Βυζαντινολόγιο. Λεξικό Εκκλησιαστικών και θρησκευτικών Όρων - Ν΄΄ικου Μαλαβάκη

March 31, 2017 | Author: Evangelos Tsavdaris | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Βυζαντινολόγιο. Λε...

Description

ΝΙΚΟΥ ΜΑΛΑΒΑΚΗ

Β ΥΖΑ ΝΤΙΝΟΛ ΟΓ ΙΟ ΛΕΞΙΚΟ Εκκλησιαστικών και θρησκευτικών Όρων Αγιογραφίας Αρχιτεκτονικής Γλυπτικής Ζωγραφικής Κατήχησης Λειτουργικής Μοναστηριακού βίου Μουσικής Ποίησης Υμνογραφίας Ψαλτικής ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ 10 – ΑΘΗΝΑΙ 105 51

ΠΡΟΛ ΟΓ ΟΣ Στην τρισχιλιετή ιστορικά καταγραμμένη ζωή του Ελληνισμού η θρησκεία αποτελούσε πάντοτε τον κεντρικό άξονα της πνευματικής του ύπαρξης. Με την πάροδο των αιώνων οι Έλληνες άλλαξαν μορφές Πίστης, περνώντας από την Ειδωλολατρία στον Χριστιανισμό, αλλά δεν άλλαξαν γλωσσική έκφραση. Π ορολογία του Παγανισμού μετουσιώθηκε σε νέους χυμούς στο Βυζάντιο από τους Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ήταν όχι μόνον εμπνευσμένοι Θεολόγοι αλλά και λαμπροί Φιλόλογοι και βαθείς καρδιογνώστες. Έκτοτε στην Ελληνική γλώσσα γράφτηκαν πολλά βιβλία για να απεικονίσουν αυτόν τον πλούτο ψυχής, από πολύτομες εγκυκλοπαίδειες έως επίτομες εργασίες στενότερου ή ευρύτερου φάσματος. Κανένα όμως από αυτά τα βιβλία δεν ήταν πλήρες. Γι' αυτό και με το "Βυζαντινολόγιο" φιλοδοξία μας ήταν να συμπεριληφθούν όλα τα λήμματα που αναφέρονται στην εκκλησιαστική μας ζωή, αρχιτεκτονική, μουσική, αγιογραφία, που μέχρι σήμερα ήταν σκορπισμένα σε διαφορετικά έργα δυσεύρετα ή εξαντλημένα. Γραμμένη από τον φιλόλογο Νίκο Μαλαβάκη και επομένως κοιταγμένη όχι μόνο από λατρευτική αλλά και από γλωσσική προοπτική, η πνευματική αυτή κληρονομιά μας παραδίδεται ως αναπόσπαστο τμήμα της Πίστης και της Γλώσσας στην πορεία της Ελληνικής Φυλής, κάθε φορά που η φυλή αναζητούσε τις σφαίρες του υφηλου. Για να είναι το Λεξικό τούτο εύχρηστο στον κάθε μελετητή, καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε να έχει τους ορισμούς των λημμάτων του σαφείς, πλήρεις και ευσύνοπτους και να περιλάβει στον ελάχιστο δυνατό χώρο τόσο πολλές πληροφορίες που δεν έχουν συγκεντρωθεί σε κανένα άλλο παρόμοιο πόνημα.

A Άαννες: Πολυσύλλαβος φθόγγος του παλαιού συστήματος της εκκλησιαστικής Μουσικής. Άβακας: Το ανώτερο τμήμα του Κιονόκρανου σε σχήμα πλάκας, όπου στηρίζεται το Επιστύλιο. Άβατο: 1) Το Ιερό βήμα 2) Χώρος Μονής όπου απαγορεύεται η είσοδος και παραμονή προσώπων 3) Το Άγιο Όρος. Αγάπη: Εσπερινός1 της Κυριακής του Πάσχα [επειδή οι πρώτοι Χριστιανοί αντάλλασσαν ασπασμό Αγάπης]2. Αγάπη για τους πρώτους Χριστιανούς σήμαινε κοινό συσσίτιο, καθώς τότε επικρατούσε η κοινοκτημοσύνη. Η Ακολουθία της Αγάπης τελείται το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα αρχίζοντας στις 17.00, εκτός από τον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, όπου αρχίζει το πρωί στις 11.00 Π.Μ. Σε μερικά μέρη η περικοπή του Ευαγγελίου (που εξιστορεί την πρώτη εμφάνιση του Χριστού μετά την Ανάσταση του) διαβάζεται μεταφρασμένη σε πολλές γλώσσες [σε ένδειξη της κήρυξης της Ανάστασης σε όλα τα έθνη].

Αγγελικό σχήμα: Βλ. Μεγαλόσχημος Μοναχός. Αγγελικός Ύμνος: Βλ. Επινίκιος Ύμνος 1) Το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Άγγελος: Πνευματικό, ασώματο και ελεύθερο πλάσμα, που δημιουργήθηκε πριν απ' τον Κόσμο και δοξάζει το Θεό ή αγγέλλει στους ανθρώπους το θέλημα Του. Εκτός από τους αγαθούς Αγγέλους υπάρχουν και οι κακοί, οι Δαίμονες, με αρχηγό τον Σατάν, που επαναστάτησαν ενάντια στο Θεό. Βλ. Τάγματα Αγγέλων. Φύλακας Άγγελος: Βλ. Ικετήριος 1.Οι λέξεις με πλάγια γράμματα είναι λήμματα του «Βνζαντινολόγιον» στο ο ποίο πρέπει να ανατρέξουμε, για να βρούμε την ερμηνεία τους.

2Τα μέσα σε αγκύλες ετυμολογούν μία λέξη ή φράση.

Κανόνας. Η Αγία Γραφή αναφέρει ονομαστικά τρεις από τους (αγνώστου αριθμού) Αγγέλους, τους Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ. Αγγελοφάνεια, η: Παρουσία του θεού στους ανθρώπους βλ. Θεοφάνεια 2) Άγια, τα: Πολυσύλλαβος φθόγγος του συστήματος της εκκλησιαστικής Μουσικής.

παλαιού

1) Το Ιερό βήμα. 2) Το Αίμα καί Σώμα Χριστού 3) Τα ιερά σκεύη της θείας Ευχαριστίας.

Άγια τ(ον Αγίων: 1) Η Κόγχη του Ναού όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 2) Το Αίμα και Σώμα Χριστού Άγια Δώρα: Το Αίμα και Σώμα Χριστού (άρτος και οίνος) που μετά την Ευχαριστία μεταφέρονται στο Διακονικό ή στην Πρόσθεση. Λέγονται και Τίμια Δώρα. Άγιασμα: 1) Η θεία Μετάληψη. 2) Το αγιασμένο νερό του Αγιασμού. 3) Νερό που αναβλύζει κοντά σε Εκκλησία. 4) Μύρο που αναβλύζει από σώμα Αγίου. 5) Ιερός Ναός, Αγιαστήριο. Αγιασματάριο: Βλ. Ευχολόγιο. Αγιασμός: 1) ενν. των Τιμίων Δώρων, μέρος της θείας Λειτουργίας. 2) Ιδιαίτερη Ακολουθία που υπενθυμίζει τη Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη και καθαγιάζει τα νερά, από τα οποία παρέχεται θεραπεία σώματος και ψυχής. Ο Μικρός Αγιασμός τελείται την πρώτη ημέρα κάθε μήνα και έχει δική του ακολουθία. Ο Μεγάλος Αγιασμός είναι Ακολουθία του Μεγ. Βασιλείου και τελείται την παραμονή και την ημέρα των θεοφανείων. Βλ. και Λειτουργία 2). Αγιαστήριο: 1) Ο Ναός. 2) Το Άγιο Βήμα. 3) Η Θεοτόκος. 4) Ο Ουρανός. 5) Η Αγία Γη. Αγιαστούρα: 1)Δέσμη βασιλικού (ή και άλλων φυτών) -που ο Ιερέας βυθίζει στο νερό του Αγιασμού και ραντίζει μ' αυτήν τους πιστούς. 2) Το μετάλλινο δοχείο, όπου περιέχεται το αγιασμένο νερό. Λέγεται και Αγιαστήρα και Ράντιστρο. Κοινά Αγιασματάρι, Αγιασματερό, Βρεχτούρα.

Αγιογραφείο: Εργαστήριο Αγιογραφίας στα Μοναστήρια. Αγιογραφία: 1)Εικονογραφία (=ζωγραφική Εικόνων) 2)Διήγηση για τη ζωή των Αγίων Αγιολογία: Κλάδος της Θεολογίας που μελετά τη ζωή των Αγίων Αγιολόγιο: Βιβλίο που περιέχει τη ζωή και τη δράση των Αγίων Αγιολούλουδο: Λουλούδι που ευλογήθηκε και χρησιμοποιείται σε μεγάλες εορτές (Σταυροπροσκυνήσεως, Βαΐων, Υψώσεως Τιμίου Σταυρού, Επιταφίου) Αγιομνήσι(ο): Η ημέρα Εορτής ενός Αγίου Αγιοπολίτης: 1) Μοναχός [ως. κάτοικος Αγίας Πολιτείας] 2) Βιβλίο με τη θεωρία και την πράξη της βυζαντινής

Μουσικής Αγιορείτικο ύφος: Τρόπος απόδοσης της βυζαντινής Μουσικής όπως διαμορφώθηκε στο Άγιο Όρος. Άγιος: 1) Προσηγορία του Θεού (με απόλυτη έννοια), των Αγγέλων, των Προφητών, των Αποστόλων και όλων όσοι έζησαν θεάρεστο βίο, συνήθως δε και μαρτύρησαν για την πίστη τους (με σχετική έννοια). Προσφώνηση και ζώντων Κληρικών (κυρίως Ηγουμένων και Επισκόπων). 2) Κάθε χριστιανός ("Τα Αγια τοις Αγίοις"). Αγκιστροειδής Γραφή: Το πρώτο σύστημα βυζαντινής μουσικής Σημειογραφίας (από τον Ιωάννη Δαμασκηνό, τον Η ' αιώνα). Άγκυρα: Στη συμβολική Αγιογραφία συμβολίζει την ελπίδα ή τη σταθερότητα της Πίστης. Αγρυπνία: (ή Ολονυχτία ή Παννυχίδα). Ολονύκτια Ακολουθία, σύναψη Μεγάλου Εσπερινού και Όρθρου, συνήθως στα Μοναστήρια.

Αδελφός, Μοναχής.

-φή:

Προσφώνηση

του

Μοναχού

και

της

Αδελφοί: όλοι οι χριστιανοί. Αδιάλειπτη Ακολουθία ή Προσευχή: Η καθ' όλο το εικοσιτετράωρο Ακολουθία ή Προσευχή σε ορισμένα Μοναστήρια. Βλ. Εικοσιτετράωρη Ακολουθία. Άδυτο, το: βλ. Βήμα Ιερό. Αέρας: Το κάλυμμα του Αγίου Ποτηριού και του Δισκαρίου κατά τη Μεγάλη Είσοδο και την εναπόθεση των Τιμίων Δώρων στην Αγία Τράπεζα. [Επειδή ο Ιερέας αέριζε με αυτό το τετράγωνο ύφασμα τα Τίμια Δώρα, για να αποφευχθεί επικάθηση εντόμων1. Συμβολίζει το Καταπέτασμα του Ναού, την Σινδόνη του Ιησού και τον λίθο του μνήματος του Ιησού. Αετός: Στρογγυλό τεμάχιο υφάσματος ή χαρτιού, που εικονίζει αετό να πετάει πάνω από πόλη. Μπαίνει κάτι από τα ποδιά του Ιερέα, όταν αυτός χειροτονείται και απαγγέλλει το Σύμβολο της Πίστεως. Συμβολίζει τον χειροτονούμενο Ιερέα, που θα έχει το νου του προσηλωμένο στα ουράνια, η δε πόλη συμβολίζει την Ενορία που θα ποιμάνει. Σε παλαιούς ναούς ήταν σχηματισμένος με πλάκες στο δάπεδο στο κέντρο του Ναού. Άζυμα: Άρτος παρασκευασμένος χωρίς ζύμη. Οι Εβραίοι τον χρησιμοποιούσαν το Πάσχα, ενώ μέχρι την παραμονή χρησιμοποιούσαν ένζυμον άρτο, σαν κι αυτόν που χρησιμοποίησε ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο. Άζυμα έχουν οι Αρμένιοι και οι Καθολικοί στη θεία Ευχαριστία, οι Ορθόδοξοι ένζυμα. Αζυμήτες: Όσοι χρησιμοποιούν Άζυμα. Αιδεσιμολογιότατος: Προσφώνηση του Πρεσβύτερου που είναι θεολόγος Πανεπιστημίου ί Αν δεν είναι, προσφωνείται Αιδεσιμότατος). Αίθριο: 1) Η περίστοη αυλή των παλαιοχριστιανικών Ναών με ύπαιθρο το μέσα τμήμα της [απο όπου και η ονομασία]. 2) Η φιάλη.

Αίνος: (στον πληθυντικό οι Αίνοι): Οι Ψαλμοί ΡΜΗ' (148ος) ΡΜΘ'(149ος) ΡΝ' (150ός) που ψάλλονται κατά τον Όρθρο της Κυριακής [Επειδή επαναλαμβάνουν το "Αινείτε τον Κύριον, αινείτε αυτόν" κ.τ.λ.]. Αίρεση: Πλάνη στην πίστη της Εκκλησίας (ενώ το Σχίσμα είναι διαφωνία στην πράξη, στη διοίκηση της Εκκλησίας). Λέγεται και σχίσμα αιρετικών. Αιτήσεις: 1) Δεήσεις που απαγγέλλει ο Διάκονος προτρέποντας τους πιστούς να ζητήσουν ειρήνη, άφεση αμαρτιών, προστασία κ.λπ. Απαγγέλλονται μετά την απόθεση των Τίμιων Δώρων στο Θυσιαστήριο κατά τη θεία Λειτουργία. 2) Τα Ειρηνικά. Ακάθιστος Ύμνος: Κοντάκιο που ψάλλεται τις πέντε πρώτες εβδομάδες της Τεσσαρακοστής. Τις τέσσερις πρώτες ψάλλονται ανά έξι Οίκοι, ενώ την πέμπτη Παρασκευή ψάλλεται ολόκληρος. Έχει αλφαβητική Ακροστιχίδα με γνωστότερα τμήματα το Προοίμιο "Τη υπερμάχω Στρατηγώ" και το Εφύμνιο "Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε" (α Χαιρετισμοί). [Το 620 μ.Χ. Πέρσες και Αβαροι πολιορκούσαν την Κ/πολη, ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος έλειπε και οι υπερασπιστές ήταν ελάχιστοι. Τότε ανεμοστρόβιλος σκόρπισε και βύθισε τα εχθρικά πλοία. Ο λαός πήρε θάρρος, εκδίωξε τους πολιορκητές και το βράδυ στην Παναγία των Βλαχερνών έψαλε όρθιος τον Ακάθιστο σε δόξα της Παρθένου]. Ποιητής του Ύμνου είναι ίσως ο Πατριάρχης Σέργιος, ίσως ο Ρωμανός ο Μελωδός, ίσως ο Γεώργιος Πισίδης, ίσως άλλος αρχαιότερος. Η Ακολουθία του αρχίζει (τις πέντε Παρασκευές) στις 18:30. Ακλινής: Μοναχός που κατά τη διάρκεια μιας Ακολουθίας παραμένει ακίνητος και σε στάση προσοχής. Ακοίμητος: Μοναχός που δεν κοιμάται κατά τη διάρκεια της Αδιάλειπτης Ακολουθίας. Ακολουθία: Ιερή τελετή που "ακολουθεί" ορισμένη τάξη και είναι λατρευτική εκδήλωση αυτοτελής και γίνεται στο Ναό (ή αλλού).

Ακόλουθος: Κατώτερος Κληρικός, βοηθός Επίσκοπου σε δευτερεύοντα καθήκοντα. Ο θεσμός φθίνει από τον Ζ ' αιώνα κ.ε. και σήμερα τον αντικαθιστούν οι Ιερόπαιδες (=παπαδάκια). Ακρόαση: Επιτίμιο της αρχαίας Εκκλησίας για όσους αμάρτησαν. [Αυτοί για τρία χρόνια έμεναν μαζί με τους Κατηχούμενους στο Νάρθηκα, όπου μόνο "ακροώνταν" τη Λειτουργία, χωρίς να μετέχουν στα δρώμενα]. Ακρόλεξο: (ή Ακρολέξιο). Στιχουργικό παιχνίδι που υπάγεται στην Ακροστιχίδα και είναι μια λέξη ή φράση τα γράμματα της οποίας διευκολύνουν την απομνημόνευση του ποιήματος ή δίνουν κάποιο σύμβολο. Π.χ. ΒΓΓΘΤΠ = Βάθος Γνώσεως Υψίστου Θεού Τρισυπόστατου Προσκυνουμένου. ΙΧΘΙΣ = Ιησούς Χριστός Θεού Γιος Σωτήρ. Ακροστιχίδα: (ή Ακροστίχιο ή Ακρόστιχο ή Παραστιχίδα). Ποιητικό παιχνίδι μάλλον παρά ποίημα, όπου τα αρχικά γράμματα των στίχων (ή των στροφών) σχηματίζουν μια λέξη ή φράση. Χρησιμεύει στην αναγνώριση της γνησιότητας ενός ποιήματος (επειδή δηλώνει το όνομα του ποιητή) και στην ακεραιότητα του ποιήματος (δύσκολα χάνεται κάποιος στίχος). Ακροτελεύτιο: Η Επωδός στο τέλος ενός Τροπαρίου. Ακροώμενοι: βλ. Φωτιζόμενος. Αλειπτρο: Το αντικείμενο με το οποίο ο Πρεσβύτερος αλείφει τους πιστούς με αγιασμένο λάδι που παίρνει από το Καντήλι Αλειτουργική περίοδος: Χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν τελείται το Μυστήριο της Ευχαριστίας (Δευτέρα έως Παρασκευή των εβδομάδων της Μεγάλης Σαρακοστής). Αλληλούια: Εβραϊκή φράση που. σημαίνει "αινείτε τον Κύριο". Σε μεγάλη χρήση ως επωδός ύμνων και ευχών στις Ακολουθίες. Αλληλουιάριο: (ή Αλληλουάριο) Τριπλό Αλληλούια που ψάλλεται σαν Εφΰμνιο βιβλικών ή ψαλμικών στίχων, λείψανο παλαιότερου Ύμνου. Βλ. και Έμμνημο.

Αλουργίς: Βλ. Ενδυτό, το. Αλφάβητος, ο, η: Ποιητικό παιχνίδι μάλλον παρά ποίημα, όπου στην αρχή κάθε στίχου (ή στροφής) υπάρχουν γράμματα με αλφαβητική σειρά, συχνά όχι μέχρι και τα 24 γράμματα. Π.χ. Αρχή του Κόσμου - Βασιλεύς έρχεται -Γεννάται ο Χριστός - Δυο Αγγελοι το χαίρε κ.λπ. Αλώνι: Ο φωτοστέφανος των απεικονίσεις τους ό Κ . Λιάδημα.

Ιερών

Προσώπων

στις

Άμβωνας: Υπερυψωμένος, θρόνος απέναντι από τον Αρχιερατικό. Απο εδω διαβάζεται το Ευαγγέλιο και γίνεται το Κήρυγμα. Στους πρώτους Ναούς βρισκόταν στη μέση, ήταν τετράγωνος ή οκτάγωνος και είχε δύο σκάλες (μία από Α, μία από Δ). Αμήν: Εβραϊκή λέξη που σημαίνει "είθε", "γένοιτο". Χρησιμοποιείται με την έκφραση ευχής, στην αρχή του λόγου ή και επιτατικά (π.χ. αμήν, αμήν λέγω υμίν). Αμνημο: Βλ. Έμμνημο. Αμνός: 1) Χριστός, όπως απεικονίζεται στη συμβολική Αγιογραφία. 2) Τετράγωνο τεμάχιο του άρτου, που ο Ιερέας εξάγει απο το κέντρο της Προσφοράς, εκεί όπου βρίσκεται η Σφραγίδα, και που χρησιμοποείται για να τοποθετηθεί στο Δισκάριο και να μεταβληθεί σε σώμα Χριστού. Αμπελος: (ή Κλήμα): Στις Πρωτοχριστιανικές παραστάσεις συμβολίζει τον Ιησού. Αμφια: 1) Ιερατικά ενδύματα των Κληρικών (διαφοροποιήθηκαν τον ΣΤ' αιώνα). 2) Ιερά καλύμματα της Αγίας Τράπεζας. Αμφίθυρα, τα: Οι δύο πλάγιες θύρες στο Εικονοστάσιο. Αμφιπρόσωπη εικόνα: Εικόνα ζωγραφισμένη και στις δύο όψεις του ξύλου (μπρος και πίσω). Λέγεται και Αμφίπλευρη. Άμωμος: Ο ΡΙΗ' (118ος) Ψαλμός που αρχίζει "Μακάριοι οι άμωμοι εν οόώ οι πορευόμενοι εν Νομω Κυρίου". Λέγεται και "επιτομή της Χριστιανικής Ηθικής" και μακαρίζονται σ' αυτόν όσοι ζουν σύμφωνα με τα προστάγματα του βεου. Έχει 176 στίχους σε 22 οκτάστιχα με Ακροστιχίδα.

Αναβαθμός: Βλ. Αντίφωνο. Ανάβαση: Μουσικός όρος που δηλώνει μετάβαση της φωνής σε οξύτερους [ψηλότερους] φθόγγους. Διακρίνεται σε απλή, συνεχή, υπερβατή. Ανάγνωσμα: 1) Περικοπή του Ευαγγελίου και του Αποστόλου που

διαβάζεται κατά τις ιερές Ακολουθίες. 2) Κάθε περικοπή από την Βίβλο που "αναγιγνώσκεται".

Αναγνώστης:1)Ο μη Κληρικός που διαβάζει την περικοπή από τον Απόστολο. 2) Κατώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα Κληρικού ή Λαϊκού που διαβάζει κείμενα της Γραφής κατα την τέλεση μιας Ακολουθίας. Κοινά λέγεται και Αιαβαστής. Αναγραμματισμός: Σύνθεση Ύμνου με αναδιάρθρωση φράσεων παλαιότερου κειμένου και με προσθήκη νιων τμημάτων. Ανάθεμα: Βλ. Αφορισμός. Ανάθημα: Αφιέρωμα σε Αγιο ως έκφραση ανταπόδοσης για εκπλήρωση αιτήματος . Αναθηματική ΙΙαράσταση: Τοιχογραφία με πρόσωπα της Αποκάλυψης. Ανακλώμενο: Βλ. Εφύμνιο. Ανακομιδή λειψάνων Αγίου: Η ανάληψη από τον πρώτο τάφο των οστών και η απόθεση τους σε τόπο τιμιότερο ή στο Χωνευτήριο. Ανάλαβος: Λέγεται πολυσταύριο, επειδή διακοσμείται από πολλούς σταυρούς. Μοναχικό ένδυμα, είδος, σάλιου, το οποίο εφέρετο επί των ωμών, ακόμη και επί της κεφαλής. Λέγεται και πολυσταύριο και θεωρείται διάσημο του μεγαλόσχημου μοναχού. Μεταλλικός βαρύτατος θώρακας που φορούσε ο αυτοβασανιζομενος Μοναχός. Ανάληψη: (ενν. του Χριστού). Ο Ιησούς έμεινε στη γη σαράντα ημέρες μετά την Ανάσταση του εμφανιζόμενος συχνά σε διαφόρους τόπους στους μαθητές του. Την τεσσαρακοστή ημέρα μετά το Πάσχα εμφανίστηκε στην

Ιερουσαλήμ και έδωσε στους μαθητές του την εντολή να κηρύξουν τη διδασκαλία του προς όλα τα έθνη, περιμένοντας όμως σε λίγες ημέρες την εξ ύψους δύναμη, το Άγιο Πνεύμα. Λέγοντας τους αυτά, βγήκε μαζί τους στο όρος των Ελαιών, τους ευλόγησε και αναλήφθηκε προς τον ουρανό τυλιγμένος σε νεφέλη. Ήταν ημέρα Πέμπτη, 3 Μαΐου. Αναλόγιο: (ή Αναλογείο). 1) Ξύλινη εξέδρα δεξιά και αριστερά μπροστά στο Εικονοστάσιο του Ναού, όπου στέκεται ο κάθε Χορός των Ψαλτών. Στα πρώτα χρόνια υπήρχε μόνο ένα στο κέντρο. Ύστερα έγιναν δύο, επειδή η αντιφωνική Ψαλμωδία χώρισε τους Ψάλτες σε δύο ομάδες. 1) Έπιπλο όπου τοποθετείται η Εικόνα του Αγίου που

εορτάζει. 2) Έπιπλο

περιστρεφόμενο, βιβλία των Ψαλτών.

όπου

τοποθετούνται

τα

Ανάμα (ή Νάμα): Ο οίνος που προσφέρεται απο τον Λαό για την τέλεση της Λειτουργίας. Αναπαύσιμο: Τροπάριο που ψάλλεται, ενώ οι πιστοί κάθονται. Πρβλ. Κάθισμα. Αναπεσών: Παράσταση του Χριστού με παιδική μορφή, ο οποίος αναπαύεται σε λίκνο στηρίζοντας το κεφάλι του στο δεξί χέρι. Ανάργυροι: Καθένα από τα εξής τρία ζεύγη Αγίων: α') Κοσμά - Δαμιανού, β ') Κύρου - Ιωάννη, γ') Παντελεήμονα Ερμολάου. Ανάσταση: 1) (του Χριστού). Η από τον τάφο έγερση του Ιησού. Εορτάζεται στις 24:00 τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ οι Καμπάνες αρχίζουν να σημαίνουν στις 23:00. Συμβολίζεται στην Αγιογραφία με τον Ιωνά να βγαίνει από το κήτος, με την έγερση του Λαζάρου, με το μυθολογικό πτηνό Φοίνιξ. Η πρώτη Ανάσταση εορτάζεται το πρωί του Μεγ. Σαββάτου, οπότε μετά τον Απόστολο ψάλλεται ο ψαλμός "Ανάστα, ο θεός κρίνων την γην..." και κωόωνοκρουσίες την προαναγγέλλουν. 2) (Των νεκρών).

ΗI έγερση τους κατά τη Δευτέρα Παρουσία, και η κρίση τους κατά τα έργα της ζωής τους. Λναστασιματάριο: Μουσικό εκκλησιαστικό βιβλίο, που περιέχει με Παρασημαντική ολα τα Αναστάσιμα από την Οκτώηχο. Αναστάσιμο: Στιχηρο αναφερόμενο στην Ανάσταση του Χριστού. Τα Αναστάσιμα ψάλλονται όλο το έτος εκτός από Χριστούγεννα, θεοφάνεια, Βαια, Πεντηκοστή, Μεταμόρφωση, Ύψωση του Σταυρού, Μεγάλη Σαρακοστή και Ψυχοσάββατα. Το αρχαιότερο θεωρείται το "Χριστός ανέστη εκ νεκρών. Αναστάσιμα Ευλογητάρια: Ευλογητάρια που ψάλλονται στους Όρθρους των Κυριακών (παραλείπονται στις Δεσποτικές Εορτές) και αναφέρονται στην Ταφή του Χρίστου. Αναστήλωση: Αποκατάσταση (λέγεται κυρίως για τις Εικόνες μετά την Εικονομαχία). Ανατολικό: Τροπάριο που ψάλλεται στον Όρθρο της Κυριακής [επειδή αναφέρεται στην ώρα που ανέτειλε (αναστήθηκε) από τον τάφο ο Χριστός]. Αναφορά: (συνήθως Αγία Αναφορά). Η προσφορά των Τιμίων Δώρων [Επειδή αρχίζει με τα λόγια "Πρόσχωμεν, την Αγίαν Αναφοράν εν ειρήνη προσφέρειν..."] Βλ. Θυσία. Αναχώρηση: Καταφυγή σε μοναστικό βίο, μοναχισμός, ησυχασμός. Βλ. Αναχωρητισμός. Αναχωρητήριο: Τόπος όπου καταφεύγει ο Αναχωρητής, ησυχαστήριο. Αναχ(ορητής: (ή Αναχωρίτης). Μοναχός μοναχική ζωή του Αναχωρητισμοΰ.

που

ζει

τη

Αναχωρητισμός: Η πρώτη μορφή του Μοναχισμού, όπου οι Αναχωρητές ζούσαν μεμονωμένοι στην έρημο και υποβάλλονταν σε πολλές στερήσεις. Ανθιβόλιο: (κοινώς Ανθίβολο ή Ανθιβόλι): Υπόδειγμα Εικόνας χρησιμοποιούμενο για να την ξανασχεδιάσουμε επάνω σε άλλο υλικό [αντί + βάλλω ανθιβόλιο]. Πρβλ. Αντίλαλο.

Ανθολόγιο: Λειτουργικό βιβλίο - ανθολογία λειτουργικών βιβλίων, που περιέχει το Ψαλτήριο, την Οκτώηχο, την Παρακλητική, το Ωρολόγιο, το Τριώδιο, το Πεντηκοσταριο, αέρος από το Ευχολόγιο, τις θείες Αειτουργίες. Βλ. Πανδέκτης. Είδος Ανθολόγιου είναι η Σύνοψη και ο Συνέκδημος. Ανιόντες χαρακτήρες ποσότητας: Σημεία Μουσικής που δηλώνουν Αναέαση της φωνής προς οξύτερους φθόγγους. Ανοιξαντάριο: 1) Τροπάριο που αρχίζει με το "Ανοίξαντός σου την χείρα..." και που είναι οι τελευταίοι στίχοι το ΡΓ'(103ου) Ψαλμού. 2) Λειτουργικό βιβλίο των Ψαλτών που περιέχει τα Ανοιξαντάρια Τροπάρια. Ανοίξια, τα: Βλ. θυρανοίξια, τα Αντέρεισμα (ή Αντηρίδα): αρχατεκτονικού στοιχείου.

Στήριγμα

τοίχου

ή.άλλου

Αντερί: [Λέξη Τουρκική] Ράσο διαφόρων χρωμάτων (συνήθως γκρίζο) που φοριέται κάτω από το επίσημο μαύρο ή αντί γι' αυτο. Λέγεται και Εσώραχο, Καλάσιρις. Αντηρίδα: Βλ. Αντέρεισμα. Αντίβολο: Πρωταρχικό κείμενο που γραφείς χειρογράφων. Προβλ. Ανθιβόλιο.

αντέγραψαν

οι

Αντίγαμος: Εορτή την επομένη Κυριακή από την τέλεση του Μυστηρίου του Γάμου, όταν οι νεόνυμφοι κατέθεταν στον Ναό τα στέφανα τους. Σήμερα έχει καταργηθεί. Αντίδοση: Δόγμα κατά το οποίο ο Χριστός ενεργεί ταυτόχρονα ως θεός και ως άνθρωπος [η μία φύση Του αντιδίδει στην άλλην τα δικά της γνωρίσματα]. Αντίδωρο: Τεμάχιο άρτου που ο Ιερέας διαμοιράζει στους πιστούς κατά την Απόλυση της Λειτουργίας [Επειδή παλαιότερα το έπαιρναν όσοι δεν ήταν προετοιμασμένοι να κοινωνήσουν, "αντί του μεγάλου εκείνου δώρου της φρικτής Κοινωνίας"]. Πρβλ. Αρτοκλασία, Απο)\είτουργα. Αντικένωμα : Σημείο Μουσικής που δηλώνει ότι ο φθόγγος εκφωνείται ζωηρός.

Αντιμήνσιο: Μεταξωτό τετράγωνο ύφασμα με απεικονισμένη τη μορφή του Χριστού ή και των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Είδος φορητού Θυσιαστηρίου για την τέλεση της Θειας Ευχαριστίας εκεί όπου δεν υπάρχει Αγία Τράπεζα (π.χ. στο ύπαιθρο) [Από το λατιν. mensa =τράπεζα), επειδή επέχει θέση, είναι αντί για, τράπεζας]. Αντίπασχα: (ή Αντιπάσχα). Μια Κυριακή μετά το Πάσχα, δηλαδή η Κυριακή του Θωμά. [Επειδή τώρα γίνεται η Απόδοση της εορτής του Πάσχα]. Αντιστροφή: Στροφή που ακολουθεί ύστερα από μια πρώτη στροφή και αποτελεί μαζί της νοηματικό σύνολο. Συνήθως ακολουθεί και τρίτη στροφή, η Επωδός. Αντιφωνάριο: Λειτουργικό βιβλίο που περιέχει Αντίφωνα (όχι πλέον σε χρήση σήμερα). Αντιφωνία: (ή Αντιφωνική Ψαλμωδία). 1) Το να ψάλλουν κατ' ανταπόκριση οι δύο Χοροί των

Ψαλτών. Πρβλ. Αντίφωνο. 2) Φαινόμενο

κατά το οποίο ο όγδοος φθόγγος της οκτάχορδης μουσικής κλίμακας έχει το ίδιο άκουσμα (λίγο οξύτερος) με τον φθόγγο της Βάσης. Πρβλ. Οκτάχορδο.

Αντίφωνο: 1) Ό,τι και η Επωδός. 2) Σύστημα

από Τροπάρια που προηγήθηκε από τον Κανόνα και αρχικά ψαλλόταν μετά απο καθε Κάθισμα του Ψαλτηρίου. Λέγεται και Αναβαθμός επειδή οι Εβραίοι έψαλλαν τους Μ ψαλμούς του Καθίσματος ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια (=αναβαθμούς) για το λόφο της Σιών ή γενικότερα ανεβαίνοντας για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ]. Λέγεται και ϊπόφαλμα και ψάλλονται τρία Αντίφωνα κάθε φορά σε αντιστοιχία με τρεις Ψαλμούς. [Λέγεται αντίφωνο, επειδή ψάλλεται κατ' ανταπόκριση απο τους δύο Χορούς των Ψαλτών πριν από τη Μικρή Είσοδο της Λειτουργίας] . Αρχικά τα αντίφωνα ήταν ψαλμικοί στίχοι, ενώ σήμερα περισώθηκαν μόνο οι Επωδοί τους.

Ανώνυμοι: Αγιοι χωρίς δικό τους Απολυτίκιο ή Κοντάκιο και οι οποίοι χρησιμοποιούν κάποιο κοινό με άλλους Αγίους. Απαλαριά: 1) Ο δίσκος όπου προσφέρεται το Αντίδωρο 2) Τα Κόλλυβα. Απαμφίεση: Η έκδυση της Αγίας Τράπεζας (π.χ. την Μεγάλη Πέμπτη). Απήχημα (ή Ενήχημα): Σύντομη μελωδική εισαγωγή που δείχνει σε ποιόν ήχο ανήκει το Τροπάριο. Ψάλλεται στην αρχή του άσματος. Απλή: Σημείο Μουσικής που δηλώνει αύξηση της χρονικής διάρκειας του Χαρακτήρα κατά ένα χρόνο. Απλωμα της Αγίας Τράπεζας: Βλ. Ενδυτό, το. Απλωταριά: Ανοικτή προεξοχή (εξώστης) στην εξωτερική πλευρά τειχών μιας Μονής. Απόγραφο: Αντίγραφο (κείμενο από αντιγραφή). Απόδειπνο: Ακολουθία που τελείται το βράδυ μετα το δείπνο και τελείται στα Μοναστήρια με προσευχή που προστέθηκε στις Ώρες. Απόδειπνο Μέγα: Τ'άλλεται μετά τον Εσπερινό τη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη της Τεσσαρακοστής. Περιέχει περισσότερους Ψαλμούς από το Μικρό. Απόδειπνο Μικρό: Η Ακολουθία του τελείται μετά τον Εσπερινό α) της Παρασκευής της α ', β ', γ ' και δ' Εβδομάδας της Σαρακοστής, β) της Τετάρτης της ε' εβδομάδας γ) της Παρασκευής της ε ' και στ ' Εβδομάδας, δ) πριν από το Ευχέλαιο της Μεγ. Τετάρτης. Η Ακολουθία του μπορεί να τελεστεί και στο σπίτι τις άλλες ημέρες εκτός από τη Σαρακοστή και τη Μεγ. Τετάρτη. Απόδομα: Αφωνο σημείο Μουσικής που δείχνει το τέλος της Μελωδίας ενός στίχου. Απόδοση εορτής: Ακολουθία που τελείται συνήθως μετα πάροδο οκτώ ημερών από μια Εορτή ως επανάληψη της. Απόδοση της Ανάστασης του Χριστού: τελείται την παραμονή της Ανάληφης (μετά από 39 ημέρες). Απόδοση

της Πεντηκοστής: τελείται το Σάββατο μετα την Πεντηκοστή. Απόδοση της Υπαπαντής: τελείται στις 9 Φεβρουαρίου, εκτός εάν συμπέσει με την Τεσσαρακοστή, οπότε τελείται αυθημερόν ή ανάλογα με τη γειτνίαση τους. Αποκάλυψη: 1) Η εμφάνιση του Θεού στον αν-θρο,ιπο μέσα από τα

έργα Του 2) Το ομότιτλο βιβλίο της Καινής Διαθήκης.

Απόκαρση: Τελετή κατά την οποία ο Μοναχός που χειροτονείται και ενδύεται το μοναχικό Σχήμα υφίσταται σταυροειδή κουρά των μαλλιών της κεφαλής του. Για τις γυναίκες η τελετή γίνεται από Επίσκοπο, για τους άντρες από τον Ηγούμενο της Μονής. Αποκόμβιο: Το ποσό χρημάτων που προσέφερε ο Αυτοκράτορας στον Πατριάρχη ή στον Επίσκοπο, όταν επισκεπτόταν την Αγια - Σοφιά ή άλλον Λαό. Αποκουκουλισμός: 1), Τελετή αφαίρεσης του .Κουκουλίου του νεοφώτιστου Μονάχου, οκτώ ημέρες μετα το Βάπτισμα. 2) Τελετή αφαίρεσης του Κουκουλίου του Μεγαλόσχημου Μοναχού, οκτω ήμερες μετα τη λήψη του Αγγελικού Σχήματος. Αποκουρά: Υποχρέωση των υποψηφίων Μοναχών να δηλώνουν την περιουσία τους που θα παραχωρήσουν στη Μονή τους. Απόκρεω : 1)Η περίοδος της Αποκριάς, δηλαδή οι τρεις εβδομάδες πριν από την Τεσσαρακοστή. 2) Κυριακή τον Απόκρεω: Η τρίτη από τις τρεις Κυριακές της Αποκριάς [το τέλος της κρεοφαγίας]. 3) Μεγάλη Αποκριά: Οι σαράντα ημέρες Νηστείας πριν από το Πάσχα (ή Μεγάλη Σαρακοστή). 3) Μικρή Αποκριά: Οι σαράντα ημέρες Νηστείας πριν από

τα Χριστούγεννα (ή Μικρή Σαρακοστή). Αποκρισάριος: (ή Αποκρισιάριος ή Αποκρισιάρης)

1) Βλ. Ρεφερενδάριος 2) Λαϊκός ή Κληρικός

απεσταλμένος - αντιπρόσωπος Επίσκοπου προς Μητροπολίτη ή Πατριάρχη για τις διοικητικές ανάγκες της Εκκλησίας.

Απόκρυφο: Βλ. Ευαγγέλιο Απόκρυφο. Απολείτουργα, τα: 1) Τα τεμάχια που απέμειναν από την Προσφορά μετά τη θεία Λειτουργία και που διανέμονται ως Αντίδωρο. 2) (ως επίρρημα) = μετά το τέλος της Λειτουργίας. Απολογητής: Δεινός Θεολόγος που απέκρουε (κυρίως κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους) τις κατηγορίες εναντίον του Χριστιανισμού. Απολογητική: Κλάδος της Θεολογίας που ασχολείται με την υπεράσπιση της Θρησκείας απέναντι στους αντιπάλους της. Απόλουση: Παλιά τελετή κατά την οποία οι νεοφώτιστοι Χριστιανοί την έβδομη ημέρα από το βάπτισμα τους έβγαζαν τα λευκά ρούχα που είχαν φορέσει και λούζονταν σε ιερό λουτρό. Τα Απολούσια (ή το Σάββατο των Απολουσίων): Το Σάββατο της Διακαινήσιμης Εβδομάδας, οπότε τελούνταν η Απόλουση όσων είχαν βαπτιστεί το Μεγάλο Σάββατο. Απολούσματα: Τα νερά που προέρχονται από την Απόλουση. Απόλυση: 1) Πρόσκληση του Ιερέα προς τους πιστούς να απέλθουν

από το Ναό μετά το πέρας της Λειτουργίας, με συνοδεία της ευχής - ευλογίας "Δι' ευχών των Αγίων' Πατέρων ημών...". 2) Η ευχή που απαγγέλλεται από τον Ιερέα.

Μικρή Απόλυση: Η σύντομη ευχή της Απόλυσης που λέγεται στο τέλος της θ ' Ώρας πριν από τον Εσπερινό, στο τέλος του Μικρού Εσπερινού, του Μικρού Απόδειπνου, του Μεσονυκτικού, της Τριθέκτης, πριν από τη Λειτουργία και τη Δοξολογία στο τέλος του Όρθρου. Μεγάλη Απόλυση: (ή Τελεία Απόλυση) Εκτενέστερη ευχή. Και οι δύο Απολύσεις αρχίζουν με (το "Χριστός ο αληθινός

θεός ημών" και τελειώνουν με το "Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών. Την Απόλυση εκφωνεί ο Πρεσβύτερος στραμμένος προς τα Δυτικά και κοιτάζοντας το Εκκλησίασμα. Το τέλος της "Δι' ευχών..." εκφωνείται με στροφή προς τα Ανατολικά και προς την Εικόνα του Χριστού. Το Μεγάλο Απόδειπνο έχει δική του ευχή Απόλυσης. Απολυτίκιο: Τροπάριο που συνοψίζει το κύριο νόημα μιας Εορτής και που ψάλλεται κατά την Απόλυση του Εσπερινού της Εορτής. Είναι ο αρχαιότερος ύμνος που σώζεται για την Εορτή και διακρίνεται ανάλογα με το περιεχόμενο του σε αναστάσιμο, νεκρώσιμο, θεοτόκιο, αποστολικό, προφητικό κ.λπ. Ψάλλεται επίσης στην αρχή της Ακολουθίας του Όρθρου μετά τη Δοξολογία και στο τρίτο Αντίφωνο των Αναβαθμών. Απομύρωμα: (ή Απομύρισμα ή Απόμορό) To Μύρο ή το λάδι ή το νερό που έπαιρναν οι πιστοί από μυροβλυτες Αγίους και το έπιναν ή άλειφαν το σώμα τους (για ιαματικούς σκοπούς). Απονηστεία: Διακοπή της γεύματος. Πρβλ. Κατάλυση.

Νηστείας

και

παράθεση

Απονιψίδια, τα: Τα νερά που στάζουν από τα χέρια του Ιερέα, όταν πλένεται μετα τη Λειτουργία. Ο λαός τα χρησιμοποιεί ως ιάματα. Απόστιχο: (ή Αποστιχίδα). Βλ. Στιχηρό. Αποστολίκιο: Ένδυμα αρχιερατικό. Αποστολικό: 1) Τροπάριο προς τιμή των Αποστόλων (= μαθητών του

Χριστού). Λέγεται και Αποστολικό Στιχηρό. 2) Ο Ιεραξαπόστολος.

Αποστολίτης: Μοναχός του Ναού των Αγίων Αποστολών Κ/πολεως. Απόστολος: 1)Ο καθένας από τους δώδεκα μαθητές του Χρίστου. 2) Κάθε πιστός που διαδίδει την πίστη προς το Χρίστο. 3) Περικοπή από τις Επιστολές η τις Πράξεις των

Αποστόλων, που κατά παράδοση απαγγέλονται εμελώς κατά τη Λειτουργία η οποιαδήποτε Ακολουθία. 4) Το λειτουργικό βιβλίο που περιέχει αυτές τις περικοπές. Απόστροφος: Σημείο Μουσικής που δηλώνει την ηχητική απόσταση απο φθόγγο σε φθόγγο με απλή Κατάβαση της φωνής κατά ένα φθόγγο. Αποσχηματίζω: Αφαιρώ το μοναχικό Σχήμα προς τιμωρία. Η πράξη λέγεται Αποσχηματισμός. Αποταγή: Βλ. Απόταξη 2) και 3). Αποτακτίτες: Μοναχοί Κοινόβιοι του Δ' μ.χ. αιώνα που ζούσαν στις πόλεις γύρο από Ναούς και έτρωγαν μία φορά την ημέρα. Ήταν αιρετικοί. Απόταξη: Αποκήρυξη, απάρνηση 1)του Σατανά: στα πρωτοχριστιανικά χρόνια το Βάπτισμα συνόδευαν εξορκισμοί και Απόταξη του Σατανά μαζί με Ομολογία της Πίστης. Σήμερα παρέμεινε στα λόγια του Αναδόχου το "αποτάσσομαι τω Σατανά". 2) Απάρνηση των κοσμικών αγαθών από τον Μοναχό 3) Εισφορά

που δίνεται από τον Μοναχό κατά την κατάταξη του σε Μοναστήρι.

Σημ. Στις εκκλησιαστικές σημασίες 2) και 3) λέγεται συνήθως Αποταγή. Απότομη: Εορτή για τον Πρόδρομου (29 Αυγούστου).

αποκεφαλισμό

του

Ιωάννη

Αποφατική Θεολογία: Η θετική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού μέσω της αρνητικής θεώρησης της θεολογικής σκέψης. Απρακτος, η: Σλαβική ονομασία για το Ευαγγελιάριο. Αργό: Σημείο Μουσικής που δηλώνει επιβράδυνση του χρόνου εκφώνησης. Αργό ύφος: Τρόπος ψαλμωδίας Βλ. Στιχηραρικό ύφος. Αρίστου: Το πλήρες: Ο επι του Αρίστου: Τραπεζοκόμος Μοναστηρίου.

Αρση: Το δεύτερο και ασθενές μέρος του δισημου μουσικού ποδός. Αρτοκλασία: Τελετή όπου ευλογούνται από τον Ιερέα πέντε άρτοι με κρασί και λάδι και τεμαχίζονται, για να δοθούν στους πιστούς μετά την Απόλυση. Αυτό είναι νεώτερη συνήθεια. Στα παλαιότερα χρόνια η Αρτοκλασία τελούνταν στον Εσπερινό, κυρίως στον Μεγάλο, ο οποίος ακολουθούνταν από τον Όρθρο, ώστε να ενισχύονται (μαζί με το κρασί) σωματικά όσοι θα παρακολουθούσαν όλη την Αγρυπνία. Όταν γίνεται στον Όρθρο, επέχει θέση Αντίδωρου, κάτι που συνηθίζεται στα Πανηγύρια, όπου όμως υπάρχει και το Αντίδωρο κατά πλεονασμό. Στο Ύψωμα συνοδεύεται απο κόλυβα και μ.ε επαφή των ώμων όλων των πιστών. Αρτοφόριο: Λειτουργικό σκεύος στο οποίο φυλάσσεται ο άγιος άρτος για έκτακτες ανάγκες (Μετάληψη ετοιμοθάνατου, Λειτουργία Προηγιασμέ-νων κ.ά.) εμποτισμένος με αγιασμένο οίνο. Είναι τοποθετημένο πάνω στην Αγία Τράπεζα. Αρχάγγελος: 1) Ένα από τα εννέα Τάγματα Αγγέλων. 2) Οι

Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ, Ταξιάρχες των Αγγέλων.

Αρχάριος: Υποψήφιος Μοναχός. Αρχειοφύλαξ: Υπεύθυνος των αρχείων Επισκοπής ή Μονής. Συνήθως λέγεται χαρτοφύλας. Αρχιδιάκονος: Βλ. ΤΙρωτοδιάκονος Αρχιεπίσκοπος: Τίτλος διοικητικός (και όχι βαθμός Ιεροσύνης). Στο βαθμό είναι Επίσκοπος. Διοικεί την Εκκλησία ευρύτερης περιοχής. Προσφωνείται Μακαριότατος, αν διοικεί Αυτοκέφαλη Εκκλησία, ή Σεβασμιότατος. Μέχρι τον Ε' αι. "Αρχιεπίσκοποι" ή "Έξαρχοι" ονομάζονταν οι κατόπιν ονομασθέντες Ματριάρχες.

Αρχιερατική προσευχή: Προσευχή του Χριστού (ως Αρχιερέα της Ανθρωπότητας) λίγο πριν την σύλληψη του, όπως την αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στο Μυστικό Δείπνο. Διαιρείται σε προσευχή για τον εαυτό Του, τους Αποστόλους και την Εκκλησία. Αρχιερατικό, το: 1) Λειτουργικό βιβλίο που χρησιμοποιεί ο Αρχιερέας και που είναι επιτομή του Ευχολογίου. 2) Αμφιο του Επισκόπου. Αρχιερατικός Επίτροπος: Αρχιερέα σε μια περιοχή.

Διοικητικός

εκπρόσωπος

του

Αρχιερέας: 1) Ο Χριστός (συνήθως Μέγας Αρχιερέας). 2) Αυτός

που έχει το αξίωμα Μητροπολίτη, Πατριάρχη.

του

Επισκόπου,

Αρχιμανδρίτης: 1) Τίτλος διοικητικός (και όχι βαθμός Ιεροσύνης) που απονέμεται σε Πρεσβύτερο άγαμο ή χήρο. Προσφωνείται Πανοσιολογιότατος (αν είναι θεολόγος Πανεπιστημίου) ή Πανοσιότατος (εάν δεν είναι). 2) Ηγούμενος Μοναστηρίου (ως αρχηγός της Μάνδρας της πνευματικής). Αρχιποιμενάρχης: Ο πρώτος, Εκκλησίας, ο Πατριάρχης.

ο

προϊστάμενος

της

Αρχιποίμην: (ή Αρχιποιμήν). Ο αρχιποιμένας, ο πρώτος από τους πνευματικούς ηγέτες της Εκκλησίας, πρωθιερέας, Αρχιερέας. Αρχιπρεσβύτερος: Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος. Αρχιστράτηγος: Αρχηγός των Ουρανίων Δυνάμεων (οι Γαβριήλ και Μιχαήλ). Αρχιτρίκλινος: Ο προϊστάμενος της κοινής εστίασης των Μοναχών ή άλλων συνδαιτημόνων. [Λέξη σύνθετη από τις αρχι- και τρίκλινος ή τρικλίνιον (=χώρος με τρεις κλίνες, εστιατόριο) όπου έτρωγαν ξαπλωμένοι]. Αρχοντάρης: Μοναχός που επιμελείται το Αρχονταρίκι και τους φιλοξενούμενους σ' αυτό.

Αρχονταρίκι: (ή Αρχονταρείο ή Αρχοντιλίκί). Το πολυτελέστερο διαμέρισμα στα Μοναστήρια, όπου δέχονται τους ξένους. Αρχοντίκιο: Τίτλος της πατριαρχικής αυλής που δινόταν σε Κληρικό ή Λαϊκό και συνίστατο στο να βοηθάει ο τιτλούχος τον Αρχιερέα στη διοίκηση. Για πρώτη φορά εμφανίζεται τον Γ' αιώνας Αρχοντικό Μοναστήρι: Μοναστήρι που θεμελιώθηκε από κάποιον άρχοντα με δαπάνες του. Αρχων: Ο Κληρικός ή Λαϊκός που έπαιρνε το Αρχοντίκιο. Ασκηση: Βλ. Ασκητής. Λσκητήριο: Βλ. Σκήτη. Ασκητής: Μοναχός που ζει σε ερημιά ή σε Μοναστήρι [Λέγεται "ασκητής", επειδή παλεύει εναντίον του εγωισμού, των παθών και των πειρασμών του Κόσμου, πάλη που στη μοναστική γλώσσα λέγεται "άσκηση"]. Ασματικός: Ασματικός Κανόνας: Κανόνας που αποτελεί ένα από τα εκλεκτότερα δείγματα Ειρμολογιχου Ύφους. Ασματικός Όρθρος: Βλ. Όρθρος. Ασματικό, το: Το τελικό " Αγιος ο Θεός..." της Δοξολογίας που αποτελεί και το τέλος της. Ψαλλεται σε αργό Στιχηραρικό ύφος και είναι το πλέον έντεχνο τμήμα της Δοξολογίας. Ασματικός τύπος Ακολουθίας.

Ακολουθίας:

Βλ.

Κοσμικός

τύπος

Αστέρας: Άλλη (σπανιότερη) ονομασία για τον Αστερίσκο. Αστερίσκος: Λειτουργικό σκεύος απο δύο ελάσματα που συγκρατούνται στη μέση και ανοίγουν σταυροειόώς. Συμβολίζει τον αστέρα που φάνηκε κατά τη γέννηση του Χριστού. Τοποθετείται πάνω από τον άρτο στο Δισκάριο και στηρίζει το κάλυμμα, ώστε να μην εγγίζεται ο άρτος - σώμα Χριστού. Ασώματοι, οι: Οι τρεις Αρχάγγελοι ή γενικότερα όλοι οι Αγγελοι. Ατέλεστος: Ο αμύητος στη χριστιανική διδασκαλία. Αυτοδέσποτο Μοναστήρι: (ή Αυτεξούσιο Ελεύθερο) Κτητορικό Μοναστήρι αυτοδιοικούμενο, ανεξάρτητο από

την εκκλησιαστική εξαρτομενο.

και

κοσμική

εξουσία

ή

εν

μέρει

Αυτοκέφαλος Εκκλησία: Θεσμός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιλαμβάνει πολλές Αυτοκέφαλες ανεξάρτητες) Εκκλησίες. Οι πρώτες αυτοκέφαλες είναι τα πέντε "αρχαία" Πατριαρχεία (Βλ. Πατριάρχης). Αργότερα, όταν κάθε λαός αποκτούσε κρατική ανεξαρτησία, αποκτούσε και αυτοκέφαλη Εκκλησία. Ο Αρχιεπίσκοπος αρχηγός της προσφωνείται Μακαριότατος. Σήμερα αυτοκέφαλες είναι οι Εκκλησίες Ελλάδας (από το 1850) και Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Πολωνίας, Αλβανίας. Αυτοκρατορικό Μοναστήρι : Βλ. Βασιλικός. Αυτόμελο: Τροπάριο που έχει πρωτότυπο μέτρο και μελωδία και πάνω στο οποίο προσαρμόζονται τα άλλα Τροπάρια τα λεγόμενα Προσόμοια. Λέγεται και Ιδιόμελο. Αφορίζω: Αποδιώχνω από την Εκκλησία με Αφορισμό. Αφορισμός: ή Ανάθεμα ή Αναθεμάτισμα. Απομάκρυνση απο την εκκλησιαστική κοινωνία με Επιτιμώ, συνοδευόμενη με αρά απαγγελλόμενη από την Εκκλησία. Αφυπνιστής: Μοναχός επιφορτισμένος με την αφύπνιση της μοναστικής κοινότητας. Αφωνο: Σημείο Μουσικής χωρίς ένδειξη ποιότητας ήχου. Αχειροποίητος: Λέξη [σύνθετη από τις α+χειρ+ποιώ] που δηλώνει κάτι που δεν είναι κατασκευασμένο από ανθρώπινο χέρι (αλλά, εννοεί, από χέρι θεού, τόσο τέλειο είναι). Λέγεται για Εικόνα ή Λαό. Αχραντος: Η Θεοτόκος Μαρία. Αψη: Το άναμμα κεριών στα Μοναστήρια στην αρχή και κατά τη διάρκεια μιας Ακολουθίας. Αψίδα: Η Κόγχη του Ιερού Βήματος Αψίδα τυφλή: Αψίδα χτισμένη σε τοίχο για δικαοσμητικούς σκοπούς. Αψιδοστάτης: Κίονας ή Πεσσός που στηρίζει την Αψίδα.

Β Βαγενάρειον: (ή Βαγεναρείο ή Βαγεναρειό ή Βαϊνάρειο). Αποθήκη κρασιού Μονής [Σλαβ. vagan. μσνκ βαγένιον], Βαθμίδα: Ο κάθε φθόγγος μιας μουσικής κλίμακας. Βαϊφόρος: Η Κυριακή των Βαΐων. Βάπτισμα: Ένα από τα επτά Μυστήρια και ένα από τα τέσσερα υποχρεωτικά για τον Χριστιανό. Το σπουδαιότερο από τα επτά, επειδή με αυτό ο Χριστιανός γίνεται μέλος της Εκκλησίας και απαλλάσσεται από το προπατορικό αμάρτημα. Βαπτιστήριο: Οικοδόμημα όπου τελούνταν το Βάπτισμα. Βαρεία: Σημείο Μουσικής που τοποθετείται πριν από έναν Χαρακτήρα και δηλώνει ότι ο φθόγγος εκφωνείται με βαρύτερο τονισμό φωνής. Βαρύς: Ο έβδομος ήχος της εκκλησιαστικής Μουσικής. Βάση: Ο πρώτος φθόγγος της μουσικής κλίμακας. Βασιλειακό Μηνολόγιο: Συναξάρι που συγκροτήθηκε με διαταγή του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β (Ι' αιώνας) και είναι το αρχαιότερο σωζόμενο. Βασιλιανή: Ελληνόρυθμη Μονή Κάτω Ιταλίας και Σικελίας. Ακολουθεί το ορθόδοξο Τυπικό αλλά υπάγεται διοικητικά στον Πάπα. [Λέγεται έτσι, επειδή ακολουθεί τους κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου]. Βασιλιανός: Μοναχός της Ανατολής που ακολουθεί το βυζαντινό Τυπικό [του Μεγάλου Βασιλείου. Πρβλ. Βασιλιανή] . Τον ονόμαζαν έτσι οι Δυτικοί. Βασιλική: Ναός ορθογωνίου σχήματος (η πρώτη μορφή Ναού), χωρισμένος με Κίνονες ή Πεσσούς σε Κλίτη. Βασιλική Ακολουθία: Η Ακολουθία που προηγούνταν από αυτήν του Όρθρου. Σήμερα τελείται μόνον την Μεγάλη Εβδομάδα [συνδέονταν με Βασιλικά Μοναστήρια].

Βασιλική Πύλη: Η κεντρική Πύλη του Εικονοστασίου η Ωραία Πύλη [απο αυτήν εισέρχονται ο Βασιλεύς του Βυζαντίου]. Βασιλικός: Βασιλικός Ψαλμός: Οι Ψαλμοί Ιθ ' και Κ ' που ψάλλονται στην αρχή του Όρθρου [στην προσευχή για τους Βασιλείς]. Βασιλικό μέλος: Το είδος του Πλάγιου Β' Ήχου (βλ. Ήχος), με βάση τον οποίον ψάλλονται πολλοί ύμνοι και που έχει μεγαλοπρέπεια [αρεστή και ταιριαστή στους Βασιλείς του Βυζάντιου]. Βασιλικό Μοναστήρι: Το ίδρυε ή ανακαίνιζε ο Βασιλιάς ή άλλο μέλος της βασιλικής βυζαντινής οικογένειας και ήταν υπό την εξουσία και την επιχορήγηση των Ανακτόρων. Λεγόταν και Αυτοκρατορικό (κοινά Βασιλομονάστηρο). Βασιλομονάστηρο: Βλ. Βασιλικός. Βαστακτής: Αυτός που βαστάει.το Ισον. Βηλόθυρο: Βλ. Βημόθυρα. Βήμα Ιερό: (ή Αγιο Βήμα ή απλά Ιερό). Λέγεται και Πρεσβυτέριο, Ιερατείο, Ά8υτο, Άβατο [επειδή δεν επιτρέπεται σ' αυτό η είσοδος παρά μόνο των Ιερωμένων], θυσιαστήριο, Ιλαστήριο [επειδή εδω τελείται η αναίμακτη θυσία], Αγια των Αγίων [επειδή εδω αγιάζονται τα Τίμια Δώρα]. Είναι το ιερότερο τμήμα του Ναού, ψηλότερο από τον κυρίως Ναό και χωρισμένο απ' αυτόν με το Εικονοστάσιο. Βηματάρης: Μοναχός που βοηθάει τον Ιερέα μέσα στο Ιερό Βήμα κατά τις τελετουργίες . Βηματαριό: Το Διακονικό και το Σκευογυλάκιο. Βηματίκι: (συνήθως στον πληθυντ. τα βηματίκια). Τροπάριο άγνωστο σήμερα. Ισως σχετιζόμενο με το Βήμα ή τον Άμβωνα.

Αναβαθμός,

ίσως

Βημόθυρα, τα: Η Ωραία Πύλη του Ναού. Λέγεται στον πληθυντ., επειδή έχει δύο φύλλα. Βλ. Bήμα Ιερό. Λέγεται και Βηλόθυρο ή Βηλόθυρα [βήλο = κουρτίνα].

Βιβλιοφύλακας: (ή βιβλιοθηκάριος). Μοναχός υπεύθυνος για τη βιβλιοθήκη της Μονής. Βίβλος: Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Βικίο: Το Καννί. Βορδοναρείον: Ο στάβλος του Μοναστηρίου [Λατιν. bordo (= μουλάρι)]. Κοινά λέγεται Βουρδουναριό. Βραβείον: Βιβλίο της Μονής Ιωάννου του θεολόγου στην Πάτμο, στο οποίο αναγράφονται οι κοιμηθέντες Μοναχοί. Βρέβιον: 1) Κτητορικός κώδικας Μονής ή Εκκλησίας ή απλά κατάλογος των κινητών και ακινήτων που ανήκουν στη Μονή ή την Εκκλησία. 2) Κατάλογος ονομάτων των δωρητών μιας Εκκλησίας. [Λατιν. brevis (=βραχύς), δηλαδή βραχεία καταγραφή] Πρβλ. Κώδικας. Βρεχτούρα: Βλ. Αγιαστούρα. Βυζαντινή περίοδος: Η περίοδος από τον Ιουστινιανό έως το 1453. Βυζαντινός ρυθμός: Ο ρυθμός της βυζαντινής Αρχιτεκτονικής που έχει κύριο χαρακτηριστικό τα ημικύκλια. Πρβλ. Τόξο. Βωμός: Η Αγία Τράπεζα.

Γ Γάμος: Ένα από τα επτά Μυστήρια και ένα από τα τρία προαιρετικά. Η Ορθόδοξη Εκκλησία επιτρέπει έως και τρίτο γάμο. Γεδέκιον: Το Παραθρόνιο. Γείσο: Τμήμα της στέγης που προεξέχει από τους^τοίχους (κορνίζα, μαρκίζα). Γενέθλιον:(ή Γενεσιον). Η εορτή ανάμνησης της γέννησης. Γενέθλιο της Θεοτόκου: θεομητορική εορτή (8 Σεπτεμβρίου), η οποία εμφανίζεται από τον Ζ' αι. Γένος: Ομάδα μουσικών Ήχων που έχουν κοινά στοιχεία.

Γέροντας: (στο θηλυκό Γερόντισσα). 1) Προσφώνηση κάθε Ιερωμένου 2) Ηλικιωμένος Μοναχός, προστάτης και οδηγός ενός

νεώτερου, του Δόκιμου, και που έχει στην υπηρεσία του τον Υποτακτικό. Γεροντικό: Κείμενα που είναι αποσπάσματα από βίους Αγίων, χοονογραφίες και αποφθέγματα. Γιντέκι: Ξύλο σε μορφή λαμπάδας, στην άκρη του οποίου τοποθετείται κερι [Τουρκ. Yedek αναπληρωματικός, εφεδρικός)]. Γκλίτσα: Μακρύ μπαστούνι με το οποίο κατεβάζουν τα Καντήλια για να τα ανάψουν. Γονατιστή: Η Ακολουθία του Εσπερινού του Αγίου Πνεύματος, επειδή οι πιστοί γονατίζουν όταν ο Ιερέας αναγινώσκει τις τρεις μεγάλες ευχές προς τον Τριαδικό θεό.

Γοργό: Σημείο Μουσικής που ενεργεί διαιρετικός επί του χαρακτήρος που τίθεται. Γραμμή: Βλ. Τμήμα. Γραπτός: Βλ. Ομολογητής. Γραφή: (συνήθως Αγία Γραφή ή, σπανιότερα, Ιερά Γραφή. Λέγεται και στον πληθυντ. Γραφές ή Ιερε'ς Γραφές). Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη μαζι. Αποτελεί τη μία από τις δυο πήγες της Ορθόδοξης Εκκλησίας (η άλλη είναι η Ιερά Παράδοση). Γυναικωνίτης: (ή Γυναικωνίτις ή Γυναικείο). II θέση όπου στέκονται οι γυναίκες στο iVao. Στα πρώτα χρόνια ηταν αριστερά της εισόδου και χωρίζονταν με ξύλινο διάφραγμα. Γστερα μεταφέρθηκε στο Υπε-ρώο. Λεγόταν και Κατηχούμενο [επειδή εδω στέκονταν οι Κατη-χούμενες γυναίκες. Οι Κατηχού-μενοι άντρες .στέκονταν στο Νάρθηκα] .

Δ Δαλματική: (κοινά Δελματική ή Δερματική). Λευκός χιτώνας [από τη Δαλματία] με πορφυρές ραβδώσεις και φαρδειές χειρίδες (= μανίκια). Φοριόταν από Αυτοκράτορες, Επισκόπους, Πρεσβύτερους και τελικά μόνο από Διακόνους στις Ακολουθίες. Δέηση: 1) Δέηση εκτενής βλ. Εκτενής. 2) Εικόνα Παναγίας, Προδρόμου και Χριστού στο Νάρθηκα Βλ. Και Τρίμορφο. Δείπνον Κυριακόν: Η θεία Ευχαριστία. Δείπνον Πασχάλιον: Ο Δείπνος ο Μυστικός. Δείπνος Μυστικός: Ο δείπνος που παρέθεσε ο Χριστός στους μαθητές του λίγο πριν συλληφθεί, στο Υπερώο στα Ιεροσόλυμα. Πρβλ. Ευχαριστία. Δεκάλογος: Οι δέκα εντολές που έδωσε ο θεός στο Μωυσή. Είναι καταχωρημένες στο βιβλίο "Έξοδος" της Π. Διαθήκης και εκτενέστερα στο "Δευτερονόμιο" (5, 6-21). Δεκανίκι: (ή Δικανίκί). 1) Η Ράβδος ποιμαντική. 2) Το σύμβολο εξουσίας του που έπαιρνε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ο Ηγούμενος στο Αυτοδέσποτο Μοναστήρι. Δεκανός: Εκκλησιαστικό αξίωμα με καθήκοντα να μεριμνά για τα δικαιώματα και τις προσφορές των Ιερέων [από τον ρωμαϊκό τίτλο του αξιωματικού που διοικούσε δέκα άντρες]. Δενδρίτης: Μοναχός που διαβιούσε επάνω σε δέντρο. Πρβλ. Στυλίτης. Δεπουτάτος: Λαϊκός βοηθός Επισκόπου στις περιοδείες και στη Λειτουργία. Κύριο του καθήκον ήταν να προετοιμάζει την επίσκεψη του Επισκόπου σε κάποια περιοχή, εξ ου και το όνομα του [Λατιν. deputatus (= απεσταλμένος)]. Δεσπότης: 1) Ο Χριστός. 2) Ο κυρίαρχος. 3) Κοινή ονομασία για. τον Επίσκοπο. Δεσποτικό, το: (=Επίσκοπου).

1)

Θρόνος

Αρχιερατικός.

2)

Η

κατοικία

του

Δεσπότη

Δεσποτικός: 1)Ο αναφερόμενος στο Χριστό 2)

Ο αναφερόμενος στο Δεσπότη (=Επίσκοπο). 3) Τα Δεσποτικά: Οι Εικόνες Χριστού, Παναγίας, Προδρόμου και του Αγίου του

Ναου στο Εικονοστάσιο. Λέγονται και Δεσποτικές Εικόνες. 4) Δεσποτικά στιχηρά: Στιχηρά ψαλλόμενα προς τιμή του Δεσπότη Χριστού.

Διακρίνονται σε Κατανυκτικά, Σταυρώσιμα, Νεκρώσιμα. 5) Δεσποτικό, το: Βλ. Θρόνος, 1. 6) Δεσποτικές Εορτές: Εορτές του Δεσπότη Χριστού (Χριστούγεννα, Περιτομή, Θεοφάνεια, Υπαπαντή, Μεταμόρφωση, Ύψωση Τιμίου Σταυρού, Εορτές κινητές πριν και μετά το Πάσχα). Δεσποτοθεομητορικές Εορτές: Οι Εορτές του Χριστού και της Παναγίας όταν συνεορτάζονται (π.χ. Υπαπαντή, Ευαγγελισμός). Δευτερεύων: Ο Διάκονος ο δεύτερος στην ταξη στο Πατριαρχείο Πόλεως Δευτερονόμιο: Το πέμπτο βιβλίο της Πεντατεύχου.

Διαβαστής: Ο Αναγνώστης. Διαβατικό: Επιμήκης στοά μέσα από το τείχος του Μοναστηριού, απ' την είσοδο έως την αυλή. Διάδημα: Ο φωτοστέφανος των Αγίων Προσώπων. Βλ. Αλώνι, Δόξα. Διαθήκη: Συμφωνία θεού προς ανθρώπους ότι θα έλθει η σωτηρία της ανθρωπότητας. Την "Παλαιά" υπέγραψε ο ίδιος ο θεός, την "Καινή" ο Υιός του ο Χριστός. Η Παλαιά Διαθήκη: Στα 49 βιβλία της περιέχεται η ιστορία του Ισραηλιτικού λαού, οπου προετοιμάζεται η έλευση του Χριστού. Καινή Διαθήκη: Στα 27 βιβλία της περιέχεται η διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων. Η Παλαιά και Καινή Διαθήκη αποτελούν την Αγία Γραφή. Διακαινήσιμη Εβδομάδα: Η πρώτη εβδομάδα μετά το Πάσχα [επειδή αποτελεί καινή (=νέα) εποχή πνευματικής αναγέννησης του ανθρώπου]. Λέγεται και Λευκή Εβδομάδα [επειδή οι νεοβαφτισμένοι χριστιανοί λευκοφορούσαν]. Διακόνημα: Βλ. Διακονία. Διακονητής: Μοναχός που ασκεί καθήκοντα Οικονόμου ή Εκκλησιάρχη ή Αρχοντάρη ή Τραπεζάρη. Διακονία: (ή Διακόνημα). 1) Το λειτούργημα του Διακόνου και της Διακόνισσας. 2) Η φιλανθρωπία, η περίθαλψη.

3) (Στα Μοναστήρια) η προμήθεια και διανομή των τροφίμων. 4) (Στα Μοναστήρια) η υπηρεσία του Υποτακτικού. Η εν Χριστώ Διακονία: Υπηρεσία στο όνομα της Χριστιανικής Πίστης. Διακονικό: 1) Βλ. Σκευοφυλάκιο. 2) Ο τόπος στο Ιερό Βήμα, όπου στέκονται οι Διάκονοι 3) Λειτουργικό βιβλίο που περιέχει όσα απαιτεί η Ακολουθία για τον Διάκονο. 4) Τα Διακονικά: Οι Δεήσεις της Μεγάλης Συναπτής, τα Ειρηνικά [επειδή

εκφωνούνται από Διάκονο]. Διακόνισσα: 1) (Μέχρι τα βυζαντινά χρόνια) η γυναίκα που διακρινόταν σε κοινωνικό έργο.

Λεγόταν και Κανονική. 2) Η σύζυγος του Διακόνου.

Διάκονος: (κοινά Διάκος) (Λέγεται και Ιεροδιάκονος). Ένας από τους τρεις βαθμούς Ιεροσύνης (οι άλλοι δύο είναι Πρεσβύτερος και Επίσκοπος). Προσφωνείται Ιερολογιότατος (εάν είναι θεολόγος Πανεπιστημίου) ή Ευλαβέστατος (εάν δεν είναι). Δεν τελεί Μυστήρια ούτε άλλη ιερή τελετή [Διακονεί (= βοηθάει) τον Πρεσβύτερο και τον Επίσκοπο]. Τα Άμφια του είναι τα: Στιχαριο, Opapto, Επιμάνικο. Στα πρώτα χρόνια ήταν υπεύθυνος για τη "διακονία των τραπεζών" (=για τα κοινά συσσίτια), ύστερα (οταν αυτά καταργήθηκαν) έγινε βοηθός Πρεσβυτέρου. Κάθε Διάκονος πριν απο τη χειροτονία του, αν είναι άγαμος, εγγράφεται ώς Δόκιμος στους κατάλογους ενός Μοναστηρίου. Διάμβουλον: Μεγάλο Κηροπήγιο που κρατάει ειδικό άτομο μπροστά στον Πατριάρχη, όταν αυτός ιερουργει. Διαμονητήριο: Αδεια διαμονής και κυκλοφορίας στις Μονές του Άθω. Διαπασών κλίμακα: Η Οκτάχορδη κλίμακα της βυζαντινής Μουσικής που περιλαμβάνει όλους του φθόγγους. Δίαργο: Σημείο Μουσικής που δηλώνει επιβράδυνση του χρόνου εκφοράς. Διάστημα (ή τόνος): Απόσταση ανάμεσα σε δυο φθόγγους διαφορετικού Ύφους φωνής. Διάστυλο: 1)Ο χώρος ανάμεσα σε δυο στύλους (Κίονες ή Πεσσούς)2) Το κιγκλίδωμα που χωρίζει το Ιερατείο απο το εκκλησίασμα. Διατονικό Γένος: Γένος της Οκτάχορδης μουσικής κλίμακας. Είναι το αρχαιότερο της βυζαντινής Μουσικής.

Διάψαλμα: Μουσικό επιφώνημα ανάμεσα σε δύο έμμετρα κείμενα, για να καλυφθεί ο νεκρός χρόνος (π.χ. αμήν). Δίγοργο: Σημείο Μουσικής που δηλώνει σύντμηση χρόνου (συντέμνει τον Χρόνο από τρεις σε έναν). Διερμηνεύς: Ερμηνευτής (= μεταφραστής), εκκλησιαστικού κείμενου σε γλώσσα κατανοητή από το εκκλησίασμα. Διζωνική Εικόνα: Εικόνα ζωγραφισμένη σε δύο ζώνες (στην ίδια πλευρά) με διαφορετική παράσταση σε κάθε ζώνη. Άλλο είναι η Αμφίπλευρη. Δίκαιος: Άγιος που έζησε πριν από τον Χριστό ελπίζοντας στην έλευση Ίου (π.χ. οι Θεοπάτορες , οι Προφήτες). Δίκαιος: Προϊστάμενος Ιδιόρρυθμης Σκήτης. Δικαιοφύλακας: Βλ. Έκδικος. Δικήριο: Κηροπήγιο για δύο κεριά. Δικηροτρίκηρο: Κηροπήγιο που μεταχειρίζεται ο Επίσκοπος, όταν ιερουργει. [Απο τις λέξεις δις+κηρός, τρις+κηρός, επειδή αποτελεί υποδοχές για δυο και τρία κεριά]. Διπλή: Σημείο Μουσικής που αποτελείται από δύο Απλές. Διπλοκατηχούμενα: Δεήσεις εκφωνουμενες απο την Τετάρτη της Μεσονήστιμης Κ£δομάδας έως και τη Μεγάλη Τετάρτη των Προηγιασμένων, υπέρ αυτών που ετοιμάζονται για το Βάπτισμα. Δίπτυχο: 1) Διπλή φορητή Εικόνα με χωριστή παράσταση σε κάθε τμήμα. 2) Δίστηλος πίνακας (από χαρτί), όπου αναγράφονται τα ονόματα ζώντων και

νεκρών που θα μνημονεύσει ο Ιερέας στη Λειτουργία 3) Ικετευτική Δέηση του Ιερέα όπου χαμηλόφωνα παρακαλεί το θεό να χαρίσει σε

όσους μεταλαβαίνουν τα Τίμια Δώρα εγρήγορση ψυχής και άφεση αμαρτών. Δισκάριο: (ή Δίσκος ή Αχιος Δίσκος). Μαζί με το Ποτήριο είναι τα αρχαιότερα και σπουδαιότερα δύο λειτουργικά σκεύη. Είναι μικρός κυκλικός δίσκος, όπου τοποθετείται ο άγιος άρτος κατα την Προσκομιδή. Συμβολίζει τη Φάτνη της Γέννησης. Μαζί με το Ποτήριο λέγονται Δισκοπότηρο. Δισκέλιο: Έπιπλο όπου τοποθετείται το Ευαγγέλιο για την ανάγνωση ή Εκόνα για Προσκύνηση. Δισκοκάλυμμα: Τετράγωνο ή σταυροειδές πολύτιμο ύφασμα που καλύπτει το Δισκάριο, από την Πρόθεση μέχρι την απόθεση του στην Αγία Τράπεζα κατά τη Μεγάλη Είσοδο. Δισκοπότηρο: Κοινή ονομασία για Δίσκο και Πο-τήριο μαζί. Δίσκος: Βλ. Δίσκφίο. Δισυπόστατη Εκκλησία: Εκκλησία (=Ναός) που περιέχει Παρεκκλήσιο προς τιμήν άλλου Αγίου. Μπορεί να είναι και Τρισυπόστατη. Δίχορος: Ο Ναός που έχει δύο Χορούς Ψαλτών.

Διώδιο: Βλ. Τριώδιο. Δόγμα: Στο Χριστιανισμό, θρησκευτική αλήθεια που δεν αποδεικνύεται, αλλά γίνεται αποδεκτή μονό με την πίστη, επειδή υπερβαίνει τη διανοητική ικανότητα του ανθρώπου. Δόθηκε με την αποκάλυψη από μέρος του θεού. Δογματικά θεοτόκια: Θεοτόκια του Μικρού Εσπερινού της Κυριακής (βρίσκοναι στο βιβλίο της Παρακλητικής), που ανήκουν στον Ιωάννη Δαμασκηνό [και καθορίζουν τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για τη Θεοτόκο]. Δογματική: Επιστήμη που εξετάζει συστηματικά τη διδασκαλία, για τη Χριστιανική Πίστη και τα δόγματα της. Πρβλ. Δόγμα. Δόκιμος: Μοναχός που διατελεί σε δοκιμασία, εκπαίδευση. Πρβλ. Υποτακτικός. Δομέστιχος: (ή Δομέστικος). (Το αξίωμα του λέγεται Δομεστιχάτο) [Λατιν. domesticus (=οικείος)]. 1) Εκκλησιαστικό αξίωμα του Ψάλτη ή του Αναγνώστη. Για τους Ψάλτες ο Δομέστιχος ηταν αμέσως μετά τον Πρωτοψάλτη, ο οποίος λεγόταν και Δομέστιχος των Ψαλτών. Δομέστιχος του δεξιού και Δομέστιχος του ευωνύμου: ο αρχηγός του δεξιού και του αριστερού Χορού των Ψαλτών. 2) Δοιμέστιχος των θυρών: Ο θυρωρός του Πατριαρχικού ή Επισκοπικού οίκου. Ο Δομέστιχος κατά πλειοψηφία ήταν και Μελουργος. Δόξα: 1) Ο φωτοστέφανος του Χριστού ή της Θεοτόκου. Πρβλ. Διάδημα. 2) Η σύντομη Δοξολογία «Δόξα πατρί και υιώ...». 3) Τροπάριο όπου καταλήγουν τα Απόστιχα και τα Στιχηρά στον Εσπερινό και οι Αίνοι στον Όρθρο. Δοξαστάριο: Λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τα Δοξαστικά των κινητών και ακινήτων Εορτών.

Δοξαστικό, το: Ιδιόμελο Τροπάριο που ψάλλεται μετά το "Δόξα Πατρί και Γιώ...", στο οποίο δηλαδή προτάσσεται η Μικρή Δοξολογία. Είναι το τελευταίο και εκτενέστερο Τροπάριο των Στιχηρών και Αποστίχων. Δοξολογία: 1) Λειτουργική προσευχή που δοξάζει τον τριαδικό θεό [και αρχίζει με το "Δόξα..."]. 2) Το τελευταίο τμήμα του ()ρθρου, με το οποίο γίνεται

εισαγωγή στη θεία Λειτουργία. Με την έναρξη της Δοξολογίας ο Χαός φωτίζεται με το άναμμα του Πολυελαίου. 3) Ειδική Ακολουθία, στην οποία ψάλλονται δοξαστικοί

ύμνοι και ευχαριστήριες Δεήσεις αναπέμπονται προς το θεό για κάποιο σπουδαίο γεγονός. Μεγάλη Δοξολογία: Αρχαιότατος ύμνος που αρχίζει με το "Δόξα εν υψίστοις θεώ...", έχει ως προοίμιο το "Δόξα Σοι τω δείξαντι το φώς" και αποτελείται από 15 στίχους. Ψάλλεται κάθε Κυριακή (εκτός του Πάσχα), στις μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές Εορτές, στις Αποδόσεις τους (εκτός από την Διακαινήσιμη Εβδομάδα και την Τετάρτη της Απόδοσης του Πάσχα), στα μεγάλα γεγονότα (Εθνική Εορτή, Πρωτοχρονιά κ.τ.λ.). Μικρή Δοξολογία: Αρχαιότατος ύμνος που αρχίζει με το "Δόξα Πατρί και Υιώ..." και ψάλλεται συχνά στις Ακολουθίες. Δοξολογία χύμα: Λέγεται έτσι, όταν δεν ψάλλεται αλλά διαβάζεται. Είναι το προοίμιο και οι 15 στίχοι της Μεγάλης Δοξολογίας. Δοχειάριος: (κοινά Δοχειάρης): ο επιμελητής του Δοχείου. Δοχείον: 1) Ξενώνας Μονής 2) Αποθήκη Τροφίμου - λαδιού Μονής.

Δοχή: Μαθήματα για τα Προκείμενα των Εσπερινών κινητού και ακινήτου κύκλου Εορτών. Δρακόντιο: Χοντρό κερί με ψιλό φιτίλι.

Δρομική Βασιλική: (=Κλίτη).

Βασιλική

χωρισμένη

σε

Δρόμους

Δρόμος: Βλ. Κλίτος. Δύναμη: 1) Μουσικός

όρος που δηλώνει τη λειτουργία που επιτελεί ένας φθόγγος σε σχέση με τους άλλους της ίδιας κλίμακας.

2) Εκφώνηση του Διακόνου που προστάζει τον Ψάλτη να

ψάλει για τελευταία φορά [και δυνατότερα] το «Άγιος ο Θεός». Δωδεκαήμερο: (κοινά Δωδεκαήμερα) .

Δωδεκάμερα

ή

στον

Πληθυντ.

Το χρονικό διάστημα ανάμεσα στα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια. Δωδεκάορτο: Οι δώδεκα μεγάλες Εορτές (Ευαγγελισμός, Χριστούγεννα, θεοφάνεια, Περιτομή, Υπαπαντή, Μεταμόρφωση, Ανάσταση Ααζάρου, Βάια, Σταύρωση, Ανάσταση, Ανάληψη, Πεντηκοστή). Απεικονίζεται με σειρά μικρών Εικόνων στο πάνω μέρος από το Εικονοστάσιο. Στις δώδεκα αυτές Εορτές υπήρχε προσθαφαίρεση με παρεμβολές και άλλων. Δώρα Τίμια: (ή Δώρα Άγια). Ο άρτος και ο οίνος που μετατρέπονται σε σώμα και αίμα του Χριστού. [Επειδή προσφέρονται στο θεό ως δώρα για τη θυσία]. Δωρεά: Βλ. Χάρη.

Ε Εβδομαδάριο: Βλ. Πανδέκτης. Εβδομήκοντα: Οι (περίπου) εβδομήντα γλωσσομαθείς σοφοί που μετέφρασαν την Παλαιά Διαθήκη απο τα εβραϊκά στα ελληνικά κατά τον Β ' αιώνα π.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Η μετάφραση τους αυτή είναι η επίσημα αναγνωρισμένη απο την Εκκλησία. Συνήθως δηλώνονται με το γράμμα Ο.

Εγκαίνια: 1) (ενν. του Χαού). Ιουδαϊκή εορτή σε ανάμνηση της ανέγερσης του Ναού, η οποία ακολουθήθηκε από τη Χριστιανική της 13ης Σεπτεμβρίου, κατά την οποία εορτάζονται τα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως του Χριστού. :ί) Ακολουθία καθιερώσεως ενός Χαού. Ουσιώδες μέρος της είναι η χρησιμοποίηση Ιερών Λειψάνων, που εναποτίθενται μία ημέρα πριν σε ήδη καθιερωμένο Χαο και υστέρα τοποθετούνται στην οπη του στύλου όπου θα τεθεί η Αγία Τράπεζα του νέου Ναού. Μόνον ο Επίσκοπος (όχι ο Διάκονος ή ο πρεσβύτερος) τελεί Εγκαίνια. 3) Εγκαίνιο (στον ενικό) είναι η τοποθέτηση Λειψάνων Αγίου κάτω από την Αγία Τράπεζα. Λέγεται και Κατάθεση. Λέγεται και Αειψανοθήκη. Εγκαυστική ζωγραφική: Ζωγραφική τεχνική με χρώματα ανακατεμένα με λειωμένο κερί, τα οποία θερμαίνονται με Κέστρο. Έγκλειστο: Το Μοναστήρι όπου εγκλείονται Μοναχοί, Επίσκοποι ή Πατριάρχες, για να εκτίσουν το Επιτίμιο που τους επιβλήθηκε. Ο τιμωρημένος λέγεται Έγκλειστος. Εγκόλπιο: 1 ) Συλλογικό εκκλησιαστικό βιβλίο περιεκτικό πολλών θεμάτων. 2) Μικρή Εικόνα του Χρίστου από καθαρό ασήμι, ωοειδής, που κρέμεται από το λαιμό στο στήθος του Επισκόπου με χρυσή αλυσίδα. Συμβολίζει την καθαρή καρδιά του Λειτουργού. Φοριέται πάντοτε (και στις τελετές και έκτος απ' αυτές). Πρβλ. Σταυρός. Εγκρατευτές: Αυστηροί Ασκητές που ζούσαν σε άκρα εγκράτεια. Εγκώμιο: Έπαινοι προς τον νεκρό Θεό στον Επιτάφιο. Είναι οι σ τ ί β ο ι του Αμωμου και ψάλλονται σε τρεις Στάσεις. Είδος: Το υλικό που χρησιμοποιείται για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας (δηλαδή οίνος και άρτος). Εικόνα: Ζωγραφική σε ξύλο που παριστάνει Ιερά Πρόσωπα ή γεγονότα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Είναι πάντα φορητή.

Εικονοστάσιο: 1) (κοινά Τέμπλο). Διάφραγμα που χωρίζει το Ιερό Βήμα από τον κυρίως Ναό. Έχει εικόνες και τρεις Πύλες, την Ωραία Πόλη στο κέντρο και τα Παραπόρτια δεξιά και αριστερά της. Τα πρώτα χρόνια ήταν χαμηλό με παραπετάσματα (τα Βήλα) στο πάνω μέρος, λεγόταν δρύφακτο ή δρύφρακτο, κιγκλίδες, κάγκελα, διάστυλα. Εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης υπάρχουν οι Εικόνες της Παναγίας, του Χριστού, του Προδρόμου και του Αγίου που εορτάζεται στο Ναό. Στα Παραπόρτια απεικονίζονται οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Επιστεγάζεται από σειρά μικρών Εικόνων που παριστάνουν το Αωόεκάορτο με το Μυστικό Δείπνο στο κέντρο. 2) (Εικόνισμα). Μικρό κτίσμα στην άκρη του δρόμου, αφιερωμένο ως τάμα σε άγιο πρόσωπο, η φορητή εικόνα του οποίου υπάρχει μέσα με καντήλι αναμμένο μπροστά της. Εικοσιτετράωρη Ακολουθία: Ακολουθία που διαρκούσε 24 ώρες συνεχώς, είχε εισαχθεί σε ορισμένα Μοναστήρια τον Ε αι. απο τον Μοναχό Αλέξανδρο τον Ακοίμητο και διατηρήθηκε έως τον ΙΔ ' αιώνα. Πρβλ. Αδιάλειπτη, Ακοίμητος. Ειλητάριο: Στενή επιμήκης μεμβράνη περιτυλιγμένη γύρω από μικρό ξύλινο κοντάρι και στην οποία αναγράφονταν προς εκφώνηση τμήματα της Λειτουργίας. Πρβλ. Κοντάκιο, Ειλητό. Ειλητό, το: Τετράγωνο ύφασμα που τοποθετείται πάνω από το Ενουτό και το Κατασάρκιο της Αγίας Τράπεζας κατά την τέλεση της θείας Ευχαριστίας [επειδή ειλείται (= τυλίγεται) πάνω στην Αγία Τράπεζα]. Αεγεται και θρόνος και Αντιμήνσιο. Ειρήνη: 1) Σημείο του Πρεσβυτέρου προς τον Αναγνώστη για έναρξη κάποιας ανάγνωσης. 2) Σημείο και ευλογία του Πρεσβυτέρου η του Επισκόπου προς το Εκκλησίασμα με το «Ειρήνη πασι». Ειρηνικά, τα: Ευχές που εκφωνεί ο Ιερέας μετά τον Προοιμιακό Ψαλμό και που περιέχουν τη λέξη "Ειρήνη" ("εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν", "υπέρ της άνωθεν ειρήνης...",

"υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος Κόσμου..."). Λέγονται και Εκτενής Δέηση και Μεγάλη Συναπτή και Διακονικά. Αν υπάρχει Διάκονος, τα εκφωνεί αυτός [εξ ού και "Διακονικά"]. Ειρμολογικό Ύφος: (ήιχέλος) Βλ. Στιχηραριχό ύφος και Σύντομο. Ειρμολόγιο: Λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τους Ειρμούς που ψάλλονται όλο το ετος, τις Καταβασίες της Οκτωήχου των Δεσποτικών και Θεομητορικών Εορτών. Ειρμός: Το πρώτο Τροπάριο του Κανόνα, σύμφωνα με τη μελωδία του οποίου ψάλλονται και τα άλλα. Λέγεται και Καταβασία. Εισαγωγικός: Ο Δόκιμος Μοναχός. Εισόδια της Θεοτόκου: Θεομητορική Εορτή (21 Νοεμβρίου) που ήρθε από τη Δυτική Εκκλησία μεταγενέστερα. Τριών ετών η Θεοτόκος προσφέρθηκε στο Ναό, όπου έμεινε 11 ή 12 έτη. Όταν βγήκε, μνηστεύθηκε τον Ιωσήφ, ενώ οι γονείς της είχαν ήδη πεθάνει πριν από τρία χρόνια. Την ημέρα των Εισοδίων γίνεται κατάλυση ψαριού. Εισοδικό: 1) Τροπάριο που ψάλλεται κατά τη Μικρή Είσοδο. 2) Τροπάριο που ψάλλεται στα Εισόδια της Θεοτόκου.

Είσοδος: Μεγάλη Είσοδος: Μεγαλοπρεπής είσοδος από την Πρόθεση μέσω του κυρίως Ναού, κατά την οποία προηγούνται οι λαμπαδούχοι (τα μανουάλια), ακολουθούν ο Διάκονος με θυμιατό (ή με το Ευαγγέλιο σε επίσημες Εορτές), ο Ιερέας (ή οι Ιερείς) με Φελόνιο. Είναι προετοιμασία της ιερότερης στιγμής, της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα του Χρίστου που θα ακολουθήσει. Αρχίζει με το "Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξομενοι...". Τα Τίμια Δώρα μεταφέρονται οια μέσου του Ναού από τον Ιερέα και εναποτίθενται στην Αγια Τράπεζα. Με αυτήν αρχίζει η Λειτουργία των πιστών, ενω ήδη οι Κατηχούμενοι έφυγαν απο το Ναό.

Μικρή Είσοδος: Τελείται πριν τη Μεγάλη, πριν αρχίσει η ανάγνωση του Ευαγγελίου, όταν αυτο μεταφέρεται από το Ιερό Βήμα μεσω του κυρίως Ναού και ο Διάκονος ψάλλει το "Κυρίου δεηθώμεν". Το Ευάγγελο εξέρχεται από τη Βόρεια Πυλη, το κρατάει ο Διάκονος και προηγούνται λαμπαδούχοι, ενώ ο Ιερέας ακολουθεί. Εισπήδηση: Κατάληψη εκκλησιαστικού αξιώματος κάποιον που δεν το δικαιούται (από τον Εισπηδητή).

από

Εκατοντάδα: Η Ψαλμωδία του «Κύριε, ελέησον» κατά την Ακολουθία της Αρτοκλασίας και της ϊφωσεως του Τιμίου Σταύρου. Έκδικος: (Λέγεται Δικαιοφύλακας).

και

Εκκλησιέκδικος

και

Εκκλησιαστικό αξίωμα (ήδη από τον Ε' αι.) αυτού που υπερασπίζεται στα Δικαστήρια τα συμφέροντα της Εκκλησίας, επιβλέπει την εκτέλεση των ποινών που επιβάλλουν τα εκκλησιαστικά Δικαστήρια και συνηγορεί για τους αδικούμενους που καταφεύγουν στην προστασία της Εκκλησίας. Ο Προϊστάμενος τους καλείται Πρωτέκδικος. Πρωτέκδικος καλείται και αν υπάρχει μόνο ένας σε κάθε Επισκοπή. Εκκλησία: 1) Συνάθροιση των πιστών. 2) Ναός. 3) Εκκλησία του θεού ή του Χριστού: Το σύνολο των

Χριστιανών ενός τόπου. Εκκλησιάρχης: (κοινά Εκκλησιάρης). Εκκλησιαστικό αξίωμα που δίνεται από τον ΙΔ ' αιώνα συνήθθ3ς σε Πρεσβύτερο και συνίσταται στην επιστασία του Ναου, ωστε να τελούνται οι Ακολουθίες απρόσκοπτα και ορθα. Μέγας Εκκ/,ησιάρχης: Αξίωμα στην υπηρεσία του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Εαν υπάρχει ανάγκη, βοηθείται από τον Παρεκκλησιάρχη. Εκκλησίασμα: 1)Ο Εκκλησιασμός.

2) Το σύνολο των εκκλησιαζόμενων πιστών. Εκκλησιαστικό Μοναστήρι: Μοναστήρι κατ'ευθείαν σε μια Εκκλησία (= Ναό).

που

υπάγεται

Εκκλησιέκδικος: Βλ. Εκδικος. Ε κ κλη σ ι ολογ ί α: Διδασκαλία της Εκκλησίας για την δομή και λειτουργία της. 'Εκκλητο: Δικαίωμα σε έφεση του τιμωρημένου Επισκόπου (να καταφύγει προς δικαίωση του στον Οικουμενικό Πατριάρχη). Εκλογάδην: Λειτουργικό βιβλίο περικοπών [κατ' εκλογήν] από τα Αναγνώσματα και τα κείμενα των Προφητών. Εκλογάδιο: Χειρόγραφο με τις περικοπές Ευαγγελίων και Αποστόλου. Πρβλ. Ευαγγελιστάριο. Εκλογή: Συλλογή στίχων από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως από τους Ψαλμούς, η οποία χρησιμοποιείται σε ορισμένες Εορτές. 'Εκπλυση: 1) Το ξέπλυμα του Αγίου Ποτηριού από τον Διάκονο μετά

το τέλος της Λειτουργίας. 2) Η απόπλυση του στόματος (Κληρικών και Λαϊκών) στο

τέλος της Λειτουργίας. Το έθιμο καταργήθηκε και παραμένει μόνο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Έκταση: Συστατικό του μουσικού Ήχου. Είναι διαφορετική σε κάθε Ήχο της ίδιας μουσικής κλίμακας. Εκτενής, η: (ενν. Δέηση) Σειρά Δεήσεων που εκφωνεί ο Ιερέας (αν δεν υπάρχει Διάκονος) μετά τον Προοιμιακό Ψαλμό. Εκφωνείται και στον Εσπερινό, στη Λιτή, στη θεία Λειτουργία. Λέγεται και Εκτενής Ικεσία. Παλαιότερα οι Κατηχούμενοι μετά την Εκτενή έφευγαν από το AW, επειδή τότε τελείωνε η Λειτουργία των Κατηχουμένων και άρχιζε η Λειτουργία των Πιστών. Μικρή Εκτενής: Μικρότερης διάρκειας, εκφωνείται στον Όρθρο.

Έκφραση: Λογοτεχνική περιγραφή καλλιτεχνήματος ή προσώπου της μεταβυζαντινής εποχής.

οικοδομήματος, βυζαντινής και

Εκφώνηση: Απαγγελία με δυνατή φο^νή του τέλους των Ευχών, που μέχρι τώρα ο Ιερέας έλεγε χαμηλόφωνα ή μυστικά. Ελαία: Στη συμβολική Αγιογραφία συμβολίζει την Ειρήνη. Έλαφος: Στη συμβολική Αγιογραφία συμβολίζει τους Χριστιανούς από τα ειδωλολατρικά Έθνη (= τους μη Εβραίους) που έρχονται και πίνουν νερό από την πηγή των Ευαγγελίων. Ελαφρό: Σημείο Μουσικής που δηλώνει τον χαρακτήρα της ποσότητας του ήχου και ειδικότερα την Κατάβαση της φωνής κατα δυο φθόγγους. Ελάχιστος (ή Ελάχιστο Διάστημα): Το μικρότερο Διάστημα του Τετράχορδου της βυζαντινής Μουσικής (έχει μέγεθος οκτώ Τμημάτων). Έλξη: Μουσικό φαινόμενο κατά το οποίο οι δεσπόζοντες φθόγγοι μιας κλίμακας έλκουν τους πριν η τους μετά από αυτούς. Εμβατίκια: (ή Εμβατοίκια, κοινά Μπατίκια) [από το εμβαίν(ο]. Τα χρήματα που πλήρωναν άλλοτε οι Ιερείς στον Επίσκοπο για τον διορισμό τους σε Ενορία. Εμμανουήλ: Εβραϊκή επωνυμία του Χριστού, που σημαίνει «Ο Θεος μεθ' ημών». Έμμνημο: Το Αλληλουϊάριο και το Προκείμενο που ψάλλεται κατά την Εορτή ή τη μνήμη ενός Αγίου. Όταν ψάλλεται σε άλλες περιστάσεις, λέγεται Αμνημο. Εμφύσημα: Μέρος της τελετής του Μυστηρίου του Βαπτίσματος που διακρίνεται για τον εορταστικό του τόνο [εμφύσημα=επίπνευση του Θεου ή του Αγίου Πνεύματος]. Έμφωνο: Σημείο Μουσικής που δηλώνει τον τόνο ανάλογα με τη θέση του Ηχου στην κλίμακα. Εμφώτιο: Λευκό και καινούργιο ένδυμα που φοράει ο πριν από λίγο βαφτισμένος Χριστιανός. Λέγεται και Φωτίκι.

Εναρμόνιο: Γένος της βυζαντινής Μουσικής, όπου γίνεται χρήση τετάρτων του Γόνου. Ένατα (ή Εννιάημερα): Μνημόσυνο εννέα ημέρες μετα από τον θάνατο. Ενάτη: Το μοναδικό ημερήσιο γεύμα των Μοναχών κατά την Μεγάλη Σαρακοστή στα Κοινόβια [λαμβάνεται την Θ (=9η) Ώρα]. Ενδόφωνο: Σημείο Μουσικής που δηλώνει ότι η απαγγελία του φθόγγου γίνεται ένρινα (με το στόμα κλειστό). Ένδυμα: Η στολή που ενδύεται ο Μοναχός και ο Κληρικός και δηλώνει πλέον την αφιέρωση του στο Χρίστο. Πρβλ. Σχήμα, Αποσχηματίζω. Ενδυτό, το: (ή Ενδυτή, η ή Ενδύτιο, το ή Επενδύτης ή Τραπεζοψόρον ή Αλουρχ/ς ή Απλωμα). Το κάλυμμα πανω από το Κατασάρκιο της Αγίας Τράπεζας. Ενήχημα: Βλ. Απήχημα. Ενθετική: Τεχνική κατά την ο π ο ί α σ τ ο σκαμμένο τμήμα του ανάγλυφου τ ο π ο θ ε τ ε ί τ α ι ελεφαντοστούν, μάργαρος, μάρμαρο κ.ά.τ. Ενθρόνιση (ή Ενθρονισμός): Τελετή κατα την εγκατάσταση ενός Αρχιερέα στη Μητρόπολη του ή ενός Ηγουμένου στη Μονή του. Ενθύμηση: Πρόχειρη σημείωση για διάφορα γεγονότα, γραμμένη στο περιθώριο εκκλησιαστικού βιβλίου. Ενιαύσιο: Μνημόσυνο μετά την παρέλευση ενός έτους από τον θάνατο. Λέγεται και Ετήσιο. Εννεάμηνα: Μνημόσυνο κατα τον ένατο μήνα μετά από τον θάνατο. Ενορία: Χριστιανική Κοινότητα γύρω από έναν Ποιμένα και οριζόμενη τοπικά ανάλογα με τη διοικητική δικαιοδοσία του Ναού, του οποίου και το όνομα φέρει. Ενοριακό μοναστήρι: Βλ. Επαρχιακό Μοναστήρι. Ενορίτης: Το μέλος της Ενορίας.

Ενταση: Ενα απο τα τρία γνωρίσματα του μουσικού φθόγγου. Τα άλλα δύο είναι η Χροιά και το Ύψος. Η ένταση αναφέρεται στη δύναμη εκφώνησης του ήχου. Ένωση: Η ανάμειξη άρτου και οίνου κατά τον Καθαγιασμό τους και τη μετατροπή τους σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Ενώτιο: Βλ. Σφαιρικό τρίγωνο. Εξάμηνα: Μνημόσυνο κατά τον έκτο μήνα απο τον θάνατο. Εξαποστειλάριο: Τροπάριο που ψάλλεται αμέσως πριν από τους Αίνους στον Όρθρο [επειδή ακολουθεί μετά το "εξαποστελλονται οι δέκα Απόστολοι να διδάξουν πάντα τα έθνη"]. Βλ. και Φωταγικό. Εξαπτέρυγο: 1) Τα Σεραφείμ [επειδή έχουν έξι φτερά]. 2) Μετάλλινοι ακτινωτοί δίσκοι που απεικονίζουν τα Σεραφείμ Βρίσκονται πίσω από την Αγία Τράπεζα και προηγούνται σε κάθ εκκλησιαστική πομπή. Προέρχο νται απο τα παλιά ριπίδια (= βε ντάλιες) που κρατούσαν οι Διάκο νοι κΟτα τη θεία Λειτουργία, για να ριπίζουν τα Τίμια Δώρα, ώστε να απομακρύνονται τα έντομα. Εξάρτημα: Παράρτημα Μονής, το οποίο εξαρτάται από αυτήν διοικητικά. Εξαρτηματικός: Μοναχός που κατοικεί σε Εξάρτημα. Εξαρχία: 1) Το αξίωμα του Εξάρχου. 2) Περιφέρεια που ανήκει σε Πατριαρχείο και έχει μια σχετική διοικητική ανεξαρτησία. Έξαρχος: 1) (Πριν από τον Ε' αι.) ο Επίσκοπος πόλεως - μεγάλου

κέντρου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτός που αργότερα θα κληθεί Πατριάρχης. 2) Ο αρχηγός. Π.χ. "Ιερέων έξαρχος". 3) Αντιπρόσωπος

Πατριαρχείου ή Μητροπόλεως σε περιφέρεια όπου ασκεί καθήκοντα εκκλησιαστικά ή διοικητικά.

4)

Κληρικός του Πατριαρχείου σε αποστολή.

5) Επόπτης Μοναστηριών.

Εξάψαλμος: Οι έξι Ψαλμοί (Γ ', ΑΖ ', ΞΒ', ΠΖ', ΡΒ . και ΡΜΒ ') που απαγγέλλονται στον Όρθρο πάντοτε, εκτός από τη Διακαινήσιμη Εβδομάδα και την Απόδοση του Πάσχα. Έξεργο: Ανάγλυφο που προεξέχει Επιπεόόγλυφο, Περίοπτο, Πρόστυπο.

αρκετά

Πρβλ.

Εξηγηματικός τρόπος: Αναλυτικό εύληπτο γραφικό σύστημα της Παρασημαντικής. Εξοδιαστικό: Βλ. Νεκρώσιμη Ακολουθία. Εξομολόγηση: Βλ. Μετάνοια. Εξομολογητής: Ιερέας στον οποίο ο πιστός εξομολογείται τις αμαρτίες του, μετανοεί γι' αυτές και ζητάει άφεση. Λέγεται και Πνευματικός. Πρβλ. Μετάνοια. Λέγεται και Εξομολό-γος και κοινά Ξαγοράρης. Εξορκισμός: 1) Απειλητική προσευχή προς τον Διάβολο και τα κακά

Πνεύματα, για να φύγουν απο τον Κατηχου-μενο κατα το Βάπτισμα. 2) Γενικά κάθε προσευχή προς αποτροπή των κακών

Πνευμάτων. Κοινά λέγεται ξόρκι. Εξορκιστής: Λαϊκός ή Κληρικός που εκτελούσε τον Εξορκισμό. Μετά το 692 μ.Χ. ο θεσμός εξέλιπε. Εξωκατάκοιλοι: (ή Εξωκατάκηλοι). [επειδή δεν κατοικούσαν μέσα στο Πατριαρχείο. Παρουσιάζονται τον ΙΑ αιώνα]. Κληρικοί που ανήκουν στην πρώτη πεντάδα των αξιωματούχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ασχολούνται με την κεντρική διοίκηση (Μέγας Οικονόμος, Μέγας Σακελλάριος, Μέγας Σκευοφύλακας, Χαρτοφύλακας, Σακελλίων). [Ίσως ορθότερη γραφή να είναι το Εξωκατακελλος (= σύγκελλος, συγκάτοικος, συνεργάτης)] Πρβλ. Σταυροφόρος 1). Εξώκοιτος: Μοναχός που διανυκτερεύει εξω από τη Μονή. Εξωνάρθηκας: Βλ. Νάρθηκας. Εορτή: Ημέρα προς τιμήν Αγίου ή Θείου Προσώπου.

Εορτοδρόμιο: 1) Καθένας

από τους δύο μεγάλους εορταστικούς κύκλους που έχουν κέντρο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα.

2) Συλλογή

των ευαγγελικών και αποστολικών περικοπών που διαβάζονται σ' αυτές τις Εορτές.

3) Πίνακας που περιέχει τις ακίνητες Εορτές από 11

Ιανουαρίου έως 25 Μαρτίου. Πρβλ. Εορτολόγιο. Εορτολόγια: Βλ. Εορτολόγιο 2). Εορτολόγιο: 1) Πρβλ.

Εορτοδρόμιο. εκκλησιαστικών Εορτών.

Ετήσιος

κύκλος

των

2) Μάθημα, τμήμα της Λειτουργικής (βλ. Λειτουργικό),

που πραγματεύεται τις Χριστιανικές Εορτές. Λέγεται Εορτολόγια. Επακτή: (ή Σελήνης Θεμέλιο). Η ηλικία της Σελήνης κατά την 31η Δεκεμβρίου, ώστε να υπολογισθεί η ημερομηνία του Πάσχα κατά το επόμενο ετος. Επανωκαλύμμαυχο: Επανωκαμήλαυκο).

Βλ.

Καλυμμαΰχιο

(Λέγεται

και

Επαρχιακό Μοναστήρι: (ή Ενοριακό Μ.) Μοναστήρι που υπάγεται στον Επίσκοπο (και όχι στον Πατριάρχη) και ο οποίος Επίσκοπος δίνει την άδεια ίδρυσης του. Πρβλ. Πατριαρχικό Μ. 'Επαυδος: Βλ. Υπακοή 1). Επείσακτα μέλη: Μέλη που ψάλλονται σε έναν Ήχο, ενώ ανήκουν σε άλλον. Επείσακτη: Βλ. Συνείσακτη. Επενδύτης: Βλ. Ενδυτό, το. Επιγονάτιο: 1) Άμφιο το Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου. Είναι τετράγωνο ύφασμα χρυσοκέντητο που κρέμεται

από τη Ζώνη και πέφτει στο δεξιό γόνατο σε σχήμα ρόμβου. Συμβολίζει το Αέντιο (=λινή πετσέτα) που χρησιμοποίησε ο Χρίστος κατά τον Μυστικό Δείπνο. 2) Επι των Γονάτων: Αξίωμα ευσεβούς Χριστιανού που βοηθού σε και ακολουθούσε στην περιοδεία του τον Επίσκοπο [τον βοηθούσε να φορέσει το Επιγονάτιο]. Επίδοση: Δικαίωμα που παραχωρούσε το Πατριαρχείο σε μία Λίοντ; να εισπράττει από ένα ή περισσότερα γωρια τον εκκλησιαστικό φόρο. Συνήθως λέγονταν Επίδοση Εξαρχίκή [επειδή το δικαίωμα το παραχωρούσε η Εξαρχία]. Επίθημα: Τραπεζοειδές λίθινο αρχιτεκτονικό στοιχείο που από τον Δ ' αιώνα τοποθετήθηκε επάνω στο Κιονόκρανο για καλύτερη υποστήριξη του Τόξου. Επίκληση: Ευχή του Πρεσβυτέρου προς τον Θεό να στείλει το Άγιο Πνεύμα και να μεταβληθεί ο άρτος και ο οίνος σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Επίκρανο: Το επάνω τμήμα του Πεσσού. Αντιστοιχεί στο Κιονόκρανο του Κίονα. Επιλύχνιος ευχαριστία: (ή Επιλύχνιος ύμνος ή Αυχνικό) Ποίημα του Αθηνογένη αρχόμενο με το "Φως ιλαρόν..." και λεγόμενο Τριαδικός Ύμνος. Ο Σωφρόνιος, Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων (633-638) συμπλήρωσε τον Υμνο οπως σώζεται σήμερα. Ο Αθηνογένης, Επίσκοπος Πηδα-χθόης Καππαδοκίας μαρτύρησε το 200 μ.Χ. στην πυρά, όπου και τον έψαλε [επειδή απαγγέλλεται το βράδυ, όταν έχουν ανάψει οι λύχνοι, στον Εσπερινό]. Επιμανίκιο: (ή Επιμάνικο). Άμφιο του Διακόνου, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου. Είναι είδος γαντιού που καλύπτει μόνο το μετακάρπιο. Συμβολίζει τις χειροπέδες με τις οποίες έδεσαν τα χέρια του Χριστού. Επινέμηση: Η ελληνική λέξη για τη λατινική Indictio Βλ. Ίνδικτος, Ινδικτιών. Επινίκιος Ύμνος: (λέγεται και Αγγελικός Ύμνος). Ύμνος που ψάλλουν (στην Παλαιά Διαθήκη) τα Αγγελικά Τάγματα και στη θεία Λειτουργία ο Χορός των ψαλτών: "Άγιος,

Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου...". Επιπεδόγλυφο: Ανάγλυφο που δεν προεξέχει καθόλου απο την επιφάνεια του υλικού επάνω στο οποίο φιλοτεχνήθηκε. Επιρριπτάριο: Βλ. Καλυμμαύχια. Επισκοπείο: Οίκημα - κατοικία του Επίσκοπου. Επισκοπή: 1) Διοικητική περιφέρεια Επίσκοπου. 2) Πνευματική

δικαιοδοσία

του

Επισκόπου

στους

Πιστούς. 3) Το Επισκοπείο.

Επίσκοπος :(κοινά Δεσπότης). Ο τρίτος και ανώτερος βαθμός Ιεροσύνης. Προσφωνείται Σεβασμιότατος ή Θεοφιλέστατος (εάν η Επισκοπή του δεν έχει Ποίμνιο). Τα Άμφια του είναι το Στιχαριο, το Επιμάνικο, η Ζωνη, το Επιγονάτιο, ο Μανδύας, ο Σάκκος και το Ωμοφόριο. Η Μιτρα και η Ποιμαντική Ράβδος είναι τα διακριτικά στοιχεία της αρχιεροσύνης του και ο Σταυρός και το Εγκόλπιο τα εξαρτήματα της στολής του. Επιστασία: Εκτελεστικό όργανο της Ιεράς Κοινότητας του Άθω. Επιστύλιο: Κιονόκρανο.

Αρχιτεκτονικό

τμήμα

επάνω

απο

το

Επιτάφιος: 1) Ύφασμα με την Εικόνα του Χριστού στον Τάφο. Χρησιμοποιείται μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή . 2) Η Ακολουθία της Μεγ. Παρασκευής, όταν ο Χρίστος κείται νεκρός στον Τάφο. Πρόκειται για τον Όρθρο του Μεγ. Σαββάτου όπου ψάλλεται ο Επιτάφιος θρήνος (τα γνωστά Εγκώμια), που είναι Αντίφωνα που προήλθαν απο τον Αμωμο. Η Ακολουθία αρχίζει στις 19:00 ή 19:30 και η Έξοδος -Περιφορά του Επιτάφιου στις 21:00 ή 21:30 (ανάλογα με τις Μητροπόλεις).

Επιτάφιος θρήνος ψάλλεται σε Νίσυρο, Πάτμο, Σάμο και στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Επιτίμιο: 1) Κάθε εκκλησιαστική ποινή. Πρβλ. Αφορισμός. Στην

αρχαία Εκκλησία υπήρχαν τέσσερα: Πρόσκλαυση, Σύσταση, ϊπόπτωση.

Ακρόαση,

2) Άσκηση (κανόνας) που επιβάλλει ο Πνευματικός στον

Εξο-μολογούμ,ενο (ώστε να μην επαναληφθούν αμαρτωλές πράξεις), όπως νηστεία, προσευχή, αποχή από την Ευχαριστία κ.α. Επιτραχήλιο: (κοινά Πετραχήλι). Αμφιο του Πρεσβυτέρου. Συμβολίζει τη χάρη που κατέρχεται από τον Θεό στον Ιερέα. Είναι και το Όράριο του Διακόνου, που όμως φοριέται γύρω από τον τράχηλο και πέφτει προς τα εμπρός από τις δύο άκρες του. Αέγεται και Περι-τραχήλιο. Επίτροπος: Λαϊκός διορισμένος από τον Επίσκοπο σε μία Ενορία για την φροντίδα του Ναού. Επίτροπος Πατριαρχικός: 1) Κληρικός

που με εντολή του Πατριάρχη Κπόλεως αναλαμβάνει τη διοίκηση μιας Μητροπόλεως για όσο χρόνο αυτή χηρεύει.

2) Μέλος

εκτελεστικής Πατριαρχικό.

εξουσίας

σε

Μοναστήρι

Επιφάνεια, τα: Βλ. θεοφάνεια, τα. Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος: 1) Εμφάνιση

του Αγ. Πνεύματος με μορφή πύρινων γλωσσών στις κεφαλές των Αποστόλων την ημέρα της Πεντηκοστής.

2) Κάθε βοήθεια παρεχόμενη στον πιστό σε δύσκολη

περίσταση. Επιφώνημα: Στίχος που επαναλαμβάνεται στο τέλος μακροσκελούς Μελοιδίας.

Επορκιστόν έλαιον: Λάδι με το οποίο αλείφονταν οι Κατηχουμενοι και όσοι βαφτίζονταν (στα Πρωτοχριστιανικά χρόνια). Επταδικές Ακολουθίες: Οι επτα Ακολουθίες του εικοσιτετραώρου, οι οποίες απαιτούν αδιάλειπτη προσευχή των Μοναχών (Εσπερινός, Απόδειπνο, Μεσονυ-κτικό, Όρθρος, Γ ' Ώρα, ΣΤ ' Ώρα και Θ' Ώρα). Επταπάπαδο: Ο αριθμός των επτά Πρεσβυτέρων που απαιτείται για την τέλεση του Ευχελαίου. Επταφωνία: Η κλίμακα όλων των φωνών της βυζαντινής μουσικής, που περιέχει επτά τονιαία διαστήματα. Επτάφωτη Λυχνία: Λυχνία με επτά φώτα που φυλάσσονταν μαζί με την Κιβωτό στο Ναό του Σολομώντα. Επωδός: (Κοινά Ρεφραίν, Τσάκισμα, Γύρισμα). 1) Στη

Βυζαντινή εκκλησιαστική Εφύμνιο, Ανακλώμενο, Αντίφωνο.

ποίηση

λέγεται

2) Η τρίτη στροφή ενός ποιήματος, η οποία ακολουθεί

δυο εκτενέστερες (τη Στροφή και την Αντιστροφή). Μερικές φορές επανέρχεται και στη μέση της Στροφής. Ερημητήριο: Βλ. Σκήτη. Ερημίτης: Μοναχός που όιαβιοί σε Ερημητήριο και κάθε Μοναχός που ζει απομονωμένος . Ερμηνευτής: Βλ. Διερμηνεύς. Ερμηνευτική: Κλάδος της Θεολογίας που ερμηνεύει την Αγία Γραφή. Εσθής Αγία: Εορτή της Θεοτόκου, τα Καταθέσια (2 Ιουνίου), κατά την οποία η εσθήτα της Παναγίας που βρέθηκε τον Ε' αιώνα στα Ιεροσόλυμα μεταφέρθηκε στην Κ/πολη και κατατέθηκε στις Βλαχέρνες, στο Ναό της Αγίας Σορού. Εσπερινός: Ακολουθία που τελείται την εσπέρα, παραμονή μιας θείας Λειτουργίας και που αναφέρεται στην Εορτή της επόμενης ημέρας. Αρχίζει στις ώρες 16:00 έως 19:00 (ανάλογα με τις ημέρες του έτους και με τις Μητροπόλεις). Τη Μεγάλη Πέμπτη αρχίζει στις 8:00 (το πρωί), όπως και τη

Μεγ. ΙΙαρασκευή και Μεγ. Σάββατο. Πριν από τον Εσπερινό τελείται η Ακολουθία της θ ' Ώρας και μετά τον Εσπερινό ακολουθεί το Μικρό ή Μεγάλο Ατζόόειπνο. Μικρός Εσπερινός: τελείται τις καθημερινές. Μέγας Εσπερινός: τελείται τις Κυριακές και επίσημες Εορτές και μερικές φορές συνάπτεται με τον Όρθρο της επόμενης ημέρας, οπότε αποτελεί την Αγρυπνία, συνήθως στα Μοναστήρια. Εσπερινός της Αγάπης: Βλ. Αγάπη. Εσπέριος Ψαλμός: Οι Ψαλμοί ΡΜ', ΡΜΑ', ΡΚΘ', ΡΙΣΤ 'που ψάλλονται στον Εσπερινό. Εσταυρωμένος: ενν. ο Χριστός [που σταυρόθηκε]. Εστία: Μαγειρείο Μονής. Εσχατολογια: Η διδασκαλία της χριστιανικής θρησκείας για το τέλος του κόσμου και τη μέλλουσα ζωή [λόγος περί εσχάτων]. Περιλαμβάνει δύο μέρη: την μερική Κρίση (που αναφέρεται στην τύχη καθενός ανθρώπου χωριστά μετά το θάνατο του) και την καθολική Κρίση (όλων κατά τη Δευτέρα Παρουσία). Εσωκατάκηλος: Αυτός που ζει στην Αυλή του Πατριάρχη και εκτελεί χρέη Γραμματέα. Εσωνάρθηκας: Τμήμα του Ναού ανάμεσα στον κυρίως Ναό και στον Νάρθηκα. Εσώρασο: Βλ. Αντερί. Εσωράχιο: Η εσωτερική επιφάνεια αρχιτεκτονικού Τόξου. Έτερο (ή Σύνδεσμος): Σημείο Μουσικής που δηλώνει ότι δύο φθόγγοι ψάλλονται χωρίς διακοπή της φωνής, αλλά ότι συνδέονται μεταξύ τους με απαλό κυμάτισμα, της φωνής. Ετοιμασία του θρόνου: .Αναπαράσταση του θρόνου του Χριστού ζωγραφισμένη στην Καμάρα επάνω από την Αψίδα του Ιερού Βήματος και που δείχνει θρόνο κενό, τον οποίον ετοιμάζουν οι Άγγελοι για τη Δευτέρα Παρουσία. Ευαγγελιάριο: Βλ. Ευαγγελιστάριο. Ευαγγέλιο:

1) Η Καινή Διαθήκη γενικά [που περιέχει την ευχάριστη είδηση (ευ+αγγελία) της σωτηρίας του κόσμου από το Χριστό]. 2) Τα τέσσερα βιβλία της Καινής Διαθήκης τα κυρίως λεγόμενα Ευαγγέλια των Μάρκου, Ματθαίου, Λουκά, Ιωάννη. 3) Λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις περικοπές των

Ευαγγελίων, που διαβάζονται κατά τη θεία Λειτουργία και τις διάφορες Ακολουθίες. Ευαγγέλιο Απόκρυφο: Βιβλίο της Καινής Διαθήκης ψευδεπίγραφο, αιρετικό και άγνωστης προέλευσης, που αποκλείστηκε από τον Κανόνα της Κ. Διαθήκης. Ευαγγελισμός της Θεοτόκου: Αρχαιότατη Θεομητορική Εορτή. Το χαρμόσυνο άγγελμα προς τη Μαρία από τον Άγγελο ότι θα γεννήσει τον Σωτήρα του Κόσμου. Εορτάζεται στις 25 Μαρτίου. Αν όμως τότε συμπέσει η Μεγ. Παρασκευή ή το Μεγ. Σάββατο, μετατοπίζεται στην Κυριακή του Πάσχα ή αργότερα. Ευαγγελιστάριο: (ή Ευαγγελιάριο). Βιβλίο που περιέχει τις περικοπές το)ν Ευαγγελίων που διαβάζονται (κατά σειρά) στις Ακουλουθίες όλου του Ετους. Ευαγγελιστής: Καθένας από τους τέσσερις συγγραφείς των Ευαγγελίων. Ευκτήριος Οίκος: 1) Ο Ναός 2) Το Παρεκκλήσιο.

Ευλαβέστατος: Προσφώνηση του Διακόνου, όταν δεν είναι θεολόγος Πανεπιστημίου (εάν είναι, προσφωνείται Ιερολογιότατος) Ευλογητάριο: Τροπάριο στο οποίο προτάσσεται το "Ευλογητός ει, Κύριε, όίόαξόν με τα όικαώματά σου" (ψαλμικός στίχος). Είναι Αναστάσιμο και Νεκρώσιμο και συνδυάζεται με τον Αμωμο. Ευλογητό, το: Η απαγγελία από τον Ιερέα των εναρκτήριων προσευχών της Λείτουργίας: "Ευλογημένη η Βασιλεία..."

(Συνηθίζεται στις φράσεις "ποιεί ο Ιερεύς ευλογητον", "μόλις τελείωσε - μόλις άργισε -το ευλογητό"). Ευχαριστία: (συνήθως λέγεται θεία Ευχαριστία, θεία Κοινωνία, Μετάληψη). Ένα από τα επτά Μυστήρια και ένα από τα τέσσερα υποχρεωτικά. Είναι η μετάληψη του σώματος και αίματος του Χριστού με τη μορφή άρτου και οίνου, αναίμακτη θυσία, αναπαράσταση της θυσίας του Χριστού στο Σταύρο. [Λέγεται έτσι, επειδή αναπέμπεται ευχαριστία στο θεό που αξίωσε τον άνθρωπο για τη βρώση και την πόση - τη Σωτηρία]. Γίνεται προς ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου και κοινά λέγεται Μεταλαβιά. Ευχέλαιο: Ένα από τα επτά Μυστήρια και ένα απο τα τρια προαιρετικά. Τελείται από επτά Ιερείς, αλλά στην ανάγκη και από έναν και συνίσταται στο να χρίεται ο πιστός με έλαιο αγιασμένο, ενώ εκφωνείται ευχή, για να συγχο,ιρεθουν οι αμαρτίες του ή για να θεραπευτεί από ασθένεια [τα ορατά σημεία ευχή και έλαιο έδωσαν το όνομα]. Προηγείται από την Ευχαριστία και τελείται τη Μεγάλη Τέταρτη, επειδή πολλοί μεταλαβαίνουν τη Μεγ. Πέμπτη. Η Ακολουθία του αρχίζει στις 16:00 ή 17:00 (ανάλογα με τις Μητροπόλεις). Ευχαριστήριος Ύμνος: Τμήμα μυστικής ευχής που εκφωνεί χαμηλόφωνα ο Ιερέας κατα τον αγιασμό των Τίμιοι Δώρων [ευχαριστεί το θεό για όλα τα αγαθά που χορήγησε και χορηγεί]. Ευχή: Εκφραση επιθυμίας προς πραγμάτωση ιερού σκοπού. Πολλών ειδών ευχές υπάρχουν σε κάθε Ακολουθία. Ευχή δοξολογική: Εκφωνείται με την έναρξη της Ακολουθίας ("Ευλογητός ο θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων"). Ευχή προοιμιακή: Βλ. Προοιμιακή. Ευχή ιλαστική: Εκφωνείται στο Ευχέλαιο. Ευχολόγιο: Λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις Λειτουργίες, τη διάταξη και τις ευχές του Εσπερινού, τ ο υ Ορθρου, του Αγιασμού, των Μυστηρίων. Μικρό Ευχολόγιο:

(Λέγεται και Αγιασματάριο) περιέχει τα απολύτως απαραίτητα κείμενα για κάθε ημέρα. Μέγα Ευχολόγιο: περιέχει όλα τα κείμενα για Λειτουργίες, Όρθρο κ.λπ. που προαναφέρθηκαν. Εφημέριος: 1) Ιερέας που εναλλακτικά με άλλους (εάν υπάρχουν) εκτελεί την υπηρεσία του στο Ναό. 2 ) Ο τακτικός Λειτουργός Ιερέας ενός Ναού. Εφορκιστής: Κατηχητής απίστων [Επειδή έκανε και εξορκισμούς του κακού Πνεύματος και άλλων πειρασμών]. Εφύμνιο: Βλ. Επωδός2). Εωθινά: Τροπάρια Δοξαστικά των Αίνων της Κυριακής [ψάλλονται με τα εουΟινά Ευαγγέλια προς το τέλος του Ορθρου και άγονται εωθινά, επειδή αναφέρονται στην Ανάσταση του Χρίστου που έγινε κατά την έω (=τα χαράματα)]. Εωθινή προσευχή: Εκφωνείται με την έγερση από τον υπνο και αποτελείται από πολλά μέρη: Κυριακή προσευχή, Σύμβολο της Πίστεως κ.ά. Εωθινό Ευαγγέλιο: Ευαγγέλιο της Ακολουθίας του Όρθρου. Εωσφόρος: Ο αρχηγός των κακών Αγγέλων, εχθρών του θεού, των Δαιμόνων. Ο Σατανάς.

Ζ Ζέον, το: Λειτουργικό σκεύος. Μικρό με-τάλλινο δοχείο για τη θέρμανση του νερού [ζέω (=ζεσταίνω, καίω)], το οποίο χύνει ύστερα ο Ιερέας στο άγιο Ποτήρια για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Συμβολίζει τη θερμότητα της Πίστης αυτών που προσεύχονται στο Μυστήριο της Μετάληψης. Συνδέεται με το γεγονός της τρώσης της πλευράς του Χρίστου στο σταυρό, απ' όπου εξήλθε αιμα και νερό. Λέγεται και Αεζητάριο. Ζηλωτής:

1) Συντηρητικός Χριστιανός που εκλαμβάνει κατά γράμμα τη

διδασκαλία των Ευαγγελίων. 2) Ο πιστός και ένθρερμος Χριστιανό; .

Ζητεία: Περιοδεία Μοναχού προς συγκέντρωση χρημάτων για τη Μονή του. Ζυγός: Σημείο Μουσικής που δηλώνει χρωματική ποιότητα και που ενεργεί στο Πεντάχορίο με πορεία καθοδική προς βαρύτερους φθόγγους . Ζώνη: Αμφιο του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου που περιβάλλει την οσφύ, για να δίνει ελευθερία κινήσεων. Συμβολίζει το ότι ο ιερωμένος είναι "διεζωσμένος" με πνευματική διαγωγή. Αγία Ζώνη (ή Τιμία Ζώνη): Η ζώνη της Θεοτόκου που υπάρχει στη Μονή Βατοπεδίου στον Αθω και που μεταφέρθηκε απο τα Ιε-ιοσόλυαα σττν Κωνσταντινουπολη το 919 μ.Χ. Εορτάζεται στις 31 Αυγούστου. Ζωοδόχος Πηγή: Έξω από την Κωνσταντινούπολη, προς το Επταπύργιο, υπήρχε μέγιστος Ναός του Ε ' αι. προς τιμή της Θεοτόκου κοντά σε μιά πηγ/;, το νερό της οποίας ήταν θαυματουργό. Ο Ναός γκρεμίστηκε μετά το 1453, έμεινε ένα παρεκκλήσι, που κι αυτό γκρεμίστηκε στις αρχές του Ιθ' αιώνα, ξαναχτίστηκε το 1833-1835, για να ξαναγκρεμ;στεί στον Κ' αιώνα. Εορτάζεται την Παρασκευή της Αιαχαινήσιμης Εβδομάδας. Ζωφόρος (ή Ζωοφόρος): Το τμήμα του οικοδομήματος ανάμεσα στο Επιστόλιο και στο Γείσο. Ζωστικό: ΑντερίΜονάχου δεμένο με ζώνη:

Η Ηγουμενείο: Το ιδιαίτερο ενδιαίτημα του Ηγουμένου στο Μοναστήρι. Ηγούμενος, -μένη: (το θηλυκό λέγεται και Ηγουμένισσα) (κοινά Γούμενος, Γουμένισσα) . Προϊστάμενος (-μένη) Μονής.

Ηγουμενοσυμβούλιο: Σύνολο συμβούλων που συσκέπτονται και συναποφασίζουν με τον Ηγούμενο. Ηθική Χριστιανική: Διδάσκει τι πρέπει να πράττει και τι να αποφεύγει ο Χριστιανός, ώστε να φτάσει στην τέλεια κατα Χριστό ζωή, η οποία είναι το ιδεώδες των ηθικών αγώνων. Ήθος: Στοιχείο του Ηχου, συναισθήματα του Μελωδού.

το

οποίο

εκφράζει

τα

Ημερονύκτιος Ακολουθία: 1) Ακολουθία που διαρκεί ένα η-μερόνυχτο. 2) Αγρυπνία. Ημίαργο: Σημείο Μουσικής που δηλώνει διαίρεση του Χρόνου κατά το ήμισυ. Ημίγοργο: Σημείο Μουσικής που δηλώνει επιτάχυνση του Χρόνου κατά το ήμισυ . Ημικίονας (ή Ημιστύλιο): Μισός Κίονας. Ο άλλος μισός (κατά μήκος) φαίνεται σαν να είναι εντοιχισμένος. Ημιστύλιο: βλ. Ημικίονας. Ημιτόνιο: Μουσικό Διάστημα μισού τόνου. Ημιφθόριο: Σημείο Μουσικής που δηλώνει επιμήκυνση του Μέλους και που δίνει οδηγία για χειρονομίες του Ψάλτη. Ημίφωνο: Σημείο Μουσικής που δηλώνει διαπλάτυνση του Μέλους ή που δίνει οδηγία για χειρονομίες του Ψάλτη. Ημιχώνιο (ή Γωνιαία Κόγχη): Τμήμα θόλου που στο Χαό υποβαστάζει προεξέχουσα -γωνία. Είναι παραλλαγή του Ενωτίου [μοιάζει με μισό χωνί]. Ησυχασμός: Ασκητισμός, μοναχισμός που ενδιαφέρεται πρώτιστα να βρει τόπο ησυχίας, ώστε να επιτευχθεί η αυτοσυγκέντρωση. Βλ. και Ησυχαστής. Ησυχαστήριο: Μοναστήρι ή Σκήτη ή η ερημιά. Πρβλ. Ησυχαστής. Ησυχαστής: Ο Ασκητής, επειδή ένα μέσο για Ασκηση είναι η ησυχία, απαραίτητη για προσευχή και πνευματική ανάταση. Ο Ησυχαστής μονάζει στην ερημιά, όπου και μόνον μπορεί να βρει ησυχία. Ησυχαστές: Μυστικιστές

Μοναχοί (Βλ. Μυστικοί) του Αγίου Όρους, σε ακμή κυρίως τον ΙΔ ' αιώνα, οι οποίοι με τη νοερά προσευχή ενώνονταν με το άκτιστο Φως του θεού. Ήχημα: Βλ. Κράτημα. Ήχος: Μελωδικό σύνολο που κινείται σε καθορισμένο μορφολογικό πλαίσιο. Βλ. Οκτώηχος 2). Ήχος πλάγιος: Βλ. Οκτώηγος '2).

Θ θάλασσα:(ή θαλασσίδιο). Βλ. Χωνευτήριο. θειότατος: Προσφώνηση ίων Πατριαρχών των τεσσάρων πρεσβυγενων (=των πρωτοϊδρυθέντων) Πατριαρχείων (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, ΚΠόλεως). θεοδοσιανό Κιονόκρανο: Κιονόκρανο που από τον Ε ' αιώνα επικράτησε και αντικατέστησε την άκανθα του αρχαίου Κορινθιακού Κιονόκρανου με δαντελωτή διακόσμηση σε δύο σειρές οκτω φύλλων. θεοδρόμος: Βλ. Κράχτης. Θεομητορικός: Ο αναφερόμενος στη θεομητορα Παρθένο Μαρία. θεομητορική Εορτή: Εορτή προς τιμή της (Γενέθλιο, Ει-σόδια, Σύναξη, Ευαγγελισμός, θεομητορικός μήνας: Ο Αύγουστος.

Θεοτόκου Κοίμηση),

θεοπάτορες: Οι γονείς της Θεοτόκου Μαρίας, Ιωακείμ και Αννα. θεοτοκάριο: Λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τους σε λειτουργική χρήση Ύμνους προς τη Θεοτόκο. Πρβλ. θεοτόκιο, Σταυροθεοτοκίο. θεοτόκιο: (ή θεοτόκιο). Τροπάριο που αναφέρεται στη Θεοτόκο. Πρβλ. Σταυροθεοτοκίο. θεοφάνεια, τα: (κοινά λέγεται Φώτα). Λέγεται και Θεοφάνια, ή Επιφάνεια η Επιφάνια. 1) Ακίνητη Δεσποτική

Εορτή που εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου ήδη από το 300 μ.Χ. Στην αρχή ήταν ενωμένη με τα Χριστούγεννα. Παλαιότερα άρχιζε το βράδυ της παραμονής και διαρκούσε και μετά τα μεσάνυχτα. Στο Ναό υπήρχε άπλετος φωτισμός και γινόταν αγιασμός των υδάτων, όπου έμπαιναν όσοι θα βαφτίζονταν. Οι βαπτισμένοι καλούνταν «νεοφώτιστοι», εξ ού και η ονομασία της εορτής «Φώτα». 2) Η εμφάνιση στους ανθρώπους θείου προσώπου ή του θεού. Τότε συνήθως λέγεται η Επιφάνεια. θεοφιλέστατος: Προσφώνηση του Επισκόπου που δεν έχει Ποίμνιο (επειδή η Μητρόπολη του καταργήθηκε), του Τιτουλάριου και του Χωροεπίσκοπου. θέσεις: Συγκεκριμένες και στερεότυπες φράσεις- τμήματα της βυζαντινής Μουσικής. θεωρητικό: Βιβλίο με τη θεωρία της εκκλησιαστικής Μουσικής. θολικό: Κελλί με θόλο. θόλος: Βλ. Τρούλος. θριαμβεύουσα Εκκλησία: Το σύνολο των νεκρών Χριστιανών [που έχουν θριαμβεύσει στην πίστη τους και] που βρίσκονται στους κόλπους του θεού. Είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τους ζωντανούς Χριστιανούς (τη Στρατευόμενη Εκκλησία), οι οποίοι και τελούν Μνημόσυνα, για να μένουν πάντα σε στενή και αδιάκοπη επαφή με τους νεκρούς. θρόνος Αρχιερατικός: 1) (λέγεται και Δεσποτικό). Βρίσκεται δεξιά καθώς εισερχόμαστε στο Ναο και φέρει παράσταση του Χριστού. Εδώ στέκεται ο -Επίσκοπος, όταν Χοροστατεί. 2) Το Ειλητό (μόνη της η λέξη "θρόνος"). θυμιατήρι (ο): (ή θυμιατό). Αρχαιότερο λειτουργικό σκεύος εβραϊκής προέλευσης. Είναι ημισφαιροειδές δοχείο με το θυμίαμα και κρέμεται από αλυσίδες. Υπήρχαν και ακίνητα, που αργότερα καταργήθηκαν. Λέγεται και θυμιατερό και Λιβανιστήρι. θύραθεν παιδεία: Ειδωλολατρική (= μη χριστιανική) μόρφωση στηριζόμενη στα Ελληνικά Γράμματα.

θυρανοίξια, τα: (ή Ανοίζια, τα). Τελετή κατά την οποία θριαμβευτικά ανοίγει ο Επίσκοπος τις πύλες του Ναού στα. Εγκαίνια. Θυσία: H ύψιστη στιγμή της Λειτουργίας, όπου θυσιάζεται το σώμα και το αίμα του Χριστού (με μορφή άρτου και οίνου), σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου και ως αναπαράσταση της θυσίας του Χριστού στο Σταυρό. Στη συμβολική Αγιογραφία συμβολίζεται με τη θυσία του Ισαάκ. Λέγεται και Αγια Αναφορά. Πρβλ. Δισκάριο, Δώρα Τίμια, Ευχαριστία, Κοινωνία, Μετάληφη, Ποτήρια, Προσκομιδή, Χερουβείμ. Θυσιαστήριο: 1) βλ. Βήμα Ιερό. 2) Ειδικότερα η Αγία Τράπεζα. θωράκιο (ή θωρακείο): Προστατευτική κατασκευή μικρού ύψους προς αποτροπή πτώσης ή προσβολής.

I Ιαμβικός Κανόνας: Κανόνας στον οποίον οι στίχοι των Τροπάριων είναι γραμμένοι στο αρχαιοελληνικό ιαμβικό μέτρο. Ιδιόμελο: Βλ. Αυτόμελο. Ιδιόρρυθμο: Είδος Μοναστηριού ή Μοναχισμού, οπρυ για τους Μοναχούς παραμένουν κοινά η διοίκηση, η προσευχή και τροφή τις Κυριακές ή τις μεγάλες Εορτές, η εργασία και η ενδυμασία. Η διατροφή των άλλων ημερών είναι ατομική μέριμνα του κάθε Μονάχου. Με το ιδιόρρυθμο απαλύνεται η τραχύτητα της μοναστικής ζωής και χρονολογικά είναι η τέταρτη και τελευταία μορφή του Μοναχισμού. I Ιρβλ. Κοινόβιο, Λαύρα. Ιεραποδημία: Ταξίδι προς επίσκεψη και Προσκύνημα των Αγίων Τόπων. Ιεραπόδημος: Αυτός που ταξιδεύει προς Προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.

Ιεραπόστολος: Οποιος οικειοθελώς Χριστιανισμό σε μη χριστιανική χώρα.

μεταδίδει

τον

Ιεράρχης: Ο αρχηγός των Ιερέων, δηλαδή ο Επίσκοπος, ο Μητροπολίτης ή ο Πατριάρχης. Ιεραρχία: Η ανώτερη διοίκηση της Εκκλησίας [αποτελούμενη από Ιεράρχες. Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος: Ανώτατο διοικητικό όργανο αποτελούμενο από τους Επισκόπους των 80 Μητροπό-λεων της Ελλάδας. Ιερατείο: 1) Το Ιερό Βήμα. 2) Το σύνολο των Ιερέων ενός Nαού ή μιας εκκλησιαστικής Κοινότητας. Ιερατικό: Λειτουργικό βιβλίο προς χρήση για την ακριβή τέλεση μιας Λειτουργίας (εκδόθηκε το 1885). Ιερέας: (κοινά λέγεται Παπάς) (το επίσημο όνομα του είναι Πρεσβύτερος). Ένας από τους τρεις βαθμούς ιεροσύνης (οι άλλοι όύο είναι Διάκονος και Επίσκοπος). Προσφωνείται Αιδεσιμότατος ή Αιδεσιμολογιότατος (ανάλογα με την πανεπιστημιακή του μόρφωση). Ιερό, το: Βλ. Βήμα Ιερό. Ιεροδιάκονος: Βλ. Διάκονος. Κυρίως είναι αυτός που προέρχεται από τις τάξεις των Μοναχών. Ιεροδιδάσκαλος: 1) Αυτός που διδάσκει τα Ιερά Γράμματα μιας θρησκείας. 2) Αυτός που είναι ταυτόχρονα Ιερωμένος και Δάσκαλος.

Ιεροκήρυκας: Κληρικός ή Λαϊκός ορισμένος απο τον Μητροπολίτη να κηρύσσει το λόγο το Θεού στους Ναούς η άλλες συγκεντρώσεις. Ιερολογία: 1) Λόγος για τα Ιερά Ζητήματα. 2) Ιεροπραξία του Γάμου. Ιερολογιότατος: Προσφώνηση του Διακόνου εάν είναι θεολόγος Πανεπιστημίου (εάν δεν είναι, προσφωνείται Ευλαβέστατος).

Ιερομάρτυρας: Κληρικός που είχε μαρτυρικό θάνατο για την Πίστη του. Πρβλ. Οσιομάρτυρας. Ιερομνήμιυν: Ο υπεύθυνος για τον Κώδικα της Επισκοπής και τα εγκαίνια των Ναών, βοηθούσε τον Επίσκοπο, τον εκπροσωπούσε απόντα. Αξίωμα που δινόταν σε Κληρικούς και μετα το 1453 και σε Λαϊκούς. Ιερομόναχος: (κοινά Καλογερόπαπας). Μοναχός που χειροτονήθηκε Ιερέας αλλά δεν νυμφεύεται (όπως ο Πρεσβύτερος). Προσφο3νείται Οσιολογιότατος (εάν είναι θεολόγος Πανεπιστημίου) ή Οσιότατος (εάν δεν είναι). Η ίδια προσφώνηση ισχύει και για τον Μόναχο. Ιερόπαις: Νεαρός λαϊκός που συμμετέχει στην τέλεση της Λειτουργίας ("παπαδάκι”). Ιεροσολυμιτικό (ή Ιεροσολυμίτης ): Τυπικό Μοναχισμού που διαμορφώθηκε στη Μονή Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων. Βλ. Τυπικό 2). Ιεροσύνη: Ενα απο τα επτά Μυστήρια και ένα από τα τρία προαιρετικά. Με την επίθεση των χειρών του Επισκόπου (βλ. Χειροτονία) χαι με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος κατέρχεται η θεία Χάρη στον χειροτονουμενο, που παίρνει έτσι την εξουσία να ποιμαίνει τους πιστούς και να τελεί τα Μυστήρια και κάθε Ακολουθία. Οι τρεις βαθμοί της Ιεροσύνης είναι: Διάκονος, I Ιρεσβύτερος, Επίσκοπος. (Αλλα ονόματα η τίτλοι είναι διοικητικές θέσεις ή τιμητικές διακρίσεις). Ιερότατος: Παλαιότερη προσφώνηση του Μητροπολίτη, η οποία αντικαταστάθηκε από το Σεβασμιότατος. Ιεροψάλτης: Βλ. Ψάλτης. Ιησούς: Ο ιδρυτής του Χριστιανισμού, ο Χριστός [Εβρ. Γιεσουά (=σωτήρας)]. Ικεσία: Βλ. Εκτενής. Ικετήριος Κανόνας: 1) Ενν. προς τον Ιησού Χριστό: Ποίημα του Μοναχού θεόκτιστου Στουδίτη, που εκφράζει δέηση προς το Χρίστο για σωτηρία. 2) Ενν. προς τον Αγγελο, τον φύλακα της ζωής των ανθρώπων: Ποίημα του Μοναχού

Ιωάννη του Μαυρόποδα με Ακροστιχίδα "τον Αγγελον μέλπω σε φύλακα μου". Εκφράζει δέηση σωτηρίας. 3) Ενν. προς τις Επουράνιες Δυνάμεις και πάντες τους Αγίους: Ποίημα του Ιωσήφ του Γμνογρά-φου προς σωτηρία μας με αλφαβητική Ακροστιχίδα. Βλ. Κανόνας. Ιλαστήριο: Βλ. Βήμα Ιερό. Ινδικτιών, η: (ή Ίνδικτος ή Επινέμηση). [Λατιν. indictio (= ορισμός, διάγγελμα για επιβολή φόρου)]. Εκκλησιαστικό μέτρο χρονολόγησης διάρκειας 15 ετών και αρχόμενη από την Γη Σεπτεμβρίου (αρχή του Εκκλησιαστικού έτους). Η χοιστιανική εφαρμογή της άρχισε επί Μεγ. Κωνσταντίνου, αλλά επίσημα με Νόμο του Ιουστινιανού το 537 μ.Χ. Ίνδικτος: Βλ. Ινδικτιών, Επινέμηση. Ισαπόστολος: Ο ισος, ισότιμος με τους Αποστόλους. Ισοκράτης: Αυτός που εκτελεί [κρατεί] το Ίσον. Ισόμελο: Τροπάριο με ίσα στιχουργικά μέρη. Ίσον: Σημάδι της Παρασημαντικής που δηλώνει επανάληψη του ίδιου φθόγγου (Λέγεται και Ισοκράτημα). Ιστορώ: Ζωγραφίζο.) [επειδή η Ζωγραφική αναπαριστάνει στιγμές και πρόσωπα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας]. Ιχθύς: Στη συμβολική Αγιογραφία συμβολίζει το Χριστό με τα αρχικά γράμματα Ιησούς Χρίστος θεου Γιός Σωτήρ. Ιωβηλαίο: Περίοδος επτά ετών (ή και πολλαπλάσια της επταετίας) που κατά τον Μωσαϊκό Νόμο επέτρεπε στους δούλους να απελευθερώνονται και τα χωράφια να αγραναπαύονται. Ιωνάς: Πρωτοχριστιανική παράσταση στις Κατακόμβες που συμβολίζει την Ανάσταση των νεκρών.

Κ Καβιώτης: Μοναχός του Αθω που δεν ανήκει σε καμία Μονή και περιφέρεται ως αλήτης. Εκδιώκεται από το ιερό έδαφος [Λατιν. cavea (= σπηλιά, κοίλωμα)].

Καθαγιασμός: ή Καθαγίαση 1) Των

Τιμίων Αώρων. Το ιερότερο σημβίο της θείας Λειτουργίας, οπότε τα Τίμια Δώρα (άρτος και οίνος) που βρίσκονται επάνω στην Αγία Τράπεζα μεταβάλλονται από το Αγιο Πνεύμα σε σώμα και αίμα του Χριστού. 2) Της Αγίας Τράπεζας: Όταν κτίζεται ένας Ναός, κάτω από

την Αγία Τράπεζα, μέσα σε όρυγμα, τοποθετούνται Λείψανα Μαρτύρων (επειδή στα πρωτοχριστιανικά χρόνια η θεία Ευχαριστία τελούνταν επάνω σε τάφο Μάρτυρα). 3) Του Αγίου Μύρου. Καθαίρεση: Εκδίωξη από το εκκλησιαστικό αξίωμα λόγω αξιόποινης πράξης Πρβλ. Αποσχηματίζω. Καθαιρώ: Αποσχηματίζω. Πρβλ. Καθαίρεση. Καθαρά Εβδομάδα: Η πρώτη εβδομάδα της Τεσσαρακοστής (που αρχίζει με την Καθαρά Δευτέρα) [επειδή αρχίζει η κάθαρση των Χριστιανών με Νηστεία, ωστε να είναι έτοιμοι για το Πάσχα, καθαροί στο σώμα και την ψυχή]. Καθέδρα: Επισκοπικός θρόνος στο κεντρικό Κλίτος του Ναού. Καθηγούμενος: Το δεύτερο μετά τον Ηγούμενο υπεύθυνο άτομο της Μονής. Αργότερα οι δύο έννοιες Ηγούμενος και Κ αθ ηγούμενος ταυτίστηκαν. Καθιέρωση: Αγιασμό: ή Εγκαίνια ενός οικοδομήματος ή ενός τόπου. Κάθισμα: 1) Το Στασίδι. 2) Τροπάριο που ψ άλλε τα ι στο τέλος ενός "καθίσματος" του Ψαλτηρίου [δηλαδή ομάδας Ψαλμών, κατά την ανάγνωση των οποίων κάθονται οι πιστοί] Πρβλ. Αναπαύσιμο, Στάση 3) Μικρό δωμάτιο, μικρό χζλλι του Μοναχού. Καθισματάρης: Μοναχός που κατοικεί στο Κάθισμα (=Κελλί). Καθισταί: Δύο σημεία Μουσικής που δηλώνουν ότι οι περικοπές Ευαγγελίων και Αποστόλου απαγγέλλονται μελωδικά.

Καθολικό: 1) Η Εκκλησία του Μοναστηριού στην κεντρική αυλη, οπου

ολοι οι Μοναχοί εκκλησιάζονται σε κοινή [καθολική] προσέλευση. 2) Το κύριο τμήμα του λαού, ανάμεσα στο Ιερό Βημα και το

Νάρθηκα. Καθ' υπακοή: Τρόπος Ψαλμωδίας κατά την οποία ο Ψάλτης εκτελεί το Μέλος και το Εκκλησίασμα ψάλλει εν χορώ. Καιρός: Το Ακολουθίας ευκαιρία να όσα απαιτεί

χρονικό διάστημα της Λειτουργίας και κάθε οπότε Διάκονος και Ιερέας βρίσκουν την φορέσουν τα Άμφια τους και να προετοιμάσουν η συνέχιση της τελετής.

Καλάσιρις: Βλ. Αντερί. Καλογερόπαπας: Βλ. Ιερομόναχος. Καλοφωνία: Ψαλμωδία.

Ο

υψηλότερος

βαθμός

της

τέχνης

στην

Καλοφωνικοί Ειρμοί: Ειρμοί που ψάλλονται απο καλλίφωνους μονωδούς Ψάλτες την ώρα της διανομής του Αντίδωρου. Καλπάκι: Σκληρό καπέλο από μαύρο πρόβειο δέρμα που φοράει ο Άρχων Πρωτοψάλτης του Πατριαρχικού Ναού. Καλύβα: Βλ. Σκήτη. Καλυβίτης: Μοναχός μονάζοντας σε Καλύβα, έξω από το Μοναστήρι. Κάλυμμα: Το φάσμα που καλύπτει την Αγία Τράπεζα (Αντιμήνσιο, ειλητό, ενουτή, Κατασάρκιο). Καλυμμαύχι(ο): (η Καμηλαυκιο ή Καμηλαύκι ή Καμιλαύχι ή Καμελαύκι). Το κάλυμμα της κεφαλής των ()ρθοδόξων Κληρικών, ψηλό, κυλινδρικό και μαύρο [Λέγεται έτσι, επειδή παλιότερα εκτεινόταν προς τα πίσω και κάλυπτε τον αυχένα]. Των Κληρικών το καλυμμαύχι καταλήγει σε οξύ κωνικό άκρο, των Μοναχών όχι. Οι Αρχιμανδρίτης και Επίσκοπος προσαρμόζουν στο Καλυμμαύχι το Επιρριπτάριο

ή Επανωχαλύμμαυχο, τεμάχιο μαύρου υφάσματος που πέφτει στους ώμους. (Το Επανωκαλύμμαυχο λέγεται και Επανωκαμήλαυκο). Καμάρα: Η Ιμικυλινδρικός θόλος κατά μήκος του Λ^αοι; ή στα τμήματα όπου δεν υπερίσταται Τρούλος. Καμαράσης: Ο Αρχιμανδρίτης του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ο επιφορτισμένος με τη διανομή ιματισμού. Καμηλαύκι: Βλ. Καλυμμαύχι. Καμπάνα: (ή Κώδωνας). Μεταλλικό κωνικό όργανο που προσκαλεί τους πιστούς στην Εκκλησία ή που αγγέλλει εκκλησιαστικό γεγονός. Η χρήση του είναι μεταγενέστερη (στη Δύση από τον Γ ' αιώνα, στο Βυζάντιο από τον θ' αιώνα). Προηγήθηκε το Σήμαντρο. Καμπανάρης: (ή Καμπανάρος): Ο κρούστης της Καμπάνας ή του Σήμαντρου, ο Νεωκόρος. Καμπαναριό (ή Κωδωνοστάσιο): Κτίσμα ξεχωριστό από τον Λαό, όπου κρέμονται οι Καμπάνες. Καμπανέλι: Μικρή καμπάνα. Κάμπος: Το έδαφος, το βάθος, το φόντο μιας ζωγραφικής απεικόνισης. Κανί: Αγγείο για ραντισμό στους Ναούς. Κανονάριο: Ειδικό Εορτολόγιο κάθε Μοναστηρίου, οπου αναγράφονταν οι Εορτές, Συνάξεις και διατάξεις όλου του έτους. Η εφεύρεση της Τυπογραφίας το αντικατέστησε με τα Μηναία. Κανονάρχημα: Η εμμελής απαγγελία του Ί'μνου, η οποία προηγείται από τη μουσική εκτέλεση του. Πρβλ. Κανονάρχης, Κανοναρχώ. Κανονάρχης: (ή Κανόναρχος) (κοινά λέγεται Καλονάρχης ή Καλανάρχης). 1) Αυτός που Κάνοναρχεί στους Ψάλτες. 2) Αυτός

που επιβλέπει την κανονική εκτέλεση του Τυπικού στις ιεροπραξίες των Μοναστηριών.

Κανοναρχώ: (κοινά Καλοναρχώ ή Καλαναρχώ):

1) Κάνω πρώτος αρχή [ψάλλοντας τον Κανόνα (ή άλλον

Ύμνο)] υπαγορεύοντας Κανονάρχημα

τον

έτσι

στον

Ψάλτη.

Πρβλ.

2) Εκτελώ το έργο του Κανο-νάρχη στην εποπτεία του στις

Μονές. Κανόνας: Βλ. Κανόνας 4). Κανόνας: 1) Τροπάριο που έχει συντεθεί με βάση ορισμένους κανόνες [από όπου και το όνομα], Ο Κανόνας είναι Ύμνος προς τιμή Αγίου και έχει συνήθως εννέα μέρη που λέγονται Ωδές. Κάθε Ωδή έχει τρία έως έξι Τροπάρια, έτσι ο Κανόνας περιέχει 27-54 Τροπάρια. Το πρώτο Τροπάριο υμνεί το Χριστό, τα άλλα τον υμνούμενο Άγιο, το προτελευταίο την Αγία Τριάδα, το τελευταίο τη Θεοτόκο και ολόκληρη η ένατη Ωδή τη Θεοτόκο. Μέγας Κανόνας: Ποίημα του Ανδρέα Κρήτης, που ψάλλεται τμηματικά τη Δευτέρα, Τρίτη, Τέταρτη και Πέμπτη της Α' εβδομάδας των Νηστειών, και ολόκληρος την Πέμπτη (στις Ενορίες Τετάρτη απόγευμα) της Ε ' εβδομάδας των Νηστειών. Λέγεται Μέγας, επειδή είναι εκτενής και περιέχει πλήθος από τροπολογικές έννοιες και ενθυμήματα. Περιέχει μεγάλα τμήματα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης προτρέποντας τους πιστούς στη μίμηση της ζωης των δικαίων και στην αποφυγή εκείνης των αμαρτωλών. Κανόνας Παρακλητικός: Βλ. Παρακλητικός Κανόνας Με την πάροδο του χρόνου ο Κανόνας αντικατέστησε τον Ύμνο ή Κοντάκιο. 2) Κανόνας της Καινής Διαθήκης. Η επίσημη συλλογή των 27 βιβλίων της Κ. Διαθήκης, τα οποία μέχρι τότε (τέλη Β ' αι.) κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτα και σε πολλές παραλλαγές. 3) Απόφαση τοπικής ή Οικουμενικής Συνόδου, με την οποία ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τη λατρεία, διοίκηση, οικογενειακό και κοινωνικό βίο. 4) Τιμωρία που επιβάλλει ο Πνευματικός στον εξομολογούμενο για τις αμαρτίες του. Τοτε λέγεται Κανόνας. Κανονική: βλ. Διακόνισσα 1). Κανονικό, το: 1) Βιβλίο του Αγιορείτη Μοναχού Χριστόφορου, από την Αρτα, που περιέχει εξήγηση των

Κανόνων των' Συνόδων (Βλ. Κανόνας, 3) και που, διορθωμένο και βελτιωμένο, εκδόθηκε το 1800 απο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 2) Ειδική φορολογία υπέρ μιας Μητρόπολης ή ενός Μητροπολίτη. Κανονικό δίκαιο: Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με το Δίκαιο της Εκκλησίας, όπως αυτό πηγάζει απο τις διατάξεις Αποστόλων, Πατέρων και Συνόδων. Κανονικός: 1) Αυτός που συμφωνεί με τους Κανόνες της Εκκλησίας (Βλ. Κανόνας, 3). 2) Αυτός

που ανήκει στην υπηρεσία της Εκκλησίας, ο Κληρικός. 3) Κληρικός που ζει σε Μοναχική κοινότητα (κυρίως στη

Δυτική Εκκλησία) Κανόνιο: Ιδιαίτερος πίνακας, τρόπος, [κανόνας], για να βρίσκεται εύκολα κάποια σειρά εκκλησιαστικών ημερών (π.χ. η πρώτη ημέρα κάθε μήνα). Κανστρήνσιος: Υπεύθυνος για την ένδυση του Επισκόπου και τη φύλαξη των "αξιωμάτων" αυτού. Εκτελούσε και χρέη Γραμματέα. Καντζί, το: θυμιατήρι. Βλ. Κατζί. Καντηλέρι: Λαδοκάντηλο που μοιάζει με κερί. Καντήλι: Λυχνία λαδιού, παλαιότατη συνήθεια. Μέσα στο Ιερο Βήμα πίσωαπό την Αγια Τράπεζα, ένα καντήλι καίει μόνιμα, είναι η "ακοίμητη λυχνία". Άλλο καίει μπροστά στην Ωραία Πυλη, αλλα καίνε μπροστά στις Εικόνες των Αγίων. Καρκινική επιγραφή: Επιγραφή (που συνήθως υπάρχει στη Φιάλη) και μπορεί να διαβαστεί ευθέως και αντιστρόφως. Καστρήνσιος: (ή Καστρήσιος ή Καστρίσιος): Κανστρήνσιος. [Λατιν. castra > castrensis στρατοφύλακας). Ήταν και στρατιωτικό αξίωμα].

Βλ. (=

Κατάβαση: Μουσικός όρος που δηλώνει τη μετάβαση της φωνής σε βαρύτερους [χαμηλότερους] τόνους. Καταβασία: Ο Ειρμός που ψάλλεται στο τέλος κάθε Ωδης και από τους δυο Χορούς των Ψαλτών, οι οποίοι κατεβαίνουν από τα Στασίδια τους και ενώνονται σε έναν (Αυτή η συνήθεια παρέμεινε μόνο στα Εισοδια της Θεοτόκου). Καταβασίες της Υψώσεως του Σταυρού: Ψάλλονται την 1η Αυγούστου, από 6 έως 13 Αυγούστου, από 24 Αυγ. έως 21 Σεπτεμβρίου. Καταβασίες του Ευαγγελισμού: Ψάλλονται την 14η Αυγούστου, από 22 Σεπτεμβρίου έως 20ή Νοεμβρίου, την 10η Φεβρουαρίου μέχρι την έναρξη του Τριωδίου, την β ', δ', ε ' Κυριακή των Νηστειών, την 25η Μαρτίου και από την Κυριακή των Αγίων Πάντων μέχρι την 26η Ιουλίου. Καταβασίες της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: ψάλλονται από την 15η έως και την 23η Αυγούστου. Καταβασίες των Χριστουγέννων: Ψάλλονται από την 21η Νοεμβρίου έως και την 25η Δεκεμβρίου. Από 26 έως και 30 Δεκεμβρ. ψάλλονται οι Ιαμβικές ("Έσωσε λαόν..."). Καταβασίες των Φώτων: Ψάλλονται από 1η έως και (5η Ιανουαρίου. Από 7 έως 14 Ιανουαρίου ψάλλονται οι Ιαμβικές. Καταβασίες της Υπαπαντής: Ψάλλονται από 15 Ιανουαρίου έως 9 Φεβρουαρίου (οπότε είναι η Απόδοση της Εορτής). ΚαταΖασίες του Πάσχα: Ψάλλονται από την Κυριακή της Λαμπρής έως το Σάββατο της ε' εβδομάδας (εκτός από τη Μεσοπεντηκοστη) και την Τετάρτη του Τυφλού. Κατάθεση: Βλ. Εγκαίνια. Καταθέσια, τα: βλ. Εσθής Αγία. Κατακλαστόν: Ο άρτος που δίνονταν στο Εκκλησίασμα μετά το τέλος της Λειτουργίας, ίσως το σημερινό Αντίδωρο. Κατακόμβη: Υπόγειο Πρώτων Χριστιανών. Κατάληξη:

πολυδαίδαλο

νεκροταφείο

των

1) Σημείο Μουσικής που δηλώνει τη λήξη της Μελωδίας. 2) Η τελευταία μουσική ^μελωδική) συλλαβή.

Κατάλυση: Κατάργηση απαγόρευσης κρέατος = ελεύθερη κρεοφαγία).

(π.χ.

κατάλυση

Κατανυκτικό: Τροπάριο που δηλώνει θλίψη και συντριβή για την ηθική αθλιότητα του ανθρώπου και ζητάει από το Θεό συγχώρηση. Καταπέτασμα: Υφασμα που χόριζε το Ιερό Βήμα από τον υπόλοιπο Χαό. Αντικαταστάθηκε από το Εικονοστάσιο. Κατάπλυση: Το πλύσιμο της Αγίας Τράπεζας, όταν εγκαινιάζεται. Κατασάρκιο: Το αρχαιότερο κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας. Είναι λευκό πανί λινό σε σχήμα ορθογώνιο που στρώνεται για να τελεσθεί η θεία Ευχαριστία και μαζεύεται μετά το πέρας της τελετής, ώστε να μην παραπέσουν ψίχουλα από τον άγιο άρτο. Συμβολίζει τη σινδόνη. με την οποία ο Ιωσήφ τύλιξε το σώμα του Χριστού [και λέγεται έτσι, επειδή ακουμπάει πάνω στη σάρκα (=άρτο) του Χριστού]. Κατασφραγίζω: Ευλογώ [επειδή το σχήμα των χεριών αυτού που ευλογεί το Εκκλησίασμα μοιάζει με σφραγίδα]. Κατζί (ή Κατσί): Θυμιατήρι για το θυμίαμα της Μεγάλης Εβδομάδας [Λατιν. catus ή cattus (=πολεμική μηχανή ή γάτος)]. Κατηγοράρης (ή Κατηγοριάρης): Αξιωματούχος της Μητρόπολης, που ανακοίνωνε στο Ναό τις υποχρεωτικές Εορτές. Κατηγυριάρης: Χεωκόρος. Κατήχηση: Συστηματική διδασκαλία των δογματικών αληθειών της Ορθόοοξης Χριστιανικής Πίστης. Βλ. Κατηχούμενος. Κατηχητής: Αυτός που διδάσκει τις δογματικές αλήθειες της Πίστης, που κάνει Κατήχηση.

Κατηχουμενείο: Ξεχωριστό κτήριο έξω από το λαό, όπου στα πρωτοχριστιανικά χρονιά συγκεντρώνονταν οι Κατηχοΰμενοι. Κατηχούμενος: Αυτός που με την Κατήχηση προετοιμάζεται για να πιστέψει και να βαπτισθεί. Οι Κατηχούμενοι στα πρωτοχριστιανικά χρόνια έμεναν στο Νάρθηκα κατά τη θεία Λειτουργία και αποχωρούσαν, όταν άρχιζε η κυρίως Λειτουργία των πιστών. Στο πρώτο στάδιο της μύησης τους, παρευρίσκονταν σαν απλοί ακροατές και λέγονταν ακροωμενοι. Οταν βαφτίζονταν, έπαιρναν το θειο φως και λέγονταν φωτιζόμενοι. Η Λειτουργία των Κατηχουμέ-νων αρχίζει με το "Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός..." και τελειώνει με την Εκτενή. Βλ. και Γυναικωνίτες. Κατσί: Βλ. Κατζί. Κειμηλιαρχείο: Χώρος στο Λαο, όπου φυλάσσονται Ιερά σκεύη και Κειμήλια. Ο,τι και το Σκευοφυλάκιο. Κειμηλιάρχης: Βλ. Σκευοφύλακας. Κεκαρμένος: Εννοείται Μοναχός. [Μετοχή του ρήματος κείρομαι, δηλαδή κουρεμένος], βλ.Απόχαρση. Κεκραγάριο: 1) Ο ΓΜ' (140ός) Ψαλμός που αρχίζει με το "Κύριε, εκέκραξα

προς σε, εισάκουσόν μου...." 2) Λειτουργικό βιβλίο των Ψαλτών, που περιέχει Τροπάρια

σύμφωνα με τον ΡΜ ' Ψαλμό. Κελλαρίτης: (ή Κελλάριος ή Κελλάρης). Μοναχός επωμισμένος με την τροφοδοσία [το κελλάρι] της Μονής. Κελλί: Το δωμάτιο του Μονάχου στη Μονή [Λατιν. cella (=αικρός χώρος)]. Πρβλ. Κάθισμα 3). Κελλιώτης: Μοναχός που ζει σε Κελλί. Κέντημα: Σημείο Μουσικής που δηλώνει ανάβαση της φωνής κατά δύο φθόγγους. Κεραία (Σταυρού): Κάθε μία άκρη του Σταύρου. Κεροδοσιά:

1) Η διανομή κεριών στο Εκκλησίασμα κατά τη διάρκεια

μιας Λκολουθίας. 2) Το σύνολο των αναμμένων κεριών σε μια θρησκευτική

τελετή. Κέστρο: Πυρίκαυστο σίδερο με το οποίο θερμαίνουν την Εγκαυστική ζωγραφική Εικόνα. Κηρομαστίχη: Μείγμα κεριού και μάστιγας, που μαζί με μαρμαροσκονη χρησιμοποιείται για την Κατάθεση των οστών Αγίου στα Εγκαίνια. Κηροπήγια: Βλ. Μανουάλια. Κηροποίητη Εικόνα: Εικόνα φιλοτεχνημένη με χρώματα αναμειγμενα με κερι. Κηροφόρος: Βλ. Ααμπαδάριος. Κηρόχυτη Εικόνα: Εικόνα της Εγκαυστικής ζωγραφικής τεχνικής, η οποία δεν εχει επιθερμανθεί με Κέστρο. Κήρυγμα: (συνήθως λέγεται Ιερό Κήρυγμα). 1) Εκλαΐκευση

του νοήματος του Ευαγγελίου που διαβάστηκε κατά την ιερά Ακολουθία. Στα πρωτοχριστιανικά γεράνια γινόταν αμέσως μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, τώρα γίνεται αργότερα, κατά το Κοινωνικό. 2) Κάθε διδασκαλία για το λόγο του θεού ή για θέματα

ηθικής. Πρβλ. Ιεροκήρυκας. Κιβώριο: (κοινά Κιβούρι). Ο "ουρανός" πάνω από την Αγία Τράπεζα, ο οποίος στηρίζεται σε τέσσερις κίονες. Στις νεώτερες Εκκλησίες συχνά παραλείπεται. Κιβωτός: 1) θήκη ιερών κειμηλίων. 2) Χώρος σωτηρίας της ψυχής. 3) Η Κιβωτός του Χώε ή των Εβραίων που συμβολίζει στην

Αγιογραφία τη χριστιανική κολυμβήθρα ή γενικότερα την Εκκλησία.

Κίδαρις: Λειτουργικό ένδυμα της κεφαλής του Ε ' αιώνα, ανατολικής προέλευσης. Κίονας: Κυλινδρική κολόνα λαού (η τετράπλευρη λέγεται Πεσσός). Κιονόκρανο: Το ανώτατο τμήμα, η κεφαλή του Κίονα. Φέρει πλούσια διακόσμηση. Κινστέρνα: Κτιστή δεξαμενή νερού, στέρνα. Κλάσμα: Σημείο Μουσικής διάρκειας κατά ένα Χρόνο.

που

δηλώνει

αύξηση

της

Κλήμα: Βλ. Άμπελος. Κληρικός: Ο ιερωμένος, αυτός που έχει έναν από τους τρεις βαθμούς Ιεροσύνης. Αυτός καλείται και Ανώτερος Κληρικός. Κατώτεροι κληρικοί είναι οι Αναγνώστης, Κατηχητής, Υποδιάκονος, Ψάλτης οι οποίοι και χειροτονούνται έξω από το Ιερό Βήμα. Κλήρος: Το σύνολο των Κληρικών. Κλίμαξ: 1) Ενν. αρετών: Έργο του Μοναχού Ιωάννη, Ηγουμένου της Μονής Σινά (523-603), που περιγράφει τριάντα Αρετές προχωρώντας από τις πρακτικές στις θεωρητικές και που σιγά σιγά ανεβάζουν τον άνθρωπο στο ουράνιο ύψος [σαν σκαλιά μιας κλίμακας (=σκάλας)]. Στα Μοναστήρια η ανάγνωση των Αρετών της Κλίμακας αρχίζει την Τεσσαρακοστή. 2) Νοητή κλίμακα του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού: Χαιρετισμοί, υμνολόγηση και δέηση προς τον Σταυρό σε 24 Οίκους ("Σταυρέ Τίμιε, κλίμαξ τον Θεόν εστηριγ-μένον επί σε έχουσα..."). Κλίτος (ή Δρόμος): Καθεμιά από τις επιμήκεις διαιρέσεις του εσωτερικού χώρου της Βασιλικής και του Ναού γενικότερα. Λέγεται και Μοίρα. Κόγχη: Το ημικυκλικό ή πολυγωνικό τμήμα του Ιερού Βήματος που προεξέχει προς τα Ανατολικά και όπου τοποθετείται η Αγία Τράπεζα.

Κοίμηση: (συνήθως λέγεται για τη Θεοτόκο) θάνατος. Η Θεομητορική Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου) αναφαίνεται τον Ε ' αι., όταν πρωτοχτίστηκε ο Ναός της Θεοτόκου στη Γεσθημανή από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό. Κοινόβιο: Το Μοναστήρι, οπου ο βίος των Μοναχών είναι κοινός ως προς εργασία, έσοδα, ενδυμασία, δαπάνες, τραπεζαρία, προσευχή. Χρονολογικά είναι η τρίτη μορφή Μοναχισμού. Πρβλ. Ιδιόρρυθμο, .Λαύρα. Κοινωνία: (συνήθως Ευχαριστία.

λέγεται

θεία

Κοινωνία)

Βλ.

Κοινωνικό, το: Τροπάριο που ψάλλει ο Χορός των Ψαλτών, ενώ κοινωνούν οι Ιερείς τα Τίμια Δώρα μέσα στο Ιερό Βήμα και που αρχίζει με το "Αινείτε τον Κύριον εκ των Ουρανών..." Πρβλ. Κήρυγμα. Κοίτης: Το πλήρες: Ο επί κοίτης: Ο υπεύθυνος για τους εκκλησιαστικούς κοιτώνες. Κόλλυβα: Μείγμα βρασμένου σιταριού με ζάχαρη κ.ά. που προσφέρεται στο Εκκλησίασμα σε κηδείες, Μνημόσυνα και τα Ψυχοσά&ατα. Κολλυβάδες: Κίνημα συντηρητικών που καυτηρίαζε τους «προοδευτικούς» Μοναχούς και υπεράσπιζε την παλαιά ορθόδοξη παράδοση [δεν ήθελε να τελούνται τα Μνημόσυνα τις Κυριακές (οπότε διανέμονταν τα Κόλλυβα), αλλά τα Σάβατα]. Κολυμβήθρα: Σκεύος λειτουργικό από χαλκό ή ορείχαλκο σε σχήμα κρατήρα που στηρίζεται σε ένα πόδι, όπου γίνεται το Βάπτισμα. Αντικατέστησε τα πρωτοχριστιανικά Βαπτιστήρια (κτήρια στο προαύλιο των Ναών). Κόμμα: βλ. Τμήμα. Κομποσχοίνι: Σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιούν οι Μοναχοί κατά τις προσευχές τους [κάθε κόμπος και μία, προσευχή]. Κονάκι: Οίκημα στις Καρυές όπου διαβιοί ο αντιπρόσωπος κάθε Μονής του Άθω.

Κοναξής: Ο υφιστάμενος του αντιπροσώπου κάθε Μονής του Άθω, ο οποίος κατοικεί στο Κονάκι. Κόνδιον: Τελετουργικό κουδούνι κατα τη διάρκεια μιας Ακολουθίας. Συνήθως κρούεται κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου στα Μοναστήρια κατά την περίοδο του Πάσχα. Γράφεται και Κόνδυον. Κοντακάριο:(ή Κονδακάριο). Λειτουργικό περιέχει τα Κοντάκια όλου του έτους.

βιβλίο

που

Κοντάκιο: Ύμνος προς τιμή του εορτάζοντα Αγίου που αναπτύσσει τη σημασία της Εορτής του. [Το Ειλητάριο, οπου ήταν γραμμένος ο ύμνος, τυλιγόταν σε έναν κοντό (=κομμάτι ξύλου, κοντάρι)]. Αποτελείται από μια Στροφή, ένα Τροπάριο. Στην αρχή (Ε '- Ζ ' αι.) είχε πολλές Στροφές, που κατέληγαν όλες στο ίδιο Εφύμνιο, το οποίο είχε έναν ή δύο στίχους. Αργότερα ψάλλονταν μόνον η πρώτη Στροφή και ο Οίκος. Τελικά αντικαταστάθηκε από τον Κανόνα. Κοντό: Το εξωτερικό ράσο του Μοναχού. Κόπανος: Ξύλινο Σήμαντρο, βαρύτερο από το Τάλαντο, κρεμασμένο από τις δύο άκρες του. Το κτυπούν με ξύλινο σφυρί. Κόρδα: Πτέρυγα (κτίσμα) Μονής. [Λατιν. chorda]. Κορυφή: Ο τελευταίος φθόγγος, η τελευταία βαθμίδα της μουσικής κλίμακας. Κοσμήτης: Το Επιστύλιο του Τέμπλου [επειδή κοσμείται με ζωγραφικές και γλυπτικές παραστάσεις]. Κοσμικός τύπος Ακολουθίας: Τύπος Ακολουθίας προορισμένος για Ενοριακούς (και όχι Μοναστηρικούς) Ναούς. Λέγεται και Ασματικος τύπος [επειδή κυριαρχούν τα Άσματα (και όχι τα Αναγνώσματα)]. Κοσμοκαλόγερος: Αυτός που, ενώ πήρε το Μοναχικό Σχήμα, δεν ζει στο Μοναστήρι αλλά ανάμεσα στον Κόσμο. Μεταφορικά, ο Λαϊκός που ζει απομονωμένος και με πνεύμα αφιερωμένο στο θεό. Πρβλ. Μιγάς. Κόσμος: Μορφή γέροντα - άρχοντα στη Ζωγραφική, ιδίως στην παράσταση της Πεντηκοστής [ο άρχων του Κόσμου].

Κουβούκλιο: θολωτός "ουρανός" που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες και στήνεται ως ιερο κενοτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή, για να περιλάβει την Οθόνη του Επιταφίου. Κουκούλιο: 1) (λέγεται και Προοίμιο) Το πρώτο τμήμα του Κοντακίου που έχει δική του μελωδία, που είναι δηλαδή Αυτόμελο. 2) Χοντρός μάλλινος σκούφος του Μοναχού και του Ασκητή. Κουρά: Ενν. Μοναχού. Βλ. Απόκαρση, Κεκαρμένος. Κουρασάνι (ή Κορασάνι): Είδος κονιάματος, μείγμα από ειδική άμμο και από τριμμένο κεραμίδι, σκληρό σαν τσιμέντο [Τουρκ. horasan]. Κράτημα: Ελεύθερη σύνθεση Ύμνου που αντί για κείμενο έχει ακατάληπτες συλλαβές (τεριρέμ, τορορό, νενέ). Κρατηματάριο: Κρατήματα.

Βιβλίο

Μουσικής

που

περιέχει

τα

Κράχτης: Ατομο που πριν από τη χοήση της Καμπάνας καλούσε τους Πιστούς να προσέλθουν στο Ναό. Κρεατινή: Η β εβδομάδα των Απόκρεω [επειδή τότε τρώνε κρέας]. Κρήνη: Φιάλη με αγιασμένο νερό που βρίσκεται στον Πρόναο. Κρητική Σχολή: Ζωγραφική τεχνοτροπία ΙΕ -ΙΣΤ ' αιώνων με χαρακτήρα συντηρητικό και λαϊκό, συνεχιστής της παράδοσης της εποχής των Παλαιολόγων [την καλλιέργησαν Κρήτες ζωγράφοι] Πρβλ. Μακεδόνικη Σχολή. Κρητικό - Επτανησιακό ύφος: Δυτικότροπη απόδοση της βυζαντινής Μουσικής. Κρίση: Βλ. Εσχατολογία. Πρβλ. Παρουσία. Κρύπτη: Γπόγειος χώρος για ταφή των πρώτων Αγιων ή για κρησφύγετο. Κρυπτοχριστιανοί: Χριστιανοί της Τουρκοκρατίας, που δημοσίως συμπεριφέρονταν ως Μουσουλμάνοι αλλά κρυφά παρέμεναν Χριστιανοί.

Κτητορικό Μοναστήρι: Μοναστήρι που ιδρύθηκε με δαπάνες ιδιώτη κτήτορα και λειτουργεί με τους ορούς του ιδρυτή του Πρβλ. Αυτοδέσποτο. Κτίτωρ: Ο ιδρυτής ενός Μοναστηριού [από το ρήμα κτίζω]. Κύκλιο: Διάδρομος καταργηθεί σήμερα.

κάτω

από

το

Σύνθρονο.

Εχει

Κυριακή Προσευχή: Προσευχή του "Κυρίου ημών Ιησού Χριστού", το μοναδικό υπόδειγμα προσευχής που άφησε στους ανθρώπους ο Χριστός (το "Πάτερ ημών..."). Κυριάκο, το: Ο Λαος,κεντρικός κοινός Ναός για Σκήτες [ως "οίκος Κυρίου"]. Στο τέλος του Β ' αιώνα ο όρος δηλώνει ευρύχωρη αίθουσα, την πρώτη μορφή Ναού Κυριάκο δείπνο: η θεία Ευχαριστία. Κυριακοδρόμιο: Βιβλίο με θρησκευτικές ομιλίες -αναλύσεις των περικοπών του Ευαγγελίου και το Αποστόλου [που διαβάζονται σε όλες τις Κυριακές του έτους]. Κύριοι Ήχοι: Οι Ήχοι Α', Β ', Γ', Δ '. Είναι οι πρώτοι που δημιουργήθηκαν. Οι Πλάγιοι είναι παραγωγοί τους. Κώδικας: 1) Βιβλίο όπου καταγράφεται ακίνητη και κινητή περιουσία

της Μονής. (πρβλ. Βρέβιον). 2) Χειρόγραφο

βιβλίο με κείμενα της αρχαίας μεσαιωνικής Γραμματείας (κοσμικά και θρησκευτικά).

και

Κώδωνας: Βλ. Καμπάνα. Κωδώνιο: Ειδικό Σήμαντρο, με το οποίο ο Τραπεζάρης κατά τη διάρκεια του γεύματος των Μοναχών κρούει την έναρξη του φαγητού, της ανάγνωσης κλπ. Κωδωνοστάσιο: Βλ. Καμπαναριό.

Λ Λάβαρο: Εκκλησιαστική σημαία διακοσμητική ορισμένων τελετών.

Λαβίδα: Μικρό κουτάλι με το οποίο μεταδίδεται στους πιστούς από τον Ιερέα η θεία Κοινωνία. Στα πρώτα χρόνια οι Χριστιανοί μεταλάβαιναν χωριστά το αίμα απο το σωμα του Χριστού. Το σώμα (=άρτος) το έπαιρναν με λαβίδα [από οπου και το όνομα]. Λαμπαδάριος: (ή Κηροφόρος ή Λαμπαδηφόρος). Κατώτερος Κληρικός που κρατούσε τη λαμπάδα του Πατριάρχη. Αργότερα το διακόνημα αυτο εκτελούσε ο επικεφαλής του αριστερού Χορού των Ψαλτών, γι' αυτό και ονομάστηκε έτσι (Ενώ ο επικεφαλής του δεξιού Χορού λέγεται Πρωτοψάλτης). Λέγεται και αυτός που καθαρίζει τις λαμπάδες στο Λαό. Λαοσυνάκτης: Συνήθως Αναγνώστης ή Ψάλτης που είχε το αξίωμα - καθήκον να "συνάζει" τον Κλήρο και το Λαό στο Ναό για τον Εσπερινό και τη Λειτουργία. Αν δεν υπήρχε Δομέστιχος, εκτελούσε χρέη Δομεστίχου. Το αξίωμα του λέγεται Λαοσυνακτάτο. Λάρνακα: 1) βλ. Σαρκοφάγος. 2) θήκη

όπου φυλάσσονται Λείψανα Αγίου ή πολύτιμα αντικείμενα. Λατρεία: Αφοσίωση προς το Θεό. Απονέμεται μόνον στον Τριαδικό Θεό, ενώ στους Αγίους, στα Λείψανα τους και στις Εικόνες απονέμεται τιμητική Προσκύνηση. Τελείται σε Λαό, Παρεκκλήσιο, Αίθουσα κατάλληλα διαρρυθμισμένη ή στο Ύπαιθρο σε ορισμένες ώρες και ημέρες καθορισμένες από το Τυπικό της Εκκλησίας. Τελείται με τη μορφή Ακολουθίας και Μυστηρίων. Λαύρα: 1) Μοναστήρι,

όπου οι Μοναχοί ζουν σκορπισμένοι σε ανεξάρτητα Καλύβια (βλ. Καλύβα). 2) Μοναχισμός

Λαύρας: Η δεύτερη μορφή που πήρε ο Μοναχισμός. Στη Λαύρα [=συνοικία] υπάρχουν αυτόνομα Κελλιά με κοινό Λαό, όπου και συναντώνται οι Μοναχοί για τη Λατρεία.

Λεβητάριο: βλ. Ζέον. Λέγετος: Ο τέταρτος ήχος με βάση τον Βου. Ανήκει στο Στιχηραρικό και Ειρμολογικό ύφος. Λείμμα ρυθμού: Σημείο Μουσικής που δηλώνει έλλειψη ισχυρού ή ασθενούς μέρους ρυθμικών ποδών. Λειμωνάριο: Μοναστικό βιβλίο με βίους Ασκητών, ανέκδοτα και ρήσεις Μονάχων. [Υποκοριστ. του λειμών (=λιβάδι, τόπος ψυχικής γαλήνης)]. Λειτουργία: 1) (ή θεία Λειτουργία) Τελετή που γίνεται στο Λαό ή αλλού, όταν τελείται λατρευτική πράξη. Κυρίως λέγεται για τη θεία -Ευχαριστία, ευρύτερα δηλώνει κάθε θρησκευτική υπηρεσία παρεχομένη στη Λατρεία και στο Κήρυγμα. Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου: Τελείται στα Ιεροσόλυμα στις 23 Οκτωβρίου, ημέρα της εορτής του Αγίου, αλλά και σε πάρα πολλές Ενορίες της ελληνικής και άΧΚων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Είναι η εκτενέστερη όλων. Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου: II ημερινή τελείται την 1η Ιανουαρίου, τις πέντε Κυριακές των Νηστειών και στις εορτές Χριστουγέννων και Φώτων (εάν συμπέσουν Κυριακή ή Δευτέρα). Η εσπερινή τελείται (μαζί με τον Εσπερινό της επόμενης ημέρας) τις παραμονές Χριστουγέννων και Φώτων (εάν δεν συμπέσουν Σάββατο ή Κυριακή), τη Μεγάλη Πέμπτη και το Μεγάλο Σάββατο. Είναι συντομότερη από την του Αγιου Ιακώβου. Λειτουργία του Ιωάννη Χρυσοστόμου: η συνήθης Λειτουργία, η συντομότερη όλων. Λειτουργία των ΙΙροηγιασμένων Δώρων: Βλ. Προηγιασμένη. Σημ. 1η: Στην Αίγυπτο τελείται η Λειτουργία του Αποστόλου Μάρκου, στα Μεόώλανα (Μιλάνο) του Αμβροσίου και αλλού άλλες. Σημ. 2η: Εάν υπάρχουν περισσότεροι από έναν Εφημέριο, τελούνται δύο λειτουργίες τη Μεγ. Πέμπτη και το Μεγ. Σάββατο και αρχίζουν η πρώτη στις 5:00, η δεύτερη στις 8:00. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και την παραμονή των Χριστουγέννων. Την Κυριακή και τις μεγάλες Εορτές τελείται και δεύτερη Λειτουργία σε ορισμένους Ναούς από Οκτώβριο έως Μάιο (ανάλογα με την απόφαση του Μητροπολίτη). Σημ. 3η: Κάθε Λειτουργία αποτελείται από τρία μέρη: Προσκομιδή,

Λειτουργία των Κατηχου-μένων. Λειτουργία των Πιστών. 2) Λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις Λειτουργίες Ιακώβου, Βασιλείου, Χρυσοστόμου, Προηγια-σμένων Δώρων, του Μικρού και Μεγάλου Αγιασμού. Λειτουργική: Κλάδος της Θεολογίας που εξετάζει ιστορικά και συστηματικά τη χριστιανική Λειτουργία. Λειτουργικό: Βιβλίο που περιέχει τις θειες Λειτουργίες και άλλα στοιχεία για την τέλεση της Λατρείας. Λείψανα: Στον ενικό δηλώνει τη σορο του νεκρού. Στον πληθυντικό δηλώνει κατάλοιπα τμημάτων του σώματος των Μαρτύρων χαι Αγίων συνήθως διατηρημένα σχεδόν ακέpata κατά τρόπο θαυμαστό. Λειψανοθήκη: Κιβώτιο όπου τοποθετούνται τα Λείψανα. Πρβλ. Εγκαίνια. Λέντιο: Πετσέτα [Λατιν. linteum]. (Βλ. Επιγονάτιο 1). Λεξιονάριο: Λειτουργικό βιβλίο που περιέχει ευαγγελικά αναγνώσματα. Λευκή Εβδομάδα: βλ. Διακαινήσιμη Εβδομάδα Λιβανιστήρι: Το θυμιατήρι. Λίβελλος: Έγγραφη ομολογία αυτού που απαρνείται τη Χριστιανική Πίστη ώστε να μη κατηγορείται ως Χριστιανός. Λιτανεία: Πάνδημη παράκληση ή τελετή προς σωτήρια επέμβαση του θεού ή άλλων Ιερών Προσώπων. Λιτή: [από το αρχαίο ρήμα λίτο-μαι ή (=παρακαλάω) Δηλαδή σημαίνει παράκληση].

λίσσομαι

1) Ακολουθία με Τροπάρια, Μεγάλη Δέηση, συχνά και με

Αρτοκλασία που τελείται στην Αγρυπνία ή στον Εσπερινό στα Μοναστήρια. Στους κοσμικούς Ναούς ψάλλεται το πρωί της Κυριακής πριν από τον Ορφο ή σε ορισμένες Εορτές (πάντα πρωί). 2) Ο

εξωτερικός Νάρθηκας του Ναού, όπου παλιότερα τελούνταν η Ακολουθία της Λιτής.

Λιτή Ώρα: Η Ώρα στην οποία ψάλλεται το Απολυτίκιο του Αγίου αντί για το Προκείμενο κατά τις πέντε ημέρες (Δευτέρα έως και Παρασκευή) των περιόδων της Νηστείας. Λιτιέρα: Ξύλινο φορείο για εκφορά και ενταφιασμό των Πιστών στα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Λοβός: Το μικρό Τόξο της Αψίδας του Ναού ή το τόξο μικρών παραθυριών (το οποίο συνήθως στηρίζεται σε κιονίσκους). Λογία: Συλλογή χρημάτων για την ενίσχυση φτωχών Χριστιανών. Λογοθέτης: Εκκλησιαστικό αξίωμα αυτού που συνεδρεύει στο Δικαστήριο μαζί με τον Πρωτέκδικο, διαφυλάττει την αρχιερατική σφραγίδα (τη βούλα) και σφραγίζει τα έγγραφα, εκφωνεί κατηχητικούς λόγους κ.ά. Μέγας Λογοθέτης (της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης): μετέχει στην εκλογή του Πατριάρχη, μεταφράζει στα τουρκικά τις προσφωνήσεις, ευχές κ.λπ. προς τον Σουλτάνο, βοηθάει τον Πατριάρχη στις ιεροπραξίες κ.ά. Λεγόταν και Ενδοξότατος Άρχων. Λόγχη: Λειτουργικό σκεύος για την εξαγωγή απο την Προσφορά του αγίου άρτου. Συμβολίζει τη λόγχη του στρατιώτη που κέντησε την πλευρά του Χριστού στο Σταυρό. Λουτήρας: Βλ. Βαπτιστήριο. Λοφίο: Βλ. Σφαιρικό Τρίγωνο. Λυπηρά: Εικονογραφική παράσταση του Χρίστου με εκατέρωθεν την Παναγία και τον Ιωάννη, στο επάνω τμήμα στο Εικονοστάσιο. Λύρα: Στη συμβολική Αγιογραφία συμβολίζει την εξημερωτική δύναμη των Ευαγγελίων (παριστάνεται στα χέρια του Ορφέα, ο οποίος εξημέρωνε με αυτήν τα άγρια θηρία). Λυχνία: 1) βλ. Επτάφωτη Αυχνία. 2) Βλ. Καντήλι.

3)Το Αντικείμενο που ανυψώνει μια λαμπάδα. Πρβλ. Γιντεκι. Λυχνικο. το: Βλ. Επιλύχνιος Ακολουθία. Λυχνοκαΐα: Συνήθεια των πρώτων Χριστιανών (άναμμα λύχνων, καντηλιών ή κε-στους τάφους και ειδικά των Μαρτύρων. Η συνήθεια επεκτάθηκε στην ανάγνωση των Ευαγγελίων, στην τέλεση των Μυστήριων και στις μεγάλες Εορτές. Σήμερα η χρήση γενικεύτηκε. Λώρος: Βλ. Οράριο.

Μ Μαγκιπείον: Paniticium].



Μαφάπιο).

Φούρνος

Μονής

[Λατιν.

Μαγκλαβίτες: Αστυνομικό σώμα που τηρούσε Την τάξη κατά τις εκκλησιαστικές βυζαντινές τελετές. Μάθημα: Σύνθεση βυζαντινής Μουσικής. Μαθηματάριο: Βιβλίο που περιέχει Μαθήματα. Μαϊστωρ: Δάσκαλος του εκκλησιαστικού Χορού, Ψάλτης, κυρίως ο Αομέστιχος. Μακάρια (κοινά Μακαριά): Γεύμα (συνήθως με ψάρι) που παρατίθεται μετά την ταφή οικείου προσώπου [Από το Αποστολικό «Μακάρια η οδός...» της Νεκρώσιμης Ακολουθίας]. Μακαριότατος: Προσφώνηση όλων των Πατριαρχών (εκτός του Πατριάρχη Κ/πολης, ο οποίος προσφωνείται "Παναγιότατος") και των Αρχιεπισκόπων Αρχηγών Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Μακαρισμοί: Οι μακαρισμοί του Χριστού από το κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο [που αρχίζουν με "Μακάριοι ή ευτυχισμένοι) οι..."]. Πολλές φορές αναφέρονται στις Ιερές Ακολουθίες.

Μακεδόνικη Σχολή: Ζωγραφική τεχνοτροπία ΙΔ ' -ΙΣΤ ' αιώνων στον βορειοελλαδικό χώρο με χαρακτήρα ρεαλιστικό και φυσιοκρατικό. Πρβλ. Κρητική Σχολή. Μάκτρο: Ερυθρό ύφασμα που προστατεύει το Σώμα και Αίμα Χριστού κατά τη διάρκεια της θείας Μετάληψης και με το οποίο σκουπίζουν το στόμα τους όσοι κοινωνούν. Μάνδρα: Λέγεται και Φροντιστήριο). Άλλη λέξη, συνηθισμένη, για το Μοναστήρι. Βλ. Αρχιμανδρίτης.

μη

Μανδύας: 1) Άμφιο του Επισκόπου πολυτελές και επίμηκες, που δένεται γύρω από το λαιμό και κρατιέται από πίσω από τον Διάκονο. Φοριέται, όταν ο Επίσκοπος Χοροστατεί ή επισκέπτεται επίσημα ένα Μοναστήρι. 2) Το εξωτερικό ένδυμα του Μοναχού, ποδήρες και δεμένο πάνω από το στήθος γύρω από τον τράχηλο (παλαιό ένδυμα). 3) Άμφιο του Επισκόπου, το οποίο φοράει και ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου, όταν τελεί μέσα στη Μονή μία Ακολουθία. Μανδύλιο: Η Εικόνα του Χριστού που αποτυπώθηκε σε μαντήλι, θέμα συνηθισμένο στη ζωγραφική μετά τον I' αιώνα. Μανδυώτης: Ο Μοναχός που φοράει (φορούσε) Μανδύα. Μανουάλια: 1) Τα Κηροπήγια. Βάσεις για τοποθέτηση λαμπάδων από κερί. Το κερί συμβολίζει την καρδιά των πιστών, η οποία μαλάσσεται από τη μετάνοια και το Αγιο Πνεύμα. Χρησιμεύουν για φωτισμό και είναι πολλών σχημάτων. 2) Τα νεαρά παιδιά ("παπαδάκια") που κατά την Είσοδο περιφέρονται κρατώντας τα Κηροπήγια, λαμπαδούχοι. Μαργαρίτες: Τα ψίχουλα του καθαγιασμένου άρτου Σώματος Χριστού. Μαρμαροθέτηση: Επίστρωση με μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου του Χαού. Η επένδυση των τοίχων λέγεται Ορθομαρμάρωση. Μάρτυρας: Χριστιανός που δεινοπάθησε ή θανατώθηκε για την πίστη του. Μαρτυρία:

1) Σημείο

Μουσικής μουσικής κλίμακας.

που

δηλώνει

τους

φθόνους

κάθε

2) Η υπεράσπιση της Πίστης του από τον Χριστιανό. Πρβλ.

Μάρτυρας. Μαρτυρικό, το: Στιχηρό που ψάλλεται προς τιμή Μάρτυρα της πίστης. Μαρτύριο: 1) Η δοκιμασία του Χριστιανού, που πολλές φορές κατέληγε

στο θάνατο, για να αρνηθεί την πίστη του. 2) Τπέργειο ναΐδριο των πρωτοχριστιανικών χρόνων πάνω

από τον τάφο ενός Μάρτυρα. 3) Βλ. Μαρτυρολόγιο. 4) Ανάγνωση του κειμένου του μαρτυρίου ενός Αγίου κατά

τον Όρθρο. Μαρτυρογράφιο: Βλ. Μαρτυρολόγιο. Μαρτυρολόγιο: (ή Μαρτύριο ή Μαρτυρογράφιο). Βιβλίο με βίους και έργα Μαρτύρων της χριστιανικής πίστης. Μαφόριο: 1) Ωμοφόριο 2) Πέπλο για την κεφαλή ανδρών και (κυρίως) γυναικών. Μεγαλομάρτυρας: Μάρτυρας που μεγάλα μαρτύρια για την Πίστη του.

υπέστη

εξαιρετικά

Μεγαλόσχημος Μοναχός: (ή Μοναχός του Αγγελικού Σχήματος) . Μονάχος που σε ειδική τελετή στο Μοναστήρι υπόσχεται να τηρήσει αυστηρότερα όσα ο Μικρόσχημος. II ιδιότητα του Μεγαλόσχημου δίνεται μόνον αφού ο Μοναχός περάσει τριάντα χρόνια αυστηρής μοναχικής ζωής. Στην τελετή ο Μεγαλόσχημος περιβάλλεται με το Κουκοόλιο (αντί για το Παρακαμηλαύχιο) και τον Ανάλαβο (ή Παραμανδύα). Μεγαλυνάριο: Τροπάριο εγκωμιαστικό προς το Χρίστο και την Παναγία, που ψάλλεται στις Δεσποτικε'ς και Θεομητορικές Εορτές [και που αρχίζει με'το "Μεγάλυνον, ψυχή; μου..." η περιέχει το "Σε μεγαλύνομεν"]. Υπάρχουν μεγαλυνάρια και προς μερικούς Αγίους.

Μεγαλυνάριο της Θεοτόκου: Το Τροπάριο που αρχίζει με το "Άξιον εστι... μακαρίζειν σε την Θεοτόκον... Μεθέορτη, η: Ενν. Κυριακή. Η Κυριακή που ακολουθεί υστέρα από μία Δεσποτική ή Θεομητορική Εορτή. Μεθεόρτιο: Τροπάριο που ψάλλεται κατά την Μεθέορτη. Μείζον Διάστημα (ή Μείζων Τόνος): Το μεγαλύτερο Διάστημα μιας μουσικής κλίμακας (με 12 Τμήματα). Μελεασμός: (ή Μέλισμα, ή Μελίζουσα λέξη). Το να απαγγέλλονται μία ή περισσότερες συλλαβές με διαφορετικό ύφος φωνής από τις άλλες, ετσι που να πλησιάζουν στη Μελωδία. Πρβλ. Τονή (Αέγεται και Μέλισματικό ύφος). Μέλισμα: Βλ. Μελεασμός. Μελισματικό ύφος: Βλ. Μελεασμός. Μελισμός: 1) Τεμαχισμός από τον Πρεσβύτερο του άρτου σε τέσσερα

τεμάχια (αποσπασμένα από τη Σφραγίδα της Προσφοράς) πριν από τη θεία Μετάληψη. 2) Ζωγραφική παράσταση του Χριστού νηπίου μέσα στο

Δισκάριο, η οποία αγιογραφείται στην Κόγχη του Ιερού Βήματος. Μελογράφος: (ή Μελουργός ή Μελοποιός). Ψάλτης που χρησιμοποιεί γνωστή μελωδία δίνοντας της την προσωπική του έκφραση (χωρίς να συνθέτει νέο μέλος όπως ο Μελωδός). Μελοποιός: βλ. Μελογράφος. Μέλος: Βλ. Μελωδία. Μελουργός: Βλ. .Μελογράφος. Μελώδημα: Η χαρακτηριστική μουσική εκκλησιαστικού άσματος, η Μελωδία του.

ενος

Μελωδία: (ή Μέλος ή Μελώδημα). Στη βυζαντινή θρησκευτική ποίηση η βάση για τη μουσική σύνθεση ενος Ύμνου. Ο ποιητής συνθέτει το ποίημα του έχοντας κατα νου ποιες συλλαβές θα "τραγουδιστούν" (= θα έχουν μέλος), θα

είναι δηλαδή μακρύτερες σε χρονική διάρκεια από τις άλλες. Π.χ. "Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει". Στον στίχο αυτόν οι τρεις συλλαβές -ρθέ-, -σή- και -ρούψάλλονται δύο φορές: "Η Παρθέενος σήημερον τον υπερουουσιον τίκτει . Βλ. Τονή. Μελωδικό μέτρο: Το μέτρο της βυζαντινής θρησκευτικής ποίησης, η οποία δεν στηρίζεται στην Προσωδία (της αρχαίας ποίησης) ούτε στον Τόνο (της νεώτερης ποίησης), αλλά στη Μελωδία. Μελωδός: Ο εκκλησιαστικός ποιητής που γράφει (ή προσαρμόζει) και τη Μουσική στο ποίημα του. Πρβλ. Μελογράφος. Μεσονήστ'μη Εβδομάδα: Η δ εβδομάδα των Νηστειών (βλ. Νηστεία). Λέγεται και Με-σονηστήσιμη Εβδομάδα. Μεσονυκτικό: Ακολουθία που τελείται τα μεσάνυχτα (ή τα ξημερώματα) και προηγείται από τον Όρθρο. Τελείται ειτε υπάρχει Λειτουργία εκείνη την ημέρα είτε όχι. Είναι ώρα προσευχής, που προστέθηκε στις αρχικές Ώρες (βλ. Ώρα), σαν απαρχή των καθημερινών προσευχών. Τελείται κυρίως στα Μοναστήρια. Υπάρχουν τρία Μεσονυκτικά με μικρή διαφορά στην Ακολουθία τους: Το Καθημερινό, του Σαββάτου και της Κυριακής. Μεσοπεντηκοστή: Η Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παράλυτου, στη μέση του διαστήματος των πενήντα ημερών από το Πάσχα έως την Πεντηκοστή. Μεσώδιο: Τροπάριο που παρεμβάλλεται μέσα σε μια Ωδή. Κάθισμα μεσώδιο: Κάθισμα που ψάλλεται στη μέση μιας Ωδής. Μεσώριο: Το διάστημα ανάμεσα σε δύο Ώρες (Βλ. Ώρα). Μεταβολή: 1)0 Καθαγιασμος - μετατροπή του άρτου και οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. '2) Μουσικό φαινόμενο, κατά το οποίο το Μέλος αλλάζει είτε για ποικιλία ακουστική και εμπλουτισμό της Μελωδίας είτε για καλύτερη απόδοση της έννοιας των στίχων του ποιήματος. Μετάθεση: (ενν. των Ιερών Λειψάνων Αγίου). Μεταφορά από τον ένα τόπο ταφής στον άλλον. Πρβλ. Ανακομιδή.

Μετάληψη: (συνήθως θεία Μετάληψη, κοινά Μεταλαβιά). Βλ. Ευχαριστία. Στη συμβολική Αγιογραφία συμβολίζεται με τη μετατροπή του νερού σε κρασί (στην Κανά). Μετάλλιο: Κυκλικό έδαφος - φόντο (Κάμπος) ζωγραφικής απεικόνισης | μοιάζει με νόμισμα]. Μεταμόρφωση: Ακίνητη Δεσποτική Εορτή που εορτάζεται στις 6 Αυγούστου σε χνάμνησή της Μεταμόρφωσης υου Χριστού στο όρος Θαβώρ της Παλαιστίνης. Επεκτάθηκε η τέλεση της κυρίως μετά τον ΙΕ ' αιώνα. Μετάνοια: Ένα από τα επτά Μυστήρια και ίνα από τα τέσσερα υποχρεωτικά. Λέγεται και Εξομολόγηση [επειδή ο πιστός εξομολογείται τις αμαρτίες του στον Πνευματικό]. Εξαλείφει τις αμαρτίες που διαπράττει ο Χριστιανός μετά το Βάπτισμα. ετάνοια μικρή. Κλίση μονο της κεφαλής (όχι και του σώματος) κατά τη διάρκεια μιας Ακολουθίας. Μετάνοια μεγάλη. Κλίση όλου το Γίόματος και πρόσπτωση στα γόνατα κατά τη διάρκεια μιας Ακολουθίας. Μετάσταση: (ενν. ενός Αγίου). Θάνατος. Μετασχηματισμός: Αλλαγή τρόπου ζωής των Δοκίμων, των υποψηφίων για το μοναχικό Σχήμα. Μετόχι: Κτήμα που ανήκει σε Μοναστήρι αλλά που κείται έξω από την περιοχή του, πολλές φορές σε τεράστια απόσταση. Διοικείται από Μοναχό αντιπρόσωπο του Μοναστηριού έχοντας συνήθως Α'ελλϊα, ξενώνα. Λαό. Εάν το Μετόχι εξελιχθεί σε Μοναστήρι, λέγεται και Υποταγμένο. Μετοχιάριος (ή Μετογάρης . Το θηλυκό Μετοχάρισσα): Μοναχός που κατοικεί, σε Μετόχι. το οποίο φροντίζει ή καλλιεργεί. Μέτρο: Ρυθμικός μουσικός πους (=πόδι). Μηναίο: (συνήθως στον πληθυντικό τα Μηναία). Δώδεκα λειτουργικά βιβλία (ένα για κάθε μήνα) που περιέχουν Τροπάρια και Κανόνες για τον Εσπερινό και τον Όρθρο των ακινήτων Εορτών, καθό,ις και τους βίους των Αγίων που εορτάζουν κάθε ημέρα. Λέγεται και Μηνολόγιο.

Μηνολόγιο: (ή Μηνολόγια). Βλ. Μηναίο.

Μητροπολίτης: Τίτλος διοικητικός του Επισκόπου μιας μεγάλης πόλης, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται οι Επίσκοποι μικρότερων πόλεων. Το αξίωμα εμφανίστηκε τον Γ ' αιώνα Προσφωνείται Σεβασμιότατος και η έδρα του λέγεται Μητρόπολη. Βλ. Τιτουλάριος. Μιγάς: (ή Μιγαδικός). Μοναχός που ζει ανάμεσα στον κόσμο Βλ. Κοσμοκαλόγερος. Μικρογραφία (ή Μινιατούρα [μικκός = μικρός]):

-η Μικκολογραφία

Ζωγραφική παράσταση σε μικρών οιαστάσεων επιφάνειες (περιθώρια χειρογράφων Κωδίκων, κοσμηματοθήκες κ.ά.τ.) Κυρίως λέγεται για τη ζωγραφική των χειρογράφων. Μικρόσχημος μοναχός: Μοναχός που μετά την Κουρά περιβάλλεται το Μοναχικό Σχήμα χαι δίνει υπόσχεση εγκράτειας, υπακοής και ακτησίας με υποχρεώσεις ελαφρότερες από τον Μεγαλόσχημο. Λέγεται και Σταυροφόρος. Μίτρα: Επίσημο κάλυμμα της κεφαλής του Επίσκοπου σαν στέμμα, με κυκλικό διάδημα που έχει τον δικέφαλο αετό και τους Ευαγγελιστές, με Σταύρο στην κορυφήι του. Συμβολίζει τον ακάνθινο στέφανο του Χριστού και η χρήση της! γενικεύτηκε από τον ΙΖ ' αιώνα Στη Ρωσική Εκκλησία φέρεται και από Αρχιμανδρίτη. Μνημόσυνο: Τελετή ανάμνησης των νεκρών, για να δειχθεί η στενή -και αδιάκοπη επικοινωνία μεταξύ ζώντων και νεκρών Χριστιανών. Ζητείται απο το θεο συγχώρεση των αμαρτιών των νεκρών και δείχνεται η αγάπη των ζώντων προς αυτούς. Μνηστεία, η: Ιερολογία (=Ιεροπραξία) ταυτόχρονη με την Ιερολογία του Γάμου. Παλαιότερα οι δύο Ιεροπραξίες τελούνταν χωριστά και απείχαν χρονικά μεταξύ τους. Μνήστρα, τα: Η Ακολουθία της Μνηστείας. Μοίρα: Βλ. Κλίτος. Μοναστήρι: Λαϊκότερο όνομα για τη Αίονή. Το πρώτο ιδρύθηκε από τον Παχώμιο τον Δ ' αιώνα στη Θηβαϊδα της

Ανω Αιγύπτου, ενώ μέχρι τότε ο Μοναχισμός ήταν ατομικός ανα-χωρητισμός. Ήδη από τον Δ ' αι. τα Μοναστήρια υπάγονται στον έλεγχο της Εκκλησίας και απαιτείται ειδική εκκλησιαστική ευχή, για να χρισθεί κάποιος Μονάχος. Διακρίνονται σε Μοναστήρια Επαρχιακά ή Ενοριακά, Πατριαρχικά ή Σταυροπηγιακά, Κοινόβια, Ιδιόρρυθμα, Μετόχια, Κτητορικά, .Αρχοντικά, Αυτοδέσποτα, Βασιλικά, Εκκλησιαστικά, Χαριστικά. Λέγεται και Μάνδρα. Μοναστής: Βλ. Μοναχός. Μοναχισμός: Αναχώρηση από τη ζωή μεσα στον κόσμο και διαβίωση κατα μοναχικό τρόπο. Η αναχώρηση μπορεί να γίνει σε Μοναστήρι, Σκήτη, Κελλί, Κάθισμα, Ησυχαστήριο. Ο Μοναχισμός πήρε διαδοχικά τις εξής μορφές: Αναχωρητισμός, της Ααύρας, Κοινόβιο και Ιδιόρρυθμο. Μοναχός, -χή: (Λέγεται σπανιότερα και Μονα-στής, Μονάστρια). 1) Ο Χριστιανός που φεύγει από τους πειρασμούς του κόσμου και ζει ή μόνος ή σε Μοναστήρι μαζί με άλλους Μοναχούς. Για να χρισθεί κάποιος Μοναχός, απαιτείται εκκλησιαστική ακολουθία (κουρά). Προσφωνείται Οσιολογιότα-τος (εάν είναι Θεολόγος Πανεπιστημίου) ή Οσιότατος (εάν δεν είναι). Η ίδια προσφώνηση ισχύει και για τον Ιερομόναχο. Οι Μοναχοί διακρίνονται σε Χειροτονημένους, Ρασοφόρους, Μικροσχήμους και Μεγαλόσχημους. 2) Κάθε άγαμος Κληρικός, έστω και αν ζει ανάμεσα στον κόσμο. Μονή: (συνήθως λέγεται Ιερά ΑΙονή). Βλ. Μοναστήρι. Μονή λέγεται συνήθως το γυναικείο Μοναστήρι. Μονύδριο: Μικρή Αίονή. Μούσα: Το πλατύ σφουγγαράκι που κρατάει ο Ιερέας, για να μην πέσουν ψίχουλα από τη θεία Μετάληψη. Βλ. Σπόγγος. Μπατίκια: Βλ. Εμβατίκια. Μύρο Άγω: Μίγμα από λάδι και περίπου σαράντα αρωματικές ουσίες (που συμβολίζουν τα πολλά και ποικίλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος), που παρασκευάζεται τη

Μεγάλη Τετάρτη και καθαγίαζεται στον Πατριαρχικό Χαό της Κ Πόλης τη Μεγάλη Πέμπτη από τον Πατριάρχη σε ειόική τελετή (Διάκονος ή Πρεσβύτερος δεν καθαγιάζουν το Άγιο Μύρο). Κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία μπορεί να το παρασκευάζει και να το καθαγιάζει μόνη της, αλλά η Ελληνική όπως και πολλά Πατριαρχεία το παίρνουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βλ. και Βάπτισμα. Μυροδότης: Αξιωματούχος μιας Μητρόπλης επιφορτισμένος με τη φύλαξη του Αγίου Μύρου. Μυροδοχείο: Λειτουργικό σκεύος χρυσό ή ασημένιο που περικλείει το Άγιο Μύρο. Η εξαγωγή του Μύρου από το δοχείο γίνεται με βελόνα που έχει στην άκρη της κομμάτι από βαμβάκι ή σφουγγάρι. Μυροθήκη: Ασημένιο δοχείο όπου φυλάσσεται το μύρο ενός μυροβλήτη Αγίου. Μυροφόρες: Μαθήτριες του Χριστού που ετοίμασαν μύρα, για να έρθουν στον τάφο του να του αλείψουν το σώμα, αλλά βρήκαν τον τάφο κενό. Τα ονόματα τους είναι: Μαρία η Μαγδαληνή, Μαρία του Ιάκωβου και Ιωση μητέρα (λέγεται συνήθως Μαρία του Κλωπά), Ιωάννα γυναίκα του Χουζά, Σαλώμη η μητέρα των υιών Ζεβεδαίου και Σωσάνα. Η μνήμη τους εορτάζεται την Κυριακή μετά του Θωμά. Μύρωμα (ή Μύρωση): Άλειμμα προσώπου ή αντικειμένου με Άγιο Μύρο. Μυσταγωγική Κατήχηση: Λατρευτική διδασκαλία στους νεοβαφτισμένους Χριστιανούς που γίνονταν κατά τη Διακαινήσιμη Εβδομάδα. Μυσταγωγικό Υπόμνημα: Ερμηνεία και σχολιασμός της Θείας Ευχαριστίας και το;ν Ακολουθιών (διαφορετική κατά άτομα και εποχές). Μυστήρια: 1) Οι υψηλές αλήθειες της Πίστης, τα Δόγματα (Βλ. Δόγμα),

προσιτές μόνο με την πίστη και όχι με διανοητικές ανθριοπινες δυνάμεις και που δόθηκαν στους ανθρώπους με την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού.

2) Τελετές ιερές, με τις οποίες μεταδίδεται στους πιστούς

κατά υπερφυσικό τρόπο η θεία Χάρη. Είναι επτά: Βάπτισμα, Χρίσμα, Ευχαριστία, Μετάνοια, Ιεροσύνη, Γάμος και Ευχέλαιο. Τα τέσσερα πρώτα είναι υποχρεωτικά, τα άλλα τρία προαιρετικά. Καθένα από τα μυστήρια έχει δική του Ακολουθία. 3) Φρικτά Μυστήρια ή Αχραντα Μυστήρια: Το σώμα και το αίμα του Χριστού που μεταλαβαίνουν οι πιστοί στη θεία Κοινωνία. Μυστικοί: Όσοι (κυρίως Μοναχοί) δίνουν ιδιαίτερο τόνο στους τρόπους με τους οποίους ασκούνται στο δρόμο του θεού, συμμετέχοντας σωματικά και πνευματικά στην κατά Χριστό ζωή και παίρνοντας μέρος στα Μυστήρια και τις άλλες εκδηλώσεις της Εκκλησίας. Βλ. και Χηπτικοί. Μωσαϊκό (ή Ψηφιδωτό): Δάπεδο ή Τοιχογραφία φιλοτεχνημένα με συγκόλληψη μικρών εγχρώμων στοιχείων, των ψηφίδων. Μιυσαϊκός Νόμος: Οι Δέκα Εντολές του Μωυσή και γενικότερα η διδασκαλία της Παλαιάς Διαθ-ήκης. Πρβλ. Χόμος. Μωυσής: 1) Πρωτοχριστιανική ζωγραφική στις Κατακόμβες που συμβολίζει τον Χριστό Λυτρωτή. 2) Ζωγραφική παραστάτη ανδρός με γενειάδα που συμβολίζει τον θεό - Πατέρα.

Ν Ναός: Οικοδόμημα για τη Λατρεία. Λέγεται και Εκκλησία, Οίκος Θεού, Οίκος Κυρίου, Ιερός Ναός, Κυριακού, Ευκτήριος Οίκος, Προσευκτήριο, Ναός του Υψίστου, Βασιλική (στους πρώτους αιώνες). Τα μέρη του Ναού είναι: 1) ο Νάρθηκας ή Πρόναος. Στα πρώτα χρόνια υπήρχε Εξωνάρθηκας με αυλή και φιάλη (=κρήνη). Η φιάλη αντικαταστάθηκε με το Βαπτιστη-ριο ή Κολυμβήθρα. 2) Ο κυρίως Ναός (με τον Άμβωνα, το Σολέα, τον Δεσποτικό

θρόνο, Γυναικωνίτη, Αναλόγια, Εικονοστάσιο, Καθίσματα, Στασίδια). Νάρδος: Αρχαϊκή ονομασία του Αγίου Μόρου. Νάρθηκας: το προς τα Δυτικά τμήμα του Ναού, όπου παρέμεναν οι Κατη-χούμενοι και οι Μετανοούντες, όταν παρακολουθούσαν τη Λειτουργία. Πολλές σημερινές Εκκλησίες δεν έχουν Νάρθηκα. Χωριζόταν από τον κυρίως Ναό με τρεις πύλες που καλύπτονταν με βήλα (=κουρτίνες), το Τρίβηλο. Οι Πύλες έκλειναν, πριν εκφωνηθεί το Σύμβολο της Πίστεως ("τας θύρας, τας θύρας..."). Γπήρχε (και υπάρχει) σε μερικούς Ναούς και δεύτερος Νάρθηκας, ο Εξωνάρθηκας, που λέγεται και Λιτή [επειδή στο Άγω Ορος σ' αυτόν τελείται η Αιτη]. Ναυς: Στη συμβολική Αγιογραφία συμβολίζει την Εκκλησία που ουριοδρομεί. Νέες χώρες: Ήπειρος, Μακεδονία και Νησιά του Αιγαίου που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα το 1913. Οι Μητροπόλεις τους υπάγονται (όπως και της Θεσσαλίας, που ενσωμαιώθηκε το 1881) στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Η Εκκλησία της Κρήτης είναι ημιαυτόνομη, εξαρτώμενη από το ΙΙατριαρχείο Κ/Πολης και η Εκκλησία των Δωδεκανήσων (που ενσωματώθηκαν το 1947) υπάγεται απ' ευθείας στο Πατριαρχείο. Νεκρώσιμη Ακολουθία: Ακολουθία ήδη από τον Ε ' αι. για τους Κοσμικούς, τους Μοναχούς, τους Κληρικούς και τα Νήπια, όταν πεθαίνουν. Από τις ωραιότερες Ακολουθίες της Εκκλησίας. Λέγεται και Εξοδιαστική ή Εξοδιαστικό [Ξόδι = Κηδεία]. Νεκρώσιμο: Στιχηρό που ψάλλεται κατά τη Χεκρώσιμη Ακολουθία και κατά τα Σάββατα. Πρβλ. Ευλογητάριο. Νεομάρτυρες: Όσοι μαρτύρησαν για τη χριστιανική τους πίστη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ύστερα. Νεοφώτιστος Χριστιανός.



Νήπιος):

Ο

νεοβαφτισμένος

Νευματική Σημειογραφία: Παρασημαντική με ειδικά σημεία (=νεύματα) που δήλωναν ομάδες φθόγγων.

Νεωκόρος: (κοινά Καντηλανάφτης). (Λέγεται Παρεκκλησιάρχης). Ο Λαϊκός που φροντίζει το Ναό.

και

Νήπιος: Βλ. Νεοφώτιστος. Νηπτικοί: Βλ. Πατέρες της Εκκλησίας. Νηστεία: Περίοδος άπονης από ορισμένες (ή από όλες) τροφές. Τέσσερις είναι οι μεγάλες περίοδοι Νηστείας, έκτος από τις Τετάρτες και τις Παρασκευές: Τεσσαρακοστή πριν από το Πάσχα, Σαρακοστή των Χριστουγέννων, των Αγίων Αποστολών (αρχίζει τη Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων και λήγει στις 29 Ιουνίου) και του Δεκαπενταύγουστου. Νηστείες είναι ακόμη η παραμονή Θεοφανείων, η Αποκεφάλιση του Προδρόμου (29 Αυγούστου) και η Ύψωση του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου). Οι Τετάρτες και Παρασκευές είναι ημέρες Νηστείας για όλο το έτος, εκτός από τις εβδομάδες της Απόκρεω, της Τυροφάγου, της Διακαινησίμου και του Δωδεκαημέρου. Νηστεία λευκή: αποχή από το κρέας, αλλά Κατάλυση των άλλων εδεσμάτων. Νηστειών Εβδομάδες: Οι πέντε εβδομάδες της Τεσσαρακοστής, επειδή τότε νηστεύουν οι Χριστιανοί προετοιμαζόμενοι για το Πάσχα. Νήστιμη ημέρα: Η καθεμιά από τις πέντε ημέρες απο τις έξι εβδομάδες της Τεσσαρακοστής [επειδή τότε ο Χριστιανός νηστεύει]. Νήτη: Η οξύτερη περιοχή της Διαπασών. [αρχ. νέατος> νεάτη > νήτη -ακρότατος)]. Νήψη: Στοιχείο έκστασης του Ησυχα-στή, που απομακρύνει τον νου από κάθε άλλη σκέψη και που τον συγκεντρώνει στην μονόλογη επανάληψη του ονόμαος του Ιησού, [ρ. νήφω (=είμαι νηφάλιος)] Πρβλ. Νηπτικοί. Νιπτήρας: Ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης, που τελείται σε ανάμνηση του επεισοδίου πριν από τον Μυστικό Δείπνο, όταν ο Χριστός ένιψε τα πόδια των μαθητών του.

Νομοκάνων: (ή Νομοκάνονο). Κώδικας που περιέχει τις διατάξεις και τα πρακτικά των Συνοδών, τους θείους Κανόνες, αλλά και πολιτικούς Νόμους. Πρβλ. Κανόνας 3). Νόμος: Η διδασκαλία Μωσάίκός Νόμος.

της

Παλαιάς

Διαθήκης.

Πρβλ.

Νομοφύλαξ: Βλ. Χαρτοφύλαξ. Νοτάριος: Γραμματέας Επισκοπής ή Πατριαρχείου, κατά προτίμηση κληρικός. Νυμφίος: Ο Χριστός [επειδή παρομοιάζεται με γαμπρό που παντρεύεται την Εκκλησία] Πρβλ. Χυμφώνας. Η Ακολουθία του Νυμφίου είναι ο Όρθρος της Μεγάλης Τρίτης και αρχίζει στις 19:00 ή 19:30 (ανάλογα με τις Μητροπόλεις). Η Εκκλησία καλείται και Νύμφη. Νυμφώνας: Η βασιλεία των Ουρανών [επειδή παρομοιάζεται με νυμφικό θάλαμο, οπου εισέρχονται όσοι εκτελούν πιστά τις θείες εντολές]. Πρβλ. Νυμφίος. Νηχθήμερο: Εικοσιτετράωρη αρχίζει με τον Εσπερινό.

λειτουργική

περιοδος

που

Νώε (εν Κιβωτώ): Πρωτοχριστιανική παράσταση που συμβολίζει την δεομένη ψυχή. Νωπογραφία: Βλ. Φρέσκο.

Ξ Ξαγοράρης: Βλ. Εξομολόγος. Ξύλο: Το Σήμαντρο. Τίμιο ξύλο : ο Σταυρός του μαρτυρίου του Χριστού

Ο Όγδοη ημέρα: Περίοδος αιωνιότητας μετά τη Δευτέρα Παρουσία. Οι ημέρες της Δημιουργίας του Κόσμου ήταν έξι, η ημέρα αναπαύσεως (αυτή που τώρα διανύουμε) η έβδομη.

Οικηματάριο: Λειτουργικό Οίκους των Κοντακίων.

βιβλίο

που

περιέχει

τους

Οικονομείον: Αποθήκη τροφίμων Μονής. Οικονομία: Συγκαταβατική πράξη της Εκκλησίας για συγχώρηση διοικητικών και τελετουργικών ατασθαλιών. Οικονόμος, ο ή η: 1) Διοικητικός τίτλος αυτού που επιστατεί στα περιουσιακά

της Εκκλησίας και βοηθάει τον Επίσκοπο σε λειτουργικά θέματα. 2) Ο Μοναχός ο επιφορτισμένος με την προμήθεια, φύλαξη

και διαχείριση των τροφών, ενδυμάτων Μοναστηριού. 3) Ο έγγαμος Πρεσβύτερος Επιγονάτιο.

κ.λπ. του που φέρει

Οίκος: 1) Οίκος Θεού: ο λαός. 2) Καθεμιά Στροφή από τις οποίες αποτελείται το Κοντάκιο

[επειδή περιέχει σε περίληψη όλη την υπόθεση, όλο τον "οίκο", της εορτής του τιμωμένου Αγίου]. Οικουμενικός: Βλ. Πατριάρχης. Οκτάγωνος (ή Οκταγωνικός) Ναός: Ναός με αρχιτεκτονική παραλλαγή του Σταυροειδούς με Τρούλο. η οποία επικράτησε τον ΙΑ ' αιώνα και έδωσε στο Ναό σχήμα οκτάγωνου . Οκτάτευχος: Διαθήκης.

Τα

οκτώ

πρώτα

βιβλία

της

Παλαιάς

Οκτάχορδο: Οι οκτώ διαδοχικοί φθόγγοι μιας μουσικής κλίμακας. Οκτώηχος, η: 1) (ή Οκτάηχος) (Λέγεται και IΙαρακλητική) Λειτουργικό

βιβλίο με τα τροπάρια κάθε εβδομάδας που ψάλλονται σε διαφορετικούς (σε οκτώ) ήχους. 2) Το σύστημα των οκτώ ήχων της βυζαντινής Μελωδίας,

που καθιερώθηκε τον Η ' αιώνα από τον Ιωάννη Δαμασκηνό Πρβλ. IΙαρασημαντική. Οι ήχοι είναι τέσσερις κύριοι (α', β

', γ' και δ') και τέσσερις πλάγιοι (πλάγιος α', πλ. β ', βαρύς, πλ. δ ')· 3) Το

ιδιαίτερο βιβλίο της Παρακλητικής, που περιέχει Τροπάρια και Κανόνες των οκτω Κυριακού. Ολίγο: Σημείο Μουσικής που δηλώνει απλή ανάβαση της φωνής κατά ένα φθόγγο. Ολονυκτία: Βλ. Αγρυπνία. Ομαλό: Σημείο Μουσικής που δηλώνει ότι οι φθόγγοι εκφωνούνται με ελαφρό κυματισμό της φωνής. Ομιλία: 1) Λόγος

θρησκευτικού ή ηθικού περιεχομένου, διδαχή,

Κήρυγμα. 2) Η επί του Όρους Ομιλία του Χριστού (Ματθ. δ'23-25).

Ομιλητική: Η εκκλησιαστική ρητορική ή η θεωρία το Κηρύγματος. Ομολογητής: Ο Χριστιανός που στα χρόνια των Διωγμών ομολόγησε την πίστη του, βασανίστηκε, αλλά δεν πέθανε κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων. Γραπτός Ομολογητής: Ο Εικονολάτρης, στο μέτωπο του οποίου κατά την Εικονομαχία (726-843 μ.Χ.) οι διώκτες του χάραζαν [έγραφαν] με πυρακτωμένο σίδερο εικονολατρικά σύμβολα ή λέξεις. Η εγχάραξη γινόταν και σε άλλα σημεία του σώματος. Ομολογία Πίστεως: Έκθεση για τη χριστιανική ορθόδοξη πίστη προς αντίκρουση αιρετικών διδασκαλιών. Οι ομολογίες είναι τμήμα της Ιεράς Παράδοσης. Ομφάλιο: Πλάκα μαρμάρινη στη μέση του δαπέδου του λαού (με ανάγλυφη παράσταση). Ομφαλοσκόπος: Αυτός που έχει προσηλωμένο το βλέμμα και το νου του στην περιοχή της κοιλιάς (στον ομφαλό). Ειρωνευτικός χαρακτηρισμός δυτικών θεολόγων για τον τρόπο (στάση) προσευχής των ησυχα-στών μοναχών του Αγ. Όρους κατα τις ησυχαστικές έριδες του ΙΓ ' - ΙΔ ' αιώνα. Ονοματοοοσία:

1) Προσπάθεια ονομασίας και κατανόησης της Τριαδικής

θεότητας. 2) Ακολουθία την όγδοη ημέρα από τη γέννηση του βρέφους,

οπότε και του δίνονταν το όνομα. Οπισθάμβωνη ευχή: Η ευχή που εκφωνεί ο Ιερέας, όταν αρχίζει η Απόλυση της Λειτουργίας και αρχίζει με "Ο ευλόγων τους ευλογούντας σε, Κύριε..." [Λέγεται ετσι, επειδή παλαιοτέρα εκφωνούνταν πίσω από τον Αμβωνα, όταν αυτός βρισκόταν στη μέση του Ναού ]. Την 1η Ιανουαρίου και (αν θέλει ο Ιερέας) τη Μεγάλη Πέμπτη εκφωνείται άλλη οπισθάμβωνη ευχή, που αρχίζει με "Ο θυσίαν αινέ-σεως και λατρείαν ευάρεστον..." και η οποία είναι πολύ εκτενέστερηΟράριο:(ή Λώρος). Αμφιο του Διακόνου, το κυρίως χαρακτηριστικό του. Είναι λευκή και επιμήκης λωρίδα υφάσματος, που στηρίζεται στον αριστερό ώμο και κρέμεται μπρος και πίσω [Λατιν. OS, oris (=στομα, πρόσωπο), δηλαδή προσόψιο]. Ορείον: Αποθήκη σιτηρών Μονής [Λατιν. horreiim]. Βλ. και Ωριό. Ορειάρης: Βλ. Ωριάρης. Ορθογραφία: Κανόνες Παρασημαντικής.

γραφής

της

βυζαντινής

Ορθοδοξίας Κυριακή: Η αναστήλωση των Εικόνων από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα την πρώτη Κυριακή των Νηστειών του 843 μ.Χ. Η Θεοδώρα, ο γιος της Μιχαήλ, ο Πατριάρχης Μεθόδιος, ο Κλήρος και ο λαός λιτάνευσαν τις εικόνες και τις αναστήλωσαν στην προηγούμενη θέση τους στους Ναούς στο τέλος της Εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.). Ορθομαρμάρωση: Επένδυση με μαρμάρινες πλάκες των τοίχων του. Ναού. Η επίστρωση του δαπέδου λέγεται Μαρμαροθέτηση. Όρθρος: Ιερά Ακολουθία που τελείται τα ιεμερώματα της ημέρας, όταν υπάρχει θεία Λειτουργία ή και όταν δεν υπάρχει. Πριν απο τον Ορθρο τελείται η Προοιμιακή Προσευχή στο σπίτι και στο Ναο το Μεσονυκτικό ή η Λιτή. Μετά τον Όρθρο ακολουθεί η Λειτουργία. Αν δεν υπάρχει

Λειτουργία, ακολουθεί η Λ ', Γ ' και ΣΤ ' Ωρες με τους Μακαρισμους και τα Αναγνώσματα του Αποστόλου και του Ευαγγελίου. Η Ακολουθία του Όρθρου αρχίζει μεταξύ 5.00 και 9.00 (ανάλογα με τις ημέρες του έτους και τις Μητροπόλεις). Είναι ώρα προσευχής που προστέθηκε στις αρχικές Ωρες. Οταν συνάπτεται με τον Μέγα Εσπερινό, αποτελεί την Αγρυπνία. Ασματικός Όρθρος: Παλαιότερα, στο προαύλιο του Ναου οι προσευχές και οι Δεήσεις, προσταδια της Λειτουργίας. Κύριο σώμα τους ήταν ο Άμωμος. Κατόπιν εισέρχονταν οι πιστοί στο Ναό. Όρος: Βλ. Τόμος. Ορφέας: Πρωτοχριστιανική παράσταση που συμβολίζει τον Χριστό που θέλγει με τη διδασκαλία του [όπως ο Ορφέας έθελγε με τη μουσική του]. Οσιολογιότατος: Προσφώνηση το Ιερομόναχου και του Μοναχού (εάν είναι θεολόγοι Πανεπιστημίου)εάν δεν είναι, προσφωνούνται Οσιότατοι. Οσιομάρτυρας: Αυτός που μαρτύρησε για τη χριστιανική του Πίστη (κυρίως ο προερχόμενος από μοναστική πολιτεία). Όσιος: Ο ευσεβής, ο αφιερωμένος στο θεό, ο Άγιος. Οσιότατος: Προσφώνηση του Ιερομόναχου και το Μοναχού (εάν δεν είναι θεολόγοι Πανεπιστημίου). Εάν είναι, προσφωνούνται Οσιολογιοτατοι. Οστιάριος: [Λατιν. ostium (=θύρα)]. Κατώτερος Κληρικός που φροντίζει στην είσοδο Ναών και Μονών να μην εισέρχονται ακατάλληλα πρόσωπα. Εξέλιπε μετά το 692 μ.Χ. Ουδέτεροι: Το Κέντημα και εκφωνούνται απαλά, ουδέτερα προηγούμενο φθόγγο].

η Υπορροή [επειδή σε σχέση με τον

Ουρανός: 1)Ο θολίσκος που καλύπτει το Κιβώριο. 2) Κυκλοτερές μεταλλικό αντικείμενο που περιβάλλει τον μεσαίο Πολυέλαιο.

Όφις: Ζωγραφική ή γλυπτική παράσταση που συμβολίζει τον Σατανά, τον Πειρασμό. Οφφικιάλιος: Ατομο στο οποίο ανατέθηκε Οφφίκιο (=αξίωμα) εκκλησιαστικό, σε εκδήλωση τιμής για τις υπηρεσίες του προς την Εκκλησία.

Π Παγγενιά: Συνάθροιση των Μοναχών για την από κοινού προσφορά εργασίας στη Μονή. Παγκάρι: Πάγκος στην είσοδο του λαού για τα προς διάθεση κεριά. Παγώνι: Στη συμβολική Αγιογραφία συμβολίζει αθανασία, την ελπίδα για ανάστατη των νεκρών.

την

Παλαιοχριστιανική περίοδος: Το χρονικό διάστημα από την εποχή του Χριστού έως τον Ιουστιανιανό. Πάλλιο: Βλ. Περιβόλαιο. ΙΙαναγιάριο: 1) Συλλογή διηγήσεων θαυμάτων της Παναγίας ή συλλογή

εγκωμίου και ύμνων της. 2) Μικρή ξύλινη ή μεταλλική εικόνα της Παναγίας.

3) Δίσκος με τη μορφή της Παναγίας απεικονισμένη (όπου εναποτίθεται ο ευλογημένος άρτος). Πανάγιο: Πίνακας εορτάζουν.

αλφαβητικός

όλων

των

Αγίων-ου

ΙΙαναγιότατος: Προσφώνηση του Πατριάρχη Κ/Πολης και του Μητροπολίτη θεσσαλονίκης. Πανδέκτης: ή Πανθέκτης. (Λέγεται και Ανθολόγιο). 1) Επιτομή ενός λειτουργικού βιβλίου. 2) Λειτουργικό βιβλίο με τα κείμενα των Ακολουθιών όλου

του έτους, δηλαδή βιβλίο που περιέχει όλα τα άλλα. Αν περιέχει τα κείμενα μίας εβδομάδας, λέγεται Εβδομαδάριο.

3) Μουσικό βιβλίο του 1850 με τα Μαθήματα της βυζαντινής

Μουσικής. Πανιερότατος: Παγιότερη προσφώνηση του Τιτουλάριου Μητροπολίτη, αντί για το Θεοφιλέστατος, και του Επισκόπου, αντί για το Σεβασμιότατος. Έτσι προσφωνούνται ακόμη και σήμερα οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου. Παννυχίδα: Βλ. Αγρυπνία. Πανοσιολογιότατος: Προσφώνηση του Αρχιμανδρίτη (εάν είναι θεολόγος Πανεπιστημίου). Εάν δεν είναι, προσφωνείται Πανοσιότατος. Πανοσιότατος: Προσφώνηση του Αρχιμανδρίτη (εάν δεν είναι θεολόγος Πανεπιστημίου). Εάν είναι, προσφωνείται Πανοσιολογιότατος. Παντοκράτορας: Ο Χριστός. Λέγεται έτσι ειδικά στην Αγιογραφία, όταν απεικονίζεται κάτω από τον κεντρικό τρούλο του Ναού, έχοντας θρόνο του τον ουρανό και υποπόδιο τη γη. Εικονίζεται με μορφή επιβλητική μέσα σε φωτεινό κύκλο με το Ευαγγέλιο στα χέρια. Παπαδάκι: Βλ. Ιερόπαις. Παπαδική: 1)Ο τρόπος Ψαλμωδίας που λέγεται Παπαδικό μέλος. 2) Το μουσικό βιβλίο όπου ανθολογούνται τα Παπαδικά μέλη. Παπαδικό: Βλ. Πρεσβυτέριο 3). Παπαδικό μέλος: Αργός τρόπος Ψαλμωδίας, που εισάγεται στη βυζαντινή μουσική τον Η ' αι. ταυτόχρονα σχεδόν με την Οκτώηχο. Αναφέρεται στα σταθερά μέρη των Ακολουθιών Βλ. Στιχηραρικό ύφος. Πάπας: 1) Ο προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας. 2) Προσφώνηση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας.

Παρααρχοντάρης: Βοηθός του Αρχοντάρη. Παράβημα: Βλ. Παστοφόριο. Παραβηματάρης: Βοηθός του Βηματάρη.

Παραβολή: Εικόνα παρμένη από την καθημερινή ζωή, ώστε να γίνει εύκολη η κατανόηση της διδασκαλίας του Χριστού μέσω της σύγκρισης [=παραβολής]. Αρχαιότατη η χρήση της σε όλους τους λαούς. Παράδοση: (συνήθως λέγεται Ιερά Παραδοχή). Η μία από τις δύο πηγές της Ορθόδοξης Διδασκαλίας (η άλλη είναι η Αγία Γραφή). Διατηρείται στα συγγράμματα των Πάτερων της Εκκλησίας, στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνοδών, των τοπικών Συνόδων, στις Ομολογίες της Πίστεως. Παραθρόνιο: Στασίδι δίπλα στον Επισκοπικό Θρόνο, όπου συνήθως κάθεται ο Πρωτοσύγκελλος όταν δεν ιερουργεί. Κάθεται εκεί και ο Επίσκοπος κατά τον Εσπερινό της Μεγάλης Σαρακοστής κρατώντας το Χασράνιο. Παρακαταθήκη: Τεμάχιο άρτου που παραδίδεται από τον Επίσκοπο στον χειροτονούμενο Πρεσβύτερο, για να προσφερθεί η Θεία Ευχαριστία. Παράκληση: Δέηση, Προσευχή παρακλητική. Κοινή Παράκληση: Χρησιμοποιείται σε οποιαδήποτε ημέρα και ώρα του έτους, για να παρακαλέσει τη Θεοτόκο για βοήθεια. Ενίοτε με την ονομασία αυτή νοείται ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας. Μικρή Παράκληση: Απευθύνεται στη Θεοτόκο και το Κοντάκιο της (που αρχίζει με "Προστασία των Χριστιανών ακαταίσχυντε...") ψάλλεται απο 22 Σεπτ. εως 8 Χοεμβρ. το Σάββατο της Τυροφάγου, από την Κυριακή των Αγίων Πάντων έως και την 26η Ιουλίου (εκτός από 2 και 25 Ιουλίου), κατά την καθημερινή Λειτουργία τη Δευτέρα, την Τρίτη και την Πέμπτη. Παρακλητική: Λειτουργικό βιβλίο με Τροπάρια και Κανόνες για τον Εσπερινό και τον Όρθρο κάθε ημέρας της εβδομάδας, σύμφωνα με τους οκτώ ήχους της Βυζαντινής Μουσικής. Πρβλ. Οκτώηχος. Περιέχει επίσης και Παρακλητικούς Κανόνες. Παρακλητικός Κανόνας Μεγάλος: Ποίημα του Αυτοκράτορα Θεοδώρου Δούκα Λάσκαρη, ατομική προσευχή προς το θεό και με θερμές παρακλήσεις προς τη Θεοτόκο. Ψάλλεται πριν από τον Δεκαπενταύγουστο εναλλάξ με τον

Μικρό Παρακλητικό Κανόνα, με τον οποίον έχει ίση περίπου έκταση [Λέγεται Μεγάλος, επειδή έχει περισσότερη σχέση προς την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου] . Παρακλητικός Κανόνας Μικρός: Ποίημα του Μοναχού Θεοστήρι-κτου (Θ ' αιώνας) ή του Θεοφάνη, με θερμές πρακλήσεις προς τη Θεοτόκο. Τ 'άλλεται πριν απο τον Δεκαπενταύγουστο εναλλάξ με τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, αλλά και σε κάθε περίπτωση θλίψης. Παράκλητος, ο: Ονομασία του Αγίου Πνεύματος [επειδή παρακαλεί (=παρηγορεί) τους πιστούς]. Παραλλαγή: Τρόπος εκτέλεσης μουσικού κειμένου, κατά τον οποίον, αντί να ψάλλουμε τους στίχους, ψάλλουμε ονομαστικά τους φθόγγους. Παραμανδύας: (ή Παραμάνδυο). Επινώτιο (είδος μπέρτας χωρίς μανίκια) του Μεγαλόσχημου Μοναχού. Πρβλ. Ανάλαβος. Παραπέτασμα: Υφασμάτινο κάλυμμα (κουρτίνα) που φράζει τον κενό χώρο της Ωραίας Πύλης. Παραπόρτια, τα: 1) Βλ. Εικονοστάσιο (λέγονται και Θυρία = μικρές θύρες). 2) Μικρότερη

Κεντρική Παραπύλιο.

είσοδος στα Μοναστήρια, δίπλα από την Πύλη. Ονομάζονταν και Παραπυ-λίς ή

Παραπύλιο: (Βλ. Παραπόρτιαζ). Παρασημαντική: (ή Σημειογραφία ή Σημαδογραφία). Μουσική σημειογραφία της βυζαντινής Μελωδίας που ολοκληρώθηκε από τον Ιωάννη Δαμάσκηνο (Η ' αι.) Τα σημαδόφωνα αυτά λέγονται και αγκιστροειδής σημειογραφία. Τον IB ' αιώνα δημιουργήθηκε δεύτερο σύστημα (η στρογγυλή σημειογραφία) και το 1814 οι τρεις δάσκαλοι (Χρύσανθος, Γρηγόριος, Χουρμούζιος) τη μεταρρύθμισαν προς το απλούστερο. Στη νέα αυτή μορφή μεταγράφηκαν όλες οι παλαιότερες συνθέσεις. Παραστάδα: Αρχιτεκτονικό στοιχείο σε μορφή τετράγωνου κίνονα όπου καταλήγει τοίχος Λ αού στην πρόσοψη.

Παραστιχίδα: Βλ. Ακροστιχίδα. Παρατραπεζάρης: Βοηθός του Τραπεζάρη. Παρατραπέζιο: Βλ. Πρόθεση 2). Παρεκκλησιάρχης: (ή Παρακκλησιάρχης). Αξίωμα εκκλησιαστικό, βοηθητικό του Εκκλησιάρχη. Ό,τι και ο λεωκόρος. Παρεκκλήσιο: Τμήμα Ναού προς τιμήν Αγίου ή μικρή Εκκλησία (=Ναός). Παρουσία: Η εμφάνιση του Χριστού. Πρώτη Παρουσία: Η ενσάρκωση του Χριστού, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στους ανθρώπους ως άνθρωπος. Δευτέρα Παρουσία: Η μελλοντική εμφάνιση του Χριστού, όταν ως Δίκαιος Κριτής θα έρθει να κρίνει τον κόσμο. Παρρησία: Κατάλογος ονομάτων προς μνημόνευση σε μια Ακολουθία. Πασαπνοάριο: 1) Βιβλίο βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, που περιέχει -τους στίχους των Ψαλμών 148, 149 και 150, οι οποίοι αρχίζουν με το "Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον..." και ψάλλονται στον Όρθρο. 2) Κάθε ένας από τους ψαλμούς αυτούς, των οποίων τωρα ψάλλονται μόνον οι δύο πρώτοι στίχοι. Παστοφόριο: ή Παράβημα. Στους πρωτοχριστιανικούς Ναούς δωμάτιο δίπλα στο Ναο, κοντά στο Ιερό Βήμα, που επικοινωνούσε με τον Ναό και χρησίμευε σαν Σκευοφυλάκιο. Αντικαταστάθηκε από την Πρόθεση και το Διακονικό. Πάσχα: Αρχαιότατη εβραϊκή εορτή σε ανάμνηση της απελευθέρωσης των Εβραίων από την Αίγυπτο. Οι Χριστιανοί τη συνέδεσαν με την Ανάσταση, το πέρασμα απο το θάνατο στη ζωή [επειδή η λέξη Πάσχα σημαίνει διάβαση, δηλ. το πέρασμα της Ερυθράς θάλασσας κατά τη σωτήρια φυγή των Εβραίων]. Στα πρωτοχριστιανικά χρόνια δεν ήταν καθορισμένος ο χρόνος του εορτασμού, έως ότου η Α ' Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας (325 μ.Χ.) ανέθεσε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας να τον καθορίσει. Έκτοτε

εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο της εαρινής Ισημερίας. Εάν η Ισημερία συμπέσει Κυριακή, τοτε την επόμενη Κυριακή. Απο το 1852 (Γρηγοριανό Ημερολόγιο) Ανατο-λικοί και Δυτικοί δεν εορτάζουν πάντα μαζί το Πάσχα. Πασχάλιο: Πίνακας των κινητών εορτών που εξαρτώνται από την ημερομηνία εορτής του Πάσχα. Πατέρες της Εκκλησίας: Εξέχουσες προσωπικότητες που διακρίθηκαν για της ζωής τους την αγιότητα, την ορθόδοξη διδασκαλία τους και τη συγγραφική τους δράση. Διακρίνονται τρεις ομάδες Πατέρων: 1. Αποστολικοί

Πατέρες: έζησαν αμέσως μετά Αποστόλους, τους οποίους γνώρισαν προσωπικά.

τους

2. Μεγάλοι Πατέρες του Δ ' και Ε 'αι. (του χρυσού αιώνα

των εκκλησιαστικών Γραμμάτων). 3. Πατέρες της Ερήμου και Νηπτικοί: από τον κόσμο των

Μοναχών στην έρημο (Μ. Αντώνιος, Εφραίμ κ.ά.). Νηπτικοί [από το ρ. νήφω (= είμαι νηφάλιος, είμαι σε εγρήγορση)] είναι οι Μυστικοί Πατέρες. Πατερίτσα: Βλ. Ράβδος ποιμαντική. Πατήρ: 1) Προσαγόρευση κάθε Κληρικού (κοινά Πάτερ). 2) Βλ. Πατέρες της Εκκλησίας.

Πατριαρχείο: Η έδρα του Πατριάρχη. Πατριάρχης: Τίτλος διοικητικός και όχι βαθμός Ιεροσύνης (Στο βαθμό είναι Επίσκοπος). Προσφωνείται Παναγιότατος ή Μακαριότατος (ανάλογα με το Πατριαρχείο). Ο θεσμός εμφανίστηκε τον Ε' αι. για τους Επισκόπους των πόλεων που ήταν κέντρα μεγάλων διαμερισμ-άτων του Ρωμαϊκού Κράτους. Στην αρχή ονομάζονταν Έξαρχοι ή Αρχιεπίσκοποι. Τα πέντε "αρχαία" Πατριαρχεία είναι της Ρώμης, Κων/πολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων. Τα νεώτερα είναι της Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας Βουλγαρίας, Γεωργίας. Ο Πατριάρχης Κων/πολης λέγεται Οικουμενικός.

Πατριαρχικό Μοναστήρι: Βλ. Σταυροπηγιακό. Πρβλ. Επαρχιακό Μοναστήρι. Πατριαρχικό ύφος: Τρόπος απόδοσης της βυζαντινής Μουσικής από το Πατριαρχείο Κ/πόλεως, βασισμένος στη μακραίωνη παράδοση. Παύση (ή Σιωπή): Σημείο Μουσικής που δηλώνει προσωρινή διακοπή της Μελωδίας ή της απαγγελίας. Πενταρχία: Η διοικούσα αρχή της Ανατολικής Εκκλησίας αποτελούμενη από τους πέντε Πατριάρχες των «αρχαίων» Πατριαρχείων. Πεντάσημο: Χρόνος από πέντε μονάδες -φθόγγους στη βυζαντινή Μουσική, μία τρίσημη και μία δίσημη. Πεντάτευχος, η: Τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, που γράφτηκαν από τον Μωυσή. Πεντάχορδο: Πέντε διαδοχικοί μουσικοί φθόγγοι που δημιουργούν μία κλίμακα. Πεντηκοστάριο: 1) Λειτουργικό βιβλίο με Τροπάρια και Κανόνες για τον Εσπερινό και τον Όρθρο των κινητών Εορτών από το Πάσχα μέχρι την Κυριακή τcoν Αγίων Πάντων (Κυριακή επόμενη της Πεντηκοστής). 2) Η περίοδος από το Πάσχα έως την Πεντηκοστή. 3) Καθένα από τα τρία Τροπάρια που ψάλλονται μετά τον Ν '

(=50ό) ψαλμό. Πεντηκοστή: 1) Η μία από τις τρεις μεγαλύτερες εβραϊκές εορτές (Πάσχα,

Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία). Εορταζόταν πενήντα ημέρες μετά το Πάσχα, επειδή τοτε έφτασαν οι Εβραίοι από την Αίγυπτο στο Σίνα, οπου και πήραν τις εντολές του Θεου, πρωτοεφαγαν σταρένιο ψωμί και εισήλθαν στη γη της επαγγελίας. 2) Η ημέρα της επιφοίτησης στους Αποστόλους του Αγίου

Πνεύματος. Δέκα ημέρες μετά την Ανάληψη, πεντηκοστή από το Πάσχα, τότε 13 Μαΐου, τρίτη ώρα της ημέρας από την Ανατολή του ήλιου, ακούστηκε δυνατός ήχος να κατέρχεται από τον ουρανό και γέμισε όλο το σπίτι, όπου ή-

ταν συγκεντρωμένοι οι Απόστολοι και οι περί αυτούς. Μετά τον ήχο πύρινες γλώσσες κάθησαν στο κεφάλι των Αποστόλων, οι οποίοι άρχισαν να μιλούν ξένες γλώσσες και κήρυξαν στους αλλόγλωσσους

Ιουδαίους που είχαν συρρεύσει για την εορτή στην Ιερουσαλήμ προσηλυτίζοντας τρεις χιλιάδες. Το Υπερώο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι Απόστολοι, ισως ήταν το ίδιο όπου έγινε ο Μυστικός Δείπνος. Ίσως ήταν το σπίτι του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Ίσως της Μαρίας, μητέρας του Ιωάννη. Ίσως στην εξωτερική αυλή του Ναού. Πεντηκοστός: Ο 50ός Ψαλμός του Δαβίδ που διαβάζεται στον Όρθρο και έχει χαρακτήρα μετάνοιας. ΠΙέπλο: Ο Αέρας με τον οποίον καλύπτονται τα Τίμια Δώρα κατά τον Καθαγιασμό τους. Περιβόλαιο: Ένδυμα του Μοναχού, είδος Μανδύα (Λέγεται και Πάλλιο). Περίδρομος: Τριπλός Νάρθηκας γύρο από τον Ναό [περιτρέχει τον Ναο]. Περίκεντρος Ναός: Ναός σε κυκλικό σχήμα. Λέγεται και Ροτόντα. Περίοπτο: Ανάγλυφο όλόγλυφο. Περισσή: Η τελευταία επανάληψη Τροπαρίου ή Επωδού, η και μελωδικότερη . Περιστερά: 1) Ιερό σκεύος [σε σχήμα περιστεράς], όπου φυλάσσεται ο καθαγιασμένος άρτος από

την Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης. 2) Ζωγραφική ή γλυπτική παράσταση που συμβολίζει το Αγιο Πνεύμα ή την

αγνότητα της Εκκλησίας. Περίστωο (ή Περιστύλιο ή Περίστυλο): Κυκλική ή πολυγωνική πτέρυγα με Κίονες και στοά γύρω απο τον Λαό. Πρβλ. Περίδρομος. Περιτομή: Εβραϊκή τελετουργία για τα νεαρά αγόρια. Η Περιτομή του Χρίστου εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου (είναι ακίνητη Δεσποτική Εορτή) και ήρθε στην Ανατολή τον Ε αιώνα και μεταδόθηκε στη Δύση τον Γ' αιώνα Περιτραχήλιο: Άμφιο του Πρεσβυτέρου επίμηκες, που κρέμεται από τον τράχηλο του. Βλ. Επιτραχήλιο. Περιχώρηση: Αρμονική συνύπαρξη των ιδιοτήτων Θεού και Ανθρώπου στο πρόσωπο του Χριστού. Πεσσός: Τετράγωνη κολόνα (ο Κίονας είναι κυκλικός), επάνω στην οποία στηρίζονται οι Αψίδες και ο Τρούλος του λαού. Πεταστή: Σημείο Μουσικής που δηλώνει ανάβαση της φωνής κατά ένα φθόγγο. Πρβλ. Ολίγο. Η διαφορά με το ()λίγο είναι ότι η ανάβαση με την ΙΙεταστή γίνεται με ζωηρό πέταγμα της φωνής. Πηδάλιον: Συναγωγή αποφάσεων Συνόδων, διατάξεων κ.ά. για την απονομή δικαίρυ, για τη διοίκηση της Εκκλησίας και άλλους πρακτικούς σκοπούς, που συντάχθηκε στο τέλος του ΙΗ ' αιώνα Πιττάκιο: Πατριαρχικό έγγραφο προς Επισκόπους και άλλους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους για διοικητικά θέματα ή για ανακοίνωση προαγωγής ή τιμωρίας τους. Πλάγια θύρα: Θύρα δίπλα από την Ωραία Πόλη (αριστερά ή δεξιά της), από την οποία διέρχεται ο Αιάκονος. Πλάγιος Ηχος: Βλ. Ήχος πλάγιος. Πλατυτέρα: (ενν. των Ουρανών) η Θεοτόκος. Πλατυτέρα λέγεται η Παναγία στην Αγιογραφία, όταν απεικονίζεται στο άνω μέρος της κόγχης της μεγάλης αψίδας του Ιερού Βήματος καθισμένη σε θρόνο και κρατώντας στα γόνατα της το Χριστό. Πληρωτικά. τα: Δεήσεις που εκφωνεί ο Αιάκονος και που αρχίζουν με το "Πληρώσωμεν την εσπερινήν δέησιν ημών τω Κυρίου" (αν γίνονται στον Εσπερινό) ή με το "Πληρώσωμεν την δέησιν ημών τω Κυρίω" (αν γίνονται στη θεία Λειτουργία. Εκφωνούνται μετά τη Μεγάλη Είσοδο και την απόθεση των Τιμίων Δώρων. Πλινθοπερίβλητος (ή Πλινθοπερίκλειστος ή Πλινθοπερίχτιστος ): Τρόπος Τοιχροομίας του Ναού με σειρές πλίνθοι ή κεράμου ανάμεσα στις πέτρες (ορατές από την έξω πλευρά του τοίχου). Πνεύμα: Σημείο Μουσικής που δηλώνει τον τρόπο απαγγελίας του Κεντήματος και της Υψηλής.

Πνεύμα Άγιο: Το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Πνευματικός: Βλ. Εξομολογητής. Ποδαράς: Βαρέλι οίνου [που στηρίζεται σε πόδια] πολύ μεγάλης χωρητικότητας. Ποδέα: Ποδιά πολυποίκιλτη Ηγουμένου. Ποιμαντική: 1)Κλάδος της Πρακτικής Θεολογίας που ασχολείται με τη θεωρία και την ιστορία του ποιμαντικού έργου, με τη θρησκευτική, ηθική και εκκλησιαστική μόρφωση των Κληρικών [ώστε να καταστούν ικανοί να ποιμάνουν το ποίμνιο τους]. 2)Βλ. Ράβδος Ποιμαντική. Ποιμαντορική: 1) Εγκύκλιος του Επίσκοπου

προς τους Πιστούς σε μεγάλες εορτές, εν είδει διαγγέλματος διδακτικού ή πανηγυρικού. 2) Βλ. Ράβδος ποιμαντική.

Ποιμενάρχης: (ή Πονχέναρχρς). Ο αρχηγός του θρησκευτικού Ποιμνίου, ο Αρχιερέας, ο Επίσκοπος. Ποιμένας: 1) Στη συμβολική Αγιογραφία συμβολίζει το Χρίστο. 2) Ο Ιερέας που ποιμαίνει το Ποίμνιο των πιστών.

Ποίμνιο: Το σύνολο των Χριστιανών μιας περιοχής. Πρβλ. Ποιμένας. Ποιόν: Τρόπος εκφοράς, απαγγελίας ή Ψαλμωδίας ενός φθόγγου. Πολυέλαιος: (ή Πολυέλεος) (λέγεται και Πολυκάνδηλο) (Βλ. και Χορός). 1) Σύνθετο φωτιστικό σωμα στο Ναό, είδος Κηροπήγιου [Λέγεται έτσι, επειδή

ανάβει, όταν ψάλλεται ο Πολυέλεος Ψαλμός, βλ. 2) ] . 2) Ο ι Ψαλμοί 1 3 4 , 1 3 5 κ α ι 136, των οποίων τα 24 μέρη καταλήγουν στο "ότι εις

τον αιώνα το έλεος αυτού...". Πολυκάντηλο: 1) Πολυέλαιος. 2) Συνένωση πολλών Καντηλιών σε ένα βραχίονα.

Πολυσταύριο: Βλ. Ανάλαβος. Πολυχρόνιο, το: Ευχή - Ύμνος που ψάλλει ο χορός των ψαλτών και εύχεται για την μακροημέρευση του Επισκόπου ή Ηγουμένου (αν πρόκειται για Μονή) που τέλεσε (ή παρίστατο) κάποια Ακολουθία. [Λέγεται έτσι, επειδή αρχίζει με "πολυχοόνιον δεί-ξαι, Κύριε..."]. Πολυχρονισμός: Σύντομη ευχή για μακροημέρευση για τον Επίσκοπο ή τον Πατριάρχη την ημέρα της ονομαστικής τους Εορτής. Πρβλ. Πολυχρόνιο. Πορτάρης: Μοναχός που επιβλέπει την είσοδο και έξοδο των επισκεπτών στη Μονή. Πορταρίκι: Θυρωρείο στην πύλη Μονής. Ποσόν: Η ποσότητα ανάβασης ή κατάβασης της φωνής κατά την Ψαλμωδία. Ποταμός: Στενόμακρη διακοσμητική λουρίδα του επισκοπικού Μανδύα. Ποτήριο: (ή Αγιο Ποτήριο). Μαζί με το Δισκάριο είναι τα αρχαιότερα και σπουδαιότερα λειτουργικά σκεύη. Είναι ιδιαίτερου σχήματος και χρησιμεύει για την τέλεση της αναίμακτης Θυσίας. Δισκάριο και Ποτήριο μαζί λέγονται Δισκοπότηρο. Πότουρα, η: Ένοπλο σώμα για την ασφάλεια Μονών μιας περιοχής. Πραιπόσιτος: [Λατιν. prepositus =προϊστάμενος)] Τίτλος Επισκόπου ή Πρεσβυτέρου ή αρχηγού Κληρικών Κανονικών. Τίτλος του πρώτου Μοναχού μετά τον Ηγούμενο. Πραξαπόστολος: Λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις περικοπές από τις Πράξεις και τις Επιστολές των Αποστόλων, οι οποίες διαβάζονται στις Ακολουθίες. Πράξη: Εφαρμοφή των κανόνων της βυζαντινής Μουσικής. Πρβλ. Θεωρητικό. Πρεσβυτέρα: Η σύζυγος του Πρεσβυτέρου (κοινά Παπαδιά). Πρεσβυτέριο: 1) Το Άγιο Βήμα.

2) Το σύνολο των Πρεσβυτέρων του Ναού. 3) Οίκημα όπου συνέρχονται οι Πρεσβύτεροι (κοινά λέγεται Παπαδικό) . 4) Το λειτούργημα του Πρεσβύτερου (Λέγεται και Πρεσβυτερείο).

Πρεσβύτερος: Ένας από τους τρεις βαθμούς 7ε-ροσύνης (οι άλλοι δύο είναι οι Αιάκονος και Επίσκοπος). Προσφωνείται Αιόεσιμολογιότατος (εάν είναι θεολόγος Πανεπιστημίου) ή Αιοεσιμότατος (εάν δεν είναι). Λαϊκότερα προσφωνείται "πάτερ , παπα- , παπουλης , "γέροντας". Εκτελεί όλα τα Μυστήρια εκτός από την Ιεροσύνη. Δεν τελεί τον Καθαγιασμό του Αγίου Μύρου ούτε τα Εγκαίνια ενός λαού. Τα Άμφια του είναι το Στιχάριο, το Επιμάνικο, το Επιτραχήλιο, η Ζώνη, το Επιγονάτιο και το Φαιλόνιο. Πριμικήριος: (ή Πριμικήρης). [Λατιν. primicerius ή primic-lerus ( = πρώτος σ τ ο κ ε ρ ί ) ] . Εκκλησιαστικός προϊστάμενος σε έναν από τους τρεις τομείς: υμνωδία, ανάγνωση, επισκοπικό γραφείο. Πρόβληση: 1) Τελετή εγκαθίδρυσης (=ενθρονισμού) του νεοεκλεγέντα Πατριάρχη από τον

Αυτοκράτορα του Βυζαντίου. 2) Τελετή

χειροθεσίας του νεοδιο-ρισμένου Αρχιμανδρίτη και του Έξαρχου.

Πγουμένου

μιας

Μονής,

του

Προεόρτιο: Τροπάριο που ψάλλεται πριν από τις Εορτές του Χριστού και της Θεοτόκου, κυρίως Στιχηρό ή Κανόνας. Προεόρτιος: ενν. εορτή ή τελετή (ή Προεόρτια, τα). Ακολουθία που τελείται την παραμονή μιας εορτής. Οι κινητές εορτές δεν έχουν προεόρτια. Προεστώς: Προσηγορία του Πρεσβυτέρου, του Επισκόπου ή του Ηγουμένου [επειδή προΐστανται στις θρησκευτικές τελετές]. Προηγιασμένη: ενν. Λειτουργία (Πληρέστερα λέγεται Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων). Λειτουργία, συντομότερη από όλες τις άλλες Λειτουργίες, που τελείται την Τετάρτη και Παρασκευή της Τεσσαρακοστής, την Πέμπτη της Ε ' εβδομάδας των Νηστειών, τη Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη και Μεγάλη Τετάρτη. [Κατ' αυτή προσφέρεται για Κοινωνία άγιος άρτος προηγιασμένος, βλ. Αρτοφόριο]. Ο άρτος προαγιάστηκε στη Λειτουργία της προηγούμενης Κυριακής ή του Σαββάτου της Μεγ. Τεσσαρακοστής και σ' αυτόν προστίθεται νέος οίνος και ο Ιερέας τελεί τη συνένωση τους. Προηγούμενος: Ο Ηγούμενος του Μοναστηριού. Πρόθεση: 1) Βλ. Προσκομιδή 2) . 2) Το αριστερά από την Αγία Τράπεζα τμήμα του Ιερού Βήματος, λέγεται και

Παρατραπέζιο. Προϊστάμενος: Μέλος Ηγουμενοσυμβουλίου Μονής. Προκείμενο,το: Βραχύς εκκλησιαστικός Ύμνος αποτελούμενος από έναν ψαλμικό στίχο ή από Ωδή, που ψάλλεται ή διαβάζεται στην αρχή κάποιου Αναγνώσματος ή και στη μέση του. Βλ. Έμμνημο. Πρόναος: 1 ) Ο χώρος μπροστά από τον λαό, ο Νάρθηκας. 2 ) Ο χώρος της Λιτής. Προνοητής: Επόπτης των κτημάτων της Μονής. Πρόοδος του Τιμίου Σταυρού: Περιφορά του Σταυρού. Την 1η Αυγούστου στην Κ/Πολη περιφερόταν ο Σταυρός από το Βασιλικό θησαυροφυλάκιο στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας, προς αποτροπή ασθενειών (επειδή λόγω της ζέστης εκδηλώνονταν επιδημίες). Προοιμιακή Προσευχή: Τελείται στο σπίτι το πρωί πριν από το ΑΙεσονυκτικό ή τη Λιτή και αρχίζει με "Εις το όνομα του Πατρός και του Υιου..." σαν εισαγωγή, για να ακολουθήσει η κύρια Ευχή ("Εκ του Υπνου εξανιστάμενος ευχαριστώ σοι, Αγία Τριάς..."). Κύρια Ευχή υπάρχει και άλλη ("Δόξα σοι, Βασιλεύ θεέ Παντοκράτορ, ότι τη θεία σου και φιλανθρώπω πρόνοια ηξίωσάς με . . . εξ ύπνου αναστήναι...").

Προοιμιακός, ο: ενν. Ψαλμός. Ο Ρ Γ ' ( 1 0 3 ο ς ) Ψαλμός, που διαβάζεται στην αρχή του Εσπερινού και αρχίζει με "Ευλογεί, η ψυχή μου, τον Κύριον...". Προοίμιο: Βλ. Κουκούλια. Προπάτορες: Οι πρόγονοι του Χριστού. Εορτάζονται στις 11 Δεκεμβρίου και πάντοτε Κυριακή. Εάν η 11η Δεκεμβρίου δεν είναι Κυριακή, εορτάζονται την ακολουθούσα Κυριακή. Προσευχητάριο: 1) Βιβλίο που περιέχει πλήθος από προσευχές που πρέπει να γνωρίζουν

οι Πιστοί. 2) Ο χώρος όπου τελείται η Εξομολόγηση.

Πρόσκλαυση: Παράκληση προς το Θεό για συγχώρηση των αμαρτημάτων, [η οποία συνοδευόταν από κλαυθμούς]. Επιτιμώ σε δημόσια θέα για τους δημόσια αμαρτάνοντες. Προσκομιδή: 1) ενν. των Τιμίων Αώρων. Η προσφορά στην Αγία Τράπεζα, του άρτου

και οίνου, η ύψιστη στιγμή της Λειτουργίας, η θυσία του Χριστού.

2) Μικρή Τράπεζα προς τα αριστερά της Αγίας Τράπεζας ή μικρό

κοίλωμα στον τοίχο, όπου προτίθενται [προσκομίζονται] και προετοιμάζονται ο άρτος και ο οίνος, που θα χρησιμοποιηθούν για την αναίμακτη θυσία. (Λέγεται και Πρόθεση).

3) Το πρώτο μέρος της Λειτουργίας, οπότε γίνεται η προετοιμασία των Τιμίων Δώρων. Προσκομιζόμενα, τα: 1) Όσα δώρα προσφέρονται [=προσκομίζονται] από τους πιστούς, απαραίτητα για τη Λατρεία. 2) Ειδικότερα ο άρτος και ο οίνος που χρησιμεύουν για τη θεία Ευχαριστία. Προσκύνημα: 1) Προσκύνηση 2) Τόπος όπου γίνεται αποδημία Πιστών για Προσκύνηση.

Προσκύνηση: Τιμή που απονέμεται στους Αγίους, στα Λείψανά τους και στις Εικόνες. Στον Τριαδικό θεό απονέμεται Λατρεία. Προσκυνητάριο: 1) Βιβλίο με περιγραφές ιερών τόπων, τους οποίους προσκυνούν οι πιστοί. 2) Εξέδρα όπου τοποθετείται για / Ιροσκύνηση μία Εικόνα. Προσκύρια, τα: Περιληπτική ονομασία 15 Ψαλμών (119-133), επειδή επαναλαμβάνουν τη φράση «Προς Κύριον». Προσόμοιο: Ίροπάριο που ακολουθεί το μέτρο του πρώτου Τροπαρίου μιας σειράς. Έτσι τα προσόμοια ακολουθούν τον Ειρμό στον Κανόνα, τον Οίκο στο Κοντάκιο, το πρώτο Στιχηρό σε ομάδα Προσομοίων. Ανάμεσα στα Προσόμοια δεν υπάρχει πάντοτε ισοσυλλαβια ούτε ομοτονία και αυτή την έλλειψη αναπληρώνει η Τονή. Το πρωτότυπο Τροπάριο, πάνω στο οποίο ρυθμίζεται το Προσόμοιο, λέγεται Αυτόμελο ή Ιδιόμελο. Πρόστυπο: Ανάγλυφο του προεξέχει ελαφρά. Πρβλ. Περίοπτο. Προσφορά: 1) (κοινά Πρόσφορο) Ο άρτος που προσφέρεται από τους πιστούς για να τελεσθεί η θεία Ευχαριστία. Πριν ψηθεί, ο άρτος σφραγίζεται με τη Σφραγίδα που φέρει θρησκευτικές συμβολικές παραστάσεις. Πρβλ. Αμνός. 2) Η τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Προτύπωση: Προεικόνιση γεγονότος της Καινής Διαθήκης, προαναγγέλλεται στην Παλαιά Διαθήκη από Προφήτη.

το οποίο

Προΰμνιο: Τροπάριο που ψαλλεται πριν από τον Ύμνο και είναι ημιστίχιο προερχόμενο από Κανόνα. Στην αρχαία Εκκλησία ήταν Εφύμνιο που ψαλλόταν σε Κανόνα στον Όρθρο. Προφητεία: Περικοπή της Παλαιάς Διαθήκης που διαβάζεται κατα τις ιερές Ακολουθίες και είναι τμήμα των λόγων των Προφητών.

Προφήτης: Αυτός που προφητεύει [προλέγει, προ+φημί] το μέλλον να συμβεί. Αυτός που κηρύσσει το λόγο του θεού. Τελευταίος Προφήτης είναι ο Χριστός, προτελευταίος ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης: Είναι 16, τέσσερις "μεγάλοι" (Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ) και 12 "μικροί" (Ωσηέ, Ιωήλ, Αμώς, Οβδιού, Ιωνάς, Μιχαίας, Ναούμ, Αβακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος, Ζαχαρίας, Μαλαχίας). Άλλοι που αναφερόνται, σαν "Προφήτες" (Ηλίας, Ελισαίος, Νάθαν κ.ά.) δεν άφησαν προφητικά βιβλία. Προφητολόγιο: Λειτουργικό βιβλίο που Προφητών που διαβάζονται στον Εσπερινό.

περιέχει

τα

κείμενα

των

Προφωνήσιμη Εβδομάδα: (ή Προφωνέσιμη ή Προφωνη) Η πρώτη εβδομάδα των Απόκρεω [επειδή προλέγει, φωνάζει από πριν, ότι πλησιάζει η Τεσσαρακοστή, καιρός Νηστείας]. Προχείριση: Κατάταξη σε βαθμό Ιεροσύνης. Πρωθιερέας: 1) Ο

πρώτος ανάμεσα στους Ιερείς. Λέγεται και Πρωτοπρεσβύτερος, Πρωτόπαπας.

2) Ο Χριστός, ως ο πρώτος Αρχιερέας.

Πρωτάτο: Η έδρα της Επιστασίας του Αγίου Όρους (στις Καρυές). Πρωτέκδικος: Βλ. Έκδικος. Πρώτη: Βλ. Ώρα. Πρωτοαποστολάριος: Ο Αναγνώστης των Επιστολών των Αποστόλων. Πρωτόβαρος (ή Πρωτόβαρυς): Μείγμα του πρώτου και του βαρέος Ήχου. Πρωτοδιάκονος: (ή Αρχιδιάκονος ή Μέγας Διάκονος ή Ηγούμενος Διακόνων). Ο πρώτος Διάκονος μιας Επισκοπής, που βοηθάει στο έργο του Επισκόπου φροντίζοντας τους αναξιοπαθούντες, επιβλέποντας, τον βίο των Κληρικών, όντας γραμματέας του Επισκοπικού Γραφείου κ.ά (Εκκλησιαστικό αξίωμα που υπάρχει ήδη από τον Δ' αιώνας). Πρωτόθρονος: Ο Πατριάρχης Κ/πόλεως [που κατέχει τον πρώτο θρόνο της Ορθοδοξίας]. Πρωτοκανονάρχης: (ή Πρωτοκανόναρχος). Αξίωμα του Αναγνώστη που συνίσταται στο να στέκεται στη μέση του Ναού και να Κανοναρχεί τους στίχους στους Ψάλτες. Πρωτονοτάριος: Ο πρώτος Γραμματέας του Πατριαρχείου. Πρβλ. Νοτάριος. Πρωτόπαπας: Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος. Πρωτοπρεσβύτερος: (ή Αρχιπρεσβύτερος ή Πρώτος των Πρεσβυτέρων ή Ηγούμενος των Πρεσβυτέρων ή Πρωτό-παπ[π]ας). Ο πρώτος από τους Πρεσβύτερους, ο Πρωθιερέας (ο Πρωτόπαπας), που ηγείται κατά τη Λειτουργία βοηθώντας τον Επίσκοπο, (εκκλησιαστικό αξίωμα που υπάρχει ήδη από τον Δ' αιώνας) Πρωτοσύγκελλος: Διοικητικός τίτλος και όχι βαθμός Ιεροσύνης. Ο πρώτος από τους Συγκέλλους μιας Επισκοπής. Πρωτοψάλτης: (ή Χοράρχης ή Χορολέκτης) (Λέγεται και Δομέστιχος των Ψαλτών). Βλ. Δομέστιχος. Ο επικεφαλής του δεξιού Χορού των Ψαλτών. Πρβλ. Λαμπαδάριος. Λέγεται και Άρχων Πρωτοψάλτης. Πύλη Ωραία: Βλ. Εικονοστάσιο. Λέγεται και Βασιλική, επειδή οι Βασιλείς του Βυζαντίου εισέρχονται από αυτήν. Λέγεται και Αγία, επειδή δεν επιτρέπεται να την διαβούν οι Λαϊκοί, αλλά μόνον οι Κληρικοί. Πυλωρός: Ο φύλακας ενός Λαού ή μιας Μονής.

Ρ Ράβδος Ποιμαντική: (κοινά Πατερίτσα ή Δεκανίκι ή Δικανίκι). Λέγεται και Ράβδος Ποιμαντορική. Ράβδος διακριτική της εξουσίας του Επισκόπου. Έχει δύο φίδια μπλεγμένα και στη μέση τους μικρό Σταύρο. Τα

δύο φίδια συμβολίζουν τους εχθρούς της Εκκλησίας, ο Σταυρός τη δύναμη της πίστης του Αρχιερέα. Ράντιστρο: βλ. Αγιαστούρα. Ράσο: 1) Το μακρύ μαύρο ποδήρες ένδυμα των Κληρικών και των Μοναχών.

Λέγεται και Αντερί, όταν είναι εσωτερικό (οπότε δεν είναι μαύρο).

2) (συνεκδοχικά) ο Κλήρος.

Ρασοφόρος μοναχός: 1) Γενικά αυτός που φοράει Ράσο 2) Μοναχός που, αφού πέρασε το στάδιο του Δόκιμου, φόρεσε το

Ράσο σε ειδική τελετή στο Μοναστήρι. Έχει ακόμη το δικαίωμα να αλλάξει γνώμη και να ξαναγίνει Λαϊκός. Ρεφερενδάριος: (ή Ρεφενδάριος, ή Αποκρισιάρης ή Παλατινός). [Λατιν. refero (= αναφέρω)]. Αυτός που αποστελλόταν στο Παλάτι μεταφέροντας στον Αυτοκράτορα μήνυμα του Πατριάρχη και που στην επιστροφή μεταβίβαζε την απάντηση του Αυτοκράτορα. Συνήθως ήταν Διάκονος. Ριπίδιο: Η βεντάλια που χρησιμοποιούσε παλαιότερα ο Διάκονος, για να εκδιώκει τα έντομα επάνω από το Άγιο Ποτήρια. Σήμερα χρησιμοποιούνται τα Εξαπτέρυγα. Ροτόντα: Βλ. Περίκεντρος λαός.

Σ Σάκελλα: (ή Σακέλλη). Επισκοπική φυλακή υπό την εποπτεία του Σακελλίονα. Σακελλάριος: Εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν σε Πρεσβύτερο, Ψάλτη, ή και (σπανιότερα) σε Διάκονο με καθήκοντα Μοναστηριακά (τήρηση των κανόνων, διαχείριση της περιουσίας, διαγωγή Μοναχών), τελετουργικά (βοήθεια διοικητική προς τον Επίσκοπο, η και στην τέλεση της Λειτουργίας) και δικαστικά (μέλος του Επισκοπικού Δικαστηρίου). Σήμερα ο τίτλος είναι τιμητικός, χωρίς δικαιοδοσίες. Βλ. Σακελλίων. Σακελλίων: (ή Σακελλίου). Εκκλησιαστικό αξίωμα που δίνεται σε Πρεσβύτερο ή και (σπανιότεοα) σε Διάκονο με καθήκοντα εποπτείας γυναικείων Μονών, της Επισκοπικής ειρκτής [της Σακέϊλης], της περιουσίας των Λαών, της διαγωγής των Κληρικών και με συμμετοχή στο εκκλησιαστικό Δικαστήριο. Πρβλ. Σακελάριος. Σήμερα ο τίτλος είναι τιμητικός, χωρίς δικαιοδοσίες. Σάκκος: Άμφιο του Επισκόπου, δανεισμένο από την περιβολή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Έχει κοντά και φαρδειά μανίκια, φτάνει μέχρι τα γόνατα και συμβολίζει την πορφυρά με την οποία έντυσαν περιπαικτικά το Χρίστο. Σαλός: Στη φράση δια Χριστόν σαλός εννοείται αυτός που για την πίστη του στο Χριστό εγκατέλειψε τα πάντα, τη λογική των άλλων, "ξετρελάθηκε" [Η λέξη σημαίνει "ανόητος"]. Σαρακοστή: Βλ. Τεσσαρακοστή. Σαρανταλείτουργο: Τέλεση σαράντα λειτουργιών για την ανάπαυση πεθαμένων. Δεν τελείται κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή, επειδή τότε Λειτουργίες τελούνται μόνον Σάβατα και Κυριακές, βλ. Τεσσαρακονταλείτουργο. Σαραντισμός: Σύντομη Ακολουθία όταν η μητέρα φέρνει για πρώτη φορά το νεογέννητο στον Ναό σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση του. Σαρκοφάγος: Πέτρινη Λάρνακα στην οποία τοποθετούσαν τον νεκρό. Σεβασμιότατος: Προσφώνηση του Επισκόπου ή του Μητροπολίτη. Σεληνοδρόμιο: Ο πίνακας των κύκλων της Σελήνης, η γνώση του οποίου είναι απαραίτητη για τον καθορισμό των κινητών Εορτών.

Σεραφείμ: Ένα από τα Τάγματα των Αγγέλων. Σηκός: 1)Ο κυρίως Ναός. 2) Τάφος ή Κοιμητήριο περίκλειστο. Σημαδογραφία: Βλ. Παρασημαντική. Σημαδόφωνα: Βλ. Παρασημαντική. Σήμαντρο: Το πρώτο όργανο που ειδοποιούσε τους πιστούς να προσέλθουν στην Εκκλησία (Η Καμπάνα χρησιμοποιήθηκε αργότερα). Σήμερα υπάρχει στα Μοναστήρια και είναι ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου ή μέταλλου κρεμασμένο με σκοινιά και που κρούεται με ξύλινη ή μεταλλική ράβδο. Σημείο: Γραπτό σημάδι βυζαντινής Μουσικής, βλ. Σημειογραφία. Σημειογραφία: Βλ. Παρασημαντική. Σιγίλλιο: [Λατιν. sigillum (σφραγίδα)]. Πατριαρχικό (ή και Αυτοκρατορικό έγγραφο με τη σφραγίδα του Πατριάρχη, που αναφέρεται σε προνόμια Μοναστηριών, στο αναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής περιουσίας, σε ενώσεις ή χωρισμό Επισκοπών και Μητροπόλεων. Σιμωνία: Κατάληψη εκκλησιαστικού αξιώματος με οικονομικές παροχές (παράνομες). Σινδών: Λευκό ύφασμα που καλύπτει την Αγία Τράπεζα και συμβολίζει το σεντόνι με το οποίο ο Ιωσήφ κάλυψε τον αποκαθηλωμένο Ιησού. Σιωπή: Βλ. Παύση. Σκέπη Αγία της Θεοτόκου: Ακολουθία ανώνυμου συγγραφέα προς τιμή της Θεοτόκου, σκέπης, καταφυγής και παρηγοριάς μας. Σκευοφύλακας: Εκκλησιαστικό αξίωμα που δίνεται σε Λαϊκό με καθήκον να διαφυλάξει, τα ιερά σκευή του Σκευοφυλάκιου, να εποπτεύει και στις Εκκλησίες όλης της Επισκοπής ως προς τα σκεύη τους. Μέγας Σκευοφύλχξ: Της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνστ/πολης, αλλά και άλλων Μητροπόλεων. Λεγόταν Μέγας, επειδή υπήρχαν πολλοί, ήταν ο πρεσβύτερος τους. (Λέγεται και Κειμηλιάρχης ή Κειμηλιοφύλακας). Σκευοφυλάκιο: Παλαιότερα ήταν ιδιαίτερο διαμέρισμα στο κάτω μέρος του λαού, όπου φυλάσσονται τα ιερά σκευή, τα Άμφια και το Ευαγγέλιο. Λεγόταν και Διακονικό [επειδή η φροντίδα του είχε ανατεθεί σε Διάκονο]. Σήμερα είναι ένα ερμάριο ή κιβώτιο δεξιά από την Αγία Τράπεζα ή μία κόγχη στον τοίχο δεξιά από την Μεγάλη Αψίδα το Ιερού Βήματος. Σκηνοπηγία: Η μία από τις τρεις μεγαλύτερες εβραϊκές εορτές (Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία). Τελούνταν από 25 έως 22 Σεπτεμβρίου και οι Εβραίοι διέμεναν σε σκηνές κατασκευασμένες απο κλαδιά, σε ανάμνηση των σαράντα ετών που πέρασαν στην έρημο (φεύγοντας από την Αίγυπτο) κατοικώντας σε σκηνές. Σκήνωμα: 1) Το Λείψανο ενός Αγίου. 2) Το σώμα κάθε ανθρώπου ως κατοικητήριο της ψυχής.

Σκήτη: (κοινά Ασκηταριό). (Λέγεται και Ασκητήριο, ή Ερημητήριο ή Ησυχαστήριο) . 1) Μικρή Μονή ως παράρτημα μεγαλύτερης με μεμονωμένους οικίσκους, τις Καλύβες, στις οποίες ζουν κοινοβιακά ανά τρεις Μοναχοί. 2) Ερημήτήριο Μοναχού. Σκητιώτης: Μοναχός που μονάζει σε Σκήτη. Σκιάδιο: Ο σκούφος του Μοναχού. Βλ. Κουκούλιο 2). Σοδικό: Μικρό Μανουάλι με κερί που χρησιμοποιείται κατά την είσοδο του Ιερέα στο Ιερό βήμα [εισοδικόν> σοδικό]. Σολέα: (ή Σωλέα ή Σωλέας ή Σολείον ή Σολεία ή Σολίας, ή Σωλαία). [Λατιν. solea
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF