James Patterson - Άλεξ Κρος 1 - Και ήρθε μια αράχνη .pdf

June 1, 2020 | Author: Anonymous | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download James Patterson - Άλεξ Κρος 1 - Και ήρθε μια αράχνη .pdf...

Description

pdxvn ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ «Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ»

JAMES PATTERSON καιήρθεμια αράχνη Μετάφραση: Γιάννης Γαλάτης

ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 57, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 360.9438 - 362.9723

ISBN 960-450-534-3 Τίτλος πρωτοτύπου: «Along Came A Spider» Copyright © 1992 by James Patterson AHrightsreserved throughout the world. Για την ελληνική γλώσσα: © 1996,2001 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Α' 'Εκδοση: Οκτώβριος 1996 Β' Έκδοση: Αύγουστος 2001 Μετάφραση: Γιάννης Γαλάτης Επιμέλεια: Σωτηροΰλα Παπαδοπούλου Διόρθωση: Ευαγγελία Μαλακού Γιώργος Κυριακόπουλος Σχεδιασμός εξώφυλλου: Άγγελος Αναστασιάδης Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή η μετάδοσητου με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη. Το βιβλίο αυτό είναι έργο της φαντασίας. Τα ονόμ.ατα, οι χαρακτήρες, τα τοπωνύμια, οι οργανώσεις και τα συμβάντα που αναφέρονται είτε είναι επινοήσεις του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα, οργανώσεις και πρόσωπα που ζουν ή έχουν πεθάνει είναι εντελώς συμπτωματική. Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.

Για TovroflrβαΦεα Ο ΤΖΈΙΜς ΠΆΤΕΡΣΟΝ ΓΈΝΝΗΣΕ ΝΩΫΜΠΕΡΓΧ ΤΗς ΝΈΑς ΥΌΡΚΗς ΚΑΙ ΣΠΟΎΔΑΣΕ ΑΓΓ«Ή Φ^ΟΛΟΓΊΑ οτο ΠΑΝΕΠ,ΣΤΗΜΙΟ ΒΆΝΤΕΡΜΠΙΛΤ. ΑΠΌ το 1971 «ΑΝΕΙ ΚΑΡΙΈΡΑ σ τ ο χ ω ρ ο ΤΗς ΔΙΑΦΉΜΙΣΗς. ΣΉΜΕΡΑ ,ΊΝΑΙ .ΡΟΕΔΡΟς ΤΗς J. WALTER σε THOMPSON ΤΗς ΒΌΡΕΙΑς Αμερικηξ- ΙΟ ΗΛΙΚΊΑ Ζ/ ΕΤΏΝ, ΤΙΜΉΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ βραβάο Έ^ΚΑΡ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΎΤΕΡΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΌΜΕΝΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ, ΜΕ ™ ΒΙΒΛΊΟ τον The Thomas Berrynan Number, και ΕΊΝΑΙ ΜΑΖΊ ΜΕ ΤΟΝ ΠΊΤΕΡ ΚΙΜ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΈΑς The Day America Told the Truth, ΜΙΑς ΠΟΛΎΚΡΟΤΗ; Ε'ΡΕ^Ας ΓΙΑ ΤΙς ΚΌΨΕΙς ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΏΝ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ τη 9ρησ«εια, ΤΟ ΣΕΞΚΑΙto ΧΡΉΜΑ ΈΧΕΙ ΓΡΆΨΕΙ Μ\ΡΙ O ^ G A ^ F A ^ ΜΕΤΑΦΡΆΣΤΗΚΑΝ ΣΕ ΕΊΚΟΣΙ SEPTΑ ΓΛΏΣΣΕς ΚΑΙ ΚΑΤΈΚΤΗΣΑΝ ΌΛΑ ΤΙς ΠΡΏΤΕς ΘΈΣΕΙς ΣΤΟ^ κατάλογους ΤΩΝ ΜΠΕΣΤ ΣΕΛΕΡ ΚΑΘΙΕΡΏΝΟΝΤΑς ΤΟΝ Ως ΈΝΑΝ ΑΠΌ ΤΟΥς ΠΙΟ ΕΠΙΤΥΧΗΜΈΝΟΥς ΣΥΓΓΡΑΦΕΊς ΤΗς ΤΕΛΕΥΤΑΊΟς δεκ^ΤΙΑς· ΒΙΒΛΊΑ ΤΟΥ ΆΛΕΞ ΚΡΟς, ™ Τριταία, ΤζακκαΤζ,Λ Η Γάτα και τοΠονίκ καίΟ Tétagtog Ιππέας, καθώς, ΚΑΙ ΤΟ Κρυφτό με τον Δολοφόνο. ΤΟ Και Ηρθε μια Αράχνη ΤΟ ΠΡΏΤΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ τον με AQ^ tov ΧΟΛΌΓΟ ΆΛΕ| ΚΡΟς, ΤΟ βιβλίο «ΟΥ ΤΟΥ ΧΆΡΙΣΕ ^ΚΟΣΜΊΑ ΦΉΜΗ! ΜΕΤΑΦΈ^ΗΚΕ ΠΡΌΟΦΑ^ TMTZZT^Z^ ΤΗΝ PARAMOUNT (ΕΛΛΗΝΙΚΌς ΤΊΤΛΟς: Η σε ΣΚΗΝΟΘΕΣΊΑ ΛΗ ΤΑΜΑΧΌΡΙ, ΜΕ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΈς ΤΟΝ ΜΟΡΓΚΑΝ ΦΡΊΜΑΝ ΚΑΙ ΤΗ ΜΌΝΙΚΑ ΓΓΌ-ΊΕΡ. Π , ΕΚΤΌς ΑΠΌ ΤΟ ΓΡΆΨΙΜΟ, Η ΜΕΓΆΛΗΙ*/™* ΣΟΝ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΓΚΟΛΦ Ζεί ΣΤΪ ΝΈΑ ΥΌΡΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΛΌΡΙΝΤΑ.

Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πίτερ Κιμ, ο οποίος με βοήθησε να μάθω για τις ιδιωτικές ζωές, τα μυστικά και τα ταμπού που εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα σε όλη την Αμερική. Οι Ανν Πόου-Κάμπελ, Μάικλ Ούγουελιν, Χάλι Τίπετ και Αϊρίν Μαρκόκι με έκαναν να «αισθανθώ» πολύ καλύτερα τον Άλεξ και τη ζωή του στο Σάουθ-Ιστ της Ουάσιγκτον. Η Λιζ Ντελ και η Μπάρμπαρα Γκροσζέφσκι φρόντισαν να είμαι ακριβής και σωστός. Η Μαρία Ποΰγκατς (ο Λάουενστίν μου) και οι Μαρκ και Μαίρη-Έλεν Πάτερσον ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου τα έξι χρόνια που εργάστηκα στην ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου Μακλίν. Οι Κάρολ και Μπρίτζιτ Ντουάιερ και η Μίτζι Φορντ με βοήθησαν αφάνταστα με τη Μάγκι Ρόουζ. Ο Ρίτσαρντ και ο Άρτι Πάιν έκαναν για μένα αληθινά θαύματα. Τέλος, η Φρέντρικα Φρίντμαν υπήρξε συνεργός μου στο έγκλημα, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Η μικρή μις Μάφετ Καθόταν σ' ένα λοφάκι Κι έτρωγε το ψωμοτύρι της, Και ήρθε μια αράχνη, Κάθισε δίπλα της, Και πήρε τη μις Μάφετ μακριά... Παιδικό

τραγούδι

Πρόλογος Ας Παίξουμε με τη Φαντασία

Νιου Τξερσεϊ, κοντά στο Πρίνστον. Μάρτιος 1932

Η αγροικία του Τσαρλς Λίντμπεργκ* έλαμπε από δυνατά, πορτοκαλόχρωμα φώτα. Έμοιαζε με πύρινο κάοτρο, ιδιαίτερα μέσα σ' εκείνη τη σκοτεινή και καλυμμένη με έλατα περιοχή του Τζέρσεϊ. Τολύπες υγρής ομίχλης άγγιζαν το αγόρι, καθώς πλησίαζε όλο και περισσότερο την πρώτη του στιγμή αληθινής δόξας, το πρώτο του θήραμα. Το σκοτάδι ήταν βαθΰ και το έδαφος γύρω από την αγροικία μουσκεμένο, λασπωμένο και γεμάτο λακκούβες με νερά. Το αγόρι τα είχε προβλέψει όλα αυτά. Είχε προβλέψει τα πάντα, ακόμα και τον καιρό. Φορούσε αντρικές μπότες νούμερο 42. Οι μΰτες και οι φτέρνες των παπουτσιών ήταν παραγεμισμένες με κουρέλια και χαρτιά από την εφημερίδα Φιλαντέλφιαίνκουάιρερ. 'Ηθελε ν' αφήσει ίχνη, άφθονα ίχνη. Πατημασιές ενός άντρα. Όχι τις πατημασιές ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Θα οδηγούσαν από τον επαρχιακό δρόμο, την οδό Στάουτσμπεργκ Βέρτσβιλ, μέχρι την αγροικία και μετά πάλι πίσω. Το αγόρι άρχισε να τρέμει καθώς πλησίαζε μια συστά* Ο πρώτος πιλότος που διέσχισε με αεροπλάνο τον Ατλαντικό, κάνοντας το 1927 την πτήση Νέα Υόρκη - Παρίσι. Μαζί με τη γυναίκα του αποτελούσαν το δημοφιλέστερο ζευγάρι της Αμερικής για περισσότερο από μια δεκαετία. Η υπόθεση της απαγωγής του παιδιού τους συγκλόνισε την κοινή γνώμη. (Σ.τ.Μ.)

δα πεύκα, οΰτε τριάντα μέτρα από το μεγάλο σπίτι. Η έπαυλη ήταν ακριβώς όσο μεγαλόπρεπη την είχε φανταστεί —εφτά κρεβατοκάμαρες και τέσσερα μπάνια, μόνο στον επάνω όροφο. Το εξοχικό σπίτι του Τυχερού Λίντι και της A w Μόροου. Παιχνιδάκι, σκέφτηκε το αγόρι. Πλησίασε σιγά σιγά στο παράθυρο της τραπεζαρίας. Τον μάγευε αυτή η κατάσταση, αυτό που έλεγαν φήμη. Τη σκεφτόταν πολύ. Σχεδόν συνέχεια. Πώς ήταν στην πραγματικότητα η φήμη; Πώς μύριζε; Τι γεύση είχε; Πώς φαινόταν ένας διάσημος από κοντά; «Ο δημοφιλέστερος και μυθικότερος άνθρωπος στον κόσμο» βρισκόταν ακριβώς εκεί, καθισμένος μπροστά στο τραπέζι. Ο Τσαρλς Λίντμπεργκ ήταν ψηλός, κομψός, με υπέροχα χρυσά μαλλιά και ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα. Ο «Τυχερός Λίντι» έμοιαζε πραγματικά υπεράνω όλων. Το ίδιο και η γυναίκα του, η Ανν Μόροου Λίντμπεργκ. Η Ανν είχε κοντά μαλλιά. Ήταν σγουρά και μαύρα και έκαναν την επιδερμίδα της να φαίνεται πάλλευκη. Το φως από τα κεριά πάνω στο τραπέζι έμοιαζε να χορεύει γύρω τηςΚάθονταν και οι δύο στητοί στις καρέκλες τους. Ναι, φαίνονταν αναμφισβήτητα ανώτεροι, σαν να ήταν δώρα του Θεού προς την ανθρωπότητα. Κρατούσαν ψηλά το κεφάλι τους, καθώς έτρωγαν με εκλεπτυσμένους τρόπους το φαγητό τους. Το αγόρι τεντώθηκε για να δει τι βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Έμοιαζαν με αρνίσια παϊδάκια μέσα στα τέλεια πορσελάνινα σκεύη τους. «Εγώ θα γίνω πιο διάσημος κι από τους δυο σας, αξιολύπητοι ηλίθιοι», ψιθύρισε τελικά το αγόρι. Το υποσχέθηκε στον εαυτό του. Είχε σκεφτεί την κάθε λεπτομέρεια χίλιες φορές, τουλάχιστον, Πολύ μεθοδικά, στρώθηκε στη δουλειά. Πήρε μια ξύλινη σκάλα, που είχαν αφήσει οι εργάτες κοντά στο γκαράζ. Κρατώντας τη σφιχτά στο πλευρό του, προχώρησε προς ένα σημείο δίπλα ακριβώς στο παράθυρο της βιβλιοθήκης. Σκαρφάλωσε αθόρυβα μέχρι το παιδικό δωμάτιο. Ο σφυγμός του είχε ανεβεί στα ύψη και η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που μπορούσε να την ακούει.

Το φως που έριχνε μια λάμπα από το διάδρομο φώτιζε το δωμάτιο του μωρού. Το αγόρι μπορούσε να διακρίνει την κούνια όπου κοιμόταν ο μικρός πρίγκιπας. Ο Τσαρλς Τζούνιορ, «το διασημότερο παιδί στον κόσμο». Από τη μια πλευρά της κούνιας υπήρχε, για να την προστατεύει από τα ρεύματα, ένα πολύχρωμο παραβάν με σχέδια ζώων του αγροκτήματος. Το αγόρι ένιωθε ύπουλο και πονηρό. «Και τώρα έρχεται η κυρα-Αλεπού», ψιθύρισε, καθώς άνοιγε αθόρυβα το παράθυρο. Έπειτα ανέβηκε ένα ακόμη σκαλοπάτι στη σκάλα και τελικά βρέθηκε μέσα στο δωμάτιο. Στάθηκε δίπλα στην κούνια και κοίταξε το πριγκιπόπουλο. Είχε μπούκλες από χρυσά μαλλιά σαν του πατέρα του, αλλά ήταν παχύ. Ο Τσαρλς Τζούνιορ είχε αρχίσει να χοντραίνει από είκοσι κιόλας μηνών. Το αγόρι δεν μπορούσε να ελέγξει άλλο τον εαυτό του. Καυτά δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του. Ολόκληρο το σώμα του άρχισε να τρέμει από ένα φρένιασμα και μια λύσσα —ανάμεικτα, όμως, με την πιο απίστευτη χαρά της ζωής του. «Λοιπόν, καμάρι του μπαμπάκα, οι δυο μας τώρα», ψέλλισε μέσ' από τα δόντια του. Έβγαλε από την τσέπη του μια μικρή λαστιχένια μπάλα, κρεμασμένη σ' ένα ελαστικό νήμα. Άφησε με σβελτάδα την μπαλίτσα να αιωρηθεί πάνω από το κεφάλι του Τσαρλς Τζούνιορ, τη στιγμή ακριβώς που τα μικρά γαλάζια του μάτια άνοιγαν. Μόλις το μωρό άρχισε να κλαίει, το αγόρι έχωσε τη λαστιχένια μπαλίτσα μέσα στο μικρό, σαλιάρικο στόμα. Στη συνέχεια έσκυψε πάνω από την κούνια, πήρε το μωρό των Λίντμπεργκ στην αγκαλιά του και κατέβηκε επιδέξια τη σκάλα. Τα πάντα σύμφωνα με το σχέδιο. Το αγόρι πήρε τρέχοντας το δρόμο της επιστροφής μέσα από τα λασπωμένα χωράφια, με τον πολύτιμο, αβοήθητο μπόγο στα χέρια του, και εξαφανίστηκε μες στο σκοτάδι. Σε απόσταση μικρότερη των τριών χιλιομέτρων από το σπίτι, έθαψε το κακομαθημένο μωρό των Λίντμπεργκ —το έθαψε ζωντανό.

Αυτή ήταν μόνο η αρχή όσων θα επακολουθούσαν. Εξάλλου και ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα παιδί ακόμη. Αυτός, όχι ο Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν, ήταν ο απαγωγέας του μωρού των Λίντμπεργκ. Τα είχε κάνει όλα μόνος του. Παιχνιδάκι.

Μέρος Πρώτο Η Μάγκι Ρόουζ και ο Γαριδοΰλης Γκόλντμπεργκ (1992)

Κεφάλαιο 1

Ν Ω Ρ Ί ς ΤΟ ΠΡΩΙ της 21ης Δεκεμβρίου 1992, ήμουν η προσωποποίηση της ικανοποίησης μες στην τζαμαρία του σπιτιού μας, στην Πέμπτη Οδό της Ουάσιγκτον. Το μικρό, στενό δωμάτιο ήταν άνω κάτω από πανωφόρια που μούχλιαζαν, γαλότσες και σακατεμένα παιδικά παιχνίδια. Ποσώς μ' ενδιέφερε. Ήμουν στο σπίτι μου. Έπαιζα Γκέρσουιν στο ελαφρά ξεκούρδιστο πιάνο με ουρά. Ήταν λίγο μετά τις πέντε το πρωί και η τζαμαρία ήταν παγωμένη σαν καταψύκτης κρεάτων. Ήμουν διατεθειμένος να υποστώ κάποιες θυσίες, προκειμένου να παίξω το Ένας Αμερικανός στο Παρίσι. Στην κουζίνα κουδούνισε το τηλέφωνο. Ίσως είχα κερδίσει στο Λόττο της Ουάσιγκτον ή της Βιρτζίνια ή του Μέριλαντ και είχαν αμελήσει να μου τηλεφωνήσουν το προηγούμενο βράδυ. Έπαιζα τακτικά και στα τρία αυτά παιχνίδια της ατυχίας. «Νάνα; Μπορείς ν' απαντήσεις;» φώναξα από την τζαμαρία. «Θα είναι για σένα. Τρέχα, λοιπόν, ν' απαντήσεις εσύ», μου φώναξε η οξύθυμη γιαγιά μου. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σηκωθώ κι εγώ. Και κανένας λόγος σημαίνει παραλογισμός* στο δικό μου το λεξικό». * Λογοπαίγνιο με τις αγγλικές λέξεις no sense (κανένας λόγος) και nonsense (παραλογισμός). (Σ.τ.Μ.)

Δεν ειπώθηκε αυτό ακριβώς, αλλά κάτι τέτοιο περίπου. Πάντα έτσι γίνεται. Πήγα παραπατώντας μέχρι την κουζίνα, προσπαθώντας να μην πατήσω πάνω σε άλλα παιχνίδια, με τα πόδια μου μουδιασμένα ακόμη από τον ΰπνο. Ήμουν τριάντα οχτώ χρονών τότε. Όπως λέει και το ρητό, αν ήξερα ότι θα ζούσα τόσο πολύ, θα φρόντιζα καλύτερα τον εαυτό μου. Το τηλεφώνημα αποδείχτηκε ότι ήταν από το συνεταίρο μου στο έγκλημα, τον Τζον Σάμπσον. Ο Σάμπσον ήξερε ότι θα ήμουν ήδη στο πόδι. Ο Σάμπσον με ξέρει καλύτερα κι από τα ίδια τα παιδιά μου. «Καλημέρα, Γλύκα. Έχεις σηκωθεί, έτσι δεν είναι;» μου είπε. Δε χρειαζόταν τίποτ' άλλο για να μου συστηθεί. Ο Σάμπσον κι εγώ είμαστε οι καλύτεροι φίλοι από τα εννιά μας χρόνια κι αρχίσαμε να κλέβουμε μαγαζιά, με πρώτο το μπακάλικο του Παρκ, κοντά στα γκέτο. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε ιδέα ότι ο γερο-Παρκ θα μας τουφέκιζε επιτόπου αν μας έπιανε να του σουφρώνουμε ένα πακέτο Τσέστερφιλντ. Η Νάνα Μάμα θα μας έκανε χειρότερα πράγματα αν ήξερε για τις εγκληματικές μας δραστηριότητες. «Κι αν δεν είχα σηκωθεί, σηκώθηκα τώρα», είπα στο τηλέφωνο. «Πες μου κάτι καλό». «Έγινε κι άλλος φόνος. Φαίνεται ότι πρόκειται για το αγόρι μας πάλι», είπε ο Σάμπσον. «Μας περιμένουν. Ο μισός ελεύθερος κόσμος βρίσκεται ήδη εκεί». «Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να δω από τώρα ασθενοφόρα», μουρμούρισα. Ένιωθα ήδη το στομάχι μου ν' ανακατεύεται. Δεν ήταν αυτός ο τρόπος με τον οποίο ήθελα να ξεκινήσω τη μέρα μου. «Σκατά. Γαμώ το». Η Νάνα Μάμα σήκωσε το βλέμμα της από το αχνιστό τσάι και τα νερουλιαστά αβγά της. Μου έριξε μια από τις ψευτοθεοσεβούμενες, καθωσπρεπίστικες ματιές της. Ήταν ήδη ντυμένη για το σχολείο, όπου εξακολουθούσε να προσφέρει εθελοντική εργασία στα εβδομήντα εννέα της. Ο Σάμπσον συνέχιζε να μου δίνει ανατριχιαστικές λεπτομέρειες σχετικά με τις πρώτες ανθρωποκτονίες της ημέρας. «Πρόσεχε τη γλώσσα σου, Άλεξ», είπε η Νάνα. «Σε πα-

ρακαλώ, πρόσεχε τη γλώσσα σου για όσο καιρό σκοπεύεις να ζεις σ' αυτό το σπίτι». «Θα είμαι εκεί σε δέκα λεπτά περίπου», είπα στον Σάμπσον. «Εγώ είμαι ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού», είπα στη Νάνα. Εκείνη βόγκηξε, λες και άκουγε τα τρομερά νέα για πρώτη φορά. «'Εγινε άλλος ένας άγριος φόνος στο Λάνγκλεϊ Τέρας. Απ' ό,τι φαίνεται, πρόκειται για κάποιον που σκοτώνει για το κέφι του. Αυτό φοβάμαι», της είπα. «Τι κρίμα», είπε η Νάνα Μάμα. Τα τρυφερά, καστανά μάτια της με κοίταξαν επίμονα. Τα λευκά μαλλιά της έμοιαζαν με δαντελένιο πετσετάκι, σαν αυτά που βάζει σε όλες τις πολυθρόνες του σαλονιού μας. «Έχει γίνει κι αυτό αναπόσπαστο μέρος αυτής της ελεεινής πόλης, έτσι όπως την άφησαν οι πολιτικοί να καταντήσει. Μερικές φορές σκέφτομαι πως θα έπρεπε να φύγουμε από την Ουάσιγκτον, Άλεξ». «Μερικές φορές κι εγώ το ίδιο σκέφτομαι», είπα, «αλλά μάλλον θα πρέπει να σφίξουμε τα δόντια». «Ναι, έτσι κάνουμε πάντα εμείς οι μαύροι. Δείχνουμε καρτερικότητα. Υποφέρουμε πάντα σιωπηλά». «Όχι πάντα σιωπηλά», της είπα. Είχα ήδη αποφασίσει να φορέσω το παλιό, κομψό, σκοτσέζικο, μάλλινο σακάκι μου. Ήταν μια μέρα δολοφονιών και αυτό σήμαινε ότι θα συναντούσα λευκούς. Πάνω από το σακάκι φόρεσα το φουσκωτό μπουφάν μου. Δένει καλύτερα με την ατμόσφαιρα της γειτονιάς μου. Στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι, υπάρχει μια φωτογραφία της Μαρίας Κρος. Πριν από τρία χρόνια η γυναίκα μου είχε δολοφονηθεί" την είχαν πυροβολήσει μέσα από ένα περαστικό αυτοκίνητο. Αυτός ο φόνος, όπως και οι περισσότεροι φόνοι στο Σάουθ-Ιστ, δεν είχε διαλευκανθεί ποτέ. Βγαίνοντας από την κουζίνα, φίλησα τη γιαγιά μου. Αυτό το κάναμε από τότε που ήμουν οχτώ χρονών. Αποχαιρετιόμαστε επίσης, καλού κακού, για την περίπτωση που δε θα ξαναϊδωθούμε. Έτσι γίνεται εδώ και τριάντα χρόνια πε-

ρίπου, από τότε που η Νάνα Μάμα με πρωτοπήρε κοντά της και αποφάσισε πως μπορούσε να με κάνει άνθρωπο με κάποια υπόσταση. Έκανε έναν ντετέκτιβ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, με διδακτορικό στην ψυχολογία, ο οποίος ζει και εργάζεται στα γκέτο της Ουάσιγκτον.

Κεφάλαιο 2

Ε/ΠΙΣΗΜΩΣ ΕΙΜΑΙ υπαρχηγός των ντετέκτιβ, το οποίο, σύμφωνα με τα λόγια του Σαίξπηρ και του κυρίου Φόκνερ, σημαίνει πολύ κακό για το τίποτα. Ο τίτλος θα έπρεπε να με κάνει τον άνθρωπο νούμερο έξι ή εφτά στην Αστυνομία της Ουάσιγκτον. Δε με κάνει. Όμως ο κόσμος περιμένει να κάνω την εμφάνιση μου στους τόπους των εγκλημάτων της Ουάσιγκτον. Τρία ασπρογάλαζα περιπολικά της Αστυνομίας της Ουάσιγκτον ήταν παρκαρισμένα φύρδην μίγδην μπροστά στο νούμερο 41-15 της οδού Μπένινγκ. Έ ν α βαν του εγκληματολογικού εργαστηρίου, με μαύρα, αδιαφανή τζάμια, είχε ήδη καταφτάσει. Όπως επίσης κι ένα ασθενοφόρο, στην πόρτα του οποίου αναγραφόταν η λέξη ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟ. Μπροστά στο σπίτι του εγκλήματος υπήρχαν δύο πυροσβεστικά οχήματα και οι χασομέρηδες της γειτονιάς —ομοφυλόφιλοι κυρίως. Ηλικιωμένες γυναίκες, με χειμωνιάτικα παλτά ριγμένα πάνω από τις πιτζάμες και τις νυχτικές τους και με ροζ και γαλάζια μπικουτί στα μαλλιά τους, στέκονταν στις εξώπορτές τους, τρέμοντας από το κρύο. Το φτωχόσπιτο ήταν ένα ετοιμόρροπο κατασκεύασμα από σανίδες, βαμμένες μ' ένα φριχτό γαλάζιο της Καραϊβικής. Μια παλιά Σεβέτ, μ' ένα πλαϊνό τζάμι σπασμένο και κολλημένο με μονωτική ταινία, έμοιαζε εγκαταλειμμένη στην είσοδο.

«Άσ' το να πάει στο διάβολο. Ας πάμε πίσω στα κρεβάτια μας», είπε ο Σάμπσον. «Μόλις θυμήθηκα με τι θα μοιάζει αυτό που θα δοΰμε. Τελευταία τη σιχαίνομαι αυτή τη δουλειά». «Εγώ τη λατρεύω τη δουλειά μου, λατρεύω το Ανθρωποκτονιών», είπα ειρωνικά. «Τον βλέπεις αυτόν; Eivat ο ιατροδικαστής, ντυμένος ήδη με το πλαστικό του κοστούμι. Κι εκεί είναι τα παιδιά του εγκληματολογικού εργαστηρίου. Και ποιος είναι αυτός που έρχεται προς το μέρος μας τώρα;» Έ ν α ς λευκός αρχιφύλακας, μέσα σ' ένα φουσκωτό μπλε-μαύρο αδιάβροχο με γούνινο γιακά, ερχόταν σαν πάπια προς το μέρος μας, καθώς πλησιάζαμε το σπίτι. Οι παλάμες του ήταν χωμένες στις τσέπες του για ζεστασιά. «Ο Σάμπσον; Και ο... χμμ... ντετέκτιβ Κρος;» Ο αρχιφύλακας κούνησε το σαγόνι του με τον τρόπο που το κάνουν μερικοί όταν προσπαθούν να ξεβουλώσουν τ' αυτιά τους μέσα στ' αεροπλάνα. 'Ηξερε πολύ καλά ποιοι ήμαστε. Ήξερε ότι ανήκαμε στην Ειδική Ερευνητική Ομάδα. Απλώς προσπαθούσε να μας τη σπάσει. «Τι τρέχει, φίλε;» Στον Σάμπσον δεν αρέσει ιδιαίτερα να του τη σπάνε. «Ο ανώτερος ντετέκτιβ Σάμπσον», είπα στον αρχιφύλακα. «Κι εγώ είμαι ο υπαρχηγός Κρος». Ο αρχιφύλακας ήταν από κείνους τους Ιρλανδούς με τη μεγάλη, πλαδαρή κοιλιά, κατάλοιπο, προφανώς, του εμφύλιου πολέμου. Το πρόσωπό του θύμιζε γαμήλια τούρτα αφημένη στη βροχή. Δεν έδειχνε να εντυπωσιάζεται από το σκοτσέζικο σακάκι μου. «Έχει παγώσει ο κώλος μας», είπε ασθμαίνοντας. «Αυτό τρέχει». «Θα μπορούσες, μάλλον, να ρίξεις λίγο απ' αυτό τον κώλο», τον συμβούλεψε ο Σάμπσον. «Θα μπορούσες να κάνεις λίγη γυμναστική». «Αι γαμήσου», είπε ο αρχιφύλακας. Ήταν ωραία να συναντάς το λευκό Έντι Μέρφι. «Φοβερά ετοιμόλογος». Ο Σάμπσον μου χαμογέλασε. «Άκουσες τι είπε; Αι γαμήσου;» Ο Σάμπσον κι εγώ είμαστε καλογυμνασμένοι. Γυμναζό-

μαστέ στο γυμναστήριο δίπλα στον Άγιο Αντώνιο. Μαζί ζυγίζουμε γύρω στα διακόσια τριάντα κιλά. Μπορούμε να εμπνεύσουμε φόβο, αν θέλουμε. Μερικές φορές αυτό είναι απαραίτητο στη δουλειά μας. Εγώ είμαι μόλις ένα κι ενενήντα. Ο Τζον είναι δύο και πέντε και ψηλώνει ακόμα. Φοράει πάντα μαύρα γυαλιά. Μερικές φορές φοράει έναν πολύχρωμο τζαμαϊκανό σκούφο ή ένα κίτρινο μαντίλι στο κεφάλι του. Μερικοί τον λένε Τζον-Τζον, επειδή είναι τόσο εύσωμος που θα μπορούσε να είναι δυο Τζον μαζί. Αφήσαμε τον υπαρχιφύλακα και βαδίσαμε προς το σπίτι, στον τόπο του εγκλήματος. Η επίλεκτη ομάδα μας υποτίθεται ότι είναι υπεράνω συγκρούσεων αυτού του είδους. Μερικές φορές είναι. Δύο ένστολοι αστυνομικοί είχαν ήδη μπει στο σπίτι. Μια φοβισμένη γειτόνισσα είχε τηλεφωνήσει στο αστυνομικό τμήμα γύρω στις τέσσερις και μισή. Πίστευε ότι είχε διακρίνει ένα διαρρήκτη. Η γυναίκα είχε σηκωθεί μέσα στη νύχτα πανικόβλητη. Συμβαίνει σ' αυτή τη γειτονιά. Οι δυο ένστολοι βρήκαν μέσα τρία πτώματα. 'Οταν το ανέφεραν, έλαβαν οδηγίες να περιμένουν την Ειδική Ερευνητική Ομάδα. Η ΕΕΟ αποτελείται από οχτώ μαύρους αξιωματικούς της αστυνομίας, οι οποίοι, υποτίθεται, έχουν τα προσόντα για καλύτερες δουλειές μέσα στην αστυνομία. Η εξωτερική πόρτα της κουζίνας ήταν μισάνοιχτη. Την άνοιξα διάπλατα. Οι πόρτες κάθε σπιτιού βγάζουν έναν ξεχωριστό ήχο όταν ανοιγοκλείνουν. Αυτή εδώ κλαψούριζε σαν γέρος. Ήταν κατασκότεινα μέσα στο σπίτι. Ανατριχιαστικά. Η ανοιχτή πόρτα δημιουργούσε κάποιο ρεύμα και μπορούσα ν' ακούσω μέσα κάτι να θροΐζει. «Δεν ανάψαμε τα φώτα, κύριε», είπε από πίσω μου ο ένας από τους ένστολους. «Είστε ο δόκτωρ Κρος, σωστά;» Έγνεψα καταφατικά. «Ήταν ανοιχτή η πόρτα της κουζίνας όταν φτάσατε;» ρώτησα γυρνώντας προς τον έναν αστυφύλακα. Ήταν λευκός, με μωρουδίστικο πρόσωπο- είχε αφήσει μουστακάκι για να αντισταθμίζει την εντύπωση. Ή ταν, κατά πάσα πιθανότητα, είκοσι τριών ή είκοσι τεσσά-

ρων και πραγματικά φοβισμένος εκείνο το πρωινό. Δεν μπορούσα να τον κατηγορήσω γι' αυτό. «Χμμ. Όχι. Κανένα ίχνος παραβίασης. Ήταν ξεκλείδωτη, κύριε». Ο αστυφύλακας ήταν πολύ νευρικός. «Είναι πραγματική φρίκη εκεί μέσα, κύριε. Πρόκειται για μια οικογένεια». Ο ένας από τους ένστολους άναψε έναν ισχυρό φακό και κοιτάξαμε όλοι μέσα στην κουζίνα. Υπήρχε ένα φτηνό τραπέζι από φορμάικα, με ανάλογες λαχανί καρέκλες από βινίλιο. Στον τοίχο υπήρχε ένα μαύρο ρολόι Μπαρτ Σίμσον, σαν κι αυτά που βλέπεις στις βιτρίνες όλων των ντράγκστορ. Μυρωδιές απολυμαντικού και καμένου λίπους δημιουργούσαν ένα παράξενο χαρμάνι για τη μύτη σου, αν και όχι εντελώς δυσάρεστο. Υπήρχαν πολύ χειρότερες μυρωδιές στις υποθέσεις ανθρωποκτονιών. Ο Σάμπσον κι εγώ κοντοσταθήκαμε, κοιτάζοντάς τα όλα με τον τρόπο που μπορεί να τα κοίταξε ο δολοφόνος λίγες μόλις ώρες νωρίτερα. «Στάθηκε εδώ ακριβώς», είπα. «Μπήκε από την κουζίνα. Στάθηκε εδώ που στεκόμαστε». «Μη μιλάς έτσι, Άλεξ», είπε ο Σάμπσον. «Ακούγεσαι σαν θρίλερ της Τζιν Ντίξον. Με κάνεις κι ανατριχιάζω». Άσχετα από το πόσες φορές την έχεις κάνει αυτή τη δουλειά, ποτέ δε γίνεται ευκολότερη. Δε θέλεις να μπεις μέσα. Δε θέλεις να δεις έναν ακόμη φριχτό εφιάλτη στη ζωή σου. «Βρίσκονται επάνω», είπε ο αστυφύλακας με το μουστάκι. Μας ενημέρωσε για την ταυτότητα των θυμάτων. Μια οικογένεια ονόματι Σάντερς. Δύο γυναίκες κι ένα αγοράκι. Ο συνάδελφος του, ένας κοντός, γεροδεμένος μαύρος, δεν είχε πει κουβέντα ακόμη. Το όνομά του ήταν Μπάτσι Ντάικς. Ήταν ένας ευαίσθητος νεαρός αστυφύλακας, που τον είχε πάρει το μάτι μου στο τμήμα. Οι τέσσερις μας μπήκαμε μαζί στο σπίτι του θανάτου. Πήραμε ο καθένας από μια βαθιά ανάσα. Ο Σάμπσον με χτύπησε χαϊδευτικά στον ώμο. Ήξερε ότι οι φόνοι παιδιών με αναστάτωναν.

Τα τρία πτώματα βρίσκονταν στον πάνω όροφο, στην μπροστινή κρεβατοκάμαρα, αμέσως μετά το κεφαλόσκαλο. Ήταν η μητέρα, η Τζιν «Που» Σάντερς, τριάντα δυο ετών. Ακόμη και στο θάνατο, το πρόσωπο της φαινόταν βασανισμένο. Είχε μεγάλα, καστανά μάτια, ψηλά ζυγωματικά και σαρκώδη χείλια, που είχαν ήδη αρχίσει να μπλαβιάζουν. Το στόμα της ήταν ορθάνοιχτο σαν να ούρλιαζε. Ήταν η κόρη της «Που», η Σουζέτ Σάντερς, με δεκατέσσερα χρόνια ζωής σ' αυτή τη γη. Δεν ήταν παρά ένα κοριτσάκι, αλλά ήταν ομορφότερη από τη μητέρα της. Φορούσε μια μοβ κορδέλα στα πλεγμένα μαλλιά της κι ένα μικρό σκουλαρίκι στη μύτη, για να δείχνει μεγαλύτερη από την πραγματική της ηλικία. Η Σουζέτ ήταν φιμωμένη μ' ένα σκούρο μπλε καλσόν. Ήταν ο μικρός γιος, ο Μάσταφ Σάντερς, τριών ετών, πεσμένος ανάσκελα, με τα μαγουλάκια του λεκιασμένα από δάκρυα. Φορούσε μια πιτζαμοφορμίτσα, σαν αυτές που φορούν και τα δικά μου παιδιά. Όπως ακριβώς είχε πει και η Νάνα Μάμα, τούτο ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που κάποιοι είχαν αφήσει να εξελιχθεί σε μια ελεεινή πόλη. Σ' αυτή τη μεγάλη ελεεινή χώρα μας. Η μητέρα και η κόρη ήταν δεμένες πάνω σ' ένα ιμιτασιόν μπρούντζινο κεφαλάρι κρεβατιού. Σατέν εσώρουχα και μαύρες και κόκκινες διχτυωτές κάλτσες είχαν χρησιμοποιηθεί αντί για σχοινί. Έβγαλα το δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο που έχω πάντα μαζί μου και άρχισα να καταγράφω τις πρώτες μου παρατηρήσεις. «Υποθέσεις ανθρωποκτονιών Η234 914 μέχρι και 916. Μια μητέρα, μια έφηβη κόρη, ένα μικρό αγόρι. Οι γυναίκες έχουν χτυπηθεί με κάτι εξαιρετικά κοφτερό. Με μεγάλο ξυράφι, πιθανότατα. »Τα στήθη τους έχουν αποκοπεί. Οι μαστοί δε βρέθηκαν πουθενά. Το τρίχωμα του εφηβαίου των γυναικών έχει ξυριστεί. Υπάρχουν πολλαπλά τραύματα από μαχαιριές, του είδους που οι παθολόγοι αποκαλούν "ενδείξεις παραφοράς". Υπάρχουν άφθονο αίμα και κόπρανα. Νομίζω ότι οι δυο γυναίκες —και η μητέρα και η κόρη— ήταν ιερόδουλες. Τις είχα δει να κάνουν πεζοδρόμιο».

Η φωνή μου ήταν τώρα ένα μουρμουρητό. Αναρωτήθηκα αν θα κατάφερνα να καταλάβω όλες τις λέξεις αργότερα. «Το πτώμα του μικρού αγοριού φαίνεται πεταμένο αδιάφορα στην άκρη. Ο Μάσταφ Σάντερς φοράει ένα παλιό πιτζαμάκι με σχέδια από αρκουδάκια. Αποτελεί ένα μικροσκοπικό, ασήμαντο σωρό μέσα στο δωμάτιο». Δεν κατάφερα να μη συγκινηθώ όταν στράφηκα προς το μικρό αγόρι και είδα τα θλιμμένα, άψυχα μάτια του να με κοιτάζουν. Μέσα στο κεφάλι μου ηχούσε ένα δυνατό βουητό. Η καρδιά μου πονούσε. Καημένε, μικρέ Μάσταφ, όποιος και να 'σαι. «Δεν πιστεύω ότι ήθελε να σκοτώσει το αγοράκι», είπα στον Σάμπσον. «Αυτός ή αυτή». « Ή αυτό», είπε ο Σάμπσον κουνώντας το κεφάλι του. «Εγώ ψηφίζω ότι είναι αυτό. Πρόκειται για Πράγμα, Άλεξ. Για το ίδιο Πράγμα που χτύπησε στο Κόντον Τέρας στην αρχή της εβδομάδας».

Κεφάλαιο 3

Α Φ Ο Τ Ο Υ ΗΤΑΝ τριών ή τεσσάρων ετών, η Μάγκι Ρόσυζ Νταν αποτελούσε πάντοτε αντικείμενο παρακολούθησης των άλλων ανθρώπων. Στα εννιά της είχε συνηθίσει πια το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του κόσμου και τους ξένους που τη χάζευαν, λες και ήταν ο Ψαλιδοχέρης ή το Κορίτσι Φρανκενστάιν. Εκείνο το πρωί την παρακολουθούσαν, αλλά η ίδια δεν το ήξερε. Αυτή τη φορά θα έπρεπε να τη νοιάζει. Αυτή τη φορά η παρακολούθηση είχε πολύ μεγάλη σημασία. Η Μάγκι Ρόουζ πήγαινε στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον στην Τζόρτζταουν, όπου προσπαθούσε να περνάει απαρατήρητη ανάμεσα στους υπόλοιπους εκατόν τριάντα μαθητές. Εκείνη τη στιγμή τραγουδούσαν όλοι μαζί με ενθουσιασμό, μέσα στο αμφιθέατρο του σχολείου. Δεν ήταν εύκολο για τη Μάγκι Ρόουζ να περνάει απαρατήρητη, κι ας το λαχταρούσε απελπισμένα. Όπως και να το κάνουμε, ήταν η εννιάχρονη κόρη της Κάθριν Ρόουζ. Η Μάγκι δεν μπορούσε να περάσει μπροστά από μια βιντεολέσχη εμπορικού κέντρου, χωρίς να δει τη φωτογραφία της μητέρας της. Οι ταινίες της μητέρας της προβάλλονταν στην τηλεόραση περίπου κάθε δεύτερο βράδυ. Η μαμά της ήταν υποψήφια για Όσκαρ συχνότερα απ' όσο αναφέρονταν στο περιοδικό Πιπλ οι περισσότερες άλλες ηθοποιοί. Εξαιτίας όλων αυτών, η Μάγκι Ρόουζ κατέβαλλε ιδιαί-

τερες προσπάθειες για να περνάει απαρατήρητη. Εκείνο το πρωί φορούσε ένα φθαρμένο φουτεράκι Φίντο Ντίντο, με τρύπες σε στρατηγικά σημεία μπρος και πίσω. Είχε διαλέξει, επίσης, ένα βρόμικο, τσαλακωμένο μπλουτζίν. Φορούσε παλιά ροζ αθλητικά παπούτσια Ρίμποκ —τα αγαπημένα της— και καλτσούλες Φίντο Ντίντο, διαλεγμένες από τον πάτο της ντουλάπας της. Επίτηδες, δεν είχε λούσει τα μακριά, ξανθά μαλλιά της πριν φύγει για το σχολείο. Τα μάτια της μαμάς της γούρλωσαν όταν είδε το σύνολο. Της είπε τέσσερις φορές «Μπλιαχ», αλλά τελικά άφησε τη Μάγκι να πάει στο σχολείο έτσι. Η μαμά της ήταν εντάξει τύπος. Καταλάβαινε πραγματικά τις δυσκολίες που είχε ν' αντιμετωπίσει η Μάγκι στη ζωή της. Τα παιδιά στο γεμάτο αμφιθέατρο, από την πρώτη μέχρι την έκτη δημοτικού, τραγουδούσαν το «Fast Car» της Τρέισι Τσάπμαν. Προτσύ παίξει η κυρία Καμίνσκι το τραγούδι στο απαστράπτον, μαύρο πιάνο μάρκας Στάινγουεϊ, είχε προσπαθήσει να εξηγήσει το μήνυμά του σε όλους. «Αυτό το συγκινητικό τραγούδι, γραμμένο από μια νέα, μαύρη γυναίκα από τη Μασαχουσέτη, μιλάει για το πώς είναι να είσαι πάμπτωχος στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Μιλάει για το πώς είναι να είσαι μαύρος τη δεκαετία του 1990». Η μικροκαμωμένη, κάτισχνη δασκάλα της μουσικής ήταν πάντα πολύ δραματική. Αισθανόταν ότι καθήκον του καλού δασκάλου δεν ήταν μόνο να πληροφορεί, αλλά και να πείθει, να διαπλάθει τα αξιόλογα νεαρά μυαλά σ' αυτό το μεγάλου κύρους δημοτικό σχολείο. Τα παιδιά συμπαθούσαν την κυρία Καμίνσκι, γι' αυτό προσπαθούσαν να φανταστούν τη δυσάρεστη θέση των φτωχών και των μη προνομιούχων. Καθώς τα δίδακτρα στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον έφταναν τις δώδεκα χιλιάδες δολάρια το χρόνο, αυτό απαιτούσε αρκετή φαντασία εκ μέρους τους. S «Έχεις ένα γρήγορο αυτοκίνητο», τραγουδούσαν μαζί με την κυρία Καμίνσκι και το πιάνο της. «Κι εγώ έχω ένα σχέδιο, που θα μας πάρει μακριά από δω». Καθώς η Μάγκι τραγουδούσε t o «Fast Car», πάσχιζε αληθινά να φανταστεί πώς είναι να είναι κανείς τόσο φτω-

χός. Είχε δει αρκετούς φτωχούς να κοιμούνται μες στο κρύο στους δρόμους της Ουάσιγκτον. Αν πίεζε το μυαλό της, κατάφερνε να φέρει στο νου της τρομερές σκηνές γύρω από την Τζόρτζταουν και το Ντιπόν Σερκλ. Ιδίως τους άντρες με τα βρόμικα κουρέλια που έπλεναν παρμπρίζ στο κάθε φανάρι. Η μητέρα της τους έδινε πάντοτε ένα δολάριο, μερικές φορές και περισσότερα. Κάποιοι από τους ζητιάνους αναγνώριζαν τη μαμά της και έκαναν σαν τρελοί. Χαμογελούσαν, λες και τα προβλήματά τους είχαν πάρει τέλος· και η Κάθριν Ρόουζ είχε πάντα μια καλή κουβέντα να τους πει. «Έχεις ένα γρήγορο αυτοκίνητο», τραγουδούσε η Μάγκι Ρόουζ. Αισθανόταν τη φωνή της ν' ανεβαίνει, πραγματικά, στα ουράνια. «Είναι όμως αρκετά γρήγορο, ώστε να πετάξουμε μακριά; »Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση. »Θα φύγουμε απόψε ή θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε έτσι;» Το τραγούδι τελείωσε με δυνατά χειροκροτήματα και ζητωκραυγές απ' όλα τα παιδιά μέσα στο αμφιθέατρο. Η κυρία Καμίνσκι έκανε μια ιδιόρρυθμη, μικρή υπόκλιση μπροστά στο πιάνο της. «Σοβαρή δουλειά», μουρμούρισε ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ. Ο Μάικλ στεκόταν δίπλα ακριβώς στη Μάγκι. Ήταν ο καλύτερός της φίλος στην Ουάσιγκτον, όπου η Μάγκι είχε μετακομίσει μαζί με τους γονείς της από το Λος Άντζελες εδώ και λιγότερο από ένα χρόνο. Ο Μάικλ είχε μιλήσει ειρωνικά, φυσικά. Όπως πάντα. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τα άτομα που δεν ήταν τόσο έξυπνα όσο εκείνος —το οποίο σήμαινε όλους σχεδόν τους ανθρώπους στον κόσμο. Η Μάγκι ήξερε ότι ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ ήταν ένας αυθεντικός διανοητής. Ήταν ένας συλλέκτης των πάντων, ένας άνθρωπος των έργων και όχι μόνο των λόγων, που διάβαζε τα πάντα και έκανε πάντοτε αστεία αν σε συμπαθούσε. Όμως γεννήθηκε με κυάνωση και ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος για την ηλικία του. Αυτό του έδωσε το παρατσούκλι Γαριδούλης, το οποίο κατέβαζε, κατά κάποιο τρόπο, τον Μάικλ από το βάθρο του, αυτό του διανοητή. Τα περισσότερα πρωινά η Μάγκι και ο Μάικλ πήγαιναν

στο σχολείο με το ίδιο αυτοκίνητο. Εκείνο το πρωί είχαν έρθει μ' ένα αυτοκίνητο της Μυστικής Υπηρεσίας. Ο πατέρας του Μάικλ ήταν ο υπουργός Οικονομικών. Ναι, ο υπουργός Οικονομικών. Στην πραγματικότητα, κανένας δεν ήταν τελείως «νορμάλ» στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον. Όλοι προσπαθούσαν να περνούν απαρατήρητοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Καθώς έβγαιναν οι μαθητές από το αμφιθέατρο, απαντούσαν ένας ένας στην ερώτηση ποιος θα τους έπαιρνε μετά το τέλος των μαθημάτων. Η ασφάλεια είχε τρομακτική σημασία στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον. «Ο κύριος Ντιβάιν...» άρχισε να λέει η Μάγκι στο δάσκαλο που έκανε αυτό τον έλεγχο στην έξοδο του αμφιθεάτρου. Το όνομά του ήταν Γκέστιερ και δίδασκε ξένες γλώσσες -^γαλλικά, ρωσικά και κινέζικα. «Και ο Τζόλι Τσόλι Τσάκλι», συμπλήρωσε ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ. «Μυστική Υπηρεσία, Ομάδα Δεκαεννιά. Αυτοκίνητο Λίνκολν. Αριθμός κυκλοφορίας SC-59. Βόρεια έξοδος, κτίριο Πέλαμ. Έχουν αναλάβει να φυλάνε μονά, επειδή το κολομβιανό καρτέλ έχει απειλήσει να σκοτώσει τον πατέρα μου. Ορεβονάρ, μον προφεσέρ». Στο βιβλίο εξόδου του σχολείου καταγράφηκε για την 21η Δεκεμβρίου: Μ. Γκόλντμπεργκ και Μ. Ρ. Νταν — Αναχώρηση με Μυστική Υπηρεσία. Βόρεια έξοδος, Πέλαμ, στις τρεις. «Έλα, αστέρι μου». Ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ έδωσε μια γερή αγκωνιά στα πλευρά της Μάγκι Ρόουζ. «Έχω ένα γρήγορο αυτοκίνητο. Αχά, αχά. Κι έχω ένα σχέδιο που θα μας πάρει μακριά από δω». Δεν είναι ν' απορεί κανείς που τον συμπαθώ, σκέφτηκε η Μάγκι. Ποιος άλλος θα την αποκαλούσε αστέρι; Ποιος άλλος, εκτός από τον Γαριδούλη Γκόλντμπεργκ; Ενώ έβγαιναν από το αμφιθέατρο, οι δύο φίλοι βρίσκονταν υπό παρακολούθηση. Κανείς τους δεν πρόσεξε κάτι που να πηγαίνει στραβά, κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Δεν έπρεπε. Αυτή ήταν η βασική ιδέα. Το μεγάλο σχέδιο.

Κεφάλαιο 4

Σ τ ί Σ ΕΝΝΕΑ η ώρα εκείνο το πρωί η κυρία Βίβιαν Κιμ αποφάσισε να αναπαραστήσει το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ στην τάξη της, στο Δημοτικά Σχολείο Ουάσιγκτον. Δε θα το ξεχνούσε ποτέ. Η Βίβιαν Κιμ ήταν μια έξυπνη, χαριτωμένη και συναρπαστική δασκάλα της Αμερικανικής Ιστορίας. Το μάθημά της ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα των μαθητών. Δύο φορές την εβδομάδα η κυρία Κιμ παρουσίαζε μια παρωδία κάποιου ιστορικού γεγονότος. Μερικές φορές άφηνε τα παιδιά να την προετοιμάσουν. Τα παιδιά είχαν γίνει πολύ επιτήδεια σ' αυτή τη δουλειά και η ίδια είχε κάθε λόγο να δηλώνει ότι το μάθημά της δεν ήταν ποτέ βαρετό. Για κείνο το συγκεκριμένο πρωινό η Βίβιαν Κιμ είχε επιλέξει το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Ανάμεσα στα παιδιά της τρίτης τάξης της ήταν η Μάγκι Ρόουζ Νταν και ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ. Η τάξη βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Η Βίβιαν Κιμ υποδυόταν, εναλλάξ, το στρατηγό Χέιγκ, τον Χ. Ρ. Χάλντεμαν, τον Χένρι Κίσινγκερ, τον Τζ. Γκόρντον Λίντι, τον Πρόεδρο Νίξον, τον Τζον και τη Μάρθα Μίτσελ και τον Τζον και τη Μορίν Ντιν. Ήταν καλή μίμος και έκανε εξαιρετική δουλειά υποδυόμενη τον Λίντι, τον Νίξον, το στρατηγό Χέιγκ και, ιδιαίτερα, τους Μίτσελ και τη Μορίν Ντιν. «Στο ετήσιο μήνυμά του για την κατάσταση της χώρας, ο

Πρόεδρος Νίξον μίλησε προς όλο το έθνος από την τηλεόραση», είπε η κυρία Κιμ στα παιδιά. «Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι μας είπε ψέματα. 'Οταν ένας ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος λέει ψέματα, διαπράττει ένα φοβερό έγκλημα. Ο λαός δίνει την εμπιστοσύνη του σ' αυτό το πρόσωπο, βασιζόμενος στην εντιμότητα των λόγων του, στην ακεραιότητά του». «Γιούχα. Ου!» Κάποια παιδιά της τάξης έδειξαν μ' αυτό τον τρόπο τη συμμετοχή τους στο μάθημα. Η Βίβιαν Κιμ ενθάρρυνε αυτού του είδους τη συμμετοχή, όταν αυτή γινόταν μέσα σε λογικά πλαίσια. «Έχετε απόλυτο δίκιο να γιουχάρετε», είπε. «Τέλος πάντων, σ' αυτή τη χρονική στιγμή της ιστορίας μας, ο κύριος Νίξον απευθύνθηκε προς το έθνος, προς ανθρώπους όπως εσείς κι εγώ». Η Βίβιαν Κιμ πήρε μια πόζα σαν να βρισκόταν μπροστά στο έδρανο ενός ομιλητή και άρχισε να παριστάνει τον Ρίτσαρντ Νίξον για την τάξη της. Η κυρία Κιμ πήρε μια σκοτεινή και βλοσυρή έκφραση. Άρχισε να κουνάει το κεφάλι της δεξιά αριστερά. «Θέλω να ξέρετε ότι δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να εγκαταλείψω ποτέ το έργο που ο αμερικανικός λαός μου ανέθεσε να φέρω εις πέρας για τους πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών». Η Βίβιαν Κιμ έκανε μια παύση στα αυθεντικά λόγια από τον επονείδιστο λόγο του Νίξον. Ήταν σαν να κρατούσε στον αέρα μια νότα σε μια κακή αλλά επιβλητική όπερα. Η τάξη των είκοσι τεσσάρων παιδιών ήταν βουβή. Για την ώρα η κυρία Κιμ είχε κερδίσει την απόλυτη προσοχή τους. Επρόκειτο για τον επί γης παράδεισο ενός δασκάλου, άσχετα από.το πόσο σύντομη θα ήταν η διάρκειά του. Τέλεια, σκέφτηκε από μέσα της η Βίβιαν Κιμ. Έ ν α κοφτό «τακ, τακ, τακ» ακούστηκε πάνω στο αδιαφανές τζάμι της πόρτας. Η μαγική στιγμή είχε χαθεί. «Ου! Γιούχα», είπε η Βίβιαν Κιμ μέσ' από τα δόντια της. «Ναι; Ποιος είναι; Εμπρός; Ποιος είναι;» φώναξε. Η πόρτα από γυαλί και λουστραρισμένο μαόνι άρχισε ν' ανοίγει σιγά σιγά. Κάποιο από τα παιδιά μουρμούρισε το μουσικό θέμα από την ταινία Εφιάλτης στο Δρόμο με τις Λεύκες. Ο κύριος Σόνετζι, διστακτικά, σχεδόν ντροπαλά,

μπήκε μέσα. Αυτόματα τα πρόσωπα όλων σχεδόν των παιδιών στην τάξη έλαμψαν. «Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε ο κύριος Σόνετζι με λεπτή, τρεμάμενη φωνή. Τα παιδιά έσκασαν στα γέλια. «Α! Για δες. Όλοι εδώ είναι», είπε. Ο Γκάρι Σόνετζι δίδασκε μαθηματικά και, επίσης, ηλεκτρονικούς υπολογιστές —μάθημα το οποίο ήταν δημοφιλέστερο ακόμη και από το μάθημα της Βίβιαν Κιμ. Είχε αρχή φαλάκρας, κρεμαστά μουστάκια και φορούσε μικρά, στρογγυλά γυαλιά. Δεν έμοιαζε με ίνδαλμα της ποπ, αλλά ήταν ο δημοφιλέστερος δάσκαλος στο σχολείο. Γιατί, πέρα από το γεγονός ότι ήταν ένας εμπνευσμένος εκπαιδευτικός, ο κύριος Σόνετζι ήταν η μεγάλη αυθεντία των βιντεοπαιχνιδιών Νιντέντο. Η δημοτικότητα του και το γεγονός ότι ήταν ένας μάγος των ηλεκτρονικών υπολογιστών τού είχαν χαρίσει το παρατσούκλι «Ο κύριος Τσιπς*». Ο κύριος Σόνετζι χαιρέτησε μερικούς μαθητές με τ' όνομά τους, καθώς διέσχιζε γρήγορα την απόσταση μέχρι την έδρα της κυρίας Κιμ. Κατόπιν οι δυο δάσκαλοι μίλησαν μεταξύ τους μπροστά στην έδρα. Η κυρία Κιμ είχε την πλάτη της στραμμένη προς την τάξη. Κάθε τόσο έγνεφε καταφατικά, χωρίς να λέει πολλά. Φαινόταν μικροσκοπική δίπλα στον κύριο Σόνετζι, ο οποίος ήταν πάνω από ένα και ογδόντα. Τελικά η κυρία Κιμ στράφηκε προς τα παιδιά. «Μάγκι Ρόουζ και Μάικλ Γκόλντμπεργκ, μπορείτε να έρθετε μπροστά; Φέρτε και τα πράγματά σας μαζί, αν έχετε την καλοσύνη». Η Μάγκι Ρόουζ και ο Μάικλ αντάλλαξαν απορημένες ματιές. Τι ήταν πάλι αυτό; Μάζεψαν τα πράγματά τους και κατευθύνθηκαν προς την έδρα για να μάθουν τι συνέβαινε. Τα υπόλοιπα παιδιά είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν, ακόμη και να συνομιλούν δυνατά μέσα στην τάξη. * Αναφορά στο κινηματογραφικό έργο Αντίο, κύριε Τσιπς με πρωταγωνιστή τον Πίτερ Ο' Τουλ, ο οποίος υποδύεται έναν πολύ αγαπητό στους μαθητές του καθηγητή· λογοπαίγνιο, επίσης, με τα τσιπς των ηλεκτρονικών υπολογιστών. (Σ.τ.Μ.)

«Εντάξει. Κλείστε το. Αυτά δεν είναι διάλειμμα», επέβαλε την τάξη η κυρία Κιμ. «Έχουμε ακόμη μάθημα. Παρακαλώ, να δείχνετε κάποιο σεβασμό στους κανόνες με τους οποίους έχουμε συμφωνήσει να φερόμαστε εδώ μέσα». Όταν πήγαν κοντά στην έδρα, ο κύριος Σόνετζι λύγισε τα γόνατά του για να μιλήσει ιδιαιτέρως με τη Μάγκι και τον Μάικλ. Ο Γαριδούλης Γκόλντμπεργκ ήταν τουλάχιστον δέκα εκατοστά κοντύτερος από τη Μάγκι Ρόουζ. «Υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα, αλλά δεν είναι λόγος για ν' ανησυχήσετε». Ο κύριος Σόνετζι ήταν ήρεμος και πολύ ευγενικός με τα παιδιά. «Βασικά όλα είναι εντάξει. Υπάρχει μόνο ένα προβληματάκι, αυτό είναι όλο. Όμως όλα είναι εντάξει». «Εμένα δε μου φαίνεται εντάξει», είπε ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ κουνώντας το κεφάλι του. «Ποιο είναι αυτό το περίφημο προβληματάκι;» Η Μάγκι Ρόουζ δεν είχε πει τίποτα ακόμη. Για κάποιο λόγο αισθανόταν φοβισμένη. Κάτι είχε συμβεί. Κάτι, αναμφισβήτητα, πήγαινε στραβά. Το ένιωθε βαθιά μέσα της. Η μαμά της της έλεγε πάντα ότι είχε πολύ μεγάλη φαντασία, έτσι προσπαθούσε να φαίνεται ψύχραιμη, να συμπεριφέρεται ψύχραιμα, να είναι ψύχραιμη. «Πριν από λίγο μας τηλεφώνησαν από τη Μυστική Υπηρεσία», είπε η κυρία Κιμ. «Δέχτηκαν μια απειλή. Αφορά εσένα και τη Μάγκι. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για φάρσα. Όμως θα σας στείλουμε και τους δυο στα σπίτια σας, προληπτικά. Για κάθε ενδεχόμενο. Εσείς, παιδιά, είστε μαθημένοι σ' αυτά τα πράγματα». «Είμαι σίγουρος ότι θα έχετε επιστρέψει και οι δύο πριν από το μεσημεριανό γεύμα», πρόσθεσε ο κύριος Σόνετζι για να υποστηρίξει την κυρία Κιμ, αν και δεν ακούστηκε ιδιαίτερα πειστικός. «Τι είδους απειλή;» ρώτησε η Μάγκι Ρόουζ τον κύριο Σόνετζι. «Εναντίον του πατέρα του Μάικλ; Ή έχει να κάνει με τη μαμά μου;» Ο κύριος Σόνετζι χτύπησε χαϊδευτικά το μπράτσο της Μάγκι. Πολύ συχνά, οι δάσκαλοι του ιδιωτικού σχολείου έμεναν έκπληκτοι με την ωριμότητα των περισσοτέρων από αυτά τα παιδιά.

«Α, το συνηθισμένο είδος απειλής που δεχόμαστε κάθε τόσο. Μεγάλα λόγια χωρίς αντίκρισμα. Είμαι σίγουρος ότι θα είναι κάποιος ανόητος που θέλει να τραβήξει την προσοχή του κόσμου. Κάποιος απαίσιος». Ο κύριος Σόνετζι έκανε μια υπερβολική γκριμάτσα. Έδειχνε την απαιτουμένη ανησυχία, αλλά έκανε τα παιδιά να αισθάνονται ασφαλή. «Τότε γιατί πρέπει να πάμε μέχρι τα σπίτια μας στον Ποτόμακ;» Ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ μόρφαζε και χειρονομούσε σαν μικροσκοπικός δικηγόρος. Από πολλές απόψεις αποτελούσε αστείο αντίγραφο του διάσημου πατέρα του, του υπουργού. «Για να μην παίρνουμε ρίσκα. Εντάξει; Αρκετά είπαμε. Δεν πρόκειται ν' ανοίξω συζήτηση μαζί σου, Μάικλ. Είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση;» Ο κύριος Σόνετζι μίλησε ήρεμα αλλά αποφασιστικά. «Όχι ακριβώς». Ο Μάικλ συνέχισε να κάνει μούτρα και να κουνάει το κεφάλι του. «Και βέβαια όχι. Σοβαρά, κύριε Σόνετζι. Αυτό δεν είναι τίμιο. Δεν είναι σωστό. Γιατί δεν μπορεί η Μυστική Υπηρεσία να έρθει εδώ και να περιμένει μέχρι να τελειώσουν τα μαθήματα;» «Δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο θέλουν να το χειριστούν», είπε ο κύριος Σόνετζι. «Δε φτιάχνω εγώ τους κανόνες». «Υποθέτω ότι είμαστε έτοιμοι», είπε η Μάγκι. «Έλα, Μάικλ. Σταμάτα να συζητάς. Είναι τελειωμένη υπόθεση». «Είναι τελειωμένη υπόθεση». Η κυρία Κιμ χαμογέλασε. «Θα σας στείλω στο σπίτι τα αυριανά σας μαθήματα». Η Μάγκι Ρόουζ και ο Μάικλ άρχισαν να γελούν. «Ευχαριστούμε, κυρία Κιμ!» είπαν μ' ένα στόμα. Η κυρία Κιμ έβρισκε πάντα ένα καλό αστείο ανάλογα με την περίσταση. Οι διάδρομοι έξω από την αίθουσα ήταν σχεδόν άδειοι και πολύ ήσυχοι. Ένας επιστάτης, ένας μαύρος ονόματι Έμετ Έβερετ, ήταν το μοναδικό πρόσωπο που είδε το τρίο να φεύγει από το κτίριο του σχολείου. Ακουμπισμένος πάνω στο σκουπόξυλό του, ο κύριος Έβερετ παρακολούθησε τον κύριο Σόνετζι και τα δυο παιδιά να διασχίζουν το μακρύ διάδρομο. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που τους είδε όλους μαζί. Βγήκαν από το σχολικό κτίριο και διέσχισαν βιαστικά

το λιθόστρωτο πάρκινγκ, το οποίο πλαισίωναν ψηλές σημύδες και θάμνοι. Τα παπούτσια του Μάικλ έκαναν θόρυβο πάνω στο λιθόστρωτο. «Ηλίθια παπούτσια», αστειεύτηκε η Μάγκι Ρόουζ γέρνοντας προς το μέρος του. «Φαίνονται σαν ηλίθια, συμπεριφέρονται σαν ηλίθια, ακούγονται σαν ηλίθια». Ο Μάικλ δεν είχε τίποτα να της απαντήσει. Τι θα μπορούσε να πει; Η μητέρα και ο πατέρας του εξακολουθούσαν ν' αγοράζουν τα ρούχα και τα παπούτσια του από το φρικτό Μπρουκς Μπράδερς. «Τι υποτίθεται ότι θα έπρεπε να φοράω, δεσποινίς Γκλόρια Βάντερμπιλτ; Ροζ αθλητικά παπούτσια;» «Και βέβαια ροζ αθλητικά», είπε ακτινοβολώντας η Μάγκι. « Ή λαχανί αθλητικά. Πάντως όχι παπούτσια για κηδεία, Γαριδούλη». Ο κύριος Σόνετζι οδήγησε τα παιδιά σ' ένα καινούριο μπλε βαν, το οποίο ήταν παρκαρισμένο κάτω από τις φτελιές και τις βαλανιδιές που ήταν φυτεμένες κατά μήκος του κτιρίου της διεύθυνσης και του γυμναστηρίου. Ασυντόνιστα χτυπήματα από μπάλες του μπάσκετ αντηχούσαν μέσα από το γυμναστήριο. «Εσείς οι δύο μπορείτε να πηδήξετε κατευθείαν εδώ πίσω. Οπαλάκια. Έτσι μπράβο», είπε ο κύριος Σόνετζι. Ο δάσκαλος βοήθησε τα παιδιά να σκαρφαλώσουν στο πίσω μέρος του βαν. Τα γυαλιά του γλιστρούσαν συνεχώς στη μύτη του. Τελικά τα έβγαλε. «Εσείς θα μας πάτε σπίτι;» ρώτησε ο Μάικλ. «Ξέρω ότι δεν είναι καμία λιμουζίνα Μερσέντες, αλλά θα πρέπει να βολευτείτε, σερ Μάικλ. Εγώ ακολουθώ απλώς τις οδηγίες που πήραμε από το τηλέφωνο. Μίλησα με τον κύριο Τσάκλι». «Τον Τζόλι Τσόλι». Ο Μάικλ χρησιμοποίησε το παρατσούκλι που είχε δώσει στον πράκτορα της Μυστικής Υπηρεσίας. Ο κύριος Σόνετζι ανέβηκε στο βαν και κλείσε τη συρόμενη πόρτα με πάταγο. «Ένα δευτερόλεπτο μόνο, να σας κάνω λίγο χώρο εδώ, παιδιά».

Ο κύριος Σόνετζι άρχισε να σκαλίζει κάτι χαρτοκιβώτια που ήταν στοιβαγμένα στο μπροστινό μέρος του βαν. Το φορτηγάκι ήταν άνω κάτω. Αποτελούσε το ακριβώς αντίθετο του τακτικού, σχεδόν αντισηπτικού στυλ του δασκάλου των μαθηματικών στο σχολείο. «Καθίστε όπου θέλετε, παιδιά». Συνέχισε να μιλάει ενόσω έψαχνε για κάτι. 'Οταν ξαναστράφηκε προς το μέρος τους, ο Γκάρι Σόνετζι φορούσε μια τρομακτική ελαστική μαύρη μάσκα. Μπροστά στο στήθος του κρατούσε ένα μεταλλικό εργαλείο. Το εργαλείο έμοιαζε με μικρογραφία πυροσβεστήρα, μόνο που ήταν πιο εξελιγμένης τεχνολογίας απ' ό,τι ένας πυροσβεστήρας. «Κύριε Σόνετζι;» φώναξε η Μάγκι Ρόουζ. «Κύριε Σόνετζι!» Ύψωσε τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπο της. «Μας τρομάζετε. Σταματήστε τα παιχνίδια!» Ο Σόνετζι είχε στρέψει το μικρό, μεταλλικό ρύγχος προς τη Μάγκι Ρόουζ και τον Μάικλ. Έκανε ένα γρήγορο βήμα προς το μέρος τους. Στηρίχτηκε γερά πάνω στις λαστιχένιες σόλες των μαύρων παπουτσιών του. «Τι είναι αυτό το πράγμα;» είπε ο Μάικλ, χωρίς να είναι καν σίγουρος γιατί το είπε. «Εγώ δεν ξέρω. Πάρε μια τζούρα, μικρή μεγαλοφυία. Εσύ θα μου πεις». Ο Σόνετζι τους ψέκασε με μια γερή δόση χλωροφόρμιο. Κράτησε πατημένη τη σκανδάλη για δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα. Τα δυο παιδιά είχαν καλυφθεί από ένα σύννεφο καθώς σωριάζονταν στο πίσω κάθισμα του βαν. «Έσβησαν τα λαμπερά φώτα», είπε ο κύριος Σόνετζι με τρυφερότητα και ευγένεια στη φωνή του. «Τώρα κανένας δεν πρόκειται να μάθει τι έγινε». Αυτή ήταν η ομορφιά του πράγματος. Κανένας δε θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια. Ο Σόνετζι κάθισε στη θέση του οδηγού και άναψε τη μηχανή του μπλε βαν. Βγαίνοντας από το πάρκινγκ, τραγουδούσε το «Magic Bus» των Χου. Βρισκόταν σε εξαιρετικά καλή διάθεση σήμερα. Μεταξύ άλλων, σχεδίαζε να γίνει ο πρώτος κατ' εξακολούθηση απαγωγέας της Αμερικής.

Κεφάλαιο 5

ΓυρΩ

ΣΤΙΣ ΕΝΤΕΚΑ παρά τέταρτο δέχτηκα ένα «επείγον» τηλεφώνημα στο σπίτι των Σάντερς. Δεν είχα διάθεση να μιλήσω με κανέναν για άλλες επείγουσες υποθέσεις. Είχα μόλις περάσει δέκα λεπτά παρέα με τους ανθρώπους των ειδήσεων. Την εποχή των φόνων στα γκέτο, μερικοί από τους δημοσιογράφους ήταν κολλητοί μου. Ήμουν ο χαϊδεμένος του Τύπου. Μέχρι που εμφανίστηκα και στο κυριακάτικο ένθετο της Ουάσιγκτον Ποστ. Μιλούσα για το ποσοστό των φόνων μαύρων στην Ουάσιγκτον —για άλλη μια φορά. Την τελευταία χρονιά είχαν γίνει στην πρωτεύουσά μας σχεδόν πεντακόσιοι φόνοι. Μόνο δεκαοχτώ από τα θύματα ήταν λευκοί. Δυο τρεις δημοσιογράφοι, μάλιστα, το επισήμαναν αυτό. Πρόοδος. Πήρα το ακουστικό από τα χέρια ενός νεαρού, έξυπνου ντετέκτιβ της Ειδικής Ερευνητικής Ομάδας, του Ρακίμ Πάουελ. Χάιδευα αφηρημένα μια μικρή μπάλα του μπάσκετ, που θα πρέπει να ανήκε στον Μάσταφ. Η μπάλα μου έδινε μια περίεργη αίσθηση. Γιατί να δολοφονηθεί ένα όμορφο αγοράκι κατ' αυτό τον τρόπο; Δεν μπορούσα να βρω απάντηση σ' αυτό το ερώτημα. Όχι μέχρι στιγμής, τουλάχιστον. «Είναι ο Χέφε, ο αρχηγός», μου είπε συνοφρυωμένος ο Ρακίμ. «Είναι εκνευρισμένος». «Εδώ Κρος», είπα στο τηλέφωνο των Σάντερς. Το κεφά-

λι μου βούιζε ακόμα. Ήθελα να τελειώνω μ' αυτή τη συζήτηση στα γρήγορα. Το ακουστικό μύριζε φτηνό άρωμα μασκ. Το άρωμα της Που ή της Σουζέτ, ίσως και των δύο. Πάνω σ' ένα τραπέζι κοντά στο τηλέφωνο υπήρχαν φωτογραφίες του Μάσταφ μέσα σε μια κορνίζα με σχήμα καρδιάς. Οι φωτογραφίες μ' έκαναν να σκεφτώ τα δύο δικά μου παιδιά. «Εδώ Πίτμαν, αρχηγός των ντετέκτιβ. Πώς είναι η κατάσταση εκεί πέρα;» «Νομίζω πως έχουμε έναν κατ' εξακολούθηση δολοφόνο. Μητέρα, κόρη κι ένα αγοράκι. Δεύτερη οικογένεια μέσα σε λιγότερο από μια εβδομάδα. Είχε κόψει το ηλεκτρικό στο σπίτι. Του αρέσει να δουλεύει στα σκοτεινά». Ανέφερα στον Πίτμαν μερικές ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Αυτό συνήθως του αρκούσε. Ο αρχηγός θα μ' άφηνε ήσυχο σ' αυτή την υπόθεση. Οι ανθρωποκτονίες στο Σάουθ-Ιστ δεν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα μέσα στη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην πρωτεύουσα. * Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα εκνευριστικής σιωπής. Κοιτούσα το χριστουγεννιάτικο δέντρο της οικογένειας Σάντερς στο δωμάτιο με την τηλεόραση. Ήταν στολισμένο με περίσσια φροντίδα· μικρομπιχλιμπίδια, φτηνιάρικα φανταχτερά στολίδια, πλεξούδες από φρούτα και ποπκόρν. Στην κορυφή υπήρχε ένας χειροποίητος άγγελος από αλουμινόχαρτο. «Εγώ άκουσα ότι σκοτώθηκε ένας έμπορος ναρκωτικών. Ένας έμπορος ναρκωτικών και δυο πόρνες», είπε ο Χέφε. «Όχι, λάθος», είπα στον Πίτμαν. «Εδώ έχουν στολίσει ένα όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο». «Ναι, βέβαια. Μη μου πουλάς τρέλα, Άλεξ. Όχι σήμερα. Όχι τώρα». Αν προσπαθούσε να μ' εκνευρίσει, τα είχε καταφέρει. «Το ένα θύμα είναι ένα τρίχρονο αγοράκι με την πιτζαμούλα του. Μπορεί να διακινούσε ναρκωτικά. Θα το ελέγξω». Δεν έπρεπε να το πω αυτό. Πολλά πράγματα δεν έπρεπε να λέω. Τελευταία ένιωθα ότι βρισκόμουν στα πρόθυρα της έκρηξης. Τελευταία σημαίνει εδώ και τρία χρόνια περίπου. «Εσύ και ο Τζον Σάμπσον να έρθετε αμέσως στο Δημο-

τικό Σχολείο Ουάσιγκτον», είπε ο Πίτμαν. «Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά». «Κι εδώ σοβαρά είναι», είπα στον αρχηγό των ντετέκτιβ. Προσπαθούσα να μη φωνάζω. «Είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για κατ' εξακολούθηση δολοφόνο. Η κατάσταση είναι πολύ άσχημη εδώ. Άνθρωποι κλαίνε στους δρόμους. Και είναι σχεδόν Χριστούγεννα». Ο αρχηγός Πίτμαν μας διέταξε να πάμε στο σχολείο της Τζόρτζταουν. Τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, επαναλάμβανε συνέχεια. Προτού φύγω για το Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον, τηλεφώνησα στη μονάδα της υπηρεσίας μας για τους κατ' εξακολούθηση δολοφόνους· έπειτα στην «υπερ-μονάδα», στη βάση του FBI στο Κουάντικο. To FBI διαθέτει ηλεκτρονικούς φακέλους όλων των γνωστών περιπτώσεων φόνων κατ' εξακολούθηση, ενημερωμένους με ψυχιατρικές γνωματεύσεις, που συνδυάζουν τον τρόπο εκτέλεσης κάθε φόνου με πολλές αδημοσίευτες λεπτομέρειες. Ενδιαφερόμουν για κάθε πιθανό συνδυασμό ηλικίας, φύλου και είδους των ακρωτηριασμών. Την ώρα που έφευγα από το σπίτι των Σάντερς, κάποιος από τους τεχνικούς της Σήμανσης μου έδωσε να υπογράψω μια αναφορά. Υπέγραψα με το συνηθισμένο μου τρόπο —μ' ένα +. Κρος*. Είμαι ζόρικος τύπος από ζόρικη γειτονιά, σωστά καταλάβατε.

* Cross: σταυρός, στα αγγλικά. (Σ.τ.Μ.)

Κεφάλαιο 6

Τ ο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ του ιδιωτικού σχολείου ήταν κάπως απειλητικό για τον Σάμπσον κι εμένα. Δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τα σχολεία και τους ανθρώπους του Σάουθ-Ιστ. Ήμαστε δύο από τους ελάχιστους μαύρους στον προθάλαμο της εισόδου του Δημοτικού Σχολείου Ουάσιγκτον. Είχα ακούσει ότι σ' αυτό το ιδιωτικό σχολείο πήγαιναν παιδιά από την Αφρική, παιδιά διπλωματών, δεν είδα όμως κανένα. Μόνο ομάδες ταραγμένων δασκάλων, γονέων και αστυνομικών. Άνθρωποι έκλαιγαν απροκάλυπτα στις μπροστινές πελούζες και στον προθάλαμο της εισόδου. Δυο μικρά παιδιά, δυο αθώα παιδάκια, είχαν απαχθεί από ένα από τα ιδιωτικά σχολεία με το μεγαλύτερο κύρος στην Ουάσιγκτον. Καταλάβαινα ότι ήταν μια θλιβερή, τραγική μέρα για όσους είχαν κάποια σχέση με το συμβάν. Μην το σκαλίζεις περισσότερο, είπα στον εαυτό μου. Συγκεντρώσαν μόνο στη δουλειά σου. Αρχίσαμε το αστυνομικό μας έργο. Προσπαθούσαμε να καταπνίξουμε την οργή που νιώθαμε, αλλά δεν ήταν εύκολο. Μπροστά μου έβλεπα συνέχεια τα θλιμμένα μάτια του μικρού Μάσταφ Σάντερς. Ένας ένστολος αστυνομικός μάς είπε ότι μας ήθελαν στο γραφείο του διευθυντή. Ο Πίτμαν, ο αρχηγός των ντετέκτιβ, βρισκόταν εκεί και μας περίμενε.

«Ψυχραιμία», με συμβούλεψε ο Σάμπσον. «Ζήσε για να πολεμήσεις και μια άλλη μέρα». Ο Τζορτζ Πίτμαν φοράει συνήθως στη δουλειά γκρίζο ή μπλε κοστούμι επιχειρηματία. Προτιμάει ακριβά ριγέ πουκάμισα και ασημογάλαζες ριγέ γραβάτες. Παπούτσια και ζώνες αγοράζει από το Τζόνσον & Μέρφι. Τα γκρίζα μαλλιά του είναι πάντα χτενισμένα προς τα πίσω με μπριγιαντίνη, έτσι ώστε να στέκονται στο σε σχήμα σφαίρας κεφάλι του σαν σφιχτό κράνος. Είναι γνωστός ως Χέφε, Αφεντικό των Αφεντικών, Ντούτσε, Τζόρτζι Πόρτζι... Νομίζω πως ξέρω πότε άρχισαν τα προβλήματά μου με τον Πίτμαν, τον αρχηγό των ντετέκτιβ. Μετά τη δημοσίευση στο κυριακάτικο ένθετο της Ουάσιγκτον Ποστ εκείνου του άρθρου για μένα. Το άρθρο ανέφερε ότι ήμουν ψυχολόγος, αλλά δούλευα στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών και Μειζόνων Εγκλημάτων της Αστυνομίας της Ουάσιγκτον. Είχα πει στο δημοσιογράφο για ποιο λόγο συνέχιζα να ζω στο Σάουθ-Ιστ. «Με κάνει να αισθάνομαι καλά, το ότι ζω εκεί. Κανένας δεν πρόκειται να με διώξει από το ίδιο μου το σπίτι». Στην πραγματικότητα, νομίζω ότι ήταν ο τίτλος του άρθρου που έκανε τον αρχηγό Πίτμαν (και κάποιους άλλους μέσα στην αστυνομία) έξω φρενών. Ερευνώντας για το άρθρο του, ο νεαρός δημοσιογράφος είχε πάρει συνέντευξη από τη γιαγιά μου. Η Νάνα είχε διατελέσει καθηγήτρια της αγγλικής λογοτεχνίας και ο ευεπηρέαστος δημοσιογράφος είχε εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα απ' αυτό. Στη συνέχεια η Νάνα του πέρασε την άποψή της ότι, επειδή οι μαύροι είναι κατά βάση άνθρωποι των παραδόσεων, λογικά θα ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι στο Νότο που θ' απομακρύνονταν από τη θρησκεία, την ηθική και, ακόμη, από τους καλούς τρόπους. Του είπε ότι εγώ, έχοντας γεννηθεί στη Βόρεια Καρολίνα, ήμουν ένας αυθεντικός Νότιος. Άσκησε επίσης κριτική για την εξιδανίκευση σχεδόν ψυχωσικών ντετέκτιβ στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στα βιβλία και στα άρθρα των εφημερίδων. Ο τίτλος του κομματιού, ο οποίος δέσποζε πάνω από μια μελαγχολική φωτογραφία μου, ήταν «Ο Τελευταίος Νότιος Τζέντλεμαν». Το άρθρο δημιούργησε μεγάλα προβλήματα πο τμήμα μας, όπου επικρατούσε ήδη πολλή ένταση. Ο αρ-

χηγός Πίτμαν, ιδιαίτερα, το εξέλαβε ως προσωπική προσβολή. Δεν μπορούσα να το αποδείξω, αλλά πίστευα ότι το άρθρο είχε προωθηθεί από κάποιον μέσ' από το γραφείο του δημάρχου. Χτύπησα τρεις φορές την πόρτα του διευθυντή του σχολείου και μπήκαμε μέσα με τον Σάμπσον. Πριν προλάβω να πω κουβέντα, ο Πίτμαν ύψωσε το δεξί του χέρι. «Κρος, θέλω μόνο ν' ακούσεις αυτό που έχω να πω», είπε καθώς ερχόταν προς το μέρος μας. «Έχει γίνει μια απαγωγή σ' αυτό το σχολείο. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική απαγωγή...» «Αυτό είναι πραγματικά πολύ άσχημο», τον διέκοψα αμέσως. «Δυστυχώς, ένας δολοφόνος έχει χτυπήσει, επίσης, στις γειτονιές Κόντον Τέρας και Λάνγκλεϊ. Ο δολοφόνος έχει ήδη χτυπήσει δυο φορές. Μέχρι στιγμής, έξι άνθρωποι είναι νεκροί. Ο Σάμπσον κι εγώ είμαστε οι υπεύθυνοι σ' αυτή την υπόθεση. Εμείς και κανείς άλλος». «Είμαι ενημερωμένος για την κατάσταση στα γκέτο του Κόντον και του Λάνγκλεϊ. Έ χ ω ήδη λάβει μέτρα. Το έχω φροντίσει», είπε ο Πίτμαν. «Σήμερα το πρωί ακρωτηρίασαν τα στήθη δύο μαύρων γυναικών. Το τρίχωμα του εφηβαίου τους ξυρίστηκε, ενόσω αυτές ήταν δεμένες στο κρεβάτι. Έχετε ενημερωθεί γι' αυτά;» τον ρώτησα. «Ένα τρίχρονο αγοράκι δολοφονήθηκε, φορώντας την πιτζαμούλα του». Πάλι φώναζα. Έριξα μια ματιά στον Σάμπσον και τον είδα να κουνάει το κεφάλι του. Μια ομάδα δασκάλων μέσα στο γραφείο κοίταξε προς το μέρος μας. «Ακρωτηρίασαν τα στήθη δύο νέων, μαύρων γυναικών», επανέλαβα για να το ακούσουν κι αυτοί. «Κάποιος τριγυρνάει σήμερα στην Ουάσιγκτον με γυναικείους μαστούς στην τσέπη του». Ο αρχηγός Πίτμαν μου έδειξε με μια χειρονομία το εσωτερικό γραφείο του διευθυντή. Ήθελε να κλειστούμε οι δυο μας μέσα στο δωμάτιο. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Ήθελα να έχω μάρτυρες όταν βρισκόμουν μαζί του. «Ξέρω τι σκέφτεσαι, Κρος». Χαμήλωσε τη φωνή του και μίλησε πολύ κοντά στο πρόσωπο μου. Με τύλιξε μια μυρωδιά τσιγαρίλας. «Νομίζεις ότι θέλω να σε στριμώξω, αλλά κάνεις λάθος. Ξέρω ότι είσαι καλός αστυνομικός. Ξέρω ότι, κατά κανόνα, είσαι σωστός».

«Όχι, δεν ξέρεις τι σκέφτομαι. Να σου πω τι σκέφτομαι. Έξι μαύροι είναι ήδη νεκροί. Ένας παρανοϊκός δολοφόνος κυκλοφορεί ελεύθερος. Βρίσκεται σε φάση παροξυσμού. Ακονίζει τα δόντια του. Τώρα δύο λευκά παιδάκια έχουν απαχθεί κι αυτό είναι φρικτό. Φρικτό! Όμως εγώ έχω ήδη ν' ασχοληθώ με μια γαμημένη υπόθεση!» Ξαφνικά ο Πίτμαν τίναξε το δείκτη του προς το μέρος μου. Το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. «Εγώ αποφασίζω με ποιες υποθέσεις ασχολείσαι! Εγώ το αποφασίζω! Έχεις εμπειρία ως διαπραγματευτής ομήρων. Είσαι ψυχολόγος. Έχουμε άλλους ανθρώπους για να στείλουμε στο Λάνγκλεϊ και στο Κόντον. Εξάλλου, ο δήμαρχος Μόνρο ζήτησε εσένα συγκεκριμένα». Ώστε περί αυτού επρόκειτο. Τώρα τα καταλάβαινα όλα. Είχε μεσολαβήσει ο δήμαρχος μας. Γι' αυτό ο Πίτμαν επέμενε σ' εμένα. «Και ο Σάμπσον; Αφήστε αυτόν, τουλάχιστον, στις δολοφονίες των γκέτο», είπα στον αρχηγό. «Αν έχεις παράπονα, τα παράπονά σου στο δήμαρχο. Θα δουλέψετε και οι δύο σ' αυτή την απαγωγή. Αυτό έχω μόνο να σου πω προς το παρόν». Ο Πίτμαν μας γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Μας είχαν αναθέσει την υπόθεση απαγωγής Νταν-Γκόλντμπεργκ, είτε μας άρεσε είτε όχι. Δε μας άρεσε. «Ίσως θα έπρεπε να πάμε για λίγο στο σπίτι των Σάντερς», είπα στον Σάμπσον. «Εδώ δεν πρόκειται να λείψουμε σε κανέναν», συμφώνησε ο φίλος μου.

Κεφάλαιο 7

]VIlA ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΗ

μαΰρη μοτοσικλέτα BMW Κ-1 σταμάτησε μπροστά στην πέτρινη πύλη του Δημοτικού Σχολείου Ουάσιγκτον. Τα στοιχεία του αναβάτη ελέγχθηκαν και στη συνέχεια η μοτοσικλέτα ακολούθησε ένα μακρύ, στενά δρομάκι προς ένα γκρίζο συγκρότημα σχολικών κτιρίων. Η ώρα ήταν έντεκα. Η BMW Κ-1 ανέπτυξε ταχύτητα εκατό χιλιομέτρων μέσα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που χρειάστηκε για να φτάσει μέχρι το κτίριο της διεύθυνσης. Τότε η μοτοσικλέτα φρέναρε εύκολα και απαλά, χωρίς να τινάξει σχεδόν καθόλου χαλίκια. Ο αναβάτης της την τσούλησε πίσω από μια μακριά λιμουζίνα Μερσέντες σε χρώμα γκρι του μαργαριταριού και πινακίδες του διπλωματικού σώματος ΔΣ101. Καθισμένη ακόμη πάνω στη μοτοσικλέτα, η Τζέζι Φλάναγκαν έβγαλε το μαύρο κράνος της και ελευθέρωσε τα μακριά, ξανθά μαλλιά της. Φαινόταν γύρω στα είκοσι οχτώ. Στην πραγματικότητα είχε κλείσει τα τριάντα δύο εκείνο το καλοκαίρι. Η ζωή απειλούσε να την προσπεράσει. Ήταν ένα ερείπιο τώρα, αρχαία ιστορία, όπως πίστευε η ίδια. Είχε έρθει κατευθείαν από το μικρό εξοχικό της σπίτι δίπλα στη λίμνη και από τις πρώτες διακοπές της ύστερα από είκοσι εννέα μήνες. Αυτό το τελευταίο γεγονός εξηγούσε και το στυλ του ντυσίματος της εκείνο το πρωί —το δερμάτινο, μοτοσικλετι-

στικό μπουφάν, το ξεθωριασμένο μαΰρο τζιν με τα μάλλινα προστατευτικά για τις γάμπες, τη φαρδιά δερμάτινη ζώνη, το κοκκινόμαυρο καρό πουκάμισο και τις παλιές αρβύλες. Δυο ένστολοι αστυνομικοί έτρεξαν κοντά της. «Μην ανησυχείτε, κύριοι», τους είπε, «ορίστε η ταυτότητά μου». Αφού εξέτασαν την ταυτότητα, οι δυο αστυνομικοί οπισθοχώρησαν γρήγορα και έγιναν εξυπηρετικότατοι. «Μπορείτε να περάσετε αμέσως», είπε ο ένας απ' αυτούς. «Υπάρχει μια πλευρική πόρτα, πίσω ακριβώς από κείνους τους •ψηλούς θάμνους, κυρία Φλάναγκαν». Η Τζέζι Φλάναγκαν κατάφερε να χαρίσει ένα φιλικό χαμόγελο οτους δύο σχολαστικούς αστυνομικούς. «Ξέρω ότι το ντύσιμο μου σας φαίνεται λίγο περίεργο, αλλά ήμουν σε διακοπές και ταξίδευα με τη μοτοσικλέτα μου». Η Τζέζι Φλάναγκαν ακολούθησε το μονοπάτι που διέσχιζε ένα άψογο γκαζόν, καλυμμένο ελαφρά με πάχνη, και εξαφανίστηκε μέσα στο κτίριο διοίκησης του σχολείου. Κανένας από τους δύο αστυνομικούς δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της μέχρι να βγει από το οπτικό τους πεδίο. Τα ξανθά της μαλλιά ανέμιζαν σαν σερπαντίνες στον παγωμένο, χειμωνιάτικο αέρα. Ακόμη και με βρόμικο τζιν και αρβύλες, η εμφάνιση της ήταν εντυπωσιακή. Και κατείχε μια πολύ σημαντική θέση. Οι δύο αστυνομικοί το ήξεραν αυτό από την ταυτότητά της. Η Τζέζι Φλάναγκαν ανήκε στους ισχυρούς του επαγγέλματος της. Καθώς διέσχιζε τον προθάλαμο της εισόδου, κάποιος την άδραξε. Κάποιος άρπαξε ένα κομμάτι της Τζέζι Φλάναγκαν, πράγμα που αποτελούσε χαρακτηριστικό στοιχείο της ζωής της στην Ουάσιγκτον. Ο Βίκτορ Σμιτ την κρατούσε από το μπράτσο. Κάποτε —και σήμερα η Τζέζι δυσκολευόταν να το πιστέψει— ο Βίκτορ ήταν συνεργάτης της. Ο πρώτος της, για την ακρίβεια. Τώρα ο Βίκτορ ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια κάποιου από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Ουάσιγκτον. Ο Βίκτορ ήταν κοντός και είχε .αρχίσει να κάνει φαλάκρα. Ντυνόταν κομψά και με ακριβά ρούχα. Είχε αυτοπεποίθηση, χωρίς να υπάρχει κάτι που να τη δικαιολογεί. Η Τζέζι πάντα πίστευε ότι κακώς ο Βίκτορ βρισκόταν στη Μυ-

στική Υπηρεσία· ίσως θα ήταν καταλληλότερος για χαμηλές βαθμίδες του διπλωματικού σώματος. «Τζέζι, πώς είσαι;» μισσψιθύρισε ο Βίκτορ. Απ' ό,τι θυμόταν η Τζέζι, ποτέ του δεν έκανε κάτι ολοκληρωμένα. Αυτό την εκνεύριζε πάντοτε. Η Τζέζι Φλάναγκαν εξερράγη. Αργότερα συνειδητοποίησε ότι ήταν ήδη έτοιμη να εκραγεί όταν τη σταμάτησε ο Σμιτ. Όχι πως χρειαζόταν δικαιολογία για να ξεσπάσει. Όχι εκείνο το πρωί. Όχι κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. «Βικ, ξέρεις ότι έχουν πάρει δυο παιδιά απ' αυτό το σχολείο, ότι μπορεί να τα έχουν απαγάγει;» του είπε απότομα. «Κι ότι το ένα είναι ο γιος του υπουργού Οικονομικών; Και το άλλο το κοριτσάκι της Κάθριν Ρόουζ; Της ηθοποιού Κάθριν Ρόουζ Νταν. Πώς λες να είμαι; Αισθάνομαι ναυτία. Είμαι εκνευρισμένη. Είμαι, επίσης, αγχωμένη». «Ένα γεια ήθελα να σου πω όλο κι όλο, Τζέζι. Ξέρω πολύ καλά τι έχει συμβεί». Αλλά η Τζέζι Φλάναγκαν είχε ήδη απομακρυνθεί, εν μέρει για να μην πει τίποτε άλλο στον Σμιτ. Ήταν πραγματικά εκνευρισμένη. Και αισθανόταν ναυτία. Και, κυρίως, ήταν αγχωμένη όσο ποτέ άλλοτε. Δεν έψαχνε τόσο για οικεία πρόσωπα μέσα στον προθάλαμο της εισόδου, όσο για τα σωστά πρόσωπα. Και τώρα διέκρινε δύο απ' αυτά! Τον Τσάρλι Τσάκλι και τον Μάικ Ντιβάιν. Τους πράκτορές της. Τους δύο άντρες στους οποίους είχε αναθέσει την ασφάλεια του μικρού Μάικλ Γκόλντμπεργκ και της Μάγκι Ρόουζ Νταν, καθώς τα δύο παιδιά πηγαινοέρχονταν από το σπίτι στο σχολείο μαζί. «Πώς είναι δυνατό να συνέβη αυτό;» Η φωνή της ήταν δυνατή. Δεν την ένοιαζε αν οι κουβέντες παραδίπλα είχαν σταματήσει και την κοίταζαν όλοι. Μια μαύρη τρύπα είχε δημιουργηθεί μέσα στο θόρυβο και στο χάος του προθαλάμου του σχολείου. Έπειτα ρώτησε χαμηλόφωνα τους πράκτορες τι είχε συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τους άκουγε σιωπηλή, αφήνοντάς τους να της εξηγήσουν. Κατά τα φαινόμενα, δεν της άρεσαν αυτά που της έλεγαν. «Να φύγετε, να πάτε στο διάβολο», εξερράγη για δεύτερη φορά. «Φύγετε από δω αμέσως. Να μη σας βλέπω!» «Δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσαμε να είχαμε κά-

νει», προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Τσάρλι Τσάκλι. «Τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει; Για τ' όνομα του Θεού!» Κι έπειτα, μαζί με τον Ντιβάιν, απομακρύνθηκαν με σκυμμένα τα κεφάλια. Όσοι ήξεραν την Τζέζι Φλάναγκαν μπορούσαν να κατανοήσουν την έντονη αντίδρασή της. Δυο παιδιά είχαν χαθεί. Κι αυτό είχε συμβεί στη βάρδια της. Αυτή ήταν η άμεση προϊσταμένη των πρακτόρων της Μυστικής Υπηρεσίας, οι οποίοι φύλαγαν τους πάντες σχεδόν, εκτός από τον Πρόεδρο· τα σημαντικότερα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και τις οικογένειές τους, πέντ' έξι γερουσιαστές, μεταξύ των οποίων και τον Τεντ Κένεντι. Η ίδια αναφερόταν απευθείας στον υπουργό Οικονομικών. Είχε δουλέψει απίστευτα σκληρά για ν' αποκτήσει όλη αυτή την εμπιστοσύνη και την ευθύνη και ήταν υπεύθυνος άνθρωπος. Εβδομάδες των εκατό ωρών- καθόλου διακοπές τη μια χρονιά μετά την άλλη· καθόλου προσωπική ζωή, κατά κάποιο τρόπο. Μπορούσε ήδη ν' ακούσει τα σχόλια που θα επακολουθούσαν. Δυο από τους πράκτορές της τα είχαν κάνει μούσκεμα για τα καλά. Θα επακολουθούσε κάποια έρευνα —το κλασικό κυνήγι μαγισσών. Η Τζέζι Φλάναγκαν βρισκόταν ήδη στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Καθώς ήταν η πρώτη γυναίκα στην ιστορία που είχε διοριστεί σ' αυτή τη θέση, η πτώση, αν ερχόταν, θα ήταν απότομη και οδυνηρή και θα έπαιρνε μεγάλη δημοσιότητα. Διέκρινε, τελικά, το μοναδικό πρόσωπο που αναζητούσε μέσα στο πλήθος —και ήλπιζε να μην το βρει. Ο υπουργός Οικονομικών Τζέρολντ Γκόλντμπεργκ είχε ήδη έρθει στο σχολείο του γιου του. Δίπλα στον υπουργό στεκόταν ο δήμαρχος Καρλ Μόνρο, ένας γνωστός της ειδικός πράκτορας του FBI ονόματι Ρότζερ Γκράχαμ και δύο μαύροι, τους οποίους δεν αναγνώρισε εκείνη τη στιγμή. Και οι δύο μαύροι ήταν ψηλοί. Ο ένας τους, μάλιστα, υπερβολικά- ήταν τεράστιος. Η Τζέζι Φλάναγκαν πήρε βαθιά ανάσα και βάδισε γρήγορα προς το μέρος του υπουργού και των άλλων. «Λυπάμαι πολύ, Τζέρολντ», είπε ψιθυριστά μόλις έφτασε κοντά τους. «Είμαι σίγουρη πως τα παιδιά θα βρεθούν».

«Ένας δάσκαλος», ήταν το μόνο που κατάφερε να πει ο Τζέρολντ Γκόλντμπεργκ. Κούνησε το λευκό κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν υγρά και γυάλιζαν. «Ένας δάσκαλος, που δίδασκε παιδιά. Πώς είναι δυνατό να συνέβη κάτι τέτοιο;» Ήταν ένα ράκος. Ο υπουργός φαινόταν σχεδόν μια δεκαετία μεγαλύτερος από τα σαράντα εννέα του χρόνια. Το πρόσωπο του ήταν τόσο άσπρο όσο και οι ασβεστωμένοι τοίχοι του σχολείου. Πριν έρθει στην Ουάσιγκτον, ο Τζέρολντ Γκόλντμπεργκ ήταν χρηματιστής στη Γουόλ Στρητ. Είχε βγάλει είκοσι ή και τριάντα εκατομμύρια δολάρια στην ευνοϊκή για το κεφάλαιο, και από κάθε άποψη τρελή, δεκαετία του 1980. Ήταν πνευματώδης, κοσμογυρισμένος και ευφυής. Ήταν επίσης ρεαλιστής, όπως είναι συνήθως αυτοί οι άνθρωποι. Όμως εκείνη τη μέρα δεν ήταν παρά ο πατέρας ενός μικρού αγοριού που το είχαν απαγάγει, και φαινόταν εξαιρετικά ευάλωτος.

Κεφάλαιο 8

Σ ΥΖΗΤΟΥΣΑ με τον Ρότζερ Γκράχαμ του FBI, όταν ήρθε κοντά μας η υπεύθυνη της Μυστικής Υπηρεσίας, η Τζέζι Φλάναγκαν. Είπε ό,τι μπορούσε για να παρηγορήσει τον υπουργό Γκόλντμπεργκ. Έπειτα η κουβέντα επανήλθε γρήγορα στην απαγωγή και στα επόμενα βήματα που έπρεπε να γίνουν. «Είμαστε εκατό τοις εκατό σίγουροι πως τα παιδιά τα πήρε αυτός ο δάσκαλος των μαθηματικών;» ρώτησε την ομάδα ο Γκράχαμ. Ο Γκράχαμ κι εγώ είχαμε συνεργαστεί στενά στο παρελθόν. Ήταν πανέξυπνος και ονομαστός στο FBI εδώ και χρόνια. Είχε γράψει σε συνεργασία με κάποιον άλλο ένα βιβλίο σχετικά με την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος στο Νιου Τζέρσεϊ. Το βιβλίο είχε γίνει επιτυχημένη κινηματογραφική ταινία. Σεβόμαστε και συμπαθούσαμε ο ένας τον άλλο, πράγμα σπάνιο ανάμεσα σε ανθρώπους του FBI και της τοπικής αστυνομίας. 'Οταν σκοτώθηκε η γυναίκα μου στην Ουάσιγκτον, ο Ρότζερ είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να συμμετάσχει και το FBI στην έρευνα. Μου είχε προσφέρει περισσότερη βοήθεια απ' όση μου πρόσφερε η δική μου υπηρεσία. Αποφάσισα να προσπαθήσω ν' απαντήσω στην ερώτηση του Ρότζερ Γκράχαμ. Είχα πια ηρεμήσει αρκετά ώστε να μπορώ να μιλήσω και τους είπα τι είχαμε μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Σάμπσον κι εγώ.

«Χωρίς καμία αμφιβολία, έφυγαν από το χώρο του σχολείου όλοι μαζί», είπα. «Τους είδε ένας επιστάτης. Ο δάσκαλος των μαθηματικών, κάποιος κύριος Σόνετζι, πήγε στην τάξη της κυρίας Κιμ. Της είπε ψέματα. Είπε ότι είχε γίνει κάποια τηλεφωνική απειλή και ότι ο ίδιος έπρεπε να πάει τα παιδιά στο γραφείο του διευθυντή για να τα στείλουν στα σπίτια τους. Είπε ότι η Μυστική Υπηρεσία δεν είχε προσδιορίσει αν η απειλή αφορούσε το αγόρι ή το κορίτσι. Έτσι, χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, τα πήρε μαζί του. Τα παιδιά τον εμπιστεύονταν αρκετά για να τον ακολουθήσουν». «Πώς είναι δυνατό να προσλήφθηκε σ' ένα τέτοιου είδους σχολείο ένας πιθανός απαγωγέας;» ρώτησε ο ειδικός πράκτορας του FBI. Έ ν α ζευγάρι γυαλιά ηλίου προεξείχαν από το τσεπάκι του σακακιού του. Ο Χάρισον Φορντ είχε υποδυθεί τον Γκράχαμ στην ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο του. Ταιριαστή επιλογή, πραγματικά. Ο Σάμπσον αποκαλούσε τον Γκράχαμ «Μεγάλη Οθόνη». «Αυτό δεν το ξέρουμε ακόμη», είπα στον Γκράχαμ. «Θα το μάθουμε σύντομα». Τελικά ο δήμαρχος Μόνρο μας σύστησε στον υπουργό Γκόλντμπεργκ. Ο Μόνρο έδωσε τη σχετική παράσταση, λέγοντας ότι είμαστε μια από τις πιο παρασημοφορημένες ομάδες ντετέκτιβ της Ουάσιγκτον και όλα τα σχετικά. Έπειτα ο δήμαρχος οδήγησε τον υπουργό στο γραφείο του διευθυντή. Ο ειδικός πράκτορας Γκράχαμ τους ακολούθησε, κάνοντας ένα μορφασμό δυσφορίας προς τον Σάμπσον κι εμένα. Ήθελε να ξέρουμε ότι δε θεωρούσε την υπόθεση δική του. Η Τζέζι Φλάναγκαν έμεινε για λίγο μαζί μας. «Έχω ακουστά για σένα, ντετέκτιβ Κρος, τώρα που το σκε'φτομαι. Είσαι ο ψυχολόγος. Υπήρχε ένα άρθρο στην Ουάσιγκτον Ποστ». Μου χάρισε ένα ευγενικό χαμόγελο. Δεν ανταπέδωσα το χαμόγελο. «Ξέρεις τώρα από άρθρα εφημερίδων», της είπα. «Μισές αλήθειες, συνήθως. Στην προκειμένη περίπτωση, φουσκωμένα λόγια». «Δεν είμαι τόσο σίγουρη γι' αυτό», είπε η Τζέζι Φλάναγκαν. «Όμως, όπως και να έχει το πράγμα, χαίρομαι που σε γνωρίζω». Μετά μπήκε κι αυτή στο γραφείο πίσω από τον υπουργό Γκόλντμπεργκ, το δήμαρχο και το διάσημο πράκτορα του FBI. Κανένας δεν προσκάλεσε εμένα —τον ψυχο-

λόγο-ντετέκτιβ για τον οποίο έγραφαν οι εφημερίδες. Κανένας δεν προσκάλεσε τον Σάμπσον. Όμως ο Μόνρο έβγαλε για μια στιγμή το κεφάλι του έξω. «Μείνετε εδώ εσείς οι δυο. Και μη δημιουργείτε προβλήματα. Μην εκνευρίζεστε, επίσης. Σας χρειαζόμαστε εδώ. Θέλω να σου μιλήσω, Άλεξ. Μη φύγετε. Μην εκνευρίζεστε». Ο Σάμπσον κι εγώ προσπαθήσαμε να είμαστε καλοί αστυνομικοί. Περιμέναμε έξω από το γραφείο του διευθυντή για δέκα λεπτά. Τελικά εγκαταλείψαμε τη θέση μας. Είχαμε εκνευριστεί. Στο μυαλό μου ερχόταν συνέχεια η εικόνα του μικρού Μάσταφ Σάντερς. Ποιος θα πήγαινε να βρει το δολοφόνο του; Κανείς. Ο Μάσταφ είχε ήδη ξεχαστεί. Ήξερα ότι αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ με τα δυο παιδιά του ιδιωτικού σχολείου. Λίγο αργότερα εκείνο το πρωί ο Σάμπσον κι εγώ ήμαστε αραγμένοι στο πάτωμα από ξύλο πεύκου της αίθουσας ψυχαγωγίας του Δημοτικού Σχολείου Ουάσιγκτον μαζί με μερικά παιδιά. Ήμαστε εκεί μαζί με τη Λουίζα, τον Τζόναθαν, τον Στιούαρτ, τη Μαίρη-Μπέρι και τη «μεγάλη» αδερφή της, την Μπρίτζιντ. Κανένας δεν είχε έρθει ακόμη να πάρει αυτά τα παιδιά, και ήταν φοβισμένα. Ορισμένα από τα παιδιά στο σχολείο είχαν βρέξει το βρακάκι τους και κάποιο έκανε συνέχεια εμετό. Υπήρχε πιθανότητα τραυματικής κρίσης, μια κατάσταση την οποία είχα κάποια εμπειρία να θεραπεύω. Μαζί μας καθόταν στο καλογυαλισμένο ξύλινο πάτωμα και η δασκάλα, η Βίβιαν Κιμ. Θέλαμε να της μιλήσουμε σχετικά με την επίσκεψη του Σόνετζι στην τάξη της και για τον Σόνετζι γενικά. «Είμαστε καινούριοι μαθητές στο σχολείο σας», αστειεύτηκε ο Σάμπσον με τα παιδιά. Είχε μάλιστα βγάλει και τα μαύρα του γυαλιά, αν και δε νομίζω ότι ήταν απαραίτητο. Τα παιδιά συμπαθούν συνήθως τον Σάμπσον. Το σουλούπι του θυμίζει τα «φιλικά τέρατά» τους.

«Όχι, δεν είστε!» είπε η Μαίρη-Μπέρι. Ο Σάμπσον την είχε ήδη κάνει να χαμογελάσει. Καλό σημάδι. «Σωστά. Στην πραγματικότητα είμαστε αστυνομικοί», είπα στα παιδιά. «Είμαστε εδώ για να βεβαιωθούμε ότι όλοι είναι καλά τώρα. Εννοώ, ουφ, τι πρωινό κι αυτό!» Η κυρία Κιμ μου χαμογέλασε από απέναντι. Ήξερε ότι προσπαθούσα να καθησυχάσω τα παιδιά. Η αστυνομία βρισκόταν εκεί και όλα ήταν πάλι ασφαλή. Κανένας δεν μπορούσε να τα βλάψει τώρα- η τάξη είχε αποκατασταθεί. «Είσαι καλός αστυνομικός;» με ρώτησε ο Τζόναθαν. Φαινόταν πολύ σοβαρός για την ηλικία του. «Ναι, είμαι. Όπως είναι και ο συνεργάτης μου από δω, ο ντετέκτιβ Σάμπσον». «Είστε ψηλοί. Είστε φοβερά ψηλοί», είπε η Λουίζα. «Ψηλοί, ψηλοί, ΨΗΛΟΙ σαν το σπίτι μου!» «Για να μπορούμε να τους προστατεύουμε όλους καλύτερα», είπε ο Σάμπσον στο κοριτσάκι. Ο Σάμπσον είχε μπει στο πνεύμα γρήγορα. «Έχεις παιδιά;» με ρώτησε η Μπρίτζιντ. Μας είχε παρατηρήσει προσεκτικά προτού μιλήσει. Είχε υπέροχα, λαμπερά μάτια και τη συμπάθησα αμέσως. «Έχω δύο παιδιά», είπα. «Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι». «Και πώς τα λένε;» ρώτησε η Μπρίτζιντ. Είχε αντιστρέψει τους ρόλους μας πολύ επιτήδεια. «Τζανέλ και Ντέιμον», της είπα. «Η Τζανέλ είναι τεσσάρων και ο Ντέιμον έξι». «Πώς λένε τη γυναίκα σου;» με ρώτησε ο Στιούαρτ. «Δεν έχω γυναίκα», του είπα. «Την έβαψες, καημένε μου», είπε ψιθυριστά ο Σάμπσον. «Έχετε χωρίσει;» με ρώτησε η Μαίρη-Μπέρι. «Είναι τέτοια η φάση;» Η κυρία Κιμ ξέσπασε σε δυνατά γέλια. «Τι ερώτηση είναι αυτή που κάνεις στον καλό μας φίλο, Μαίρη;» «Θα κάνουν κακό στη Μάγκι Ρόουζ και στον Μάικλ Γκόλντμπεργκ;» ήθελε να μάθει ο Τζόναθαν ο Σοβαρός. Ήταν μια καλή, λογική ερώτηση. Δικαιούνταν μια απάντηση. «Ελπίζω πως όχι, Τζόναθαν. Θα σου πω ένα πράγμα: κανένας δεν πρόκειται να πειράξει εσένα. Ο ντετέκτιβ Σάμπσον κι εγώ βρισκόμαστε εδώ ακριβώς γι' αυτόν το λόγο».

«Είμαστε σκληροί, αν τυχόν δεν το έχετε καταλάβει». Ο Σάμπσον χαμογέλασε. «Γκρρρ. Κανένας δεν πρόκειται να πειράξει ποτέ αυτά τα παιδιά. Γκρρρ». Λίγα λεπτά αργότερα η Λουίζα άρχισε να κλαίει. Ήταν ένα χαριτωμένο παιδί. Ήθελα να την πάρω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν μπορούσα. «Τι συμβαίνει, Λουίζα;» ρώτησε η κυρία Κιμ. «Η μαμά σου ή ο μπαμπάς σου θα βρίσκονται εδώ σε λίγο». «Όχι, δε θα έρθουν». Το κοριτσάκι κούνησε το κεφάλι του. «Δε θα έρθουν. Δεν έρχονται ποτέ να με πάρουν από το σχολείο». «Κάποιος θα έρθει», είπα με ήρεμη φωνή. «Και αύριο θα είναι όλα πάλι εντάξει». Η πόρτα στην αίθουσα ψυχαγωγίας άνοιξε σιγά. Γύρισα και κοίταξα. Ήταν η ώρα της επίσκεψης του δημάρχου Καρλ Μόνρο στα σχολεία για τους προνομιούχους της πόλης μας. «Κάθεσαι φρόνιμα, Άλεξ;» Ο κύριος δήμαρχος κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε βλέποντας την ασυνήθιστη εικόνα που παρουσιάζαμε. Ο Μόνρο, γύρω στα σαράντα πέντε, ήταν ένας άντρας με αδρή ομορφιά. Είχε άφθονα, πυκνά μαλλιά και ένα παχύ, μαύρο μουστάκι. Με το βαθύ μπλε κοστούμι, το λευκό πουκάμισο και την έντονα κίτρινη γραβάτα του, έμοιαζε με επιχειρηματία. «Α, ναι. Απλώς προσπαθώ να κάνω κάτι που ν' αξίζει τον κόπο στον ελεύθερο χρόνο μου εδώ πέρα. Το ίδιο και ο Σάμπσον». Αυτό έκανε το δήμαρχο να γελάσει. «Απ' ό,τι φαίνεται, το έχεις πετύχει. Έλα μαζί μου, Άλεξ. Πάμε μια βόλτα. Έχουμε κάποια πράγματα να κουβεντιάσουμε». Αποχαιρέτησα τα παιδιά και την κυρία Κιμ και βγήκα με τον Μόνρο από το σχολικό κτίριο. Ίσως ανακάλυπτα τώρα τι ακριβώς συνέβαινε και γιατί μου είχαν αναθέσει την απαγωγή αντί για τις υποθέσεις των ανθρωποκτονιών —και αν είχα δικαίωμα επιλογής. «Ήρθες με το δικό σου αυτοκίνητο, Άλεξ;» με ρώτησε

ο Μόνρο καθώς κατεβαίναμε τα μπροστινά σκαλιά του σχολείου. «Με το δικό μου και της τράπεζας», είπα. «Θα πάρουμε το δικό σου. Πώς τα πάει η Ειδική Ερευνητική Ομάδα κατά την άποψή σου; Η ιδέα είναι δυνατή», είπε καθώς προχωρούσαμε προς το πάρκινγκ. Είχε, προφανώς, διώξει ήδη το δικό του αυτοκίνητο με τον σοφέρ. Άνθρωπος του λαού ο δήμαρχος μας. «Ποια ακριβώς είναι η ιδέα για την Ομάδα;» τον ρώτησα. Συλλογιζόμουν την τρέχουσα επαγγελματική μου κατάσταση, ιδιαίτερα το γεγονός ότι είχα προϊστάμενο τον Τζορτζ Πίτμαν. Ο Καρλ Μόνρο χαμογέλασε πλατιά. Μπορεί να γίνεται πολύ μελιστάλαχτος με τους ανθρώπους και είναι πολύ έξυπνος. Δίνει πάντα την εντύπωση καλοπροαίρετου ανθρώπου, που νοιάζεται για τους άλλους —και ίσως πράγματι να είναι έτσι. Μπορεί ακόμη και να σ' ακούει, όταν σε χρειάζεται. «Η βασική ιδέα είναι να εξασφαλίσουμε ότι οι καλύτεροι μαύροι —άντρες και γυναίκες— στην αστυνομία της πόλης θα φτάσουν μέχρι την κορυφή, όπως θα 'πρεπε, και όχι μόνο οι κωλογλείφτες, Άλεξ. Κάτι τέτοιο δε συνέβαινε συχνά στο παρελθόν». «Νομίζω ότι θα ήμαστε μια χαρά αν δε λέγαμε πάντα ναι. Έχεις ακούσει για τους φόνους στο Κόντον και στο Λάνγκλεϊ Τέρας;» ρώτησα τον Μόνρο. Έγνεψε καταφατικά, αλλά δεν είπε κουβέντα. Αυτοί οι φόνοι δεν είχαν προτεραιότητα για το δήμαρχο σήμερα. «Μητέρα, κόρη και τρίχρονο αγοράκι», επέμεινα, αρχίζοντας πάλι να θυμώνω. «Κανένας δε δίνει δυάρα τσακιστή γι' αυτούς». «Ποιο είναι το νέο, Άλεξ; Κανένας δε νοιαζόταν για τη ζωή τους. Γιατί θα έπρεπε, λοιπόν, να ενδιαφερθεί για το θάνατο τους;» Είχαμε φτάσει στο αυτοκίνητο μου, μια Πόρσε του '74, η οποία είχε γνωρίσει και καλύτερες μέρες. Οι πόρτες έτριζαν και μέσα υπήρχε μια αμυδρή μυρωδιά από πρόχειρα γεύματα. Την οδηγούσα κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων που ασκούσα ελεύθερο επάγγελμα ως ψυχολόγος. Μπήκαμε μέσα.

«Ξέρεις, Άλεξ, ο Κόλιν Πάουελ είναι σήμερα αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας. Ο Λούις Σάλιβαν ήταν ο υπουργός μας Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών. Ο Τζέσε Τζάκσον με βοήθησε να κερδίσω αυτό το αξίωμα», είπε ο Μόνρο, ενώ μπαίναμε στην οδό Κανάλ με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης, κοιτάζοντας το είδωλο του στο πλαϊνό τζάμι. «Και τώρα βοηθάς εσύ εμένα;» του είπα. «Χωρίς ούτε καν να σου το ζητήσω. Πολύ ωραία, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου». «Ακριβώς», συμφώνησε. «Πιάνεις πουλιά στον αέρα, Άλεξ». «Τότε βοήθησέ με σ' αυτή την περίπτωση. Θέλω να διαλευκάνω τους φόνους στα γκέτο. Λυπάμαι όσο δε φαντάζεσαι γι' αυτά τα δύο λευκά παιδιά, αλλά από την απαγωγή τους δεν πρόκειται να λείψει το ενδιαφέρον ή η βοήθεια. Για την ακρίβεια, αυτό θα είναι που θα δημιουργήσει πρόβλημα- η αναθεματισμένη υπερβολική βοήθεια». «Φυσικά και θα δημιουργήσει. Αυτό το ξέρουμε και οι δυο». Ο Μόνρο κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας μαζί μου. «Αυτοί οι ηλίθιοι μπάσταρδοι θα σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλο. Άκουσέ με, Άλεξ. Θα μου κάνεις τη χάρη να με ακούσεις;» Όταν ο Καρλ Μόνρο θέλει κάτι από σένα, θα σε φλομώσει στα λόγια, αν χρειαστεί. Τον είχα δει να το κάνει αυτό στο παρελθόν και τώρα άρχιζε πάλι μ' εμένα. «Σύμφωνα με το μύθο του Άλεξ Κρος, είσαι πανί με πανί σήμερα». «Είμαι μια χαρά», είπα. «Έχουμε στέγη πάνω από τα κεφάλια μας. Φαγητό στο τραπέζι». «Έμεινες στο Σάουθ-Ιστ, ενώ θα μπορούσες κάλλιστα να είχες φύγει», συνέχισε με το σπασμένο δίσκο του που είχα ξανακούσει. «Δουλεύεις ακόμη εθελοντικά στον Άγιο Αντώνιο;» «Ναι. Στο λόχο της σούπας. Και κάνω κάποιες ανοιχτές θεραπευτικές συνεδρίες. Ο Μαύρος Σαμαρείτης». «Σε είδα, ξέρεις, κάποτε σ' ένα θεατρικό έργο στον Άγιο Αντώνιο. Είσαι και καλός ηθοποιός. Έχεις εντυπωσιακή παρουσία».

«Στο Ο Δεσμός του Αίματος του Έιθολ Φοΰγκαρντ». Θυμήθηκα την περίπτωση. Η Μαρία με είχε ψήσει να συμμετάσχω στη θεατρική της ομάδα. «Το έργο είναι δυνατό. Μπορεί και κάνει τον οποιοδήποτε να φαίνεται σπουδαίος». «Παρακολουθείς τι λέω; Μ' ακούς καθόλου;» «Θέλεις να με παντρευτείς», είπα γελώντας δυνατά προς το μέρος του Μόνρο. «Όμως πρώτα θέλεις να βγούμε ένα ραντεβού». «Κάτι τέτοιο», είπε καγχάζοντας ο Μόνρο. «Τα πηγαίνεις μια χαρά, Καρλ. Μ' αρέσει να μου λένε γλυκόλογα πριν με πηδήξουν». Ο Μόνρο γέλασε κι άλλο, κάπως δυνατότερα απ' όσο έπρεπε. Μπορούσε να σου φερθεί σαν να ήταν ο κολλητός σου και την επόμενη φορά που θα σε συναντούσε να μη γύριζε να σε κοιτάξει. Μερικοί στην υπηρεσία μας τον αποκαλούσαν «Ινδική Καρύδα». Ήμουν ένας απ' αυτούς. Σκούρος απέξω, λευκός από μέσα. Είχα την εντύπωση ότι ουσιαστικά ήταν μοναχικός άνθρωπος. Εξακολουθούσα ν' αναρωτιέμαι τι ακριβώς ήθελε από μένα. Ο Μόνρο έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. Ξαναμίλησε ενώ στρίβαμε στη λεωφόρο Γουάιτχερστ. Η κίνηση ήταν πυκνή και οι λασπωμένοι δρόμοι δε βοηθούσαν. «Αντιμετωπίζουμε μια τραγική, τραγικότατη κατάσταση. Αυτή η απαγωγή είναι, επίσης, σημαντική και για μας. Όποιος τη διαλευκάνει θα γίνει σημαντικός. Θέλω να βοηθήσεις στη διαλεύκανσή της, να γίνεις κάποιος. Θέλω να δημιουργήσεις μια φήμη μ' αυτή την υπόθεση». «Δε θέλω φήμη», είπα ξερά στον Μόνρο. «Δε θέλω να γίνω κάποιος». «Το ξέρω ότι δε θέλεις. Κι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους θα 'πρεπε να γίνεις. Θα σου πω κάτι που είναι αλήθεια. Είσαι εξυπνότερος από μας και θα γίνεις πολύ σημαντικός σ' αυτή την πόλη. Πάψε να φέρεσαι σαν μουλάρι σ' αυτό το θέμα. Γκρέμισε πια τα τείχη που έχεις ορθώσει γύρω σου». «Δε συμφωνώ. Όχι, όσο περνάει από το χέρι μου. Δε συμμερίζομαι τη δική σου άποψη περί επιτυχίας». «Καλά, εγώ όμως ξέρω ποιο είναι το σωστό σήμερα —και για τους δυο μας», μου είπε. Αυτή τη φορά ο Καρλ

Μόνρο δε χαμογελούσε καθόλου. «Να με κρατάς ενημερωμένο για την πρόοδο αυτής της υπόθεσης. Εσύ κι εγώ είμαστε μαζί σ' αυτή την ιστορία, Άλεξ. Αυτή είναι υπόθεση με την οποία φτιάχνει κανείς καριέρα». Έγνεψα καταφατικά στον Μόνρο. Σίγουρα πράγματα, σκέφτηκα. «Για τίνος την καριέρα μιλάς, Καρλ;» Είχα σταματήσει μπροστά στο δημαρχείο με τις κομψές, περίτεχνες διακοσμήσεις. Ο Μόνρο βγήκε από το αυτοκίνητο. Με κοίταξε από ψηλά. «Αυτή η υπόθεση θα αποδειχτεί αφάνταστα σημαντική, Άλεξ. Είναι δική σου». «Ευχαριστώ, δε θα πάρω», είπα. Όμως ο Μόνρο είχε ήδη φύγει.

Κεφάλαιο 9

Σ Τ Ι ς ΔΕΚΑ και είκοσι πέντε, ακριβώς στα χρονικά όρια που είχε θέσει όταν έκανε τις πρόβες της διαδρομής από την Ουάσιγκτον, ο Γκάρι Σόνετζι έστριψε το βαν του σ' ένα δυσδιάκριτο μονοπάτι. Ο χωματόδρομος ήταν γεμάτος άσχημες λακκούβες και πυκνά, ψηλά αγριόχορτα. Άγριες βατομουριές φύτρωναν και στις δύο πλευρές. Σε απόσταση μικρότερη των πενήντα μέτρων από τον αυτοκινητόδρομο δε διακρινόταν τίποτα, εκτός από το χωματόδρομο και ένα συνονθύλευμα ψηλών θάμνων. Κανένας δεν μπορούσε να δει το βαν του από τον αυτοκινητόδρομο. Το βαν αναπήδησε καθώς περνούσε μπροστά από ένα ετοιμόρροπο, ξεθωριασμένο άσπρο αγροτόσπιτο. Το κτίσμα έδινε την εντύπωση ότι συρρικνωνόταν και κατέρρεε πάνω στα ίδια του τα θεμέλια. Σε απόσταση μικρότερη από σαράντα μέτρα μετά το σπίτι υπήρχε ό,τι είχε απομείνει από έναν εξίσου ετοιμόρροπο αχυρώνα. Ο Σόνετζι οδήγησε το βαν μέσα στον αχυρώνα. Είχε τελειώσει- τα είχε καταφέρει. Έ ν α μαύρο Σάαμπ μοντέλο του 1985 βρισκόταν παρκαρισμένο μέσα στον αχυρώνα. Σε αντίθεση με το υπόλοιπο εγκαταλειμμένο αγρόκτημα, ο αχυρώνας έδινε την εντύπωση κατοικημένου χώρου. Το δάπεδο ήταν χωμάτινο. Λινάτσα σκέπαζε τα τρία σπασμένα παράθυρα του παταριού του. Δεν υπήρχαν τρα-

κτέρ που να σκουριάζουν οΰτε άλλα αγροτικά μηχανήματα. Επικρατούσε μια μυρωδιά υγροΰ χώματος και βενζίνης. Ο Γκάρι Σόνετζι έβγαλε δύο κρύες Κόκα Κόλες από ένα φορητό ψυγειάκι που ήταν ακουμπισμένο στο κάθισμα του συνοδηγού. Τις ήπιε μονορούφι και τις δύο, βγάζοντας ένα ικανοποιημένο ρέψιμο μόλις κατέβασε και τη δεύτερη. «Θέλει κανένας από τους δυο σας Κόκα Κόλα;» φώναξε προς τα δύο ναρκωμένα, αναίσθητα παιδιά. «Όχι; Εντάξει, αλλά θα διψάτε αφόρητα σε λίγο». Σκεφτόταν ότι τίποτα δεν ήταν σίγουρο στη ζωή, όμως δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα μπορούσε να τον πιάσει τώρα κάποιος αστυνομικός. Αναρωτήθηκε μήπως η τόση σιγουριά του ήταν ανόητη και επικίνδυνη. Όμως όχι, επειδή ταυτόχρονα ήταν ρεαλιστής. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να βρουν τώρα τα ίχνη του. Δεν είχαν κανένα απολύτως ίχνος ν' ακολουθήσουν. Σχεδίαζε να απαγάγει κάποιον διάσημο από... τέλος πάντων, σε όλη του τη ζωή. Το ποιος θα ήταν αυτός ο κάποιος είχε αλλάξει και ξαναλλάξει, ποτέ, όμως, ο καθαρός, βασικός στόχος στο μυαλό του. Εργαζόταν στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον εδώ και μήνες. Αυτή η στιγμή, εδώ και τώρα, αποδείκνυε ότι το κάθε αναθεματισμένο λεπτό που αφιέρωσε εκεί μέσα άξιζε τον κόπο. «Ο κύριος Τσιπς». Σκέφτηκε το παρατσούκλι του στο σχολείο. Ο κύριος Τσιπς! Τι υπέροχη, τι έξοχη παράσταση που είχε δώσει. Για Όσκαρ. Δεν είχε δει καλύτερη ηθοποιία από την εποχή που ο Ρόμπερτ ντε Νίρο ερμήνευσε το Βασιλιάς για μια Νύχτα. Κι εκείνη η ερμηνεία θεωρούνταν κλασική. Ο Ντε Νίρο θα πρέπει να ήταν και στην πραγματικότητα ψυχοπαθής. Τελικά ο Γκάρι Σόνετζι άνοιξε τη συρόμενη πόρτα του βαν. Έπρεπε να στρωθεί πάλι στη δουλειά. Μεταφέροντας ένα σώμα τη φορά, έβγαλε τα παιδιά από το βαν. Πρώτα τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Έπειτα το μικρό αγόρι του Γκόλντμπεργκ. Ξάπλωσε τα αναίσθητα παιδιά, το ένα δίπλα στο άλλο, πάνω στο χωμάτινο δάπεδο. Τα ξέντυσε και τα άφησε με τα εσώρουχα τους. Ετοίμασε προσεκτικά δύο δόσεις ξηρού βαρβιτουρικού νατρίου. Ο συμπαθής φαρμακοποιός της γειτονιάς σας επί το έργον. Η κάθε δόση

ήταν κάτι ανάμεσα σε υπνωτικό χάπι και αναισθητικό νοσοκομείου. Θα διαρκούσε για δώδεκα περίπου ώρες. Έβγαλε τις ήδη γεμάτες σύριγγες μιας χρήσης, που λέγονταν Τούμπεξ. 'Ηταν ένα κλειστό σύστημα ενέσεων, προσυσκευασμένο, έτοιμο με τη δόση και τη βελόνα. Ετοίμασε δυο αιμοστατικούς επιδέσμους. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Η ακριβής δοσολογία δεν ήταν απλή υπόθεση όταν επρόκειτο για μικρά παιδιά. Έπειτα μετακίνησε το μαύρο Σάαμπ προς τα μπρος, δύο μέτρα περίπου. Η κίνηση αυτή αποκάλυψε μια τρύπα στο δάπεδο του αχυρώνα, με διαστάσεις ένα και είκοσι επί ένα και πενήντα. Είχε σκάψει την τρύπα κατά τη διάρκεια των επανειλημμένων προηγούμενων επισκέψεών του στο εγκαταλειμμένο αγρόκτημα. Μέσα στην ανοιχτή κοιλότητα υπήρχε μια χειροποίητη, ξύλινη κατασκευή, ένα είδος καταφυγίου. Το καταφύγιο αυτό διέθετε δική του παροχή οξυγόνου. Τα πάντα, εκτός από έγχρωμη τηλεόραση για να βλέπεις παλιές ταινίες. Πρώτα τοποθέτησε μέσα στο ξύλινο καταφύγιο τον μικρό Γκόλντμπεργκ. Ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ δε ζύγιζε σχεδόν τίποτα μέσα στην αγκαλιά του. Το ίδιο ακριβώς αισθανόταν και ο ίδιος για το παιδί. Τίποτα. Έπειτα ήρθε η σειρά της μικρής πριγκίπισσας, της μικρής χαρούμενης και περήφανης Μάγκι Ρόουζ Νταν κατευθείαν από τη χώρα του παραμυθιού. Κάρφωσε από μια βελόνα Τούμπεξ στο μπράτσο του κάθε παιδιού. Πρόσεξε ιδιαίτερα να χορηγήσει την κάθε δόση αργά, μέσα σε χρονική διάρκεια μεγαλύτερη των τριών λεπτών. Οι δόσεις καθορίζονταν ανάλογα με το βάρος, 0,25 μιλιγκράμ ανά κιλό βάρους του σώματος. Έλεγξε την αναπνοή του κάθε παιδιού. Όνειρα γλυκά, πολυεκατομμυριούχα μωράκια μου. Ο Γκάρι Σόνετζι έκλεισε την καταπακτή με πάταγο. Στη συνέχεια σκέπασε την ξύλινη κατασκευή κάτω από δεκαπέντε εκατοστά φρέσκου χώματος. Μέσα στον εγκαταλειμμένο αχυρώνα. Στη μέση της ξεχασμένης από το Θεό αγροτικής περιοχής της Πολιτείας του Μέριλαντ. Όπως ακριβώς

είχε θαφτεί και ο μικρός Τσάρλι Λίντμπεργκ Τζούνιορ πριν από εξήντα χρόνια. Κανένας δεν επρόκειτο να βρει τα παιδιά εδώ. Κανένας, μέχρι να το θελήσει ο ίδιος να βρεθούν. Αν ήθελε να βρεθούν. Τεράστιο αν. Ο Γκάρι Σόνετζι βάδισε αργά στο χωματόδρομο, μέχρι τ' απομεινάρια του παμπάλαιου αγροτόσπιτου. 'Ηθελε να πλυθεί. Ήθελε, επίσης, ν' αρχίσει να το διασκεδάζει λιγάκι. Είχε φέρει, μάλιστα, μαζί του και μια μικρή φορητή τηλεόραση, για να καμαρώσει τον εαυτό του στην οθόνη της.

Κεφάλαιο 10

Τ Α ΔΕΛΤΙΑ ΕΙΔΗΣΕΩΝ προβάλλονταν στην οθόνη της τηλεόρασης κάθε δεκαπέντε λεπτά περίπου. Και ο Γκάρι Σόνετζι βρισκόταν εκεί ακριβώς, πάνω στην πανίσχυρη, μαγική οθόνη. Έβλεπε φωτογραφίες του «κυρίου Τσιπς» σε κάθε δελτίο ειδήσεων. Όμως τα νέα δεν πρόσφεραν κανένα απολύτως στοιχείο για το τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Ώστε αυτό σήμαινε να είσαι διάσημος! Αυτή την αίσθηση σου έδινε. Του άρεσε πολΰ. Γι' αυτό προετοιμαζόταν όλα αυτά τα χρόνια. «Γεια σον, μαμά! Δες ποιος είναι στην τηλεόραση. Είναι το Κακό Αγόρι!» Έ ν α πράγμα μόνο τον ενόχλησε εκείνο το απόγευμα, και αυτό ήταν η συνέντευξη Τύπου που είχε δώσει το FBI. Είχε μιλήσει κάποιος πράκτορας ονόματι Ρότζερ Γκράχαμκαι ο πράκτορας Γκράχαμ, προφανώς, πίστευε ότι ήταν σημαντικό πρόσωπο. Ήθελε κι εκείνος να γίνει διάσημος. «Νομίζεις ότι αυτή είναι η δική σου κινηματογραφική ταινία, Γκράχαμ; Κάνεις λάθος, μωρό μου!» φώναξε ο Γκάρι Σόνετζι προς την τηλεόραση. «Εγώ είμαι ο μοναδικός πρωταγωνιστής εδώ!» Ο Σόνετζι τριγυρνούσε μέσα στο αγροτόσπιτο για αρκετές ώρες, παρατηρώντας τη νύχτα απέξω να πέφτει αργά. Αισθανόταν τις διαφορετικές υφές του σκοταδιού που σκέπαζε σταδιακά το αγρόκτημα. Η ώρα είχε πάει πια εφτά, ήταν καιρός να συνεχίσει με το σχέδιο του.

«Ας το κάνουμε». Χοροπήδησε μέσα στο αγροτόσπιτο σαν μποξέρ πριν από ένα γύρο. «Ας αρχίσουμε». Σκέφτηκε για λίγο τον Τσαρλς και την Ανν Μόροου Λίντμπεργκ, το παντοτινά αγαπημένο του ζευγάρι. Αυτό τον ηρέμησε κάπως. Σκέφτηκε το μωρό των Λίντμπεργκ κι εκείνο τον καημένο βλάκα, τον Μπρούνο Χάουπτμαν, τον οποίο είχαν ενοχοποιήσει άδικα για το έξοχο σε σύλληψη και εκτέλεση έγκλημα. Ήταν πεπεισμένος ότι η υπόθεση Λίντμπεργκ ήταν το κομψότερο έγκλημα του αιώνα, όχι μόνο επειδή παρέμενε άλυτο —πάρα πολλά εγκλήματα παρέμεναν άλυτα— αλλά επειδή ήταν σημαντικό και άλυτο. Ο Σόνετζι ένιωθε αυτοπεποίθηση, αλλά ήταν ρεαλιστής και, πάνω απ' όλα, αντικειμενικός σε ό,τι αφορούσε το δικό του αριστούργημα. Κάποια «ατυχία» ήταν πάντα πιθανή. Θα μπορούσε να συμβεί κάποιο «τυχερό ατύχημα» για την αστυνομία. Η ώρα της χρηματικής συναλλαγής θα ήταν δύσκολη. Προϋπέθετε επαφή και η επαφή ήταν πάντα ιδιαίτερα επικίνδυνη στη ζωή. Απ' όσο γνώριζε —και η γνώση του ήταν εγκυκλοπαιδικήκανένας σύγχρονος απαγωγέας δεν είχε λύσει ικανοποιητικά το πρόβλημα της είσπραξης των λύτρων. Κανένας απ' όσους ήθελαν να πληρωθούν για τον κόπο τους. Και ο ίδιος χρειαζόταν τεράστιο αντάλλαγμα για τα πολυεκατομμυριούχα παιδιά του. Περίμενε ν' ακούσουν πρώτα πόσα χρήματα θα ζητήσω. Αυτή η σκέψη έφερε ένα χαμόγελο στα χείλια του. Φυσικά, οι διάσημοι Νταν και οι πανίσχυροι Γκόλντμπεργκ μπορούσαν να τα πληρώσουν και θα τα πλήρωναν. Δεν είχε επιλέξει τυχαία αυτές τις δύο οικογένειες, με τα καλομαθημένα, ψηλομύτικα μυξιάρικά τους και τον απεριόριστο πλούτο και τη δύναμή τους. Ο Σόνετζι άναψε ένα από τα λευκά κεριά που φύλαγε στην πλαϊνή τσέπη του μπουφάν του. Μύρισε την ευχάριστη μυρωδιά του αυθεντικού κεριού. Ύστερα πήγε στο μικρό μπάνιο δίπλα στην κουζίνα. Θυμόταν ένα παλιό τραγούδι των Τσέιμπερς Μπράδερς, την Ώρα. Ήρθε η ώρα... ώρα... ώρα να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια όλων των άλλων. Η ώρα... ώρα... ώρα για την πρώτη του μικρή έκπληξη, την πρώτη από τις πολλές. Η

ώρα... ώρα... ώρα για ν' αρχίσει να χτίζει το δικό του μύθο. Αυτή ήταν η δική του κινηματογραφική ταινία. Στο δωμάτιο και σ' ολόκληρο το σπίτι έκανε ψοφόκρυ© στα τέλη Δεκεμβρίου. Ο Γκάρι Σόνετζι μπορούσε να δει την ανάσα τον ν' αχνίζει καθώς ετοίμαζε τα πράγματά του στο μπάνιο. Ευτυχώς, το εγκαταλειμμένο σπίτι είχε πηγαδίσιο νερό, το οποίο έτρεχε ακόμη στο μπάνιο. Πολΰ κρύο νερό. Ο Γκάρι Σόνετζι άναψε μερικά κεριά και στρώθηκε στη δουλειά. Θα χρειαζόταν τουλάχιστον μισή ώρα μέχρι να τελειώσει. Πρώτα έβγαλε τη σκουροκάστανη περούκα με την αρχή· της φαλάκρας. Την είχε αγοράσει πριν από τρία χρόνια σ' ένα κατάστημα θεατρικών κοστουμιών της Νέας Υόρκης. Εκείνο το βράδυ είχε πάει να δει το Φάντασμα της Όπερας. Είχε ξετρελαθεί μ' αυτό το μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ. E t χε ταυτιστεί τόσο πολύ με το Φάντασμα, που τρόμαξε και ο ίδιος. Το έργο τον ώθησε να βρει και να διαβάσει το αρχικό μυθιστόρημα, πρώτα στα γαλλικά και μετά στα αγγλικά. «Για να δούμε τι έχουμε εδώ...» απευθύνθηκε στο πρόσωπο στον καθρέφτη. Όταν καθαρίστηκε από τις κόλλες και το υπόλοιπο μεϊκάπ, αποκαλύφθηκε ένα κεφάλι με ξανθά μαλλιά. Μακριές και κυματιστές ξανθές μπούκλες. «Κύριε Σόνετζι; Κύριε Τσιπς; Εσύ είσαι, φιλάρα;» Καθόλου άσχημος τύπος, μάλιστα. Με καλές προοπτικές; Επιτυχημένος, ίσως; Σαφέστατα επιτυχημένος, ναι. Και καμία απολύτως σχέση με τον Τσιπς. Καμία ομοιότητα με τον κύριο Σόνετζι μας\ Βγήκε και το παχύ μουστάκι, που φορούσε ο Γκάρι Σόνετζι από τη μέρα που είχε πάει για να του πάρουν συνέντευξη στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον. Έπειτα βγήκα» και οι φακοί επαφής. Το χρώμα των ματιών του άλλαξε και από πράσινο έγινε καστανό. Ο Γκάρι Σόνετζι κράτησε ψηλά το κερί, κοντά στο βρόμικο, ραγισμένο καθρέφτη του μπάνιου. Καθάρισε μια γωνία του καθρέφτη με το μανίκι του μπουφάν του. «Τώρα μάλιστα! Μα ποιος είσαι; Οι λεπτομέρειες κάνουν τη μεγαλοφυία, σωστά;» Εκείνος ο σαχλός σπασίκλας του ιδιωτικού σχολείου εί-

χε εξαφανιστεί τελείως. Το ανθρωπάκι και ο καλοθελητής. Ο κύριος Τσιπς είχε πεθάνει μια για πάντα. Τι θαυμάσια φάρσα που έπαιξε! Τι τολμηρό σχέδιο δράσης και πόσο καλά εκτελεσμένο! Ήταν κρίμα που κανένας δε θα μάθαινε ποτέ τι είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Αλλά σε ποιον θα μπορούσε να το πει; Ο Γκάρι Σόνετζι εγκατέλειψε το αγροτόσπιτο γύρω στις 11:30 μ.μ., όπως ακριβώς προέβλεπε το σχέδιο του. Βάδισε προς ένα απομονωμένο γκαράζ, που βρισκόταν στη βορινή πλευρά του σπιτιού. Μέσα στο γκαράζ, σ' ένα ειδικό σημείο, πολύ ειδικό, έκρυψε πέντε χιλιάδες δολάρια από τις οικρνομίες του· το μυστικό του ταμείο, χρήματα που είχε κλέψει όλα αυτά τα χρόνια. Αποτελούσε κι αυτό μέρος του σχεδίου του. Μακρόπνοος προγραμματισμός. Ύστερα κατευθύνθηκε προς τον αχυρώνα και το αυτοκίνητο του. Μέσα στον αχυρώνα έλεγξε πάλι την κατάσταση των παιδιών. Μέχρι στιγμής όλα πήγαιναν ρολόι. Κανένα παράπονο από τα πιτσιρίκια. Το Σάαμπ πήρε μπρος αμέσως. Οδήγησε μέχρι τη δημοσιά χρησιμοποιώντας μόνο τα φώτα πορείας. Όταν έφτασε στον αυτοκινητόδρομο, άναψε τους προβολείς. Είχε κί άλλη δουλειά να κάνει απόψε. Το Θέατρο των Αριστουργημάτων συνεχιζόταν. Παιχνιδάκι.

Κεφάλαιο 11

Ο ΕΙΔΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ του FBI Ρότζερ Γκράχαμ ζοΰσε στο Μανάσας Παρκ, στη μέση περίπου της απόστασης ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Ακαδημία του FBI στο Κουάντικο. Ο Γκράχαμ ήταν ψηλός, με εντυπωσιακή εμφάνιση και κοντά, καστανόξανθα μαλλιά. Είχε δουλέψει σε αρκετές σημαντικές υποθέσεις απαγωγών, όμως καμία προηγουμένη δεν ήταν τόσο ανησυχητική όσο αυτός ο τωρινός εφιάλτης. Λίγο μετά τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ο Γκράχαμ έφτασε τελικά στο σπίτι του, μια μεγάλη έπαυλη αποικιακού στυλ σ' ένα συνηθισμένο δρόμο στο Μανάσας Παρκ, με έξι κρεβατοκάμαρες και τρία μπάνια, σ' ένα μεγάλο κτήμα, που κάλυπτε σχεδόν οχτώ στρέμματα. Δυστυχώς, η σημερινή δεν ήταν μια φυσιολογική μέρα. Ο Γκράχαμ ήταν ψόφιος από την κούραση και εξαντλημένος. Συχνά αναρωτιόταν γιατί δε σταματούσε τη δουλειά και να καθίσει να γράψει άλλο ένα βιβλίο. Να πάρει πρόωρη σύνταξη από το FBI. Να γνωρίσει καλύτερα τα τρία παιδιά του, προτού μεγαλώσουν και φύγουν από το σπίτι. Ο δρόμος στο Μανάσας Παρκ ήταν έρημος. Οι λάμπες πάνω από τις εξώπορτες των σπιτιών φώτιζαν το δρόμο και δημιουργούσαν ένα ζεστό, φιλικό θέαμα. Προβολείς έκαναν την εμφάνισή τους μέσα στο καθρεφτάκι του Φορντ Μπρόνκο του Γκράχαμ.

Έ ν α δεύτερο αυτοκίνητο είχε σταματήσει στο δρόμο μπροστά στο σπίτι του, με τους προβολείς του αναμμένους. Ένας άντρας βγήκε από το αυτοκίνητο, ανεμίζοντας ένα σημειωματάριο που κρατούσε στο χέρι του. «Πράκτορα Γκράχαμ; Είμαι ο Μάρτιν Μπάγιερ από τους Νιου Γιορκ Τάιμς», φώναξε ο άντρας καθώς τον πλησίαζε. Του έδειξε από μακριά μια δημοσιογραφική ταυτότητα. Για τ' όνομα του Θεού! Οι αναθεματισμένοι Νιου Γιορκ Τάιμς, σκέφτηκε ο Γκράχαμ. Ο δημοσιογράφος φορούσε σκούρο κοστούμι, ριγέ πουκάμισο και πλεχτή γραβάτα. Εικόνα κλασικού, ανερχόμενου Νεοϋορκέζου γιάπι την ώρα της δουλειάς του. Αυτοί οι ηλίθιοι από τους Τάιμς και την Ουάσιγκτον Ποστ φαίνονταν όλοι ίδιοι στον Γκράχαμ. Δεν υπήρχε πια ανάμεσά τους ένας πραγματικός δημοσιογράφος. «Κάνατε πολύ μεγάλη διαδρομή τέτοια προχωρημένη ώρα για ένα "ουδέν σχόλιον", κύριε Μπάγιερ. Λυπάμαι», είπε ο Ρότζερ Γκράχαμ. «Δεν μπορώ να σας πω τίποτα για την απαγωγή. Και, ειλικρινά, δεν υπάρχει τίποτα να σας πω». Δε λυπόταν, αλλά ποιος χρειαζόταν εχθρούς στους Νιου Γιορκ Τάιμς; Αυτοί οι μπάσταρδοι μπορούσαν να σου χώσουν τις δηλητηριώδεις πένες τους από το ένα αυτί και να τις βγάλουν από το άλλο. «Μία και μοναδική ερώτηση. Καταλαβαίνω ότι δεν είστε υποχρεωμένος να απαντήσετε, αλλά είναι πολύ σημαντική για μένα. Γι' αυτό βρίσκομαι εδώ στη μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα». «Εντάξει. Ας την ακούσουμε τότε. Ποια είναι η ερώτησή σας;» Ο Γκράχαμ έκλεισε την πόρτα του Μπρόνκο του. Το κλείδωσε για το βράδυ, πέταξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στον αέρα και τα ξανάπιασε. «Είστε όλοι σας τόσο απίστευτα ανόητοι και ηλίθιοι;» τον ρώτησε ο Γκάρι Σόνετζι. «Αυτή είναι η ερώτησή μου, Γκραχαμαλάκα». Έ ν α μακρύ, κοφτερό μαχαίρι άστραψε μπροστά στον Ρότζερ Γκράχαμ. Και ξανάστραψε. Η λεπίδα κινήθηκε δεξιά και αριστερά πάνω στο λαιμό του. Η πρώτη κίνηση τον κάρφωσε πάνω στο Φορντ Μπρόνκο του. Η δεύτερη του έκοψε την καρωτίδα. Ο Γκράχαμ έπεσε

νεκρός μπροστά στο σπίτι του. Δεν υπήρξε καθόλου χρόνος για να σκύψει, να τρέξει ή, έστω, να πει μια προσευχή. «Υποτίθεται ότι ήσουν αστέρας, Ρότζερ. Ήθελες να είσαι ο σταρ, σωστά; Δε βλέπω καμία απόδειξη περί αυτού. Καμία απολύτως», είπε ο Σόνετζι. «Υποτίθεται ότι άξιζες κάτι παραπάνω. Εγώ χρειάζομαι απέναντι μου τον καλύτερο και τον εξυπνότερο που υπάρχει». Ο Σόνετζι έσκυψε και έχωσε μια μικρή καρτέλα μέσα στο τσεπάκι του λευκού πουκαμίσου του πράκτορα Γκράχαμ. Χτύπησε χαϊδευτικά το στήθος του νεκρού. «Μα ήταν δυνατό να βρίσκεται εδώ, στη μία μετά τα μεσάνυχτα, ένας δημοσιογράφος των Νιου Γιορκ Τάιμς, ξιπασμένε μαλάκα; Μόνο και μόνο για να μιλήσει με το θλιβερό κώλο σου;» 'Επειτα ο Σόνετζι απομακρύνθηκε με το αυτοκίνητο του από τον τόπο του εγκλήματος. Η δολοφονία του πράκτορα Γκράχαμ δεν ήταν μεγάλη υπόθεση γι' αυτόν. Τίποτα δύσκολο. Είχε σκοτώσει πάνω από διακόσιους άλλους ανθρώπους πριν από τούτον εδώ. Η εξάσκηση σε τελειοποιεί. Και ούτε θα ήταν η τελευταία φορά. Όμως αυτός ο φόνος θα τους ξυπνούσε όλους για τα καλά. Ο ίδιος ήλπιζε, απλώς, πως θα είχαν κάποιον καλύτερο αντικαταστάτη στα παρασκήνια. Διαφορετικά ποια θα ήταν η πλάκα; Ποια θα ήταν η πρόκληση; Πώς θα γινόταν αυτή η ιστορία ενδοξότερη από την απαγωγή του παιδιού των Λίντμπεργκ;

Κεφάλαιο 12

Ε!ίχε

ΗΔΗ ΑΡΧΙΣΕΙ να επιδρά επάνω μου συναισθηματικά η απαγωγή των δύο παιδιών. Ο ύπνος μου ήταν ανήσυχος και ταραγμένος εκείνο το πρώτο βράδυ. Στα όνειρά μου ξαναείδα αρκετές άσχημες σκηνές από το σχολείο. Επίσης, είδα τον Μάσταφ Σάντερς ξανά και ξανά. Τα θλιμμένα του μάτια με κοίταζαν, ζητούσαν βοήθεια και δεν έπαιρναν καμία βοήθεια από μένα. Ξύπνησα και βρήκα και τα δυο μου παιδιά στο κρεβάτι μαζί μου. Κάποια ώρα, μέσα στη νύχτα, θα πρέπει να γλίστρησαν κοντά μου χωρίς να τα αντιληφθώ. Αυτό αποτελεί ένα από τα αγαπημένα τους κόλπα, τα μικρά τους αστεία εις βάρος του «Μπιγκ Ντάντι». Ο Ντέιμον και η Τζανέλ κοιμούνταν βαθιά πάνω στο πολύχρωμο κάλυμμα του κρεβατιού. Ήμουν πολύ κουρασμένος για να το βγάλω από το κρεβάτι το προηγούμενο βράδυ. Θα πρέπει να μοιάζαμε με δύο αναπαυόμενους αγγέλους... και ένα σκοτωμένο από την κούραση μουλάρι. Ο Ντέιμον είναι ένα όμορφο, εξάχρονο αγοράκι, που πάντα μου θυμίζει πόσο ξεχωριστή ήταν η μητέρα του. Έχει τα μάτια της Μαρίας. Η Τζανέλ είναι ο άλλος θησαυρός μου. Είναι τεσσάρων χρονών και πάει για τα πέντε. Της αρέσει να με λέει «Μπιγκ Ντάντι», που ακούγεται λίγο σαν αργκό των μαύρων, αλλά είναι δικής της επινόησης. Ίσως,

σε κάποια άλλη ζωή, να ήξερε τον Λίπσκομπ, τον αστέρα του ράγκμπι που τον φώναζαν «Μπιγκ Ντάντι». Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε, επίσης, το βιβλίο του Γουίλιαμ Στάιρον για την κατάθλιψη του, το Ορατό Σκοτάδι, το οποίο διάβαζα. Ήλπιζα ότι μπορεί να μου έδινε κάποια ιδέα για να ξεπεράσω τη δική μου κατάθλιψη —που με είχε πιάσει από το θάνατο της Μαρίας και δεν έλεγε να με αφήσει εδώ και τρία χρόνια τώρα, που μου φαίνονταν σαν είκοσι. Στην πραγματικότητα, αυτό που με ξύπνησε εκείνο το πρωί ήταν το φως από προβολείς αυτοκινήτων πάνω στις γρίλιες του παραθύρου. Άκουσα μια πόρτα αυτοκινήτου να βροντάει και βιαστικά βήματα πάνω στα χαλίκια του χώρου στάθμευσης του σπιτιού μου. Προσέχοντας να μην ξυπνήσω τα παιδιά, πήγα στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Διέκρινα δύο αστυνομικά αυτοκίνητα, παρκαρισμένα πίσω από την παλιά Πόρσε μου. Έξω πρέπει να έκανε φρικτό κρύο. Μόλις είχαμε μπει στη χειρότερη φάση του χειμώνα στην Ουάσιγκτον. «Κάντε μου τη χάρη», μουρμούρισα πάνω στις παγωμένες γρίλιες του παραθύρου. «Αφήστε με ήσυχο». Ο Σάμπσον κατευθυνόταν προς την πίσω πόρτα της κουζίνας μας. Το ρολόι δίπλα στο κρεβάτι έδειχνε πέντε παρά είκοσι. Ώρα για να πιάσω δουλειά. Λίγο πριν από τις πέντε εκείνο το πρωί, ο Σάμπσον κι εγώ παρκάραμε μπροστά σε μία ετοιμόρροπη πολυκατοικία της Τζό,ρτζταουν, ένα οικοδομικό τετράγωνο δυτικά της Εμ Στρητ. Είχαμε αποφασίσει να ελέγξουμε το διαμέρισμα του Σόνετζι εμείς οι ίδιοι. Ο μοναδικός τρόπος για να γίνει κάτι σωστά, είναι να το κάνεις μόνος σου. «Όλα τα φώτα είναι αναμμένα. Φαίνεται πως κάποιος είναι μέσα», είπε ο Σάμπσον καθώς βγαίναμε από το αυτοκίνητο. «Ποιος να είναι, άραγε;» «Έχεις δικαίωμα για τρεις απαντήσεις. Οι δυο πρώτες δε μετράνε», είπα μέσα από τα δόντια μου. Υπέφερα από πρωινή ναυτία. Και η επίσκεψη στο άντρο του τέρατος δεν επρόκειτο να με κάνει να νιώσω καλύτερα.

«Το FBI. Ίσως ο Εφρέμ Ζίμπαλιστ Τζούνιορ* να είναι εκεί πάνω», είπε ο Σάμπσον. «Μπορεί να γυρίζουν τ ο Αυθεντικές Ιστορίες από το FBI». «Πάμε να δούμε». Μπήκαμε μέσα στο κτίριο και ανεβήκαμε τη στενή στριφογυριστή σκάλα. Στο δεύτερο όροφο, κίτρινες απαγορευτικές ταινίες είχαν τοποθετηθεί χιαστί στην είσοδο του διαμερίσματος του Σόνετζι. Δεν έμοιαζε με κατοικία ενός «κυρίου Τσιπς». Θύμιζε περισσότερο χώρο όπου θα μπορούσε να ζει ένας Ρίτσαρντ Ραμίρεζ** ή ο δολοφόνος του Γκριν Ρίβερ. Η γδαρμένη ξύλινη πόρτα ήταν ανοιχτή. Μπορούσα να διακρίνω δύο τεχνικούς του FBI να εργάζονται μέσα. Ένας τοπικός ντισκ τζόκεϊ, που λεγόταν Γκρίζμαν, ούρλιαζε από ένα ραδιόφωνο στο δάπεδο. «Γεια σου Πιτ, τι γίνεται;» φώναξα δυνατά. Ήξερα τον έναν από τους δύο τεχνικούς, τον Πιτ Σβάιτσερ. Στο άκουσμα της φωνής μου, ανασήκωσε το κεφάλι του. «Βρε, για δες ποιοι ήρθαν. Καλώς ορίσατε στα άγια των αγίων». «Ήρθαμε για να σας ενοχλήσουμε. Να δούμε πώς δουλεύετε», είπε ο Σάμπσον. Είχαμε και οι δύο συνεργαστεί με τον Πιτ Σβάιτσερ στο παρελθόν. Τον συμπαθούσαμε και τον εμπιστευόμαστε, όσο μπορείς να συμπαθείς και να εμπιστεύεσαι οποιονδήποτε ανήκει στο FBI. «Περάστε και βολευτείτε στην οικία Σόνετζι. Από δω ο συνάδελφος μου ανιχνευτής και συλλέκτης μυγόσκατων, ο Τοντ Τούχι. Ο Τοντ γουστάρει ν' ακούει τον Γκρίζμαν τις πρωινές ώρες. Αυτοί οι δυο είναι τυμβωρύχοι σαν κι εμάς, Τόντι». «Οι καλύτεροι», είπα στον Τοντ Τούχι. Είχα ήδη αρχίσει να περιεργάζομαι το διαμέρισμα. Και πάλι τα πάντα μού φαίνονταν εξωπραγματικά. Μέσα στο κεφάλι μου αισθανόμουν κρύο και υγρασία. Η ώρα της ανατριχίλας. Η μικρή γκαρσονιέρα ήταν άνω κάτω. Δεν υπήρχαν πολ* Ηθοποιός, πρωταγωνιστής της παλιάς τηλεοπτικής σειράς Οι Αδιάφθοροι, στο ρόλο του Έλιοτ Νες. (Σ.τ.Μ.) ** Διάσημος κατ' εξακολούθηση δολοφόνος. (Σ.τ.Μ.)

λά έπιπλα —ένα σκέτο στρώμα πάνω στο πάτωμα, ένα κομοδίνο μ' ένα αμπαζούρ κι ένας καναπές, που θαρρείς και τον είχαν μαζέψει από το πεζοδρόμιο— όμως το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με διάφορα πράγματα. Τσαλακωμένα σεντόνια, πετσέτες και εσώρουχα αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος του γενικότερου χάους. Δύο με τρεις στοίβες από άπλυτα ρούχα ήταν σκορπισμένες στο πάτωμα. Το μεγαλύτερο, πάντως, μέρος της ακαταστασίας οφειλόταν σε βιβλία και περιοδικά. Αρκετές εκατοντάδες βιβλία και άλλα τόσα περιοδικά, τουλάχιστον, βρίσκονταν στοιβαγμένα στο μοναδικό μικρό δωμάτιο. «Τίποτα το ενδιαφέρον μέχρι στιγμής;» ρώτησα τον Σβάιτσερ. «Ψάξατε τα βιβλία του;» Ο Σβάιτσερ μου μίλησε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από μια στοίβα βιβλία, τα οποία πασπάλιζε με ειδική σκόνη. «Τα πάντα έχουν ενδιαφέρον. Δες τα βιβλία κατά μήκος του τοίχου. Λάβε, επίσης υπόψη σου το γεγονός ότι ο προσεκτικός φίλος μας έγλειψε ολόκληρο το διαμέρισμα πριν την κοπανήσει». «Έκανε καλή δουλειά; Για τα δικά σου κριτήρια;» «Εξαιρετική. Δε θα μπορούσα να την κάνω καλύτερα ούτε εγώ ο ίδιος. Δε βρήκαμε ούτε ένα μερικό αποτύπωμα πουθενά. Ούτε καν σε κάποιο απ' αυτά τα καταραμένα βιβλία». «Μπορεί να διαβάζει φορώντας πλαστικά γάντια», σχολίασα. «Δε θα το απέκλεια. Δε σου κάνω πλάκα. Το σπίτι το έψαξαν επαγγελματίες, Άλεξ». Ήμουν σκυμμένος τώρα πάνω από αρκετές στοίβες με βιβλία. Διάβαζα τους τίτλους στις ράχες τους. Τα περισσότερα ήταν αστυνομικά των τελευταίων πέντε ετών περίπου. «Πραγματικός λάτρης του εγκλήματος», είπα. «Άφθονες ιστορίες με απαγωγές», είπε ο Σβάιτσερ. Σήκωσε το κεφάλι του και μου έδειξε. «Στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού, κοντά στο αμπαζούρ. Εκεί βρίσκεται το... τμήμα των απαγωγών». Πήγα και κοίταξα τα βιβλία. Τα περισσότερα ήταν κλεμμένα από τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Τζόρτζ-

ταουν. Υπέθεσα ότι θα πρέπει να είχε κάποια ταυτότητα του πανεπιστημίου για να μπορεί να ψάχνει στα ράφια εκεί. Μήπως ήταν κάποιος παλιός φοιτητής; Κάποιος καθηγητής, ίσως; Λίστες τυπωμένες σε εκτυπωτή ήταν κολλημένες με σελοτέιπ στο γυμνό τοίχο πάνω από την προσωπική του βιβλιοθήκη για τις απαγωγές. Άρχισα να τις διαβάζω. Άλντο Μόρο. Τον απήγαγαν στη Ρώμη. Πέντε σωματοφύλακες σκοτώθηκαν την ώρα της απαγωγής. Το πτώμα του Μόρο βρέθηκε σε παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Τζακ Τάικ. Απελευθερώθηκε ύστερα από πληρωμή 750.000 δολαρίων. Τζ. Ρέτζιναλντ Μέρφι, εκδότης τον Ατλάντα Κονστιτούσιον. Απελευθερώθηκε ύστερα από πληρωμή 700.000 δολαρίων. Ζαν Πολ Γκετί ο 3ος. Απελευθερώθηκε στη Νότια Ιταλία ύστερα από καταβολή λύτρων ύψους 2,8 εκατομμυρίων δολαρίων. Βιρτζίνια Πάιπερ, από τη Μινεάπολη. Απελευθερώθηκε όταν ο σύζυγος της πλήρωσε 1.000.000 δολάρια. Βίκτορ Ε. Σάμουελσον. Απελευθερώθηκε στην Αργεντινή ύστερα από καταβολή λύτρων 14,2 εκατομμυρίων δολαρίων. Καθώς κοίταζα τα ποσά στη λίστα, μου ξέφυγε ένα σφύριγμα. Πόσα θα ζητούσε, άραγε, για τη Μάγκι Ρόουζ Νταν και τον Μάικλ Γκόλντμπεργκ; Ήταν ένα πραγματικά μικρό διαμέρισμα και δεν υπήρχε πολύς χώρος για να σβήσει ο Σόνετζι αποτυπώματα. Εν πάση περιπτώσει, ο Σβάιτσερ έλεγε ότι ο Σόνετζι δεν είχε αφήσει πίσω του κανένα. Υπήρχε, άραγε, πιθανότητα να ήταν ο Σόνετζι αστυνομικός; Αυτός είναι ένας τρόπος για να σχεδιάσεις ένα έγκλημα, με αυξημένες δυνατότητες να μείνεις ατιμώρητος. «Για έλα εδώ μια στιγμή». Ο Σάμπσον βρισκόταν στο μπάνιο της μικροσκοπικής γκαρσονιέρας. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με φωτογραφίες από περιοδικά, εφημερίδες, εξώφυλλα δίσκων και βιβλίων. Ο Σόνετζι μας είχε αφήσει μια έκπληξη για το τέλος. Δεν υπήρχαν καθόλου αποτυπώματα αλλά υπήρχε ένα μήνυμα.

Πάνω από τον καθρέφτη, φτιαγμένη με τυπωμένα γράμματα, υπήρχε η φράση: ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ΚΑΠΟΙΟΣ! Πάνω στους τοίχους υπήρχε μια ολόκληρη έκθεση φωτογραφιών. Είδα τον Ρίβερ Φίνιξ. Και τον Ματ Ντίλον. Υπήρχαν φωτογραφίες από άλμπουμ του Χέλμουτ Νιοΰτον. Αναγνώρισα το δολοφόνο του Λένον, τον Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν. Και τον Άξελ Ρόουζ. Και ο Πιτ Ρόουζ βρισκόταν επίσης πάνω στον τοίχο. Και ο Νίον Ντίον Σάντερς. Ο Γουέιν Γουίλιαμς, επίσης. Και άρθρα από εφημερίδες. Για τη φωτιά στην κοσμική λέσχη Χάπι Λαντ στη Νέα Υόρκη. Έ ν α άρθρο των Νιου Γιορκ Τάιμς για την απαγωγή του παιδιού των Λίντμπεργκ. Έ ν α άρθρο για την απαγωγή του Σάμουελ Μπρόνφμαν, του κληρονόμου της αυτοκρατορίας Σίγκραμ, και ένα άρθρο για τον αγνοούμενο μικρό Ίταν Πατζ. Σκέφτηκα τον Σόνετζι, τον απαγωγέα, κατάμονο μες στο μελαγχολικό του διαμέρισμα. Είχε σκουπίσει προσεκτικά το κάθε εκατοστό του χώρου για να μην αφήσει αποτυπώματα. Το δωμάτιο αυτό καθεαυτό ήταν τόσο μικρό, τόσο ασκητικό! Ήταν ένας άνθρωπος που διάβαζε ή, τουλάχιστον, που του άρεσε να έχει βιβλία γύρω του. Έπειτα, υπήρχε η φωτογραφική του γκαλερί. Τι μας έλεγε αυτή; Σε τι κατευθύνσεις μας έστελνε; Σε σωστές ή παραπλανητικές; Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη που βρισκόταν πάνω από το νιπτήρα και κοίταξα μέσα του, όπως ήξερα ότι είχε κάνει κι εκείνος άπειρες φορές. Τι υποτίθεται ότι θα έπρεπε να δω; Τι είχε δει ο Γκάρι Σόνετζι; «Αυτή εδώ είναι η δική του φωτογραφία στον τοίχο - τ ο πρόσωπο μέσα στον καθρέφτη», είπα στον Σάμπσον. «Είναι η φωτογραφία-κλειδί εδώ, η κεντρική. Θέλει να γίνει πιο μεγάλος σταρ απ' όλους αυτούς». Ο Σάμπσον ήταν ακουμπισμένος πάνω σ' έναν τοίχο γεμάτο με φωτογραφίες και αποκόμματα εφημερίδων. «Γιατί δεν υπάρχουν αποτυπώματα, δόκτορ Φρόιντ;» «Θα πρέπει να ξέρει ότι έχουμε τ' αποτυπώματά του κάπου σε κάποιο φάκελο. Αυτό με κάνει να πιστεύω πως μπορεί να είχε κάνει κάποιου είδους μεταμφίεση στο σχολείο. Ίσως να έβαζε το μεϊκάπ του εδώ ακριβώς, πριν ξεκινήσει

για το σχολείο. Δεν αποκλείεται να είναι ηθοποιός του θεάτρου. Πιστεύω πως δεν έχουμε δει ακόμα το πρόσωπο του». «Νομίζω πως ο μάγκας έχει μεγάλα σχέδια. Θέλει, αναμφισβήτητα, να γίνει αστέρας», είπε ο Σάμπσον. Θέλω να γίνω κάποιος!

Κεφάλαιο 13

Η ΜΑΓΚΙ ΡΟΟΥΖ NTΑΝ είχε ξυπνήσει από τον πιο παράξενο ΰπνο της ζωής της. Με φρικτά και απερίγραπτα άσχημα όνειρα. Είχε την αίσθηση ότι όλα γύρω της κινούνταν σε αργή κίνηση. Διψούσε. Και ήθελε να κατουρήσει επειγόντως. Είμαι πολύ κουρασμένη σήμερα, μαμά. Σε παρακαλώ! Δε θέλω να σηκωθώ. Δε θέλω να πάω στο σχολείο σήμερα. Σε παρακαλώ, μαμά. Δεν αισθάνομαι τόσο καλά. Αλήθεια, μανούλα, πραγματικά δεν αισθάνομαι καλά. Η Μάγκι Ρόουζ άνοιξε τα μάτια της. Νόμισε, τουλάχιστον, ότι είχε ανοίξει τα μάτια της, αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα. Τίποτε απολύτως. «Μανούλα! Μανούλα! Μανούλα!» ούρλιαξε τελικά και δε σταμάτησε να ουρλιάζει. Για μία ώρα μετά απ' αυτό ή περίπου τόσο, έχανε και ξανάβρισκε τις αισθήσεις της. Αισθανόταν μια γενική αδυναμία. Έπλεε σαν φύλλο στον πιο μεγάλο ποταμό. Τα ρεύματα την πήγαιναν όπου ήθελαν. Σκέφτηκε τη μαμά της. Ήξερε, άραγε, ότι η Μάγκι έλειπε; Την έψαχνε τώρα; Θα πρέπει να την έψαχνε. Ίσως κάποιος να της πήρε τα χέρια και τα πόδια της. Η Μάγκι δεν μπορούσε να τα αισθανθεί. Αυτό θα πρέπει να συνέβη πριν από πολύ καιρό. 'Ηταν θεοσκότεινα. Θα πρέπει να ήταν θαμμένη μέσα

στο χώμα. Θα πρέπει να είχε αρχίσει να αποσυντίθεται και να γίνεται σκελετός. Μήπως γι' αυτόν το λόγο δεν μπορούσε να αισθανθεί τα χέρια και τα πόδια της; Θα μείνω, άραγε, έτσι για πάντα; Αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει, και έβαλε πάλι τα κλάματα. Ήταν τόσο μπερδεμένη. Δεν μπορούσε πια να σκέφτεται. Όμως η Μάγκι Ρόουζ μπορούσε ν' ανοίξει και να κλείσει τα μάτια της. Τουλάχιστον, νόμιζε ότι μπορούσε. Αλλά δεν υπήρχε καμία διαφορά, είτε τα μάτια της ήταν κλειστά είτε ανοιχτά. Τα πάντα ήταν σκοτεινά. Έτσι κι αλλιώς. Αν ανοιγόκλεινε τα μάτια της πολύ γρήγορα, ξανά και ξανά, έβλεπε χρώματα. Τώρα, μέσα στο σκοτάδι, έβλεπε χρωματιστές γραμμές. Κυρίως κόκκινες και φωτεινές κίτρινες. Η Μάγκι αναρωτήθηκε αν ήταν δεμένη. Μήπως αυτό σου κάνουν στην πραγματικότητα όταν σε βάζουν μέσα σ' ένα φέρετρο; Σε δένουν; Γιατί να το κάνουν αυτό; Για να σ' εμποδίζουν να βγεις από το έδαφος; Για να κρατούν το πνεύμα σου κάτω από το χώμα για πάντα; Ξαφνικά θυμήθηκε κάτι. Τον κύριο Σόνετζι. Για ένα δευτερόλεπτο, ένα μικρό μέρος από την ομίχλη που την περιέβαλλε καθάρισε. Ο κύριος Σόνετζι την είχε πάρει από το σχολείο. Πότε είχε συμβεί αυτό; Γιατί; Πού βρισκόταν ο κύριος Σόνετζι τώρα; Και ο Μάικλ; Τι είχε συμβεί στον Μάικλ; Είχαν φύγει μαζί από το σχολείο. Αυτό, τουλάχιστον, το θυμόταν. Τότε κουνήθηκε και συνέβη το πιο καταπληκτικό πράγμα. Ανακάλυψε ότι μπορούσε να στριφογυρίσει το σώμα της. Και αυτό ακριβώς έκανε. Στριφογύρισε και ξαφνικά βρέθηκε πάνω σε κάτι. Μπορούσε να νιώσει πάλι ολόκληρο το κορμί της. Είχε ακόμη κορμί που το αισθανόταν. Ήταν απόλυτα σίγουρη πως είχε το κορμί της και ότι δεν ήταν ένας σκελετός. Και η Μάγκι ούρλιαξε. Είχε κυλήσει πάνω σε κάποιον ή κάτι. Κάποιος άλλος βρισκόταν εκεί, μέσα στο σκοτάδι, μαζί της. Ο Μάικλ;

Έπρεπε να είναι ο Μάικλ. «Μάικλ;» Η φωνή της Μάγκι βγήκε τόσο σιγανή, που ακούστηκε σαν ψίθυρος. «Μάικλ; Εσύ είσαι;» Περίμενε κάποια απάντηση. «Μάικλ;» ψιθύρισε δυνατότερα. «Έλα, Μάικλ. Σε παρακαλώ, μίλα μου». Όποιος κι αν ήταν, δεν απαντούσε. Αυτό ήταν ακόμη πιο τρομακτικό από το να είναι μόνη της. «Μάικλ... Εγώ είμαι... Μη φοβάσαι... Είμαι η Μάγκι... Μάικλ, σε παρακαλώ, ξύπνα. Ω Μάικλ, σε παρακαλώ... Σε παρακαλώ, Γαριδούλη. Αστειευόμουν όταν έλεγα ηλίθια τα παπούτσια σου. Έλα, Μάικλ. Μίλα μου, Γαριδούλη. Είμαι το αστέρι σου».

Κεφάλαιο 14

Τ ο ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΝΤΑΝ ανήκε στο είδος που οι ντόπιοι κτηματομεσίτες θα αποκαλούσαν νεοελισαβετιανό σε στυλ Λάτσενζ*. Ούτε ο Σάμπσον ούτε εγώ είχαμε δει πολλά απ' αυτά στο Σάουθ-Ιστ. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε η γαλήνη και η ποικιλομορφία που υποθέτω ότι θα πρέπει να αποτελούν συνηθισμένη κατάσταση μεταξύ των πλουσίων. Υπήρχαν πολλά ακριβά πράγματα. Πλακίδια αρ ντεκό και ανατολίτικα παραβάν, ένα γαλλικό ηλιακό ρολόι, ένα χαλί από το Τουρκεστάν, κάτι που έμοιαζε με γιαπωνέζικο ή κινέζικο βωμό. Θυμήθηκα μια φράση που είχε πει κάποτε ο Πικάσο: «Δώστε μου ένα μουσείο κι εγώ θα το γεμίσω». Υπήρχε ένα μικρό μπάνιο δίπλα σ' ένα από τα μεγάλα σαλόνια. Ο Τζορτζ Πίτμαν, ο αρχηγός των ντετέκτιβ, με άρπαξε και με τράβηξε εκεί μέσα μόλις έφτασα. Ήταν γύρω στις οχτώ το πρωί. Πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» με ρώτησε. «Τι ετοιμάζεις, Κρος;» Το μπάνιο ήταν κάπως στενόχωρο, καθόλου κατάλληλος χώρος για δύο εύσωμους ενήλικους. Δεν ήταν, βέβαια, μια * Σερ Έντουιν Λάντσιρ Λάτσενζ (1869-1944): Βρετανός αρχιτέκτονας. (Σ.τ.Μ.)

συνηθισμένη τουαλέτα. Έ ν α χαλί Ουίλιαμ Μόρις κάλυπτε το δάπεδο. Μια καρέκλα ντιζάιν βρισκόταν σε μια γωνία. «Έλεγα να πιω έναν καφέ. Και μετά να συμμετάσχω στην πρωινή ενημέρωση», είπα στον Πίτμαν. Ήθελα απελπισμένα να βγω έξω από κείνο το μπάνιο. «Μη μου πουλάς τρέλα εμένα». Άρχισε να υψώνει τη φωνή του. «Μη μου πουλάς τρέλα». Ω, μην το κάνεις αυτό, ήθελα να του πω. Μη δημιουργείς σκηνή εδώ μέσα. Σκέφτηκα να του χώσω το κεφάλι μέσα στο νερό της λεκάνης της τουαλέτας. «Κατέβασε την ένταση της φωνής σου, διαφορετικά θα φύγω», είπα. Τις περισσότερες φορές προσπαθώ να συμπεριφέρομαι με λογικό και ευγενικό τρόπο. Αυτή είναι μία από τις αδυναμίες του χαρακτήρα μου. «Μη μου λες εμένα να κατεβάσω τη φωνή μου. Ποιος διάβολο σας είπε να πάτε στα σπίτια σας χτες το βράδυ; Εσένα και του Σάμπσον; Ποιος σας είπε να πάτε σήμερα το πρωί στο διαμέρισμα του Σόνετζι;» «Περί αυτού πρόκειται; Γι' αυτόν το λόγο βρισκόμαστε εδώ μέσα μαζί τώρα;» ρώτησα. «Ακριβώς. Εγώ διευθΰνω αυτή την έρευνα. Αυτό σημαίνει πως, αν θέλεις να δέσεις το κορδόνι του παπουτσιού σου, πρώτα ζητάς την άδειά μου». Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω. «Που τη βρήκες αυτή την ατάκα; Την έλεγε ο Λου Γκόσετ στο Ιπτάμενος και Τζέντλεμαν;» «Νομίζεις πως παίζουμε εδώ, Κρος;» «Όχι, δεν το νομίζω. Δεν το νομίζω καθόλου. Όμως κράτα τα μούτρα σου μακριά μου, αν θέλεις να έχεις μούτρα», τον προειδοποίησα. Βγήκα από το μπ;άνιο. Ο Πίτμαν, ο αρχηγός των ντετέκτιβ, δε με ακολούθησε. Ναι, αντιδρώ όταν με προκαλούν. Όχι, αυτή η κουράδα δε θα έπρεπε να μου πουλάει μούρη. Λίγο μετά τις οχτώ η Ομάδα Διάσωσης Ομήρων συγκεντρώθηκε, τελικά, στο ευρύχωρο και έξοχα διακοσμημένο σαλόνι. Διαισθάνθηκα αμέσως ότι κάτι πήγαινε στραβά. Κάτι είχε συμβεί σίγουρα.

Η Τζέζι Φλάναγκαν, της Μυστικής Υπηρεσίας, ήταν έτοιμη να μας μιλήσει. Τη θυμόμουν από το προηγούμενο πρωί στο δημοτικό σχολείο. Στεκόταν μπροστά σ' ένα αναμμένο τζάκι. Πάνω από το τζάκι υπήρχαν χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά κλαδιά, μικρά λευκά φωτάκια και χριστουγεννιάτικες κάρτες. Αρκετές μη παραδοσιακές κάρτες ήταν, προφανώς, από φίλους των Νταν στην Καλιφόρνια —φωτογραφίες στολισμένων φοινικόδεντρων, του ελκήθρου του Αϊ-Βασίλη στον ουρανό πάνω από το Μάλιμπου. Οι Νταν είχαν μετακομίσει πρόσφατα στην Ουάσιγκτον, όταν ο Τόμας Νταν διορίστηκε διευθυντής του Ερυθρού Σταυρού. Η Τζέζι Φλάναγκαν φαινόταν πιο επίσημη απ' ό,τι στο σχολείο. Φορούσε φαρδιά γκρίζα φούστα, μαύρο πουλόβερ σε στυλ Ζιβάγκο και μικρά χρυσά σκουλαρίκια. Έμοιαζε με δικηγόρο της Ουάσιγκτον με γοητευτική και πολύ επιτυχημένη δικηγόρο της Ουάσιγκτον. «Ο Σόνετζι επικοινώνησε μαζί μας τα μεσάνυχτα. Κι έπειτα ξανά, γύρω στη μία. Δεν περιμέναμε να έρθει σε επαφή μαζί μας τόσο σύντομα. Κανένας μας». Έτσι άρχισε την ομιλία της η Τζέζι Φλάναγκαν. «Το τηλεφώνημα έγινε από την περιοχή του Άρλινγκτον. Ο Σόνετζι διευκρίνισε ότι δεν είχε να πει τίποτα σχετικά με τα παιδιά, παρά μόνο ότι η Μάγκι Νταν και ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ ήταν καλά. Τι άλλο θα έλεγε; Δε μας επέτρεψε να μιλήσουμε σε κανένα από τα δυο παιδιά, έτσι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα. Ακουγόταν συγκροτημένος και πολύ ψύχραιμος». «Έγινε ανάλυση της μαγνητοταινίας με τη φωνή του;» ρώτησε ο Πίτμαν από τη θέση του στις μπροστινές σειρές. Αν ο Σάμπσον κι εγώ ήμαστε υποχρεωμένοι να περιοριστούμε στο ρόλο του απλού παρατηρητή, ήταν παρήγορο να βλέπουμε ότι και ο Πίτμαν ανήκε στην ίδια κατηγορία. Απ' ό,τι φαινόταν, κανένας δε μιλούσε ούτε σ' εκείνον. «Γίνεται τώρα», απάντησε ευγενικά στην ερώτηση η Φλάναγκαν. Σκέφτηκα ότι έδωσε στην ερώτηση όση σημασία έπρεπε, αποφεύγοντας την παραμικρή ανάπτυξη του θέματος. Είχε πραγματικά την ικανότητα να διατηρεί τον έλεγχο μιας κατάστασης.

«Πόση ώρα ακριβώς έμεινε στη γραμμή;» ρώτησε στη συνέχεια ο εισαγγελέας Ρίτσαρντ Γκαλέτα. «Δυστυχώς, όχι πάρα πολΰ. Για την ακρίβεια, τριάντα τέσσερα δευτερόλεπτα», του απάντησε η Φλάναγκαν, με την ίδια αποτελεσματική ευγένεια. Ψυχρή αλλά αρκετά ευγενική. Έξυπνη. Τη μελέτησα; Ήταν ολοφάνερο ότι αντιμετώπιζε με άνεση αυτούς που βρίσκονταν απέναντι της. Είχα ακούσει ότι της είχαν αναγνωρίσει κάποιες σημαντικές επιτυχίες στη Μυστική Υπηρεσία, πράγμα που σήμαινε ότι στην πραγματικότητα είχε στο ενεργητικό της πολλές σημαντικές επιτυχίες. «Είχε ήδη φύγει από ώρα, όταν πήγαμε στον τηλεφωνικό θάλαμο στο Άρλινγκτον. Δεν ήταν δυνατό να σταθούμε τόσο τυχεροί, τόσο γρήγορα», είπε η Φλάναγκαν. Άφησε να αιωρηθεί στον αέρα μια υποψία χαμόγελου και πρόσεξα πως αρκετοί από τους άντρες τής το ανταπέδωσαν. «Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι έκανε το τηλεφώνημα;» ρώτησε ο σερίφης από το βάθος του δωματίου. Ήταν κοιλαράς, με αρχή φαλάκρας και κάπνιζε πίπα. Η Φλάναγκαν έβγαλε έναν αναστεναγμό. «Παρακαλώ, αφήστε με να συνεχίσω. Δυστυχώς, υπάρχει και κάτι ακόμα, εκτός από το τηλεφώνημα. Ο Σόνετζι δολοφόνησε χθες το βράδυ τον πράκτορα του FBI Ρότζερ Γκράχαμ. Αυτό συνέβη έξω ακριβώς από το σπίτι του Γκράχαμ στη Βιρτζίνια, δίπλα στο αυτοκίνητο του». Δεν είναι εύκολο να προκαλέσεις ταραχή σε μια έμπειρη ομάδα σαν κι αυτή που ήταν συγκεντρωμένη στο σπίτι των Νταν. Η είδηση της δολοφονίας του Γκράχαμ το κατάφερε. Ξέρω ότι εμένα μου λύθηκαν τα γόνατα. Ο Ρότζερ κι εγώ είχαμε ζήσει μαζί δύσκολες καταστάσεις τα τελευταία χρόνια. Όποτε δούλευα δίπλα του, ήξερα ότι τα νώτα μου ήταν πάντα προστατευμένα. Όχι πως χρειαζόμουν κι άλλη αιτία για να θέλω να πιάσω τον Γκάρι Σόνετζι, αλλά τώρα μου είχε δώσει μια πολύ καλή. Αναρωτήθηκα αν το ήξερε αυτό ο Σόνετζι. Και τι σημασία μπορεί να είχε αν το ήξερε. Ως ψυχολόγο, αυτή η δολοφονία με γέμισε με μια αίσθηση τρόμου. Μου έδειχνε ότι ο Σόνετζι ήταν οργανωμένος, αρκετά σίγουρος για τον εαυτό

του ώστε να παίζει παιχνίδια μαζί μας και αποφασισμένος να σκοτώσει. Το με'λλον δεν προμηνυόταν αισιόδοξο για τη Μάγκι Ρόουζ Νταν και τον Μάικλ Γκόλντμπεργκ. «Άφησε ένα πολΰ σαφές μήνυμα για μας», συνέχισε η Φλάναγκαν. «Το μήνυμα είναι δακτυλογραφημένο πάνω σε μια μικρή καρτέλα. Το μήνυμα απευθύνεται σε όλους μας. Λέει: Ο Ρότζερ Γκραχαμαλάκας νόμιζε πως ήταν σπουδαίος. Αν δουλεύετε πάνω σ' αυτή την υπόθεση, διατρέχετε σοβαρό κίνδυνο!... Το μήνυμα έχει υπογραφή. Αποκαλεί τον εαυτό του Γιο του Λίντμπεργκ».

Κεφάλαιο 15

Η ΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΠΑΓΩΓΗΣ από τον Τύπο έγινε ταχύτατα και με πολύ βρόμικο τρόπο. Έ ν α ς πρωτοσέλιδος τίτλος σε μια από τις πρωινές εφημερίδες έγραφε: ΟΙ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΙΧΑΝ ΠΑΕΙ ΓΙΑ ΚΑΦΕ. Οι δημοσιογράφοι δεν είχαν μάθει ακόμη τα νέα για τον πράκτορα του FBI Ρότζερ Γκράχαμ. Προσπαθούσαμε να τα καθυστερήσουμε. Εκείνο το πρωί τα δημοσιογραφικά κουτσομπολιά ασχολούνταν με το πώς οι πράκτορες της Μυστικής Υπηρεσίας Τσαρλς Τσάκλι και Μάικλ Ντιβάιν είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους στο ιδιωτικό σχολείο. Η αλήθεια ήταν ότι οι δύο πράκτορες είχαν πάει έξω για να πάρουν πρωινό κατά τη διάρκεια των μαθημάτων. Ήταν κάτι που συνηθιζόταν σ' αυτού του είδους την υπηρεσία. Το διάλειμμα για καφέ, πάντως, θα αποδεικνυόταν ακριβό. Θα στοίχιζε στον Τσάκλι και στον Ντιβάιν τουλάχιστον τις θέσεις τους και, κατά πάσα πιθανότητα, τις καριέρες τους. Σ' ένα άλλο μέτωπο τώρα, ο Πίτμαν δε ζήτησε αρχικά τη βοήθεια του Σάμπσον και τη δική μου. Αυτό συνεχίστηκε για δύο μέρες. Αφημένοι στην ησυχία μας, ο Σάμπσον κι εγώ ασχοληθήκαμε με τα ελάχιστα ίχνη που είχε αφήσει ο Γκάρι Σόνετζι. Εγώ επισκέφθηκα καταστήματα της περιοχής που πουλούσαν μεϊκάπ και είδη μεταμφίεσης. Ο Σάμπσον είχε πάει στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της

Τζόρτζταουν, όμως κανένας δεν τον είχε δει εκεί. Ούτε καν είχαν αντιληφθεί τις κλοπές των βιβλίων από τα ράφια τους. Ο Σόνετζι είχε εξαφανιστεί με επιτυχία. Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι θα 'λεγε κανείς πως δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν από την πρόσληψη του στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον. Όπως ήταν αναμενόμενο, είχε πλαστογραφήσει τα πιστοποιητικά προϋπηρεσίας, καθώς και συστατικές επιστολές. Είχε ολοκληρώσει το κάθε του βήμα με μια τελειότητα που όμοιά της κανένας από μας δεν είχε ξαναδεί σε υποθέσεις εξαπάτησης ή πλαστοπροσωπίας. Δεν είχε αφήσει πίσω του κανένα ίχνος. Ο Σόνετζι είχε αντιμετωπίσει με θρασύτητα και εκπληκτική αυτοπεποίθηση το θέμα της πρόσληψής του στο σχολείο. Κάποιος υποτιθέμενος προηγούμενος εργοδότης του (φανταστικός) είχε επικοινωνήσει με το Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον και είχε συστήσει ανεπιφύλακτα τον Σόνετζι, ο οποίος θα μετακόμιζε στην περιοχή της Ουάσιγκτον. Άλλες συστατικές επιστολές ήρθαν με φαξ από το πτυχιακό και το μεταπτυχιακό τμήμα του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια. Ύστερα από δυο εντυπωσιακές συνεντεύξεις, το σχολείο ήθελε τον ευπαρουσίαστο και ενθουσιώδη δάσκαλο τόσο πολύ (τους είχε, επίσης, πείσει ότι τον διεκδικούσαν κι άλλα ιδιωτικά σχολεία της Ουάσιγκτον), ώστε τον προσέλαβε χωρίς καθυστέρηση. «Και δε μετανιώσαμε ποτέ που τον προσλάβαμε —μέχρι τώρα, φυσικά», παραδέχτηκε μπροστά μου ο υποδιευθυντής. «Ήταν πολύ καλύτερος απ' ό,τι έλεγαν τα χαρτιά του. Αν αποδειχτεί ότι δεν ήταν, πράγματι, δάσκαλος των μαθηματικών προτού έρθει εδώ, θα δυσκολευτώ να το πιστέψω. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι είναι έξοχος ηθοποιός». Αργά το απόγευμα της τρίτης μέρας ο Ντον Μάνινγκ, ένας από τους βοηθούς του Πίτμαν, μου ανέθεσε μια δουλειά. Μου ζήτησε να δω και να κάνω μια ψυχολογική αξιολόγηση της Κάθριν Ρόουζ Νταν και του συζύγου της. Είχα προσπαθήσει και μόνος μου να δω τους Νταν, αλλά μου το είχαν αρνηθεί. Συνάντησα την Κάθριν και τον Τόμας Νταν στην πίσω

αυλή του σπιτιού τους. Ένας γκρίζος, πέτρινος τοίχος ύψους τριών μέτρων προστάτευε αποτελεσματικά την αυλή από τα αδιάκριτα βλέμματα. Το ίδιο και μια σειρά από τεράστιες φλαμουριές. Για την ακρίβεια, την πίσω αυλή αποτελούσαν αρκετοί κήποι, οι οποίοι χωρίζονταν μεταξύ τους με πέτρινους τοίχους και μ' ένα φιδογυριστό ποταμάκι. Οι κηπουροί που φρόντιζαν τους κήπους, ένα νεαρό ζευγάρι από την περιοχή του Ποτόμακ, έβγαζαν προφανώς καλό μεροκάματο και από άλλους κήπους της περιοχής. Σίγουρα κέρδιζαν περισσότερα χρήματα από μένα. Η Κάθριν Ρόουζ είχε ρίξει ένα παλιό καμιλό πανωφόρι πάνω από το μπλουτζίν και το πουλόβερ της. Καθώς βγαίναμε στην αυλή, σκέφτηκα πως, κατά πάσα πιθανότητα, ό,τι και να φορούσε θα ήταν κομψή. Πρόσφατα είχα διαβάσει κάπου ότι η Κάθριν Ρόουζ εξακολουθούσε να συγκαταλέγεται μεταξύ των ωραιότερων γυναικών στον κόσμο. Είχε παίξει σε ελάχιστες ταινίες αφότου γέννησε τη Μάγκι Ρόουζ, αλλά δεν είχε χάσει τίποτε από την ομορφιά της, απ' όσο έβλεπα. Ούτε καν σ' αυτή την ώρα της φοβερής αγωνίας της. Ο άντρας της, ο Τόμας Νταν, ήταν διακεκριμένος δικηγόρος στο χώρο του θεάματος, στο Λος Άντζελες, όταν γνωρίστηκαν. Εκεί είχε αναμειχθεί, επίσης, με οικολογικές οργανώσεις, όπως η Γκρίνπις και η Σώστε τη Γη. Η οικογένεια είχε μετακομίσει στην Ουάσιγκτον, όταν ο Νταν έγινε διευθυντής του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού. «Έχετε ασχοληθεί με άλλες απαγωγές, ντετέκτιβ;» θέλησε να μάθει ο Τόμας Νταν. Προσπαθούσε να καταλάβει ποιος ήταν ο δικός μου ρόλος. Ήμουν σημαντικός; Θα μπορούσα να βοηθήσω το κοριτσάκι τους με κάποιο τρόπο; Ήταν λίγο αγενής, αλλά σκέφτηκα πως στη συγκεκριμένη περίπτωση δε θα έπρεπε να τον κρίνω αυστηρά. «Με καμιά δεκαριά», του είπα. «Μπορείτε να μου πείτε κάποια πράγματα για τη Μάγκι; Μπορεί να βοηθήσουν. Όσα περισσότερα ξέρουμε, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητές μας να τη βρούμε». Η Κάθριν Ρόουζ ένευσε καταφατικά. «Και βέβαια θα σας πούμε, ντετέκτιβ Κρος. Προσπαθήσαμε να αναθρέψουμε τη Μάγκι όσο πιο φυσιολογικά γίνεται», είπε. «Αυτός εί-

ναι ένας από τους λόγους που αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στην Ανατολική Ακτή». «Δεν ξέρω αν θα αποκαλούσα την Ουάσιγκτον φυσιολογικό μέρος για να μεγαλώνει κανείς. Εδώ δεν είναι ακριβώς ο παράδεισος». Τους χαμογέλασα. Για κάποιο λόγο, μετά από αυτό το σχόλιό μου άρχισε να λιώνει ο πάγος. «Σε σύγκριση με το Μπέβερλι Χιλς, είναι αρκετά φυσιολογικό μέρος», είπε ο Τόμας Νταν. «Πιστέψτε με, είναι». «Εγώ δεν είμαι καν σίγουρη για το τι σημαίνει πια "φυσιολογικό"», είπε η Κάθριν. Τα μάτια της σου έδιναν την εντύπωση ότι ήταν γκριζογάλανα. Όταν την πλησίαζες, το βλέμμα της σε διαπερνούσε. «Υποθέτω ότι το "φυσιολογικό" αντιστοιχεί σε κάποια παραδοσιακή εικόνα στα βάθη του μυαλού μας, του Τομ και του δικού μου. Η Μάγκι δεν είναι κακομαθημένη. Δε λέει ποτέ "Η Σούζι πήρε αυτό" ή "Οι γονείς της Κέισι της αγόρασαν εκείνο". Δεν έχουν πάρει τα μυαλά της αέρα. Για τέτοιου είδους "φυσιολογικό" άτομο μιλάμε. Δεν είναι παρά ένα κοριτσάκι, ντετέκτιβ». Όση ώρα μιλούσε η Κάθριν Ρόουζ με τρυφερότητα για την κόρη της, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται τα δικά μου τα παιδιά, και ιδιαίτερα την Τζανέλ. Ήταν κι εκείνη «φυσιολογική». Μ' αυτό εννοώ ότι ήταν ισορροπημένη, αναμφισβήτητα μη κακομαθημένη, αξιαγάπητη από κάθε άποψη. Βρίσκοντας αντιστοιχίες ανάμεσα στις κόρες μας, άκουγα ακόμη πιο προσεκτικά όσα μου έλεγαν για τη Μάγκι Ρόουζ. «Μοιάζει πολύ με την Κάθριν». Ο Τόμας Νταν μου πρόσφερε ένα στοιχείο που πίστευε ότι ήταν σημαντικό να το γνωρίζω. «Η Κάθριν είναι το λιγότερο εγωιστικό πλάσμα που έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου. Πιστέψτε με, δεν είναι εύκολο να βιώνει κανείς την κολακεία και τις απαίσιες προσβολές που υφίσταται ένας σταρ στο Χόλιγουντ και να παραμένει ένας άνθρωπος όπως η Κάθριν». «Πώς καταλήξατε να τη βγάλετε Μάγκι Ρόουζ;» ρώτησα την Κάθριν Ρόουζ. «Εγώ ευθύνομαι γι' αυτό», είπε ο Τόμας Νταν, στρέφοντας τα μάτια του προς τον ουρανό. Απ' ό,τι έβλεπα, του άρεσε να μιλάει για τη γυναίκα του. «Στην αρχή ήταν ένα

χαϊδευτικό, αλλά έμεινε. Το σκέφτηκα την πρώτη φορά που τις είδα και τις δυο στο νοσοκομείο». «Ο Τομ μάς λέει "Τα Ροζ Κορίτσια", "Οι Ροζ Αδερφές". Καθόμαστε παρέα εδώ έξω, στον "Τριανταφυλλόκηπο". Όταν η Μάγκι κι εγώ μαλώνουμε, πρόκειται για "Τον Πόλεμο των Ρόδων"*. Έτσι πάει συνέχεια». Το αγαπούσαν πάρα πολΰ το κοριτσάκι τους. Το ένιωθα σε κάθε λέξη που έλεγαν για τη Μάγκι. Ο Σόνετζι, όποιο κι αν ήταν το πραγματικό του όνομα, είχε κάνει πολΰ έξυπνη επιλογή στη δική τους περίπτωση. Άλλη μια επιτυχημένη κίνηση εκ μέρους του. Διάσημη πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου και διακεκριμένος δικηγόρος. Πολύ τρυφεροί γονείς. Με χρήματα. Με κΰρος. Μπορεί και να του άρεσαν οι ταινίες της. Προσπάθησα να θυμηθώ αν η Κάθριν Ρόουζ είχε παίξει κάποιο ρόλο που να προκάλεσε, ενδεχομένως, τον Σόνετζι. Δε θυμόμουν να είχα δει τη φωτογραφία της στο διαμέρισμά του. «Είπατε ότι θέλετε να μάθετε ποιες μπορεί να είναι οι πιθανές αντιδράσεις της Μάγκι κάτω από αυτές τις φρικτές συνθήκες», συνέχισε η Κάθριν. «Γιατί, ντετέκτιβ Κρος;» «Ξέρουμε από τους δασκάλους της στο σχολείο ότι έχει κάλους τρόπους. Αυτός μπορεί να ήταν ένας λόγος για να την επιλέξει ο Σόνετζι». Ήμουν ειλικρινής μαζί τους. «Τι άλλο μπορείτε να μου πείτε; Πείτε μου ό,τι σας έρχεται στο νου». «Το μυαλό της Μάγκι μοιάζει να κινείται ανάμεσα σε δυο άκρα. Από τη μια μεριά είναι πολΰ σοβαρή —πολΰ αυστηρή με τον εαυτό της και τηρεί όλους τους κανόνες— και από την άλλη ζει με τη φαντασία της», είπε η Κάθριν. «Έχετε παιδιά;» με ρώτησε. Αιφνιδιάστηκα. Σκεφτόμουν πάλι την Τζανέλ και τον Ντέιμον. Αντιστοιχίες. «Δΰο. Δουλεύω, επίσης, με παιδιά στα γκέτο», είπα. «Έχει πολλούς φίλους η Μάγκι στο σχολείο;» «Άπειρους», είπε ο πατέρας της. «Της αρέσουν τα παιδιά που έχουν πολλές ιδέες χωρίς να είναι πολΰ εγωκεντρικά. Με εξαίρεση τον Μάικλ, ο οποίος είναι έντονα εγωκεντρικός». * Ρόουζ (Rose) στα αγγλικά σημαίνει το χρώμα ροζ και το τριαντάφυλλο. (Σ.τ.Μ.)

«Μιλήστε μου για τους δυο τους, για τη Μάγκι και τον Μάικλ». Η Κάθριν Ρόουζ χαμογέλασε για πρώτη φορά αφότου αρχίσαμε την κουβέντα μας. Αισθάνθηκα περίεργα. Αυτό το χαμόγελο, που το είχα δει τόσο πολλές φορές στον κινηματογράφο, τώρα το έβλεπα από κοντά. Είχα καταγοητευτεί. Ένιωσα κάποια ντροπή και αμηχανία για την αντίδρασή μου. «Είναι οι καλύτεροι φίλοι από τότε που μετακομίσαμε εδώ. Αποτελούν το πιο αλλόκοτο ζευγάρι, αλλά είναι αχώριστοι», είπε η Κάθριν. «Μερικές φορές τους λέμε Τομ και Τζέρι». «Πώς νομίζετε ότι θα αντιδρούσε ο Μάικλ κάτω απ' αυτές τις συνθήκες;» ρώτησα. «Δύσκολο να πεις». Ο Τόμας Νταν κούνησε το κεφάλι του. Έδειχνε πολύ ανυπόμονος άνθρωπος. Μάλλον ήταν συνηθισμένος να παίρνει αυτό που ήθελε, όταν το ήθελε. «Ο Μάικλ πρέπει να έχει πάντα ένα "σχέδιο". Η ζωή του είναι πολύ οργανωμένη, πολύ δομημένη». «Τι ξέρετε για τα προβλήματα της υγείας του;» Ήξερα ότι ο Μάικλ είχε γεννηθεί με κυάνωση και ότι εξακολουθούσε να έχει ένα ελαφρύ πρόβλημα φυσήματος στην καρδιά. Η Κάθριν Ρόουζ ανασήκωσε τους ώμους της. Προφανώς δεν αποτελούσε σημαντικό θέμα. «Μερικές φορές κουράζεται εύκολα. Είναι κάπως μικρόσωμος για την ηλικία του. Η Μάγκι είναι πιο μεγαλόσωμη από τον Μάικλ». «Όλοι τον αποκαλούν Γαριδούλη και νομίζω ότι του αρέσει. Τον κάνει να αισθάνεται πως ανήκει στην υπόλοιπη παρέα των παιδιών», είπε ο Τομ Νταν. «Βασικά είναι ένα παιδί-θαύμα. Η Μάγκι τον λέει διανοητή. Αυτό περιγράφει αρκετά καλά τον Μάικλ». «Ο Μάικλ είναι σαφέστατα ένας διανοητής». «Πώς είναι όταν κουράζεται;» Επέστρεψα σε κάτι που είχε πει η Κάθριν, κάτι που ίσως να ήταν σημαντικό. «Γίνεται ποτέ οξύθυμος;» Η Κάθριν σκέφτηκε την ερώτησή μου πριν απαντήσει. «Απλώς εξαντλείται. Καμιά φορά μπορεί να τον πάρει ο ύπνος. Μια φορά... τους θυμάμαι και τους δυο κοιμισμένους

δίπλα στην πισίνα. Αυτό το μικρό, παράξενο ζευγάρι, ξαπλωμένο πάνω στο γρασίδι. Δύο αθώα, μικρά παιδιά». Με κοίταξε μ' εκείνα τα έντονα γκριζογάλανα μάτια της και άρχισε να κλαίει. Είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να διατηρήσει τον αυτοέλεγχο της, αλλά τελικά άφησε τον εαυτό της ελεύθερο. Όσο απρόθυμος κι αν ήμουν στην αρχή, γινόμουν σιγά σιγά αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της φρικτής υπόθεσης. Υπέφερα μαζί με τους Νταν και τους Γκόλντμπεργκ. Είχα βρει κοινά σημεία ανάμεσα στη Μάγκι Ρόουζ και τα δικά μου παιδιά. Συνέπασχα μ' έναν τρόπο που δεν είναι πάντοτε χρήσιμος. Ο θυμός που είχα νιώσει για το δολοφόνο στα γκέτο μεταφερόταν στον απαγωγέα αυτών των δύο αθώων παιδιών... Στον κύριο Σόνετζι... Στον κύριο Τσιπς. Ήθελα να τους παρηγορήσω, να πω και στους δυο πως όλα θα πήγαιναν καλά, να πείσω τον εαυτό μου πως όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν ήμουν όμως σίγουρος γι' αυτό.

Κεφάλαιο 16

T J J T 1 ΜΑΓΚΙ ΡΟΟΥΖ εξακολουθούσε να πιστεύει ότι βρισκόταν μέσα στον ίδιο της τον τάφο. Ήταν ένα εκατομμύριο φορές χειρότερα από οποιονδήποτε εφιάλτη είχε φανταστεί ποτέ της. Και η Μάγκι ήξερε ότι είχε πολύ ζωηρή φαντασία. Μπορούσε να εντυπωσιάσει ή να καταπλήξει με τη φαντασία της τους φίλους της σχεδόν όποτε ήθελε. Ήταν, άραγε, νύχτα τώρα; Ή μήπως μέρα; «Μάικλ;» βόγκηξε αδύναμα. Ολόκληρο το στόμα της, ιδίως η γλώσσα της, της έδινε την αίσθηση ότι ήταν από βαμβάκι. Το στόμα της ήταν απίστευτα στεγνό. Διψούσε αφάνταστα. Μερικές φορές η γλώσσα της την έπνιγε. Φανταζόταν συνέχεια ότι κατάπινε τη γλώσσα της. Κανένας στον κόσμο δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο πολύ διψασμένος. Ούτε καν στις ερήμους του Ιράκ και του Κουβέιτ. Μια ξυπνούσε και μια βυθιζόταν σε ύπνο. Έβλεπε συνέχεια όνειρα. Έ ν α ακόμη είχε μόλις αρχίσει. Κάποιος βροντούσε μια βαριά, ξύλινη πόρτα κοντά της. Όποιος κι αν ήταν, φώναζε τ' όνομά της. «Μάγκι Ρόουζ... Μάγκι Ρόουζ, μίλα μου!» Έπειτα η Μάγκι δεν ήταν πια σίγουρη ότι επρόκειτο για όνειρο. Κάποιος ήταν εκεί πραγματικά. Είχε μπει κάποιος μέσα στον τάφο της; Μήπως ήταν η μαμά και ο μπαμπάς της; Ή η αστυνομία, τελικά;

Ξαφνικά την τύφλωσε το φως! Η Μάγκι Ρόουζ ήταν σίγουρη ότι ήταν πράγματι φως. Ήταν σαν να κοιτούσε κατευθείαν εκατό φωτογραφικά φλας, που άναψαν όλα μαζί ταυτόχρονα. Η καρδιά της χτύπησε τόσο γρήγορα και τόσο δυνατά, που η Μάγκι ήξερε πια ότι έπρεπε να ήταν ζωντανή μέσα σε κάποιο φρικτό, απαίσιο μέρος. Κάποιος την είχε βάλει εκεί. «Ποιος είναι;» ψιθύρισε προς το φως. «Ποιος είναι εκεί; Ποιος είναι εκεί πάνω; Βλέπω ένα πρόσωποί» Το φως ήταν τόσο έντονο, που δεν μπορούσε να δει τίποτα. Για δεύτερη —ή τρίτη— φορά μετά το απόλυτο σκοτάδι, η Μάγκι είδε ένα εκτυφλωτικό, εκτυφλωτικότατο λευκό φως. Στη συνέχεια το έκρυψε η σιλουέτα κάποιου. Η Μάγκι εξακολουθούσε να μην μπορεί να διακρίνει ποιος ήταν εκεί. Η Μάγκι έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Έπειτα τα άνοιξε. Το έκανε αυτό ξανά και ξανά. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Δεν μπορούσε να εστιάσει το βλέμμα της πάνω σε όποιον ή σε ό,τι κι αν ήταν αυτό που βρισκόταν εκεί. Έπρεπε να συνεχίσει ν' ανοιγοκλείνει τα μάτια της. Όποιος κι αν ήταν εκεί έπρεπε να δει το ανοιγοκλείσιμο των ματιών της, έπρεπε να καταλάβει ότι ήταν ζωντανή. «Κύριε Σόνετζι; Βοηθήστε με, σας παρακαλώ», προσπάθησε να φωνάξει. Το λαρύγγι της ήταν αφάνταστα στεγνό. Η φωνή της βγήκε τραχιά και αγνώριστη. «Σκάσε! Σκάσε!» φώναξε μια φωνή από πάνω. Κάποιος ήταν εκεί πάνω! Κάποιος βρισκόταν εκεί πάνω και μπορούσε να τη βγάλει έξω. Η φωνή ακούστηκε σαν... σαν φωνή γριάς. «Παρακαλώ, βοηθήστε με. Σας παρακαλώ», ικέτευσε η Μάγκι. Μια παλάμη κατέβηκε αστραπιαία και τη χαστούκισε δυνατά στο πρόσωπο. Η Μάγκι έβαλε τα κλάματα. Τρόμαξε περισσότερο απ' όσο πόνεσε, αλλά και το χτύπημα την είχε πονέσει. Ποτέ δεν την είχαν χαστουκίσει στο παρελθόν. Το χαστούκι προξένησε ένα δυνατό βουητό μέσα στο κεφάλι της.

«Σταμάτα να κλαις!» Η τρομακτική φωνή ακούστηκε πιο κοντά της. Ύστερα κατέβηκε στον τάφο και βρέθηκε ακριβώς από πάνω της. Η Μάγκι μπορούσε να μυρίσει την έντονη ιδρωτίλα και τη βρόμικη ανάσα κάποιου. Την είχαν ακινητοποιήσει τώρα, και η Μάγκι ήταν πολύ αδύναμη για ν' αντισταθεί. «Μη μου αντιστέκεσαι, μπασταρδάκι! Ποτέ μην αντιστέκεσαι α' εμένα\ Ποια νομίζεις ότι είσαι; Μπασταρδάκι! Μην τολμήσεις ποτέ να σηκώσεις το χέρι σου επάνω μου! Μ' ακούς; Μην τολμήσεις ποτέ!» Σε παρακαλώ, Θεέ μου, τι συμβαίνει; «Είσαι η διάσημη Μάγκι Ρόουζ, δεν είσαι; Το πλούσιο, κακομαθημένο παλιόπαιδο! Λοιπόν, θα σου πω ένα μυστικό. Το δικό μας μυστικό. Θα πεθάνεις, πλουσιοκόριτσο. Θα πεθάνεις!»

Κεφάλαιο 17

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Όμως δεν έδινε την αίσθηση μιας χαρούμενης μέρας. Και τα πράγματα θα γίνονταν πολύ χειρότερα πριν μπει η μέρα των Χριστουγέννων. Κανένας μας δεν ήταν σε θέση να κάνει κάποια από τις συνηθισμένες, γιορτινές προετοιμασίες με την οικογένειά του. Αυτό έκανε ακόμη μεγαλύτερη την ένταση που αισθάνονταν τα μέλη της Ομάδας Διάσωσης Ομήρων. Μεγέθυνε τη δυσκολία του καταθλιπτικού καθήκοντος μας. Αν ο Σόνετζι είχε επιλέξει την περίοδο των γιορτών γι' αυτόν το λόγο, είχε πετύχει διάνα. Είχε μετατρέψει τα Χριστούγεννα όλων μας σε μια κόλαση. Γύρω στις δέκα το πρωί επισκέφθηκα το σπίτι των Γκόλντμπεργκ στη λεωφόρο Σορέλ. Ο Σάμπσον, στο μεταξύ, την είχε κοπανήσει για να δουλέψει λίγο στους φόνους του Σάουθ-Ιστ. Σχεδιάζαμε να βρεθούμε γύρω στο μεσημέρι για να πούμε ο ένας στον άλλο ιστορίες τρόμου. Κουβέντιασα με τους Γκόλντμπεργκ για περισσότερο από μια ώρα. Το ζευγάρι βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Από πολλές απόψεις μου φέρθηκαν πιο φιλικά από την Κάθριν και τον Τόμας Νταν. Ήταν αυστηρότεροι γονείς από τους Νταν, αλλά ο Τζέρολντ και η Λόρι Γκόλντμπεργκ αγαπούσαν το γιο τους υπερβολικά. Πριν από έντεκα χρόνια οι γιατροί είχαν πει στη Λόρι Γκόλντμπεργκ πως δεν μπορού-

σε να κάνει παιδιά. Η μήτρα της παρουσίαζε κάποιο πρόβλημα. 'Οταν διαπίστωσαν ότι η Λόρι είχε μείνει έγκυος στον Μάικλ, τους είχε φανεί σαν θαΰμα. Άραγε το γνώριζε αυτό ο Σόνετζι; αναρωτήθηκα. Πόσο προσεκτικά είχε επιλέξει τα θΰματά του; Γιατί τη Μάγκι Ρόουζ και τον Μάικλ Γκόλντμπεργκ; Οι Γκόλντμπεργκ μου επέτρεψαν να δω το δωμάτιο του Μάικλ και να περάσω λίγη ώρα εκεί μόνος μου. Έκλεισα την πόρτα του δωματίου και κάθισα σιωπηλός για αρκετή ώρα. Το ίδιο πράγμα είχα κάνει και στο δωμάτιο της Μάγκι στο σπίτι των Νταν. Το δωμάτιο του αγοριού ήταν εντυπωσιακό. Ήταν ένα θησαυροφυλάκιο χάρντγουερ και σόφτγουερ τελευταίας τεχνολογίας —Μάκιντος, Νιντέντο, Πρόντιτζι, Γουίντοους. Τα εργαστήρια της AT&T διέθεταν λιγότερο εξοπλισμό απ' αυτόν του Μάικλ Γκόλντμπεργκ. Αφίσες της Κάθριν Ρόουζ από τις ταινίες της Ταμπού και Μήνας τον Μέλιτος ήταν κολλημένες πάνω στους τοίχους. Μια αφίσα του τραγουδιστή Σεμπάστιαν Μπαχ του συγκροτήματος Σκιντ Ρόου βρισκόταν κεντραρισμένη πάνω από το κρεβάτι. Μια φωτογραφία του Άλμπερτ Άινσταϊν, με μαλλιά μοβ σε στυλ πανκ, με κοίταζε μέσα από το προσωπικό μπάνιο του Μάικλ. Επίσης, ένα εξώφυλλο του περιοδικού Ρόλινγκ Στόουν, που ρωτούσε: Ποιος σκότωσε τον Πίγουι Χέρμαν, Μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Μάικλ μαζί με τη Μάγκι Ρόουζ βρισκόταν πάνω στο γραφείο του αγοριού. Πιασμένα αγκαζέ, τα δυο παιδιά έμοιαζαν να είναι οι καλύτεροι φίλοι στον κόσμο. Τι είχε εμπνεύσει τον Σόνετζι; Μήπως η ιδιαίτερη φιλία τους; Κανένας από τους γονείς του Μάικλ δεν είχε συναντήσει ποτέ τον κύριο Σόνετζι, αν και ο Μάικλ μιλούσε πολύ γι' αυτόν. Ο Σόνετζι ήταν το μοναδικό άτομο, ανεξάρτητα από ηλικία, που είχε νικήσει ποτέ τον Μάικλ σε παιχνίδια της Νιντέντο όπως το Ούλτιμα και το Σούπερ Μάριο Μπράδερς. Αυτό υποδήλωνε ότι και ο ίδιος ο Σόνετζι ήταν μια διάνοια, μόνο που δεν ήταν διατεθειμένος ν' αφήσει έναν εννιάχρονο να τον κερδίσει σε βιντεοπαιχνίδια απλώς και μόνο για να του προσφέρει λίγη χαρά.

***

Είχα επιστρέψει στη βιβλιοθήκη του σπιτιού και βρισκόμουν μαζί με τους Γκόλντμπεργκ κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, όταν όλα σ' αυτή την υπόθεση απαγωγής έγιναν, εντελώς και για πάντα, αλλοπρόσαλλα. Είδα τον Σάμπσον να έρχεται από το σπίτι των Νταν τρέχοντας. Ο κάθε διασκελισμός του κάλυπτε περίπου ένα τρίτο οικοδομικού τετραγώνου. Πετάχτηκα έξω από την εξώπορτα των Γκόλντμπεργκ τη στιγμή που ο Σάμπσον έφτανε στο γρασίδι του σπιτιού. Ο Σάμπσον σταμάτησε το τρέξιμο του με τον τρόπο που το έκανε ο Τζέρι Ράις των Σαν Φρανσίσκο Φορτινάινερς όταν έφτανε στη γραμμή του τέρματος. «Ξανατηλεφώνησε;» Ο Σάμπσον κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι! Όμως υπάρχουν νεότερα. Κάτι έγινε, Άλεξ. To FBI το κρατάει κρυφό ακόμα», είπε ο Σάμπσον. «Κάτι βρήκαν. Έλα». Έ ν α μπλόκο της αστυνομίας είχε στηθεί στη λεωφόρο Σορέλ, στη συμβολή της με την Πλέιτλι Μπριτζ Λέιν. Το μπλόκο απέτρεψε αποτελεσματικά όσους δημοσιογράφους επιχείρησαν να ακολουθήσουν τα αυτοκίνητα που αναχώρησαν από το σπίτι των Νταν λίγο μετά τις δύο το απόγευμα. Ο Σάμπσον κι εγώ ήμαστε στο τρίτο αυτοκίνητο. Εβδομήντα λεπτά αργότερα τα τρία αυτοκίνητα διέσχιζαν τους χαμηλούς λόφους που περιβάλλουν το Σόλσμπερι του Μέριλαντ. Τα αυτοκίνητα κατέβηκαν έναν ελικοειδή δρόμο που οδηγούσε σ' ένα βιομηχανικό πάρκο, χωμένο μέσα σε πυκνό πευκοδάσος. Το βιομηχανικό συγκρότημα με τη μοντέρνα εμφάνιση ήταν έρημο την παραμονή των Χριστουγέννων. Απλωνόταν μια ανατριχιαστική σιωπή. Χιονοσκεπασμένες πελούζες κατέληγαν σε τρία ανεξάρτητα πέτρινα κτίρια γραφείων. Πέντε έξι τοπικά αστυνομικά αυτοκίνητα και ασθενοφόρα είχαν ήδη καταφτάσει στο μυστηριώδες σκηνικό. Κάποιο μικρό ποταμάκι, που τα νερά του θα πρέπει να χύνονταν στον Κόλπο Τσέζαπικ, κυλούσε πίσω από το συγκρότημα των διοικητικών κτιρίων. Τα νερά ήταν καστανό-

κόκκινα και φαίνονταν μολυσμένα. Βαθυγάλανες επιγραφές πάνω στα κτίρια έγραφαν: Βιομηχανία Τζ· Καντ, Όμιλος Ρέιζερ/Μπέκτον, Τεχνόσφαιρα. Μέχρι στιγμής δεν καταλαβαίναμε τίποτα, δεν είχε προφερθεί ούτε μια λέξη σχετικά με το τι είχε συμβεί στο βιομηχανικό πάρκο. Ο Σάμπσον κι εγώ ενωθήκαμε με την ομάδα που κατευθυνόταν προς το ποτάμι. Τέσσερις ακόμη πράκτορες του FBI βρίσκονταν εκεί, και φαίνονταν ανήσυχοι. Υπήρχε μια λωρίδα από χειμωνιάτικα, χλομοκίτρινα αγριόχορτα ανάμεσα στο βιομηχανικό πάρκο και το νερό. Έπειτα υπήρχε μια άλλη γυμνή λωρίδα, πλάτους τριάντα ή σαράντα μέτρων, μέχρι το ποτάμι. Ο ουρανός από πάνω ήταν κατάγκριζος και απειλούσε με περισσότερο χιόνι. Στην άκρη της λασπωμένης όχθης οι βοηθοί του σερίφη έχυναν γύψο, προσπαθώντας να ξεσηκώσουν αποτυπώματα από πατημασιές. Είχε περάσει από δω ο Γκάρι Σόνετζι; «Σου έχουν πει τίποτα;» ρώτησα την Τζέζι Φλάναγκαν, καθώς κατεβαίναμε μαζί προσεκτικά την απότομη, λασπωμένη όχθη. Τα κομψά παπούτσια της καταστρέφονταν, αλλά δεν έδειχνε να το προσέχει. «Όχι. Όχι ακόμη. Τίποτε απολύτως!» Ήταν το ίδιο εκνευρισμένη μ' εμένα και τον Σάμπσον. Αυτή ήταν η πρώτη ευκαιρία για να ενεργήσει η «Ομάδα» σαν ομάδα. To FBI είχε τη δυνατότητα να δείξει πνεύμα συνεργασίας. Την πέταξε στα σκουπίδια. Αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Ούτε ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα. «Σε παρακαλώ, Θεέ μου, να μην πρόκειται γι' αυτά τα παιδιά», μουρμούρισε η Τζέζι Φλάναγκαν καθώς φτάναμε σ' ένα πλάτωμα. Δύο πράκτορες του FBI, ο Ράιλι και ο Τζέρι Σκόρσε, βρίσκονταν στην άκρη του μικρού ποταμιού. Νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν. Ένας δυνατός, παγωμένος άνεμος φυσούσε πάνω από τα βρόμικα νερά, που μύριζαν σαν καμένο πλαστικό. Όλη αυτή την ώρα ένας κόμπος στεκόταν στο λαιμό μου. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα κατά μήκος της όχθης. Ο πράκτορας Σκόρσε έβγαλε ένα μικρό λόγο, κατά τη γνώμη μου για να κατευνάσει τα πνεύματα. «Ακούστε, αυτή

η μυστικότητα δεν έχει να κάνει με κανέναν από σας. Λόγω της ευρύτατης δημοσιογραφικής κάλυψης που έχει αποκτήσει αυτή η υπόθεση, μας ζήτησαν —μας διέταξαν, στην πραγματικότητα— να μην πούμε τίποτα μέχρι να βρεθούμε όλοι εδώ. Μέχρι να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια». «Τι να δούμε;» ρώτησε τον ειδικό πράκτορα του FBI ο Σάμπσον. «Θα μας πεις τι στο διάβολο συμβαίνει; Ας τελειώνουμε με τη λογοδιάρροια». Ο Σκόρσε έγνεψε να πλησιάσει ένας από τους πράκτορες του FBI και του μίλησε για λίγο. Τ' όνομά του ήταν Μαγκόι και υπηρετούσε στο γραφείο του διευθυντή στην Ουάσιγκτον. Αυτός ήταν στα μέσα και στα έξω στο σπίτι των Νταν. Όλοι μας πιστεύαμε ότι ήταν ο αντικαταστάτης του Ρότζερ Γκράχαμ, αλλά αυτό δεν επαληθεύτηκε ποτέ. Ο Μαγκόι έγνεψε καταφατικά σε ό,τι του είπε ο Σκόρσε κι έπειτα έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός. Ήταν χοντρός, με βλοσυρό βλέμμα, μεγάλα δόντια και κοντοκουρεμένα λευκά μαλλιά. Έμοιαζε με παλιό στρατιωτικό που πλησιάζει ο καιρός του για να βγει στη σύνταξη. «Η τοπική αστυνομία βρήκε ένα παιδί να επιπλέει στο ποτάμι, σήμερα γύρω στη μία», ανακοίνωσε ο Μαγκόι. «Δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν αν πρόκειται για κάποιο από τα δύο απαχθέντα παιδιά». Στη συνέχεια ο πράκτορας Μαγκόι μας πήγε όλους εβδομήντα περίπου μέτρα πιο πέρα, στην άκρη της λασπωμένης όχθης του μικρού ποταμιού. Σταματήσαμε δίπλα σ' ένα μικρό λοφάκι σκεπασμένο με βρύα και λειχήνες. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος από κανέναν μόνο το σφύριγμα του παγωμένου ανέμου πάνω από το νερό. Ξέραμε πια γιατί μας είχαν φέρει εδώ. Έ ν α μικρό κορμί ήταν σκεπασμένο με γκρίζες μάλλινες κουβέρτες από κάποιο ασθενοφόρο. Ήταν η μικρότερη και μοναχικότερη σορός που υπήρχε στο σύμπαν. Από κάποιον από τους ντόπιους αστυνομικούς ζητήθηκε να μας δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες. Όταν άρχισε να μιλάει, η φωνή του ήταν βραχνή και τρεμάμενη. «Είμαι ο υπαστυνόμος Έντουαρντ Μαχόνι, της Αστυνομίας του Σόλσμπερι. Πριν από μία ώρα και είκοσι λεπτά

κάποιος φύλακας της Ρέιζερ/Μπέκτον ανακάλυψε το πτώμα ενός παιδιού εδώ πέρα». Πλησιάσαμε τις κουβέρτες. Το πτώμα βρισκόταν πάνω στα αγριόχορτα που έφταναν μέχρι τα βρόμικα νερά. Πέρα από τα αγριόχορτα και προς τ' αριστερά απλωνόταν ένας σκούρος βάλτος. Ο υπαστυνόμος Μαχόνι γονάτισε δίπλα στο μικρό κορμάκι. Το γόνατο της γκρίζας στολής του βυθίστηκε μέσα στην υγρή λάσπη. Νιφάδες χιονιού πετούσαν γύρω από το πρόσωπο του, κολλώντας πάνω στα μαλλιά και στα μάγουλά του. Σχεδόν ευλαβικά, τράβηξε τις μάλλινες κουβέρτες. Σαν πατέρας που ξυπνάει τρυφερά ένα παιδί για κάποια πολύ πρωινή εκδρομή για ψάρεμα. Λίγες μόνο ώρες νωρίτερα κοίταζα μια φωτογραφία των δυο απαχθέντων παιδιών. Ήμουν ο πρώτος που μίλησε πάνω από το πτώμα του δολοφονημένου παιδιού. «Είναι ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ», είπα με σιγανή αλλά καθαρή φωνή. «Λυπάμαι που πρέπει να πω ότι είναι ο Μάικλ. Είναι ο καημένος ο Γαριδούλης».

Κεφάλαιο 18

Η ΤΖΕΖΙ ΦΛΑΝΑΓΚΑΝ έφτασε στο σπίτι της μετά τα μεσάνυχτα, τα πρώτα λεπτά της μέρας των Χριστουγέννων. Το κεφάλι της γύριζε, πήγαινε να σπάσει από τον κυκεώνα των σκέψεων σχετικά με την απαγωγή. Έπρεπε να διώξει μακριά τις έμμονες εικόνες για κάποιο χρονικό διάστημα. Έπρεπε να σβήσει τις μηχανές της, διαφορετικά θα κατέρρεε. Έπρεπε να πάψει να αισθάνεται αστυνομικός. Η διαφορά ανάμεσα στην Τζέζι και σε κάποιους άλλους αστυνομικούς που ήξερε ήταν ότι αυτή μπορούσε να παύει να αισθάνεται αστυνομικός. Η Τζέζι ζούσε στο Άρλινγκτον μαζί με τη μητέρα της. Μοιράζονταν ένα μικρό, στενόχωρο διαμέρισμα κοντά στη στάση Κρίσταλ Σίτι του μετρό. Η Τζέζι το έλεγε «αυτοκτονικό διαμέρισμα». Υποτίθεται ότι η συγκατοίκηση θα ήταν προσωρινή, αλλά η Τζέζι έμενε εκεί σχεδόν ένα χρόνο τώρα, από τότε που χώρισε με τον Ντένις Κέλεχερ. Ο Ντένις ο Τρομερός βρισκόταν στο Βόρειο Τζέρσεϊ αυτό τον καιρό και προσπαθούσε ακόμη να δει τ' όνομά του στους Νιου Γιορκ Τάιμς. Η Τζέζι ήξερε πολύ καλά πως ο Ντένις δε θα κατάφερνε ποτέ αυτό τον άθλο. Το μοναδικό πράγμα στο οποίο τα κατάφερνε ο Ντένις ήταν να κάνει την Τζέζι να αμφιβάλλει για τον εαυτό της. Ο Ντένις είχε διακριθεί πραγματικά σ' αυτό τον τομέα. Όμως, στο τέλος, η Τζέζι δεν τον άφηνε πια να της ρίχνει το ηθικό.

Εργαζόταν πολΰ σκληρά στη Μυστική Υπηρεσία και δεν έβρισκε καιρό να μετακομίσει από το διαμερισματάκι της μητέρας της. Αυτό, τουλάχιστον, έλεγε συνέχεια στον εαυτό της. Δεν έβρισκε το χρόνο να έχει προσωπική ζωή. Έκανε οικονομίες —για κάτι μεγάλο, για κάποια σημαντική αλλαγή στη ζωή της. Υπολόγιζε την περιουσιακή της κατάσταση τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα, κάθε εβδομάδα. Είχε συγκεντρώσει είκοσι τέσσερις χιλιάδες δολάρια. Αυτά ήταν όλα κι όλα. Ήταν τριάντα δύο χρονών τώρα. Ήξερε ότι ήταν εμφανίσιμη, σχεδόν όμορφη —όπως ο Ντένις Κέλεχερ ήταν ένας σχεδόν καλός συγγραφέας. Η Τζέζι σκεφτόταν συχνά πως θα μπορούσε να ήταν επιτυχημένη. Τα είχε σχεδόν καταφέρει. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια καλή ευκαιρία. Τελικά, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να προσφέρει η ίδια αυτή την ευκαιρία στον εαυτό της. Το είχε πια αποφασίσει. Ήπιε μια Σμίθγουιτς, μια πραγματικά εξαιρετική μπίρα εισαγωγής από τη Σκοτία. Αυτήν προτιμούσε και ο πατέρας της. Τσίμπησε μια φέτα φρέσκο τυρί τσένταρ. Έπειτα ήπιε μια δεύτερη μπίρα κάτω από το ντους, στο βάθος του φρικτού διαδρόμου του διαμερίσματος της μητέρας της. Το προσωπάκι του Μάικλ Γκόλντμπεργκ εμφανίστηκε ξαφνικά πάλι μπροστά της. Δε θα επέτρεπε να έρθουν ξανά μπροστά της άλλες εικόνες τού μικρού Γκόλντμπεργκ. Δε θα ένιωθε άλλες ενοχές, παρά το γεγονός ότι ξεχείλιζε απ' αυτές... Τα δυο παιδιά είχαν απαχθεί στη διάρκεια της βάρδιας της. Έτσι είχαν ξεκινήσει όλα... Σβήσε τις εικόνες! Σβήσ' τα όλα για την ώρα. Η Αϊρίν Φλάναγκαν, η μητέρα της, έβηχε στον ύπνο της. Είχε εργαστεί τριάντα εννέα χρόνια στην τηλεφωνική εταιρεία C&P. Ήταν ιδιοκτήτρια του μικρού διαμερίσματος στο Άρλινγκτον. Έπαιζε, επίσης, φοβερό μπριτζ. Αυτή ήταν η ζωή για την Αϊρίν. Ο πατέρας της Τζέζι είχε υπηρετήσει ως αστυνομικός στην Ουάσιγκτον επί είκοσι εφτά χρόνια. Το τέλος βρήκε τον Τέρι Φλάναγκαν στην εκτέλεση του καθήκοντος —καρδιακή προσβολή μέσα στον κατάμεστο από κόσμο κεντρικό

σιδηροδρομικό σταθμό της πρωτεύουσας— με εκατοντάδες αγνώστους να τον χαζεύουν να πεθαίνει, χωρίς να νοιάζεται πραγματικά κανείς. Όπως και να συνέβη στην πραγματικότητα, έτσι περιέγραφε πάντα το γεγονός η Τζέζι. Η Τζέζι αποφάσισε ξανά, για χιλιοστή φορά, ότι έπρεπε να μετακομίσει από το διαμέρισμα της μητέρας της. Ό,τι και να γινόταν. Τέρμα οι φτηνές δικαιολογίες. Τελείωνε μ' αυτή την ιστορία, κορίτσι μου. Προχώρα, προχώρα, προχώρα με τη ζωή σου. Δεν μπορούσε πια να υπολογίσει πόση ώρα μούσκευε κάτω από το ντους, κρατώντας το άδειο μπουκάλι της μπίρας στο πλευρό της, τρίβοντας το δροσερό γυαλί πάνω στο μηρό της. «Βρίσκομαι στα πρόθυρα της απόγνωσης», ψιθύρισε στον εαυτό της. «Είμαι πια πραγματικά αξιολύπητη». Έτσι κι αλλιώς είχε μείνει κάτω από το ντους αρκετά ώστε να έχει τελειώσει τη Σμίθγουιτς και να διψάει για άλλη μία. Να διψάει για κάτι. Είχε καταφέρει να διώξει από το μυαλό της τη σκέψη του αγοριού των Γκόλντμπεργκ για λίγο. Όμως όχι στην πραγματικότητα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Καημενούλη Μάικλ Γκόλντμπεργκ. Πάντως, τα τελευταία χρόνια η Τζέζι Φλάναγκαν είχε γίνει καλή στο να ξεχνάει —στο ν' αποφεύγει τον πόνο πάση θυσία. Ήταν ανόητο να υποφέρεις, αν μπορούσες να το αποφύγεις. Φυσικά, αυτό σήμαινε επίσης να αποφεύγεις στενές σχέσεις, να αποφεύγεις ακόμη και να πλησιάζεις την αγάπη, να αποφεύγεις τα συνηθισμένα ανθρώπινα συναισθήματα. Αυτό ήταν αρκετά δίκαιο. Ήταν μια αποδεκτή συναλλαγή. Η ίδια είχε ανακαλύψει ότι μπορούσε να επιβιώνει χωρίς αγάπη στη ζωή της. Ακουγόταν φρικτό, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Ναι, για την ώρα, ιδιαίτερα ετούτη τη στιγμή, αυτή η συναλλαγή άξιζε με το παραπάνω τον κόπο, σκέφτηκε η Τζέζι. Τη βοηθούσε να ξεπερνάει κάθε μέρα και νύχτα της κρίσης. Τη βοηθούσε να τη βγάζει καθαρή ως την ώρα που έβαζε το πρώτο ποτό της ημέρας.

Άντεχε μια χαρά. Διέθετε όλα τα κατάλληλα εργαλεία για επιβίωση. Αφού μπορούσε να τα καταφέρνει ως γυναίκα αστυνομικός, μπορούσε να τα καταφέρει σε οτιδήποτε. Οι άλλοι πράκτορες στη Μυστική Υπηρεσία έλεγαν ότι είχε κοχόνες*. Αυτός ήταν ο τρόπος τους να κάνουν φιλοφρονήσεις και ως τέτοια το ερμήνευε η Τζέζι. Εξάλλου, είχαν απόλυτο δίκιο - είχε πράγματι κοχόνες από σίδερο. Και όταν δεν είχε, ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να υποκρίνεται ότι έχει. Στη μία μετά τα μεσάνυχτα η Τζέζι Φλάναγκαν ένιωθε την ανάγκη να πάει μια βόλτα με τη μοτοσικλέτα της- έπρεπε να βγει έξω από το πνιγηρό, μικροσκοπικό διαμέρισμα στο Άρλινγκτον. Έπρεπε, έπρεπε, έπρεπε. Η μητέρα της μάλλον άκουσε την εξώπορτα ν' ανοίγει. Φώναξε στην Τζέζι από την κρεβατοκάμαρά της, μπορεί και μέσα στον ύπνο της. «Τζέζι, πού πηγαίνεις τόσο αργά; Τζέζι; Τζέζι, εσύ είσαι;» «Για μια βόλτα, μητέρα». Για χριστουγεννιάτικα ψώνια στο εμπορικό κέντρο. Η κυνική απάντηση αιωρήθηκε μέσα στα τοιχώματα του κεφαλιού της. Ως συνήθως, την κράτησε μέσα της. Ευχήθηκε να είχαν περάσει τα Χριστούγεννα. Έτρεμε την επόμενη μέρα. Έπειτα χάθηκε μέσα στη νύχτα πάνω στην BMW Κ-1 —είτε ξεφεύγοντας από τους προσωπικούς της εφιάλτες, τους δαίμονές της, είτε κυνηγώντας τους. Ήταν Χριστούγεννα. Μήπως ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ είχε πεθάνει για τις αμαρτίες μας; Αυτό ήταν; αναρωτήθηκε. Αρνιόταν να επιτρέψει στον εαυτό της να φορτωθεί όλες τις ενοχές. Ήταν Χριστούγεννα και ο Χριστός είχε ήδη πεθάνει για τις αμαρτίες όλων μας. Ακόμη και για τις αμαρτίες της Τζέζι Φλάναγκαν. Ένιωθε κάπως παρανοϊκή. Όχι, ένιωθε πολύ παρανοϊκή, αλλά μπορούσε να διατηρεί τον αυτοέλεγχό'της. Πάντα διατηρούσε τον αυτοέλεγχο της. Αυτό θα έκανε και τώρα. * Όρχεις, στα ισπανικά. (Σ.τ.Μ.)

CHAPTER 19 IN SOME PARTS of Washington and the nearby suburbs of Maryland and Virginia, house-by-house searches were conducted on Christmas morning. Police blue and-whites toured the streets downtown. They loudly broadcasted over their PA systems: "We are looking for Maggie Rose Dunne. Maggie is nine years old. Maggie has long blond hair. Maggie is four feet three inches tall and weighs seventy-two pounds. A substantial reward is offered for any information leading to Maggie's safe return. " Inside the house, a half-dozen FBI agents worked more closely than ever with the Dunnes. Both Katherine Rose and Tom Dunne were terribly shaken by Michael's death. Katherine suddenly looked ten years older. We all waited for the next call from Soneji. It had occurred to me that Gary Soneji was going to call the Dunnes on Christmas Day. I was beginning to feel as if I knew him a little. I wanted him to call, wanted him to start moving, to make the first big mistake. I wanted to get him.

Γύρω στις έντεκα το πρωί των Χριστουγέννων η Ομάδα Διάσωσης Ομήρων κλήθηκε βιαστικά στο σαλόνι των Νταν. Ήμαστε γύρω στους είκοσι τώρα, όλοι μας στο έλεος του FBI, όταν επρόκειτο για πληροφορίες ζωτικής σημασίας. Το σπίτι βούιζε. Τι είχε κάνει ο Γιος του Λίντμπεργκ; Δε μας είχαν δώσει ακόμη πολλές πληροφορίες. Ξέραμε ότι στο σπίτι των Νταν είχε έρθει ένα τηλεγράφημα. Δεν το αντιμετώπιζαν σαν κάποιο από τα προηγούμενα μηνύματαφάρσες. Έπρεπε να είναι από τον Σόνετζι. Οι πράκτορες του FBI είχαν μονοπωλήσει τα τηλέφωνα του σπιτιού τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά περίπου. Ο ειδικός πράκτορας Σκόρσε έφτασε λίγο πριν από τις εντεκάμισι- κατά πάσα πιθανότητα, από τον εορτασμό των Χριστουγέννων με τη δική του οικογένεια. Ο αρχηγός Πίτμαν κατέφτασε πέντε λεπτά αργότερα. Ο διοικητής της αστυνομίας είχε ειδοποιηθεί. «Αυτή η συνεργασία με το FBI πάει από το κακό στο χειρότερο. Μας αφήνουν συνέχεια στο σκοτάδι». Ο Σάμπσον έσκυψε και στηρίχτηκε στο γείσο του τζακιού. Όταν σκύβει ο Σάμπσον, είναι μόνο ένα και ενενήντα οχτώ. «Οι άνθρωποι του FBI δε μας εμπιστεύονται. Κι εμείς τους εμπιστευόμαστε ακόμη λιγότερο απ' ό,τι στην αρχή». «Δεν εμπιστευόμαστε καθόλου το FBI από την αρχή», του υπενθύμισα. «Έχεις δίκιο σ' αυτό», μου είπε χαμογελώντας ο Σάμπσον. Έβλεπα το είδωλο του εαυτού μου πάνω στα γυαλιά του- φαινόμουν μικροσκοπικός. Αναρωτήθηκα αν ολόκληρος ο κόσμος φαινόταν μικροσκοπικός από το σημείο που τον έβλεπε ο Σάμπσον. «Το τηλεγράφημα το έστειλε ο φίλος μας;» με ρώτησε. «Έτσι πιστεύει το FBI. Θα είναι, μάλλον, ο τρόπος του για να μας ευχηθεί ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Μπορεί να θέλει να ανήκει σε κάποια οικογένεια». Ο Σάμπσον με κοίταξε πάνω από τα μαύρα του γυαλιά. «Σ' ευχαριστώ, δόκτορ Φρόιντ». Ο πράκτορας Σκόρσε κατευθυνόταν στο μπροστινό μέρος του δωματίου, όταν αντιλήφθηκε τον αρχηγό Πίτμαν. Αντάλλαξαν χειραψία. Οι καλές κοινωνικές σχέσεις σε όλο τους το μεγαλείο.

«Λάβαμε ένα ακόμη μήνυμα, που φαίνεται ότι είναι από τον Γκάρι Σόνετζι», ανακοίνωσε ο Σκόρσε μόλις βρέθηκε μπροστά μας. Είχε έναν περίεργο τρόπο να τεντώνει το λαιμό του και να γυρίζει το κεφάλι του πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη μεριά, όταν ήταν νευρικός. Το έκανε αυτό μερικές φορές καθώς άρχισε να μιλάει. «Θα σας το διαβάσω. Απευθύνεται στους Νταν... "Αγαπητοί Κάθριν και Τομ... Τι θα λέγατε για δέκα εκατομμύρια δολάρια; Τα δύο σε μετρητά. Τα υπόλοιπα σε μεταβιβάσιμα ομόλογα και σε διαμάντια. ΣΤΟ ΜΑΪΑΜΙ ΜΠΙΤΣ!... Η Μ. Ρ. είναι μια χαρά μέχρι στιγμής. Πιστέψτε με. ΑΥΡΙΟ είναι η μεγάλη μέρα... Εύχομαι ευτυχισμένη... Ο Γιος του Λ."». Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά από την άφιξη του τηλεγραφήματος εντοπίστηκε η προέλευσή του. Είχε σταλεί από ένα γραφείο της Γουέστερν Γιούνιον στη λεωφόρο Κόλινς στο Μαϊάμι Μπιτς. Πράκτορες του FBI πήγαν αμέσως στο γραφείο για να μιλήσουν με το διευθυντή και τους υπαλλήλους. Δεν έμαθαν τίποτε απολύτως. Μια από τα ίδια, δηλαδή, όπως και στην υπόλοιπη έρευνα μέχρι στιγμής. Δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά να φύγουμε για το Μαϊάμι αμέσως.

Κεφάλαιο 20

Η ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΟΜΗΡΩΝ έφτασε στο αεροδρόμιο Ταμαϊάμι στη Φλόριντα στις τέσσερις και μισή το απόγευμα της μέρας των Χριστουγέννων. Ο υπουργός Τζέρολντ Γκόλντμπεργκ είχε φροντίσει να πάμε αεροπορικώς με ειδικό αεροπλάνο της στρατιωτικής αεροπορίας. Με συνοδεία αστυνομικών αυτοκινήτων του Μαϊάμι πήγαμε γρήγορα στο γραφείο του FBI, στη λεωφόρο Κόλινς, κοντά στο Φοντενμπλό και στα άλλα ξενοδοχεία της Χρυσής Ακτής. Το γραφείο του FBI απείχε μόνο έξι οικοδομικά τετράγωνα από το γραφείο της Γουέστερν Γιούνιον, απ' όπου είχε στείλει ο Σόνετζι το τηλεγράφημα. Το ήξερε, άραγε, αυτό; Κατά πάσα πιθανότητα θα το ήξερε. Το μυαλό του έδειχνε να δουλεύει κατ' αυτό τον τρόπο. Ο Σόνετζι ήταν «ψείρας». Σημείωνα διαρκώς παρατηρήσεις για το άτομό του. Είχα ήδη γεμίσει είκοσι σελίδες στο σημειωματάριο που κουβαλούσα μαζί μου. Δεν ήμουν έτοιμος να κάνω ανάλυση της προσωπικότητάς του, καθώς δε διέθετα ακόμη κανένα στοιχείο σχετικά με το παρελθόν του. Οι σημειώσεις μου, πάντως, ήταν γεμάτες με όλες τις λέξεις-κλειδιά που ταίριαζαν στην περίπτωση: οργανωμένος, σαδιστής, μεθοδικός, κυριαρχικός, ενδεχομένως μανιακός. Μας παρατηρούσε, άραγε, τώρα, να τρέχουμε σαν τρελοί στο Μαϊάμι; Πολύ πιθανό. Ίσως με κάποια άλλη μεταμ-

φίεοη. Ένιωθε τύψεις για το θάνατο του Μάικλ Γκόλντμπεργκ ή είχε αρχίσει να περνάει στο στάδιο της μανίας; Ξεχωριστές γραμμές, με τηλεφωνητές έκτακτης ανάγκης, είχαν ήδη εγκατασταθεί στο γραφείο του FBI. Δεν ξέραμε πώς θα επικοινωνούσε μαζί μας ο Σόνετζι από εδώ και πέρα. Στην ομάδα είχαν προστεθεί τώρα και αρκετοί αστυνομικοί της Αστυνομίας του Μαϊάμι. Όπως επίσης και διακόσιοι πράκτορες από τη μεγάλη δύναμη που διέθετε το FBI στη Νότια Φλόριντα. Αναρωτιόμουν αν ο Γκάρι Σόνετζι είχε ιδέα για τη χαοτική κατάσταση που μας δημιουργούσε καθώς πλησίαζε η λήξη της προθεσμίας του. Μήπως αποτελούσε κι αυτό μέρος του σχεδίου του; Ήταν η Μάγκι Ρόουζ Νταν πραγματικά σε καλή κατάσταση; Ήταν ακόμη ζωντανή; Θα χρειαζόμαστε κάποια απόδειξη ότι η Μάγκι ήταν καλά, προτού εγκριθεί η τελική συναλλαγή. Θα ζητούσαμε από τον Σόνετζι κάποια απτή απόδειξη, τουλάχιστον. Η Μ. Ρ. είναι μια χαρά μέχρι στιγμής. Πιστέψτε με, είχε πει. Βέβαια, Γκάρι. Άσχημες ειδήσεις ακολούθησαν την άφιξή μας στο Μαϊάμι Μπιτς. Η προκαταρκτική έκθεση της νεκροψίας του Μάικλ Γκόλντμπεργκ είχε σταλεί με φαξ στο γραφείο του FBI στο Μαϊάμι. Μας έγινε ενημέρωση, αμέσως μετά την άφιξή μας, στην αίθουσα αντιμετώπισης κρίσεων του FBI. Καθίσαμε σε γραφεία που βρίσκονταν σε ημικυκλική διάταξη, το καθένα από τα οποία διέθετε το δικό του υπολογιστή και επεξεργαστή κειμένου. Στην αίθουσα επικρατούσε ασυνήθιστη ησυχία. Ουσιαστικά κανένας από μας δεν ήθελε ν' ακούσει λεπτομέρειες σχετικά με το θάνατο του μικρού αγοριού. Ένας ειδικός τεχνικός του FBI, ονόματι Χάρολντ Φρίντμαν, είχε επιλεγεί για να εξηγήσει στην ομάδα τα ιατρικά ευρήματα. Το λιγότερο που θα μπορούσα να πω είναι ότι ο Φρίντμαν ήταν παράξενος για υπάλληλος του FBI. Ήταν παραδοσιακός Εβραίος, αλλά με σωματική διάπλαση και εμφάνιση ναυαγοσώστη του Μαϊάμι. Στην ενημέρωση για τη νεκροψία φορούσε στο κεφάλι του μια πολύχρωμη γιάρμουλκα. «Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι ο θάνατος του μι-

κρού Γκόλντμπεργκ ήταν συμπτωματικός», άρχισε να λέει με βαθιά φωνή και καθαρή άρθρωση. «Φαίνεται ότι πρώτα αναισθητοπσιήθηκε με σπρέι χλωροφορμίου. Βρέθηκαν ίχνη χλωροφορμίου στις ρινικές κοιλότητες και στο λαρύγγι του. Μετά του έγινε ένεση με ξηρό βαρβιτουρικό νάτριο, περίπου δύο ώρες αργότερα. Είναι ένα ισχυρό αναισθητικό. Έχει, επίσης, ιδιότητες οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν αναπνευστικά προβλήματα. »Αυτό φαίνεται ότι συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Η αναπνοή του αγοριού έγινε πιθανότατα άστατη και στη συνέχεια η καρδιά και η αναπνοή του σταμάτησαν καθ' ολοκληρίαν. Δεν ήταν οδυνηρό, αν παρέμεινε κοιμισμένος. Υποθέτω ότι αυτό συνέβη, ότι πέθανε στον ύπνο του. »Υπήρχαν, επίσης, αρκετά σπασμένα κόκαλα», συνέχισε ο Χάρολντ Φρίντμαν. Παρά την εμφάνιση ναυαγοσώστη, ήταν μελαγχολικός και φαινόταν πολύ έξυπνος. «Πιστεύουμε ότι το αγοράκι λακτίστηκε και γρονθοκοπήθηκε πιθανότατα δεκάδες φορές. Αυτό, πάντως, δε σχετίζεται με το θάνατο του. Τα κατάγματα και οι εκδορές προκλήθηκαν μετά το θάνατο του αγοριού. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι κακοποιήθηκε επίσης σεξουαλικά μετά θάνατον. Σοδομίστηκε και υπέστη κακώσεις κατά τη διάρκεια της πράξης. Αυτός ο τύπος, ο Σόνετζι, είναι πολύ αρρωστημένη περίπτωση», σχολίασε τελικά ο Φρίντμαν. Αυτό ήταν, επίσης, ένα από τα ελάχιστα συγκεκριμένα στοιχεία που γνωρίζαμε για την παθολογία του Γκάρι Σόνετζι. Προφανώς τον είχε πιάσει άγρια λύσσα όταν ανακάλυψε ότι ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ είχε πεθάνει. Ή ότι κάτι στο τέλειο σχέδιο του δεν ήταν τόσο τέλειο τελικά. Πράκτορες και αστυνομικοί αναδεύτηκαν στα καθίσματά τους. Αναρωτιόμουν αν το ξέσπασμα πάνω στον Μάικλ Γκόλντμπεργκ είχε ηρεμιστική ή ερεθιστική επίδραση για τον Σόνετζι. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά ανησυχούσα για τις πιθανότητες που είχε η Μάγκι Ρόουζ να επιβιώσει. Το ξενοδοχείο στο οποίο μέναμε βρισκόταν απέναντι ακριβώς από το τοπικό γραφείο του FBI. Δεν ήταν τίποτα το

ιδιαίτερο, συμφωνά με τα «χρυσά» κριτήρια του Μαϊάμι Μπιτς, όμως διέθετε μια μεγάλη πισίνα στην πλευρά που έβλεπε στον ωκεανό. Γΰρω στις έντεκα, οι περισσότεροι από μας είχαν πάει για ΰπνο. Η θερμοκρασία εξακολουθούσε να κυμαίνεται γύρω στους τριάντα βαθμούς. Ο ουρανός ήταν ξάστερος και κάθε τόσο τον διέσχιζε κάποιο τζετ που έφτανε από το Βορρά. Ο Σάμπσον κι εγώ διασχίζαμε τη λεωφόρο Κόλινς. Οι διαβάτες θα πρέπει να νόμιζαν ότι είχαν έρθει στην πόλη οι Λέικερς για να παίξουν με τους Μαϊάμι Χιτ. «Θέλεις να φάμε πρώτα; Ή απλώς να πιούμε μέχρι να μην καταλαβαίνουμε πια τίποτα;» με ρώτησε, ενώ βρισκόμαστε στη μέση της λεωφόρου. «Ήδη δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα», είπα στον Σάμπσον. «Σκεφτόμουν να κολυμπήσω λιγάκι μια και βρίσκομαι στο Μαϊάμι Μπιτς». «Δε θα μπορέσεις ν' αποκτήσεις μαύρισμα αλά Μαϊάμι Μπιτς απόψε». Ο Σάμπσον στριφογύριζε ένα σβηστό τσιγάρο ανάμεσα στα χείλια του. «Άλλος ένας καλός λόγος για νυχτερινό μπάνιο». «Εγώ θα δουλεύω στο μπαρ», είπε ο Σάμπσον τη στιγμή που χωρίζαμε στον προθάλαμο του ξενοδοχείου. «Θα είμαι αυτός που θα προσελκύει τις όμορφες γυναίκες». «Καλή τύχη», του φώναξα. «Είναι Χριστούγεννα. Ελπίζω να βρεις κάποιο δώρο». Φόρεσα ένα μαγιό και βγήκα έξω στην πισίνα. Έ χ ω καταλήξει να πιστεύω ότι το κλειδί της καλής υγείας είναι η γυμναστική, γι' αυτό γυμνάζομαι κάθε μέρα όπου κι αν βρίσκομαι. Κάνω επίσης πολύ στρέτσινγκ, το οποίο μπορεί να το κάνει κανείς οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Η μεγάλη πισίνα στην πλευρά του ωκεανού ήταν κλειστή, αλλά αυτό δεν με εμπόδισε. Οι αστυνομικοί φημίζονται για την αφηρημάδα τους, το διπλοπαρκάρισμα και, γενικά, για την παράβαση των κανόνων. Είναι το μοναδικό μας προνόμιο. Και κάποιος άλλος είχε την ίδια ιδέα. Κάποιος κολυμπούσε πέρα δώθε τόσο απαλά και αθόρυβα, που δεν το πρόσεξα

παρά μόνο όταν βάδιζα πια ανάμεσα στις σεζλόνγκ, νιώθοντας τη δροσερή υγρασία κάτω από τα πέλματά μου. Ο κολυμβητής ήταν μια γυναίκα με μαΰρο ή σκούρο μπλε μαγιό. Ήταν λεπτή, με αθλητικό σώμα, μακριά χέρια και ακόμη μακρύτερα πόδια. Έ ν α όμορφο θέαμα σε μια όχι και τόσο όμορφη μέρα. Οι κινήσεις της θαρρείς και γίνονταν άκοπα, και ήταν δυνατές και ρυθμικές. Έδειχνε να βρίσκεται στον προσωπικό, ιδιωτικό της χώρο και δεν ήθελα να της χαλάσω αυτή την αίσθηση. Όταν πήρε τη στροφή, είδα ότι ήταν η Τζέζι Φλάναγκαν. Αυτό με εξέπληξε. Μου φάνηκε ασυμβίβαστο με το στυλ της προϊσταμένης της Μυστικής Υπηρεσίας. Τελικά μπήκα κι εγώ, πολύ ήσυχα, στο νερό, στην απέναντι πλευρά της πισίνας, και άρχισα τις δικές μου διαδρο. μές. Το κολύμπι μου δεν παρουσιάζει τίποτα το όμορφο ή ρυθμικό, αλλά την κάνει τη δουλειά του και μπορώ συνήθως να κολυμπώ για πολλή ώρα. Έκανα εύκολα τριάντα πέντε διαδρομές. Αισθάνθηκα να χαλαρώνω για πρώτη φορά εδώ και αρκετές μέρες. Τα πιασίματα στους μυς μου άρχιζαν να φεύγουν. Λογάριαζα να κάνω άλλες είκοσι διαδρομές και μετά να πάω για ύπνο. Ή να πάω, ίσως, να πιω μια χριστουγεννιάτικη μπίρα μαζί με τον Σάμπσον. Όταν σταμάτησα για να πάρω μια σύντομη ανάσα, η Τζέζι Φλάναγκαν καθόταν ακριβώς μπροστά μου, στην άκρη μιας σεζλόνγκ. Μια αφράτη, άσπρη πετσέτα του ξενοδοχείου ήταν ριγμένη ανέμελα πάνω στους γυμνούς της ώμους. Η Τζέζι Φλάναγκαν ήταν όμορφη κάτω από το σεληνόφως του Μαϊάμι. Λυγερή, πολύ ξανθιά, με φωτεινά γαλανά μάτια που με κοίταζαν. «Πενήντα διαδρομές, ντετέκτιβ Κρος;» Ο τρόπος που χαμογέλασε αποκάλυπτε ένα διαφορετικό άνθρωπο απ' αυτόν που είχα δει στη δουλειά τις τελευταίες μέρες. Φαινόταν πολύ πιο χαλαρωμένη. «Τριάντα πέντε. Δε θα έλεγα ότι ανήκω στη δική σου κλάση», της είπα. «Ούτε κατά διάνοια. Εγώ έμαθα να κολυμπώ στο κολυμβητήριο της γειτονιάς μου».

«Τα καταφέρνεις μια χαρά παρ' όλα αυτά». Διατηρούσε το χαριτωμένο χαμόγελο της. «Είσαι σε καλή φόρμα». «Όπως κι αν έχει, μ' έκανε να νιώσω καλά απόψε. Ύστερα από όλες εκείνες τις ώρες που ήμαστε στριμωγμένοι σ' εκείνη την αίθουσα, με τα τετράγωνα παραθυράκια που δεν ανοίγουν». «Αν είχαν μεγάλα παράθυρα, το μόνο που θα σκέφτονταν όλοι θα ήταν πώς να την κοπανήσουν για την παραλία. Δε θα έβγαζαν καθόλου δουλειά πουθενά σ' όλη την Πολιτεία της Φλόριντα». «Εμείς βγάλαμε καθόλου δουλειά;» ρώτησα. Γέλασε. «Είχα ένα φίλο, του οποίου η θεωρία για τη δουλειά του αστυνομικού έλεγε: "Κάνε το καλύτερο που μπορείς". Εγώ κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Κάτω από φρικτές συνθήκες. Εσύ;» «Κι εγώ κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ», είπα. «Ας δοξάζουμε τον Κύριο». Η Τζέζι Φλάναγκαν ύψωσε κεφάτα και τα δυο της χέρια. Η ζωντάνια της μ' εξέπληξε. Ήταν αστεία και η ευκαιρία να γελάσω ήταν μια ευχάριστη αλλαγή. Πολύ όμορφα. Και το είχα πραγματικά ανάγκη. «Κάτω από τις παρούσες συνθήκες κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ», πρόσθεσα. «Κάτω από τις παρούσες συνθήκες, ας δοξάζουμε τον Κύριο!» είπε η Τζέζι υψώνοντας τη φωνή της. Ήταν αστεία ή ήταν αργά ή και τα δυο. «Θα τσιμπήσεις τίποτα;» τη ρώτησα. Ήθελα ν' ακούσω τις σκέψεις της για την υπόθεση. Δε μου είχε δοθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή η ευκαιρία να μιλήσω ουσιαστικά μαζί της. «Θα ήθελα να φάω κάτι», απάντησε. «Έχω ήδη χάσει δύο γεύματα σήμερα». Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε πάνω, στην περιστρεφόμενη τραπεζαρία του ξενοδοχείου, στον τελευταίο όροφο. Η Τζέζι ετοιμάστηκε μέσα σε πέντε λεπτά, πράγμα που μ' εντυπωσίασε. Φαρδύ μπεζ παντελόνι, φανελάκι με κόψιμο V στο λαιμό, μαύρα κινέζικα χαμηλά παπούτσια. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν ακόμη υγρά. Τα είχε χτενίσει προς τα πίσω και της πήγαιναν έτσι. Δεν είχε βάλει μεϊκάπ και δεν το χρειαζόταν. Ο τρόπος της μου φαινόταν πολύ διαφο-

ρετικός από αυτόν που συνήθιζε στη δουλειά —ήταν πολΰ πιο χαλαρωμένη και άνετη. «Με κάθε ειλικρίνεια και εντιμότητα, πρέπει να σου πω ένα πράγμα». Γελούσε. «Τι;» «Λοιπόν, είσαι καλός αλλά πραγματικά άτσαλος κολυμβητής. Από την άλλη μεριά, είσαι ωραίος με μαγιό». Γελάσαμε και οι δυο. Έ ν α μέρος από την ένταση της μακριάς μέρας μας είχε αρχίσει να φεΰγει. Τα βρήκαμε εύκολα μεταξύ μας, πίνοντας μπίρες και τσιμπολογώντας. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις ιδιόρρυθμες συνθήκες, στο στρες και στην πίεση των τελευταίων ημερών. Αποτελεί, επίσης, μέρος της δουλειάς μου το να κάνω τους ανθρώπους να εξωτερικεύονται, και μου αρέσει αυτή η πρόκληση. Κατάφερα την Τζέζι Φλάναγκαν να παραδεχτεί ότι είχε βγει κάποτε Μις Ουάσιγκτον, όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών. Υπήρξε, επίσης, μέλος μιας σπουδαστικής αδελφότητας, όταν φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, αλλά την πέταξαν με τις κλοτσιές για «ανάρμοστη συμπεριφορά». Μια φράση της που λάτρεψα. Όμως, καθώς μιλούσαμε, με εξέπληξε το γεγονός ότι εγώ της έλεγα πολύ περισσότερα απ' όσα φανταζόμουν ότι θα της έλεγα. Ήταν πολύ εύκολο να της μιλάς. Η Τζέζι με ρώτησε για τα πρώτα μου χρόνια ως ψυχολόγου στην Ουάσιγκτον. «Αυτό υπήρξε, κατά βάση, ένα μεγάλο λάθος μου», της είπα, χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες για το θυμό που μου είχε προκαλέσει το γεγονός και που εξακολουθούσα να νιώθω. «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση μ' ένα μαύρο ψυχολόγο. Οι περισσότεροι μαύροι δεν έχουν την οικονομική άνεση να πληρώνουν ψυχολόγο. Δεν υπάρχουν προοδευτικοί άνθρωποι πάνω στο ψυχιατρικό ντιβάνι». Μ' έκανε να της μιλήσω για τη Μαρία, αλλά μόνο λίγο. Μου μίλησε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια γυναίκα στην κατά ενενήντα τοις εκατό ανδροκρατούμενη Μυστική Υπηρεσία. «Τους αρέσει να με περνούν από δοκιμασίες... ω, μια φορά περίπου κάθε μέρα. Με λένε "ο Άντρας"». Μου αφηγήθηκε, επίσης, κά-

ποιες διασκεδαστικές ιστορίες σχετικά με το Λευκό Οίκο. Είχε γνωρίσει τον Μπους και τον Ρίγκαν. Γενικά, ήταν μια ευχάριστη ώρα που πέρασε πάρα πολΰ γρήγορα. Για την ακρίβεια, είχε περάσει περισσότερο από μια ώρα. Μάλλον δυο ώρες. Τελικά η Τζέζι πρόσεξε τη σερβιτόρα μας να τριγυρίζει ολομόναχη κοντά στο μπαρ. «Σκατά. Μείναμε τελευταίοι σ' αυτό το εστιατόριο». Πληρώσαμε το λογαριασμό μας και μπήκαμε στο ασανσέρ. Το δωμάτιο της Τζέζι βρισκόταν σε ψηλότερο όροφο. Κατά πάσα πιθανότητα, θα είχε και θέα στον ωκεανό από τη σουίτα της. «Ήταν στ' αλήθεια πολύ όμορφα», είπα όταν σταμάτησε το ασανσέρ στον όροφό της. Νομίζω πως αυτή είναι μια κομψή ατάκα από κάποιο θεατρικό έργο του Νόελ Κάουαρντ. «Ευχαριστώ για την παρέα. Καλά Χριστούγεννα». «Καλά Χριστούγεννα, Άλεξ». Η Τζέζι χαμογέλασε. Έσπρωξε τα ξανθά μαλλιά της πίσω από το αυτί της, μια μηχανική κίνησή της που είχα ξαναπροσέξει. «Ήταν στ' αλήθεια όμορφα. Δυστυχώς, αύριο μάλλον δε θα είναι». Η Τζέζι με φίλησε στο μάγουλο και βγήκε για να πάει στο δωμάτιό της. «Θα σε ονειρευτώ με μαγιό», μου είπε τη στιγμή που έκλειναν οι πόρτες του ασανσέρ. Βγήκα τέσσερις ορόφους πιο κάτω, όπου έκανα το χριστουγεννιάτικο κρύο ντους μου, μόνος μου, στο χριστουγεννιάτικο δωμάτιο μου στο ξενοδοχείο. Σκεφτόμουν την Τζέζι Φλάναγκαν. Ανόητες φαντασιώσεις σ' ένα μοναχικό δωμάτιο ξενοδοχείου του Μαϊάμι Μπιτς. Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε κανένα μέλλον μαζί, αλλά μου άρεσε. Αισθανόμουν, κατά κάποιον τρόπο, ότι μπορούσα να της μιλήσω για οτιδήποτε. Διάβασα λίγο ακόμη από το βιβλίο του Στάιρον για την κατάθλιψη μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Είδα μερικά δικά μου όνειρα.

Κεφάλαιο 21

π ΡΟΣΕΧΕ. Α, να είσαι πολΰ προσεκτικός τώρα, Γκάρι, αγόρι μου. Ο Γκάρι Σόνετζι παρακολουθούσε τη χοντρή γυναίκα με την άκρη του αριστερού ματιοΰ του. Παρακολουθούσε την πρησμένη, άμορφη μάζα, με τον τρόπο που παρακολουθεί η σαύρα ένα έντομο —πριν ακριβώς από το μεσημεριανό της γεύμα. Η γυναίκα δεν είχε ιδέα ότι ο Σόνετζι την παρακολουθούσε. Ήταν μια γυναίκα αστυνομικός, κατά κάποιον τρόπο, καθώς και εισπράκτορας στην πύλη 12 των διοδίων. Η γυναίκα μετρούσε αργά τα ρέστα του. Ήταν τεράστια, μαύρη σαν τη νύχτα, εντελώς στον κόσμο της. Κοιμόταν όρθια. Ο Σόνετζι σκέφτηκε ότι έμοιαζε με την Αρίθα Φράνκλιν, όπως θα ήταν η Αρίθα αν δεν μπορούσε να τραγουδήσει μια νότα και αναγκαζόταν να επιβιώνει στον πραγματικό κόσμο του μεροκάματου. Η γυναίκα δεν είχε ιδέα ποιος ήταν αυτός που είχε σταματήσει δίπλα της, μέσα στο μονότονο ποτάμι της πυκνής εορταστικής κίνησης, παρά το γεγονός ότι η ίδια και όλοι οι συνάδελφοι της υποτίθεται ότι τον αναζητούσαν απεγνωσμένα. Αυτά τα... ολίγα για τα «μαζικά αστυνομικά μπλόκα» και το περιβόητο «ανθρωποκυνηγητό σ' όλη την επικράτεια». Τι απογοήτευση! Πώς ήταν δυνατό να περιμένουν να τον πιάσουν, χρησιμοποιώντας στο ανθρωποκυνηγητό άτομα σαν

αυτή τη γυναίκα; Θα μπορούσαν, τουλάχιστον, να προσπαθήσουν να το κάνουν ενδιαφέρον για τον ίδιο. Μερικές φορές, ιδιαίτερα κάποιες στιγμές σαν κι αυτή, ο Γκάρι Σόνετζι ήθελε να διακηρύξει την αναπόφευκτη αλήθεια του σύ μπαντος. Διακήρυξη. Άκουσε, απρόσεκτη, ηλίθια αστυνομικίνα! Δεν ξέρεις ποιος είμαι; Σ' έχει ξεγελάσει μια ασήμαντη, τιποτένια μεταμφίεση; Εγώ είμαι αυτός που βλέπεις σε κάθε δελτίο ειδήσεων τις τρεις τελευταίες μέρες. Εσύ και ο μισός πλανήτης, Αρίθα, μωρό μου. Διακήρυξη. Σχεδίασα και εκτέλεσα το Έγκλημα του Αιώνα τέλεια. Είμαι ήδη σημαντικότερος από τον Τζον Γουέιν Γκέισι, τον Τζέφρι Ντάμερ, τον Χουάν Κορόνα. Τα πάντα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι που μου αρρώστησε το πλουσιόπαιδο με την κυάνωση. Διακήρυξη. Κοίτα προσεκτικά. Κοίταξέ με καλά. Γίνε μια αναθεματισμένη ηρωίδα για μια φορά στη ζωή σου. Γίνε κάτι άλλο, εκτός από ένα παχύ, μαύρο μηδενικό στον Αυτοκινητόδρομο του Έρωτα. Κοίταξέ με, επιτέλους! Κοίταξέ με! Η γυναίκα τού επέστρεψε τα ρέστα του. «Καλά Χριστούγεννα, κύριε». Ο Γκάρι Σόνετζι ανασήκωσε τους ώμους του. «Καλά Χριστούγεννα επίσης», είπε. Ενώ απομακρυνόταν από τα εκτυφλωτικά φώτα των διοδίων, φαντάστηκε την αστυνομικίνα μ' ένα από κείνα τα χαμογελαστά, τεράστια κεφάλια που σου εύχονται να έχεις μια όμορφη μέρα. Με τη φαντασία του είδε μια ολόκληρη χώρα γεμάτη απ' αυτά τα χαμογελαστά, σαν μπαλόνια πρόσωπα. Σαν να μην έφταναν όλα τ' άλλα, συνέβαινε ακόμη κι αυτό. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα είχαν γίνει χειρότερα απ' ό,τι ήταν ακόμα και στην ταινία Μακάβρια Εισβολή. Τρε-λαι-νό-ταν άμα το σκεφτόταν, πράγμα που προσπαθούσε να μην κάνει. Μια χώρα χαμογελαστών Μπαλονοκέφαλων. Λάτρευε τον Στίβεν Κινγκ, ταυτιζόταν με την Παράνοιά του και ευχόταν να έγραφε ο Κινγκ για όλους τους χαμογελαστούς ηλίθιους στην Αμερική. Μπορούσε ήδη να φα-

νταστεί το εξώφυλλο για το αριστούργημα του Κινγκ: Μπαλονοκέφαλοι. Σαράντα λεπτά αργότερα ο Σόνετζι έβγαλε το αξιόπιστο Σάαμπ από τον αυτοκινητόδρομο 413 στο Κρίσφιλντ του Μέριλαντ. Επιτάχυνε πάνω στο χωματόδρομο που οδηγούσε στο παλιό αγροτόσπιτο. Έπρεπε να χαμογελάσει, έπρεπε να γελάσει στο σημείο αυτό. Τους είχε κοροϊδέψει, τους είχε ξεγελάσει. Τους είχε αλλάξει τα φώτα. Μέχρι στιγμής, δεν μπορούσαν να ξεχωρίζουν το πάνω από το κάτω ή το πλάι. Είχε ήδη ξεπεράσει την υπόθεση Λίντμπεργκ, έτσι δεν είναι; Τώρα ήταν ώρα να τραβήξει πάλι το χαλί κάτω από τα πόδια των Μπαλονοκέφαλων.

Κεφάλαιο 22

E r I X E ΦΤΑΣΕΙ ΠΙΑ, πέρα από κάθε αμφιβολία, η ώρα της δράσης! Ένας κοΰριερ της Φέντεραλ Εξπρές είχε εμφανιστεί στα γραφεία του FBI λίγο πριν από τις δέκα και μισή, το πρωί της εικοστής έκτης Δεκεμβρίου. Είχε παραδώσει το καινούριο μήνυμα από το Γιο του Λίντμπεργκ. Κληθήκαμε πάλι στην αίθουσα αντιμετώπισης κρίσεων στο δεύτερο όροφο. Ήταν σαν να είχε συγκεντρωθεί όλο το προσωπικό του FBI. Είχαν τελειώσει πια τα ψέματα και το ήξεραν όλοι. Λίγο αργότερα, ο ειδικός πράκτορας Μπιλ Τόμσον από το Μαϊάμι μπήκε μέσα τρέχοντας. Ανέμιζε έναν από κείνους τους γνωστούς ταχυδρομικούς φακέλους. Ο Τόμσον άνοιξε προσεκτικά τον πορτοκαλή και μπλε φάκελο μπροστά σε ολόκληρη την ομάδα. «Θα μας αφήσει να δούμε το μήνυμα, αλλά δεν πρόκειται να μας το διαβάσει», μουρμούρισε ο Τζεμπ Κλέπνερ της Μυστικής Υπηρεσίας. Ο Σάμπσον κι εγώ στεκόμαστε εκεί, δίπλα στον Κλέπνερ και την Τζέζι Φλάναγκαν. «Μπα, δε θα θέλει όλο το βάρος στους ώμους του», προέβλεψε η Τζέζι. «Θα το μοιραστεί μαζί μας αυτή τη φορά». Ο Τόμσον ήταν έτοιμος να μιλήσει. «Έχω ένα μήνυμα από τον Γκάρι Σόνετζι. Υπάρχει ο αριθμός ένα», συνέχισε ο Τόμσον διαβάζοντας το μήνυμα. «Έπειτα, ολογράφως, δέκα εκατομμύρια. Στην επόμενη

γραμμή, ο αριθμός δύο. Έπειτα οι λέξεις Ντίσνεϊ Γουόρλντ, Ορλάντο —στο Μαγικό Βασίλειο. Επόμενη γραμμή: ο αριθμός τρία. Μετά, Παρκάρετε στο τμήμα Πλούτο, σειρά 24. Διασχίστε τη Λιμνοθάλασσα των Εφτά Θαλασσών με το φεριμποτ και όχι με το εναέριο τρένο. Στις 12:50 μ.μ. σήμερα. Η ανταλλαγή θα τελειώσει στη 1:15. Τελευταία γραμμή: Τα λύτρα θα παραδώσει ο ντετέκτιβ Άλεξ Κρος. Μόνος του. Έχει την υπογραφή Ο Γιος του Λίντμπεργκ». Ο Μπιλ Τόμοον κοίταξε αμέσως το ακροατήριο του. Το βλέμμα του έψαχνε μέσα στην αίθουσα. Δε δυσκολεύτηκε καθόλου να με εντοπίσει. Μπορώ να εγγυηθώ απόλυτα ότι το σοκ και η έκπληξή του δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με τη δική μου. Μια ισχυρή δόση αδρεναλίνης είχε ήδη βρει το δρόμο της μέσα στον οργανισμό μου. Τι στο διάβολο ήθελε από μένα ο Σόνετζι; Πώς ήξερε για μένα; Ήξερε πόσο πολΰ ήθελα να τον πιάσω τώρα; «Δεν κάνει καμία απόπειρα για κάποια διαπραγμάτευση!» Ο ειδικός πράκτορας Σκόρσε άρχισε ν' αγριεύει. «Ο Σόνετζι υποθέτει πως θα του παραδώσουμε, έτσι απλά, τα δέκα εκατομμύρια». «Ακριβώς», είπα. «Και έχει δίκιο. Στο κάτω κάτω, η οικογένεια αποφασίζει πώς και πότε πληρώνονται τα λύτρα». Οι Νταν μας είχαν δώσει εντολή να πληρώσουμε τον Σόνετζι —άνευ όρων. Ο Σόνετζι το είχε, προφανώς, μαντέψει. Κι αυτός ήταν, αναμφισβήτητα, ο βασικός λόγος που είχε επιλέξει τη Μάγκι Ρόουζ. Όμως γιατί είχε διαλέξει εμένα; Όρθιος δίπλα μου, ο Σάμπσον κούνησε το κεφάλι του και μουρμούρισε: «Ανεξερεύνητοι αι βουλαί του Κυρίου». Πέντ' έξι αυτοκίνητα μας περίμεναν πίσω από το κτίριο του FBI, στο πάρκινγκ που το έψηνε ο ήλιος. Ο Μπιλ Τόμσον, η Τζέζι Φλάναγκαν, ο Κλέπνερ, εγώ και ο Σάμπσον μπήκαμε σε μια από τις λιμουζίνες του FBI. Τα λύτρα θα ταξίδευαν μαζί μας. Τα λύτρα θα παραδώσει ο ντετέκτιβ Άλεξ Κρος. Τα λύτρα είχαν συγκεντρωθεί αργά το προηγούμενο βράδυ. Απαιτήθηκε μια τρομακτικά πολύπλοκη διαδικασία για να συγκεντρωθούν τόσο γρήγορα, αλλά η Σίτιμπανκ και η Μόργκαν Στάνλεϊ είχαν δείξει πνεύμα συνεργασίας. Οι Νταν και ο Τζέρολντ Γκόλντμπεργκ είχαν τη δύναμη να πε-

τύχουν αυτό που ήθελαν και είχαν, προφανώς, ασκήσει μεγάλη πίεση. Όπως είχε ζητήσει ο Σόνετζι, δύο εκατομμύρια από τα λύτρα ήταν σε μετρητά και τα υπόλοιπα σε μικρά διαμάντια και ομόλογα. Τα λύτρα ήταν μεταβιβάσιμα και, επίσης, πολύ εύκολα μεταφερόμενα. Χωρούσαν μέσα σ' ένα βαλιτσάκι. Η διάρκεια της διαδρομής από το κέντρο του Μαϊάμι Μπιτς μέχρι τον Δυτικό Αερολιμένα της Όπα Λόκα ήταν γύρω στα είκοσι πέντε λεπτά. Η πτήση θα διαρκούσε άλλα σαράντα. Αυτό σήμαινε ότι θα φτάναμε στο Ορλάντο στις 11:45 π.μ. περίπου. Δε θα είχαμε μεγάλα χρονικά περιθώρια. «Μπορούμε να δοκιμάσουμε να βάλουμε κάποια συσκευή πάνω στον Κρος». Ακούγαμε τον πράκτορα Σκόρσε να μιλάει από τον ασύρματο στον Τόμσον. «Φορητό, ασύρματο αναμεταδότη. Έχουμε έναν τέτοιο μέσα στο αεροπλάνο». «Αυτό δε μου αρέσει ιδιαίτερα, Τζέρι», είπε ο Τόμσον. «Ούτε κι εμένα μου αρέσει», είπα από το πίσω κάθισμα, για να μην πω τίποτα χειρότερο. «Όχι κοριοί. Αποκλείεται». Προσπαθούσα ακόμη να καταλάβω πώς και γιατί με είχε διαλέξει ο Σόνετζι. Δεν μπορούσα να βγάλω άκρη. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε διαβάσει για μένα στις εφημερίδες της Ουάσιγκτον που ασχολούνταν μ' αυτή την υπόθεση. Ήξερα ότι θα πρέπει να είχε κάποιο σοβαρό λόγο- δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γι' αυτό. «Θα υπάρχει πάρα πολύς κόσμος σ' αυτό το πάρκο ψυχαγωγίας», είπε ο Τόμσον μόλις απογειώθηκε το Τσέσνα 310 για το Ορλάντο. «Αυτός είναι ο προφανής λόγος για τον οποίο διάλεξε το Ντίσνεϊ Γουόρλντ. Θα υπάρχουν, επίσης, αμέτρητοι γονείς με τα παιδιά τους στο Μαγικό Βασίλειο. Δεν αποκλείεται να καταφέρει να περάσει απαρατήρητος μαζί με τη Μάγκι Νταν. Μπορεί να την έχει μεταμφιέσει κι αυτή». «Το Ντίσνεϊ Γουόρλντ ταιριάζει με την τάση του για εντυπωσιακούς συμβολισμούς», είπα. Μια θεωρία στις σημειώσεις μου ήταν ότι πιθανόν ο Σόνετζι υπήρξε ο ίδιος παιδί που κακοποιήθηκε. Αν ήταν όντως έτσι, δε θα ένιωθε τίποτε άλλο πέρα από θυμό και περιφρόνηση για ένα μέρος όπως το Ντίσνεϊ Γουόρλντ, όπου πηγαίνουν τα «καλά» παι-

δάκια μαζί με την «καλή» μανούλα και τον «καλό» μπαμπάκα τους. «Έχουμε ήδη επίγεια και εναέρια τηλεοπτική κάλυψη στο πάρκο», μας ενημέρωσε ο Σκόρσε. «Εικόνες στέλνονται αυτή τη στιγμή στην αίθουσα αντιμετώπισης κρίσεων στην Ουάσιγκτον. Κινηματογραφούμε επίσης το Έπκοτ* και το Νησί των Απολαύσεων, για την περίπτωση που ετοιμάζει κανένα κόλπο της τελευταίας στιγμής». Μπορούσα να φανταστώ άνετα τη σκηνή στην αίθουσα αντιμετώπισης κρίσεων του FBI στην Ουάσιγκτον, στη Δέκατη Οδό. Καμιά εικοσιπενταριά VIP θα συνωστίζονταν εκεί μέσα. Ο καθένας τους θα είχε το δικό του γραφείο με μια οθόνη κλειστού τηλεοπτικού κυκλώματος. Η αεροφωτογραφία του Γουόλτ Ντίσνεϊ Γουόρλντ θα προβαλλόταν σε όλες τις οθόνες ταυτόχρονα. Ο μεγάλος πίνακας της αίθουσας θα ήταν γεμάτος στοιχεία —πόσοι ακριβώς πράκτορες και άλλο προσωπικό συνέκλιναν προς το πάρκο ψυχαγωγίας εκείνη τη στιγμή. Ο αριθμός των εισόδων. Κάθε δρόμος προς τα μέσα ή προς τα έξω. Οι καιρικές συνθήκες. Το μέγεθος του σημερινού πλήθους. Ο αριθμός του προσωπικού ασφαλείας του Ντίσνεϊ Γουόρλντ. Αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, τίποτα για τον Γκάρι Σόνετζι ή τη Μάγκι Ρόουζ. Διαφορετικά θα το ξέραμε κι εμείς. «Πάω στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ!» αστειεύτηκε κάποιος από τους πράκτορες μέσα στο αεροπλάνο. Η αρκετά τυπική αστυνομική πλάκα προκάλεσε κάποια νευρικά γέλια. Το σπάσιμο της έντασης ήταν σημαντικό και καθόλου εύκολο να επιτευχθεί στις συγκεκριμένες δύσκολες συνθήκες. Η όλη ιδέα της συνάντησης μ' έναν τρελό και ένα κοριτσάκι, θύμα απαγωγής, δεν ήταν ευχάριστη. Ούτε η ψυχρή πραγματικότητα του γιορταστικού πλήθους που μας περίμενε στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ. Μας είχαν πει ότι μέσα στο πάρκο ψυχαγωγίας και στις περιοχές των πάρκινγκ υπήρχαν ήδη περισσότεροι από εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι. Ωστόσο, αυτή θα ήταν η καλύτερη ευκαιρία μας για να πιάσουμε * Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στον κόσμο του μέλλοντος μέσα στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ. (Σ.τ.Μ.)

τον Σόνετζι. Αυτή μπορεί να ήταν και η μοναδική μας ευκαιρία. Φτάσαμε στο Μαγικό Βασίλειο με ειδική πομπή, συνοδευόμενοι από περιπολικά που αναβόσβηναν τα φώτα τους και χρησιμοποιούσαν τις σειρήνες τους. Τρέχαμε στη δεξιά άκρη του αυτοκινητόδρομου 1-4, προσπερνώντας όλη την κανονική κίνηση που ερχόταν από το αεροδρόμιο. Άνθρωποι στοιβαγμένοι μέσα σε στέισον βάγκον και σε μικρά βαν χλεύαζαν ή χειροκροτούσαν την ταχύτητά μας. Κανένας τους δεν είχε την παραμικρή ιδέα ποιοι ήμαστε ή γιατί τρέχαμε έτσι προς το Ντίσνεϊ Γουόρλντ. VIP που πήγαιναν να δουν τον Μίκι και τη Μίνι. Βγήκαμε στην έξοδο 26-Α και κατευθυνθήκαμε προς τα πάρκινγκ. Φτάσαμε στην περιοχή των πάρκινγκ λίγο μετά τις 12:15 μ.μ. Στο παρά πέντε, αλλά ο Σόνετζι δε μας είχε δώσει χρόνο για να οργανωθούμε. Γιατί στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ; Προσπαθούσα συνεχώς να καταλάβω. Επειδή ο Γκάρι Σόνετζι ήθελε πάντα να πάει εκεί όταν ήταν παιδί και οι γονείς του δεν τον είχαν πάει ποτέ; Επειδή εκτιμούσε τη σχεδόν νευρωτική λειτουργικότητα του άψογα οργανωμένου πάρκου ψυχαγωγίας; Θα ήταν σχετικά εύκολο για τον Γκάρι Σόνετζι να μπει στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ. Αλλά πώς σκόπευε να βγει; Αυτό ήταν το πιο ενδιαφέρον ερώτημα απ' όλα.

Κεφάλαιο 23

Π Α Ρ Κ Α Δ Ό Ρ Ο Ι ΤΟΥ ΝΤΙΣΝΕΪ ΓΟΥΟΡΛΝΤ πάρκαραν τα αυτοκίνητά μας στο τμήμα Πλούτο, στη σειρά 24. Εκεί μας περίμενε ένα τραμ από φάιμπεργκλας για να μας πάει στο φέριμποτ. «Γιατί νομίζεις ότι ζήτησε εσένα ο Σόνετζι;» με ρώτησε ο Μπιλ Τόμσον καθώς βγαίναμε από το αυτοκίνητο. «Έχεις καμιά ιδέα γι' αυτό, Άλεξ;» «Ίσως ν' άκουσε για μένα στις ειδήσεις», είπα. «Ίσως ξέρει ότι είμαι ψυχολόγος κι αυτό να προκάλεσε το ενδιαφέρον του. Δε θ' αμελήσω να τον ρωτήσω επ' αυτού —όταν τον δω». «Με το μαλακό μαζί του», με συμβούλεψε ο Τόμσον. «Το μόνο που θέλουμε είναι να πάρουμε πίσω το κορίτσι». «Αυτό είναι το μόνο που θέλω», του είπα. Υπερβάλλαμε και οι δυο μας. Θέλαμε μεν ασφαλή τη Μάγκι Ρόουζ, αλλά θέλαμε, επίσης, να πιάσουμε τον Σόνετζι. Θέλαμε να τον κάψουμε εδώ, μέσα στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ. Καθώς στεκόμαστε στο χώρο του πάρκινγκ, ο Σάμπσον έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου. Ένιωσα μια όμορφη αίσθηση συντροφικότητας που είχα καιρό να αισθανθώ. Ο Σάμπσον και η Τζέζι Φλάναγκαν μου ευχήθηκαν καλή τύχη. Και οι πράκτορες του FBI μου φέρονταν θετικά - γ ι α την ώρα τουλάχιστον. «Πώς νιώθεις;» Ο Σάμπσον με τράβηξε παράμερα για

μια στιγμή. «Είσαι καλά μέσα σ' όλη αυτή τη σκατοκατάσταση; Ζήτησε εσένα, όμως δεν είσαι υποχρεωμένος να πας». «Είμαι μια χαρά. Ο Σόνετζι δεν πρόκειται να μου κάνει κακό. Άλλωστε είμαι συνηθισμένος σε ψυχοπαθείς, το ξέχασες;» «Εσύ είσαι ψυχοπαθής, φίλε μου». Πήρα το βαλιτσάκι με τα λύτρα. Ανέβηκα στο φανταχτερό πορτοκαλί τραμ μόνος μου. Κρατώντας σφιχτά μια μεταλλική χειρολαβή της οροφής, κατευθύνθηκα προς το Μαγικό Βασίλειο, όπου θα έκανα την ανταλλαγή για τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Ήταν 12:44 μ.μ. Είχα φτάσει έξι λεπτά νωρίτερα. Κανένας δε μου έδινε ιδιαίτερη σημασία καθώς προχωρούσα μέσα στην πυκνή ροή του πλήθους προς τα εκδοτήρια εισιτηρίων για το Μαγικό Βασίλειο. Και γιατί θα έπρεπε, δηλαδή; Γι' αυτόν το λόγο θα πρέπει να επέλεξε ο Σόνετζι αυτό το σημείο. Κράτησα το βαλιτσάκι πιο σφιχτά. Είχα την αίσθηση ότι όσο κρατούσα τα λύτρα διατηρούσα τη Μάγκι Ρόουζ ζωντανή. Είχε, άραγε, τολμήσει να φέρει το κοριτσάκι μαζί του; Βρισκόταν εδώ ο ίδιος; Ή ήταν όλο αυτό ένα τεστ για μας; Τα πάντα ήταν πιθανά. Η διάθεση του πλήθους στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ ήταν εύθυμη και ανέμελη. Ήταν κυρίως οικογένειες που έκαναν τις διακοπές τους, διασκεδάζοντας κάτω από το λαμπρό, γαλάζιο ουρανό. Η ευχάριστη φωνή ενός εκφωνητή επαναλάμβανε συνέχεια: «Κρατάτε τα μικρά παιδιά από το χέρι, μην ξεχνάτε τα προσωπικά σας αντικείμενα και απολαύστε την παραμονή σας στο Μαγικό Βασίλειο». Όσο καταπτοημένος κι αν ήσουν, δεν μπορούσες να μη βρεις συναρπαστική αυτή τη χώρα της φαντασίας. Τα πάντα ήταν απίστευτα καθαρά και ασφαλή. Δεν μπορούσες να μη νιώσεις απόλυτα προστατευμένος, πράγμα που εμένα μου φαινόταν αναθεματισμένα παράξενο. Ο Μίκι Μάους, ο Γκούφι και η Χιονάτη καλωσόριζαν τους πάντες στις μπροστινές πύλες. Το πάρκο ψυχαγωγίας

ήταν άψογο. Το «Yankee Dooble Dandy» ακουγόταν από μεγάφωνα έξυπνα κρυμμένα κάπου μέσα στη σκηνογραφημένη βλάστηση. Μπορούσα να νιώσω την καρδιά μου να βροντοχτυπάει κάτω από το φαρδύ σπορ πουκάμισο μου. Για την ώρα ήμουν εντελώς αποκομμένος από όλους τους άλλους της ομάδας μου. Κι έτσι θα ήμουν, μέχρι να βρεθώ μέσα στο Μαγικό Βασίλειο. Οι παλάμες των χεριών μου κολλούσαν και τις σκούπισα πάνω στο παντελόνι μου. Ο Μίκι Μάους έδινε χειραψίες ακριβώς μπροστά μου. Η όλη κατάσταση ήταν σκέτη παράνοια. Είχα μόλις μπει κάτω από τον παχύ ίσκιο που έριχνε το Κέντρο Εισιτηρίων και Μεταφορών. Το φέριμποτ ήταν ορατό —μια μινιατούρα ποταμόπλοιου του Μισισιπή, χωρίς τροχό με πτερύγια. Ένας άντρας με σπορ σακάκι και καπέλο με μπορ γλίστρησε δίπλα μου. Δεν ήξερα αν ήταν ο Σόνετζι. Η αίσθηση της ασφάλειας και της προστασίας του Ντίσνεϊ Γουόρλντ διαλύθηκε αμέσως. «Αλλαγή σχεδίων, Άλεξ. Θα σε πάω να δεις τη Μάγκι Ρόουζ τώρα. Συνέχισε να κοιτάς ευθεία μπροστά σου, σε παρακαλώ. Τα πηγαίνεις υπέροχα μέχρι στιγμής. Συνέχισε έτσι και όλα θα πάνε μια χαρά». Μια Σταχτοπούτα με ύψος ένα και ογδόντα διασταυρώθηκε μαζί μας, πηγαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παιδιά και ενήλικοι έβγαζαν επιφωνήματα στη θέα της. «Τώρα κάνε στροφή, Άλεξ. Θα ακολουθήσουμε αντίστροφα την ίδια διαδρομή που έκανες καθώς ερχόσουν. Όλα μπορούν να πάνε μια χαρά. Από σένα θα εξαρτηθεί, φίλε μου». Ήταν απόλυτα ήρεμος και ψύχραιμος, όπως ήταν ο Σόνετζι όλο αυτό τον καιρό. Μια αύρα ακατανίκητου τύλιγε τα πάντα μέχρι στιγμής. Με είχε προσφωνήσει Άλεξ. Αρχίσαμε να βαδίζουμε αντίθετα προς τη ροή του πλήθους. Μπροστά μας λικνιζόταν το καλοχτενισμένο κεφάλι με τις ξανθές μπούκλες της Σταχτοπούτας. Τα παιδιά γελούσαν με την καρδιά τους, βλέποντας την ηρωίδα του κινηματογράφου και των κινουμένων σχεδίων με σάρκα και οστά.

«Πρώτα πρέπει να δω τη Μάγκι Ρόουζ», ήταν το μοναδικό πράγμα που είπα στον άντρα με το καπέλο. Θα μπορούσε να είναι ο Σόνετζι μεταμφιεσμένος; Δεν ήμουν σε θέση να πω. Έπρεπε να τον δω καλύτερα. «Κανένα πρόβλημα. Αλλά, αν μας σταματήσει κάποιος, σ' το λέω από τώρα, το κοριτσάκι είναι νεκρό». Ο άντρας με το καπέλο το είπε αυτό αδιάφορα, λες και έλεγε σε κάποιον άγνωστο τι ώρα είναι. «Κανένας δεν πρόκειται να μας σταματήσει», τον διαβεβαίωσα. «Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι η ασφάλεια της μικρής». 'Ηλπιζα αυτό ν' αλήθευε για όλους τους άμεσα ενδιαφερομένους. Είχα δει για πολύ λίγο εκείνο το πρωί την Κάθριν και τον Τομ Νταν. Ήξερα πως το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να πάρουν πίσω το κοριτσάκι τους απόψε. Ο ιδρώτας είχε αρχίσει να τρέχει ποτάμι επάνω μου. Δεν μπορούσα να το ελέγξω. Η θερμοκρασία ήταν γύρω στους τριάντα βαθμούς μόνο, όμως η υγρασία ήταν αυξημένη. Είχα αρχίσει ν' ανησυχώ για κάποιο αθέλητο σφάλμα. Οτιδήποτε θα μπορούσε να πάει στραβά εδώ. Δεν είχαμε προβλέψει αυτό τον ελιγμό, ακριβώς στην καρδιά του Ντίσνεϊ Γουόρλντ με τα απρόβλεπτα πλήθη του. «Κοίταξε. Αν με δει το FBI να βγαίνω έξω, δεν αποκλείεται να μας πλησιάσει κάποιος», αποφάσισα να του πω. «Εύχομαι να μη συμβεί κάτι τέτοιο», είπε κι έβγαλε έναν αποδοκιμαστικό ήχο —τα, τσ, τα. Μετά κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω. «Αυτό θα σήμαινε σοβαρή παράβαση των κανόνων». Όποιος κι αν ήταν, έδειχνε αφύσικα ψύχραιμος σ' αυτές τις εκρηκτικές συνθήκες. Το έχει ξανακάνει; αναρωτήθηκα. Μου φαινόταν ότι πηγαίναμε προς την κατεύθυνση των παρκαρισμένων πορτοκαλί τραμ. Κάποιο τραμ θα μας πήγαινε πάλι στην περιοχή των πάρκινγκ; Αυτό ήταν το σχέδιο; Σκέφτηκα πως ο άντρας ήταν πολύ εύσωμος για να είναι ο Σόνετζι. Εκτός κι αν είχε κάνει κάποια ευφυέστατη μεταμφίεση με πολλά παραγεμίσματα. Η θεωρία του ηθοποιού μού πέρασε ξανά από το μυαλό. Προσευχόμουν στο Θεό να μην ήταν κάποιος άλλος απατεώνας. Κάποιος που είχε

ανακαλύψει τι γινόταν στη Φλόριντα και ήρθε σ' επαφή μαζί μας για να πάρει τα λύτρα. Δε θα ήταν η πρώτη φορά που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο σε υπόθεση απαγωγής. «FBI! ψηλά τα χέρια!» άκουσα ξαφνικά. Τα πάντα συνέβησαν με ταχύτητα πυροβολισμού. Η καρδιά μου ανέβηκε στο λαιμό μου. Τι στο διάβολο έκαναν; Πώς σκέφτονταν; «FBI!» Πέντ' έξι πράκτορες μας είχαν περικυκλώσει μέσα στο χώρο του πάρκινγκ. Είχαν βγάλει τα περίστροφά τους. Μία, τουλάχιστον, καραμπίνα ήταν στραμμένη πάνω του, κατά συνέπεια και πάνω μου. Ο πράκτορας Μπιλ Τόμσον ήταν εκεί μαζί με άλλους. Το μόνο που θέλουμε είναι να πάρουμε πίσω το κορίτσι, μου είχε πει μόλις πριν από λίγο. «Πίσω! Φύγετε!» Έχασα την ψυχραιμία μου και τους έβαλα τις φωνές. «Άι στο διάολο, κάντε πίσω! Φύγετε από δω!» Κοίταξα κατάματα τον άντρα με το καπέλο. Δεν μπορούσε να είναι ο Γκάρι Σόνετζι. Ήμουν σχεδόν βέβαιος γι' αυτό. Όποιος κι αν ήταν, δεν τον ενδιέφερε αν τον αναγνώριζαν ή, ακόμη, αν τον φωτογράφιζαν στο Ορλάντο. Γιατί αυτό; Πώς μπορούσε αυτός ο τύπος να είναι τόσο ψύχραιμος; «Αν με πιάσετε, το κορίτσι είναι νεκρό», είπε στους πράκτορες του FBI που μας περικύκλωναν. Ήταν σαν να έτρεχε πάγος στις φλέβες του. Τα μάτια του ήταν εντελώς ανέκφραστα. «Δεν υπάρχει τίποτα για να το αποτρέψει αυτό. Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ούτε κι εσείς. Θα πεθάνει». «Είναι ζωντανή τώρα;» Ο Τόμσον έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Φάνηκε σαν να ήθελε να τον χτυπήσει, πράγμα που θέλαμε να κάνουμε όλοι μας. «Είναι ζωντανή. Την είδα πριν από δύο περίπου ώρες. Θα πάει στο σπιτάκι της ελεύθερη, εκτός κι αν κάνετε μαλακίες. Όπως κάνετε, με το παραπάνω, αυτή τη στιγμή. Τώρα φύγετε, όπως ακριβώς είπε και ο ντετέκτιβ. Φύγετε, να πάρει ο διάολος!» «Πώς ξέρουμε ότι είσαι συνεργάτης του Σόνετζι;» ρώτησε ο Τόμσον. «Ένα: δέκα εκατομμύρια. Δύο: Ντίσνεϊ Γουόρλντ, Ορλάντο —στο Μαγικό Βασίλειο. Τρία: παρκάρετε στο τμήμα

Πλούτο, σειρά 24». Μας είπε λέξη προς λέξη την ακριβή διατύπωση του μηνύματος για τα λύτρα. Ο Τόμσον δεν το έβαζε κάτω. «Θα διαπραγματευτούμε για την απελευθέρωση του κοριτσιού. Θα διαπραγματευτούμε. Θα το κάνετε με το δικό μας τρόπο». «Τι; Και να σκοτώσουν το κοριτσάκι;» Η Τζέζι Φλάναγκαν είχε έρθει πίσω ακριβώς από τον Τόμσον και τους υπόλοιπους του FBI. «Κατεβάστε τα όπλα σας», είπε αποφασιστικά. «Αφήστε τον ντετέκτιβ Κρος να κάνει την ανταλλαγή. Αν το κάνετε με το δικό σας τρόπο και πεθάνει το κοριτσάκι, θα το πω σε όλους τους δημοσιογράφους της χώρας. Ορκίζομαι πως θα το κάνω, Τόμσον. Μα το Θεό, θα το κάνω». «Κι εγώ, επίσης», είπα στον ειδικό πράκτορα του FBI. «Σου δίνω το λόγο μου γι' αυτό». «Δεν είναι αυτός. Δεν είναι αυτός ο Σόνετζι», είπε τελικά ο Τόμσον. Κοίταξε τον πράκτορα Σκόρσε και κούνησε το κεφάλι του αηδιασμένος. «Αφήστε τους να φύγουν», διέταξε. «Ο Κρος και τα λύτρα θα πάνε στον Σόνετζι. Αυτή είναι η απόφαση». Ο παγερός μεσάζων κι εγώ αρχίσαμε πάλι να βαδίζουμε —εγώ έτρεμα. Οι άνθρωποι μας κοιτούσαν καθώς συνεχίζαμε τη διαδρομή μας προς τα πορτοκαλί τραμ. Αισθανόμουν σαν να βρισκόμουν ολοκληρωτικά εκτός πραγματικότητας. Σε λίγα λεπτά βρεθήκαμε μέσα σ' ένα από τα τραμ. Καθίσαμε και οι δύο. «Οι μαλάκες», μουρμούρισε ο μεσάζων. Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη ύπαρξης κάποιου συναισθήματος. «Παραλίγο να τα τινάξουν όλα στον αέρα». Σταματήσαμε μπροστά σ' ένα καινούριο Νισάν Ζ στο τμήμα Ντόναλντ, σειρά 6. Το αυτοκίνητο είχε σκούρο μπλε χρώμα, με σκούρα τζάμια. Κανένας δεν ήταν μέσα στο σπορ αυτοκίνητο. Ο άντρας με το καπέλο άναψε τη μηχανή και ξεκινήσαμε προς τον αυτοκινητόδρομο 1-4 πάλι. Τα αυτοκίνητα που έφευγαν από το πάρκο ψυχαγωγίας μεσημεριάτικα ήταν απειροελάχιστα. Όλα θα πάνε καλά, είχε πει. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς την κατεύθυνση του διεθνούς αεροδρομίου του Ορλάντο. Δηλαδή, προς τα

ανατολικά. Προσπάθησα να τον κάνω να μιλήσει, αλλά δε μου έλεγε τίποτα. Ίσως να μην ήταν τόσο ψύχραιμος και ήρεμος όσο έδειχνε. Ίσως να είχε κατατρομάξει κι αυτός με ό,τι είχε γίνει. To FBI τα είχε σχεδόν τινάξει όλα στον αέρα και δε θα ήταν η πρώτη φορά. Στην πραγματικότητα, η αντίδραση στο πάρκο ψυχαγωγίας δεν ήταν παρά μια μπλόφα. Καθώς το ξανασκεφτόμουν, συνειδητοποίησα πως ήταν η τελευταία τους ευκαιρία να διαπραγματευτούν για την απελευθέρωση της Μάγκι Ρόουζ Νταν. Ύστερα από διαδρομή μισής περίπου ώρας, μπήκαμε στο χώρο στάθμευσης ιδιωτικών αεροπλάνων, λίγα χιλιόμετρα μετά τον κεντρικό σταθμό επιβατών του αεροδρομίου του Ορλάντο. Ήταν λίγο μετά τη μιάμιση τώρα. Η ανταλλαγή δε θα γινόταν στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ. «Το μήνυμα υποσχόταν πως όλα θα είχαν τελειώσει στη μία και τέταρτο», είπο; καθώς βγαίναμε από το Νισάν. Ένας ζεστός, τροπικός αέρας φυσούσε πάνω από το αεροδρόμιο. Η μυρωδιά του ντίζελ και της καυτής ασφάλτου ήταν έντονη. «Το μήνυμα έλεγε ψέματα», μου είπε. Ήταν πάλι ψυχρός σαν πάγος. «Εκείνο είναι το αεροπλάνο μας. Τώρα μείναμε εσύ κι εγώ μόνο. Προσπάθησε να φερθείς πιο έξυπνα από το FBI, Άλεξ. Δεν πρέπει να σου είναι πολύ δύσκολο».

Κεφάλαιο 24

ΘΙΣΕ ΑΝΑΠΑΥΤΙΚΑ, χαλάρωσε, απόλαυσε την πτήση», μου είπε μόλις μπήκαμε στο αεροπλάνο. «Όπως βλέπεις, θα έχεις τη χαρά να είμαι και ο πιλότος σου. Τέλος πάντων, ίσως όχι και τόσο μεγάλη χαρά». Με έδεσε με χειροπέδες στο μπράτσο του ενός από τα τέσσερα καθίσματα του αεροπλάνου. Αλλος ένας όμηρος στη διάθεσή τους, σκέφτηκα. Ίσως να μπορούσα να ξεχαρβαλώσω το μπράτσο του καθίσματος. Ήταν από μέταλλο και πλαστικό. Αρκετά φτηνή κατασκευή. Ο μεσάζων ήταν αναμφισβήτητα ο πιλότος του αεροπλάνου. Πήρε άδεια απογείωσης από τον πύργο ελέγχου και ύστερα το Τσέσνα τροχοδρόμησε στο διάδρομο, αναπτύσσοντας αργά ταχύτητα. Τελικά απογειώθηκε, πήρε ύψος στρίβοντας προς τα νοτιοανατολικά και άρχισε ν' απομακρύνεται από το αεροδρόμιο, πετώντας ανατολικά του Ορλάντο και του Σεντ Πίτερσμπεργκ. Ήμουν σίγουρος πως μας παρακολουθούσαν. Από εδώ και πέρα, ωστόσο, τα πάντα εξαρτιόνταν από το μεσάζοντα. Και από το πραγματικό σχέδιο του Σόνετζι. Τα πρώτα λεπτά της πτήσης παραμείναμε σιωπηλοί. Ακούμπησα την πλάτη μου στη ράχη του καθίσματος και τον παρατηρούσα, προσπαθώντας να απομνημονεύσω όσο το δυνατό περισσότερες λεπτομέρειες της πτήσης. Ο άντρας με το καπέλο ήταν χαλαρωμένος και άνετος στο χειρισμό των

οργάνων. Εξακολουθούσε να μη δείχνει το παραμικρό ίχνος άγχους. Επαγγελματίας πέρα για πέρα. Μια παράξενη πιθανότητα πέρασε από το μυαλό μου. Βρισκόμαστε τώρα πάνω από τη Φλόριντα, και κατευθυνόμαστε ακόμη νοτιότερα. Έ ν α κολομβιανό καρτέλ ναρκωτικών είχε απειλήσει, αρχικά, την οικογένεια του υπουργού Γκόλντμπεργκ. Ήταν, άραγε, σύμπτωση; Δεν πίστευα πια σε συμπτώσεις. Ένας κανόνας της δουλειάς του αστυνομικού, ιδιαίτερα της δικής μου, περνούσε και ξαναπερνούσε από το μυαλό μου. Ένας σημαντικός κανόνας. Πάνω από το ενενήντα πέντε τοις εκατό των εγκλημάτων εξιχνιάζονταν επειδή κάποιος έκανε κάποιο λάθος. Ο Σόνετζι δεν είχε κάνει κανένα λάθος μέχρι στιγμής. Αε μας είχε δώσει καμία ευκαιρία. Τώρα ήταν η ώρα για λάθη. Η ανταλλαγή θα ήταν η επικίνδυνη στιγμή γι' αυτόν. «Όλα έχουν σχεδιαστεί με μεγάλη ακρίβεια», είπα στον άντρα με το καπέλο. Το αεροπλάνο πετούσε τώρα όλο και πιο μακριά πάνω από τον Ατλαντικό. Προς ποιο προορισμό; Για να γίνει η τελική ανταλλαγή με τη Μάγκι Ρόουζ; «Έχεις απόλυτο δίκιο. Τα πάντα είναι όσο πιο ασφαλή γίνεται. Δε θα μπορούσες να πιστέψεις πόσο οργανωμένα είναι τα πράγματα». «Είναι πραγματικά εντάξει το κοριτσάκι;» ρώτησα. «Σας το είπα, την είδα σήμερα το πρωί. Δεν έχει πάθει τίποτα», είπε. «Δεν έχει πειραχτεί ούτε μια τριχούλα επάνω της». «Αυτό δυσκολεύομαι πολύ να το πιστέψω», είπα. Θυμόμουν σε τι κατάσταση είχαμε βρει τον Μάικλ Γκόλντμπεργκ. Ο πιλότος ανασήκωσε τους φαρδιούς ώμους του. «Πίστευε ό,τι στο διάβολο θέλεις». Δεν του καιγόταν καρφί για το τι σκεφτόμουν. «Ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ κακοποιήθηκε σεξουαλικά. Γιατί θα πρέπει να πιστέψουμε ότι το κοριτσάκι δεν έχει πάθει τίποτα;» ρώτησα. Με κοίταξε. Είχα την αίσθηση ότι δε γνώριζε για την κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο μικρός Γκόλντμπεργκ. Σχημάτισα την εντύπωση ότι δεν ήταν συνεργάτης του Σόνετζι, ότι ο Γκάρι Σόνετζι δε θα είχε, στην πραγματικότητα,

κανένα συνεργάτη. Ο πιλότος θα πρέπει να είχε προσληφθεί κι αυτό σήμαινε πως είχαμε κάποια πιθανότητα να πάρουμε πίσω τη Μάγκι Ρόουζ. «Ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ κακοποιήθηκε μετά το θάνατο του», του είπα. «Σοδομίστηκε. Αυτά, για να ξέρεις με τι έχεις μπλέξει. Ποιος είναι ο συνεργάτης σου». Για κάποια αιτία, αυτό έκανε το μεσάζοντα να χαμογελάσει. «Εντάξει. Κόψε τώρα τους χρήσιμους υπαινιγμούς και τις ενοχλητικές ερωτήσεις. Όσο κι αν εκτιμώ το ενδιαφέρον σου, απόλαυσε την πτήση. Το κοριτσάκι δεν το έχει χτυπήσει κανείς και ούτε έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά. Έχεις το λόγο της αντρικής μου τιμής». «Ώστε διαθέτεις και τιμή; Όπως και να 'χει το πράγμα, δεν μπορείς να το ξέρεις αυτό», είπα. «Έχεις να τη δεις από το πρωί. Δεν ξέρεις τι μαγειρεύει ο Σόνετζι μόνος του. Όποιο κι αν είναι το πραγματικό του όνομα». «Ναι, βέβαια, αλλά όλοι μας είμαστε αναγκασμένοι να εμπιστευόμαστε τους συνεργάτες μας. Ηρέμησε, λοιπόν, τώρα και βούλωσέ το. Έχε μου εμπιστοσύνη. Λόγω ελλείψεων στο πλήρωμα του αεροσκάφους, δε θα προσφερθούν ποτά ή φαγητά σ' αυτή την πτήση». Γιατί ήταν τόσο αναθεματισμένα ήρεμος; Ήταν υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του. Είχε κάνει, άραγε, κι άλλες απαγωγές πριν απ' αυτή; Μπορεί να είχε γίνει κάποια πρόβα κάπου; Αυτό ήταν κάτι που θα έπρεπε να ελέγξω —αν θα μπορούσα να ελέγξω οτιδήποτε μετά το τέλος αυτής της ιστορίας. Έγειρα πίσω στο κάθισμά μου και άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί έξω από το παράθυρο. Πετούσαμε πάνω από τον ωκεανό. Κοίταξα το ρολόι μου. Πετούσαμε ήδη λίγο περισσότερο από τριάντα λεπτά αφότου φύγαμε από το Ορλάντο. Η θάλασσα φαινόταν φουρτουνιασμένη παρά τον ηλιόλουστο καιρό. Πού και πού κάποιο συννεφάκι έριχνε τη σκιά του πάνω στην επιφάνεια του νερού. Το τρεμάμενο περίγραμμα του αεροπλάνου εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν. Το FBI θα πρέπει να μας παρακολουθούσε με ραντάρ, αλλά και ο πιλότος θα πρέπει να το ήξερε αυτό. Δεν έδειχνε ν' ανησυ-

χεί. Ήταν ένα τρομακτικό παιχνίδι, το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Πώς θα αντιδρούσε ο μεσάζων; Πού ήταν ο Σόνετζι και η Μάγκι Ρόουζ; Πού θα κάναμε την ανταλλαγή; «Πού έμαθες να πετάς;» τον ρώτησα. «Στο Βιετνάμ;» Αναρωτιόμουν γι' αυτό. Έδειχνε να έχει την κατάλληλη ηλικία για κάτι τέτοιο, κάπου ανάμεσα στα σαράντα πέντε και στα πενήντα, αν και φαινόταν κάπως πρόωρα γερασμένος. Κουράριζα κάποτε μερικούς βετεράνους του Βιετνάμ, οι οποίοι ήταν αρκετά κυνικοί ώστε να μπορούν να αναμειχθούν σε μια απαγωγή. Δεν ενοχλήθηκε από την ερώτησή μου, αλλά ούτε και μου απάντησε. Ήταν παράξενο. Εξακολουθούσε να μη φαίνεται νευρικός ή ανήσυχος. Το ένα από τα απαχθέντα παιδιά ήταν ήδη νεκρό. Γιατί ήταν τόσο άνετος και ικανοποιημένος με τον εαυτό του; Τι ήξερε που εγώ δεν το ήξερα; Ποιος ήταν ο Γκάρι Σόνετζι; Ποιος ήταν αυτός; Ποια ήταν η σχέση τους; Περίπου μισή ώρα αργότερα το Τσέσνα άρχισε να κατεβαίνει προς ένα νησάκι περιτριγυρισμένο από λευκές, αμμουδερές ακρογιαλιές. Δεν είχα ιδέα πού βρισκόμαστε. Κάπου στις Μπαχάμες ίσως; Ήξερε το FBI πού βρισκόμαστε; Εξακολουθούσε να μας παρακολουθεί από τον ουρανό ή είχε καταφέρει ο πιλότος να ξεφύγει, με κάποιον τρόπο, από την παρακολούθηση; «Πώς το λένε το νησάκι εκεί κάτω; Πού βρισκόμαστε; Ούτως ή άλλως, δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια». «Αυτό είναι το Μικρό Άμπακο», είπε τελικά. «Μας παρακολουθεί κανείς; To FBI; Ηλεκτρονική παρακολούθηση; Έχεις επάνω σου κάποιο κοριό;» «Όχι», είπα. «Δεν υπάρχουν κοριοί. Δεν κρύβω τίποτα». «Μήπως έβαλαν τίποτα στα λεφτά;» Έδειχνε να ξέρει όλα τα ενδεχόμενα. «Φθορίζουσα σκόνη;» «Όχι, απ' όσο ξέρω», είπα. Αυτό ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσα, όμως, να είμαι σίγουρος. Μπορεί το FBI να μη μου είχε πει τα πάντα. «Θέλω να ελπίζω πως δεν έκαναν τίποτα. Είναι πραγματικά δύσκολο να σας εμπιστευτεί πια κανείς, ύστερα από αυτό που έγινε στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ. Γεμίσατε τον τόπο με μπάτσους και πράκτορες του FBI, ενώ σας είπαμε να μην το

κάνετε. Δεν μπορείς πια να εμπιστευτείς κανέναν τη σήμερον ημέρα». Προσπαθούσε να κάνει χιούμορ. Δεν τον ενδιέφερε αν αντιδρούσα. Έμοιαζε με άνθρωπο που είχε βρεθεί σε απελπιστική κατάσταση, αλλά του είχε δοθεί μια τελευταία ευκαιρία για να βγάλει κάποια λεφτά. Τα πιο βρόμικα λεφτά του κόσμου. Υπήρχε ένας στενός διάδρομος προσγείωσης στην παραλία. Η σφιχτοπατημένη άμμος είχε μήκος αρκετές εκατοντάδες μέτρα. Ο πιλότος προσγείωσε το αεροπλάνο εύκολα και με επιτηδειότητα. Το αεροπλάνο έκανε μια γρήγορη στροφή 180 μοιρών και τροχοδρόμησε κατευθείαν προς μια συστάδα με φοινικόδεντρα. Έμοιαζε με μέρος κάποιου σχεδίου· με την κάθε λεπτομέρεια σωστά εκτελεσμένη. Άψογα μέχρι στιγμής. Δεν υπήρχε καμία γραφική, νησιώτικη παράγκα εδώ πέρα. Κανένας μικρός χώρος υποδοχής που να μπορούσα να διακρίνω. Οι λόφοι στο κέντρο του νησιού είχαν πλούσια τροπική βλάστηση. Δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπου πουθενά. Ούτε της Μάγκι Ρόουζ Νταν ούτε του Σόνετζι. «Είναι εδώ η μικρή;» τον ρώτησα. «Καλή ερώτηση», μου απάντησε. «Ας περιμένουμε και θα δούμε. Εγώ θα φυλάξω την πρώτη βάρδια». Έσβησε τη μηχανή και περιμέναμε μέσα στη σιωπή και την αποπνικτική ζέστη. Δεν υπήρχαν πια άλλες απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Ήθελα να ξεριζώσω το μπράτσο του καθίσματος και να τον σπάσω στο ξύλο μ' αυτό. Έσφιγγα τα δόντια μου τόσο δυνατά, που με είχε πιάσει πονοκέφαλος. Αυτός κρατούσε το βλέμμα του καρφωμένο στον καθαρό ουρανό πάνω από το διάδρομο προσγείωσης. Κοίταζε μέσα από το μπροστινό τζάμι για αρκετά λεπτά. Εγώ δυσκολευόμουν ν' αναπνεύσω μέσα στη φοβερή ζέστη. Είναι εδώ η μικρή; Είναι η Μάγκι Ρόουζ ζωντανή; Π' ανάθεμά σε! Έντομα προσγειώνονταν ασταμάτητα πάνω στο φιμέ τζάμι. Ένας πελεκάνος πέρασε δίπλα μας δυο φορές. Ήταν ένα μοναχικό μέρος. Δε συνέβαινε τίποτα. Η θερμοκρασία ανέβηκε κι άλλο και η ζέστη έγινε αφό-

ρητη, όπως μέσα σ' ένα αυτοκίνητο όταν μένει στον ήλιο. Ο πιλότος δεν έδειχνε να το προσέχει. Ήταν, προφανώς, συνηθισμένος σ' αυτοΰ του είδους τον καιρό. Τα λεπτά έγιναν ώρα. Έπειτα δύο ώρες. Είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα και πέθαινα από τη δίψα. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι τη ζέστη, αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Σκεφτόμουν συνέχεια ότι το FBI θα πρέπει να μας παρακολουθούσε από ψηλά. Αδιέξοδο. Τι θα μπορούσε να μας βγάλει απ' αυτό; «Είναι εδώ η Μάγκι Ρόουζ Νταν;» τον ρώτησα μερικές φορές ακόμη. Όσο περισσότερο κρατούσε αυτό, τόσο περισσότερο φοβόμουν για λογαριασμό της. Καμία απάντηση. Καμία ένδειξη πως με είχε, έστω, ακούσει. Δεν κοίταξε ποτέ το ρολόι του. Δεν κουνιόταν, δεν έδειχνε την παραμικρή ανυπομονησία. Μήπως βρισκόταν σε κατάσταση ύπνωσης; Τι σόι τύπος ήταν αυτός; Κοίταζα όσο πιο πολύ μπορούσα το μπράτσο του καθίσματος, στο οποίο με είχε δέσει με τις χειροπέδες. Σκεφτόμουν ότι αυτό ήταν ό,τι πλησιέστερο σε λάθος είχαν κάνει μέχρι στιγμής. Ήταν παλιό και τραντάχτηκε όταν δοκίμασα την αντοχή του. Ίσως να κατάφερνα να το ξεριζώσω. Αν αναγκαζόμουν να το κάνω, θα σήμαινε ότι είχα μπλέξει για τα καλά. Όμως θα έπρεπε να δοκιμάσω. Δε θα υπήρχε άλλη λύση. Τότε, το ίδιο ξαφνικά και απρόσμενα όπως και όταν είχαμε προσγειωθεί, το Τσέσνα τροχοδρόμησε πίσω προς τον παραλιακό διάδρομο προσγείωσης. Απογειωθήκαμε πάλι. Πετούσαμε χαμηλά, κάτω από τα τριακόσια μέτρα. Δροσερός αέρας έμπαινε στο αεροπλάνο. Ο βρυχηθμός της έλικας είχε αρχίσει να μου φέρνει νύστα. Σκοτείνιαζε. Είδα τον ήλιο να εξαφανίζεται τελείως στο βάθος του ορίζοντα που εκτεινόταν μπροστά μας. Η θέα ήταν πανέμορφη και ανατριχιαστική κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Ήξερα τώρα τι περίμενε ο πιλότος. Να πέσει η νύχτα. Ήθελε να δουλέψει νύχτα. Στον Σόνετζι άρεσε η νύχτα. Περίπου τριάντα λεπτά από την ώρα που σκοτείνιασε, το αεροπλάνο άρχισε πάλι να κατεβαίνει. Από κάτω μας υπήρχαν κάποια φωτεινά σημεία που τρεμόσβηναν —κάτι που από ψηλά έμοιαζε με μικρή πόλη. Αυτό ήταν. Είχε έρ-

θει η ώρα της δράσης. Σε λίγο θα γινόταν η ανταλλαγή με τη Μάγκι Ρόουζ. «Μη με ρωτήσεις, γιατί δεν πρόκειται να σου πω», είπε χωρίς ν' αποσπάσει την προσοχή του από τα όργανα. «Γιατί αυτό δε με εκπλήσσει καθόλου;» είπα. Προσπαθώντας να το κάνω να φανεί σαν ν' άλλαζα στάση στο κάθισμά μου, έδωσα στο μπράτσο του καθίσματος ένα δυνατό τράβηγμα και αισθάνθηκα κάτι να υποχωρεί. Φοβόμουν να προκαλέσω μεγαλύτερη καταστροφή. Ο διάδρομος προσγείωσης ήταν μικρός, το ίδιο και το αεροδρόμιο, αλλά τουλάχιστον υπήρχαν. Μπορούσα να δω δύο άλλα μικρά αεροπλάνα κοντά σ' ένα υπόστεγο που χρειαζόταν βάψιμο. Ο πιλότος δεν προσπάθησε καθόλου να επικοινωνήσει με τον ασύρματο με κάποιον στο έδαφος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Έ ν α παλιό διαφημιστικό πανό ισορροπούσε επικίνδυνα πάνω στην οροφή του κτιρίου. Κανένα ίχνος άλλου ανθρώπου όση ώρα τροχοδρομούσαμε μέχρι να σταματήσουμε. Ούτε του Γκάρι Σόνετζι ούτε της Μάγκι Ρόουζ. Όχι ακόμη, εν πάση περιπτώσει. Κάποιος έχει αφήσει ένα φως αναμμένο, σκέφτηκα. Λοιπόν, πού στο διάβολο βρίσκονται; «Εδώ θα κάνουμε την ανταλλαγή με τη Μάγκι Ρόουζ;» Δοκίμασα πάλι το μπράτσο του καθίσματος. Έ ν α ακόμη τράβηγμα με όλη τη δύναμή μου σχεδόν. Ο μεσάζων σηκώθηκε από το κάθισμά του. Πέρασε από μπροστά μου. Άρχισε να κατεβαίνει από το αεροπλάνο. Κρατούσε το βαλιτσάκι με τα δέκα εκατομμύρια. «Αντίο, ντετέκτιβ Κρος», γύρισε και μου είπε. «Λυπάμαι, αλλά πρέπει να βιαστώ. Μην μπείτε στον κόπο να ψάξετε μετά την περιοχή. Η μικρή δεν είναι εδώ. Ούτε κάπου εδώ κοντά. Βρισκόμαστε πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, επί τη ευκαιρία. Βρίσκεσαι στη Νότια Καρολίνα τώρα». «Πού είναι το κοριτσάκι;» του φώναξα, παλεύοντας με τις χειροπέδες που μ' έδεναν στο μπράτσο του καθίσματος. Πού ήταν το FBI; Πόσο πίσω μας βρισκόταν; Έπρεπε να κάνω κάτι. Έπρεπε να ενεργήσω τώρα. Σηκώθηκα όρθιος για να μπορέσω να βάλω μεγαλύτερη πίεση και μετά τράβηξα, μ' όλο μου το βάρος και μ' όλη μου τη δύ-

ναμη, το μπράτσο του καθίσματος του μικρού αεροπλάνου. Τράβηξα ξανά και ξανά. Το μπράτσο από μέταλλο και πλαστικό μισοξεχαρβαλώθηκε από το κάθισμα. Συνέχισα τις προσπάθειες. Το μπράτσο του καθίσματος ξεριζώθηκε, μ' ένα θόρυβο που θΰμιζε βαθιά και οδυνηρή εξαγωγή δοντιού. Με δυο μεγάλους διασκελισμούς βρέθηκα στην ανοιχτή πόρτα του αεροπλάνου. Ο μεσάζων βρισκόταν ήδη στο έδαφος και απομακρυνόταν με το βαλιτσάκι. Βούτηξα επάνω του. Έπρεπε να τον καθυστερήσω μέχρι να φτάσει εδώ το FBI. Ήθελα, επίσης, να τον λιώσω τον μπάσταρδο, να του δείξω ποιος είχε τον έλεγχο τώρα. Όρμηξα στο μεσάζοντα σαν γεράκι που πέφτει πάνω σε αρουραίο από ψηλά. Χτυπήσαμε και οι δυο πάνω στην πίστα δυνατά, ξεφυσώντας. Το μπράτσο του καθίσματος κρεμόταν ακόμη από τη χειροπέδη μου. Το μέταλλο του έγδαρε το πρόσωπο και το έκανε να τρέξει αίμα. Τον χτύπησα με το ελεύθερο χέρι μου. «Πού είναι η Μάγκι Ρόουζ; Πού είναι;» φώναξα μ' όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου. Στ' αριστερά μου, πάνω από τη γυαλιστερή επιφάνεια της θάλασσας, διέκρινα μέσα στο σκοτάδι φώτα να αιωρούνται προς το μέρος μας και να πλησιάζουν γρήγορα. Έπρεπε να είναι το FBI. Τα αεροπλάνα της παρακολούθησής τους έρχονταν να βοηθήσουν. Είχαν καταφέρει να μας ακολουθήσουν. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή δέχτηκα ένα χτύπημα στο σβέρκο, θ α πρέπει να ήταν σιδερένιος σωλήνας. Δεν έχασα αμέσως τις αισθήσεις μου. Ο Σόνετζι; ούρλιαξε μια φωνή μέσα μου. Έ ν α δεύτερο δυνατό χτύπημα ράγισε το πίσω μέρος του κρανίου μου, στο μαλακό σημείο. Αυτή τη φορά έπεσα αναίσθητος. Δεν είδα καθόλου ποιος με χτύπησε ή τι είχε χρησιμοποιήσει. Όταν συνήλθα, το μικρό αεροδρόμιο στη Νότια Καρολίνα ήταν γεμάτο εκτυφλωτικά φώτα και έσφυζε από δραστηριότητα. To FBI ήταν εκεί σε πλήρη απαρτία. Το ίδιο και η τοπική Αστυνομία της Νότιας Καρολίνας. Ασθενοφόρα και πυροσβεστικά οχήματα υπήρχαν παντού. Ο μεσάζων, όμως, είχε εξαφανιστεί. Το ίδιο και τα λύ-

τρα των δέκα εκατομμυρίων δολαρίων. Τέλειος σχεδιασμός εκ μέρους του Σόνετζι. Άλλη μια τέλεια κίνηση. «Το κοριτσάκι; Η Μάγκι Ρόουζ;» ρώτησα ένα φαλακρό γιατρό των Πρώτων Βοηθειών που φρόντιζε τις πληγές στο κεφάλι μου. «Όχι, κΰριε», είπε με τη χαρακτηριστική προφορά του Νότου. «Το κοριτσάκι αγνοείται ακόμη. Δεν είδε ποτέ κανείς τη Μάγκι Ρόουζ Νταν εδώ γύρω».

Κεφάλαιο 25

Ε Ν Α Σ ΖΟΦΕΡΟΣ, κατάγκριζος ουρανός σκέπαζε το Κρίσφιλντ του Μέριλαντ. Όλη τη μέρα η βροχή μια σταματούσε και μια ξανάρχιζε. Έ ν α μοναχικό αστυνομικό αυτοκίνητο έτρεχε στους μουσκεμένους από τη βροχή επαρχιακούς δρόμους με τη σειρήνα του να ουρλιάζει. Μέσα στο αυτοκίνητο βρίσκονταν ο Άρτι Μάρσαλ και ο Τσέστερ Ντιλς. Ο Ντιλς ήταν είκοσι έξι χρονών, ακριβώς είκοσι χρόνια νεότερος από τον Μάρσαλ. Όπως οι περισσότεροι νέοι αστυνομικοί της επαρχίας, ο Ντιλς ονειρευόταν να φύγει από την επαρχία —είχε τις ίδιες ελπίδες και τα ίδια όνειρα από την εποχή που πήγαινε στο λύκειο Γουάιλντ Λέικ στην Κολούμπια. Αλλά βρισκόταν ακόμη στο Κρίσφιλντ. Τουίν Πικς II του άρεσε ν' αποκαλεί τη μικρή πόλη με τους λιγότερο από τρεις χιλιάδες κατοίκους. Ο Ντιλς δεν έβλεπε την ώρα να μπει στην Πολιτειακή Αστυνομία του Μέριλαντ. Δεν ήταν όμως εύκολη υπόθεση, εξαιτίας των δύσκολων εξετάσεων που έπρεπε να περάσει, ιδίως στα μαθηματικά. Αν γινόταν όμως πολιτειακός αστυνομικός, θα κατάφερνε να ξεκολλήσει από την Κομητεία Σόμερσετ. Μπορεί να έφτανε μέχρι και το Σόλσμπερι ή την Τσέστερταουν. Ούτε ο Ντιλς ούτε —ιδιαίτερα— ο ήπιος Άρτι Μάρσαλ ήταν έτοιμοι για τη δημοσιότητα και την ξαφνική φήμη που θ'

αποκτούσαν σε λίγο, εκεί που δεν το περίμεναν, το απόγευμα της τριακοστής Δεκεμβρίου. Είχε προηγηθεί ένα τηλεφώνημα στο αστυνομικό τους τμήμα, στην οδό Ολντ Χάρλεϊ. Δυο κυνηγοί είχαν δει κάτι που τους φάνηκε ύποπτο, πέρα στο Δυτικό Κρίσφιλντ, στο δρόμο προς την περιοχή κατασκηνώσεων Ταντζίερ Άιλαντ. Ot κυνηγοί είχαν βρει ένα εγκαταλειμμένο όχημα. Έ ν α μπλε βαν. Τις τελευταίες μέρες, οτιδήποτε, έστω και αμυδρά ύποπτο, συνδεόταν αμέσως με τη μεγάλη απαγωγή της Ουάσιγκτον. Η κατάσταση αυτή δεν άργησε να γίνει βαρετή. Αλλά, ούτως ή άλλως, ο Ντιλς και ο Μάρσαλ διατάχθηκαν να το ελέγξουν. Έ ν α μπλε βαν ήταν αυτό που είχε χρησιμοποιηθεί για να πάρει τα παιδιά από το σχολείο. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν έφτασαν στο αγρόκτημα, κοντά στον αυτοκινητόδρομο 413. Ήταν μάλιστα και κάπως ανατριχιαστικά όσο πλησίαζαν. «Πρόκειται για παλιό αγρόκτημα ή κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Ντιλς το συνεργάτη του. Ο Ντιλς ήταν στο τιμόνι. Πήγαιναν με είκοσι πέντε, περίπου, χιλιόμετρα την ώρα στο λασπωμένο χωματόδρομο. Ο Άρτι Μάρσαλ προτιμούσε τη θέση του συνοδηγού. «Ναι. Όμως δε μένει πια κανείς εδώ. Αμφιβάλλω αν και κατά πόσο θα έχουμε κάτι το συνταρακτικό, Τσέστι». «Αυτή είναι η ομορφιά της δουλειάς μας», είπε ο Τσέστερ Ντιλς. «Ποτέ δεν ξέρεις. Τα συνταρακτικά ευρήματα βρίσκονται πάντα κάπου εκεί έξω». Τελευταία είχε αναπτύξει τη συνήθεια να ερμηνεύει τα πάντα κάπως πιο αισιόδοξα απ' ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Ο Ντιλς είχε τα όνειρά του και όλες τις μεγάλες ιδέες του, αλλά ο Άρτι Μάρσαλ τα αντιμετώπιζε περισσότερο ως νεανική ανωριμότητα. Έφτασαν στον ερειπωμένο αχυρώνα που είχαν αναφέρει οι κυνηγοί στο τηλεφώνημά τους στο αστυνομικό τμήμα. «Πάμε να ρίξουμε μια ματιά», είπε ο Μάρσαλ, προσπαθώντας να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό του νεότερου συναδέλφου του. Ο Τσέστερ Ντιλς κατέβηκε από το περιπολικό. Ο Άρτι Μάρσαλ ακολούθησε, αν και όχι με τον ίδιο ζωηρό βηματισμό. Πλησίασαν έναν άσχημα ξεθωριασμένο κόκκινο αχυρώνα, ένα χαμηλό κτίσμα, που έμοιαζε σαν να είχε βουλιά-

ξει μερικές πιθαμές μέσα στο έδαφος στο διάστημα που μεσολάβησε από τη μέρα που πρωτοχτίστηκε. Οι κυνηγοί είχαν καταφύγει στον αχυρώνα για ν' αποφύγουν την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει νωρίτερα εκείνο το απόγευμα. Μετά είχαν ειδοποιήσει την αστυνομία. Το εσωτερικό του αχυρώνα ήταν σκοτεινό και καταθλιπτικό. Τα παράθυρα ήταν σκεπασμένα με λινάτσες. Ο Άρτι Μάρσαλ άναψε το φακό του. «Ας φωτίσουμε λίγο το θέμα», μουρμούρισε. Κι έπειτα μούγκρισε: «Που να με πάρει ο διάβολος!» Ήταν εκεί, μπροστά του. Μια μεγάλη τρύπα στο κέντρο του χωμάτινου δαπέδου κι ένα μπλε βαν παρκαρισμένο δίπλα στην τρύπα. «Γαμώ το κέρατο μου, Άρτι!» Ο Τσέστερ Ντιλς έβγαλε το υπηρεσιακό του περίστροφο. Ξαφνικά δυσκολευόταν ν' αναπνεύσει. Δυσκολευόταν και να σταθεί όρθιος εκεί μέσα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελε καν να πλησιάσει τη μεγάλη τρύπα στο έδαφος. Δεν ήθελε να μείνει άλλο μέσα στον παλιό αχυρώνα. Ίσως δεν ήταν έτοιμος, τελικά, για να μπει στην Πολιτειακή Αστυνομία. «Ποιος είναι εδώ;» φώναξε ο Άρτι Μάρσαλ με δυνατή, καθαρή φωνή. «Βγες έξω αμέσως. Αστυνομία! Αστυνομία του Κρίσφιλντ». Για τ' όνομα του Θεού, ο Άρτι αντιδρά καλύτερα από μένα, σκέφτηκε ο Ντιλς. Ο άνθρωπος στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων. Αυτό, πάντως, έκανε τα πόδια του Τσέστερ Ντιλς ν' αρχίσουν να κινούνται. Προχώρησε πιο μέσα στον αχυρώνα, για να δει αν επρόκειτο γι' αυτό που προσευχόταν στον παντοδύναμο Θεό να μην είναι. «Ρίξε το φως εδώ ακριβώς», είπε στο συνεργάτη του στον πόλεμο κατά του εγκλήματος. Είχαν φτάσει δίπλα ακριβώς στην τρύπα στο έδαφος. Μετά δυσκολίας κατάφερνε ν' αναπνέει τώρα. Αισθανόταν σαν να του είχαν τυλίξει το στήθος σφιχτά με επιδέσμους. Τα γόνατά του χτυπούσαν μεταξύ τους. «Είσαι εντάξει, Άρτι;» ρώτησε το συνάδελφο του. Ο Μάρσαλ έστρεψε τη φωτεινή δέσμη του φακού του μέσα στη σκοτεινή, βαθιά τρύπα. Είδαν αυτό που είχαν ήδη δει οι κυνηγοί.

Υπήρχε ένα μικρό κουτί... σχεδόν σαν φέρετρο, μέσα στην τρυπά. Το ξύλινο κουτί ή φέρετρο ήταν διάπλατα ανοιχτό. Και ήταν άδειο. «Τι στο διάολο είναι αυτό το πράγμα;» άκουσε ο Ντιλς τον εαυτό του να ρωτάει. Ο Άρτι Μάρσαλ έσκυψε πιο κοντά. Σημάδεψε με το φακό του κατευθείαν μέσα στην τρΰπα. Ενστικτωδώς, κοίταξε ολόγυρά του. Έλεγξε τα νώτα του. Έπειτα έστρεψε πάλι την προσοχή του μέσα στη σκοτεινή τρΰπα. Υπήρχε κάτι στο βάθος της τρΰπας. Κάτι που φαινόταν έντονο ροζ ή κόκκινο. Το μυαλό του Μάρσαλ δοΰλευε σαν τρελό. Είναι ένα παπούτσι... Χριστέ μου, θα πρέπει να είναι του μικρού κοριτσιού! Εδώ θα πρέπει να κρατούσαν τη Μάγκι Ρόουζ Νταν! «Εδώ κρατοΰσαν εκείνα τα δυο παιδιά», είπε τελικά στο συνάδελφό του. «Το βρήκαμε, Τσέστι». Το είχαν βρει, πράγματι. Μαζί με το ένα από τα χαριτωμένα ροζ αθλητικά παπούτσια της Μάγκι Ρόουζ. Τα παλιά, αγαπημένα της Ρίμποκ, που υποτίθεται ότι τη βοηθούσαν να περνάει απαρατήρητη ανάμεσα στα άλλα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου Ουάσιγκτον. Το πραγματικά παράξενο ήταν το γεγονός ότι το παπούτσι μάλλον το είχαν αφήσει εκεί επίτηδες για να βρεθεί.

Μέρος Δεύτερο Ο Γιος του Λίντμπεργκ

Κεφάλαιο 26

ο TAN Ο ΓΚΑΡΙ ήταν πολύ εκνευρισμένος, κατέφευγε στις πολυαγαπημένες του παιδικές ιστορίες και μεγάλες φαντασιώσεις. Και τώρα ήταν πολύ εκνευρισμένος. Το αριστουργηματικά του σχέδιο έδειχνε να ξεφεύγει από τον έλεγχο του. Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Ψιθυριστά, επαναλάμβανε τα μαγικά λόγια από μνήμης: «Η αγροικία των Λίντμπεργκ έλαμπε από δυνατά, πορτοκαλόχρωμα φώτα. Έμοιαζε με πύρινο κάστρο... Αλλά τώρα η απαγωγή της Μάγκι Ρόουζ είναι το Έγκλημα του Αιώνα. Αυτό δεν αλλάζει!» Είχε τη φαντασίωση ότι είχε διαπράξει την απαγωγή του μικρού Λίντμπεργκ όταν ήταν μικρός. Την είχε κάνει, μάλιστα, κομμάτι των αναμνήσεών του. Αυτή ήταν η αρχή των πάντων μια ιστορία που είχε φτιάξει με το μυαλό του όταν ήταν δώδεκα χρονών. Μια ιστορία που την έλεγε στον εαυτό του ξανά και ξανά για να μην τρελαθεί. Μια ονειροπόληση για ένα έγκλημα που είχε διαπραχθεί είκοσι πέντε χρόνια πριν από τη γέννησή του. 'Ηταν κατασκότεινα στο υπόγειο του σπιτιού του τώρα. Ήταν συνηθισμένος στο σκοτάδι. Ήταν βιώσιμο. Μπορούσε ακόμη να είναι και υπέροχο. Ήταν 6:15 μ.μ., ημέρα Τετάρτη, 6 Ιανουαρίου, στο Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ. Ο Γκάρι άφηνε το μυαλό του να ονειροπολήσει τώρα, να

πετάξει μακριά. Μπορούσε να βλέπει μπροστά του και την παραμικρή λεπτομέρεια της αγροικίας του Τυχερού Λίντι και της Ανν Μόροου Λίντμπεργκ στο Χόπγουελ. Είχε μανία εδώ και πολύ καιρό με τη θρυλική απαγωγή. Από τότε που ήρθε στο σπίτι τους η μητριά του με τα δυο κακομαθημένα μπασταρδάκια της. Από τότε που τον πρωτόστειλαν κάτώ στο κελάρι. «Εκεί που πηγαίνουν τα κακά αγόρια για να σκεφτούν τι λάθη έκαναν». Ήξερε περισσότερα από τον καθένα για την απαγωγή της δεκαετίας του '30. Το μωρό των Λίντμπεργκ είχε ανασυρθεί νεκρό μέσα από ένα ρηχό τάφο έξι μόνο χιλιόμετρα από το κτήμα στο Νιου Τζέρσεϊ. Α, μα ήταν πραγματικά το μωρό των Λίντμπεργκ; Το πτώμα που είχαν βρει ήταν πολύ ψηλό —ογδόντα τέσσερα εκατοστά, ενώ ο Τσαρλς Τζούνιορ ήταν μόνο εβδομήντα τρία. Κανένας δεν μπόρεσε να κατανοήσει τη συγκλονιστική, άλυτη υπόθεση αυτής της απαγωγής μέχρι σήμερα. Και το ίδιο θα γινόταν με τη Μάγκι Ρόουζ Νταν και τον Μάικλ Γκόλντμπεργκ. Κανένας δεν επρόκειτο να τη διαλευκάνει ποτέ. Αυτή ήταν μια ξεκάθαρη υπόσχεση που έδινε στον εαυτό του. Κανένας δεν είχε διαλευκάνει κάποιον από τους άλλους φόνους που είχε κάνει, έτσι δεν ήταν; Έπιασαν τον Τζον Γουέιν Γκέισι Τζούνιορ, ύστερα από περισσότερους από τριάντα φόνους, στο Τσίταουν. Τον Τζέφρι Ντάμερ τον καθάρισαν ύστερα από δεκαεφτά, στο Μιλγουόκι. Ο Γκάρι είχε δολοφονήσει περισσότερους κι από τους δυο μαζί, αλλά κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ή πού βρισκόταν ή τι σχεδίαζε να κάνει στη συνέχεια. Ήταν σκοτεινά κάτω στο κελάρι του, αλλά ο Γκάρι ήταν συνηθισμένος στο σκοτάδι. «Μαθαίνει κανείς να τη βρίσκει στο κελάρι», είχε πει κάποτε στη μητριά του για να τη θυμώσει. Το κελάρι ήταν όπως θα είναι το μυαλό μετά το θάνατο. Θα μπορούσε να είναι υπέροχο, αν διέθετες ένα πραγματικά σπουδαίο μυαλό. Πράγμα που ο ίδιος, αναμφισβήτητα, διέθετε. Ο Γκάρι σκεφτόταν το σχέδιο δράσης του και η σκέψη του ήταν απλή: ουσιαστικά δεν είχαν δει τίποτα ακόμη. Καλά θα έκαναν να ετοιμάζονται.

Πάνω, μέσα στο σπίτι, η Μίσι Μέρφι έβαζε τα δυνατά της να μην είναι πολΰ θυμωμένη με τον Γκάρι. Ετοίμαζε κουλουράκια για την κόρη τους τη Ρόνι και τα άλλα γειτονοπούλα. Η Μίσι προσπαθούσε σκληρά να δείχνει κατανόηση και να τον στηρίζει. Για άλλη μια φορά. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τον Γκάρι. Συνήθως, όταν έφτιαχνε κουλουράκια, το κατάφερνε. Όμως όχι αυτή τη φορά. Ο Γκάρι ήταν αδιόρθωτος. Ήταν επίσης αξιαγάπητος, γλυκός και λαμπερός σαν λάμπα χιλίων βατ. Γι' αυτό είχε γοητευτεί μαζί του από την πρώτη στιγμή. Τον είχε γνωρίσει σ' ένα πάρτι στο Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ. Ο Γκάρι ερχόταν για χαβαλέ στο Ντέλαγουερ. Ερχόταν εκεί από το Πρίνστον. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε μιλήσει σε κάποιον τόσο έξυπνο* ούτε καν οι καθηγητές της δεν ήταν τόσο έξυπνοι όσο ο Γκάρι. Και η μεγάλη γλυκύτητά του ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο τον είχε παντρευτεί το 1982, παρά τις αντίθετες συμβουλές όλων. Η καλύτερή της φίλη, η Μισέλ Λόου, πίστευε στα ταρό, στη μετεμψύχωση, σ' όλα αυτά. Τους είχε κάνει τα ωροσκόπια, του Γκάρι και το δικό της. «Ακύρωσέ το, Μίσι», της είχε πει. «Δεν κοιτάς ποτέ τα μάτια του;» Όμως η Μίσι είχε προχωρήσει στο γάμο ενάντια στις συμβουλές όλων. Μπορεί γι' αυτό να είχε μείνει κοντά του, παρ' όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες που δημιουργούσε η συμβίωση μαζί του. Και οι δυσκολίες ήταν μεγαλύτερες απ' όσες θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι η ίδια θ' ανεχόταν. Μερικές φορές ήταν λες και υπήρχαν περισσότεροι από έναν Γκάρι τους οποίους έπρεπε ν' ανεχτεί. Ο Γκάρι και τα απίστευτα διανοητικά του παιχνίδια. Κάτι πραγματικά άσχημο ετοιμάζεται τώρα, σκεφτόταν η Μίσι ενώ δούλευε το μείγμα για τα κουλουράκια. Πολύ σύντομα θα της έλεγε ότι τον είχαν απολύσει από τη δουλειά του. Τα παλιά, φρικτά συμπτώματα είχαν αρχίσει πάλι. Ο Γκάρι της είχε ήδη πει ότι ήταν «πιο έξυπνος απ' όλους» στη δουλειά. (Αναμφισβήτητα, αυτό ήταν αλήθεια). Της είχε πει ότι «τους ξεπερνούσε όλους». Της είχε πει ότι τα αφεντικά του τον λάτρευαν. (Αυτό θα ήταν, πιθανότατα,

αλήθεια στην αρχή). Της είχε πει ότι σύντομα θα τον έκαναν περιφερειακό διευθυντή πωλήσεων. (Αυτό ήταν σίγουρα μια από τις «ιστορίες» του Γκάρι). Έπειτα προβλήματα. Ο Γκάρι είπε ότι το αφεντικό του άρχισε να τον ζηλεύει. Οι ώρες εργασίας ήταν ανυπόφορες. (Αυτό ήταν αρκετά σωστό. Έλειπε από το σπίτι όλη την εβδομάδα και μερικά Σαββατοκύριακα). Τα επικίνδυνα συμπτώματα βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη. Το θλιβερό μέρος της ιστορίας ήταν ότι, αν ο Γκάρι δεν μπορούσε να στεριώσει σ' αυτή τη δουλειά, μ' αυτό το αφεντικό, πώς θα ήταν δυνατό να στεριώσει οπουδήποτε αλλού; Η Μίσι Μέρφι ήταν σίγουρη πως ο Γκάρι θα ερχόταν στο σπίτι μια απ' αυτές τις μέρες και θα της έλεγε ότι του είχαν ζητήσει να φύγει πάλι από τη δουλειά του. Οι μέρες του ως περιοδεύοντος αντιπροσώπου πωλήσεων για την Εταιρεία Θέρμανσης Ατλάντικ ήταν αναμφισβήτητα μετρημένες. Πού θα έβρισκε άλλη δουλειά ύστερα απ' αυτή; Ποιος θα μπορούσε να τον δει με περισσότερη κατανόηση από το τωρινό αφεντικό του -τον ίδιο της τον αδερφό, τον Μάρτι; Γιατί έπρεπε να είναι τα πράγματα τόσο δύσκολα όλη την ώρα; Γιατί την πατούσε συνέχεια με τους Γκάρι Μέρφι αυτού του κόσμου; Η Μίσι Μέρφι αναρωτήθηκε αν η αποψινή νύχτα θα ήταν η νύχτα που θα της το έλεγε. Είχε ήδη απολυθεί πάλι ο Γκάρι; Αυτό θα της έλεγε όταν θα γυρνούσε στο σπίτι από τη δουλειά απόψε; Πώς ήταν δυνατόν ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος ν' ανήκει συνέχεια στους χαμένους; αναρωτήθηκε. Το πρώτο δάκρυ έπεσε μέσα στο μείγμα για τα κουλουράκια. Έπειτα η Μίσι άφησε να τρέξει ελεύθερα και ο υπόλοιπος καταρράκτης του Νιαγάρα. Ολόκληρο το κορμί της άρχισε να τρέμει και να πάλλεται.

Κεφάλαιο 27

Δ Ε Ν ΕΙΧΑ ΠΟΤΕ ΜΟΥ μεγάλο πρόβλημα ν' αντιμετωπίσω τις αποτυχίες μου ως αστυνομικός ή ψυχολόγος. Ό μως αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Ο Σόνετζι μας είχε κατατροπώσει κάτω στο Νότο, στη Φλόριντα και στην Καρολίνα. Δεν είχαμε καταφέρει να πάρουμε πίσω τη Μάγκι Ρόουζ. Δεν ξέραμε ούτε αν ήταν ζωντανή ή νεκρή. Ύστερα από μια πεντάωρη προφορική αναφορά στο FBI, με πήγαν αεροπορικώς στην Ουάσιγκτον, όπου έπρεπε ν' απαντήσω στις ίδιες ακριβώς ερωτήσεις στους ανθρώπους της δικής μου υπηρεσίας. Ένας από τους τελευταίους ανακριτές ήταν ο Πίτμαν, ο αρχηγός των ντετέκτιβ. Ο Χέφε κατέφτασε τα μεσάνυχτα, φρεσκομπανιαρισμένος και φρεσκοξυρισμένος για την ιδιαίτερη συνάντησή μας. «Έχεις τα μαύρα σου τα χάλια», μου είπε. Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα του. «Είμαι στο πόδι από χτες το πρωί», του εξήγησα. «Ξέρω τι εικόνα παρουσιάζω. Πες μου κάτι που δεν ξέρω». Ήξερα ότι αυτό ήταν λάθος εκ μέρους μου πριν ακόμη βγουν τα λόγια από το στόμα μου. Συνήθως δεν πηγαίνω γυρεύοντας για φασαρία, αλλά ήμουν εξαντλημένος και κουρασμένος και γενικά εκνευρισμένος πια. Ο Χέφε έγειρε προς το μέρος μου, καθισμένος σε μια από τις μεταλλικές καρέκλες της αίθουσας συσκέψεων. Μπο-

ρούσα να διακρίνω τα χρυσά σφραγίσματα στα δόντια του καθώς μου μιλούσε. «Ένα πράγμα είναι σίγουρο, Κρος. Πρέπει να σε αποσύρω από την υπόθεση της απαγωγής. Καλώς ή κακώς, οι δημοσιογράφοι καταλογίζουν πολλά απ' όσα πήγαν κατά διαβόλου σ' εσένα και α' εμάς. Στο FBI δεν επιρρίπτεται καμία ευθύνη. Αλλά και ο Τόμας Νταν διαμαρτύρεται έντονα. Με το δίκιο του. Χάσαμε τα λύτρα και δεν πήραμε πίσω την κόρη του». «Τα περισσότερα απ' αυτά είναι σκέτες μαλακίες», είπα στον αρχηγό Πίτμαν. «Ο Σόνετζι ζήτησε να κάνω εγώ την επαφή. Κανείς δεν ξέρει ακόμη το λόγο. Ίσως δε θα έπρεπε να πάω, αλλά πήγα. To FBI ξεσκέπασε την παρακολούθηση, όχι εγώ». «Καλά, πες μου κάτι που εγώ να μην το ξέρω», συνέχισε ο Πίτμαν. «Όπως και να έχει το πράγμα, εσύ και ο Σάμπσον θα επιστρέψετε στις υποθέσεις δολοφονίας των Σάντερς και των Τέρνερ. Όπως θέλατε από την αρχή. Δε με πειράζει αν παραμείνετε στο περιθώριο της υπόθεσης απαγωγής. Δεν έχω να πω τίποτε άλλο». Ο Χέφε είπε το ποίημά του κι έφυγε. Τελεία και παύλα. Καμία συζήτηση επί της ουσίας του θέματος. Εμένα και τον Σάμπσον μας είχαν επαναφέρει στη θέση μας: στα γκέτο του Σάουθ-Ιστ στην Ουάσιγκτον. Οι προτεραιότητες όλων είχαν ξαναβρεί τη σωστή τους σειρά. Οι φόνοι έξι μαύρων ανθρώπων απέκτησαν πάλι σημασία.

Κεφάλαιο 28

/ \ ΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ την επιστροφή μου από τη Νότια Καρολίνα, με ξύπνησε ο θόρυβος του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί έξω από το σπίτι μας στο Σάουθ-Ιστ. Από ένα φαινομενικά ασφαλές σημείο —από το αναπαυτικό μαξιλάρι μου— άκουσα ένα βουητό από φωνές. Μια φράση επαναλαμβανόταν μέσα στο κεφάλι μου: «Αχ, όχι, είναι πάλι αύριο». Τελικά άνοιξα τα μάτια μου. Είδα άλλα μάτια. Ο Ντέιμον και η Τζανέλ με κοίταζαν. Έδειχναν να διασκεδάζουν με το γεγονός ότι μπορούσα να κοιμάμαι τέτοια ώρα. «Η τηλεόραση είναι, παιδιά, όλος αυτός ο φοβερός θόρυβος που ακούω;» «Όχι, μπαμπά», είπε ο Ντέιμον. «Η τηλεόραση δεν είναι αναμμένη». «Όχι, μπαμπά», επανέλαβε η Τζάνι. «Είναι κάτι καλύτερο από την τηλεόραση». Στήριξα το κεφάλι μου στον αγκώνα μου. «Μήπως κάνετε έξω ένα θορυβώδες πάρτι με τους φίλους σας; Αυτό είναι; Αυτό είναι που ακούω έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου;» Αρνητικό κούνημα του κεφαλιού και από τους δύο. Ο Ντέιμον χαμογέλασε τελικά, αλλά το κοριτσάκι μου παρέμεινε σοβαρό και κάπως φοβισμένο. «Όχι, μπαμπά. Δεν κάνουμε πάρτι», είπε ο Ντέιμον.

«Χμμ. Μη μου πείτε ότι ήρθαν πάλι οι δημοσιογράφοι και οι ρεπόρτερ της τηλεόρασης; Αυτοί ήταν εδώ πριν από λίγες ώρες. Χτες το βράδυ». Ο Ντέιμον στεκόταν με τα χέρια στηριγμένα στην κορυφή του κεφαλιού του. Έτσι κάνει όταν είναι ταραγμένος ή νευρικός. «Ναι, μπαμπά, πάλι οι ρεπόρτερ είναι». «Κάντε μου τη χάρη», μουρμούρισα στον εαυτό μου. «Κάντε μου τη χάρη κι εμένα», είπε ο Ντέιμον περιφρονητικά. Καταλάβαινε, εν μέρει, τι συνέβαινε. Έ ν α πολύ δημόσιο λιντσάρισμα! Το δικό μου. Οι καταραμένοι ρεπόρτερ πάλι, οι δημοσιογράφοι. Γύρισα ανάσκελα και κοίταξα το ταβάνι. Έβλεπα ότι ήθελε πάλι βάψιμο. Δε σταματούν ποτέ οι επισκευές όταν είσαι ιδιοκτήτης. Αποτελούσε πια «δεδομένο» για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι εγώ τα είχα κάνει μούσκεμα στην ανταλλαγή της Μάγκι Ρόουζ Νταν. Κάποιος -ίσως το FBI, ίσως ο Τζορτζ Πίτμαν— με είχε ρίξει στο λάκκο με τα λιοντάρια. Κάποιος είχε, επίσης, αφήσει να διαρρεύσει η πλαστή πληροφορία ότι το ψυχολογικό προφίλ που είχα δώσει για τον Σόνετζι είχε υπαγορεύσει τρόπους δράσης στο Μαϊάμι. Έ ν α περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας είχε για τίτλο Αστυνομικός της Ουάσιγκτον Έχασε τη Μάγκι ΡόουζΙ Ο Τόμας Νταν είχε πει σε συνέντευξη στην τηλεόραση πως με θεωρούσε προσωπικά υπεύθυνο για την αποτυχία της απελευθέρωσης της κόρης του στη Φλόριντα. Είχα γίνει έκτοτε το θέμα αρκετών άρθρων και χρονογραφημάτων. Ούτε ένα απ' αυτά δεν ήταν ιδιαίτερα θετικό —ή έστω κοντά στα πραγματικά γεγονότα. Αν τα είχα κάνει με οποιονδήποτε τρόπο θάλασσα στην ανταλλαγή των λύτρων, θα μπορούσα να δεχτώ την κριτική. Δεν έχω πρόβλημα με την κριτική. Όμως δεν τα είχα κάνει θάλασσα. Στη Φλόριντα είχα διακινδυνεύσει τη ζωή μου. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ήθελα να μάθω γιατί ο Γκάρι Σόνετζι είχε επιλέξει εμένα για την ανταλλαγή στη Φλόριντα. Γιατί είχα αποτελέσει μέρος των σχεδίων του; Για ποιο λόγο με είχε διαλέξει; Μέχρι να το ανακαλύψω αυτό, δεν υπήρχε περίπτωση να εγκαταλείψω την υπόθεση

της απαγωγής. Δε μ' ενδιέφερε καθόλου τι θα έλεγε, τι θα σκεφτόταν ή τι θα μου έκανε ο Χέφε. «Ντέιμον, βγες αμέσως στην εξώπορτα», είπα στο μικρό αγόρι μου. «Πες στους ρεπόρτερ να πάρουν δρόμο. Πες τους να σπάσουν. Πες τους να στρίβουν. Εντάξει;» «Ναι, να σπάσουν!» είπε εκείνος. Χαμογέλασα στον Ντέιμον, ο οποίος καταλάβαινε πως προσπαθούσα να απαλΰνω τα πράγματα. Μου ανταπέδωσε το χαμόγελο. Τελικά χαμογέλασε και η Τξάνι κι έπιασε το χέρι του Ντέιμον. Διαισθάνονταν ότι πλησίαζε η ΔΡΑΣΗ. Κι έτσι ήταν πράγματι. Βγήκα με το πάσο μου στην εξώπορτα. Θα μιλούσα στους ανθρώπους των μέσων ενημέρωσης. Δεν μπήκα στον κόπο να φορέσω παπούτσια. Ή πουκάμισο. Σκεφτόμουν την αθάνατη φράση του Ταρζάν —Αααουαουάαα! «Πώς είστε, παιδιά, αυτό το υπέροχο, χειμωνιάτικο πρωινό;» ρώτησα, ντυμένος μ' ένα φαρδύ παντελόνι. «Θέλει κανείς κι άλλο καφέ ή κουλουράκια;» «Ντετέκτιβ Κρος, η Κάθριν Ρόουζ και ο Τόμας Νταν σε κατηγορούν για τα λάθη που έγιναν στη Φλόριντα. Ο κύριος Νταν έκανε άλλη μια δήλωση χθες το βράδυ». Κάποιος μου έδωσε τις πρωινές εφημερίδες —δωρεάν, μάλιστα. Ναι, εξακολουθούσα να είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος της εβδομάδας. «Μπορώ να καταλάβω την απογοήτευση των Νταν για τα αποτελέσματα στη Φλόριντα», είπα ήρεμα. «Εσείς πετάξτε τα πλαστικά ποτηράκια του καφέ σας όπου θέλετε πάνω στο γκαζόν, όπως κάνετε πάντα. Θα τα μαζέψω αργότερα». «Αρα συμφωνείτε πως κάνατε λάθος», είπε κάποιος. «Εννοώ, παραδίδοντας τα λύτρα, χωρίς να δείτε πρώτα τη Μάγκι Ρόουζ». «Όχι. Δε συμφωνώ καθόλου. Δεν είχα κανένα περιθώριο επιλογής κάτω στη Φλόριντα και στη Νότια Καρολίνα. Η μοναδική επιλογή που είχα ήταν να μην πάω καθόλου με το μεσάζοντα. Βλέπετε, όταν είσαι δεμένος με χειροπέδες και ο άλλος έχει το όπλο, βρίσκεσαι σε ιδιαίτερα μειονεκτι-

κή θέση. 'Οταν οι ενισχύσεις σου καταφτάνουν με καθυστέρηση, αυτό είναι ένα επιπρόσθετο πρόβλημα». Ήταν σαν να μην είχαν ακούσει λέξη απ' όσα είπα. «Ντετέκτιβ, οι πηγές μας λένε ότι ήταν εξαρχής δική σου απόφαση να πληρώσετε τα λΰτρα», ανέφερε κάποιος. «Γιατί έρχεστε εδώ και κατασκηνώνετε στο γκαζόν μου;» είπα σ' αυτόν το σκατιάρη. «Γιατί έρχεστε εδώ και τρομοκρατείτε την οικογένειά μου και αναστατώνετε αυτή τη γειτονιά; Δε μ' ενδιαφέρει τι δημοσιεύετε για μένα, αλλά θα σας πω ένα πράγμα: δεν έχετε ιδέα για το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Μπορεί να θέτετε σε κίνδυνο το κοριτσάκι των Νταν». «Είναι ζωντανή η Μάγκι Ρόουζ;» φώναξε κάποιος. Τους γύρισα την πλάτη και μπήκα μέσα στο σπίτι. Αυτό θα τους έδινε ένα μάθημα. Τώρα θα μάθαιναν να σέβονται την προσωπική ζωή των ανθρώπων. «Ε, Φιστικοβουτυράνθρωπε! Τι γίνεται;» Έ ν α διαφορετικού είδους πλήθος με αναγνώρισε αργότερα εκείνο το πρωί. Άντρες και γυναίκες συνωστίζονταν σε μια ουρά στη Δωδέκατη Οδό, μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Ήταν πεινασμένοι και κρύωναν και κανένας τους δεν είχε Νίκον ή Λάικα κρεμασμένη στο λαιμό του. «Ε, Φιστικοβουτυράνθρωπε, σε είδα στην τηλεόραση. Έγινες κινηματογραφικός αστέρας τώρα;» άκουσα κάποιον να φωνάζει. «Και βέβαια. Δε φαίνεται;» Τα τελευταία χρόνια ο Σάμπσον κι εγώ μοιράζουμε το συσσίτιο του Αγίου Αντωνίου στους φτωχούς. Δουλεύουμε δυο ή τρεις μέρες τη βδομάδα. Εγώ άρχισα για χάρη της Μαρίας, η οποία δούλευε ως κοινωνική λειτουργός στην ενορία. Συνέχισα μετά το θάνατό της για τον πιο εγωιστικό απ' όλους τους λόγους: αυτή η δουλειά μ' έκανε να αισθάνομαι καλά. Ο Σάμπσον υποδέχεται στην είσοδο τον κόσμο για το γεύμα. Παίρνει το αριθμημένο κουπόνι που τους δίνουν όταν μπαίνουν στην ουρά. Φροντίζει, επίσης, για την τήρηση της τάξης.

Εγώ είμαι ο φυσικός κυματοθραύστης μέσα στην τραπεζαρία. Με αποκαλούν Φιστικοβουτυράνθρωπο. Ο Τζίμι Μουρ, ο οποίος διευθύνει την κουζίνα, πιστεύει στη θρεπτική δύναμη του φιστικοβούτυρου. Μαζί μ' ένα πλήρες γεύμα, το οποίο αποτελείται συνήθως από ψωμί, σαλάτα, βραστό κρέας ή ψάρι και γλυκό, όποιος θέλει παίρνει κι ένα ποτηράκι με φιστικοβούτυρο. Κάθε μέρα. «Ε, Φιστικοβουτυράνθρωπε, μας έχεις κανένα καλό φιστικοβούτυρο για σήμερα; Έχεις Σκίπι ή εκείνο το απαίσιο Πίτερ Παν;» Χαμογέλασα προς τα γνωστά, σκυθρωπά πρόσωπα του πλήθους. Η μύτη μου γέμιζε από τις οικείες μυρωδιές άπλυτων κορμιών, βρόμικης αναπνοής και φτηνού αλκοόλ. «Δεν ξέρω τι ακριβώς έχει το μενού για σήμερα». Οι τακτικοί γνωρίζουν τον Σάμπσον κι εμένα. Οι περισσότεροι γνωρίζουν, επίσης, ότι είμαστε αστυνομικοί. Κάποιοι ξέρουν πως είμαι ψυχολόγος και κάνω συμβουλευτική ψυχοθεραπεία έξω από την κουζίνα, σ' ένα λυόμενο που γράφει απέξω: «Ο Κύριος βοηθάει εκείνους που βοηθούν τον εαυτό τους. Περάστε μέσα, να μη σας πάρει ο διάβολος». Ο Τζίμι Μουρ διευθύνει ένα αποτελεσματικό, όμορφο μέρος. Ισχυρίζεται ότι είναι η μεγαλύτερη κουζίνα για φτωχούς στην Ανατολική Ακτή και ότι προσφέρουμε, κατά μέσο όρο, χίλια εκατό γεύματα ημερησίως. Η κουζίνα αρχίζει να σερβίρει στις δέκα και τέταρτο και το μεσημεριανό τελειώνει στις δώδεκα και μισή. Αυτό σημαίνει πως, αν έρθεις ακριβώς ένα λεπτό μετά τις δώδεκα και μισή, θα μείνεις νηστικός εκείνη τη μέρα. Η πειθαρχία, έστω και υποτυπώδης, είναι πολύ σημαντική για το πρόγραμμα του Αγίου Αντωνίου. Δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κανέναν μεθυσμένο ή πασιφανώς μαστουρωμένο. Κατά τη διάρκεια του γεύματος σου πρέπει να συμπεριφέρεσαι κόσμια. Έχεις στη διάθεσή σου δέκα περίπου λεπτά για να φας —κι άλλοι πεινασμένοι περιμένουν μέσα στο κρύο, στη μακριά ουρά απέξω. Όλοι αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Δεν κάνει κανείς καμία ερώτηση σε κανέναν από τους προσερχομένους. Αν περιμένεις στην ουρά, θα φας. Σου απευθύνουν το

λόγο αποκαλώντας οε κύριο ή κυρία και το προσωπικό, στην πλειοψηφία του εθελοντικό, είναι εκπαιδευμένο να δουλεύει με κέφι. Για την ακρίβεια, στους καινούριους εθελοντές που εργάζονται στο σερβίρισμα ή στην τραπεζαρία γίνονται «τεστ χαμόγελου». Γύρω στο μεσημέρι αντιλήφθηκα μια μεγάλη αναταραχή απέξω. Άκουσα τον Σάμπσον να φωνάζει. Κάτι γινόταν. Ο κόσμος που περίμενε στην ουρά για το φαγητό φώναζε και έβριζε. Ύστερα άκουσα τον Σάμπσον να ζητάει βοήθεια. «Άλεξ! Έλα εδώ έξω!» Έτρεξα έξω και διαπίστωσα αμέσως τι συνέβαινε. Οι γροθιές μου σφίχτηκαν δυνατά. Οι δημοσιογράφοι μας είχαν ξαναβρεί. Με είχαν βρει. Μερικοί περίεργοι οπερατέρ κινηματογραφούσαν τους ανθρώπους στην ουρά για το φαγητό και αυτό είναι πολύ δυσάρεστο, για ευνόητους λόγους. Αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα τελευταία κατάλοιπα του αυτοσεβασμού τους και δεν ήθελαν να εμφανιστούν στην τηλεόραση, όρθιοι σε μια ουρά για δωρεάν φαγητό. Ο Τζίμι Μουρ είναι ένας σκληρός, άγριος Ιρλανδός, ο οποίος δούλευε κάποτε μαζί μας στην Αστυνομία της Ουάσιγκτον. Ήταν ήδη έξω και ήταν αυτός που έκανε την περισσότερη φασαρία. «Παλιορουφιάνοι, καθάρματα, μπάσταρδοι!» Άκουσα ξαφνικά τον εαυτό μου να ωρύεται. «Δε σας κάλεσε κανείς εδώ! Δεν είστε ευπρόσδεκτοι εδώ, που να σας πάρει ο διάβολος! Αφήστε ήσυχους αυτούς τους ανθρώπους. Αφήστε μας να σερβίρουμε το φαγητό με την ησυχία μας». Οι φωτογράφοι σταμάτησαν να τραβούν φωτογραφίες. Με κοιτούσαν. Το ίδιο κι ο Σάμπσον και ο Τζίμι Μουρ. Και οι περισσότεροι στην ουρά για το φαγητό. Οι δημοσιογράφοι δεν έφυγαν, αλλά οπισθοχώρησαν. Οι περισσότεροι πέρασαν στο απέναντι πεζοδρόμιο της Δωδέκατης Οδού και ήξερα πως θα με περίμεναν να βγω. Εμείς υπηρετούμε τον κόσμο προσφέροντάς του φαγητό, σκεφτόμουν καθώς έβλεπα τους ρεπόρτερ και τους φωτογράφους να με περιμένουν σ' ένα πάρκο απέναντι. Ποιον άλλο, που να πάρει ο διάβολος, υπηρετούσαν αυτές τις μέ-

ρες οι δημοσιογράφοι, εκτός από τις πλούσιες εταιρείες και οικογένειες για τις οποίες δούλευαν όλοι τους; Θυμωμένες φωνές άρχισαν ν' ακούγονται γύρω μας. «Ο κόσμος πεινάει και κρυώνει. Ας φάμε. Ο κόσμος έχει δικαίωμα να φάει», φώναξε κάποιος από την ουρά. Επέστρεψα μέσα, στη θέση μου. Αρχίσαμε να σερβίρουμε το φαγητό. Ήμουν πάλι ο Φιστικοβουτυράνθρωπος.

Κεφάλαιο 29

Σ τ ο ΓΟΥΙΑΜΙΝΓΚΤΟΝ του Ντέλαγουερ, ο Γκάρι Μέρφι φτυάριζε χιόνι ύψους δέκα εκατοστών. Ήταν απόγευμα Τετάρτης, 6 Ιανουαρίου. Σκεφτόταν την απαγωγή. Προσπαθούσε να διατηρεί τον αυτοέλεγχο του. Σκεφτόταν το μικρό, πλούσιο μπασταρδάκι, τη Μάγκι Ρόουζ Νταν, όταν μια γυαλιστερή μπλε Κάντιλακ σταμάτησε μπροστά στο μικρό, αποικιακού ρυθμού σπίτι του, στη λεωφόρο Σέντραλ. Ο Γκάρι έβρισε μέσα από τα δόντια του. Η εξάχρονη Ρόνι, η κόρη του Γκάρι, έφτιαχνε χιονόμπαλες και τις τοποθετούσε πάνω στην παγωμένη κρούστα που σκέπαζε το χιόνι. Τσίριξε όταν είδε το θείο της, τον Μάρτι, να βγαίνει από το αυτοκίνητο του. «Ποιο είναι αυτό το όοομορφο κοριτσάκι;» φώναξε ο θείος Μάρτι από την άλλη άκρη της αυλής στη Ρόνι. «Μήπως είναι μια σταρ του σινεμά; Είναι! Έτσι μου φαίνεται. Είναι η Ρόνι; Μου φαίνεται πως είναι!» «Θείε Μάρτι! Θείε Μάρτι!» τσίριξε η Ρόνι τρέχοντας προς το αυτοκίνητο. Κάθε φορά που ο Γκάρι έβλεπε τον Μάρτι Κασάτζιαν, θυμόταν την απαίσια ταινία Μόνος με τον θείο. Εκεί, ο Τζον Κάντι έπαιζε έναν αντιπαθητικό, ανεπιθύμητο, απερίγραπτο συγγενή, ο οποίος εμφανιζόταν κάθε τόσο για να ταλαιπωρεί μια μεσοαστική οικογένεια των Μεσοδυτικών Πολιτειών. Επρόκειτο για ένα δυσάρεστο χτύπημα της μοίρας. Ο

θείος Μάρτι Κασάτζιαν ήταν πλούσιος κι επιτυχημένος· και πιο φωνακλάς από τον Τζον Κάντι· και βρισκόταν εδώ. Ο Γκάρι απεχθανόταν το μεγάλο αδερφό της Μίσι για όλους αυτούς τους λόγους, αλλά, πάνω απ' όλα, επειδή ήταν το αφεντικό του. Η Μίσι θα πρέπει να άκουσε την άφιξη του Μάρτι. Πώς ήταν δυνατό να μην την αντιληφθεί όποιος ζούσε στη λεωφόρο Σέντραλ ή στη γειτονική οδό Νορθ; Η Μίσι βγήκε από την πίσω πόρτα, με μια πετσέτα για τα πιάτα τυλιγμένη στο χέρι της. «Για δες ποιος ήρθε!» τσίριξε η Μίσι. Αυτή και η Ρόνι ακούγονταν σαν πανομοιότυπα γουρουνάκια στ' αυτιά του Γκάρι. Τι γαμημένη έκπληξη, είχε τη διάθεση να φωνάξει ο Γκάρι. Τα κράτησε όλα μέσα του —όπως κρατούσε μέσα του όλα του τα πραγματικά συναισθήματα στο σπίτι του. Φαντάστηκε να χτυπάει με το φτυάρι του τον Μάρτι μέχρι θανάτου. Για την ακρίβεια, να δολοφονεί τον Κασάτζιαν μπροστά στη Μίσι και στη Ρόνι. Να τους δείξει ποιος ήταν ο άντρας του σπιτιού. «Η θεϊκή κυρία Μι!» Ο Μάρτι Κασάτζιαν συνέχιζε τη λογοδιάρροιά του. Τελικά έδειξε ν' αντιλαμβάνεται την παρουσία του Γκάρι. «Τι κάνεις, Γκαρ, παλιόφιλε; Τι γίνονται οι Ιγκλς; Πήρες εισιτήρια για τον τελικό;» «Βέβαια, Μάρτι. Δύο εισιτήρια πάνω στη γραμμή της σέντρας». Ο Γκάρι Μέρφι πέταξε το αλουμινένιο φτυάρι του πάνω σ' ένα σωρό από χιόνι. Πλησίασε με αργά βήματα το σημείο όπου στέκονταν η Μίσι και η Ρόνι με το θείο Μάρτι. Έπειτα μπήκαν όλοι μέσα στο σπίτι. Η Μίσι έφερε ακριβό έγκνογκ και κομμάτια φρέσκια μηλόπιτα με σταφίδες και τυρί τσένταρ. Το κομμάτι του Μάρτι ήταν μεγαλύτερο απ' όλα τ' άλλα. Αυτός ήταν ο Αντρας, σωστά; Ο Μάρτι έβαλε στην παλάμη της Μίσι ένα φάκελο. Ήταν το «επίδομα» της Μίσι από το μεγάλο της αδερφό, πράγμα που ο Μάρτι ήθελε να δει ο Γκάρι. Να του ρίξει έτσι αλάτι στην πληγή. «Η μανούλα, ο θείος Μάρτι και ο μπαμπάκας πρέπει να συζητήσουν για λίγο, γλυκιά μου», είπε ο Μάρτι Κασάτζιαν

στη Ρόνι μόλις έφαγε το κομμάτι του. «Νομίζω πως ξέχασα στο αυτοκίνητο κάτι για σένα. Δεν ξέρω. Μπορεί να είναι στο πίσω κάθισμα. Καλύτερα να πας να ρίξεις μια ματιά». «Φόρεσε πρώτα το παλτό σου, μωρό μου», είπε η Μίσι στην κόρη της. «Μην κρυώσεις». Η Ρόνι γέλασε τσιριχτά και αγκάλιασε το θείο της. Έπειτα έφυγε τρέχοντας. «Πες μου τώρα, τι της πήρες;» ψιθύρισε συνωμοτικά η Μίσι στον αδερφό της. «Είσαι το κάτι άλλο». Ο Μάρτι ανασήκωσε τους ώμους του, λες και δεν μπορούσε να θυμηθεί. Με όλους τους άλλους, η Μίσι ήταν μια χαρά. Θύμιζε στον Γκάρι την πραγματική μαμά του. Έμοιαζε μάλιστα στην πραγματική μαμά του. Μόνο με τον αδερφό της —είχε προσέξει ο Γκάρι— η Μίσι άλλαζε προς το χειρότερο. Και μάλιστα είχε αρχίσει να μιμείται τις απαίσιες συνήθειες και τον τρόπο ομιλίας του Μάρτι. «Κοιτάξτε, παιδιά». Ο Μάρτι έσκυψε προς το μέρος τους. «Έχουμε ένα προβληματάκι που μπορεί να λυθεί, επειδή το διαγνώσαμε εγκαίρως, όμως είναι κάτι που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Ας προσποιηθούμε πως είμαστε όλοι μας ενήλικοι. Καταλαβαίνετε». Η Μίσι μπήκε αμέσως σε επιφυλακή. «Τι είναι, Μάρτι; Ποιο είναι το πρόβλημα;» Ο Μάρτι Κασάτζιαν έδειχνε ειλικρινά ανήσυχος και λυπημένος τώρα. Ο Γκάρι τον είχε δει να χρησιμοποιεί αυτή την κακομοίρικη έκφραση χιλιάδες φορές με τους πελάτες του. Ιδιαίτερα όταν είχε ν' αντιμετωπίσει κάποιον που του χρωστούσε ή έπρεπε ν' απολύσει κάποιον στο γραφείο. «Γκαρ;» Ο Μάρτι κοίταξε τον Γκάρι για να του ζητήσει τη βοήθειά του σ' αυτό το θέμα. «Θέλεις να πεις κάτι σ' αυτό το σημείο;» Ο Γκάρι ανασήκωσε τους ώμους του. Λες και δεν είχε την παραμικρή ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Άντε γαμήσου, ρε μαλάκα, σκεφτόταν από μέσα του. Βγάλ' τα πέρα μόνος σου αυτή τη φορά. Ο Γκάρι αισθάνθηκε ένα χαμόγελο ν' ανεβαίνει από το στομάχι του προς τα πάνω. Δεν ήθελε να το αφήσει να φανεί, αλλά αυτό τελικά διαγράφηκε στα χείλια του. Αυτή ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μια απολαυστική στιγμή. Το να σε

πιάνουν επ' αυτοφώρω είχε τη δικιά του ανεπαίσθητη γλύκα. Μπορεί στο σημείο αυτό να χρειαζόταν ένα μάθημα- να έπρεπε να πάει στο σχολείο γι' αυτό. «Με συγχωρείς, αλλά δε νομίζω ότι αυτό είναι αστείο». Ο Μάρτι Κασάτζιαν κούνησε το κεφάλι του και συμπλήρωσεε: «Ειλικρινά, δεν το νομίζω, Γκάρι». «Καλά, ούτε κι εγώ», είπε ο Γκάρι με μια παράξενη φωνή. Ήταν λεπτή και αγορίστικη. Ό χ ι η πραγματική του φωνη. Η Μίσι τον κοίταξε περίεργα. «Τι συμβαίνει;» θέλησε να μάθει. «Θα μου εξηγήσετε, παρακαλώ, εσείς οι δυο;» Ο Γκάρι κοίταξε τη γυναίκα του. Ήταν πραγματικά θυμωμένος και μαζί της. Η Μίσι αποτελούσε μέρος της παγίδας και το ήξερε και η ίδια. «Οι πωλήσεις μου στην Ατλάντικ είναι πολύ πεσμένες αυτό το τρίμηνο», είπε τελικά ο Γκάρι και ανασήκωσε τους ώμους του. «Αυτό είναι, Μάρτι;» Ο Μάρτι συνοφρυώθηκε και κοίταξε τις καινούριες μπότες του, μάρκας Τίμπερλαντ. «Ω, δεν είναι μόνο αυτό, Γκαρ. Οι πωλήσεις σου είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Κι αυτό που είναι χειρότερο, πολύ.χειρότερο, είναι ότι έχεις ακάλυπτες προκαταβολές τριών χιλιάδων τριακοσίων δολαρίων. Είσαι στο κόκκινο, Γκάρι. Είσαι μείον. Δε θέλω να πω περισσότερα, γιατί ξέρω πως θα το μετανιώσω. Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς ν' αντιμετωπίσω αυτή την κατάσταση. Είναι πολύ δύσκολη για μένα. Με φέρνει σε αμηχανία. Λυπάμαι πολύ, Μίσι. Τη σιχαίνομαι αυτή την κατάσταση». Η Μίσι σκέπασε το πρόσωπο με τις παλάμες της και άρχισε να κλαίει. Στην αρχή έκλαψε σιωπηλά, επειδή δεν ήθελε να κλάψει. Ύστερα οι λυγμοί έγιναν δυνατότεροι. Δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια του αδερφού της. «Αυτό ήθελα ν' αποφύγω. Λυπάμαι, αδερφούλα». Ο Μάρτι ήταν αυτός που την πήρε στην αγκαλιά του για να την παρηγορήσει. «Είμαι καλά». Η Μίσι τραβήχτηκε από την αγκαλιά του αδερφού της. Κοίταξε πάνω από το τραπέζι τον Γκάρι. Τα μάτια της φαίνονταν μικρά και πιο σκούρα. «Πού ήσουν όλους αυτούς τους μήνες που έλειπες, Γκάρι; Τι έκανες; Ω Γκάρι, Γκάρι, μερικές φορές αισθάνομαι

σαν να μη σε ξέρω. Πες κάτι για να βελτιώσεις τα πράγματα. Σε παρακαλώ, Γκάρι, πες κάτι». Ο Γκάρι σκέφτηκε προσεκτικά προτού μιλήσει. Έπειτα είπε: «Σ' αγαπώ τόσο πολύ, Μίσι. Αγαπώ εσένα και τη Ρόνι περισσότερο απ' όσο αγαπώ την ίδια μου τη ζωή». Ο Γκάρι έλεγε ψέματα και ήξερε ότι αυτό ήταν ένα πολύ καλό ψέμα. Εξαιρετικά ειπωμένο και παιγμένο. Αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να γελάσει στα αναθεματισμένα μούτρα τους. Αυτό που ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν να τους σκοτώσει όλους τους. Αυτή θα ήταν η σωστή κίνηση. Μπουμ. Μπουμ. Μπουμ. Πολλαπλή ανθρωποκτονία στο Γουίλμινγκτον. Να βάλει πάλι σε κίνηση το αριστοτεχνικό του σχέδιο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ρόνι μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι. Κρατούσε σφιχτά στα χέρια της μια καινούρια βιντεοταινία και χαμογελούσε σαν Μπαλονοκέφαλη. «Δείτε τι μου έφερε ο θείος Μάρτι!» Ο Γκάρι έβαλε το κεφάλι του μέσα στα δυο του χέρια. Δεν μπορούσε να σταματήσει το ουρλιαχτό μέσα στο μυαλό του. Θέλω να γίνω κάποιος\

Κεφάλαιο 30

Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ συνεχίζονταν στο Σάουθ-Ιστ. Ο Σάμπσον κι εγώ είχαμε επιστρέψει στις υποθέσεις δολοφονιών των Σάντερς και Τέρνερ. Δεν ήταν περίεργο που είχε σημειωθεί ελάχιστη πρόοδος στη διαλεύκανση των έξι ανθρωποκτονιών. Δεν ήταν περίεργο που δε νοιαζόταν κανείς. Την Κυριακή, 10 Ιανουαρίου, ήξερα πως ήταν πια καιρός για μια μέρα ανάπαυσης. Ήταν η πρώτη μου μέρα εκτός υπηρεσίας αφότου είχε γίνει η απαγωγή. Άρχισα τη μέρα μου νιώθοντας λίγο οίκτο για τον εαυτό μου, μένοντας στο κρεβάτι μέχρι τις δέκα περίπου και φροντίζοντας έναν άσχημο πονοκέφαλο, αποτέλεσμα της οινοποσίας μαζί με τον Σάμπσον το προηγούμενο βράδυ. Σχεδόν όλες οι σκέψεις που κλωθογύριζαν στο κεφάλι μου ήταν αντιπαραγωγικές. Μου έλειπε φοβερά η Μαρία, καθώς θυμόμουν πόσο όμορφα ήταν όταν κοιμόμαστε οι δυο μας μέχρι αργά τα κυριακάτικα πρωινά. Ήμουν ακόμη θυμωμένος για το γεγονός ότι είχα γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος εκεί κάτω στο Νότο. Και το σημαντικότερο ήταν ότι αισθανόμουν απαίσια που κανένας μας δεν είχε καταφέρει να βοηθήσει τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Στην αρχή της υπόθεσης είχα βρει αντιστοιχίες ανάμεσα στη μικρή Νταν και στα δικά μου παιδιά. Κάθε φορά που τη σκεφτόμουν —νεκρή πια, κατά πάσα πιθανότη-

τα— το στομάχι μου αυτόματα σφιγγόταν, πράγμα που δεν είναι καλό, ιδιαίτερα το πρωί, ύστερα από ένα ξενύχτι στην πόλη. Λογάριαζα να μείνω στο κρεβάτι μέχρι τις έξι το απόγευμα. Να χάσω μια ολόκληρη μέρα. Το δικαιούμουν. Δεν ήθελα να δω τη Νάνα και να την ακούσω να μου τα ψέλνει για το πού ήμουν το προηγούμενο βράδυ. Δεν ήθελα να δω ούτε τα παιδιά μου εκείνο το συγκεκριμένο πρωινό. Η σκέψη μου γυρνούσε συνέχεια στη Μαρία. Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια άλλη ζωή, αυτή κι εγώ και, συχνά, τα παιδιά, συνηθίζαμε να περνάμε ολόκληρες τις Κυριακές μας μαζί. Μερικές φορές μέναμε στο κρεβάτι μέχρι το μεσημέρι, μετά ντυνόμαστε επίσημα και πηγαίναμε να κάνουμε τη φιγούρα μας, τρώγοντας κάπου ένα ελαφρύ γεύμα. Δεν ήταν πολλά τα πράγματα που η Μαρία κι εγώ δεν κάναμε μαζί. Κάθε βράδυ γυρνούσα στο σπίτι από τη δουλειά όσο πιο νωρίς μπορούσα. Το ίδιο έκανε και η Μαρία. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο που κάποιος από τους δυο μας να θέλει περισσότερο να κάνει. Με είχε βοηθήσει να ξεπεράσω τα τραύματά μου, όταν δεν έγινα ευρέως αποδεκτός ασκώντας το επάγγελμα του ψυχολόγου ως ελεύθερος επαγγελματίας. Με είχε φέρει σε κάποιου είδους ισορροπία, ύστερα από μερικά χρόνια έκλυτης ζωής μαζί με τον Σάμπσον και κάποιους άλλους εργένηδες φίλους, συμπεριλαμβανομένης της τρελοπαρέας που έπαιζε μπάσκετ με τους Ουάσιγκτον Μπούλετς. Η Μαρία μ' επανέφερε σε κάποια ψυχική ηρεμία και τη λάτρευα γι' αυτό. Μπορεί να συνεχίζαμε έτσι για πάντα. Ή μπορεί να είχαμε χωρίσει πια. Ποιος μπορεί να ξέρει σίγουρα; Δε μας δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να το ανακαλύψουμε. Ένα βράδυ είχε αργήσει να γυρίσει από τη δουλειά της της κοινωνικής λειτουργού. Τελικά μου τηλεφώνησαν κι έφυγα τρέχοντας για το νοσοκομείο Μιζερικόρντια. Η Μαρία είχε πυροβοληθεί. Βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, ήταν το μόνο που μπορούσαν να μου πουν από το τηλέφωνο. Έφτασα εκεί λίγο μετά τις οχτώ. Κάποιος φίλος, ένας τροχονόμος που ,ήξερα, με έβαλε να καθίσω και μου είπε ότι η Μαρία ήταν νεκρή από την ώρα που την έφεραν στο νο-

σοκομείο. Την είχαν πυροβολήσει από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο έξω από τα γκέτο. Κανένας δεν ήξερε γιατί ή ποιος μπορεί να πυροβόλησε. Δεν είπαμε ποτέ αντίο. Δεν υπήρξε καμία προετοιμασία, καμία απολύτως προειδοποίηση, καμία εξήγηση. Ο πόνος μέσα μου έμοιαζε με ατσάλινη κολόνα που με διαπερνούσε από το κέντρο του στήθους μου μέχρι το μέτωπο μου. Σκεφτόμουν τη Μαρία ασταμάτητα νύχτα μέρα. Ύστερα από τρία χρόνια άρχιζα, τελικά, να ξεχνώ. Μάθαινα τον τρόπο. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, σε μια κατάσταση ηρεμίας και εγκατάλειψης, όταν ο Ντέιμον μπήκε στο δωμάτιο λες και είχαν πιάσει φωτιά τα μαλλιά του. «Ε, μπαμπά. Ε, μπαμπά, είσαι ξύπνιος;» «Τι τρέχει;» ρώτησα, νιώθοντας τον τελευταίο κα*ρό μια απέχθεια στον ήχο αυτών των λέξεων. «Μοιάζεις σαν να είδες τον Βανίλα Άις στην εξώπορτά μας». «Έχεις επισκέψεις, μπαμπά», μου ανακοίνωσε ο Ντέιμον με κομμένη την ανάσα από την ταραχή. «Έχεις επισκέψεις!» «Ποιος είναι; Μήπως ο Κέρμιτ ο βάτραχος από το Μάπετ Σόου;» ρώτησα. «Ποιος ήρθε; Γίνε λίγο πιο συγκεκριμένος. Όχι κι άλλος δημοσιογράφος; Αν είναι δημοσιογράφος...» «Λέει πως τ' όνομά της είναι Τζέζι. Είναι μια κυ-ρί-α, μπαμπά». Νομίζω ότι ανακάθισα στο κρεβάτι, όμως δε μου άρεσε πάρα πολύ η θέα από εκεί και ξάπλωσα πάλι αμέσως. «Πες της πως θα κατεβώ αμέσως. Μην προθυμοποιηθείς να της πεις ότι είμαι στο κρεβάτι. Πες της πως έρχομαι αμέσως». Ο Ντέιμον βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και αναρωτήθηκα πώς θα πραγματοποιούσα την υπόσχεση που είχα μόλις δώσει. Όταν κατάφερα να κατεβώ κάτω, η Τζανέλ, ο Ντέιμον και η Τζέζι Φλάναγκαν στέκονταν ακόμη στον προθάλαμο του σπιτιού μας. Η Τζανέλ έδειχνε να αισθάνεται κάπως άβολα, όμως είχε βελτιωθεί στη δουλειά της, που ήταν ν' ανοίγει την εξώπορτα. Η Τζανέλ ήταν κάποτε φοβερά ντροπαλή με όλους τους ξένους. Για να τη βοηθήσουμε να το ξεπεράσει, η Νάνα κι εγώ ενθαρρύναμε διακριτικά την Τζα-

νέλ και τον Ντέιμον ν' ανοίγουν την εξώπορτα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Θα πρέπει να είχε συμβεί κάτι σημαντικό για να έρθει η Τζέζι Φλάναγκαν στο σπίτι μου. Ήξερα ότι το μισό FBI έψαχνε να βρει τον πιλότο που είχε πάρει τα λύτρα. Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε κανένα νεότερο από κανένα μέτωπο. Ό,τι κι αν είχε διαλευκανθεί σ' αυτή την υπόθεση, το είχα διαλευκάνει μόνος μου. Η Τζέζι Φλάναγκαν φορούσε ένα φαρδύ μαύρο παντελόνι, μια απλή λευκή μπλούζα και φθαρμένα παπούτσια του τένις. Θυμήθηκα την απλή εμφάνισή της στο Μαϊάμι. Μ' έκανε να ξεχνώ σχεδόν πόσο σημαντική θέση κατείχε στη Μυστική Υπηρεσία. «Κάτι συνέβη», είπα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου. Ένας πόνος μού διαπέρασε το κρανίο και απλώθηκε στο πρόσωπο μου. Ακόμη και ο ήχος της ίδιας μου της φωνής μου φάνηκε αφόρητος. «Όχι, Άλεξ. Δεν υπάρχει τίποτα νεότερο για τη Μάγκι Ρόουζ», μου είπε. «Μερικές ακόμη θεάσεις. Τίποτε άλλο». «Θεάσεις» αποκαλούσε το FBI τις μαρτυρίες ανθρώπων που «ισχυρίζονταν» ότι είχαν δει τη Μάγκι Ρόουζ ή τον Γκάρι Σόνετζι. Μέχρι στιγμής οι θεάσεις άρχιζαν από ένα άδειο οικόπεδο δίπλα στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον και έφταναν στην Καλιφόρνια, στην παιδιατρική μονάδα του νοσοκομείου Μπέλβιου της Νέας Υόρκης, στη Νότια Αφρική, για να μην αναφέρω την προσγείωση ενός ΑΤΙΑ κοντά στη Σιντόνα της Αριζόνας. Δεν περνούσε μέρα χωρίς ν' αναφερθούν κι άλλες θεάσεις κάπου. Μεγάλη χώρα, πολλοί τρελάρες κυκλοφορούσαν ελεύθεροι. «Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω, παιδιά», είπε τελικά η Τζέζι και χαμογέλασε. «Απλώς ένιωθα άσχημα γι' αυτό που συνέβη, Άλεξ. Οι ιστορίες που λένε για σένα είναι βλακείες. Είναι, επίσης, ψεύτικες. Ήθελα να σου πω πώς αισθάνομαι. Γι' αυτό ήρθα». «Σ' ευχαριστώ που το λες αυτό», είπα στην Τζέζι. Ήταν ένα από τα ελάχιστα καλά πράγματα που μου συνέβησαν την τελευταία εβδομάδα. Με συγκίνησε μ' έναν παράξενο τρόπο.

«Έκανες ό,τι μπορούσες στη Φλόριντα. Δεν το λέω αυτό απλώς και μόνο για να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα». Προσπάθησα να εστιάσω το βλέμμα μου. Εξακολουθούσα να τα βλέπω όλα λίγο θολά. «Δε θα την αποκαλούσα μία από τις καλύτερες εμπειρίες μου στη δουλειά. Όμως, από την άλλη μεριά, δε νομίζω ότι μου άξιζαν πρωτοσέλιδα για τις επιδόσεις μου». «Όχι βέβαια. Κάποιος σε κάρφωσε. Κάποιος σου την έστησε τη δουλειά με τα μέσα ενημέρωσης. Είναι σκέτες βλακείες». «Είναι βλακείες», μουρμούρισε ο Ντέιμον. «Σωστά, Μπιγκ Ντάντι;» «Αυτή είναι η Τζέζι», είπα στα παιδιά. «Δουλεύουμε πού και πού μαζί». Τα παιδιά άρχιζαν να συνηθίζούν στην παρουσία της Τζέζι, αλλά ήταν ακόμη κάπως ντροπαλά. Η Τζανέλ προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από τον αδερφό της. Ο Ντέιμον είχε χωμένα και τα δυο του χέρια στις κωλότσεπές του, όπως ακριβώς και ο μπαμπάς του. Η Τζέζι γονάτισε για να έρθει στο ύψος τους. Αντάλλαξε χειραψία πρώτα με τον Ντέιμον και μετά με την Τζανέλ. Ήταν μια καλή, ενστικτώδης κίνηση εκ μέρους της. «Ο μπαμπάς σου είναι, ο καλύτερος αστυνομικός που έχω δει ποτέ», είπε στον Ντέιμον. «Το ξέρω». Ο Ντέιμον δέχτηκε το κομπλιμέντο χαριτωμένα. «Εγώ είμαι η Τζανέλ». Η Τζανέλ με εξέπληξε, χαρίζοντας τ' όνομά της στην Τζέζι. Έβλεπα ότι ήθελε αγκαλιές. Η Τζανέλ λατρεύει τις αγκαλιές περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σ' αυτό τον πλανήτη. Έτσι απέκτησε κι ένα από τα πολλά παρατσούκλια της: Βέλκρο. Η Τζέζι το διαισθάνθηκε. Ανοιξε τα χέρια της και αγκάλιασε την Τζανέλ. Ήταν μια όμορφη σκηνή. Αμέσως ο Ντέιμον αποφάσισε να χωθεί κι αυτός στο σύμπλεγμα. Ήταν η σωστή κίνηση. Ήταν σαν να είχε επιστρέψει ξαφνικά από τον πόλεμο ο από πολύ καιρό χαμένος καλύτερος φίλος τους. Ύστερα από ένα λεπτό περίπου η Τζέζι σηκώθηκε πάλι όρθια. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως ήταν πραγματικά καλός άνθρωπος και ότι δεν είχα συναντήσει πολλούς τέτοι-

ους κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η επίσκεψη της στο σπίτι μας έδειχνε ευγένεια αλλά και κάποια γενναιότητα. Το Σάουθ-Ιστ δεν είναι ιδανική γειτονιά για να τη διασχίζει μια λευκή γυναίκα, ακόμη και μια που, κατά πάσα πιθανότητα, οπλοφοροΰσε. «Λοιπόν, εγώ πέρασα έτσι, για λίγες αγκαλίτσες». Μου έκλεισε το μάτι. «Στην πραγματικότητα έχω μια υπόθεση εδώ κοντά. Φεύγω τώρα για να ξαναγίνω εργασιομανής». «Τι θα έλεγες για λίγο ζεστό καφέ;» της πρότεινα. Σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να της προσφέρω έναν καφέ. Η Νάνα θα είχε αφήσει μάλλον λίγο καφέ στην κουζίνα, ο οποίος δε θα είχε μείνει περισσότερο από πέντε ή έξι ώρες. Μου έριξε μια ματιά κι άρχισε πάλι να χαμογελάει. «Δυο καλά παιδάκια, ένα όμορφο κυριακάτικο πρωινό στο σπίτι μαζί τους. Τελικά δεν είσαι πολύ σκληρός τύπος». «Όχι, είμαι και σκληρός τύπος», είπα. «Απλώς τυχαίνει να είμαι ένας σκληρός τύπος που τη βρίσκει στο σπίτι του τα πρωινά της Κυριακής». «Εντάξει, Άλεξ». Διατηρούσε το χαμόγελο της. «Αλλά μην αφήνεις να σ' επηρεάζουν αυτές οι σαχλαμάρες των εφημερίδων. Κανένας δεν πιστεύει τις παλιοφυλλάδες, σε τελευταία ανάλυση. Πρέπει να πηγαίνω. Θα μου τον χρωστάς τον καφέ». Η Τζέζι Φλάναγκαν άνοιξε την εξώπορτα και ετοιμάστηκε να φύγει. Καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω της, κούνησε το χέρι της προς τα παιδιά. «Εις το επανιδείν, Μπιγκ Ντάντι», μου είπε χαμογελώντας.

Κεφάλαιο 31

.ΑΦΟΎ ΤΕΛΕΙΩΣΕ

τη δουλειά της στο Σάουθ-Ιστ, η Τζέζι Φλάναγκαν κατευθύνθηκε με το αυτοκίνητό της προς το αγρόκτημα όπου ο Γκάρι Σόνετζι είχε θάψει τα δυο παιδιά. Είχε πάει εκεί άλλες δύο φορές, αλλά πολλά πράγματα εξακολουθούσαν να την απασχολούν σχετικά με το αγρόκτημα στο Μέριλαντ. Της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Σκεφτόταν ότι κανείς δεν ήθελε να πιάσει τον Σόνετζι τόσο πολύ όσο αυτή. Η Τζέζι αδιαφόρησε για την προειδοποιητική πινακίδα «Τόπος Εγκλήματος» και διέσχισε με ταχύτητα το χωματόδρομο που οδηγούσε στα ερειπωμένα κτίρια. Θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια τα πάντα σχετικά μ' αυτό το μέρος. Υπήρχε το κεντρικό αγροτόσπιτο, ένα γκαράζ για αγροτικά μηχανήματα και ο αχυρώνας, όπου είχαν κρατηθεί τα παιδιά. Γιατί σ' αυτό το μέρος; ρώτησε τον εαυτό της. Γιατί εδώ, Σόνετζι; Τι θα μπορούσε να της αποκαλύψει αυτό το μέρος για την πραγματική ταυτότητα του Σόνετζι; Η Τζέζι Φλάναγκαν υπήρξε υποδειγματική ερευνήτρια από την πρώτη μέρα που μπήκε στη Μυστική Υπηρεσία. Είχε προσληφθεί αφού είχε αριστεΰσει στις σπουδές της στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, και το υπουργείο Οικονομικών είχε προσπαθήσει να τη σπρώξει προς το FBI, όπου όλοι σχεδόν οι πράκτορες διέθεταν πτυ-

χίο νομικών σπουδών. Όμως η Τζέζι είχε μελετήσει την κατάσταση και είχε διαλέξει τη Μυστική Υπηρεσία, στην οποία το πτυχίο της θα την έκανε να ξεχωρίζει περισσότερο. Από την αρχή της καριέρας της μέχρι τώρα εργαζόταν ογδόντα και εκατό ώρες τη βδομάδα. Είχε καταφέρει ν' αναρριχηθεί στην κορυφή για ένα λόγο: ήταν εξυπνότερη και σκληρότερη απ' όλους τους άντρες με τους οποίους δούλευε ή απ' αυτούς για τους οποίους δούλευε. Είχε περισσότερη φλόγα μέσα της. Όμως η Τζέζι ήξερε από την αρχή πως, αν έκανε ποτέ ένα μεγάλο λάθος, θα κατρακυλούσε από την κορυφή. Αυτό το ήξερε καλά. Γι' αυτό υπήρχε μόνο μια λύση: έπρεπε, με κάποιο τρόπο, να βρει τον Γκάρι Σόνετζι. Αυτή έπρεπε να τον βρει. Περπάτησε μέσα στους χώρους του αγροκτήματος, ώσπου έπεσε το σκοτάδι. Έπειτα τους ξαναπερπάτησε μ' ένα φακό. Η Τζέζι κρατούσε σημειώσεις, προσπαθώντας να βρει κάποιο συνδετικό κρίκο. Ίσως η περίπτωση να είχε κάποια σχέση με την παλιά υπόθεση Αίντμπεργκ, το λεγόμενο «Έγκλημα του Αιώνα», από τη δεκαετία του 1930. Γιος του Λίντμπεργκ; Το σπίτι των Λίντμπεργκ στο Χόπγουελ του Νιου Τζέρσεϊ ήταν κι αυτό μια αγροικία. Το μωρό των Λίντμπεργκ είχε θαφτεί όχι πολύ μακριά από τον τόπο της απαγωγής. Ο Μπρούνο Χάουπτμαν, ο απαγωγέας του μωρού των Λίντμπεργκ, ήταν από τη Νέα Υόρκη. Θα μπορούσε ο απαγωγέας στην Ουάσιγκτον να είναι κάποιος μακρινός συγγενής του; Θα μπορούσε να είναι από κάπου κοντά στο Χόπγουελ; Από το Πρίνστον, ίσως; Πώς ήταν δυνατόν να μην έχει αποκαλυφθεί τίποτα σχετικά με τον Σόνετζι μέχρι στιγμής; Προτού εγκαταλείψει το αγρόκτημα, η Τζέζι κάθισε στο αυτοκίνητο της. Άναψε τη μηχανή, άναψε και το καλοριφέρ και έμεινε καθισμένη εκεί. Με τις έμμονες ιδέες της. Βυθισμένη στις σκέψεις της. Πού ήταν ο Γκάρι Σόνετζι; Πώς είχε εξαφανιστεί; Κανένας δεν μπορεί να εξαφανίζεται έτσι απλά σης μέρες μας. Κανένας δεν είναι τόσο έξυπνος. Έπειτα σκέφτηκε τη Μάγκι Ρόουζ Νταν και τον Γαρι-

δούλη Γκόλντμπεργκ, και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς της. Ήξερε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος για τον οποίο είχε έρθει στο αγρόκτημα. Η Τζέζι Φλάναγκαν έπρεπε ν' αφήσει τον εαυτό της να κλάψει.

Κεφάλαιο 32

Η

ΜΑΓΚΙ ΡΟΟΥΖ βρισκόταν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν ήξερε για πόσο καιρό βρισκόταν εκεί. Για πολΰ πολύ καιρό, πάντως. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε φάει. Ή πότε είχε δει ή μιλήσει με κάποιον άλλο, πέρα από τις φωνές μέσα στο κεφάλι της. Ευχήθηκε να ερχόταν κάποιος εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Κράτησε αυτή τη σκέψη στο μυαλό της —για ώρες. Ευχήθηκε, ακόμη, να ερχόταν ξανά εκείνη η γριά και να της ούρλιαζε. Είχε αρχίσει ν' αναρωτιέται για ποιο λόγο την τιμωρούσαν. Τι είχε κάνει που ήταν τόσο κακό; Μήπως ήταν κακιά και της άξιζε να της συμβαίνουν όλα αυτά; Άρχισε να σκέφτεται πως θα πρέπει να υπήρξε κακός άνθρωπος για να της συμβαίνουν όλα αυτά. Δεν μπορούσε να ξανακλάψει. Ακόμη κι αν ήθελε. Δεν μπορούσε να κλάψει άλλο. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα νόμιζε πως θα πρέπει να ήταν νεκρή. Μερικές φορές η Μάγκι Ρόουζ δεν αισθανόταν σχεδόν τίποτα. Τότε τσιμπούσε τον εαυτό της πολύ δυνατά. Τον δάγκωνε ακόμη. Μια φορά δάγκωσε το δάχτυλο της, μέχρι που άρχισε να τρέχει αίμα. Γεύτηκε το δικό της ζεστό αίμα και ήταν αλλόκοτα εύγευστο. Οι ώρες που περνούσε μέσα στο σκοτάδι ήταν σαν να συνεχίζονταν για πάντα. Το σκοτάδι ήταν ένα μικροσκοπικό δωμάτιο σαν ντουλάπα. Η Μάγκι Ρόουζ...

Ξαψνικά η Μάγκι Ρόουζ άκουσε φωνές απέξω. Δεν μπορούσε ν' ακούσει αρκετά καλά, ώστε να καταλάβει τι έλεγαν, αλλά ήταν σίγουρα φωνές. Η γριά; Αυτή θα έπρεπε να ήταν. Η Μάγκι Ρόουζ ήθελε να φωνάξει βοήθεια, αλλά φοβόταν τη γριά. Τις απαίσιες κραυγές της, τις απειλές της, την ανατριχιαστική φωνή της που ήταν χειρότερη κι από τις ταινίες τρόμου, τις οποίες η μαμά της δεν την άφηνε να βλέπει. Χειρότερη κατά πολύ κι απ' αυτόν ακόμη τον Φρέντι Κρούγκερ. Οι φωνές σταμάτησαν. Δεν μπορούσε ν' ακούσει τίποτα ούτε όταν έβαλε το αυτί της πάνω στην πόρτα της ντουλάπας. Είχαν φύγει. Την άφηναν εκεί για πάντα. Προσπάθησε να κλάψει, αλλά τα δάκρυα δεν έρχονταν. Τότε η Μάγκι Ρόουζ άρχισε να ουρλιάζει. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε διάπλατα και η Μάγκι Ρόουζ τυφλώθηκε από το πιο υπέροχο φως.

Κεφάλαιο 33

Τ Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ 11ης Ιανουαρίου ο Γκάρι Μέρφι βρισκόταν στην ασφάλεια και τη ζεστασιά του υπογείου του σπιτιού του. Κανένας δεν ήξερε ότι βρισκόταν εκεί κάτω, αλλά, αν η περίεργη Μίσι τύχαινε ν' ανοίξει την πόρτα του υπογείου, ο Γκάρι θ' άναβε στη στιγμή τη λάμπα του πάγκου εργασίας του. Σκεφτόταν και την παραμικρή λεπτομέρεια. Και μια φορά παραπάνω, για παν ενδεχόμενο. Είχε αρχίσει να τον κυριεύει γλυκά η έμμονη ιδέα να δολοφονήσει τη Μίσι και τη Ρόνι, αλλά σκεφτόταν πως δε θα το έκανε ακόμη. Παρ' όλα αυτά, η φαντασίωση ήταν έντονη. Το να δολοφονήσεις τη δική σου οικογένεια φανέρωνε κάποιο... σπιτικό στυλ. Δεν έδειχνε μεγάλη φαντασία, αλλά οι συνέπειες θα ήταν όμορφες· μια παγωμένη ανατριχίλα θα διαπερνούσε την ήρεμη, μακάρια προαστιακή κοινότητα. Όλες οι άλλες οικογένειες της γειτονιάς θα έκαναν το πιο ανόητο πράγμα: θα κλείδωναν τις πόρτες τους, θα κλειδαμπαρώνονταν μέσα όλοι μαζί. Γύρω στα μεσάνυχτα συνειδητοποίησε ότι η μικρή του οικογένεια είχε πάει για ύπνο χωρίς αυτόν. Κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να τον επισκεφθεί. Κανείς δε νοιαζόταν γι' αυτόν. Έ ν α ς υπόκωφος βόμβος άρχιζε μέσα στο κεφάλι του. Χρειαζόταν πέντ' έξι ασπιρίνες για να σταματήσει το λευκό βόμβο, έστω και για λίγο.

Μπορεί να έβαζε φωτιά στο τέλειο σπιτάκι της λεωφόρου Σέντραλ. Το να βάζεις φωτιά σε σπίτια έκανε καλό στην ψυχή σου. Το είχε ξανακάνει. Θεέ μου, πονούσε ολόκληρο το κρανίο του λες και το χτυπούσε κάποιος με μια βαριά. Μήπως είχε κάποιο παθολογικό πρόβλημα; Ήταν δυνατόν να άρχιζε να τρελαίνεται αυτή τη φορά; Προσπάθησε να σκεφτεί το Μοναχικό Αετό —ιον Τσαρλς Λίντμπεργκ. Ούτε κι αυτό έφερε αποτέλεσμα. Με το μυαλό του, επισκέφθηκε για άλλη μια φορά την αγροικία στο Χόπγουελ. Δεν τον ωφέλησε. Κι αυτό το διανοητικό ταξίδι είχε αρχίσει να παλιώνει. Είχε και ο ίδιος παγκόσμια φήμη, διάβολε. Ήταν διάσημος τώρα. Οι πάντες στον κόσμο ήξεραν γι' αυτόν. Ήταν ένας αστέρας των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Τελικά εγκατέλειψε το κελάρι και το σπίτι στο Γουίλμινγκτον. Ήταν λίγο μετά τις πέντε και μισή το πρωί. Καθώς βάδιζε έξω προς το αυτοκίνητο του, αισθάνθηκε σαν άγριο θηρίο που το άφησαν ξαφνικά ελεύθερο. Κατευθύνθηκε με το αυτοκίνητο του προς την Ουάσιγκτον. Είχε κι άλλη δουλειά να κάνει εκεί. Δεν ήθελε ν' απογοητεύσει το κοινό του. Σκέφτηκε ότι είχε ένα δωράκι για όλους τώρα. Μην το παίζετε άνετοι μαζί μου! Γύρω στις έντεκα εκείνο το πρωί της Τρίτης, ο Γκάρι Μέρφι πάτησε ελαφρά το κουδούνι της εξώπορτας ενός καλοδιατηρημένου πλινθόκτιστου σπιτιού στην άκρη του Κάπιτολ Χιλ. Ακούστηκε ένα εύηχο κουδούνισμα από μέσα. Ο καθαρός κίνδυνος της όλης κατάστασης, της παρουσίας του πάλι στην Ουάσιγκτον, του πρόσφερε ένα δυνατό ρίγος. Αυτό ήταν πολύ καλύτερο από το να κρύβεται. Ένιωθε πάλι ζωντανός, μπορούσε ν' ανασάνει, είχε τον δικό του προσωπικό χώρο. Η Βίβιαν Κιμ δεν έβγαλε την αλυσίδα ασφαλείας, αλλά άνοιξε την πόρτα τριάντα εκατοστά περίπου. Είχε δει από το ματάκι της πόρτας τη γνωστή στολή των υπαλλήλων της εταιρείας ηλεκτρισμού της Ουάσιγκτον.

Όμορφη κυρία, θυμόταν ο Γκάρι από το Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον. Μακριές μαύρες πλεξούδες. Χαριτωμένη, ανασηκωμένη μυτούλα. Ολοφάνερα, δεν τον αναγνώρισε έτσι ξανθό. Χωρίς μουστάκι. Με πιο ισχνά μάγουλα και πιγούνι. «Ναι; Τι είναι; Μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» ρώτησε η Βίβιαν Κιμ τον άντρα που στεκόταν μπροστά στην εξώπορτά της. Μέσα από το σπίτι ακουγόταν μουσική τζαζ. Τελόνιους Μονκ. «Νομίζω πως εγώ πρέπει να σας εξυπηρετήσω». Της χαμογέλασε ευγενικά. «Κάποιος τηλεφώνησε σχετικά με μια υπερχρέωση στο λογαριασμό του ηλεκτρικού». Η Βίβιαν Κιμ συνοφρυώθηκε και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Είχε κρεμασμένο από το λαιμό της ένα δερμάτινο μικροσκοπικό χάρτη της Κορέας. «Εγώ δεν τηλεφώνησα σε κανέναν. Ξέρω ότι δεν τηλεφώνησα στην εταιρεία ηλεκτρισμού». «Καλά, όμως κάποιος μας τηλεφώνησε, δεσποινίς». «Ελάτε πάλι κάποια άλλη φορά», του είπε η Βίβιαν Κιμ. «Ίσως τηλεφώνησε ο φίλος μου. Θα πρέπει να ξανάρθετε. Λυπάμαι». Ο Γκάρι ανασήκωσε τους ώμους του. Αυτό ήταν καταπληκτικό. Δεν ήθελε να το δει να τελειώνει. «Φαντάζομαι πως μπορείτε να μας ξανατηλεφωνήσετε, αν θέλετε», είπε. «Να μπείτε πάλι στη λίστα αναμονής. Πρόκειται για υπερχρέωση, πάντως. Πληρώσατε πάρα πολλά». «Εντάξει. Εντάξει. Καταλαβαίνω». Η Βίβιαν Κιμ απασφάλισε αργά την αλυσίδα και άνοιξε την πόρτα. Ο Γκάρι πέρασε μέσα στο διαμέρισμα. Έβγαλε ένα μακρύ κυνηγετικό μαχαίρι κάτω από την εργατική του φόρμα και το έστρεψε προς το πρόσωπο της δασκάλας. «Μη φωνάξεις. Μη φωνάξεις, Βίβιαν». «Πώς ξέρεις τ' όνομά μου;» τον ρώτησε. «Ποιος είσαι;» «Μην υψώνεις τη φωνή σου, Βίβιαν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάσαι... Το έχω ξανακάνει. Δεν είμαι παρά ο συνηθισμένος ληστής της γειτονιάς σου». «Τι θέλεις;» Η δασκάλα είχε αρχίσει να τρέμει. Ο Γκάρι σκέφτηκε για ένα δευτερόλεπτο προτού απαντήσει στην ερώτησή της. «Φαντάζομαι πως θέλω να στείλω

άλλο ένα μήνυμα μέσω της τηλεόρασης. Θέλω τη φήμη που δικαιούμαι σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια», είπε τελικά. «Θέλω να είμαι ο πιο τρομακτικός άνθρωπος στην Αμερική. Γι' αυτό δουλεύω στην πρωτεύουσα. Είμαι ο Γκάρι. Δε με θυμάσαι, Βιβ;»

Κεφάλαιο 34

ο ΣΑΜΠΣΟΝ ΚΙ ΕΓΩ τρέχαμε με τα πόδια στη Σι Στρητ, στην καρδιά του Κάπιτολ Χιλ. Άκουγα την αναπνοή μου μέσα στη μΰτη μου καθώς έτρεχα. Αισθανόμουν τα χέρια και τα πόδια μου εξαρθρωμένα. Αστυνομικά αυτοκίνητα και ασθενοφόρα είχαν κλείσει το δρόμο εντελώς. Είχαμε αναγκαστεί να παρκάρουμε στην Εφ Στρητ και να καλύψουμε τρέχοντας τα τελευταία οικοδομικά τετράγωνα. To WJLA-TV ήταν ήδη εκεί. Το ίδιο και το CNN. Σειρήνες ούρλιαζαν παντού. Διέκρινα μπροστά μας μια ομάδα δημοσιογράφων. Είχαν δει τον Σάμπσον κι εμένα να ερχόμαστε. Περνάμε τόσο απαρατήρητοι, όσο και οι Χάρλεμ Γκλομπτρότερς στο Τόκιο. «Ντετέκτιβ Κρος; Δόκτορ Κρος;» φώναξαν οι δημοσιογράφοι, προσπαθώντας να μας σταματήσουν. «Ουδέν σχόλιον», είπα κάνοντας νεύμα να παραμερίσουν. «Κι από τους δυο μας. Φύγετε από τη μέση, που να πάρει και να σηκώσει!» Μέσα στο διαμέρισμα της Βίβιαν Κιμ, ο Σάμπσον κι εγώ προσπεράσαμε όλα τα γνωστά πρόσωπα -τεχνικούς της Σήμανσης και ιατροδικαστές στο στοιχείο τους. «Δε θέλω να το κάνω άλλο αυτό», είπε ο Σάμπσον. «Ο

κόσμος πάει πια κατά διαβόλου. Παραπάει —ακόμη και για μένα». «Θα τα δώσουμε όλα», του ψιθύρισα. «Μαζί θα τα δώσουμε όλα». Ο Σάμπσον άδραξε το χέρι μου και το κράτησε. Αυτή η κίνηση μου είπε πολλά για το πόσο άσχημα ένιωθε ο Σάμπσον εκείνη τη στιγμή. Μπήκαμε στην πρώτη κρεβατοκάμαρα, στα δεξιά του διαδρόμου. Προσπαθούσα να είμαι ψύχραιμος. Δεν το κατάφερνα. Η κρεβατοκάμαρα της Βίβιαν Κιμ ήταν όμορφα διακοσμημένη. Πολλές υπέροχες, ασπρόμαυρες οικογενειακές φωτογραφίες και καλλιτεχνικές αφίσες σκέπαζαν το μεγαλύτερο μέρος των τοίχων. Έ ν α βιολί-αντίκα ήταν κρεμασμένο στον έναν τοίχο. Δεν ήθελα να κοιτάξω την αιτία για την οποία βρισκόμουν εκεί. Τελικά αναγκάστηκα να το κάνω. Η Βίβιαν Κιμ ήταν καρφωμένη στο κρεβάτι μ' ένα μακρύ κυνηγετικό μαχαίρι. Τη διαπερνούσε στο ύψος του στομαχιού της. Και τα δυο στήθη της είχαν αφαιρεθεί. Το τρίχωμα τον εφηβαίου της ήταν ξυρισμένο. Τα μάτια της ήταν γυρισμένα προς τα πίσω, σαν να είχε δει κάτι το αδιανόητο τις τελευταίες στιγμές της ζωής της. Άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί στην κρεβατοκάμαρα. Δεν μπορούσα να βλέπω το ακρωτηριασμένο σώμα της Βίβιαν Κιμ. Το βλέμμα μου στάθηκε σ' ένα λεκέ φωτεινού χρώματος πάνω στο πάτωμα. Συγκράτησα την αναπνοή μου. Κανένας δεν είχε πει τίποτα γι' αυτό όταν ανεβαίναμε. Κανένας δεν είχε προσέξει το σημαντικότερο ίχνος. Ευτυχώς, κανένας δεν είχε μετατοπίσει το αποδεικτικό στοιχείο. «Κοίταξε αυτό εδώ». Έδειξα στον Σάμπσον. Το δεύτερο αθλητικό παπούτσι της Μάγκι Ρόουζ Νταν βρισκόταν στο δάπεδο της κρεβατοκάμαρας της Βίβιαν Κιμ. Ο δολοφόνος άφηνε πίσω του αυτό που οι ανατόμοι ονομάζουν «καλλιτεχνικές πινελιές». Ο δολοφόνος είχε αφήσει ένα απροκάλυπτο μήνυμα αυτή τη φορά —την υπογραφή των υπογραφών. Έτρεμα καθώς έσκυβα πάνω από

το παπούτσι του μικροΰ κοριτσιού. Είχα μπροστά μου το πιο σαδιστικά χιούμορ του κόσμου. Το ροζ αθλητικό παπούτσι, σε ανατριχιαστική αντίθεση με την αιματηρή σκηνή του εγκλήματος. Ο Γκάρι Σόνετζι είχε περάσει από αυτή την κρεβατοκάμαρα. Ο Σόνετζι ήταν, επίσης, ο δολοφόνος των γκέτο. Αυτός ήταν Το Πράγμα. Και είχε επιστρέψει στην πόλη.

Κεφάλαιο 35

Ο Ν Τ Ω ς , Ο ΓΚΑΡΙ ΣΟΝΕΤΖΙ ήταν ακόμη στην Ουάσιγκτον. Έστελνε μηνύματα ειδικής παραγγελίας στους θαυμαστές του. Με μια διαφορά τώρα: μας προκαλούσε, επίσης. Ο Σάμπσον κι εγώ πήραμε άφεση από τον Χέφε· θα μπορούσαμε να δουλεύουμε στην υπόθεση της απαγωγής, εφόσον αυτή συσχετιζόταν με τις άλλες έρευνες για δολοφονίες. Και συσχετιζόταν σίγουρα. «Σήμερα είναι η μέρα που έχουμε ρεπό, επομένως θα πρέπει να το διασκεδάσουμε», μου είπε ο Σάμπσον καθώς βαδίζαμε στους δρόμους του Σάουθ-Ιστ. Ήταν η 13η Ιανουαρίου. Έκανε τσουχτερό κρύο. Οι άνθρωποι είχαν αναμμένες φωτιές μέσα σε σκουπιδοτενεκέδες σχεδόν σε κάθε σταυροδρόμι. «Ο δήμαρχος Μόνρο δεν τηλεφωνεί πια ούτε γράφει», είπα στον Σάμπσον. Έβλεπα την ανάσα μου να σχηματίζει συννεφάκια στον παγωμένο αέρα. «Θα εμφανιστεί όταν πιάσουμε Το Πράγμα», είπε ο Σάμπσον κόντρα στον αέρα. «Θα έρθει για να εισπράξει όλα τα χειροκροτήματα για λογαριασμό μας». Περπατούσαμε σατιρίζοντας την κατάσταση και τους εαυτούς μας. Ο Σάμπσον επαναλάμβανε στίχους από τραγούδια της ποπ, κάτι που συνηθίζει πολύ. Εκείνο το πρωί του είχε κολλήσει το «Now That We've Found Love» των Χέβι Ντι & Δε Μπόιζ, «Ανέβασέ μου τις στροφές, ανέβασέ

μου τις στροφές, είσαι το λουλουδάκι μου», επαναλάμβανε ασταμάτητα, λες και είχαν αυτοί οι στίχοι το νόημα που δε βρίσκαμε αλλού. Χτενίζαμε τη γειτονιά της Βίβιαν Κιμ, στην άκρη του Σάουθ-Ιστ. Το να χτενίζεις μια γειτονιά σού μουδιάζει το μυαλό, ακόμη κι αν είσαι νέος και αμύητος. «Μήπως είδατε κάποιον ή κάτι ασυνήθιστο χθες;» ρωτούσαμε όσους ήταν αρκετά ηλίθιοι ώστε να μας ανοίγουν την πόρτα τους. «Μήπως προσέξατε τίποτε αγνώστους, παράξενα αυτοκίνητα, κάτι που να σας έκανε εντύπωση; Αφήστε εμάς να κρίνουμε αν είναι σημαντικό». Ως συνήθως, κανένας δεν είχε δει τίποτε. Απολύτως τίποτα. Ούτε και χαιρόταν κανείς που μας έβλεπε· ιδίως, όσο προχωρούσαμε το... χτένισμά μας προς το Σάουθ-Ιστ. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η θερμοκρασία είχε πέσει στους τρεις βαθμούς κάτω από το μηδέν κι έριχνε ψιλό χιονάκι. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια ήταν σκεπασμένα με παγωμένη λάσπη. Δυο φορές πήγαμε κοντά στους ανθρώπους του δρόμου, που ζεσταίνονταν δίπλα στους σκουπιδοτενεκέδες με τις φωτιές τους. «Γαμημένοι μπάτσοι, πάντα κρυώνετε, ακόμη και το καλοκαίρι», μας είπε ένα βρομόπαιδο. Ο Σάμπσον κι εγώ γελάσαμε. Τελικά, γύρω στις έξι, κατευθυνθήκαμε εξαντλημένοι προς το αυτοκίνητο μας. Ήμαστε πτώματα. Μια ολόκληρη μέρα είχε πάει στράφι. Δεν είχε προκύψει τίποτα το θετικό. Ο Γκάρι Σόνετζι είχε γίνει πάλι καπνός. Αισθανόμουν σαν να έπαιζα σε ταινία τρόμου. «Θέλεις να καλύψουμε μερικά οικοδομικά τετράγωνα ακόμη;» ρώτησα τον Σάμπσον. Ένιωθα τόσο απελπισμένος, που θα μπορούσα να πάω να δοκιμάσω τους κουλοχέρηδες στο Ατλάντικ Σίτι. Ο Σόνετζι έπαιζε μαζί μας. Μπορεί να μας παρακολουθούσε. Μπορεί να ήταν αόρατος. Ο Σάμπσον κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ευχαριστώ, δε θα πάρω. Αυτό που θέλω είναι να πιω ένα κασόνι μπίρες, τουλάχιστον. Και μετά ίσως περάσω σε μια σοβαρότερη κατανάλωση αλκοόλ». Σκούπισε τα χιονόνερα από τα μαύρα του γυαλιά και τα ξαναφόρεσε. Είναι παράξενο πόσο καλά γνωρίζω την κάθε

του κίνηση. Σκουπίζει τα γυαλιά του με τον ίδιο τρόπο από τότε που ήταν δώδεκα χρονών. Είτε πρόκειται για βροχή είτε για χιόνι είτε για χιονόνερο. «Ας καλύψουμε τα επιπλέον τετράγωνα», είπα. «Για χάρη της δεσποινίδας Βίβιαν. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε». «Το ήξερα πως θα το έλεγες αυτό». Επισκεφθήκαμε το διαμέρισμα κάποιας κυρίας Κουίλι Μακμπράιντ γύρω στις έξι και είκοσι εκείνο το απόγευμα. Η Κουίλι και η φίλη της, η κυρία Σκοτ, κάθονταν μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας. Η κυρία Σκοτ είχε να μας πει κάτι που πίστευε ότι μπορεί να μας βοηθούσε. Βρισκόμαστε εκεί για ν' ακούσουμε οτιδήποτε είχε να μας πει. Αν διασχίσετε ποτέ το Σάουθ-Ιστ της Ουάσιγκτον ή το βόρειο τμήμα της Φιλαδέλφειας ή το Χάρλεμ στη Νέα Υόρκη κάποιο κυριακάτικο πρωινό, θα δείτε ακόμα κυρίες σαν την κυρία Μακμπράιντ και τη φίλη της, τη Γουίλι Μέι Ράνταλ Σκοτ. Οι κυρίες αυτές φορούν πουκάμισα που μοιάζουν με μπλούζες και ξεθωριασμένες, καμπαρντινέ φούστες. Στα συνηθισμένα τους αξεσουάρ περιλαμβάνονται καπέλα με φτερά και παπούτσια με χοντρά τακούνια και λουράκια, που σφίγγουν τα πόδια τους σαν λουκάνικα. Πηγαίνουν ή έρχονται από διάφορες εκκλησίες. Αν ανήκουν στην περίπτωση της Γουίλι Μέι, η οποία είναι μάρτυρας του Ιεχωβά, μοιράζουν το περιοδικό Σκοπιά. «Πιστεύω πως μπόρώ να σας βοηθήσω όλους σας», μας είπε η κυρία Σκοτ με μια απαλή, ειλικρινή φωνή. Θα πρέπει να πλησίαζε τα ογδόντα, αλλά ήταν πολύ σαφής και συγκεκριμένη στην ομιλία της. «Θα το εκτιμούσαμε πολύ αυτό», είπα. Οι τέσσερις μας καθίσαμε γύρω από το τραπέζι της κουζίνας. Στη μέση του τραπεζιού υπήρχε ένα πιάτο με κουλουράκια για τους επισκέπτες. Έ ν α τρίπτυχο με τις φωτογραφίες των δύο δολοφονημένων Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ βρισκόταν σε περίοπτη θέση σ' έναν τοίχο της κουζίνας. «Άκουσα για τη δολοφονία της δασκάλας», είπε η κυρία Σκοτ σ' εμένα και τον Σάμπσον, «και... τέλος πάντων, είδα

έναν άντρα να τριγυρνάει στη γειτονιά με το αυτοκίνητο του, ένα μήνα περίπου πριν από τους φόνους των Τέρνερ. Ήταν λευκός. Έ χ ω την τύχη να διαθέτω ακόμη πολΰ καλή μνήμη. Προσπαθώ να τη διατηρώ έτσι, συγκεντρώνοντας την προσοχή μου σε οτιδήποτε περνάει μπροστά από αυτά τα μάτια. Σε δέκα χρόνια από σήμερα θα μπορώ να θυμηθώ αυτή τη συνομιλία λεπτό προς λεπτό, κύριοι ντετέκτιβ». Η φίλη της, η κυρία Μακμπράιντ, είχε φέρει την καρέκλα της δίπλα στην κυρία Σκοτ. Στην αρχή δεν είπε τίποτε, αν και πήρε το παχουλό χέρι της φίλης της μέσα στην παλάμη της. «Αλήθεια είναι. Θα τη θυμηθεί», είπε η Κουίλι Μακμπράιντ. «Μια βδομάδα πριν από τους φόνους των Τέρνερ, ο ίδιος λευκός άντρας πέρασε πάλι από τη γειτονιά», συνέχισε η κυρία Σκοτ. «Αυτή τη δεύτερη φορά πήγαινε από πόρτα σε πόρτα. Ήταν πλασιέ». Ο Σάμπσον κι εγώ κοιταχτήκαμε. «Τι είδους πλασιέ;» τη ρώτησε ο Σάμπσον. Η κυρία Σκοτ άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο πρόσωπο του Σάμπσον προτού απαντήσει στην ερώτηση. Κατάλαβα ότι συγκεντρωνόταν, φροντίζοντας να θυμηθεί τα πάντα γι' αυτό τον άνθρωπο. «Πουλούσε συστήματα θέρμανσης για το χειμώνα. Πήγα κοντά στο αυτοκίνητό του και κοίταξα μέσα. Στο μπροστινό κάθισμα υπήρχε κάποιο βιβλίο πωλήσεων. Η εταιρεία του λέγεται Ατλάντικ και η έδρα της είναι στο Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ». Η κυρία Σκοτ μάς κοίταζε προσεκτικά, μια τον έναν και μια τον άλλο, για να βεβαιωθεί είτε ότι υπήρξε σαφής είτε ότι καταλάβαμε όλα όσα μας είχε μόλις πει. «Χθες είδα το ίδιο αυτοκίνητο να διασχίζει τη γειτονιά. Είδα το αυτοκίνητο το πρωί που σκοτώθηκε η γυναίκα στην Η Στρητ. Είπα στη φίλη μου από δω: "Αυτό δεν μπορεί να είναι σκέτη σύμπτωση, μπορεί;" Τώρα, δεν ξέρω αν πρόκειται γι' αυτόν που ψάχνετε, αλλά νομίζω πως θα 'πρεπε να μιλήσετε μαζί του». Ο Σάμπσον με κοίταξε. Και τότε, ταυτόχρονα, κάναμε κάτι που είχαμε ξεχάσει τον τελευταίο καιρό. Χαμογελάσαμε. Ακόμη και οι κυρίες αποφάσισαν να χαμογελάσουν μα-

ζί μας. Είχαμε κάτι στα χέρια μας. Είχαμε βρει, τελικά, μια άκρη —την πρώτη σ' όλη την υπόθεση. «Θα μιλήσουμε με τον περιοδεύοντα πλασιέ», είπα στην κυρία Σκοτ και την κυρία Μακμπράιντ. «Θα πάμε στο Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ».

Κεφάλαιο 36

ο ΓΚΑΡΙ ΜΕΡΦΙ ΓΥΡΙΣΕ στο σπίτι του λίγο μετά τις πέντε το επόμενο απόγευμα της 14ης Ιανουαρίου. Είχε πάει στα γραφεία της Ατλάντικ, στα περίχωρα του Γουίλμινγκτον. Λίγα μόνο άτομα βρίσκονταν εκεί και λογάριαζε να ασχοληθεί με κάποια άχρηστη γραφική εργασία. Έπρεπε να κάνει τον καλό για λίγο καιρό ακόμη. Κατέληξε να σκέφτεται σημαντικότερα θέματα. Το αριστοτεχνικό του σχέδιο. Του ήταν αδύνατο ν' αντιμετωπίσει σοβαρά το χαρτοβασίλειο των λογαριασμών και των τιμολογίων που σκέπαζαν το γραφείο του. Έπαιρνε μηχανικά στα χέρια του τσαλακωμένα τιμολόγια πελατών και χάζευε τα ονόματα, τα ποσά και τις διευθύνσεις. Ποιος άνθρωπος στα λογικά του θα νοιαζόταν για όλα αυτά τα τιμολόγια; σκεφτόταν ο Γκάρι. Όλα αυτά του φαίνονταν τόσο ασήμαντα, τόσο ηλίθια, τόσο τιποτένια. Αλλά αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο αυτή η δουλειά και το Ντέλαγουερ αποτελούσαν έναν εξαιρετικό κρυψώνα για τον ίδιο. Έτσι, δεν έκανε απολύτως τίποτα στο γραφείο του, πέρα από το να σκοτώσει μερικές ώρες. Επιστρέφοντας στο σπίτι, αγόρασε ένα δώρο για τη Ρόνι. Της πήρε ένα ροζ ποδήλατο με βοηθητικές ρόδες και χρωματιστές κορδέλες. Και μαζί ένα Ονειρεμένο Σπίτι της Μπάρμπι. Το πάρτι για τα γενέθλια της Ρόνι ήταν προγραμματισμένο για τις έξι.

Η Μίσι τον υποδέχτηκε στην εξώπορτα με μια αγκαλιά κι ένα φιλί. Πίστευε πολύ στη θετική ψυχολογική ενίσχυση των άλλων. Το πάρτι τής έδινε επίσης κάτι για ν' απασχολεί το μυαλά της. Τον είχε αφήσει ήσυχο τις τελευταίες μέρες. «Καταπληκτική μέρα, γλυκιά μου. Δε σου κάνω πλάκα. Έκλεισα τρία ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα. Ούτε ένα ούτε δύο, αλλά τρία», της είπε ο Γκάρι. Τι διάβολο. Μπορούσε να γίνεται γοητευτικός, όταν ήθελε. Ο κύριος Τσιπς πάει στο Ντέλαγουερ. Ακολούθησε τη Μίσι στην τραπεζαρία, όπου η γυναίκα του τακτοποιούσε πλαστικά και χάρτινα σερβίτσια με φανταχτερά χρώματα για το πάρτι των πάρτι. Η Μίσι είχε ήδη αναρτήσει ένα ζωγραφισμένο σεντόνι πάνω σ' έναν τοίχο —του είδους που έφτιαχναν για τους αγώνες ράγκμπι στο UD, το Πανεπιστήμιο των Ηλιθίων*. Αυτό εδώ έγραφε: ΔΩΣ' ΤΑ ΟΛΑ, ΡΟΝΙ - ΕΦΤΑ Ή ΤΙΠΟΤΑ! «Είσαι σκέτη μεγαλοφυία, μωρό μου. Μπορείς και κάνεις θαύματα με το τίποτα. Όλα αυτά δημιουργούν μια υπέροχη ατμόσφαιρα», είπε ο Γκάρι. «Τα πράγματα πάνε σίγουρα προς το καλύτερο». Στην πραγματικότητα ο Γκάρι άρχιζε να πέφτει σε κατάθλιψη. Ένιωθε πλήρη αδιαφορία για όλα αυτά και ήθελε να ρίξει έναν υπνάκο. Η σκέψη του πάρτι των γενεθλίων της Ρόνι του φαινόταν ξαφνικά εξοντωτική. Φυσικά, όταν ήταν αυτός παιδί, δεν του ετοίμαζαν κανένα πάρτι. Οι γείτονες άρχισαν να καταφτάνουν στις έξι ακριβώς. Αυτό ήταν καλό σημάδι, σκέφτηκε ο Γκάρι. Σήμαινε ότι τα παιδιά ήθελαν πραγματικά να έρθουν. Συμπαθούσαν τη Ρόνι. Το έβλεπε πάνω σε όλα τα Μπαλονοκέφαλα προσωπάκια τους. Αρκετοί από τους γονείς έμειναν για το πάρτι. Ήταν φίλοι δικοί του και της Μίσι. Έπαιξε ευσυνείδητα το ρόλο του μπάρμαν, ενώ η Μίσι οργάνωνε για τα παιδιά μια ποικιλία παιχνιδιών: περνά περνά η μέλισσα, μουσικές καρέκλες, τυφλόμυγα. * Λογοπαίγνιο με τα αρχικά των λέξεων University of Delaware (Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ) και Uninersity Dump (Πανεπιστήμιο των Ηλιθίων). (Σ.τ.Μ.)

Όλοι περνούσαν όμορφα. Κοίταξε τη Ρόνι, η οποία του φάνηκε σαν σβούρα. Ο Γκάρι είχε μια μόνιμη φαντασίωση —ότι δολοφονούσε όλους όσοι συμμετείχαν σ' ένα παιδικό πάρτι γενεθλίων. Σ' ένα πάρτι γενεθλίων ή, ίσως, σ' ένα παιδικό κυνήγι πασχαλινών αβγών. Αυτή η φαντασίωση τον έκανε να νιώσει κάπως καλύτερα.

Κεφάλαιο 37

Τ ο ΣΠΙΤΙ ΗΤΑΝ ΔΙΩΡΟΦΟ, με λευκοβαμμένα τούβλα, μέσα σ' ένα οικόπεδο με πολλά δέντρα. Ήταν ήδη περικυκλωμένο από αυτοκίνητα στέισον βάγκον και τζιπ —τα οικογενειακά οχήματα των κατοίκων των προαστίων. «Αυτό δεν μπορεί να είναι το σπίτι του», είπε ο Σάμπσον τη στιγμή που παρκάραμε σ' έναν παράπλευρο δρόμο. «Δεν μπορεί Το Πράγμα να ζει εδώ. Αυτό είναι σπίτι για τον Τζίμι Στιούαρτ *». Είχαμε βρει τον Γκάρι Σόνετζι, αλλά αλλιώς τα περιμέναμε τα πράγματα. Το σπίτι του τέρατος ήταν το τέλειο κουκλόσπιτο των προαστίων, ένα σπίτι φτιαγμένο από ζάχαρη, σ' έναν περιποιημένο δρόμο στο Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ. Σε λίγο θα συμπληρώνονταν είκοσι τέσσερις ώρες αφότου μιλήσαμε με την κυρία Σκοτ στην Ουάσιγκτον. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα είχαμε εντοπίσει την εταιρεία Ατλάντικ στο Γουίλμινγκτον και είχαμε συγκροτήσει πάλι την αρχική Ομάδα Διάσωσης Ομήρων. Φώτα έλαμπαν στα περισσότερα παράθυρα του σπιτιού. Το φορτηγάκι μιας πιτσαρίας σταμάτησε μπροστά στο σπίτι ταυτόχρονα σχεδόν μ' εμάς. Έ ν α ψηλόλιγνο, ξανθό αγόρι έτρεξε στην εξώπορτα, κρατώντας τέσσερις μεγάλες πίτσες * 0 Τζέιμς Στιοΰαρτ, παλιός ηθοποιός του κινηματογράφου, έπαιζε συνήθως ρόλους υποδειγματικού μεσοαστού. (Σ.τ.Μ.)

στα χέρια του. Το παιδί της πιτσαρίας πληρώθηκε και το φορτηγάκι έφυγε το ίδιο γρήγορα όπως είχε έρθει. Το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα όμορφο σπίτι σε μια όμορφη γειτονιά μου προξενούσε νευρικότητα και ακόμη μεγαλύτερη καχυποψία για τα επόμενα λίγα λεπτά. Ο Σόνετζι βρισκόταν πάντα δυο βήματα πιο μπροστά από μας -κατά κάποιον τρόπο. «Ας κινηθούμε», είπα στον ειδικό πράκτορα Σκόρσε. «Αυτό είναι, παιδιά. Οι πύλες της κολάσεως». Εννέα από μας μπουκάραμε στο σπίτι —ο Σκόρσε, ο Ράιλι, ο Κρεγκ και δύο άλλοι από το FBI, ο Σάμπσον, εγώ, ο Τζεμπ Κλέπνερ και η Τζέζι Φλάναγκαν. Ήμαστε βαριά οπλισμένοι και φορούσαμε αλεξίσφαιρα γιλέκα. Θέλαμε να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία. Εδώ και τώρα. Εγώ μπήκα από την κουζίνα ταυτόχρονα με τον Σκόρσε. Ο Σάμπσον ακολουθούσε ένα βήμα πίσω μας και δεν έμοιαζε με μπαμπά της γειτονιάς που ερχόταν καθυστερημένος στο πάρτι. «Ποιοι είστε εσείς; Τι συμβαίνει;» ούρλιαξε μια γυναίκα που βρισκόταν στον πάγκο της κουζίνας τη στιγμή που ορμούσαμε μέσα. «Πού είναι ο Γκάρι Μέρφι;» ρώτησα με δυνατή φωνή, δείχνοντας ταυτόχρονα την αστυνομική μου ταυτότητα. «Είμαι ο Άλεξ Κρος. Αστυνομία. Βρισκόμαστε εδώ για την απαγωγή της Μάγκι Ρόουζ Νταν». «Ο Γκάρι είναι στην τραπεζαρία», είπε με τρεμάμενη φωνή μια άλλη γυναίκα, που στεκόταν μπροστά σ' έναν αποχυμωτή. «Από δω». Μας έδειξε μια πόρτα με το χέρι της. Διασχίσαμε τρέχοντας τον ενδιάμεσο διάδρομο. Οικογενειακές φωτογραφίες ήταν κρεμασμένες στους τοίχους. Στο πάτωμα υπήρχε μια στοίβα από πακεταρισμένα ακόμη δώρα. Εμείς είχαμε βγάλει έξω τα περίστροφά μας. Ήταν μια τρομακτική στιγμή. Τα παιδιά ήταν φοβισμένα. Το ίδιο και οι μητέρες και οι πατέρες τους. Υπήρχαν τόσο πολλοί αθώοι άνθρωποι εκεί μέσα —όπως ακριβώς και στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ, σκεφτόμουν. Όπως ακριβώς και στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον. Ο Γκάρι Σόνετζι δε βρισκόταν πουθενά στην τραπεζαρία. Μόνο αστυνομικοί, παιδιά με καπελάκια γενεθλίων,

κατοικίδια ζώα, μαμάδες και μπαμπάδες με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη. «Νομίζω ότι ο Γκάρι πήγε επάνω», είπε τελικά κάποιος πατέρας. «Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι στο διάβολο συμβαίνει;» Ο Κρεγκ και ο Ράιλι κατέβαιναν ήδη τη σκάλα από τον πάνω όροφο. «Δεν είναι επάνω», φώναξε ο Ράιλι. Κάποιο από τα παιδιά είπε: «Νομίζω πως ο κΰριος Μέρφι κατέβηκε στο κελάρι. Τι έκανε;» Τρέξαμε πίσω στην κουζίνα και κάτω στο κελάρι —ο Σκόρσε, ο Ράιλι κι εγώ. Ο Σάμπσον ανέβηκε επάνω για να ελέγξει ξανά. Δεν υπήρχε κανείς στα δύο μικρά δωμάτια του υπογείου. Υπήρχε μια έξοδος κίνδυνου που έβγαζε στον κήπο. Ήταν κλειστή και κλειδωμένη απέξω. Ο Σάμπσον βρέθηκε κάτω ένα δευτερόλεπτο αργότερα, κατεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλοπάτια. «Έλεγξα ξανά ολόκληρο τον πάνω όροφο. Δεν είναι εκεί!» Ο Γκάρι Σόνετζι είχε εξαφανιστεί πάλι.

Κεφάλαιο 38

Ε Ν Τ Ά Ξ Ε Ι , ΑΣ ΑΝΕΒΑΣΟΥΜΕ λίγο την ένταση! Ας παίξουμε λίγο σοβαρό ροκ εντ ρολ. Ας σοβαρευτούμε τώρα, σκεφτόταν ο Γκάρι καθώς έτρεχε να το σκάσει. Είχε στο μυαλό του σχέδια διαφυγής από τότε που ήταν δεκαπέντε ή δεκαέξι χρονών. Ήξερε ότι οι λεγόμενες Αρχές θα έρχονταν για να τον πιάσουν κάποια μέρα, κατά κάποιον τρόπο, κάπου. Τα είχε δει όλα με το μυαλό του στις καλοδουλεμένες ονειροπολήσεις του. Το μοναδικό ερώτημα ήταν το πότε. Και, ενδεχομένως, το γιατί. Για ποιο απ' όλα τα εγκλήματά του; Και ξαφνικά οι Αρχές βρέθηκαν εκεί, στη λεωφόρο Σέντραλ, στο Γουίλμινγκτον! Το τέλος του περιβόητου ανθρωποκυνηγητού. Ή μήπως ήταν η αρχή; Ο Γκάρι λειτουργούσε σαν προγραμματισμένο μηχάνημα από τη στιγμή που αντιλήφθηκε την αστυνομία. Δυσκολευόταν να πιστέψει πως αυτό που είχε φαντασιώσει τόσο πολλές φορές συνέβαινε στην πραγματικότητα. Ωστόσο βρίσκονταν εκεί. Τα ξεχωριστά όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Αν είσαι νέος στην καρδιά. Είχε πληρώσει απόλυτα ήρεμος το παιδί της πιτσαρίας. Έπειτα κατέβηκε στο υπόγειο και βγήκε έξω από το κελάρι. Χρησιμοποίησε μια ειδική, μισοκρυμμένη πόρτα και μπήκε στο γκαράζ. Ξανακλείδωσε την πόρτα απέξω. Μια άλλη πλαϊνή πόρτα έβγαζε σ' ένα μικρό μονοπάτι στην αυλή

των Ντόγιερς. Κλείδωσε κι αυτή την πόρτα πίσω του. Οι μπότες του Τζίμι Ντόγιερς για τα χιόνια βρίσκονταν στα σκαλιά της βεράντας του. Το έδαφος ήταν χιονισμένο. Πήρε τις μπότες του γείτονά του. Κοντοστάθηκε ανάμεσα στο σπίτι των Ντόγιερς και στο δικό του. Σκέφτηκε να τους αφήσει να τον πιάσουν εδώ και τώρα - ν α συλληφθεί— όπως ακριβώς και ο Μπρούνο Χάουπτμαν στην υπόθεση Λίντμπεργκ. Ενθουσιάστηκε μ' αυτή την ιδέα. Όμως όχι ακόμη. Όχι εδώ. Ύστερα άρχισε να τρέχει μακριά, διασχίζοντας ένα στενό δρομάκι ανάμεσα στα σπίτια. Κανένας άλλος, εκτός από τα παιδιά, δε χρησιμοποιούσε το στενό δρομάκι, που ήταν γεμάτο ψηλά αγριόχορτα και άδεια τενεκεδένια κουτιά αναψυκτικών. Αισθανόταν σαν να είχε τηλεσκοπική όραση. Αυτό θα πρέπει να οφειλόταν στο φόβο που ένιωθε σε κάθε κύτταρο του κορμιού του. Ο Γκάρι φοβόταν. Όφειλε να παραδεχτεί ότι φοβόταν. Πρέπει ν' αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα της αδρεναλίνης σου, φίλε μου. Διέσχισε τρέχοντας τις πίσω αυλές των σπιτιών της λεωφόρου Σέντραλ. Και μετά χώθηκε μέσα στα πυκνά δέντρα του Ντάουνινγκ Παρκ. Δε συνάντησε ψυχή στο δρόμο του. Μόνον όταν έριξε μια ματιά προς τα πίσω, τους είδε να κινούνται προς το σπίτι του. Είδε τους μεγαλόσωμους, μαύρους κάφρους Κρος και Σάμπσον. Το υπέρμετρα διαφημισμένο Ανθρωποκυνηγητό. To FBI σε όλο του το μεγαλείο. Έτρεχε μ' όλη του τη δύναμη τώρα, κατευθείαν προς το σταθμό του μετρό, που απείχε τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα από το σπίτι του. Εκεί βρισκόταν ο συνδετικός του κρίκος με τη Φιλαδέλφεια, την Ουάσιγκτον, τη Νέα Υόρκη, τον έξω κόσμο. Θα πρέπει να κάλυψε την απόσταση σε δέκα δευτερόλεπτα —κάτι τέτοιο. Διατηρούσε τον εαυτό του σε φόρμα. Πανίσχυρα πόδια και χέρια, στομάχι σανίδα. Ένα παλιό Φολκσβάγκεν ήταν παρκαρισμένο μπροστά στο σταθμό. Βρισκόταν πάντα παρκαρισμένο εκεί —ο πιστός του σκαραβαίος από την τρελή του νιότη. Η «σκηνή

παρελθόντων εγκλημάτων», για να το θέσουμε ήπια. Είχε κάνει τόσες διαδρομές, όσες χρειάζονταν για να διατηρείται σε καλή κατάσταση η μπαταρία του. Ήταν ώρα για περισσότερη πλάκα, για περισσότερα παιχνίδια. Ο Γιος του Λίντμπεργκ είχε αναλάβει δράση ξανά.

Κεφάλαιο 39

Ο ΣΑΜΠΣΟΝ ΚΙ ΕΓΩ βρισκόμαστε ακόμη στο σπίτι των Μέρφι, παρά το γεγονός ότι η ώρα ήταν περασμένες έντεκα. Οι δημοσιογράφοι ήταν συγκεντρωμένοι έξω, πίσω από τις κίτρινες κορδέλες της αστυνομίας. Το ίδιο και καμιά διακοσαριά στενοί φίλοι και γείτονες από το Γουίλμινγκτον. Η πόλη δεν είχε ξαναγνωρίσει μεγαλύτερη νύχτα. Άλλο ένα μαζικό ανθρωποκυνηγητό είχε ήδη ξεκινήσει κατά μήκος της Ανατολικής Ακτής, αλλά και προς τα δυτικά, στην Πενσιλβάνια και στο Οχάιο. Ήταν αδιανόητο ότι ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι θα μπορούσε να ξεφύγει για δεύτερη φορά. Δεν πιστεύαμε πως μπορούσε να είχε σχεδιάσει αυτή τη διαφυγή με τον ίδιο τρόπο που είχε σχεδιάσει την άλλη από την Ουάσιγκτον. Κάποιο από τα παιδιά στο πάρτι είχε προσέξει ένα τοπικό περιπολικό να περνάει μπροστά από το σπίτι ελάχιστα λεπτά πριν φτάσουμε εμείς στη γειτονιά. Το παιδί είχε μιλήσει εντελώς αθώα για το αστυνομικό αυτοκίνητο στον κύριο Μέρφι. Ο απαγωγέας είχε διαφύγει από καθαρή τύχη! Μας ξέφυγε για ελάχιστα λεπτά. Ο Σάμπσον κι εγώ ανακρίναμε τη Μίσι Μέρφι για περισσότερο από μια ώρα. Θα μαθαίναμε, τελικά, κάτι για τον πραγματικό Σόνετζι/Μέρφι. Η Μίσι Μέρφι θα μπορούσε άνετα να είναι μια από τις μητέρες των παιδιών του Δημοτικού Σχολείου Ουάσιγκτον.

Είχε χτενισμένα τα ξανθά μαλλιά της με απλό τρόπο. Φορούσε μπλε φούστα και λευκή μπλούζα. Είχε λίγα παραπανίσια κιλά, αλλά ήταν όμορφη. «Κανείς σας δε φαίνεται να το πιστεύει, αλλά τον ξέρω τον Γκάρι. Ξέρω ποιος είναι», μας είπε. «Δεν είναι απαγωγέας». Κάπνιζε το ένα μετά το άλλο Μάρλμπορο Λάιτ καθώς μιλούσε. Αυτή ήταν η μοναδική ένδειξη που πρόδιδε αγωνία και οδύνη. Μιλούσαμε με την κυρία Μέρφι στην κουζίνα. Ο χώρος ήταν τακτοποιημένος και καθαρός, ακόμη και το βράδυ ενός πάρτι. Πρόσεξα βιβλία μαγειρικής της Μπέτυ Κρόκερ δίπλα σε βιβλία μαγειρικής της σειράς Ασημένιος Ουρανίσκος και ένα αντίτυπο του βιβλίου Διαλογισμοί για Πολυάσχολες Γυναίκες. Μια φωτογραφία του Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι με μαγιό ήταν κολλημένη πάνω στο •ψυγείο. Έμοιαζε με το πρότυπο του Αμερικανού πατέρα. «Ο Γκάρι δεν είναι βίαιος. Δεν μπορεί καν να βάλει τιμωρία τη Ρόνι», μας έλεγε η Μίσι Μέρφι. Αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον. Ταίριαζε με ένα μοντέλο συμπεριφοράς που μελετούσα για χρόνια: αυτό των σχέσεων των ψυχοπαθών με τα παιδιά τους. Συχνά οι ψυχοπαθείς δυσκολεύονται να είναι αυστηροί μαζί τους. «Σας έχει πει γιατί έχει δυσκολία να βάλει τιμωρία στην κόρη σας;» τη ρώτησα. «Ο Γκάρι δεν πέρασε ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Θέλει μόνο το ίαλύτερο για τη Ρόνι. Ξέρει ότι έτσι αντισταθμίζει τη δική του άσχημη παιδική ηλικία. Είναι πανέξυπνος. Θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει διδακτορικό στα μαθηματικά». «Ο Γκάρι μεγάλωσε εδώ, στο Γουίλμινγκτον;» ρώτησε ο Σάμπσον τη Μίσι. Ήταν γλυκομίλητος και ήρεμος μαζί της. «Όχι, μεγάλωσε στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ. Ο Γκάρι έζησε εκεί μέχρι τα δεκαεννιά του». Ο Σάμπσον κράτησε μια σημείωση κι έπειτα μου έριξε μια ματιά. Το Πρίνστον ήταν κοντά στο Χόπγουελ, όπου είχε γίνει η απαγωγή του μικρού Λίντμπεργκ στη δεκαετία του 1930. Ο Γιος του Λίντμπεργκ, είχε υπογράψει ο Σόνετζι στα σημειώματα για τα λύτρα. Εξακολουθούσαμε να μην ξέρουμε το λόγο. «Η οικογένειά του βρίσκεται ακόμη στο Πρίνστον;» ρώ-

τησα την κυρία Μέρφι. «Μπορούμε να έρθουμε ο' επαφή μαζί τους εκεί;» «Δεν υπάρχει πια κανείς από την οικογένειά του. Κάηκε το σπίτι τους, όταν ο Γκάρι βρισκόταν στη σχολή. Η μητριά του Γκάρι, ο μπαμπάς του, ο θετός αδερφός και η θετή αδερφή του πέθαναν όλοι τους σ' αυτή την τραγωδία». Ήθελα να σκαλίσω σε βάθος όλα όσα έλεγε η Μίσι Μέρφι. Αντιστάθηκα στον πειρασμό για την ώρα. Πυρκαγιά στο σπίτι ενός προβληματικού νεαρού, λοιπόν; Άλλη μια ξεκληρισμένη οικογένεια· άλλη μια κατεστραμμένη οικογένεια. Μήπως ήταν αυτός ο πραγματικός στόχος του Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι; Οι οικογένειες; Κι αν ήταν έτσι, πού κολλούσε η Βίβιαν Κιμ; Τη σκότωσε μόνο για επίδειξη; «Γνωρίσατε κάποιον από την οικογένειά του;» ρώτησα τη Μίσι. «Όχι. Πέθαναν πριν γνωριστούμε ο Γκάρι κι εγώ. Εμείς γνωριστήκαμε όταν ήμαστε τελειόφοιτοι στο πανεπιστήμιο. Εγώ ήμουν στο Ντέλαγουερ». «Τι σας έχει πει ο σύζυγος σας για τα χρόνια που έζησε κοντά στο Πρίνστον;» «Όχι πάρα πολλά. Κρατάει πολλά μέσα του. Οι Μέρφι ζούσαν αρκετά χιλιόμετρα έξω από την πόλη, απ' όσο ξέρω. Ο πλησιέστερος γείτονάς τους απείχε τρία ή τέσσερα χιλιόμετρα. Ο Γκάρι δεν είχε φίλους, μέχρι που πήγε στο σχολείο. Ακόμη και τότε, δεν έκανε εύκολα παρέες. Είναι, πολύ ντροπαλός». «Και με τον αδερφό και την αδερφή που αναφέρατε;» ρώτησε ο Σάμπσον. «Ήταν θετά αδέρφια του. Αποτελούσαν κι αυτοί μέρος του προβλήματος του Γκάρι. Δεν είχε καλές σχέσεις μαζί τους». «Ανέφερε ποτέ την απαγωγή του παιδιού των Λίντμπεργκ; Έχει καθόλου βιβλία για τον Λίντμπεργκ;» συνέχισε ο Σάμπσον. Η τεχνική του στις ερωταπαντήσεις είναι να μπαίνει κατευθείαν στο ψητό. Η Μίσι Μέρφι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι. Όχι, απ' όσο ξέρω. Υπάρχει ένα δωμάτιο γεμάτο με βιβλία του κάτω στο υπόγειο. Μπορείτε να κοιτάξετε». «Α, θα κοιτάξουμε», της είπε ο Σάμπσον.

Αυτό ήταν πλούσιο υλικό για μας και ανακουφίστηκα ακούγοντας το. Πριν απ' αυτό, δεν είχαμε σχεδόν τίποτα για να προχωρήσουμε. «Ζει η πραγματική του μητέρα;» τη ρώτησα. «Δεν ξέρω. Ο Γκάρι αρνείται να μιλήσει γι' αυτή. Δεν την αναφέρει ποτέ». «Και τη μητριά του;» «Ο Γκάρι δε συμπαθούσε τη μητριά του. Προφανώς, ήταν πολύ προσκολλημένη στα δικά της παιδιά. Ο Γκάρι την έλεγε "Η πόρνη της Βαβυλώνας". Πιστεύω πως καταγόταν από το Γουέστ Μπάμιλον της Νέας Υόρκης. Νομίζω πως είναι κάπου στο Λονγκ Άιλαντ». Ύστερα από τόσο καιρό χωρίς κανένα στοιχείο, δεν προλάβαινα να κάνω ερωτήσεις. Ό,τι άκουγα μέχρι στιγμής ταίριαζε. Μια σημαντική ερώτηση υπέβοσκε: έλεγε ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι την αλήθεια στη γυναίκα του; Ήταν ικανός να πει την αλήθεια σε κάποιον; «Κυρία Μέρφι, μήπως έχετε καμιά ιδέα για το πού μπορεί να έχει πάει;» τη ρώτησα τώρα. «Κάτι τρόμαξε πραγματικά τον Γκάρι», μου απάντησε. «Νομίζω ότι μπορεί να έχει σχέση με τη δουλειά του, κατά κάποιον τρόπο. Και με τον αδερφό μου, ο οποίος είναι ο εργοδότης του. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι πήγε στο σπίτι του στο Νιου Τζέρσεϊ, αλλά μπορεί να πήγε. Ίσως ο Γκάρι να πήγε στο πατρικό του σπίτι. Είναι παρορμητικός». Ένας από τους πράκτορες του FBI, ο Μάρκους Κόνορ, φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας της κουζίνας. «Μπορώ να δω και τους δυο σας για ένα λεπτό; Συγνώμη, δε θα τους κρατήσω περισσότερο από ένα λεπτό», είπε στην κυρία Μέρφι. Ο Κόνορ μας συνόδευσε κάτω στο υπόγειο του σπιτιού. Ο Τζέρι Σκόρσε, ο Ράιλι και ο Κάιλ Κρεγκ από το FBI βρίσκονταν ήδη εκεί και περίμεναν. Ο Σκόρσε κρατούσε ένα ζευγάρι καλτσάκια Φίντο Ντίντο. Τα αναγνώρισα από περιγραφές σχετικά με το τι φορούσε η Μάγκι Ρόουζ Νταν τη μέρα της απαγωγής. Επίσης, από τις επισκέψεις μου στο δωμάτιο της μικρής, όπου είχα δει τα ρούχα και τα αξεσουάρ της. «Λοιπόν, τι λες, Άλεξ;» με ρώτησε ο Σκόρσε. Είχα προ-

σέξει πως, όποτε τα πράγματα γίνονταν πραγματικά ζόρικα, ζητούσε τη γνώμη μου. «Το ίδιο ακριβώς που είπα και για το αθλητικό παπούτσι στην Ουάσιγκτον. Τα άφησε για μας. Παίζει ε'να παιχνίδι τώρα. Και θέλει να παίξουμε μαζί του».

Κεφάλαιο 40

Τ ο ΠΑΛΙΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΝΤΙΠΟΝ στο κέντρο του Γουίλμινγκτον ήταν ένα βολικό μέρος για να κοιμηθεί κανείς. Διέθετε ένα όμορφο, ήσυχο μπαρ, όπου ο Σάμπσον κι εγώ σκοπεύαμε να πιούμε με την ησυχία μας μερικά ποτά. Δεν πιστεύαμε πως θα είχαμε παρέα, όμως μείναμε έκπληκτοι όταν η Τζέζι Φλάναγκαν, ο Κλέπνερ και μερικοί από τους πράκτορες του FBI μας συντρόφεψαν στο ποτό. Ήμαστε κουρασμένοι και απογοητευμένοι ύστερα από την παρά τρίχα σύλληψη του Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Ήπιαμε άφθονο, δυνατό αλκοόλ μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για την ακρίβεια, τα βρήκαμε μια χαρά μεταξύ μας. «Η ομάδα». Παίξαμε ζάρια και κάναμε αρκετή φασαρία μέσα στο αξιοπρεπέστατο μπαρ του ξενοδοχείου εκείνη τη νύχτα. Ο Σάμπσον κουβέντιασε με την Τζέζι Φλάναγκαν για λίγο. Τη βρήκε κι αυτός καλή αστυνομικό. Το γλέντι τελικά ξεθύμανε και το διαλύσαμε για να πάμε να βρούμε τα δωμάτιά μας, που ήταν σκορπισμένα σ' ολόκληρο το ευρύχωρο Ντιπόν. Ο Τζεμπ Κλέπνερ, η Τζέζι κι εγώ πήραμε τη σκάλα με το παχύ χαλί για να πάμε στα δωμάτιά μας, στο δεύτερο και στον τρίτο όροφο. Το Ντιπόν ήταν σαν μαυσωλείο στις τρεις παρά τέταρτο το πρωί. Έξω, στον κεντρικό δρόμο που διέσχιζε το Γουίλμινγκτον, δεν υπήρχε η παραμικρή κίνηση. Το δωμάτιο του Κλέπνερ ήταν στο δεύτερο όροφο. «Θα

δω κανένα σοφτ πορνό», μας είπε τη στιγμή που μας καληνύχτιζε. «Με βοηθάει συνήθως να κοιμηθώ αμέσως». «Όνειρα γλυκά», του είπε η Τζέζι. «Ραντεβού στον προθάλαμο, στις εφτά». Ο Κλέπνερ βόγκηξε σέρνοντας τα βήματά του στο διάδρομο προς το δωμάτιο του. Η Τζέζι κι εγώ συνεχίσαμε στη γυριστή σκάλα προς τον επόμενο όροφο. Είχε τόση ησυχία, που μπορούσες ν' ακούσεις τα κλικ κλικ που έκανε το φανάρι απέξω, καθώς άλλαζε χρώματα από πράσινο σε κίτρινο και μετά σε κόκκινο. «Εξακολουθώ να είμαι πολύ σφιγμένος», της είπα. «Μπορώ να δω τον Σόνετζι/Μέρφι τώρα. Δύο πρόσωπα. Είναι και τα δύο πολύ καθαρά μέσα στο κεφάλι μου». «Κι εγώ είμαι σφιγμένη. Είναι η φύση μου τέτοια. Τι θα έκανες αν ήσουν στο σπίτι σου αντί για εδώ;» με ρώτησε η Τζέζι. «Θα πήγαινα, μάλλον, να παίξω πιάνο, στην τζαμαρία μας. Να ξυπνήσω τη γειτονιά με μερικά μπλουζ». Η Τζέζι γέλασε δυνατά. «Θα μπορούσαμε να γυρίσουμε στο μπαρ. Υπήρχε ένα παλιό όρθιο πιάνο εκεί. Θα ανήκε πιθανότατα σε κάποιον από τους Ντιπόν. Εσύ θα παίξεις κι εγώ θα πιω άλλο ένα ποτό». «Ο μπάρμαν έφυγε περίπου δέκα δευτερόλεπτα μετά από μας. Βρίσκεται ήδη στο σπίτι του και στο κρεβάτι του». Είχαμε φτάσει στον τρίτο όροφο του Ντιπόν, στο σημείο απ' όπου ξεκινούσαν οι διάδρομοι προς τα δωμάτια. Περίτεχνα διακοσμημένες ταμπέλες στον τοίχο έδειχναν τους αριθμούς των δωματίων και τις κατευθύνσεις που έπρεπε ν' ακολουθήσεις. Κάποιοι ένοικοι είχαν βγάλει τα παπούτσια τους έξω από τα δωμάτιά τους για να τα βρουν γυαλισμένα το πρωί. «Εγώ είμαι στο τρία έντεκα». Η Τζέζι έβγαλε μια λευκή κάρτα-κλειδί από την τσέπη του μπουφάν της. «Εγώ είμαι στο τρία τριάντα τέσσερα. Ώρα για ύπνο. Για να είμαστε φρέσκοι το πρωί». Η Τζέζι χαμογέλασε και με κοίταξε στα μάτια. Για πρώτη φορά, απ' όσο μπορούσα να θυμηθώ, κανείς μας δεν είχε να πει κάτι. Την πήρα στην αγκαλιά μου και την κράτησα τρυφερά.

Φιληθήκαμε στο διάδρομο. Είχα καιρό να φιλήσω κάποια έτσι. Για την ακρίβεια, δεν ήμουν σίγουρος ποιος είχε αρχίσει το φιλί. «Είσαι πολύ άμορφη», ψιθύρισα μάλις χώρισαν τα χείλια μας. Οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να πω, αλλά ήταν η αλήθεια. Η Τζέζι χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι της. «Τα χείλια μου είναι πολύ φουσκωτά και μεγάλα. Μοιάζω σαν να είχα πέσει κάτω με τα μούτρα όταν ήμουν μικρή. Εσύ είσαι ο όμορφος. Μοιάζεις με τον Μοχάμεντ Άλι». «Βέβαια, αφού άρπαξε πρώτα κάποιες γροθιές παραπάνω». «Λίγες γροθιές, ίσως, που σου δίνουν τύπο. Όσες ακριβώς χρειαζόσουν. Και το χαμόγελο σου είναι όμορφο. Χαμογέλασέ μου, Άλεξ». Ξαναφίλησα εκείνα τα φουσκωτά χείλια. Ήταν τέλεια, απ' όσο μπορούσα να κρίνω. Υπάρχουν πολλοί μύθοι σχετικά με τους μαύρους άντρες που ποθούν λευκές γυναίκες· για μερικές λευκές γυναίκες που θέλουν να πειραματιστούν με μαύρους άντρες. Η Τζέζι Φλάναγκαν ήταν μια έξυπνη, εξαιρετικά ελκυστική γυναίκα. Ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο μπορούσα να μιλήσω, που ήθελα να βρίσκομαι μαζί του. Και να 'μαστέ εκεί, ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου, γύρω στις τρεις το πρωί. Είχαμε πιει και οι δυο κάτι παραπάνω, όμως όχι πολύ παραπάνω. Δε λειτουργούσαν μύθοι. Ήμαστε απλώς δύο άνθρωποι μόνοι, σε μια ξένη πόλη, μια πολύ παράξενη νύχτα στη ζωή και των δυο μας. Ήθελα να με πάρει κάποιος στην αγκαλιά του εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Το ίδιο, νομίζω, και η Τζέζι. Το βλέμμα της ήταν γλυκό. Όμως εκείνη τη νύχτα υπήρχε στο βλέμμα της και κάτι το εύθραυστο. Υπήρχε ένα πλέγμα από μικροσκοπικές, κόκκινες φλεβίτσες στις άκρες των ματιών της. Ίσως να έβλεπε κι εκείνη ακόμη τον Σόνετζι/Μέρφι. Είχαμε πλησιάσει τόσο πολύ στη σύλληψή του. Αυτή τη φορά βρεθήκαμε μόνο μισό βήμα πίσω του. Μελέτησα το πρόσωπο της Τζέζι μ' έναν τρόπο που δεν μπορούσα να το μελετήσω προηγουμένως και ούτε είχα φανταστεί πως θα μπορούσα ποτέ. Πέρασα τρυφερά το δάχτυ-

λό μου πάνω στα μάγουλά της. Η επιδερμίδα της ήταν απαλή και λεία. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν σαν μετάξι ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Το άρωμά της ήταν διακριτικό, σαν αγριολούλουδο. Μια φράση γυρνούσε μέσα στο κεφάλι μου. Μην αρχίζεις τίποτα που δεν μπορείς να το τελειώσεις. «Λοιπόν, Άλεξ;» είπε η Τζέζι ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι. «Αυτό είναι ένα δύσκολο πρόβλημα, δεν είναι;» «Όχι για δύο έξυπνους μπάτσους όπως εμείς», της είπα. Πήραμε το διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιο 311. «Ίσως θα 'πρεπε να το ξανασκεφτούμε», είπα καθώς προχωρούσαμε. «Ίσως να το έχω ήδη κάνει αυτό», μου ψιθύρισε η Τζέσι.

Κεφάλαιο 41

Σ Τ Η ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΗ εκείνο το πρωί, ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι βγήκε από την πόρτα ενός μοτέλ στο Ρέστον της Βιρτζίνια. Είδε το είδωλο του πάνω σε μια γυάλινη πόρτα. Ο νέος Γκάρι —ο Γκάρι της ημέρας— ανταπέδωσε το βλέμμα του. Μαύρα, φουσκωτά μαλλιά και βρόμικα γένια· παλιά, αγροτικά ρούχα. Ήξερε ότι μπορούσε να παίξει κι αυτόν το ρόλο. Με προφορά του παλιού Νότου. Για όσο καιρό χρειαζόταν, τέλος πάντων. Όχι για πάρα πολύ. Δε θα τους άφηνε να χαλαρώσουν μαζί του. Ο Γκάρι μπήκε στο σαραβαλιασμένο Φολκσβάγκεν και βγήκε στο δρόμο. Βρισκόταν σε κατάσταση υπερδιέγερσης. Λάτρευε αυτό το σκέλος του σχεδίου του περισσότερο κι από την ίδια τη ζωή του. Δεν μπορούσε πια να τα διαχωρίσει αυτά τα δυο. Αυτό ήταν το πιο τολμηρό μέρος ολόκληρης της περιπέτειας. Αυθεντικό περπάτημα πάνω σε τεντωμένο σχοινί, χωρίς δίχτυ από κάτω. Γιατί είμαι τόσο ξαναμμένος; αναρωτήθηκε. Μήπως επειδή η μισή δύναμη των αστυνομικών και των μπάσταρδων του FBI στις ΗΠΑ έψαχνε να τον βρει; Επειδή είχε απαγάγει δυο πλούσια παλιόπαιδα και το ένα είχε πεθάνει; Και το άλλο, η Μάγκι Ρόουζ; Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται τι ακριβώς της είχε συμβεί. Το σκοτάδι μετατράπηκε σταδιακά σ' ένα απαλό, γκρίζο, βελούδινο χρώμα. Ο Γκάρι αντιστάθηκε στην παρόρμη-

ση του να πατήσει τέρμα το γκάζι και να το κρατήσει σανιδωμένο. Μια πρωινή, πορτοκαλί απόχρωση εμφανίστηκε τελικά στον ουρανό, την ώρα που διέσχιζε την Τζόνσταουν της Πενσιλβάνια. Σταμάτησε σε μια καφετέρια στην Τζόνσταουν. Βγήκε από το αυτοκίνητο και τέντωσε τα πόδια του. Επιθεώρησε την εμφάνισή του στον ξεχαρβαλωμένο πλαϊνό καθρέφτη του Φολκσβάγκεν. Ένας ξερακιανός εργάτης των χωραφιών του ανταπέδωσε το βλέμμα μέσα από τον καθρέφτη. Ένας άλλος, εντελώς διαφορετικός Γκάρι. Ένας Γκάρι που αντέγραφε στην εντέλεια την επαρχιώτικη συμπεριφορά: αλλαγμένο, καουμπόικο βάδισμα, λες και είχε φάει κλοτσιά από άλογο- χέρια στις τσέπες ή αντίχειρες περασμένοι στις θηλιές της ζώνης του παντελονιού του. Χτένιζε με τα δάχτυλα τα μαλλιά σου όλη την ώρα. Φτύνε όποτε σου δίνεται η ευκαιρία. Ήπιε ένα δυνατό καφέ στην καφετερία κι έφαγε ένα ψωμάκι με μπόλικο βοΰτυρο. Οι πρωινές εφημερίδες δεν είχαν βγει ακόμη. Τον σέρβιρε μια ηλίθια, φαντασμένη σερβιτόρα. Ήθελε να τη σπάσει στο ξΰλο. Πέρασε πέντε λεπτά φαντασιώνοντας ότι την καθάριζε εκεί ακριβώς, μέσα στη φρικτή καφετέρια. Βγάλε την κοριτσίστικη λευκή μπλουζίτσα σου, γλυκιά μου. Κατέβασέ τη μέχρι τη μέση σου. Μπράβο, τώρα θα πρέπει, μάλλον, να σε σκοτώσω. Αλλά μπορεί και όχι. Μίλα μου όμορφα και ικέτευέ με να μη σε σκοτώσω. Πόσο είσαι —είκοσι ενός, είκοσι; Χρησιμοποίησέ το αυτό ως επιχείρημα για να με συγκινήσεις. Είσαι πολΰ νέα για να πεθάνεις, ανολοκλήρωτη, μέσα σε μια καφετέρια. Ο Γκάρι αποφάσισε τελικά να την αφήσει να ζήσει. Το καταπληκτικό του πράγματος ήταν ότι η κοπέλα δεν είχε ιδέα για το πόσο κοντά στο θάνατο είχε φτάσει. «Σας εύχομαι μια όμορφη μέρα. Να ξανάρθετε σύντομα», του είπε. «Να προσεύχεσαι να μην ξανάρθω». Καθώς ο Σόνετζι/Μέρφι οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο 22, άφησε τον εαυτό του να θυμώσει περισσότερο απ' όσο είχε θυμώσει εδώ και πολύ καιρό. Αρκετά μ' αυτές τις

συναισθηματικές σαχλαμάρες. Κανένας δεν του έδινε σημασία —όχι τη σημασία που του άξιζε. Μήπως οι αρχιηλίθιοι και οι ανίκανοι εκεί έξω νόμιζαν πως είχαν κάποια πιθανότητα να τον σταματήσουν; Να τον πιάσουν από μόνοι τους; Να τον δικάσουν μπροστά στο πανεθνικό τηλεοπτικό κοινό; Ήταν καιρός να τους δώσει ένα μάθημα· ήταν καιρός για αυθεντικό μεγαλείο. Στρίβε, όταν ο κόσμος περιμένει από σένα να πας ίσια. Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι σταμάτησε μπροστά σ' ένα Μακντόναλντ'ς, στο Γουίλκινσμπεργκ της Πενσιλβάνια. Τα παιδιά όλων των ηλικιών τρελαίνονταν για Μακντόναλντ'ς, σωστά; Φαγητό, κόσμος και διασκέδαση. Ο Γκάρι τηρούσε με απόλυτη συνέπεια το πρόγραμμά του. Το «Κακό Αγόρι» ήταν αξιόπιστο απ' αυτή την άποψη —μπορούσες να ρυθμίσεις το ρολόι σου επάνω του. Μέσα στο Μακντόναλντ'ς υπήρχε το συνηθισμένο πολύβουο, μεσημεριάτικο πλήθος ηλιθίων και κρετίνων. Κολλημένοι όλοι τους στην καθημερινή ρουτίνα και στο καθημερινό μαγκανοπήγαδο, περιδρόμιαζαν χάμπουργκερ και λιπαρές τηγανητές πατάτες. Τι έλεγε εκείνο το παλιό τραγούδι των Χούτερς για όλα τα ζόμπι της Αμερικής; Όλα εσείς τα ζόμπι; Περπατάτε σαν ζόμπι; Κάτι τέτοιο, για τα εκατομμύρια των ζόμπι που κυκλοφορούσαν εκεί έξω. Πολύ μετριοπαθής εκτίμηση. Ο Σόνετζι/Μέρφι αναρωτήθηκε μήπως ήταν ο μόνος που αξιοποιούσε το πραγματικό του δυναμικό. Είχε σίγουρα αυτή την εντύπωση. Κανένας δεν ήταν τόσο ξεχωριστός όσο αυτός. Εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος δεν είχε συναντήσει κανέναν άλλο εξίσου ξεχωριστό. Μπήκε στο Μακντόναλντ'ς. Εκατό τρισεκατομμύρια Μακμπέργκερ είχαν πουληθεί μέχρι στιγμής και οι πωλήσεις τους συνεχίζονταν ακάθεκτες. Γυναίκες βρίσκονταν εκεί μέσα κατά αγέλες. Γυναίκες με τα χαϊδεμένα τους παιδιά. Οι χαζομαμάδες· οι κουτσομπόλες· οι ηλίθιες κότες με τα ηλίθια, πεσμένα στήθη τους. Ο Ρόναλντ Μακντόναλντ* βρισκόταν κι αυτός εκεί, κομ* Ο κλόουν που αποτελεί σήμα κατατεθέν της αλυσίδας Μακντόναλντ'ς. (Σ.τ.Μ.)

μένος σε χαρτόνι ανθρώπινων διαστάσεων, και διαφήμιζε μπαγιάτικα μπισκότα στα παιδάκια. Τι μέρα! Ο Ρόναλντ Μακντόναλντ συναντάει τον κύριο Τσιπς. Ο Γκάρι πλήρωσε για δυο σκέτους καφέδες και έκανε στροφή για να διασχίσει πάλι το πλήθος. Νόμιζε πως η κορυφή του κεφαλιού του θα έσκαζε. Το πρόσωπο και ο λαιμός του ήταν κατακόκκινα. Η ανάσα του έβγαινε γρήγορα και κοφτά. Ο λαιμός του ήταν στεγνός και ίδρωνε υπερβολικά. «Είστε καλά, κύριε;» τον ρώτησε η κοπέλα που βρισκόταν πίσω από το ταμείο. Απαξίωσε ν' ασχοληθεί μαζί της. Σ' εμένα μιλάς; Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο στον Ταξιτζή, σωστά; Ήταν κι αυτός ένας Ντε Νίρο —χωρίς καμία αμφιβολία— μόνο που ήταν ακόμη καλύτερος ηθοποιός. Διέθετε μεγαλύτερη ερμηνευτική γκάμα. Ο Ντε Νίρο δεν έπαιρνε ποτέ ρίσκα όπως αυτός. Ο Ντε Νίρο, ο Χόφμαν, ο Πατσίνο, κανένας τους δεν έπαιρνε ρίσκα και δεν ξεπερνούσε τα όριά του. Όχι, κατά την άποψη του. Άπειρες ιδέες και σκέψεις περνούσαν ασταμάτητα από το μυαλό του. Είχε την εντύπωση πως διέσχιζε μια θάλασσα φωτεινών σωματιδίων, φωτονίων και νετρονίων. Αν αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να περάσουν δέκα μόνο δευτερόλεπτα μέσα στο μυαλό του, θα έμεναν άναυδοι. Άρχισε να πέφτει σκόπιμα πάνω σε ανθρώπους, καθώς απομακρυνόταν από το ταμείο. «Με συγχωρείτε», είπε ύστερα από μια δυνατή σύγκρουση με κάποιον. «Ε! Πρόσεχε! Άντε τώρα», του είπε κάποιος άλλος. «Εσύ να προσέχεις, μαλάκα». Ο Σόνετζι/Μέρφι σταμάτησε και απευθύνθηκε στον εργάτη με την αρχή φαλάκρας, πάνω στον οποίο είχε πέσει. «Τι πρέπει να κάνω για να με σεβαστείς λιγάκι; Να σε πυροβολήσω στο δεξί μάτι;» Κατέβασε μονοκοπανιά και τους δυο ζεστούς καφέδες, καθώς συνέχιζε να διασχίζει το εστιατόριο. Να διασχίζει το εστιατόριο. Να διασχίζει το πλήθος στο διάβα του. Να διασχίζει τα λιγδιασμένα τραπέζια από φορμάικα. Να διασχίζει τους τοίχους, αν το ήθελε πραγματικά.

Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι τράβηξε ένα κοντόκαννο περίστροφο μέσα από το μπουφάν του. Αυτό ήταν η αρχή του ξυπνήματος της Αμερικής. Μια ξεχωριστή παράσταση για όλα τα παιδάκια και τις μαμάδες. Τώρα τον πρόσεχαν όλοι. Από όπλα καταλάβαιναν. «Ξυπνήστε, γαμώ το!» φώναξε μέσα στο εστιατόριο. «Καυτός καφές! Έρχεται για όλους σας! Ξυπνήστε και μυρίστε τον!» «Αυτός ο άνθρωπος έχει όπλο!» είπε ένας τύπος με μυαλό ξυράφι, που έτρωγε ένα Μπιγκ Μακ που έσταζε. Ήταν ν' απορεί κανείς πώς μπορούσε να βλέπει μέσα από τη λιγδιάρικη ομίχλη που ανέδιδε το φαγητό του. Ο Γκάρι στράφηκε προς την αίθουσα, έχοντας το περίστροφο προτεταμένο. «Κανένας δε θα βγει από δω μέσα!» ούρλιαξε. «Ξυπνήσατε τώρα; Έχετε ξυπνήσει;» φώναξε ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. «Μου φαίνεται πως ξυπνήσατε τώρα. Μου φαίνεται ότι έχω την προσοχή σας τώρα. »Εγώ κάνω κουμάντο! Γι' αυτό μείνετε όλοι ακίνητοι. Να βλέπετε και ν' ακούτε». Ο Γκάρι πυροβόλησε στο πρόσωπο έναν πελάτη που μασουλούσε ένα χάμπουργκερ. Ο άνθρωπος έφερε τα χέρια του στο μέτωπο και κύλησε από την καρέκλα του στο πάτωμα. Αυτό απέσπασε την προσοχή όλων. Πραγματικό όπλο, πραγματικές σφαίρες, πραγματικότητα. Μια μαύρη γυναίκα τσίριξε και προσπάθησε να το βάλει στα πόδια, δίπλα στον Σόνετζι. Την ξάπλωσε κάτω μ' ένα χτύπημα της λαβής του όπλου του στο κεφάλι. Ήταν μια πραγματικά αεράτη κίνηση, σκέφτηκε. Εφάμιλλη των κινήσεων του Στίβεν Σίγκαλ. «Είμαι ο Γκάρι Σόνετζι! Αυτοπροσώπως. Σας κόπηκε τώρα η ανάσα; Έχετε μπροστά σας τον παγκοσμίου φήμης απαγωγέα. Αυτό είναι κάτι σαν μια δωρεάν επίδειξη. Γι' αυτό παρακολουθήστε προσεκτικά. Ίσως μάθετε κάτι. Ο Γκάρι Σόνετζι ξέρει πολλά, έχει δει πράγματα που εσείς δε θα δείτε ποτέ στη ζωή σας. Πιστέψτε με». Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ του και, πάνω

από το χείλος του ποτηριού του, είδε τους λάτρεις των φαστφουντάδικων να τρέμουν. «Αυτή», είπε τελικά με βαθυστόχαστο ύφος, «είναι η λεγόμενη "επικίνδυνη κατάσταση ομηρίας". Ο Ρόναλντ Μακντόναλντ έχει πέσει θύμα απαγωγής, κυρίες και κύριοι. Κι εσείς έχετε περάσει τώρα επισήμως στην ιστορία».

Κεφάλαιο 42

Ο Ι ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ Μικ Φέσκο και Μπόμπι Χάτφιλντ ετοιμάζονταν να μπουν στο Μακντόναλντ'ς, όταν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί. Πυροβολισμοί; Μεσημεριάτικα στο Μακντόναλντ'ς; Τι στο διάβολο συνέβαινε! Ο Φέσκο ήταν ψηλός, ένα τέρας σαράντα τεσσάρων χρονών. Ο Χάτφιλντ ήταν σχεδόν είκοσι χρόνια νεότερος. Είχε περίπου ένα χρόνο στο επάγγελμα. Οι δύο αστυνομικοί διέθεταν μια παρόμοια αίσθηση μαύρου χιούμορ, παρά τη διαφορά στην ηλικία τους. Είχαν ήδη γίνει στενοί φίλοι. «Που να πάρει ο διάβολος», ψιθύρισε ο Χάτφιλντ όταν άρχισαν τα πυροτεχνήματα μέσα στο Μακντόναλντ'ς. Πήρε αμέσως την κατάλληλη στάση για να πυροβολήσει· την είχε διδαχτεί πρόσφατα και δεν την είχε χρησιμοποιήσει ποτέ έξω από το πεδίο βολής. «Άκουσέ με, Μπόμπι», του είπε ο Φέσκο. «Μην ανησυχείς, ακούω». «Εσύ να κατευθυνθείς προς την έξοδο εκεί πέρα». Ο Φέσκο του έδειξε μια έξοδο κοντά στα ταμεία. «Εγώ θα κάνω το γύρο από την αριστερή μεριά. Να περιμένεις να κινηθώ εγώ πρώτος. »Μην κάνεις τίποτα προτού του ορμήσω. Τότε, αν έχεις

καθαρό πεδίο, ρίξε του. Μην το σκεφτείς καθόλου. Απλώς τράβα τη σκανδάλη, Μπόμπι». Ο Μπόμπι Χάτφιλντ έγνεψε καταφατικά. «Κατάλαβα». Έπειτα οι δυο αστυνομικοί χώρισαν. Ο Μικ Φέσκο δυσκολευόταν να αναπνεύσει από το τρέξιμο που έριξε μέχρι την πίσω μεριά του Μακντόναλντ'ς. Έμεινε κοντά στον τούβλινο τοίχο, στηρίζοντας την πλάτη του επάνω του. Το έλεγε στον εαυτό του εδώ και μήνες ότι έπρεπε να ξαναβρεί τη φόρμα του. Ξεφυσούσε ήδη και αισθανόταν κάποια ζαλάδα. Δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν τώρα. Ζαλάδα και να το παίζει Μονομαχία στο Ελ Πάσο με κάποιο κάθαρμα αποτελούσαν έναν πραγματικά άσχημο συνδυασμό. Ο Μικ Φέσκο πλησίασε την πόρτα. Μπορούσε ν' ακούει τον τρελάρα να φωνάζει από μέσα. Υπήρχε πάντως κάτι αστείο πάνω του, λες και το κάθαρμα ήταν τηλεκατευθυνόμενο. Οι κινήσεις του ήταν πολύ κοφτές. Η φωνή του ψιλή, σαν μικρού αγοριού. «Είμαι ο Γκάρι Σόνετζι. Το πιάσατε όλοι σας; Αυτοπροσώπως. Εσείς, κυρίες και κύριοι, με βρήκατε, κατά κάποιον τρόπο. Είστε όλοι σας ήρωες». Είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε ο Φέσκο καθώς άκουγε δίπλα στην πόρτα. Ο απαγωγέας Σόνετζι εδώ, στο Γουίλκινσμπεργκ; Όποιος κι αν ήταν, είχε οπωσδήποτε κάποιο όπλο. Ένας άνθρωπος είχε πυροβοληθεί. Ένας άντρας βρισκόταν ξαπλωμένος μ' ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια στο δάπεδο. Δεν κουνιόταν. Ο Φέσκο άκουσε κι άλλο πυροβολισμό. Διαπεραστικές κραυγές τρόμου αντήχησαν μέσα από το κατάμεστο εστιατόριο. «Κάτι πρέπει να κάνεις!» φώναξε στον αστυνομικό ένας άντρας με λαχανί αδιάβροχο. Εμένα μου λες, είπε από μέσα του ο αστυνομικός Μικ Φέσκο. Οι άνθρωποι ήταν πάντοτε πολύ γενναίοι όταν επρόκειτο για τις ζωές των αστυνομικών. Πρώτα εσείς, κύριε αστυφύλακα. Εσείς είστε αυτός που παίρνει δυόμισι χιλιάδες δολάρια το μήνα για να κάνει αυτή τη δουλειά. Ο Μικ Φέσκο προσπάθησε να ελέγξει την αναπνοή του.

Όταν τα κατάφερε, πλησίασε τη γυάλινη πόρτα. Είπε μια βουβή προσευχή και την έσπρωξε δυνατά. Είδε τον οπλοφόρο αμέσως. Έναν λευκό τυπο, που ήταν ήδη στραμμένος προς το μέρος του. Λες και τον περίμενε. Λες και το είχε προσχεδιασμένο. «Μπουμ!» φώναξε ο Γκάρι Σόνετζι. Ταυτόχρονα τράβηξε τη σκανδάλη.

Κεφάλαιο 43

Κ ΰ \ Ν Ε Ν Α Σ ΜΑΣ δεν είχε κοιμηθεί περισσότερο από δυο ώρες· κάποιοι ακόμη λιγότερο. Ήμαστε εξαντλημένοι και νυσταγμένοι καθώς τρέχαμε στον αυτοκινητόδρομο 22. Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι είχε «θεαθεί» αρκετές φορές στην περιοχή που βρισκόταν νοτιότερα από μας. Είχε γίνει ο μπαμπούλας για το μισό πληθυσμό της Αμερικής. Ήξερα ότι απολάμβανε αυτόν το ρόλο. Η Τζέζι Φλάναγκαν, ο Τζεμπ Κλέπνερ, ο Σάμπσον κι εγώ ταξιδεύαμε με μια μπλε Λίνκολν. Ο Σάμπσον προσπαθούσε να κοιμηθεί. Εγώ είχα αναλάβει να οδηγήσω στο πρώτο σκέλος της διαδρομής. Διασχίζαμε το Μέρισβιλ της Πενσιλβάνια, όταν ένα επείγον σήμα ακούστηκε στον ασύρματο μας στις δώδεκα και δέκα το μεσημέρι. «Προς όλες τις μονάδες. Έχουμε πολλαπλούς πυροβολισμούς!» είπε ο εκφωνητής μέσα από παράσιτα. «Κάποιος άντρας, που ισχυρίζεται ότι είναι ο Γκάρι Σόνετζι, έχει πυροβολήσει τουλάχιστον δύο ανθρώπους μέσα σ' ένα Μακντόναλντ'ς στο Γουίλκινσμπεργκ. Έχει περίπου εξήντα ομήρους παγιδευμένους μέσα στο εστιατόριο αυτή τη στιγμή». Μέσα σε λιγότερο από τριάντα λεπτά φτάσαμε επιτόπου, στο Γουίλκινσμπεργκ της Πενσιλβάνια. Ο Σάμπσον κουνούσε το κεφάλι του με αηδία και απορία. «Τι προσπαθεί να κάνει τώρα ο μαλάκας;»

«Προσπαθεί να σκοτωθεί; Είναι η ώρα της αυτοκτονίας;» είπε η Τζέζι Φλάναγκαν. «Δε με εκπλήσσει οτιδήποτε κι αν κάνει, αλλά το Μακντόναλντ'ς ταιριάζει. Κοιτάξτε όλα αυτά τα παιδιά. Είναι όπως στο σχολείο, όπως στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ», τους είπα. Απέναντι από το εστιατόριο, στη στέγη ενός σούπερ μάρκετ, διέκρινα ελεύθερους σκοπευτές της αστυνομίας ή του στρατού. Είχαν τα πανίσχυρα όπλα τους στραμμένα προς την κατεύθυνση των χρυσών αψίδων* πάνω στο μπροστινό παράθυρο. «Το σκηνικό μού θυμίζει πολύ τη σφαγή στο Μακντόναλντ'ς στη Νότια Καλιφόρνια, πριν από λίγα χρόνια», είπα στον Σάμπσον και στην Τζέζι. «Μην το λες αυτό», ψιθύρισε η Τζέζι, «ούτε γι' αστείο». «Το λέω και δεν πρόκειται γι' αστείο». Αρχίσαμε να τρέχουμε προς το Μακντόναλντ'ς. Ύστερα απ' όλα αυτά, δε θέλαμε τον Σόνετζι νεκρό. Μας κινηματογραφούσαν. Φορτηγάκια τηλεοπτικών σταθμών βρίσκονταν διπλοπαρκαρισμένα παντού. Τα συνεργαζόμενα τοπικά κανάλια και των τριών πανεθνικών δικτύων κατέγραφαν οτιδήποτε κουνιόταν ή μιλούσε. Η όλη κατάσταση ήταν ό,τι χειρότερο είχα δει. Αναμφισβήτητα, μου θύμιζε τη σφαγή στο Μακντόναλντ'ς της Καλιφόρνιας, όπου ένας άντρας ονόματι Τζέιμς Χιούμπερτι είχε σκοτώσει είκοσι ένα άτομα. Μήπως αυτό ήθελε ο Σόνετζι/Μέρφι να σκεφτούμε; Κάποιος τομεάρχης του FBI ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μας. Ήταν ο Κάιλ Κρεγκ, που ήταν μαζί μας και στο σπίτι του Μέρφι στο Γουίλμινγκτον. «Δεν είμαστε σίγουροι αν είναι αυτός», είπε. «Αυτός ο τύπος είναι ντυμένος σαν αγρότης. Σκούρα μαλλιά, γένια. Ισχυρίζεται πως είναι ο Σόνετζι. Αλλά θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος ψυχοπαθής». «Άσε να ρίξω εγώ μια ματιά», είπα στον Κρεγκ. «Στη Φλόριντα ζήτησε εμένα. Ξέρει ότι είμαι ψυχολόγος. Ίσως καταφέρω να πιάσω κουβέντα μαζί του τώρα». * Το κίτρινο, καμπυλωτό Μ, σήμα κατατεθέν των Μακντόναλντ'ς. (Σ.τ.Μ.)

Πριν προλάβει να μου απαντήσει ο Κρεγκ, τον προσπέρασα και κινήθηκα προς το εστιατόριο. Έφτασα σιγά σιγά δίπλα σ' έναν πολιτειακό και δυο κομητειακοΰς αστυνομικούς, που βρίσκονταν γονατισμένοι κοντά στην πλευρική είσοδο. Τους έδειξα το σήμα μου. Τους είπα ότι είμαι από την Ουάσιγκτον. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν μέσα από το Μακντόναλντ'ς. Έπρεπε να κάνω τον Σόνετζι να ηρεμήσει. Να μην αυτοκτονήσει. Να μην κάνει σφαγή μέσα στο εστιατόριο. «Μιλάει λογικά;» ρώτησα τον πολιτειακό. «Έχει ειρμό η σκέψη του;» Ο αστυνομικός ήταν νεαρός και τα μάτια του γυάλιζαν. «Πυροβόλησε το συνάδελφο μου. Νομίζω πως ο συνάδελφος μου είναι νεκρός», είπε. «Θεέ μου!» «Θα μπούμε μέσα και θα βοηθήσουμε το συνάδελφο σου», του είπα. «Μιλάει λογικά ο άντρας με το όπλο; Έχει ειρμό η σκέψη του;» «Λέει ότι είναι ο απαγωγέας από την Ουάσιγκτον. Είναι κατανοητά αυτά που λέει. Περηφανεύεται για την απαγωγή. Λέει πως θέλει να γίνει σπουδαίος». Ο οπλοφόρος είχε καθηλωμένους εξήντα ή περισσότερους ανθρώπους μέσα στο Μακντόναλντ'ς. Επικρατούσε σιωπή εκεί μέσα. Ήταν ο Σόνετζι/Μέρφι; Όλα ταίριαζαν. Τα παιδιά και οι μητέρες τους. Κατάσταση ομηρίας. Θυμήθηκα όλες τις φωτογραφίες στον τοίχο του μπάνιου του. Ήθελε να γίνει ο ίδιος η καλύτερη φωτογραφία που θα κρεμούσαν άλλα μοναχικά αγόρια. «Σόνετζι!» φώναξα δυνατά. «Είσαι ο Γκάρι Σόνετζι;» «Ποιος διάβολο είσαι εσύ;» ακούστηκε αμέσως μια κραυγή από μέσα. «Ποιος θέλει να μάθει;» «Είμαι ο ντετέκτιβ Άλεξ Κρος. Από την Ουάσιγκτον. Έχω την εντύπωση πως είσαι ενήμερος για την πρόσφατη απόφαση σχετικά με τη διάσωση ομήρων. Δε θα διαπραγματευτούμε μαζί σου. Επομένως ξέρεις τι πρόκειται να επακολουθήσει». «Ξέρω όλους τους κανόνες, ντετέκτιβ Κρος. Τους έχετε ανακοινώσει δημοσίως, έτσι δεν είναι; Όμως οι κανόνες δεν ισχύουν πάντοτε», μου φώναξε ο Γκάρι Σόνετζι. «Όχι, για μένα δεν ισχύουν. Ποτέ δεν ίσχυαν».

«Ισχύουν εδώ», είπα αποφασιστικά. «Μπορείς να στοιχηματίσεις τη ζωή σου πάνω σ' αυτό». «Είσαι διατεθειμένος να στοιχηματίσεις όλες αυτές τις ζωές, ντετέκτιβ; Εγώ ξέρω έναν άλλο κανόνα. Πρώτα οι γυναίκες και τα παιδιά! Μπήκες; Οι γυναίκες και τα παιδιά έχουν προτεραιότητα για μένα». Δε μου άρεσε ο τόνος της φωνής του. Δε μου άρεσαν αυτά που έλεγε. Ήθελα να καταλάβει ο Σόνετζι ότι με καμία δύναμη δεν επρόκειτο να ξεφύγει. Δε θα γίνονταν διαπραγματεύσεις. Αν άρχιζε πάλι να πυροβολεί, θα τον σκοτώναμε επιτόπου. Θυμήθηκα άλλες παρόμοιες καταστάσεις ομηρίας στις οποίες είχα αναμειχθεί. Ο Σόνετζι ήταν πιο πολύπλοκος, εξυπνότερος. Ακουγόταν σαν να μην είχε τίποτα να χάσει. «Δε θέλω να πάθει τίποτα κανένας άλλος! Δε θέλω να πάθεις εσύ τίποτα», του είπα με καθαρή, δυνατή φωνή. Είχα αρχίσει να ιδρώνω. Το ένιωθα κάτω από το σακάκι μου, σ' όλο μου το κορμί. «Αυτό είναι πολύ ευγενικό. Συγκινήθηκα απ' αυτό που είπες. Η καρδιά μου πάει να σπάσει από συγκίνηση. Πραγματικά», είπε. «Ξέρεις τι θέλω να πω, Γκάρι». Μαλάκωσα τον τόνο της φωνής μου. Μιλούσα σαν να ήταν ένας φοβισμένος, αγχωμένος ασθενής. «Και βέβαια ξέρω, Αλεξ». «Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εδώ έξω με όπλα. Κανείς δε θα μπορεί να τους ελέγξει, αν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο. Εγώ δε θα μπορώ. Ακόμη κι εσύ δε θα μπορείς. Θα μπορούσε να συμβεί κάποιο ατύχημα. Δεν το θέλουμε αυτό». Μέσα επικράτησε πάλι σιωπή. Η σκέψη που βασάνιζε το μυαλό μου ήταν ότι, αν ο Σόνετζι είχε αυτοκτονικές τάσεις, θα έβαζε τέλος εδώ. Θα είχε την τελική του ένοπλη αναμέτρηση εδώ ακριβώς, το τελικό του πυροτέχνημα δημοσιότητας. Δε θα μαθαίναμε ποτέ τι ήταν αυτό που τον είχε ωθήσει να κάνει ό,τι έκανε. Δε θα μαθαίναμε ποτέ τι είχε συμβεί στη Μάγκι Ρόουζ Νταν. «Γεια σου, ντετέκτιβ Κρος». Ξαφνικά βρέθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, περίπου ενά-

μισι μέτρο μακριά μου. Βρέθηκε ακριβώς μπροστά μου. Ένας πυροβολισμός αντήχησε από κάποια στέγη. Ο Σόνετζι στριφογύρισε και άδραξε τον ώμο του. Τον είχε πυροβολήσει κάποιος από τους ελεύθερους σκοπευτές. Πήδηξα μπροστά και άρπαξα τον Σόνετζι με τα δυο μου χέρια. Ο δεξιός μου ώμος τον χτύπησε στο στήθος. Ο Λόρενς Τέιλορ δεν έκανε ποτέ του καλύτερο τάκλιν σε αγώνα ράγκμπι. Πέσαμε με δύναμη πάνω στο τσιμέντο. Δεν ήθελα να τον σκοτώσει κανείς τώρα. Έπρεπε να μιλήσω μαζί του. Έπρεπε να μάθουμε για τη Μάγκι Ρόουζ. Ενώ τον κρατούσα στο έδαφος, στράφηκε και με κοίταξε στο πρόσωπο. Είχαμε πασαλειφτεί και οι δυο με αίματα από τον ώμο του. «Σ' ευχαριστώ που μου έσωσες τη ζωή», είπε. «Κάποια μέρα θα σε σκοτώσω γι' αυτό, ντετέκτιβ Κρος».

Μέρος Τρίτο Ο Τελευταίος Νότιος Τζέντλεμαν

Κεφάλαιο 44

M Ε ΛΕΝΕ ΜΠΟΜΠΙ», της είχαν μάθει να λέει. Πάντοτε το καινούριο της όνομα. Ποτέ το παλιό. Ποτέ, μα ποτέ Μάγκι Ρόουζ. Ήταν κλειδωμένη μέσα σ' ένα σκοτεινό βαν ή κάποιο σκεπαστό φορτηγάκι. Δεν ήταν σίγουρη σε τι ακριβώς. Δεν είχε ιδέα που βρισκόταν τώρα. Πόσο κοντά ή πόσο μακριά από το σπίτι της. Δεν ήξερε πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που την είχαν πάρει από το σχολείο της. Οι σκέψεις της ήταν πιο καθαρές τώρα. Είχαν ξαναγίνει σχεδόν φυσιολογικές. Κάποιος της είχε φέρει ροΰχα —που θα πρέπει να σήμαινε ότι δε σκόπευαν να της κάνουν κακό σύντομα. Διαφορετικά γιατί να έμπαιναν στον κόπο να της φέρουν ροΰχα; Το βαν ή το φορτηγό ήταν πολΰ βρόμικο. Δεν είχε κανένα χαλί ή κάλυμμα στο δάπεδο. Μΰριζε κρεμμΰδια. Θα πρέπει να μετέφεραν τρόφιμα μ' αυτό. Ποΰ καλλιεργούσαν κρεμμΰδια; Η Μάγκι Ρόουζ προσπάθησε να θυμηθεί. Στο Νιου Τζέρσεϊ και στο βόρειο τμήμα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Της φάνηκε ότι διέκρινε, επίσης, μυρωδιά από πατάτες. Ίσως και από λάχανα ή γλυκοπατάτες. Όταν τα συνδΰασε όλα μαζί, όταν μπόρεσε να βάλει το μυαλό της να δουλέψει, η Μάγκι Ρόουζ κατέληξε στο συμπέρασμα πως την κρατοΰσαν κάπου στις Νότιες Πολιτείες. Τι άλλο ήξερε; Τι άλλο μποροΰσε να συμπεράνει;

Δεν τη νάρκωναν πια, μετά την πρώτη φορά. Είχε την εντύπωση πως ο κύριος Σόνετζι είχε αρκετές μέρες να εμφανιστεί. Το ίδιο και η τρομακτική γριά. Σπάνια της μιλούσαν. Όταν της μιλούσαν, την έλεγαν Μπόμπι. Γιατί Μπόμπι; Ήταν πολύ καλή με ό,τι της ζητούσαν, αλλά μερικές φορές ένιωθε την ανάγκη να κλάψει. Όπως τώρα. Πνιγόταν από τους ίδιους τους λυγμούς της. Δεν ήθελε να την ακούσει κανείς. Υπήρχε ένα μόνο πράγμα που της έδινε δύναμη. Ήταν πολύ απλό αλλά πανίσχυρο. Ήταν ζωντανή. Ήθελε να μείνει ζωντανή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η Μάγκι Ρόουζ δεν είχε προσέξει ότι το φορτηγάκι έκοβε ταχύτητα. Ο δρόμος έγινε ανώμαλος για ένα διάστημα. Επειτα το όχημα ακινητοποιήθηκε εντελώς. Άκουγε κάποιον να κατεβαίνει από την καμπίνα μπροστά. Πνιχτές κουβέντες ακούστηκαν. Της είχαν πει να μη μιλάει μέσα στο φορτηγάκι, διαφορετικά θα τη φίμωναν πάλι. Κάποιος άνοιξε τη συρόμενη πόρτα. Το φως του ήλιου έπεσε ξαφνικά επάνω της. Στην αρχή δεν μπορούσε να δει τίποτα. Όταν τελικά κατάφερε να δει κάτι, η Μάγκι Ρόουζ δεν πίστευε στα μάτια της. «Χαίρετε», είπε μ' ένα σβησμένο ψίθυρο, λες και δεν είχε καθόλου φωνή. «Με λένε Μπόμπι».

Κεφάλαιο 45

Η ΜΕΡΑ ΕΚΕΙΝΗ στο Γουίλκινσμπεργκ της Πενσιλβάνια εξελίχθηκε σε άλλη μια από αυτές τις ατέλειωτες μέρες. Πήραμε καταθέσεις από όλους τους ανθρώπους που είχαν κρατηθεί όμηροι μέσα στο Μακντόναλντ'ς. Στο μεταξύ το FBI είχε αναλάβει την προφυλάκιση του Σόνετζι/Μέρφι. Διανυκτέρευσα εκεί εκείνο το βράδυ. Το ίδιο και η Τζέζι Φλάναγκαν. Ήμαστε μαζί για δεύτερη συνεχόμενη βραδιά. Τίποτε άλλο δεν ήθελα περισσότερο. Μόλις βρεθήκαμε μέσα σ' ένα δωμάτιο του μοτέλ Τσέσαϊρ Ινν, στο κοντινό χωριό Μίλβεϊλ, η Τζέζι είπε: «Μπορείς να με κρατήσεις στην αγκαλιά σου για ένα δυο λεπτά, Αλεξ; Μάλλον δείχνω πιο ισορροπημένη απ' ό,τι αισθάνομαι στην πραγματικότητα». Μου άρεσε να την κρατώ στα χέρια μου και να με κρατάει εκείνη στα δικά της. Μου άρεσε η μυρωδιά της. Μου άρεσε ο τρόπος που φώλιαζε στην αγκαλιά μου. Εξακολουθούσε να υπάρχει ένας ηλεκτρισμός μεταξύ μας. Με συνάρπαζε η σκέψη πως θα βρισκόμουν πάλι μαζί της. Ήταν ελάχιστοι οι άνθρωποι στους οποίους μπορούσα ν' ανοιχτώ. Και δεν υπήρξε καμία γυναίκα ανάμεσά τους μετά τη Μαρία. Είχα την αίσθηση ότι η Τζέζι θα μπορούσε να γίνει ένας απ' αυτούς τους ανθρώπους, κι ένιωθα την ανάγκη να συνδεθώ με κάποιον πάλι. Είχα χρειαστεί κάποιο χρόνο μέχρι να το συνειδητοποιήσω αυτό.

«Δεν είναι παράξενο αυτό που συμβαίνει;» ψιθύρισε η Τζέζι. «Δυο μπάτσοι σε τρελή καταδίωξη». Το κορμί της έτρεμε στην αγκαλιά μου. Το χέρι της χάιδευε απαλά το μπράτσο μου. Δεν υπήρξα ποτέ στη ζωή μου τόπος των σχέσεων της μιας νύχτας και σκεφτόμουν ότι πιθανότατα δε θα άλλαζα τώρα. 'Ομως αυτό που συνέβαινε γεννούσε κάποια προβλήματα και θεωρητικά ερωτήματα, τα οποία δεν ήμουν ακόμη έτοιμος ν' αντιμετωπίσω. Η Τζέζι έκλεισε τα μάτια της. «Κράτησέ με ένα λεπτό ακόμη», ψιθύρισε. «Ξέρεις τι είναι πραγματικά όμορφο; Το να είσαι με κάποιον που καταλαβαίνει τι περνάς. Ο σύζυγος μου δεν καταλάβαινε ποτέ τη δουλειά μας». «Το ίδιο κι εγώ. Για να είμαι ειλικρινής, κάθε μέρα που περνάει την καταλαβαίνω όλο και λιγότερο», αστειεύτηκα. Όμως, εν μέρει, έλεγα την αλήθεια. Κράτησα την Τζέζι στην αγκαλιά μου για πολύ περισσότερο από ένα λεπτό. Ήταν πολύ όμορφη. Μου άρεσε να την κοιτάζω. «Όλο αυτό είναι τόσο παράξενο, Άλεξ. Όμορφα παράξενο, αλλά παράξενο», είπε. «Μήπως πρόκειται για όνειρο;» «Δεν μπορεί να είναι όνειρο. Ξέρω τι σου λέω. Το δεύτερο μου όνομα είναι Ησαΐας, όπως του προφήτη. Αυτό σίγουρα δεν το ήξερες». Η Τζέζι κούνησε το κεφάλι της. «Ήξερα ότι το δεύτερο σου όνομα είναι Ησαΐας. Το είδα σε μια έκθεση του FBI. Αλεξάντερ Ησαΐας Κρος». «Τώρα καταλαβαίνω πώς έφτασες στην κορυφή», της είπα. «Τι άλλο ξέρεις για μένα;» «Όλα εν καιρώ», μου απάντησε η Τζέζι, φέρνοντας το δάχτυλο της στα χείλια μου. Το Τσέσάίρ Ινν ήταν ένα γραφικό, εξοχικό μοτέλ, δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα βόρεια του Γουίλκινσμπεργκ. Η Τζέζι είχε πάει πρώτη για να μας κλείσει δωμάτιο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας δε μας είχε δει μαζί στο μοτέλ, πράγμα που βόλευε και τους δυο μας. Το δωμάτιο μας ήταν ένα ασπροσοβαντισμένο λυόμενο, απομονωμένο από το κυρίως κτίριο. Ήταν γεμάτο υφαντά

και αντίκες που φαίνονταν αυθεντικές, μεταξύ των οποίων κι ένας αργαλειός. Υπήρχε τζάκι, και ανάψαμε φωτιά. Η Τζέζι παρήγγειλε να μας φέρουν σαμπάνια. «Ας το γιορτάσουμε. Ας το ρίξουμε έξω», είπε η Τζέζι κλείνοντας το τηλέφωνο. «Δικαιούμαστε κάτι ξεχωριστό. Πιάσαμε τον κακό της ιστορίας». Το μοτέλ, το απομονωμένο δωμάτιο, όλα ήταν σχεδόν τέλεια. Από ένα μεγάλο παράθυρο βλέπαμε το χιονοστρωμένο γρασίδι και μια παγωμένη λίμνη. Μια απότομη οροσειρά ορθωνόταν στο βάθος, πίσω από τη λίμνη. Ήπιαμε σαμπάνια καθισμένοι μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Ανησυχούσα λίγο για τα τυχόν αρνητικά επακόλουθα της νύχτας μας στο Γουίλμινγκτον, αλλά δεν υπήρξε κανένα. Κουβεντιάζαμε άνετα, και όταν σιωπούσαμε πάλι όμορφα ήταν. Παραγγείλαμε δείπνο αργά. Ο σερβιτόρος που μας έφερε το δείπνο ένιωθε ολοφάνερα άβολα, καθώς τακτοποιούσε τα πιάτα μπροστά στο τζάκι. Δυσκολεύτηκε ν' ανάψει το καμινέτο που θα κρατούσε ζεστά τα φαγητά και παραλίγο θα έριχνε κάτω έναν ολόκληρο δίσκο. Φαίνεται πως πρώτη φορά έβλεπε να ενσαρκώνεται μπροστά του ένα ταμπού —μαύρος με λευκή— και η εμπειρία τον είχε αποδιοργανώσει. «Δεν τρέχει τίποτα», του είπε η Τζέζι. «Είμαστε αστυνομικοί και οι δυο και αυτό είναι απόλυτα νόμιμο. Έχεις το λόγο μου». Περάσαμε την επόμενη μιάμιση ώρα κουβεντιάζοντας. Η ατμόσφοψρα μου θύμιζε την εποχή που ήμουν μικρός και φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας κάποιο φίλο μου για μια βραδιά. Όσο περνούσε η ώρα, νιώθαμε όλο και πιο άνετα μεταξύ μας. Παραμερίζαμε όλο και περισσότερο τις αμηχανίες μας. Μ' έβαλε να μιλώ για τον Ντέιμον και την Τζανέλ και δε μ' άφηνε να σταματήσω. Το δείπνο περιλάμβανε ψητό μοσχάρι, με γαρνιτούρα κάτι που παρίστανε την πουτίγκα αλά Γιόρκσάίρ. Δεν είχε καμία σημασία. Όταν η Τζέζι κατάπιε και την τελευταία μπουκιά της, άρχισε να γελάει. Γελούσαμε και οι δύο πολύ. «Γιατί το έφαγα όλο; Εμένα δε μου αρέσει η πουτίγκα

αλά Γιόρκσαϊρ ούτε όταν είναι καλή. Θεέ μου, επιτέλους διασκεδάζουμε!» «Τι κάνουμε τώρα;» τη ρώτησα. «Κάτι που να ταιριάζει στο πνεύμα της διασκέδασης και του εορτασμού». «Δεν ξέρω. Έχεις καμία καλή ιδέα; Βάζω στοίχημα ότι θα έχουν ωραία επιτραπέζια παιχνίδια στο κυρίως κτίριο. Είμαι ένας από τους εκατό ανθρώπους που ξέρουν να παίζουν Παρτσίζι». Η Τζέζι τέντωσε το λαιμό της για να δει έξω από το παράθυρο. « Ή μπορούμε να περπατήσουμε μέχρι τη λίμνη και να τραγουδήσουμε». «Γιατί όχι; Θα μπορούσαμε, επίσης, να κάνουμε πατινάζ στον πάγο. Ξέρω να κάνω πατινάζ. Είμαι ένας μάγος πάνω στα πατίνια. Συμπεριλαμβανόταν αυτό στην έκθεση του FBI;» Η Τζέζι χαμογέλασε και χτύπησε τις παλάμες της πάνω στα γόνατά της. «Αυτό θα ήθελα να το δω. Θα πλήρωνα μια περιουσία για να σε δω να κάνεις πατινάζ». «Ξέχασα τα πατίνια μου, όμως». «Α, μάλιστα. Τι άλλο; Θέλω να πω, μου αρέσεις πάρα πολύ και σε σέβομαι πάρα πολύ για να σ' αφήσω να νομίζεις πως μπορεί να ενδιαφέρομαι για το κορμί σου». «Για να είμαι απόλυτα έντιμος και ειλικρινής μαζί σου, εγώ ενδιαφέρομαι λιγάκι για το δικό σου κορμί», είπα. Φιληθήκαμε και ήταν πάλι μια πολύ όμορφη αίσθηση για μένα. Η φωτιά τριζοβολούσε. Η σαμπάνια ήταν παγωμένη. Φωτιά και πάγος. Γιν και γιανγκ. Η γοητεία της έλξης όλων των αντιθέτων. Αχαλίνωτο πάθος. Δεν κοιμηθήκαμε ως τις εφτά το πρωί. Μέχρι που κατεβήκαμε και στη λίμνη και κάναμε πατινάζ με τα παπούτσια μας, κάτω από το φως του φεγγαριού. Η Τζέζι έγειρε προς το μέρος μου και με φίλησε στη μέση της λίμνης. Πολύ σοβαρό φιλί. Φιλί μεγάλου κοριτσιού. «Ω Αλεξ», ψιθύρισε πάνω στο μάγουλο μου, «νομίζω πως τα πράγματα σοβαρεύουν».

Κεφάλαιο 46

ο ΓΚΑΡΙ ΣΟΝΕΤΖΙ/ΜΕΡΦΙ προφυλακίστηκε στις ομοσπονδιακές φυλακές Λόρτον, στο βόρειο τμήμα της Βιρτζίνια. Αρχίσαμε ν' ακούμε φήμες ότι κάτι του είχε συμβεί εκεί, όμως δεν επιτρεπόταν σε κανέναν από την Αστυνομία της Ουάσιγκτον να τον δει. Βρισκόταν στα χέρια του υπουργείου Δικαιοσύνης και του FBI και αυτοί μονοπωλούσαν το πολύτιμο απόκτημά τους. Από τη στιγμή που αποκαλύφθηκε ότι τον κρατούσαν στις φυλακές Λόρτον, απέξω άρχισε να μαζεύεται κόσμος με πλακάτ. Το ίδιο πράγμα είχε συμβεί όταν φυλακίστηκε στη Φλόριντα ο Τεντ Μπάντι. Άντρες, γυναίκες και παιδιά των δημοτικών σχολείων συγκεντρώθηκαν έξω από την περιοχή του πάρκινγκ της φυλακής. Φώναζαν συγκινητικά συνθήματα μέρα νύχτα. Γυρνούσαν γύρω γύρω και κρατούσαν αναμμένα κεριά και πλακάτ. Πού Είναι η Μάγκι Ρόουζ; Η Μάγκι Ρόουζ Ζει! Το Κτήνος της Ανατολικής Ακτής Πρέπει να Πεθάνει! Ηλεκτρική Καρέκλα ή Ισόβια για το Κτήνος! Μιάμιση εβδομάδα μετά τη σύλληψη πήγα να δω τον Σόνετζι/Μέρφι. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω όλα τα μέσα που διέθετα στην Ουάσιγκτον, αλλά τα κατάφερα. Ο δόκτωρ Μάριον Κάμπελ, ο διευθυντής των φυλακών Λόρτον, με υποδέχτηκε στην έξοδο του ανελκυστήρα, στον έκτο όροφο της φυλακής· τον όροφο του νοσοκομείου. Ο Κάμπελ ή-

ταν γύρω στα εξήντα πέντε. Ήταν καλοδιατηρημένος, με πυκνά, μαΰρα μαλλιά. Είχε το στυλ του Προέδρου Ρίγκαν. «Είστε ο ντετέκτιβ Κρος;» Μου έσφιξε το χέρι και χαμογέλασε ευγενικά. «Ναι. Είμαι, επίσης, ψυχολόγος», εξήγησα. Ο δόκτωρ Κάμπελ έδειξε ειλικρινή έκπληξη όταν το πληροφορήθηκε. Προφανώς δεν του το είχε πει κανείς. «Ωραία. Σίγουρα θα πρέπει να έχετε ισχυρά μέσα, αφού μπορέσατε να πάρετε άδεια για να τον δείτε. Τα πράγματα έχουν γίνει κάπως πολύπλοκα. Το δικαίωμα να τον επισκεφθεί κάποιος έχει γίνει πολύτιμο προνόμιο». «Είμαι σ' αυτή την υπόθεση αφότου απήγαγε τα δυο παιδιά στην Ουάσιγκτον. Ήμουν παρών και στη σύλληψή του». «Δεν είμαι σίγουρος αν μιλάμε πια για τον ίδιο άνθρωπο», είπε ο δόκτωρ Κάμπελ. Δεν έδωσε, όμως, περισσότερες εξηγήσεις. «Να σας λέω δόκτορα Κρος;» με ρώτησε. «Δόκτορα Κρος, ντετέκτιβ Κρος, Άλεξ. Ό,τι σας βολεύει». «Παρακαλώ, ελάτε μαζί μου, δόκτορ. Θα το βρείτε πολύ ενδιαφέρον». Λόγω του τραύματος από τον πυροβολισμό που δέχτηκε στο Μακντόναλντ'ς, ο Σόνετζι κρατούνταν σε ξεχωριστό δωμάτιο του νοσοκομείου της φυλακής. Ο δόκτωρ Κάμπελ με οδήγησε σ' ένα φαρδύ διάδρομο του νοσοκομείου. Φυλακισμένοι καταλάμβαναν κάθε διαθέσιμο δωμάτιο. Οι φυλακές Λόρτον είναι ένα πολύ δημοφιλές μέρος· μεγάλες ουρές μπροστά στην πόρτα. Οι περισσότεροι φυλακισμένοι ήταν μαύροι. Οι ηλικίες τους κυμαίνονταν από δεκαεννέα μέχρι πενήντα πέντε περίπου. Όλοι τους προσπαθούσαν να φαίνονται αγέρωχοι και σκληροί, αλλά αυτή είναι μια στάση που δεν έχει πέραση σε μια ομοσπονδιακή φυλακή. «Φοβάμαι πως έχω γίνει κάπως προστατευτικός μαζί του», είπε ο Κάμπελ καθώς προχωρούσαμε. «Θα δείτε σε λίγο γιατί. Όλοι θέλουν, πρέπει, χρειάζονται να τον δουν. Έ χ ω δεχτεί τηλεφωνήματα απ' όλο τον κόσμο. Ένας συγγραφέας από την Ιαπωνία έπρεπε να τον δει. Ένας γιατρός από τη Φρανκφούρτη. Ένας άλλος από το Λονδίνο. Τέτοιου είδους πράγματα». «Έχω την αίσθηση πως υπάρχει κάτι που δε μου λέτε γι'

αυτόν, δόκτορ», είπα τελικά στον Κάμπελ. «Λοιπόν, τι συμβαίνει;» «Θέλω να βγάλετε μόνος σας τα συμπεράσματά σας, δόκτορ Κρος. Τον έχουμε σ' αυτό εδώ το τμήμα κοντά στην κεντρική πτέρυγα. Πολύ θα ήθελα ν' ακούσω τη γνώμη σας». Σταματήσαμε μπροστά σε μια κλειδαμπαρωμένη ατσάλινη πόρτα στο διάδρομο του νοσοκομείου. Ένας φρουρός μάς άφησε να περάσουμε. Πίσω από την πόρτα υπήρχαν λίγα ακόμη νοσοκομειακά δωμάτια, αλλά δωμάτια υψίστης ασφαλείας. Έ ν α έντονο φως ήταν αναμμένο μέσα στο πρώτο δωμάτιο. Δεν ήταν του Σόνετζι. Αυτός βρισκόταν σ' ένα σκοτεινότερο δωμάτιο στ' αριστερά. Ο συνηθισμένος χώρος του επισκεπτηρίου των φυλακισμένων είχε κριθεί ακατάλληλος, επειδή θα ήμαστε εκτεθειμένοι σε υπερβολικά πολλά βλέμματα. Δύο φύλακες με καραμπίνες κάθονταν έξω από το δωμάτιο. «Έχει εκδηλώσει κάποια βίαιη διάθεση;» ρώτησα. «Όχι, καθόλου. Σας αφήνω να συζητήσετε οι δυο σας. Δε νομίζω πως χρειάζεται ν' ανησυχείτε μήπως γίνει βίαιος. Θα το διαπιστώσετε μόνος σας». Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι μας παρακολουθούσε από το κρεβάτι του. Το χέρι του στηριζόταν με ειδικό επίδεσμο. Κατά τ' άλλα έδειχνε ίδιος με την τελευταία φορά που τον είχα δει. Μπήκα στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Όταν αποχώρησε ο δόκτωρ Κάμπελ, ο Σόνετζι με κοίταξε εξεταστικά. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι με είχε αναγνωρίσει, αν και αυτός ο άνθρωπος είχε απειλήσει να με σκοτώσει την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Η πρώτη μου επαγγελματική εντύπωση ήταν ότι έδειχνε να φοβάται να μείνει μόνος μαζί μου. Η γλώσσα του σώματος του ήταν επιφυλακτική, πολύ διαφορετική από κείνη του ανθρώπου με τον οποίο είχα παλέψει στο έδαφος στο Μακντόναλντ'ς του Γουίλκινσμπεργκ. «Ποιος είσαι εσύ; Τι θέλεις από μένα;» με ρώτησε τελικά. Η φωνή του έτρεμε ελαφρά. «Είμαι ο Άλεξ Κρος. Έχουμε ξανασυναντηθεί». Έδειξε να μην καταλαβαίνει. Η έκφραση στο πρόσωπο

του ήταν πολύ πειστική. Κούνησε το κεφάλι του κι έκλεισε τα μάτια. Ήταν μια στιγμή απερίγραπτης αμηχανίας για μένα. «Λυπάμαι, δε σε θυμάμαι», είπε στη συνέχεια. Ήταν σαν να ζητούσε συγνώμη. «Υπάρχουν τόσο πολλά πρόσωπα σ' αυτό τον εφιάλτη. Ξεχνώ μερικούς από σας. Παρακαλώ, πάρε μια καρέκλα και κάθισε, κύριε Κρος. Όπως ξέρεις, είχα άφθονους επισκέπτες». «Με ζήτησες προσωπικά στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Φλόριντα. Ανήκω στην Αστυνομία της Ουάσιγκτον». Μόλις το είπα αυτό, άρχισε να χαμογελάει. Έστρεψε το βλέμμα του αλλού και κούνησε το κεφάλι του. Δεν είχα καταλάβει ακόμη το αστείο και του το είπα. «Δεν έχω πάει ποτέ στη ζωή μου στη Φλόριντα», είπε. «Ούτε μια φορά». Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Φορούσε φαρδιές, λευκές πιτζάμες νοσοκομείου. Το χέρι του έδειχνε να τον πονάει κάπως. Φαινόταν απροστάτευτος και ευάλωτος. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εδώ. Τι στο διάολο συνέβαινε; Γιατί δε μου το είχαν πει από πριν; Ο Σόνετζι/Μέρφι κάθισε στην άλλη καρέκλα. Με κοίταζε με μισοκακόμοιρο βλέμμα. Δεν έμοιαζε με δολοφόνο. Δεν έμοιαζε με απαγωγέα. Με δάσκαλο; Με κύριο Τσιπς; Με χαμένο αγοράκι; Αυτά του ταίριαζαν πολύ περισσότερο. «Δεν έχω μιλήσει ποτέ στη ζωή μου μαζί σου», μου είπε. «Δεν έχω ακούσει ποτέ για κανέναν Άλεξ Κρος. Δεν έχω απαγάγει κανένα παιδί. Έχεις διαβάσει Κάφκα;» με ρώτησε. «Λίγο. Τι θέλεις να πεις;» «Αισθάνομαι σαν τον Γκρέγκορ Σάμσα στη Μεταμόρφωση. Βρίσκομαι παγιδευμένος σ' έναν εφιάλτη. Δεν καταλαβαίνω τίποτε απ' όλα αυτά. Δεν απήγαγα παιδιά κανενός. Κάποιος πρέπει να με πιστέψει. Πρέπει... κάποιος. Είμαι ο Γκάρι Μέρφι και δεν έχω βλάψει κανέναν σ' όλη μου τη ζωή». Αν καταλάβαινα καλά, μου έλεγε ότι ήταν μια πολλαπλή προσωπικότητα... ότι ήταν πραγματικά ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. ι

* * #

«Μα τον πιστεύεις, Άλεξ; Για τ' όνομα του Θεού, άνθρωπε μου. Εδώ παίζονται όλα». Ο Σκόρσε, ο Κρεγκ και ο Ράιλι από το FBI, ο Κλέπνερ και η Τζέζι Φλάναγκαν από τη Μυστική Υπηρεσία, ο Σάμπσον κι εγώ βρισκόμαστε σ' ένα άβολο δωμάτιο συσκέψεων στα κεντρικά γραφεία του FBI στο κέντρο της Ουάσιγκτον. Ήταν το ξανασμίξιμο της Ομάδας Διάσωσης Ομήρων. Το ερώτημα το είχε θέσει ο Τζέρι Σκόρσε. Δεν ήταν περίεργο που δεν πίστευε τον Σόνετζι/Μέρφι. Δε δεχόταν την εκδοχή περί πολλαπλής προσωπικότητας. «Τι κερδίζει λέγοντας μια σειρά από εξωφρενικά ψέματα;» ζήτησα απ' όλους να σκεφτούν. «Λέει ότι δεν απήγαγε τα παιδιά. Λέει πως δεν πυροβόλησε κανέναν στο Μακντόναλντ'ς». Κοίταζα ένα ένα τα πρόσωπά τους γύρω από το τραπέζι των συσκέψεων. «Ισχυρίζεται ότι είναι ο Γκάρι Μέρφι, αυτός ο αρκετά ευχάριστος και ασήμαντος τύπος από το Ντέλαγουερ». «Για να ισχυριστεί στο δικαστήριο προσωρινή διανοητική διαταραχή», είπε ο Ράιλι. «Και να πάει μετά ν' αράξει σε μια όμορφη κλινική στο Μέριλαντ ή στη Βιρτζίνια. Και να κυκλοφορεί πάλι ελεύθερος, περίπου σε εφτά ή δέκα χρόνια. Μπορείς να είσαι σίγουρος πως τα ξέρει όλα αυτά, Άλεξ. Είναι τόσο έξυπνος, τόσο καλός ηθοποιός, ώστε να το καταφέρει;» «Μέχρι στιγμής μίλησα μαζί του μόνο μια φορά. Λιγότερο από μια ώρα. 'Ενα πράγμα θα σας πω: είναι πολύ πειστικός ως Γκάρι Μέρφι. Πιστεύω πως ο επίσημος χαρακτηρισμός του θα μπορούσε να είναι κάλλιστα ΚΓΤ». «Τι στο διάβολο σημαίνει ΚΓΤ;» ρώτησε ο Σκόρσε. «Εγώ δεν ξέρω τι είναι ΚΓΤ. Δεν καταλαβαίνω απ' αυτά». «Είναι ένας αρκετά συνηθισμένος ψυχιατρικός όρος», του είπα. «Όλοι εμείς οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι μιλάμε για ΚΓΤ όταν είμαστε μεταξύ μας. Και Γαμώ τους Τρελούς, Τζέρι». Όλοι γύρω από το τραπέζι γέλασαν εκτός από τον Σκόρσε. Ο Σάμπσον του είχε βγάλει το παρατσούκλι Διευθυντής Γραφείου Κηδειών - Νεκροθάφτης Σκόρσε. Ήταν αφοσιω-

μένος και καλός επαγγελματίας, αλλά συνήθως δε σήκωνε πολλά αστεία. «Και γαμώ τα αστεία, Άλεξ», είπε τελικά ο Σκόρσε. «Αυτό είναι ΚΓΑ». «Θα μπορέσεις να τον ξαναδείς;» με ρώτησε η Τζέζι. Ήταν εξίσου καλή επαγγελματίας με τον Σκόρσε, αλλά πολύ πιο ευχάριστη για παρέα. «Ναι, θα μπορέσω. Θέλει να με βλέπει. Κι έτσι μπορεί να καταφέρω ν' ανακαλύψω γιατί, που να πάρει ο διάβολος, ζήτησε εμένα στη Φλόριντα. Γιατί είμαι ο εκλεκτός του εφιάλτη του».

Κεφάλαιο 47

Δ Υ Ο ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ κατάφερα να εξασφαλίσω άλλη μια ώρα με τον Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Είχα ξαγρυπνήσει τις δυο προηγούμενες νύχτες, ξαναμελετώντας περιπτώσεις πολλαπλής προσωπικότητας. Η τραπεζαρία μου θύμιζε αναγνωστήριο ψυχιατρικής βιβλιοθήκης. Έχουν γραφτεί τόμοι ολόκληροι για τις πολλαπλές προσωπικότητες, αλλά ελάχιστοι από μας συμφωνούν πάνω στο θέμα. Υπάρχει, μάλιστα, σοβαρή διαφωνία για το αν υπάρχουν όντως αυθεντικές περιπτώσεις πολλαπλής προσωπικότητας. Όταν έφτασα, ο Γκάρι καθόταν στο κρεβάτι του ατενίζοντας το κενό. Ο ειδικός επίδεσμος που στήριζε το χέρι του δεν υπήρχε πια. Δε μου ήταν εύκολο να έρχομαι και να συζητώ μ' αυτό τον απαγωγέα, το δολοφόνο μικρών παιδιών, τον κατ' εξακολούθηση δολοφόνο. Θυμήθηκα κάτι που είχε γράψει κάποτε ο φιλόσοφος Σπινόζα: «Έχω πασχίσει να μη γελώ με τις ανθρώπινες πράξεις, να μην κλαίω γι' αυτές ούτε να τις μισώ, αλλά να τις καταλαβαίνω». Για την ώρα, εγώ δεν τις καταλάβαινα. «Γεια σου, Γκάρι», είπα χαμηλόφωνα, προσπαθώντας να μην τον ξαφνιάσω. «Είσαι έτοιμος να μιλήσεις;» Ο Γκάρι στράφηκε προς το μέρος μου και φάνηκε χαρούμενος που μ' έβλεπε. Τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι του για μένα.

«Φοβόμουν πως δε θα σε άφηναν να με δεις», είπε. «Χαίρομαι που σε άφησαν». «Τι σ' έκανε να νομίζεις πως δε θα με άφηναν να σε δω;» τον ρώτησα. «Α, δεν ξέρω. Μόνο που... Αισθανόμουν ότι είσαι από τους ανθρώπους με τους οποίους θα μπορούσα να συζητήσω. Αλλά έτσι που δουλεύει η τύχη μου σκέφτηκα πως θα σ' έκοβαν από την αρχή». Συμπεριφερόταν με μια αφέλεια που με προβλημάτιζε. Ήταν σχεδόν γοητευτικός. Ήταν ο άνθρωπος που είχαν περιγράψει οι γείτονές του στο Γουίλμινγκτον. «Τι σκεφτόσουν μόλις προηγουμένως; Πριν από ένα λεπτό;» ρώτησα. «Προτού σε διακόψω». Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Δεν έχω ιδέα. Τι σκεφτόμουν; Α, ξέρω τι σκεφτόμουν. Θυμόμουν ότι αυτόν το μήνα είναι τα γενέθλιά μου. Σκέφτομαι συνέχεια πως θα ξυπνήσω ξαφνικά απ' αυτό τον εφιάλτη. Αυτή είναι μι α επίμονη σκέψη, ένα επαναλαμβανόμενο ρεφρέν μέσα σ' όλες μου τις σκέψεις». «Κάνε μου τη χάρη να γυρίσεις λίγο στο παρελθόν. Πες μου πάλι, πώς σε συνέλαβαν;» είπα, αλλάζοντας το θέμα. «Ξύπνησα, συνήλθα μέσα σ' ένα αστυνομικό αυτοκίνητο έξω από ένα Μακντόναλντ'ς». Ήταν σταθερός σ' αυτό το σημείο. Πριν από δυο μέρες μου είχε πει το ίδιο πράγμα. «Τα χέρια μου ήταν δεμένα με χειροπέδες πίσω από την πλάτη μου. Αργότερα χρησιμοποίησαν και σίδερα στα πόδια μου». «Δεν ξέρεις πώς βρέθηκες μέσα στο αστυνομικό αυτοκίνητο;» ρώτησα. Θεέ μου, ήταν πολύ καλός σ' αυτόν το ρόλο. Γλυκομίλητος, πολύ ευγενικός, πειστικός. «Όχι και ούτε ξέρω πώς βρέθηκα σ' ένα Μακντόναλντ'ς στο Γουίλκινσμπεργκ. Αυτό είναι το πιο φρικιαστικό πράγμα που μου έχει συμβεί ποτέ». «Καταλαβαίνω πώς θα μπορούσε να είναι». Μια θεωρία μού είχε έρθει στο μυαλό, στη διάρκεια της διαδρομής από την Ουάσιγκτον. Ήταν κάπως παρατραβηγμένη, αλλά θα μπορούσε να εξηγήσει κάποια πράγματα τα οποία δεν ευσταθούσαν διαφορετικά.

«Σου έχει ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο στο παρελθόν;» ρώτησα. «Οτιδήποτε, έστω και αόριστα παρόμοιο, Γκάρι;» «Όχι. Ποτέ μου δεν είχα μπλέξει πουθενά. Δεν έχω συλληφθεί ποτέ. Μπορείς να το ελέγξεις αυτό, δεν μπορείς; Και βέβαια μπορείς». «Θέλω να πω, έχεις ξυπνήσει ποτέ σε κάποιο άγνωστο μέρος άλλη φορά; Χωρίς να έχεις ιδέα πώς βρέθηκες εκεί;» Ο Γκάρι με κοίταξε παράξενα, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι του προς τη μια μεριά. «Γιατί με ρωτάς κάτι τέτοιο;» «Σου έχει συμβεί, Γκάρι;» «Λοιπόν... ναι». «Μίλησέ μου γι' αυτό. Μίλησέ μου γι' αυτές τις φορές που ξύπνησες σε κάποιο άγνωστο μέρος». Είχε τη συνήθεια να τραβάει το πουκάμισο του ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο κουμπί. Τραβούσε το ύφασμα μακριά από το στήθος του. Αναρωτήθηκα μήπως φοβόταν πως δε θα μπορούσε ν' αναπνεύσει και ποια ήταν η αιτία ενός τέτοιου φόβου, αν ήταν πραγματικός. Ίσως είχε αρρωστήσει όταν ήταν παιδί. Ή είχε παγιδευτεί κάπου με περιορισμένα αποθέματα αέρα. Ή είχε κλειστεί κάπου -όπως είχαν κλειστεί από τον ίδιο η Μάγκι Ρόουζ και ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ. «Όλο τον περασμένο χρόνο, ίσως και περισσότερο, υπέφερα από αϋπνίες. Το είπα σε κάποιον από τους γιατρούς που με επισκέφθηκαν», είπε. Δεν υπήρχε καμία αναφορά για αϋπνίες στις εκθέσεις των γιατρών. Αναρωτήθηκα αν το είπε πράγματι σε κάποιο γιατρό ή απλώς φαντάστηκε ότι το είπε. Στον ιατρικό του φάκελο υπήρχαν στοιχεία για μια ανομοιογενή καμπύλη στο τεστ νοημοσύνης Βέκσλερ, ενδεικτική μεγάλης παρορμητικότητας. Υπήρχαν τα αποτελέσματα του προφορικού και του γραπτού τεστ ευφυΐας, με εκπληκτικά υψηλούς δείκτες και στα δυο. Υπήρχε ένα τεστ ψυχοσυναισθηματικής ισορροπίας Ρόρσαχ, που αποκάλυπτε έντονο συγκινησιακό στρες. Υπήρχε μια θετική απόκριση στην κάρτα #14 του τεστ θεματικής πρόσληψης, τη λεγόμενη και κάρτα αυτοκτονίας. Αλλά ούτε λέξη για αϋπνίες. «Μίλησέ μου γι' αυτό, σε παρακαλώ. Ίσως με βοηθήσει να καταλάβω». Είχαμε ήδη μιλήσει για το γεγονός ότι ή-

μουν και ψυχολόγος, εκτός από ντετέκτιβ. Ο Γκάρι αισθανόταν άνετα με τις ιδιότητές μου —για την ώρα τουλάχιστον. Μήπως ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που με είχε επιλέξει στη Φλόριντα; Με κοίταξε στα μάτια. «Θα προσπαθήσεις πραγματικά να με βοηθήσεις; Και όχι να με παγιδέψεις, δόκτορ... να με βοηθήσεις;» Του είπα πως θα προσπαθούσα. Πως θα άκουγα ό,τι είχε να πει. Πως δε θα τον αντιμετώπιζα με προκατάληψη. Είπε πως δε ζητούσε τίποτα περισσότερο. «Δυσκολεύομαι να κοιμηθώ. Αυτό συμβαίνει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου», συνέχισε. «Το πότε ήμουν ξύπνιος και το πότε ονειρευόμουν αποτελούσε πάντα μια συγκεχυμένη κατάσταση. Δυσκολευόμουν να ξεχωρίσω το ένα από το άλλο. Ξύπνησα μέσα σ' εκείνο το αστυνομικό αυτοκίνητο στην Πενσιλβάνια. Δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκα εκεί. Αυτή είναι η αλήθεια. Με πιστεύεις; Κάποιος πρέπει να με πιστέψει». «Σ' ακούω, Γκάρι. Όταν θα τελειώσεις, θα σου πω τι σκέφτομαι. Σ' το υπόσχομαι. Για την ώρα πρέπει ν' ακούσω όλα όσα θυμάσαι». Αυτό φάνηκε να τον ικανοποιεί. «Με ρώτησες αν μου έχει ξανασυμβεί. Ναι, μου έχει συμβεί μερικές φορές. Να ξυπνώ σε άγνωστα μέρη. Κάποιες φορές μέσα στο αυτοκίνητο μου, παρκαρισμένο στην άκρη κάποιου δρόμου. Μερικές φορές σε κάποιο δρόμο που δεν είχα ξαναδεί ούτε ακούσει προηγουμένως. Κάποιες φορές συνέβη σε μοτέλ. Ή σε δρόμους. Στη Φιλαδέλφεια, στη Νέα Υόρκη, στο Ατλάντικ Σίτι μια φορά. Βρήκα μάρκες από καζίνο και μια κλήση για παράνομη στάθμευση μέσα στην τσέπη μου. Δεν είχα ιδέα πώς βρέθηκαν εκεί». «Σου συνέβη ποτέ στην Ουάσιγκτον;» ρώτησα. «Όχι. Όχι στην Ουάσιγκτον. Για την ακρίβεια, έχω να πάω στην Ουάσιγκτον από τότε που ήμουν παιδί. Πρόσφατα ανακάλυψα πως μπορώ να "συνέλθω" όντας σε συνειδητή κατάσταση. Τελείως συνειδητή. Μπορεί να τρώω ένα γεύμα, για παράδειγμα, χωρίς να έχω ιδέα πώς βρέθηκα μέσα στο εστιατόριο».

«Πήγες σε κάποιον ειδικό γι' αυτό το θέμα; Προσπάθησες να ζητήσεις βοήθεια από κάποιο γιατρό;» Έκλεισε τα μάτια του, που είχαν ένα πεντακάθαρο καστανό χρώμα - τ ο πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του. Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπο του καθώς άνοιγε πάλι τα μάτια του. «Δε μας περισσεύουν χρήματα για ψυχιάτρους. Επιβιώνουμε με τα χίλια ζόρια. Γι' αυτό είχα πέσει σε τέτοια κατάθλιψη. Χρωστάμε πάνω από τριάντα χιλιάδες δολάρια. Η οικογένειά μου χρωστάει τριάντα χιλιάδες κι εγώ βρίσκομαι εδώ, στη φυλακή». Σταμάτησε να μιλάει και με ξανακοίταξε. Δεν ένιωθε καμία αμηχανία κοιτάζοντάς με, προσπαθώντας να διαβάσει το πρόσωπό μου. Τον έβρισκα συνεργάσιμο, σταθερό και γενικά πνευματικά διαυγή. Παράλληλα ήξερα πως όποιος δούλευε μαζί του θα μπορούσε να πέσει θύμα χειραγώγησης ενός εξαιρετικά έξυπνου και χαρισματικού ψυχοπαθούς. Ο Γκάρι είχε ξεγελάσει πολλούς ανθρώπους πριν από μένα- ήταν, προφανώς, καλός σ' αυτό. «Μέχρι στιγμής σε πιστεύω», του είπα τελικά. «Αυτά που λες μου είναι κατανοητά, Γκάρι. θ α ήθελα να σε βοηθήσω, αν μπορώ». Δάκρυα πλημμύρισαν ξαφνικά τα μάτια του και κύλησαν στα μάγουλά του. Μου έτεινε τα χέρια του. Άπλωσα τα δικά μου και κράτησα τα χέρια του Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Ήταν παγωμένα. Έδειχνε να φοβάται. «Είμαι αθώος», μου είπε. «Ξέρω πως ακούγεται τρελό, αλλά είμαι αθώος». Άργησα πολύ να γυρίσω στο σπίτι μου εκείνο το βράδυ. Τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να στρίψω για να παρκάρω μπροστά στο σπίτι μου, μια μοτοσικλέτα εμφανίστηκε δίπλα στο αυτοκίνητο μου. Τι στο διάβολο ήταν πάλι αυτό; «Παρακαλώ, ακολουθήστε με, κύριε», μου είπε ο αναβάτης της μοτοσικλέτας. Η εντολή δόθηκε σε σχεδόν άψογο στυλ τροχονόμου. «Απλώς καθίστε πίσω μου».

Ήταν η Τζέζι. Άρχισε να γελάει και το ίδιο έκανα κι εγώ. Ήξερα πως προσπαθούσε να με επαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών. Μου είπε ότι δούλευα πολύ σκληρά πάνω σ' αυτή την υπόθεση. Μου υπενθύμισε ότι η υπόθεση είχε διαλευκανθεί. Παρκάρισα και βγήκα από την παλιά Πόρσε. Πήγα στο σημείο όπου είχε σταματήσει τη μοτοσικλέτα της. «Ώρα να τα παρατήσεις, Άλεξ», είπε η Τζέζι. «Μπορείς να το κάνεις; Μπορείς να πάψεις ν' ασχολείσαι με τη δουλειά σου στις έντεκα το βράδυ;» Πήγα μέσα στο σπίτι για να ρίξω μια ματιά στα παιδιά μου. Είχαν αποκοιμηθεί, έτσι δεν είχα κανένα λόγο ν' αρνηθώ την προσφορά της Τζέζι. Βγήκα έξω και ανέβηκα στη μοτοσικλέτα. «Αυτό θα είναι είτε το χειρότερο είτε το καλύτερο πράγμα που θα έχω κάνει τον τελευταίο καιρό», της είπα. «Μην ανησυχείς, θα είναι το καλύτερο. Βρίσκεσαι σε καλά χέρια. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, εκτός από αιφνίδιο θάνατο». Μέσα σε δευτερόλεπτα διασχίσαμε την Ένατη Οδό. Η μοτοσικλέτα κατέβηκε με ταχύτητα τη λεωφόρο Ανεξαρτησίας και μπήκε στην Πάρκγουεϊ, που έχει επικίνδυνες στροφές σε διάφορα σημεία της. Η Τζέζι πλάγιαζε τη μηχανή σε κάθε στροφή, προσπερνώντας σαν σίφουνας τα επιβατικά αυτοκίνητα λες και ήταν σταματημένα. Αναμφισβήτητα ήξερε να κουμαντάρει τη μοτοσικλέτα. Καθώς το τοπίο άλλαζε αστραπιαία μπροστά στα μάτια μας, με τα ηλεκτροφόρα καλώδια πάνω από το κεφάλι μας και τη διακεκομμένη γραμμή μόλις στ' αριστερά του μπροστινού τροχού, σκέφτηκα πως θα πρέπει να τρέχαμε τουλάχιστον με εκατόν εξήντα χιλιόμετρα την ώρα. Όμως ένιωθα ήρεμος πάνω στη μοτοσικλέτα. Δεν ήξερα πού πηγαίναμε και δε μ' ένοιαζε. Τα παιδιά μου κοιμούνταν. Η Νάνα ήταν εκεί. Αυτό που έκανα τώρα αποτελούσε μέρος της νυχτερινής ψυχοθεραπείας μου. Ένιωθα τον ψυχρό αέρα να εισβάλλει βίαια σε κάθε κόχη και άνοιγμα του κορμιού μου. Μου καθάριζε όμορφα το κεφάλι, που χρειαζόταν σίγουρα καθάρισμα.

Η Εν Στρητ ήταν άδεια από αυτοκίνητα. Ήταν ένας μακρύς, στενός δρόμος με παλιά, εκατόχρονα σπίτια και στις δύο πλευρές. Ήταν όμορφος, ιδιαίτερα το χειμώνα. Χιονισμένες στέγες με αετώματα. Φώτα που τρεμόπαιξαν πάνω από τις εξώπορτες. Η Τζέζι γκάζωσε πάλι τη μηχανή στον έρημο δρόμο. Εκατόν είκοσι, εκατόν σαράντα, εκατόν εξήντα χιλιόμετρα την ώρα. Δεν ήμουν σε θέση να ξέρω με πόσα ακριβώς· μόνο πως πραγματικά πετούσαμε. Τα δέντρα και τα σπίτια διακρίνονταν θολά. Ο δρόμος από κάτω μας ήταν μια θολούρα. Θα έλεγα ότι όλα είχαν μια πραγματικά παράξενη ομορφιά —αν βγαίναμε ζωντανοί για να το πούμε σε κανέναν. Η Τζέζι ακινητοποίησε τη BMW μαλακά. Δε μου έκανε επίδειξη- απλώς ήξερε πώς γίνεται. «Φτάσαμε σπίτι. Μόλις το βρήκα. Δουλεύω πάνω στο κεφάλαιο "σπίτι" αυτή την εποχή», μου είπε καθώς κατέβαινε από τη μοτοσικλέτα. «Ήσουν πολύ καλός. Μια φορά μόνο φοβήθηκες στην Τζορτζ Ουάσιγκτον». «Κρατώ τους φόβους μου για τον εαυτό μου». Αναζωογονημένοι από τη βόλτα, μπήκαμε μέσα. Το διαμέρισμα δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα. Η Τζέζι είχε πει πως δεν είχε βρει το χρόνο να το τακτοποιήσει, όμως ήταν όμορφο και καλόγουστο. Το γενικό στυλ ήταν απλό και μοντέρνο, καθόλου ενοχλητικό. Υπήρχαν πολλές εντυπωσιακές καλλιτεχνικές φωτογραφίες, κυρίως ασπρόμαυρες. Η Τζέζι είπε πως τις είχε τραβήξει όλες η ίδια. Φρεσκοκομμένα λουλούδια υπήρχαν στο σαλόνι και στην κουζίνα. Βιβλία με σελιδοδείκτες να προεξέχουν —Ο Πρίγκιπας της Παλίρροιας, Τα Καψίματα, Γυναίκες στην Εξουσία, Το Ζεν και Η Τέχνη της Συντήρησης της Μοτοσικλέτας. Μια μικρή κάβα με κρασιά —βιβλία για κρασιά. Ένας γάντζος πάνω στον τοίχο για το κράνος της. «Ώστε είσαι μια σπιτόγατα τελικά». «Με καμία κυβέρνηση. Πάρ' το πίσω, Άλεξ. Είμαι η πιο σκληρή γυναίκα των Μυστικών Υπηρεσιών». Πήρα την Τζέζι στην αγκαλιά μου και φιληθήκαμε πολύ τρυφερά στο σαλόνι της. Έβρισκα τρυφερότητα εκεί που δεν την περίμενα - ανακάλυπτα αισθησιασμό που με εξέ-

πλήττε. Είχα βρει ολόκληρο το πακέτο που αναζητούσα, με μία μόνο μικρή εξαίρεση. «Χαίρομαι που μ' έφερες στο σπίτι σου», είπα. «Το εννοώ, Τζέζι. Είμαι πραγματικά συγκινημένος». «Κι ας χρειάστηκε, λίγο πολύ, να σε απαγάγω για να σε φέρω εδώ πέρα;» «Βόλτες με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω στη μοτοσικλέτα μέσα στη νύχτα. Πανέμορφο, ζεστό διαμέρισμα. Φωτογραφίες επιπέδου Άννι Λίμποβιτς. Τι άλλα μυστικά κρύβεις;» Η Τζέζι διέτρεξε απαλά μ' ένα δάχτυλο το σαγόνι μου, εξερευνώντας το πρόσωπό μου. «Δε θέλω να κρύβω κανένα μυστικό. Αυτό θα μου άρεσε. Εντάξει;» Συμφώνησα. Το ίδιο ακριβώς ήθελα κι εγώ. Είχε έρθει ο καιρός ν' ανοιχτώ πάλι σε κάποιον. Και είχε, μάλλον, αργήσει πολύ να έρθει και για τους δυο μας. Μπορεί να μην το δείχναμε στους άλλους, όμως είχαμε βιώσει μοναξιά και εσωστρέφεια για πάρα πολύ καιρό. Αυτή ήταν η απλή αλήθεια και βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο να τη συνειδητοποιήσει. Νωρίς το επόμενο πρωί επιστρέψαμε με τη μοτοσικλέτα στο σπίτι μου, στην Ουάσιγκτον. Ο αέρας ήταν παγωμένος και άγριος πάνω στα πρόσωπά μας. Την κρατούσα στην αγκαλιά μου, καθώς γλιστρούσαμε μέσα στο αχνό, γκρίζο φως της αυγής. Οι ελάχιστοι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν, οδηγώντας ή πηγαίνοντας με τα πόδια στη δουλειά τους, μας χάζευαν. Αν ήμουν στη θέση τους, κατά πάσα πιθανότητα θα έκανα κι εγώ το ίδιο. Τόσο κομψό και όμορφο ζευγάρι ήμασταν. Η Τζέζι με άφησε στο σημείο ακριβώς απ' όπου με είχε πάρει. Έγειρα πάνω της. Την ξαναφίλησα. Στα μάγουλα, στο λαιμό και, τελικά, στα χείλη. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να μείνω εκεί όλο το πρωινό. Έτσι ακριβώς, μες στους κακόφημους δρόμους του Σάουθ-Ιστ. Από το μυαλό μου πέρασε φευγαλέα η σκέψη ότι τα πράγματα θα έπρεπε να είναι πάντα έτσι. Γιατί όχι; «Πρέπει να πάω μέσα», είπα τελικά.

«Ναι. Το ξέρω. Πήγαινε στο σπίτι σου, Άλεξ», είπε η Τζέζι. «Δώσε στα μωρά σου ένα φιλί κι από μένα». Ωστόσο φαινόταν κάπως θλιμμένη την ώρα που εγώ έκανα μεταβολή και κατευθυνόμουν προς το σπίτι μου. Μην αρχίζεις κάτι που δε θα μπορείς να το τελειώσεις, θύμισα στον εαυτό μου.

Κεφάλαιο 48

Τ ο ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ το αφιέρωσα στην προσωπική μου ξεκούραση. Αυτό φαινόταν κάπως ανεύθυνο εκ με'ρους μου, αλλά το χρειαζόμουν. Μπορείς να παίρνεις το φορτίο του κόσμου πάνω στους ώμους σου μερικές φορές, αν ξέρεις πότε να το ξεφορτώνεσαι. Καθώς πήγαινα με το αυτοκίνητό μου προς τις φυλακές Λόρτον, η θερμοκρασία ήταν κάτω από το μηδέν, αλλά είχε ήλιο. Ο ουρανός είχε ένα φωτεινό, σχεδόν εκτυφλωτικό γαλάζιο χρώμα. Πανέμορφο και ελπιδοφόρο. Το μεγαλείο της φύσης παραμένει ζωντανό και τη δεκαετία του '90. Στη διάρκεια της διαδρομής εκείνου του πρωινού σκεφτόμουν τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Ήμουν υποχρεωμένος να αποδεχτώ ότι τώρα πια ήταν νεκρή. Ο πατέρας της έβριζε τους πάντες στα μέσα ενημέρωσης. Δεν μπορούσα να τον κατηγορήσω. Είχα μιλήσει μερικές φορές στο τηλέφωνο με την Κάθριν Ρόουζ. Δεν είχε παραιτηθεί από τις ελπίδες της. Μου είπε ότι «διαισθανόταν» πως το κοριτσάκι της ήταν ακόμη ζωντανό. Αυτό ήταν το πιο λυπηρό πράγμα που θα μπορούσα ν' ακούσω. Προσπάθησα να προετοιμαστώ για τη συνάντηση με τον Σόνετζι/Μέρφι, όμως ο νους μου έτρεχε αλλού. Εικόνες από την προηγούμενη νύχτα περνούσαν ασταμάτητα μπροστά από τα μάτια μου. Έπρεπε να υπενθυμίζω στον εαυτό μου

πως οδηγούσα ένα αυτοκίνητο μέσα στην πυκνή κίνηση της Ουάσιγκτον και άτι είχα δουλειά να κάνω. Τότε μου ήρθε μια φαεινή ιδέα - μια θεωρία που μπορούσε να δοκιμαστεί πάνω στον Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι και η οποία έδειχνε να έχει κάποια λογική με βάση τα ψυχιατρικά κριτήρια. Το γεγονός ότι είχα σκεφτεί μια ενδιαφέρουσα θεωρία με βοήθησε ν' αυτοσυγκεντρωθώ όταν έφτασα στη φυλακή. Με πήγαν στον έκτο όροφο για να δω τον Σόνετζι. Με περίμενε. Φαινόταν σαν να μην είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Ήταν σειρά μου να προκαλέσω κάποια αντίδραση. Έμεινα μαζί του μια ολόκληρη ώρα εκείνο το απόγευμα, ίσως και λίγο περισσότερο. Τον πίεσα πολύ. Πιθανόν περισσότερο απ' όσο έχω πιέσει οποιονδήποτε άλλο ασθενή μου. «Γκάρι, έχεις βρει ποτέ αποδείξεις στις τσέπες σου —από ξενοδοχεία, εστιατόρια, αγορές σε καταστήματα— χωρίς να θυμάσαι να έχεις ξοδέψει τα χρήματα;» «Πώς το ήξερες;» Το βλέμμα του έλαμψε στο άκουσμα της ερώτησής μου. Κάτι σαν ανακούφιση απλώθηκε πάνω στο πρόσωπό του. «Τους το είπα ότι ήθελα εσένα για ψυχαναλυτή μου. Δε θέλω να βλέπω πια το δόκτορα Γουόλς. Το μόνο που ξέρει είναι να μου γράφει συνταγές για ηρεμιστικά». «Δεν είμαι βέβαιος πως αυτό είναι καλή ιδέα. Εγώ είμαι ψυχολόγος και όχι ψυχίατρος, όπως ο δόκτωρ Γουόλς. Ανήκω, επίσης, στην ομάδα που βοήθησε στη σύλληψή σου». Ο Γκάρι κούνησε το κεφάλι του. «Τα ξέρω όλα αυτά. Είσαι, επίσης, ο μοναδικός που με άκουσε πριν βγάλει τελικά συμπεράσματα. Ξέρω ότι με μισείς —η σκέψη πως εγώ απήγαγα εκείνα τα δυο παιδιά, τα άλλα πράγματα που υποτίθεται ότι έχω κάνει. Όμως εσύ, τουλάχιστον, μ' ακούς. Ο Γουόλς προσποιείται μόνο ότι μ' ακούει». «Πρέπει να συνεχίσεις να βλέπεις το δόκτορα Γουόλς», του είπα. «Δεν έχω πρόβλημα μ' αυτό. Νομίζω πως καταλαβαίνω πια πώς δουλεύουν οι μηχανισμοί εδώ πέρα. Μόνο, σε παρακαλώ, μη μ' αφήσεις σ' αυτή την τρύπα της κόλασης μόνο μου».

«Δε θα σ' αφήσω. Θα είμαι μαζί σου συνέχεια από δω και πέρα. Θα συνεχίσουμε να συζητάμε, όπως κάναμε μέχρι τώρα». Ζήτησα από τον Σόνετζι/Μέρφι να μου μιλήσει για την παιδική του ηλικία. «Δε θυμάμαι πολλά για το πώς μεγάλωσα. Είναι πολΰ παράξενο αυτό;» Ήθελε να μιλήσει. Έμενε σ' εμένα, στη δική μου κρίση, να αποφασίσω αν άκουγα την αλήθεια ή ένα πακέτο καλοπροετοιμασμένων ψεμάτων. «Είναι φυσιολογικό για μερικοΰς ανθρώπους. Το να μη θυμούνται. Μερικές φορές τα γεγονότα επανέρχονται στη μνήμη όταν μιλάς γι' αυτά, όταν τα εξωτερικεύεις». «Ξέρω τα στοιχεία γεννήσεως. Λοιπόν. Ημερομηνία, 24 Φεβρουαρίου 1957. Τόπος, Πρίνστον, Νιου Τζέρσεϊ. Τέτοια πράγματα. Μερικές φορές, πάντως, αισθάνομαι σαν να μου τα έμαθαν όλα αυτά καθώς μεγάλωνα. Έ χ ω βιώσει καταστάσεις στις οποίες δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα όνειρα από την πραγματικότητα. Δεν είμαι σίγουρος για το τι είναι τι. Ειλικρινά, δεν είμαι σίγουρος». «Προσπάθησε να μου μιλήσεις για τις πρώτες αναμνήσεις σου», του είπα. «Δεν είναι πολΰ ευχάριστες», είπε. «Υπέφερα πάντα από αϋπνίες. Ποτέ δεν κατάφερνα να κοιμηθώ περισσότερο από μια ή δυο ώρες τη φορά. Δεν μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου ξεκοΰραστο και χωρίς κατάθλιψη. Λες και προσπαθούσα σ' όλη μου τη ζωή να βγω σκάβοντας μέσα από μια τρύπα. Δεν πάω να κάνω τη δουλειά σου τώρα, αλλά δεν τρέφω μεγάλη εκτίμηση για τον εαυτό μου». Όλα όσα ξέραμε για τον Γκάρι Σόνετζι περιέγραφαν μια ακριβώς αντίθετη προσωπικότητα —μεγάλη ενεργητικότητα, θετική αντιμετώπιση της ζωής, εξαιρετικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Ο Γκάρι συνέχισε περιγράφοντας μια τρομερή παιδική ηλικία, η οποία περιλάμβανε σωματική κακοποίηση από τη μητριά του, όταν ήταν μικρό παιδί, και σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα του, όταν μεγάλωσε κάπως. Ξανά και ξανά μου περιέγραψε πώς αναγκαζόταν να κλείνεται στον εαυτό του για ν' αποκόπτεται από το άγχος και τις συγκρούσεις που τον περιέβαλλαν. Η μητριά του είχε έρθει

στο σπίτι τους, μαζί με τα δυο παιδιά της, το 1961. Ο Γκάρι ήταν τότε τεσσάρων και ήδη κυκλοθυμικός. Τα πράγματα χειροτέρεψαν από κείνο το σημείο και μετά. Πόσο πολύ χειροτέρεψαν, δεν ήταν διατεθειμένος να μου το πει ακόμη. Στις συνεδρίες που είχε κάνει με το δόκτορα Γουόλς, ο Σόνετζι/Μέρφι είχε υποβληθεί στα τεστ Βέκσλερ για ενηλίκους, ΜΜΡΙ και Ρόρσαχ. Στον τομέα της δημιουργικότητας, είχε βγει εντελώς έξω από τις καθιερωμένες κλίμακες. Αυτό το μετρούσαν χρησιμοποιώντας συμπλήρωση ημιτελών φράσεων. Ο Γκάρι είχε εξίσου υψηλές επιδόσεις και στις προφορικές και στις γραπτές απαντήσεις του. «Τι άλλο, Γκάρι; Προσπάθησε να πας όσο πιο πίσω στο παρελθόν μπορείς. Θα μπορέσω να σε βοηθήσω μόνο αν σε καταλάβω καλύτερα». «Υπήρχαν πάντα αυτές οι "χαμένες ώρες". Χρονικές περίοδοι που δεν μπορούσα να δικαιολογήσω», είπε. Το πρόσωπό του σφιγγόταν όλο και περισσότερο καθώς μιλούσε. Οι φλέβες στο λαιμό του είχαν πρηστεί. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του. «Με τιμωρούσαν επειδή δεν μπορούσα να θυμηθώ...» είπε. «Ποιος; Ποιος σε τιμωρούσε;» «Η μητριά μου... κυρίως». Αυτό σήμαινε, κατά πάσα πιθανότητα, πως η μεγαλύτερη ζημιά είχε γίνει όταν ήταν πολύ μικρός, όταν η μητριά του προσπαθούσε να τον πειθαρχήσει. «Σε σκοτεινό δωμάτιο», είπε. «Τι συνέβαινε στο σκοτεινό δωμάτιο; Τι είδους δωμάτιο ήταν;» «Αυτή με κλείδωνε εκεί, κάτω στο υπόγειο. Ήταν το κελάρι μας και μ' έκλεινε εκεί κάτω σχεδόν κάθε μέρα». Αρχιζε να δυσκολεύεται ν' αναπνεύσει. Ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση γι' αυτόν, μια κατάσταση που είχα ξαναδεί πολλές φορές σε άτομα που είχαν υποστεί κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία. Έκλεισε τα μάτια του. Προσπαθώντας να θυμηθεί. Ξαναζώντας ένα παρελθόν το οποίο δεν ήθελε ποτέ να ξανασυναντήσει. «Τι συνέβαινε κάτω στο υπόγειο;»

«Τίποτα... τίποτα δε συνέβαινε. Απλώς με τιμωρούσαν όλη την ώρα. Αφήνοντας με μόνο μου». «Πόσο σε άφηναν εκεί κάτω;» «Δεν ξέρω... δεν μπορώ να θυμηθώ τα πάντα!» Τα μάτια του μισάνοιξαν. Με παρακολουθούσε μέσα από στενές σχισμές. Δεν ήμουν σίγουρος πόσο ακόμη μπορούσε ν' αντέξει. Έπρεπε να είμαι προσεκτικός. Έπρεπε να τον κάνω να μου μιλήσει για τα απεχθέστερα σημεία της ιστορίας του, δείχνοντας του ότι νοιαζόμουν γι' αυτόν, ότι μπορούσε να μ' εμπιστευτεί, ότι τον άκουγα πραγματικά. «Ήταν για μια ολόκληρη μέρα μερικές φορές; Για μια ολόκληρη νύχτα;» «Α, όχι. Όχι. Ήταν για πολύ περισσότερο. Ώστε να μην ξεχνώ πια. Ώστε να είμαι καλό παιδί. Και όχι το Κακό Αγόρι». Με κοίταξε, αλλά δεν πρόσθεσε τίποτε άλλο. Διαισθάνθηκα ότι περίμενε ν' ακούσει κάτι από μένα. Δοκίμασα την επιβράβευση, που έκρινα ότι ήταν η κατάλληλη αντίδραση. «Μπράβο, Γκάρι, αυτή ήταν μια καλή αρχή. Ξέρω πόσο δύσκολα είναι όλα αυτά για σένα». Ενώ κοίταζα τον ενήλικο μπροστά μου, φανταζόμουν ένα μικρό αγόρι, κλειδωμένο μέσα σ' ένα σκοτεινό κελάρι. Κάθε μέρα. Για εβδομάδες ολόκληρες, η διάρκεια των οποίων θα πρέπει να του φαινόταν ακόμη μεγαλύτερη. Έπειτα σκέφτηκα τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Ήταν δυνατόν να την είχε κλείσει κάπου και να ήταν ακόμη ζωντανή; Έπρεπε να εκμαιεύσω τα σκοτεινότερα μυστικά μέσα από το κεφάλι του, κι έπρεπε να το καταφέρω γρηγορότερα απ' ό,τι μπορεί να γίνει ποτέ στην ψυχοθεραπεία. Η Κάθριν Ρόουζ και ο Τόμας Νταν δικαιούνταν να μάθουν τι είχε συμβεί στο κοριτσάκι τους. Τι συνέβη στη Μάγκι Ρόουζ, Γκάρι; Θυμάσαι τη Μάγκι Ρόουζ; Αυτή ήταν μια πολύ ριψοκίνδυνη στιγμή στη συνεδρία μας. Διακινδύνευα να φοβηθεί ο Γκάρι και ν' αρνηθεί να με ξαναδεί, αν διαισθανόταν πως δεν ήμουν πια ένας «φίλος». Μπορούσε να κλειστεί στον εαυτό του. Υπήρχε, επίσης, το

ενδεχόμενο μιας πλήρους ψυχωσικής κατάρρευσης. Μπορούσε να γίνει κατατονικός. Και τότε θα είχαν χαθεί όλα. Έπρεπε να συνεχίσω να εγκωμιάζω τον Γκάρι για τις προσπάθειες του. Ήταν σημαντικό να αποζητά τις επισκέψεις μου. «Αυτά που μου είπες μέχρι στιγμής θ' αποδειχτούν εξαιρετικά χρήσιμα», του είπα. «Έκανες πραγματικά σπουδαία δουλειά. Είμαι εντυπωσιασμένος από το πόσο πολλά πίεσες τον εαυτό σου να θυμηθεί». «Αλεξ», είπε τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να φύγω, «μα το Θεό, δεν έκανα τίποτα το φρικτό ή άσχημο. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με». Έ ν α τεστ αληθείας είχε προγραμματιστεί για τον Γκάρι εκείνο το απόγευμα. Και μόνο η σκέψη του ανιχνευτή ψεύδους έκανε τον Γκάρι νευρικό, αλλά ορκιζόταν ότι χαιρόταν που θα το έκανε. Μου είπε πως μπορούσα να μείνω και να περιμένω τ' αποτελέσματα, αν ήθελα. Ήθελα, και πολύ μάλιστα. Ο χειριστής της συσκευής ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του. Τον είχαν φέρει από την Ουάσιγκτον ειδικά για το τεστ. Θα του έκαναν δεκαοχτώ ερωτήσεις. Οι δεκαπέντε ήταν ερωτήσεις «ελέγχου». Οι υπόλοιπες τρεις θα χρησιμοποιούνταν για τη βαθμολόγηση του τεστ αληθείας. Ο δόκτωρ Κάμπελ ήρθε και με βρήκε σαράντα περίπου λεπτά αφότου πήραν τον Σόνετζι/Μέρφι κάτω για το τεστ αληθείας. Ο Κάμπελ ήταν αναψοκοκκινισμένος από την έξαψη. Έμοιαζε σαν να είχε έρθει τρέχοντας από το δωμάτιο που είχαν κάνει το τεστ. Κάτι σημαντικό είχε συμβεί. «'Εβγαλε τον υψηλότερο δυνατό δείκτη», μου είπε ο Κάμπελ. «Το πέρασε με άριστα. Αψογος. Ο Γκάρι Μέρφι ενδέχεται να λέει την αλήθεια!»

Κεφάλαιο 49

Ο

ΓΚΑΡΙ ΜΕΡΦΙ ενδέχεται να λέει την αλήθεια! Το επόμενο απόγευμα έδωσα μια εξαιρετική παράσταση στην αίθουσα του διοικητικού συμβουλίου των φυλακών Λόρτον. Το αξιοσέβαστο ακροατήριο μου περιλάμβανε το δόκτορα Κάμπελ από τη φυλακή, τον ομοσπονδιακό εισαγγελέα Τζέιμς Ντάουντ, έναν εκπρόσωπο από το γραφείο του κυβερνήτη του Μέριλαντ, δυο ακόμη εισαγγελείς από το γραφείο του υπουργού Δικαιοσύνης στην Ουάσιγκτον και το δόκτορα Τζέιμς Γουόλς, μέλος του Συμβουλίου Υγείας της Πολιτείας και του συμβουλευτικού προσωπικού της φυλακής. Είχα φτύσει αίμα για να τους συγκεντρώσω όλους μαζί. Και τώρα που το είχα καταφέρει δεν έπρεπε να τους χάσω. Δε θα μου δινόταν άλλη ευκαιρία για να ζητήσω αυτό που χρειαζόμουν. Ένιωθα σαν να ξανάδινα προφορικές εξετάσεις για να πάρω το πτυχίο μου. Ακροβατούσα γρήγορα πάνω σε σχοινί, χωρίς δίχτυ από κάτω. Πίστευα ότι διακυβευόταν ολόκληρη η προκαταρκτική ανάκριση της υπόθεσης Σόνετζι/Μέρφι εκεί ακριβώς, μέσα σ' εκείνη την αίθουσα. «Θέλω να του κάνω παλινδρομική ύπνωση. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, ενώ υπάρχει η πιθανότητα να έχουμε εξαιρετικά αποτελέσματα», δήλωσα στην ομάδα. «Είμαι βέβαιος πως ο Σόνετζι/Μέρφι θα είναι καλό υποκείμενο και

ότι θ' ανακαλύψουμε κάτι που θα μπορέσουμε να το χρησιμοποιήσουμε. Ίσως μάθουμε τι συνέβη στο κοριτσάκι του οποίου αγνοείται η τύχη. Σίγουρα θα μάθουμε κάτι περισσότερο για τον Γκάρι Μέρφι». Μ' αυτή την υπόθεση είχαν προκύψει αρκετά και πολύπλοκα θέματα δικαιοδοσιών. Κάποιος δικηγόρος μού είχε πει ότι τα θέματα αυτά θα μπορούσαν ν' αποτελέσουν ιδανικά ερωτήματα σε εξετάσεις για την άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Καθώς ο Σόνετζι/Μέρφι είχε διασχίσει σύνορα Πολιτειών, η απαγωγή και ο φόνος του Μάικλ Γκόλντμπεργκ ενέπιπταν σε ομοσπονδιακή δικαιοδοσία και θα δικάζονταν από ομοσπονδιακό δικαστήριο. Οι φόνοι στο Μακντόναλντ'ς θα δικάζονταν σε δικαστήριο του Γουεστμόρλαντ. Ο Σόνετζι/Μέρφι θα μπορούσε, επίσης, να δικαστεί στην Ουάσιγκτον για έναν ή περισσότερους από τους φόνους που είχε προφανώς διαπράξει στο Σάουθ-Ιστ. «Τι ελπίζετε να πετύχετε τελικά;» θέλησε να μάθει ο δόκτωρ Κάμπελ. Με υποστήριζε από την αρχή και συνέχιζε να το κάνει. Όπως κι εγώ, έβλεπε δυσπιστία σε αρκετά πρόσωπα, ιδιαίτερα στο πρόσωπο του Γουόλς. Καταλάβαινα γιατί ο Γκάρι δεν ήθελε τον Γουόλς. Ο Γουόλς φαινόταν μοχθηρός, μικρόψυχος και περήφανος γι' αυτό που ήταν. «Πολλά απ' όσα μας έχει πει μέχρι στιγμής υποδηλώνουν έντονο ψυχικό διχασμό. Φαίνεται πως έχει περάσει μια αρκετά τραυματική παιδική ηλικία. Υπέστη σωματική κακοποίηση, ίσως και σεξουαλική. Δεν αποκλείεται ν' άρχισε να διχάζεται ο ψυχικός του κόσμος από κείνη την εποχή, για ν' αποφύγει τον πόνο και το φόβο. Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι πολλαπλή προσωπικότητα, αλλά υπάρχει μια πιθανότητα να είναι. Πέρασε το είδος της παιδικής ηλικίας που θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια σπάνια ψύχωση». Ο δόκτωρ Κάμπελ πήρε τη σκυτάλη. «Ο δόκτωρ Κρος κι εγώ έχουμε μιλήσει για το ενδεχόμενο να εισέρχεται ο Σόνετζι/Μέρφι σε "καταστάσεις φυγής". Πρόκειται για ψυχωσικά επεισόδια που σχετίζονται και με αμνησία και με υστερία. Μιλάει για "χαμένες μέρες", "χαμένα Σαββατοκύριακα", ακόμη και για "χαμένες εβδομάδες". Σε μια τέτοια κατάσταση φυγής, ο ασθενής μπορεί να ξυπνήσει σ' ένα άγνωστο μέρος και να μην έχει ιδέα πώς βρέθηκε εκεί ή τι έκανε στη διάρ-

κεια μιας παρατεταμένης χρονικής περιόδου. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς διαθέτουν δυο χωριστές προσωπικότητες, συχνά αντίθετες μεταξύ τους. Αυτό μπορεί, επίσης, να συμβεί σε περιπτώσεις κροταφικής επιληψίας». «Πού το πάτε εσείς οι δυο;» γκρίνιαξε ο Γουόλς από τη θέση του. «Κροταφική επιληψία. Κάνε μου τη χάρη, Μάριον. Όσο συνεχίζετε με τέτοια αστεία, αυξάνονται οι πιθανότητες του να τη βγάλει καθαρή σ' ένα δικαστήριο», μας προειδοποίησε ο Γουόλς. «Εγώ δεν αστειεύομαι», είπα στον Γουόλς. «Δεν το συνηθίζω». Το λόγο πήρε ο εισαγγελέας, αναλαμβάνοντας το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στον Γουόλς και σ' εμένα. Ο Τζέιμς Ντάουντ ήταν ένας σοβαρός άντρας γύρω στα σαράντα. Αν ο Ντάουντ αναλάμβανε την υπόθεση Σόνετζι/Μέρφι στο δικαστήριο, θα γινόταν σύντομα διάσημος εισαγγελέας. «Δεν ενδέχεται να έχει δημιουργήσει αυτή τη φαινομενικά ψυχωσική κατάσταση για λογαριασμό μας;» ρώτησε ο Ντάουντ. «Να είναι ένας απλός ψυχοπαθής και τίποτα περισσότερο;» Έριξα μια ματιά γύρω από το τραπέζι πριν απαντήσω στις ερωτήσεις του. Ήταν σαφές ότι ο Ντάουντ ήθελε ν' ακούσει τις απαντήσεις μας· ήθελε να μάθει την αλήθεια. Ο εκπρόσωπος του γραφείου του κυβερνήτη φαινόταν προβληματισμένος και δεν είχε πειστεί ακόμη, αλλά ήταν ανοιχτόμυαλος. Η ομάδα των εισαγγελέων ήταν ουδέτερη για την ώρα. Ο δόκτωρ Γουόλς είχε ήδη ακούσει αρκετά από μένα και τον Κάμπελ. «Αυτό είναι ένα σίγουρο ενδεχόμενο», είπα. «Και είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους θα ήθελα να δοκιμάσω με την παλινδρομική ύπνωση. Έτσι, αν μη τι άλλο, θα διαπιστώσουμε αν οι ιστορίες του παραμένουν σταθερές». «Αν επιδέχεται ύπνωση», επενέβη ο Γουόλς. «Κι αν είστε σε θέση να καταλάβετε ότι έχει υπνωτιστεί». «Νομίζω ότι επιδέχεται», απάντησα γρήγορα. «Εγώ έχω τις αμφιβολίες μου επ' αυτού. Ειλικρινά, έχω αμφιβολίες και για σένα, Κρος. Δε μ' ενδιαφέρει αν του αρέσει να μιλάει σ' εσένα. Η ψυχιατρική δεν έχει σχέση με το αν σου αρέσει ο γιατρός σον».

«Αυτό που του αρέσει είναι ότι εγώ τον ακούω», είπα, ρίχνοντας μια άγρια ματιά προς τη μεριά του Γουόλς. Χρειαζόταν μεγάλος αυτοέλεγχος για να μην ορμήσω πάνω σ' αυτό το υπεροπτικό κάθαρμα. «Ποιοι είναι οι άλλοι λόγοι για να υπνωτιστεί ο κρατούμενος;» ρώτησε ο εκπρόσωπος του κυβερνήτη. «Η αλήθεια είναι ότι δε γνωρίζουμε αρκετά για το τι έχει διαπράξει κατά τη διάρκεια των καταστάσεων φυγής», είπε ο δόκτωρ Κάμπελ. «Ούτε και ο ίδιος. Οΰτε η γυναίκα του και η οικογένειά του, με τους οποίους μίλησα αρκετές φορές μέχρι τώρα». «Επίσης, δεν είμαστε σίγουροι», πρόσθεσα εγώ, «για το πόσες προσωπικότητες μπορεί να λειτουργοΰν... Ένας άλλος λόγος για την ύπνωση...» Σταμάτησα για λίγο, για να εμπεδώσουν αυτό που θα έλεγα στη συνέχεια, «...είναι πως θέλω να τον ρωτήσω για τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Θέλω να προσπαθήσω να μάθω τι έκανε στη Μάγκι Ρόουζ». «Λοιπόν, ακούσαμε τα επιχειρήματά σας, δόκτορ Κρος. Σας ευχαριστούμε για το χρόνο που διαθέσατε και για τις προσπάθειές σας εδώ», είπε ο Τζέιμς Ντάουντ στο τέλος της παρουσίασης του θέματος. «Θα σας ενημερώσουμε για την απόφασή μας». Εκείνο το βράδυ αποφάσισα να πάρω τα πράγματα στα χέρια μου. Τηλεφώνησα σ' ένα δημοσιογράφο, που ήξερα και εμπιστευόμουν, της Ουάσιγκτον Ποστ. Του ζήτησα να με συναντήσει στο Πάπι'ς Ντάινερ, στην άκρη του Σάουθ-Ιστ. Το Πάπι'ς ήταν ένα μέρος όπου δε θα μας έβλεπε κανείς και δεν ήθελα να μάθει κανείς ότι είχαμε συναντηθεί. Για το καλό και των δυο μας. Ο Λη Κόβελ ήταν ένας γιάπης, που είχε αρχίσει να γκριζάρει και ήταν λίγο μαλάκας, αλλά τον συμπαθούσα. Ο Λη «φορούσε» τα συναισθήματά του στο μέτωπο του: τις μικροζήλιες του, την πίκρα του για τη θλιβερή κατάσταση της δημοσιογραφίας, τις δακρύβρεχτες, συμπονετικές τάσεις του,

τις περιστασιακές υπερσυντηρητικές απόψεις του. Ήταν όλα εκεί, για να τα βλέπει ο κόσμος και ν' αντιδρά ανάλογα. Ο Λη σωριάστηκε δίπλα μου στο μπαρ. Φορούσε γκρίζο κοστούμι και γαλάζια αθλητικά παπούτσια. Στο Πάπι'ς συγκεντρώνεται ένα πραγματικά όμορφο, ετερόκλητο πλήθος —μαύροι, ισπανόφωνοι, Κορεάτες, λευκοί εργάτες που δουλεύουν στο Σάουθ-Ιστ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αλλά κανείς σαν τον Λη. «Μοιάζω σαν τη μύγα μες στο γάλα εδώ μέσα», παραπονέθηκε. «Παραείμαι ωραίος γι' αυτό το μέρος». «Ποιος φοβάσαι πως θα σε δει εδώ; Ο Μπομπ Γούντγουορντ; Οι Έβανς και Νόβακ*;» «Πολύ αστείο, Άλεξ. Τι έχεις στο νου σου; Γιατί δε μου τηλεφώνησες όταν αυτή η ιστορία ήταν καυτή; Προτού συλληφθεί αυτό το κάθαρμα;» «Μπορείς να δώσεις σ' αυτό τον άνθρωπο έναν καυτό, πολύ δυνατό καφέ;» είπα στον μπάρμαν. «Πρέπει να τον ξυπνήσω». Στράφηκα προς τον Λη. «Θα υπνωτίσω τον Σόνετζι μέσα στη φυλακή. Θα αναζητήσω τη Μάγκι Ρόουζ Νταν μέσα στο υποσυνείδητο του. Μπορείς να έχεις την αποκλειστικότητα, αλλά θέλω αντάλλαγμα», είπα στον Λη. Ο Λη Κόβελ κόντεψε σχεδόν να εκραγεί. «Μαλακίες! Πες τα μου όλα, Άλεξ. Μου φαίνεται πως άφησες κάποια σημεία απέξω». «Σωστά. Προσπαθώ να πάρω άδεια για να υπνωτίσω τον Σόνετζι. Αλλά δεν είναι και τόσο εύκολο. Αν διαρρεύσει η πληροφορία στην Ουάσιγκτον Ποστ, νομίζω πως θα γίνει πραγματικότητα. Θεωρία των αυτοεκπληρούμενων προφητειών. Θα πάρω την άδεια. Και τότε θα έχεις την αποκλειστικότητα». Ο καφές ήρθε μέσα σ' ένα όμορφο πορσελάνινο φλιτζάνι, μπεζ, με μια λεπτή μπλε ρίγα κάτω από το χείλος. Ο Λη ήπιε τον καφέ του σκεφτικός όσο ποτέ. Έδειχνε να το διασκεδάζει που προσπαθούσα να χειραγωγήσω το κατεστημένο της Ουάσιγκτον. Αυτό έβρισκε απήχηση στη συμπονετική καρδιά του. * Διάσημοι δημοσιογράφοι και οι τρεις. (Σ.τ.Μ.)

«Κι αν μάθεις τίποτα από τον Γκάρι Σόνετζι, θα είμαι ο δεύτερος που θα το μάθει. Μετά από σένα, Άλεξ». «Κάνεις σκληρό παζάρι, αλλά ναι. Αυτή θα είναι η συμφωνία μας. Σκέψου το, Λη. Αξίζει τον κόπο. Μπορεί να μάθουμε για τη Μάγκι Ρόουζ, για να μην αναφέρω την καριέρα σου». Άφησα τον Κόβελ να τελειώσει τον καφέ του στο Πάπι'ς και ν' αρχίσει να ετοιμάζει το άρθρο του. Αυτό έκανε, προφανώς, γιατί το άρθρο του εμφανίστηκε στην πρωινή έκδοση της Ουάσιγκτον Ποστ. Η Νάνα Μάμα είναι η πρώτη που ξυπνάει στο σπίτι μας κάθε μέρα. Κατά πάσα πιθανότητα, είναι η πρώτη που ξυπνάει σ' ολόκληρο το σΰμπαν. Αυτό πιστεύαμε ο Σάμπσον κι εγώ όταν ήμαστε δέκα ή έντεκα χρονών κι εκείνη ήταν υποδιευθύντρια στο γυμνάσιο Γκάρφιλντ Νορθ. Είτε ξυπνώ στις εφτά είτε στις έξι είτε στις πέντε, όταν κατεβαίνω στην κουζίνα βρίσκω πάντα αναμμένο φως και τη Νάνα να τρώει ήδη πρωινό ή να το ετοιμάζει. Τα περισσότερα πρωινά πρόκειται για το ίδιο ακριβώς μενού.Ένα αβγό ποσέ, βουτυρωμένο καλαμποκόψωμο και ελαφρύ τσάι με γάλα και πολλή ζάχαρη. Θα έχει, επίσης, αρχίσει να ετοιμάζει πρωινό και για τους υπόλοιπους από μας. Και σέβεται τις προτιμήσεις των ουρανίσκων μας. Το μενού του σπιτιού μπορεί να περιλαμβάνει τηγανίτες και χοιρινό λουκάνικο ή μπέικον πεπόνι, αν είναι η εποχή του- κορνφλέικς ή κουάκερ, με μπόλικο βούτυρο και άφθονη ζάχαρη από πάνω· αβγά σε κάθε σχήμα και μορφή. Μερικές φορές κάνει την εμφάνισή της μια ομελέτα με μουσταλευριά, το μοναδικό έδεσμά της που με αφήνει αδιάφορο. Η Νάνα κάνει την ομελέτα πολύ σκούρα απέξω και, όπως της έχω πει, τ' αβγά με τη μουσταλευριά μού φαίνονται τόσο αλλόκοτα όσο και οι τηγανίτες με κέτσαπ. Η Νάνα διαφωνεί, αν και δεν τρώει ποτέ η ίδια τις ομελέτες με τη μουσταλευριά. Τα παιδιά τρελαίνονται γι' αυτές. Η Νάνα καθόταν μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας ε-

κείνο το πρωινό του Μαρτίου. Διάβαζε την Ουάσιγκτον Ποστ, την οποία, εντελώς συμπτωματικά, φέρνει στο σπίτι ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ουάσιγκτον. Ο κύριος Ουάσιγκτον τρώει πρωινό μαζί με τη Νάνα κάθε Δευτέρα πρωί. Η μέρα εκείνη, όμως, ήταν Τετάρτη και ήταν μια πολύ σημαντική μέρα για την προκαταρκτική ανάκριση. Είμαι απόλυτα εξοικειωμένος με το σκηνικό του πρωινού μας, αλλά, παρ' όλα αυτά, τα έχασα μόλις μπήκα στην κουζίνα. Για άλλη μια φορά συνειδητοποίησα πόσο πολύ είχε μπει η απαγωγή μέσα στην ιδιωτική μας ζωή, στη ζωή των μελών της οικογένειάς μου. Ο πρωτοσέλιδος τίτλος της Ουάσιγκτον Ποστ έγραφε: ΘΑ ΥΠΝΩΤΙΣΟΥΝ ΤΟΝ ΣΟΝΕΤΖΙ/ΜΕΡΦΙ Δίπλα στο άρθρο διέκρινα τη φωτογραφία του Σόνετζι/Μέρφι και τη δική μου. Τα νέα τα είχα μάθει αργά το προηγούμενο βράδυ. Είχα τηλεφωνήσει στον Λη Κόβελ για να του δώσω την αποκλειστικότητά του, τηρώντας τη συμφωνία μας. Διάβασα το άρθρο του Λη τρώγοντας δυο δαμάσκηνα. Το άρθρο έλεγε ότι ορισμένες μη κατονομαζόμενες «πηγές αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τις απόψεις των ψυχολόγων που είχαν αναλάβει τον απαγωγέα»· ότι «οι ιατρικές διαγνώσεις μπορεί να έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη δίκη»· ότι «αν αποδεικνυόταν παράφρων, ο Σόνετζι/Μέρφι θα μπορούσε να πετύχει μια καταδίκη πολύ επιεική, όπως τρίχρονο εγκλεισμό σε κάποια κλινική». Προφανώς ο Λη είχε μιλήσει και σε άλλες πηγές μετά τη δική μας συζήτηση. «Γιατί δε βγαίνουν να πουν στα ίσια τι ακριβώς εννοούν;» μουρμούρισε η Νάνα πάνω από το τσάι και το καλαμποκόψωμό της. Σχημάτισα την εντύπωση πως δεν τη συγκινούσε το στυλ γραψίματος του Λη. «Τι να πουν, δηλαδή;» ρώτησα. «Αυτό που είναι προφανές εδώ πέρα. Κάποιος δε θέλει ν' ανακατεύεσαι μέ την όμορφη υποθεσούλα του. Θέλουν πεντακάθαρη δικαιοσύνη. Και όχι απαραίτητα την αλήθεια. Κανένας δε φαίνεται να θέλει την αλήθεια, εδώ που τα λέ-

με. Θέλουν απλώς να νιώσουν καλύτερα αμέσως. Θέλουν να δοθεί τέλος στον πόνο. Ο κόσμος έχει χαμηλή ανθεκτικότητα στον πόνο, ιδίως τελευταία. Από τότε που ο δόκτωρ Σποκ άρχισε ν' ανατρέψει τα παιδιά μας για λογαριασμό μας». «Ώστε τέτοιες μηχανορραφίες μαγειρεύεις εδώ κάτω μαζί με το πρωινό σου; Ακούγεται λίγο σαν το Η Συγγραφέας-Ντετέκτιβ». Σερβιρίστηκα λίγο από το τσάι της. Χωρίς ζάχαρη και γάλα. Πήρα ένα ψωμάκι κι έχωσα μέσα δυο λουκάνικα. «Καμία μηχανορραφία. Πραγματικότητα ολοφάνερη όσο και η μύτη σου, Αλεξ». Έγνεψα καταφατικά. Μπορεί η Νάνα να είχε δίκιο, αλλά δεν ήταν κάτι που μπορούσα να το αντιμετωπίσω τέτοια ώρα, πριν από τις έξι το πρωί. «Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από τα δαμάσκηνα τόσο νωρίς το πρωί», είπα. «Μμμ, μμμ, είναι υπέροχα». «Χμμ». Η Νάνα Μάμα συνοφρυώθηκε. «Αν ήμουν στη θέση σου, θα έτρωγα λιγότερα δαμάσκηνα. Υποψιάζομαι πως θα σου χρειαστεί ένα έξτρα απόθεμα σκατών από δω και πέρα, Αλεξ. Αν μου επιτρέπεις να είμαι ειλικρινής μαζί σου». «Σ' ευχαριστώ, Νάνα. Η ειλικρίνειά σου εκτιμάται δεόντως». «Παρακαλώ. Μαζί με το πρωινό σου, θα σου προσφέρω κι αυτή την έξοχη συμβουλή: μην εμπιστεύεσαι λευκούς». «Πολύ ωραίο πρωινό», της είπα. «Πώς είναι η καινούρια σου φιλενάδα;» ρώτησε η γιαγιά μου. Δεν της ξεφεύγει ποτέ τίποτα.

Κεφάλαιο 50

Ε Ν Α ς ΒΟΜΒΟΣ ΑΚΟΥΓΟΤΑΝ όταν βγήκα από το αυτοκίνητο μου μπροστά στη φυλακή. Το βόμβο τον προκαλούσαν άνθρωποι. Δημοσιογράφοι από εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια βρίσκονταν παντού έξω από τις φυλακές Λόρτον. Με περίμεναν. Το ίδιο και ο Σόνετζι/Μέρφι. Τον είχαν μεταφέρει σ' ένα κανονικό κελί της φυλακής. Ενώ διέσχιζα το πάρκινγκ μέσα σ' ένα ελαφρό ψιλόβροχο, μικρόφωνα και τηλεοπτικές κάμερες εμφανίζονταν μπροστά μου από κάθε δυνατή γωνία. Βρισκόμουν εκεί για να υπνωτίσω τον Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι και οι δημοσιογράφοι το ήξεραν. Ήμουν το καυτό θέμα της ημέρας. «Ο Τόμας Νταν λέει ότι προσπαθείτε να κλείσετε τον Σόνετζι σε κλινική και πως θα τον αφήσετε ελεύθερο σε δύο χρόνια. Κάποιο σχόλιο, ντετέκτιβ Κρος;» «Δεν έχω να πω τίποτα αυτή τη στιγμή». Δεν μπορούσα να μιλήσω με κανένα δημοσιογράφο, γεγονός που δε με έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή. Είχα κάνει μια συμφωνία με το γραφείο του εισαγγελέα, πριν αποφασίσουν τελικά για την ύπνωση. Στην εποχή μας η ύπνωση χρησιμοποιείται ευρέως στην •ψυχιατρική. Συνιστάται συχνά από το θεράποντα ψυχίατρο ή ψυχολόγο. Αυτό που ήλπιζα ν' ανακαλύψω, ύστερα από αρκετές συνεδρίες, ήταν τι είχε συμβεί στον Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι κατά τη διάρκεια των «χαμένων ημερών» του,

των αποδράσεων του από την πραγματικότητα. Δεν ήξερα αν αυτό θα συνέβαινε σύντομα ούτε αν θα συνέβαινε καν. Από τη στιγμή που βρέθηκα μέσα στο κελί του Γκάρι, η διαδικασία ήταν απλή και άμεση. Του πρότεινα να χαλαρώσει και να κλείσει τα μάτια του. Στη συνέχεια ζήτησα από τον Γκάρι να εισπνέει και να εκπνέει πολύ ήσυχα και αργά. Του είπα να προσπαθήσει να καθαρίσει το μυαλό του από κάθε σκέψη. Τέλος, ν' αρχίσει να μετράει αργά από το εκατό προς τα πίσω. Έδειξε να είναι καλό υποκείμενο για ύπνωση. Δεν αντιστάθηκε και γλίστρησε βαθιά σε μια κατάσταση επιδεκτική υποβολής. Απ' όσο μπορούσα να καταλάβω, είχε υπνωτιστεί. Όπως κι αν είχε το πράγμα, εγώ συνέχισα σαν να ήταν υπνωτισμένος. Τον παρακολουθούσα για ενδείξεις που θα πρόδιδαν το αντίθετο, αλλά δεν είδα καμία. Η αναπνοή του είχε επιβραδυνθεί αξιοσημείωτα. Στην αρχή της συνεδρίας ήταν περισσότερο χαλαρωμένος από κάθε άλλη φορά που τον είχα δει. Τα πρώτα λεπτά κουβεντιάσαμε για ανώδυνα, μη απειλητικά θέματα. Καθώς, όπως έλεγε, είχε «συνέλθει» ή είχε «βρει τον εαυτό του» μέσα στο πάρκινγκ του Μακντόναλντ'ς, μόλις χαλάρωσε εντελώς, ρώτησα τον Γκάρι γι' αυτό το γεγονός. «Θυμάσαι που σε συνέλαβαν στο Μακντόναλντ'ς, στο Γουίλκινσμπεργκ;» Ακολούθησε σύντομη σιωπή. Έπειτα είπε: «Α, ναι, φυσικά θυμάμαι». «Χαίρομαι που θυμάσαι, γιατί έχω μερικές ερωτήσεις σχετικά με τα περιστατικά στο Μακντόναλντ'ς. Δεν έχω καταλάβει καλά τη σειρά των γεγονότων. Θυμάσαι να έφαγες κάτι στο εστιατόριο;» Έβλεπα τους βολβούς των ματιών του να γυρίζουν κάτω από τα βλέφαρά του. Σκεφτόταν προτού απαντήσει. Ο Γκάρι φορούσε σανδάλια και το αριστερό του πόδι χτυπούσε νευρικά το δάπεδο. «Όχι... όχι... δεν μπορώ να πω ότι έφαγα. Έφαγα όντως εκεί; Δεν το θυμάμαι. Δεν είμαι σίγουρος αν έφαγα». Τουλάχιστον δεν αρνήθηκε ότι ήταν στο Μακντόναλντ'ς. «Πρόσεξες κάποιους ανθρώπους στο Μακντόναλντ'ς;»

ρώτησα. «Θυμάσαι κάποιους πελάτες; Κάποια κοπέλα στο ταμείο, με την οποία μπορεί να μίλησες;» «Χμμ... Είχε πολύ κόσμο. Δε μου έρχεται κάποιος συγκεκριμένα στο μυαλό. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως κάποιοι άνθρωποι ντύνονται τόσο άσχημα, που γίνονται αστείοι. Το βλέπεις και σε κάθε εμπορικό κέντρο. Και όλη την ώρα σε μέρη όπως το εστιατόριο Μακντόναλντ'ς». Με το μυαλό του βρισκόταν ακόμη μέσα στο Μακντόναλντ'ς. Είχε πάει μέχρι εκεί μαζί μου. Μείνε μαζί μου, Γκάρι. «Χρησιμοποίησες την τουαλέτα;» Ήξερα ήδη ότι την είχε χρησιμοποιήσει. Οι περισσότερες από τις κινήσεις του ήταν καταγραμμένες στις εκθέσεις της σύλληψης του. «Ναι, χρησιμοποίησα την τουαλέτα», απάντησε. «Αγόρασες κάποιο ποτό; Κάτι να πιεις; Πάρε με μαζί σου εκεί. Βάλε τον εαυτό σου εκεί μέσα όσο πιο πολύ μπορείς». Χαμογέλασε. «Σε παρακαλώ. Μη γίνεσαι συγκαταβατικός». Είχε γείρει το κεφάλι του κάπως παράξενα. Έπειτα άρχισε να γελάει. Έ ν α αλλόκοτο γέλιο, βαθύτερο από το συνηθισμένο του. Παράξενο, αν και όχι τελείως ανησυχητικό. Οι διακυμάνσεις της φωνής του άρχισαν να γίνονται ταχύτερες και πιο κοφτές. Το πόδι του χτυπούσε το δάπεδο όλο και γρηγορότερα. «Δεν είσαι αρκετά έξυπνος για να το κάνεις αυτό», είπε. Τα έχασα λίγο από την αλλαγή στον τόνο της φωνής του. «Για να κάνω τι; Πες μου τι εννοείς, Γκάρι. Δε σε καταλαβαίνω». «Για να δοκιμάσεις να τον ξεγελάσεις. Αυτό εννοώ. Είσαι έξυπνος, αλλά όχι και τόσο». «Ποιον να ξεγελάσω;» «Το\ Σόνετζι, φυσικά. Βρίσκεται ακριβώς εκεί, στο Μακντόναλντ'ς. Παριστάνει πως πίνει έναν καφέ, αλλά στην πραγματικότητα είναι έξω φρενών. Έχει ανάγκη από προσοχή, τώρα». Ανακάθισα στην καρέκλα μου. Δεν το περίμενα αυτό. «Γιατί είναι θυμωμένος; Ξέρεις εσύ γιατί;» ρώτησα. «Είναι έξω φρενών επειδή στάθηκαν τυχεροί. Γι' αυτό».

«Ποιοι στάθηκαν τυχεροί;» «Η αστυνομία. Είναι έξω φρενών, επειδή μερικοί ηλίθιοι μπόρεσαν, χάρη στην τύχη τους, να καταστρέψουν τα πάντα και να του γαμήσουν το αριστουργηματικό του σχέδιο». «Θα ήθελα να μιλήσω μαζί του γι' αυτό», είπα. Προσπαθούσα να παραμείνω όσο πιο ψύχραιμος μπορούσα. Αν ήταν εδώ τώρα ο Σόνετζι, ίσως να μπορούσαμε να μιλήσουμε. «Όχι! Όχι. Δεν είσαι του επιπέδου του. Δε θα καταλάβαινες τίποτε απ' όσα έχει να πει. Δεν έχεις ιδέα τι είναι ο Σόνετζι». «Είναι ακόμη θυμωμένος; Είναι θυμωμένος τώρα; Όντας εδώ στη φυλακή; Τι λέει ο Σόνετζι για το γεγονός ότι βρίσκεται σ' αυτό το κελί;» «Ο Σόνετζι λέει... άντε γαμήσου. ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙΣ!» Μου όρμησε. Άρπαξε το πουκάμισο και τη γραβάτα μου, τα πέτα του σπορ σακακιού μου. Ήταν πολύ δυνατός, αλλά το ίδιο κι εγώ. Τον άφησα να με κρατάει και τον άρπαξα κι εγώ. Βρεθήκαμε σ' ένα γερό σφιχταγκάλιασμα. Τα κεφάλια μας συγκρούστηκαν με δύναμη. Θα μπορούσα ν' απελευθερωθώ, όμως δε δοκίμασα. Δε με πονούσε στην πραγματικότητα. Ήταν περισσότερο σαν να εκδήλωνε μια απειλή, σαν να έθετε τα όρια μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ μας. Ο Κάμπελ και οι φύλακές του ήρθαν τρέχοντας από το διάδρομο. Ο Σόνετζι/Μέρφι μ' άφησε και άρχισε να πέφτει με δύναμη πάνω στην πόρτα του κελιού. Σάλια έτρεχαν από την άκρη του στόματος του. Άρχισε να ουρλιάζει και να βρίζει μ' όλη την ένταση της φωνής του. Οι φύλακες τον έριξαν στο πάτωμα. Τον συγκρατούσαν με δυσκολία. Ο Σόνετζι ήταν πολύ πιο δυνατός απ' ό,τι έδειχνε το λεπτό σώμα του. Εγώ το ήξερα ήδη από την εμπειρία μου μαζί του. Τους φύλακες ακολούθησε η νοσοκόμα των φυλακών, που του έκανε μια ένεση Ατιβάν. Μέσα σε λίγα λεπτά κοιμόταν στο δάπεδο του κελιού. Οι φύλακες τον έβαλαν στο κρεβάτι του και του φόρε-

σαν ζουρλομανδύα. Περίμενα μέχρι να τον κλειδώσουν στο κελί. Ποιος βρισκόταν μέσα στο κελί; Ο Γκάρι Σόνετζι; Ο Γκάρι Μέρφι; Ή και οι δυο;

Κεφάλαιο 51

Ε Κ Ε Ί Ν Ο ΤΟ ΒΡΑΔΥ τηλεφώνησε στο σπίτι μου ο αρχηγός Πίτμαν. Δε σκέφτηκα ότι ήθελε να με συγχαρεί για το έργο μου με τον Σόνετζι/Μέρφι. Είχα δίκιο. Ο Χέφε μου ζήτησε να περάσω από το γραφείο του το επόμενο πρωινό. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα. Δεν ήθελε να μου πει από το τηλέφωνο. Φαντάζομαι πως δεν ήθελε να χαλάσει την έκπληξη. Το πρωί φρόντισα να είμαι καλοξυρισμένος και φόρεσα για την περίσταση το καλό μου δερμάτινο σακάκι. Έπαιξα λίγη Μπίλι Χόλιντεϊ στο πιάνο πριν φύγω από το σπίτι. Σκέψου σκοτάδι και φως. Γίνε σκοτάδι και φως. Έπαιξα τα «The Man I Love», «For All We Know», «That's Life, 1 Guess», κι έφυγα για να συναντήσω τον Χέφε. Όταν έφτασα στο γραφείο του Πίτμαν, βρήκα μεγάλη κίνηση για τις οχτώ παρά τέταρτο το πρωί. Ακόμη κι ο βοηθός του Χέφε έδειχνε πλήρως απασχολημένος. Ο γερο-Φρεντ Κουκ είναι ένας αποτυχημένος ντετέκτιβ του Τμήματος Ηθών, που ποζάρει τώρα ως βοηθός του αρχηγού. Μοιάζει μ' εκείνα τα τερατουργήματα που δίνουν για βραβεία στους αγώνες μπέιζμπολ των συνταξιούχων. Ο Φρεντ είναι μοχθηρός, μικρόψυχος και αφάνταστα πολιτικάντης. Όταν πρέπει να τον αντιμετωπίσεις, είναι σαν να μιλάς σε μια κέρινη κούκλα. «Ο αρχηγός σε περιμένει». Μου χάρισε ένα από τα στυ-

φά του χαμόγελα. Ο Φρεντ Κουκ απολαμβάνει να γνωρίζει πράγματα πριν από όλους εμάς τους υπόλοιπους. Ακόμη κι όταν δεν ξέρει τίποτα, συμπεριφέρεται σαν να ξέρει. «Τι τρέχει σήμερα, Φρεντ;» τον ρώτησα στα ίσια. «Μπορείς να μου πεις». Είδα εκείνη τη λάμψη της παντογνωσίας στο βλέμμα του. «Γιατί δεν μπαίνεις εκεί μέσα να μάθεις μόνος σου; Είμαι σίγουρος πως ο αρχηγός θα σου εξηγήσει τις προθέσεις του». «Είμαι περήφανος για σένα, Φρεντ. Σίγουρα μπορεί να σου εμπιστευτεί κανείς ένα μυστικό. Θα 'πρεπε, ξέρεις, να σε πάρουν στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας». Μπήκα μέσα περιμένοντας το χειρότερο. Όμως είχα υποτιμήσει λίγο τον αρχηγό των ντετέκτιβ. Ο δήμαρχος Καρλ Μόνρο βρισκόταν στο γραφείο μαζί με τον Πίτμαν. Όπως και ο διοικητής μας, ο Κρίστοφερ Κλάουζερ, και —τι έκπληξη!— ο Τζον Σάμπσον. Απ' ό,τι φαινόταν, είχε οργανωθεί ένα από τα πιο δημοφιλή πρωινά συμβάντα της Ουάσιγκτον, ένα πρωινό γεΰμα εργασίας, μέσα στο άδυτο των άδυτων του αρχηγού μας. «Δεν είναι τόσο άσχημα», είπε χαμηλόφωνα ο Σάμπσον. Σε έντονη αντίθεση με τα λόγια του, ο Σάμπσον έμοιαζε με μεγάλο θηρίο πιασμένο σε παγίδα, απ' αυτές με τις διπλές δαγκάνες που χρησιμοποιούν οι κυνηγοί. Είχα την αίσθηση πως θα έκοβε πολύ ευχαρίστως το πόδι του με τα δόντια του, προκειμένου να το σκάσει από το δωμάτιο. «Δεν είναι καθόλου άσχημα». Ο Καρλ Μόνρο χαμογέλασε κεφάτα, όταν είδε την παγωμένη έκφραση του προσώπου μου. «Έχουμε μερικά καλά νέα και για τους δυο σας. Πολύ καλά νέα. Να τα πω; Ναι, νομίζω πως θα τα πω... Εσύ και ο Σάμπσον προάγεστε σήμερα. Εδώ και τώρα. Συγχαρητήρια στον πιο καινούριο ανώτερο ντετέκτιβ μας και στον πιο καινούριο περιφερειακό αρχηγό μας». Χειροκρότησαν επιδοκιμαστικά. Ο Σάμπσον κι εγώ ανταλλάξαμε βλέμματα απορίας. Τι στο διάβολο συνέβαινε; Αν το ήξερα, θα είχα φέρει μαζί μου τη Νάνα και τα παιδιά. Ήταν σαν μια από κείνες τις τελετές, στις οποίες ο Πρόεδρος δίνει παράσημα και ευχαριστήρια σε χήρες νεκρών πολεμιστών. Μόνο που αυτή τη φορά οι νεκροί είχαν

προσκληθεί στην τελετή. Ο Σάμπσον κι εγώ ήμαστε νεκροί στα μάτια του αρχηγού Πίτμαν. «Μήπως θα ήθελες να μας εξηγήσεις τι συμβαίνει εδώ πέρα;» Χαμογέλασα συνωμοτικά στον Μόνρο. Ο Καρλ Μόνρο είχε το καταπληκτικό τον χαμόγελο σε πλήρη άνθηση. Ήταν τόσο ζεστό, προσωπικό και «γνήσιο». «Μου ζήτησαν να έρθω εδώ», είπε, «επειδή εσύ και ο ντετέκτιβ Σάμπσον θα παίρνατε προαγωγή. Αυτό είναι όλο. Γι' αυτό ήρθα με μεγάλη χαρά, Αλεξ...» Έκανε μια κωμική γκριμάτσα, «...στις οχτώ παρά τέταρτο το πρωί». Πραγματικά, είναι πολύ δύσκολο μερικές φορές να μη συμπαθείς τον Καρλ. Έχει απόλυτη συναίσθηση του ποιος είναι και του τι έχει γίνει ως πολιτικός. Μου θυμίζει τις πόρνες της Δέκατης Τέταρτης Οδού, που σου λένε πρόστυχα ανέκδοτα την ώρα που εσύ τις έχεις συλλάβει και τις πας μέσα. «Υπάρχουν και κάποια άλλα πράγματα που πρέπει να πούμε», είπε ο Πίτμαν, αλλά έπειτα έκανε μια κίνηση με το χέρι του, σαν να απέρριπτε την ιδέα μιας ουσιαστικής συζήτησης μέσα στο όλο τελετουργικό κλίμα. «Μπορούν να περιμένουν γι' αργότερα. Υπάρχουν καφές και γλυκά πρώτα». «Νομίζω πως θα 'πρεπε να τα συζητήσουμε όλα τώρα», είπα. Έστρεψα το βλέμμα μου στον Μόνρο. «Να τα βάλουμε όλα πάνω στο τραπέζι μαζί με τα γλυκά». Ο Μόνρο κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. «Γιατί δε δοκιμάζεις μια φορά και με το μαλακό, έτσι γι' αλλαγή;» «Δε θα μπορέσω ποτέ να βάλω υποψηφιότητα για δημόσιο αξίωμα, έτσι δεν είναι;» είπα στο δήμαρχο. «Δεν κάνω για πολιτικός». Ο Μόνρο ανασήκωσε τους ώμους του, αλλά συνέχισε να χαμογελάει. «Δεν ξέρω γι' αυτό, Άλεξ. Μερικές φορές ο άνθρωπος αλλάζει και αποκτά ένα πιο αποτελεσματικό στυλ καθώς πληθαίνουν οι εμπειρίες του. Βλέπει τι φέρνει αποτελέσματα και τι όχι. Είναι σίγουρα πιο ικανοποιητικό να επιδιώκεις συγκρούσεις. Όμως δεν εξυπηρετεί πάντα το δημόσιο συμφέρον». «Περί αυτού πρόκειται, λοιπόν; Για το δημόσιο συμφέρον; Αυτό είναι το θέμα αυτού του πρωινού γεύματος εργασίας;» ρώτησε την ομάδα ο Σάμπσον.

«Έτσι μου φαίνεται. Ναι, έτσι νομίζω». Ο Μόνρο έγνεψε καταφατικά και δάγκωσε ένα γλυκό. Ο αρχηγός Πίτμαν έβαλε καφέ Ο* ένα ακριβό πορσελάνινο φλιτζάνι, που φαινόταν πολΰ μικρό και εΰθραυστο μες στη χοΰφτα του. «Πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο με το FBI, το υπουργείο Δικαιοσύνης και τη Μυστική Υπηρεσία σ' αυτή την υπόθεση απαγωγής. Αυτό δεν είναι καλό για κανέναν. Εμείς αποφασίσαμε να αποτραβηχτούμε. Να σας αποσύρουμε πάλι από την υπόθεση», είπε τελικά ο Πίτμαν. Επιτέλους! Είχε πέσει και η άλλη μάσκα. Είχε βγει στην επιφάνεια η αλήθεια στο μικρό μας πρωινό γεΰμα . εργασίας. Από τη μια στιγμή στην άλλη, όλοι μέσα στο γραφείο άρχισαν να μιλούν ταυτόχρονα. Δυο, τουλάχιστον, από μας φώναζαν. Ωραίο πάρτι. «Αυτά είναι μαλακίες», είπε ο Σάμπσον στο δήμαρχο κατάμουτρα. «Και το ξέρετε. Το ξέρετε, έτσι δεν είναι;» «Έχω αρχίσει συνεδρίες με τον Σόνετζι/Μέρφι», είπα στον Πίτμαν, στον Μόνρο και στο διοικητή Κλάουζερ. «Χθες τον υπνώτισα. Για τ' όνομα του Θεοΰ, όχι. Μην το κάνετε αυτό. Όχι τώρα». «Έχουμε επίγνωση της προόδου σου με τον Γκάρι Σόνετζι. Έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση και την πήραμε». «Θέλεις την αλήθεια, Άλεξ;» αντήχησε ξαφνικά η φωνή του Καρλ Μόνρο μέσα στο δωμάτιο. «Θέλεις ν' ακοΰσεις την αλήθεια σχετικά μ' αυτή την ιστορία;» Τον κοίταξα. «Πάντα». Ο Μόνρο με κοίταξε ίσια στα μάτια. «Ο εισαγγελέας έχει ασκήσει πολΰ μεγάλη πίεση σε πολλούς ανθρώπους στην Ουάσιγκτον. Μια τεράστια δίκη θα ξεκινήσει, πιστεύω, μέσα σ' έξι εβδομάδες το αργότερο. Το Οριάν Εξπρές έχει ήδη φύγει από το σταθμό, Άλεξ. Κι εσύ δεν είσαι πάνω στο τρένο. Ούτε εγώ. Η υπόθεση μας έχει ξεπεράσει και τους δυο μας. Ο Σόνετζι/Μέρφι είναι πάνω στο τρένο... » 0 δημόσιος κατήγορος, το υπουργείο Δικαιοσύνης, έχει'αποφασίσει να σταματήσει τις συνεδρίες σου με τον Σόνετζι/Μέρφι. Έχει διοριστεί επισήμως μια ομάδα ψυχιά-

τρων για να τον αναλάβει. Έτσι θα γίνονται τα πράγματα από δω και πέρα. Έτσι θα είναι. Αυτή η υπόθεση έχει περάσει σε μια νέα φάση και δε θα χρειαστεί η δική μας συμμετοχή». Ο Σάμπσον κι εγώ εγκαταλείψαμε το πάρτι μας. Η συμμετοχή μας δε χρειαζόταν πια.

Κεφάλαιο 52

Ο Λ Η ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ γυρνούσα στο σπίτι από τη δουλειά μου μια λογική ώρα —συνήθως μεταξύ έξι και εξίμισι. Τέρμα οι εβδομάδες των ογδόντα και εκατό ωρών. Ο Ντέιμον και η Τζανέλ δε θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι, εκτός κι αν με απέλυαν από τη δουλειά μου μια και καλή. Νοικιάζαμε βιντεοκασέτες με ταινίες του Γουόλτ Ντίσνεϊ και με τα Χελωνονιντζάκια, ακούγαμε το τριπλό άλμπουμ Μπίλι Χόλιντεϊ: Η Κληρονομιά 1933-1958, μας έπαιρνε όλους μαζί ο ύπνος πάνω στον καναπέ. Κάναμε όλα τα εκπληκτικά όμορφα πράγματα. Έ ν α απόγευμα τα παιδιά κι εγώ επισκεφθήκαμε τον τάφο της Μαρίας. Ούτε η Τζανέλ ούτε ο Ντέιμον είχαν ξεπεράσει τελείως την απώλεια της μητέρας τους. Πριν βγούμε από το νεκροταφείο, σταμάτησα μπροστά σ' έναν άλλο τάφο. Στον τόπο ανάπαυσης του Μάσταφ Σάντερς. Έβλεπα ακόμη μπροστά μου τα μελαγχολικά του μάτια να με κοιτάζουν. Τα μάτια του με ρωτούσαν: Γιατί; Καμία απάντηση, προς το παρόν, Μάσταφ. Όμως δε σκόπευα να το βάλω κάτω. Κάποιο Σάββατο, προς το τέλος του καλοκαιριού, ο Σάμπσον κι εγώ κάναμε το μακρινό ταξίδι μέχρι το Πρίνστον, στο Νιου Τζέρσεϊ. Η Μάγκι Ρόουζ Νταν δεν είχε βρεθεί. Όπως και τα λύτρα των δέκα εκατομμυρίων δολαρίων. Ο

Σάμπσον κι εγώ επανελέγχαμε τα πάντα στον ελεΰθερο χρόνο μας. Μιλήσαμε με αρκετούς γείτονες των Μέρφι. Η οικογένεια Μέρφι είχε χαθεί ολόκληρη σε μια πυρκαγιά, όμως κανείς δεν είχε υποψιαστεί τον Γκάρι. Ο Γκάρι Μέρφι ήταν πρότυπο μαθητή, απ' όσο ήξεραν όλοι γΰρω στο Πρίνστον. Είχε αποφοιτήσει τέταρτος στην τάξη του στο λύκειο, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν έδειχνε να μελετάει ή να ανταγωνίζεται τους άλλους. Και ούτε είχε μπλέξει ποτέ σε φασαρίες. Τουλάχιστον, απ' όσο ήξεραν οι γείτονές του στο Πρίνστον. Ο νεαρός που περιέγραφαν ήταν σαν τον Γκάρι Μέρφι με τον οποίο είχα μιλήσει στις φυλακές Λόρτον. Οι απόψεις όλων συμφωνούσαν, με μόνη εξαίρεση κάποιο φίλο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του, τον οποίο εντοπίσαμε με κάποια δυσκολία. Ο φίλος, ο Σάιμον Κόνκλιν, δούλευε τώρα σε κάποια από τις αγορές τοπικών προϊόντων ως παραγωγός λαχανικών. Ζούσε μόνος του, είκοσι πέντε περίπου χιλιόμετρα έξω από το Πρίνστον. Ο λόγος που τον αναζητήσαμε ήταν ότι τον Κόνκλιν μου τον είχε αναφέρει η Μίσι Μέρφι. To FBI είχε μιλήσει μαζί του, αλλά δεν είχε βγάλει πολλά πράγματα. Στην αρχή ο Σάιμον Κόνκλιν αρνιόταν να μας μιλήσει, αρνιόταν να μιλήσει σε άλλους αστυνομικούς. Όταν απειλήσαμε πως θα τον πάμε με το ζόρι στην Ουάσιγκτον, αποφάσισε να ανοιχτεί λίγο. «Ο Γκάρι πάντα κορόιδευε τους πάντες», μας είπε ο Κόνκλιν μέσα στο ακατάστατο σαλόνι του μικρού του σπιτιού. Ήταν ένας ψηλός, απεριποίητος άντρας. Φαινόταν ένα ψυχικό ράκος και τα ρούχα του ήταν απελπιστικά αταίριαστα μεταξύ τους. Ήταν, όμως, πολύ έξυπνος. Υπήρξε βραβευμένος μαθητής, όπως ακριβώς και ο φίλος του, ο Γκάρι Μέρφι. «Ο Γκάρι έλεγε ότι οι μεγάλοι ξεγελούσαν πάντοτε όλους τους άλλους. Οι Μεγάλοι με κεφαλαίο Μ, όπως καταλαβαίνετε. Τάδε έφη Γκάρι!» «Τι εννοούσε, "οι Μεγάλοι";» ρώτησα τον Κόνκλιν. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να τον κάνω να συνεχίσει να μιλάει, εφόσον κολάκευα το εγώ του. Θα μπορούσα να πάρω αυτά που χρειαζόμουν από τον Κόνκλιν. «Τους αποκαλούσε το Έ ν α τοις Εκατό», μου εκμυστη-

ρεύτηκε ο Κόνκλιν. «Εννοούσε την αφρόκρεμα. Τους καλυτέρους των καλυτέρων. Τους Πρωταθλητές, φίλε». «Τους καλύτερους σε ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Σάμπσον. Έβλεπα πως δε συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Σάιμον Κόνκλιν. Τα γυαλιά του είχαν αρχίσει να αχνίζουν. Αλλά συντονιζόταν μαζί μου, παριστάνοντας τον καλό ακροατή για την ώρα. «Τους καλύτερους από τους πραγματικούς σχιζοφρε.νείς», είπε ο Κόνκλιν και χαμογέλασε πονηρά. «Αυτούς που κυκλοφορούν μια ζωή εκεί έξω και δε θα πιαστούν ποτέ. Αυτούς που είναι πολύ έξυπνοι για να πιαστούν. Αυτούς που περιφρονούν όλους τους άλλους. Αυτούς που δε δείχνουν κανέναν οίκτο, κανένα έλεος. Αυτούς που ελέγχουν ολοκληρωτικά το πεπρωμένο τους». «Ο Γκάρι Μέρφι ήταν ένας απ' αυτούς;» ρώτησα. Ήξερα ότι ήθελε να μιλήσει τώρα. Για τον Γκάρι αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό του. Διαισθανόμουν ότι ο Κόνκλιν τοποθετούσε τον εαυτό του μέσα στο Ένα τοις Εκατό. «Όχι. Όχι σύμφωνα με τον Γκάρι». Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και διατήρησε το ανησυχητικό χαμόγελο του. «Σύμφωνα με τον Γκάρι, ο ίδιος ήταν πολύ εξυπνότερος κι από το Έ ν α τοις Εκατό. Πίστευε ότι ήταν μοναδικός, ο μοναδικός. Αποκαλούσε τον εαυτό του "τέρας της φύσης"». Ο Σάιμον Κόνκλιν μας είπε πώς είχαν ζήσει, ο ίδιος και ο Γκάρι, στον ίδιο αγροτικό δρόμο, δέκα περίπου χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Έπαιρναν το σχολικό λεωφορείο μαζί. Ήταν φίλοι από την ηλικία των εννέα ή δέκα. Ο δρόμος ήταν ο ίδιος που οδηγούσε στην αγροικία των Λίντμπεργκ στο Χόπγουελ. Ο Σάιμον Κρόνκλιν μας είπε ότι ήταν σίγουρος πως ο Γκάρι Μέρφι είχε εκδικηθεί την οικογένειά του με τη φωτιά. Ήξερε τα πάντα για τις κακοποιήσεις που γνώρισε ο Γκάρι ως παιδί. Δε θα μπορούσε να το αποδείξει ποτέ, αλλά ήξερε ότι ο Γκάρι είχε βάλει τη φωτιά. «Θα σας πω ακριβώς πώς ήξερα το σχέδιο του. Μου το είπε, όταν ήταν δώδεκα χρονών. Ο Γκάρι μου είπε ότι θα τους την έφερνε στα εικοστά πρώτα γενέθλιά του. Είπε ότι θα το έκανε έτσι, ώστε να φαίνεται πως ο ίδιος ήταν στη σχολή. Ότι δε θα τον υποψιάζονταν ποτέ. Το 'πε και το 'κανε το

παλικάρι, δεν το 'κανε; Περίμενε εννέα ολόκληρα χρόνια. Εφάρμοσε ένα εννεαετές σχέδιο γι' αυτή την περίπτωση». Μιλήσαμε με τον Σάιμον Κρόνκλιν επί τρεις ώρες τη μια μέρα και επί πέντε την επόμενη. Μας διηγήθηκε μια σειρά από θλιβερές και αποτρόπαιες ιστορίες. Για τον Γκάρι κλειδωμένο στο υπόγειο των Μέρφι, επί μέρες και εβδομάδες κάθε φορά. Για τις έμμονες ιδέες-σχέδια του Γκάρι· δεκάχρονα σχέδια, δεκαπεντάχρονα σχέδια, ισόβια σχέδια. Για το μυστικό πόλεμο του Γκάρι εναντίον των μικρών ζώων, ιδιαίτερα εναντίον των όμορφων πουλιών που πετούσαν στον κήπο της μητριάς του. Για το πώς ξερίζωνε το πόδι ενός κοκκινολαίμη, έπειτα μια φτερούγα, μετά το δεύτερο πόδι, για όσο χρόνο το πουλί είχε τη δύναμη να ζει. Για το όραμα του Γκάρι να δει τον εαυτό του πάνω κι από το Ένα τοις Εκατό, στην κορυφή. Τέλος, για την ικανότητα του Γκάρι να μιμείται, να υποδύεται, να παίζει ρόλους. Θα ήθελα να τα ήξερα όλα αυτά στο διάστημα που έβλεπα ακόμη τον Γκάρι Μέρφι στις φυλακές Λόρτον. Θα ήθελα να κάνω αρκετές συνεδρίες με τον Γκάρι, σκαλίζοντας το στοιχειωμένο του παρελθόν στο Πρίνστον. Να μιλήσω στον Γκάρι για το φίλο του τον Σάιμον Κρόνκλιν. Δυστυχώς, μου είχαν αποσπάσει πια αυτό το σκέλος της υπόθεσης. Η υπόθεση της απαγωγής είχε προχωρήσει πέρα από μένα, τον Σάμπσον και τον Σάιμον Κρόνκλιν. Έδωσα στο FBI τα στοιχεία που βρήκαμε στο Πρίνστον. Έγραψα μια δωδεκασέλιδη αναφορά για τον Σάιμον Κρόνκλιν. To FBI δεν ασχολήθηκε ποτέ με το θέμα. Έγραψα μια δεύτερη αναφορά και έστειλα αντίγραφα σε όλα τα μέλη της αρχικής ομάδας ερευνών. Η αναφορά μου περιλάμβανε κάτι που είχε πει ο Σάιμον Κρόνκλιν για τον παιδικό του φίλο Γκάρι Μέρφι: «Ο Γκάρι έλεγε πάντα ότι θα έκανε σημαντικά πράγματα». Δεν κουνήθηκε φύλλο. To FBI δεν ξαναμίλησε με τον Σάιμον Κρόνκλιν. Δεν ήθελαν ν' ανοίξουν καινούριους δρόμους. Ήθελαν να κλείσει η υπόθεση απαγωγής της Μάγκι Ρόουζ Νταν.

Κεφάλαιο 53

Σ Τ Α ΤΕΛΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ η Τζέζι Φλάναγκαν κι εγώ φύγαμε για τα Παρθένα Νησιά. Δραπετεύσαμε για ένα παρατεταμένο Σαββατοκύριακο. Οι δυο μας. Η ιδέα ήταν της Τζέζι. Σκέφτηκα πως ήταν καλή ιδέα. Ξεκούραση και αναψυχή. Ήμαστε περίεργοι. Ανήσυχοι. Ενθουσιασμένοι με την προοπτική τεσσάρων ημερών μαζί. Μπορεί να μην καταφέρναμε ν' αντέξουμε ο ένας τον άλλο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό έπρεπε να το διαπιστώσουμε. Στην προκυμαία της Βέρτζιν Γκόρντα σπάνια θα γυρνούσε κάποιο κεφάλι για να μας κοιτάξει. Αυτό ήταν ωραίο, γι' αλλαγή, διαφορετικό απ' ό,τι στην Ουάσιγκτον, όπου οι άνθρωποι συνήθως μας κοιτούσαν. Κάναμε μαθήματα καταδύσεων και υποβρύχιου ψαρέματος με μια δεκαεφτάχρονη μαύρη. Κάναμε ιππασία σε μια ακτή που εκτεινόταν σε μήκος μεγαλύτερο των πέντε χιλιομέτρων. Οδηγήσαμε ένα Ρέιντζ Ρόβερ ψηλά μέσα στη ζούγκλα και χαθήκαμε για μισή μέρα. Η πιο αξέχαστη εμπειρία μας ήταν μια επίσκεψη σ' ένα εξωτικό μέρος, το οποίο βαφτίσαμε Ιδιωτικό Νησί της Τζέζι και του Άλεξ στον Παράδεισο. Ήταν ένα μέρος που βρήκαν για μας οι άνθρωποι του ξενοδοχείου μας. Μας πήγαν μ' ένα σκάφος και μας άφησαν εντελώς μόνους. «Αυτό είναι το πιο όμορφο μέρος που έχω δει στη ζωή

μου», είπε η Τζέζι. «Δες τη θάλασσα και την άμμο. Τους απότομους γκρεμούς, το κύμα στους υφάλους εκεί έξω». «Δεν είναι σαν τη γειτονιά μου, αλλά καλά είναι». Χαμογέλασα και κοίταξα γύρω. Έκανα μερικές περιστροφές γύρω από τον άξονά μου, στην άκρη της θάλασσας. Το ιδιωτικό μας νησί αποτελούνταν κυρίως από μια μεγάλη έκταση λευκής άμμου, που την αισθανόμαστε σαν ζάχαρη κάτω από τα πόδια μας. Εκεί όπου τελείωνε η ακτή άρχιζε η πιο πλούσια πράσινη ζούγκλα που είχαμε δει ποτέ. Το πράσινο διανθιζόταν με λευκά τριαντάφυλλα και μπουκαμβίλιες. Τα γαλαζοπράσινα νερά ήταν τόσο καθαρά, όσο και τα νερά μιας πηγής. Η κουζίνα του ξενοδοχείου μάς είχε συσκευάσει το μεσημεριανό μας —εκλεκτά κρασιά, εξωτικά τυριά, αστακό, κρέας από καβούρια και διάφορες σαλάτες. Πάνω στο νησί δεν υπήρχε ψυχή εκτός από μας. Κάναμε το αναμενόμενο. Βγάλαμε όλα μας τα ρούχα. Καμία ντροπή. Κανένα ταμπού. Ήμαστε μόνοι μας στον παράδεισο, σωστά; Άρχισα να γελώ δυνατά μόλις ξάπλωσα στην άμμο μαζί με την Τζέζι. Αυτό ήταν κάτι ακόμα που έκανα συχνότερα απ' ό,τι εδώ και πολύ πολύ καιρό —να χαμογελώ, να αισθάνομαι σε αρμονία με το περιβάλλον. Να αισθάνομαι, τελεία και παύλα. Ένιωθα αφάνταστα ευγνώμων που αισθανόμουν ξανά. Τρεισήμισι χρόνια ήταν ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα πένθους. «Έχεις συναίσθηση πόσο όμορφη είσαι στην πραγματικότητα;» της είπα καθώς ήμαστε ξαπλωμένοι κάτω από τον ήλιο. «Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά έχω μια πουδριέρα μέσα στην τσάντα μου. Και ένα καθρεφτάκι». Κοίταζε τα μάτια μου. Μελετούσε μέσα τους κάτι το οποίο εγώ δε θα έβλεπα ποτέ. «Για να είμαι ειλικρινής, έχω καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να μη δείχνω ελκυστική από τότε που μπήκα στη Μυστική Υπηρεσία. Τόσο σκατά είναι τα πράγματα στη φαλλοκρατική Ουάσιγκτον». Η Τζέζι μου έκλεισε το μάτι. «Μπορείς να είσαι πολύ σοβαρός, Άλεξ, αλλά σου αρέσει και να διασκεδάζεις με την ψυχή σου. Βάζω στοίχημα πως μόνο τα παιδιά σου βλέπουν αυτή σου την πλευρά.

Ο Ντέιμον και η Τζανέλ σε ξέρουν πραγματικά. Χούχονχου». Με γαργάλησε. «Μη μου αλλάζεις θέμα. Για σένα μιλούσαμε». «Εσύ μιλούσες. Πού και πού θέλω να είμαι όμορφη, αλλά τις περισσότερες φορές θέλω να είμαι μια συνηθισμένη, απλή γυναίκα. Να φορώ μεγάλα ροζ μπικουτί στο κρεβάτι και να βλέπω παλιές ταινίες». «Ήσουν όμορφη όλο το Σαββατοκύριακο. Χωρίς ροζ μπικουτί. Με κορδέλες και φρεσκοκομμένα λουλούδια στα μαλλιά σου. Με μαγιό χωρίς τιράντες. Καμιά φορά και χωρίς μαγιό». «Αυτή τη στιγμή θέλω να είμαι όμορφη. Στην Ουάσιγκτον είναι διαφορετικά. Εκεί αυτό αποτελεί ένα ακόμη πρόβλημα προς επίλυση. Φαντάσου να πηγαίνεις να δεις το αφεντικό σου. Με μια σημαντική έκθεση, την οποία δούλευες επί μήνες. Και το πρώτο πράγμα που σου λέει να είναι: "Σου πάει τρομερά αυτό το φουστάνι, μωρό μου". Το μόνο που θέλεις να του πεις είναι: "Άντε γαμήσου, μαλάκα"». Έγειρα προς το μέρος της και κρατηθήκαμε από τα χέρια. «Σ' ευχαριστώ για την ομορφιά σου», είπα. «Είσαι πανέμορφη». «Έγινα για σένα μόνο». Η Τζέζι χαμογέλασε. «Και θα ήθελα να κάνω και κάτι άλλο για σένα. Και θα ήθελα να κάνεις κι εσυ κάτι για μένα». Και αυτό κάναμε. Η Τζέζι κι εγώ δεν είχαμε βαρεθεί ακόμα ο ένας τον άλλο. Μάλλον το αντίθετο συνέβαινε εδώ κάτω στον παράδεισο. Εκείνο το βράδυ καθίσαμε σε μια υπαίθρια ψαροταβέρνα. Χαζεύαμε τον ανέμελο κόσμο του νησιού να περνάει και αναρωτιόμαστε γιατί δεν τα παρατούσαμε όλα, να γίνουμε κι εμείς τμήμα του. Φάγαμε γαρίδες και στρείδια και κουβεντιάσαμε επί δύο ώρες ακατάπαυστα. Ανοίξαμε την καρδιά μας ο ένας στον άλλο, ιδιαίτερα η Τζέζι. «Υπήρξα ένας πραγματικά επιθετικός άνθρωπος, Αλεξ», μου είπε η Τζέζι. «Δεν εννοώ μόνο στην υπόθεση απαγωγής, στην οποία σκιζόμουν σε κάθε ενημέρωση και κυ-

νηγούσα και την πιο άπιαστη πιθανότητα. Έτσι ήμουν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Έτσι και μου μπει μια ιδέα, δεν μπορώ να απαλλαγώ απ' αυτή με τίποτα». Δεν έλεγα τίποτα. Ήθελα να την ακούσω. Ήθελα να μάθω όλα όσα υπήρχαν για να μάθω. Η Τζέζι ύψωσε το ποτήρι της. «Κάθομαι εδώ τώρα, με μια μπίρα στο χέρι μου, σωστά; Λοιπόν, και οι δύο γονείς μου ήταν αλκοολικοί. Ήταν δυσλειτουργικοί, πριν αυτό γίνει της μόδας. Κανείς, εκτός από τους τρεις μας, δεν ήξερε πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση. Οι γονείς μου μάλωναν, ούρλιαζαν ο ένας στον άλλο συνέχεια. Ο μπαμπάς μου, συνήθως, έπεφτε αναίσθητος. Κοιμόταν στην πολυθρόνα του. Η μητέρα μου περνούσε τη μισή νύχτα ξύπνια, καθισμένη στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Λάτρευε το ουίσκι Τζέιμσον'ς. Μου έλεγε: "Βάλε μου ένα ακόμη από το Τζέιμσόν'ς μου, μικρή μου Τζέζι". Ήμουν η μικρή μπαργούμαν τους. Έτσι κέρδιζα το χαρτζιλίκι μου μέχρι τα έντεκά μου». Η Τζέζι σταμάτησε να μιλάει και με κοίταξε στα μάτια. Δεν την είχα δει ποτέ τόσο ευάλωτη και ανασφαλή. Συνήθως έδειχνε μεγάλη αυτοπεποίθηση. Γι' αυτή φημιζόταν στη Μυστική Υπηρεσία. «Θέλεις να φύγεις τώρα; Θέλεις να γίνω πιο ευχάριστη;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Όχι, Τζέζι. Θέλω ν' ακούσω ό,τι έχεις να μου πεις. Θέλω να ξέρω τα πάντα για σένα». «Είμαστε ακόμη σε διακοπές;» «Ναι, και θέλω ειλικρινά να τ' ακούσω όλα αυτά. Συνέχισε να μου μιλάς. Εμπιστέψου με. Αν βαρεθώ, θα σηκωθώ να φυγω και θα σ' αφήσω να πληρώσεις εσύ το λογαριασμό». Η Τζέζι χαμογέλασε και συνέχισε: «Αγαπούσα και τους δύο γονείς μου μ' έναν παράξενο τρόπο. Πιστεύω πως με αγαπούσαν. Πως αγαπούσαν τη "μικρή τους Τζέζι". Σου είπα κάποτε ότι δεν ήθελα να καταντήσω μια έξυπνη αποτυχημένη, όπως οι γονείς μου». «Μου φαίνεται πως υποτιμάς λιγάκι τον εαυτό σου». Χαμογέλασα. «Ναι. Τέλος πάντων. Δούλεψα ατέλειωτες νύχτες και Σαββατοκύριακα όταν μπήκα στη Μυστική Υπηρεσία. Έθετα απίθανους στόχους στον εαυτό μου —προϊσταμένη στα

είκοσι οχτώ μου- και πετύχαινα τον κάθε μου στόχο. Γι' αυτό και δεν τα βρήκα με το σύζυγο μου. Έβαζα τη δουλειά μου πάνω από το γάμο μας. Θέλεις να μάθεις γιατί άρχισα να χρησιμοποιώ μοτοσικλέτα;» «Ναι. Και γιατί με παίρνεις μαζί σου πάνω στη μοτοσικλέτα σου». «Λοιπόν, πρόσεξε», είπε η Τζέζι. «Δεν κατάφερνα ποτέ να σταματήσω τη δουλειά. Δεν μπορούσα να κλείσω το διακόπτη της δουλειάς όταν έφτανα στο σπίτι μου το βράδυ. Μέχρι που πήρα τη μηχανή. 'Οταν τρέχεις με εκατόν ενενήντα, πρέπει να έχεις όλη σου την προσοχή συγκεντρωμένη στο δρόμο. Όλα τ' άλλα παραμερίζονται. Η δουλειά, τελικά, μπαίνει στην άκρη». «Αυτός είναι ένας από τους λόγους που εγώ παίζω πιάνο», της είπα. «Λυπάμαι για τους γονείς σου, Τζέζι». «Χαίρομαι που σου μίλησα γι' αυτούς», είπε η Τζέζι. «Δεν έχω μιλήσει ποτέ σε κανέναν γι' αυτούς. Κανείς άλλος δεν ξέρει ολόκληρη την αληθινή ιστορία». Η Τζέζι κι εγώ κρατηθήκαμε από τα χέρια στη μικρή ψαροταβέρνα του νησιού. Ποτέ δεν ένιωσα πιο κοντά της. Γλυκιά, μικρή μου Τζέζι, απ' όλες τις στιγμές που περάσαμε μαζί, αυτή ήταν μια που δε θα την ξεχνούσα πστέ. Η επίσκεψή μας στον παράδεισο. Ξαφνικά και υπερβολικά γρήγορα οι μικρές διακοπές μας τελείωσαν. Βρεθήκαμε παγιδευμένοι σε μια πτήση της Αμέρικαν Αιρλάινς για την Ουάσιγκτον. Πίσω στον καταθλιπτικό, βροχερό καιρό, σύμφωνα με την πρόβλεψη της μετεωρολογίας. Πίσω στη δουλειά. Υπήρχε κάποια απόσταση ανάμεσά μας στη διάρκεια της πτήσης. Αρχίζαμε προτάσεις ταυτόχρονα κι έπειτα έπρεπε να παίζουμε παιχνίδια του τύπου «Όχι, εσύ πρώτος». Για πρώτη φορά στη διάρκεια του ταξιδιού μιλήσαμε για τα επαγγελματικά μας θέματα, τα φρικτά επαγγελματικά μας. «Αλήθεια, πιστεύεις ότι έχει πολλαπλή προσωπικότητα,

Άλεξ; Ξέρει τι έχει συμβεί στη Μάγκι Ρόουζ; Ο Σόνετζι ξέρει. Ο Μέρφι το γνωρίζει;» «Σε κάποιο επίπεδο, το γνωρίζει. Ήταν τρομακτικός εκείνη τη φορά που μίλησε για τον Σόνετζι. Είτε ο Σόνετζι είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα είτε ο πραγματικός του εαυτός, ο άνθρωπος αυτός είναι τρομακτικός. Ο Σόνετζι ξέρει τι συνέβη στη Μάγκι Ρόουζ». «Είναι κρίμα που δε θα το μάθουμε ποτέ τώρα... Απ' ό,τι φαίνεται, δηλαδή...» «Ναι. Και ιδιαίτερα επειδή πιστεύω πως θα μπορούσα να του το εκμαιεύσω. Απλώς χρειαζόταν λίγος χρόνος». Το αεροδρόμιο της Ουάσιγκτον ήταν μια φυσική καταστροφή που αρκετές χιλιάδες ταξιδιώτες βιώσαμε μαζί. Η κίνηση των αυτοκινήτων σερνόταν μετά βίας. Η ουρά για τα ταξί έφτανε μέχρι μέσα στο κτίριο. Όλοι ήταν μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο. Ούτε η Τζέζι ούτε εγώ είχαμε αδιάβροχα και είχαμε γίνει μούσκεμα. Η ζωή είχε γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη καταθλιπτική και πολύ πραγματική πάλι. Η σταματημένη έρευνα ήταν εδώ, στην Ουάσιγκτον. Η δίκη θα άρχιζε σύντομα. Κατά πάσα πιθανότητα θα έβρισκα πάνω στο γραφείο μου κάποιο μήνυμα από τον αρχηγό Πίτμαν. «Ας γυρίσουμε πίσω. Ας κάνουμε μεταβολή». Η Τζέζι έπιασε το χέρι μου και με τράβηξε κοντά της, μπροστά στις γυάλινες πόρτες της αίθουσας επιβίβασης επιβατών. Η ζεστασιά και οι οικείες μυρωδιές του κορμιού της εξακολουθούσαν να είναι όμορφες. Οι τελευταίες οσμές από βούτυρο κακάου και αλόη αιωρούνταν ακόμη γύρω της. Οι άνθρωποι γυρνούσαν για να μας χαζέψουν καθώς μας προσπερνούσαν. Κοίταζαν. Έκριναν. Σχεδόν κάθε άνθρωπος που μας προσπέρασε γύρισε να μας κοιτάξει. «Ας φύγουμε από δω πέρα», είπα.

Κεφάλαιο 54

ΑίπΟΥΜ. Στις δυόμισι το μεσημέρι της Τρίτης (επέστρεψα στην Ουάσιγκτον στις έντεκα το πρωί), μου τηλεφώνησε ο Σάμπσον. Ήθελε να τον συναντήσω στο σπίτι των Σάντερς. Πίστευε ότι είχαμε βρει ένα καινούριο στοιχείο, που συνέδεε την απαγωγή με τους φόνους στα γκέτο. Βρισκόταν σε μεγάλη υπερένταση εξαιτίας αυτού του καινούριου στοιχείου. Η σκληρή δουλειά έφερνε αποτελέσματα. Είχα αρκετούς μήνες να βρεθώ στον τόπο του εγκλήματος της υπόθεσης Σάντερς, αλλά μου ήταν όλα θλιβερά οικεία. Απέξω τα παράθυρα του σπιτιού φαίνονταν σκοτεινά. Αναρωτήθηκα αν το σπίτι θα μπορούσε ποτέ να πουληθεί ή ακόμη και να ξανανοικιαστεί. Κάθισα μέσα στο αυτοκίνητο μου, στο χώρο στάθμευσης του σπιτιού των Σάντερς, και ξαναδιάβασα προσεκτικά τις αρχικές αναφορές της υπόθεσης. Δεν υπήρχε σ' αυτές τίποτα που δεν το ήξερα ήδη και δεν το είχα διαβάσει δεκάδες φορές. Κοιτούσα το σπίτι. Οι ξεθωριασμένες κουρτίνες ήταν κλειστές και δεν μπορούσα να δω μέσα. Πού ήταν ο Σάμπσον και γιατί με ήθελε εδώ πέρα; Ο Σάμπσον πάρκαρε πίσω μου στις τρεις ακριβώς. Βγήκε από το σαραβαλιασμένο Νισάν του και ήρθε και κάθισε δίπλα μου μέσα στην Πόρσε.

«Πω, πω, έχεις μαυρίσει σαν σοκολάτα τώρα. Μου φαίνεσαι τόσο γλυκός και νόστιμος...» «Εσύ εξακολουθείς να είσαι τεράστιος και άσχημος. Δεν αλλάζεις καθόλου. Τι έχουμε εδώ;» «Αστυνομική δουλειά, στην καλύτερή της μορφή», είπε ο Σάμπσον ανάβοντας ένα πουράκι. «Επί τη ευκαιρία, είχες δίκιο που ήθελες να το ψάξουμε περισσότερο». Έ ξ ω από το αυτοκίνητο φυσούσε κι έβρεχε δυνατά. Ανεμοθύελλες σάρωναν το Κεντάκι και το Οχάιο. Ο καιρός ήταν αλλόκοτος όλο το Σαββατοκύριακο που έλειπα. «Έκανες υποβρύχιο ψάρεμα και ιστιοπλοΐα κι έπαιξες τένις με το λευκό συνολάκι σου;» με ρώτησε ο Σάμπσον. «Δεν είχαμε χρόνο για τέτοια πράγματα. Κάναμε πολλές ασκήσεις πνευματικής επικοινωνίας που εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις». «Τι μου λες!» Ο Σάμπσον μιλούσε όπως μιλούν οι μαύρες φιλενάδες μεταξύ τους, κι έπαιζε καλά το ρόλο του. «Λατρεύω τα κουτσομπολιά, εσύ, αδερφούλα;» «Θα μπούμε μέσα;» τον ρώτησα. Επιλεγμένες σκηνές από το παρελθόν ξετυλίγονταν ασταμάτητα μπροστά οτα μάτια μου και καμία τους δεν ήταν ευχάριστη. Θυμόμουν το πρόσωπο της δεκατετράχρονης κόρης των Σάντερς. Και του τρίχρονου Μάσταφ. Θυμόμουν πόσο όμορφα παιδιά ήταν. Θυμόμουν ότι δε νοιάστηκε κανείς γι' αυτά όταν πέθαναν εδώ στο Σάουθ-Ιστ. «Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε εδώ για να επισκεφθούμε τους γείτονες του διπλανού σπιτιού», είπε τελικά ο Σάμπσον. «Ας πιάσουμε δουλειά. Κάτι συνέβη εδώ πέρα που δεν το έχω καταλάβει ακόμη. Όμως είναι σημαντικό, Αλεξ. Χρειάζομαι το μυαλό σου πάνω σ' αυτό». Πήγαμε να επισκεφθούμε τους γείτονες των Σάντερς, τους Σέριζιερ. Ήταν σημαντικό. Η επίσκεψη απέσπασε αμέσως όλη την προσοχή μου. Ήξερα ήδη ότι η Νίνα Σέριζιερ ήταν η καλύτερη φίλη της Σουζέτ Σάντερς, από τότε που ήταν μικρά κοριτσάκια. Οι δύο οικογένειες ζούσαν η μια δίπλα στην άλλη από το 1979. Η Νίνα, όπως και η μητέρα και ο πατέρας της, δεν είχαν ξεπεράσει το σοκ από τους φόνους. Αν είχαν την οικονομική ευχέρεια, θα είχαν μετακομίσει μακριά.

Μας υποδέχτηκε η κυρία Σέριζιερ, η οποία φώναξε την κόρη της να κατεβεί κάτω. Καθίσαμε γύρω από το τραπέζι στην κουζίνα των Σέριζιερ. Η αφίσα ενός χαμογελαστού Μάτζικ Τζόνσον ήταν κολλημένη στον τοίχο. Η ατμόσφαιρα μύριζε τσιγάρο και λίπος από μπέικον. Η Νίνα Σέριζιερ ήταν πολύ ψυχρή και απόμακρη, όταν εμφανίστηκε τελικά στην κουζίνα. Ήταν ένα κορίτσι με απλή εμφάνιση, γύρω στα δεκαπέντε ή δεκαέξι. Καταλάβαινα ότι δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. «Την περασμένη εβδομάδα», είπε ο Σάμπσον για να τ' ακούσω κι εγώ, «η Νίνα πήγε και είπε σ' έναν καθηγητή της στο Σάουθ-Ιστ ότι δυο μέρες πριν από τους φόνους είδε, ίσως, το δολοφόνο. Φοβόταν να μιλήσει νωρίτερα γι' αυτό». «Καταλαβαίνω», είπα. Είναι σχεδόν αδύνατον να καταφέρεις αυτόπτες μάρτυρες να μιλήσουν σε αστυνομικούς στο Κόντον ή στο Λάνγκλεϊ ή σε οποιαδήποτε από τις μαύρες συνοικίες της Ουάσιγκτον. «Είδα ότι τον συνέλαβαν», είπε με αδιάφορο ύφος η Νίνα. Υπέροχα μάτια στο χρώμα της σκουριάς με κοίταζαν από το άδολο πρόσωπό της. «Δε φοβόμουν πολύ πια. Όμως εξακολουθώ να φοβάμαι λίγο». «Πώς τον αναγνώρισες;» ρώτησα τη Νίνα. «Τον είδα στην τηλεόραση. Έκανε κι εκείνη τη μεγάλη απαγωγή», είπε η Νίνα. «Τον έδειχνε συνέχεια η τηλεόραση». «Αναγνώρισε τον Γκάρι Μέρφι», είπα στον Σάμπσον. Αυτό σήμαινε ότι τον είχε δει χωρίς τη δασκαλίστικη μεταμφίεσή του. «Είσαι σίγουρη ότι ήταν ο ίδιος άνθρωπος που έδειξε η τηλεόραση;» ρώτησε τη Νίνα ο Σάμπσον. «Ναι. Παρακολουθούσε το σπίτι της φίλης μου, της Σουζέτ. Μου φάνηκε πολύ παράξενο. Δεν κυκλοφορούν πολλοί λευκοί εδώ γύρω». «Τον είδες μέρα ή νύχτα;» ρώτησα το κορίτσι. «Νύχτα. Αλλά ξέρω ότι ήταν αυτός. Το φως στην εξώπορτα των Σάντερς ήταν δυνατό. Η κυρία Σάντερς φοβόταν τους πάντες και τα πάντα. Η Που τρόμαζε πολύ εύκολα. Έτσι μου έλεγε η Σουζέτ». Στράφηκα προς το μέρος του Σάμπσον. «Αυτή η μαρτυρία τον τοποθετεί στη σκηνή του εγκλήματος».

Ο Σάμπσον έγνεψε καταφατικά και κοίταξε τη Νίνα. Το σουφρωμένο στοματάκι της σχημάτιζε ένα μικρό όμικρον. Τα χέρια της έπαιζαν μόνιμα με την πλεξούδα των μαλλιών της. «Θα μπορούσες να πεις στον ντετέκτιβ Κρος τι άλλο είδες;» τη ρώτησε. «Έναν άλλο λευκό μαζί του», είπε η Νίνα Σέριζιερ. «Ένας άντρας περίμενε στο αυτοκίνητό του όση ώρα αυτός κοίταζε το σπίτι της Σουζέτ. Και ο άλλος λευκός ήταν εδώ συνέχεια. Δύο άντρες». Ο Σάμπσον γύρισε την καρέκλα του έτσι ώστε να μπορεί να με βλέπει. «Βιάζονται να τον δικάσουν», είπε. «Δεν έχουν ιδέα για το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Θα κλείσουν την υπόθεση στα γρήγορα. Θα τη θάψουν. Ίσως έχουμε εμείς τις απαντήσεις, Άλεξ». «Μέχρι στιγμής εμείς είμαστε οι μόνοι που έχουν κάποιες από τις απαντήσεις», είπα. Ο Σάμπσον κι εγώ φύγαμε από το σπίτι των Σέριζιερ και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο, ο καθένας με το αυτοκίνητό του. Το μυαλό μου περνούσε από ανασκόπηση όλα όσα γνωρίζαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή, πέντ' έξι πιθανά σενάρια που ξεχώριζαν μέσα σε χιλιάδες άλλα. Αστυνομική δουλειά. Εκατοστό εκατοστό. Σκεφτόμουν τον Μπρούνο Χάουπτμαν και την υπόθεση απαγωγής του παιδιού των Λίντμπεργκ. Μετά τη σύλληψή του, η οποία ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, άδικη, ο Μπρούνο Χάουπτμαν δικάστηκε πολύ βιαστικά. Ο Χάουπτμαν είχε καταδικαστεί, ενδεχομένως, άδικα. Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι τα ήξερε όλα αυτά. Μήπως ήταν όλα μέρος των πολύπλοκων σχεδίων του; Κάποιου δεκάχρονου ή δωδεκάχρονου σχεδίου; Ποιος ήταν ο άλλος λευκός άντρας; Ο πιλότος κάτω στη Φλόριντα; Ή κάποιος σαν τον Σάιμον Κόνκλιν, το φίλο του Γκάρι από το Πρίνστον; Θα μπορούσε να υπάρχει ένας συνεργός από την αρχή; Αργότερα εκείνο το βράδυ ήμουν με την Τζέζι. Είχε επιμείνει να σταματήσω τη δουλειά στις οχτώ. Εδώ και περισ-

σότερο από ένα μήνα είχε αγοράσει εισιτήρια για έναν αγώνα μπάσκετ στην Τζόρτζταουν, που ήθελα πάρα πολύ να δω. Πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο στο Κάπιταλ Σέντερ, κάναμε κάτι που δεν το συνηθίζαμε πολύ: κουβεντιάζαμε αποκλειστικά για τη δουλειά μας. Της έριξα την πιο πρόσφατη βόμβα, τη «θεωρία περί συνεργού». «Δεν καταλαβαίνω τίποτε απ' όλα αυτά», είπε η Τζέζι, αφού μ' άκουσε πρώτα να της αφηγούμαι την ιστορία της Νίνας Σέριζιερ. Η Τζέζι εξακολουθούσε να είναι το ίδιο παθιασμένη μ' εμένα με την υπόθεση της απαγωγής. Ήταν μεν διακριτικότερη με το θέμα, αλλά καταλάβαινα ότι ήταν παθιασμένη μ' αυτό. «Ρώτα τον άνθρωπο που έχει όλες τις απαντήσεις, που ξέρει όλα τα κόλπα. Εγώ τα καταλαβαίνω όλα». «Εντάξει. Αυτό το κορίτσι και η Σουζέτ Σάντερς ήταν φίλες, σωστά; Είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια Σάντερς. Και παρ' όλα αυτά δε μίλησε. Επειδή οι σχέσεις με την αστυνομία είναι τόσο άσχημες σ' αυτή τη γειτονιά; Δεν ξέρω αν το μασάω αυτό. Και στα καλά καθούμενα, τώρα, βγαίνει στο προσκήνιο». «Εγώ το μασάω», είπα στην Τζέζι. «Η Αστυνομία της Ουάσιγκτον αντιμετωπίζεται ως ποντικοφάρμακο από πολλούς ανθρώπους σ' αυτές τις γειτονιές. Εγώ ζω εκεί, με ξέρουν και παρ' όλα αυτά με αποδέχονται με δυσκολία». «Εξακολουθεί να μου φαίνεται περίεργο, Άλεξ. Είναι πολύ παράξενο. Υποτίθεται ότι τα κορίτσια ήταν φίλες». «Είναι πράγματι περίεργο. Όμως πρώτα θα συνεργαστούν οι Παλαιστίνιοι με τον ισραηλινό στρατό και μετά θα μιλήσουν κάποιοι από τους ανθρώπους του Σάουθ-Ιστ με την αστυνομία». «Και τι σκέφτεσαι τώρα που άκουσες τη μικρή Σέριζιερ και την υποτιθέμενη αποκάλυψη της; Τι συμπέρασμα βγάζεις γι' αυτόν το... συνεργό;» «Εμένα κάτι μου πάει στραβά προς το παρόν», παραδέχτηκα. «Αυτό, όμως, σημαίνει ότι ταιριάζει τέλεια με όλα όσα έχουν συμβεί μέχρι στιγμής. Πιστεύω πως η μικρή Σέριζιερ είδε κάποιον. Το ερώτημα είναι, ποιον;» «Λοιπόν, οφείλω να σου το πω, Άλεξ. Αυτό το στοιχείο μπορεί να οδηγήσει σ' ένα μάταιο κυνήγι. Ελπίζω πως δε

θα καταντήσεις ο Τζιμ Γκάρισον* αυτής της υπόθεσης απαγωγής». Λίγο πριν από τις οχτώ φτάσαμε στο Κάπιταλ Σέντερ, στο Λάντοβερ του Μέριλαντ. Η ομάδα μπάσκετ της Τζόρτζταουν έπαιζε με τους Σεντ Τζον'ς από τη Νέα Υόρκη. Η Τζέζι είχε βρει εξαιρετικές θέσεις. Αυτό αποδείκνυε ότι ήξερε τους πάντες στην πόλη. Είναι ευκολότερο να βρεις πρόσκληση για το χορό στο Λευκό Οίκο μετά την ορκωμοσία νέου Προέδρου, παρά για ορισμένα παιχνίδια μπάσκετ του τοπικού πρωταθλήματος της Ανατολικής Ακτής. Κρατιόμαστε από το χέρι καθώς διασχίζαμε το πάρκινγκ προς το κατάφωτο Κάπιταλ Σέντερ. Μου αρέσει το μπάσκετ που παίζει η Τζόρτζταουν και θαυμάζω τον προπονητή τους, ένα μαύρο ονόματι Τζον Τόμσον. Ο Σάμπσον κι εγώ βλέπουμε δυο ή τρία παιχνίδια τους, εντός έδρας, κάθε χρόνο. «Γουστάρω να δω το Κτήνος της Ανατολής», μου πέταξε η Τζέζι τη στιγμή που πλησιάζαμε στο γήπεδο, κλείνοντάς μου το μάτι. «Εναντίον των Χόγιας», της είπα. «Οι Χόγιας είναι το Κτήνος της Ανατολής». Η Τζέζι έκανε μια φούσκα με την τσίχλα της και μου έκανε μια γκριμάτσα. «Μη με περνάς για άσχετη». «Είσαι ενημερωμένη για το κάθε αναθεματισμένο πράγμα». Χαμογέλασα. Το ίδιο κι εκείνη. Ήταν δύσκολο να βρεις θέμα για το οποίο δεν είχε διαβάσει ή δεν είχε κάποια προσωπική εμπειρία. «Ποιο είναι το παρατσούκλι των Σεντ Τζον'ς;» «Οι Κόκκινοι. Ο Κρις Μάλιν βγήκε απ' αυτούς. Τους λένε, επίσης, Τζόνηδες. Ο Κρις Μάλιν παίζει τώρα στο NBA με τους Γκόλντεν Στέιττους οποίους αποκαλούν Πολεμιστές». Σταματήσαμε και οι δυο ταυτόχρονα να μιλάμε. Ό,τι κι αν ετοιμαζόμουν να πω μου στάθηκε στο λαιμό. «Εεε... ε, εσύ που γουστάρεις αραπάδες!» είχε φωνάξει κάποιος από την άλλη άκρη του πάρκινγκ. «Πάνε μαζί το αλάτι με το πιπέρι;» * Ο εισαγγελέας που αγωνίστηκε επί χρόνια να αποδείξει ότι η δολοφονία του Προέδρου Τζον Κένεντι ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας των μυστικών υπηρεσιών. (Σ.τ.Μ.)

To χέρι της Τζέζι σφίχτηκε γΰρω από το δικό μου. «Άλεξ. Ψυχραιμία. Προχώρα σαν να μην έγινε τίποτα», μου είπε η Τζέζι. «Εντάξει», της είπα. «Είμαι πολΰ ψύχραιμος». «Μη δίνεις σημασία. Έλα μαζί μου στο Κάπιταλ Σέντερ. Είναι μαλάκες. Δεν αξίζει να στενοχωριόμαστε». Άφησα το χέρι της. Βάδισα προς την κατεύθυνση τριών αντρών που στέκονταν δίπλα σ' ένα ασημογάλαζο τζιπ. Δεν ήταν φοιτητές της Τζόρτζταουν ούτε οπαδοί των Σεντ Τζον'ς. Φορούσαν αδιάβροχα και κασκέτα με το όνομα κάποιας εταιρείας ή ομάδας. Ήταν ελεύθεροι, λευκοί και πάνω από τα είκοσι ένα. Αρκετά μεγάλοι για να ξέρουν να φέρονται καλύτερα. «Ποιος το είπε αυτό;» τους ρώτησα. Αισθανόμουν το κορμί μου σαν να ήταν ξύλινο, εξωπραγματικό. «Ποιος είπε, "Ε, εσύ που γουστάρεις αραπάδες"; Αυτό υποτίθεται πως είναι αστείο; Μήπως δεν καταλαβαίνω κάποιο έξυπνο αστείο εδώ πέρα;» Ένας απ' αυτούς έκανε ένα βήμα μπροστά για να διεκδικήσει το κατόρθωμα. Μου μίλησε κάτω από το γείσο του κασκέτου του. «Εσύ τι έπαθες; Θέλεις να τα βάλεις μόνος σου με τρεις, Μάτζικ;» «Ξέρω ότι είναι λιγάκι άδικο να 'σαστε μόνο τρεις, αλλά μπορεί να το κάνω», του είπα. «Ίσως μπορέσετε να βρείτε κι έναν τέταρτο στα γρήγορα». «Άλεξ». Άκουσα την Τζέζι να έρχεται πίσω μου. «Άλεξ, μη, σε παρακαλώ. Πάμε να φύγουμε». «Άντε γαμήσου, Άλεξ», είπε ένας τους. «Χρειάζεσαι τη βοήθεια της κυράς σου γι' αυτό;» «Σου αρέσει ο Άλεξ, γλυκιά μου; Ο Άλεξ είναι ο προσωπικός σου επιβήτορας;» Άκουσα μια απότομη έκρηξη πίσω από τα μάτια μου. Ο ήχος της έκρηξης έμοιαζε πολύ πραγματικός. Αισθάνθηκα τον εαυτό μου να εκρήγνυται. Χτύπησα τον πρώτο με μια γροθιά στο μέτωπο. Στριφογύρισα με ταχύτητα και άστραψα μια γροθιά στον κρόταφο του δεύτερου. Ο πρώτος έπεσε κάτω απότομα, το κασκέτο του απογειώθηκε σαν φρίσμπι. Ο δεύτερος παραπάτησε, λύγισε τα πό-

δια του, γονάτισε στο ένα του γόνατο και έμεινε έτσι. Του είχε κοπεί κάθε διάθεση για καβγά. «Έχω βαρεθεί πια αυτές τις μαλακίες. Τις έχω σιχαθεί». Έτρεμα καθώς μιλούσα. «Ήπιε κάπως παραπάνω, κύριε. Όλοι μας ήπιαμε παραπάνω», είπε ο τύπος που στεκόταν ακόμη όρθιος. «Ήταν φτιαγμένος. Πολλή πίεση αυτές τις μέρες. Που να πάρει ο διάβολος, δουλεύουμε με μαύρους συναδέλφους. Έχουμε μαύρους φίλους. Τι να πω; Λυπόμαστε». Το ίδιο κι εγώ. Περισσότερο απ' όσο μπορούσαν να φανταστούν αυτοί οι μαλάκες. Τους γύρισα την πλάτη και βαδίσαμε με την Τζέζι πίσω προς το αυτοκίνητο. Ένιωθα τα χέρια και τα πόδια μου σαν να ήταν από πέτρα. Η καρδιά μου βροντούσε σαν γεωτρύπανο εξόρυξης πετρελαίου. «Συγνώμη», της είπα. Μου ερχόταν να κάνω εμετό. «Δεν μπορώ να ανέχομαι τέτοιες μαλακίες. Δεν μπορώ να γυρίζω την πλάτη μου πια». «Καταλαβαίνω», είπε τρυφερά η Τζέζι. «Έκανες αυτό που έπρεπε να κάνεις». Ήταν στο πλευρό μου σ' αυτή την ιστορία και για τα καλά και για τα άσχημα. Αγκαλιαστήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο για μια ατέλειωτη στιγμή. Έπειτα πήγαμε στο σπίτι της για να είμαστε μαζί.

Κεφάλαιο 55

u l ΑΝ ΑΕΙ ΛΑ ΤΟΝ ΓΚΑΡΙ ΜΕΡΦΙ την πρώτη Οκτωβρίου. «Καινούρια αποδεικτικά στοιχεία» ήταν η επίσημη αιτία. Μέχρι τότε ο μισός κόσμος είχε μιλήσει με τη Νίνα Σέριζιερ. Η «θεωρία του συνεργού» είχε αποκτήσει σάρκα και οστά. Χρησιμοποιούσαμε την Ειδική Ερευνητική Ομάδα για να χτενίζουμε τη γειτονιά γύρω από το σπίτι των Σέριζιερ. Είχα χρησιμοποιήσει τα πάντα με τη Νίνα Σέριζιερ, από καταλόγους με φωτογραφίες κακοποιών μέχρι σκίτσα. Μέχρι στιγμής τίποτα δεν την είχε βοηθήσει να βρει κάποια ομοιότητα με το «συνεργό». Ξέραμε ότι ήταν άντρας, λευκός, και η Νίνα πίστευε ότι ήταν σωματώδης. To FBI ισχυριζόταν ότι είχε εντείνει την έρευνά του για τον πιλότο στη Φλόριντα. Ο καιρός θα το έδειχνε. Εγώ είχα ξαναμπεί στο παιχνίδι. Ο δόκτωρ Κάμπελ με συνόδευσε στο διάδρομο υψίστης ασφαλείας μέσα στις φυλακές Λόρτον. Οι φυλακισμένοι μάς έριχναν άγριες ματιές καθώς προχωρούσαμε. Τους τις ανταπέδιδα. Ξέρω κι εγώ να κοιτάζω άγρια. Τελικά φτάσαμε στην πτέρυγα των κελιών όπου βρισκόταν ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Το κελί του Σόνετζι/Μέρφι και ολόκληρος ο διάδρομος ήταν καλοφωτισμένα, αλλά αυτός μισόκλεισε τα μάτια του

από το κρεβάτι του. Έκανε σαν να μας κοίταζε μέσα από μια σκοτεινή σπηλιά. Χρειάστηκε κάποιο χρόνο για να με αναγνωρίσει. Όταν με αναγνώρισε τελικά, χαμογέλασε. Εξακολουθούσε να δείχνει σαν ένας καλοσυνάτος νεαρός από μικρή πόλη. Σαν τον Γκάρι Μέρφι. Σαν ήρωας της ταινίας Μια Υπέροχη Ζωή σε ριμέικ της δεκαετίας του '90. Θυμήθηκα το φίλο του, τον Σάιμον Κόνκλιν, να μου λέει ότι ο Γκάρι μπορούσε να υποδυθεί όποιο ρόλο ήθελε. Είχαν όλα να κάνουν με το ότι ανήκε στο Έ ν α τοις Εκατό. «Γιατί έπαψες να με επισκέπτεσαι, Άλεξ;» με ρώτησε. Τα μάτια του είχαν μια σχεδόν θλιμμένη έκφραση τώρα. «Δεν είχα κανέναν στον οποίο να μπορώ να μιλήσω. Αυτοί οι άλλοι γιατροί δεν ακούν ποτέ. Πραγματικά δεν ακούν». «Δε μου επέτρεπαν να σε δω για ένα διάστημα», του είπα. «Αλλά το πρόβλημα λύθηκε κι έτσι... να με». Έδειχνε πληγωμένος. Δάγκωνε το κάτω χείλι του και κοίταζε τα πάνινα παπούτσια του. Ξαφνικά το πρόσωπό του συσπάστηκε και ο Γκάρι γέλασε δυνατά. Το γέλιο του αντήχησε μέσα στο μικρό κελί. Ο Σόνετζι/Μέρφι έγειρε προς το μέρος μου. «Ξέρεις κάτι; Κι εσύ, εδώ που τα λέμε, δεν είσαι παρά ένας ακόμη ηλίθιος μπάσταρδος», μου είπε. «Διαβολεμένα εύκολος για να σε κάνω ό,τι θέλω. Όπως ακριβώς κι όλους τους άλλους πριν από σένα. Είσαι έξυπνος, αλλά όχι αρκετά». Τον κοίταξα έκπληκτος, ίσως και λίγο σοκαρισμένος. «Τα φώτα είναι αναμμένα, αλλά δεν είναι κανένας μέσα στο σπίτι», σχολίασε για την έκφραση που θα πρέπει να πήρε το πρόσωπό μου. «Όχι, εδώ είμαι», είπα. «Απλώς σε υποτίμησα περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Λάθος μου». «Συνειδητοποιήσαμε τώρα την πραγματικότητα; Την έχουμε συνειδητοποιήσει;» Το απαίσιο χαμόγελο παρέμενε πάνω στο πρόσωπό του. «Είσαι σίγουρος πως καταλαβαίνεις; Είσαι σίγουρος, δόκτορ-ντετέκτιβ;» Και βέβαια είχα καταλάβει. Είχα, μόλις, συναντήσει τον Γκάρι Σόνετζι για πρώτη φορά. Μας είχε, μόλις, συστήσει ο Γκάρι Μέρφι. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται ταχεία κυκλική εναλλαγή.

Ο απαγωγέας με κοίταζε στα μάτια με κρυφή ικανοποίηση, πουλώντας μου μούρη, όντας ο εαυτός του για πρώτη φορά μαζί μου. Απέναντι μου καθόταν ο δολοφόνος παιδιών. Ο έξοχος μίμος και ηθοποιός. Το Έ ν α τοις Εκατό. Ο Γιος του Λίντμπεργκ. Ό λ α αυτά τα πράγματα και, κατά πάσα πιθανότητα, ακόμη περισσότερα. «Είσαι εντάξει;» με ρώτησε. Αντέγραφε το προηγούμενο ενδιαφέρον μου γι' αυτόν. «Αισθάνεσαι καλά, δόκτορ;» «Μια χαρά. Κανένα πρόβλημα», είπα. «Αλήθεια; Εμένα δε μου φαίνεσαι καλά. Κάτι πάει στραβά, δεν πάει, Αλεξ;» Τώρα έδειχνε βαθύ ενδιαφέρον. «Ακου δω!» ύψωσα τελικά τη φωνή μου. «Άντε γαμήσου, Σόνετζι. Πώς σου φαίνεται αυτό για τεστ πραγματικότητας;» «Μια στιγμή». Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. Το λυκοχαμόγελο είχε εξαφανιστεί το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί πριν από μια στιγμή. «Γιατί μ' αποκαλείς Σόνετζι; Τι σημαίνει αυτό, δόκτορ; Τι συμβαίνει;» Κοίταξα το πρόσωπο του και δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Είχε ξαναλλάξει. Ο Γκάρι Σόνετζι είχε φύγει. Είχε αλλάξει προσωπικότητες δύο, ίσως και τρεις φορές μέσα σε λίγα λεπτά. «Ο Γκάρι Μέρφι;» δοκίμασα. Έγνεψε καταφατικά. «Ποιος άλλος; Σοβαρά, δόκτορ, τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Εξαφανίζεσαι για εβδομάδες. Τώρα επιστρέφεις». «Πες μου τι συνέβη μόλις προηγουμένως», είπα. Συνέχιζα να τον κοιτάζω στα μάτια. «Μόλις τώρα. Πες μου τι νομίζεις εσύ ότι συνέβη». Έδειχνε να μην καταλαβαίνει - έδειχνε εντελώς μπερδεμένος από την ερώτησή μου. Αν όλο αυτό ήταν θέατρο, επρόκειτο για την πιο έξοχη, εντυπωσιακή και πειστική παράσταση που είχα δει σ' όλα τα χρόνια μου ως ψυχολόγος. «Δεν καταλαβαίνω. Έρχεσαι εδώ στο κελί μου. Φαίνεσαι λίγο σφιγμένος. Μπορεί να αισθανόσουν αμηχανία, επειδή είχες καιρό να έρθεις. Έπειτα με αποκαλείς Σόνετζι. Στα καλά καθούμενα. Δεν το 'κάνες γι' αστείο, έτσι;»

Μιλούσε σοβαρά τώρα; Ήταν δυνατό να μην ξέρει τι συνέβη πριν από λιγότερο από εξήντα δευτερόλεπτα; Ή ήταν αυτός ο Γκάρι Σόνετζι, που έπαιζε ακόμη θέατρο μαζί μου; Μπορούσε να γλιστράει μέσα κι έξω από τις καταστάσεις φυγής του τόσο εύκολα και τόσο ανεπαίσθητα; Θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό, αλλά ήταν σπάνιο. Αν ήταν τέτοια η περίπτωση του, θα προξενούσε μια απίστευτη παρωδία δίκης. Θα μπορούσε ακόμη να βγάλει αθώο τον Σόνετζι/Μέρφι. Αυτό ήταν το σχέδιό του; Αυτή ήταν η «έξοδος κινδύνου» του από την αρχή;

Κεφάλαιο 56

Ο τ Α Ν ΔΟΥΛΕΥΕ μαζί με τους άλλους στη συγκομιδή φροΰτων και λαχανικών στην πλαγιά του βουνοΰ, η Μάγκι Ρόουζ προσπαθούσε να θυμηθεί πώς ήταν η ζωή της στο σπίτι. Στην αρχή η «λίστα» της, τα πράγματα που θυμόταν, ήταν βασικής και πολΰ γενικής μορφής. Πάνω απ' όλα, της έλειπαν πάρα πολΰ η μητέρα και ο πατέρας της. Της έλειπαν κάθε λεπτό της κάθε μέρας. Της έλειπαν, επίσης, οι φίλοι της στο σχολείο, ιδιαίτερα ο Γαριδούλης. Της έλειπε ο Ντουκάντο, το «πονηρό» της κουταβάκι. Και ο Έιντζελ, το «γλυκό» της κουταβάκι. Και τα βιντεοπαιχνίδια Νιντέντο και η ντουλάπα με τα ροΰχα της. Το να κάνει πάρτι μετά το σχολείο ήταν τόσο υπέροχο. Όμως όσο περισσότερο σκεφτόταν το σπίτι της, τόσο περισσότερα θυμόταν, τόσο περισσότερο βελτίωνε η Μάγκι Ρόουζ τον κατάλογο των αναμνήσεών της. Της έλειπε ο τρόπος με τον οποίο μερικές φορές χωνόταν ανάμεσα στη μητέρα και στον πατέρα της όταν αυτοί αγκαλιάζονταν ή αντάλλασσαν φιλιά. «Εμείς οι τρεις», έλεγε. Της έλειπαν οι ήρωες που είχε υποδυθεί για χάρη της ο πατέρας της, κυρίως όταν ήταν μικρή. Ήταν ο Χανκ, ένας μεγαλόσωμος πατέρας με προφορά του Νότου, στον οποίο άρεσε ν' αναφωνεί: «Ποιοοοος σου μιλάει εσένα;» Υπήρχε

η Σούζι Γοΰντερμαν. Η Σούζι ήταν η πρωταγωνίστρια όλων όσων θα ήθελε να βιώνει η ίδια η Μάγκι στις ιστορίες του πατέρα της. Της έλειπε η αρχέγονη ιεροτελεστία που έκαναν όποτε έπρεπε να μπουν στο αυτοκίνητο όταν έκανε πολΰ κρΰο. Όταν φώναζαν όλοι μαζί, όσο πιο δυνατά μποροΰσαν: «Γιακ τσακ τσακ, τσάκα, τσάκα, γιακ τσακ τσακ». Η μητέρα της επινοούσε τραγούδια και της τα τραγουδούσε. Η μητέρα της της τραγουδούσε από τότε που η Μάγκι μπορούσε να θυμηθεί. Της τραγουδούσε: «Σ' αγαπώ πάρα πολύ, Μάγκι, δεν υπάρχει τίποτα που δε θα 'κανα για σένα. Τίποτα σ' όλο τον κόσμο». Η Μάγκι τη ρωτούσε τραγουδώντας: «Θα με πας στην Ντίσνεϊλαντ;» Και η μαμά της απαντούσε: «Θα σε πάω, Μάγκι Ρόουζ». «Θα έδινες στον Ντουκάντο ένα φιλί στο στόμα;» «Θα του έδινα για σένα, Μάγκι Ρόουζ. Δεν υπάρχει τίποτα που δε θα το έκανα». Η Μάγκι μπορούσε να θυμηθεί τώρα ολόκληρες μέρες που είχε περάσει στο σχολείο, πηγαίνοντας στη μια τάξη μετά την άλλη. Θυμόταν το ιδιαίτερο κλείσιμο του ματιού που της έκανε η κυρία Κιμ. Θυμόταν τον Έιντζελ να κουλουριάζεται σε μια πολυθρόνα και να βγάζει ένα γλυκό «νιάου». «Θα 'κανα τα πάντα για σένα, αγάπη μου, τα πάντα. Γιατί εσύ είσαι το παν για μένα». Η Μάγκι μπορούσε ακόμη ν' ακούσει τη μαμά της να της τραγουδάει αυτά τα λόγια. «Μπορείς, σε παρακαλώ πολύ, να έρθεις και να με πάρεις στο σπίτι;» τραγουδούσε η Μάγκι από μέσα της. «Έλα, σε παρακαλώ πολύ». Όμως κανένας δεν τραγουδούσε τίποτα. Όχι πια. Κανένας δεν τραγουδούσε στη Μάγκι Ρόουζ. Κανένας δεν τη θυμόταν πια. Έτσι, τουλάχιστον, πίστευε η ίδια, βαθιά μες στη ραγισμένη της καρδιά.

Κεφάλαιο 57

ΣΥΝΑΝΤΉΘΗΚΑ riEISrr ΕΞΙ ΦΟΡΕΣ με τον Σόνετζι/Μέρφι τις επόμενες δυο εβδομάδες. Δε μ' άφηνε πια να τον πλησιάσω, αν και ο ίδιος ισχυριζόταν ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Κάτι είχε αλλάξει. Τον είχα χάσει. Είχα χάσει και τους δυο εαυτούς του. Στις δεκαπέντε Οκτωβρίου ένας ομοσπονδιακός δικαστής εξέδωσε απόφαση προσωρινής αναβολής της δίκης για την απαγωγή. Αυτή επρόκειτο να είναι η τελευταία από τις αρκετές τακτικές καθυστέρησης στις οποίες κατέφυγε ο συνήγορος του Σόνετζι/Μέρφι, ο Αντονι Νέιθαν. Μέσα σε μια εβδομάδα —ταχύτητα αστραπής γι' αυτού του είδους τις πολύπλοκες δικονομικές μανούβρες— η δικαστής Λίντα Κάπλαν είχε αρνηθεί τα αιτήματα της υπεράσπισης. Αιτήματα προς το Ανώτατο Δικαστήριο για αναβολές και αποφάσεις λήψης περιοριστικών μέτρων απορρίφθηκαν επίσης. Ο Νέιθαν αποκάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο «έναν καλά οργανωμένο όχλο λιντσαρίσματος» και στα τρία πανεθνικά τηλεοπτικά δίκτυα. Τα πυροτεχνήματα μόλις άρχιζαν, δήλωσε ο Νέιθαν στον Τύπο. Είχε ξεκαθαρίσει ποια στάση θα υιοθετούσε στη δίκη. Στις είκοσι εφτά Οκτωβρίου άρχισε η δίκη της Πολιτείας κατά Μέρφι. Στις εννέα παρά πέντε εκείνο το πρωί ο Σάμπσον κι εγώ κατευθυνθήκαμε προς την πίσω είσοδο του ο-

μοσπονδιακού δικαστηρίου στη λεωφόρο Ιντιάνα. Όσο μας επέτρεπε η εμφάνιση μας, ταξιδεύαμε ινκόγκνιτο. «Θέλεις να χάσεις λίγα λεφτά;» με ρώτησε ο Σάμπσον καθώς στρίβαμε για να μποΰμε στη λεωφόρο Ιντιάνα. «Ελπίζω πως δεν εννοείς να στοιχηματίσουμε με λεφτά για το αποτέλεσμα αυτής της δίκης απαγωγής μετά φόνου». «Και βέβαια, φίλε. Για να περνάει πιο γρήγορα ο χρόνος». «Ποιο θα είναι το στοίχημα;» Ο Σάμπσον άναψε ένα πουράκι και τράβηξε μια... νικητήρια ρουφηξιά. «Εγώ θα κερδίσω αν καταλήξει στης Αγίας Ελισάβετ, σε κάποια κλινική για ψυχασθενείς εγκληματίες. Αυτό θα είναι το στοίχημα». «Δηλαδή, μου λες ότι το δικαστικό μας σύστημα δε λειτουργεί». «Το πιστεύω μέχρι το μεδούλι μου. Ιδίως αυτή την εποχή». «Εντάξει. Εγώ θα κερδίσω, αν κριθεί ένοχος για διπλή απαγωγή. Και ένοχος για φόνο εκ προμελέτης». Ο Σάμπσον τράβηξε άλλη μια... νικητήρια ρουφηξιά. «Θέλεις να με πληρώσεις από τώρα; Είναι πενήντα δολάρια ένα αποδεκτό ποσό για να χάσεις;» «Για πενήντα, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Είμαστε σύμφωνοι». «Ωραία. Τρελαίνομαι να σου παίρνω όσα λεφτουδάκια έχεις». Μπροστά στην κεντρική είσοδο του δικαστηρίου, στην Τρίτη Οδό, είχε συγκεντρωθεί ένα πλήθος περίπου δύο χιλιάδων ανθρώπων. Καμιά διακοσαριά, συμπεριλαμβανομένων εφτά σειρών από δημοσιογράφους, βρίσκονταν ήδη μέσα. Η δημόσια κατήγορος είχε προσπαθήσει να απαγορεύσει την είσοδο του Τύπου, αλλά το αίτημά της είχε απορριφθεί. Κάποιος είχε τυπώσει επιγραφές που βρίσκονταν παντού: Η Μάγκι Ρόουζ Ζει! Άνθρωποι μοίραζαν τριαντάφυλλα έξω από το δικαστήριο. Πάνω κάτω στη λεωφόρο Ιντιάνα κυκλοφορούσαν εθελοντές με τα δωρεάν τριαντάφυλλα. Άλλοι πουλούσαν αναμνηστικές κονκάρδες. Τα πιο δημοφιλή απ' όλα αυτά τα

πράγματα ήταν τα μικρά κεριά που άναβαν οι άνθρωποι στα παράθυρα των σπιτιών τους στη μνήμη της Μάγκι Ρόουζ. Μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων περίμενε στην πίσω είσοδο, που εξυπηρετεί το βοηθητικό προσωπικό καθώς και λίγους ντροπαλούς δικαστές και δικηγόρους. Οι περισσότεροι βετεράνοι αστυνομικοί, οι οποίοι έρχονται στο δικαστήριο και δε συμπαθούν τα πλήθη, προτιμούν, επίσης, την πίσω είσοδο. Μικρόφωνα εμφανίστηκαν αμέσως μπροστά σ' εμένα και στον Σάμπσον. Τηλεοπτικές κάμερες στράφηκαν αδηφάγα επάνω μας. Κανένα απ' αυτά τα αντικείμενα δε μας εντυπωσίαζε πια. «Ντετέκτιβ Κρος, είναι αλήθεια πως το FBI σας απέσυρε από την υπόθεση;» «Όχι. Έ χ ω καλές σχέσεις με το FBI». «Εξακολουθείτε να βλέπετε τον Γκάρι Μέρφι στις φυλακές Λόρτον, ντετέκτιβ;» «Αυτό ακούγεται σαν -να έχω σοβαρό δεσμό μαζί του. Δεν είναι τόσο σοβαρός ακόμη. Ανήκω σε μια ομάδα ειδικών που τον παρακολουθούν». «Υπάρχουν προβλήματα ρατσισμού σ' αυτή την υπόθεση, σε ό,τι σας αφορά;» «Υποθέτω ότι υπάρχουν προβλήματα ρατσισμού σε πολλά πράγματα. Τίποτα το ιδιαίτερο στην προκειμένη περίπτωση». «Ο άλλος ντετέκτιβ; Ο ντετέκτιβ Σάμπσον. Εσείς συμφωνείτε, κύριε;» ρώτησε ένας κομψός νεαρός με παπιγιόν. «Εμείς, κύριε, μπαίνουμε από την πίσω πόρτα, έτσι δεν είναι; Είμαστε οι άνθρωποι της πίσω πόρτας». Ο Σάμπσον χαμογέλασε για τις κάμερες. Δεν έβγαλε τα μαύρα του γυαλιά. Καταφέραμε τελικά να μπούμε στο ασανσέρ υπηρεσίας και προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τους δημοσιογράφους έξω από το θάλαμο, πράγμα που δεν ήταν εύκολο. «Έχουμε μια επιβεβαιωμένη πληροφορία ότι ο Αντονι Νέιθαν θα ισχυριστεί για τον πελάτη του προσωρινή παράνοια. Κάποιο σχόλιο επ' αυτού;» «Κανένα απολύτως. Ρωτήστε τον Αντονι Νέιθαν».

«Ντετέκτιβ Κρος, θα καταθέσετε ότι ο Γκάρι Μέρφι δεν είναι τρελός;» Οι παμπάλαιες πόρτες του θαλάμου έκλεισαν τελικά. Ο ανελκυστήρας άρχισε ν' ανεβαίνει προς τον έβδομο όροφο, τον «Έβδομο Ουρανό», όπως είναι γνωστός στην πιάτσα. Ποτέ δεν ήταν ο έβδομος τόσο ήσυχος και τόσο καλά επιτηρούμενος. Η συνηθισμένη κατάσταση αίθουσας αναμονής σιδηροδρομικού σταθμού, με αστυνομικούς, νεαρούς αλήτες με τις οικογένειές τους, σκληρούς κακοποιούς, δικηγόρους και δικαστές δεν υπήρχε πια, χάρη σε μια διαταγή που περιόριζε τον όροφο για μία και μοναδική υπόθεση. Αυτή ήταν η μεγάλη υπόθεση. «Η Δίκη του Αιώνα». Έτσι δεν το ήθελε ο Γκάρι Σόνετζι; Χωρίς το συνηθισμένο χάος, το κτίριο του ομοσπονδιακού δικαστηρίου θύμιζε γεροντάκι που σηκώνεται από το κρεβάτι του το πρωί. Όλες οι ρυτίδες και οι πληγές ήταν ορατές κάτω από το πρωινό φως που έμπαινε από τα βιτρό παράθυρα στην ανατολική πλευρά του ορόφου. Φτάσαμε την ώρα ακριβώς που η δημόσια κατήγορος έμπαινε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Η Μαίρη Γουόρνερ ήταν μια μικροσκοπική τριανταεξάχρονη ομοσπονδιακή εισαγγελέας από την Έκτη Περιφέρεια. Υποτίθεται ότι μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ισότιμη με το συνήγορο της υπεράσπισης, Άντονι Νέιθαν. Όπως και ο Νέιθαν, δεν είχε γνωρίσει ποτέ τη γεύση της ήττας —τουλάχιστον, σε καμία σημαντική υπόθεση. Η Μαίρη Γουόρνερ είχε λαμπρή φήμη για την ακούραστη προετοιμασία και την άψογη, ιδιαίτερα πειστική συμπεριφορά της στις αίθουσες των δικαστηρίων. Κάποιος ηττημένος αντίπαλος της είχε δηλώσει: «Είναι σαν να παίζεις τένις με κάποιον που σου ανταποδίδει πάντα το χτύπημά σου. Το καλύτερο φάλτσο σου σου έρχεται πίσω. Το πιο δυνατό χτύπημά σου σου έρχεται πίσω. Αργά ή γρήγορα, σε βγάζει νοκ άουτ». Οι φήμες έλεγαν ότι η κυρία Γουόρνερ είχε επιλεγεί προσωπικά από τον Τζέρολντ Γκόλντμπεργκ και ότι ο Γκόλντμπεργκ θα μπορούσε να διαλέξει όποιον ήθελε για δημόσιο κατήγορο. Την είχε προτιμήσει από τον Τζέιμς Ντάουντ και από άλλα αρχικά φαβορί γι' αυτή τη θέση. Εκεί βρισκόταν και ο Καρλ Μόνρο. Ο δήμαρχος Μόνρο

δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά από τα πλήθη. Με είδε, αλλά δεν ήρθε προς το μέρος μου· απλώς μου χάρισε ένα τυποποιημένο χαμόγελο πάνω από το πυκνό πλήθος. Αν δεν είχα καταλάβει ακόμη ποια αξία αντιπροσώπευα γι' αυτόν, το κατάλαβα τώρα. Ο διορισμός μου στη θέση του περιφερειακού αρχηγού θα ήταν η τελευταία μου προαγωγή. Μου την είχαν δώσει για ν' αποδείξουν ότι υπήρξα μια καλή επιλογή για την Ομάδα Διάσωσης Ομήρων, για να δικαιώσουν την απόφασή τους και να συγκαλύψουν οποιαδήποτε πιθανά ερωτηματικά σχετικά με τη συμπεριφορά μου στο Μαϊάμι. Τις μέρες πριν από το ξεκίνημα της δίκης τα μεγάλα νέα που κυκλοφορούσαν στην Ουάσιγκτον ήταν ότι ο υπουργός Οικονομικών Γκόλντμπεργκ επεξεργαζόταν προσωπικά τη θέση της κατηγορούσας αρχής. Αυτό και ότι ο Αντονι Νέιθαν θα ήταν ο συνήγορος της υπεράσπισης. Ο Νέιθαν είχε περιγραφεί από την Ουάσιγκτον Ποστ ως ένας «πολεμιστής νίντζα των δικαστηρίων». Εμφανιζόταν τακτικά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αφότου τον είχε επιλέξει ο Σόνετζι/Μέρφι. Ο Γκάρι δε μου μιλούσε για τον Νέιθαν. Μια μόνο φορά μου είχε πει-. «Χρειάζομαι έναν καλό δικηγόρο, έτσι δεν είναι; Ο κύριος Νέιθαν με έπεισε. Θα κάνει το ίδιο και με τους ενόρκους. Είναι αφάνταστα πονηρός, Άλεξ». Πονηρός; Ρώτησα τον Γκάρι αν ο Νέιθαν ήταν τόσο έξυπνος όσο εκείνος. Ο Γκάρι χαμογέλασε και είπε: «Γιατί λες πάντα ότι είμαι έξυπνος, ενώ δεν είμαι; Αν ήμουν τόσο έξυπνος, θα βρισκόμουν εδώ;» Εδώ κι εβδομάδες δεν είχε παρεκκλίνει από την προσω. πικότητα του Γκάρι Μέρφι ούτε μια φορά. Επίσης, αρνιόταν να υπνωτιστεί ξανά. Παρατηρούσα τον αντιπαθητικό σούπερ-δικηγόρο του Γκάρι, τον Άντονι Νέιθαν, να κόβει βόλτες αλαζονικά στο μπροστινό μέρος της αίθουσας του δικαστηρίου. Ήταν αναμφισβήτητα μανιακός. Και πασίγνωστος για την ικανότητά του να εκνευρίζει αφόρητα τους μάρτυρες της αντίδικης πλευράς κατά την εξέταση τους. Ο Γκάρι διέθετε την απαραίτητη πνευματική διαύγεια, ώστε να επιλέξει τον Νέιθαν; Τι ήταν αυτό που είχε προσελκύσει τον ένα στον άλλο;

Κατά κάποιον τρόπο, πάντως, φαινόταν σαν ένα φυσικό ζευγάρωμα —ένας δικηγόρος στα όρια της τρέλας να υπερασπίζεται έναν άλλο τρελό. Ο Άντονι Νέιθαν είχε ήδη δηλώσει δημόσια: «Αυτή η δίκη θα είναι μια απόλυτη ζούγκλα. Μια ζούγκλα ή ένα σόου απονομής δικαιοσύνης με συνοπτικές διαδικασίες της εποχής του Φαρ Ουέστ. Σας το υπόσχομαι. Θα μπορούσαν να πουλούν τις θέσεις της αίθουσας προς χίλια δολάρια τη μία». Ο σφυγμός μου ανέβηκε στα ύψη όταν ο γραμματέας του δικαστηρίου στάθηκε μπροστά στην ομήγυρη και ανακοίνωσε την έναρξη της δίκης. Είδα την Τζέζι μέσα στην αίθουσα. Ήταν ντυμένη ανάλογα με τη σημαντική θέση που είχε στη Μυστική Υπηρεσία. Ριγέ ταγέρ, τακούνια, γυαλιστερός μαύρος χαρτοφύλακας. Με είδε και μου έκανε με τα μάτια της νόημα να δείξω κατανόηση. Στη δεξιά πλευρά της αίθουσας είδα την Κάθριν Ρόουζ και τον Τόμας Νταν. Η παρουσία τους έφερνε στην αίθουσα μια επιπρόσθετη εξωπραγματική διάσταση. Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ τον Τσαρλς και την Ανν Μόροου Λίντμπεργκ και τη διεθνώς πολύκροτη υπόθεση απαγωγής που είχε εκδικαστεί πριν από εξήντα χρόνια. Η πρόεδρος του δικαστηρίου, η Λίντα Κάπλαν, είχε τη φήμη της εύγλωττης και δυναμικής γυναίκας, που δεν άφηνε ποτέ τους αντιδίκους να της πάρουν τον αέρα. Φορούσε τη δικαστική τήβεννο για λιγότερο από πέντε χρόνια, αλλά είχε ήδη προεδρεύσει σε μερικές από τις σπουδαιότερες δίκες στην Ουάσιγκτον. Συχνά στεκόταν όρθια στη διάρκεια ολόκληρης της διαδικασίας. Ήταν γνωστό ότι δεν επέτρεπε σε κανέναν ν' αμφισβητήσει την εξουσία της μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι είχε οδηγηθεί διακριτικά, σχεδόν κρυφά, στη θέση του. Βρισκόταν ήδη καθισμένος, δείχνοντας ευγενική συμπεριφορά, όπως έδειχνε πάντα ο Γκάρι Μέρφι. Παρόντες ήταν αρκετοί πασίγνωστοι δημοσιογράφοι. Τουλάχιστον δύο απ' αυτούς έγραφαν βιβλία για την απαγωγή. Οι αντίπαλες ομάδες των νομικών έδειχναν υπέρμετρη

αυτοπεποίθηση και καλοπροετοιμασμένες την πρώτη μέρα, σαν να είχαν στα χέρια τους ακατανίκητα επιχειρήματα. Η δίκη άρχισε με μια μικρή θεατρική παράσταση. Στο μπροστινό μέρος της αίθουσας η Μίσι Μέρφι άρχισε να κλαίει. «Ο Γκάρι δεν πείραξε κανέναν. Ο Γκάρι δε θα πείραξε ποτέ έναν άλλο άνθρωπο», έλεγε. Κάποιος μέσα στην αίθουσα φώναξε: «Ω, κάνε μας τη χάρη, κυρά μου!» Η δικαστής Κάπλαν βρόντηξε το σφυρί της και διέταξε: «Ησυχία στο ακροατήριο! Ησυχία! Αρκετά ανέχτηκα». Δεν είχε άδικο. Η ατμομηχανή είχε ξεκινήσει. Η δίκη του Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι είχε αρχίσει. Η Δίκη του Αιώνα.

Κεφάλαιο 58

Τ Α ΠΑΝΤΑ ΕΜΟΙΑΖΑΝ να βρίσκονται σε μια χαώδη και αέναη κίνηση και χάος, αλλά ιδιαίτερα η σχέση μου με την αρχική έρευνα και τη δίκη. Εκείνη τη μέρα, μετά το δικαστήριο, έκανα το μοναδικά πράγμα που μου φαινόταν απόλυτα λογικό: έπαιξα ποδόσφαιρο με τα παιδιά μου. Ο Ντέιμον και η Τζανέλ ήταν σίφουνες ενεργητικότητας, αγωνιζόμενοι να κερδίσουν ο καθένας για τον εαυτό του το ενδιαφέρον μου ολόκληρο το απόγευμα, πνίγοντάς με με την ανάγκη τους για αγάπη. Έσβησαν από το μυαλό μου τις δυσάρεστες σκέψεις που θα με ταλαιπωρούσαν και τις επόμενες εβδομάδες. Εκείνο το βράδυ, μετά το δείπνο, η Νάνα κι εγώ μείναμε στο τραπέζι, πίνοντας ένα δεύτερο φλιτζάνι καφέ σικορέ. Ήθελα ν' ακούσω τις σκέψεις της. Ήξερα ότι λογάριαζε να μου τις πει έτσι κι αλλιώς. Σ' όλη τη διάρκεια του δείπνου στριφογύριζε τα χέρια της όπως ο άσος του μπέιζμπολ Σάτσελ Πέιτζ όταν ήθελε να ρίξει μια φαλτσαριστή μπαλιά. «Άλεξ, νομίζω πως πρέπει να κουβεντιάσουμε», είπε τελικά. 'Οταν η Νάνα Μάμα έχει κάτι να πει, πέφτει πρώτα σε βαθιά σιωπή. Ύστερα μιλάει πολύ, μερικές φορές επί ώρες. Τα παιδιά ήταν απασχολημένα, παρακολουθώντας τον Τροχό της Τύχης στο άλλο δωμάτιο. Οι ζητωκραυγές και τα τραγούδια από το τηλεπαιχνίδι αποτελούσαν ένα ηχητικό υ-

πόβαθρο που δημιουργούσε μια ευχάριστη οικογενειακή ατμόσφαιρα. «Για τι πράγμα θα μιλήσουμε;» τη ρώτησα. «Δε μου λες, άκουσες ότι σήμερα ένα στα τέσσερα παιδιά στις ΗΠΑ ζει μέσα στη φτώχεια; Εμείς σε λίγο θα θεωρούμαστε πλούσιοι». Η Νάνα ήταν πολύ ήσυχη και σκεφτόταν αυτά που θα επακολουθούσαν. Προετοίμαζε την ομιλία της. Αυτό, τουλάχιστον, το καταλάβαινα. Οι κόρες των ματιών της είχαν γίνει σαν το κεφάλι της καρφίτσας. «Άλεξ», είπε τελικά, «ξέρεις πως είμαι πάντα στο πλευρό σου, όταν κάτι είναι σημαντικό». «Από τότε που έφτασα στην Ουάσιγκτον μ' ένα στρατιωτικό σάκο και, νομίζω, εβδομήντα πέντε σεντς», της είπα. Θυμόμουν ακόμη ολοκάθαρα να με στέλνουν «πάνω στο Βορρά» για να ζήσω μαζί με τη γιαγιά μου- τη μέρα που έφτασα στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Ουάσιγκτον, με το τρένο από το Γουίνστον-Σάλεμ. Η μητέρα μου είχε μόλις πεθάνει από καρκίνο των πνευμόνων ο πατέρας μου είχε πεθάνει ένα χρόνο νωρίτερα. Η Νάνα με πήγε για μεσημεριανό στο καφεστιατόριο του Μόρισον. Ή τ α ν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έτρωγα σε εστιατόριο. Η Ρετζίνα Χόουπ με πήρε στο σπίτι της όταν ήμουν εννέα χρονών. Υπήρξε για μένα στ' αλήθεια η «Βασίλισσα της Ελπίδας» όπως έλεγε και τ' όνομά της. Ήταν καθηγήτρια εδώ στην Ουάσιγκτον. Πλησίαζε τα πενήντα και ο παππούς μου είχε πεθάνει. Οι τρεις αδερφοί μου ήρθαν στην περιοχή της Ουάσιγκτον την ίδια εποχή μ' εμένα. Έμειναν με τον έναν ή τον άλλο συγγενή, ώσπου έγιναν δεκαοχτώ χρονών περίπου. Εγώ έμεινα με τη Νάνα για πάντα. Εγώ ήμουν ο τυχερός. Μερικές φορές η Νάνα Μάμα γινόταν θηρίο ανήμερο, επειδή ήξερε ποιο ήταν το καλό μου. Είχε ξαναδεί τύπους σαν κι εμένα. Ήξερε τον πατέρα μου από την καλή κι από την ανάποδη. Λάτρευε τη μητέρα μου. Η Νάνα Μάμα ήταν —και είναι— μια ταλαντούχος ψυχολόγος. Τη βάφτισα Νάνα Μάμα όταν ήμουν δέκα χρονών. Από τότε ήταν και γιαγιά και μαμά μου. Τα μπράτσα της ήταν σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της τώρα. Σιδερένια θέληση. «Αλεξ, νομίζω πως έχω κά-

ποια αρνητικά αισθήματα γι' αυτή την καινούρια σχέση σου», μου είπε. «Μπορείς να μου πεις γιατί;» τη ρώτησα. «Ναι, μπορώ. Πρώτα, επειδή η Τζέζι είναι λευκή και δεν εμπιστεύομαι τους περισσότερους λευκούς. Θα ήθελα, αλλά δεν μπορώ. Οι περισσότεροι δεν τρέφουν κανένα σεβασμό για μας. Μας λένε ψέματα κατάμοντρα. Αυτός είναι ο τρόπος τους, τουλάχιστον με ανθρώπους που δεν πιστεύουν ότι είναι ίσοι τους». «Ακούγεσαι σαν επαναστάτρια του δρόμου. Σαν τον Φάρακαν ή τον Σόνι Κάρσον», της είπα. Αρχισα να καθαρίζω το τραπέζι, μεταφέροντας πιάτα και μαχαιροπίρουνα μέσα στον παλιό πορσελάνινο νεροχύτη μας. «Δεν αισθάνομαι περήφανη γι' αυτά τα αισθήματα που έχω, όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτά». Το βλέμμα της Νάνα Μάμα με ακολουθούσε. «Αυτό είναι το έγκλημα της Τζέζι, λοιπόν; Ότι είναι λευκή;» Η Νάνα ανακάθισε νευρικά στην καρέκλα της. Φόρεσε τα γυαλιά της, που κρέμονταν από το λαιμό της μ' ένα κορδόνι. «Το έγκλημά της είναι ότι έρχεται μαζί σου. Δείχνει πρόθυμη να σ' αφήσει να πετάξεις στην άκρη την αστυνομική σου καριέρα κι όλα όσα κάνεις εδώ στο Σάουθ-Ιστ. Όλα τα καλά πράγματα στη ζωή σου. Τον Ντέιμον και την Τζανέλ». «Ο Ντέιμον και η Τζανέλ δε φαίνονται ούτε πληγωμένοι ούτε προβληματισμένοι», είπα στη Νάνα Μάμα. Ο τόνος της φωνής μου είχε ανεβεί λίγο. Στεκόμουν εκεί με μια στοίβα βρόμικα πιάτα στα χέρια μου. Η παλάμη της Νάνα χτύπησε δυνατά το ξύλινο μπράτσο της καρέκλας της. «Που να πάρει ο διάβολος, Άλεξ, αυτό το λες επειδή έχεις φορέσει παρωπίδες. Εσύ είσαι ο ήλιος και το φεγγάρι γι' αυτά τα παιδιά. Ο Ντέιμον φοβάται πως θα τον εγκαταλείψεις». «Αυτά τα παιδιά ανησυχούν μόνο όταν τα κάνεις εσύ ν' ανησυχούν». Είπα αυτό που αισθανόμουν, αυτό που πίστευα ότι ήταν η αλήθεια. Η Νάνα Μάμα έγειρε πίσω στην καρέκλα της. Ένας ανεπαίσθητος ήχος ξέφυγε από το στόμα της. Ήταν καθαρός πόνος.

«Κάνεις πολΰ μεγάλο λάθος. Εγώ προστατεύω αυτά τα δυο παιδιά, όπως ακριβώς προστάτευσα κι εσένα. Έ χ ω περάσει όλη μου τη ζωή με την έγνοια άλλων ανθρώπων, φροντίζοντας άλλους. Δεν πληγώνω κανέναν, Άλεξ». «Μόλις τώρα πλήγωσες εμένα», της είπα. «Και το ξέρεις. Ξέρεις τι σημαίνουν αυτά τα δυο παιδιά για μένα». Δάκρυα έτρεξαν στα μάτια της Νάνα, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Συνέχιζε να έχει το βλέμμα της καρφωμένο επάνω μου. Η αγάπη μας είναι μια σκληρή, ασυμβίβαστη αγάπη. Έτσι ήταν πάντα. «Δε θέλω να μου ζητήσεις συγνώμη αργότερα, Άλεξ. Δεν έχει καμία σημασία για μένα το ότι θα νιώσεις ένοχος γι' αυτό που μου είπες προηγουμένως. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι είσαι ένοχος. Παρατάς τα πάντα για μια σχέση που είναι καταδικασμένη». Η Νάνα Μάμα έφυγε από την κουζίνα και ανέβηκε επάνω. Τέλος της συζήτησης. Έτσι απλά. Η Νάνα Μάμα είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της. Παρατούσα τα πάντα για να είμαι με την Τζέζι; Ήταν πράγματι μια σχέση καταδικασμένη; Δεν είχα, προς το παρόν, κανέναν τρόπο για να το μάθω. Έπρεπε να το διαπιστώσω μόνος μου.

Κεφάλαιο 59

Μ Ι Α ΠΑΡΕΛΑΣΗ εμπειρογνωμόνων άρχισε τώρα να καταθέτει στη δίκη του Σόνετζι/Μέρφι. Ιατροδικαστές, μερικοί απ' αυτούς παράξενα εκκεντρικοί και φανταχτεροί για επιστήμονες. Γιατροί από το στρατιωτικό νοσοκομείο Γουόλτερ Ριντ, από τις φυλακές Λόρτον, από το στρατό, από το FBI. Φωτογραφίες και σχηματικές αναπαραστάσεις διαστάσεων ένα και είκοσι επί ένα και ογδόντα επιδεικνύονταν και επεξηγούνταν εξονυχιστικά" γίνονταν επισκέψεις και επανεπισκέψεις σε τόπους εγκλημάτων πάνω στα αλλόκοτα διαγράμματα που κυριάρχησαν την πρώτη εβδομάδα της δίκης. Οχτώ διαφορετικοί ψυχίατροι και ψυχολόγοι κλήθηκαν να καταθέσουν για να στηριχτεί η άποψη ότι ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι ήταν υπεύθυνος για τις πράξεις του· ότι ήταν απλώς ένας παθολογικά αντικοινωνικός άνθρωπος που είχε παρεκκλίνει από τα πλαίσια της πάθησης του- ότι ήταν λογικός, ψύχραιμος και απολύτως υγιής διανοητικά. Ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε ως μια «εγκληματική μεγαλοφυία», χωρίς καμία συνείδηση ή τύψη· ως έξοχος ηθοποιός «άξιος για το Χόλιγουντ» και υποστηρίχτηκε ότι χάρη σ' αυτές του τις ικανότητες είχε καταφέρει να ελιχθεί επιδέξια και να ξεγελάσει τόσο πολλούς ανθρώπους μέχρι στιγμής. Αυτό σήμαινε ότι ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι είχε συνειδητά και προμελετημένα απαγάγει δυο παιδιά" είχε σκοτώσει το

ένα ή και τα δυο· είχε σκοτώσει κι άλλους —τουλάχιστον πέντε και ενδεχομένως περισσότερους. Ήταν το ανθρώπινο τέρας για το οποίο άλοι μας έχουμε εφιάλτες... Έτσι είπαν στις καταθέσεις τους όλοι οι εμπειρογνώμονες που κάλεσε η κατηγορούσα Αρχή. Η διευθύντρια του τμήματος ψυχιατρικής του Γουόλτερ Ριντ κατέθετε ένα ολόκληρο απόγευμα. Είχε εξετάσει τον Γκάρι Μέρφι καμιά δεκαριά φορές. Ύστερα από μια εκτενή περιγραφή της προβληματικής παιδικής ηλικίας του στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ και των εφηβικών του χρόνων, που σημαδεύτηκαν από βίαια ξεσπάσματα εναντίον ανθρώπων και ζώων, η δόκτωρ Μαρία Ρουόκο κλήθηκε να καταθέσει το ψυχολογικό προφίλ που είχε σχηματίσει για τον ΓκάριΜέρφι. «Πρόκειται για έναν εξαιρετικά επικίνδυνο άνθρωπο με παθολογικά αντικοινωνική συμπεριφορά. Πιστεύω ότι ο Γκάρι Μέρφι έχει πλήρη επίγνωση όλων των πράξεων του. Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν αποτελεί περίπτωση πολλαπλής προσωπικότητας». Έτσι η Μαίρη Γουόρνερ κεντούσε επιδέξια, κάθε μέρα, τον καμβά της κατηγορούσας Αρχής. Θαύμαζα τη μεθοδικότητά της και την ικανότητά της να κατανοεί την ψυχιατρική διαδικασία. Συναρμολογούσε κομματάκι κομματάκι ένα φοβερά πολύπλοκο παζλ για λογαριασμό του δικαστηρίου και των ενόρκων. Την είχα ξαναδεί αρκετές φορές σ' αυτόν το ρόλο και ήταν πάντα πολύ καλή. Όταν θα τελείωνε, οι ένορκοι θα είχαν στο μυαλό τους μια εκπληκτικά λεπτομερή εικόνα του μυαλού του Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Κάθε μέρα της δίκης η Μαίρη Γουόρνερ εστίαζε το ενδιαφέρον σ' ένα καινούριο κομματάκι του παζλ. Έδειχνε το κομματάκι στους ενόρκους. Το εξηγούσε μεθοδικά. Κι έπειτα το τοποθετούσε στη σωστή του θέση μέσα στο παζλ. Έδειχνε στους ενόρκους πώς ακριβώς συνδεόταν το καινούριο κομματάκι με όλα όσα είχαν προηγηθεί. Μία ή δύο φορές το κοινό που παρακολουθούσε τη δίκη χειροκρότησε αυθόρμητα τη γλυκομίλητη δημόσιο κατήγορο και τον εντυπωσιακό της άθλο. Και τα κατάφερε όλα αυτά, παρ' όλο που ο Αντονι Νέι-

θαν έκανε ενστάσεις σχεδόν για κάθε επιχείρημα που η Μαίρη Γουόρνερ προσπαθούσε ν' αποδείξει. Η υπερασπιστική τακτική του Νέιθαν ήταν αρκετά απλή και ο ίδιος δεν παρεξέκλινε ποτέ απ' αυτή: ο Γκάρι Μέρφι ήταν αθώος, επειδή δεν είχε διαπράξει κανένα έγκλημα. Τα εγκλήματα τα είχε διαπράξει ο Γκάρι Σόνετζι. Ο Άντονι Νέιθαν βημάτιζε μπροστά στη δικαστική έδρα με το συνηθισμένο του αλαζονικό ΰφος. Φορούσε ένα ραμμένο κατά παραγγελία κοστούμι χιλίων πεντακοσίων δολαρίων, αλλά δεν έδειχνε να νιώθει άνετα μέσα σ' αυτό. Το κοστούμι ήταν όμορφα κομμένο, αλλά πάνω στον Νέιθαν φαινόταν απερίγραπτο· ήταν σαν να προσπαθούσες να ντύσεις τον Ταρζάν. «Δεν είμαι συμπαθητικός άνθρωπος». Ο Άντονι Νέιθαν στάθηκε μπροστά στα έδρανα των εφτά γυναικών και των πέντε ανδρών ενόρκων τη Δευτέρα της δεύτερης εβδομάδας της δίκης. «Τουλάχιστον, όχι μέσα στο δικαστήριο. Ο κόσμος λέει ότι είμαι μονίμως ειρωνικός. Ότι είμαι πομπώδης. 'Οτι είμαι αθεράπευτα εγωπαθής. Ότι η παρουσία μου γίνεται ανυπόφορη όταν ξεπερνάει τα εξήντα δευτερόλεπτα. Είναι όλα αλήθεια», είπε ο Νέιθαν στο μαγεμένο του ακροατήριο. «Είναι όλα αλήθεια. Κι αυτό είναι που μου δημιουργεί προβλήματα μερικές φορές. Λέω πάντα την αλήθεια. Έ χ ω έμμονη ιδέα με την αλήθεια. Και δεν έχω αναλάβει ποτέ υπόθεση στην οποία δεν μπορώ να πω Την Αλήθεια. »Η υπεράσπιση του Γκάρι Μέρφι είναι απλή, ίσως η λιγότερο πολύπλοκη και αμφιλεγόμενη που έχω ακολουθήσει ποτέ σε δίκη. Αφορά την Αλήθεια. Είναι όλα πεντακάθαρα, κυρίες και κύριοι. Παρακαλώ, προσέξτε με. »Η κυρία Γουόρνερ και οι συνεργάτες της καταλαβαίνουν πόσο ισχυρή είναι η υπεράσπιση και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο η κυρία Γουόρνερ σας έχει παραθέσει περισσότερα στοιχεία κι απ' όσα χρησιμοποίησε η επιτροπή Γουόρεν* για ν' αποδείξει το ίδιο ακριβώς πράγμα: Α* Πρόκειται για την επιτροπή που συστήθηκε, υπό την προεδρία του ανώτατου δικαστή Γουόρεν, για να ερευνήσει την υπόθεση της δολοφονίας του Προέδρου Κένεντι. (Σ.τ.Μ.)

ΠΟΛΥΤΩΣ ΤΊΠΟΤΑ. Αν μπορούσατε να καλέσετε στο εδώλιο των μαρτύρων την κυρία Γουόρνερ και σας απαντούσε με ειλικρίνεια, θα σας το έλεγε η ίδια. Και τότε θα μπορούσαμε να πάμε όλοι στα σπίτια μας. Ωραία δε θα ήταν; Ναι, θα ήταν πολύ ωραία». Μερικά γελάκια ακούστηκαν στην αίθουσα. Ταυτόχρονα, κάποιοι από τους ενόρκους έγειραν προς τα μπρος για ν' ακούν και να παρακολουθούν καλύτερα. Κάθε φορά που ο Νέιθαν περνούσε από μπροστά τσυς, πήγαινε και μισό βήμα πιο κοντά τους. «Αρκετοί με ρώτησαν γιατί ανέλαβα αυτή την υπόθεση. Τους είπα, το ίδιο ξεκάθαρα όπως το λέω και σ' εσάς τώρα, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία εγγυώνται στην υπεράσπιση ότι θα κερδίσει τη δίκη. Η Αλήθεια είναι συντριπτική για την υπεράσπιση. Ξέρω πως δε με πιστεύετε τώρα. Όμως θα με πιστέψετε. Ναι, θα με πιστέψετε. »Ιδού μια ωραιότατη απόδειξη. Η κυρία Γουόρνερ δεν ήθελε να εκδικαστεί αυτή η υπόθεση τώρα. Το αφεντικό της, ο υπουργός Οικονομικών, πίεσε για την εκδίκασή της. Πίεσε για να γίνει η δίκη σε χρόνο ρεκόρ. Καμία άλλη φορά δεν έχουν κινηθεί τόσο γρήγορα τα γρανάζια της δικαιοσύνης. Αυτά τα ίδια γρανάζια δε θα κινούνταν ποτέ τόσο γρήγορα για σας ή για την οικογένειά σας. Αυτή είναι η αλήθεια. »Αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εξαιτίας του πόνου του κυρίου Γκόλντμπεργκ και της οικογένειάς του, τα γρανάζια κινήθηκαν πολύ γρήγορα. Και εξαιτίας της Κάθριν Ρόουζ Νταν και της οικογένειάς της, που είναι άνθρωποι διάσημοι, πλούσιοι και πολύ ισχυροί και θέλουν, επίσης, να δώσουν ένα τέλος στον πόνο τους. Ποιος θα μπορούσε να τους κατηγορήσει γι' αυτό; Εγώ, σίγουρα, όχι. »Όμως, ΟΧΙ ΜΕ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΑΘΩΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ! Αυτός ο άνθρωπος, ο Γκάρι Μέρφι, είναι κρίμα να υποφέρει όπως υπέφεραν αυτοί». Ο Νέιθαν πλησίασε τώρα το σημείο όπου καθόταν ο Γκάρι. Ο ξανθός Γκάρι Μέρφι με την αθλητική εμφάνιση, που έμοιαζε σαν ενήλικος πρόσκοπος. «Αυτός ο άνθρωπος είναι καλός όσο και οποιοσδήποτε άλλος σ' αυτή την αίθουσα. Θα σας το αποδείξω.

»0 Γκάρι Μέρφι είναι ένας καλός άνθρωπος. Να το θυμάστε αυτό. Και υπάρχει ένα ακόμη δεδομένο για σας. »Είναι το ένα από τα δύο δεδομένα, μόνο δύο, που θέλω να θυμάστε. Το άλλο δεδομένο είναι ότι ο Γκάρι Σόνετζι είναι τρελός. »Λοιπόν, οφείλω να σας πω ότι κι εγώ είμαι λίγο τρελός. Λιγουλάκι. Το έχετε ήδη αντιληφθεί. Η κυρία Γουόρνερ σας επέστησε την προσοχή πάνω σ' αυτό. Λοιπόν, ο Γκάρι Σόνετζι ΕΙΝΑΙ ΕΚΑΤΟ ΦΟΡΕΣ ΠΙΟ ΤΡΕΛΟΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ. Ο

Γκάρι Σόνετζι είναι ο πιο τρελός άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ. Και τον έχω γνωρίσει τον Σόνετζι. Θα τον γνωρίσετε κι εσείς. »Σας το υπόσχομαι. Θα γνωρίσετε όλοι σας τον Σόνετζι και από τη στιγμή που θα γίνει αυτό δε θα μπορείτε να καταδικάσετε τον Γκάρι Μέρφι. Θα καταλήξετε να συμπαθείτε τον Γκάρι Μέρφι και να τον υποστηρίζετε στην προσωπική του μάχη με τον Σόνετζι. Ο Γκάρι Μέρφι δεν μπορεί να καταδικαστεί για φόνους και μια απαγωγή... που διαπράχθηκαν από τον Γκάρι Σόνετζι...» Στη συνέχεια ο Άντονι Νέιθαν άρχισε να καλεί τον ένα μετά τον άλλο μάρτυρες που θα σκιαγραφούσαν την προσωπικότητα του πελάτη του. Εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι σ' αυτούς περιλαμβάνονταν και μέλη του προσωπικού του Δημοτικού Σχολείου Ουάσιγκτον, καθώς και κάποιοι μαθητές. Μεταξύ των μαρτύρων υπήρχαν και γείτονες των Μέρφι από το Ντέλαγουερ. Ο Νέιθαν ήταν πάντα ευγενικός με τους μάρτυρες και πάντα ακριβολόγος. Οι μάρτυρες έδειχναν να συμπαθούν τον Νέιθαν και να τον εμπιστεύονται. «Μπορείτε, παρακαλώ, να πείτε δυνατά τ' όνομά σας, ώστε να το ακούσουν όλοι;» «Νάνσι Τέμκιν». «Και το επάγγελμά σας, παρακαλώ». «Διδάσκω τεχνικά στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον». «Γνωρίζατε τον Γκάρι Σόνετζι στο σχολείο;» «Ναι, τον γνώριζα».

«Ήταν ο κύριος Σόνετζι καλός δάσκαλος στο διάστημα που εργάστηκε στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον; Παρατηρήσατε ποτέ οτιδήποτε που θα σας έκανε να σκεφτείτε ότι δεν ήταν καλός δάσκαλος;» «Όχι, ποτέ. Ήταν πολΰ καλός δάσκαλος». «Τι σας κάνει να το λέτε αυτό, κυρία Τέμκιν;» «Επειδή είχε πάντα πάθος για το αντικείμενο του τομέα του, αλλά και να μεταδίδει τις γνώσεις του στους μαθητές του. Ήταν ένας από τους πιο αγαπημένους δασκάλους των παιδιών στο σχολείο. Το παρατσούκλι του ήταν "Τσιπς", "ο κΰριος Τσιπς"». «Ακούσατε κάποιους εμπειρογνώμονες να λένε ότι είναι παράφρων, μια διχασμένη προσωπικότητα; Πώς σας φαίνεται αυτό;» «Ειλικρινά, είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορώ να κατανοήσω το τι συνέβη». «Δόκτορ Τέμκιν, γνωρίζω ότι αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση κάτω από τις παρούσες συνθήκες, αλλά, ήταν ο κατηγορούμενος φίλος σας;» «Ναι. Ήταν φίλος μου». «Εξακολουθεί να είναι φίλος σας;» «Θέλω να δω τον Γκάρι να παίρνει τη βοήθεια που χρειάζεται». «Το ίδιο κι εγώ», είπε ο Νέιθαν. «Κι εγώ το ίδιο θέλω». Ο Αντονι Νέιθαν έριξε την πρώτη του πραγματική ομοβροντία αργά την Παρασκευή της δεύτερης εβδομάδας της δίκης. Ήταν τόσο δραματική όσο και απρόσμενη. Ξεκίνησε με μια σύσκεψη του Νέιθαν και της Μαίρης Γουόρνερ με την πρόεδρο Κάπλαν, μπροστά στη δικαστική έδρα. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης, η Μαίρη Γουόρνερ ύψωσε τη φωνή της για μια από τις ελάχιστες φορές στη διάρκεια της δίκης. «Κυρία πρόεδρε, ενίσταμαιΐ Οφείλω να διαμαρτυρηθώ γι' αυτό το... τέχνασμα. Πρόκειται για τέχνασμα!» Η αίθουσα του δικαστηρίου είχε ήδη αρχίσει να βουίζει. Οι δημοσιογράφοι των καθισμάτων της πρώτης σειράς ήταν

όλοι τους οε εγρήγορση. Η πρόεδρος Κάπλαν είχε, προφανώς, αποφασίσει υπέρ της υπεράσπισης. Η Μαίρη Γουόρνερ επέστρεψε στο κάθισμά της, αλλά είχε χάσει κάπως το αγέρωχο ύφος της. «Γιατί δεν ενημερωθήκαμε γι' αυτό από πριν;» φώναξε. «Γιατί δεν αποκαλύφθηκε αυτό στην προκαταρκτική διαδικασία;» Ο Νέιθαν ύψωσε τα χέρια του και ουσιαστικά επέβαλε ησυχία στην αίθουσα. Ανακοίνωσε σ' όλους το νέο. «Καλώ το δόκτορα Άλεξ Κρος ως μάρτυρα της υπεράσπισης. Τον καλώ ως έναν εχθρικό και μη συνεργάσιμο μάρτυρα, αλλά ως μάρτυρα για την υπεράσπιση, παρ' όλα αυτά». Εγώ ήμουν το «τέχνασμα».

Μέρος Τέταρτο Μην Ξεχνάτε τη Μάγκι Ρόουζ

Κεφάλαιο 60

{ Α ς ΞΑΝΑΔΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ, μπαμπά», μου είπε ο Ντέιμον. «Μιλάω σοβαρά». «Ηρέμησε. Τώρα θα δοΰμε τις ειδήσεις», του είπα. «Ίσως μάθεις και κάτι για τη ζωή πέρα από τον Μπάτμαν». «Η ταινία είναι αστεία». Ο Ντέιμον προσπάθησε να με κάνει να σκεφτώ λογικά. Αποκάλυψα στο γιο μου ένα μικρό μυστικό. «Το ίδιο και οι ειδήσεις». Αυτό που δεν είπα στον Ντέιμον ήταν ότι ένιωθα απίστευτη ένταση, επειδή θα κατέθετα στο δικαστήριο τη Δευτέρα, θα κατέθετα για την υπεράσπιση. Εκείνο το βράδυ είδα στην τηλεόραση μια είδηση που έλεγε ότι ο Τόμας Νταν αναμενόταν να θέσει υποψηφιότητα για γερουσιαστής της Καλιφόρνιας. Προσπαθούσε, άραγε, να ξαναμαζέψει τα κομμάτια της ζωής του; Ή μήπως ήταν, κατά κάποιον τρόπο, και ο Τόμας Νταν αναμειγμένος στην απαγωγή; Τώρα πια δεν απέκλεια τίποτα. Είχα αρχίσει να γίνομαι παρανοϊκός για πάρα πολλά πράγματα που είχαν σχέση με την υπόθεση της απαγωγής. Δύο φορές είχα ζητήσει άδεια να πάω να κάνω έρευνα στην Καλιφόρνια. Και τις δύο το αίτημά μου είχε απορριφθεί. Με βοηθούσε η Τζέζι. Είχε κάποια χρήσιμη γνωριμία στην Καλιφόρνια, αλλά μέχρι στιγμής αυτή η γνωριμία δεν είχε αποδώσει τίποτα. Παρακολουθούσαμε τις ειδήσεις καθισμένοι στο πάτω-

μα του σαλονιού. Η Τζανέλ και ο Ντέιμον είχαν κολλήσει επάνω μου. Πριν από τις ειδήσεις είχαμε ξαναδεί σε βιντεοκασέτα τον Μπάτσο τον Θηριοτροφείου για δέκατη ή δωδέκατη ή μπορεί και εικοστή φορά. Τα παιδιά πίστευαν ότι θα έπρεπε να παίζω εγώ στην ταινία αντί για τον Σβαρτσενέγκερ. Εγώ, πάλι, πίστευα ότι ο Άρνολντ εξελισσόταν σε αρκετά καλό κωμικό ηθοποιό, Ή μπορεί να προτιμούσα απλώς τον Σβαρτσενέγκερ από το να ξαναδώ το Μπέντζι ή το Η Λαίδη και ο Αλήτης. Η Νάνα ήταν στην κουζίνα και έπαιζε πινάκλ με τη θεία Τία. Από το σημείο που βρισκόμουν έβλεπα το ακουστικό να κρέμεται από τη συσκευή, για να πάψουν τα τηλεφωνήματα από τους δημοσιογράφους και τους φαρσέρ της ημέρας. Τα τηλεφωνήματα που είχα ήδη δεχτεί από τους δημοσιογράφους εκείνο το βράδυ κατέληγαν όλα στα ίδια ερωτήματα. Θα μπορούσα να υπνωτίσω τον Σόνετζι/Μέρφι μέσα σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο; Θα μας έλεγε ποτέ ο Σόνετζι τι είχε συμβεί στη Μάγκι Ρόουζ Νταν; Πίστευα ότι ήταν σχιζοφρενής ή όχι; Δεν ήθελα να κάνω κανένα σχόλιο. Γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. Η Νάνα είχε ανεβεί στον πάνω όροφο εδώ και αρκετή ώρα. Είχα βάλει την Τζανέλ και τον Ντέιμον στα κρεβάτια τους γύρω στις εννιά, αφού μοιραστήκαμε πρώτα λίγο ακόμη από το μαγικό βιβλίο του Ντέιβιντ Μακόλεϊ Μαύρο και Ασπρο. Πήγα στη σκοτεινή τραπεζαρία και άνοιξα τις εμπριμέ κουρτίνες. Απέξω ήταν η Τζέζι. Είχε έρθει την ώρα που έπρεπε. Βγήκα στην εξώπορτα και την αγκάλιασα. «Πάμε, Άλεξ», μου ψιθύρισε. Είχε ένα σχέδιο. Είπε ότι το σχέδιο της ήταν «κανένα σχέδιο», αλλά σπάνια ενεργούσε έτσι η Τζέζι. Η μοτοσικλέτα της Τζέζι κυριολεκτικά κατάπινε το δρόμο εκείνο το βράδυ. Προσπερνούσαμε τα άλλα οχήματα λες και ήταν σταματημένα, ακινητοποιημένα μες στο χρόνο και το χώρο. Περάσαμε μπροστά από σκοτεινιασμένα σπίτια, τα παρτέρια και όλα τα υπόλοιπα. Με τρίτη. Με το πάσο μας.

Περίμενα να βάλει την τέταρτη και μετά την πέμπτη ταχύτητα. Η BMW βρυχόταν σταθερά και απρόσκοπτα από κάτω μας, με το μοναδικό της προβολέα να διατρυπάει το δρόμο με το δυνατό του φως. Η Τζέζι άλλαζε λωρίδες εύκολα και συχνά. Τρέχαμε τώρα με εκατόν ενενήντα χιλιόμετρα την ώρα στον περιφερειακό Τζορτζ Ουάσιγκτον. Όταν βγήκαμε στον αυτοκινητόδρομο 95 πιάσαμε τα διακόσια δέκα. Η Τζέζι μου είχε πει κάποτε πως δεν έβγαζε ποτέ τη μοτοσικλέτα στο δρόμο χωρίς να την τρέξει με εκατόν εξήντα, τουλάχιστον. Την πίστευα. Δε σταματήσαμε να διασχίζουμε σαν βολίδα το χωρόχρονο, παρά μόνο όταν προσγειωθήκαμε σ' ένα άθλιο βενζινάδικο της Μόμπιλ, στο Λάμπερτον της Βόρειας Καρολίνας. Η ώρα ήταν σχεδόν έξι το πρωί. Θα πρέπει να ήμαστε το πιο τρελό ζευγάρι που είχε δει ποτέ ο ντόπιος υπάλληλος του βενζινάδικου. Μαύρος άντρας- ξανθιά, λευκή γυναίκα. Μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού. Τρελά πράγματα. Όμως και ο υπάλληλος έδειχνε κάπως εκτός τόπου και χρόνου. Φορούσε προστατευτικά για σκέιτμπορντ πάνω από το γκρίζο, αγροτικό μπλουτζίν του. Ήταν γύρω στα είκοσι δύο, με μαλλιά όρθια σαν καρφιά, που περιμένεις να δεις στις παραλίες της Καλιφόρνιας αλλά όχι σ' αυτά τα μέρη της χώρας. Πώς έφτασε τόσο γρήγορα αυτή η κόμμωση στο Λάμπερτον της Βόρειας Καρολίνας; Μήπως υπήρχε περισσότερη τρέλα στην ατμόσφαιρα; Ελεύθερη ροή ιδεών; «Καλημέρα, Ρόρι». Η Τζέζι χαμογέλασε στο αγόρι κι έπειτα μου έριξε μια ματιά ανάμεσα σε δυο αντλίες βενζίνης και μου έκλεισε το μάτι. «Ο Ρόρι κάνει βάρδια έντεκα μ' εφτά το πρωί εδώ. Είναι το μοναδικό ανοιχτό βενζινάδικο για ογδόντα χιλιόμετρα και προς τις δυο κατευθύνσεις. Μην το πεις σε κανέναν ξενέρωτο». Η Τζέζι χαμήλωσε τη φωνή της. «Ο Ρόρι πουλάει χαπάκια σ' αυτά τα μέρη. Ό,τι χρειάζεσαι για να βγάλεις τη νύχτα. Έχει απ' όλα τα είδη». Η Τζέζι είχε αρχίσει να μιλάει με μια ελαφριά προφορά του Νότου, η οποία ακουγόταν όμορφα στο αυτί. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν ανακατωμένα, πράγμα που μου άρεσε κι αυτό πολύ.

«Έκσταση, μεταμφεταμίνες». Η Τζέζι συνέχιζε με το... μενού. Ο Ρόρι κούνησε το κεφάλι του προς το μέρος της, σαν να είχε να κάνει με τρελή. Έβλεπα ότι του άρεσε. Έκανε μια κίνηση σαν να έδιωχνε τα μαλλιά του μπροστά από τα μάτια του. «Πω, πω μπλέξιμο», είπε. Πολύ καλλιεργημένος νέος. «Μην ανησυχείς για τον Άλεξ». Η Τζέζι ξαναχαμογέλασε στον υπάλληλο του βενζινάδικου. Τα όρθια σαν καρφιά μαλλιά του τον έκαναν δέκα πόντους ψηλότερο. «Είναι εντάξει. Δεν είναι παρά ένας ακόμη μπάτσος από την Ουάσιγκτον». «Οχ, δικέ μου! Που να σε πάρει ο διάολος, Τζέζι! Χριστέ μου! Εσύ και οι μπάτσοι φίλοι σου». Ο Ρόρι στριφογύρισε πάνω στα τακούνια του, λες και είχε πάρει φωτιά. Είχαν δει πολλή τρέλα τα μάτια του εδώ έξω, δουλεύοντας νυχτερινή βάρδια πάνω στο διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο. Εμείς οι δυο ήμαστε σίγουρα τρελοί. Αυτό να λέγεται. Αλλά ποιοι άλλοι μπάτσοι φίλοι; Λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά αργότερα βρεθήκαμε στο εξοχικό της Τζέζι, δίπλα στη λίμνη. Ήταν ένα μικρό ξύλινο σπίτι με κυρτή στέγη, πολύ κοντά στο νερό και περικυκλωμένο από έλατα και σημύδες. Ο καιρός ήταν σχεδόν τέλειος. Καλοκαιρινός μες στο φθινόπωρο. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου προχωράει ακάθεκτο. «Δε μου είχες πει ότι ήσουν και γαιοκτήμονας», είπα καθώς κατεβαίναμε με ταχύτητα ένα γραφικό, φιδωτό δρόμο προς το σπιτάκι. «Όχι και τόσο, Άλεξ. Η γιαγιά μου άφησε αυτό το μέρος στη μητέρα μου. Ο παππούς ήταν ντόπιο κάθαρμα και κλέφτης. Έβγαλε κάποια λεφτά στην εποχή του. Ο μοναδικός στην οικογένειά μας που έκανε ποτέ λεφτά. Φαίνεται ότι το έγκλημα αποδίδει». «Έτσι λένε». Κατέβηκα από τη μηχανή και τέντωσα αμέσως τους μυς της πλάτης μου και μετά τα πόδια μου. Μπήκαμε στο σπίτι. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, πράγμα που ερέθισε λίγο τη φαντασία μου. Η Τζέζι έλεγξε το ψυγείο, το οποίο ήταν πλουσιοπάρο-

χα εφοδιασμένο. Έβαλε μια κασέτα να παίζει Μπρους Σπρίνγκστιν και βγήκε για μια βόλτα έξω. Την ακολούθησα προς τα μαυρογάλανα νερά που λαμπύριζαν. Μια καινούρια προβλήτα είχε κατασκευαστεί πάνω στα νερά. Ένας στενός διάδρομος κατέληγε σε μια φαρδύτερη εξέδρα, πάνω στην οποία υπήρχαν, στερεωμένα με βίδες, καθίσματα κι ένα τραπέζι. Άκουγα μουσική από το άλμπουμ Νεμπράσκα. Η Τζέζι έβγαλε τις μπότες της και μετά τις ριγέ γαλάζιες κάλτσες της. Βύθισε την άκρη του ποδιού της στο απόλυτα ακίνητο νερό. Τα μακριά της πόδια ήταν υπέροχα, καλογυμνασμένα. Τα πέλματά της ήταν μακριά, επίσης, καλοσχηματισμένα και όσο όμορφα μπορούν να είναι τα πέλματα μιας γυναίκας. Προς στιγμή μου θύμισε κυρίες που είχαν σπουδάσει στα πανεπιστήμια της Φλόριντα, του Μαϊάμι, της Νότιας Καρολίνας και στο Βάντερμπιλτ. Δεν είχα βρει κανένα σημείο στο κορμί της που να μην ήταν απόλαυση να το κοιτάς. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, η θερμοκρασία του νερού είναι είκοσι πέντε βαθμοί», είπε η Τζέζι μ' ένα πλατύ, νωχελικό χαμόγελο. «Ακριβώς;» ρώτησα. «Έτσι θα έλεγα. Το λέει η καρδιά σου;» «Τι θα πουν οι γείτονες; Δεν πήρα το μαγιό μου. Ούτε και τίποτ' άλλο». «Αυτό ήταν το βασικό σχέδιο, κανένα σχέδιο. Φαντάσου. Έ ν α ολόκληρο Σαββατοκύριακο χωρίς κανένα σχέδιο. Χωρίς δίκη. Χωρίς συνεντεύξεις Τύπου. Χωρίς πυρά από τους Νταν. Όπως αυτά του Τόμας Νταν στην εκπομπή του Λάρι Κινγκ αυτή την εβδομάδα. Να παραπονιέται για την έρευνα που προηγήθηκε της δίκης, αμαυρώνοντας ξανά τ' όνομά μου παντού. Χωρίς καμία συγκλονιστική υπόθεση απαγωγής να βαραίνει τους ώμους σου. Μόνο οι δυο μας, εδώ έξω, στη μέση του πουθενά». «Ωραία ακούγεται», είπα στην Τζέζι. «Στη μέση του πουθενά». Κοίταξα γύρω, ακολουθώντας με το βλέμμα μου τη γραμμή όπου οι κορυφές των ελάτων συναντούσαν τον καθαρό, γαλανό ουρανό.

«Έτσι θα το λέμε, λοιπόν, αυτό το μέρος. Στη Μέση του Πουθενά, Βόρεια Καρολίνα». «Σοβαρά τώρα, Τζεζ. Τι θα γίνει με τους γείτονες; Βρισκόμαστε στην Πολιτεία των Πισσόφτερνων*, σωστά; Δε θα ήθελα να βρεθώ με πίσσα στις φτέρνες μου». Η Τζέζι χαμογέλασε. «Δεν υπάρχει ψυχή γύρω, για αρκετά χιλιόμετρα τουλάχιστον, Άλεξ. Κανένα άλλο σπίτι, είτε το πιστεύεις είτε όχι. Είναι πολύ νωρίς για να κυκλοφορεί οποιοσδήποτε, εκτός από αυτούς που ψαρεύουν πέρκες». «Δε θα ήθελα να συναντηθώ ούτε με τίποτα πισσόφτερνους ψαράδες πέρκας», είπα. «Μπορεί να με περάσουν κι εμένα για μαύρη πέρκα και να έχουμε τραβήγματα». «Οι ψαράδες πηγαίνουν όλοι τους στη νότια άκρη της λίμνης. Έ χ ε μου εμπιστοσύνη, Άλεξ. Άσε με να σε γδύσω. Να σε κάνω να νιώσεις λίγο πιο άνετα». «Θα γδύσουμε ο ένας τον άλλο». Παραδόθηκα και αφέθηκα στα χέρια της, στον αργό ρυθμό του υπέροχου πρωινού. Πάνω στην προβλήτα γδύσαμε ο ένας τον άλλο. Ο πρωινός ήλιος ήταν αρκετά ζεστός κι ένιωθα την αύρα της λίμνης να στέλνει ριπές πάνω στη γυμνή επιδερμίδα μας. Δοκίμασα το νερό με την άκρη του ποδιού μου, το βύθισα μέχρι τον αστράγαλο. Η Τζέζι δεν υπερέβαλλε σχετικά με τη θερμοκρασία. «Δε θα σου έλεγα ψέματα. Δε σου έχω πει ακόμη κανένα», είπε χαμογελώντας πάλι. Έκανε μια τέλεια βουτιά, χωρίς να ταράξει σχεδόν καθόλου την επιφάνεια του νερού. Ακολούθησα το λεπτό μονοπάτι των φυσαλίδων της. Καθώς βυθιζόμουν στο νερό, σκεφτόμουν: Ένας μαύρος άντρας και μια όμορφη λευκή γυναίκα κολυμπούν μαζί. Στη μέση του Νότου. Σ' αυτό το χιλιοστό εννιακοσιοστό ενενηκοστό τρίτο έτος του Κυρίου μας. Ήμαστε απερίσκεπτοι και ίσως λίγο τρελοί. Κάναμε κάποιο λάθος; Κάποιοι μπορεί να το έλεγαν αυ* Παρατσούκλι των κατοίκων της Πολιτείας της Βόρειας Καρολίνας, βασικό προϊόν της οποίας είναι, από τον περασμένο αιώνα, η πίσσα. (Σ.τ.Μ.)

τό ή, τουλάχιστον, να το σκέφτονταν. Γιατί όμως; Πειράζαμε κανέναν όντας μαζί; Το νερό ήταν ζεστό στην επιφάνεια, αλλά πολΰ πιο κρΰο στο ενάμισι με δυο μέτρα. Είχε γαλαζοπράσινο χρώμα. Η λίμνη θα πρέπει να τροφοδοτούνταν από κάποια υπόγεια πηγή. Κοντά στο βυθό ένιωθα, δυνατά υπόγεια ρεύματα να χτυπούν το στήθος και τα γεννητικά μου όργανα. Μια σκέψη μού ήρθε ξαφνικά: Ήταν δυνατό να είχαμε αρχίσει να ερωτευόμαστε βαθιά ο ένας τον άλλο; Μήπως αυτό αισθανόμουν τώρα; Ανέβηκα στην επιφάνεια για να πάρω αέρα. «Άγγιξες το βυθό; Πρέπει ν' αγγίξεις το βυθό στην πρώτη σου βουτιά της ημέρας». «Διαφορετικά;» ρώτησα την Τζέζι. «Διαφορετικά είσαι ένα δειλό κοτόπουλο και θα πνιγείς ή θα χαθείς για πάντα μέσα στο πυκνό δάσος πριν από το τέλος της ημέρας. Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία. Το έχω δει να συμβαίνει πολλές φορές εδώ στη Μέση του Πουθενά». Παίξαμε στη λίμνη σαν παιδιά. Είχαμε δουλέψει και οι δυο μας σκληρά. Πολύ σκληρά- για σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο της ζωής μας. Υπήρχε μια σκάλα από ξύλο κέδρου, για ν' ανεβαίνει κανείς εύκολα πίσω στην προβλήτα. Η σκάλα ήταν πρόσφατα κατασκευασμένη. Μπορούσα να μυρίσω τη φρεσκάδα του ξύλου. Δεν είχαν δημιουργηθεί σκλήθρες ακόμη. Αναρωτήθηκα αν την είχε φτιάξει η Τζέζι στις διακοπές της, λίγο πριν από την απαγωγή. Κρατιόμαστε από τη σκάλα και ο ένας από τον άλλο. Κάπου μακριά στη λίμνη ακούγονταν πάπιες. Ήταν ένας αστείος ήχος. Ένας απαλός κυματισμός σχηματιζόταν τώρα πάνω στην επιφάνεια της λίμνης που απλωνόταν μπροστά μας. Μικροσκοπικά κυματάκια χάιδευαν το πιγούνι της Τζέζι. «Σ' αγαπώ όταν είσαι έτσι. Γίνεσαι τόσο ευάλωτος», μου είπε. «Αρχίζει και βγαίνει στην επιφάνεια ο πραγματικός εαυτός σου». «Αισθάνομαι σαν να είναι όλα εξωπραγματικά εδώ και πολύ καιρό», είπα στην Τζέζι. «Η απαγωγή. Η έρευνα για τον Σόνετζι. Η δίκη στην Ουάσιγκτον».

«Αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που είναι αληθινό προς το παρόν. Εντάξει; Μου αρέσει να είμαι μαζί σου τόσο πολύ». Η Τζέζι έβαλε την παλάμη της πάνω στο στήθος μου. «Σου αρέσει τόσο πολύ;» «Ναι. Μου αρέσει τόσο πολύ. Βλέπεις πόσο απλά μπορούν να είναι τα πράγματα;» Έδειξε με μια χειρονομία το γραφικό τοπίο της λίμνης ολόγυρά μας, το σκουρόχρωμο δαχτυλίδι που σχημάτιζαν οι σημύδες. «Δε βλέπεις; Είναι όλα τόσο φυσικά. Όλα θα πάνε μια χαρά. Σ' το υπόσχομαι. Κανένας ψαράς πέρκας δε θα μπει ποτέ ανάμεσά μας». Η Τζέζι είχε δίκιο. Για πρώτη φορά, εδώ και πάρα πολύ καιρό, ένιωσα σαν να μπορούσαν όλα να πάνε καλύτερα -όλα όσα μπορεί να συνέβαιναν από δω και πέρα. Η ζωή εδώ κυλούσε τόσο αργά, απλά και όμορφα, όσο ήταν δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κανένας από τους δυο μας δεν ήθελε να τελειώσει αυτό το Σαββατοκύριακο.

Κεφάλαιο 61

Ε Ί Μ Α Ι ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας της Ουάσιγκτον. Ο επίσημος βαθμός μου είναι περιφερειακός αρχηγός. Μερικές φορές μου αναθέτουν βίαια εγκλήματα στα οποία υπάρχουν ψυχολογικοί παράγοντες που μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο στην υπόθεση». Έκανα αυτή τη δήλωση, έχοντας προηγουμένως ορκιστεί να πω την αλήθεια, μέσα σε μια κατάμεστη από κόσμο, βουβή και πολΰ φορτισμένη αίθουσα δικαστηρίου της Ουάσιγκτον. Ή τ α ν πρωί Δευτέρας. Το Σαββατοκύριακο μου φαινόταν ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα μακριά. Σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να κυλούν πάνω στο μέτωπό μου. «Μπορείτε να μας πείτε γιατί σας αναθέτουν υποθέσεις με ψυχολογικές προεκτάσεις;» με ρώτησε ο Αντονι Νέιθαν. «Εκτός από ντετέκτιβ, είμαι και ψυχολόγος. Εργαζόμουν ως ελεύθερος επαγγελματίας ψυχολόγος, πριν ενταχθώ στη δύναμη της Αστυνομίας της Ουάσιγκτον», είπα. «Πιο πριν, δούλευα σε γεωργικές εργασίες. Ήμουν εποχιακός αγροκαλλιεργητής για ένα χρόνο». «Το διδακτορικό σας είναι από...» Ο Νέιθαν αρνήθηκε να παρεκκλίνει από το στόχο του, που ήταν να με παρουσιάσει ως ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό άτομο. «Όπως γνωρίζετε ήδη, κύριε Νέιθαν, το διδακτορικό μου είναι από το Τζονς Χόπκινς». «Ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της χώρας. Έ ν α

από τα καλύτερα, αναμφισβήτητα, σ' αυτήν εδώ την περιοχή της χώρας», είπε ο Νέιθαν. «Ένσταση. Αυτή είναι η άποψη του κυρίου Νέιθαν». Η Μαίρη Γουόρνερ έκανε μια σωστή επισήμανση από νομική άποψη. Η πρόεδρος Κάπλαν δέχτηκε την ένσταση. «Έχετε δημοσιεύσει επίσης άρθρα στα Ψυχιατρικά Αρχεία, στην Αμερικανική Επιθεώρηση Ψυχιατρικής». Ο Νέιθαν συνέχισε σαν να μην είχαν καμία σημασία οι παρεμβάσεις της Μαίρης Γουόρνερ και της προέδρου Κάπλαν. «Έχω γράψει κάποιες εργασίες. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για τίποτα σπουδαίο, κύριε Νέιθαν. Πολλοί ψυχολόγοι κάνουν δημοσιεύσεις». «Όμως όχι σε τέτοιου είδους έντυπα, δόκτορ Κρος. Ποιο ήταν το θέμα αυτών των έγκριτων άρθρων;» «Γράφω για τον εγκληματικό νου. Ξέρω αρκετές τρισύλλαβες και τετρασύλλαβες λέξεις, ώστε να γίνονται δεκτά τα άρθρα μου στα λεγόμενα έγκριτα περιοδικά». «Θαυμάζω τη μετριοφροσύνη σας· ειλικρινά, τη θαυμάζω. Πείτε μου κάτι, δόκτορ Κρος. Με παρατηρούσατε αυτές τις εβδομάδες. Πώς θα περιγράφατε την προσωπικότητά μου;» «Θα χρειαζόμουν κάποιες ιδιωτικές συνεδρίες γι' αυτό, κύριε Νέιθαν. Δεν είμαι σίγουρος αν θα είχατε την οικονομική ευχέρεια να με πληρώσετε για την ψυχοθεραπεία σας». Γέλια ακούστηκαν σ' όλη την αίθουσα. Ακόμη και η πρόεδρος Κάπλαν απόλαυσε μια σπάνια στιγμή ιλαρότητας. «Τολμήστε μια εικασία», συνέχισε ο Νέιθαν. «Θα την αντέξω». Το μυαλό του ήταν γρήγορο και πολύ επινοητικό. Πρώτα απ' όλα, είχε αποδείξει ότι δεν ήμουν δικός του μάρτυρας, κάποιος «εμπειρογνώμονας» που τον είχε στο τσεπάκι του. «Είστε νευρωτικός». Χαμογέλασα. «Και μάλλον πονηρός». Ο Νέιθαν γύρισε προς τους ενόρκους κι έστρεψε τις παλάμες του προς τα πάνω. «Τουλάχιστον είναι ειλικρινής. Και, αν μη τι άλλο, κερδίζω μια δωρεάν ψυχανάλυση σήμερα το πρωί».

Κι άλλα γέλια ακούστηκαν από τα έδρανα των ενόρκων. Αυτή τη φορά είχα την αίσθηση πως κάποιοι απ' αυτούς άρχιζαν ν' αλλάζουν την άπσψή τους για τον Άντονι Νέιθαν και πιθανόν για τον πελάτη του. Στην αρχή τον είχαν αντιπαθήσει έντονα. Τώρα διαπίστωναν ότι ήταν χαριτωμένος και πολύ, πολύ έξυπνος. Η υπεράσπιση του πελάτη του ήταν πολύ επαγγελματική, ίσως και εμπνευσμένη. «Πόσες συνεδρίες κάνατε με τον Γκάρι Μέρφι;» με ρώτησε τώρα. Γκάρι Μέρφι, όχι Σόνετζι. «Κάναμε δεκαπέντε συνεδρίες σε τρεισήμισι μήνες». «Αρκετές για να σχηματίσετε κάποιες απόψεις, υποθέτω». «Η ψυχιατρική δεν είναι τόσο ακριβής επιστήμη. Θα ήθελα να είχα κάνει περισσότερες συνεδρίες μαζί του. Αλλά έχω όντως κάποιες προκαταρκτικές απόψεις». «Οι οποίες είναι;» με ρώτησε ο Νέιθαν. «Ένσταση!» Η Μαίρη Γουόρνερ σηκώθηκε πάλι όρθια. Ήταν μια δραστήρια κυρία. «Ο ντετέκτιβ Κρος είπε, μόλις προηγουμένως, ότι θα χρειαζόταν περισσότερες συνεδρίες για να σχηματίσει μια οριστική άποψη». «Απορρίπτεται», είπε η πρόεδρος Κάπλαν. «Ο ντετέκτιβ Κρος δήλωσε, επίσης, ότι έχει κάποιες προκαταρκτικές απόψεις. Θα ήθελα ν' ακούσω ποιες είναι αυτές». «Δόκτορ Κρος», συνέχισε ο Νέιθαν, λες και δεν είχε γίνει καμία απολύτως διακοπή, «σε αντίθεση με τους άλλους ψυχιάτρους και ψυχολόγους που έχουν δει τον Γκάρι Μέρφι, εσείς είχατε εκτενή ανάμειξη σ' αυτή την υπόθεση από την αρχή και ως αστυνομικός και ως ψυχολόγος». Η δημόσια κατήγορος διέκοψε πάλι τον Νέιθαν. Άρχιζε να χάνει την υπομονή της. «Κυρία πρόεδρε, έχει ο κύριος Νέιθαν να κάνει κάποια ερώτηση;» «Έχετε, κύριε Νέιθαν;» Ο Άντονι Νέιθαν στράφηκε προς τη Μαίρη Γουόρνερ και κροτάλισε στον αέρα τα δάχτυλά του προς το μέρος της. «Κάποια ερώτηση; Κανένα πρόβλημα». Στράφηκε πάλι προς το μέρος μου. «Ως αστυνομικός αναμειγμένος από την πρώτη στιγμή σ' αυτή την υπόθεση και ως έμπειρος ψυχολόγος, μπορείτε να μας δώσετε την επαγγελματική σας άποψη για τον Γκάρι Μέρφι;»

Κοίταξα τον Γκάρι Μέρφι/Σόνετξι. Έδειχνε να είναι ο Γκάρι Μέρφι. Εκείνη τη στιγμή φαινόταν σαν ένας συμπαθητικός και αξιοπρεπής άνθρωπος, ο οποίος είχε παγιδευτεί στο χειρότερο δυνατό εφιάλτη που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. «Τα πρώτα μου συναισθήματα και οι ειλικρινείς εντυπώσεις μου ήταν πολΰ βασικές και ανθρώπινες. Η διενέργεια απαγωγής από ένα δάσκαλο με σόκαρε και με αναστάτωσε», άρχισα. «Επρόκειτο για έναν βαθΰτατο κλονισμό εμπιστοσύνης. Τα πράγματα έγιναν όμως πολΰ χειρότερα. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια το βασανισμένο κορμί του Μάικλ Γκόλντμπεργκ. Είναι κάτι που δε θα ξεχάσω ποτέ. Έ χ ω μιλήσει με τον κΰριο και την κυρία Νταν για το κοριτσάκι τους. Νιώθω σαν να γνωρίζω τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Είδα, επίσης, τα δολοφονημένα θΰματα στα σπίτια των Τέρνερ και των Σάντερς». «Ένσταση!» Η Μαίρη Γουόρνερ είχε σηκωθεί πάλι όρθια. «Ένσταση!» «Από σας δεν περίμενα κάτι τέτοιο». Η πρόεδρος Κάπλαν με πάγωσε με μια πολΰ ψυχρή ματιά. «Να διαγραφεί από τα πρακτικά. Οι ένορκοι οφείλουν να το αγνοήσουν. Δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι ο κατηγορούμενος είναι αναμειγμένος, κατά οιονδήποτε τρόπο, στα μόλις προαναφερθέντα γεγονότα». «Ζητήσατε μια ειλικρινή απάντηση», είπα στον Νέιθαν. «Θέλατε ν' ακοΰσετε τι πιστεΰω». Ο Νέιθαν κουνούσε το κεφάλι του, ενώ βάδιζε προς τα έδρανα των ενόρκων. Στράφηκε προς το μέρος μου. «Σωστά, σωστά. Είμαι σίγουρος πως θα μας μιλήσετε με απόλυτη ειλικρίνεια, δόκτορ Κρος. Είτε μ' αρέσει αυτή η ειλικρίνεια είτε όχι. Είτε αρέσει είτε όχι στον Γκάρι Μέρφι. Είστε ένας εξαιρετικά ειλικρινής άνθρωπος. Δε θα διακόψω την ειλικρινή σας άποψη, εφόσον δεν τη διακόψει και η κατηγορούσα αρχή. Παρακαλώ, συνεχίστε». «Ήθελα να πιάσω τον απαγωγέα τόσο πολύ, που υπέφερα. Όλοι μας στην Ομάδα Διάσωσης Ομήρων υποφέραμε. Το είχαμε πάρει πολύ προσωπικά οι περισσότεροι από μας». «Ουσιαστικά, μισούσατε τον απαγωγέα. Θέλατε να δεί-

τε τον απαγωγέα, όποιος κι αν ήταν αυτός, να τιμωρείται με τη μέγιστη ποινή που ορίζει ο νόμος;» «Το ήθελα. Εξακολουθώ να το θέλω». «Όταν συνελήφθη ο Γκάρι Μέρφι, ήσαστε εκεί. Κατηγορήθηκε για το έγκλημα. Στη συνέχεια κάνατε αρκετές συνεδρίες μαζί του. Τι πιστεύετε αυτή τη στιγμή για τον Γκάρι Μέρφι;» «Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να πιστέψω αυτή τη στιγμή». Του Άντονι Νέιθαν δεν του ξέφευγε τίποτα. «Τότε υπάρχει κάποια αμφιβολία στο μυαλό σας;» Η Μαίρη Γουόρνερ είχε αρχίσει πια να φθείρει ένα σημείο πάνω στις παλιές σανίδες του δαπέδου της αίθουσας. «Ένσταση. Καθοδηγεί το μάρτυρα». «Το σώμα των ενόρκων καλείται να μη λάβει υπόψη του την ερώτηση», είπε η πρόεδρος Κάπλαν. «Πείτε μας τι πιστεύετε αυτή τη στιγμή για τον Γκάρι Μέρφι. Δώστε μας την επαγγελματική σας άποψη, δόκτορ Κρος», είπε ο Νέιθαν. «Δεν έχω ακόμη τη δυνατότητα να γνωρίζω αν είναι ο Γκάρι Μέρφι ή ο Γκάρι Σόνετζι. Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχουν πράγματι δύο προσωπικότητες σ' αυτό τον άνθρωπο. Πιστεύω ότι υπάρχει μια πιθανότητα να είναι διχασμένη προσωπικότητα». «Κι αν είναι διχασμένη προσωπικότητα;» «Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε ο Γκάρι Μέρφι θα μπορούσε να έχει λίγη ή καθόλου συνειδητή γνώση για τις πράξεις του Γκάρι Σόνετζι. Θα μπορούσε, επίσης, να είναι απλώς ένας πανέξυπνος άνθρωπος, ο οποίος μας δουλεύει όλους μας. Κι εσάς ακόμη». «Εντάξει. Μπορώ να δεχτώ αυτό το πλαίσιο. Πολύ καλά μέχρι στιγμής», είπε ο Νέιθαν. Είχε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του, σαν να κρατούσε μια μικρή μπάλα. Προφανώς προετοιμαζόταν να μου εκμαιεύσει έναν ακριβέστερο προσδιορισμό. «Αυτή η αμφιβολία είναι καθοριστικής σημασίας, δεν είναι;» συνέχισε. «Εδώ παίζεται όλο το παιχνίδι. Γι' αυτό θα ήθελα να βοηθήσετε τους ενόρκους να πάρουν τη σημαντική τους απόφαση. Δόκτορ Κρος, θέλω να υπνωτίσετε τον Γκάρι ΜέρφιΙ» δήλωσε ο Νέιθαν. «Εδώ, μέσα σ' αυτή την

αίθουσα του δικαστηρίου. Ν' αφήσουμε τους ενόρκους ν' αποφασίσουν μόνοι τους. Και έχω απόλυτη εμπιστοσύνη σ' αυτό το σώμα των ενόρκων και στην απόφαση του. Και είμαι απόλυτα σίγουρος πως, όταν αυτοί οι άνθρωποι δουν όλα τ' αποδεικτικά στοιχεία, θα καταλήξουν στη σωστή απόφαση. Εσείς δεν είστε σίγουρος γι' αυτό, δόκτορ Κρος;»

Κεφάλαιο 62

Τ ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ έφεραν στην αίθουσα του δικαστηρίου δυο απλές πολυθρόνες από κόκκινο δέρμα για τη συνεδρία του Γκάρι μ' εμένα. Για να χαλαρώσει ο Γκάρι και να διασπάται λιγότερο η προσοχή του από το περιβάλλον, χαμήλωσαν την ένταση του φωτισμού της οροφής. Είχαν φορέσει και στους δυο μας μικρόφωνα. Αυτές ήταν οι μοναδικές παραχωρήσεις που επέτρεψε η πρόεδρος Κάπλαν. Μια εναλλακτική λύση θα ήταν να μαγνητοσκοπηθεί η συνεδρία μας, αλλά ο Γκάρι είπε ότι πίστευε πως θα μπορούσε να υπνωτιστεί μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ήθελε να δοκιμάσει. Το ίδιο και ο δικηγόρος του. Είχα αποφασίσει να κάνω την ύπνωση σαν να βρισκόταν ο Σόνετζι/Μέρφι μέσα στο κελί του.Ήταν σημαντικό να περιορίσω τους προφανείς περισπασμούς από την αίθουσα του δικαστηρίου. Δεν είχα ιδέα αν θα πετύχαινε η ύπνωση ή ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Το στομάχι μου ήταν σφιγμένο σαν κόμπος όταν κάθισα στη μία από τις πολυθρόνες. Προσπαθούσα να μην κοιτάζω το ακροατήριο. Γενικά δε μου άρεσε να βρίσκομαι πάνω στη σκηνή, και πολύ περισσότερο τώρα. Στο παρελθόν είχα χρησιμοποιήσει με τον Γκάρι μια απλή λεκτική τεχνική υποβολής. Αρχίσαμε την ύπνωση στην αίθουσα του δικαστηρίου κατά τον ίδιο τρόπο. Η ύπνωση δεν είναι τόσο πολύπλοκη όσο νομίζει ο περισσότερος κόσμος.

«Γκάρι», είπα, «θέλω να καθίσεις άνετα, να προσπαθήσεις να χαλαρώσεις». «Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ», είπε ο Γκάρι και ακούστηκε τόσο ειλικρινής, όσο έδειχνε. Φορούσε σκούρο μπλε κοστούμι, κάτασπρο πουκάμισο, ριγέ γραβάτα. Έμοιαζε με δικηγόρο περισσότερο απ' ό,τι ο ίδιος του ο δικηγόρος. «Θα σε υπνωτίσω πάλι, επειδή ο δικηγόρος σου πιστεύει ότι αυτό μπορεί να σε βοηθήσει. Μου είπες ότι θέλεις αυτή τη βοήθεια. Σωστά;» «Ναι, σωστά», είπε ο Γκάρι. «Θέλω να πω την αλήθεια... Θέλω να μάθω την αλήθεια κι εγώ». «Εντάξει. Θα ήθελα ν' αρχίσεις να μετράς από το εκατό αντίστροφα. Το έχουμε ξανακάνει. Νιώσε τον εαυτό σου να χαλαρώνει με τον κάθε αριθμό. Μπορείς ν' αρχίσεις να μετράς». Ο Γκάρι Μέρφι άρχισε να μετράει αντίστροφα. «Τα μάτια σου αρχίζουν να κλείνουν. Αισθάνεσαι πολύ πιο χαλαρός τώρα... εισέρχεσαι σε κατάσταση ύπνωσης... ανασαίνοντας βαθιά», είπα, με φωνή που γινόταν όλο και πιο χαμηλόφωνη και σχεδόν μονότονη. Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν σχεδόν βουβή. Ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν ήταν ένας βαρύς, παλλόμενος βόμβος από τον κλιματισμό της αίθουσας. Ο Γκάρι σταμάτησε τελικά να μετράει. «Αισθάνεσαι άνετα; Είναι όλα εντάξει;» τον ρώτησα. Τα καστανά του μάτια γυάλιζαν και ήταν υγρά. Έδειχνε να έχει περάσει αρκετά εύκολα σε κατάσταση ύπνωσης. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος για να είναι κανείς βέβαιος. «Ναι. Είμαι μια χαρά. Αισθάνομαι καλά». «Αν θέλεις να σταματήσεις τη συνεδρία για οποιοδήποτε λόγο, ξέρεις πώς». Έγνεψε ανεπαίσθητα καθώς μιλούσε. «Ξέρω. Αλλά είμαι εντάξει». Έμοιαζε να μισακούει μόνο. Με όλη την πίεση που υπήρχε και τις δεδομένες συνθήκες της δίκης, δε μου φαινόταν πιθανό ότι θα μπορούσε να υποκρίνεται. «Μια άλλη φορά, σε μια άλλη συνεδρία», είπα, «μιλήσαμε για το ξύπνημά σου στο Μακντόναλντ'ς. Μου είπες ότι "ξύπνησες σαν από όνειρο". Το θυμάσαι αυτό;»

«Σωστά. Βέβαια το θυμάμαι», είπε. «Ξύπνησα μέσα σ' ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας έξω από το Μακντόναλντ'ς. Συνήλθα και οι αστυνομικοί ήταν εκεί. Με είχαν συλλάβει». «Πώς ένιωσες όταν σε συνέλαβαν οι αστυνομικοί;» «Μου φαινόταν ότι δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Με κανέναν τρόπο. Τους είπα ότι ήμουν πλασιέ, τους είπα που ζοΰσα στο Ντέλαγουερ. Οτιδήποτε μου ερχόταν στο νου, για να τους δείξω ότι είχαν πιάσει λάθος άνθρωπο. Όχι κάποιον εγκληματία. Δεν έχω κανένα φάκελο στην αστυνομία». «Μιλήσαμε για κείνη τη φορά λίγο πριν σε συλλάβουν», είπα. «Για κείνη τη μέρα. Όταν μπήκες μέσα στο Μακντόναλντ'ς». «Δε... δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να το θυμηθώ. Άσε με να προσπαθήσω και να το σκεφτώ...» Ο Γκάρι έδειχνε να δυσκολεύεται λίγο. Έπαιζε θέατρο; Ή δεν ένιωθε άνετα με την αλήθεια, έτσι όπως τη θυμόταν τώρα; Αρχικά είχα εκπλαγεί που είχε αποκαλύψει την προσωπικότητα του Σόνετζι στη συνεδρία μας στη φυλακή. Αναρωτήθηκα αν θα το ξανάκανε. Ειδικά κάτω απ' αυτές τις δύσκολες συνθήκες. «Σταμάτησες για να πας στην τουαλέτα μέσα στο Μακντόναλντ'ς. Ήθελες, επίσης, να πιεις λίγο καφέ, για να σε κρατήσει ξύπνιο επειδή θα οδηγούσες». «Θυμάμαι... το θυμάμαι λίγο. Μπορώ να με δω στο Μακντόναλντ'ς, σίγουρα. Με θυμάμαι να είμαι εκεί...» «Με την ησυχία σου. Έχουμε άφθονο χρόνο, Γκάρι». «Πάρα πολύς κόσμος. Το Μακντόναλντ'ς ήταν πήχτρα, εννοώ. Ανέβηκα πάνω για να πάω στην τουαλέτα. Εκεί, για κάποια αιτία, δεν μπήκα μέσα. Δεν ξέρω γιατί. Είναι περίεργο, αλλά δε θυμάμαι το γιατί». «Τι ένιωθες τότε; Όταν στάθηκες έξω από την πόρτα της τουαλέτας. Θυμάσαι πώς ένιωθες;» «Εκνευρισμένος. Και χειροτέρευα. Αισθανόμουν το αίμα μου να βράζει. Δεν καταλάβαινα γιατί. Ήμουν αναστατωμένος και δεν ήξερα γιατί». Ο Σόνετζι/Μέρφι είχε το βλέμμα του καρφωμένο ίσια μπροστά του. Κοίταζε αριστερά από το σημείο στο οποίο καθόμουν. Ήμουν λίγο έκπληκτος, διαπιστώνοντας πόσο

εύκολο μου ήταν να ξεχάσω το ακροατήριο που παρακολουθούσε και τους δυο μας. «Ήταν ο Σόνετζι εκεί στο εστιατόριο;» τον ρώτησα. Έγειρε ελαφρά το κεφάλι του στο πλάι. Η στάση του ήταν παράξενα συγκινητική. «Ο Σόνετζι είναι εκεί. Ναι, είναι μέσα στο Μακντόναλντ'ς». Άρχισε να εκδηλώνει συμπτώματα υπερέντασης. «Προσποιείται ότι θέλει καφέ, αλλά είναι θυμωμένος. Νομίζω ότι είναι πραγματικά εξαγριωμένος. Ο Σόνετζι είναι παλαβός, γεννημένος κακός». «Γιατί είναι εξαγριωμένος; Ξέρεις; Τι είναι αυτό που θύμωσε τον Σόνετζι;» «Νομίζω ότι είναι επειδή... τα πράγματα του πήγαν ανάποδα. Οι αστυνομικοί στάθηκαν απίστευτα τυχεροί. Το σχέδιο του να γίνει διάσημος πήγε στράφι. Χάλασε τελείως. Τώρα αισθάνεται σαν τον Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν. Σαν ένας ακόμη αποτυχημένος». Αυτό ήταν είδηση. Ο Γκάρι δεν είχε αναφερθεί άλλη φορά σ' αυτή καθαυτή την απαγωγή. Τα πάντα μέσα στην αίθουσα είχαν πάψει να υπάρχουν για μένα. Το βλέμμα μου έμενε καρφωμένο στον Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Προσπαθούσα ν' ακούγομαι όσο πιο αδιάφορος και λιγότερο απειλητικός μπορούσα. Να πηγαίνω με το μαλακό. Ήταν σαν να βάδιζα στην άκρη μιας αβύσσου. Θα τον βοηθούσα ή θα πέφταμε μέσα και οι δυο. «Τι πήγε στραβά στο σχέδιο του Σόνετζι;» «Όλα όσα θα μπορούσαν να πάνε στραβά», είπε. Ήταν ακόμη ο Γκάρι Μέρφι. Το έβλεπα. Δεν είχε περάσει στην προσωπικότητα του Σόνετζι. Αλλά ο Γκάρι Μέρφι γνώριζε τις δραστηριότητες του Σόνετζι" όταν βρισκόταν σε κατάσταση ύπνωσης, ο Γκάρι Μέρφι ήξερε τις σκέψεις τον Σόνετζι. Το ακροατήριο παρέμενε βουβό και κοκαλωμένο. Δεν κουνιόταν το παραμικρό μέσα στα όρια της περιφερικής μου όρασης. Κι άλλες λεπτομέρειες για την απαγωγή ήρθαν στην επιφάνεια από τον Γκάρι. «Έλεγξε την κατάσταση του μικρού Γκόλντμπεργκ και το αγόρι ήταν νεκρό. Το πρόσωπο του είχε γίνει όλο μπλε. Θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη η δόση του ηρεμιστικού... Ο Σόνετζι δεν μπορούσε να πιστέψει πως

είχε κάνει λάθος. Υπήρξε τόσο μεθοδικός και προσεκτικός. Είχε μιλήσει με αναισθησιολόγους προηγουμένως». Έκανα μια ερώτηση-κλειδί: «Πώς πληγώθηκε και χτυπήθηκε τόσο πολΰ το σώμα του παιδιοΰ;» «Ο Σόνετζι παραφρόνησε λιγάκι. Δεν μποροΰσε να πιστέψει στην ατυχία του. Χτυπούσε το κορμί του μικροΰ Γκόλντμπεργκ ξανά και ξανά μ' ένα βαρΰ φτυάρι». Ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε για τον Σόνετζι ήταν εξαιρετικά πιστευτός μέχρι στιγμής. Τελικά υπήρχε πιθανότητα να ήταν περίπτωση πολλαπλής προσωπικότητας. Αυτό θα άλλαζε τα πάντα σε ό,τι αφορούσε τη δίκη και, ενδεχομένως, την ετυμηγορία. «Τι φτυάρι ήταν αυτό;» ρώτησα. Μιλούσε όλο και πιο γρήγορα τώρα. «Το φτυάρι που χρησιμοποίησε για να ξεθάψει τα παιδιά. Ήταν θαμμένα μέσα στον αχυρώνα. Είχαν απόθεμα αέρα για μερικές μέρες. Ήταν σαν αντιπυρηνικό καταφύγιο. Το σύστημα παροχής αέρα λειτουργούσε υπέροχα· όλα λειτουργούσαν υπέροχα. Το επινόησε ο ίδιος ο Σόνετζι. Το κατασκεύασε ο ίδιος». Ο σφυγμός μου είχε ανεβεί στα ύψη. Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει εντελώς. «Και τι έγινε με το κοριτσάκι; Τι έγινε με τη Μάγκι Ρόουζ;» τον ρώτησα. «Αυτή ήταν μια χαρά. Τη δεύτερη φορά ο Σόνετζι της έδωσε Βάλιουμ για να την ξανακόιμίσει. Ήταν τρομοκρατημένη, ούρλιαζε, επειδή ήταν πολύ σκοτεινά κάτω από το έδαφος. Κατασκότεινα. Αλλά οι συνθήκες δεν ήταν πολύ άσχημες. Ο ίδιος ο Σόνετζι είχε γνωρίσει πολύ χειρότερες. Το υπόγειο». Στο σημείο αυτό προχώρησα πολύ προσεκτικά. Δεν ήθελα να τον χάσω εδώ. Τι έγινε στο υπόγειο; Θα προσπαθούσα να επανέλθω στο υπόγειο αργότερα. «Πού είναι τώρα η Μάγκι Ρόουζ;» ρώτησα τον Γκάρι Μέρφι. «Δεν ξέρω», είπε χωρίς δισταγμό. Όχι, είναι νεκρή. Όχι, είναι ζωντανή... Δεν ξέρω. Για ποιο λόγο να μπλοκάρει αυτή την πληροφορία; Επειδή ήξερε ότι την ήθελα; Επειδή όλοι μέσα στην αίθουσα ήθελαν να μάθουν ποια ήταν η μοίρα της Μάγκι Ρόουζ Νταν;

«Ο Σόνετζι πήγε πίσω για να την πάρει», είπε στη συνεχεία. «Το FBI είχε συμφωνήσει με τα δέκα εκατομμύρια δολάρια για λύτρα. Είχαν κανονιστεί τα πάντα. Αλλά αυτή είχε εξαφανιστεί* Η Μάγκι Ρόουζ δεν ήταν εκεί όταν ξαναγύρισε ο Σόνετζι. Είχε εξαφανιστεί! Κάποιος άλλος είχε πάρει το κοριτσάκι από εκεί μέσα!» Οι ακροατές μέσα στην αίθουσα δεν ήταν πια βουβοί. Όμως εγώ εξακολουθούσα να έχω την προσοχή μου στραμμένη στον Γκάρι. Η πρόεδρος Κάπλαν δίσταζε να βροντήξει το σφυρί της και να ζητήσει ησυχία. Είχε όμως σηκωθεί όρθια. Έγνεψε να κάνουν ησυχία, αλλά ήταν μια κίνηση χωρίς αντίκρισμα. Κάποιος άλλος είχε πάρει το κοριτσάκι από εκεί μέσα. Κάποιος άλλος είχε τώρα το κοριτσάκι. Βιάστηκα να του κάνω λίγες ακόμη ερωτήσεις, προτού η αίθουσα βγει τελείως εκτός ελέγχου και, ίσως, ο Σόνετζι/Μέρφι μαζί της. Η φωνή μου παρέμενε απαλή, εντυπωσιακά ήρεμη, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών. «Εσύ την ξέθαψες, Γκάρι; Εσύ έσωσες το κοριτσάκι από τον Σόνετζι; Ξέρεις εσύ πού είναι τώρα η Μάγκι Ρόουζ;» τον ρώτησα. Δεν του άρεσε αυτό το στυλ ερωτήσεων. Ίδρωνε έντονα. Τα βλέφαρά του τρεμόπαιζαν. «Και βέβαια όχι. Όχι· εγώ δεν είχα καμία σχέση με όλα αυτά. Όλα αυτά τα έκανε ο Σόνετζι. Εγώ δεν μπορώ να τον ελέγξω. Κανείς δεν μπορεί. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό;» Έγειρα πολύ προς το μέρος του. «Είναι αυτή τη στιγμή εδώ ο Σόνετζι; Είναι μαζί μας εδώ, σήμερα;» Κάτω από οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, δε θα προσπαθούσα να τον πιέσω τόσο πολύ. «Μπορώ να ρωτήσω τον Σόνετζι τι συνέβη στη Μάγκι Ρόουζ;» Ο Γκάρι Μέρφι κούνησε επίμονα το κεφάλι του αρνητικά. Ήξερε πως κάτι άλλο του συνέβαινε τώρα. «Είναι πολύ τρομακτικά τώρα», είπε. Το πρόσωπό του έσταζε ιδρώτα και τα μαλλιά του ήταν μούσκεμα. «Είναι τρομακτικά. Ο Σόνετζι δεν αστειεύεται! Δεν μπορώ να μιλήσω άλλο γι' αυτόν. Δε θα μιλήσω. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με, δόκτορ Κρος! Παρακαλώ, βοήθησέ με». «Εντάξει, Γκάρι, αρκετά». Έβγαλα αμέσως τον Γκάρι

από την κατάσταση ύπνωσης. Κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω. Δεν είχα άλλη επιλογή. Ξαφνικά ο Γκάρι Μέρφι ξαναβρέθηκε στην αίθουσα μαζί μου. Τα μάτια του εστιάστηκαν πάνω στα δικά μου. Δεν έβλεπα μέσα τους παρά μόνο φόβο. Το πλήθος μέσα στην αίθουσα δεν ησύχαζε με τίποτα. Οι δημοσιογράφοι των καναλιών και των εφημερίδων έτρεχαν να τηλεφωνήσουν στους αρχισυντάκτες τους. Η πρόεδρος Κάπλαν βροντούσε το σφυρί της ξανά και ξανά. Κάποιος άλλος είχε τη Μάγκι Ρόουζ Νταν... Μα ήταν δυνατόν; «Ησύχασε, Γκάρι», είπα. «Καταλαβαίνω γιατί φοβήθηκες». Με κοίταξε και μετά το βλέμμα του στράφηκε αργά προς την αίθουσα, που βούιζε. «Τι συνέβη;» ρώτησε. «Τι ακριβώς συνέβη εδώ;»

Κεφάλαιο 63

W Y M O M O Y N ΑΚΟΜΑ λίγα από Κάφκα. Συγκεκριμένα τη συγκλονιστική εισαγωγή του έργου του Η Δίκη: «Κάποιος θα πρέπει να είχε πει ψέματα για τον Γιόζεφ Κ., γιατί, χωρίς να έχει κάνει τίποτα, τον συνέλαβαν ένα ωραίο πρωί». Ο Γκάρι Μέρφι αυτό ήθελε να πιστεύουμε: ότι ήταν παγιδευμένος σ' έναν εφιάλτη. Ότι ήταν το ίδιο αθώος με τον Γιόζεφ Κ. Με φωτογράφισαν δεκάδες φορές την ώρα που έβγαινα από το δικαστήριο. Όλοι είχαν να κάνουν κάποια ερώτηση. Εγώ δεν είχα να κάνω κανένα σχόλιο. Δε χάνω ποτέ μια καλή ευκαιρία για να το βουλώσω. Ήταν ακόμη ζωντανή η Μάγκι Ρόουζ; ήθελε να μάθει ο Τύπος. Δε θα έλεγα αυτό που σκεφτόμουν, το οποίο ήταν πως μάλλον δεν ήταν ζωντανή. Φεύγοντας από το δικαστήριο, είδα την Κάθριν και τον Τόμας Νταν να έρχονται προς το μέρος μου. Συνοδεύονταν από ανθρώπους των μέσων ενημέρωσης. Ήθελα να μιλήσω στην Κάθριν αλλά όχι στον Τόμας. «Γιατί τον βοηθάς;» ύψωσε τη φωνή του ο Τόμας Νταν. «Δεν ξέρεις ότι λέει ψέματα; Τι έχεις πάθει, Κρος;» Ο Τόμας Νταν ήταν ιδιαίτερα εκνευρισμένος και αναψοκοκκινισμένος. Εκτός εαυτού. Οι φλέβες στο μέτωπο του δε θα μπορούσαν να προεξέχουν περισσότερο. Η Κάθριν Ρόουζ φαινόταν αξιοθρήνητη, εντελώς απελπισμένη.

«Έχω κληθεί ως μάρτυρας», είπα στους Νταν. «Κάνω τη δουλειά μου, αυτά είναι όλο». «Τότε κάνεις τη δουλειά σου άσχημα», συνέχισε να μου επιτίθεται ο Τόμας Νταν. «Έχασες την κόρη μας στη Φλόριντα. Και τώρα προσπαθείς ν' αθωώσεις τον απαγωγέα της». Τελικά το ποτήρι μου ξεχείλισε με τον Τόμας Νταν. Μου έκανε προσωπικές επιθέσεις στον Τύπο και στην τηλεόραση. Όσο κι αν ήθελα να βρω την κόρη του, δεν ήμουν διατεθειμένος να ανέχομαι άλλο τις συκοφαντίες του. «Όχι!» του φώναξα, ενώ οι κάμερες γυρνούσαν γύρω μας. «Είχα τα χέρια μου δεμένα. Μ' έβγαλαν από την υπόθεση για ένα καπρίτσιο κι έπειτα με ξανάβαλαν. Και είμαι ο μόνος που έφερε κάποια αποτελέσματα». Απομακρύνθηκα από τους Νταν και κατευθύνθηκα προς μια απότομη σκάλα. Καταλάβαινα την αγωνία τους, αλλά ο Τόμας Νταν δε με είχε αφήσει ήσυχο εδώ και μήνες. Είχε στραφεί προσωπικά εναντίον μου κι έκανε λάθος. Κανένας δε φαινόταν να καταλαβαίνει ένα απλό γεγονός: ήμουν ο μόνος που προσπαθούσε ακόμη να μάθει την αλήθεια για τη Μάγκι Ρόουζ. Ήμουν ο μόνος. 'Οταν έφτασα στο τελευταίο σκαλοπάτι, εμφανίστηκε πίσω μου η Κάθριν Ρόουζ. Είχε τρέξει ξοπίσω μου. Φωτογράφοι την είχαν ακολουθήσει. Φωτογράφοι βρίσκονταν παντού, με τις φωτογραφικές μηχανές τους να σπαταλούν φιλμ σαν τρελές. Οι δημοσιογράφοι σκουντούσαν ο ένας τον άλλο για να πάρουν καλύτερη θέση. «Λυπάμαι για όλα αυτά», μου είπε, πριν προλάβω ν' αρθρώσω λέξη. «Η απώλεια της Μάγκι καταστρέφει τον Τομ, καταστρέφει το γάμο μας. Ξέρω πως έχεις κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσες. Ξέρω τι έχεις περάσει. Λυπάμαι, Άλεξ. Λυπάμαι για όλα». Ήταν μια πολύ παράξενη στιγμή. Τελικά άπλωσα το χέρι μου κι έπιασα το χέρι της Κάθριν Ρόουζ Νταν. Την ευχαρίστησα και της υποσχέθηκα πως δε θα σταματούσα τις προσπάθειες. Οι φωτογράφοι συνέχιζαν να τραβούν φωτογραφίες. Εγκατέλειψα τη σκηνή ξαφνικά, αρνούμενος ν' απαντήσω σε άλλες ερωτήσεις, αρνούμενος να πω στους δημοσιογράφους τι είχε διαμειφθεί ανάμεσα στην Κάθριν Ρό-

ουζ και σ' εμένα. Η σιωπή είναι η καλύτερη εκδίκηση με τις ύαινες του Τύπου. Κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου. Εξακολουθούσα να ψάχνω για τη Μάγκι Ράουζ Νταν, αλλά μέσα στο μυαλό του Σόνετζι/Μέρφι τώρα. Θα μπορούσε να την είχε πάρει από την κρυψώνα του Γκάρι κάποιος άλλος; Γιατί μας το είπε αυτό ο Γκάρι Μέρφι; Καθώς οδηγούσα προς το Σάουθ-Ιστ, θυμόμουν όσα είπε υπνωτισμένος ο Γκάρι Μέρφι. Μήπως ο Γκάρι Σόνετζι μας δούλευε όλους, όμορφα και καλά, μέσα στο δικαστήριο; Αυτό ήταν ένα τρομακτικό ενδεχόμενο και πολύ πιθανό μάλιστα. Μήπως όλα αυτά αποτελούσαν μέρος κάποιου από τα τρομερά του σχέδια; Το επόμενο πρωί προσπάθησα να υπνωτίσω τον Σόνετζι/Μέρφι για δεύτερη φορά. Ο εκπληκτικός ντετέκτιβ/δόκτωρ Κρος επέστρεφε στο προσκήνιο! Αυτή, τουλάχιστον, ήταν η εντύπωση που έδιναν οι πρωινές ειδήσεις. Η ύπνωση δεν πέτυχε αυτή τη φορά. Ο Γκάρι Μέρφι ήταν πολύ τρομαγμένος. Εν πάση περιπτώσει, αυτό ισχυρίστηκε ο δικηγόρος του. Επικρατούσε πολύ μεγάλη φασαρία μέσα στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του δικαστηρίου. Η πρόεδρος Κάπλαν εκκένωσε μια φορά την αίθουσα, όμως ούτε κι αυτό βοήθησε. Εκείνη τη μέρα με εξέτασε η κατηγορούσα αρχή, όμως η Μαίρη Γουόρνερ ενδιαφερόταν περισσότερο να με κατεβάσει από το βήμα των μαρτύρων, παρά ν' αμφισβητήσει την επιστημονική μου κατάρτιση. Ο ρόλος μου στη δίκη είχε λήξει. Άλλο που δεν ήθελα. Ούτε ο Σάμπσον ούτε εγώ πήγαμε στο δικαστήριο το υπόλοιπο εκείνης της εβδομάδας, που καταναλώθηκε με επιπρόσθετες καταθέσεις εμπειρογνωμόνων. Επιστρέψαμε στους δρόμους. Είχαμε καινούριες υποθέσεις. Προσπαθήσαμε, επίσης, να επανεπεξεργαστούμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες κάποια σημεία αυτής καθεαυτής της μέρας της απαγωγής. Αναλύσαμε ξανά τα πάντα, αφιερώνοντας ώρες ολόκληρες κλεισμένοι σε μια αίθουσα συσκέψεων παρέα με άφθονους φακέλους. Αν είχε πάρει κάποιος τη Μάγκι Ρόουζ από την κρυψώνα στο Μέριλαντ, μπορεί να ήταν ακόμη ζωντανή. Υπήρχε ακόμη μια πολύ μικρή πιθανότητα. Ο Σάμπσον κι εγώ επιστρέψαμε στο Δημοτικό Σχολείο

Ουάσιγκτον άλλη μια φορά για να μιλήσουμε με κάποιους από τους δασκάλους του σχολείου. Για να το πω ευπρεπώς, οι περισσότεροι δεν καταχάρηκαν που μας ξανάβλεπαν. Εξετάζαμε ακόμη τη θεωρία του «συνέργου». Υπήρχε αναμφισβήτητα μια πιθανότητα να είχε ο Γκάρι Σόνετζι ένα συνεργάτη από την αρχή. Θα μπορούσε να είναι ο Σάιμον Κόνκλιν, ο φίλος του από την περιοχή του Πρίνστον; Κι αν δεν ήταν ο Κόνκλιν, τότε ποιος ήταν; Στο σχολείο κανείς δεν είχε δει κάποιον μαζί με τον Γκάρι Σόνετζι, ώστε να στηριχτεί η θεωρία περί «συνεργού». Φύγαμε από το ιδιωτικό σχολείο το μεσημέρι και πήγαμε για μεσημεριανό σ' ένα κοτοπουλάδικο Ρόι Ρότζερς στην Τζόρτζταουν. Τα κοτόπουλα του Ρόι είναι καλύτερα από τα Κεντάκι και έχουν αυτές τις υπέροχες «καυτερές φτερούγες» με το μπόλικο ψαχνό. Ο Σάμπσον κι εγώ βολευτήκαμε με πέντε μερίδες φτερούγες και δυο Κόκα Κόλες-γίγαντες. Καθίσαμε σ' ένα μικροσκοπικό τραπεζάκι για πικνίκ, δίπλα στην παιδική χαρά του Ρόι. Μετά το φαγητό μπορεί να πηγαίναμε να κάνουμε τραμπάλα. Τελειώσαμε το μεσημεριανό μας και αποφασίσαμε να πάμε στο Ποτόμακ. Όλο το απόγευμα χτενίζαμε τη λεωφόρο Σορέλ και τους γύρω δρόμους. Επισκεφθήκαμε καμιά εικοσαριά σπίτια και ήμαστε τόσο ευπρόσδεκτοι, όσο θα ήταν και οι Γούντγουορντ και Μπέρνσταϊν*. Όχι, δηλαδή, πως η ψυχρή υποδοχή μας σταμάτησε. Κανείς δεν είχε προσέξει κάποιο παράξενο όχημα ή άνθρωπο στη γειτονιά τις μέρες πριν ή μετά την απαγωγή. Κανείς δε θυμόταν να είχε δει κάποιο ασυνήθιστο φορτηγάκι. Ούτε καν από τα συνηθισμένα -των συνεργείων επισκευών, παράδοσης λουλουδιών και ειδών μπακαλικής. Αργά εκείνο το απόγευμα πήγα μια βόλτα με το αυτοκίνητο μόνος μου. Κατευθύνθηκα προς το Κρίσφιλντ του Μέριλαντ, εκεί όπου είχαν κρατηθεί κάτω από το χώμα η Μάγκι Ρόουζ και ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ τις πρώτες μέρες της απαγωγής. Σε κάποια κρύπτη; Σε κάποιο κελάρι; Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι είχε αναφέρει «το υπόγειο» όταν ήταν υ* Οι δημοσιογράφοι της Ουάσιγκτον Ποστ που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. (Σ.τ.Μ.)

πνωτισμένος. Τον ίδιο τον έβαζαν μέσα σ' ένα σκοτεινό κελάρι όταν ήταν παιδί. Έζησε χωρίς φίλους για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα της ζωής του. Αυτή τη φορά ήθελα να δω το αγρόκτημα μόνος μου. Όλα τα «ακατανόητα» στοιχεία της υπόθεσης μου έσπαζαν τα νεύρα. Μέσα στο κεφάλι μου επικρατούσε κομφούζιο. Ήταν δυνατό να είχε πάρει κάποιος άλλος τη Μάγκι Ρόουζ από τον Σόνετζι/Μέρφι; Ακόμη κι αν ερευνούσε την υπόθεση ο Αϊνστάιν, οι πιθανότητες θα είχαν κάνει το κεφάλι του να πάρει φωτιά, και ίσως να του ίσιωναν και τα μαλλιά. Καθώς περιπλανιόμουν μέσα στους χώρους του ανατριχιαστικού, έρημου αγροκτήματος, άφησα τα δεδομένα της υπόθεσης να κυκλοφορούν ελεύθερα μέσα στο μυαλό μου. Η σκέψη μου γύριζε συνέχεια στο Γιο του Λίντμπεργκ και στο γεγονός ότι το μωρό του Λίντμπεργκ είχε απαχθεί από μια αγροικία. Ο συνεργός τον Σόνετζι. Αυτό ήταν ένα άλυτο πρόβλημα. Ο Σόνετζι είχε, επίσης, «θεαθεί» κοντά στο σπίτι των Σάντερς —αν μπορούσαμε να πιστέψουμε τη Νίνα Σέριζιερ. Αυτό ήταν ένα δεύτερο αιωρούμενο στοιχείο. Είχαμε πράγματι να κάνουμε με μια περίπτωση πολλαπλής προσωπικότητας; Η ψυχολογική κοινότητα παρέμενε διχασμένη σε ό,τι αφορούσε την ύπαρξη αυτού τον φαινομένου. Οι περιπτώσεις πολλαπλής προσωπικότητας είναι σπάνιες. Μήπως αποτελούσαν όλα αυτά μια καλοσχεδιασμένη μηχανορραφία του Γκάρι Μέρφι; Μπορούσε ο Γκάρι να υποδύεται και τις δύο προσωπικότητες; Τι είχε συμβεί στη Μάγκι Ρόουζ Νταν; Όλα σ' αυτή κατέληγαν πάντα. Τι είχε συμβεί στη Μάγκι Ρόουζ·, Κάτω από το ταλαιπωρημένο παρμπρίζ της Πόρσε φύλαγα ακόμη ένα από τα μικρά κεράκια που μοίραζαν γύρω από το δικαστήριο, στην Ουάσιγκτον. Το άναψα. Πήρα το δρόμο της επιστροφής προς την Ουάσιγκτον, με το κερί αναμμένο μες στη νύχτα που έπεφτε. Μην ξεχνάτε τη Μάγκι Ρόουζ.

Κεφάλαιο 64

Ε Κ Ε Ί Ν Ο ΤΟ ΒΡΑΔΥ είχα ραντεβού με την Τζέζι και το περίμενα με μεγάλη λαχτάρα στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Συναντηθήκαμε σ' ένα μοτέλ πολυτελείας στο Άρλινγκτον. Εξαιτίας της παρουσίας τόσο πολλών δημοσιογράφων στην πόλη για τη δίκη, παίρναμε ιδιαίτερες προφυλάξεις για να μη μας δουν μαζί. Η Τζέζι έφτασε στο δωμάτιο μετά από μένα. Φαινόταν αφάνταστα σαγηνευτική και σέξι, ντυμένη μ' ένα φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ. Φορούσε μαύρες διαφανείς κάλτσες με ραφή και ψηλοτάκουνες γόβες. Είχε βάλει κόκκινο κραγιόν, έντονο με'ίκάπ κι ένα ασημένιο χτενάκι στα μαλλιά της. Μου ανέβασε τους σφυγμούς. «Είχα ένα γεύμα εργασίας», μου εξήγησε. Κλότσησε μακριά τις ψηλοτάκουνες γόβες της. «Βγάζω μάτια ή όχι;» «Να σου πω, σίγουρα βγάζεις τα δικά μου μάτια». «Δε θα κάνω πάνω από ένα λεπτό, Άλεξ. 'Ενα λεπτό». Η Τζέζι εξαφανίστηκε μέσα στο μπάνιο. Ύστερα από μερικά λεπτά κρυφοκοίταξε έξω από το μπάνιο. Είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι. Η ένταση του κορμιού μου άδειαζε μέσα στο στρώμα. Η ζωή ήταν όμορφη πάλι. «Ας κάνουμε ένα μπάνιο. Εντάξει; Να ξεπλύνουμε τη μαυρίλα από τα καυσαέρια του δρόμου», είπε η Τζέζι. «Αυτή δεν είναι από τα καυσαέρια», της είπα. «Είναι το χρώμα μου».

Σηκώθηκα και μπήκα στο μπάνιο. Η μπανιέρα ήταν τετράγωνη και ασυνήθιστα μεγάλη. Ολόγυρα υπήρχαν άσπρα και γαλάζια πλακάκια. Τα κομψά ρούχα της Τζέζι ήταν πεταμένα στο δάπεδο. «Βιάζεσαι;» τη ρώτησα. «Ναι». Η Τζέζι είχε γεμίσει την μπανιέρα μέχρι το χείλος. Κάποιες σαπουνόφουσκες ανέβαιναν και έσκαζαν πάνω στο ταβάνι. Τολύπες ατμού γέμιζαν σταθερά την ατμόσφαιρα. Ο χώρος μύριζε σαν ανοιξιάτικος κήπος. Η Τζέζι ανακάτεψε το νερό με τα δάχτυλά της. Έπειτα με πλησίασε. Είχε ακόμη το ασημένιο χτενάκι στα μαλλιά της. «Βρίσκομαι λίγο σε υπερένταση», είπε. «Το κατάλαβα. Τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα». «Νομίζω ότι είναι ώρα για λίγη θεραπεία». Κι αυτό κάναμε. Τα χέρια της Τζέζι έπαιξαν με τα κουμπιά του παντελονιού μου και μετά με το φερμουάρ μου. Τα στόματά μας ενώθηκαν, απαλά στην αρχή, έπειτα δυνατά. Ξαφνικά η Τζέζι με πήρε μέσα της, όπως στεκόμαστε δίπλα στην αχνιστή μπανιέρα. Μόνο για δυο τρεις γρήγορες διεισδύσεις. Έπειτα τραβήχτηκε μακριά μου πάλι. Το πρόσωπο, ο λαιμός και το στήθος της ήταν αναψοκοκκινισμένα. Προς στιγμή μου φάνηκε πως είχε πάθει κάτι. Αισθάνθηκα έκπληξη, σοκ, ηδονή με τη σύντομη επαφή μας και την απότομη απομάκρυνση. Βρισκόταν πράγματι σε υπερένταση. Ήταν σχεδόν βίαιη. «Τι σήμαινε αυτό;» ρώτησα. «Θα πάθω καρδιακή προσβολή», ψιθύρισε η Τζέζι. «Καλά θα κάνεις να επινοήσεις καμιά πιστευτή ιστορία για την αστυνομία. Ουφ, Άλεξ». Έπιασε το χέρι μου και με τράβηξε μες στην μπανιέρα. Το νερό ήταν ζεστό, όπως έπρεπε. Όπως κι όλα τ' άλλα. Αρχίσαμε να γελάμε. Φορούσα ακόμη το εσώρουχο μου, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να κρύψει πια τίποτα. Το έβγαλα. Τακτοποιηθήκαμε μες στην μπανιέρα, έτσι ώστε να είμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο. Η Τζέζι βρέθηκε επάνω μου. Δεν ήμαστε διατεθειμένοι να παραιτηθούμε από κάθε επαφή. Η Τζέζι έγειρε προς τα πίσω. Σταύρωσε τα χέρια

της πίσω από το κεφάλι της. Παρατηρούσε το πρόσωπό μου με περίεργο ενδιαφέρον. Οι κοκκινίλες στο λαιμό και στο στήθος της είχαν αρχίσει να γίνονται εντονότερες. Τα μακριά πόδια της βγήκαν ξαφνικά από το νερό και τυλίχτηκαν γύρω από το κεφάλι μου. Η Τζέζι τινάχτηκε μερικές φορές προς τα μπρος κι έπειτα ξεσπάσαμε και οι δυο. Το κορμί της έγινε άκαμπτο. Αρχίσαμε να σφαδάζουμε και να βογκάμε και οι δυο. Κύματα νερού τινάζονταν έξω από την μπανιέρα. Η Τζέζι έφερε τα μπράτσα της γύρω μου. Έγειρα προς τα πίσω, με το νερό μόλις κάτω από τη μύτη μου. Έπειτα βυθίστηκα τελείως. Η Τζέζι ήταν από πάνω μου. Η αίσθηση ότι πλησιάζαμε στην κορύφωση διέτρεξε ολόκληρο το κορμί μου. Φτάναμε και οι δυο. Εγώ, επίσης, πήγαινα για πνιγμό. Άκουσα την Τζέζι να κραυγάζει πάλι, έναν παράξενο, φιλτραρισμένο από το νερό ήχο να έρχεται πάνω από την επιφάνεια. Έφτασα σε οργασμό τη στιγμή που κόντευε να μου τελειώσει ο αέρας. Κατάπια νερό και έβηξα. Μ' έσωσε η Τζέζι. Με τράβηξε πάνω και πήρε το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες της. Εκτόνωση. Ευλογημένη εκτόνωση. Μείναμε έτσι, κρατώντας ο ένας τον άλλο. Εξαντλημένοι, όπως συνήθιζαν να λένε σε πιο ευγενικές εποχές. Περισσότερο νερό υπήρχε στο πάτωμα παρά μέσα στην μπανιέρα. Το μόνο που ήξερα εκείνη τη στιγμή ήταν ότι ερωτευόμουν την Τζέζι όλο και περισσότερο. ΓΥ αυτό, τουλάχιστον, ήμουν σίγουρος. Η υπόλοιπη ζωή μου ήταν όλο μυστήρια και χάος, αλλά υπήρχε, τουλάχιστον, ένα σχοινί από το οποίο μπορούσα να κρατηθώ. Υπήρχε η Τζέζι. Γύρω στη μία το πρωί έπρεπε να φύγω για να πάω στο σπίτι μου. Έτσι θα ήμουν εκεί όταν θα ξυπνούσαν τα παιδιά. Η Τζέζι το καταλάβαινε. Μετά τη δίκη, θα τα τακτοποιούσαμε όλα πολύ καλύτερα. Η Τζέζι ήθελε να γνωρίσει περισσότερο την Τζανέλ και τον Ντέιμον. Συμφωνήσαμε ότι αυτό έπρεπε να γίνει σωστά. «Μου λείπεις ήδη», μου είπε, ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω. «Π' ανάθεμα. Μη φεύγεις... Ξέρω, πρέπει να πας».

Πήρε το ασημένιο χτενάκι από τα μαλλιά της και το πίεσε στην παλάμη μου. Βγήκα έξω, μέσα στη νύχτα, με τη φωνή της ακόμη μες στο κεφάλι μου. Στην αρχή δεν αντιλήφθηκα τίποτα, εκτός από το θεοσκότεινο πάρκινγκ. Ξαφνικά δυο άντρες εμφανίστηκαν μπροστά μου. Αυτόματα, πήγα να τραβήξω το πιστόλι μου. Ο ένας απ' αυτούς άναψε έναν εκτυφλωτικό προβολέα. Ο άλλος είχε μια φωτογραφική μηχανή στραμμένη προς το πρόσωπο μου. Οι δημοσιογράφοι με είχαν ανακαλύψει με την Τζέζι. Που να πάρει ο διάολος! Η απαγωγή ήταν μια τόσο μεγάλη ιστορία, που οτιδήποτε είχε σχέση μ' αυτή γινόταν θέμα για τα μέσα ενημέρωσης. Έτσι ήταν από την αρχή. Μια νέα γυναίκα ακολουθούσε από πίσω τους δύο άντρες. Είχε μακριά, σγουρά, μαύρα μαλλιά. Έμοιαζε σαν ν' ανήκε σε κινηματογραφικό συνεργείο από τη Νέα Υόρκη ή το Λος Άντζελες. «Ντετέκτιβ Άλεξ Κρος;» είπε ο ένας. Στο μεταξύ, ο συνάδελφος του τραβούσε γρήγορα φωτογραφίες μου με τη μηχανή του. Τα φλας φωταγώγησαν το σκοτεινό πάρκινγκ. «Είμαστε από τη Νάσιοναλ Σταρ. Θέλουμε να μιλήσουμε μαζί σας, ντετέκτιβ Κρος». Διέκρινα κάποια βρετανική προφορά. Η Νάσιοναλ Σταρ ήταν μια αμερικανική παλιοφυλλάδα με έδρα το Μαϊάμι. «Τι σχέση έχει αυτό με ό,τι έχει συμβεί;» είπα στο Βρετανό. Μέσα στην τσέπη μου χάιδευα το ασημένιο χτενάκι της Τζέζι. «Αυτό είναι ιδιωτική υπόθεση. Δεν είναι ειδήσεις. Δεν είναι δουλειά κανενός». «Δουλειά δική μας είναι να το κρίνουμε αυτό», είπε αυτός. «Όμως, δεν ξέρω. Σημαντική αποκάλυψη επαφών ανάμεσα στην Αστυνομία της Ουάσιγκτον και τη Μυστική Υπηρεσία. Μυστικές συνομιλίες και οτιδήποτε άλλο». Η γυναίκα χτυπούσε ήδη την πόρτα του δωματίου του μοτέλ. Η φωνή της ήταν το ίδιο δυνατή όσο και το μεταλλικό χτύπημά της. «Είμαστε από τη ΝάσιοναλΣταρΙ» ανακοίνωσε. «Μη βγεις έξω», φώναξα στην Τζέζι. Η πόρτα άνοιξε και η Τζέζι στάθηκε στο άνοιγμά της ντυμένη όπως είχε έρθει. Κοίταξε τη σγουρομάλλα γυναίκα και δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει την περιφρόνησή της.

«Θα πρέπει να είσαι πολύ περήφανη γι' αυτή τη στιγμή», είπε στη δημοσιογράφο. «Είσαι πολύ κοντά στο βραβείο Πούλιτζερ». «Μπα». Η δημοσιογράφος ήταν ετοιμόλογη. «Εγώ ξέρω τη Ροξάν Πούλιτζερ. Και τώρα ξέρω κι εσάς τους δυο».

Κεφάλαιο 65

Ε / Π Α Ι Ξ Α ΣΤΟ ΠΙΑΝΟ ένα ποτ-πουρί από τραγούδια των Κιθ Σουέτ, Μπβλ Μπιβ Ντίβο, Χάμερ και Πάμπλικ Ένεμι. Έμεινα στην τζαμαρία ψυχαγωγώντας τον Ντέιμον και την Τζανέλ μέχρι τις οχτώ περίπου εκείνο το πρωί. Ή ταν η Τετάρτη της εβδομάδας που η Τζέζι κι εγώ υποστήκαμε τη φρικτή μας εκπληξούλα στο Άρλινγκτον. Η Νάνα ήταν στην κουζίνα και διάβαζε την καυτή έκδοση της Νάσιοναλ Σταρ που της είχα αγοράσει. Περίμενα να με φωνάξει μέσα. Όταν βαρέθηκα να περιμένω, σταμάτησα να βροντάω το πιάνο και πήγα μέσα για να τ' ακούσω. Είπα στον Ντέιμον και στην Τζανέλ να μην κουνηθούν από τη θέση τους. «Μείνετε όπως ακριβώς είστε. Μην αλλάξετε ποτέ». Όπως και οποιοδήποτε άλλο πρωί, η Νάνα έπινε τσάι. Τα υπολείμματα από το αβγό ποσέ και τη φέτα του ψωμιού της ήταν ακόμη ορατά. Η εφημερίδα βρισκόταν ανέμελα διπλωμένη πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Την είχε διαβάσει; Δεν την είχε διαβάσει; Δεν μπορούσα να καταλάβω από την έκφραση του προσώπου της ή από την κατάσταση της εφημερίδας. «Διάβασες το άρθρο;» χρειάστηκε να ρωτήσω. «Λοιπόν, διάβασα αρκετά για να πιάσω το νόημα. Είδα και τη φωτογραφία σου στην πρώτη σελίδα», μου είπε. «Έτσι νομίζω ότι διαβάζει ο κόσμος τις εφημερίδες αυτού

του είδους. Πάντα μου φαινόταν περίεργο που ο κόσμος αγόραζε μια τέτοια εφημερίδα το πρωί της Κυριακής μετά την εκκλησία». Κάθισα απέναντι της στο τραπέζι της κουζίνας. Με πλημμύρισε ένα κύμα πολύ έντονων συναισθημάτων και αναμνήσεων. Θυμήθηκα άπειρες κουβέντες, όπως αυτή, από το κοινό μας παρελθόν. Η Νάνα πήρε λίγη κόρα από τη φέτα του ψωμιού της. Τη βούτηξε μέσα σε μαρμελάδα. Αν τα πουλιά μπορούσαν να τρώνε όπως οι άνθρωποι, θα έτρωγαν σαν τη Νάνα Μάμα. Δεν έχει το ταίρι της. «Είναι μια όμορφη και —είμαι σίγουρη— πολύ ενδιαφέρουσα λευκή γυναίκα. Εσύ είσαι ένας πολύ ωραίος μαύρος άντρας, που μερικές φορές έχεις ένα καλό κεφάλι πάνω στους ώμους σου. Σε πολλούς ανθρώπους δεν αρέσει αυτή η ιδέα, αυτή η εικόνα. Δε σ' εκπλήσσει πολύ αυτό, έτσι δεν είναι;» «Κι εσένα, Νάνα; Σ' αρέσει αυτό;» τη ρώτησα. Η Νάνα Μάμα έβγαλε έναν πολύ απαλό αναστεναγμό. Ακούμπησε κάτω το φλιτζάνι της. «Θα σου πω κάτι τώρα. Δεν ξέρω τους επιστημονικούς όρους γι' αυτά τα πράγματα, Άλεξ, αλλά ποτέ δεν έδειξες ότι ξεπέρασες την απώλεια της μητέρας σου. Το έβλεπα αυτό όταν ήσουν αγοράκι. Νομίζω πως εξακολουθώ να το βλέπω μερικές φορές». «Λέγεται μετατραυματικό αγχωτικό σύνδρομο», είπα στη Νάνα. «Αν σ' ενδιαφέρει η ονομασία του». Η Νάνα χαμογέλασε, βλέποντάς με να βρίσκω καταφύγιο στην επιστημονική ορολογία. Το είχε ξαναδεί αυτό το κόλπο. «Δε θα έβγαζα ποτέ διαγνώσεις για το τι σου συνέβη, αλλά σ' έχει επηρεάσει από τότε που έφτασες εδώ στην Ουάσιγκτον. Πρόσεξα, επίσης, ότι δε συγχρωτιζόσουν πάντα με τους άλλους. Όχι όπως το κάνουν κάποια παιδιά. 'Επαιζες μπάλα, έκλεβες μαζί με το φίλο σου τον Σάμπσον και ήσουν πάντα σκληρός. Όμως διάβαζες βιβλία και ήσουν σχετικά ευαίσθητος. Με παρακολουθείς; Μπορεί να έγινες σκληρός απέξω, όχι όμως από μέσα». Δε δεχόμουν πια πάντοτε, όπως παλιά, τα συμπεράσματα της Νάνα, αλλά οι χοντρικές παρατηρήσεις της ήταν ακόμη αρκετά σωστές. Δεν είχα αφομοιωθεί ακριβώς ως παιδί στο

Σάουθ-Ιοτ, όμως ήξερα ότι είχα βελτιωθεί σ' αυτό τον τομέα. Ήμουν αρκετά αποδεκτός πια. Ήμουν ο ντετέκτιβ/δόκτωρ Κρος. «Δεν ήθελα να σε πληγώσω ή να σ' απογοητεύσω μ' αυτό». Επέστρεψα στο θέμα του άρθρου της παλιοφυλλάδας. «Δεν είμαι απογοητευμένη από σένα», μου είπε η γιαγιά μου. «Εσύ είσαι το καμάρι μου, Άλεξ. Μου φέρνεις τρομακτική ευτυχία σχεδόν κάθε μέρα της ζωής μου. Όταν σε βλέπω μαζί με τα παιδιά, όταν βλέπω το έργο που κάνεις σ' αυτήν εδώ τη γειτονιά και όταν ξέρω ότι νοιάζεσαι ακόμη, ώστε να κάνεις τα χατίρια μιας γριάς...» «Αυτό το τελευταίο είναι αγγαρεία», της είπα. «Όσο για το αποκαλούμενο άρθρο, τα πράγματα θα είναι αφόρητα για μια εβδομάδα περίπου. Μετά κανείς δε θα δίνει πολλή σημασία». Η Νάνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Η μικρή, λευκή περικεφαλαία των μαλλιών της κουνήθηκε όμορφα. «Όχι. Ο κόσμος θα δίνει σημασία. Κάποιοι άνθρωποι θα το θυμούνται αυτό σε όλη την υπόλοιπη ζωή σου. Τι λέει εκείνη η παροιμία; "Αν δεν αντέχεις τη φυλακή, μην κάνεις το έγκλημα"». «Ποιο είναι το έγκλημα;» τη ρώτησα. Η Νάνα χρησιμοποίησε τη ράχη του μαχαιριού της για να καθαρίσει το τραπέζι από τα ψίχουλα. «Αυτό θα πρέπει να μου το πεις εσύ. Γιατί κρύβεστε εσύ και η Τζέζι Φλάναγκαν, αν είναι όλα εντάξει; Αν την αγαπάς, την αγαπάς. Την αγαπάς, Άλεξ;» Δεν απάντησα στη Νάνα αμέσως. Φυσικά και αγαπούσα την Τζέζι. Όμως πόσο; Και πού πήγαινε αυτή η ιστορία; Θα έπρεπε να πηγαίνει κάπου; «Δεν ξέρω με σιγουριά. Τουλάχιστον όχι με την έννοια που νομίζω ότι θέτεις το ερώτημα», είπα τελικά. «Αυτό προσπαθούμε τώρα ν' ανακαλύψουμε. Γνωρίζουμε και οι δυο τις συνέπειες αυτού που κάνουμε». «Αν την αγαπάς σίγουρα, Άλεξ», μου είπε η γιαγιά μου, «τότε την αγαπώ κι εγώ. Σ' αγαπώ, Άλεξ. Όμως απλώνεις τα πόδια σου έξω από το πάπλωμά σου. Μερικές φορές είσαι πιο έξυπνος απ' ό,τι σε συμφέρει. Και μπορείς και γίνεσαι πολύ ιδιαίτερος —για τα κριτήρια των λευκών».

«Και γι' αυτό σου αρέσω τόσο πολΰ», της είπα. «Αυτή είναι μόνο μια από τις αιτίες, γιε μου». Η γιαγιά μου κι εγώ κρατηθήκαμε από τα χέρια για αρκετή ώρα στο τραπέζι της κουζίνας εκείνο το πρωί. Εγώ είμαι μεγαλόσωμος και δυνατός· η Νάνα είναι μικροκαμωμένη, εύθραυστη, αλλά εξίσου δυνατή. Ήταν όπως τον παλιό καιρό, με την έννοια ότι στην πραγματικότητα ποτέ δε μεγαλώνεις εντελώς, όταν βρίσκεσαι δίπλα στους γονείς ή τους παππούδες σου. Σίγουρα όχι δίπλα στη Νάνα Μάμα. «Σ' ευχαριστώ, γριά», της είπα. «Είμαι γριά και περήφανη γι' αυτό». Ως συνήθως, είχε την τελευταία κουβέντα. Τηλεφώνησα μερικές φορές στην Τζέζι εκείνο το πρωί, αλλά δεν ήταν στο σπίτι της ή δεν το σήκωνε. Δε λειτουργούσε οΰτε ο αυτόματος τηλεφωνητής της. Σκέφτηκα τη νΰχτα μας στο Αρλινγκτον. Βρισκόταν σε μεγάλη υπερένταση. Ακόμη και πριν εμφανιστεί επί σκηνής η Νάσιοναλ Σταρ. Σκέφτηκα να πάω με το αυτοκίνητο μου μέχρι το διαμέρισμά της, όμως άλλαξα γνώμη. Δε χρειαζόμαστε κι άλλα άρθρα ή φωτογραφίες σε παλιοφυλλάδες όσο η δίκη βρισκόταν ακόμη σ' εξέλιξη. Κανένας δε μου είπε πολλά στη δουλειά εκείνη τη μέρα. Αν είχα κάποιες αμφιβολίες προηγουμένως, αυτή η συμπεριφορά μοΰ έδειχνε πόσο μεγάλη ήταν η ζημιά. Μπήκα στο γραφείο μου κι έμεινα εκεί μόνος μου, μ' ένα φλιτζάνι σκέτο καφέ, κοιτάζοντας τους τέσσερις τοίχους. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με «στοιχεία» σχετικά με την απαγωγή. Αρχιζα να αισθάνομαι ένοχος και θυμωμένος. Ήθελα να τραβήξω γροθιά πάνω σε κάνα τζάμι, πράγμα που είχα κάνει στην πραγματικότητα μια δυο φορές μετά το θάνατο της Μαρίας. Καθόμουν μπροστά στο δημοσιοϋπαλληλικό μεταλλικό γραφείο μου, με την πλάτη στην πόρτα. Κοιτούσα το πρόγραμμά μου εκείνης της εβδομάδας, αλλά στην ουσία δεν έβλεπα τίποτε απ' ό,τι ήταν γραμμένο πάνω στο χαρτί. «Είσαι εντελώς μόνος σου σ' αυτή την ιστορία, βλάκα»,

άκουσα τον Σάμπσον να λέει πίσω μου. «Θα σε φάει η μοναξιά αυτή τη φορά. Είσαι για κλάματα». «Δε νομίζεις ότι υποτιμάς λίγο την κατάσταση;» του είπα, χωρίς να γυρίσω προς το μέρος του. «Σκεφτόμουν πως θα μιλούσες γι' αυτό όταν θα ήθελες εσύ να μιλήσεις», είπε ο Σάμπσον. «Ήξερες ότι ήξερα για σας τους δυο». Το βλέμμα μου στάθηκε σε μερικούς λεκέδες από καφέ πάνω στο πρόγραμμά μου. Τι μου συνέβαινε; Η μνήμη μου και οι πάντες σχεδόν μ' εγκατέλειπαν τελευταία. Γύρισα τελικά προς το μέρος του. Φορούσε δερμάτινο παντελόνι, έναν παλιό τζαμαϊκανό σκούφο και μαύρο νάιλον γιλέκο. Τα μαύρα του γυαλιά αποτελούσαν μια αποτελεσματική μάσκα για το πρόσωπο του. Στην πραγματικότητα πάσχιζε να μου φερθεί με συμπάθεια και κατανόηση. «Τι καταλαβαίνεις ότι συμβαίνει τώρα;» τον ρώτησα. «Τι λένε;» «Κανείς δε χαίρεται με την εξέλιξη που πήρε αυτή η αναθεματισμένη υπόθεση της απαγωγής. Δεν έρχονται πια από πάνω για να μας συγχαρούν. Φαντάζομαι πως ετοιμάζουν τη λίστα με τους αποδιοπομπαίους τράγους. Και σίγουρα εσύ θα είσαι ένας απ' αυτούς». «Και η Τζέζι;» ρώτησα. Αλλά ήξερα ήδη την απάντηση. «Κι αυτή είναι μέσα. Για συναναστροφή με γνωστούς νέγρους», είπε ο Σάμπσον. «Φαίνεται πως δεν τα έμαθες τα νέα». «Ποια νέα;» Ο Σάμπσον ξεφύσηξε και μετά μου είπε την τελευταία δακρύβρεχτη ιστορία. «Η Τζέζι πήρε άδεια ή μπορεί να παραιτήθηκε από τη Μυστική Υπηρεσία. Αυτό έγινε πριν από μία περίπου ώρα, Άλεξ. Κανείς δεν ξέρει σίγουρα αν πήδηξε μόνη της ή αν την έσπρωξαν». Τηλεφώνησα αμέσως στο γραφείο της Τζέζι. Η γραμματέας είπε ότι «θα έλειπε όλη την ημέρα». Τηλεφώνησα στο διαμέρισμά της. Κανείς δεν απαντούσε εκεί. Πήγα με το αυτοκίνητο μου μέχρι το διαμέρισμά της, παραβιάζοντας στη διαδρομή μερικά όρια ταχύτητας. Στο ρα-

διόφωνο μιλούσε ο Ντέρεκ Μαγκίντι. Μ' αρέσει ο ήχος της φωνής του Ντέρεκ ακόμη κι όταν δεν προσέχω αυτά που λέει. Στο σπίτι της Τζέζι δεν υπήρχε ψυχή. Τουλάχιστον δεν υπήρχαν τριγύρω κρυμμένοι φωτογράφοι. Σκέφτηκα να πάω μέχρι το εξοχικό της στη λίμνη. Τηλεφώνησα στο σπιτάκι στη Βόρεια Καρολίνα από έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Η τηλεφωνήτρια της περιοχής μού είπε ότι η λειτουργία του τηλεφώνου της Τζέζι είχε διακοπεί. «Πόσο πρόσφατα έγινε αυτό;» ρώτησα έκπληκτος. «Εγώ τηλεφώνησα σ' αυτό το νούμερο χθες το βράδυ». «Μόλις σήμερα το πρωί», μου είπε η τηλεφωνήτρια. «Η λειτουργία του τηλεφώνου διακόπηκε σήμερα το πρωί». Η Τζέζι είχε εξαφανιστεί.

Κεφάλαιο 66

Η ΩΡΑ ΙΉΣ ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑΣ στη δίκη του Σόνετζι/Μέρφι πλησίαζε. Οι ένορκοι αποσύρθηκαν στις έντεκα Νοεμβρίου για να συσκεφτούν. Επέστρεψαν υστέρα από τρεις μέρες, μέσα σε ασταμάτητες φήμες ότι δεν είχαν καταλήξει σε ετυμηγορία για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Ολόκληρος ο κόσμος θαρρείς και περίμενε την απόφασή τους. Εκείνο το πρωί πέρασε και με πήρε με το αυτοκίνητο του ο Σάμπσον και πήγαμε μαζί στο δικαστήριο. Ο καιρός είχε ζεστάνει, ύστερα από ένα σύντομο κύμα ψύχους που προανήγγειλε τον επερχόμενο χειμώνα. Καθώς πλησιάζαμε τη λεωφόρο Ιντιάνα, σκεφτόμουν την Τζέζι. Είχα να τη δω περισσότερο από μια εβδομάδα. Αναρωτιόμουν αν θα εμφανιζόταν στο δικαστήριο για την ετυμηγορία. Μου είχε τηλεφωνήσει. Μου είπε ότι βρισκόταν στη Βόρεια Καρολίνα. Μόνο αυτό. Ήμουν πάλι μόνος και δε μου'άρεσε καθόλου. Δεν είδα την Τζέζι έξω από το δικαστήριο, αλλά τον Άντονι Νέιθαν την ώρα που έβγαινε από μια μακριά, ασημένια λιμουζίνα Μερσέντες. Αυτή ήταν η μεγάλη του στιγμή. Δημοσιογράφοι τον περιτριγύρισαν αμέσως. Έμοιαζαν με πουλιά της πόλης που είχαν βρει ξαφνικά μπαγιάτικα ψίχουλα. Τα όρνεα της τηλεόρασης και των εφημερίδων προσπάθησαν ν' αρπάξουν κάποιο κομμάτι από μένα και τον Σά-

μπσον, πριν προλάβουμε ν' ανεβούμε τα σκαλιά του δικαστηρίου. Κανένας από τους δυο μας δεν ενθουσιάστηκε στην ιδέα μιας καινούριας συνέντευξης. «Δόκτορ Κρος! Δόκτορ Κρος, παρακαλώ», φώναξε κάποιος απ' αυτούς. Αναγνώρισα τη στριγκιά φωνή. Ανήκε σε μια παρουσιάστρια του δελτίου ειδήσεων ενός τοπικού καναλιού. Αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε. Δημοσιογράφοι βρίσκονταν πίσω μας και μπροστά μας. Ο Σάμπσον μουρμούρισε κάποιο στίχο από το τραγούδι των Μάρθα εντ δε Βαντέλας «Nowhere to Run». Δεν μπορείς να ξεφύγεις. «Δόκτορ Κρος, πιστεύετε πως η κατάθεσή σας μπορεί να βοηθήσει τον Γκάρι Μέρφι να γλιτώσει την καταδίκη για φόνο εκ προμελέτης; Και ότι μπορεί, άθελά σας, να τον βοηθήσατε να γλιτώσει, έχοντας διαπράξει φόνο;» Τελικά, κάτι έσπασε μέσα μου. «Εμείς απλώς χαιρόμαστε που συμμετέχουμε στον τελικό», είπα κοιτάζοντας προς τις κάμερες. «Ο Άλεξ Κρος θα συγκεντρωθεί στο παιχνίδι του. Τα υπόλοιπα δεν τον αφορούν. Ο Άλεξ Κρος ευχαριστεί το Μεγαλοδύναμο για την ευκαιρία που του δίνεται να παίξει σ' ένα τόσο υψηλό επίπεδο». Έσκυψα προς το μέρος της δημοσιογράφου που είχε κάνει την ερώτηση. «Καταλαβαίνετε τι λέω; Είμαι κατανοητός;» Ο Σάμπσον χαμογέλασε και είπε: «Όσο για μένα, εξακολουθώ να είμαι ανοιχτός σε επικερδείς προτάσεις για να διαφημίζω αθλητικά παπούτσια και αναψυκτικά». Και συνεχίσαμε ν' ανεβαίνουμε τα απότομα πέτρινα σκαλοπάτια για να μπούμε στο κτίριο του ομοσπονδιακού δικαστηρίου. Την ώρα που ο Σάμπσον κι εγώ μπαίναμε στον τεράστιο προθάλαμο του κτιρίου, η ένταση του θορύβου ήταν τέτοια, που θα μπορούσε να κάνει πραγματική ζημιά στα τύμπανα των αυτιών μας. Οι πάντες έσπρωχναν και στριφογύριζαν, αλλά με πολιτισμένο τρόπο, όπως σε σπρώχνει από πίσω ο κόσμος, ντυμένος επίσημα, στο Κένεντι Σέντερ. Η περίπτωση του Σόνετζι/Μέρφι δεν ήταν η πρώτη δίκη εγκληματία στην οποία η πολλαπλή προσωπικότητα του κατηγορουμένου αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της στρατηγικής της υπεράσπισης. Όμως ήταν η πιο εντυπωσιακή από ο-

ποιαδήποτε άλλη. Είχε διεγείρει τον συναισθηματικό προβληματισμό σε ό,τι αφορούσε την ενοχή και την αθωότητα και αυτός ο προβληματισμός δημιουργούσε βάσιμες αμφιβολίες για την τελική ετυμηγορία... Αν ο Γκάρι Μέρφι ήταν αθώος, πώς θα μπορούσε να καταδικαστεί για απαγωγή και φόνο; Ο δικηγόρος του είχε εμφυτεύσει αυτό το ερώτημα στο μυαλό όλων μας. Ξαναείδα τον Νέιθαν επάνω. Είχε πετύχει όλα όσα ήλπιζε να πετύχει με τη συνεδρία μέσα στο δικαστήριο. «Ολοφάνερα, υπάρχουν δυο προσωπικότητες, που παλεύουν η μια με την άλλη μέσα στο μυαλό του κατηγορουμένου», είχε πει στους ενόρκους στη διάρκεια της τελικής του αγόρευσης. «Η μια απ' αυτές είναι τόσο αθώα, όσο είστε κι εσείς. Δεν μπορείτε να καταδικάσετε για απαγωγή και για φόνο τον Γκάρι Μέρφι. Ο Γκάρι Μέρφι είναι ένας καλός άνθρωπος. Ο Γκάρι Μέρφι είναι σύζυγος και πατέρας. Ο Γκάρι Μέρφι είναι αθώος!» Ήταν δύσκολο το δίλημμα για τους ενόρκους. Ήταν ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι ένας πανέξυπνος και σατανικός τύπος με παθολογικά αντικοινωνική συμπεριφορά; Είχε επίγνωση και έλεγχο των πράξεών του; Υπήρχε «συνεργός» στην απαγωγή και στον έναν, τουλάχιστον, φόνο; Ή είχε ενεργήσει από την αρχή μόνος του; Κανένας δεν ήξερε την αλήθεια, εκτός ίσως από τον ίδιο τον Γκάρι. Ούτε οι εμπειρογνώμονες ψυχίατροι και ψυχολόγοι. Ούτε η αστυνομία. Ούτε ο Τύπος. Ούτε κι εγώ. Τι θα αποφάσιζε το Σώμα των ενόρκων «συμπολιτών» του Γκάρι; Το πρώτο ουσιαστικό γεγονός του πρωινού συνέβη όταν οδηγήθηκε ο Γκάρι μέσα στη θορυβώδη και κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του δικαστηρίου. Ήταν ο συνηθισμένος του συντηρητικός και χαρακτηριστικά αγορίστικος εαυτός, μ' ένα απλό, μπλε κοστούμι. Η εμφάνισή του θύμιζε εργαζόμενο σε επαρχιακή τράπεζα και όχι κάποιον που δικαζόταν για απαγωγή και φόνο. Ακούστηκαν κάποια χειροκροτήματα. Αυτό αποδείκνυε ότι ακόμη και οι απαγωγείς και δολοφόνοι μπορούν να έχουν θαυμαστές στις μέρες μας. Η δίκη είχε, αναμφισβήτη-

τα, προσελκύσει το μερίδιο που της αναλογούσε από παρανοϊκά και άρρωστα καθάρματα. «Ποιος ισχυρίζεται ότι η Αμερική δε διαθέτει πια ήρωες;» μου είπε ο Σάμπσον. «Τον γουστάρουν αυτό τον τρελό μαλάκα. Το βλέπεις στα γυαλιστερά ματάκια τους. Είναι ο καινούριος και βελτιωμένος Τσάρλι Μάνσον*. Με τη διαφορά ότι στη θέση του μανιακού χίπι έχουμε έναν μανιακό γιάπι». «Ο Γιος του Λίντμπεργκ», υπενθύμισα στον Σάμπσον. «Αναρωτιέμαι αν ήθελε να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα. Όλα μέρος του αριστοτεχνικού του σχεδίου για να αποκτήσει φήμη;» Οι ένορκοι μπήκαν στην αίθουσα. Φαίνονταν εξαντλημένοι και αφόρητα σφιγμένοι. Τι είχαν αποφασίσει, κατά πάσα πιθανότητα πολύ αργά την προηγούμενη νύχτα; Κάποιος από τους ενόρκους παραπάτησε καθώς προχωρούσαν ένας ένας προς τα έδρανά τους. Ο άντρας βρέθηκε γονατισμένος και η πομπή από πίσω του σταμάτησε. Αυτή η μοναδική, σύντομη στιγμή φάνηκε σαν να υπογράμμιζε την αδυναμία βούλησης και την ανθρώπινη διάσταση ολόκληρης της δίκης. Έριξα μια ματιά στον Σόνετζι/Μέρφι και μου φάνηκε πως είδα ένα αμυδρό χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλια του. Μήπως είχα γίνει μάρτυρας ενός μικρού λάθους του; Τι σκέψεις περνούσαν, άραγε, τώρα από το μυαλό του; Τι είδους ετυμηγορία περίμενε; Όπως και να είχε το πράγμα, η προσωπικότητα που ήταν γνωστή ως Γκάρι Σόνετζι, το «Κακό Αγόρι», θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει την ειρωνεία της στιγμής. Όλα ήταν έτοιμα πια. Μια απίστευτα εξωφρενική παράσταση. Με τον ίδιο στο κέντρο της σκηνής. Ό,τι και να γινόταν, αυτή θα ήταν η σημαντικότερη μέρα της ζωής του. Θέλω να γίνω κάποιος! «Κατέληξε σε απόφαση το σώμα των ενόρκων;» ρώτησε η πρόεδρος Κάπλαν μόλις κάθισαν οι ένορκοι. *Τσαρλς Μάνσον, ο στυγερός ψυχοπαθής δολοφόνος της ηθοποιού Σάρον Τέιτ, συζύγου του σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι. (Σ.τ.Μ.)

Έ ν α μικρό, διπλωμένο χαρτάκι εόρτασε στα χέρια της προέδρου. Το πρόσωπο της παρέμεινε ανέκφραστο όση ώρα διάβαζε την ετυμηγορία. Το χαρτάκι επιστράφηκε στα χέρια του επικεφαλής των ενόρκων. Η διαδικασία της δέουσας διαδικασίας. Ο επικεφαλής των ενόρκων, ο οποίος είχε παραμείνει όρθιος, άρχισε να μιλάει με καθαρή αλλά τρεμάμενη φωνή. Ήταν κάποιος ταχυδρομικός υπάλληλος ονόματι Τζέιμς Χίκιν. Ήταν πενήντα πέντε ετών και η επιδερμίδα του είχε ένα ροζ, σχεδόν κόκκινο χρώμα, που υποδήλωνε ψηλή αρτηριακή πίεση ή απλώς την ψυχολογική πίεση εξαιτίας της δίκης. Ο Τζέιμς Χίκιν ανακοίνωσε: «Για τις δυο κατηγορίες απαγωγής, βρίσκουμε τον κατηγορούμενο ένοχο. Για την κατηγορία του φόνου του Μάικλ Γκόλντμπεργκ, βρίσκουμε τον κατηγορούμενο ένοχο». Ο Τζέιμς Χίκιν δε χρησιμοποίησε καθόλου το όνομα Μέρφι, μόνο ο κατηγορούμενος. Πανδαιμόνιο ξέσπασε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός, καθώς αντηχούσε στις πέτρινες κολόνες και στους μαρμάρινους τοίχους. Δημοσιογράφοι έτρεχαν για τα τηλέφωνα έξω στο διάδρομο. Η Μαίρη Γουόρνερ δεχόταν θερμά συγχαρητήρια απ' όλους τους νεαρούς συνεργάτες της ομάδας της. Ο Άντονι Νέιθαν και η ομάδα του της υπεράσπισης έφυγαν γρήγορα από την αίθουσα αποφεύγοντας ερωτήσεις. Στο μπροστινό μέρος της αίθουσας εκτυλίχτηκε μια παράξενα σπαρακτική σκηνή. Καθώς οι αστυνομικοί απομάκρυναν τον Γκάρι, η γυναίκα του, η Μίσι, και το κοριτσάκι της, η Ρόνι, έτρεξαν καταπάνω του. Οι τρεις τους αγκαλιάστηκαν με πάθος, κλαίγοντας με λυγμούς. Δεν είχα ξαναδεί τον Γκάρι να κλαίει. Αν επρόκειτο για παράσταση, ήταν, για μια ακόμη φορά, εκπληκτική. Αν έπαιζε θέατρο μπροστά στο δικαστήριο, η υποκριτική του ήταν απόλυτα πειστική. Δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του, μέχρι τη στιγμή που δύο αστυνομικοί απέσπασαν τελικά τον Γκάρι από την οικογένειά του και τον οδήγησαν έξω από την αίθουσα.

Αν έπαιξε θέατρο, δεν είχε κάνει ούτε μια λάθος κίνηση. Ήταν τελείως απορροφημένος στον εναγκαλισμό με τη γυναίκα του και το κοριτσάκι του. Δεν έριξε ούτε μια ματιά στην αίθουσα του δικαστηρίου για να δει αν είχε θεατές. Το έπαιξε άψογα. Ή μήπως ο Γκάρι Μέρφι ήταν ένας αθώος, ο οποίος είχε μόλις καταδικαστεί για απαγωγή και φόνο;

Κεφάλαιο 67

Π ΙΕΣΗ, ΠΙΕΣΗ», τραγουδούσε η Τζέζι μαζί με τη μελωδία που άκουγε δυνατά μέσα στο κεφάλι της. Το δέρμα της ήταν τεντωμένο πάνω στο μέτωπο της, καθώς έπαιρνε τις στροφές κατεβαίνοντας το φιδωτό ορεινό δρόμο, χωρίς δισταγμούς ή φόβο. Πλάγιαζε την πανίσχυρη μοτοσικλέτα σε κάθε στροφή, διατηρώντας την τέταρτη ταχύτητα. Τα έλατα, τους βράχους που προεξείχαν και τα παμπάλαια τηλεφωνικά καλώδια, τα έβλεπε όλα θολά καθώς έτρεχε δίπλα τους. Τα πάντα ήταν φλου. Αισθανόταν σαν να βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση για πάνω από ένα χρόνο, μπορεί και για ολόκληρη τη ζωή της. Πλησίαζε η ώρα να εκραγεί. Κανένας δεν καταλάβαινε τι σήμαινε να βρίσκεσαι κάτω από τόση πίεση για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακόμη κι όταν ήταν παιδί, φοβόταν πάντα μήπως κάνει το παραμικρό λάθος· φοβόταν πως, αν δεν ήταν η τέλεια μικρή Τζέζι, δε θα την ξαναγαπούσε η μητέρα της και ο πατέρας της. Η Τέλεια Μικρή Τζέζι. «Το καλό δεν είναι αρκετά καλό» και «Το καλό είναι ο εχθρός του καλύτερου», συνήθιζε να της λέει ο πατέρας της σχεδόν κάθε μέρα. Κι έτσι η Τζέζι έγινε μια υπολογίστρια, αριστούχος μαθήτρια· έγινε η Μις Δημοφιλής· διακρινόταν σ' όποιον τομέα μπορούσε να διακριθεί. Ο Μπίλι Τζόελ είχε γράψει ένα τραγούδι πριν από μερικά χρόνια, το Pressure, που περιέγραφε κατά προσέγγιση την πίεση που έ-

νιώθε η Τζέζι κάθε μέρα της ζωής της. Έπρεπε να βρει τον τρόπο να πάψει να ζει έτσι και ίσως τώρα να τον είχε βρει. Η Τζέζι έβαλε τρίτη καθώς πλησίαζε το σπιτάκι δίπλα στη λίμνη. Όλα τα φώτα του σπιτιού ήταν αναμμένα. Εκτός απ' αυτό, τα πάντα γύρω από τη λίμνη φαίνονταν γαλήνια. Η επιφάνεια του νερού, στιλπνή και μαύρη, έμοιαζε να γίνεται ένα με τα γύρω βουνά. Όμως τα φώτα ήταν αναμμένα. Δεν τα είχε αφήσει αναμμένα. Η Τζέζι πήδηξε από τη μοτοσικλέτα και μπήκε γρήγορα στο σπίτι. Η μπροστινή πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Στο σαλόνι δεν υπήρχε κανείς. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε δυνατά. Έλεγξε την κουζίνα, μετά και τις δυο κρεβατοκάμαρες. Κανείς. Δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη πως κάποιος είχε μπει σε κάποιο δωμάτιο. Εκτός από τα φώτα. «Ποιος είναι εδώ;» Η πίσω πόρτα με τη σήτα ήταν απασφαλισμένη. Βγήκε έξω και κατευθύνθηκε προς την προβλήτα. Τίποτα. Κανείς. Το ξαφνικό φτερούγισμα ενός πουλιού ακούστηκε στ' αριστερά της. Πουλιά πέταξαν πάνω ακριβώς από την επιφάνεια του νερού. Η Τζέζι στάθηκε στην άκρη της προβλήτας κι έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. Το τραγούδι του Μπίλι Τζόελ συνέχιζε ν' ακούγεται μέσα στο κεφάλι της. Αυτοσαρκαστικό και βασανιστικό. «Πίεση. Πίεση». Μπορούσε να το νιώθει σε κάθε κύτταρο του κορμιού της. Κάποιος την άρπαξε. Πανίσχυρα χέρια σαν μέγκενη βρέθηκαν τυλιγμένα γύρω της. Η Τζέζι συγκράτησε μια κραυγή. Στη συνέχεια της έβαλαν κάτι στο στόμα της. Η Τζέζι εισέπνευσε. Αναγνώρισε ότι ήταν Κολομβιανός Χρυσός. Εξαιρετικής ποιότητας. Τράβηξε μια δεύτερη τζούρα. Χαλάρωσε λιγάκι μέσα στα δυνατά μπράτσα που την κρατούσαν. «Μου έλειψες», άκουσε μια φωνή να της λέει. Ο Μπίλι Τζόελ ούρλιαζε μες στο κεφάλι της. «Τι γυρεύεις εδώ;» ρώτησε τελικά η Τζέζι.

Μέρος Πέμπτο

Η Δεύτερη Έρευνα

Κεφάλαιο 68

Η ΜΑΓΚΙ ΡΟΟΥΖ ΝΤΑΝ βρισκόταν μες στο σκοτάδι πάλι. Μπορούσε να διακρίνει μορφές γύρω της. Ήξερε τι ήταν οι μορφές και πού βρισκόταν η ίδια, ακόμη και γιατί βρισκόταν εκεί. Σκεφτόταν πάλι ν' αποδράσει. Όμως η προειδοποίηση εμφανίστηκε απότομα μες στο κεφάλι της. Η προειδοποίηση πάντα. Αν δοκιμάσεις να το σκάσεις, δε θα σκοτωθείς, Μάγκι. Αυτό θα ήταν πολύ εύκολο. Θα βρεθείς πάλι κάτω από το χώμα. Θα γυρίσεις πίσω στο μικρό τάφο σου. Γι ' αυτό μην προσπαθήσεις ποτέ να το σκάσεις, Μάγκι Ρόουζ. Μην τολμήσεις ούτε καν να το διανοηθείς. Άρχιζε να ξεχνάει πολλά πια. Μερικές φορές δεν μπορούσε να θυμηθεί καλά καλά ποια ήταν. Της φαίνονταν όλα σαν ένα κακό όνειρο, σαν πολλοί εφιάλτες μαζί, ο ένας πίσω από τον άλλο. Η Μάγκι Ρόουζ αναρωτήθηκε αν την έψαχναν ακόμη η μητέρα και ο πατέρας της. Γιατί να την ψάχνουν ακόμη; Είχε περάσει τόσο πολύς καιρός από τότε που την είχαν απαγάγει. Η Μάγκι το καταλάβαινε αυτό. Ο κύριος Σόνετζι την είχε πάρει από το ιδιωτικό δημοτικό σχολείο. Αλλά μετά δεν τον ξαναείδε ποτέ. Υπήρχε μόνο η προειδοποίηση.

Κάποιες φορές ένιωθε σαν να ήταν απλώς η ηρωίδα μιας ιστορίας που είχε πλάσει με τη φαντασία της. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. Δεν ήταν πια πολύ σκοτεινά. Ερχόταν το ξημέρωμα. Δε θα δοκίμαζε ν' αποδράσει πάλι. Σιχαινόταν αυτή της την απόφαση, αλλά δεν ήθελε να ξαναβρεθεί ποτέ πια κάτω από το χώμα. Η Μάγκι Ρόουζ ήξερε τι ήταν όλες οι μορφές γύρω της. Ήταν παιδιά. Όλα μαζί σ' ένα δωμάτιο του σπιτιού. Από το οποίο δεν υπήρχε κανένας τρόπος διαφυγής.

Κεφάλαιο 69

Η ΤΖΕΖΙ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ στην Ουάσιγκτον μια εβδομάδα μετά το τέλος της δίκης. Έμοιαζε καλή εποχή για ξεκινήματα. Εγώ ήμουν έτοιμος. Ένας Θεός ήξερε μόνο πόσο έτοιμος ήμουν να προχωρήσω στη ζωή μου. Είπαμε κάποια πράγματα από το τηλέφωνο, αλλά όχι πάρα πολλά, για την ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Η Τζέζι μου είπε επίσης ένα πράγμα. Είπε ότι ήταν πραγματικά αλλόκοτο το ότι είχε επενδύσει τόσο πολύ στην καριέρα της και τώρα δεν την ενδιέφερε καθόλου. Μου είχε λείψει η Τζέζι περισσότερο απ' όσο είχα φανταστεί. Το μυαλό μου ήταν σ' αυτή στο διάστημα που ερευνούσα το φόνο δύο δεκατριάχρονων για ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια. Ο Σάμπσον κι εγώ πιάσαμε το δολοφόνο, ένα δεκαπεντάχρονο από μια συμμορία. Εκείνη την ίδια εβδομάδα μου πρόσφεραν μια θέση συντονιστή της τοπικής Αστυνομίας της Ουάσιγκτον με το FBI. Επρόκειτο για μια σημαντικότερη και καλύτερα αμειβόμενη θέση απ' αυτή που είχα, αλλά την αρνήθηκα επιτόπου. Ήταν η εξαγορά μου από τον Καρλ Μόνρο. Ευχαριστώ, δε θα πάρω. Τις νύχτες δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Η καταιγίδα που είχε αρχίσει μέσα στο κεφάλι μου από την πρώτη μέρα της απαγωγής βρισκόταν ακόμη εκεί. Αδυνατούσα να βγάλω τη Μάγκι Ρόουζ Νταν εντελώς έξω από τις σκέψεις μου. Δεν μπορούσα να παρατήσω αυτή την υπόθεση. Δεν το επέτρε-

πα στον εαυτό μου. Παρακολουθούσα οτιδήποτε και τα πάντα στις ασύρματες επικοινωνίες της αστυνομίας, μερικές φορές στις τρεις και στις τέσσερις το πρωί. Έπαιζα τον Άλεξ τον Ψυχολόγο στο παλιό λυόμενο πέρα στον Άγιο Αντώνιο. Ο Σάμπσον κι εγώ ήπιαμε μερικά κασόνια μπίρες μαζί. Έπειτα προσπαθήσαμε να ρίξουμε τα περιττά κιλά στο γυμναστήριο. Στο μεταξύ αφιερώναμε ατέλειωτες ώρες στη δουλειά. Πήγα με το αυτοκίνητο μου στο διαμέρισμα της Τζέζι τη μέρα που επέστρεψε. Στη διαδρομή άκουγα πάλι από το ραδιόφωνο τον Ντέρεκ Μαγκίντι. Τον αδερφό μου των ραδιοφωνικών εκπομπών. Η φωνή του ηρεμούσε το νευρικό μου σύστημα. Μια φορά, μάλιστα, είχα τηλεφωνήσει στη νυχτερινή εκπομπή του. Παραλλάσσοντας τη φωνή μου. Μίλησα για τη Μαρία, για τα παιδιά, για το ζόρι που τραβούσα τόσο καιρό. Όταν μου άνοιξε την πόρτα η Τζέζι, σάστισα από την εμφάνισή της. Είχε αφήσει τα μαλλιά της να μακρύνουν και ν' απλωθούν προς όλες τις κατευθύνσεις, έτσι ώστε να μοιάζουν με ηλιακή έκρηξη. Ήταν μαυρισμένη κι έμοιαζε τόσο υγιής, όσο κι ένας ναυαγοσώστης της Καλιφόρνιας τον Αύγουστο. Έδειχνε σαν να μην υπήρχε περίπτωση να πάει ποτέ κάτι στραβά στη ζωή της. «Φαίνεσαι ξεκούραστη», της είπα. Μέσα μου ένιωθα λίγο πικραμένος, για να είμαι ειλικρινής. Είχε φύγει μακριά πριν από το τέλος της δίκης. Χωρίς αποχαιρετισμούς. Χωρίς εξηγήσεις. Τι μου έλεγε αυτό για το χαρακτήρα της; Η Τζέζι ήταν πάντα λυγερή, αλλά τώρα ήταν πιο λεπτή και πιο γυμνασμένη. Οι κύκλοι, που τόσο συχνά υπήρχαν κάτω από τα μάτια της στη διάρκεια της έρευνας για την απαγωγή, είχαν εξαφανιστεί. Φορούσε ένα σορτς από τζιν και ένα παλιό φανελάκι που έγραφε: ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΘΑΜΠΩΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΦΥΪΑ ΣΟΥ, ΖΑΛΙΣΕ

ΤΟΥΣ ΜΕ ΜΑΛΑΚΙΕΣ. Ήταν εκθαμβωτική από κάθε άποψη. Μου χαμογέλασε τρυφερά. «Είμαι πολύ καλύτερα, Άλεξ. Νομίζω πως οι πληγές μου έχουν σχεδόν θεραπευτεί». Βγήκε στο κατώφλι της πόρτας κι έπεσε στην αγκαλιά μου. Κι εγώ αισθάνθηκα να θεραπεύονται λίγο και οι δικές

μου πληγές. Την κρατοΰσα και σκεφτόμουν ότι είχα ζήσει ολομόναχος σ' αυτό τον παράξενο πλανήτη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μπορούσα να με δω πάνω σ' αυτό το γυμνό σεληνιακό τοπίο. Από μένα εξαρτιόταν να βρω κάποιον καινούριο άνθρωπο για να είμαι μαζί του, κάποιον να ξαναγαπήσω. «Πες μου όλα όσα έγιναν. Πώς αισθάνεται κανείς όταν φεύγει μακριά από την καθημερινότητα;» τη ρώτησα. Τα μαλλιά της μοσχοβολούσαν δροσιά και καθαριότητα. Τα πάντα επάνω της έδειχναν καινούρια και αναζωογονημένα. «Είναι πολύ όμορφα να βρίσκεσαι μακριά από την καθημερινότητα. Είχα να βρεθώ χωρίς δουλειά από τότε που ήμουν δεκάξι χρονών. Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες. Μετά ήταν μια χαρά», μου είπε, με το κεφάλι της χωμένο ακόμη μέσα στο στήθος μου. «Ένα μόνο πράγμα μου έλειψε», ψιθύρισε. «Σε ήθελα εκεί μαζί μου. Αν αυτό ακούγεται μελό, λυπάμαι». Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που ήθελα ν' ακούσω. «Θα ερχόμουν», είπα. «Έπρεπε να το κάνω με τον τρόπο που το έκανα. Έπρεπε να σκεφτώ σε βάθος μια φορά. Δεν τηλεφώνησα σε κανέναν άλλο, Άλεξ. Σε κανέναν άλλο άνθρωπο. Ανακάλυψα πολλά για τον εαυτό μου. Μπορεί ακόμη και να βρήκα ποια είναι στην πραγματικότητα η Τζέζι Φλάναγκαν». Ανασήκωσα το πιγούνι της και κοίταξα μέσα στα μάτια της. «Πες μου τι ανακάλυψες. Πες μου ποια είναι η Τζέζι». Πιασμένοι από το χέρι, μπήκαμε μες στο σπίτι. Όμως η Τζέζι δε μίλησε πάρα πολύ για το ποια ήταν ή για το τι είχε ανακαλύψει για τον εαυτό της στο σπιτάκι της δίπλα στη λίμνη. Καταφύγαμε σε παλιές συνήθειες και σε κάποιες που, οφείλω να ομολογήσω, μου είχαν λείψει. Αναρωτιόμουν αν εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται για μένα και πόσο πολύ ήθελε να επιστρέψει στην Ουάσιγκτον. Χρειαζόμουν κάποια ένδειξη εκ μέρους της. Η Τζέζι άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο μου και δεν υπήρχε περίπτωση να τη σταματήσω. «Μου έλειψες πά-

ρα πολύ», ψιθύρισε πάνω στο στήθος μου. «Εγώ σου έλειψα, Αλεξ;» Αναγκάστηκα να χαμογελάσω. Η φυσική μου κατάσταση εκείνης της στιγμής αποτελούσε την προφανή απάντηση στην ερώτησή της. «Εσύ τι λες; Μάντεψε». Η Τζέζι κι εγώ το ρίξαμε λιγάκι στις σαρκικές απολαύσεις εκείνο το απόγευμα. Μου ερχόταν συνέχεια στο μυαλό η νύχτα που η Νάσιοναλ Σταρ εμφανίστηκε έξω από το δωμάτιο μας στο μοτέλ. Η Τζέζι ήταν, αναμφισβήτητα, λεπτότερη και πιο γυμνασμένη τώρα, αν και ήταν σ' εξαιρετική φόρμα πριν φύγει. Η Τζέζι ήταν, επίσης, μαυρισμένη σ' ολόκληρο το κορμί της. «Ποιος είναι πιο μαύρος;» τη ρώτησα και χαμογέλασα. «Εγώ σίγουρα. Μαύρη σαν βατόμουρο, όπως λένε στην περιοχή της λίμνης». «Με θαμπώνεις με την ευφυΐα σου», της είπα. «Χμμ. Για πόση ώρα μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Να μιλάμε και να κοιταζόμαστε χωρίς ν' αγγίζουμε ο ένας τον άλλο; Θα ξεκουμπώσεις τα υπόλοιπα κουμπιά του πουκαμίσου σου; Παρακαλώ». «Σε διεγείρει αυτό;» ρώτησα με κάπως βραχνή φωνή. «Φυσικά. Θα έλεγα, μάλιστα, να το βγάλεις κιόλας». «Υποτίθεται ότι θα μου έλεγες κάτι για το ποια είσαι και τι έμαθες στο ησυχαστήριο σου», της υπενθύμισα. Εξομολογητής και εραστής. Σέξι συνδυασμός από μόνος του. «Μπορείς να με φιλήσεις τώρα. Αν θέλεις, Άλεξ. Μπορείς να με φιλήσεις, χωρίς ν' αγγίζεις τίποτε άλλο εκτός από τα χείλια μου;» «Χμμ, δεν είμαι σίγουρος. Άσε με να γυρίσω λίγο από αυτή τη μεριά. Και λίγο από την άλλη. Προσπαθείς να με κάνεις να το βουλώσω, επί τη ευκαιρία;» «Γιατί να θέλω να το κάνω αυτό, δόκτορ-ντετέκτιβ;»

Κεφάλαιο 70

Ρ ί Χ Τ Η Κ Α ΠΑΛΙ με τα μοΰτρα στη δουλειά. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα έλυνα, κατά κάποιο τρόπο, την υπόθεση της απαγωγής. Ο Μαύρος Ιππότης δε θα το έβαζε κάτω. Μια καταθλιπτική, παγωμένη και βροχερή νΰχτα ξαναπήγα να μιλήσω με τη Νίνα Σέριζιερ. Η κόρη των Σέριζιερ εξακολουθούσε να είναι το μοναδικό πρόσωπο που είχε δει το «συνεργό» του Γκάρι Σόνετζι. Έτσι κι αλλιώς ήμουν περαστικός από τη γειτονιά. Ακριβώς. Γιατί βρισκόμουν στα γκέτο του Λάνγκλεϊ Τέρας, νΰχτα, μες στο παγωμένο ψιλόβροχο; Επειδή είχα καταντήσει ένας ανόητος, ο οποίος δεν μποροΰσε να βρει αρκετές πληροφορίες για μια απαγωγή που είχε γίνει πριν από δεκαοχτώ μήνες. Επειδή ήμουν ένας τελειομανής, ο οποίος ήταν έτσι εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια. Επειδή έπρεπε να μάθω τι ακριβώς είχε συμβεί στη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Επειδή δεν μπορούσα ν' αποφύγω το βλέμμα του Μάσταφ Σάντερς. Επειδή ήθελα να βρω την αλήθεια για τον Σόνετζι/Μέρφι. Ή έτσι, τουλάχιστον, έλεγα στον εαυτό μου. Η Γκλόρι Σέριζιερ δε χάρηκε ιδιαίτερα βλέποντάς με έξω από την πόρτα του σπιτιοΰ της. Στεκόμουν στο κατώφλι της για δέκα ολόκληρα λεπτά μέχρι να μου ανοίξει τελικά την πόρτα της. Είχα χτυπήσει τη φθαρμένη αλουμινένια επιφάνεια πέντ' έξι φορές.

«Ντετέκτιβ Κρος, είναι αργά, ξέρεις. Δεν έχουμε το δικαίωμα να συνεχίσουμε τη ζωή μας;» με ρώτησε καθώς μου άνοιγε τελικά. «Δε μας είναι εύκολο να ξεχάσουμε τους Σάντερς. Δε χρειαζόμαστε κι εσένα για να μας τους θυμίζεις κάθε τρεις και λίγο». «Το ξέρω», συμφώνησα με την ψηλή γυναίκα, που πλησίαζε τα πενήντα και μ' έκοβε από πάνω μέχρι κάτω. Αμυγδαλωτά μάτια. Όμορφα μάτια σ' ένα όχι και τόσο όμορφο πρόσωπο. «Πρόκειται για φόνους, όμως, κυρία Σέριζιερ, για φρικτούς φόνους». «Ο δολοφόνος έχει συλληφθεί», μου είπε. «Το ξέρεις αυτό, ντετέκτιβ Κρος; Το άκουσες; Διαβάζεις εφημερίδες;» Αισθανόμουν σαν ηλίθιος που βρισκόμουν πάλι εδώ. Νομίζω πως η κυρία Σέριζιερ υποπτευόταν ότι ήμουν τρελός. Ήταν έξυπνη κυρία. «Ω Χριστέ μου!» Κούνησα το κεφάλι μου και γέλασα δυνατά. «Ξέρεις, έχεις απόλυτο δίκιο. Έ χ ω τρελαθεί τελείως. Συγνώμη, πραγματικά δεν ξέρω τι μου γίνεται». Αυτό την αιφνιδίασε και η Γκλόρι Σέριζιερ μου χαμογέλασε. Ήταν ένα καλοπροαίρετο χαμόγελο που αποκάλυψε στραβά δόντια, ένα χαμόγελο που συναντάς μερικές φορές στα γκέτο. «Προσκάλεσε τούτον το φτωχό νέγρο να πιει έναν καφέ», είπα. «Είμαι τρελός, αλλά τουλάχιστον το ξέρω. Άνοιξε την πόρτα σου για μένα». «Εντάξει, εντάξει. Πέρνα μέσα, ντετέκτιβ. Θα κουβεντιάσουμε άλλη μια φορά, αλλά θα είναι η τελευταία». «Η τελευταία», συμφώνησα. Είχα καταφέρει να την κάνω μου μιλήσει, λέγοντάς της απλώς την αλήθεια για τον εαυτό μου. Ήπιαμε απαίσιο στιγμιαίο καφέ στη μικροσκοπική κουζίνα της. Εδώ που τα λέμε, τρελαινόταν να μιλάει. Η Γκλόρι Σέριζιερ μου έκανε όλων των ειδών τις ερωτήσεις για τη δίκη. Ήθελε να μάθει πώς είναι να σε δείχνει η τηλεόραση. Όπως πολύς κόσμος, ήταν περίεργη για την ηθοποιό Κάθριν Ρόουζ. Η Γκλόρι Σέριζιερ είχε μάλιστα και μια δική της, προσωπική θεωρία για την απαγωγή. «Δεν την έκανε αυτός ο άνθρωπος. Αυτός ο Γκάρι Σόνε-

τζι ή Μέρφι ή όποιος κι αν είναι τέλος πάντων. Του την έφερε κάποιος άλλος, θα δεις», είπε και γέλασε. Υποθέτω πως έβρισκε αστείο να μοιράζεται τις τρελές ιδέες της μ' έναν τρελό αστυνομικό της Ουάσιγκτον. «Κάνε μου μια τελευταία χάρη», είπα, γυρίζοντας τη συζήτηση σ' αυτό που πραγματικά μ' ενδιέφερε να κουβεντιάσω μαζί της. «Επανάλαβέ μου τι ε ί π ^ Νίνα ότι είδε «κείνο το βράδυ. Πες μου τι είπε η Νίνα σ' εσένα. Όσο γίνεται με μεγαλύτερη ακρίβεια». «Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» θέλησε να μάθει πρώτα. «Γιατί βρίσκεσαι εδώ στις δέκα η ώρα τη νύχτα;» «Δεν ξέρω γιατί, Γκλόρι». Ανασήκωσα τους ώμους μου και ήπια μια γουλιά από τον απαίσιο καφέ. «Ίσως επειδή έχω ανάγκη να μάθω γιατί διάλεξαν εμένα στο Μαϊάμι. Δεν ξέρω σίγουρα, αλλά, όπως βλέπεις, βρίσκομαι εδώ». «Σε τρέλανε αυτή η ιστορία, έτσι δεν είναι; Η απαγωγή εκείνων των παιδιών». «Ναι. Μ' έχει τρελάνει. Πες μου πάλι τι είδε η Νίνα. Πες μου για τον άντρα στο αυτοκίνητο μαζί με τον Γκάρι Σόνετζι». «Η Νίνα, από τότε που ήταν μικρή, λάτρευε να κάθεται στο παράθυρο της σκάλας μας», άρχισε πάλι την ιστορία η Γκλόρι. «Είναι το παράθυρο της Νίνας στον κόσμο· ήταν πάντα. Κουλουριαζόταν εκεί πέρα και διάβαζε ένα βιβλίο ή χάιδευε κάποια από τις γάτες της. Μερικές φορές απλώς χάζευε στο κενό. Βρισκόταν στο παράθυρο, όταν είδε το λευκό άντρα, τον Γκάρι Σόνετζι. Δε βλέπουμε πολλούς λευκούς άντρες στη γειτονιά. Μόνο μαύρους και κάποιους ισπανόφωνους πότε πότε. Έτσι αυτός τράβηξε την προσοχή της. Όσο πιο πολύ τον παρατηρούσε, τόσο πιο περίεργος της φαινόταν. Όπως σου είπε. Αυτός παρακολουθούσε το σπίτι των Σάντερς. Σαν να κατασκόπευε το σπίτι ή κάτι τέτοιο. Και ο άλλος άντρας, εκείνος που ήταν μες στο αυτοκίνητο, παρακολουθούσε αυτόν που παρακολουθούσε το σπίτι». Μπίνγκο. Το κουρασμένο, παραφορτωμένο μυαλό μου κατάφερε, περιέργως, να πιάσει τη φράση-κλειδί σ' αυτά που είχε μόλις πει η Γκλόρι. Η Γκλόρι Σέριζιερ ήταν πανέτοιμη να συνεχίσει, αλλά τη σταμάτησα. «Μόλις είπες ότι ο άντρας στο αυτοκίνητο

παρακολουθούσε τον Γκάρι Σόνετζι. Είπες πως τον παρακολουθούσε». «Έτσι είπα; Έτσι φαίνεται. Τα είχα μπερδέψει. Νόμιζα ότι η Νίνα έλεγε πως οι άντρες ήταν μαζί. Σαν ομάδα πωλητών, πλασιέ ή κάτι τέτοιο. Ξέρεις, όπως έρχονται και τη στήνουν σε κάποιο δρόμο μερικές φορές. Αλλά τότε μου είπε ότι ο άντρας στο αυτοκίνητο παρακολουθούσε τον άλλο. Αυτό νομίζω πως μου είχε πει. Είμαι σχεδόν σίγουρη. Άσε να φωνάξω τη Νίνα. Δεν είμαι πια τόσο σίγουρη». Σε λίγο καθόμαστε και συζητούσαμε οι τρεις μας. Η κυρία Σέριζιερ με βοήθησε παρακινώντας τη Νίνα και τελικά η κόρη της συνεργάστηκε. Ναι, ήταν σίγουρη πως ο άντρας στο αυτοκίνητο παρακολουθούσε τον Γκάρι Σόνετζι. Εκείνος ο άντρας δεν ήταν μαζί με τον Σόνετζι. Η Νίνα Σέριζιερ θυμόταν ξεκάθαρα ότι ο άντρας στο αυτοκίνητο παρακολουθούσε τον άλλο άντρα. Δεν ήξερε αν ήταν λευκός ή μαύρος ο δεύτερος άντρας που παρακολουθούσε τον άλλο. Δεν το είχε αναφέρει προηγουμένως, επειδή δεν της φάνηκε σημαντικό και η αστυνομία θα της έκανε περισσότερες ερωτήσεις. Όπως τα περισσότερα παιδιά στο Σάουθ-Ιστ, η Νίνα μισούσε τους αστυνομικούς και τους φοβόταν. Ο άντρας στο αυτοκίνητο παρακολουθούσε τον Γκάρι Σόνετζι. Ίσως να υπήρχε τελικά κάποιος «συνεργός», αλλά κάποιος που να παρακολουθούσε τον Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι την ώρα που εκείνος κατασκόπευε μελλοντικά του θύματα; Ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός;

Κεφάλαιο 71

Μ Ο Υ ΕΠΕΤΡΕΨΑΝ να επισκεφθώ τον Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι, αλλά μόνο σε σχέση με τις έρευνες για τους φόνους των Σάντερς και των Τέρνερ. Μπορούσα να τον βλέπω για εγκλήματα που πιθανότατα δε θα εκδικάζονταν ποτέ, όμως όχι για κάποιο που θα μπορούσε να μείνει άλυτο για πάντα. Έτσι δουλεύει η γραφειοκρατία. Είχα ένα φίλο στη φυλακή Φόλστον, όπου ήταν φυλακισμένος ο Γκάρι. Ήξερα τον Γουάλας Χαρτ, διευθυντή του •ψυχιατρείου της φυλακής, από την εποχή που μπήκα στην Αστυνομία της Ουάσιγκτον. Ο Γουάλας με περίμενε στον προθάλαμο τόυ παλιού ιδρύματος. «Μου αρέσει αυτού του είδους η εκδήλωση προσωπικού ενδιαφέροντος», είπα καθώς έσφιγγα το χέρι του. «Είναι η πρώτη φορά, βέβαια, που απολαμβάνω κάτι τέτοιο». «Είσαι μια διασημότητα τώρα, Άλεξ. Σε είδα στην τηλεόραση». Ο Γουάλας είναι ένας μικρόσωμος μαύρος με εμφάνιση καθηγητή, ο οποίος φοράει γυαλιά με στρογγυλούς, χοντρούς φακούς και φαρδιά μπλε σοβαρά κοστούμια. Είναι σαν διασταύρωση του Τζορτζ Ουάσιγκτον Κάρβερ με τον Γούντι Άλεν. Μοιάζει σαν να είναι και μαύρος και Εβραίος. «Πώς σου φαίνεται ο Γκάρι μέχρι στιγμής;» ρώτησα τον Γουάλας καθώς παίρναμε το ασανσέρ της φυλακής για τον όροφο υψίστης ασφαλείας. «Υπόδειγμα κρατουμένου;»

«Πάντα είχα αδυναμία στους ψυχοπαθείς, Άλεξ. Φαντάσου τη ζωή χωρίς τους πραγματικούς κακούς. Θα ήταν πολΰ βαρετή». «Απ' ό,τι καταλαβαίνω, δε μασάς την πιθανότητα των πολλαπλών προσωπικοτήτων;» «Πιστεΰω ότι είναι μία πιθανότητα, αλλά πολΰ ισχνή. Όμως, όπως και να έχει το πράγμα, ο κακός μέσα του είναι πραγματικά κακός. Και εκπλήσσομαι που κατέληξε στη στενή. Εκπλήσσομαι που πιάστηκε». «Θέλεις ν' ακούσεις μια κουφή θεωρία;» είπα. «Ο Γκάρι Μέρφι έπιασε τον Σόνετζι. Ο Γκάρι Μέρφι δεν άντεχε τον Σόνετζι κι έτσι φρόντισε να τον πιάσουν». Ο Γουάλας μου χαμογέλασε. Είχε ένα πολΰ μεγάλο χαμόγελο, όλο δόντια, για ένα τόσο μικρό πρόσωπο. «Μ' αρέσει πολΰ το τρελό σου μυαλό, Άλεξ. Όμως το πιστεύεις πραγματικά αυτό; Η μια πλευρά να προδίδει την άλλη;» «Όχι. Απλά ήθελα να δω αν θα το πίστευες εσύ. Εγώ αρχίζω να πιστεΰω πως είναι ένας ψυχοπαθής με τα όλα του. Θέλω μόνο να καταλάβω πόσο πολΰ ψυχοπαθής είναι. Όταν τον έβλεπα, αυτό που είδα ήταν μια αναμφισβήτητη διαταραχή παρανοϊκής προσωπικότητας». «Θα συμφωνήσω μ' αυτό. Είναι καχύποπτος, απαιτητικός, αλαζονικός, φιλόδοξος. Όπως σου είπα, τον λατρεΰω αυτό τον τΰπο». Σοκαρίστηκα λιγάκι όταν είδα τον Γκάρι αυτή τη φορά. Τα μάτια του θαρρείς και είχαν βυθιστεί μέσα στο κρανίο του. Οι βολβοί των ματιών τον ήταν κατακόκκινοι λες και υπέφερε από επιπεφυκίτιδα. Η επιδερμίδα του ήταν τσιταρισμένη πάνω σ' όλο του το πρόσωπο. Είχε χάσει πολΰ βάρος, μπορεί και δεκαπέντε κιλά, και δεν ήταν ποτέ του παχΰς. «Τι να κάνουμε, έχω λίγη κατάθλιψη. Γεια σου, δόκτορ». Έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου και μου μίλησε από το κρεβάτι του. Ήταν πάλι ο Γκάρι Μέρφι. Έτσι έδειχνε, τουλάχιστον. «Γεια σου, Γκάρι», είπα. «Δεν μπορούσα να μείνω μακριά σου». «Πέρασε πολΰς καιρός χωρίς επισκέψεις. Θα πρέπει να θέλεις κάτι. Άσε με να μαντέψω... Γράφεις ένα βιβλίο για μένα. Θέλεις να γίνεις η επόμενη Ανν Ρουλ;»

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Ήθελα να έρθω να σε δω πολύ νωρίτερα, αλλά έπρεπε να πάρω πρώτα άδεια από το δικαστήριο. Βρίσκομαι εδώ για να μιλήσουμε για τους φόνους των Σάντερς και των Τέρνερ, για να πω την αλήθεια». «Σοβαρά;» Έδειχνε καταπτοημένος και η συμπεριφορά του ήταν αδιάφορη και παθητική. Δε μου άρεσε το πώς φαινόταν. Μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι ίσως η προσωπικότητά του να βρισκόταν στα πρόθυρα της πλήρους διάλυσης. «Στην πραγματικότητα μου επιτρέπεται να σου μιλήσω μόνο για τους φόνους των Σάντερς και των Τέρνερ. Έτσι λέει η απόφαση του δικαστηρίου. Όμως θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε και για τη Βίβιαν Κιμ, αν θέλεις». «Τότε δεν έχουμε πολλά να πούμε. Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτούς τους φόνους. Δεν έχω διαβάσει καν τις εφημερίδες. Σου τ' ορκίζομαι στη ζωή της κόρης μου. Ίσως να ξέρει ο φίλος μας ο Σόνετζι. Όχι εγώ, Άλεξ». Ένιωθε μεγάλη άνεση να με αποκαλεί Άλεξ. Είναι ωραία να ξέρεις ότι μπορείς να κάνεις φίλους οπουδήποτε. «Ο δικηγόρος σου πρέπει να σου έχει εξηγήσει τις υποθέσεις των δολοφονιών. Μπορεί να γίνει κι άλλη δίκη φέτος». «Δε θα δω πια άλλους δικηγόρους. Αυτά δεν έχουν καμία σχέση μ' εμένα. Εξάλλου αυτές οι υποθέσεις δε θα εκδικαστούν. Στοιχίζει πολύ». «Γκάρι». Του μιλούσα σαν να ήταν ασθενής μου. «Θα ήθελα να σε υπνωτίσω πάλι. Θα υπογράψεις τα χαρτιά, αν κανονίσω όλες τις άλλες βλακείες; Είναι πολύ σημαντικό για μένα να μιλήσω με τον Σόνετζι. Άσε με να προσπαθήσω να μιλήσω μαζί του». Ο Γκάρι Μέρφι χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. Τελικά έγνεψε καταφατικά. «Για να είμαι ειλικρινής, θα ήθελα να του μιλήσω κι εγώ», είπε. «Αν μπορούσα, θα τον σκότωνα. Θα σκότωνα τον Σόνετζι. Όπως, υποτίθεται, ότι έχω σκοτώσει όλους αυτούς τους άλλους». Αργά εκείνο το απόγευμα πήγα να δω τον πρώην μυστικό πράκτορα Μάικ Ντιβάιν. Ο Ντιβάιν ήταν ο ένας από τους

δύο πράκτορες στους οποίους είχε ανατεθεί η ασφάλεια του υπουργού Γκόλντμπεργκ και της οικογένειάς του. Ήθελα να τον ρωτήσω σχετικά με τη θεωρία του «συνεργού». Ο Μάικ Ντιβάιν είχε βγει εθελοντικά στη σύνταξη έναν περίπου μήνα μετά την απαγωγή. Επειδή ήταν ακόμη γύρω στα σαράντα πέντε, υπέθετα πως τον είχαν εξωθήσει σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Μιλήσαμε για μια. δυο ώρες έξω, στην πέτρινη βεράντα του, που είχε θέα στον ποταμό Ποτόμακ. Ήταν ένα καλόγουστο και περιποιημένο διαμέρισμα, για άντρα που ζούσε μόνος του τώρα. Ο Ντιβάιν ήταν μαυρισμένος και φαινόταν ξεκούραστος. Αποτελούσε μια από τις καλύτερες ζωντανές διαφημίσεις που είχα δει για να εγκαταλείψεις τη δουλειά του αστυνομικού εγκαίρως. Μου θύμιζε λίγο τον Τράβις Μαγκί στα μυθιστορήματα του Τζον Μακντόναλντ. Είχε αρμονικές αναλογίες κι ένα πρόσωπο που έδειχνε έντονη προσωπικότητα. Σκέφτηκα πως θα είχε επιτυχίες στη χώρα της πρόωρης συνταξιοδότησης: εμφάνιση κινηματογραφικού ήρωα, άφθονα, σγουρά, καστανά μαλλιά, εύκολο χαμόγελο και ιστορίες για να διηγείται με το τσουβάλι. «Το συνεργάτη μου κι εμένα μας έδιωξαν, ξέρεις», μου εξομολογήθηκε ο Ντιβάιν ύστερα από μερικές μπίρες. «Μια μαλακία που έτυχε να εξελιχθεί σε Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο και γίναμε και οι δυο παρελθόν για τη Μυστική Υπηρεσία. Ούτε καν το αφεντικό μας δε μας υποστήριξε». «Ήταν μια υπόθεση που πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Φαντάζομαι πως θα έπρεπε να υπάρχουν οι ήρωες και οι κακοί». Έλεγα τις συνηθισμένες, ανόητες φιλοσοφίες, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε με μια κρύα μπίρα στο χέρι του. «Ίσως να είναι καλύτερα έτσι», το φιλοσόφησε και ο Μάικ Ντιβάιν. «Σκέφτεσαι ποτέ ν' αρχίσεις από την αρχή, να κάνεις κάτι άλλο, όσο έχεις ακόμη την ενεργητικότητα; Πριν προσβληθείς από Αλτσχάιμερ;» «Έχω σκεφτεί το ελεύθερο επάγγελμα του ψυχολόγου», είπα στον Ντιβάιν. «Είμαι ψυχολόγος. Κάνω ακόμη λίγη δωρεάν εργασία στα γκέτο». «Όμως αγαπάς την αστυνομική δουλειά πάρα πολύ για να την αφήσεις;» Ο Μάικ Ντιβάιν χαμογέλασε και μισό-

κλείσε τα μάτια του, κάτω από το φως του ήλιου που έδυε και αντανακλούσε πάνω στα νερά. Γκρίζα θαλασσοπούλια με λευκό στήθος πετούσαν δίπλα ακριβώς από τη βεράντα. Όμορφα. Τα πάντα σ' αυτό το διαμέρισμα ήταν όμορφα. «Κοίταξε, Μάικ, θα ήθελα να εξετάσω άλλη μια φορά εκείνες τις τελευταίες μέρες πριν από την απαγωγή», του είπα. «Είσαι βαριά βαρεμένος, Άλεξ. Τα έχω εξετάσει όλα, εκατοστό εκατοστό. Πίστεψέ με, δεν υπάρχει τίποτα. Είναι χέρσο έδαφος. Δε φυτρώνει τίποτα. Δοκίμασα και ξαναδοκίμασα και τελικά τα παράτησα». «Σε πιστεύω. Αλλά εξακολουθεί να μ' ενδιαφέρει ένα αυτοκίνητο σεντάν, πρόσφατο μοντέλο, που ενδέχεται να εμφανίστηκε στο Ποτόμακ. Μάλλον Ντοτζ», είπα. Ήταν το αυτοκίνητο που η Νίνα Σέριζιερ θυμόταν παρκαρισμένο στο Λάνγκλεϊ Τέρας. «Πρόσεξες ποτέ ένα μπλε ή μαύρο σεντάν παρκαρισμένο στη λεωφόρο Σορέλ; Ή οπουδήποτε κοντά στο σχολείο;» «Όπως σου είπα, κοίταξα και ξανακοίταξα τα καθημερινά μας ημερολόγια. Δεν υπήρχε κανένα μυστηριώδες αυτοκίνητο. Μπορείς να δεις τα ημερολόγια και μόνος σου». «Τα έχω δει», του είπα και γέλασα με το φαινομενικό αδιέξοδο της προσπάθειάς μου. Ο Μάικ Ντιβάιν κι εγώ κουβεντιάσαμε λίγο ακόμη. Δεν μπορούσε να θυμηθεί κανένα καινούριο στοιχείο. Στο τέλος τον άκουγα να μου εγκωμιάζει τη ζωή στην παραλία, το ψάρεμα στα νησιά, το γκολφ. Η καινούρια του ζωή μόλις άρχιζε. Είχε ξεπεράσει την απαγωγή Νταν-Γκόλντμπεργκ πολύ καλύτερα από μένα. Όμως κάτι εξακολουθούσε να μ' ενοχλεί. Η περίπτωση του «συνεργού» ή του «παρακολουθούντος». Επιπλέον, είχα μια περίεργη αίσθηση για τον Ντιβάιν και το συνεργάτη του. Μια άσχημη αίσθηση. Κάτι μου έλεγε πως ήξεραν περισσότερα απ' όσα ήταν διατεθειμένοι να πουν σε οποιονδήποτε. Όσο βρισκόμουν ακόμη σ' αυτό το κλίμα, αποφάσισα να επικοινωνήσω με τον πρώην συνεργάτη του Ντιβάιν, τον Τσαρλς Τσάκλι, αργότερα εκείνο το βράδυ. Μετά την απο-

χώρησή του από τη Μυστική Υπηρεσία ο Τσάκλι και η οικογένειά του είχαν εγκατασταθεί στο Τέμπε της Αριζόνας. Ήταν μεσάνυχτα στην Ουάσιγκτον· δέκα το βράδυ στο Τέμπε. Όχι πολΰ αργά, σκέφτηκα. «Τσαρλς Τσάκλι; Είμαι ο ντετέκτιβ Άλεξ Κρος και τηλεφωνώ από την Ουάσιγκτον», είπα όταν σήκωσε το τηλέφωνο. Επακολούθησε μια παύση, μια αμήχανη σιωπή, μέχρι να μου απαντήσει. Έπειτα ο Τσάκλι έγινε εχθρικός —πράγμα που μου φάνηκε πολύ παράξενο. Η αντίδρασή του έκανε ακόμη εντονότερο αυτό που μου έλεγε το ένστικτο μου για τον ίδιο και το συνεργάτη του. «TL στο διάβολο θέλεις;» ξέσπασε. «Γιατί μου τηλεφωνείς εδώ; Έ χ ω βγει στη σύνταξη πια. Προσπαθώ ν' αφήσω ό,τι συνέβη πίσω μου. Άσε με ήσυχο, που να πάρει ο διάβολος. Κρατήσου μακριά από μένα και την οικογένειά μου». «Κοίταξε, λυπάμαι που σ' ενοχλώ...» άρχισα να δικαιολογούμαι. Με διέκοψε. «Τότε μη μ' ενοχλείς. Δεν είναι δύσκολο, Κρος. Χάσου από τη ζωή μου». Έφερα στο μυαλό μου την εικόνα του Τσαρλς Τσάκλι καθώς του μιλούσα. Τον θυμόμουν από τις μέρες αμέσως μετά την απαγωγή. Ήταν μόνο πενήντα ενός, αλλά φαινόταν πάνω από εξήντα. Μεγάλη κοιλιά από τις πολλές μπίρες. Τα περισσότερα από τα μαλλιά του είχαν πέσει. Θλιμμένο, κάπως απόμακρο βλέμμα. Ο Τσάκλι αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα του κακού που μπορούσε να σου προκαλέσει αυτή η δουλειά αν της το επέτρεπες. «Δυστυχώς, μου έχουν αναθέσει κάποιες υποθέσεις δολοφονιών», του είπα, ελπίζοντας να δείξει κατανόηση. «Είναι μπλεγμένος σ' αυτές και ο Σόνετζι/Μέρφι. Γύρισε για να σκοτώσει τη δασκάλα από το σχολείο. Τη Βίβιαν Κιμ». «Νόμιζα πως δεν ήθελες να μ' ενοχλήσεις. Κοίτα, γιατί δεν προσποιείσαι ότι δε μου τηλεφώνησες ποτέ; Τότε θα προσποιηθώ κι εγώ πως δε σήκωσα ποτέ το τηλέφωνο. Γίνομαι όλο και καλύτερος στο παιχνίδι "ας προσποιηθούμε", εδώ έξω, στην έρημο». «Κοίταξε, θα μπορούσα να βγάλω μια έγγραφη δικαστική πρόσκλίνση. Ξέρεις ότι μπορώ να το κάνω αυτό. Θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτή την κουβέντα στην Ουάσιγκτον.

Ή θα μπορούσα να πεταχτώ με το αεροπλάνο εκεί και να έρθω στο σπίτι σου στο Τέμπε. Να περάσω για μπάρμπεκιου κάποιο βράδυ». «Τι σ' έχει πιάσει, γαμώ το; Τι έχεις πάθει, Κρος; Η υπόθεση έχει κλείσει. Άσ' την ήσυχη κι άσε με κι εμένα ήσυχο, που να πάρει ο διάβολος!» Υπήρχε κάτι πολύ περίεργο στον τόνο του Τσάκλι. Ακουγόταν έτοιμος να εκραγεί. «Απόψε μίλησα με το συνεργάτη σου», είπα. Αυτό τον κράτησε στη γραμμή. «Και λοιπόν; Μίλησες με τον Μίκι Ντιβάιν. Κι εγώ μιλάω μαζί του πότε πότε». «Χαίρομαι και για τους δυο σας. Θα σε αφήσω ήσυχο σ' ένα λεπτό. Απάντησέ μου μόνο σε μια ή δυο ερωτήσεις». «Μια ερώτηση. Τίποτε άλλο», είπε τελικά ο Τσάκλι. «Θυμάσαι να είδες ποτέ κάποιο σκούρο σεντάν, πρόσφατο μοντέλο, παρκαρισμένο στη λεωφόρο Σορέλ; Οπουδήποτε κοντά στο σπίτι των Γκόλντμπεργκ ή των Νταν; Ίσως μια εβδομάδα περίπου πριν από την απαγωγή;» «Όχι, που να πάρει ο διάολος. Για τ' όνομα του Θεού, όχι. Οτιδήποτε έξω από τα συνηθισμένα θα είχε καταγραφεί στο ημερολόγιο μας. Η υπόθεση απαγωγής έχει κλείσει. Για μένα αποτελεί παρελθόν. Το ίδιο κι εσύ, ντετέκτιβ Κρος». Ο Τσάκλι μου το έκλεισε. Ο τόνος της συζήτησης υπήρξε πολύ παράξενος. Το άλυτο πρόβλημα του «παρακολουθούντος» μού έσπαζε λιγάκι τα νεύρα. Ήταν ένα σημαντικό κενό. Πολύ σημαντικό για να το αγνοήσεις, αν ήθελες να λέγεσαι ντετέκτιβ. Έπρεπε να μιλήσω με την Τζέζι για τον Μάικ Ντιβάιν και τον Τσάρλι Τσάκλι και για τα ημερολόγια που κρατούσαν. Κάτι πήγαινε στραβά μ' αυτούς τους δυο. Σίγουρα έκρυβαν κάποια πράγματα.

Κεφάλαιο 72

Η ΤΖΕΖΙ ΚΙ ΕΓΩ περάσαμε τη μέρα στο σπιτάκι της δίπλα στη λίμνη. Η Τζέζι ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει. Να μου πει πώς είχε αλλάξει, τι είχε ανακαλύψει για τον εαυτό της στη διάρκεια της παραμονής της εκεί. Δύο πάρα πολύ παράξενα πράγματα συνέβησαν εκεί κάτω, στη Μέση του Πουθενά, στη Βόρεια Καρολίνα. Φύγαμε από την Ουάσιγκτον στις πέντε τα ξημερώματα και φτάσαμε στη λίμνη λίγο πριν από τις οχτώ και μισή. Ήταν τρεις Δεκεμβρίου, αλλά θα μπορούσε να είναι πρώτη Οκτωβρίου. Η θερμοκρασία ήταν γύρω στους είκοσι τρεις βαθμούς όλο το απόγευμα και φυσούσε ένα γλυκό αεράκι απ' το βουνό. Τα κελαηδίσματα δεκάδων διαφορετικών πουλιών γέμιζαν τον αέρα. Οι παραθεριστές του καλοκαιριού είχαν φύγει πια, έτσι είχαμε όλη τη λίμνη στη διάθεσή μας. Έ ν α και μοναδικό ταχύπλοο έκανε βόλτες στη λίμνη για καμιά ώρα, με τη μεγάλη του εξωλέμβιο ν' ακούγεται σαν αγωνιστικό αυτοκίνητο σε αγώνες ταχύτητας του αμερικανικού πρωταθλήματος. Κατά τ' άλλα ήμαστε μόνο οι δυο μας. Είχαμε συμφωνήσει να μη βιαστούμε να θίξουμε κάποιο σοβαρό θέμα. Ούτε για την Τζέζι ούτε για τον Ντιβάιν και τον Τσάκλι ούτε για τις τελευταίες μου θεωρίες σχετικά με την απαγωγή. Αργά το απόγευμα η Τζέζι κι εγώ πήγαμε για μια μεγά-

λη βόλτα στο κοντινό δάσος με τα κωνοφόρα. Ακολουθούσαμε ένα πεντακάθαρο ποταμάκι, που σκαρφάλωνε μέσα στα βουνά. Η Τζέζι δε φορούσε καθόλου μεϊκάπ και τα μαλλιά της ήταν λυμένα και ελεύθερα. Φορούσε κομμένο τζιν κι ένα μπλουζάκι χωρίς μανίκια του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια. Τα μάτια της είχαν ένα πανέμορφο μπλε χρώμα, που ανταγωνιζόταν αυτό του ουρανού. «Σου είπα ότι ανακάλυψα πολλά για τον εαυτό μου εδώ κάτω, Άλεξ», μου είπε η Τζέζι καθώς προχωρούσαμε βαθύτερα μέσα στο δάσος. Μιλούσε απαλά. Σχεδόν σαν παιδί. Άκουγα προσεκτικά όσα έλεγε. Ήθελα να ξέρω τα πάντα για την Τζέζι. «Θέλω να σου μιλήσω για μένα. Είμαι έτοιμη να μιλήσω τώρα», είπε. «Αισθάνομαι την ανάγκη να σου πω τα γιατί και τα πώς και όλα τ' άλλα». Έγνεψα καταφατικά και την άφησα να συνεχίσει. «Ο πατέρας μου... ο πατέρας μου ήταν ένας αποτυχημένος. Για τα δικά του κριτήρια. Είχε την εξυπνάδα των ανθρώπων που μεγάλωσαν στους δρόμους. Μπορούσε να σταθεί άνετα σε κοινωνικό επίπεδο —όταν ήθελε. Ήταν όμως παιδί ανθρώπων της εργατικής τάξης κι αυτό βάραινε πολύ στους ώμους του. Η αρνητική στάση του απέναντι στη ζωή τον έμπλεκε συνέχεια σε φασαρίες. Δεν ενδιαφερόταν για τις επιπτώσεις που είχε αυτό πάνω στη μητέρα μου και σ' εμένα. Μετά τα σαράντα του άρχισε να πίνει πολύ. Στο τέλος της ζωής του δεν είχε ούτε ένα φίλο. Στην πραγματικότητα, δεν είχε πια ούτε οικογένεια. Φαντάζομαι πως γι' αυτό αυτοκτόνησε... Ο πατέρας μου αυτοκτόνησε, Άλεξ. Αυτοκτόνησε μέσα στο υπηρεσιακό του αυτοκίνητο. Δεν υπήρξε καμία καρδιακή προσβολή στο σιδηροδρομικό σταθμό. Αυτό είναι ένα ψέμα που λέω από τότε που ήμουν φοιτήτρια». Για λίγο συνεχίζαμε να βαδίζουμε σιωπηλοί. Η Τζέζι μου είχε μιλήσει για τη μητέρα και τον πατέρα της μια ή δυο φορές. Ήξερα για το πρόβλημά τους με το αλκοόλ, όμως δεν την πίεζα να μου πει περισσότερα —κυρίως επειδή δεν μπορούσα να είμαι ο ψυχολόγος της Τζέζι. Σκεφτόμουν πως θα μου μιλούσε όταν θα αισθανόταν έτοιμη για να το κάνει. «Δεν ήθελα να γίνω μια αποτυχημένη, όπως ο πατέρας μου ή η μητέρα μου. Έτσι έβλεπαν τον εαυτό τους, Άλεξ.

Έτσι μιλούσαν όλη την ώρα. Όχι μικρή υπόληψη για τον εαυτό τους —καμία υπόληψη. Δεν μπορούσα ν' αφήσω τον εαυτό μου να καταντήσει έτσι». «Εσύ πώς τους βλέπεις;» «Ως αποτυχημένους, υποθέτω». Έ ν α μικρό χαμόγελο συνόδευσε την παραδοχή της. Έ ν α οδυνηρά ειλικρινές χαμόγελο. «Ήταν και οι δυο απίστευτα έξυπνοι, Άλεξ. Ήξεραν τα πάντα για τα πάντα. Διάβαζαν κάθε βιβλίο που κυκλοφορούσε. Μπορούσαν να σου μιλήσουν για οποιοδήποτε θέμα. Έχεις πάει ποτέ στην Ιρλανδία;» «Έχω πάει μια φορά στην Αγγλία, για δουλειά της αστυνομίας. Αυτή ήταν η μοναδική φορά που βρέθηκα στην Ευρώπη. Δε μου περίσσευαν ποτέ τα λεφτά για να ξαναπάω». «Σε μερικά χωριά της Ιρλανδίας οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά καλλιεργημένοι, όμως ζουν σε φρικτή φτώχεια. Εκεί βλέπεις εκείνα τα "λευκά γκέτο". Κάθε τρία μαγαζιά κι ένα παμπ. Υπάρχουν απίστευτα πολλοί μορφωμένοι αποτυχημένοι σ' εκείνη τη χώρα. Δεν ήθελα να γίνω ένας ακόμη έξυπνος αλλά αποτυχημένος άνθρωπος. Σου έχω μιλήσει γι' αυτό μου το φόβο. Αυτό για μένα θα ήταν κόλαση... Ζόρισα αφάνταστα τον εαυτό μου στο πανεπιστήμιο. Έπρεπε να είμαι η πρώτη, άσχετα από το κόστος. Έπειτα το ίδιο στο υπουργείο Οικονομικών. Ξεχώρισα, ξεχώρισα άνετα. Αισθανόμουν ευτυχισμένη με την καριέρα μου, με τη ζωή μου». «Όμως όλα αυτά διαλύθηκαν μετά την απαγωγή Γκόλντμπεργκ-Νταν. Έγινες ο αποδιοπομπαίος τράγος. Δεν ήσουν πια το χρυσό κορίτσι». «Από τη μια στιγμή στην άλλη έπαψα να υπάρχω. Πράκτορες μιλούσαν πίσω από την πλάτη μου. Τελικά παραιτήθηκα, εγκατέλειψα τη Μυστική Υπηρεσία· δεν είχα άλλη επιλογή. Ήταν άδικο. Κατέφυγα εδώ πέρα. Για να βρω ποια είμαι. Έπρεπε να το κάνω αυτό εν^ρλώς μόνη μου». Η Τζέζι ήρθε κοντά μου και μ' αγκάλιασε μέσα στην καρδιά του δάσους. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς, πολύ ήσυχα. Πρώτη φορά την έβλεπα να κλαίει. Την κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου. Δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε τόσο κοντά της. Ήξερα ότι μου έλεγε μερικές σκληρές αλήθειες.

Όφειλα να της πω κι εγώ με τη σειρά μου κάποιες σκληρές αλήθειες. Βρισκόμαστε στους πρόποδες ενός απομονωμένου λόφου, μιλούσαμε χαμηλόφωνα, όταν αντιλήφθηκα κάποιον να μας παρακολουθεί μέσα από το δάσος. Κράτησα το κεφάλι μου εντελώς ακίνητο, αλλά τα μάτια μου στράφηκαν προς τα δεξιά. Κάποιος βρισκόταν μέσα στα δέντρα. Κάποιος μας παρακολουθούσε. «Κάποιος βρίσκεται εκεί πάνω, Τζέζι. Στην άκρη ακριβώς αυτού του λόφου στα δεξιά μας», της ψιθύρισα. Η Τζέζι δε γύρισε να κοιτάξει προς εκείνη την κατεύθυνση. Εξακολουθούσε να είναι αστυνομικός. «Είσαι σίγουρος, Άλεξ;» με ρώτησε. «Είμαι σίγουρος. Έ χ ε μου εμπιστοσύνη. Ας χωριστούμε», είπα. «Αν αυτός, όποιος κι αν είναι, αρχίσει να τρέχει, θα τον κυνηγήσουμε». Χωρίσαμε και κινηθήκαμε έτσι, ώστε να κυκλώσουμε το λόφο όπου είχα δει αυτόν που παρακολουθούσε. Αυτό μάλλον τον μπέρδεψε. Το έβαλε στα πόδια! Ήταν άντρας. Φορούσε αθλητικά παπούτσια και μια σκούρα φόρμα με κουκούλα, που ταίριαζε με τα χρώματα των δέντρων. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω το ύψος ή τη διάπλασή του. Όχι ακόμη. Η Τζέζι κι εγώ τρέξαμε από πίσω του για καμιά τετρακοσαριά μέτρα. Ήμαστε ξυπόλυτοι και οι δυο, έτσι δεν μπορέσαμε να κερδίσουμε κάποια απόσταση. Μάλλον χάσαμε μερικά μέτρα στη διάρκεια του σπριντ μας. Κλαδιά κι αγκάθια έγδερναν τα πρόσωπα και τα χέρια μας. Βγήκαμε τελικά έξω από τα δέντρα και βρεθήκαμε σ' ένα χωματόδρομο. Μόλις που προλάβαμε ν' ακούσουμε ένα αυτοκίνητο να επιταχύνει πίσω από μια κοντινή στροφή. Δεν είδαμε το αυτοκίνητο ούτε βέβαια τις πινακίδες του. «Αυτό παραείναι παράξενο!» είπε η Τζέζι καθώς στεκόμαστε στην άκρη του δρόμου, προσπαθώντας να ξαναβρούμε την αναπνοή μας. Ιδρώτας έτρεχε από τα πρόσωπά μας και οι καρδιές μας βροντοχτυπούσαν σε συγχρονισμό. «Ποιος ξέρει ότι βρίσκεσαι εδώ; Το ξέρει κάποιος;» τη ρώτησα.

«Κανείς. Γι' αυτό είναι πάρα πολΰ παράξενο. Ποιος διάολο ήταν αυτός; Αυτό με τρομάξει, Άλεξ. Έχεις καμιά ιδέα;» Της είπα πέντ' έξι, τουλάχιστον, θεωρίες για τον άνθρωπο που είχε δει η Νίνα Σέριζιερ. Η πιο πολλά υποσχόμενη ήταν η απλούστερη. Η αστυνομία παρακολουθούσε τον Γκάρι Σόνετζι. Όμως ποια αστυνομία; Θα μπορούσε να είναι κάποιος από τη δική μου·υπηρεσία; Ή από της Τζέζι; Αναμφισβήτητα ήταν ανησυχητικό. Γυρίσαμε στο σπιτάκι της Τζέζι λίγο πριν σκοτεινιάσει. Μια χειμωνιάτικη δροσιά είχε κάνει την εμφάνισή της στον αέρα. Ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά στο τζάκι και μαγειρέψαμε ένα ωραίο γεύμα, που θα μπορούσε να χορτάσει τέσσερα άτομα. Υπήρχε γλυκό καλαμπόκι με άσπρη σάλτσα, μια τεράστια σαλάτα, μια μπριζόλα του μισού κιλού για τον καθένα μας και λευκό, ξηρό κρασί, η ετικέτα του οποίου έγραφε Σασάν-Μοντρασε, Πρεμιε Κρον, Μαρκί ντε Λαγκίς. Αφού τελειώσαμε το γεύμα μας, αρχίσαμε να μιλάμε για τον Μάικ Ντιβάιν και τον Τσάρλι Τσάκλι και τον άνθρωπο που παρακολουθούσε τον Σόνετζι. Η Τζέζι δεν μπορούσε να βοηθήσει πολύ. Μου είπε πως, μάλλον, έψαχνα σε λάθος κατεύθυνση, όσον αφορά τους πράκτορες της Μυστικής Υπηρεσίας. Είπε ότι ο Τσάκλι ήταν ένας ευερέθιστος τύπος, ο οποίος θα μπορούσε άνετα να εκνευριστεί από ένα τηλεφώνημα στην Αριζόνα. Μου είπε ότι ο Τσάκλι ήταν κακότροπος στη δουλειά, οπότε μάλλον θα ήταν μάλλον το ίδιο κακότροπος κι έξω απ' αυτή. Κατά την άποψή της, ο Μάικ Ντιβάιν και ο Τσάκλι ήταν καλοί αλλά όχι σπουδαίοι πράκτορες. Αν υπήρχε κάτι άξιο καταγραφής στη διάρκεια της προστασίας της οικογένειας Γκόλντμπεργκ, θα το είχαν δει. Τα ημερολόγιά τους θα πρέπει να ήταν ακριβή. Κανένας από τους δύο δεν ήταν τόσο έξυπνος για να κρύψει κάτι. Η Τζέζι ήταν σίγουρη γι' αυτό. Η Τζέζι δεν αμφέβαλλε ότι η Νίνα Σέριζιερ είχε δει ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο στο δρόμο της τη νύχτα πριν από τη δολοφονία των Σάντερς, όμως δεν πίστευε πως κάποιος παρακολουθούσε τον Σόνετζι/Μέρφι. Ή , ακόμη, ότι ο ίδιος ο Σόνετζι είχε βρεθεί κοντά στα γκέτο. Ρ

«Δε δουλεύω πια για την υπόθεση», είπε τελικά η Τζέζι. «Δεν εκπροσωπώ τα συμφέροντα του υπουργείου Οικονομικών ή κάποιου άλλου. Θα σου πω, λοιπόν, την πιο ειλικρινή μου γνώμη, Άλεξ. Γιατί δεν τα παρατάς κι εσύ; Το θέμα έχει κλείσει. Άσ' το να πάει». «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό», είπα στην Τζέζι. «Δε δουλεύουμε έτσι εμείς στη Στρογγυλή Τράπεζα του Βασιλιά Αρθούρου. Δεν μπορώ να παρατήσω αυτή την υπόθεση. Κάθε φορά που το προσπαθώ, κάτι βγαίνει στην επιφάνεια και δε μ' αφήνει». Εκείνο το βράδυ πέσαμε στο κρεβάτι σχετικά νωρίς. Γύρω στις εννιά, εννιά και τέταρτο. Το Σασάν-Μοντρασε, Πρεμιέ Κρον έκανε τη δουλειά του. Υπήρχε ακόμη πάθος, αλλά υπήρχε, επίσης, ζεστασιά και τρυφερότητα μεταξύ μας. Αγκαλιαζόμαστε και γελούσαμε και δεν κοιμηθήκαμε νωρίς. Η Τζέζι με αναγόρευσε «σερ Άλεξ, Μαύρο Ιππότη της Στρογγυλής Τραπέζης». Εγώ τη βάφτισα «Κυρά της Λίμνης». Τελικά, αποκοιμηθήκαμε γαλήνιοι ο ένας μες στην αγκαλιά του άλλου. Δεν ξέρω τι ώρα ήταν όταν ξύπνησα. Βρισκόμουν πάνω από τα ανακατεμένα σκεπάσματα και το πάπλωμα κι έκανε πολύ κρύο. Υπήρχε ακόμη μια πορτοκαλόχρωμη ανταύγεια από τη φωτιά, ένα ήσυχο τριζοβόλημα. Αναρωτήθηκα πώς ήταν δυνατό να κάνει τόσο κρύο στην κρεβατοκάμαρα με τη φωτιά να καίει ακόμη. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου κι αυτό που αισθανόταν το κορμί μου δεν πολυταίριαζαν. Προβληματίστηκα για μερικά δευτερόλεπτα. Χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα και τα τράβηξα μέχρι το πιγούνι μου. Η ανταύγεια που αντανακλούσε πάνω στα τζάμια του παραθύρου φαινόταν παράξενη. Σκέφτηκα πόσο αλλόκοτο ήταν να βρίσκομαι εκεί μαζί με την Τζέζι πάλι. Στη Μέση του Πουθενά. Δεν μπορούσα να φανταστώ πια ότι θα μπορούσα να μην είμαι μαζί της από δω και πέρα. Μπήκα στον πειρασμό να την ξυπνήσω. Να της το πω. Να της μιλήσω για όλα και για τα πάντα. Η Κυρά της Λί-

μνης. Και ο Μαύρος Ιππότης. Ακουγόταν σαν ιστορία του Τξέφρι Τσόσερ για τη δεκαετία του 1990. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι η ανταύγεια που τρεμόπαιζε πάνω στο παράθυρο όεν ήταν από το τζάκι. Πήδηξα από το κρεβάτι κι έτρεξα να κοιτάξω. Είδα κάτι για το οποίο άκουγα σ' όλη μου τη ζωή, αλλά δεν περίμενα ποτέ να το δω με τα ίδια μου τα μάτια. Ένας σταυρός φλεγόταν μπροστά στο σπίτι της Τζέζι.

Κεφάλαιο 73

11/ΝΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ονόματι Μάγκι Ρόουζ. Φόνοι στα γκέτο. Η ανατριχιαστική δολοφονία της Βίβιαν Κιμ. Ένας ψυχοπαθής. Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Ένας «συνεργός». Ένας μυστηριώδης παρατηρητής. Ένας φλεγόμενος σταυρός στη Βόρεια Καρολίνα. Πότε θα έμπαιναν, επιτέλους, όλα τα κομμάτια στη θέση τους; Θα έμπαιναν ποτέ; Από κείνη τη στιγμή στο εξοχικό σπιτάκι της Τζέζι το κεφάλι μου ήταν γεμάτο έντονες, ανησυχητικές εικόνες. Δεν μπορούσα να παρατήσω την υπόθεση, όπως με είχε συμβουλέψει η Τζέζι. Και τα γεγονότα της επόμενης εβδομάδας ενέτειναν την παράνοιά μου. Τη Δευτέρα γύρισα αργά στο σπίτι μου από τη δουλειά. Ο Ντέιμον και η Τζανέλ όρμησαν επάνω μου μόλις πήγα να διασχίσω τα δώδεκα βήματα από την εξώπορτα μέχρι την κουζίνα. «Τηλέφωνο! Τηλέφωνο! Τηλέφωνο!» τραγουδούσε ο Ντέιμον χορεύοντας δίπλα μου. Η Νάνα κρατούσε το ακουστικό, περιμένοντάς με στην κουζίνα. Μου είπε ότι ήταν ο Γουάλας Χαρτ και ότι τηλεφωνούσε από τη φυλακή Φόλστον. «Άλεξ, συγνώμη που σ' ενοχλώ στο σπίτι σου», είπε ο

Γουάλας. «Θα μπορούσες να περάσεις μια βόλτα από δω; Μπορεί να είναι σημαντικό». Προσπαθούσα να βγάλω το σακάκι μου. Σταμάτησα, με το ένα χέρι μέσα και το άλλο έξω. Τα παιδιά με βοηθούσαν. Δεν ήμουν σίγουρος αν όντως με βοηθούσαν ή προσπαθούσαν να με ρίξουν ανάσκελα στο πάτωμα. «Τι τρέχει, Γουάλας; Έ χ ω κάπως δεμένα τα χέρια μου απόψε». Έβγαλα τη γλώσσα μου προς το μέρος του Ντέιμον και της Τζανέλ. «Κάτι προβληματάκια εδώ στο σπίτι. Τίποτα που να μην μπορώ να κανονίσω πάντως». «Ζητάει εσένα. Θέλει να μιλήσει μαζί σου και μόνο μαζί σου. Λέει ότι είναι πολύ σημαντικό». «Δεν μπορεί να περιμένει μέχρι το πρωί;» ρώτησα τον Γουάλας. Είχα ήδη πίσω μου μια κουραστική μέρα. Εξάλλου δεν μπορούσα να φανταστώ τι καινούριο θα μπορούσε να μου πει ο Γκάρι Μέρφι. «Είναι ο Σόνετζι», είπε ο Γουάλας Χαρτ από το τηλέφωνο. «Ο Σόνετζι θέλει να μιλήσει μαζί σου τώρα». Έμεινα άφωνος. Έπειτα κατάφερα να πω: «Έρχομαι, Γουάλας». Έφτασα στη φυλακή Φόλστον σε λιγότερο από μία ώρα. Ο Γκάρι κρατούνταν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου της φυλακής. Ψυχοπαθείς που είχαν γνωρίσει μεγάλη δημοσιότητα, όπως η Σκουίκι Φρομ και ο Τζον Χίνκλεϊ, είχαν, επίσης, κρατηθεί εκεί πάνω. Ήταν το ρετιρέ, όπως ακριβώς το ονειρευόταν ο Γκάρι. Όταν έφτασα στο κελί του, ο Γκάρι ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα σ' ένα στενό κρεβάτι χωρίς σεντόνια ή κουβέρτα. Ένας φύλακας τον παρακολουθούσε συνέχεια. Ο Γκάρι βρισκόταν στις «ειδικές», όπως λέγεται η προσωπική φρούρηση. Ο Γουάλας Χαρτ μου είπε: «Σκεφτόμουν να τον βάλω σ' ένα ήσυχο κελί για τη νύχτα. Να τον κρατήσω στις ειδικές και στην απομόνωση για ένα διάστημα. Μέχρι να καταλάβουμε τι συμβαίνει ακριβώς. Είναι φευγάτος, Άλεξ». «Καμιά ώρα θα φύγει για τα καλά», είπα, και ο Γουάλας έγνεψε πως συμφωνούσε. Μπήκα στο κελί του Γκάρι και κάθισα, χωρίς να ζητήσω την άδειά του. Είχα βαρεθεί να ζητάω άδειες από τους ανθρώπους. Το βλέμμα του Γκάρι ήταν καρφωμένο στο ταβά-

vu Τα μάτια του λες και ήταν σπρωγμένα βαθιά μέσα στο κρανίο του. Ήμουν σίγουρος πως ήξερε άτι ήμουν εκεί. Εεεεδώ είναι ο Άλεξ! «Καλώς όρισες στην ψυχούοκα μου, δόκτορ», είπε τελικά, με μια ανατριχιαστική, τραχιά και μονότονη φωνή. «Ξέρεις τι είναι η ψυχσύσκα;» Ήταν ο Σόνετζι, πέρα για πέρα. «Τα νοσοκομεία-φυλακές στη Ρωσία. Εκεί όπου έκλειναν τους πολιτικούς κρατουμένους στη Σοβιετική Ένωση», είπα. «Ακριβώς. Μπράβο». Κοίταξε προς το μέρος μου. «Θέλω να κάνω μια καινούρια συμφωνία μαζί σου. Καθαρά πράγματα». «Δε θυμάμαι να έχουμε κάνει καμία συμφωνία», του είπα. «Δε θέλω να ξοδέψω άλλο από το χρόνο μου εδώ μέσα. Δεν μπορώ να συνεχίσω να παίξω τον Μέρφι. Δε θα ήθελες να μάθεις τι γουστάρει ο Σόνετζι; Φυσικά θα ήθελες, δόκτορ Κρος. Θα μπορούσες να γίνεις κι εσύ διάσημος. Θα μπορούσες να γίνεις πολύ σημαντικός σε οποιοδήποτε κύκλωμα θελήσεις να μπεις». Δεν πίστευα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μια κατάσταση φυγής, μια από τις «φυγές» του. Έδειχνε να ελέγχει απόλυτα αυτά που έλεγε. Ήταν ο Γκάρι Σόνετζι από την αρχή; Το «Κακό Αγόρι»; Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε; Αυτή ήταν η διάγνωσή μου. Δεν την άλλαξα ποτέ. «Με πιάνεις ως εδώ;» με ρώτησε από το κρεβάτι του. Τέντωσε τα μακριά πόδια του μ' έναν τεμπέλικο τρόπο και κούνησε τα γυμνά δάχτυλα των κάτω άκρων του. «Μου λες τώρα πως είχες πλήρη επίγνωση όλων όσα έκανες. Δεν υπήρξε ποτέ καμία διχασμένη προσωπικότητα. Καμία κατάσταση φυγής. Υποδυόσουν και τους δυο ρόλους. Τώρα κουράστηκες να παίζεις τον Γκάρι Μέρφι». Το βλέμμα του Σόνετζι ήταν εστιασμένο και εξαιρετικά έντονο· πιο ψυχρό και πιο διαπεραστικό απ' ό,τι συνήθως. Μερικές φορές η φαντασιακή ζωή στους σχιζοφρενείς γίνεται σημαντικότερη από την πραγματική. «Ακριβώς. Το βρήκες, Άλεξ. Είσαι πολύ πιο έξυπνος από τους άλλους. Είμαι περήφανος για σένα. Εσύ είσαι αυ-

τός που κάνει το πράγμα ενδιαφέρον για μένα. Ο μοναδικός που μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον μου για μεγάλα χρονικά διαστήματα». «Και τι θέλεις από μας;» Προσπαθούσα να τον κρατήσω στο θέμα. «Τι μπορώ να κάνω για σένα, Γκάρι;» «Χρειάζομαι λίγα πραγματάκια. Αλλά, κυρίως, θέλω απλώς να είμαι ο εαυτός μου. Ας το πούμε έτσι. Θέλω αναγνώριση για όλα μου τα επιτεύγματα». «Θα πάρουμε εμείς τίποτα για αντάλλαγμα;» Ο Σόνετζι μου χαμογέλασε. «Θα σας πω τι συνέβη. Από την αρχή. Θα σε βοηθήσω να διαλευκάνεις την πολυαγαπημένη σου υπόθεση. Θα μιλήσω σ' εσένα,Άλεξ». Περίμενα τον Σόνετζι να συνεχίσει. Το μυαλό μου έτρεχε πίσω, στη φράση που ήταν γραμμένη πάνω από τον καθρέφτη του μπάνιου στο σπίτι του Γκάρι Σόνετζι: Θέλω να γίνω κάποιος! Προφανώς ήθελε από την αρχή τη δημόσια αναγνώριση. «Είχα σχεδιάσει από την αρχή να δολοφονήσω και τα δύο παιδιά. Δεν μπορούσα να περιμένω. Έχω, ξέρεις, αυτό το πρόβλημα αγάπης-μίσους με τα παιδιά. Έκοβα στήθη και ξύριζα εφήβαια, ώστε τα ενήλικα θύματα μου να μοιάζουν περισσότερο με παιδιά. Ούτως ή άλλως, το να σκοτώσω τα μπασταρδάκια θα ήταν η λογική και ασφαλής κατάληξη της όλης ιστορίας». Ο Σόνετζι ξαναχαμογέλασε. Ήταν ένα παράξενο, αυθάδικο χαμόγελο, λες και εκμυστηρευόταν ένα αθώο ψεματάκι. «Εξακολουθείς να ενδιαφέρεσαι να μάθεις ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που αποφάσισα να κάνω την απαγωγή, έτσι δεν είναι; Γιατί διάλεξα τη Μάγκι Τριανταφυλλομπούμπουκο και το φιλαράκο της τον Γαριδούλη Γκόλντμπεργκ;» Γινόταν προκλητικός —και ειρωνικός. Λάτρευε το ρόλο του «Κακού Αγοριού». Είχε αποκαλύψει μια πολύ μαύρη αίσθηση χιούμορ τους τελευταίους μήνες. «Ενδιαφέρομαι για όλα όσα έχεις να μου πεις, Γκάρι. Συνέχισε». «Ξέρεις», είπε, «κάποτε υπολόγισα ότι έχω σκοτώσει

πάνω από διακόσιους ανθρώπους. Πολλά παιδιά, επίσης. Κάνω ό,τι γουστάρω. Όπως μου τη βαράει, ανάλογα με τη στιγμή». Το γλοιώδες, αυτόματο χαμογελάκι εμφανίστηκε πάλι. Δεν ήταν πια ο Γκάρι Μέρφι. Δεν ήταν πια ο κλασικός τύπος Αμερικάνου γιάπη και άψογου οικογενειάρχη από το Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ. Σκότωνε, άραγε, από τότε που ήταν παιδί; «Είναι αλήθεια αυτό; Προσπαθείς ακόμη να με σοκάρεις;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Γιατί να το κάνω αυτό; Όταν ήμουν παιδί, διάβασα τόμους ολόκληρους για την υπόθεση Λίντμπεργκ. Έπειτα όλα τα μεγάλα εγκλήματα! Είχα βγάλει φωτοτυπίες απ' όλα τα άρθρα που μπόρεσα να βρω στη βιβλιοθήκη του Πρίνστον. Σου έχω μιλήσει λίγο για όλα αυτά, δε σου έχω μιλήσει; Για το πώς γοητευόμουν, πώς με συνάρπαζαν απόλυτα και για τη μανία που είχα με τις απαγωγές παιδιών. Να τα έχω εντελώς κάτω από τον έλεγχο μου... Ήθελα να τα βασανίζω σαν αβοήθητα πουλάκια. Έκανα εξάσκηση μαζί μ' ένα φίλο. Τον γνώρισες, νομίζω. Τον Σάιμον Κόνκλιν. Ψυχοπαθής περιορισμένης εμβέλειας, δόκτορ. Δεν αξίζει το χρόνο σου... Δεν άξιζε για συνεργάτης. Ούτε για συνεργός. Μου αρέσει ιδιαίτερα η ιδέα ότι μια απαγωγή αναστατώνει τόσο πολΰ τους γονείς. Αυτοί μποροΰν να καταστρέφουν άλλους ενηλίκους, όμως ο Θεός να βάλει το χέρι του αν απαγάγει κάποιος ένα παιδάκι. Αδιανόητα! Αναίσχυντα εγκλήματα! ουρλιάζουν. Τι ανοησίες. Τι ξεδιάντροπη υποκρισία. Σκέψου το. Έ ν α εκατομμύριο μελαψά παιδάκια πεθαίνουν στο Μπανγκλαντές, δόκτορ Κρος. Δε νοιάζεται κανείς. Δεν τρέχει κανείς για να τα σώσει». «Γιατί σκότωσες τις οικογένειες των μαΰρων στα γκέτο;» τον ρώτησα. «Ποΰ κολλάει αυτό;» «Ποιος λέει ότι πρέπει να κολλάει; Αυτό σου έμαθαν στο Τζονς Χόπκινς; Μπορεί αυτές να ήταν οι καλές μου πράξεις. Ποιος λέει πως δεν μπορώ να έχω κοινωνική συνείδηση, ε; Πρέπει να υπάρχει ισορροπία σε κάθε ζωή. Το πιστεΰω αυτό. I Τσινγκ. Σκέψου αυτά τα θΰματα που διάλεξα. Ναρκομανείς χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Μια έφηβη που ήταν ήδη πόρνη. Έ ν α αγοράκι εξαρχής καταδικασμένο».

Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον πιστέψω. Βρισκόταν στον κόσμο του. «Μας συμπαθείς εμάς τους μαύρους;» τον ρώτησα. «Βρίσκω πολύ συγκινητικά αυτά που λες». Προτίμησε να αγνοήσει την ειρωνεία μου. «Η αλήθεια είναι ότι είχα κάποτε μια μαύρη φίλη. Μια υπηρέτρια. Μια γυναίκα που με φρόντιζε, αν θέλεις να ξέρεις, το διάστημα που ο πατέρας μου έπαιρνε διαζύγιο από την πραγματική μου μητέρα. Την έλεγαν Λόρα Ντάγκλας. Όμως γύρισε πίσω στο Ντιτρόιτ, μ' εγκατέλειψε. Ήταν μια μεγαλόσωμη, παχιά γυναίκα, μ' ένα γέλιο σαν ουρλιαχτό που λάτρευα. Όταν έφυγε για το Ντιτρόιτ, τότε άρχισε η Μανούλα Τρόμος να με κλειδώνει, εμένα τον προβληματικό και υπερκινητικό, στο υπόγειο. »Έχεις μπροστά σου το πραγματικά παραμελημένο παιδί. Στο μεταξύ, ο γιος και η κόρη της βρίσκονταν πάνω στο σπίτι του πατέρα μ ου! Έπαιζαν με τα παιχνίδια μου. Με κορόιδευαν μέσα από τις χαραμάδες των σανίδων του πατώματος. Με άφηνε κλειδωμένο στο υπόγειο για ολόκληρες εβδομάδες. Έτσι τα θυμάμαι. Ανάβουν τώρα λαμπάκια και χτυπούν κουδουνάκια στο κεφάλι σου, δόκτορ Κρος; Βασανισμένο αγόρι στο κελάρι. Καλομαθημένα παιδάκια, θαμμένα σ' έναν αχυρώνα. Ωραίες, καθαρές αντιστοιχίες. Αρχίζουν να μπαίνουν στη θέση τους όλα τα κομμάτια; Λέει τώρα το αγόρι μας, ο Γκάρι, την αλήθεια;» «Λες την αλήθεια;» τον ρώτησα πάλι. Πίστευα ότι την έλεγε. Όλα ταίριαζαν. «Α, ναι. Στην προσκοπική μου τιμή... Οι φόνοι στο Σάουθ-Ιστ, λοιπόν. Για να είμαι ειλικρινής, μου άρεσε η ιδέα να είμαι ο πρώτος διάσημος κατ' εξακολούθηση δολοφόνος μαύρων. Δε μετρώ εκείνον το βλάκα στην Ατλάντα, αν έχουν πιάσει το σωστό άνθρωπο εκεί κάτω. Ο Γουέιν Γουίλιαμς ήταν ένας ερασιτέχνης από την αρχή μέχρι το τέλος. Και τι συμβαίνει μ' όλους αυτούς τους Γουέιν κατ' εξακολούθηση δολοφόνους, τέλος πάντων; Τον Γουέιν Γουίλιαμς. Τον Τζον Γουέιν Γκέισι. Τον Πάτρικ Γουέιν Χίρνι, που διαμέλισε τριάντα δύο ανθρωπάκια στη Δυτική Ακτή». «Δε δολοφόνησες τον Μάικλ Γκόλντμπεργκ;» Επέστρεψα σε κάτι που είχε πει προηγουμένως. «Όχι. Δεν έγινε σκόπιμα, τη στιγμή που έγινε. Θα το έ-

κανα —αλλά όλα στην ώρα τους. Ήταν ένα κακομαθημένο μπασταρδάκι. Μου θύμιζε τον "αδερφό" μου, τον Ντόνι». «Πώς έγιναν τα τραύματα στο κορμί του Μάικλ Γκόλντμπεργκ; Πες μου τι έγινε». «Σ' αρέσει αυτό, έτσι, δόκτορ; Τι μας λέει αυτό για σένα, ε; Λοιπόν, όταν είδα ότι μου είχε πεθάνει, θύμωσα πολύ. Μ' έπιασε τρέλα. Κλοτσούσα το πτώμα του σ' ολόκληρο το οικόπεδο. Το χτυπούσα με το φτυάρι. Δε θυμάμαι τι άλλο έκανα. Ήμουν έξω φρενών. Έπειτα πέταξα το ψόφιο κουφάρι του σ' εκείνο το ποτάμι». «Αλλά δεν πείραξες το κοριτσάκι; Δεν πείραξες τη Μάγκι Ρόουζ Νταν;» «Όχι, δεν πείραξα το κοριτσάκι». Μιμήθηκε το ανήσυχο ύφος μου. Ήταν μια αρκετά καλή μίμηση της φωνής μου. Αναμφισβήτητα μπορούσε να παίζει θέατρο, να υποδύεται διάφορους ρόλους. Ήταν τρομακτικό να τον παρακολουθείς και να βρίσκεσαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Θα μπορούσε να έχει σκοτώσει εκατοντάδες φορές; Το πίστευα. «Μίλησε μου γι' αυτή. Τι συνέβη πραγματικά στη Μάγκι Ρόουζ Νταν;» «Καλά, καλά, καλά. Η ιστορία της Μάγκι Ρόουζ Νταν. Ανάψτε ένα κερί, τραγουδήστε έναν ύμνο στον Κύριο για να δείξει έλεος. Μετά την απαγωγή ήταν ζαλισμένη. Την πρώτη φορά που την είδα, τέλος πάντων. Συνερχόταν από τη νάρκωση. Υποδύθηκα τη Μανούλα Τρόμος για τη μικρή Μάγκι. Ακουγόμουν όπως ακουγόταν η Μανούλα Τρόμος στην πόρτα του υπογείου του σπιτιού μας. "Σταμάτα να κλαις... Σκάσε. Σκάσε, κακομαθημένο μπασταρδάκι!" Αυτό την τρόμαξε για τα καλά, να είσαι σίγουρος. Έπειτα την ξανακοίμισα. Έλεγξα προσεκτικά τους σφυγμούς τους, επειδή ήμουν σίγουρος ότι το FBI θα ζητούσε κάποια απόδειξη πως τα παιδιά ήταν ζωντανά». «Οι σφυγμοί ήταν εντάξει και στα δυο παιδιά;» «Ναι. Μια χαρά, Άλεξ. Έβαλα το αυτί μου πάνω στο κάθε μικρό στήθος. Συγκράτησα τη φυσική μου παρόρμηση να κάνω τις καρδιές να σταματούν».

«Γιατί μια απαγωγή εθνικών διαστάσεων; Γιατί τάση δημοσιότητα; Γιατί πήρες ένα τόσο μεγάλο ρίσκο;» «Επειδή ήμουν έτοιμος. Έκανα εξάσκηση για πολΰ πολΰ καιρό. Δε ρισκάριζα καθόλου. Χρειαζόμουν, επίσης, τα λεφτά. Δικαιούμουν να είμαι εκατομμυριούχος. Όλοι οι άλλοι είναι». «Γύρισες για να ελέγξεις πάλι τα παιδιά την επόμενη μέρα;» ρώτησα. «Την επόμενη μέρα η Μάγκι ήταν πάλι μια χαρά. Όμως μια μέρα μετά το θάνατο του Μάικλ Γκόλντμπεργκ η Μάγκι Ρόουζ είχε εξαφανιστείI Μπήκα μέσα στον αχυρώνα και υπήρχε μια τρύπα στο έδαφος, εκεί όπου είχα θάψει το κιβώτιο. Μια μεγάλη τρύπα στο έδαφος. Άδεια! Εγώ δεν την πείραξα. Ούτε πήρα τα λύτρα στη Φλόριντα. Κάποιος άλλος τα πήρε. Τώρα εσύ πρέπει να βρεις τι έγινε, ντετέκτιβ. Εγώ πιστεύω πως το βρήκα! Πιστεύω πως ξέρω το μεγάλο μυστικό».

Κεφάλαιο 74

H M O Y N ΣΤΟ ΠΟΔΙ από τις τρεις το πρωί. Τρελαμένος! Έπαιζα Μότσαρτ και Ντεμπισί και Μπίλι Χόλιντεϊ στην τζαμαρία. Τα πρεζόνια της γειτονιάς θα τηλεφωνούσαν, πιθανότατα, στην αστυνομία για να παραπονεθούν για το θόρυβο. Επισκέφθηκα πάλι τον Σόνετζι το πρωί. Το «Κακό Αγόρι». Κάθισα στο μικρό, χωρίς παράθυρα κελί του. Ξαφνικά ήθελε να μιλήσει. Πίστευα ότι ήξερα πού το πήγαινε - τι θα μου έλεγε σε λίγο. Παρ' όλα αυτά, χρειαζόμουν να μου επιβεβαιώσει την άποψή μου. «Πρέπει να καταλάβεις κάτι που είναι τελείως ξένο στη φύση σου», μου είπε. «Την έβρισκα όταν έκανα αναγνώριση εδάφους για το γαμημένο διάσημο κοριτσάκι και την ηθοποιό μητέρα του. Είμαι καλλιτέχνης και πρεζάκιας "φτηνών συγκινήσεων". Χρειαζόμουν τη δόση μου». Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ δικούς μου ασθενείς που είχαν υποστεί κακοποιήσεις ως παιδιά, καθώς τον άκουγα να μου αφηγείται τις δικές του αλλόκοτες και αποτρόπαιες εμπειρίες. Ήταν αξιοθρήνητο ν' ακούς ένα θύμα να μιλάει για τα δικά του πολλά θύματα. «Κατανοούσα τέλεια τη "συγκινησιακή κατάσταση", δόκτορ. Το αγαπημένο μου τραγούδι είναι αυτό που λέει για την κατανόηση για το Διάβολο, των Ρόλινγκ Στόουνς. Προσπαθούσα πάντα να παίρνω τις απαραίτητες προφυλάξεις

—χωρίς να χαλάω τη μαγεία. Διέθετα δρόμους διαφυγής και εφεδρικούς δρόμους διαφυγής, μέσα κι έξω από κάθε γειτονιά στην οποία έμπαινα. Ένας απ' αυτούς περιλάμβανε ένα τούνελ του συστήματος αποχέτευσης, που πηγαίνει από την άκρη των γκέτο μέχρι το Κάπιτολ Χιλ. Μέσα στο τούνελ είχα μια αλλαξιά ρούχων και μια περούκα. Σκεφτόμουν τα πάντα. Δε θα άφηνα να με πιάσουν. Είχα μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου. Πίστευα στην παντοδυναμία μου». «Εξακολουθείς να πιστεύεις στην παντοδυναμία σου;» Αυτό ήταν ένα σοβαρό ερώτημα. Δεν πίστευα ότι θα μου έλεγε την αλήθεια, αλλά ήθελα ν' ακούσω τι είχε να μου πει. «Αυτό που συνέβη τότε, το μοναδικό μου λάθος, ήταν ότι επέτρεψα στην επιτυχία μου, στα χειροκροτήματα των εκατομμυρίων θαυμαστών μου να μπουν μες στο κεφάλι μου. Τα χειροκροτήματα μπορούν να γίνουν ναρκωτικό. Η Κάθριν Ρόουζ υποφέρει από την ίδια αρρώστια, ξέρεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι του κινηματογράφου, οι διάσημοι αθλητές, επίσης. Τους επευφημούν εκατομμύρια, καταλαβαίνεις. Λένε σ' αυτούς τους ανθρώπους πόσο "ξεχωριστοί", πόσο "έξυπνοι" είναι. Και κάποιοι σταρ ξεχνούν κάθε αδυναμία που μπορεί να έχουν, ξεχνούν τη σκληρή δουλειά που τους έφερε αρχικά στην κορυφή. Συνέβη σ' εμένα. Τότε. Γι' αυτόν το λόγο πιάστηκα. Πίστευα ότι μπορούσα να ξεφύγω από το Μακντόναλντ'ς! Ό π ω ς ακριβώς ξέφευγα πάντα προηγουμένως. Σκόπευα να πλατσουρίσω λίγο σ' ένα όργιο φόνων και μετά να το σκάσω. Ήθελα να γευτώ όλα τα συγκλονιστικά εγκλήματα, Άλεξ. Λίγο από Μπάντι, λίγο από Γκίρι, λίγο από Μάνσον, Γουίτμαν, Γκίλμορ». «Αισθάνεσαι παντοδύναμος τώρα; Τώρα που είσαι μεγαλύτερος και σοφότερος;» ρώτησα τον Σόνετζι. Γινόταν ειρωνικός. Θεώρησα, λοιπόν, ότι θα μπορούσα να γίνω κι εγώ. «Είμαι ό,τι πλησιέστερο σ' αυτή την έννοια θα δεις ποτέ. Είμαι ένα μέσο για να κατανοήσεις αυτή την έννοια». Χαμογέλασε πάλι μ' εκείνο το κενό δολοφονικό του χαμόγελο. Ήθελα να τον χτυπήσω. Ο Γκάρι Μέρφι ήταν ένας τραγικός και σχεδόν συμπαθητικός τύπος. Ο Σόνετζι ήταν απεχθής, η προσωποποίηση της κακίας. Το ανθρώπινο κτήνος.

«Όταν παρακολουθούσες τα σπίτια των Γκόλντμπεργκ και των Νταν, βρισκόσουν στο ζενίθ των δυνάμεων σου;» Ήσουν παντοδύναμος τότε, σκατοκέφαλε; «Όχι, όχι, όχι. Όπως εσύ γνωρίζεις, δόκτορ, είχα ήδη αρχίσει να γίνομαι τσαπατσούλης. Είχα διαβάσει υπερβολικά πολλές περιγραφές στις εφημερίδες για τους "τέλειους" φόνους μου στο Κόντον Τέρας. "Κανένα ίχνος, κανένα στοιχείο, ο τέλειος δολοφόνος!" Ακόμη κι εγώ εντυπωσιάστηκα». «Τι πήγε στραβά στο Ποτόμακ;» Πίστευα ότι ήξερα την απάντηση. Τον χρειαζόμουν για να μου την επιβεβαιώσει. Ανασήκωσε τους ώμους του. «Με παρακολουθούσαν, βέβαια». Εδώ είμαστε, σκέφτηκα. Ο άνθρωπος που παρακολουθούσε. «Δεν το ήξερες τότε;» ρώτησα τον Σόνετζι. «Όχι βέβαια». Συνοφρυώθηκε στο άκουσμα της ερώτησης. «Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι με παρακολουθούσαν. Έπειτα βεβαιώθηκα στη δίκη». «Πώς έγινε αυτό; Πώς ανακάλυψες ότι σε παρακολουθούσαν;» Ο Σόνετζι με κοίταξε ίσια στα μάτια. Έμοιαζε να κοιτάζει ίσια μέχρι το πίσω μέρος του κρανίου μου. Με θεωρούσε υποδεέστερο του. Δεν ήμουν παρά ένας δέκτης για το ξέσπασμά του. Όμως μ' έβρισκε πιο ενδιαφέροντα από τους υπόλοιπους για να μιλάει. Δεν ήξερα αν έπρεπε να αισθάνομαι κολακευμένος ή ντροπή γι' αυτό. Ήταν, επίσης, περίεργος για το τι ήξερα ή δεν ήξερα. «Άσε με να κάνω μια παρένθεση για να σου ξεκαθαρίσω κάτι», είπε. «Κάτι που έχει σημασία για μένα. Έ χ ω μυστικά να σου πω. Πολλά μεγάλα και μικρά μυστικά. Βρόμικα μυστικά, ζουμερά μυστικά. Θα σου πω τώρα ένα μυστικό. Ξέρεις γιατί;» «Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γκάρι», του είπα. «Η ζωή είναι μια κόλαση για σένα, όταν βρίσκεσαι κάτω από τον έλεγχο των άλλων. Έχεις ανάγκη να ελέγχεις εσύ τα πράγματα». «Πολύ σωστά, δόκτορ-ντετέκτιβ. Όμως διαθέτω πράγματι κάποια όμορφα πραγματάκια προς ανταλλαγή. Εγκλήματα από την εποχή που ήμουν ακόμη δώδεκα και δεκα-

τριών χρονών. Υπάρχουν σημαντικά, άλυτα εγκλήματα που χρονολογούνται από τόσο παλιά. Πίστεψε με. Έ χ ω ένα θησαυρό από καλούδια να μοιραστώ μαζί σας». «Καταλαβαίνω», του είπα. «Δε βλέπω την ώρα ν' ακούσω γι' αυτά». «Εσύ πάντα καταλάβαινες. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πείσεις και τα άλλα ζόμπι να έρθουν και να δοκιμάσουν τον απαγορευμένο καρπό μαζί σου». «Και τα άλλα ζόμπι;» Χαμογέλασα με το λάθος του. «Συγνώμη, συγνώμη. Δεν ήθελα να φανώ αγενής. Μπορείς να πείσεις τα ζόμπι; Ξέρεις ποιους εννοώ. Εσύ τους σέβεσαι λιγότερο κι από μένα». Αυτό περιείχε μια αρκετά μεγάλη δόση αλήθειας. Θα έπρεπε να πείσω τον Πίτμαν, τον αρχηγό των ντετέκτιβ, πρώτα απ' όλα. «Θα με βοηθήσεις σ' αυτό; Θα μου δώσεις κάτι χειροπιαστό; Πρέπει να μάθω τι συνέβη στο κοριτσάκι. Να μπορέσουν και οι γονείς του να βρουν λίγη γαλήνη, επιτέλους». «Εντάξει. Θα το κάνω αυτό», είπε ο Σόνετζι. Ήταν τόσο απλό τελικά. Περιμένεις. Και περιμένεις. Έτσι γίνεται σχεδόν σε κάθε αστυνομική έρευνα. Κάνεις χιλιάδες ερωτήσεις, κυριολεκτικά χιλιάδες. Γεμίζεις ολόκληρους φωριαμούς με άχρηστες σημειώσεις. Έπειτα κάνεις κι άλλες ερωτήσεις. Ακολουθείς αμέτρητους δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά. Και κάποτε κάτι πάει σωστά, έτσι, για αλλαγή. Συμβαίνει μια φορά στις τόσες. Συνέβαινε τώρα. Η ανταμοιβή για χιλιάδες ώρες δουλειάς. Η ανταμοιβή μου που ερχόμουν κι έβλεπα τον Γκάρι ξανά και ξανά. «Δεν πρόσεξα ότι με παρακολουθούσαν τότε», συνέχισε ο Γκάρι Σόνετζι. «Και τίποτε απ' όσα θα σου πω δεν έγινε κοντά στο σπίτι των Σάντερς. Αυτά συνέβησαν στη λεωφόρο Σορέλ στο Ποτόμακ. Μπροστά στο σπίτι των Γκόλντμπεργκ, για την ακρίβεια». Ξαφνικά ένιωσα κουρασμένος με τα παιχνίδια του. Έ πρεπε να μάθω τι ήξερε. Ήμουν κοντά. Μίλα μου, παλιοκαριόλη. «Συνέχισε», είπα. «Τι συνέβη στο Ποτόμακ; Τι είδες μπροστά στο σπίτι των Γκόλντμπεργκ; Ποιον είδες;»

«Περνούσα από εκεί με το αυτοκίνητο μου κάποια νύχτα πριν από την απαγωγή. Ένας άντρας βάδιζε στο πεζοδρόμιο. Δεν του έδωσα σημασία. Δε συσχέτισα το γεγονός, (ώσπου είδα τον ίδιο άντρα στη δίκη». Ο Σόνετζι σταμάτησε να μιλάει για μια στιγμή. Έπαιζε πάλι μαζί μου; Μάλλον όχι. Με κοίταζε σαν να έβλεπε βαθιά μες στην ψυχή μου. Ξέρει ποιος είμαι. Με ξέρει ίσως καλύτερα απ' ό,τι ξέρω εγώ τον ίδιο μου τον εαυτό. Τι ήθελε από μένα; Αποτελούσα κάποιο υποκατάστατο για κάτι που στερήθηκε στην παιδική του ηλικία; Γιατί είχα επιλεγεί γι' αυτό το μακάβριο έργο; «Ποιος ήταν ο άντρας που αναγνώρισες στη δίκη;» ρώτησα τον Γκάρι Σόνετζι. «Ήταν ο πράκτορας της Μυστικής Υπηρεσίας. Ήταν ο Ντιβάιν. Αυτός και το φιλαράκι του ο Τσάκλι θα πρέπει να με είδαν να παρακολουθώ τα σπίτια των Γκόλντμπεργκ και των Νταν. Αυτοί ήταν που με ακολούθησαν. Αυτοί πήραν την πολύτιμη Μάγκι Ρόουζ! Αυτοί πήραν τα λύτρα στη Φλόριντα. Έπρεπε να ψάχνεις για μπάτσους όλο αυτό τον καιρό. Δύο μπάτσοι δολοφόνησαν το κοριτσάκι».

Κεφάλαιο 75

Τ ο ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ ΜΟΥ για τους Ντιβάιν και Τσάκλι αποδείχτηκε σωστό τελικά. Ο Σόνετζι/Μέρφι ήταν ο μοναδικός μάρτυρας και το είχε επιβεβαιώσει. Τώρα έπρεπε να κινηθούμε. Έπρεπε ν' ανοίξω πάλι, προσωπικά, την υπόθεση ΝτανΓκόλντμπεργκ —και με ειδήσεις που κανείς στην Ουάσιγκτον δε θα ήθελε ν' ακούσει. Αποφάσισα να μιλήσω πρώτα με το FBI... Δυο μπάτσοι είχαν δολοφονήσει τη Μάγκι Ρόουζ. Η έρευνα θα έπρεπε ν' αρχίσει ξανά. Η απαγωγή δεν είχε διαλευκανθεί την πρώτη φορά. Ο κυκεώνας θα ξεσπούσε για άλλη μια φορά. Επισκέφθηκα τον παλιό μου κολλητό των κολλητών, τον Τζέρι Σκόρσε, στα κεντρικά γραφεία του FBI. Αφού ξεκούρασα τα πόδια μου γία σαράντα λεπτά στη ρεσεψιόν, ο Σκόρσε μου έφερε καφέ και με προσκάλεσε να περάσω στο γραφείο του. «Έλα μέσα, Άλεξ. Σ' ευχαριστώ που περίμενες». Με άκουγε προσεκτικά και με έκδηλο ενδιαφέρον, καθώς του εξιστορούσα πρώτα τι είχα ανακαλύψει και μετά τι μου είχε πει ο Σόνετζι για τους πράκτορες Μάικ Ντιβάιν και Τσαρλς Τσάκλι της Μυστικής Υπηρεσίας. Ο Σκόρσε κρατούσε σημειώσεις, πολλές σημειώσεις, σ' ένα κίτρινο μπλοκ. Μόλις τελείωσα, ο Σκόρσε είπε: «Πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα. Μην κουνηθείς, Άλεξ».

Όταν γύρισε, μου ζήτησε ν' ανεβώ επάνω μαζί του. Δεν το είπε ποτέ, αλλά υπέθεσα ότι είχε εντυπωσιαστεί με τα νέα από τον Γκάρι Σόνετζι. Με συνόδευσε στην προσωπική αίθουσα συσκέψεων του υποδιευθυντή, στον τελευταίο όροφο. Ο υποδιευθυντής Κερτ Βάιτας είναι ο άνθρωπος νούμερο δύο στο FBI. Ήθελαν να καταλάβω ότι επρόκειτο για μια σημαντική σύσκεψη. Το κατάλαβα. Ο Σκόρσε μπήκε μαζί μου στην εντυπωσιακή, πολύ άνετη αίθουσα συσκέψεων. Όλοι οι τοίχοι και τα περισσότερα έπιπλα ήταν σκούρα μπλε, πολύ καθώς πρέπει και αυστηρά. Το δωμάτιο μου θύμιζε σαλόνι ξένου αυτοκινήτου πολυτελείας. Κίτρινα σημειωματάρια και μολύβια υπήρχαν αραδιασμένα στη διάθεσή μας. Επρόκειτο ξεκάθαρα για μια παράσταση του Βάιτας. «Αυτό που θα επιθυμούσαμε να πετύχουμε έχει δύο σκέλη, ντετέκτιβ Κρος». Ο Βάιτας μιλούσε και συμπεριφερόταν σαν ένας πολύ επιτυχημένος, πολύ ψύχραιμος δικηγόρος του Κάπιτολ Χιλ. Εδώ που τα λέμε, ήταν αυτό ακριβώς. Φορούσε κατάλευκο πουκάμισο και γραβάτα Ερμές. Όταν μπήκα μέσα στο δωμάτιο, έβγαλε τα γυαλιά με το λεπτό μεταλλικό σκελετό που φορούσε. Έδειχνε να βρίσκεται σε άσχημη διάθεση. «Θα ήθελα να σου δείξω όλα τα στοιχεία που έχουμε για τους πράκτορες Ντιβάιν και Τσάκλι. Σε αντάλλαγμα πρέπει να σου ζητήσουμε πλήρη συνεργασία σε ό,τι αφορά την απόλυτη μυστικότητα του θέματος. Αυτό που έχω να σου πω τώρα... είναι ότι ξέραμε γι' αυτούς εδώ και καιρό, ντετέκτιβ. Διεξάγαμε μια παράλληλη έρευνα με τη δική σου». «Θα έχετε τη συνεργασία μου», είπα, προσπαθώντας να μη δείξω τη δική μου έκπληξη για τα δικά του νέα. «Θα πρέπει, όμως, να υποβάλω μια έκθεση στη δική μου υπηρεσία». «Έχω ήδη μιλήσει με τον προϊστάμενο σου επί του θέματος», είπε ο Βάιτας, βάζοντας έτσι αυτή τη μικρή λεπτομέρεια στην άκρη. Είχε ήδη προδώσει την εμπιστοσύνη μου, αλλά είχε την απαίτηση να μην προδώσω εγώ τη δική του. «Προηγήθηκες από μας μια δυο φορές στη διάρκεια της έρευνας. Αυτή τη φορά ίσως προηγηθήκαμε εμείς. Μισό βήμα».

«Διαθέτετε κάπως περισσότερο προσωπικό», του υπενθύμισα. Στο σημείο αυτό πήρε το λόγο ο Σκόρσε. Δεν είχε χάσει την ικανότητά του να συνοψίζει. «Αρχίσαμε την έρευνά μας για τους πράκτορες Ντιβάιν και Τσάκλι μόλις έγινε η απαγωγή», είπε. «Αποτελούσαν προφανείς υπόπτους, αν και όχι από κείνους που παίρναμε στα σοβαρά. Στη διάρκεια της πορείας της έρευνας ασκήθηκε πολλή πίεση στους δύο άντρες. Καθώς η Μυστική Υπηρεσία αναφέρεται απευθείας στον υπουργό Οικονομικών, μπορείς να φανταστείς τι τράβηξαν». «Τα περισσότερα τα ξέρω από πρώτο χέρι», υπενθύμισα και στους δύο άντρες του FBI. Ο Σκόρσε έγνεψε καταφατικά και συνέχισε: «Στις τέσσερις Ιανουαρίου ο πράκτορας Τσαρλς Τσάκλι παραιτήθηκε από τη Μυστική Υπηρεσία. Δήλωσε ότι σκεφτόταν να το κάνει πολύ πριν από την απαγωγή. Είπε πως δεν άντεχε τα υπονοούμενα κι όλη τη δημοσιότητα από τα μέσα ενημέρωσης. Η παραίτησή του έγινε αμέσως δεκτή. Την ίδια περίπου εποχή εμείς ανακαλύψαμε ένα μικρό λάθος στα καθημερινά ημερολόγια που κρατούσαν οι πράκτορες. Μια ημερομηνία είχε αναμφισβήτητα αντιστραφεί. Δεν ήταν τίποτα σημαντικό, αλλά εμείς ελέγχαμε τα πάντα σχετικά με την υπόθεση εκείνη την εποχή». «Τελικά φτάσαμε να απασχολούμε εννιακόσιους πράκτορές μας, άμεσα ή έμμεσα, σ' αυτή την υπόθεση», πρόσθεσε ο υποδιευθυντής. Δεν είχα ακόμη ιδέα πού ήθελε να καταλήξει. «Σταδιακά αποκαλύφτηκαν κι άλλες ασυνέπειες στα ημερολόγια των πρακτόρων», συνέχισε ο Σκόρσε. «Οι ειδικοί τεχνικοί μας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δύο από τις ατομικές αναφορές είχαν παραποιηθεί, δηλαδή ξαναγραφτεί. Είχαμε φτάσει στο συμπέρασμα ότι αυτά που είχαν σβηστεί αφορούσαν το δάσκαλο Γκάρι Σόνετζι». «Τον είχαν αντιληφθεί να παρακολουθεί το σπίτι των Γκόλντμπεργκ στο Ποτόμακ», είπα. «Αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Σόνετζι». «Στο σημείο αυτό νομίζω πως μπορούμε. Αυτά που επιβεβαίωσες πρόσφατα ανταποκρίνονται σ' αυτά που βρήκαμε εμείς. Πιστεύουμε ότι οι δύο πράκτορες πρόσεξαν τον

Σόνετζι να παρακολουθεί τον Μάικλ Γκόλντμπεργκ και τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Πιστεύουμε ότι ο ένας από τους δύο πράκτορες ακολούθησε τον Σόνετζι και ανακάλυψε τον κρυψώνα στο Κρίσφιλντ του Μέριλαντ». «Παρακολουθείτε τους δυο πράκτορες από τότε;» ρώτησα τον Τζέρι Σκόρσε. Ένευσε καταφατικά μια φορά, ουσιαστικός όπως πάντα. «Για μερικούς μήνες. Έχουμε, επίσης, κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι ξέρουν πως τους παρακολουθούμε. Δύο εβδομάδες μετά την παραίτηση του Τσάκλι, παραιτήθηκε από τη Μυστική Υπηρεσία και ο Ντιβάιν. Δήλωσε ότι η οικογένειά του δεν μπορούσε ν' αντέξει την πίεση που είχαν προκαλέσει τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα ο Ντιβάιν και η γυναίκα του ζουν εν διαστάσει». «Υποθέτω πως ο Τσάκλι και ο Ντιβάιν δεν προσπάθησαν να ξοδέψουν κάποια από τα χρήματα», είπα. «Απ' όσο γνωρίζουμε, όχι. Όπως είπα προηγουμένως, ξέρουν ότι είμαστε καχύποπτοι. Δεν είναι ανόητοι. Κάθε άλλο». «Το όλο θέμα έχει καταλήξει σ' ένα μάλλον λεπτό και πολύπλοκο παιχνίδι αναμονής», είπε ο Βάιτας. «Δεν μπορούμε ακόμη ν' αποδείξουμε τίποτα, όμως μπορούμε να τους κάνουμε τη ζωή δύσκολη. Μπορούμε άνετα να μην τους αφήσουμε να ξοδέψουν δεκάρα από τα χρήματα των λύτρων». «Και ο πιλότος στη Φλόριντα; Δεν είχα κανέναν τρόπο να κάνω έρευνα εκεί κάτω. Μήπως βρήκατε ποιος ήταν;» Ο Σκόρσε έγνεψε καταφατικά. To FBI μου έκρυβε πολλά. Απ' όλους έκρυβε. Δεν παραξενεύτηκα. «Αποδείχτηκε ότι ήταν ένας λαθρέμπορος ναρκωτικών ονόματι Τζόζεφ Ντένιο. Ήταν γνωστός σε μερικούς από τους ανθρώπους μας στη Φλόριντα. Πιθανότατα ο Ντιβάιν ήξερε τον Ντένιο και τον προσέλαβε». «Τι συνέβη σ' αυτόν τον Τζόζεφ Ντένιο;» «Αν είχαμε κάποια αμφιβολία κατά πόσο ο Ντιβάιν και ο Τσάκλι ήταν αποφασισμένοι για όλα, διαλύθηκε. Ο Ντένιο δολοφονήθηκε στην Κόστα Ρίκα. Του έκοψαν το λαιμό. Υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να βρεθεί».

«Δε θα συλλάβετε τον Ντιβάιν και τον Τσάκλι ύστερα απ' αυτό;» «Δεν έχουμε καμία απόδειξη, Άλεξ. Καμία. Τίποτα που να μπορεί να σταθεί σ' ένα δικαστήριο. Αυτά που σου είπε ο Σόνετζι επιβεβαιώνουν την ιστορία, αλλά δε θα βοηθήσουν στο δικαστήριο». «Τι συνέβη στο κοριτσάκι; Τι συνέβη στη Μάγκι Ρόουζ Νταν;» ρώτησα τον Βάιτας. Ο Βάιτας δεν είπε τίποτα. Απλώς ξεφύσηξε. Είχα την αίσθηση πως είχε περάσει μια δύσκολη μέρα. Σε μια δύσκολη χρονιά. «Δεν ξέρουμε», απάντησε ο Σκόρσε. «Εξακολουθούμε να μην έχουμε κανένα στοιχείο για τη Μάγκι Ρόουζ. Αυτό είναι το πιο μεγάλο μυστήριο σ' αυτή την υπόθεση». «Υπάρχει κι ένα άλλο πρόβλημα», μου είπε ο Βάιτας. Καθόταν μαζί με τον Σκόρσε σ' ένα σκούρο, δερμάτινο καναπέ. Και οι δύο άντρες του FBI ήταν σκυμμένοι πάνω από ένα γυάλινο τραπεζάκι του καφέ. Δίπλα τους υπήρχε ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής IBM κι ένας εκτυπωτής. «Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλά προβλήματα», είπα στον υποδιευθυντή. Άσε το FBI να κρατάει τα περισσότερα προβλήματα για την πάρτη του. Θα μπορούσαν να με είχαν βοηθήσει σ' όλη μου την προσπάθεια. Ίσως να είχαμε βρει τη Μάγκι Ρόουζ, αν είχαμε συνεργαστεί. Ο Βάιτας έριξε μια ματιά στον πράκτορα Σκόρσε και μετά με κοίταξε. «Η Τζέζι Φλάναγκαν είναι το πρόβλημα», είπε ο Βάιτας. Τα έχασα. Αισθάνθηκα σαν να είχα δεχτεί γροθιά στο στομάχι. Τα τελευταία λεπτά ήξερα πως μου ετοίμαζαν κάτι. Καθόμουν εκεί, νιώθοντας μια παγωνιά κι ένα κενό μέσα μου. Πλησίαζα για τα καλά στο σημείο να μην αισθάνομαι τίποτα. «Πιστεύουμε ότι είναι χωμένη ως το λαιμό σ' αυτή την ιστορία μαζί με τους δύο άντρες. Ήταν από την αρχή. Η Τζέζι Φλάναγκαν και ο Μάικ Ντιβάιν είναι εραστές εδώ και πολλά χρόνια».

Κεφάλαιο 76

Σ τ ί Σ ΟΧΤΩΜΙΣΙ εκείνο το βράδυ ο Σάμπσον κι εγώ περπατούσαμε στη λεωφόρο Νέας Υόρκης. Αυτή η λεωφόρος βρίσκεται στην κακόφημη περιοχή των γκέτο της Ουάσιγκτον. Είναι η περιοχή όπου συχνάζουμε τα περισσότερα βράδια ο Σάμπσον κι εγώ. Είναι η γειτονιά μας. Ο Σάμπσον με είχε μόλις ρωτήσει σε τι κατάσταση βρισκόμουν. «Όχι πολύ καλή, ευχαριστώ. Εσύ;» είπα. Ήξερε για την Τζέζι Φλάναγκαν. Του είχα πει όλα όσα ήξερα. Η συνωμοσία γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Δεν έχω νιώσει ποτέ χειρότερα από κείνη τη βραδιά. Ο Σκόρσε και ο Βάιτας μου είχαν αποδείξει εμπεριστατωμένα την ανάμειξη της Τζέζι. Το είχε κάνει. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για αμφιβολίες. Το ένα ψέμα έφερνε το άλλο. Θα μου είπε εκατό, αν είχε ξεκινήσει με ένα. Δεν το έδειξε ούτε μια φορά. Ήταν καλύτερη σ' αυτό κι από τον Σόνετζι/Μέρφι. Άνετη και με εκπληκτική αυτοπεποίθηση. «Θέλεις να το βουλώσω; Ή να σου μιλήσω;» με ρώτησε ο Σάμπσον. «Θα κάνω ό,τι θέλεις». Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, όπως είναι συνήθως. Ίσως να είναι τα μαύρα του γυαλιά που δημιουργούν αυτή την εντύπωση, αλλά αμφιβάλλω. Ο Σάμπσον ήταν έτσι από τα δέκα του χρόνια. «Θέλω να μιλήσω», είπα στον Τζον. «Θα μπορούσα να

πιω ένα κοκτέιλ. Αισθάνομαι την ανάγκη να μιλήσω για ψυχοπαθείς ψεύτες». «Κερνάω εγώ τα ποτά», είπε ο Σάμπσον. Κατευθυνθήκαμε προς το Φέισις. Είναι ένα μπαρ στο οποίο πηγαίνουμε από τότε που πρωτομπήκαμε στην αστυνομία. Οι τακτικοί θαμώνες του Φέισις δεν ενοχλούνται που είμαστε σκληροί ντετέκτιβ της Αστυνομίας της Ουάσιγκτον. Κάποιοι απ' αυτούς, μάλιστα, παραδέχονται πως κάνουμε περισσότερο καλό από κακό στη γειτονιά. Οι θαμώνες του Φέισις είναι κυρίως μαύροι, αλλά έρχονται και λευκοί για την τζαζ. Και για να μάθουν πώς να χορεύουν και να ντύνονται. «Η Τζέζι ήταν που διάλεξε τους Ντιβάιν και Τσάκλι, για να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή;» Ο Σάμπσον επανεξέταζε τα δεδομένα, ενώ περιμέναμε ν' ανάψει το φανάρι στην Πέμπτη Οδό. Μερικοί ντόπιοι αλήτες μάς κοίταζαν από το στέκι τους μπροστά στο κοτοπουλάδικο Πόπαϊ'ς. Σε αλλοτινούς καιρούς το ίδιο είδος σκουπιδιών του δρόμου θα βρίσκονταν στην ίδια γωνία, αλλά χωρίς τόσο πολλά λεφτά ή όπλα στις τσέπες τους. «Γεια χαρά, αδέρφια». Ο Σάμπσον έκλεισε το μάτι στους νταήδες. Τη βγαίνει σε όλους. Κανείς δεν του μπαίνει. «Σωστά, έτσι ξεκίνησαν όλα. Ο Ντιβάιν και ο Τσάκλι ανήκαν σε μια από τις ομάδες στις οποίες είχε ανατεθεί η προστασία του υπουργού Γκόλντμπεργκ και της οικογένειάς του. Ήταν υφιστάμενοι της Τζέζι». «Και δεν τους υποψιάστηκε ποτέ κανείς;» με ρώτησε ο Σάμπσον. «Στην αρχή όχι. Τους τσέκαρε το FBI. To FBI τσέκαρε τους πάντες. Τα καθημερινά ημερολόγια του Τσάκλι και του Ντιβάιν έμπαζαν νερά. Τότε το FBI άρχισε να τους υποψιάζεται. Κάποιος ειδικός αναλυτής στο FBI ανακάλυψε ότι τα ημερολόγια ήταν παραποιημένα. To FBI είχε είκοσι ανθρώπους για κάθε δικό μας. Πέρα απ' αυτό, το FBI εξαφάνισε τα παραποιημένα ημερολόγια, ώστε κανείς από μας να μην μπορεί να τα βρει». «Ο Ντιβάιν και ο Τσάκλι αντιλήφθηκαν τον Σόνετζι να παρακολουθεί κάποιο από τα παιδιά. Έτσι άρχισε το όλο

τσίρκο; Η παρακολούθηση του παρακολουθούντος». Ο Σάμπσον είχε πιάσει τη γενική εικόνα του πράγματος πια. «Ακολούθησαν τον Σόνετζι και το βαν του μέχρι το αγρόκτημα στο Μέριλαντ. Συνειδητοποίησαν ότι παρακολουθούσαν έναν πιθανό απαγωγέα. Κάποιος είχε την ιδέα ν' απαγάγουν τα παιδιά μετά την πρώτη απαγωγή». «Ιδέα δέκα εκατομμυρίων δολαρίων», είπε σκυθρωπά ο Σάμπσον. «Η κυρία Τζέζι Φλάναγκαν ήταν στο κόλπο από την αρχή;» «Δεν ξέρω. Έτσι νομίζω. Θα πρέπει να τη ρωτήσω επ' αυτού κάποτε». «Αχά». Ο Σάμπσον έγνεψε καταφατικά. «Αυτή τη στιγμή το κεφάλι σου βρίσκεται πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του νερού;» «Ούτε κι αυτό το ξέρω. Όταν συναντάς κάποιον που μπορεί να σου λέει ψέματα όπως αυτή, αυτό αλλάζει την οπτική σου για τα πράγματα. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το αντέξω, δικέ μου. Μου λες εσύ ψέματα ποτέ;» Ο Σάμπσον μου έδειξε μερικά από τα δόντια του. Ήταν κάτι ανάμεσα σε χαμόγελο και γρύλισμα. «Εμένα μου φαίνεται πως το κεφάλι σου είναι λίγο κάτω από το νερό». «Κι εμένα έτσι μου φαίνεται», παραδέχτηκα. «Έχω γνωρίσει και καλύτερες μέρες. Αλλά έχω γνωρίσει και χειρότερες. Ας πάμε να πιούμε εκείνη την μπίρα». Ο Σάμπσον χαιρέτησε στρατιωτικά τους αλήτες στη γωνία. Γέλασαν και μας χαιρέτησαν μπασκετμπολίστικα. Κλέφτες κι αστυνόμοι στην ίδια γειτονιά. Περάσαμε απέναντι, στο Φέισις. Λίγη λήθη ήταν ό,τι έπρεπε. Το μπαρ ήταν πήχτρα και θα ήταν έτσι μέχρι το κλείσιμο. Άνθρωποι που ήξεραν τον Σάμπσον κι εμένα μας χαιρέτησαν. Μια γυναίκα με την οποία είχα βγει κάποτε βρισκόταν στο μπαρ. Μια πραγματικά χαριτωμένη, πραγματικά καλή κοινωνική λειτουργός, που είχε συνεργαστεί με τη Μαρία. Αναρωτήθηκα γιατί δεν είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας. Εξαιτίας κάποιας βαθύτερης αδυναμίας του χαρακτήρα μου; Όχι. Δε θα μπορούσε να φταίει αυτό. «Είδες την Ασάχε εκεί πέρα;» μου έδειξε ο Σάμπσον.

«Είμαι ντετέκτιβ. Βλέπω τα πάντα, σωστά; Δε μου ξεφεύγει τίποτα», του είπα. «Ακούγεσαι σαν να λυπάσαι τον εαυτό σου. Λίγο ειρωνικός, θα έλεγα. Δυο μπίρες. Μπα, κάν' τες τέσσερις», είπε στον μπάρμαν. «Θα το ξεπεράσω», είπα στον Σάμπ;σον. «Θα το δεις. Απλώς δεν την είχα βάλει ποτέ στη λίστα των υπόπτων μας. Λάθος μου». «Είσαι σκληρός, δικέ μου. Έχεις τα γονίδια της φοβερής γιαγιάς σου. Θα σε φτιάξουμε», μου είπε. «Και θα της φτιάξουμε Χι αυτής τον κώλο, της κυρίας Τζέζι». «Σου άρεσε, Τζον; Προτού βγουν όλα αυτά στην επιφάνεια;» «Α, ναι. Δεν είχε τίποτα που να μην αρέσει. Λέει πολύ καλά ψέματα, Άλεξ. Έ χ ε ι ταλέντο. Το καλύτερο που έχω δει ποτέ, ύστερα από κείνη την ταινία, την Έξαψη», είπε ο Σάμπσον. «Και όχι, δε σου λέω ποτέ ψέματα, αδερφέ μου. Ούτε κι όταν θα 'πρεπε». Το δύσκολο μέρος ήρθε αφού ο Σάμπσον κι εγώ φύγαμε από το Φέισις εκείνο το βράδυ. Είχα πιει μερικές μπίρες, αλλά ήμουν αρκετά νηφάλιος και είχα καταπνίξει το μεγαλύτερο μέρος του πόνου μου. Παρ' όλα αυτά, ήταν πολύ μεγάλο το σοκ. Η Τζέζι ήταν μπλεγμένη σ' αυτή την ιστορία από την αρχή. Θυμόμουν πώς με είχε παραπλανήσει, όταν της μίλησα για τις υποψίες μου για τον Ντιβάιν και τον Τσάκλι. Με ψάρευε για κάθε στοιχείο που έβρισκε η Αστυνομία της Ουάσιγκτον. Υπήρξε ο τέλειος κατάσκοπος. Εντελώς άνετη και ψύχραιμη. Αψογη στο ρόλο της. Η Νάνα ήταν ακόμη ξύπνια όταν έφτασα στο σπίτι. Δεν της είχα πει ακόμα τα νέα για την Τζέζι. Τώρα θα ζούσα μια απαίσια στιγμή στη ζωή μου. Χρειαζόμουν κουράγιο. Οι μπίρες βοηθούσαν λίγο. Η κοινή μου ιστορία με τη Νάνα βοηθούσε ακόμη περισσότερο. Είπα στη Νάνα την αλήθεια στα ίσια. Μ' άκουσε χωρίς να με διακόπτει, πράγμα που έδειχνε πώς δεχόταν τα νέα η Νάνα. Αφού τελείωσα, μείναμε καθισμένοι, βουβοί στο σαλόνι,

απλώς κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Καθόμουν σ' ένα πουφ, με τα μακριά μου πόδια απλωμένα προς το μέρος της. Μας τύλιγε μια οδυνηρή σιωπή. Η Νάνα καθόταν φασκιωμένη με μια παλιά μπεζ κουβέρτα στην πολυθρόνα της. Κουνούσε ακόμη απαλά το κεφάλι της και δάγκωνε το πάνω χείλι τής, αναλογιζόμενη όσα της είχα πει. «Από κάπου πρέπει ν' αρχίσω», είπε τελικά. «Ας αρχίσω, λοιπόν, από δω. Δε θα πω "Σου το είπα", επειδή δεν είχα ιδέα ότι θα ήταν τόσο άσχημα. Φοβόμουν για λογαριασμό σου, αυτό είναι όλο. Όμως όχι για κάτι τέτοιο. Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ αυτό το φρικτό πράγμα. Τώρα αγκάλιασέ με, σε παρακαλώ, πριν πάω επάνω να πω τις προσευχές μου. Απόψε θα προσευχηθώ και για την Τζέζι Φλάναγκαν. Θα το κάνω αλήθεια. Θα προσευχηθώ για όλους μας, Άλεξ». «Εσύ ξέρεις πάντα τι πρέπει να πεις». Της είπα τη μεγάλη αλήθεια. Ήξερε πότε να σου ρίξει ένα χαστούκι και πότε να σου δώσει το χαϊδευτικό χτυπηματάκι που χρειαζόσουν. Την αγκάλιασα και μετά η Νάνα ανέβηκε σιγά σιγά επάνω. Έμεινα κάτω και σκεφτόμουν τι είχε πει νωρίτερα ο Σάμπσον —θα της φτιάξουμε τον κώλο της Τζέζι. Όμως όχι για οτιδήποτε συνέβη μεταξύ μας. Για τον Μάικλ Γκόλντμπεργκ και τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Για τη Βίβιαν Κιμ, που δεν υπήρχε λόγος να πεθάνει. Για τον Μάσταφ Σάντερς. Θα της τη φέρναμε της Τζέζι —με κάποιον τρόπο.

Κεφάλαιο 77

Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΦΙΣΕΝΑΟΥΕΡ ήταν αρχιφύλακας στη φυλακή Φόλοτον. Αυτό, κατά τη γνώμη του, ήταν πολύ καλό πράγμα στις μέρες μας. Πίστευε, επίσης, ότι μπορεί να ήξερε πού ήταν κρυμμένα τα δέκα εκατομμύρια δολάρια των λύτρων της απαγωγής. Τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος των λύτρων. Τώρα σκόπευε να ρίξει μια μικρή ματιά. Είχε καταλάβει, επίσης, ότι ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι εξακολουθούσε να δουλεύει τους πάντες. Για τα καλά. Και ασταμάτητα. Καθώς ο Φίσεναουερ οδηγούσε τη Φάιαρμπερντ Πόντιάκ του στον αυτοκινητόδρομο 50 του Μέριλαντ, στο μυαλό του στριφογύριζαν πολλά ερωτήματα. Ή τ α ν ο Σόνετζι/Μέρφι ο απαγωγέας; Ήξερε πράγματι πού βρίσκονταν τα λεφτά των λύτρων; Ή μήπως ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι έλεγε σκέτες μαλακίες και δεν ήταν παρά ένας ακόμη τρελάρας, φυλακισμένος στη φυλακή Φόλσιον; Ο Φίσεναουερ σκέφτηκε πως πολύ σύντομα θα είχε όλες τις απαντήσεις. Λίγα χιλιόμετρα ακόμη και θα ήξερε περισσότερα απ' όλους, με εξαίρεση τον ίδιο τον Σόνετζι/Μέρφι. Βγήκε από τον αυτοκινητόδρομο και ακολούθησε το σπάνια χρησιμοποιημένο μονοπάτι προς το παλιό αγρόκτημα. Ο χωραφόδρομος είχε σχεδόν εξαφανιστεί πια. Ο Φίσεναουερ το διαπίστωσε αυτό αμέσως. Αγριόχορτα και ηλιοτρόπια φύτρωναν πάνω στο κομμά-

τι που κάποτε ήταν δρόμος. Δεν υπήρχαν πια ούτε αυλάκια από ροδιές άλλων οχημάτων. Η βλάστηση ήταν πλαγιασμένη. Κάποιος θα πρέπει να είχε περάσει από δω τους τελευταίους μήνες. Να ήταν το FBI και η τοπική αστυνομία; Θα είχαν σίγουρα ψάξει την περιοχή της αγροικίας καμιά δεκαριά φορές. Είχαν, όμως, ψάξει τους χώρους του εγκαταλειμμένου αγροκτήματος αρκετά καλά; αναρωτήθηκε ο Ρόμπερτ Φίσεναουερ. Το ερώτημα των δέκα εκατομμυρίων δολαρίων; Γύρω στις πέντε και μισή το απόγευμα ο Φίσεναουερ πάρκαρε τη σκονισμένη, κόκκινη Φάιαρμπερντ δίπλα σ' ένα ετοιμόρροπο γκαράζ στ' αριστερά ακριβώς της κεντρικής αγροικίας. Η αδρεναλίνη έτρεχε τώρα άφθονη στις φλέβες του. Τίποτα καλύτερο από ένα κυνήγι θησαυρού για να κυκλοφορήσουν οι χυμοί. Ο Γκάρι μιλούσε εκστασιασμένος για τον Μπρούνο Χάουπτμαν και την ιδέα του να κρύψει ένα μέρος των λύτρων που είχε πάρει από τον Λίντμπεργκ στο δικό του γκαράζ στη Νέα Υόρκη. Ο Χάουπτμαν είχε μαθητεύσει μαραγκός και είχε κατασκευάσει μια μυστική κρυψώνα για τα λεφτά στον τοίχο του γκαράζ του. Ο Γκάρι είπε ότι είχε κάνει κάτι ανάλογο στο παλιό αγρόκτημα στο Μέριλαντ. Ορκιζόταν ότι έλεγε αλήθεια και ότι το FBI δε θα έβρισκε ποτέ την κρυψώνα του. Ο Φίσεναουερ έσβησε τη μηχανή της Φάιαρμπερντ. Η απότομη ησυχία ήταν πολύ παράξενη. Το παλιό σπίτι φαινόταν, αναμφισβήτητα, έρημο και ανατριχιαστικό. Του θύμιζε μια ταινία που λεγόταν Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών. Με τη διαφορά ότι τώρα πρωταγωνιστούσε αυτός σε τούτο το θρίλερ. Αγριόχορτα φύτρωναν παντού, ξεπετάγονταν ακόμη κι από τη στέγη του γκαράζ. «Λοιπόν, Γκάρι αγόρι μου, ας δούμε τώρα αν λες μαλακίες. Για το καλό σου, εύχομαι να μη λες». Ο Ρόμπερτ Φίσεναουερ πήρε μια βαθιά εισπνοή και βγήκε από το σπορ αμάξι του. Είχε ήδη σκεφτεί τι θα έλεγε αν τον έπιαναν στα πράσα. Θα έλεγε ότι ο Γκάρι του είχε πει πού είχε θάψει τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Όμως ο Φίσεναουερ είχε θεωρήσει ότι του έλεγε ανοησίες.

Παρ' όλα αυτά, η σκέψη δεν τον άφηνε ήσυχο. Έτσι βρισκόταν τώρα εδώ, στο Κρίπσβιλ* του Μέριλαντ, για να το ελέγξει. Κατά βάθος ένιωθε ηλίθιος. Ένιωθε, επίσης, κάπως κακός και ένοχος, όμως έπρεπε να το ελέγξει μόνος του. Έπρεπε, δικέ μου. Αυτό ήταν το προσωπικό του λαχείο των δέκα εκατομμυρίων δολαρίων. Ήταν το λαχείο του. Μπορεί να έβρισκε σε λίγο το μέρος όπου ήταν θαμμένη η Μάγκι Ρόουζ Νταν. Χριστέ μου, προσευχήθηκε, ας μη μου συμβεί κάτι τέτοιο. Ή μπορεί να έβρισκε το θαμμένο θησαυρό που του είχε υποσχεθεί ο Γκάρι. Ο ίδιος και ο Γκάρι είχαν κουβεντιάσει πολΰ, για ώρες ολόκληρες κάθε φορά, στη φυλακή. Ο Γκάρι λάτρευε να μιλάει για τα κατορθώματά του. Για το μωρό του, όπως αποκαλούσε την απαγωγή. Το «τέλειο» έγκλημάτου. Ακριβώς! Τόσο «τέλειο», ώστε να εκτίει τώρα ποινή ισοβίων σε φυλακή υψίστης ασφαλείας για ψυχασθενείς εγκληματίες. Και τώρα ο Ρόμπερτ Φίσεναουερ βρισκόταν εδώ, μπροστά ακριβώς στη σαπισμένη πόρτα που οδηγούσε στο Κρίπσβιλ. Στον τόπο του εγκλήματος, όπως λένε. Πάνω στην πόρτα υπήρχε ένας εντελώς σκουριασμένος μεταλλικός σύρτης. Ο Φίσεναουερ φόρεσε ένα ζευγάρι χειμωνιάτικα γάντια του γκολφ —θα ήταν δύσκολο να τα δικαιολογήσει αυτά αν τον έπιαναν να τριγυρνάει εδώ. Άνοιξε το σύρτη. Χρειάστηκε να τραβήξει την πόρτα προς το μέρος του δυνατά μέσα στην πυκνή βλάστηση. Ώρα για φακό. Έβγαλε το φακό του και τον άναψε. Ο Γκάρι είχε πει πως θα έβρισκε τα χρήματα στη δεξιά πλευρά του γκαράζ, στη δεξιά γωνία στο βάθος, για την ακρίβεια. Ολόγυρα υπήρχαν πολλά παλιά, κατεστραμμένα αγροτικά μηχανήματα. Ιστοί από αράχνες κόλλησαν πάνω στο πρόσωπο και στο λαιμό του καθώς προχώρησε προς τα μπρος. Μια έντονη οσμή αποσύνθεσης σκέπαζε τα πάντα. Στη μέση του γκαράζ ο Φίσεναουερ σταμάτησε και έκα* Creepsville: Πόλη της Ανατριχίλας' λογοπαίγνιο με το όνομα Κρίσφιλντ. (Σ.τ.Μ.)

νε μεταβολή. Κοίταξε την ανοιχτή πόρτα και έστησε αυτί για ενενήντα, τουλάχιστον, δευτερόλεπτα. Άκουσε ένα αεριωθούμενο να πετάει κάπου μακριά. Δεν υπήρχε κανένας άλλος ήχος. Προσευχήθηκε να μην υπήρχε κανείς άλλος εκεί γΰρω. Για πόσο χρόνο θα μπορούσε το FBI να έχει την πολυτέλεια να παρακολουθεί ένα εγκαταλειμμένο αγρόκτημα; Όχι, πάντως, για δύο σχεδόν χρόνια μετά την απαγωγή! Πεισμένος πια ότι ήταν μόνος του, ο Φίσεναουερ προχώρησε προς το βάθος του γκαράζ. Μόλις βρέθηκε στο σημείο που έπρεπε, στρώθηκε στη δουλειά. Παραμέρισε ένα βαρύ πάγκο εργασίας - ο Γκάρι είχε πει ότι ο πάγκος θα βρισκόταν εκεί. Έβλεπε πια ότι ο Γκάρι του είχε περιγράψει το μέρος με εκπληκτικά ακριβείς λεπτομέρειες. Ο Γκάρι είχε πει πού βρισκόταν το κάθε χαλασμένο μηχάνημα. Είχε πει στον Φίσεναουερ το ακριβές σημείο σχεδόν κάθε χαραμάδας στις σαπισμένες σανίδες των τοίχων του γκαράζ. Ανεβασμένος πάνω στον παλιό πάγκο εργασίας, ο Φίσεναουερ άρχισε να ξηλώνει τις παλιές σανίδες ψηλά, εκεί όπου ο τοίχος συναντούσε την οροφή του γκαράζ. Υπήρχε ένα κενό εκεί μέσα. Όπως ακριβώς είχε πει ο Γκάρι ότι θα υπήρχε. Ο Φίσεναουερ έστρεψε τη δέσμη του φακού του πάνω στην τρύπα στον τοίχο. Κι εκεί είδε ένα μέρος των λύτρων, τα οποία υποτίθεται πως δε θα έπρεπε να έχει ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Ο Φίσεναουερ δεν πίστευε στα μάτια του. Εκεί, μέσα στους τοίχους του γκαράζ, υπήρχε μια στοίβα χαρτονομίσματα.

Κεφάλαιο 78

Σ Τ Ι ς 3:16 ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι πίεσε το μέτωπό του πάνω στα κρύα μεταλλικά κάγκελα που χώριζαν το κελί του από το διάδρομο της φυλακής. Είχε έναν ακόμη μεγάλο ρόλο να παίξει. Θα γινόταν χαμός! Άρχισε να ξερνάει πάνω στο καλογυαλισμένο πλαστικό δάπεδο —όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει. Έκανε εμετό με βίαιους σπασμούς μέσα στο κελί του. Ανάμεσα στ' αγκομαχητά του, φώναζε για βοήθεια. Και οι δυο νυχτερινοί φύλακες ήρθαν τρέχοντας. Στη φυλακή πρόσεχαν μη τυχόν και αυτοκτονήσει ο Γκάρι από την πρώτη του μέρα εκεί. Ο Λόρενς Βόλπι και ο Φίλιπ Χάλιαρντ ήταν παλιοί, με πολλά χρόνια υπηρεσία στην ομοσπονδιακή φυλακή. Δεν τους άρεσαν τα προβλήματα μέσα στα κελιά, ιδίως μετά τα μεσάνυχτα. «Τι στο διάβολο έχεις πάθει;» φώναξε ο Βόλπι, βλέποντας την καφεπράσινη λιμνούλα ν' απλώνεται σιγά σιγά στο πάτωμα. «Τι πρόβλημα έχεις, μαλάκα;» «Νομίζω πως μ' έχουν δηλητηριάσει», είπε ο Σόνετζι/Μέρφι, αγκομαχώντας και ξεφυσώντας. Ο ήχος έβγαινε βαθιά μέσα από το στήθος του. «Κάποιος με δηλητηρίασε! Μ' έχουν δηλητηριάσει! Νομίζω πως πεθαίνω. Ω Θεέ μου, πεθαίνω!» «Τα καλύτερα νέα που άκουσα τελευταία», είπε ο Φίλιπ Χάλιαρντ στο συνάδελφο του και χαμογέλασε. «Μακά-

ρι να το είχα σκεφτεί πρώτος. Να τον δηλητηριάσω τον μπάσταρδο». Ο Βόλπι έβγαλε το γουόκι τάκι του και ζήτησε το νυχτερινό αρχιφύλακα. Το θέμα μιας πιθανής αυτοκτονίας του Σόνετζι ήταν πολύ σημαντικό για τους ιθύνοντες της φυλακής. Και, βέβαια, δε θα συνέβαινε στη βάρδια του Βόλπι. «Θα ξεράσω πάλι», βόγκηξε ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Σωριάστηκε απότομα πάνω στα κάγκελα κι έκανε εμετό για δεύτερη φορά με βίαιους σπασμούς. Στιγμές αργότερα, κατέφτασε ο αρχιφύλακας. Ο Λόρενς Βόλπι είπε γρήγορα στον προϊστάμενο του τι είχε συμβεί, ακολουθώντας την κλασική μέθοδο «Όποιος φυλάει τα ρούχα του...» «Λέει ότι τον έχουν δηλητηριάσει, Μπόμπι. Δεν ξέρω τι στο διάβολο έγινε. Δεν αποκλείεται. Αρκετοί απ' αυτούς τους μπάσταρδους δε θέλουν να τον βλέπουν ούτε ζωγραφιστό». «Θα τον πάω εγώ στο νοσοκομείο», είπε στους άντρες του ο Ρόμπερτ Φίσεναουερ. Ο Φίσεναουερ ήταν τύπος που αναλάμβανε πρωτοβουλίες ούτως ή άλλως. Ο Βόλπι υπολόγιζε σ' αυτό. «Θα χρειαστεί να του κάνουν πλύση στομάχου, φαντάζομαι. Αν έχει μείνει τίποτα για να του βγάλουν. Περάστε του χειροπέδες πριν τον παραλάβω. Χειροπόδαρα. Δε μου φαίνεται σε φόρμα για να μας δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα απόψε». Λίγο αργότερα ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι θεώρησε ότι είχε διανύσει το μισό δρόμο μέχρι την ελευθερία του. Ο ανελκυστήρας της φυλακής είχε μαλακή, προστατευτική επένδυση. Τα τοιχώματά του ήταν σκεπασμένα με χοντρό, σαν στρώμα, ύφασμα. Κατά τ' άλλα ήταν παμπάλαιος και οδυνηρά αργός. Η καρδιά του Γκάρι χτυπούσε σαν μπάσο ταμπούρλο. Λίγος υγιής φόβος στη ζωή του. Του είχε λείψει το ανέβασμα που φέρνει η αδρεναλίνη. «Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Φίσεναουερ, καθώς ο ίδιος και ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι κατέβαιναν, όπως τους φαινόταν, εκατοστό εκατοστό. Ένας και μοναδικός γυμνός γλόμπος προεξείχε μέσα από μια τρύπα στο χοντρό ύφασμα. Έριχνε ένα αμυδρό φως. «Αν είμαι εντάξει; Τι σου φαίνεται; Ότι προσποιούμαι;

Είμαι άρρωστος», του είπε ο Σόνετζι/Μέρφι. «Γιατί, που να πάρει ο διάβολος, δεν κινείται γρηγορότερα αυτό το πράγμα;» «Θα ξεράσεις πάλι;» «Είναι πολΰ πιθανό. Πληρώνω ένα μικρό τίμημα». Ο Σόνετζι/Μέρφι κατάφερε να χαμογελάσει αδύναμα. «Ένα πολύ μικρό τίμημα, Μπόμπι». Ο Φίσεναουερ γρύλισε. «Υποθέτω. Φρόντισε μόνο να μη με πασαλείψεις, αν αποφασίσεις να ξεράσεις πάλι». Ο ανελκυστήρας πέρασε τον επόμενο όροφο και τον επόμενο. Δεν έκανε στάσεις. Έφτασε μέχρι το υπόγειο του κτιρίου, όπου σταμάτησε μ' έναν υπόκωφο γδούπο. «Αν μας δει κάποιος, πάμε γι' ακτίνες», είπε ο Φίσεναουερ καθώς άνοιγε η πόρτα του ανελκυστήρα. «Το ακτινολογικό είναι εδώ κάτω στο υπόγειο». «Ναι, θυμάμαι το σχέδιο. Δικό μου είναι το σχέδιο», είπε ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Καθώς η ώρα ήταν περασμένες τρεις τα ξημερώματα, δε συνάντησαν κανέναν όταν άρχισαν να διασχίζουν το μακρύ τούνελ στο υπόγειο της φυλακής. Στη μέση του τούνελ υπήρχε μια πλευρική πόρτα. Ο Φίσεναουερ χρησιμοποίησε το κλειδί του για να την ανοίξει. Μπήκαν σ' έναν άλλο μικρό, σιωπηλό άδειο διάδρομο. 'Εόρτασαν μπροστά σε μια πόρτα ασφαλείας. Εδώ ήταν που θα γινόταν της κακομοίρας και ο Σόνετζι/Μέρφι θα έπρεπε να δείξει την αξία του. Εδώ ήταν που ο Φίσεναουερ θα διαπίστωνε αν ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι ήταν αντάξιος της φήμης του. Ο Φίσεναουερ δεν είχε το κλειδί της πόρτας ασφαλείας. «Δώσε μου τώρα το πιστόλι σου, Μπόμπι. Εσύ να σκέφτεσαι μόνο τα δέκα εκατομμύρια δολάρια. Τα υπόλοιπα θα τα κάνω εγώ, ώστε το μόνο που θα σε απασχολεί να είναι το δικό σου μερίδιο». Αυτό ήταν. Ο Σόνετζι το έκανε ν' ακούγεται εύκολο. Κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Πιάσε ένα κομμάτι από τα δέκα εκατομμύρια δολάρια. Ο Φίσεναουερ παρέδωσε απρόθυμα το περίστροφο του. Δεν ήθελε πια να σκέφτεται τι έκανε. Αυτή ήταν η ευκαιρία του να την κοπανήσει κι αυτός από τη Φόλστον. Η μοναδική του ευκαιρία. Διαφορετικά ήξερε ότι θα έμενε στη Φόλστον για όλη την υπόλοιπη ζωή του.

«Τώρα θέλει προσοχή, Μπόμπι, αλλά μην ανησυχείς. Παίξε καλό θέατρο για τον Κέσλερ. Να φαίνεσαι πραγματικά φοβισμένος». «Είμαι φοβισμένος, που να πάρει ο διάβολος». «Θα 'πρεπε, Μπόμπι. Έ χ ω το πιστόλι σου». Από την άλλη μεριά της πόρτας ασφαλείας υπήρχαν δυο φυλακές. Έ ν α παράθυρο από πλεξιγκλάς που έφτανε μέχρι τη μέση τούς πρόσφερε τη θέα του απίστευτου θεάματος που πλησίαζε προς το μέρος τους. Έβλεπαν τον Σόνετζι/Μέρφι μ' ένα πιστόλι κολλημένο στον αριστερό κρόταφο του αρχιφύλακα Μπομπ Φίσεναουερ. Ο Σόνετζι/Μέρφι φορούσε χειροπέδες στα χέρια και στα πόδια του, αλλά κρατούσε όπλο. Και οι δυο φύλακες σηκώθηκαν γρήγορα όρθιοι. Κρατούσαν τις καραμπίνες τους πάνω από το τζάμι. Δεν είχαν το χρόνο να κάνουν άλλη κίνηση. «Βλέπετε ένα νεκρό φύλακα», ούρλιαξε ο Γκάρι μ' όλη τη δύναμη της φωνής του, «εκτός κι αν ανοίξετε αυτή τη γαμημένη πόρτα σε πέντε περίπου δευτερόλεπτα. Όχι περισσότερα!» «Παρακαλώ!» τσίριξε ξαφνικά ο Φίσεναουερ στους συναδέλφους του. Ήταν φοβισμένος για τα καλά. Ο Σόνετζι πίεζε το όπλο δυνατά στον κρόταφο του. «Σκότωσε τον Βόλπι επάνω». Χρειάστηκαν λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα για να πάρει ο αρχαιότερος φύλακας —ο Στίβεν Κέσλερ— την απόφασή του. Γύρισε το κλειδί που άνοιγε την πόρτα ασφαλείας. Ο Κέσλερ ήταν φίλος του Ρόμπερτ Φίσεναουερ και ο Σόνετζι είχε υπολογίσει σ' αυτό. Ο Σόνετζι είχε σκεφτεί τα πάντα. Είχε μάθει ότι ο Ρόμπερτ Φίσεναουερ ήταν ένας «ισοβίτης» στη φυλακή· ότι ήταν παγιδευμένος εκεί, όπως ακριβώς και οι κρατούμενοι. Είχε κουβεντιάσει για τους θυμούς και τις πίκρες του Φίσεναουερ και είχε κάνει διάνα. Ήταν ο εξυπνότερος καριόλης που είχε συναντήσει ποτέ ο Ρόμπερτ Φίσεναουερ. Θα έκανε τον Φίσεναουερ εκατομμυριούχο. Οι δυο τους κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο του Φίσεναουερ. Η Φάιαρμπερντ ήταν παρκαρισμένη κοντά στην

κεντρική πύλη. Ο Φίσεναουερ είχε αφήσει την πόρτα του σπορ αυτοκινήτου ξεκλείδωτη. Βρέθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο στο πι και φι. «Πολύ ωραίο αμάξι, Μπόμπι», είπε ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. «Τώρα πια θα μπορείς ν' αγοράσεις μια Λαμποργκίνι. Δΰο ή και τρεις, αν θέλεις να κάνεις φιγούρα». Ο Σόνετζι ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα. Γλίστρησε κάτω από μια κουβέρτα, πάνω στην οποία κοιμόταν συνήθως το κόλεϊ του Φίσεναουερ. Η κουβέρτα μύριζε έντονα σκυλίλα. «Ας βγούμε τώρα απ' αυτή την ποντικοπαγίδα», είπε ο Σόνετζι/Μέρφι από το πίσω κάθισμα. Ο Ρόμπερτ Φίσεναουερ άναψε τη μηχανή της Φάιαρμπερντ. Περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από τη φυλακή άλλαξαν αυτοκίνητο. Έ ν α Μπρόνκο ήταν παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου και πήδηξαν γρήγορα μέσα. Λίγα λεπτά αργότερα έτρεχαν στον αυτοκινητόδρομο. Αραιή κυκλοφορία, αλλά περισσότερο από αρκετή για να χαθούν μέσα της. Σε λιγότερα από ενενήντα λεπτά αργότερα το Μπρόνκο έστριψε στο γεμάτο αγριόχορτα χωραφόδρομο του παλιού αγροκτήματος στο Μέριλαντ. Στη διάρκεια της διαδρομής ο Σόνετζι/Μέρφι είχε επιτρέψει στον εαυτό του τη μικρή αλλά υπέροχη ευχαρίστηση της απόλαυσης του αρχικού αριστοτεχνικού σχεδίου του. Λάτρευε την ιδέα ότι πριν από δυο χρόνια είχε σκεφτεί να κρύψει μερικά μετρητά στο γκαράζ. Όχι τα χρήματα των λύτρων βέβαια. Αλλά χρήματα ειδικά γι' αυτή τη χρονική στιγμή. Πολύ προνοητικό εκ μέρους του. «Φτάσαμε ή όχι ακόμη;» είπε τελικά ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι κάτω από την κουβέρτα. Ο Φίσεναουερ δεν απάντησε αμέσως, όμως ο Γκάρι είχε καταλάβει ότι είχαν φτάσει από τις λακκούβες του δρόμου. Ανακάθισε στο άβολο πίσω κάθισμα του Μπρόνκο. Ήταν σχεδόν ελεύθερος. Ήταν ακατανίκητος. «Είναι ώρα να γίνουμε πλούσιοι», είπε και γέλασε δυνατά. «Σκοπεύεις να μου βγάλεις αυτές τις χειροπέδες σε κάποια φάση;» Ο Ρόμπερτ Φίσεναουερ δεν μπήκε στον κόπο να γυρίσει να τον κοιτάξει. Για τον ίδιο αυτή εξακολουθούσε να είναι μια σχέση φύλακα-φυλακισμένου. «Μόλις πάρω το μερίδιό

μου από τα λεφτά των λύτρων», είπε με την άκρη του στόματος του. «Τότε και μόνο τότε θα είσαι ελεύθερος!» Ο Σόνετζι/Μέρφι απευθύνθηκε στο σβέρκο του Φίσεναουερ. «Είσαι σίγουρος πως έχεις τα κλειδιά γι' αυτές τις χειροπέδες, Ρόμπερτ;» «Μην ανησυχείς γι' αυτό. Εσύ είσαι σίγουρος πως ξέρεις πού είναι κρυμμένα τα υπόλοιπα χρήματα των λύτρων;» «Είμαι σίγουρος». Ο Σόνετζι/Μέρφι ήταν, επίσης, σίγουρος ότι ο Φίσεναουερ είχε τα κλειδιά επάνω του. Ο Γκάρι είχε αισθανθεί μεγάλη κλειστοφοβία στη διάρκεια της προηγούμενης μιάμισης ώρας. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους είχε αρχίσει να σκέφτεται άλλα πράγματα· το αριστοτεχνικό του σχέδιο. Αναμνήσεις από το υπόγειο του σπιτιού του είχαν αρχίσει να περνούν μπροστά από τα μάτια του στη διάρκεια του ταξιδιού. Έβλεπε τη μητριά του. Έβλεπε τα δυο κακομαθημένα μπασταρδάκια της. Έβλεπε τον εαυτό του ως παιδί, πάλι -τις ένδοξες περιπέτειες του Κακού Αγοριού. Οι φαντασιώσεις του τον συνεπήραν για αρκετή ώρα. Καθώς το Μπρόνκο χοροπηδούσε πολύ αργά πάνω στο δρόμο των αναμνήσεων, ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι έφερε και τα δύο του χέρια πάνω από το κεφάλι του Φίσεναουερ και τα τύλιξε άγρια γύρω από το λαιμό του. Υπήρχε το στοιχείο του αιφνιδιασμού σ' αυτή του την ενέργεια. Πίεσε το μέταλλο ακριβώς στο μήλο του Αδάμ του αρχιφύλακα. «Τι να σου πω τώρα, Μπόμπι; Είμαι ένας ψυχοπαθής ψεύτης τελικά». Ο Φίσεναουερ άρχισε να σφαδάζει και να παλεύει απεγνωσμένα. Δεν μπορούσε ν' αναπνεύσει. Ήταν σαν να πνιγόταν. Τα γόνατά του βρόντηξαν δυνατά κάτω από το ταμπλό και το τιμόνι του αυτοκινήτου. Η νύχτα είχε γεμίσει από τους άγριους, ζωώδεις βρυχηθμούς των δύο αντρών. Ο Φίσεναουερ κατάφερε να φέρει τα πόδια του πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού. Η αρβύλα του κλότσησε την οροφή του Μπρόνκο. Ο κορμός του ήταν γυρισμένος στο πλάι. Αγκομάχησε κι έβγαλε έναν πολύ παράξενο ήχο. Ακούστηκε σαν μέταλλο που καίγεται τσιτσιρίζοντας.

Η αντίσταση του Φίσεναουερ χαλάρωσε και τελικά σταμάτησε, εκτός από κάποιες συσπάσεις των άκρων του. Ο Γκάρι ήταν ελεύθερος. Όπως ακριβώς γνώριζε από την αρχή πως θα ήταν... Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι κυκλοφορούσε πάλι ελεύθερος.

Κεφάλαιο 79

Η ΤΖΕΖΙ ΦΛΑΝΑΓΚΑΝ διέσχισε το διάδρομο του ξενοδοχείου Μάρμπερι στην Τζόρτξταουν μέχρι το δωμάτιο 427. Αισθανόταν ψυχοπλακωμένη πάλι. Πιεσμένη. Δε χαιρόταν γι' αυτή τη μυστική συνάντηση και αναρωτιόταν πού απέβλεπε. Η Τζέζι νόμιζε ότι ήξερε και ήλπιζε να έκανε λάθος. Δεν έκανε λάθος πολύ συχνά.. Η Τζέζι χτύπησε την πόρτα με τα δάχτυλά της. Κρυφοκοίταξε πίσω της. Δεν ήταν παρανοϊκό εκ μέρους της. Ήξερε ότι οι μισοί άνθρωποι στην Ουάσιγκτον παρακολουθούσαν τους άλλους μισούς. «Είναι ανοιχτά. Έλα», άκουσε από μέσα. Η Τζέζι άνοιξε την πόρτα και τον είδε ξαπλωμένο στον καναπέ. Είχε νοικιάσει σουίτα, πράγμα που δεν ήταν καλό σημάδι. Ήθελε να πετάξει λεφτά. «Σουίτες για τους γλυκούς*». Ο Μάικ Ντιβάιν της χαμογέλασε από τον καναπέ. Παρακολουθούσε έναν αγώνα των Ρέντσκινς στην τηλεόραση. Άνετος όπως πάντα. Από πολλές απόψεις της θύμιζε τον πατέρα της. Μπορεί γι' αυτόν το λόγο να είχε μπλέξει μαζί του. Τη διήγειρε η διαστροφή του πράγματος. «Μάικλ, αυτό είναι πολύ επικίνδυνο τη δεδομένη στιγ*« Suites for the sweet», αντί του συνήθους «Sweets (γλυκά) for the sweet». Λογοπαίγνιο με τις ομόηχες λέξεις. (Σ.τ.Μ.)

μή». Η Τζέζι μπήκε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα. Την ασφάλισε. Έκανε τη φωνή της να δείχνει ενδιαφέρον κι όχι θυμό απέναντι του. Η γλυκιά, καλή Τζέζι. «Επικίνδυνο ή όχι, πρέπει να μιλήσουμε. Ο γκόμενος σου, ξέρεις, με επισκέφθηκε πρόσφατα. Σήμερα το πρωί ήταν παρκαρισμένος έξω από το σπίτι μου». «Δεν είναι γκόμενος μου. Τον ψαρεύω για πληροφορίες που χρειαζόμαστε». Ο Μάικ Ντιβάιν χαμογέλασε. «Εσύ ψαρεύεις αυτόν, αυτός ψαρεύει εσένα. Είναι όλοι ευχαριστημένοι; Εγώ δεν είμαι». Η Τζέζι κάθισε στον καναπέ δίπλα του. Ο Ντιβάιν ήταν αναμφισβήτητα σέξι και το ήξερε. Είχε την εμφάνιση του Πολ Νιούμαν, χωρίς τα αφάνταστα όμορφα γαλάζια μάτια. Του άρεσαν επίσης οι γυναίκες, και αυτό φαινόταν. «Δε θα έπρεπε να βρίσκομαι εδώ, Μάικλ. Δε θα έπρεπε να είμαστε μαζί τώρα». Η Τζέζι έτριψε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του. Φίλησε τρυφερά το μάγουλο και τη μύτη του. Θα προτιμούσε να κάνει οτιδήποτε άλλο από το να χαϊδολογιέται μαζί του αυτή τη στιγμή. Όμως μπορούσε να το κάνει, αν ήταν απαραίτητο. Θα μπορούσε να κάνει ό,τι χρειαζόταν. «Ναι, έπρεπε να είσαι εδώ, Τζέζι. Τι νόημα έχουν όλα αυτά τα λεφτά, αν δεν μπορούμε να τα ξοδέψουμε και δεν μπορούμε να είμαστε μαζί;» «Νομίζω πως θυμάμαι λίγες μέρες δίπλα στη λίμνη πρόσφατα. Μήπως τις ονειρεύτηκα;» «Στο διάβολο οι κλεμμένες στιγμές. Έλα μαζί μου στη Φλόριντα». Η Τζέζι φίλησε το λαιμό του. Ο Ντιβάιν ήταν φρεσκοξυρισμένος και μύριζε πάντα όμορφα. Του ξεκούμπωσε το πουκάμισο και γλίστρησε το χέρι της μέσα. Έπειτα έξυσε με τα νύχια της το φούσκωμα στο παντελόνι του. Η Τζέζι είχε βάλει τώρα τον αυτόματο πιλότο. Θα έκανε ό,τι χρειαζόταν. «Μπορεί να χρειαστεί να τον ξεφορτωθούμε τον Αλεξ Κρος. Μιλάω σοβαρά», της ψιθύρισε. «Μ' ακούς, Τζέζι;» Ήξερε ότι τη δοκίμαζε, προσπαθώντας να δει κάποια αντίδραση. «Είναι σοβαρό αυτό που λες. Δώσε μου λίγο χρόνο. Θα ανακαλύψω τι ξέρει ο Άλεξ. Κάνε υπομονή».

«Εσύ τον πηδάς, Τζέζι. Γι' αυτά κάνεις υπομονή». «Όχι, δεν κάνω». Η Τζέζι έλυνε τη ζώνη του κάπως αδέξια με το αριστερό της χέρι. Έπρεπε να τον έχει υπό τον έλεγχό της για λίγο ακόμα. «Πώς ξέρω ότι δεν έχεις ερωτευτεί τον Άλεξ Κρος;» επέμεινε αυτός. «Επειδή, Μάικλ, είμαι ερωτευμένη μαζί σου». Πίεσε περισσότερο το κορμί της πάνω στον Ντιβάιν. Της ήταν εύκολο να τον κοροϊδεύει. Της ήταν εύκολο να τους κοροϊδεύει όλους. Το μόνο που έπρεπε να κάνει τώρα ήταν να περιμένει να σταματήσει to FBI την παρακολούθηση και μετά θα ήταν ελεύθεροι. Τέλειο. Το έγκλημα του αιώνα.

Κεφάλαιο 80

Κ Ο Ι Μ Ο Μ Ο Υ Ν ΟΤΑΝ ΧΤΥΠΗΣΕ το τηλέφωνο στις τέσσερις το πρωί. Στη γραμμή ήταν ένας συντετριμμένος Γουάλας Χαρτ. Μου τηλεφωνούσε από τη φυλακή Φόλστον είχε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Μια ώρα αργότερα βρισκόμουν στη φυλακή. Ήμουν ο ένας από τους τέσσερις προνομιούχους γνώστες που συμμετείχαν στη μυστική συγκέντρωση στο άβολο, υπερθερμασμένο γραφείο του Γουάλας. Τα μέσα ενημέρωσης δεν είχαν πληροφορηθεί ακόμα τη συγκλονιστική απόδραση. Θα έπρεπε να ενημερωθούν σύντομα —δεν υπήρχε κανένας τρόπος ν' αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Θα το γιόρταζαν καταλλήλως, με την έκτακτη είδηση ότι ο Σόνετζι/Μέρφι κυκλοφορούσε πάλι ελεύθερος. Ο Γουάλας Χαρτ ήταν σωριασμένος πάνω στο γεμάτο χαρτιά γραφείο του, λες και είχε καρφωθεί σφαίρα στα σωθικά του. Στο γραφείο παρευρίσκονταν, επίσης, ο διευθυντής της φυλακής και ο εισαγγελέας. «Τι ξέρεις γι' αυτόν τον αρχιφύλακα που αγνοείται;» ρώτησα τον Γουάλας μόλις μου δόθηκε η ευκαιρία. «Λέγεται Φίσεναουερ. Είναι τριάντα έξι ετών. Εργάζεται σ' αυτή τη φυλακή έντεκα χρόνια και ο φάκελος υπηρεσίας του είναι καλός», είπε ο Χαρτ. «Μέχρι σήμερα, έκανε τη δουλειά του καλά».

«Εσύ τι πιστεύεις; Μήπως ο αρχιψύλ«κας είναι ο τελευταίος όμηρος του Γκάρι;» ρώτησα τον Γουάλας. «Δε νομίζω. Πιστεύω ότι το κάθαρμα βοήθησε τον Σόνετζι να αποδράσει». Από το πρωί της ίδιας μέρας το FBI οργάνωσε ομάδες συνεχούς παρακολούθησης του Μάικλ Ντιβάιν και του Τσαρλς Τσάκλι. Μια θεωρία έλεγε ότι ο Σόνετζι/Μέρφι μπορεί να πήγαινε να τους βρει. Ήξερε ότι αυτοί είχαν καταστρέψει το αριστοτεχνικό του σχέδιο. Το πτώμα του αρχιφύλακα Ρόμπερτ Φίσεναουερ βρέθηκε α' ένα ετοιμόρροπο γκαράζ στο εγκαταλειμμένο αγρόκτημα, στο Κρίσφιλντ του Μέριλαντ. Έ ν α χαρτονόμισμα είκοσι δολαρίων ήταν χωμένο στο στόμα του. Το χαρτονόμισμα δεν ήταν από τα λύτρα της Φλόριντα. Οι συνηθισμένες φήμες για «θεάσεις» του Σόνετζι/Μέρφι συνεχίστηκαν όλη την ημέρα. Δεν προέκυψε τίποτε απ' αυτές. Ο Σόνετζι/Μέρφι βρισκόταν κάπου εκεί έξω, γελούσε μαζί μας, ξεκαρδιζόταν, πιθανότατα, στα γέλια, σε κάποιο σκοτεινό κελάρι. Είχε επιστρέψει στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων της χώρας. Όπως ακριβώς το ήθελε ο Γκάρι. Το νούμερο ένα Κακό Αγόρι όλων των εποχών. Γύρω στις έξι το απόγευμα εκείνης της ημέρας πήγα με το αυτοκίνητο μου στο διαμέρισμα της Τζέζι. Δεν ήθελα να πάω εκεί. Το στομάχι μου δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και το κεφάλι μου ήταν σε ακόμη χειρότερη. Έπρεπε να την προειδοποιήσω ότι ο Σόνετζι/Μέρφι μπορεί να την είχε στη λίστα του, ιδίως αν την είχε συνδέσει με τους Ντιβάιν και Τσάκλι. Έπρεπε να προειδοποιήσω την Τζέζι, χωρίς να της πω όλα τα άλλα που ήξερα. Καθώς ανέβαινα τα γνώριμα τούβλινα σκαλοπάτια της εισόδου, άκουγα μουσική ροκ να παίζει μέσα στο σπίτι, κάνοντας τους τοίχους να τρέμουν. Ή τ α ν το άλμπουμ της

Μπόνι Ράιτ «Taking my Time». Η Μπόνι ούρλιαζε «Χάρισα στην αγάπη μου ένα κερί». Η Τζέζι κι εγώ ακούγαμε ασταμάτητα την κασέτα με την Μπάνι Ράιτ στο σπιτάκι της δίπλα στη λίμνη. Ίσως να με σκεφτόταν εκείνη την ώρα. Εγώ σκεφτόμουν πολύ την Τζέζι τις τελευταίες μέρες. Χτύπησα το κουδούνι και η Τζέζι άνοιξε την πόρτα με τη σήτα. Φορούσε τα συνηθισμένα της: τσαλακωμένο μπλουζάκι, κομμένο μπλουτζίν, σανδάλια. Χαμογέλασε και έδειξε να χαίρεται που με βλέπει. Πολύ ήρεμη, ψύχραιμη και συγκροτημένη. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Ήμουν παγωμένος. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω τώρα. Έτσι νόμιζα, τουλάχιστον. «Και κάτι ακόμη», είπα, λες και είχαμε σταματήσει την τελευταία συζήτησή μας πριν από ένα λεπτό. Η Τζέζι γέλασε και άνοιξε την πόρτα ακόμη περισσότερο. Δεν μπήκα μέσα. Έμενα στη θέση μου μπροστά στην εξώπορτα. Κρεμασμένες καμπανούλες ακούστηκαν από το διπλανό σπίτι με το φύσημα κάποιας ριπής αέρα. Περίμενα να δω κάποια λάθος κίνηση, κάτι που να μου έδειχνε ότι δεν έπαιζε το ρόλο της τέλεια. Δεν υπήρξε τίποτα. «Τι θα έλεγες για μια βόλτα στην εξοχή;» πρότεινα στην Τζέζι. «Καλή ιδέα, Άλεξ. Να φορέσω ένα μακρύ παντελόνι». Λίγα λεπτά αργότερα ήμαστε πάνω στη μοτοσικλέτα και απομακρυνόμασταν με ταχύτητα από το σπίτι της. Εγώ σιγοτραγουδούσα «Χάρισα στην αγάπη μου ένα κερί». Σκεφτόμουν, επίσης, για μια τελευταία φορά τα πάντα. Ακολουθώ το σχέδιο μου, το ελέγχω δύο φορές. Θα βρω ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός. Η Τζέζι γύρισε το κεφάλι της και μου φώναξε κόντρα στον άνεμο: «Μπορούμε να τρέχουμε με τη μηχανή και να μιλάμε ταυτόχρονα». Την έσφιξα επάνω μου δυνατότερα. Αυτό μ' έκανε να νιώσω λίγο χειρότερα απ' όσο ένιωθα ήδη. Φώναξα μέσα στα μαλλιά της: «Ανησυχούσα για σένα, με τον Σόνετζι να κυκλοφορεί ελεύθερος». Αυτό ήταν αλήθεια. Δεν ήθελα να βρω την Τζέζι δολοφονημένη. Με τα στήθη της κομμένα.

Γύρισε το κεφάλι της. «Γιατί; Γιατί ανησυχούσες για μένα; Έ χ ω το Σμιθ εντ Γουέσον μου στο σπίτι». Επειδή ευθύνεσαι για την αποτυχία του τέλειου εγκλήματος του και μπορεί να το ξέρει, ήθελα να της πω. Επειδή πήρες εκείνο το κοριτσάκι από την αγροικία, Τζέζι. Εσύ πήρες τη Μάγκι Ρόουζ Νταν και μετά αναγκάστηκες να τη σκοτώσεις, έτσι δεν είναι; Αντί γι' αυτό, της είπα: «Ξέρει για μας τους δυο από τις εφημερίδες και μπορεί να κυνηγήσει οποιονδήποτε ήταν αναμειγμένος στην υπόθεση. Ιδίως όποιον νομίζει ότι συντέλεσε στην αποτυχία του σχεδίου του». «Έτσι λειτουργεί το μυαλό του, Άλεξ; Αν θα πρέπει να το ξέρει κάποιος αυτό, αυτός είσαι εσύ. Εσύ είσαι ο ειδικός στους εγκληματικούς εγκεφάλους». «Θέλει να δείξει στον κόσμο πόσο ανώτερος είναι», είπα. «Αισθάνεται την ανάγκη να κάνει αυτή την υπόθεση τόσο μεγάλη και πολύπλοκη, όσο ήταν και η υπόθεση Λίντμπεργκ για την εποχή της. Αυτή πιστεύω πως είναι η πρόθεσή του. Θέλει να γίνει το έγκλημά του το σημαντικότερο και το καλύτερο. Δεν έχει τελειώσει ακόμη. Πιστεύει, μάλλον, ότι τώρα αρχίζει πάλι». «Ποιος είναι ο Μπρούνο Χάουπτμαν στην ιστορία μας; Ποιον προσπαθεί να ενοχοποιήσει ο Σόνετζι;» φώναξε η Τζέζι κόντρα στον άνεμο. Μήπως η Τζέζι προσπαθούσε να μου δώσει το δικό της άλλοθι; Ήταν πιθανό να είχε ενοχοποιηθεί από τον Σόνετζι, κατά κάποιο τρόπο; Αυτό θα ήταν εξωφρενικό... Αλλά πώς; Και γιατί; «Ο Γκάρι Μέρφι είναι ο Μπρούνο Χάουπτμαν», της είπα, επειδή πίστευα ότι ήξερα την απάντηση. «Αυτός είναι που ενοχοποίησε τόσο έξυπνα ο Γκάρι Σόνετζι. Καταδικάστηκε και πήγε φυλακή, αν και είναι αθώος». Ανταλλάσσαμε κουβέντες την πρώτη μισή ώρα της βόλτας. Ύστερα έπεσε σιωπή για χιλιόμετρα ολόκληρα. Είχαμε πετάξει ο καθένας μας στο δικό του προσωπικό κόσμο. Έπιασα τον εαυτό μου να στηρίζεται επάνω της. Θυμόμουν διαφορετικά πράγματα για μας. Ένιωθα απαίσια μέσα μου. Ήθελα να διώξω μακριά όλα μου τα συναισθήματα. Ήξερα ότι ήταν ψυχοπαθής, όπως ακριβώς και ο

Γκάρι. Χωρίς συνείδηση. Πίστευα ότι οι επιχειρήσεις, η κυβέρνηση, η Γουόλ Στρητ ήταν γεμάτες από τέτοιους ανθρώπους. Χωρίς τύψεις για τις πράξεις τους. Παρά μόνο αν τους συνελάμβαναν. Τότε άρχιζαν τα κροκοδείλια δάκρυα. «Τι θα έλεγες να φεύγαμε κάπου μακριά;» Έκανα τελικά στην Τζέζι την ερώτηση που προετοίμαζα σιγά σιγά. «Να ξαναπάμε στα Παρθένα Νησιά; Το χρειάζομαι». Δεν ήμουν σίγουρος αν με άκουσε. Τότε η Τζέζι είπε: «Σύμφωνοι. Θα ήθελα να περάσω κάποιο χρόνο στον ήλιο. Πάμε στα νησιά, λοιπόν, έγινε». Μετακινήθηκα πιο κοντά της πάνω στην ιπτάμενη μοτοσικλέτα. Είχα καταφέρει αυτό που έπρεπε να κάνω. Διασχίζαμε με ταχύτητα την όμορφη εξοχή, αλλά όλες οι θολές περαστικές εικόνες, όλα όσα συνέβαιναν τώρα έκαναν το κεφάλι μου να πονάει χωρίς σταματημό.

Κεφάλαιο 81

Η ΜΑΓΚΙ ΡΟΟΥΖ ΝΤΑΝ ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να ζήσει. Αυτό της ήταν πια ξεκάθαρο. Ήθελε να ξαναγίνει η ζωή της όπως ήταν παλιά. Ήθελε απελπισμένα να δει τη μητέρα και τον πατέρα της. Να δει όλους τους φίλους της, τους φίλους της στην Ουάσιγκτον και στο Λος Άντζελες, αλλά ιδιαίτερα τον Μάικλ. Τι είχε συμβεί στον Γαριδούλη Γκόλντμπεργκ; Τον είχαν αφήσει ελεύθερο; Είχαν πληρωθεί τα λύτρα του, αλλά, για κάποια αιτία, δεν είχαν πληρωθεί τα δικά της; Η Μάγκι δούλευε μαζεύοντας λαχανικά κάθε μέρα και η δουλειά ήταν σκληρή, αλλά, πάνω απ' όλα, ήταν το πιο βαρετό πράγμα που μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της να κάνει. Έπρεπε να βάζει το μυαλό της να σκέφτεται άλλα πράγματα στη διάρκεια των ατέλειωτων ημερών κάτω από τον ήλιο. Έπρεπε να μη σκέφτεται τι έκανε και πού βρισκόταν. Περίπου ενάμιση χρόνο μετά την απαγωγή, η Μάγκι Ρόουζ Νταν δραπέτευσε από εκεί που την έκρυβαν. Είχε πειθαρχήσει τον εαυτό της να ξυπνάει κάθε πρωί πριν από όλους τους άλλους. Το έκανε αυτό για εβδομάδες ολόκληρες, πριν αποπειραθεί οτιδήποτε. Ήταν ακόμη σκοτεινά έξω, όμως η Μάγκι ήξερε ότι ο ήλιος θα άρχιζε ν' ανατέλλει σε μία περίπου ώρα. Τότε θα έκανε φοβερή ζέστη. Μπήκε στην κουζίνα ξυπόλυτη, κρατώντας τα παπούτσια της δουλειάς στο χέρι. Αν την έπιαναν τώρα, θα μπορούσε

να πει ότι πήγαινε στην τουαλέτα. Η κύστη της ήταν γεμάτη —ένα προληπτικό μέτρο που είχε πάρει για την περίπτωση που θα την έκαναν τσακωτή. Της είχαν πει πως δε θα ξέφευγε ποτέ, ακόμα κι αν κατάφερνε να βγει από το συγκεκριμένο χωριό. Όποια κατεύθυνση κι αν διάλεγε, θα έπρεπε να βαδίσει περισσότερα από ογδόντα χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει σε κάποια πόλη. Έτσι της είχαν πει. Τα βουνά ήταν γεμάτα φίδια και επικίνδυνα αιλουροειδή. Μερικές φορές η Μάγκι άκουγε τα αιλουροειδή να γρυλίζουν τη νύχτα. Δε θα τα κατάφερνε ποτέ να φτάσει σε κάποια πόλη. Έτσι της είχαν πει. Κι αν την έπιαναν, θα την έβαζαν κάτω από τη γη για ένα χρόνο, τουλάχιστον. Θυμόταν πώς ήταν να είναι θαμμένη; Να μη βλέπει ποτέ το φως για μέρες ολόκληρες; Η πόρτα της κουζίνας ήταν κλειδωμένη. Η Μάγκι είχε μάθει ότι φύλαγαν το κλειδί μαζί με πολλά άλλα σκουριασμένα κλειδιά σ' ένα ντουλάπι με εργαλεία. Η Μάγκι Ρόουζ πήρε το κλειδί και ένα μικρό σφυρί, για να το έχει για όπλο. Στερέωσε το σφυρί κάτω από το λάστιχο του σορτς της. Η Μάγκι χρησιμοποίησε το κλειδί της πόρτας της κουζίνας. Η πόρτα άνοιξε και η Μάγκι βρέθηκε έξω. Για πρώτη φορά, ύστερα από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν ελεύθερη. Η καρδιά της πετούσε σαν τα γεράκια που έβλεπε μερικές φορές να πετούν ψηλά πάνω από τον τόπο που την κρατούσαν. Και μόνο το γεγονός ότι περπατούσε μόνη της την έκανε να αισθάνεται πολύ όμορφα. Η Μάγκι Ρόουζ περπάτησε πολλά χιλιόμετρα. Είχε αποφασίσει να κατεβεί την πλαγιά του λόφου, αντί ν' ανεβεί προς τα βουνά —παρά το γεγονός πως κάποιο από τα παιδιά ορκιζόταν ότι υπήρχε μια πόλη, όχι πολύ μακριά, προς εκείνη την κατεύθυνση. Η Μάγκι είχε πάρει δύο παξιμάδια από την κουζίνα και τα έφαγε για πρωινό νωρίς τα ξημερώματα. Όσο ανέβαινε ο ήλιος, η ζέστη αυξανόταν. Στις δέκα το πρωί έκανε πια πολλή ζέστη. Ακολουθούσε ένα χωματόδρομο για ολόκληρα χιλιόμετρα, αποφεύγοντας να περπατάει πάνω στο δρόμο, παραμένοντας, όμως, αρκετά κοντά. Προσπαθούσε να διατηρεί πάντα οπτική επαφή με το δρόμο.

Συνέχισε να βαδίζει μέσα στο μακρύ απόγευμα, θαυμάζοντας την αντοχή της μες στη ζέστη. Ίσως η σκληρή δουλειά στα χωράφια να απέφερε τώρα καρπούς. Τώρα ήταν δυνατότερη από κάθε άλλη φορά. Είχε δυνατούς μυς. Αργά το απόγευμα η Μάγκι Ρόουζ διέκρινε μια πόλη, καθώς συνέχιζε να κατηφορίζει την πλαγιά. Ήταν μεγάλη και πιο μοντέρνα από το χωριό όπου την κρατούσαν εδώ και τόσο πολλούς μήνες. Η Μάγκι Ρόουζ άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας τους τελευταίους λόφους. Ο χωματόδρομος έγινε επιτέλους άσφαλτος. Ένας πραγματικός δρόμος. Η Μάγκι ακολούθησε το δρόμο για ένα μικρό διάστημα και σε λίγο διέκρινε ένα βενζινάδικο. Ήταν ένα συνηθισμένο βενζινάδικο. Η επιγραφή του έγραφε SHELL. Δεν είχε δει τίποτα ωραιότερο στη ζωή της. Η Μάγκι Ρόουζ σήκωσε το κεφάλι της, και ο άντρας ήταν μπροστά της. Τη ρώτησε αν αισθανόταν καλά. Την έλεγε πάντα Μπόμπι και η Μάγκι ήξερε ότι αυτός ο άντρας τη συμπονούσε λιγάκι. Η Μάγκι του είπε ότι ήταν μια χαρά. Ότι απλώς είχε χαθεί στις σκέψεις της. Η Μάγκι Ρόουζ δεν του είπε ότι έφτιαχνε πάλι ιστορίες με το μυαλό της, πανέμορφες φαντασιώσεις, που τη βοηθούσαν να ξεχνάει τον πόνο της.

Κεφάλαιο 82

Δ Ε Ν ΥΠΗΡΧΕ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ότι ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι εξακολουθούσε να έχει το σχέδιο του. Τώρα είχα κι εγώ το δικό μου. Το ερώτημα ήταν: Πόσο καλά θα μπορούσα να ολοκληρώσω το δικό μου; Πόσο ισχυρή ήταν η απόφαση μου να πετύχω, άσχετα από το ανθρώπινο κόστος; Πόσο μακριά ήμουν διατεθειμένος να φτάσω; Πόσο κοντά στα όρια; Το ταξίδι προς τη Βέρτζιν Γκόρντα άρχισε από την Ουάσιγκτον ένα κρύο, βροχερό πρωί Παρασκευής. Η θερμοκρασία ήταν γύρω στους δέκα βαθμούς. Σε φυσιολογικές συνθήκες, δε θα έβλεπα την ώρα να εγκαταλείψω την Ουάσιγκτον. Έπρεπε ν' αλλάξουμε αεροπλάνο και να επιβιβαστούμε σ' ένα τρικινητήριο Τράιλαντερ στο ηλιόλουστο Πουέρτο Ρίκο. Στις τρεισήμισι το απόγευμα η Τζέζι κι εγώ πετούσαμε πάνω από μια λευκή αμμουδιά κι ένα στενό διάδρομο προσγείωσης, στην άκρη του οποίου ψηλά φοινικόδεντρα λικνίζονταν κάτω από τη θαλασσινή αύρα. «Να την», είπε η Τζέζι από το κάθισμα δίπλα μου. «Να η θέση μας στον ήλιο, Αλεξ. Θα μπορούσα να μείνω εδώ για ένα μήνα». «Ναι, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μας συστήσει ο γιατρός», συμφώνησα. Θα το διαπιστώναμε σύντομα. Θα διαπιστώναμε πόσο πολύ θέλαμε να είμαστε μαζί, μόνοι μας. «Τούτη η κουρασμένη ταξιδιώτισσα θέλει να βρεθεί μέ-

σα σ' εκείνα τα νερά. Κι όχι να τα βλέπει από πάνω», είπε η Τζέζι. «Να ζούμε με ψάρια και με φρούτα. Να κολυμπάμε μέχρι να εξαντληθούμε». «Γι' αυτό δεν ήρθαμε εδώ; Για ξεκούραση στον ήλιο και για ν' αφήσουμε μακριά όλους τους κακούς;» «Όλα είναι τόσο ωραία, Άλεξ. Μπορούν να είναι. Αν χαλαρώσεις λιγάκι». Η Τζέζι ακουγόταν πάντα πολύ ειλικρινής. Θα ήθελα να μπορούσα να την πιστέψω. Μόλις άνοιξε η πόρτα του Τράιλαντερ, μας τύλιξαν —μαζί με τους άλλους εφτά επιβάτες του μικρού αεροπλάνου— οι μεθυστικές μυρωδιές και ο ζεστός αέρας της Καραϊβικής. Όλοι φορούσαν γυαλιά ηλίου και ζωηρόχρωμα μπλουζάκια. Παντού χαμογελαστά πρόσωπα. Πίεσα και τον εαυτό μου να χαμογελάσει. Η Τζέζι μ' έπιασε από το χέρι. Η Τζέζι βρισκόταν εκεί ακριβώς —κι όμως ένιωθα σαν να μην ήταν. Τα πάντα μού φαίνονταν σαν σε όνειρο. Αυτό που συνέβαινε τώρα... δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει. Μαύροι άντρες και γυναίκες με βρετανική προφορά μας υποδέχτηκαν σε ένα κάπως χαλαρό, μικρό τελωνείο. Δεν έψαξαν ούτε τα δικά μου πράγματα ούτε της Τζέζι. Για την ακρίβεια, αυτό ήταν προσυνεννοημένο, με τη βοήθεια του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών. Μέσα στη βαλίτσα μου υπήρχε ένα περίστροφο μικρού διαμετρήματος -γεμάτο και έτοιμο. «Άλεξ, εξακολουθώ να το λατρεύω αυτό το μέρος», είπε η Τζέζι καθώς πλησιάζαμε τη μικρή ουρά για τα ταξί. Εκτός από τα ταξί υπήρχαν σκούτερ, ποδήλατα, βρόμικα μικρά βαν. Αναρωτήθηκα αν θα ξανακάναμε ποτέ μαζί βόλτα με τη μοτοσικλέτα. «Ας μείνουμε εδώ για πάντα», είπε η Τζέζι. «Ας προσποιηθούμε πως δεν είμαστε υποχρεωμένοι να φύγουμε ποτέ. Τέρμα τα ρολόγια, τέρμα τα ραδιόφωνα, τέρμα οι ειδήσεις». «Ωραία ακούγεται», της είπα. «Θα παίξουμε "ας προσποιηθούμε" για ένα διάστημα». «Έγινε. Ας το κάνουμε». Χτύπησε τις παλάμες της σαν μικρό παιδί. Το σκηνικό του νησιού δεν έδειχνε να έχει αλλάξει από την τελευταία μας επίσκεψη. Αυτό συνέβαινε, πιθανότατα,

από την εποχή που η οικογένεια Ροκφέλερ άρχισε ν' αγοράζει το νησί τη δεκαετία του 1950. Κρουαζιερόπλοια και ιστιοφόρα ήταν αραγμένα στ' ανοιχτά της στραφταλιστής θάλασσας. Περάσαμε μπροστά από μικρά εστιατόρια και μαγαζιά με είδη εξοπλισμού για υποβρύχιο ψάρεμα. Οι φανταχτερά βαμμένες ισόγειες μονοκατοικίες είχαν όλες τους κεραίες τηλεοράσεων στις στέγες τους. Η θέση μας στον ήλιο. Στον παράδεισο. Η Τζέζι κι εγώ προλάβαμε να κολυμπήσουμε μπροστά στο ξενοδοχείο. Κάναμε λίγη φιγούρα ο ένας στον άλλο. Γυμνάζαμε τα κορμιά μας, κάνοντας κολυμβητικές κούρσες μέχρι ένα μακρινό ύφαλο. Θυμόμουν την πρώτη φορά που κολυμπήσαμε μαζί. Στην πισίνα του ξενοδοχείου στο Μαϊάμι Μπιτς. Την αρχή της παράστασης της. Ξαπλώσαμε ύστερα στην αμμουδιά, χαζεύοντας τον ήλιο να βυθίζεται στο βάθος του ορίζοντα, να λιώνει μέσα του και μετά να εξαφανίζεται από τα μάτια μας. «Σαν να το 'χω ξαναζήσει, Άλεξ». Η Τζέζι χαμογέλασε. «Όπως ακριβώς και την άλλη φορά. Ή μήπως το είχα ονειρευτεί;» «Είναι διαφορετικά τώρα», είπα και πρόσθεσα γρήγορα: «Την προηγούμενη φορά δεν ξέραμε ο ένας τον άλλο τόσο καλά». Τι να σκεφτόταν η Τζέζι στην πραγματικότητα; Ήξερα ότι θα έπρεπε να έχει κι αυτή κάποιο σχέδιο τώρα. Υπέθετα πως γνώριζε πια ότι ήξερα για τον Ντιβάιν και τον Τσάκλι. Χρειαζόταν να μάθει τι σκόπευα να κάνω μ' αυτούς. Ένας νεαρός μαύρος, μυώδης και λεπτός, με λευκό μαγιό και κολλαριστό φανελάκι με τη στάμπα του ξενοδοχείου, έφερε δύο κοκτέιλ πίνα κολάντα μέχρι τις σεζλόνγκ μας. «Είναι ο μήνας του μέλιτος σας;» Ήταν χαλαρός και δε δίσταζε καθόλου να αστειεύεται μαζί μας. «Είναι ο δεύτερος μήνας του μέλιτος μας», του είπε η Τζέζι. «Απολαύστε τον τότε διπλά», είπε ο χαμογελαστός σερβιτόρος της παραλίας. Ο αργός ρυθμός της ζωής στο νησί μας συνεπήρε τελικά. Δειπνήσαμε στο υπαίθριο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Κι άλλες ανατριχιαστικά ξαναβιωμένες καταστάσεις για τους δυο μας. Καθισμένος εκεί, μέσα στο τέλειο περιβάλλον της

Καραϊβικής, νομίζω πως ποτέ μου δεν ένιωσα τόσο διπλοπρόσωπος και παντελώς εξωπραγματικός σ' όλη μου τη ζωή. Έβλεπα τα ψημένα στη σχάρα νόστιμα ψάρια της Καραϊβικής και τις μαγειρεμένες θαλάσσιες χελώνες να πηγαινοέρχονται. Άκουγα τη ρέγκε ορχήστρα να προετοιμάζεται. Και όλη εκείνη την ώρα σκεφτόμουν ότι αυτή η όμορφη γυναίκα δίπλα μου είχε αφήσει τον Μάικλ Γκόλντμπεργκ να πεθάνει. Ήμουν επίσης σίγουρος πως είχε δολοφονήσει τη Μάγκι Ρόουζ Νταν ή, τουλάχιστον, ότι υπήρξε συνεργός στη δολοφονία της. Η Τζέζι δεν είχε δείξει ποτέ κάποια υποψία τύψεων. Κάπου, πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρισκόταν το μερίδιο της από τα λΰτρα των δέκα εκατομμυρίων δολαρίων. Όμως η Τζέζι ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να μ' αφήσει να μοιραστούμε τα έξοδα του ταξιδιού. «Ακριβώς στη μέση, Άλεξ. Όχι κεράσματα εδώ, εντάξει;» Η Τζέζι έφαγε αστακό κι ένα πιάτο ορεκτικά με κομματάκια από καρχαρία. Ήπιε δύο μπίρες με το φαγητό της. Η Τζέζι ήταν τόσο άνετη και έξυπνη. Από μια άποψη ήταν τρομακτικότερη και από τον Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Τι να κουβεντιάσεις μ' ένα δολοφόνο, και μάλιστα έναν άνθρωπο που αγάπησες, τρώγοντας ένα τέλειο δείπνο και πίνοντας κοκτέιλ; Ήθελα τόσα πολλά να μάθω, αλλά δεν μπορούσα να κάνω καμία από τις ουσιαστικές ερωτήσεις που στριφογύριζαν ασταμάτητα μέσα στο κεφάλι μου. Έτσι κουβεντιάσαμε για τις επόμενες μέρες, κάνοντας ένα σχέδιο για το εδώ και τώρα των διακοπών μας στα νησιά. Κοίταζα πάνω από το τραπέζι την Τζέζι και σκεφτόμουν ότι ποτέ της δεν ήταν τόσο εκθαμβωτική όσο εκείνη τη στιγμή. Εξακολουθούσε να περνά τα ξανθά μαλλιά της πίσω από το ένα αυτί. Ήταν τόσο γνώριμη και οικεία χειρονομία αυτό το νευρικό τικ της. Για ποιο λόγο ήταν νευρική η Τζέζι; Τι την ανησυχούσε; Πόσα ήξερε; «Εντάξει, Άλεξ», μου είπε τελικά. «Μπορείς να μου πεις τι ακριβώς γυρεύουμε στη Βέρτζιν Γκόρντα; Υπάρχει κάποιο άλλο πρόγραμμα σε εξέλιξη εδώ;» Είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου γι' αυτή την ερώτηση, αλλά, παρ' όλα αυτά, αιφνιδιάστηκα. Την είχε ξεφουρνίσει πανέμορφα. Ήμουν έτοιμος να πω ψέματα. Μπορούσα να εκλογικεύσω αυτά που έπρεπε να κάνω. Μόνο που δεν μπορούσα να κάνω τον εαυτό μου να νιώσει καλά γι' αυτό.

«Ήθελα να μπορέσουμε να μιλήσουμε, να μιλήσουμε ειλικρινά. Ίσως για πρώτη φορά, Τζέζι». Στις άκρες των ματιών της φάνηκαν δάκρυα. Κύλησαν αργά στα μάγουλά της. Γυαλιστερά ρυάκια στο φως των κεριών. «Σ' αγαπώ, Άλεξ», ψιθύρισε η Τζέζι. «Αυτό είναι όλο... Θα είναι πάντα πολύ δύσκολα για μας τους δυο. Ήταν δύσκολα μέχρι τώρα». «Θέλεις να πεις πως ο κόσμος δεν είναι έτοιμος για μας;» τη ρώτησα. « Ή μήπως δεν είμαστε εμείς έτοιμοι γι' αυτόν;» «Δεν ξέρω ποιο από τα δύο ισχύει. Πειράζει που απλώς είναι τόσο δύσκολα;» Μετά το δείπνο περπατήσαμε στην αμμουδιά, προς την κατεύθυνση ενός προσαραγμένου παλιού ιστιοφόρου. Είχε εξοκείλει τετρακόσια περίπου μέτρα από το υπαίθριο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Η αμμουδιά φαινόταν έρημη. Υπήρχε λίγο φεγγαρόφωτο, αλλά η νύχτα γινόταν πιο σκοτεινή καθώς πλησιάζαμε το καράβι. Μικρά σύννεφα έτρεχαν στον ουρανό. Τελικά η Τζέζι έγινε μια σκοτεινή μορφή δίπλα μου. Τα πάντα εκείνη τη στιγμή μ' έκαναν να αισθάνομαι φοβερή ανασφάλεια. Είχα αφήσει το πιστόλι μου στο δωμάτιο. «Άλεξ». Η Τζέζι είχε σταματήσει να περπατάει. Στην αρχή νόμισα πως είχε δει κάτι και κοίταξα πίσω μου. Ήξερα ότι ο Σόνετζι/Μέρφι δε θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ γύρω. Ήταν δυνατόν να κάνω λάθος; «Αναρωτιόμουν», είπε η Τζέζι, «καθώς σκεφτόμουν κάτι από την έρευνα, αν και δε θέλω να τα σκέφτομαι αυτά. Όχι εδώ πέρα». «Τι σε απασχολεί;» τη ρώτησα. «Έπαψες να μου μιλάς για την έρευνα. Πού κατέληξες σχετικά με τον Τσάκλι και τον Ντιβάιν;» «Λοιπόν, αφού έθιξες το θέμα», της είπα, «θα σου πω. Είχες δίκιο από την αρχή γι' αυτούς τους δύο. Άλλο ένα αδιέξοδο. Ας απολαύσουμε τώρα πραγματικά τις διακοπές μας. Το δικαιούμαστε και οι δύο».

Κεφάλαιο 83

ο ΓΚΑΡΙ ΣΟΝΕΤΖΙ/ΜΕΡΦΙ παρακολουθούσε και το μυαλό του έτρεχε αλλού. Το μυαλό του έτρεχε πίσω στην υπόθεση της τέλειας απαγωγής Λίντμπεργκ. Μπορούσε να βλέπει ακόμη με το μυαλό του τον Τυχερό Λίντι. Την υπέροχη Ανν Μόροου Λίντμπεργκ. Τον Τσαρλς Τζούνιορ μέσα στην κούνια του, crto παιδικό δωμάτιο του δεύτερου ορόφου της αγροικίας στο Χόπγουελ του Νιου Τζέρσεϊ. Αυτές ήταν εποχές, φίλοι μου. Οι μέρες της φαντασίας στην καλύτερή τους εκδοχή. Τι ήταν αυτό που παρακολουθούσε στο πολύ πιο μπανάλ εδώ και τώρα; Πρώτα ήταν αυτοί οι δυο μαλάκες του FBI σε μια μαύρη Μπιούικ Σκάιλαρκ. Ένας μαλάκας και μια μαλακισμένη, για την ακρίβεια, εκτελούσαν υπηρεσία. Ήταν αναμφίβολα αρκετά ακίνδυνοι. Κανένα πρόβλημα για τον ίδιο εδώ. Απολύτως καμία πρόκληση για τις δυνατότητές του. Έπειτα ήταν το μοντέρνο, ψηλό κτίριο όπου κατοικούσε ακόμη ο πράκτορας Μάικ Ντιβάιν στην Ουάσιγκτον. Το Χόθορν. Έτσι λεγόταν. Μήπως προς τιμήν του Ναθάνιελ*, με το βαρύ, μελαγχολικό ύφος; Πισίνα στην ταράτσα για κολύμπι και ηλιοθεραπεία, ιδιωτικό πάρκινγκ, υπηρεσία υ* Ναθάνιελ Χόθορν: Αμερικανός συγγραφέας του 19ου αιώνα. (Σ.τ.Μ.)

ποδοχής είκοσι, τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Πολύ ωραίες ανέσεις για τον πρώην πράκτορα. Και οι μαλάκες του FBI παρακολουθούσαν το κτίριο, λες και επρόκειτο να βγάλει φτερά και να πετάξει μακριά. Λίγα λεπτά μετά τις δέκα εκείνο το πρωί, ένας υπάλληλος της Φέντεραλ Εξπρές έμπαινε στο εξεζητημένο κτίριο πολυτελών διαμερισμάτων. Και λίγο αργότερα, ντυμένος με τη στολή της Φέντεραλ Εξπρές και κρατώντας πακέτα για δυο ενοίκους του Χόθορν, ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι πίεζε το κουδούνι του διαμερίσματος 17J. Μόλις ο Μάικ Ντιβάιν άνοιξε την πόρτα, ο Σόνετζι τον ψέκασε με το ίδιο ισχυρό χλωροφόρμιο που είχε χρησιμοποιήσει στον Μάικλ Γκόλντμπεργκ και στη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Για να υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτό τον κόσμο. Όπως ακριβώς και τα δυο παιδιά, ο Ντιβάιν σωριάστηκε πάνω στην μοκέτα του χολ του. Μουσική ροκ ακουγόταν μέσα από το διαμέρισμα. Η ανεπανάληπτη Μπόνι Ράιτ. «Ας τους δώσουμε κάτι για να συζητούν». Ο πράκτορας Ντιβάιν ξύπνησε ύστερα από αρκετά λεπτά. Είχε πονοκέφαλο και τα έβλεπε όλα διπλά. Του είχαν βγάλει όλα του τα ρούχα. Ήταν τελείως μπερδεμένος και τα είχε χαμένα. Ήταν βυθισμένος μέσα στην μπανιέρα, που ήταν γεμάτη με κρύο νερό μέχρι τη μέση. Οι αστράγαλοι του ήταν δεμένοι με χειροπέδες στους σωλήνες του νερού. «Τι στο διάβολο είναι αυτό;» Οι πρώτες του λέξεις βγήκαν συγκεχυμένες και με δυσκολία. Αισθανόταν σαν να είχε κατεβάσει καμιά δεκαριά κοκτέιλ. «Αυτό είναι ένα εξαιρετικά κοφτερό μαχαίρι». Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι έσκυψε και έδειξε το κυνηγετικό μαχαίρι του. «Πρόσεξε αυτή τη γραφική επίδειξη. Εστίασε αυτά τα μεγάλα, τσιμπλιάρικα, γαλανά μάτια σου τώρα. Ε-στί-α-σε, Μάικλ». Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι άγγιξε ανεπαίσθητα με το μαχαίρι το μπράτσο του πρώην πράκτορα. Ο Ντιβάιν φώναξε. Αίμα κύλησε από την πληγή στο κρύο νερό της μπανιέρας. «Μην ξανακούσω κιχ», προειδοποίησε ο Σόνετζι. Κούνησε επιδεικτικά το μαχαίρι, απειλώντας τον Ντιβάιν να τον

ξανακόψει. «Αυτό δεν είναι σαν το ξυραφάκι Σένσορ της Ζιλετ ή το Σικ Τρέισερ. Είναι μάλλον για γδάρσιμο. Γι' αυτό, παρακαλώ, πρόσεχε». «Ποιος είσαι;» είπε ο Ντιβάιν. Δυσκολευόταν ακόμη να μιλήσει. «Ποιος είσαι;» «Παρακαλώ, επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Είμαι ένας άνθρωπος με πλούτο και γούστο», είπε ο Σόνετζι. Ναι, εντάξει, τον μεθούσε η επιτυχία του. Οι προοπτικές για το μέλλον του έλαμπαν πάλι πολύ φωτεινές. Ο Ντιβάιν μπερδεύτηκε τώρα ακόμη περισσότερο. «Αυτοί είναι στίχοι από το «Sympathy for the Devil», των Ρόλινγκ Στόουνς. Είμαι ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι. Συγνώμη για την άκομψη στολή του υπαλλήλου της Φέντεραλ Εξπρές και την κάπως χοντροκομμένη μεταμφίεση. Αλλά βιάζομαι κάπως, ξέρεις. Είναι κρίμα, γιατί ήθελα να σε συναντήσω εδώ και μήνες. Εσένα, παλιάνθρωπε, εσένα». «Τι στο διάβολο θέλεις;» Ο Ντιβάιν πάσχιζε να διατηρήσει λίγο από το υπεροπτικό του ύφος, παρά τις πολύ αντίξοες συνθήκες. «Να μπούμε στο ψητό... χμμ. Εντάξει, ωραία. Επειδή είμαι πραγματικά βιαστικός. Τώρα. Έχεις δύο πολύ καθαρές επιλογές. ΠΡΩΤΗ... Θ' αναγκαστώ να σου τον κόψω, εδώ και τώρα, να σου τον χώσω στο στόμα, σαν φίμωτρο, και μετά να σε βασανίσω με μικρά κοψίματα, εκατοντάδες κοψίματα, αρχίζοντας από το πρόσωπο και το λαιμό σου, μέχρι να μου πεις αυτά που χρειάζομαι να μάθω. Εντάξει μέχρι στιγμής; Είμαι σαφής; Επαναλαμβάνω... Επιλογή νούμερο ένα: οδυνηρό βασανιστήριο, με αναπόφευκτη συνέπεια την αιμορραγία». Το κεφάλι του Ντιβάιν τινάχτηκε αυτόματα προς τα πίσω, μακριά από τον τρελό που έγερνε από πάνω του. Δυστυχώς, η όρασή του βελτιωνόταν. Συγκεκριμένα, τα μάτια του ήταν διάπλατα ανοιχτά. Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι; Μες στο διαμέρισμά του; Μ' ένα κυνηγετικό μαχαίρι; «ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΛΟΓΗ». Ο τρελός συνέχιζε να κομπάζει μπροστά στα μούτρα του. «Θα μου πεις την αλήθεια αυτή τη στιγμή. Έπειτα, θα πάω να πάρω τα λεφτά μου από οπουδήποτε τα έχεις καταχωνιάσει. Θα επιστρέψω και θα σε σκοτώσω, αλλά όμορφα —χωρίς θεατρικά κόλπα. Ποιος ξέ-

ρει, μπορεί και να καταφέρεις να το σκάσεις όση ώρα θα λείπω. Αυτό είναι αμφίβολο, αλλά όσο ζει κανείς ελπίζει. Οφείλω να σου πω, Μάικλ, ότι εγώ αυτή την επιλογή θα διάλεγα». Ο Μάικ Ντιβάιν είχε πια αρκετά καθαρό κεφάλι, ώστε να κάνει κι αυτός τη σωστή επιλογή. Είπε στον Σόνετζι/Μέρφι πού βρισκόταν το μερίδιο του από τα χρήματα των λύτρων. Βρισκόταν εκεί, στην Ουάσιγκτον. Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι τον πίστεψε, αλλά πάλι ποιος μπορούσε να είναι σίγουρος μ' αυτά τα πράγματα. Ο Γκάρι δεν ξεχνούσε ότι είχε να κάνει μ' έναν αστυνομικό. Ο Γκάρι κοντοστάθηκε καθώς ετοιμαζόταν να βγει από την πόρτα του διαμερίσματος. Με την καλύτερη μίμηση της φωνής του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ/Εξολοθρευτη που μπορούσε να κάνει, είπε: «Θα ξανάρθω!» Στην πραγματικότητα, αισθανόταν ιδιαίτερα'όμορφα με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα εκείνη τη μέρα. Έ λυνε μόνος του την καταραμένη υπόθεση απαγωγής. Έπαιζε τον αστυνομικό, και δεν ήταν άσχημα. Το σχέδιο θα ολοκληρωνόταν. Όπως ακριβώς το ήξερε πως θα ολοκληρωνόταν. Παιχνιδάκι.

Κεφάλαιο 84

ΧνΟΙΜΗΘΗΚΑ ΑΝΗΣΥΧΑ, ξυπνώντας κάθε μια ώρα περίπου. Δεν υπήρχε πιάνο στην τζαμαρία για να πάω να ξεδώσω. Ούτε Τζανέλ και Ντέιμον για να πάω να τους ξυπνήσω. Μόνο αυτή η δολοφόνος, που κοιμόταν γαλήνια στο πλευρό μου. Μόνο το σχέδιο, που βρισκόμουν εκεί για να εκτελέσω. 'Οταν ανέτειλε τελικά ο ήλιος, οι άνθρωποι της κουζίνας του ξενοδοχείου μάς ετοίμασαν το μεσημεριανό που θα παίρναμε μαζί μας. Γέμισαν ένα ψάθινο καλάθι με έξοχα κρασιά, γαλλικό μεταλλικό νερό και ακριβές λιχουδιές. Υπήρχαν, επίσης, σύνεργα για υποβρύχιο ψάρεμα, χνουδωτές πετσέτες και μια ριγέ ασπροκίτρινη ομπρέλα για τον ήλιο. Τα πάντα ήταν ήδη φορτωμένα σ' ένα ταχύπλοο όταν φτάσαμε στην αποβάθρα, λίγο μετά τις οχτώ. Το σκάφος χρειάστηκε μισή ώρα περίπου μέχρι να φτάσει στο νησάκι μας —ένα πανέμορφο, απομονωμένο μέρος. Ο ανακτημένος παράδεισος. Θα μέναμε εκεί όλη τη μέρα μόνοι μας. Άλλα ζευγάρια από το ξενοδοχείο είχαν τα δικά τους ιδιωτικά νησιά να επισκεφθούν. 'Ενας κοραλλένιος ύφαλος περικύκλωνε την αμμουδιά μας, εβδομήντα με εκατό μέτρα μακριά από την ακτή. Τα νερά είχαν πεντακάθαρο πράσινο χρώμα. 'Οταν κοίταξα ίσια κάτω, μπορούσα να διακρίνω την υφή της άμμου

στο βυθό. Θα μπορούσα να μετρήσω τους κόκκους της. Τροπικά ψάρια κολυμπούσαν γύρω στα πόδια μου σε μικρά κοπάδια. Έ ν α χαμογελαστό ζευγάρι καρχαρίες, μήκους ενάμισι μέτρου, είχαν ακολουθήσει το σκάφος μας σχεδόν μέχρι την ακτή. Μετά έχασαν το ενδιαφέρον τους για μας. «Τι ώρα θα θέλατε να επιστρέψω;» ρώτησε ο χειριστής του σκάφους. Ήταν ένας μυώδης ψαράς - ένας ναυτικός γύρω στα σαράντα πέντε. Ένας ευχάριστος τύπος, που μας είχε αφηγηθεί στη διάρκεια της διαδρομής ιστορίες για το ψάρεμα. Έδειχνε να μην του καίγεται καρφί για το γεγονός ότι η Τζέζι κι εγώ ήμασταν ζευγάρι. «Θα έλεγα γύρω στις δύο ή τρεις...» Κοίταξα προς τη μεριά της Τζέζι. «Τι ώρα να έρθει να μας πάρει ο κύριος Ρίτσαρντς;» Η Τζέζι είχε ήδη αρχίσει ν' απλώνει στην αμμουδιά τις πετσέτες και τον υπόλοιπο εξωτικό μας εξοπλισμό. «Νομίζω ότι τρεις είναι καλά. Στις τρεις, κύριε Ρίτσαρντς». «Εντάξει, λοιπόν, να περάσετε καλά». Χαμογέλασε. «Είστε εντελώς μόνοι. Οι υπηρεσίες μου δε σας χρειάζονται άλλο». Ο κύριος Ρίτσαρντς μας χαιρέτησε και πήδηξε στο σκάφος του. Έβαλε μπροστά τη μηχανή και σε λίγο εξαφανίστηκε από τα μάτια μας. Ήμαστε εντελώς μόνοι πάνω στο ιδιωτικό μας νησί. Μην ανησυχείς, να είσαι ευτυχισμένος. Υπάρχει κάτι το πολύ παράξενο και εξωπραγματικό στο να ξαπλώνεις πάνω σε μια πετσέτα στην αμμουδιά δίπλα σε μια απαγωγέα και δολοφόνο. Εξέτασα ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μου όλα μου τα συναισθήματα, τα σχέδια, τα πράγματα που ήξερα ότι έπρεπε να κάνω. Προσπάθησα να ελέγξω τη σύγχυση και το θυμό μου. Είχα αγαπήσει αυτή τη γυναίκα, η οποία μου ήταν τώρα εντελώς ξένη. Έκλεισα τα μάτια μου κι άφησα τον ήλιο να μου χαλαρώσει τους μυς. Έπρεπε να χαλαρώσω, διαφορετικά δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Πώς μπόρεσες να δολοφονήσεις το κοριτσάκι, Τζέζι; Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Πώς μπόρεσες να πεις τόσο πολλά ψέματα σε όλους;

Ο Γκάρι Σόνετζι πετάχτηκε μέσα από το πουθενά! Εμφανίστηκε ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση. Κρατούσε ένα κυνηγετικό μαχαίρι με λεπίδα τριάντα εκατοστών, σαν κι αυτό που είχε χρησιμοποιήσει στους φόνους των γκέτο της Ουάσιγκτον. Έσκυβε από πάνω μου, η σκιά του με σκέπαζε. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να έχει έρθει στο νησί. Καμία περίπτωση. «Άλεξ. Άλεξ, ονειρευόσουν», είπε η Τζέζι. Έβαλε τη δροσερή παλάμη της πάνω στον ώμο μου. Αγγιξε απαλά το μάγουλο μου με τις άκρες των δαχτύλων της. Η μακριά, ξάγρυπνη νύχτα... ο ζεστός ήλιος και η δροσερή θαλασσινή αύρα... Με είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην αμμουδιά. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα την Τζέζι. Αυτή ήταν η σκιά πάνω από το κορμί μου, όχι ο Σόνετζι. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Τα όνειρα έχουν την ίδια σημασία με την πραγματικότητα για το νευρικό μας σύστημα. «Πόση ώρα κοιμόμουν;» ρώτησα. «Ουφ». «Λίγα λεπτά μόνο, μωρό μου», είπε η Τζέζι. «Άλεξ, άσε με να σε πάρω στην αγκαλιά μου». Η Τζέζι ξάπλωσε δίπλα μου πάνω στην πετσέτα. Τα στήθη της χάιδεψαν το στέρνο μου. Είχε βγάλει το πάνω μέρος του μπικίνι της την ώρα που κοιμόμουν. Το λείο δέρμα της γυάλιζε από το αντιηλιακό. Μια λεπτή γραμμή υγρασίας είχε σχηματιστεί στο πάνω χείλι της. Ήταν πάντα πολύ όμορφη. Ανακάθισα και τραβήχτηκα μακριά της, πάνω στην πετσέτα. Έδειξα ένα σημείο όπου φύτρωναν μπουκαμβίλιες, σχεδόν μέχρι την άκρη της θάλασσας. «Ας περπατήσουμε στην παραλία. Εντάξει;» της είπα. «Ας κάνουμε έναν περίπατο. Θέλω να σου μιλήσω για κάποια πράγματα». «Τι είδους πράγματα;» με ρώτησε. Ήταν ολοφάνερα απογοητευμένη που αδιαφόρησα για τις ερωτικές της διαθέσεις, έστω και για μια στιγμή. Ήθελε να κάνει έρωτα στην αμμουδιά. Εγώ όχι. «Έλα. Ας περπατήσουμε κι ας κουβεντιάσουμε λιγάκι», είπα. «Ο ήλιος είναι πολύ όμορφος».

Βοήθησα την Τζέζι να σηκωθεί, κι εκείνη με ακολούθησε, κάπως απρόθυμα. Δεν μπήκε στον κόπο να φορέσει το πάνω μέρος του μπικίνι της. Περπατήσαμε κατά μήκος της ακρογιαλιάς, με τα πόδια μας μέσα στο καθαρό, ήρεμο νερό. Δεν αγγιζόμαστε τώρα, αλλά ήμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Ήταν τόσο παράξενο και αλλόκοτο. Ήταν μια από τις χειρότερες στιγμές της ζωής μου, αν όχι η χειρότερη. «Είσαι πολύ σοβαρός, Άλεξ. Ήρθαμε για να διασκεδάσουμε, θυμάσαι; Διασκεδάζουμε τώρα;» «Ξέρω τι έκανες, Τζέζι. Μου πήρε κάποιο χρόνο, αλλά το ανακάλυψα», της είπα. «Ξέρω ότι εσύ πήρες τη Μάγκι Ρόουζ Νταν από τον Σόνετζι. Ξέρω ότι εσύ τη σκότωσες».

Κεφάλαιο 85

ΕΔΩ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ για όλα αυτά. Δεν έχω κανένα κρυμμένο μικρόφωνο επάνω μου, Τζέζι. Προφανώς». Μιοοχαμογέλαοε ακούγοντάς το αυτό. Πάντα η τέλεια ηθοποιός. «Το βλέπω ότι δεν έχεις», είπε. Η καρδιά μου χτυπούσε τρελά. «Πες μου τι συνέβη. Πες μου γιατί, Τζέζι. Πες μου τι ήταν αυτό για το οποίο ξόδεψα σχεδόν δυο χρόνια να το ανακαλύψω κι εσύ το ήξερες από την αρχή. Πες μου τη δική σου πλευρά για όλα αυτά». Η μάσκα της Τζέζι, που ήταν πάντα το υπέροχο χαμόγελο της, είχε τελικά εξαφανιστεί. Η Τζέζι ακούστηκε παραιτημένη. «Εντάξει, Άλεξ. Θα σου πω κάποια πράγματα απ' αυτά που θέλεις να μάθεις, αυτά που δεν μπορούσες ν' αφήσεις στην ησυχία τους». Συνεχίσαμε να περπατάμε, και η Τζέζι μου είπε τελικά την αλήθεια. «Πώς συνέβη; Λοιπόν, στην αρχή κάναμε απλώς τη δουλειά μας. Σου τ' ορκίζομαι, είναι αλήθεια. Κάναμε μπέιμπι σίτινγκ στην οικογένεια του υπουργού. Ο Τζέρολντ Γκόλντμπεργκ δεν ήταν συνηθισμένος να δέχεται απειλές. Οι Κολομβιανοί τον απείλησαν μια φορά. Αντέδρασε σαν πολιτικός, όπως και ήταν. Το έκανε μεγάλο θέμα. Απαίτησε προστασία από τη Μυστική Υπηρεσία για όλη την οικογένειά του. Έτσι άρχισαν όλα. Με την ανάληψη μιας προστασίας που κανένας από μας δε θεωρούσε απαραίτητη».

«Έτσι ανέθεσες την προστασία σε δυο πράκτορες ελαφρών βαρών». «Σε δυο φίλους, στην πραγματικότητα. Καθόλου ελαφρών βαρών. Θεωρήσαμε ότι θα ήταν μια πολύ εύκολη δουλειά. Ύστερα ο Μάικ Ντιβάιν πρόσεξε πως κάποιος από τους δασκάλους, κάποιος δάσκαλος των μαθηματικών ονόματι Γκάρι Σόνετζι, είχε περάσει μια δυο φορές έξω από το σπίτι των Γκόλντμπεργκ. Στην αρχή νομίσαμε ότι γλυκοκοίταζε το αγόρι. Ο Ντιβάιν και ο Τσάκλι πίστευαν ότι μπορεί να ήταν παιδεραστής. Τίποτα περισσότερο. Αλλά έπρεπε να τον ελέγξουμε έτσι κι αλλιώς. Αυτό σημειώθηκε στα αρχικά ημερολόγια που κρατούσαν ο Ντιβάιν και ο Τσάκλι». «Κάποιος απ' αυτούς ακολούθησε τον Γκάρι Σόνετζι;» «Κάποιες φορές ναι. Σε διάφορα μέρη. Δεν ανησυχήσαμε πραγματικά σ' εκείνη τη φάση, αλλά τον παρακολουθούσαμε. Έ ν α βράδυ ο Τσάρλι Τσάκλι τον ακολούθησε στο Σάουθ-Ιστ. Δε συνδέσαμε τον Σόνετζι με τους φόνους εκεί, κυρίως επειδή η υπόθεση δεν έκανε καθόλου ντόρο στις εφημερίδες. Άλλο ένα έγκλημα στα γκέτο, ξέρεις». «Ναι, ξέρω. Πότε υποψιαστήκατε κάτι άλλο για τον Γκάρι Σόνετζι;» «Δεν υποψιαστήκαμε απαγωγή, παρά μόνο αφού είχε πάρει πια τα δυο παιδιά. Δυο μέρες πιο πριν ο Τσάρλι Τσάκλι τον είχε ακολουθήσει μέχρι το αγρόκτημα στο Μέριλαντ. Ο Τσάρλι δεν υποψιάστηκε απαγωγή τότε. Δεν είχε κανένα λόγο. »Όμως ήξερε πια πού βρισκόταν το αγρόκτημα. Ο Μάικ Ντιβάιν μου τηλεφώνησε από το σχολείο όταν ξέσπασαν τα γεγονότα. Ήθελαν να πάνε τότε να πιάσουν τον Σόνετζι. Τότε μου ήρθε η ιδέα να πάρουμε εμείς τα λύτρα. Δεν ξέρω σίγουρα. 'Ισως να το είχα σκεφτεί και νωρίτερα. Ήταν τόσο εύκολο, Άλεξ. Μέσα σε τρεις ή τέσσερις μέρες θα είχαν τελειώσει όλα. Κανείς δε θα πάθαινε τίποτα. Τίποτα περισσότερο απ' ό,τι είχαν ήδη πάθει. Κι εμείς θα είχαμε τα λεφτά των λύτρων. Εκατομμύρια». Ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε η Τζέζι για το σχέδιο της απαγωγής, τόσο ανέμελα, ήταν τρομακτικός. Υποβάθμιζε τη σημασία του ρόλου της, όμως η ιδέα ήταν δική της. Δεν ήταν ιδέα του Ντιβάιν ούτε του Τσάκλι, αλλά της Τζέζι. Αυτή

ήταν ο εγκέφαλος. «Και τα παιδιά;» ρώτησα. «Τι θα γίνονταν η Μάγκι Ρόουζ και ο Μάικλ;» «Είχαν ήδη απαχθεί. Δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε αυτό που είχε ήδη συμβεί. Παρακολουθούσαμε το αγρόκτημα στο Μέριλαντ. Ήμαστε σίγουροι πως τα παιδιά δε θα πάθαιναν τίποτα. Ήταν ένας δάσκαλος των μαθηματικών. Δεν πιστεύαμε ότι θα τα πείραζε. Νομίζαμε ότι δεν ήταν παρά ένας ερασιτέχνης. Είχαμε τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης». «Τα έθαψε μέσα σ' ένα κιβώτιο, Τζέζι. Και ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ πέθανε». Η Τζέζι κοίταξε μακριά προς τη θάλασσα. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της καταφατικά. «Ναι, το αγοράκι πέθανε. Αυτό άλλαξε τα πάντα, Άλεξ. Για πάντα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να το είχαμε αποτρέψει. Τότε πήραμε τη Μάγκι Ρόουζ και θέσαμε τους δικούς μας όρους για την απαγωγή. Όλο το σχέδιο άλλαξε». Συνεχίσαμε να περπατάμε κατά μήκος της πεντακάθαρης ακρογιαλιάς. Αν μας έβλεπε κάποιος, κατά πάσα πιθανότητα θα σκεφτόταν ότι ήμαστε εραστές και είχαμε μια σοβαρή συζήτηση για τη σχέση μας. Το δεύτερο πλησίαζε αρκετά στην αλήθεια. Τελικά η Τζέζι με κοίταξε. «Θέλω να σου πω για το πώς ήταν τα πράγματα μεταξύ μας, Άλεξ. Από τη δική μου την πλευρά. Δεν είναι έτσι όπως νομίζεις». Δεν ήξερα τι να της πω. Αισθανόμουν σαν να στεκόμουν στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης, έτοιμος να εκραγώ. Το μυαλό μου ούρλιαζε. Άφησα την Τζέζι να συνεχίσει, την άφησα να μιλάει. Δεν είχε καμία σημασία πια. «Όταν άρχισε η σχέση μας, κάτω στη Φλόριντα, έπρεπε να μαθαίνω οτιδήποτε μπορούσες ν' ανακαλύψεις. Χρειαζόμουν ένα δικό μου άνθρωπο μέσα στην Αστυνομία της Ουάσιγκτον. Είχες τη φήμη καλού αστυνομικού. Ήσουν, επίσης, ένας ανεξάρτητος άνθρωπος». «Έτσι με χρησιμοποίησες για να προστατεύεις τα νώτα σου. Εσύ με διάλεξες για να παραδώσω τα λύτρα. Δεν μπορούσες να εμπιστευτείς το FBI. Ήσουν πάντα επαγγελματίας, Τζέζι». «Ήξερα πως δε θα έκανες τίποτα που θα έθετε σε κίν-

δυνο το κοριτσάκι. Ήξερα πως θα παρέδιδες τα λΰτρα. Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πιο πολύπλοκα αφού επιστρέψαμε από το Μαϊάμι. Δεν ξέρω πάτε ακριβώς. Σου τ' ορκίζομαι, λέω αλήθεια». Ένιωθα μουδιασμένος και άδειος μέσα μου καθώς την άκουγα. Έσταζα ιδρώτα, και όχι εξαιτίας του καυτού ήλιου. Αναρωτήθηκα αν η Τζέζι είχε φέρει κάποιο όπλο στο νησί. Πάντα επαγγελματίας, υπενθύμισα στον εαυτό μου. «Δεν ξέρω αν σ' ενδιαφέρει τώρα πια, αλλά σ' ερωτεύτηκα, Άλεξ. Πραγματικά. Ήσουν τόσο πολλά πράγματα που εγώ είχα πάψει πια ν' αναζητώ. Ζεστός και ευγενικός. Τρυφερός. Με κατανόηση. Ο Ντέιμον και η Τζανέλ με συγκίνησαν, επίσης. Όταν ήμουν μαζί σου, αισθανόμουν ξανά ολοκληρωμένη». Ένιωθα κάπως ζαλισμένος και με μια διάθεση για εμετό. Όπως ακριβώς αισθανόμουν για έναν περίπου χρόνο μετά το θάνατο της Μαρίας. «Τώρα πια μάλλον δεν έχει σημασία, αλλά κι εγώ σ' ερωτεύτηκα, Τζέζι. Προσπάθησα να μη σ' ερωτευτώ, αλλά σ' ερωτεύτηκα. Απλώς δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον που θα μπορούσε να μου λέει ψέματα έτσι όπως το έκανες εσύ. Να με εξαπατήσει με τέτοιον τρόπο. Εξακολουθώ να μην μπορώ να το πιστέψω. Και η σχέση σου με τον Μάικ Ντιβάιν;» ρώτησα. Η Τζέζι ανασήκωσε τους ώμους της. Αυτή ήταν η μοναδική της απάντηση. «Διέπραξες το τέλειο έγκλημα. Έ ν α έργο τέχνης», της είπα τότε. «Έκανες το αριστοτεχνικό έγκλημα που ο Γκάρι Σόνετζι ήθελε πάντα γα διαπράξει». Η Τζέζι με κοίταξε ίσια στα μάτια, αλλά το βλέμμα της φαινόταν να με διαπερνάει. Υπήρχε μόνο ένα ακόμη κομματάκι για να συμπληρωθεί το παζλ τώρα· ένα τελευταίο πράγμα που έπρεπε να μάθω. Μια αδιανόητη λεπτομέρεια. «Τι συνέβη πραγματικά στο κοριτσάκι; Τι κάνατε, εσύ ή ο Ντιβάιν και ο Τσάκλι στη Μάγκι Ρόουζ;» Η Τζέζι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι, Άλεξ. Αυτό δεν μπορώ να σ' το πω. Ξέρεις πως δεν μπορώ». Είχε σταυρώσει τα χέρια της πάνω στο στήθος της, όταν

άρχισε να μου αποκαλύπτει την αλήθεια. Τα χε'ρια της παρέμεναν σφιχτά διπλωμένα. «Πώς μπόρεσες να σκοτώσεις ένα κοριτσάκι; Πώς μπόρεσες να το κάνεις, Τζέζι; Πώς μπόρεσες να σκοτώσεις τη Μάγκι Ρόουζ Νταν;» Ξαφνικά, η Τζέζι έτρεξε μακριά μου. Η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη ακόμη και για την ίδια. Κατευθύνθηκε προς την ομπρέλα και τις πετσέτες. Έκανα μερικά γρήγορα βήματα και την έπιασα από το χέρι. Αρπαξα τον αγκώνα της. «Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου!» ούρλιαξε. Το πρόσωπο της συσπάστηκε. «Τσως μπορείς να χρησιμοποιήσεις την πληροφορία για τη Μάγκι Ρόουζ σαν αντάλλαγμα για το δικαστήριο», της φώναξα. «Ίσως μπορούμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία, Τζέζι!» Γύρισε προς το μέρος μου. «Δεν πρόκειται να σ' αφήσουν ν' ανοίξεις πάλι αυτή την υπόθεση. Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, Άλεξ. Δεν έχουν κανένα στοιχείο εις βάρος μου. Ούτε κι εσύ. Δεν πρόκειται ν' ανταλλάξω καμία πληροφορία». «Ναι. Ναι, θ' ανταλλάξεις», είπα. Η φωνή μου έγινε τώρα ένας ψίθυρος. «Ναι, θ' ανταλλάξεις, Τζέζι. Θα δώσεις πληροφορίες... Οπωσδήποτε». Έδειξα προς τους θάμνους και τα φοινικόδεντρα, που πύκνωναν όσο απομακρυνόσουν από την αμμουδιά. Ο Σάμπσον βγήκε από τον κρυψώνα του μέσα στην πλούσια βλάστηση του νησιού. Κούνησε στον αέρα κάτι που έμοιαζε με ασημένιο ραβδί. Αυτό που κρατούσε ήταν ένα μικρόφωνο λήψης ήχου από μεγάλες αποστάσεις. Δύο πράκτορες του FBI βγήκαν, επίσης, κρατώντας τα δικά τους μικρόφωνα. Στέκονταν δίπλα στον Σάμπσον. Ήταν όλοι τους μέσα στους θάμνους από τις εφτά το πρωί. Οι πράκτορες ήταν κόκκινοι σαν αστακοί στο πρόσωπο και στα χέρια τους. Ο Σάμπσον θα είχε κάνει, μάλλον, το μαύρισμα της ζωής του κι αυτός. «Ο φίλος μου ο Σάμπσον μαγνητοφώνησε όλα όσα είπες από τη στιγμή που αρχίσαμε τον περίπατο μας». Η Τζέζι έκλεισε τα μάτια της για αρκετά δευτερόλεπτα.

Δεν περίμενε ότι θα έφτανα ως εδώ. Δεν πίστευε πως θα μπορούσα να της το κάνω αυτό. «Τώρα θα μας πεις πώς δολοφόνησες τη Μάγκι Ρόουζ», της είπα. Τα μάτια της άνοιξαν και φάνηκαν μικρά και μαύρα. «Δεν καταλαβαίνεις. Απλώς δεν καταλαβαίνεις, έτσι;» είπε. «Τι δεν καταλαβαίνω, Τζέζι; Πες μου εσύ». «Επιμένεις ν' αναζητάς το καλό ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως δεν υπάρχει εκεί! Η υπόθεση σου θα τιναχτεί στον αέρα. Στο τέλος θα μοιάζεις ηλίθιος, ένας ανεπανόρθωτα ηλίθιος. Θα σε προδώσουν όλοι πάλι». «Μπορεί να έχεις δίκιο», είπα, «αλλά τουλάχιστον θα μου έχει μείνει αυτή η στιγμή». Η Τζέζι πήγε να με χτυπήσει, αλλά σταμάτησα τη γροθιά της με το βραχίονά μου. Το κορμί της στριφογύρισε και η Τζέζι έπεσε κάτω. Η απότομη πτώση της ήταν κάτι πολύ λιγότερο από αυτό που της άξιζε. Το πρόσωπό της ήταν μια εύθραυστη μάσκα έκπληξης. «Καλή αρχή, Άλεξ», μου είπε, από το σημείο όπου έπεσε, πάνω στην αμμουδιά. «Άρχισες να γίνεσαι κι εσύ ένα κάθαρμα. Συγχαρητήρια». «Μπα», είπα. «Είμαι μια χαρά. Δεν πάει τίποτα στραβά μ' εμένα». Άφησα τους πράκτορες του FBI και τον Σάμπσον να προβούν στην επίσημη σύλληψη της Τζέζι Φλάναγκαν. Έπειτα πήρα μια βάρκα και επέστρεψα στο ξενοδοχείο. Μάζεψα τα πράγματά μου και μέσα σε μια ώρα πετούσα για την Ουάσιγκτον.

Κεφάλαιο 86

Δ ΐ Υ Ο ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ την επιστροφή μας στην Ουάσιγκτον, ο Σάμπσον κι εγώ ταξιδεύαμε πάλι. Κατευθυνόμαστε προς το Ουγιούνι της Βολιβίας. Είχαμε κάθε λόγο να ελπίζουμε και να πιστεύουμε πως μπορεί να βρίσκαμε τελικά τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Η Τζέζι είχε μιλήσει και με το παραπάνω. Η Τζέζι είχε ανταλλάξει πληροφορίες. Όμως είχε αρνηθεί να μιλήσει στο FBI. Είχε μιλήσει σ' εμένα. Το Ουγιούνι βρίσκεται στην οροσειρά των Άνδεων, τριακόσια πέντε χιλιόμετρα νότια του Ορούρο. Για να πάει κανείς εκεί, πρέπει να προσγειώσει ένα μικρό αεροπλάνο στο Ρίο Μουλάτο κι έπειτα να πάει με τζιπ ή βαν στο Ουγιούνι. Έ ν α Φορντ Εξπλόρερ χώρεσε οχτώ από μας για το τελευταίο σκέλος του δύσκολου ταξιδιού. Εγώ ήμουν μέσα στο βαν μαζί με τον Σάμπσον, δύο ειδικούς πράκτορες από το υπουργείο Οικονομικών, τον Αμερικανό πρεσβευτή στη Βολιβία, τον οδηγό μας και τον Τόμας και την Κάθριν Ρόουζ Νταν. Ο Τσαρλς Τσάκλι και η Τζέζι δέχτηκαν ευχαρίστως να δώσουν πληροφορίες σχετικά με τη Μάγκι Ρόουζ στη διάρκεια των τελευταίων εξαντλητικών τριάντα έξι ωρών, προκειμένου να ελαφρύνουν τη θέση τους. Το κατακρεουργημένο πτώμα του Μάικ Ντιβάιν είχε βρεθεί στο διαμέρισμά του στην Ουάσιγκτον. Το ανθρωποκυνηγητό για τον Γκάρι

Σόνετζι/Μέρφι είχε γίνει εντονότερο μετά την ανακάλυψη του πτώματος. Αλλά μέχρι στιγμής τίποτα. Ο Γκάρι παρακολουθούσε, αναμφίβολα, την ιστορία του ταξιδιού μας στη Βολιβία από την τηλεόραση. Ο Γκάρι παρακολουθούσε τη δική τον ιστορία. Ο Τσάκλι και η Τζέζι είπαν ουσιαστικά τα ίδια πράγματα σχετικά με την απαγωγή. Είχαν βρει μια ευκαιρία να πάρουν τα δέκα εκατομμύρια δολάρια των λύτρων και να τη βγάλουν καθαρή. Δεν μπορούσαν να επιστρέψουν το κοριτσάκι. Χρειάζονταν να πιστεύουμε ότι ο απαγωγέας ήταν ο Σόνετζι/Μέρφι. Το κοριτσάκι θα μπορούσε να το διαψεύσει αυτό. Είχαν, πάντως, αποκλείσει το να σκοτώσουν τη Μάγκι Ρόουζ. Έτσι, τουλάχιστον, είπαν, όταν γυρίσαμε στην Ουάσιγκτον. Ο Σάμπσον κι εγώ ήμαστε σιωπηλοί μέσα στο βαν στα τελευταία χιλιόμετρα του ταξιδιού στις Άνδεις. Το ίδιο ήταν και όλοι οι άλλοι. Παρατηρούσα τους Νταν, καθώς πλησιάζαμε στο Ουγιαυνι. Κάθονταν σιωπηλοί δίπλα δίπλα, κάπως απόμακροι μεταξύ τους. Όπως μου είχε πει η Κάθριν Ρόουζ, η απώλεια της Μάγκι Ρόουζ είχε αρνητικές επιπτώσεις και στο γάμο τους. Θυμόμουν πόσο πολύ τους είχα συμπαθήσει στην αρχή. Εξακολουθούσα να συμπαθώ την Κάθριν Ρόουζ. Είχαμε κουβεντιάσει για λίγο στη διάρκεια του ταξιδιού. Μ' ευχαρίστησε με ειλικρινή συγκίνηση κι αυτό δε θα το ξεχνούσα ποτέ. Ήλπιζα ότι το κοριτσάκι τους θα μας περίμενε ασφαλές στο τέρμα αυτού του μακρόχρονου και φρικτού μαρτυρίου... Σκέφτηκα τη Μάγκι Ρόουζ Νταν, ένα κοριτσάκι που δεν είχα συναντήσει ποτέ και το οποίο θα συναντούσα σε λίγο. Σκέφτηκα όλες τις προσευχές που είχαν ειπωθεί γι' αυτή, τα πλακάτ έξω από το δικαστήριο της Ουάσιγκτον, τα κεριά που έκαιγαν σε τόσο πολλά παράθυρα. Ο Σάμπσον μου έριξε μια αγκωνιά καθώς διασχίζαμε το χωριό. «Δες εκεί πάνω στο λόφο, Άλεξ. Δε θα πω ότι αυτό τα κάνει όλα να άξιζαν τον κόπο, αλλά δεν απέχει πολύ». Το βαν σκαρφάλωνε έναν απότομο λόφο μέσα στο χωριό Ουγιούνι. Ξύλινες και λαμαρινένιες παράγκες πλαισίωναν ένα δρόμο που ήταν κυριολεκτικά σκαμμένος μέσα σε βράχο. Καπνός ανέβαινε από μερικές λαμαρινένιες στέγες.

Ο στενός δρόμος έμοιαζε να συνεχίζει ίσια μέσα erra βουνά των Άνδεων. Η Μάγκι Ρόουζ μας περίμενε ψηλά στη μέση του δρόμου. Το εντεκάχρονο κοριτσάκι στεκόταν μπροστά σε μια από τις σχεδόν πανομοιότυπες παράγκες. Στεκόταν μαζί με αρκετά ακόμη μέλη μιας οικογένειας ονόματι Πατίνο. Είχε ζήσει μαζί τους για δυο χρόνια περίπου. Η οικογένεια φαινόταν να έχει καμιά δεκαριά παιδιά. Από απόσταση εκατό μέτρων και ενώ το βαν πάσχιζε ν' ανεβεί τον ανώμαλο χωματόδρομο, τη διακρίναμε όλοι μας. Η Μάγκι Ρόουζ φορούσε φαρδιά πουκαμίσα, βαμβακερό σορτς και σανδάλια, όπως και τ' άλλα παιδιά της οικογένειας Πατίνο. Όμως τα ξανθά μαλλιά της την έκαναν να ξεχωρίζει. Ήταν ηλιοκαμένη κι έδειχνε να βρίσκεται σε καλή φυσική κατάσταση. Έμοιαζε πολύ με την όμορφη μητέρα της. Η οικογένεια Πατίνο δεν είχε ιδέα ποια ήταν στην πραγματικότητα. Κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ για τη Μάγκι Ρόουζ Νταν στο Ουγιούνι. Ή στο κοντινό Πουλακάγιο ή στην Ουμπίνα, δεκαεφτά χιλιόμετρα πιο πάνω, μέσα στις πανύψηλες Άνδεις. Αυτά τα μάθαμε από τους Βολιβιανούς αξιωματούχους και αστυνομικούς. Η οικογένεια Πατίνο είχε πληρωθεί για να κρατάει τη Μάγκι στο χωριό, να την κρατάει ασφαλή, αλλά να την κρατάει εκεί. Ο Μάικ Ντιβάιν είχε πει στη Μάγκι ότι δε θα μπορούσε να πάει πουθενά αν δοκίμαζε να το σκάσει. Αν προσπαθούσε να το σκάσει, θα την έπιαναν και θα τη βασάνιζαν.'Θα την κρατούσαν κάτω από το χώμα για πολύ πολύ καιρό. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της εκείνη τη στιγμή- απ' αυτό το κοριτσάκι που είχε καταλήξει να σημαίνει τόσο πολλά για τόσο πολλούς ανθρώπους. Σκέφτηκα τις αμέτρητες φωτογραφίες και τις αφίσες και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι στεκόταν πραγματικά εκεί, ύστερα απ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει. Η Μάγκι Ρόουζ δε χαμογέλασε ούτε αντέδρασε καθόλου, καθώς μας έβλεπε ν' ανεβαίνουμε το λόφο μέσα στο βαν της αμερικανικής πρεσβείας. Δεν έδειχνε ευτυχισμένη που κάποιος ερχόταν τελικά γι' αυτή, που θα απελευθερωνόταν.

Φαινόταν πολΰ μπερδεμένη, πληγωμένη και φοβισμένη. Μία έκανε ένα βήμα προς τα μπρος, μία προς τα πίσω· μία έριχνε ένα βλέμμα πίσω στην «οικογένεια» της. Αναρωτιόμουν αν η Μάγκι Ρόουζ ήξερε τι συνέβαινε. Είχε υποστεί ένα ισχυρότατο ψυχολογικό τραΰμα. Αναρωτιόμουν αν μποροΰσε να νιώσει οτιδήποτε. Χαιρόμουν που βρισκόμουν εκεί και θα μπορούσα να τη βοηθήσω. Ξανασκέφτηκα την Τζέζι και κοΰνησα άθελά μου το κεφάλι μου. Η καταιγίδα μέσα στο κεφάλι μου δεν έλεγε να κοπάσει. Πώς μπόρεσε και το έκανε αυτό στο κοριτσάκι; Για μερικά εκατομμύρια δολάρια; Έστω και για όλα τα λεφτά στο γνωστό σύμπαν; Η Κάθριν Ρόουζ ήταν η πρώτη που βγήκε από το βαν. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Μάγκι Ρόουζ άνοιξε τα χέρια της. «Μανούλα!» φώναξε. Έπειτα, μετά από ένα δισταγμό που δεν κράτησε πάνω από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, φάνηκε να πηδάει προς τα εμπρός. Η Μάγκι Ρόουζ έτρεξε προς τη μητέρα της. Έτρεξαν και οι δυο ν' αγκαλιαστούν. Για το επόμενο λεπτό δεν μπορούσα να διακρίνω πολλά μέσα από τα δάκρυά μου. Κοίταξα τον Σάμπσον και είδα ένα δάκρυ να γλιστράει κάτω από τα μαύρα του γυαλιά. «Δύο σκληροί ντετέκτιβ», είπε και μου χαμογέλασε. Ήταν εκείνο το χαμόγελο του μοναχικού λύκου που λατρεύω. «Ναι, είμαστε σίγουρα οι καλύτεροι της Ουάσιγκτον», είπα. Η Μάγκι Ρόουζ θα επέστρεφε τελικά στο σπίτι της. Το όνομά της είχε γίνει μια μαγική επωδός μέσα στο κεφάλι μου —Μάγκι Ρόουζ, Μάγκι Ρόουζ. Όλα όσα τράβηξα άξιζαν για να δω αυτή μονάχα τη στιγμή. «Τέλος», δήλωσε ο Σάμπσον.

Μέρος Έκτο Το Σπίτι των Κρος

Κεφάλαιο 87

Τ ο ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΚΡΟΣ βρισκόταν εκεί ακριβώς, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Βρισκόταν εκεί, μέσα σ' όλο του το ταπεινό μεγαλείο. Το Κακό Αγόρι κοιτούσε σαν υπνωτισμένο τα λαμπερά, πορτοκαλόχρωμα φώτα του σπιτιού. Το βλέμμα του έτρεχε από παράθυρο σε παράθυρο. Μια δυο φορές είδε μια μαύρη γυναίκα να σέρνει τα βήματά της πίσω από κάποιο παράθυρο του κάτω ορόφου. Η γιαγιά του Άλεξ Κρος, αναμφίβολα. Ήξερε τ' όνομά της: Νάνα Μάμα. Ήξερε ότι ο Άλεξ την είχε βαφτίσει έτσι όταν ήταν παιδί. Τις τελευταίες εβδομάδες είχε μάθει όλα όσα έπρεπε να ξέρει για την οικογένεια Κρος. Είχε ένα σχέδιο γι' αυτούς τώρα. Μια όμορφη, μικρή φαντασίωση. Μερικές φορές άρεσε στο αγόρι να φοβάται έτσι. Να φοβάται για τον εαυτό του- να φοβάται για τους ανθρώπους μες στο σπίτι. Απολάμβανε αυτή την αίσθηση για όσο χρονικό διάστημα μπορούσε να την ελέγχει- να τη φέρνει και να τη διώχνει κατά βούληση. Τελικά πίεσε τον εαυτό του να εγκαταλείψει την κρυψώνα του, να πλησιάσει ακόμη περισσότερο το σπίτι των Κρος. Να γίνει ο ίδιος ο φόβος. Οι αισθήσεις του ήταν πολύ οξύτερες όταν ο φόβος ήταν μαζί του. Μπορούσε να συγκεντρώνεται και να εστιάζει την προσοχή του για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Καθώς

διέσχιζε την Πέμπτη Οδό, δεν υπήρχε μέσα στο συνειδητό του εγώ τίποτ' άλλο, πέρα από το σπίτι και τους ανθρώπους που το κατοικούσαν. Το αγόρι εξαφανίστηκε μες στους θάμνους που φύτρωναν κατά μήκος της πρόσοψης του σπιτιού. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά τώρα. Η αναπνοή του ήταν γρήγορη και κοφτή. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έπειτα την άφησε να βγει αργά από το στόμα του. Χαλάρωσε, απόλαυσε το, είπε σιωπηρά στον εαυτό του. Γύρισε έτσι ώστε να έχει τα νώτα του στραμμένα προς το σπίτι. Μπορούσε τώρα να νιώσει στην πλάτη του τη ζεστασιά των τοίχων. Παρακολούθησε την κίνηση του δρόμου ανάμεσα από τους θάμνους. Το Σάουθ-Ιστ ήταν πάντα σκοτεινότερο από τ' άλλα σημεία της πόλης. Εδώ δεν αντικαθιστούσαν ποτέ τις χαλασμένες λάμπες των δρόμων. Ήταν προσεκτικός. Δε βιαζόταν καθόλου. Παρατήρησε το δρόμο για δέκα λεπτά ή περισσότερο. Δεν τον είχε αντιληφθεί κανείς. Δεν τον κατασκόπευε κανείς αυτή τη φορά. «Μια τελευταία πινελιά και μετά εμπρός για άλλα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα κατορθώματα». Αυτά τα λόγια τα σκέφτηκε ή τα ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του. Μερικές φορές δεν μπορούσε πια να ξεχωρίσει τι από τα δυο συνέβαινε. Είχαν μπερδευτεί πολλά πράγματα τώρα και είχαν γίνει ένα —οι σκέψεις του, τα λόγια του, οι πράξεις του, οι ιστορίες που έλεγε στον εαυτό του. Είχε σκεφτεί την κάθε λεπτομέρεια εκατοντάδες φορές πριν από αυτή τη συγκεκριμένη νύχτα. Μόλις θα βυθίζονταν όλοι τους σε βαθύ ύπνο, μάλλον ανάμεσα στις δύο και στις τρεις το πρωί, αυτός θα έπαιρνε τα δυο παιδιά, τον Ντέιμον και την Τζανέλ. Θα τα νάρκωνε, εκεί μέσα ακριβώς, στην κρεβατοκάμαρά τους στο δεύτερο όροφο. Δε θα άφηνε το δόκτορα-ντετέκτιβ Άλεξ Κρος να πάρει είδηση για τίποτε απ' όσα θα του έκανε. Έπρεπε να το κάνει έτσι. Ο διάσημος δόκτωρ Κρος χρειαζόταν να υποφέρει πολύ τώρα. Ο Κρος έπρεπε να συμμετέχει στην καινούρια αναζήτηση. Έτσι έπρεπε να γί-

νει. Αυτή ήταν η μόνη λύση που άξιζε τον κόπο. Κι αυτός θα ήταν ο νικητής. Όχι, δηλαδή, πως ο Κρος θα χρειαζόταν κάποιο επιπρόσθετο κίνητρο, αλλά θα του το πρόσφερε ούτως ή άλλως. Το αγόρι θα δολοφονούσε πρώτα τη γριά, τη γιαγιά του Κρος. Μετά θα πήγαινε στην κρεβατοκάμαρα των παιδιών. Τίποτε απ' όλα αυτά δε θα εξιχνιαζόταν ποτέ, φυσικά. Τα παιδιά του Κρος δε θα τα έβρισκαν ποτέ. Δε θα ζητούσε καθόλου λύτρα γι' αυτά. Και μετά, επιτέλους, αυτός θα μπορούσε να προχωρήσει σε άλλα πράγματα. Θα ξεχνούσε τον ντετέκτιβ Κρος. Όμως ο Άλεξ Κρος δε θα ξεχνούσε ποτέ ούτε αυτόν ούτε τα δικά του αγνοούμενα παιδιά. Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι στράφηκε προς το σπίτι.

Κεφάλαιο 88

ΕΞ, ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ μέσα στο σπίτι. Άλεξ, κάποιος βρίσκεται εδώ, μαζί μας», ψιθύρισε η Νάνα δίπλα στο αυτί μου. Πετάχτηκα από το κρεβάτι πριν τελειώσει τα λόγια της. Χρόνια ολόκληρα στους δρόμους της Ουάσιγκτον με είχαν διδάξει να κινούμαι γρήγορα. Κάπου άκουσα έναν πολύ απαλό γδούπο. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία, κάποιος βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Ο θόρυβος δεν προερχόταν από το αρχαίο σύστημα θέρμανσής μας. «Νάνα, εσύ μείνε εδώ. Μη βγεις έξω μέχρι να σε φωνάξω», ψιθύρισα στη γιαγιά μου. «Θα φωνάξω δυνατά, όταν όλα θα είναι εντάξει». «Θα ειδοποιήσω την αστυνομία, Άλεξ». «Όχι, μείνε εδώ που βρίσκεσαι. Εγώ είμαι η αστυνομία. Μείνε εδώ». «Τα παιδιά, Άλεξ». «Θα τα πάρω. Εσύ μείνε εδώ. Εγώ θα φέρω τα παιδιά. Σε παρακαλώ, υπάκουσε' με αυτή τη μοναδική φορά. Σε παρακαλώ, υπάκουοέ με». Δεν υπήρχε κανείς στο σκοτεινό διάδρομο του πάνω ορόφου. Κανείς που να μπορούσα να δω, τέλος πάντων. Η καρδιά μου χτυπούσε ανεξέλεγκτα καθώς προχωρούσα βιαστικά προς το δωμάτιο των παιδιών. 'Εστησα αυτί για ν' ακούσω κάποιον άλλο ήχο μέσα στο

σπίτι. Απόλυτη ησυχία τώρα. Σκέφτηκα τη φρικτή βεβήλωση: Κάποιος μέσα στο σπίτι μας. Έδιωξα τη σκήψη μακριά. Έπρεπε να συγκεντρώσω την προσοχή μου επάνω τον. Ήξερα ποιος ήταν. Βρισκόμουν σε επιφυλακή επί εβδομάδες ολόκληρες, αφότου ο Σάμπσον κι εγώ είχαμε επιστρέψει μαζί με τη Μάγκι Ρόουζ. Τελικά είχα χαλαρώσει την επιφυλακή μου μια ιδέα. Κι αυτός ήρθε. Προχώρησα βιαστικά προς το δωμάτιο των παιδιών. Άρχισα να τρέχω στο διάδρομο. Άνοιξα την πόρτα, που πάντα έτριζε. Ο Ντέιμον και η Τζανέλ ακόμη κοιμούνταν στα κρεβάτια τους. Θα τους ξυπνούσα γρήγορα και μετά θα τους πήγαινα στη Νάνα. Δε φύλαγα ποτέ το όπλο μου επάνω, λόγω των παιδιών. Το άφηνα κάτω στο καθιστικό. Πάτησα το διακόπτη του. αμπαζούρ δίπλα στο κρεβάτι. ΤίποταΙ Το φως δεν άναψε. Θυμήθηκα τους φόνους των Σάντερς και των Τέρνερ. Ο Σόνετζι αγαπούσε το σκοτάδι. Το σκοτάδι ήταν το επισκεπτήριό του, η υπογραφή του. Πάντα έκοβε το ρεύμα. Το Πράγμα βρισκόταν εδώ. Ξαφνικά δέχτηκα ένα τρομακτικά δυνατό χτύπημα. Ήταν σαν να με είχε χτυπήσει φορτηγό με σπασμένα φρένα. Ήξερα ότι ήταν ο Σόνετζι. Με είχε αιφνιδιάσει. Παραλίγο να με αφήσει αναίσθητο μ' ένα χτύπημα. Η δύναμή του ήταν κτηνώδης. Το κορμί του, οι μύες του έσφιγγαν και χαλάρωναν σ' όλη του τη ζωή. Γυμναζόταν από την εποχή που τον κλείδωναν κάτω στο υπόγειο του σπιτιού του πατέρα του. Τυλιγόταν σαν ένα σφιχτό ελατήριο εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια, καταστρώνοντας σχέδια για να πατσίσει με τον κόσμο, σχεδιάζοντας ν' αποκτήσει τη φήμη που πίστευε ότι δικαιούνταν. Θέλω να γίνω κάποιος! Με χτύπησε πάλι. Πέσαμε κάτω μ' ένα δυνατό κρότο. Ο αέρας στο στομάχι μου πιέστηκε όλος έξω. Ο κρόταφος μου χτύπησε πάνω σε μια αιχμηρή γωνία του γραφείου των παιδιών. Η όρασή μου θόλωσε. Τ' αυτιά μου κουδούνιζαν. Έβλεπα παντού φωτεινά αστέρια να χορεύουν. «Δόκτορ Κρος! Εσύ είσαι; Ξέχασες τίνος είναι αυτό το σόου;»

Μόλις και μετά βίας κατάφερνα να διακρίνω το πρόσωπο του Γκάρι Σόνετζι όταν ούρλιαξε το όνομά μου. Προσπαθούσε να μου προκαλέσει σωματικό πόνο με το εκκωφαντικό ουρλιαχτό του, μόνο με την ένταση της φωνής του. «Δεν μπορείς να με φτάσεις!» ούρλιαξε πάλι. «Δεν μπορείς να με φτάσεις, δόκτορ! Το πιάνεις; Δεν το 'πιασες ακόμη; Εγώ είμαι ο σταρ. Όχι εσύ!» Αίμα υπήρχε πασαλειμμένο παντού πάνω στα χέρια και στις παλάμες του. Παντού υπήρχε αίμα. Το διέκρινα τώρα. Ποιον είχε πληγώσει; Τι είχε κάνει μες στο σπίτι μας; Είχα αρχίσει να διακρίνω σχήματα μέσα στο σκοτάδι του δωματίου των παιδιών. Κρατούσε ένα μαχαίρι υψωμένο ψηλά, στραμμένο καταπάνω μου. «Εγώ είμαι ο σταρ εδώ! Είμαι ο Σόνετζι! Ο Μέρφι! Είμαι όποιος θέλω!» Συνειδητοποίησα τίνος το αίμα ήταν πασαλειμμένο στα χέρια του. Το δικό μου αίμα. Με είχε μαχαιρώσει, όταν με χτύπησε την πρώτη φορά. Ύψωσε το μαχαίρι για να με χτυπήσει για δεύτερη φορά και γρύλισε σαν ζώο. Τα παιδιά είχαν ξυπνήσει πια. Ο Ντέιμον τσίριξε «Μπαμπάκα!» και η Τζανέλ άρχισε να κλαίει. «Φύγετε από δω, παιδιά!» φώναξα. Όμως ήταν πολύ τρομοκρατημένα για ν' αφήσουν τα κρεβάτια τους. Μου έκανε μια προσποίηση με το μαχαίρι κι έπειτα η λεπίδα κατέβηκε καταπάνω μου πάλι. Μετατοπίστηκα και το μαχαίρι μ' έκοψε στον ώμο. Αυτή τη φορά ο πόνος ήρθε αμέσως και ήξερα ακριβώς πού. Το μαχαίρι του Σόνετζι με είχε χτυπήσει ψηλά πάνω στον ώμο μου. Ούρλιαξα προς το μέρος του Σόνετζι/Μέρφι. Τα παιδιά έκλαιγαν. Ήθελα να τον σκοτώσω τώρα. Το μυαλό μου πήγαινε να εκραγεί. Δεν είχε απομείνει τίποτα μέσα μου, εκτός από οργή γι' αυτό το τέρας μέσα στο σπίτι μου. Ο Σόνετζι/Μέρφι ύψωσε πάλι το μαχαίρι του. Η φονική λεπίδα ήταν μακριά και τόσο κοφτερή, που δεν είχα καν νιώσει την πρώτη πληγή. Με είχε διαπεράσει χωρίς να το καταλάβω. Ακουσα άλλη μια κραυγή —μια διαπεραστική κραυγή.

Ο Σόνετζι πάγωσε για ένα ανατριχιαστικό κλάσμα τσυ δευτερολέπτου. Έπειτα στριφογύρισε, βγάζοντας άλλο ένα γρύλισμα. Μια φιγούρα όρμησε καταπάνω του από το άνοιγμα της πόρτας. Η Νάνα Μάμα είχε αποσπάσει την προσοχή του. «Αυτό είναι το σπίτι μας!» φώναξε γεμάτη οργή. «Φύγε από το σπίτι μας!» Είδα κάτι μεταλλικό να γυαλίζει πάνω στο γραφείο. Άπλωσα το χέρι μου κι άρπαξα το ψαλίδι πάνω από το τετράδιο με τις χάρτινες φιγούρες της Τζανέλ. Το ψαλίδι ραπτικής της Νάνα. Ο Σόνετζι/Μέρφι μου επιτέθηκε πάλι με το μαχαίρι του. Το ίδιο μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει στους φόνους του στα γκέτο; Το μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει για τη Βίβιαν Κιμ; Τίναξα το χέρι με το ψαλίδι προς το μέρος του και αισθάνθηκα να σκίζω σάρκα. Το ψαλίδι της ραπτικής τον είχε σκίσει στο μάγουλο. Η κραυγή του αντήχησε μέσα στην κρεβατοκάμαρα. «Γαμιόλη!» «Κάτι για να με θυμάσαι», του είπα. «Ποιος αιμορραγεί τώρα; Ο Σόνετζι ή ο Μέρφι;» Ούρλιαξε κάτι που δεν το κατάλαβα. Ύστερα μου όρμηξε ξανά. Το ψαλίδι τον πέτυχε κάπου στο πλάι του λαιμού. Πήδηξε προς τα πίσω, τραβώντας το ψαλίδι από το χέρι μου. «Έλα, μπάσταρδε!» κραύγασα. Ξαφνικά κλονίστηκε και βγήκε παραπατώντας από την κρεβατοκάμαρα των παιδιών. Δεν αποπειράθηκε καθόλου να χτυπήσει τη Νάνα, τη μητρική φιγούρα. Ίσως ήταν πολύ άσχημα πληγωμένος για να χτυπήσει ξανά. Κρατούσε το πρόσωπό του και με τις δυο παλάμες του. Η φωνή του ήταν τώρα μια ψιλή, διαπεραστική τσιρίδα, καθώς έβγαινε τρέχοντας από το δωμάτιο. Ήταν δυνατόν να είχε περιπέσει σε άλλη μια κατάσταση φυγής; Ήταν χαμένος μέσα σε κάποια από τις φαντασιώσεις του; Είχα πέσει κάτω στο ένα γόνατο και ήθελα να μείνω εκεί. Μέσα στο κεφάλι μου άκουγα έναν ορυμαγδό. Κατάφερα να σηκωθώ. Ήμουν πασαλειμμένος παντού με αίματα·

οτο φανελάκι, στο σλιπ μου, στα γυμνά μου πόδια. Αίματα δικά μου και δικά του. Η άφθονη έκκριση αδρεναλίνης με κρατούσε όρθιο. Άρπαξα μερικά ρούχα και πήρα τον Σόνετζι στο κυνήγι. Δε θα κατάφερνε να το σκάσει αυτή τη φορά. Δε θα τον άφηνα.

Κεφάλαιο 89

Ε Τ Ρ Ε Ξ Α ΣΤΟ ΚΑΘΙΣΤΙΚΟ και άρπαξα το περίστροφο μου. Ή ξ ε ρ α ότι είχε κάποιο σχέδιο —για την περίπτωση που θα χρειαζόταν να το σκάσει. Θα πρέπει να είχε σκεφτεί το κάθε του βήμα εκατοντάδες φορές. Ζοΰσε μέσα στις φαντασιώσεις του και όχι στον πραγματικό κόσμο. Σκέφτηκα πως, κατά πάσα πιθανότητα, θα εγκατέλειπε το σπίτι μας. Θα διέφευγε, για να μπορέσει να ξανάρθει. Μήπως άρχιζα να σκέφτομαι όπως αυτός; Σκέφτηκα ότι πράγματι αυτό συνέβαινε. Ήταν τρομακτικό. Η εξώπορτα ήταν διάπλατα ανοιχτή. Βρισκόμουν στα ίχνη του. Μέχρι στιγμής. Αίματα υπήρχαν παντού πάνω στη μοκέτα. Μήπως είχε αφήσει τα ίχνη για μένα; Που θα πήγαινε ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι, αν κάτι πήγαινε στραβά στο σπίτι μας; Πάντα είχε κάποιο εφεδρικό σχέδιο. Ποιο ήταν το τέλειο μέρος; Η εντελώς απροσδόκητη κίνηση; Δυσκολευόμουν να σκεφτώ, με το αίμα να στάζει από το πλευρό και τον αριστερό μου ώμο. Βγήκα παραπατώντας έξω στο σκοτάδι και στο παγερό κρΰο. Ο δρόμος μας ήταν όσο πιο σιωπηλός γίνεται. Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα. Είχα μία μόνο ιδέα για το που μπορεί να είχε πάει. Αναρωτήθηκα αν πίστευε πως θα δοκίμαζα να τον ακολουθήσω. Μήπως με περίμενε ήδη; Ή τ α ν πάλι ο Σόνετζι/Μέρφι δυο βήματα πιο μπροστά από μένα; Μέχρι στιγ-

μής, έτσι γινόταν πάντα. 'Επρεπε να τον αιφνιδιάσω —αυτή τη φορά, τουλάχιστον. Το υπόγειο μετρό περνούσε ένα οικοδομικό τετράγωνο από το σπίτι μας, στην Πέμπτη Οδό. Το τούνελ ήταν ακόμη υπό κατασκευή, όμως κάποια παιδιά της γειτονιάς κατέβαιναν εκεί κάτω για να περπατήσουν τα τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα μέχρι το Κάπιτολ Χιλ... υπογείως. .Προχωρούσα μισοτρέχοντας αδέξια μέχρι την είσοδο του μετρό. Πονούσα, αλλά δε μ' ένοιαζε. Είχε μπει μέσα στο σπίτι μου. Είχε βάλει στόχο του τα παιδιά μου. Κατέβηκα στο τούνελ. Τράβηξα το περίστροφό μου από τη θήκη, που την είχα περάσει πάνω από το πουκάμισο μου. Σε κάθε βήμα που έκανα ένιωθα και μια σουβλιά στο πλευρό μου. Πονώντας, άρχισα να προχωρώ μέσα στο τούνελ μισοσκυμμένος, έτοιμος να πυροβολήσω. Μπορεί να με παρακολουθούσε. Περίμενε, άραγε, ότι θα ερχόμουν εδώ; Συνέχισα να προχωρώ μέσα στο τούνελ. Μπορεί να ήταν παγίδα. Υπήρχαν άφθονα μέρη για να κρυφτεί. Κατάφερα να φτάσω μέχρι το τέρμα του τούνελ. Δεν υπήρχε πουθενά κανένα ίχνος αίματος. Ο Σόνετζι/Μέρφι δεν ήταν μέσα στο τούνελ του μετρό. Το είχε σκάσει με κάποιον άλλο τρόπο. Είχε διαφύγει πάλι. Καθώς μειωνόταν η έκκριση της αδρεναλίνης, ένιωθα αδύναμος, κουρασμένος και αποπροσανατολισμένος. Ανέβηκα τα πέτρινα σκαλιά και βγήκα έξω από το τούνελ. Άνθρωποι της νύχτας μπαινόβγαιναν στο χαρτοπωλείο Μετρό και στο διανυκτερεύον εστιατόριο Φοξ. Θα πρέπει να αποτελούσα ένα θλιβερό θέαμα. Ήμουν πασαλειμμένος παντού με αίματα. Όμως κανείς δε σταμάτησε. Ούτε ένας άνθρωπος. Είχαν δει όλοι τους πάρα πολλά τέτοια μακάβρια θεάματα στην πρωτεύουσα. Τελικά στάθηκα μπροστά στον οδηγό ενός φορτηγού, ο οποίος παρέδιδε μια στοίβα εφημερίδες Ουάσιγκτον Ποστ. Του είπα ότι ήμουν αστυνομικός. Αισθανόμουν σαν να ήμουν μεθυσμένος, εξαιτίας της απώλειας αίματος. Αρκετά ζαλισμένος. «Δεν έκανα τίποτα», μου είπε. «Δε με πυροβόλησες, κάθαρμα;»

«Όχι, κύριε. Είστε τρελός; Είστε στ' αλήθεια αστυνομικός;» Τον έβαλα να με πάει στο σπίτι μου με το φορτηγό. Σ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής των έξι οικοδομικών τετραγώνων ο οδηγός ορκιζόταν ότι θα έκανε μήνυση κατά των Αρχών της πόλης. «Να μηνύσεις το δήμαρχο Μόνρο», του εύτα. «Να τραβήξεις μια περιποιημένη μήνυση στον Μόνρο». «Είσαι πραγματικά μπάτσος;» με ρώτησε πάλι. «Δεν είσαι μπάτσος». «Ναι, είμαι μπάτσος». Περιπολικά και ασθενοφόρα βρίσκονταν ήδη συγκεντρωμένα έξω από το σπίτι μου. Αυτός ήταν ο επαναλαμβανόμενος εφιάλτης μου —αυτή ακριβώς η σκηνή. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν έρθει αστυνομία και ασθενοφόρα στο σπίτι μου. Ο Σάμπσον βρισκόταν ήδη εκεί. Φορούσε ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν πάνω από μια φθαρμένη, παλιά φόρμα των Όριολς της Βαλτιμόρης. Φορούσε ένα κασκέτο από την περιοδεία του συγκροτήματος ρέγκε Χούντου Γκούρους. Με κοίταζε σαν να ήμουν τρελός. Κόκκινα και γαλάζια φώτα στριφογύριζαν πίσω του. «Τι έγινε; Δε φαίνεσαι πολύ καλά. Είσαι καλά, δικέ μου;» «Έφαγα δυο μαχαιριές από κυνηγετικό μαχαίρι. Δεν είμαι τόσο άσχημα όσο τη φορά που μας πυροβόλησαν στο Γκάρφιλντ». «Αχά. Πρέπει να φαίνεται χειρότερα απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Θέλω να ξαπλώσεις εδώ στο γρασίδι. Ξάπλωσε τώρα, Άλεξ». Κούνησα το κεφάλι μου και απομακρύνθηκα από τον Σάμπσον. Έπρεπε νά τελειώνω μ' αυτή την ιστορία. Κάπως έπρεπε να δοθεί ένα τέλος. Οι άνθρωποι των ασθενοφόρων προσπαθούσαν να με βάλουν να ξαπλώσω πάνω στο γρασίδι. Πάνω στη μικρή μας πελούζα. Ή να με βάλουν πάνω crto φορείο τους. Εγώ είχα μια άλλη ιδέα. Η εξώπορτα είχε αφεθεί διάπλατα ανοιχτή. Είχε αφήσει την εξώπορτα ανοιχτή. Γιατί το είχε κάνει αυτό; «Θα γυρίσω αμέσως», είπα στους ανθρώπους των ασθε-

νοφόρων, αφήνοντας τους πίσω μου. «Μην πάρετε το φορείο πάντως». Κάποιοι μου φώναζαν διάφορα, αλλά τους παραμέρισα. Κινήθηκα αθόρυβα και αποφασιστικά μέσα από το σαλόνι και μπήκα στην κουζίνα. Άνοιξα την πόρτα που βρίσκεται δίπλα στην πίσω έξοδο και κατέβηκα βιαστικά τα σκαλιά. Δεν είδα τίποτα στο υπόγειο. Καμία κίνηση. Τίποτα το ασυνήθιστο. Το κελάρι ήταν η τελευταία καλή ιδέα μου. Πήγα κοντά σ' ένα καλάθι δίπλα στον καυστήρα, όπου ρίχνει η Νάνα όλα τα άπλυτα για την επόμενη πλΰση. Αυτή είναι η πιο απομακρυσμένη γωνία του υπογείου. Δεν υπήρχε κανένας Σόνετζι/Μέρφι στο σκοτεινό υπόγειο. Ο Σάμπσον κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά του υπογείου. «Δεν είναι εδώ! Κάποιος τον είδε στο κέντρο της πόλης. Είναι κοντά στο Ντιπόν Σερκλ». «Θέλει να παίξει ένα ακόμη μεγάλο παιχνίδι», μουρμούρισα. «Το κάθαρμα». Ο Γιος του Λίντμπεργκ. Ο Σάμπσον δεν προσπάθησε να με αποτρέψει να πάω μαζί του. Έβλεπε στα μάτια μου πως θα ήταν μάταιο ούτως ή άλλως. Μπήκαμε βιαστικά οι δυο μας στο αυτοκίνητο ταυ. Υπέθετα ότι ήμουν καλά. Αν δεν ήμουν, θα είχα λιποθυμήσει. Έ ν α ς νεαρός αλήτης της γειτονιάς κοίταξε τα αίματα πάνω στο πουκάμισό μου. «Πεθαίνεις, Κρος; Καλά θα ήταν». Με κατευόδωσε για τον άλλο κόσμο. Χρειαστήκαμε δέκα λεπτά περίπου για να φτάσουμε στο Ντιπόν Σερκλ. Περιπολικά υπήρχαν παρκαρισμένα παντού, τα ανατριχιαστικά τους γαλάζια και κόκκινα φώτα αναβόσβηναν μέσα στο πρώτο φως της αυγής. Για τους περισσότερους απ' αυτούς τους νεαρούς αστυνομικούς τέλειωνε η νυχτερινή βάρδια. Κανείς δε χρειαζόταν έναν ξαμολημένο παράφρονα στο κέντρο της Ουάσιγκτον. Ένα ακόμη μεγάλο παιχνίδι. Θέλω να γίνω κάποιος. Δε συνέβη τίποτα στη διάρκεια της επόμενης μίας περίπου ώρας —εκτός από το ότι ήρθε το φως της αυγής. Πεζοί άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στην πλατεία. Η κίνηση των αυτοκινήτων πύκνωνε, καθώς η Ουάσιγκτον ανέβαζε τα ρολά της για ν' αρχίσουν οι δουλειές. Οι αγουροξυπνημένοι πολίτες ήταν περίεργοι και erra-

ματούσαν για να κάνουν ερωτήσεις στην αστυνομία. Κανένας μας δεν τους έλεγε τίποτα, παρά μόνο: «Παρακαλώ, μη σταματάτε. Συνεχίστε το δρόμο σας, παρακαλώ. Δεν υπάρχει τίποτα για να δείτε». Δόξα τω Θεώ. Ένας γιατρός από κάποιο ασθενοφόρο περιποιήθηκε τις πληγές μου. Πιο πολλά ήταν τα αίματα παρά η ζημιά. Φυσικά, ήθελε να με στείλει στο νοσοκομείο. Αυτό μπορούσε να περιμένει. Ένα ακόμη μεγάλο παιχνίδι. Στο Ντιπόν Σερκλ; Στο κέντρο της Ουάσιγκτον; Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι λάτρευε να κάνει παιχνίδι στην πρωτεύουσα. Είπα στο γιατρό να με αφήσει ήσυχο, και το έκανε. Του ζήτησα μερικά Περκοντάν, τα οποία έκαναν τη δουλειά τους προσωρινά. Ο Σάμπσον στεκόταν δίπλα μου και πιπίλιζε ένα τσιγάρο. «Θα σωριαστείς κάτω», μου είπε. «Θα καταρρεύσεις. Σαν μεγάλος αφρικανικός ελέφαντας που παθαίνει ξαφνικά έμφραγμα». Εγώ απολάμβανα τη γλυκιά ζάλη που μου έφερναν τα Περκοντάν. «Δεν ήταν ξαφνικό έμφραγμα», του είπα. «Ο μεγάλος αφρικανικός ελέφαντας μαχαιρώθηκε μιά δυο φορές. Και ούτε ήταν ελέφαντας. Ήταν μια αφρικανική αντιλόπη. Έ ν α ζώο όλο χάρη, πανέμορφο και πολύ δυνατό». Τελικά άρχισα να βαδίζω προς το αυτοκίνητο του Σάμπσον. «Σου ήρθε καμιά Ιδέα;» φώναξε ο Σάμπσον από πίσω μου. «Αλεξ;» «Ναι. Ας κάνουμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Δεν έχει νόημα να στεκόμαστε εδώ, στο Ντιπόν Σερκλ. Δεν πρόκειται ν' αρχίσει να πυροβολεί τ' αυτοκίνητα που περνούν». «Είσαι σίγουρος γι' αυτό, Αλεξ;» «Είμαι σίγουρος». Τριγυρίζαμε στο κέντρο της Ουάσιγκτον μέχρι λίγο πριν από τις οχτώ. Αρχίσαμε ν' απελπιζόμαστε. Κι εγώ άρχιζα να νυστάζω μέσα στο αυτοκίνητο. Αυτή η μεγάλη αφρικανική αντιλόπη ήταν σχεδόν έτοιμη να σωριαστεί κάτιρ. Σταγόνες ιδρώτα γλίστρησαν από τα φρύδια μου και άρχισαν να κυλούν πάνω στη μύτη μου. Προσπαθούσα να σκεφτώ όπως ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι.

Βρισκόταν στο κέντρο της πόλης τώρα; Ή μήπως το είχε σκάσει ήδη από την Ουάσιγκτον; Στις 7:58 ήρθε ένα μήνυμα από τον ασύρματο του αυτοκινήτου. «Ο ύποπτος εντοπίστηκε στη λεωφόρο Πενσιλβάνια, κοντά στο Λαφαγιέτ Παρκ. Ο ύποπτος έχει στην κατοχή του αυτόματο όπλο. Ο ύποπτος πλησιάζει το Λευκό Οίκο. Να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση όλα τα οχήματα!» Έ ν α ακόμη μεγάλο παιχνίδι. Τουλάχιστον τον είχα καταλάβει λίγο τελικά. Απείχε λιγότερο από δύο οικοδομικά τετράγωνα από το νούμερο 1.600 της λεωφόρου Πενσιλβάνια όταν τον εντόπισαν. Δυο οικοδομικά τετράγωνα από το Λευκό Οίκο. Θέλω να γίνω κάποιος. Τον είχαν καθηλώσει ανάμεσα σ' ένα τσαγκάρικο κι ένα κτίριο γεμάτο δικηγορικά γραφεία. Χρησιμοποιούσε για κάλυψη ένα παρκαρισμένο τζιπ Τσερόκι. Υπήρχε κι ένα άλλο πρόβλημα. Είχε ομήρους. Είχε πάρει δυο μικρά παιδιά, που πήγαιναν στο σχολείο τους νωρίς εκείνο το πρωί. Τα παιδιά έμοιαζαν να είναι έντεκα ή δώδεκα χρονών —είχαν, δηλαδή, την ίδια περίπου ηλικία που είχε ο Γκάρι όταν άρχισε η μητριά του να τον κλειδώνει. Ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Σκιές της Μάγκι Ρόουζ και του Μάικλ Γκόλντμπεργκ, πριν από δυο χρόνια περίπου. «Είμαι ο περιφερειακός αρχηγός Κρος», είπα και διέσχισα τα οδοφράγματα που είχε ήδη στήσει η αστυνομία στη λεωφόρο Πενσιλβάνια. Ο Λευκός Οίκος φαινόταν καθαρά στο βάθος του δρόμου. Αναρωτήθηκα αν ο Πρόεδρος μας παρακολουθούσε από την τηλεόραση. Τουλάχιστον ένα βαν εξωτερικών μεταδόσεων του CNN βρισκόταν ήδη επιτόπου. Δύο ελικόπτερα ειδησεογραφικών καναλιών πετούσαν ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας. Ο εναέριος χώρος κοντά στο Λευκό Οίκο είναι απαγορευμένος, γι' αυτό δεν μπορούσαν να πλησιάσουν πολύ. Κάποιος είπε ότι ο δήμαρχος Μόνρο θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Ο Γκάρι είχε μεγαλύτερη λεία στο μυαλό του. Είχε απαιτήσει να δει τον Πρόεδρο. Διαφορετικά θα σκότωνε τα παιδιά.

Η κυκλοφορία στη λεωφόρο Πενσιλβάνια και στις κάθετες σ' αυτήν οδοΰς είχε διακοπεί* απ' όσο μπορούσα να δω. Αρκετοί οδηγοί και συνεπιβάτες εγκατέλειπαν τα αυτοκίνητά τους στο δρόμο. Πολλοί απ' αυτούς έμεναν για να παρακολουθήσουν το θέαμα. Εκατομμύρια άνθρωποι το παρακολουθούσαν τώρα από την τηλεόραση. «Πιστεύεις πως πηγαίνει για το Λευκό Οίκο;» με ρώτησε ο Σάμπσον. «Ναι, νομίζω πως έχει αρκετές πιθανότητες να εκλεγεί», είπα. Μίλησα με τον επικεφαλής της SWAT πίσω από τα οδοφράγματα. Του είπα ότι πίστευα πως ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι ήταν πια έτοιμος να αυτοπυρποληθεί. Ο επικεφαλής προσφέρθηκε να του ανάψει το σπίρτο. Ένας διαπραγματευτής βρισκόταν ήδη επί σκηνής. Ή ταν περισσότερο από διατεθειμένος να μου παραχωρήσει αυτή την τιμή. Τελικά εγώ θα ήμουν αυτός που θα διαπραγματευόταν με τον Σόνετζι/Μέρφι. «Αν μας δοθεί η ευκαιρία...» Ο Σάμπσον μ' άρπαξε από το μανίκι και μου μίλησε σταράτα, «...θα τον καθαρίσουμε. Τελείωσαν τ' αστεία, Αλεξ». «Πες το στον ίδιο», είπα στον Σάμπσον. «Αλλά, αν σου δοθεί η ευκαιρία, ρίξ' του. Καθάρισέ τον». Σκούπισα το πρόσωπο μου αρκετές φορές πάνω στο μανίκι μου. Ο ιδρώτας μου έπεφτε σαν σφαίρες. Ζαλιζόμουν και είχα διάθεση για εμετό. Κρατούσα έναν ηλεκτρικό τηλεβόα και πάτησα το κουμπί του μικροφώνου του. Η δύναμη βρισκόταν στα χέρια μου. Θέλω κι εγώ να γίνω κάποιος. Ήταν αλήθεια αυτό; Εκεί είχα τελικά καταντήσει; «Εδώ Αλεξ Κρος», φώναξα. Κάποιοι εξυπνάκηδες μες στο πλήθος ζητωκραύγασαν. Μετά από λίγο είχε πέσει νεκρική σιγή στον κεντρικό δρόμο της Ουάσιγκτον. Ξαφνικά μια έκρηξη αλλεπάλληλων πυροβολισμών ξέσπασε από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Φοβερός σαματάς. Τζάμια αυτοκινήτων τινάζονταν παντού σ' όλη τη λεωφόρο Πενσιλβάνια. Ο Γκάρι προξένησε εντυπωσιακές καταστροφές σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Δεν πληγώθηκε κανείς, απ' όσο μπορούσα να δω. Τα δυο παιδιά ήταν σώα και αβλαβή. Γεια σου κι εσένα, Γκάρι.

Έπειτα μια φωνή ακούστηκε από απέναντι. Η φωνή του Γκάρι. Μου φώναζε. Ήμαστε πια οι δυο μας. Αυτό ήθελε; Τη δική του Μονομαχία στο Ελ Πάσο, στο κέντρο της πρωτεύουσας; Με απευθείας πανεθνική τηλεοπτική κάλυψη; «Να σε δω, δόκτορ Κρος. Βγες έξω, Αλεξ. Δείξε το όμορφο πρόσωπό σου σε όλους». «Γιατί να το κάνω αυτό;» είπα με τον τηλεβόα στον Σόνετζι. «Ούτε να το διανοηθείς καν», μου ψιθύρισε από πίσω ο Σάμπσον. «Αν το κάνεις, θα σε σκοτώσω εγώ». Ακολούθησε άλλη μια σειρά πυροβολισμών από την απέναντι πλευρά της λεωφόρου. Αυτή διήρκεσε ακόμη περισσότερο απ' ό,τι το πρώτο ξέσπασμα. Η Ουάσιγκτον άρχιζε να θυμίζει το κέντρο της Βηρυτού. Τηλεοπτικές κάμερες τραβούσαν και φωτογραφικές μηχανές απαθανάτιζαν τα πάντα γύρω μας. Ξαφνικά σηκώθηκα όρθιος και εμφανίστηκα πίσω από ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας. Όχι πολύ' όσο χρειαζόταν για να σκοτωθώ. Μερικοί ακόμη μαλάκες που χάζευαν με επευφήμησαν. «Οι τηλεοπτικοί σταθμοί είναι εδώ, Γκάρι», φώναξα. «Οι κάμερες το τραβούν αυτό τώρα. Οι κάμερες παίρνουν εμένα όπως στέκομαι εδώ. Θα γίνω εγώ ο μεγάλος σταρ, τελικά. Αργή εκκίνηση, αλλά τρομερό φίνις για μένα». Ο Σόνετζι/Μέρφι άρχισε να γελάει. Το γέλιο του συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Βρισκόταν σε κατάσταση μανίας; Ή κατάθλιψης; «Τελικά με κατάλαβες;» μου φώναξε. «Μ' έχεις καταλάβει; Ξέρεις ποιος είμαι τώρα; Ξέρεις τι θέλω;» «Αμφιβάλλω. Ξέρω ότι είσαι πληγωμένος. Ξέρω ότι νομίζεις πως πεθαίνεις. Διαφορετικά...» Έκανα μια παύση, για να το κάνω ν' ακουστεί όσο πιο δραματικό γινόταν γι' αυτόν. «Διαφορετικά δε θα μας άφηνες να σε πιάσουμε πάλι». Ακριβώς στο απέναντι πεζοδρόμιο της λεωφόρου Πενσιλβάνια ο Σόνετζι/Μέρφι σηκώθηκε πίσω από το ζωηρόχρωμο κόκκινο τζιπ. Τα δυο παιδιά ήταν ξαπλωμένα πάνω στο πεζοδρόμιο, πίσω του. Κανένα από τα δυο δε φαινόταν να έχει πάθβι τίποτα.

Ο Γκάρι έκανε μια θεατρική υπόκλιση προς το μέρος μου. Φαινόταν σαν ένας καθώς πρέπει οικογενειάρχης, όπως ακριβώς και στο δικαστήριο. Βάδιζα προς το μέρος του τώρα. Τον πλησίαζα όλο και περισσότερο. «Ωραίος λόγος», μου φώναξε. «Καλοδιατυπωμένος. Αλλά εγώ είμαι ο σταρ». Ξαφνικά γύρισε το όπλο του καταπάνω μου. Ένας πυροβολισμός αντήχησε πίσω μου. Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι τινάχτηκε προς τα πίσω, προς την κατεύθυνση του τσαγκάρικου. 'Επεσε στο πεζοδρόμιο και το κορμί του κύλησε δυο τρεις φορές. Τα δυο παιδιά άρχισαν να τσιρίζουν. Σηκώθηκαν όρθια και έτρεξαν μακριά. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, διασχίζοντας τη λεωφόρο Πενσιλβάνια. «Μην πυροβολείτε!» ούρλιαξα. «Μην πυροβολείτε!» Γύρισα και είδα τον Σάμπσον να στέκεται όρθιος. Το υπηρεσιακό του περίστροφο σκόπευε ακόμη τον Γκάρι Μέρφι. Έστρεψε το περίστροφο προς τον ουρανό. Κρατούσε το βλέμμα του επάνω μου. Είχε δώσει ένα τέλος στην υπόθεση και για τους δυο μας. Ο Γκάρι βρισκόταν σωριασμένος στο πεζοδρόμιο. Έ ν α ρυάκι κατακόκκινο αίμα έρρεε σταθερά από το κεφάλι και το στόμα του. Δεν κουνιόταν. Το αυτόματο όπλο ήταν ακόμη σφιγμένο μέσα στη χούφτα του. Έσκυψα και πήρα πρώτα το όπλο. Άκουσα φωτογραφικές μηχανές να τραβούν φωτογραφίες πίσω μας. Άγγιξα τον ώμο του. «Γκάρι;» Πολύ προσεκτικά, γύρισα το σώμα του ανάσκελα. Εξακολουθούσε να μην κινείται καθόλου. Καμία ένδειξη ζωής. Έμοιαζε πάλι με καλό οικογενειάρχη. Είχε έρθει σ' αυτό το πάρτι ως ο εαυτός του, ως Γκάρι Μέρφι. Καθώς τον κοίταζα, ξαφνικά τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Με κοίταξε ίσια στα μάτια. Τα χείλια του άνοιξαν αργά. «Βοήθησέ με», ψιθύρισε τελικά, με απαλή, πνιχτή φωνή. «Βοήθησε με, δόκτορ Κρος. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με»; Γονάτισα δίπλα του. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησα. «Είμαι ο Γκάρι... ο Γκάρι Μέρφι», είπε. Ρονά Ματ.

Επίλογος

Με Συνοπτικές Διαδικασίες (1994)

Ο τ Α Ν ΕΦΤΑΣΕ τελικά η μοιραία μέρα, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ούτε καν για μια δυο ώρες. Δεν μπορούσα να παίξω πιάνο στην τζαμαρία μας. Και δεν ήθελα να δω κανέναν, για να μιλήσω γι' αυτό που επρόκειτο να συμβεί σε λίγες ώρες. Γλίστρησα αθόρυβα στο δωμάτιο τους και φίλησα τον Ντέιμον και την Τζανέλ, που κοιμούνταν. Έπειτα έφυγα από το σπίτι γύρω στις δύο το πρωί. Έ φ τ α σ α στις ομοσπονδιακές φυλακές Λόρτον στις τρεις. Οι διαδηλωτές είχαν επιστρέψει, κρατώντας τα χειροποίητα πλακάτ τους κάτω από το φως του φεγγαριού. Κάποιοι τραγουδούσαν τραγούδια διαμαρτυρίας από τη δεκαετία του 1960. Πολλοί προσεύχονταν. Υπήρχαν αρκετές καλόγριες, παπάδες, ιεραπόστολοι. Πρόσεξα ότι οι διαδηλωτές ήταν στην πλειονότητά τους γυναίκες. Ο θάλαμος εκτελέσεων στο Λόρτον είναι ένα μικρό, συνηθισμένο δωμάτιο με τρία παράθυρα. Έ ν α παράθυρο προοριζόταν για τους εκπροσώπους του Τύπου. Έ ν α ήταν για τους επίσημους παρατηρητές από την Πολιτεία. Το τρίτο παράθυρο προοριζόταν για τους φίλους και συγγενείς του καταδικασμένου σε θάνατο. Σκούρες μπλε κουρτίνες έκρυβαν τη θέα και στα τρία παράθυρα. Στις 3:30 το πρωί κάποιος υπάλληλος της φυλακής τις άνοιξε μία μία. Ο καταδικασμένος σε θάνατο αποκαλύφθηκε τελικά, δεμένος πάνω σ' ένα νοσοκομειακό φο-

ρείο. To φορείο είχε ένα αυτοσχέδιο, προεκτεινόμενο στήριγμα για το αριστερό χέρι. Η Τζέζι κοίταζε αφηρημένα το ταβάνι του δωματίου, αλλά φάνηκε να επανέρχεται στην πραγματικότητα και να σφίγγεται, μόλις δύο τεχνικοί πλησίασαν στο φορείο. Ο ένας απ' αυτούς κρατούσε τη βελόνα πάνω σ' ένα νοσοκομειακό δίσκο από ανοξείδωτο ατσάλι. Η εισαγωγή της βελόνας αποτελούσε το μοναδικό σωματικό πόνο, αν η εκτέλεση με θανατηφόρα ένεση γινόταν σωστά. Ερχόμουν στο Λόρτον για να επισκέπτομαι την Τζέζι και τον Γκάρι Μέρφι εδώ και αρκετούς μήνες. Βρισκόμουν σε άδεια από την Αστυνομία της Ουάσιγκτον και, παρά το γεγονός ότι έγραφα αυτό το βιβλίο, είχα άφθονο χρόνο για επισκέψεις. Ο Γκάρι έδειχνε να διαλύεται τελείως. Αυτό φαινόταν σε όλες τις ιατρικές του εκθέσεις. Περνούσε τις περισσότερες μέρες βυθισμένος στον πολύπλοκο κόσμο των φαντασιώσεών του. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να τον επαναφέρεις στην πραγματικότητα. Ή έτσι φαινόταν. Κι αυτό τον γλίτωσε από άλλη μια δίκη· τον γλίτωσε από το ενδεχόμενο της θανατικής ποινής. Ήμουν σίγουρος ότι έπαιζε θέατρο, αλλά κανείς δεν ήθελε να μ' ακούσει. Ήμουν σίγουρος ότι ετοίμαζε κάποιο άλλο σχέδιο. Η Τζέζι είχε δεχτεί να μου μιλήσει. Πάντα μπορούσαμε να συζητούμε εμείς οι δυο. Δεν είχε εκπλαγεί που η Πολιτεία είχε ζητήσει και είχε πετύχει την καταδίκη σε θάνατο για την ίδια και τον Τσαρλς Τσάκλι. Στο κάτω κάτω, ήταν υπεύθυνη για το θάνατο του γιου του υπουργού Οικονομικών. Αυτή και οι άντρες της Μυστικής Υπηρεσίας είχαν απαγάγει τη Μάγκι Ρόουζ Νταν. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο του Μάικλ Γκόλντμπεργκ και της Βίβιαν Κιμ. Η Τζέζι και ο Ντιβάιν είχαν δολοφονήσει τον πιλότο της Φλόριντα, τον Τζόζεφ Ντένιο. Η Τζέζι μου είπε ότι αισθανόταν τύψεις και ότι τις είχε από την αρχή. «Όμως όχι αρκετές, ώστε να με σταματήσουν. Κάτι θα πρέπει να έσπασε μέσα μου στο μεταξύ. Θα έκανα, κατά πάσα πιθανότητα, το ίδιο πράγμα σήμερα. Θα έπαιρνα ένα τέτοιου είδους ρίσκο για δέκα εκατομμύρια

δολάρια. Το ίδιο και πολλοί άλλοι άνθρωποι, Άλεξ. Είναι η εποχή της απληστίας. Αλλά όχι για σένα». «Πώς το ξέρεις αυτό;» τη ρώτησα. «Κατά κάποιον τρόπο, το ξέρω. Εσύ είσαι ο Μαύρος Ιππότης». Μου είπε πως δε θα έπρεπε να νιώθω άσχημα, όταν θά είχαν τελειώσει όλα. Είπε ότι οι διαδηλωτές και οι διαμαρτυρόμενοι τη θύμωναν. «Αν είχε πεθάνει το παιδί τους, οι περισσότεροι θα συμπεριφέρονταν πολύ διαφορετικά». Αισθανόμουν πολύ άσχημα. Δεν ήξερα πόσο πίστευα την Τζέζι, αλλά αισθανόμουν άσχημα. Δεν ήθελα να βρίσκομαι στο Λόρτον, όμως η Τζέζι μού είχε ζητήσει να έρθω. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στο παράθυρο για τους φίλους και συγγενείς της Τζέζι. Ούτε ένας. Η μητέρα της Τζέζι είχε πεθάνει λίγο μετά τη σύλληψη της. Έ ξ ι εβδομάδες νωρίτερα είχε εκτελεστεί μπροστά στην οικογένειά του ο πρώην πράκτορας της Μυστικής Υπηρεσίας Τσαρλς Τσάκλι. Αυτό είχε σφραγίσει τη μοίρα της Τζέζι. Μακριά πλαστικά σωληνάκια συνέδεαν τη βελόνα στο αριστερό μπράτσο της Τζέζι με διάφορα ενδοφλέβια διαλύματα. Το πρώτο, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να χορηγείται, ήταν ένα ακίνδυνο αλκαλικό διάλυμα. Μ' ένα νεύμα του διευθυντή της φυλακής, θα προσέθεταν ένα διάλυμα νατρίου και θειοπεντάλης. Ήταν ένα βαρβιτουρικό που χρησιμοποιούταν ως αναισθητικό και ήπιο ναρκωτικό. Ύστερα θα έβαζαν μια ισχυρή δόση Παβουλόν. Αυτό προκαλεί τον θάνατο μέσα σε δέκα περίπου λεπτά. Για να επιταχυνθεί η διαδικασία, χορηγούσαν μια ισόποση δόση χλωριούχου καλίου, που χαλαρώνει την καρδιά και σταματάει τη λειτουργία της. Θα επέφερε το θάνατο σε δέκα περίπου δευτερόλεπτα. Η Τζέζι με είδε στο παράθυρο των «φίλων» της. Μου έκανε ένα μικρό νεύμα με τις άκρες των δαχτύλων της και προσπάθησε ακόμη και να μου χαμογελάσει. Είχε μπει στον κόπο να χτενίσει τα μαλλιά της, που ήταν κομμένα κοντά τώρα, αλλά εξακολουθούσαν να είναι όμορφα. Σκέφτηκα τη Μαρία, και ότι δε μας δόθηκε η ευκαιρία να αποχαιρετιστούμε πριν πεθάνει. Σκέφτηκα ότι αυτό που συνέβαινε τώρα ήταν ακόμη χειρότερο. Ήθελα απελπισμένα να φύγω

από τη φυλακή, αλλά έμεινα. Είχα υποσχεθεί στην Τζέζι πως θα έμενα. Κρατούσα πάντα τις υποσχέσεις μου. Στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα το εντυπωσιακό. Η Τζέζι έκλεισε τελικά τα μάτια της. Ανάρωτήθηκα αν της είχε χορηγηθεί ήδη κάποια από τις θανατηφόρες ουσίες, αλλά δεν είχα κανέναν τρόπο για να το ξέρω. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και τότε είδα τη γλώσσα της να πέφτει προς τα πίσω μες στο στόμα της. Αυτή είναι όλη κι όλη η σύγχρονη εκτέλεση ενός ανθρώπινου όντος. Αυτό ήταν το τέλος της ζωής της Τζέζι Φλάναγκαν. Βγήκα από τη φυλακή και πήγα βιαστικά προς το αυτοκίνητο μου. Είμαι ένας ψυχολόγος και ντετέκτιβ, θύμισα στον εαυτό μου. Μπορούσα να το αντέξω αυτό. Μπορούσα να αντέξω οτιδήποτε. Ήμουν σκληρότερος απ' τον καθένα. Ανέκαθεν. Τα χέρια μου ήταν βαθιά χωμένα στις τσέπες του παλτού μου. Μέσα στη δεξιά μου παλάμη, τόσο σφιχτά που με πονούσε, κρατούσα το ασημένιο χτενάκι που μου είχε δώσει η Τζέζι μια φορά κι έναν καιρό. 'Οταν έφτασα στο αυτοκίνητο μου, ένας κοινός, λευκός φάκελος βρισκόταν σφηνωμένος κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα της πλευράς του οδηγού. Τον έχωσα στην τσέπη του παλτού μου και δεν μπήκα στον κόπο να τον ανοίξω παρά μόνο όταν πλησίαζα στην Ουάσιγκτον. Πίστευα ότι ήξερα τον αποστολέα και είχα δίκιο. Το Πράγμα μού είχε στείλει ένα μήνυμα. Προσωπικό και άμεσο. Κατάμουτρα. Άλεξ, Ξέσπασε σε λυγμούς και κλαψουρίσματα και ικέτευε συγνώμη πριν την τρυπήσουν; Εσύ έχυσες ένα δάκρυ; Χαιρετισμούς από μένα στην οικογένεια. Θέλω να με θυμούνται. Πάντοτε, Ο Γιος του Λ. Εξακολουθούσε να παίζει τα απαίσια ψυχολογικά του παιχνίδια. Θα τα έπαιζε πάντα. Το έλεγα αυτό σ' οποιονδήποτε ήταν διατεθειμένος να με ακούσει. Είχα γράψει μια

διαγνωστική ανάλυση της πρόσωπικότητάς του για τα ψυχιατρικά περιοδικά. Ο Γκάρι Σόνετζι/Μέρφι ήταν υπεύθυνος για τις πράξεις του. Πίστευα ότι έπρεπε να δικαστεί για τους φόνους που είχε διαπράξει στο Σάουθ-Ιστ. Και οι οικογένειες των μαύρων θυμάτων του δικαιούνταν απονομή δικαιοσύνης. Αν άξιζε σε κάποιον η θανατική ποινή, αυτός ο κάποιος ήταν ο Σόνετζι/Μέρφι. Το σημείωμα αυτό μου έδειχνε ότι είχε βρει τρόπο για να κερδίσει την εμπιστοσύνη κάποιου από τους φύλακες. Είχε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στο Λόρτον. Είχε κάποιο άλλο σχέδιο. Κάποιο άλλο δεκάχρονο ή εικοσάχρονο σχέδιο; Κι άλλες φαντασιώσεις και ψυχολογικά παιχνίδια. Οδηγώντας προς την Ουάσιγκτον, αναρωτιόμουν ποιος ήταν πιο επιδέξιος χειραγωγός ανθρώπων. Ο Γκάρι ή η Τζέζι; Ήξερα ότι και οι δύο ήταν ψυχοπαθείς. Αυτή η χώρα παράγει περισσότερους ψυχοπαθείς από οποιονδήποτε άλλο τόπο πάνω στον πλανήτη. Τους παράγει σε όλες τις μορφές και τα μεγέθη, από κάθε είδους φυλή, θρήσκευμα και φύλο. Αυτό είναι το πιο τρομακτικό απ' όλα. 'Οταν γύρισα στο σπίτι μου εκείνο το πρωί, κάθισα στην τζαμαρία κι έπαιξα λίγο από τη «Γαλάζια Ραψωδία». 'Επαιξα το «Ας τους Δώσουμε Κάτι για να Συζητούν» της Μπόνι Ράιτ. Η Τζανέλ και ο Ντέιμον ήταν μαζί μου και άκουγαν τον αγαπημένο τους πιανίστα. Μετά τον Ρέι Τσαρλς, δηλαδή. Κάθονταν στο σκαμπό του πιάνου μαζί μου. Απολαμβάναμε και οι τρεις τη μουσική και το γεγονός ότι τα κορμιά μας ακουμπούσαν μεταξύ τους για αρκετή ώρα. Αργότερα πήγα στον Άγιο Αντώνιο για το μεσημεριανό και τα σχετικά. Ο Φισιικοβουτυράνθρωπος ζει.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF