September 10, 2017 | Author: Despina Kelesi | Category: N/A
Download Η ψυχολογία των ύβρεων.2002[1].doc ...
1 Δρ. Χαράλαμπος Γκούβας,
Η ψυχολογία των ύβρεων και των ιδιωματισμών
1η Εκδοση Ιδρυμα «Μουσείο Τεχνών και Επιστημών» Πρέβεζας Αθήνα 2002
ISBN 960-87328-0-8
2 Copyright ©: (1) Χαράλαμπος Γκούβας, Σπηλιάδου 10, Πρέβεζα 48100, email:
[email protected] και
[email protected] (2) Ιδρυμα «Μουσείο Τεχνών και Επιστημών, Χαράλαμπος Γκούβας», Μη Κερδοσκοπική Αστική Εταιρεία, έτος ιδρύσεως 2000.
[email protected] Απαγορεύεται κάθε είδους, και με κάθε μέσο, έντυπο, ή ηλεκτρονικό, η αναπαραγωγή αντιγραφή ή μετάδοση του κειμένου, σύμφωνα με το νόμο 2121/1993 περί πνευματικών δικαιωμάτων. Κεντρική διάθεση του βιβλίου : Ιδρυμα «Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Χαράλαμπος Γκούβας», Σπηλιάδου 10 Πρέβεζα 48100, τηλ. 26820-25421, ΑΦΜ=099232174, Δ.Ο.Υ. Πρέβεζας.
Κάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή του συγγραφέως και τη σφραγίδα του «Μουσείου Τεχνών και Επιστημών Χ.Γκούβας».
3
Dr. Harry Gouvas
Psychologie der Schimpfwoerter und der Redewendungen der griechischen Sprache
1st Ausgabe Institut «Μuseum der Kuenste und der Wissenschaft» Preveza - Griechenland
4
Dr. Harrys Gouvas
The Psychology of Insults and Idioms of the Greek Language
1st Edition Foundation «Μuseum of Arts and Sciences» Preveza – Greece 2003
5
«Aν θές να εξαφανίσεις ένα λαό, εξαφάνισε τη γλώσσα του» (Βladimir Lenin, 1870-1924) «Γλώσσα λανθάνουσα, νούν προδίδει» (Αρχαίο ρητό) «Αισχρογραφείτε Ελληνιστί» (Σαράντος Καργάκος, Φιλόλογος) «Αρχή παιδείας, ονομάτων επίσκεψις» (Αντισθένης, ιδρυτής της κυνικής φιλοσοφίας, 444-371 πΧ) «Το μυαλό μοιάζει με το αλεξίπτωτο. Δουλεύει καλύτερα όταν είναι ανοιχτό» (Ελληνικό γνωμικό) «Σοφόν το σαφές» (Ευριπίδης, ποιητής, 480-406 πΧ)
6 Άρθρο 14 Ελληνικού Συντάγματος: «1.Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους. 2.Ο τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται. 3.Η κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων, είτε πριν από την κυκλοφορία είτε ύστερα από αυτή, απαγορεύεται. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία: α) για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας, β) για προσβολή του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας, γ) για δημοσίευμα που αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και τη διάταξη των ενόπλων δυνάμεων ή την οχύρωση της Χώρας ή που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος ή στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας του Κράτους, δ) για άσεμνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δημόσια αιδώ, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. 4.Σε όλες τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου ο εισαγγελέας, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από την κατάσχεση, οφείλει να υποβάλλει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο, και αυτό, μέσα σε άλλες είκοσι τέσσερις ώρες, οφείλει να αποφασίσει για τη διατήρηση ή την άρση της κατάσχεσης, διαφορετικά η κατάσχεση αίρεται αυτοδικαίως. Τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης επιτρέπονται στον εκδότη της εφημερίδας ή άλλου εντύπου που κατασχέθηκε και στον εισαγγελέα. 5.Καθένας ο οποίος θίγεται από ανακριβές δημοσίευμα ή εκπομπή έχει δικαίωμα απάντησης, το δε μέσο ενημέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση πλήρους και άμεσης επανόρθωσης. Καθένας ο οποίος θίγεται από υβριστικό ή δυσφημιστικό δημοσίευμα ή εκπομπή έχει, επίσης, δικαίωμα απάντησης, το δε μέσο ενημέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση άμεσης δημοσίευσης ή μετάδοσης της απάντησης. Νόμος ορίζει τον τρόπο με τον οποίο ασκείται το δικαίωμα απάντησης και διασφαλίζεται η πλήρης και άμεση επανόρθωση ή η δημοσίευση και μετάδοση της απάντησης.» Αρθρο 367 του Ποινικού Κώδικα: (Εγκλήματα κατά της τιμής: Εξύβριση, Δυσφήμιση, Συκοφαντική δυσφήμιση) «1. Δεν αποτελούν άδικη πράξη: α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές καλλιτεχνικές ή επιστημονικές εργασίες. β) Οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, καθώς και γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ή δ) σε ανάλογες περιπτώσεις». Αγόρευση Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πρέβεζας της 06-03-2001: «Κατά τον Ποινικό Κώδικα, υποκείμενα της συκοφαντικής δυσφημίσεως είναι μόνον φυσικά πρόσωπα ή ανώνυμες εταιρείες, και ουχί νομικά πρόσωπα κάθε είδους ή φορείς».
7 Αρθρο 353 του Ποινικού κώδικα: «Πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις»: Οποιος δημόσια επιχειρεί ακόλαστη πράξη και προκαλεί μ’αυτήν σκάνδαλο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Οποιος εν γνώσει προσβάλλει βάναυσα την αιδώ άλλου με ακόλαστη πράξη που επιχειρείται ενώπιόν του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη αυτής της πράξης απαιτείται έγκληση. Νoam Tsomsky, Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Harvard: Εφημερίδα Le Monde 03-09-1998: «Οσο σκανδαλώδεις κι αν είναι οι ιδέες σας, αν δεν έχετε το δικαίωμα να τις εκφράσετε, χάνεται η ουσία της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Η χειρότερη μορφή λογοκρισίας είναι η αυτολογοκρισία!»
Πρόλογος
Κωνστ. Τζόκα, δικηγόρου-οικονομολόγου Καθηγητή ΤΕΙ Πρέβεζας Το τελευταίο πόνημα του του φίλου Δρ.Χαράλαμπου Γκούβα με τίτλο «Η Ψυχολογία των Υβρεων και των Ιδιωματισμών», είναι μια έκπληξη που έρχεται να προστεθεί στο ήδη πλούσιο συγγραφικό έργο του δημιουργού. Αυτή τη φορά όμως, ο συγγραφέας μας μεταφέρει σε άλλους χώρους και μας δίνει μια άλλη γεύση των πολυσύνθετων ενδιαφερόντων του. Μας ξεναγεί στο χθές και το σήμερα των ύβρεων και των ιδιωμάτων της γλώσσας μας, των οποίων ερευνά την ετυμολογία, την προέλευση αλλά και το ψυχολογικό υπόβαθρο. Εργο πράγματι αξιόλογο γιατί μέσα από αυτές τις ύβρεις, εκφράσεις και ιδιωματισμούς, ο λαός μας με σοφά λόγια, αλληγορία, μεταφορά, παρομοίωση, ειρωνία αλλά και ενίοτε με δηκτικό τρόπο, εκφράζει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του. Πολλές φορές αυτές οι υβριστικές εκφράσεις και ιδιωματισμοί, δεν έχουν μόνο ψυχολογικό υπόβαθρο αλλά και φιλοσοφικό – παιδαγωγικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα, το αρνητικό αποτέλεσμα της αισχρολογίας που εμπεριέχουν να αυτοαναιρείται. Τέλος είναι έντονη η προσπάθεια του συγγραφέα να καυτηριάσει και να συμβάλλει στην καταπολέμηση της λεκτικής φτώχειας που επικρατεί αλλά και της αθρόας ελληνοποίησης ξένων λέξεων. Οι αρχαίοι τραγωδοί και κωμικοί, στόχευαν στη βελτίωση του ήθους των θεατών μετά τέρψεως. Θα έλεγα ότι ο Χαράλαμπος Γκούβας, με την εργασία του αυτή ταυτόχρονα μας διασκεδάζει κάνοντάς μας σοφότερους. Πρέβεζα 05 Απριλίου 2002 Κωνσταντίνος Θ. Τζόκας Δικηγόρος – Οικονομολόγος Καθηγητής Τ.Ε.Ι. Πρέβεζας
8
Εισαγωγή Κάποτε τα πράγματα εις την προφορικήν συννενόησιν ήσαν απλά. Οι διανοούμενοι και οι μορφωμένοι ήσαν ελάχιστοι και εσυννενοούντο διά της ορθής και πλήρους χρήσεως της γλώσσης. Ο απλός λαός, αγράμματος εις την συντριπτικήν του πλειοψηφίαν, είχεν ένα φτωχό μέν, πλην όμως σαφέστατον λεξιλόγιον διά του οποίου επικοινωνούσεν λεκτικώς με επάρκειαν εκφράζων τοιουτοτρόπως τας σκέψεις και τα ποικίλα συναισθήματά του. Η καθ’ημέραν ζωή των ανθρώπων δεν είχε πολλάς και περιπλόκους εννοίας διά να εξηγηθούν. Τα αντικείμενα ήσαν συγκεκριμμένα όπως ζώα, ενδύματα, αντικείμενα, κλπ οι δέ αφηρημένες έννοιες ήσαν ολίγες και σαφείς. Τα έτη παρήλθον και η εξέλιξις της τεχνολογίας και των επιστημών είχεν ως αποτέλεσμα την καταιγιστικήν εισβολήν επιστημονικών όρων και ξένων λέξεων, που επροκάλεσαν σύγχυσιν μεν και κορεσμόν των δυνατοτήτων απομνημονεύσεως του μέσου Ελληνος, επέτειναν δε τη λεξιπενίαν εις σημείον πλέον αδυναμίας αλληλοκατανοήσεως των νεοελλήνων. Από την άλλην πλευράν οι νεοέλληνες όποτε χρειάζεται να διατυπώσουν μια άποψιν ενοχλητικήν ίσως, ή συναισθήματα διαμαρτυρίας και θυμού, καταφεύγουν εις την αλληγορίαν. Συχνάκις η αλληγορική έκφρασις εμπεριέχει στοιχεία αισχρολογίας, που είναι βέβαιον ότι μεταφέρουν καλύτερον το μήνυμα. «Γλώσσα λανθάνουσα, νούν προδίδει» έλεγαν οι αρχαίοι. Κατά την γνώμη μου, μία αισχρή ύβρις αντιστοιχεί εις αυτό που λέγει η κινέζικη παροιμία ότι «μία εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις». Οπισθεν των εκφράσεων αυτών και των ύβρεων, υποκρύπτονται συχνάκις ψυχολογικά συμπλέγματα («κουσούρια») των Ελλήνων που αξίζει κανείς να αναλύσει ιδίως δια τις νεότερες γενιές. Ο Σαράντος Καργάκος φιλόλογος και συγγραφεύς, είναι ένας από τους μαχητικότερους υπερασπιστάς της ελληνικής γλώσσας. Θεωρεί την γλώσσα μας «μέγιστον εθνικόν θέμα» και στηλιτεύει οξύτατα τους εισαγόμενους γλωσσικούς βαρβαρισμούς που την κατεδαφίζουν σταδιακώς. ‘’Το Υπουργείο Παιδείας πρέπει να στείλει εγκύκλιο με την οδηγία αισχρογραφείτε ελληνιστί’’ είχε γράψει κάποτε ο Σαράντος Καργάκος, προσθέτων ότι «το μόνο ελληνικό που θα διασωθεί στη γλώσσα της νεολαίας μας είναι η λέξις με τα τρία άλφα (=μαλάκας) που κάνει όλα σχεδόν τα παιδιά μας συνονόματα». Ο Νικηφόρος Βρεττάκος έχει χαρακτηρίσει τον Καργάκο αληθινό πολεμιστή κατά της γλωσσικής παραφθοράς. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχε πει πως η γλώσσα είναι για την ψυχή, ότι ο ατμοσφαιρικός αέρας δια το σώμα. Σήμερον, όπως είναι μολυσμένος ο αέρας, έτσι μολυσμένη είναι και η γλώσσα μας. Και η μόλυνσις έχει εξαπλωθεί σε όλους τους τους εθνικούς ερμούς. Αυτό συνιστά κίνδυνο. Γιατί έθνος είναι η γλώσσα του. Και τα μειονεκτήματα της γλώσσας γίνονται μειονεκτήματα του έθνους. Εάν εις την γλωσσικήν αλλοτρίωσιν που επέρχεται συνεχώς για της προσθήκης ξένων όρων (κομπιούτερ, φραντσάιζιγκ, ντελίβερυ, τσατσάρα, σούπερ μάρκετ, φέρρυ μπόατ, κλπ) προστεθεί και η γλώσσα της εκτεταμένης αισχρολογίας που προβάλλεται ως «γλωσσική απελευθέρωσις», η τουριστική
9 λαίλαπα, που έκανε την ελληνική επιγραφή εθνικό αξιοπερίεργο (Suvlaki, Tsipuro, Εxpress Fruit O Mitros, κλπ), η αποκοπή από το καλό βιβλίο, ο εξοβελισμός της αρχαίας και λογίας γλώσσης από το σχολείο και φυσικά η οπτικοποίησις του λόγου, είναι βέβαιον ότι με μαθηματικήν ακρίβειαν οδεύομεν προς την πλήρην εξαφάνισιν του Ελληνικού λεξιλογίου. Τα σημερινά παιδιά βιώνουν τον πολιτισμόν της εικόνας και μόνον. Δεν διαβάζουν. Μόνο βλέπουν (Video games, Playstation, Cartoon, κλπ). Και δυστυχώς, επιβεβαιώνεται η αξία του γνωμικού του Bladimir Lenin «Aν θές να εξαφανίσεις ένα λαό, εξαφάνισε τη γλώσσα του». Η γλωσσική χούντα ονομάζεται λαϊκισμός. Τον πληθυντικό της ευγένειας, υποκατέστησε ο ενικός της αγένειας, αν και ο Ηλίας Πετρόπουλος θεωρεί τον πληθυντικό ως Γαλλικό εισαγόμενο προϊόν (αρχαία: «Συ είπας»). Πάντως ο ευγενικός λόγος εξαφανίζεται. Η «καλημέρα» λειτουργεί ως υποτιμένη δραχμή, ή ως νόμισμα εν αποσύρσει («….μέρααααα!»). Κι αν ακούγονται κάποιοι χαιρετισμοί - εκτός αυτών της Εκκλησίας - έναι τόσο άτονοι, που δείχνουν άνθρωπο που ομιλεί ωσαν να νυστάζει. («γειάαα…») Σήμερον, η πολιορκημένη από τον καταναλωτισμόν και υποδουλωμένη εις τον ευδαιμονισμόν αλλά και εις την αβεβαιότητα του μέλλοντος νεολαία έχει μια αβαθή ψυχή, που ούτε μεγάλα ούτε πολλά μπορεί να πει. Ωσάν τον παπαγάλο η νεολαία επαναλαμβάνει τα διαφημιστικά μηνύματα και ξεστραβώνεται εις τους τηλεοπτικούς δέκτας παρακολουθούσα τα ανιαρά προγράμματα τύπου Big Brother και Bar. Γιατί - κακά τα ψέματα – εις τον σημερινό κόσμο της εικονικής πραγματικότητος, «μητρική» γλώσσα των νέων μας είναι η γλώσσα της διαφημίσεως. Η μονογραφία αύτη αποτελεί προϊόν «συλλογών» λέξεων, ύβρεων, αισχρολογιών και ιδιωματικών εκφράσεων των τελευταίων 20 χρόνων, τας οποίας κάποια στιγμή αποφάσισα να συναρμολογήσω εν πονήματι. Πηγές μου ήσαν είτε ο καθημερινός προφορικός λόγος των ανθρώπων, είτε άρθρα εις έντυπα, εφημερίδας, φράσεις από τηλεοπτικάς εκπομπάς, φράσεις από τον κινηματογράφον, κλπ. Ο τίτλος «Η Ψυχολογία των Υβρεων και των Ιδιωματισμών» δεν είναι ο πλέον κατάλληλος, πλήν όμως επελέγη σκοπίμως διά να σημάνει το κοινωνιολογικόν υπόβαθρον του αλληγορικού νοήματος αυτών. Η καθαρεύουσα επελέγη προς διατύπωσιν, αφ ενός μέν λόγω της σαφήνειας και της γλαφυρότητος ήν προσφέρει, και αφ ετέρου διότι, λόγω της σοβαρότητας εκ της οποίας εμφορείται, αυτοδικαίως αναιρεί τας πιθανάς αντιδράσεις που πιθανώς προκληθούν εις το πουριτανικόν αναγνωστικόν κοινόν, με την ελπίδαν αποφυγής δικαστικών διώξεων και εμπλοκών! Μη αρκούμενος όμως μόνον εις αυτό, καλού - κακού, κατέφυγα και εις δύο φίλους νομικούς την κ. Αικατερίνη Τζίμα και τον κ. Κωνσταντίνο Τζόκα, o οποίος και προλογίζει το πόνημα, να ελέγξουν την νομιμότητα των κειμένων του παρόντος, και τους ευχαριστώ θερμότατα διά την βοήθειά των αυτή. Εκτιμώ ότι πρό ολίγων ετών απαιτείτο γενναιότητα ή τουλάχιστον θράσος διά την έκδοσιν ενός παρομοίου πονήματος. Ελπίζω να μη διαψευσθώ από τας εξελίξεις. Ας μην ξεχνάμε ότι ο καθηγητής γλωσσολογίας κ.Μπαμπινιώτης ‘’έφαγε’’ τέσσερις μήνες πρωτοδίκως για την υπόθεση της λέξης «Βούλγαροι» εις το λεξικόν του και αθωώθηκε δευτεροδίκως. Εάν κάποιοι
10 στο παρελθόν προέβησαν εις παρομοίους εκδόσεις, είναι βέβαιον ότι το έκαναν είτε πίσω από την μεγάλη επωνυμία, είτε πίσω από τη μόνιμη διαμονή στο Παρίσι, είτε πίσω από κάποια πανεπιστημιακή έδρα, ουδέν εκ των οποίων διαθέτει ο γράφων. Θεωρώ περιττόν να τονίσω ότι όλα τα λεκτικά παραδείγματα και φράσεις του παρόντος, αφορούν φανταστικά πρόσωπα και πράγματα, εκτός των περιπτώσεων όπου αναφέρονται ονομαστικώς και σαφώς εις διάσημους επωνύμους. Κατά τα άλλα, κάθε ομοιότης με πρόσωπα και πράγματα της καθημερινότητος είναι καθαρή σύμπτωσις. Με χαρά παρουσιάζω εις το αναγνωστικόν κοινό το παρόν πόνημα, και ελπίζω πέραν από τον γέλωτα που υποθέτω θα προσφέρει, να δώσει και εξηγήσεις δια το ψυχολογικόν παρασκήνιον λέξεων και εκφράσεων, αίτινες τείνουν να εκλείψουν εκ της καθομιλουμένης και ολίγοι πλέον συμπατριώται μας γνωρίζουν την προέλευσή των. Χαράλαμπος Γκούβας, Αθήνα, Απρίλιος 2002
11
Κεφάλαιον 1ον:
Γενικοί Ιδιωματισμοί (Αλφαβητικώς)
Εις το παρόν κεφάλαιον παρατίθενται αλφαβητικώς ιδιωματισμοί, γνωμικά, και νεολογισμοί γενικού περιεχομένου, πλήν όμως πάντοτε υποκρύπτοντες ενδιαφέρον ψυχολογικόν υπόβαθρον. Οι ιδιωματισμοί και τα γνωμικά συνήθως εφευρίσκονται ή έστω καλλιεργούνται από τον ίδιο το λαό, εις έδαφος πάντοτε προϋπαρχούσης ψυχοπαθολογίας καταστάσεων. Από ιατρικής απόψεως, νεολογισμούς παράγουν τα παιδιά, οι ψυχοπαθείς, οι επιστήμονες, οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες. Ειδικώτερον οι νεολογισμοί είναι ίδιον των μικρών παιδιών (πλάθουν δικές τους λέξεις για κάτι που δεν γνωρίζουν πως να το πουν), ίδιον των ψυχοπαθών (πλάθουν λέξεις για τις φαντασιώσεις τους), ίδιον των επιστημόνων (πλάθουν λέξεις για νέες εφευρέσεις και νέες επιστημονικές έννοιες) και ίδιον των καλλιτεχνών (πλάθουν λέξεις για να μεταφέρουν ένα νέο νόημα ένα νέο αστείο ή μια αλληγορία). Ορισμένα από τα λεξιπαίγνια και ορισμένοι από τους νεολογισμούς που παρατίθενται κατωτέρω, είναι γνωστής πατρότητος, πλήν όμως συνήθως απέφυγα την δημοσίευσιν του ‘’εφευρέτου’’ προς διατήρησιν της ανωνυμίας του εις τα πλαίσια σεμνότητος. Με βάσιν τα ανωτέρω, θεωρώ ότι ο επιτυχέστερος νεολογισμός της δεκαετίας είναι ο όρος «εξουσιοφρένεια» που εισήγαγεν ο ψυχίατρος Κλεάνθης Γρίβας και παρατίθεται κατωτέρω. 1) Ανδρικόν επώνυμο: Ιδιωματισμός δηλώσεως ανδρικού επωνύμου από γυναίκες: Συχνάκις, γραίες τινές εις την επαρχίαν ιδίως, όταν ερωτώνται περί του ονοματεπωνύμου των, το δηλούν εις άρρεν γένος: Παράδειγμα: Εφοριακός: «Πως λέγεστε κυρία;» «Ιεεεε;» «Το όνομά σας, παρακαλώ, πως είναι;» «Σφέτσας ...λίγουμιστι». Εκτιμώ, ότι η χρήσις του άρρενος επωνύμου, υποδηλοί συζυγικήν υποταγήν, και ενίοτε υποσυνείδητον τρόμον, επιβληθέντα παντοιοτρόπως εκ μέρους του συζύγου, ήτοι διά ξυλοδαρμών, διά ηχητικής βίας, διά σεξουαλικής βίας, κλπ. 2) Αόριστος χρόνος: Ιδιωματισμοί με ρήματα εις αόριστον χρόνον: Παράδειγμα: «Κάηκες!»: Πρόκειται περί ιδιωματισμού αρνητικής απαντήσεως εις ερώτησιν, εμπεριέχουσα ταυτοχρόνως και την ποινήν ήτις επίκειται να επιβληθεί, κατά κανόνα μεταφορικώς. Παράδειγμα: Π.χ. Παιδάκι: «Μαμά να πάω στα βαθειά;»- Απάντηση: «Κάηκες!». Εφηβος: «Μπαμπά να πάρω τα’αμάξι για μια βόλτα;»- Απάντηση: «Την έβαψες!», Μαθητής: «Να βγάλω το σκονάκι στο διαγωνισμό;»- Απάντηση: «Την πούτσισες!». 3) «Αν σε πιάσω;». Ο ιδιωματισμός αυτός αποτελεί ρητορικήν ερώτησιν, πρακτικώς απειλήν ξυλοδαρμού, απαντούμενη υπό του ερωτώντος, όστις εννοεί ότι «αν σε πιάσω, θα σε μαυρίσω στο ξύλο...». Παράδειγμα: «Ελα δώ Γιωργάκη!» «Οχι δεν έρχομαι!» «Αν σε πιάσω!». 4) «Άραξε μεγάλε στα κιλά σου»: Ομοίως πρόκειται περί αλληγορικού ιδιωματισμού όστις υποκρύπτει ειρωνικήν δυσπιστίαν και περιφρόνησιν διά την αξίαν του υποκειμένου προσώπου. Προφανώς η φράσις προέρχεται από την γλωσσικήν αντιστοιχίαν «Κιλά - βάρος σώματος» με το «προσωπικότητα – κοινωνικό κύρος». Παράδειγμα: «Λέω να χτυπήσω ένα δάνειο 100.000 EURO από την Τράπεζα Eurobank και να ανοίξω Goodies στην Πρέβεζα!» «Αραξε ρε μεγάλε στα κιλά σου!». 5) «Αρτσι, μπούρτσι και ο λουλάς»: Πολύ παλαιός ιδιωματισμός, εισαχθείς παρά των τσιπουροπαραγωγών. Αρτσι είναι ο λέβητας αποστάξεως, μπούρτσι είναι ο σπειρωτός σωλήν ψύξεως, και λουλάς (τουρκιστί lula) ο σωλήν εξόδου του αλκοολικού ποτού. Η ιδία τεχνολογία και ορολογία ισχύει και διά τον ανατολίτικον
12 ναργιλέ. Αρτσι είναι η φιάλη, μπούρτσι είναι ο σωληνίσκος εμβυθίσεως και λουλάς είναι το επιστόμιον εξόδου (Παράδειγμα: «όταν καπνίζει ο λουλάς», ρεμπέτικον άσμα). Ο ιδιωματισμός σημαίνει σύγχυσιν αρμοδιοτήτων, ανακατωσούρα, μπέρδεμα. Παράδειγμα: «Ερχεται ο Γεννηματάς ψηφίζει ένα νομοσχέδιο Υγείας. Ερχεται ο Γείτονας ψηφίζει άλλο. Ερχεται ο Κρεμαστινός ψηφίζει άλλα δυό. Ερχεται ο Παπαδόπουλος ψηφίζει άλλα πέντε. Αρτσι, μπούρτσι και ο λουλάς!» (συζήτησις ιατρών). «Η Μαρία τάχε με το Γιώργο και έκαναν ένα παιδί εξώγαμο. Ο Γιώργος όμως είχε συνάψει και σχέσεις με την κόρη της Μαρίας, τη Ρωξάννη. Ετσι το παιδάκι που γεννήθηκε είχε μητέρα τη Μαρία, αλλά έλεγε μαμά και τη Ρωξάννη, νομίζοντας ότι είναι αδελφές. Αρτσι, μπούρτσι και ο λουλάς!» (απόσπασμα από ρομαντικό βιβλίο τύπου άρλεκιν). 6) «Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα;»: Πρόκειται περί παλαιού χιουμουριστικού αλληγορικού ιδιωματισμού, εμφανισθέντος εις το προφορικόν προσκήνιον την δεκαετίαν του 80. Οι πλείοντες των αναγνωστών αποδίδουν τον ιδιωματισμόν εις τον Χάρυ Κλύν. Πιθανότατα -εννοιολογικώς- ο ιδιωματισμός στηρίζεται εις την παρατηρηθείσαν συνεχήν και αδιάκοπον παρουσίαν του συμπαθούς κατά τα άλλα αοιδού εις το καλλιτεχνικόν σκηνικόν, εις ακραίον βαθμόν (συνεχής κυκλοφορία δίσκων κάθε είδους, εις την τεχνηέντως υποβοηθούμενη επικοινωνιακή πολιτικήν αυτού, με συνεχήν παρουσίαν εις τα ΜΜΕ, κλπ). Ούτω, μερίς ακροατών ενεφάνισεν και εμφανίζει δυσφορίαν για την διηνεκήν αυτήν παρουσίαν του καλλιτέχνη εις το μουσικόν προσκήνιον και τα ΜΜΕ. Αλληγορικώς, ο διατυπώνων την ανωτέρω φράσιν, εκδηλοί δυσπιστίαν εις τα λεγόμενα τρίτου, και υποδηλοί εμμέσως πλήν σαφώς, ότι κατεπονήθη και εβαρέθη την συνεχή παρουσίαν και παρέμβασιν του συνομιλητού του και του ζητεί ‘’επιτέλους να τον αφήσει ήσυχο’’. Παράδειγμα: Κώστας: «Παιδιά μια και δεν έχουμε γκόμενες να βγούμε απόψε, δε βγαίνουμε με τις δυό χοντρές αδερφές; Εξ άλλου λυχνίας πεσούσης πάσα γυνή ομοία!». Απάντηση: «Δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα;». Άλλο παράδειγμα: «Οταν βγεί η Νέα Δημοκρατία, θα τα διορθώσει όλα, θα κάνει, θα ράνει, θα διορίσει, θα διορθώσει, θα, θα, θα,…» Απάντηση: «Δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα!». 7) «Δεν παίζεται»: Εις την κυριολεξίαν, η φράσις εννοεί τον άριστον ποδοσφαιριστήν που είναι δύσκολος η αντιμετώπισίς του από αντίπαλον. Μεταφορικώς πρόκειται περί ιδιωματισμού εκδηλώσεως θαυμασμού και ιδιαιτέρας εκτιμήσεως, διά ειδικάς ικανότητας και δή δι’ ικανότητας εφαρμογής πρωτοτύπων μεθόδων και ιδεών με επιτυχίαν. Παραδείγματα: Ψηφοφόρος: «Δεν παίζεται ο Σημίτης! Στήριξε το χρηματιστήριο μέχρι να τσιμπήσουν όλα τα ούφο, μεταφέρθηκε όλο το χρήμα από τις Τράπεζες στη Σοφοκλέους και μετά έδωσε σήμα εξόδου, καταφέρνοντας να μαζέψει όλο το χρήμα από την αγορά, μείωσε τον πληθωρισμό και κατάφερε να μπεί στην ΟΝΕ!». Μέλος Συλλόγου: «Ρε το μπαγάσα, άκου τι σκέφτηκε! Μάζεψε αυθημερόν όλες τις ετήσιες συνδρομές του συλλόγου, στέλνοντας αντικαταβολή τις αποδείξεις πληρωμής με κούριερ. Ολοι πλήρωσαν γιατί ντρέπονταν. Δεν παίζεται αυτός ο Μπάμπης!». 8) «Ειρωνικαί εκφράσεις», λεκτικά δάνεια υπαρχουσών εκφράσεων: Ατομα υψηλής ιδίως διανοητικής στάθμης και οπαδοί του χιούμορ, χρησιμοποιούν με ειρωνικήν διάθεσιν προτύπους λέξεις και εκφράσεις, δάνεια από τον έντυπον και προφορικόν λόγον άλλων κοινωνικών καταστάσεων. Σκοπός του ειρωνικού αυτού λεκτικού δανείου, είναι η αναδρομική διακωμώδησις παλαιών καταστάσεων, ή η αυτοκριτική του ομιλούντος. Παραδείγματα: «Θα αποσυρθώ εις τα ιδιαίτερα διαμερίσματά μου». Πρόκειται περί εκφράσεως την οποίαν διετύπωναν συνήθως βασιλείς περασμένων αιώνων εις τας δεξιώσεις, όταν ήθελαν να πάνε για ύπνο χωρίς να παρεξηγηθούν οι προσκεκλημένοι τους. Λόγω της πληθώρας δωματίων εις τα ανάκτορα, έπρεπε να γίνει η διευκρίνησις «εις τα ιδιαίτερα διαμερίσματα» προς αφοφυγήν παρερμηνείας, διότι οι δεξιώσεις καταλάμβαναν πολλές αίθουσες, και οι προσκεκλημένοι μπορεί να νόμιζαν ότι ο βασιλεύς αλλάζει αίθουσα απλώς.
13 Μεταφορικώς, σήμερον η έκφραση είναι ειρωνική – χιουμουριστική και σημαίνει απλώς «πάω για ύπνο στο υπνοδωμάτιό μου, γιατί με τη φτώχεια που μας δέρνει που να τα βρούμε τα ιδιαίτερα διαμερίσματα;». 9) «Ειρωνικαί εκφράσεις»: «Υποβάλλω τα σέβη μου φρέσκα και ζεστά»: Πρό δεκαετιών εθεωρείτο δεδομένη εις τον προφορικόν και γραπτόν λόγον η έκφρασις «υποβάλλω τα σέβη μου». Σήμερον δεν χρησιμοποιείται πλέον, ίσως διατί οι νεοέλληνες δεν έχουν σέβη προς κάποιον ή διά κάτι τι διά να τα υποβάλλουν. Επιπροσθέτως και μεταφορικώς ο ομιλών, γελοιοποιεί την έκφρασιν διά της προσθήκης του «φρέσκα και ζεστά» υποννοών εν τη κυριολεξία «γειά σου ρε φίλε, σπουδαία προσωπικότητα της πλάκας!». 10) «Ειρωνικαί εκφράσεις»: «Σύντροφοι»: Η κλασσική προσφώνησις των Ρώσσων Κομμουνιστών της Οκτωβριανής Επαναστάσεως, επεξετάθη εις χρήσιν των Μελών των ΚΚ όλης της γής. Παράδειγμα: «Σύντροφοι και συντρόφισσες Περιστεριώτες» (Ομιλία Χαρ.Φλωράκη), ή «Companieros et companieres del Cuba» (Ομιλία του Fidel Castro εις την Αβάνα). Mεταγενεστέρως, η προσφώνησις υπεκλάπη σκοπίμως από μέλη Σοσιαλιστικών, ή και Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων όπως στη Γερμανία από το SPD, στην Ελλάδα από το Πασόκ, εις την Γαλλία από το SPF, κλπ. Μακροπροθέσμως, και κατόπιν της πτώσεως των καθεστώτων του υπαρκτού Σοσιαλισμού, αρκετοί ομιληταί φιλελεύθερης πολιτικής ιδεολογίας (=δεξιοί) εχρησιμοποίησαν από μικροφώνου χάριν ειρωνικού αστείου την προσφώνησιν «Σύντροφοι» εις μη αριστερόν ακροατήριο, αποσπώντες και χειροκροτήματα. Εις την καθ’ημέραν πράξιν, η κλήσις «σύντροφε» χρησιμοποιείται ειρωνικώς και περιπαικτικώς δι’ατομα άσχετα με την πολιτικήν, τα οποία ετακτοποιήθησαν εις δημοσίας υπηρεσίας υπό του κυβερνώντος Πασόκ. Παράδειγμα: «Γειά σας συντρόφια» (ειρωνικός χαιρετισμός ιατρού εις τους είκοσι ξυλουργούς Κρατικού Νοσοκομείου της Αττικής, οι οποίοι έψηναν λουκάνικα στη σόμπα, και έπαιζαν χαρτιά!!!). 11) «Ειρωνικαί εκφράσεις»: «Χαιρετώ τους παρευρισκομένους πέρα για πέρα»: Χιουμουριστικός ειρωνικός χαιρετισμός μικρής παρέας, η οποία αναμένετο να είναι μεγαλύτερη. «Σας στέλνω θερμό αγωνιστικό χαιρετισμό»: Ειρωνική αστεία προσφώνηση ακόμα και προς ένα άτομο, τηλεφωνικώς συνήθως, ήτις παραπέμπει σε εποχές μεταπολιτευτικής έντονης πολιτικοποίησης, με ξύλινην γλώσσαν. 12) «Εκαψε φλάντζα»: Από το ιταλικό flangia = λεπτό δέρμα ή ελαστικό, για στεγανότητα σε μεταλλικά μέρη κινητήρων. Μεταφορικώς ο ιδιωματισμός «έκαψε φλάντζα» σημαίνει ότι κάποιος ασθένησε από ψυχική νόσο. Παράδειγμα: . «Ο Νικήτας μέχρι πέρσι ήταν νορμάλ, αλλά από τον καιρό πού τον παράτησε η γκόμενα, έκαψε φλάντζα!». «Εμπαζε νερά από καιρό η Κατερίνα, αλλά τον τελευταίο μήνα έκαψε και την τελευταία φλάντζα». 13) «Εξουσιοφρένεια και εξουσιοφρενής»: Η συνήθης άποψις του λαού περί των αιτίων της επιθυμίας καταλήψεως κάθε είδους εξουσίας από τον άνθρωπον, μέχρι τούδε περιείχεν προθέσεις αφιλοκερδούς προσφοράς εις το κοινωνικόν σύνολον (=αλτρουϊσμός, εθελοντισμός), οικονομικά αίτια (=κονόμα), ωφελιμιστικά αίτια (=διατήρησις κεκτημένων), σεξουαλικά αίτια (=εξασφάλισις θαυμαστριών, «το υπέρτατο αφροδισιακό για τη γυναίκα είναι η εξουσία» είχε πεί ο Henry Κissinger εις τον Πρόεδρο Mao Ze Dog), κλπ. Έν αίτιον που δεν ελαμβάνετο σοβαρώς υπ’όψιν ήτο και η λεγόμενη ‘’ηδονή της καρέκλας’’ όπως ελέγετο. Ο όρος «εξουσιοφρένεια» προέρχεται από το εξουσία + φρένεια, γαλλιστί frein = φρένο, (βλέπε και σχιζοφρένεια). Πρόκειται περί νεολογισμού ή περί λεξιπαιγνίου, εισαχθέντος παρά του ψυχιάτρου Κλεάνθη Γρίβα με την έννοιαν της ιδιότητος ατόμων να επιθυμούν θώκους εξουσίας εις υπέρτατον βαθμόν, ούτως ώστε να είναι εις θέσιν να ανατρέψουν κάθε συνήθη ιεράρχησιν αξιών (κοινώς δηλαδή είναι ικανοί να πατήσουν
14 επί πτωμάτων για την κατάληψη της εξουσίας). Εξουσιοφρενής είναι ο πάσχων από εξουσιοφρένειαν, ο παλαβός για καρέκλα εξουσίας. Μεταφορικώς εξουσιοφρενής είναι και ο κατέχων θώκον εξουσίας και επαιρόμενος (=παίρνοντας τα μυαλά του αέρα) προσβάλλεται από παθολογικήν αλαζονείαν, αίσθημα ατιμωρησίας, και άλλα συναισθήματα αντίθετα από τα επικρατούντα εις ένα καθημερινόν άνθρωπο, με αποτέλεσμα να προβαίνει εις πράξεις βλαπτικάς δι’ άλλους αλλά και αυτοκαταστροφικάς διά τον ίδιο ενίοτε. Από ψυχιατρικής απόψεως μάλλον η εξουσιοφρένεια πρέπει να καταχωρηθεί εις τας ιδεοψυχαναγκαστικάς νευρώσεις, αν και οι νοσολογικές ποικιλίες με αλληλοεπικαλύψεις είναι ατελείωτες. Παραδείγματα: «Ο Θωμάς ξόδεψε 20.000.000 για να βγεί Δήμαρχος και δεν βγήκε! Ποια θάταν η ωφέλεια αν έβγαινε; Εξουσιοφρένεια!». «Ο Μίλτος δεν είναι ούτε της μίζας, ούτε του ρουσφετιού. Είναι όμως εξουσιοφρενής και για να βγεί είναι ικανός να συμμαχήσει και με το διάβολο. Τα βράδυα δεν κοιμάται! Σκέφτεται τη Δημαρχία! Τι πάθηση και αυτή ρε παιδί μου!». Tηλεθεατής: «Ο Σημίτης δήλωσε στη συνέντευξη ότι δεν είναι ερωτευμένος με την καρέκλα, αλλά θα είναι και πάλι υποψήφιος! Η κρυφή γοητεία της εξουσιοφρένειας!». 14) «Επηξα»: (αόριστος του πήγνυμι = μετατρέπομαι από ρευστό σε στερεό). Παράδειγμα: Λοχίας: «Θα πήξετε στραβάδια!», εννοεί «στρατιώτες θα κακοπεράσετε, αλλά θα βγείτε με εμπειρίες, σκληροτράχηλοι». Παράδειγμα: Στρατιώτης: «Οκτώ μήνες χωρίς άδεια στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα! Επηξα». Ιατρός: «Αμάν αδερφάκι μου, 48 ώρες εφημερία στο ΚΑΤ. Επηξα!». 15) «Εχω μια λαδίλα», (=αναγωγή λιπαρών στομαχικών υγρών). Παρόμοιες είναι και οι εκφράσεις «έχω μια ξυνίλα» (=όξινη ερυγή, όξινη αναγωγή), «έχω μια καούρα» (=αίσθημα επιγαστρικού καύσου) , αλλά και η μεταφορική έκφρασις «έχω μια σκορδοκαίλα» (=αδιαφορώ διά το θέμα). Παράδειγμα: Πελάτης ταβέρνας: «Αααα πα πα! Δεν τρώω τηγανητά εγώ. Μια μακαρονάδα θα πάρω, αλλοιώς θάχω λαδίλες και ξυνίλες όλο το βράδυ». 16) «Εχω ρέντα»: Γαλλιστί rente είναι η εύνοια της τύχης εις τα τυχερά παίγνια. Μεταφορικώς «έχω ρέντα» σημαίνει ότι συνεχώς μου έρχονται όλα ευνοϊκά. Παράδειγμα: «Κέρδισα και 68.000.000 στο Lotto, αυξήθηκε και η δουλειά μου στο μαγαζί, έβγαλα και τρείς γκόμενες! Εχω ρέντα!». 17) «Θα σου αστράψω μία!»: Μεταφορικώς ο ιδιωματισμός σημαίνει θα φάς σφαλιάρα, θα φάς ξύλο, θα σε δείρω. Το αστράψω υποδηλοί ότι η σφαλιάρα θα είναι δυνατή που θα ζαλιστείς και θα δείς αστραπές και αστεράκια! Παράδειγμα: . Μπόμπος: «Μαμά συγνώμη αλλά τόφαγα όλο το γλυκό!» Μητέρα: «Θα σου αστράψω μία!». Κώστας: «Εντάξει ρε Ριρίκα, μ’έπιασες επ αυτοφώρω νάχω κι άλλη γκόμενα. Εγώ όμως εσένα αγαπάω!» Ριρίκα: «Καργιόλη, να σου αστράψω μία!». 18) «Καβούρια έχει η τσέπη σου;»: Ρητορική ερώτησις, εν είδη εννοιολογικού παραλληλισμού. Όταν βάλουμε το χέρι σε μια τσέπη με καβούρια, σαφώς θα μας δαγκώσουν. Μεταφορικώς η φράσις σημαίνει είσαι τσιγκούνης, φιλάργυρος, δεν πληρώνεις ποτέ. Παραδείγματα: «Βγαίνουμε τρία χρόνια μ’αυτή την κοπέλα, αλλά βρε παιδάκι μου καβούρια έχει η τσέπη της, ούτε μια φορά δεν είπε να πληρώσει!». «Μπορεί στην Πρέβεζα να λιγόστεψαν οι γαρίδες, αυξήθηκαν όμως τα καβούρια στις τσέπες!». Ενίοτε ο ιδιωματισμός απαντάται και υπό την παρομοίαν μορφήν «αχινούς έχει η τσέπη σου;» (Συλλογή Παναγιώτη Σαρρή). 19) «Καψώνι μου κάνεις;»: Παλαιός ιδιωματισμός. Καψώνι (καψώνω, από το αρχαίο ρήμα καυσώ = νιώθω ζέστη, εξ ού και καύσων), είναι η παράτυπος σωματική και ψυχολογική ταλαιπωρία των στρατιωτών, επιβαλομένη παλαιότερον υπό χαμηλοβάθμων υπαξιωματικών, με σκοπόν την εξάσκησιν υποτίθεται του πνεύματος πειθαρχίας. Εχει καταργηθεί πλέον επισήμως με εγκύκλιον του ΓΕΣ. Παραμένει όμως
15 ως συνήθεια εις τον οικογενειακόν και πολιτικόν βίον. Η φράσις «καψώνι μου κάνεις;» εις τους πολίτας, μεταφορικώς σημαίνει θέλεις σκόπιμα να με ταλαιπωρήσεις; Παραδείγματα: «Χαίρεται! Εφερα την αίτηση πρόσληψης στο ΙΚΑ». «Αααα, δεν κάνει αυτή, είναι από κομπιούτερ! Χρειάζεται να είναι διπλωμένη στη μέση με το κείμενο μόνο στα δεξιά!». «Καλά καψώνι μου κάνεις;» (αληθές περιστατικό του έτους 1990). Πελάτης: «Θέλω μία πίτσα στον 5ο όροφο αλλά χάλασε το ασσανσέρ!» «Καψώνι μας κάνετε κύριε;». Σύζυγος: «Σπύρο, θα μαγειρέψεις, θα σκουπίσεις, θα διαβάσεις τα παιδιά και θα τα πας Αγγλικά και φροντιστήριο. Εγώ έχω ραντεβού με τις φίλες μου για κουμ-κάν!», Σπύρος: «Καλά ρε Μάρθα, καψώνι μου κάνεις;» 20) «Κομπίνα», και «κομπιναδόρος»: Συχνάκις η «μίζα» συνδυάζεται διά της λέξεως «κομπίνα», λέξις προερχόμενη εκ της Αγγλικής combine (=συνδυάζω, Γαλλικά combiner). «Kομπιναιζόν» (=combinaison), είναι το γυναικείον εσώρουχο συνδυάζον το άνω με το κάτω μέρος (εις αντίθεσιν με το deux pieces), ενώ εις τους αγρότας, «κομπίνα» είναι η θεριζοαλωνιστική μηχανή, συνδυάζουσα θερισμόν με αλωνισμόν. Εις την οικονομικήν εγκληματολογίαν, κατά τον Χαρ. Γκούβα, «κομπίνα είναι ο συνδυασμός δύο νομιμοφανών πράξεων δια να προκύψει μία παράνομoς» (βλέπε και την ταινίαν ‘’Βαλκανιζατέρ’’, έτους 2000 του Δ.Γκορίτσα). Παράδειγμα: . «Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ανακήρυξε σε κυρίαρχο ήθος την κομπίνα» (Χάρυ Κλυν, συνέντευξη στο Mega Channel, 2-12-2001). 21) «Κώλος και βρακί»: Ομοίως πρόκειται περί ιδιωματισμού με εννοιολογικόν παραλληλισμόν, δηλαδή, όπως ο κώλος (γλουτός) έρχεται σε στενή επαφή με το βρακί, έτσι και δυό άτομα είναι στενοί φίλοι. Παράδειγμα: . Χαράλαμπος: «Τι είπες; Δεν σου κλείνει ραντεβού ο Περιφερειάρχης; Βάλε το Βασίλη να του μιλήσει! Είναι κώλος και βρακί αυτοί!». 22) «Μας πήραν στο ούζο!»: Το Ούζο είναι εύγευστον Ελληνικό αλκοολικό ποτό, ειδικώτερον είναι απεριτίφ (=ορεκτικό), παρασκευαζόμενο από παλαιά με απόσταξη και μυρωδικά βότανα, κυρίως άνιθο. Σήμερον παρασκευάζεται συνθετικώς ως αλκοολικό σακχαρούχο διάλυμα ανεθόλης, ήτις εισάγεται εκ Γαλλίας ως essance. Το όνομα ούζο το πήρε από τα βαρέλια που εξήγοντο εκ Τυρνάβου Λαρίσης εις την Μασσαλίαν της Γαλλίας και την Ιταλίαν, εις τα οποία οι εξαγωγείς έγραφαν «Uso Italia» (=προς χρήσιν της Ιταλίας), ή, «Uso Massalia»(=προς χρήσιν της Μασσαλίας). («Φέρτε ούζο του Τυρνάβου να μεθύσω και να πιώ», λαϊκόν άσμα του Βαγγέλη Περπινιάδη). Ο ιδιωματισμός «μας πήραν στο ούζο» σημαίνει ότι δεν τυγχάνουμε εκτιμήσεως εκ του κοινωνικού περιγύρου και μας περιγελούν, μας χλευάζουν. Αυτό προέρχεται πιθανότατα από το γεγονός ότι το ούζο ως απεριτίφ συνοδεία μεζέδων, εκτελεί χρέη ορεκτικού προγεύματος, και συνήθως αι παρέαι εν τη ουζοποσία επεδίδοντο συχνάκις εις έντονον και αρνητικήν κοινωνικήν κριτικήν (κουτσομπολιό). Παραδείγματα: «Το καλοκαίρι λέω, για να κερδίζουμε χρόνο, να πηγαίνουμε στο μαγαζί με το μαγιώ, κατευθείαν από τη θάλασσα» «Τι λές ρε μαλάκα, θα μας πάρουν στο ούζο!». «Η οικονομική κρίση είναι δεδομένη παιδιά. Μια λύση υπάρχει. Να ανοίξουμε νυχτερινό κέντρο με Ουκρανέζες!» «Καλή ιδέα, αλλά θα μας πάρουν στο ούζο!». 23) «Μας τά’πρηξες!»: Παλαιός υβριστικός ιδιωματισμός. Κυριολεκτικώς, εννοεί μας έπρηξες τα αρχίδια, δηλαδή τους προκάλεσες οίδημα, πρήξιμο. Μεταφορικώς σημαίνει «μας κούρασες, μας βασάνισες, μας ταλαιπώρησες με τη φλυαρία σου». Παραμένει άγνωστος η ετυμολογική και εννοιολογική συσχέτισις της ανθρώπινης φλυαρίας μετά του οιδήματος των όρχεων! Πιθανόν να προέρχεται από την συσχέτισιν μιάς ανιαρής παρατεταμένης ομιλίας την οποίαν κάποιοι είχον την ατυχίαν να υποστούν καθήμενοι επί ώρας, με αποτέλεσμα το υποτιθέμενον προκληθέν οίδημα των όρχεων! Άλλη εκδοχή είναι η άποψις του ψυχίατρου Κυριάκου Παπαχρήστου, να προέρχεται ο ιδιωματισμός από το φαινόμενον της παρατεταμένης
16 προερωτικής διαδικασίας (προκαταρκτικά φιλιά, χάδια, στύσις, κλπ) ήτις τελικώς δεν ολοκληρούται διά της συνουσίας, προφανώς λόγω επιφυλάξεων και αρνήσεων της συμμετεχούσης αμφιταλαντευομένης κορασίδος. Το φαινόμενον αυτό αποκαλείται ιδιωματικώς Αγγλιστί petting, εκ του petty = μικρός, ασήμαντος, ευτελής, δεν υφίσταται όμως αντίστοιχος Ελληνικός όρος. Οι Ελληνες άρρενες συνήθως χρησιμοποιούν διά το φαινόμενο αυτό την έκφρασιν «Δεν την πήδηξα τελικά. Μούπρηξε τα’αρχίδια» εννοούντες ότι με τα παρατεταμένα χαϊδολογήματα, υπήρξε ενοχλητική στύσις και οίδημα της περιοχής των γεννητικών οργάνων μη αποφορτισθέν δια συνουσίας και εκσπερματίσεως. Παραδείγματα: Χρήστος: «Δεν ξαναβγαίνω με την Ναταλία άλλη φορά. Δυό ώρες με είχε κάνει μπαρούτι και τελικά δεν ήθελε να κάνουμε έρωτα, μούπρηξε τα’αρχίδια!». Σπύρος: «Να γιατί γουστάρω τις Ρωσσίδες! Πρίν προλάβεις να πείς κίχ, σου τάχουν κάνει όλα!. Οχι σαν τις Ελληνίδες που σου πρήζουν τα’αρχίδια!» Πέτρος: «Τέλειωσες τώρα Ρούλα; Ε, τράβα και το καζανάκι, γιατί μας τά’πρηξες τόσην ώρα!». Κώστας: «Τέσσερα χρόνια Δήμαρχος και δεν έκανε τίποτα. Και τώρα με μια ώρα ομιλία μας δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα. Μας έπρηξε τα’αρχίδια! Ούστ ρέ!». 24) «Μαύρος»: Η λέξις μαύρος (αρχαία αμαυρός) χρησιμοποιείται μεταφορικώς διά την διατύπωσιν ποικίλλων όσων νοημάτων. Παραδείγματα: «Μαύρο χιούμορ» = μακάβριον χιούμορ, «Μαύρο φίλμ» (film noir)= μεταφορά στην οθόνη αστυνομικών μυθιστορημάτων, «μαύρος» = ο νέγρος, «μαύρος» = άλογο μαύρο, η «μαύρη», το «μαύρο» = το χασίς, «μαύρη αγορά» = αγοραπωλησία σπάνιων ειδών σε υψηλές τιμές, «μαύρο χρήμα» = τα μη δηλωθέντα χρήματα, τα αφορολόγητα, «μαύρη ήπειρος» = η Αφρική, «μαύρο κουτί» = συσκευή καταγραφής δεδομένων στα αεροπλάνα, «μαύρη μαγεία» = μαγεία με τελετές αφρικανικής προελεύσεως, «μαύρη τρύπα» = εις την αστρονομία, το τελευταίο στάδιο της εξέλιξης των άστρων, με μεγάλη βαρύτητα και αόρατη μάζα 25) «Μίζα», και «μιζαδόρος»: Το «μίζα», προέρχεται από το γαλλικό mise, θηλυκό της μετοχής mis του mettre (= βάζω, θέτω) και σημαίνει το αρχικό ποσόν το τιθέμενον εξ εκάστου παίκτου εις τα τυχερά παίγνια. «Μίζα» επίσης είναι και η ηλεκτρική συσκευή ενάρξεως λειτουργίας του κινητήρος των αυτοκινήτων, συνδεομένη με τον συσσωρευτήν (μπαταρία). Μεταφορικώς, «μίζα» είναι το «μερίδιον από ύποπτον επιχείρησιν ή εκδούλευσιν» και «μιζαδόρος» αυτός που λαμβάνει μίζες. Θα λέγαμε ότι μεταφορικώς η «μίζα» είναι το αρχικόν ποσόν δωροδοκίας ήτις καταβάλλεται παρανόμως εις δημόσιον λειτουργόν, με σκοπόν «να πάρει εμπρός η κρατική μηχανή» δηλαδή να επιτευχθεί ο αθέμιτος παράνομος σκοπός. Προσφάτως, την δεκαετίαν του ΄80, αντί της «μίζας», εις την Ελλάδαν εισήχθη παρ’ηγετικών στελεχών του Πασόκ ο όρος «αντισταθμιστικά ωφέλη». Αρχικώς ο όρος ήτο οικονομοτεχνικής υφής, και εσήμαινεν ότι θα αγοράσουμε πχ αεροσκάφη Mirage 2000 αλλά ως αντισταθμιστικόν όφελος η εταιρεία Dassault θα μας εξουσιοδοτούσε πχ να κατασκευάζουμε εις το εργοστάσιον της ΕΑΒ το τάδε εξάρτημα (=συμπαραγωγός χώρα). Ταχέως όμως ο όρος έλαβεν την έννοιαν της παθητικής δωροδοκίας. Παράδειγμα: «Κύριε Υπουργέ, η Θήβα έχει ανάγκη από μια μονάδα αποθήκευσης σόγιας για ζωοτροφές. Θάθελα μια επιδότηση 1 δίς». «Χμμμ! Ενδιαφέρον! Και ποια θα είναι τα αντισταθμιστικά οφέλη;» 26) «Μίρλα, μιρλιάρης-άρα»: Η λέξις δεν υπάρχει εις τα συνήθη λεξικά και σημαίνει φλύαρος και γκρινιάρης. Πιθανόν να είναι σλαβικής προελεύσεως. Παράδειγμα: «Δεν αντέχω τη μίρλα της γυναίκας μου και φεύγοντας από το σπίτι βρίσκω την ησυχία μου!» 27) «Μούρθε ο ουρανός σφονδύλι»: Πολύ παλαιός ιδιωματισμός. Σφονδύλι είναι το κωνοειδές ξύλινο πρόσθετο άκρο του αδραχτιού που υποβοηθεί την στροφορμήν. Η φράσις «μούρθε ο ουρανός σφονδύλι» σημαίνει ότι ζαλίστηκα από αιφνίδιον κτύπημα ή αιφνίδιον γεγονός. Παράδειγμα: . «Η φουκαριάρα η Αρετούλα, τον
17 ερωτεύθηκε, και άπειρη και μικρή καθώς ήταν έμεινε έγγυος! Όταν τόμαθαν οι γονείς της, τους ήρθε ο ουρανός σφονδύλι!». «Ώστε ο Βρασίδας ο εκπαιδευτικός παντρεύτηκε τη δεκαπεντάχρονη μαθήτριά του! Ε τώρα, μούρθε ο ουρανός σφονδύλι!». 28) «Μπάχαλο»: Λέξις της αρκό (γαλλιστί argot = συνθηματική γλώσσα των αλητών και του υποκόσμου), ενταχθείσα όμως εις το αστικόν λεξιλόγιον. Σημαίνει ανακατωσούρα, σύγχυση. Παραδείγματα: «Παιδάκι μου στην υπηρεσία η μία εγκύκλιος διαδέχεται και αναιρεί την άλλη. Μπάχαλο σκέτο. Αυτό είναι το Δημόσιο!». «Που λές αγαπητέ, η ζωντοχήρα τάχε ταυτόχρονα με τρείς, εξηντάρη εργολάβο, μεσήλικα υπάλληλο, και νεαρό σερβιτόρο. Μπάχαλο σκέτο!» 29) «Μυρίζει ποδαρίλα»: Ο ιδιωματισμός ούτος δηλοί αποστροφήν διά δυσάρεστον οσμήν των άκρων ποδών. Ειδικώτερον, εις την πόλιν Πρέβεζαν, παλαιότερον είθιστο η χρήσις της φράσεως «μυρίζει Φαναρίλα», ήτις εμπεριείχε σχόλιον περί της τότε δυσαρέστου οσμής των επισκεπτών της πόλεως, προερχομένων εκ της περιοχής Φαναρίου Πρεβέζης, ένθα εκυριάρχει το επάγγελμα του κτηνοτρόφου αμνοεριφίων. Παρόμοια έκφρασις εν Ελλάδι είναι η «μυρίζει προβατίλα», «μυρίζει σκατίλα», «μυρίζει πορδίλα», κλπ. Συχνάκις εις τον Ελληνικόν Στρατόν χρησιμοποιείται η έκφρασις «βρωμοποδαρικόν οξύ» από τους παλαιοτέρους (=παλιοσειρές) διά να φιλοτιμηθούν οι νεοσύλλεκτοι να πλύνουν τους πόδας των και να αφήσουν τα άρβυλα εκτός θαλάμου. 30) «Οξω ρέ»: Επιφώνημα εκδιώξεως προσώπου, εισαχθέν κινηματογραφικώς παρά του αειμνήστου κωμικού Διονύση Παπαγιαννόπουλου, εις τας παλαιάς ταινίας της Finos Film. Παράδειγμα: «Πώς είπες; Ζητάς το χέρι της κόρης μου;» «Μάλιστα κύριε!» «Οοοοξω ρέ! Οοοοξω ρέ!» 31) «Ορσε!»: Πρόκειται δι’υβριστικόν επιφώνημα, συνοδεύον την χειρονομίαν του σήματος της πενταδακτύλου διαμαρτυρίας (=μούντζα). Ετυμολογικώς προέρχεται από το ρήμα ορίζω, προστακτική όρισε. Συχνάκις συνοδεύεται με το σήμα της διχείρου πενταδακτύλου διαμαρτυρίας (δύο χέρια μούντζες ένα πάνω στο άλλο). Παραδείγματα: «Ορσε γαμπρέ κουφέτα» σημαίνει επίπληξιν ή μομφήν διά κάτι άκαιρον ή αδεξίως διαπραχθέν. «Πατέρα έχεις δίκιο, η Μελίνα με κερατώνει αλλά τι να κάνω, έχω τρία παιδιά» «Ορσε μαλάκα!». 32) «Ούστ»: Επιφώνημα εκδιώξεως κυνός ή άλλου ζώου, εκ του τουρκικού ost. Χρησιμοποιείται επίσης και υπό κτηνοτρόφων ως επιφώνημα προτροπής προς εκκίνησιν όνου ή ημιόνου. Μεταφορικώς χρησιμοποιείται και δι’ εκδίωξιν ανεπιθυμήτων ανθρώπων, ή ως δήλωσις απαξιώσεως προσώπων εν εκνευρισμώ. Παράδειγμα: «Ούστ από δώ τενεκέ ξεγάνωτε!» (δήλωσις αβρότητος του τ.Υπουργού κ.Ευάγγελου Γιαννόπουλου προς τον Υπερνομάρχην Αττικής κ.Κατριβάνον, εν μέσω δικαστηρίου). «Ντάντυ, από δω ο Ντίνος», «Αυτός είναι ο γαμπρός που μούλεγες ρέ;» «Μάλιστα ντάντυ!» «Ούστ από δώ ρέ! Ούουουουστ!!!» (Λάμπρος Κωνσταντάρας, προς την Κατερίνα Γώγου, ατάκα από παλιά κινηματογραφική ταινία». 33) «Παίζε μπάλλα!»: Προήλθεν εκ του χώρου του ποδοσφαίρου, ένθα διατυπούται όταν παίκτης τις χρονοτριβεί με την μπάλλαν εις τους πόδας και δεν την μεταθέτει εις άλλον (δεν κάνει πάσα). Εις τον προφορικόν λόγον «παίζε μπάλλα» λέγεται όταν κάποιος παραμένει ‘’κολλημένος’’ εις ένα σημείον του θέματος και δεν προχωρά εις το ‘’ζουμί’’ της υποθέσεως. Με την φράσιν «παίζε μπάλλα» ο ακροατής εννοεί «προχώρα στο κυρίως θέμα». Παρόμοιος ιδιωματισμός είναι ο παλαιός «σκάσε και κολύμπα». Παράδειγμα: . «Με πήρε η Ρούλα τηλέφωνο να βγούμε, άρχισα να ντύνομαι, λέω τι να φορέσω, το Lacoste, ή το Fred Perry, περνάει η μάνα μου δίπλα, μαγείρευε ντολμαδάκια…». «Παίζε μπάλλα ρε μεγάλε! Τι έγινε με τη
18 Ρούλα;». Ο ιδιωματισμός χρησιμοποιείτε ενίοτε και εις χειρωνακτικάς εργασίας. Παράδειγμα: Βοηθός συνεργείου (κάλφας): «Μάστορα βαρέθηκα να ξεβιδώνω! Θέλει κατέβασμα ο κινητήρας!» Μάστορας: «Παίζε μπάλλα ρε!». 34) «Πέρα βρέχει»: Δήλωσις-σχόλιο ότι ο συνομιλητής μας είναι αδιάφορος. Παράδειγμα: . «Εγώ βρε Χριστίνα μου τον εκλιπαρούσα να με παντρευτεί γιατί τον αγαπώ παράφορα, και αυτός πέρα-βρέχει!». Ηρακλής: «Απηύδισα! Τι χάδια, τι φιλιά, τι γλυψίματα, κι’αυτή ψυγείο! Πέρα βρέχει!». 35) «Ποιος είσαι ρε μεγάλε!»: Ως γνωστόν το επίθετον μεγάλος ετέθη αυθαιρέτως εις τα ονόματα ιστορικών ηγετών, υπό κολάκων ιστορικών της εποχής εκείνης. Ούτω οικοιοποιήθησαν του επιθέτου «μεγάλος» πολλοί ιστορικοί ηγέται με λίαν βεβαρυμένον ηθικό και δεοντολογικόν μητρώον, άθλιοι δολοφόνοι και αλήτες, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, Ο Μέγας Θεοδόσιος, ο Μέγας Ναπολέων, η Μεγάλη Αικατερίνη, κλπ. Η λαϊκή θυμοσοφία αν και μη ενημερωμένη καλώς, έχουσα τας επιφυλάξεις της διά το ορθόν της προσφωνήσεως, εχρησιμοποίησε την ιδίαν έκφρασιν διά την διατύπωσιν ειρωνίας και δυσπιστίας πρός ανθρώπους άνευ αξίας. Εκτεταμένη χρήσις του ιδιωματισμού «μεγάλε» εγένετο παρά του ποντίου σατιρικού καλλιτέχνη Χάρυ Κλύν (Χαράλαμπος Τριανταφυλλίδης). Παράδειγμα: «Είμαι ξαπλωμένος στη μπαλκονάρα μου στην Εκάλη, με τις ποδάρες μου απλωμένες στο φερφορζέ, με τη σαγιονάρα μου την πομπάτη, το άσπρο μου το μπουρνούζι, και ρουφάω το φραπεδάκι μου με το καλαμάκι! Ααααχ λέω: Ποιος είσαι ρε μεγάλε!» . Ενταύθα ο καλλιτέχνης ειρωνεύεται και διακωμωδεί ασυστόλως τον νεοπλουτισμόν ορισμένων νεοελλήνων οίτινες επλούτισαν αποτόμως χωρίς να διαθέτουν παραλλήλως και την κατάλληλον παιδείαν. Άλλο παράδειγμα: Νεαρός: «Της λέω ψίτ, σου πω δυό λόγια! Τη μπαλαμουτιάζω, την πάω σπίτι και γίνεται της πουτάνας το κάγκελο!» Απάντηση φίλων του εν συγχορδία: «Ποιος είσαι ρε μεγάλε!» (ομαδική έκφρασις δυσπιστίας). 36) «Τα ζώα μου αργά»: Ιδιωματισμός ενέχων θέσιν δηλώσεως εκνευρισμού, διά την αργοπορίαν του υποκειμένου. Παράδειγμα: Πελάτης αεροπορικής εταιρείας: «Μια ώρα δεσποινίς μου περιμένω να πάρω κάρτα επιβιβάσεως. Τα ζώα μου αργά! Κάντε πιο γρήγορα!». 37) «Τα τρία Φί»: Στην πόλη Καβάλλα και στην Κομοτηνή, οι γυναίκες φοβούνται τρία πράγματα το βράδυ: Φοιτητές, Φαντάρους, Φαντάσματα (καβαλλιώτικος ιδιωματισμός-ανέκδοτο). 38) «Τα χάπια μου!». Ο ιδιωματισμός εισήχθη την δεκαετίαν του 80 εν τω Ελληνικώ Στρατεύματι. Ενέχει την θέσιν του επιφωνήματος «Ωωωωχ! Τι έπαθα!». Υποδηλοί ότι ο ομιλών υπέστη μεγάλην ατυχία. Παράδειγμα: Τηλεφώνημα αποθηκαρίου ανθυπολοχαγού: «Μάλιστα κύριε Διοικητά! Εχω χρεωμένα 50 όλμους, 10 πολυβόλα και 2 τάνκς!», «Μάλιστα;», «Πώωωως;» «Λείπει ένα τάνκ;», «…Τα χάαααπια μου!». Εις την συγκεκριμμένην περίπτωσιν επρόκειτο περί λογιστικού σφάλματος, διότι το απουσιάζον ατυχές τεθωρακισμένον, είχεν σταλεί δι’επισκευήν εις Λάρισαν, πλήν όμως εις τα βιβλία διαχειρίσεως μονάδος, δεν υπήρχεν το παραστατικόν παραδόσεως και μετακινήσεως! 39) «Τζάμι την περνάει»: Ιδιωματισμός όστις σημαίνει ότι κάποιος διάγει ποιοτικόν βίον, ότι δηλαδή καλοπερνάει, χωρίς διαταραχές και ανωμαλίες, όπως η λεία επιφάνεια του τζαμιού. Παράδειγμα: «Πέρασε φοιτητής στα ΤΕΙ της Πρέβεζας. Φραπεδάκια στην παραλία, ψαράκια, μπανάκια, πιπίνια! Τζάμι την περνάει!». 40) «Την κάναμε από κούπες»: Κούπες (λατινικά cupa) είναι τα μεγάλα ποτήρια, επίσης όμως είναι τα τραπουλόχαρτα με σύμβολο τις ερυθρές καρδιές. Προφανώς ο ιδιωματισμός έχει χαρτοπαικτικήν προέλευσιν. Μεταφορικώς σημαίνει
19 αποτύχαμεν, τα θαλασσώσαμε, την έχουμε άσχημα, τη βάψαμε, βρισκόμαστε σε δύσκολη κατάσταση. Παράδειγμα: «Πως; Μπήκε το ΣΔΟΕ στο μαγαζί με τα φρουτάκια; Τώρα, την κάναμε από κούπες!». 41) «Την κάναμε ταράτσα» (ιταλικά terrazza = οροφή με μπετόν): Ο ιδιωματισμός παραπέμπει εις την φουσκωμένην κοιλίαν, επακόλουθον διαιτητικής κραιπάλης. Μεταφορικώς σημαίνει φάγαμε πολύ. Παράδειγμα: Στρατιώτης: «Ημουν υπηρεσία το Πάσχα και δεν βγήκα. Την κάναμε ταράτσα όμως!». 42) «Το ξέρει και η κουτσή Μαρία»: Ο ιδιωματισμός αυτός σημαίνει ότι το μυστικόν διέρρευσε και το γνωρίζουν πλέον άπαντες. Η πιθανή εννοιολογική εξήγησις-συσχέτισις μυστικού τινος με την «κουτσή Μαρία» είναι η εξής: Παλαιόθεν, τα άτομα με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ) δηλαδή οι ανάπηροι κάθε είδους, δεν κυκλοφορούσαν εις την κοινωνία, είτε διότι υπήρχεν ο κοινωνικός στιγματισμός της οικογένειας, είτε διότι εντρέποντο, είτε δεν υπήρχαν τα τεχνολογικά σημερινά μέσα (αναπηρικά αμαξίδια, εγχειρήσεις, φάρμακα, κλπ). Επιπροσθέτως, ελλείψει μέσων ΜΜΕ ο μόνος τρόπος ενημερώσεως των πολιτών ήτο η κοινωνία, η γειτονιά, το καφενείον κλπ. Οι υγιείς, είχον αυτήν την ευκαιρίαν ως εκ της κυκλοφορίας αυτών εν τη κοινωνία. Οι ανάπηροι όμως όχι! Συνεπώς, τα εσώκλειστα ανάπηρα άτομα ήσαν αποκλεισμένα από την διάδοσιν πληροφοριών. Εφόσον λοιπόν «το έμαθε και η Κουτσή Μαρία» ο ιδιωματισμός σημαίνει ότι υπήρξε τόσον εκτεταμένη διάδοσις της πληροφορίας, ώστε είχον πρόσβαση εις αυτήν ακόμα και άτομα απομονωμένα, όπως η «κουτσή Μαρία». Παράδειγμα: - Λόλα: «Πώωωωωως; Είναι πούστης ο Τάκης;» - Τούλα: «Εεεεεεε, αυτό το ξέρει πιά και η κουτσή Μαρία!». 43) «Τρίχες κατσαρές» (Τρίχες, από το θρίξ, κατσαρές από το κατί γράστα > γράστρα με ανομοίωση). Μεταγενεστέρως έλαβεν την έννοιαν πήλινου ή σήμερον πλαστικού δοχείου με χώμα και λουλούδια. Μεταφορικώς από το 1990, γλάστρα σημαίνει καλλίγραμμη δεσποινίς, εκτελούσα χρέη διακοσμητικού στοιχείου εις τηλεοπτικήν εκπομπήν, με σκοπόν την απόσπασιν της προσοχής των αιδοιοπενικών τηλεθεατών. Παράδειγμα: «Η Σουζάνα η Τσιμπουκίδου, ξεκίνησε σαν γλάστρα στο Terra Channel, μετά συνέχισε σαν φωτομοντέλο, και τώρα χτυπάει βραδυνά με επώνυμους με 3000 Εuro» (σχόλιον εις κουτσομπολίστικο περιοδικό). Καταχρηστικώς, ο όρος γλάστρα χρησιμοποιείται και διά άνδρας συμμετέχοντες εις πάνελ εκπομπών, αντί του ορθότερου όρου «μαϊντανός», με την προσβλητικήν έννοιαν του άχρηστου, του παρευρισκομένου απλώς για να φαίνονται πολλά τα άτομα. Παράδειγμα: «Επί τέλους κ Τριανταφυλλόπουλε, όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι μιλάνε! Εγώ γιατί ήρθα στην εκπομπή σας, για γλάστρα;» (διαμαρτυρία προσκεκλημένου εις την εκπομπήν Κίτρινος Τύπος). Γιώργος: «Αααα! Δεν χρειάζεται να λές πολλές κουβέντες ως υποψήφιος στις εκλογές! Αρκεί να είσαι καλοντυμένος και ωραίος. Πώς βγήκε πρώτος ο Στέλλιος νομίζεις; Ως γλάστρα! Ασπρο πουκαμισάκι, γραβατούλα και καλό παράστημα!» (σχόλιον ατυχήσαντος υποψηφίου). 8) «Γυρίστρω»: Εκ του γυρίζω = περιστρέφομαι, μεταφορικώς η περιφερομένη γυναίκα ελευθερίων ηθών, η άτυπος άμισθος ιερόδουλος. Παράδειγμα: «Γυριστρούλα, σε φοβάμαι» (έντεχνον άσμα) 9) «Ηλίθια» (αρχαία ηλίθιος από το επίρρημα ήλιθα = μάταια): Ηλίθια = η ανόητη, η βλάξ γυνή. 10) «Θείτσα» (= θωπευτικό υποκοριστικόν της θείας): Μεταφορικώς, «θείτσα» σημαίνει λαϊκή νοικοκυρά περιορισμένης αντιλήψεως και κοινωνικής συμμετοχής. Υποτιμητική ύβρις διά γυναίκα, κατά κανόνα εκ γυναικών διατυπούμενη. Παράδειγμα: Ο σύζυγος: «Πού σουλατσάρεις όλη μέρα χριστιανή μου; Σπίτι δεν έχεις;». Η σύζυγος: «Τι θές να κάνω; Να κάθομαι στο διαμέρισμα και να λέω τον καφέ με τις θείτσες;».
72 11) «Κατίνα»: Υποκοριστικόν του ονόματος Αικατερίνη. Μεταφορικώς, σημαίνει λαϊκή γυναίκα, με έλλειψη καλών τρόπων, με απρεπή συμπεριφορά, και έλλειψη καλαισθησίας. Παράδειγμα: «Να πάω στο καρναβάλι γυναικών; Τι να δώ, τις κατίνες και τα ξέκωλα;» 12) «Καρακάξα»: Είναι το πουλί κίσσα, ή, μακρόουρος. Μεταφορικώς σημαίνει την άσχημη και γλωσσού γυναίκα, τη φλύαρη κουτσομπόλα, και η μεταφορά αποδίδει την ιδιότητα των κακόηχων κραγμών του πτηνού εις τας ανοήτους φλυαρίας της υβριζομένης κυρίας. Παράδειγμα: «Σκάσε μωρή καρακάξα!» (απόσπασμα από γυναικείαν διαλεκτικήν γειτονιάς). 13) «Καργιόλα», «Καριόλης»: (ιταλ. Carriola = παλιό ξύλινο κρεβάτι). Μεταφορικώς σημαίνει παλιάνθρωπος. Παράδειγμα: . «Η καριόλα η Ντίνα, εκμεταλεύθηκε το ερωτικό του πάθος και τον μάδησε τον Πέτρο». (σχόλιον φίλου του μαδηθέντος). 14) «Καρπουζόκωλη»: Η έχουσα ευμεγέθεις στρογγυλούς γλουτούς, η χοντροκώλα. Παράδειγμα: Παρατηρητής: «Εχουν πλάκα οι καρπουζόκωλες γιατί καθώς τις βλέπεις από μπαλκόνι, τα ημισφαίρια πάλλονται σαν τις μπίλιες στο μπιλιάρδο!» 15) «Κότα»: (θήλυ του κόττος = πετεινός, όρνιθα): Επειδή αι όρνιθες αδυνατούν να πετάξουν, κατέληξαν ως τα ιδεώδη οικόσιτα πτηνά, μη εκτιμώνενα δεόντως παρά τοις λαικοίς στρώμασι. Μεταφορικώς, ‘’κόττα’’ ως ύβρις διατυπούται κατά κανόνα εκ γυναικών και σημαίνει την χαζή γυναίκα, την απλοϊκά συμπεριφερόμενη. Παράδειγμα: «Τι να πάω να δώ στο καρναβάλι γυναικών; Τις κότες και τα ξέκωλα;». Ο ιδιωματισμός «να τον κλαίν κι οι κόττες» σημαίνει τον αξιολύπητον, τον ευρισκόμενον εις αθλίαν κατάστασιν. «Περνώ ζωή και κότα» σημαίνει καλοπερνάω. «Κοιμάται με τις κότες» σημαίνει πέφτει για ύπνο νωρίς, όπως οι κότες. «Η γριά η κότα έχει το ζουμί» σημαίνει ότι η ώριμη κυρία είναι πιο έμπειρη ερωτικά. 16) «Κουτσομπόλα»: (Κατά τον Μ.Φιλήντα, ετυμολογία από το κόβω + μπολιάζω = κοψομπολιάζω). Μεταφορικώς, «κουτσομπόλα» είναι η ασχολουμένη υπερβολικώς με την κοινωνικήν κριτικήν, η κακολογού, η σχολιάζουσα κακοήθως τους άλλους. Παράδειγμα: «Πρόσεξε τι λές! Είναι κουτσομπόλα η Μαγδάλω! Τα κυκλοφορεί όλα σε χρόνο ρεκόρ» (προτροπή φίλης προς φίλη). 17) «Λεσβία» και «Λέσβω»: Η καταγόμενη εκ της νήσου Λέσβου. Μεταφορικώς η ομοφυλόφιλη γυναίκα, αλλά ενίοτε και η εμφανίζουσα ανδροπρεπήν συμπεριφοράν. Παράδειγμα: «Την ξάπλωσα στον καναπέ μια ώρα, την έγδυσα, τη φιλούσα και αυτή αγρόν ηγόραζε! Μήπως είναι Λέσβω ρε μαλάκα;» 18) «Μαλακισμένη»: Κυριολεκτικώς η αυνανιζόμενη, μεταφορικώς η χαζή, η αφελής. Παράδειγμα: «Μωρή μαλακισμένη Φρόσω, δεν σου είπα να μη ξαναβγείς μ’αυτό το αρχίδι τον Παύλο;». 19) «Μουνόπανο»: Πανί απορρόφησης εμμήνων, μεταγενεστέρως σερβιέττα. Μεταφορικώς, γυναίκα άχρηστη για πέταμα, χαρακτήρας άνευ αξίας. 20) «Μουσίτσα»: Υποκοριστικόν του ιταλικού muso = μικρό έντομο πού αναπτύσσεται σε βαρέλια μούστου. Μεταφορικώς σημαίνει γυναίκα ύπουλη, πονηρή και υποχθόνια. Παράδειγμα: «Οσο και να σου φαίνεται παράξενο Ευτέρπη μου, αυτήν έχει γκόμενα, κι’ άς μην της φαίνεται! Είναι μια μουσίτσα αυτή!!!».
73 21) «Μπαχατέλα»: Λέξις της αργκό (=γλώσσα του πεζοδρομίου). Δεν υφίσταται ετυμολογική προέλευσις. Ηχητικώς παραπέμπει εις το «μπάχαλο» =ακανατωσούρα, ανωμαλία, και σημαίνει γυναίκα άσχημη, ασύμμετρη και πλαδαρή. Παραδείγματα: «Κοίτα ρε ο Μάνθος! Μετά το διαζύγιο ξαναπαντρεύτηκε μανούλι, ενώ εμείς μείναμε με τις μπαχατέλες!» (συζήτησις εγγάμων κυρίων εις πιτσαρίαν). 22) «Μωρή»: Κυριολεκτικώς σημαίνει πνευματικά καθυστερημένη, η χαζή, η βλάξ. Μωρία εις την ιατρικήν είναι η βαρεία πνευματική καθυστέρησις. Εις την καθημερινήν χρήσιν όμως το «μωρή» όπως και το «μωρέ» δρούν ως απλά κλητικά επιφωνήματα όπως το «βρέ», συχνάκις δε εμπεριέχουν και φιλικήν χροιάν. Παραδείγματα: «Μωρηηή!!! Τόκαψες το παστίτσιο;» (σχόλιον αβρότητος μητρός προς κόρην), «Σ’αγαπάω μωρέ Στέφανε και γι’αυτό σε ζηλεύω!» (δήλωσις ερωτευμένης κορασίδος). 23) «Ξέκωλο»: (ξε+κώλος) είναι το κοράσιον μετά λίαν προκλητικής ενδυμασίας. Προσφάτως η αποκάλυψις γυμνών σημείων δεν ακουλουθεί ουδένα κανόνα αισθητικής και συμμετρίας. Ούτω απεκαλύφθησαν εις κοινήν θέαν μαστοί κατά 50%, ώμοι 100%, κοιλιακή χώρα και ομφαλός 100%, γόνατα διά μέσου οπής, και όλα αυτά με συνδυαμόν διά αντιαισθητικών υψηλών υποδημάτων κλπ. Παραδείγματα: «Το Σάββατο βγαίνουν όλα τα ξέκωλα στην παραλία» (σχόλιον κυρίας). «Τι να το κάνω εγώ το μικρό ρέ; Που να το κυκλοφορήσω το ξέκωλο; Θα με κάνει ρεζίλι!» (συζήτησις μεσηλίκων κυρίων). 24) «Ξεσαλωμένη»: Το ρήμα «ξεσαλώνω» είναι σχετικώς πρόσφατον εις το νεοελληνικόν λεξιλόγιον και σημαίνει ότι υπερβαίνω τα επιτρεπτά όρια, ξεπερνώ τους φραγμούς της επικρατούσης λογικής και της ηθικής. Εν ελευθέρα αποδόσει, «ξεσαλωμένη» είναι η κυρία ή δεσποινίς ήτις ‘’τόχει ρίξει έξω’’ μη υπολογίζουσα την κοινωνικήν κριτικήν. Ετυμολογικώς το «ξεσαλώνω» μάλλον προέρχεται από παράφρασιν του ρήματος «ξεσελώνω» = αφαιρώ τη σέλαν από το άλογο, και – εννοιολογικώς - δεδομένου ότι μετά το ξεσέλωμα τόσον ο αναβάτης όσο και το άλογο αισθάνονται πιο άνετα και κινητοποιούνται πιο ελεύθερα, άρα και η «ξεσαλωμένη» κυρία, μετά από κάποιαν άρσιν φραγμού κινητοποιείται κοινωνικώς πιο ελεύθερα. Μια ολιγώτερον επικρατεστέρα εκδοχή, είναι να προέρχεται από το ξε+σάλα (=αίθουσα υποδοχής, σαλόνι), συνεπώς «ξεσαλωμένη» είναι η κυρία ήτις μεταφορικώς ‘’βγήκε εκτός σαλονιού’’ άρα κινείται εις το περιθώριον. Παραδείγματα: «Δεν πέρασαν 3 μήνες από την κηδεία του άντρα της και ξεσάλωσε η κυρία Χαρίκλεια!» (σχόλιον γειτόνισσας). «Που γυρίζεις κάθε βράδυ μωρή ξεσαλωμένη; Παιδιά δεν έχεις;» (ερώτησις ατυχήσαντος συζύγου, όστις αποφεύγει τους ξυλοδαρμούς και τας δολοφονίας προς χάριν των τέκνων). 25) «Οχιά»: (αρχαία έχις, με επίδραση του όφις, έγινε οχιά = έχιδνα, δηλητηριώδες ερπετό). Μεταφορικώς σημαίνει γυναίκα ύπουλη, μοχθηρή, επικίνδυνη, που στάζει φαρμάκι. Παράδειγμα: Γιάννης: «Ωχ τι έπαθε ο έρμος ο Στράτος! Παντρεύτηκε την οχιά. Θα τον ρουφήξει αυτή!» 26) «Παρτουζιάρα»: Παρτούζα (γαλλικά partouze) σημαίνει ομαδικός έρωτας και προέρχεται από τo γαλλικό par tous = με όλους. Ουδεμίαν σχέσιν έχει με το λογοπαίγνιον «πάρτυ με ούζα». Παρτουζιάρα κατ’ επέκτασιν είναι η γυναίκα η συμμετέχουσα εις ομαδικόν έρωτα, δηλαδή με πολλούς άνδρας. Μεταφορικώς παρτουζιάρα είναι η ελευθερίων ηθών γυναίκα, η χωρίς προκαταλήψεις. Παράδειγμα: «Που τη βρήκες Χριστιανέ μου! Αυτή είναι παρτουζιάρα! Εχει κάψει χιλιόμετρα ο κινητήρας!!!» 27) «Πορδή» και «Πορδίτσα»: Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για γυναίκα. Σημαίνει γυναίκα άνευ αξίας. Παραδείγματα: «Εσύ μωρή τι πετάγεσαι σαν πορδή;»
74 (πατήρ προς κόρην) (Δ.Χριστιανόπουλος).
«Ποια
τραγουδίστρια;
Αυτή
είναι
πορδίτσα!»
28) «Πόρνη»: (αρχαία, πέρνημι=πουλώ), η ιερόδουλος, η επί χρήμασι εκδιδομένη γυνή. Μεταφορικώς σημαίνει γυναίκα ανήθικη, χωρίς φραγμούς, με άθλια συμπεριφορά. Πορνίδιο= υποκοριστικό της πόρνης, σημαίνει μικρή ανήλικη πόρνη. 29) «Πουτάνα»: (ιταλικά putta = κορίτσι, puttana = ιερόδουλος, πόρνη). Πουτανίδιο, υποκοριστικό του πουτάνα, μικρής ηλικίας εκδιδόμενο κορίτσι. Παράδειγμα: - «Είπα και γώ να παντρευτώ για να γλυτώσω από την καταπίεση των γονιών μου. Και αυτός ο αλήτης κύριε Πρόεδρε με πάσαρε στους γνωστούς του και μ’έκανε πουτάνα!» (κατάθεσις εν δικαστηρίω). - «Αν έχεις κάποια γκόμενα και δεν την αγαπάς, κάνε την πουτάνα για να τα κονομάς» (σάτιρα Ρωσοπόντιων, από την κινηματογραφική ταινία «Πέρα από την πόλη») 30) «Ρουφήχτρα»: Η περιστροφική δίνη υδάτων ποταμού ή λιμνών, ή θαλάσσης. Μεταφορικώς σημαίνει την γυναίκα ήτις κατεξαντλεί σωματικώς ή οικονομικώς έναν άνδρα. Παράδειγμα: . Φίλος: «Τάμαθες, βγήκε σε κατάσχεση το μαγαζί του Μενέλαου! Καλά να πάθει μ΄αυτή τη ρουφήχτρα την Κική που τάμπλεξε!». Μητέρα: «Το παιδί μου αδυνάτισε δέκα κιλά σε ένα μήνα! Αυτή η ρουφήχτρα τον αποτελείωσε!» 31) «Σκρόφα» (λατινικά Scrofa = γουρούνα), μεταφορικώς σημαίνει πόρνη, ανήθικη, άθλια γυναίκα. Παράδειγμα: . «Δε λέω, ήταν πάντα μπερμπάντης ο Ανδρέας, αλλά είχε μια αξιοπρέπεια ο άνθρωπος. Αυτή η σκρόφα τον εξευτέλισε, τον αποτελείωσε!». 32) «Σκυλού»: Η γαυγίζουσα. Μεταφορικώς, η χαμηλών ακουστικών προδιαγραφών αοιδός, εργαζομένη εις λαϊκά μπουζουκομάγαζα - σκυλάδικα, προσπαθούσα να επιβληθεί καλλιτεχνικώς δι’ επιδείξεως των υπαρκτών ή ανυπάρκτων σωματικών της προσόντων. Πλέον μεταφορικώς, η ανήθικος γυναίκα, η ιερόδουλος. Παράδειγμα: . Ακροατής: «Δεν ξέρω γώ τι λες, σκυλού - ξεσκυλού η Αντζελα, τα κονομάει χοντρά». 33) «Σπαστική» (ιατρικώς η πάσχουσα εκ σπαστικής εγκεφαλικής παραλύσεως) μεταφορικώς η εκνευριστική γυναίκα. Παράδειγμα: . «Μαρία, μην επιμένεις, μη γίνεσαι σπαστική. Δεν τον θέλω το Μήτσο!». 34) «Τσιμπουκλού»: (Τουρκικά cubuk = είδος πίπας), η επιδιδομένη εις πεολειξίας, μεταφορικώς η ανήθικος γυνή, η ιερόδουλος. Παράδειγμα: «Μας το παίζει τώρα σοβαρή ηθοποιός και μεγάλη κυρία. Ποια η Φιφή! Που τη δεκαετία του 70 ήταν η πρώτη τσιμπουκλού σε πορνοταινίες!» (δήλωσις κινηματογραφόφιλου). 35) «Τσούλα», «τσουλί» (ιταλικά ciulla = γυναίκα του δρόμου, ελευθερίων ηθών, περιφερόμενη πόρνη), μεταφορικώς η ανήθικη, η εναλάσσουσα ερωτικούς συντρόφους. Παράδειγμα: . Σύζυγος: «Σα δε ντρέπεσαι να μαζεύεις στο γραφείο σου όλες τις τσούλες. Μη νομίζεις ότι δεν ξέρω! Ερχονται και μου τα λένε!» 36) «Φρόκαλο»: Αρχαία φιλοκαλώ < φλοκαλώ < φροκαλώ, σημαίνει σκουπίζω (φρόκαλο = σκουπίδι), μεταφορικώς σημαίνει τιποτένια γυναίκα. Παράδειγμα: «Ηρθε και το φρόκαλο από τον 4ο όροφο να πληρώσει τα κοινόχρηστα». 37) «Φάλαινα» (=μεγάλο θαλάσσιο κήτος), μεταφορικώς η παχύσαρκη και δυσκίνητη γυναίκα.
75 38) «Χαζή»: Η ανόητη, από το χάζι = ευχάριστο κοίταγμα ασήμαντων πραγμάτων (από το τουρκικό haz = ευχαρίστηση). Χαζός = βλάκας, ανόητος. Χαζοβιόλα (χαζή+βιόλα): Η ελαφρούτσικη, η ανόητη, η επικίνδυνα αφελής. Παράδειγμα: «Θυμάμαι τη Marilyn Monroe σαν μια ξανθιά, χοντρόκωλη και χαζοβιόλα» (συνέντευξη του αείμνηστου ηθοποιού Antony Quinn). 39) «Χαμούρα» (πιθανώς προέρχεται από το λατινικόν camura = καμπύλη), κυριολεκτικώς σημαίνει την καμπυλωτή γυναίκα, αλλά μεταφορικώς την ανήθικη γυναίκα. Δεύτερη ετυμολογική εκδοχή, είναι να προέρχεται από το χάμω (αρχαία χαμαί = κατά γής, αυτή που τον παίρνει κατά γής, η φτηνή πόρνη). Χαμουρεύομαι όμως σημαίνει ότι ανταλάσσω ερωτικά χάδια με κάποιον, και πιθανώς εξ αυτού, υπάρχει και τρίτη ετυμολογική άποψις κατά Ζουράρι, ότι χαμούρα είναι η γλυκειά, η ερωτιάρα γυναίκα, αλλά μάλλον έχει άδικο, διότι ουδείς από τους κάνοντας χρήσιν της λέξεως την διατυπώνει με τοιούτο νόημα. Πιθανώς να συγχέεται το «χαμουρεύομαι» με το «μαχμουρεύω» προερχόμενο εκ του «μαχμούρης» (τουρκιστί mahmur = αγουροξυπνημένος, υπναλέος). Παράδειγμα: «Εγώ μωρή χαμούρα μπεκρόπινα; Δεν κοιτάς τα χάλια σου;» (απόσπασμα από reality show της Αννίτας Πάνια). 40) «Φώκια»: Μεγάλο αμφίβιο θηλαστικό, με μουστάκια, μεταφορικώς = η χοντρή και ανδροπρεπής γυναίκα, η χωρίς θηλυκότητα, συνήθως αντιπαθής γραία. Παράδειγμα: Ο σύζυγος: «Πάλι μου κουβάλησες τη μάνα σου τη φώκια στο σπίτι;». 41) «Ψώνιο» (αρχαία οψώνιον = χρήματα δι αγοράν τροφίμων, όψον+ωνούμαι), μεταφορικώς ψώνιο = η ευκολόπιστη, η αφελής, η μη σοβαρή, η μη αντιμετωπιζόμενη με σοβαρότητα από τους άλλους. Παράδειγμα: «Κάθε μέρα παίρνει τηλέφωνα αστρολόγους και μέντιουμ. Είναι ψώνιο η κυρία!». «Εχω ψώνιο με» σημαίνει έχω πάθος με κάτι. Παράδειγμα: «Η Μαρία έχει ψώνιο με τη ρόκ μουσική».
76
77
Κεφάλαιον 10ον : Εκθειαστικά επίθετα γυναικών Εκθειαστικά επίθετα γυναικών: Η γυναικεία ομορφιά και παρουσία, έχει εκθειασθεί διαχρονικώς εξ απάντων των εκπροσώπων των γραμμάτων και τεχνών. Τίς συγγραφεύς, ή ποιητής, ή ζωγράφος, ή γλύπτης, ή στιχουργός, ή σκηνοθέτης δεν αφιέρωσεν τας πλέον παραγωγικάς του στιγμάς εις αυτό το υπέρτατο καθήκον της προσταγής των ενστίκτων και της ανθρωπίνου φύσεως; Η ανάπτυξις ενός τοιούτου θέματος εις το παρόν σύντομον πόνημα, αν μη τι άλλο αποτελεί υβριστικόν πλεονασμόν. Θεωρούμεν όμως ότι αποτελεί ότι το καλύτερον, ως ακροτελεύτιον κεφάλαιον, έστω και σύντομο. Αλφαβητικά παραδείγματα εκθειαστικών επιθέτων διά γυναίκας: 1) «Γάτα»: (ιταλικά gatta = γαλή, οικόσιτον αιλουροειδές), μεταφορικώς η πανέξυπνη, ευρηματική γυναίκα. Παράδειγμα: . Φιλότεχνος: «Γάτα ρε παιδί μου αυτή η Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, καταιγισμό διεθνών εκθέσεων έχει διοργανώσει». 2) «Γατούλα»: (=υποκοριστικό της γάτας) είναι η τρυφερή, ερωτιάρα νεαρή γυναίκα. Παράδειγμα: . Κινηματογραφικό περιοδικό: «Η Brigitte Bardeaux, είναι κλασσικό δείγμα γατούλας του σέξ, με δεύτερη τη δικιά μας Αλίκη Βουγιουκλάκη, και τρίτη τη Jane Fonda». 3) «Γκόμενα» σημαίνει ερωμένη. Ετυμολογικά υπάρχουν πολλές εκδοχές προέλευσης της λέξης. Από το αγγλικό woman (γούμαν) = γυναίκα (παράφραση γούμαν, γκούμαν, γκόμενα). Ιταλικά gomena είναι η θηλειά πού βάζει ο εραστής στο λαιμό του. Επίσης ιταλικά gommeno είναι ο πασαλλειμένος με μπριγιαντίνες και αρώματα. Ισπανικά gomina= ζελέ για τα μαλλιά. Γκομενάρα, είναι η υπέρτατα όμορφη γυναίκα. Παραδείγματα: «Πού πας παιδάκι μου; Πάλι ραντεβού με τη γκόμενα; Θα σε στίψει αυτή». Σημαίνει όμως και ωραία γυναίκα. Παράδειγμα: . «Τι γκόμενα ήταν αυτή πού πέρασε ρε μεγάλε! Τσολιάς σκέτος!», «Το αίτιο της δολοφονίας είναι γκομενοδουλειές» (από τηλεοπτικές ειδήσεις). 4) «Γυναικάρα»: Είναι η ψηλή και πολύ όμορφη κυρία, ή δεσποινίς. Παράδειγμα: . Ο θείος: «Βρε καλώς την Αφροδίτη! Για να σε δώ! Γυναικάρα μου έγινες!». Ο σύζυγος την πρώτη νύχτα του γάμου: «Ελα μωρό μου, έλα γυναικάρα μου!». 5) «Θεοκόμματος» (θεός+κομμάτι): Είναι η γυναίκα η όμορφη και υψηλή ‘’μέχρι το θεό’’, το top model. Αλληγορικά, μπορεί και να σημαίνει ότι είναι τόσο όμορφη πού μόνο ο θεός τη δικαιούται! 6) «Θεομούνα» (θεός+μουνί = αιδοίον), η προκλητικά επιβάλουσα την ερωτική επιθυμία εις τους άνδρας.
ερωτική
γυναίκα,
η
7) «Καλλονή» (από το αρχαίο κάλλος=ομορφιά), είναι η ασυνήθιστα πολύ όμορφη γυναίκα. Παράδειγμα: . «Πήγε ταξίδι διακοπών στην Κούβα, και γύρισε με μια εξωτική καλλονή, ένα δίμετρο! Την παντρεύτηκε αμέσως!». 8) «Καπάτσα» (ιταλικά capace), είναι η επιτυγχάνουσα τους σκοπούς της επωφελούμενη των εκάστοτε περιστάσεων. Παράδειγμα: «Πολύ την πάω την κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου, γιατί είναι πανέξυπνη, κωλοπετσωμένη και καπάτσα!» (Τζίμης Πανούσης, συνέντευξη σε τηλεοπτικό κανάλι).
78 9) «Κοκόνα»: Από το ρουμανικό cocoana = κυρία, κυρά, μεταφορικώς «κοκόνα μου» είναι θωπευτική προσφώνησις συζύγου ή κόρης, ή ερωμένης. Πιθανώς εισήχθη στην Ελλάδα από τα ρουμανοβλάχικα φύλα. Δεν χρησιμοποιείται πλέον. Θα την ακούσουμε σε παλιές ταινίες του 50-60. Παράδειγμα: «Ελα κοκόνα μου να σε πασπατέψω λίγο!» (πασπατεύω=χαϊδολογώ). 10) «Κόμματος»: Η ψηλή και ωραία γυναίκα. Παράδειγμα: . «Μην τη βλέπεις τώρα έτσι στα 60. Ηταν κόμματος στα νιάτα της αυτή». 11) «Κοπελάρα» (ιταλικά coppella = νέα κόρη, νεαρή υπηρέτρια), το ανεπτυγμένο σωματικά νεαρό κορίτσι, που προκαλεί την ερωτική έλξιν. Παράδειγμα: . Συζήτησις εις τον καναπέ: «Ελα στην αγκαλιά μου κοπελάρα μου να σε χαρώ». 12) «Κούκλα» (ιταλικά cucula =ομοίωμα ανθρώπου), πλαστικό ομοίωμα ανθρώπου για τοποθέτηση σε βιτρίνα, μεταφορικώς σημαίνει τη γυναίκα με τέλειες αναλογίες και συμμετρία σαν κούκλα βιτρίνας, την πολύ όμορφη. Σε απλοϊκή μεταφορά σημαίνει και αγάπη μου, αγαπημένη μου, φίλη μου, καλό μου κορίτσι. Παράδειγμα: Πατέρας: «Καλοπροαίρετα σε συμβουλεύω βρε κούκλα μου, όχι από συμφέρον!». Πελάτης τραπέζης: «Που είναι κούκλα μου το τμήμα δανείων σε παρακαλώ;». Κουκλάρα είναι η πλέον όμορφη της κούκλας, η υπέροχη, η πανέμορφη. Παράδειγμα: . Πατέρας προς την κόρη: «Κουκλάρα μου να σε χαρώ εγώ!» Σχεδιαστής μόδας (οπισθογεμής) προς φωτομοντέλο: «Αααααχ, κουκλάρα μου, να σε χαρώ εγώ, πόσο σου πάει αυτό το συνολάκι!». 13) «Κωλοπετσωμένη» (κώλος + πετσί): Ετυμολογικώς πιθανόν να εννοεί αυτή πού στον κώλο της έχει φάει πολλά πετσιά, δηλαδή πέη. Μεταφορικώς σημαίνει η καταφερτζού, αυτή πού εκμεταλευόμενη τις περιστάσεις επιτυγχάνει το σκοπό της. Είναι σχεδόν συνώνυμο με το καπάτσα. 14) «Λαγουδάκι» (=ο μικρός λαγός), μεταφορικώς η τρυφερή γυναίκα. Παράδειγμα: Αναφώνησις ερωτευμένου νέου: «Λαγουδάκι μου γλυκό, πόσο σ’αγαπώ εγώ!». Προς άρσιν παρερμηνειών ουδεμία συσχέτισις υπάρχει της προσφωνήσεως «λαγουδάκι» με το «καρότο», συσχέτισις παραπέμπουσα εις φαλλικόν σύμβολον, εις πεολειξίας κλπ. 15) «Μανάρι»: Προέρχεται από το αμνός, αμνάριον, οικόσιτο αρνί που προορίζεται διά σφαγήν, δια σφαχτάρι. Μεταφορικώς το «μανάρι μου» διατυπούται ως τρυφερή θωπευτική προσφώνησις ανδρός προς κοράσιον προοριζόμενον προς διακόρευσιν, ή έστω προς συνουσίαν! Παράδειγμα: «μανάρι μου εσύ!» υποννοεί «ωραία μου κοπέλλα ήρθε η ώρα σε λίγο θα σε ξεπαρθενιάσω!». Δεύτερη εκδοχή, είναι να προέρχεται το μανάρι ετυμολογικώς από τη μάνα, οπότε υφίσταται λανθάνον οιδιπόδειον σύμπλεγμα. 16) «Μανούλι» (από το μάνα = μητέρα) σημαίνει λαχταριστό κοριτσόπουλο. Παράδειγμα: «Πάμε παρέλαση; Να δούμε και κανένα μανούλι!». 17) «Μερακλού» (τουρκικά merakli) η κατεχόμενη από μεράκι για κάτι, η γυναίκα με γούστο, γυναίκα εξασκούσα το επάγγελμά της με επιμέλεια και γούστο, μεταφορικώς μερακλού είναι η γυναίκα που της αρέσουν οι ωραίοι άνδρες και μερακλωμένη είναι αυτή πού έχει πάθος με άνδρα, ή με ενασχολήσεις όπως η μουσική. Παράδειγμα: «Μερακλωμένη καθώς ήταν έριξε κάτι τσιφτεντέλια, κάτι χορούς της κοιλιάς που όλοι τη χειροκρότησαν» (αναμνήσεις εκ νυκτερινού κέντρου). 18) «Μουνάρα»: Λέξις της αργκό. Υπερθετικός βαθμός του ουδετέρου ουσιαστικού «μουνί» δηλαδή το γυναικείον αιδοίον, μετατραπέν εις θήλυ «μούνα»,
79 «μουνάρα». Ετυμολογικώς είναι συγκεχυμένη η προέλευσις της λέξεως «μουνί». Η πλέον πιθανή εκδοχή είναι του Μ.Φιλήντα ότι προέρχεται από το «μνίον» υποκοριστικό του αρχαίου «μνούς» = χνούδι. Κατά τον Μeyer αποτελεί μεσαιωνικήν μεταφοράν («μουνίν») του βενετσιάνικου mona, ενώ κατά τον Γ.Χατζηδάκην προέρχεται από το αρχαίο «ευνίον» < «ευνή» (=κλίνη). Κυριολεκτικώς «μουνάρα» σημαίνει ευμέγεθες αιδοίον, αλλά μεταφορικώς δηλοί την λίαν ερωτικήν και εντυπωσιακήν γυναίκα. Παράδειγμα: «Ημουν με μια φίλη στη Μεγάλη Βρεττανία και τρώγαμε. Σε λίγο ήρθε και κάθησε σε κοντινό τραπέζι ο εφοπλιστής ο Καραβόπουλος συνοδευόμενος από μια μουνάρα δυό μέτρα. Δε μίλαγε όμως καθόλου. Την είχε για γλάστρα». (αναμνήσεις του γράφοντος) 19) «Μπιρμπίλω»: Η λέξις προέρχεται από το «μπιρμπίλι», τουρκιστί bulbul, και σημαίνει αηδόνι, ενώ «μπιρμπίλι της θάλασσας» είναι το πτηνόν «αλκυών». «Μπιρμπιλωτά μάτια» είναι οι σπινθηροβόλοι, οι εντυπωσιακοί οφθαλμοί. Μεταφορικώς «μπιρμπίλω» σημαίνει την γυναίκα που κάμνει καμώματα, νάζια, τη ναζιάρα. Κατά την γνώμη μου αρχικώς η χρήσις της λέξεως ως «μπιρμπίλω μου» έγινε ως θωπευτική προσφώνησις εξ ανδρός, ευρισκομένου εις τας θερμάς αγκάλας γυναικός, με μεταφοράν, διά να χαρακτηρίσει την λίαν τρυφερήν γυναίκα με την ωραία και ερωτική χροιάν της φωνής, την προκαλούσαν αισθήματα ερωτικής στοργής και ανατάσεως, ψυχικής τε και υδραυλικής! Παράδειγμα: - Ποιμήν: «Μπιρμπίλω μ’ και περδικομάτα μ’, όταν είμαστε μαζί στην καλύβα δε σκέφτομαι τίπουτις άλλο!». 20) «Ναζιάρα»: Προέρχεται από το τουρκικό naz που σημαίνει προσποίηση, φιλάρεσκος ακκισμός, κάμωμα. Ναζιάρα, είναι η γυναίκα που κάνει νάζια, η σκερτσόζα, η φιλάρεσκη. Παράδειγμα: «Μ’αρέσει η Φωτεινή γιατί είναι ναζιάρα και χαδιάρα». 21) «Παίδαρος», νέος άνδρας, όμορφος και λεβέντης, μεταφορικώς σημαίνει ωραία και ψηλή γυναίκα. Παράδειγμα: Υπάλληλος: «Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ένας παίδαρος! Μαρμάρωσαν όλοι!». 22) «Πιπίνι»: Προέρχεται εκ του ρήματος πιπίζω = κελαϊδώ ‘’πί-πί’’ στα πουλιά. Άλλη εκδοχή είναι να προέρχεται από το πιπί = κατούρημα στα παιδάκια. Κυριολεκτικώς πιπίνι σημαίνει ο νεοσσός του περιστεριού, το πιτσούνι, εξ ού και ορισμένοι ερωτευμένοι αποκαλούν τας συμβίας των πιτσουνάκια. Μεταφορικώς πιπίνι σημαίνει κοράσιον μετά προώρου σωματικής αναπτύξεως, μικρό κορίτσι, έφηβος, αυτή που ακόμα κάνει πιπί στο κανατάκι. Παράδειγμα: . Μητέρα: «Μα τον μπαγάσα το Σπύρο, 43 χρονών και ακόμα με πιπίνια γυρίζει!». Σπύρος: «Διονύσιε! Για δώσε ενδελεχήν αναφοράν περί του χθεσινοβραδυνού πιπινίου!» 23) «Σεβνταλού»: Τουρικά sevda = ερωτικός καημός. Σεβνταλού είναι η αιωνίως ερωτόπληκτη, η ερωτικά παθιασμένη γυναίκα. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται δι είδος υπό εξαφάνισιν. Παράδειγμα: «Τον αγάπησε μια σεβνταλού χανούμη» (Διδώ Σωτηρίου). 24) «Τεκνατζού»: Τέκνο σημαίνει παιδί, αλλά και καλογεροπαίδι δίπλα σε γέρο καλόγηρο. Τεκνό μεταφορικώς σημαίνει όμορφος έφηβος, αλλά κυρίως όμορφο μικρό κορίτσι. Σημειούται ότι ουδεμία σχέσις υφίσταται μεταξύ της ηλεκτρονικής μουσικής «τέκνο» (από το techno-logy) και των τεκνών νεανίδων. Παραδείγματα: «Πάμε στο πάρτυ των ΤΕΙ; Θα’ναι γεμάτο με τεκνά!». Τεκνατζού, είναι η μεσήλιξ κυρία (30-50 ετών) ήτις συνάπτει ερωτικάς σχέσεις με πολύ μικρότερους. Παραδείγματα: - «Μετά το διαζύγιο η Σοφία, εξαπολύθηκε εις άγραν του χαμένου καιρού. Τεκνατζού η δικιά σου! Τάφτιαξε με εικοσάρη έμαθα!».
80 - «Εγώ δεν παντεύτηκα την ηλικία του. Παντρεύτηκα τον άνθρωπο! Γιατί δηλαδή πρέπει να θεωρούμαι τεκνατζού;» (Αννα Βερούλη, τέως πρωταθλήτρια ακοντισμού, νυμφευμένη με πολύ μικρότερό της, συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία», 14-04-2002). - Γιώργος: «Ποια είναι η διαφορά μεταξύ παντρεμένων και ανύπαντρων;» - Χαράλαμπος: «Οι παντρεμένοι δουλεύουν για τα τέκνα τους, ενώ οι ανύπαντροι δουλεύουν για τα τεκνά»! 25) «Τσολιάς»: Ετυμολογικώς η λέξις προέρχεται από το τσόλι = εφθαρμένο ύφασμα. Τσολιάς παλαιά ήτο ο εύζωνος στρατιώτης, σήμερον τσολιάς είναι ο άνδρας της Προεδρικής Φρουράς, αλλά και το μέλος χορευτικού παραδοσιακού συγκροτήματος. Μεταφορικώς όμως, τσολιάς σημαίνει πανύψηλον όμορφον κοράσιον, μεθ’ εντυπωσιακής κορμοστασιάς και παρουσίας ευζώνου. Παραδείγματα: «Παρά την ηλικία της είναι εντυπωσιακή αυτή η δικηγορίνα. Σκέτος τσολιάς βρε παιδί μου!». Σπύρος: «Πάμε παρέλαση Διονύσιε να δούμε τσολιάδες;» 26) «Χαδιάρα»: Η αρεσκόμενη εις τας παθητικάς θωπείας γυνή, η επιδιδόμενη εις τα χάδια, μεταφορικώς η τρυφερή και παιχνιδιάρα, η ναζιάρα γυναίκα. Παραδείγματα: «Ηρθε αυτή η χαδιάρα εδώ και σε μάδησε; Ού να μού χαθείς χαμένε!» (Ορέστης Μακρής, ατάκα παλιάς κινηματογραφικής ταινίας). «Αααα ρε Φανή, νάβρισκα και γώ μια γυναίκα χαδιάρα σαν εσένα» (από συζήτηση σε καφετέρια).
81
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Δρ. Χαράλαμπος Γκούβας, γεννήθηκε στην Αρτα το 1956 και μεγάλωσε στο Χαλάνδρι Αττικής. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και ειδικεύθηκε στην Ορθοπεδική και Τραυματολογία στο Νοσοκομείο ΚΑΤ, με εξειδίκευση στη Μικροχειρουργική. Απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα με άριστα το 1989, και από τότε άφησε την Αθήνα και ζεί και εργάζεται στην Πρέβεζα, απολαμβάνοντας τις παραλίες, τα βουνά, τα ποτάμια και τις λίμνες της Ηπείρου. Εχει εκδόσει μέχρι τώρα (2002) 16 βιβλία εκ των οποίων τα 10 είναι ιατρικά. Διετέλεσε ιδρυτής ή Πρόεδρος σε δέκα Συλλόγους. Είναι ο ιδρυτής και διευθυντής του ιδρύματος «Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Πρέβεζας Χαράλαμπος Γκούβας». 1) «Τα Αντικαρκινικά Φάρμακα-Σήμερα και αύριο». Εκδόσεις «Παρισιάνος», Αθήνα, 1985 (μία έκδοση, 1000 αντιτύπων, εξαντλήθηκε). Διατίθεται ένα αντίτυπο. 2) «ΑΙDS-Ερωτήματα και αλήθειες». Εκδόσεις «Ωκεανίδα», Αθήνα 1985. (μία έκδοση, 5000 αντιτύπων, εξαντλήθηκε). Διατίθεται ένα αντίτυπο. 3) «Αντιμικροβιακά Φάρμακα και Λοιμώξεις». Εκδόσεις «Πασχαλίδης», Αθήνα, 1986 (πρώτη έκδοση 1000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε, διατίθενται επανεκτυπώσεις από τον εκδότη). 4) «Οι Μύες του Ανθρώπινου Σώματος». Εκδόσεις «University Studio Press», Θεσσαλονίκη 1987 (πρώτη έκδοση 1000 αντίτυπα. Διατίθεται από τον Εκδοτικό Οίκο σε επανεκτυπώσεις). 5) «Συσχετική Νευροανατομία & Λειτουργική Νευρολογία» του J.Chusid, Μετάφραση και Βελτιωμένη έκδοση με σκίτσα Χ.Γκούβα, Αθήνα, 1987 (μία έκδοση εικονογραφημένη, 1000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε). Διατίθεται ένα αντίτυπο. 6) «Οστούν: Ο Πόνος στην Ορθοπεδική. Εγχειρίδιο Computer Software». Eκδοση φαρμακευτικής εταιρείας Ciba Geigy, Aθήνα 1988 (μία έκδοση, 1000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε). 7) «Απλές ασκήσεις γυμναστικής»: Εκδόσεις Ιωάννης Γάγγος, Αθήνα 1988. Εξαντλήθηκαν 2000 αντίτυπα. Διατίθεται ένα αντίτυπο. 8) «Εφαρμογές των Υπολογιστών στην Ορθοπεδική». Εκδόσεις ΕΕΧΟΤ. Αθήνα 1989 (μία έκδοση, 1000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε). Διατίθεται ένα αντίτυπο. 9) «Αντιμικροβιακά Φάρμακα και Ορθοπεδικές λοιμώξεις». Διδακτορική διατριβή. Ιδία έκδοση. 300 αντίτυπα. 10) «Χονδροπάθεια επιγονατίδος» (Χαράλαμπου Παπαδόπουλου και συνεργατών, ως Επιστ.Συνεργάτης). Εκδόσεις «Σωτηρόπουλος». Αθήνα, 1988 (μία έκδοση, 1000 αντίτυπα εξαντλήθηκε). Διατίθεται ένα αντίτυπο. 11) «Εφαρμογές Βελονισμού στήν Ορθοπεδική». (του Αποστόλη Θεοφίλου, ως Επιστ.Συνεργάτης). Αθήνα 1989 (μία έκδοση, 1000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε). Διατίθεται ένα αντίτυπο. 12) «Η Ορειβασία σε 80 ερωτήσεις-απαντήσεις», Εκδοση ΕΟΣ Πρέβεζας, 1000 αντίτυπα, εξαντλήθηκαν, 1993. 1) «Η Ιστορία του Κινηματογράφου: 1500 Κινηματογραφικές Ταινίες, που Πρέπει να δείτε», Εκδόσεις «Παρά Θίν αλός», Αθήνα, 1995. Κυκλοφόρησε σε 3000 αντίτυπα. Διατίθενται περιορισμένα αντίτυπα. 13) «Η Ιστορία της Πληροφορικής»: Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Λιβάνη, Αθήνα 1997. Διατίθεται από τις εκδόσεις. 14) «Ατυχήματα: Αίτια και Πρόληψη και Πρώτες Βοήθειες». Εκδοση Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Πρέβεζας έτος 2001. 100 αντίτυπα. 15) «Η Ψυχολογία των ύβρεων και των Ιδιωματισμών», Εκδόσεις Ιδρύματος «Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Πρέβεζας», έκδοση 2002 (διατίθεται). 16) «Βιολογικός και Χημικός Πόλεμος» Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα έτος 2003. 1000 αντίτυπα