Εισαγωγη-στη-ψυχολογια
August 22, 2017 | Author: Giannis Germanis | Category: N/A
Short Description
Εισαγωγη-στη-ψυχολογια...
Description
C.G. JUNG r ι A
ισαγωγη στην
υχολογία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ CARL G. JUNG
Μετάφραση
Ελένη ΓΤαπαδοπούλου
ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
2007
Τίτλος Π ρ ω τότυ που : The Spirit o f Psychology
A ' ελληνική έκδοση 1994 © 2007 για την ελληνική γλώσσα Ε κδόσεις ΙΑ Μ Β Λ ΙΧ Ο Σ Βαλτετσίου 41, 10681 Α Θ Η Ν Α Τηλ: 210 3807828, Fax: 210 3807435 ISBN 978-960-268-062-8 e-mail: iam_ gr@ hotm ail.com Ε πιμέλεια κειμένου: Κιονσταντίνος Καλογερόποιιλος Ε πιμέλεια εξωφύλλου: Λίλυ Γκορτσοποΰλου Α πα γορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή όλου του έργου δίχω ς τη γραπτι ά δεια του εκδότη, εκτός από αποσπάσματα για κριτικές και παρουσιάσεις
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ
Οι Εκ δόσ εις Ιάμβλιχος π α ρ ο υ σ ιά ζο υ ν στο αναγνω στικό κοινό μ ια θεμελιώ δη μ ελ έτη του Κ. Γκ. Γιουνγκ για την ιστορική, φ ιλοσοφ ική και εμ π ειρ ικ ή τεκμηρίω ση θεμάτω ν όπω ς το ασυνείδητο, το υποσυνείδητο, ο εαυτός, το συλλο γ ικ ό α σ υ ν ε ίδ η το , τα α ρ χ έ τ υ π α κ α ι η σ υ γ χ ρ ο ν ικ ό τη τα . Τούτο το έργο έχει σαν στόχο του να ξεκα θ α ρίσ ει τη σ ύ γ χυση που π ρ ο κ α λ είτα ι γύρω α π ό α υ τές τις ιδέες και να α π α ντή σ ει σε ερω τήμα τα που εγείροντα ι για την αξία της εμ π ειρ ικ ή ς θέσης της ψ υχολογικής επιστήμης. Σ ε α υ τή την π ρ ο σ π ά θ εια ο σ υ γγρ α φ έα ς υπερβαίνει τα όρια της α υ σ τη ρ ή ς εμ π ειρ ιο κ ρ α τία ς ανοίγοντας νέους και συνά μ α γο η τευ τικ ο ύ ς δρόμους διερεύνησης της ψυχής ως θ εμ έλ ιο υ κ α ι ά ξο να π ε ρ ισ τρ ο φ ή ς του φ α ιν ο μ εν ικ ο ύ κ ό σμου. Τούτη η υπ έρβ α σ η όχι μόνο διευρύνει τους ορίζοντες της ψ υχολογικής επιστήμης, αλλά κ α τα δ εικ ν ύει και την α να λογική της σχέση π ρο ς τις σ ύγχρονες απόψ εις της φ υ σικής. Σ τη ν π ρ α γμ α τικ ό τη τα , η θεμελίω ση α υ τή ς της α να λο γική ς σχέσης δεν έχει α π οκα λύψ ει ακόμη τις δυνα τό τη τές της σαν ενα ρ κ τή ρ ιο σημείο της αναθεώ ρησης που α π α ιτο ύν οι υ π ά ρ χ ο υ σ ες κοσμοθεω ρίες και α ντιλήψ εις μ α ς για τον φ α ινο μ ενικό κύαμο. Π ιθανώ ς θα χρ εια σ το ύν δεκαετίες, ί σως και αιώ νες π ρ ιν «ανακαλύψει» η συλλογική συνείδηση της α νθρω π ό τητα ς τη σ χετικ ό τη τα του χω ρόχρονου και α 7
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
κόμη π ιθ α νό τερο είναι πω ς θα χ ρ ε ια σ τε ί μ ία τουλάχιστον χ ιλιετία π ρ ιν κ α τα ν ο ή σ ει πω ς ρ υ θ μ ισ τικ ό ς π α ρ ά γω ν της σ χετικ ό τη τα ς είναι η ίδια η ψυχή. Α ρ γ ά ή γρήγορα, όμως, θα το κα τα νο ή σει και τότε θα α πο κα λύψ ει τις δυ να τό τη τες ενός κόσμου, που σήμερα φ α ντά ζει μ α κ ρ ιν ό ς και ο νειρι κός. Γενικά, η ψ υχολογική επιστήμη, έτσι όπω ς θεμελιώ θηκε α π ό τον Κ. Γκ. Γιουνγκ είναι επ ιστή μ η του μέλλοντος. Α π ό όλους εμ ά ς εξα ρ τά τα ι αν θα της αποδώ σουμε την π ρ έ π ο υ σα σημασία και δ υ ν α τό τη τα να α υ το α ν α δ ειχθ εί σαν ε π ι στήμη του παρόντος. Οι α π ό ψ εις του μ εγά λ ο υ ψ υχολόγου φ α ντά ζο υ ν ενίοτε κα θα ρά θεω ρητικές. Ό μω ς, β ρ ίσ κ ο υ ν την εφ α ρμ ο γή τους σε α υ τα π ό δ εικ τα γεγο νό τα και συνεπώ ς α ξίζουν μ ε γ α λ ύ τ ε ρης π ροσ οχής α π ό α υτή ν π ο υ της α π ο δίδει ο «επιστημονι κός» φ α ρισ α ϊσ μ ό ς και η α δυ να μ ία μ α ς να κατανοήσουμε. Το σ ύσ τημ ά του, α ένα α μ ετα β α λό μ εν ο και σχετικό, γεμ ά το α π ό την υ π ο κ ειμ εν ικ ή δύνα μη της ψ υχής έχει τη δ υ ν α τό τη τα να θ ερ α πεύει, να εξισορροπεί, να ω θεί προ ς τη δη μ ιο υ ρ γία. Και οι τρ εις α υ τές δ υ ν α τό τη τες εκλείπ ο υν παντελώ ς α π ό τη σ υ ν ε ίδ η σ η τη ς α ν θ ρ ω π ό τη τα ς κ α ι τη ν έχο υ ν ο δηγήσει στην π α ρ α κ μ ή κα ι τον αφανισμό. Π ερισσότερο α π ό ποτέ, λοιπόν, α π ο τε λ ε ί ε π ιτα κ τικ ή α νά γκη για την α ν θρω πότητα η σ τρ ο φ ή π ρο ς τα μέσα , σε μ ια διερεύνηση των π ρ α γμ α τικ ώ ν δυνα το τήτω ν της ψυχής, κ ά τι που οριοθετείται μ ε σα φ ήνεια στην π α ρ ο ύ σ α μελέτη. Δ εκέμβριος 1994
8
ΙΑ Μ ΒΛΙΧΟ Σ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΑΠΟ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ Α Π Ο Ψ Η Σ ........... 11 2. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ.............................. ................................. 23 3. Η ΑΠΟΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ . .. 33 4. ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΚΑΙ ΘΕΛΗΣΗ.....................................................42 5. ΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ........................................52 6. ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΣΑΝ ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ . . . 62 7. ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΤΥΠΑ............. 79 8. ΓΕΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ.....................103 9. ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α..........................................................................119
1 ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΑΠΟ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΠΟΨΗΣ
Κ α θ α ρ ότερ α ίσως από οποιαδήποτε άλλη επιστήμη, η ψυχολογία π ερ ιγ ρ ά φ ει την πνευματική μετάβαση από την κλασική στη σύγχρονη εποχή. Η ιστορία της ψ υ χ ο λ ο γία ς1, ως το δέκατο έβδομο αιώ να συνίσταται ουσιαστικά στην απαρίθμηση δογμάτων που αφορούν την ψυχή, δίχως να α ρ θρ ώ νει ουσιαστικά κάποιο λόγο η ίδια η ψυχή για το αντικείμενο της έρευνας. Καθώς το άμεσο εμπειρικό δ ε δομένο φ άνταζε οικείο σε κάθε διανοητή, εκείνος ήταν πεπεισμένος πο^ς δεν υπήρχε ανάγκη για περαιτέρω, πόσο μάλλον για αντικειμενική, εμπειρία. Τούτη η στάση είναι εντελώς ξένη προς τις σύγχρονες πεποιθήσεις, γιατί σήμε ρα έχουμε την άποψη πως πέρ α και πάνω από κάθε υ π ο κειμενική πεποίθηση, χρ ειά ζετα ι αντικειμενική εμπειρία για να εδρ α ιω θ εί μια γνώμη που θέλει να λέγεται επιστη μονική. Ούτως ή άλλως βέβαια είναι δύσκολο, ακόμη και σήμερα, να εφαρμόσουμε με συνέπεια στην ψυχολογία την κ α θ α ρ ά εμπειρική ή φαινομενολογική άποψη. Και τούτο επειδή υφίσταται μια αρχέγονη, απλοϊκή τάση να πιστεύ ουμε πως γνωρίζουμε την ψυχή σαν άμεσο εμπειρικό δ ε δομένο καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Ό χ ι! Μόνον κά11
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
ποιος α νίδεος τολμά να έχει άποψη, ούτε καν ο ψ υχολό γος —όχι μόνο σε σχέση με το υποκείμενο αλλά και σε συνάρτηση με το αντικείμενο, γεγονός που εγείρει κ α ι π ε ρ ισσ ότερες σ υνέπειες. Γ νω ρίζουμε, ή μάλλον νομίζουμε πως γνωρίζουμε, τι συμβαίνει σε κάποιο άλλο άτομο και τι είναι καλό για αυτό. Τοΰτο δεν οφείλεται τόσο στην υπέρτατη ά γ ν ο ια των υφιστάμενων διαφορώ ν, όσο σε μια σιωπηρή υπόθεση πιος όλα τα άτομα είναι ίδια. Οι ά νθ ρ ω ποι, λοιπόν, τείνουν να πιστεύουν ασυνείδητα στην π α γ κ ό σμια εγκυρότητα υ π ο κ ειμ ενικ ώ ν απόψεω ν. Α ν α φ έρ ω το γεγ ο νό ς γ ια να δείξω όχι, π α ρ ά χον αναπχυσσόμενο εμπει ρισμό των τελευταίων τριακοσίων ετών, η αρχική τάση δεν έχει αλλάξει. Η συνεχιζόμενη ύπαρξή της αποδεικνύει π ό σο δύσκολη είναι η μετάβαση από την παλιά φιλοσοφική θεώρηση στη σύγχρονη εμπειρική θέση. Φυσικά, ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό των α ντιπρο σώπων της παλιάς θέσης ότι τα δόγματά τους δεν είναι τίποτα άλλο π α ρ ά ιρυχικά φαινόμενα, επειδή υπήρχε η α πλοϊκή υπόθεση ότι με τη βοήθεια της νόησης ή της λο γικής, ο ά νθ ρ ω πος μπορούσε να α να ρ ρ ιχη θ εί πέρ α από την ψυχική του εξάρτηση και να μετατοπιστεί σε μια θέση υπερψυχική κ α ι λογική. Ο ι ά νθ ρ ω ποι δεν είχαν αρχίσει ακόμη να διερω τώ νται γ ια χο αν οι δηλώσεις χου α νθ ρ ώ πινου π νεύμ α τος δεν ήταν τελικά συμπτώματα κ ά ποιω ν ψυχικών εξα ρτή σ εω ν2. Έ ν α τέτοιο ερώτημα θα ήταν εντελώς φυσικό. Ό μ ω ς , έχει τέχοιες ανυπολόγισχες κ α ι επανασχαχικές συνέπειες, ώστε μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί κατά το παρελθόν, καθώ ς και στο παρόν, έβαλαν όλοι τα δυνατά τους για να το αγνοήσουν. Π ρ ος το παρόν, απέχουμε πολύ ακόμη από τη νιτσαϊκή άποψη γ ια τη φιλοσοφία κ α ι τη θεολογία ως «ancillae psychologiae» ( θ ε ρ α π α ι ν ί δ ε ς της ψ υ χ ο λ ο γ ία ς), καθώ ς ούτε και οι ψυχολόγοι προτίθενται να θεωρήσουν 12
i
Τ Ο Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο Α Π Ο ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Σ Α Π Ο Ψ Η Σ
α π ερ ίφ ρ α σ τα τις δηλώσεις τους σαν υποκειμενικά καθορισμε'νες ομολογίες. Μ πορούμε να μιλάμε για ομοιομορφία διαφορετικώ ν ατόμων, μόνον όταν τα άτομα δεν έχουν συ νείδηση των δια φ ορώ ν τους. Ό σ ο πιο ασυνείδητος είναι ένας ά νθ ρ ω πος, τόσο περισσ ότερο συμμορφώνεται προς το γενικό κ α νόνα της ψυχικής συμπεριφοράς. Ό σ ο π ερ ισ σότερο όμως συνειδητοποιεί την ατομικότητά του, τόσο ε ντονότερες είναι οι δια φ ορ ές του από άλλα άτομα και τό σο λιγότερο αλ'ταποκρίνεται στα κοινά μέτρα. Επίσης, οι αντιδράσεις του είναι λιγότερο προβλέψιμες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια ατομική συνείδηση είναι πάντα δια φ ορ οποιημ ένη σε υψηλότερο βαθμό και περισσότερο ευρεία. Αλλά όσο ευρύτερη γίνεται, τόσο περισσότερες δ ια φ ορ ές αντιλαμβάνεται το άτομο και απελευθερώ νεται από τους συλλογικούς κανόνες, γιατί η εμπειρική ελευθε ρία της θέλησης αυξά νεται σε αναλογία με τη διεύρυνση της συνείδησης. Ό σ ο πρ ο χ ω ρ ά η ατομική διαφοροποίηση της συνείδη σης, τόσο μειώνεται η αντικειμενική εγκυρότητα των θέσεών της και α υξά νει η υποκειμενικότητά τους. Δε θ εω ρείται πλέον δεδομένο ότι οι διαμορφω μένες ιδέες ενός ατόμου βρίσκουν εφαρμογή στους άλλους. Αυτή η λογική ανάπτυξη είχε σαν αποτέλεσμα κατά το δέκατο έβδομο α ι ώνα — α ιώ ν α μεγάλης σπουδαιότητας για την ανάπτυξη της επιστήμης— την εξύψωση της ψυχολογίας δίπλα στη φιλοσοφία. Ο Κρίστιαν φον Βολφ (Christian von Wolf) (1679-1754) ήταν ο πρώτος που μίλησε για «εμπειρική» ή «πειραματική» ψ υχολογία 3, αναγνωρίζοντας έτσι την α ν ά γκη να τεθ εί η ψυχολογία σε νέα βάση. Η ψυχολογία έπρεπε να α π έχ ει από τον ορθολογικό προσδιορισμό των φιλοσόφων για την αλήθεια, επειδή σταδιακά έγινε σαφές ότι κα μία φιλοσοφία δεν είχε την καθολική εγκυρότητα που θα την καθιστούσε ακριβή σε μια ποικιλία δ ια φ ο ρ ε 13
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Μ Ύ Χ Ο Λ Ο Π Α
τικών ατόμων. Επίσης, εφόσον σε θέματα αρχής ήταν δυ νατός ένας α πείρω ς μεγάλος αριθμός διαφορετικώ ν υ π ο κειμενικών δηλώσεων, των οποίων η εγκυρότητα μπορού σε να υ π οσ τη ρ ιχθ εί μόνον υποκειμενικά, έγινε αναγκαίο να εγ κ α τα λειφ θ εί το φιλοσοφικό επιχείρημα και να αντικ α τα σ τα θεί α πό την εμπειρία. Τούτο είχε σαν συνέχεια να μετατραπεί η φιλοσοφία σε φυσική επιστήμη. Π ρ ος το πα ρ όν, όμως, η φιλοσοφία διατήρησε την επ ι βολή της στο ευρύ πέδιο της «ορθολογικής» ή «θεωρητι κής» ψυχολογίας, κ α ι μόνο με το πέρασμα των αιώνοον κ α τόρθω σε η ψυχολογία να α ναπτυχθεί σταδιακά σε φυσική επιστήμη. Τούτη η δια δικ ασ ία αλλαγής δεν έχει ολοκλη ρω θ εί ακόμη και σήμερα. Η ψυχολογία, ως αντικείμενο, βρίσκεται ακόμη υπό τη σκέπη της Φιλοσοφικής Σχολής στα περ ισσ ότερα πανεπιστήμια, και η κλινική ψυχολογία αναζητά κ α τα φ ύγιο στην Ιατρική Σχολή. Έ τσ ι, επίσημα η κατάσταση α ν ά γει στο Μ εσαίω να, εφόσον ακόμη και οι φυσικές επιστήμες γίνονται δεκτές μόνον ως «Φιλ. II» κ ά τω από το μανδύα της Φυσικής Φ ιλοσοφίας4. Αν και έχει καταστεί εμφανές εδώ και εκατό τουλάχι στον χρόνια ότι η φιλοσοφία εξαρτάται πάνο) από όλα από ψ υ χολογικ ούς συλλογισμούς, έγιναν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να σ υγκαλυφθεί η αυτονομία των εμπειρικών επιστημών, όταν δεν ήταν δυνατό πλέον να αποσιω πηθεί η ανακάλυψη της περιστροφής της γης και οι δορυφόροι του Δία. Από όλες τις φυσικές επιστήμες, η ψυχολογία υ πήρξε η λιγότερη ικανή να κερδίσει την ανεξαρτησία της. Τούτη η οπισθοδρόμηση μου φ αίνεται σημαντική. Η θ έ ση της ψ υχολογία ς συγκρίνεται με εκείνη της ψυχικής λει το υ ρ γ ία ς, η ο π ο ία ανα σ τέλλετα ι α πό το συνειδητό νου. Ουσιαστικά επιτρέπετα ι να υπάρχουν εκείνα τα στοιχεία της μόνον που συμφωνούν με την επικρατούσα τάση της συνείδησης. Ό , τ ι δεν κατορθώ νει να εναρμονιστεί, θετό14
Τ Ο Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο Α Π Ο ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Σ Α Π Ο Ψ Η Σ
ρείται ουσιαστικά ανύπαρκτο, αν και υπάρχουν φ α ινόμ ε να ή συμπτώματα προς απόδειξη του εναντίου. Ο π ο ιο σ δήποτε είναι εξοικειωμένος με αυτές τις ψυχικές δια δ ικ α σίες, γνω ρ ίζει με τι τεχνάσματα και ελιγμούς α υ το εξα π ά τησης π ρ ο σ π α θ εί κανείς να εξαλείψει κ άποια ενόχληση. Το ίδιο ακριβώ ς συμβαίνει και με την εμπειρική ψ υχολο γία. Σα ν δευτερεύω ν γνωστικός τομέας μιας γενικής φιλο σοφικής ψυχολογίας, η εμπειρική ψυχολογία γίνεται α π ο δεκτή ως εκχώρηση της φυσικής επιστήμης στον εμπειρι σμό, π α ρ α φ ορ τώ νετα ι όμως με τεχνικούς φιλοσοφικούς ό ρους. Ό σ ο για την ψ υχοπα θολογία πα ραμ ένει στην Ιατρι κή Σχολή ως ιδιάζουσα απόφυση της ψυχιατρικής. Η «ια τρική» ιμυχολογία, όπως αναμενόταν, βρίσκει λίγη ή μηδε νική αναγνώριση στα πανεπιστήμια. Αν επικεντρώ νομαι πάνω σε αυτό το θέμα, είναι γιατί επιθυμώ να παρουσιάσω ανάγλυφη τη θέση της ψ υχολο γίας κατά το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα και την α ρ χή του εικοστού. Η θέσεις του Βουντ (Wund) είναι εντε λώς α ντιπροσω πευτικές της κατάστασης όπως είχε τότε — και είνα ι α ντιπ ρ οσ ω π ευτικ ές επειδή α να δύθη κε από τη σχολή του μια μεγάλη σειρά αξιόλογων ψυχολόγων, που έδω σαν το βασικό τόνο της ψυχολογίας στις αρχές του ει κοστού αιώνα. Στο έργο του Outlines o f Psychology (Π ερ ίγρ ά μ μ α τα της Ψ υχολογίας) ο Βουντ λέει: Κάθε ψυχικό στοιχείο που εξαφανίστηκε από τη στ>νείδηση πρέπει να ονομαστεί ασυνείδητο, με την έννοια ότι υποθέτουμε τη δυνατότητα ανανέωσής του, δηλαδή την επανεμφάνισή του στην πραγματική διασύνδεση των ψυχικών διαδικασιών. Η γνώση μας για κάποιο στοιχείο που έγινε ασυνείδητο δεν εκτείνεται πέρα α πό τη δυνατότητα ανανέωσής του... Οπότε δεν έχει κα νένα νόημα παρά μόνον σαν προδιάθεση για την ανά δυση μελλοντικών συστατικών του... Υ ποθέσεις ως
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
προς την κατάσταση του «ασυνείδητου» ή ως προς τις «ασυνείδητες διαδικασίες» οποιουδήποτε είδους... εί ναι, εντελώ ς α ν τιπ α ρ α γω γικ ές για την ψυχολογία. Υ πάρχουν βέβαια σωματικά επακόλουθα των ψυχικών διαθέσεων που αναφέραμε, μερικά από τα οποία μποροτίν να αποδειχθούν άμεσα και άλλα να συναχθούν από ποικίλες εμπειρίες5. Οι εκ πρ όσω ποι της σχολής του Βουντ α ποφαίνονται ότι «μια ψυχική κατάσταση δεν είναι δυνατόν να περιγράφει' ως ψυχική, αν δεν έχει φ θά σ ει τουλάχιστον στο κατώφλι της συνείδησης». Με ένα τέτοιο επιχείρημα υπονοείται, ή μάλλον δια β εβα ιώ νετα ι, ότι μόνο το συνειδητό είναι ψ υχι κό και ως εκ τούτου οτιδήποτε ψυχικό είναι συνειδητό. Ο σ υ γγ ρ α φ έα ς μιλά για «ψυχική» κατάσταση· λογικά θα έπ ρ επ ε να μιλά μόνο για «κατάσταση», γιατί τελεί υπό συ ζήτηση το αν είναι ή όχι ψυχική. Έ ν α άλλο επιχείρημα έχει ως εξής: το απλούστερο ψυχικό δεδομένο είναι η α ί σθηση, εφόσον δε γίνεται να α ναλυθεί σε απλούστερα δ ε δομένα. Συνεπώ ς, εκείνο το οποίο προηγείται ή αποτελεί τη βάση μιας αίσθησης δεν είναι ποτέ ψυχικό, αλλά απλά σωματικό. Ά ρ α δεν υ π ά ρ χ ε ι ασυνείδητο. Ο Τ.Φ. Χ έρ μ πα ρ τ (J. F. H e rbart) είπε κάποτε: « Ό τ α ν μια παράσταση [ιδέα] περ ά σ ει το κατώφλι της συνείδησης επιβιώ νει σε λανθάνουσα μορφή, προσπαθώ ντας διαρκώς να ξ α ν α π ε ρ ά σ ε ι το κατώφλι και να εκτοπίσει τις άλλες παραστάσεις». Ως έχει, η πρόταση είναι σαφώ ς λα νθασμέ νη, γιατί δυστυχώς κάτι πρα γμα τικά ξεχασμένο δεν έχει την τάση να ξ α ν α π ε ρ ν ά το κατώφλι. Αν ο Χέρμπαρτ είχε πει «σύμπλεγμα» με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, αντί για «παράσταση», η πρότασή του θα ήταν απόλυτα σωστή. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο εννοούσε. Ό σ ^ ν α φ ορ ά την παρατήρησή του, κ ά ποιος φιλόσοφος, ενάντιος της ι δ έα ς του ασυνείδητου, έκανε το πα ρ απά νω σχόλιο: «Από
Τ Ο Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο ΑΓΙΟ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Σ Λ Ι Ι Ο Ί Ί Ι Σ
τη στιγμή που κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό, βρισκόμαστε στο έλεος των παντοειδώ ν υποθέσειον που αφορούν την ασυνείδητη ζωή, υποθέσ εω ν ποτ> δεν είναι δυνατόν να ε λεγχθούν από οποιαδήποτε παρατήρηση»*’. Είναι φανερό ότι αυτός ο διανοητής δεν επιδιώκει να αναγνωρίσει δ ε δομένα, αλλά για εκείνον ο φόβος πως θα συναντήσει δυ σκολίες είναι καθοριστικός. Και πώς γνωρίζει ότι αυτές οι υποθέσ εις δε γίνεται να ελεγχθούν από την παρατήρηση; Για εκείνον κάτι τέτοιο αποτελεί απλά μια a priori δ ια δ ι κασία. Ό μ ω ς δεν ασχολείται καθόλου με την παρατήρηση του Χέρμπαρτ. Α να φ έρ ω αυτό το περιστατικό όχι επειδή είναι ιδιαίτε ρα σημαντικό, αλλά απλά γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της απηρχαιω μένης στάσης της φιλοσοφίας προς την εμπειρική ψυχολογία. Ο ίδιος ο Βουντ θεω ρ εί πως ό σον α φ ο ρ ά την «α ποκ αλούμ ενη ασυνείδητη δια δ ικ α σ ία δεν είναι θέμα ασυνειδήτων ψυχικών στοιχείων, αλλά αμυδρότερων συνειδητώ ν στοιχείων» και ότι «μπορούμε να αντικαταστήσουμε τις υποθετικές ασυνείδητες διαδικασίες με πραγματικές ή τουλάχιστον με λιγότερο υποθετικές συ νειδητές δια δικ ασ ίες»7. Μ ια τέτοια άποψη υποκρύπτει την καθαρή απόρριψη του ασυνείδητου σαν ψυχολογική υ π ό θεση. Ε ξ η γ ε ί τις περ ιπ τώ σ εις «διπλής συνείδησης» σαν «μετατροπές της ατομικής συνείδησης, οι οποίες συμβαί νουν συχνά κ α τ’εξακολούθησιν, και αντικαθίστανται από πολλές ατομικές συνειδήσεις, εξαιτίας λανθασμένης ερμη νείας των δεδομένω ν. Αυτές οι πολλές ατομικές συνειδή σεις, υποστηρίζει ο Βουντ, «θα π ρ έπ ει να είναι παρούσες ταυτόχρονα σε ένα και μοναδικό άτομο». Συνεχίζει υ π ο στηρίζοντας πως δεν είναι δυνατόν δύο συνειδήσεις να εκ φρ ά ζονται ταυτόχρονα στο ίδιο άτομο με έναν ευδιάκριτο και αναγνω ρίσιμο τρόπο. Για αυτό το λόγο τέτοιου είδους κ αταστάσεις συνήθως εναλλάσσονται. Ο Ζ α νέ (Janet) υ17
ϋ ΙΣ Α Γ Ώ Γ Ι I Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
πέδείξε ότι rvu'» η μία συνείδηση ελέγχει π.χ. το κεφάλι, η άλλη επικ οινω νεί ταυτόχρονα με τον παρατηρητή μέσω ε νός κώ δικα εκφραστικών κινήσεων των χερι,ώνΧ. Συνεπώς, η διπλή συνείδηση μπορεί κάλιστα να είναι ταυτόχρονη. Ο Βουντ πι,στείιει ότι η ιδέα μιας διπλής συνείδησης, «υπερσυνείδησης» και «υποσυνείδησης» σύμφωνα με το Φ έχνερ (F echner)', είναι, ένα «υπόλειμμα που επεβίωσε από τον ψυχολογικό μυστικισμο» της σχολής του Σέλινγκ (Shelling). Π ροφ ανώ ς διστάζει εμπρός σε. μια ασυνείδητη «παράσταση» την οποία κανείς δεν «έχει» σύμφωνα με ι» την άποψη του . Σε αυτή την περίπτωση η λέξη «παράσταση» είναι π α ρωχημένη, εφόσον υπονοεί ένα υποκείμενο στο οποίο κάτι είναι πα ρ όν ή «παρουσιάζεται». Αχιτός είναι άλλωστε ο βασικός λόγος που ο Βουντ α πέρριψ ε το ασυνείδητο. Ε ύ κολα μπορούμε να παρακάμψ ουμ ε αυτή τη δυσκολία μιλώ ντας, όχι για «παραστάσεις» ή «αντιλήψεις», αλλά για π ε ριεχόμενα. Ε δώ θα π ρ έπ ει να α ναφερθούμε σε ένα σημεί ο, με το οποίο θα ασχοληθούμε εκτενώς αργότερα· δηλαδή το γεγονός ότι. κάτι που μοιάζει πολύ με «παραστατικότη τα» ή συνείδηση, προσκολάται σε ασυνείδητα π ερ ιεχό μ ε να, έτσι ώστε να τίθεται σ οβαρά το ζήτημα της πιθανότη τας ενός ασυνείδητου υποκειμένου. Ό μ ω ς , ένα τέτοιο υ ποκείμενο δεν είναι ταυτόσημο με το εγώ. Ε ίναι σαφές ότι ο Βουντ αντιπαθούσε τις «παραστάσεις», κάτι που τονίζε τα ι ιδια ίτερ α α πό το γεγονός ότι, αρνείτο πεισματικά τις « εγγ ενείς ιδέες». Το πόσο κυριολεκτικά το εκλαμβάνει αυτό, μπορούμε να το διαπιστώσουμε από τα ακόλουθα: «Εάν στα αλήθεια το νεογέννητο ζώο είχε εκ των προτέρων μια ιδέα όλων των πρά ξεω ν που σκοπεύει να κάνει, τι πλούτος προσδοκώ μενω ν εμπειριών θα υπήρχε αποθηκευμένος στα α νθ ρ ώ πινα και ζωικά ένστικτα, και πόσο α κατανόητο θα φάνταζε το γεγονός ότι όχι μόνον ο άνθρω18
Τ Ο Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο Α Π Ο ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Σ Α Π Ο Ψ Η Σ
πος αλλά και τα ζώ α επίσης αποκτούν τα περισσ ότερα πρά γμα τα μόνο μέσω της εμπειρίας και της πρακτικής!»11. Π αρόλα αυτά υ π ά ρ χ ε ι ένα εγγενές «πρότυπο σ υμπερι φοράς» και ένα θησαυροφυλάκιο συσσωρευμένων εμπει ριών της ζωής. Μόνο που δε συντίθεται από «παραστά σεις» αλλά σ κ ιαγραφ ήσ εις ή εικόνες, οι οποίες, αν και δεν «παρίστανται» αληθινά στο εγώ, είναι εντούτοις αληθινές στη φΰση τους. Ο Βουντ ίσως και να θυμήθηκε τον Κρίστιαν φον Βολφ και τη διάκρισή του όσον α φ ορά τις «α συνείδητες» καταστάσεις, τις οποίες «μπορούμε να συνά γουμε μόνο από ό,τι βρίσκουμε στη συνείδησή μας»12. Στην κατηγορία των «εγγενών ιδεών» ανήκουν και οι «στοιχειώδεις ιδέες» του Ά ν τ ο λ φ Μ πάστιαν (Adolf Bastia n ) 13, με τις οπ ο ίες εννοεί τις θεμελιακές, αναλογικές μορφές αντίληψης που βρίσκονται παντού, αυτά που σήμε ρα λίγο-πολύ γνωρίζουμε ως «αρχέτυπα». Βέβαια, ο Βουντ α πορρίπτει περιφρονητικά αυτή την ιδέα, έχοντας ακόμη την αυταπάτη πως έχει να κάνει με «παραστάσεις» και όχι «προδιαθέσεις». Λέει: «Η γένεση του ίδιου και του αυτού φαινομένου σε διαφορετικούς τόπους δεν είναι εντελώς αδύνατη, όμως από την άποψη της εμπειρικής ψυχολογίας είναι, σε μεγάλο βαθμό α π ίθ α ν η » 14. Με αυτόν τον τρόπο αρνεΐται μια κοινή ψυχική κληρονομιά της ανθρωπότητας και αποκηρύσσει την ίδια την ιδέα ενός κατανοητού συμ βολισμού του μύθου, με τη χαρακτηριστική δήλωση ότι η υπόθεση ενός κρυμμένου «συστήματος ιδεών» πίσω από το μύθο είναι α δ ύ να τη 15. Η σχολαστική υπόθεση ότι το α συνείδητο είναι κατά κύριο λόγο σύστημα ιδεών, δε θα μπορούσε να είναι έγκυρη ούτε και επί της εποχής του Βουντ, πόσο μάλλον προηγούμενα ή μεταγενέστερα. Θ α ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ήταν καθολική η α πόρριψη της ιδέας του ασυνείδητου στην ακαδημαϊκή ψ υ χολογία στην αρχή του αιώνα. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για 19
%
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
το Φ έ χ ν ε ρ 16, ούτε και για τον Θίοντορ Λιψ (Theodor ϊ ιρps), ο οποίος ε'δωσε στο ασυνείδητο μια θέση καθοριστι κής σ η μ α σ ία ς17. Αν και για τον Λιψ η ψυχολογία είναι μία «συνειδησιακή επιστήμη», πα ρόλα αυτά μιλάει για «ασυ νείδητες» αντιλήψεις και παραστάσεις, τις οποίες θεω ρεί διαδικασίες. «Η φύση ή ακριβέστερα η ιδέα μιας ψυχικής δια δικ α σ ία ς δεν είναι τόσο το συνειδητό περιεχόμενο ή η συνειδητή εμπειρία, όσο η ψυχική πραγματικότητα, η ο π οία π ρ έπ ει απα ρα ίτη τα να θεω ρηθεί σαν υπαρξιακή β ά ση μιας τέτοι,ας δ ια δ ικ α σ ία ς» 18. «Η παρατήρηση της συνει δητής ζωής μας π είθ ει ότι κατά καιρούς δεν υπάρχουν μέ σα μας μόνον ασυνείδητες αντιλήψεις και παραστάσεις... αλλά ότι α π εικ ο νίζετα ι εκεί διαρκώ ς και η ψυχική ζωή. Π εριστασιακά και σε εξαιρετικές στιγμές αυτό που λει τουργεί μέσα μας α ποκαλύπτει την ύπαρξή του άμεσα, με κατάλληλες ε ικ ό ν ε ς19. «Έ τσι, η ψυχική ζωή πρ οχω ρ εί π έ ρα από τα όρια εκείνου που είναι ή μπορεί να είναι παρόν μέσα μας με τη μορφή συνειδητών περιεχομένω ν ή εικ ό νων». Τ α σ χόλια του Θ ίοντορ Λιψ δε συγκρούονται με τις σ ύγχρονες αντιλήψεις μας. Αντίθετα, διαμορφώ νουν τη γ ε νική θεωρητική βάση για την ι|ηιχολογία του ασυνείδητου. Π α ρ όλα αυτά η αντίδραση στην υπόθεση του ασυνείδητου υπήρξε μακρόχρονη. Για πα ρ άδειγμα , είναι χαρακτηριστι κό ότι ο Μ α ξ Ντεσίρ (Max Dessoir), στην ιστορία του για τη σύγχρονη γερμανική ψ υχολογία 20, ούτε καν α να φ έρ ει τους Κ. Τ. Κάρους (C. G. Carus) και Έ ν τ ο υ α ρ τ φον Χάρτμαν (E duard von H artm an).
20
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Χέρμαν Σίμπεκ, Geschichte der Psychologie (Gotha, 188084' 2 τόμοι). 2. Ουσιαστικά τούτο αληθεύει μόνο για την παλαιά ψυχολο γία. Πρόσφατα υπήρξε μια σημαντική αλλαγή απόψεων. Έ τσ ι ο Βίλχελμ Ντίλτε λέει (Gesammelte Schriften, Λει ψία 1923, Τομ. I σ. 406): «Οποιοδήποτε μεταφυσικό σύ στημα αντιπροσωπεύει μόνον εκείνη την κατάσταση κατά την οποία η ψυχή βλέπει φευγαλέα τον παγκόσμιο γρί φο». 3. Psychologia empirica (1732). 4. Στις αγγλοσαξωνικές χώρες υπάρχει το πτυχίο του «Doc tor Scientiae» («Διδάκτωρ Επιστημών»). 5. Μετ. στα αγγλικά από τον C. Η. Judd (Λειψία, 1897) σ. 208 από το: Grundriss der Psychologie. 6. Γκουΐντο Βίλα (Guido Villa) Einleitung in die Psychologie der Gegenwart (Λειψία, 1902) σ. 339. 7. Βίλχελμ Βουντ, Grundzuge cler physiologischen Psycholo gie (5η εκδ., Λειψία, 1903) Τομ. III σ. 327. 8. Πιέρ Ζανέ, A utom atism e psychologique (Παρίσι, 1913) σ. 243, 238 κ.ε. 9. Γκούσταβ Θίοντορ Φέχνερ, Elem ente der Psychophysik (2η εκδ. Λειψία, 1889) Τομ. II σ. 438 ...η ιδέα ενός ψυχοσοηιατικού κατωφλιού... παρέχει σταθερή βάση στην ιδέα του ασυνείδητου γενικά. Η ψυχολογία δεν μπορεί να «φαιρέσει παραστάσεις από ασυνείδητες αντιλήψεις, ούτε καν από τα αποτελέσματα ασυνείδητων αντιλήψεων. 10. Ίδιο, σ.439. 11. Grundzuge der physiologischen Psychologie, σ. 328. 21
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
12 Ίδιο, ο. 326 παρατίθεται στο έργο του Βολφ: Vernunfige G edanken von (Jott, der Welt, und der Seele des Menschcn (1719),193. 13. E thnische Elem entargedanken in der Lehre vom Menschen (Βερολίνο 1895). και Der M ensch in der Geschichte (Λειψία 1860), Τομ. I, σ. 166 κ.ε., 213 κ.ε.· Τομ. II, σ. 24 κ.ε. 14. Volkerpsychologie (2η εκδ., Λειψία 1911-20) Τομ. V, Μ έ ρος II, σ. 459. 15. Ίδιο, Τομ. IV, Μέρος I, σ. 41. 16. Βλ. το σχόλιο του Φέχνερ πως «η ιδέα ενός ι|»υχοσωματικού κατωφλιού είναι ύψιστης σημασίας επειδή παρέχει έ να σταθερές θεμέλιο στην ιδέα του ασυνείδητου γενικά». Συνεχίζει: «Αντιλήψεις και παραστάσεις στην ασυνείδητη κατάσταση έπαψαν να υπάρχουν ως πραγματικές... αλλά κάτι, συνεχίζει μέσα μας, κάποια ψυχοσωματική δραστη ριότητα, κ.λπ.» (Τομ. II σ. 438), Τούτο το συμπέρασμα εί ναι λίγο απερίσκεπτο, γιατί η ψυχική διαδικασία παραμέ νει λίγο-πολύ η ίδια, είτε είναι συνειδητή είτε όχι. Η «πα ράσταση» δεν υφίσταται μόνον εξαιτίας της εξωτερικής της έκφρασης αλλά υπάρχει, σαν «ψυχική οντότητα». 17. Πρβ. Λιψ, Der Begriff des Unbewussten in der Psychologie (Τρίτο Παγκόσμιο Συνέδριο για την Ψυχολογία, 1896), σ. 146 κ.ε. κ α ι G rundtatsachen des Seelenlebens (Βόννη, 1912), σ. 125 κ.ε. 18. Leitfaden der Psychologie (2η εκδ. Λειψία, 1906), σ. 64. 19. Ίδιο, σ. 65 κ.ε. 20. Geschichte der neuern deutschen Psychologie (2η εκδ. Βε ρολίνο, 1902' 2 τόμοι).
22
2 Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Η υπόθεση του ασυνείδητου θέτει ένα μεγάλο ερωτη ματικό στην ιδέα της ψυχής. Η ψυχή, που τίθεται στο εξής σαν δεδομ ένο από τη φιλοσοφική νόηση και εξοπλίζεται με όλες τις απαραίτητες λειτουργίες, απειλεί να προβάλλει από το κουκούλι της σαν ύπαρξη με απρόσμενες και α ν ε ξερεύνητες ιδιότητες. Δεν αντιπροσω πεύει πλέον κάτι ά μεσα γνωστό, για το οποίο δε μένει τίποτα να α νακαλυ φθεί, εκτός από ορισμένους λΐγο-πολύ επαρκείς πρ οσ διο ρισμούς. Τ ώ ρα εμφανίζεται με μια περίεργη διπλή α μ φ ίε ση, σαν γνωστή άγνωστη. Συνεπώς, η παλιά ψυχολογία ανα τρέπεται σκληρωτικά και η επανάσταση που προκάλεσε αυτή την α ν α τ ρ ο π ή 1, θ υ μ ίζει τις μεγάλες αλλαγές στην κλασική φυσική με την ανακάλυψη της ραδιενέργειας. Οι πρώτοι ψυχολόγοι βρίσκονταν στην ίδια δύσκολη θέση, ό πως και το μυθικό ον που ανακάλυψε την αριθμητική α κ ολουθία π ερ νώ ντα ς μπιζέλια σε ένα σχοινί. Έ β α λ ε τα μπιζέλια στη σειρά και απλιός συνέχισε προσθέτοντας α κόμη μια μονάδα στις ήδη υπάρχουσες. Ό τ α ν αναλογίστηκε το αποτέλεσμα, έμοιαζε σαν να υπήρχαν εκατό π α νο μοιότυπες μονάδες· όμως οι αριθμοί, που τους συλλογιζό23
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ψ ΥΧΟ ΛΟΓΙΑ
ταν μόνο σαν ονόματα, έγιναν απροσδόκητα π ερ ίερ γ ες ο ντότητες με ανάλογες ιδιότητες. Για π α ρ ά δ ειγμ α υπήρχαν ζυγοί, μονοί και πρώτοι, θετικοί, αρνητικοί, ασύμμετροι, φανταστικοί αριθμοί, κ.λπ2. Το ίδιο ισχύει και με την ψυχολογία. Αν η ψυχή είναι απλά ιδέα, τότε αυτή η ιδέα διέπ ετα ι α πό μία ανησυχητική τάση προς το απρόβλεπτο —δια θέτει ιδιότητες που κ α ν έ να ς δε θα φ α ν τα ζό τα ν ποτέ. Μ πορούμε να επιμείνουμε στην αντίληψη ότι η ψυχή είναι η συνείδηση και τα π ε ρ ιε χόμενά της. Αυτό όμως δεν εμποδίζει, στην πραγματικότη τα επισπεύδει, την ανακάλυψη μιας προϊστορίας που πριν δεν υποψιαζόμαστε. Ο υσιαστικά υποδηλώνει μια αληθινή μήτρα όλων των συνειδητών φαινομένων, μια προσυνείδηση και μια υστεροσυνείδηση, μια υπερσυνείδηση και μια υποσυνείδηση. Ό τ α ν διαμορφώ νουμε κά ποια ιδέα για κ ά τι και κατανοούμε κ ά ποια όψη του, υποκύπτουμε μόνιμα στην ψ ευδαίσθηση ότι κατανοήσαμε το σύνολο. Δε λαμβά νουμε ποτέ υπόψιν ότι πλήρης κατανόηση είναι αδύνατη. Ούτε καν η ιδέα που κα θορίζετα ι σαν πλήρης δεν είναι τέτοια. Ο υσιαστικά είναι μία οντότητα με απροσδόκητες ιδιό τη τες. Αυτή η α υ τα π ά τη ε π ι φ έ ρ ε ι σ ίγ ο υ ρ α κ ά π ο ια πνευματική γαλήνη· το άγνωστο κατονομάζεται, το απόμακρο έρχεται πιο κοντά, το α γγίζο υμ ε- το κάνουμε κτήμα μας και γίνετα ι αναπαλλοτροίωτη περιουσία, όπως το σκο τωμένο άγριο ζώο που δεν μπορεί πλέον να δραπετεύσει. Ε ίναι μια μαγική δια δικασ ία σαν εκείνη που ασκεί ο πρωτότογονος πάνω στα αντικείμενα και ο ψυχολόγος πάνω στην ψυχή. Δε βρισκόμαστε πλέον στο έλεος του α γν ώ στου, α λλά ποτέ δεν υποπτευόμαστε ότι ακριβώς το γ ε γ ο νός της ενοιολογικής σύλληψης ενός αντικειμένου, του π α ρέχει τη χρυσή ευκαιρία να επιδείξει όλες εκείνες τις ι διότητες που ποτέ δε θα εμφανιζόταν, αν δεν φυλακιζόταν σε μια έννοια.
Η Σ Η Μ Α Σ ΙΑ Τ Ο Υ Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο Υ Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
Ό λ ε ς οι πρ ο σ π ά θ ειες που έγιναν τα τελευταία τριακό σια χρ όνια για τη σύλληψη της ψυχής αποτελούν α ν α π ό σπαστο τμήμα αυτής της τρομερής διόγκωσης της γνώσης, που έφερε το σύμπαν πλησιέστερα με τρόπο που διεγείρ ει τη φαντασία. Οι μεγεθύνσεις του ηλεκτρονικού μικροσκο πίου συναγω νίζονται τα πεντακόσια εκατομμύρια έτη φ ω τός που δια νύει το τηλεσκόπιο. Η ψυχολογία α πέχει πολύ ακόμη από το βαθμό ανάπτυξης των άλλων φυσικών επ ι στημών. Ό π ω ς είδαμε, επίσης, αποδείχτηκε λιγότερο ικα νή να αποτινά ξει τους περιορισμούς της φιλοσοφίας. Π ά ντως, κ ά θε επιστήμη είναι μια λειτουργία της ψυχής και μέσα της είναι ριζωμένη όλη η γνώση. Η ψυχή είναι το μεγαλύτερο από όλα τα θαύματα του κόσμου και το sine qua non του κόσμου σαν αντικείμενο. Ε ίναι εξαιρετικά π ε ρίεργο που ο Δυτικός άνθρωπος, εκτός ορισμένων —ελά χιστων— εξαιρέσεω ν, δίνει τόση λίγη σημασία σε τούτο το γεγονός. Κατακλυσμένος από τη γνώση των εξωτερικών μορφώ ν α γνόησ ε το αντικείμενο της συνολικής γνώσης, που πρ οσ ω ρ ινά εξέλειψε για αυτόν, φθάνοντας σε σημείο q)αιvoμεvικής ανυπαρξίας. Η ψυχή ήταν μια μη διατυπωμένη υπόθεση που έμοιαζε να συνδέεται με κά θε ιδιαίτερο αντικείμενο. Με την α ν α κάλυψη ενός πιθανού ασυνείδητου ψυχικού βασιλείου ο ά νθρ ω πος είχε την ευκαιρία να ξεκινήσει για μια π ε ρ ιπ έ τεια του πνεύματος. Ίσ ω ς να περιμέναμε μάλιστα ότι θα υπήρχε φλογερ ό ενδιαφ έρον προς αυτή την κατεύθυνση. Ό χ ι μόνο δε συνέβη κάτι ανάλογο, αλλά από όλες τις πλευρές α νέκυψε μια κατακραυγή εναντίον μιας τέτοιας θεωρίας. Κ ανένας δεν έβγαλε το συμπέρασμα ότι αν το αντικείμενο γνώσης, η ψυχή, είναι ουσιαστικά κάποια συγκαλυμένη μορφή ύπαρξης, έμμεσα προσιτή στη σ υνείδη ση, τότε όλη η γνώση μας είναι ημιτελής σε απροσδιόριστο β α θ μ ό . Η ε γ κ υ ρ ό τ η τ α της σ υ ν ε ι δ η τ ή ς γ ν ώ σ η ς α μ φ ι-
_______ Ε ΙΣ Α ΓΩΓ Η Σ ΤΉΝ Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ ____________________
σβητήΟηκε με έναν εντελούς διαφορετικό και πλέον α π ε ι λητικό τρόπο από τις κριτικές δια δικασ ίες της επιστημο λογίας. I I τελευταία έθεσε ορισμένα όρια στην ανθρώπινη γνώση, από τα οποία αγωνίστηκε να α π ελευθ ερω θ εί ο με τά Καντ γερμα νικ ός ιδεαλισμός. Αντίθετα, οι φυσικές επι στήμες κ α ι η κοινή λογική προσαρμόστηκαν σε αυτήν εύ κολα. Η φιλοσοφία αντιστάθηκε χάριν της απηρχαιωμένης αξίωσης της ικανότητας του νου να γνω ρίζει πράγματα που βρίσκονται πέρ α ν του πεδίου της ανθρώπινης κ α τα νόησης. Η νίκη του Χέγκελ (Hegel) κατά του Καντ κατάφερε το σοβαρότερο πλήγμα στη λογική και στην π ερ α ιτέ ρω πνευμ ατική α νά πτυξη της γερμα νική ς κ α ι α ρ γότερ α και ευρω παϊκής νόησης. Μ ια νίκη ακόμη πιο επικίνδυνη κα θώ ς ο Χ έγκελ ήταν ένας συγκαλυμένος ψυχολόγος που μετέφερε μεγάλες αλήθειας εκτός της σφ α ίρας του υ π ο κειμένου, σε έναν κόσμο που είχε δημιουργήσει ο ίδιος. Γνωρίζουμε πόσο εκτείνεται η επιρροή του Χέγκελ σήμε ρα. Γην προσωποποίηση των αντισταθμιστικών δυνάμεων αυτής της καταστροφικής ανάπτυξης αντιπρ οσ ω πεύει εν μέρει ο μεταγενέσ τερος Σ έλινγκ (Schelling), εν μέρει ο Σ ο π εν ά ο υ ερ (Schopenhauer) και ο Κάρους, ενώ από την άλλη ο α πα ίδ ευτος «βακχικός Θεός», τον οποίο είχε ήδη α ισ θ α νθ εί ο Χέγκελ στη φύση, τελικά εξερράγη πάνω μας με το Νίτσε. Η υπόθεσ η του Κάρους γ ια το ασυνείδητο ήταν βέβαιο πω ς θα έπληττε εντο νό τερ α την επ ικ ρ α το ύ σ α τάση της γερμανικής φιλοσοφίας, η οποία προφανώ ς υπερίσχυε της καντιανής κριτικής και επ α νέφ ερε ή μάλλον αποκατέστη σε τη θεϊκή κ υρ ια ρ χία του ανθρώ πινου πνεύματος —Π ν εύ μα με κεq)αλαίo Π. Το πνεύμα του μεσαιωνικού ανθρώπου ήταν, είτε για καλό ή για κακό, το πνεύμα του Θεού που υπηρετούσε. Η επιστημολογική κριτική ήταν από τη μία έκφραση της σεμνότητας του μεσαιωνικού ανθρώπου και 26
_______ Η Σ Η Μ Α Σ Ι Α Τ Ο Υ Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ ΟΥ ΣΤΙ IN Ψ Υ ΧΟ AC) Γ Ι Α ________
από την άλλη απάρνηση ή παραίτηση του πνεύματος του Θεού, και. συνεπώς μια σύγχρονη προέκταση και ενίσχυση της ανθρώ πινης συνείδησης μέσα στα όρια της λογικής. Ό π ο τ ε α π ο δ ι ώ χ ν ε τ α ι α π ό τους α ν θ ρ ώ π ιν ο υ ς υ π ο λ ο γ ι σμούς το πνεύμα του Θεού, πα ίρνει τη θέση του ένα ασ υ νείδητο υποκατάστατο. Στον Σ οπενά ουερ βρίσκουμε την α σ υ νείδη τη Θ έληση ως νέο π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ ό γ ια το Θ εό, στον Καρούς το ασυνείδητο και στον Χέγκελ την ταύτιση και διόγκωση, την πρακτική εξίσωση της φιλοσοφικής λο γικής με το Πνεύμα, καταστώντας έτσι δυνατό το πνευμ α τικό ταίριασμα με το αντικείμενο, τόσο ευφυέστατο στη φιλοσοφία του για το Κράτος. Ο Χέγκελ πρόσφερε μια λύση στο πρόβλημα που έθεσε η επιστημολογική κριτική πα ρέχοντας στις ιδέες την ευκαιρία να αποδείξουν την ά γνωστη δύναμη της αυτονομίας τους. Με τη σειρά τους ε κ είνες προκάλεσ α ν εκείνη την ύβρη της λογικής που οδή γησε στον υπερ ά νθ ρ ω π ο του Νίτσε και τη γερμανική λα ί λαπα. Ο χι μόνον οι καλλιτέχνες αλλά και οι φιλόσοφοι είναι ενίοτε προφήτες. . Πιστεύω πως είναι φανερό ότι όλες οι φιλοσοςπκές θ έ σεις που υπερβαίνουν τα όρια της λογικής είναι ανθρωπομορφικές και δεν έχουν καμία ισχύ πέρα από τα όρια μιας ψ υ χ ο λ ο γικ ά κ α θ ο ρ ισ μ ένη ς θέσης. Μια φ ιλοσ οφ ία όπως αυτή του Χέγκελ είναι μια αυτοαποκάλυψη της ιστορίας της ψυχής και από φιλοσοφικής άποψης αποτελεί τόλμη μα. Ψ υχολογικά ισοδυναμεί με εισβολή του ασυνείδητου. Η περίεργη εξεζητημένη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Χ έ γκελ επιβ εβα ιώ νει αυτή την άποψη' θυμίζει τη μεγαλομανή γλώσσα των σχιζοφρενών, οι οποίοι χρησιμοποιούν γ ο ητευτικές λέξεις προκειμένου να υποβιβάσουν το υ π ερ β α τικό σε υποκειμενική μορφή, να δώσουν στις κοινοτοπίες τη γοητεία του κ α ινοφα νούς ή να παρουσιάσουν τα τετριμ μένα σαν ερευνητική σοφία. Μια τόσο πομπώδης ορολο 27
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
γία είναι σύμπτωμα αδυναμίας, ανοησίας και έλλειψης ο υ σίας. Λυτό όμως δεν εμποδίζει τη σύγχρονη γερμανική φ ι λοσοφία να χρησ ιμοποιεί τις ίδιες εκκεντρικές λέξεις δ ύ ναμης και να πρ οσ ποιείται ότι δεν είναι ακούσια ψ υχολο γία. Μ προστά σε αυτή την τρομαχτική εισβολή του ασυνεί δητου στη Δυτική σ φ α ίρ α της ανθρώπινης λογικής, ο Σοπενά ουερ και ο Κάρους δεν πατούσαν σε στέρεο έδαφος για να α ναπτύξουν κ α ι να εφαρμόσουν την αντισταθμιστι κή επιρροή τους. Η ευεργετική υποταγή του ανθρώπου σε μια α γα θ οερ γή θεότητα και η απώθηση των δαιμόνων τους σκότους —η μεγάλη κληρονομιά του παρελθόντος— παρέμεινε αναλλοίωτη στον Σ οπενά ουερ, τουλάχιστον σε γ εν ι κές γραμμές. Ο Κάρους ούτε που άγγιξε το όλο θέμα, κ α θώς επεδίω ξε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα του, απομακρύνοντάς το από την αλαζονική φιλοσοφική θέση και οδηγώ ντας το προς τις θέσ εις της ψυχολογίας. Χ ρ ειά ζεται να κλείσουμε τα μάτια μας στη φιλοσοφική του γο η τεία, αν επιθυμούμε να δώσουμε βάρος στην ουσιαστική ψυχολογική του υπόθεση. Τουλάχιστον πλησίασε κάπως το σ υ μ π έρ α σ μ α που α ν α φ έ ρ α μ ε π ρ οηγούμ ενα , π ρ ο σ π α θ ώ ντας να δημιουργήσει μια εικόνα του κόσμου που να συ μπεριλαμβάνει και τη σκοτεινή πλευρά της ψυχής. Από την εικόνα του κάτι λείπει. Θ α ήθελα, λοιπόν, να παρουσιάσω στον αναγνοάστη τη σπουδαιότητα αυτού του εκλείποντος σημείου. Για αυτό χ ρ ειά ζ ετα ι καταρχήν να καταστεί σαφές ότι κάθε γνοδση είναι το αποτέλεσμα της επιβολής κάποιου εί δους τάξης στις α ντιδράσεις του ψυχικού συστήματος κ α θώς εισρέουν cm) συνείδησή μας —μια τάξη που αντανα κλά τη συμπερ ιφ ορ ά κ ά ποια μ ετα φ υ σ ικ ή ς π ρ α γ μ α τικ ό τη τα ς εκείνου το οποίο είναι α φ ’εαυτού αληθινό. Αν το ψ υ χικό σύστημα συμπίπτει και είναι ταυτόσημο με το συνει 28
Η Σ Η Μ Α Σ Ι Α Τ Ο Υ Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο Υ ΣΤ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
δητό νου, τότε είμαστε σε θε'ση να γνωρίζουμε όλα όσα είναι δυνατόν να γνωσθοΰν, δηλαδή όλα όσα βρίσκονται μέσα στα όρι,α της θεω ρ ία ς της γνώσης. Σε αυτήν την π ε ρίπτωση δεν υπ ά ρ χει αιτία ανησυχίας, π έρ α από αυτή που α ισθά νοντα ι οι ανατόμοι και οι ερευνητές, όταν αναλογίζονται τη λειτουργία των οφθαλμών ή άλλων ζωτικών ο ρ γάνων. Αν α π ο δειχ τεί όμως ότι η ψυχή δε συμπίπτει με τη συνείδηση και επιπλέον, ότι δρα ασυνείδητα με παρόμοιο ή δ ια φ ο ρ ετικ ό τρόπο από το συνειδητό της τμήμα, τότε η ανησυχία φ θ ά νει σε σημείο ταραχής. Γιατί τότε δεν είναι πλέον θέμα γενικώ ν επιστημολογικών ορίων, αλλά π ρ όκ ει ται για ένα λεπτό κατώφλι που μας διαχω ρίζει από τα α συνείδητα περ ιεχόμ ενα της ψυχής. Η υπόθεση του κατω φλιού και του ασυνείδητου σημαίνει ότι το αναγκαίο α κ α τέργαστο υλικό κάθε γνώσης —δηλαδή των ψυχικών αντι δρ ά σ εω ν— ίσως ακόμη και των ασυνείδητων «σκέψεων» και «ενοράσεων» βρίσκεται πολύ κοντά, πάνω ή κάτω από τη συνείδηση. Αν και το ασυνείδητο διαχω ρίζεται απλά από το «κατώφλι», εντούτοις είναι απρόσιτο και δε γν ω ρίζουμε πώς λειτουργεί. Ό μ ω ς , εφόσον εικάζεται ότι εί ναι ένα ψυχικό σύστημα, πιθανώ ς να διαθέτει στοιχεία της συνείδησης όπω ς η αντίληψη, η πρόσληψη, η μνήμη, η φ α ντασία, η θέληση, τα συναισθήματα, η αίσθηση, τα αντα νακλαστικά, η κρίση κ.λπ., όλα σε υποσυνείδητη μορφή3. Ε δώ αντιμετωπίζουμε την αντίρρηση του Βουντ πως δεν είνα ι δυνατόν να μιλάμε γ ια ασυνείδητες «αντιλήψεις», «παραστάσεις», «αισθήματα» και πολύ λιγότερο για «ε κούσιες πράξεις», καθώ ς κανένα από αυτά τα φαινόμενα δε γίνετα ι να πα ρ α σ τα θ εί χο)ρίς να βιωθεί από το υποκ εί μενο. Ε πιπλέον, η ιδέα του κατωφλιού προϋποθέτει έναν τρόπο ενεργεια κή ς παρατήρησης, σύμφωνα με τον οποίο η συνείδηση ψυχικών περιεχομ ένω ν εξαρτάται ουσιαστικά από την έντασή τους, δηλαδή την ενέργειά τους. Εφόσον 29
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
απαιτείται συγκεκριμένη ένταση προκειμένου να περάσει κ άποιο ερ έθισ μα το κατώφλι, μπορούμε δικαιολογημένα να υποθέσουμε ότι και άλλα ψυχικά περ ιεχόμ ενα που περνούν στη συνείδηση κατέχουν ένα υψηλότερο ενεργειακό δυναμικό ενέργειας. Με μικρό ενεργειακό δυναμικό π α ραμένουν υποσυνείδητα, όπως οι ανάλογες αντιληπτικές αισθήσεις. Ό π ω ς επισήμανε ήδη ο Λιψ, η πρώτη αντίρρηση εκμη δενίζεται από το γεγονός ότι η ψυχική δια δικασ ία π α ρ α μένει ουσιαστικά η ίδια, είτε «παριστάνεται» είτε όχι. Ό ποιος δέχετα ι τη θέση ότι τα φαινόμενα της συνείδησης συνθέτουν το σύνολό της ψυχής, π ρ έπ ει να προχω ρήσει περισσότερο και να πει ότι «παραστάσεις που δεν έχου με»4 δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται «παραστάσεις». Ο φείλει επίσης να α ρ νη θεί πως οτιδήποτε περισσεύει κ α τέ χει οποιαδήποτε ψυχική ιδιότητα. Σύμφωνα με μια τόσο άκαμπτη άποψη, η ψυχή μπορεί. να υ π ά ρ χ ει μόνο με το φ α ν τ α σ μ α γ ο ρ ικ ό τ ρ ό π ο που χ α ρ α κ τ η ρ ίζ ε ι τα εφ ή μ ερ α ιραινόμενα της συνείδησης. Αυτή η άποψη δεν εξισώνεται με τη συνήθη εμπειρία, η οποία είναι υπέρ μιας πιθανής ψυχικής δραστηριότητας χωρίς τη συνείδηση. Η ιδέα του Λιψ για την ύπαρξη ψυχικών διαδικασιώ ν δικαιώνεται, α πό τα γεγονότα. Δε θα προσπαθήσω να αποδείξω αυτή τη θέση, αλλά θα αρκεστώ να α να φ έρ ω πως ως τώρα κανένα λογικό άτομο δεν αμφέβαλε για την ύπαρξη ψυχικοόν δ ια δικασιών σε ένα σκύλο, αν και κανείς σκύλος, α π ’ό,τι, γ ν ω ρίζουμε, δεν εξέφ ρα σ ε ποτέ συνειδητοποίηση των ψ υχι κών περ ιεχομ ένω ν του5.
30
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αναπαράγω εδ(ό ό,τι λέει, ο Ουίλιαμ Τζέιμς (William Ja mes) σχετικά με τη σημαντικότητα της ανακάλυψης της α συνείδητης ψυχής ( Varieties o f Religious Experience Νέα Ύόρκη 1902 σ. 233): «Δεν μπορώ παρά να πιστεύω ότι το βήμα προόδου στην ψυχολογία, από τότε που ήμουν σπου δαστής αυτής της επιστήμης, είναι η ανακάλυψη που πρωτοέγινε το 1886, ότι... δεν υπάρχει μόνο η συνείδηση του συνηθισμένου πεδίου, με το συνηθισμένο κέντρο της και όρια, αλλά και μια πρόσθετη ομάδα αναμνήσεων, σκέψε ων και αισθημάτων, τα οποία είναι εκτός ορίων και, εντε λώς έξω από την αρχική συνείδηση, αλλά όμως πρέπει να καταταχτούν ως συνειδητά γεγονότα κάποιου είδους, ικα νά να επιδειχθούν με αλάθητα σημάδια. Το κατονομάζω σαν το σημαντικότερο βήμα προόδου επειδή, αντίθετα α πό άλλες προόδους της ψυχολογίας, τούτη η ανακάλΐ'ψη μας αποκάλυψε μια εντελώς απρόσμενη ιδιομορφία στην κράση της ανθρώπινης φύσης. Κανένα άλλο βήμα προό δου δεν μπορεί να προβάλλει μια τέτοια αξίωση». Η ανα κάλυψη του 1886, στην οποία αναφέρεται ο Ί'ζέιμς, είναι η προϋπόθεση μιας «υποσυνείδητης συνείδησης» από το Φρέντρικ Γ. X. Μάγιερς (Frederic W. II. Myers). 2. Κάποτε ένας μαθηματικός παρατήρησε ότι roc πάντα στην επιστήμη είναι ςπιαγμένα από τον άνθρωπο εκτός από τους αριθμούς, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από τον ίδιο το Θεό. 3. Ο Γ. X. Λιουζ (G. Η. Lewes) (The Physical Basis of Mind, Λονδίνο, 1877) τα θεωρεί όλα αυτά δεδομένα. Για παρά δειγμα στη σελ. 358 λέει: «II επιστήμη έχει ποικίλους τρό πους και βαθμούς όπως η Αντίληψη, η Σύλληψη Ιδεών, το 31
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
Αίσθημα, η Βούληση, που μπορούν να είναι συνειδητοί, υποσυνείδητοι και ασυνείδητοι.» Στη σελ. 363: «Η Συνεί δηση και η Ασυνειδησία συσχετίζονται, ανήκοντας και οι δύο στη σφαίρα της Αίσθησης. Κάθε μια από τις ασυνεί δητες διαδικασίες είναι λειτουργική, αλλάζει τη γενική κατάσταση του οργανισμού και είναι ικανή να διαθέσει αμέσως μια αίσθηση διάκρισης, όταν διαταραχθεί η δύνα μη που την εξισοροπεί». Στη σελ. 376 «Υπάρχουν πολλές ακούσιες πράξεις, οι οποίες είναι σαφώς συνειδητές και πολλές εκούσιες πράξεις, οι οποίες είναι ενίοτε ασυνεί δητες ή υποσυνείδητες... Ό π ω ς ακριβώς η σκέψη που άλ λοτε είναι υποσυνείδητη και άλλοτε συνειδητή είναι αφεαυτού η ίδια... το ίδιο και η πράξη που άλλοτε είναι ε κούσια και άλλοτε ακούσια είναι αφεαυτού η ίδια πρά ξη». Σίγουρα ο Λιουζ το παρατραβά λέγοντας (σελ. 373): «Δεν υπάρχει καμία πραγματική και ουσιαστική διαφορά μεταξύ εκουσίων και ακούσιων ενεργειών». Μερικές φο ρές υπάρχει τεραστία διαφορά. 4. Φέχνερ, προαν. έργο Τόμος II σελ. 438 κ.ε. 5. Δεν υπολογίζω τον «Έξυπνο Χανς» και άλλα «ομιλούντα» ζώα. [Ο «Έ ξυπνος Χανς» ήταν ένα από τα διάσημα εκ παιδευμένα άλογα του Έλμπερφελντ, που απαντούσε σε μαθηματικές ερωτήσεις χτυπώντας την οπλή του].
32
3 Η ΑΠΟΣΥΝΑΥΑΣΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Δεν υπάρχει, κ ά ποιος a priori λόγος να υποθέσουμε ότι οι ασυνείδητες δια δικ ασ ίες πρ έπει να έχουν αναμφίβολα κ ά ποιο σκοπό, όπως δεν υ π ά ρ χει και λόγος να αμφισβη τούμε την πραγματικότητα των ψυχικών διαδικασιών. Ομολογουμένως το πρόβλημα μεγαλώνει όταν υποθέτουμε α συνείδητες π ρ ά ξεις της θέλησης. Αν δεν είναι απλώς θ έ μα «ενστίκτων» και «τάσεων», αλλά σκοπούμενης «επιλο γής» και «απόφασης», που ταιριάζει άλλωστε στη θέληση, τότε δε γίνετα ι να παρακάμψουμε την ανάγκη για ένα ε λεγχόμενο υποκείμενο στο οποίο κάτι «παρίσταται». Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν εξορισμού σαν να στεγάζαμε τη συ νείδηση στο ασυνείδητο, αν και αυτό είναι ένα νοητικό εγχείρημα που δεν πα ρουσιά ζει ιδιαίτερες δυσκολίες για τον ψ υχο π α θ ο λό γο . Ε ίνα ι εξοικειω μένος με ένα ψυχικό φαινόμενο, το οποίο δείχνει εντελώς άγνωστο για την «α καδημαϊκή» ψυχολογία, δηλαδή την αποσυνδυαστική ικ α νότητα της ψυχής. Τούτη η ιδιαιτερότητα προκύπτει από το γεγονός ότι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα, στις ψυχικές δια δικ α σ ίες τελεί υπό όρους. Οι ασυνείδητες διαδικασίες είναι ενίοτε ανεξάρτητες από τις εμπειρίες του συνειδητού 33
ΕΙΣΑ ΓΩΓΗ ΣΤΗ Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο ΓΙΑ
νου. Και, οι συνειδητές διαδικασίες, όμως, δείχνουν με τη σειρά τους μια σαφή χαλάρω ση ή ασυνέχεια. Ό λ ο ι γν ω ρ ίζο υ μ ε τους π α ρ α λ ο γ ισ μ ο ύ ς που π ρ ο κ ύ π το υ ν α π ό συ μπλέγματα, τους οποίους μπορούμε να παρατηρήσουμε με μεγάλη α κ ρίβ εια στο πείρ αμ α των συνειρμών. Ό π ω ς α κ ρ ι βώς συμβαίνουν αληθινά τα περιστατικά διπλής συνείδη σης που αμφισβητούσε ο Βουντ, έτσι συμβαίνουν και π ε ριστατικά κατά τα οποία δε διχάζεται ολόκληρη η πρ ο σ ω πικότητα, π α ρ ά μόνο μικρότερα τμήματα, και μάλιστα σε μεγαλύτερη έκταση. Άποτελούν μια μακροχρόνια εμπειρία του α νθρώ πινου είδους, η οποία αντανακλάται στην π α γκόσμια θ εω ρ ία της υπάρξης ενός πλήθους ψυχών στο ίδιο άτομο. Ό π ω ς δείχνει και το πλήθος των ψυχικών συστα τικών που γίνονται αισθητά σε πρωτόγονο επίπεδο, στο αρ χικ ό στάδιο οι ψ υχικ ές δ ια δ ικ α σ ίες συνδέονται πολύ χ α λαρ ά δίχως αυτοτελή ενότητα. Επίσης, η ψυχιατρική ε μπειρία υ π οδεικ νύει ότι συχνά είναι πολύ εύκολο να κλο νιστεί η ενότητα της συνείδησης, που οικοδομήθηκε με τό σους κόπους κατά τη διά ρ κεια της ανάπτυξης, και να α να λυθ εί στα αρ χικ ά της στοιχεία. Αυτή η αποσυνδυαστική ικανότητα μας π α ρ έχει επίσης τη δυνατότητα να παραμερίσουμε τις δυσκολίες που α π ο ρ ρέουν από τη λογικά α να γκ α ία υπόθεση ενός κατωφλιού της συνείδησης. Αν ευσταθεί το γεγονός ότι, τα συνειδητά περ ιεχό μ ενα γίνονται υποσυνείδητα μέσω της απώλειας ε νέρ γεια ς και αντίστροφα, τότε, αν είναι δυνατές ασυνεί δητες π ρ ά ξεις βούλησης, συνεπάγεται, ότι κατέχουν εκείνο το ενερ γεια κ ό δυναμικό που τους π α ρ έχει τη δυνατότητα να καταστούν συνειδητές. Επίσης, είναι δυνατόν να επι τύχουν μια κατάσταση δευτερεύσυσας συνείδησης, η ο ποί α συνίστασται στην «παράσταση» της ασυνείδητης δ ια δ ι κασίας σε ένα υποσυνείδητο υποκείμενο, το οποίο επιλέ γει και αποφασίζει.. Λυτή η δια δικ α σ ία πρ έπει απαραι34
Η Α Π Ο ΣΥ Ν ΔΥ Α ΣΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ Τ Η Σ Ί Ύ Χ Η Σ
τήτως να κ ατέχει όλη την απαιτοΰμενη ενέργεια προκειμένου να επιτύχει ένα τέτοιο επίπεδο συνείδησης. Με άλ λα λόγια είναι βέβαιο ότι τελικά θα φθάσει στο «σημείο έκρηξής» τ ο υ 1. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, προκύπτει η ερώτηση γιατί η ασυνείδητη δια δικ ασ ία δεν περ νά αμέσως το κατώφλι και δεν την αντιλαμβάνεται, το εγώ; Εφόσον δε γίνεται κ ά τι τέτοιο αλλά πα ρ α μ ένει αιωρούμενη στην επικράτεια ε νός υποσυνείδητου δευτερεύοντος υποκειμένου, χ ρ ε ιά ζ ε ται να εξηγήσουμε γιατί αυτό το υποκείμενο, το οποίο εί ναι εξ νποθέσεω ς φορτισμένο με αρκετή ενέργεια για να γίνει συνειδητό, δεν περ νά με τη σειρά του το κατώφλι και δεν ενώ νεται με την πρωτογενή συνείδηση του εγώ. Η ψ υχοπα θ ολογία έχει το απαιτούμενο υλικό για να απαντή σει σε τούτο το ερώτημα. Αυτή η δευτερεύουσα συνείδηση α ντιπ ρ ο σ ω π εύ ει ένα συστατικό τμήμα της προσω πικότη τας, το οποίο δια χω ρ ίζετα ι α πό τη συνείδηση του εγώ εξαιτίας συγκεκριμένω ν παραγόντω ν και όχι τυχαία. Μια τέτοια διάσπαση έχει δύο πλευρές. Στη μια περίπτωση υφίσταται ένα συνειδητό περιεχόμενο, το οποίο κ α τα π ιέ στηκε και έγινε ασυνείδητο εξαιτίας της ασύμβατης φύσης του. Στην άλλη περίπτωση το δευτερεύον υποκείμενο αντι πρ οσ ω πεύει ουσιαστικά μια δια δικασ ία που ποτέ δεν εισήλθε στη συνείδηση, επειδή εκεί δεν υπήρχαν δυνατότη τες για να κατανοηθεί. Δηλαδή, η συνείδηση του εγώ δεν μπορεί να το δεχτεί, επειδή δεν μπορεί να το κατανοήσει και κ ατά σ υνέπεια πα ρ α μ ένει ως επί το πλείστον υποσ υ νείδητο, αν και από ενεργειακής άποψης είναι απολύτως ικανό να γ ίν ε ι συνειδητό. Δ εν οφ είλει την ύπαρξή του στην καταπίεση, αλλά σε υποσυνείδητες διαδικασίες. Ό μως, επειδή και στις δύο περιπτώ σεις υπ ά ρ χει αρκετή ε ν έρ γ εια γ ια να καταστεί εν δυνάμει συνειδητό, το δευτε ρεύον υποκείμενο επιδρ ά στη συνείδηση του εγώ —έμμε-
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
ou ή, όπως λέμε, «συμβολικά», αν και η έκφραση δεν εί ναι τόσο πετυχημένη. Το θέμα είναι ότι τα περιεχόμ ενα που εμφ ανίζονται στη συνείδηση είναι αρχικώ ς σνμπτω μ α τικ ά . Από ό,τι γνωρίζουμε ή πιστεύουμε πως γνω ρίζου με, όσον α φ ο ρ ά το αντικείμενο α να φ ορ ά ς είναι σημειω τι κά, αν κ α ι η φροϊδική φιλολογία χρησ ιμοποιεί διαρκώς τον όρο «συμβολικά», αδια φ ορώ ντα ς για το γεγονός ότι στην πραγματικότητα τα σύμβολα εκφράζουν πάντα εκεί νο που όε γνω ρίζουμε. Τ α συμπτωματικά περιεχόμ ενα εί να ι εν μέρει συμβολικά, όντας οι έμμεσοι αντιπρόσωποι ασυνείδητω ν καταστάσεω ν ή διαδικασιώ ν, των οποίων τη φύση μόνον ατελώς μπορούμε να συμπεράνουμε και να αντιληφθούμε από τα περ ιεχό μ ενα που εμφανίζονται στη συνείδηση. Επομένως, είναι πιθανό το ασυνείδητο να α ποτελεί καταφύγιο για π ερ ιεχό μ ενα επαρκώ ς φορτισμένα με ενέργεια, τόσο ώστε να γίνονται αντιληπτά από το εγώ κάτω από δια φ ο ρ ετικ ές συνθήκες. Στην πλειοψηφία των περιστατικών τα περ ιεχόμ ενα δεν είναι καταπιεσμένα, αλ λά δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιηθεί υποκειμενικά, όπως οι δαίμονες και οι θεοί των πρωτόγονων ή οι λέξεις που τελειώνουν σε «ισμός», στις οποίες πιστεύει τόσο φ α ν α τι κά ο σ ύγχρονος άνθρω πος. Μ ια τέτοια κατάσταση δεν εί να ι ούτε παθολογική, ούτε περίεργη' αντίθετα είναι ο α ρ χικός τύπος, ενώ η ψυχική ολότητα που περιλαμβάνεται στην ενότητα της συνείδησης είναι ένας ιδεώδης στόχος που ως τώ ρα δεν έχει ποτέ επιτευχθεί. Δ ικαιολογημένα συνδέουμε τη συνείδηση, κ α τ’ α να λο γία, με τις λειτουργίες αίσθησης, από τη φυσιολογία των οποίων α π ο ρ ρ έει η όλη ιδέα του «κατωφλιού». Οι συχνό τητες του ήχου που αντιλαμβάνεται το ανθρώ πινο αυτί, κυ μαίνονται α πό 20 ως 20.000 δονήσεις το δευτερόλεπτο. Τα μήκη κιίματος του φωτός, ορατά στο μάτι, κυμαίνονται από 7.700 ως 3.900 μονάδες angstrom. Τούτη η αναλογία μας 36
Η Α Π Ο Σ Υ Ν Δ Υ Α Σ Τ Ι Κ Η ΙΚ Α Ν Ο Τ Η Τ Α Ί Ί Ι Σ Ί ’ΥΧ ΙΙΣ
καθιστά ικανούς να κατανοήσουμε το γεγονός πως υπά ρ χει ένα κατώτερο καθώ ς και ένα ανώτερο κατώφλι για τα ψυχικά συμβάντα. Συνεπώ ς η συνείδηση, το κατεξοχήν α ντιληπτικό σύστημα, είναι δυνατόν να συγκριθεί με την α ντιληπτική κλίμακα του ήχου ή του φωτός, διαθέτοντας μά λιστα κ α τ’ α να λογία κατώ τερο και ανώτερο όριο. Ί σ ω ς μπορούμε να επεκτείνουμε αυτή τη σύγκριση γενικά στην ψυχή. Κάτι τέτοιο δεν είναι αδιανόητο αν υπάρχουν «ψυχοειδείς» δια δικ α σ ίες και στα δύο άκρα της ψυχικής κλί μακας. Σύμφω να με την αρχή «natura non facit salt us» (η φύση δεν κάνει άλματα) μια τέτοια υπόθεση δεν είναι ε ντελώς άτοπη. Χ ρ η σ ιμ οποιώ ντα ς τον όρο «ψυχοειδής» γνωρίζω πως έρχομαι σε σύγκρουση με την έννοια της ίδιας ονομασίας που πρόβαλε ο Ντρις (Driesch). Με τη λέξη «ψυχοειδής» εκείνος εννοεί την κατευθυντήρια αρχή, «την ειδοποιό α ντίδραση», «προσδοκώμενη δυνητικότητα» του σπερματι κού στοιχείου. Ε ίνα ι ο «στοιχειώδης παράγοντας που α να κ α λύπτετα ι στην πρά ξη»2 η «ενδελέχεια πραγματικώ ν π ρ ά ξεω ν » 3. Ό π ω ς ορθά τόνισε ο Ό ι γ κ ε ν Μπλέλερ (Eugen Bleuler), η ιδέα του Ντρις είναι μάλλον φιλοσοφική παρά επιστημονική. Ο Μ πλέλερ από την άλλη χρησιμοποιεί την έκφραση «die Psychoide»4 σαν ουσιαστικό κυρίως για τις υ π ο φ λ ο ιώ δ ε ις δ ια δ ικ α σ ίε ς , επειδή α φ ορ ούν βιολογικές «λειτουργίες προσ αρμογής». Α νά μεσ α σε αυτές τις λει τουργίες ο Μ πλέλερ κατατάσσει «τα αντανακλαστικά και την ανάπτυξη των ειδών». Το καθορίζει ως εξής: «Η Ψνχοειόής είναι το άθροισμα εκούσιων, μνημονικών, ζωτικών λειτουργιών, καθώ ς και εκείνων του κεντρικού νευρικού συστήματος, εξαιρουμένω ν των λειτουργιών του εγκεφ αλι κού φλοιού, που έχουμε πάντα τη συνήθεια να θεωρούμε ψ υχικές»5. Αλλού λέει: «Το ψυχικό-σώμα του ατόμου και η φυλετική ψυχή σχηματίζουν μια ενότητα, την οποία για 37
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
τους σκοπούς της πα ρούσα ς μελέτης μας μπορούμε κάλλιστα να την ονομάσουμε «Ψ νχοειόή». Κοινά στοιχεία της Ψ υχοειόυύς κα θώ ς και της ψυχής είναι... η βούληση και η χρησιμοποίηση 'προηγουμένων εμπειριών., προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος. Κάτι τέτοιο περιλαμβάνει τη μνήμη (καταγραφ ή και εκφορά) και το συνειρμό, συνεπώς κάτι ανάλογο προς τη σκέψη»6. Αν και είναι ξεκ ά θ α ρ ο τι σημαίνει η λέξη «Ψνχοειόής», πρακτικά σ υγχέετα ι συχνά με την «ψυχή», όπως δείχνει το προηγούμενο α πόσ πασ μα Αλλά δεν είναι καθόλου ξεκ ά θαρο γιατί οι λειτουργίες του υποφλοιού, που υποτίθεται ότι ορίζει, π ρ έπ ει να π ερ ιγρ ά φ οντα ι ως «φαινομενικά ψ υ χικές». Η σύγχυση π ρ ο έρ χετα ι από την οργανολογική ά ποψη, αισθητή ακόμη στον Μπλέλερ, η οποία εργάζεται με έννοιες όπω ς «φλοιώδης» και «μυελική ψυχή» και π α ρουσ ιά ζει σαφή τάση να αντλεί τις αντίστοιχες ψυχικές λειτουργίες α πό αυτά τα μέρη του εγκεφάλου, αν και είναι η λειτουργία που δημιουργεί το δικό της όργανο και το διατηρεί ή το διαμορφώ νει. Η οργανολογική θέση έχει το μειονέκτημα να υπολογίζει σαν ψυχικές όλες τις σκόπιμες δραστηριότητες, εγγενείς στη ζώσα ύλη, με αποτέλεσμα η «ζωή» και η «ψυχή» να εξισώνονται, όπως και κατά τη χρήση των λέξεων «φυλετική ψυχή» και «αντανακλαστι κά» από τον Μπλέλερ. Ε ίναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αναλογιστούμε μια ψυχική λειτουργία α ν ε ξάρτητα από το όργανό της, αν και στην πραγματικότητα βιώνουμε την ψυχική δια δικ ασ ία ξέχω ρα από τη σχέση της με το ορ γα νικό υπόστρωμα. Για τον ψυχολόγο, όμως, το σύνολο αυτών των εμπειριών αποτελεί αντικείμενο έρευ νας, και για αυτόν το λόγο χρ ειά ζετα ι να αναζητήσει μια ορολογία δανεισμένη από την ανατομία. Αν και χρησιμο ποιώ τον όρο «ψυχοειδής»7, το κάνω με τρεις επιφυλάξεις: πρώτον τον χρησιμοποιώ ως επίθετο και όχι ως ουσιαστι 38
Η Α Π Ο ΣΥ Ν ΔΥ Α ΣΤΙΚ Η ΙΚΑ ΝΟΤΗΤΑ ΤΗ Σ Ί Ύ Χ Η Σ
κό· δεύτερον, δεν υπονοώ καμία ψυχική ιδιότητα με την αληθινή σημασία της λέξης, αλλά μία «φαινομενικά ψ υ χική», σαν αυτή που κατέχουν οι α ντανακλαστικές λει τουργίες' και τρίτον, έχει σαν σκοπό να διαχοίρίσει μια κατηγορία συμβάντων από τα απλά ζωτικά φαινόμενα και τις συγκεκριμένες ψυχικές διαδικασίες. Ο τελευταίος α υ τός διαχω ρισμός μας υποχρ εώ νει επίσης να καθορίσουμε σα φέσ τερα τη φύση και την έκταση της ψυχής, ειδικά της ασυνείδητης ψυχής. Αν το ασυνείδητο μπορεί να π ερ ιέχει όσα γνωρίζουμε σαν λειτουργίες της συνείδησης, τότε αντιμετοοπίζουμε την πιθανότητα ότι και αυτό, όπως και η συνείδηση, κατέχει ένα υποκείμενο, ένα είδος εγώ. Τούτο το συμπέρασμα εκ φ ρ ά ζ ε τ α ι στη συνήθη κ α ι δ ια ρ κ ώ ς επ α να λ α μ β α ν ό μ εν η χρήση του όρου «υποσυνείδηση». Ο δεύτερος όρος ε π ιδ έ χεται παρερμηνειώ ν, καθώ ς είτε σημαίνει αυτό που βρί σκεται, «κάτω από τη συνείδηση» ή αξιώνει μια «κατώτε ρη» και δευτερεύουσα συνείδηση. Ταυτοχρόνα, αυτή η υ ποθετική «υποσυνείδηση»8 α π ο κ α λ ύ π τ ε ι το π ρ α γ μ α τικ ό θέμα του επιχειρήματος μου. Δηλαδή, το γεγονός ότι συ νυ π ά ρ χ ει με τη συνείδηση ένα δεύτερο ψυχικό σύστημα. Ά σ χ ε τ α με τις ιδιότητες που υποψιαζόμαστε ότι διαθέτει, έχει εντελώς επαναστατική σημασία,, γιατί μπορεί να αλ λάξει, δραστικά την άποψή μας για τον κόσμο. Ακόμη και, να μετας)έρονταν μόνον οι αντιλήψεις που λαμβάνουν χ ώ ρα σε ένα τέτοιο ψυχικό σύστημα στη συνείδηση του εγο5, θα είχαμε τη δυνατότητα να διευρύνουμε πολύ τα όρια του νοητι,κού μας ορίζοντα. Από τη στιγμή που θα σκεφτούμε σοβαρά την υπόθεση του ασυνείδητου, συνεπάγεται ότι η άποψή μας για τον κόσμο μπορεί να είναι μόνον προσωρινή. Γιατί., αν ε π ιφ έ ρουμε μια τόσο δραστική τρυποποίηση στο υποκείμενο της αντίληψης και. γνώσης, όπως υπονοεί αυτή η διπλή εστία 39
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
ση, το αποτέλεσμα θα π ρ έπ ει να είναι μια άποψη για τον κόσμο εντελοδς διαφορετική από οποιαδήπστε προηγούμενη. Τούτο ισχύει μόνο αν αληθεύει η υπόθεση για το ασυ νείδητο. Αυτή με τη σειρά της μπορεί να επαληθευτεί μόνο αν είναι δυνατόν να μετατραπουν σε συνειδητά τα ασυνεί δητα περ ιεχόμ ενα . Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η δια τά ραξη που α π ο ρ ρ έ ε ι από το ασυνείδητο, τα αποτελέσματα των αυθόρμητων εκδηλώσεων που προκαλουν τα όνειρα, οι φαντασ ιώ σ εις και τα συμπλέγματα, μπορούν επιτυχώς να συγκεραστούν στη συνείδηση μέσω της ερμηνευτικής μεθόδου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τζέιμς, Varieties o f Religious Experience σ. 232. 2. Χανς A. E. Ντρις, The Science and Philosophy o f the Or ganism (Λονδίνο, 1908), Τομ. II, σ. 82., 3. Ίδιο, σ. 231. 4. Στο Die Psychoide als Prinzip der organischen Entwicklung (Βερολίνο, 1925), σ. 11. Πρόκειται για ένα ουσιαστι κό γένους θηλυκού στον ενικό αριθμό, που προφανώς δημιουργήθηκε σε αναλογία προς την έννοια Ψυχή (ψυχοειδής = «προσομοιάζει της ψυχής»). 5. Ίδιο, σ. 11. 6. Ίδιο, σ. 33. 7. Μπορώ να επωφεληθώ της λέξης «ψυχοειδής» επειδή, αν και τη χρησιμοποιώ με μια διαφορετική αντίληψη, παρόλα αυτά σ κ ια γρα φ εί την ίδια περίπου ομάδα φαινομένων που είχε κατά νου ο Μπλέλερ. 8. Ιδιαίτερα αντιτίθενται σε αυτή την «υπερσυνείδηση» οι άνθρωποι που υπόκεινται στην επιρροή της Ινδικής φιλο σοφίας. Συνήθως δεν κατορθώνουν να εκτιμήσουν ότι η αντίρρησή τους αφορά μόνο την υπόθεση μιας «υποσυνείδησης», το διφορούμενο όρο της οποίας αποφεύγω να χρησιμοποιώ. Από την άλλη, η άποψή μου για το α σ υ ν ε ί δητο αφήνει εντελώς ανοικτό το ερώτημα του «πάνω» ή «κάτω», καθώς αγκαλιάζει και τις δύο πλευρές της ψυχής.
41
4 ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΚΑΙ ΘΕΑΗΣΗ
Ενώ κατά τη δ ιά ρ κ εια του δέκατου ένατου αιώ να η κυ ρία φροντίδα ήταν να τεθ εί το ασυνείδητο σε φιλοσοφική βά ση 1, προς το τέλος εκείνου του αιώ να έγιναν διά φορες π ρ ο σ π ά θ ειες σε δια φ ορ ετικ ά μέρη της Ευρώπης, λίγο-πολύ ταυτόχρονα και ανεξάρτητα η μία από την άλλη, προκειμένου να κα τα νοη θεί το ασυνείδητο πειραμ ατικά ή ε μπειρικά. Οι πρω τοπόροι σε. αυτόν τον τομέα ήταν ο Πιέρ Ζ α ν έ 2 στη Γ’αλλία και ο Σίγκμουντ Φρόιντ3 στην Αυστρία. Ο Ζ α νέ έγινε διάσημος για τις έρευνές του επί της τυπικής άποψης, ο Φ ρόιντ για τις έρ ευνές του στο περιεχόμ ενο των ψυχογενο)ν συμπτωμάτων. Εδώ, δεν είμαι σε θέση να π ερ ιγρ ά φ ω λεπτομερώς τη μεταμόρφωση των ασυνείδητων περιεχομένω ν σε συνειδη τά, για αυτό οφείλω να αρκεστώ σε νύξεις. Αρχικά, η δ ο μή των ψ υχογενώ ν συμπωμάτων ερμηνεύθηκε επιτυχώς με βάση την υπόθεση των ασυνείδητων διαδικασιών. Ο Φ ρ όι ντ, ξεκινώ ντας από τη συμπτίοματολογία των νευρώσεων δημιούργησε μια πειστική υπόθεση για τα όνειρα σαν με σολαβητές ασυνείδητο.)',' π εριεχομ ένω ν. Ό σ α ερμήνευσε ως π ερ ιεχό μ ενα του ασυνείδητου φάνηκαν, από πρώτης ά ποψης, ότι αποτελούνταν από στοιχεία προσωπικής φύσης, που μπορούσαν κάλιστα να βρίσκονται στη συνείδηση και 42
Ε Ν Σ Τ ΙΚ Τ Ο ΚΑΙ ΘΕΛΗΣ1Ι
επομένως είχαν υ π ά ρ ξει συνειδητά κάτω από άλλες συν θήκες. Του φάνηκε ότι είχαν «καταπιεστεί» λόγω της ηθι κά ασύμβατης φύσης τους. Συνεπώς, σαν ξεχασμένα π ε ριεχόμ ενα υπή ρξαν στο παρελθόν συνειδητά και έγιναν υ ποσυνείδητα. Επίσης, ήταν λίγο-πολύ μη ανακτήσιμα, εξαιτίας της α ντενέργεια ς που ασκείται από τη στάση του συνειδητού νου. Συγκεντρώ νοντας κατάλληλα την προσοχή και επιτρέποντας στον εαυτό μας να οδηγηθεί από συνειρ μούς —δηλαδή, από υποδείξεις που υπάρχουν ακόμη στη συνείδηση— η συνειρμική επανάκτηση των χαμένων π ε ρ ιε χ ο μ έ ν ο υ πρ οχώ ρ η σ ε όπως σι μνημονοτεχνικές ασκή σεις. Ό μ ω ς , ενώ τα ξεχασμένα περιεχόμ ενα ήταν μη α ν α κτήσιμα λόγω της μειωμένης ενεργειακής τους αξίας, τα κα τα πιεσ μ ένα περ ιεχόμ ενα όφειλαν τη σχετική μη ανάκτη σή τους σε ένα εμπόδιο που έθετε ο συνειδητός νους. Η αρχική ανακάλυψη οδήγησε λογικά στην ερμηνεία του ασυνείδητου σαν φαινόμενο αντίληψης, που θα γινό ταν κατανοητό με όρους της προσωπικότητας. Τα π ε ρ ιε χ ό μενα του ήταν χα μένα στοιχεία, πρώην συνειδητά. Ο Φρόιντ α ναγνώ ρισ ε α ρ γότερ α τη συνεχιζόμενη ύπαρξη α ρ χ α ί ων υπολειμάτων με τη μορφή πρωτόγονων μεθόδων λει τουργίας, αλλά ακόμη και αυτά ερμηνεύθηκαν με όρους της προσωπικότητας. Από αυτή την άποψη η ασυνείδητη ψυχή εμφ ανίζεται σαν υποσυνείδητη προσθήκη του συνει δητού νου. Τα περ ιεχόμ ενα που ανύψωσε ο Φρόιντ στη συνείδηση είναι εκείνα που ανακτώνται ευκολότερα, επειδή έχουν τη δυνατότητα να γίνουν συνειδητά και ήταν α ρχικά συνειδη τά. Το μόνο πρ ά γμα που αποδεικνύουν, σε σχέση με την ασυνείδητη ψυχή, είναι ότι υπάρχει μια ψυχική λήθη κ ά που πέρ α από τη συνείδηση. Ξεχασμένα περιεχόμ ενα που μπορ ούν ακόμη να α να κ τη θ ούν, α π ο δ εικ νύ ο υ ν το ίδιο. Τούτο δε θα μας έλεγε τίποτα σχετικό με τη φύση της α 43
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
συνείδητης ψυχής, αν δεν υπήρχε αναμφίβολα ένας σύν δεσμος ανά μεσ α στα ψυχικά περ ιεχόμ ενα και τη σφαίρα των ενστίκτων. Θ εω ρούμε την τελευταία ως φυσιολογική, γενικά σαν μια λειτουργία των αδένων. Η σύγχρονη θ εω ρία των εσωτερικών εκκρίσεων και των ορμονών π α ρ έχει τη μεγαλύτερη υποστήριξη σε αυτή την άποψη. Ό μ ω ς , η θεο)ρία των α νθ ρ ώ π ιν ω ν ενστίκτων βρίσκεται σε κάπως λεπτή θέση, επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολο όχι μόνο να καθορίσουμε νοητικά τα ένστικτα, αλλά και να κ α θ ο ρ ί σουμε τον αριθμό και τους περιορισμούς τους4. Επί του θέματος οι γνώμες διχάζονται. Το μόνο που μπορεί να ε ξα κ ρ ιβ ω θ εί με κ ά π ο ια βεβαιότητα, είναι ότι τα ένστικτα διαθέτουν μια σωματική και μια ψυχολογική όψη5. Ευρέως έχει επικρατήσει η άποψη του Πιέρ Ζ α νέ για το «partie superieure et inferieure d'une fonction» (ανώτερο και κ ατώ τερο τμήμα μιας λειτουργία ς)6. Το γεγ ο νό ς ότι όλες οι ψυχικές διαδικασίες που είναι δυνατόν να παρατηρηθούν και να βιωθούν είναι κατά κ ά ποιο τρόπο πρ ο ο δεμ έν ες σε ένα οργανικό υπόστρωμα, υ ποδηλώνει ότι είναι α ρθρω μένες με τη ζωή του ο ρ γα νι σμού σαν συνόλο και συνεπώς συμμετέχουν στο δυναμι σμό του — με άλλα λόγια κατέχουν ένα μερίδιο από τα ένστικτα ή συνιστούν το αποτέλεσμα της δράσης τους. Με αυτό δεν εννοούμε ότι η ψυχή πρ οέρ χεται αποκλειστικά από τη σ φ α ίρ α των ενστίκτων και το οργανικό υπόστρωμά της. Η ψυχή σαν τέτοια δεν μπορεί να ερμηνευθεί με χ η μικούς, βιολογικούς όρους επειδή, μαζί με την ίδια τη «ζω ή», είναι ο μόνος «φυσικός παράγοντας» ικανός να μετα τρ έπ ει στατιστικές ορ γα νώ σ εις οι οποίες υπόκεινται σε φυσικούς νόμους σε «ανώτερες» ή «μη φυσικές» καταστά σεις, σε αντίθεση προς τον κα νόνα της εντροπίας που διέπει το α νόρ γα νο βασίλειο. Δε γνωρίζουμε πώς π α ρ ά γ ει η ζωή περ ίπλοκα οργα νικά συστήματα από ανόργανη ύλη, 44
Ε Ν Σ Τ ΙΚ Τ Ο ΚΑΙ 0 Η Λ Π Σ Ι Ι
αν και έχουμε άμεση εμπειρία πώς κάνει κάτι τέτοιο η ψυχή. Ά ρ α η ζωή έχει ένα δικό της συγκεκριμένο νόμο, τον οποίο δεν μπορούμε να συμπεράνουμε από τους γν ω στούς ψυσικούς νόμους. Ακόμη και έτσι η ψυχή είναι ως ένα βαθμό εξαρτημένη από τις διαδικασίες του οργανικού υποστρώματος. Ε ίνα ι πολύ πιθανό να έχουν έτσι τα π ρ ά γ ματα. Η βάση του ενστίκτου κυβερνά το partie inferieure (κατώτερο μέρος) της λειτουργίας, ενώ το partie superieure (ανώτερο μέρος) ανταποκρίνεται στο υπερισχύον «ψυχι κό» συστατικό. To partie inferieure δείχνει ότι είναι το σ χε τικά αναλοίωτο, αυτόματο μέρος της λειτουργίας και το partie superieure το εκούσιο και αναλοίωτο τμήμα της7. Τ ώ ρ α προκύπτει το ερώτημα: πότε δικαιούμαστε να μι λάμε για «ψυχικό» και πώς καθορίζουμε γενικά το «ψυχι κό» ως διαφορετικό από το «σωματικό»; Και. τα δύο είναι ζωικά φαινόμενα. Δ ιαφέρουν, όμως, στο ότι το λειτουργι κό συστατικό που χαρακτηρίζεται σαν partie inferieure έχει μια σαφώς σωματική πλευρά. Η ύπαρξή του ή μη φαίνεται εξαρτημένη από τις ορμόνες. Η λειτουργία του έχει εξωθητικό χαρακτήρα, από όπου και η ονομασία «παρόρμηση». Ο Ρίβερς (Rivers) βεβαιώ νει ότι μια τέτοιου είδους αντίδραση»”, είναι στη φύση της πειθαναγκαστική. Από την άλλη το partie superieure, που περιγράφεται και, το α ι σθανόμαστε σαν ψυχικό χά νει τον πειθαναγκαστικό χ α ρ α κτήρα του, μπορεί να υπ ο τα χθ εί στη θέληση^ και επιπλέον να εφαρμοστεί με τρόπο αντίθετο προς το αρχικό ένστι κτο. Από αυτούς τους συλλογισμούς φαίνεται ότι το ψυχικό α ντιπ ρ ο σ ω π εύει μια απελευθέρω σ η της λειτουργίας από την ενστικτώδη της μορφή και έτσι από τον π ε ιθ α ν α γ κ α σμό ο οποίος, ως μόνος καθοριστικός παράγω ν της λει τουργίας, πρ οκ α λεί την παγίωσή της σε μηχανισμό. Η ψ υ χική εξάρτηση ή ποιότητα α ρχίζει εκεί όπου η λειτουργία 45
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
χάνει την εξωτερική και εσωτερική αιτιοκρατία και γίν ε ται ικανή γ ια εκτενέστερη και απελευθερω μένη εφ α ρ μ ο γή· δηλαδή, εκεί όπου α ρ χίζει να φαίνεται προσιτή στη θέληση, η ο π ο ία παρ ακ ινείται από άλλες πηγές. Διακι.νδτ>νεΰοντας να προτρέξω , δεν μπορώ να μην δείξω πως αν α π ο δεσ μ εύ σ ο υ μ ε την ψυχή α πό τη φυσιολογική σ φα ίρα των ενστίκτων στα κατώτερα στρώματα της ψυχής, μια π α ρόμοια οριοθέτηση επιβάλλεται και στα ανώτερα. Απελευθερούμενο σταδιακά από το καθαρό ένστικτο το partie superieure θα φ θ ά σ ει τελικά ένα σημείο στο οποίο η σΰμφυτη ενέρ γεια της λειτουργίας παΰει. να προσανατολίζεται από το ένστικτο με την αρχική σημασία, και επιτυγχάνει, μια «πνευματική» μορφή. Κάτι τέτοιο δεν υπονοεί ουσιαστική διαφοροποίηση της κινητήριας δύναμης του ενστίκτου, αλ λά απλά ένα δια φ ορετικό τρόπο εφαρμογής του. Το νόημα ή ο σκοπός του ενστίκτου δεν είναι διφορούμενος, καθώς το ένστικτο εύκολα μπορεί να υποκρύπτει μία κατευθυ ντήρια έννοια διαφορετική από την κ α θ α ρ ά βιολογική, η οποία γίνετα ι εμφανής στην πο ρ εία της ανάπτυξης. Στην ψυχική σ φ α ίρ α η λειτουργία μπορεί να εκτραπεί μέσω της δράσης της θελήσης και να τροποποιηθεί ποικιλοτρόπω ς. Κάτι τέτοιο είνα ι δυνατό επειδή το σύστημα των ενστίκτων δεν έχει αληθινά αρμονική σύνθεση και εί ναι εκτεθιμένο σε πολυάριθμες εσωτερικές συγκρούσεις. Το ένα ένστικτο τα ρ ά σ σ ει κ α ι μεταθέτει το άλλο, και π α ρόλο που σαν σύνολο τα ένστικτα αποτελούν θεμέλια της ατομικοποιημένης ζωής, ο τυφλός πειθαναγκαστικός χ α ρακτήρας τους π α ρ έ χ ε ι συχνά τις συνθήκες για α μ ο ιβ α ί ους τραυματισμούς. Η διαφοροποίηση της λειτουργίας από τον πειθ α να γκ α σ μ ό του ενστίκτου και η εκούσια εφ α ρ μο γή της έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διατήρηση της ζωής. Ό μ ω ς , αυτό α υ ξά νει την πιθανότητα σύγκρουσης και π α 46
Ε Ν Σ Τ Ι Κ Τ Ο ΚΑΙ Θ Ε Λ Η Σ Η
ρά γει ρωγμές — εκείνες τις ψυχικές ρήξεις που θέτουν διαρκώς σε κίνδυνο τη συγκρότηση της συνείδησης. Στη σ φ α ίρ α της ψυχής, όπως είδαμε, η θέληση επη ρεά ζει, τη λειτουργία. Τοΰτο γίνεται εξαι,τίας του γεγονότος ότι αφεαυτού α ποτελεί μορφή ενέργειας και έχει τη δύν α μη να υ π ερ κ ερ ά σ ει μια άλλη μορφή. Σε αυτή τη σφαίρα, την οποία ορίσαμε σαν ψυχική, η θέληση βρίσκεται στην τελευταία εφ εδ ρ ία παρακινούμενη από τα ένστικτα, όχι βέβαια απολύτως, δια φ ορετικά δε θα ήταν θέληση, η ο π ο ία χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι εξ ορισμού την ελευθερία επιλογής. Η «Θέληση» υ π ο νο εί μια κ ά ποια ποσότητα ενέργειας, η ο ποία διατίθεται ελεύθερα από την ψυχή. Απαιτείται να υ πάρχουν τέτοιες ποσότητες διατιθέμενου λίμπιντο (ή ενέρ γειας), δια φ ορ ετικ ά οι τροποποιήσεις των λειτουργιών θα ήταν αδύνατες. Αν αυτές οι τροποποιήσεις αλυσσοδεθούν στα ένστικτα —τα οποία είναι αφεαυτού εξαιρετικά συ ντηρητικά και συνεπώς μη τροποποιήσιμα— καμία δ ια φ ο ροποίηση δεν είναι δυνατόν να συμβεί, εκτός αν είναι ορ γανική. Ό π ω ς είπαμε ήδη το κίνητρο της θέλησης πρέπει πρώτα από όλα να θειορηθεί ουσιαστικά βιολογικό. Αλλά στο ανώ τερο όριο της ψυχής, όπου η λειτουργία απελευ θερώ νετα ι α πό τον αρχικό της στόχο, τα ένστικτα χάνουν την επιρροή τους ως υποκινητές της θέλησης. Μέσω αλ λαγής της μορφής της η λειτουργία ω θείται στην υπηρεσία άλλων κ α θορισ τικώ ν π α ρ αγόντω ν ή κινήτρων, τα οποία π ρ ο φ α νώ ς δεν α φ ο ρ ο ύν περα ιτέρω τα ένστικτα. Εκείνο που π ρ οσ πα θ ώ να καταστήσω σαφές είναι το αξιοσημείω το γεγονός ότι η θέληση δεν μπορεί να υπερβεί τα δεσμά της ψυχικής σφαίρας· δεν μπορεί να εξαναγκάσ ει τα έν στικτα, ούτε α σ κεί κυριαρχική δύναμη πάνω στο πνεύμα. Το πνεύμα και το ένστικτο είναι από τη φύση τους αυτό νομα και τα δύο περιορίζουν ισόποσα το εφαρμοσμένο π ε 47
Ε Ι ΣΑΓΩΓΗ ΣΤ ΗΝ Ψ ΥΧΟ ΛΟ ΓΙ Α
δίο της θέλησης. Α ργότερα θα δείξουμε ποια είναι η σ χ έ ση του πνεύματος με το ένστικτο. Ό π ω ς στα κατώ τερα όρια η ψυχή βυθίζεται στο ο ρ γ α νικό υλικό της υπόβαθρο, έτσι και στα ανώ τερα όριά της αυτοαναλύεται σε μια «πνευματική» μορφή, για την οποία γνωρίζουμε τόσο λίγα όσο και για τη λειτουργική βάση του ενστίκτου. Εκείνο που θα ονόμαζα καθαρή ψυχή, ε κτείνεται σε όλες τις λειτουργίες, οι οποίες μπορούν να βρεθούν υπό την επίδραση της θέλησης. Το κ α θα ρ ά ενστι κτώδες δεν πρ οϋποθ έτει καμία συνείδηση και δε χ ρ ε ιά ζ ε ται καμία. Ε ξαιτίας όμως της εμπειρικής ελευθερίας επι λογής της η ψυχή χρειά ζετα ι μια υπερκαθοριστική αρχή, κάτι σαν κ αθαρή συνείδηση προκειμένου να τροποποιήσει τη λειτουργία. Ο φ είλει να «έχει γνώση» ενός στόχου δ ια φορετικού από τον κ α θ α ρ ά λειτουργικό. Δ ιαφορετικά, θα σ υμ πίπτει με την κινη τή ρια δύναμη της λειτουργίας. Ο Ντρις ορ θά τόνισε: «Δεν υ π ά ρ χει θέληση χωρίς να γνω ρ ί ζ εις» 10. Η βούληση π ροϋποθέτει ένα επιλεκτικό υποκείμε νο που δια β λέπει δια φορετικές δυνατότητες. Κοιτάζοντάς την από αυτή την οπτική γωνία, η ψυχή είναι ουσιαστικά μια σύγκρουση μεταξύ του τυφλού ενστίκτου και της θ έ λησης (ελευθερ ία επιλογής). Εκεί όπου κυριαρχεί το έν στικτο, αναπτύσονται οι ψυχοειδείς διαδικασίες, οι οποίες ανήκουν στη σ φ α ίρ α του ασυνείδητου σαν στοιχεία α νίκ α να για συνείδηση. Η ψυχοειδής διαδικασία δεν είναι το ασυνείδητο αυτό καθεαυτό, για τί τούτο εκτείνεται πολύ περισσότερο. Εκτός από τις ψ υχοειδείς διαδικασίες υ π ά ρ χουν στο ασυνείδητο ιδέες και βουλητικές πράξεις, άρα κάτι συγγενικό με τις συνειδητές διαδικασίες. Ό μ ω ς , στη σ φ α ίρ α του ενστίκτου αυτά τα φα ινόμ ενα αποσύρονται στο βάθος δικαιολογώντας πιθ ανά τον όρο «ψυχοειδής». Αν περιορίσουμε την ι|ηιχή σε πρά ξεις θέλησης, φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι η ψυχή είναι λίγο ή πολύ ταυτόσημη 48
Ε Ν Σ Τ Ι Κ Τ Ο ΚΑΙ Θ Ε Λ Η Σ Η
με τη συνείδηση, γιατί είναι δύσκολο να φανταστούμε τη θέληση και την ελευθερία επιλογής χωρίς τη συνείδηση. Κάτι τέτοιο μας οδηγεί πίσω, εκεί όπου πάντα βρισκόμα στε, στο αξίω μα ψνχή = συνείδηση. Τότε τι συνέβη στην προβαλόμενη ψυχική φύση του ασυνείδητου;
4V
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρβ. ιδιαίτερα τον Έντουαρτ φον Χάρτμαν, Philosophic des Unhewussten (1869, από την αγγλ. μετφ. Philosophy o f the Unconscious, Λονδίνο και. Νέα Υόρκη, 1931). 2. Μια εκτίμηση του επιτεύγματος του βρίσκεται στο έργο του Ζαν Πολί (Jean Paulus), L e Probleme de / ’ hallucina tion et revolu tion de la psychologie d ’Esquirol a Pierre Janet (Παρίσι, 1941).
3. Σχετικά με το θέμα οφείλουμε επίσης να αναφέρουμε το σημαντικό Ελβετό 'ψυχολόγο Θίοντορ Φλουρνόι (Theo dore Flournoy) και το φιλοσοφικό, κυρίως, έργο του Des Indes a la Planete Mars (Παρίσι και Γένοβα, 1900, αγγλ. Μετφ. From India to the Planet Mars, Νέα Υόρκη, 1900). Αλλοι πρωτοπόροι ήταν ο Γ. Μπ. Κάρπεντερ (W. Β. Car penter) (Principles o f Mental Physiology, Λονδίνο, 1874) και ο Τ. X. Λι.ουξ (Problems o f Life an d Mind, Λονδίνο, 1872-79). 4. To ακαθόριστο και. συγκεχυμένο των ενστίκτων ίσως, ό πως έδειξε ο Ε. Ν. Μαρέ (Ε. Ν. Marais) στα πειράματά του με πιθήκους ( The Soul o f the IVhUe Ant, Λονδίνο, 1937, σ. 429 [μετφ. στα αγγλ. από τα νοτιοαφρικανικά]), έχει να κάνει με την ικανότητα ανώτερης μάθησης που υπερισχύει επί των ενστίκτων, όπως συμβαίνει και με τον άνθρωπο. 5. «Τα ένστικτα συνιστούν σωματικές και ψυχικές προδιαθέ σεις που... ωθούν τον οργανισμό να κινείται προς μια σα φούς κ α θορ ισ μένη κατεύθυνση» [Γ. Τ ζερούσαλεμ (W. Jerusalem), Lehrbuch der Psychologie , 3η εκδ., Βιένη και Λειψία, 1902, σ. 188). Από μια άλλη θέση ο Όσβαλντ Κάλπε (Oswald Kulpe) περιγράφει τα ένστικτα σαν «συγχώ 50
Ε Ν Σ Τ Ι Κ Τ Ο ΚΑΙ Θ Ε Λ Η Σ Η
νευση αισθημάτων και οργανικών αισθήσεων* ( Gru.nd.riss der Psychologie, Λειψία, 1895, σ. 333). 6. L es Neuroses (1909), σ. 384 κ.ε..
7. Ο Ζανέ λέει (Ίδιο, σ. 384): «Μου φαίνεται αναγκαίο να διακρίνω σε κάθε είδους λειτουργία, τμήματα κατώτερα και ανώτερα. Ό τ α ν μια λειτουργία ασκείται επί μακράν, εμπεριέχει τμήματα πολύ αρχαϊκά... αυτά είναι τα κατώ τερα τμήματα της λειτουργίας. Αλλά πιστεύω πως τ>πάρχουν σε όλες τις λειτουργίες και ανώτερα τμήματα, που συνίστανται στην εφαρμογή αυτής της λειτουργίας σε σύγ χρονα συμβάντα, λιγότερο εθιμικά, που εκφράζονται από όργανα πολύ λιγότερο διαφοροποιημένα. Αλλά το ανώτε ρο μέρος της λειτουργίας γίνεται αντιληπτό κατά την ε φαρμογή του σε μια ιδιαίτερη περίπτωση στο παρόν, κατά τη στιγμή που το ενεργοποιούμε. 8. Γ. X. Ρ. Ρίβερς, «Instinct and the Unconscious», British Journal o f Psychology (Κέιμπριτζ), X (1919-20), 1-7. 9. Τούτη η διατύπωση είναι καθαρώς ψυχολογική. Δεν έχει καμία σχέση με το φιλοσοφικό πρόβλημα της αυταρχίας. 10. Die «Seele» als elementarer Naturfaktor (Λειψία,1903), σ. 80. « Ε ξα τομ ικευμ ένα ερ εθίσματα πληροφορούν... τον «πρωτογενή γνώστη» για την παθολογική κατάσταση, και τώρα αυτός ο «γνώστης» όχι μόνο θέλει τη θεραπεία, αλλά και γνω ρίζει τι είναι» (σ. 82).
51
5 ΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ
Το ερώτημα, σχετικά με τη φύση του ασυνείδητου, π ρ ο καλεί ασυνήθιστες νοητικές δυσκολίες, με τις οποίες μας φ έρ ν ει αντιμέτωπους η ψ υχολογία του ασυνείδητου. Τ έ τοιες δυσκολίες προκύπτουν α να πόφευκτα κάθε φ ορά που ο νους εξορμά προς το άγνωστο και το αόρατο. Οι φιλό σ οφοί μας κα τα πιάνονται με το όλο ζήτημα πολύ έξυπνα, καθώ ς με τη ρητή του άρνηση του ασυνείδητου εκμηδενί ζουν όλες τις π ιθ α ν ές περιπλοκές. Π αρόμοιο δίλημμα α ντιμετώ πισαν κ α ι σι φυσικοί της παλιάς σχολής, που π ί στευαν αποκλειστικά στη θ εω ρ ία του κύματος του φωτός και κατόπιν α νακάλυψ αν πως υπάρχουν φαινόμενα τα ο ποία μπορούν να ερμηνευθούν με τη θεω ρία των σωματι δίων. Ευτυχώς η φυσική α πέδ ειξε στους ψυχολόγους ότι μπορεί να α ν τ α π εξέλ θ ει μια φαινομενική contradictio in adiecto. Α να θα ρ ρ η μ ένοι από το π α ρ άδειγμ ά της οι ψυχολόγοι ίσως να παρακινηθούν να αντιμετωπίσουν το επίμ α χο θέμα, χω ρίς να α ισθάνονται πως εγκατέλειψαν τον κ ό σμο της φυσικής επιστήμης. Πριν εξετάσουμε προσεκτικότερα το δίλημμά μας, θα ήθελα να διευκρινήσω μια πλευρά της έννοιας του ασυνεί δητου. Το ασυνείδητο δεν είναι απλά το άγνωστο, αλλά το ά γ ν ω σ τ ο ψ υ χικ ό . Α π ό τη μία κ α θ ο ρ ίζ ε τ α ι σ αν σύνολο 52
Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο ΚΑΙ Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο
πραγμάτω ν τα οποία, αν έφ θα να ν στη συνείδηση, πιθανόν να μη διέφ ερ α ν καθόλου από τα γνωστά ψυχικά π ερ ιεχ ό μενα, ενώ α πό την άλλη προσδιορίζεται από την προσθήκη του ψ υ χ ο ε ιδ ο ΰ ς συστήματος. Π ρ οσ διορ ισ μ ένο με αυτόν τον τρόπο, το ασυνείδητο α πεικονίζει μια εξαιρετικά α σταθή κατάσταση π ρ α γ μ ά τ ω ν όλα όσα γνωρίζω, αλλά δε σκέφτομαι προς σ τιγμ ή ν όλα όσα ήταν κάποτε συνειδητά, αλλά έχω ξεχ ά σ ει π λ έ ο ν όλα όσα αντιλαμβάνονταν οι α ι σθήσεις μου, αλλά δεν πρόσεχε ο συνειδητός νους· μου· όλα όσα ακούσια και αφηρημένα αισθάνομαι, σκέφτομαι, θυμάμαι, θέλω και κάνω· όλες οι μελλοντικές καταστάσεις που μορφοποιούνται μέσα μου και πρόκειται κάποτε να α ναδυθούν στη συνείδηση· όλα αυτά αποτελούν π ερ ιεχ ό μενα του ασυνείδητου λίγο-πολύ ικανά να συνειδητοποιη θούν ή ήταν κάποτε συνειδητά και ίσως επανασυνειδητοποιηθούν στο μέλλον. Ως εδώ το ασυνείδητο είναι «περι θώριο της συνείδησης», όπως το θέτει ο Ουίλιαμ Τ ζέιμ ς1. Σε αυτό το π ερ ιθω ρ ια κ ό φαινόμενο, το οποίο π α ρ ουσ ιά ζετα ι με ενα λλα σ σ ό μ ενες δια β αθμίσ εις φωτός και σκό τους, ανήκουν και οι φρο'ίδικές ανακαλύψεις για τις ο ποί ες έχουμε ήδη μιλήσει. Τ ώ ρα φθάνουμε στο ερώτημα. Σε τι κατάσταση βρίσκο νται τα ψυχικά περ ιεχόμ ενα όταν δε συνδέονται με το συ νειδητό εγώ; (Τούτη η σχέση συνιστά όλα όσα μπορούμε να α π ο κ α λ έσ ο υ μ ε συνείδηση). Σύμ φω να με το «ξυράφι του Ό κ κ α μ » \ entia praeter necessitatem non sunt multiplicanda («οι α ρ χές δεν π ρ έπ ει να πολλαπλασιάζονται π έ ραν του αναγκαίου»), το πλέον συνετό συμπέρασμα είναι ότι εκτός της σχέσης με το συνειδητό εγώ, τίποτε δεν αλ λάζει όταν ένα περιεχόμ ενο γίνεται ασυνείδητο. Για αυτό απορρίπτω την άποψη ότι τα στιγμιαία ασυνείδητα π ε ρ ιε χόμενα ανήκουν μόνο στο επίπεδο της φυσιολογίας. Δεν υπά ρ χουν α π ο δ είξ εις και εκτός αυτού η ψυχολογία των 53
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
νευρωσειυν παρέχει, εντυπωσιακές αποδείξεις για το αντί θετο. Φ θ ά νει μόνο να αναλογιστούμε τις περιπτώ σεις δι πλής προσωπικότητας, automatisme ambulatoire, κ.λπ. Οι ανακαλύψεις του Ζ ανέ, καθώ ς και του Φρόιντ, υποδεικ νύ ουν ότι, τα πάντα συνεχίζουν να λειτουργούν στην ασυνεί δητη κατάσταση, σαν να είναι συνειδητά. Υ πά ρχει αντίλη ψη, σκέψη, αίσθηση, βούληση και πρόθεση, σαν να είναι παρόν ένα υποκείμενο. Πράγματι, δεν είναι λίγες οι π ε ρ ι πτώσεις —δηλαδή της διπλής προσωπικότητας που α ν α φ έ ραμε π α ρ α π ά ν ω — κατά. τις οποίες εμφανίζεται αληθινά ένα δεύτερο εγώ, το οποίο αντιπαλεύει το πρώτο. Τέτοιες ανακαλύψ εις υποδεικνύουν πως το ασυνείδητο είναι ου σιαστικά «υποσυνείδητο». Αλλά από ορισμένες εμπειρίες —μερικές ήταν γνωστές ακόμη και στον Φ ρόιντ— κ α θ ί σταται σ α φ ές ότι η κατάσταση του ασυνείδητων π ε ρ ιε χ ο μένων δεν είναι ακριβώ ς όπως η συνειδητή. Για π α ρ ά δ ε ιγ μα, συμπλέγματα που χαρακτηρίζονται από συναισθήματα στο ασυνείδητο, δεν αλλάζουν κατά τον ίδιο τρόπο που αλλάζουν στη συνείδηση. Αν και είναι δυνατόν να εμπλου τιστούν από συνειρμούς δε διορθώνονται, αλλά διατηρού νται στην αρχική τους κατάσταση, όπως μπορούμε να δ ια πιστώσουμε από τη διαρκή και ομοιόμορφη επίδραση που ασκούν πά νω στο συνειδητό νου. Παρόμοια, προσλαμβά νουν τον μη επηρεαζόμενο και εξαναγκαστικό χαρακτήρα του αυτοματισμού, τον οποίο αποβάλλουν μόνον όταν γ ί νονται συνειδητά. Τούτη η τελευταία διαδικασία ορθά θ ε ω ρείται οαν ένας από τους σημαντικότερους θερ απευτι κούς παράγοντες. Τελικά, τέτοια συμπλέγματα —π ρ ο φ α νώς σε α να λογία προς την απόστασή τους από τη συνεί δη σ η — πρ ο σ λ α μ β ά ν ο υ ν μέσω της α υτοδιεύρυνσης έναν αρχα ϊκό και, μυθολογικό χαρακτήρα και συνεπώς κάποια υπόσταση, όπως είναι φα νερό σε περιπτώσεις σχιζοφρενικές ψυχικής αποσύνδεσης. Τούτη η υπόσταση όμως βρί 54
Σ Υ Ν Ε Ι ΑΙ-ΙΤ Ο Κ Α Ι Λ Ι Υ Ν Ι 1Λ1Ι I' )
σκεται εκτός περιοχής της συνειδητής βούλησης, γιατί ω θεί το υποκείμενο σε συνθήκες έκστασης, οι οποίες αντι προσω πεύουν μία κατάσταση άβουλης παράδοσης. Αυτές οι ιδια ιτερότη τες της ασυνείδητης κατάστασης έρχονται σε έντονη αντίθεση με τον τρόπο που συμπεριφ έρ οντα ι τα συμπλέγματα στο συνειδητό νου. Εδώ μπο ρούν να διορθωθούν. Χάνουν τον αυτοματικό χαρακτήρα τους και μπορούν ουσιαστικά να μετουσιωθούν. Α ποβάλ λουν το μυθικό τους περικά λυμμ α και εισερχόμενα στη δια δικ ασ ία προσαρμογής, κατευθυνόμενα προς τη συνεί δηση ατομικοποιούνται και, εκλογικεύονται, σε σημείο που γίνεται δυνατή η διαλεκτική συζήτηση3. Π ροφανώ ς η ασυ νείδητη κατάσταση δια φ έρ ει τελικά απ ό τη συνειδητή. Αν και από πρώτης άποιρης η δια δικασ ία συνεχίζει στο ασυ νείδητο σαν να ήταν συνειδητή, μοιάζει, καθώ ς αυξάνεται, η ψυχική α ποσ ύνδεσ η , να βυθίζεται σε ένα πρω τόγονο (αρχαϊκό-μυθολογικό) επίπεδο, να προσεγγίζει σε χ α ρ α κτήρα το βαθύτερο ενστικτώδες πρότυπο και να προσλαμ βάνει, ιδιότητες οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα εξέχοντα χαρακτηριστικά του ενστίκτου: αυτοματισμός έλλειψη δ ε κτικότητας σε επιρροές, ολοκληρωτική ή μηδενική α ντί δραση, κ.λπ. Χρησιμοποιώντας την αναλογία του φ ά σ μ α τος, μπορούμε να συγκρίνουμε τον υποβιβασμό των ασυ νείδητων περιεχομ ένω ν με μια μετατόπιση προς την άκρη του ερυθρού στη δέσμη χρωμάτων. Τούτη η παρομοίωση είναι, ιδιάτερα εποικοδομητική εξαιτίας του ότι το κόκκινο, το χρώμα του αίματος, υποδήλωνε πάντα το συναίσθη μα και το ένστικτο4. Κ ατ’ α να λογία το ασυνείδητο είναι διαφορετικό μέσο από το συνειδητό. Στις περιοχές κοντά στο ασυνείδητο δεν υ π ά ρ χ ει μεγάλη αλλαγή, επειδή εδώ οι εναλλαγές του φ ω τός και του σκότους είναι γοργές. Αλλά αυτή ακριβώ ς η νεκρή ζώνη έχει μεγαλύτερη αξία, γιατί μας π α ρ έχει την 55
ΕΙ ΣΑΓ ΩΓ Η ΣΤ ΗΝ Ψ Υ Χ Ο ΛΟ Γ Ι Α
απάντηση στο φλέγον ερώτημα για το αν ψυχή = συνεί δηση. Επίσης, μας υποδεικνύει, πόσο σχετική είναι η ασ υ νείδητη κατάσταση. Πραγματικά, είναι τόσο σχετική που μπαίνουμε στον πειρασ μό να χρησιμοποιήσουμε μια ε'ννοια όπως το «υποσυνείδητο» προκειμένου να καθορίσουμε τη σκοτεινή πλευρά της ψυχής. Αλλά η συνείδηση είναι εξίσου σχετική, για τί α γκ α λιά ζει όχι μόνο αυτή καθεαυτή τη συνείδηση, αλλά και μια ολόκληρη κλίμακα εντάσεων της συνείδησης. Α νάμεσα στο «κάνω αυτό» και στο «έχω συνείδηση ότι κάνω αυτό» υ π ά ρ χει τεράστια διαφορά, η οποία μάλιστα ισοδυναμεί ενίοτε με κατηγορηματική αντί φαση. Σ υν επ ώ ς υ π ά ρ χει μία συνείδηση στην οποία κυρι α ρ χεί η έλλειψη συνείδησης, όπως και μία συνείδηση στην οποία κ υ ρ ια ρ χ εί η αυτοσυνείδηση. Τούτο το πα ρ ά δ οξο γ ί νεται άμεσ α κατανοητό, αν συνειδητοποιήσουμε πως δεν υπ ά ρ χει συνειδητό περιεχόμ ενο για το οποίο να μπορούμε να πούμε με απόλυτη σιγουριά ότι είναι πλήρως συνειδη τό5, γιατί αυτό σ υνεπάγεται μία α περ ίγρ α πτα ολοκληρω μένη συνείδηση. Κάτι τέτοιο με τη σειρά του προϋποθέτει μια εξίσου α περίγραπτη ολοκλήρωση και τελειότητα του ανθρώ πινου νου. Φθάνουμε λοιπόν στο πα ρ ά δ οξο συμπέ ρασμα πω ς δεν υ π ά ρ χ ε ι συνειδητό περ ιεχόμ ενο που να μην είναι, ασυνείδητο από κά ποια άλλη άποψη. Ί σ ω ς επ ί σης να μην υ π ά ρ χει κ ά ποιος ασυνείδητος ψυχισμός που να μην είναι ταυτόχρονα συνειδητός6. Η τελευταία πρόταση είναι ουσιαστικότερο να α π ο δ ειχ θ εί από την πρώτη, ε π ει δή το εγώ, το μόνο που μπορεί να επιβεβαιώ σει έναν τ έ τοιο ισχυρισμό, είναι το σημείο α να φ ορ ά ς για όλη τη συ νείδηση. Επίσης, η σχέση του με, τα ασυνείδητα π ερ ιεχό μενα δεν είναι τέτοια που να του επιτρέπει να καταδείξει οτιδήποτε για τη φύση τους. Ό σ ο ν α φ ορά το εγώ, τα π ε ρ ιε χ ό μ ε ν α ε ίν α ι στην π ρ α γμ α τικ ό τη τα α σ υνείδη τα . Με τούτο δεν εννοούμε πω ς δε διαθέτουν καθόλου συνείδηση 56
Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο ΚΑΙ Α Σ Ύ Ν Ε Ι Λ Ι Ι Ι Ο
του εγώ, επειδή το εγώ μπορεί να γνωρίζει αυτά τα π ε ρ ιε χόμενα κατά μια άποψη, αλλά να μην τα γνωρίζει κατά μία άλλη, όταν προκαλοΰν δια τα ρ α χές της συνείδησης. Ε ξάλλου, υπά ρ χουν δια δικ ασ ίες που δεν μπορούμε να α π ο δείξουμε ότι σχετίζονται με το συνειδητό εγώ και οποίες παρόλα αυτά μοιάζουν να «παρίστανται» ή να είναι «φαι νομενικά συνειδητές». Τελικά, υπάρχουν περιστατικά ό που ένα ασυνείδητο εγώ και συνεπώς μια δεύτερη συνεί δηση είναι παρούσα, όπο)ς έχουμε ήδη δει, αν και τέτοιες περιπτώ σεις αποτελούν εξαίρεση7. Στην ψυχική σ φα ίρα το πειθαναγκαστικό πρότυπο π α ρ α χω ρ εί τη θέση του σε παραλλαγές της συμπεριφοράς, οι οποίες διέπονται από εμπειρία και πράξεις βούλησης, δη λαδή από συνειδητές διαδικασίες. Ό σ ο ν α φ ορά το ψυχοειδές, δηλαδή την ανακλαστική, ενστικτώδη κατάσταση, η ψυχή υποδηλώνει μια χαλάρωση δεσμών και μια σταθερή μείωση των μηχανιστικών διαδικασιώ ν προς όφελος «επιλεγμένων» τροποποιήσεων. Αυτή η επιλεκτική δράση λαμ βάνει χώ ρα εν μέρει στη συνείδηση και εν μέρει εκτός αυτής, χω ρ ίς κ ά π ο ια α ν α φ ο ρ ά προς το συνειδητό εγώ. Στην τελευταία περίπτωση η διαδικασία είναι «φαινομενι κά συνειδητή», σαν να «παρίσταται» και να είναι συνει δητή. Καθώς δεν υπάρχουν ικανοποιητικές αποδείξεις για να υποθέσουμε ότι υπ ά ρ χει ένα δεύτερο εγο> σε κάθε άτομο ή ότι ο κ α θέν α ς πά σ χει από ψυχική απόσχιση της πρ οσ ω πικότητας, οφείλουμε να απορίψουμε την ιδέα μιας δεύτε ρης συνείδησης του εγώ σαν πηγή εκούσιων αποφάσεων. Ό μ ω ς , εφόσον η ύπαρξη εξαιρετικά πολύπλοκων, φ α ινο μενικά συνειδητών διαδικασιώ ν στο ασυνείδητο έχει κατα δειχτεί ασυνήθιστα πιθανή από τις μελέτες της ψ υχο π α θολογίας και της ψυχολογίας του ονείρου, οόηγούμαστε καλώς ή κακώ ς στο συμπέρασμα ότι αν και η κατάσταση 57
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
των ασυνείδητων περιεχομένω ν δεν είναι, ταυτόσημη με ε κείνη Τ(υν συνειδητών, της «μοιάζει» κατά κάποιο τρόπο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δε γίνεται πα ρά να υ π ο θ έ σουμε μια μέση οδό μετάξι') της συνειδητής και της ασυ νείδητης κατάστασης, δηλαδή μια κατά προσέγγιση συνεί δηση. Καθώς έχουμε, άμεση εμπειρία της αντανακλώμενης μόνον κατάστασης, η οποία είναι, ipso facto συνειδητή και γνιοστή επειδή συντίθεται, ουσιαστικά από συγγενείς ιδέες ή άλλα περ ιεχό μ ενα ενός συμπλέγματος του εγώ, το οποίο α ντιπροσ ω πεύει τη εμπειρική μας προσωπικότητα, συνε π ά γ ε τ α ι ότι ο π ο ιο δ ή π ο τε άλλο είδος συνείδησης —είτε χωρίς εγώ είτε χωρίς π ερ ιεχό μ ενα — είναι αληθινά α δ ια νόητο. Αλλά δεν είναι ανάγκη να θέσουμε το ερώτημα τό σο απόλυτα. Σε ένα πιο πρωτόγονο ανθροόπινο επίπεδο η συνείδηση του εγώ χάνει, μεγάλο μέρος του νοήματος της, και η συνείδηση τροποποιείται ανάλογα με ένα χα ρακτη ριστικό τρόπο. Πάνα) από όλα σταματά να αντανακλάται. Ό τ α ν παρατηρούμε την ψυχική διαδικασία στα ανώτερα σπονδυλωτά και ιδιαίτερα στα κατοικίδια ζώα, ανακαλύ πτουμε φα ινόμ ενα που προσομοιάζουν με τη συνείδηση, τα οποία όμως δε μας επιτρέπουν να εικάσουμε την ύ π α ρ ξη ενός εγώ. Ό π ω ς γνοορίζουμε εμπειρικά, το φως της συ νείδησης έχει πολλούς βαθμούς φωτεινότητας και το σύ μπλεγμα του εγώ πολλές βαθμίδες έντασης. Στα ζώα και στο πρω τόγονο επίπεδο υφίσταται απλά μια «φωτεινότητα», η οποία δε δ ια φ έρ ει ουσιαστικά από τα αστραφτερά θραύσματα ενός ψ υχικά θρυμματισμένου εγώ. Εδώ, όπως και στο νηπιακό επίπεδο, η συνείδηση δεν αποτελεί ενό τητα, κα θώ ς δεν έχει ακόμη εστιαστεί από ένα σταθερό εγωικό σύμπλεγμα και απλά α ρχίζει να ζει, σπινθηρίζο ντας εδώ κι εκεί, ωθούμενη σε εγρήγορση από εξωτερικά κα ι ε σ ο π ε ρ ικ ά συμβάντα, ένστικτα και συγκινήσεις. Σε αυτό το στάδιο μοιάζει ακόμη με αλυσίδα νησιών ή ένα 58
Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο ΚΑΙ ΑΣΥΝΗ1ΛΙ1ΤΟ
αρχιπέλαγος. Δεν α ποτελεί πλήρως συγκροτημένο σύνολο, ακόμη και στα ανώ τερα και ανώτατα επίπεδα, αλλά είναι ικανή για αόριστη επέκταση. Αστραφτερά νησιά και ολό κληρες ήπειρ οι μπορούν να προστεθούν στη σύγχρονη συ νείδησή μας —ένα φαινόμενο που έχει γίνει η καθημερινή εμπειρία του ψ υχοθεραπευτή. Οπότε, καλό είναι να θ ε ωρήσουμε ότι η συνείδηση του εγώ περιβάλλεται από μια πληθώ ρα μικρών φωτεινοτήτων.
54
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Τζέιμς μιλά επίσης και για ένα «μεταπεριθωριακό ση μείο» συνείδησης και το ταυτίζει με την «υποσυνείδητη συνείδηση» του Φ. Γ. X. Μάγιερς, ενός από τους ιδριιτές της British Society for Psychical Research (πρβ. Proceed ings S. P. R., VII, 1891-92, 305, και Γουίλιαμ Τζέιμς, «Frederic Myers’ Services to Psychology», Proceedings S, P. R., XLII, Μάιος, 1901). Ό σ ο ν αφορά το «πεδίο της συνείδησης» ο Τζέιμς λέει ( Varieties o f Religious E x perience, σ. 232): «Το σημαντικό γεγονός που μνημονεύει αυτός ο τύπος του «πεδίου» είναι το ακαθόριστο του π ε ριθωρίου. Αν και το θέμα που περιέχει το περιθώριο συ νειδητοποιείται αφηρημένα, παρόλα αυτά βρίσκεται εκεί και βοηθά στην καθοδήγηση της συμπεριφοράς μας και τον καθορισμό της επόμενης κίνησης της προσοχής μας. Βρίσκεται γύρω μας σαν ένα «μαγνητικό πεδίο», μέσα στο οποίο το κέντρο ενέργειας μας γυρίζει σαν το δείκτη της πυξίδας, καθώς την παρούσα φύση της συνείδησης διαδέ χεται η επόμενη. Ολόκληρο το απόθεμα από μνήμες τους παρελθόντος αιωρείται πέρα από αυτό το περιθώριο, έ τοιμο να αναδυθεί με το παραμικρότερο άγγιγμα στη συ νείδηση. Ολόκληρος ο όγκος των δυνάμεων, των παρορμήσεων και των γνώσεων που συνθέτουν τον εμπειρικό εαυτό μας επεκτείνονται διαρκώς πέρα από αυτό. Τόσο αόριστα σχεδιασμένα είναι τα περιγράμματα ανάμεσα στο τι είναι πραγματικό και το τι είναι δτ'νατό σε κάθε στιγμή της συνειδητής ζωής μας, που πάντα είναι δύσκολο να μιλήσουμε για κάποιο νοητικά στοιχεία ή να τα βιώσουμε». 60
Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο ΚΑΙ Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο
2. Γουλιέλμος Ό κκαμ. Ά γγλος σχολαστικός φιλόσοφος, γεννήθηκε το 1270. 3. Στη σχιζοφρενική ψυχική αποσύνδεση δεν υπάρχει τέτοια αλλαγή στη συνειδητή κατάσταση, επειδή τα συμπλέγματα καταλήγουν σε μια αποσπασματική συνείδηση και όχι στη συνολική. 4. Το κόκκινο είχε πνευμ ατική σημασία για τον Γκαίτε, αλ λά η άποψή του εναρμονιζόταν με το δόγμα τοχι για την αίσθηση. Εδώ μπορούμε να συμπεράνουμε το αλχημιστικό και ροδοσταυρικό του υπόβαθρο π.χ. το κόκκινο βάμμα και το ρουμπινί. Πρβ. Psychology and Alchemy (Collected Works, Τομ. 12, Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1953), σ. 449.. 5. Ό π ω ς επεσήμανε ήδη ο Ό ιγ κ ε ν Μπλέλερ — Naturgeschichte der Seele und ihres Bewusstwerdens (Βερολίνο, 1921), σ. 300 κε. 6. Με εξαίρεση το ψυχοειδές ασυνείδητο, το οποίο περιλαμ βάνει περιεχόμενα που δεν μπορούν να συνειδητοποιη θούν και είναι «φαινομενικά ψυχικά». 7. Σε σχέση με αυτά θα αναφέρω ότι ο Κ. Λ. Μάιερ (C. Λ. Meier) συσχετίζει παρατηρήσεις αυτού του είδους με πα ρόμοια φαινόμενα στη φυσική. Λέει: «Η συμπληρωματική σχέση μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου μας επισημαί νει έναν ακόμη παραλληλισμό με τη φύση, δηλαδή την α νάγκη για μια αυστηρή εφαρμογή της «αρχής της ανταπό κρισης». Αυτό ίσως παρέχει το κλειδί στην «αυστηρή λο γική» του ασυνείδητου (ή λογική της πιθανότητας) την ο ποία τόσο συχνά βιώνουμε στην αναλυτική ψυχολογία και η οποία μας ωθεί να σκεφτόμαστε για μια «εκτενή κατά σταση συνείδησης» «Moderne Physik — Moderne Psy chologie», στο D ie kulturelle Bedeutung der komplexen Psychologie (Βερολίνο, 1935), σ. 360.
6 ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΣΑΝ ΠΟΑΑΑΠΑΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Η υπόθεση των πολλαπλών φωτεινοτήτων βασίζεται εν μέρει στην ημισυνειδητή κατάσταση ασυνείδητων π ε ρ ιε χ ο μένων και εν μέρει στη σύμπτωση ορισμένων εικόνων που π ρ έπ ει να θεω ρηθούν ως συμβολικές. Συναντώνται στα ό νειρα και τις οπτικές φαντασιώ σεις σύγχρονων ατόμων, ό πως επίσης σε ιστορικές πηγές. Ό π ω ς γνωρίζει ίσως ο α ναγνώστης, μια από τις σημαντικότερες πηγές συμβολικών ιδεώ ν του π α ρ ε λ θ ό ν τ ο ς είν α ι η α λχημεία. Α πό εκεί α ντλούμε την ιδέα των scintillae (σπινθήρων) που π α ρ ο υ σ ιά ζονται ως ο π τικ ές φ α ν τα σ ιώ σ εις στη «μυστική ο υ σ ία » 1. Στο έργο Aurora Consurgens, Μ έρος II, λέει: «Scito quod terra foetida cito recipit scintillulas albas» (Γνώριζε ότι η α κάθαρτη γη γρ ή γο ρ α δέχετα ι λευκούς σ πινθήρες)2. Α υ τούς τους σπινθήρες ερμηνεύει ο Κούνραθ (K hunrath) ως «radii atque scintillae» (ακτίνες τε και σπινθήρες) της «αηίm a catholica», της πα γκ όσ μια ς ψυχής, που είναι ταυτόσημη με το πνεύμ α του Θ εο ύ 3. Από τούτη την ερμηνεία κα θίσ τα ται σ α φ ές ότι ορισμένοι αλχημιστές είχαν ήδη θεοποιήσει την ψυχική φύση αυτών των φωτεινοτήτων. Ή τ α ν σπόροι φωτός εκ πεμπόμενοι στο χάος, τους οποίους ο Κούνραθ 62
ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΣΑΝ ΠΟΛΛΑΠΛΗ Σ Υ Μ Ί Λ Η Σ Ι Ι
ονομάζει «mundi futuri seminarium» (σπέρμα τοχ' μελλοντι κοί' κ όσ μου)4. Έ ν α ς τέτοιος σπινθήρας είναι και ο α νθ ρ ώ πινος νους'. Η μυστική ουσία — η υδάτινη γη ή το γήινο ύδωρ ( lim us: λάσπη) της Ουσίας του Κόσμου -— «ζωογο νείται παγκόσμια» από τον «πύρινο σπινθήρα της π α γ κ ό σμιας ψυχής», σύμφωνα με τη Σ οφ ία Σολομόντος Α',7: «ό τι πνεύμα Κυρίου πεπλήρω κε την οικουμένη »’. Στο « Ύ δ ω ρ της Τέχνης», στο «δικό μας Ύ δω ρ», που είναι επίσης το χάος , βρίσκονται οι «πύρινοι σπινθήρες της ψυχής του κόσμου ως αγνές Formae Rerum esscntiales (Μ ορφές των ουσιωδών πρ αγμάτω ν)8. Αυτές οι form a e9 ανταποκρίνονται στις Πλατωνικές Ιδέες, από όπου θα μπο ρούσαμε να εξισώσουμε τους scintillae με τα αρχέτυπα βάσει της υπόθεσης ότι οι μορφές «που αποθηκεύονται σε κ ά π ο ιο ν ο υ ρ ά νιο τόπο» α ποτελούν φιλοσοφική εκδοχή των α ρ χετύπω ν. Α πό αυτά τα αλχημιστικά οράματα θα π ρ έπ ει να συμπεράνουμε ότι τα αρχέτυπα περιβάλλονται με κ ά π ο ια ακτινοβολία και ότι η θεϊκότητα συνεπάγεται φωτεινότητα. Ο Π αράκελσος φαίνεται πως είχε κάποια ά ποψη για το θέμα. Το παρακάτω απόσπασμα παρατίθεται από το έργο του Philosophia Sagax: «Και όπως σχεδόν τί ποτα δεν μπορεί να υ πά ρ ξει στον ανθρώπο δίχως τη θεϊκότητα, έτσι δεν μπορεί να υ πά ρ ξει στον άνθρωπο σχεδόν τίποτα, δίχως το φυσικό φως. Ο άνθρω πος τελειοποιείται, με τη θεϊκότητα και το φως, μόνον από αυτά τα δύο. Τα πάντα πηγάζουν από αυτά τα δ ύ ο - και τα δύο βρίσκονται στον άνθρωπο, αλλά χωρίς αυτά ο άνθρωπος είναι ένα τί ποτα, αν και αυτά είναι δυνατόν να υπάρξουν δίχως τον ά ν θ ρ ω π ο » 10. Επιβ εβα ιώ νοντα ς το θέμα ο Κούνραθ γράφει: «Υ π ά ρ χ ο υ ν... Scintillae A n im a e M u n d i igneae, L u m in is nimirum Naturae πύρινοι σπινθήρες της παγκόσμιας ψ υ χής, δηλαδή του φωτός της φύσης... διάχυτες ή σκορπισμέ 63
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
νες στη δομή του μεγάλου κόσμου, σε όλους τους καρπούς των στοιχείων, πα ντού»11. Οι σπινθήρες πρ οέρ χοντα ι από το «Ruach Elohim», το Π νεύμα του Θ ε ο ύ 12. Μεταξύ των scintillae ξεχω ρίξει έ ν α ν τον «scintilla perfecta Unici Potentis ac Fortis», ο οποίος εί να ι το ελιξήριο και συνεπώ ς η ίδια η θεϊκή ουσ ία 13. Συγκρίνοντας τους σπινθήρες με τα αρχέτυπα, είναι φανερό πως ο Κούινραθ δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε έναν από α υ τούς. Αυτός ο Έ ν α ς χαρακτηρίζεται επίσης ως Μ ονάδα και Ή λιος· και οι δύο χαρακτηρισμοί υποδηλώνουν τη Θ ε ότητα. Μ ια πα ρ όμοια εικόνα περ ιγρ ά φ ετα ι στην επιστολή του Ιγνάτιου της Αντιόχειας προς Εφεσίους, όπου α ν α φ έ ρ ει για την έλευση του Χριστού: «Πώς, λοιπόν, εμφανίστη κε στις γενεές; Έ ν α ς καινοφανής αστέρας πρόβαλε στον ουρανό πάνω από όλους τους αστέρες, με φως ανεξήγητο και κατέπληξε τους ανθρώπους. Ό λ ο ι σι υπόλοιποι αστέ ρες, μαζί με τον ήλιο και τη σελήνη, αποτελούσαν το χορό αυτού του ασ τέρα...»14. Από ψυχολογικής άποψης ο Έ ν α ς Σ πινθή ρ α ς ή Μ ονά δα πρ έπει να θεωρείται σύμβολο του εαυτού. Οι σ πινθήρες έχουν ένα σαφές ψυχολογικό νόημα για τον Ντορν (D orn). Λέει: Έ τσ ι θα δει με τα πνευματικά μάτια του σπινθήρες να λάμπουν μέρα με τη μέρα και όλο και περισσότερο, με μεγάλη λαμπρότητα. Μετά από αυτό, όλα όσα του είναι α να γκ α ία ,θα του καταστούν γνω σ τά ’\ Τούτο το φως είναι το lumen naturae (φως της φύσης), που φ ω τίζει τη συνείδηση και οι scintillae (σπινθήρες) είναι σπερματικές φωτεινότητες που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι του ασυνείδητου. Ο Ντορν, όπως και ο Κούνραθ, οφείλει πολλά στον Π αράκελσο, με τον οποίο συμπίπτει όταν υ π ο θέτει την ύπα ρξη ενός «invisibilem solem plurimis incognitum» στον ά νθρ ω πο (αόρατο ήλιο άγνωστο στους πολ λ ούς)16. Ό σ ο ν α φ ορ ά το εγγενές φυσικό φως στον άνθρω64
--
ιίίΜ ιιι
ΤΟ Α Σ Υ Ν Ε ΙΔ Η Τ Ο ΣΑΝ ΠΟ Λ ΛΑ ΠΛ Η ΣΥΝΗΙΛΙΙΣΗ
πο, ο Ντορν λέει: «H ζωή ήταν το φως των ανθρώπων. Και το φως λάμπει στο σκοτάδι. Γιατί η ζωή λάμπει μέσα μας, αν και θαμπά, όπως το φως των ανθρώπω ν στο σκοτάδι. Δεν α ποσ πάται από την ύπαρξή μας· αν και βρίσκεται, μέ σα μας, η φύση του δεν είναι ανθρώπινη. Η φύση Εκείνου στον Ο ποίο ανήκει, και. ο Ο ποίος αξίωσε να μας κάνει κατοικία του...Εμφύτευσε αυτό το φως μέσα μας, ώστε να δούμε στη λάμψη του το φως Εκείνου που κατοικεί στο άφθαστο φως, και να ξεπεράσουμε τα άλλα του πλάσματα. Είμαστε φτιαγμένοι όπως Εκείνος, επειδή μας έδωσε μια σπίθα του φωτός Του. Δεν πρ έπει λοιπόν να αναζητάμε την αλήθεια στον εαυτό μας, αλλά στην εντός μας εικόνα του Θ ε ο ύ » 17. Έ τσ ι, το ένα αρχέτυπο που τονίζει ο Κούνραθ είναι γνωστό και στον Ντορν ως sol invisibilis (αόρατος ήλιος) ή imago D ei (εικόνα του Θεού). Στον ΓΙαράκελσο το lumen naturae π ρ οέρ χετα ι κυρίως από το «astrum» ή «sydus» το «άστρο» μέσα στον άνθρωπο"*. Το «στερέωμα» (συνώνυμο του άστρου) είναι το φυσικό φ ω ς 19. Συνεπώς, «ακρογω νιαίος λίθος» κάθε αλήθειας είναι η «Αστρονομία», η «μη τέρα όλων των ά λλ ω ν τεχνών... Σε αυτή θεμελιώνεται η θεία σοφία, εξαιτίας της λάμπει το φως της φύσης»20, σε αυτή βασίζονται οι λαμπρότερες θρησκείες21. Γιατί το ά στρο «επιθυμεί να καθοδηγήσει τον άνθρωπο προς τη με γάλη σοφία... ώστε να εμφανιστεί θαυμαστός στο φως της φύσης, να α να κα λυφ θούν τα μυστήρια του θαυμαστού έρ γου του Θ εού και να αποκαλυφθούν στο μεγαλείο τους»22. Π ρ ά γ μ α τ ι, ο ά ν θ ρ ω π ο ς είν α ι α φ εα υ το ύ ένα « Ά σ τρ ο » . Στους αιώνες των αιώνων, κα θένα ς από τους απόστολους και τους αγίους είναι ένα άστρο. Ο ουρανός είναι ένα ά στρο... Συνεπώς, όπω ς α να φ έρ ουν και οι Γραφές: «υμείς έστε το φως του κόσμου»23. «Καθώς λοιπόν στο άστρο βρί σκεται όλο το φυσικό φως και από αυτό αντλεί ο άνθρω65
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
πος, όπως τρ έφ ετα ι από τη γήινη τροφή του, έτσι, πρέπει να γ εν νη θ εί και στο άστρο»24. Τα ζώα, επίσης, έχουν το φυσικό φως εν είδει «εγγενούς πνεύματος»2\ Ο άνθρωπος κατά τη γέννησή του «προικίζεται με το τέλειο φως της φύσης»26. Ο Ι Ί α ρ ά κ ε λ σ ο ς το ο ν ο μ ά ζ ε ι «prim um ac o p timum thesaurum, quem naturae Monarchia in se claudit»21
(ο πρώτος και καλύτερος θησαυρός που κρύβει μέσα της η μοναρχία της φύσης). Συμφωνεί, λοιπόν, με την ευρύτα τα απαντω μένη π ερ ιγρ α φ ή του Ενός ως ανεκτίμητο μαρ γαριτάρι, κρυμμένο θησαυρό, «δυσεύρετο θησαυρό», κ.λπ. Το φως π α ρ έχετα ι στον «εσωτερικό άνθρωπο» ή στο εσω τερικό σώμα (corpus subtile, αέρινο σώμα), όπως αναφέρεται και στο πα ρακά τω απόσπασμα: Ο άνθρωπος μπορεί να εμφανιστεί γεμάτος μεγαλο πρέπεια και σοφία με το εξωτερικό σώμα του, επειδή η σοφία και η κατανόηση που χρειάζεται για κάτι τέ τοιο είναι σύμφυτες προς το σώμα και συνθέτουν τον εσωτερικό άνθρωπο28. Έ τσι μπορεί να ζήσει και όχι μόνο σαν εξωτερικός άνθρωπος. Έ να ς τέτοιος εσωτε ρικός άνθρωπος μετουσιώνεται αέναα και είναι αληθι νός. Ακόμη και αν δεν εμφανίζεται τέλειος, εντούτοις προβάλλει τέλειος με το θνητό του σώμα, όταν το απο χωρίζεται. Αυτό για το οποίο μιλάμε τώρα λέγεται lu men naturae (φως της φύσης) και είναι αιώνιο. Το π α ρείχε ο Θεός στο εσωτερικό σώμα, ώστε να κυβερνάται από αυτό σε αρμονία με τη λογική... γιατί μόνο το φως της φύσης είναι λογική και τίποτα άλλο... το φως είναι αυτό που παρέχει πίστη... ο Θεός παρέχει σε κά θε άνθρωπο επαρκές προκαθορισμένο φως και δεν κά νει λάθη... Προκειμένου να περιγράφουμε όμως την προέλευση του εσωτερικού ανθρώπου ή σώματος, ας σημειώσουμε ότι όλα τα εσωτερικά σώματα δεν είναι παρά ένα σώμα σε όλους τους ανθρώπους. Αν και κατανέμονται σύμφωνα με τους αριθμούς του σώματος, 66
_________ Τ Ο Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο Σ Α Ν Π Ο Λ Λ Α ΗΛΙΙ Σ Υ ΝI ·.IΛ11ΣII
_______
όταν συνευρεθούν δεν είναι παρά ένα φως και μια λογικη'2 ') . « Ε π ιπ λ έ ο ν το φ ω ς της φ ύσ η ς α ν ά β ε ι α π ό το Ά γ ι ο Π νεύμα και δε σβύνει γιατί είναι καλά αναμμένο... είναι ✓ 30 ' -* ' ένα φως που επιθυμείy να καιεΓ και οσο περισσότερό κ α ί ει τόσο περισσότερο λάμπει... συνεπώς, στο φως της φύσης υπ ά ρ χει ο διακαής πόθος για ανάφλεξη»31. Είναι ένα «αό ρατο» φως. «Συνεπάγεται,, λοιπόν, ότι μόνο στο αόρατο βρίσκεται η σοφία του ανθρώπου, ενώ η τέχνη του βρίσκε32 ται στο φιος της φύσης» . Ο ά ν θ ρ ω π ο ς είνα ι «ένας προφήτης του φυσικού φω✓ 34 τός» . «Μ α θα ίνει το lumen naturae μέσω των ονείρων α νάμεσα σε άλλα πράγματα. «Καθώς το φως της φύσης δεν μπορεί να μιλήσει, χτίζει σχήματα στον ύπνο από τη δύναμη του κόσμου» (του Θ εού)35. Σ τάθηκα αρκετά στον Παράκελσο παραθέτοντας ο ρ ι σμένα α υθ εντικ ά κείμενα, επειδή επιθυμούσα να δώσω στον αναγνώστη μια ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο α ντιλαμβάνεται αυτός ο σ υγγρα φ έας το lumen naturae. Μου φ α ίνεται σημαντικό, ιδιαίτερα σε σχέση με την υπόθεση της πολλαπλής συνείδησης και του φαινομένου της, που έχει σαν χαρακτηριστικό της το αλχημιστικό όραμα των σπινθήρων που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι της θείας ουσί ας. Για τον Π αράκελσο το όραμα των σπινθήρων αλλάζει σε θ έα μα του «εσωτερικού στερεώματος» και των άστρων του. Βλέπει τη σκοτεινή ψυχή σαν έναστρο νυκτερινό ο υ ρανό, του οποίου o l πλανήτες και οι απλανείς αντιπροσω πεύουν τα α ρχέτυπα σε όλη τους τη φωτεινότητα και θεϊκότητα36. Ο έναστρος θόλος του ουρανού είναι στην π ρ α γ ματικότητα το ανοιχτό βιβλίο των κοσμικών προβολών, στο οποίο ανακλώνται τα μυθολογήματα, δηλαδή τα α ρ χ έ τυπα. Σε, αυτό το όραμα συνεργάζεται η αστρολογία και Χ'λ
*
Ε Ι Σ Α Γ ΩΓ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
η αλχημεία, οι δύο αντιπροσω πευτικές τέχνες της ψ υχολο γίας του συλλογικού ασυνείδητοί). Ο ΙΙα ρά κελσ ος επηρεάστηκε άμεσα από τον Αγρίππα του Νετεσχάιμ (Agrippa of N ettesheim )37, ο οποίος υ π ο θέτει μια «luminositas sensus naturae» (φωτεινή αίσθηση της φύσης). Από αυτήν «προφητικές ακτίνες φθάνουν μέ χρι τα τετρ άποδα κτήνη, τα πουλιά και τα άλλα ζωντανά πλάσματα», και τα καθιστούν ικανά να προλέγουν τα μελ λούμενα38. Θ εμελιώ νει τη sensus naturae (αίσθηση της φ ύ σης) στην αυθεντία του Γουλιέλμου Π α ρ κ πένσ ις (Gulielmus Parisiensis), που δεν είναι άλλος από τον Γουίλιαμ Ο βέρν (William Auvergne) ή Γ. Αλβέρνο, επίσκοπο του Π α ρ ισ ιού α πό το 1228 περίπου, σ υγγρα φ έα πολλών έ ρ γων, ο οποίος επηρέασε μεταξύ άλλων και τον Αλβέρτο Μ άγκνο (Albertus Magnus). Ο Αλβέρνος λέει ότι η sensus naturae είναι ανώτερη της λειτουργίας της αντίληψης στον άνθρω πο, και επιμένει ότι την κατέχουν και τα ζώ α 39. Η δοξασία της sensus naturae αναπτύσσεται από την ιδέα της παγκόσ μιας ψυχής που διεισδύει παντού. Με αυτήν ασχολήθηκε πολύ ένας προκάτοχος του Αλβέρνου, ο Γκιγιόμ ντε Κονς (Guillaume de Conches)40 (1080-1 154), πλατωνιστής σχολαστικός που δίδαξε στο Παρίσι. Τατίτισε την anim a m undi (ψυχή του κόσμου), δηλαδή τη sensus naturae με το Ά γ ι ο Πνεύμα, όπως και ο Αβελάρδος. Η ψυχή του κ ό σμου είναι μια φυσική δύναμη που ευθύνεται για όλα τα φ αινόμ ενα της ζωής και της ψυχής. Ό π ω ς δείξαμε αλλού, τούτη η άποψη για την anima m undi διατρέχει όλη την αλ χημική παράδοση, καθώ ς ο Μ ερκούριος (Ερμής) ερμηνευ όταν είτε σαν anima m undi ή σαν Ά γ ι ο Π νεύμα41. Έ χ ο ντας υπόα|)ΐν τη σπουδαιότητα των αλχημικών ιδεών για την ψυχολογία του ασυνείδητου, ίσως αξίζει να α φ ιερ ώ σουμε λίγο χρόνο σε μια πολύ διαφωτιστική παραλλαγή αυτού του συμβολισμού. 68
Τ Ο Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο ΣΑΝ Π Ο Λ Λ Α Π Λ Η Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Σ Η
Συνηθέστερη της κεντρικής ιδέας του σπινθήρα είναι εκείνη των οφθαλμώ ν του ιχθύος, που έχει την ίδια σημα σία. Ε ίπα με προηγούμενα ότι υπά ρ χει ένα απόσπασμα του Μ οριένους σαν πηγή της «δοξασίας» του scintillae. Τούτο το απόσ πασ μα βρίσκεται στην πραγματεία του Μοριένους Ρσμάνους (M orienus Rom anus). Έ χ ε ι ως εξής: «... το α γνό φύλλο του μετάλλου πυρακτώνεται, έως ότου αποκτή σει τη στιλπνότητα των οφθαλμών του Ιχθύος...»42. Και ε δώ φα ίνετα ι πω ς το απόσπασμα παρατίθεται από κάποια προγενέστερη πηγή. Σε μεταγενέστερους εκδότες αυτοί οι οφθαλμοί των ιχθύων πάντα εμq)αvίζovται. Υ πάρχει μια παραλλαγή στον Σ ερ Τζόρτζ Ρίπλε'ί (Ser George Repley), όπου δηλώνεται ότι κατά την «αφαλάτωση της θάλασσας» μένει μια ουσία η οποία «γυαλίζει ως οι οφθαλμοί των ιχθύων»43 μια φανερή νύξη στο χρυσό και στον ήλιο (το μάτι του Θεού). Ά ρ α , δεν πρ έπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας αλχημιστής44 του δέκατου έβδομου αιώνα χρησιμοποιεί τα λόγια του Ζ α χα ρία Δ": σαν επιτιτλίδα για την έκ δοσ η του έρ γο υ του Ν ίκ ολα ς Φ λά μελ (N icholas F l a m e l ) : «E t v i d e b u n t l a p i d e m s t a n n e u m in m a n u Zorobabel. Septem isti oculi sunt Domini, qui discurrunt in universam terram »45 (και χαρούνται και όψονται τον λίθον
τον κασσιτέρινον εν χειρί Ζοροβάβελ. Επτά ούτοι οφ θ α λ μοί Κυρίου εισίν οι επιβλέποντες επί πάσαν την γην). Οι επτά οφθαλμοί είναι προφανούς οι επτά πλανήτες, οι ο ποίοι, όπως ο ήλιος και, η σελήνη, είναι τα μάτια του Θ ε ού, που ποτέ δεν αναπαύονται, πανταχού παρόντα και τα πάντα ορώντα. Η ίδια κεντρική ιδέα βρίσκεται πιθανώς στο μυθολόγημα του γίγαντα με τα πολλά μάτια, του Α ρ γού. Το επωνύμιό του είναι Πανόπτης, «ος τα π α ν θ ’ορά» και υποτίθετα ι ότι συμβολίζει τον έναστρο ουρανό. Ά λ λ ο τε είναι μονόφθαλμος, άλλοτε έχει τέσσερα μάτια, εκατό, ακόμη και. μυριάδες (Μυριώπης). Επίσης δεν κοιμάται π ο 69
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
τέ. Η Ή ρ α μετέφερε τα μάτια του Πανάπτη 'Α ργού στην ουρά του π α γ ω ν ιο ύ 46. Ό π ω ς στο φύλακα Ά ρ γ ο , έτσι και στον αστερισμό του Δράκοντα δίνεται μια θέση εποπτείας των πάντων, στο απόσ πασ μα του Ιππόλυτου που π α ρ α θ έ τει ο Ά ρ α τ ο ς . Π ερ ιγρ ά φ ετ α ι ως εκείνος που «από το ύψος της πολικής άρκτου επιβλέπει όλα τα πράγματα και βλέπει τα πάντα, ώστε τίποτα από όσα συμβαίνουν να μην του ξεφ εύ γει» 47. Τούτος ο δράκοντας είναι ακοίμητος, επειδή η πολική άρκτος «ποτέ δε δύει». Αρκετά συχνά τον συγχέουν με το φιδίσιο μονοπάτι που χ α ρ ά ζ ει ο ήλιος στον ουρανό: «C ’est pou r ce m o tif q u ’on dispose parfois des signes du zodiaque entre les circon volu tion s du reptile», λ έει ο Κ ιμ όν (C u-
m ont)4x. Μ ερικές φ ορ ές το ερπετό φ έρ ει στην πλάτη του τα ση μεία του ζωδιακού κύκλου49. Ό π ω ς παρατήρησε ο 'Αισλερ, μεταφερόμενη στο χρονικό συμβολισμό η εποπτική ι διότητα του δράκοντα μεταφ έρεται στο Χρόνο, τον οποίο ονομάζει ο Σοφοκλής « π ά νθ ’ορατντα Χρόνο», ενώ στην ε πιτύμβια στήλη της Χ α ιρ ώ νειας ονομάζεται «πανεπίσκοπος δα ίμω ν»Μ). Ο Ο υροβόρος υ πονοεί την αιωνιότητα (αίων) και του κόσμου στον Οραπόλλωνα. Η ταύτιση του Παντεπόπτη με το Χ ρόνο εξη γεί π ιθ α ν ώ ς τους οφθαλμούς στους τροχούς του οράματος του Ιεζεκιήλ (A ‘: 18: «Οι δε κύκλοι αυτών ήσαν τόσον υψηλοί, ώστε έκαμνον φ ό β ο ν και οι κύκλοι αυτών πλήρεις οφθαλμών κύκλω των τεσ σ ά ρων τούτων». Α να φ έρουμε τούτη την ταύτιση εξαιτίας της ιδιαίτερης σημασίας της, καθώ ς υποδεικνύει τη σχέση α νάμεσα στο m undus archetypus (κοσμικό αρχέτυπο) του α συνείδητου και το «φαινόμενο» του Χρόνου. Με άλλα λό για, υποδεικ νύει τη σ υγχρονικότητα των αρχετυπικών γ ε γονότω ν, για την οποία θα μιλήσουμε εκ τενέσ τερ α προς το τέλος αυτής της μελέτης. 70
Τ Ο Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο Σ Α Ν Π Ο Λ Λ Α Π Λ Η ΣΥΝΗΙ ΛΠΣΙ Ι
Από την α υτοβιογρα φ ία του Ιγνάτιου Λογιόλα (Ignatius Loyola) που υπα γόρευσ ε στον Λόις Γκονζάλες (Loys G o n zales)51 μαθαίνουμε ότι έβλεπε συνήθως ένα λαμπρό φως. Μ ερικές φ ορ ές του φαινόταν o n το όραμα είχε τη μορφή ερπετού. Έ μ ο ια ζ ε να είναι πλήρες λαμπρών οφθαλμών, οι οποίοι πα ρόλα αυτά δεν ήταν αφθαλμοί. Αρχικά η ομορ φιά του οράματος τον ανακούφιζε, αλλά αργότερα το ε ρ μήνευσε σαν κακό πνεύμ α 52. Τοΰτο το όραμα συγκεντρώ νει όλες τις όψεις του οπτικού μας θέματος και π α ρ ουσ ιά ζει μία εντυπωσιακή εικόνα του ασυνείδητου με τις δ ιά σπαρτες φωτεινότητές του. Ε ίναι εύκολο να φανταστούμε την α μηχανία που ένιωθε ο μεσαιωνικός άνθρωπος, όταν αντιμετώπιζε μια τέτοια κατεξοχήν «ψυχολογική» διαίσθη ση, ιδιαίτερα αν δεν είχε τη συνδρομή κάποιου δογματι κού συμβόλου και κατάλληλης αλληγορίας από τα Πατερικά κείμενα. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Λογιόλα δεν πέφτει έξω, κα θώ ς οι πολλαπλοί οφθαλμοί είναι και χ α ρακτηριστικό του Πουρούσα, του ινδουϊστικού Κοσμικού Α νθρώπου. Η Ριγκ-Βέντα (10. 90) αναφέρει: «Χίλια κ ε φ ά λια έχει ο Πουρούσα, χίλια μάτια, χίλια πόδια. Π εριβάλ λει τη γη από κά θε πλευρά, κ υρια ρχεί επί του διαστήματος των δέκα δακτύλων»5'. Ο Μ ονόιμος ο Ά ρ α β α ς , σύμφωνα με τον Ιππόλυτο, δ ί δαξε πως ο «Πρώτος Ά ν θ ρ ω π ο ς ήταν μια μονάδα, ασύνθετη, αδιαίρετη και ενίοτε «σύνθετή και διαιρετή». Τούτη η Μ ονάδα είναι «μια κεραία». Τούτη η μικροσκοπική μο νάδα, η οποία αντιπροσω πεύει τον scintilla του Κούνραθ είνα ι «πολυπρόσωπη και πολυόφθαλμη»54. Ο Μ ονόιμος βασίζεται κυρίω ς στον πρόλογο του Ευαγγελίου τον Ιωάν νη. Ό π ω ς ο Πουρούσα, ο Πρώτος του Ά ν θ ρ ω π ο ς είναι το σύμπαν (άνθρω πος είναι το π α ν )55. Οφείλουμε να κατανοούμε τέτοια οράματα σαν ενδοσκοπικές διαισθήσεις που συλλαμβάνουν με κάποιο τρόπο 71
Ε ΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤ ΗΝ Ψ Υ Χ Ο ΛΟ ΓΙ Α
την κατάσταση του ασυνείδητου και ταυτοχρόνα σαν α μαλγάματα της κεντρικής χριστιανικής ιδέας. Φυσικά, μια τέτοια κεντρική ιδέα έχει το ίδιο νόημα σε σύγχρονα ό νειρ α και φαντασιώ σεις, όπου εμφανίζεται σαν έναστρος ουρανός, σαν άστρα που αντανακλώνται σε σκοτεινά ύδατα, σαν ψ ήγματα χρυσού ή χρυσή άμμος σπαρμένη σε μαύρη γη (> σαν μια νυχτερινή λεμβοδρομία, με φανούς στη σκοτεινή επ ιφ ά νεια της θάλασσας, σαν μοναχικό μάτι στο βάθος της θάλασσας, κ.λπ. Εφόσον η συνείδηση περιγραφόταν πάντα με όρους που προέρχονταν από τη συμπερι φ ορά του φωτός, κατά την άποψή μου δεν είναι υ π ερ β ο λικό να θεωρήσουμε ότι αυτές οι πολλαπλές φωτεινότητες αντιστοιχούν σε μικροσκοπικά συνειδητά φαινόμενα. Αν η φωτεινότητα εμφανίζεται με μορφή μονάδας, σαν ένα μόνον άστρο, ήλιος ή οφθαλμός, προσλαμβάνει αμέσως το σχήμα μιας μάνταλα. Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται να ερμηνευθεί ως εαυτός. Αυτό βέβαια δεν έχει να κάνει τίποτα απολύτως με τη «διπλή συνείδηση», επειδή δεν υ πά ρ χει καμία ένδειξη ψυχικά αποσυνδυασμένης προσ ω πι κότητας. Αντίθετα, τα σύμβολα του εαυτού παρουσιάζουν έναν «ενωτικό» χα ρα κ τή ρ α 57.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Psychology and Alchemy, σ. 126.. 2. Artis auriferae quam chemiarn vacant... (Βασιλεία, 1593), Τομ. I. σ. 208. Λ έ γε τ α ι ότι είναι απ ό σπ α σ μ α α π ό τον Μ ορ ιένο υς (Morienus), π ο υ επ α νέλα β ε ο Γιόχαν Ντάνιελ Μ ο νλ ιο ν ς (Johann Daniel Mulius), Philosophia reformata (Φρανκφούρτη, 1622), σ. 146. Στη σ. 149 προσθέτει «scintillae aureas» (χρυσοί σπινθήρες). 3. «... Variae eius radii atque Scintillae, per totius ingentem materiei prim ae massae m olem hinc inde dispersae ac dissipatae; inque m undi partibus disiunctis etiam, et loco et corporis mole, necnon circumscriptione, postea separatis... unius A n im ae universalis scintillae nunc etiam inhabitantes» (...Οι ποικίλες ακτίνες και σπινθήρες της είναι δια
σκορπισμένοι και διάχυτοι στον αχανή όγκο της μάζας της prim a materia [πρωταρχικής ύλης]: οι σπινθήρες της μιας παγκόσμιας ψυχής που τώρα κατοικεί σε τούτα τα ασύνδετα μέρη του κόσμου, τα οποία χωρίστηκαν κατόπιν από το χώρο και τη μάζα του σώματος, και ακόμη από την π ε ρ ιφ έ ρ ε ιά του). Χ άινριχ Κόνραντ Κούνραθ, A m phitheatrum sapientiae aeternae solius verae, Christianokabalisticum, divino-magicum... Tertriunum, Catholicon
(Χανάου, 1604), σ. 195 κε., 198. 4. Ίδιο, σ. 197. Πρβ. τη δοξασία των Γνίυστικών για τους Σπόρους του Φωτός που συλλέγει η Παρθένος του Φωτός και τη μανιχαϊκή δοξασία για τα σωματίδια φωτός που πρέπει να λάβει κανείς ως τελετουργική τροφή, σε ένα είδος Θείας Ευχαριστίας με τη βρώση πεπονιών. Παλαιότερη αναφορά της ίδιας ιδέας αντιπροσωπεύει ο καρηιστής (Ειρηναίος, Κ ατά αιρέσεων, I, Β: 4).. 73
Ε Ι ΣΑ Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
5. «Mens hum ani anim i scintilla altior el lucidior» (Ο νους της ανθριυπινης ψυχής είναι ένας ανώτερος και φωτεινό τερος οπινθήρας). Amphitheatrum, σ. 63. 6. Κούνραθ, Von hylealischen, das ist, pri-materialischen catholischen, ocler algemeinen naturlichen Chaos (Μ α γδεμβούργο, 1597), σ.63. 7. Ο Κούνραθ αναφέρει «forma aquina, pontica, limus terrae Adam ae, Azoth, Mercurius» (μια μορφή υδάτινη, θαλάσ σια, ο άχθος της γης του Αδάμα, του Αζόθ, του Ερμή), κ.πλ. Ίδιο, ο. 216. [Αδάμα στα εβραϊκά σημαίνει «γη». — Εκ.], 8. Ίδιο, ο. 216. 9. Οι «formae scintillaeve A nim ae Mundi» (μορφές ή σπιν θήρες της ψυχής του κόσμου) καλούνται επίσης από τον Κ ο ύ ν ρ α θ (σ. 189) « r a tio n e s s e m i n a r i a e N a tu r a e specificae» (οι σπερματικές ιδέες της Φύσης, η προέλευση των ειδών), αναπαράγοντας έτσι μια αρχαία ιδέα. Κατά τον ίδιο τρόπο ονομάζει τον scintilla, «Entelechia» (Ενδελέχεια) (σ. 65). 10. Paracelsus: Samtliche Werke, εκδ. Καρλ Σούντχοφ (Karl Sudhoff) (Μόναχο, Βερολίνο, 1922-23). Τομ., XII, σ. 231' ... Paracelsi... Philosophi und Medici Opera Bucher und Schrifften. εκδ. Τζον Χούζερ (John Huser) (Στρασβούργο, 1603, 1616-18), Τομ. X, σ. 2.06. 11. Von hylealischen C haos , σ. 94. 12. Ίδιο, σ. 249. 13 Εδ(ό σ. 54. Σε αυτό συμφωνεί με τον Παράκελσο, που αποκαλεί το lumen naturae (φως της φύσης) Πεμπτουσία. Η ουσία που εξάγει ο ίδιος ο Θεός από τα τέσσερα στοι χεία. 14. Κεφ. XIX, 1 κε. (αγγλ. μετφ.: The Writings o f the A p o s tolic Fathers, Ante-Nicene Christian Library, I, Εδιμβούρ γο, 1883). 15. Γκέρχαρντ Ντορν, «De speculativa philosophia», στο Theatrum chemicum (Ό ρσελ, 1602), Τομ. I, σ. 275. 74
- '■ Μ Μ Η Μ Μ ί ΐ -
Τ Ο Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο Σ Α Ν Γ Ι Ο Λ Λ Λ Π Λ 11 Σ Υ Ν Ι Ί Λ Ι ΙΣ! 1
16. «Sol est insibilis in hom inibus. in terra vero visibilis, tamen ex uno et eodem sole sunt ambo» (Ο ήλιος είναι αόρατος για τους ανθρώπους, αλλά ορατός στον κόσμο, όμως και οι δύο βρίσκονται στον ένα και τον αυτό ήλιο). Ίδιο, ο. 308. 17. «De phisophia mediativa», Theatrum chemicum, Τομ. I, σ. 460. 18. Εκδ. Σούντχοφ, Τομ. XII, σ. 23: «Αυτό που βρίσκεται στο φως της φύσης, υποκρύπτεται στη λειτουργία τοί' άστρου.» (Εκδ. Χούζερ, Τομ. X σ. 19.). 19. Philosophia sagax, εκδ. Χούζερ Τομ. X, σ.1 (εκδ. Σούντ χοφ, Τομ. XII, σ. 3). 20. Ίδιο, εκδ. Χούζερ, σ. 3 κε. (εκδ. Σούντχοφ, σ. 5 κε.). 21. Οι απόστολοι είναι «Astrologi» (Αστρολόγοι): Ίδιο, σ. 23 (σ. 27). 22. Ίδιο, σ. 54 (σ. 62). 23. Ίδιο, σ.344 (σ. 386). Η τελευταία πρόταση a v a g ^ 8 T a i στο κατά Ματθαίον E ‘: 14 «Vos estis lux mundi». 24.Ίδιο, σ. 409 (σ. 456 κε.). 25. «... όπως οι κόκορες που λαλούν τον επερχόμενο χρόνο έχουμε και τα παγώνια που κράζουν στο θάνατο του αφέ ντη τους... όλα αυτά ανήκουν στο εγγενές πνεύμα και συν θέτουν το φως της φύσης». Fragmenta medica, cap. «De morbis somnii», εκδ. Χούζερ, Τομ. V, σ. 130 (εκδ. Σούντ χοφ, Τομ. IX, σ. 361). 26. Liber de generatione hominis, εκδ. Χούζερ, Τομ. VIII, σ. 172 (εκδ. Σούντχοφ, Τομ. I, σ. 300). 27. De vita longa, εκδ. Ά νταμ φον Μποντενστέιν (Adam von Bodenstein) (Βασιλεία, 1562), Βιβλ. V, κεφ. ii. 28. Philosophia sagax, εκδ. Χούζερ, Τομ. X, σ. 341 (εκδ. Σούντχοφ, Τομ. XII. σ. 382): «Είναι λοιπόν σαφές ότι όλη η ανθρώπινη σοφία του γήινου σώματος βρίσκεται στο φως της φύσης». Είναι «το φως του ανθρώπου της αιώνιας σοφίας». Ίδιο, σ. 395 (σ. 441). 29. Liber de generatione hominis, εκδ. Χούζερ, Τομ. VII, σ. 171 κε. (εκδ. Σούντχοφ, Τομ. I, σ. 299 κε.). 75
Ε Ι ΣΑ Γ ΩΓ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
30. «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θε'λω ει ήδη ανήψϋη!» κατά Λουκάν IB': 49. 31. Fragrnenta cum libro de fundam ento sapientiae, εκδ. Χοΐίζερ, Τομ. IX, σ. 448 (εκδ. Σούντχοφ, Τομ. XIII, ο. 325 κε.). 32. Philosophia sagax, εκδ. Χούζερ, Τομ. X, ο. 46 (εκδ. Σούνχοφ, Τομ. XII, σ. 53). 33. Ίδιο, ο. 79 (σ. 94). 34 Practica in scienticim divinationis, εκδ. Χούζερ, Τομ. X, ο. 438 (εκδ. Σούντχοφ, Τομ. XII, σ. 488). 35. Liber de Caducis, εκδ. Χούζερ, Τομ. IV, σ. 274 (εκδ. Σού ντχοφ, Τομ. VIII, σ. 298). 36. Στα Ιε ρ ο γλυ φ ικ ά του Οραπόλλωνα ο έναστρος ουρανός υποδηλώνει το Θεό σαν υπέρτατη Μοίρα. Μετφ. Τζορτζ Μπόας (George Boas) (Bollingen Series XXIII, Νέα Υόρκη, 1950) σ. 66. 37. Πρβ. το έργο μου Paracelsica (Ζυρίχη, 1942), σ. 47 κε., 38. Κορνήλιος Χάινριχ Αγρίππα φον Νετεσχάιμ, De occulta p h i lo s o p h ia , ( Κ ο λ ο ν ία , 1533), σ. lxviii: «N am iuxta P l a t o n i c o r u m d o c t r i n a m , e s t re b u s in f e r i o r i b u s res quaeclam insita, p e r q u a m m agna ex p a r te cum superioribus conveniunt, unde etiarn animalium taciti consen sus cum divinis corporibus consentire videntur, atque his viribus eorum corpora et affectus affici.» (Γιατί, σύμφωνα
με τη δοξασία των Πλατωνιστοιν υπάρχει στα κατώτερα πράγματα μια κάποια αρετή, μέσω της οποίας εναρμονί ζονται με τα ανώτερα. Φαίνεται, λοιπόν, πως η σιωπηρή συγκατάθεση των ζώων είναι εναρμονισμένη με τα θεία σώματα, και ότι τα σώματα και οι διαθέσεις τους αγγίζο νται από αυτές τις αρετές), κ.λπ. 39. Λιν Θόρνταϊκ (Lynn Thorndike), History o f Magic and Experimental Science, Τομ. II (Νέα Υορκη , 1929), σ. 348. 40. Φρανσουά Πικαβέ (Francois Picavet), Essais sur I’histoire generale et com paree des Theologies et des Philosophie Medievales (Παρίσι, 1913), σ. 207. 76
Τ Ο Α Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Τ Ο Σ Α Ν Π Ο Λ Λ Α Π Λ Η Σ Υ Ν Ε Ι Λ Ι 1X11
41. ΓΙρβ. Psychology and A lch em y a. 126, 178 κι-:., 405, και ο. 330, 416. 42. «Liber de compositione Alchemiae» στο A rtis auriferae, Τομ. II, σ. 32. 43. Opera omnia chemica (Κάσελ 1649) o. 159. 44. Ειρηναίος Οράνδος (Eirenaeus Orandus), N icholas Flam el: His Exposition o f the Hicroglyphicatl Figures κ.λπ. (Λον δίνο, 1624). 45. Ζαχ. Γ':9 είναι επίσης σχετικό: «...επί τον λίθον τον ένα επτά οφθαλμοί εισίν». 46. Αυτό το μυθολόγημα παρουσιάζει ιδιαίτερη σημασία, για την ερμηνεία του «cauda pavonis» (ουρά τοτ; παγωνιού). 47. «Τετάχθαι γαρ νομίζουσι κατά τον αρκτικόν πόλον τον Δράκοντα, τον όφιν, από του υψηλοτάτου πόλου πάντα επιβλέποντα και πάντα εφορώντα, ίνα μηδέν των πραττομένων αυτόν λάθη.» Έ λεγχος, IV. 47, 2, 3. 48. Φρανζ Κιμόν, Textes et m onum ents figures relatifs aux mysteres de Mithra, Τομ. I (Βρυξέλες, 1869), σ. 80. 49. «Προσέταξε τον αυτόν δράκοντα βαστάζειν εξ ζώδια επί του νώτου αυτοί)». — Ζαν Μπαπτίστ Πιτρά (Jean Baptiste Pitra), εκδ. Analecta sacra (Παρίσι, 1876-91), Τομ. V, 9, σ. 300. Το παραθέτει ο Ρόμπερτ Ά ισλερ (Robert Eisler), Weltenmantel und Himmelszelt (1910), Τομ. II, σ. 389, 5. 50. 'Αισλερ, προαν. έργο, σ. 388. 51. Λουδοβίκος Κονσάλβους (Ludovicus Consalvus), A cta Αηtiquissima, ii, 19 (αγγλ. μετφ. Ε. Μ. Rix, The Testament o f Ignatius Loyola, Λονδίνο, 1900, σ. 72). 52. Ο Ιγνάτιος είχε επίσης το όραμα ενός πράγματος στρογ γυλού και μεγάλου, χρυσοποίητου, που αιωρείτο εμπρός στα μάτια του. Το ερμήνευσε σαν εμφάνιση του Χριστού ενώπιον του με τη μορφή του ήλιου. Φιλίπ Φανκ (Philipp Funk), Ignatius von Loyola (Βερολίνο, 1913), σ. 57, 65, 74, 112.. 53. Η μετάφραση προέρχεται από διάφ>ορες πηγές. Ό π ω ς ε ξη γεί ο Ανάντα Κ. Κουμαρασβάμι στο Journal o f the Am erican Oriental Society, LVI (1946), 145-61, «το διά 77
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
στημα των δέκα δακτύλων» (κυρλ. «δέκα δάκτυλα») αναφέρεται «μακροκοσμικά στην απόσταση μεταξύ ουρανού και γης και μικροκοσμικά στο διάστημα ανάμεσα στην κο ρυφή της κεφαλής και το πηγούνι». Συνεχίζει: «Επομένως θεωρώ πως κάτι τέτοιο υποδεικνύει και η Ριγκ Βέντα 10. 90. 1... εννοεί ότι ο Πουρούσα, στέκοντας πάνω στη γη, γεμίζει ολόκληρο το σύμπαν και κυριαρχεί πάνω του μέσω των δυνάμεων της όρασης, κ.λπ. που προήλθαν από το πρόσωπό του. Ανάλογες προς αυτές είναι οι δυνάμεις ό ρασης του ανθρώπου. Συνεπώς το πρόσωπο, είτε του Θ ε ού είτε του ανθρώπου, είναι... αφ’εαυτού μια εικόνα του τρίπτυχου σύμπαντος». 54. Έ λεγχος, VIII, 12, 5. 55. Ίδιο, VIII, 12, 2. 56. Πρβ. το αλχημικό ρητό: «Seminate aurum in terram albam foliatam» (Σπείρε το χρυσό σε λευκή περιφυλλωμένη γη). 57. Πρβ. τα σχόλιά μου περί του «ενωτικού συμβόλου» στο Psychological Types (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1923)' επί σης Τόνι Βολφ (Toni Wolff), «Einfuhrung in die Grundlagen der kom plexen Psychologie», στο D ie kulturelle Bedeutung der /complexes Psychologie, a. 151 κε., 161 κε.
78
7 ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΤΥΠΑ
Είπαμε πως τα κατώτερα όρι,α της ψυχής αρχίζουν εκεί όπου η λειτουργία απελευθερώνεται, από την πειθαναγκαστική δύναμη του ενστίκτου και εναρ μ ο νίζ ετα ι με τη θ έ ληση και ορίσαμε την ψυχή σαν διαθέσιμη ενέργεια. Κάτι τέτοιο, όμως, πρ οϋποθ έτει ένα υποκείμενο ικανό να κρίνει και προικισμένο με συνείδηση. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικ νύ ο υ μ ε ουσ ιασ τικ ά αυτό α κριβώ ς που α π ο ρ ρ ίψ α μ ε στην αρχή, δηλαδή την ταύτιση της ψυχής με τη συνείδηση. Το δίλημμα πα ύει να υφίσταται όταν συνειδητοποιήσουμε πόσο σχετική είναι η συνείδηση, εφόσον τα περιεχόμενά της είναι συνειδητά και ασυνείδητα ταυτοχρόνα, θεω ρ ού μενα από διαφορετική οπτική γωνία. Ό π ω ς συμβαίνει με τις παραδοξότητες, μια τέτοια δήλωση δε γίνεται άμεσα κα τα νοη τή 1. ΙΤαρόλα α υ τά χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι να σ υνη θ ίσ ουμ ε στην ιδέα ότι το συνειδητό και το ασυνείδητο δεν έχουν σαφή όρια. Το ένα ξεκινά εκεί όπου σταματάει το άλλο. Μάλλον χρειάζεται ν« πούμε πως η ψυχή είναι ένα συνειδητό-ασυνείδητο σύνολο. Ό π ω ς και στη νεκρή ζώνη, την οποία ονομάσαμε «προσωπικό ασυνείδητο», είναι σχετικά εύκολο να α ποδείξουμε ότι τα περιεχόμ ενά του ανταπο74
Ε Ι Σ Α Γ ΩΓ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
κρίνονται επακριβώ ς στον ορισμό μας για το ψυχικό. Ό μως μήπως υ π ά ρ χ ει κάποιο ψυχικό ασυνείδητο που να μην είναι «περιθώ ριο της συνείδησης» και προσωπικό; Α να φέρα με, ήδη, πως ο Φρόιντ εδραίωσε την ύπαρξη α ρχα ίω ν υπολειμμάτων και πρωτόγονων τρόπων λειτουρ γίας στο ασυνείδητο. Μ εταγενέστερες έρευνες επιβ εβα ίω σαν τούτο το αποτέλεσμα, συγκεντρώνοντας σωρεία πλού το ερευνητικού υλικού. Λ αμβάνοντας υπόψιν τη δομή του σώματος θα ήταν εκπληκτικό αν η ψυχή αποτελούσε το μόνο βιολογικό φαινόμενο που δεν παρουσιάζει σαφή ση μεία της εξελικτικής του ιστορίας. Ε ίναι πολύ πιθανόν πως αυτά τα σημεία συνδέονται στενά με την ενστικτώδη βάση. Το ένστικτο και ο αρχα ϊκ ός τρόπος απαντώ νται στη βιο λογική έννοια του «προτύπου της συμπεριφοράς». Ο υσ ια στικά δεν υπά ρχουν άμορς)α ένστικτα, καθώ ς το κάθε έν στικτο φ έρ ει εν δυνάμει το πρότυπο της κατάστασής του και δια μ ορ φ ώ νει πά ντα μια εικόνα με σταθερές ιδιότητες. Το ένστικτο του μυρμηγκιού που κόβει φύλλα, δια μορ φ ώ νει και πληρεί την εικόνα του μυρμηγκιού, του δέντρου, του φύλλου, του κοι|π'ματος, της μεταφοράς, κ.λπ.2. Αν λεί π ει οποιαδήποτε από αυτές τις προϋποθέσεις, το ένστικτο δε λειτουργεί, επειδή δεν μπορεί να υπά ρ ξει χωρίς το συ νολικό πρότυπό του, δίχως την εικόνα του. Μ ια τέτοια ει κόνα συνθέτει έναν a priori τύπο. Είναι εγγενής στο μυρ μήγκι, προγενέστερη κάθε δραστηριότητας, γιατί δεν μπο ρεί να υ π ά ρ ξ ει καμία δραστηριότητα, εκτός αν την εισάγει και την καταστήσει δυνατή ένα ένστικτο αντίστοιχου π ρ ο τύπου. Τούτο ισχύει για όλα τα ένστικτα και βρίσκεται με πανομοιότυπη μορφή σε όλα τα άτομα του ιδίου είδους, όπίος και στον άνθρωπο. Φ έρει εν δυνάμει αυτούς τους a priori τύπους ενστίκτων, οι οποίοι παρέχουν την περίσταση και το πρότυπο των δραστηριοτήτων του, κ α θ ’ όσον λει τουργεί ενστικτωδώς. Ως βιολογικό ον δεν μπορεί παρά 80
Π Ρ Ο Τ Υ Π Α Σ Υ Μ Π Ε Ρ Ι Φ Ο Ρ Α Σ ΚΑΙ ΑΡ Χ Ε Τ Υ Π Α
να ενερ γεί με έναν εντελώς ανθρώπινο τρόπο και να εκ πληρώνει το πρότυπο σ υμπεριφοράς του. Κάτι τέτοιο θέτει στενά όρια στο πιθανό πεδίο βούλησής του. Ό σ ο στενό τερα είναι τα όρια, τόσο πιο πρωτόγονος εμφανίζεται και τόσο π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ε ξ α ρ τ ά τ α ι η σ υνείδη σ ή του α πό τη σ φα ίρα του ενστίκτου. Αν και από μια άποψη είναι ορθό να μιλάμε για το πρότυπο συμπεριφοράς ως επιζόν α ρ χ α ϊ κό υπόλειμμα, όπως έκανε ο Νίτσε σε σχέση με τη λει τουργία των ονείρων, μια τέτοια στάση δεν ταιριάζει α π ό λυτα στο βιολογικό και ψυχολογικό νόημα αυτών των τύ πων. Δεν είναι απλώς υπολείμματα ή κατάλοιπα π ρ ο γεν έ στερων λειτουργικώ ν τρόπων. Ε ίνα ι οι πάντα πα ρόντες και βιολογικά απαραίτητοι ρυθμιστές της σφαίρας του εν στίκτου, το πεδίο δράσης της οποίας καλύπτει όλη την ε πικρά τεια της ψυχής. Αυτή η σφαίρα χάνει την απολυτότητά της, όταν περ ιορίζετα ι από τη σχετική ελευθερία της θέλησης. Μ πορούμε να πούμε ότι η εικόνα αντιπροσω πεύ ει το νόημα του ενστίκτου. Αν και η ύπαρξη ενός ενστικτώδους προτύπου στην α ν θρώπινη βιολογία είναι πιθανή, μοιάζει δύσκολο να α π ο δείξουμε εμπειρικά την ύπαρξη διαφορετικώ ν τύπων. Και τούτο επειδή το όργανο με το οποίο μπορούμε να τους συλλάβουμε —η συνείδηση— δεν είναι μόνον η μεταμόρ φωση της αρχικής ενστικτώδους εικόνας, αλλά και ο με ταμορφωτής της. Δεν είναι πα ράξενο λοιπόν που ο α νθ ρ ώ πινος νους το βρίσκει, ακατόρθωτο να ταξινομήσει τον ά ν θρωπο σε επακριβείς τύπους, παρόμοιους με εκείνους που γνω ρίζουμε στο ζωικό βασίλειο. Οφείλω να ομολογήσω πως δε βλέπω έναν άμεσο τρόπο για να επιλυθεί το π ρ ό βλημα. Π αρόλα αυτά πιστεύω πως κατορθώσαμε να ανακαλυψουμε έναν τουλάχιστον έμμεσο τρόπο προσέγγισης της ενστικώδους εικόνας.
Ε Ι Σ ΑΓ ΩΓ Ή Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
Στη σ υνέχεια Bex προσ παθή σ ω να δώσω μια σύντομη π ερ ιγρ α φ ή του πώς σΐΐνέβησαν αυτές οι ανακαλύψεις. Ε ί χα συχνά πα ρατηρή σ ει α σ θενείς των οποίων τα όνειρα υ παινίσσονταν ένα πλούσιο α πόθ εμ α φανταστικού υλικού. Οι ίδιοι π ε ρ ιέ γ ρ α φ α ν φαντασιώσεις, χωρίς να μπορούν να εξηγήσ ουν πού α κ ρ ιβ ώ ς βρισ κόταν η εσωτερική πίεση. Πήρα, λοιπόν, μια ονειρική εικόνα ή ένα συνειρμό του α σθενή, και χρησιμοποιώντας το σαν σημείο εκίνησης, του α νέθ εσ α το έργο της διάνθισης ή ανάπτυξης του ονειρικού θέματός απελευθ ερώ νοντα ς τη φαντασία του. Κάτι τέτοιο μπορούσε να γίνει με διάφορους τρόπους- θεατρικά, δ ια λεκτικά, οπτικά, ακουστικά ή με τη μορφή του χορού, της ζωγραφικής, της σχεδίασης, ή της γλυπτικής. Το α π ο τέλ ε σμα αυτής της τεχνικής ήταν ένα πλήθος περίπλοκων π ρ ο τύπων, t o j v οποίων η ποικιλία με προβλημάτιζε για χ ρ ό νια, ώσπου κατόρθω σα να κατανοήσω ότι με αυτή τη μέ θοδο γινόμουν μάρτυρας της αυθόρμητης εκδήλωσης μιας ασυνείδητης διαδικασ ίας, η οποία απλώς υποβοηθείτο από την καλιτεχνική ικανότητα του ασθενή. Α ργότερα της έδω σα το όνομα «διαδικασ ία εξατομίκευσης». Αλλά πολύ πριν συλλάβω αυτήν την αναγνώριση, ανακάλυψα ότι τούτη η μέθοδος συχνά ελαχιστοποιούσε τη συχνότητα και την έ νταση των ονείρων, μειώνοντας έτσι την ανεξήγητη πίεση που ασκούσε το ασυνείδητο. Σε πολλές περιπτώσεις κάτι τέτοιο επ έφ ερ ε μεγάλο ποσοστό θεραπευτικής επιτυχίας, γεγονός που ενθάρρυνε τόσο εμένα όσο και τον ασθενή να προχωρήσουμε, παρόλο που η φύση των αποτελεσμά των μας έφ ερ νε α μη χα νία 3. Ε πέμενα πως μου προκαλούσαν αμηχανία, μόνο και μόνο για να εμποδίσω τον εαυτό μου από τη διατύπωση ερμηνειοίν, βάσει ορισμένων θ εω ρητικών υποθέσεω ν, οι οποίες πίστευα ότι όχι μόνο ήταν α νεπα ρκείς, αλλά και είχαν την τάση να προκατα λα μβ ά νουν τα πρότυπα του ασθενή. Ό σ ο περισσότερο υ π ο ψ ια 82
Π Ρ Ο Τ Υ Π Α Σ Υ Μ Π Ε Ρ Ι Φ Ο Ρ Α Σ ΚΑΙ Λ Γ \ Ϊ Ι Μ1 Λ
ζόμουν ότι. α ΐ’τά τα πρότυπα έκρυβαν κάποια σ κοπιμότη τα, τόσο λιγότερο ήμουν διατεθειμένος να, διακινδυνεύσω κάποιες θεωρίες. Τοιίτη η επιφυλακτικότηια δεν ήταν εύ κολη για μένα, καθώ ς σε πολλές περιπτιόσεις είχα να κ ά νω με α σ θενείς που χρειάζονταν ένα διανοητικό point cl’ appui (σημείο στήριξης), προκειμένου να μη χαθούν εντε λώς στο σκοτάδι. Χ ρειαζόταν να δώσω προσωρινές ερμη νείες, τουλάχιστον στο σημείο που μπορούσα, δ ια νθ ίζ ο ντας τες με αναρίθμητα «ίοως», «αν» και «αλλά», δίχο)ς να ξεπερ νώ ποτέ τα όρια του προτύπου που βρισκόταν ε μπρός μου. ΓΙάντα π ρόσ εχα να καταλήγει η ερμηνεία καθε εικ ό να ς σε ερώτηση, της οποία ς η απάντηση αφηνόταν στην ελεύθερη δράση της φαντασίας του ασθενή. Η χαοτική συλλογή εικόνων που αντιμετώπισα αρχικά, μειώθηκε α ρ γότερ α σε ορισμένα θέματα και τυπικά στοι χ ε ία που ε π α ν α λ α μ β ά ν ο ν τ α ν με ταυτόσημη ή ανάλογη μορφή από τα πλέον δια φ ορετικά άτομα. Α ναφέρω σαν ιδ ια ίτερ α χα ρα κ τη ρ ισ τικ ά τη χαοτική πολλαπλότητα και την τάξη, το δυϊσμό, την αντίθεση φωτός και σκότους, το ανώ τερο και το κατώτερο, το δεξί και το αριστερό, την ένωση των αντιθέτων σε ένα τρίτο, το τετραπλό (τετράγω νο, σταυρός),την περιστροφή (κύκλος, σφαίρα) και τελικά τη δια δικ α σ ία εστίασης και μια διάταξη που συνήθως συ νοδεύει τετραδικ ά συστήματα. Τ ρια δικοί σχηματισμοί, ε κτός από το complexio oppositorum (σύπλεγμα αντιθέτων) σε ένα τρίτο, ήταν σχετικά σπάνιοι και αποτελούσαν α ξιο σημείωτες εξαιρέσεις, οι οποίες μπορούσαν να ερμηνευθούν με ειδικούς όρους4. Η διαδικασία εστίασης είναι, κ α τά την εμπειρία μου, το απόγειο μιας ανάπτυξης, ο α ξ ε πέραστος δακτύλιός της5 και χαρακτηρίζεται σαν τέτοια από το γεγονός ότι επιφ έρ ει το μεγαλύτερο δυνατό θ ε ρ α πευτικό αποτέλεσμα. Τα σαφή χαρακτηριστικά που π α ρ α θέσαμε πιο πάνω φθάνουν στα όρια της αφηρημένης έν 83
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
νοιας. Τ α υ τό χ ρ ο να α ποτελοΰν την απλούστερη έκφραση των διαμορφωτικ(όν αρχώ ν που δρουν εδώ. Στην π ρ α γ μ α τικότητα τα πρότυπα είναι, α πειρά ρ ιθμα και περισσότερο συγκεκριμένα. Η ποικιλία τους είναι πέραν περιγραφής. Μ πορώ να πω μόνον ότι π ιθ α ν ά δεν υπ ά ρ χει κάποιο μυ θολογικό θέμα που να μην εμφανίζεται κά ποια στιγμή σε αυτές τις διαμορφώ σεις. Ακόμη και αν είχαν οι ασθενείς μου κ ά π ο ια συνειδητή γνώση μυθολογικών θεμάτων, την ξ επ έρ α σ α ν κατά πολύ με την εφευρετικότητα της δημιουρ γικής φαντασίας. Τ έτοια γεγονότα δείχνουν με αλάνθαστο τρόπο πώς οι φαντασιώ σεις, κα θοδηγούμενες από ασυνείδητους π α ρ ά γοντες, συμπίπτουν με το υλικό της πνευματικής δραστη ριότητας του ανθρώπου, όπο)ς το γνωρίζουμε από την π α ράδοση κ α ι από την εθνολογική έρευνα. Ό λ ε ς οι αφηρημένες μορφές που α νέφ ερ α είναι κατά μια έννοια συνει δητές. Ο κ α θέν α ς μπορεί να μετρήσει μέχρι το τέσσερα και γνω ρίζει τι είναι ο κύκλος και το τετράγωνο. Ό μ ω ς , σαν δ ια μ ο ρ φ ω τικ έ ς α ρ χ ές είνα ι ασ υνείδη τες κ α ι βάσει, των ίδιων στοιχείων ούτε τα ψυχολογικά τους νοήματα εί ν α ι σ υνειδη τά . Ο ι θ ε μ ε λ ιω δ έ σ τ ε ρ ε ς α π ό ψ ε ις και ιδ έες π ρ οέρ χοντα ι από αυτές τις εμπειρίες. Πρώτα κάνω τις π α ρατηρήσεις και τότε μόνο δημιουργώ τις ιδέες. Το ίδιο σ υμβαίνει με το χ έρ ι που οδη γεί το μολύβι ή το πινέλο, το π όδι που εκτελεί τα βήματα του χορού, το μάτι και το αυτί, τη λέξη και, τη σκέψη. Μ ια σκοτεινή παρόρμηση είναι ο υπέρτα τος ρυθμιστής του προτύπου ένα ασυνείδητο που δίνει ξα φ ν ικ ά στον εαυτό του μια a priori πλαστική μορφή και κανείς δεν έχει ιδέα ότι η συνείδηση κάποιου άλλου κατευθύνεται από τις ίδιες αρχές, όταν ακριβώς βρίσκεται σε σημείο να α ισθάνεται εντελώς εκτεθιμένος στις α π ε ρ ιό ριστες υποκ ειμενικ ές ιδιοτροπίες της τύχης. Σε όλη δ ια δ ι 84
Π Ρ Ο Τ Υ Π Α Σ Υ Μ Π Ε Ρ Ι Φ Ο Ρ Α Σ ΚΑΙ ΑΡ Χ Ε Τ Υ Π Α
κασία μοιάζει να κυρ ια ρ χεί μια συγχεχυμένη γνώση, όχι μόνον του προτύπου, αλλά και του νοήματος του". Η εικόνα και το νόημα είναι ταυτόσημα. Καθώς η π ρ ώ τη π α ίρ ν ε ι μορφή, κ α θ ίσ τα τα ι σ α φ ές το δε ύ τ ε ρ ο . Στην πραγματικότητα το πρότυπο δε χρ ειά ζετα ι ερμηνεία, α π ο δίδει το δικό του νόημα. Υ πάρχουν περιπτώσεις όπου μπο ρούμε να επιτρέψουμε τη συνέχιση της ερμηνείας σαν θ ε ραπευτική ανάγκη. Βέβαια, η επιστημονική γνώση είναι άλλο θέμα. Εδο) πρε'πει να αποσπάσουμε από το συνολικό άθροισμα της εμπειρίας ορισμένες έννοιες με τη μεγαλύ τερη δυνατή καθολική ισχύ, οι οποίες δε δίνονται a priori. Αυτό το συγκεκριμένο έργο συνεπάγεται μια μετάφραση του διαχρονικού, ουσιώδους και πάντα παρόντος αρχέτυ που σε σύγχρονη επιστημονική γλώσσα. Τέτοιες εμπειρίες και συλλογισμοί με οδηγούν στην π ί στη πω ς υπά ρχουν ορισμένες συλλογικές ασυνείδητες π ρ ο ϋποθέσ εις που δρουν σαν ρυθμιστές και ερεθίσματα δ ρ α στηριότητας της δημιουργικής φαντασίας και επικαλούνται, αντίστοιχους σχηματισμούς επωφελούμενοι από το ύ π α ρ χον συνειδητό υλικό. Σ υμ περιφ έρονται όπως οι κινητήριες δυνάμεις των ονείρων. Για αυτό η ενεργητική φαντασία, όπως ονομάσαμε αυτή τη μέθοδο, πα ίρνει ως ένα βαθμό τη θέση των ονείρων. Η ύπαρξη αυτών των ασυνείδητων ρυθμιστών — ενίοτε τους α να φ έρω σαν «κυριάρχους»', εξαιτίας του τρόπου λειτουργίας τους— μου φάνηκε τόσο σημαντική, ώστε στήριξα πάνα:» της την υπόθεση ενός α πρόσωπου συλλογικού ασυνείδητου. Το πλέον α ξιοθ αύμ α στο που παρατήρησα σε αυτή τη μέθοδο, ήταν το γεγονός ότι δεν αφορούσε μια reductio in prim am figuram (ανάλυση στην αρχική μορφή), αλλά περισσότερο μια σύνθεση π α θητικού συνειδητού υλικού και ασυνείδητων επιρροών και κάτι τέτοιο οδηγούσε συνεπώς σε ένα είδος αυθόρμητης διεύρυνσης των αρχετύπων. Δεν πρέπει, να θεωρούμε τις 85
Ε Ι ΣΑ Γ Ω Γ Η ΣΤ ΗΝ Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
εικ όνες σαν ανάλυση συνειδητώ ν π ερ ιεχο μ ένω ν στις απλοΰστερες υ π οδια ιρέσ εις τους. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε κ α τευθείαν στις α ρ χέγονες εικόνες, γεγονός αδιανόητο, ό πως είπα προηγουμένως. Ουσιαστικά εμφανίζονται μόνον κατά τη διά ρ κεια της διεύρυνσης. Σε αυτή τη φυσική δια δικασ ία διεύρυνσης στηρίζεται επίσης η μέθοδος της εκμαίευσης της σημασίας ra>v ονεί ρων. Καθώς τα όνειρα συμπεριφέρονται όπως και η ενερ γητική (φαντασία, εκείνο που λείπει είναι μόνον η υποστή ριξη συνειδητών περιεχομένω ν. Στο βαθμό που πα ρ εμ β α ί νουν τα α ρ χέτυπα στη μορφοποίηση συνειδητών π ε ρ ιε χ ο μένων ρυθμίζοντας, τροποποιώ ντας και παρακινώ ντας τα, δρουν όπως και τα ένστικτα. Επομένως, είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι αυτοί οι πα ράγοντες συνδέονται με τα έν στικτα και να αναρωτηθούμε κατά πόσον τα τυπικά ρυθ μιστικά πρότυπα που αντιπροσωπεύουν αυτές οι συλλογι κές μορφικές α ρχές είναι τελικά ταυτόσημα με τα ενστικώδη π ρ ό τ υ π α , δηλα δή με τα π ρ ό τυ π α σ υ μ π ερ ιφ ο ρ ά ς. Π ρ έπ ει να πα ρ αδ εχτώ ότι ως τώ ρα δεν ανακάλυψα κάποιο επιχείρημα να ανα σ κ ευάζει αυτή την πιθανότητα. Πριν συνεχίσω τους συλλογισμούς μου, χρειά ζετα ι να τονίσω μια πλευρά των αρχετύπων, η οποία είναι εμφανής σε όποιον έχει πρακτική εμπειρία αυτών των θεμάτων. Τα αρχέτυπα, όταν εμφανίζονται, έχουν έναν σαφή θεϊκό χ α ρακτήρα, τον οπ-οίο μπορούμε να περιγράψουμε μόνον ως «πνευματικό», αν η λέξη «μαγικός» η χεί δυσάρεστα. Σ υ νεπώς, τούτο το φαινόμενο πα ρουσιά ζει ιδιάζουσα σημα σία για την ψυχολογία της θρησκείας. Οι επιρροές του εί ναι διφορούμενες. Μ πορεί να θ ερ απεύσ ει ή να καταστρέ φει, αλλά ποτέ δεν είναι α διά φορο, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έχει επιτύχει έναν ορισμένο βαθμό σαφήνειας8. Αυτή η όψη α ξίζει το χαρακτηρισμό «πνευματική» περ ισ σότερο από κά θε άλλη. Συμβαίνει αυτά τα αρχέτυπα να 86
Π Ρ Ο Τ Υ Π Α Σ Υ Μ Π Ε Ρ Ι Φ Ο Ρ Α Σ ΚΑΙ Α Γ \ Ι · i
ΠΛ
εμφανίζονται, με τη μορφή ενός πνεύματος σε όνειρα, σε φα ντα σ ια κ ά π α ρ ά γ ω γ α , ακόμη και σαν φαντάσματα. Υ π ά ρ χει μια μυστηριακή αύρα γύρω από τη θεϊκότητά ίου αρχετύπου, γεγονός που ασκεί ανάλογη επιρροή πάνω στα συναισθήματα. Κινητοποιεί φιλοσοφικές και. θρησκευτικές πεποιθήσ εις σε εκείνα ακριβώς τα άτομα που πιστεύουν πω ς βρίσκονται μακριά από τέτοιες κρίσεις αδυναμίας. Συχνά κατευθύνεται με α περίγραπτο πάθος και άσπλαχνη λογική προς το στόχο της και θέτει το υποκείμενο κάτω από τη γοητεία της. ΓΙαρά την απεγνωσμένη αντίστασή του είναι ανίκανο, και τελικά δεν επιθυμεί πλέον να ξεφύγει, επειδή η εμπειρία προσ δίδει ένα βάθος και, μια νοηματική πληρότητα αδιανόητη πιο πριν. Εκτιμώ πλήρως την αντί σταση που προβ άλλουν οι ρ ιζω μένες πεποιθ ήσ εις κατά των ψυχολογικών ανακαλύψεων αυτού του είδους. Π ρ ο α ι σ θ α ν ό μ ενο ι περισσ ότερο π α ρ ά γνωρίζοντας πραγματικά οι περισσότεροι νιώθουν φόβο για την απειλητική δύναμη που κείται δέσμια μέσα μας, περιμένοντας μόνο τη μαγική λέ'ξη που θα την α πελευθερώ σ ει από τα μάγια. Τούτη η μαγική λέξη πάντα έχει την κατάληξη «ισμός» και δρα π ε ρισσότερο αποτελεσματικά οε εκείνους που έχουν λιγότερη πρόσβαση στον εσωτερικό εαυτό τους και έχουν α π ο μα κ ρ υνθεί α πό τις εντικτώδεις ρίζες τους, στρεφόμενοι προς το χαοτικό κόσμο της συλλογικής συνείδησης. Π α ρ ά ή ίσως εξαιτίας της συγγένειας τους με το ένστι κτο, τα αρ χέτυπα αντιπροσωπεύουν το αυθεντικό στοιχείο του πνεύματος· ενός πνεύματος που δεν πρ έπει να το τα υ τίσουμε με την ανθρώπινη νόηση, καθώς είναι ο spiritus rector ( πνευματικός καθοδηγητής) της. Το ουσιαστικό π ε ριεχόμενο των μυθολογιών, των θρησκειών και όλων των -ισμών είν α ι α ρ χετυ π ικ ό . Το α ρ χέτυπο είνα ι πνεύμ α ή ψευδοπνεύμα. Αυτό που τελικά αποδεικνύεται ότι είναι, εξαρτάται από τη στάση του ανθρώπινου νου. Το αρχέτυ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
πο κ α ι το ένστικτο είνα ι οι πλέον αντίθετοι πόλοι που μπορούμε να φανταστούμε. Κάτι τέτοιο διαπιστώνεται εύ κολα όταν συγκρίνουμε κάποιον που κυβερνάται από τις παρορμήσεις των ενστίκτων του, με εκείνον που καταλαμ βάνεται από το πνεύμα. Ό μ ω ς , ανάμεσα σε όλα τα αντί θετα επικ ρα τεί ένας ισχυρότατος δεσμός. Καμία θέση δε γίνεται αντιληπτή και δεν εδραιώ νεται δίχως την αντίθεσή της. Έ τ σ ι κ α ι σε αυτή την π ερ ίπ τω σ η «les extremes se touchent» (τα α κ ρ α ία συναντιόνται). Το ένα ανήκει στο άλ λο σαν αντιστοιχία. Με αυτό δεν εννοούμε ότι το ένα π ρ ο έρχεται από το άλλο, αλλά ότι ζουν παράλληλα σαν αντα νακλάσεις της αντίδρασης που α ποτελεί τη βάση κάθε ψ υ χικής ενέργειας. Ο ά νθρ ω πος ω θείται στη δράση και τα υ τόχρονα είναι ελεύθερος να συλλογίζεται. Τούτη η αντί φαση στη φύση τού ανθρώ που δεν έχει ηθική σημασία, γ ι ατί το κ α θ α ρ ό ένστικτο δεν είναι από τη φύση του κακό. Το πνεύμα και το ένστικτο μπορούν να είναι και τα δύο. Ο αρνητικός ηλεκτρισμός είναι τόσο καλός όσο και ο α ρ νητικός· πρώ τα από όλα όμως είναι ηλεκτρισμός. Τα ψ υ χολογικά αντίθετα π ρ έπ ει επίσης να θεωρούνται από μια επιστημονική σκοπιά. Τα αληθινά αντίθετα ποτέ δεν είναι δυσανάλογα, δια φ ορ ετικ ά δε θα μπορούσαν να ενωθούν. Παρόλη την αντίθεσή τους, δείχνουν μια διαρκή τάση για ένωση, γεγονός που ώθησε τον Κουζάν (Cusan) να τα ο ρίσει σαν complexio oppositorum (σύμπλεγμα αντιθέτων). Τ α αντίθετα αποτελούν ακραίες ιδιότητες σε κάθε κ α τάσταση. Κ αθώ ς τα α κ ρα ία σχηματίζουν μια δυνατότητα, αυτή η κατάσταση θεω ρείτα ι αληθινή. Η ψυχή συντίθεται από διαδικασ ίες, ηον οποίων η ενέργεια ξεπη δά από την εξισορόπηση όλίον των ειδών των αντιθέτων. Η αντίθεση πνεύμα-ένστικτο είναι απλά μια από τις συνηθέστερες δ ια τυπώσεις, αλλά έχει το πλεονέκτημα να α νά γει τις σημα ντικότερες και πολυπλοκότερες ψυχικές διαδικασίες σε έ 88
Π Ρ Ο Τ Υ Π Α Σ Υ Μ Π Ε Ρ Ι Φ Ο Ρ Α Σ ΚΑΙ \ Ι ' \ Ι I ΜΙ \
να κοινό παρονομαστή. Από αυτή την άποψη, οι. ψυχικές δ ια δ ικ α σ ίε ς μοιά ζουν με. εξισ ορ ρόπη σ η τιυν ενεργειοόν που ρέουν μεταξύ πνεύμ ατος και ενστίκτου. Εκείνο που π α ρ α μ ένει στο σκοτάδι είναι το ερώτημα αν η διαδικασία πρ έπει να π ερ ιγ ρ ά φ ει σαν πνευματική ή εντικτώδης. Μια τέτοια ερμηνεία εξαρτάται εντελώς από τη θέση ή την κ α τάσταση του συνειδητού νου. Μια κακώς κ α κ ο α να π τνγμ ένη συνείδηση, για πα ράδειγμα , η οποία λόγω των μαζικών προβολών εντυπωσιάζεται υπέρμετρα από συγκεκριμένα ή φα ινομ ενικ ώ ς σ υγκεκριμ ένα πρά γμα τα και καταστάσεις, είναι φυσικό να βρίσκει στις παρορμήσεις του ενστίκτου την πηγή κάθε αλήθειας. Α γνοεί την πνευματικότητα μιας τέτοιας φιλοσοφικής εικασίας, και είναι πεπεισμένη ότι με αυτή την άποψη εδραιώ νει την ουσιαστική ενστικτώδη κ α τάσταση όλων των ψυχικών διαδικασιών. Αντίστροφα, η συνείδηση που εναντιώνεται στα ένστικτα μπορεί, σαν συ νέπ εια της τεράστιας επιρροής που ασκείται από τα α ρ χ έ τυπα, να κ α θυποτά ξει το ένστικτο στο πνεύμα, ώστε να προκύι[;ουν οι πλέον αλλόκοτες «πνευματικές» περιπλοκές α πό α να μ φ ίβ ο λα βιολογικά συμβάντα. Εδώ α γνοείτα ι η ενστικτώδης κατάσταση του φανατισμού που χρ ειά ζετα ι για μια τέτοια λειτουργία. Συνεπώς, οι ψυχικές διαδικασίες συμπεριφέρονται σαν ζυγαριά, πάνω στην οποία «ολισθαίνει» η συνείδηση. "Αλ λοτε βρίσκεται στη μία περιοχή υπό την επιρροή του εν στίκτου και άλλοτε ολισθαίνει προς το άλλο άκρο, όπου κυρ ια ρ χεί το πνεύμα, αφομοιώνοντας επιπλέον την ενστι κτώδη δια δικ ασ ία που αντιτίθεται στο πνεύμα. Αυτοί οι αντίποδες, γεμάτοι ψευδαισθήσεις, δεν είναι συμπτώματα παθολογικής κατάστασης. Αντίθετα, σχηματίζουν τους δί δυμους πόλους ενός ψυχικού μονοπλευρισμού που χ α ρ α κτηρίζει το σύγχρονο άνθρωπο. Φυσικά αυτό δεν εκδηλιυνετα ι μόνο στη σ φ α ίρ α της αντίθεσης πνεύματος-ενστί89
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
κτου. Παί !ρνει και πολλές άλλες μορφές, όπως έχω δείξει οτο έργο μου Ψ υχολογικ οί Τύποι. ί ΐ «ολισΟαίνουοα» συνείδηση είναι χαρακτηριστική στο σύγχρονο άνθρω πο. Ό μ ω ς , η μονοπλευρικότητα που προκαλεί, μπορεί να εξ α λειφ θ εί μέοω της διαδικασίας που ο νόμασα «συνειδητοποίηση της σκιάς». Θ α μπορούσα να χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ω κ ά π ο ιο ν επιστημονικό νεολογισμ ό εδώ, κ ά π ο ια έκς^ραση λιγότερο ποιητική. Στην ψυχολογία, ό μως, π ρ έπ ει να α ποφεύγουμε τέτοιου είδους εγχειρήματα, τουλάχιστον όταν ασχολούμαστε με κατεξοχήν πρακτικά προβλήματα. Μ εταξύ α υ ιώ ν είναι και η «συνειδητοποίηση της σκιάς», η αυξανόμενη συναίσθηση του κατώτεροί) μέ ρους της προσωπικότητας, την οποία δεν π ρ έπ ει να τη δ ια στρεβλώσουμε θεω ρώ ντας τη διανοητική δραστηριότητα. Και τούτο για τί εμπερ ιέχει σε μεγάλο βαθμό το νόημα του πόνου και του πά θους που εμπλέκουν ολόκληρη την α ν θρωπότητα. Η ουσία εκείνου που πρ έπει να aq^ioioxKnj-με και να συνειδητοποιήσουμε εκφράζεται τόσο δηκτικά και πλαστικά στην ποιητική γλώσσα από τη λέξη «σκιά», που θα ήταν σχεδόν α λαζονεία να μην εποχρεληθο') από αυτή τη λεκτική κληρονομιά. Ακόμη και ο όρος «κατώτερο τμήμα της προσωπικότητας» είναι ανεπαρκής και π α ρ α πλανητικός, ενοο η «σκιά» δεν υποθέτει τίποτα που να π α γιώ νει το περ ιεχόμ ενό της. Ο «άνθριοπος χωρίς σκιά» εί ναι στατιστικά ο συνηθέστερος ανθρώπινος τύπος, εκείνος δηλαδή που φα ντά ζετα ι ότι είναι αληθινά μόνον ό,τι επ ι θυμεί να γνω ρίζει για τον εαυτό του. Δυστυχώς ούτε οι θρησκευόμενοι ούτε επιστήμονες αποτελούν εξαίρεση σε αυτόν τον κ α ν ό ν α 9. Η αναμέτρηση με ένα αρχέτυπο ή ένστικτο είναι ένα «ηθικό» πρόβλημα πρώτου μεγέθους, την επιτακτικότητα του οποίου νιιύθουν μόνον εκείνοι που βρίσκονται αντιμέ τωποι, με την ανάγκη να αφομοιώσουν το ασυνείδητο και 90
Π Ρ Ο Τ Υ Π Α Σ Υ Μ Π Ε Ρ Ι Φ Ο Ρ Α Σ ΚΑΙ Α Ρ Χ Ε Τ Υ Π Α
να ολοκληρώσουν την προσωπικότητά τους. Σι αυτή την κατηγορία ανήκουν μόνον εκείνοι, που συνειδητοποιούν ό τι, έχουν κ ά ποια νεύρωση ή ότι δεν πάνε όλα καλά με την ψυχική τους κράση. Σ ίγ ο υ ρ α δεν αντιπροσ ω πεύουν την πλειονότητα των ανθρώπω ν. Η αρχή βάσει της οποίας δρα ο «συνήθης άνθρωπος», ο κατεξοχήν μαζικός, είναι ότι δε συνειδητοποιεί τίποτα, ούτε χρ ειά ζετα ι να το κάνει, επ ει δή για αυτόν το μόνο που διαπράττει λάθη είναι το α π έ ραντο ανοόνυμο, γνωστό κατά παράδοση ως «Κράτος» ή «Κοινωνία». Από τη στιγμή, όμως, που γνωρίσει ο ά νθ ρ ω πος ότι είναι ή ότι π ρ έπ ει να είναι, υπεύθυνος, αισθάνεται υπεύθυνος και για την ψυχική του κα τά σ τα σ η .Ό σ ο π ερ ισ σότερο ν ίω θ ε ι κά τι τέτοιο, τόσο κ α θ α ρ ό τ ε ρ α βλέπει τι πρ έπει να γίν ει προκειμένου να καταστεί υγιέστερος, πιο ισ ο ρ ο π η μ έν ο ς κ α ι α π ο δ ο τικ ό τερ ο ς. Ό τ α ν εισ έλθει στο δρόμο της αφομοίωσης του ασυνείδητου, μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα π ερ ά σ ει από όλες τις δυσκολίες, οι οποίες αποτελούν α ναπόσπαστο κομμάτι της φύσης του. Ο μαζι κός άνθρω πος, από την άλλη, έχει το προνόμιο να δηλώνει διαρκώ ς «αθώος» για τις κοινωνικές και τις πολιτικές κ α ταστροφές, οι οποίες καταβροχθίζουν ολόκληρο τον κ ό σμο, χά νοντα ς τελικά την ισορροπία του. Αντίθετα, ο άλ λος έχει τουλάχιστον τη δυνατότητα να βρει κά ποια πνευ ματική θέση, μια βασιλεία που «δεν είναι του κόσμου τού του». Θ α ήταν ασυγχώρητη παράληψη αν παραβλέπαμε την αισθαντική αξία του αρχετύπου, γιατί είναι σημαντικότατη από θεωρητικής και θεραπευτικής άποψης. Σαν θεϊκός π α ράγων το αρχέτυπο κ α θο ρ ίζει τον τρόπο της μορφοποίη σης και την π ο ρ εία που θα ακολουθήσει, με φαινομενική προνοητικότητα, σαν να κατέχει ήδη το στόχο που κ α θ ο ρίζεται από τη δια δικ ασ ία εσ τία σ ης10. Θ α ήθελα να κ ατα στήσω σαφή τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το α ρ χ έ 91
Ε ΙΣΑ Γ Ω Γ Ή Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
τυπο με το εξής απλό παράδειγμα: Ενώ παρεπιδημούσα στην ανατολική ισημερινή Αφρική, στις νότιες πλαγιές του Ό ρ ο υ ς Ελγκόν, ανακάλυψ α πως οι ιθαγενείς συνήθιζαν να βγαίνουν από τις καλύβες τους κατά την ανατολή, να κρατούν τα χ έρ ια τους μπρος στο στόμα τους και να τα φτύνουν ή να τα φυσούν δυνατά. Κατόπιν σήκωναν τα χ έ ρια τους με τις παλάμες στραμμένες προς τον ήλιο. Τους ροίτησα για τί το κάνουν, αλλά κανείς δεν μπορούσε να μοί) δώ σει μια εξήγηση. Έ λ ε γ α ν ότι πάντα έτσι έκαναν και το είχαν μάθει από τους γονείς τους. Ο μάγος-γιατρός θα έπρεπε να γνω ρίζει τι σήμαινε η χειρονομία. Έ τ σ ι ρώ τησα το μάγο- γιατρό. Ούτε και εκείνος όμως γνώριζε π ε ρισσότερα. Με δια β εβα ίω σε πάντως ότι γνώριζε ο π α π πούς του. Α πλώ ς αυτό έκ α να ν κ ά θ ε ανατολή και στην πρώτη φάση της νέα ς σελήνης. Για αυτούς τους α νθ ρ ώ πους, όπω ς μπόρεσα να καταλάβω, η στιγμή που εμφ ανι ζόταν ο ήλιος ή η νέα σελήνη ήταν «μούνγκου», κάτι που α ν τ ισ τ ο ιχ ε ί στη μ α λ α ισ ια ν ή λέξη «μάνα» ή «μουλούνγκ ο υ » ", την οποία οι ιεραπόστολοι μετέφραζαν σαν «Θ ε ός». Στην πραγματικότητα η λέξη «αθίστα» στην ελγκόνια γλώσσα σημαίνει ήλιος όπως και Θεός, αν και οι ίδιοι, αρνούνται ότι ο ήλιος είναι Θεός. Μόνο κατά την ανατολή του είναι μοχ)νγκου ή αθίστα. Το σάλιο και η πνοή υπο νοούν την ουσία της ι|η>χής. Ά ρ α προσφέρουν την ψυχή τους στο Θεό, αλλά δε γνωρίζουν τι κάνουν και ποτέ δε γνώριζαν. Λ ειτουργούν παρακινούμ ενοι από το ίδιο προσυνειδητό α ρ χέτυπο, το οποίο α π έ δ ιδ α ν οι, α ρ χα ίο ι Α ι γύπτιοι στον κυνοκέφαλο πίθηκο, το λάτρη του ήλιου, αν και γνώ ριζαν ότι, αυτή η τελετουργική κίνηση γινόταν προς τιμή του Θεού. Η σ υμπεριφορά των Ελγκόνι σίγουρα φ α ί νεται εξαιρετικά πρίοτόγονη, αλλά ξεχνάμε ότι ο πολιτι σμένος Δυτικός σ υμπεριφ έρετα ι το ίδιο. Οι π ρόγονοί μας γνο)ριζαν λιγότερα για το νόημα του Χρι,στουγενιάτικου
Π Ρ Ο Τ Υ Π Α Σ Υ Μ Π Ε Ρ Ι Φ Ο Ρ Α Σ ΚΑΙ Λ ! ' \ I Γ, II \
δέντρου. Μόνον πρόσφατα φροντίσαμε να μάθουμε κάτι για αυτό. Το αρχέτυπο είναι καθαρή, αμόλυντη φ ύ σ η '\ και η φ ύ ση ω θ εί τον ά νθ ρ ω π ο να π ρ ο φ έ ρ ε ι λέξεις και να τελεί πρ ά ξεις των οποίων τα νοήματα είναι ασυνείδητα' τόσο ασυνείδητα που δεν ασχολείται πλέον μαζί τους, ακόμη και αν μπορούσε να σκεφτεί όπως ο Δυτικός. Μια μετα γενέστερη πιο συνειδητή ανθρωπότητα, μπροστά σε τέτοια γεμάτα νόημα πράγματα, των οποίων τη σημασία κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει, θεώρησε ότι π ρ έπει να εί να ι υπολείμματα κ ά ποια ς Χρυσής Εποχής, κατά την οποία υ-πήρχαν ά νθρω ποι που γνώριζαν όλα τα πράγματα και δ ίδ α σ κ α ν τη σ οφ ία στα έθνη. Στις πα ρ ακ μ ια κ ές εποχές που ακολούθησαν, αυτές οι διδασκαλίες ξεχάστηκαν και επαναλαμβάνονταν απλά σαν μηχανικές χειρονομίες. Ενόψ ει των ευρημάτων της σύγχρονης ψυχολογίας δεν υ π ά ρ χει αμφιβολία ότι υπάρχουν προσυνειδητά αρχέτυπα που ποτέ δεν υπήρξαν συνειδητά και μπορούν να εκδηλωθούν μόνο άμεσα, μέσω των επιρροώ ν τους στα συνειδητά π ε ριεχόμενα. Κατά τη γνώμη μου δεν υπά ρ χει κανένα βάσι μο επιχείρημα κατά της υπόθεσης ότι όλες οι ψυχικές λει τουργίες που μοιάζουν σήμερα συνειδητές, ήταν κάποτε ασυνείδητες και όμως λειτουργούσαν σαν φ αινομ ενικ ά συ νειδητές. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι όλα τα ψ υ χικά φα ινόμ ενα που εκδηλώνονται στον άνθρωπο ήταν ή δη παρόντα στη φυσική, ασυνείδητη κατάσταση. Εδώ ίσως υ πά ρ ξει η αντίρρηση ότι αν δεν ήταν καθόλου σαφή, γιατί να υπάρχει η συνείδηση. Θ α υπενθυμίσω στον αναγνώστη ότι κάθε ασυνείδητη λειτουργία έχει τον αυτοματικό χ α ρακτήρα του ενστίκτου, και ότι τα ένστικτα πάντα έ ρ χ ο νται σε σύγκρουση ή, λόγιο του πειθαναγκαστι,κού χ α ρ α κτήρα τους, συνεχίζουν την πορ εία τους αναλλοίωτα από κ ά θε επιρροή ακόμη και σε συνθήκες που θα μπορούσαν 93
Ε ΙΣΑΓΩΓΉ ΣΤ I IN Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
σαφώς να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του ατόμου. Καθώς ενάντια σε αυτόν τον κίνδυνο η συνείδηση παρέχει, στο άτομο τη δυνατότητα να προσαρμοστεί και να αντικρούσει. τα ένστικτα, δεν μπορεί συνεπώς να απαλλαγεί από αυτήν. Αφεαυτοΰ η ικανότητα του ανθρώπου για συνείδηση τον κάνει άνθρωπο. Το επίτευγμα της σύνθεσης συνειδητών και ασυνείδη των περ ιεχομ ένω ν και η συνειδητοποίηση των επιρροών των α ρ χετύ π ω ν στα συνειδητά π ερ ιεχό μ ενα α ντιπ ρ οσ ω πεύουν το α πόγειο μιας συγκροτημένης πνευματικής και ψυχικής π ρ οσ πά θ εια ς, εφόσον αυτή γίνεται συνειδητά και για συγκεκριμένο σκοπό. Δηλαδή, η σύνθεση μπορεί να ετοιμαστεί προκαταβολικά και να φθάσει ως ένα ορισμέ νο σημείο —το «σημείο ανάφλεξης» του Τζέι,μς — ασυνεί δητα, όπου και εκρήγνυται βουλητικά στη συνείδηση. Έ τσι, τη φ έρ νει αντιμέτωπη με το τρομερό έργο της α φ ο μοίωσης των περιεχομ ένω ν που την έχουν κατακλύσει, χ ω ρίς όμως να πληγεί η βιωσιμότητα των δύο συστημάτων, δηλαδή της συνείδησης του εγώ από τη μία και του εκρηγνυόμενου συμπλέγματος από την άλλη. Κλασικά π α ρ α δ είγ μ α τ α αυτής της δ ια δ ικ α σ ία ς είναι ο προσηλυτισμός του Παύλου και το όραμα της Τ ριάδος του Νίκολας της Φλι (Nicholas of Flue). Μ έσω της «ενερ γητικ ή ς φ αντασίας» βρισκόμαστε σε πλεονεκτική θέση, για τί μπορούμε να ανακαλύψουμε το αρχέτυπο δίχω ς να ψάχνουμε στη σ φα ίρα των ενστίκτων, γεγονός που θα οδήγουσε μόνο σε ένα ασυνείδητο κενό ή, ακόμη χειρότερα, σε κ ά ποιο είδος διανοητικού υ π ο κ α τάστατου για το ένστικτο. Τούτο σημαίνει —για να χρησι μοποιήσουμε άλλη μια φ ορά την παρομοίωση του φ ά σ μ α τος— ότι η εικόνα του ασυνείδητου δε βρίσκεται στην ά κρη του ερυθρού αλλά του ιώδους. Ο δυναμισμός του εν στίκτου σ τεγάζεται στο υπέρυθρο τμήμα του φάσματος, ε 94
Π Ρ Ο Τ Υ Π Α Σ Υ Μ Π Ε Ρ ΙΦ Ο Ρ Α Σ ΚΑΙ ΑΡΧΙ-ΤΥΠΛ
νώ η εικόνα του ενστίκτου βρίσκεται στο υπεριώδες. Αν θυμάστε το συμβολισμό των χρωμάτων τότε, όπως είπαμε, το κόκκινο τα ιρ ιά ζει καλά στο ένστικτο. Αλλά για το π νεύ μα, όπως είναι α να μ ενόμ ενο1’, ταιριάζει καλύτερα το κ υα νό από το ιώδες. Το ιώδες είναι το «μυστηριακό» χρώμα και σίγουρα αντανακλά ικανοποιητικά την αναμφισβήτητα «μυστηριακή» ή παράδοξη ιδιότητα του αρχέτυπου με τον πλέον ικανοποιητικό τρόπο. Το ιώδες είναι μίγμα κυανοί) και ερυθροί'), αν και στο φάσμα αποτελεί ξεχωριστό χ ρ ώ μα. Τονίζουμε ότι το αρχέτυπο χαρακτηρίζεται επα κ ριβ έ στερα από το ιώδες γιατί, εκτός από το γεγονός ότι α π ο τελεί αφεαυτού εικόνα είναι ένας δυναμισμός που κάνει αισθητή την πα ρουσία του στη θεϊκότητα και μια συναρ παστική δύναμη της αρχετυπικής εικόνας. Η συνειδητοποίηση και αφομοίωση του ενστίκτου ποτέ δε συμβαίνει στο ε ρ υ θ ρ ό ά κρο, δηλαδή μέσω της α π ο ρ ρ ό φ η σ η ς στη σ φα ίρα του ενστίκτου. Συμβαίνει μόνο μέσω της ενοποίη σης με την εικόνα που καθορ ίζει και ταυτόχρονα δ ιε γ ε ί ρει το ένστικτο, αν και σε πολλή διαφορετική μορφή από εκείνη που συναντάμε στο βιολογικό επίπεδο. Ό τ α ν ο Φάουστ επ ισ η μ α ίν ει στο Β ά νγκερ, στην ό περ α του Λιούις Σπερ: « Έ χ ε ις συνειδητοποιήσει μόνο τη μια ορμή / Είθε ποτέ να μη μάθεις την άλλη!» αυτή η ρήση μπορεί εξίσου να ισχύει για το ένστικτο γενικώς. Δ ιαθέτει δύο πλευρές. Από τη μια βιώνεται σαν σωματικός δυναμισμός, ενώ από την άλλη, οι πολλαπλές μορφές του εισχιορούν στη συνεί δηση σαν εικόνες και ομάδες εικόνων, όπου αναπτύσσουν θ εϊκές επ ιρ ροές, οι οπ ο ίες προσ φέρουν, ή μοιάζουν να προσφέρουν, την αυστηρότερη δυνατή αντίθεση προς το ένστικτο από σωματικής άποψης. Ό π ο ι ο ς είναι εξοικειω μένος με τη θρησκευτική φαινομενολογία γνωρίζει πως αν και τα σωματικά με τα πνευματικά πάθη είναι θανάσιμοι εχθροί, π α ρ ό λ α αυτά είνα ι συμπολεμιστές. Για αυτό δε 95
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
χ ρ ειά ζετα ι συχνά π α ρ ά κάτι ελάχιστο για να μετατραπεί το ένα στο άλλο. Και τα δυο είναι αληθινά σχηματίζοντας στη σύνθεσή τους ζεύγη αντιθέτων, γεγονός που αποτελεί μια από πλέον κ α ρ π ο φ ό ρ ες πηγές ψυχικής ενέργειας. Δεν υ π ά ρ χει νόημα να προσ παθούμε να τα διαχο^ρίσουμε, προκειμένου να δώσουμε υπεροχή σε κάποιο από αυτά. Α κ ό μη και αν γνωρίζουμε αρ χικ ά μόνο το ένα, και συνειδητο ποιήσουμε το άλλο αργότερα, κάτι τέτοιο δεν αποδεικνΰει ότι το άλλο δεν υπήρχε διαρκώ ς εκεί. Το ζεστό δεν μπορεί να πρ οελθεί από το κρύο, ούτε το ψηλό από το χαμηλό. Η αντίθεση είτε υ π ά ρ χ ει με τη δυική μορφή της ή δεν υ π ά ρ χει καθόλου. Έ ν α ον χνείδηση. Στην πραγματικότητα η συνείδηση είναι η κατάληξη της ψυχικής διαδικασίας, α λ in
ΓΕ Ν ΙΚ Α Ζ Η Τ Η Μ Α Τ Α ΚΑΙ Π Ρ Ο Ο Π Τ Ι Κ Ε Σ
λά δεν είναι η ερμηνεία της. Ουσιαστικά καμία ερμηνεία του ψυχικού δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο πα ρά η ίδια η ζωντανή δια δικ α σ ία της ψυχής. Η ψυχολογία είναι καταδικασμε'νη να αυτοακυρώνεται σαν επιστήμη. Έ τ σ ι α κριβώς επιτυγχάνει τον επιστημονικό της στόχο. Οι άλλες επιστήμες μιλούν για κάτι το εξωτερικό. Η ψυχολογία όχι. Το αντικ είμενό της είνα ι το εσωτερικό υ πόβ α θρ ο όλων των επιστημών. Σ υνεπώ ς η ψ υχολογία φ θ ά ν ει αναγκαστικά στο α π ό γ ει ό της μέσω της εξελικτικής διαδικασίας που αποτελεί χ α ρακτηριστικό της ψυχής και συνίσταται στην ολοκλήρωση των ασυνείδητων περιεχομ ένω ν της συνείδησης. Τούτο ση μαίνει ότι το ψυχικό ανθρώ πινο ον ολοκληρώνεται και η ολοκλήρωση έχει α ξιοπρόσεχτα αποτελέσματα στη συνεί δηση του εγώ, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να π ε ριγράφουν. Αμφιβάλλω για την ικανότητά μου να εξιστο ρήσω ορ θά την αλλαγή που επέρχεται στο υποκείμενο υπό την ε π ή ρ ε ια της δ ια δ ικ α σ ία ς εξατομίκευσης. Ε ίνα ι ένα σχετικά σπάνιο συμβάν, το οποίο βιώνουν μόνο εκείνοι που π έρ α σ α ν το κουραστικό αλλά απαραίτητο έργο της συμφιλίωσης με τα ασυνείδητα στοιχεία της προσωπικότη τας. Από τη στιγμή που αυτά τα ασυνείδητα στοιχεία γί νουν συνειδητοί, τούτο έχει σαν αποτέλεσμα όχι μόνο την αφομοίωσή τους στην ήδη υπάρχουσα προσωπικότητα του εγώ, αλλά και μια μεταμόρφωση της δεύτερης. Η κύρια δυσκολία είναι να π ε ρ ιγ ρ ά φ ε ι κανείς τον τρόπο αυτής με ταμόρφωσης. Μιλώντας γενικά το εγώ είνα ι ένα άκαμπτο σύμπλεγμα, το οποίο, επειδή είναι προσαρτημένο σε μια συνεκτική συνείδηση, δεν μπορεί εύκολα να μεταβληθεί. Ο υσιαστικά δεν πρίίπει να μεταβληθεί, αν δε θέλουμε να προκληθούν πα θολογικές διαταραχές. Ο ι πλησιέατερες α να λογίες μιας μεταβολής του εγώ βρ ίσκ ονται στο π ε δ ίο της ψ υχοπα θολογίας, όπου δε συναντάμε μόνο νευρωτικές 113
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
ψ υχικ ές α ποσ υνδέσ εις, αλλά και τη σχιζοφρενική κατακερμάτιση ή ακόμη και τη διάλυση του εγώ. Σε αυτό το πεδίο επίσης, μπορούμε να παρατηρήσουμε παθολογικές καταστάσεις κατά την ολοκλήρωση —α ν επιτρέπεται αυτή η έκφραση. Αυτές συνίστανται, σε λίγο-πολύ βίαιες εκρή ξεις ασυνείδητω ν περ ιεχομ ένω ν στη συνείδηση, καθώ ς το εγώ α π ο δ ε ικ ν ύ ε τα ι ανίκ α νο να α φ ομοιώ σ ει τους εισβο λείς. Αν, όμως, η δομή του εγωικού συμπλέγματος είναι αρκετά δυνατή να αντέξει τις επιθέσεις τους, χωρίς να παραλύσει θανάσιμα, τότε επέρχετα ι η αφομοίο)ση. Σε αυτή την περίπτω ση υ π ά ρ χ ει μεταβολή του εγώ καθώ ς και των ασυνείδητων περιεχομένω ν. Αν και είναι ικανό να διατη ρήσει τη δομή του, το εγώ εξοστρακίζεται από την κεντρι κή και κυριάρχη θέση του και αναλαμβάνει το ρόλο του παθητικού παρατηρητή, από τον οποίο λείπει η δύναμη να επιβάλλει τη θέλησή του κάτω από όλες τις περιστάσεις. Και τούτο όχι γιατί εξασθένισε, αλλά επειδή προβληματί ζεται από ορισμένα ζητήματα. Δηλαδή, δε γίνεται να μην ανα κ α λύψ ει το εγώ ότι η εισροή των ασυνείδητων π ε ρ ιε χομένων ζ ω ογονεί την προσωπικότητα εμπλουτίζοντάς την και δημιουργεί μια μορφή που επισκιάζει το πεδίο δράσης και την έντασή του. Μια τέτοια εμπειρία πα ραλύει την υ περεγω κεντρική θέληση και π είθ ει το εγώ ότι π α ρ ά τις όποιες δυσκολίες είναι καλύτερο να ανασταλεί ή επέκτα σή του π α ρ ά να α να μ ιχθ εί σε μια α πέλπιδα μάχη, όπου μονίμως δε θα κ α τα λαβα ίνει τι γίνεται. Με αυτόν τον τρ ό πο η θέληση, σαν διαθέσιμη ενέργεια, υποτάσσεται στα διακά στον ισχυρότερο πα ράγοντα, δηλαδή τη νέα μορφή ολότητας που ονομάζουμε εαυτό. Φυσικά, κάτω από αυτές τις συνθήκες υ π ά ρ χ ει ο μεγαλύτερος πειρασμός της υ π ο ταγής στη δύναμη του ενστίκτου και η άμεση ταύτιση του εγο) με τον εαυτό προκειμένου να διατηρηθεί η ψ ε υ δ α ί σθηση της κυρια ρ χίας του εγώ. Σε άλλες περιπτο')σεις το
Γ Ε Ν ΙΚ Α Ζ Η Τ Η Μ Α Τ Α ΚΑΙ Π Ρ Ο Ο Π Τ ΙΚ Ε Σ
εγώ αποδεικ νύετα ι πολύ αδύναμο να προβάλλει την απαιτούμενη αντίσταση στην εισροή ασυνείδητων π ε ρ ιε χ ο μ έ νων. Τούτο έχει σαν συνέπεια να αφομοιώνεται, από το ασυνείδητο, γεγονός που προκαλεί μια σύγχυση ή συσκό τιση της συνείδησης του εγώ και τη ταύτισή της με την προσυνειδητή ολότητα. Και οι δύο αυτές εξελίξεις κ α θ ι στούν αδύνατη τη συνειδητοποίση του εαυτού από τη μία, και την ύπαρξη της εμπειρικής συνείδησης του εγώ από την άλλη. Συνεπώ ς, αναλογούν σε παθολογικά αποτελέ σματα. Το ψυχικό φαινόμενο που παρατηρήθηκε πρ όσ φ α τα στη Γ ερμανία ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Είναι ο λοφ ά νερο πως μια τέτοια abaissement du niveau mental, δηλαδή η κατατρόπωση του εγώ από ασυνείδητα π ερ ιεχό μενα και η α πορέουσα ταύτιση με μια προσυνειδητή ολό τητα, κ ατέχει μια θαυμαστή ψυχική βιαιότητα ή δύναμη μετάδοσης, κ α ι είναι, ικανή για τα πλέον καταστρεπτικά αποτελέσματα. Ε ίναι φανερό, λοιπόν, πως αναπτύξεις α υ τού του είδους π ρ έπ ει να παρακολουθούνται πολύ πρ ο σ ε κτικά και απαιτούν στενότατο έλεγχο. Θ α πρότεινα οποι οσδήποτε νιώ θει να απειλείται από τέτοιες τάσεις να κ ρ ε μάσει μια εικόνα του Αγ. Χριστόφορου στον τοίχο και να διαλογιστεί πάνω της. Γιατί ο εαυτός έχει λειτουργικό ν ό ημα μόνο όταν μπορεί να δρά σ ει συμπληρωματικά προς τη συνείδηση του εγώ. Αν το εγώ διαλυθεί ταυτιζόμενο με, τον εαυτό, πρ οκ α λεί ένα νεφελώδη υπεράνθρω πο με παραφουσκομένο εγα> και ένα διογκωμένο εαυτό. Από μια τέτοια προσωπικότητα, όσο λυτρωτική ή διαβολική και αν είναι, λείπει ο scintilla, ο σπινθήρας της ψυχής, η μικρή σπίθα του θεϊκού φωτός που καίει, λαμπρότερα όταν αντι παλεύει το σκοτάδι. Τι θα ήταν το ουράνιο τόξο αν δεν εμφανιζόταν μπροστά από το σύννεφο που διαλύεται; Η παρομοίωση έχει σαν σκοπό να θυμίσει στον α ν α γνώστη πω ς δεν υπάρχουν μόνον παθολογικές αναλογίες
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ψ ΥΧ Ο ΛΟ ΓΙΑ
της δ ια δικ α σ ία ς εξατομίκευσης. Υ πάρχουν και πνευματικά μνημεία εντελώς διαφορετικού είδους, που αποτελούν θ ε τικές εκ φ ρ ά σ εις αυτής της διαδικασίας. Π άνω από όλες θα α να φ έρ ω τα κ ό α ν του Βουδισμού Ζεν, αυτά τα θεία π α ρ ά δ ο ξ α που φωτίζουν σα λάμψεις αστραπής τις α ν εξ ι χνίαστες σχέσεις μεταξύ του εγώ και του εαυτού. Σε εντε λώς διαφορετική γλώσσα ο Αγ. Ιωάννης του Σταυρού έκ α νε την ίδια δια δικ α σ ία άμεσα προσιτή στο Δυτικό ά νθ ρ ω πο με την αφήγηση της «Σκοτεινής Νύχτας της Ψυχής». Το γεγονός ότι καθίσταται α να γκ α ίο να δημιουργήσουμε α ναλογίες από την ψ υχοπα θ ολογία και το δυτικό και. α ν α τολικό μυστικισμό, είναι απλά αναμενόμενο. Η διαδικασία εξατομίκευσης ψυχικά αποτελεί οριακό φαινόμενο, το ο ποίο α π α ιτ ε ί ιδια ίτερ ες συνθήκες προκειμ ένου να γίνει συνειδητό. Ί σ ω ς είναι το πρώτο βήμα σε ένα εξελικτικό μονοπάτι που θα περπατήσ ει ο άνθρωπος του μέλλοντος —ένα μονοπάτι που προς το π αρόν έχει, π ά ρ ει μια π α θ ο λογική στροφή και έχει φ έρ ει την Ευρώπη στο χείλος της καταστροφής. Για κ ά ποιον εξοικειωμένο με την ψυχολογία ίσως φ α νεί α πώ λεια χρόνου, το γεγονός ότι μιλάμε διαρκώς για την εδραιωμένη δ ια φ ο ρ ά μεταξύ του γίνομαι συνειδητός και της εξατομίκευσης. Αλλά παρατηρώ διαρκώ ς ότι, η δι α δικασ ία εξατομίκευσης συγχέεται με το γίνομαι συνειδη τός του εγώ και, ότι το εγιό ταυτίζεται κατά συνέπεια με τον εαυτό, κάτι που φυσικά προκαλεί μια απελπιστική εννοιολογική σύγχυση. Η εξατομΐκευση δεν είναι τότε τίπο τα άλλο π α ρ ά εγωκεντρισμός και αυτοερωτισμός. Ό μ ω ς , ο εαυτός περιλαμβάνει, απείρω ς περισσότερα στοιχεία α πό το απλό εγώ, όπως δείχνουν τα σύμβολα από παλαιοτάτων χρόνονν. Η εξατομΐκευση δεν απομονώ νει κάποιον από τον κόσμο, αλλά συγκεντρώνει τον κόσμο στον εαυτό. 116
ΓΕ Ν ΙΚ Α Ζ Η Τ Η Μ Α Τ Α ΚΑΙ Π Ρ Ο Ο Π Τ ΙΚ Ε Σ
Με αυτό θα ήθελα να τελειώσω την ανάλυσή μου. Π ρ ο σπάθησα να σ κιαγραφήσω την ανάπτυξη και τα βασικά προβλήματα της σύγχρονης ψυχολογίας και να μεταβιβά σω την πεμπτουσία, το πνεύμα της. Ενόψει των ασυνήθι στων δυσκολιών του θε'ματος, ο αναγνώστης ας μου συγχω ρ έσ ει την ιιπερβολική κατάχρηση της καλής του θε'λησης και προσοχής. Οι θεμελιακε'ς αναλύσεις μορφοποιούν μια επιστήμη, αλλά είναι σπάνια διασκεδαστικές.
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αν και τα δυο χωρία υπονοούν ότι ο διάβολος είχε απο βληθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του Χριστού στην Απο κάλυψη, η κατατρόπωσή του αναβάλλεται για την Ημέρα της Κρίσεως (Αποκ. Κ': 2 κε.). 2. Πολύ σωστά το θέτει ο Ωριγένης (Σχόλια π ε ρ ί Ιερεμία, XX, 3): «Εκείνος που βρίσκεται κοντά σε εμένα είναι κο ντά στη φωτιά. Εκείνος που βρίσκεται μακριά από εμένα είναι μακριά από τη βασιλεία». Τούτη η ρήση του Κυρίου αναφέρεται στον Ησαία ΛΓ': 14.
118
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Καθώς οι α π όψ εις που π ρ έπ ει να ληφθούν υπόψιν στη διασαφήνιση του ασυνείδητου συχνά παρεξηγούνται, θα ήθελα να εξετάσω στενότερα τουλάχιστον δύο από τις κύ ριες προκαταλήψεις. Εκείνο που α ναχαιτίζει πάνω από όλα την κατανοήση είναι η περιβόητη υπόθεση ότι «αρχέτυπο» σημαίνει εγ γενής ιδέα. Κ ανένας βιολόγος δε σκεπτόταν ποτέ να υ π ο θέσει ότι κάθε φ ορά το άτομο αποκτά εκ νέου ένα γενικό τρόπο συμπεριφοράς. Το πιθανότερο είναι πως το νεαρό ασπροσκούληκο χτίζει τη χαρακτηριστική φωλιά του επ ει δή είναι ασπροσκούληκο και όχι λαγός. Παρόμοια, είναι πιθανότερο ότι ο ά νθρω πος γεννιέται με έναν ιδιαίτερα ανθρώ πινο τρόπο συμπεριφοράς και όχι με εκείνον του ιπποπόταμου. Α ναπόσπαστο στοιχείο της χαρακτηριστικής σ υμπεριφοράς του είναι η ψυχική του φαινομενολογία, η οποία δ ια φ έρ ει από εκείνη ενός πτηνού ή ενός τετράπο δου. Τα α ρχέτυπα είναι τυπικές μορφές συμπεριφοράς, οι οποίες, ά πα ξ και γίνουν συνειδητές, παρουσιάζονται φ υ σιολογικά σαν ιδέες και εικόνες, όπως και καθετί άλλο που γίνεται περιεχόμ ενο της συνείδησης. Επειδή είναι θ έ μα χαρακτηριστικά ανθρώ πινω ν τρόπων, δεν είναι κ α θ ό λου περ ίερ γ ο ότι απαντώ νται στο άτομο ψυχικές δομές, οι οποίες συνδέονται με άλλες εποχές, με τις οποίες μοναδι κός κρίκος σύνδεσης είναι μόνον η αρχαιολογία. 119
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
Αν λοιπόν επιθυμούμε να αποδείξουμε ότι κ ά ποια ψ υ χική δομή δεν α ποτελεί μεμονωμένο, αλλά τυπικό συμβάν, τούτο μ π ο ρ εί ν α γ ίν ε ι μόνο αν παρατηρήσουμε το ίδιο πρ ά γμα σε δια φ ορ ετικ ά άτομα, λαμβάνοντας βέβαια τις α να γ κ α ίες προφυλάξεις. Α πό την πλευρά τους χρειάζεται να επιβεβα ιώ σουν και άλλοι παρατηρητές πως έχουν κ ά νει τις ίδιες ή π α ρόμοιες παρατηρήσεις. Τελικά οφείλουμε να εδραιώ σουμε ότι t o ίδιο ή παρόμοιο φαινόμενο α π α ντάται στις λ α ο γρ α φ ίες άλλων λαών και φυλών, καθώ ς και στα κείμενα που έφ θα σ α ν ως εμάς από προηγούμενους α ι ώνες και εποχές. Η μέθοδος και όλη η στάση μου ξεκινά με ατομικά ψ υχικά δεδομ ένα που δεν παρατηρώ μόνον ε γώ αλλά και άλλοι παρατηρητές. Το προβαλόμενο υλικό —λα ογρα φικό, μυθολογικό ή ιστορικό— εξυπηρετεί α ρ χ ι κά σαν απόδειξη της ομοιομορφίας ψυχικών συμβάντων στο χω ρόχρονο. Αλλά, εφόσον το νόημα και η ουσία των τυπικώ ν ατομικώ ν μορφών έχει εξέχουσα σημασία στην πρακτική, και η γνώση τους πα ίζει σημαντικό ρόλο σε κ ά θε ατομική υπόθεση, είναι α ναπόφευκτο πως έρχεται στο επίκεντρο του ενδια φ έροντος το μυθολόγημα και το π ε ρ ιε χόμενό του. Με αυτό δεν εννοώ ότι ο σκοπός της έρευνας είναι να ερμηνεύσει το μυθολόγημα, αλλά κυρ ια ρ χεί μια ευρέως δια δεδομ ένη προκατάληψη ότι η ψυχολογία των α σ υ ν ε ίδ η τ ω ν δ ι α δ ικ α σ ιώ ν ε ίν α ι ένα ε ίδ ο ς φιλοσοφίας, σχεδιασμένη για να ερμηνεύει μυθολογήματα. Δυστυχώς, αυτή η προκατάληψη π α ρ α β λέπ ει επιμελώς το κρίσιμο ση μείο, δηλαδή ότι η ψυχολογία ασχολείται, με παρατηρήσιμα γεγονότα και όχι με φιλοσοφικές υποθέσεις. Αν, για π α ρ ά δ ειγ μ α , μελετήσουμε τις απεικονίσεις των μαντάλα που α να δύοντα ι σε όνειρα και φαντασιώσεις, μπορεί μια κακόβουλη κριτική να προβάλλει, και έχει πράγματι π ρ ο βάλλει, την αντίρηση ότι εισάγουμε ινδική και κινεζική φ ι λοσοφία στην ερμηνεία της ψυχής. Στην πραγματικότητα, 120
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
το μόνο που κάνουμε είναι να συγκρίνουμε ατομι,κά ψ υχι κά συμβάντα με σ υγγενικά συλλογικά φαινόμενα. Η ενδοσκοπική τάση της ανατολικής φιλοσοφίας έφερε στο φως υλικό ανάλογο με εκείνο που φέρνουν στο φως όλες οι ενδοσκοπικές θεωρήσεις ανά τον κόσμο, σε όλες τις επ ο χές και τόπους. Η μεγάλη δυσκολία όσον α φ ορά τον κ ρ ι τικό είναι ότι δεν έχει προσωπική εμπειρία των εν λόγω θεμάτων, όπως δεν έχει εμπειρία και για τη νοητική κ α τάσταση ενός λάμα, που είναι αποσχολημένος με τη δη μιουργία μιας μάνταλα. Αυτές οι δύο προκαταλήψεις κ α θιστούν αδύνατη κάθε πρόσβαση προς τη σύγχρονη ψ υχο λογία. Επιπλέον, σκοντάφτουν και σε πολλά άλλα εμπό δια, που δε γίνεται να ξεπεραστούν με τη λογική. Για αυτό θα α ποφύγουμε να τα συζητήσουμε. Ό μ ω ς , η αδυναμία κατανόησης ή η άγνοια του κοινού δεν π ρ έπ ει να εμποδίζει τον επιστήμονα από την εφ α ρ μογή ορισμένων υπολογισμών πιθανοτήτων, για τη δόλια φύση των οποίων είναι επαρκώ ς πληροφορημένος. Έ χ ο υ με πλήρη επίγνωση ότι γνωρίζουμε τις δ ιά φ ορ ες τάσεις και δια δικ ασ ίες του ασυνείδητου an sich, τόσο, όσο γν ω ρίζει ο φυσικός τις δια δικασ ίες που συνθέτουν τη βάση των φυσικών φαινομένων. Για ό,τι βρίσκεται πέρ α από το φαινομενικό κόσμο δεν μπορούμε να έχουμε κάποια ά π ο ψη, γιατί δεν υ π ά ρ χει κ ά ποια ιδέα που να έχει άλλη πηγή εκτός από εκείνη του φαινομενικού κόσμου. Αν πρόκειται να εμπλακούμε σε θεμελιώδεις υπολογισμούς σχετικά με τη φύση του ψυχικού, χρειαζόμαστε ένα θεώρημα ανάλογο με εκείνο του Αρχιμήδη. Μ όνον αυτό μπορεί να καταστή σει δυνατή κ ά π ο ια άποψη, και απαιτείται να είναι μη ψ υ χικό, γιατί, σαν το ζωντανό φαινόμενο, το ψυχικό κείται β αθιά μέσα σε κάτι που μοιάζει να μην έχει ψυχική φύση. Αν και αντιλαμβανόμαστε το δεύτερο σαν ψυχικό στοιχεί ο, εντούτοις υφίστανται επαρκείς λόγοι για να πιστέψουμε
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
στην αντικειμενική του πραγματικότητα. Τούτη η π ρ α γ μ α τικότητα, εφόσον βρίσκεται πέρ α ν των ορίων του σώμα τος, μεταβιβάζεται σε μας κυρίως μέσω των σωματιδίων του φωτός που προσκρούουν στον αμφιβληστροειδή χιτώ να του οφθαλμού. Η διάταξη αυτών των σωματιδίων π α ρ ά γει μια εικόνα του φαινομενικού κόσμου, η οποία εξαρτάται ουσιαστικά από την ιδιοσυγκρασία της ψυχής και την ικανότητά της για αντίληψη από τη μια και από εκείνη του φωτός ως μέσου από την άλλη. Η συνείδηση με την ικανότητά της για αντίληιμη αποδείχθη κε ικανή για υψηλό βαθμό ανάπτυξης και κ ατασ κευάζει εργαλεία με τη βοή θεια των οποίων το πεδίο όρασης και ακοής μας επεκτείνεται σε πολλές οκτάβες. Συνεπώς, η προβαλόμενη π ρ α γ ματικότητα του φαινομενικού κόσμου καθώ ς και του υ π ο κειμενικού κόσμου, της συνείδησης, έχουν υποστεί μια α παράμιλλη επέκταση. Η ύπαρξη αυτής της αξιοθαύμαστης συσχέτισης μεταξύ συνείδησης κ α ι φαινομενικού κόσμου, μεταξύ υποκειμενικής αντίληψης και αντικειμενικά π ρ α γ ματικών διαδικασιώ ν, δεν α πα ιτεί περαιτέρω απόδειξη. Κ αθώς ο φαινομενικός κόσμος είναι ένα ά θροισμα δ ια δικ α σ ιώ ν ατομικού μεγέθους, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ανακαλύψου με αν και πώς μας παρέχουν τα φωτόνια, για π α ρ ά δ ειγ μ α , τη δυνατότητα να αποκτήσουμε σίγουρη γνώση της πραγματικότητας που α ποτελεί τη βάση της μεταβιβαστικής δια δικ α σ ία ς της ενέργειας. Η εμπειρία μας έδειξε πώ ς το φω ς και η ύλη συμπεριφέρονται σαν διακριτά σωματίδια και σαν κύματα. Τούτο το πα ρ άδοξο μας υπ ο χ ρ εώ ν ει να εγκαταλείψουμε, σε επίπεδο ατομικών με γεθώ ν, μια αιτιώδη π ερ ιγρ α φ ή της φύσης στο συνηθισμένο χω ρ οχρονικό σύστημα, και να βάλουμε στη θέση της α ό ρ α τα π ε δ ί α π ιθ α ν ό τη τα ς σε π ο λ υ δ ιά σ τα τα διαστήματα, που αντιπροσω πεύουν στην πραγματικότητα τη σημερινή κατάσταση της γνώσης μας. Για αυτό το αφηρημένο σχέ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
διο ερμηνείας είναι βασική κ ά ποια ιδε'α για την π ρ α γμ α τικότητα που λαμβάνει υπάψιν της τα ανεξέλεγχτα α π ο τε λέσματα του παρατηρητή πάνω στο παρατηρούμενο σύστη μα. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαδικασ ίας είναι να χ ά νει η πραγματικότητα μέρος του αντικειμενικού της χ α ρ α κτήρα, κ α θ ώ ς πρ οσ κολλά τα ι ένα υποκ ειμενικ ό στοιχείο στην εικόνα του φυσικού για τον κόσ μο1. Η εφαρμογή στατιστικών νόμιον σε διαδικασίες που αφούν ατομικά μεγέθη στη φυσική έχει ένα αξιόλογο αντί στοιχο στην ψ υχολογία, επειδή η ψυχολογία ερευνά τις βάσεις της συνείδησης εκδιώκοντας τις συνειδητές δ ια δ ι κασίες, έως ότου χα θούν στο σκοτάδι και το ακατανόητο. Τότε δεν μπορούμε πλέον να δούμε πα ρά μόνο τα α ποτε λέσματα, τα οποία έχουν μια οργανω τική επίδραση στα περ ιεχόμ ενα της συνείδησης2. Η εξέταση αυτών των α π ο τελεσμάτων μας π α ρ έχει ένα ξεχωριστό δεδομένο. Τα α ποτελέσματα α π ο ρ ρέο υν απ ό μια ασυνείδητη, δηλαδή α ντικειμενική πραγματικότητα, που συμπεριφέρεται ταυτό χρονα σαν υποκειμενική —με άλλα λόγια, σαν συνείδηση. Συνεπώς, η πραγματικότητα που βρίσκεται στη βάση των ασυνείδητων αποτελεσμάτω ν περιλαμ βάνει το πα ρατηρού μενο αντικείμενο και συγκροτείται με έναν τρόπο που δεν είναι δυνατόν να συλλάβουμε. Είναι, ταυτόχρονα, απόλυτη υποκειμενικότητα και παγκόσ μια αλήθεια, γιατί μπορεί να φ α ν εί ότι είναι πανταχού παρούσα, πράγμα που δεν μπο ρούμε σίγουρα να πούμε για τα συνειδητά περιεχόμενα ατομικής φύσης. Η φευγαλέα, ιδιότροπη, αόριστη, και μο ναδική ιδιότητα που συσχετίζει ο λαϊκός νους με την ιδέα της ψυχής ισχύει μόνο για τη συνείδηση και όχι για το απόλυτο ασυνείδητο. Ά ρ α , οι ποιοτικές μάλλον π α ρ ά π ο σοτικές προσδιοριστικές μονάδες με τις οποίες εργάζεται το ασυνείδητο, δηλαδή τα αρχέτυπα, έχουν μια φύση ποί’ δεν κ α θορ ίζετα ι με βεβαιότητα σαν ψυχική.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ψ ΥΧΟ ΛΟ ΓΙΑ
Αν κ αι απ ό κ α θ α ρ ά ψυχολογικά ζητήματα έφ θα σ α να αμφιβάλλω για την αποκλειστικά ψυχική φύση των α ρ χ ε τύπων, η ψ υχολογία θ εω ρ εί υποχρέωσή της να α να θ εω ρ ή σει την υπόθεση «μόνον ψυχικό» στο φως των ανακαλύ ψ εω ν της φυσικής. Η φυσική επέδειξε σαφέστατα ότι στην επικ ρά τεια των ατομικών μεγεθών η αντικειμενική π ρ α γ ματικότητα πρ οϋποθ έτει έναν παρατηρητή και ότι μόνο υ πό αυτή την προϋπόθεση είναι δυνατό ένα ικανοποιητικό σχήμα ερμηνείας. Τούτο σημαίνει ότι στην εικόνα που έχει ο φυσικός για τον κόσμο προσκολλάται ένα υποκειμενικό στοιχείο και ότι υφισταται μια αναγκαστική σχέση α νά μ ε σα στην ψυχή και το αντικειμενικό χωροχρονικό συνεχές. Εφ όσον το φυσικό συνεχές είναι αδιανόητο, συνεπάγεται πως δεν μπορούμε να διαμορφώ σουμε εικόνα για την ψ υ χική του πλευρά, η οποία υπ ά ρ χει εξίσου αναγκαστικά. Π α ρ όλα αυτά, η σχετική ομοιότητα της ψυχής και του φ υ σικού συνεχούς έχει ύψιστη θεωρητική σημασία, επειδή ε πιφ έρ ει μια τρομερή απλούστευση και φαινομενική ασυμμετρία ανά μεσ α στο φυσικό κόσμο και την ψυχή. Τούτο βέβαια δε γίνεται με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, αλλά από φτ,'σικής άποψης μέσω μαθηματικών εξισώσεων, και από ψυχολογικής άποψης μέσω εμπειρικά συναγομένων α ξιωμάτων —α ρ χετύπ ω ν— των οποίων τα περιεχόμενα, αν υπάρχουν, δεν α πεικονίζοντα ι νσητικά. Τα αρχέτυπα, αν μπορούμε ν α τα παρατηρήσουμε και να τα βιώσουμε, εκ δηλώνονται μόνο μέσω της δυνατότητάς τους να ο ρ γα νώ νουν εικόνες κ α ι ιδέες. Π ρόκειτα ι βέβαια για μια ασυνεί δητη δ ια δ ικ α σ ία , την οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε μόνο μετά την εκδήλωση των ιδεών. Αφομοιώνοντας υλικό α πό το φ α ιν ο μ εν ικ ό κόσμο γίνοντα ι ορα τά και ψυχικά. Αρχικά, λοιπόν, ανα γνω ρ ίζονται απλά σαν ψυχικές π ο σ ό τητες και συλλαμβάνονται. σαν τέτοιες. Μόνο όταν χ ρ ε ιά ζεται να ερ μη νεύσ ουμε ψ υ χ ικ ά φ α ιν ό μ εν α με ελάχιστο 124
—
I
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
βαθμό σ α φή νεια ς οδηγοΰμαστε στην υπόθεση ότι τα αρχέτυπα π ρ έπ ει να έχουν μια μη-ψυχική πλευρά. Ε πιχειρή μα τα για ένα τέτοιο συμπέρασμα παρέχονται από το φ α ινό μενο της συγχρονικότητας3, το οποίο συνδέεται με τη δ ρ α στηριότητα ασυνειδήτων λειτουργούν, ενώ ως τώρα θ εω ρείτο «τηλεπάθεια» κ.λπ.4. Ο σκεπτικισμός όμως π ρ έπει να στρέφεται μόνον προς ανακριβείς θεωρίες και όχι σε αυθύπαρ κ τα γεγονότα. Κανείς απροκατάληπτος πα ρ ατη ρητής δεν μπορεί να τα αρνηθεί. Η αντίσταση στην α ν α γνώριση τέτοιων γεγονότων οφείλεται κυρίως στην α π ο στροφή που α ισθάνονται οι ά νθρω ποι για το γεγονός ότι προσ δίδετα ι στην ψυχή μία υποτιθέμενη υπερq)υσική ιδιό τητα, όπως η «διόραση». Ο ι όψεις αυτών τοτν φαινομένων, που είναι ποικιλότατες και προκαλούν σύγχυση, μπορούν, από ό,τι βλέπω προς το παρόν, να ερμηνευθούν με βάση την υπόθεση ενός ψυχικά σχετικού χιοροχρονικού συνε χούς, ή μάλλον την προβολή ενός παρατηρητή σε αυτό το συνεχές. Μόλις ένα ψυχικό περιεχόμενο π ερ ά σει το κατώ φλι της συνείδησης, το συγχρονιστικό περιθω ριακό φ α ινό μενο εξα φ α ν ίζετα ι5, ο χρόνος και ο χώρος επανακτούν τη συνηθισμένη τους ταλάντωση και η συνείδηση απομονιόνεται πάλι στην υποκειμενικότητά της. Εδώ έχουμε μια από αυτές τις περιστάσεις που μπορούμε να τις κατανοήσουμε καλύτερα με όρους της ιδέας της «συμπληρωματικότητας» της φυσικής. Ό τ α ν ένα ασυνείδητο περ ιεχόμ ενο περ νά στη συνείδηση, η συγχρονιστική του εκδήλωση σταματά. Α ν τίσ τρ ο φ α , τα σ υ γ χ ρ ο ν ισ τικ ά ς)αινόμενα μπορούν να προκληθούν θέτοντας το υποκείμενο σε μια ασυνείδητη κ ατάσταση (έκσταση). Την ίδια συμπληρωματική σχέση μπορούμε να παρατηρήσουμε σε όλα τα συνήθη ιατρικά π ερ ιστα τικ ά, σ ύμφω να με τα οποία κ ά π ο ια κλινικά συ μπτώματα εξαφανίζονται, όταν γίνουν συνειδητά τα αντί στοιχα ασυνείδητα περιεχόμενα. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι 125
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α
ένας α ρ ιθ μ ό ς ψ υχοσ ω μ ατικώ ν φαινομένω ν που κατά τα άλλα βρίσκονται εκτός του ελέγχου της θέλησης, μπορούν να προκληθούν με την ύπνωση, δηλαδή με τον περιορισμό της συνείδησης. Ο καθηγητής Πάουλι διατυπώ νει την ά π ο ψη της φυσικής επιστήμης για τη σχέση συμπληρωματικότητας που εκ φ ρ ά ζετα ι εδώ ως εξής: «Εναπόκειται στην ε λεύθερη επιλογή του πειραματιστή (ή παρατηρητή) να α ποφασίσει... ποιες βαθύτερες γνώσεις θα αποκομίσει και ποιες θα απωλέσει. Αλλά άεν εναπόκειται στη θέλησή να α ποκομίσει όλες τις βαθύτερες γνώσεις και να μην απωλέσει καμία». Τούτο αληθεύει ιδιαίτερα για τη σχέση α ν ά μεσα στη φυσική άποψη και την ψυχολογική. Η φυσική κ α θορ ίζει ποσότητες και τη μεταξύ τους σχέση. Η ψ υ χ ο λογία κ α θ ο ρ ίζ ει ποιότητες, χωρίς να είναι σε θέση να με τρήσει ποσότητες. Ανεξάρτητα από αυτό και οι δύο επι στήμες καταλήγουν σε ιδέες που προσεγγίζουν εντυπωσια κά. Ο παραλληλισμός ψυχολογικών ερμηνειών εντοπίστη κε ήδη από τον Κ. Α. Μ άγιερ στην εργασία του «Moderne Physik — M oderne Psychologie»6. Αέει: «Και οι δύο επι στήμες, μετά από πολλά χρόνια ανεξάρτητης έρευνας, δ ια θέτουν εκπληκτικές παρατηρήσεις και συστήματα σκέψης που ταιριάζουν μεταξύ τους. Και οι δύο επιστήμες αντιμε τώπισαν ορισμένα εμπόδια τα οποία... επιδεικνύουν π α ρ ό μοια βασικά χαρακτηριστικά. Το υπό παρατήρηση αντικεί μενο και ο ανθρώ πινος παρατηρητής με τα αισθητήρια όρ γα νά και τις γνώ σεις του με τις εφαρμογές τους (όργανα μέτρησης και διαδικασίες), είναι άρρηκτα δεμένοι. Αυτή είναι η συμπληρωματικότητα στη φυσική, όπως και στην ψυχολογία». Μ εταξύ της φυσικής και της ;)>υχολογίας υ π ά ρ χει στην πραγματικότητα «μια γνήσια και αυθεντική σχέση συμπληρωματικότητας». Αν α π α λ λ α γ ο ύ μ ε α π ό την εντελώς αντιεπιστημονική π ρ ό φ α σ η π ω ς είν α ι μόνο θέμα τυχα ία ς σύμπτωσης, θα 126
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
δούμε ότι τα συγχρονιστικά ςκχινόμενα δεν είναι καθόλου ασυνήθιστα συμβάντα. Είναι, σχετικά συνηθισμένα, για να μην πούμε ότι αποτελούν κοινοτοπία. Τούτο συμφωνεί α πόλυτα με τα « υπερ β αίνοντα -τη ν-πιθα νότη τα » α π ο τελ έ σματα του Ράιν. Η ψυχή δεν είναι ένα χάος γεμάτο τυ χαίες ιδιοτροπίες, αλλά μία αντικειμενική πραγματικότη τα, στην οποία μπορεί να έχει πρόσβαση ο παρατηρητής μέσω των μεθόδων των επιστημών. Υπάρχουν ενδείξεις ό τι ψυχικές δια δικ α σ ίες έχουν σε. κάποια ενεργειακή σχέση με το υλικό υπόστρωμα. Αυτές οι διαδικασίες, εφόσον εί να ι αντικειμενικά γεγονότα, μπορούν να ερμηνευθούν μό νο σαν ενερ γ εια κ ές δια δ ικ α σ ίες7. Για να το θέσουμε δ ια φορετικά, π α ρ ά την αδυναμία μέτρησης των ψυχικών δ ια δικασιών, οι αντιληπτές αλλάγες που προκαλούνται από την ψυχή δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν π α ρ ά σαν ε νερ γ εια κ ά φαινόμενα. Αυτό βάζει τον ψυχολόγο σε μια θέση που είναι αποκρουστική για τον φυσικό. Ο ψ υχολό γος μιλάει για ενέργεια, αν και δεν έχει να ασχοληθεί με τίποτα το μετρήσιμο, εξάλλου η έννοια της ενέργειας είναι μια σα φ ώ ς καθορισμένη μαθηματική ποσότητα, η οποία ως έχει δε γίνεται να εφαρμοστεί σε τίποτα το ψυχικό. Ο τύπος της κινητικής ενέργειας, Ε = mv2/2, περ ιέχει τους π α ρ ά γ ο ν τ ες m (μάζα) και ν (ταχύτητα), οι οποίοι είναι φ α ινομ ενικά ασύμμετροι προς τη φύση της εμπειρικής ψ υ χής. Π αρόλα αυτά, αν η ψυχολογία επιμένει να χρησιμο π οιεί τη δική της άποψη για την ενέργεια, προκειμένου να εκφράσει τη δραστηριότητα (ενέρ γεια ) της ψυχής, δεν α κολουθεί μαθηματικούς τύπους, πα ρά μόνον την αναλογία τους. Χ ρ ειά ζετα ι να σημειώσουμε βέβαια πως αυτή η α ναλογία, α ποτελεί παλαιότερη διαισθητική αντίληψη, από την οποία αναπτύχθηκε αρ χικ ά η έννοια της φυσικής ε νέργεια ς. Η δεύτερη βασίζεται σε προγενέστερη εφ α ρ μ ο γή μιας εν έ ρ γε ια ς μη μαθηματικά καθορισμένης, την οποία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ψ ΥΧΟ ΛΟ ΓΙΑ
μπορούμε να ανάγουμε πίσω στην πρωτόγονη ή αρχαϊκή ιδέα του «εξαιρετικά ισχυρού». Αυτή η ιδεά του «μάνα» δεν π ε ρ ιο ρ ίζ ε τ α ι μόνο στη Μ ελανησία, αλλά βρίσκεται στην Ινδονησία και την ανατολική ακτή της Αφρικής*. Α παντάται επίσης στο λατινικό numen και αμυδρότερα στο genius (δηλ. genius loci, δαίμοον του τόπου). Η χρήση του όρου libido στη σύγχρονη ιατρική ψυχολογία έχει εξ α ιρ ε τικά στενές σχέσεις με το πρωτόγονο «μάνα» (αρκ εί να σκεφθούμε μόνο τη «λίμπιντο» του Φρόιντ)9. Συνεπώς, η αρχετυπική ιδέα α π έχ ει πολύ από το να εί ναι απλά πρωτόγονη. Δ ια φ έρει, όμως, από την έννοια της φυσικής γ ια την ενέργεια, εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι ουσιαστικά ποιοτική και όχι ποσοτική. Στην ψυχολογία η α κ ρ ιβ ή ς μέτρηση ποσ οτή τω ν α ν τ ικ α θ ίσ τ α τ α ι α πό έναν προσεγγιστικό προσδιορισμό των εντάσεων. Για αυτό άλ λωστε, α ντίθετα από τη φυσική, εισάγουμε τη λειτουργία του συναισθήματος. Στην ψ υ χολογία τούτη η λειτουργία πα ίρν ει τη θέση της συγκεκριμένης μέτρησης στη φυσική (η οποία είναι ισότιμη με την αίσθηση). Ο ι ψυχικές εντά σεις και οι κλιμακούμενες δ ια φ ορ ές τους οδηγούν σε π ο σοτικές δια δικασ ίες, οι οποίες είναι απρόσιτες στην ά μ ε ση παρατήρηση και μέτρηση. Ενώ τα ψυχολογικά δ εδ ο μ έ να είνα ι ουσ ιασ τικ ά ποιοτικά, δια θέτουν και ένα είδος λανθάνουσας φυσικής ενέργειας, εφόσον τα ψυχικά φ α ι νόμ ενα επιδεικνύουν μια κ ά π ο ια ποσοτική όψη. Αν ήταν δυνατόν να μετρηθούν αυτές οι ποσότητες, η ψυχή θα έ μοιαζε σίγουρα να κινείται στο χώρο, όπου είναι εφ α ρ μ ό σιμος ο τύπος της ενέργειας. Συνεπώς, εφόσον η μάζα και η ενέρ γ εια είναι της ιδίας φύσης, η μάζα και η ταχύτητα θα π ρ έπ ει να επα ρκούν σαν έννοιες για να χαρακτηρίσουν την ψυχή, εφόσον δια θ έτει κ ά ποια ανιχνεύσιμα α ποτελέ σματα στο χώρο. Με άλλα λόγια, θα π ρ έπ ει να έχει μια όψη μέσω της οποίας να μοιάζει σαν κινούμενη μάζα. Αν 128
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
δεν είμαστε διατεθιμένοι να προβάλλουμε μια π ρ ο κ α θ ο ρ ι σμένη αρμονία φυσικών και ψυχικών συμβάντων, τότε α υ τά τα συμβάντα μπορούν να υπάρχουν μόνο σε μια κ α τά σταση αλληλεπίδρασης. Ό μ ω ς , η τελευταία υπόθεση α π α ι τεί μια ψυχή που θα α γγίζει σε κάποιο σημείο την ύλη, και μια ύλη με λανθάνουσα ψυχή. Μια τε'τοια υπόθεση δεν είναι τόσο απομακρυσμε'νη από κάποιες διατυπώσεις της σ ύγχ ρ ο νη ς φ υσ ικής (Έ ν τιγ κ τ ο ν , Ζ αν, κ.α). Σ χετικ ά θα θυμήσω στον αναγνώστη την ύπαρξη παραφυσικώ ν φ α ινο μένων, των οποίων η αξία ως προς την πραγματικότητα μπορεί να εκτιμηθεί μόνο από εκείνους που έτυχε να έ χουν προσωπική εμπειρία τους. Αν α υ το ί οι σ υλλογισ μοί είν α ι δ ικ α ιολογη μ ένοι, θα π ρ έπ ει να έχουν βαρύ αντίκτυπο στις α πόψ εις μας για τη φύση της ψυχής. Σε αυτή την περίπτωση η ψυχή σαν αντι κειμενικό γεγονός συνδέεται στενά, όχι μόνο με φυσικά και βιολογικά φα ινόμ ενα αλλά και με φυσικά συμβάντα, ιδιαίτερα εκείνα που ανήκουν στις επικράτειες της ατο μικής φυσι,ής. Ό π ω ς είναι φα νερό από τις παρατηρήσεις μου, μας ενδ ια φ έρει πρώτιστα να εδραιώσουμε κάποιες αναλογίες και τίποτα περισσότερο. Η ύπαρξη τέτοιων α ναλογιώ ν δε μας π α ρ έχει το δικαίωμα να συμπεράνουμε ότι η σχέση έχει ήδη αποδειχθεί. Θ α πρέπει, με τις σημε ρινές γνώσεις μας για τη φυσική και την ψυχολογία, να είμαστε ικανοποιημένοι με την ομοιότητα ορισμένων β α σικών συλλογισμών. Ο ι υπάρχουσες αναλογίες, όμως, εί να ι αρκετά σημαντικές από μόνες τους για να δικα ιολο γούν την εξέχουσ α θέση που τους έχουμε αποδώσαμε.
129
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Οφείλω αυτή τη διατύπωση στη βοήθεια του Καθηγητή Β. Πάουλι (W. Pauli). 2. Ι σ ω ς ενδιαφέρει τον αναγνώστη να ακούσει τη γνώμη ε νός φυσικού πάνω στο θέμα. Ο καθηγητής Πάουλι, που είχε την καλοσύνη να ρίξει μια ματιά στα χειρόγραφα αυ τού του παραρτήματος, γράφει: «Στην πραγματικότητα ο φυσικός αναμένει μια ψυχολογική αναλογία σε αυτό το σημείο, επειδή η επιστημολογική κατάσταση, όσον αφορά τις έννοιες «συνειδητό» και «ασυνείδητο», μοιάζει να προσφέρει μια πολύ σχετική αναλογία στην αναφερόμενη «συμπληρωματικότητα» της φυσικής. Από τη μία, μπορού με να συνάγουμε το ασυνείδητο μόνον έμμεσα από τα (οργανωτικά) του αποτελέσματα πάνω στα συνειδητά πε ριεχόμενα. Από την άλλη κάθε «παρατήρηση του ασυνεί δητου», δηλαδή, κάθε εκούσια συνειδητοποίηση ασυνεί δητων περιεχομένων έχει ένα ανεξέλεγκτο αποτέλεσμα πάνω στα ίδια τα αποτελέσματα (το οποίο όπως γνωρί ζουμε αποκλείει καταρχήν τη δυνατότητα «εξάντλησης» του ασυνείδητου μετατρέποντάς το σε συνειδητό). Έ τσι ο φυσικός θα συμπεράνει per analogia (κατ’αναλογία) ότι αυτό το ανεξέλεγκτο αποτέλεσμα αντίδρασης του παρατη ρούμενου αντικειμένου στο ασυνείδητο περιορίζει τον α ντικειμενικό χαρακτήρα της πραγματικότητας του τελευ ταίου και της προσδίδει ταυτόχρονα μια κάποια υποκει μενικότητα. Αν και η Θέση της «κοπής» ανάμεσα στο συ νειδητό και ασυνείδητο (τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο) αφήνεται στην ελεύθερη επιλογή του «ψυχολογικού πει ραματιστή» η ύπ αρ ξη αυτής της «διακοπής» παραμένει μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα. Παρόμοια, από τη θέση 130
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
του ψυχολόγου, το «παρατηρούμενο ούστημα» δεν αποτελείται από υλικά αντικείμενα μόνον, αλλά περιλαμβάνει και το ασυνείδητο, ενώ στη συνείδηση ανατίθεται ο ρόλος του «μέσου παρατήρησης». Αναντίρρητα, με την ανάπτυξη της «μικροφυσικής» ο τρόπος περιγραφής της φύσης προ σεγγίζει εκείνον της νεότερης ψυχολογίας. Αλλά ενώ η πρώτη, λόγω της βασικής «ουμπληρωματικότητας» αντιμε τωπίζει το αδύνατο της απάλειψης των αποτελεσμάτα>ν του παρατηρητή μέσω καθοριστικών διορθώσεων, και πρέπει οπότε να εγκαταλείψει κάθε αντικειμενική κατανοήση φυσικών φαινομένων, η δεύτερη μπορεί να συμπλη ρώσει την καθαρά υποκειμενική ψυχολογία της συνείδη σης, προβάλλοντας την ύπαρξη ενός ασυνείδητου που κα τέχει μεγάλο βαθμό αντικειμενικής πραγματικότητας». 3. Η «Συγχρονικότητα», ένας όρος για τον οποίο ευθύνομαι εγώ, είναι μη ικανοποιητική έκφραση, εφόσον λαμβάνει υπόψιν μόνο χρονικά φαινόμενα. Ο λόγος είναι ότι στην πράξη τα φαινόμενα της ψυχικής συγχρονικότητας είναι συχνότερα από εκείνα της «εξωαισθητήριας αντίλη\μης» όπως ονομάζεται ενίοτε. Κατά τη γνώμη μου τα ευρήματα μιας σειράς πειραμάτων που διεξήγαγε ο Διδ. Τ. Μ. Ράιν (Dr. J. Β. Rhine) (New Frontiers o f the Mind, Νέα Υόρκη, 1937) βασίζονται περισσότερο στη συγχρονικότητα παρά στην εξωαισθητήρια αντίληψη. Το ερώτημα παραμένει α κόμη ανοιχτό αν η κυριαρχία του παράγοντα χρόνος συν δέεται με κάποιο βαθύτερο τρόπο με τη χαρακτηριστική ιδιότητα της ψυχής να μην περιορίζεται στο χώρο ». 4. Ο φυσικός Πασκουάλ Ζορντάν (Pascual Jordan) («Posit iv is tis c h e B e m e r k u n g e n u b e r die p a ra p s y c h is c h e n Erscheinungen», Zentralblatt fu r Psychotherapie (Λειψία, IX, 1936, σ. 14 κε.) έχει ήδη χρησιμοποιήσει την ιδέα του σχετικού χώρου για να ερμηνεύσει τηλεπαθητικά φαινό μενα. 5. Ο εκπληκτικός προσανατολισμός στο χώρο που επιδεικνύ ουν ορισμένα πτηνά και ψάρια αντιστοιχεί σε μια ουσια στικά ασυνείδητη κατάσταση.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ψ ΥΧΟ ΛΟ ΓΙΑ
6. Die kulturelle Bedeutung der Komplexen Psychologie, o. 362, 7. Mf αυτό εννοώ μόνο ότι τα ψυχικά φαινόμενα ενέχουν μια ορισμένη ενεργειακή όψη, εξαιτίας της οποίας μπο ρούν να περιγράφουν ως «φαινόμενα». Δεν εννοώ ότι η ενεργειακή τους όψη αγκαλιάζει ή ερμηνεύει το όλον της ψυχής. 8. Βλ. τη συζήτηση για το μ ούνγκ ον. 9. ΙΊρβ. το έργο μου «On Psychical Energy», Contributions to A nalytical Psychology (Νέα Υόρκη και Λονδίνο), 1928.
132,
Μια εισαγωγική προσέγγιση από τον θεμελιωιη της Αναλυτικής Ψυχολογίας, Καρλ Γκουστοβ I lowvy* σε βασικά ζητήματα που απασχολούν την ψυχολον* κή επιστήμη. Η ανθρώπινη ψυχή παίρνει τη θέση της ως ο «»».
View more...
Comments