβόστη, 1992, όπου αναλυτική εξιστόρηση της «Καποδιστριακής Πολιτείας», σ. 137 επ. Νικ. Παπαντωνίου, «Οι μορφές ελεύθερου κράτους που οραματίζονταν οι αγωνιστές του ’21,» εκδ. Νεφέλη, 1988, σ. 40.
56
Γεώργιος Τσατήρης
ελληνικού λαού, δηλαδή του νέου κράτους στις διαπραγματεύσεις και στην υπογραφή της Συνθήκης. Χωρίς την ύπαρξη ήδη κρατικής οντότητας με τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν θα ήταν δυνατή η υπογραφή του παρα-πάνω Πρωτοκόλλου του Λονδίνου. Τα τρία παραπάνω συστατικά της νέας ελληνικής κρατικής οντότητας δίνουν την περίοδο αυτή και τη νέα διαμορφούμενη πολιτική πραγματικότητα. Συντελείται ένας εντυπωσιακός πολιτικός αναπροσανατολισμός. Η οθωμανική αυτοκρατορία με τους θεσμούς της και ο πολιτικός παρεμβατισμός της Υψηλής Πύλης αντικαθίσταται από το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα και τους τοπικούς εκπροσώπους των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Με την έννοια αυτή αφενός επιβεβαιώνεται η επίδραση των ευρωπαϊκών ιδεών για ανεξαρτησία και εδραιώνονται οι διεθνείς σχέσεις του νέου κράτους19 στο πλαίσιο αυτό, αφετέρου από την αρχή του ελληνικού κράτους παίρνει υπόσταση ένα διαβρωμένο πολιτικό σύστημα20, με πολιτικές προερχόμενες όχι από τις ανάγκες του νέου κράτους, αλλά από πιθανά συμφέροντα έξω απ’ αυτό.
3. Η άφιξη του Κυβερνήτη στην Ελλάδα Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου η Ελληνική Κυβέρνηση εξέδωσε ψήφισμα, που καλούσε τον Ι. Καποδίστρια να έρθει στην Ελλάδα το ταχύτερο21. Από το Τορίνο που βρισκόταν το Νοέμβριο του 1827, πήγε στην Αγκώνα, από όπου απέπλευσε στις 20/12/1827 ή 11/1/1828 με το πλοίο Γουλφ, το οποίο τον μετέφερε ανοιχτά της Κέρκυρας στο πολεμικό Γουώρσπαϊτ, που έφτασε στην Μάλτα στις 28/12 – 9/1/1828. Εκεί συνάντησε σε φιλική ατμόσφαιρα το ναύαρχο Κόδρινγκτον, που αποδέχτηκε το αίτημα του Καποδίστρια να τον συνοδέψουν στην Ελλάδα τρία συμ19. Π. Πετρίδης, όπ. παρ. σ. 105 επ., Π. Πετρίδης, «Η εξωτερική πολιτική του Κυβερνήτη και η συμβολή στην κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας 1828-1831», στο συλλογικό έργο «Ιωάννης Καποδίστριας. O κορυφαίος Έλληνας Ευρωπαίος», εκδ. Γκοβόστη, 1992, σ. 215 επ., Στέφανος Παπαγεωργίου, «Η καποδιστριακή περίοδος. Κρατικός εκσυγχρονισμός και κοινωνικοπολιτικές αδράνειες», στο περιοδικό «Αιγιναία», τ. 3, 2001, Αφιέρωμα Καποδίστριας και Αίγινα, σ. 42. 20. Ι.Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού, όπ. παρ. σ. 12. 21. Douglas Dakin, όπ. παρ. σ. 297.
Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια
57
μαχικά πλοία22. Ανεξάρτητα από την πολιτική συγκυρία της εποχής, που ήταν σχετικά αρνητική για την Ελλάδα και τον Κυβερνήτη, ο Κόδριγκτον λειτούργησε σύμφωνα με το πνεύμα της Συνθήκης του Λονδίνου (6-7-1827), και ο Καποδίστριας έφυγε από τη Μάλτα στις 2/14 Ιανουαρίου 1828 με κατεύθυνση την Αίγινα23, όπου και η έδρα τότε της Αντικυβερνητικής Επιτροπής. Το πλοίο «Γουώρσπαϊτ» όμως, που τον μετέφερε, εμποδίστηκε από αντίθετο άνεμο και στις 6/18 Ιανουαρίου 1828 κατέφυγε στον Αργολικό Κόλπο. Την επόμενη 7/19 Ιανουαρίου 1828 κατέβηκε στη πόλη του Ναυπλίου και παρακολούθησε τη θεία λειτουργία στο ναό του Αγ. Γεωργίου. Η υποδοχή ήταν αποθεωτική, αλλά και η συγκυρία κρίσιμη καθόσον η πόλη σπαράσσονταν από εμφύλια διαμάχη. Ο Γρίβας και Στράτος βομβάρδιζαν ο ένας τον άλλο από το Παλαμήδι και την Ακροναυπλία. Η πρώτη ενέργεια ως Κυβερνήτη ήταν να τους δώσει διαταγή να σταματήσουν, πράγμα το οποίο έκαναν, υποσχόμενοι ενώπιον του «να τηρήσουν την ησυχίαν και ευταξίαν εις τας φρουράς των και εις τον τόπον»24. Ήδη από την αποβίβαση του στο Ναύπλιο ο Κυβερνήτης αντελήφθη ότι η χώρα έμοιαζε μ’ ένα σωρό ερείπια. Παραγωγή δεν υπήρχε ούτε χέρια να επιδοθούν στην καλλιέργεια της γης λόγω ανασφάλειας, αφού κάθε μεγαλοκαπετάνιος που κρατούσε ένα κάστρο τυραννούσε σαν 22. Douglas Dakin, όπ. παρ. σ. 298, Χρ. Λούκος, όπ. παρ. σ. 28, Ελένη Κούκου, «Ιωάννης Καποδίστριας». Ο άνθρωπος - ο διπλωμάτης 1800-1828», Αθήνα 1984, β΄ έκδοση, σ. 330. 23. Γρηγορίου ∆αφνή, οπ. παρ. σ. 553. 24. Τα της διαδρομής του Καποδίστρια από την Αγκώνα στην Αίγινα μέσω Μάλτας και Ναυπλίου εξιστορούνται από πολλούς, σύγχρονους του Κυβερνήτη αλλά και νεότερους. Τελείως ενδεικτικά αναφέρονται εδώ: Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος της 14-1-1828, εκδοθείσα εν Αιγίνη, Ν. Κοσομούλης, «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων από τα 1821 μέχρι των 1833», τ. Β΄, 1940, σ. 680 επ., Γ. Τερτσέτης, «Απόλογα του Καποδίστρια», στο Άπαντα Γ. Τερτσέτη, Τ. 3, σ. 214, Αθήνα 1953, Ελένη Κούκκου, «Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος - ο διπλωμάτης 1800-1828», Αθήνα 1984, β΄ έκδοση, σ. 326-338, Αλεξ. ∆εσποτόπουλος, «Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η απελευθέρωσις της Ελλάδος», εκδ. ΜΙΕΤ, 1996, σ. 71 επ., Σοφία Σφυρόερα, «Αίγινα πρώτη πρωτεύουσα της νεώτερης Ελλάδας», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2002, σ. 105.
58
Γεώργιος Τσατήρης
κατακτητής το γυμνό και άστεγο πληθυσμό, που είχε καταφύγει στα βουνά και τις σπηλιές. Στη συνέχεια αναχώρησε για την Αίγινα με το παραπάνω αγγλικό πλοίο «Γουώρ-σπαϊτ» συνοδευόμενος από το γαλλικό πολεμικό « Ήρα» και το ρωσικό «Ελένη». Στις 11/24 Ιανουαρίου 1828 αποβιβάστηκε στην Αίγινα, που ήταν η έδρα της Κυβέρνησης και παρακολούθησε στην Μεγάλη Εκκλησία, τον Μητροπολιτικό ναό, τη θεία λειτουργία. Εκεί με μια εμπνευσμένη ομιλία τον προσφώνησε ο Θεόφιλος Καΐρης, αλλά την εικόνα που συνάντησε περιγράφει ο ίδιος ο Κυβερνήτης στη συνομιλία του με το Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, όπως μας την παρέδωσε ο Γ. Τερτσέτης στα «Απόλογα του Καποδίστρια»: «Είναι καιροί που πρέπει να φορούμε όλοι ζώνη δερματένια και να τρώμε ακρίδες και μέλι άγριο. Είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφτασα εδώ εις την Αίγινα δεν είδα κάτι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί… «Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας» εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από τις σπηλιές. ∆εν ήτον το συναπάντημα μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο με δάκρυα. Εβρέχετο η μυρτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από τον γιαλό ως την εκκλησία. Ανατρίχιαζα μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού μου έσχιζε την καρδιά μου….» και καταλήγει Ο Καποδίστριας λέγοντας «Κατεβαίνω ως πολεμιστής εις το στάδιον, θα πολεμήσω ως κυβέρνησις, δεν λαθεύομαι τον έρωτα των προνομίων που είναι φυτευμένος εις ψυχές πολλών, το ονειροπόλημα των λογιοτάτων, ξένων πρακτικών ζωής, το φιλύποπτο, κυριαρχικό και ανήμερο αλλοεθνών ανδρών. Η νίκη θα είναι δική μας αν βασιλεύση εις την καρδιάν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης». Ο Ι. Καποδίστριας στην Αίγινα εγκαθίσταται στο Κυβερνείο25, μέχρι τότε οικία Μοίρα, όπου και η έδρα της κυβέρνησής του και του Πανελληνίου, διορισμένου αντιπροσωπευτικού σώματος, με το οποίο στην αρχή 25. Βλ. Βασίλης ∆ωροβίνης, «Ο σχεδιασμός του Ναυπλίου κατά την Καποδιστρική περίοδο (1828-33)», στα πρακτικά ∆ιεθνούς συμποσίου ιστορίας «Νεοελληνική πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος», όπου στη σελ. 289 αναφέρει: «Πρωτεύουσα με την έννοια της πόλης-έδρας της ∆ιοίκησης γίνεται στην πράξη η Αίγινα».
Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια
59
αντικατέστησε τη Βουλή26. Ο Κυβερνήτης από την πρώτη του επαφή με την ελληνική χώρα και το λαό της αντιλήφθηκε άμεσα ότι το κράτος και στην πιο υποτυπώδη του έννοια δεν υπήρχε. Αυτή την πραγματικότητα, που εντελώς περιληπτικά περιγράφεται παραπάνω προσπάθησε ο Κυβερνήτης να διαμορφώσει εφαρμόζοντας ένα συνεπή και καθορισμένο προγραμματισμό. Στην προσπάθεια του αυτή έπρεπε να ανταποκριθεί σε δύο τουλάχιστον σχηματοποιημένες αντιλήψεις. Από τη μία οι λαϊκές προσδοκίες και ελπίδες για την πραγμάτωση των ιδανικών της δικαιοσύνης και της ισότητας, που τον ανήγαγαν σε θεόπεμπτο αρχηγό. Από την άλλη πλευρά οι προσδοκίες των ηγετικών ομάδων (προεστών, οπλαρχηγών, κοτζαμπάσηδων, φατριών), που περίμεναν το νέο ελληνικό κράτος να εξασφαλίσει την προνομιακή μεταχείριση που είχαν στο παλιό καθεστώς (οθωμανικό σύστημα27).
4. Οι συγκεκριμένες πράξεις του Ι. Καποδίστρια για τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους ∆εν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας εισήγησης η πολιτειακή διαμάχη του Καποδίστρια με την ιστορικά καταγραφείσα Αντιπολίτευση28, κατά τη διάρκεια των ετών 1828-1831, που κατέληξε στη δολοφονία του Κυβερνήτη στο Ναύπλιο την 27 Σεπτεμβρίου 1831. Επιγραμματικά σημειώνω ότι η Αντιπολίτευση κατά του Ι. Καποδίστρια δεν είχε ομοιογενή χαρακτήρα ούτε στηριζόταν σε ομοιογενή στοιχεία. Είναι γεγονός ότι η πραγματική πολιτική του Κυβερνήτη για να τιθασεύσει την ανοργανωσιά και να αρχίσει εκ του μηδενός τη συγκρότηση κράτους29, με ιδεολογία τον μετριοπαθή φιλελευθερισμό και τη φωτισμένη δεσποτεία, ήρθε σε αντίθεση με τους ριζοσπάστες φιλελεύθερους, που εμφορούντο από τα ιδανικά του διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης30. Πλην 26. Βλ. ενδεικτικά Π. Πετρίδης, «Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Ιστορία», εκδ. Γκοβόστης, 1995, σ. 87, Χρ. Λούκος, όπ. παρ. σ. 33, Douglas Dakin, όπ. παρ. σ. 302-303. 27. Πρβλ. Ι.Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού, όπ. παρ. σ. 20-21. 28. Χρ. Λούκος, «Η αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια 1828-1831», εκδ. Θεμέλιο, 1988. 29. Στεφ. Παπαγεωργίου, όπ. παρ. σ. 46 και Douglas Dakin όπ. παρ. σ. 304 30. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σβωλόπουλο, «Το ιδεολογικό στίγμα του Ιωάννη
60
Γεώργιος Τσατήρης
όμως πίσω από αυτούς που υποστήριζαν τις ιδέες αυτές συνωστίσθηκαν και όσοι έβλεπαν τα συμφέροντα που απέκτησαν στο παλιό καθεστώς (οθωμανικό σύστημα) να κλονίζονται31. Όπως έχει λεχθεί «αποτελεί τραγική χλεύη της ιστορίας, ότι οι αντιπολιτευόμενοι τον Κυβερνήτην εχρησιμοποίησαν εναντίον αυτού ως έμβλημα το Σύνταγμα»32. Έχει ενδιαφέρον να προσεγγίσουμε την περίοδο αυτή όχι μόνο μέσα από την οπτική των δικαιωμάτων, αλλά και από την οπτική οργάνωσης της εξουσίας στα σύγχρονα κράτη, όπως αυτά διαμορφώνονται μέσα από τις νοοτροπίες και τις ιδέες του τέλους του 18ου αι. και αρχές του 19ου αι. Κατά τη γνώμη μου πέραν όλων των άλλων αντιθέσεων στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος συγκρούεται αφενός η αντίληψη συγκρότησης κράτους με βάση τα «δικαιώματα», είτε αυτά αναφέρονται σε κεκτημένα κατά την οθωμανική κυριαρχία, είτε σε πολιτικά δικαιώματα των διανοουμένων εμπνευσμένα από τη γαλλική και αμερικάνικη επανάσταση και αφετέρου η αντίληψη συγκρότησης κράτους με οργανωμένη εξουσία σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, εξουσία που θα μπορεί να διαχειρίζεται και να ελέγχει τη ζωή των πολιτών από τη γέννηση, την εκπαίδευση, την υγεία, την οικονομική ανάπτυξη μέχρι και το θάνατο33. Ανεξάρτητα από την παραπάνω επισήμανση ο Κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας τους 45 περίπου μήνες (ήτοι 3 χρόνια, 8 μήνες και 20 ημέρες), που ηγήθηκε του νεογέννητου ελληνικού κράτους, δημιούργησε όλους εκείνους τους θεσμούς και τις υπηρεσίες που είχε ανάγκη ένα σύγχρονο κράΚαποδίστρια» στο «Κατακτώντας την ανεξαρτησία - ∆έκα δοκίμια για την επανάσταση του 1821», εκδ. Πατάκη, Μάϊος 2010, σ. 248 «Ο Ιωάννης Καποδίστριας από τη νεότητα έως το θάνατό του υπήρξε φορέας της συντηρητικής ιδεολογίας». 31. Βλ. αντί όλων Χρ. Λούκος, «Αντιτιθέμενες απόψεις για το κυβερνητικό έργο του Ιωάννη Καποδίστρια», περιοδικό «Αιγιναία», Αφιέρωμα στο επιστημονικό συνέδριο για τον Καποδίστρια (9/2008) από το Καποδιστριακό Πνευματικό Κέντρο του ∆ήμου Αίγινας, τ. 15, 2008, σ. 15, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι: «...Αποτέλεσμα ήταν να βρεθούν στο αντικαποδιστριακό στρατόπεδο άτομα και ομάδες, που δεν είχαν κοινά συμφέροντα ούτε παρόμοια κοινωνική προέλευση…». 32. Α. Ι. ∆εσποτόπουλος, «Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας», ΜΙΕΤ, 1996, σ. 258. 33. Για την οπτική συγκρότησης της κρατικής εξουσίας ως «βιοεξουσίας» και της άσκησης «βιοπολιτικής» στους λαούς της Ευρώπης, ήδη από τα τέλη του 18ου αι., βλ. Michel Foucault, “Histoire de la sexualité”, t. 1, “La volonté de savoir”, editions Gallimard, 1976, σ. 183 επ.
Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια
61
τος για την εσωτερική του λειτουργία, ασκώντας ταυτόχρονα εξαίρετη και αριστοτεχνική εξωτερική πολιτική, που είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική διασφάλιση των πρώτων συνόρων της ελληνικής επικράτειας και την παγίωση της εθνικής ανεξαρτησίας σύμφωνα με το καταρχάς αμφίθυμο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Μπορούμε ανεπιφύλακτα να συμφωνήσουμε στο ότι «η εξωτερική πολιτική του Καποδίστρια υπήρξε η λιγότερο δεκτική στις ξενικές επιταγές, πολιτική, που ασκήθηκε στα πρώτα εκατόν πενήντα χρόνια του ελληνικού κράτους»34. Η εσωτερική οργάνωση του νέου ελληνικού κράτους την καποδιστριακή περίοδο επιγραμματικά είχε ως εξής: Συγκροτείται Τακτικό Σώμα, δύναμη 3.500 περίπου ανδρών, που έπαιξε σαφή ρόλο την περίοδο αυτή, παράλληλα με τα ημιτακτικά σώματα, μολονότι οι ημιτακτικοί αξιωματικοί υποδαυλίζονταν από την πολιτική αντιπολίτευση. Η καταπολέμηση της πειρατείας αποτέλεσε προτεραιότητα για την καποδιστριακή κυβέρνηση, καθόσον η πειρατεία επηρέαζε το εμπόριο, την οικονομία γενικότερα και την εικόνα της χώρας στους Ευρωπαίους συμμάχους. Ο ελληνικός στόλος πέτυχε τη σχεδόν απάλειψη του φαινομένου. Η δημιουργία οικονομικών πόρων επικεντρώθηκε κυρίως από τον εξωτερικό δανεισμό αφού η φορολογία σε μία κατεστραμμένη χώρα δεν είχε νόημα. Ο Κυβερνήτης προσπάθησε να λάβει δάνειο 60.000.000 γαλλικών φράγκων για να οργανώσει την εσωτερική διοικητική μηχανή και να αποκαταστήσει την εσωτερική τάξη35, αφού ως γνωστόν σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομικών Παναγιώτη Λιδωρίκη «όχι μόνον χρήματα δεν έχουμε, αλλά δεν υπάρχει καν ταμείο…»36. Η μη καταβολή του δανείου ήταν καθοριστική 34. Π. Πετρίδης, όπ. παρ. σ. 117. 35. ∆ημήτρης Λουλές, «Κατευθύνσεις και προοπτικές της οικονομικής πολιτικής του Ι. Καποδίστρια (1828-1831)», στο συλλογικό έργο «Ιωάννης Καποδίστριας. Ο κορυφαίος Έλληνας Ευρωπαίος», όπ. παρ. σ. 266. 36. Ο Παναγιώτης Λιδωρίκης όπως και οι άλλοι υπουργοί αμέσως μετά την άφιξη του Καποδίστρια στην Αίγινα συνέταξαν εκθέσεις για «την θέσιν των πραγμάτων».
62
Γεώργιος Τσατήρης
για την μη επίτευξη των στόχων του. Παρ’ όλα αυτά με τους επιδέξιους χειρισμούς του κατόρθωσε τους πρώτους μήνες να λάβει εκ μέρους της Γαλλίας και Ρωσίας μηνιαία βοήθεια 500.000 φράγκων και ρουβλίων αντίστοιχα, ενώ συνέχισε να ζητά προσωρινά βοηθήματα από φιλελληνικούς κύκλους. Ταυτόχρονα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τα εσωτερικά κεφάλαια, ιδρύοντας για το λόγο αυτό την «Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα» στην Αίγινα με ψήφισμα την 2 Φεβρoυαρίου 182837. Παράλληλα στην Αίγινα ιδρύθηκε Νομισματοκοπείο και για λόγους κύρους και διεθνούς πίστης για τη χώρα, ο Κυβερνήτης έκοψε το πρώτο εθνικό νόμισμα, το φοίνικα38. Προσπάθησε να αναπτύξει τη γεωργία με επιστημονικά μέσα και εισαγωγή νέων προϊόντων όπως π.χ. πατάτα, με τη χρήση σύγχρονων γεωργικών εργαλείων και νέων καλλιεργητικών μεθόδων. Επίσης πήρε μέτρα για την προίκιση των ακτημόνων από τις εθνικές γαίες. Η προσπάθεια του αυτή στο γεωργικό τομέα, όπως και τα μέτρα που πήρε για την δημιουργία κεντρικής και απρόσωπης πολιτικής εξουσίας, εναντίον του κοινοτικού οθωμανικού συστήματος, προσέΌπως ο Α.Μ. Ιδρωμένος, όπ. παρ. σ. 68, εξιστορεί, ο Υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι: «όχι μόνον χρήματα δεν υπάρχουσιν εν τω ταμείω, αλλ’ ούτε ταμείον υπάρχει, διότι δεν υπήρξε ποτέ. Η οικονομική διαχείρισις δεν συνίσταται ή εις κονδύλια απλά. Μη θαυμάσει η Υψηλότης σας εάν εν τοις βιβλίοις μου δεν είναι όλα γεγραμμένα. Πολλά πράγματα έγιναν καλή τη πίστει· άλλως, και αι περιστάσεις ημπόδισαν να τακτοποιήση τις τα κατάστιχα. Πρέπει να προσθέσω ότι ηνηγκάσθημεν να προπωλήσωμεν την δεκάτην εις το Αιγαίον προ του έτους. Τα μέλη του νομοθετικού σώματος ήθελον τους μισθούς των, αλλά δεν είχομεν άλλο μεσον να τους πληρώσωμεν. Επί τέλους, το λέγω με εντροπήν, δεν ήμην εις θέσιν να πληρώσω εις τους κτίστας και ξυλουργούς τα έξοδα των επισκευών αίτινες έγιναν εις το οίκημα το οποίον κατέχει η Υψηλότης σας, και παρακαλώ αυτήν να ευσπλαγχνισθή αυτούς τους ανθρώπους οίτινες παραπονούνται δια την μη πληρωμήν των». 37. Επ. Στασινοπούλου, «Η ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος», Αθήνα 1966, σ. 20 επ. Η διεύθυνση της τράπεζας ανατίθεται σε τριμελή επιτροπή, ένα μέλος της οποίας ήταν ο Γεώργιος Σταύρος που αποτέλεσε τη ψυχή της Χρηματιστικής και στη συνέχεια ίδρυσε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. 38. ∆ημήτρης Λουλές, «Κατευθύνσεις και προοπτικές της οικονομικής πολιτικής του Ι. Καποδίστρια (1828-1831)», στο συλλογικό έργο «Ιωάννης Καποδίστριας. O κορυφαίος Έλληνας Ευρωπαίος», όπ. παρ. σ. 270.
Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια
63
κρουσαν στους γαιοκτήμονες και στην πολιτική δύναμη των κοτζαμπάσηδων. Παρ’ όλα αυτά με το ψήφισμα της 13 Απριλίου 1828 «περί διοικητικής διαιρέσεως» οργάνωσε την περιφερειακή διοίκηση με βάση το «τμήμα» που αποτελείτο από ένα σύνολο «επαρχιών», επιχειρώντας να υποβαθμίσει την αυτόνομη τοπική πολιτειακή υπόσταση εντάσσοντας την στον εν γένει κρατικό μηχανισμό39. Στον τομέα της ∆ικαιοσύνης με το από ∆εκεμβρίου 1828 ψήφισμα «Περί ∆ιοργανισμού των ∆ικαστηρίων» αντιμετωπίστηκε για πρώτη φορά υπεύθυνα το νομοθετικό πρόβλημα του κράτους. Για την ισχύ του επίσημου δικαίου (ήτοι του Βυζαντινορωμαϊκού) ορίστηκε η Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου ή «Πρόχειρον», ως πηγή για την εφαρμογή του40, παράλληλα με το λαϊκό Εθιμικό ∆ίκαιο, ενώ για τα εμπορικά ζητήματα θα ίσχυε ο γαλλικός Εμπορικός Κώδικας. Συγκροτήθηκαν επίσης Ειρηνοδικεία σε χωριά και πόλεις, Πρωτόκλητα δικαστήρια στους νομούς και Ανέκλητα ∆ικαστηρια καθώς και ένα εμποροδικείο στη Σύρο41. Η δράση του στην Παιδεία για τα μέσα που διέθετε το ισχνό νεοελληνικό κράτος αποτελεί ιστορικό παράδειγμα42. Μέσα σε δύο μόλις 39. Π. Πετρίδης, όπ. παρ. σ. 94. 40. Ψήφισμα ΙΘ΄/15-12-1828 «Περί διοργανισμού των δικαστηρίων» και ψήφισμα 152 της 15/27-8-1830 «Περί δικαστηριακού οργανισμού». Βλ. Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, «Πρόχειρον νόμων ή Εξάβιβλος», εκδ. ∆ωδώνη, 1971, με επιμέλεια Κων/νου Πιτσάκη, που σημειώνει στην εξαίρετη εισαγωγή του σ. ργ΄υποσημείωση 72. «Η διάκριση, άλλωστε, μεταξύ ισχύοντος δικαίου και μόνου προσιτού κειμένου, που περιλαμβάνει το ισχύον δίκαιο, είναι πολύ λεπτή και χωρίς ουσιαστική σημασία για την εποχή αυτή του νομικού χάους. Τα δικαστήρια αδυνατούν πολλές φορές να βρουν, παρά τις επανειλημμένες εκδόσεις της, και αυτήν την μετάφραση του Σπανού (της Εξάβιβλου)…». 41. Π. Πετρίδης, όπ. παρ. σ. 95. 42. Βασίλης Σφυρόερας, «Οι στόχοι της εκπαιδευτικής πολιτικής του Καποδίστρια», στο συλλογικό έργο «Ιωάννης Καποδίστριας. Ο κορυφαίος Έλληνας Ευρωπαίος», όπ. παρ. σ. 205 επ. Ειδικά σ. 210 αναφέρεται: «…Όλοι οι συνεργάτες του Καποδίστρια, παρά τις κάποιες αποκλίσεις ορισμένων από το μαχητικό διαφωτισμό, βρίσκονταν στην πρωτοπορία των πνευματικών αγώνων του Ελληνισμού… Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η παιδεία του λαού ήταν για τον Καποδίστρια ο μόνος δρόμος που θα οδηγούσε στη δημιουργία ελεύθερων πολιτών, λυτρωμένων από την «πλουτιστικήν και απαίσιαν δύναμιν των κοτζαμπάσηδων». Σ’ αυτόν το στόχο απέβλεπε ο
64
Γεώργιος Τσατήρης
χρόνια από την άφιξη του Κυβερνήτη η Αίγινα μεταβλήθηκε σε μια σχολειούπολη43, εκπονήθηκαν εκπαιδευτική νομοθεσία, κανονισμός λειτουργίας σχολείων, τρόπος διορισμού επιτροπών και δασκάλων, έγινε η διάκριση των βαθμίδων της εκπαίδευσης, δημιουργήθηκαν αναλυτικά διδακτικά προγράμματα, ο θεσμός της μετεκπαίδευσης των δασκάλων και άλλων εκπαιδευτικών θεσμών και λειτουργών. Στις 8 Οκτωβρίου 1828 σε οικόπεδο της ∆ημογεροντίας της Αίγινας θεμελιώθηκε το Ορφανοτροφείο για τα ορφανά και τα απροστάτευτα αγόρια των νεκρών αγωνιστών. Το Ορφανοτροφείο (4.000τ.μ.) εγκαινιάστηκε στις 9 Απριλίου 1829 δηλαδή μόνο μέσα σε 6 μήνες από την άφιξη του Κυβερνήτη. Στο κτίριο αυτό λειτούργησε αλληλοδιδακτικό σχολείο και πολλά επαγγελματικά εργαστήρια. Στον περίβολο δημιουργήθηκε από δωρεές αξιόλογη βιβλιοθήκη, η πρώτη Εθνική Βιβλιοθήκη, βιβλιοδετείο, λιθογραφείο και τυπογραφείο. Επίσης το 1829 μέσα στο Ορφανοτροφείο στεγάστηκε η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και το Πρότυπον Σχολείον τριετούς εκπαίδευσης για τους απόφοιτους των αλληλοδιδακτικών σχολείων. Στη συνέχεια στον ίδιο χώρο λειτούργησε το Κεντρικόν Σχολείον για όσους μαθητές επιθυμούσαν ανώτερες σπουδές. Το Κεντρικόν Σχολείον μεταφέρθηκε στη συνέχεια σε νέο κτίριο το Εϋνάρδειο, δίπλα από τη Μητρόπολη που έγινε με δωρεά του Ελβετού φιλέλληνα Εϋνάρδου σε σχέδια των αρχιτεκτόνων της Κυβέρνησης Κλεάνθη και Σάουμπερτ44. Οργανώθηκε επίσης το 1829 από τον συμπατριώτη του Κυβερνήτη Ανδρέα Μουστοξύδη, το Εθνικό Μουσείο με την πρώτη συστηματική αρχαιολογική συλλογή του Κυβερνήτης «καίτοι έχων πολλά αντιστατούντα», όπως έγραφε ο ίδιος και η πραγμάτωση του στόχου αυτού ήταν φυσικό να προκαλέσει αντιδράσεις…» 43. Σοφία Σφυρόερα, «Αίγινα η πρώτη πρωτεύουσα της Ελληνικής Πολιτείας και ο Ιωάννης Καποδίστριας», περιοδικό «Αιγιναία», όπ. παρ. τ. 3, 2001, σ. 55. 44. Η εκπαιδευτική πολιτική και το έργο του Ιωάννη Καποδίστρια, ως θεμελιωτή της διοικητικής οργάνωσης και εκπαιδευτικής λειτουργίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, έχουν εξιστορηθεί από πολλούς συγγραφείς. Εδώ ενδεικτικά αναφέρονται: Χάρη Μπαμπούνη, «Η εκπαίδευση κατά την Καποδιστριακή Περίοδο», 1999, εκδ. «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», σ. 527, Ελένης Κούκκου, «Ο Καποδίστριας και η Παιδεία (1827-1832)», τ. Β΄. «Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αιγίνης», Αθήναι, 1972.
Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια
65
Κράτους, που στεγάστηκε και αυτό στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας. Στην Αίγινα λειτούργησε επίσης «Σχολείον δια κοράσια» από τον Ιανουάριο του 1830 μετά από πρόταση του Μουστοξύδη και έγκριση του Καποδίστρια. Αυτό το πρώτο δημόσιο σχολείο θηλέων καταργήθηκε τον Απρίλιο του 1833 από τον τότε Υπουργό Παιδείας Σπυρίδωνα Τρικούπη με την αιτιολογία ότι δεν ήταν δυνατόν η κυβέρνηση να συντηρεί ένα σχολείο για κορίτσια στην Αίγινα, αφού στις άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι γονείς φρόντιζαν για την εκπαίδευση των κοριτσιών τους45. Επίσης ο Καποδίστριας πρώτος αντιμετωπίζει το ζήτημα της πολεοδομικής ανασυγκρότησης46. Πρόκειται για άμεσο ενδιαφέρον στην ανοικοδόμηση των ελληνικών πόλεων με βάση τον ορθολογικό σχεδιασμό, όπως τότε αυτός ήταν αποδεκτός στην πράξη47. Θεμελιώνει τη σύγχρονη πόλη της Πάτρας, που αποτελεί την πρώτη κρατική πολεοδομική παρέμβαση, που έγινε κατ’ εντολή του, με βάση τα σχέδια του φίλου του και λοχαγού του γαλλικού στρατού κερκυραίου πολεοδόμου Σταματίου Βούλγαρη48. 45. Σοφία Σφυρόερα, «Αίγινα η πρώτη πρωτεύουσα της Ελληνικής Πολιτείας και ο Ιωάννης Καποδίστριας», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2002, σ. 127-129. 46. Αγγελική Κόκκου, «Η πολεοδομική ανασυγκρότηση στην περίοδο 1828-1843. Κρατική και πολιτική πραγματικότητα», στα Πρακτικά ∆ιεθνούς συμποσίου ιστορίας «Νεοελληνική πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος», σ. 359. 47. Βασίλης ∆ωροβίνης, «Ο σχεδιασμός του Ναυπλίου κατά την Καποδιστριακή περίοδο» οπ. παρ. στα πρακτικά ∆ιεθνούς συμποσίου ιστορίας «Νεοελληνική πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος», σ. 287. 48. Βασίλης Λάζαρης, «Καποδιστριακή Πάτρα», εκδ. «περί τεχνών», Πάτρα, 2002, βλ. ειδικά σ. 208-209 όπου αναφέρεται: «…το σχέδιο του Βούλγαρη είχε στηριχθεί στη μορφή των ρωμαϊκών στρατοπέδων, όπως αυτά περιγράφονται από τον Πολύβιο τον Μεγαλοπολίτη……. η εφαρμογή ωστόσο του σχεδίου του Βούλγαρη προχώρησε με αρκετές τροποποιήσεις, τις οποίες υποχρεώθηκε να δεχθεί ο Καποδίστριας, υποκύπτοντας σε αξιώσεις μερικών ιδιοκτητών οικοπέδων της Πάτρας…» και στη συνέχεια σ. 223-224 «…οι τροποποιήσεις άλλαξαν το σχέδιο του Βούλγαρη στην ουσία του. Για την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων κοινωνικών ομάδων, λιγόστεψε ο αριθμός των προβλεπόμενων πλατειών και οι ζώνες του πράσινου, μειώθηκαν οι στοές και αρκετές εσωτερικές αυλές μετατράπηκαν σε ενδιάμεσους δρόμους», βλ. επίσης Ν. Τζανάκος, «Πάτρα: πόλη φυλακισμένη», εκδ. «το δόντι», Γ΄έκδοση, 2009, σ. 32.
66
Γεώργιος Τσατήρης
Επίσης ζητά από τον ίδιο την ανασυγκρότηση της πόλης του Ναυπλίου49 . 5. Επίμετρον Ανεξάρτητα από τις απόψεις που επικρατούν για τον κυβερνήτη και την πολιτική του, η σύγχρονη ιστοριογραφία οποιασδήποτε σχολής50 συμφωνεί ότι από πλευράς οργάνωσης του κράτους την καποδιστριακή περίοδο «είναι θαυμαστά όσα επιτυγχάνονται…. Συγκεντρώνει την εξουσία και μεθοδεύει τη νομιμοποίηση της. Αποσπά τον έλεγχο των επαρχιών από τους προύχοντες, αναδιοργανώνει το στρατό, προσπαθεί να εισπράξει φόρους, για το δημόσιο ταμείο, να ιδρύσει σχολεία, να περιθάλψει τους φτωχούς και τα ορφανά. ∆ουλεύει ακατάπαυστα και είναι άπειρα τα έγγραφα που συντάσσει ή υπαγορεύει για μεγάλα ή μικρά πράγματα. Προείχε γι’ αυτόν η κατοχύρωση ευρύτερων συνόρων και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας, καθώς και η σύναψη ενός μεγάλου δανείου για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους της Επανάστασης 49. Βασίλης ∆ωροβίνης, οπ. παρ. σ. 290 επ. Όσον αφορά την πόλη του Ναυπλίου ο Βούλγαρης στις 30 Απριλίου 1828 είχε ολοκληρώσει το σχέδιο, αλλά από την Καποδιστριακή διοίκηση ομολογείται ότι υπήρχε μεγάλη δυσχέρεια να εφαρμοστεί σχέδιο πόλης στο Ναύπλιο, λόγω διχογνωμιών και αντιδράσεων των ιδιοκτητών βλ. Βασίλης ∆ωροβίνης, οπ. παρ. σ. 294. Ο ίδιος συγγραφέας μέσα από τη μελέτη της πολεοδομικής ανασυγκρότησης επί Καποδίστρια κάνει την εξής εξαιρετική και απόκαλυπτική ιστορική διαπίστωση για το κυβερνητικό έργο του Ι. Καποδίστρια την περίοδο 1828-1831, βλ. οπ. παρ. σ. 296 «Και στο θέμα αυτό επανεμφανίζεται η σύγκρουση καθυστερημένων στρωμάτων του ελληνικού πληθυσμού, κατόχων μέχρι τον Καποδίστρια της πραγματικότητας της εξουσίας στον τότε ελλαδικό χώρο, με μια ∆ιοίκηση που εξέφραζε, στη θέληση και με την πράξη, την τάση του εκσυγχρονισμού. Το περίεργο είναι ότι, στη σύγκρουση αυτή, επώνυμα μέλη του πλέον αστικοποιημενου στρώματος του πληθυσμού βρέθηκαν με το μέρος των πρώτων, για δικούς τους λόγους, βέβαια. Αλλά ήδη περνάμε σ’ ένα άλλο πεδίο έρευνας…». 50. Είναι αλήθεια ότι το ιστορικό πρόσωπο Ιωάννης Καποδίστριας, που η δράση του εγγράφεται στην κρίσιμη περίοδο της ανεξαρτησίας και συγκρότησης του νέου ελληνικού κράτους, έχει δημιουργήσει πολλές αντικρουόμενες απόψεις και διαφοροποιήσεις στην ανάλυση και ερμηνεία. Πολλές φορές γίνεται ιδεολογική χρήση της ιστορίας από τη μια ή την άλλη πλευρά θεώρησης της δράσης, της προσωπικότητας και του έργου του. Στην παρούσα εισήγηση το έργο και η δράση του στον μέχρι τότε διαμορφωθέντα ελλαδικό χώρο, θεωρώ ότι αποδεικνύουν τη γένεση και συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους, ανεξαρτήτως επιφυλάξεων, από την άφιξη και δράση του στην Αίγινα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο μέχρι τη δολοφονία του.
Τα ίχνη του Νεοελληνικού Κράτους κατά την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια
67
και για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των πολλών, γεωργών και κτηνοτρόφων»51. Είναι φανερό απ’ όλα τα παραπάνω ότι με την εργώδη αυτή προσπάθεια έχουν τεθεί οι βάσεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με κτίρια, νόμους, θεσμούς εσωτερικής διοίκησης, πολιτικές αντιπαραθέσεις, εφημερίδες, κ.λ.π. σε ένα σύνθετο όλον από κυβερνητικούς και αντιπολιτευόμενους, που ο καθένας από την πλευρά του απέβλεπε στο κοινό όραμα μιας χώρας ελεύθερης και ευημερούσας. Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Αντωνίου Καποδίστριας έζησε και κυβέρνησε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος 45 μήνες. Απ’ αυτούς από τον Ιανουάριο του 1828 μέχρι τον Οκτώβριο του 1829 στην Αίγινα και από τότε μέχρι την 27η Σεπτεμβρίου 1831 στο Ναύπλιο. Τα ίχνη του ανδρός και των χώρων στους οποίους άσκησε τη διοίκηση και την πολιτική του, εμείς οι πολίτες των δύο ιστορικών ∆ήμων Αίγινας και Ναυπλίου τους ζούμε μέχρι σήμερα καθημερινά. Έχω πλήρη πεποίθηση ότι οι δύο δήμοι είμαστε σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ιστορικό παράδειγμα της ανάδυσης ενός νέου κράτους, οι δύο μήτρες μέσα από τις οποίες γεννήθηκε, αυτό που σήμερα ονομάζεται Ελληνικό Κράτος.
51. Χρ. Λούκος, «Αντιτιθέμενες απόψεις για το κυβερνητικό έργο του Ιω. Καποδίστρια», στο περιοδικό «Αιγιναία», τ. 15, 2008, σ. 20, όπου αφιέρωμα στο επιστημονικό συνέδριο για τον Καποδίστρια, που οργάνωσε το Καποδιστριακό Πνευματικό Κέντρο του ∆ήμου Αίγινας από τις 26-28 Σεπτεμβρίου 2008.
26 Ιουνίου 2010 2η Συνεδρία
Προεδρεύουσα: ∆ρ. Αναστασία Σαμαρά-Κρίσπη, Πρόεδρος του Ιδρύματος ∆ιεθνών Νομικών Μελετών» Ε ι σ η γ ή σ ε ι ς: • κ. Σπύρος Νικολάου, Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, τ. Σύμβουλος Επικρατείας, ∆ικηγόρος: «Η προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία» • Καθηγήτρια Αρετή Φεργάδη-Τούντα: «Ιωάννης Καποδίστριας. Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων» • Καθηγήτρια Ελένη ∆ιβάνη: «Ο αγώνας του Ιωάννη Καποδίστρια για τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων» • Πρέσβης ε.τ. Χάρης Καραμπαρμπούνης: «Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη (18031822)» • Πρέσβης κ. Γεώργιος Πουκαμισάς: «Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα»
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία Σπύρος Νικολάου Γενικός Γραμματέας Εταιρείας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, τ. Σύμβουλος Επικρατείας, ∆ικηγόρος
Το θέμα της παρούσας Εισήγησης δεν είναι βιογραφικό. Βιογραφίες και μελέτες για τον Ιωάννη Καποδίστρια έχουν γραφτεί πολυάριθμες, καθώς βέβαια και κεφάλαια ολόκληρα, ή εκτεταμένες αναφορές, σε βιβλία με γενικώτερα αντικείμενα. Για κανέναν ίσως άλλον Έλληνα, πλην του Μεγ. Αλεξάνδρου, δεν έχουν γραφτεί τόσα πολλά μελετήματα και σχόλια, και μάλιστα, θα προσέθετα, με τόσο, υποκρυπτόμενο ή φανερό, πάθος. Πάθος, το οποίο διακρίνει βέβαια, κατ’ αρχήν, τους κατηγόρους, ή τους φίλους που είχε και διατήρησε μέχρι τον θάνατό του, αλλά και το οποίο, μπορώ να πω, διαφαίνεται και σε εκείνους τους μεταγενέστερους μελετητές, οι οποίοι, μέσα από τις υπάρχουσες και διαθέσιμες σ’ αυτούς πηγές, θέλησαν να ανιχνεύσουν και να αξιολογήσουν τα ποικιλόμορφα και συχνά αντιφατικά στοιχεία της σύνθετης αυτής προσωπικότητας και να την αποκαταστήσουν στις σωστές της διαστάσεις. Η συναισθηματική αυτή φόρτιση, που ξεπερνάει τα όρια του απλού επιστημονικού ενδιαφέροντος, οφείλεται όχι μόνο στην γοητεία του προσώπου, τις μυθιστορηματικές φάσεις της σταδιοδρομίας και το τραγικό τέλος του Ιω. Καποδίστρια, αλλά και στο γεγονός ότι τα υπέρ και τα κατά των κρίσεων για το πρόσωπό του σχετίζονται με κομβικά σημεία της ιστορίας του τόπου μας, αλλά και ανακινούν ζητήματα της πολιτικής θεωρίας και πράξης γενικώτερα, που μας απασχολούν και περιμένουν την λύση τους ακόμα και σήμερα. Μέσα από την ποικιλία και την διαφορετικότητα των γραπτών αυτών κειμένων, στο μέτρο που μία περιορισμένη χρονικά και σε έκταση έρευνα το επιτρέπει, και παρακολουθώντας την διαχρονική εξέλιξή τους μέχρι
72
Σπύρος Νικολάου
τις ημέρες μας, πιστεύω ότι μπορούμε να αντιληφθούμε πληρέστερα το μέγεθος και την αξία αυτής της προσωπικότητας, καθώς και τον αντίκτυπο και την επίδραση που είχε στην δημιουργία της Νέωτερης Ελλάδος, καθώς και στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ιστορίας στις αρχές του 19ου αιώνα. Θα ξεκινήσω, με μία κατά το δυνατόν σύντομη αναφορά στο πως είδαν οι Έλληνες τον Ιω. Καποδίστρια στην εποχή του, αντίπαλοι και υπερασπιστές του, και πως άρχισαν να τον βλέπουν οι μεταγενέστεροι, που έγραψαν γι’ αυτόν μέχρι σήμερα. Τα γραπτά της πρώτης κατηγορίας αποτελούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από επιστολές, άρθρα και απομνημονεύματα στρατιωτικών και πολιτικών ανδρών της εποχής που, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, ήρθαν σε αντίθεση με τον Καποδίστρια ως Κυβερνήτη, και προφανώς είναι φορτισμένα από την απροκάλυπτη εχθρότητα προς το πρόσωπο του ή την πολιτική του, η οποία και τους οδηγούσε όχι μόνο στην άρνηση των υπηρεσιών του Ιω. Καποδίστρια προς την Πατρίδα, αλλά και σε βαρείς χαρακτηρισμούς για το έργο του και ύβρεις για το πρόσωπό του. Τα κείμενα αυτά είναι ενδεικτικά της αντίδρασης, που ο Ιω. Καποδίστριας συνάντησε στο έργο του, αλλά και της εμπάθειας των αντιπάλων του. Αρκεί να μνημονεύσω τους δύο λίβελλους του Αδ. Κοραή, από τους οποίους ο δεύτερος συμπληρώθηκε και δημοσιεύθηκε μετά την δολοφονία του Ιω. Καποδίστρια (Βλ. Απ. ∆ασκαλάκη, Κοραής και Καποδίστριας, 1958, σελ. 29 επ.), καθώς και την αρθρογραφία της εφημερίδας «Απόλλων» του Πολυζωϊδη που εξεδίδετο στην Ύδρα. Όπως γράφει ο ∆. Βερναρδάκης, στην «Νέα Ημέρα» της Τεργέστης, το 1875: Απαισίους ιδιότητας απέδωκεν εις τον άνδρα αγρία και απαισία αντιπολίτευσις και το όνομα αυτού παρεδόθη εις τας αράς των επερχομένων γενεών ως τυράννου μιαρού και δεσπότου, ως εθνοκαταράτου προδότου της πατρίδος........» (Βλ. ∆. Βερναρδάκη, Καποδίστριας και Όθων, Αθήνα, 2009, σελ. 96). Οι μεταγενέστεροι, απομνημονευματογράφοι ή ιστορικοί συγγραφείς του 19ου αιώνα, εξακολουθούν βασικά να είναι διαχωρισμένοι
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
73
σε υποστηρικτές και πολέμιους του Ιω. Καποδίστρια και της πολιτικής του. Ο πρώτοι προέρχονται κυρίως από πρώην συνεργάτες του ή πιστούς οπαδούς του, που προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την μνήμη του δολοφονηθέντος ηγέτη και να απολογηθούν για τις εναντίον του κατηγορίες (Βλ. κυρίως, Νικολάου ∆ραγούμη, Ιστορικαί Αναμνήσεις, Τόμος Α΄, Αθήνα, 1973 και Νικολάου Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, Αθήνα, 1971). Οι κατήγοροι του παραμένουν ικανοί τον αριθμό, αρχίζουν όμως να δείχνουν μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, αποδίδοντας σ’ αυτόν τις αρετές που τον χαρακτήριζαν και, βεβαίως, επισημαίνοντας τα ελαττώματα που, κατ’ αυτούς, ήταν συμφυή προς τον χαρακτήρα και την καταγωγή του, καθώς και τα ατοπήματα στα οποία πιστεύουν ότι περιέπεσε, κατά την διαχείριση της εξουσίας, που του ενεπιστεύθη ο Ελληνικός Λαός (Βλ. κυρίως, Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Τόμος ∆΄, 1888, σελ. 214 επ. Τρυφ. Ευαγγελίδη, «Ιστορία του Κυβερνήτου της Ελλάδος Ιω. Καποδιστρίου», 1894, σελ. 442 επ. - Κ. Παπαρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 6η Έκδ., Τόμος ΣΤ΄, σελ. 203 επ.). Ήδη, η νεώτερη βιβλιογραφία για τον πρώτο Κυβερνήτη της Νεώτερης Ελλάδος, είναι οπωσδήποτε πλουσιώτερη σε κρίσιμα στοιχεία της σταδιοδρομίας του, πιο αποστασιοποιημένη από τα πάθη της εποχής του και αντικειμενικότερη στην καταγραφή και ανάλυση των προσόντων και της προσφοράς του προς το Έθνος, αλλά και στην επισήμανση (χωρίς μεγεθυντικό φακό) των αδυναμιών του ή και των σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε (Βλ. ενδεικτικώς, Αποστ. Βακαλοπούλου, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», Τόμος Η΄: «Ιωάννης Καποδίστριας», 1988, σελ. 718 επ. - Γρηγ. ∆αφνή, «Ιωάννης Καποδίστριας, 1975. - Ελένης Κούκου, Ιω. Καποδίστριας, Ο άνθρωπος, ο διπλωμάτης 1800-1828, Αθήνα 1984. ∆ημ. Φωτιάδη, «Η Επανάσταση του Εικοσιένα», Τόμος ∆΄, 1971, σελ. 28 επ., 127 επ., 240 επ.– Αλεξ. ∆εσποτόπουλου, «Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η Απελευθέρωσις της Ελλάδος», 1996. - ∆ιονυσίου Κοκκίνου, «Η Ελληνική Επανάστασις», Τόμος 12, 1960, σελ. 544 επ.). Εκείνο που ίσως δεν αναλύεται και δεν διευκρινίζεται επαρκώς στις νεώτερες μονογραφίες και άλλες μελέτες για τον Καποδίστρια, σε σχέση με τον «αυταρχισμό» που επέδειξε ή τα κατασταλτικά μέτρα που έλαβε, είναι ακριβώς η επίδραση που είχε στον ψυχικό κόσμο και στην φυσική ευθυκρι-
74
Σπύρος Νικολάου
σία του Καποδίστρια, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τα πολιτικά προβλήματα και αντιδρούσε σε ξαφνικές επιθέσεις, αυτή η ίδια η (κατ’ ευφημισμό ονομαζόμενη «αντιπολίτευση») λυσσαλέα πολεμική, με κάθε μέσο και χωρίς κανένα ηθικό φραγμό, που υφίστατο και η άοκνη προσπάθεια των αντιπάλων του να μη «περάσει» κανένα από τα μέτρα που ελάμβανε, για την δημιουργία κράτους και την οργάνωση της οικονομίας της Χώρας (Βλ. τις εύστοχες παρατηρήσεις του γάλλου απεσταλμένου St. Denis σε επιστολή του προς τον Υπουργό Εξωτερικών La Ferronays, από 21.12.1828, στο: D. C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London, Thessaloniki, 1970, σελ. 218). Κατά περίεργο τρόπο, το μένος κατά του Καποδίστρια εξακολουθεί να εκδηλώνεται στο τόπο μας, αμείωτο σε ένταση μέχρι τις μέρες μας, από μία μερίδα ιστορικών που θέλουν να ταπεινώσουν και εξευτελίσουν τον δημιουργό του νέου Ελληνικού Κράτους, όχι μόνο κρίνοντας το έργο του με τα γνωστά κριτήρια της μαρξιστικής ιστοριογραφίας, αλλά και παραμορφώνοντας τις πράξεις και τις προθέσεις του προκειμένου να τον εμφανίσουν ως τύραννο, μηχανορράφο, πραξικοπηματία και «δικτάτορα», όργανο του Τσάρου και της «φεουδαρχικής αντίδρασης» της Ευρώπης, μέχρι και προδότη της Πατρίδας του, δικαιώνοντας έτσι την ρήση του Diderot, την οποία επικαλείται και ο Ν. Σπηλιάδης στην προς τον Thiersch απάντηση του, σχετικά με την μακροζωία της συκοφαντίας κατά των μεγάλων ανδρών (Βλ. ∆. Κοκκίνου, ενθ. ανωτ. σελ. 547). Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της τάσης μπορούν να θεωρηθούν στα νεώτερα χρόνια ορισμένοι αριστεροί ιστορικοί, οι κυριώτεροι των οποίων είναι ο Γιάννης Κορδάτος, ο Γιάννης Ζέβγος και ο Γεώργιος Ρούσσος. Ο Γιάννης Κορδάτος, στο έργο του: «Η Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος», Τόμος Β΄, 1957, όπου αναφέρεται διεξοδικά σε όλους τους ξένους διπλωμάτες και πολιτικούς, που έβλεπαν τον Καποδίστρια ως όργανο της Ρωσίας, καθώς και στους ιστορικούς συγγραφείς, που έγραψαν οτιδήποτε απαξιωτικό και δυσφημιστικό για τον Καποδίστρια, από τους οποίους αντλεί και παραθέτει τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα, υιοθετώντας άκριτα κάθε κατηγορία και κάθε υποτιμητικό χαρακτη-
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
75
ρισμό, προκειμένου να εμφανίσει τον Καποδίστρια τελείως ανίκανο, ανήθικο, τυραννικό και επιβλαβή στην Χώρα του, υποστηρίζει και ο ίδιος ότι: - Ο Καποδίστριας δέχτηκε τον όρο της υποτέλειας γιατί πίστευε πως η απόλυτη ανεξαρτησία θα έκανε κακό και όχι καλό στην Ελλάδα (Βλ. σελ. 591). - Ο Καποδίστριας αποδεχόμενος το αξίωμα του Κυβερνήτη της Ελλάδος «ανέλαβε το έργο πρώτα από όλα να εξοντώσει τους φιλελεύθερους και δημοκρατικούς» (Βλ. σελ. 593). - Το πέρασμα του δεν σημείωσε κανένα σταθμό. Παραλίγο μάλιστα να χαντακώσει το έργο της Φιλικής Εταιρείας και να ξαναφέρει τον Τούρκο (Βλ. σελ. 615). Περιγράφοντας δε την σκηνή της δολοφονίας του Καποδίστρια, αποφαίνεται: «Έτσι η Ελλάδα ελευθερώθηκε από έναν τύραννο» !!! (Βλ. σελ. 644). Ακόμα από το βιβλίο του: «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», 1973, πληροφορούμαστε ότι : - Ο Τσάρος ήθελε η Ελλάδα να καταστεί ημιανεξάρτητος και υποτελής στην Τουρκία. «Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ο Καποδίστριας ελυπήθη σφόδρα, όταν έμαθε την ναυμαχίαν του Ναυαρίνου (!!!) (Βλ. σελ. 245). - O Καποδίστριας δεν θέλησε να φέρει σε πέρας τις διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Αθήνας στους Έλληνες: «αφ’ ενός μεν γιατί απεστρέφετο την πρωτεύουσαν της Αρχαίας Ελλάδος» (!!!) και αφ’ ετέρου «διότι ήθελε να παραμείνουν όσο το δυνατόν μικρά τα σύνορα του ελευθέρου κράτους δια να παραμείνει αυτός ισόβιος Κυβερνήτης» (Βλ. σελ. 254). Και παρακάτω προσθέτει : - Πρέπει να τονίσωμεν ότι ο Καποδίστριας όχι μόνον δεν εφάνη δημιουργικός (αλλά) ενσυνειδήτως εσταμάτησε κατά πολύ την ορμήν της Επαναστάσεως και ειργάσθη και επολιτεύθη ως εχθρός αυτής θανάσιμος (Βλ. σελ. 260-261).
76
Σπύρος Νικολάου
Αυτά τα καταφανή και ασύστολα ψεύδη γράφονται, για τον άνθρωπο ο οποίος αφιέρωσε την ζωή του στην αναγέννηση της Πατρίδας του. Αλλά και ο νεώτερος ιστορικός Γεώργιος Ρούσσος, στο πολύτομο έργο του «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974», Τόμος Πρώτος, 1974, θεωρεί κατ’ αρχήν ότι τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Καποδίστριας στο κυβερνητικό του έργο τις δημιούργησε ή τις κατέστησε βαθύτερες ο ίδιος, με την πολιτεία του και ακόμα ότι οι αντιθέσεις του με τους εκπροσώπους της Αγγλίας και της Γαλλίας οφείλονταν πολλές φορές σε δική του υπαιτιότητα (Βλ. σελ. 247). Μηδενίζοντας ουσιαστικά ολόκληρο το έργο του Καποδίστρια υποστηρίζει ειδικώτερα, ο εν λόγω ιστορικός, ότι ο Καποδίστριας δεν αντιμετώπισε τα κοινωνικά προβλήματα και δεν προχώρησε σε θαρραλέες αποφάσεις για την παιδεία (σελ. 313), αποδίδοντας τις αποτυχίες του σε όλους τους τομείς στην βαθειά αντίθεση του Καποδίστρια προς τον ελληνικό λαό και στις κυβερνητικές μεθόδους που είχε φέρει μαζί του διαμορφωμένες από καιρό (σελ. 268). Κατηγορηματικός στην απαξίωση του Καποδίστρια και ο Γιάννης Ζέβγος, στο «κλασσικό» για την κομμουνιστική βιβλιογραφία έργο του «Σύντομη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας», Μέρος Α΄, 1945, αποφαίνεται αδίστακτα ότι: - Ο Καποδίστριας ήταν αντιδραστικός διπλωμάτης της σχολής Μεττερνιχ, στεγνός και πεισματάρης γραφειοκράτης, φανατικός οπαδός του τσαρισμού στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Όταν η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον έβγαλε Κυβερνήτη έμενε στην Ελβετία. Πήγε στην Πετρούπολη όπου πήρε καθοδηγητικές γραμμές από τον τσάρο να ξεκάνει τον φιλελευθερισμό στην Ελλάδα (Βλ. σελ. 103). Και ακόμα παρακάτω, γράφει: - Τη λαϊκή μάζα την περιφρονεί. Όλη εκείνη την τρανοδύναμη γενιά την θεωρεί διαστρεμμένη. Έδινε οδηγίες να φροντίσουν να πάρουν από την αιχμαλωσία τις γυναίκες και τα παιδιά για να φτιάξει την Ελλάδα που θέλει αυτός (δηλ. ακόμα και στην απελευθέρωση των αιχμαλώτων, ο σκοπός του ήταν δόλιος !) (Βλ. σελ. 104).
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
77
Αναφερόμενος στην διανομή της γης στους αγρότες που «θα έκανε την Ελλάδα πρωτοπόρο του πολιτισμού στην εγγύς Ανατολή», αποδίδει στον Καποδίστρια την ευθύνη για την μή πραγματοποίησή της, δίνοντας και την εξήγηση : «Ο Καποδίστριας αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία ζωής τα περιφρονούσε, όπως μισούσε και τον ελληνικό λαό (!!!) τις επαναστατικές παραδόσεις, τους προοδευτικούς του θεσμούς. Ξεκομμένος από την πραγματικότητα δούλευε σαν πράκτορας του τσάρου και θαυμαστής του, για να κάνει την Ελλάδα πρωτοπόρο τσαρικό κυβερνείο στη Μεσόγειο». Και επικαλείται (Βλ. σελ. 110), για του λόγου το ασφαλές, και τον Μάρξ, επαναλαμβάνοντας τον χαρακτηρισμό του τελευταίου για τον Καποδίστρια ως «επονείδιστου» (infamous) προσώπου (Βλ. σχετικά με τον ακατανόητο αυτόν χαρακτηρισμό, επιστολή από 3.5.1854 του Μαρξ προς τον Έγκελς στην συλλογή κειμένων τους, με τον τίτλο: Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Αθήνα, 1985, σελ. 353). Ο καταιγισμός αυτός απαξιωτικών χαρακτηρισμών και η καταφανής προσπάθεια μηδενισμού της προσφοράς του Ιω. Καποδίστρια ως Κυβερνήτου και, γενικώτερα, η εμφάνισή του ως προσώπου καταχθονίου και μισητού, η οποία φθάνει μέχρι την δικαιολόγηση ή την ηθική ανοχή της δολοφονίας του, πέφτει στο κενό με μία και μόνη φράση του Τ. Λιγνάδη: «Η παρά των δυτικών πρεσβειών εκπορευθείσα δολοφονία του Καποδίστρια, η εν ονόματι «δημοκρατικών» αρχών εκτελεσθείσα υπό των φεουδαρχικών και εμπορευματικών παραγόντων, θα είναι η αρχή της υπό των ξένων οικονομικής και πολιτικής υποδουλώσεως του ελλαδικού χώρου» (Βλ. Τ. Λιγνάδη, «Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του Ελληνικού Κράτους, 1975, σελ. 22). Αυτό πράγματι κατάφεραν οι δήθεν φιλελεύθεροι αντίπαλοί του. Από τους νεώτερους ιστορικούς βλέπουν και αξιολογούν αρνητικά τον Καποδίστρια, κατακρίνοντας κυρίως τον τρόπο διακυβέρνησης του ως απολυταρχικό και γενικά την πολιτική του ως αντίθετη προς το ιδεολογικό περιεχόμενο της Επανάστασης, ο ∆ημ. Λιάτσος, με το βιβλίο του, «Ο Καποδίστριας και τα δικαιώματα των Ελλήνων», Αθήνα, 1971, και ο Βασίλης Κρεμμυδάς, στον Εισαγωγικό Τόμο της Ιστορίας της
78
Σπύρος Νικολάου
Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπ. Τρικούπη, Αθήνα, 2007, σελ. 106 επ. Οι απόψεις τους στηρίζονται σε ένα οπλοστάσιο ιδεών και επιχειρημάτων που αντιστοιχούν σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο ανάπτυξης των Πολιτικών Θεσμών και της Συνταγματικής Ιστορίας της Ευρώπης. Εξ άλλου, αμφότεροι παραβλέπουν το επίπεδο της «δημοκρατικότητας» των αντιπάλων του Καποδίστρια, αλλά και την παρεμβολή και την υπονόμευση του έργου του από τους εκπροσώπους των δύο από τις Προστάτιδες ∆υνάμεις, Γαλλίας και Αγγλίας. Πολύ πιο μετρημένος στις κρίσεις του και ακριβοδίκαιος στην εξισορρόπηση των υπέρ και των κατά εκτιμήσεών του, για το έργο του Ιω. Καποδίστρια, είναι ο Τάσος Βουρνάς (Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Τόμος Α΄, 2009, σελ. 214 επ.), όπως και ο επίσης αριστερός ιστορικός Λ. Σταυριανός, ο οποίος, στο γνωστό πανοραμικό έργο του, με τον τίτλο The Balkans since 1453 (Βλ. νεώτερη έκδοση London, 2000, σελ. 291, πετυχαίνει, να δώσει με λίγες γραμμές, μια αξιόπιστη και ουσιαστική απεικόνιση της προσωπικότητας και της προσφοράς του Καποδίστρια στην πατρίδα του. Ας δούμε τώρα την εικόνα που εμφανίζει η προσωπικότητα του Καποδίστρια, στην ξένη βιβλιογραφία, και κατ’ αρχήν πως έβλεπαν τον Καποδίστρια οι σύγχρονοί του ηγεμόνες, πολιτικοί, διπλωμάτες κλπ. που τον γνώρισαν, συνεργάστηκαν μαζί του, ή τον αντιμετώπισαν στα τρία βασικά στάδια της σταδιοδρομίας του: ως διοικητικού στελέχους της Ιονίου Πολιτείας, ως διπλωμάτου και Υπουργού Εξωτερικών της Τσαρικής Ρωσίας και, τέλος, ως Κυβερνήτου της Ελλάδος. Νομίζω, κατ’ αρχήν, πως δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο οι ξένοι είδαν τον Καποδίστρια, αν δεν τοποθετήσουμε την δράση του μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων της αναγεννώμενης Ελλάδας και της Ευρώπης των αρχών του 19ου αιώνα και αν δεν θεωρήσουμε την Ελληνική Επανάσταση από την σκοπιά της Ευρωπαϊκής Πολιτικής, των προβληματισμών των ανταγωνισμών και των αντιφάσεών της. Πριν ακόμα οι Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις αναγνωρίσουν την Ελλάδα ως κράτος, οι Ευρωπαϊκοί Λαοί είχαν γνωρίσει και αναγνωρίσει τους Έλληνες, με αναλλοίωτα τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία των προγόνων τους (Βλ. ενδεικτικώς, Frederic North Douglas, Essay on Certain
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
79
Points of Resemblance between the Ancient and Modern Greeks, London, 1813). Από τα μέσα κυρίως του 18ου αιώνα οι περιηγητές και οι επισκέπτες του ελληνικού χώρου ανακάλυπταν ανάμεσα στα αρχαία ερείπια και άλλα μνημεία ή τοποθεσίες που θύμιζαν σ’ αυτούς ένα ένδοξο παρελθόν στο οποίο και οι ίδιοι τοποθετούσαν την αρχέγονη πηγή της πνευματικής και γενικώτερα πολιτισμικής τους ανάπτυξης (Βλ. Νάσιας Γιακωβάκη, Ευρώπη μέσω Ελλάδας, Αθήνα, 2006, σελ. 26 επ.), ένα ζωντανό και δραστήριο λαό με φυσικά και πνευματικά χαρακτηριστικά, δυνατότητες και προοπτικές ανάπτυξης, που ενέτασσαν και καθιστούσαν τους Έλληνες, παρά την θλιβερή κατάστασή τους ως υπόδουλων στους Τούρκους, αναπόσπαστο μέρος του «πολιτιστικού όλου» αλλά και του πολιτικού γίγνεσθαι της Ευρώπης. Παράλληλα οι Έλληνες, τόσο από τα υπόδουλα τμήματα του ελληνισμού όσο και από περιοχές που είχαν την τύχη να παραμείνουν έξω από τον τουρκικό ζυγό, μετανάστευαν κυρίως στην Ρωσία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές Χώρες, όπου εγκαταστάθηκαν και ανέπτυσσαν πολυσχιδή δράση, μετέχοντας στην οικονομική, κοινωνική, πνευματική και διοικητική ζωή των Χωρών αυτών (Βλ. για την ενσωμάτωση των Ελλήνων της διασποράς στο Ευρωπαϊκό σύστημα ιδεών και τρόπου ζωής, William, St Clair, That Greece night still be free, Cambridge, 2008, σελ. 19 επ. Για τις ελληνικές παροικίες που άρχισαν να σχηματίζονται στην Ρωσική Επικράτεια από τα τέλη του 17ου αιώνα, βλ. Ι. Κ. Χασιώτη, Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, Θεσσαλονίκη, 1997, σελ. 46 και αυτόθι βιβλιογραφία). Μέσα από την αμφίδρομη αυτή επικοινωνία και αμοιβαία αναγνώριση, δημιουργήθηκε το μεγάλο κίνημα του Φιλελληνισμού, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία, που κατέστησε το πρόβλημα της ελληνικής ανεξαρτησίας ευρωπαϊκό πρόβλημα και την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης γεγονός με έντονη ευρωπαϊκή διάσταση. Παράλληλα προς το ρεύμα αυτό της Ευρωπαϊκής Κοινωνίας των Πολιτών, αναπτύχθηκαν στις κυβερνητικές σφαίρες των μεγάλων Ευρωπαϊκών Κρατών αντιλήψεις και πολιτικές που εκτείνονταν από την απλή αδιαφορία μέχρι την απέχθεια και την έντονη αντίδραση στην απελευθερωτική προσπάθεια και την εθνική αποκατάσταση των Ελλήνων στο πλαίσιο των χριστιανικών λαών της Ευρώπης, μέχρις
80
Σπύρος Νικολάου
ότου οι θυσίες των ελλήνων αγωνιστών και ο φόβος της εξελίξεως των πραγμάτων προς αποκλειστικό όφελος μιας των Μεγάλων ∆υνάμεων, ανάγκασαν τις τρεις από αυτές (Ρωσία, Γαλλία και Αγγλία) να αναζητήσουν και να επιβάλουν, από κοινού, την λύση της ανεξάρτητης Ελλάδας, στα περιορισμένα όρια του 1830. Μέσα στο κλίμα αυτό, εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε η προσωπικότητα του Καποδίστρια που συνεδύαζε την ελληνική εθνική συνείδηση στον υπέρτατο βαθμό, την δυτικοευρωπαϊκή παιδεία, με καταγωγή από ελληνικό νησί υπό ενετική κυριαρχία, σπουδές στην Ιταλία και γνώση των ευρωπαϊκών προβλημάτων της εποχής από την συμμετοχή του στην διοίκηση της Ιουνίου Πολιτείας και, τέλος, την λαμπρή σταδιοδρομία στην Ρωσική Αυτοκρατορική Αυλή. Η προσωπικότητά του και η δράση του τον κατέστησαν τον μεγαλύτερο έλληνα πολιτικό του 19ου αιώνα και ένα από τους μεγαλύτερους Έλληνες όλων των εποχών. Από την θέση του γραμματέως του Νομοθετικού Σώματος της ∆ημοκρατίας των Ιονίων Νήσων και τα άλλα αξιώματα που άσκησε κατά την επταετή ζωή της πρώτης αυτής ελληνικής δημοκρατίας (1800-1807) και την είσοδό του στην ρωσική διπλωματική υπηρεσία το 1809, έφθασε σε λίγα χρόνια να γίνει ο έμπιστος σύμβουλος του Τσάρου Αλεξάνδρου του Α΄ και τελικά Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας μαζί με τον Nesselrode. Από το 1814 μέχρι το 1822, οι εξελίξεις της ευρωπαϊκής διπλωματικής ζωής έφεραν την σφραγίδα της ενεργού συμμετοχής του και της επιρροής του στην διαμόρφωση της μεταναπολεόντιας Ευρώπης. Όπως λέει ο Chr. Woodhouse, επί εξ χρόνια (18161822) οι διεθνείς σχέσεις της Ευρώπης τελούσαν κάτω από την κυριαρχία τριών ανδρών: του Castlereagh, του Metternich και του Καποδίστρια (Βλ. C. W. Woodhouse, Capodistria, London, 1973, σελ. 149). Στην ουσία, η αντιμετώπιση των Ευρωπαϊκών προβλημάτων συνίστατο σε μία διελκυστίδα ανάμεσα στον Metternich και τον Καποδίστρια. Ο άνθρωπος αυτός, για τον οποίο ο Kissinger γράφει ότι το μόνο αληθινό πάθος του ήταν η ανεξαρτησία της Ελλάδος (Βλ. Henry Kissinger, Ένας αποκατεστημένος κόσμος, Αθήνα, 2003, σελ. 506) κυριάρχησε στα διεθνή συνέδρια και τις διεθνείς διαπραγματεύσεις έχοντας πάντα στο μυαλό του την αναγέννηση της Ελλάδος. Η εμμονή του στην προώ-
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
81
θηση της ιδέας αυτής του στοίχισε την θέση του το 1822, όμως μετά από πέντε χρόνια επρόκειτο να γίνει ο πρώτος Κυβερνήτης του νέου Ελληνικού Κράτους. Μόνο για τριάμισυ χρόνια. Σ’ αυτά τα τριάμισυ χρόνια, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες που συνάντησε ποτέ αρχηγός κράτους, έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης Ελλάδας. Έπεσε κάτω από τα δολοφονικά πυρά των συμπατριωτών του, η μνήμη του δε κηλιδώθηκε από το μίσος και την κακία των αντιπάλων του, οι οποίοι και μετά τον θάνατο του έγραψαν γι’ αυτόν τις πλέον απίθανες και απίστευτες κατηγορίες. Οι πιο συνηθισμένες από τις κατηγορίες αυτές ήταν ότι ο Καποδίστριας εκινείτο και δρούσε ως τυφλό όργανο της ρωσικής πολιτικής, προφανώς σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων και εθνικών βλέψεων, και, δεύτερον, ότι ήταν απολυταρχικός και τυραννικός, έχοντας ως πρότυπο διακυβέρνησης το τσαρικό καθεστώς, το οποίο ήθελε να εφαρμόσει και στην Ελλάδα ως απόλυτος μονάρχης, καταπατώντας της συνταγματικές ελευθερίες του ελληνικού λαού, τις οποίες υποτίθεται ότι ο τελευταίος «απελάμβανε» πριν από την κάθοδο του Καποδίστρια στην Ελλάδα και τις οποίες επίσης υποτίθεται ότι «ανέκτησε και ξανάρχισε να ασκεί ανεμπόδιστα», μετά την δολοφονία του. Οι ξένοι που έγραψαν για τον Καποδίστρια, με την εξαίρεση εκείνων που διέκειντο φιλικά προς αυτόν ή συνεργάστηκαν μαζί του (όπως ο Eynard, ή ο Nesselrode κ.α.), εκφράζουν δύο τάσεις: Από την μία μεριά, την ιδεολογικά αντίθετη, που θεωρεί τον Καποδίστρια τύραννο και του αποδίδει προθέσεις και μεθόδους διακυβέρνησης αντίθετες προς το πολιτικό πιστεύω των υποστηρικτών της και από την άλλη πλευρά την αντιρωσική ή αντισλαβική, που θεωρούσε ως κίνδυνο για την Ευρώπη την επέκταση προς την Μεσόγειο της επιρροής της Ρωσίας, εκτελεστικό όργανο της οποίας ήταν, υποτίθεται, ο Καποδίστριας. Εντονώτερα εχθρικό ήταν το κοινό παρακλάδι των δύο αυτών τάσεων, οι εκπρόσωποι του οποίου όχι μόνο αντιπαθούσαν τον Καποδίστρια ως όργανο της ρωσικής πολιτικής, που επιχειρούσε να εφαρμόσει τις αρχές και τις μεθόδους της τσαρικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα, αλλά περιφρονούσαν συνολικά τους Έλληνες που τους θεωρούσαν Σλαύους, οι οποίοι απλώς διατήρησαν την ελληνική γλώσσα. Η ρωσοφοβία τους έτσι κατέληγε σε ένα μισελληνισμό, που συνδύαζε
82
Σπύρος Νικολάου
τις φυλετικές θεωρίες του Fallmerayer με την αντιρωσική πολιτική της Αγγλίας και της Αυστρίας, καθώς και με την αντιπάθεια προς την ελληνορθόδοξη εκκλησία (Βλ. για τους Marx και Engels, την Εισαγωγή του Παν. Κονδύλη, στο Κ. Μαρξ – Φρ. Ενγκελς, Η Ελλάδα, Η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Αθήνα, 1985, σελ. 54 επ. και 64 επ.). Η αντίθεση όμως προς τον Καποδίστρια είχε εκδηλωθεί νωρίτερα, ήδη από τα χρόνια της Ιεράς Συμμαχίας και των Συνεδρίων της Βιέννης, του Aachen, του Tropau, του Laybach και της Βερόνας. Τότε, ο Metternich και ο Castlereagh τον εχθρεύονταν, γιατί ήταν αντίθετοι με τα πιστεύω του και τις «στρατηγικές» επιδιώξεις του: Θεσμική οργάνωση της Ευρώπης για την διατήρηση της Ειρήνης, ανάδειξη των εθνοτήτων, συνταγματικοί θεσμοί και δημοκρατικές ιδέες σήμαιναν γι’ αυτούς «Επανάσταση» (Βλ. C. M. Woodhouse, ενθ. ανωτ.). Εκείνο που προκαλούσε την μήνι, ιδίως του Μέτερνιχ, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ενεργούσε ο Καποδίστριας και προσέγγιζε τα διάφορα θέματα, η ακατάβλητη επιχειρηματολογία του και πάνω απ’ όλα η απόλυτη εντιμότητα και ακεραιότητά του. Όπως έγραφε σε μια επιστολή του, προς την Dorothea Lieven: «Με τον Καποδίστρια είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί αυτό το καλό που θέλω εγώ. Αν υπολογίσω τα ποσοστά της επιρροής του καθενός από τους δύο μας στις αποφάσεις που παίρνουμε στα συνέδρια, το 85% της νίκης είναι δικό μου. Με το υπολειπόμενο ομως 15% ο Καποδίστριας κερδίζει τα πάντα....». Και σε άλλο γράμμα του: «Ο μόνος αντίπαλος που δύσκολα ηττάται είναι ο απόλυτα έντιμος άνθρωπος και τέτοιος είναι ο Καποδίστριας». Αλλά και ο Castlereagh, τον χαρακτήριζε ως άνθρωπο με ιδέες, ειλικρινή και ευφυή, κατά πολύ ανώτερο του Nesselrode, και ως εκείνον προς τον οποίο ο Τσάρος απευθυνόταν για να τον συμβουλευθεί στα πιο σημαντικά προβλήματα (Βλ. Ch. Webster, The Foreign Policy of Castletreagh, II, London, 1963, σελ. 91). Έτσι βλέπουμε ότι και από αυτούς που τον πολέμησαν ως διπλωμάτη ή ως Κυβερνήτη, σχεδόν όλοι, στα γραπτά κείμενα που άφησαν, βρίσκονται αναγκασμένοι να ομολογήσουν, ή αθέλητα παραδέχονται, τα προσόντα του και τις υπηρεσίες που προσέφερε από όλες τις θέσεις που κατέλαβε. Κορυφαία αναγνώριση του Καποδίστρια είναι η παρατήρηση του Μέττερνιχ, σύμφωνα με την οποία: «Σε ολόκληρο τον κόσμο, δύο
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
83
ομάδες ανθρώπων είναι πολιτικώς αντιμέτωπες: Καποδίστριες και Μέττερνιχ» (Βλ. Χ. Κίσσινγκερ, Ένας αποκατεστημένος κόσμος, σελ. 513). Όλες αυτές οι αντιφατικές αλλά και αλληλοσυμπληρούμενες απόψεις και κατηγορίες, βρίσκονται σε κρίσεις και σχόλια των σύγχρονων του Ευρωπαίων διπλωματών και πολιτικών. ∆εν έλειψαν όμως και οι απλές, αυθόρμητες και καθαρά ανθρώπινες εκτιμήσεις, που αναγνωρίζουν στον Καποδίστρια τις αγνές του προθέσεις, τον πατριωτισμό του, την απλότητα, την εργατικότητα και την τιμιότητά του, χαρακτηριστικά στα οποία πιστεύω ότι οφείλει τις επιτυχίες του στον διεθνή στίβο. Μία πολύ απλή και σχεδόν συγκινητική περιγραφή για τον Καποδίστρια βρίσκουμε στο Οδοιπορικό του Edgar Quinet με τον τίτλο «Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την Αρχαιότητα», όπου αναφέρεται η συνάντηση και η συνομιλία που είχε ο ίδιος με τον Κυβερνήτη, στον δρόμο από την Τρίπολη προς το Άργος, και η ομολογία του για την δυσμενή εικόνα, που είχε στην αρχή για την διακυβέρνηση του Καποδίστρια, και πως άλλαξε γνώμη γι’ αυτόν. Παραστατική είναι η περιγραφή του για τον ίδιο τον Καποδίστρια και την συνοδεία του (Βλ. σελ. 144): «Μ’ αυτή τη θανατερή ζέστη έβλεπα να περπατάει πάντα επικεφαλής, με βήμα σταθερό, αυτός ο ίδιος άντρας με την μπλε ρεντικότα, καταβεβλημένος κιόλας από τα χρόνια, ενώ η ζωή του δεν τον είχε προετοιμάσει για τέτοιες ταλαιπωρίες. Όταν σκέφτηκα ότι μόνο η δύναμη της ψυχής του τον συγκρατούσε σ’ αυτό το βαρύ καθήκον, η σκηνή με συγκίνησε ακόμα πιο πολύ. Όλοι εκείνοι που τον περιτριγύριζαν έμοιαζαν να είχαν μαζευτεί τριγύρω του για να υπερασπίσουν την ιδέα που αυτός αντιπροσώπευε. Γιατί ήταν μόνος δίχως όπλα. Καθώς γλιστρούσε ανάμεσα στα βράχια, θα λέγε κανείς ότι έμοιαζε με ιεραπόστολο που έσερνε ξοπίσω του το ποίμνιό του από αγρίους μέσα σε έρημο». Είναι γνωστό ότι ένας εκ των πρώτων ξένων που εστράφησαν κατά του Καποδίστρια και ο οποίος εκφράζεται έντονα εναντίον του ήταν ο George Finlay, που θεωρούσε ότι ο Καποδίστριας ήταν εχθρός της Αγγλίας και των Άγγλων και απέδιδε τα ελαττώματά του στο γεγο-
84
Σπύρος Νικολάου
νός ότι «την πείραν της ανθρωπότητας είχεν αποκτήσει ή εις την περιορισμένην και διεφθαρμένην κοινωνίαν της Κερκύρας, ή εις την τεχνητήν ατμόσφαιραν της ρωσσικής διπλωματίας» (Βλ. Γεωργίου Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Β΄, 2008, σελ. 41). Ο ίδιος αυτός ιστορικός, γράφει όμως αμέσως μετά: «Και όμως, μεθ’ όλα τα ελαττώματα και τας προλήψεις του, ο Καποδίστριας ήτο αμέτρως υπέροχος παντός Έλληνος τον οποίον η Επανάστασις μέχρι τούδε είχεν αναβιβάσει εις την εξουσίαν. Είχε πολλάς αρετάς και μεγάλα χαρίσματα. Η διαγωγή του ήτο ακλόνητος και αφιλοκερδής, οι τρόποι του απλοί και αξιοπρεπείς. Τα προσωπικά του αισθήματα ήσαν ένθερμα, και, κατ’ ακολουθίαν της αρετής ταύτης, εγίνοντο ενίοτε τόσον ισχυρά, ώστε να παραπλανώσι την κρίσιν του». Το πόσο η κατά του Καποδίστρια πολεμική ήταν απότοκος προκαταλήψεων, φαίνεται από την εκδοχή που ο Γ. Φινλεϋ υιοθετεί στο θέμα της παραχωρήσεως των Ιονίων Νήσων, το 1815, στην Αγγλία, από το Συνέδριο της Βιέννης. Υπολαμβάνει, ο Φίνλεϋ, ότι ο Καποδίστριας «ηναγκάσθη να στέρξει την παραχώρησιν όπως αι Ιόνιοι Νήσοι σχηματισθώσι εις χωριστον κράτος υπό Βρεταννικήν προστασίαν....... Ήλπιζε ότι τούτο θα ηδύνατο ίσως να εξυπηρετήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του ..... Ουδέποτε εσυγχώρησε τους Άγγλους υπουργούς διότι εματαίωσαν τα διπλωματικά σχέδιά του..... Εμίσει την Αγγλίαν ως Επτανήσιος, αλλά έτρεφε και εξεδήλου το μίσος του εις τρόπον ανάρμοστον.....». Η αλήθεια είναι ότι ο Καποδίστριας επεζήτησε και επέτυχε όπως τα Ιόνια Νησιά μή δοθούν στην Αυστρία, η οποία επεδίωκε την προσάρτησή τους ως πρώην Ενετική κτήση, αλλά δεν ήταν διατεθημένη να παραχωρήσει συνταγματική διακυβέρνηση. Ο Καποδίστριας επέμεινε και επέτυχε να τεθούν υπό Αγγλική προστασία, ως ενιαίο και ανεξάρτητο κράτος με συνταγματικό καθεστώς και την ονομασία «Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων», πιστεύοντας ότι οι Επτανήσιοι Έλληνες θα είχαν να ωφεληθούν από την Αγγλική ∆ιοίκηση και ότι ως ναυτικοί και έμποροι θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και ευημερήσουν στα πλαίσια της Βρεταννικής κυριαρχίας (Βλ. Comte de Gobineau, Deux Etudes sur la
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
85
Grèce Moderne, Paris, 1905, σελ. 23. – Γρηγ. ∆αφνή, Ιωάννης Καποδίστριας, 1975, σελ. 300 επ.). Ο Frederic Tiersch, στο διεξοδικό έργο του για την κατάσταση της Ελλάδος κατά την εποχή του Καποδίστρια, καταφέρεται με πάθος εναντίον του, υιοθετώντας τις διάφορες κατηγορίες και τους χαρακτηρισμούς της αντιπολίτευσης, και βέβαια του καταμαρτυρεί τον «φιλορωσισμό» του και τις ενέργειες που δήθεν έκανε για να εξυπηρετήσει την ρωσική πολιτική, καθώς και για να ματαιώσει την έλευση του Λεοπόλδου ως βασιλέως στην Ελλάδα (Βλ. Fr. Tiersch, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, Τόμος Α΄, σελ. 52 επ., 89 επ.). Κατηγορεί ακόμα τον Καποδίστρια, ότι σκόπιμα παραμέλησε την παιδεία, λέγοντας : «Ο λαός για να ναι πιο υπάκουος και λιγώτερο παραπλανημένος, δεν έπρεπε να είναι πολύ μορφωμένος. Έφθασε ως το σημείο να στερήσει την Ελλάδα από την αρχαία δόξα, συνθλίβοντας την εκπαίδευση και περιορίζοντας την σπουδή των υψηλών επιστημών στην απλή πρόσκτηση μερικών γνώσεων αναγκαίων για τη δημόσια υπηρεσία» Όσο για την εξωτερική του πολιτική και τις ενέργειές του για την εθνική ανεξαρτησία αποφαίνεται ότι : «Γι’ αυτόν ήταν μία ανάγκη ότι η Ελλάδα έμεινε μικρή και δίχως εκτίμηση.... Γι’ αυτόν τον λόγο εξακολούθησε να δολοπλοκεί, έτσι ώστε τα σύνορα να περιοριστούν στον Ισθμό της Κορίνθου και σε μερικά νησιά....» Και οι δύο πιο πάνω κατηγορίες συνιστούν καθαρούς παραλογισμούς (Βλ. για το θέμα της παιδείας, ενδεικτικώς, Σπ. Σίτου, Η συμβολή του Καποδίστρια εις την παιδείαν του Έθνους, Αθήνα, 1978. - Ελ. Κούκου, Ο Καποδίστριας και η Παιδεία, 1958-1972. Για δε τις ενέργειες του Καποδίστρια που σκόπευαν στην ανάδειξη της Ελλάδος σε πλήρως ανεξάρτητο κράτος και για την επέκταση των συνόρων του, Βλ. βασικώς, Αλ. ∆εσποτόπουλου, Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, Αθήνα, 2008, σελ. 173 επ.). Τέτοιες παράλογες κρίσεις βρίσκουμε και σε κείμενα άλλων συγγραφέων, οι οποίοι επινοούν πράξεις και ανακαλύπτουν προθέσεις
86
Σπύρος Νικολάου
του Καποδίστρια ξένες προς τον χαρακτήρα του και τις επιδιώξεις του (Βλ. π.χ. General de Division Pellion, La Grèce et les Capodistrias pendant l’ Occupation Francaise de 1828 a 1834, Paris, 1855, σελ. 101: «Voulant que tout ressortit de lui, le Président pensait que moins la population serait riche, plus elle serait dependante»). Εξ ίσου καταδικαστικός, αν και με πιο μετρημένες σκέψεις και ήπιες εκφράσεις εμφανίζεται ο Georg. L. Maurer (Βλ. Ο Ελληνικός Λαός, Τόμος Α΄, Αθήνα, 1976, σελ. 303 επ.), ο οποίος θεωρεί ότι ο Καποδίστριας μπορεί να ήταν εξαίρετος διπλωμάτης, αλλά δεν ήταν γεννημένος κυβερνήτης, ούτε είχε αρκετές γνώσεις νομοθέτη και οικονομολόγου, και έτσι έπεσε θύμα των ραδιουργιών μεταξύ των διαφόρων τοπικών αρχηγών (Βλ. στο ίδιο, σελ. 339). Η ευκολία διατυπώσεως αναποδείκτων κατηγοριών κατά του Καποδίστρια, στις οποίες ασμένως προβαίνουν οι ξένοι ιστορικοί συγγραφείς, παρουσιάζεται ανάγλυφη στα κείμενα του G.G. Gervinus (Βλ. Γ.Γ. Γερβίνου, Ιστορία της Επαναστάσεως και Αναγεννήσεως της Ελλάδος, Τόμος Β΄, Αθήνα, 1865). Αξίζει να παρακολουθήσουμε την πορεία των κρίσεών του. Κατ’ αρχήν αναφέρεται στις κατά του Καποδίστρια διατυπωθείσες «από πολλούς» κατηγορίες, τις οποίες και συγκεκριμενοποιεί σε δύο, ήτοι ότι: «α) Εξωτερικώς μεν εζήτει ο Καποδίστριας ν’ αποτρέψει πάντα υποψήφιον από της επί της Ελλάδος αρχής, εσωτερικώς δε επειράτο να εξουδενώση την επιρροήν των αντιπάλων του, ενώ αφ’ ετέρου β) η ετέρα μερίς των εχθρών του, παρ’ ής δεν θεωρείται ο Καποδίστριας ειμή απλώς ως ανθύπατος της Ρωσσίας, αποδοκιμάζει την πολιτικήν του ως είδος προδοσίας κατά της Ελλάδος». Ως προς τις κατηγορίες αυτές, ο Γερβίνος αποφαίνεται με αφοπλιστική ελικρίνεια και φαινομενική αμεροληψία ότι: «Εν των δυσκολωτάτων ψυχολογικών ζητημάτων είναι το να επιφέρει τις εκ των υπαρχόντων εγγράφων ακριβή ιστορικήν κρίσιν περί των δύο τούτων κατηγοριών, διότι εξ όλων των δυσεξηγήτων Ελληνικών χαρακτήρων ο του Καποδιστρίου είναι ο τα μάλιστα επίτριπτος (δηλ. παμπόνηρος, κατεργάρης!!!) και απόκρυφος. Επειδή δε ουδεμία υπάρχει περί αυτού ομολογία ουδέ ελπίς είναι ότι θέλει δοθή τοιαύτη, περιο-
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
87
ριζόμεθα εις την απλήν των πραγμάτων έκθεσιν, και εις την σκιαγράφησιν των του βίου του Κυβερνήτου» (Βλ. σελ. 566). Ας δούμε τώρα πως αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον περιορισμό αυτόν. Η σκιαγράφηση των περιστατικών της ζωής του Καποδίστρια, τον οδηγεί μεν στην αναγνώριση «των λεπτών τρόπων του, της εξωτερικής ευπροσηγορίας, της ελκυστικής επιτηδειότητας και μετριοφροσύνης και εν τοις λόγοις και εν τας τρόποις, του τελείου ύφους του αυλικού» και στην παραδοχή ότι: «δικαίως οι θαυμασταί του κόμητος εξυμνούσι την αφιλοκέρδειαν, την επιμέλειαν, την δραστηριότητα, την περί την δίαιταν λιτότητα και την ως προς τα καθήκοντα ευσυνειδησίαν του ανδρός». Όμως, η στην συνέχεια από τον ίδιο διδόμενη εξήγηση των εν λόγω προσόντων ανατρέπει απολύτως την ήδη δοθείσα θετική για τον Καποδίστρια εικόνα, καθ’ όσον: «η τοιαύτη λιτότης και η οικονομία επεβάλλοντο υπό της ανάγκης, και, εν τη αυταπαρνήσει και τη προθυμία να διευθύνη μόνος τα πάντα, κατεφαίνετο η φιλόδοξος αρχομανία του, και η υπεροπτική και κενόδοξος ιδέα, ότι είναι και άξιος να διευθύνει μόνος τα πάντα. Κατά τον αυτόν τρόπον, δύναται τις να εύρη εν τω Καποδίστρια και άλλα ηθικά και διανοητικά προτερήματα, υπό το λαμπρόν επικάλυμμα των οποίων υποφώσκει ένθεν κακείθεν βάσις ουχί λίαν καθαρά» (Βλ. σελ. 568). Και παρακάτω, θαυμάζουμε την επιμελέστατη διατύπωση, κάτω από την οποία κρύβεται ο αληθινός (ύπουλος και δόλιος) χαρακτήρας του Καποδίστρια : «Εις άνδρα, οποίος ήτο ο Καποδίστριας, δεν είναι δυνατόν να εύρη τις άλλο τι εντελές, ή τον διπλωματικόν χαρακτήρα, όστις με όλην την ανάπτυξιν της ενεργείας είναι εν εαυτώ ημιτελής με όλας τας διαβεβαιώσεις περί σταθερότητος αρχών είναι ελαστικός, με όλας τας φιλοδόξους προσπαθείας ευλύγιστος, και με όλην την γλισχρότητά του συμμορφούται προς τας περιστάσεις και τους σκοπούς της στιγμής. Τοιούτος καταδείκνυται ο Κυβερνήτης εις τας προς τον πρίγκηπα Λεοπόλδον σχέσεις του» (Βλ. σελ. 570).
88
Σπύρος Νικολάου
Αλλά και στις σχέσεις του προς την Ρωσία, ο Καποδίστριας εμφανίζεται άξιος περιφρονήσεως : «΄Ετι δολιώτερος και υπουλότερος καταφαίνεται ο χαρακτήρ του Καποδίστρια ως προς τας προς την Ρωσσίαν σχέσεις αυτού. Ενώ αφ’ ενός μεν ο ζήλος ον έδειξεν ο Καποδίστριας πολύ προ της εκρήξεως της Επαναστάσεως.... τω παρέσχε το όνομα του πατριώτου, αφ’ ετέρου ένεκα του ζήλου ον κατέβαλε μετά ταύτα ως Κυβερνήτης της Ελλάδος υπέρ των συμφερόντων της Ρωσσίας, έλαβε παρά πολλών το όνομα του προδότου». Αυτό θα πει προσήλωση σε «απλή των πραγμάτων έκθεση» !!! Συνακόλουθος προς τον Γερβίνο εμφανίζεται ο μαθητής του, γνωστός ιστορικός, και θερμός φιλέλληνας Karl Mendelson – Bartholdy, τόσο στο ευρύτερο έργο του «Geschichte Griechenlands von der Eroberung Konstantinopels durch die Turken bis auf unsere Tage», Leipzig, 1870-1874, όσο και στην χρονικώς προγενέστερη μονογραφία του, με τον τίτλο «Graf Johann Kapodistrias, Berlin, 1864. Ο Mendelson – Bartholdy, παρά το πλούσιο υλικό που επεξεργάζεται και τις εύστοχες σε πολλά θέματα παρατηρήσεις του σε σχέση με το έργο του Καποδίστρια, καταφέρεται με οξύτητα εναντίον του με «αιτιάσεις, μομφές και κατακρίσεις πολύ χειρότερες των ημετέρων», όπως σημειώνει ο ∆. Βερναρδάκης (Βλ. ενθ. ανωτέρω, σελ. 100), ο οποίος πάντως παρατηρεί για τον εν λόγω συγγραφέα ότι «είναι μεν φατριαστής, αλλά ως ευσυνείδητος ούτε αποκρύπτει ούτε παραμορφώνει εν γνώσει γεγονότα», δι’ ό και από την ανάγνωση αυτών τούτων των κειμένων του Mendelson – Bartholdy, εκείνος καταλήγει σε δικά του όλως διαφορετικά συμπεράσματα. Άλλωστε, και ο Mendelson – Bartholdy αποδίδει ενίοτε, με μία ιδιαίτερη διεισδυτικότητα, την πραγματική εικόνα της προσωπικότητας του Καποδίστρια. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη περικοπή (Βλ. την παραπάνω αναφερόμενη μονογραφία, σελ. 361): «Η Φύση είχε εφοδιάσει πλουσιοπάροχα τον Κόμητα Καποδίστρια με εκείνη την πνευματική ζωηρότητα και ταχύτητα που χαρακτηρίζει, όλους τους νεαρούς έλληνες, και δεν θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί ότι ο ίδιος έκανε κάθε τι που ήταν στο χέρι του για να αναπτύξει αυτά τα προτερήματα. Την έλλειψη μιας εντα-
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
89
τικής εκπαίδευσης αναπλήρωσε ο ίδιος με επίπονο διάβασμα και την σπάνια μνήμη του. Είχε εκείνο το λεπτό κοινωνικό τακτ που δημιουργεί το περιβάλλον της Αυλής και το απανταχού σπάνιο ταλέντο να σιωπά και να ακούει με προσοχή την κατάλληλη στιγμή και προπαντός μια απίστευτη επιδεξιότητα να προσαρμόζει την ομιλία του αναλόγως με τους ανθρώπους, μιλώντας στον χωρικό για το σπίτι του, στον πνευματικό για τον λόγο του Θεού, στον μορφωμένο για την κλασσική αρχαιότητα και στις κυρίες για ποίηση». Είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας ότι την ίδια παρατήρηση για την προσαρμογή του τρόπου της ομιλίας του Καποδίστρια, ανάλογα με την προσωπικότητα του συνομιλητού του, κάνει και ο Ν. ∆ραγούμης σε σχέση με τα κείμενα τα οποία υπαγόρευε ο Καποδίστριας στους γραμματείς του: «Είχε δε μεγίστην ευχέρειαν περί το υπαγορεύειν, προς ταύτη δε και το επίφθονον προτέρημα του ρυθμίζειν και μαλάσσειν και κηροχυτείν το ύφος αυτού, κατά το είδος περί ού έγραφε και το ήθος των προς ούς απευθύνετο» (Βλ. Ν. ∆ραγούμη, Ιστορικαί Αναμνήσεις, Τόμος Α΄, 1973, σελ. 75). Πάντως, η βασική εικόνα που δίνει ο Mendelson – Bartholdy για τον Καποδίστρια και η οποία κυριάρχησε για δεκαετίες στην Ευρώπη, ήταν ότι ο Καποδίστριας άσκησε ως Κυβερνήτης μία τυραννική εξουσία σε βάρος του Ελληνικού Λαού, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της Ρωσίας. Όπως βλέπουμε από τις παραπάνω περικοπές και σημειώσεις απόψεων των ξένων συγγραφέων, το γενικό πνεύμα των περισσοτέρων από αυτούς ήταν βασικά εχθρικό προς τον Καποδίστρια και την πολιτική του, τόσο ώστε, στις περιπτώσεις των πλέον καλοπίστων αφηγητών, να δημιουργούνται αντιφατικές εντυπώσεις και μεταίωρα συμπεράσματα. Τελικά ίσχυε γι’ αυτόν η ρήση του Gobineau κατά την οποία : «Pour ceux-ci, le comte (Capodistrias) etait un allié secret du carbonarisme, pour les autres un soutien ne des opinions absolutistes» (Βλ. ενθ. ανωτ. Σελ. 31). Θα πρέπει να περάσουν αρκετές δεκαετίες, από τον βίαιο θάντο του Ιω. Καποδίστρια και την πολιτική ταραχή που τον επακολούθησε, για να αρχίσουν Έλληνες και Ξένοι να βλέπουν με περισσό-
90
Σπύρος Νικολάου
τερη αντικειμενικότητα την προσωπικότητά του και το έργο του. Πριν αναφερθούμε στους κυριώτερους από αυτούς, και ειδικώτερα στους ξένους ιστοριογράφους του 20ου αιώνα, θεωρώ ότι οφείλω να επικαλεστώ δύο άλλους πολιτικούς, συγχρόνους του Καποδίστρια, οι οποίοι, σε αντίθεση με το γενικό πνεύμα της εξωτερικής πολιτικής και την στάση άλλων ηγετικών προσωπικοτήτων της Μ. Βρεταννίας απέναντι στον Καποδίστρια είχαν εκτιμήσει σωστά την αξία του και την πολιτική εντιμότητά του. Πρώτα, θα αναφερθώ στον George Gordon, λόρδο Aberdeen, ο οποίος χρημάτισε και πρωθυπουργός την δεκαετία του 1850 και ο οποίος, όπως αναφέρει ο Σπ. Τρικούπης στην Ιστορία του (Βλ. ανωτέρω, σελ. 320), παραδέχθηκε σε συνομιλία μεταξύ τους ότι «αδίκως αντιπολιτεύθη η αγγλική κυβέρνηση τον Καποδίστριαν ως ρωσσίζοντα, βλέπω τώρα ότι ήτο καθαρός έλλην». Ο έτερος πολιτικός είναι ο περίφημος Λόρδος Palmerston, ο οποίος από την εποχή που ήταν Υπουργός Πολέμου στις Κυβερνήσεις του Canning και του Wellington (1827-1828) είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Καποδίστρια ως Κυβερνήτου της Ελλάδος, τασσόμενος ταυτόχρονα υπέρ των σκοπών της Ελληνικής Επανάστασης και εναντίον της Τουρκίας (Βλ. Jasper Ridley, Lord Palmerston, London, 1970, σελ. 94). Ένας από τους πρώτους, που παρουσιάζει μία ευνοϊκή γενική εικόνα του προσώπου του Καποδίστρια και επαινεί την διοίκηση του είναι ο Αυστριακός διπλωμάτης Anton Prokesch von Osten, πρώτος πρεσβευτής της Αυστρίας στην Ελλάδα. Στο βιβλίο του «Ιστορία της Επαστάσεως των Ελλήνων κατά του Οθωμανικού Κράτους» (Τόμος 2ος, Αθήνα, 1869, σελ. 504 επ.), δίνει μία πλήρη περιγραφή των προσόντων του χαρακτήρα και των επιτευγμάτων του Καποδίστρια, χωρίς βεβαίως να λείπει από την διήγηση του η επισήμανση των ελαττωμάτων του, τα οποία όμως αποδίδονται περίπου στις πραγματικές τους διαστάσεις. Η ανάλυση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του Καποδίστρια εμφανίζει μία εξαιρετική διεισδυτικότητα και ικανότητα διαχωρισμού του ουσιώδους από το επουσιώδες, ή το ξένο προς τις πρακτικές ανάγκες της εποχής και τις συνθήκες ζωής του λαού που ο Καποδίστριας κλήθηκε να κυβερνήσει.
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
91
Επίσης, χρήσιμες πληροφορίες του Πρόκες – Όστεν βρίσκουμε στην Αλληλογραφία του με την Βιέννη (Βλ. Π. Ενεπεκίδη, Γράμματα προς την Βιέννη, Αθήνα, 2007). Οι πρώτες του εντυπώσεις για τον Καποδίστρια έχουν διατυπωθεί σε ένα γράμμα του από 15.3.1828, στο οποίο γράφει (Βλ. σελ. 402) : «Το βράδυ της ίδιας ημέρας μίλησα με τον Καποδίστρια μόνος για μερικές ώρες. Οι τρόποι του, το παράστημα του, ο τόνος της φωνής του, η συνοχή των όσων έλεγε εκέρδισαν τη συμπάθειά μου. Υπάρχει πολλή ηπιότητα στις λέξεις του και αποφασιστικότητα στη θέλησή του. Το ευγενικό του βλέμμα δίνει μία λάμψη στις γνώμες του, θα έλεγα. Αλλά δεν παρεγνώρισα στο πρόσωπό του και τον ρήτορα, τον άνθρωπο που δεν θα μάθει εδώ τίποτε, εκείνον που φέρνει μαζί του, ό,τι έμαθε. ∆ιαβλέπω ότι σε ικανότητα της έκφρασης και στη διαχείριση πραγμάτων ξεπερνάει ό,τι διαθέτει η Ελλάδα και ό,τι έστειλε η Ευρώπη σ’ αυτήν, και ομολογώ ότι οι προθέσεις του μου φαίνονται έντιμες. Η Ελλάδα υποκλίνεται μπροστά του όπως σ’ έναν άγγελο ειρήνης. Όλο το μίσος των κομμάτων έχει σβήσει. Τα άγρια παλικάρια φιλούν την άκρη του ενδύματός του. Αν κάτω από τις συνθήκες του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου θα ήτο εφικτή η αναγέννηση της Ελλάδας, τότε αυτός ο άνθρωπος θα έκανε δυνατή αυτή την αναγέννηση. Με μεγαλύτερη λατρεία δεν έχουν ατενίσει κανένα αρχηγό κράτους. Και μετά την δολοφονία του, κρίνοντας τον Καποδίστρια και τους αντιπάλους του, αποφαίνεται (Βλ. Ιστορία της Επαναστάσεως, Τόμος 2ος, σελ. 505) : «Ο Κυβερνήτης ήτο ανήρ εξόχων προτερημάτων και μεγάλων ελαττωμάτων. Τα φρονήματά του ήσαν καθαρά Ευγενής επιθυμία εζωογονεί αυτού ....... Οι εχθροί του τον κατηγορούν επί άκρα φιλοξία ..... Υπάρχουν πολλοί φιλόδοξοι διασώζοντες άθικτα τα ευγέστερα μέρη της καρδίας των .... Τοιαύτη ήτο η φιλοδοξία του Κυβερνήτου. Εις την άλλην τάξιν ανήκον πολλοί εκ των αντιπάλων του κοινόν έχοντες όλοι τον φθόνον και την τύφλωσιν ......... Ηγάπα την πατρίδα του και ήθελε να την καταστήσει αξίαν της αγάπης του».
92
Σπύρος Νικολάου
Ευνοϊκές για τον Καποδίστρια είναι βέβαια και οι κρίσεις των ρώσσων ιστορικών, καθώς και των γάλλων ή ελβετών που αναφέρονται στην δράση του ως κυρίου μοχλού ασκήσεως της ρωσσικής εξωτερικής πολιτικής και παράγοντος της διαμορφώσεως του πολιτικού Χάρτη της μεταναπολεόντειας Ευρώπης. Έτσι, ο Nicolas Karamzine, ο μεγαλύτερος ρώσσος ιστορικός του 19ου αιώνα, χαρακτηρίζει τον Καποδίστρια ως τον πλέον ευφυή άνδρα της ρωσσικής Αυλής. (Βλ. Michel Heller, Histoire de la Russie, Paris, 1997, σελ. 673). Οι Ελβετοί τον ευγνωμονούν, ως τον θεμελιωτή της Συνταγματικής οργάνωσης του Ελβετικού Κράτους, και ο Γάλλοι, για τον ρόλο που έπαιξε στο Συνέδριο της Βιέννης, υπέρ της Γαλλίας (Βλ. σχετικά με την παρέμβαση και τον ρόλο του Καποδίστρια στην αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Γαλλίας και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το γαλλικό έδαφος, Π. Πετρίδη, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική του Ιω. Καποδίστρια, Αθήνα, 1988, σελ. 106 επ., καθώς και το άρθρο του W. A. Phillips, με τον τίτλο «CAPO D’ ISTRIA», στην Encyclopedia Britannica 13η Εκδ., 1926, τόμος πέμπτος, σελ. 285. - Για τις γνώμες προσωπικοτήτων της γαλλικής πολιτικής της εποχής εκείνης (duc de Richelieu, comte Mole, Villemain, de Broglie, La Ferronays) για τον Καποδίστρια, βλ. Π. Πετρίδη, ενθ. ανωτ. σελ. 118 και 129. Βλ. και Patricia Kennedy Grimsted, Capodistrias and a New Order for Restoration Europe, Journal of Modern History No 40, 1968, σελ. 166 επ., καθώς και Le comte De Gobineau, Deux etudes sur la Grèce, Paris, 1905, σελ. 22). Η δράση και η προσφορά του Καποδίστρια προς την πατρίδα του, την Ελλάδα (για το σε ποια μέρη εκτεινόταν αυτή η ονειρική για την εποχή εκείνη και απλώς με ιστορικά δεδομένα και βιώματα διεκδικούμενη «Ελλάδα», βλ. Επιστολή του Καποδίστρια προς τον Horton από 15.10.1827, σε Ed. Driault – M. Lheritier, Histoire Diplomatique de la Grèce, Tome I, Paris, 1935 σελ. 398), που αφορά στην περίοδο από το καλοκαίρι του 1827, όταν ταξίδεψε και συνάντησε στην Πετρούπολη τον Τσάρο Νικόλαο Α΄, προκειμένου να ξεκαθαρίσει την θέση του από υπηρεσιακής πλευράς προς την Ρωσική Αυτοκρατορία, της οποίας παρέμενε λειτουργός «εν αδεία», αλλά και να ενημερώσει τον
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
93
Τσάρο για τις προοπτικές της εκλογής του ως Κυβερνήτου της Ελλάδος και τις εδαφικές διεκδικήσεις για την δημιουργία ενός βιώσιμου κράτους (Βλ. για την επίδραση που είχε η συνάντηση αυτή πάνω στην Ελληνική Υπόθεση και την μεταβολή στην στάση της Ρωσίας έναντι της Τουρκίας, το άρθρο του G. L. Ars, «Capodistria et le Gouvernement Russe», στα Πρακτικά του Συνεδρίου του Ινστιτούτου Βαλκανικών Σπουδών πάνω στις Ελληνορωσικές Σχέσεις, που συνήλθε στην Θεσσαλονίκη το 1981, δημοσιευμένα από το Ινστιτούτο το 1983, σελ. 119), έχει γίνει κατά την διάρκεια του Εικοστού Αιώνα αντικείμενο αναλυτικών μελετών με ευρύτερη και πιο εξονυχιστική διερεύνηση των πηγών, αλλά και επανεκτίμηση της προσωπικότητας του Καποδίστρια. Οι Ed. Driault – M. Lheritier αφιερώνουν μερικά κεφάλαια των δύο πρώτων τόμων της γνωστής και ιδιαίτερα σημαντικής συγγραφής τους με τον τίτλο «Histoire Diplomatique de la Grèce de 1821 a Jours» Paris, 1925, στην διπλωματική δράση του Καποδίστρια για τον καθορισμό των ορίων του νέου ελληνικού κράτους, αλλά και στις προσπάθειες του για την οργάνωση μιας αποτελεσματικής ∆ιοίκησης και την ανασύνταξή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Χώρας. Καταχωρίζουν τα γεγονότα χωρίς προκατάληψη εναντίον του και υπογραμμίζουν τις δυσκολίες που συνάντησε στο έργο του, μέχρι το τραγικό τέλος του, όπως και τον επιτυχή χειρισμό εκ μέρους του των διπλωματικών ζητημάτων που προκάλεσε η μετ’ εμποδίων ακολουθούμενη διαδικασία αναγνώρισης και «χωροθέτησης» του νέου κράτους. Όμως περιπίπτουν και σε σοβαρά σφάλματα εκτιμήσεως ως προς την εσωτερική του πολιτική που δείχνουν αδυναμία κατανοήσεως της πραγματικής κατάστασης της Ελλάδος και των προτεραιτήτων στην αντιμετώπιση των αναγκών της. Ουσιαστικά παραβλέπουν ή αγνοούν τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης του Ελληνικού Λαού και την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, πριν από την άφιξη του Καποδίστρια, όπως και το απόλυτο χάος στο οποίο περιήλθε ο τόπος, μετά την δολοφονία του. Τέλος επιδεικνύουν μια τάση εξωραϊσμού των επισήμων και ανεπισήμων ενεργειών
94
Σπύρος Νικολάου
των εντεταλμένων οργάνων της γαλλικής πολιτικής στην Ελλάδα (Βλ. κυρίως, Τόμος Ι, σελ. 396 επ. και Τόμος ΙΙ, σελ. 49 επ.). Σοβαρή είναι και η συμβολή του Douglas Dakin στην διευκρίνιση σημαντικών θεμάτων της περιόδου Καποδίστρια σχετικών με την διακυβέρνηση της Ελλάδος. Με το πρώτο του βιβλίο, British and American Philhellenes during the War of Greek Ιndependence, 18211833, Θεσσαλονίκη, 1955 σελ. 195 επ., αναφερόμενος στο ζήτημα της παραίτησης του Λεοπόλδου του Saxe – Coburg από την υποψηφιότητά του στον ελληνικό θρόνο, που οι αντίπαλοι του Καποδίστρια την απέδιδαν σε δολοπλοκίες του τελευταίου, προκειμένου να παραμείνει Κυβερνήτης, απέδειξε ότι ο Καποδίστριας χειρίστηκε το θέμα με απόλυτη ειλικρίνεια και χωρίς υστεροβουλία και ότι ο ίδιος λυπήθηκε πραγματικά από την παραίτηση του Λεοπόλδου. Στο δεύτερο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε το 1973 με τον τίτλο: «The Greek Struggle for Independence» (βλ. την ελληνική μετάφραση, με τον τίτλο «Ο αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833», Αθήνα, 1983, σελ. 296-377), ασχολείται ιδιαίτερα με την άσκηση της εξουσίας από τον Καποδίστρια και τα «πεπραγμένα του» και αποδίδει δικαιοσύνη, εκφραζόμενος επαινετικά γι’ αυτόν σε όλα τα μεγάλα ζητήματα, πάνω στα οποία είχαν διατυπωθεί εναντίον του διάφορες κατηγορίες. Έτσι, χαρακτηρίζει ως τελείως γελοία την κατηγορία ότι δήθεν ήθελε να διατηρήσει επ’ άπειρο την εξουσία, ή ότι προτίμησε να παραμείνει η Ελλάδα περιορισμένη σε έκταση και ανίσχυρη (Βλ. σελ. 356), και ως μύθο την δήθεν προσπάθεια του να αποτρέψει τον Λεοπόλδο από το να γίνει βασιλεύς της Ελλάδος. Καταλήγει δε λέγοντας: «Αλλά όσο και αν τα ελαττώματα αυτά του χαρακτήρα και της διάνοιας του μείωναν το ανάστημά του ως πολιτικού, δεν υπάρχει αμφιβολία πως οτιδήποτε θεωρούσε αναγκαίο για την Ελλάδα το έβαζε πάνω απ’ όλα. Σε καμία στιγμή της σταδιοδρομίας του δεν θυσίασε εσκεμμένα τα ελληνικά συμφέροντα, για χάρη των ρωσικών ή για την προσωπική του άνεση και γαλήνη» (Βλ. σελ. 377). Ακολουθώντας τα ερευνητικά βήματα του D. Dakin, ο David Fleming αφιέρωσε μια εξαιρετικά επιμελημένη, τόσο από άποψη τεκμηρίωσης όσο και από άποψη διείσδυσης στην ουσία των πραγμάτων,
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
95
μονογραφία αναφερόμενη στην εξωτερική πολιτική του Καποδίστρια ως Κυβερνήτου της Ελλάδος (Βλ. D. C. Fleming: John Capodistrias and the Conference of London, 1828-1831, Thessaloniki, 1970). Ο Fleming μέσα από την δαιδαλώδη και επεισοδιακή πορεία της ελληνικής υπόθεσης μεταξύ Λονδίνου, Παρισίων και Πετρούπολης, αναζητάει και εμφανίζει κατά τρόπο ανάγλυφο και παραστατικό τον ρόλο του Καποδίστρια, προβάλλοντας και αναδεικνύοντας τόσο την ειλικρίνεια των προθέσεων του όσο και την δεξιότητα των ελιγμών του, για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος για την Ελλάδα. Αποδοκιμάζοντας τις εναντίον του κακόβουλες αιτιάσεις, για εξυπηρέτηση δήθεν των ρωσικών συμφερόντων, αποφαίνεται : «Ο Καποδίστριας δεν είχε καμία πρόθεση να θέσει την Ελλάδα κάτω από ρωσική προστασία. Εγνώριζε ότι μία τέτοια πολιτική δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργήσει για τους Έλληνες μία ασφαλή εθνική ύπαρξη. Αντίθετα, θα τους προσέφερε απλώς την άνευ αξίας προοπτική να συμπεριληφθούν στην Ρωσική Αυτοκρατορία, ή να μείνουν ξέχωρα σε καθεστώς υποτέλειας κάτω από την επικυριαρχία μιας από τις Μεγάλες ∆υνάμεις. Ήταν ως εκ τούτου αποφασισμένος να εξυπηρετήσει την πολιτική και των τριών ∆υνάμεων αποβλέποντας στην εξασφάλιση της προστασίας όλων. Όποιος και να ήταν ο προγενέστερος δεσμός του με την Ρωσία, ήταν πεπεισμένος ότι για να πετύχει θα έπρεπε να έχει την συμπαράσταση της Συμμαχίας» (Βλ. σελ. 15). Η σειρά των 141 διπλωματικών εγγράφων, που συνοδεύουν την μελέτη του Fleming, από τα αρχεία του Quai d’ Orsay, του Forein Office και του Colonial Office, προσφέρουν μία επαρκή βάση εκτιμήσεως των δυσκολιών και της αδικαιολόγητης εχθρότητας, που ο Καποδίστριας αντιμετώπιζε στο έργο του. Με την παράθεση των εγγράφων αυτών αλλά και την δημοσίευση και άλλων ανεκδότων στοιχείων από άλλους ερευνητές, όπως ο C. W. Crawley, διαφωτίζονται πληρέστερα όχι μόνο ο χαρακτήρας του Καποδίστρια και οι ικανότητες του ως διπλωμάτου, αλλά και οι επικρατούσες γενικώτερες συνθήκες της διεθνούς πολιτικής, διαρκώς μεταβαλλόμενες και εμπλεκόμενες σε αντιφάσεις και αδιέξοδα. Ο C. W. Crawley,
96
Σπύρος Νικολάου
στην Εισαγωγή του βιβλίου του «John Capodistrias. Some unpublished Documents», Θεσσαλονίκη, 1970, τονίζει (Βλ. σελ. 10) ότι ο Καποδίστριας δεν ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ένας αδίστακτος φιλόδοξος και ακόμα λιγώτερο όργανο της Ρωσίας. Ήταν πέρα για πέρα Έλληνας στα αισθήματά του και δεν έννοιωσε ποτέ «σαν στο σπίτι του» στην Πετρούπολη ή στην Μόσχα. Αν μπορούσε να κατηγορηθεί για κάτι, αυτό ήταν η επιθυμία του να κάνει την Ρωσία όργανο πραγματοποίησης των ελπίδων του για την Ελλάδα. Αν σταθούμε στα παραπάνω δημοσιεύματα, οι γνώσεις για τον Καποδίστρια και οι δυνατότητες κατανόησης του έργου του θα παρέμεναν ελλειπείς, και δη για το διεθνές αναγνωστικό κοινό. Επί τέλους, όμως, το 1973, εκπληρώθηκε η ευχή του Webster για μία ολοκληρωμένη βιογραφία του Καποδίστρια, με την δημοσίευση του βιβλίου Chris M. Woodhouse: Capodistria. The Founder of Greek Independence», London, 1973. ∆εν είναι βέβαια δυνατό, στο παρόν κείμενο να περιληφθεί μια άρτια, έστω και σύντομη, βιβιλιοκρισία για το έργο αυτό που είναι το πληρέστερο, ακριβέστερο και πλουσιώτερο σε ουσιαστικές και ακριβοδίκαιες παρατηρήσεις, απ’ ότι άλλο έχει γραφεί από ξένο συγγραφέα και, πιστεύω, πως έχει αυτά τα προσόντα, ακριβώς χάρις στις ιδιότητες του Woodhouse ως Άγγλου, μορφωμένου με κλασσική παιδεία και γνώστη της σύγχρονης Ελλάδας, ανθρώπου που έζησε και πολέμησε σ’ αυτήν και ο οποίος σταδιοδρόμησε στην αγγλική πολιτική, κατανοώντας τις ιδιομορφίες της, όπως εγνώρισε και τον χαρακτήρα των Ελλήνων, στην Ιστορία των οποίων αφιέρωσε μια σειρά από αξιόλογα βιβλία, και ως αυτόπτης μάρτυρας και ως φιλόπονος ερευνητής. Όπως αναφέρει στον πρόλογο του (Βλ. σελ. VII), ένοιωσε και αυτός το συναίσθημα στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή της Εισήγησης μου, δηλαδή στην πηγαία αντίδραση του καλόπιστου μελετητή στις κατηγορίες που διατυπώνονται αβασάνιστα κατά του Καποδίστρια και την ηθική ανάγκη να αποδοθεί δικαιοσύνη σε έναν άνθρωπο, ο οποίος, με τα όποια ελαττώματα και τις ανθρώπινες αδυναμίες του, προσέφερε ένα τεράστιο έργο στην Πατρίδα του, που αγάπησε και της αφιέρωσε την ζωή του. Αυτός ο «αισθηματικός» δεσμός συγγραφέα – βιογραφούμενου, είναι γόνιμος
Η Προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια στη διεθνή βιβλιογραφία
97
για την «αποκρυπτογράφηση» της προσωπικότητας του δεύτερου αλλά και ιδιαίτερα επωφελής για τον έλληνα αναγνώστη, που αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Καποδίστρια ένα σημαντικό «πρόγονο», στον οποίο όλοι μας οφείλουμε ένα σημαντικό τμήμα της σημερινής μας ύπαρξης και ταυτότητας. Και αυτό γιατί, όπως γράφει ο Woodhouse στην τελευταία σελίδα του βιβλίου του: «His tragedy was that of a Shakespearian hero........ These are the common tragedies of nations newly emerging to independence. The test of such a nation is his capacity to recover from its initial tragedies». Although Capodistrias died a disillusioned failure, he did not leave his nation wholly unequipped to survive that test» (Βλ. σελ. 513).
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων Αρετή Φεργάδη-Τούντα Καθηγήτρια
Εισαγωγικά Ο τίτλος της εισήγησής μου, «Ιωάννης Καποδίστριας, ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων» ίσως να φαίνεται ασύμβατος προς την εποχή κατά την οποία έζησε, έδρασε και μεγαλούργησε ο μεγάλος αυτός Έλληνας. Ήταν η εποχή κατά την οποία οι ∆ιεθνείς Σχέσεις δεν είχαν αναγνωρισθεί ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος, ως ακαδημαϊκή επιστήμη, γεγονός το οποίο συνέβη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αφετηρία, βέβαια, των ∆ιεθνών Σχέσεων εντοπίζεται σε προηγούμενους αιώνες, δίχως να δύναται να προσδιοριστεί επακριβώς η χρονική στιγμή της γένεσής τους. Ωστόσο, μετά την καθιέρωσή τους ως ξεχωριστός ακαδημαϊκός κλάδος, εξελίχθηκαν με γοργούς ρυθμούς, διευρύνοντας το γνωστικό τους αντικείμενο και συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτό όλο και ευρύτερα ερευνητικά πεδία1. Ίσως, ακόμα, να φανεί παράδοξος λόγω του ότι αναφέρεται το άρθρο «ο». Ήταν ο Καποδίστριας ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων ή θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων; Η απάντηση είναι πως ήταν ένας εκ των θεμελιωτών των ∆ιεθνών Σχέσεων της εποχής εκείνης, εκ των πρωτεργατών της διαμόρφωσης του διεθνούς διακρατικού συστήματος, που τη χρονική περίοδο της δράσης του βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο Καποδίστριας, συνδιαλεγόμενος και συμπορευόμενος με εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Μέττερνιχ, ο τσάρος Αλέξανδρος της Ρωσίας, ο Κάσλρη, κ. ά., οι οποίοι εξέφραζαν τις απολυταρχικές τάσεις της εποχής, συναποφάσισε το καθεστώς, πολιτικό και εδα1. Robert Jackson-George Sorensen, Θεωρία και Μεθοδολογία των ∆ιεθνών Σχέσεων. Η σύγχρονη συζήτηση, Αθήνα, Gutenberg, 2006, σελ. 31, 62-107.
100
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
φικό, που προέκυψε από το σύνολο των διεθνών πράξεων, των υπογραφεισών στη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες και οι συνοδοιπόροι τους στο Συνέδριο, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο Καποδίστριας, κατέχοντας ξεχωριστή θέση, βασιζόμενοι στις αρχές της ισορροπίας των ∆υνάμεων και της νομιμότητας, επαναπροσδιόρισαν τον πολιτικό και εδαφικό χάρτη της Ευρώπης και το καθεστώς, που εγκαθίδρυσαν, προσπάθησαν να το διαφυλάξουν και να το διατηρήσουν μέσα από το ∆ιευθυντήριο των ∆υνάμεων. Η σύσταση του ∆ιευθυντηρίου στηρίχθηκε σε ορισμένα από τα συμβατικά κείμενα της Βιέννης και κατηύθυνε τις τύχες του κόσμου ως την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Καποδίστριας, συνεργαζόμενος με ογκόλιθους της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής και μετέχοντας σ’ αυτές τις διαβουλεύσεις, έθεσε το δικό του στίγμα σε πολλές από τις πολιτικές και διπλωματικές μεταβολές. Επιπλέον, ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, συμμετείχε στις εν γένει διεθνείς εξελίξεις αλλά και στα, μετά τη Βιέννη, διεθνή Συνέδρια, όπου οι Μεγάλες ∆υνάμεις συναποφάσιζαν για την τύχη των ευρωπαϊκών λαών. Τέλος, από τη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδας, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύσταση «ανεξάρτητης και ευνομούμενης πολιτείας». Οι έννοιες αυτές, ωστόσο, θα αποσαφηνιστούν επαρκέστερα με την επισήμανση των σημαντικών ιστορικών στιγμών της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια και της συμβολής του στην εξελικτική πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι· ταυτοχρόνως, όμως, και στη διαμόρφωση του ανερχόμενου διακρατικού συστήματος και κατ’ επέκταση και των ∆ιεθνών Σχέσεων μιας μακράς ιστορικής περιόδου. Ωστόσο, θα μπορούσαμε από τώρα να διευκρινίσουμε πως τη δράση του, ως θεμελιωτή των ∆ιεθνών Σχέσεων της εποχής του, δυνάμεθα να την χωρίσουμε σε τέσσερις κύριες περιόδους, διακριτές μεταξύ τους. Και λέμε κύριες, διότι η συμβολή του στην εξελικτική πορεία των ∆ιεθνών Σχέσεων, στη διάρκεια των τριών τελευταίων περιόδων, ήταν αδιαμφισβήτητη, μια και συμμετείχε ενεργώς στα κέντρα λήψης αποφάσεων, που αφορούσαν στη μεταναπολεόντεια ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων. Ωστόσο, στα μεσοδιαστήματα αυτών των χρονικών περιόδων συνέχιζε να εργάζεται και να δρα ποικιλο-
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
101
τρόπως στη διαμόρφωση της ιστορίας, από θέσεις κλειδιά. Η πρώτη, κύρια, περίοδος, η οποία είναι σύγχρονη της ναπολεόντειας κυριαρχίας, εντοπίζεται στα όσα πρόσφερε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Επτάνησο, από τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας· η δεύτερη, στην ουσιαστική συμβολή του στην επαναχάραξη του γεωπολιτικού χάρτη της Ευρώπης, μέσα από τη συμμετοχή του, ως εξέχον μέλος της ρωσικής διπλωματικής αποστολής, αρχικώς, και ως υπουργός Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας, στη συνέχεια, στις εργασίες του Συνεδρίου της Βιέννης. Η τρίτη, αφορά στην περίοδο κατά την οποία κατείχε τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, και όντας έμπιστος του ηγέτη της κραταιάς τότε δύναμης συνέβαλε αποφασιστικά τόσο στη διαμόρφωση όσο και στην εφαρμογή της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής2· τέλος, η τέταρτη περίοδος, οριοθετείται στο χρονικό πλαίσιο της εποχής κατά την οποία διακυβέρνησε την Ελλάδα, ως πρώτος Κυβερνήτης τού υπό διαμόρφωση, αρχικώς, και ανεξάρτητου στη συνέχεια, Ελληνικού Κράτους. Από τη θέση αυτή, την οποία του εμπιστεύθηκε η Εθνοσυνέλευση της Τροζήνας, την άνοιξη του 1827, και την οποία ανέλαβε και υπηρέτησε από τον Ιανουάριο του 1828 έως τη δολοφονία του, τον Σεπτέμβριο του 1831, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες, όχι μόνο για την εσωτερική διοργάνωση και συγκρότηση της Ελληνικής Πολιτείας αλλά και για την ίδρυση ενός πλήρως ανεξάρτητου κράτους, με ευρύτερα εδαφικά όρια από εκείνα, μέσα στα οποία είχαν την πρόθεση οι τρεις από τις τότε Μεγάλες ∆υνάμεις να το εντάξουν. Ας σημειωθεί, λοιπόν, πως μελετώντας τη διπλωματική δράση του Ιωάννη Καποδίστρια, επισημαίνοντας και αναδεικνύοντας τις στιγμές της παρέμβασής του στα διεθνή δρώμενα, αναδεικνύουμε και το ρόλο του στην ανοδική πορεία των ∆ιεθνών Σχέσεων, ως διακριτής επιστήμης. Το γεγονός πως έχουν περάσει σχεδόν δύο αιώνες από την εποχή της δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια και η προσωπικότητα και η 2. Σύμφωνα με τον Grunwald, ο Καποδίστριας, « εχάραξεν […] εις την εξωτερικήν πολιτικήν της Ρωσίας δρόμον, τον οποίον ηκολούθησεν αύτη επί ένα αιώνα». K. Grunwald, Trois siècles de diplomatie Russe, Paris, 1945, p. 170.
102
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
όλη του πολιτεία συνεχίζουν να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον των ερευνητών και διαφόρων φορέων, όχι μόνο στα στενά όρια της Ελλάδας αλλά και πέρα από αυτά, αποδεικνύει το ηθικό και πολιτικό ανάστημα του άνδρα. Το ότι εξακολουθούν να διοργανώνονται Συνέδρια και επιστημονικές συναντήσεις, που μελετούν την πολυσχιδή προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια, το γεγονός πως η Ελληνική Πολιτεία τον έχει τιμήσει με διάφορους τρόπους, συνιστούν αδιάψευστη απόδειξη της σημαντικής θέσης, που κατέχει στο Πάνθεον της Ιστορίας. Από τους σύγχρονους Έλληνες ιστορικούς-ερευνητές θα πρέπει να μνημονεύσουμε ορισμένους εκλιπόντες συναδέλφους, οι οποίοι αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή και την έρευνά τους ή σημαντικό μέρος αυτής σε διάφορα επίπεδα δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια. Τον Αλέξανδρο ∆εσποτόπουλο και τον Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη, καθηγητές του Παντείου Πανεπιστημίου-ο δεύτερος διετέλεσε και καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών-, την Ελένη Κούκου, καθηγήτρια στην ίδια Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον Παύλο Πετρίδη, καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος προέβη στην αναδίφηση των αυστριακών αρχείων και μέσα από τα πορίσματα της έρευνάς του, που διατύπωσε στα έργα του, κατέθεσε πολύτιμες μαρτυρίες για την εν γένει ευρωπαϊκή διάσταση της πολιτικής του Καποδίστρια. Αλλά και πολλοί άλλοι, σύγχρονοι ιστορικοί-ερευνητές, οι οποίοι δεν είναι, προφανώς, δυνατόν να μνημονευτούν όλοι στο παρόν πόνημα. 1. Η αρχή μιας μεγάλης πορείας Είναι γνωστό πως ο Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα, το 1776, από γονείς, οι οποίοι ανήκαν στην τάξη των ευγενών, κατέχοντας τον τίτλο του κόμη. Στο διάβα της ζωής του, όμως, υπηρέτησε τη ∆ημοκρατία, γεγονός το οποίο πιστοποιείται αβίαστα και μέσα από κείμενα του3. Σε νεαρότατη ηλικία, στην ηλικία των δεκαεννιά ετών 3. Ως παράδειγμα, δύναται να αναφερθεί το ακόλουθο απόσπασμα από Εγκύκλια Επιστολή του, σχετικά με τα μέσα βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων, με τόπο εγγραφής την Κέρκυρα και ημερομηνία 6/28 Απριλίου 1819, όπου σημείωνε, μεταξύ άλλων: «Να κάνουμε καλό στους συμπατριώτες μας εμφορούμενοι μόνο από την αγάπη του
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
103
εγκαταστάθηκε στην Πάντοβα της Ιταλίας. Ο νεαρότατος Καποδίστριας ενδιέτριψε στην ιατρική, τη φιλοσοφία και την νομική. Περάτωσε τις σπουδές του δίχως χρονοτριβή, καθώς η φιλοπονία του, η συνέπειά του και το ανήσυχο πνεύμα του τον ωθούσαν στη μελέτη· η γνώση, που αποκόμισε του επέτρεψε να αποκτήσει πολύπλευρες γνώσεις, γνώσεις πολύτιμες που θα ενδυναμώσουν πνευματικά τον προικισμένο άνδρα και θα αποβούν σταθερές και στέρεες βάσεις για την άσκηση της πλούσιας και πολυδιάστατης σταδιοδρομίας του. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στη γενέτειρά του, την Κέρκυρα, όπου εργάσθηκε, αρχικώς, ως γιατρός επιθυμώντας να αφιερώσει τη ζωή του «στην ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου»4. Η ιστορική πορεία της πατρίδας του, κυρίως, αλλά και το ενδιαφέρον του για τα κοινά θα τον στρέψουν σε άλλους σκοπούς, εξίσου ιδανικούς και ανθρώπινους. Αποτέλεσμα της μαξιμαλιστικής πολιτικής του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος από το 1795 έχει αποβεί απόλυτος κύριος της Επανάστασης, που έχει ξεσπάσει στη Γαλλία από το 1789, είναι και η ίδρυση της Πολιτείας των Επτά Ηνωμένων Νήσων, απόρροια της ρωσο-τουρκικής προσέγγισης, η οποία εκφράστηκε με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, της 21ης Μαρτίου 18005. Από το 1802, όταν καλού και χωρίς οποιοδήποτε συμφέρον· να καλυτερεύουμε έτσι την τωρινή κατάστασή τους και να τους προετοιμάζουμε με τον τρόπο αυτό για τα μεγάλα πλεονεκτήματα ενός ηθικού και χριστιανικού πολιτισμού· να απέχουμε παντελώς από την ενδεχόμενη διαμόρφωση του πολιτισμού αυτού πάνω στις βάσεις ενός αυταρχικού ή περιστασιακού συστήματος, εμπιστευόμενοι το μεγάλο αυτό έργο στη θεία πρόνοια, που μόνη αυτή είναι ο ρυθμιστής των εθνών». Η Επιστολή αυτή δημοσιεύεται στο Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια. Θέσεις και προτάσεις για μια προοδευτικότερη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη 1814-1821. Αθήνα. Εκδ. Αφών Τόλια. 1988. 161-166. Βλ. και Αρχείον Ι. Καποδίστρια. τομ. Στ΄. 1985. 11-20. 4. Ε. Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας-Ρωξάνδρα Στούρτζα. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1997, σελ. 32-52, 46 για το παράθεμα. Σύμφωνα με μια μαρτυρία την ιατρική την άσκησε ως τη στιγμή, που εγκατέλειψε την Επτάνησο για να μεταβεί στην Πετρούπολη, δηλ. ως το 1808. Γενικώς για τον Καποδίστρια, βλ. Ε. Πρωτοψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, Αθήναι, Εταιρεία των Φίλων του Λαού, 1977. Επίσης, A. Diamantis-C.Tsiamis, John Capodsitrias(1776-1831). The Eminent Politician-Doctor and First Governor of Greece, 2006. 5. Ν. Μοσχονάς, Τα Ιόνια Νησιά κατά την περίοδο 1797-1821», στο Ιστορία του
104
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
η Ρωσία αποκτά το προβάδισμα στην πολιτική διαχείριση της Επτανήσου Πολιτείας, ο Ιωάννης Καποδίστριας φαίνεται να ανήκει πλέον στο δυναμικό του νεοσύστατου τότε ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών. Όντως, στο ατομικό βιβλιάριό του αναγράφεται πως διατελούσε «εν υπηρεσία παρά τη Ιονική ∆ημοκρατία εν έτει 1802» έχοντας ως αποστολή «να συμβάλη εις την ευημερίαν των νήσων Κεφαλληνίας, Ιθάκης, Ζακύνθου και Λευκάδος, να ιδρύση προσωρινήν διοίκησιν και να εγκαταστήση εις εκάστην ρωσικήν φρουράν»6. Η πολιτική του σταδιοδρομία δεν σταματά εδώ. Τρία χρόνια αργότερα, την 1η Απριλίου 1803 η Γερουσία τον εκλέγει Γενικό Γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας. Στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν και η διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής του νέου κρατιδίου. Ένα από τα πρώτα μελήματα του Καποδίστρια ήταν και η σύνταξη και ψήφιση, από τη Συντακτική Συνέλευση, Συντάγματος. Ενός Συντάγματος φιλελεύθερου, προοδευτικού, σύμφωνα με τα ισχύοντα της εποχής, στο οποίο προβλεπόταν και η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και η διάκριση των εξουσιών. Το 1806 ψηφίζεται ένα άλλο Σύνταγμα, οι ελευθερίες του οποίου είναι περιορισμένες. Την επόμενη χρονιά οι Ρώσοι αναγκάζονται να αποχωρήσουν από τα Επτάνησα, τα οποία περιέρχονται και πάλι στη Γαλλία, βάσει της Συνθήκης του Τιλσίτ (7 Ιουλίου 1807)7. Η εμπειρία, που αποκόμισε ο Καποδίστριας από τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας και η συνεργασία του με τους Ρώσους του ανοίγουν το δρόμο προς την Πετρούπολη αλλά και για μια λαμπρή διπλωματική σταδιοδρομία. Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΑ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1975, σελ. 382-402. Για την εξελικτική πορεία της Επτανήσου ως την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό, βλ. Μ. Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα, 1800-1923, Τ. Α΄, Θεσσαλονίκη, 1948, σελ. 63-73. 6. Ε. Πρωτοψάλτης, Νέα στοιχεία περί Ιωάννου Καποδίστρια (εκ των ρωσικών αρχείων), Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 24. 1973/4, σελ 208. 7. Ν. Μοσχονάς, ό.π., σελ. 385-397, 399-401. Ε. Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας-Ρωξάνδρα Στούρτζα… ό. π., σελ. 46-49. Σ. Σφέτας, «Η παρουσία των Ρώσων στα Επτάνησα (1779-1807): Όψεις της Βαλκανικής Πολιτικής της Ρωσίας από την άφιξη του Ušakov στα Επτάνησα μέχρι τη Συνθήκη του Tilsit (1807)», στο Βαλκανικά Σύμμεικτα, τεύχος 11, Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, 1999-2000, σελ. 103-130, κυρίως 107-108.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
105
Έτσι, στις 15 Μαΐου 1808, μετά από «προσταγή» του υπουργού Εξωτερικών Ρουμιάντσεβ, έλαβε πρόσκληση για τη Ρωσία, ώστε «να αναλάβη άλλα καθήκοντα»8. 2. Ο τσάρος προσκαλεί τον Καποδίστρια. Την άνοιξη του 1809, φθάνει στην Πετρούπολη, και μετά από δύο χρόνια αναλαμβάνει υπηρεσία στη ρωσική πρεσβεία της Βιέννης. Η Βιέννη είναι ο πρώτος σταθμός της διπλωματικής του πορείας στο εξωτερικό και είναι μια θέση σημαντική, δεδομένου ότι η αυστριακή πρωτεύουσα αποτελούσε, την εποχή εκείνη, σημαίνον κέντρο της ελληνικής διασποράς Η επαφή με μέλη της τον καθιστούσε κοινωνό των όποιων εξελίξεων του εν γένει Ελληνικού Ζητήματος. Θα ακολουθήσει, σε διάστημα δύο περίπου ετών, ο διορισμός του στη θέση του ∆ιευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Γενικού ∆ιοικητή της στρατιάς του ∆ούναβη, ναυάρχου Τσιτσαγκώφ. Η τοποθέτηση σ’ αυτή την εξόχως σημαντική θέση θα του δώσει την ευκαιρία να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της Συνθήκης Ειρήνης του Βουκουρεστίου, του 1812, με την οποία επισφραγίστηκε το τέλος του πρώτου ρωσο-τουρκικού πολέμου του 19ου αιώνα. Η άμεση συμμετοχή του στις διαβουλεύσεις θα του επιτρέψει να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τις μεθόδους της τουρκικής διπλωματίας, να διαμορφώσει γνώμη γι’ αυτήν και να αποκομίσει γνώσεις, που αργότερα θα τον διευκολύνουν στη διαχείριση των ζητημάτων της Βαλκανικής, γενικότερα, και του Ελληνικού ζητήματος, ειδικότερα. Η διπλωματική του, δε, δεξιότητα στα θέματα της Βαλκανικής, εκείνη την περίοδο, ήταν φυσικό να επισύρει την προσοχή της τσαρικής αυλής και να εκτιμηθεί δεόντως9. Εκτιμήθηκε, όπως ήταν επόμενο, και από τον τσάρο Αλέξανδρο τον Α΄, ο οποίος του ανέθεσε μια ιδιαιτέρως λεπτή αποστολή, μια 8. Ε. Πρωτοψάλτης, Νέα στοιχεία περί Ιωάννου Καποδίστρια, ό. π., σελ 209. 9. Ε. Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας-Ρωξάνδρα Στούρτζα.. ό. π., σελ. 51-53. Π. Πετρίδης, ό.π., Π. Χριστόπουλος, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως λειτουργός της διπλωματικής υπηρεσίας της Ρωσίας», στο 175 χρόνια ∆ιπλωματικών Σχέσεων ΕλλάδαςΡωσίας (1828-2003), Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2007, σελ. 45-75.
106
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
ειδική αποστολή στην Ελβετία, ορισμένες επαρχίες της οποίας τελούσαν υπό γαλλική κατοχή και οι συνασπισμένες, κατά του Ναπολέοντα, ∆υνάμεις, επιδίωκαν να τις προσελκύσουν στο πλευρό τους, ώστε να ενισχυθεί το μέτωπο εναντίον του Γάλλου στρατηλάτη. Τούτο θα επιτυγχανόταν, αν οι Ελβετοί ιθύνοντες ζητούσαν ουδετερότητα στον πόλεμο που διεξαγόταν. Ο Καποδίστριας εργάστηκε ακούραστα αποτρέποντας τον εμφύλιο σπαραγμό. Στην πορεία των συζητήσεων για την επίλυση των ελβετικών προβλημάτων, όπου αναδείχθηκαν οι ιδιαίτερες διπλωματικές του δεξιότητες, ανέλαβε μια ξεχωριστή θέση: ο Αλέξανδρος ο Α΄ τον διόρισε έκτακτο απεσταλμένο και πληρεξούσιο υπουργό της Ρωσίας στην Ελβετική Ομοσπονδία. Έτσι, οι διαπραγματεύσεις στην Ελβετία, ανάμεσα στους αρμόδιους παράγοντες, συνεχίστηκαν επί μακρόν, με τελικό πάντα στόχο τη διευθέτηση των δυσεπίλυτων ελβετικών προβλημάτων, ούτως ώστε να έχει ξεδιαλύνει η κατάσταση πριν από την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου της Ειρήνης, όπου αυτά θα συζητούνταν. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα εγκρίθηκε, από τα μέλη της ελβετικής ∆ίαιτας, το σχέδιο του νέου, Ομοσπονδιακού Συντάγματος, βάσει του οποίου ιδρύονταν είκοσι δύο κράτη, κυρίαρχα, συνδεόμενα μεταξύ τους με δεσμούς χαλαρούς. Την επομένη της συγκρότησης της καινούριας Ελβετίας, στις 9 Σεπτεμβρίου 1814, ο Καποδίστριας έγραφε στον πατέρα του και μέσα από τα γραφόμενά του αναδυόταν όλος ο μόχθος, που είχε καταβάλει αυτό το μακρύ χρονικό διάστημα παραμονής του στην χώρα αλλά συνοψίζονταν και οι εργασίες, στις οποίες είχε προβεί: «Το τέλος μιας τόσον πολυπλόκου διαπραγματεύσεως μού εστοίχισε πάμπολλα βάσανα και ταξίδια, και έγγραφα, και αγορεύσεις και συντάγματα και σχέδια αλλά δεν πειράζει»10. Η αποτελεσματική συμβολή του στη ρύθμιση των ελβετικών εκκρεμοτήτων και οι ιδιαίτερες ικανότητές του, που αναδείχθηκαν, ώθησαν τον τσάρο να τον συμπεριλάβει στα μέλη της διπλωματικής απο10. Π. Πετρίδης, «Η συμβολή του Ιωάννη Καποδίστρια στην κατοχύρωση της Ελβετικής Ουδετερότητας», στο ∆ελτίον Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας, 14, 1977, σελ. 219-235, κυρίως στη σελ. 232.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
107
στολής, που θα αντιπροσώπευαν τη Ρωσία στο Συνέδριο της Βιέννης. Είναι γνωστό πως σκοπός του Συνεδρίου, οι εργασίες του οποίου ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1814, ήταν η αποκατάσταση του status quo ante bellum, το οποίο είχε ανατραπεί από τη ναπολεόντεια λαίλαπα. Έτσι, ο Καποδίστριας βρέθηκε στο επίκεντρο των διπλωματικών ζυμώσεων, οι οποίες προσέβλεπαν στην εγκαθίδρυση μιας ισορροπίας ισχύος ανάμεσα στις Μεγάλες ∆υνάμεις, ούτως ώστε να αποτραπεί η επανάληψη στο μέλλον ηγεμονικής συμπεριφοράς εκ μέρους μιας ∆ύναμης, όπως συνέβη με τη Γαλλία, υπό τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. 3. Η ακτινοβολία του στο Συνέδριο της Βιέννης Ο Καποδίστριας έφτασε στη Βιέννη τον Οκτώβριο του 1814 και συμμετείχε στην Επιτροπή, η οποία εξουσιοδοτήθηκε να συζητήσει και να ρυθμίσει τα ομοσπονδιακά ζητήματα11. Στις 20 Μαρτίου 1815, μετά από επίπονες συζητήσεις, όσοι συμμετείχαν στο Συνέδριο της Βιέννης υπέγραψαν μια διακήρυξη, η οποία αφορούσε στην οριστική ρύθμιση των ελβετικών πραγμάτων. Έτσι, διευθετείτο η διηνεκής ουδετερότητα και η ανεξαρτησία της Ελβετίας, θεμελιωμένη στα καντόνια, τα οποία αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο του ελβετικού, ομοσπονδιακού Συντάγματος. Το επιτελεσθέν έργο επί των ελβετικών υποθέσεων δεν ολοκληρώθηκε τότε, διότι την ίδια εκείνη περίοδο ο Ναπολέοντας, ο οποίος απέδρασε από την Έλβα, έφτασε στο Παρίσι, ιδρύοντας την Αυτοκρατορία των Εκατό Ημερών. Οι Σύνεδροι στη Βιέννη επέσπευσαν τις εργασίες τους και πριν από τη μάχη του Βατερλώ (18 Ιουνίου 1815), που σήμανε και τη συντριπτική και 11. Για την διπλωματική δραστηριότητα του Καποδίστρια στο Συνέδριο της Βιέννης, Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια, 1988, ό. π. Ε. Κούκου, Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Ενωμένη Ευρώπη, Αθήναι, 1991. P. Grimstead Kennendy, «Capodistrias and a ‘New order’, for Europe: The ‘Liberal Ideas’ of a Russian foreign Minister, 1814-1822», The Journal of Modern History, vol, 40, Chicago, 1968, pp. 166-192. Για το Συνέδριο της Βιέννης γενικότερα βλ. H. Nicolson, The Congress of Vienna, London, 1947. H. Kissinger, A World Restored. Castlereagh, Metternich and the Restoration of Peace, Boston, 1957. R. Α. Carrié, A Diplomatic History of Europe Since the Congress of Vienna, London, 1961, pp. 9-16.
108
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
ολοκληρωτική ήττα του παρασπονδήσαντος τέκνου της Γαλλικής Επανάστασης, στις 9 Ιουνίου 1815, υπογραφόταν η Τελική Πράξη του Συνεδρίου. Η Πράξη αυτή υιοθέτησε και τη ∆ιακήρυξη της 20ής Μαρτίου, που είχε γίνει αποδεκτή από την Ελβετική ∆ίαιτα. Έτσι, διασφαλίστηκε η ουδετερότητα και η ανεξαρτησία της Ελβετίας, γεγονός το οποίο συνέβαλε στη ρύθμιση των γενικότερων ευρωπαϊκών συμφερόντων. Ας σημειωθεί, ακόμα, πως το έργο που επιτέλεσε ο Κερκυραίος άνδρας στην Ελβετία έχει θεωρηθεί, και δικαίως, ως «ο πρώτος ευρωπαϊκός θρίαμβός» του12. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός πως το καθεστώς της διηνεκούς ουδετερότητας της Ελβετίας, στην καθιέρωση του οποίου συνέβαλε τα μέγιστα ο Καποδίστριας, διατηρείται από τότε έως σήμερα. Στη διάρκεια των διπλωματικών διεργασιών του Συνεδρίου ο Καποδίστριας εργάσθηκε για τα πολωνικά και σαξονικά προβλήματα, η επίλυση των οποίων συνάντησε τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Αναμίχθηκε και στις συζητήσεις, τις σχετικές με τη Γερμανική Αυτοκρατορία, υποστηρίζοντας λύση ευνοϊκή για την Αυστρία. Η θέση του αυτή ήταν προϊόν απώτερων σκέψεών του: η παγίωση της αυστριακής πρωτοκαθεδρίας στη Γερμανία θα απέτρεπε τον Μέττερνιχ από την προσπάθεια να αναγνωρισθεί η χώρα του ως προστάτιδα των Ιόνιων Νησιών. Στην τελική Πράξη της Βιέννης περιελήφθη διάταξη σύμφωνα με την οποία τα γερμανικά κρατίδια περιορίζονταν αριθμητικά σε τριάντα εννέα και ενώνονταν, υπό την επωνυμία «Γερμανική Ομοσπονδία». Ο ρόλος της Αυστριακής Αυτοκρατορίας στη γερμανική εθνοσυνέλευση ήταν πρωταγωνιστικός13. Ουσιαστική ήταν και η συμβολή του Καποδίστρια και στα ζητήματα της Ισπανίας, για την οποία πρότεινε μεθόδους ομαλής διακυβέρνησής της, μια και η ηγεσία της χαρακτηριζόταν ως «διεφθαρμένη»14. 12. Για την τελευταία επισήμανση, Ε. Πρωτοψάλτης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τεύχος Β΄, Παραδόσεις, Αθήνα, 1970, σελ. 69. 13. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική, ό.π., 1988, σελ.92-105. 14. Το ισπανικό ζήτημα και οι αποικίες της Ισπανίας στην Αμερική κέντρισαν το ενδιαφέρον του Καποδίστρια, ο οποίος και μετά τον τερματισμό των εργασιών του Συνεδρίου της Βιέννης συνέχισε να εκθέτει τις απόψεις του επ’ αυτών σε εκθέσεις
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
109
Αξιομνημόνευτες είναι, ωστόσο, την ίδια αυτή περίοδο και οι παρεμβάσεις του Καποδίστρια στη Συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας, η οποία υπεγράφη κατόπιν πρωτοβουλίας του τσάρου Αλέξανδρου, στις 26 Σεπτεμβρίου 1815. Ο Αλέξανδρος, επωφελούμενος από την επιστροφή του Ναπολέοντα από την Έλβα, προσπάθησε να εγκαθιδρύσει μια καινούρια πολιτική ισορροπία, σε βάρος της Αγγλίας. Πιθανότατα, στην ουσία, προσπαθούσε «να εγκαθιδρύσει ένα παγκόσμιο σύστημα, το οποίο δεν θα περιλάμβανε ούτε νικητές ούτε ηττημένους και θα συμπεριλάμβανε στον ίδιο διεθνή οργανισμό το σύνολο των ηπειρωτικών και των ναυτικών δυνάμεων». Επικαλούμενος τη χριστιανική θρησκεία και τον παγκόσμιο χαρακτήρα της ευελπιστούσε πως θα διασφαλίσει τα συμφέροντα της χώρας του ανά την υφήλιο. Ίσως γι’ αυτό θέλησε να υλοποιήσει τις ιδέες του για έναν τέλειο κόσμο και για μια «αδελφική συνεργασία των ηγεμόνων», η οποία θα βασιζόταν στις αρχές του Χριστιανισμού, ιδέες που αποτύπωσε σ’ ένα κείμενο. Με το κείμενο αυτό, το οποίο απετελείτο από τρία άρθρα, προσκαλούνταν οι μονάρχες και οι λαοί να συνεργασθούν σαν αδελφοί και να θεωρούν πως τα έθνη τους συνιστούσαν επαρχίες μιας πολιτείας χριστιανικής15. Επρόκειτο, δηλ, για ένα κείμενο, ένα σχέδιο διεθνούς συνθήκης, εδραζομένης σε θρησκευτικές αρχές, τουλάχιστον κατ’ επίφασιν. Πριν από την υπογραφή, το παρουσίασε στον Καποδίστρια, στον οποίο είχε πλέον αναθέσει τη διεύθυνση του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, θέση, στην οποία συγκατοίκησε με τον Νέσελροντ. Ο Κερκυραίος διπλωμάτης, από τον οποίο ο Αλέξανδρος ζήτησε επιμόνως να το μελετήσει και να του γνωστοποιήσει τις σκέψεις του, απάντησε την επομένη, ότι «τα χροτου προς τις Πρεσβείες της Πετρούπολης, της Μαδρίτης και αλλού. Για την αναφορά των σχετικών εκθέσεων βλ. Ζ. Τσιρπανλής, «Υπομνήματα και εκθέσεις του Ιωάννη Καποδίστρια (1809-1822)», στο ∆ωδώνη, Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 1977, σελ. 99-134, στις σελ. 115116 και υποσ. 6. Στην εν λόγω μελέτη γίνεται αναφορά στα κυριότερα έγγραφα, που είχε συντάξει ο Επτανήσιος ∆ιπλωμάτης, κατά την αναγραφόμενη, στον τίτλο της μελέτης του, περίοδο. 15. J. Droz, Histoire Diplomatique de 1648 à 1919, Paris, Dalloz, 1972, pp. 283287. Ch. Dupuis, La Sainte Alliance et le Directoire européen de 1815 à 1818, 1934.
110
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
νικά της διπλωματίας δεν παρουσιάζουν παρόμοιον έγγραφον και ότι η Αυτού Μεγαλειότης, συμφώνως με τας αρχάς της, ηδύνατο να διατυπώση τας κυρίας γραμμάς ουχί εν Συνθήκη, αλλ’ εν διακοινώσει ή διαγγέλματι»16. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, το κείμενο της συνθήκης συνέταξε, «απρόθυμα», ο Καποδίστριας, βασιζόμενος στις εντολές, που είχε λάβει από τον Αλέξανδρο17. Κατά τον Σίλντερ, «είχε συμμετοχή και στο ιδιόχειρο προσχέδιο του Τσάρου»18. Ωστόσο, το ειδικότερο βάρος του ενδιαφέροντός του εστιάστηκε, όπως ήταν επόμενο, στην υπόθεση των Ιόνιων νησιών. Οι πρώτες συζητήσεις θα διεξαχθούν πριν από την υπογραφή της πρώτης Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων και θα αναγνωρισθεί το προβάδισμα της Βρετανίας στο Επτανησιακό, η επίλυση του οποίου θα μετατεθεί στο Συνέδριο της Βιέννης. Η Ρωσία τηρούσε αποστάσεις ως προς το συγκεκριμένο θέμα, επιφυλάσσοντας εις εαυτήν το δικαίωμα να επέμβει, ως «σωτήρια» ∆ύναμη, αν το επέβαλλαν οι περιστάσεις. Η Βρετανία απαιτούσε, κυρίως μετά τη μάχη του Βατερλό, η οποία διεξήχθη στις 18 Ιουνίου 1815, να της αναγνωριστεί πλήρης κυριαρχία στα Επτάνησα, τα οποία είχε καταλάβει, σταδιακά, από το 1809. Η Αυστρία ενδιαφερόταν κι εκείνη. Ο Καποδίστριας, με έντεχνους διπλωματικούς χειρισμούς και θέλοντας ν’ αποτρέψει την Αυστρία από τη διακυβέρνηση της Επτανήσου και κυρίως να μην επιτρέψει στον Μέττερνιχ να αναμιχθεί στα πράγματα της γενέτειρας γης του, κατόρθωσε να περάσει τις θέσεις του, οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν στις διατάξεις της Συνθήκης των Παρισίων, που υπεγράφη στις 5 Νοεμβρίου 1815. Το νέο ελεύθερο και «ανεξάρτητο» κράτος ετίθετο υπό την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας και επονομαζόταν «Ηνω16. Ε. Ρούκουνας, ∆ιπλωματική Ιστορία, 19ος Αιών, Αθήναι, 1975, σελ. 39-43, στη σελ. 39. 17. Ε. Πρωτοψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, Αθήναι, Εταιρεία των Φίλων του Λαού, 1977, σελ. 21. C.M. Woodhouse, Η Ιστορία ενός Λαού. Οι Έλληνες από το 324 έως σήμερα, Αθήνα, Εκδ. Τουρίκη, 2008, σελ. 168-169, για το παράθεμα. 18. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια (1814-1821), , τεύχος 2, 1976, Ανατύπωσις εκ του ∆ελτίου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, στο εξής ∆ΕΒΕΘ, 1976, σελ. 1-15, στη σελ. 9.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
111
μένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων». Στην ουσία, ιδρυόταν ένα βρετανικό προτεκτοράτο. Ας σημειωθεί πως τον ρόλο της προστάτιδας ∆ύναμης της Επτανήσου, της Βρετανίας, τον έβλεπε απολύτως δημοκρατικό. Γι’ αυτό και σημείωνε σε Υπόμνημά του, με τόπο εγγραφής το Παρίσι και ημερομηνία 10/22 Νοεμβρίου 1815, όπου ανέλυε και τα της διακυβέρνησης των νησιών, πως ο ρόλος της ήταν να μεριμνά για τη νομοθεσία και τη διακυβέρνηση και να απαγορεύει στους αντιπροσώπους της να παρεμβαίνουν ενεργώς στη σύνταξη των νόμων και στη διακυβέρνηση των νησιών. Σε αντίθετη περίπτωση, «θα εξάλειφε το γόητρο της εθνικής ύπαρξης των Νησιών, θα πλήγωνε το φιλότιμο των κατοίκων τους, […], θα επέρριπτε την όλη ευθύνη της διακυβέρνησης πάνω σε ξένους ‘διαχειριστές’». Η νομοθεσία και η διακυβέρνηση έπρεπε να ανατεθούν σε «ιθαγενείς», σε Επτανησίους. Τα καθήκοντα της προστάτιδας ∆ύναμης έπρεπε να είναι, ως επί το πλείστον, εποπτικά19. Η όλη πολιτεία του Καποδίστρια στη ρύθμιση των ευρωπαϊκών πραγμάτων, στη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, αναγνωρίστηκε από τον τσάρο Αλέξανδρο τον Α΄, ο οποίος τον τίμησε διορίζοντάς τον, όπως προείπαμε, στις 30 Αυγούστου 1815, στη θέση του Γραμματέα της Επικρατείας, δηλ. του υπουργού των Εξωτερικών, ισόβαθμου του Νέσσελροντ. Αυτή η θέση υπήρξε, ασφαλώς, το αποκορύφωμα της διπλωματικής του σταδιοδρομίας στην υπηρεσία της Ρωσίας αλλά και τον κατέστησε σημαντικό παράγοντα της εξωτερικής της πολιτικής. Το αξίωμα αυτό ο Καποδίστριας δεν το δέχτηκε δίχως δισταγμούς. Πίστευε πως υπέρτατο χρέος του ήταν να βοηθήσει τη γενέτειρά του. Έτσι, ζήτησε από τον τσάρο να αλλάξει γνώμη και να τον διορίσει αντιπρόσωπό του στην Ελβετία. Ο Αλέξανδρος αρνήθηκε απαντώντας: «Ουδέν δικαιώτερον και ωφελιμώτερον τού να έχωσιν οι Έλληνες εν τω προσώπω σας τον συνήγορόν των»20. Τον ίδιο μήνα, υπεγράφη και η δεύτερη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων με την οποία οι Σύμμαχοι προσδιόριζαν τη θέση της Γαλ19. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική, ό.π., 1988, σελ. 151-159 20. Μ. Λάσκαρις, Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια, Αθήνα, 1940², σελ. 52, για το παράθεμα.
112
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
λίας στη μεταναπολεόντεια Ευρώπη, επιβάλλοντας σ’ αυτήν όρους και δεσμεύσεις. Ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, υποχρεώθηκε να υπογράψει τη Συνθήκη της Τετραρχίας, της 20ής Νοεμβρίου 1815, με την οποία καθιερωνόταν, για πρώτη φορά επισήμως, η αρχή της επέμβασης για την καταστολή των φιλελεύθερων επαναστάσεων. Στο Συνέδριο, όμως, της Αιξ λα Σαπέλ, το 1818, στη διάρκεια του οποίου αποφασίστηκε η επιστροφή της Γαλλίας στον όμιλο των Μεγάλων ∆υνάμεων, τάχθηκε υπέρ μιας «υπερεθνικής συμμαχίας». Τον Ιούλιο, μάλιστα, του 1818, είχε τονίσει σε υπόμνημα προς τον Τσάρο: «δεν δεχτήκαμε ποτέ την ύπαρξη του δικαιώματος των συμβαλλομένων ∆υνάμεων να παρεμβαίνουν στις σχέσεις που αφορούν τα άλλα κράτη, ακόμη λιγότερο στις σχέσεις εκείνες που δεν προσδιορίζονται από συνθήκες». Είναι προφανές πως δεν παραδεχόταν την πρωτοκαθεδρία των Μεγάλων ∆υνάμεων. Εξάλλου, όπως είχε ξεκαθαρίσει νωρίτερα τη θέση του, δεν πίστευε στην επιβολή δυσβάσταχτων όρων στη Γαλλία. Μια ισχυρή Γαλλία θα μπορούσε να επιδράσει θετικά στη διατήρηση της ευρωπαϊκής ειρήνης αλλά και να συνδράμει αποτελεσματικότερα τη Ρωσία στον ανταγωνισμό της με την Αυστρία21. Αυτές του οι πεποιθήσεις, θεωρούμε, ότι δεν ήταν μόνο το απόσταγμα των φιλελεύθερων ιδεών του αλλά και της φιλογαλλικής του θέσης· ταυτοχρόνως, ήταν συνυφασμένες με τη ρωσική εξωτερική πολιτική, την οποία κατά κύριο λόγο έπρεπε να εξυπηρετεί και να υπηρετεί ο Καποδίστριας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφάλιζε και τη συνδρομή της Ρωσίας στις ιστορικές τύχες της πατρίδας του, όταν θα ερχόταν η ώρα. Στο πλαίσιο του Συνεδρίου της Βιέννης και πριν από την υπογραφή της Τελικής της Πράξης, σε συζήτηση που είχε με τον Αλέξανδρο τον Α΄, ως προς τα Επτάνησα, μίλησε και για το σχέδιό του αναφορικά με την Εταιρεία των Φιλομούσων. Φιλοδοξία του ήταν να ιδρύσει στη Βιέννη μια Εταιρεία, η οποία θα λειτουργούσε κατά το πρότυπο εκείνης, που υφίστατο στην Αθήνα από την 1η Σεπτεμβρίου 1813 και στόχευε στην αναγέννηση του Έθνους, διά μέσου της 21. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική, ∆ΕΒΕΘ, σελ. 1-15. Του ίδιου, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική, 1988, ό.π., σελ. 106-118, 123.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
113
πολιτιστικής του κληρονομιάς, εφόσον είχε ταχθεί υπέρ της προστασίας των αρχαιοτήτων και της εκπαίδευσης των παιδιών. Η βαθύτερη αιτία σύστασης της Εταιρείας των Φιλομούσων της Βιέννης θα ήταν η ενημέρωση της ευρωπαϊκής διπλωματίας και της κοινής γνώμης για το Ελληνικό Ζήτημα. Φαίνεται πως ο Καποδίστριας ευαισθητοποίησε τον τσάρο αλλά ακόμα και τον Μέττερνιχ, οι οποίοι συνέδραμαν τον σκοπό αυτό με γενναίες χρηματικές επιχορηγίες22. 4. Προεργασίες για το Ελληνικό Ζήτημα Τα επόμενα χρόνια, ο Καποδίστριας θα συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του τόσο στη Ρωσία όσο και στα ζητήματα της Γερμανίας και, κυρίως, της Επτανήσου και της υπόλοιπης Ελλάδας. Τον ∆εκέμβριο του 1818, επισκέπτεται την Κέρκυρα, όπου διαπιστώνει με πικρία την κακοδιοίκηση του Βρετανού Αρμοστή Θωμά Μαίτλανδ, έρχεται σε επαφή με τον Κολοκοτρώνη και τον Μάρκο Μπότσαρη, στους οποίους δηλώνει πως δεν δύναται να υποσχεθεί την προστασία της Ρωσίας, την οποία του ζήτησαν. Μόνο χρήματα μπόρεσε να τους προσφέρει, υποσχόμενος ότι θα δυνηθεί στο μέλλον να παράσχει ουσιαστικότερη συνδρομή, στηριζόμενος στα όσα τού είχε πει ο Αλέξανδρος πριν αναχωρήσει για το ταξίδι του: ∆ιαφωτίστε τους Επτανησίους και δι’ αυτών τους Έλληνες. Επιθυμώ να τους συμβάλω για τη βελτίωση της τύχης τους, αλλά μόνο βασιζόμενος στις συνθήκες23. 22. Ο Καποδίστριας, εξέθετε, σε συζητήσεις, τη γνώμη του για την Εταιρεία των Φιλομούσων της Βιέννης και τους Τούρκους, σχολιάζοντας: «∆εν λέγουν τίποτε, αλλ’ όταν θα ξυπνήσουν μια μέρα και θα σφάξουν μερικούς-οι άλλοι θα σωθούν. Η Εταιρεία όμως θα εξαπλωθεί και σιγά-σιγά θα μπορέσει η Ελλάδα να ξεσηκωθεί. Το έθνος παραμένει πάντοτε το ίδιο, δεν αναπνέει παρά την ελευθερία. Έλληνες σκλάβοι δεν υπάρχουν, εκτός από εκείνους των Πριγκηπονήσων, απέναντι στην Κωνσταντινούπολη (δηλ. τους Φαναριώτες). […]. Οι άλλοι Έλληνες, των βουνών, είναι ένα άλλο είδος ανθρώπου. Και σ’ αυτούς ακριβώς στηρίζεται και απευθύνεται η Εταιρεία των Φιλομούσων». Π. Πετρίδης, ό. π., 1988, σελ. 32 για το παράθεμα. Ε. Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας-Ρωξάνδρα Στούρτζα…ό. π., σελ. 208-210. Ε. Πρωτοψάλτης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τευχ. Α΄, Αθήναι, 1972, σελ. 30-33. 23. Ε. Πρωτοψάλτης, Πολιτική Ιστορία, τεύχος Β΄, ό. π., σελ. 73-75. Τα όσα είπε ο Καποδίστριας στους οπλαρχηγούς τα έγραψε σε μια επιστολή, την οποία τους την
114
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
Το ταξίδι της επιστροφής στην Πετρούπολη, ο Καποδίστριας το διέκοψε, για να μεταβεί στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου συνομίλησε με τον Άγγλο υπουργό των Εξωτερικών, Κάσλρη. ∆ιαμαρτυρήθηκε για την κακοδιοίκηση του Μαίτλανδ, τονίζοντας ότι μεταχειρίζεται τους συμπατριώτες του ως Ινδούς. Το κυβερνητικό αυτό σύστημα θα έθετε τους Έλληνες ενώπιον ενός διλήμματος: ή να καταστραφούν ή να λάβουν τα όπλα. ∆ιευκρίνιζε δε πως θα επέλεγαν το δεύτερο, γεγονός που θα ενέπλεκε τους Βρετανούς «εις μακροχρονίους ενοχλήσεις, των οποίων ουδείς εν τω κόσμω δύναται να προΐδη το αποτέλεσμα». Η αντίδραση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών ήταν να στραφεί κατά του Καποδίστρια και να τον κατηγορήσει ότι έτρεφε συμπάθεια για τα φιλελεύθερα και επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης24. Τον επόμενο χρόνο, τον Ιανουάριο 1820, δέχεται την πρόταση των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας, οι οποίοι του προσφέρουν την αρχηγία του Έθνους. Ο ρόλος του θα ήταν να κατευθύνει τις τύχες του «Γένους των Ελλήνων» στην επανάσταση που σχεδιαζόταν. Η άρνησή του να δεχθεί το υψηλό αυτό αξίωμα προερχόταν από την πεποίθησή του, ότι η υπηρεσία του στο πλευρό του τσάρου θα πρόσφερε πολύ περισσότερα στον αγώνα. Ας σημειωθεί πως η στάση του αυτή, άφησε ένα κενό, το οποίο εκλήθη να πληρώσει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος και ανέλαβε την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας· παρέδωσε και την κοινοποίησε, ταυτοχρόνως, στον Στρογανόφ, Πρέσβη της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη και στους Προξένους της Ρωσίας στην Τουρκία. Ένα απόσπασμα από την εν λόγω επιστολή αποδίδει με σαφήνεια τα όσα τόνισε στους Έλληνες, που τον επισκέφτηκαν: «Προσεπάθησα να αποδείξω εις αυτούς ότι ο Αυτοκράτωρ της Ρωσίας ουδόλως ήτο διατεθειμένος να προκαλέση πόλεμον κατά των Τούρκων ή να περιπλέξη τας σχέσεις του μετά της Αγγλίας· ότι παν ό,τι ήτο κατορθωτόν να γίνη υπέρ αυτών άνευ κινδύνου προκλήσεως πολέμου θα εγίνετο, αλλά προς τούτο έπρεπε αυτοί να οπλισθούν με υπομονήν και καρτερίαν […]». Για ολόκληρο το κείμενο της επιστολής και σχόλια επ’ αυτής βλ. Ε. Πρεβελάκης, «Η Εγκύκλια Επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια της 6/18 Απριλίου 1819», στο Πρακτικά Τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου, 23-29 Σεπτεμβρίου 1965, Τ.Α΄ , Αθήναι, 1967, σελ. 298-328. 24. Μ. Λάσκαρις, Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια…ό.π., σελ. 92-93.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
115
επί των ημερών του η Εταιρεία δραστηριοποιήθηκε και προσέλαβε καινούριο περιεχόμενο25. Ο Καποδίστριας είχε υιοθετήσει μετριοπαθή πολιτική στα Συνέδρια του Άαχεν (1818) και του Τροπάου (1820). Στο Συνέδριο του Λάυμπαχ, το οποίο συνήλθε τον Ιανουάριο του 1821, για να αντιμετωπίσει την επανάσταση, που είχε ξεσπάσει στο βασίλειο της Νεαπόλεως, ήρθε σε ρήξη με τον Μέττερνιχ, ο οποίος απέβλεπε στην πολιτική εξόντωση του αντιπάλου του. Ήταν επόμενο να συγκρουστεί και με τον Αλέξανδρο, όταν έγινε γνωστό, στη διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου, το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, στις 22 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου 1821. Ο τσάρος δεν φαινόταν έτοιμος για μια καινούρια πολεμική αναμέτρηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη στιγμή που ο Κερκυραίος άνδρας αγωνιζόταν να μεταβάλει τον γεωπολιτικό χάρτη στη ΝΑ Ευρώπη. Ο Καποδίστριας, εξαναγκασμένος από τη θέση του, συνέπλευσε με τις θέσεις του τσάρου και αποκήρυξε επισήμως τον Υψηλάντη, όχι όμως και την επανάσταση για την οποία υποστήριξε πως αίτημά της δεν ήταν οι συνταγματικές ελευθερίες, αλλά η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και η εθνική ανεξαρτησία26. Η στάση του αυτή επέδρασε 25. Ε. Πρωτοψάλτης, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1821, Αθήναι, Πάντειος ΑΣΠΕ, 1971, σελ. 20-23. Συμπληρωματικώς βλ. G. M. Piatigorsky, «De l’ histoire de l’ activité de la Philiki Etéria à Odessa dans les années 1814-1821», στο Les relations entre les peuples de l’ URSS et les Grecs. Fin du XVIIIème – début du XXème s. Troisième colloque organizé à Thessaloniki et Ouranoupolis, Hlkidiki (2427 mai 1989), No 229, Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1992, pp. 115-139. Ως προς το εάν ήταν ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας ή μέλος της, για οποία έχουν αναπτυχθεί διάφορες εικασίες, ο ίδιος διευκρίνιζε, σε επιστολή του προς τον ∆ιονύσιο Ρώμα, στις 6/18 Απριλίου 1821, από το Λάυμπαχ: «Εγώ δεν είμαι μεμυημένος, ούτε δύναμαι να είμαι». Πράγμα, που σήμαινε πως η θέση του στο ανώτατο αξίωμα του ρωσικού υπουργείου των Εξωτερικών δεν του επέτρεπε μια παρόμοια ανάμιξη. Για τη μαρτυρία αυτή βλ. Ε. Πρωτοψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, ό. π., σελ. 96-97. 26. «Θέλομεν είσθαι καταδικασμένοι, Κύριέ μου, να ακούσωμεν να συγκριθούν οι συμπατριώται μας με τους Νεαπολίτας και Πιεμοντίτας», σημείωνε, λίγο αργότερα, σε Υπόμνημά του προς τον Αλέξανδρο, καθιστώντας, με τον τρόπο αυτό, απολύτως σαφή τον διαχωρισμό της Ελληνικής Επανάστασης από τις επαναστάσεις, που είχαν σημειωθεί στην αυστροκρατούμενη Ιταλία. Βλ. στα πιο κάτω αναφερόμενα Υπομνήματα.
116
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
στο να μη ληφθεί απόφαση, βάσει της οποίας οι ∆υνάμεις θα δικαιολογούσαν την επέμβασή τους στη Βαλκανική27. 5. Ο Αγώνας για την Ανεξαρτησία Τα γεγονότα, όμως, τρέχουν ραγδαίως. Την άνοιξη του 1821, στις 25 Μαρτίου/6 Απριλίου 1821, ξεσπά στον Μοριά η Ελληνική Επανάσταση, η οποία ακολούθησε εκείνη του Φεβρουαρίου, εξέλιξη η οποία δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσει αδιάφορη την Ευρώπη. Ο τσάρος Αλέξανδρος, επιστρέφοντας στην Πετρούπολη μετά το Λάυμπαχ και έχοντας απομακρυνθεί από την επιρροή του δαιμόνιου Αυστριακού καγκελάριου, πιέζεται από την κοινή γνώμη, μετά τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, και λαμβάνει περιορισμένα μέτρα, τα οποία τείνουν στη διασφάλιση των συμφερόντων των Ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια και η Ρωσία είχε αποκτήσει το δικαίωμα να τους προστατεύει, βάσει των όρων της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, του 1774. Τηρώντας τη στάση αυτή, στη δεδομένη συγκυρία, εφάρμοζε πολιτικές προηγούμενων τσάρων. Την πολιτική του Μεγάλου Πέτρου, η οποία είχε εκφραστεί στη ∆ιαθήκη του, της Αικατερίνης της Β΄, επί της οποίας είχε εκπονηθεί το ελληνικό σχέδιο και είχε υπογραφεί η προαναφερόμενη Συνθήκη. Η διατήρηση της Χριστιανικής θρησκείας συγκαταλεγόταν στις άμεσες προτεραιότητές της. Επιπλέον, η κοινή γνώμη ασκούσε ιδιαίτερη πίεση στον Αλέξανδρο. Έτσι, δεν είναι παράδοξο το γεγονός, ότι ενέκρινε την επίδοση μιας διακοίνωσης στην Πύλη, την οποία συνέταξε ο Καποδίστριας28. 27. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή, 1988, ό. π., σελ. 128, και σελ. 167-194, τα Υπομνήματά του προς τον τσάρο, από τον Ιούλιο ώς τον Αύγουστο του 1821, όπου εξέθετε τις απόψεις του υπέρ των Ελλήνων. Επιπλέον, σε συνομιλίες με τον τσάρο, όταν πια ξέσπασε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, επαναλάμβανε συχνάκις: «να παύσωμεν διαπραγματευόμενοι και να δράσωμεν». Αυτοβιογραφία, ό.π., σελ. 114. 28. Περιορισμένα στοιχεία, από όσα αναφέρονται στο κείμενο για την Ελληνική Επανάσταση, προέρχονται από το: Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Όψεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής από τα τέλη του 18ου αιώνα ώς το Συνέδριο της Βιέννης» στο 175 χρόνια ∆ιπλωματικών Σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας (1828-2003), Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2007, σελ. 77-101. Για τα σχετικά με τη Ρωσία βλ. É. Driault et M. Lhéritieur, Histoire
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
117
Η τροπή, την οποία προσέλαβε η όλη κατάσταση ήταν επόμενο να ανησυχήσει ολόκληρη την Ευρώπη. Οι υπόλοιπες Μεγάλες ∆υνάμεις δεν ήταν δυνατό να παραμείνουν απλοί θεατές στην πολεμική αντιπαράθεση Ελλήνων και Τούρκων, διακυβεύοντας τα συμφέροντά τους, που ήταν συνυφασμένα με το Ανατολικό Ζήτημα. ∆εν έδειχναν καμία διάθεση να επιτρέψουν στον Αλέξανδρο τον Α΄ να διαχειριστεί μόνος του μια τόσο σοβαρή κρίση, στην Ανατολή. Ίσως, η Βρετανία να ανησύχησε περισσότερο. Έδωσε τη δική της ερμηνεία στους χειρισμούς του τσάρου, τους σχετικούς με την προστασία των ορθόδοξων υπηκόων του σουλτάνου, θεωρώντας πως η κίνησή του συνιστούσε ένα πρώτο, διστακτικό βήμα της Ρωσίας προς την κατάκτηση της Αιγύπτου29. Επιπλέον, η ένταξη της Βρετανίας και της Ρωσίας στα εκ διαμέτρου αντίθετα στρατόπεδα, ως προς το Ανατολικό ζήτημα, προξενούσε φόβους στην πρώτη για ενδεχόμενη λύση του προς όφελος της δεύτερης, με άμεσο επακόλουθο την κάθοδό της στη Μεσόγειο και την παρεμβολή προσκομμάτων στο διάπλου προς τη βρετανική αποικία των Ινδιών. Αυτή ήταν η βρετανική θέση επί Κάσλερη. Ο Κάνιγκ, όμως, εκτιμώντας πως η ιστορία δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω και να επαναδεσμευτούν οι Έλληνες υπό τον ζυγό των Οθωμανών, σκέφτηκε ότι ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα, ως φραγμό κατά της ρωσικής καθόδου προς νότο, προς τη Μεσόγειο, υπάγοντάς την υπό βρετανικό έλεγχο, στην ουσία, ή ασκώντας άμεση και έμμεση επιρροή. Η θέση της Γαλλίας, απέναντι στο πρόβλημα της Ανατολής, υπαγορευόταν από δύο παράγοντες· ο ένας αφορούσε στη μη μονοπώληση του προστάτη των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου από τη Ρωσία, γεγονός, που σήμαινε πως θα έχανε παραδοσιακά δικαιώματα, ο έτερος, αφορούσε στην Αγγλία, στην οποία δεν ήθελε με κανένα τρόπο να επιτρέψει την πρωτοκαθεδρία στην ελληνική πολιτική σκηνή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σχηματίστηκε η «Ιερά Diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, T. IV, Paris, les Presses Universitaires de France, 1926, p. 454. 29. Για τα σχετικά με το ενδιαφέρον της Βρετανίας για την Αίγυπτο, βλ. H. Kissinger, ∆ιπλωματία, Αθήνα, εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, 1995, σελ. 101.
118
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
Συμμαχία του Λονδίνου»30, συγκείμενη από τις τρεις αυτές ∆υνάμεις, οι οποίες διαπραγματεύθηκαν την υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, από το 1827 έως το 1832. Ο δαιμόνιος Μέττερνιχ, ο Αυστριακός καγκελάριος, υπέρμαχος της αρχής της νομιμότητας, ενδιαφερόταν πρωτίστως για τη μη εξάπλωση του επαναστατικού πυρετού στη χώρα του· ενδιαφερόταν, ωστόσο, και για την αποτροπή καθόδου της Ρωσίας στη νότια Βαλκανική, δεδομένου ότι θα έθετε σε κίνδυνο την πραγμάτωση των στόχων της εξωτερικής της πολιτικής, όσων ταυτίζονταν με αυτό το γεωγραφικό τμήμα. Οι επιδιώξεις της, θα ανατρέπονταν και σε περίπτωση επικράτησης της Ρωσίας στην περιοχή, μέσω της ίδρυσης χριστιανικών κρατών31. Ωστόσο, ο τσάρος δεν είχε την πρόθεση να εμπλακεί σ’ έναν πόλεμο με τον σουλτάνο. Ο Καποδίστριας, άμεσα αναμεμιγμένος στην όλη αντιπαράθεση και ενδιαφερόμενος εξόχως για την πορεία της, υποβάλει, μεσούντος του θέρους του 1821, στις 17 Ιουλίου, στον Τσάρο Υπόμνημα περί της τύχης της Ελλάδος. Σ’ εκείνο το Υπόμνημα σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν έβλεπε σημεία συνδιαλλαγής ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Και εξέθετε τη γνώμη του, σύμφωνα με τον οποία «η μόνη, η οποία ήθελε φανή ολίγον δυνατή, ήθελεν είναι αποτέλεσμα ξένης μεσιτείας, και μάλιστα αν η Ρωσία ήτον η μεσιτεύουσα». Ως προς τη θέση του, απέναντι στα γεγονότα διευκρίνιζε: «Ηξεύρω, ότι οι εδικοί μας θέλουν με είπει: ∆ια τι δεν διαμοιράζεσαι; Ή δια τι δεν δίδεσαι ολόκληρος εις την πατρίδα σου; Η απόκρισίς μου είναι εύκολος· (Αον) είμαι μικρός, δια να μοιρασθώ, και μοιραζόμενος ήθελα αξίζει ολιγώτερον του μηδενός υπέρ των Ελλήνων, ήθελα τους βλάψει· (Βον) μένω εις τον τόπον μου και θέλω μείνει εν όσω θέλω ελπίζει να τους είμαι ωφέλιμος. Οποίαν ημέραν ίδω, ότι τα χρέη του υπουργήματός μου είναι ασυμβίβαστα με τα χρέη τα οποία με απαιτεί η πατρίς, πιστεύσατέ με, Κύριέ μου, ότι δεν θέλω αναβάλει ουδεποσώς ν’ ακολουθήσω τον δρόμον, τον οποίον πρέπει ν’ ακολουθήση πας τίμιος 30. É. Driault et M. Lhéritieur, ό.π., π. 454. Ο όρος «Ιερά Συμμαχία του Λονδίνου» αναφέρεται από τους συγκεκριμένους συγγραφείς. 31. Θ. Χριστοδουλίδης, ∆ιπλωματική Ιστορία τριών αιώνων. Από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες, τ. Β΄, Αθήνα, Ι, Σιδέρης, 1997, σελ. 61-62.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
119
άνθρωπος»32. Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα πιο πάνω είναι ότι ο Καποδίστριας από τους πρώτους μήνες της έκρηξης της Ελληνικής Επανάστασης πίστευε πως μόνο η Ρωσία, μπορούσε να βοηθήσει στην ελληνική υπόθεση, κατά τρόπο ικανοποιητικό του δίκαιου αιτήματος των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Συνέχιζε, ενδεχομένως, να πιστεύει στις καλές προθέσεις της Ρωσίας, έναντι των όσων τεκταίνονταν στην Ανατολή και ιδίως σε ότι αφορούσε τους συμπατριώτες του. Ο ίδιος, προτιμούσε να προσφέρει στον Αγώνα των Ελλήνων από τη θέση του, στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών και αν παρίστατο ανάγκη, τότε και μόνο τότε θα προσέτρεχε για να τους συντρέξει και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Έθνος. 6. Η αποχώρηση από τη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας και η προώθηση του Ελληνικού Ζητήματος Ίσως, η ώρα αυτή να έφθασε νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε, ίσως οι παρασκηνιακές ενέργειες της Αυστρίας και της Βρετανίας να οδήγησαν στην απομάκρυνσή του από το ρωσικό υπουργείο των Εξωτερικών. Έτσι, ένα και πλέον χρόνο αργότερα, στη Βιέννη, όταν συζητούνταν τα ελληνοτουρκικά, ο τσάρος όρισε ως εκπρόσωπό του τον Τατίστσεφ. Ο Καποδίστριας ετέθη σε διαθεσιμότητα και τον Αύγουστο του 1822 έφυγε από τη Ρωσία, διατηρώντας, όμως, επισήμως τη θέση του, αφού είχε εξαντλήσει κάθε δυνατότητα παρέμβασής του υπέρ των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Η απομάκρυνσή του από την ενεργή διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας οφειλόταν, ωστόσο, και σε δική του απόφαση. Στην τελευταία επαφή, που είχε με τον Αλέξανδρο, πριν την αναχώρησή του, του εξήγησε τη θέση του, την οποία εκθέτει στην Αυτοβιογραφία του: «Απέδειξα εις αυτόν, ότι το σύστημα όπερ ησπάζετο, με έφερεν εις την ανάγκην ή να παραβώ τα προς εμέ τον ίδιον και τοσαύτα άλλα καθήκοντα, τα οποία μοι επέ32. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική, 1988, ό. π., σελ. 167-174. Το συγκεκριμένο Υπόμνημα του Καποδίστρια, δημοσιεύτηκε νωρίτερα, από τον Ε. Πρωτοψάλτη, στη δεκαετία του ’50, και αργότερα, στο Ε. Πρωτοψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, ό.π., σελ. 72-83, από δε 87 και εξής σχολιασμός επ’ αυτού.
120
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
βαλλεν η πατρίς, εις την οποίαν ουδέποτε έπαυσα να ανήκω, ή να παραβώ τα καθήκοντα τού υπαλλήλου της Α. Μεγαλειότητος»33. Εγκαταλείποντας, ο Καποδίστριας, την Πετρούπολη εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου στο χρονικό διάστημα 1822-1827 εργάσθηκε αόκνως και για τον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Οι επαφές του και η εν γένει δραστηριότητά του δεν ήταν στο προσκήνιο. Συντόνιζε τη δράση των φιλελληνικών οργανώσεων της Ευρώπης, ενθαρρύνοντας ταυτοχρόνως τις ενέργειες όσων Ευρωπαίων πολιτών υποστήριζαν την επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Την ίδια, περίπου, χρονική περίοδο, στο Συνέδριο της Βερόνας, που συγκαλείται το φθινόπωρο του 1822, η ελληνική αντιπροσωπεία παρεμποδίζεται από τις παπικές αρχές να φθάσει εκεί και να εκθέσει τις σκέψεις της για το Ελληνικό Ζήτημα, το οποίο συζητείτο ως ρωσο-τουρκική διαφορά. Ο Μέττερνιχ, είχε εργασθεί δραστηρίως προς αυτή την κατεύθυνση. Την επόμενη χρονιά, το 1823, σημειώνονται γεγονότα, τα οποία αποτελούν υποθήκες για την εξέλιξη του Ελληνικού Ζητήματος και, ταυτοχρόνως, σηματοδοτούν τη μεταστροφή της Βρετανίας υπέρ αυτού. Ο Γεώργιος Κάνιγκ, που έχει αναλάβει την ηγεσία του Φόρειν Όφις μετά την αυτοκτονία του Κάσλρη, υιοθετώντας και εφαρμόζοντας περισσότερο φιλελεύθερη πολιτική, ή, σύμφωνα με όσα προείπαμε, πιστεύοντας πως τα συμφέροντα της χώρας του υπαγόρευαν άλλη πολιτική γραμμή, προχωρεί, τον Οκτώβριο του 1823, στην αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων. Το γεγονός αυτό σήμαινε στην πραγματικότητα πως, πιεσμένος από το πρόβλημα της πειρατείας, που λυμαινόταν το Αιγαίο και προξενούσε ιδιαίτερες δυσκολίες στον διάπλου του βρετανικού στόλου, αναγνώριζε στους Έλληνες το δικαίωμα να προβαίνουν σε νηοψίες, επί ουδετέρων πλοίων, τα οποία βοηθούσαν τους Τούρκους στον αγώνα που διεξαγόταν στην Ελλάδα και, υπό την κάλυψη της σημαίας τους, μετέφεραν ανενόχλητα στρατεύματα και πολεμοφόδια. Η αλλαγή πλεύσης στην πολιτική του Φόρειν Όφις έναντι του Ελληνικού Ζητήματος, εκδηλώθηκε 33. Μ. Λάσκαρις, Αυτοβιογραφία, ό. π., σελ. 121.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
121
και με τα γνωστά ως ∆άνεια της Ανεξαρτησίας, που εξέδωσε το Λονδίνο το 1824 και το 182534. Είναι γεγονός πως τα δάνεια αυτά, μαζί με συγκεκριμένες διατάξεις των Συνθηκών της Ανεξαρτησίας απέβησαν το προοίμιο της επεμβατικής πολιτικής του Λονδίνου στην Ελλάδα, πολιτική την οποία εφάρμοσαν οι Μεγάλες ∆υνάμεις, οι εγγυήτριες της ελληνικής ανεξαρτησίας, πλείστες φορές στα χρόνια, που ακολούθησαν. Η μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής υπέρ του Ελληνικού Ζητήματος, σε συνδυασμό με πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες και συμφέροντα, αλλά και με τη φιλελληνική στάση της βρετανικής κοινής γνώμης, επιδρά, όταν ο Τσάρος Νικόλαος ο Α΄ διαδέχεται τον αποθανόντα Αλέξανδρο, το 1825, στην προσέγγιση Βρετανίας και Ρωσίας, η οποία εκδηλώνεται με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, της 4ης Απριλίου 1826. Ήταν η πρώτη διεθνής πράξη, που αφορούσε στην ελληνική υπόθεση και στην οποία αναφερόταν για πρώτη φορά τον όνομα «Ελλάς» για την υπό ίδρυση επικράτεια. Η σχεδιαζόμενη επικράτεια θα ήταν αυτόνομη και τα εδαφικά της όρια θα προσδιορίζονταν, αργότερα, από τις δύο ∆υνάμεις35. Η αντίδραση του Καποδίστρια, όταν έμαθε για τους όρους του Πρωτοκόλλου, ήταν να μεταβεί στο Παρίσι, όπου συνομίλησε με Γάλλους ιθύνοντες και με τον Ρώσο πρέσβη ντι Μπόργκο για το Ελληνικό Ζήτημα. Είναι σημαντικό ότι στο υπόμνημά του της 12ης ∆εκεμβρίου 1826, που απηύθυνε στον Νικόλαο, με τίτλο «Απόψεις για τη δημόσια καριέρα μου από το 1798 έως το 1822», δεν δίσταζε να ασκήσει κριτική ως προς τη στάση, που είχε τηρήσει η Ρωσία έναντι του Ελληνικού Ζητήματος. Τόνιζε, επίσης, ότι η θέση αυτή ήταν επιζήμια 34. Ε. Πρωτοψάλτης, Πολιτική Ιστορία, Τ. Β΄…ό. π., σελ. 39. Θ. Χριστοδουλίδης, ό. π., σελ. 67-69. Α. Ανδρεάδης, Ιστορία των Εθνικών ∆ανείων, Εν Αθήναις, Εστία, 1904. 35. Για το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και τις άλλες διεθνείς πράξεις, που αναφέρονται πιο κάτω και οδήγησαν, σταδιακά, στην ίδρυση και την πλήρη ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους αλλά και για τις εν γένει διαπραγματεύσεις βλ. Γ. Τενεκίδης, «Η πορεία του Έθνους προς την πλήρη ανεξαρτησίαν (1821-1830)», στο Επιστημονική Επετηρίς, Τ. Γ΄, Πάντειος ΑΣΠΕ, Ακαδημαϊκό Έτος 1957-1958, Αθήναι, 1957, σελ. 7-46.
122
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
για τα συμφέροντά της. Οι θέσεις του συνηγορούσαν υπέρ μιας ρωσικής επέμβασης στον Αγώνα των Ελλήνων. Σε επιστολή του δε προς τον Εϋνάρδο, τον γνωστό φιλέλληνα Ελβετό τραπεζίτη, που έστελνε από το Παρίσι στις 8 Απριλίου 1827, λίγες μέρες μετά την εκλογή του ως Κυβερνήτη της Ελλάδας, αναφερόταν στη συνεργασία Γαλλίας, Αγγλίας, Ρωσίας, ως προς το Ελληνικό Ζήτημα, προαναγγέλλοντας, έτσι, τη σύναψη της Συνθήκης της 6ης Ιουλίου 182736. 7. Η Εθνοσυνέλευση τον εκλέγει Κυβερνήτη της Ελλάδας Παραλλήλως, οι Έλληνες μετά την πτώση του Μεσολογγίου (11 Απριλίου 1826 ) συνέχιζαν τον αγώνα τους εναντίον των Τούρκων, αλλά στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο υπήρχαν έντονες, διασπαστικές τάσεις, οι οποίες εκπήγαζαν από την αντιπαλότητα των αντιμαχόμενων παρατάξεων για συμμετοχή τους στην κυβέρνηση, η οποία θα διαπραγματευόταν με τις Μεγάλες ∆υνάμεις την υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Οι παραστάτες της Εθνικής Συνέλευσης, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει την εξόχως κρίσιμη κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η χώρα, και η οποία ήταν απότοκος της «φιλοπροσωπίας», της εσωτερικής φιλονικίας, της επαπειλούμενης πτώσης του Μεσολογγίου, της κατάληψης της Πελοποννήσου από τον στρατό του γιου του Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, Ιμπραήμ, και της προπαρασκευαζόμενης αποστολής ικανού τουρκικού στρατού στην Ελλάδα για να κατάπαυση της Επανάστασης, διαπίστωσαν πως έφθασε η ώρα να εκλέξουν κυβερνήτη. Έτσι, στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε, αρχικά, τον Φεβρουάριο του 1827 στην Ερμιόνη και συνεχίστηκε στην Τροιζήνα από τις 19 Μαρτίου ώς τις 5 Μαΐου 1827, εκδόθηκαν 24 Ψηφίσματα εκ των οποίων το σπουδαιότερο ήταν το ΣΤ΄, εκείνο, που αφορούσε στην εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια, ως Κυβερνήτη της Ελλάδας και στη σύσταση Αντικυβερνητικής Επιτροπής, η οποία θα ασκούσε την εξουσία έως την έλευση του αρχηγού. Μετά από ένα, περίπου, μήνα η ίδια Συνέλευση εξέδωσε το ΙΕ΄ Ψήφισμα της 1ης Μαΐου, το οποίο αφορούσε στην έκδοση Πολι36. Α. ∆εσποτόπουλος, «Η επανάσταση κατά το 1828», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΒ΄, Αθήναι, Εκδοτική Αθηνών, 1975, σελ. 478-491, στη σελ. 480.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
123
τικού Συντάγματος. Στο πρώτο Ψήφισμα, αναφέρονταν, επί λέξει, τα ακόλουθα: «Η Εθνική Γ΄ των Ελλήνων Συνέλευσις, [θ]εωρούσα], ότι η υψηλή επιστήμη του κυβερνάν την Πολιτείαν, και φέρειν εις ευδαιμονίαν τα Έθνη, η εξωτερική και εσωτερική πολιτική, απαιτεί πολλήν πείραν και πολλά φώτα, τα οποία ο βάρβαρος Οθωμανός δεν επέτρεψε ποτέ εις τους Έλληνας· [Θ]εωρούσα, ότι απαιτείται επί κεφαλής της Ελληνικής Πολιτείας ο κατά πράξιν και θεωρίαν Πολιτικός Έλλην, δια να κυβερνήση, κατά τον σκοπόν της πολιτικής κοινωνίας, Ψηφίζει: Α΄. Ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας εκλέγεται παρά της Συνελεύσεως ταύτης εν ονόματι του ελληνικού έθνους Κυβερνήτης της Ελλάδος και εμπιστεύεται την νομοτελεστικήν αυτής δύναμης. Β΄. Ως τοιούτος θέλει κυβερνήσει την Ελληνικήν Πολιτείαν, κατά τους καθεστώτας νόμους. Γ΄. Η διάρκεια της επιτραπείσης παρά του έθνους εις αυτόν εξουσίας προσδιορίζεται δια επτά χρόνους, αρχομένους από σήμερον. ∆΄. Να ειδοποιηθή δι’ εγγράφου, ενυπογράφου από όλους τους πληρεξουσίους του έθνους, προσκαλούμενος να έλθη εις την πατρίδα, δια να αναλάβη τας ηνίας της Κυβερνήσεως. Ε΄. ∆ιορίζεται τριμελής επιτροπή, γνωριζομένη υπό το όνομα Η Αντικυβερνητική Επιτροπή, δια να κυβερνήση την Ελλάδα, εις απουσίαν του, και θέλει παύσει, άμα φθάση ο Κυβερνήτης εις την πατρίδα. Στ΄. Το παρόν ψήφισμα να καταχωρηθή εις τον Κώδικα των Ψηφισμάτων και κοινοποιηθή δια του τύπου. Εν Τροιζήνι την 2αν Απριλίου 1827»37. Με το ψήφισμα αυτό η εθνική αντιπροσωπεία εμπιστευόταν τις τύχες του Έθνους στον Καποδίστρια, τον οποίο αναγνώριζε ως τον πλέον ικανό για να το διοικήσει. Είναι προφανές πως στο πρόσωπο του κόμη συγκεντρώνονταν όλες οι αξίες, με τις οποίες έπρεπε να είναι περιβεβλημένος ο νέος κυβερνήτης. Ο Καποδίστριας, είχε δύο πλεονεκτήματα: ζώντας επί μακρά σειρά ετών στο εξωτερικό, δεν είχε 37. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, =ΑΕΠ, 1821-1832. Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Α΄, Αθήναι, Έκδοσις της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, σελ. 585-586. Επίσης, «Η δικαιοδοτική πολιτική κατά την Επανάσταση και την Καποδιστριακή περίοδο (1821-1832). Απόπειρες υποκαταστάσεως της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική», στο Επιστημονική Επετηρίδα της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, τ. ΙΘ΄, τεύχος ∆΄ , Αντιχάρισμα στον Νικόλαο Ι. Πανταζόπουλο, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1986, σελ. 81-222, στη σελ. 147.
124
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
εμπλακεί στις εσωτερικές φιλονικίες και έριδες και, η πείρα, που είχε αποκτήσει από την πολύχρονη συμμετοχή του στη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας, συνιστούσε ένα σοβαρό εχέγγυο για τις διαπραγματεύσεις με τις ∆υνάμεις38. Η επίσημη πράξη της εκλογής του κοινοποιήθηκε στην Πετρούπολη τον Ιούνιο 1827. Τον επόμενο μήνα, ο Καποδίστριας, ο οποίος είχε επιστρέψει εκεί, για να υποβάλει την παραίτησή του, προχωρεί σ’ αυτήν, απευθύνοντας στον Νικόλαο δύο αναφορές. Επιθυμία του ήταν να μην μεταβεί στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος της Ρωσίας, αλλά με μόνη την ιδιότητα του Κυβερνήτη της. Επικαλείται το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου, που υπογράφηκε εκείνες τις μέρες, δηλ. στις 6 Ιουλίου 1827, βάσει του οποίου καμία από τις τρεις ∆υνάμεις δεν θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στα της Ελλάδας πράγματα. ∆ύο μέρες νωρίτερα, σ’ ένα του υπόμνημα, είχε καταστήσει σαφές ότι «δεν θα δεχόταν ποτέ την επέμβαση των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις του Κράτους του» και είχε προτείνει να θεωρηθεί η αποστολή του ως ανεξάρτητη από τη Συνθήκη. Ο Νικόλαος δέχεται την παραίτηση του Καποδίστρια, όχι δίχως δισταγμούς. Αναγνωρίζει το δίκαιο του αιτήματός του και πιστεύει ότι θα εργασθεί για την εφαρμογή των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου. Ας σημειωθεί πως η Συνθήκη του Λονδίνου δεν άφησε αδιάφορο το προοδευτικό τμήμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ο λόγος πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι η Συνθήκη υπεγράφη από δύο ∆υνάμεις, οι οποίες, στην ουσία, κατοχύρωναν ένα καθεστώς, που είχε προέλθει από Επανάσταση. Η στάση τους αυτή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας39.
38. Η κρίση αυτή, για τα δύο αυτά πλεονεκτήματα, ανήκει στον Dakin. Επομένως, βλ. D. Dakin , Η Ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1989, σελ. 93-94. 39. V.G. Filatov, «La Russie et l’accession de la Grèce à l’indépendance, 1827-1830», στο Les relations entre les peuples de l’ URSS et les Grecs, Fin du XVIIIème-début du XX ème s., 229, Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 1992, pp. 27-56, σελ. 29-31. Η τελευταία επισήμανση ανήκει στον αείμνηστο Καθηγητή Γ. Τενεκίδη. Γι’ αυτό βλ. Γ. Τενεκίδης, «Η πορεία…», ό.π., σελ. 22, ο οποίος παραπέμπει στο A. Debidour, Histoire Diplomatique de l’Europe, τ. I, σελ. 246.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
125
Ο Κερκυραίος άνδρας φεύγει από τη ρωσική πρωτεύουσα με μια οικονομική ενίσχυση και υπόσχεται ότι θα φροντίσει για την εκτέλεση της Συνθήκης του Λονδίνου, υπό την προϋπόθεση ότι οι Έλληνες θα δέχονταν τους όρους της. Επισκέπτεται το Λονδίνο και το Παρίσι, πιστεύοντας ότι θα πετύχει τη σύναψη δανείων, για τα οποία είχε λάβει σχετική απόφαση η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Η προσπάθειά του αυτή δεν βρήκε πρόθυμους εκείνους στους οποίους αποτάθηκε. Ωστόσο, το φθινόπωρο του 1827, στις 8/20 Οκτωβρίου, η ναυμαχία του Ναυαρίνου κατέληγε σε πλήρη καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η ρωσική κυβέρνηση εξέλαβε το γεγονός ως φυσική συνέπεια των δεσμεύσεων, που οι τρεις ∆υνάμεις είχαν αναλάβει βάσει της Ιουλιανής Σύμβασης. Η Γαλλία και η Αγγλία δυσαρεστήθηκαν και ανησύχησαν, διαπιστώνοντας μια μονομερή επίδραση της Ρωσίας στον χώρο της Βαλκανικής. Ο Καποδίστριας τη χαρακτήρισε ως μια «περίλαμπρη νίκη». Η σημασία της για το Ελληνικό Ζήτημα ήταν κεφαλαιώδης, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία σκλήρυνε τη στάση της απέναντι σ’ αυτό και απαίτησε οι ∆υνάμεις να παραιτηθούν από κάθε προσπάθεια διευθέτησης του Ελληνικού Ζητήματος. Απαίτησε, ακόμα, να δηλώσουν πως η ναυμαχία ήταν μια πλάνη40. Οι πρέσβεις των ∆υνάμεων εγκαταλείπουν την Κωνσταντινούπολη, στις αρχές ∆εκεμβρίου, και συναντιούνται, αρχικά, στην Κέρκυρα και κατόπιν στον Πόρο, με σκοπό να συνεχίσουν τις συνομιλίες τους, τις σχετικές με την ειρήνευση της Ελλάδας. 8. Η άφιξη στην Ελλάδα και το κυβερνητικό έργο Ο Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές Ιανουαρίου του 1828, επιβαίνοντας του αγγλικού πολεμικού «Γουορσπάιτ». Επισκέφτηκε πρώτα το Ναύπλιο και κατόπιν την Αίγινα, έδρα της Αντικυβερνητικής Επιτροπής. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν, ξεπερνούσε κατά πολύ οποιαδήποτε προσδοκία του. Με κανονιοβολισμούς χαιρέτισαν τον Κυβερνήτη και την ελληνική σημαία, για πρώτη φορά. 40. V.G. Filatov, ό. π., στις σελ. 32-33.
126
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
Οι εκδηλώσεις χαράς από το πλήθος, το οποίο τον ανέμενε, που ήταν συνάμα και εκδηλώσεις ενός φτωχού, πεινασμένου και τραγικού λαού, αποδόθηκαν από τον ίδιο σε αφήγησή του, διασωθείσα από τον Τερτσέτη. Απομονώνουμε μια χαρακτηριστική φράση του: «η φωνή του λαού μού έσχιζε την καρδιά»41. Συναισθανόμενος, ο Καποδίστριας, την «αξιοδάκρυτη», όπως την αποκάλεσε ο ίδιος, θέση της Ελλάδας, θέλησε να την αναστήσει, να συστήσει, εκ θεμελίων, ένα καινούριο ευρωπαϊκό κράτος και να το διακυβερνήσει. Αυτό το κράτος, του οποίου η ύπαρξη είχε διακηρυχθεί ήδη από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, ήταν κατεστραμμένο από κάθε άποψη και, επιπλέον, δεν διέθετε τους αναγκαίους πόρους για τη βιωσιμότητά του. Στο μικρό χρονικό διάστημα, που παρέμεινε στην εξουσία, έως τον Σεπτέμβριο του 1831, επιτέλεσε έργο μεγαλειώδες. Από τα πρώτα του μελήματα, ήταν να συστήσει ένα συμβούλιο, συγκείμενο από 27 μέλη, το οποίο θα ονομαζόταν «Πανελλήνιον». Το σώμα αυτό, θα μετείχε στο κυβερνητικό έργο έως τη συγκρότηση της Εθνικής Συνέλευσης, η οποία θα συνερχόταν τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου42. ∆ραστηριοποιήθηκε ενεργώς σε πλείστους τομείς: συγκρότησε την Πολιτεία, οργάνωσε μυστικά στρατό, ο οποίος εξόρμησε στη Στερεά Ελλάδα και κατόρθωσε, ώς τα τέλη Σεπτεμβρίου 1829, να εκδιώξει από την περιοχή και τα τελευταία ίχνη των Οθωμανών, έλαβε υγειονομικά μέτρα, έδωσε τεράστια σημασία στην παιδεία, πάταξε την πειρατεία και τη ληστεία, που λυμαίνονταν τον τόπο. Συνειδητοποιώντας το ειδικό βάρος, που είχε για την ανάπτυξη του κράτους η ναυτιλία, εργάσθηκε για την αναδιοργάνωσή της43. 41. Α. ∆εσποτόπουλος, «Η επανάσταση κατά το 1828», ό.π., σελ. 478-491, 42. ΑΕΠ, 1821-1832. Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Β΄, Αθήναι, Εκδόσεις Βιβλιοθήκης Βουλής των Ελλήνων, 1973, σελ. 3-5 43. Γενικά για το κυβερνητικό του έργο βλ. Γ. Αναστασιάδης, «Σύνταγμα, νομιμότητα και κυβερνητικό σύστημα στην καποδιστριακή περίοδο», στο Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1983. Για τις άλλες αναφορές βλ. τα εξής: Α. ∆εσποτόπουλος, « Η επανάσταση… », ό. π., σελ. 478-491. Ε. Πρωτοψάλτης, «Έκτακτος αποστολή του Μαυροκορδάτου εις Γραμπούσαν (1828)», Ανάτυπον από τον Γ΄ Τόμο των Πεπραγμένων του ∆΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειο,29 Αυγούστου-3 Σεπτεμβρίου 1976,
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
127
Εφαρμόζοντας μια ακραιφνώς ελληνική οικονομική πολιτική και μη αποδεχόμενος οποιαδήποτε παρέμβαση ή ανάμιξη των ∆υνάμεων σ’ αυτόν τον τομέα, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο θα υπέθαλπε σπατάλες και καταχρήσεις, όπως και στο παρελθόν, ενδιαφέρθηκε για τη σύσταση μιας υγιούς οικονομίας και την εγκαθίδρυση ενός αξιόπιστου οικονομικού συστήματος. Για την πραγμάτωση αυτού του στόχου, κατέβαλλε σύντονες προσπάθειες τόσο στο εσωτερικό μέτωπο της χώρας44 όσο και στο εξωτερικό τοπίο, όπου προέβη σε διαβήματα προς τις ξένες αυλές για δανειοδότηση. Προχώρησε στην έκδοση ελληνικού νομίσματος, του Φοίνικα. Ενίσχυσε τη θρησκεία και την παιδεία, ιδίως, της δημοτικής εκπαίδευσης, της οποίας θεωρείται και θεμελιωτής, με κάθε μέσο, όντας πεπεισμένος πως με τον τρόπο αυτό το καινούριο ανθρώπινο δυναμικό θα συνέβαλε στην μετέπειτα ανάπτυξη και εξέλιξη της πατρίδας. Τις αξίες αυτές τις θεωρούσε ως «[π] ρώτιστον και σπουδαιότερον των καθηκόντων της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Στην ουσία, απέβλεπε στη «δημιουργία ενός νέου ελληνικού πολιτισμού περιέχοντος τα καλύτερα στοιχεία του ελληνικού και χριστιανικού παρελθόντος του έθνους και συγχωνεύοντος ιδιορρύθμως κάθε αγαθόν του νεωτέρου ευρωπαϊκού πολιτισμού»45. Αθήνα, 1981, σελ. 201-213. Α. Φαλτάιτς, Τα περί την Ναυτιλίαν μέτρα του Ιωάννου Καποδίστρια, Αθήναι, Πάντειος ΑΣΠΕ, 1973. Για το νομοθετικό έργο του Καποδίστρια βλ. Γ. ∆ημακόπουλος, «Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της Ελληνικής Πολιτείας, Α΄, 1828-1829», στο Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού ∆ικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, Τ. 14, 1967, Αθήναι, 1970, του ίδιου, «Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της Ελληνικής Πολιτείας, Β΄, 1829-1832», στο Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού ∆ικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, Τ. 15, 1968, Αθήναι, 1972. Από τη μελέτη των Ψηφισμάτων της Ελληνικής Πολιτείας, επί Καποδίστρια, προκύπτει το σύνολο του έργου, στο οποίο προτίθετο να επιδοθεί για να διοργανώσει το κράτος. Αρκετές από τις προθέσεις του υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του ή ετέθησαν τα θεμέλια για την υλοποίησή τους. 44. ∆. Λουλές, «Κατευθύνσεις και προοπτικές της οικονομικής πολιτικής του Ι. Καποδίστρια, 1828-1831», στο Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, ό.π., 1983, σελ. 127-139. 45. Στις 30 Ιουλίου 1829, υπέβαλε στην εν Άργει Εθνική Συνέλευση διάγγελμα , το οποίο υιοθετήθηκε από αυτή και εγκρίθηκε με το ΙΑ΄ Ψήφισμα, της 2 Αυγούστου 1829. Με το εν λόγω Ψήφισμα, η Εθνοσυνέλευση, αποδεχόταν ότι θεωρούσε ως υπέρτατο χρέος της να προβεί στην ενίσχυση της θρησκείας και της παιδείας. Ε. Πρωτο-
128
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
Στα πρώτιστα καθήκοντα του νέου Κυβερνήτη, περιλαμβανόταν και το ζήτημα της προώθησης του Ελληνικού Ζητήματος, που συζητείτο τότε στα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια. Η ανάμιξή του σ’ αυτές τις διαβουλεύσεις προβλεπόταν και από συγκεκριμένο Κεφάλαιο και σχετικά άρθρα του Προσωρινού Συντάγματος, του ψηφισθέντος από την Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας. Βάσει του άρθρου 112, του Ζ΄ Κεφαλαίου, ο Κυβερνήτης «Κηρύττει πόλεμον, κλείει ειρήνην, συνδέει συνθήκας κτλ, κατά το 95 άρθρον», το οποίο προέβλεπε ότι η κυβέρνηση δεν είχε το δικαίωμα να κηρύξει πόλεμο, ούτε να προχωρήσει στη σύναψη συνθήκης ειρήνης, συμμαχίας, φιλίας, εμπορίου, ουδετερότητας, δίχως τη συγκατάθεση της Βουλής46. Για την πραγμάτωση δε αυτού του στόχου η Εθνική Συνέλευση του παρείχε τις νόμιμες εξουσιοδοτήσεις47. Οι κυριότερες προσπάθειές του, στο διπλωματικό πεδίο, εστιάζονταν στην επέκταση των ορίων του κράτους που επρόκειτο να ιδρυθεί. Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος, που ξέσπασε στις 14/26 Απριλίου 1828, επέδρασε επωφελώς στην προώθηση των ελληνικών δικαίων και των στόχων του Έλληνα Κυβερνήτη. Την ωφέλεια αυτή εξηγούσε ο ίδιος, δηλώνοντας στις 18/30 Μαΐου: «Οι επιχειρήσεις της Ρωσίας την παρούσα ώρα είναι ένας στρατιωτικός χειρισμός για το καλό μας. Η Πύλη δεν θα μπορεί να στείλει στον στρατό της, ούτε πολεμοφόδια ούτε χρήματα». Όντως, τα ρωσικά στρατεύματα κατόρθωσαν να ακινητοποιήσουν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις του εχθρού, γεγονός το οποίο επέδρασε στη μεταβολή της στρατιωτικής κατάστασης στην Ελλάδα. ΄Ετσι, οι Έλληνες μπόρεσαν, στην περίοδο 1828-1829, ψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, ό. π., σελ. 56-59. Επίσης, ΑΕΠ, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Β΄, ό. π., σελ. 190-193. 46. ΑΕΠ, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Α΄, ό.π., σελ. 657,658. 47. Ως παράδειγμα, δυνάμεθα να αναφέρουμε και το ψήφισμα της εν Άργει Εθνικής Συνέλευσης, της 11ης Ιουλίου 1829, βάσει του οποίου του παρείχε «πάσα» πληρεξουσιότητα για να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, στις οποίες οι Σύμμαχες αυλές τον είχαν προσκαλέσει, ώστε «να συμφωνήση συμβιβασμούς αναφορικώς προς την εκτέλεσιν της εν Λονδίνω Συνθήκης», συμμορφούμενος, βεβαίως, με τις αρχές και τις βάσεις, τις οποίες είχε θέσει η Εθνική Συνέλευση. ΑΕΠ, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Β΄, ό.π., σε. 155-156.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
129
να περιαγάγουν λαμπρές νίκες, απελευθερώνοντας, λοιπόν, πολλά από τα εδάφη που τους ανήκαν και τα διεκδικούσαν. ∆εν είναι, επομένως, παράδοξη η άποψη του Νέσσελροντ, ο οποίος έγραφε στον Καποδίστρια: «το στρατιωτικό και πολιτικό μας γόητρο εξαρτώνται από τη συνέχιση των επιτυχιών σας». Ταυτοχρόνως, υποσχόταν πως η Ρωσία θα συνέχιζε να εργάζεται για τη διευθέτηση της διεύρυνσης των συνόρων της Ελλάδας αλλά και της εσωτερικής της οργάνωσης. Τον διαβεβαίωνε, ακόμα, πως ο τσάρος «δεν θα επέτρεπε τη σύναψη συνθηκών οι όποιες θα […] υποχρέωναν [την Ελλάδα] να πληρώνει φόρους» που θα υπερέβαιναν τις δυνατότητές της. Επιπλέον, και αυτό ίσως ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά σημεία της επιστολής του Νέσσελροντ, ο οποίος ανέφερε πως ο Νικόλαος έκρινε θετικά την άποψη του Καποδίστρια, [… σχετικά] «με την ιδέα της εγκαθίδρυσης στην Ελλάδα μιας μοναρχικής κυβέρνησης, ώστε να αποτρέψουν την αναρχία και τις επαναστάσεις»48. Η ευνοϊκή αυτή θέση της Ρωσίας, οι λαμπρές νίκες των ελληνικών στρατευμάτων αλλά και ο ενθουσιασμός του λαού όπλισαν τον Καποδίστρια με μεγαλύτερο σθένος, ώστε να προσπαθήσει εναργέστερα την ικανοποίηση μιας βασικής επιδίωξής του: να εκδιωχθούν τα τουρκικά στρατεύματα και να διασφαλισθεί η οροθετική γραμμή Κόλπος Άρτας- Κόλπος Βόλου. Έτσι, ως λίαν αξιομνημόνευτη κρίνεται η παρουσία του στον Πόρο, όπου συσκέπτονταν οι Πρέσβεις των ∆υνάμεων για ζητήματα αφορώντα την εκτέλεση της Ιουλιανής Σύμβασης του 1827. Στο Υπόμνημα, που υπέβαλε στη ∆ιάσκεψη, στις 11/23 Σεπτεμβρίου 1828, περιέγραφε τα όρια του νέου κράτους ως εξής: «[…] η φυσικωτάτη οροθεσία , […], ήθελεν έσθαι, κατά γην μεν, γραμμή προϊούσα από των βάσεων του όρους Ολύμπου κατά τον Θερμαϊκόν κόπλον, δια του όρους Χάσια και Μετσόβου και Χορμόβου και Σαμαρίνας και Γαρδικίου, εις το Παλέρμον κατά την Αδριατικήν θάλασσαν. »Των δε νήσων, η μεν Εύβοια, εικότως εντός των Ελληνικών ορίων περιλαμβανομένη, θέλει σκεπάζει τα της Αττικής παράλια, παρ’ α 48. V.G, Filatov, ό. π., σελ. 35-37.
130
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
και μηκύνεται, η δε Κρήτη, έσται το έσχατον προς μεσημβρίαν μεθόριον, σκέπασμα των άλλων του Αιγαίου νήσων». Εξηγούσε δε πως η κατοχή της Κρήτης από του Έλληνες φαινόταν απαραίτητη για την ασφάλεια του Αιγαίου και της Πελοποννήσου. Εάν παρέμενε υπό τουρκική κυριαρχία ή υπό τον Μεχμέτ Αλή, θα ήταν δυνατόν αν αποβεί ορμητήριο εχθρικών επιχειρήσεων «μετά των μεγάλων δυνάμεων κατά της Ελλάδος»49. Απαντώντας δε στο πρώτο από τα είκοσι οκτώ ερωτήματα, που οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων ∆υνάμεων, συνεδριάζοντες στον Πόρο, υπέβαλλαν προς την ελληνική κυβέρνηση, διευκρίνισε πως: «Η ενεστώσα προσωρινή Κυβέρνησις, ακολουθούσα τας αποφάσεις των τριών Εθνικών Συνελεύσεων, χρεωστεί να θεωρήση ως συγκροτούσας την Ελλάδα όλας τας επαρχίας, αίτινες ήταν και είναι εισέτι υπό την τουρκικήν εξουσίαν, εκίνησαν δε τα όπλα κατά το 1821, ή μετά ταύτα, και έχουσι το πλείστον μέρος των κατοίκων επαγγελλόμενον την χριστιανικήν θρησκείαν και λαλούν την ελληνικήν γλώσσαν […] Όσον δε περί των Νήσων, και η Ιστορία και τα μνημεία της αρχαιότητος, όλα ενί λόγω επιμαρτυρούν, ότι η Ρόδος, η Κύπρος, και τόσαι άλλαι ακόμη νήσοι είναι της Ελλάδος διαμελίσματα»50. Μετά από λίγους μήνες, η ∆ιάσκεψη του Λονδίνου, υιοθετούσα, αναφορικά με το Ελληνικό Ζήτημα, την έκθεση του Πρωτοκόλλου του Πόρου, του ∆εκεμβρίου 1828, προχώρησε στη συνομολόγηση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, της 10/22 Μαρτίου 1829. Η οροθετική γραμμή του νέου κράτους, το οποίο θα ήταν αυτόνομο, εκτεινόταν από τον Βόλο ως την Άρτα, περιλαμβάνοντας την Πελοπόννησο, την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Ο ηγεμόνας του θα ήταν κληρονομικός, χριστιανός και δεν θα προερχόταν από τις ∆υναστείες των τριών ∆υνάμεων. Λίγο αργότερα δόθηκε διαταγή να απομακρυνθούν όλα τα ελληνικά στρατεύματα από τη Στερεά Ελλάδα. 49. Θ. Χρήστου, Τα Σύνορα του Ελληνικού Κράτους και οι ∆ιεθνείς Συνθήκες (1830-1832), Τ. Πρώτος, Αθήνα, ∆ημιουργία, 1999, σελ.129-133. 50. ΑΕΠ, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Β΄, ό. π., σελ. 244. Επίσης, Α.Ζ. Μάμουκας, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, Τ. ΙΑ΄, σελ΄257.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
131
Ο Καποδίστριας αντέδρασε στους όρους του Πρωτοκόλλου και, κυρίως, «την επιβληθείσαν εις την Ελλάδα σχέσιν υποτελείας προς την Πύλην»51. Αντέδρασε και στην πρόθεση για απομάκρυνση των στρατευμάτων από τη Στερεά, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν στην εξουσία της κυβέρνησης «εις το τέλος του τελευταίου έτους, καθώς δεν θέλει έσθαι ποτέ, το να μετακομίση δια προσταγής της εντός της Πελοποννήσου και των παρακειμένων νησίδων, τα δυστυχή πλήθη των εκείθεν του Ισθμού επαρχιών»52. Τις διαμαρτυρίες του φροντίζει να τις νομιμοποιήσει και με τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης του Άργους, η οποία συνέρχεται στις 22 Ιουλίου 1829. Η Εθνοσυνέλευση τού δίνει πληρεξουσιότητα να διαπραγματευθεί με τις ∆υνάμεις, αν εκείνες ευαρεστούνταν να τον προσκαλέσουν, και τα όσα συμφωνούνταν θα έπρεπε να εγκριθούν και να επικυρωθούν από τους Αντιπροσώπους του Έθνους. Η εξέλιξη του ρωσο-τουρκικού πολέμου έχει θετική επίδραση στην πορεία του Ελληνικού Ζητήματος, όπως, άλλωστε, το είχε προβλέψει ο Καποδίστριας. Η επιβολή της Συνθήκης της Αδριανούπολης στους Τούρκους, η οποία υπεγράφη στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1829, τους υποχρέωσε να δεχθούν, βάσει του 10ου άρθρου της, όλες τις προγενέστερες διεθνείς πράξεις περί ίδρυσης του ελληνικού κράτους. Το μόνο που απέμενε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σταμάτης Λάσκαρις, ήταν να απαλλαχθούν οι Έλληνες από τον φόρο της υποτέλειας και να αναγνωρισθούν ως τελείως ανεξάρτητοι. Οι ενέργειες, στις οποίες επιδόθηκε ο κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας, έτειναν προς αυτή την κατεύθυνση53. 51. Γ. Τενεκίδης, «Η πορεία…»., ό. π., σελ. 24. 52. Α. ∆εσποτόπουλος, «Οι ενέργειες του Καποδίστρια στο διπλωματικό πεδίο», ΙΕΕ, σελ. 512-515. 53. Σ. Λάσκαρις, ∆ιπλωματική Ιστορία της Ελλάδος, 1821-1914, Αθήναι: Εκδ. Οίκος Τζάκα- ∆ελαγραμμάτικα, 1947, σελ. 39, όπου αναφέρεται πως η Συνθήκη της Αδριανούπολης «αποτελεί όθεν διεθνές συμβόλαιον εφ ου εστηρίχθη η ίδρυσις κράτους Ελληνικού, υπό πάντων αναγνωριζομένου». Βλ. ακόμα Π. Καρολίδης, Ιστορία του ΙΘ΄ Αιώνος, Τ. Γ΄, Αθήναι, 1893, σελ. 5, όπου αναφέρεται: «Η οριστική αποκατάστασις της επαναστατησάσης Ελλάδος είναι έργον του Ρωσσικού πολέμου των ετών 1828-1829 και της συνθήκης της Αδριανουπόλεως».
132
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
Η πλήρης ελληνική ανεξαρτησία επετεύχθη, τελικώς, μετά από ώριμη σκέψη του Παρισιού και του Λονδίνου, οι κυβερνήσεις των οποίων προσανατολίστηκαν προς αυτή, για να αποτρέψουν τυχόν επιρροή της Ρωσίας στο νέο, φόρου υποτελές, κράτος και να της παράσχουν την ευκαιρία για νέες επεμβάσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανάμνηση των συχνών ρωσικών επεμβάσεων στις παρίστριες ηγεμονίες ήταν ακόμα νωπή. ΄Ετσι, το πρώτο από τα τρία Πρωτόκολλα, που υπογράφηκαν στο Λονδίνο, στις 3 Φεβρουαρίου 1830, από τη Ρωσία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, το οποίο και συνιστούσε τη γενέθλια πράξη της ίδρυσης Ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Οριζόταν, κατά λέξη, ότι: «Η Ελλάς θέλει σχηματίσει εν Κράτος ανεξάρτητον και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν». Τα σύνορα ορίστηκαν νοτιότερα από τη γραμμή Άρτας-Βόλου και η Σάμος και η Κρήτη δεν περιλήφθηκαν στα εδάφη του νέου βασιλείου. Η μείωση των εδαφών οφειλόταν, αφενός, στο ότι η Ελλάδα έπρεπε να πληρώσει την Τουρκία σε είδος για την ανεξαρτησία της, αφετέρου δε να ικανοποιηθούν οι Άγγλοι αποικιοκράτες με τη διασφάλιση της Επτανήσου από τον κίνδυνο που θα συνεπαγόταν ενδεχόμενη ελληνική κυριαρχία στην Ακαρνανία. Με το δεύτερο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, της 3ης Φεβρουαρίου, ως ηγεμόνας της Ελλάδας επελέγη ο Λεοπόλδος, την προτίμηση στο πρόσωπο του οποίου είχε εκφράσει και ο Καποδίστριας στη ∆ιάσκεψη του Πόρου54. 54. Αλ. ∆εσποτόπουλος, ΙΕΕ, ό.π., 536-537. Γ. Τενεκίδης, Κοινωνιολογία των ∆ιεθνών Σχέσεων. Μεθοδολογία. Η διεθνής θέση της Ελλάδας. Το Κυπριακό πρόβλημα, Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση, 1978, σελ. 89, για το παράθεμα. Ως προς την ανεξαρτησία της Ελλάδας επισημαίνεται ότι αυτή: «[…] υπήρξε από διπλωματική πλευρά το αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ των ∆υνάμεων που υπέβλεπαν η μια την άλλη και που απέβλεψαν με τον τρόπο αυτό να παρεμποδίσουν την αποκλειστική επιρροή της μιας από αυτές στη χώρα μας». Στο ίδιο, σελ. 93. Ανάλογη είναι και η κρίση του καθηγητή Ιωάννη Κολιόπουλου: «Το δύσκολο εγχείρημα της συστάσεως ανεξάρτητου εθνικού κράτους με την απόσπαση εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε εποχή που η διεθνής συγκυρία δεν ευνοούσε παρόμοιες πράξεις, επέτυχε επειδή την ευθύνη του εγχειρήματος ανέλαβαν δυνάμεις που ήλεγχαν το διεθνές σύστημα ασφαλείας στην περιοχή και πείσθηκαν ότι το νέο κράτος δεν θα αποτελούσε σοβαρή απειλή κατά του συστήματος ασφαλείας». Και συνεχίζει, εντοπίζοντας και άλλους παράγοντες,
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
133
Ο Κυβερνήτης της Ελλάδας δεν μένει ικανοποιημένος από τον εδαφικό διακανονισμό του Λονδίνου. Πιστεύει, ότι «η επιμονή των δυτικών ∆υνάμεων να περιορίσουν την εδαφική έκταση της Ελλάδας ήταν ενδεικτική των επιδιώξεών τους να υποβιβάσουν τη χώρα σε αποικία τους». ∆ιαμηνύει στη ∆ιάσκεψη, ότι οι συμφωνίες για να εφαρμοσθούν έπρεπε να επικυρωθούν από την Εθνοσυνέλευση, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο βελτίωσης των όρων του Πρωτοκόλλου. Ακολούθως, δεν απέσυρε τα στρατεύματα από τα εδάφη, που δεν είχαν συμπεριληφθεί στο νέο κράτος, προβάλλοντας ως δικαιολογία το ότι ούτε οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει την Εύβοια και την Αττική. Τη δυσαρέσκειά του, ο Καποδίστριας, από τους όρους των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και τις αντιρρήσεις του επ’ αυτών αλλά και τη διαφωνία της Εθνοσυνέλευσης δεν παρέλειψε να γνωστοποιήσει και να εκθέσει στην τσαρική αυλή. ∆ιαμαρτυρήθηκε για τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Ελλάδας, για το γεγονός ότι και έξω από τα σύνορα παρέμενε ικανός αριθμός Ελλήνων στρατιωτών, ένας πληθυσμός 120 χιλιάδων ανθρώπων και οκτώ επαρχίες55. Στην προσπάθειά του να πετύχει τους στόχους του άρχισε αλληλογραφία με τον Λεοπόλδο, ευελπιστώντας πως θα τον πείσει να απαιτήσει από τις ∆υνάμεις και να πετύχει όχι μόνο εδαφική διεύρυνση, αλλά και χρηματική και πολιτική ενίσχυση από το Λονδίνο. Ωστόσο, οι ελπίδες του δεν ευοδώθηκαν. Αρχικώς, ο Λεοπόλδος δέχθηκε, μετά από πιέσεις των ∆υνάμεων, την εκλογή του με την ελπίδα πως θα επιοι οποίοι επιβοήθησαν τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής να λάβουν αυτή την απόφαση: η διεθνής κοινή γνώμη, τα δικά τους συμφέροντα, στα οποία περιλαμβανόταν και η ειρήνευση της περιοχής, το ότι την εξουσία της επανάστασης είχαν αναλάβει τα συντηρητικά στοιχεία και όχι τα ριζοσπαστικά, η διαβεβαίωση των επαναστατών προς τις μεγάλες δυνάμεις, ότι η επανάσταση στρεφόταν «εναντίον σφετεριστού του ελληνικού θρόνου, με τον οποίον μάλιστα οι Έλληνες δεν είχαν συνομολογήσει συνθήκη υποταγής» και η αναζήτηση και η τελική αποδοχή ηγεμόνα, προερχόμενου από τους βασιλικούς Οίκους της Ευρώπης. Ι. Κολιόπουλος, ∆υτικά της Εδέμ, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2010, σελ. 156. Για τα συμβατικά κείμενα, βάσει των οποίων επετεύχθη, σταδιακά η πλήρης ανεξαρτησία, βλ. Θανάσης Χρήστου, ό.π. 55. Α. ∆εσποτόπουλος, «Οι ενέργειες του Καποδίστρια…», ό. π., σελ. 535-542. V. G. Filatov, ό. π., pp. 50-51.
134
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
τύχει αναθεώρηση των εδαφικών όρων του Λονδίνου: ζητούσε όπως η Κρήτη περιληφθεί στα εδάφη του νέου κράτους και απαιτούσε στρατιωτικές και πολιτικές εγγυήσεις. ∆ιαπιστώνοντας πως τα αιτήματά του δεν θα εισακούονταν από τις ∆υνάμεις υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία, παρά τις προσδοκίες του, έγινε δεκτή56. Η παραίτηση του Λεοπόλδου λύπησε τον Καποδίστρια, ο οποίος του εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του και μαζί, τη λύπη του Έθνους και της Γερουσίας. Παραδεχόταν πως οι δυσκολίες τις οποίες καλείτο ν’ αντιμετωπίσει ο πρίγκιπας ήταν τεράστιες. Ωστόσο, σημείωνε σ’ εκείνη την απαντητική του επιστολή προς τον Λεοπόλδο, ένα παράπονο, ένα λυγμό, ίσως, μια θέση η οποία μαρτυρούσε και το δικό του μαρτύριο και γράφοντάς τα στο χαρτί προσπαθούσε να πάρει κουράγιο. Έγραφε, λοιπόν: «Εις τας ανθρωπίνους υποθέσεις το κατ’ αρχάς φαινόμενον απίθανον γίνεται συχνάκις δυνατόν δια πόνου μακρού και εξακολουθημένου με καλήν πίστιν και με την επιμονήν, η οποία πάντοτε πηγάζει από τους ευθείς και καθαρούς σκοπούς»57. Ο Καποδίστριας, ερχόμενος ν’ αναλάβει τη διακυβέρνηση του υπό σύσταση, κατ’ αρχήν, και μετέπειτα ανεξάρτητου κράτους, είχε όντως «ευθείς και καθαρούς σκοπούς». Αδιάψευστη μαρτυρία των ευγενών σκοπών του και της ανιδιοτέλειάς του συνιστά και το ότι αρνήθηκε να λάβει οποιαδήποτε αμοιβή για τις υπηρεσίες, που πρόσφερε στον τόπο, ως κυβερνήτης· δεν επέτρεψε, όμως, ούτε σε όσους ανέλαβαν δημόσια αξιώματα να λάβουν απολαβές ανάλογες της θέσης τους. Τις αποφάσεις του αυτές δεσμεύθηκε να τις εφαρμόσει κοινοποιώντας τες ενώπιον των πληρεξουσίων του Έθνους. Τις ανακοίνωσε στην 56. Στο ίδιο, όπου αναφέρεται πως η σχέση, που ανέπτυξε ο Καποδίστριας με τον Λεοπόλδο, μέσω της αλληλογραφίας τους, δεν ήταν διόλου αρεστή στον Νικόλαο τον Α΄. Ο Νέσσελροντ, γράφοντας στον Καποδίστρια, στις 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1830, εξέφραζε τη λύπη του για «την τυφλότητα» της Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων, ως προς το Πρωτόκολλο της 3ης Φεβρουαρίου. Θεώρησε πως αυτό το γεγονός είχε οδηγήσει τον Λεοπόλδο στη μη αποδοχή του θρόνου της Ελλάδας. V. G. Filatov, ό.π., σελ. 51. Βλ. και Α. ∆εσποτόπουλος, «Η αναγνώριση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους», και του ίδιου, «Οι εξελίξεις του Ελληνικού ζητήματος στο διπλωματικό πεδίο ύστερα από τα Πρωτόκολλα της 3ης Φεβρουαρίου 1830» , ΙΕΕ, Τ.ΙΒ΄, ό.π., σελ. 535-542. 57. Θανάσης Χρήστου, ό.π., σελ. 213.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
135
∆΄ εν Άργει Εθνική Συνέλευση, η οποία και τις ψήφισε. Έτσι, με το υπ. αριθ. 9 και από α΄ Αυγούστου Ψήφισμα η Συνέλευση «προσδιόρισε τα έξοδα του Αρχηγού της Επικρατείας», όπως τα προσδιόριζε ο ίδιος ο Κυβερνήτης. Στο εν λόγω Ψήφισμα αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «∆ι’ αυτού τούτου του ψηφίσματος η Συνέλευσις επέστησε την προσοχήν εις το ολίγον εκείνο, το οποίον ηδυνήθημε να πράξωμεν αυτοί καθ’ εαυτούς, δια να αποδείξωμεν, ότι οι Έλληνες μόνο με τας θυσίας των, και όχι δια προσωπικών πλεονεκτημάτων, δύνανται να φθάσουν εις τον βαθμόν, τον οποίον υπόσχονται προς αυτούς η εθνική ανεξαρτησία και η ελευθερία. […]. Αλλά προς τούτο, καθώς μετεχειρίσθημε άχρι τούδε, απαραλλάκτως θέλομεν μεταχειρισθή και εις το εξής ακριβεστάτην οικονομίαν· καθότι αποστρεφόμεθα το να προμηθεύσωμεν εις ημάς αυτούς τας αναπαύσεις του βίου, αι οποίαι προϋποθέτουσι την ευπορίαν, ενώ ευρισκόμεθα εν τω μέσω ερειπίων, περικυκλωμένοι από πληθύν ολόκληρον ανθρώπων βεβυθισμένων εις την εσχάτην αμηχανίαν. […]. Ελπίζομεν, ότι όσοι εξ υμών μεθέξωσι μετά της Κυβερνήσεως εις την προσωρινήν ∆ιοίκησιν, καθώς και οι λοιποί των πολιτών, όσοι προσκληθώσιν επί τούτω, θέλουν γνωρίσει μεθ’ ημών, ότι εις τας παρούσας περιστάσεις οι εν δημοσίος υπουργήμασι δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγους με τον βαθμόν του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλά ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν της»58. Ωστόσο, στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Ελλάδας επικρατούσαν η αναρχία και ο εμφύλιος σπαραγμός. Ήταν τόσος ο κόπος, που κατέβαλε ο Καποδίστριας, σε όλους τους τομείς και σε όλα τα επίπεδα, στον διμέτωπο αγώνα, εσωτερικό και εξωτερικό, της διαχείρισης της εξουσίας, ώστε ενάμισι χρόνο πριν τη δολοφονία του έγραφε 58. ΑΕΠ, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Β΄, ό. π., σελ. 653-654.
136
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
στον Λεοπόλδο: «Η επαύξησις του κόπου, εις τον οποίον με καταδικάζει η διπλωματία, είναι τοιαύτη, ώστε αι δυνάμεις μου αρχίζουν να εξασθενούν, και αναγκάζομαι να υπαγορεύω μάλιστα ταύτην την επιστολήν· »59. Η παραίτηση του Λεοπόλδου και η Ιουλιανή Επανάσταση στη Γαλλία, γεγονότα τα οποία σημειώθηκαν την ίδια περίπου χρονική στιγμή, είχαν ως επακόλουθο να καθυστερήσει η οριστική διευθέτηση της ελληνικής υπόθεσης. Στη Βρετανία επήλθε κυβερνητική μεταβολή και το υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε ο Πάλμερστον. Τα σύνορα του νέου βασιλείου ορίστηκαν εκ νέου στη γραμμή Άρτας-Βόλου, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, της 7ης Μαΐου 1832, το οποίο υπεγράφη ανάμεσα στις τρεις δυνάμεις και τη Βαυαρία. Βάσει αυτής της Συνθήκης προβλεπόταν και η εγγύηση της ελληνικής ανεξαρτησίας από τις τρεις Αυλές. Ο όρος αυτός, όσα σχετικά προβλέπονταν από τα ιδρυτικά κείμενα του Φεβρουαρίου 1830 αλλά και από μεταγενέστερες διεθνείς πράξεις (του Νοεμβρίου 1863 και του 1864), θεσμοθετούσαν το δικαίωμα των ∆υνάμεων να δείχνουν το ενδιαφέρον τους για τις εξελίξεις, που συντελούνταν σ’ αυτό, το νευραλγικής σημασίας, γεωπολιτικό τμήμα του πλανήτη. Ταυτοχρόνως, τους προσέφεραν ένα στέρεο υπόβαθρο για να ελέγχουν απρόσκοπτα το νεοπαγές κράτος60. Η κόπωση του Καποδίστρια πρέπει να εντεινόταν και από τα εμπόδια, που συναντούσε στην άσκηση των καθηκόντων του από τις ποικίλες αντιδράσεις και δυσκολίες, που συναντούσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Τα προβλήματα, που αντιμετώπιζε δεν προέρχονταν μόνο από τις ξένες ∆υνάμεις, όσες τον εχθρεύονταν, και από τους πράκτορές τους. Εκπήγαζαν και από την αντίδραση τών κατ’ επάγγελμα πολιτικών και των προκρίτων, οι οποίοι επιζητούσαν προνόμια και εξουσίες. Οργανωμένοι όντες οι ετερόχθονες και αυτόχθονες αρχηγοί, με ηγέτη τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, παρενέβαλλαν εμπόδια σε κάθε αναμορφωτική του προσπάθεια. Οι φήμες 59. Θ. Χρήστου, ό.π., σελ. 197. 60. Χ. Ροζάκης, «Η Ελλάδα στο διεθνή χώρο», στο Ελληνισμός. Ελληνικότητα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1983, σελ. 91-119, στη σελ. 95.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
137
για το πρόσωπο του Κυβερνήτη οργίαζαν. Τον εμφάνιζαν ως εκτελεστικό όργανο της Ρωσίας και ότι σκοπός του ήταν να γίνει οσποδάρος μιας ηγεμονίας στην Ελλάδα, κατά τα πρότυπα της Ρωσίας. Ωστόσο, οι εξεγέρσεις στην Ύδρα, στις Σπέτσες και στην Αταλάντη οδήγησαν τον Καποδίστρια να στραφεί προς τον Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ και να ζητήσει τη βοήθειά του, γεγονός το οποίο οι αντίπαλοί του εξέλαβαν ως μέγιστη απόδειξη ότι υπηρετούσε και εξυπηρετούσε τη Ρωσία61. Αυτόν τον σπουδαίο, ιδιοφυή, διορατικό και προικισμένο, από τη φύση, άνδρα, που ο Μέττερνιχ κατέταξε, ανεπιφυλάκτως, ανάμεσα στους κορυφαίους πολιτικούς της εποχής του, τον μοναχικό άνθρωπο, τον έξοχο πατριώτη, τον δεινό διπλωμάτη, στον οποίο, όμως, αποδόθηκαν και διάφοροι αντίθετοι χαρακτηρισμοί, όπως «καύχημα της Ελλάδος», «αγύρτης» παρά «διπλωμάτης»62, ήρωας, εγωπαθής, αρχομανής, αυταρχικός, προδότης, αλλά και παράξενος, τον δολοφόνησαν δύο Έλληνες: ο Γεώργιος και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης. Ήταν το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου/9ης Οκτωβρίου 1831, έξω από το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, του Ναυπλίου, την ώρα που προσερχόταν για να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία. Ως προς τα αίτια της δολοφονίας, θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε στον στίχο του Καβάφη: «Αυτή η ορθότης, πιθανόν, είν’ η αιτία της μομφής».63 61. Ε. Πρωτοψάλτης, Πολιτική Ιστορία, Τ. Β΄,…ό. π., σελ. 101-113. Παύλος Πετρίδης, «Η εξωτερική πολιτική του κυβερνήτη και η συμβολή του στην κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας, 1828-1831», στο Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, Θεσσαλονίκη, 1983, ό. π., σελ. 81-94, 93. D. Dakin, ό. π., σελ. 102-103. ∆ημήτριος Λουλές, «Η δολοφονία του Ι. Καποδίστρια και η Ρωσία», στο Μνήμων, τ. 10ος, Αθήνα, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, 1985, σελ.77-95. 62. Ο χαρακτηρισμός «αγύρτης μάλλον ή διπλωμάτης» ανήκει στην αυστριακή αστυνομία. Γ. Τενεκίδης, «Η πορεία…», ό. π., σελ. 36, υποσ. 1, όπου στη συγκεκριμένη σελ. και το πρώτο παράθεμα, το οποίο αποδίδει τον χαρακτηρισμό του Καποδίστρια από τον Αλ. ∆εσποτόπουλο. 63. Γ. Τενεκίδης, «Η πορεία…», ό. π., σελ. 37, υποσ. 4. Ο Λουλές, υποστηρίζει πως η δολοφονία του Κυβερνήτη ήταν «ξενοκίνητη». Βλ. ∆ημήτριος Λουλές, «Κατευθύνσεις και προοπτικές της οικονομικής πολιτικής του Ι. Καποδίστρια, 1828-1831», στο Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, ό.π., σελ. 138 και παραπέμπει στην Αλληλογραφία του Καποδίστρια, έκδοση 1942, σελ. 278-279.
138
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
9. Οι παρακαταθήκες ενός ανιδιοτελούς ανθρώπου Αν θέλουμε να προβούμε σε μια περιορισμένη, οπωσδήποτε, εκτίμηση και αποτίμηση των ιδεών και του έργου του Καποδίστρια, παράλληλα δε να αναδείξουμε τον εξέχοντα ρόλο του στη διαμόρφωση των ∆ιεθνών Σχέσεων της εποχής του, θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε τα ακόλουθα. Η υπηρεσία του, στα πράγματα της Επτανήσου, έθεσε στέρεες βάσεις για την μελλοντική πορεία του νησιωτικού συμπλέγματος. Τόσο για τις διευθετήσεις, τις επιτευχθείσες στο Συνέδριο της Βιέννης όσο και για το ότι η Επτάνησος ήταν το πρώτο εδαφικό τμήμα, που ενσωματώθηκε αναίμακτα στον Ελληνικό Βασίλειο (1864), κατόπιν μονομερούς απόφασης της κατέχουσας από το 1815 ∆ύναμης, της Βρετανίας. Ο διορισμός του στη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας τού έδωσε πολύτιμα εφόδια για την άσκηση μιας άκρως επιτυχούς πορείας, στην ευρύτερη διεθνή σκηνή αλλά και στην ελληνική υπόθεση, η οποία τερματίστηκε αισίως με την ίδρυση του Ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, στις 3 Φεβρουαρίου 1830. Στη διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου της Βιέννης, συμπαρατάχθηκε με τους μονάρχες και τους επιτελείς τους και υποστήριξε την υιοθέτηση μια νέας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη. Προσπάθησε, επί ματαίω, να ακυρώσει την υπογραφή της Συνθήκης της Ιερής Συμμαχίας. Ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας υπέγραψε τη Συνθήκη της Τετραρχίας και με τον τρόπο αυτό συμμετείχε στην καθιέρωση ενός συστήματος Συνεδρίων, τα οποία «επί μισόν αιώνα έφτασαν πολύ κοντά στο να συνιστούν την κυβέρνηση της Ευρώπης». Συμμετέχοντας, επίσης, στον μεγάλο συμβατικό διακανονισμό του 1814-1815, επέδρασε στο να διατηρηθεί η ειρήνη μεταξύ των Μεγάλων ∆υνάμεων της εποχής για σαράντα χρόνια, έως τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) και για άλλα εξήντα χρόνια, ως την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα δεν ξέσπασε κανένας γενικευμένος πόλεμος64. Επομένως, συνέβαλε άμεσα στην καθιέρωση μιας ειρηνικής περιόδου στις ∆ιεθνείς Σχέσεις, για ένα 64. H. Kissinger, ∆ιπλωματία…, ό.π., σελ. 93, 90 για τα παραθέματα.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
139
μακρύ χρονικό διάστημα, εκατό, περίπου, ετών. Συμμετέχοντας, δε, στις διαβουλεύσεις της Βιέννης και λαμβάνοντας θέση αντίθετη από του να οδηγήσει τη Γαλλία σε πλήρη εξαφάνιση από τον ευρωπαϊκό χάρτη, επέδρασε στην επανάκτηση του γοήτρου της και στην επανένταξή της στον όμιλο των Μεγάλων ∆υνάμεων. Παραλλήλως, συνέβαλε στη διατήρηση της ευρωπαϊκής ισορροπίας. Ανάλογα ήταν και τα αποτελέσματα των ενεργειών του των σχετικών με τα ζητήματα της Σαξονίας και της Πολωνίας, τα ζητήματα της Ισπανίας αλλά και τη ρύθμιση των γερμανικών πραγμάτων. Ως προς τη Γαλλία, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως οι θέσεις του και οι απόψεις, ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο θα της συμπεριφέρονταν οι Σύμμαχοι, προσιδίαζαν με εκείνον της Αγγλίας, σε σχέση με τη Γερμανία, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για την οποία πίστευε πως δεν έπρεπε να της επιβληθούν υπέρμετρες αποζημιώσεις, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος κατάρρευσης του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Υιοθετώντας ο Καποδίστριας ανάλογη στάση έναντι της Γαλλίας, έναν αιώνα νωρίτερα, ενίσχυε το διεθνές σύστημα, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ισορροπίας του. Είναι δε σημαντικό να λεχθεί πως αποφάσεις, που ελήφθησαν στο Συνέδριο, βασιζόμενες σε δικούς του διπλωματικούς χειρισμούς, συνεχίζουν και σήμερα να ισχύουν. Ύψιστο παράδειγμα, το καθεστώς της διηνεκούς ουδετερότητας της Ελβετίας, γεγονός, το οποίο αποδεικνύει την εμβέλεια της πολιτικής του ιδιοφυίας. Ο Καποδίστριας ήταν αντίθετος προς τις αλυσιδωτές επαναστάσεις, οι οποίες συντάραξαν τον ευρωπαϊκό χώρο τα επόμενα χρόνια, μετά τον συμβατικό διακανονισμό της Βιέννης και η επιθυμία αποτροπής τους, όπως και ο αποκλεισμός επανάκτησης της κυριαρχίας της Ευρώπης από τη Γαλλία, είχε οδηγήσει την Αυστρία, τη Ρωσία και την Πρωσία σε μια στενή συνεργασία. Η σύμπλευσή του με την πολιτική των Μεγάλων αυτών ∆υνάμεων και, κυρίως, της Ρωσίας, δεν σήμαινε ότι ήταν πολέμιος των επαναστάσεων. Απλώς, είχε την ακράδαντη πεποίθηση ότι οι αλλαγές στον γεωπολιτικό χάρτη της Ευρώπης θα έπρεπε να επέλθουν με ειρηνικά μέσα. Αυτή του η θέση μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως αντιδρούσε στη βία. Άλλωστε, το απέδειξε στο Συνέδριο της Αιξ-λα-Σαπέλ
140
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
(1818), όπου εμμέσως πλην σαφώς, καταδίκασε την επέμβαση, εφόσον αρνήθηκε την προσφυγή στη βία. Είναι γεγονός πως το σύστημα της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, το οποίο είχε συσταθεί από Συμβατικά κείμενα του Συνεδρίου της Βιέννης, απετέλεσε ένα όργανο, το οποίο προσδιόρισε τις σχέσεις των ευρωπαϊκών κρατών. Έχει δε υποστηριχθεί πως το ∆ιευθυντήριο ανέλαβε τον ρόλο ενός «προδρομικού Συμβουλίου Ασφαλείας». Τα μέλη του, σύμφωνα με όσα ο Καποδίστριας πρέσβευε, θα είχαν το δικαίωμα να διενεργούν επεμβάσεις, όταν έπρεπε να ρυθμισθούν διεθνείς διαφορές και όταν διακυβευόταν η ειρήνη65. Τελειώνοντας, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε και να υποστηρίξουμε ότι, ο Καποδίστριας, στην υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας πρόσφερε πολλά. Με τα υπομνήματά του, που υπέβαλε στον τσάρο Αλέξανδρο, προσπάθησε να τον πείσει για το δίκαιο του αγώνα των Ελλήνων. Έτσι, επέδρασε στο να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό για την Ελλάδα κλίμα στους ρωσικούς πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους. Στις ενέργειές του αυτές δεν συνάντησε ιδιαίτερες δυσκολίες. Γνώριζε εκ του σύνεγγυς τη ρωσική διπλωματία, ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, μιας από τις κραταιότερες ∆υνάμεις της εποχής εκείνης. Προσπάθησε, ωστόσο, να συνδιαλλαγεί και με τις άλλες ∆υνάμεις, με τελικό, πάντα, στόχο την ευτυχή λύση του Ελληνικού Ζητήματος. Από τη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδας, που του εμπιστεύθηκε η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και που με απαράμιλλη αυτοθυσία υπηρέτησε, προσπάθησε να ιδρύσει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, με κυβέρνηση ισχυρή, η οποία θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις όποιες εσωτερικές έριδες και αντιπαραθέσεις. Οι τελευταίες, όμως, στάθηκαν πιο ικανές από τη δική του διάνοια και τις δικές 65. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή…, 1988, ό. π., σελ. 100, 122-123, R. A. Carrié, ό. π., p.23. Η άποψη του Carrié είναι πως «The Quadruple Alliance, the arrangements of the Congress of Vienna, and the second Treaty of Paris among them constituted the instruments that would govern the subsequent relations of the European states». Ο Ακαδημαϊκός Εμμαννουήλ Ρούκουνας υποστηρίζει πως «Το διευρυνθέν [μετά τη συμμετοχή της Γαλλίας, το 1818] ∆ιευθυντήριον των μεγάλων δυνάμεων θα αποκληθή Ευρωπαϊκή ‘Συναυλία’». Ε. Ρούκουνας, ό. π., σελ. 42.
Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων
141
τους αγνές και ανιδιοτελείς προθέσεις. Παραλλήλως, ως βαθύς γνώστης της τεχνικής των διεθνών σχέσεων, όπως μας έχει διαβεβαιώσει ο Γεώργιος Τενεκίδης, συνέχισε να διαβουλεύεται με τις τρεις ∆υνάμεις, που αναμίχθηκαν ενεργώς στην ελληνική υπόθεση, ώστε να πετύχει τους καλύτερους δυνατούς όρους για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία, ας σημειωθεί, ήταν δικό του επίτευγμα66. Η πίστη του σ’ αυτό το ιδεώδες, οι εργώδεις προσπάθειές του για την υλοποίησή του και η επιμονή του στη συμπερίληψη, στο υπό σύσταση κράτος, εκτενέστερων εδαφικών τμημάτων, πράγμα, που το πέτυχε ώς ένα βαθμό, σαφώς και οδήγησε όχι μόνο στη δημιουργία ενός πλήρως ανεξάρτητου και βιώσιμου κράτους Ελληνικού, αλλά και στη μερική επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος, όχι μόνο εκείνη τη δεδομένη εποχή αλλά και μακροπρόθεσμα. ∆ιότι, αφενός επέφερε ένα αποφασιστικό πλήγμα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και των Μεγάλων ∆υνάμεων, όσων πρέσβευαν στο δόγμα της ακεραιότητάς της. Αφετέρου, επέδρασε, στην πολιτική αποδυνάμωση και στην εδαφική συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια και σε διάστημα μικρότερο των σαράντα ετών η συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων βαλκανικών λαών υπήχθη σε αυτόνομα ή πλήρως ανεξάρτητα κράτη, τα οποία ιδρύθηκαν βάσει των διατάξεων της Βερολίνιας Συνθήκης (Ιούνιος 1878). Ταυτοχρόνως, όμως, δυνάμεθα να υποστηρίξουμε πως προσδιορίζοντας τα γεωγραφικά όρια του Ελληνικού κράτους, στη διάρκεια των διαφόρων διπλωματικών ζυμώσεων με τους αντιπροσώπους των Μεγάλων ∆υνάμεων, έθετε τις βάσεις της Μεγάλης Ιδέας, η οποία εξαγγέλθηκε επισήμως από τον Ιωάννη Κωλέττη στις αρχές της δεκαετίας του 1840 και αργότερα προσέλαβε αλυτρωτικές διαστάσεις και αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς άξονες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έως το 1922. Έτσι, διεκδικώντας συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, άσχετα από το εάν η αδιαλλαξία ή οι παντοειδείς βλέψεις των Μεγάλων δεν επέτρεψαν τη συμπερίληψή τους στον εθνικό κορμό, έθεσε εθνικά θέματα, ορισμένα από τα οποία διευθε66. Για τη θέση αυτή βλ, μεταξύ άλλων και Μ. Λάσκαρις, Το Ανατολικόν… ό.π., σελ.71.
142
Αρετή Φεργάδη-Τούντα
τήθηκαν και άλλα περιεπλάκησαν στη δίνη των συμφερόντων των Μεγάλων ∆υνάμεων, όπως το ∆ωδεκανησιακό και το Κυπριακό. ∆εν είναι, επομένως, άστοχη η θέση σύμφωνα με την οποία ο Καποδίστριας, εγκαινίασε μια «υπερήφανη και ανεξάρτητη ελληνική εξωτερική πολιτική, πολιτική που οι ίδιοι οι αγωνιστές δεν είχαν ποτέ στην ουσία υιοθετήσει»67. Τα όσα πρόσφερε ο Ιωάννης Καποδίστριας στις παγκόσμιες εξελίξεις αλλά, κυρίως, στην υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, δεν εκτιμήθηκαν από τους συμπατριώτες του, ούτε από κύκλους της αλλοδαπής. Όχι στο σύνολό τους. Από όσους αντιστρατεύονταν την ανιδιοτέλειά του και από εκείνους, οι οποίοι είχαν συμφέρον να μην προωθήσει το εκσυγχρονιστικό και ανορθωτικό του έργο. Ο ίδιος, όμως, εναπέθεσε στο βωμό του Έθνους το υστέρημα της ψυχής του. Κατηγορήθηκε ως αντιδημοκράτης, ως αυταρχικός, ως μη επιθυμών την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Η όλη του πολιτεία, όμως, αποδεικνύει, περίτρανα, το αντίθετο. Για όλους αυτούς του λόγους, στους οποίους αναφερθήκαμε και για πολλούς άλλους, μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν, πράγματι, μια χαρισματική και πολύπλευρη προσωπικότητα, ένας σπουδαίος, ιδιοφυής και διορατικός Έλληνας-Πατριώτης και ένας εξίσου ικανότατος διπλωμάτης, ένας πραγματικός θεμελιωτής των ∆ιεθνών Σχέσεων της εποχής του, τον οποίο επαξίως η Ιστορία έχει κατατάξει στις μεγάλες μορφές που την υπηρέτησαν.
67. Κυρίως για το παράθεμα βλ. Π. Πετρίδης, «Η εξωτερική πολιτική του κυβερνήτη και η συμβολή του στην κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας, 1828-1831», στο Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, ό. π., σελ. 89-90.
Ο αγώνας του Ιωάννη Καποδίστρια για τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων Ελένη ∆ιβάνη Καθηγήτρια
Η ελληνική επανάσταση πέρασε από πολλά σκαμπανεβάσματα αλλά το 1825 διέτρεξε το πιο σοβαρό κίνδυνο. Οι επαναστατημένοι έλληνες, παρά το γεγονός ότι αρχικά σημείωσαν σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες, δυσκολεύονταν να θεμελιώσουν μια ενιαία κρατική μηχανή, ικανή να συγκεντρώσει πόρους, να εγγυηθεί ενιαία διοίκηση του στρατού και του στόλου αλλά και να σχεδιάσει αποτελεσματικά την άμυνα τους. Οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος φάνηκαν ως εκ τούτου όταν η Πύλη έλυσε τα εσωτερικά της προβλήματα και μπόρεσε να ξεκινήσει απερίσπαστη την αντεπίθεση με τη συμμαχία του Μωχάμετ με τον Χεδίβη της Αιγύπτου Μωχάμετ - Αλη1. Ο στρατός του Ιμπραήμ τον Ιούνιο έφτασε τάχιστα έξω απ’ το Ναύπλιο. Ήταν η στιγμή που οι πάντες πλέον προσεύχονταν για βοήθεια των Μεγάλων ∆υνάεων. Η Ρωσία του δειλού τσάρου Αλέξανδρου όμως, μολονότι ήταν η κατεξοχήν μεγάλη δύναμη που επεδίωκε την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και άρα κανονικά θα ευνοούσε κάθε εξέγερση στην περιοχή, δεν μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ο συντηρητισμός του ρώσου ηγέτη τον έκανε να υποκύψει στην κινδυνολογία του Μέτερνιχ από το φόβο της εξάπλωσης του επαναστατικού ιού και στα μέρη του. Βρετανοί και αυστριακοί πράκτορες έσπευσαν φυσικά να εκμεταλλευτούν τις ρωσικές φοβίες για να ακυ-
1. Παπασωτηρίου X., Ο αγώνας για την ελληνική ανεξαρτησία, πολιτική και στρατηγική των Ελλήνων και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, 1821-1832, Ι. Σιδερής, Αθήνα, 1996, σελ. 140-235.
144
Ελένη ∆ιβάνη
ρώσουν εντελώς την γοητεία που ασκούσε παραδοσιακά ο Τσάρος στους Έλληνες ως προστάτης των Χριστιανών Ορθοδόξων. Έτσι η μόνη σοβαρή υποψηφιότητα εκείνη τη στιγμή για τη θέση της προστάτιδας των Ελλήνων ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Ο φιλελεύθερος Κάνιγκ, τέως γενικός διοικητής Ινδιών και άνθρωπος του βιομηχανικού κεφαλαίου που επεδίωκε διεύρυνση των αγορών, είχε ήδη διαμορφώσει πολύ καλό προφίλ στην Ελλάδα με δυο πανέξυπνες κινήσεις που έτσι κι αλλιώς είχαν ελάχιστο κόστος: αναγνώρισε ως εμπολέμους τους Έλληνες2. και ενέκρινε την παροχή του γνωστού ληστρικού δάνειου που ζήτησαν και πήραν οι επαναστάτες από βρετανούς κεφαλαιούχους. Ο στρατός του Ιμπραήμ πήγαινε πολύ καλά δυστυχώς αλλά ευτυχώς το 1926 αναλαμβάνει τη ρωσική ηγεσία ο δυναμικός τσάρος Νικόλαος. Ο νέος ηγέτης ακολουθώντας τα γεωπολιτικά συμφέροντά του, έστειλε ταχύτατα τελεσίγραφο στην Πύλη -μια κίνηση που θορύβησε αυτόματα τη Μεγάλη Βρετανία και την ανάγκασε να συνυπογράψει στις 23.3/4.4. 1826 το αγγλορωσικό Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, που ήταν και η πρώτη διεθνής πράξη υπέρ των ελλήνων επαναστατών. Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα η κατάσταση ήταν σχεδόν απελπιστική. Η Τρίτη Εθνοσυνέλευση παραδεχόμενη ότι δεν μπορεί να συγκροτήσει μια κυβέρνηση γενικής αποδοχής, εξέλεξε κυβερνήτη τον Καποδίστρια3 και εν συνεχεία διαλύθηκε τον Μάη του 1827 μέσα στο εμφυλιακό χάος. 2. Ολόκληρη τη διακοίνωση της βρετανικής κυβέρνησης που αναγνωρίζει τους Ελληνες ως εμπολέμους βλ. στο Ι. Starleton, Τhe political life of the right honorable George Canning, vol. II, London, 1831, σελ.409. Στην πραγματικότητα βέβαια ο Κάνιγκ αναγνώρισε στους Ελληνες το δικαίωμα στη νηοψία, παραδεχόμενος απλώς ότι υπήρχε μέγα πρόβλημα με την πειρατεία στο Αιγαίο -πρόβλημα για το βρετανικό στόλο κυρίως. 3. Την περιόδο εμφύλιας σύγχυσης που κατέληξε στην πρόσκληση του Καποδίστρια, όπως και τις διαθέσεις και τις προετοιμασίες του ίδιου για την ανάληψη των καθηκόντων του βλ. στο C.M. Woodhouse, Capodistria, the founder of greek independence, London, Oxford University Press, 1973, σελ.330-50.
Ο αγώνας του Ιωάννη Καποδίστρια για τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων
145
Το κακό όμως έχει πάντα και καλή πλευρά. Οι αγριότητες της πολιορκίας του Μεσολογγίου φούντωσαν τον φιλελληνισμό, γεγονός που ώθησε τη γαλλική κυβέρνηση να παρέμβη4. Πραγματικά στις 24.6/6.7 1827 υπογράφτηκε στο Λονδίνο η πολύ σημαντική τριμερής Αγγλο-ρωσο-γαλλική συμφωνία με τίτλο «Συνθήκη ειρηνεύσεως της Ελλάδος» που προδιέγραφε την ίδρυση ενός κράτους φόρου υποτελούς και με ασαφή σύνορα. Το αποτέλεσμα της ήταν μια δυναμική αντιπαράθεση που οδήγησε στη βύθιση του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο τον Οκτώβριο του 18275. Επειδή ο Σουλτάνος παρόλα αυτά δεν αποδέχτηκε ούτε τη συνθήκη ούτε την ήττα του, στις 24 Απριλίου 1828 ο Τσάρος του κήρυξε τον πόλεμο ζητώντας παράλληλα από τους συμμάχους του να στείλουν αμέσως τους πρέσβεις τους από την Κωνσταντινούπολη σ΄ένα ουδέτερο ελληνικό νησί για να συζητήσουν περί των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους. Η Ρωσία ήταν η μόνη χώρα που ήταν λογικό να ζητήσει διευρυμένα σύνορα για το νέο κράτος6. Η Αγγλία προσπαθώντας να διαφυ4. Την αντίδραση του γαλλικού τύπου βλ. αναλυτικά στο J. Dimakis, La presse francaise face a la chute de Missolonghi et la bataille navale de Navarin, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1976. 5. Αναλυτικά για τις οδηγίες βλ. στο C.M. Woodhouse, The battle of Navarino, London, 1965, σελ. 42-8 και 51-3 και E. Codrington,Documents relating to the recall of the Vice-Αdmiral sir E. Codrington on behalf of the officers, seamen and marines engaged in the battle of Navarino, London (χωρίς ημερομηνία) και Compressed narrative of the proceedings of Vice-Admiral sir E. Codrington during his command of His Magesty’s ships and vessels on the mediterranean station, from the 28th of February 1827, until the 22nd of August 1828, London (χωρίς ημερομηνία). Η Ολγα Σπάρο λέει ότι ο ρώσος ναύαρχος είχε οδηγίες να δράσει έστω και μόνος του, ενώ ο βρετανός είχε πιεστεί να μην προχωρήσει παρά σε έλεγχο των ρωσοτουρκικών αψιμαχιών (Ο. Σπάρο, ο.π., σελ. 213-6) 6. Για τη ρωσική πολιτική στο ελληνικό ζήτημα την εποχή εκείνη βλ. το Γ. Ιωαννίδου-Μπιτσιάδου, «Η ρωσική διπλωματία στη δεύτερη φάση της ελληνικής επαναστάσεως (από τα τέλη του 1825 μέχρι το 1830)», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 1989, 3, σελ. 59-70. Βλ. επίσης το ∆. Λουλέ, Ο ρόλος της Ρωσίας στη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, Αθήνα, 1981, ολόκληρο.
146
Ελένη ∆ιβάνη
λάξει την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας πίεζε λογικά στη αντίθετη κατεύθυνση. Πριν λοιπόν οι Ρώσοι επιβάλλουν με τα όπλα τα σύνορα που επιθυμούσαν, η Βρετανία έκανε έναν πολιτικό ελιγμό ώστε να διαμορφώσει τις εδαφικές προδιαγραφές της Ελλάδας κατά τα συμφέροντά της: Στις 16 Νοεμβρίου 1828 κατόρθωσε να υπογραφεί πρωτόκολλο δήθεν προστατευτικό προς τους Έλληνες, με το οποίο τίθεται υπό την προστασία και την εγγύηση των τριών ∆υνάμεων μόνο η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες! Η Αγγλία μολονότι δήλωνε ότι η εγγύηση αυτή με κανένα τρόπο δεν προδίκαζε τα μελλοντικά σύνορα της Ελλάδας, αρνήθηκε με επιμονή να συμπεριλάβει μέσα στην εγγύηση την Αττική, παραβλέποντας τις γαλλικές και τις ρωσικές πιέσεις7. Φρόντισε μάλιστα να μην πληροφορηθούν τίποτα οι Έλληνες για τα της εγγυήσεως, γιατί θα άρχιζαν αμέσως τις διαμαρτυρίες και θα της χαλούσαν το παιγνίδι. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1828 άρχισε στον Πόρο μετά από εντολές της μόνιμης διάσκεψης του Λονδίνου η διάσκεψη των πρέσβεων8 των δυνάμεων (Σ. Κάνιγκ, Γκιγιεμινό και Ριμποπιέρ)9. Η Τουρκία αρνήθηκε να στείλει εκπρόσωπο. Οι οδηγίες που είχαν πάρει οι πρέσβεις από τη διάσκεψη Λονδίνου για χρησιμοποιήσουν ως βάση προέβλεπαν ότι «τα όρια του ελληνικού κράτους θα έπρεπε να περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού που έχει πάρει όπλα εναντίον της Πύλης. Τα σύνορα αυτά θα πρέπει να καθορίζονται σαφώς και να προστατεύονται εύκολα. Η ακριβής μεθοριακή γραμμή θα ήταν σωστό να προσδιοριστεί σύμφωνα με τη φύση του εδάφους και τις τοπικές ιδιομορφίες. Θα έπρεπε όμως να χαραχτεί κατά τρόπο που να παρεμποδίζει κατά το δυνατόν τις μελλοντικές 7. Το σχετικό κείμενο βλ στο Α.∆ασκαλάκη, ο.π., σελ. 803-4. 8. Oι πρέσβεις των ∆υνάμεων στην Κωνσταντινούπολη έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο και στις δύσκολες αγγλορωσικές σχέσεις και στο Ανατολικό Ζήτημα τελικά, δεδομένου ότι οι δύο χώρες είχαν μεγάλο πρόβλημα επικοινωνίας με αποτέλεσμα να βασίζονται πολύ στους εκπροσώπους τους (J. Daly, Russian seapower and the Eastern Question, Naval Institute Press, 1991, σελ. 67). 9. Περί των σχέσεων του Καποδίστρια και της διάσκεψης του Λονδίνου κατά το αποφασιστικότατο αυτό διάστημα βλ. το D.C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London, 1828-1831, IMXA, Thessaloniki, 1970.
Ο αγώνας του Ιωάννη Καποδίστρια για τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων
147
έριδες μεταξύ των κατοίκων των ομόρων επαρχιών». Στις οδηγίες προτείνονται τέσσερα διαφορετικά σύνορα (Από τη γραμμή Παγασητικού-Αχελώου ως και τη γραμμή του Ισθμού). Υπήρχε ασάφεια ως το προς αν περιλαμβάνεται η Εύβοια και δεν γινόταν καμία μνεία για την Κρήτη και τη Σάμο. Ήταν όμως σαφές ότι κάποια από τα νησιά του Αιγαίου θα περιλαμβάνονταν μέσα στο ελληνικό κράτος10. Ο Καποδίστριας που έχει έρθει στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση της Εθνοσυνέλευσης για να αναλάβει τη κυβέρνηση και τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας έδωσε μια συγκλονιστική μάχη στον Πόρο για να πείσει τους πρέσβεις ότι τα περιορισμένα σύνορα θα καταδίκαζαν σε θάνατο τη χώρα του πριν ακόμα ξεκινήσει να υπάρχει. Επίτηδες άρχισε το διαπραγματευτικό παιγνίδι ζητώντας όσο περισσότερα μπορούσε: Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία, Κρήτη, Σάμο, Χίο –όλα τα εδάφη που έγιναν θέατρα έστω και μίας σύντομης επαναστατικής ανάφλεξης11. Έχοντας αντιληφθεί ότι το βασικό δίλημμα ήταν διευρυμένα σύνορα-αυτόνομο κράτος ή περιορισμένα σύνοραανεξάρτητο κράτος, απέφευγε συστηματικά να διευκρινίσει αν απαιτούσε ανεξαρτησία ή αυτονομία για να μην φοβηθούν οι πρέσβεις να εγκρίνουν τη πιο διευρυμένη δυνατή συνοριακή γραμμή12. Έτσι κέρδισε με την επιμονή του το παιγνίδι των εντυπώσεων και η γραμμή που τελικά πρότειναν οι πρέσβεις στις 12 Σεπτεμβρίου του 1828 ήταν η γραμμή κόλπου Άρτας-κόλπου Βόλου. Την επιλογή τους δικαιολόγησαν ως εξής: «Εκείνα των τμημάτων της ελληνικής ηπείρου (στερεάς) τα οποία έλαβαν το ενεργότερο μέρος τυχόντα της μείζονος υποστηρίξεως κατά την επανάστασιν, εντός δε των οποίων ο χριστιανικός πληθυσμός εν γένει προβάλλει, λόγω του αριθμού και της εκτάσεως των ιδιοκτησιών του, τους καλλίτερους τίτλους προς ανεξαρτησίαν κατά τις επιδιώξεις της συνθήκης, περιλαμβάνονται μεταξύ του Ισθμού της Κορίνθου και των υψηλών ορέων που διατρέχουν 10. Τις οδηγίες βλ. στο D.Dakin, Ο αγώνας..., σελ. 326. 11. C.M. Woodhoouse, «Diplomatic development nineteenth and twentieth century», J. Coumoulides ed., Greece in transition…, σελ. 94. 12. ∆. Ματζουλίνου, Ιωάννης Καποδίστριας, 1776-1831, Β’, Εστία, Αθήνα, 1990, σελ. 636-637.
148
Ελένη ∆ιβάνη
την στερεάν από τον κόλπον της Αρτης μέχρι εκείνων του Ζητουνίου (Λαμίας) και του Βόλου»13. Οι πρέσβεις τόνιζαν επίσης ότι θεωρούσαν απαραίτητη την Εύβοια για την ασφάλεια της Αττικής, Βοιωτίας και Λοκρίδας. Χωρίς να ρωτήσουν τέλος την ελληνική εθνοσυνέλευση, οι πρέσβεις πρότειναν επιβολή κληρονομικού ηγεμόνα στην Ελλάδα. Ο Καποδίστριας δεν περιορίστηκε μόνο στον διπλωματικό αγώνα για τα σύνορα. Φρόντισε να υποστηρίξει τις διεκδικήσεις του διατηρώντας σημαντικά στρατιωτικά ερείσματα στις υπό συζήτησιν περιοχές. Επωφελούμενος του ρωσοτουρκικού πολέμου, οργάνωσε μυστικά ένοπλα σώματα που εισέβαλλαν στη Στερεά για να ανακαταλάβουν το Μεσολόγγι και άλλες περιοχές της Αττικοβοιωτίας και της Ακαρνανίας. Στόχος τους το γνωστό διπλωματο-στρατιωτικό τρυκ της δημιουργίας τετελεσμένων14. Τα σύνορα που πρότεινε η πρεσβευτική διάσκεψη του Πόρου ήταν πολύ ικανοποιητικά για τα δεδομένα της εποχής και επετεύχθησαν μόνο με τη θερμή υποστήριξη του γάλλου πρέσβη Ριβωπιέρ και τη δεδομένη συμπάθεια των Ρώσων προς το πρόσωπο του Καποδίστρια. Παρόλα αυτά ο κυβερνήτης έκανε μια μάλλον διπλωματική διαμαρτυρία, επειδή έμειναν τελικά απέξω η Ήπειρος, η Σάμος και η Κρήτη15. ∆ιευκρινίζουμε εδώ ότι το αποτέλεσμα της διάσκεψης του Πόρου δεν ήταν παρά μια πρόταση προς τη μόνιμη διάσκεψη του Λονδίνου, στην οποία όμως στηρίχτηκαν όλες οι εδαφικές συζητήσεις στη συνέχεια. Η ∆ιάσκεψη του Λονδίνου έλαβε τις προτάσεις των πρέσβεων από τον Πόρο, αλλά λόγω εσωτερικών διαφωνιών δεν τολμούσε ούτε να τις αποδεχτεί, ούτε και να τις απορρίψει. Σημειωτέον ότι η Ρωσία προς γενική έκπληξη, δεν είχε μέχρι τότε μεγάλες επιτυχίες 13. Ι. Ματζουλίνου, ο.π., σελ. 642., Α. ∆ασκαλάκης, ο.π., σελ. 738-9. 14. Α. ∆ασκαλάκη, ο.π., σελ 737. 15. Το υπόμνημα που είχε δώσει ο Καποδίστριας με τις θέσεις επί του εδαφικού ζητήματος βλ. στο Α. Σούτσου, Συλλογή των εις το εξωτερικόν ∆ημόσιον ∆ίκαιον της Ελλάδος αναγομένων επισήμων εγγράφων, Αθήνα, 1858, σελ. 64.
Ο αγώνας του Ιωάννη Καποδίστρια για τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων
149
στον πόλεμο. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε τους Βρετανούς να κάνουν ένσταση ως προς την Ακαρνανία. Το πρόβλημά τους ήταν ότι η περιοχή αυτή ήταν πολύ κοντά στα Ιόνια Νησιά και δεν διακινδύνευαν την εξάπλωση της επαναστατικής φλόγας σε εδάφη που βρίσκονταν υπό την κηδεμονία τους. Κατηγορήθηκε μάλιστα τότε και ο πρέσβης της Σ. Κάνιγκ ότι παρασύρθηκε στον Πόρο από τον φιλελληνισμό του και λησμόνησε τα βρετανικά συμφέροντα. Η ένσταση δεν έγινε δεκτή αλλά οι Βρετανοί έκαναν άλλο κόλπο: Ανέσυραν ξαφνικά το πρωτόκολλο εγγυήσεως που είχαν φροντίσει να υπογράψουν το Νοέμβριο του 1828 και ζήτησαν από τους Έλληνες να αποσύρουν το στρατό τους από τη Στερεά -καθότι το πρωτόκολλο εκείνο εγγυάτο μόνο τη Πελοπόννησο. Ευτυχώς ο Καποδίστριας, διακινδυνεύοντας ουσιαστικά να χάσει την υποστήριξη της Αγγλίας, αγνόησε για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά το αίτημα αυτό. Στο πλευρό του είχε τη Γαλλία που θεωρούσε την Ελλάδα θνησιγενή χωρίς τη Στερεά16. Ο Καποδίστριας ένιωθε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Τι κράτος θα ήταν αυτό με σύνορα στον Ισθμό, υποτελές στο Σουλτάνο και χωρίς δικαίωμα του λαού να έχει λόγο στην εκλογή του ηγεμόνα του; Πάνω που συζητιόταν όλα αυτά ο ρωσικός στρατός αρχίζει την νικηφόρα επέλαση τρομάζοντας τους Αγγλους που ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν τη σύνδεση της ίδρυσης της Ελλάδας με τη ρωσική νίκη. Γι αυτό και έσπευσαν να δώσουν μια λύση στο ελληνικό πρόβλημα αποδεχόμενοι τελικά την εισήγηση του Πόρου. Έτσι στις 22 Μαρτίου 1829 υπογράφτηκε από τις τρεις ∆υνάμεις το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που ρυθμίζει οριστικά το ελληνικό ζήτημα. Ηπειρωτική μεθόριος ήταν η προταθείσα γραμμή κόλπου Άρτας - κόλπου Βόλου. Περιλαμβάνονταν επίσης στα ελλη16. Α.∆ασκαλάκης, ο.π., σελ. 856. Η Γαλλία αντίθετα αγωνίστηκε πολύ για την απελευθέρωση της Στερεάς, την οποία, όπως είπαμε, θεωρούσε πολύ σημαντική: Χωρίς αυτήν η Ελλάδα θα ήταν ένα πολύ αδύναμο κράτος στη διάθεση της Βρετανίας. Γι αυτό -και για να αυξήσει τη γαλλική επιρροή βεβαίως- μετά την αποχώρηση των Τούρκων από την Πελοπόνησο, παρέμεινε τμήμα του γαλλικού στρατού για να συνεχίσει τον αγώνα στη Στερεά υπό την καθοδήγηση του Καποδίστρια (∆. ΘεμελήΚατηφόρη, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, ο.π., σελ. 80).
150
Ελένη ∆ιβάνη
νικά εδάφη η Εύβοια, οι Κυκλάδες και τα νησιά παρά την Πελοπόννησο. Πραγματικά ο ρωσικός στρατό έφτασε στις 19 Αυγούστου πολύ κοντά στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Ο στρατηγός Ντίμπιτς πίεσε τον ηττημένο Σουλτάνο να δεχτεί όλους τους ρωσικούς όρους. Έτσι με το άρθρο 10 της συνθήκης της Αδριανουπόλεως της 14 Σεπτεμβρίου 1829 η Ρωσία επέβαλε στη Πύλη να δεχτεί τη συνοριακή γραμμή κόλπου Άρτας- κόλπου Βόλου για την Ελλάδα17. Η Αγγλία θεώρησε προσβλητικό για το γόητρό της αυτό το άρθρο αλλά ο Ντίμπιτς απαίτησε να περιληφθεί18. Στην Ελλάδα τα νέα προξένησαν μεγάλη χαρά. Η θριαμβευτική νίκη των Ρώσων όμως ανησύχησε πολύ βαθιά την βρετανική ηγεσία που αποφάσισε να αγωνιστεί να αλλάξει την εδαφική συμφωνία του 1829 και να φροντίσει για τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους μικρού -για να μην απειλεί ούτε τα Επτάνησα, ούτε την Πύλη, και ανεξάρτητου, για να μην καταντήσει έρμαιο των Ρώσων19. Εν ολίγοις η επόμενη πρόταση που προώθησε η Βρετανία στη ∆ιάσκεψη περιείχε και καλά νέα -την ανεξαρτησία έναντι της αυτονομίας- και κακά -τα μειωμένα σύνορα. Η Γαλλία δέχτηκε ευχαρίστως την ανεξαρτησία αλλά όχι και τη μείωση των συνόρων20. Το παρά17. Περί της συνθήκης αυτής που συντάραξε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις επιπτώσεις της στην Ευρώπη βλ. αναλυτικά το Nicolae Ciachir, “The Adrianople Treaty (1829) and it’s european implications”, Revue des Ėtudes Sud- Est Europėenes, Tome XVII, 4, 1979, σελ. 695-713. 18. Α. ∆ασκαλάκης, ο.π., σελ. 854. Bλ. Επίσης το Barbara Jelavich, Russia’s Balkan entanglements 1806-1914, Cambridge University Press, 1991, σελ. 42-89. 19. Σε μια επιστολή του στον Αμπερντήν γράφει πολύ χαρακτηριστικά εκείνη την εποχή: «Πάει πια, αυτή είναι η πραγματικότητα. ∆εν μπορούμε να κρατήσουμε στα πόδια της την Αυτοκτρατορία ως μεγάλη δύναμη. Και μαζί τελείωσε και η ηρεμία στον κόσμο. (...) Το μόνο που θέλω είναι να απεμπλακούμε από το ελληνικό ζήτημα χωρίς να χάσουμε την τιμή μας και χωρίς να διακινδυνεύσουμε την ασφάλεια των Ιονίων Νήσων» (D.Dakin, Ο αγώνας..., σελ. 344-5). Βλ. επίσης ομιλία του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλία Αμπερντίν για την βρετανική εξωτερική πολιτική στη βουλή των Λόρδων στο ∆. Ματζουλίνου, Ιωάννης Καποδίστριας, σελ. 741. 20. Φυσικά ούτε ο Μέτερνιχ, ούτε ο Ουέλιγκτον αλλά ούτε και ο Τσάρος δέχτηκαν τις προτάσεις της γιατί καθόλου δεν ήθελαν να δουν την επιρροή της να αυξάνεται δραματικά στην Ελλάδα. Ετσι η Γαλλία αναγκάστηκε τελικά να αποδεχτεί τις
Ο αγώνας του Ιωάννη Καποδίστρια για τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων
151
δοξο είναι ότι την βρετανική πρόταση δέχτηκε τελικά ο Νικόλαος αφενός γιατί ήταν κουρασμένος πια από τις ατελείωτες αυτές διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα, και αφετέρου γιατί έχοντας πια όλες τις δάφνες της νίκης μπορούσε να αποσπάσει από το Σουλτάνο όλα τα εμπορικά προνόμια που επιθυμούσε για τη χώρα του21. Για την Ελλάδα είχε αγωνιστεί αρκετά -άλλωστε τα μικρά σύνορα θα την έκαναν πιο ευάλωτη και θα έπεφτε ευκολότερα στα χέρια του. Έτσι στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 τα τρία ιδρυτικά πρωτόκολλα ανακηρύσσουν την Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος με μοναρχικό πολίτευμα και σύνορα που δεν περιλαμβάνουν την Ακαρνανία και τμήμα της Αιτωλίας αλλά με την Εύβοια, τη Σκύρο και τις Κυκλάδες22. Το δεύτερο όριζε βασιλιά της Ελλάδας τον Λεοπόλδο του Σαξ Κοβούργου και το τρίτο όριζε τα δικαιώματα των καθολικών στην Ελλάδα, κατά γαλλική απαίτηση23. Η χάραξη της γραμμής βρετανικές προτάσεις. 21. Εννοείται ότι σ’ αυτήν την κατεύθυνση υπερθεμάτιζε η Αυστρία ( Α. ΠρόκεςΟστεν , Ιστορία της επαναστάσεως των Ελλήνων κατά του οθωμανικού κράτους εν έτει 1821 και της ιδρύσεως του ελληνικού βασιλείου διπλωματικώς εξεταζομένη, τ. ΙΙ, Αθήνα, 1869, σελ. 372). 22. Την οριοθέτηση αυτή βρήκαν εξοργιστική όχι μόνο οι ενδιαφερόμενοι Ελληνες αλλά και Βρετανοί, όπως ο στρατηγός Τσώρτς, ο οποίος έστειλε πολυσέλιδο υπόμνημα στη βρετανική βουλή και τον υποψήφιο βασιλιά Λεοπόλδο σχετικά με το συνοριακό πρόβλημα (R. Church, Observations on an eligible line of frontier of Greece, London, 1930), ο ιστορικός Φίνλεϋ (Βλ. Γ. Φίνλεϋ, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, επιμ. Τάσου Βουρνά, τ. ΙΙ, Αθήνα, 1954, σελ. 215) κλπ. 23. Το μεγαλύτερο κομμάτι των ελλήνων καθολικών, που υπολογίζονταν γύρω στις 30.000, ήταν απόγονοι δυτικών οικογενειών που παρέμειναν από την εποχή των σταυροφόρων ή της Φραγκοκρατίας, από Βενετσιάνους ή Γενοβέζους ή και από κολλήγους συνδεδεμένους με αυτούς. Ηδη στη δεκαετία του 1830 ο αριθμός τους είχε αρχίσει να μειώνεται δραστικά στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο και σε μικρότερο βαθμό στην Ανδρο και την Πάρο, όπου υπήρχαν ενορίες ολόκληρες στο παρελθόν. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν κυρίως στα νησιά και δη στη Νάξο, στην Τήνο, όπου η βενετική κυριαρχία ήταν πιο μακρόχρονη, στη Σύρο, λιγότερο στη Σαντορίνη κλπ. Οσο διαρκούσε η Τουρκοκρατία, οι καθολικοί τελούσαν υπό γαλλική προστασία. Η Γαλλία δαπανούσε μάλιστα σημαντικά ποσά για συντήρηση εκκλησιών, μοναστηριών κλπ. Στη συνέχεια η Γαλλία παραιτήθηκε της προστασίας τους υπέρ του ελληνικού κράτους, εξασφαλίζοντας όμως την ελεύθερη λατρεία για τους καθολικούς. (Φ. Τιρς, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, ο.π., σελ. 155-7. Ο σ. σημει-
152
Ελένη ∆ιβάνη
θα γινόταν από τους εκπροσώπους των ∆υνάμεων εντός εξαμήνου από την υπογραφή. Η Πύλη αναγκαστικά αποδέχτηκε την ανεξαρτησία της Ελλάδας Ο Καποδίστριας όμως πραγματικά αγανάκτησε με τη νέα τροπή των πραγμάτων. Ήταν πεπεισμένος ότι οι ξένοι ήθελαν να υποβιβάσουν τη χώρα σε αποικία24. Το χειρότερο είναι ότι αυτός έγινε τελικά ο αποδέκτης της ογκούμενης δυσαρέσκειας των οπλαρχηγών και του λαού της ∆υτικής Ελλάδας, που πίστευαν ότι δεν χειρίστηκε καλά το εδαφικό ζήτημα25. Μαζί μ’ αυτούς διαμαρτύρονταν και όλοι όσοι του καταμαρτυρούσαν δικτατορικές τάσεις και πολιτικό αυταρχισμό26. Ο Καποδίστριας αποδέχτηκε αναγκαστικά το πρωτόκολλο αλλά δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Άρχισε αντίθετα έναν συστηματικό ανένδοτο αγώνα για διεύρυνση των συνόρων. Αρχικά δήλωσε στη ∆ιάσκεψη διπλωματικά ότι μόνο η Εθνοσυνέλευση ήταν σε θέση να επικυρώσει οριστικές συμφωνίες. Έτσι άφησε μια πόρτα ανοιχτή για την περίπτωση που οι συνθήκες επέτρεπαν βελτίωση. Στη συνέχεια δεν δέχτηκε να αποσύρει αμέσως τον ελληνικό στρατό από τα μέρη που έμειναν εκτός συνόρων με τη δικαιολογία ότι ούτε οι Τούρκοι είχαν φύγει ακόμα από την Αττική και την ώνει ότι οι καθολικοί επίσκοποι προέρχονταν σχεδόν πάντα από την Ιταλία και οι μαθητές εκπαιδεύονταν κατά το ιταλικό μοντέλο). Την επανάσταση και την ανεξαρτησία της Ελλάδας οι καθολικοί την είδαν με κάποια επιφύλαξη αφού θεωρούσαν ασφαλέστερες τις συνθήκες ζωής τους μέσα στο πλαίσιο της πολυθρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ανάλογη ήταν και η αντιμετώπιση των Εβραίων που ζούσαν στα τμήματα που σταδιακά εντάχθηκαν στην Ελλάδα. Η στάση αυτή αποδεικνύει ότι η κυρίαρχη ταυτότητα στα Βαλκάνια της εποχής εκείνης ήταν η θρησκευτική (βλ. Charles Frazee, «The greek catholic islanders and the revolution of 1821», East European Quarterly, 1979, XIII, 3, σελ. 315-26. 24. Π. Πετρίδης, «Η εξωτερική πολιτική του Κυβερνήτη και η συμβολή του στην κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας 1825-1831», στο συλλογικό Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους..., σελ. 92. 25. Βλ. αναλυτικά τη διδακτορική διατριβή του Σ. Παπαδόπουλου, Η επανάσταση στην ∆υτική Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, 1962, ιδίως 114 επομ. 26. Τις περισσότερες κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εναντίον του Καποδίστρια βλ. στο F. Thiersch, De l’ état actuel de la Grèce et des moyens d’ arriver a sa restauration, vol. I, Leipzig, 1833.
Ο αγώνας του Ιωάννη Καποδίστρια για τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων
153
Εύβοια. Τόνισε δε στις ∆υνάμεις ότι θα υπήρχε σε λίγο πολύ σοβαρό πρόβλημα με τους πρόσφυγες που θα συνέρρεαν27. Έβαλε επίσης στο παιγνίδι και τον μελλοντικό βασιλιά Λεοπόλδο ενημερώνοντάς τον για τα προβλήματα που θα είχε μια χώρα με τόσο στενόχωρα σύνορα. Ο Λεοπόλδος πείστηκε και ζήτησε αμέσως από τον Αμπερντίν να συμπεριλάβει και την Κρήτη στο νέο κράτος μαζί με στρατιωτικές και οικονομικές εγγυήσεις. Στις 24 Φεβρουαρίου 1830 όμως οι ∆υνάμεις θεώρησαν ‘αυθάδη’ τα αιτήματα του, και τον πίεσαν να αποδεχτεί το στέμμα χωρίς άλλες απαιτήσεις28. Αυτός το αποδέχτηκε πράγματι αλλά με την ενθάρρυνση του Καποδίστρια συνέχισε σταθερά τις πιέσεις29. Ο Καποδίστριας ευχαρίστως θα παρέδιδε τη ηγεσία της Ελλάδας στο νέο ηγεμόνα παρόλα που πολλά του έχουν καταμαρτυρηθεί επ’ αυτού. Είχε κουραστεί άλλωστε από τον οξύτατο ανταγωνισμό των αντιπάλων του που μεταχειρίζονταν όλα τα μέσα για να υπονομεύσουν τη θέση του. Ήλπιζε μάλιστα ότι ο Λεοπόλδος αφενός θα έφερνε μαζί του και τη βρετανική χρηματική και πολιτική υποστήριξη και 27. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι ο Καποδίστριας δεν έπαιζε το παιγνίδι της ανυπακοής με τις ∆υνάμεις παρά μόνο όσο ήταν απολύτως λογικό, νόμιμο και αναμενόμενο. Αντίθετα οι κάτοικοι της ∆. Ελλάδας του καταμαρτυρούσαν ότι έδειξε υπερβολική υποταγή στους ξένους, προσπαθώντας σε κάθε περίπτωση να υπακούει στα συμπεφωνηθέντα. Αν συμφωνήθηκε να εκκενώσει τη Στερεά, ήταν αποφασισμένος να το κάνει χωρίς φασαρίες. Σε όσους τον κατηγορούσαν απαντούσε ότι οι κάτοικοι δεν πρέπει να δείχνουν ανυπόταχτοι γιατί έτσι θα έδιναν λαβή να πιστέψουν για τους Έλληνες ότι δεν τηρούν τις συμφωνίες. Αυτό θα ήταν κατά τη γνώμη του το καλύτερο δώρο για τους Τούρκους που δεν ήθελαν να κάνουν καμμιά συμφωνία με τους Ελληνες ισχυριζόμενοι ότι δεν θα την τηρήσουν (Σ. Παπαδόπουλου, ο.π., σελ 153 -173. 28. ∆. Ματζουλίνου, ο.π., σελ. 732-3. 29. O Kαποδίστριας έστειλε στο Λεοπόλδο αντίγραφο της διακοίνωσης των τριών αντιπρέσβεων αλλά και της δικής του απάντησης προς αυτούς καθώς και το υπόμνημα της Γερουσίας σχετικά με τα εθνικά δίκαια, έτσι ώστε να ενημερωθεί σφαιρικά και να μπορεί να τα στηρίξει και ο ίδιος με επιχειρήματα. Λεπτομέρειες βλ. στο Θανάση Χρήστου, Τα σύνορα του ελληνικού κράτους και οι διεθνείς συνθήκες (1830-1947), τ. Πρώτος, Τα πρώτα σύνορα του ελληνικοού κράτους (1830-1832), εκδ. ∆ημιουργία, Αθήνα, 1999, σελ. 29-32. Τους όρους του Λεοπόλδου βλ. στο Α. ∆ασκαλάκη, ο.π., σελ 1014-18.
154
Ελένη ∆ιβάνη
αφετέρου θα συντελούσε στην κατάπαυση του εμφυλίου. Άρχισε λοιπόν αλληλογραφία μαζί του για να τον ενημερώσει για την πραγματική κατάσταση της χώρας, έτσι ώστε να απαιτήσει από τις ∆υνάμεις τα απαραίτητα για την επιβίωσή της. ∆υστυχώς έτσι φούντωσε την οργή των εχθρών του στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Όλοι πίστευαν ότι ο κυβερνήτης πολεμάει ύπουλα τη λύση Λεοπόλδου για παραμείνει ο ίδιος ισόβιος ηγέτης της Ελλάδας30. Όμως ο παράξενος και αυταρχικός αυτός άνθρωπος ήξερε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτα πια στη χώρα του με τόση εχθρότητα που είχε καταφέρει να ξεσηκώσει από τόσες πολλές κατευθύνσεις. Κι αν τελικά ο Λεοπόλδος έφτασε να παραιτηθεί από το θρόνο της Ελλάδας δεν ήταν εξαιτίας του Καποδίστρια αλλά εξαιτίας των μεγάλων προβλημάτων που θα αντιμετώπιζε σ’ αυτή τη φτωχή χώρα με τόσο μειωμένα σύνορα31. Αυτοί οι προβληματισμοί οδήγησαν τελικά το Λεοπόλδο στην οριστική άρνηση την 9/21 Μαίου 1830 -μια άρνηση που ίδιος συνέδεσε με το εδαφικό πρόβλημα. Ο Καποδίστριας μετά και από τη γνωστοποίηση των επιστολών που έστειλε στον Λεοπόλδο, φοβήθηκε ότι θα του ζητηθούν ευθύνες αλλά ευτυχώς η Γερουσία ενέκρινε τη στάση του32. 30. Χαρακτηριστικά ο άγγλος διπλωμάτης Ντόκινς διέδιδε ότι ο Καποδίστριας προσπαθούσε να οργανώσει στα Επτάνησα αντιβρετανική εξέγερση πείθοντας και τον ήδη αρνητικό Ουέλινγκτον ότι κινδύνευε βρετανικό έδαφος (D.Dakins, Ο αγώνας..., σελ. 355) 31. Ακόμα κι ο βρετανός στρατηγός Τσώρτς του έγραψε τότε ένα πικρό γράμμα επικρίνοντας το πρωτόκολλο που στερούσε την Ελλάδα από τη δυτικές περιοχές που ο ίδιος είχε αποσπάσει από τους Τούρκους. Ο στρατηγός πίστευε ότι η καλύτερη συνοριακή γραμμή ήταν η γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Στην περιοχή αυτή είχαν ήδη εγκατασταθεί ελληνικοί πληθυσμοί από βορειότερες περιοχές σχηματίζοντας πολυάριθμα χωριά σε μέρη που πριν το 1829 ήταν έρημα. Πώς θα τους επιβάλλουμε πάλι τον τουρκικό ζυγό; κατέληγε αγανακτισμένος ο Τσώρτς (D.Dakin, Ο αγώνας..., σελ.356-7). 32. Εγγραφα που φωτίζουν πολύ τη σχέση Καποδίστρια - Λεοπόλδου βλ. στο C.W. Crawley, John Capodistrias unpublished documents, Institute for Balkan Studies, 1970, ολόκληρo. O σ. πιστεύει ακράδαντα ότι ο κυβερνήτης δεν ήθελε να δυναμιτίσει τη λύση Λεοπόλδου. Είχε καλές προθέσεις αλλά έκανε κάποιους άτσαλους χειρισμούς. Αντίθετα άλλοι ιστορικοί πιστεύουν στην ενοχή του (Βλ.E. Driault- M. LHeritier, Histoire diplomatique de la Grèce, vol. II, Paris, 1925, σελ. 10-31).
Ο αγώνας του Ιωάννη Καποδίστρια για τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων
155
Ενώ όμως στο εσωτερικό της Ελλάδας η διαμάχες μεταξύ καποδιστριακών και αντικαποδιστριακών είχαν φτάσει στο απροχώρητο, στην ευρωπαϊκή σκηνή άρχισαν να εμφανίζονται κάποιες θετικές για την ελληνική υπόθεση εξελίξεις. Στα τέλη Ιουλίου του 1830 λαϊκή επανάσταση ανέτρεψε τους συντηρητικούς Βουρβώνους και ανέβασε στο γαλλικό θρόνο τον φιλελεύθερο Λουδοβίκο-Φίλιππο. Ακολούθησαν οι εξεγέρσεις των Ιταλών, των Πολωνών και των Βέλγων. Η Ευρώπη είχε δηλαδή μεγαλύτερα προβλήματα από το ελληνικό, γι αυτό και η ∆ιάσκεψη σταμάτησε για λίγο την αναζήτηση νέου ηγεμόνα αλλά και η επιτροπή χάραξης των ελληνικών συνόρων ποτέ δεν άρχισε το έργο που της είχε ανατεθεί33. Το θετικότατο για την Ελλάδα ήταν ότι ο νέος γάλλος ηγέτης ήταν φιλέλληνας και αποφάσισε να στηρίξει την Ελλάδα διορίζοντας τον εμπειρότατο Ταλεϋράνδο στη διάσκεψη του Λονδίνου34. Θετικές αλλαγές σημειώθηκαν και στην Βρετανία. Τη θέση του Ουέλινγκτον πήρε το φιλελεύθερο κυβερνητικό σχήμα Γκρέη -Πάλμερστον35. Έτσι η νέα σύνθεση εκπροσώπων των ∆υνάμεων, δηλαδή οι Ταλεϋράνδος, Πάλμερστον και Ματούστζεβικ, μετά από μακρές συνομι33. Κ. Μένδελσον-Μπαρτόλδυ, Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, τ. ΙΙ, Αθήνα, 1876, σελ. 313. 34. Σχεδόν όλη η κυβέρνηση του τέως δούκα της Ορλεάνης ήταν φιλέλληνες. Πολλά προσέφερε ο γνωστός φιλέλληνας Εϋνάρδος (Σ. Θεοτόκη, Αλληλογραφία Καποδίστρια - Εϋνάρδου 1826-1831, Τ. Α-Β, Αθήνα, 1930). 35. Ο Πάλμερστον γνωστοποίησε αμέσως στον βρετανό αντιπρέσβυ στο Ναύπλιο ότι οι προστάτιδες σκέπτονται την επέκταση των ελληνικών συνόρων και του ανέθεσε να συμβουλέψει ιδιωτικά τον Καποδίστρια να μην προβεί στην εκκένωση της Αιτωλοακαρνανίας (Ε. Πρεβελάκης, «Ο διακανονισμός της Κωνσταντινουπόλεως 9/21 Ιουλίου 1832», Μνημοσύνη, 1974-5, 5, σελ. 201-83). Ηταν άλλη μια παρτίδα στο σκάκι που έπαιζαν οι Ρώσοι με τους Αγγλους. Η Margaret Lamb (“Writing up the Eastern Question in 1835-1836”, International History Review, 1993, XV, 2, σελ. 239268) υποστηρίζει ότι εκείνη την εποχή η Ρωσία είχε γίνει πιο απειλητική για τα βρετανικά συμφέροντα γιατί αναβάθμισε τη θέση της στην Κασπία θάλασσα, πράγμα που μεταφραζόταν σε απειλή του δρόμου των Ινδιών και δυνητική υπονόμευση του ελέγχου της Περσίας. ∆εν μπορούσε λοιπόν να της επιτρέψει η Μεγάλη Βρετανία να πάρει κι άλλους πόντους στην ελληνική υπόθεση.
156
Ελένη ∆ιβάνη
λίες, υπέγραψαν στις 14/26 Σεπτεμβρίου 1831 νέο πρωτόκολλο για το ελληνικό θέμα. Το πρωτόκολλο αυτό ζητούσε βελτίωση της συνοριακής γραμμής μετά από διαπραγματεύσεις με την Πύλη36. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ήταν ότι οι αποφάσεις περί συνόρων που είχαν ληφθεί το Φεβρουάριο ήταν -υποτίθεται- οριστικές και αμετάκλητες. Πώς θα μπορούσαν οι ∆υνάμεις να δικαιολογήσουν την διεύρυνση που είχαν αποφασίσει; Ο Ταλεϋράνδος έδωσε τη λύση. Οι πρέσβεις πήραν εντολή να ισχυριστούν στον Σουλτάνο ότι τα αρχικά σύνορα είχαν χαραχτεί επί λανθασμένου χάρτου με αποτέλεσμα να είναι εναντίον πάσης γεωγραφικής και φυσικής διαιρέσεως της χώρας. Με τη δικαιολογία αυτή αποφάσισαν ως επιβαλλόμενη γραμμή ασφαλείας την γραμμή κόλπου Άρτας - κόλπου Βόλου. Στην περίπτωση που οι Οθωμανοί έφερναν αντίρρηση, οι πρέσβεις θα τους υπενθύμιζαν α) ότι τα εδάφη αυτά είναι άγονα και με πολεμοχαρείς κατοίκους και β) ότι αυτή ακριβώς τη συνοριακή γραμμή είχε δεχτεί η Πύλη με τη συνθήκη της Αδριανουπόλεως37. Τέλος η ∆ιάσκεψη ειδοποίησε τους πρέσβεις να αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις μόνο αφού φτάσει εκεί ο Σ. Κάνιγκ, που είχε εμπειρία ως προς το ελληνικό συνοριακό ζήτημα. Εν τω μεταξύ στο εσωτερικό της Ελλάδας τα πράγματα χειροτέρευαν συνεχώς. Ο κυβερνήτης προσπαθώντας να εφαρμόσει το πρόγραμμά του (διοικητική διαίρεση της χώρας, αναδιανομή της γης σε ακτήμονες κλπ) και να περιορίσει τη δύναμη των τοπικών αρχηγών και τις πελατειακές σχέσεις, έδωσε λαβή στους αντιπάλους του να τον πολεμήσουν ανοιχτά, προκαλώντας ταυτόχρονα άμεση ανάμιξη 36. Αναλυτικά το κείμενο περί οροθεσίας βλ. στο Θανάση Χρήστου, Τα σύνορα του ελληνικού κράτους και οι διεθνείς συνθήκες, σελ. 38-43. 37. Το επιχείρημα είχε ακριβώς ως εξής: «Η Αιτωλία και Ακαρνανία εισίν άγονοι και πτωχαί χώραι, ων ο ευάριθμος αλλά πολεμικός λαός ουδέποτε υπετάχθη καθ’ ολοκληρίαν εις την εξουσίαν της Πύλης. Η κτήσις των δύο τούτων επαρχιών, αντί να παρέξη εις την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν αύξησιν εσόδων ή ισχύος, δεν είναι δι’ αυτήν ει μη πηγή ανησυχίας και ταραχής, ενώ εις την ελληνικήν κυβέρνησιν ήθελε παρέξει όριον κατάλληλον, πλήρην ασφάλειαν και τα μέσα διατηρήσεως φιλικών προς την Τουρκίαν σχέσεων, αμοιβαίως απαραιτήτων» (Θ. Χρήστου, ο.π., σελ. 41).
Ο αγώνας του Ιωάννη Καποδίστρια για τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων
157
των ξένων στα εσωτερικά του ελληνικού κράτους38. Η δολοφονία του στις 27 Σεπτεμβρίου/ 9 Οκτωβρίου 1931 απέδειξε πόσο ανέφικτη ήταν η αλλαγή νοοτροπίας του ελληνικού λαού και πόσο ισχυρές ήταν οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες που τον πολέμησαν39. Μόλις έφτασε στο Λονδίνο η είδηση της δολοφονίας του Καποδίστρια από τους πολιτικούς του αντιπάλους Κ. και Γ. Μαυρομιχάλη40 η ∆ιάσκεψη πανικοβλήθηκε και έστειλε μήνυμα στην Ελλάδα ότι αναζητεί επειγόντως ηγεμόνα. 38. Την οικονομική πολιτική του Καποδίστρια βλ. αναλυτικά στο D. Loules, Τhe financial and economic policies of president Ioannis Capodistrias, 1828-1831, Iωάννινα, 1985, ολόκληρο. Βλ. επίσης το Χ. Στρατηγοπούλου, Κοινωνικο-νομικές απόψεις της διοικήσεως του Ιωάννη Καποδίστρια (1828-31), Σάκκουλας, Κομοτηνή, 1988 και το Σ. Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια: ∆ομή, οργάνωση και λειτουργία του στρατού ξηράς της καποδιστριακής περιόδου, Εστία, Αθήνα, 1986. Μια συνολική θεώρηση της καποδιστριακής περιόδου βλ. στα Α. Πρασσά επιμ., Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου Ιωάννης Καποδίστριας, 170 χρόνια μετά, 18271997, Ναύπλιο, 26-28 Σεπτεμβρίου 1997, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας, Ναύπλιο, 1998. 39. Η επικράτηση των προυχόντων που σηματοδοτήθηκε από τη δολοφονία του Καποδίστρια, παγιώθηκε αργότερα κατά την οθωνική περίοδο και σημάδεψε την εξέλιξη του ελληνικού κράτους (Γ. Κοντογιώργης, «Το κράτος του Καποδίστρια: Ιδεολογικά θεμέλια και κοινωνικές συνιστώσες», ∆ελτίο Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1986). 40. Η οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων την εποχή της επανάστασης ήλεγχε όλη τη Μάνη. Αφού έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα, διεκδίκησαν αμέσως ηγετική θέση και στην διαμορφούμενη ιεραρχία του νέου κράτους χωρίς επιτυχία. Το συγκεντρωτικό σύστημα του Καποδίστρια υπονόμευσε τα προνόμια τους και δεν τους εξασφάλισε μια κοινωνική θέση ανάλογη με αυτή που είχαν στο παρελθόν. Αυτή ήταν και η αιτία της πολιτικής τους σύγκρουσης με τον κυβερνήτη. Αναλυτικά βλ. το άρθρο του Χ. Λούκου, «Η ενσωμάτωση μιας παραδοσιακής αρχοντικής οικογένειας στο νέο ελληνικό κράτος: Η περίπτωση των Μαυρομιχαλαίων», Τα Ιστορικά, 1984,1,2, σελ. 283-96. Για την αντιπολίτευση που έγινε στον Κυβερνήτη και τα επιχειρήματα στα οποία στηρίχτηκε βλ. αναλυτικά τη μελέτη του Χ. Λούκου, Η αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη Καποδίστρια 1828-1831, Θεμέλιο, Αθήνα, 1988. Για τον αντίκτυπο που είχε στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων ο Καποδίστριας, που χαρακτηρίστηκε κατά καιρούς ήρωας και κατά καιρούς εγωπαθής, αυταρχικός και αρχομανής προδότης βλ. το ενδιαφέρον βιβλίο της Χ. Κουλούρη-Χ. Λούκου, Τα πρόσωπα του Καποδίστρια, Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας και η νεοελληνική ιδεολογία (1831-1996), Πορεία, Αθήνα, 1997. Στο βιβλίο υπάρχει επίσης πληρέστατη βιβλιογραφία για τον Καποδίστρια.
158
Ελένη ∆ιβάνη
Τελικά επελέγη οριστικά τον Φεβρουάριο του 1832 ο ανήλικος Όθωνας της ευγενούς πρωσικής δυναστείας των Βίτελσβαχ, γιος του φιλέλληνα βασιλιά Λουδοβίκου41. Έτσι στις 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832 υπογράφτηκε από τους πρέσβεις των ∆υνάμεων και την Πύλη ο διακανονισμός που θα όριζε τα νέα και οριστικά σύνορα του ελληνικού κράτους. Με το άρθρο 1 γινόταν δεκτή η παλιά γραμμή κόλπου Άρτας - κόλπου Βόλου. Η αποζημίωση που θα έδιναν οι Ελληνες στον Σουλτάνο για την μεγαλύτερη εδαφική απώλεια ανερχόταν σε σαράντα εκατομμύρια τουρκικά γρόσια. Η Σάμος, παρά την εντυπωσιακή συμμετοχή της στην εξέγερση, δεν ενσωματώθηκε τελικά στο ελληνικό κράτος. Η Πύλη ζήτησε από τους πρέσβεις να της στερήσουν τις Βόρειες Σποράδες (Σκιάθος, Σκόπελος, Ηλιοδρόμια) γιατί ήταν αναγκαίες για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας. Ζήτησε επίσης να επιβληθεί ένα είδος αποστρατικοποίησης της νέας χώρας. Οι πρέσβεις του υποσχέθηκαν να μεταβιβάσουν τις επιθυμίες του στη ∆ιάσκεψη Λονδίνου και τον ανάγκασαν να υπογράψει τη συνθήκη. Στις 18/30 Αυγούστου 1832 η ∆ιάσκεψη απέρριψε τα τουρκικά αιτήματα. Ο Καποδίστριας, παρότι νικημένος, είχε τελικά νικήσει42.
41. Οι σχετικές λεπτομέρειες ρυθμίστηκαν με τη «Συνθήκη περί Ελλάδος συνομολογηθείσα εν Λονδίνω μεταξύ των τριών ∆υνάμεων και της Βαυαρίας την 7ην Μαίου 1832», η οποία δεν παρέλειπε να τονίσει εμφατικά ότι τα σύνορα του ελληνικού κράτους ήταν ακόμα σε διαπραγμάτευση. 42. Το κείμενο αυτό βασίζεται εν πολλοίς στην μελέτη μου Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας, 1830-1947, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2000.
Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη (1803-1822) Χάρης Καραμπαρμπούνης Πρέσβης ε.τ.
Η εισήγηση αυτή περιορίζεται κυρίως στην ευρωπαϊκή δράση του Ιωάννη Καποδίστρια από το 1803 μέχρι το 1822, οπότε και απομακρύνθηκε από τη ρωσική διπλωματική υπηρεσία. Συνεπώς δεν αναφέρεται στο ρόλο του στην υπόθεση της ελληνικής επανάστασης, ούτε και στη θητεία του ως Κυβερνήτη της Ελλάδας (1828-1831). Η μόνη αναφορά σε ελληνικές υποθέσεις είναι το Επτανησιακό, ως ζήτημα όμως ευρωπαϊκής πολιτικής και αντικείμενο του Συνεδρίου της Βιέννης. Σταδιοδρομία Γεννημένος στην Κέρκυρα, με καταγωγή την ΄Ιστρια της Αδριατικής και από ευγενή οικογένεια, γραμμένη στη Χρυσή βίβλο, ο Ιωάννης Καποδίστριας, σπούδασε ιατρική στην Πάντοβα καθώς και νομικά και φιλοσοφία. Σύντομα, χάρις και στον πατέρα του Αντώνη που ήταν εκπρόσωπος της Ιονίου Γερουσίας, αναμείχθηκε με τα κοινά των Επτανήσων, που από το 1800 έχουν περάσει στη ρωσοτουρκική κυριαρχία. Στο πρωτόγνωρο αυτό πολιτειακό σχήμα, ο Κερκυραίος εκλέχθηκε το 1803 Γενικός Γραμματέας της Επτανήσου Πολιτείας, στη συνέχεια συνέβαλε στη σύνταξη του Ιόνιου Συντάγματος (1803) και αργότερα διατέλεσε έκτακτος επίτροπος για την άμυνα της Λευκάδας κατά του Αλή Πασά (1807). Τα αξιώματα αυτά έδωσαν στον Καποδίστρια την ευκαιρία να έλθει σε επαφή με τους αντιπροσώπους στο νησί και ιδιαίτερα με τον Ρώσο Πληρεξούσιο Γ. Μοτσενίγο και, σε συνδυασμό και με την άρνησή του να δεχθεί να υπηρετήσει τους Γάλλους που από το 1807 είχαν επανέλθει στο νησί, να του ανοίξουν τον δρόμο για την Αγ. Πετρούπολη.
160
Χάρης Καραμπαρμπούνης
Οι υπηρεσίες του Καποδίστρια προς τη Ρωσία δεν άργησαν να ανταμειφθούν. Το 1808, ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Ν. Ρουμάντσιεφ αφού του ανακοίνωσε την απονομή του παράσημου του Ιππότη της Αγίας ΄Αννας, τον προσκάλεσε στην Αγ. Πετρούπολη και τον διόρισε ως κρατικό σύμβουλο στο Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών. Το 1811 ο Κερκυραίος διπλωμάτης τοποθετήθηκε ως υπεράριθμος Ακόλουθος στη ρωσική πρεσβεία στη Βιέννη και το 1812 διπλωματικός σύμβουλος του διοικητή της στρατιάς του ∆ούναβη Τσιτσάγκωφ και στη συνέχεια Μπάρκλαϋ Τόλλη. Το 1813 ο Καποδίστριας εστάλη, μαζί με τον αυστριακό πρέσβη Λέμπτσελτερν, με τη συγκαλυμμένη ιδιότητα του εμπόρου, στην Ελβετία για να διευθετήσει το εκεί ακανθώδες ζήτημα. Χάρις στους εύστοχους χειρισμούς του ο Καποδίστριας έφερε σε πέρας επιτυχώς την αποστολή του, με αποτέλεσμα να αποσπάσει την ευγνωμοσύνη των Ελβετών, να παρασημοφορηθεί από πολλούς ηγεμόνες (Τσάρος, Αυστριακός αυτοκράτορας, Πρώσος βασιλιάς) και κυρίως να περιληφθεί από τον Αλέξανδρο στα μέλη της ρωσικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο της Βιέννης. Η συμβολή του ήταν καθοριστική στις τελικές αποφάσεις του για το θέμα της δημιουργίας του ανεξάρτητου κράτους των Επτανήσων, της εγκαθίδρυσης της Γερμανικής Ομοσπονδίας και της ανόρθωσης της Γαλλίας στο ευρωπαϊκό σκηνικό. Ο κερκυραίος ευπατρίδης έθεσε επίσης στον Τσάρο το ζήτημα της απελευθέρωσης των Ελλήνων, οι οποίοι «μετά τον Θεό, θεωρούν προστάτη μόνον την ομόθρησκη αυτοκρατορική Ρωσία». Επίσης, το 1815 ο Καποδίστριας ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία (μαζί με Μητροπολίτη Ιγνάτιο, ΄Ανθιμο Γαζή, Αλ. Στούρτζα) για να βοηθήσει νεαρούς έλληνες να σπουδάσουν. Επειδή τα μέλη της πρόσκεινταν στους Ρώσους, η αυστριακή αστυνομία τα παρακολουθούσε από κοντά. Μετά την επιτυχή παρουσία του Καποδίστρια στο Συνέδριο της Βιέννης, ο Τσάρος τον διόρισε το 1816 Γραμματέα επί των Εξωτερικών, αφού ο Νέσσελροντ είχε χάσει από καιρό την αυτοκρατορική εύνοια. Με τη νέα ιδιότητα, ο Καποδίστριας είχε ενεργό συμβολή στο συνέδριο ΄Ααχεν (1818) και ιδίως υπέρ της Γαλλίας, στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ (1819), στο συνέδριο του Τροππάου (1820) για την επέμ-
Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη
161
βαση στην Ιταλία και στο συνέδριο του Λάϋμπαχ για την ελληνική επανάσταση. Εκείνο το ζήτημα που πραγματικά έφερε τον Καποδίστρια σε αντίθεση με τον Τσάρο ήταν η ελληνική ανεξαρτησία που αποτέλεσε τη λυδία λίθο της μακρόχρονης συνεργασίας τους. Στο συνέδριο του Λάϋμπαχ ο Αλέξανδρος Α΄ στις συνωμοτικές θεωρίες του Μέττερνιχ, αποδοκίμασε το κίνημα του Υψηλάντη, αλλά δεν διέταξε τη βίαιη καταστολή του χάρις στην παρέμβαση του Καποδίστρια που απάλυνε κάπως τα πράγματα. Και ναι μεν πρόσκαιρα η πίεση προς τον Αλέξανδρο, σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις στο εσωτερικό για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και τις σφαγές των Χριστιανών προκάλεσε τη διακοπή των ρωσοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων λόγω άρνησης της Πύλης να παράσχει εγγυήσεις στους ομόδοξους της Ρωσίας. Αλλά βαθμιαία ο Τσάρος μεταστράφηκε, στέλνοντας τον πρεσβευτή του στη Μαδρίτη Τατίτσεφ στη Βιέννη για να εξουσιοδοτήσει τον Μέττερνιχ, που είχε αρχίσει να δείχνει προσωρινά κάποια δραστηριότητα στο ελληνικό ζήτημα, να συνεννοηθεί με την Αγγλία για τη διαπραγμάτευση με την Πύλη. ΄Ηταν φανερό ότι η διαφορετική πολιτική έναντι του ελληνικού ζητήματος δεν άργησε να καταλήξει σε διαφωνία των δύο ανδρών. Η επάνοδος στην αυτοκρατορική αυλή του Νέσσελροντ, που τον υπονόμευε, οδήγησε τον Καποδίστρια να ζητήσει από τον Τσάρο να τον απαλλάξει οριστικά από τα καθήκοντά του. Ο Αλέξανδρος του έδωσε άδεια απεριόριστης διάρκειας, αλλά απέφυγε να τον απολύσει από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών για να μη γίνει γνωστή η διαφωνία του. Ο Καποδίστριας εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και, σε συνεργασία με τον γνωστό τραπεζίτη Εϋνάρδο, προσπάθησε να βοηθήσει τον Αγώνα, ενισχύοντας τον φιλελληνισμό. Παράλληλα, ανέπτυξε επαφές με επιφανείς διπλωμάτες, όπως ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορδ Κάννιγκ, εξάδελφος του γνωστού άγγλου πολιτικού, γνωριμία που θα τον βοηθήσει αργότερα στην περίφημη διάσκεψη του Πόρου για τον καθορισμό των ελληνικών συνόρων (1828). Το 1826, ο Καποδίστριας υπέβαλε το 1826 σπουδαίο υπόμνημα στον νέο Τσάρο Νικόλαο Α΄, στο οποίο σε συντομία περιέγραφε τη διπλωματική του δράση μέχρι
162
Χάρης Καραμπαρμπούνης
το 1822. Την 1 Ιουλ. 1827, όταν είχε δρομολογηθεί η νέα του σελίδα στην ελληνική πολιτεία, υπέβαλε την οριστική του παραίτηση. Θεματογραφία Οι θέσεις του Καποδίστρια είναι διατυπωμένες γραπτώς με διάφορους τρόπους, ο κυριότερος των οποίων ήταν η σύνταξη αξιόλογων Υπομνημάτων και σειράς επιστολών προς τον Τσάρο (ενδιαφέρουσα είναι ακόμη και η αλληλογραφία προς τον πατέρα του). Σημαντικό είναι το περίφημο Υπόμνημα προς τον Τσάρο Νικόλαο Α΄ , με τη λήξη της διπλωματικής του ιδιότητας (1826) στην οποία εκθέτει βασικά σημεία της σταδιοδρομίας. Ωστόσο υπάρχουν πολλές πτυχές της σταδιοδρομίας που είτε αποκρύπτονται είτε περιγράφονται ελλιπώς, όπως τα θέματα της ελληνικής επανάστασης. Από τη σειρά και μόνο των περίφημων Υπομνημάτων αποτελεί ένα πανόραμα της τότε ευρωπαϊκής και διεθνούς επικαιρότητας. ΄Ετσι, επιχειρώντας μια αποτίμηση ενός καταλόγου 44 Υπομνημάτων, διαπιστώνουμε ότι αφιέρωσε: ∆έκα υπομνήματα για την Ελλάδα και Επτάνησα: Ιστορικές τύχες της Επτανήσου ∆ημοκρατίας 1799/Υπόμνημα για την κατάσταση των Ελλήνων 1811/Η διευθέτηση του επτανησιακού ζητήματος 1814/Η ιδέα εγκαταστάσεως του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας στα Επτάνησα 1814/ Αιτήματα των Ελλήνων οπλαρχηγών στα νησιά του Ιονίου 1814/ Παροχή βοήθειας στον Γεωργάκη Ολύμπιο 1814/΄Ιδρυσις της Φιλομούσου Εταιρείας στη Βιέννη για τη στήριξη της παιδείας στην Ελλάδα 1814/∆ιαπραγματεύσεις για τα Ιόνια νησιά/Κατάσταση της Επτανήσου 1815/ Οι ωμότητες των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη 1821/Η Ελληνική Επανάσταση 18121 Εννέα υπομνήματα για διάφορα ευρωπαϊκά ζητήματα (Ελβετία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία): Η λύση του ελβετικού ζητήματος 1814/ ∆ιαπραγματεύσεις για το Ελβετικό ζήτημα 1815/ Μακρά ασχόλησις με το Γερμανικό πρόβλημα/Περί της Γερμανικής αυτοκρατορίας 1815/Απόψεις για την ιταλική χερσόνησο/Εσωτερική κατάσταση της Ισπανίας και οι αποικίες της στη Νότιο Αμερική 1815/ ∆ιευθέτηση διαφορών μεταξύ Βραζιλίας (Πορτογαλίας) και Ισπανίας
Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη
163
1816/Εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Πολωνίας και Πρωσίας 1816/Θέματα της Πολωνικής ∆ίαιτας 1818) Οκτώ υπομνήματα για την πολιτική της Ρωσίας στην Ανατολή :Μέσα για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας και Τουρκίας 1812/ Στατιστική και εμπορική μελέτη για την Κριμαία/Στρατιωτικός αντιπερισπασμός στη Νότια Ευρώπη σε περίπτωση πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας 1811/Τρόπος προελάσεως του ρωσικού στρατού προς την Κωνσταντινούπολη, ώστε οι Τούρκοι να υποχρεωθούν να συμμαχήσουν με τη Ρωσία ή να αδρανοποιηθούν 1812/Ρύθμισις παραλιακών ασιατικών εδαφών μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1818/Εξωτερική πολιτική της Ρωσίας ενόψει του Συνεδρίου του ΄Ααχεν 1818/ ΄Αμεση πολεμική δράση της Ρωσίας στη Βαλκανική 1821/ Η πολιτική της Ρωσίας έναντι της Τουρκίας 1822) Επτά υπομνήματα για τα Συνέδρια Ειρήνης: Η ανακωχή με τον Ναπολέοντα 1813/ Η Ανάλυση της συνθήκης των Παρισίων 1814/Αποκατάσταση της Γαλλίας ως κυριάρχου κράτους με την ήττα του Ναπολέοντος 1815/ Η εδαφική ακεραιότητα της Γαλλίας 1815/ Εδαφικές ρυθμίσεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας 1815/ Κατάσταση διαμορφωθείσα στην Ευρώπη μετά τις συνθήκες Βιέννης και Παρισίων 1815/ Συμπεράσματα και κρίσεις για το Συνέδριο του ΄Ααχεν 1818 ΄Εξη υπομνήματα για τα Βαλκάνια: Στατιστική μελέτη Μολδαβίας και Βλαχίας/∆ημόσια εκπαίδευση στο Βουκουρέστι/Εμπορική κατάσταση της Ανατολής και νέοι εμπορικοί δρόμοι/Απόψεις για τον Αλή πασά Τεπελενλή/Η θλιβερή κατάσταση των Σέρβων 1812/ Η αναδιοργάνωση της ρωσοκρατούμενης Βεσσαραβίας 1822) Τρία υπομνήματα για διάφορα άλλα διεθνή ζητήματα: Σύνοψη ιστορική περί της ενεστώσας καταστάσεως της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας/∆ιαμάχη Ορθόδοξων και Ρωμαιοκαθολικών για τον ΄Αγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα 1818/Μέτρα εξαλείψεως της πειρατείας 1818. Πρωτοβουλίες Ο Καποδίστριας πίστευε, όπως και ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Κάσλρη, ότι η διατήρηση της ειρήνης στηριζόταν, μεταξύ άλλων,
164
Χάρης Καραμπαρμπούνης
στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και ισορροπία δυνάμεων, αλλά και στα δικαιώματα των λαών. Η πολιτική αυτή δεν ήταν πάντοτε σύμφωνη με τις αντιλήψεις και τις αποφάσεις του Τσάρου, ωστόσο ο ΄Ελληνας διπλωμάτης είχε το σθένος να τις προβάλει και να τις υποστηρίξει με ισχυρή επιχειρηματολογία. Και μόνον όταν οι απόψεις του και οι πεποιθήσεις του ήταν σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική της Ρωσίας, όπως στην περίπτωση της ελληνικής επανάστασης, δεν δίστασε ο Καποδίστριας να διαφωνήσει με τον Αλέξανδρο Α΄ και να υποβάλει την παραίτησή του από τη θέση του Γραμματέα των Εξωτερικών. Ας δούμε ειδικότερα μερικές από τις περιπτώσεις αυτές κατά χρονολογική τάξη. 1) Αρχίζουμε από την υπόθεση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, που είχε τερματίσει τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806-1812 και που έδινε τη Βεσσαραβία στη Ρωσία και τη Μολδοβλαχία στην Τουρκία. Ο Καποδίστριας, από τη θέση του διπλωματικού συμβούλου του διοικητή της στρατιάς του ∆ούναβη, ζήτησε την καταγγελία της συνθήκης αυτής, λόγω παρασπονδίας της Τουρκίας (που μάλιστα εξακολουθούσε να παραμένει πιστή στον Βοναπάρτη) και την αντικατάστασή της από νέο διακανονισμό, που θα ανακήρυσσε σε ομόσπονδες ηγεμονίες τη Μολδοβλαχία και τη Σερβία. Παράλληλα εργάστηκε επιτυχώς και για την ανάπτυξη της Βεσσαραβίας. Ο Τσάρος απέρριψε το σχέδιο, φοβούμενος νέα πολεμική εμπλοκή και υποκίνηση επαναστατικών κινήσεων και περιορίστηκε να πιέσει την Πύλη στην εφαρμογή της συνθήκης, κρατώντας ως ενέχυρο τα φρούρια της Μαύρης Θάλασσας που όφειλε να εκκενώσει. Αλλά η πολιτική αυτή όχι μόνο έκαιγε τις γέφυρες της συνεννόησης με την Πύλη, ενώ δεν απέτρεψε νέες πολεμικές περιπέτειες, αφού η Τουρκία ήταν εκείνη που τελικά κατήγγειλε τη συνθήκη του Βουκουρεστίου και ανακατέλαβε την Σερβία. Ακολούθησε περίοδος ψυχοφθόρων σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, έως ότου ο πόλεμος του 1828 και η συνθήκη της Αδριανούπολης του 1829 έδωσαν λύση σε αρκετά βαλκανικά ζητήματα, δικαιώνοντας κατά κάποιο τρόπο τις επιφυλάξεις του Κερκυραίου διπλωμάτη. 2) Το 1814 ο Τσάρος ανέθεσε στον Καποδίστρια μυστική αποστολή στην Ελβετία, προκειμένου να την αποσπάσει από τη γαλλική επιρροή και να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία και ουδετερότητά της, ενάντια
Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη
165
στην πολιτική του Μέττερνιχ, που επιδίωκε απλώς την εγκαθίδρυση στην Ελβετία φιλοαυστριακής κυβέρνησης, και την εξασφάλιση άδειας διέλευσης των αυστριακών στρατευμάτων από την ελβετική επικράτεια εναντίον της Γαλλίας. Ο Καποδίστριας συνυπέγραψε μεν με τον αυστριακό απεσταλμένο κοινή δήλωση για τη διέλευση των στρατευμάτων αυτών, αλλά, όπως εξήγησε στον «έκπληκτο Τσάρο», η ενέργεια αυτή απέβλεπε στο να εκθέσει τους Αυστριακούς στα όμματα των Ελβετών ως «εισβολείς», ενώ θα μπορούσε ευχερώς να αποδοκιμαστεί από τον Τσάρο, αφού προήλθε από μυστικό πράκτορα και όχι από επίσημο εκπρόσωπο της Ρωσίας. Η πρωτοβουλία αυτή, ασφαλώς, είχε θετικό αντίκτυπο, αφού ο Καποδίστριας, που στο μεταξύ διορίστηκε ΄Εκτακτος Απεσταλμένος και Πληρεξούσιος του Τσάρου στην Ελβετία, διέσωσε πολλά ελβετικά καντόνια από το γαλλικό και αυστριακό δόκανο, φέροντας με επιτυχία σε πέρας το εγχείρημα της ίδρυσης της ελβετικής ομοσπονδίας. 3) Μετά την επιτυχή έκβαση του ελβετικού ζητήματος ο Καποδίστριας κλήθηκε από τον Τσάρο να συμμετάσχει στη ρωσική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο της Βιέννης. Οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε είχαν καθοριστικό χαρακτήρα, αφού αφορούσαν καίρια θέματα της επικαιρότητας, όπως το γερμανικό, το γαλλικό και το επτανησιακό. Συγκεκριμένα διαβλέποντας ότι υπήρχαν πολλές εκκρεμότητες που μπορούσαν να δημιουργήσουν εμπόδια στην επίτευξη λύσης, πρότεινε να μην αναμένεται η επίτευξη συμφωνίας για το σύνολο των ζητημάτων, αλλά να κλείνεται ειδική συνθήκη αμέσως μετά τη συμφωνία για τα βασικά στοιχεία ενός ζητήματος, σύμφωνα με την αρχή της χωριστής συμφωνίας. Η πρόταση αυτή αποδείχθηκε σωτήρια, γιατί, η απόδραση του Ναπολέοντα από την ΄Ελβα (1815) μπορούσε να δημιουργήσει ρήγματα στο οικοδόμημα της Βιέννης, αλλά ο κίνδυνος αυτός αποφεύχθηκε, αφού, χάρις στην τακτική του Καποδίστρια, τα περισσότερα από τα ευρωπαϊκά ζητήματα είχαν ήδη επιλυθεί. 4) Ειδικότερα, όσον αφορά τη Γερμανία, είχε μεν αποκλειστεί η ενοποίησή της με την ίδρυση της Γερμανικής Ομοσπονδίας, αλλά η Αυστρία εξακολουθούσε να επιδιώκει τον ρόλο της αποκλειστικής προστάτιδας δύναμης γερμανικών κρατιδίων, παραμερίζοντας την
166
Χάρης Καραμπαρμπούνης
Πρωσία. Ο Καποδίστριας δεχόταν την ομοσπονδιακή μορφή της Γερμανίας με την πρωτοκαθεδρία της Αυστρίας, προκειμένου να την απομακρύνει και από τη διεκδίκηση των Επτανήσων. Παράλληλα, όμως, υποστήριζε τα πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα της Ομοσπονδίας, η οποία θα πρέπει να είναι πραγματικά ανεξάρτητη, δηλαδή «να μπορεί να κηρύσσει πόλεμο και να συνάπτει ειρήνη, να αποφαίνεται σχετικά με τις έριδες ανάμεσα στους ηγεμόνες, να εγγυάται την τήρηση των τοπικών Συνταγμάτων…..». Μερικές από τις θέσεις αυτές απηχούσαν και την τελική ρύθμιση για τη Γερμανία και με τον τρόπο αυτό, παραμερίζονταν οι μακροχρόνιες έριδες ανάμεσα στους τοπικούς ηγεμόνας, διασφαλιζόταν η ειρήνη στη Γερμανία και κυρίως αποκαθίστατο η ισορροπία δυνάμεων στην κεντρική Ευρώπη. 5) Επίσης ο Καποδίστριας θεωρώντας απαραίτητη τη διαφύλαξη της ρωσογαλλικής φιλίας, υπεραμύνθηκε της Γαλλίας. Αφού αρχικά επισήμανε τους σκοπούς του πολέμου κατά του Ναπολέοντα (απελευθέρωση της Γαλλίας από τον Βοναπάρτη, επαναφορά του παλαιού καθεστώτος, συμμαχική κατοχή, θέσπιση εγγυήσεων κατά Γαλλίας, χρηματική αποζημίωση), υποστήριξε ότι η Γαλλία δεν ήταν πλέον εχθρική χώρα και συνεπώς οι όροι ειρήνης δεν έπρεπε να ιδιαίτερα επαχθείς. Οι Σύμμαχοι δέχθηκαν τα επιχειρήματα του Καποδίστρια και με τη δεύτερη συνθήκη ειρήνης των Παρισίων (1815) δεν αποσπάστηκαν γαλλικές επαρχίες από τη Γαλλία του 1789, περιορίστηκε η πολεμική αποζημίωση- για την καταβολή της οποίας ορίσθηκε στρατός κατοχής 3-5 ετών- και μόνο επιστράφηκαν τα καλλιτεχνήματα που είχαν αφαιρεθεί από το Ναπολέοντα. 6) Η πρώτη μεγάλη παρέμβαση του Καποδίστρια στην εξωτερική πολιτική του Τσάρου αφορούσε τη συνθήκη της Ιερής Συμμαχίας (της 26 Σεπτεμβρίου 1815), που συνομολογήθηκε με πρωτοβουλία του Τσάρου και τη συνυπογραφή του Φραγκίσκου της Αυστρίας και του Φρειδερίκου-Γουλιέλμου της Πρωσίας. Οι τρεις Αυτοκράτορες, που ανήκαν στα τρία δόγματα του Χριστιανισμού-ορθοδοξία, καθολικισμός, προτεσταντισμός- διακήρυσσαν, με χριστιανικές και βιβλικές ευχές, να ενεργούν, τόσο στη διοίκηση των κρατών όσο και στις σχέσεις τους με τις άλλες κυβερνήσεις με γνώμονα τους κανόνες της χριστιανοσύ-
Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη
167
νης, δικαιοσύνης, φιλανθρωπίας και ειρήνης. Επίσης όριζαν ότι θα έμεναν ενωμένοι, και θα πρόσφεραν σε κάθε περίπτωση προστασία και επικουρία, ως εντολοδόχοι της θείας πρόνοιας. Παρά το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι ηγεμόνες ης Ευρώπης (εκτός από τον Αντιβασιλέα της Αγγλίας και τον Σουλτάνο) προσχώρησαν στην Ιερά Συμμαχία, αυτή αποκλήθηκε από τους ηγεμόνες της Ευρώπης ως «ένα κείμενο χωρίς νόημα», «ένα ηχηρό τίποτε». Ο Καποδίστριας, που δεν συμφωνούσε με αυτήν πρωτοβουλία του Τσάρου, αποτόλμησε να αντιπροτείνει στον Τσάρο την περίληψη των υψηλών μηνυμάτων της Ιερής Συμμαχίας όχι σε κείμενο Συνθήκης, αλλά σε μια ∆ιακήρυξη αρχών, και εισακούστηκε. Λίγο αργότερα, ο Τσάρος του ανέθεσε το έργο της παρακολούθησης της Συμμαχίας, την οποία έβλεπε, όπως και τη συνθήκη της Τετραρχίας, ως όπλο καταπίεσης των λαών. Ο Καποδίστριας επεδίωξε τη σταδιακή απεμπλοκή της Ρωσίας από την Ιερά Συμμαχία και προς τούτο, δημοσίευσε το κείμενο της μέχρι τότε μυστικής συμφωνίας, ώστε να αποτελέσει μήνυμα προς όλους τους λαούς και να διευρύνει τη βάση της. Είναι η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας μιας σύμπραξης μεγάλων και μικρών κρατών και δημιουργίας μιας πανευρωπαϊκής ιδέας που θα εξασφάλιζε τη δικαιοσύνη και την ειρηνική επίλυση των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής τοποθετείται και η ρωσική πρόταση από 2 Απρ. 1816 για γενικό αφοπλισμό. Η προσπάθεια αυτή δεν τελεσφόρησε, διότι οι καιροί δεν ήσαν ώριμοι, ιδίως από την Αυστρία και την Αγγλία που έσπευσαν να απορρίψουν την ρωσική πρόταση καθώς και λόγω του αυξανόμενου συντηρητισμού του Αλέξανδρου. (7) Στην περίπτωση των Επτανήσων, ο Καποδίστριας είχε «λευκή επιταγή» από τον Τσάρο. Κατάφερε να αποκλείσει τους διάφορους μνηστήρες και κυρίως την Αυστρία την οποία έστρεψε προς την γερμανική ομοσπονδία. Τελικά διαπραγματεύθηκε επιτυχώς την ανακήρυξή τους στο «ανεξάρτητο κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών των Ιονίων Νήσων» υπό την προστασία εκείνης της χώρας που θα παραχωρούσε Σύνταγμα (με δική του Βουλή, σημαία, ένοπλες δυνάμεις, κρατική οργάνωση, πανεπιστήμιο), δηλαδή της Αγγλίας που ήδη τα κατείχε από το 1809. Αυτή η ρύθμιση προοιωνιζόταν μεν ένα ευτυχές
168
Χάρης Καραμπαρμπούνης
μέλλον τόσο για την ιδιαίτερη πατρίδα του Καποδίστρια όσο και για την υπόδουλη Ελλάδα, αλλά οι ΄Αγγλοι καταχράστηκαν την εντολή προστασίας τους και εφήρμοσαν μια αυταρχική διοίκηση για 50 περίπου χρόνια. 8) ΄Οσον αφορά το Πολωνικό προέκυψε μια διαφωνία του Καποδίστρια για το διάγγελμα του Τσάρου κατά την έναρξη των εργασιών του πρώτου πολωνικού κοινοβουλίου (σύμφωνα με το Σύνταγμα του Νοεμβρίου του 1815), στο οποίο αφηνόταν ελπίδα για την απόδοση στο μέλλον των αποσπασθέντων από τη Ρωσία πολωνικών εδαφών. Και στο σημείο αυτό, ο Κερκυραίος διπλωμάτης δικαιώθηκε, αφού η ρωσική κατοχή πολωνικών εδαφών διήρκεσε για έναν αιώνα, ακόμη και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. 9) Το 1818 πραγματοποιήθηκε στο ΄Ααχεν Ευρωπαϊκή ∆ιάσκεψη όχι με βάση το άρθρο 6 της Τετραπλής Συμμαχίας, όπως ζητούσε ο Κάσλρη, αλλά το άρθρο 5 της συνθήκης ειρήνης με τη Γαλλία, που προέβλεπε τη συμμετοχή και της Γαλλίας, όπως υποστήριξε ο Καποδίστριας. Ο Μέττερνιχ επιδίωκε την ανανέωση της Τετραρχίας, ώστε να πετύχει την παράταση της δέσμευσης της Ρωσίας και της απομόνωσης της Γαλλίας, με απώτερο σκοπό τη διάλυση της διαγραφόμενης γαλλορωσικής σύμπραξης. Ο Αλέξανδρος δέχθηκε μεν την ανανέωση της Τετραπλής Συμμαχίας, αλλά ο Καποδίστριας κατόρθωσε να ματαιώσει τα σχέδια του Μέττερνιχ, εξασφαλίζοντας τη μείωση των ιδιωτικών χρεών της Γαλλίας (δηλ. των δανείων), τη λήξη της στρατιωτικής κατοχής των 120 χιλ. ανδρών (που αρχικά ήσαν 150000, 30 χιλ. για κάθε Σύμμαχο δύναμη) και κυρίως την εισδοχή της στην Τετραρχία και την ανύψωσή της στη θέση της πρώτης ∆ύναμης, ως ισότιμο μέλος της Πενταρχίας. 10) Το 1819 συζητήθηκαν στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ οι γερμανοαυστριακές σχέσεις και κυρίως η αναπτυσσόμενη φιλελεύθερη κίνηση. Η διάσκεψη κατέληξε στη λήψη μέτρων καταστολής των φιλελευθέρων κινήσεων, ιδίως στον χώρο των Πανεπιστημίων. Ο Καποδίστριας, λόγω του ανελεύθερου χαρακτήρα των μέτρων αυτών, έπεισε τον Τσάρο να δηλώσει ότι, εάν συζητηθούν στο Κάρλσμπαντ αποκλειστικά γερμανικές υποθέσεις, η Ρωσία δεν θα συμμετείχε στη διάσκεψη,
Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη
169
γιατί το θεωρούσε παρέμβαση στα εσωτερικά της γερμανικής ομοσπονδίας και αποτελούσε παρέκκλιση από την τήρηση των συνθηκών. 11) Η αρχή της επέμβασης είχε απασχολήσει από την πρώτη στιγμή την ευρωπαϊκή διπλωματία της εποχής και είχε φέρει αντιπαράθεση την Αγγλία, που τασσόταν υπέρ επεμβάσεων μόνο σε περίπτωση γενικής αναστάτωσης της Ευρώπης από επαναστατικά κινήματα με τον Μέττερνιχ, που εναντιωνόταν αδιακρίτως σε κάθε επαναστατική κίνηση και υποστήριζε την καταστολή της με ισχυρά αστυνομικά μέτρα, ακόμη και με στρατιωτική επέμβαση. Ο Τσάρος, που ήταν επηρεασμένος από τους ναπολεόντειους πολέμους και θεωρούσε πρώτη αιτία των αναστατώσεων της Ευρώπης τη Γαλλική Επανάσταση, έκλινε προς τις αυστριακές θέσεις και απέβλεπε στη διατήρηση των καθεστώτων και της ειρήνης πάση θυσία. Αντίθετα, ο Καποδίστριας, χωρίς να αποκλίνει από την επίσημη θέση του Τσάρου, έθεσε ως κύριο μέλημα τη διάσωση της ειρήνης¸ όχι όμως με κάθε μέσο, και την πρόληψη των επαναστάσεων ως ήσσονα σκοπό. Πρέσβευε ότι η επιστροφή στο παλαιό καθεστώς και η διατήρησή του με τη βία ήταν αδύνατη λόγω του κινδύνου δημιουργίας περιπλοκών και αφορμής γενικού πολέμου. Η πρόληψη των επαναστάσεων και των ανατροπών ήταν δυνατή μόνο «με συνετούς θεσμούς, ικανούς να συνδυάσουν τα συμφέροντα των θρόνων που παλινορθώθηκαν προς τα συμφέροντα των λαών». Η ύπαρξη στα κράτη της Ευρώπης έντιμης αντιπολίτευσης θεωρείτο ωφέλιμη, τα αστυνομικά όμως μέτρα δυνατόν να ήσαν ανεπαρκή ή άστοχα. Η επέμβαση, σε περίπτωση επαναστάσεων, που πρέπει πάντως να είναι συλλογική, αποτελούσε ηθική προσβολή των κυβερνήσεων, που ήσαν ο στόχος τους. Ο Καποδίστριας εξέφραζε τις πιο φιλελεύθερες τάσεις της εποχής και προσπαθούσε να οδηγήσει τον Αλέξανδρο προς την κατεύθυνση αυτών, προς όφελος των λαών της Ευρώπης και των φιλελεύθερων πολιτικών κινημάτων των ευρωπαϊκών κρατών. 12) Η περίπτωση της επανάστασης στη Νεάπολη το 1819 αποτέλεσε το πρώτο πεδίο εκδήλωσης των διαφορετικών απόψεων για την έννοια της επέμβασης. Η Αυστρία, που είχε τον πρώτο λόγο στην Ιταλία από το συνέδριο της Βιέννης, πρότεινε τη στρατιωτική κατάληψη της Νεά-
170
Χάρης Καραμπαρμπούνης
πολης και την παλινόρθωση του βασιλιά Φερδινάνδου, απλώς με τη συναίνεση του Τσάρου σε μια προσωπική συνάντηση των δύο Αυτοκρατόρων. Ο Κερκυραίος ευπατρίδης απέτρεψε τη συνάντηση, προτείνοντας αντ΄αυτής τη σύγκληση ενός συνεδρίου των Πέντε, που θα αποφάσιζε συλλογικά, σύμφωνα με το πνεύμα των συνθηκών της Βιέννης και των Παρισίων, αλλά και θα έδινε την ευκαιρία στον Τσάρο να επαναφέρει θέματα του άμεσου ενδιαφέροντός του (π.χ. το ισπανικό). Στη διάσκεψη του Τροππάου (1819) συζητήθηκαν τα θέματα των εξεγέρσεων στην Ιταλία και Ισπανία, ενώ τέθηκαν και διάφοροι όροι για τον τρόπο εφαρμογής της αρχής της επέμβασης και τις συνέπειες στους αποκλίνοντες. Στο Τροππάου (1820), ο Καποδίστριας προσπάθησε να επαναφέρει το θέμα της γενικής Ευρωπαϊκής Συμμαχίας, προκειμένου να εναντιωθεί στις θέσεις του Μέττερνιχ, αλλά και πάλι οι καιροί ματαίωσαν τη συζήτηση 13) Στο συνέδριο του Λάϋμπαχ-σημερινή Λουμπλιάνα-του Ιανουαρίου 1821 αποφασίσθηκε τελικά η επέμβαση των Αυστριακών στη Νεάπολη. Παράλληλα έγινε γνωστό και το κίνημα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Ο Τσάρος, επηρεαζόμενος αρκετά από τον Μέττερνιχ, παραμέρισε κάπως τον Καποδίστρια, αλλά ο τελευταίος κατόρθωσε να απαλύνει κάπως τα πράγματα. Σε αυστηρή επιστολή του προς τον Υψηλάντη, που απηχούσε τις απόψεις του Τσάρου, τον αποκήρυσσε μεν από τον ρωσικό στρατό και του απαγόρευε την επιστροφή του στη Ρωσία, αλλά έδωσε πραγματική μάχη για να μην αποσταλεί βοήθεια προς την Τουρκία και να παραμείνει ουδέτερος ο ρωσικός στρατός που στάθμευε στη Μολδοβλαχία. Μηχανισμοί Ο Καποδίστριας υπηρέτησε ένα Υπουργείο Εξωτερικών, που ήταν εξαιρετικά συγκεντρωτικό και του οποίου οι ρίζες ανατρέχουν στον 16ο αιώνα. Πρώτη μορφή του ήταν η ίδρυση της λεγόμενης «Πρεσβευτικής ∆ιεύθυνσης» από το Ιβάν το ∆΄ το 1549, που ένα αιώνα αργότερα (1649) επεκτάθηκε και οργανώθηκε. ΄Οσον αφορά τη διπλωματική εκπροσώπηση οι Τσάροι προτιμούσαν τη χρησιμοποίηση διπλωματικών απεσταλμένων που προέρχονταν από την ελίτ των Βογιάρων και
Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη
171
τους οποίους εφοδίαζε με λεπτομερείς οδηγίες και αξίωνε την αυστηρή τήρησή τους (που παρακολουθούσε μέσω Μυστικής Υπηρεσίας, πρακτική που συναντούμε αργότερα και στη Σοβιετική ΄Ενωση). Η δημιουργία του πρώτου οργανωμένου διπλωματικού πυρήνα οφείλεται στον Μέγα Πέτρο, που, στο πλαίσιο μιας δυναμικής εξωτερικής πολιτικής, είχε ανάγκη να αναδιοργανώσει εκ βάθρων τον κρατικό μηχανισμό στα δυτικά πρότυπα. Στο πλαίσιο αυτό δημιούργησε το «Κολλέγιο των Εξωτερικών Υποθέσεων», που στελεχώθηκε και από ξένους διπλωμάτες, κυρίως Ολλανδούς και Γερμανούς και εγκατέστησε τις πρώτες μόνιμες πρεσβείες. Το αυτοκρατορικό Υπουργείο Εξωτερικών χρονολογείται από το 1802, αλλά ο πρώτος Υπουργός Βοροντσώφ ανήκε στο αυλικό περιβάλλον και ήταν, όπως και οι επόμενοι, υπόλογοι μόνο στον Τσάρο. Επόμενος Υπουργός ο Ρουμίντσιεφ, μετά τον οποίο ο Τσάρος ανέλαβε προσωπικά τη διαχείριση των εξωτερικών με Γραμματείς των Εξωτερικών αρχικά τον Νεσελρόντε και στη συνέχεια τον Ιω. Καποδίστρια. Ο Αλέξανδρος ήταν ο μόνος που είχε δικαίωμα και δύναμη να χαράσσει πολιτική και να παίρνει αποφάσεις, αφού το καθεστώς τον αναγνώριζε μοναδικό φορέα εξουσίας που καθόριζε τις τύχες της χώρας του. Οι λεγόμενοι Υπουργοί ήσαν απλοί Σύμβουλοι που ήσαν εκτελεστικά όργανα και που περιορίζονταν στη διατύπωση γνώμης και στην εκτέλεση αποφάσεων. Σύμφωνα με παλιό μοντέλο, την περίοδο της άφιξης του Καποδίστρια στην Αγ. Πετρούπολη το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών συνέθετε ένα «πολυεθνικό μωσαϊκό», με προβάδισμα τον πρίγκιπα Ραζουμόβσκυ, πρέσβη στη Βιέννη, τον κόμη von Stackelberg, τον Γραμματέα των Εξωτερικών Κάρολο Ροβέρτο Νesselrode-Ereshoven (γιό ευγενούς από τη Βεστφαλία), τον Πότσο ντι Μπόργκο (γεννημένο στην Κορσική), τον Πολωνό πρίγκιπα Τσαρτορίσκι, τον βαρόνος d’ Anstedt (γεννημένο στην Αλσατία) και τελευταίο τον Καποδίστρια. Μέσα σε αυτό το «οριοθετημένο» πλέγμα κλήθηκε ο Καποδίστριας να ασκήσει τα διπλωματικά του καθήκοντα, με την ιδιότητα είτε του απλού διπλωμάτη, είτε του Υπουργού Εξωτερικών. Στα πλαίσια των καθηκόντων αυτών, ο Καποδίστριας, είτε ανέλαβε δικές του πρωτο-
172
Χάρης Καραμπαρμπούνης
βουλίες, όπως στην περίπτωση της εφαρμογής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812), της διευθέτησης του ελβετικού ζητήματος, είτε διατύπωσε δικές του απόψεις, όπως στην περίπτωση της εγκαθίδρυσης της Γερμανικής Ομοσπονδίας ή της επανόδου της Γαλλίας στο ευρωπαϊκό σκηνικό, είτε διαφοροποιήθηκε από τον Τσάρο, όπως στην περίπτωση της Ιεράς Συμμαχίας και της πρόληψης των επαναστάσεων. Η «αυτονόμηση» αυτή πάντως δεν οδήγησε σε ρήξη του Τσάρου με τον Καποδίστρια, ο οποίος πάντως διατεινόταν ότι πάντα ενεργούσε με τις εντολές ή τη συνεννόηση με τον Αλέξανδρο και του οποίου την εύνοια διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της θητείας του. Ο Καποδίστριας μετέφερε την τεράστια διπλωματική του εμπειρία στην Ελλάδα, όταν ανέλαβε ως Κυβερνήτης. Ωστόσο δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι και με την νέα του ιδιότητα ο Κυβερνήτης μεταφύτεψε πολλές από τις πρακτικές και νοοτροπίες που είχε αποκτήσει στην προηγούμενη θητεία του, ενδεδυμένες με το ευρωπαϊκό του κύρος. Ο Καποδίστριας ανέλαβε αποκλειστικά τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να ζητήσει τη συνδρομή Συμβούλων. Στο συγκεντρωτικό αυτό σύστημα δεν περίσσευε κάποιος χώρος για κεντρική διπλωματική υπηρεσία. Είναι αληθές ότι στις 5 Φεβρουαρίου του 1829, ο Καποδίστριας ίδρυσε την πρώτη «Γραμματεία της Κυβέρνησης επί των Εξωτερικών και του Εμπορικού Ναυτικού», αλλά αυτό οφειλόταν σε ένα μάλλον συγκυριακό γεγονός, δηλαδή την ανάγκη ικανοποίησης του παραιτηθέντα, για λόγους εσωτερικής διαφωνίας, Γραμματέα της Επικρατείας Σπ. Τρικούπη, στον οποίο ανέθεσε και τη διεύθυνση της νεοσύστατης Γραμματείας. Αλλά και η Γραμματεία που σχηματίστηκε, θα έλεγα από «ακούσια εγκυμοσύνη», δεν άλλαξε τον τρόπο χειρισμού των εξωτερικών υποθέσεων, που, μετά την παραίτηση σύντομα του Τρικούπη από τη θέση αυτή, ξαναγύρισαν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Κυβερνήτη. ΄Οσον αφορά τη διπλωματική εκπροσώπηση στο εξωτερικό, τα χέρια του Κυβερνήτη ήσαν αρκετά δεμένα, αφού η Ελλάδα, απλώς αυτόνομη, δεν μπορούσε ακόμη να διαπιστεύει πρεσβευτές. ΄Ετσι, περιορίστηκε στην αποστολή απεσταλμένου του στο Παρίσι και ορισμένων προξένων σε λιμάνια του εξωτερικού.
Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη
173
Εικόνα Θα κλείσουμε το εισαγωγικό αυτό σημείωμα με μερικές σκέψεις για τον Καποδίστρια, που ασφαλώς δεν αποβλέπουν σε συνολική αποτίμηση του πολύπλευρης πολιτικής και διπλωματικής σταδιοδρομίας του. Είναι γνωστό ότι οι κρίσεις για τον Κερκυραίο ευπατρίδη είναι αρκετά αντιφατικές. ΄Ετσι, χωρίς να εισέλθω σε λεπτομέρειες, στην Ελβετία η εικόνα του είναι άκρως θετική. Η πόλη της Γενεύης και τα καντόνια της Λωζάννης και του Βω τον ανακήρυξαν επίτιμο πολίτη. Και ο αρχηγός της ελβετικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο των Παρισίων έλεγε «τι δυνάμεθα να πούμε για τον εξαίρετο αυτό άνδρα… .είναι ο φοίνιξ της διπλωματίας, χωρίς αυτόν το Συνέδριο της Βιέννης θα ήταν διαφορετικό, …χωρίς αυτόν η Ελβετία θα είχε εξολοκλήρου ανατραπεί …αν περάσει ποτέ από τη Γενεύη, κτυπήσατε τους κώδωνες των εκκλησιών και χαιρετίσατε την άφιξή του δια του κεραυνού του πυροβολικού μας» Αλλά και οι Γάλλοι εξυμνούσαν τη συνδρομή προς τη χώρα τους. Ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών (και μετέπειτα πρωθυπουργός) ∆ούκας ντε Ρισελιέ, όταν υπογράφηκε η σύμβαση για τη χρηματική αποζημίωση, δήλωσε στον Καποδίστρια ότι «στην ισχυρή παρέμβασή σας οφείλουμε τις ελαφρύνσεις που εξασφαλίσαμε». Και όταν ο βασιλιάς, μέσω του Ρισελιέ, πρόσφερε να ανταμείψει τον Καποδίστρια για την υποστήριξή του στο συνέδριο της Βιέννης, ο τελευταίος αφιλοκερδώς αποποιήθηκε την προσφορά και απλώς ζήτησε να λάβει τα εις διπλούν συγγράμματα των βασιλικών βιβλιοθηκών για να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη της ιδιαίτερης πατρίδας του, αίτημα που έγινε αμέσως δεκτό, αλλά δυστυχώς ουδέποτε, λόγω των εξελίξεων, υλοποιήθηκε. Αυτό παρατήρησε και ο βρετανός πολιτικός Τζ. Κάννιγκ, που χαριτολογώντας είπε στον Καποδίστρια ότι αν και εκπροσωπεί αυτοκρατορική αυλή, ωστόσο υποστήριξε τα δημοκρατικά αιτήματα των καντονίων για να λάβει την απάντηση ότι «η δημοκρατική του νοοτροπία είναι κάτι το έμφυτο, όχι το επίκτητο». Αντίθετα αρνητικά σχόλια δεχόταν ο Καποδίστριας από ευρωπαίους ιθύνοντες, όπως ο Μέττερνιχ και ως ένα βαθμό ο Κάσλρη, αλλά
174
Χάρης Καραμπαρμπούνης
οι τοποθετήσεις τους αναμφίβολα συνδέονταν και με την αντίθεση τους προς τη γενικότερη ρωσική πολιτική. Από τη μια μεριά, τον θεωρούσαν ως εκπρόσωπο του Τσάρου-αν και ενίοτε αποστασιοποιημένο- από την άλλη πλευρά, υπέβλεπαν ότι κάθε κίνησή του απέβλεπε σε απελευθέρωση της Ελλάδας, όπως τη δημιουργία της Ιόνιου πολιτείας ως προανάκρουσμα ελληνικής πολιτείας, ή την αποφυγή επίκλησης της Τετραρχίας στο ΄Ααχεν. Τέλος, σημειώνουμε την αναφορά του θιασώτη του συντηρητικού ρεαλισμού Χένρυ Κίσσιγκερ, που σημείωνε ότι ο Καποδίστριας θυσίασε πολλά πράγματα από την επαγγελματική και προσωπική ζωή του για την ελληνική υπόθεση. Ενδεικτική βιβλιογραφία • Βακαλόπουλου Απόστολου «Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και το πρώτο ελληνικό κράτος (1828-1831), εκδ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2009 • Βουρνά Τάσου «Η δολοφονία του Καποδίστρια. Το τίμημα της Ανεξαρτησίας», εκδ. Φυτράκη 1976 • ∆αφνή Γρηγορίου «Ιωάννης Α. Καποδίστριας. Η γέννηση του ελληνικού κράτους», εκδ. ΄Ικαρος, Αθήνα 1975 • ∆εσποτόπουλου Ι. Αλέξανδρου «Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η απελευθέρωση της Ελλάδας»,εκδ. Μορφωτικό ΄Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1996 • Ιδρωμένου Α.Μ. «Ιωάννης Καποδίστριας. Κυβερνήτης της Ελλάδος», εκδ. Π.∆. Σακελλάριου, Αθήνα 1900 • Καραμπαρμπούνη Χάρη «∆ια της ∆ιπλωματικής Οδού», εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήνα 2007 • Κούκκου Ελένη «Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος-ο διπλωμάτης 1800-1828, αθήνα 1978 • Λάππα Τάκη «Καποδίστριας, ο Κυβερνήτης», εκδ. Πεχλιβανίδη, • Λάσκαρι Μιχάλη «Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια», Αθήνα 1940 • Μαργέλη Κατερίνα «Οι έλληνες τον καιρό του Καποδίστρια», εκδ. ΄Ομβρος, Αθήνα 1940
Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη
175
• Πετρίδη Παύλου «Η Ευρωπαϊκή Πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια. Θέσεις και προτάσεις για μια προοδευτικότερη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη 1814-1821», εκδ. Συλλογή Αφών Τολίδη, Αθήνα 1988 • Σβολόπουλου Κωνσταντίνου «Το ιδεολογικό στίγμα του Ιωάννη Καποδίστρια», σε «Κατακτώντας την ανεξαρτησία. ∆έκα ∆οκίμια για την Επανάσταση του 1821», εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2010 • Τούντα-Φεργάδη Αρετής «Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως διπλωμάτης», εκδ. Ιω. Σιδέρη, Αθήνα 2009 • Χριστόπουλου Παναγιώτη «Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως λειτουργός της διπλωματικής υπηρεσίας της Ρωσίας», σε « 175 χρόνια διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας 1828-2003» του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών και Σπουδών Ιωάννης Καποδίστριας, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2007
Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα Γεώργιος Πουκαμισάς Πρέσβης της Ελλάδος στο Βουκουρέστι
Μετά την Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζηά (1774), η δυναμική γενέσεως του Ανατολικού Ζητήματος, τέθηκε σε κίνηση. Επιταχύνθηκε με τις Συνθήκες του Ιασίου (1792) και του Βουκουρεστίου (1812). Με την πρώτη, η Τσαρική Ρωσία έφτασε στον ποταμό ∆νείστερο, στα όρια δηλαδή των ρουμανικών χωρών, εκτοπίζοντας τους Οθωμανούς από το σύνολο της βόρειας ακτής του Εύξεινου Πόντου. Με την δεύτερη, μετακίνησε το σύνορο δυτικώτερα, στον Προύθο, και αποσπούσε έτσι την Βεσσαραβία, συστατικό μέχρι τότε τμήμα της υπό οθωμανική επικυριαρχία ηγεμονίας της Μολδαβίας. Εν τω μεταξύ, οι Σέρβοι που είχαν εξεγερθεί το 1804, υπό τον Καραγεώργη, αποκτούσαν αυτονομία, στην περιοχή γύρω από το Βελιγράδι. Η Υψηλή Πύλη, κλονιζόταν σοβαρά. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί των Βαλκανίων τελούσαν σε ένα πρωτόγνωρο αναβρασμό. Το παλιρροϊκό κύμα της Γαλλικής Επανάστασης, γνώριζε ισχυρές απηχήσεις στην οθωμανική Ευρώπη, με πρώτους απόστολους τους Ρωμιούς/Έλληνες. Θα κρατούσε ο Σουλτάνος τις κτήσεις του, και ποιά προμηνυόταν η τύχη τους; Ποιός θα επωφελείτο; Τι θα διαδεχόταν την Αυτοκρατορία σε υποχώρηση; Ποιός και με ποιό πολιτικό σύστημα κυβερνώμενος; Πόσο πιθανό ήταν η Ρωσία να βρεθεί να κρατά τα κλειδιά του Εύξεινου, ενδεχόμενο που Βρετανία και Γαλλία προσπαθούσαν να αποτρέψουν; Αυτό ήταν το νόημα και το περιεχόμενο του Ανατολικού ζητήματος, την εποχή εκείνη, αφού ο Εύξεινος είχε πάψει να είναι οθωμανική λίμνη, η Ρωσία εξορμούσε στα Βαλκάνια, και οι υποταγμένοι ορθόδοξοι λαοί δεν έμεναν αδιάφοροι στα μηνύματα που εκόμιζαν οι γαλ-
178
Γεώργιος Πουκαμισάς
λικές επαναστατικές στρατιές. Στο πλαίσιο αυτό, η Αυτοκρατορία των Αψβούργων, – που μόλις το 1806, είχε υποχρεωθεί να καταθέσει το στέμμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Γερμανικού Έθνους, – έντρομη από την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος, είχε κάνει στροφή 180ο στην πολιτική της, και από αντι-οθωμανική δύναμη, είχε μετατραπεί σε κράτος status-quo, με συμφέροντα ταυτόσημα με εκείνα της Υψηλής Πύλης. Οι Έλληνες εθνεγέρτες, υπέστησαν με τραγικό τρόπο τις συνέπειες της μεταβολής αυτής της αυστριακής πολιτικής. Πιό συγκεκριμένα, ο Metternich, ήδη από το 1808 είχε διακηρύξει ότι η διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απoτελούσε θεμελιώδες συμφέρον της Αυστρίας για τον λόγο ότι διασφάλιζε την ηρεμία στα νότια σύνορα της Αυστρίας1. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία, η αναγνωρισμένη πλέον προστάτις των Οθωμανών Ορθοδόξων, κράτος, σε αντίθεση με το κράτος των Αψβούργων, περισσότερο εθνικό παρά δυναστικό, δεν αρκείτο στα πλεονεκτήματα της Συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζά για την ναυσιπλοϊα και το εμπόριό της μέσα από τα ∆αρδανέλλια και τον Βόσπορο, αλλά φιλοδοξούσε να ελέγξει απόλυτα τον Κάτω ∆ούναβη και το ∆έλτα του, ως ενδιάμεσο σταθμό στην βασανιστική πορεία της τρίτης Ρώμης, όπως θεωρούσε εαυτήν, προς την Κων/πολη. Παράλληλα, αναπτυσσόταν ο γαλλο-αγγλικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο του εμπορίου την Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τις δύο δυνάμεις αντίθετες στην ιδέα εξώσεως των Οσμανλήδων από τον Κεράτιο, χάριν μιας δυνάμεως που δεν θα μπορούσαν να ελέγξουν. Στο παιχνίδι αυτό επιρροής στην Υψηλή Πύλη, οι Άγγλοι επέτυχαν το 1811/12 αποφασιστική διπλωματική νίκη (πρέσβυς Stratford Canning), όταν εξουδετέρωσαν την γαλλική πολιτική και έπεισαν τον Σουλτάνο, αλλά και τους Ρώσους, να συνάψουν, μετά από πολύχρονες εχθροπραξίες στον ∆ούναβη, την ειρήνη του Βουκουρεστίου, τον Μάιο του 1812, που επέτρεψε στον Κουτούζωφ να αποσύρει τις στρατιές του και να ενισχύσει την άμυνα της Μόσχας, με τα γνωστά, καταστροφικά για τον Ναπολέοντα αποτελέσματα το επόμενο φθινόπωρο. 1. H. Kissinger, «A world restored, etc.», Boston 1979, σελ. 288
Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα
179
Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, ο Κλήμης von Metternich, από την Ρηνανία, γαλλοτραφής, αναλαμβάνει τον Οκτώβριο 1809, σε ηλικία 36 ετών, Υπουργός Εξωτερικών του Αψβούργου αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄. Έκτοτε, ο Metternich αρχίζει να υφαίνει το δίχτυ που οδήγησε λίγο αργότερα στην Ιερή Συμμαχία. Στις 6 Απριλίου 1814, ο Ναπολέων παραιτείται και περιορίζεται στην Έλβα. Στο Παρίσι, εγκαθίσταται ο Λουδοβίκος 18ος, ενώ τον Σεπτέμβριο αρχίζουν οι εργασίες του Συνεδρίου της Βιέννης. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για το θέμα μας είναι, η συνομολόγηση τον Ιανουάριο 1815 μυστικής συνθήκης συμμαχίας μεταξύ Αυστρίας – Αγγλίας (όπου από τον Ιούνιο 1812, διοικεί κυβέρνηση υπό τους λόρδους Liverpool και Castlereagh), και της Γαλλίας των Βουρβώνων, προς ανάσχεση των βλέψεων Πρωσίας και Ρωσίας. Η Πρωσία, ήταν η ανατέλλουσα δύναμη στον γερμανικό χώρο, τότε υπό τους Stein και Hardenberg, με ακτινοβολία στους φιλελεύθερους, εθνικόφρονες κύκλους της νεολαίας και της διανόησης, άρα a priori ύποπτη και δυνητικά εχθρική στα μάτια του Metternich. Η Ρωσία, όπου το άστρο του Καποδίστρια είχε αρχίσει να ανατέλλει, μην έχοντας δικά της σοβαρά εθνοτικά προβλήματα, εκ του ασφαλούς μετά την εξουδετέρωση του Ναπολέοντα, θα μπορούσε ευχερέστερα, στο πλαίσιο των αντιλήψεων της πεφωτισμένης δεσποτείας που χαρακτήριζαν τότε τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, αφ΄ενός να κάνει ανοίγματα σε μετριοπαθείς δυνάμεις στην καθολική και προτεσταντική Ευρώπη, αφ΄ετέρου να ανανεώσει την πολιτική του φυσικού της πεπρωμένου, ήτοι υποστήριξη Σέρβων, Ελλήνων, Μολδαβών και Βλάχων, και συμπίεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, γιός του κόμη Αντωνιομαρία Καποδίστρια, διακεκριμένης προσωπικότητας των Ιονίων Νήσων, γεννήθηκε στην Κέρκυρα, το 1776. Τον Ιανουάριο 1809, φτάνει στην Πετρούπολη, παρουσιάζεται στον Τσάρο Αλέξανδρο, και αναλαμβάνει υπηρεσία στο Υπουργείο Εξωτερικών, όταν καγκελλάριος της Αυτοκρατορίας ήταν ο κόμις Νικόλαος Ρουμιάντσεφ. Τον Σεπτέμβριο του 1811 τοποθετείται στην Πρεσβεία Βιέννης, κατ’ επιθυμίαν του. Τέλος Μαίου 1812, μόλις είχε υπογραφεί η
180
Γεώργιος Πουκαμισάς
Συνθήκη του Βουκουρεστίου με την Τουρκία, έφτασε εκεί, ως διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του Αρχηγού του στρατού του ∆ουνάβεως, που ήταν πλέον ο ναύαρχος Τσιτσαγκώφ. Ο Αλέξανδρος, σε αναγνώριση των συντόνων προσπαθειών του Καποδίστρια, ιδίως προς την κατεύθυνση των Σέρβων, να εξηγεί την θέση της Ρωσίας, και ουσιαστικά να ασκεί παρηγοριά στους ομοδόξους των Βαλκανίων, «τους οποίους η Ρωσία για 4η φορά είχε αναγκασθεί να εγκαταλείψει στην εκδίκηση των Τούρκων και στην αξία εγγυήσεων ασθενών», όπως ο ίδιος γράφει, του απένειμε με διάταγμα από 8 Νοεμβρίου 1812, τον τίτλο του «εν ενεργεία κρατικού συμβούλου» (conseiller d’ etat actuel). Η θητεία του Καποδίστρια στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, διήρκεσε δέκα (10) περίπου μήνες. Στις αρχές Απριλίου 1813, αναλαμβάνει διπλωματικός σύμβουλος του στρατηγού Μιχαήλ Barclay de Tolly, που σε λίγο ονομαζόταν αρχιστράτηγος των ενωμένων ρωσο-πρωσικών στρατευμάτων. Τον Νοέμβριο του 1813, στέλνεται προσωπικά από τον Αλέξανδρο, να παρακολουθήσει τα ζητήματα της Ελβετίας, που τελούσε σε αναβρασμό, και διέκειτο φιλικά προς την Γαλλία. Τότε γνώρισε το βαρώνο Lebzeltern, από τους έμπιστους του Μέττερνιχ, και τον ίδιο τον Αυστριακό Υπουργό Εξωτερικών. Την Ελβετία εγκατέλειψε ο Καποδίστριας, τον Οκτώβριο 1814, οπότε έφθασε στην Βιέννη, ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο που μόλις είχε αρχίσει εκεί. Με την οριστική ήττα του Ναπολέοντα, ενώ οι τελικές ρυθμίσεις του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού καθεστώτος, συζητιούνταν στο Παρίσι, φθινόπωρο 1815, ο Αλέξανδρος τον διόρισε Υπουργό των Εξωτερικών (από κοινού με τον Nesselrode). Ήταν 39 ετών. Τότε αρχίζει η μεγάλη σύγκρουση με τον Μέττερνιχ, στην οποία, σε πρώτη φάση επικράτησε ο Αυστριακός, όταν 7 χρόνια αργότερα, μετά τα Συνέδρια Troppau-Laibach, ο Καποδίστριας εγκατέλειψε την ενεργό υπηρεσία στην Ρωσία, και, ουσιαστικά αυτοεξορίσθηκε στην Γενεύη. Όμως, στην σκληρή αυτή διαμάχη, ανάμεσα στον ικανό και αυτάρεσκο Metternich και το αστυνομικό apparatus που αυτός διηύθυνε αφ΄
Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα
181
ενός, και τον ευφυή, αφοσιωμένο, μοναχικό, προσηλωμένο σε αξίες, «φίλο των δημοκρατιών», αλλά όχι ακριβώς δημοκράτη τον ίδιο, Ιωάννη Καποδίστρια, εν τέλει νικητής, μακράν των μεγάρων και των απολαύσεων της Βιέννης, ανεδείχθη ο τελευταίος, ο οποίος έλαβε την ικανοποίηση να δεί πως το ένα μετά το άλλο τα ερείσματα του Metternich έπεφταν, και ο ιστός της αράχνης που προσπάθησε αυτός να στήσει – για κάποια χρόνια με τόση επιτυχία – διαλυόταν, χάρις στα χτυπήματα του Ελληνικού Αγώνα και τις μεταβολές που επήλθαν, ολίγον κατ’ ολίγον, στην Βρετανία και στην Ρωσία. Ο H. Kissinger, στην γνωστή μελέτη του, μνημονεύει μανιχαϊκά, φράση του καγκελλαρίου των Αψβούργων, κατά την οποία «∆ύο σχολές σκέψεως (factions) συγκρούονται σε όλο τον κόσμο: οι Καποδίστριες και οι Μέττερνιχ»2. Ο Μέττερνιχ, αντιλήφθηκε ενωρίς τον κίνδυνο που εγκυμονούσε η υπουργοποίηση και επιρροή του Καποδίστρια στα ρωσικά πράγματα, και θέλησε να τον εξουδετερώσει. Με τον έμπιστό του von Floret, του πρότεινε να αναλάβει ως ένα είδος Γενικού Γραμματέα της Ιεράς Συμμαχίας, με έδρα την Βιέννη, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα (σελ. 70 στην «αυτοβιογραφία»). Θα επιχειρήσω, παρακάτω, να φωτίσω εν συντομία, τα διαδοχικά στάδια της σύγκρουσης, που δεν εστερείτο και λοιπών χαρακτηριστικών προσωπικής ιδεολογικής βεντέτας. Ο Μέττερνιχ, που χρόνια αργότερα θεωρούσε ως καλύτερη περίοδο του πολιτικού στίβου του, εκείνη που τερματίσθηκε με την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ, προσδιορίσθηκε πολιτικά ακριβώς σε αντίθεση με τον Βοναπάρτη και με ό,τι αυτός εκπροσωπούσε. Ήταν ο εκπρόσωπος του απολυταρχικού συντηρητισμού. Ο ανατέλλων τότε εθνικισμός θα παραμείνει πάντοτε μία αξία θεμελιακά αλλότρια – και επικίνδυνη – στο πνεύμα του Μέττερνιχ, ο οποίος έμαθε να μεταμφιέζει 2. ό.π., σελ. 292 Είναι ενδιαφέρον, ότι η μελέτη του H. Kissinger, τελειώνει με τον θάνατο του Castlereagh. ∆εν θέλησε να καταπιασθεί με την επόμενη περίοδο, περίοδο πικριών και απογοητεύσεων του ινδάλματός του, στην πορεία ειδικά του Ανατολικού Ζητήματος.
182
Γεώργιος Πουκαμισάς
τις αντιδραστικές αντιλήψεις του κάτω από μία αγάπη και μέριμνα για την Ευρώπη, μία Ευρώπη των μοναρχών. «Depuis longtemps – γράφει το 1824 – όταν οι ήττες αρχίζουν να επέρχονται – l’ Europe a pris pour moi la valeur d’ une patrie»3. Αντίθετα, ο Καποδίστριας, ο ασκητικός γιατρός της Πάντοβας, με τις ενετοβυζαντινές καταβολές, σοβαρός και ανθρωπιστής, και αν επέτυχε απόλυτα στο έργο του ως Υπουργός μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, πέρα από την οικουμενική, ανθρωπιστική πανευρωπαϊκή προσέγγισή του, παρέμενε επίσης αλύγιστος Έλληνας πατριώτης, όπως φανερά το έδειχναν οι εξομολογήσεις του, που είχε καταγράψει η αστυνομία του Metternich ήδη τον καιρό του Συνεδρίου της Βιέννης και ανεδίφησε ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης. Το ίδιο μαρτυρεί και το υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο Α’, του ∆εκεμβρίου 1826, που επιγράφεται «Επισκόπηση της δημόσιας σταδιοδρομίας μου από του 1798 μέχρι του 1822». 4 Ο Καποδίστριας είχε καυτηριάσει την ματαιοδοξία και εγωπάθεια του Μέττερνιχ, όπως αντίστοιχα εγνώριζε πολύ καλά, την δυσπιστία και αντιπάθεια που έτρεφε απέναντί του ο Αυστριακός διπλωμάτης. ∆ιαπιστώνει ο Καποδίστριας κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης: «Τι κάνει ο Μέττερνιχ; ∆εν πράττει τίποτε. Μας σέρνει από βδομάδα σε βδομάδα, και ζητάει χρόνο γιατί δεν έχει το θάρρος να παραδεχθεί την ανεπάρκειά του». 5 Και πιο κάτω, «Αλλάζει συνεχώς γνώμη. Αρνείται σήμερα, ό,τι σας είπε ή συμφώνησε την προηγούμενη»6. Οι διαφορές προσέγγισης Καποδίστρια και Μέττερνιχ ήταν εξ αρχής μεγάλες· ο πρώτος ήταν εμποτισμένος σε σχετικά φιλελεύθερες 3. Guillaume de Bertier de Sauvigny, «Metternich», Paris, ed. Fayard, 1986, σελ. 19 4. «Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια», επιμέλεια Μιχαήλ Λάσκαρι, 2α έκδοσις, Αθήνα, εκδ. ΓΑΛΑΞΙΑ, 1968 5. Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, «Ρήγας – Υψηλάντης – Καποδίστριας, Αθήνα, 1965, εκδ. ΕΣΤΙΑ, σελ. 185 6. Guillaume de Bertier de Sauvigny, σελ. 234
Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα
183
αντιλήψεις, συμπαθών τα συνταγματικά πολιτεύματα, ενώ ο δεύτερος σκληρός μοναρχικός, εχθρός των μικρών συνταγματικών μοναρχιών της Ιταλίας και της Γερμανίας. Το έδαφος ήταν εξαιρετικά γόνιμο για αποστροφή και αντιπαράθεση. Η φυσική αντίθεση συμφερόντων της Αυστρίας και της Ρωσίας στα Βαλκάνια και έναντι της Τουρκίας, η βαθειά, εύλογη ανησυχία για ό,τι θα μπορούσε να προκύψει σε βάρος των συμφερόντων της Βιέννης, στην και από την περιοχή αυτή που λίγο αργότερα ονομάσθηκε η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, έκαμαν την αντιπάθεια χάσμα αγεφύρωτο. Ο Καποδίστριας, προσπαθούσε να δώσει την κατάλληλη ερμηνεία της Συνθήκης της Ιεράς Συμμαχίας (Παρίσι, Σεπτ. 1815), του κειμένου της οποίας συντάκτης ήταν ο ίδιος ο Τσάρος Αλέξανδρος, ο δε Μέττερνιχ από την πλευρά του, με την βοήθεια του ανθρώπου του στην Αγία Πετρούπολη, του πρέσβυ Ludwig von Lebzeltern, επιχειρούσε να εκμαιεύσει τα μυστικά που θα του επέτρεπαν να παρελκύσει τον Τσάρο στην αυστριακή γραμμή, με το επιχείρημα προστασίας της Ευρωπαϊκής ιεράς συντηρητικής τάξεως, της οποίας ο ίδιος ο Αλέξανδρος ήταν ένα είδος ιδρυτή – εγγυητή. Το μόνο, αλλά και ζωτικό, συμφέρον της Αυστρίας στα Βαλκάνια, ήταν ακριβώς να μην αλλάξει τίποτε, να επικρατεί «σταθερότητα», προϋπόθεση της επιβίωσης της πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Ουδείς πιό ευαίσθητος να το αντιληφθεί από τον Μέττερνιχ, ο οποίος στον εμποτισμένο στα νάματα του ∆ιαφωτισμού Καποδίστρια, έβλεπε την νέμεσή του. Στο παιχνίδι αυτό, κρίσιμος ήταν ο ρόλος της Αγγλίας που σιγάσιγά άρχισε να αποτραβιέται στην παραδοσιακή πολιτική τής μη αναλήψεως δεσμεύσεων επί της ηπειρωτικής Ευρώπης, αλλά, πάντως, όσο ζούσε ο Castlereagh (Αύγουστος 1822), περίπου ταυτιζόταν με τις αυστριακές θέσεις, μάλιστα την άνοιξη του 1822, όταν ο Αλέξανδρος φαινόταν προς στιγμήν έτοιμος να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να κινηθεί κατά της Τουρκίας. Η ηττημένη Γαλλία, πάλι, την οποία η Ρωσία και προσωπικά ο Καποδίστριας είχε βοηθήσει να αποφύγει ακόμη βαρύτερους όρους στην Βιέννη και το Παρίσι (20.11.1815), δεν ασκούσε ενεργητικό ρόλο,
184
Γεώργιος Πουκαμισάς
ενώ ή Πρωσία ήταν μεν φιλικά διακείμενη, αλλά παρά την ουσιαστική δύναμή της, διπλωματικά συμπεριφερόταν με έλλειψη τόλμης και αυτοπεποίθησης, στερούμενη χειραφέτησης έναντι της Αυστρίας. Τα επόμενα επεισόδια της σύγκρουσης αυτής: Συνέδριο Λάϋμπαχ (Ιανουάριος – Μάιος 1821), όπου είχε μεταφερθεί το Συνέδριο του Τροππάου, της πενταπλής ήδη Συμμαχίας (Ιερά Συμμαχία Αυστρία – Ρωσία – Πρωσία , 1815, Τετραπλή Συμμαχία, οι 3 συν την Αγγλία, από το 1818 συμμετοχή της Γαλλίας (concert europeen). Ο Μέττερνιχ είχε ήδη προκαλέσει την αγανάκτηση του Καποδίστρια, καθώς ο πρώτος απέτρεψε ήπια, εξυπηρετική για τον λαό και τον εκεί Βουρβώνο μονάρχη λύση στο πρόβλημα της εξεγέρσεως στο βασίλειο της Νεαπόλεως, το φθινόπωρο 1820 και είχε αποσπάσει στο Troppau την έγκριση του Τσάρου, για ένοπλη επέμβαση της Αυστρίας. Στις 12 Μαρτίου 1821, στο Λάϋμπαχ, έγινε γνωστή η εξέγερση του Πεδεμοντίου, η οποία ετάραξε τον Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν αναστατωμένος καθώς το Σύνταγμα Συμεόνοφσκι της προσωπικής φρουράς του είχε στασιάσει πριν από μερικές εβδομάδες. Στις 17 Μαρτίου έφθασαν στο Λάϋμπαχ οι ειδήσεις της κήρυξης της ελληνικής επανάστασης υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στις ρουμανικές ηγεμονίες, και η επιστολή του ίδιου στον Τσάρο. Ο κίνδυνος να κλονισθεί εκ θεμελίων το οικοδόμημα της Ιεράς Συμμαχίας, και να απομονωθεί ο αρχιερέας της, ήταν προφανής. Ο Μέττερνιχ ωστόσο, αξιοποιώντας πολύ επιδέξια την εσωτερική μετάλλαξη του Αλέξανδρου τους τελευταίους μήνες, τις φοβίες και ανασφάλειές του, πέτυχε να τον διαβουκολήσει, μόλις λίγα 24ωρα αφού αυτός δειχνόταν δεκτικός στις εισηγήσεις Καποδίστρια. Έγραφε στον Τσάρο, σε υπόμνημά του: «Το νέο συμβάν δεν είναι παρά ένας δαυλός ανάμεσα στην Αυστρία και την Ρωσία, ένα μέσο για να φουντώσει η φιλελεύθερη πυρκαϊά, ένα μέσο που θα ταράξει τον ρωσικό λαό σε μία κατεύθυνση που βρίσκεται σε αντίθεση με την πολιτική του ιδίου του τσάρου, ένα μέσο για να τον αναγκάσει να τραβήξει το βλέμμα του από την ∆ύση και να
Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα
185
το στρέψει εξ ολοκλήρου στην Ανατολή: να σπάσει τους δεσμούς που ενώνουν τους δύο αυτοκράτορες». Ο Αλέξανδρος, έμφοβος ενέδωσε στις απόψεις του Μέττερνιχ. Αποκήρυξε επισήμως τον Υψηλάντη, διά χειρός μάλιστα Καποδίστρια, ο οποίος δεν ίσχυσε να τον επηρεάσει. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει γνωστές, οι ακόλουθες, κυνικές και μισάνθρωπες εκμυστηρεύσεις του Μέττερνιχ7, καταχωρισμένες στο ημερολόγιό του (6 Μαϊου 1821): «Οι περιπλοκές που μπορεί να προκύψουν στην Ανατολή δεν μπορούν καν να υπολογιστούν. Εκεί, πέρα από τα ανατολικά σύνορά μας, 300 ή 400 χιλ. πρόσωπα κρεμασμένα, ξεκοιλιασμένα, παλουκωμένα, δεν μετρούν διόλου (cela ne compte guere). Αυτά γίνονται «hors de la civilization». Είτε αυτά συμβαίνουν στη γειτονιά μας είτε στον Άγιο ∆ομίνικο, είναι ένα και το αυτό»! Ο Καποδίστριας ηττάται. Απογοητεύεται. Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, τον Απρίλιο 1821, προξενεί συγκίνηση. Η ∆ιάσκεψη στο Laibach περατούται. Η Τελική Πράξη των τριών της Ιεράς Συμμαχίας υιοθετεί σαφώς την γραμμή Μέττερνιχ ως προς το ελληνικό/το Ανατολικό ζήτημα. Εταύτιζε την εθνική επανάσταση των Ελλήνων με τα φιλελεύθερα κινήματα της Ισπανίας, της Νάπολης, του Πεδεμοντίου, αφήνοντας τους Έλληνες στο έλεος του Σουλτάνου. Η Ρωσία περιορίζεται σε άσκηση διπλωματικής μόνο πιέσεως, έναντι μιάς Πύλης αχαλίνωτης. ∆ια του Καποδίστρια, απευθύνει μέσω του βαρώνου Στρόγγανωφ, πρέσβυ στην Κων/πολη, δύο διαδοχικά τελεσίγραφα, στην Πύλη, που μένουν αναπάντητα. Ο Στρόγγανωφ ανακαλείται τον Αύγουστο 1821. Η Επανάσταση καταπνίγεται στις ρουμανικές χώρες, αλλά ριζώνει στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, ο λόρδος Castlereagh αρχίζει να αποστασιοποιείται από τα αυστριακά προτάγματα. Η Βρετανία κατέχει τα Ιόνια Νησιά, προωθεί τα εμπορικά συμφέροντά της στην Ανατολή, και δια του δαιμόνιου πρέσβεως Stanford Canning, 7. ό.π., σελ. 352
186
Γεώργιος Πουκαμισάς
διερευνά εναλλακτικές πολιτικές. Οι Τούρκοι είχαν σχεδόν χάσει την Πελοπόννησο, και το Ανατολικό Ζήτημα γινόταν το κεντρικό πρόβλημα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας. Τον ∆εκέμβριο του 1821, παραιτείται η κυβέρνηση Richelieu στο Παρίσι, και ο Metternich ανησυχεί με ποιο τρόπο η νέα υπό τον δούκα Montmorency, θα πολιτευθεί στα ζητήματα της Ανατολής. Προς στιγμήν και πάλι, τα πράγματα έγερναν, αρχές του 1822, υπέρ του Καποδίστρια. Η αδιαλλαξία της Πύλης, ακόμη και στις φιλικές συστάσεις της Αυστρίας, ενίσχυε το λεγόμενο από τους εχθρούς του «φιλοπόλεμο κόμμα» της Ρωσίας, επικεφαλής του οποίου εθεωρείτο, βέβαια, ο Καποδίστριας. Ο Τσάρος δυσφορούσε, καθώς δεν ετύγχανε ουσιαστικής υποστήριξης από την Αυστρία στην έναντι της Τουρκίας πολιτική του. Τέλος του χειμώνα 1822, προχώρησε στην αποστολή Τατίστσεφ στην Βιέννη, με σκοπό να αποσπάσει από την Αυστρία, υποστήριξη στην αντι-τουρκική πολιτική του, όπως ακριβώς, ο Αλέξανδρος είχε παράσχει υποστήριξη στην ένοπλη παρέμβαση της Αυστρίας στα ιταλικά πράγματα, το 1820/21. Η επιλογή του Τατίστσεφ, για την κρίσιμη αυτή αποστολή, δεν είχε βρεί σύμφωνο τον Καποδίστρια, που εις μάτην είχε προτείνει τον βαρώνο Στρόγγανωφ ή τον κόμητα Τολστόϋ. Η γνωστή από παληά μη φιλική διάθεση του ηλικιωμένου στρατηγού προς τον Καποδίστρια, και αντιστρόφως, και οι κολακείες που φρόντισε να του επιδαψιλεύσει ο Μέττερνιχ είχαν αποτελέσματα. Έτσι, τα συμπεράσματα του Τατίστσεφ, συνετάγησαν διά χειρός Metternich: η Αυστρία, ήταν έτοιμη να ταχθεί με τον Τσάρο, έναντι του Σουλτάνου, υπό τον όρο ότι το ίδιο θα έκαναν και οι άλλοι σύμμαχοι, δηλ. οι Βρετανοί. Όμως, ο Castlereagh, περισσότερο από ποτέ, μπροστά στο φάσμα καθόδου της Ρωσίας στην Μεσόγειο, κινητοποιήθηκε, και μετά από καιρό, ετάχθη υπέρ της αυστριακής γραμμής. Ήταν το αποτέλεσμα αυτό, αλλά και η άγονη επιμονή του τσάρου Αλέξανδρου, που οδήγησαν στην εθελοντική αυτοεξορία, «άδεια» του Καποδίστρια. Περί τα μέσα Αυγούστου 1822, αποχώρησε με προορισμό την Γενεύη, πριν μπορέσει να πληροφορηθεί την ταυτόχρονη αυτοκτονία του Castlereagh με την οποία άλλαξε εντελώς η βρετανική σκηνή. Επρόκειτο για σημείο καμπής στην ευρωπαϊκή διπλωματία.
Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα
187
Υπουργός Εξωτερικών, γινόταν και πάλι ο George Canning (από Ουϊγος είχε προσχωρήσει στους κυβερνώντες Τόρις), που απεδείχθη αδιαπέραστος και αδιάφορος στα δόγματα του Μέττερνιχ8. Ο Καποδίστριας είχε παραμερισθεί, αλλά η Βρετανία χανόταν για την 4πλή/Ιερή Συμμαχία. Το Συνέδριο της Βερόνα το φθινόπωρο του 1822, που επιλήφθηκε του Ισπανικού ζητήματος, ένα χρόνο πριν την εξαγγελία του δόγματος Monroe για τις αποικίες της Νοτίου Αμερικής, ήταν σημείο καμπής. O Μέττερνιχ, δεν επέτυχε τους σκοπούς του στο Συνέδριο της Βερόνας (15 Σεπτ. – 15 ∆εκ. 1822), όπου ναι μεν συνέχισε να διαβουκολεί τον αυτάρεσκο Αλέξανδρο, αλλά είχε χάσει την Αγγλία, που ξεδίπλωνε τα συμφέροντά της στο ∆υτικό Ημισφαίριο και στην Ανατολή. Επιπλέον, ο νέος ΥΠΕΞ της Γαλλίας, ο Rene Chateaubriand, αξιοποιούσε την Συμμαχία, για να υπηρετήσει αυτή τα συμφέροντα της Γαλλίας στο ζήτημα της ισπανικής επαναστάσεως, ενώ ετοίμαζε παράλληλα προσέγγιση με την Ρωσία. Η ρύθμιση των ισπανικών πραγμάτων από μόνη την Γαλλία, το Φθινόπωρο 1823, που ο Μέττερνιχ δεν ανέμενε, επανέφερε τους προβολείς της ευρωπαϊκής διπλωματίας στο ελληνικό ζήτημα, το Ανατολικό Ζήτημα. Ανήσυχος ο Μέττερνιχ από την ταυτόχρονη παρουσία των George Canning και Rene Chateaubriand στα πράγματα Αγγλίας και Γαλλίας, ισχυρίζεται στην αλληλογραφία του ότι «δύναμη και ενότητα» επικρατεί στην Βιέννη και την Πετρούπολη, ενώ αντιθέτως «απάρνηση κάθε αρχής» (dissolution de principle) σε Παρίσι και Λονδίνο9. Οι προσπάθειές του, να τακτοποιήσει το ζήτημα της Ελλάδας, κατά τρόπο ανεκτό για τα συμφέροντα των συντηρητικών – αυταρχικών καθεστώτων δεν καρποφορούσαν. Όλα ήσαν λίγα και ερχόντουσαν πολύ αργά. 8. H. Kissinger σημειώνει (ό.π. σελ. 312): «Την στιγμή που είχε καταβάλει τον πιο επικίνδυνο αντίπαλό του, ο Μ. έχασε τον μόνο αξιόπιστο φίλο του». 9. G. de Bertier de Sauvigny, ό.π., σελ. 382
188
Γεώργιος Πουκαμισάς
Το ρωσικό σχέδιο του φθινοπώρου 1824, περί σύστασης τριών αυτονόμων ηγεμονιών (ρουμανικού τύπου), στην Ελλάδα, το οποίο είχε υποστηρίξει ο Μέττερνιχ, δεν τελεσφόρησε. Ο Αλέξανδρος, λίγο πριν πεθάνει, άρχισε να απεξαρτάται από την επιρροή του Metternich. Γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον από τις αρχές Σεπτεμβρίου 1825, τρείς μήνες πριν τον θάνατο του Τσάρου, στην Αγία Πετρούπολη μελετούσαν την προοπτική απ’ ευθείας αγγλο-ρωσικής συνεννοήσεως προς επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος. Η επιρροή του Metternich είχε ξεθωριάσει, οι κολακείες, οι μηχανορραφίες, οι διαβολές του είχαν στερέψει. Τελικώς, οι θέσεις του Καποδίστρια επικρατούσαν. Είχε προφτάσει να συμβάλει στην περίσωση της Ελληνικής Επαναστάσεως, που εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει στέρεες βάσεις εδάφους και στρατιωτικής ισχύος. Επιπλέον, αποχωρώντας από το ρωσικό Υπουργείο, άφηνε συγκεκριμένες κατευθύνσεις που έμελλαν να καρπίσουν αργότερα. Μπορεί να λεχθεί ότι το Πρωτόκολλο της Πετρουπόλεως του Απριλίου 1826 και η Ιουλιανή Σύμβαση του Λονδίνου (1827), σημαντικοί σταθμοί στη θετική έκβαση του ελληνικού ζητήματος, προδιαγράφονται στην εισήγηση του Καποδίστρια προς τον τσάρο Αλέξανδρο την άνοιξη 182210. Στην αυτοεξορία του στην Γενεύη, ο Καποδίστριας δεν έμεινε αδρανής. Το υπόμνημά του με ημερομηνία 12 ∆εκεμβρίου 1826 προς τον νέο αυτοκράτορα Νικόλαο, ήταν ουσιαστικά μία θερμή συνηγορία υπέρ της στροφής της Ρωσίας στην ορθόδοξη αντίληψη για την προώθηση των συμφερόντων της στα Βαλκάνια, που είχε εγκαταλειφθεί από τις παλιμβουλίες, τις μεταπτώσεις και τον ασθενή χαρακτήρα του Τσάρου Αλέξανδρου. ‘Οπως αποδείχθηκε και στην πορεία, ο νέος Τσάρος έτεινε ευήκοον ούς, ανήσυχος άλλωστε ότι η Ρωσία χάνει έδαφος υπέρ της Αγγλίας σε συμπάθειες και επιρροή στους επαναστατημένους Έλληνες, χωρίς μάλιστα να προωθεί τις θέσεις της προς τον Βόσπορο. 10. Αλ. ∆εσποπούλου «Μελέτες Πολιτικής Ιστορίας», σελ. 20
Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα
189
Πόσο στενά παρακολουθούσε και φρόντιζε ο Καποδίστριας για το ελληνικό ζήτημα, φαίνεται από το γεγονός ότι σε επιστολή του από το Παρίσι προς τον Εϋνάρδο, στις 8 Απριλίου 1827, ανήγγελλε την σύμπραξη Αγγλίας, Γαλλίας, και Ρωσίας για τη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος, τρείς μήνες πριν την υπογραφή της Ιουλιανής Συμβάσεως του Λονδίνου (06.07.1827). Την ίδια περίοδο, ο Μέττερνιχ, κλεισμένος στη Balhausplatz, έβλεπε, σιγά-σιγά, αδήριτα, την απήχηση της πολιτικής του να μαραίνεται, τα στηρίγματά του να χάνονται. Μπορεί, αξιοποιώντας της προσβάσεις του πρέσβυ Lebzeltern στην Αγία Πετρούπολη, να είχε άμεση και ουσιαστική γνώση του τι συνέβαινε στην αυλή του Αλεξάνδρου, αλλά αφού έχασε τον Caslereagh, έχασε στην συνέχεια, τέλος ∆εκεμβρίου 1825, τον δεκτικό στις δικές του απόψεις, και μυστικοπαθή Αλέξανδρο, και μαζί του τον εκτεθειμένο πιά, για πολλούς λόγους, Lebzeltern. Από τις αρχές του 1826, η ανατολική πολιτική του Μέττερνιχ, οδηγείται από ήττα σε ήττα. Στη Γενεύη, ο Καποδίστριας ετοίμαζε τις δικές του εκδικήσεις, αφού οι απόψεις του επικρατούσαν, και δεχόταν σε λίγο το ακάνθινο στεφάνι, που θα του πρόσφερε η Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας, εκλέγοντάς τον Κυβερνήτη της Ελλάδος για μία επταετία. Είναι εξαιρετικού ύφους και ύψους οι απαντητικές επιστολές του αποδοχής11: «εν τοσούτω οποίος και αν είναι ο σταυρός ο παρά της Προνοίας εις εμέ αποταμιευμένος … ως προς την ιεράν υπόθεσιν, εις ήν ήδη μετά χαράς αφωσίωσα το υπόλοιπον της ζωής μου». Οι ρωσικές προσπάθειες για απευθείας συνεννόηση με το Λονδίνο απέδωσαν. Στις 4 Απριλίου 1826, στην γραμμή Canning, o δούκας Wellington, υπέγραψε το περίφημο Πρωτόκολλο της Πετρουπόλεως που περίπου κατένειμε ζώνες επιρροής μεταξύ των δύο γεωπολιτικών αντιπάλων. «Επρόκειτο για μία Γιάλτα πριν την Γιάλτα.» Η Ρωσία αποκτούσε ελευθερία κινήσεων στις ρουμανικές ηγεμονίες, ενώ η Αγγλία κατοχύρωνε βαθμιαία, μετά και από το δάνειο που είχαν ζητήσει οι επαναστάτες το 1824/25, την πρωτοβουλία των κινήσεων 11. Ι. Α. Καποδίστρια, Επιστολαί, τ.Α΄, σελ. 131
190
Γεώργιος Πουκαμισάς
για μεσολάβηση ανάμεσα στον Σουλτάνο και τους επαναστατημένους Ρωμιούς. Στόχος, η σύσταση ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους που θα τελούσε υπό καθεστώς διεθνών εγγυήσεων. Αποφασιζόταν ότι, εν ανάγκη, η λύση αυτή θα επιβαλλόταν με άσκηση ενόπλου βίας, όπως από κοινού θα όριζαν η Ρωσία και η Αγγλία. Επρόκειτο για δεινή ήττα του Αυστριακού καγκελαρίου. Ο αμαξηλάτης της Ευρώπης, έμεινε χωρίς άμαξα και ηνία. «Αδιανόητη συναλλαγή, πολιτικό έγκλημα ενάντια σε δοκιμασμένους και βέβαιους συμμάχους», γράφει12. Η Ιερά Συμμαχία είχε πάψει να είναι Ιερή από χρόνια, τώρα έπαυε να είναι καν Μεγάλη Συμμαχία. Επί τέλους, το πεδίο εφαρμογής της περιοριζόταν στην Κεντρική Ευρώπη και η διευρυμένη ερμηνεία του Metternich, ώστε να καλύπτει, εκτός κειμένων, και την Τουρκία, εγκαταλείφθηκε οριστικά. Το Πρωτόκολλο της Πετρουπόλεως, καταπίστευμα του Καποδίστρια, πριν αυτός πάρει τον δρόμο της αυτοεξορίας τον Αύγουστο του 1822, σήμανε την οριστική αποτυχία των θέσεων Metternich στο Ανατολικό Ζήτημα. Τον αγνοούσαν ακόμη και ως προς τα ζητήματα του Κάτω ∆ούναβη, για τα οποία ο Νικόλαος λίγους μήνες αργότερα, αρχές Οκτωβρίου 1826, συνήψε την πλεονεκτική για τα ρωσικά συμφέροντα συμφωνία του Ackerman (Βεσσαραβία), συμφωνία που ανανέωνε και εξειδίκευε την Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812), ως προς το καθεστώς της Σερβίας, κ.ά. Ο Metternich παρακολουθούσε ανήμπορος τις εξελίξεις στο Ανατολικό Ζήτημα. Ουδείς τον ελάμβανε υπόψιν. Στις 16 Ιουλίου 1827, στο Λονδίνο, υπογράφηκε η τριμερής Ιουλιανή Σύμβαση, με την συμμετοχή αυτή τη φορά και της Γαλλίας. Ένα μήνα αργότερα, ο George Canning πέθανε ξαφνικά. Ήταν πολύ αργά για τον Metternich να βρεί παρηγοριά στο γεγονός. Ο Canning τον είχε ζωγραφίσει πικρόχολα: «ο μεγαλύτερος παλιάνθρωπος (coquin/rogue), ο πρωταθλητής του ψεύδους στην Ευρώπη, και ίσως στον κόσμο όλο», αλληλογραφούσε ο Canning με τον Granville, στις 11.03.1825. 12. ό.π., σελ. 399
Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα
191
Ο Αυστριακός, επέμενε ωστόσο να δίνει μάχες οπισθοφυλακών· να αποφύγει τουλάχιστον την έκρηξη πολέμου των ∆υνάμεων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε εκπλήρωση των όρων των κειμένων της Πετρουπόλεως και του Λονδίνου. Εις μάτην. Στις 20 Οκτωβρίου 1827, – ενώ ο Καποδίστριας ξεδίπλωνε έκτακτη διπλωματική δραστηριότητα, πρώτα στο Λονδίνο, κατόπιν στο Παρίσι, – ο ενωμένος συμμαχικός στόλος, καταναυμαχεί τον Τουρκοαιγυπτιακό, στην Πύλο. Ο Metternich, μαθαίνει τα νέα συντετριμμένος. «Φοβερή καταστροφή» εξομολογείται. Ονομάζει ο ίδιος, την σύμπραξη Αγγλίας – Ρωσίας – Γαλλίας, «Φιλελεύθερη Συμμαχία». Τέλος Ιανουαρίου 1828, σε ένα μικρό διαμέρισμα της Βιέννης, στην οδό Landstrasse – Hauptstrasse 30, ο «Γενικός Επίτροπος της Εταιρείας των Φιλικών», ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, άφηνε καταπονημένος από την αιχμαλωσία στα χέρια των Αψβούργων την τελευταία του πνοή, ακριβώς μόλις ο αρνηθείς τότε την τιμή και υποδείξας στον Ξάνθο τον Υψηλάντη, ο γεννήτωρ Καποδίστριας, έχει φθάσει στην Ελλάδα (06.01.1828). ∆ύο μήνες αργότερα, με αφορμή παρασπονδίες ως προς την εκτέλεση της συμφωνίας του Άκερμαν, ο Νικόλαος Α΄ κηρύσσει τον πόλεμο στους Οθωμανούς. Ο Γάλλος βιογράφος του Metternich, αλλά όχι και θαυμαστής του, de Sauvigny, καταλήγει: «Στην Πελοπόννησο, τα πάντα κινήθηκαν γοργά. Τον Οκτώβριο 1828, όσοι Έλληνες είχαν απομείνει, τέθηκαν υπό την εξουσία μιας προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης, στην οποία προήδρευε ο Καποδίστριας, ο παληός εχθρός του Metternich». Στις 30 Νοεμβρίου 1829, με την δεύτερη διάσκεψη του Λονδίνου, η Ελλάς αναγνωρίζεται βασίλειο εντελώς ανεξάρτητο. ∆υόμιση μήνες πριν, είχε υπογραφεί η Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, μετά από ενάμιση χρόνο σκληρού ρωσο-τουρκικού πολέμου. Η πλειοδοσία αδιαφορίας των ∆υνάμεων απέναντι στους Έλληνες και τον αγώνα τους είχε γίνει πλειστηριασμός χειρονομιών προς αυτούς, αγώνας επιρροής, κυρίως μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας, τον οποίο ο Καποδίστριας αξιοποίησε επιδέξια.
192
Γεώργιος Πουκαμισάς
Κυρίες και κύριοι, προσπάθησα να δείξω ότι ο Fuerst Metternich, εμποτισμένος στην έμμονη ιδέα της τάξεως (ordre), της νομιμότητας (legitimite), της σταθερότητας και του «ευρωπαϊκού συμφέροντος», – όλα αυτά για αρκετά χρόνια, καλά εργαλεία στα χέρια του να συγκαλύπτουν την συμφυή αυστριακή αδυναμία, έχασε βαθμιαία στο ζήτημα ακριβώς που τον βασάνιζε περισσότερο από όλα, δηλ. το Ανατολικό, την επαφή με την ροή των πραγμάτων, αγκυλωμένος σε στατικά στερεότυπα, ενώ ο μεγάλος αντίπαλός του, ο φίλος της συνταγματικής μοναρχίας Ιωάννης Καποδίστριας, που τον καιρό του είχε εμφυσήσει σφρίγος, ευελιξία, ευρωπαϊκή ουσία και προσδώσει ακτινοβολία στην ρωσική διπλωματία, αποτραβηγμένος για 5 σχεδόν χρόνια στην Γενεύη (1822 – 1827), κατάφερε, εκ του αφανούς, καλός αναλυτής των πραγμάτων και των επερχομένων, να εμβολιάσει με τις απόψεις του τις ∆υνάμεις, και να αναδειχθεί νικητής σε αυτή την ιδιότυπη μονομαχία, που κράτησε 15 περίπου χρόνια. Τον Αύγουστο του 1822, ο Metternich, συναντώντας στην Βιέννη τον στρατηγό Μαίτλαντ, Βρετανό διοικητή των Επτανήσων, τον συνεχάρη λέγοντας: «Λοιπόν, στρατηγέ μου, η αρχή του κακού ξεριζώθηκε, ο κόμις Καποδίστριας ετάφη για το υπόλοιπο της ζωής του. Θα ζήσετε ήσυχα στην Επτάνησο, και η Ευρώπη θα έχει απαλλαγεί από τους μεγάλους κινδύνους με τους οποίους την απειλούσε η επιρροή του ανδρός αυτού»13. Ευτυχώς για την Ευρώπη και την Ελλάδα, η επιρροή του ανδρός τούτου απεδείχθη αμείωτη, οδήγησε, εκ του αποτελέσματος, στην εξάρθρωση του συστήματος της Ιεράς Συμμαχίας και την αλλαγή των γεωπολιτικών ισορροπιών στην Μεσόγειο.Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α στην οποία ανέτρεξα 1. H αποκληθείσα «Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια», ήτοι το μακρύ υπόμνημα του Ι. Κ. «Aperçu de ma carriere publique depuis
13. «Αυτοβιογραφία Ιωάννη Καποδίστρια», σχόλια Μιχαήλ Λάσκαρι, Αθήνα, Γαλαξίας, 1968, σελ. 167
Καποδίστριας και Μέττερνιχ. ∆ύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα
193
1798 jusqu’ a 1822» (∆εκ. 1826), εισαγωγή, μτφρ., σχόλια Μιχαήλ Λάσκαρι, Αθήνα, εκδ. Γαλαξία 1968 2. Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη, «Ρήγας – Υψηλάντης – Καποδίστριας – Έρευναι εις τα αρχεία», Αθήνα, Εστία, 1965 3. Αλεξάνδρου Ι. ∆εσποτόπουλου, «Μελέτες Πολιτικής Ιστορίας – Ι. Καποδίστριας – Α. Υψηλάντης – Α. Κουμουνδούρος – Ε. Βενιζέλος», Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1989 4. Θάνου Βερέμη – Γιάννη Κολιόπουλου, «Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα», Αθήνα, εκδ. Καστενιώτη, 2006 5. Ελένης Ε. Κούκκου, «Ιωάννης Καποδίστριας, ο άνθρωπος ο Ευρωπαίος διπλωμάτης, 1800 – 1828», Αθήνα, Πατάκης, 2005 6. Guillaume de Bertier de Sauvigny, «Metternich», Paris, Fayard, 1986 7. Henry A. Kissinger, «A world restored. Metternich, Castlereagh and the Problems of Peace, 1812-1822», Boston, Sentry Edition, 1979 8. Henry A. Kissinger, «Diplomacy», N. York, Simon and Schuster, 1994
26 Ιουνίου 2010 3η Συνεδρία
Προεδρεύων: κ. Γεώργιος Κ. Στεφανάκης Πρόεδρος του Ιδρύματος Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και Αντιπρόεδρος της Ε.Μ.Ε.ΙΣ. Ε ι σ η γ ή σ ε ι ς: • Καθηγητής Αντώνης Μπρεδήμας: «Η αντιμετώπιση της πειρατείας στην εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια» • Πρέσβης ε.τ. Κωνσταντίνος Τριτάρης: «Η συμβολή του Καποδίστρια στην εδραίωση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας της Ελβετίας» • ∆ρ. Βασίλειος Κασάπογλου, Πανεπιστημιακός: «Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος» • Γεώργιος Κ. Στεφανάκης, Πρόεδρος του Ιδρύματος Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και Αντιπρόεδρος της Ε.Μ.Ε.ΙΣ.: «Ο ποινικός καταλογισμός της εκτέλεσης του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια».
Η αντιμετώπιση της πειρατείας στην εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια Αντώνης Μπρεδήμας Καθηγητής
Ι. Εισαγωγή Το φαινόμενο της πειρατείας είναι αρχαιότατο –αποτελεί, όπως λένε μερικοί χαριτολογώντας, το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα στην ανθρωπότητα- και παρουσιάζει κατά διαστήματα μια έξαρση που συναρτάται με τις ανά περιοχές βιωτικές και εν γένει κοινωνικές συνθήκες, αλλά ιδιαίτερα με την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου. Έχοντας να μιλήσει κανείς για το φαινόμενο της πειρατείας την εποχή του Καποδίστρια, θα πρέπει να προσεγγίσει το θέμα ταυτόχρονα από ιστορική, κοινωνική και νομική πλευρά. Σημειώνω ότι, από ιστορικής πλευράς, βασική είναι η μονογραφία (διδακτ. διατριβή) της ∆εσπ. Θέμελη-Κατηφόρη, του 19731. Σ’ αυτό προστέθηκαν και ορισμένες άλλες, λίγες είναι γεγονός, εργασίες, όπως αυτή, στα αγγλικά, του καθηγητή Νικολ. Πανταζόπουλου με τίτλο : Τρίκερι. Το καθεστώς των πειρατών της Θεσσαλίας και Μαγνησίας: συλλογικά αδιέξοδα και προσωπικά διλήμματα στο πλαίσιο αυτονομίας και εξάρτησης»2. Όπως αναγνωρίζει η κ. Θέμελη-Κατηφόρη, δεν μπορούσε, ως αμιγώς ιστορική επιστήμων, να εμπλακεί σε θέματα νομικά που αφορούσαν το καθεστώς της πειρατείας σε εθνικό, αλλά ιδιαίτερα στο διεθνές επίπεδο. Ενόψει αυτής της εικόνας, θα επιχειρήσω να καλύψω αυτό το «κενό», αναπτύσσοντας την εισήγηση μου πάνω σε δύο άξονες:
1. ∆. Θέμελη-Κατηφόρη, Η δίωξις της πειρατείας και το θαλάσσιον δικαστήριον κατά την πρώτην καποδιστριακήν περίοδον, 1828, Αθήνα, 1973. 2. ∆ημοσιευμένη στο Balkan Studies, 1990, σελ. 5 επ.
198
Αντώνης Μπρεδήμας
Πρώτο: θα αναλυθεί η κοινωνική διάσταση του φαινομένου της πειρατείας διαχρονικά, δηλαδή στην αρχαία εποχή (Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη) 17ος-18ος αιώνες, την εποχή του Καποδίστρια, αλλά και σε σχέση με τη σημερινή εποχή (πειρατεία στις ακτές της Σομαλίας). ∆εύτερο: θα εξετασθεί το νομικό ζήτημα της διάκρισης «πειρατών» και κουρσάρων διεθνώς, και πως αυτή η διάκριση εφαρμόστηκε την καποδιστριακή περίοδο, καθώς και πως αντιμετωπίσθηκε, πάλι στο νομικό επίπεδο, το φαινόμενο της πειρατείας στην αρχαιότητα και στη σύγχρονη εποχή, και, συγκριτικά, στην εποχή του Καποδίστρια. ΙΙ. Το φαινόμενο της πειρατείας ως ένα ιστορικώς κοινωνικό φαινόμενο κατά την αρχαιότητα και την εποχή του Καποδίστρια Είναι γνωστό ιστορικά, ότι το φαινόμενο της πειρατείας δεν είναι γνώρισμα των τελευταίων αιώνων μόνο. Ανατρέχει σε παλαιότατες εποχές καλύπτοντας κυρίως τις θαλάσσιες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Θουκυδίδης3 και ο Ηρόδοτος περιέγραψαν την πειρατεία ως ένα παλαιό τρόπο ζωής, αναφέροντας ότι οι πειρατές όταν μετέβαιναν σε διάφορες περιοχές, δεν είχαν πρόβλημα να δηλώσουν αυτή τους την ιδιότητα, ενώ οι άνθρωποι θεωρούσαν την πειρατεία ως ένα επάγγελμα κοινωνικά αποδεκτό4. Εξάλλου, ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην πειρατεία ως μία από τις πέντε μορφές πολιτικής οικονομίας, χωρίς να την καταδικάζει5. Οι θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου, και ιδίως του Αιγαίου, έβριθαν από πειρατές και οι περισσότερες από τις πόλεις της αρχαιό3. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, τ. 1, σελ. 5-7. 4. Χρειάζεται όμως να σημειωθεί ότι η έννοια της πειρατείας την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και των Ρωμαίων, δεν συμπίπτει με τη σημερινή έννοια της πειρατείας. Και αυτό γιατί σήμερα ο πειρατής εξακολουθεί να παραμένει υπήκοος ενός κράτους, ενώ στην αρχαιότητα αποτελούσε μέρος μιας ξεχωριστής κοινότητας με συνέπεια να θεωρείται ότι βρίσκεται σε πόλεμο με τα κράτη. Βλ. αναλυτικότερα, J. Goodwin, Universal jurisdiction and the pirate: time for an old couple to part, Vanderbilt Journal of Transnational Law, 2006, σελ. 977 επ. Η ίδια κατάσταση αφορούσε, μεταγενέστερα, τους Βίκινγκς, ό.π., σελ. 978. 5. Αριστοτέλης, Πολιτικά, παράγρ. 1256b. Cf. A. Rubin, Τhe law of piracy, U.S. Naval War International Law Studies, 1988, σελ. 6.
Η αντιμετώπιση της πειρατείας στην εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια
199
τητας είχαν κτιστεί μακριά από τη θάλασσα προκειμένου να αποφύγουν τις πειρατικές διώξεις (αυτό θυμίζει εξάλλου και το γεγονός ότι στα νησιά του Αιγαίου, τα χωριά χτίζονταν σε μέρη ούτως ώστε να μην είναι εμφανή και προσιτά στους πειρατές των νεώτερων χρόνων). Αν και πολλοί λαοί, όπως οι Φοίνικες και οι αρχαίοι Έλληνες, ξεκίνησαν στην αρχή ασκώντας πειρατεία, η τριβή τους με τα πλοία τους οδήγησε στο εμπόριο και το γεγονός αυτό συνέβαλε στην μετατροπή τους σε πολέμιους της πειρατείας. Αυτό συνέβη και με τους Φοίνικες, αλλά και με τους Έλληνες6. Είναι γνωστό ότι ο βασιλιάς της Κρήτης (ο Μίνως), που θεωρείται ως ο πρώτος που υιοθέτησε νομοθεσία σχετικά με τη θάλασσα (ήδη από τον 24ο αιώνα π.Χ.), ήταν αυτός που πρότεινε στα ελληνικά φύλα ένα ναυτικό κώδικα, που έγινε αποδεκτός, και αποτέλεσε, ως λέγεται, την, για πρώτη φορά, ιδέα μιας συλλογικής αστυνόμευσης της θάλασσας7. Αυτή η αστυνόμευση εκδηλώθηκε με την απαγόρευση της θαλασσοπλοςΐας από σκάφη στα οποία επέβαιναν πάνω από πέντε άτομα, με εξαίρεση το πλοίο Αργώ, στο οποίο είχε ρητώς ανατεθεί να ξεκαθαρίσει τις θάλασσες από τους πειρατές. Οι ενέργειες αυτές κατέληξαν πράγματι στη σημαντική μείωση, αν όχι εξαφάνιση, της πειρατείας8. Θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι οι Νόμοι των Ροδίων θέσπισαν για πρώτη φορά, μερικές αρχές οι οποίες επέζησαν για πολλούς αιώνες, και ορισμένες επιζούν και μέχρι σήμερα, όπως η αρχή Pirate non mutat dominium. Μια άλλη αρχή των Νόμων των Ροδίων είναι ότι ο εφοπλιστής ο οποίος υπέστη την κατά θάλασσα ληστεία «μπορεί να προβάλει απέναντι στις απαιτήσεις επιστροφής του ιδιοκτήτη του κλεμμένου από τους πειρατές φορτίου την ένσταση της ανωτέρας βίας («force majeure»)9. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, παρά την κήρυξη της πειρατείας ως παράνομης στην Αρχαία Ελλάδα, η πειρατεία δεν εξαλεί6. V. Pella, La répression de la piraterie, Recueil des Cours de l’Académie de Droit International, 1926-V, σελ. 157. 7. Ό.π., σελ. 152. 8. Ibid. 9. Ό.π., σελ. 153.
200
Αντώνης Μπρεδήμας
φθηκε πλήρως, και μάλιστα, ως ένα βαθμό, ενισχύθηκε έμμεσα από τις ίδιες τις πόλεις: πρόκειται για την περίπτωση όπου ένας πολίτης μιας πόλης κράτους, ο οποίος υπέστη αρνησιδικία σε μιαν άλλη πόληκράτος, μπορούσε να εξασφαλίσει από την πόλη του το δικαίωμα αντιποίνων στη θάλασσα, τουτέστιν να πάρει ως λεία τα αγαθά ενός συμπολίτη του οφειλέτου του10. Η ρύθμιση αυτή, αν και δεν ταυτίζεται, θυμίζει από μακριά τα «letters of marque» των κουρσάρων του 17ου και 18ου μ.Χ. αιώνα. Επί ρωμαϊκής εποχής η πειρατεία άνθισε ιδιαίτερα προερχόμενη κυρίως από τις ελληνικές περιοχές11. Και εδώ, όπως και στην Αρχαία Ελλάδα, οι πειρατές αποτελούσαν μέλη κοινοτήτων οι οποίες απειλούσαν το ρωμαϊκό εμπόριο και δημιουργούσαν προβλήματα, οικονομικά και πολιτικά. Ο δε Κικέρων ήταν αυτός που χαρακτήρισε την πειρατεία ως εχθρό πόλων των κοινωνιών» (hostis humani genteri), έκφραση που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας12. θα πρέπει όμως να επισημάνει ότι για τους Ρωμαίους η πράξη της πειρατείας δεν αποτελούσε καθεαυτή, εγκληματική ενέργεια, αλλά εντασσόταν στο δίκαιο του πολέμου13. Αυτή η αντίληψη επικρατούσε και στην Αρχαία Ελλάδα, με την έννοια ότι ήταν το κράτος που ασκούσε αντικειμενικά πειρατικές πράξεις κατά αντιπάλων ή εχθρών14. Αυτό έγινε με τις πειρατικές πράξεις της Αθήνας και των Ιονίων πόλεωνκρατών των περσικών συμφερόντων, το ίδιο δε έγινε και από τους Μακεδόνες περιλαμβανομένου και του Φιλίππου του ΙΙ15. Αντίθετα, όταν ο Αλέξανδρος ο Μέγας εκστράτευσε κατά των Περσών, αυτοί ενθάρρυναν την πειρατεία σε βάρος των μακεδονικών συμφερόντων, 10. Ιbid. 11. Βλ. αναλυτικότερα Ph. De Souza, Piracy in the Graeco-Roman World, 1999, σελ. 142 επ. 12. M. Tulli Ciceronis, De officiis III, σελ. 109. Ο δε A. Gentili χρησιμοποίησε μεταγενέστερα την «έκφραση» common enemies of all mankind. Βλ. A. Gentili, De jure belli libri tres, σελ. 33. 13. A. Rubin, ό.π., σελ. 12. 14. V. Pella, ό.π., σελ. 154. 15. Ibid.
Η αντιμετώπιση της πειρατείας στην εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια
201
μέχρις ότου να εξοντωθούν από τον Αλέξανδρο16. Αυτή η μορφή «διακρατικής» πειρατείας θα εντασσόταν σήμερα στο δίκαιο του πολέμου όσον αφορά τις ρυθμίσεις περί του κατά θάλασσαν πολέμου, και ιδιαίτερα το θέμα των λειών, και κατά τούτο διαφέρει από τη σημερινή εποχή, όπου οι πειρατές αποτελούν πολίτες/υπηκόους ενός κράτους και δεν μπορούν να υπαχθούν στο δίκαιο του πολέμου. Καταλήγοντας ως προς το θέμα της πειρατείας στη ρωμαϊκή εποχή, είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι ανέχθηκαν ως ένα βαθμό, το φαινόμενο της πειρατείας εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν διέθεταν πολεμικό ναυτικό. Αντίθετα, η Καρχηδόνα, ως κράτος με έντονες θαλάσσιες εμπορικές δραστηριότητες, ήταν η μόνη δύναμη που ασκούσε αστυνόμευση της θάλασσας για την πειρατεία, την οποία είχαν περιορίσει σημαντικά, μέχρις ότου καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, με την πειρατεία να επανέρχεται έκτοτε δυναμικά στο προσκήνιο17. Μόνο μετά το 67 π.Χ. η Ρώμη, υφιστάμενη της συνέπειες της πειρατείας, αποφάσισε να την εξοντώσει και έτσι η πειρατεία σχεδόν εξαφανίστηκε. Στον Μεσαίωνα, η πειρατεία επανεμφανίστηκε με τους Νορμανδούς τον VIII και ΙΧ αιώνα, αλλά διακόπηκε από τη στιγμή που τους παραχωρήθηκε το έδαφος της σημερινής Νορμανδίας18, ενώ σημαντική συμβολή στην πειρατεία είχαν το Αραβο-μουσουλμανικό στοιχείο, όταν εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Αφρική (Μπαρμπαριά) και στην Ισπανία19. Λόγω της θρησκευτικής αντιπαλότητας, τα χριστιανικά κράτη δεν θεωρούσαν την πειρατεία ως έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας αλλά ως θρησκευτικό έγκλημα. Πάντως, το κοινό μέτωπο των Χριστιανών απέναντι στην πειρατεία διασπάστηκε μετά τη Μεταρρύθμιση του Λούθηρου και δεν εξαλείφθηκε πλήρως παρά μόνο μετά την κατάληψη της Αλγερίας από τους Γάλλους20. 16. Ibid. 17. Ό.π., σελ. 155. 18. Ό.π., σελ. 159. 19. Ό.π., σελ. 161. 20. Ό.π., σελ. 162.
202
Αντώνης Μπρεδήμας
Και στη σύγχρονη εποχή όμως –ιδιαίτερα όσον αφορά την πειρατεία στην περιοχή της Σομαλίας- τα αίτια της πειρατείας είναι κατά βάση, και πρωταρχικά, κοινωνικά. Η κρατούσα γνώμη σε σχέση με τα αίτια της αναβίωσης του πειρατικού φαινομένου στη Σομαλία είναι ότι έχουν τις ρίζες τους στις ψαράδικες κοινότητες της χώρας, που αντέδρασαν έτσι στην παράνομη καταλήστευση των αλιευτικών αποθεμάτων στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Σομαλίας από αλιευτικά τρίτων κρατών, που αντιλήφθηκαν ότι η Σομαλία δεν ήταν σε θέση, λόγω της κατάρρευσής της, να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο στην ΑΟΖ της21. Επί πλέον ήρθε το τσουνάμι να μεταφέρει (να ξεβράσει) στις σομαλικές ακτές τοξικά απόβλητα που πετούσαν επί χρόνια τα πλοία στον κόλπο του Άντεν. Όσον αφορά τέλος την πειρατεία κατά την εποχή του Καποδίστρια, θα πρέπει να επισημανθεί εξαρχής ότι, αν και υπήρχε από παλαιότερα, η έξαρσή της άρχισε με την Επανάσταση του 1821, επειδή ακριβώς ευνοήθηκε από τις συνθήκες πολέμου22. Τουτέστιν, και παρά τις προσπάθειες της προσωρινής Κυβέρνησης οι περισσότεροι πειρατές εκινήθηκαν ελκυόμενοι από τις λείες σκαφών, τόσο ευρωπαϊκών όσο και ελληνικών που διεξήγαγαν διαμετακομιστικό εμπόριο στην περιοχή της Ανατ. Μεσογείου23. Αλλά στη συνέχεια, άλλοι λόγοι εμφιλοχώρησαν στην αύξηση της πειρατείας, όπως λ.χ. η μεταφορά στρατευμάτων και πολεμοφοδίων από ευρωπαϊκά εμπορικά πλοία για λογαριασμό του Μεχμέτ Αλί προκειμένου να πραγματοποιήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις στην επαναστατημένη Ελλάδα, αλλά και στην εξάντληση των οικονομικών πόρων του έθνους και τον περιορισμό του εμπορίου μέσω ελληνόκτητων σκαφών, για τα πληρώματα των οποίων η πειρατεία προσφερόταν ως μέσον διαβίωσης 21. Βλ. αναλυτικότερα P. Lennox, Contemporary piracy in the Horn of Africa, Canadian Defense and Foreign Affairs Institute, Dec. 2008, σελ. 8 επ. Ο FAO (Food and Agriculture Οrganization) υπολόγιζε ότι το 2005 υπήρχαν 700 πλοία με ξένη σημαία που ψάρευαν στις σομαλικές ακτές. Ibid, υποσημ. 23 και την εκεί περαιτέρω βιβλιογραφία. 22. ∆. Θέμελη-Κατηφόρη, ό.π., (υποσημ. 1), σελ. 81. 23. Ό.π., σελ. 7
Η αντιμετώπιση της πειρατείας στην εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια
203
και επιβίωσης24. Έτσι, από το 1827, οι περισσότεροι από τους έλληνες ναυτικούς επιδόθηκαν σε πειρατικές ενέργειες25. Αλλά, αν οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου υπέφεραν από το φαινόμενο της πειρατείας, υπήρχαν άλλες ελληνικές κοινότητες οι οποίες δεν υιοθετούσαν αρνητική στάση απέναντι στην πειρατεία. Οι κάτοικοι του Τρίκερι, στον Παγασητικό, λ.χ. θεωρούσαν την πειρατεία ως μια ευγενή καριέρα για γενναίους άνδρες (όπως αναφέρει ο Pouqueville)26. Είναι εξάλλου γνωστό ότι με την προκήρυξη του 1826 απαγορευόταν η κατασκευή πλοίων με πρόδηλο σκοπό την πειρατεία, οι δε κοινότητες των νησιών όπου κατασκευάζονταν τα πειρατικά πλοία θα θεωρούνται συνυπεύθυνες27. Επίσης είναι γνωστό ότι τα περισσότερα από τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους ήταν το 1827 καταφύγια και ορμητήρια των πειρατών, ιδίως εκείνα τα νησιά στα οποία είχαν καταφύγει χριστιανοί πρόσφυγες από τουρκοκρατούμενα νησιά ή από νησιά που καταστράφηκαν. Τέτοια νησιά ορμητήρια ήταν η Σίφνος, η Αντίπαρος, η Νάξος, η Πάρος και η Κάσος28. Τέλος, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ότι μορφές της ελληνικής επανάστασης όπως ο Οδ. Ανδρούτσος και ο Ανδρέας Μιαούλης είχαν διατελέσει πειρατές και εθεωρούντο ως ήρωες29. Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι στον ελληνικό χώρο συγκρούσθηκαν, την εποχή του Καποδίστρια, δύο αντίρροπες αντιλήψεις: η παλαιά, φιλοπειρατική αντίληψη, που αποτελούσε αντανάκλαση της πειρατείας ως μέσο επιβίωσης, αν όχι πλουτισμού, και της πλέον σύγχρονης «αντιπειρατικής» αντίληψης που αντανακλούσε τα συμφέροντα του εμπορικού κόσμου. Με άλλα λόγια, υπήρξε ανάλογη σύγκρουση με αυτή που παρατηρήθηκε από την αρχαιότητα ανάμεσα στις δύο αυτές αντιλήψεις, με τη διαφορά ότι παλαιότερα πέρασε 24. Ό.π., σελ. 5. 25. Ό.π., σελ. 11. 26. F. Pouqueville, Voyage dans la Grèce, v. 3, Paris 1820, σελ. 67 επ. Ν. Pantazopoulos, ό.π., σελ. 10 επ. 27. Γενική Εφημερίς της Ελλάδος του 1825, φύλλο 61 (25.5.1826). 28. ∆. Θέμελη-Κατηφόρη, ό.π., σελ. 20-21. 29. Ν. Ρantazopoulos, ό.π., σελ. 11-12.
204
Αντώνης Μπρεδήμας
κανείς χρονικά από τη μια στην άλλη αντίληψη, ενώ κατά την καποδιστριακή εποχή αυτές οι δύο αντιλήψεις συνυπήρχαν. ΙΙΙ. Πως αντιμετωπίστηκε το φαινόμενο της πειρατείας την εποχή του Καποδίστρια; Το ζήτημα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπισθεί κάτω από δύο οπτικές γωνίες: 1) πως εφαρμόστηκε θεωρητικά και στην πράξη η διάκριση πειρατών και κουρσάρων που ενεφανίσθη στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες ήδη από τον 17ο αιώνα, και 2) ποια συγκεκριμένα μέτρα υιοθετήθηκαν κατά την καποδιστριακή περίοδο για την καταπολέμηση της πειρατείας. 1. Η διάκριση πειρατών-κουρσάρων Το φαινόμενο της πειρατείας στον εξωευρωπαϊκό χώρο άνθισε τον 17ο και 18ο αιώνα, με γνωστά από την ιστορία ονόματα, όπως ο Francis Drake και Henry Μorgan30. Και οι δύο θεωρήθηκαν ως πειρατές, παρόλο που τα πλοία τους έφεραν την αγγλική σημαία και είχαν εξουσιοδοτηθεί (Μorgan) από τις αγγλικές αρχές να επιτίθενται στα ισπανικά πλοία και ισπανικούς λιμένες μολονότι δεν υπήρχε κατάσταση πολέμου μεταξύ της Αγγλίας και της Ισπανίας. Η Αγγλία αρνήθηκε να τους θεωρήσει ως εγκληματίες, παρ’ ότι, ιδιαίτερα ως προς τον Morgan, υπήρξε υπέρβαση της εξουσιοδότησης, και αν, για λόγους διεθνούς πολιτικής, δίκασαν τον Μorgan, όχι μόνο τον απήλλαξαν, αλλά και διορίσθηκε αναπληρωματικός ∆ιοικητής της Τζαμάϊκα31. Στάση που προσδιορίστηκε από τα τότε συμ30. J.M. Goodwin, ό.π. (υποσημ. 4) σελ. 979 επ. Για το φαινόμενο των κουρσάρων και τη διάκρισή τους από τους πειρατές, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, βλ. A. Constam, Privateers and pirates, 1730-1830, 2001. 31. Ό.π., σελ. 980. Εξάλλου και στην περίπτωση του άγγλου κουρσάρου Raleigh, όταν αυτός παρέβη τα όρια της εξουσιοδότησης της βασίλισσας Ελισάβετ, με την καταλήστευση των λιμένων στην Καραϊβική της τότε συμμάχου Ισπανίας, η Ελισάβετ τον έχρισε ιππότη. Βλ. D. Burgers, The dread pirate Bin Laden, Legal Affairs, JulyAug. 2005, σελ. 34. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε ο απαγχονισμός, το 1707, του Captain William Κidd, λόγω παραβίασης της εξουσιοδότησής του. Βλ. A. Rubin, Piracy στο: R. Bernhardt (ed.), Encyclopedia of Ρublic International Law, v. ΙΙΙ, 1997, σελ. 1037.
Η αντιμετώπιση της πειρατείας στην εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια
205
φέροντα της Αγγλίας προκειμένου να παρεμποδιστεί το εμπόριο της Ισπανίας με τις υπερπόντιες αποικίες της και να προσπορισθεί το αγγλικό στέμμα σημαντικά ωφελήματα από τη λεία32. Την ίδια στάση απέναντι στους πειρατές τους υιοθέτησαν την ίδια εποχή και η Ολλανδία και η Γαλλία. Ήδη όμως από τον 17ο αιώνα, ιδιαίτερα δε από τις αρχές του 18ου αιώνα, η στάση της κυριαρχούσας πλέον στη θάλασσα Αγγλίας, καθώς και των δικαστηρίων της άλλαξε ριζικά. Και αυτό, γιατί το διεθνές εμπόριο, που βρισκόταν πλέον κατά μεγάλο μέρος στα χέρια της Αγγλίας, υπέφερε από το φαινόμενο της πειρατείας33. Και τα αγγλικά δικαστήρια προσάρμοσαν την νομολογία τους σ’ αυτές τις εξελίξεις. Συγκεκριμένα αρνήθηκαν τη νομιμότητα της λείας34 όχι μόνο του κλασσικού τύπου πειρατών, αλλά και των «κουρσάρων», δηλαδή των ιδιωτών που είχαν την άδεια ξένων ηγεμόνων και που είχαν αρπάξει αγγλικά αγαθά και είχαν, στη συνέχεια, μεταβεί σε αγγλικό έδαφος35. Το ίδιο ίσχυε και για περιπτώσεις όπου οι κουρσάροι είχαν ξεπεράσει τα όρια που τους είχαν τεθεί στην εξουσιοδότηση του ηγεμόνα, αν και αυτό δεν ήταν απόλυτο, αφού δεν χαρακτηριζό32. Μόνο ο Drake ενίσχυσε το βασιλικό θησαυροφυλάκιο με 500.000 λίρες, που ισοδυναμούν με περισσότερες από 68 εκ. σημερινές λίρες. Όπως αναγράφεται στον τίτλο μιας σχετικής για την εποχή μελέτης, η πειρατεία ήταν μια business. Βλ. C. Harrold Karraker, Piracy was a business, 1953. 33. Έτσι, υπό την επίδραση της τάξης των εμπόρων (mercantile class), η Αγγλία έπαψε να θεωρεί την πειρατεία ως πατριωτική πράξη και την εξέλαβε πλέον ως μια πληγή. J. Lydon, Pirates, privateers and profits, 1970, σελ. 32-33. Όμως, παράλληλα, και μετά το 1700, άρχισε να ανθίζει η έννοια του κουρσάρου (privateering), δηλαδή πειρατών που έφεραν τα «letters of marque», που εξέδιδε ο ηγεμόνας και που επέτρεπαν τη νόμιμη σύλληψη εχθρικών πλοίων, υπό τον όρο ότι η λεία θα μοιραζόταν ανάμεσα στον κουρσάρο και την κυβέρνηση. Βλ. A. Rubin, ό.π. (υποσημ. 5), σελ. 17. 34. Α. Rubin, Piracy, στο R. Bernhardt (ed.), Encyclopedia of Public International Law, v. III, 1997, σελ. 1036. Μέχρι τότε, η αναγνώριση των letters of marque των αλλοδαπών κουρσάρων, σε βάρος των ημεδαπών πλοίων και προσώπων, βασιζόταν στην αρχή της αμοιβαιότητας, που έδιδε τη δυνατότητα αποφυγής αιματηρών συνεπειών για τους εκατέρωθεν κουρσάρους. Βλ. E. Contorovich, The piracy analogy: modern universal jurisdiction’s hollow foundation, Harvard International Law Journal, 2004, σελ. 213. 35. Α. Rubin, ό.π., σελ. 1037.
206
Αντώνης Μπρεδήμας
ντουσαν από τα αγγλικά δικαστήρια ως «πειρατές», με την προϋπόθεση ότι υπέβαλαν αμέσως τη λεία τους στη διάθεση των αγγλικών δικαστηρίων36. Είναι γνωστό ότι η σημαντική συμβολή των ελλήνων ναυτικών στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας οφειλόταν στην πείρα που απέκτησαν από την πειρατεία και το λαθρεμπόριο, στην περιοχή της Μεσογείου37. Κατά την Επανάσταση, οι ελληνικές κυβερνήσεις ανέχθηκαν την πειρατεία, επειδή είχαν εισοδήματα εκ του φόρου που επέβαλλαν επί της λείας. ∆ηλαδή δεν θεωρούνταν ως πειρατές αλλά ως «κουρσάροι» (privateers), που θεωρούνταν τότε ως νόμιμη μορφή πολέμου38 και που καταργήθηκε μόλις το 1856 με τη ∆ιακήρυξη των Παρισίων 39 . Εντούτοις, οι Ευρωπαϊκές ∆υνάμεις, οι οποίες υιοθετούσαν την νομιμότητα του «privateering», θεώρησαν την ελληνική εκδοχή του ως απειλή για το εμπόριό τους και τους έλληνες κουρσάρους ως «πειρατές» και ότι είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση από την ελληνική κυβέρνηση όταν θίγονταν συμφέροντα των υπηκόων του40. Κάτω από αυτές τις πιέσεις, οι ελληνικές Αρχές εξέδωσαν το Μάϊο του 1826 μια Προκήρυξη41 βάσει της οποίας, πρώτο, όλα τα πλοία που δεν διέθεταν «letters of marque» θα εθεωρούντο πειρατικά πλοία· δεύτερο. όλα τα οπλισμένα σκάφη και ιδιαίτερα τα ταχύπλοα (της εποχής) (αποκαλούμενα και «κλεφτρόνια») που μετέρχονταν πειρατικές μεθόδους, θα διώκονταν και, αν συλλαμβάνονταν, θα καταστρέφονταν, και τρίτο, απαγορευόταν η κατασκευή πλοίων με πρόδηλο σκοπό την πειρατεία, ενώ οι κοινότητες των νησιών όπου κατασκευάζονταν τα πειρατικά πλοία θα θεωρούνταν συνυπεύθυνες. 36. Ιbid. 37. Ν. Pantazopoulos, ό.π., σελ. 8. 38. Βλ. παραπάνω, υποσημ. (30-32). 39. Παράγρ. 1: «Privateering is, and remains abolished». Παρατηρείται πάντως ότι δεν είναι σαφές αν απαγορεύεται η χρησιμοποίηση των κουρσάρων σε περίπτωση πολέμου μ’ ένα κράτος που δεν έχει επικυρώσει τη ∆ιακήρυξη του 1856. Βλ. H. Fujita, Commentary, στο: N. Ronzitti (ed.), The law of naval warfare, Dordrecht, 1988, σελ. 68. 40. Ν. Pantazopoulos, ό.π., σελ. 7. 41. Bλ. παραπάνω, υποσημ. (27).
Η αντιμετώπιση της πειρατείας στην εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια
207
Παρ’όλα αυτά, με νόμο του Ιουλίου 1827, ο φόρος επί της λείας των πειρατικών πλοίων αυξήθηκε από 15% στο 25%, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ νόμιμης και παράνομης δραστηριότητας42. Η Κυβέρνηση δε, μετά σύσταση του Άγγλου ναυάρχου, Λόρδου Κόδριγκτων, άρχισε να εκδίδει «letters of marque» σε όσους το ζητούσαν θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό θα ελεγχόταν το φαινόμενο της πειρατείας και, ταυτόχρονα, θα προσποριζόταν δημόσια έσοδα. Απόφαση που αποδείχθηκε καταστροφική, στο βαθμό που όσοι δίσταζαν να προβούν σε πράξεις πειρατείας, τώρα είχαν λυμένα τα χέρια τους43. Ο Καποδίστριας θέσπισε με απόφασή του (Φεβρ. 1828) ότι όσα πλοία δεν διέθεταν τα απαραίτητα πιστοποιητικά θα θεωρούνταν ως πειρατικά, θα υπόκεινταν σε κατάσχεση και τα πλήρωναν αποζημίωση44. Τα μέτρα κατά της πειρατείας έγιναν αυστηρότερα με το ∆ιάταγμα του 1835, το οποίο προέβλεπε ένα εδαφικό κριτήριο κυρώσεων: όποιο εμπορικό πλοίο που προερχόταν από το Τρίκερι, τον Βόλο ή οποιοδήποτε μέρος της Μακεδονικής Ακτής προσορμίζονταν σ’ ένα από τα λιμάνια της Εύβοιας, τον κόλπο της Αταλάντης ή της Λαμίας ή στις Σποράδες, όπου δεν υπήρχαν Αρχές του κράτους, εφόσον υπήρχε υποψία πειρατείας, θα συλλαμβάνονταν από το πολεμικό ναυτικό και θα προσάγονταν σε ποινικό δικαστήριο45. Ο δε Ποινικός Νόμος της εποχής θέσπισε ότι οι πειρατές παντός είδους θα τιμωρούνται με θάνατο46. IV. Συμπεράσματα Η πειρατεία ως κοινωνικό φαινόμενο είναι διαχρονικό: ξεκινά από τις άμεσες ανάγκες επιβίωσης και εξελίσσεται στη συνέχεια ως 42. Ν. Pantazopoulos, ό.π., σελ. 8. 43. ∆. Θέμελη-Κατηφόρη, ό.π., σελ. 14 επ. 44. Παρατειθέμενη από τον Γ. ∆ημακόπουλο, Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της Ελληνικής Πολιτείας, τ. Α΄ 1828-1839, Επετηρίδα Κέντρου Έρευνας Ιστορίας της Ελληνικής ∆ικαιοσύνης της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1970, σελ. 33. 45. Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, φύλλο 11 (4/16 Απριλίου 1835), σελ. 67-68. 46. Ποινικός Κώδικας Νο 364, παράγρ. 4.
208
Αντώνης Μπρεδήμας
ένα αποτελεσματικό μέσο προσπόρισης πλούτου. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στην εποχή του Καποδίστρια (και πριν και μεταγενέστερα). Εξάλλου, η πειρατεία ξεκινά μεν ως φαινόμενο αποδεκτό από μέρος τουλάχιστον της κοινωνίας, τα εμπορικά όμως συμφέροντα διαφόρων κατά καιρούς ναυτικών δυνάμεων θίγονται σε βαθμό που η αντίδρασή τους ανακόπτει ή και εξαλείφει (τουλάχιστον για μια περίοδο) το φαινόμενο της πειρατείας. Στην Ελλάδα, την εποχή του Καποδίστρια, οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν κατέστησαν δυσκολότερη την εκ μέρους του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αντιμετώπιση της πειρατείας, δεδομένων και των συνθηκών διαβίωσης/επιβίωσης, ενώ η εκ του εξωτερικού εισαχθείσα διάκριση «πειρατών-κουρσάρων» επέτεινε την κατάσταση, με συνέπεια η Κυβέρνηση του Καποδίστρια να αναζητήσει νομοθετικούς, αλλά και πρακτικούς τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου, κάτω από την πίεση των Μεγάλων ναυτικών δυνάμεων, και ιδίως της Μ. Βρετανίας.
Η συμβολή του Καποδίστρια στην εδραίωση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας της Ελβετίας Κωνσταντίνος Τριτάρης Πρέσβης
Α. Εισαγωγή Η Ελβετία αποτελεί ορόσημο στην σταδιοδρομία του Ιωάννη Καποδίστρια και στην ανάδειξη και εδραίωση της διπλωματικής ευφυΐας και φήμης του σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που τον οδήγησε στο ύπατο αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου και στην εκλογή του ως Κυβερνήτη της Ελλάδας. Η μακρά διαμονή του Καποδίστρια στην Ελβετία έλαβε χώρα σε δύο περιόδους: • Η πρώτη από τον Νοέμβριο του 1813 έως τον Οκτώβριο του 1814, όταν σε αναγνώριση της αξίας του και των ως τότε λαμπρών υπηρεσιών του επιφορτίσθηκε προσωπικά από τον Ρώσο Αυτοκράτορα Αλέξανδρο τον 1ο με τη δυσχερέστατη αποστολή να χειρισθεί ως εκπρόσωπος της Ρωσίας το οξύ Ελβετικό ζήτημα, κατά τη διάρκεια της οποίας συνέβαλε – παρά τις αντιδράσεις της Αγγλίας, Αυστρίας και Πρωσσίας – αποφασιστικά στην εσωτερική ειρήνευση της τότε ταραγμένης αυτής χώρας και στην εξασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητας και λίγο αργότερα στην διεθνή αναγνώριση της ουδετερότητάς της. Άμεση συνέπεια της επιτυχίας της αποστολής του στην Ελβετία ήταν να συμπεριληφθεί στην ρωσική αντιπροσωπεία για ο Συνέδριο της Βιέννης, (1814-1815) και αργότερα στο Παρίσι και να διαδραματίσει πλέον πρωτεύοντα ρόλο στο ευρωπαϊκό διπλωματικό στερέωμα. • Η δεύτερη περίοδος παραμονής του στην Ελβετία από το 1822 έως το 1827 οριοθετείται από την υποβολή της παραίτησής του ως
210
Κωνσταντίνος Τριτάρης
Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας μέχρι την εκλογή του ως Κυβερνήτη της Ελλάδας. Παρά την επιθυμία του να επιστρέψει στην Κέρκυρα και στην οικογένειά του που δεν κατέστη δυνατή λόγω της δι’ευνόητους λόγους, επίσημης αντίδρασης της αγγλικής Κυβέρνησης, η οποία είχε επιτύχει την κυριαρχία της επί των Ιονίων Νήσων κατά το Συνέδριο της Βιέννης, ο Καποδίστριας, με τη σύμφωνη γνώμη του Τσάρου, εγκαθίσταται στην Γενεύη, την δεύτερη πατρίδα του, όπως την χαρακτηρίζει η ελβετική βιβλιογραφία «διάγων βίον άκρας λιτότητος», από όπου όμως δεν έπαυσε να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα του Έθνους. Β. Η ∆ιπλωματική αποστολή στην Ελβετία (1813-1814) Η πρώτη περίοδος της παραμονής του Καποδίστρια στην Ελβετία είναι η πλέον σημαντική, διότι η επιτυχής εμπλοκή του στην διευθέτηση του, ακανθώδους, για τις τότε ευρωπαϊκές ισορροπίες, προβλήματος ουσιαστικά αποτελεί το όχημα για την περαιτέρω θεαματική πορεία του. Κύριοι στόχοι της αποστολής του ήταν: 1ον η απόσπαση της Ελβετίας από την γαλλική κηδεμονία, 2ον η αποκατάσταση της ενότητας και ειρήνευσης της χώρας και 3ον η θέσπιση νέου ομοσπονδιακού καταστατικού χάρτη. Η Ένωση των Ελβετικών κρατιδίων, ως γνωστόν, είχε περιέλθει υπό γαλλική επιρροή ήδη από το 1789, τα γαλλικά στρατεύματα προέλασαν επί ελβετικού εδάφους το 1798 και ο Βοναπάρτης προσάρτησε τη Γενεύη, την Βασιλεία και το Vaud. Το 1802 αποχώρησαν τα γαλλικά στρατεύματα και ο Ναπολέοντας προέβη σε νέα διευθέτηση των ελβετικών πραγμάτων, με την προσθήκη έξι καντονίων στα δεκατρία που υφίσταντο, στην ανασύσταση της ∆ίαιτας (Συνέλευση των αντιπροσώπων των καντονίων) και στην ανακήρυξη της ελβετικής ουδετερότητας, διακήρυξη όμως που δεν εμπόδισε την ∆ίαιτα να υπογράψει το 1803 συμφωνία με την Γαλλία, που υποχρέωνε την Ελβετία να προσφέρει σημαντική στρατιωτική ενίσχυση στον γαλλικό στρατό.
Η συμβολή του Καποδίστρια στην εδραίωση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας...
211
Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε επί μια 10ετία, ουσιαστικά όμως ανετράπη μετά την μάχη της Λειψίας και τα νέα δεδομένα που δημιούργησε και την συνακόλουθη επιδείνωση της εσωτερικής κατάστασης στην Ελβετία, που κινδύνευε πλέον με πλήρη διάσπαση. Ο Καποδίστριας την εποχή εκείνη υπηρετούσε στο διπλωματικό γραφείο του στρατηγού Μπαρκλέϋ ντέ Τόλλυ και ο Τσάρος Αλέξανδρος 1ος τον είχε ήδη ξεχωρίσει για την διπλωματική του ευφυΐα και ικανότητα από την ανάμειξη του στις παραδουνάβιες περιοχές, αλλά και για τις φιλελεύθερες ιδέες του. Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος και ο Φραγκίσκος συμφώνησαν να στείλουν μυστικούς απεσταλμένους στην Ελβετία, ο μεν αυστριακός αυτοκράτορας επέλεξε τον βαρόνο Lebzeltern, σύνδεσμό του στο ρωσικό στρατηγείο, ο δε τσάρος τον Ιωάννη Καποδίστρια. Έτσι τον Οκτώβριο του 1813 καλείται σε ακρόαση στην Φραγκφούρτη από τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο. Ιδού, πως περιγράφει ο ίδιος ο Καποδίστριας στο υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο στα τέλη του 1826, υπό τον τίτλο «Επισκόπησις της πολιτικής μου σταδιοδρομίας από του 1798 μέχρι του 1822», την συνάντηση αυτή: «... την ορισθείσαν ώραν μετέβην εις το μέγαρον όπου κατοικεί ο Αυτοκράτωρ. Μετά τινάς στιγμάς αναμονής εισήχθην εις το γραφείον της Αυτού Μεγαλειότητος. Ο Αυτοκράτωρ ήτο μόνος και με εδέχθη μετά τόσης ευμενείας, ώστε, αν και ήτο η πρώτη φορά καθ’ήν τον επλησίαζον ίνα λάβων απ’ευθείας τας διαταγάς του , ουδεμίαν ησθάνθην συστολή. Η Α. Μ. μοι είπεν, ότι έστρεψε το βλέμμα προς εμέ όπως μοι εμπιστευθεί μεγάλης σπουδαιότητος εντολήν, ην με εθεώρει ικανόν να φέρω εις πέρας. .... ∆ιηνύσατε έντιμον στάδιον εν την ημετέρα πατρίδι, είμαι δε λίαν ευχαριστημένος εκ της ευθυκρισίας και του ζήλου, μεθ’ων ειργάσθητε.... Αί αρχαί σας και τα αισθήματα σας μοι είναι γνωστά. Αγαπάτε τας δημοκρατίας και εγώ επίσης τας αγαπώ. Πρόκειται νυν να σώσωμεν μίαν εξ αυτών ην ο Γαλλικός δεσποτισμός υπεδούλωσε και εις ην επιφυλάττει βραδύτερον την τύχην των ελευθέρων γερμανικών πόλεων, της Γενεύης ή της Βενετίας. Πρόκειται περί της Ελβετίας.»
212
Κωνσταντίνος Τριτάρης
Ακολούθησαν οι σκέψεις και οι λεπτομερείς οδηγίες του αυτοκράτορα: «...Πριν η διαβούν τον Ρήνον μετά των στρατευμάτων των οι σύμμαχοι ηγεμόνες πρέπει να βεβαιωθούν περί των διαθέσεων του χρηστού και του πολεμικού τούτου έθνους, να βοηθήσουν αυτό προς ανάκτησιν της αυθυπαρξίας του και να καταστήσουν αυτό ικανόν όπως συνεργασθή μεθ’ημών, ως έπραξαν ήδη οι ηγεμόνες του γερμανικού συνδέσμου, εις το μέγα έργον της ανορθώσεως του ευρωπαϊκού συστήματος. Να αποδοθή εις έκαστον έθνος η πλήρης και απόλυτος χρήσις των δικαίων και θεσμών αυτού, να τεθούν πάντα και ημείς αυτοί υπό την προστασίαν γενικής συμμαχίας, να εξασφαλίσωμεν εαυτούς και να προφυλάξωμεν τα έθνη από της φιλοδοξίας των κατακτητών, - ιδού αι βάσεις εφ’ων ελπίζομεν με την βοήθειαν του Θεού να στηρίξωμεν το νέον τούτο σύστημα.» «Η αριστοκρατία της Βέρνης», παρατηρούσε ο Αλέξανδρος, «και υπό την επίδρασιν της οι μεγαλοαστοί των άλλων καντονίων επιμόνως ηρνήθησαν να κάμουν την ελαχίστην εκουσίαν υποχώρησιν εις τας ανάγκας της εποχής και εις τας κοινωνικάς προόδους του ελβετικού έθνους. Τοιουτοτρόπως, το επαναστατικόν κόμμα όπερ η Γαλλία προσεπάθησε να σχηματίση εις τα μέρη τα εξαρτώμενα εκ των μεγάλων καντονίων υπερίσχυσεν, ο δε γαλλικός στρατός ευκόλως έγινε κύριος της Ελβετίας, και, όπερ σπουδαιότερον, των θησαυρών της Βέρνης». Και ο τσάρος κατέληγε: «Μετά τας μακράς συμφοράς, ας υπέστη η χώρα η συνθήκη διαιτησίας, ην επέβαλεν ο Βοναπάρτης, επανέφερε την ειρήνην και υπήρξεν αληθής ευεργεσία. Εάν η συνθήκη αυτή είχεν πηγήν αγνοτέραν, εάν η ∆ύναμις, ήτις την επέβαλεν, ηδύνατο να εμπνεύση εμπιστοσύνην, οι Ελβετοί θα είχον μέγα άδικον να επιθυμούν την επάνοδον εις το παρελθόν ως και τας επικινδύνους περιπέτειας νέας πολιτικής οργανώσεως. Αλλ’ οπωσδήποτε και αν έχη το μέγα τούτο ζήτημα, η λύσις του δεν ανήκει εις ημάς και δια τούτο αι σύμμαχοι ∆υνάμεις πρέπει να σεβασθούν και να καταστήσουν σεβαστήν την νύν εν τω εσωτερικώ της Ελβετίας υφιστάμενην κατάστασιν. Ορμώμενοι από της αρχής ταύτης, ήτις επεκράτησεν οριστικώς μεταξύ των συμμάχων και εμού, επιθυμούμεν να διαφωτίσωμεν τους ιθύνο-
Η συμβολή του Καποδίστρια στην εδραίωση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας...
213
ντας τα της Ελβετίας περί των πραγματικών συμφερόντων της πατρίδος των και να τους πείσωμεν βαθμηδόν να ταχθούν μεθ’ημών. Αλλά προς επιτυχίαν τούτου, πρέπει κατ’αρχάς να περιορισθώμεν εις το να ζητήσωμεν πραγματικήν ουδετερότητα κατά τον παρόντα πόλεμον. Τοιούτον είναι το αντικείμενον της αποστολής υμών». Οι δύο απεσταλμένοι έφυγαν από την Φραγκφούρτη με διαβατήρια που τους εμφάνιζαν σαν εμπόρους με τα ψευδώνυμα Leipold και Conti και κάτω από τις αντίξοες συνθήκες έφτασαν στο Schaffhausen στις 15 Νοεμβρίου 1813 και στις 21 το βράδυ στην Ζυρίχη, όπου η ∆ίαιτα συνεδρίαζε εκτάκτως για να λάβει μέτρα περιφρούρησης της ουδετερότητας του εδάφους της Ελβετικής Ομοσπονδίας. Ακολούθησαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις των δύο διπλωματών (των οποίων την πραγματική ταυτότητα είχε εν τω μεταξεί αποκαλύψει η Allgemeine Zeitung) με την ελβετική ηγεσία, προκειμένου να την πείσουν να αποδεσμευτεί από την γαλλική επιρροή. «Ενώ ησχολούμεθα εις τούτο, αναφέρει ο Καποδίστριας, δύο απρόοπτα συμβάντα παρενέβησαν και παρεκώλυσαν τας προσπάθειας μας». Τα συμβάντα ήταν αφ’ενός η επιστροφή της Βέρνης που διαδραμάτιζε κομβικό ρόλο στα ελβετικά πράγματα, λόγω της δεσπόζουσας θέσης της, της οικονομικής και στρατιωτικής της ισχύος και της μονολιθικής αριστοκρατίας που την διοικούσε, στις παλιές της θέσεις (μη αναγνώριση του Vaud και του Aargau ως ανεξάρτητων κρατιδίων) και αφ’ετέρου η κίνηση των αυστριακών στρατευμάτων να εισέλθουν στο ελβετικό έδαφος. Ο αυστριακός Καγκελάριος Metternich έστειλε στον Lebzeltern το κείμενο της διακοίνωσης, που οι δύο διπλωμάτες θα έπρεπε να επιδώσουν στο πρόεδρο της Ομοσπονδίας von Reinhardt, ∆ήμαρχο της Ζυρίχης. Ο Metternich έγραφε ότι ο τσάρος είχε δώσει συναίνεση για την εισβολή, χωρίς όμως να αποστείλει αντίγραφο της συναίνεσης. Ο Γρηγόριος ∆αφνής περιγράφει με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο, τους διπλωματικούς χειρισμούς του Καποδίστρια, αλλά και την ευφυή ανάλυση της κατάστασης και την ακλόνητη επιχειρηματολογία του:
214
Κωνσταντίνος Τριτάρης
Ο Lebzeltern πήρε το κείμενο της διακοινώσεως τα ξημερώματα της 20 ∆εκεμβρίου 1813, μαζί με διαταγή του Metternich να την επιδώσει αμέσως, αφού προηγουμένως θα την υπόγραφε και ο Καποδίστριας. ∆ε δίστασε να ξυπνήσει το Ρώσο συνάδελφό του. Ο Καποδίστριας διάβασε τα έγγραφα που του έδωσε ο βαρώνος και μόλις διαπίστωσε ότι δεν συνοδεύονταν από οδηγίες του Ρώσου αυτοκράτορα γι’αυτόν, φώναξε: «Να υπογράψω αυτό; Ποτέ. Μπορώ να αγνοήσω ότι ο αυτοκράτορας, ο κύριός μου, είναι αντίθετος στο πέρασμα και όλες τις συνέπειές του; Υπάρχει έστω και ένας Ρώσος στρατιωτικός στη στρατιά σας; Το καθήκον και η τιμή μου μου απαγορεύουν να υπογράψω. Και δεν καταλαβαίνω πως ο κόμης Metternich, στις οδηγίες του, ορίζει τι θα κάμω, χωρίς, το λιγότερο, να φροντίσει να πάρει μια λέξη από την κυβέρνησή μου». Ο Lebzeltern, που τον είδε πολύ θυμωμένο, επιχείρησε να τον καθησυχάσει: «Έχετε δίκιο», του είπε, «αλλ’αν γίνει φανερή η διαφωνία μας, τότε καταστρέφονται όλα όσα ως τώρα έχουμε πετύχει. Η ελβετική ενότητα θα πάψει να υπάρχει, οι φατρίες θ’αρχίσουν το αλληλοφάγωμα, η συνταγματική αναδιοργάνωση της χώρας δε θα πραγματοποιηθεί. Συγχρόνως, θα βλάψετε τη μεγάλη υπόθεση που υπηρετούμε και οι δύο. Ανήκει σε σας να ζυγίσετε τις γενικές αυτές απόψεις, όσο και τις προσωπικές.» Ο Καποδίστριας ζήτησε να σκεφτεί. Έμεινε μόνος μία ώρα και κατόπιν υπόγραψε. Αμέσως έπειτα έφυγε για το στρατηγείο του Αλέξανδρου, που είχε μεταφερθεί στο Freiburg im Breisgau, πρωτεύουσα της Βάδης. Ο τσάρος τον δέχτηκε με έκπληξη και του είπε: «Ελπίζω πως δεν υπογράψατε την αυστριακή διακοίνωση». «Αντίθετα», του απάντησε ο Καποδίστριας, «την υπέγραψα και έρχομαι να σας αναφέρω τα πλεονεκτήματα που η Ελβετία και η ευρωπαϊκή υπόθεση μπορούν να κερδίσουν από την απροσδόκητη αυτή εμπλοκή». Και του εξήγησε ότι υπόγραψε τη διακοίνωση του Metternich γιατί τα γεγονότα της Βέρνης, που τα είχε προκαλέσει ο μυστικός πράκτορας της Αυστρίας κόμης Senfft von Pilsach θα οδηγούσαν σε διχασμό τους Ελβετούς. Όσοι ήταν αντίθετοι προς την αποκατάσταση του παλιού καθεστώτος, που η ολιγαρχία της Βέρνης επιζη-
Η συμβολή του Καποδίστρια στην εδραίωση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας...
215
τούσε, θα συνεργάζονταν ανοικτά με το Ναπολέοντα, όταν μάλιστα θα διαπίστωναν και διαφωνία των συμμάχων. «Υπογράφοντας και φεύγοντας, για να έρθω εδώ και να πάρω τις διαταγές σας, άφησα τις φατρίες σε αδυναμία να κάμουν οτιδήποτε». Τώρα, συνέχισε, μπορείτε να ζητήσετε από τους Αυστριακούς να αποκηρύξουν το Senfft και, αν αρνηθούν, να μην επικυρώσετε την υπογραφή μου στη διακοίνωση. Οι Αυστριακοί όμως δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ως επίσημη την αποστολή του πράκτορά τους και θα δεχτούν. Εξάλλου, ο αυστριακός στρατός μπήκε ήδη στην Ελβετία». Η προώθηση του ρωσικού στρατηγείου στο Freiburg αποτελούσε για τον Καποδίστρια ένδειξη, ότι ο Αλέξανδρος δεν έβλεπε δυσάρεστα την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στην Ελβετία, αρκεί να φαινόταν ότι έγινε αντίθετα προς τη θέλησή του, ώστε να αξιώσει, ως αντάλλαγμα, από το Metternich, να εγκαταλείψει το σχέδιο για την εγκαθίδρυση φιλοαυστριακού καθεστώτος. Γι’ αυτό και ενέκρινε χωρίς δυσκολία την ενέργεια του Καποδίστρια και συμφώνησε να ζητηθεί η αποκήρυξη του Senfft, που την έκαμαν οι Αυστριακοί. Έτσι, η ρωσική πολιτική σημείωσε επιτυχία, παρουσιάζοντας τους Αυστριακούς ως υποκινητές του αντιδραστικού πραξικοπήματος της Βέρνης και ως υπεύθυνους για την εισβολή. Η επιτυχία αυτή που πραγματοποίησε ένας διπλωμάτης, «ανώριμος» κατά τον Αλέξανδρο, ήταν κάτι περισσότερο από σημαντική. Γι’ αυτό και ο τσάρος, όταν ο Καποδίστριας τον αποχαιρετούσε, επιστρέφοντας στη Ζυρίχη, του είπε: «Τη σταδιοδρομία σας δέ θα την κάμετε στην Ελβετία». Ο δρόμος προς την Αγία Πετρούπολη είχε ανοίξει για τον Κερκυραίο διπλωμάτη. ∆εν προτίθεμαι, Κυρίες και Κύριοι, να σας καταπονήσω με περαιτέρω λεπτομερή περιγραφή της εμπλοκής Καποδίστρια στα ελβετικά πράγματα, εμπλοκή που η ελληνική και η ελβετική ιστοριογραφία έχουν επαρκώς καταγράψει και αναλύσει. Θα επιχειρήσω μια συνοπτική αναφορά στις προσπάθειες του Καποδίστρια κατά το κρίσιμο έτος 1814 για την συμφιλίωση των Ελβετών και την αναδιοργάνωση της χώρας. Βασικό εγχείρημα των δύο απεσταλμένων, μετά τους επιτυχείς χειρισμούς, στο ζήτημα της διέ-
216
Κωνσταντίνος Τριτάρης
λευσης του συμμαχικού στρατού μέσα από το ελβετικό έδαφος, ήταν η εκπόνηση Ομοσπονδιακού Συντάγματος. Η σύγκλιση της ∆ίαιτας, με την εκπροσώπηση και των 19 καντονίων συνάντησε μεγάλα εμπόδια, με κίνδυνο, την διάσπαση και τον εμφύλιο πόλεμο. Με επιτυχείς χειρισμούς, ο Καποδίστριας, που είχε εν τω μεταξύ διορισθεί από τον τσάρο Πρεσβευτής – Πληρεξούσιος – Υπουργός της Ρωσίας στην Ελβετική Ομοσπονδία και παρά την υπονομευτική πολιτική της Αυστρίας, που επεδίωκε μονομερή παρασκηνιακή διαχείριση των ελβετικών ζητημάτων, συνέβαλε στην ολοκλήρωση της συνακτικής εργασίας της ∆ίαιτας και στην συγκρότηση της νέας Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Παράλληλα συγκροτήθηκε και η ελβετική εκπροσώπηση στο Συνέδριο της Βιέννης. Ο Καποδίστριας έφθασε στην Βιέννη τον Οκτώβριο του 1814, ενώ η διακήρυξη για την διευθέτηση των ελβετικών υποθέσεων υπεγράφη στις 20 Μαρτίου 1815. Η διακήρυξη προέβλεπε, μεταξύ άλλων: • ∆ιαρκή ουδετερότητα και ανεξαρτησία της Ελβετίας. • Χαλαρή Συνομοσπονδία με κεντρική κυβέρνηση περιορισμένων εξουσιών και αρμοδιοτήτων και κατάργηση της θέσης του Προέδρου και με 22 καντόνια, συμπεριλαμβανομένων των τριών νέων: Γενεύης, Valais και Neuchatel. Σημειωτέον ότι την συμμετοχή της Γενεύης εξασφάλισε ο Καποδίστριας, υποστηρίζοντας ότι η πόλη του Καλβίνου θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη για την Συνομοσπονδία, λόγω των προνομιακών της σχέσεων με την Αγγλία. Η διακήρυξη έγινε αποδεκτή από την Ελβετική ∆ίαιτα στις 27 Μαΐου και έτσι πραγματοποιήθηκαν τα όνειρα των Ελβετών και του Καποδίστρια για την ακεραιότητα, ανεξαρτησία και εγγυημένη διαρκή ουδετερότητα της Ελβετίας, προς διασφάλιση των γενικότερων ευρωπαϊκών συμφερόντων.
Η συμβολή του Καποδίστρια στην εδραίωση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας...
217
Γ. ∆ιαμονή στην Γενεύη (1822-1827) Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης έφερε σε δυσχερή θέση τον Καποδίστρια και επιδείνωσε τις σχέσεις του με τον Τσάρο Αλέξανδρο 1ο, ο οποίος τελούσε τότε υπό την επιρροή του Metternich κα της αυστριακής πολιτικής που αντιτίθετο στην ανεξαρτησία της Ελλάδος και διακατεχόταν από φοβίες περί ανατροπής της Ιεράς Συμμαχίας. Ο υπουργός του επί των εξωτερικών ευρέθη προ του διλήμματος ή να υποστηρίξει την επίσημη ρωσική πολιτική και να προδώσει τον αγώνα των συμπατριωτών του ή να παραιτηθεί. Αφού κατέβαλε ύστατη προσπάθεια να μεταπείσει τον τσάρο προκειμένου να επιδείξει πολιτική δυνάμεως έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και απέτυχε, προτίμησε τον Αύγουστο του 1822 να υποβάλει παραίτηση και να εγκατασταθεί στην Γενεύη. Ιδού πως περιγράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό Υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο, την σκηνή του αποχαιρετισμού του με τον Αλέξανδρο: «Η Αυτού Μεγαλειότης, αποχαιρετώσα με, με ενηγκαλίσθη: θα συναντηθώμεν και πάλιν, μοι είπεν, ή τουλάχιστον θα μοι δίδετε ειδήσεις σας. Εστέ βέβαιος ότι τα προς υμάς αισθήματα Μου δεν θα μεταβληθούν ποτέ.» Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά την παραμονή του στην Γενεύη τελούσε «εν απεριορίστω αδεία» διατηρώντας τον τίτλο και τον μισθό του Υπουργού, αφού η παραίτησή του από την ρωσική διπλωματική υπηρεσία έγινε δεκτή από τον Τσάρο Νικόλαο 1ο, μόνον την 1η Ιουλίου 1827. Αν και όπως ανέφερα στην εισαγωγή του παρόντος, η επιθυμία του Καποδίστρια ήταν να επιστρέψει στην Κέρκυρα, εν τούτοις η επίσημη αντίδραση της Αγγλίας στην παρουσία του στα Ιόνια Νησιά, με τον φόβο ότι, ως εκπρόσωπος της ορθόδοξης Ρωσίας θα ξεσήκωνε τους κατοίκους των νησιών να συμπαραταχθούν με τους υπόλοιπους Έλληνες, τον οδήγησε τελικά στην Γενεύη, της οποίας είχε ήδη από το 1816 ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης (citoyen d’Honneur) για την
218
Κωνσταντίνος Τριτάρης
ανεκτίμητη συμβολή του στην ενσωμάτωση της πόλης στην Ελβετική Συνομοσπονδία. Είναι χαρακτηριστικά, εν προκειμένω, τα λόγια του Metternich προς τον άγγλο ∆ιοικητή των Ιονίων Νήσων που τον συνάντησε στην Βιέννη, τον Αύγουστο του 1822: «Λοιπόν, στρατηγέ μου, η αρχή του κακού εξερριζώθη ο κόμης Καποδίστριας ετάφη δια το υπόλοιπον της ζωής του. Θα ζήσετε ησύχως εν Επτανήσω και η Ευρώπη, θα έχει απαλλαγεί των μεγάλων κινδύνων δι’ων την ηπείλει η επιρροή του ανδρός τούτου.» Στα χρόνια 1822-1827 συντόνιζε την δράση των φιλελληνικών οργανώσεων, σε στενή συνεργασία με την ψυχή του φιλελληνικού κινήματος στην Ελβετία του Jean – Gabriel Eynard. Ενθάρρυνε τις προσπάθειες ευρωπαίων πολιτικών υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης, αν και οι προσωπικές του ενέργειες, καλυπτόμενες αναγκαστικά από πέπλο μυστικότητας, δεν είναι γνωστές. Οι συχνές επισκέψεις του, κατά την περίοδο αυτή, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και οι υψηλού επιπέδου επαφές του, συνέβαλαν στην προώθηση των δικαίων του αγώνα και τον κρατούσαν ενήμερο των προθέσεων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Το πόσο καλά πληροφορημένος ήταν φαίνεται και από την επιστολή που έστειλε από το Παρίσι στον Eynard, από 8 Απριλίου 1827, στην οποία του ανήγγειλε την σύμπραξη Αγγλίας – Γαλλίας – Ρωσίας για την ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος, τρεις δηλαδή μήνες πριν από την υπογραφή της συνθήκης της 6ης Ιουλίου 1827. Τα ισχυρά φιλελληνικά αισθήματα, που διαπερνούν μέχρι των ημερών μας το κορμό του ελβετικού λαού, ανεξάρτητα από την γλωσσική ή θρησκευτική ιδιαιτερότητα, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον ρόλο που διαδραμάτισε ο μεγάλος Έλληνας στην οικοδόμηση της ενότητας της αλπικής χώρας, στις σχέσεις που καλλιέργησε με σημαντικές προσωπικότητες κατά την πολύχρονη παραμονή του και στην αναγνώριση από ελβετικής πλευράς ότι πέραν της ψυχρής διπλωματικής προσέγγισης και της προσήλωσης στις οδηγίες που ακολουθούσε και τα συμφέροντα που εξυπηρετούσε, η αποστολή του στην Ελβετία ενείχε και το στοιχείο του άδολου συναισθηματισμού, όπως αυτό γλαφυρά
Η συμβολή του Καποδίστρια στην εδραίωση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας...
219
αποτυπώνεται στην επιστολή του προς τον πατέρα του στις 10 Σεπτεμβρίου 1814: «Οι ελβετικές υποθέσεις τελείωσαν. Η ∆ίαιτα κατάρτισε επί τέλους το ομοσπονδιακό σύνταγμα. Και μια αντιπροσωπεία θα πάει στην Βιέννη, για να ζητήσει την επικύρωση του από τους συμμάχους ηγεμόνες, καθώς και να ξαναδοθούν στην Ελβετία οι επαρχίες που κατέχουν ακόμα τα αυστριακά στρατεύματα. Η ολοκλήρωση μιας τόσο πολύπλοκης διαπραγματεύσεως μου στοίχισε πάμπολλα βάσανα και ταξίδια και γραψίματα και ομιλίες και συντάγματα και σχέδια, αλλά δεν πειράζει. Αυτοί οι λαμπροί άνθρωποι με γέμισαν με φιλία και αληθινή εγκαρδιότητα. Η εμπιστοσύνη που μου έδειξαν ήταν η καλύτερη ανταμοιβή για τα βάσανά μου. Αν μπορέσουν μελλοντικά να είναι ευτυχισμένοι και να απολαύσουν την ανεξαρτησία τους θα πω ότι δεν έχασα τον καιρό μου και τους κόπους μου.» Η ιστορία δικαίωσε τον Καποδίστρια. ∆. Επίλογος Η Εμπλοκή του Καποδίστρια στο ελβετικό ζήτημα, προκάλεσε, ως ήταν φυσικό, το έντονο ενδιαφέρον των ιστορικών μελετητών της Ελβετίας και οι κρίσεις τους, βασισμένες στα διπλωματικά έγγραφα και κείμενα των πρωταγωνιστών της εποχής και κυρίως στις εμβριθείς εκθέσεις και αναλύσεις του ιδίου του Κερκυραίου διπλωμάτη, είναι ιδιαίτερα θετικές. ∆ιαπιστώνουμε – γράφει στην έξοχη ανάλυσή της η κα Bouvier – ότι διέθετε ιδιαίτερο πάθος για την αποστολή του. Επέδειξε κατά την άσκηση των καθηκόντων του επιμονή, οξυδέρκεια, διορατικότητα και εργατικότητα που δεν συναντάς συχνά σε ανάλογες περιπτώσεις. Ανάλωσε όλες τις δυνάμεις προκειμένου τα κρατίδια που αντιδρούσαν στην αποδυνάμωση των προνομίων τους , να αποδεχθούν ένα σύμφωνο Συνομοσπονδίας αποδεκτό από όλους». Ο Καποδίστριας είναι ο μόνος από τους διπλωματικούς πληρεξουσίους που παρέμεινε στο πόστο του από τον Νοέμβριο του 1813 έως το Σεπτέμβριο του 1814 και η επιρροή που άσκησε στην ειρήνευση και
220
Κωνσταντίνος Τριτάρης
στην συμφιλίωση της χώρας είναι αδιαμφισβήτητα η πλέον αποφασιστική. Η ελβετική ιστοριογραφία δεν φείδεται επαίνων και για την έντονη δραστηριότητα του Καποδίστρια υπέρ της Ελβετίας καθ’όλη την διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης. Ολοκληρώνοντας την εισήγησή μου, επιτρέψτε μου, Κυρίες και Κύριοι, την καταγραφή και της προσωπικής μου εμπειρίας και μαρτυρίας από την διπλωματική μου σταδιοδρομία, κατά την οποία υπηρέτησα σε δύο περιόδους στην Ελβετική Συνομοσπονδία: στις αρχές της καριέρας μου ως νέος Γραμματεύς Πρεσβείας και Πρόξενος και στην δύση της ως Πρέσβυς της Ελλάδος, που αποτελεί για μένα ιδιαίτερη τιμή και προνόμιο. ∆ιεπίστωσα και εγώ τον ένθερμο φιλελληνισμό και την προσήλωση του ελβετικού λαού στην κλασσική παιδεία και τις αξίες της, που μεθοδικά καλλιέργησε κατά την εκεί παραμονή του ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας. Κλείνοντας θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό: Το 2008 με τον συνάδελφό μου Πρέσβυ της Ρωσίας στην Βέρνη είχαμε την ιδέα της απόδοσης τιμής στον Καποδίστρια, με την τοποθέτηση προτομής του επί ελβετικού εδάφους. Το Ελβετικό ΥΠΕΞ προσχώρησε με ενθουσιασμό στην ιδέα και η πόλη της Λωζάννης, που είχε τιμήσει τον Καποδίστρια ήδη από το 1816, όταν και εκείνη τον ανέδειξε επίτιμο δημότη προσέφερε, με απόφαση του Π/Θ του καντονίου Vaud κ. Broulis, ελληνικής καταγωγής (και μάλιστα εκ Ναυπλίου) και του φιλέλληνα ∆ημάρχου, περίοπτη θέση για την τοποθέτηση της προτομής, που φιλοτέχνησε γνωστός ρώσος γλύπτης. Η τελετή των αποκαλυπτηρίων της προτομής έλαβε χώρα στις 21 Σεπτεμβρίου 2009, παρουσία της Ελβετίδας ΥΠΕΞ κας Michelin Calmin-Rey και του Ρώσου ΥΠΕΞ κ. Lavrof. Η επίσημη Ελλάδα ήταν δυστυχώς απούσα, λόγω της τότε προεκλογικής περιόδου. Παραμένει όμως εκεί στις όχθες της λίμνης Leman ακοίμητος ο μεγάλος Έλληνας, ο υπουργός Εξωτερικών του τσάρου, ο ευφυής διπλωμάτης να υπενθυμίζει, στις νεότερες γενιές, ιδιαίτερα στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς, ότι οι κυβερνήτες και οι διαχειριζόμενοι τα κοινά θα
Η συμβολή του Καποδίστρια στην εδραίωση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας...
221
πρέπει να διαθέτουν αυταπάρνηση, προσήλωση στο καθήκον, εντιμότητα, ευπροσηγορία, λιτότητα βίου, πείρα, ικανότητες και κύρος, αξίες και ιδανικά που υπηρέτησε πιστά καθ’όλη την διάρκεια του βίου του. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια, Εισαγωγή, Μετάφρασις και Σχόλια Μ. Λάσκαρι, Εκδόσεις Γαλαξία 1968, Εκδόσεις ΕΡΜΕΙΑΣ. 2. Παύλος Β. Πετρίδης, Η ευρωπαϊκή πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια, Εκδόσεις Συλλογή Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1988. 3. H. Kissinger, Grossmacht Diplomatie, 1962. 4. Henry Kissinger, DIPLOMACY, Simon and Schuster, New York 1994. 5. Γρηγορίου ∆αφνή, Ι. Καποδίστριας : Η γένεση του Ελληνικού Κράτους, Ίκαρος, Αθήνα, 1976. 6. M. Bouvier, La Mission de Capodistrias en Suisse (1813-1814) Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια τόμ. ∆’ (1984). 7. William Martin, La Suisse et L’Europe 1813-1814, Γενεύη 1931. 8. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1975. 9. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τόμ. 1, Πάπυρος 1966.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος Βασίλειος Κασάπογλου Πανεπιστημιακός
Ι. Προδιάθεση Η διεθνής εκπροσώπηση ενός κράτους, τ.έ. η εξασφάλιση της συνεχούς και ενεργού παρουσίας του στις διεθνείς διακρατικές σχέσεις σε διμερές και πολυμερές παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο, συνιστά, αμέσως μετά την κατοχύρωση της συνταγματικής νομιμότητας in foro domestico, και ταυτοχρόνως με την διασφάλιση της εθνικής αμύνης και ασφαλείας, την πλέον σημαντική αρμοδιότητα του αρχηγού του κράτους, εξ ου και αυτός, ως προς το εν λόγω λειτούργημα, καλείται «διεθνής παραστάτης» (= εκπρόσωπος) της πολιτείας. Ομως η επιτυχής εκπροσώπηση του κράτους στις διεθνείς σχέσεις του προϋποθέτει την ύπαρξη μίας καλώς οργανωμένης, στελεχωμένης και αποτελεσματικώς λειτουργούσας διπλωματικής υπηρεσίας, τ.έ. κλάδου της δημοσίας διοίκησης επιφορτισμένου με την διεύθυνση και διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων του κράτους, ο οποίος να εξασφαλίζει την συνεχή και αποδοτική συμμετοχή του σε όλες τις ανά την υφήλιο διεργασίες και εξελίξεις του διεθνούς κοινωνικού γίγνεσθαι. Εξ ου και η διπλωματική υπηρεσία έχει την αυτή ζωτική στρατηγική σημασία με τις ένοπλες δυνάμεις του κράτους, εφ’ όσον και αυτή –κατά τον γνωστό αφορισμό– διαρκώς διεξάγει μάχες με τα άλλα κράτη δι’ ειρηνικών μέσων. ∆ιότι, ακριβώς, το κράτος, μέσω της θεσμικής και νομικώς ισότιμης διμερούς και πολυμερούς συνεργασίας του με τα λοιπά ομόλογά του συστατικά μέλη της διεθνούς κοινότητας των κρατών, διασφαλίζει την αποτελεσματική προάσπιση και
224
Βασίλειος Κασάπογλου
προώθηση των συμφερόντων του και την ειρηνική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του. Γι’ αυτόν, λοιπόν, τον λόγο και κάθε νεοσύστατο κράτος επιδιώκει την ταχύτερη και ευρύτερη δυνατή επίσημη διεθνή αναγνώρισή του, τ.έ. την καθολική και ανεπιφύλακτη νομική παραδοχή εκ μέρους των προϋφισταμένων κρατών, της υπόστασής του ως νομικώς ισότιμης με αυτά οργανωμένης, αυθύπαρκτης και κυρίαρχης πολιτικής οντότητας (πολιτείας), μέλος της παγκόσμιας κοινότητας των κρατών. Αυτός, άλλωστε, είναι, επίσης, ο λόγος για τον οποίο τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα των λαών, κατά την διάρκεια των αγώνων τους προς αποτίναξη του ζυγού των δυναστών τους, επιζητούν την σύναψη έστω και στοιχειωδών ατύπων σχέσεων με τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό κρατών, ούτως ώστε να επιτυγχάνουν, τουλάχιστον, την de facto ευμενή αντιμετώπισή τους και, ακολούθως, μετά την επικράτησή τους, την de iure αναγνώριση της πολιτειακής τους ύπαρξης και του ρόλου τους στην διεθνή πολιτική ζωή. Συνεπώς, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι, ήδη η Α’ Εθνική Συνέλευση των επαναστατημένων Ελλήνων, η οποία συνήλθε στην Επίδαυρο και εκήρυξε «ενώπιον Θεού και ανθρώπων» την «πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν» του επί 4 σχεδόν αιώνες «υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν» Ελληνικού έθνους, με το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος»,1 το οποίο εψήφισε, ομοφώνως, την 1.1.1822,2 περιέλαβε μεταξύ των «περί σχηματισμού της ∆ιοικήσεως» καταστατικών διατάξεων του πρώτου μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ανεξαρτήτου, ενιαίου και συντεταγμένου
1. Η Α΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση σκοπίμως επωνόμασε ως «προσωρινόν» το συνταγματικό δημοκρατικό καθεστώς (= πολίτευμα) της νέας Ελλάδος, το οποίο καθιέρωσε, προκειμένου να αποτρέψει την αντίθεση των ∆υνάμεων της «Ιεράς» Συμμαχίας, φοβουμένων την ανατροπή της καθεστηκυΐας μοναρχικής τάξης στην Ευρώπη του Συνεδρίου της Βιέννης εκ της δημιουργίας μίας ακόμη νέας δημοκρατίας. 2. Οι ημερομηνίες έχουν τεθεί, εδώ, κατά το «νέο» Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
225
Ελληνικού κράτους,3 και ειδική πρόνοια περί της «επιστασίας (= μέριμνας) των Εξωτερικών υποθέσεων»4. Ειδικότερα, ο πρώτος αυτός «Επαναστατικός» –και κατά το ουσιαστικό περιεχόμενό του– φιλελεύθερος και δημοκρατικός καταστατικός χάρτης του νέου Ελληνικού κράτους προέβλεπε, εν προκειμένω, τα εξής: «Το Εκτελεστικόν Σώμα (= Κυβέρνηση) εκλέγει οκτώ Υπουργούς, πρώτος μεταξύ των οποίων είναι ο Αρχιγραμματεύς της Επικρατείας (= Πρωθυπουργός) έχων εν ταυτώ την επιστασίαν (= μέριμνα) των Εξωτερικών [υποθέσεων] (...)»5. Επίσης, διελάμβανε ότι: «Το Εκτελεστικόν Σώμα διορίζει τους πρέσβεις και όλους τους διπλωματικούς υπουργούς (= υπαλλήλους) της ∆ιοικήσεως παρά ταις ξέναις Αυλαίς (= κυβερνήσεις).»· «Οφείλει να ιδεάζει (= ενημερώνει) ακριβώς το Βουλευτικόν Σώμα περί των σχέσεων της Ελλάδος με τας ξένας δυνάμεις (...).»· και, τέλος: «Εχει το δικαίωμα ανταποκρίσεως (= επικοινωνίας) με τας ξένας Αυλάς· επιχειρήσεως οποιασδήποτε διαπραγματείας με αυτάς· την δε κήρυξιν πολέμου και συνθήκην ειρήνης, ως και περί παντός άλλου συνθήκην, χεωστεί να τας υποβάλλει εις το Βουλευτικόν Σώμα διά να τας εγκρίνη.»6. Εξ άλλου, τα αυτά και για τους αυτούς, ακριβώς, πολιτικούς και νομικούς λόγους επανέλαβε, σχεδόν verbatim, και το αμέσως επόμενο αναθεωρητικό του προηγουμένου δεύτερο «Επαναστατικό» σύνταγμα της νέας Ελλάδος, το «Προσωρινόν Πολίτευμα» ή 3. Κατά τινες, ως πρώτο ελεύθερο μεταβυζαντινό Ελληνικό κράτος θεωρείται η Ιόνιος Πολιτεία (ή Επτανήσιος ∆ημοκρατία ή Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων), αλλά τούτο δεν είνε, κατ’ ουσία, απολύτως ακριβές, καθ’ ο μέτρο η οντότητα αυτή και υπό τις τέσσαρες διαδοχικές πολιτειακές μορφές της (1799-1815) μέχρι και της Ενωσής της με την Μητέρα Πατρίδα (1864), δεν υπήρξε, έστω και τυπικώς, ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, αφού, λ.χ., δεν είχε, i.a., αυτοτελή διεθνή (διπλωματική) εκπροσώπηση κ.τ.τ. Cf. i.a., WRIGLEY, David, W. THE DIPLOMATIC SIGNIFICANCE OF IONIAN NEUTRALITY, 1821-31. New York: Peter Lang, 1988, passim και, ιδίως, pp. 38-84. 4. ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ (Σύνταγμα Επιδαύρου), in: ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ηλίας (Επιμελ.). ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ. Αθήναι: Εθνικόν Τυπογραφείον, 1960 (εφ’ εξής: «ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ»), pp. 31 & seq. 5. Ibid, Τμήμα Γ’, § κβ’ [22]. 6. Ibid, Τμήμα Ζ’, §§ ξζ’ [67], ξη’ [68] και ος’ [76].
226
Βασίλειος Κασάπογλου
«Νόμος της Επιδαύρου», το οποίο εψήφισε, την 13.4.1823, η συνελθούσα στο Αστρος Β΄ Εθνοσυνέλευση,7 και ίσχυσε κατά τα επόμενα 4 έτη, τα ιδιαιτέρως κρίσιμα για την ευόδωση του Αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής και εδαφικής αποκατάστασης του υποδούλου Γένους. Πάντως, το τρίτο, κατά σειρά, και οριστικό, πλέον, «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο (μετά πολλών βασάνων) εψήφισε, την 1.5.1827, η συνελθούσα στην Τροιζήνα Γ΄ Εθνοσυνέλευση, είναι εκείνο, το οποίο έθεσε, κατά πληρέστερο και συστηματικότερο των δύο αμέσως προηγουμένων του «προσωρινών» συνταγμάτων τρόπο, τους κανόνες άσκησης της εξωτερικής πολιτικής του νέου κράτους και τις βάσεις της διεθνούς αναγνώρισης και εκπροσώπησής του. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση, ολοκλήρωσε την τελική διατύπωση του κειμένου του εν λόγω Συντάγματος μετά έναν, ακριβώς, μήνα αφ’ ότου, κατόπιν υπομνήματος, το οποίο της υπέβαλαν οι απελευθερωτές της Ελλάδος στρατηλάτες Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Γεώργιος Καραϊσκάκης, είχε ήδη ομοφώνως και πανηγυρικώς εκλέξει, «εν ονόματι του Ελληνικού Εθνους», ως «Κυβερνήτην» (Président) της «Ελληνικής Πολιτείας» (= ∆ημοκρατίας),8 με 7. ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙ∆ΑΥΡΟΥ (Σύνταγμα Αστρους), Κεφ. Γ’, § κε’ [25] και Κεφ. ς’, §§ νγ’ [53] και νδ’ [54], in: ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, pp. 45 & seq. 8. Παρότι, αυτή ήταν η εξ αρχής επίσημη συνταγματική επωνυμία του νέου Ελληνικού κράτους, εν τούτοις οι 3 ∆υνάμεις της αυτόκλητης «προστασίας» της νέας Ελλάδος, ουδέποτε την εχρησιμοποίησαν, αλλά τόσο στην επίσημη διπλωματική αλληλογραφία μεταξύ τους και με αυτό, όσο και σε όλες τις σχετικές τριμερείς διεθνείς συνθήκες, το ανέφεραν –ακόμη και μετά την επίσημη διεθνή αναγνώρισή του και την εκεί διαπίστευση των διπλωματικών αντιπροσώπων τους, των «Αντιπρέσβεων»– ως «Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδος» ή, απλώς, «Ελλάς», διότι, ακριβώς, δεν επιθυμούσαν την παρουσία στην διεθνή σκηνή και μίας άλλης, επί πλέον, αβασίλευτης προεδρικής ∆ημοκρατίας, όπως, λ.χ., αυτές των ΗΠΑ, της Ελβετίας, της Αϊτής, της Αργεντινής, της Βολιβίας, του Μεξικού, της Παραγουάης κ.ά. νεοπαγών, τότε, ανεξαρτήτων κρατών, τα οποία είχαν αναδυθεί από την πρώτη στην Ιστορία επαναστατική αποαποικιοποίηση των λαών –το άμεσο αυτό αποτέλεσμα της παγκόσμιας επικράτησης των φιλελευθέρων και δημοκρατικών αρχών των Αμερικανικής και Γαλλικής Επαναστάσεων. Ο δε τραγικός Κυβερνήτης ήταν, φυσικά, και αυτός, αναγκασμένος, εκ των πραγμάτων, να ανέχεται και να χρησιμοποιεί και ο ίδιος αυτήν την υποτιμητική φρασεολογία και προσφώνηση, τόσο στην επίσημη διπλωματική αλληλογραφία του με τις 3 ∆υνάμεις, όσο και στις διακοινώσεις κλπ. επίσημα έγγραφά
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
227
θητεία 7 ετών (1828-1834),9 τον πανευρωπαϊκής –άρα και παγκοσμίου για τα τότε δεδομένα– αίγλης επιφανή Ελληνα διπλωμάτη και πολιτικό κόμητα Ιωάννη Α. Καποδίστρια10. Και τούτο, προκειμένου το νέο αυτό συνταγματικό κείμενο να αποδίδει, επακριβώς, το οριστικό δημοκρατικό πολίτευμα της νέας Ελλάδος, τ.έ. το πάγιο σύστημα διακυβέρνησής της, το οποίο εγκαθίδρυσε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση βάσει του προτύπου των νέων, τότε, συνταγμάτων των ΗΠΑ και της Ελβετίας, εμπνευσμένων από τους θεσμούς της αρχαίας Αθηναϊκής ∆ημοκρατίας. Συγκεκριμένως, το πρώτο αυτό «Προεδρικό» Σύνταγμα της Τροιζήνος11 –ίσως δε και το πλέον φιλελεύθερο όλων των νέων ξένων δημοκρατικών συνταγμάτων της εποχής– προέβλεπε σχετικώς τα εξής: «Χωρίς την συγκατάθεσιν της Βουλής δεν δύναται να κάμη η Κυβέρνησις ούτε πολέμου κήρυξιν, ούτε συνθήκην ειρήνης, συμμαχίας, φιλίας, εμπορίου, ουδετερότητος. (...).»·12 επίσης, ο Κυβερνήτης, ως διεθνής παραστάτης του κράτους: «Φροντίζει περί της εσωτερικής και εξωτερικής ασφαλείας του Εθνους»· «Ανταποκρίνεται (= επικοινωνεί) με τας ξένας ∆υνάμεις»· «Κηρύττει πόλεμον, κλείει ειρήνην, συνδέει (= συνάπτει) συνθήκας (...) κατά το 95 άρθρον»· «Πέμπει πρέσβεις, προξένους, πράκτορας (...) εις τας ξένας Επικρατείας, και δέχεται παρ’ αυτών παρομοίως»·13 και, του προς τους Ελληνες πολίτες και τις αρχές του τόπου, μολονότι, μάλιστα, όλα τα επίσημα έγγραφα του ίδιου και των άλλων κρατικών οργάνων και δημοσίων υπηρεσιών έφεραν ως προμετωπίδα «Ελληνική Πολιτεία». 9. ς’ Ψήφισμα Γ’ Εθνοσυνέλευσης της 3.4.1827. 10. Την πρώτη πρόταση για την ανάθεση στον Καποδίστρια της ηγεσίας της νέας Ελλάδος είχε υποβάλει, ήδη από του 1824, ο Ψαριανός μέγας εθνικός ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης, πλην, όμως, εκτός του στρατηλάτη Θεοδώρου Κολοκοτρώνη ουδείς άλλος την είχε υποστηρίξει. Επίσης, το 1825, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, με επιστολή του προς τον ίδιον τον Καποδίστρια τον είχε καλέσει να αναλάβει την διακυβέρνηση της Χώρας. 11. ΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ pp. 59 & seq.
ΤΗΣ
ΕΛΛΑ∆ΟΣ (Σύνταγμα Τροιζήνος), in: ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ,
12. Ibid Κεφ. ς’ Περί Βουλής, άρθρο 95. 13. Ibid Κεφ. Ζ’ Περί Κυβερνήτου, άρθρα 109, 111, 112, 113.
228
Βασίλειος Κασάπογλου
τέλος: «Η Νομοτελεστική εξουσία (= Κυβέρνηση) έχει [τους εξής, κατά τάξη] Γραμματείς (= υπουργούς): α) τον επί των Εξωτερικών (...) »14. Από τις ανωτέρω διατάξεις και των τριών αυτών πρώτων ιδρυτικών πράξεων της νέας Ελλάδος αμέσως προκύπτει η προεξάρχουσα και βαρύνουσα σημασία, την οποία απέδιδαν οι συντάκτες τους στην διοργάνωση της μέλλουσας παρουσίας και δράσης της επί της διεθνούς πολιτικής σκηνής, υπό το βάρος, μάλιστα, των συνεχώς μεταβαλλομένων στάσεων και διαθέσεων των αλληλοανταγωνιζομένων για την υπεροχή τους στην Βαλκανική και στην Μεσόγειο 3 μεγάλων Συμμαχικών ∆υνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας) επί του «Ελληνικού Ζητήματος»15. Βεβαίως, το Σύνταγμα της Τροιζήνος, παρ’ όλη, μάλιστα, την νομοτεχνική αρτιότητά του έναντι των δύο προηγουμένων του, καθώς και την δημοκρατική βάση, δομή και προοπτική του, δεν έμελλε, τελικώς, να τεθεί σε ισχύ για τους επομένους τρεις βασικούς λόγους: α) διότι, κατόπιν εισήγησης του Καποδίστρια, την οποία υπέβαλε, ευθύς μετά την αποβίβασή του στην Αίγινα, την 18.1.1828, προς τις εκλεγείσες από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση για το ενδιάμεσο μέχρι και της έλευσής του στην Ελλάδα διάστημα προσωρινή Βουλή και μεταβατική 3/μελή «Αντικυβερνητική Επιτροπή»,16 και, την οποία αμφότερες ομοφώνως υιοθέτησαν, η εφαρμογή του Συντάγματος αυτού ανεστάλη, προσωρινώς, λόγω των εκτάκτων στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, οι οποίες επικρατούσαν, καθ’ όλες, τις άλλωστε ελάχιστες, απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδος, και καθιστούσαν παντελώς αδύνατη την πλήρη και ουσιαστική εφαρμογή του. Και, όντως, καίτοι είχαν παρέλθει τρεις μήνες από της καθοριστικής του πολιτικού 14. Ibid Κεφ. Η’ Περί των Γραμματέων της Επικρατείας (= υπουργών), άρθρο 126. 15. ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ, Εμμανουήλ. ∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - 19ΟΣ ΑΙΩΝ. Αθήναι: Βιβλ. Γρηγόρη, 1975 (β’ έκδ.), pp. 55-65. 16. Γεώργιος Μαυρομιχάλης (μόλις 27 ετών τριτότοκος υιός του Πετρόμπεη και μετέπειτα συνεκτελεστής με τον θείο του Κωνσταντίνο του Καποδίστρια), Ιωάννης Μιλαήτης και Ιωαννούλης Νάκος.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
229
μέλλοντος της Ελλάδος καταναυμάχησης του Τουρκο-Αιγυπτιακού στόλου από τις 3 Συμμάχους Χριστιανικές ∆υνάμεις, στο Ναυαρίνο, την 20.10.1827, τα αιμοχαρή στίφη του Ιμπραΐμ δεν είχαν, ακόμη, εγκαταλείψει ολοσχερώς την Πελοπόννησο, οι δε πολεμικές εξελίξεις στην (ανατολική και δυτική) Στερεά Ελλάδα ήσαν αμφίρροπες, ενώ, εξ άλλου, υπήρχε πάνδημη ένδεια ένεκα των εκτεταμένων εχθρικών καταστροφών και διάχυτη πολιτική αναρχία εκ των εμφυλίων συγκρούσεων. β) διότι οι 3 «Προστάτιδες» Μεγάλες ∆υνάμεις, με δέλεαρ την de iure διεθνή αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, με τα συναφθέντα μεταξύ αυτών και ερήμην της ίδιας, τριμερή Πρώτο και ∆εύτερο Πρωτόκολλα του Λονδίνου, της 3.2.1830, ανέτρεψαν το καθιερωμένο και από τις προηγηθείσες 3 πρώτες Εθνικές Συνελεύσεις των Ελλήνων νόμιμο πολίτευμά της ως προεδρικής δημοκρατίας και της επέβαλαν το καθεστώς της απόλυτης (άνευ συντάγματος) μοναρχίας. Ενώ, συγχρόνως αναγόρευσαν (viz διόρισαν) και ως κληρονομικό «Κυριάρχη Ηγεμόνα» (Prince Souverain) της Ελλάδος τον Αγγλοδίαιτο Γερμανό πρίγκιπα Λεοπόλδο του Saxe-Coburg. Κατ’ αυτόν, λοιπόν, τον ανενδοίαστο και πραξικοπηματικό τρόπο προέβησαν, επίσης, ταυτοχρόνως, και στην de facto κατάργηση και του Ελληνα Κυβερνήτη 4 συναπτά έτη προ της κανονικής λήξης, το 1834, της νόμιμης 7/ετούς θητείας του. Η δε συνέχιση της θητείας Καποδίστρια μετά την τελική άρνηση του Λεοπόλδου να αποδεχθεί το «στέμμα» της Ελλάδος (21.5.1830) και μέχρι την δολοφονία του (11.10.1831), απλώς και μόνον μετέθεσε μόλις κατά 17, ακόμη, μήνες την έκτοτε de facto υπαγωγή της Ελλάδος υπό την πολιτική και οικονομική εξάρτηση των 3 ∆υνάμεων, την οποία συντηρούσαν τα ενταύθα πειθήνια όργανά τους αλλοδαποί εστεμμένοι και ημεδαποί στρατευμένοι πολιτικοί παράγοντες. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο μόνος λόγος της φυσικής εξολόθρευσης του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, του διεθνώς διασήμου πολιτικού και πρώτου μεταβυζαντινού Ελληνα και Ορθοδόξου ηγέτη του Γένους, από δύο, κατά τα άλλα, γενναίους Ελληνες αγωνιστές, μεταβληθέντες σε τυφλά φανατισμένα ενεργούμενα της
230
Βασίλειος Κασάπογλου
Αγγλο-Γαλλικής πολιτικής στην νέα Ελλάδα17. Και τούτο, διότι, όπως αναφέρει, μεταξύ πολλών άλλων διακεκριμένων Ευρωπαίων διανοητών και επισκεπτών της Ελλάδος, ο Γάλλος ιστορικός, δημοσιολόγος και ακαδημαϊκός Joseph-François Michaud, η Αγγλία και η Γαλλία, φοβούμενες την επέκταση της παρουσίας και της επιρροής της Ρωσσίας, εκτός των Ελλήνων και στους λοιπούς υπό Τουρκική, ακόμη, κατοχή σλαβικούς και ορθοδόξους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής, καθώς και στις μεγάλες θαλάσσιες εμπορικές οδούς του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους και, γενικότερα, της Μεσογείου, διέβαλαν, συστηματικώς, τον Καποδίστρια, ήδη πολύ προ της εκλογής του, ως εκπρόσωπο της Ρωσσικής εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα18. γ) διότι και μετά την εξόντωση του Καποδίστρια, οι 3 Σύμμαχοι, πλην αλληλοδιαγκωνιζόμενες για την πολιτική εξουσίαση της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου, Μεγάλες ∆υνάμεις, προκειμένου να επιτύχουν την εδραίωση της διηνεκούς πολιτικής κηδεμόνευσής τους επί της Ελλάδος, της επέβαλαν, εκ νέου, και πάλι ερήμην της, διά της μεταξύ αυτών και της Βαυαρίας συναφθείσας Συνθήκης του Λονδίνου, της 7.5.1832, ως απόλυτο (άνευ συντάγματος) κληρονομικό μονάρχη τον παντελώς άσημο, ανώριμο, αδαή και προαλειφόμενο για κληρικό 15/ετή παίδα (enfant) Γερμανό και Ρωμαιοκαθολικό πρίγκιπα Οθωνα von Wittelsbach,19 δευτερότοκο υιό του τότε βασιλέα της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄20. Εξ ου και 17. Γεώργιος και Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, υιός και αδελφός, αντιστοίχως, του «Μπέη» της Μάνης Πέτρου Μαυρομιχάλη. 18. MICHAUD, Joseph-François. CORRESPONDANCE D’ORIENT, 1830-1831. Paris: Ducollet, 1835, vol. VII, pp. 590 & seq. 19. Ibid, p. 442. 20. Το θέμα του θρησκευτικού δόγματος του αλλοδαπού ηγεμόνα της Ελλάδος είχε ήδη και προ του Οθωνα τεθεί εν όψει της εκλογής του επίσης ετεροδόξου Λεοπόλδου, από τον ίδιο τον Καποδίστρια, ο οποίος είχε απαιτήσει από τις 3 ∆υνάμεις όπως ο ερχόμενος στην Ελλάδα νέος ηγεμόνας ασπασθεί την Ορθοδοξία. Συναφείς, εξ άλλου, είνε και οι επίμονες αγωνιώδεις προσπάθειες του Κυβερνήτη να αποτρέψει την επιχειρουμένη, τότε, εξασθένιση των δεσμών της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς, επίσης, και την θεσμική απεξάρτηση του κράτους
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
231
η καθαρώς ξενοκίνητη πολιτική δολοφονία του Καποδίστρια είχε ως τραγική για όλο το Εθνος κατάληξη την οιονεί θεσμική εγκατάσταση της ξενοκρατίας στην Ελλάδα και, φυσικά, την έκτοτε και επί πολλές 10/ετίες βαρυτάτη υποθήκευση της αληθούς εθνικής ανεξαρτησίας της. Σημειωτέον, επ’ ευκαιρία, ότι, όταν, περί τα τέλη του 1830, ο ανωτέρω Γάλλος διανοητής Michaud, ερώτησε τον Ιωάννη Καποδίστρια εάν η νέα Ελλάς έμελλε, μετά ταύτα (άρνηση Λεοπόλδου), να αποτελέσει βασίλειο ή δημοκρατία, αυτός του απήντησε, με την ακόλουθη εύστροφη και εύστοχη διπλωματική ρήση: «Ενα τέτοιο πράγμα δεν θα ήτο και τόσον εύκολον! Ανηγέρθη πολλάκις ναός προς τον αληθή Θεόν εκ των στηλών του ∆ιός και της Αθηνάς. Πώς όμως θα ιδρυθή θρόνος επί του εδάφους των αρχαίων δημοκρατιών και εκ της κόνεως (= ερειπίων) αυτών;»21. Και, όμως, θα έπρεπε να παρέλθουν 143 συναπτά έτη (1831-1974), υπερπλήρη πολυαίμακτων ολέθριων εθνικών συμφορών και τεράστιων απωλειών, προκειμένου να επαληθευθεί ο ιστορικός αυτός προφητικός αφορισμός του Ελληνα Κυβερνήτη. ΙΙ. Η Συγκρότηση της Κυβέρνησης Καποδίστρια Ο Ιωάννης Καποδίστριας, του οποίου οι γενετικές καταβολές ανάγονται στις ειδυλλιακές δυτικές και ανατολικές εσχατιές του Ελληνισμού, την μυροβόλο Κέρκυρα (εκ πατρός) και την εύανδρο Κύπρο (εκ μητρός) –από όπου, κατά ευλογημένη συγκυρία, και ο πολιούχος της Κέρκυρας Αγιος Σπυρίδων22– όταν απεδέχθη την από την Ορθοδοξία, κατά τις Καλβινίζουσες προτροπές του Κοραή. Cf. σχετικώς in: ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Γεώργιος. ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ. Αθήνα: Eκδ. Τήνος, 1995, passim. 21. Ολα τα εδώ παρατιθέμενα αποσπάσματα των επιστολών του Καποδίστρια περιέχονται στο Ανθολόγιο του Κώστα ∆άφνη, το οποίο εξέδωσε ο ΟΕ∆Β, το 1976, επ’ ευκαιρία της 200ης επετείου από της γέννησής του. 22. Ο τιμώμενος τόσο από την Ορθόδοξη, όσο και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία Αγιος Σπυρίδων (ca. 270-348), ήταν ο πρώτος Επίσκοπος Τριμυθούντος (σημερινή κωμόπολη Τρεμεθουσία ή Τρεμετουσιά, κειμένη στην Τουρκοκρατούμενη περιοχή της Επαρχίας Λάρνακας) και εκ των πλέον επιφανών 318 θεοφόρων Πατέρων
232
Βασίλειος Κασάπογλου
ομόφωνη εκλογή του από την Γ΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση συνέβαιναν δύο τινά: α) η Ελλάς δεν ήταν παρά ένα νεοπαγές και μη εισέτι διεθνώς ανεγνωρισμένο κρατίδιο, με νομικώς ακαθόριστα, ακόμη, τότε, επίσημα διεθνή σύνορα, του οποίου η αποτελεσματικώς (πραγματικώς) ελεγχομένη από την προσωρινή Κυβέρνηση εθνική έκταση δεν υπερέβαινε τα 20.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα (Ανατολική Πελοπόννησος, Νήσοι Αργοσαρωνικού και ορισμένες Κεντρικές Κυκλάδες)· και, β) ο Καποδίστριας, όταν εκλήθη να αναλάβει «τα ηνία της κυβερνήσεως» της νέας Ελλάδος,23 ήταν –όπως, τονίζεται και στην πανηγυρική ∆ιακήρυξη της ως άνω «Αντικυβερνητικής Επιτροπής» προς τους Ελληνες, της 10.1.1828, αναγγέλουσα την άφιξη του Κυβερνήτη στην Ελλάδα– μία πανευρωπαϊκού κύρους πολιτική προσωπικότητα24. Και, όντως, ο Καποδίστριας, είχε ήδη διανύσει μίαν πολυετή λαμπρότατη διεθνή πολιτική και διπλωματική σταδιοδρομία τόσο στην αρτισύστατη Ιόνιο Πολιτεία (1800-1809),25 όσο και στην Ρωσσία (1809-1822),26 με αποκορύφωμα την ανάδειξή του στο αξίωμα του πρώτου τη τάξει (senior) υπουργού Εξωτερικών του μεγαλυτέρου κράτους της υφηλίου (1815-1822), ως επιβράβευση από τον Τσάρο της γενικής αναγνώρισής του ως ενός εκ των τριών, ομού με τους υπουργούς Εξωτερικών της Αυστρίας πρίγκιπα von Metternich της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας (325). 23. ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ (εφ’ εξής: «ΓΕΕ»), έτος Γ’, φ. 6/25.1.1828, p. 21. 24. Ibid, φ. 3/11.1.1828, p. 11. 25. Πρώτος απεσταλμένος της Ιονίου Πολιτείας ∆ιοικητής Κεφαλληνίας (18011802), συντάκτης του δευτέρου Συντάγματος της Ιονίου Πολιτείας (1801-1803), Γενικός Γραμματέας της Επικράτειας (= Πρωθυπουργός) της Ιονίου Πολιτείας (1803-1806), και αρχιστράτηγος νικηφόρος υπερασπιστής της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) κατά την πολιορκία της από τον Αλί Πασά με την υλική αρωγή του Ναπολέοντα (1807). 26. Είχε, συν τοις άλλοις, διατελέσει επί κεφαλής του ∆ιπλωματικού Γραφείου του αρχιστρατήγου της Ρωσσικής Στρατιάς του ∆ουνάβεως και οργανωτής της αντικατασκοπείας στον πόλεμο κατά του Ναπολέοντα (1812), ενώ, επίσης, υπήρξε, συντάκτης του ιδρυτικού Συντάγματος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
233
και της Γαλλίας πρίγκιπα de Talleyrand-Périgord, πρωταγωνιστών των διαπραγματεύσεων και πρωτεργατών των διακανονισμών του χορεύοντος Συνεδρίου της Βιέννης (1814), Συνεπώς, δεν θα είχε τον παραμικρότερο λόγο να θέλει να αναλάβει και νέα δημόσια αξιώματα και να δρέψει και άλλες δάφνες πολιτικών επιτευγμάτων. Πλην, όμως, ο ασίγαστος παιδικός πόθος του Καποδίστρια να ιδεί ελεύθερη και ανεξάρτητη την υπόδουλη πατρίδα του, την Ελλάδα –σκοπό ζωής τον οποίο του είχε εμφυσήσει ο πατέρας του δικηγόρος και φιλελεύθερος πολιτικός κόμης Αντώνιος-Μαρία Καποδίστριας και με θρησκευτική ευλάβεια και αφοσίωση αυτός υπηρέτησε, διά παντός εμφανούς, αλλά και, κυρίως, αφανούς, πολιτικού και διπλωματικού μέσου και μετά την αναχώρησή του από την Κέρκυρα (1808) και καθ’ όλο, συνεχώς, το διάστημα της θητείας του στην υπηρεσία του Τσάρου Πασών Ρωσσιών στην Αγία Πετρούπολη και αλλαχού στο εξωτερικό (29.1.1809-19.8.1822)– του υπαγόρευσε την αποδοχή αυτής της μεγίστης εθνικής αποστολής. Και είχε πλήρη επίγνωση του ότι, συγχρόνως, ανεδέχετο να φέρει στους ισχνούς ώμους του, ως άλλος Σίμων Κυρηναίος,27 τον βαρύ Σταυρό του μαρτυρίου του Ελληνικού Εθνους στον Γολγοθά του προς την λυτρωτική εθνική του Ανάσταση. Γι’ αυτόν, άλλωστε, τον υπέρτατο σκοπό απεφάσισε όχι μόνον να εγκαταλείψει την ηρεμία της ασκητικής ζωής του στην φιλόξενη και φιλελληνική Γενεύη, αλλά και να ματαιώσει τον γάμο του με την εκλεκτή της καρδίας του, την επίσης ευγενή και φιλόμουσο Ελληνίδα Ρωξάνδρα Σκαρλάτου-Στούρτζα, κυρία επί των τιμών της Τσαρίνας Ελισάβετ, τον οποίο ανέμενε όλη η αριστοκρατία της Ρωσσίας και της Ευρώπης, λέγοντάς της: «Πρέπει να προσφέρω τον εαυτό μου θυσία στους αγώνες για την Πατρίδα μας, για την Ελλάδα, και αυτόν τον δρόμο της θυσίας πρέπει να τον βαδίσω μόνος μου.»28. 27. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, 27: 32, ΜΑΡΚΟΣ, 15: 21, ΛΟΥΚΑΣ, 23: 26. 28. ΚΟΥΚΟΥ, Ελένη. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΣ-ΡΩΞΑΝ∆ΡΑ ΣΤΟΥΡΤΖΑ. ΜΙΑ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ. Αθήνα: Εστία, 1996.
234
Βασίλειος Κασάπογλου
Ο Καποδίστριας, ευθύς μετά την άφιξή του στην Αίγινα, την τότε πρώτη προσωρινή «καθέδρα της Κυβερνήσεως» της ελεύθερης Ελλάδος, την 12.1.1828, και την ολόθερμη πανηγυρική υποδοχή του από τις επίσημες αρχές και τους απλούς πολίτες,29 ανέλαβε αυθημερόν τα κυβερνητικά καθήκοντά του, τα οποία, όπως προελέχθη, ασκούσε, μέχρι τότε, ad interim, με την σύμπραξη της Βουλής, η ως άνω 3/μελής Αντικυβερνητική Επιτροπή από κοινού με τους 4 «Γραμματείς της Επικρατείας» (= υπουργούς)30. Μετά 8 ημέρες και αφού είχε ήδη αποδεχθεί την από 17.1.1828 κοινή δήλωση παραίτησης των μελών της Αντικυβερνητικής Επιτροπής και των υπουργών,31 κατόπιν δε κατ’ ιδίαν διαβουλεύσεων τόσο με την Βουλή, όσο και την Κυβέρνηση, οι οποίες και είχαν «ασμένως αποδεχθεί» (verbatim) τις σχετικές εισηγήσεις του, με την πρώτη επίσημη ∆ιακήρυξή του προς τους Ελληνες, της 20.1.1828, η οποία άρχιζε με το επίγραμμα: «Ἐὰν ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν, οὐδεὶς καθ’ ἡμῶν», εξέθεσε τις βασικές αρχές της διακυβέρνησής του, με την ταυτόχρονη διαβεβαίωση όλων ότι: « (...) μόνος σκοπός της αποφάσεώς μου ταύτης είναι, να καταταχθήτε, τέλος, υπό την αιγίδα των Νόμων, και να διαφυλαχθήτε από τας ολεθρίους συνεπείας Κυβερνήσεως αυθαιρέτου.»32. Μετά ταύτα, και, πάντοτε, με την ρητή συναίνεση της Βουλής, προέβη στην θέσπιση σημαντικών θεσμικών μέτρων μεταβατικού χαρακτήρα, τα οποία, όπως ρητώς ομολογείται στο ΝΗ’ Ψήφισμα της Βουλής, της 18.1.1827, ήσαν αναγκαία και απαραίτητα για την ταχεία και αποτελεσματική εκπλήρωση της κρίσιμης αποστολής του, θα ίσχυαν δε μέχρις ότου συνέλθει η νέα συντακτική Εθνοσυνέλευση, η οποία και είχε αποφασισθεί να συγκληθεί εντός του Απριλίου 1828. Ειδικότερα, η Βουλή, με το ανωτέρω Ψήφισμά της, προέβη, κατ’ ουσία, στην προέγκριση του Α΄ Ψηφίσματος του 29. Cf. εκτενή περιγραφή in: ΓΕΕ, έτος Γ’, φ. 4/14.1.1828, pp. 13-14. 30. Γ. Γλαράκης (Εξωτερικών), Π. Λοιδορίκης, Α. Λόντος, Α. Βλαχόπουλος και Μ. Σούτσος. 31. ΓΕΕ, έτος Γ’, φ. 6/25.1.1828, p. 22. 32. Ibid.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
235
Κυβερνήτη της 20.1.1827, διά του οποίου: α) ανέστειλε την ισχύ του Συντάγματος της Τροιζήνος, και την αντικατάστασή του από έναν μεταβατικό καταστατικό χάρτη υπό την επωνυμία: «Προσωρινή ∆ιοίκησις της Επικρατείας»· β) συνέστησε ένα 27/μελές γνωμοδοτικό σώμα υπό την επωνυμία: «Πανελλήνιον», με αρμοδιότητα την επικουρία του Κυβερνήτη στην εκτέλεση των νομοθετικών και των διοικητικών καθηκόντων του· και γ) απεδέχθη την «απόθεση» της εντολής (= παραίτηση) των μελών της Βουλής και της Αντικυβερνητικής Επιτροπής και των Γραμματέων της Επικρατείας33. Το ως άνω Α΄ Ψήφισμα του Κυβερνήτη, το οποίο περιείχε και την «Κατάσταση» (= Καταστατικό) του «Πανελληνίου», προέβλεπε, i.a., τα εξής: α) την συγκρότηση του «Πανελληνίου» σε 3 τμήματα, ήτοι Οικονομίας, Εσωτερικών και Πολεμικών (Ενόπλων ∆υνάμεων), λειτουργούντα υπό 3/μερή σύνθεση, αποτελουμένη από τον «Πρόβουλο» (= πρόεδρο) και τους Α΄ και Β΄ Γραμματείς, επίσης δε την διάρθρωση και την σύνθεση των εν λόγω τμημάτων· β) την ανάθεση στον Κυβερνήτη της αρμοδιότητας έκδοσης ψηφισμάτων (= πράξεων) νομοθετικού και κανονιστικού περιεχομένου, «θεμελιωμένων εις τας εγγράφους αναφοράς (= γνωμοδοτήσεις) του Πανελληνίου»· γ) την σύσταση θέσης Γενικού Γραμματέα «πλησίον» του Κυβερνήτη, υπό τον τίτλο: «Γραμματεύς της Επικρατείας»· και, δ) την σύσταση Ειδικών Επιτροπών «εντός των κόλπων του Πανελληνίου». Επίσης, το επόμενο ∆ιάταγμα του Κυβερνήτη, της 22.1.1828, «περί του Πανελληνίου», εθέσπισε αφ’ ενός μεν τον οργανισμό (κανονισμό λειτουργίας) του σώματος αυτού, αφ’ ετέρου δε την σύσταση Υπουργικού Συμβουλίου, χωρίς, όμως, και να καθορίσει, συγχρόνως, τις αρμοδιότητες και την σύνθεσή του34. Ακολούθως, κατ’ εφαρμογή των προηγουμένων καταστατικών ρυθμίσεων, ο Καποδίστριας με τα τρία (ενάριθμα) Ψηφίσματα, 33. ΝΗ’ [58] Ψήφισμα Βουλής [άρθρα] A’-Γ’ και Α’ Ψήφισμα Κυβερνήτη (№ 4), [άρθρα] Α’-Ι’, ibid, pp. 23-24. 34. ∆ιάταγμα Κυβερνήτη 22.1.1828, άρθρα Α’-ΣΤ’ και Ζ’-Θ’, αντιστοίχως, ibid, pp. 25-26.
236
Βασίλειος Κασάπογλου
της 23.1.1828, συνέστησε τα επόμενα ισάριθμα συλλογικά όργανα της Κυβέρνησης: α) το «Πολεμικόν Συμβούλιον», αρμόδιο επί των αμυντικών υποθέσεων, προεδρευόμενο από τον Κυβερνήτη·35 β) το «Υπουργικόν Συμβούλιον», αρμόδιο επί των εξωτερικών, εμπορικών και ναυτιλιακών υποθέσεων, υπό την «άμεσον διεύθυνσιν» του ίδιου·36 και, γ) την «Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν», αρμοδία επί της κατάστασης και των αναγκών της Εκκλησίας, προεδρευομένη από το εκάστοτε αρχαιότερο κατά βαθμό μέλος της37. Ταυτοχρόνως, με δύο άλλα (άνευ α/α) ∆ιατάγματα της ίδιας ημέρας, ο Κυβερνήτης αφ’ ενός μεν διόρισε τα 9 πρώτα εκ των 27 μελών του «Πανελληνίου», τα οποία και απετέλεσαν, αντιστοίχως, την 3/μελή συγκρότηση των 3 ως άνω Τμημάτων του, ενώ, την εκλογή των λοιπών 18 μελών του «Πανελληνίου», καθώς, επίσης, και την συγκρότηση και τον διορισμό των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, του Πολεμικού Συμβουλίου και της Εκκλησιαστικής Επιτροπής ανέβαλε «προς το παρόν»·38 αφ’ ετέρου δε ετοποθέτησε ως Γραμματέα της Επικρατείας (= πρωθυπουργό), επί κεφαλής της Γενικής Γραμματείας (= Κυβέρνησης), τον Μεσολογγίτη λόγιο, ιστορικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Τρικούπη39. Η σύνθεση του «Πανελληνίου» συμπληρώθηκε, ακολούθως, με 12 νέα μέλη, τα οποία διόρισε σε δύο διαδοχικές φάσεις, ανά 6, ήτοι την 5.2.1828,40 και την 29.3.1828,41 οπότε και ο 35. Β’ Ψήφισμα (№ 13), ibid, p. 25. 36. Γ’ Ψήφισμα (№ 14), ibid. 37. ∆’ Ψήφισμα (№ 15), ibid. 38. Αρθρα Α’ και Β’ (Τμ. Οικονομίας: Γ. Κουντουριώτης (Πρόβουλος) και Ν. Σπηλιάδης και Α. Παπαδόπουλος (Α’ και Β’ Γραμματείς)· Τμ. Εσωτερικών: Α. Ζαΐμης (Πρόβουλος) και Γ. Ψύλλας και Χρ. Αινιάν (Α’ και Β’ Γραμματείς)· και Τμ. Πολεμικών: Πέτρος Μαυρομιχάλης (Πρόβουλος) και Κ. Ζωγράφος και Χ. Κλόναρης (Α’ και Β’ Γραμματείς)) και άρθρα Γ’ και ∆’, αντιστοίχως, ibid, p. 27. 39. Ο Σπυρίδων Τρικούπης υπήρξε, επίσης, εμπνευστής και υποκινητής του ∆ιονυσίου Σολωμού να γράψει στην νέα Ελληνική (1822), αργότερα δε συνέγραψε το τετράτομο έργο: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» (1860). Ibid. p. 28. 40. ∆ιάταγμα № 146, in: ΓΕΕ, έτος Γ’, φ. 10/8.2.1828, p. 42. (Τμ. Οικονομίας: Α. ∆ελιγιάννης και Γ. Μαγγίνας· Τμ. Εσωτερικών: Α. Μεταξάς και Σ. Καλογερόπουλος· και Τμ. Πολεμικών: Ν. Μέξης και Α. Αποστόλης). 41. ∆ιάταγμα (άνευ α/α), in: ΓΕΕ, έτος Γ’, φ. 22/31.3.1828, p. 91 (Τμ. Οικονομίας:
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
237
συνολικός αριθμός τους ανήλθε σε 24, αλλά η πλήρωση και των 3 υπολοίπων, εκ των προβλεπομένων συνολικώς 27 θέσεων, ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Τέλος, ο Καποδίστριας, προκειμένου να διατρανώσει το αυτεξούσιο της νέας Ελληνικής Πολιτείας, ενισχύσει το διεθνές κύρος της και προωθήσει τις εξαγωγές των προϊόντων της, προέβη στην ίδρυση, διά δημοσίας (λαϊκής) εγγραφής, της «Χρηματιστικής Τραπέζης» (μετέπειτα Εθνικής Τραπέζης), της πρώτης Ελληνικής τράπεζας. Ορισε, μάλιστα, το ετήσιο επιτόκιο των χρηματικών εισφορών των μετόχων της σε 8%, με ελάχιστη διάρκεια κατάθεσης ενός έτους, επίσης δε προέβλεψε και για την σε είδος (εξαγώγιμα προϊόντα αποτιμούμενα από την Τράπεζα σε χρήμα) συμμετοχή των πολιτών στον σχηματισμό του μετοχικού κεφαλαίου της. Ενώ, ακόμη, εθέσπισε την υποχρεωτική αποδοχή «χωρίς ξεπεσμόν» (= υποτίμηση) του εκδιδομένου έναντι των εν λόγω (σε χρήμα και/ή είδος) εισφορών του κοινού αποδεικτικού κατάθεσης (αξιογράφου) σε ορισμένες σημαντικές συναλλαγές με το ∆ημόσιο (αγορά κρατικών προσόδων, λήψη εθνικών «φθαρτών κτημάτων» (= κατεστραμμένων ακινήτων), παροχή υποθήκης και αγορά εθνικών κτημάτων)42. Επίσης, στο πλαίσιο, πάντοτε, της εξυγίανσης της εθνικής οικονομίας και προς πάταξη της ενδημούσας στις συναλλαγές αισχροκέρδειας των αργυραμοιβών (= «σαράφηδων») σε βάρος των πολιτών, καθόρισε τις ισοτιμίες 43 ξένων νομισμάτων προς το Τουρκικό kuruş (= γρόσι), το οποίο εξακολουθούσε, ακόμη, τότε, να αποτελεί το κύριο νόμισμα συναλλαγής στην Ελλάδα43. Γ. Σταύρου και Α. Κοντόσταυλος· Τμ. Εσωτερικών: Γ. Σούτσος και Ι. Γιαννετάς· και Τμ. Πολέμου: Α. Μαυροκορδάτος και Β. Καποδίστριας). 42. Ζ’ Ψήφισμα Κυβερνήτη (№ 105) της 2.2.1828, in: ΓΕΕ, έτος Γ’, φ. 9/4.2.1828, p. 39. 43. ∆ιάταγμα Κυβερνήτη № 207 της 8.2.1828, in: ΓΕΕ, έτος Γ’, φ. 11/11.2.1828, p. 47. Βάσει αυτού οι ισοδυναμίες των κυριοτέρων Ευρωπαϊκών νομισμάτων καθορίσθηκαν ως εξής: 1 λίρα στερλίνα 73 γρόσια, 1 κορώνα 17,20 γρόσια, 1 ναπολεώνι 57 γρόσια, 1 φράγκο 2,30 γρόσια, 1 πεντόφραγκο 13,30 γρόσια και 1 τάληρο δίστηλο (Ισπανικό κολωνάτο) 15 γρόσια.
238
Βασίλειος Κασάπογλου
Το επόμενο έτος, 1829, ο Καποδίστριας, μετά την αποδοχή της παραίτησης του Σπυρίδωνος Τρικούπη από του αξιώματος του Γραμματέα της Επικρατείας, την 5.2.1829, και την ταυτόχρονη τοποθέτησή του ως Γραμματέα της Κυβερνήσεως επί των Εξωτερικών Υποθέσεων,44 προέβη, αυθημερόν, στις εξής ενέργειες: στον διορισμό στην κενωθείσα θέση του Γραμματέα Επικρατείας του Αρκάδα Φιλικού, αγωνιστή, πολιτικού και λογίου Νικολάου Σπηλιάδη·45 στην πλήρωση των σχολαζουσών θέσεων και στην αναδιάρθρωση του «Πανελληνίου»· και, τέλος, στην συγκρότηση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ειδικότερα, το Υπουργικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε από τον Κυβερνήτη ως Πρόεδρο και 5 Μέλη, ήτοι τους Α΄ Γραμματείς των 3 Τμημάτων του «Πανελληνίου», τον Γραμματέα της Κυβερνήσεως επί των Εξωτερικών και τον Γραμματέα της Επικρατείας, ο οποίος επιφορτίσθηκε και με την τήρηση των πρακτικών των συνεδριάσεων και των «βουλευμάτων» (délibérations) (= αποφάσεων) του εν λόγω συλλογικού οργάνου46. Εξ άλλου, μετά δύο μήνες, στο πλαίσιο, πάντοτε, της συνεχούς βελτίωσης της λειτουργίας της ∆ημόσιας ∆ιοίκησης και τόνωσης της διεθνούς κύρους και αξιοπιστίας της νέας Ελλάδος, ο Καποδίστριας, με το Ψήφισμα ΚΣΤ’ της 10.4.1829, ίδρυσε το «Θαλάσσιον ∆ικαστήριον» (= ∆ικαστήριο Λειών), καθώς και το «Ανώτατον Συμβούλιον Ανακρίσεως (= αναθεώρησης) των αποφάσεων του Θαλασσίου ∆ικαστηρίου», συγκροτούμενο από 4 μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου επιλεγόμενα από τον Κυβερνήτη (συμπεριλαμβανομένου ex officio και του Γραμματέα Εξωτερικών) και το 44. ∆ιάταγμα № 9.108 της 5.2.1829, in: ΓΕΕ, έτος ∆’, φ. 11/6.2.1829, p. 39. 45. Συγγραφέας του σημαντικότερου ιστοριογραφικού έργου: «Απομνημονεύματα διά να χρησιμεύσωσι εις την νέαν Ελληνικήν ιστορίαν 1821-1843» (3 τόμοι: 1851, 1853, 1857) και, επίσης, του προσφάτως ανευρεθέντος ανέκδοτου έργου: «Réfutation faite par un grec l’an mil huit cent trente huit de l’ouvrage intitulé “De l’état actuel de la Grèce et des moyens d’arriver à sa restauration”, publié par Mr. F. Thiersch l’an 1833», με το οποίο αντικρούει τις υπέρ των αντικαποδιστρικών θέσεων απόψεις του συγγραφέα του Βαβαρού καθηγητὴ. 46. ∆ιατάγματα Κυβερνήτη №s 9.109, 9.110, 9.111, 9.112, 9.113 και 9.114 της 5.2.1828, in: ΓΕΕ, έτος ∆’, φ. 11/6.2.1829, pp. 39-40.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
239
επί των Ναυτικών μέλος του «Γενικού Φροντιστηρίου Στρατιωτικών και Πολεμικού Ναυτικού» (= Επιμελητείας Ενόπλων ∆υνάμεων),47 ταυτοχρόνως δε υπήγαγε την εκδίκαση των υποθέσεων πειρατείας (κατά τον επίσης νέο νόμο περί Ναυτιλίας)48 κ.ά. θαλασσίων «καταχρήσεων» (= αδικημάτων) στα αρτισύστατα, τότε, κοινά τακτικά δικαστήρια49. Σημειωτέον, εξ άλλου, ότι ο Κυβερνήτης υπέγραψε το ανωτέρω Ψήφισμα την 8.5.1829, επί του ναυλοχούντος στην Ναύπακτο δικρότου πολεμικού πλοίου «Ελλάς», το οποίο τον είχε μεταφέρει εκεί προκειμένου, διά της παρουσίας του, να επικυρώσει επισήμως την Ελληνική κρατική κυριαρχία επί της μόλις απελευθερωθείσας ∆υτικής Στερεάς Ελλάδος και, επίσης, συμμετάσχει της τελεσθείσας στο Μεσολόγγι, την 5.5.1829, παλλαϊκής ευχαριστήριας δοξολογίας για την κυρίευση από μόνα τα Ελληνικά στρατεύματα και την παράδοση στην Ελληνική Κυβέρνηση από τους Τούρκους, με το pactum bellicum της 2.5.1829, της Ιεράς Πόλεως και του Ανατολικού (= Αιτωλικού)50. Ηταν δε, μάλιστα, ιδιαιτέρως συγκινητικός ο μετά την δοξολογία αυτοσχέδιος φλογερός πατριωτικός λόγος, τον οποίο εκφώνησε ο ανωτέρω Μεσολογγίτης υπουργός Εξωτερικών Σπυρίδων Τρικούπης,51 στην κατοικία, εξ άλλου, του οποίου «συνήλ47. ΧΑΛΚΙΟΠΟΥΛΟΣ, Θεόδωρος. ΘΕΜΑΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΛΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΚΗΝ ΠΕΡΙΟ∆ΟΝ. Αθήναι: 1974, passim. 48. Ψήφισμα Η’ (№ 140) της 3.2.1828, άρθρα 29 και 30, in: ΓΕΕ, έτος Γ’, φ. 16/3.3.1828, p. 65-67. 49. Ψήφισμα ΚΣΤ’ (№ 10.926) της 10.4.1829, in: ΓΕΕ, έτος ∆’, φ. 35/8.5.1829, p. 135. 50. «Συνθήκη περί της παραδόσεως των φρουρίων Μεσολογγίου και Ανατολικού, γενομένη μεταξύ των πληρεξουσίων Τούρκων των δύο φρουρών και των παρά του Πληρεξουσίου Τοποτηρητού του Κυβερνήτου διωρισμένων, εν Μεσολογγίω την 2 Μαΐου 1829», ibid, p. 136. 51. Ο Σπυρίδων Τρικούπης άρχισε τον λόγο του με την πανηγυρική αναφώνηση: «Ανέστη η Ελληνική νέα Σιών, ανέστη η αγία Σιών, ανέστη» και αφού διεκήρυξε ότι: «η δευτέρα Μαΐου θέλει είναι ημέρα παντοτινής του χριστιανικού κόσμου πανηγύρεως», κατέληξε με την ακόλουθη ικετήριο ευχή, την οποία και εκάλεσε όλο το εκκλησίασμα να αναπέμψει μαζί αυτόν: « Θεέ του ελέους (...) εκινήθης εις έλεος, και ως θεός των δυνάμεων έστειλας θάρσος εις την ταπεινωμένην καρδίαν μας και εξώπλισας το αδύνατόν μας χέρι με το ξίφος της δυνάμεώς σου, [αν]έδειξας τον ολιγο-
240
Βασίλειος Κασάπογλου
θον το εσπέρας, αυτόκλητοι, οι εγκριτώτεροι του έθνους, οι παρά τη Ελληνική Κυβερνήσει αντιπρόσωποι των Αυλών και οι ευρεθέντες σημαντικοί ξένοι, όπου εχόρευσαν και ευθύμησαν. Ετίμησε δε με την παρουσίαν του την συναναστροφήν ταύτην και ο Εξοχώτατος Κυβερνήτης.»52. Τέλος, η συνελθούσα (μετά δύο διαδοχικές αναβολές) στο Αστρος Κυνουρίας, την 11.7.1829, ∆΄ Εθνοσυνέλευση, κατ’ αρχάς μεν ενέκρινε, ομοφώνως, την αυθημερόν υποβληθείσα σε αυτήν πρώτη Λογοδοσία (= Απολογισμό) του Καποδίστρια επί του εκτελεσθέντος κυβερνητικού έργου (συμπεριλαμβανομένης και της εξωτερικής πολιτικής) κατά την πρώτη περίοδο της κυβερνητικής θητείας του (17.1.1828-30.4.1829)53, την οποία, μάλιστα, για λόγους υγείας, δεν ανέγνωσε ο ίδιος αλλά ο εκεί συμπαριστάμενος Γραμματέας της Επικρατείας Νικόλαος Σπηλιάδης54. Ακολούθως δε υιοθέτησε την πρότασή του Κυβερνήτη περί κατάργησης του «Πανελληνίου» και αντικατάστασής του από ένα παρόμοιο όργανο, την Γερουσία, και, επίσης, του ανέθεσε να «διοργανίση» (= αναδιοργανώσει), «κατά την κρίσιν του», [sic] τα Υπουργεία και την Γερουσία55. Σε εκτέλεση αυτού ο Καποδίστριας, προέβη στον «διοργαστόν εις χιλιάδας και τον ελάχιστον εις έθνος μέγα, έρριψας εναντίον των εχθρών μας τας φλόγας της οργής σου, (...) ηυδόκησας να ανυψώση, εσχάτως, μόνη η Ελληνική Κυβέρνησις διά των όπλων της ιδίας Στερεάς Ελλάδος, την θεοδόξαστόν μας σημαίαν επί των τειχών της Βονίτσης, του Αντιρρίου και της Ναυπάκτου, και, δι’ αυτής μόνης και των αυτών όπλων, να παύση σήμερον διά της ανεγέρσεως (= απελευθέρωσης) του Μεσολογγίου το τριετές πένθος του λαού σου. (...) Συ Κύριε (...) περιφρούρησε την νέαν σου Ελληνικήν Πολιτείαν, (...) ειρήνην χάρισε εις τον λαόν σου, δος εις αυτόν ατάραχον και αμείωτον κληρονομίαν την γην των πατέρων του, και καθ’ ην ώραν οροθετείται το νέον Κράτος, το οποίον η δεξιά σου ύψωσε, βάλε Συ εις τα θεμέλια αυτού λίθον πολυτελή, εκλεκτόν, ακρογωνιαίον, έντιμον, διά να λέγωσιν οι βλέποντες αυτόν: Ο λίθος ούτος είναι λίθος, τον οποίον έβαλεν ο Κύριος των ∆υνάμεων, ο Βασιλεύς της ∆όξης.», ibid, pp. 136-137. 52. Ibid, p. 137. 53. Πράξη № 20 ∆’ Εθνοσυνέλευσης της 22.7.1829 (Εισηγητική Εκθεση επί της Λογοδοσίας Καποδίστρια), in: ΓΕΕ, έτος ∆’, φ. 51/24.7.1829, pp. 205-208. 54. ΓΕΕ, έτος ∆’, φ. 49/13.7.1829, pp. 193 & seq. 55. Β’ Ψήφισμα ∆’ Εθνοσυνέλευσης, ibid, φ. 53/31.7.1829, pp. 213-215.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
241
νισμόν» (= αναδιάρθρωση) της Γερουσίας και του «Υπουργικού Συστήματος» (= Συμβουλίου), καθώς και στον «οργανισμόν» (= σύσταση) του «Λογιστικού και Ελεγκτικού Συμβουλίου» (= Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και Ελεγκτικού Συνεδρίου). Το Υπουργικό Συμβούλιο συγκρότησε από 6 Υπουργεία, κατά την εξής ιεραρχική σειρά: Εσωτερικών, Εξωτερικών και Εμπορικού Ναυτικού, Οικονομίας και Εμπορίου, ∆ικαιοσύνης, «∆ημοσίου» Παιδείας και Εκκλησιαστικών «πραγμάτων» (= υποθέσεων), και «Φροντιστήριον Στρατιωτικών και Πολεμικού Ναυτικού» (= Επιμελητεία Ενόπλων ∆υνάμεων)56. Μετά ταύτα, ο Καποδίστριας διόρισε τα 23 μέλη της Γερουσίας,57 αργότερα δε όρισε τα μέλη των Τμημάτων και των Επιτροπών της Γερουσίας και διόρισε τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, της Οικονομικής Επιτροπής και του Λογιστικού και Ελεγκτικού Συμβουλίου. Και, επί πλέον, καθόρισε το ύψος των μηνιαίων αποδοχών τόσο των μελών των προηγουμένων συλλογικών οργάνων, όσο και των δημοσίων υπαλλήλων, τους οποίους κατέταξε σε 3 βαθμολογικές (και μισθολογικές) κλάσεις, ήτοι παρέδρους α΄ και β΄ τάξης και μαθητευομένους58. Τότε δε έλαβε, επίσης, χώρα και η ανάθεση του Υπουργείου Εξωτερικών και Ναυτιλίας στον λόγιο, διπλωμάτη, πολιτικό και πρώην πρωθυπουργό των Οσποδάρων της Βλαχίας Ιάκωβο (ή Ιακωβάκη) Ρίζο-Νερουλό,59 σε αντικατάσταση (viz αποπομπή) του Σπυρίδωνος Τρικούπη, ο οποίος είχε, πλέον, και αυτός, ακόμη, συνταχθεί με την υπονομευτική αντιπολίτευση των λεγομένων κατ’ επίφαση «συνταγματικών», η οποία υπό την εθνοφθόρο καθοδήγηση των μεγάλων πλοιοκτητών της Υδρας, καθώς και άλλων πλουσίων γαιοκτημόνων και «προεστών» –των 56. Λ∆’ [34] Ψήφισμα (Νόμος) Κυβερνήτη № 14.301/8.9.1829, ibid, φ. 63/18.9.1829, pp. 255-257. 57. ∆ιάταγμα Κυβερνήτη № 13.709/14.8.1829, ibid, φ. 60/31.8.1829, p. 244. 58. ∆ιάταγμα Κυβερνήτη № 14.428/12.9.1829, ibid, φ. 63/18.9.1829, pp. 257-258. 59. Συγγραφέας της περίφημης «Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως μέχρι το 1825», ιδρυτής του Πανεπιστημίου Αθηνών και συντάκτης του Καταστατικού, συνιδρυτής και εξ αρχής και επί πολλά έτη πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρίας.
242
Βασίλειος Κασάπογλου
περισσοτέρων φοροεισπρακτόρων και τιτλούχων των Τούρκων Σουλτάνων– προέτρεπαν τον λαό στην ανατροπή και φυσική εξόντωση του Κυβερνήτη, επειδή, κυρίως, ένεκα της ανυπαρξίας δημοσίων πόρων, δεν είχε ικανοποιήσει τις εκτός πάσης λογικής απαιτήσεις τους καταβολής υπέρογκων, όντως, αποζημιώσεων για τις επικαλούμενες απώλειες πλοίων κ.ά. περιουσιακών τους στοιχείων κατά την διάρκεια του Αγώνα. ΙΙΙ. Οι Αρχές ∆ιακυβέρνησης του Καποδίστρια Τον Καποδίστρια διέκρινε, από των πρώτων ήδη χρόνων της ενήλικης ζωής του, εντονότατο πνεύμα κοινωνικής (viz χριστιανικής) αλληλεγγύης και δικαιοσύνης, άδολης και απεριόριστης φιλοπατρίας και βαθύτατης αφοσίωσης στο εθνικό καθήκον. Αυτές υπήρξαν και οι αξίες και οι αρχές επί των οποίων εθέλησε να θέσει τα θεμέλια χρηστής διακυβέρνησης της νέας Ελληνικής Πολιτείας, με πρώτιστη όλων την αυστηρή και ορθολογική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών πόρων. Αυτό, άλλωστε, διεκήρυξε ήδη διά της πρώτης δημόσιας ομιλίας του στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια της «δημοτελούς υποδοχής» του στο Ναύπλιο, όπου εστάθμευσε εν πλω προς την Αίγινα (18.1.1828),60 τονίζοντας προς τους εκεί συγκεντρωθέντες επισήμους και απλούς Ελληνες πολίτες ότι: «Κάθε πομπή (= επίσημη τελετή) συνεπαγομένη δαπάνας είναι ασυμβίβαστος προς την δυσχερή κατάστασιν της Πατρίδος. Αν δυνάμεθα να διαθέσωμεν μερικά χρήματα, έχομεν πληγάς να επουλώσωμεν.». Ενδεικτική της ανιδιοτέλειας και φιλοπατρίας του Καποδίστρια είνε και τα γραφόμενά του στην επιστολή του της 2.5.1828, προς τον επιστήθιο φίλο του και μέγα φιλέλληνα και χρηματοδότη του Αγώνα και της νέας Ελλάδος Ελβετό τραπεζίτη Jean-Gabriel Eynard,61 όπου, i.a., του αναφέρει και τα εξής: «Βλέπεις εκ της 60. Cf. σχετική περιγραφή in: ΓΕΕ, έτος Γ’, φ.4/14.1.1828, pp. 13-14. 61. Cf., i.a. ∆ιακοίνωση Κυβερνήτη προς Γερουσία (№ 374) της 23.11.1829, διά της οποίας της ανακοινώνει ότι, ο Eynard προσέφερε, προσωρινώς, από ίδια κεφάλαια βοήθημα 700.000 φράγκων προς αντιμετώπιση κατεπειγουσών κρατικών αναγκών, καθώς και την Πράξη της Γερουσίας № 7, της 16 (28).11.1829, διά της οποίας παρα-
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
243
εγκλείστου σημειώσεως ότι, ο ναύλος των δύο φορτίων [τροφίμων] ανέρχεται εις 1.289 δίστηλα, ποσόν υπέρογκον δια την πενίαν μας. Κατόπιν αυτού απεφάσισα να προτιμήσω τα ελληνικά πλοία δια την μεταφοράν των τροφίμων. (...) Και ο μεν Γιαννίτσης φορτώνει με ναύλον 25.000 φράγκων, τα οποία εμβάσθηκαν εις Αγκώνα προς τον κ. Μαρίνογλου παρά του ταμείου της Ελλάδος. ∆ια το φορτίον του Μοναρχίδου, το οποίον είναι διπλάσιον του πρώτου, στέλλω συναλλαγματικάς 50.000 φράγκων επί τους κ.κ. Βλαν, Κολέν & Σια, και παρακαλώ τον κ. Εντς να τας πληρώση, πωλών και με χαμόν (= ζημία) τα ολίγα κεφάλαια, όσα επικατέθεσα εις χείρας του εκ των τελευταίων λειψάνων της όλης μου περιουσίας. Ταύτα δε γράφω λεπτομερώς δια να σε ικετεύσω και πάλιν να μας βοηθήσης και άλλους παροτρύνεις [να συνεισφέρουν], πάντοτε όμως φροντίζω περί της οικονομικωτάτης διαχειρίσεως του εις ημάς δανειζομένου αργυρίου.». Επίσης, ο Καποδίστριας, μετά λίγες ημέρες, στην έκκλησή του προς τους ομογενείς του Αγκώνα, της Τεργέστης, της Βενετίας και του Λιβόρνο περί παροχής οικονομικής συνδρομής προς την νέα Ελληνική Πολιτεία, έλεγε: «Αρτου και χρημάτων ανάγκην έχομεν. Εγώ εκ των λειψάνων της μικράς μου περιουσίας έδωκα ήδη. Κάμετε και εσείς, Κύριοι, παν ό,τι δύνασθε προς βοήθειάν μας, στέλλοντες σίτον αραβόσιτον, όρυζαν και άλευρα και ό,τι εξοδεύσετε θα σας πληρωθεί εν καιρώ και παρά της Εθνικής Τραπέζης. Θαρσείτε, Κύριοι, ότι η Θεία Πρόνοια δεν θέλει μας εγκαταλείψει. Αλλά θυμηθείτε, συγχρόνως, ότι Αυτή τους κόπους σας ευλογήσασα και βίους καλλίστους εξασφαλίσασα εις υμάς, σας προετοίμασε να αισθάνεσθε χαράν και ικανοποίησιν εις την εκπλήρωσιν των οφειλομένων προς την Ελλάδα.». Και, ακόμη, τις ίδιες αυτές ημέρες, έγραφε, και πάλι, προς τον ανωτέρω φίλο του Eynard: «Καίτοι η παρούσα κατάστασίς μας δεν προσφέρεται διά καλλιτεχνικάς ενασχολήσεις, σε παρακαλώ να διακαλείται ο Κυβερνήτης να διαβιβάσει την ευχαριστήριο επιστολή της προς τον Eynard, για την εν λόγω παροχή, ΓΕΕ, έτος ∆’ φ. 78/20.11.1829, p. 315, και φ. 82/4.12.1829,p.p. 325-326.
244
Βασίλειος Κασάπογλου
βιβάσης εις τον καλλιτέχνην κ. Βορτολίνην όλην μου την ευγνωμοσύνην δια την προσφοράν εις την Ελλάδα της προτομής του λόρδου Βύρωνος. Εν όσω όμως τόσον η κυβέρνησις όσον και οι κυβερνώμενοι κατοικούν σε καλύβες και ως νομάδες εις ερείπια διαμένουν, κρίνω όπως η προτομή [του Βύρωνος] του κ. Βορτολίνη παραμείνη προς το παρόν εις το ατελιέ του.». Λίαν χαρακτηριστική είναι, ακόμη, εν προκειμένω, και η από 10.6.1828 επιστολή του Καποδίστρια προς τον αφοσιωμένο φίλο του και μεγάλο εθνικό αγωνιστή Μητροπολίτη Ουγγρο-Βλαχίας Ιγνάτιο (πρώην Μητροπολίτη Άρτας και πνευματικό ηγέτη και επαναστατικό οδηγητή των Σουλιωτών), στον οποίο εξομολογείται τα ακόλουθα: « Οι γενναίοι μας Ελληνες [πολίτες] χαίρονται. Μόνον ολίγοι τινές απατώνται, και μεγάλως, νομίζοντες ότι τα χρήματα ταύτα [του δημοσίου ταμείου] είναι δι’ αυτούς, και [ότι αυτά] μέλλουσι να πάθωσιν, ό,τι έπαθον και αι λίραι του [πρώτου Αγγλικού] δανείου. Οτι μεν κλέπτουσιν όπου υπάρχει [δημοσία] διοίκησις, είναι αναμφίβολον· αλλά δεν υπάρχει χώρα, όπου πλησίον των κλεπτών να υπάρχουν χιλιάδες και χιλιάδες οικογενειών αστέγων και αποθνησκουσών εκ πείνης, καθώς εν Ελλάδι. Στοχασθήτε, ∆έσποτά μου, ότι αι δυστυχείς αύται οικογένειαι πάσχουν εξ αιτίας των κλεπτών και παρακαλώ, αν δύνασθε, ενθαρρύνατέ με να είμαι συγκαταβατικός προς μίαν δράκαν ανθρωπαρίων μεταλλοθέων, εναντίον των οποίων δεν εκίνησα την βαρείαν χείρα της δικαιοσύνης, αρκούμενος να τους γνωρίσω καλώς και να τους παραδώσω, εάν παραστή ανάγκη, εις τας αράς του λαού.» Εξ άλλου, ο Καποδίστριας, όπως, άλλωστε, είχε ήδη πράξει, αποποιούμενος το ετήσιο επίδομα «εξόδων παραστάσεως» ύψους 12.000 ταλήρων διστήλων, το οποίο του είχε προηγουμένως εγκρίνει το «Πανελλήνιον», με την επίσημη έγγραφη διακοίνωσή του της 4.8.1829 προς την ∆΄ Εθνοσυνέλευση,62 αφού εδήλωσε ότι: «Ευτυχείς, διότι ηδυνήθημεν να προσφέρωμεν δι’ αυτό το τόσον θεά62. ∆ιακοίνωση Κυβερνήτη № 13.621 της 4.8.1829, in: ΓΕΕ, έτος ∆’, φ. 59/28.8.1829, pp. 239-240.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
245
ρεστον έργον τα λείψανα της μετρίας καταστάσεώς (= περιουσίας) μας εις το θυσιαστήριον της Πατρίδος», επικαλούμενος την άθλια οικονομική κατάσταση του κράτους, αρνήθηκε, και πάλι, να εισπράττει ετησίως, ως προεδρική χορηγία, 180.000 «Φοίνικες» (το τότε νέο εθνικό νόμισμα)63. Την χορήγηση του ποσού αυτού είχε εγκρίνει, τρεις ημέρες ενωρίτερα, η ∆΄ Εθνοσυνέλευση ως «έξοδα του Αρχηγού της Επικρατείας» προκειμένου να διαθέτει τα «αναπόφευκτα μέσα του να συντηρήση την αξιπρέπειαν του Κυβερνητικού χαρακτήρος προς το Εξωτερικόν και να εξαρκέση εις τας ανάγκας της οικιακής και ιδιαιτέρας υπηρεσίας»· ενώ, επίσης, είχε, συγχρόνως, επισήμως αναγνωρίσει την διάθεση εκ της ατομικής περιουσίας του Καποδίστρια για τις ανάγκες της Πατρίδος, προ της, και μετά την έλευσή του στην Ελλάδα, ποσού «υπέρ το μιλλιόνιον Γροσίων Τουρκικών»64. Ο δε Καποδίστριας, πάλι, αιτιολόγησε και την παρούσα άρνησή του, ως εξής: « (...) θέλομεν αποφύγει και ήδη να δεχθώμεν την προσδιοριζομένην ποσότητα διά τα έξοδα του Αρχηγού της Επικρατείας, απεχόμενοι, εν όσω τα ιδιαίτερά μας χρηματικά μέσα μας εξαρκούν, από του να εγγίσωμεν μέχρι και οβολού τα δημόσια χρήματα προς ιδίαν ημών χρήσιν. «Οψέποτε δε βιασθώμεν εις τούτο, εξαντληθέντων διόλου των ιδιαιτέρων ημών πόρων, τότε θέλομεν καταφύγει εις το δημόσιον ταμείον, πλην μόνον διά τα έξοδα, όσα απαιτεί η εκτέλεσις των καθηκόντων μας. (...) καθότι αποστρεφόμεθα το να προμηθεύωμεν ημάς αυτούς, εις αναπαύσεις (= απολαύσεις) του βίου, αι οποίαι προϋποθέτουσι την ευπορίαν, εν ω ευρισκόμεθα εις το μέσον 63. Το πρώτο εθνικό νόμισμα της νέας Ελληνικής Πολιτείας, τον αργυρό «Φοίνικα», καθιέρωσε, κατόπιν πρότασης του Καποδίστρια, η ∆’ Εθνοσυνέλευση με το Ζ’ Ψήφισμα της 31.7.1829 (ΓΕΕ, έτος ∆’, φ. 55/14.8.1829, pp. 223-224). Ο Φοίνικας, υποδιαιρείτο σε 100 λεπτά, ισοδυναμούσε δε προς 1/6 Τουρκικού kuruş (= γρόσι) και 1/6 Ισπανικού ταλήρου δίστηλου (κολωνάτου), και το 1 λεπτό προς 1 Τουρκικό παρά. 64. Θ’ Ψήφισμα ∆’ Εθνοσυνέλευσης της 1.8.1829, in: ΓΕΕ, έτος ∆’, φ. 55/14.8.1829, p. 224.
246
Βασίλειος Κασάπογλου
ερειπίων, παρικυκλωμένοι από πληθύν ολόκληρον ανθρώπων βεβυθισμένων εις την εσχάτην αμηχανίαν (= ένδεια).». 65 Και αυτήν, ακριβώς, την γενική ηθική, πολιτική, κοινωνική, αλλά και φιλοσοφική αντίληψή του σχετικώς με την διαχείριση του δημοσίου χρήματος και, γενικότερα, των εθνικών υποθέσεων, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας εξέφρασε, κατά τον πλέον ευθύ, σαφή και κατηγορηματικό τρόπο, με την κατάληξη της προηγουμένης διακοίνωσής του προς τους Πληρεξουσίους της ∆΄ Εθνοσυνέλευσης, όπου, αφού τους επαίνεσε διότι και αυτοί οι ίδιοι απέδειξαν εμπράκτως ότι συμμερίζονται τα ανωτέρω αισθήματά του «εκτελούντες αμισθί τα καθήκοντα των Πληρεξουσίων του έθνους», καθόρισε, ταυτοχρόνως, και τις αρχές της πολιτικής μισθών του ∆ημοσίου, με την ακόλουθη έμμεση πλην σαφή έκκληση στα αισθήματα φιλοτιμίας και φιλοπατρίας όλων τους : «Ελπίζομεν ότι, όσοι εξ υμών μεθέξωσι μετά της Κυβερνήσεως εις την Προσωρινήν ∆ιοίκησιν, καθώς και οι λοιποί των πολιτών, όσοι προσκληθώσιν επί τούτω, θέλουν γνωρίσει (= συνομολογήσει) μεθ’ ημών, ότι εις τας παρούσας περιστάσεις οι εν δημοσίοις υπουργήμασι (= θέσεις) δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγους με τον βαθμόν του υψηλού υπουργήματός (= αξιώματός) των και με τας εκδουλεύσεις (= υπηρεσίες) των, αλλ’ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν (= διάθεσή) της66. Επ’ ευκαιρία, τέλος, θα πρέπει, εδώ, ιδιαιτέρως να τονισθεί, ότι, ο Καποδίστριας, μη τυχόν και θεωρηθεί ως όργανο της Ρωσσικής κυβέρνησης –όπως λίγο αργότερα τον εκατηγορούσαν προκειμένου να εξουδετερώσουν τον ίδιο και το έργο του η Αγγλία και η Γαλλία, ομού, δυστυχώς, με τα ενεργούμενά τους στην Ελλάδα– αρνήθηκε να εισπράξει το ύψους πολλών χιλιάδων ρουβλίων ποσό, το οποίο ο Τσάρος ενέκρινε να του καταβληθεί, κατά την αποχώρησή του από την Ρωσσία με «αόριστη άδεια», σε αναγνώριση των εκεί υπηρεσιών του. Επίσης, όταν έφευγε από την Γενεύη με προορισμό την Αίγινα, 65. ΓΕΕ, έτος ∆’, φ. 59/28.8.1829, pp. 239-240. 66. Ibid..
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
247
εκποίησε την οικοσκευή της εκεί κατοικίας του κ.ά. υπάρχοντά του, ολόκληρο δε το προϊόν της πώλησης, καθώς και άλλους πόρους από αξιόγραφα ύψους άνω των 60.000 φράγκων, διέθεσε εξ ολοκλήρου για τις ανάγκες της λιμοκτονούσας Πατρίδας, όπως, άλλωστε, και κατά σύστημα έπραττε, συνεχώς, και καθ’ όλο το διάστημα της 20/ ετούς απουσίας του εκτός Ελλάδος. Και, πράγματι, το σύνολο των κεφαλαίων, τα οποία εξ ιδίων διέθεσε μέχρι και της προαναφερθείσας πρώτης περιόδου της κυβερνητικής θητείας του, προς κάλυψη των ταμειακών αναγκών του νέου κράτους ανήλθε στο τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 1.706.576 γροσίων,67 το οποίο, μάλιστα, και είχε εγγράψει στον «Λογαριασμό των εσόδων και εξόδων της Επικρατείας» (= Ισολογισμό του Κράτους), τον συνημμένο στην ως άνω πρώτη Λογοδοσία του προς την ∆΄ Εθνοσυνέλευση68. Τα προηγούμενα αποτελούν ελάχιστα δείγματα των θέσεων, αλλά και των πράξεων του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια σε ό,τι αφορά στην χρηστή διοίκηση μίας ευνομούμενης πολιτείας και στην εθνική αλληλεγγύη. ∆υστυχώς αυτά τα πρότυπα πολιτικής ηθικής και πράξης δεν έτυχε να ευδοκιμήσουν στην Πατρίδα μας, στην οποία, ακόμη και σήμερα, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Τούτο δε αποδεικνύεται περίτρανα από την ενδημούσα επί 178 συναπτά έτη (1832-2010), ανεξαρτήτως δε των πολιτειακών τύπων διακυβέρνησης της Νέας Ελλάδος, αθλιότητα της οιονεί θεσμικής ασύδοτης κυβερνητικής κατασπατάλησης των δημοσίων πόρων, της εκτεταμένης διαφθοράς των κρατικών υπηρεσιών, της ασύστολης διεκδίκησης σαφώς αντικοινωνικών συντεχνιακών οικονομικών κ.ά. συναφών προνομίων τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα, και, τέλος, της νεοφανούς ασυνάρτητης, αλλά και ποταπής πολιτικής θέσης εξίσωσης της ηθικής με την τυπική νομιμότητα. Από αυτόν, μάλιστα, τον χορό της ιδιοτέλειας δεν απουσίασαν και οι παχυλότατα αμειβόμενοι θεράποντες (= υπηρέτες) της Θέμιδος, 67. Ητοι, βάσει της προαναφερθείσας ισοτιμίας: 23.378 λίρες στερλίνες ή 29.940 ναπολεώνεια ή 741.990 φράγκα ή 113.772 τάληρα δίστηλα. 68. Supra, notam 53.
248
Βασίλειος Κασάπογλου
με εξασφαλισμένη την αυτόματη αναπροσαρμογή των μισθών τους οσάκις αυξάνεται η αποζημίωση των κατά σύστημα απόντων από τις συνεδριάσεις του εθνικού Κοινοβουλίου βουλευτών –οι οποίοι, μάλιστα, αρνήθηκαν την γενική ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου (public servant), ως εάν η δικαστική λειτουργία να μη είναι, και αυτή, τεταγμένη στην υπηρεσία της ευνομίας και της κοινωνικής ειρήνης του κράτους, αυτών των αναπόσπαστων συστατικών στοιχείων του Αριστοτελείου «κοινή συμφέροντος». Είναι, άρα, απολύτως δικαιολογημένη η επανάληψη, και εδώ, σε όλους τους τόνους, της εμβληματικής πρώτης καταγγελτικής, αλλά και απέλπιδος αναφώνησης του Κικέρωνος ενώπιον της Συγκλήτου κατά την αποκάλυψη της συνωμοσίας του Κατιλίνα προς ανατροπή της ∆ημοκρατίας: «Quo usque tandem abutere, Catilina, patientia nostra? (...) O tempora, o mores! Senatus haec intellegit.»69. ΙV. Η ∆ιπλωματική Υπηρεσία επί Καποδίστρια Μέχρι και της δολοφονίας του, ο Καποδίστριας δεν προέβη, προφανώς εσκεμμένως –και ευλόγως– στην σύσταση και οργάνωση ιδιαίτερης διπλωματικής υπηρεσίας του κράτους, όπως, αντιθέτως, έπραξε, με ιδιαίτερο ζήλο, επιμέλεια και μεθοδικότητα, για όλους τους άλλους κλάδους της ∆ημόσιας ∆ιοίκησης. Τούτο οφείλεται σε τρεις, κυρίως, καθαρώς, πολιτικούς, αλλά και σοβαρούς οικονομικούς λόγους: α) Η Ελλάς, μέχρι και της νικηφόρου υπέρ της Ρωσσίας λήξης του β΄ πολέμου της με την Τουρκία και της υπογραφής της διμερούς Ρωσσο-Τουρκικής Συνθήκης Ειρήνης της Ανδριανουπόλεως, της 14.9.1829, διά της οποίας (άρθρο 10) η Υψηλή Πύλη εξαναγκάσθηκε, τελικώς, να αποδεχθεί τους αφορώντες στην απελευθέρωση των Ελλήνων προηγηθέντες τριμερείς ενδοσυμμαχικούς διακανονισμούς του Λονδίνου σχετικώς με «το σωτήριον [sic] έργον της ειρηνεύσεως της Ελλάδος» (salutary work of the Pacification of Greece), έναντι της διεθνούς αναγνώρισής της ως «Εξάρτηση» (Dependency) 69. CICERO, Marcus Tullius. ORATIO IN CATILINAM PRIMA IN SENATU HABITA, Ι (Ι-ΙΙ).
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
249
φόρου υποτελή στον Σουλτάνο, τους οποίους περιείχε τόσο η Συνθήκη της 6.7.1827,70 όσο και το Πρωτόκολλο της 22.3.1829, δεν είχε αναγνωρισθεί de iure ως ανεξάρτητο κράτος, διότι και οι 3 Συμμαχικές –αλλά διαρκώς αλληλοϋποβλεπόμενες– Μεγάλες Χριστιανικές (;;;) ∆υνάμεις δεν ήθελαν, μέχρι τότε, να «κακοκαρδίσουν» την Οθωμανική Υψηλή Πύλη. Παρά ταύτα, η ως άνω Συνθήκη του Λονδίνου, στο συνημμένο σε αυτήν μυστικό «Πρόσθετο Άρθρο» (Παράρτημα), όρισε ότι, σε περίπτωση μη αποδοχής από τον Σουλτάνο, εντός ενός μηνός από της έναρξης ισχύος της, της προσφοράς μεσολάβησης (mediation) των 3 ∆υνάμεων προς σύναψη ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων και επίλυση της Ελληνο-Τουρκικής «διαφοράς», θα ελάμβαναν αμέσως μέτρα δημιουργίας επισήμων δεσμών με τους Ελληνες διά της σύναψης εμπορικών σχέσεων και της εκατέρωθεν ανταλλαγής προξενικών πρακτόρων, υπό την προϋπόθεση ύπαρξης στην Ελλάδα αρχών, ικανών να υποστηρίξουν τις εν λόγω σχέσεις71. Οπότε και λόγω της ανωτέρω αρχικής τυπικής μεν πλην αντικειμενικής νομικής αδυναμίας της Κυβέρνησης της Ελλάδος να συνάψει κανονικές απ’ ευθείας διπλωματικές σχέσεις και, περαιτέρω, προβεί στην αμοιβαία ανταλλαγή διπλωματικών αντιπροσώπων με όλα –ή, τουλάχιστον, τα μεγαλύτερα– ξένα κράτη, δεν εχρειάζετο, ακόμη, τότε, η σύσταση μίας καθ’ αυτό –ενδοχώριας (κεντρικής) και εξωχώριας– διπλωματικής υπηρεσίας της νέας Ελληνικής Πολιτείας. Γι’ αυτόν, άλλωστε, τον καθαρώς πρακτικό λόγο και το τότε Υπουργείο Εξωτερικών είχε υποτυπώδη συγκρότηση, συνισταμένη, εκτός του υπουργού, σε 2 μόνον νομοθετημένες θέσεις τακτικών δημοσίων υπαλλήλων (παρέδρων α΄ και β΄ τάξεως) με δυνατότητα πρόσληψης και ενός ή περισσότερων «μαθητευομένων» (stagiaires), με μηνιαίες αποδοχές, του μεν υπουργού 1.000 γρόσια (όσο 70. TREATY BETWEEN GREAT BRITAIN, FRANCE, GREECE. London, 6 July, 1827, Art. ΙV.
AND
RUSSIA,
FOR THE
PACIFICATION
OF
71. Ibid. ADDITIONAL ARTICLE, § I και ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ, op. cit., supra notam 15, p. 61-62.
250
Βασίλειος Κασάπογλου
και των Γερουσιαστών), των δε λοιπών 400, 350 και 150 γρόσια, αντιστοίχως72. β) Ο Καποδίστριας, για ευνοήτους –απολύτως δε κατανοητούς και κατά πάντα ευλόγους– πολιτικούς και πρακτικούς λόγους, είχε κρατήσει, όπως προελέχθη, ο ίδιος την «άμεσον διεύθυνσιν» των εξωτερικών, αλλά και των ναυτιλιακών υποθέσεων, δεδομένου ότι, η διαπραγμάτευση όλων των εθνικών ζητημάτων διεξήγετο, σχεδόν αποκλειστικώς, με τους μονίμως διαμένοντες στην Ελλάδα, μετά το 1828, ειδικούς διπλωματικούς απεσταλμένους των 3 Μεγάλων ∆υνάμεων, οι οποίοι, μάλιστα, για προφανείς πολιτικούς λόγους τυπικώς μόνον έφεραν τον υποδεέστερο του πρεσβευτικού τίτλο του «Προξένου» (Agent) ή του «Αντιπρέσβυ» (Résident), ή του Επιτετραμμένου (Chargé d’Affaires) κ.τ.τ.73. Η εν λόγω διαπραγμάτευση απαιτούσε, φυσικά, πολύπλοκους και επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς, κάποτε δε και αριστοτεχνικούς ακροβατικούς πολιτικούς ελιγμούς, τους οποίους μόνον αυτός, εξ όλων των Ελλήνων, παγκοσμίως, διέθετε την ικανότητα να επιχειρήσει προκειμένου να προωθήσει την ικανοποίηση των όντως υπαρξιακών εκκρεμών εθνικών αιτημάτων του αρτιγενούς Ελληνικού κρατιδίου, με πρώτο αυτό της χάραξης των διεθνών συνόρων του. γ) Η δεινή οικονομική κατάσταση της Χώρας, καθημαγμένης από τον πόλεμο και τις δηώσεις των Τουρκο-Αιγυπτίων και τις αγριότητες των εμφυλίων συγκρούσεων, επ’ ουδενί επέτρεπε την, κατ’ ουσία, μεγάλη πολυτέλεια της ίδρυσης και εγκατάστασης πρεσβειών ή έστω και προξενείων στις «Αυλές» (= πρωτεύουσες) των μεγάλων ξένων κρατών και της εκεί τοποθέτησης μονίμων εμμίσθων διπλωματικών αντιπροσώπων της Ελλάδος προς συνεχή επικοινωνία με τις εγχώριες κυβερνήσεις και επηρεασμό της εντόπιας κοινής γνώμης. Αλλωστε, αυτήν την πράγματι μεγάλη, δυσχερέ72. Λ∆’ Ψήφισμα Κυβερνήτη (№ 14.301) της 8.9.1829, άρθρα 15, 16, 19, και ∆ιάταγμα Κυβερνήτη № 14.428 της 12.9.1829, in: ΓΕΕ, έτος ∆΄, φ. 63/18.9.1829, pp. 255258. 73. ΧΑΛΚΙΟΠΟΥΛΟΣ, op. cit., supra notam 47, p. 100.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
251
στατη, αλλά και πολυδάπανη εθνική αποστολή είχαν ήδη και προ, ακόμη, της ένοπλης έναρξης του Αγώνα, αυτοβούλως και de facto αναλάβει να διεκπεραιώσουν, ανιδιοτελώς και αδαπάνως για την Ελλάδα, διαπρεπείς ομογενείς και ένθερμοι αλλοδαποί φιλέλληνες, ομού με τα περίφημα φιλελληνικά «Κομμιτάτα» (Επιτροπές) συμπαράστασης του επαναστατημένου Γένους τόσο της Ευρώπης, όσο και των ΗΠΑ,74 οι οποίοι, λόγω της προέχουσας θέσης, του κύρους και της επιρροής τους στην οικονομική, πολιτική, πνευματική και κοινωνική ζωή του τόπου εγκατάστασής τους, αποτελούσαν ισχυρή ομάδα πίεσης προς τους εκεί ηγεμόνες και τις κυβερνήσεις τους. Θα πρέπει, εδώ, να επισημανθεί ότι, ο Καποδίστριας, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από της ανάληψης των προεδρικών καθηκόντων του και μέχρι την ταυτόχρονη σύναψη στο Λονδίνο, την 3.2.1830, μεταξύ των 3 ∆υνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας), ερήμην δε της Ελλάδος, των 3 τριμερών Πρωτοκόλλων –συλλήβδην αναφερομένων ως «Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας»– τα οποία διελάμβαναν, αντιστοίχως, περί: α) της διεθνούς αναγνώρισης της Ελλάδος ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο Κράτος, αλλά με διακυβέρνηση (viz πολίτευμα) μοναρχική (viz άνευ συντάγματος) και κληρονομική, κατά τάξη πρωτοτοκίας, την οποία θα ασκούσε ένας ηγεμόνας (πρίγκιπας), μη προερχόμενος από τις τότε βασιλεύουσες στις εν λόγω χώρες δυναστείες, με τον τίτλο «Κυριάρχης Ηγεμών της Ελλάδος» (Prince Souverain de la Grèce)·75 β) της αναγόρευσης (viz διορισμού) του πρίγκιπα Λεοπόλδου του Saxe-Coburg σε κληρονομικό ηγεμόνα (viz κτήτορα) της Ελλάδος· και γ) της διατήρησης (κατόπιν απαίτησης της Γαλλίας) των χορηγηθέντων από τον Σουλ74. Cf. i.a. σχετική αλληλογραφία Καποδίστρια με εκπροσώπους Κομμιτάτων των ΗΠΑ, καθώς και επιστολές συμπαράστασης Αμερικανίδων κυριών προς τις Ελληνίδες, in: ΓΓΕ, έτος Γ’, φ. 55/1.8.1828, pp. 225-228. 75. PROTOCOLE (№ 1) TENU À LONDRES LE 3 FÉVRIER 1830, RELATIF À L’INDÉPENDANCE DE LA GRÈCE: «La Grèce formera un État indépendant»(§ 1), «Le Gouvernement de la Grèce
sera monarchique et héréditaire, par ordre de primogéniture. Il sera confié à un Prince qui ne pourra pas être choisi parmi ceux des familles régnantes dans les États signataires du traité du 6 juillet 1827, et portera le titre de Prince Souverain de la Grèce.» (§ 2).
252
Βασίλειος Κασάπογλου
τάνο στους Ρωμαιοκαθολικούς της Ελλάδος (κυρίως των Κυκλάδων) θρησκευτικών προνομίων–, είχε αυτοπροσώπως και προεχόντως αφιερωθεί στην απ’ ευθείας διεξαγωγή των συνεχών συνεννοήσεων με τις 3 Μεγάλες ∆υνάμεις περί του μέλλοντος της Ελλάδος. Και, τούτο, φυσικά, έπραττε, παραλλήλως και συγχρόνως, με την άσκηση και όλων των άλλων δυσβάστακτων και όντως υπεράνθρωπων έργων του για την εκ του μηδενός συγκρότηση της νέας Ελληνικής Πολιτείας, τα οποία περιελάμβαναν, i.a., επιτόπιες επιθεωρήσεις φρουρίων και στρατοπέδων, επισκέψεις κατοίκων απελευθερουμένων επαρχιών κ.τ.τ. Επισημαίνεται ότι, τις εν λόγω διαπραγματεύσεις ο Καποδίστριας διεξήγαγε απ’ ευθείας με τους διαπεπιστευμένους στην Υψηλή Πύλη πρέσβεις των 3 ∆υνάμεων, οι οποίοι, μετά την άρνηση του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ να αποδεχθεί την προβλεπομένη στην προαναφερθείσα Συνθήκη του Λονδίνου της 6.7.1827 και τελεσιγραφικώς ζητηθείσα από αυτόν εκβιαστική, κατ’ ουσία, «μεσολάβηση» (viz επέμβαση) των 3 κυβερνήσεών τους προς «διευθέτηση» της Ελληνο-Τουρκικής «διαφοράς», απεχώρησαν (viz ανεκλήθησαν), συγχρόνως, από την Κωνσταντινούπολη, την 8.12.1827, και εγκατεστάθησαν κατ’ αρχάς μεν και επί 8 μήνες (ΙανουάριοςΑύγουστος 1828) στην Κέρκυρα, την τότε πρωτεύουσα της τυπικώς ουδέτερης (καίτοι υπό Αγγλική επικυριαρχία) Ιονίου Πολιτείας, κατόπιν δε, και επί άλλους 4 μήνες (Σεπτέμβριος-∆εκέμβριος 1828) στον Πόρο Τροιζηνίας, τον εγγύτερο της Αίγινας τόπο, όπου η τότε προσωρινή «καθέδρα της Κυβερνήσεως» της ελεύθερης Ελλάδος. Η ανωτέρω κοινή πολιτική ενέργεια των 3 ∆υνάμεων, γενομένη προς επίταση των πιέσεών τους προς τον Σουλτάνο προκειμένου να υποχρεωθεί να προσχωρήσει στην εν λόγω Συνθήκη του Λονδίνου, εσήμανε αφ’ ενός μεν την υποβάθμιση των διμερών διπλωματικών σχέσεών τους με την Υψηλή Πύλη σε χαμηλότερο επίπεδο επιτετραμμένων, αφ’ ετέρου δε την κατ’ ουσία de iure διεθνή αναγνώριση της Ελλάδος, εφ’ όσον οι εν λόγω πρέσβεις είχαν, υπό την επίσημη ιδιότητά τους, επί ένα συνεχές έτος, απ’ ευθείας συνεννο-
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
253
ήσεις με τον νόμιμο διεθνή παραστάτη της Ελληνικής Πολιτείας. Αποκλειστική δε κοινή αποστολή και των 3 αυτών πρέσβεων, κατά την διάρκεια της αποκληθείσας και «∆ιάσκεψη του Πόρου» εκεί παραμονής τους, ήταν ο καθορισμός των διεθνών συνόρων του νέου Ελληνικού κράτους. Εξ ου και καθοριστική για το εδαφικό μέλλον της νέας Ελλάδος υπήρξε η αριστοτεχνική και πιεστική εμμονή του Καποδίστρια να περιληφθούν εντός των ορίων της Ελληνικής επικρατείας όσον το δυνατόν περισσότερες υπόδουλες στους Τούρκους επαναστατημένες περιοχές της χέρσου και της νησιωτικής χώρας μέχρι και των παραλίων της Μικράς Ασίας. Και, πράγματι, με τα νομικώς και πολιτικώς πλήρως θεμελιωμένα, εμπεριστατωμένα και λεπτομερή υπομνήματα, τα οποία συνεχώς υπέβαλε ο Κυβερνήτης προς τους 3 πρέσβεις, κατά το μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου 1828 διάστημα, με τα οποία έφθασε να διεκδικεί εκτός της Στερεάς Ελλάδος και της Εύβοιας, την Θεσσαλία, τις νήσους του Αρχιπελάγους, μέχρι την Κρήτη, την Ρόδο, ακόμη δε και αυτήν την περιοχή της Σμύρνης και την απόμακρη επαναστατημένη Κύπρο, τους έπεισε να υιοθετήσουν τις βασικές θέσεις του και στην σχετική εισήγησή τους προς τις κυβερνήσεις τους, την αποκληθείσα και «Πρωτόκολλο του Πόρου», να προτείνουν την αποδοχή των περισσοτέρων προτάσεών του. Κατ’ αυτόν, λοιπόν, τον τρόπο ο Καποδίστριας κατόρθωσε να αποσοβήσει τον κίνδυνο της εδαφικής συρρίκνωσης της νέας Ελλάδος μόνον στην Πελοπόννησο και στις παρακείμενες νήσους του Αργοσαρωνικού, όπως προέβλεπε, αρχικώς, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 16.11.1828, και επέτυχε, τελικώς, να εκταθούν τα διεθνή σύνορά της μέχρι της οροθετικής γραμμής μεταξύ των κόλπων Βόλου (Παγασητικού) και Πρεβέζης (Αμβρακικού), όπως και ρητώς καθιέρωσε, μετά 10 μήνες, το επόμενο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 14.9.1829. Επ’ ευκαιρία υπενθυμίζεται ότι, όλες οι συναφθείσες διεθνείς συνθήκες περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος, καθορισμού συνόρων, αλλά και διορισμού ηγεμόνα, κ.τ.τ., ήσαν, πράγματι, pacta tertii, υπέρ της Ελλάδος και σε βάρος της Τουρκίας, δεν υπήρξε δε, ούτε και μεταγενεστέρως, πράξη προσχώρησης της
254
Βασίλειος Κασάπογλου
Ελληνικής Πολιτείας σε αυτά, τα οποία, προς τήρηση των στοιχειωδών προσχημάτων και προκειμένου να νομιμοποιηθούν πολιτικώς, υπεβλήθησαν, απλώς, στην ex post facto έγκρισή τους από τα αρμόδια όργανα του νέου κράτους. Εξ άλλου, μεταξύ των πρώτων μεγάλων εθνικών διπλωματικών και πολιτικών επιτυχιών του Καποδίστρια υπήρξε, τότε, η έστω και καθυστερημένη, κατά 3 έτη, διαπίστευση προς την λεγομένη «Προσωρινήν Κυβέρνησιν» της Ελλάδος και η εγκατάσταση στην Ελληνική πρωτεύουσα, κατ’ αρχάς, στην Αίγινα, και, μετά ταύτα, στο Ναύπλιο, των προαναφερομένων «Αντιπρέσβεων» των 3 Μεγάλων ∆υνάμεων, οι οποίοι και απετέλεσαν τους μονίμους διαύλους της απ’ ευθείας επίσημης, πλέον, πολιτικής επικοινωνίας της Ελληνικής κυβέρνησης με τις αντίστοιχες κυβερνήσεις76. Σημειωτέον ότι, την απόφαση κανονικής διαπίστευσης διπλωματικών αντιπροσώπων τους στην Ελληνική Κυβέρνηση έλαβαν οι 3 ∆υνάμεις σε εκτέλεση σχετικής συμβατικής συμφωνίας τους δυνάμει του μυστικού «Προσθέτου Αρθρου» στην ανωτέρω Συνθήκη του Λονδίνου της 6.7.1827, το οποίο προέβλεπε αυτήν την πολιτική ενέργεια ως μέτρο οιονεί κύρωσης κατά της Τουρκίας σε περίπτωση μη προσχώρησής της στην εν λόγω συνθήκη. Πρώτος ήλθε και επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Κυβερνήτη, στον Πόρο, την 6.6.1828, ο «Πρόξενος» (Agent) (= ∆ιπλωματικός Πράκτωρ) της Γαλλίας συνταγματάρχης βαρόνος Juchereau de Saint-Denys, ο οποίος, μάλιστα, και του παρέδωσε, ταυτοχρόνως, τοις μετρητοίς, το ποσό των 500.000 φράγκων, ως οικονομική βοήθεια της «Αυτού Χριστιανικής Μεγαλειότητος» [sic] του βασιλέα της Γαλλίας Καρόλου X προς την Ελλάδα77. Ακολούθησε, μετά τρεις μήνες, η έλευση του «Προξένου» (Agent) της Ρωσσίας κόμη Μάρκου-Αντωνίου Βούλγαρη (μικρανεψιού και φίλου του 76. ΓΕΩΡΓΗΣ, Γιώργος. ΣΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη. 1996 (2η έκδ.), passim και, ιδίως, pp. 136 & seq. 77. ∆ιακοίνωση Κυβερνήτη προς «Πανελλήνιον» № 2.906/6.6.1828, in: ΓΓΕ, έτος Γ’, φ. 41/9.6.1828, p. 170.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
255
Καποδίστρια και προηγουμένως πρέσβυ της Ρωσσίας στην Ισπανία), ο οποίος επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Κυβερνήτη, στον Πόρο, την 7.9.182878, υπήρξε δε εξ αρχής αντικείμενο άγριας διαβολής και υπονόμευσης εκ μέρους των δύο άλλων «Συμμάχων» ομολόγων του. Τελευταίος, μετά 5 μήνες, ήλθε και ο «Αντιπρέσβυς» (Résident) της Αγγλίας Edward-James Dawkins Esquire (υιός του Επιτρόπου αλσυλλίων και δασών της Μεγάλης Βρεταννίας), ο οποίος και επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Κυβερνήτη, στον Πόρο, την 12.11.182879. Βεβαίως, ο δόλιος και διχαστικός ρόλος τόσο του Dawkins, όσο και του διαδόχου του de Saint-Denys νέου Αντιπρέσβυ της Γαλλίας βαρώνου de Rouen (παρόχου ασύλου στο κτίριο της Γαλλικής πρεσβείας στο Ναύπλιο στον εκ των δολοφόνων του Κυβερνήτη Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη)80, υπήρξε ολέθριος για την ομαλή πρόοδο και εξέλιξη των Ελληνικών πραγμάτων, διότι, ως γνωστόν, ενεργούντες έκαστος για την εξασφάλιση της πρωταρχίας της χώρας του στον επηρεασμό και στον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων της νέας Ελλάδος, υποδαύλισαν τις εγχώριες διχοστασίες και αντιθέσεις και υπέθαλψαν τόσο τις αρχομανείς φιλοδοξίες πολλών επαναπατρισθέντων γραφειοκρατών ομογενών της Κωνσταντινουπόλεως και της Εσπερίας, όσο και τις διαμάχες των τοπικών προυχόντων, των οποίων τα επί Τουρκοκρατίας κτηθέντα οικονομικά, ιδίως, προνόμια έπλητταν, κατά καίριο τρόπο, τα μέτρα του Καποδίστρια προς συγκρότηση μίας σύγχρονης και ευνομούμενης πολιτείας. Αυτός δε ήταν και ο βασικός λόγος και όχι η επικαλουμένη αυταρχικότητα του Κυβερνήτη, ο οποίος οδήγησε στην υποδαυλιζομένη από τους Αγγλο-Γάλλους συγκρότηση της δήθεν φιλελεύθερης αντικαποδιστριακής αντιπολίτευσης των «συνταγματικών». 78. ∆ιακοίνωση Κυβερνήτη προς «Πανελλήνιον» № 5.936/7.9.1828, ibid, φ. 67/12.9.1828, p. 277. 79. ∆ιακοίνωση Κυβερνήτη προς «Πανελλήνιον» № 7.761/12.11.1828, ibid, φ. 86/17.11.1828, p. 355. 80. MICHAUD, op. cit., supra notam 18, pp. 590-596.
256
Βασίλειος Κασάπογλου
Επίσης, ο Καποδίστριας, προκειμένου να δημιουργήσει ευμενές υπέρ της Ελλάδος κλίμα στις κυβερνήσεις των ξένων ∆υνάμεων, ανασυνέστησε τις σχέσεις του νέου κράτους με τους ανά την Ελλάδα και, κυρίως, τα παράλια και τις νήσους του Αρχιπελάγους, εγκατεστημένους, επί Τουρκοκρατίας, προξένους, υποπροξένους και προξενικούς πράκτορες των εν λόγω κρατών, πλείστοι, μάλιστα, των οποίων ήσαν Ελληνες το γένος. Εθεσε, όμως, ως πρώτη προϋπόθεση της εκ νέου άσκησης των προξενικών καθηκόντων τους στην ελεύθερη, πλέον, Ελλάδα την επίσημη ανακοίνωσή τους από τις κυβερνήσεις τους στην Ελληνική κυβέρνηση, συνεπώς δε και την κατάργηση των Τουρκικών και τον εφοδιασμό τους με νέα Ελληνικά «εκτελεστήρια διπλώματα» (exequatur). Και, ακόμη, επέβαλε και άλλους σοβαρούς περιορισμούς στην προηγουμένη ασύδοτη δράση, την οποία ανέπτυσσαν υπέρ των υπηκόων των αλλοεθνών εντολέων τους, με την ευεξήγητη, φυσικά, ανοχή –πάντοτε με το «αζημίωτο»– της Υψηλής Πύλης. Τέλος, ανέθεσε σε υπηρετούντες σε τρίτα κράτη προξένους των 3 Συμμάχων ∆υνάμεων, την εκπροσώπηση των συμφερόντων της νέας Ελλάδος ενώπιον των εντόπιων αρχών, κυρίως για την προστασία των Ελλήνων και των πλοίων υπό Ελληνική σημαία, όπως, λ.χ., συνέβη, περί τα τέλη του 1830, με την απελευθέρωση 107 Ελληνοπαίδων, αιχμαλώτων πολέμου, κρατουμένων του Χεδίβη (= Ηγεμόνα) της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλι, κατόπιν παρέμβασης του τότε Γενικού Προξένου της Γαλλίας στην Αλεξάνδρεια Jean-François Mimaut81. Πάντως, αυτή, η σαφώς ευμενής στάση των ξένων ναυτικών, ιδίως, Ευρωπαϊκών κρατών –έστω και, κατ’ αρχάς, συγκεκαλυμμένη υπό την τυπική ουδετερότητά τους– υπέρ της νέας Ελληνικής Πολιτείας, εξασφάλισε την ελευθεροπλοΐα των εμπορικών πλοίων τους στο Αρχιπέλαγος κ.ά. Ελληνικές θάλασσες, τα οποία, άλλως, θα ήσαν εκτεθειμένα στις ενέργειες προστασίας της εθνικής κυριαρχίας από τα πολεμικά σκάφη του μη ανεγνωρισμένου νέου Ελληνικού κράτους. Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο, ο Καπο81. Επιστολή Mimaut προς Κυβερνήτη, in: ΓΕΕ, έτος Ε’, φ. 97/10.12.1830, p. 455.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
257
δίστριας απέκτησε –ιδίως μετά την συμμαχική ναυτική πολεμική επιτυχία στο Ναυαρίνο (20.10.1827)– πλήρη άνεση λήψης διεθνώς νομίμων μέτρων εξαναγκασμού (enforcement) κατά προσώπων και περιουσιών τρίτων κρατών, και δη, αφ’ ενός μεν επιβολής ναυτικού αποκλεισμού σε πολιορκούμενες από το πολεμικό ναυτικό της Ελλάδος τουρκοκρατούμενους, ακόμη, τότε, παράλιους και νησιωτικούς τόπους και οχυρώσεις προς αποτροπή ανεφοδιασμού των εγκλείστων από πλοία τρίτων κρατών82, αφ’ ετέρου δε καταδίωξης και πάταξης της πειρατείας και της λαθρεμπορίας, οι οποίες αποτελούσαν από δεκάδες αιώνων τις ενδημούσες μάστιγες του Αρχιπελάγους και των άλλων Ελληνικών θαλασσών83, τις οποίες και απέδωσε ελεύθερες στο διεθνές εμπόριο84. Ομως, η σημαντικότερη υπέρ αυτής της ίδιας της υπόστασης της νέας Ελλάδος επιτυχής διπλωματική μάχη του Καποδίστρια είναι εκείνη, την οποία έδωσε, μεταξύ των ετών 1827 και 1830, κατ’ ουσία μόνος του, αλλά και πανταχόθεν –εντός και εκτός της Ελλάδος– βαλλόμενος από τους αδηφάγους εντόπιους αρχομανείς και τους υστερόβουλους ξένους αποικιοκράτες, προκειμένου να εξασφαλίσει, από τις αυτοχρησθείσες «Προστάτιδες» της Ελλάδος 3 Συμμάχους Μεγάλες ∆υνάμεις, τρία τινά: α) την μεγαλύτερη δυνατή εδαφική έκταση· β) την υψηλότερη δυνατή χρηματοδότηση· και γ) την πλήρη ανεξαρτησία και αδέσμευτη κυριαρχία του νέου ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Τούτο δε φαίνεται, κυρίως, από τους έντεχνους πολιτικούς χειρισμούς, στους οποίους κατέφυγε προκειμένου να ματαιώσει τα Ρωσσικής έμπνευσης αρχικά σχέδια εδαφικού 82. Cf., i.a., ∆ιατάγματα Κυβερνήτη №s 677 και 678 της 18.3.1828 περί ναυτικού αποκλεισμού της Κρήτης και του Μεσολογγίου, αντιστοίχως, προς αποτροπή του ανεφοδιασμού με τρόφιμα, πολεμοφόδια κ.ά. βοήθεια των εκεί πολιορκουμένων από τους επαναστατημένους Ελληνες Τουρκικών φρουρίων, in: ΓΕΕ, έτος Γ’, φ. 23/4.4.1828, pp. 95-96. 83. Cf., i.a., σχετική ειδησεογραφία, in: ΓΕΕ, έτος Γ’, φ. 5/18.1.1828, pp. 19-20. 84. ∆ιατάγματα Κυβερνήτη της 20.5.1828 № 2.529 περί σύστασης «Προσωρινού Πολεμικού ∆ικαστηρίου» (Corte Martiale) (= Εκτάκτου Στρατοδικείου) προς εκδίκαση υπόθεσης πειρατείας, και № 2.538 της 20.5.1828 περί οδηγιών διεξαγωγής της δίκης, in: ΓΕΕ, έτος Γ’, φ. 37/23.5.1828, pp. 152-153.
258
Βασίλειος Κασάπογλου
κατακερματισμού του μαχομένου Ελληνισμού, διά της δημιουργίας στον κορμό της χέρσου και της νησιωτικής Ελλάδος 3 ηγεμονιών –Ανατολικής Ελλάδος, ∆υτικής Ελλάδος (Ηπείρου-Ακαρνανίας), και Νοτίου Ελλάδος (Πελοποννήσου-Κρήτης)– φόρου υποτελών στον Σουλτάνο (viz οιονεί προτεκτοράτων), με αλλοδαπούς κυβερνήτες-ανδρείκελα, κυρίως Γερμανούς ηγεμονίσκους, όπως, ακριβώς, προέβλεπαν, κατ’ αρχάς και προ των επομένων διαδοχικών βελτιωτικών αναθεωρήσεών τους, και τα 3 ως άνω πρώτα Πρωτόκολλα του Λονδίνου, ήτοι τόσο αυτά των 16.11.1828 και 22.3.1829, όσο και εκείνο της 3.2.1830. Με αξιοθαύμαστο, όντως, τρόπο, ο οξύνους, πολύπειρος και φιλόπατρις ευπατρίδης Κυβερνήτης, εμεθόδευσε την επίσημη Ελληνική αντίδραση στα δόλια Συμμαχικά σχέδια, τα οποία, σημειωτέον, είχε καταρτίσει και υιοθετήσει η «Τριανδρία» («Troika») των «Προστατίδων» ∆υνάμεων, πλην, όμως, ερήμην της νέας Ελληνικής Πολιτείας, η οποία ούτε καν εκλήθη να παραστεί, έστω και ως άφωνος παρατηρητής, στις μακρές Λονδόνιες διαβουλεύσεις τους, ούτως ώστε να τηρείται ενήμερη επί των συζητουμένων σχεδίων τους αυθαίρετης μεταβολής σε απόλυτη (άνευ συντάγματος) κληρονομική βασιλική μοναρχία του πολιτειακού καθεστώτος συνταγματικής προεδρικής δημοκρατίας του νέου κράτους, το οποίο είχαν ομοφώνως και πανηγυρικώς καθιερώσει όλες οι μέχρι τότε Εθνικές Συνελεύσεις των Ελλήνων. ∆ιότι, αυτό το ανελεύθερο πολίτευμα επέβαλαν, τελικώς, στους Ελληνες οι 3 «Προστάτιδες» ∆υνάμεις, όταν, όπως προελέχθη, με ωμή αποικιοκρατική βαναυσότητα, κατήργησαν, κατ’ ουσία, τον νόμιμο εθνικό Κυβερνήτη τους και διόρισαν στην θέση του, ως κληρονομικό απόλυτο «Κυριάρχη Ηγεμόνα», τ.έ. ασύδοτο ιδιοκτήτη-καταπατητή της παντέρημης, τότε, Χώρας τους, τον Γερμανό πρίγκιπα Λεοπόλδο. Βεβαίως ο Καποδίστριας είχε, εξ αρχής, πλήρη συναίσθηση του γεγονότος ότι, μόνον με έξωθεν ισχυρή πολιτική και όχι άμεση στρατιωτική επέμβαση θα ήταν εφικτή η έστω και κολοβωμένη ανεξαρτησία της Πατρίδος του από τον απάνθρωπο Τουρκικό ζυγό. Γι’ αυτόν, ακριβώς, τον λόγο, χωρίς να αντιλέξει, ευθέως, στον ανω-
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
259
τέρω «διακανονισμό» της μοναρχικής καθεστωτικής μεταβολής, εξέφρασε, εν πρώτοις, προς την τότε «Troika», καθώς και τον εκλεκτό της επίδοξο ηγεμόνα της Ελλάδος, τα παράπονά του για την ρηθείσα παράληψη έστω και απλής ενημέρωσής του για τα ερήμην του ίδιου και των Ελλήνων τεκταινόμενα στο Λονδίνο. Και, ακολούθως, διετύπωσε, ευθέως και απεριφράστως, την απολύτως εδραία νομική, αλλά και πολιτική και ηθική, ένσταση περί έλλειψης δύο βασικών προϋποθέσεων υιοθέτησης της εν λόγω «λύσης», ήτοι αφ’ ενός μεν οποιασδήποτε πρόνοιας στο εν λόγω Πρωτόκολλο του Λονδίνου περί κατάρτισης νέου Καταστατικού Χάρτη της Ελλάδος, το οποίο εσήμαινε, απλούστατα, την εκεί εγκαθίδρυση απόλυτης μοναρχίας· αφ’ ετέρου δε ρητής ειδικής πληρεξουσιότητος προς αυτόν εκ μέρους της απελθούσας ∆΄ Εθνοσυνέλευσης προς αποδοχή της ανωτέρω «λύσης» και της «επιλογής» των 3 ∆υνάμεων. Ταυτοχρόνως, η Γερουσία, πλήρως εναρμονισμένη με τον Κυβερνήτη, εκφράζει μεν, τυπικώς, προς την «Troika» την «χαρά» και την «ικανοποίησή» της για τον «διακανονισμό», πλην, όμως, και αυτή, επαναλαμβάνει την έλλειψη ειδικής λαϊκής εντολής προς την ίδια για την αποδοχή της εν λόγω «λύσης». Τέλος, πλείστοι δημογέροντες, ομού με πολλούς απλούς πολίτες εξ όλων των Επαρχιών της ελεύθερης Ελλάδος, απέστελλαν, επίσης, προς τον Κυβερνήτη, αλλά και τον ίδιο τον Λεοπόλδο, ενθουσιώδεις επιστολές και ψηφίσματα υπέρ της «διευθέτησης», ζητούντες, μάλιστα, πιεστικώς, και την ταχύτατη έλευση του τελευταίου στην Ελλάδα προκειμένου να μη παραμείνει ακυβέρνητος ο τόπος –όπως, ακριβώς, άλλωστε, του είχε ήδη επιμόνως συστήσει να πράξει και ο Καποδίστριας, στην ανταλλαγείσα μεταξύ τους ενημερωτική αλληλογραφία, εν γνώσει δε της υπάρχουσας αντικειμενικής αδυναμίας να πραγματοποιηθεί τούτο85. 85. Cf. σχετικώς i.a. in: ΓΕΕ, έτος Ε’, φ. 32/26.4.1830, 41/28.5.1830, 46/14.6.1830, 51-52/2-5.7.1830, 54/11.7.1830, και 60-61/30.7.1830.
260
Βασίλειος Κασάπογλου
Ομως, όλες αυτές οι επίμονες, πιεστικές και – προδήλως, όχι εκ τύχης– συγκεχυμένες και αντικρουόμενες πληροφορίες και μηνύματα περί της όντως υφισταμένης στην ελεύθερη Ελλάδα κατάστασης πραγμάτων, περιέπλεξαν, προφανώς, τόσο πολύ τον Λεοπόλδο, ώστε τον οδήγησαν στην απόφαση να παραιτηθεί, την 21.5.1830, «από την Κυριαρχικήν Ηγεμονίαν της Ελλάδος»86. Βεβαίως, μετά ταύτα, ο Γερμανογενής συγγενής του βασιλέας της Αγγλίας Γουλιέλμος IV (του Οίκου του Ανοβέρου), έσπευσε να τον παρηγορήσει με το στέμμα του επίσης νεοσύστατου, τότε, Βασιλείου του Βελγίου, το οποίο είχε προέλθει εκ της απόσχισης των καθολικών επαρχιών της Ολλανδίας (μετά την επανάσταση των Βρυξελλών της 26.8.1830), προσφορά την οποία και ασμένως, αυτός, απεδέχθη το 1831. Αλλά, αυτή, ακριβώς, η έστω και πρόσκαιρη ματαίωση της πραγμάτωσης του σατανικού αποικιοκρατικού σχεδίου της Αγγλίας και της Γαλλίας –τις οποίες συνέδεε, πλέον, και στενότατος γαμικός συγγενικός δεσμός των μοναρχών τους– να καταστήσουν, ουσιαστικώς, την Ελλάδα υποχείριο προτεκτοράτο τους, υπήρξε η αρχή του μοιραίου τέλους του Ελληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίο, αυτές, εθεωρούσαν και αντιμετώπιζαν, ανέκαθεν, ως όργανο της Ρωσσίας, της οποίας την ενεργό παρουσία στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Μεσόγειο εφοβούντο σφόδρα. Αυτήν, ακριβώς, την κατάσταση αλληλοδιαγκωνισμού των Αγγλο-Γάλλων με τους Ρώσσους κλπ., καθώς και των εντυπώσεών του από τις προσωπικές επαφές του με τον Καποδίστρια, αποτυπώνει, με χαρακτηριστικό και σχετικώς πλέον αντικειμενικό όλων των άλλων τρόπο, ο πρώτος επίσημος απεσταλμένος ως αξιωματικός του ναυτικού για την καταπολέμηση της πειρατείας (1824) και, ακολούθως (1834-1849), πρώτος πρέσβυς της Αυστροουγγαρίας στην Ελλάδα κόμης Anton Prokesch von Osten (1795-1876), τόσο στις επίσημες υπηρεσιακές εκθέσεις του προς τον Αρχικαγκε86. Κοινή ∆ιακοίνωση των 3 Αντιπρέσβεων (Αγγλίας Dawkins, Γαλλίας βαρόνου de Rouen και Ρωσσίας κόμητα Panin) προς τον Κυβερνήτη της 21.8.1830, in: ΓΕΕ, έτος Ε’, φ. 69/27.8.1830, pp. 285-286.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
261
λάριο Metternich, όσο και στην ιδιωτική επιστολογραφία του με τον Friedrich von Gentz, τον φιλότουρκο ανθέλληνα δαιμόνιο και πανίσχυρο Γερμανό εκδότη της εφημερίδας Österreichischer Beobachter και πολιτικό δεξί χέρι του Metternich. Σημειωτέον ότι, τα κείμενα αυτά συγκέντρωσε, μετέφρασε στην ελληνική και εδημοσίευσε, τον Σεπτέμβριο του 2007, ο διαπρεπής ομότιμος καθηγητής της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης87. Ειδικότερα, ο ανωτέρω Αυστριακός διπλωμάτης σε επιστολή του (18.2.1828) από την Σμύρνη προς τον εκδότη Gentz αναφέρει, μ.ά. ότι: «Ο κόμης Καποδίστριας είναι, ασφαλώς, ο άνθρωπος που χρειαζόταν η Ελλάδα. (...) ∆εν θα αμφέβαλε κανείς ότι θέλει μία πλήρη και γρήγορη αποκατάσταση της τάξης στην Ελλάδα, και με τον τρόπο που βλέπει κανείς πώς καταπιάνεται μ’ αυτήν, ασφαλώς γρήγορα θ’ αρχίσει η πραγματοποίησή της! ∆εν έχω γράψει σ’ όλη μου τη ζωή ένα πράγμα με μία επίσης τόσο πλήρη πεποίθηση. (...)» (υτγ)88. Στην απάντησή του (2.6.1828) προς τον von Osten ο Gentz, ο οποίος, μάλιστα, εγνώριζε ήδη και είχε συνεργασθεί, επί 7/ ετία (1814-1821), με τον Καποδίστρια, επισημαίνει: «(...) διαθέτει πολύ λογικό νούν, επιδεξιότητα και (τουλάχιστον άλλωστε) πολύ συμπαθητικούς τρόπους. Εκτός από τον Μαυροκορδάτο, δεν υπάρχει, ασφαλώς, κανείς στην Ελλάδα που με απόσταση να είναι ισάξιός του (...) Ναι μεν αγαπά τους Ρώσσους πολύ περισσότερο από τους Αγγλους (τους οποίους μισεί θανάσιμα), και λίγο περισσότερο από τους Γάλλους. Να είσθε, όμως, απόλυτα πεπεισμένος ότι, θα ήθελε και τους τρεις να τους ξεφορτωθεί και ότι, όλη του 87. ΕΝΕΠΕΚΙ∆ΗΣ, Πολυχρόνης. ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΙΕΝΝΗ 1824-1843 (Από την αλληλογραφία του πρώτου Αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα Αντον Πρόκες φον Οστεν). Αθήνα: Ωκεανίδα, 2007, passim, και, ιδίως pp. 389 & seq. 88. Ibid, p. 393.
262
Βασίλειος Κασάπογλου
η δραστηριότητα και οι προθέσεις αυτόν τον σκοπό έχουν. (...) » (υτγ)89. Τέλος, στον χαρακτηρισμό του Καποδίστρια, μετά την πολύωρη συνάντησή τους στο Ναύπλιο, την 15.3.1828, ο von Osten υπογραμμίζει: « ∆ιαβλέπω ότι, σε ικανότητα της έκφρασης και στη διαχείριση πραγμάτων ξεπερνάει ό,τι διαθέτει η Ελλάδα και ό,τι έστειλε η Ευρώπη σ’ αυτήν και ομολογώ ότι οι προθέσεις του μου φαίνονται έντιμες. Η Ελλάδα υποκλίνεται μπροστά του όπως σ’ έναν άγγελο ειρήνης. Ολο το μίσος των κομμάτων έχει σβήσει. Τα άγρια παλικάρια φιλούν την άκρη του ενδύματός του. Αν από τις συνθήκες του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου θα ήτο εφικτή η αναγέννηση της Ελλάδας, τότε αυτός ο άνθρωπος θα έκανε δυνατή αυτή την αναγέννηση. Με μεγαλύτερη λατρεία δεν έχουν ατενίσει κανέναν αρχηγό κράτους.» (υτγ)90. V. Το Μοιραίο Τέλος Παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από ορισμένους ξένους, αλλά, δυστυχώς, και Ελληνες, οι οποίοι εκατηγόρησαν τον Καποδίστρια ως αυταρχικό Κυβερνήτη και ως όργανο της Ρωσσικής εξωτερικής πολιτικής κ.τ.τ., ένα και μόνον είναι απολύτως βέβαιο. Οτι, δηλαδή, αυτός, ερχόμενος στην Ελλάδα, είχε ως μόνιμο όραμα, μοναδικό σκοπό, συνεχή αγωνία και καθημερινή μέριμνα την θεμελίωση ενός συγχρόνου, ευνομουμένου και, προ πάντων, κοινωνικού και φιλολαϊκού κράτους. ∆ιότι ουδέποτε εγκατέλειψε τις μεγάλες ηθικές και συνάμα χριστιανικές αξίες, τις οποίες επρέσβευε και ακολουθούσε από τις πρώτες ήδη ημέρες της δημοσίας δράσης του, όταν, αυτός, νεαρός ιατρός στην γενέτειρά του Κέρκυρα, ως φιλεύσπλαχνος καλός Σαμαρείτης91, εξήταζε και περιέθαλπε δωρεάν τους ενδεείς ασθενείς συμπολίτες του. Το ακλόνητο και ασύγκριτο ηθικό θεμέλιο –αλλά και μεγαλείο– της όλης δημοσίας, αλλά και της προ89. Ibid, p. 399. 90. Ibid, p. 402. 91. ΛΟΥΚΑΣ, 10: 33-35.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
263
σωπικής, πάντοτε δε ασκητικής, ζωής του Καποδίστρια, υπήρξε, πάντοτε, η απάλυνση του πόνου των δυστυχών ομοεθνών του και η διαφύλαξη του δημοσίου χρήματος, ως βασική αρχή της χρηστής δημοσίας διοίκησης και, κατ’ επέκταση, θεμελιώδη προϋπόθεση της ευημερίας του λαού και της απελευθερωμένης χώρας του. Εξ άλλου, ο Καποδίστριας, όχι μόνον δεν ήταν αυταρχικός – κατά το έωλο και διεστραμμένο επιχείρημα τόσο των ΑγγλοΓάλλων υπονομευτών του, όσο και των ιδιοτελών φιλάρχων και ακόρεστων φιλοχρήματων εγχωρίων –γηγενών και ομογενών– πολιτικών αντιπάλων του, των «συνταγματικών»–, αλλά και γι’ αυτήν, ακόμη, την πάταξη της αναρχίας και της εκτεταμένης διαφθοράς δεν εξαντλούσε την επιβαλλομένη, εν προκειμένω, αυστηρότητα διά της καταφυγής στην καταστολή. Τουναντίον, προσπαθούσε, όπως του υπαγόρευε η έμφυτη σε αυτόν χριστιανική και, συγχρόνως, δημοκρατική αρετή της tolerantia (= καρτερίας, ανεκτικότητας, επιεικείας), διά της πειθούς, της νουθεσίας και, κυρίως, του εμπράκτου παραδείγματος της απέριττης ατομικής καθημερινής ζωής του, να επαναφέρει τους εκτρεπομένους στην ορθή οδό του εθνικού καθήκοντος. Τούτο δε συνάγεται τόσο εκ των λόγων, όσο και των έργων του. Και πράγματι, σε επιστολή του, της 27.11.1827, τ.έ. ελάχιστες εβδομάδες προ της αναχώρησής του από την Γενεύη με προορισμό την Ελλάδα, απευθυνόμενος στον προαναφερόμενο προσφιλή του Μητροπολίτη Ουγγρο-Βλαχίας Ιγνάτιο, του εξομολογείται: «∆εν φρονώ ότι η νέα ελληνική κυβέρνησις πρέπει να έλθη εις την Ελλάδα επί κεφαλής λόχων και πυροβόλων. Τούτο είναι έξω των δυνάμεών μου, αλλά και αν ηδυνάμην, δεν θα ηρχόμην τοιουτοτρόπως.». Αλλά πειστήριο απτό και αδιάψευστο του ενωτικού πανεθνικού και, συνάμα, δημοκρατικού χαρακτήρα των σκοπών και της όλης δράσης του –απολύτως δε ασχέτου με την αποφασιστικότητά του να εμπεδώσει στην νέα Ελληνική επικράτεια τον νόμο, την τάξη, την ισονομία και την κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη– αποτελεί και το γεγονός ότι, ευθύς εξ αρχής της ανάληψης των κυβερνητικών καθηκόντων του, ετοποθέτησε σε όλα τα υψηλά
264
Βασίλειος Κασάπογλου
δημόσια αξιώματα της νέας Ελληνικής Πολιτείας (μέλη «Πανελληνίου», Γερουσίας και Υπουργικού Συμβουλίου) τις πλέον διακεκριμένες προσωπικότητες του Αγώνα και της πρώϊμης πολιτικής ζωής του τόπου92. Παρά ταύτα, δυστυχώς, λίγο αργότερα, οι περισσότεροι από αυτούς συγκρότησαν την ηγεσία της εναντίον του σφοδρής «συνταγματικής» αντιπολίτευσης, καθώς και –το χείριστο όλων– της αντικυβερνητικής ένοπλης ανταρσίας της Μάνης, της Υδρας και του Πόρου, με εθνοκτόνο κατάληξη την εγκληματική πυρπόληση του ναυλοχούντος στον Πόρο Ελληνικού στόλου από τον ίδιο τον αρχιναύαρχο του κράτους Ανδρέα Μιαούλη, με τραγική επίπτωση στην περαιτέρω πορεία του Εθνους την έκτοτε συνεχή καταφυγή στις ξένες επεμβάσεις. Σε ό,τι δε αφορά, ειδικότερα, στην ορθολογική και τίμια διαχείριση των δημοσίων πόρων και στην στερέωση της κοινωνικής δικαιοσύνης στην νέα Ελλάδα, ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητος, αλλά και αυστηρός –όπως, ακριβώς, άλλωστε, συνέβαινε και με την αντιμετώπιση των ατομικών βιοτικών αναγκών του– κάτι, φυσικά, το οποίο ουδόλως αναιρεί την άδολη δημοκρατικότητα και την απεριόριστη φιλοπατρία του ανδρός. Εξ ου και εξαιρέσει των ελαχίστων θιγομένων από τα δημοσιονομικά κ.ά. συναφή φιλολαϊκά μέτρα του, μεγάλων γαιοκτημόνων, πλοιοκτητών και προεστών φοροεισπρακτόρων του Παντισάχ, όλος ο άστεγος και πενόμενος από τις πολεμικές καταστροφές και κακουχίες Ελληνικός λαός επικροτούσε και εστήριζε αναφανδόν τις αποφάσεις του Κυβερνήτη. Τέλος, ο Καποδίστριας, ουδέποτε έπαψε να συμπάσχει με τον Ελληνικό λαό και, παρ’ όλες τις συνεχείς και έντονες εσωτερικές και εξωτερικές αντιξοότητες και αντιδράσεις, συνέχιζε, απτόητος, να εργάζεται, νυχθημερόν, με ζήλο, αφοσίωση, επιμονή και ανιδιοτέλεια, αλλά και με βαθύτατη χριστιανική υπομονή και πίστη στην Θεία Πρόνοια, για την πρόοδο και την ευημερία της Ελλά92. Οπως, λ.χ., τους Ανδρέα Ζαΐμη, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Γεώργιο Κουντουριώτη, Ιωάννη Κωλέτη, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Ανδρέα Μεταξά, Ανδρέα Μιαούλη, Σπυρίδωνα Τρικούπη κ.ά.
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
265
δος. Τεκμήριο αυτών των αρετών αποτελεί και η επιστολή του, της 19.2.1829, προς τον Πρόβουλο (= Πρόεδρο) του Τμήματος «Πολεμικών» (= Εθνικής Αμύνης) του «Πανελληνίου» «Μπέη» της Μάνης Πέτρο Μαυρομιχάλη, –εκ των μετέπειτα ηγετών της αντικυβερνητικής αντιπολίτευσης, αλλά και πατέρα και αδελφό των δύο φυσικών αυτουργών της δολοφονίας του–, ο οποίος εζητούσε –όπως και πολλοί άλλοι Ελλαδίτες πλοιοκτήτες και γαιοκτήμονες– υπέρογκες χρηματικές αποζημιώσεις για τις απώλειες της περιουσίας του κατά τον Αγώνα, όπου του έλεγε: «Ηθελα να έχω κάμποσα εκατομμύρια τάλλιρα διά να σας δώσω όσα ζητείτε, αλλά καθώς σας είπα το μεν ιδιαίτερόν μου ταμείον είναι κενόν, το δε δημόσιον μόλις δύναται να επαρκέσει εις τας μάλλον κατεπειγούσας χρείας του τρέχοντος Φεβρουαρίου [1829] και το πολύ του ημίσεως Μαρτίου. (...) Υπομείνατε καθώς υπομένω· και υπομένω ίσως επέκεινα της ανθρωπίνης δυνάμεως.». Είναι, λοιπόν, προφανές ότι, η ματαίωση της ανάληψης της ηγεμονίας της Ελλάδος από τον Λεοπόλδο και η συνακόλουθη αναβολή της υλοποίησης των σε βάρος της καταχθονίων αποικιοκρατικών σχεδίων της Αγγλίας και της Γαλλίας, επέσπευσαν τις διεργασίες για την φυσική εξόντωση του Καποδίστρια, την οποία είχαν ήδη προ πολλού αποφασίσει οι κυβερνήσεις τους σε ανώτατο επίπέδο και οργάνωσαν την εκτέλεσή της οι Αντιπρέσβεις τους στο Ναύπλιο, με τα πειθήνια όργανα τους ανωτέρω δύο στενότατους συγγενείς του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, χολωμένους λόγω της προφυλάκισής του ως υποκινητή της ένοπλης αντικυβερνητικής εξέγερσης της Μάνης. Ετσι, όταν αυτοί οι δύο σημαντικοί Ελληνες αγωνιστές, τυφλωμένοι από την μανία της αντεκδίκησης, κατέφεραν, το πρωΐ της Κυριακής, 11.10.1831, προ της εισόδου του ιερού ναού του Αγίου Σπυρίδωνος, τα φονικά πλήγματά τους κατά του προσερχομένου στην θεία λειτουργία Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, δεν απέκοψαν μόνον το νήμα της επίγειας ζωής του δημιουργού της νέας Ελλάδος, αλλά και ανέκοψαν, διά παντός, την συνόλη πορεία του Εθνους μας προς την πρόοδο, την εξέλιξη, την ευημερία και την διεθνή διάκριση και καταξίωση. Γι’ αυτόν τον λόγο και
266
Βασίλειος Κασάπογλου
σύσσωμος ο λαός κατεδίκασε το ανοσιούργημα αυτό, ετιμώρησε, αμέσως, τους αυτουργούς του και βυθίστηκε σε άφατο πένθος, με μόνη θλιβερή εξαίρεση τους συνηγμένους στην Υδρα αντικαποδιστριακούς Κουντουριώτες κ.ά. επωνύμους αγωνιστές και πολιτικούς, οι οποίοι επανηγύριζαν αμετανόητοι για το τραγικό γεγονός. Βεβαίως, ο Καποδίστριας, από έγκυρες πληροφορίες, τις οποίες ελάμβανε, καθημερινώς, είχε ήδη πλήρη γνώση του επικειμένου φυσικού αφανισμού του, αλλά, παρά τις σχετικές συστάσεις αφοσιωμένων φίλων του δεν έλαβε μέτρα αποτροπής του κακού, περιορισθείς μόνον να θέσει υπό αστυνομική επιτήρηση τους ανωτέρω δύο μετέπειτα εκτελεστές του, τους οποίους, όμως, οι φρουροί τους αντί να επιβλέπουν, τουναντίον, συγκάλυπταν. Αισθανόμενος, λοιπόν, ότι το μοιραίο τέλος ήταν, πλέον, εγγύς, ελάχιστες, μόλις, ημέρες πριν, την 14.9.1831, ανήμερα της εορτής της παγκόσμιας ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, με επιστολή του σε δύο εκ των πλέον προσφιλών του προσώπων και κοινούς μεταξύ τους φίλους και συγχρηματοδότες του Αγώνα, τους Μιχαήλ Σούτσο-Βόδα στο Παρίσι και Jean Eynard στην Γενεύη, έλεγε:. Στον μεν πρώτο: «Σας βεβαιώ δε και πάλι και σας παραγγέλω να βεβαιώσετε όλους, ότι ουδόλως θέλω παρεκτραπεί της διαγεγραμμένης πορείας μου, ουδέ θέλω προδώσει ουδέν των χρεών μου, αλλ’ όλα θέλω τα εκπληρώση μέχρι της τελευταίας στιγμής. Οταν δε καταμάθω ότι δεν δύναμαι πλέον να σώσω τον δυστυχή τούτον τόπον από τα δεινά του εμφυλίου πολέμου και της αναρχίας, ή από εφεδρείαν στρατευμάτων, τότε θέλω υποβάλλει εις όψιν του Ελληνικού Εθνους και του λοιπού κόσμου την αληθή και ειλικρινή ιστορίαν των πραγμάτων και των ανθρώπων, και θέλω αποχωρήσει έχων το μέγιστον των αγαθών: συνείδησιν καθαράν και ήσυχον». Στον δε δεύτερο: «Ας λέγωσι και ας γράφωσι ό,τι θέλουσιν. Ερχεται όμως καιρός ότε οι άνθρωποι ουχί καθ’ όσα είπαν ή έγραψαν περί των πράξεων αυτών, αλλά κατ’ αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεων [θα κριθούν]. Υπό του αξιώματος τούτου ενισχυόμενος,
Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδος
267
έζησα εν τω κόσμω μέχρι της αποκλίσεως της ζωής μου καταθυμίως. Αδύνατον να αλλάξω σήμερον, αλλά θέλω πράξει το δέον και ας γίνη ό,τι γίνη.». Αυτοί οι τελευταίοι λόγοι του Καποδίστρια δεν μας παραπέμπουν, άραγε, σε εκείνους της υστάτης επίγειας εναγώνιας αρχιερατικής προσευχής του Ιησού προς τον ∆ημιουργό, στον κήπο της Γεθσημανή, λίγο προ του εθελουσίου κοσμοσωτηρίου πάθους επί του Σταυρού;93 Η αλήθεια είνε ότι, όλα τα από της δολοφονίας του Καποδίστρια και μέχρι σήμερα συνεχιζόμενα, υπό διάφορες μορφές, εθνικά δεινά της Πατρίδας μας και οι ανεκπλήρωτοι, ακόμη, εθνικοί πόθοι και προσδοκίες του Ελληνισμού, συνιστούν το υπέρογκο και ανεξόφλητο, μέχρι στιγμής, τίμημα του αθώου αίματος του δικαίου εκείνου εθνομάρτυρος ιδρυτή της νέας Ελλάδος, το οποίο θα εξακολουθεί να βαρύνει «εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών»94. Και, τούτο, ενόσω θα συνεχίζονται οι αυτές, δυστυχώς, όπως και τότε, αλλά και μετέπειτα, παράλογες και καταχρηστικές ιδιοτελείς και, πάντως, εθνοφθόρες και εθνοκτόνες συμπεριφορές, εκ μέρους, κυρίως, εκείνων, στους οποίους οι Ελληνες εμπιστεύονται, εκάστοτε, την διαχείριση των δημοσίων –εσωτερικών και εξωτερικών– υποθέσεων και, γενικότερα, τις τύχες της χώρας τους. Ομως, παρά ταύτα, το μέλλον της Πατρίδας μας δεν θα είναι ζοφερό και αβέβαιο –όπως πολλοί, εκτός, αλλά, δυστυχώς, και εντός των συνόρων της, δολίως διατείνονται, απεργαζόμενοι νέα δεινά της– εφ’ όσον θα εξακολουθεί να καταυγάζει τον νου και εμπνέει τις δράσεις όλων, ακόμη και στις πλέον κρίσιμες –όπως και 93. «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ.» (ΜΑΤΘΑΙΟΣ, 26: 39). «Ἀββᾶ ο πατήρ, (...) παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ τί σύ.» (ΜΑΡΚΟΣ 14: 36). «Πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω» (ΛΟΥΚΑΣ, 22: 42). «Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὣρα· (...) τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδοκάς μοι ἵνα ποιήσω.» « (...) τὸ ποτήριον ὃ δέδοκέ μοι ὁ πατήρ, οὐ μὴ πίω αὐτό; » (ΙΩΑΝΝΗΣ, 17: 1, 5 και 18: 11). 94. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, 27: 25.
268
Βασίλειος Κασάπογλου
οι σημερινές– περιστάσεις του εθνικού μας βίου, το ανέσπερο υπερτρισχιλιετές προγονικό φως της εθελοθυσίας στον βωμό του καλού της Ελλάδος, όπως αυτή του πρώτου Ελληνα Κυβερνήτη της νέας Ελληνικής Πολιτείας Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος και πέραν του τάφου θα εμψυχώνει και θα καθοδηγεί, εσαεί, τους απανταχού της Γης Ελληνες με την παρήγορη διαβεβαίωση και, συνάμα, αισιόδοξη προτροπή του: «Θαρσεῖτε, ὃτι ἡ Θεία Πρόνοια δὲν θέλει μᾶς ἐγκαταλείψει.»95. «Ὁ Θεὸς εἶναι μετὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος καὶ αὓτη σωθήσεται. Ἐκ ταύτης τῆς πεποιθήσεως ἀντλῶ πάσας μου τὰς δυνάμεις καὶ πάντας τοὺς πόρους.»96.
95. Cf. supra, p. 12. 96. Επιστολή Ι. Καποδίστρια προς Α. Μουστοξύδη (8.5.1828).
Ο Ποινικός Καταλογισμός της Εκτέλεσης του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια Γεώργιος Κ. Στεφανάκης Πρόεδρος του Ιδρύματος Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας
Ι. Είναι βέβαιον ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε κορυφαία πολιτική προσωπικότης του 19ου αιώνα. Σε βραχύ διάστημα έθεσε τις βάσεις του κράτους του Νεώτερου Ελληνισμού. ΙΙ. Εν τούτοις και ο μεγάλος αυτός άνδρας – ως άνθρωπος –υπέπεσε σε σφάλματα. Η τελειότητα δεν είναι του κόσμου αυτού. Ειδικώτερα, αναφορικά προς την αντιμετώπιση των παλαιών προεστών, μάλιστα δε και της οικογένειας Μαυρομιχάλη παραγνώρισε δύο στοιχεία καίρια. Το πρώτον συνίσταται στην ειδικώτερη φύση της επιτευχθείσας απελευθέρωσης. Κατά του τουρκικού ζυγού εστράφη – τελικώς – σύμπας ο Ελληνισμός. ∆εν είχε, όμως, για όλους η ελπιζόμενη απελευθέρωση την ίδια έννοια. Είναι κατά τούτο χαρακτηριστικό το παράγγελμα του Ρήγα Φεραίου, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1798 δηλαδή, ουσιαστικά, μία μόλις γενιά, πριν σβήσει ο Καποδίστριας. Παρακινών σε αγώνα τους υποδούλους, ο φλογερός αυτός πατριώτης, οραματίζονταν επανάσταση μεγάλων διαστάσεων, Ελλήνων και όλων των λοιπών συνυποδούλων προς αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού και εγκαθίδρυση κοινοπολιτείας υπό την πρωτοκαθεδρία του Ελληνισμού. Επρόκειτο για εκδοχή αποκατάστασης του βυζαντινού μεγαλείου. Ήδη αναφορικά προς το υπό διαπραγμάτευση ζήτημα: Παλαιοί προεστοί, μάλιστα δε και της οικογένειας Μαυρομιχάλη, δεν ήταν ποτέ δυνατόν, έστω, και να φαντασθούν ότι οι ίδιοι, αδούλωτοι κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, θα κατέληγαν, μετά τον αγώνα, υπήκοοι οιουδήποτε, έστω και του Κυβερνήτη της Ελλάδος. Αυτό υπό την
270
Γεώργιος Κ. Στεφανάκης
περαιτέρω επισήμανση ότι για την απελευθέρωση, η οικογένεια Μαυρομιχάλη, είχε αποτίσει βαρύ φόρο αίματος. Kαι εντεύθεν, επομένως της ήταν αδιανόητο ότι η δικαίωση του αγώνα θα συνεπήγετο και τον πολιτικό της υποβιβασμό. Ότι, δηλαδή, η αυτονομία της θα υποβαθμιζόταν σε υποτέλεια. IΙΙ. Ο Καποδίστριας δεν έδωσε την δέουσα προσοχή στην κατά τα εκτεθέντα διάσταση του πράγματος. Έτσι διάφορα συμφέροντα ανά την επικράτεια έδιναν, κατά περίπτωση, διαφορετική έννοια στο γεγονός της απελευθέρωσης. Τα συμφέροντα αυτά κατέληγαν, συχνά, σε σύγκρουση προς το Κράτος. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Μιαούλη, διάσημου αγωνιστή, που μεταπελευθερωτικά αναμετρώ-μενος ενόπλως με την Εξουσία έφθασε στο σημείο – εκ πάθους – να πυρπολήσει και τον εθνικό μας στόλο (!!!). Ο Κυβερνήτης καταβεβλημένος ψυχικά, από την κατ’αυτού εκτεταμένη εναντίωση, μάλιστα δε των προεστών, έλαβε την ακραία απόφαση και φυλάκισε αναιτίως τον αρχηγό της οικογένειας Μαυρομιχάλη, τον από όλους σεβαστό Πετρόμπεη. Η πρωτοβουλία αυτή υπήρξε μοιραία. Κυριολεκτικώς, ξεσήκωσε την ισχυρότερη οικογένεια της Μάνης εναντίον του. IV. Θρυλείται ότι οι επωμισθέντες το φοβερό φορτίο της εκτέλεσης της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 υπήρξαν “βγαλτοί” και “λαμπροφορεμένοι”. ∆ηλαδή κληρωθέντες από το Συμβούλιο – ∆ικαστήριο της πατριάς Μαυρομιχάλη και λαμπροφορεμένοι προς επιτέλεση υψηλής αποστολής, εγκείμενης στο να ξεπλύνουν βαριά προσβολή προγενομένη στην ιστορική τους οικογένεια στο πρόσωπο του αρχηγού της Πετρόμπεη. V. Υπό τις σκιαγραφηθείσες συνθήκες είναι αμφίβολο εάν η θανάτωση του Καποδίστρια αποτελεί, κατά νομική κυριολεξία, ανθρωποκτονία καταλογιστέα στους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Προϋπόθεση απαραίτητη για την συνολική εκτίμηση ότι ορισμένη συμπεριφορά είναι, πράγματι, αποδοτέα στον δράσαντα είναι (και) ότι – in concreto – δεν συντρέχει περίπτωση μη φευκτού της ανθρώπινης υπαιτιότητας. Πρόκειται για το δεοντολογικό (λεγόμενο) στοιχείο του καταλογισμού υπό την ειδικώτερη επισήμανση ότι υπό ορισμένες συνθήκες (ψυχικής κυρίως καταπίεσης) ουδείς θα ήτο δυνατό να πρά-
Ο Ποινικός Καταλογισμός της Εκτέλεσης του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια
271
ξει άλλως. Το ζήτημα αναπτύσσει κατά τρόπο έξοχο ο Ν. Χωραφάς (Ποιν. ∆ικ. – εκδ.7η – § 59 υπό ΙΙΙ) με εύστοχη αναφορά στον Αριστοτέλη. Καθ’ ον είναι συγγνωστό ό,τι …«… τήν ἀνθρώπινην φῦσιν ὑπερτείνει καί μηδείς ἀν ὑπομεῖναι …»… (Ηθ. Νικ. Γ’ 1110α’). Ανάλογη θεμελίωση παρέχει και η άρνηση της Αντιγόνης να υπακούσει στην διαταγή του Κρέοντος και ν’ αφήσει άταφο τον αδελφό της Πολυνείκη. Η απόκρισή της στην τραγωδία του Σοφοκλέους είναι χαρακτηριστική …«… μύδρους αἴρειν χεροῖν…»… Πυρακτωμένο σίδηρο θα κρατώ στα χέρια μου (ως από Θεού τιμωρία) εάν υπακούσω. Η εκ του αγράφου νόμου θεία επιταγή ευσεβείας προς τον αδελφό επικράτησε. Υπό την αυτή τέλος θεώρηση καθίσταται – όχι (πάντως) αποκρουστική αν μη και συμπαθής – και η “φόνισσα” του Παπαδιαμάντη που θανάτωνε τα θήλεα νεογνά ώστε να τα προστατεύσει από την σκληρότητα της ζωής, κατά την πεποίθησή της. VΙ. Αντικείμενο του παρόντος είναι, βέβαια, η διερεύνηση της συνδρομής ή όχι των προϋποθέσεων καταλογισμού της θανάτωσης στους Γεωργ. και Κ. Μαυρομιχάλη που φέρονται, κατά την κρατούσα άποψη, ως πλήξαντες του Κυβερνήτη. Είναι, όμως, προφανώς χρήσιμο να επισημανθεί ότι ο κ. ∆ημ. Ν. Κοκκινάκης (Γυθεάτης) – και – ιστορικός συγγραφεύς, αμφισβητεί την άποψη αυτή και αποδίδει, με ανάλυση λεπτομερή των δεδομένων, την θανάτωση σε πολιτική συνωμοσία εκπορευθείσα εξ αγγλικών κύκλων προς θεραπεία αντιστοίχων συμφερόντων.