ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

April 25, 2017 | Author: Vmedia.gr | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Ένας σύγχρονος πολιτ&...

Description

Νικόλαος Λάος

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ένας σύγχρονος πολιτικός, οικονομικός και επιχειρηματικός οδηγός από το Research Institute for Noopolitical and Geopolitical Studies (www.snorder.org) και την R-Techno Private Intelligence Company (www.r-techno.org)

Copyright: Νικόλαος Λάος, 2014

1

Περιεχόμενα Εισαγωγή 1.Η γενεαλογία του πετροδολαρίου και της σύγχρονης οικονομικής τάξης πραγμάτων 2.Πολιτική εθνικής ασφάλειας, ενεργειακή πολιτική και νομισματική πολιτική: η συγχώνευση των τριών πεδίων 3.Μυστική συμφωνία ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας για τη Συρία 4.Κίνδυνοι για το δολάριο: CIA εναντίον Fed και US Treasury 5.Η χειραγώγηση των τιμών του πετρελαίου 6.Η μυστική γεωοικονομική στρατηγική ΚέριΑμπντάλα και το πετρέλαιο: «Σοκ και Δέος» στην αγορά του πετρελαίου 7.Ένα πανόραμα χάους στον αραβοϊσλαμικό κόσμο 8.Οι οικονομικές συνταγές Ομπάμα και Μέρκελ: ανταγωνισμοί για την αρχιτεκτονική του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος 9.Οι αποπληθωριστικές επιπτώσεις της πολιτικής ποσοτικής διευκόλυνσης: Η αποτυχία της οικονομικής συνταγής Ομπάμα/Fed 10.Το αδιέξοδο (και) του γερμανικού μοντέλου και η υπαρξιακή κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2

11.Η ανάγκη για μια νέα οικονομική αρχιτεκτονική και o ρόλος των BRICS και της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης

3

Εισαγωγή Με το παρόν δοκίμιό μου, συνοψίζω ορισμένα από τα στοιχεία που έχω επεξεργαστεί πρόσφατα σε μια σειρά γεωπολιτικών και γεωοικονομικών μελετών που συνέταξα το 2013 και το 2014 στο πλαίσιο της εργασίας μου ως Εταίρος (ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής και παγκόσμιας ασφάλειας) της ρωσικής εταιρείας πληροφοριών R-Techno (Μόσχα) και ως Διευθυντής και Ιδρυτής του Ινστιτούτου Νοοπολιτικών και Γεωπολιτικών Μελετών (Research Institute for Noopolitical and Geopolitical Studies). Με σκοπό να βοηθήσω τον γενικό, μη ειδικό, αναγνώστη, ώστε να κατανοήσει καλύτερα τα στοιχεία που δημοσιεύω στο παρόν δοκίμιο, προέταξα σε αυτό το εισαγωγικό σημείωμα ορισμένες βασικές έννοιες της γεωπολιτικής και της γεωοικονομίας. Γεωπολιτική Ο πατέρας της σύγχρονης γεωπολιτικής είναι ο Γερμανός γεωγράφος Φρίντριχ Ράτσελ (Friedrich Ratzel, 1844-1904). Στο βιβλίο του με τίτλο Politische Geographie (εκδόσεις Oldenburg, 1897), όρισε αυτό το ακαδημαϊκό πεδίο ως τη μελέτη του κράτους ως «χωρικού οργανισμού» και απεφάνθη ότι ο χώρος (Raum) και η θέση

4

(Lage) προσδιορίζουν αποφασιστικά τη μοίρα των κρατών. Ο όρος γεωπολιτική (Geopolitik) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Σουηδό πολιτικό επιστήμονα Ρούντολφ Κιέλεν (Rudolf Kjellén, 1864-1922), ο οποίος εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο του Gothenburg στα τέλη του 19ου αιώνα (βλ. B. Haggman, Rudolf Kjellén: Founder of Geopolitics, εκδόσεις Center for Research on Geopolitics, 1988). Στις αρχές του 20ού αιώνα, η γεωπολιτική οργανώθηκε ως ιδιαίτερο επιστημονικό πεδίο από τον Άγγλο γεωγράφο και ακαδημαϊκό σερ Χάλφορντ Μακίντερ (Sir Halford John Mackinder, 18611947), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της London School of Economics (βλ. H. J. Mackinder, «The Geographical Pivot of History», Geographical Journal, τόμος 23, 1904, σελ. 421-444). Σύμφωνα με τον Μακίντερ, στη γεωπολιτική, υπάρχουν δύο βασικοί πόλοι: ο πόλος της ξηράς και ο πόλος της θάλασσας. Επίσης, σύμφωνα με την ορολογία του Μακίντερ, η «καρδιά της ξηράς» (heartland) βρίσκεται στο κέντρο αυτού που ονόμασε «Παγκόσμια Νήσο» και εκτείνεται από τον ποταμό Βόλγα μέχρι τον ποταμό Γιανγκτζέ (Yangtze) και από τα Ιμαλάια μέχρι την Αρκτική. Αυτήν την περιοχή, ουσιαστικά δηλαδή την Ευρασία, ο Μακίντερ τη 5

χαρακτήρισε ως «τον άξονα περιστροφής της παγκόσμιας ιστορίας» («the Pivot of World History»). Ο Μακίντερ διατύπωσε την εξής αρχή: «Αυτός που ελέγχει την Ανατολική Ευρώπη, ελέγχει την καρδιά της ξηράς. Αυτός που ελέγχει την καρδιά της ξηράς, ελέγχει την Παγκόσμια Νήσο. Αυτός που ελέγχει την Παγκόσμια Νήσο, ελέγχει όλον τον κόσμο». Γενικά, σύμφωνα με τον Μακίντερ, υπάρχουν τρεις γεωπολιτικές περιοχές ισχύος: η μια, την οποία ο Μακίντερ ονομάζει «άξονα περιστροφής» (Pivot), είναι εντελώς ηπειρωτική, η δεύτερη, την οποία ο Μακίντερ ονομάζει «εξωτερική ημισέληνο» (Outer or Insular Crescent), είναι εντελώς ωκεάνια, και η τρίτη, την οποία ο Μακίντερ ονομάζει «εσωτερική ημισέληνο» (Inner or Marginal Crescent), είναι εν μέρει ηπειρωτική και εν μέρει ωκεάνια (βλ. τον ακόλουθο χάρτη). Επίσης, ο Μακίντερ τόνισε ότι ύψιστο συμφέρον του γεωπολιτικού πόλου της θάλασσας (δηλαδή της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ) είναι να αποτρέψουν την κυριαρχία της Ρωσίας στη λεγόμενη Παγκόσμια Νήσο, αποτρέποντας οποιαδήποτε γεωστρατηγική συμμαχία μεταξύ της Κεντρικής Ευρώπης και της Ρωσίας και επίσης αποτρέποντας την κυριαρχία της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη. 6

Ο γεωπολιτικός χάρτης σύμφωνα με τον Μακίντερ:

Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αναδείχθηκε και η αμερικανική σχολή της γεωπολιτικής, στην οποία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο ο Νίκολας Σπάικμαν (Nicholas Spykman), πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Yale. Βασιζόμενος στον γεωπολιτικό χάρτη του Μακίντερ, ο Σπάικμαν τόνισε τον στρατηγικό ρόλο της περιοχής που ο Μακίντερ ονόμασε «Εσωτερική ή Περιφερειακή Ημισέληνο» (Inner or Marginal Crescent), την οποία ο Σπάικμαν ονόμασε «Ρίμλαντ» (Rimland), και πρόκειται για το άκρο της ξηράς (ή αντίστοιχα το άκρο της θάλασσας), δηλαδή για την ενδιάμεση περιοχή μεταξύ του πόλου της ξηράς και του πόλου της θάλασσας. Σε αυτήν την «Εσωτερική ή Περιφερειακή Ημισέληνο», ή «Ρίμλαντ», ανήκουν η Δυτική και η Κεντρική 7

Ευρώπη, η Βαλκανική Χερσόνησος και η Μέση Ανατολή. Για παράδειγμα, η Ελλάδα, όπως και όλες οι χώρες της Ευρωζώνης και των Βαλκανίων, ανήκουν γεωπολιτικά στη Ρίμλαντ. Σύμφωνα με τον Σπάικμαν, το κύριο χαρακτηριστικό της Ρίμλαντ, ή Εσωτερικής Ημισελήνου, είναι ότι αποτελεί την ενδιάμεση περιοχή μεταξύ της «καρδιάς της ξηράς» (Heartland) και της περιφερειακής θάλασσας. Η μεγάλη σημασία της Ρίμλαντ οφείλεται στη δημογραφική της βαρύτητα, στους φυσικούς πόρους της, στη βιομηχανική της ανάπτυξη, στα πολιτιστικά της συστήματα και ιδίως στις μεγάλες και ισχυρές παραδόσεις της. Επίσης, για τον Σπάικμαν, η Ρίμλαντ είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον πόλο της θάλασσας, επειδή, μέσω της Ρίμλαντ, ο πόλος της θάλασσας μπορεί να περικυκλώσει την «καρδιά της ξηράς».

8

Ο γεωπολιτικός χάρτης σύμφωνα με τον Σπάικμαν:

Οι χώρες της Ρίμλαντ μπορούν να επιλέγουν το αν θα συμμαχήσουν με τον πόλο της ξηράς ή με τον πόλο της θάλασσας, και βεβαίως ο πόλος της ξηράς και ο πόλος της θάλασσας ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος από τους δύο θα έχει τη μεγαλύτερη δύναμη στην περιοχή Ρίμλαντ. Σε αυτό το πλαίσιο και υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να αναλύουμε τον ρόλο του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ρωσικής γεωπολιτικής των ενεργειακών αγωγών, των επιμέρους οικονομικών συμμαχιών και ανταγωνισμών μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, καθώς και τις διαφορές πολιτικής που παρατηρούνται στην ευρωπαϊκή σκακιέρα. Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, η ατλαντική γεωπολιτική σκέψη ανέδειξε τα εξής δύο 9

μοντέλα για την οργάνωση του πολιτικού χώρου σε παγκόσμια κλίμακα: 1) Μονοπολικότητα (unipolarity): αυτό το μοντέλο έχει υιοθετηθεί και προωθείται από τους νεοσυντηρητικούς και γενικά από ηγετικά στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το μονοπολικό μοντέλο, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είναι ο πυρήνας του παγκοσμίου συστήματος, σαν ένα είδος φιλελεύθερης-δημοκρατικής αυτοκρατορίας η οποία απολαμβάνει το προνόμιο της παγκόσμιας ηγεμονίας, ενώ όλα τα άλλα κράτη θα έπρεπε να είναι οργανωμένα γύρω από τις ΗΠΑ, επάνω στην ίδια περίπου στρατηγική και ιδεολογική βάση. 2) Πολυμερής οργάνωση (multilateralism): αυτό το μοντέλο έχει υιοθετηθεί και προωθείται από τη λεγόμενη νεοφιλελεύθερη (neoliberal) σχολή των Διεθνών Σχέσεων –η οποία θεμελιώθηκε από τον Τζόζεφ Νάι Τζούνιορ (Joseph Nye, Jr) και τον Ρόμπερτ Κίοχαν (Robert Keohane)– και από ηγετικά στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με την αμερικανική νεοφιλελεύθερη σχολή της διεθνούς 10

πολιτικής (γνωστή και ως σχολή της παγκοσμιοποίησης), οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αποτελέσουν από μόνες τους τον παγκόσμιο ηγεμόνα και γι’ αυτό θα έπρεπε να μοιραστούν αυτόν τον ρόλο με άλλες δυνάμεις (πολυμερής οργάνωση), κυρίως με εκείνες τις δυνάμεις που βρίσκονται κοντά στις ΗΠΑ από την άποψη της ιστορίας και των αξιών. Σύμφωνα με το μοντέλο της πολυμερούς οργάνωσης, η ατλαντική ελίτ πρέπει να ασκήσει «ήπια δύναμη» και να φροντίσει ώστε να κυριαρχήσουν παγκοσμίως καθεστώτα που θα βρίσκονται όσο εγγύτερα γίνεται στη στρατηγική, την ιδεολογία και τις αξίες της ατλαντικής ελίτ. Συνοπτικά, η κεντρική ιδέα του βιβλίου του Τζόζεφ Νάι Τζούνιορ με τίτλο Ήπια Δύναμη (Soft Power, New York: Public Affairs, 2004) είναι η εξής: μια αυτοκρατορία δεν μπορεί να συμπεριφέρεται σαν έθνος-κράτος, και ειδικότερα οι ΗΠΑ μπορούν να επιτύχουν τους σκοπούς τους στη διεθνή αρένα περισσότερο με τη συνεργασία και την ένταξη άλλων δυνάμεων στο αμερικανικό σχέδιο, παρά με τον καταναγκασμό. Πάνω απ’ όλα, η «ήπια δύναμη», όπως την προτείνει ο Τζόζεφ Νάι Τζούνιορ, πρέπει να είναι γοητευτική, να κατακτά συνειδήσεις –π.χ. να κάνει παρεμβάσεις με όρους 11

«χρωματιστών επαναστάσεων», «Αραβικής Άνοιξης» και χειραγωγούμενων πλην λαοπρόβλητων ηγετών– και να καταφεύγει στη «σκληρή δύναμη» (hard power) μόνο στις περιπτώσεις που δεν λειτουργεί η «ήπια δύναμη» (soft power). Αυτός ο τρόπος χρήσης της ήπιας και της σκληρής δύναμης συνιστά την «έξυπνη δύναμη» (smart power). Στο πλαίσιο της «ήπιας δύναμης», οι ΗΠΑ δεν διστάζουν να αποδομήσουν ακόμη και φιλικά προς τις ίδιες αυταρχικά καθεστώτα –όπως έκαναν λ.χ. στην περίπτωση του καθεστώτος Μουμπάρακ στην Αίγυπτο– προκειμένου να προωθήσουν μια δική τους ιδεολογία περί φιλελευθερισμού, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αστικής κοινωνίας. Επίσης, με το ίδιο σκεπτικό, οι ΗΠΑ επιχειρούν να ασκήσουν «ήπια δύναμη» μέσω κοινωνικών κινημάτων, κοινωνικών εξεγέρσεων και κοινωνικών ακτιβιστών, αρκεί να προωθούνται οι ιδεολογικές αρχές και τα συμφέροντα του αμερικανικού κατεστημένου. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τζιν Σαρπ (Gene Sharp), ιδρυτής και διευθυντής του Ινστιτούτου Άλμπερτ Αϊνστάιν (Albert Einstein Institution) στις ΗΠΑ, έχει, εδώ και δεκαετίες, αναπτύξει μια ολόκληρη επιστήμη και μεθοδολογία για το πώς μπορούν να εκπαιδευθούν κοινωνικοί επαναστάτες και ακτιβιστές για την ανατροπή καθεστώτων χωρίς 12

τη χρήση ένοπλης βίας, αλλά με μαζικές διαδηλώσεις, μαζική ανυπακοή, χιούμορ, αφίσες, προκηρύξεις, μέσα κοινωνικής διαδικτύωσης (sms, Twitter, Facebook κ.λπ.), προσφέροντας φιλιά και λουλούδια στις κρατικές δυνάμεις καταστολής, ώστε να τις ‘αφοπλίσουν’ ψυχολογικά και να τις προσεταιριστούν κ.λπ. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος που είναι ο κύριος υπεύθυνος για την πυροδότηση της κοινωνικής εξέγερσης στην Αίγυπτο, η οποία οδήγησε στην ανατροπή της κυβέρνησης Μουμπάρακ και στην εγκαθίδρυση του συστήματος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ήταν ο επικεφαλής μάρκετινγκ της Google στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ο Αιγύπτιος Ουαέλ Γκονίμ (Wael Ghonim). Τον Φεβρουάριο του 2011, ο εκτελεστικός πρόεδρος της Google, Έρικ Σμιντ δήλωσε, στο πλαίσιο της συμμετοχής του στο Mobile World Congress στη Βαρκελώνη, ότι αισθάνεται υπερήφανος για ό,τι έκανε ο Γκονίμ και τόνισε ότι η χρήση των εργαλείων του Facebook, του Twitter και του Internet για την πυροδότηση των εξεγέρσεων στην Αίγυπτο αποτελεί «ένα καλό παράδειγμα διαφάνειας» (βλ. εφημερίδα The Telegraph, 24 Μαΐου 2012). Ο ίδιος ο Γκονίμ περιέγραψε τον ρόλο και τη δράση του ιδίου και άλλων ακτιβιστών με υψηλή ικανότητα στη χρήση 13

ηλεκτρονικών μέσων κοινωνικής διαδικτύωσης στο βιβλίο του Revolution 2.0 (Εκδ. Houghton Mifflin Harcourt, 2012). Οι νεοσυντηρητικοί, υπέρμαχοι της μονοπολικότητας (unipolarity), θεωρούν ότι αρκεί μια κυβέρνηση ενός άλλου κράτους να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ, ανεξάρτητα από την ιδεολογία και τις αξίες της εν λόγω κυβέρνησης, ενώ οι νεοφιλελεύθεροι δεν αρκούνται σε αυτό. Η νεοφιλελεύθερη ελίτ των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας το μοντέλο της πολυμερούς οργάνωσης (multilateralism), θέλει οι κυβερνήσεις των άλλων κρατών και να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και να έχουν την ιδεολογία και τις αξίες της νεοφιλελεύθερης ελίτ, η οποία βασίζεται στη ρητορική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην αστική κοινωνία και στην παγκοσμιοποίηση της διεθνούς πολιτικής οικονομίας. Η ουσία της αμερικανικής (γενικότερα αγγλοσαξονικής) φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δεν είναι –όπως νομίζουν ορισμένοι αφελείς Αριστεροί– η απορρύθμιση της αγοράς και η ανεξέλεγκτη λειτουργία του κεφαλαίου. Η ουσία της αμερικανικής (γενικότερα αγγλοσαξονικής) φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι η ‘απελευθέρωση’ του ανθρώπου από τη συμμετοχή του σε μια 14

κοινότητα και από κάθε συλλογική πνευματική ταυτότητα, δηλαδή η πλήρης ιδιωτικοποίηση της κουλτούρας και γενικά της πνευματικότητας. Γι’ αυτό, η κεντρική ρητορική της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι εκείνη των ‘ανθρωπίνων δικαιωμάτων’, που χρησιμοποιούνται ως εργαλείο για την εγκαθίδρυση της ατομοκρατίας και την αποδόμηση κοινοτήτων/συλλογικών ταυτοτήτων και μάλιστα είναι μια υποχρεωτική ρητορική. Την υποχρεωτική αποδοχή, τουλάχιστον θεωρητικά, της φιλελεύθερης ρητορικής περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων φροντίζει να θυμίζει δυναμικά και το ΝΑΤΟ, με τις ‘ανθρωπιστικές’ στρατιωτικές επεμβάσεις του (πρώην Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Ανατολική Αφρική κ.ο.κ.). Έτσι συνδυάζονται η ατλαντική «ήπια δύναμη» και η ατλαντική «σκληρή δύναμη». Στην περίπτωση της Ουκρανίας, ειδικότερα, η Δύση, κυρίως οι ΗΠΑ, έδρασαν μεθοδικά και σε πολλά επίπεδα για να επιφέρουν αλλαγή καθεστώτος. Στις 13 Δεκεμβρίου 2013, σε διεθνές επιχειρηματικό συνέδριο για την Ουκρανία το οποίο έλαβε χώρα στο National Press Club (Ουάσινγκτον), η Βικτόρια Νούλαντ (Victoria Nuland), βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ αρμόδια για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας, παραδέχθηκε ότι, από την 15

ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας, το 1991, μέχρι το 2013, οι ΗΠΑ επένδυσαν πέντε δις δολάρια για να αναπτύξουν «δημοκρατικούς θεσμούς», δηλαδή για να επιφέρουν αλλαγή καθεστώτος, στην Ουκρανία. Οι λόγοι για τους οποίος οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκουν με πάθος την απόσπαση της Ουκρανίας από τη ρωσική σφαίρα επιρροής και την ένταξη της Ουκρανίας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ) είναι οι εξής: (1) Η Ουκρανία αποτελεί γεωπολιτικό και γεωοικονομικό (λόγω γεωγραφικής θέσης και αγωγών ενέργειας) σύνδεσμο της Ρωσικής Ομοσπονδίας με την Κεντρική Ευρώπη και με τη Δυτική Ευρώπη γενικότερα. Συνεπώς, οι ευρωατλαντιστές επιδιώκουν να αποδυναμώσουν τη γεωοικονομική επιρροή της Ρωσίας επί της Δυτικής Ευρώπης, να απομονώσουν γεωπολιτικά τη Ρωσία από την Κεντρική Ευρώπη και να εμποδίσουν την ένταξη νέων χωρών στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (η οποία αποτελεί μια οικονομική συμμαχία με βασικό στυλοβάτη του όλου εγχειρήματος τη Ρωσία), ωθώντας όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να επιδιώξουν οικονομικές συμμαχίες μόνο μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (2) Η Ουκρανία, στο πλαίσιο του σοβιετικού συστήματος, ανέπτυξε 16

εξαιρετικά υψηλής ποιότητας μεταποίηση και κατόρθωσε να διατηρήσει την υψηλή ποιότητα των εργοστασίων της και στη μετασοβιετική εποχή. Η ουκρανική μεταποίηση αφενός μπορεί να ανταγωνιστεί επάξια τις αντίστοιχες μεταποιητικές μονάδες της Δύσης, αφετέρου αποτελεί σημαντικό προμηθευτή της Ρωσίας. Οι ευρωατλαντιστές επιδιώκουν να εντάξουν την Ουκρανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να προκαλέσουν την αποβιομηχάνιση της Ουκρανίας και έτσι ο δευτερογενής τομέας της ουκρανικής οικονομίας να μη μπορεί να ανταγωνιστεί τον δευτερογενή τομέα των κυρίαρχων οικονομιών της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και για να σπάσουν τον μεταποιητικό δεσμό μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Γι’ αυτό, το 2013, ο νομίμως και δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς, συνειδητοποιώντας τα σχέδια των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναντίον της Ουκρανίας, απέρριψε την εξεταζόμενη συμφωνία σύνδεσης της Ουκρανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και επεδίωξε στενότερους οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία, καθώς και ένα ρωσικό σχέδιο οικονομικής διάσωσης της Ουκρανίας. Αυτή η πολιτική του Γιανουκόβιτς προκάλεσε την εχθρότητα των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γι’ αυτό, με αφορμή ζητήματα 17

οικονομικής διαφθοράς στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ χειραγώγησαν Ουκρανούς πολίτες να εξεγερθούν εναντίον της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2014, η Ουκρανία έφθασε στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου και, στις 22 Φεβρουαρίου 2014, η Ουκρανική Βουλή, υπό την επιρροή της Δύσης, πραγματοποίησε ένα πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς, ψηφίζοντας την αποπομπή του από την προεδρία της χώρας, ενώ, την προηγούμενη ημέρα, ο Γιανουκόβιτς είχε ανακοινώσει την επίτευξη συνεννόησης μεταξύ του ιδίου και των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. (3) Η Ουκρανία (ειδικά το Κίεβο) αποτελεί πολιτιστική κοιτίδα των Ρώσων και πεδίο ιστορικών μαχών των Ρώσων Ορθοδόξων Χριστιανών εναντίον ιμπεριαλιστικών επιδρομών που πραγματοποίησαν, τον 13ο αιώνα, οι Σταυροφόροι της Δύσης (ιδίως οι Τεύτονες Ιππότες) εναντίον του ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου της Ανατολής. Για τη Δύση, η πολιτιστική και θρησκευτική υπονόμευση και χειραγώγηση της Ουκρανίας αποτελεί στρατηγικό στόχο. Εξ ου και, στην εξέγερση και το πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς χρησιμοποιήθηκαν ευρέως Ουνίτες και πολίτες ελεγχόμενοι ψυχοπολιτιστικά από τη Δύση, περιλαμβανομένων νεοναζιστών και 18

φασιστών τραμπούκων (όπως λ.χ. η Πανουκρανική Ένωση «Σβομπόντα»), οι οποίοι πρωτοστάτησαν σε βίαιες και ειδικά εγκληματικές ενέργειες εναντίον φιλορώσων Ουκρανών. Μετά από την χειραγωγούμενη από τους ευρωατλαντιστές πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς, την προεδρία της Ουκρανίας κατέλαβε προσωρινά (μέχρι τη διενέργεια εκλογών) ο Ολεξάντερ Τουρτσίνοφ, ο οποίος στο θρήσκευμα είναι Ευαγγελικός Βαπτιστής, ενώ την πρωθυπουργία της χώρας κατέλαβε προσωρινά (μέχρι τη διενέργεια εκλογών) ο Αρσένιι Γιατσένιουκ, ο οποίος στο θρήσκευμα είναι Ουνίτης και επίσης, όπως αποκάλυψε, στην ιστοσελίδα του, ο ενημερωτικός όμιλος The Voice of Russia, o Γιατσένιουκ έχει στενούς δεσμούς με τη διαβόητη αμερικανική θρησκευτική οργάνωση της Σαϊεντολογίας (Scientology), σεμινάρια της οποίας έχει παρακολουθήσει. Τον Οκτώβριο 2014, ομιλώντας στην 11η συνάντηση του Valdai International Discussion Club (Διεθνής Λέσχη Διαλόγου Βαλντάι), ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν διατύπωσε τα ακόλουθα εύστοχα σχόλια για την παγκόσμια τάξη που επισήμως θεσμοθετήθηκε από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση στη δεκαετία του 1990: «Ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε, αλλά δεν 19

έληξε με την υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης με σαφείς και διαφανείς συμφωνίες περί του σεβασμού των υφισταμένων κανόνων ή περί της δημιουργίας νέων κανόνων και κριτηρίων. Αυτό δημιούργησε την εντύπωση ότι οι λεγόμενοι ‘νικητές’ στον Ψυχρό Πόλεμο είχαν αποφασίσει να επιβάλλουν γεγονότα και να αναμορφώσουν τον κόσμο για να ταιριάζει με τις δικές τους ανάγκες και τα δικά τους συμφέροντα. Όταν το υφιστάμενο σύστημα διεθνών σχέσεων, διεθνούς δικαίου και θεσμικών ισορροπιών εμπόδιζε αυτούς τους σκοπούς, τότε αυτό το σύστημα χαρακτηριζόταν άχρηστο, απαρχαιωμένο και άμεσα κατεδαφιστέο. Συγχωρέστε μου την αναλογία, αλλά αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρονται οι νεόπλουτοι όταν ξαφνικά βρίσκονται με μια μεγάλη περιουσία, εν προκειμένω, υπό μορφήν παγκόσμιας ηγεσίας και επιβολής. Αντί να διαχειρίζονται τον πλούτο τους σοφά, και για δικό τους όφελος φυσικά, νομίζω ότι έχουν διαπράξει πολλές ανοησίες. Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο διαφορετικών ερμηνειών και σκοπίμων αποσιωπήσεων στην παγκόσμια πολιτική. Το διεθνές δίκαιο έχει βιασθεί για να οπισθοχωρήσει όλο και περισσότερο απέναντι στην επέλαση του νομικού μηδενισμού...Σε μια κατάσταση όπου είχες κυριαρχία από μια χώρα και τους συμμάχους της, 20

ή μάλλον από τους δορυφόρους της, η αναζήτηση παγκοσμίων λύσεων συχνά εξελίχθηκε σε μια προσπάθεια επιβολής των δικών τους (των ευρωατλαντιστών) παγκοσμίων συνταγών. Οι φιλοδοξίες αυτής της ομάδας (των ευρωατλαντιστών, δηλ. ΗΠΑ, ΝΑΤΟ/ΕΕ) μεγάλωσαν τόσο πολύ ώστε άρχισαν να παρουσιάζουν τις πολιτικές που διαμόρφωσαν μέσα στους δικούς τους διαδρόμους της εξουσίας ως δήθεν την άποψη ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας...Ουσιαστικά αυτό που προτάθηκε ήταν η εξής φόρμουλα: όσο μεγαλύτερη είναι η υποτέλεια προς το μοναδικό κέντρο ισχύος του κόσμου, τόσο μεγαλύτερη είναι η νομιμοποίηση αυτού ή εκείνου του καθεστώτος...Τα μέτρα που λαμβάνονται εναντίον εκείνων που αρνούνται να υποταχθούν είναι πολύ γνωστά και έχουν εφαρμοστεί και δοκιμαστεί πολλές φορές. Περιλαμβάνουν τη χρήση της βίας, οικονομική και προπαγανδιστική πίεση, ανάμειξη σε εγχώριες υποθέσεις, και επίκληση ενός είδους ‘υπερνομικής’ νομιμοποίησης όταν χρειάζεται να δικαιολογήσουν παράνομη επέμβαση σε αυτήν ή εκείνη τη σύγκρουση ή να ανατρέψουν μη βολικά (για τους ίδιους) καθεστώτα. Πρόσφατα έχουμε επίσης αυξανόμενα αποδεικτικά στοιχεία ότι ο ωμός εκβιασμός έχει χρησιμοποιηθεί σε σχέση με έναν αριθμό ηγετών. Δεν είναι για το 21

τίποτε που ο ‘μεγάλος αδελφός’ ξοδεύει δισεκατομμύρια δολάρια για να κρατήσει ολόκληρο τον κόσμο, ακόμη και τους στενότερους συμμάχους του, υπό επιτήρηση». Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, ειδικά στη διάρκεια της τρίτης προεδρίας Πούτιν, η Ρωσία κατέστησε σαφές ότι είναι αποφασισμένη να αναλάβει τον γεωπολιτικό ρόλο της ως το κέντρο του γεωπολιτικού πόλου της ξηράς, να ενοποιήσει γεωπολιτικά τον πρώην σοβιετικό χώρο και να αντιπαραθέσει ένα σχέδιο πολυπολικού κόσμου, αποτελουμένου από διαφορετικές πολιτισμικές ζώνες, σε αντιδιαστολή προς τα σχέδια των ατλαντιστών περί μονοπολικού κόσμου, πολυμερούς διπλωματίας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και παγκοσμίου πολιτικού μονολόγου. Ο Ρώσος πολιτειολόγος Αλεξάντερ Ντούγκιν (Alexander Dugin), καθηγητής γεωπολιτικής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας (Moscow State University), έχει εξηγήσει ότι, σε αντίθεση προς τα μοντέλα των ατλαντιστών περί μονοπολισμού (unipolarity) και πολυμερούς διπλωματίας (multilateralism), τα οποία βασίζονται σε έναν ατλαντικό μονόλογο, το ευρασιατικό μοντέλο του πολυπολισμού (multipolarity) είναι ένα σύστημα διαφορετικών πολιτισμών, ή ένα

22

σύστημα διαφορετικών περιφερειακών ηγεμονιών. Το πολυπολικό μοντέλο (multipolar model) του Ντούγκιν είναι ένα σύστημα ολοκληρωμένων περιοχών και διαφέρει από το εγκεντρισμένο σε έθνη-κράτη κλασσικό μοντέλο της ισορροπίας δυνάμεων (το οποίο θεμελιώθηκε στην Ευρώπη επί τη βάσει της Συνθήκης Ειρήνης της Βεστφαλίας του 1648 και του Συνεδρίου της Βιέννης του 1814) και επίσης διαφέρει από το παγκοσμιοποιητικό μοντέλο, το οποίο βασίζεται στην ιδέα της παγκόσμιας ολοκλήρωσης υπό καθεστώς παγκοσμίου μονολόγου (βλ. A. Dugin, Η Τέταρτη Πολιτική Θεωρία, Αθήνα: Εκδόσεις Έσοπτρον, 2013). Το πολυπολικό μοντέλο του Ντούγκιν είναι ένα μοντέλο πολλών λόγων (polilogue), εκφράζοντας διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, καθεμιά από τις οποίες έχει τη δική της σχέση με τη χρονικότητα και τη χωρικότητα, το δικό της όραμα για τον κόσμο και τη δική της πολιτιστική ταυτότητα, αντί να προσυπογράφουν όλοι μια παγκοσμιοποιητική πολιτική βασισμένη σε έναν δυτικό μονόλογο. Όπως έχει επισημάνει ο Ντούγκιν, ο «μεγάλος χώρος» ή «πολιτισμική ζώνη» διαφέρει από τις υπάρχουσες εθνικές κυβερνήσεις στο ότι δομείται επάνω σε κοινές αξίες και στην αρχή της ιστορικής συγγένειας και ενώνει διαφορετικές κυβερνήσεις σε έναν κοινό 23

πνευματικό ορίζοντα ή, όπως έχει πει ο ίδιος ο Ντούγκιν, σε μια «κοινότητα πεπρωμένου». Ο πόλεμος των πολιτισμών έχει ήδη κηρυχθεί! Στις 27 Σεπτεμβρίου 2014, στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, εν μέσω της συνεχιζόμενης κρίσης στην Ουκρανία και στον απόηχο της ένωσης της Κριμαίας με τη Ρωσική Ομοσπονδία, είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ Δυτική συμμαχία η οποία παριστάνει τον πρωτοπόρο της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα σε άλλες χώρες, δρα με αφετηρία ακριβώς τις αντίθετες θέσεις στη διεθνή αρένα, απορρίπτοντας τη δημοκρατική αρχή της κυρίαρχης ισοτιμίας των κρατών...και προσπαθώντας να αποφασίσει για λογαριασμό όλων τι είναι καλό ή κακό...Η βιωσιμότητα του διεθνούς συστήματος έχει κλονισθεί σοβαρά από τον ΝΑΤΟϊκό βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, την επέμβαση στο Ιράκ, την επίθεση εναντίον της Λιβύης και την αποτυχία της επιχείρησης στο Αφγανιστάν. Μόνο εξ αιτίας έντονων διπλωματικών προσπαθειών αποτράπηκε η επίθεση εναντίον της Συρίας το 2013...ο σκοπός διαφόρων ‘χρωματιστών επαναστάσεων’ και άλλων 24

σχεδίων αντικατάστασης ανεπιθύμητων (για τους ευρωατλαντιστές) καθεστώτων είναι να προκαλέσουν χάος και αστάθεια. Σήμερα η Ουκρανία έχει πέσει θύμα μιας τέτοιας αλαζονικής πολιτικής. Η κατάσταση σε αυτήν έχει αποκαλύψει τις συνεχιζόμενες βαθιά ριζωμένες αδυναμίες της υφισταμένης αρχιτεκτονικής του ευρωατλαντικού χώρου...Οι ΗΠΑ και η ΕΕ υποστήριξαν το πραξικόπημα στην Ουκρανία και προέβησαν σε αδιάκριτη δικαιολόγηση οποιωνδήποτε πράξεων των αυτοανακηρυγμένων Αρχών του Κιέβου που αποσκοπούσαν στη βίαιη καταστολή εκείνου του μέρους του ουκρανικού λαού που είχε απορρίψει τις προσπάθειες επιβολής ενός αντισυνταγματικού τρόπου ζωής σε ολόκληρη τη χώρα και ήθελε να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του στη μητρική γλώσσα, την κουλτούρα και την ιστορία. Είναι ακριβώς η επιθετική προσβολή αυτών των δικαιωμάτων που υποχρέωσε τον πληθυσμό της Κριμαίας να πάρει το πεπρωμένο του στα χέρια του και να επιλέξει την αυτοδιάθεση». Η ανωτέρω ομιλία του επικεφαλής της ρωσικής Διπλωματίας δεν αποτελεί απλώς μια διαμαρτυρία της Ρωσικής Ομοσπονδίας προς τον ευρωατλαντικό συνασπισμό, αλλά εκφράζει ένα άλλο μοντέλο για την αρχιτεκτονική του 25

παγκόσμιου συστήματος. Για να κατανοήσουμε το εύρος και το βάθος, αλλά και την ιστορική σημασία, αυτής της ομιλίας πρέπει να την εντάξουμε μέσα σε μια ολοκληρωμένη ιστορική προοπτική και ειδικότερα μέσα στο πλαίσιο των ιδεολογικών συγκρούσεων για τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου συστήματος. Η πολιτική κοινωνιολογία διακρίνει τρεις μεγάλες περιόδους: την προνεωτερικότητα (από την Αρχαιότητα ως τον ύστερο Μεσαίωνα), όπου κυριαρχεί η αρχή της παράδοσης (υπό την έννοια της αιωνιότητας και των αιωνίων αξιών), τη νεωτερικότητα (από τον 16ο αιώνα μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα), όπου κυριαρχεί η αρχή του ιστορικού υποκειμένου (ως ιστορικού δρώντος που φέρει λογική και βούληση) και τη μετανεωτερικότητα (από τα τέλη του 20ού αιώνα και εντεύθεν), όπου κυριαρχούν η σχετικοκρατία και η αποδόμηση των μεγάλων αφηγήσεων. Αντιστοίχως, υπάρχουν τρεις γενικοί τύποι κοινωνιών: οι προνεωτερικές ή παραδοσιοκρατικές, οι νεωτερικές και οι μετανεωτερικές. Η νεωτερική Δύση, δηλαδή η Δυτική Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό (18ος αιώνας) και μετά, έχει τροφοδοτήσει την ιστορία των πολιτικών ιδεολογιών με τρεις ιδεολογίες οι οποίες, με 26

χρονολογική σειρά (από εκείνη που εμφανίστηκε πρώτη μέχρι την πιο πρόσφατη), είναι οι ακόλουθες: 1) ο φιλελευθερισμός (πρώτη ιδεολογία), ο οποίος εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την αστική τάξη και τον καπιταλισμό, 2) ο κομμουνισμός (δεύτερη ιδεολογία), ο οποίος εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την τάξη των βιομηχανικών εργατών και την κοινωνική ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής και 3) ο φασισμός (τρίτη ιδεολογία), ο οποίος εμφανίστηκε τον 20ό αιώνα και προτάσσει το ισχυρό έθνος-κράτος, ενίοτε δε (π.χ. στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας) μπορεί να λάβει και φυλετιστικό χαρακτήρα. Συνεπώς, το θεμελιώδες και κεντρικό υποκείμενο του φιλελευθερισμού είναι το άτομο, το θεμελιώδες και κεντρικό υποκείμενο του κομμουνισμού είναι η κοινωνική τάξη, ενώ το θεμελιώδες και κεντρικό υποκείμενο του φασισμού είναι το έθνος. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η πρώτη ιδεολογία, δηλαδή ο φιλελευθερισμός, έδωσε μια μεγάλη μάχη εναντίον της τρίτης ιδεολογίας, δηλαδή εναντίον του φασισμού, ο οποίος είχε ως παραδειγματικό και κύριο εκπρόσωπό του το γερμανικό εθνικιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1930. Οι φιλελεύθερες δυνάμεις δημιούργησαν 27

τη Συμμαχία του 1941-1945 εναντίον του φασισμού, ενώ, απέναντι στη σύγκρουση μεταξύ του φιλελευθερισμού και του φασισμού, οι δυνάμεις της δεύτερης ιδεολογίας, δηλαδή του κομμουνισμού, ακολούθησαν μια αμφιρρέπουσα στάση, όπως φάνηκε από το Σύμφωνο μη πολέμου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ του 1939 (μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και ναζιστικής Γερμανίας), αν και τελικά, μετά από την άκρως επιθετική και φυλετιστική πολιτική της ναζιστικής Γερμανίας, η Σοβιετική Ένωση πολέμησε μαζί με το φιλελεύθερο στρατόπεδο εναντίον του φασιστικού στρατοπέδου. Η συμμαχία μεταξύ του φιλελεύθερου στρατοπέδου και του κομμουνιστικού στρατοπέδου οδήγησε στην ήττα του εθνικιστικού/φασιστικού πόλου το 1945. Στη συνέχεια, από το 1945 μέχρι το 1991, έλαβε χώρα ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ του φιλελεύθερου πόλου και του κομμουνιστικού πόλου. Το 1991 σηματοδότησε τη νίκη του φιλελεύθερου πόλου εναντίον του κομμουνιστικού πόλου. Η πρώτη ιδεολογία είχε πλέον νικήσει και την τρίτη ιδεολογία (1945) και τη δεύτερη ιδεολογία (1991), εγκαθιδρύοντας μια «Νέα Παγκόσμια Τάξη», την οποία διακήρυξε επισήμως, το 1991, στο αμερικανικό Κονγκρέσο,

28

ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος (George H. W. Bush). Η περίοδος 1991-2014 έχει τα εξής πολιτικά χαρακτηριστικά: 1) μονοπολικό ιδεολογικό σύστημα, λόγω της παγκόσμιας κυριαρχίας του φιλελευθερισμού, 2) προσπάθεια του φιλελεύθερου στρατοπέδου να επιφέρει αλλαγή καθεστώτων σε χώρες όπου επιβιώνουν ακόμη στοιχεία της τρίτης ιδεολογίας (όπως λ.χ. στα ισχυρά μπααθικά κράτη του αραβικού κόσμου, δηλαδή στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, στη Λιβύη του Καντάφι και στη Συρία του Άσαντ) και σε χώρες όπου επιβιώνουν ακόμη στοιχεία της δεύτερης ιδεολογίας (όπως λ.χ. στην Κίνα και την Κούβα), 3) προβολή της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όχι πλέον ως μιας ιδεολογίας μεταξύ διαφορετικών ιδεολογιών, αλλά ως της μοναδικής και απόλυτης πολιτικής αλήθειας, η οποία μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο, διεκδικεί ρόλο και θέση φυσικής νομοτέλειας. Η νίκη της πρώτης ιδεολογίας εναντίον της τρίτης ιδεολογίας αρχικά και εναντίον της δεύτερης ιδεολογίας στη συνέχεια, επέφερε την εποχή του μονόλογου της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στην εποχή του μονόλογου της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, το θεμελιώδες και κύριο υποκείμενο είναι το άτομο καθεαυτό απογυμνωμένο από κάθε μορφή 29

συλλογικής ταυτότητας, δηλαδή από τη θρησκεία (που εκτοπίζεται/υπονομεύεται από την εκκοσμίκευση), από το έθνος (που εκτοπίζεται/υπονομεύεται από τον κοσμοπολιτισμό), από την κοινωνική τάξη (καθώς ο λαός πλέον χαρακτηρίζεται με τον ασαφή όρο «μεσαία τάξη»), από την πατρίδα (που αντικαθίσταται από μια ιδεολογία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και από τη σεξουαλική ταυτότητα (το φύλο πλέον είναι υποκειμενική έννοια). Δημιουργώντας άτομα χωρίς συλλογικές ταυτότητες, απαξιώνονται οι θεσμοί που προστατεύουν και εκφράζουν τις συλλογικές ταυτότητες, όπως οι εθνοκρατικοί και θρησκευτικοί θεσμοί, ενώ οικοδομείται μια παγκόσμια αυτοκρατορία στο όνομα ακριβώς και χάριν του καθαρού ατόμου. Εφόσον δηλαδή, στην εποχή του μονόλογου της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αυτό που τελικά έχει σημασία είναι το καθαρό άτομο, νομιμοποιείται και επιβάλλεται η δημιουργία μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, η ρητορική της οποίας είναι ότι προστατεύει τα δικαιώματα του ατόμου και άρα υπερέχει κάθε παραδοσιακού θεσμού συλλογικής ταυτότητας. Έτσι, οι παραδοσιακοί θεσμοί προστασίας συλλογικών ταυτοτήτων τίθενται σε δευτερεύουσα θέση ή και απαξιώνονται πλήρως 30

και επίσης αναδύεται ένα ουσιαστικά μεταπολιτικό σύστημα διαχείρισης ατόμων. Από την άλλη πλευρά όμως, από τα τέλη του 20ού αιώνα και μετά, δρα και μια άλλη φιλοσοφική δύναμη, η λεγόμενη μετανεωτερικότητα (postmodernity). Οι μετανεωτερικοί στοχαστές, όπως λ.χ. ο Μισέλ Φουκό (Michel Foucault), ο Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida), ο Ρίτσαρντ Ρόρτι (Richard Rorty), ο Πολ Βιριλιό (Paul Virilio) κ.ά., ασκούν σκληρή κριτική στην επιστημολογία του Διαφωτισμού, που αναζητά ακλόνητες λογικές βεβαιότητες, αμφισβητούν τη θέση ότι υπάρχει σταθερό θεμέλιο για ολόκληρο το σύστημα της ανθρώπινης γνώσης και των ανθρωπίνων αξιών, ενώ διατείνονται (κυρίως ο Φουκό) ότι αυτό που κάθε φορά επιβάλλεται ως αντικειμενική αλήθεια ή ως αντικειμενικώς ορθό είναι αποτέλεσμα παιγνίων πολιτικής δύναμης και όχι οντολογικό δεδομένο. Με άλλα λόγια, εάν, όπως η νεωτερική Δύση, προσυπογράψουμε την οντολογία του Διαφωτισμού ‒σύμφωνα με την οποία το Απόλυτο, όπως λ.χ. το αντιλαμβάνονται ο Πλάτων (ιδέα) και οι Έλληνες Εκκλησιαστικοί Πατέρες (θεία χάρις ή άκτιστο φως του Θεού), δεν είναι προσιτό στον άνθρωπο, αλλά, αντίθετα, ο άνθρωπος είναι γνωσιολογικά περιορισμένος μόνο σε κτιστά ‘φώτα’ (κτιστά συστήματα 31

γνώσης και αξιών)‒ τότε, τελικά, η επιστημολογία αποβαίνει ζήτημα πολιτικής ισχύος. Εξ ου και, στο πλαίσιο του αστικού πολιτισμού, το πανεπιστήμιο λειτουργεί ως μια νέα, εκκοσμικευμένη ‘εκκλησία’, υπό την έννοια ότι ‒σε αντίθεση προς την προνεωτερική (πλατωνική είτε χριστιανική) μεταφυσική‒ το νεωτερικό/αστικό πανεπιστήμιο δεν αποσκοπεί στο να καταστήσει τον άνθρωπο κοινωνό της όντως Αλήθειας, αλλά αποσκοπεί στο να ενδύσει με κύρος θρησκευτικής αυθεντίας τον λόγο ενός επιστημονικού κατεστημένου που λειτουργεί ως το ιερατείο του αστικού καθεστώτος και πολεμά εναντίον κάθε άλλου ιερατείου, αντιπαραθέτοντας έναν θρησκειοποιημένο και αλαζονικό επιστημονισμό προς τις μεγάλες πνευματικές παραδόσεις του προνεωτερικού κόσμου. Πέρα από τον επιστημολογικό μηδενισμό τους, οι μετανεωτερικοί στοχαστές επιφέρουν και ορισμένα θετικά αποτελέσματα: 1) αποδεικνύουν ότι, με τα ίδια τα λογικά του κριτήρια, το νεωτερικό υποκείμενο δεν μπορεί να αποκτήσει την ορθολογική αυτονομία που διεκδικεί για τον εαυτό του, εφόσον η λογική δεν είναι αύταρκες σύστημα και 2) η πρώτη ιδεολογία, δηλαδή ο φιλελευθερισμός, δεν αποτελεί πολιτική νομοτέλεια, ούτε απόλυτη αλήθεια. Μπορεί οι 32

μετανεωτερικοί να είναι επιστημολογικά μηδενιστές, αλλά είναι χρήσιμοι κατά τούτο: αποδομούν τη ρητορεία των φιλελεύθερων παγκοσμιοποιητών και αφυπνίζουν μέλη της «μεσαίας τάξης» από τον ιδεολογικό λήθαργο και την πολιτική ευήθεια. Μια σειρά σύγχρονων πολιτικών στοχαστών, με πρωταγωνιστή τον Ρώσο Αλεξάντερ Ντούγκιν, επιχειρούν το εξής: αξιοποιούν τη μετανεωτερική κριτική για την αποδόμηση του φιλελεύθερου μονόλογου, αλλά, αντί να οδηγηθούν στον μηδενισμό όπου καταλήγει η μετανεωτερικότητα, κάνουν μια μεγάλη στροφή στην προνεωτερικότητα και έτσι, μέσω της μετανεωτερικότητας, προτείνουν μια παραδοσιοκρατική πρόταση. Με αυτόν τον τρόπο, η σύγχρονη ρωσική γεωπολιτική σχολή σκέψης εισηγείται ένα νέο μοντέλο για τον κόσμο και οδηγεί σε μια «τέταρτη πολιτική ιδεολογία». Η σύγχρονη ρωσική γεωπολιτική σχολή σκέψης εισηγείται ένα πολυπολικό μοντέλο, όπου ο κάθε πόλος του παγκόσμιου συστήματος δεν θα είναι ούτε έθνοςκράτος, ούτε ιδεολογικός συνασπισμός, αλλά θα είναι μια πολιτισμική ζώνη, μια μεγάλη γεωπολιτική περιοχή ενωμένη στη βάση κοινών αξιών και παραδόσεων και κοινού πνευματικού ορίζοντα. Με το μοντέλο της πολυπολικότητας 33

(multipolarity), η ρωσική γεωπολιτική σχολή σκέψης επιδιώκει να προστατεύσει τον λόγο κάθε μεγάλης πολιτισμικής ζώνης, κατοχυρώνοντάς τον ως βάση οργάνωσης του παγκόσμιου συστήματος και αποτρέποντας την επιβολή του παγκόσμιου φιλελεύθερου (ουσιωδώς ανελεύθερου) μονόλογου. Γεωοικονομία Μια από τις εφαρμογές της γεωπολιτικής είναι η γεωοικονομία (geoeconomics). Αυτό το πεδίο έρευνας δημιουργήθηκε, ως επί το πλείστον, στη μεταψυχροπολεμική εποχή και η ανάπτυξή του οφείλεται κυρίως στον Αμερικανό στρατηγικό αναλυτή Έντουαρντ Λούτβακ (Edward Luttwak). Σύμφωνα με τον Λούτβακ, το κυριότερο χαρακτηριστικό της εποχής που αναδύθηκε μετά από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου είναι η διεξαγωγή ενός παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού. Ο σκοπός της γεωοικονομικής στρατηγικής ενός κράτους είναι να επιτύχει και να διατηρήσει μια προνομιούχα θέση στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι η γεωοικονομία ασχολείται με τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της οικονομικής ισχύος, του γεωγραφικού χώρου και εκείνου του ‘τεχνητού’ χώρου στο πλαίσιο του οποίου η ρευστότητα και η ένταση των 34

οικονομικών συναλλαγών καθιστούν όλο και δυσκολότερο τον προσδιορισμό εδαφικών συνόρων. Η αυξημένη αλληλεξάρτηση πυροδοτεί την παγκοσμιοποίηση και η περιφερειακή οικονομική ολοκλήρωση είναι συχνά η απάντηση των εθνών-κρατών στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης. Η λογική της γεωγραφικής και ειδικά γεωπολιτικής εγγύτητας και οι πιέσεις της οικονομικής αλληλεξάρτησης έχουν δημιουργήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Βορειοαμερικανικό Σύμφωνο Ελευθέρου Εμπορίου (NAFTA), το λατινοαμερικανικό σύμφωνο ελευθέρου εμπορίου Mercosur, την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, κ.λπ. Ένας από τους σημαντικότερους συντελεστές της γεωοικονομικής στρατηγικής είναι η οικονομική κατασκοπεία (economic intelligence). Η οικονομική κατασκοπεία μπορεί να οριστεί ως εξής: η έρευνα, η ανάλυση και η διάδοση οικονομικών πληροφοριών χρήσιμων σε διάφορους οικονομικούς δρώντες. Αυτή, βεβαίως, είναι η αμυντική αντίληψη της οικονομικής κατασκοπείας, καθώς ακολουθεί τη λογική της συμβατικής αντικατασκοπείας (conventional counterintelligence). Ωστόσο, η οικονομική κατασκοπεία ασκείται και με επιθετικό τρόπο. Το λόμπινγκ (lobbying), δηλαδή η πολιτική άσκησης πιέσεων, οι στρατηγικές 35

εμπορικών διαπραγματεύσεων και οι μέθοδοι παραπληροφόρησης παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και σύναψη συμφωνιών στο πεδίο της διεθνούς επιχειρηματικότητας. Παρ’ ότι οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία έχουν μακρά και πολύ προχωρημένη παράδοση οικονομικής κατασκοπείας, όλο και περισσότερες χώρες, ειδικά μετά από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, αναπτύσσουν συστήματα και υπηρεσίες οικονομικής κατασκοπείας. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, το Ινστιτούτο Μελέτης και Στρατηγικής της Οικονομικής Κατασκοπείας δημιουργήθηκε από τον στρατηγό Ζαν Πισότ Ντουκλός (Jean Pichot Duclos), ο οποίος είναι κορυφαίος ειδικός στην κατασκοπεία, και, από το 1995, μια επιτροπή για την οικονομική ανταγωνιστικότητα και ασφάλεια (ήτοι οικονομική κατασκοπεία) συμβουλεύει σε τακτική βάση τη γαλλική κυβέρνηση σχετικά με ζητήματα γεωοικονομικής και οικονομικής κατασκοπείας. Η Σουηδία αναπτύσσει μια παγκόσμια στρατηγική οικονομικής κατασκοπείας μέσω της συνεργασίας μεταξύ κυβερνητικών υπηρεσιών και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Επίσης, η Ιταλία επιδιώκει την ανάπτυξη μιας γεωοοικονομικής στρατηγικής μέσω της διαμόρφωσης του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για τη

36

συνεργασία μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η γεωπολιτική, η γεωοικονομία και η οικονομική κατασκοπεία πρέπει να μελετώνται και να εφαρμόζονται συνθετικά, από κοινού, διότι αποτελούν ένα αδιάσπαστο τρίπτυχο (βλ. M. Imbeault et G. A. Montifroy, Géopolitique et Economies: De rivalités économiques en conflits géopolitiques, Montréal et Paris: Éditions Sciences et Culture et Frison-Roche, 1997). Όπως έχει δείξει η ιστορία, ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ δυνάμεων συχνά οδηγεί σε πόλεμο. Οικονομικοί ανταγωνισμοί συνέβαλαν, σε μεγάλη έκταση, στην έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και οικονομικοί παράγοντες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη Γαλλική Επανάσταση. Οι γεωοικονομικές στρατηγικές των κύριων πετρελαϊκών εταιρειών στην Κεντρική Ασία είναι επίσης ενδεικτικές της σημασίας της γεωοικονομίας. Επίσης, η χρηματοοικονομική κρίση του 2008 κατέστησε σαφή και εντατικοποίησε τη διεξαγωγή γεωοικονομικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

37

Fide sed cui vide! Σύμφωνα με ένα παλαιό λατινικό ρητό, «Fide sed cui vide», που σημαίνει: να εμπιστεύεσαι, αλλά να προσέχεις ποιον εμπιστεύεσαι. Αυτό το ρητό αποτελεί έμβλημα της εταιρείας μας, RTechno private intelligence company, όπου διαπιστώνουμε αυξανόμενο ενδιαφέρον κυβερνητικών παραγόντων και πολιτικών οργανισμών στο να αποκτήσουν έγκυρη πληροφόρηση για την κρίση στην Ουκρανία σε πραγματικό χρόνο. Σε αυτό το ζήτημα έδωσαν υψηλή προτεραιότητα ευρωπαϊκοί εταιρικοί πελάτες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να βασίζονται σε εγχώριες πηγές πληροφόρησης λόγω της εκτεταμένης επιβολής λογοκρισίας στα ΜΜΕ. Εν τω μεταξύ, η εταιρεία μας συνεργάζεται ενεργά με Ελβετούς εταίρους όταν πρόκειται για τη συγκέντρωση στοιχείων που έχουν να κάνουν με το ξέπλυμα χρήματος που προέρχεται από το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία, δίδοντας έμφαση σε συνεργασίες μεγάλης κλίμακας. Γενικότερα, καταθέτοντας την προσωπική μου εμπειρία από το πεδίο των ιδιωτικών εταιρειών πληροφοριών (private intelligence companies), μπορώ μετά βεβαιότητος να υποστηρίξω ότι οι ιδιωτικές εταιρείες πληροφοριών είναι μια πολύ σημαντική πρόσθετη πηγή στρατηγικής 38

πληροφόρησης και ένα εργαλείο αντιμετώπισης γεωπολιτικών προβλημάτων. Και βεβαίως, όταν αναφέρομαι σε παροχή υπηρεσιών στρατηγικής πληροφόρησης, τονίζω πάντοτε τη διαφορά μεταξύ της γεωπολιτικής και της δημοσιογραφίας. Ένας ικανός δημοσιογράφος μπορεί να σας πει τι ακριβώς συμβαίνει τώρα, πράγμα βεβαίως σημαντικό, αλλά δεν μπορεί να σας πει τι ακριβώς σημαίνει αυτό το οποίο συμβαίνει. Όμως χωρίς μια βαθιά ανάλυση της σημασίας των γεγονότων, όσες πληροφορίες περί των γεγονότων κι αν συλλέγετε, δεν μπορείτε να αποκομίσετε μια αξιόπιστη εκτίμηση για την εξέλιξη της ιστορίας. Ο Tim Shorrock, συγγραφέας του βιβλίου Spies for Hire (Κατάσκοποι προς Ενοικίαση), επισημαίνει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δαπανά περίπου 45 δις δολάρια ετησίως για την αγορά υπηρεσιών από ιδιωτικές εταιρείες πληροφοριών. Πράγματι, έχω διαπιστώσει ότι ιδιωτικές εταιρείες πληροφοριών παίζουν ουσιώδη ρόλο στην αξιολόγηση των επενδυτικών κινδύνων, ειδικά σε αναδυόμενες αγορές, επιτρέποντας σε κρατικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να διαφοροποιήσουν τις επενδύσεις τους στις οικονομίες άλλων χωρών. Αξίζει να επισημάνουμε τη γαλλική εμπειρία σε ό,τι αφορά στην εμπλοκή ιδιωτικών εταιρειών πληροφοριών 39

για την αξιολόγηση επενδυτικών κινδύνων σε περιοχές που ανήκουν στη γαλλική σφαίρα επιρροής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι γαλλικές Αρχές λαμβάνουν αμερόληπτες αναλύσεις κινδύνων και βελτιώνουν τη ροή κεφαλαίου σε αυτές τις περιοχές. Επιπλέον, οι ιδιωτικές εταιρείες πληροφοριών μπορεί να κάνουν αναγνώριση εδάφους. Για παράδειγμα, μια ολλανδική εταιρεία πληροφοριών η οποία λειτουργεί βάσει συμφωνίας της με την ολλανδική κυβέρνηση κατοπτεύει τη θαλάσσια ακτή στο Κέρας της Αφρικής, στη Σομαλία, αποτρέποντας περιστατικά πειρατείας. Άρρηκτα συνδεδεμένη με την εργασία μου ως γεωπολιτικού/γεωοικονομικού συμβούλου είναι η ερευνητική εργασία που διεξάγω ως Διευθυντής και Ιδρυτής του Ινστιτούτου Νοοπολιτικών και Γεωπολιτικών Μελετών (Research Institute for Noopolitical and Geopolitical Studies), το οποίο αποτελεί τον επιστημονικό βραχίονα και το think tank μιας διεθνούς λέσχης με την ονομασία Sovereign Orthodox Christian Order of Saint Nikolaos of Myra, την οποία συνίδρυσα με τον Ρώσο Αρχιπλοίαρχο (ε.α.) Igor Kurdin, πρώην κυβερνήτη πυρηνικών υποβρυχίων του Ρωσικού Στόλου της Βόρειας Θάλασσας, ο οποίος σήμερα 40

είναι ο πρόεδρος της Λέσχης Βετεράνων των Υποβρυχίων και του Ναυτικού της Αγίας Πετρούπολης (Saint-Petersburg Submariners and Naval Veterans Club). Ένα απόσταγμα αυτών των δραστηριοτήτων μου δημοσιεύεται στο παρόν δοκίμιο, με την πρόθεση και την ελπίδα να αποβεί χρήσιμο στη λήψη επιχειρηματικών και πολιτικών αποφάσεων και στη βαθύτερη κατανόηση της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας.

Δρ Νικόλαος Λάος Δεκέμβριος 2014 U.R.L.: www.snorder.org E-mail: [email protected] Διεύθυνση αλληλογραφίας στη Ρωσία: R-Techno, P.O. Box 1, Moscow, 109651, Russian Federation. Τel./fax: +7 (495) 7230119 Διεύθυνση αλληλογραφίας στην Ελλάδα: Δικηγορικό Γραφείο Χριστίνα Χ. Φλώρου και Συνεργάτες, Χαριλάου Τρικούπη 84, Αθήνα 10680. Τel./fax: (+30) 210 3641248

41

1. Η γενεαλογία του πετροδολαρίου και της σύγχρονης οικονομικής τάξης πραγμάτων Τον Οκτώβριο του 1929, ο πανικός στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση, η οποία άρχισε να καταστρέφει τη μεταποίηση και την αγροτική οικονομία σχεδόν παντού στον κόσμο (με εξαίρεση την τότε Σοβιετική Ένωση). Το εύθραυστο παγκόσμιο νομισματικό και χρηματοοικονομικό σύστημα, το οποίο είχε μόλις αποκατασταθεί μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο επί τη βάσει του κανόνα του χρυσού, καταστράφηκε επίσης. Ο κόσμος εισήλθε σε μια παρατεταμένη φάση παγκόσμιου νομισματικού χάους, επιδίωξης εθνικής οικονομικής αυτάρκειας, χρηματοοικονομικής απομόνωσης και ανταγωνιζόμενων νομισματικών συνασπισμών. Η λύση του δράματος δόθηκε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά με τις μοιραίες αποφάσεις τις οποίες έλαβαν οι σύνεδροι στο Διεθνές Νομισματικό και Χρηματοοικονομικό Συνέδριο στο Μπρέτον Γουντς των ΗΠΑ, το 1944. Σε εκείνο το συνέδριο, οι Δυτικοί ηγέτες του κόσμου συμφώνησαν στην εγκαθίδρυση ενός νομισματικού συστήματος στο οποίο μόνο ένα 42

νόμισμα, το δολάριο των ΗΠΑ, θα ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό και μάλιστα στην ισοτιμία 35 δολάρια ανά ουγκιά. Η αξία όλων των άλλων νομισμάτων του κόσμου θα καθοριζόταν σε σχέση με το αμερικανικό δολάριο. Δεύτερον, στο συνέδριο του Μπρέτον Γουντς, συμφωνήθηκε ότι μόνο οι κυβερνήσεις, μέσω των αντίστοιχων κεντρικών τραπεζών τους, θα μπορούσαν να μετατρέπουν αμερικανικά δολάρια σε χρυσό. Επίσης, στο συνέδριο του Μπρέτον Γουντς, αποφασίστηκε η ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Κάθε χώρα‐μέλος του ΔΝΤ υποχρεώθηκε να καταθέτει στο ΔΝΤ το 25% των αποθεμάτων της σε χρυσό. Στα άρθρα του καταστατικού του ΔΝΤ, ορίζεται ρητώς ότι ο χρυσός απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί άμεσα ως χρήμα, δηλαδή δεν επιτρέπεται στις κυβερνήσεις των κρατών να εκδώσουν χρυσά νομίσματα προς διενέργεια συναλλαγών. Με αυτόν τον τρόπο, επεβλήθη η κυριαρχία του χάρτινου χρήματος, ενώ η μεγαλύτερη ποσότητα χρυσού στον κόσμο παρέμενε αποθηκευμένη στις ΗΠΑ, συγκεντρωμένη (μη διανεμόμενος) υπό αμερικανική κυριαρχία, πράγμα που εφοδιάζει τη Federal Reserve με τεράστια δύναμη, ειδικά σε περιόδους χρηματοοικονομικών κρίσεων.

43

Η μόνη αντίδραση που αντιμετώπισε το σύστημα Μπρέτον Γουντς-ΔΝΤ στα πρώτα 25 χρόνια της ύπαρξής του προήλθε από τη Γαλλία, ειδικά επί προεδρίας Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle). Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι Γάλλοι έκαναν προσπάθειες να αποκαταστήσουν τον κεντρικό ρόλο του χρυσού στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Μεταξύ των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι Γάλλοι ήταν να καταφύγουν στη μετατρεψιμότητα του αμερικανικού δολαρίου σε χρυσό βάσει της ισοτιμίας 35 δολάρια ανά ουγκιά. Ο πόλεμος του Βιετνάμ έδωσε στους Γάλλους έναν ακόμη λόγο να ανησυχούν για την αξιοπιστία του αμερικανικού δολαρίου και να επιδιώκουν αλλαγή στο σύστημα Μπρέτον Γουντς. Όπως και τα υπόλοιπα κράτη μέλη του ΔΝΤ, οι ΗΠΑ ήταν επίσης υποχρεωμένες να καταθέτουν στο ΔΝΤ το 25% των αποθεμάτων τους σε χρυσό. Κάνοντας κάτι τέτοιο οι ΗΠΑ έπρεπε φυσικά να πληροφορήσουν επακριβώς τα υπόλοιπα κράτη‐μέλη του ΔΝΤ για το μέγεθος των αποθεμάτων των ΗΠΑ σε χρυσό. Επιπλέον, εφόσον, βάσει της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς, οι ΗΠΑ είχαν ακόμη τη νομική υποχρέωση της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό βάσει της ισοτιμίας 35 δολάρια η ουγκιά, ήταν παράνομο και ανήθικο οι ΗΠΑ να 44

τυπώσουν περισσότερα δολάρια από όσα επέτρεπαν αφενός τα εθνικά αποθέματα των ΗΠΑ σε χρυσό, αφετέρου η συμφωνία μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό στην ισοτιμία 35 δολάρια η ουγκιά. Όμως, οι ΗΠΑ είχαν παραβιάσει αυτούς τους κανόνες, τυπώνοντας περισσότερα δολάρια (χάρτινο χρήμα) για να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Η Γαλλία ανταπάντησε σε αυτήν την παράνομη και ανήθικη συμπεριφορά των ΗΠΑ, απαιτώντας την υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου μέσω της μεταβολής της ισοτιμίας του δολαρίου με τον χρυσό. Επίσης, το 1961, το ύψος του συνολικού ποσού των δολαρίων που ήταν κατατεθειμένα σε ξένες τράπεζες ή σε υποκαταστήματα τραπεζών των ΗΠΑ που βρίσκονταν εκτός των ΗΠΑ (τα λεγόμενα «ευρωδολάρια») υπερέβη την αξία των αποθεμάτων των ΗΠΑ σε χρυσό, γεγονός το οποίο οδήγησε σε σημαντική άνοδο της τιμής του χρυσού. Αυτό το πρόβλημα προκλήθηκε, σε μεγάλη έκταση, από την αύξηση της διεθνούς κινητικότητας του κεφαλαίου με κατεύθυνση την άσκηση κερδοσκοπίας υψηλού κινδύνου αντί της πραγματοποίησης κινήσεων που θα ανταποκρίνονταν σε αλλαγές που συνέβαιναν στην πραγματική οικονομία.

45

Σε ανταπάντηση, οι ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 1971, αποκήρυξαν επισήμως τη νομική υποχρέωσή τους να διατηρούν το δολάριο μετατρέψιμο σε χρυσό. Έτσι, το Σύστημα Μπρέτον Γουντς κατέρρευσε, μετά από τρεις δεκαετίες λειτουργίας, και αντικαταστάθηκε από το Σύστημα της Τζαμάικας, σύμφωνα με το οποίο απελευθερώθηκαν πλήρως οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καταργήθηκε πλήρως η σύνδεση των νομισμάτων με τον χρυσό και θεσμοθετήθηκε η γενική οικονομική απελευθέρωση, που οδήγησε στον «καπιταλισμό καζίνο», όπου πρωταγωνιστούν οι χρηματοοικονομικοί κερδοσκόποι. Αρκεί λ.χ. να θυμηθούμε ότι, το 1992, ο χρηματοοικονομικός κερδοσκόπος Τζορτζ Σόρος (George Soros) κατόρθωσε να επιφέρει την κατάρρευση της βρετανικής στερλίνας. Το σύστημα Μπρέτον Γουντς, που αντικατέστησε το σύστημα του χρυσού, επιβλήθηκε με έναν μεγάλο πόλεμο (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος). Το σύστημα του πετροδολαρίου επιβλήθηκε επίσης με πόλεμο και συγκεκριμένα, με τον πόλεμο του Γιόμ Κιπούρ μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών, τον Οκτώβριο του 1973. Η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε κατά 400% μέσα σε έναν χρόνο από την έκρηξη του

46

πολέμου του Γιόμ Κιπούρ και την επιβολή του αραβικού πετρελαϊκού εμπάργκο προς τη Δύση. Αυτή η θεαματική άνοδος της τιμής του πετρελαίου ευνόησε πολύ αφενός τις αμερικανικές και βρετανικές πετρελαϊκές εταιρείες, αφετέρου τις πετρελαιοεξαγωγικές αραβικές χώρες. Οι ΗΠΑ εκμεταλλεύθηκαν την πλημμυρίδα εσόδων προς τις πετρελαιοεξαγωγικές αραβικές χώρες, ώστε να αντικαταστήσουν το σύστημα Μπρέτον Γουντς, το οποίο επιφανειακά βασιζόταν στον χρυσό, με το σύστημα του πετροδολαρίου, το οποίο βασίζεται στον μαύρο χρυσό (πετρέλαιο). Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ θέλησαν το πετρέλαιο να λειτουργήσει με τον τρόπο που προηγουμένως λειτουργούσε ο χρυσός στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Έτσι εγκαθιδρύθηκε το πετρελαϊκό νομισματικό σύστημα. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ (Henry Kissinger) διαπραγματεύθηκε και συμφώνησε με τον Bασιλέα Φεϊζάλ της Σαουδικής Αραβίας ότι το πετρέλαιο θα διαπραγματευόταν μόνο σε αμερικανικό δολάριο. Η Σαουδική Αραβία, με τη σειρά της, έπεισε και άλλες αραβικές χώρες να συμμετάσχουν σε αυτήν τη συμφωνία. Έτσι, γεννήθηκε το σύστημα του πετροδολαρίου, όπου το δολάριο κυριαρχεί ως νόμισμα με το οποίο

47

πραγματοποιούνται οι αγοραπωλησίες του πετρελαίου. Ως συνέπεια του συστήματος του πετροδολαρίου, αφενός το αμερικανικό δολάριο σώθηκε από την κρίση αξιοπιστίας που υπέστη στη δεκαετία του 1960, αφετέρου το πετρέλαιο κατέλαβε τη θέση του χρυσού, στο όνομα και χάριν του δολαρίου. Οι ΗΠΑ πλέον δεν είχαν λόγο να ανησυχούν για την εξέλιξη της τιμής του χρυσού. Ο χρυσός θα μπορούσε πλέον να ανατιμάται χωρίς να προκαλείται εξ αυτού του γεγονότος πρόβλημα στις ΗΠΑ. Έτσι, η Federal Reserve απέκτησε τη δυνατότητα να τυπώνει όση ποσότητα δολαρίων θέλει και να τροφοδοτεί το τραπεζικό σύστημα με επιπλέον δολάρια. Όσο οι τράπεζες θα μπορούσαν να δανείζουν εντόκως αυτή την ποσότητα δολαρίων, θα αναγνωρίζονταν αυτά τα δολάρια-φούσκα ως αξιόπιστο χρήμα. Το 1985, στη Νέα Υόρκη, πραγματοποιήθηκε η Συμφωνία Plaza (από το όνομα του ξενοδοχείου όπου έγινε η συνάντηση) μεταξύ των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιαπωνίας, της (Δυτικής) Γερμανίας και της Γαλλίας. Με εκείνη τη συμφωνία, οι ΗΠΑ έπεισαν τις προαναφερθείσες χώρες να ανατιμήσουν οικειοθελώς τα νομίσματά τους ως προς το αμερικανικό δολάριο. Μέσα σε δύο έτη, 48

η συναλλαγματική ισοτιμία του αμερικανικού δολαρίου μειώθηκε κατά 46 τοις εκατό έναντι του γερμανικού μάρκου και κατά 50 τοις εκατό έναντι του ιαπωνικού γιέν. Έτσι οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να εξυγιάνουν το ισοζύγιο πληρωμών τους και να βελτιώσουν τη θέση τους στις παγκόσμιες αγορές, ενώ παράλληλα, με τη Συμφωνία Plaza, προδιαγράφθηκε η αρχή του τέλους της δυναμικής αναπτυξιακής πορείας της ιαπωνικής οικονομίας. Η Συμφωνία Plaza είναι ορόσημο για να κατανοήσουμε ποιο είναι το νέο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό καθεστώς. Η συνάντηση του 1985 στο Ξενοδοχείο Plaza της Νέας Υόρκης έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη ενός μηχανισμού συντονισμού των δραστηριοτήτων λίγων και «εκλεκτών» κεντρικών τραπεζών στην παγκόσμια αγορά νομισμάτων. Ακόμη και σήμερα πολλοί δημοσιογράφοι και σχολιαστές αναφέρονται στη «νεοφιλελεύθερη» οικονομία, αγνοώντας ή αποκρύπτοντας ότι, με ορόσημο τη Συμφωνία Plaza, το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό και νομισματικό σύστημα έχει, δια του νεοφιλελευθερισμού, μετατραπεί, από φιλελεύθερο (υπό την έννοια του laissez faire), σε ολιγαρχικό. Ουσιαστικά, ο καθαρός χρηματοοικονομικός/νομισματικός φιλελευθερισμός υπήρξε ένα μικρό διάλειμμα 49

μεταξύ της κατάρρευσης του Μπρέτον Γουντς (Αύγουστος του 1971) και της Συμφωνίας Plaza (1985). Μετά από εκείνο το διάλειμμα, το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό/νομισματικό παίγνιο άρχισε να ελέγχεται όλο και περισσότερο από ένα καρτέλ λίγων και «εκλεκτών» κεντρικών τραπεζών, με βασικό εργαλείο τα νομισματικά swaps (βλ. Ν. Λάος, Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο, Αθήνα: Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2014). Μέσω των swaps, οικοδομείται ένα παγκόσμιο τραπεζικό καρτέλ. Ένα νομισματικό swap δεν είναι μια συνηθισμένη συναλλαγή στην αγορά ξένου συναλλάγματος (Forex), μετά την ολοκλήρωση της οποίας θεωρείται ότι έληξαν και οι σχέσεις μεταξύ των δύο συναλλασσομένων πλευρών (αγοραστή και πωλητή νομισμάτων). Στο πλαίσιο ενός νομισματικού swap, το νόμισμα Χ, αρχικώς, ανταλλάσσεται με το νόμισμα Ψ και, μετά από έναν σαφώς προσδιορισμένο χρόνο, αυτή η συναλλαγή αντιστρέφεται, δηλαδή το νόμισμα Ψ ανταλλάσσεται με το νόμισμα Χ. Οι αρχικές και οι τελικές συναλλαγματικές ισοτιμίες (δηλαδή η συναλλαγματική ισοτιμία στην οποία κάποιος, κατά την εκκίνηση του swap, θα ανταλλάξει το νόμισμα Χ με το νόμισμα Ψ και η συναλλαγματική ισοτιμία στην οποία ο ίδιος, κατά τη λήξη του swap, θα ανταλλάξει το 50

νόμισμα Ψ με το νόμισμα Χ), καθώς και οι τόκοι που συσσωρεύονται από το αντίστοιχο νόμισμα στη διάρκεια ζωής του νομισματικού swap (δηλαδή οι τόκοι που δίδουν τα νομίσματα Χ και Ψ στους αντίστοιχους κατόχους τους, στο πλαίσιο ενός νομισματικού swap μεταξύ του νομίσματος Χ και του νομίσματος Ψ) αποτελούν τα κρίσιμα χαρακτηριστικά των νομισματικών swaps. Με τη διενέργεια νομισματικών swaps, οι κεντρικές τράπεζες έχουν κυρίως τους εξής δύο σκοπούς: Πρώτον, να παράσχουν αμοιβαία βοήθεια σε τράπεζες, εταιρείες και κυβερνήσεις σε περίπτωση ανεπάρκειας των ταμειακών διαθεσίμων τους σε συγκεκριμένο νόμισμα που απαιτείται για την πληρωμή οικονομικών υποχρεώσεων, που έχουν αποτιμηθεί στο συγκεκριμένο νόμισμα. Δεύτερον, να διευκολύνουν και να αναπτύξουν το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών που διενεργείται με τα εθνικά νομίσματα των συναλλασσομένων πλευρών του νομισματικού swap. Τα νομισματικά swaps λίγων και «εκλεκτών» τραπεζών έχουν εξαιρετικά έντονο αντίκτυπο στη συνολική κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας/χρηματοοικονομικής. Παράλληλα με τα swaps, η κυριαρχία του χάρτινου χρήματος, μετά από την κατάργηση του 51

κανόνα του χρυσού και την αποδέσμευση του δολαρίου από το σύστημα Μπρέτον Γουντς, καθώς και η απορρύθμιση της χρηματοοικονομικής, η οποία έλαβε χώρα στη δεκαετία του 1990, οδηγούν στη θεσμοθέτηση του λεγόμενου «καπιταλισμού καζίνο» και του «χρηματοοικονομικού φασισμού». Το σύστημα του χάρτινου/ψηφιακού χρήματος οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος χρηματοοικονομικού φασισμού. Η φύση και ο τρόπος λειτουργίας του χρηματοοικονομικού φασισμού γίνονται κατανοητά αμέσως μόλις θέσουμε το εξής ερώτημα: από που προέρχεται το χρήμα που δανείζουν οι εμπορικές τράπεζες σε επιχειρήσεις, νοικοκυριά και εθνικές κυβερνήσεις; Η απάντηση είναι ότι οι ίδιες αυτές οι τράπεζες δημιουργούν το χρήμα που δανείζουν απλώς πληκτρολογώντας ψηφία σε καταθετικούς λογαριασμούς. Αυτό το φαντασιακό ηλεκτρονικό χρήμα, δημιουργημένο από τραπεζική απόφαση και μόνο (ανεξάρτητα από την πραγματική οικονομία και το πολιτικό σύστημα), εν συνεχεία, οι τράπεζες το λογίζουν ως στοιχείο του ενεργητικού τους (asset) και το εμπορεύονται, χορηγώντας δάνεια και απαιτώντας να τους ‘επιστραφεί’ πίσω εντόκως. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος δανείζεται χρήματα από μια τράπεζα, ουσιαστικά, της δίδει 52

την άδεια να δημιουργήσει το χρήμα αυτής της δανειακής σύμβασης για λογαριασμό της και αναλαμβάνει ο δανειολήπτης την υποχρέωση να ‘επιστρέψει’ το ποσό του δεδομένου δανείου στην τράπεζα εντόκως. Έτσι, οι τράπεζες, μέσω της χορήγησης δανείων, δημιουργούν το χρήμα το οποίο εμπορεύονται για λογαριασμό τους. Όταν ίσχυε ο κανόνας του χρυσού και όταν το τραπεζικό σύστημα και το νόμισμα αντικατόπτριζαν και υπηρετούσαν την πραγματική οικονομία, απαγορευόταν δια νόμου στις τράπεζες να εκδίδουν από μόνες τους χρήμα. Όμως η αυτονόμηση του τραπεζικού συστήματος από τον χρυσό και την πραγματική οικονομία, σε συνδυασμό με τη χρήση νέων τεχνολογιών, έδωσαν στις τράπεζες τη δυνατότητα να δημιουργούν το δικό τους χρήμα, δηλαδή να δημιουργούν ηλεκτρονικά ψηφιακό χρήμα, στο οποίο δίδει υπόσταση και νομιμοποίηση ο δανειολήπτης, ο οποίος το αγοράζει και μάλιστα εντόκως. Εξ ου και η συντριπτική πλειοψηφία του χρήματος δεν κυκλοφορεί καν υπό φυσική μορφή. Επίσης, κυρίως από τη δεκαετία του 1990 και μετά, οπότε καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ της εμπορικής και της επενδυτικής τραπεζικής, οι εμπορικές τράπεζες ανέπτυξαν άγρια κερδοσκοπική δραστηριότητα στα 53

χρηματιστήρια. Για παράδειγμα, βάσει στοιχείων που δημοσίευσαν, το 2013, το Bloomberg και η Deutsche Bank, η έκθεση (το ‘άνοιγμα’) της τράπεζας Deutsche Bank στην αγορά των παραγώγων, που ουσιαστικά πρόκειται για χρηματοοικονομικά στοιχήματα, έφθασε τα 55,6 τρισεκατομμύρια ευρώ, ενώ την ίδια περίοδο ολόκληρο το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Γερμανίας ήταν 2,7 τρισεκατομμύρια ευρώ. Η αποδόμηση και εξάλειψη του ρυθμιστικού περιβάλλοντος στο χρηματοοικονομικό πεδίο κορυφώθηκε το 1999, όταν, στις ΗΠΑ, υπό την κυβέρνηση Μπιλ Κλίντον, εγκρίθηκε ο «Νόμος για τον Εκσυγχρονισμό των Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών» (Financial Services Modernization Act). Αυτός ο νόμος, γνωστός και ως «Νόμος Gramm-Leach-Bililey», είναι ένα πολύ σημαντικό ορόσημο στην πορεία προς το νέο, απορρυθμισμένο χρηματοοικονομικό καθεστώς, καθώς ακύρωσε, σε μεγάλη έκταση, τους περιορισμούς που επέβαλλε στον χρηματοοικονομικό τομέα ο «Νόμος Glass–Steagall» του 1933. Ο Νόμος Glass–Steagall, ο οποίος ίσχυε στις ΗΠΑ από το 1933 μέχρι το 1991, προέβλεπε τη νομοθετική διάκριση μεταξύ εμπορικής τραπεζικής (η οποία συνίσταται στην παροχή 54

καταθετικών και πιστωτικών υπηρεσιών) και επενδυτικής τραπεζικής (η οποία συνίσταται στο εμπόριο κεφαλαίου μέσω αξιογράφων, καθώς μια επενδυτική τράπεζα λειτουργεί ως ο ανάδοχος μιας έκδοσης αξιογράφων ενός πελάτη της ή ως ο χρηματοοικονομικός πράκτορας ή διαπραγματευτής των αξιογράφων του πελάτη της). Με τη νομοθετική διάκριση μεταξύ εμπορικής και επενδυτικής τραπεζικής, επιδιώκεται οι εμπορικές τράπεζες, αφενός να υπηρετούν την πραγματική οικονομία, αντί να κερδοσκοπούν στις κεφαλαιαγορές, αντί να τζογάρουν εξαιρετικά επικίνδυνες κινήσεις στις αγορές παραγώγων (futures, options, swaps, κ.λπ.), και αντί να ασχολούνται και με άλλες υπηρεσίες (π.χ. ασφαλιστικές), αφετέρου να έχουν έντονο ανταγωνισμό, αντί να δημιουργούν χρηματοπιστωτικά ολιγοπώλια και τραστ. Αντίθετα, ο Νόμος για τον Εκσυγχρονισμό των Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών του 1999, στις ΗΠΑ, επέτρεπε πλέον σε εταιρείες του χρηματοοικονομικού τομέα να ενοποιούν τις λειτουργίες τους και να επενδύουν η μια στην άλλη. Αυτός ο νόμος αφορά σε ασφαλιστικές εταιρείες, χρηματιστηριακές εταιρείες, επενδυτικές τράπεζες, εμπορικές τράπεζες κ.λπ. Με τον Νόμο για τον Εκσυγχρονισμό των Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών του 1999, 55

άνοιξε ο δρόμος για τη δημιουργία κολοσσιαίων τραπεζικών κερδοσκόπων, που καθυπόταξαν κοινωνίες και οικονομίες στις δικές τους σκοπιμότητες και προκάλεσαν σημαντικά αποσταθεροποιητικά φαινόμενα (ιδίως τεράστιες χρηματοοικονομικές φούσκες, οι οποίες πλέον, αν δεν υπάρξει συστημική αλλαγή, αντιμετωπίζονται μόνο με παρατεταμένα, απροσδιόριστης έκτασης, προγράμματα λιτότητας ή με μεγάλες πολεμικές επιχειρήσεις).

56

2. Πολιτική εθνικής ασφάλειας, ενεργειακή πολιτική και νομισματική πολιτική: η συγχώνευση των τριών πεδίων Η λειτουργία του αμερικανικού δολαρίου ως παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος είναι άρρηκτα εξαρτημένη από το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διεθνών αγοραπωλησιών ενέργειας, ιδίως πετρελαίου, αποτιμάται σε δολάρια, καθώς και από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των δολαρίων που εισπράττουν οι χώρες που εξάγουν ενέργεια τα επενδύουν σε αμερικανικά ομόλογα είτε τα ξοδεύουν σε αμερικανικά οπλικά συστήματα, σε αμερικανική τεχνολογία και σε αμερικανικά καταναλωτικά προϊόντα. Έτσι, δημιουργείται ένας τεράστιος τζίρος δολαρίων και θεμελιώνεται η πίστη στο δολάριο, που είναι ουσιαστικά πετροδολάριο, εφόσον βάση του είναι ο μαύρος χρυσός. Γι’ αυτό, στο πλαίσιο του συστήματος του πετροδολαρίου, συγχωνεύονται μεταξύ τους η πολιτική εθνικής ασφάλειας, η ενεργειακή πολιτική και η νομισματική πολιτική. Στις 31 Αυγούστου 2005, η ειδησεογραφική ιστοσελίδα www.boston.com δημοσίευσε δήλωση του τότε αμερικανού προέδρου Τζορτζ 57

Μπους του νεότερου (George Walker Bush), σύμφωνα με την οποία ο πόλεμος στο Ιράκ αποσκοπούσε στο να προστατεύσει τα τεράστια πετρελαϊκά κοιτάσματα της χώρας. Στις 2 Μαΐου 2008, η ειδησεογραφική ιστοσελίδα http://firstread.nbcnews.com δημοσίευσε δήλωση του γερουσιαστή Τζον Μακέιν (John McCain), υποψηφίου τότε των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία των ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία ο πόλεμος στο Ιράκ έγινε επειδή οι ΗΠΑ είναι εξαρτημένες από τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής. Στις 16 Φεβρουαρίου 2004, στην ηλεκτρονική έκδοση του έγκυρου εβδομαδιαίου περιοδικού The New Yorker, δημοσιεύθηκε απόρρητο έγγραφο συντεταγμένο από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, με ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 2001, το οποίο έδιδε οδηγίες προς τα στελέχη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ να συνεργαστούν με την Ομάδα Εργασίας για την Ενέργεια (Energy Task Force) –την οποία δημιούργησε ο 46ος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Ντικ Τσένεϊ (Dick Cheney)– καθώς, σύμφωνα με τον συντάκτη αυτού του εγγράφου, έπρεπε να συγχωνευθούν αυτά τα δύο πεδία μελέτης και πολιτικής (εθνική ασφάλεια και ενέργεια). Ειδικότερα, στο προαναφερθέν έγγραφο, επισημαίνεται η ανάγκη συγχώνευσης 58

«της επισκόπησης των επιχειρησιακών πολιτικών απέναντι σε κακοποιά κράτη (rogue states)», όπως το Ιράκ, με «πράξεις που αφορούν στην κατάληψη νέων και υπαρχόντων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου». Επίσης, στο προαναφερθέν άρθρο του περιοδικού The New Yorker, δημοσιεύεται σχετική δήλωση του Μαρκ Μέντις (Mark Medish), ο οποίος διετέλεσε ανώτερος διευθυντής επί ρωσικών, ουκρανικών και ευρασιατικών υποθέσεων στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπιλ Κλίντον (Bill Clinton). Σύμφωνα με τον Μέντις, η Ομάδα Εργασίας για την Ενέργεια, την οποία δημιούργησε ο Τσένεϊ, συζητά «γεωστρατηγικά σχέδια για το πετρέλαιο» και «θέτει το ζήτημα του πολέμου μέσα στο πλαίσιο των επικεφαλής της πετρελαϊκής βιομηχανίας που κάθονται μαζί με τον Τσένεϊ και διαμορφώνουν μεγάλα, παγκόσμια σχέδια». Στις 14 Ιανουαρίου 2004, στην ιστοσελίδα του CNN, http://edition.cnn.com, δημοσιεύθηκε δήλωση του πρώην υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Πολ Ο’ Νιλ (Paul O’Neill), σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση Μπους άρχισε να σχεδιάζει την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ λίγες ημέρες μετά την εγκατάσταση του Μπους 59

στον Λευκό Οίκο, δηλαδή πολύ πριν την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Ο λόγος ήταν η στρατηγική των ΗΠΑ στο πεδίο της ενέργειας (πετρέλαιο και φυσικό αέριο). Στις 21 Μαρτίου 2012, στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Huffington Post, ο Τζον Ντάλι (John C.K. Daly), επικεφαλής αναλυτής της «Oilprice.com», δημοσίευσε ένα άρθρο του στο οποίο επισημαίνει ότι ο αγωγός φυσικού αερίου «TAPI», που διασχίζει Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν, Πακιστάν και Ινδία, «έχει μακρά περιφερειακή ιστορία, καθώς προτάθηκε για πρώτη φορά ακόμη και πριν την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν, δεδομένου ότι, το 1995, το Τουρκμενιστάν και το Πακιστάν υπέγραψαν μνημόνιο κατανόησης. Ο TAPI, με δυνατότητα μεταφοράς 33 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων τουρκμενικού φυσικού αερίου ετησίως, σχεδιάστηκε να ξεκινά από το κοίτασμα φυσικού αερίου Νταουλεταμπάντ του Τουρκμενιστάν, να διασχίζει το Αφγανιστάν και το Πακιστάν και να καταλήγει στην πόλη Φαζίλκα της βορειοδυτικής Ινδίας. Ο TAPI θα απαιτούσε την έγκριση των Ταλιμπάν, και δύο χρόνια μετά την υπογραφή του μνημονίου κατανόησης, η κοινοπραξία Central Asia Gas Pipeline Ltd, στην οποία ηγούνταν η αμερικανική Unocal, μετέφερε αεροπορικώς μια 60

αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν στην έδρα της Unocal στο Χιούστον, όπου οι Ταλιμπάν υπέγραψαν το σχέδιο». Εκτενές ρεπορτάζ για την επίσκεψη αντιπροσωπείας των Ταλιμπάν στην έδρα της Unocal στο Χιούστον του Τέξας, για να συζητήσουν για τον αγωγό φυσικού αερίου TAPI, δημοσίευσε το BBC, στην ιστοσελίδα του, στις 4 Δεκεμβρίου 1997. Εταιρείες ενέργειας των ΗΠΑ, όπως η Unocal και η Enron, με πλήρη κυβερνητική στήριξη, συνέχισαν να υποστηρίζουν τους Ταλιμπάν μέχρι το 2001, με σκοπό την προώθηση του σχεδίου κατασκευής του αγωγού TAPI. Το 2001, στο Παρίσι, κυκλοφόρησε το βιβλίο Μπιν Λάντεν: Η Απαγορευμένη Αλήθεια (Bin Laden: la verite interdite) των Ζαν-Σαρλ Μπρισάρντ (JeanCharles Brisard) και Γκιγιόμ Ντασκί (Guillaume Dasquie), οι οποίοι είναι ειδικοί σε θέματα υπηρεσιών πληροφοριών. Σε αυτό το βιβλίο, διαβάζουμε τα εξής: μέχρι τον Αύγουστο του 2001, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έβλεπε το καθεστώς των Ταλιμπάν «ως μια πηγή σταθερότητας στην Κεντρική Ασία το οποίο θα υποβοηθούσε την κατασκευή ενός πετρελαϊκού αγωγού κατά μήκος της Κεντρικής Ασίας», από τα πλούσια κοιτάσματα του Τουρκμενιστάν, του Ουζμπεκιστάν και του Καζακστάν, διά μέσου του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, προς τον 61

Ινδικό Ωκεανό. Μέχρι τώρα, γράφει το βιβλίο, «τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Κεντρικής Ασίας ελέγχονταν από τη Ρωσία. Η κυβέρνηση Μπους θέλησε να τα αλλάξει όλα αυτά». Στις 14 Μαΐου 2009, στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα http://www.atimes.com, ο Πέπε Εσκομπάρ (Pepe Escobar) έγραψε ότι, υπό την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου, η Unocal, τον Ιανουαρίου του 2001, άρχισε πάλι να προσεγγίζει τους Ταλιμπάν, με τη στήριξη κυβερνητικών αξιωματούχων, μεταξύ των οποίων και ο υφυπουργός Εξωτερικών, Ρίτσαρντ Άρμιτατζ (Richard Armitage), ο οποίος προηγουμένως ήταν λομπίστας της Unocal. Τελικά, όπως επισημαίνει στο ίδιο άρθρο του ο Εσκομπάρ, οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ταλιμπάν κατέρρευσαν διότι οι Ταλιμπάν απαίτησαν υψηλότερα τέλη διέλευσης από εκείνα που ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν οι Αμερικανοί. Αμέσως μετά τη σύνοδο κορυφής της Ομάδας των Οκτώ (Group of Eight), στη Γένοβα, τον Ιούλιο του 2001, Δυτικοί διπλωμάτες επεσήμαναν ότι η κυβέρνηση Μπους είχε αποφασίσει να έχει διώξει τους Ταλιμπάν από την εξουσία στο Αφγανιστάν πριν το τέλος του χρόνου (2001). Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου επιτάχυνε αυτό το σχέδιο. 62

Σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την εκκίνηση του πολέμου στο Αφγανιστάν, ο Χαμίντ Καρζάι (Hamid Karzai) έγινε ο νέος πρόεδρος του Αφγανιστάν, με τη βοήθεια του Ζαλμάι Καλιλζάντ (Zalmay Khalilzad), ο οποίος ήταν ένας νεοσυντηρητικός συνεργάτης του Μπους και σύμβουλος της Unocal. Έναν χρόνο μετά, τον Δεκέμβριο του 2002, στο Ασγκαμπάτ, πρωτεύουσα του Τουρκμενιστάν, υπεγράφη η συμφωνία κατασκευής του διαφγανικού αγωγού TAPI, ο οποίος ξεκινά από το Τουρκμενιστάν και, διά μέσου του Αφγανιστάν, καταλήγει στο Πακιστάν. Επίσης, ο Αφγανός πρόεδρος Καρζάι, μετά την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας, δήλωσε ότι θα ήταν καλοδεχούμενο και το Νέο Δελχί σε αυτό το σχέδιο. Το μεγαλύτερο γεωοικονομικό παίγνιο που εκτυλίσσεται από τη δεκαετία του 2000 και μετά στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή αφορά στον ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας για το ποια από τις δύο αυτές χώρες θα αποκτήσει τον κυρίαρχο ρόλο στον έλεγχο των πηγών πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ευρασία. Η Ρωσία και οι ΗΠΑ ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε αυτήν την περιοχή από την εποχή της διάλυσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η Ρωσία έχει επιδείξει ιδιαίτερες ικανότητες στο να περιορίσει την 63

παρέμβαση των ΗΠΑ στην «αυλή» της στην Κεντρική Ασία. Η Ρωσία επιδιώκει να διαδραματίσει τον κυρίαρχο ρόλο στην παροχή φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ενώ οι ΗΠΑ θέλουν η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαφοροποιήσει τις πηγές ενέργειάς της και μάλιστα να παρακάμψει τη Ρωσία όσο γίνεται περισσότερο. Επίσης, η Κίνα, η ανερχόμενη μεγάλη δύναμη, μπαίνει κι αυτή στο γεωπολιτικό παίγνιο της ενέργειας. Σύντομα η Κίνα θα είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο καταναλωτής ενέργειας. Ήδη η Κίνα εισάγει φυσικό αέριο από το Τουρκμενιστάν, μέσω Καζακστάν και Ουζμπεκιστάν. Πρόκειται για τον αγωγό Κεντρική Ασία-Κίνα. Επίσης, η Κίνα έχει υπογράψει μεγάλες ενεργειακές συμφωνίες με το Ιράν και το Αφγανιστάν, έχει σχεδιάσει πέντε αγωγούς από Δύση προς Ανατολή, εντός της Κίνας, και πιέζει για την κατασκευή ενός εναλλακτικού TAPI, ο οποίος θα είναι ένας αγωγός Τουρκμενιστάν-Αφγανιστάν-Κίνα. Ένας ακόμη σημαντικός γεωπολιτικός παίκτης στην Ευρασία είναι το Ιράν, το οποίο είναι η υπ’ αριθμόν δύο χώρα στον κόσμο σε μέγεθος κοιτασμάτων φυσικού αερίου και επίσης διαθέτει αποδεδειγμένα πετρελαϊκά αποθέματα που υπερβαίνουν τα 93 δισεκατομμύρια βαρέλια. Ο αγωγός φυσικού αερίου Τουρκμενιστάν-Ιράν, 64

που κατασκευάστηκε το 1997, ήταν ο πρώτος νέος αγωγός πετρελαίου που προήλθε από την Κεντρική Ασία. Επίσης, το 2004, το Ιράν υπέγραψε με την Κίνα συμφωνία εκμετάλλευσης φυσικού αερίου αξίας 120 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία αναφέρεται συχνά ως «η συμφωνία του αιώνα». Αυτή η συμφωνία ορίζει την ετήσια εξαγωγή περίπου 10 εκατομμυρίων τόνων ιρανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) προς την Κίνα για 25 χρόνια. Επίσης, η ίδια συμφωνία δίδει το δικαίωμα στην κρατική εταιρεία πετρελαίου της Κίνας να συμμετέχει σε σχέδια εκμετάλλευσης και άντλησης των βιομηχανιών πετροχημικών και φυσικού αερίου του Ιράν. Το Ιράν σχεδιάζει να πωλήσει ιρανικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω του αγωγού Persian Gas, που μπορεί να αποδειχθεί βασικός ανταγωνιστής του υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ αγωγού Nabucco. Συγχρόνως, το Ιράν προωθεί το σχέδιο κατασκευής του αγωγού ΙράνΠακιστάν, γνωστού και ως «αγωγού της ειρήνης», ο οποίος προτάθηκε για πρώτη φορά το 1995, και μέσω του οποίου το Ιράν θα πωλεί στο Πακιστάν και την Ινδία φυσικό αέριο προερχόμενο από τα μεγάλα κοιτάσματα του νοτίου Παρς.

65

Η Συρία είναι αναπόσπαστο μέρος του σχεδίου κατασκευής του Αραβικού Αγωγού φυσικού αερίου (Arab Gas Pipeline), μήκους 1.200 χιλιομέτρων. Η στρατιωτική επίθεση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους εναντίον της Συρίας, από το 2011 και μετά, αποσκοπεί αφενός στον πολιτικό έλεγχο της χώρας από τις ΗΠΑ, αφετέρου στη μείωση της γεωπολιτικής και γεωοικονομικής ισχύος της Ρωσίας και του Ιράν. Όπως σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε η απομάκρυνση των Ταλιμπάν από την εξουσία μόλις εκείνοι ζήτησαν μεγάλα οικονομικά ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ για να εγκρίνουν τον αγωγό TAPI, έτσι αποφασίστηκε από τον ευρωατλαντικό συνασπισμό και η απομάκρυνση του Άσαντ από την εξουσία επειδή δεν θεωρείται αρκετά αξιόπιστος παίκτης, ειδικά μάλιστα ενόψει της προοπτικής κατασκευής του Αραβικού Αγωγού φυσικού αερίου, στον οποίο η Συρία θα παίζει ρόλο κλειδί. Η Τουρκία, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ θέλουν μια Συρία απόλυτα συντονισμένη προς τις πολιτικές αυτών των τριών χωρών. Επίσης, πλήττοντας τη Συρία, η Τουρκία, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ υπονομεύουν και ουσιαστικά παγώνουν τη συμφωνία που υπέγραψαν, τον Ιούλιο του 2011, η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν για τη δημιουργία ενός αγωγού φυσικού αερίου που 66

θα μεταφέρει ιρανικό φυσικό αέριο από το νότιο Παρς, μέσω Ιράκ, στη Συρία. Ο Τζέιμς Γουάρντ (James Ward), στο ενημερωτικό μπλογκ του «The Slog», έγραψε, στις 4 Οκτωβρίου 2012, τα εξής: «Η Ελλάδα έχει, κάτω από τα χωρικά της ύδατα, αποθέματα φυσικού αερίου και πετρελαίου αξίας ‘τουλάχιστον’ 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με μια νέα μελέτη που παρουσιάστηκε στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά...Το Reuters έχει επίσης επιβεβαιώσει αυτήν την ιστορία». Τον Νοέμβριο του 2014, οι κυβερνήσεις της Ελλάδας (υπό τον πρωθυπουργό Σαμαρά), της Κύπρου (υπό τον πρόεδρο Αναστασιάδη) και της Αιγύπτου (υπό τον πρόεδρο αλ Σίσι) συνομολόγησαν ένα πλέγμα Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ). Αυτή η εξέλιξη πιέζει και απομονώνει διπλωματικά και γεωοικονομικά τη νεοοθωμανική Τουρκία του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος είναι φίλος των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου και του ανατραπέντος από τον αλ Σίσι πρώην Αιγυπτίου προέδρου Μόρσι. Το κλειδί όμως στη διαμόρφωση και τη διαχείριση των ΑΟΖ των κρατών της Ανατολικής Μεσογείου επιδιώκει να το κρατά η ARAMCO. Η πετρελαϊκή εταιρεία ARAMCO βρίσκεται στο κέντρο του οικονομικού, νομισματικού και 67

ενεργειακού συστήματος που ονομάζεται καθεστώς του πετροδολαρίου και το οποίο αποτελεί την πεμπτουσία της ισχύος των ΗΠΑ και το θεμελιώδες υπόστρωμα του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού. Μέσω της ARAMCO εφαρμόζεται η κοινή οικονομική στρατηγική των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, αν και βεβαίως, κατά καιρούς, υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και του Ριάντ ως προς ορισμένες τακτικές κινήσεις. Ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα, αφού ανέτρεψε το καθεστώς Μουμπάρακ μέσω υποστηριζόμενης από τη Google κοινωνικής εξέγερσης, προωθούσε τη συνεργασία των ΗΠΑ με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Μόρσι, ηγετικό στέλεχος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία υποστηριζόταν δυναμικά από το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία, ευρισκόμενη σε ανταγωνισμό με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα της Αιγύπτου, υποστήριξε τον σημερινό πρόεδρο της Αιγύπτου, δηλαδή τον στρατηγό αλ Σίσι, ο οποίος ανέτρεψε την κυβέρνηση Μόρσι. Έτσι πλέον η Σαουδική Αραβία αποτελεί τον σημαντικότερο δίαυλο των αμερικανοαιγυπτιακών σχέσεων. Μάλιστα, το Ριάντ πρωτοστάτησε στη χρηματοδότηση διεθνούς προγράμματος οικονομικής στήριξης της αιγυπτιακής κυβέρνησης υπό τον αλ Σίσι. 68

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεδομένων, συνάγουμε ότι διεξάγεται ένας μεγάλος και πολυεπίπεδος ανταγωνισμός συμφερόντων μεταξύ επιχειρηματικών κολοσσών για την εκμετάλλευση των ΑΟΖ. Οι κυριότεροι ανταγωνιστές της ARAMCO είναι οι ρωσικές εταιρείες ενέργειας, με πρωταγωνίστρια την Gazprom, οι ιρανικές εταιρείες ενέργειας και οι τεξανικές εταιρείες ενέργειας. Ο στρατηγικός σκοπός της ARAMCO είναι να εξασφαλίσει την κυριαρχία της στις ΑΟΖ της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αιγύπτου και προκειμένου να το επιτύχει μπορεί μποϊκοτάρει, με ποικίλους τρόπους, τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των μεγάλων ενεργειακών κοιτασμάτων αυτών των τριών χωρών. Επίσης, η ARAMCO διαθέτει, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αίγυπτο και στην Κύπρο, ισχυρά συστήματα «τοπαρχών» που ελέγχουν σε μεγάλη έκταση το οικονομικό και πολιτικό σύστημα καθώς και τα ΜΜΕ αυτών των χωρών. Μάλιστα, σε περίπτωση που τα συμφέροντα της ARAMCO στην περιοχή απειληθούν σημαντικά ή δεν ικανοποιηθούν επαρκώς από κινήσεις των κυβερνήσεων της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αιγύπτου, το κατεστημένο της ARAMCO στην Ουάσινγκτον μπορεί να εξαπολύσει τη μαινόμενη (εναντίον

69

της Κύπρου και του αλ Σίσι) Άγκυρα να προβεί σε επιθετική ενέργεια εναντίον της Κύπρου. Η κυβέρνηση αλ Σίσι, που εκπροσωπεί τον άξονα ARAMCO, δήλωσε, στις 25 Νοεμβρίου 2014, δια στόματος του Αιγύπτιου υπουργού Πετρελαίων και Ορυκτών Πόρων, Σερίφ Ισμαήλ, ότι η Αίγυπτος είναι έτοιμη να εισάγει όσες ποσότητες φυσικού αερίου μπορεί να εξάγει η Κύπρος. Σε αυτήν τη δήλωση προέβη ο Σερίφ Ισμαήλ μετά από συνομιλίες με τον Κύπριο υπουργό Ενέργειας, Γιώργο Λακκοτρύπη, στη Λευκωσία, επισημαίνοντας επίσης ότι η επανεξαγωγή του κυπριακού φυσικού αερίου από την Αίγυπτο είναι μια επιλογή που μελετάται και ότι, κατά τις συνομιλίες των αντιπροσωπειών της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, συζήτησαν τις λεπτομέρειες για το πώς θα προχωρήσουν με την εξαγωγή φυσικού αερίου από το οικόπεδο «Αφροδίτη» στην κυπριακή ΑΟΖ προς την Αίγυπτο. Ουσιαστικά, πρόκειται για σχέδιο ελέγχου και διαχείρισης της κυπριακής ΑΟΖ από τον άξονα ARAMCO. Άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεωοικονομικό δρώμενο στην Ανατολική Μεσόγειο και την έντονη παρεμβατικότητα του συστήματος ARAMCO είναι η επιθετική στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας εναντίον του Ιράν. Η 70

σαουδαραβική κυβέρνηση είναι δυσαρεστημένη από τις θετικές εξελίξεις που συνέβησαν το 2014 στο πεδίο των σχέσεων του Ιράν με τη Νοτιοδυτική Ασία. Ειδικότερα, το 2014, το Ριάντ παρακολουθεί με ανησυχία για τα συμφέροντά του την πρόοδο που έχει συντελεστεί στις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν, την αντιμετώπιση του ISIS στο Ιράκ με τη συμβολή της Ιρανικής Επαναστατικής Φρουράς, η οποία παίζει αποφασιστικό ρόλο στην καταπολέμηση του ISIS, καθώς και την κατάρρευση της πολιτικής της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ και των ΗΠΑ στη Συρία, όπου έγινε προσπάθεια από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την ελεγχόμενη από την ARAMCO Ουάσινγκτον να ανατραπεί το καθεστώς Άσαντ μέσω τζιχαντιστών τρομοκρατών. Παράλληλα, το 2014, το Ριάντ παρακολουθεί, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, την Υεμένη να απομακρύνεται από τη δική του σφαίρα επιρροής. Η προσπάθεια του Ριάντ να υπονομεύσει και να χειραγωγήσει την επανάσταση του 2011 στην Υεμένη μέσω της δημιουργίας μιας κυβέρνησης αντιπάλων φυλών υπό τον πρώην δικτάτορα Αλί Αμπντουλάχ Σαλίχ έχει αποτύχει. Στην Υεμένη, οι Σιίτες αντάρτες Ζαΐντι , υπό τον Αμπντουλμαλίκ Αλ-Χούθι, ορκισμένοι εχθροί των Σαούντ, του 71

ουαχαμπιστικού ιερατείου και της Αλ Κάιντα, επέλασαν από τις ορεινές βάσεις τους στην πρωτεύουσα Σανάα και συνέβαλαν στη συγκρότηση μιας νέας κυβέρνησης συνεργασίας, εκκαθαρίζοντας παράλληλα τις νότιες περιοχές της Υεμένης από θύλακες της Αλ Κάιντα, που υποστηρίζονται από μέλη του σαουδαραβικού κατεστημένου. Μια ακόμη πηγή δυσαρέσκειας για το Ριάντ είναι το γεγονός ότι στις 9 και 10 Νοεμβρίου 2014, συναντήθηκαν ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, με τον Ιρανό ομόλογό του, Μοχαμάντ Γιαβάντ Ζαρίφ, προκειμένου να συζητήσουν σχετικά με τον τελικό κύκλο διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ιράν και των P5+1, που έχει καταληκτική ημερομηνία τις 24 Νοεμβρίου 2014. Η συνάντηση του Κέρι με τον Ζαρίφ έγινε στο Ομάν, μια ακόμη χώρα που απομακρύνεται από τη σαουδαραβική σφαίρα επιρροής. Το Ομάν έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια στη Σαουδική Αραβία με την πολιτική της στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου και ο σουλτάνος του Ομάν, Καμπούς, έχει δημιουργήσει φιλικούς δεσμούς με τον ύπατο ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Χαμενεΐ. Το Ριάντ και γενικότερα ο άξονας ARAMCO υπονομεύουν την εξομάλυνση των σχέσεων ΗΠΑ-Ιράν. Την τελευταία φορά που 72

συντελέστηκε πρόοδος στις σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν, τον Σεπτέμβριο του 2013, οδηγώντας σε άμεσες συζητήσεις μεταξύ των δύο χωρών και σε χαλάρωση κάποιων κυρώσεων των ΗΠΑ σε βάρος του Ιράν, η Σαουδική Αραβία απέσυρε, διαμαρτυρόμενη, τη συμμετοχή της από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, επέκρινε τη διεθνή κοινότητα επειδή δεν βομβάρδισε τη Συρία του Άσαντ και απείλησε να εφαρμόσει μονομερή πολιτική στη Συρία σε βάρος του καθεστώτος Άσαντ. Επίσης, η «μονομερής πολιτική» της Σαουδικής Αραβίας εκφράστηκε και μέσω της υποστήριξης παραγόντων του σαουδαραβικού κατεστημένου προς τις δυνάμεις του ISIS στο Ιράκ και τη Συρία. Επίσης, στις 3 Νοεμβρίου 2014, μεταμφιεσμένοι ένοπλοι τρομοκράτες σκότωσαν πέντε ανθρώπους στις σιιτικές περιοχές της ανατολικής Σαουδικής Αραβίας, δρώντας με τρόπο που φέρει τη σφραγίδα της Αλ Κάιντα και του ISIS, ενώ ένας ακτιβιστής υπέρ των δικαιωμάτων της σιιτικής μειονότητας στη Σαουδική Αραβία, ο σεΐχης Νιμρ Μπακίρ αλ-Νιμρ, έχει καταδικαστεί σε θάνατο.

73

3. Μυστική συμφωνία ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας για τη Συρία και το πετρέλαιο: «Σοκ και Δέος» στην αγορά του πετρελαίου Στο κέντρο του συστήματος του πετροδολαρίου βρίσκεται, εδώ και δεκαετίες, ο άξονας Ουάσινγκτον-Ριάντ, ή άξονας ARAMCO. Ως συνέπεια του συστήματος του πετροδολαρίου, αφενός το αμερικανικό δολάριο σώθηκε από την κρίση αξιοπιστίας που υπέστη στη δεκαετία του 1960, αφετέρου το πετρέλαιο κατέλαβε τη θέση του χρυσού, στο όνομα και χάριν του δολαρίου. Έτσι, μετά την κατάρρευση της πειθαρχίας που επέβαλλε ο κανόνας του χρυσού και την αντικατάσταση του χρυσού από το πετρέλαιο και το πετροδολάριο, η Federal Reserve απέκτησε τη δυνατότητα να τυπώνει όση ποσότητα δολαρίων θέλει και να τροφοδοτεί το τραπεζικό σύστημα με επιπλέον δολάρια (για την ιστορία και τη δομή αυτών των συστημάτων, βλ. το βιβλίο: Ν. Λάος, Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο, Αθήνα: Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2014). Τον Σεπτέμβριο του 2014, στο πλαίσιο του άξονα Ουάσινγκτον-Ριάντ, κατά τη συνάντηση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι με τον βασιλέα της Σαουδικής Αραβίας, πραγματοποιήθηκε μια μυστική συμφωνία 74

μεταξύ των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας σχετικά με τα ζητήματα της Συρίας, του «Ισλαμικού Κράτους» (ISIS, ή IS, ή ISIL) και της ενέργειας. Αυτή η μυστική συμφωνία αποσκοπεί στον έλεγχο των πηγών πετρελαίου και φυσικού αερίου ολόκληρης της περιοχής και στην αποδυνάμωση της Ρωσίας και του Ιράν μέσω της αύξησης της προσφοράς και της πτώσης της τιμής του σαουδαραβικού πετρελαίου. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη ωθεί τη Ρωσία να στραφεί στην Κίνα και γενικά στην Ευρασία για την αναζήτηση πελατών της ρωσικής ενέργειας, πράγμα που επίσης ανησυχεί τις ΗΠΑ. Ο ενεργειακός και γεωοικονομικός πόλεμος των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας εναντίον της Ρωσίας και του Ιράν φαίνεται από το γεγονός ότι, την ίδια ώρα που διεξάγονται στην περιοχή στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, η τιμή του πετρελαίου πέφτει αντί να ανεβαίνει. Από τον Ιούνιο του 2014, όταν το Ισλαμικό Κράτος αιφνιδιαστικά κατέλαβε τις πλούσιες σε πετρέλαιο περιοχές της Μοσούλης και του Κιρκούκ στο Ιράκ, μέχρι τον Οκτώβριο του 2014, η τιμή του αργού πετρελαίου Brent μειώθηκε κατά 20%, από 112 δολάρια το βαρέλι, σε περίπου 88 δολάρια. Και μάλιστα αυτή η μείωση της τιμής του αργού 75

πετρελαίου Brent, εν μέσω πολέμου στην καρδιά του πετρελαιοπαραγωγού κόσμου, πραγματοποιήθηκε χωρίς να έχει μειωθεί αντίστοιχα η ζήτηση πετρελαίου, ούτε στην Κίνα ούτε στις ΗΠΑ. Αυτό το φαινόμενο, που αντιβαίνει στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και στις αρχές της οικονομικής ψυχολογίας, οφείλεται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ και η παραδοσιακή σύμμαχός τους στον OPEC, Σαουδική Αραβία πλημμυρίζουν τις αγορές με υποτιμημένο πετρέλαιο, πυροδοτώντας πόλεμο τιμών εντός του OPEC, ενώ το Ιράν, πανικόβλητο, προβαίνει σε ανοικτές πωλήσεις («σορτάρισμα») του πετρελαίου στα χρηματιστήρια παραγώγων. Με την προσφορά πετρελαίου σε μεγάλη έκπτωση, οι Σαουδάραβες σκοπεύουν να κερδίσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στην Ασία και ειδικά στην Κίνα, όπου, τον Οκτώβριο του 2014, έφθασαν να προσφέρουν πετρέλαιο σε τιμές που κυμαίνονται μεταξύ 50 και 60 δολάρια το βαρέλι, ενώ, λίγους μήνες πριν, η αντίστοιχη τιμή κυμαινόταν στα 100 δολάρια (βλ. M. Rochan, «Crude Oil Drops Amid Global Demand Concerns», IB Times, October 11, 2014). Επιπλέον, η σαουδαραβική πολιτική εκπτώσεων είναι συντονισμένη με τη χρηματοοικονομική πολιτική του αμερικανικού υπουργείου 76

Οικονομικών, μέσω του Γραφείου Τρομοκρατίας και Χρηματοοικονομικής Κατασκοπείας του δευτέρου, καθώς και με μερικούς ισχυρούς παίκτες στις αγορές παραγώγων (derivatives) της Wall Street. Από τον Σεπτέμβριο του 2014 μέχρι τον Νοέμβριο του 2014, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, στο πλαίσιο του άξονα ARAMCO, ή άξονα του πετροδολαρίου, ώθησαν συστηματικά τις τιμές του πετρελαίου προς τα κάτω (βλ. το ακόλουθο διάγραμμα), προκειμένου αφενός να μειωθούν τα κρατικά έσοδα της Ρωσίας από την εξαγωγή ενέργειας, αφετέρου να ενισχυθεί το σύστημα του πετροδολαρίου. Παράλληλα, στο πλαίσιο του ενεργειακού πολέμου της αμερικανικής κυβέρνησης εναντίον του Κρεμλίνου, οι ΗΠΑ διατείνονται από καιρό ότι η εκμετάλλευση σχιστολιθικών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι μια επανάσταση η οποία θα πλήξει καίρια τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας και θα ενισχύσει σημαντικά την αμερικανική οικονομία.

77

Η χειραγωγούμενη πτώση των τιμών του αργού πετρελαίου από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο του 2014 (πηγή: Nasdaq):

Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο θα ήθελε η πολιτική προπαγάνδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ούτε τα σχιστολιθικά κοιτάσματα είναι πανάκεια, ούτε οι ενεργειακές εταιρείες του αμερικανικού Νότου έχουν την ίδια στρατηγική με τον άξονα ARAMCO και, τελικά, ούτε καν οι ΗΠΑ αντέχουν την πτώση των τιμών του πετρελαίου την οποία χειραγωγεί ο άξονας ARAMCO. Τον Οκτώβριο του 2014, στο Columbus του Οχάιο, συνεδρίασε η Διαπολιτειακή Ενιαία Επιτροπή Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου των ΗΠΑ (Interstate Oil and Gas Compact 78

Commission) και εξέλεξε τον νέο της πρόεδρο για το 2015. Στον αποχαιρετιστήριο λόγο του, ο αποχωρών πρόεδρος Φιλ Μπράιαντ (Phil Bryant), ο οποίος είναι κυβερνήτης της Πολιτείας του Μισισίπι και ρεπουμπλικανός, δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι η πτώση των τιμών του πετρελαίου είναι ευλογία για τη μεταποίηση και για εκείνους που μεταφέρουν αγαθά δια θαλάσσης και δια ξηράς, αλλά αυτή η εξέλιξη έχει δυσμενείς επιπτώσεις για την εκμετάλλευση των αποθεμάτων Tuscaloosa Marine Shale, που είναι ένα είδος ορυκτού από το οποίο παράγονται πετρελαϊκοί υδρογονάνθρακες και βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στη Λουιζιάνα. Αυτού του είδους οι μη συμβατικοί υδρογονάνθρακες εξορυγνύονται και αξιοποιούνται μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται υδραυλική ρωγμάτωση ή διάρρηξη (hydraulic fracturing ή fracking). Το πρόβλημα εκμετάλλευσης του Tuscaloosa Marine Shale αντανακλά το γενικότερο πρόβλημα εκμετάλλευσης κοιτασμάτων μη συμβατικών υδρογονανθράκων (πετρελαίου ή φυσικού αερίου) μέσω υδραυλικής ρωγμάτωσης ή διάρρηξης όταν οι τιμές του πετρελαίου είναι χαμηλές. Εξ ου και στην προαναφερθείσα ομιλία του, ο Φιλ Μπράιαντ είπε: «μισώ το γεγονός ότι πέφτει το πετρέλαιο...Δεν το φωνάζω αυτό, αλλά 79

το λέω σε αυτούς που βρίσκονται σε αυτήν την αίθουσα». Πράγματι, η διαδικασία υδραυλικής ρωγμάτωσης ή διάρρηξης είναι ακριβή και η βιωσιμότητά της, άρα και η βιωσιμότητα του σχεδίου αξιοποίησης σχιστολιθικών υδρογονανθράκων, συναρτάται με την πορεία της τιμής του πετρελαίου. Τον Οκτώβριο του 2014, το επιστημονικό ινστιτούτο Post Carbon Institute εξέδωσε μια μελέτη του με τίτλο «Κάνοντας Βαθύτερες Γεωτρήσεις: Ένας Πραγματικός Έλεγχος των Προβλέψεων της Κυβέρνησης των ΗΠΑ για μια Παρατεταμένη Ανάπτυξη του Στριμωγμένου Πετρελαίου και του Σχιστολιθικού Φυσικού Αερίου» («Drilling Deeper: A Reality Check on U.S. Government Forecasts for a Lasting Tight Oil & Shale Gas Boom»). Η εν λόγω μελέτη του Post Carbon Institute αναφέρει τα εξής: Πρώτον, ότι η βιωσιμότητα της βιομηχανίας των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων εξαρτάται από την ύπαρξη υψηλών τιμών πετρελαίου, ώστε αυτού του είδους οι γεωτρήσεις να έχουν οικονομικό νόημα. Δεύτερον, ότι οι προβλέψεις σχετικά με τους σχιστολιθικούς υδρογονάνθρακες είναι διογκωμένες και άρα μειωμένης αξιοπιστίας. Τρίτον, ότι η εφαρμογή της μεθόδου υδραυλικής ρωγμάτωσης ή διάρρηξης (fracking) προσκρούει 80

σε ανησυχίες για τους κινδύνους που εγκυμονεί για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον (η εξόρυξη του σχιστολιθικού αερίου με τη διαδικασία του fracking επιτυγχάνεται με την έγχυση στο υπέδαφος, υπό υπερυψηλή πίεση, μεγάλων ποσοτήτων νερού ανακατεμένου με άμμο και άλλα υγρά χημικά, σε βάθος που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα τρεις χιλιάδες μέτρα και άρα τα φυσικά υδάτινα αποθέματα που βρίσκονται στην περιοχή των γεωτρήσεων εξαντλούνται από την υπεράντληση εντείνοντας την απειλή για τα τοπικά οικοσυστήματα, αλλά ο χειρότερος εφιάλτης του fracking έχει να κάνει με τη διαχείριση των υγρών αποβλήτων που επιστρέφουν στην επιφάνεια όταν συμπληρωθεί ο κύκλος ζωής του πηγαδιού). Η Πολιτεία του Μισισίπι δεν είναι η μόνη που παρακολουθεί με ανησυχία την πτώση της τιμής του πετρελαίου. Στις 7 Νοεμβρίου 2014, το Bloomberg έγραψε ότι, λόγω της πτώσης της τιμής του πετρελαίου, έχει μειωθεί η παραγωγή σχιστολιθικών υδρογονανθράκων από το Τέξας μέχρι τη Γιούτα. Ο Νταν Ντίκερ (Dan Dicker), πρόεδρος της MercBloc Wealth Management Solutions, σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στο Bloomberg, στις 20 Νοεμβρίου 2014, δήλωσε ότι «όλοι προσπαθούν να περιγράψουν με ευχάριστο τρόπο την ικανότητά τους να 81

διαθέτουν πετρέλαιο στα 80 δολάρια, αλλά αυτά είναι φούμαρα». Στην ίδια συνέντευξή του στο Bloomberg, ο Νταν Ντίκερ πρόσθεσε: «Η σχιστολιθική επανάσταση δεν λειτουργεί στα 80 δολάρια, τελεία». Ο Ραλφ Ηντς (Ralph Eads), παγκόσμιος επικεφαλής του τομέα ενεργειακής επενδυτικής τραπεζικής της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Jefferies LLC, δήλωσε στο Bloomberg, στις 8 Οκτωβρίου 2014, ότι «εάν οι τιμές φθάσουν στα 80 δολάρια ή χαμηλότερα, τότε θα δούμε μείωση στη δραστηριότητα των γεωτρήσεων» και τότε θα βρισκόμαστε πλέον σε «αχαρτογράφητη περιοχή». Πράγματι, στις 25 Νοεμβρίου 2014, η τιμή του πετρελαίου Brent έπεσε στα 78,33 δολάρια το βαρέλι.

82

4. Κίνδυνοι για το δολάριο: CIA εναντίον Fed και US Treasury Η Σαουδική Αραβία προσφέρει φθηνό πετρέλαιο και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών μαζί με τη Fed τυπώνουν φθηνό χρήμα. Το αποτέλεσμα είναι πανικός στις αγορές. Ένας πανικός που αποκτά μομέντουμ από ημέρα σε ημέρα. Η Κίνα αγοράζει φθηνό πετρέλαιο, ενώ πλήττονται οικονομικά η Ρωσία και το Ιράν. Παράλληλα όμως, μέσω αυτού του εμπορικού πολέμου, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να εξαρτήσουν ενεργειακά την Κίνα, όσο περισσότερο γίνεται, από την ελεγχόμενη από την Ουάσινγκτον Σαουδική Αραβία και να περιορίσουν αντίστοιχα την ενεργειακή εξάρτηση της Κίνας από τη Ρωσία και το Ιράν. Επίσης, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και η Fed, μέσω της πολιτικής της «ποσοτικής διευκόλυνσης», επιχειρούν να μεταθέσουν τη χρηματοοικονομική φούσκα στην αγορά κρατικών ομολόγων και, μέσω swaps (συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων), να επιβάλλουν την κυριαρχία μιας χρηματοοικονομικής ολιγαρχίας σε ολόκληρη τη δολαριοζώνη και την ευρωζώνη. Από την άλλη πλευρά όμως, στην αρχή του 21ου αιώνα, κατέστη σαφές ότι το οικονομικό 83

σύστημα των ΗΠΑ διατρέχει σοβαρούς κινδύνους συστημικής κατάρρευσης και ειδικότερα ότι η Fed είναι αφερέγγυα ως προς την αγοραία υπόστασή της (insolvent on a market to market basis). Το δολάριο κινδυνεύει με κατάρρευση, όπως και το αμερικανικό χρηματιστήριο. Το χρηματοοικονομικό σύστημα είναι πηγή ασύμμετρων απειλών. Ένα παγκόσμιο τραπεζικό καρτέλ έχει αυτονομηθεί από τα εθνικά κράτη και τους λαούς, λειτουργεί αυτοτελώς και επιδιώκει να επιβάλλει τη δική του νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Αυτά τα καταγγέλλει πλέον, ακόμη και δημοσίως (και ενόρκως στην αμερικανική Γερουσία), η CIA, σημαντικά στελέχη της οποίας, όπως ο James Rickards (κορυφαίος σύμβουλος αμερικανικών κυβερνήσεων στο risk management), προβάλλουν ένσταση στο αναδυόμενο σύστημα χρηματοοικονομικής ολιγαρχίας (βλ. το βιβλίο: J. Rickards, The Death of Money, Portfolio Hardcover, 2014). Ειδικότερα ως προς την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, δηλαδή τη Fed, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι δεν είναι υπηρεσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται στον αμερικανικό ομοσπονδιακό νόμο περί ελεύθερης πληροφόρησης (Freedom of Information Act, 5 84

U.S.C. § 552), ο οποίος διέπει την πλήρη ή μερική δημοσιοποίηση πρώην διαβαθμισμένων πληροφοριών και εγγράφων που ελέγχονται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Οι δώδεκα περιφερειακές τράπεζες του συστήματος της Fed λειτουργούν περίπου σαν μια αλυσίδα ιδιωτικών επιχειρήσεων και η Fed εκδίδει μετοχές της που αγοράζονται από τις τράπεζες που έχουν στην ιδιοκτησία τους το σύστημα της Fed. Εκατό χρόνια μετά από την ίδρυσή της, η οποία έλαβε χώρα το 1913, είναι πλέον σαφές και γνωστό ότι η Fed ανήκει κατά 100 τοις εκατό σε ένα καρτέλ ιδιωτικών τραπεζών. Το ιδιωτικό τραπεζικό καρτέλ της Fed ελέγχει τις ροές κεφαλαίων της αμερικανικής κυβέρνησης χωρίς να ελέγχεται από το Κονγκρέσο, μέσω «πράξεων ανοικτής αγοράς» (open market operations), δηλαδή μέσω αγοραπωλησιών ομολόγων. Συγκεκριμένα, όταν η αμερικανική κυβέρνηση έχει ανάγκη χρηματοδότησης, εκδίδει ομόλογα και τα διαθέτει σε εμπόρους ομολόγων (bond dealers), που είναι επενδυτικές τράπεζες και τα δημοπρατούν. Όταν η Fed θέλει να αυξήσει την ποσότητα χρήματος (να δημιουργήσει χρήμα), αγοράζει ομόλογα από αυτούς τους εμπόρους ομολόγων με νεοεκδιδόμενα δολάρια, τα οποία αποκτά η Fed απλώς και μόνο με το να τα 85

εγγράφει στους ηλεκτρονικούς λογαριασμούς της, δηλαδή με το πάτημα ενός κουμπιού. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται πράξη ανοικτής αγοράς διότι η Fed αγοράζει τα ομόλογα στην ‘ανοικτή αγορά’ από τους εμπόρους ομολόγων και έτσι τα ομόλογα γίνονται τα ‘αποθεματικά’ (reserves) που χρησιμοποιεί το τραπεζικό σύστημα ώστε να στηρίξει επάνω σε αυτά τα δάνεια που χορηγεί. Επίσης, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως ‘κλασματικό αποθεματικό’ (fractional reserve), τα ίδια αποθεματικά δανείζονται πολλές φορές, ανάλογα με το πόσο επιδιώκεται να αυξηθεί η ρευστότητα. Αντίθετα, όταν επιδιώκεται μείωση της ποσότητας χρήματος, η Fed, στο πλαίσιο των πράξεων ανοικτής αγοράς, πωλεί ομόλογα. Όπως εξήγησε η διακεκριμένη Αμερικανίδα δικηγόρος Ellen Brown, σε άρθρο της που δημοσιεύθηκε στην ενημερωτική ιστοσελίδα http://www.webofdebt.com/, στις 7 Οκτωβρίου 2008, οι τόκοι που εισπράττει η Fed από τα ομόλογα που αποκτά με τα δολάρια που η ίδια εκδίδει χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν τα λειτουργικά έξοδα της Fed και να καταβληθεί μια εγγυημένη ετήσια απόδοση της τάξης του 6 τοις εκατό προς τις τράπεζες που είναι μέτοχοι της Fed (πηγή:

86

http://www.webofdebt.com/articles/time_to_buy _the_fed.php). Οι δέκα έξι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, περιλαμβανομένων της CIA, του FBI και των μυστικών υπηρεσιών του Στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, ανησυχούν για την πολιτική της Fed και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και έχουν ήδη αρχίσει να μελετούν και να αναλύουν τις συνέπειες που θα είχε η επέλευση του σεναρίου να πάψει το δολάριο να είναι το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα λόγω επέλευσης μιας πιθανής μεγάλης κρίσης αξιοπιστίας. Αυτό το σενάριο ισοδυναμεί με τη λήξη της παγκόσμιας οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ (όπως λ.χ. συντελέστηκε η πτώση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) και την έλευση μιας περιόδου χρηματοοικονομικής και ειδικά νομισματικής αναρχίας. Μέχρι την εγκαθίδρυση της παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του 1990, η CIA δεν είχε τομέα αρμόδιο για τις κεφαλαιαγορές. Μετά από τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, υπάρχει πλέον τέτοιος τομέας στη CIA διότι έχει συνειδητοποιηθεί ότι η κεφαλαιαγορά είναι πηγή ασύμμετρων απειλών. Η CIA, στο πλαίσιο του προγράμματος με την κωδική ονομασία «Project

87

Prophecy», προέβη σε εκτεταμένη ενσωμάτωση και αξιοποίηση τεχνογνωσίας από τη Wall Street. Στη διάρκεια της περιόδου της μεγάλης ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας, δηλαδή στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, για κάθε ένα δολάριο χρέους που δημιουργούνταν, παραγόταν οικονομική μεγέθυνση (αύξηση του ΑΕΠ) της τάξης των 2,41 δολαρίων. Την εποχή του στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980, για κάθε ένα δολάριο χρέους που δημιουργούνταν, παραγόταν οικονομική μεγέθυνση (αύξηση του ΑΕΠ) ύψους 0,41 του δολαρίου. Σήμερα, η τιμή αυτή έχει κατρακυλήσει στα 3 σεντς, δηλαδή, το 2014, για κάθε ένα δολάριο χρέους που δημιουργείται, παράγεται οικονομική μεγέθυνση (αύξηση του ΑΕΠ) ύψους 0,03 του δολαρίου. Η Fed όμως συνεχίζει να τυπώνει χρήμα και να ακολουθεί μια απερίσκεπτη νομισματική πολιτική, στη «γραμμή» της οποίας κινείται και ο Μάριο Ντράγκι ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Άλλωστε, στο πλαίσιο της επιβολής ενός τραπεζικού καρτέλ σε ολόκληρο τον ευρωατλαντικό γεωοικονομικό χώρο, το σύστημα της κεντρικής τραπεζικής των ΗΠΑ (Federal Reserve System) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB) θέσπισαν, τον 88

Δεκέμβριο του 2007, την πρώτη γραμμή swap δολαρίου/ευρώ, ώστε οι ευρωπαϊκές τράπεζες να πληρώνουν σε δολάρια ενυπόθηκα αξιόγραφα (mortgage-backed securities). Επίσης, το Φθινόπωρο του 2011, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Τράπεζα της Αγγλίας, η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η Τράπεζα της Ελβετίας και η Τράπεζα του Καναδά, δηλαδή οι λεγόμενοι «μεγάλοι έξι» (big six), συμφώνησαν να συντονίσουν τις δράσεις τους μεταξύ τους ως προς τη διαμόρφωση και διαχείριση της παγκόσμιας ρευστότητας. Ένα πολύπλοκο σύστημα, συγκεκριμένα το χρηματοοικονομικό, γίνεται όλο και μεγαλύτερο («φουσκώνει»), με αποτέλεσμα να αυξάνεται εκθετικά ο κίνδυνος. Ενώ συσσωρεύονται δυνάμεις που τείνουν να επιφέρουν την κατάρρευση του δολαρίου και της αμερικανικής κεφαλαιαγοράς, η Fed χρησιμοποιεί προπαγάνδα και ψέματα περί θετικών οικονομικών προοπτικών. Στη δε Ευρώπη, η πρόθεση του σχεδίου Ντράγκι έχει ορθώς περιγραφεί σε μια οικονομική έκθεση την οποία συνέταξε ο στρατηγικός αναλυτής της Deutsche Bank, Jim Reid και δόθηκε στη δημοσιότητα στις 11 Σεπτεμβρίου 2014: «Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών η παγκόσμια οικονομία έχει κυλήσει από φούσκα σε φούσκα» και τώρα η 89

φούσκα «έχει μεταναστεύσει στην αγορά ομολόγων». Βεβαίως, μπορείς να τυπώνεις όσο χρήμα θέλεις, όπως κάνει η Fed, αλλά αν οι άνθρωποι δεν το δανείζονται και δεν το ξοδεύουν, τότε η οικονομία θα καταρρεύσει. Ας σκεφθούμε το εξής παράδειγμα: έστω ότι το βράδυ βγαίνω έξω για φαγητό, αφήνω ένα δολάριο φιλοδώρημα στη σερβιτόρα, η σερβιτόρα, με το δολάριο του φιλοδωρήματός μου, παίρνει ταξί για να επιστρέψει στο σπίτι της και ο ταξιτζής, με το δολάριο που του έδωσε η σερβιτόρα, βάζει βενζίνη. Σε αυτό το παράδειγμα, το ίδιο ποσό δολαρίου που ξόδεψα υποστήριξε χρηματοοικονομικά τρεις οικονομικές πράξεις: το φιλοδώρημα, τη μίσθωση ταξί και την αγορά βενζίνης. Άρα, όπως λέμε στην οικονομική επιστήμη, είχε ταχύτητα κυκλοφορίας (velocity) 3. Τι θα συμβεί όμως αν δεν αισθάνομαι καλά και μείνω στο σπίτι, βλέποντας τηλεόραση και μη ξοδεύοντας τίποτε; Τότε η ταχύτητα κυκλοφορίας των χρημάτων μου είναι μηδέν. Αφήνω τα χρήματα στην τράπεζα ή δεν τα ξοδεύω. Ας δούμε τι συμβαίνει στις ΗΠΑ με την ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος: τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, κυμαινόταν περίπου, κατά μέσο όρο, στο 1,7, αυξήθηκε στη 90

δεκαετία του 1990 και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ανήλθε στο 2,2, αλλά, από το 2000 και μετά, άρχισε να μειώνεται, μέχρι που, το 2014, έφθασε περίπου στο 1,3. Η ραγδαία πτώση της ταχύτητας της κυκλοφορίας χρήματος στις ΗΠΑ σήμερα είναι παρόμοια με εκείνη που συνέβη στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1920, λίγο πριν τη Μεγάλη Ύφεση, που ξέσπασε το 1929. Τότε, όπως και το 2014, η ταχύτητα της κυκλοφορίας χρήματος στις ΗΠΑ ήταν 1,3. Το χρήμα που τυπώνει η Fed κινείται σε στενό κύκλο μεταξύ ενός τραπεζικού καρτέλ μέσω swaps. Εξ ου και δεν επέρχεται αύξηση της ταχύτητας της κυκλοφορίας του χρήματος. Επίσης, η μόχλευση του χρέους (leveraged debt) της Fed είναι ωρολογιακή βόμβα. Οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους, οι απώλειες από τα προγράμματα χρηματοοικονομικής διάσωσης επιβαρύνουν τις τράπεζες, οι τράπεζες καθίστανται αφερέγγυες και τελικά η κεντρική τράπεζα, εν προκειμένω η Fed, αναλαμβάνει όλο τον κίνδυνο, φθάνοντας στο χείλος της κατάρρευσης. Οι κεντρικοί τραπεζίτες λένε ότι αυτό δεν πειράζει διότι η κεντρική τράπεζα δεν έχει ανάγκη κεφαλαίου, εφόσον αυτή καθορίζει την ποσότητα χρήματος. Αυτό είναι ψέμα.

91

Το 2014, η Fed έχει πλέον αυξήσει την κεφαλαιακή της βάση σε 56,2 δις δολάρια. Για να την αξιολογήσουμε, πρέπει να συγκρίνουμε αυτό το κεφάλαιο με τον ισολογισμό της. Το χρέος που βρίσκεται σήμερα στα λογιστικά βιβλία της Fed είναι 4,3 τρις δολάρια. Άρα, η Fed έχει υποχρεώσεις ύψους 4,3 τρις δολαρίων που «κάθονται» επάνω σε μια κεφαλαιακή βάση 56,2 δις δολαρίων. Πρόκειται για μια πολύ ασταθή κατάσταση. Η μόχλευση του χρέους (leveraged debt) της Fed είναι ωρολογιακή βόμβα: πριν το 2008, η μόχλευση ήταν περίπου 22 προς 1, δηλαδή υπήρχαν 22 δολάρια χρέους εγγεγραμμένα στα λογιστικά βιβλία της Fed για κάθε 1 δολάριο, ενώ σήμερα η μόχλευση είναι 77 προς 1. Έχει μεν αυξηθεί η κεφαλαιακή βάση της Fed, αλλά το χρέος και γενικά το παθητικό της έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο από την κεφαλαιακή βάση της. Αυτή η τραγικά απειλητική κατάσταση της αμερικανικής χρηματοοικονομικής φούσκας επιδεινώνεται από την αρνητική εξέλιξη του λεγόμενου Δείκτη Δυστυχίας (Misery Index). Πρόκειται για το άθροισμα του ποσοστού της ανεργίας και του πληθωρισμού. Αυτά τα δύο ποσοστά προστίθενται μεταξύ τους και το

92

άθροισμά τους απεικονίζεται σε ένα γράφημα που δείχνει την εξέλιξή του στον χρόνο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αυτός ο δείκτης κυμαινόταν περίπου στο 10, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ανήλθε περίπου στο 20, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 και μετά κυμαίνεται στην περιοχή του 30. Συγκεκριμένα, σήμερα, ο Δείκτης Δυστυχίας στις ΗΠΑ είναι περίπου 32,89. Αξίζει να σημειωθεί, για να έχουμε ένα ακόμη χρήσιμο μέτρο σύγκρισης, ότι την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, ο Δείκτης Δυστυχίας στις ΗΠΑ ήταν περίπου 27. Εν έτι 2014, στις ΗΠΑ, υπάρχουν φαινόμενα μαζικής ένδειας και ανεργίας. Συγκεκριμένα, υπάρχουν περίπου 50 εκατομμύρια πολίτες των ΗΠΑ που ζουν με κουπόνια φαγητού (food stamps), ενώ η πραγματική ανεργία στις ΗΠΑ ανέρχεται στο 23 τοις εκατό. Ο κοινωνικός ιστός διαλύεται. Σε αντίθεση με τη στενή έννοια της ανεργίας (όπου ακόμη και με μια ώρα απασχόλησης κάποιος δεν λογίζεται ως άνεργος), η «πραγματική ανεργία» είναι πολύ πιο ακριβής και αξιόπιστος τρόπος μέτρησης και αξιολόγησης της ανεργίας. Στην «πραγματική ανεργία» (real unemployment), το Γραφείο Εργασιακής Στατιστικής (Bureau of Labor Statistics) των ΗΠΑ ορθώς συνυπολογίζει 93

εκείνους τους μερικώς απασχολούμενους που θα ήθελαν (αλλά δεν βρίσκουν) θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης, τους ανασφάλιστους εργαζόμενους και άλλους τύπους περιθωριακών μορφών απασχόλησης. Με βάση τα οικονομετρικά δεδομένα, οι ΗΠΑ και ο ευρωατλαντικός γεωοικονομικός χώρος γενικότερα, το 2014, βρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια (ή και χειρότερη) με εκείνη της λεγόμενης «Μακράς Ύφεσης» (Long Depression), που διήρκεσε από το 1870 μέχρι το 1900 και την ακολούθησαν, μετά από λίγο, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η λεγόμενη «Μεγάλη Ύφεση» (Great Depression), η οποία διήρκεσε από το 1929 μέχρι το 1940, οπότε ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Από την αρχή της δεκαετίας του 2010, κατέστη σαφές ότι οι ΗΠΑ μπορεί να πληγούν από ένα χρηματοοικονομικό «Περλ Χάρμπορ», καθότι έχουν σοβαρές συστημικές οικονομικές αδυναμίες και είναι ευάλωτες σε απειλές από καρτέλ τραπεζιτών και funds, που μπορεί να σχεδιάζουν τη δική τους νέα παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων. Η ηγεμονία του δολαρίου μπορεί να καταρρεύσει άμεσα και το αμερικανικό χρηματιστήριο μπορεί να υποστεί μια δραματική πτώση της τάξης του 70 τοις εκατό. Εξ ου και πλέον, στις ΗΠΑ, η 94

κεφαλαιαγορά και η νομισματική πολιτική παρακολουθούνται και αναλύονται συστηματικά από τη CIA και το Πεντάγωνο. Η προαναφερθείσα επικίνδυνη για τις ΗΠΑ κατάσταση, μετά μάλιστα από την εκκίνηση της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008, οδηγεί τις ΗΠΑ σε επιθετική γεωστρατηγική, τόσο με οικονομικά όσο και με στρατιωτικά μέσα. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επιλέγουν να αντιμετωπίσουν τα δομικά τους οικονομικά προβλήματα με επιθετική εξωτερική πολιτική, η οποία εκδηλώνεται με επιχειρήσεις οικονομικού πολέμου, με στρατιωτικές επεμβάσεις, με χειραγώγηση τρομοκρατικών οργανώσεων (ιδίως στον αραβοϊσλαμικό κόσμο), καθώς και με επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτος σε διάφορες χώρες. Ο πόλεμος (οικονομικός και στρατιωτικός) αποβαίνει παράγων και προϋπόθεση επιβίωσης για τη χρηματοοικονομική ελίτ και το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ και γενικότερα του ευρωατλαντικού γεωπολιτικού πόλου.

95

5. Η χειραγώγηση των τιμών του πετρελαίου Σύμφωνα με τον Ρασίντ Αμπανμί (Rashid Abanmy), πρόεδρο του εδρεύοντος στο Ριάντ Κέντρου Σαουδαραβικής Πετρελαϊκής Πολιτικής και Στρατηγικών Προσδοκιών (Saudi Arabia Oil Policies and Strategic Expectations Center), η δραματική πτώση των τιμών του πετρελαίου οφείλεται στην πολιτική της Σαουδικής Αραβίας, του μεγαλύτερου παραγωγού πετρελαίου στον OPEC (βλ. Nihan Cabbaroglu, «Saudi Arabia to pressure Russia Iran with price of oil», 10 October 2014, Turkish Anadolu Agency). Η αιτία που δηλώνεται δημοσίως για αυτήν την πολιτική της Σαουδικής Αραβίας είναι ότι το Ριάντ αναζητεί νέες αγορές. Όμως, σύμφωνα με τον Ρασίντ Αμπανμί, η βαθύτερη αιτία είναι ότι η Σαουδική Αραβία, στο πλαίσιο του άξονα του πετροδολαρίου μεταξύ Ουάσινγκτον και Ριάντ, με την πολιτική φθηνού πετρελαίου, αποσκοπεί στο να πιέσει το Ιράν για να παραιτηθεί από το πυρηνικό του πρόγραμμα και ακόμη να πιέσει τη Ρωσία για να πάψει να υποστηρίζει το καθεστώς Άσαντ στη Συρία. Αξίζει να σημειωθεί ότι περισσότερο από το 50% των κρατικών εσόδων της Ρωσίας προέρχεται από την εξαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. 96

Η χειραγώγηση των τιμών του πετρελαίου από τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία αποσταθεροποιούν σημαντικούς αντιπάλους της παγκοσμιοποιητικής πολιτικής των ΗΠΑ. Στο στόχαστρο βρίσκονται η Συρία και το Ιράν, αλλά επιδιώκεται επίσης αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία, καθώς, μέσω του οικονομικού πολέμου στο πεδίο της ενέργειας και μέσω του πολιτικοστρατιωτικού πολέμου στην Ουκρανία, όπου το ΝΑΤΟ επιδιώκει να επεκταθεί, η Ουάσινγκτον αποσκοπεί στην κατάρρευση της κυβέρνησης Πούτιν και στην επιβολή αλλαγής καθεστώτος στη Ρωσία, ώστε η Ρωσία να ενσωματωθεί στην εκπορευόμενη και ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ παγκόσμια τάξη πραγμάτων και να διασπασθεί σε συνομόσπονδα κράτη. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία, αφενός, μέσω των BRICS (οικονομικός συνασπισμός Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Νότιας Αφρικής), επιδιώκει να δημιουργήσει εναλλακτικό χρηματοοικονομικό, νομισματικό, εμπορικό και ενεργειακό πόλο, αφετέρου, μέσω της ρωσικής στρατιωτικής και γεωπολιτικής ισχύος, διεκδικεί τον φυσικό της γεωπολιτικό ρόλο ως καρδιά του γεωπολιτικού πόλου της ξηράς («Heartland»), δηλαδή ως γεωπολιτικού κέντρου βάρους της Ευρασίας. Παράλληλα, στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής ασφάλειας, η 97

Ρωσία επιδιώκει να διατηρήσει την ενότητα του τεράστιου γεωγραφικά και πολυεθνοτικού ρωσικού κράτους, να αποτρέψει τη δράση, στο εσωτερικό της, υποστηριζόμενων από τη Δύση υπονομευτικών μη κυβερνητικών οργανώσεων και ακτιβιστών, καθώς και να αποτρέψει την ανεξέλεγκτη δράση ολιγαρχών στα ΜΜΕ, προκειμένου η κυρίαρχη τάση των ρωσικών ΜΜΕ να είναι πατριωτική.

98

6. Η μυστική γεωοικονομική στρατηγική ΚέριΑμπντάλα Στις 11 Σεπτεμβρίου 2014, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι συνάντησε τον Σαουδάραβα βασιλέα Αμπντάλα στο παλάτι του δεύτερου στην Ερυθρά Θάλασσα. Ο Αμπντάλα προσκάλεσε στη συνάντηση και τον πρώην αρχηγό των σαουδαραβικών μυστικών υπηρεσιών, πρίγκηπα Μπαντάρ. Σε εκείνη τη συνάντηση, συμφωνήθηκε ότι η Σαουδική Αραβία θα βοηθήσει στις αεροπορικές επιθέσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, με αντάλλαγμα ότι η Ουάσινγκτον θα βοηθήσει το Ριάντ να ανατρέψει το καθεστώς Άσαντ στη Συρία, που είναι σύμμαχος της Ρωσίας και του Ιράν και εμποδίζει τα σχέδια της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων για τον έλεγχο της αγοράς ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για τη διάλυση της οικονομικά αξιοζήλευτης ενεργειακής συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Σαουδική Αραβία εξασφάλισε τη συναίνεση των ΗΠΑ για την εκπαίδευση και χρηματοδότηση νέων τζιχαντιστικών τρομοκρατικών δυνάμεων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στον πόλεμο εναντίον του 99

Άσαντ στη Συρία (βλ. Adam Entous and Julian E. Barnes, «Deal With Saudis Paved Way for Syrian Airstrikes: Talks With Saudi Arabia Were Linchpin in U.S. Efforts to Get Arab States Into Fight Against Islamic State», Wall Street Journal, September 24, 2014). Μέσω του πολέμου τιμών στην αγορά πετρελαίου, η Σαουδική Αραβία επιχειρεί να εξασφαλίσει την απόλυτη υπεροχή του σουνιτικού και ειδικότερα του ουαχαμπιστικού ισλαμικού πόλου έναντι του σιιτικού ισλαμικού πόλου (όπου ηγείται το Ιράν) και έναντι των Αλαουιτών του Άσαντ στη Συρία. Επίσης, τα εμιράτα του Περσικού Κόλπου, το Κουβέιτ και το Κατάρ προσυπογράφουν τον φορμαλιστικό και φονταμενταλιστικό σουνιτισμό των Ουαχαμπιστών της Σαουδικής Αραβίας, από τον οποίο μάλιστα προέρχονται και οι Ταλιμπάν. Τον Ιούλιο του 2011, οι κυβερνήσεις της Συρίας, του Ιράν και του Ιράκ υπέγραψαν μια ιστορική συμφωνία για τη δημιουργία ενός τριμερούς αγωγού φυσικού αερίου, εν μεσω του πολέμου που διεξάγουν το ΝΑΤΟ, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ για την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία. Ο αγωγός φυσικού αερίου μεταξύ της Συρίας, του Ιράν και του Ιράκ θα μεταφέρει ιρανικό φυσικό αέριο από το ιρανικό λιμάνι Ασαλούγιεχ, στη Δαμασκό 100

μέσω Ιράκ. Αυτή η συμφωνία, αν υλοποιηθεί, θα μπορεί να καταστήσει τη Συρία μείζονα ενεργειακό κόμβο και κέντρο διαχείρισης και διάθεσης των ενεργειακών κοιτασμάτων του Λιβάνου. Πρόκειται για έναν γεωπολιτικά στρατηγικής σημασίας χώρο, που καλύπτει το Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία και τον Λίβανο. Όπως έγραψε ο ανταποκριτής των Asia Times, Πέπε Εσκομπάρ, «ο αγωγός Ιράν-Ιρακ-Συρίας, αν κατασκευασθεί κάποτε, θα μπορούσε να παγιώσει έναν ως επί το πλείστον σιιτικό άξονα μέσω ενός οικονομικού ατσάλινου ομφάλιου λώρου» (βλ. Pepe Escobar, «Why Qatar Wants to Invade Syria», Asia Times, September 27, 2012). Μάλιστα, το Ιράν προτίθεται να επεκτείνει τον αγωγό Ιράν-Ιρακ-Συρίας και σε λιμάνι του Λιβάνου στη Μεσόγειο, ώστε έτσι να προωθείται ιρανικό φυσικό αέριο στις ευρωπαϊκές αγορές. Επίσης, λίγο μετά από την υπογραφή της συμφωνίας του αγωγού Ιράν-Ιρακ-Συρίας, στις 16 Αυγούστου 2011, το υπουργείο Πετρελαίου της συριακής κυβέρνησης του Μπασάρ αλΆσαντ ανακοίνωσε την ανακάλυψη σημαντικού πηγαδιού φυσικού αερίου στην περιοχή Καράχ της κεντρικής Συρίας, κοντά στην περιοχή Χορμς. Η ρωσική Gazprom ανέλαβε το έργο εκμετάλλευσης αυτού του κοιτάσματος.

101

Τα ανωτέρω δεδομένα στην πολιτική ενέργειας του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας και του Λιβάνου αποτελούν στρατηγική πρόκληση για τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. Μάλιστα, το Κατάρ είναι σήμερα ο μεγαλύτερος εξαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), με αποδέκτες κυρίως ασιατικές χώρες και επιδιώκει να κερδίσει όσο μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στην Ευρώπη γίνεται. Γι’ αυτό, τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και το Κατάρ, επιθυμούν διακαώς να ανατρέψουν τη φιλοϊρανική κυβέρνηση Άσαντ στη Συρία. Το 2009, το Κατάρ είχε προσεγγίσει τον Σύρο πρόεδρο Άσαντ, προτείνοντάς του την κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου από το βόρειο οικόπεδο του Κατάρ, με κατεύθυνση στην Τουρκία και τελικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ο Άσαντ προτίμησε να διατηρήσει τη φιλία και τη συνεργασία του με τη ρωσική Gazprom και επίσης προέβη σε συμφωνία κατασκευής αγωγού φυσικού αερίου με το Ιράν και το Ιράκ. Σήμερα, οι υποστηριζόμενοι από τις ΗΠΑ πόλεμοι στη Συρία και στην Ουκρανία αποτελούν δύο μέτωπα του ίδιου στρατηγικού πολέμου του ατλαντικού γεωπολιτικού πόλου εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας, με τελικό σκοπό την αποτροπή της ανάδειξης ευρασιατικού γεωπολιτικού πόλου, αντιπάλου προς την ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ «Νέας Παγκόσμιας 102

Τάξης». Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, το Ισραήλ και η Τουρκία επιχειρούν να διαχειριστούν τον τζιχαντισμό ως πρόσχημα για να δικαιολογήσουν επιθετικές ενέργειές τους προς ίδιον όφελος.

103

7. Ένα πανόραμα χάους στον αραβοϊσλαμικό κόσμο Η τζιχαντιστική τρομοκρατία γενικά και η Αλ Κάιντα ειδικότερα αποτελούν πολυεργαλεία για την άσκηση γεωστρατηγικής πολιτικής. Η ίδια η Αλ Κάιντα είναι συνέπεια του γεγονότος ότι, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Δύση δημιούργησε και χρησιμοποίησε τζιχαντιστές για να υπονομεύσει τη Σοβιετική Ένωση στο Αφγανιστάν και ευρύτερα στην Κεντρική Ασία. Ο πρώην Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ρόμπιν Κουκ (Robin Cook), σε άρθρο του με θέμα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Guardian, στις 8 Ιουλίου 2005, έγραψε ότι, αρχικά, ο όρος Αλ Κάιντα (που κυριολεκτικά σημαίνει «βάση δεδομένων») ήταν η ονομασία ενός ηλεκτρονικού αρχείου που περιείχε προσωπικά στοιχεία χιλιάδων Μουτζαχεντίν, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί και εκπαιδευτεί με τη βοήθεια της CIA για να πολεμήσουν εναντίον των Σοβιετικών. Το κίνημα «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ», γνωστό με το ακρωνύμιο ISI (Islamic State of Iraq) και ως «Αλ Κάιντα στο Ιράκ» (AQI, δηλαδή Al Qaeda in Iraq), είναι ο ιρακινός 104

βραχίονας της διεθνούς Αλ Κάιντα. Τον Μάιο του 2010, αρχηγός του ISI ανακηρύχθηκε ο Αμπού Μπακρ Αλ‐Μπαγκνταντί (Abu Bakr Al‐Baghdadi), καθώς ο προκάτοχός του, Αμπού Ομάρ Αλ‐Μπαγκνταντί, σκοτώθηκε σε μια πολεμική επιχείρηση στο Ιράκ (βλ. A. Shadid, «Iraqui Insurgent Group Names New Leaderw», The New York Times, 16 May 2010). Το 2013, το ISI επεκτάθηκε στη Συρία. Τον Απρίλιο του 2013, ο Αμπού Μπακρ Αλ‐Μπαγκνταντί ανακοίνωσε την ίδρυση του κινήματος «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε» (Islamic State of Iraq and the Levant), ISIL, το οποίο συχνά μεταφράζεται από τα αραβικά και ως «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και τη Συρίας» (Islamic State in Iraq and Syria), ISIS. Ως αρχηγός του ISIS πλέον, ο Αλ‐Μπαγκνταντί ανακοίνωσε ότι, στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, το τζιχαντιστικό μέτωπο Τζαμπάτ αλ‐Νούσρα (Jabhat al‐Nusra) αποτελεί προέκταση του ISI στη Συρία και ότι τώρα συγχωνεύθηκε με το ISIS. Τον Ιούνιο του 2014, το ISIS ανακοίνωσε την ίδρυση ενός χαλιφάτου και ο Αλ‐Μπαγκνταντί αυτοανακηρύχθηκε χαλίφης. Το πρώην στέλεχος της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας NSA (National Security Agency), Έντουαρντ Σνόουντεν (Edward 105

Snowden), ο οποίος το 2013 έλαβε πολιτικό άσυλο στη Ρωσία, αποκάλυψε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία βρετανικές και αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες καθώς και η ισραηλινή μυστική υπηρεσία Mossad συνεργάστηκαν από κοινού για να δημιουργήσουν το τζιχαντιστικό κίνημα «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και τη Συρία», ISIS. Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που έδωσε ο Σνόουντεν, η πολιτική εθνικής ασφαλείας του Κράτους του Ισραήλ περιλαμβάνει τη δημιουργία εχθρών στα σύνορά του. Μάλιστα, ο Αμπού Μπακρ Αλ‐Μπαγκνταντί έλαβε εντατική στρατιωτική εκπαίδευση για έναν ολόκληρο χρόνο στη Mossad (για περισσότερες πληροφορίες, βλ. το βιβλίο: Ν. Λάος, Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο, Αθήνα: Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2014). Επίσης, τη σχέση του Αμπού Μπακρ Αλ‐Μπαγκνταντί και του ISIS με ‘μαύρες επιχειρήσεις’ της CIA και του NATO επιβεβαίωσε ο βραβευμένος γεωπολιτικός αναλυτής Ουίλιαμ Ένγκνταλ (William Engdahl), σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του ενημερωτικού καναλιού RT στις 24 Ιουνίου 2014 (βλ. http://rt.com/op‐edge/168064‐isisterrorism‐usa‐ci a‐war/). Στην αποσταθεροποίηση του Ιράκ από τις ΗΠΑ, η CIA συνεργάζεται με τις μυστικές 106

υπηρεσίες της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ και της Τουρκίας. Ειδικά σχετικά με την Τουρκία, πρέπει να επισημάνουμε ότι επιχειρεί να ελέγξει το κουρδικό κίνημα, αφενός επειδή υπάρχουν Κούρδοι αυτονομιστές εντός της Τουρκίας, τους οποίους το τουρκικό καθεστώς θέλει να εξαλείψει, αφετέρου επειδή η Άγκυρα επιδιώκει να χειραγωγήσει τους Κούρδους στο Ιράκ και στη Συρία. Συγκεκριμένα, για να καταπολεμήσει τις δυνάμεις του συριακού κουρδικού κινήματος PYD (Κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης), το οποίο δρα στα σύνορα μεταξύ της Τουρκίας και της Συρίας και αποτελεί απειλή για την Άγκυρα, η τουρκική κυβέρνηση, το 2013, βοήθησε στη δημιουργία μιας τζιχαντιστικής κουρδικής ταξιαρχίας με την επωνυμία Κατιμπάτ αλ‐Ταλιμπάν (Katibat al‐Taliban), γνωστή ως KaT. Οι μαχητές της KaT είναι πάμπτωχοι, απελπισμένοι νεαροί Κούρδοι οι οποίοι αμείβονται με περίπου χίλια δολάρια όταν συμμετέχουν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Οι μαχητές της KaT αποστέλλονται από την Άγκυρα να πολεμήσουν εναντίον του συριακού κουρδικού κινήματος PYD στα σύνορα Τουρκίας‐Συρίας και εναντίον της συριακής κυβέρνησης του Άσαντ. Στη θρησκευτική εκπαίδευση μαχητών της KaT, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο και κουρδικά θρησκευτικά 107

σχολεία τα οποία έχουν ιδρύσει οπαδοί του Τούρκου ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν (Fethullah Gülen). Επίσης, το Ισραήλ αναμειγνύεται στην ευρύτερη αποσταθεροποίηση της περιοχής μέσω της τρομοκρατίας, δημιουργώντας κανάλια, μέσω των υψιπέδων του Γκολάν, για την υποστήριξη των δυνάμεων που συνδέονται με την Αλ Κάιντα και μάχονται εναντίον του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία καθώς επίσης και για την υποστήριξη αυτονομιστών Κούρδων ανταρτών στη Συρία και το Ιράκ. Στρατηγικός στόχος του Ισραήλ είναι η διάσπαση του Ιράκ και της Συρίας, όπως και του Λιβάνου, σε επιμέρους αποδυναμωμένα και διαχειρίσιμα κρατίδια επί τη βάσει εθνοτικών και θρησκευτικών διαφορών, καθώς και η υποδαύλιση μιας αέναης αντιπαράθεσης μεταξύ των σουνιτικών δυνάμεων και του Ιράν, που είναι ο ηγέτης του σιιτικού συνασπισμού. Ο Οντέντ Γινόν (Oded Yinon), Ισραηλινός δημοσιογράφος, στρατηγικός σύμβουλος του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών και στενά συνδεδεμένος με το ισραηλινό κόμμα Λικούντ και με Αμερικανούς νεοσυντηρητικούς, έχει διατυπώσει ωμά και κυνικά τη σιωνιστική στρατηγική στο σύγγραμμά του με τίτλο Μια Στρατηγική για το Ισραήλ στη Δεκαετία του 1980 108

(A Strategy for Israel in the Nineteen Eighties), το οποίο αρχικά δημοσιεύθηκε στα εβραϊκά στο περιοδικό Kivunim (τεύχος 14, Φεβρουάριος 1982), το οποίο εκδίδεται στην Ιερουσαλήμ από τον Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό (World Zionist Organization). Στο προαναφερθέν σύγγραμμά του, γνωστό και ως «Σχέδιο Γινόν», ο Γινόν γράφει (κατά λέξη) τα εξής για το γεωστρατηγικό όραμα του Σιωνισμού: «Η συνολική αποσύνθεση του Λιβάνου σε πέντε περιφερειακές τοπικές κυβερνήσεις αποτελεί το προηγούμενο για ολόκληρο τον αραβικό κόσμο...Η διάλυση της Συρίας, και αργότερα του Ιράκ, σε περιφέρειες εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων ακολουθώντας το παράδειγμα του Λιβάνου αποτελεί τον μακροπρόθεσμο στόχο του Ισραήλ στο ανατολικό μέτωπο. Η παρούσα στρατιωτική εξασθένιση αυτών των κρατών είναι ο βραχυπρόθεσμος στόχος. Η Συρία θα αποσυντεθεί σε διάφορα κράτη βάσει της εθνοτικής και θρησκευτικής δομής της...Κατ’ αποτέλεσμα, θα υπάρχει ένα σιιτικό αλαουιτικό κράτος, η περιφέρεια του Αλεπίου θα είναι ένα σουνιτικό κράτος και η περιφέρεια της Δαμασκού ένα ακόμη κράτος εχθρικό προς τον Βορρά. Οι Δρούζοι, ακόμη και εκείνοι του Γκολάν, θα σχηματίσουν ένα κράτος στο Χαβράν 109

και στη Βόρεια Ιορδανία...το πλούσιο σε πετρέλαιο αλλά πολυδιαιρεμένο και μαστιζόμενο από εσωτερικές συγκρούσεις Ιράκ είναι σίγουρα ένας υποψήφιος για να εκπληρώσει τους στόχους του Ισραήλ...Κάθε είδος ενδοαραβικής έριδας θα μας βοηθήσει βραχυπρόθεσμα και θα επισπεύσει την οδό προς τον πιο σημαντικό στόχο που είναι ο διαμελισμός του Ιράκ σε θρησκευτικά δόγματα, όπως στη Συρία και τον Λίβανο. Στο Ιράκ, μια διαίρεση σε επαρχίες βάσει εθνοτικών/θρησκευτικών γραμμών, όπως στη Συρία κατά τη διάρκεια των οθωμανικών χρόνων, είναι εφικτή. Έτσι θα υπάρχουν τρία (ή περισσότερα) κράτη γύρω από τις τρεις κύριες πόλεις: τη Βασόρα, τη Βαγδάτη και τη Μοσούλη, ενώ οι σιιτικές περιοχές στον Νότο θα αποσχιστούν από τον σουνιτικό και τον κουρδικό Βορρά». Σύμφωνα με το Σχέδιο Γινόν, υποστηρικτής του οποίου είναι και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, το Ισραήλ, για να επιβιώσει πρέπει (κατά λέξη) «να γίνει μια αυτοκρατορική δύναμη στην περιοχή» («become an imperial regional power») και «να επιφέρει τη διαίρεση ολόκληρης της περιοχής σε μικρά κράτη με τη διάλυση των υπαρχόντων αραβικών κρατών» («must effect the division of the whole

110

area into small states by the dissolution of all existing Arab states»).

Στον ανωτέρω χάρτη φαίνεται (με έντονη γραμμή), η γεωγραφική περιοχή που διεκδικεί το Ισραήλ ως δική του σφαίρα επικυριαρχίας στη Μέση Ανατολή. Παράλληλα, οι ΗΠΑ, στο πλαίσιο της στρατηγικής τους για «Ευρασιατικά Βαλκάνια», εξετάζουν σενάρια εκτεταμένης αλλαγής συνόρων στη Μέση Ανατολή, ακόμη και σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα πλέγμα αποδυναμωμένων και ευκολότερα διαχειρίσιμων κρατών σε 111

ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Αμερικανός αντισυνταγματάρχης Ραλφ Πίτερς (Ralph Peters), ο οποίος είναι απόστρατο στέλεχος της Εθνικής Ακαδημίας Πολέμου των ΗΠΑ (U.S. National War Academy) και έχει υπηρετήσει στο γραφείο του υποδιοικητή Προσωπικού του τμήματος Κατασκοπείας (Deputy Chief of Staff for Intelligence) του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, δημοσίευσε ένα σχέδιο για τον διαμελισμό των κρατών της Μέσης Ανατολής και την εκτεταμένη αλλαγή των συνόρων τους, περιλαμβανομένων του Ιράκ, του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, στο τεύχος του Ιουνίου 2006 του περιοδικού Armed Forces Journal (επίσημη έκδοση των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ). Στο προαναφερθέν σχέδιο του Ραλφ Πίτερς, προβλέπεται ο διαμελισμός του Ιράκ σε ένα σουνιτικό Βόρειο Ιράκ και σε ένα νότιο σιιτικό κράτος αποτελούμενο από το Νότιο Ιράκ και σιιτικές περιοχές της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν, οι οποίες θα αποσπασθούν από το Ριάντ και την Τεχεράνη, αντιστοίχως, ώστε, μαζί με το σιιτικό Νότιο Ιράκ, να συνθέσουν ένα νέο σιιτικό κράτος, το «Αραβικό Σιιτικό Κράτος» (όπως το αποκαλεί ο Ραλφ Πίτερς) μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν. Στο ίδιο σχέδιο του Ραλφ Πίτερς, προβλέπεται η δημιουργία ενός 112

«Ισλαμικού Ιερού Κράτους», στο οποίο θα ανήκουν η Μέκκα και η Μεδίνα, ενώ το Ριάντ θα είναι η πρωτεύουσα πλέον ενός κράτους που θα περιορίζεται στη σαουδαραβική ενδοχώρα. Επιπλέον, ο χάρτης του σχεδίου του Ραλφ Πίτερς δείχνει τη δημιουργία ενός «Ελεύθερου Κουρδιστάν», αποτελούμενου από εδάφη της Τουρκίας, της Συρίας, του Ιράκ, και του Ιράν, καθώς και τον διαμελισμό του Αφγανιστάν σε ένα βόρειο κράτος το οποίο θα ονομάζεται Αφγανιστάν και σε ένα νότιο κράτος το οποίο θα ονομάζεται Βελουχιστάν και θα περιλαμβάνει το σύνολο των ακτών του σημερινού Αφγανιστάν και μεγάλο μέρος των ακτών του σημερινού Πακιστάν στον Ινδικό Ωκεανό. Παρ’ ότι το προαναφερθέν σχέδιο του Ραλφ Πίτερς δεν αποτελεί επισήμως στρατιωτικό δόγμα του Πενταγώνου των ΗΠΑ, έχει χρησιμοποιηθεί στο Κολέγιο Άμυνας (Defense College) του ΝΑΤΟ για την εκπαίδευση ανώτερων στρατιωτικών αξιωματούχων.

113

Ο ανωτέρω χάρτης εικονίζει τα σύνορα των κρατών της «Νέας Μέσης Ανατολής» σύμφωνα με το σχέδιο του Ραλφ Πίτερς.

114

8. Οι οικονομικές συνταγές Ομπάμα και Μέρκελ: ανταγωνισμοί για την αρχιτεκτονική του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος Η πολιτική οικονομικού εθνικισμού και οι πανευρωπαϊκές ηγεμονικές τάσεις της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ δημιουργούν, σε διάφορες χώρες, όπως λ.χ. στην Ελλάδα, μια σχεδόν αντανακλαστική απόρριψη της οικονομικής λογικής της Γερμανίας και μια μάλλον αυτόματη, συναισθηματική και ουσιαστικά επιπόλαια προσχώρηση στο οικονομικό στρατόπεδο των υποστηρικτών της πολιτικής ποσοτικής διευκόλυνσης, που εφαρμόζουν ο Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα και η Fed και την οποία φαίνεται να υιοθετεί και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι. Το ότι η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ επιβάλλει στην Ευρωζώνη μια μονεταριστική πολιτική κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του γερμανικού οικονομικού εθνικισμού και το ότι αυτή η πολιτική πρέπει να ανατραπεί είναι ένα ζήτημα. Το ότι η απάντηση στην πολιτική της Μέρκελ πρέπει να είναι η πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης που εφαρμόζουν ο Ομπάμα και η Fed είναι ένα άλλο ζήτημα. 115

Όπως θα εξηγήσουμε στο παρόν άρθρο, όσο η πολιτική Μέρκελ αποσκοπεί στο να διασφαλίσει το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα και τη γερμανική οικονομική ηγεμονία στην Ευρωζώνη, άλλο τόσο η πολιτική Ομπάμα και Fed περί ποσοτικής διευκόλυνσης αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την οικονομική ηγεμονία ενός τραπεζικού-χρηματιστηριακού καρτέλ στον ευρωατλαντικό χώρο και να μεταθέσει τη χρηματοοικονομική «φούσκα» στην αγορά ομολόγων μέσω της νομισματικοποίησης του χρέους. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της πολιτικής ποσοτικής διευκόλυνσης, οι κεντρικές τράπεζες αγοράζουν ομόλογα από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δίδοντας έτσι στα δεύτερα «ενέσεις» ρευστότητας και αυτή τη ρευστότητα που λαμβάνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ως επί το πλείστον, αντί να τη διαθέσουν στην πραγματική οικονομία, την κρατούν τα ίδια και τη τζογάρουν στα χρηματιστήρια μέσω funds και χρηματιστηριακών εταιρειών. Με άλλα λόγια, όσο η πολιτική Μέρκελ σηματοδοτεί και εκφράζει τον γερμανικό οικονομικό εθνικισμό, άλλο τόσο η πολιτική Ομπάμα και Fed σηματοδοτεί και εκφράζει τον «καπιταλισμόκαζίνο» και το κατεστημένο του πετροδολαρίου. Η πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης που εφαρμόζουν ο Ομπάμα και η Fed, βάσει της 116

οποίας, από την εποχή της κατάρρευσης της Lehman Brothers μέχρι σήμερα, αυξήθηκε η ρευστότητα στις ΗΠΑ κατά περίπου 2,5 τρις δολάρια, αντί να τονώσει την πραγματική, παραγωγική αμερικανική οικονομία, τόνωσε κυρίως τα αμερικανικά χρηματιστήρια. Έτσι, αυτή η πολιτική, νομισματικοποιώντας ένα τεράστιο ποσό αμερικανικών χρεογράφων, απέτυχε να αναθερμάνει την πραγματική, παραγωγική οικονομία, μη μπορώντας καν να αυξήσει τον πληθωρισμό πάνω από 2 τοις εκατό, ενώ εξώθησε τις κεφαλαιαγορές σε δυσθεώρητα επίπεδα κινδύνου, καθώς κάθε δολάριο ποσοτικής διευκόλυνσης κατέληξε να γίνει στοιχείο του ενεργητικού τραπεζικών ισολογισμών και να χρηματοδοτεί τον χρηματιστηριακό τζόγο. Από το 2008 μέχρι το 2013, λόγω των «ενέσεων» ρευστότητα που έκανε η Fed στο αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα, τα περιουσιακά στοιχεία (assets) των αμερικανικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά περίπου 2,1 τρις δολάρια, απορροφώντας τη μερίδα του λέοντος από τη συνολικού ύψους περίπου 2,5 τρις δολαρίων χρηματοοικονομική «ένεση» της Fed, διαθέτοντας στην πραγματική οικονομία μόνο περίπου 0,5 τρις δολάρια στη διάρκεια της πενταετίας 2008-2013. 117

9. Οι αποπληθωριστικές επιπτώσεις της πολιτικής ποσοτικής διευκόλυνσης: Η αποτυχία της οικονομικής συνταγής Ομπάμα/Fed Από την εκκίνηση της χρηματοοικονομικής κρίσης, το 2008, οι ειδικοί στη χρηματοοικονομική αντιδικούν μεταξύ τους για το εάν ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο πληθωρισμός (υπερθερμία) ή ο αποπληθωρισμός (υποθερμία). Πληθωρισμός σημαίνει τη συνεχή αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών μιας οικονομίας (δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι οι τιμές είναι ήδη υψηλές, αλλά ότι κινούνται ανοδικά). Οι κυριότερες δυσμενείς συνέπειες του πληθωρισμού είναι οι εξής: η αυθαίρετη αναδιανομή εισοδημάτων και πλούτου (ο πληθωρισμός πλήττει κυρίως τα πρόσωπα που έχουν σταθερό χρηματικό εισόδημα ενώ ευνοεί τα πρόσωπα που έχουν μεταβαλλόμενο, μειώνει την αξία των αποταμιεύσεων εάν είναι σταθερό το επιτόκιο κατά την πληθωριστική περίοδο και δημιουργεί αντικίνητρα για αποταμιεύσεις), η σπατάλη παραγωγικών πόρων (λόγω του πληθωρισμού, οι οικονομικοί δρώντες υφίστανται κόστη σε χρόνο και προσπάθεια για 118

να τον αντιμετωπίσουν, π.χ. μειώνουν τα χρήματα που κρατούν για συναλλαγές και συναλλάσσονται συχνότερα με τις τράπεζες, όπου καταθέτουν τα χρήματά τους για να παίρνουν τόκους, σπαταλώντας χρόνο που αλλιώς θα αφιερωνόταν σε παραγωγικές δραστηριότητες), αστάθεια σχετικών τιμών, εξασθένιση του ισοζυγίου πληρωμών, μη άριστη κατανομή συντελεστών παραγωγής (ο πληθωρισμός προκαλεί αυξανόμενες προσδοκίες από τις επενδύσεις και έτσι αναλαμβάνονται επενδύσεις που κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν θα αναλαμβάνονταν) κ.λπ. Αποπληθωρισμός είναι ουσιαστικά το αντίθετο του πληθωρισμού, δηλαδή η συνεχής πτώση του γενικού επιπέδου των τιμών μιας οικονομίας. Ο αποπληθωρισμός εισάγει την οικονομία σε έναν φαύλο κύκλο που επιφέρει απαξίωση περιουσιακών στοιχείων: εξαιτίας του αποπληθωρισμού, οι οικονομικοί δρώντες δεν αγοράζουν, επειδή προσδοκούν ότι οι τιμές θα μειωθούν κι άλλο και επειδή τα εισοδήματά τους είναι μειωμένα εξ αιτίας του αποπληθωρισμού, με αποτέλεσμα να επιβραδύνονται οι επενδύσεις και οι πωλητές να μειώνουν κι άλλο τις τιμές τους (εξαιτίας της μείωσης της ζήτησης). Σε κατάσταση αποπληθωρισμού, αυτό συμβαίνει συνέχεια, προκαλώντας την υποβάθμιση της 119

οικονομίας (λιγότερες πωλήσεις και σε πιο χαμηλές τιμές, άρα λιγότερα έσοδα και για το κράτος, μείωση μισθών, απολύσεις κ.λπ.). Όμως υπάρχει και το φαινόμενο του μεικτού πληθωρισμού, δηλαδή, σε κάποιες κατηγορίες οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών, μπορεί να παρατηρείται πληθωρισμός την ώρα που, σε άλλες κατηγορίες οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών, παρατηρείται αποπληθωρισμός. Η αμερικανική εμπειρία: Στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Ομπάμα εφάρμοσε την πολιτική της «ποσοτικής διευκόλυνσης» (quantitative easing) με το επιχείρημα ότι θα τόνωνε την οικονομία καταπολεμώντας τον αποπληθωρισμό. Όμως ο τρίτος γύρος ποσοτικής διευκόλυνσης στις ΗΠΑ απέτυχε να αυξήσει τις προσδοκίες για άνοδο των τιμών. Ο Michael A. Gayed, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής και συνδιαχειριστής στην εταιρεία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων Pension Partners LLC, επεσήμανε ήδη από τον Ιανουάριο του 2014 ότι, παρά τη λαϊκή αντίληψη ότι η πολιτική της Fed να τυπώνει δολάριο αποτρέπει τον αποπληθωρισμό, η τρίτη φάση ποσοτικής διευκόλυνσης (Q3) στις ΗΠΑ απέτυχε παταγωδώς. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, η πρώτη φάση ποσοτικής διευκόλυνσης (Q1) στις ΗΠΑ (περίοδος 2009-2010) πυροδότησε άνοδο των τιμών, σηματοδοτώντας έτσι οικονομική 120

ζωτικότητα, η δεύτερη φάση ποσοτικής διευκόλυνσης (Q2) στις ΗΠΑ (περίοδος 20112013) συνέχισε να πυροδοτεί άνοδο των τιμών, όπως επιδιωκόταν, αν και σε χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι στην πρώτη φάση ποσοτικής διευκόλυνσης, αλλά όμως η τρίτη φάση ποσοτικής διευκόλυνσης (Q3) στις ΗΠΑ (από το 2013 και μετά) είναι ανίκανη να ανατάξει τον ασθενή και συνοδεύεται από αποπληθωριστικές τάσεις. Διάγραμμα 1: Φάσεις ποσοτικής διευκόλυνσης στις ΗΠΑ και πορεία τιμών:

121

Η ιαπωνική εμπειρία: Η πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα ούτε στην Ιαπωνία. Στις 22 Νοεμβρίου 2010, η «Wall Street Journal» είχε ήδη επισημάνει ότι, σχεδόν μια δεκαετία μετά από τον πρώτο πειραματισμό της Τράπεζας της Ιαπωνίας με την πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης, η χώρα παραμένει δέσμια του αποπληθωρισμού, καθώς παρατηρείται γενική μείωση του επιπέδου των μισθών και οι τιμές υπονομεύουν την οικονομία. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BOJ) άρχισε να εφαρμόζει πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης το 2001. Είχε καταστεί σαφές πλέον, από το 2006, ότι ωθώντας τα επιτόκια σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα για μακρά χρονική περίοδο είχε αποτύχει να αναζωογονήσει την ιαπωνική οικονομία. Μετά από μια πενταετή περίοδο σταδιακής αύξησης της αγοράς ιαπωνικών ομολόγων (ώστε να τροφοδοτεί την αγορά με ρευστότητα), η Τράπεζα της Ιαπωνίας εγκατέλειψε την προσπάθεια το 2006. Αρχικά, στην Ιαπωνία, το πρόγραμμα ποσοτικής διευκόλυνσης πέτυχε να σταθεροποιήσει την οικονομία και να ανακόψει την καθοδική πορεία των τιμών, αλλά ο αποπληθωρισμός επέστρεψε δριμύτερος το 2008.

122

Η βρετανική εμπειρία: Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Τράπεζα της Αγγλίας, στο πλαίσιο του δικού της προγράμματος ποσοτικής διευκόλυνσης, κατά την περίοδο 2009-2010, αγόρασε μεγάλες ποσότητες ομολόγων (gilts) από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και μια μικρότερη ποσότητα υψηλής ποιότητας ομολόγων ιδιωτικών εταιρειών, προκειμένου να ρίξει περισσότερη ρευστότητα στην αγορά. Συγκεκριμένα, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2009, η Τράπεζα της Αγγλίας είχε αγοράσει χρεόγραφα αξίας περίπου 165δις στερλινών, ενώ μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2010 η αξία των χρεογράφων που είχε αγοράσει ανήλθε σε 175 δις στερλίνες. Όμως και εκεί η πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την οικονομία αρκετά θερμή. Από τον Απρίλιο του 2011, παρατηρούνται αποπληθωριστικές τάσεις στη βρετανική οικονομία, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 2, σηματοδοτώντας επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, παρά την ποσοτική διευκόλυνση.

123

Διάγραμμα 2: Η πορεία του πληθωρισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο:

Η κινεζική εμπειρία: Η Κίνα έχει επίσης ακολουθήσει μια πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης. Μέσω αυτής της πολιτικής, από το 2008 μέχρι το 2013, τα περιουσιακά στοιχεία των κινεζικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 15.4 τρις δολάρια, φθάνοντας στα 24 τρις δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 140 τοις εκατό του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος της Κίνας! Μετά από το παρατεταμένο οικονομικό ‘μπουμ’ της Κίνας, που άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και συνεχίστηκε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η κινεζική οικονομία της δεκαετίας του 2010 έχει σοβαρές αδυναμίες. Το σκιώδες τραπεζικό σύστημα της Κίνας (δηλαδή τα κινεζικό σύστημα 124

χρηματοδότησης έξω από το σύστημα παραδοσιακής τραπεζικής, όπως λ.χ. τα funds), το ύψος του οποίου εκτιμάται σε 10 τρισεκατομμύρια δολάρια και το οποίο ουδέποτε ελεγχόταν αποτελεσματικά από την Κεντρική Τράπεζα της Κίνας (PBOC), βγήκε εκτός ελέγχου. Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, κατέστη πλέον σαφές ότι χρειάζονται δρακόντεια μέτρα για να ασκήσει η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας αποτελεσματικό κεντρικό έλεγχο στην πολιτική των περιφερειακών κεντρικών και εμπορικών τραπεζών της Κίνας. Για μικρότερα προβλήματα από εκείνα από τα οποία πάσχει το κινεζικό τραπεζικό σύστημα στη δεκαετία του 2010, η Ιαπωνία, τη δεκαετία του 1990, υπέστη τη μετάβαση από συνθήκες οικονομικής μεγέθυνσης σε συνθήκες χρηματοοικονομικής κρίσης. Σε χρηματοοικονομικό επίπεδο, η Κίνα, τη δεκαετία του 2010, βρέθηκε στην εξής παγίδα: Εάν συνεχίσει την εκτεταμένη παροχή πιστώσεων σε αναποτελεσματικές επιχειρήσεις, τότε αυξάνει τον πληθωρισμό, και η αύξηση του κινεζικού πληθωρισμού, με τη σειρά της, αυξάνει το κόστος παραγωγής στην Κίνα και άρα μειώνει την ανταγωνιστικότητα της Κίνας, ειδικά μάλιστα σε μια εποχή που οι κύριοι πελάτες των κινεζικών εξαγωγών (Ευρώπη και ΗΠΑ) 125

βρίσκονται σε δυσμενή οικονομική συγκυρία. Από την άλλη πλευρά, αν η Κίνα αφήσει επιχειρήσεις της να πτωχεύσουν, θα αυξηθεί η ανεργία, επιδεινώνοντας τα κοινωνικά προβλήματα, και ενδέχεται τα οικονομικά προβλήματα να μετατραπούν σε αμφισβήτηση του ίδιου του κινεζικού πολιτικού συστήματος. Οι Κινέζοι έχουν επιχειρήσει να διαχειριστούν αυτό το δίλημμα μέσω παρεμβάσεων στο διατραπεζικό επιτόκιο, αλλά αυτή η πολιτική είναι προβληματική. Τα προβληματικά δάνεια που έχουν χορηγήσει οι κινεζικές τράπεζες είναι πολύ περισσότερα από εκείνα που είχαν χορηγήσει οι ιαπωνικές τράπεζες όταν προκάλεσαν, ως εκ τούτου, την ιαπωνική κρίση του 1990. Επίσης, ανεξάρτητα από τον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης της κινεζικής οικονομίας, το περιθώριο κέρδους των κινεζικών επιχειρήσεων είναι σχετικά μικρό. Το περιθώριο κέρδους των κινεζικών εξαγωγών στις αρχές της δεκαετίας του 2010 είναι μόλις περίπου 1,7 τοις εκατό, ενώ, συγχρόνως, υπάρχουν ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις στην κινεζική οικονομία, επειδή το κρατικά ελεγχόμενο κινεζικό τραπεζικό σύστημα δανείζει προβληματικές κρατικά ελεγχόμενες κινεζικές επιχειρήσεις, συσσωρεύοντας επισφάλειες.

126

Ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα είναι η πολύπλοκη χρηματοοικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ. Στην αρχή του 21ου αιώνα, η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας έφθασε να κατέχει τα μεγαλύτερα συναλλαγματικά αποθέματα στον κόσμο, καθώς η πλειονότητα των Κινέζων εξαγωγέων καταθέτει τα έσοδά της σε συνάλλαγμα σε αυτήν. Με τη σειρά της, η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας τροφοδοτεί με γιουάν την κινεζική οικονομία, ενώ παράλληλα τοποθετεί ένα μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα και σε δημόσιο χρέος άλλων κρατών. Οι αγορές αμερικανικών κρατικών ομολόγων έχουν επιτρέψει στην Κίνα να κρατά τεχνητά την ισοτιμία του γιουάν σε χαμηλά επίπεδα επί μακρόν. Εάν η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας σταματούσε να αγοράζει αμερικανικά κρατικά ομόλογα και κινητές αξίες σε δολάρια, με τις τεράστιες ποσότητες συναλλάγματος που συγκεντρώνει από το κινεζικό εμπορικό πλεόνασμα, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν να αρχίσει να ανατιμάται το γιουάν σε σχέση με το δολάριο, βλάπτοντας την ανταγωνιστικότητα της Κίνας. Εξ ου και η Κίνα αναζητεί μια νέα χρηματοοικονομική στρατηγική διέξοδο μέσω των BRICS, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια. 127

10. Το αδιέξοδο (και) του γερμανικού μοντέλου και η υπαρξιακή κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 έδειξε ότι, σε αντίθεση προς τις ΗΠΑ, όπου η κρίση ήταν κυρίως χρηματοοικονομικό ζήτημα, με ορισμένες βεβαίως πολιτικές παραμέτρους, η κρίση στην Ευρώπη έχει πολύ σημαντικότερες διαστάσεις και αναδεικνύει θεμελιώδη συνταγματικά ζητήματα που ζητούν λύση. Όμως, αρνούμενοι να αντιμετωπίσουν τα θεμελιώδη και μείζονα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, οι Ευρωπαίοι έχουν οικοδομήσει μια Ευρωζώνη που κυριαρχείται από γραφειοκράτες και τραπεζικούς τεχνοκράτες και λειτουργεί de facto ως οικονομικός ζωτικός χώρος της Γερμανίας. Επίσης, όποτε οι οικονομικές συγκυρίες είναι δύσκολες και τα οικονομικά διακυβεύματα μεγάλα, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριφέρονται περισσότερο με όρους εθνικού οικονομικού συμφέροντος παρά με όρους εξυπηρέτησης μιας υπερεθνικής δομής/ομοσπονδίας, όπως υποτίθεται ότι είναι ή θέλει, κατά δήλωση διαφόρων Ευρωπαίων, να είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. 128

Ως προς τη δομή και την ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν τρεις κυρίως τάσεις: Η παραδοσιακή βρετανική τάση θέλει μια χαλαρή ευρωπαϊκή ένωση, στο πλαίσιο της οποίας κυρίαρχα κράτη θα συγκροτούν μια ζώνη ελεύθερων οικονομικών συναλλαγών και θα συζητούν σε τακτική βάση σημαντικά πολιτικά και οικονομικά ζητήματα για την Ευρώπη και τον κόσμο, δημιουργώντας ad hoc πολιτικές συμφωνίες. Η γαλλογερμανική τάση θέλει μια βαθύτερη οικονομική συγχώνευση των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποκορύφωμα τη νομισματική ένωση, αλλά με μια σημαντική ‘λεπτομέρεια’: η Γερμανία, της οποίας το 40% του ΑΕΠ προέρχεται από εξαγωγές και άρα έχει ζωτική ανάγκη τη συναλλαγματική σταθερότητα και την ύπαρξη μεγάλων αγορών για τη γερμανική βιομηχανία, θέλει τη συγχώνευση της κυριαρχίας των κρατών στην Ευρωζώνη υπό τη συγκαλυμμένη προϋπόθεση ότι η Ευρωζώνη θα λειτουργεί ως ο οικονομικός ζωτικός χώρος της γερμανικής βιομηχανίας. Η δε Γαλλία προσυπογράφει το σκεπτικό για τη συγχώνευση της κυριαρχίας των κρατών στην Ευρωζώνη με τη φιλοδοξία ότι θα έχει μείζονα πολιτικό λόγο σε αυτήν και θα κρύβει μέσα σε αυτήν την ένωση τις δομικές αδυναμίες του γαλλικού χρηματοπιστωτικού 129

συστήματος. Με άλλα λόγια, Γάλλοι και Γερμανοί υποστηρίζουν την Ευρωζώνη στο όνομα και χάριν ιδίων, γαλλικών και γερμανικών, συμφερόντων και υπολογισμών. Όμως αυτές οι νοοτροπίες, αντιφάσκουσες προς την πραγματική φύση μιας οικονομικής ένωσης, συντηρούν τις δομικές αντιφάσεις και δυσλειτουργίες της Ευρωζώνης και γενικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τρίτη, τέλος, τάση είναι η ατλαντική, η οποία εκπορεύεται από την Ουάσινγκτον και θέλει μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία θα διατηρεί τον γαλλογερμανικό άξονα ευσταθή και ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ και θα εξασφαλίζει τη γεωπολιτική πρόσδεση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης στο άρμα των ΗΠΑ, δημιουργώντας έναν ενιαίο ευρωατλαντικό χώρο. Κατά τη χρονική περίοδο 2008˗2013, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης και της κρίσης στη Μέση Ανατολή, ήρθαν στην επιφάνεια σοβαρές εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλές από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχισαν να συμπεριφέρονται απροκαλύπτως, όλο και εντονότερα, ως εκπρόσωποι επιμέρους εθνικών συμφερόντων και όχι ως εταίροι μιας υποτιθέμενης ομοσπονδίας εν τω γίγνεσθαι. Η Γερμανία, ο 130

πυρήνας της Καρολίγγειας Ευρώπης, η οποία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ιδρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης, επέβαλε ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας ως συνταγή για την αντιμετώπιση της κρίσης, ενώ η Γαλλία υποστήριζε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα ανάκαμψης. Τελικώς, κυριάρχησε το γερμανικό μονεταριστικό μοντέλο λιτότητας. Στο πεδίο της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, η Γαλλία αφέθηκε να διεξάγει μόνη της πόλεμο στη Δυτική Αφρική και η Γερμανία επέδειξε μεγάλη επιφυλακτικότητα ως προς το να συνδράμει τους συμμάχους της στα μέτωπα της Μέσης Ανατολής. Επίσης, η γερμανική μονεταριστική πολιτική λιτότητας διαίρεσε περαιτέρω την Ευρωπαϊκή Ένωση σε Βορρά και Νότο. Η γερμανική μονεταριστική πολιτική λιτότητας οδήγησε τον ευρωπαϊκό Νότο, κυρίως την Ισπανία, τη νότια Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, σε παρατεταμένη ύφεση η οποία εξελίχθηκε σε οικονομική κατάρρευση. Όταν η ανεργία κυμαίνεται στην περιοχή του 30%, όταν η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και ο κατασκευαστικός κλάδος καταρρέουν (π.χ. στην Ισπανία, λόγω της λιτότητας, πτώχευσαν περίπου οι μισές ισπανικές κατασκευαστικές εταιρείες) και όταν οι τράπεζες δεν παρέχουν πιστώσεις, τότε δεν συμβαίνει απλώς ύφεση (recession), 131

αλλά συμβαίνει οικονομική κατάρρευση (depression), υπό την έννοια ότι διαλύεται πλέον ο ίδιος ο παραγωγικός ιστός της οικονομίας. Η κατάσταση στην οποία η γερμανική πολιτική και η τρόικα οδήγησαν τον ευρωπαϊκό Νότο είναι χειρότερη από εκείνη που διαμορφώθηκε στις ΗΠΑ το 1929, διότι η οικονομική κατάρρευση συνδυάζεται με τη συντήρηση των κομματικών στρατών του δημοσίου τομέα, με αναποτελεσματικές νοοτροπίες των παλαιών κομματικών ελίτ και βεβαίως με την κρατική προστασία των θαλασσοδανείων ενός αναποτελεσματικού και διεφθαρμένου τραπεζικού συστήματος προς το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο. Αντί όμως να εφαρμοστεί μια αναπτυξιακή πολιτική σαν εκείνη που εφάρμοσε, τη δεκαετία του 1930, ο Αμερικανός πρόεδρος Φράνκλιν Ντέλανο Ρούσβελτ (Franklin Delano Roosevelt), η τρόικα και οι υποταγμένες σε αυτήν κυβερνήσεις εμμένουν σε μια στενόμυαλη και καταστροφική πολιτική λιτότητας και επιχειρούν να τη δικαιολογήσουν με προπαγανδιστικές επιχειρήσεις και λογιστικά κόλπα. Για παράδειγμα, τον Απρίλιο του 2014, η Eurostat ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα δημιούργησε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5 δις ευρώ. Αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα επιτεύχθηκε επειδή 132

απλώς, από το σύνολο των κρατικών δαπανών, αφαιρέθηκε το ποσό των 19,7 δις ευρώ που αφορούσε στην ενίσχυση του κρατικού προϋπολογισμού προς τις τράπεζες, δηλαδή, ουσιαστικά, επειδή κάποιες δαπάνες έπαψαν να θεωρούνται δαπάνες. Με άλλα λόγια, το πρωτογενές πλεόνασμα 1,5 δις ευρώ της Ελλάδας για το 2013 είναι προϊόν πολιτικής απόφασης του Eurogroup. Σχετικά με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τον ρόλο της ειδικότερα, διεξάγεται ένας ανταγωνισμός μεταξύ της Γερμανίας, η οποία, επιδιώκει μια αυστηρή μονεταριστική πολιτική και δεν επιθυμεί την έκδοση ευρωομολόγων, και της Γαλλίας, η οποία επιδιώκει μια νεοκεϊνσιανή πολιτική οικονομικής ανάπτυξης και έκδοσης ευρωομολόγων στο πνεύμα του μοντέλου Ομπάμα/Fed. Τον Μάιο του 2012, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί (Pierre Moscovici), δήλωσε ότι είναι αποφασισμένος να προωθήσει την ιδέα του ευρωομολόγου, τονίζοντας ότι πρέπει να υπάρχει ένας νέος τρόπος δανεισμού για τις χώρες της Ευρωζώνης, με τον οποίο θα υπάρχει από κοινού εξασφάλιση, ενώ ο Γερμανός υφυπουργός Οικονομικών Στέφεν Κάμπετερ (Steffen Kampeter) δήλωσε ότι, όσο η νομισματική πολιτική της Ευρώπης δεν είναι ολοκληρωμένη, 133

απορρίπτει την κοινή χρηματοδότηση μέσω ευρωομολόγων, καθιστώντας σαφή την ύπαρξη μιας γεωπολιτικής διαίρεσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ ενός γερμανικού πόλου και ενός γαλλικού πόλου, ο οποίος επιδιώκει να εξυπηρετήσει το γαλλικό τραπεζικό σύστημα και να ενώσει, υπό την ηγεσία του Παρισιού, τον ευρωπαϊκό Νότο, ο οποίος πλήττεται από τη γερμανική μονεταριστική πολιτική. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, ένα δημιούργημα κυρίως της Καρολίγγειας Ευρώπης, εγκαθίδρυσε μια οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης η οποία πρωτίστως αντανακλά και υπηρετεί τα συμφέροντα μιας επιχειρηματικής, και ιδίως τραπεζικής, ελίτ και τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της Γερμανίας. Για να κατανοήσουμε αυτό το ζήτημα καλύτερα, είναι σημαντικό να ξεκινήσουμε από την παρατήρηση ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) της Ευρώπης δεν εγκαθιδρύθηκε ως πραγμάτωση κάποιας σχετικής επιθυμίας των ευρωπαϊκών λαών, ούτε καν ήταν επιγέννημα εξελίξεων στην πραγματική οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Το ευρώ ήταν πρωτίστως ένα νόμισμα που αντανακλούσε τη βούληση και τα συμφέροντα μιας επιχειρηματικής και τραπεζικής ελίτ και συγχρόνως την πρόθεση ενός συμβουλίου πολιτικών ηγετών ευρωπαϊκών κρατών να 134

χρησιμοποιήσουν το κοινό νόμισμα ως μέσο ενίσχυσης και προώθησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπό την αιγίδα ενός γαλλογερμανικού άξονα. Με άλλα λόγια, η ΟΝΕ, στην ίδια τη σύλληψη και τη δομή της, ήταν ένα φορμαλιστικό εγχείρημα, υπό την έννοια ότι μια οικονομικο-πολιτική ελίτ συνέλαβε μια ιδεατή λογική δομή για την ευρωπαϊκή οικονομία και απεφάσισε να ‘καλουπώσει’ την οικονομική πραγματικότητα της Ευρώπης σε αυτήν τη δομή. Ο Μάρτιν Φελντστάιν (Martin Feldstein), ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών (National Bureau of Economic Research) των ΗΠΑ μέχρι το 2008 καθώς και καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Harvard, έκανε την ακόλουθη πρόβλεψη στο περιοδικό The Economist στις 13 Ιουνίου 1992: «Η νομισματική ένωση δεν είναι απαραίτητη για να επιτευχθούν τα πλεονεκτήματα μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Αντίθετα, μια τεχνητά κατασκευασμένη νομισματική ένωση θα μπορούσε στην πράξη να μειώσει τον όγκο του εμπορίου και σχεδόν με βεβαιότητα θα αύξανε το επίπεδο ανεργίας». Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι οικονομολόγοι Ρόμπερτ Μαντέλ (Robert Mundell), Ρόναλντ Μακίνον (Ronald McKinnon) 135

και Πίτερ Κένεν (Peter Kenen) ανέπτυξαν τη θεωρία των «βέλτιστων νομισματικών περιοχών» (βλ. R. A. Mundell, International Economics, New York: Macmillan, 1968, σελ. 177-186). Εξ ου και ο Ρόμπερτ Μαντέλ έλαβε το βραβείο Νομπέλ Οικονομικών το 1999. Η θεωρία των «βέλτιστων νομισματικών περιοχών» (optimum currency areas) προσδιορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες διάφορες χώρες θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος (και άρα κοινής νομισματικής πολιτικής), αντί η κάθε μια τους να έχει το δικό της εθνικό νόμισμα (και άρα να ακολουθεί τη δική της εθνική νομισματική πολιτική). Το σκεπτικό της θεωρίας των «βέλτιστων νομισματικών περιοχών» είναι σαφές και ευκολονόητο. Κατ’ αρχάς, εκκινεί από την απλή διαπίστωση ότι το χρήμα είναι η βάση της νομισματικής πολιτικής, και η νομισματική πολιτική παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομική σταθεροποίηση. Η νομισματική πολιτική μπορεί να αυξήσει τον μέσο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης διότι, όταν εφαρμόζεται σωστά, εξομαλύνει τις δυσμενείς συνέπειες των υφεσιακών φαινομένων. Συνεπώς, η θεσμοθέτηση ενιαίου νομίσματος θα είναι επωφελής όταν οι διάφορες εθνικές οικονομίες είναι συγχρονισμένες μεταξύ τους, δηλαδή όταν 136

έχουν την ίδια δυναμική, τόσο από πλευράς πραγματικής δραστηριότητας όσο και από πλευράς πληθωρισμού. Η υιοθέτηση κοινής νομισματικής πολιτικής, σε αυτήν την περίπτωση, συνάδει με τις οικονομικές συνθήκες όλων των κρατών που μετέχουν στη νομισματική ένωση, εφόσον όλα αυτά τα κράτη βρίσκονται στην ίδια φάση του οικονομικού κύκλου σε κάθε χρονική στιγμή. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό οι χώρες που υιοθετούν κοινό νόμισμα να έχουν προηγουμένως συγκλίνει σε κοινό επίπεδο πληθωρισμού, διότι διαφορετικοί ρυθμοί πληθωρισμού συνεπάγονται ότι η χώρα στην οποία τα κόστη αυξάνονται περισσότερο από ό,τι στις άλλες θα υποστεί απώλεια στην ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της. Το πιο πρόσφορο μέσο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι η υποτίμηση του νομίσματος, αλλά η θέσπιση κοινού νομίσματος αφαιρεί αυτή τη δυνατότητα από τη χώρα που την έχει ανάγκη. Συνεπώς, για να μην υποστούν ζημίες από τη θέσπιση κοινού νομίσματος, οι οικονομίες που μετέχουν σε αυτό πρέπει να έχουν προηγουμένως επιτύχει τον μακροοικονομικό συγχρονισμό μεταξύ τους. Μόνο υπό αυτήν την προϋπόθεση είναι συμφέρουσα η θέσπιση ενός ενιαίου 137

νομισματικού καθεστώτος. Επίσης, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού νομισματικού καθεστώτος είναι η εξασφάλιση αποτελεσματικής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη τη νομισματική περιοχή. Από την άλλη πλευρά, μια απλή εξέταση των χαρακτηριστικών των ευρωπαϊκών κρατών που εντάχθηκαν στην Ευρωζώνη δείχνει ότι δεν ανήκουν σε μια «βέλτιστη νομισματική περιοχή». Οι οικονομίες τους δεν είναι συγχρονισμένες μεταξύ τους, τα επίπεδα πληθωρισμού όχι μόνο δεν είναι κοινά μεταξύ τους, αλλά αποκλίνουν, και η διεθνής κινητικότητα του εργατικού δυναμικού στην Ευρωζώνη είναι πολύ περιορισμένη (π.χ. οι άνεργοι στην Ήπειρο δεν αναζητούν εργασία στη Βαυαρία με τον τρόπο και την ευκολία που οι άνεργοι της Πολιτείας Κεντάκι θα αναζητούσαν εργασία στην Πολιτεία Βερμόντ στις ΗΠΑ). Μικρές χώρες, όπως το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Αυστρία, οι οποίες έχουν ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με τη Γερμανία και παρόμοια επίπεδα πληθωρισμού μεταξύ τους, θα μπορούσαν να αποτελούν μέλη μιας βέλτιστης νομισματικής περιοχής του γερμανικού μάρκου. Όμως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, όπως επίσης η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα, 138

δεν είναι μέλη μιας βέλτιστης νομισματικής περιοχής, είτε αυτή είναι του γερμανικού μάρκου είτε του ευρώ. Υπό αυτές τις συνθήκες, η απώλεια της επιλογής άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής μειώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της πολιτικής οικονομικής σταθεροποίησης και γι’ αυτό, κατ’ επέκταση, μειώνει μακροπρόθεσμα την οικονομική μεγέθυνση, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλα επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της ύφεσης σε εθνικό επίπεδο. Μια και μόνη συνταγή νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να ταιριάξει στις ανάγκες διαφορετικών εθνικών οικονομιών συγχρόνως. Γι’ αυτό, η υιοθέτηση κοινού νομίσματος μειώνει το εισόδημα (σε σύγκριση με το εισόδημα που θα μπορούσε να επιτευχθεί αν εφαρμοζόταν η κατάλληλη εθνική νομισματική πολιτική) στις χώρες που το υιοθετούν χωρίς να πληρούνται οι όροι που θέτει η θεωρία των «βέλτιστων νομισματικών περιοχών». Για παράδειγμα, εξ αιτίας της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα, μετά από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, αντί να υποτιμήσει το νόμισμά της (όπως θα έκανε αν είχε δυνατότητα άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής), υποχρεώθηκε να υποβαθμίσει 139

ραγδαία το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της και να λάβει μέτρα που εκτόξευσαν την ανεργία στο 30 τοις εκατό. Παρ’ ότι η αντικατάσταση των εθνικών νομισμάτων από το ευρώ ήταν μια παράλογη απόφαση από πλευράς οικονομικής επιστήμης, αυτή η απόφαση ελήφθη, πρωτίστως, με κριτήρια γεωπολιτικά και γεωοικονομικά, κυρίως για να δημιουργήσει έναν ευρωατλαντικό οικονομικό πόλο, για να δημιουργήσει τον οικονομικό βραχίονα του ΝΑΤΟ, ειδικά με στόχο την προσέλκυση και ενσωμάτωση κρατών του πρώην σοβιετικού συνασπισμού στον ευρωατλαντικό πόλο και για να επιβάλλει ένα παγκόσμιο καθεστώς χρηματοοικονομικού φασισμού, στο πλαίσιο του οποίου το τραπεζικό σύστημα και το νόμισμα αυτονομούνται από την πολιτική διακυβέρνηση και από την πραγματική οικονομία. Η γεωπολιτική βοηθεί να κατανοήσουμε ότι το ιδρυμένο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια οικονομική ένωση. Πέρα από την οικονομική της διάσταση, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να ενώσει την Καρολίγγεια Ευρώπη, την Πρωσική Ευρώπη (με επίκεντρο την Πολωνία), καθώς και τη Βαλκανική Ευρώπη, η οποία ανέκαθεν είχε τελείως διαφορετική ιστορία και τελείως 140

διαφορετικό πολιτισμό, τόσο από την Καρολίγγεια Ευρώπη όσο και από την Πρωσική Ευρώπη, εφόσον η Βαλκανική Ευρώπη ήταν μέρος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γνωστής και ως Βυζάντιο (για μια μεθοδική και σε βάθος μελέτη αυτών των ζητημάτων, βλ. το βιβλίο: Ν. Λάος, Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο, Αθήνα: Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2014). Η ραχοκοκαλιά της ιδρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η περιοχή που αποτελούσε την Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου, δηλαδή μια περιοχή που ξεκινάει από τις ολλανδικές ακτές, επεκτείνεται στη δυτική Γερμανία και σε περιοχές δυτικά αυτής και καταλήγει στις Άλπεις. Παράλληλα, υφίσταται η Πρωσική Ευρώπη, ανατολικά της Καρολίγγειας Ευρώπης και μακριά στα νοτιανατολικά, υπάρχει η Βαλκανική Ευρώπη, η οποία έχει βυζαντινές ρίζες. Συνεπώς, εγγενής στο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και ένας πολιτιστικός ανταγωνισμός, ένας λανθάνων πλην σημαντικός και κρίσιμος πόλεμος των πολιτισμών, τη σημασία του οποίου ως άρρηκτο κομμάτι της γεωπολιτικής ανάλυσης έχει θέσει με δραματικούς τόνους ο Σάμιουελ Χάντινγκτον (Samuel Huntington), καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Harvard, στο βιβλίο του με τίτλο Η Σύγκρουση των Πολιτισμών (The Clash of Civilizations, New 141

York: Simon and Schuster, 1996). Εξ ου και τόσο η Καρολίγγεια Ευρώπη όσο και οι άλλοι σημαντικοί παράγοντες του ατλαντικού γεωπολιτικού συνασπισμού έχουν τους εξής στρατηγικούς γεωπολιτιστικούς στόχους: (α) την αποδόμηση της βυζαντινής ταυτότητας των Βαλκανίων και της Ουκρανίας, (β) την αποτροπή δημιουργίας ενός νεοβυζαντινού άξονα μεταξύ της Ελλάδας, άλλων βαλκανικών κρατών, της Ουκρανίας και της Ρωσίας και βεβαίως (γ) την πολιτιστική αφομοίωση της Ρωσίας σε έναν παγκόσμιο πολιτιστικό μονόλογο υπαγορευόμενο από τους ατλαντιστές. Ο Χάντινγκτον, στο άρθρο του με τίτλο «The Chash of Civilizations?», το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Foreign Affairs, τεύχος Σεπτεμβρίου 1993, υπήρξε σαφής γράφοντας: «Εάν οι Ρώσοι, εφόσον δεν συμπεριφέρονται πλέον σαν κομμουνιστές, απορρίψουν το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και αρχίσουν να συμπεριφέρονται ως Ρώσοι και όχι ως μέλη της Δύσης, η σχέση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης θα μπορούσε και πάλι να γίνει απόμακρη και έντονα συγκρουσιακή...Το βελούδινο παραπέτασμα της κουλτούρας έχει αντικαταστήσει το σιδηρούν παραπέτασμα της ιδεολογίας ως η κρίσιμη διαχωριστική γραμμή στην Ευρώπη».

142

11. Η ανάγκη για μια νέα οικονομική αρχιτεκτονική και o ρόλος των BRICS και της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης Η πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης, όπως εφαρμόζεται από τον Ομπάμα και τη Fed, είναι ουσιαστικά αποπληθωριστική για τους εξής λόγους: (i) Καλλιεργεί πληθωριστικές φοβίες για το μέλλον, αποβαίνοντας αυτοαναιρούμενη πολιτική, διότι, ενώ προσπαθεί να θερμάνει την οικονομία, υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη μέσω της καλλιέργειας αυξημένων πληθωριστικών προσδοκιών. (ii) Εάν μια κεντρική τράπεζα εφαρμόζει για μεγάλο χρονικό διάστημα πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης, αυτό σημαίνει ότι δεν συνδυάζει τη νομισματική πολιτική της με μέτρα αποτροπής μακροπρόθεσμων πληθωριστικών κινδύνων. (iii) Το ίδιο το γεγονός της εφαρμογής πολιτικής ποσοτικής διευκόλυνσης ενισχύει τις εκτιμήσεις ότι η οικονομική δραστηριότητα θα κινηθεί κάτω από τα όρια των οικονομικών δυνατοτήτων και δεν θα μπορέσει να απορροφήσει πιθανά σοκ ζήτησης, οπότε και πάλι καλλιεργεί πληθωριστικές φοβίες που επιβραδύνουν την ανάπτυξη. 143

Βραχυπρόθεσμα, η πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης έχει ορισμένα θετικά αποτελέσματα σε σύγκριση με την αυστηρή νομισματική πολιτική, εφόσον μπορεί, βραχυπρόθεσμα, να κρατήσει την οικονομική δραστηριότητα σε πιο υψηλά επίπεδα από εκείνα που θα εκδηλώνονταν χωρίς την πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης. Όμως, όταν μια οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει χωρίς πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης, η ανάκαμψή της είναι πολύ μεγαλύτερη και ταχύτερη από εκείνη που θα συνέβαινε αν είχε εφαρμόσει πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης. Ο λόγος είναι ο εξής: οι πληθωριστικές ανισορροπίες που προκαλούνται από την πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης, μακροπρόθεσμα οδηγούν σε αύξηση των επιτοκίων, ενώ μια οικονομία που κατορθώνει να ανακάμψει χωρίς πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης μπορεί να λειτουργήσει με χαμηλότερο επίπεδο επιτοκίων διότι δεν αντιμετωπίζει πληθωριστική απειλή. Για να μπορέσει να ανακάμψει η οικονομία χωρίς πολιτική ποσοτικής διευκόλυνσης, απαιτούνται τα εξής μέτρα: (i) εξυγίανση των όρων λειτουργίας της αγοράς, που σημαίνει πρωτίστως επίλυση των προβλημάτων που υπονομεύουν την οικονομική αποτελεσματικότητα (π.χ. φαινόμενα διαπλοκής 144

μεγάλων επιχειρηματιών και κράτους, φαινόμενα καρτέλ, αναποτελεσματικές γραφειοκρατίες, υψηλή φορολογία, εμπόδια στην ελεύθερη είσοδο και έξοδο στις αγορές κ.λπ.), (ii) μεταφορά πόρων από το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην πραγματική, παραγωγική οικονομία και ενθάρρυνση του θεσμού του πιστωτικού συνεταιρισμού ανά επιχειρηματικό κλάδο, (iii) αποδοτικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, ιδίως στον πρωτογενή και στον δευτερογενή κλάδο και στους τομείς της εκπαίδευσης, της έρευνας, της υγείας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών. Όμως ο ευρωατλαντικός γεωπολιτικός πόλος, στην αυγή του 21ου αιώνα, προωθεί την παγκόσμια κυριαρχία μιας χρηματοοικονομικής ολιγαρχίας και ειδικότερα ο σκοπός του ΝΑΤΟ στη μετασοβιετική εποχή έχει καταστεί η περικύκλωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και η διαμόρφωση μιας στρατηγικής κατάστασης στην οποία η Ρωσία θα ήταν ανίκανη να επιδιώξει και να εφαρμόσει μια αποτελεσματική πολιτική εθνικής ασφάλειας. Επίσης, υπό τον Γενικό Γραμματέα Φογκ Ράσμουσεν (Fogh Rasmussen), το ΝΑΤΟ (έχοντας προ πολλού χρόνου εκτραπεί από τον ρόλο του ως αμυντική συμμαχία του Βορείου Ατλαντικού) ανέλαβε δράσεις στον Ειρηνικό, ακολουθώντας την πολιτική «Asia 145

Pivot» των ΗΠΑ για τη στρατηγική περικύκλωση της Κίνας. Στη δεκαετία του 2000, η κλιμάκωση της προς Ανατολάς επέκτασης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ προκάλεσε αλλαγή καθεστώτων μέσω των λεγομένων «χρωματιστών επαναστάσεων», μέσω οικονομικών κυρώσεων και τελικά μέσω πραξικοπημάτων και πολέμου (όπως λ.χ. το υποστηριζόμενο από τη Δύση πραξικόπημα εναντίον του νομίμου Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς τον Φεβρουάριο του 2014 και ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε την ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς). Ο σκοπός του ευρωατλαντικού πόλου είναι όχι μόνο η αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία και στην Κίνα αλλά και ο γεωπολιτικός έλεγχος του συνόλου των εδαφών τους. Όπως είχαν κάποτε δηλώσει τόσο η πρώην Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ (Madeleine Albright) όσο και ο πρώην Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ (Joschka Fischer), η Ρωσία ελέγχει υπερβολικά πολλές πρώτες ύλες για να το επιτρέψει η Δύση. Στη δεκαετία του 2010, η ιμπεριαλιστική απληστία του ευρωατλαντικού πόλου τροφοδοτείται από την οξύτατη κρίση του δια‐Ατλαντικού χρηματοοικονομικού τομέα, η οποία κρίση οδηγεί σε έναν γεωπολιτικό λογισμό 146

παρόμοιο με εκείνον ο οποίος διαμόρφωσε την τάση που έθεσε στο στόχαστρο την Ευρασιατική Heartland πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, σε αντίθεση προς τη δεκαετία του 1910, στη δεκαετία του 2010, η ανθρωπότητα έχει ήδη εισέλθει στην εποχή των θερμοπυρηνικών όπλων και γι’ αυτό οι γεωπολιτικοί υπολογισμοί είναι πολύ πιο πολύπλοκοι. Το καλοκαίρι του 2014, ο πρόεδρος των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η οποία λειτουργεί, ως επί το πλείστον, ως ο οικονομικός βραχίονας του ΝΑΤΟ, επέβαλαν απολύτως άδικες κυρώσεις εναντίον της ρωσικής οικονομίας με σκοπό να εμποδίσουν τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν από το να παράσχει στρατιωτική βοήθεια προς τον ρωσόφιλο πληθυσμό που βρίσκεται στα πρόθυρα της γενοκτονίας στην Ανατολική Ουκρανία και επιπλέον, για να πυροδοτήσουν την ανατροπή του προέδρου Πούτιν από τον ρωσικό λαό λόγω των δυσμενών συνεπειών της διεξαγόμενης από τη Δύση επιχείρησης υπονόμευσης της ρωσικής οικονομίας. Όμως, παρά τις στρατιωτικές, οικονομικές, ψυχολογικές και ευρύτερες πολιτικές επιθέσεις του ευρωατλαντικού πόλου, η Ρωσία, λόγω των BRICS και των καλών σχέσεων που έχει δομήσει με τη Λατινική 147

Αμερική, δεν είναι ούτε γεωπολιτικά ούτε καν, στενά, γεωοικονομικά απομονωμένη. Η ιστορία του οικονομικού συνασπισμού που είναι γνωστός με το ακρωνύμιο BRICS και αποτελείται από τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική ξεκίνησε από μια συνάντηση της πενταμελούς τότε ομάδας BRIC (δεν είχε ακόμη ενταχθεί σε αυτόν τον συνασπισμό η Νότια Αφρική) που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2009 στην πόλη Αικατερίνμπουργκ της Ρωσίας. Στη συνέχεια, η διευρυμένη ομάδα BRICS πραγματοποίησε μια σειρά συναντήσεων κορυφής στην πόλη Μπραζίλ της Βραζιλίας, το 2010, στην πόλη Σάνυα της Κίνας, το 2011, στο Νέο Δελχί της Ινδίας, το 2012, στην πόλη Ντούρμπαν της Νότιας Αφρικής, το 2013 κ.α. Το 2013, ο συνασπισμός BRICS έφθασε να περιλαμβάνει 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους, με συνολικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν περίπου 14 τρις δολάρια και περίπου 4 τρις δολάρια συνολικά συναλλαγματικά αποθέματα. Η Νέα Τράπεζα Ανάπτυξης (New Development Bank), NDB, γνωστή προηγουμένως ως BRICS Development Bank, είναι μια πολυμερής αναπτυξιακή τράπεζα που δημιουργήθηκε από τις χώρες BRICS ως εναλλακτική επιλογή και ανταπάντηση προς την 148

ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ Παγκόσμια Τράπεζα και προς το επίσης ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η συμφωνία ίδρυσης της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης από τις χώρες BRICS έλαβε χώρα στην πέμπτη σύνοδο κορυφής των BRICS, στην πόλη Ντούρμπαν της Νότιας Αφρικής, στις 27 Μαρτίου 2013. Η Νέα Τράπεζα Ανάπτυξης ‒με ιδρυτικό κεφάλαιο 50 δις δολάρια‒ δεν είναι προσανατολισμένη μόνο στις χώρες BRICS, αλλά επίσης επενδύει σε αναπτυξιακά προγράμματα υποδομών και σε προγράμματα βιώσιμης ανάπτυξης (sustainable development) σε παγκόσμια κλίμακα. Επιπλέον, στο πλαίσιο των BRICS, υπάρχει και η συμφωνία δημιουργίας μιας δεξαμενής συναλλαγματικών αποθεμάτων ύψους 100 δις δολαρίων. Αυτή η συμφωνία ονομάζεται Contingent Reserve Arrangement (CRA) και έχει περιγραφεί από τον Ρώσο υπουργό Οικονομικών Αντόν Σιλουάνοφ (Anton Siluanov) ως «ένα είδος μίνι-ΔΝΤ». Στη δημιουργία αυτής της δεξαμενής συναλλαγματικών αποθεμάτων των BRICS, που αποτελεί έναν μηχανισμό αντίστοιχο προς εκείνον του ΔΝΤ για τις χώρες BRICS, συνεισέφεραν: η Κίνα 41 δις δολάρια, η Βραζιλία, η Ινδία και η Ρωσία από 18 δις δολάρια η κάθε μια και η Νότια Αφρική 5 δις δολάρια. 149

Η οικονομική αρχιτεκτονική των BRICS βασίζεται αφενός στην αρχή της δημοκρατικής συνεργασίας μεταξύ αυτόνομων περιφερειακών οικονομικών ηγεμονιών (άλλωστε η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία, η Κίνα και η Νότια Αφρική είναι έξι γεωοικονομικές ηγεμονίες), αφετέρου στην αρχή ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα πρέπει να υπηρετεί αποτελεσματικά την πραγματική, παραγωγική οικονομία.

Επάνω: οι ηγέτες των BRICS στο Λος Κάμπος του Μεξικού, 18 Ιουνίου 2012, από αριστερά προς δεξιά: η πρόεδρος Ντίλμα Ρούσεφ (Dilma Rousseff) της Βραζιλίας, ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν (Vladimir Putin) της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο πρόεδρος Μανμοχάν Σινγκ (Manmohan Singh) της Ινδίας, ο πρόεδρος Χου Ζιντάο (Hu Jintao) της Κίνας και ο πρόεδρος Τζέικομπ Ζούμα (Jacob Zuma) της Νότιας Αφρικής. 150

Η ευρασιατική απάντηση στην πολιτική των ΗΠΑ για μετάθεση του γεωστρατηγικού κέντρου των δυνάμεών τους στον Ειρηνικό και για την ανάπτυξη των δεσμών μεταξύ των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας μπορεί να είναι η δημιουργία ενός γεωστρατηγικού τριγώνου Κίνας-Ινδίας-Ρωσίας. Στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, οι σχέσεις μεταξύ της Μόσχας και του Νέου Δελχί ήταν πολύ στενές, αλλά η ριζοσπαστική φιλελευθεροποίηση που επιβλήθηκε στη Ρωσία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 προκάλεσε μια σχετική ανάσχεση στην πρόοδο των σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Ινδίας. Επίσης, στην αρχή του 21ου αιώνα, οι ΗΠΑ έκαναν ποικίλες προσπάθειες για να καταστήσουν την Ινδία γεωπολιτικό αντίβαρο της Κίνας, χάριν των συμφερόντων των Ατλαντιστών. Ωστόσο, ήδη την περίοδο 19981999, ο τότε Ρώσος πρωθυπουργός Εβγκένι Πριμακόφ είχε επισημάνει τη μεγάλη σημασία που θα είχε η δημιουργία ενός γεωστρατηγικού τριγώνου Κίνας-Ινδίας-Ρωσίας. Στις 29 Μαΐου 2014, ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι (Narendra Modi), μετά από συσκέψεις με το υπουργικό συμβούλιό του, ανακοίνωσε μια ατζέντα δέκα σημείων για την ανάπτυξη της Ινδίας, η οποία περιλαμβάνει ζητήματα εκπαίδευσης, υγείας, ύδρευσης, 151

άρδευσης, ενέργειας, οδοποιίας, ενίσχυσης του λαϊκού προσανατολισμού της κυβέρνησης, πολιτικής διαφάνειας, καθώς και μεταρρυθμίσεις στους τομείς των υποδομών και των επενδύσεων. Τα ζητήματα που τίθενται στην ατζέντα Μόντι είναι ζητήματα στα οποία είχε αρνητικές επιδόσεις η προηγούμενη ινδική κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία του Μανμόχαν Σινγκ (Manmohan Singh). Εξ ου και στις εθνικές εκλογές του Μαΐου 2014, ο Μόντι και το κόμμα του (Bharatiya Janata Party, BJP) νίκησαν με ποσοστό 66,4%. Η ορκωμοσία του Μόντι και της κυβέρνησής του, στις 25 Μαΐου 2014, υπήρξε ένα σημαντικό γεγονός, στο οποίο παρευρέθησαν όλοι οι αρχηγοί των κρατών-μελών του SSARC (South Asian Association of Regional Countries), δηλαδή του Μπαγκλαντές, του Μπουτάν, των Μαλδίβων, του Νεπάλ, του Πακιστάν, και της Σρι Λάνκα, συν του Αφγανιστάν. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν οι παρουσίες του Πακιστανού πρωθυπουργού Ναβάζ Σαρίφ (Nawaz Sharif) και του προέδρου της Σρι Λάνκα, Μαχίντα Ραζαπάξε (Mahinda Rajapakse). Μετά από την ορκωμοσία του, ο Μόντι πραγματοποίησε μια διμερή συνάντηση με τον Ναβάζ Σαρίφ, μετά από την οποία ο Σαρίφ δήλωσε στα ΜΜΕ ότι η συνάντηση ήταν «καλή 152

και δημιουργική» και ότι έλαβε χώρα σε «θερμή και εγκάρδια ατμόσφαιρα». Επίσης, απορρίπτοντας την πολιτική των αλληλοκατηγοριών μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν, ο Ναβάζ Σαρίφ δήλωσε τα εξής μετά από τη συνάντησή του με τον Μόντι: «Συμφωνήσαμε ότι η συνάντησή μας θα έπρεπε να είναι μια ιστορική ευκαιρία και για τις δύο χώρες». Εκτός από τη συνεννόηση μεταξύ του Μόντι και του Σαρίφ, κάτι που επίσης αναστάτωσε τη Δύση ήταν η παρουσία του προέδρου της Σρι Λάνκα στην ορκωμοσία του Μόντι. Ο Μαχίντα Ραζαπάξε βρίσκεται στο στόχαστρο της κυβέρνησης Ομπάμα και του συστήματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας επειδή, το 2009, η κυβέρνηση του Ραζαπάξε διεξήγαγε μια σκληρή στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της τρομοκρατικής οργάνωσης Liberation Tigers of Tamil Eelam (LTTE) των εξτρεμιστών Ταμίλ. Το αρχηγείο της οργάνωσης LTTE βρισκόταν στην Αγγλία και είχε σχεδόν καταλάβει τη Βόρεια Σρι Λάνκα μέσω τρομοκρατικών επιχειρήσεων και με υποστήριξη από το εξωτερικό. Η απόφαση του Μόντι να προσκαλέσει στην ορκωμοσία του τόσο τον Σαρίφ όσο και τον Ραζαπάξε και να πραγματοποιήσει διμερείς συζητήσεις μαζί τους έστειλε στη Δύση ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ότι ο 153

Μόντι είναι αποφασισμένος να εξομαλύνει τις σχέσεις της Ινδίας με τους γείτονές της και ότι δεν επιθυμεί να εμπλακεί στις προσπάθειες εξωτερικών δυνάμεων να δημιουργούν σκοπίμως προβλήματα στην περιοχή. Ένα ακόμη σημαντικό πολιτικό ζήτημα για την κυβέρνηση του Μόντι είναι οι σχέσεις της Ινδίας με την Κίνα. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να προσεταιριστούν την Ινδία και, αν είναι δυνατόν, να επιτύχουν ακόμη και τον μετασχηματισμό της Ινδίας σε εργαλείο του συνασπισμού των Ατλαντιστών προς αντιμετώπιση, ή περιορισμό, της κινεζικής ισχύος. Παρ’ ότι η κυβέρνηση του Σινγκ δεν είχε ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες της Ουάσινγκτον για την Ινδία, ωστόσο, δεν είχε κατορθώσει να αναπτύξει τις σχέσεις της Ινδίας με την Κίνα. Η εκλογή του Μόντι στην πρωθυπουργία της Ινδίας άνοιξε νέες προοπτικές για την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας. Πριν εκλεγεί πρωθυπουργός, όταν ακόμη ήταν κυβερνήτης της πολιτείας Γκουζάρατ της Βορειοδυτικής Ινδίας, ο Μόντι είχε επισκεφθεί την Κίνα τέσσερεις φορές και είχε δομήσει στενούς δεσμούς με το Πεκίνο. Εξ ου και μετά από την ορκωμοσία του Μόντι ως πρωθυπουργού της Ινδίας, το Πεκίνο έσπευσε να ανακοινώσει ότι ο Κινέζος υπουργός 154

Εξωτερικών, Γουάνγκ Γι, θα επισκεφθεί την Ινδία στις 8 Ιουνίου για να συναντήσει τον Μόντι, και ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κεκιάνγκ πρότεινε στον Ινδό ομόλογό του να δημιουργηθεί μια ισχυρή συνεργασία μεταξύ της Κίνας και της Ινδίας. Στις 27 Μαΐου 2014, η επίσημη κινεζική εφημερίδα China Daily δημοσίευσε εκτενές ρεπορτάζ για την ορκωμοσία του Μόντι ως πρωθυπουργού της Ινδίας και διατύπωσε την εκτίμηση ότι ο Μόντι θα προωθήσει τις σχέσεις της Ινδίας με την Κίνα. Πράγματι, μια από τις πρώτες κινήσεις εξωτερικής πολιτικής της ινδικής κυβέρνησης υπό τον Μόντι ήταν η συνάντηση του Μόντι με τον Κινέζο υπουργό Εξωτερικών, Γουάνγκ Γι, η οποία έλαβε χώρα στο Νέο Δελχί, στις 8 Ιουνίου 2014 και, σύμφωνα με το σχετικό ανακοινωθέν του υπουργείου Εξωτερικών της Ινδίας, υπήρξε «δημιουργική και εγκάρδια». Η Κίνα βλέπει τον Ινδικό Ωκεανό ως τον γεωπολιτικό σύνδεσμο μεταξύ των ενεργειακών πηγών της Μέσης Ανατολής (ειδικά του Αραβοπερσικού Κόλπου) και της ιδίας και των λοιπών εισαγωγέων ενέργειας στον Ειρηνικό. Ως εκ τούτου, η Κίνα επενδύει στον εκσυγχρονισμό των εξής λιμένων: Λαμού της Κένυας, Γκουαντάρ του Πακιστάν, Χαμπατότα της Κεϋλάνης, Τσιταγκόνγκ του Μπαγκλαντές, και 155

Κιαουκπίου της Μπούρμα, προκειμένου να δημιουργήσει μια ναυτική οδό που φθάνει ακόμη και μέχρι την Ευρώπη, κατ’ αντιστοιχία προς τη ναυτική οδό που είχε δημιουργήσει η Βρετανική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα. Γι’ αυτόν τον λόγο, η στρατηγική λιμένων της Κίνας περιλαμβάνει κινεζικές επενδύσεις σε λιμάνια της Ελλάδας και της Κροατίας. Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, η κινεζική στρατηγική λιμένων στον Ινδικό Ωκεανό καλύπτει μια τεράστια γεωγραφικά έκταση, την οποία η Κίνα δεν μπορεί να ελέγξει επαρκώς, και στην οποία περιοχή ο αμερικανικός Πέμπτος Στόλος μπορεί να ασκήσει πολύ μεγαλύτερο έλεγχο από ό,τι η Κίνα. Οι Κινέζοι λοιπόν δεν μπορούν να δημιουργήσουν έναν ναυτικό διάδρομο ‘καθαρό’ από δυνητικό αμερικανικό έλεγχο. Εξ ου και οι Κινέζοι αισθάνονται σε κάθε στρατηγική κίνησή τους την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων που πρέπει να λάβουν υπόψη τους και αναπτύσσουν ένα τεράστιο πρόγραμμα απόκτησης πολεμικού ναυτικού, το οποίο φιλοδοξεί να εφοδιάσει την Κίνα με μεγαλύτερο πολεμικό στόλο από εκείνον των ΗΠΑ. Ο στρατηγικός σκοπός της κινεζικής ναυτικής ισχύος είναι να αμφισβητήσει και τελικά να ανατρέψει τον έλεγχο που ασκεί το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ σε θαλάσσιους διαδρόμους 156

κρίσιμης σημασίας για την κινεζική οικονομία. Οι Κινέζοι έχουν έναν θεμελιώδη γεωπολιτικό φόβο στον Ειρηνικό: ότι οι ΗΠΑ μπορούν να αποκλείσουν ναυτικά τα κινεζικά λιμάνια, πράγμα που θα σήμαινε την οικονομική καταστροφή της Κίνας. Συνεπώς, η Κίνα επιδιώκει να αποκτήσει τη ναυτική ισχύ που θα της επιτρέπει να αποτρέπει αυτό το σενάριο. Ο ακόλουθος χάρτης δείχνει τα λιμάνια του Ινδικού Ωκεανού στα οποία έχει επενδύσει στρατηγικά η Κίνα:

157

Ειδικότερα, καθώς προχωρεί στον 21ο αιώνα, η Κίνα συνειδητοποιεί ότι η φιλοδοξία της να αποτελέσει μεγάλη οικονομική δύναμη παγκοσμίως εξαρτάται από την ικανότητά της να αποδεσμευθεί από την ισχύ των ΗΠΑ (κυρίως σε ενεργειακό και ναυτικό επίπεδο), και ότι γι’ αυτό η Κίνα έχει αυξανόμενη ανάγκη την οικονομική συνεργασία της με τη Ρωσία. Η επίσημη επίσκεψη του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στην Κίνα, στις 20 Μαΐου 2014, κατέστησε εμφανή αυτήν την επίγνωση της Κίνας. Στη συνάντηση κορυφής του Πούτιν με τον Κινέζο πρόεδρο Ξι Ζινπίνγκ, υπεγράφησαν 46 οικονομικές συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών, περιλαμβανομένης μιας ιστορικής συμφωνίας για την παροχή ρωσικού φυσικού αερίου στην Κίνα. Συγκεκριμένα, στις 20 Μαΐου 2014, συμφωνήθηκε η εξαγωγή ενέργειας αξίας 400 δις δολαρίων από τη Ρωσία προς την Κίνα μέσω της κατασκευής ενός νέου αγωγού μήκους 1.500 μιλίων. Με αυτόν τον τρόπο, μεταξύ άλλων, η μεν Κίνα ενισχύει την ασφάλεια της τροφοδοσίας της με ενέργεια (πεδίο στο οποίο οι ΗΠΑ επιχειρούν να εκβιάσουν και να παγιδεύσουν την Κίνα), η δε Ρωσία κάνει μια στρατηγική οικονομική στροφή προς την Ασία (μειώνοντας την εξάρτηση της ρωσικής

158

οικονομίας από τους Δυτικοευρωπαίους πελάτες της). Πέρα από την προώθηση της συνεργασίας και των πρωτοβουλιών των BRICS, η Ρωσία προωθεί και ένα σχέδιο οικονομικής ενοποίησης του πρώην σοβιετικού χώρου και άλλων ευρωπαϊκών και ασιατικών περιοχών ως εναλλακτική επιλογή προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (Eurasian Economic Union, EaEU). Η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση είναι ένα σχέδιο για την οικονομική και πολιτική ένωση της Ρωσίας, της Λευκορωσίας, του Καζακστάν, του Κιργιστάν, του Τατζικιστάν και άλλων κρατών του μετα‐σοβιετικού χώρου. Αυτή η ιδέα βασίζεται στο πρότυπο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και ήρθε στο ιστορικό προσκήνιο στις 10 Οκτωβρίου 2000, όταν, στην πρωτεύουσα Αστάνα του Καζακστάν, οι πρόεδροι Αλεξάντερ Λουκασένκο (Alexander Lukashenko) της Λευκορωσίας, Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ (Nursultan Nazarbayev) του Καζακστάν, Ασκάρ Ακάγιεφ (Askar Akayev) του Κιργιστάν, Βλαντίμιρ Πούτιν της Ρωσικής Ομοσπονδίας και Εμομάλι Ραχμόνοφ (Emomali Rakhmonov) του Τατζικιστάν υπέγραψαν τη συνθήκη ίδρυσης της Ευρασιατικής Οικονομικής Κοινότητας (Eurasian Economic Community). 159

Στις 7 Οκτωβρίου 2005, αποφασίστηκε ότι το Ουζμπεκιστάν μπορούσε να γίνει μέλος της Ευρασιατικής Οικονομικής Κοινότητας. Την 1η Ιανουαρίου 2010, αποφασίστηκε η δημιουργία ενός ενιαίου οικονομικού χώρου (εμπορική και τελωνειακή ένωση) για τα κράτη‐μέλη της Ευρασιατικής Οικονομικής Κοινότητας. Το 2014, η Ευρασιατική Οικονομική Κοινότητα είχε πλέον αποκτήσει ένα μεγάλο νομικό υπόβαθρο αποτελούμενο από 215 συμφωνίες μεταξύ των κρατών‐μελών της. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή προς την Ευρωζώνη, η Ευρασιατική Οικονομική Κοινότητα αφήνει στα κράτη μέλη της σημαντικούς βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση εθνικής οικονομικής πολιτικής. Στις 18 Νοεμβρίου 2011, οι πρόεδροι της Ρωσίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν υπέγραψαν κοινή συμφωνία με στόχο την ενίσχυση της οικονομικής ολοκλήρωσης μεταξύ τους και την εγκαθίδρυση της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης το 2015. Αυτή η συμφωνία περιλαμβάνει έναν οδικό χάρτη για τη μελλοντική ολοκλήρωση και επίσης εγκαθίδρυσε την «Ευρασιατική Επιτροπή», η οποία άρχισε τις εργασίες της την 1η Ιανουαρίου 2012. Στις 29 Μαΐου 2014, οι πρόεδροι της Ρωσίας, του Καζακστάν και της Λευκορωσίας συναντήθηκαν στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, Αστάνα, και 160

επισφράγισαν επισήμως τη συμφωνία τους για την ολοκλήρωση της δημιουργίας της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2015. Στις 10 Οκτωβρίου 2014, η πρωτεύουσα Μινσκ της Λευκορωσίας φιλοξένησε τη σύνοδο κορυφής των ηγετών των κρατών‐μελών της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών (Commonwealth of Independent States, CIS), δηλαδή της πρώην ΕΣΣΔ, καθώς και τη σύνοδο κορυφής των ηγετών των κρατών‐μελών της Ευρασιατικής Οικονομικής Κοινότητας. Επρόκειτο για την τελευταία συνεδρίαση της Ευρασιατικής Οικονομικής Κοινότητας, εφόσον, στις 29 Μαΐου 2014, στην Αστάνα, οι πρόεδροι της Ρωσίας, του Καζακστάν και της Λευκορωσίας συμφώνησαν τη μετατροπή και τη μετονομασία της Ευρασιατικής Οικονομικής Κοινότητας σε Ευρασιατική Οικονομική Ένωση. Στη σύνοδο κορυφής των ηγετών των κρατών‐μελών της Ευρασιατικής Οικονομικής Κοινότητας στο Μινσκ, στις 10 Οκτωβρίου 2014, ο πρόεδρος της Λευκορωσίας, Αλεξάντερ Λουκασένκο δήλωσε σχετικά: «Σήμερα πραγματοποιούμε τη συνάντησή μας γνωρίζοντας ότι η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση έχει de facto κατοχυρώσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομική και ακόμη και στην 161

πολιτική ατζέντα. Πρόκειται να ολοκληρώσουμε τη διαμόρφωση της μεγαλύτερης κοινής αγοράς στην Ευρασία de jure. Η Λευκορωσία, το Καζακστάν και η Ρωσία έχουν πληροφορήσει τη διεθνή κοινότητα για τη σχεδόν ταυτόχρονη επικύρωση από τα κοινοβούλια της συνθήκης ένωσής μας, η οποία θα τεθεί σε ισχύ από 1η Ιανουαρίου 2015. Ένα νέο ισχυρό οικονομικό κέντρο εμφανίζεται στον παγκόσμιο χάρτη».

162

Ο γεωοικονομικός πόλος των τριών ιδρυτικών κρατών της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης (Λευκορωσία, Ρωσία και Καζακστάν), στον οποίο, τον Μάρτιο του 2014, εντάχθηκε και η Κριμαία, εφόσον, μετά από δημοψήφισμα, ο λαός της Κριμαίας αποφάσισε την αποχώρησή του από την Ουκρανία και την ενσωμάτωση της περιοχής της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Το 2014, ο γεωοικονομικός χώρος της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης (χωρίς την Ουκρανία) αποτελεί μια πολύ πλούσια σε πρώτες ύλες έκταση 20 εκατ. τετρ. χλμ. και 170 εκατ. κατοίκων:

Ειδικά στη μετασοβιετική εποχή, κατά την οποία δεν υφίσταται ζήτημα υποταγής στο σοβιετικό μοντέλο, ούτε ισχύει η διαίρεση του 163

κόσμου βάσει της Διάσκεψης της Γιάλτας του 1944, η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση αποτελεί μια σημαντική εναλλακτική επιλογή προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως για τις χώρες που αποτελούν πολιτιστικούς κληρονόμους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως οι βαλκανικές χώρες (κυρίως η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία κ.ο.κ.), καθώς και για τις χώρες που ήταν πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση προσφέρει στα μέλη της σημαντικά γεωοικονομικά πλεονεκτήματα (μεγάλες αγορές, εμπορική/τελωνειακή ένωση, πλεονεκτήματα εθνικής νομισματικής πολιτικής, κ.λπ.), καθώς και σημαντικά γεωπολιτιστικά πλεονεκτήματα, εφόσον επιτρέπει και προστατεύει την ιδιοπροσωπία των μη δυτικών πολιτισμών, όπως λ.χ. οι κληρονόμοι του βυζαντινού πολιτισμού, έναντι του ευρωατλαντικού μονόλογου (για μια εκτενή σχετική ανάλυση, βλ. το βιβλίο: Ν. Λάος, Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο, Αθήνα: Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2014). Άλλωστε, η ίδια η Ρωσική Ομοσπονδία, δηλαδή ο πυρήνας της Ευρασιατικής Ένωσης, δεν είναι απλώς πολιτιστικός απόγονος του Βυζαντίου, αλλά, δεδομένου ότι ανθίσταται στην αφομοίωσή της από τη Δύση, η Ρωσική Ομοσπονδία αποτελεί 164

φυσικό και αυθεντικό διάδοχο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (βλ. Ν. Λάος, όπ.π.). Παράλληλα προς τη δημιουργία της οικονομικής ένωσης που ονομάζεται Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, η μετασοβιετική Ρωσία πρωτοστάτησε στη δημιουργία της στρατιωτικής συμμαχίας που ονομάζεται Οργανισμός του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας (Collective Security Treaty Organization, CSTO) και αποτελεί εναλλακτική προς το ΝΑΤΟ στρατιωτική συμμαχία, όπως η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση αποτελεί εναλλακτική προς την Ευρωπαϊκή Ένωση οικονομική συμμαχία. Στις 7 Οκτωβρίου 2002, οι πρόεδροι της Ρωσίας, της Αρμενίας, της Λευκορωσίας, του Καζακστάν, του Κιργιστάν και του Τατζικιστάν υπέγραψαν την επίσημη συνθήκη ίδρυσης του Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας. Το Άρθρα 2 και 4 της συνθήκης ίδρυσης του Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας ορίζουν ότι τα κράτη μέλη αυτού του διεθνούς οργανισμού ασφάλειας επιδιώκουν την εθνική τους ασφάλεια συλλογικά, σύμφωνα με ένα σύστημα αμοιβαίας αλληλεγγύης μεταξύ τους. Επίσης, στις 4 Φεβρουαρίου 2009, πέντε από τα ιδρυτικά μέλη του Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας συμφώνησαν 165

στη δημιουργία μιας Συλλογικής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης, με σκοπό να χρησιμοποιείται για την απώθηση στρατιωτικών επιθέσεων, τη διεξαγωγή αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων, την καταπολέμηση του υπερεθνικού εγκλήματος και του λαθρεμπορίου ναρκωτικών, καθώς και για την αντιμετώπιση των συνεπειών φυσικών καταστροφών. Συνεπώς, εξ αιτίας των πρωτοβουλιών της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά πρώτον και των BRICS ευρύτερα, οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης καθώς και οι χώρες της Βυζαντινής Ευρώπης γενικότερα, άρα και η Ελλάδα, έχουν στρατηγικές εναλλακτικές επιλογές έναντι του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέραμε, η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση αποτελεί στρατηγική εναλλακτική επιλογή έναντι της ένταξης/συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Οργανισμός του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας αποτελεί στρατηγική εναλλακτική επιλογή έναντι της ένταξης/συμμετοχής στο ΝΑΤΟ και ακόμη η Νέα Τράπεζα Ανάπτυξης των BRICS αποτελεί στρατηγική εναλλακτική επιλογή έναντι της Παγκόσμιας Τράπεζας και η Contingent Reserve Arrangement αποτελεί στρατηγική εναλλακτική επιλογή έναντι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF). 166

O Δρ Νικόλαος Λάος είναι ο Διευθυντής και Ιδρυτής του thinktank Research Institute for Noopolitical and Geopolitical Studies (RINGS), το οποίο αποτελεί τον επιστημονικό βραχίονα του Sovereign Orthodox Christian Order of Saint Nikolaos of Myra (www.snorder.org), καθώς και Εταίρος (ειδικός σε θέματα Γεωπολιτικής και Διεθνούς Ασφάλειας) της ρωσικής ιδιωτικής εταιρείας πληροφοριών R-Techno private intelligence company (www.r-techno.org). Γεννήθηκε στην Αθήνα τον 1974. Σπούδασε Μαθηματικά, Πολιτική και Ανθρωπιστικές Επιστήμες και αποφοίτησε με ειδικούς επαίνους και μαθηματικά βραβεία από το University of La Verne (Καλιφόρνια). Ανακηρύχθηκε αριστούχος διδάκτωρ Χριστιανικής Φιλοσοφίας από την Academia Theológica de San Andrés (Μεξικό), ασχολούμενος στη συγκριτική μελέτη της ιστορίας και της θεολογίας στο πλαίσιο του ζητήματος της σύγκρουσης των πολιτισμών που έχει θέσει ο Samuel Huntington. Έχει διδάξει «Θεωρία Διεθνών Σχέσεων» στο University of Indianapolis (Athens Campus). Το διεθνές συγγραφικό έργο του είναι ιδιαιτέρως πλούσιο και περιλαμβάνει τα ακόλουθα αγγλόγλωσσα βιβλία: The Metaphysics of World Order: A Synthesis of Philosophy, Theology, and Political Theory (Eugene, OR: Cascade Books ‒ Wipf and Stock Publishers), Foundations of Cultural Diplomacy (New York: 167

Algora Publishing), Theory Construction and Empirical Relevance in International Relations (Athens: Ant. N. Sakkoulas Publishers), Topics in Mathematical Analysis and Differential Geometry (London, New Jersey, Singapore, Hong Kong: World Scientific Publishing Co.). Τα πεδία στα οποία δραστηριοποιείται το think-tank που διευθύνει ο Δρ Νικόλαος Λάος είναι τα εξής: ‒ Strategic Political Intelligence ‒ Strategic Cultural Intelligence ‒ Strategic Economic Intelligence ‒ Strategic Military Intelligence ‒ Cybernetics

168

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF