ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΕΡΑΜΑΣ - ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΙ

August 30, 2017 | Author: rpmrg | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Ο Ιούλιος του 1986 ήταν ο μήνας της μεγάλης «κινητοποίησης» του πρωθυπουργού, όπου το ενδιαφέρον του για τη Λιάνη σταθερ...

Description

Κάθε γνήσιο αντίτυπο υπογράφεται από τον εκδότη

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή εν όλω ή εν μέρει ή και περιληπτικά, κατά παράφραση ή διασκευή, του παρόντος έργου με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχο- γραφήσεως ή άλλως πως, σύμφωνα με τους Ν. 2387/1920, 4301/1929, τα Ν.Δ. 3565/56, 4254/62, 4264/62 και Ν. 100/75 και λοιπούς κανόνες Διεθνούς Δικαίου, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΕΡΑΜΑΣ τ. Αρχηγός της Προσωπικής Ασφάλειας του Ανδρέα Παπανδρέου

ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΙ Έξι χρόνια κοντά στον Ανδρέα

ΜΑΡΤΥΡΙΑ - ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

I ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΘΗΝΑ 1989

Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε για τις «Εκδόσεις Παπαζήση» Α.Ε.Β.Ε. Κυκλοφόρησε 31 Μαίου 1989 σε Α' Έκδοση. Φωτοστοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Αντώνης Κουτσούκος Ν ικηταρά 2-4 Εκτύπωση - Πλαίσιο: Π. Κόκκαλης και Σία Κλείτωρος 25 - Περιστέρι, Τηλ. 57.31.46 Copyright ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ Ν ικηταρά 2, Αθήνα 106 78, Τηλ. 36.09.150, 36.22.49

10

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ Με το βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας φωτίζει άπλετα την αθέατη πλευρά της πιο πολυσυζητημένης ίσως και αμφιλεγόμενης προσωπικότητας που παρουσιάστηκε στο πολιτικό μας προσκήνιο. Ο συγγραφέας αναφέρεται στις πολιτικές και ιδιωτικές δραστηριότητες του πρωθυπουργού Ανδρέα Πα- κανδρέου και με συγκλονιστικό τρόπο αποκαλύπτει πώς το (π')μπλεγμα των παραπάνω επηρεάζει τη μοίρα του τόπου. Απειρες φορές ακούσαμε να διατυπώνεται η άποψη ότι οι δημόσιοι άνδρες δεν δικαιούνται να έχουν «ιδιωτική ζωή». Ο αναγνώστης ας κρίνει την ορθότητα αυτής της άποψης. Στο βιβλίο αυτό δεν περιέχονται όλα τα στοιχεία που έχει α τα χέρια του ο συγγραφέας. Τα στοιχεία αυτά - ορισμένα πολύ σημαντικά - θα δοθούν σε νέα έκδοση, όταν ο συγγραφέας ολοκληρώσει την επεξεργασία τους. Προχωρούμε στήν χνκλοφορία του βιβλίου με πλήρη επίγνωση του θορύβου που θα προκαλέσει η έκδοση, με την πίστη ότι η απόκρυψη ή u) «κουκούλωμα» ορισμένων γεγονότων, που έχει ως συν- έπεια τη δημιουργία κλίματος δυσπιστίας και ψιθύρων γύρω από πολιτικά πρόσωπα, προκαλεί πολύ μεγαλύτερη ζημιά από την αποκάλυψη και την κάθαρση. Μια έκδοση που αποκαλύπτει πτυχές ΚΑΙ της ιδιωτικής 1, (·>ής ενός πολιτικού άνδρα, θα ήταν ανώφελη ίσως και επιζήμια σε άλλες εποχές ή άλλη χώρα. Ζούμε όμως σε μια χώρα που ειδικά μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1985, ι χχωρεί στον πρωθυπουργό εξουσίες τις οποίες θα ζήλευε απόλυτος μονάρχης. Σε μια χώρα, που τολμά ένας σοσιαλιστής ηγέτης να διαγράφει παράνομα το 70% των μελών της Κι ντρικής Επιτροπής του κόμματός του, ενός κόμματος, ανώτατα στελέχη του οποίου, καλυπτόμενα από την ηγεσία του, δεν δίστασαν να φωνάξουν «Κάτσε κάτω κουλέ!» στον Σάκη Καράγιωργα. Σε μια χώρα, όπου ο ηγέτης μπορεί να εκπαραθυρώνει μέλη της κυβέρνησης εν οόώ, εν πτήσει, εν πλω. Σε μία χώρα, που την εξουσία νέμονται διορισμένα από τον ηγεμόνα μέλη αυλής κολάκων. Ο Βασίλης Κεραμάς δεν είναι λογοτέχνης, δεν είναι δημοσιογράφος. Είναι Αστυνόμος εν ενεργεία, και ως φρουρός του νόμου έκανε το καθήκον του: διάλεξε το δύσκολο δρόμο της αλήθειας. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και πίκρα. Πίκρα που όλοι νιώθουμε σήμερα, για το κατάντημα του τόπου.

ΓΙΑΤΙ ΕΓΡΑΨΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Β. Π.

Εκείνο που με ώθησε να γράψω αυτό το βιβλίο, ήταν η ανάγκη να εκπληρώσω ένα ΧΡΕΟΣ, που βάραινε από καιρό καταλυτικά στη συνείδησή μου. Χρέος ζωής απέναντι στον τόπο μας και στους βασανισμένους ανθρώπους του, τους -πάντοτε ευκολόπιστους και πάντα προδομένους». Κι όταν ένιωσα βαθιά μέσα μου πως σήμανε η ώρα για το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ, πήρα την απόφαση να φέρω στο φως την προσωπική αυτή μαρτυρία μου. Δεν είχα άλλο δρόμο απ’ αυτό το γράψιμο, που ήταν αναπόφευκτο, γιατί είναι η απόδειξη μιας αποψευδαίσθησης για τον εαυτό μου. Στις σελίδες που ακολουθούν του ημερολογίου μου, καταγράφονται όσα είδα και όσα έζησα έξι χρόνια κοντά στον Ανδρέα Παπανδρέου, σαν προϊστάμενος της προσωπικής του ασφάλειας. Είναι η «άλλη όψη» - η πιο κρυφή και η πιο άγνωστη - ενός «χαρισματικού» ηγέτη, που τον είχα πιστέψει. Υπήρξα μαχητικός οπαδός του στη διάρκεια της δικτατορίας, 1967-1974, όταν κυριαρχούσε ηγεμονικά στο εξωτερικό σαν αρχηγός του ΠΑΚ. Και παρέμεινα προσωπικός προσωπολάτρης του τα τρία πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, οταν ήμουν ακόμα στην Αυστραλία. Ο προβληματισμός μου για την ειλικρίνεια των στόχων και των προθέσεων του, άρχισε να γεννιέται μέσα μου, το καλοκαίρι του 1977, όταν αποσπάστηκα στην υπηρεσία του στο Καστρί, εκτελώντας χρέη προσωπικού του φρουρού. Μπρο- στά στα μάτια μου σιγά - σιγά φανερωνόταν ένας «άλλος άνθρωπος». Μια ύπαρξη που απωθούσε, με πάθη και αδυναμίες αταίριαστες και ασυμβίβαστες για έναν ηγέτη. Κάποια στι- γμή, τότε, με κατέλαβε μια τάση φυγής. Ένιωσα μετέωρος από την απομυθοποίηση ενός ινδάλματος... Η εισαγωγή μου στη Σχολή Υπαστυνόμων ήταν η λύση που επιδίωκα για τον απεγκλωβισμό μου από το Καστρί. Μετά την αποφοίτησή μου, με προτροπή φίλων, επανήλθα στην παλιά υπηρεσία μου - αυτή τη φορά πλάι στον Πρωθυπουργό της χώρας, και όχι στον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Έτρεφα την ελπίδα, πως κάτι θα είχε αλλάξει. Αλίμονο όμως. Ό,τι έζησα πλάι του για έξι ολόκληρα χρόνια, αποκάλυπτε κάθε μέρα και κάθε ώρα, μια ακόμα πιο διαφορετική εικόνα από εκείνη που είχα σχηματίσει για τον άνθρωπο που υποσχόταν «κοινωνική αλλαγή και ευτυχείς ημέρες στους μη προνομιούχους Έλληνες». Σαν υπεύθυνος για την προσωπική του ασφάλεια, έβλεπα, άκόυγα και κατέγραφα με λεπτομέρειες, μέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα, όλες τις πολυποίκιλες δραστηριότητες του, και στιγμές - στιγμές δεν μπορούσα και εγώ ο

ίδιος να συνειδητοποιήσω, αν τα διαδραματιζόμενα βρίσκονταν στη σφαίρα του πραγματικού... Κι όταν πια περίσσεψε η ντροπή, διαμαρτυρήθηκα, όπως είχα καθήκον, με επιστολή μου στον πρωθυπουργό, για την πολιτεία ορισμένων στενών συνεργατών του. Το αποτέλεσμα υπήρξε ακαριαίο: Με απομάκρυνε από την υπηρεσία, στέλνοντάς με, παράνομα, σε ακριτική περιοχή, όπου όμως , τελικά, αρνήθηκα να πάω. Το ημερολόγιο, όμως, έμεινε ανέπαφο... Και συμπληρώθηκε με αδιάσειστα και διασταυρωμένα στοιχεία από τις πιο έγκυρες πηγές, που ολοκληρώνουν την αληθινή εικόνα του Ανδρέα Παπανδρέσυ. Εσύ αναγνώστη, θα κρίνεις και θ’ αποδόσεις τα του Καί- σαρος τω Καίσαρι, πολύ πριν πει την τελευταία της λέξη η Ιστορία... ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι σημειώσεις του ημερολογίου μου ακολουθούν μια χρονολογική σειρά. Προσπάθησα να τις εντάξω σε θεματολογικές ενότητες, χωρίς ν’ αποφύγω και την επανάληψη ορισμένων συμβάντων, προκειμένου να διευκολυνθεί ο αναγνώστης. Η παρέκβαση, με την αναφορά σε γεγονότα γνωστά, έγινε για να κατανοηθούν τα διαδραματισθέντα στα παρασκήνια, που φέρνω στο φως της δημοσιότητας.

Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ Τον Ανδρέα Παπανδρέου συνάντησα για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, τον Ιούλιο του 1977, στο ξενοδοχείο "Παρκ", στην Αθήνα, όπου παρακολούθησα τις εργασίες της πανελλήνιας συνδιάσκεψης του ΠΑΣΟΚ. Μόλις με είδε, με φωναξε αμέσως κοντά του. «Έλα εδώ εσύ Αυστραλέ», μου ειπε. Στη σύντομη συνομιλία μας του εξήγησα ότι κέρ- δισα την προσφυγή που είχα κάνει στο Συμβούλιο Επικρα- τειας και ότι επρόκειτο να ξαναγυρίσω στην Αστυνομία. Τοτε θα σε πάρω στην ασφάλειά μου... Θα πω στο Μένιο να ρυθμισει τις λεπτομέρειες... Θα σε δω στο Καστρί», μου είπε και αποχαιρετιστήκαμε... Τον Μένιο Κουτσόγιωργα τον γνώρισα στην Αυστραλία, στις αρχές Ιουνίου 1977, όταν ήμουνα ακόμα γραμματέας του ΙΙΑΣΟΚ Μελβούρνης. Τον είχα προσκαλέσει τότε να επισκεφτεί, γιατί η οργάνωση του ΠΑΣΟΚ, σ’ ολόκληρη την Αυστραλία, είχε ανάγκη από ηθική τόνωση αλλά και για να επιλύσει τις τοπικές εσωκομματικές διενέξεις. Γνώριζα τους φιλικούς δεσμούς του με τον Πρόεδρο του Κινήματος και εκρινα ότι η επίσκεψή του, εκείνη την περίοδο, ήταν απαραιτητη για τα προβλήματα που είχαν ανακύψει. Ο Μένιος μας εντυπώσιασε και νιώθαμε υπερήφανοι για τους (συνεργάτες του Προέδρου, σαν κομματικά μέλη του Κινήμα- τος στον χώρο της Ελληνικής παροικίας, όπου ήταν έντονη η

παρουσία των οργανώσεων του ΚΚΕ και Εσωτερικού. Εξάλλου, ήταν η πρώτη φορά, μετά την πτώση της δικτατορίας, που ένα ηγετικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ ερχόταν κοντά μας. Είχαν ήδη περάσει τρία περίπου χρόνια από τον Απρίλη του 1974, που είχε επισκεφτεί την Αυστραλία ο Ανδρέας Παπανδρέου μαζί με τη Μαργαρίτα. Στη Μελβούρνη συνδέθηκα στενά με τον τότε αρχηγό του ΠΑΚ, που μας άφησε τις πιο αγωνιστικές και μαχητικές αναμνήσεις για μια Ελλάδα καλύτερη. Δεν μπορούσαμε ή δεν θέλαμε να δούμε τότε καθαρότερα το πραγματικό του πρόσωπο, αν κι εγώ είχα μια προσωπική εμπειρία, μόλις πάτησε το πόδι του στη Μελβούρνη. «Δεν μπορούσαμε να έχουμε καλύτερο ξενοδοχείο;» με ρώτησε διερευνητικά τις πρώτες μέρες, όταν διέμενε στο ξενοδοχείο «Σεβρόν». Αι- σθάνθηκα λίγο άσχημα, αλλά τελικά του εξήγησα, ότι «πρυ- τάνευσε η άποψη στην Επιτροπή Αποκατάστασης της Δημοκρατίας για την Ελλάδα, που δεν την ελέγχουμε εμείς αλλά οι κομμουνιστές, να ξοδέψουμε λιγότερα για να μείνουν περισσότερα χρήματα για τον αγώνα». «Καλό αυτό, αλλά φρόντισε πάντως εσύ να πάμε σε κανένα καλύτερο ξενοδοχείο», μου είπε αποφασιστικά. Πράγματι, έσπευσα να του ικανοποιήσω την επιθυμία, λες και με είχε μαγνητίσει. Του νοίκιασα ένα ολόκληρο διαμέρισμα στο ξενοδοχείο «Ουίνδσωρ», απέναντι από το Κοινοβούλιο της Μελβούρνης. Τα έξοδα, βέβαια, δεν πληρώθηκαν από το ταμείο της Επιτροπής, αλλά από μένα και τον αστυνομικό και νομικό Παναγιώτη Στωικό, που είχε διωχτεί και αυτός από τη Χούντα και που ζει ακόμα στη Μελβούρνη. Ενοχλημένος τότε κάποιος σύντροφος μου είπε: «Άλλοι είναι εξορία στα ξερονήσια στην Ελλάδα και του Παπανδρέου δεν του αρέσει το ξενοδοχείο;» Τα οικονομικά του πάντως και την περίοδο εκείνη ήταν ανθηρότατα. Όλα τα λεφτά του ΠΑΚ τα στέλναμε στο σπίτι του στον Καναδά και καλοπερνούσε. Γρήγορα όμως ξεχάστηκε κι αυτό, γιατί είμασταν απορροφημένοι με τον αγώνα κατά της δικτατορίας και δεν είχαμε την πολυτέλεια να εμβαθύνουμε περισ-

σότερο στα άδυτα της προσωπικότητας του αρχηγοί) του ΠΑΚ. Οι περιστάσεις με έδεναν όλο και περισσότερο μαζί του. Στις 21 Απριλίου 1974 μου ανάθεσε, με έγγραφο ιδιόγραφο σημείωμά του, την ευθύνη για τη δικτύωση της Οργάνωσης στο Εσωτερικό. Στις 11 Μαΐου μάλιστα, μου έστειλε από το Τορόντο και το ακόλουθο γράμμα: «Αγαπητέ μου Βασίλη... Μας πήρε αρκετό καιρό να σννέλθονμε από το μεγάλο, αλλά τόσο πετυχημένο, ταξίδι. Συγκινηθήκαμε πραγματικά από τη γνήσια αγάπη που μας έδειξαν οι Έλληνες δημοκράτες της Αυστραλίας. Μα εντελώς ιδιαίτερα συγκινηθήκαμε από τη δίκιά σου φιλοξενία, καθώς και του Παναγιώτη. Θερμές ευχαριστίες. Σε λίγο φεύγω για την Ευρώπη και τότε θα σε συνδέσω με το κέντρο μας για τη δουλειά που ανέ- λαβες. Προβλέπω, ότι η πρώτη επαφή θα γίνει περί τις αρχές τον Ιούλη. Στο μεταξύ, είμαι βέβαιος, ότι θα κάνεις ό,τι μπορείς. Με θερμούς αγωνιστικούς χαιρετισμούς. » Λίγο αργότερα, στις 21 Μαΐου, ακολούθησε ένα δεύτερο γράμμα από τη Μαργαρίτα, που βρισκόταν στο Κινγκ Σίτι του Οντάριο: «Αγαπητέ Βασίλη, ήθελα να σου γράφω προσωπικά για να σου πω πόσο πολύ εκτίμησα όλα όσα έκανες για τον Ανδρέα και για μένα και για τον σκοπό που ο Αν- δρέας αντιπροσωπεύει. Ήταν πραγματικά μεγάλη μου ευχαρίστηση που σε γνώρισα και που είδα ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, που είναι έτοιμοι να δώσουν τα πάντα για την ελευθερία της Ελλάδας. Ο Ανδρέας είναι τώρα στην Ευρώπη. Είχε μια πολύ επιτυχημένη επίσκεψη στο Λονδίνο. Είναι η πρώτη φορά που πήγε στην Αγγλία εδώ και μερικά χρόνια, και λέει ότι η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει σημαντικά προς το καλύτερο. Συνάντησε μερικούς υπουργούς και μου είπε απ' το τηλέφωνο, ότι αυτούς που είδε είναι πολύ κοντά στον πρωθυπουργό. Ίσως τα δύο θετικά γεγονότα στο Λονδίνο να ήταν μια 15λεπτη ζωντανή εκπομπή, μια συνέντευξη στο ελληνικό πρόγραμμα του Μπι-Μπι-Σι. Αφού ο κόσμος τώρα μαθαίνει με τόση δυσκολία το τι συμβαίνει και ποιες είναι οι θέσεις του Ανδρέα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τον ακούν με την ίδια του τη φωνή πότε - πότε. Λόγω της παντελούς συσκότισης των νέων από τον τύπο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ο Αν- δρέας προσπαθεί να κινητοποιήσει όλες τις οργανώσεις του ΠΑΚ, ανά τον κόσμο, να στέλνουν πληροφοριακό υλικό στην Ελλάδα, όποτε είναι δυνατόν. Επιστρέ- φοντας στο θέμα του Λονδίνου, το δεύτερο θέμα δεν είναι ακριβώς ένα γεγονός, αλλά μια εξέλιξη. Η ομάδα μας του ΠΑΚ εκεί από το 1968 ήταν ουσιαστικά νεκρή. Τώρα, μια νέα ομάδα, από 30 δραστήριους και αφοσιωμένους νέους, έχει οργανωθεί και εργάζεται σκληρά. Ο Ανδρέας πέρασε αρκετές ώρες μαζί τους, συζητώντας θέματα οργάνωσης και δράσης στο ελληνικό μέτωπο απελευθέρωσης. Ήταν πολύ ενθουσιώδης, όταν του μίλησα στο τηλέφωνο. Πώς είναι τα πράγματα στη Μελβούρνη; Έχουμε μιλήσει σε όλους για τη μεγάλη επιτυχία εκεί και ελπίζουμε ότι τα πράγματα θα εξακολουθήσουν να εξελίσσονται θετικά. Το ΠΑΚ έλαβε τα χρήματα από τη Μελβούρνη και το Σύδνεϋ τα οποία θα βοηθήσουν πολύ τον αγώνα. Σε παρακαλώ δώσε τους θερμούς μου χαιρετισμούς στον Στωικό. Μπορείς να του διαβάσεις αυτό το γράμμα, μια που οι ευχαριστίες μου απευθύνονται και σ' αυτόν. Γράψε μας, αν υπάρχουν καθόλου προβλήματα ή αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε από το ΠΑΚ του Τορόντο. Ο Ανδρέας θα επιστρέφει σε μερικές βδομάδες. Μαζί σου στον αγώνα.» 10 Ιουνίου 1977. Η Αυστραλία ήταν για μένα πλέον μια

ανάμνηση. Γύρισα στην Αθήνα και ύστερα από μια αδικαιολόγητη καθυστέρηση ξαναδιορίστηκα τελικά στην Αστυνομία, στις 20 Αυγούστου. Στο τέλος του μήνα, αποσπάστηκα στο Καστρί. Αλλά η συγκίνησή μου από την τοποθέτησή μου στην προσωπική φρουρά του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ εξανεμίστηκε γρήγορα. Οι πρώτες εμπειρίες μου ήταν οδυνηρές, όσο κι αν προσπαθούσα να βρω κάποια εξήγηση στον ψυχισμό του Παπανδρέου. Μέσα από τον στενό κύκλο της προσωπικής του ζωής έβλεπα κατάματα την ωμή πραγματικότητα. Ηγεμονική καλοπέραση, αδιαφορία και έλλειψη στοιχειώδους ενδιαφέροντος για δικούς του ανθρώπους, που τον φύλαγαν νύχτα - μέρα. Μια σειρά από θλιβερά μέχρι ευτράπελα γεγονότα την περίοδο εκείνη, μου προκαλούσαν έντονο σκεπτικισμό, αν είχαμε το δικαίωμα να κυβερνήσουμε μαζί του αυτό τον τόπο. Θα αποφύγω να εξιστορήσω μια παρ’ ολίγο τραγική ιστορία, που συνέβη το 1976 και που την έμαθα το 1977 από συνάδελφό μου, ο οποίος την έζησε από κοντά. Θα περιοριστώ μόνο στο σκηνικό, που είχε σαν πρωταγωνιστή τον Μ. Ζιάγκα, ιδιαίτερο γραμματέα του, και τον Γ. Κατσιφάρα. Μια μέρα ο Ζιάγκας, που ο Παπανδρέου αποκαλούσε πολλές φορές «Μισέλ» ή περιπαιχτικότερα «Μιχαήλ Σουσλώφ», κρατώντας ένα μαχαίρι επιτέθηκε σε έξαλλη κατάσταση κατά του Κατσιφάρα, στο διαμέρισμα του τελευταίου στη Σαρωνίδα. Ο Πρόεδρος του Κινήματος θεατής και η προσωπική του ασφάλεια διαιτητής. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μέναμε άναυδοι, όταν μπροστά μας ο Ζιάγκας εξ- ανίστατο κατά του Παπανδρέου, χωρίς να μπορεί να συγ- κρατήσει τη γλώσσα του. Κάποτε οι περιπέτειες με το γιωτ του φίλου του Βασίλη Παπαφιλίππου, πολιτευτή του ΠΑΣΟΚ, τον έκαναν θεριό από τον φόβο του. Σε μια ξαφνική θαλασσοταραχή, ξέσπασε: «Την Παναγία σου, το Χριστό σου, Ανδρέα, θα μας πνίξεις...» Ήταν μια μορφή έκρηξης του καταπιεζόμενού απέναντι στον αφέντη του. Και η αντίδραση του Προέδρου αφοπλιστική: «Ηρέμησε, Μισέλ...». Κάποια άλλη φορά, πολύ πριν από τις εκλογές του 1977, ο Παπανδρέου είχε πάει για φαγητό στο ξενοδοχείο «Απόλλων» στο Καβούρι, μαζί με τον Μιχάλη Ζιάγκα. Εκεί κοντά, στο Καβούρι, διατηρούσε μισθωμένο ένα διαμέρισμα για τις εξωσυζυγικές συναντήσεις του, που βρισκόταν στην κορυφή του λόφου, επί της οδού Απόλλωνος. Αφού συνέφαγε με τον ιδιαίτερο γραμματέα του, χωρίς να ενδιαφερθεί καθόλου για το αν έπρεπε να δειπνήσουν και οι δυο φρουροί, που κάθονταν νηστικοί στο διπλανό τραπέζι, αποσύρθηκε για ύπνο. Η εντολή στους δύο αστυνομικούς του ήταν να μείνουν στην αίθουσα αναμονής του ξενοδοχείου, σαν σημείο επαφής για κάθε ενδεχόμενο. Έτσι οι δύο σωματοφύλακες, νηστικοί και καταπονημένοι, πέρασαν τη νύχτα τους πάνω σε δυο καναπέδες. Είχαν αποκοιμηθεί, όταν ξύπνησαν τις πρωινές ώρες από τις φωνές του έκπληκτου φύλακα: «Τι κάνετε σεις εδώ; Διαρρήκτες είστε; Θα ειδοποιήσω την Αστυνομία...» Τελικά, του εξήγησαν ότι ήταν «προσωπική ασφάλεια του Α. Παπανδρέου», δείχνοντάς του και τις αστυνομικές τους ταυτότητες. «Καλά, αλλά απαγορεύεται να κοιμάστε στους καναπέδες», τους παρατήρησε ο φύλακας. Το πρωί, κουρασμένοι και απεριποίητοι, όπως ήταν, κίνησαν την «προσοχή» του Προέδρου, όταν τους είδε σ’ αυτά τα χάλια, την ώρα που ετοιμαζρταν να φύγει: «Πώς είστε έτσι;» τους ρώτησε. Οι δυο αφοσιωμένοι του άνδρες, που είχαν απολυθεί από τη Χούντα, του εξήγησαν τότε τα πράγματα, κι αυτός κοιτάζοντας αινιγματικά τον Ζιάγκα τους «αφόπλισε» με τα λόγια του: «Κατανοώ το πρόβλημά σας...». Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος από την ημέρα που ανέβηκα στο Καστρί για να τον υπηρετήσω. Όλο αυτό το διάστημα βρισκόμουν σ’ ένα αδιέξοδο μ’ αυτά που έβλεπα. Ένα πρόσωπο με δύο όψεις. Στο προσκήνιο, μπροστά στο λαό, στους ξένους, στους δημοσιογράφους, φάνταζε θελκτικός, χαρισματικός, αποστολικός. Στο παρασκήνιο, όμως, έδειχνε το αληθιν,ό του πρόσαχτο, που διαρκώς σε τρόμαζε με τις εκρήξεις του. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση αναζήτησα διέξοδο, με την εισαγωγή μου στη Σχολή Υπαστυνό- μων, στις 25 Σεπτεμβρίου 1978. Κατά τη διάρκεια των εξ-ετάσεων, ο Πρόεδρος με αιφνιδίασε με την απρόσμενη ερώτηση: «Νομίζεις, ότι πρέπει να τηλεφωνήσουμε στον Μολυ- βιάτη για την περίπτωσή σου;» - «Ευχαριστώ, Πρόεδρε, απάντησα, αλλά δεν διαβλέπω κίνδυνο, αν σημειώσω επιτυχία στις εξετάσεις. Αν γράψω καλά και δεν περάσω, θα σας παρακαλούσα μόνο να εξουσιοδοτήσετε τον Μένιο να καταθέσει ερώτηση στη Βουλή για την αναθεώρηση των γραπτών μου». Ευχαριστημένος τότε ο Πρόεδρος, μου είπε: «Αυτό θα το κάνω». Λίγα λεπτά αργότερα, στο γραφείο του, ο Μ. Ζι- άγκας τον συμβούλευε: «Μην επιτρέψεις να τηλεφωνήσει ο Μένιος στο Μολυβιάτη. Αν τον κόψουν, τον έκοψαν. Δικό τον το πρόβλημα. Δεν πρέπει να ανακατευτούμε εμείς.» Στη σχολή υπαστυνόμων απόκτησα γνώσεις και βρήκα την ψυχική μου ηρεμία. Με τη συνεχή μελέτη και άσκηση, ξεχάστηκαν οι τραυματικές εμπειρίες μου από την πρώτη θητεία μου δίπλα στον Πρόεδρο. Στις αρχές του 1981 ορκίστηκα, πήρα το δίπλωμά μου και τοποθετήθηκα στο πρώτο αστυνομικό τμήμα της Αθήνας, «τιμής ένεκεν», σαν αρχηγός της σχολής. Αλλά η πολιτική δεν σ’ αφήνει τελείως να ηρεμήσεις. Οι αγώνες τις εποχές του ανένδοτου και της δικτατορίας είχαν σημαδέψει τη μοίρα μας. Κάτι μου ’λεγε μέσα μου, ότι «θά ’ρθουν καλύτερες μέρες». Η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν βαριά φορτισμένη ενόψει των εκλογών του Οκτωβρίου. Είχαμε πλησιάσει στο κατώφλι της εξουσίας και ο χρόνος είχε αμβλύνει τις θλιβερές αναμνήσεις μου. Γνωστοί και φίλοι με ρωτούσαν, γιατί δεν είμαι ακόμα στο Καστρί. Ο Πρόεδρος, στο μεταξύ, όταν είχε επισκεφτεί το Πάσχα τη Σχολή Υπαστυνόμων, μου είχε πει: «Όταν τελειώσεις, σε περιμένω στο Καστρί». Στην κηδεία της μητέρας του, της κυρα-Σοφίας, που για την κοινή Γιαννιώτικη καταγωγή μας με συμπαθούσε ιδιαίτερα, με διαβεβαίωσε: «Αύριο, θα ζητήσω να έρθεις στο Καστρί...» Οι επιφυλάξεις μου για τα όσα είχα ζήσει κοντά στον Πρόεδρο, υποχώρησαν τελικά.

Ως κυβερνήτης μπορεί να είναι άξιος, σκέφτηκα. Εξάλλου, ο Μ. Ζιάγκας με τον Γ. Κατσιφάρα δεν θα κυβερνήσουν και την Ελλάδα! Άλλο μπου ζούκια και ιδιωτική διασκέδαση και άλλο κρατική διαχείριση. Από την άλλη πλευρά, η επικείμενη εκλογική αναμέτρηση βάθαινε περισσότερο τα πολιτικά πάθη και το κλίμα στον επαγγελματικό μου χώρο ήταν ενοχλητικό για έναν άνθρωπο με τις απόψεις μου. Μ’ αυτές τις σκέψεις και τη συναισθηματική φόρτιση, με βρήκε η δεύτερη στη σειρά απόσπασή μου στο Καστρί, στις 26 Αυγούστου 1981. Στο Καστρί ο Πρόεδρος μου είπε, ότι «καθυστέρησε η απόσπασή σου, γιατί ο Μιχάλης είχε τη γνώμη ότι δεν μπορούσες να έρθεις, επειδή είσαι καινούριος αξιωματικός». Στην πραγματικότητα, ο Ζιάγκας προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να ματαιώσει, μ’ αυτό το τέχνασμα, τη μετάθεσή μου δίπλα στον Πρόεδρο. Ήθελε να είναι απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Η νέα μου ιδιότητα, σαν προϊστάμενος της προσωπικής ασφάλειας του Προέδρου, τον ενοχλούσε και το ένστικτο τον προειδοποίησε ότι θα με έβρισκε αντίθετο στα σχέδιά του. Δεν είχε όμως ερείσματα να διαφωνήσει ανοιχτά για την τοποθέτησή μου. Αυτή τη φορά συνάντησα στο Καστρί και την Αγγέλα Κοκκόλα, που ήταν ανεπιθύμητη για πέντε περίπου χρόνια, μετά τη διαγραφή της τον Ιούνιο του 1975. Όλο αυτό το διάστημα επικοινωνούσε κρυφά με τη Μαργαρίτα και όσες φορές μάλιστα της τηλεφωνούσε στο Καστρί, χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο. Είχαμε επικοινωνήσει, στην περίοδο της δικτατορίας, όταν έμενε στο σπίτι του Προέδρου, στο Τορόντο. Ήταν τότε που ο Κώστας Νικολάου από τη «Ντώυτσε Βέλλε» διαβίβασε την πληροφόρηση στον Α. Παπανδρέου, στον Καναδά, ότι η Χούντα θα επιχειρούσε απόπειρα δολοφονίας του στο Σύδνεϋ. Μίλησα στο τηλέφωνο μαζί της από τη Μελβούρνη και τη διαβεβαίωσα ότι η ζωή μου δεν διά- τρεχε κανέναν απολύτως κίνδυνο και ότι η επίσκεψη εκείνη έπρεπε να γίνει, γιατί θα ήταν ένας θρίαμβος για τον αντι- δικτατορικό αγώνα. Δεν πέρασαν τρεις - τέσσερις μήνες από την ημέρα που ανέβηκε ο Α. Παπανδρέου στον θώκο της εξουσίας, κι ένιίοσα πάλι τις πρώτες απογοητεύσεις και τις πικρίες. Είδα υπουργούς να γίνονται άθυρμα στα χέρια του και σημαντικά στελέχη να εξοστρακ ί ζο νται γιατί όρθωσαν το ανάστημά τους απέναντι στις ανομίες. 'Ακόυσα τα πιο απίθανα πράγματα από τους πιο απίθανους ανθρώπους, στους οποίους έδωσε χαρτοφυλάκιο. Μια φορά που γυρίζαμε από ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες, ο Γ. Κατσιφάρας μου δήλωσε ότι είναι πολύ θυμωμένος μαζί μου. Κι όταν του ζήτησα να γίνει πιο σαφής, μου απάντησε ότι ο πρωθυπουργός έδινε συνέντευξη στη Βελγική πρωτεύουσα και δεν φρόντισα να ισιώσω τη γραβάτα του! Από το άλλο μέρος, αξιόλογοι άνθρωποι του Κινήματος περίμεναν στη σειρά, πότε θα ευαρεστηθεί ο Α. Παπανδρέου να τους καλέσει να αναλάβουν χαρτοφυλάκιο, αγωνίζονταν στη συνέχεια να κρατήσουν την υπουργική καρέκλα, όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, κι όταν απομακρύνονταν, περίμεναν στο εντευκτήριο της Βουλής - μοιραίοι και άβουλοι - πότε θα τους ξανακαλέσει για να ορκιστούν πάλι. Γιατί άραγε άρεσε στον πρωθυπουργό να υποβαθμίζει, να αναβαθμίζει, να ταπεινώνει και να διώχνει από την κυβέρνηση κορυφαίους συνεργάτες του, όπως σ’ εκείνο το δωδέκατο ανασχηματισμό της 5 Φλεβάρη 1987; Η μισή απάντηση στο ερώτημα ανάγεται στη σφαίρα της λογικής του παράλογου, που χαρακτήριζε ολόκληρη τη ζωή του, και η άλλη μισή στις έμμονες φοβίες του, που πυροδοτούσε κακόβουλα αλλά έντεχνα η «αυλή» του, ότι δήθεν κινδύνευε η θέση του από ορισμένους συνεργάτες του. Μένιος, Γεννημα- τάς, Λαλιώτης, Αρσένης, δεν ξέφυγαν από τα πυρά του ιδιαίτερου περιβάλλοντος στο Καστρί, ότι δήθεν απεργάζονταν διαρκώς συνωμοσίες για την ανατροπή του πρωθυπουργού. Κι αυτός έτεινε πάντα «ευήκοον ους». Κάποτε, πριν εμφανιστούμε στη σκάλα του αεροπλάνου στο Ελληνικό κι ενώ κοιτάζαμε από τα παράθυρα, του ειπώθηκε σε μια υπολογισμένη δόση «μαύρου χιούμορ», ότι στην ομάδα υποδοχής του διακρίνεται και ο πρωθυπουργός, δηλ. ο Μένιος Κου-

τσογιωργας. Μιαν άλλη φορά στον «Αστέρα» της Αλεξαν- δρουπολης στις εκλογές του 1985, έγινε πελιδνός, όταν ακουσε οτι ο Μένιος αποθεώθηκε σε ομιλία του σε πόλη της Μακεδονιας Χρειάστηκε να σπεύσω αργότερα να του εξηγησω ότι η είδηση ήταν ανακριβής για να διασκεδάσω τη στενοχωρια και τις ανησυχίες του. Υστερα από τα όσα είδαν τα μάτια μου και άκουσαν τ’ αυτια μου, στη διάρκεια της δεύτερης θητείας μου στο Κα- στρι, δεν είχα την ψυχική δύναμη πια να παραμείνω περισ- σοτερο κοντά στον Α. Παπανδρέου. Ήθελα επίμονα να γυρίζω στον παλιό εαυτό μου, ν’ αποτινάξω τις ευαισθησίες μου. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει με την ανεκδιήγητη συμπεριφορά των στενών συνεργατών του. Η πεντασέλιδη ιδιόχειρη ιπιστολή μου προς τον πρωθυπουργό ήταν μια λακωνική απάντηση για την παρασκηνιακή πολεμική εναντίον μου, το «Τρίο Κοκκόλα - Ζιάγκα - Κατσιφάρα», αλλά και μια ανάλυση της πολιτικής μου στάσης απέναντι του, όλα αυτά τα χρόνια που υπηρέτησα δίπλα του σαν φίλος και αξιωματικός. Του παρέδωσα την επιστολή διαμαρτυρίας μου, τη Δευτέρα 28 Απριλίου 1986, αμέσως μετά το πρόγευμα, στις 8.30 το πρωί, λίγο πριν αναχωρήσουμε για το Μέγαρο Μαξίμου. Ήταν η μέρα που πήγε στο Προεδρικό Μέγαρο για την ορκωμοσία του Μένιου Κουτσόγιωργα, σαν υπουργού των Εσωτερικών και της Μαρίας Κυπριωτάκη, σαν υφυπουργού Υγείας και Πρόνοιας, την οποία επέβαλε, τελευταία στιγμή, η Μαργαρίτα. Διατηρούσα την κρυφή ελπίδα ότι θα έβρισκε, τουλάχιστον, δυο λόγια να μ’ ευχαριστήσει για τη μακρόχρονη παρουσία μου δίπλα του και να με ρωτήσει, σε ποια άλλη υπηρεσία ήθελα να τοποθετηθώ. Γιατί μ’ ενδιέφερε σ’ αυτή τη φάση, μετά την επιστολή μου, να τηρηθούν από μέρους μου αυστηρά τα προσχήματα και να φύγω με το κεφάλι ψηλά. Εξάλλου δεν ήμουνα αφελής να πιστέψω, ότι μπορούσα να καταπολεμήσω αποτελεσματικά το συνασπισμένο περιβάλλον του και ιδιαίτερα τον Γ. Κατσι- φάρα, που μόλις πριν από τρεις μέρες είχε προαχθεί σε υπουργό εμπορίου. Αντί άλλης απάντησης ο πρωθυπουργός παράδωσε αμέσως την επιστολή μου - κατά την προσφιλή του τακτική να μην κρατάει τίποτα μυστικό για τον εαυτό του - στον παρακοιμώμενό του Μ. Ζιάγκα. Αυτός, με τη σειρά του, την περιέφερε και στους άλλους δυο για να λάβουν γνώση και ζήτησαν την κεφαλή μου επί πίνακι. Στις 19 Μαΐου 1986, ο Κατσιφάρας, τον οποίο είχα αποκαλέσει στην επιστολή μου «κλόουν του Κινήματος και του Κοινοβουλίου», σ’ ένα γεύμα στο Καστρί, απόσπασε τη συναίνεση από τον πρωθυπουργό για την απομάκρυνσή μου από το Καστρί. Ο Ζιάγκας είχε φροντίσει να συντονίσει από το παρασκήνιο τις κινήσεις των άλλων δυο εναντίον μου. Αργότερα, ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε με οργή την επιστολή που του έδωσα σαν «επαίσχυντη», γιατί κατηγόρησα, όπως είπε, τους συνεργάτες του, που είχε μαζί του επί δεκαετίες. Την επόμενη μέρα, στις 7.30 το βράδυ, με κάλεσε τηλεφωνικά στο γραφείο του ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Α. Δροσογιάννης. Μετά από μια συζήτηση «περί ανέμων και υδάτων», μου ζήτησε με τακτ να του πω σε ποια υπηρεσία ήθελα να μετατεθώ. Του απάντησα αμέσως, ότι θα'προτιμούσα για λίγο καιρό να πήγαινα στην ΚΥΠ, επειδή ήταν κλειστή υπηρεσία. Έκρινα, πως δεν θα ήταν φρόνιμο να υπηρετήσω αμέσως σε ανοιχτή μάχιμη αστυνομική υπηρεσία, λόγω της ταύτισής μου με το Καστρί. Το περιβάλλον στο μάχιμο χώρο της Αστυνομίας είναι συντηρητικό και θα με προκαλούσε, εύλογα, σε ερωτήσεις, γιατί έφυγα από το Καστρί. «Λεν θα 9θελα να φτάσουν στ9 αυτιά σας λόγια δυσάρεστα για τους φίλους σας, κύριε υπουργέ», είπα στον Δροσο- γιάννη. Μου πρότεινε τότε παραδόξως να πάω στην Υπηρεσία Επισήμων, αλλά του αντέτεινα: «Η Υπηρεσία Επισήμων, κύριε υπουργέ, είναι μια ηλίθια υπηρεσία. Είχα εισηγηθεί μάλιστα, παλαιότερα, σε φιλική συζήτηση που είχα με τον προκάτοχό σας υπουργό Θανάση Τσούρα να καταργηθεί, για έναν απλούστατο λόγο. Λαμβάνει επιπρόσθετα μέτρα ασφάλειας στους δρόμους κατά τη διέλευση του Προέδρου της Δημοκρατιας και του Πρωθυπουργού και αυτό δεν χρειάζεται, γιατι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργ ο ς ε χ ο υ ν τ ι ς δικές τους υπηρεσίες ασφάλειας. Μπορεί μάλι- στα να σκοτωθυύμε καί καμιά μέρα μεταξύ μας, αν υπάρξει καποιος πυροβολισμός, γιατί δεν γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Αλ λ α , ποιος σας είπε όμως, κύριε υπουργέ, να με στείλετε στην Υπηρεσία Επισήμων, γιατί εσείς έχετε είκοσι πέντε ημερες μ ό ν ο στο Υπουργείο και δεν γνωρίζετε ακόμα τις αστυνομικές υπηρεσίες. Μήπως ο Ζιάγκας και ο Κατσιφά- ρας για να με γελοιοποιήσουν; Να διέρχεται ο πρωθυπουργος το αυτοκίνητο και εγώ να παίρνω μέτρα ασφαλείας στο δρόμο, για να γελούν μέσα από το πρωθυπουργικό αυιτοκινητο ο Ζιάγκας και η Κοκκόλα; Τι διεστραμμένη σκέψη ειναι αυτή και γιατί με θέλουν τόσο πλησίον για να με ταπει- νωνουν;» Ενοχλημένος τότε ο Δροσογιάννης, μου είπε ότι θα συνεννοηθεί με τον Πρόεδρο και ότι δεν με κάλεσε εκεί για να μου πει πού θα πάω, αλλά να με ρωτήσει πού θέλω να παω». «Μήπως υπάρχει κανένα πρόβλημα για την ΚΥΠ;» ρώτησα έκπληκτος τον υπουργό. «Όχι, αλλά η Υπηρεσία Επισήμων ανήκει στην αρμοδιότητά μου», απάντησε αόριστα. « Και η ΚΥΠ πού ανήκει;» τον ξαναρώτησα για να πάρω την απάντηση, ότι «η ΚΥΠ ανήκει στον πρωθυπουργό». Τότε κι εγώ του εξήγησα: «Τόσο το καλύτερο, θα συζητήσω το θέμα και εγώ με τον πρωθυπουργό.» Πρόσεξα, όμως, ότι ο υπουργός δεν ήταν ευχαριστημένος με την τροπή που πήρε η συζήτηση. Κατάλαβα ότι εκτελούσε μ’ ευλάβεια διατεταγμένες εντολές των φίλων του, σαν να υπηρετούσε ακόμα στο στρατό... Εξάλλου, είχε και υποχρέωση απέναντι στους ανθρώπους που τον επέβαλαν υπουργό για επτά περίπου χρόνια... Μια μέρα, μετά τη συνάντησή μου με τον υπουργό Δημόσιας Τάξης, Τετάρτη 21 Μαιου 1986, στις 8.00 το πρωί, πήγα στον Αστέρα της Βουλιαγμένης για να αποχαιρετήσω και τυπικά τον πρωθυπουργό. Καθώς μπήκα στο δωμάτιο ασφάλειας δίπλα από τη σουίτα του, στο ξενοδοχείο «Ναυ- σικά», οι δύο άνδρες της προσωπικής υπηρεσίας του ήταν

απαρηγόρητοι. Ο ένας από τους δύο, καθώς βγήκαμε στη βεράντα με θέα μπροστά μας τον όρμο της Βουλιαγμένης, μου είπε με απελπισμένη, σχεδόν σβησμένη φωνή: «Τι ήρθες να τον αποχαιρετήσεις; Λυτός θέλει να του ρίξεις δυο πιστολιές για να σωθεί η Ελλάδα και να σε περιμένει ένα κότερο εκεί απέναντι για να φύγεις μετά.» Είναι πράγματι οδυνηρό για έναν ηγέτη να έχει χάσει την αγάπη και την εμπιστοσύνη των απλών ανθρώπων, που τον υπηρετούν. Κατά τις 8.30 το πρωί, ο πρωθυπουργός βγήκε από το διαμέρισμά του και μετά την τυπική χειραψία, τον συνόδεψα, μαζί μ’ έναν άνδρα της ασφάλειάς του, στην εξωτερική πισίνα του ξενοδοχείου. Κολύμπησε για ένα τέταρτο περίπου, του έδωσα να φορέσει το μπουρνούζι και αυτός αόριστα και αμήχανα μου μιλούσε για τον καιρό... Την ώρα που επι- στρέφαμε στο δωμάτιό του και μέσα στο ασανσέρ, μου είπε, επιτέλους, ότι «μετά το μπρέκφαστ θα σε καλέσω για να μιλήσουμε». Γύρω στις 10.00 περίπου μπήκα στη σουίτα του κι αντίκρισα έναν αμήχανο άνθρωπο, καθώς τον κοίταξα προσεκτικά, να τακτοποιεί ορισμένα προσωπικά του πράγματα, στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Μου είπε ευγενικά να καθήσω και με μια χειρονομία μού έδειξε το κάθισμά. Καθώς ήρθε προς το μέρος μου, άνοιξα πρώτος τη συζήτηση για να τον διευκολύνω ψυχολογικά, μια που θα τον έβλεπα και για τελευταία φορά. Δεν ήταν ώρα για συγκίνηση, αλλά ούτε και για οργή. «Χτες το βράδυ, κύριε Πρόεδρε - του είπα - επισκέφτηκα τον Δροσογιάννη στο γραφείο του και λόγω της αποχώρησής μου από το Καστρί, με ρώτησε σε ποια υπηρεσία θα ήθελα να τοποθετηθώ. Του απάντησα ότι ήθελα να πάω στην ΚΥΠ, μια που είναι μικτή και κλειστή υπηρεσία και υπάγεται και σε σας προσωπικά». - «Είναι λίγο δύσκολο να πας στην ΚΥΠ, λόγω της πολιτικοποίησης που κάνω, επειδή είσαι στρατιωτικός. Λεν πας καλύτερα στην Υπηρεσία Επισήμων;» μου πρότεινε. Του απάντησα: «Η πολιτικοποίηση της ΚΥΠ, κύριε Πρόεδρε, δεν αφορά εμένα, αλλά την ηγεσία. Είναι μια εναλλακτική λύση για να μπορείτε να διορίσετε ως αρχηγό και πολιτικό πρόσωπο. Η ΚΥΠ σήμερα αποτελείται από στρατιωτικούς, αστυνομικούς και πολιτικό προσωπικό. Τηλεφωνείστε στον Πολίτη, τον αρχηγό, και αν σας πει ότι υπάρχει κώλυμα, όπως εσφαλμένα σας έχουν πληροφορήσει, Θα πάω οπουδήποτε αλλού, εκτός από την Υπηρεσία Επισήμων. Εξήγησα το λόγο στον Δροσογιάννη.» Τότε ο πρωθυπουργός μου αντέτεινε: «Δεν μπορώ να τηλεφωνήσω στον Πολίτη τώρα, γιατί σε τρεις μέρες τον κάνω διευθυντή του στρατιωτικού γραφείου μου.» Τον ρώτησα τότε: «Ποιον θα κάνετε αρχηγό;» κι απάντησε: «Τον Μακέδο. Θα συνεννοηθώ με τον Μακέδο και θα σε ειδοποιήσω...» Ύστερα απ’ αυτή την απάντηση και τη στιχομυθία σηκώθηκα αμέσως από τη θέση μου, ανταλλάξαμε μια απλή χειραψία και αποχώρησα από το διαμέρισμά του σιωπηλός. Ηταν φανερό πλέον, ότι ο πρωθυπουργός ενεργούσε σύμφωνα με την επιθυμία του Μ. Ζιάγκα, ο οποίος είχε τρομοκρατηθεί, όταν εκδήλωσα, για διαφορετικούς, βέβαια, λόγους, την προτίμησή μου στην ΚΥΠ. Ήταν ο «ντεφάκτο» σύνδεσμος του πρωθυπουργού με την ΚΥΓΙ και δεν ήθελε να είμαι μέσα στα πόδια του. Την προηγούμενη μάλιστα βραδιά, στον Αστέρα της Βουλιαγμένης, κατά τη διάρκεια του δείπνου στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, είχε συζητήσει αποκλειστικά το θέμα μου με τον πρωθυπουργό και τον είχε πείσει. Ήταν θλιβερό, πάντως, για μένα, ύστερα από τόσα χρόνια, τη στιγμή του αποχαιρετισμού να διαπιστώνω ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας λέει ψέματα για ένα τόσο ασήμαντο θέμα. Από τότε, μέχρι σήμερα, είμαι ουσιαστικά επαγγελματικά παροπλισμένος. Πολλοί φίλοι, προσκείμενοι στο Καστρί, που γνώριζαν την περιπέτειά μου, με συμβούλεψαν να διατηρήσω τη σιωπή μου. «Έχουν τη δύναμη να σε συντρίψουν και να σε στείλουν στον Κορυδαλλό, αν κατηγορήσεις τον πρωθυπουργό», μου έλεγαν. Ένας μάλιστα που κατέχει και σήμερα κυβερνητική θέση, είχε πει κυνικότατα: «Σωστά και άγια είναι αυτά που λέει ο Βασίλης. Αλλά όχι να γκρεμίσει την κυβέρνηση και να χάσουμε τις θέσεις μας...».

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΣΤΡΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Οι άνθρωποι που αποτελούν το στενό κύκλο του Α. Παπανδρέου και πρωταγωνιστούν στις πολιτικές του επιλογές, ζουν σε μια ατμόσφαιρα ανταγωνιστικής συνύπαρξης, και φροντίζουν, χάριν της εξουσίας, να διατηρούν τις μεταξύ τους λεπτές ισορροπίες. Πίσω από τον πρωθυπουργικό περίγυρο στοιχίζονται τα οργανωμένα συμφέροντα. Πολιτικοί παράγοντες και εκπρόσωποι οικονομικών ομίλων* βρίσκουν τον τρόπο να προσεταιριστούν ανθρώπους του πρωθυπουργού για να προωθούν όσο καλύτερα μπορούν τις δουλειές τους. Το Καστρί από τον πρώτο χρόνο της εξουσίας είχε πάψει να είναι το σύμβολο των δημοκρατικών αγώνων και είχε υποστείλει τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας. Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω, ότι αυτός ο πολυσυζητημένος εχθρός του κατεστημένου και τώρα πρωθυπουργός των δυνάμεων της Αλλαγής συνδιαλεγόταν για τον σχηματισμό «της πρώτης σοσιαλιστικής κυβέρνησης», σε αγαστή σύμπνοια με την αυλή του. Ο πίνακας των υπουργών καταρτίζεται με ανθρώπους ανεπαρκείς. Γράφουν και σβήνουν ονόματα με ανευθυνότητα και προχειρότητα που με είχε καταπλήξει. Υποψήφιος δεν μπαίνει στη λίστα των υπουργούν, επειδή δεν βρέθηκε στο σπίτι του, όταν του έγινε το κρίσιμο τηλεφώνημα από το Καστρί. Η ευκαιρία χάθηκε από μια παράξενη ειρωνεία της τύχης, που ευνόησε όμως κάποιον άλλον. Στο γραφείο και στους διαδρόμους έζησα τη μάχη των ονομάτων για την προώθηση φίλων και ημετέρων. «Ο πρωθυπουργός είναι καλός - ψιθύριζαν πολλοί - αλλά περιβάλλεται από ανίκανους. Μπορεί και να τον κρατούν από κάπου, να τον έχουν στο χέρι. Δεν εξηγείται διαφορετικά, γιατί δεν τους διώχνει.» Λες και δεν ευθύνεται για τους ανθρώπους που συναναστρέφεται, για τους συνεργάτες που επιλέγει. Η αείμνηστη Αμαλία Φλέμινγκ ήταν προφητική στις επισημάνσεις της για το πρωθυπουργικό περιβάλλον, Ο Α. Παπανδρέου - είχε πει - δεν έχει την ικανότητα ή τη σύνεση «των ικανών Ισπανών βασιλέων Φερδι- νάνδου και Ισαβέλλας να επιλέγει τους συνεργάτες του». £αι ο Μιχάλης τα έδωσε όλα. Παρ’ ολίγο μάλιστα να ’ρθούμε στα χέρια με μια συντροφιά Αράβων, που ενοχλήθηκαν από τα χτυποκάρδια του Ζιάγκα και να εξευτελι- " στούμε διεθνώς. Δόθηκαν έγκαιρα όμως οι απαραίτητες εξηγήσεις στο όνομα βέβαια της Ελληνοαραβικής φιλίας και ο κίνδυνος αποσοβήθηκε. Ο Πρωθυπουργός σε κατάσταση ευθυμίας και υπό το κράτος μεγάλης οινοποσίας χειροκρότησε τον Ζιάγκα και ύστερα εισέπραξε με τη σειρά του επευφημίες και χειροκροτήματα, ακόμα και από τους άνδρες της ασφάλειάς του, όταν χόρεψε γοητευμένος από τα ερωτικά τραγούδια της Μαίρης Γιώτη. «Εγώ εσένα αγαπώ», του τραγουδούσε πάνω από το κεφάλι του και σε λίγο την κά- λεσε στο τραπέζι του, όχι μόνο για λόγους αβρότητας. Αλλά εκείνη τη βραδιά ο χρόνος στάθηκε ενάντιος στα σχέδιά του και έτσι περιορίστηκε στο να της δώσει το τηλέφωνό του για να τα πουν κάποια φορά στην Αθήνα.

3

Στο ξενοδοχείο γυρίσαμε τα ξημερώματα και η πρωινή συνέντευξη που είχε κανονίσει να δώσει στον Frank Giles των «Σάντεϊ Τάιμς» ετεροχρονίστηκε την τελευταία στιγμή, για μια τουλάχιστον ώρα. Στη μία το μεσημέρι αναχωρήσαμε για την Αθήνα, αφού προηγουμένως συναντήθηκε στο ξενοδοχείο με τον πρόεδρο των Ελλήνων εφοπλιστών Α. Χανδρή κι άλλους εφοπλιστές. Όταν φτάσαμε το απόγευμα του Σαββάτου στο Ελληνικό, πήγαμε στον Αστέρα Βουλιαγμένης, που προτιμούσε να περνάει το διήμερο για λόγους πρακτικούς και ουσιαστικούς. Στον Αστέρα τα πάντα ήταν δωρεάν για τον ίδιο, την Κοκκόλα και τον Ζιάγκα, καθώς και για τους προσκεκλημένους τους. Στο Καστρί δεν είχε τέτοιες πολυτελείς δυνατότητες εξυπηρέτησης, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, που δεν εργαζόταν συνήθως η μαγείρισσά του Ελ- βίρα Κόνδυλα-Δάλα. Το εξωφρενικό στην εξ ιστόρηση αυτή είναι, ότι μόλις φτάσαμε στον Αστέρα αποφάσισε να ξανα- πάμε στα μπουζούκια αργά το βράδυ, στην Αλέκα Κανελλιδού τώρα, για να διασκεδάσει την ανία του. Έτσι μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο, βρεθήκαμε για δεύτερη φορά στα μπουζούκια. Στο κέντρο διασκέδασης στη Γλυφάδα παρέμεινε λιγότερο από μία ώρα με μοναδική συντροφιά τον Μιχάλη Ζιάγκα. Κατακου- ρασμένοι και οι δυο σε ένα τραπέζι, φάνταζαν σαν απελπισμένες μοναχικές φιγούρες, κι ένιωθα μεγάλη λύπη και ντροπή, καθώς τους έβλεπα, και αναλογιζόμουν πόσα όνειρα και προσδοκίες επενδύσαμε σ’ έναν άνθρωπο τόσο αδύναμο να κυβερνήσει και τον ίδιο του τον εαυτό. Πέντε μήνες αργότερα, η τραγουδίστρια Μαίρη Γιώτη γευμάτισε αρκετές φορές μαζί του, στη σουίτα 6του στον Αστέρα. 'Αλλη μια φορά, Τρίτη μεσημέρι, 27 Μαρτίου 1984, συνέφαγαν και στο Καστρί, όπου απούσιαζε εκείνη την ημέρα η Μαργαρίτα σε κάποιο ταξίδι, απ’ όπου γύρισε αργά το βράδυ. Δεν θα ξεχάσω, πόσο επιθυμούσε και τη φίλη του πρώην Καναδού Πρωθυπουργού Πιέρ Τρυντώ, την όμορφη Gayle Garmett, με την οποία είχε την ευκαιρία να δειπνήσει στην Αθήνα, όταν επισκέφτηκε το καλοκαίρι την Ελλάδα

ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΟΠΩΦ

Φεβρουάριος 1984

Το ιστορικό της επίσκεψης του Πρωθυπουργού στη Μόσχα 13-14 Φεβρουάριου 1984, για την κηδεία του Σοβιετικού ηγέτη Γιούρι Αντρόπωφ, δείχνει ανάγλυφα τις ψυχικές μεταπτώσεις που χαρακτηρίζουν την ευπαθή του προσωπικότητα. Δυο μέρες πριν από το ταξίδι μας δεν γνωρίζαμε αν τελικά θα εκπροσωπούσε τη χώρα μας στην κηδεία ο Πρωθυπουργός ή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το Σάββατο, στις 11 Φεβρουάριου, ο Ανδρέας διασκέδασε στο κέντρο «Διογένης» της λεωφόρου Συγγρού. Στη συντροφιά του ήταν και ο υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας, ευνοούμενος φίλος όλα τα χρόνια της Μαργαρίτας, από την οποία αντλούσε και την πολιτική του δύναμη και σήμερα όψιμος φίλος της Δήμητρας Λιάνη. Μετά το ξεφάντωμα στο «Διογένη», που κράτησε και μετά τα μεσάνυχτα, ο Πρωθυπουργός κοιμήθηκε στον «Αστέρα» Βουλιαγμένης και την επόμενη μέρα, Κυριακή, στις 2.00 το μεσημέρι, γευμάτισε στην ταβέρνα του Ψαρόπουλου, στη Γλυφάδα. Τον συντρόφευαν η Μαργαρίτα, ο Μιχάλης Ζιάγκας και οι Γ. Κατσιφάρας, Γ. Παπαχρήστου και Έφη Παπαχρήστου - το «Κατσιφάρας Τρίο», όπως συνήθιζε να αποκαλεί την προσφιλή του αυτή παρέα. Μετά το γεύμα, πήγε για συλλυπητήρια στις 3.40 μ.μ. στη Ρωσική Πρεσβεία και γύρισε στο Καστρί, αλλά δεν αποσύρθηκε αμέσως στο δωμάτιό του για να κοιμηθεί, παρόλο που η ώρα ήταν προχωρημένη. Είχε εξάλλου πολλούς λόγους να αγω- νιά. Περίμενε πρώτα ένα κρίσιμο τηλεφώνημα από τον διευθυντή του διπλωματικού του γραφείου Χρ. Μαχαιρίτσα, για να βεβαιωθεί αν τελικά θα πήγαινε στη Μόσχα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στις 5.00 περίπου το απόγευμα τηλεφώνησε ο Μαχαιρίτσας και του είπε ότι ο Καραμανλής «έχει ελαφρά γρίπη» και ότι εισηγήθηκε για το λόγο αυτό να πάμε εμείς στην κηδεία του Αντρόπωφ. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το τηλεφώνημα και τον είδα σε κατάσταση εξαλλοσύνης. Προσπάθησα, αμέσως, να τον καλμάρω και του είπα: «Ενδεχομένως, κύριε Πρόεδρε, να προφασίστηκε ο Καραμανλής γρίπη, γιατί φοβήθηκε να πάει στη Μόσχα μέσα στον χειμώνα, & αυτή την ηλικία που είναι...» Πιάστηκα από το σωσίβιο της ηλικίας, πράγμα που ίσως τον κολάκευε σαν νεώτε- ρο, μπας και τον ηρεμούσα. Αλλά ο Πρωθυπουργός ήταν εκτός εαυτού και μου απάντησε εκνευρισμένος: «Η ηλικία είναι δικό τον πρόβλημα. Εμείς για μια δουλειά τον έχουμε και δεν την κάνει κι αυτή. Τότε γιατί επιτέλους παίρνει τα λεφτά...» Δεν άργησα να καταλάβω πού οφείλονταν τελικά τα νεύρα του. Είχε την εντύπωση ότι θα πήγαινε ο Καραμανλής στη Μόσχα, γεγονός που τον διευκόλυνε να δει την έγγαμη φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα, με την οποία είχε κανονίσει να συναντηθεί τη Δευτέρα το μεσημέρι, 13 Φεβρουάριου. Τελικά, παρόλο που τη Δευτέρα επρόκειτο να φύγουμε, δεν επιθυμούσε να χάσει το ραντεβού. Έτσι στις 10.00 το πρωί, μετά τη συνάντηση που είχε στο Καστρί με τον τότε υπουργό των Οικονομικών Γιάννη Ποττάκη, ξεκινήσαμε βιαστικά και στις 11.00 περίπου φτάσαμε στο κρησφύγετο της οδού I. Σέχου 2, στους Αμπελοκήπους, που είχε μισθώσει ο Κώστας Τσίμας. Εκεί έμεινε δυο ώρες περίπου με τη Μαριλένα, όσο περίπου διαρκούσαν και τα άλλα πρωινά τους ραντεβού, που σπάνια, όλα τα χρόνια του μυστικού τους δεσμού και μέχρι τον Ιούλιο του 1985, ξεπερνούσαν τις 2.30 - 3 ώρες... Στη μία το μεσημέρι κατέβηκε από το διαμέρισμα,

108

109

φτάσαμε ινκόγκνιτο στο Μέγαρο Μαξίμου και από κει, επίσημα πλέον, στο Ανατολικό αεροδρόμιο, απ’ όπου αναχωρήσαμε, στις 2.00 η ώρα με αεροπλάνο της Ολυμπιακής για τη Σοβιετική πρωτεύουσα. Το βράδυ της Δευτέρας μείναμε στην Ελληνική Πρεσβεία και την επόμενη μέρα, στις 10.00 το πρωί είδε το φίλο της Ελλάδας, τον απλό και αλησμόνητο Σουηδό Πρωθυπουργό Ούλαφ Πάλμε. Μετά, παρακολουθήσαμε από την Ερυθρά Πλατεία την κηδεία καθηλωμένοι δυόμισι περίπου ώρες στην ίδια θέση με εκατοντάδες άλλους υψηλούς επισκέπτες. Ντυμένος ελαφρά και ασκεπής, δεν θα ξεχάσω το τρομερό πολικό ψύχος που μας βασάνιζε. Ο Πρωθυπουργός έπινε κάθε λίγο και λιγάκι ουίσκυ, με προσοχή όμως, για να μην γίνει αντιληπτός. Είχε πάρει μαζί του δυο μικρά μπουκαλά- κια απ’ αυτά που προσφέρει η Ολυμπιακή στους επιβάτες. Ο υπουργός Γιάννης Χαραλαμπόπουλος είχε φροντίσει, επιστρατεύοντας τη στρατιωτική του εμπειρία, να καλυφθεί μ’ έναν εσωτερικό θώρακα από εφημερίδες. Οι μόνοι από τους ξένους επισήμους τριγύρω μας, που δεν φορούσαν τα πατροπαράδοτα Ρωσικά γούνινα καπέλα και δεν έδειχναν να νοιάζονται για το κρύο, ήταν ο Καγκελλάριος της Δ. Γερμανίας Χέλμουτ Κολ και ο υπουργός του των Εξωτερικών Γκένσερ. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, στις 5.00 ακριβώς, ο Παπανδρέου συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό Τίχονωφ στο Κρεμλίνο και από κει πήγαμε στην Ελληνική Πρεσβεία, όπου ο Πρωθυπουργός πληροφορήθηκε, ότι η επιθυμία του να συναντήσει τον Φιντέλ Κάστρο είχε γίνει δεκτή. Φύγαμε βιαστικά και στις 6.15 περίπου το απόγευμα περάσαμε από την Κουβανική πρεσβεία, όπου είχε μια σύντομη συνομιλία με τον γενειοφόρο επαναστάτη. Η συνάντηση αυτή με τον Φιντέλ ήταν απόλυτα απαραίτητη για τον Πρωθυπουργό. Για όσους τον γνωρίζουν πολύ καλά, θα συμφωνούσαν μαζί μου.

110

ΠΩΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΗΚΕ Η ΠΤΩΣΗ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ Μάρτιος 1985

Οι διαβεβαιώσεις του Α. Παπανδρέου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ότι το ΓΙΑΣΟΚ θα υπερψηφίσει την υποψηφιότητά του — μαζί με τη Ν.Δ. — για μια δεύτερη θητεία στην Προεδρία της Δημοκρατίας, όχι μόνο τον έπεισαν για μια υπερκομματικά θριαμβευτική επανεκλογή του, αλλά και διαμόρφωσαν στους κόλπους του Κινήματος ένα κλίμα σθεναρής υποστήριξης των προθέσεων αυτών του Πρωθυπουργού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να επηρεάζεται και η δημοκρατική κοινή γνώμη, ότι ήταν αναγκαίο να επανεκλεγεί ο. Καραμανλής στην Προεδρία, ενόψει μάλιστα και wv επικείμενων Βουλευτικών εκλογών. Εξάλλου, γνωστές είναι και οι αποδοκιμασίες από μικρή ομάδα διαφωνούντων εναντίον συγκεκριμένων στελεχών του Κινήματος για προπαγανδιστική διαφώτιση υπέρ της επανεκλογής Καραμανλή, το πρωί του Σαββάτου 9 Μαρτίου 1985, έξω από τον «Αστέρα» Αθηνών, όπου συνήλθε σε ολομέλεια η Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ, για να επικυρώσει τυπικά την πρωθυπουργική απόφαση. Σε προμαχώνα στήριξης του Κ. Καραμανλή είχε μεταβληθεί και το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού.

3

Ο Α. Λιβάνης υπήρξε υπέρμαχος και ο κορυφαίος εκφραστής αυτής της κίνησης. Αλλά και οι επώνυμες εισηγήσεις του Εκτελεστικού Γραφείου στον Πρωθυπουργό, συνηγορούσαν υπέρ της υποψηφιότητας Καραμανλή, με μοναδική εξαίρεση τη διαφοροποίηση Λαλιώτη υπέρ του Παναγιώτη Κανελλό- πουλου. Πράγματι ο Ανδρέας επιθυμούσε την επανεκλογή Καραμανλή, κι ήταν ειλικρινής στις υποσχέσεις του. Ο τέως Πρόεδρος διαφώνησε με τον Πρωθυπουργό πολλές φορές. Ο Πρωθυπουργός ποτέ με τον Πρόεδρο. Ο Ανδρέας μοιάζει με τον άνεμο, κι αυτό δεν το γνώριζε ο Καραμανλής. Γι’ αυτό πικράθηκε από την παρασπονδία του. Ο Πρωθυπουργός αλλάζει πρόσωπο διαρκώς. Ασπάζεται αλληλοδιαδόχως τις απόψεις των άλλων, αλλά και ενστερνίζεται τελικά τις προτάσεις του τελευταίου του συνομιλητή. Και ο τελευταίος συνομιλητής του στο Καστρί, το βράδυ της Παρασκευής, 8 Μαρτίου 1985, ήταν ο υπουργός Εσωτερικών Μένιος Κουτσόγι- ωργας, παλιός φίλος του και συνήγορός του στην «υπόθεση Ασπίδα». Ο Μένιος δεν συμβιβαζόταν εύκολα και πολλές φορές είχε έρθει αντιμέτωπος με τους ανθρώπους που επηρεάζουν αποφασιστικά και περιστοιχίζουν ασφυκτικά τον Πρωθυπουργό, όπως ο Α. Λιβάνης, η Α. Κοκκόλα, ο Μ. Ζι- άγκας, ο Γ. Κατσιφάρας. Ανταγωνιστικές ήταν και οι σχέσεις του με την πάλαι ποτέ παντοδύναμη τριανδρία του Εκτελεστικού Γραφείου - Γεννηματάς - Λαλιώτης - Τσοχατζόπουλος — , καθώς και με τον Πρόεδρο της Βουλής Γιάννη Αλευρά. Ο Μένιος, σαν κορυφαίος σύμβουλος στο Καστρί και κυριότε- ρος αντιδεξιός εκφραστής του Κινήματος στον πολιτικό στίβο, μολονότι δεν ανήκει στην αριστερή πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, συγκέντρωσε την πολεμική της δεξιάς κατά του προσώπου του, που κορυφώθηκε μάλιστα με αμφισβήτηση της βουλευτικής του ιδιότητας και προσφυγή για έκπτωσή του από το βουλευτικό αξίωμα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο - 17.1.1985. Τη δυσφορία του για τον Μένιο είχε εκφράσει στον Πρωθυπουργό, προσωπικά, και ο Καραμανλής, το καλοκαίρι του ’83, που αν πίεζε περισσότερο τα πράγματα, θα απομακρυνόταν ασφαλώς πολύ νωρίτερα από το Υπουργείο Προεδρίας, αφού τον πολεμούσε λυσσαλέα και το ιδιαίτερο περιβάλλον στο Καστρί. Αργότερα ο Κουτσόγιωργας εκδικήθηκε τη Δεξιά για τη δοκιμασία του αυτή με την πρόταση Σαρτζετάκη για την Προεδρία της Δημοκρατίας και την ανατροπή του Κ. Καραμανλή. Οι τελευταίες συναντήσεις του Πρωθυπουργού με τον Καραμανλή στο Μέγαρο του Ηρώδου Αττικού έγιναν στις 10.30 το πρωί, Παρασκευή 22 Φεβρουάριου και Πέμπτη 28 Φεβρουάριου του ’85. Ο Ανδρέας κι αυτή τη φορά ήταν κατηγορηματικός στις διαβεβαιώσεις του απέναντι στον Κ. Καραμανλή για την επανεκλογή του, μολονότι είχε κλονισθεί και εντυπωσιασθεί αρκετά από τις αντιρρήσεις Κουτσόγιωργα, σε δυο προηγούμενες συναντήσεις τους. Τη μία, την Τρίτη βράδυ 19 Φεβρουάριου, με την ευκαιρία μιας ευρύτερης σύσκεψης στο Καστρί, με συμμετοχή 8 βάνη - το μεσημέρι ο Αλευρά, Μένιου, Χαρα- λαμπόπουλου, Άκη, Γεννηματά, Λαλιώτη, Σημίτη και ΛιΠρωθυπουργός είχε συζητήσει το θέμα Καραμανλή τετ α τετ με τον Γιάννη Αλευρά σε γεύμα στο Καστρί - και την άλλη, την Πέμπτη βράδυ 21 Φεβρουάριου του ’85, μετά το τέλος της σύσκεψης με την τριανδρία του Εκτελεστικού. Η διπλή τακτική του Πρωθυπουργού απέναντι στον Καραμανλή και η αναποφασιστικότητά του στο φλέγον θέμα της Προεδρίας, διαφαίνονται εξόχως σε απρόοπτο διάλογο που είχε με τη Μαργαρίτα και άνδρα της προσωπικής του ασφάλειας.

Ήταν Σάββατο βράδυ, 2 Μαρτίου 1985, μετά τη διασκέδασή τους στο κέντρο «Έμπατη», με την Κοκκόλα, τον Ζιάγκα, τον Στ. Παναγόπουλο με τη σύζυγό του. Έξω από το κέντρο ο Πρωθυπουργός, ευχαριστημένος προφανώς, ρώτησε: «Όλα καλά και θαυμάσια απόψε;» Ο άνδρας της προσωπικής του ασφάλειας του αποκρίθηκε απρόοπτα ως εξής: «Απομένει κάτι κύριε Πρόεδρε. Ένα όχι στον πατέρα της Δεξιάς και όλα θα πάνε καλά». Η Μαργαρίτα, ενοχλημένη από το καυστικό σχόλιο του αστυνομικού, του είπε σιβυλλικά: «Είσαι αρκετά έξυπνος. Γιατί το λες;» Ο Ανδρέας, παρεμβαί- νοντας τότε απότομα, είπε: «Τι λέει η Μαργαρίτα;» «Δεν έχει καταλάβει από τις εφημερίδες δικαιολογήθηκε η Μαργαρίτα -ότι θα βγάλουμε τον Καραμανλή»... Ο Πρωθυπουργός εκνευρισμένος τότε είπε στην πολυπράγμονα σύζυγό του αυστηρότατα: «Άκονσε Μαργαρίτα, αυτό το θέμα είναι δικό μου. Σας άκονσα όλους και θα αποφασίσω εγώ. Η ευθύνη είναι δική μου». Στο Καστρί ο σωματοφύλακας, θορυβημένος από την απροσδόκητη οξύτητα του διαλόγου, αποφάσισε να ζητήσει συγγνώμη προτού αποσυρθεί για ύπνο ο Πρωθυπουργός. «Ήθελα να σας ζητήσω συγγνώμη κύριε Πρόεδρε», του είπε. «Για ποιο πράγμα;» απάντησε έκπληκτος εκείνος. «Για τον Καραμανλή - συνέχισε ο σωματοφύλακας - Ακούω από τον κόσμο ότι θα είναι άσχημο για μας να ψηφίσουμε Καραμανλή. Θα καταστραφούμε». «Σε παρακαλώ πάρα πολύ, είπε ο Πρωθυπουργός πηγαίνοντας για ύπνο. Βεβαίως, να έχεις άποψη για τα πολιτικά θέματα. Δεν είσαι Έλληνας πολίτης; Να μου μιλάτε ελεύθερα και χωρίς ενδοιασμούς».

3

Κατά βάθος ο Ανδρέας υπήρξε αντικαραμανλικός, για λόγους ψυχολογικούς, κυρίως, και όχι πολιτικούς. Τον ενοχλούσαν κρίσεις υπέρ του Καραμανλή και έδειχνε ικανοποιημένος όταν τον επέκριναν. Κάποτε, σε μια δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο, αναστατώθηκε, όταν είδε τον υφυπουργό 'Αμυνας Γ. Πέτσο να περιμένει με την πρώην σύζυγό του να χαιρετήσει τον Κ. Καραμανλή, που με ελαφρώς στραμμένη την πλάτη μιλούσε ανύποπτος σε κάποιον άλλο. «Η γυναίκα του είναι Καραμανλική - ψέλλισε ο Πρωθυπουργός - αλλά αυτός δεν καταλαβαίνω τι θέλει επιτέλους εκεί πέρα». Και ήταν η ψήφος του επιστρατευμένου Γ. Πέτσου αργότερα, που σχημάτισε το μαγικό αριθμό 180 και αποσόβησε τη συνταγματική κρίση. Μια αριστοτεχνικά επιτηδευμένη πολεμική κατά Καραμανλή με αντίστοιχη κολακευτική αποθέωση του Παπανδρέου, όσο και προφανής κι αν ήταν στον κοινό νου, μπορούσε να υποβάλει επικίνδυνα το υποσυνείδητο του Πρωθυπουργού, αφυπνίζοντας δυσάρεστες καταστάσεις του από τα παλιά. Με τη στρατηγική αυτή τον ρυμουλκούσες με το μέρος σου και κέρδιζες αναμφίβολα τη συμμαχία και την εύνοιά του. Ο Πρωθυπουργός παγιδεύεται εύκολα στη γοητεία της κολακείας. Η αλλαγή στην Προεδρία της Δημοκρατίας σημαδεύτηκε με τις ανόδους στο Καστρί του Μένιου Κουτσόγιωργα το τελευταίο ιδιαίτερα κρίσιμο και πυρετώδες τριήμερο (6-8 Μαρτίου 1985) και η απομάκρυνση του Καραμανλή κρίθηκε αποφασιστικά το βράδυ της Παρασκευής 8 Μαρτίου 1985. Η τελευταία σύσκεψη της τριανδρίας του Εκτελεστικού για το θέμα Καραμανλή, με συμμετοχή του Μένιου και του Γ. Καρά- τση, φίλου του Πρωθυπουργού, έγινε στο Καστρί, την Τετάρτη το βράδυ 6 Μαρτίου 1985. Ο υπουργός των Εσωτερικών, για λόγους τακτικής, δεν μονομάχησε και δεν αποκάλυψε όλα του τα χαρτιά στη σύσκεψη αυτή. Ήθελε να διασφαλίσει, μέχρι την ύστατη στιγμή, τον βασικό πυρήνα των προτάσεών του από την πολεμική της τρόικας του Εκτελεστικού. Αλλά και σαν άριστός γνώστης της ψυχολογίας του Αν- δρέα, ήξερε ότι οι πολυσήμαντες μάχες μαζί του - λόγω της μυστικοπάθειας και της παλιμβουλίας του — κερδίζονται μόνο στο παρασκήνιο. Αυτή τη φορά, εξάλλου, δεν είχε να φοβηθεί τον Αιβάνη, που την κρίσιμη εκείνη περίοδο είχε μειωθεί κατακόρυφα η επιρροή του, γιατί τον είχαν κατηγορήσει ότι συνωμοτούσε υπέρ του Καραμανλή. Ο μυστικοσύμ- βουλος του Πρωθυπουργού είχε ήδη εξουδετερωθεί από την «Υπηρεσία Ειδικών Συνδέσμων και Προστασίας Απορρήτου» - την περιβόητη ΥΕΣΠΑ - ως συνδιαλεγόμενος στα κρυφά με τον πρέσβη Π. Μολυβιάτη, άνθρωπο του Καραμαν- λή. Στο περιθώριο της βραδινής σύσκεψης της Τετάρτης, ο υπουργός Εσωτερικών κατάφερε να πάρει την πρωτοβουλία στους χειρισμούς και τις δυο επόμενες μέρες αναδεικνύεται ο αδιαφιλονίκητος ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων. Την Πέμπτη το βράδυ ανεβαίνει πάλι στο Καστρί και διαβουλεύ- εται με τον Παπανδρέου για το επίμαχο θέμα Καραμανλή. Στο Καστρί κλήθηκε και ο καθηγητής Γ. Κασιμάτης για θέματα αποκλειστικά συνταγματικού δικαίου. Είναι προφανές τώρα, ότι ο Πρωθυπουργός περιέρχεται αργά μεν αλλά σταθερά κάτω από τον κυρίαρχο έλεγχο του δυναμικού υπουργού των Εσωτερικών. Αλλά η ιστορική συνάντηση στο Καστρί μεταξύ Πρωθυπουργού και υπουργού των Εσωτερικών για την ιστορική απόφαση απομάκρυνσης του Καραμανλή από την Προεδρία της Δημοκρατίας, πραγματοποιείται στο αμέσως επόμενο εικοσιτετράωρο, την9 Παρασκευή βράδυ 8 Μαρτίου 1985. Στις 10.30 το πρωί της ίδιας μέρας, ο Παπανδρέου είχε δει στο Καστρί τον υπουργό 'Αμυνας της Κύπρου, τον Αρχηγό της Εθνοφρουράς και τον Α. Δροσογιάννη για αμυντικά θέματα της Κύπρου και το μεσημέρι είχε γευματίσει με τον Άκη Τσοχατζόπουλο, έμπιστο άνθρωπό του στην τρόικα του Εκτελεστικού και στο κόμμα. Ο Άκης ήταν και ο μόνος που γνώριζε τις σκέψεις του Πρωθυπουργού, λίγες ώρες νωρίτερα, πριν αρχίσουν οι πολύωρες διαβουλεύσεις με τον υπουργό Εσωτερικών. Με την πολυπραγμοσύνη του αυτή ο Ανδρέας έδινε την αίσθηση του ελέγχου της κατάστασης και της ισορροπίας των πραγμάτων. Όμως ο Μένιος είχε θέσει σαν βασικό όρο στον Ανδρέα για την αποκλειστική και απρόσκοπτη συνεργασία τους, ότι δεν θα ήταν κανένας άλλος στη συνάντησή τους. Πίστευε ότι μόνον έτσι δεν θα διέτρεχε κίνδυνο η επιτυχία της κίνησής του από τις παρεμβολές του στενού Πρωθυπουργικού περιβάλλοντος. Η απουσία των παρακοιμώμενων από το Καστρί την κρίσιμη εκείνη βραδιά της Παρασκευής, εξασφάλισε στον υπουργό των Εσωτερικών την τήρηση των συμπεφωνημένων με τον Πρωθυπουργό. Ο Μένιος υποστήριξε στο Καστρί εκλογή Σαρτζετάκη ως τη μόνη λύση για τον θρίαμβο των επερχόμενων εκλογών. Κατα-

πολέμησε την υποψηφιότητα Καραμανλή, πρότεινε κυρίως ως δέλεαρ την αναθεώρηση του Συντάγματος και αλλοτρίωσε με τον καταιγισμό και τη γοητεία της επιχειρηματολογίας του την ομολογουμένως αδύναμη και εύθραυστη βούληση του Πρωθυπουργού. «Ό,τι πεις εσύ Μένιο», είπε σε κάποια στιγμή ο Πρωθυπουργός. Η κίνηση Κουτσόγιωργα σημείωσε επιτυχία εξαιτίας του αιφνιδιασμού του μεσονυκτίου. Γνώριζε την εύθραυστη ψυχολογία του πρωθυπουργού και τις ξαφνικές μεταλλαγές του και για σιγουριά έφυγε μετά τα μεσάνυχτα, όταν ο Πρωθυπουργός θα πήγαινε για ύπνο. Χρονικά περιθώρια για νέες αφίξεις επισκεπτών στο Καστρί και παραπέρα διαβουλεύσεις και επανατοποθετήσεις του πρωθυπουργού για το επίμαχο θέμα δεν υπήρχαν, γιατί η επίσημη ανακοίνωση υπέρ της υποψηφιότητας Σαρτζετάκη θα γινόταν το πρωί της επόμενης μέρας στη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του Κινήματος στον Αστέρα Αθηνών. Ο Μένιος κατέλαβε συνεπώς εξ απροόπτου και στον ύπνο όλους τους κορυφαίους υποστηρικτές της υποψηφιότητας Καραμανλή στο Κίνημα. Με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εσωτερικών συνεργάστηκε στο Καστρί για δεύτερη συνεχώς βραδιά, μέχρι τα μεσάνυχτα, και ο καθηγητής του συνταγματικού δικαίου Γ. Κασιμάτης, προϊστάμενος της Νομικής υπηρεσίας του πρωθυπουργού, ενόψει της πρότασης στην Κεντρική Επιτροπή του Κινήματος, για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η λαλίστατη άλλοτε Κοκκόλα, αποθαρρυμένη και άφωνη, περιορίστηκε αποκλειστικά τώρα στη δακτυλογράφηση του κειμένου. Η δε Μαργαρίτα, που.υποστήριζε ευ- θαρσώς κατά το παρελθόν την υποψηφιότητα Καραμανλή στην Προεδρία, μετά το πρόχειρο και σύντομο δείπνο, εισ- έπραξε την αισιόδοξη διαβεβαίωση του πρωθυπουργού καθώς αποσυρόταν για το υπνοδωμάτιό της: «μην ανησυχείς Μαργαρίτα, όλα θα πάνε θαυμάσια».

3

Στο πλαίσιο της πολεμικής κατά της επανεκλογής Καραμανλή στην Προεδρία, εντάσσεται και η έκτακτη εμφάνιση στο Καστρί την Παρασκευή, στις 9.30 περίπου το βράδυ, του Κ. Τσίμα, Γενικού Γραμματέα τότε του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, που συνέπεσε σε κάποια ώρα, που απούσιαζε ο Μ. Κουτσόγιωργας, πιθανώς στην κατοικία του υποψήφιου Προέδρου. Ο Κ. Τσίμας, που είχε συναντηθεί με τον πρωθυπουργό και την Πέμπτη το πρωί στο Καστρί, του παρουσίασε περιχαρής μια κασέτα που αφορούσε υποκλοπή τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρέσβη Π. Μολυβιάτη. Το περιεχόμενο της κασέτας χρησιμοποιήθηκε από τον Τσίμα, ως ισχυρό επιχείρημα κατά της επανεκλογής του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Η ερώτηση Μολυβιάτη στην αρχή του διαλόγου, «τι γνώμη έχετε σεις Πρόεδρε για τις πρόωρες εκλογές» και το αιχμηρό σημείο απάντησης Καραμανλή, «εγώ δεν έχω καμιά γνώμη γι’ αυτές και δεν έχω δεσμευτεί με κανέναν απ’ αυτούς για το τι θα κάνω μετά», ερμηνεύτηκε ότι ο Καραμανλής ήταν αντίθετος με τις πρόωρες εκλογές, γιατί ήθελε να εκλεγεί πρώτα και ύστερα να στραφεί κατά του πρωθυπουργού στις εκλογές. Η υποκλοπή της τηλεφωνικής συνδιάλεξης του Προέδρου της Δημοκρατίας έγινε την «τελευταία στιγμή», όπως χαρακτηριστικά ελέχθη, ύστερα από συνεχή παρακολούθηση ενός δεκαπενθήμενου περίπου (23 Φεβρουάριου - 8 Μαρτίου 1985) από τον Δημήτριο Παϊζάκη, τεχνικό της ΥΕΣΠΑ, ο οποίος και παρέδωσε την κασέτα στα χέρια του Κ. Τσίμα. Το ■Σάββατο το μεσημέρι, 23 Φεβρουάριου 1985, ο πρωθυπουργός είχε φάει με τον Τσίμα στο διαμέρισμά του στον Αστέρα Βουλιαγμένης και είχαν συζητήσει για την παρακολούθηση των συνδιαλέξεων του Κ. Καραμανλή, όπως μου αποκάλυψε ο ίδιος ο Πρόεδρος. Η παρακολούθηση του Προέδρου της Δημοκρατίας απαιτούσε την εξουσιοδότηση του πρωθυπουργού. Για την αξιοποίηση του υλικού της υποκλοπής χρειαζόταν η συγκατάθεση του πραγματικού αποδέκτη των προϊόντων της υποκλοπής. Αλλιώς το εγχείρημα θα ήταν άκρως επικίνδυνο. Κανένας δεν επιχειρούσε να υποκλέψει μόνος του συνδιαλέξεις του παντοδύναμου τότε Καραμανλή, χωρίς το πράσινο φως από το Καστρί. Η παρακολούθηση των πολιτικών προσωπικοτήτων επί ΠΑΣΟΚ, ήταν κατ’ εξοχήν έργο της διοίκησης του ΟΤΕ και όχι των μυστικών υπηρεσιών του κράτους (ΚΥΠ). Η υπηρεσία υποκλοπών (ΥΕΣΠΑ) υπαγόταν στον απόλυτο και ασφυκτικό έλεγχο του ιδιαίτερου γραμματέα του πρωθυπουργού και συνδέσμου του με την ΚΥΠ, Μ. Ζιάγκα. Ο αρμόδιος της ΥΕΣΠΑ Ν. Γιαννιώτης, έδινε τα προϊόντα των υποκλοπών - κασέτες με την απομαγνητοφώνηση του περιεχομένου τους - και για λογαριασμό του πρωθυπουργού, στον Μ. Ζιάγκα στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο ιδιαίτερος γραμματέας ήταν ο μαιτρ των υποκλοπών των συνδιαλέξεων του πολιτικού κόσμου σε10αγαστή συνεργασία με τον πρωθυπουργό. Θύματα υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων δεν ήταν μόνο κορυφαία ονόματα της δεξιάς αλλά και της αριστεράς και του κυβερνητικού στρατοπέδου. Ένας αόρατος έλεγχος τρόμου ασκείτο στο κυβερνητικό στρατόπεδο, όσες φορές φούντωνε η εσωκομματική διαπάλη και οξύνονταν οι σχέσεις των υποψήφιων θυμάτων με το Καστρί. Η ΥΕΣΠΑ παρακολουθούσε τους περισσότερους και κορυφαίους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ ακόμα - τι τραγική ειρωνεία της τύχης - και τον τέως υπουργό Ν. Α- θανασόπουλο, πρόεδρο της διακομματικής επιτροπής της Βουλής για τις υποκλοπές των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Από τα αυτιά της ΥΕΣΠΑ δεν ξέφυγε ούτε ο Κουτσόγιωργας, ως υπουργός Προεδρίας και πολιτικός προϊστάμεος της ΚΥΠ (ΕΥΠ), που τοποθετήθηκε στο υπουργείο Εσωτερικών για να υπαχθεί αμέσως η ΚΥΠ υπό τον πρωθυπουργό. Ο φόβος της ανασφάλειας του Παπανδρέου ήταν κραυγαλέος. «Τώρα Βασίλη είμαστε ήσυχοι γιατί έχουμε την ΚΥΠ στα χέρια μας και ο Μένιος δεν μπορεί πια να μας παρακολουθεί», μου είπε στο Καστρί. Έτσι τουλάχιστον του έλεγαν. Ο πρωθυπουργός πιστεύει ό,τι του διαβιβάζουν. Ελάχιστες φορές άκουσε ό ίδιος τις κασέτες των υποκλοπών. Συνήθως περιοριζόταν σε όσα του

διαβίβαζε ο Μ. Ζίάγκας. Η ΥΕΣΠΑ παρακολουθούσε στην αρχή και τον κορυφαίο συνταγματάρχη I. Αλεξάκη, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά διότι ο πρωθυπουργός τον θεωρούσε «φίλο του Στάθη Παναγούλη». Από τότε που πήρε την εξουσία του ΠΑΣΟΚ η ΥΕΣΠΑ ήταν το αποκλειστικό όργανο παρακολούθησης των συνδιαλέξεων του πολιτικού κόσμου της χώρας στην υπηρεσία του πρωθυπουργού. Ο προϊστάμενός της Ν. Γιαννιώτης αναφερόταν κατευθείαν στον Μ. Ζιάγκα. Τόσο ο Γιαννιώτης όσο και ο γενικός διευθυντής του ΟΤΕ Τόμπρας είχαν την απόλυτη εμπιστοσύνη του Ζιάγκα. Παλαιότερα στον αγώνα επικράτησης Μακρό- πουλου - Τόμπρα, ο Μ. Ζιάγκας πήρε ανοιχτά το μέρος του Τόμπρα. Η ΥΕΣΠΑ χρησιμοποιήθηκε σαν αντίβαρο στην ΚΥΠ, που όταν ήταν υπό τον Κουτσόγιωργα δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στον πρωθυπουργό, μολονότι εμπιστευόταν τον αρχηγό της Γ. Πολίτη, που επελέγη μεν προσωπικά από τον Μένιο, αλλά από πίνακα που είχε προταθεί με άλλους δυο στρατηγούς από τον Α. Δροσογιάννη, άνθρωπο μόνιμα προσ- κολλημένο στο πρωθυπουργικό περιβάλλον. Ο ευφάνταστος πρωθυπουργός πανικοβαλλόταν σε όσα του καταμαρτυρούσαν για τον Μένιο με επιτηδειότητα οι άνθρωποί του. Εξάλλου ο Κουτσόγιωργας απομακρύνθηκε από το υπουργείο Προεδρίας για να ελέγχεται πλήρως η ΚΥΠ από τους παρακοιμώμενους στο Καστρί. Με την άμεση υπαγωγή της ΚΥΠ στο Καστρί, ο Μ. Ζιάγκας χρίστηκε σύνδεσμός της με τον Πρωθυπουργό. Ο συνταγματάρχης I. Αλεξάκης αναφερόταν τώρα σ’ αυτόν για θέματα ασφάλειας του Κράτους. Μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις ο γηραιός στρατηγός Γ. Πολίτης ζητούσε ακρόαση από τον Πρωθυπουργό. Αλλά η πλήρης κομματικοποίηση της ΚΥΓΙ (ΕΥΠ) υπό το πρόσχημα της πολιτικοποίησης, ολοκληρώθηκε μόλις απομακρύνθηκε ο Κ. Μακέδος και ανέλαβε τη διοίκησή της ο Κ. Τσίμας, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ και ευλαβικά προσκείμενος στο Καστρί. Εφεξής η ΚΥΠ κυριαρχείται από το δίδυμο Τσίμα - Ζιάγκα.

3

Μόλις τελείωσε η συνάντηση του Παπανδρέου με τον Τσίμα στο Καστρί την Παρασκευή βράδυ 8 Μαρτίου 1985, ο Πρωθυπουργός φανερά επηρεασμένος κοντοστάθηκε για λίγο σκεπτικός στο μικρό χωλ της εισόδου και μου είπε: «Μίλησες με τον Τσίμα για την κασέτα. Αύριο θα πάρουμε οριστικά το κεφάλι του Χασάν» - Χασάν αποκαλούσε πολλές φορές στο Καστρί ο Πρωθυπουργός τον Κ. Καραμανλή. Ο Κ. Τσίμας από τη διεύθυνση των ΕΛΤΑ πέρασε στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, σε μια προσπάθεια του πρωθυπουργού να περιορίσει με δικό του άνθρωπο τις αρμοδιότητες του υπουργού Γιάννη Σκουλαρίκη, που τον κατηγορούσαν για κακοδιοίκηση και βαλλόταν πανταχόθεν. Το μεγαλείο της αμετροέπειας ήταν η συνάντηση του Ανδρέα με τον υπασπιστή του Σκουλαρίκη, αστυνόμο Γ. Κλειδέρη- με τη μεσολάβηση της μαγείρισσας του πρωθυπουργού τη Δευτέρα βράδυ 30 Ιουλίου 1984 στο Καστρί. Ο Κλειδέρης του παράδωσε κασέτα από υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του προϊσταμένου του υπουργού, τις οποίες άκουσε την επόμενη μέρα ο Ζιάγκας για να εξακριβώσει τις καταγγελίες. Από τη θέση του Γενικού Γραμματέα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ο Κ. Τσίμας συνεργάστηκε με την ΥΕΣΠΑ και είχε ασφαλώς καλύτερο προφίλ στην υπηρεσία αυτή από τον Μ. Ζιάγκα. Πρόσεχε όμως τις σχέσεις του με τον ιδιαίτερο γραμματέα, γιατί αλλιώς θα έχανε και την εύνοια του πρωθυπουργού, αφού γνώριζε καλά την τρομακτική επίδραση που του ασκούσε το άμεσο περιβάλλον του. Στις παρασκηνιακές κινήσεις του κατά του Κ. Καραμανλή — μετά το επίσημο ταξίδι του πρωθυπουργού στη Ρωσία (11- 14/2/85) - ο Κ. Τσίμας συναντήθηκε μαζί του τέσσερις φορές. Φρόντισε να δώσει αθόρυβα εξετάσεις με αφορμή το θέμα Καραμανλή και

11

την Παρασκευή το βράδυ 8/3/85 άρπαξε την ευκαιρία με την κασέτα και παρουσιάστηκε σαν τροπαιούχος στο Καστρί. Σε άλλες περιπτώσεις, οι κασέτες υποκλοπών παραδίνονταν κανονικά μέσω Γιαννιώτή στον Ζιάγκα, αλλά ο τεχνικός της υπηρεσίας της ΥΕΣΠΑ Δ. Παϊζάκης προτίμησε να εγχειρίσει την «κασέτα Καραμανλή» απευθείας στον καραδοκούντα Κ. Τσίμα. Το τελευταίο κρίσιμο δεκαπενθήμερο η ΥΕΣΠΑ είχε επιστρατευθεί για να παρακολουθεί το τηλέφωνο του Κ. Καραμανλή. Αργότερα ο Κ. Τσίμας, σε παρατήρηση δική μου ότι «ο Μ. Κον- τοόγιωργας είναι ο πραγματικός νικητής των εκλογών», γιατί αυτός στην ουσία ανέτρεψε τον Καραμανλή, ισχυρίστηκε ότι ο Καραμανλής ανατράπηκε «από την κασέτα που αυτός παρέδωσε στον πρωθυπουργό». Η αλήθεια είναι, ότι η επίμαχη κασέτα βοήθησε περισσότερο, ώστε ο Μένιος να κάμψει τη βούληση του πρωθυπουργού για την ανατροπή του Κ. Καραμανλή. Δυόμισι χρόνια περίπου αργότερα και λίγες μέρες προτού κατατεθεί η επιστολή Παναγούλη στην «Εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή» (24 Νοεμβρίου 1987) για την κλή- τευσή μου σαν μάρτυρα στην έρευνα για τις υποκλοπές, πλη- ροφορήθηκα από τον Δ. Παϊζάκη σε συνάντηση που είχα μαζί του στην Κηφισιά - παρουσία ενός κοινού φίλου - ότι ο Κ. Τσίμας του διαβίβασε «τις ευχαριστίες και τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού» για την επιτυχία της υποκλοπής της συνδιάλεξης του Κ. Καραμανλή. «Γράψαμε ιστορία. Αλλάξαμε τον ρουν των πραγμάτων», είπε περιχαρής στον Δ. Παϊζάκη ο Κ. Τσίμας. Παρέμβαση Κουτσόγκοργα και εκδίκηση Λιβάνη

Τον X. Σαρτζετάκη, ως δικαστή, πρα)τογνώρισε ο Α. Πα- πανδρέου την εποχή της Ένωσης Κέντρου, από τον Μ. Κου- τσόγιωργα. Στην περίοδο του ΠΑΣΟΚ, ο Σαρτζετάκης ξα- νασυναντάται για πρώτη φορά με τον πρωθυπουργό σε μια επίσκεψη που έκανε στο Καστρί με τον καθηγητή Γ. Κασι- μάτη, την Παρασκευή μεσημέρι 26 Μαρτίου 1982. Από τότε δεν είχε επαφή με το Καστρί. Ο Κουτσόγιωργας πρότεινε τον Αρεοπαγίτη Χρ. Σαρτζετάκη για την Προεδρία της Δημοκρατίας με το εξής σκεπτικό: Σαν υπερκομματικός υποψήφιος θα εξασφάλιζε και την απαραίτητη υποστήριξη του ΚΚΕ στη Βουλή, λόγω της γνωστής στάσης του ως ανακριτής στην «Υπόθεση Λαμπράκη». Οποιοσδήποτε άλλος υποψήφιος, συμπεριλαμβανομένου και του Π. Κανελλόπουλου, αν αποδεχόταν την υποψηφιότητα, θα καταψηφιζόταν από το ΚΚΕ. Χωρίς την υποστήριξη του ΚΚΕ στη Βουλή, η κυβέρνηση αδυνατούσε να εκλέξει τον δικό της υποψήφιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Η εκλογή Σαρτζετάκη στην Προεδρία της Δημοκρατίας ικανοποιούσε την ευαισθησία του δημοκρατικού κόσμου και εγγυόταν τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση. Αντίθετα, η εκλογή του Καραμανλή - πατέρα της Δεξιάς - θα απογοήτευε τους κεντρώους και αριστερούς ψηφοφόρους του κινήματος. Το ΠΑΣΟΚ θα έχανε την έξωθεν καλή μαρτυρία ως προοδευτικού και σοσιαλιστικού Κινήματος και οι δυσαρε- στημένοι ψηφοφόροι του θα στρέφονταν αριστερότερα. Με την επανεκλογή Καραμανλή στην Προεδρία και με μια αναμενόμενη εκμετάλλευση του γεγονότος από την παραδοσιακή αριστερά για την παλιννόστηση στους κόλπους της των αριστερών ψηφοφόρων, το ΠΑΣΟΚ θα έχανε την αυτοδυναμία του στις εκλογές. Η εισήγηση της αναθεώρησης του Συντάγματος ως δυναμική συμπλήρωση της πρότασης Κουτσόγιωργα για εκλογή Σαρτζετάκη, ενθουσίασε και γοήτευσε τον Πρωθυπουργό, που θα γινόταν έτσι ο κυρίαρχος ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων με την αναθεώρηση του Συντάγματος και ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας από ουσιαστικός (διαιτητικός) καθίστατο αδύναμος και διακοσμητικός. Ο Μ. Κουτσόγιωργας, περνώντας στην αντεπίθεση τώρα με τη σειρά του κατά της Δεξιάς και στην προσπάθειά του να πείσει ευκολότερα τον Πρωθυπουργό για την απομάκρυνση Καραμανλή και να κεντρίσει προφανώς περισσότερο τη φι- λαρχία του, πρότεινε το δέλεαρ της αναθεώρησης του Συντάγματος, και κατέστησε ακούσια τον Παπανδρέου παντοδύναμο ρυθμιστή των πολιτικών πραγμάτων. Εκτός από την πρόταση Κουτσόγιωργα, άλλες απόψεις που επηρέασαν, αναμφισβήτητα, τον πρωθυπουργό, ήταν οι εξής: α) Η απομάκρυνση του Κ. Καραμανλή από την Προεδρία αποτελούσε προσωπικό καθήκον του Α. Παπανδρέου στη μνήμη του πατέρα του Γ. Παπανδρέου. «Το χρωστούσα στον πατέρα μου», έλεγε 112αργότερα στο Καστρί ο Πρωθυπουργός. 'Αλλοτε πάλι πρότεινε σαν δικαιολογία σε κορυφαίο συνεργάτη του στο Καστρί, ότι «δεν τον άντεχα άλλο». β) «Ο Καραμανλής έφυγε το ’63 με Γ. Παπανδρέου και Σαρτζετάκη. Το ’85 ξαναφεύγει με Α. Παπανδρέου και Σαρτζετάκη». Ο «ιστορικός συμβολισμός» της παρουσίας του X. Σαρτζετάκη και στις δυο περιπτώσεις εντυπώσιασε τον πρωθυπουργό. γ) Με την απομάκρυνση Καραμανλή από την Προεδρία, η Δεξιά θα έχανε και το τελευταίο έρεισμα της εξουσίας και η σύγκρουση με τον Καραμανλή ενόψει των εκλογών θα εμφανιζόταν ως «ιστορική ρήξη του ΠΑΣΟΚ με το κατεστημένο», με ευνοϊκή πολιτική απήχηση στο εκλογικό σώμα. Ο Α. Παπανδρέου θα έμενε στην ιστορία σαν ο μοναδικός πολιτικός που γκρέμισε οριστικά από την εξουσία τη Δεξιά. (Η παρατήρηση αυτή κολάκευσε τα μέγιστα την υστεροφημία του πρωθυπουργού.) Και δ) Ο Καραμανλής με την επανεκλογή του στην Προεδρία θα ήταν αμείλικτος απέναντι στο ΠΑΣΟΚ (κασέτα

Τσίμα). Υπήρξε συμβιβαστικός κατά την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, για να επιτύχει την επανεκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Μετά την επανεκλογή του, θα φανέρωνε το ^αληθινό του πρόσωπο. Η αναθεώρηση του Συντάγματος με ανησύχησε πάρα πολύ από την πρώτη στιγμή, γιατί ο Πρωθυπουργός έγινε ξαφνικά ανεξέλεγκτος και πανίσχυρος. Στο σημείο αυτό αξίζει ν’ αναφερθώ σ’ ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. Την Παρασκευή το μεσημέρι 9 Μαρτίου 1984, στο Προεδρικό Μέγαρο ο Κ. Καραμανλής έκανε αυστηρές συστάσεις στον Πρωθυπουργό για τον χειρισμό του Ελληνοτουρκικού επεισοδίου στο Βόρειο Αιγαίο - πυροβολισμός αντιτορπιλλικού «Πάν- θηρ» στη Σαμοθράκη από τουρκικά αντιτορπιλλικά - και διαφώνησε με τη βεβιασμένη απόφαση να ανακληθεί ο πρεσβευτής μας στην Άγκυρα, που όξυνε περισσότερο την πολιτική κρίση. Μέχρι το βράδυ και κατά δήλωση του υφυπουργού Εξωτερικών Γ. Καψή, το θέμα θεωρήθηκε λήξαν. Μετά τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Καραμανλή επισκεφθή- καμε στις 2.00 το μεσημέρι τον Κ. Λαλιώτη στο Λαϊκό Νοσοκομείο, όπου μου έκαναν εντύπωση τα λόγια του αρχιπραξι- κοπηματία Παττακού - μόλις είχε φύγει μετά από νοσηλεία του που μας μετέφερε ο πρόεδρος του Λαϊκού Νοσοκομείου, γιατρός Α. Σερέτης: «Πες στον Ανδρέα να προχωρήσει σταθερά, γιατί διαφορετικά θα έχει την τύχη τη δική μας». Το Σάββατο 9 Μαρτίου 1985, φτάσαμε από το Καστρί στη Βουλή, όπου ο πρωθυπουργός συναντήθηκε στο πολιτικό του γραφείο στις 9.30 το πρωί, με την τριανδρία του Εκτελεστικού - Γεννήματα, Λαλιώτη και Τσαχατζόπουλο -, στους οποίους και ανακοίνωσε την απόφασή του για τον Κ. Καραμανλή. Από κει πήγε στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ στον «Αστέρα» Αθηνών, όπου αιφνιδίασε τους πάντες, που θεωρούσαν σαν βέβαιο υποψήφιο τον Κ. Καραμανλή. Το βράδυ ο πρωθυπουργός γιόρτασε την απομάκρυνση μέχρι τις 3.30 το πρωί στη γνωστή ταβέρνα «Μπελ Βι» στην Εκάλη. Στη μονότονη πρωθυπουργική συντροφιά ήταν προσκαλεσμένος και ο Α. Τρίτσης. Μετά την εκλογή Σαρτζετάκη στην Προεδρία (29/3/85) οι σχέσεις του πρωθυπουργού με τον Λιβάνη, που είχαν κλονιστεί με αφορμή το θέμα Καραμανλή, αποκαθίστανται πλήρως σε γεύμα στο Καστρί, την Τρίτη 9 Απριλίου 1985. Αλλά ο πόλεμος κατά του Μ. Κουτσόγιωργα συνεχίζεται αμείωτος. Ο ευμετάβολος πρωθυπουργός ανησυχεί και για την ανερχόμενη δημοτικότητα του Μένιου στην προεκλογική περίοδο του ’85. Η εκλογή Σαρτζετάκη ερμηνεύεται από το περιβάλλον του πρωθυπουργού ως δάκτυλος Κουτσόγιωργα να προωθήσει τις ηγετικές του φιλοδοξίες και ν’ αποκτήσει ερείσματα στην Προεδρία. Ο πρωθυπουργός επιχειρεί να μετακινήσει τον Μένιο από το υπουργείο Εσωτερικών στο υπουργείο 'Δικαιοσύνης, αμέσως μετά τις εκλογές, στον περιορισμένο ανασχηματισμό, 5 Ιουνίου 1985. Το υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης θα αναλάμβανε ο Θ. Τσούρας. Ο Μένιος όμως αρνείται να μετατεθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης και οι βολιδοσκοπήσεις του πρωθυπουργού στράφηκαν, αργά την Τρίτη το βράδυ, παραμονή ορκωμοσίας της κυβέρνησης, στον Μιλτιάδη Παπαϊωάννου. Επειδή όμως απούσιαζε από το σπίτι του, τηλεφώνησε στο Καστρί μετά τα μεσάνυχτα, να πούμε στον πρωθυπουργό το πρωί το «ΝΑΙ», που σήμαινε ότι αποδέχεται την τοποθέτησή του στο υπουργείο Δικαιοσύνης στην «κυβέρνηση των 50 ημερών» (5/6/85 26/7/85). Το πρωί, ξέχασα, προς στιγμήν, την ενημέρωση που μου έκανε ο αστυνομικός της εσωτερικής νυχτερινής υπηρεσίας για το τηλεφώνημα, κι έψαχνα το χαρτάκι με τα ανορθόγραφα γράμματα, για να διακρίνω την επίμαχη μονολεκτική φράση και να καθησυχάσω τον πρωθυπουργό, που με μεγάλη αγωνία με ρωτούσε ποια ήταν η απάντηση του Παπαϊωάννου. Ο Μένιος ειδοποιείται τελευταίος στις 10.30 το πρωί, Τετάρτη 5 Ιουνίου 1985, μιάμιση ώρα πριν από την ορκωμοσία. «Ο Πρωθυπουργός - είπε η Α. Κοκκόλα στο τηλέφωνο - αποφάσισε τελικά να σας διατηρήσει στο υπουργείο Εσωτερικών». Ταυτόχρονα σπεύδαμε να δώσουμε και την πρωθυ- πουργική επιστολή στο σπίτι του, στην Κηφισιά, για την ορκωμοσία του στο Προεδρικό Μέγαρο. Ο Θ. Τσούρας ορκίστηκε τελικά αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης. Ο πρωθυπουργός, οργισμένος από την αντίσταση Κουτσόγιωργα, ετεροχρονίζει την απομάκρυνσή του, επειδή τελικά κρίθηκε ότι θα δημιουργούσε αίσθηση στο λαό ο αποκλεισμός του από την κυβέρνηση αμέσως μετά τις εκλογές. Αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1987, με τον ένατο ανασχηματισμό, εκδιώχθηκαν από την κυβέρνηση οι κορυφαίοι υπουργοί της Αλλαγής. Το περιβάλλον είχε τελικά επικρατήσει, ο πρωθυπουργός είχε πλήρως απομονωθεί και καθοριστικό ρόλο τώρα στα πολιτικά πράγματα έπαιζε ο Α. Λιβά- νης. 113 Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός της «κυβέρνησης των Λιβανέζων», ξέχωρα από τις συγκεκριμένες ικανότητες των προσώπων που χρησιμοποιήθηκαν. Εξάλλου ο διορισμός του Κ. Γείτονα σαν αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή στο πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού δεν αποσκοπούσε στην αποδυ- νάμωση του Λιβάνη. Ο πρωθυπουργός αναγνώρισε, εκ των υστέρων, ότι ο Γείτονας θα μπορούσε να είχε παραμείνει υφυπουργός στα υπουργεία Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Κατά παγία αντίληψη του Παπανδρέου, ο διορισμός Γείτονα είχε χαρακτήρα βιοποριστικής περισσότερο απασχόλησης, παρά ουσιαστικής αξιοποίησης του πετυχημένου γενικά υφυπουργού. Αλλά με τον καιρό, η ευφορία του πρωθυπουργού για την εκλογή Σαρτζετάκη σβήνει γρήγορα μέσα στο κλίμα των σφοδρών επικρίσεων, που είχε εξαπολύσει το περιβάλλον. Ο ευμετάβλητος πρωθυπουργός εξομολογείται στο Καστρί, ότι «η επιλογή Σαρτζετάκη υπήρξε το μεγαλύτερο πολιτικό του ατόπημα». Ο Α. Λιβάνης, μονομάχος τότε για την εκλογή Καραμανλή και κυρίαρχος τώρα του πολιτικού παιχνιδιού, δραστηριοποιείται για να αναθερμάνει τις παγωμένες σχέσεις του τέως Προέδρου με τον Ανδρέα. Στις 30 Νοεμβρίου 1986, ημέρα της ονομαστικής γιορτής του

Ανδρέα, φτάνει στο Καστρί ο Γιάννης Μουσούλης, υπεύθυνος ασφάλειας του Καραμανλή και του δίνει επιστολή με τις ευχές του τέως Προέδρου. Τέσσερις μήνες αργότερα, Πέμπτη 5 Μαρτίου 1987, γύρω στο μεσημέρι, ο πρωθυπουργός επισκέπτεται ινκόγ- κνιτο τον Καραμανλή, στο σπίτι του στην Πολιτεία, με δυο άνδρες της προσωπικής ασφάλειάς του και δυο αυτοκίνητα. Σημείωσα τη συνάντηση Παπανδρέου - Καραμανλή στην Πολιτεία, όχι μόνο χάριν της ιστορικής αλήθειας, αλλά και από ηθική υποχρέωση απέναντι στον πρώην συνάδελφό μου αστυνόμο I. Μουσούλη, άνθρωπο του Κ. Καραμανλή, που προφανώς θεωρήθηκε υπαίτιος για τη διαρροή στον Τύπο της ως άνω συνάντησης και που για λόγους ευθιξίας υπέβαλε την παραίτησή του από το Αστυνομικό Σώμα στην πιο σημαντική περίοδο της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας. Τον γνώρισα κατά τις επισκέψεις του πρωθυπουργού στο Προεδρικό Μέγαρο και οφείλω να πω, ότι η δημοσίευση στο περιοδικό «ΑΝΤΙ» για τη συνάντηση των δύο πολιτικών ανδρών δεν προήλθε από το περιβάλλον του τέως Προέδρου, αλλά από το περιβάλλον του Παπανδρέου.

114

Ο «ΜΙΚΡΟΣ ΜΠΕΡΙΑ» ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΕΙ... Απρίλιος 1985

Ο μυστικοπαθής χαρακτήρας του Πρωθυπουργού και οι ιδιαιτερότητες της εξωσυζυγικής του ζωής, ήταν πάντοτε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους παρακοιμώμενους στο Καστρί και αστήρευτη πηγή εύνοιας και πολιτικής δύναμης. Έφταναν μάλιστα στο σημείο να του εκδηλώνουν τη δήθεν ανησυχία τους για την προστασία της ζωής του, με προφανή σκοπό να τον συγκινήσουν για την αγάπη και το ενδιαφέρον τους. Για να πετύχουν την προσωπική τους προβολή χρησιμοποιούσαν κάθε μορφής τέχνασμα. Σ’ αυτή τη μικροπολιτική εντάσσονταν και οι πληροφορίες ότι κινδυνεύει η ζωή του Πρωθυπουργού. «Πληροφορίες για απόπειρα κατά της ζωής του» είχαμε συχνά στο Καστρί, αλλά αποφεύγαμε σκόπιμα να αναφέρουμε οτιδήποτε στον Πρωθυπουργό για να μην τον τρομοκρατήσουμε. Είχαμε συνηθίσει να ζούμε σ’ αυτό το κλίμα της φάρσας, της επικινδυνότητας και της αβεβαιότητας για το αύριο. Ήξερα καλά σε τι απόβλεπε αυτό το ενδιαφέρον των πληροφοριοδοτών. Και είχα διαπιστώσει αρκετές φορές, με συγκεκριμένα περιστατικά, ότι ο καθένας από τους φίλους του δούλευε τελικά για τον εαυτό του, πουλώντας εκδούλευση στον Πρωθυπουργό. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον της κολακείας και της ευτέλειας, ο Κώστας Τσίμας, φίλος του και Γενικός Γραμματέας τότε του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, δεν ήταν δυνατό ν’ αποτελέσει την εξαίρεση του κανόνα. Ένα από τα πολλά περιστατικά που έζησα με πρωταγωνιστή τον Τσίμα, είναι χαρακτηριστικό. Τρίτη 16 Απριλίου 1985, δεύτερη μέρα μετά το Πάσχα. Στις 11 το πρωί αναχωρήσαμε ινκόγκνιτο από το Καστρί με δυο αυτοκίνητα ασφαλείας για τους Αμπελοκήπους. Ο Πρωθυπουργός είχε ραντεβού με τη φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα στην οδό I. Σέχου 2, σ’ ένα διαμέρισμα του τρίτου ορόφου μιας πολυκατοικίας, που σαν μισθωτής της εμφανιζόταν ο Κ. Τσίμας. Εκμισθωτής ήταν ο Β. Καϊμπαλής. Μια ώρα μετά την άφιξή μας γύρω στις 12.30 το μεσημέρι, έφτασε περιέργως και ο Τσίμας με το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο, μάρκας «ΠΕΖΩ», στην οδό I. Σέχου. Διέσχισε δυο φορές την οδό Ν. Γεννη- ματά προσπαθώντας να βρει μέρος να παρκάρει και έπεσε πάνω μου, την ώρα που βρισκόμουν μέσα στο σταθμευμένο αυτοκίνητο ασφαλείας. Σχεδόν αμέσως έστειλα τον προσωπικό οδηγό του Πρωθυπουργού Δημήτρη Νικολέ, που ήταν μαζί μου στο αυτοκίνητο, να πληροφορήσει για την εμφάνιση του Τσίμα τον άλλο προσωπικό οδηγό του Ανδρέα, Δ. Παρασκευόπουλο και τους δυο άντρες ασφαλείας Κ. Φραγκούλη και Α. Τακτικό, που βρίσκονταν λίγες δεκάδες μέτρα μακρύτερα, στο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής «Κίσσας - Μουλέν Ρουζ» στη διασταύρωση των οδών Κονοπισοπούλου και Λουκά Μπέλλου. Στην Αθήνα αλλά και σ’ όλα τα προάστεια που είχαμε νοικιασμένα διαμερίσματα για τα ερωτικά ραντεβού του Πρωθυπουργού, χρησιμοποιούσαμε φορητούς ασύρματους για να επικοινωνούμε μαζί του και του δίναμε μια μοτορόλα για να μας ειδοποιεί σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Εξάλλου είχαμε πάντοτε ανοιχτή επικοινωνία με τη μοτορόλα. Γνωρίζαμε περίπου την ώρα της εκκίνησης για το Καστρί και περιμέναμε το κάλεσμα του Πρωθυπουργού από τον ασύρματο. Ειδικότερα από την οδό I. Σέχου φεύγαμε ως εξής: «εμπρός - εμπρός», έλεγε ο Πρωθυπουργός από τον ασύρματο. «Σας αχούμε», απαντούσε κάποιος από μας. «Σε πέντε λεπτά θα είμαι έτοιμος να κατέδω», ξανάλεγε. «Πολύ καλά, θα σας ειδοποιήσουμε εμείς», ανταπαντούσαμε σε περίπτωση που κάποιος εμφανιζόταν απρόοπτα στη στενή λωρίδα του δρόμου ή στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ένας αστυνομικός κατευθυνόταν τότε αθόρυβα προς την πολυκατοικία και περίμενε συνήθως στο ασανσέρ, ενώ το πρώτο αυτοκίνητο στο οποίο θα επέβαινε ο Πρωθυπουργός στάθμευε για ελάχιστα λεπτά στο ρείθρο του πεζοδρομίου και το συνοδευτικό σε κάποια εύλογη απόσταση από πίσω, ώστε να διευκολυνθεί η απρόσκοπτη και αθέατη επιβίβασή του. Δεν μπορούσαμε πάντοτε να αποκλείσουμε, κυρίως κατά την έξοδό του, μια απρόοπτη συνάντηση με κάποιον ένοικο, και γι’ αυτό παίρναμε τα μέτρα μας. Όσες φορές μάλιστα, κατά την προσέλευσή μας, διαπιστώναμε κάποια παρουσία στην είσοδο της πολυκατοικίας, κάναμε με το αυτοκίνητο τον κύκλο του τετραγώνου μέχρι να βεβαιωθούμε ότι δεν 130 κατά τις μεσημβρινές υπήρχε κανένας. Παρά τη διακριτικότητα στις κινήσεις μας, η παρουσία του Πρωθυπουργού, επισκέψεις μας, είχε επισημανθεί από πολύ καιρό στη γειτονιά. Μια νοικοκυρά μάλιστα, από το μπαλκόνι κάποιου c/ρόφου στο τέρμα αριστερά της οδού I. Σέχου, κοιτούσε χαρακτηριστικά πότε εμάς στο ζαχαροπλαστείο, όπου συχνάζαμε και πότε προς την πολυκατοικία απ’ όπου θα έβγαινε ο Πρωθυπουργός. Δεν έφευγε καθόλου από το μπαλκόνι, γιατί ήθελε να τον δει, και δικαιολογημένα. Γιατί είναι καταπληκτικό να ξέρεις ότι ο Πρωθυπουργός της χώρας σου περιφέρεται... υπόπτως στη γειτονιά σου. Ο Τσίμας, μόλις παρκάρισε το αυτοκίνητό του στην παρακείμενη πλατεία Χαιροπούλου ή Λουκά Μπέλλου, πέρασε πεζός από την οδό I. Σέχου και όταν πλησίασε στο παράθυρο του αυτοκινήτου μου, με χαιρέτησε διακριτικά και μου είπε ότι «ήρθε γιατί είχε πληροφορίες για απόπειρα κατά της ζωής του Προέδρου και ότι είχε τηλεφωνήσει στη Μαρία Καραγεωργίου για να μιλήσει με τον Πρόεδρο, πριν φύγουμε ξαφνικά από το Καστρί». Κανονικά οφείλε να

διαβιβάσει αμέσως την πληροφορία στον υπεύθυνο αξιωματικό ασφαλείας του Πρωθυπουργού, όταν ζήτησε το πρωί από την Καραγεωργίου, που αντικαθιστούσε τη μέρα εκείνη την Αγγέλα Κοκκόλα, να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Πρωθυπουργό. Του απάντησα λακωνικότατα ότι τα πράγματα είναι εντάξει και πως κατά τη γνώμη μου δεν συντρέχει πραγματικός λόγος ν’ ανησυχεί για τη ζωή του Προέδρου. Μετά τη σύντομη συνομιλία μας, απομακρύνθηκε βιαστικά από την περιοχή με κάποια προαίσθηση προφανώς ανησυχίας, για την εντύπωση κυρίως που μπορούσε να δημιουργήσει στον Πρωθυπουργό η απροσδόκητη παρουσία *ϋου έξω από το ερωτικό κατάλυμα. Η επίσκεψη του Τσίμα εξόργισε τους δυο άντρες ασφαλείας, που δεν συμπαθούσαν τον «Ρωμαίο», όπως τον αποκαλούσαν στο Καστρί, και αποφάσισαν να τον καταγγείλουν στον Πρωθυπουργό. Η επίσκεψή του μάλιστα αυτή θεωρήθηκε και σαν σκόπιμη ανάμειξή του στην ερωτική ζωή του Πρωθυπουργού, από την οποία αντλούσε εξάλλου την παντοδυναμία του ο Μ. Ζιάγκας. Φύγαμε από την οδό I. Σέχου στις 2.30 περίπου και σ’ όλη τη διαδρομή προς το Καστρί παρακολουθήσαμε από το συνοδευτικό αυτοκίνητο να συζητούν έντονα οι δυο άντρες ασφαλείας με τον Πρωθυπουργό για την ξαφνική επίσκεψη του Τσίμα. Του είπαν μάλιστα, απ’ ό,τι έμαθα, προφανώς για να τον ερεθίσουν περισσότερο, ότι ο Τσίμας, με τις βόλτες που έκανε με το επίσημο υπηρεσιακό του αυτοκίνητο, αναστάτωσε από το θόρυβο τη γειτονιά με αποτέλεσμα να προδώσει την παρουσία μας και να μας αντιληφθούν όλοι. Όταν φτάσαμε στο Καστρί, μας περίμενε φανερά ανήσυχος ο Τσίμας. Ήθελε να δει τον Πρωθυπουργό, χωρίς όμως να το καταφέρει αμέσως, γιατί ήταν οργισμένος. Ήταν τόσο πολύ χολωμένος μαζί του, που πέρασε από μπροστά του χωρίς να τον αντικρίσει και κλείστηκε στο γραφείο του. Ύστερα όμως από την παρέμβαση της γραμματέας του Μαρίας Καραγεωργίου, υποχώρησε και τον δέχτηκε τελικά στο γραφείο του, όπου έγινε πανδαιμόνιο. Ο Ανδρέας βρίζοντας τα Θεία, του φώναξε «Είσαι ένας αλήτης!» χωρίς καν να ακούσει τις όποιες δικαιολογίες και εξηγήσεις του. Όταν ό Πρωθυπουργός ηρέμησε, ο Τσίμας βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει για λίγο μαζί του και βγήκε εξουθενωμένος από το γραφείο του. Φεύγοντας γύρισε και είπε στον παριστάμενο σωματοφύλακα του Πρωθυπουργού: «Άκου Κώστα, ήρθα για τη ζωή τον Προέδρου κι όχι για να πάρω τη θέση κανε- νός». Την επόμενη μέρα, Τετάρτη 17 Απριλίου 1985, μετά τη συνάντηση που είχε ο Πρωθυπουργός στη μία το μεσημέρι με τον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ X. Φλωράκη, με ρώτησε «αν πράγματι έκανε θόρυβο με το αυτοκίνητό του ο Τσίμας χθες στο ινκόγκνιτο». Του απάντησα ότι «ο Τσίμας πέρασε αθόρυβα, στο μέτρο που μπορούσε να περάσει με το αυτοκίνητό του» και του διηγήθηκα με λεπτομέρειες το περιστατικό. Δεν μου πήγαινε να μην τον καλύψω, αν και διέκρινα μια επιπόλαιη και συνηθισμένη κουτοπονηριά στην επίσκεψή του αυτή. Με το πρόσχημα δήθεν των πληροφοριών κατά της ζωής του Πρωθυπουργού, θέλησε να συζητήσει μαζί του ένα προσωπικό του πρόβλημα ασφαλείας, παρακάμπτοντας τον αρμόδιο αξιαίματικό. Εξάλλου, διατηρούσα καλές προσωπικές σχέσεις μαζί του, αλλά μέσα στα αυστηρά τυπικά πλαίσια, μια και αυτός ήταν προσκυνητής του Πρωθυπουργικού περιβάλλοντος για δικό του όφελος. Παλαιότερα, στην πρώτη περίοδο της εξουσίας του ΠΑΣΟΚ, όταν ήταν παρα- μελημένος από το περιβάλλον, τον είχα υποστηρίξει, μάλιστα, στον Πρωθυπουργό για να διοριστεί σε κάποια κυβερνητική θέση. Μετά το επεισόδιο του Πρωθυπουργού με τον Τσίμα στο Καστρί, επιχείρησα να μάθω τους απώτερους λόγους της αντιπαράθεσης των δύο ανδρών της ασφαλείας με το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Γνώριζα, βέβαια, ότι τον θεωρούσαν άσχετο να κατέχει μια τόσο σημαντική θέση, γιατί δεν είχε τα προσόντα. Ο Τσίμας έπεσε, πράγματι, σαν αερόλιθος στο χώρο της Αστυνομίας και αργότερα στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Τελικ

131

132

133

το μυστικό της αντιπαράθεσης των δύο αστυνομικών μαζί του ήταν ότι σχεδίαζε να καλύπτει τις ανεπίσημες μετακινήσεις του Πρωθυπουργού (ερωτικές συναντήσεις) για λόγους δήθεν ασφαλέστερης προστασίας του, με δικούς του έμπιστους αστυνομικούς, ειδικά εκπαιδευμένους δήθεν σε θέματα τρομοκρατίας. Ότι «ήθελε να γίνει ένας μικρός Μπέ- ρια στο Καστρί» έλεγαν πικρόχολα. Ο Τσίμας είχε αναμφισβήτητα την υποστήριξη της Μαργαρίτας, αλλά αυτό δεν τον έφτανε για νοί ισχυροποιήσει τη θέση του. Αναζητούσε πιο δυνατή πολιτική πρόσβαση στο Καστρί σχεδιάζοντας να εκμεταλλευτεί τις εξωσυζυγικές σχέσεις του Πρωθυπουργού. Οι ανεξέλεγκτες όμως δραστηριότητες του Τσίμα πέρα από το χώρο της Αστυνομίας, οι σχέσεις του με ανθρώπους της τρομερής «Υπηρεσίας Ειδικών Συνδέσεων και Προστασίας Απορρήτου» του ΟΤΕ και ο ρόλος του στην υπόθεση Καραμανλή με την υποκλοπή της κασέτας, ανησύχησαν τον Μι- χάλη Ζιάγκα. Μέσω ενός ανδρός της ασφαλείας του Πρωθυπουργού έδωσε το σύνθημα να εξαπολυθούν προειδοποιητικοί κεραυνοί εναντίον του Τσίμα για να τον προσγειώσουν. Ο Ζιάγκας ήθελε να ποδηγετήσει τις φιλοδοξίες του και να τον θέσει κάτω από τον έλεγχό του, από φόβο μήπως και παραγκωνιστεί ο ίδιος από τον Πρωθυπουργό. Η ψυχρολουσία, πάντως, του Τσίμα στο ερωτικό κατάλυμα της οδού I. Σέχου, του έγινε μάθημα. Δεν ξανατόλμησε να εμφανιστεί όσες φορές, τουλάχιστον, πηγαίναμε με τον Πρωθυπουργό εκεί. Την ίδια εποχή διατηρούσαμε κι ένα άλλο διαμέρισμα στη Νέα Φιλοθέη, στη διασταύρωση των οδών Κ. Πιερρίκου και Φιλιππίδη γωνία, που χρησιμοποιούσε ο Πρωθυπουργός για τις εξτρά, μη μόνιμες ερωτικές συντροφιές του, κατά την προσφιλή του τακτική. Αλλά τα πράγματα και εκεί δεν ήταν καλύτερα, γιατί είχαμε γίνει πολλές φορές αντικείμενο θεάματος από μαθητές και διερ- χόμενους, όταν πηγαίναμε με τον πρωθυπουργό τις μεσημβρινές κυρίως ώρες. Μετά τις εκλογές τον Ιούνιο του 1985, στο τέλος περίπου του καλοκαιριού, αναγκαστήκαμε από τα πράγματα να εγκαταλείψουμε οριστικά τα δυο αυτά διαμερίσματα, αφού όμως προηγουμένως νοικιάσαμε μια μονοκατοικία στην οδό Φιλίππου Λίτσα 5 στο Χαλάνδρι, για τις ερωτικές εξόδους του Πρωθυπουργου.

134

ΜΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ... Οκτώβριος 1985 Σάββατο 26 Οκτωβρίου 1985, ημέρα του Αγίου Δημη- τρίου. Στο πρόγραμμα του πρωθυπουργού κυριαρχούσε άλλη μια φορά η ιδιαίτερη ψυχαγωγία του και για μας η αγωνία και τα προβλήματα για τη φρούρησή του. Είχα εξάλλου σοβαρούς λόγους ν’ ανησυχώ από τη στιγμή που είμα- σταν έτοιμοι ν’ αναχωρήσουμε ινκόγκνιτο για τη μονοκατοικία της οδού Φιλίππου Λίτσα 5, στο Χαλάνδρι. Ήταν μεσημέρι και αυτές οι μετακινήσεις έκρυβαν τον κίνδυνο της αναγνώρισης, που διατρέχαμε πολλές φορές, όπως θα περι- γράψω σε επόμενο κεφάλαιο. Στις 11.00 το πρωί συναντήθηκε με τον Ν. Ψαρουδάκη, μετά από μισή ώρα με τον Μ. Γλέζο και στις 12.00 με τη Βάσω Παπανδρέου. Πριν ξεκινήσουμε για το κρησφύγετο, όπου τον περίμενε η φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα, του εξήγησα τους φόβους μου για τον ακατάλληλο χρόνο της επίσκεψης. Είχα σκεφτεί ότι κάποια μικρή μεταμφίεση στο πρόσωπό του μ’ ένα καπέλο ή έστω κάποια περούκα, θα τον προστάτευε από τον κίνδυνο να τον αναγνωρίσουν σε μια πολυσύχναστη γειτονιά. Δεν βρήκε άσχημη την ιδέα μου και συμφώνησε να του πάρω μια περούκα. «Θα πρέπει να δοκιμάσω όνο - τρεις, για να μον πάει», μου είπε, αλλά το θέμα ετεροχρονίστηκε και ξεχάστη- κε, όπως τόσα άλλα. Ο πρωθυπουργός έμεινε κλεισμένος με τη φίλη του, στο σπίτι του Χαλανδρίου, τριάντα περίπου ώρες. Κι ευτυχώς για μας, που ο καιρός δεν ήταν άσχημος, αφού μέναμε έξω στο δρόμο, μέσα στ’ αυτοκίνητά μας. Το απόγευμα της Κυριακής, στις 7.00, αναχωρήσαμε για το Καστρί, ενόψει της εθνικής επετείου και ύστερα από δυόμισι ώρες ο πρωθυπουργός συνέφαγε με τον καθηγητή της Ψυχιατρικής, θεράποντα γιατρό του, φίλο και γείτονά του Κ. Στεφάνή. Την επόμενη μέρα, Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, πήγε για τη δοξολογία στις 10.30 το πρωί, στη Μητρόπολη, και μετά γύρισε στο γραφείο του στη Βουλή, όπου συναντήθηκε με τον «R.V.». Ήταν στην τακτική του να κρυπτογραφεί μερικές φορές, για λόγους ασφάλειας, το όνομα του συνομιλητή του. Μετά την κατάθεση στεφάνου, στις 11.30, στον Άγνωστο Στρατιώτη, γύρω στις 12.00 το μεσημέρι, ξεκινήσαμε για το σπίτι της μητέρας του Σοφίας Μινέικο, στην οδό Γκύζη 58, στο Παλιό Ψυχικό. Εκεί τον περίμενε ο φίλος του Γιώργος Λούβαρης και συζήτησαν για την ανακαίνιση της παλιάς διόροφης κατοικίας. Στις 12.30 το μεσημέρι γευμάτισε στο Καστρί με τον Γιώργο Γεννηματά, στις 8.00 το βράδυ είχε κοινή συνάντηση στο γραφείο του με τον Μένιο Κουτσόγιωργα και τον Μι- χάλη Ζιάγκα και στις 10.00 πήρε το δείπνο του με τον Γιώργο Κατσιφάρα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε από το σαλόνι, όπου είχε παρακολουθήσει τις ειδήσεις από την τηλεόραση και έδειχνε κάπως εκνευρισμένος. Τον συνόδεψα μέχρι το γραφείο του, στο σπίτι που είχε πρόσφατα οικοδο- μηθεί από τον Γ. Λούβαρη, λίγες δεκάδες μέτρα από τη βίλα «Γαλήνη» και τον περίμενα μέσα στη νύχτα, κάτω από τα πανύψηλα πεύκα. Όταν βγήκε, ύστερα από λίγη ώρα, φαινόταν ήρεμος. Παραπάτησε μάλιστα στο σκοτάδι και τον συγκράτησα για να μην πέσει, πιάνοντάς τον από τον αγκώνα. «Σας στενοχώρησε απόψε ο Κατσιφάρας, κύριε Πρόεδρε», του είπα. «Όχι, για άλλο συγχύστηκα», είπε ο πρωθυπουργός. «Ο Κατσιφάρας είναι εντάξει... Έχει προσφέρει στην οικογένεια... Μπορώ να πω, μου έχει δώσει περισσότερο από ένα δις...» Εκείνη τη νύχτα, επέτειο της αντιφασιστικής γιορτής, έφυγα από το Καστρί για το σπίτι μου βαθιά συλλογισμένος και μελαγχολικός, πολιτικά αλλοτριωμένος και συναισθηματικά πανικόβλητος από την κυνικότατη εξομολόγηση του πρωθυπουργού. Αργότερα, όταν συζήτησα το θέμα μ’ ένα κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος, μου το επιβεβαίωσε. Το είχε πει και σ’ αυτόν ο πρωθυπουργός μας.

135

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΚΑΙ Η ΘΥΕΛΛΑ «Ή ΕΓΩ Ή Ο ΑΡΣΕΝΗΣ» Ιούλιος 1985

Καλοκαίρι του 1985. Το ΠΑΣΟΚ έβγαινε πάλι νικητής από την εκλογική αναμέτρηση και ο πρωθυπουργός έμπαινε στο τούνελ των προσωπικών του προβλημάτων. Ο μακρόχρονος μυστικός δεσμός του με τη Μαριλένα Πατρονικόλα ήταν το κυρίαρχο στοιχείο στη ζωή του. Η ενασχόληση με τη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Την περίοδο αυτή σημειώθηκε και η οριστική ρήξη του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Στ. Παναγόπουλου με τη σύζυγό του Μαριλένα. Η τελευταία κοινή εμφάνιση του ζεύγους με τον Α. Παπανδρέου ήταν στην κρουαζιέρα με τη θαλαμηγό του Σ. Παναγόπουλου «Μαριλού II», στην Ύδρα και στις Σπέτσες, το τελευταίο Σαββατοκύριακο 27-28 του Ιουλίόυ του ’85. Οι συναντήσεις όμως του πρωθυπουργού με την ανιψιά του Αριστοτέλη Ωνάση πύκνωσαν. Από τον Σεπτέμβριο του 1985 μέχρι και τον Απρίλιο του 1986, τις μι- σές περίπου μέρες της εβδομάδας, τις περνούσαν έξω από το Καστρί. Άλλοτε στη* νοικιασμένη μονοκατοικία στο Χαλάνδρι και άλλοτε στη θερινή βίλα της εκατομμυριούχου φίλης του, στο Λαγονήσι. Κανένας από τους υπουργούς του δεν ήταν δυνατόν να επικοινωνήσει μαζί του, όταν εξαφανιζόταν από το Καστρί. Μόνο ο Μιχ. Ζιάγκας και η έσω ομάδα της προσωπικής του ασφάλειας γνώριζε το μέρος όπου βρισκόταν. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα συνέβησαν και τα γεγονότα που θα περιγραψω, με κύριο άξονα την απομάκρυνση του Γεράσιμου Αρσένη, αρχιτέκτονα της οικονομικής πολιτικής της πρώτης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ και στενού συνεργάτη και φίλου του Α. Παπανδρέου. Την Παρασκευή, 5 Ιουλίου 1985, ένα μήνα ακριβώς από την ορκωμοσία της κυβέρνησης των «50 ημερών» (5 Ιουνίου 26 Ιουλίου 1985), ο πρωθυπουργός εξερράγη ξαφνικά κατά του υπουργού Εθνικής Οικονομίας. Ήταν περίπου 9.00 το πρωί, την ώρα που έπαιρνε το πρόγευμά του και διάβαζε τις εφημερίδες. Αιτία της πρωθυπουργικής έκρηξης και οργής ήταν το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της εφημερίδας «ΑΥΡΙΑΝΗ»: «Παραπέμπονται για απάτη οι Τσάτσοι - έντονες φήμες ότι σήμερα ή αύριο βγαίνει το βούλευμα, που διατάζει την προφυλάκισή τους». Από εκείνη τη στιγμή κρίθηκε οριστικά και η τύχη του Αρσένη στην κυβέρνηση, τον οποίο θεωρούσε παραδόξως υπεύθυνο για την απροσδόκητη δικαστική εξέλιξη του οικονομικού σκανδάλου της τσιμεντοβιομηχανίας «ΑΓΕΤ - ΗΡΑΚΛΗΣ». «Ή εγώ ή ο Αρσένης», φώναζε σε έξαλλη κατάσταση ο πρωθυπουργός, βηματίζοντας νευρικά στο σαλόνι του διαμερίσματος του. Η οργή του κατά του Αρσένη διήρκεσε αμείωτη, και μετά το Σαββατοκύριακο, καθώς οι φιλοκυβερ- νητικές εφημερίδες, ανύποπτες για την προσωπική ενόχληση του πρωθυπουργού, προσέδωσαν διάσταση θρίλερ στην αναχώρηση της οικογένειας Τσάτσων στο Λονδίνο, πριν ακόμα εκδοθεί, την Παρασκευή, το υπ’ αριθμ. 4984/85 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που παρέπεμπε τους υπεύθυνους σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Το Σάββατο, 6 Ιουλίου, στις μία το μεσημέρι, ο πρωθυπουργός έφαγε στον «Αστέρα» Βουλιαγμένης με τον αμερι- κανό επιχειρηματία Κρίστοφερ και την επόμενη μέρα το πρωί αναχωρήσαμε για τη Θεσσαλονίκη με στρατιωτικό αεροπλάνο C-130 από το Ελληνικό. Στις 12.00 το μεσημέρι, κήρυξε την έναρξη του πρώτου Παγκόσμιου Ποντιακού Συνεδρίου και το απόγευμα, στις 6.30 περίπου, γυρίσαμε στο Τατόι και από κει στο Καστρί. Πολύ αργότερα, το βράδυ, διέκρινα κάποια εμφανή βελτίωση στη συμπεριφορά του και θέλησα ν’ ανιχνεΰσω τις περαιτέρω προθέσεις του για την υπόθεση Τσάτσων. «Η επίσκεψή σας στη Θεσσαλονίκη σας έκανε καλό, κύριε Πρόεδρε. Σας χρειαζόταν αυτό το ταξίδι... Σας στενοχώρησε πολύ αυτές τις μέρες ο Αρσένης». Και ο πρωθυπουργός, σαν να του πάτησα τον κάλο, πήρε φωτιά και μου απάντησε: «Πολύ σωστά το λες. Αλλά θα μου το πληρώσει... Υποσχέθηκα, πως θα τέλειωνε η ιστορία αυτή και αυτός μου έφερε τη θύελλα». Την ίδια μέρα, Κυριακή 7 Ιουλίου, η εφημερίδα «ΑΥΡΙΑΝΗ» έγραφε πάλι σε πρωτοσέλιδους τίτλους: «Μετά την οικογένεια Τσάτσων - στο σκαμνί τώρα και ο πρόεδρος των βιομηχάνων - η εταιρία του, ο «ΉΤΑΝ», έκανε την ίδια απάτη. Έφερνε κάρβουνο και το χρέωνε στη διπλάσια τιμή». Η εφημερίδα δημοσίευε και φωτοτυπία του από 22-3-1983 εγγράφου του υπουργείου Οικονομικών (Υπηρεσία Πάταξης Δασμοφοροδιαφυγής) προς το υπουργείο Εμπορίου (Διεύθυνση Εισαγωγικού Εμπορίου) και ρωτούσε «γιατί η κυβέρνηση έστειλε στον εισαγγελέα μόνο τους Τσάτσους και όχι και τον Παπαλεξόπουλο». Ο πρωθυπουργός έδειχνε αιφνιδιασμένος από την εξέλιξη των γεγονότων στην υπόθεση Τσάτσων. Σαν να μην περίμενε ότι τα πράγματα θα είχαν αυτή τη δικαστική κατάληξη. Εξάλλου, η εκμυστήρευσή του σε στιγμές οργής, 144 ότι «υποσχέθηκα πως θα τέλειωνε η ιστορία αυτή...», σήμαινε πολλά. Είχα συνειδητοποιήσει πλέον την ημέρα εκείνη, ότι είχε ενδώσει στις ορατές για μένα, κατά το παρελθόν, διαμεσολαβήσεις των φίλων του και είχε υποσχεθεί ένα αίσιο τέλος για το σκάνδαλο «ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ». Γι’ αυτό είχε γίνει θηρίο με τον Αρσένη, που οι πάντες πίστευαν τότε στην παντοδυναμία του «Τσάρου της Οικονομίας» (τίτλος που τον ενοχλούσε πολύ τον πρωθυπουργό) και συνεπώς και στην εκφρασμένη πολιτική βούληση της κυβέρνησης για κάθαρση και εξυγίανση από τα οικονομικά σκάνδαλα. Τώρα, πώς τελικά τα πράγματα πήραν άλλη τροπή, αυτό είναι κάτι που δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, ακριβώς. Πάντως, πρέπει να τονίσω, στο σημείο αυτό, ότι είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του Α. Παπανδρέου η αναβλητικότητα και η αδιαφορία στην υλοποίηση των αποφάσεων και των υποσχέσεών του. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος, που μεταβάλλεται σε άβουλο όργανο των εκάστοτε επικρατούντων μυστικοσυμ- βούλων του. Πότε πηγαίνει με τους μεν και πότε τάσσεται με τους δε. Η υπόθεση της «ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ» είχε καταλήξει στη Δικαιοσύνη, 13 Σεπτεμβρίου 1983, όταν ο τότε γενικός

γραμματέας του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας Γρ. Κασι- μάτης, με εντολή του Γεράσιμου Αρσένη, κατέθεσε μήνυση στην Εισαγγελία Αθηνών, κατά του διοικητικού συμβουλίου της τσιμεντοβιομηχανίας, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς, είχε προκαλέσει ζημιά στο Δημόσιο ύψους 100 εκατομμυρίων δολαρίων. Την ίδια μέρα μάλιστα, στις 11 το πρωί, ο Γεράσιμος Αρσένης είχε ανέβει στο Καστρί και είχε ενημερώσει τον πρωθυπουργό για την κατάθεση της μήνυσης. Ύστερα όμως από μια βδομάδα, την Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 1983, ο πρωθυπουργός έδειξε άλλες διαθέσεις. Στη συνάντηση που είχε με τον Αρσένη στο Καστρί, στις 12.00 το μεσημέρι, λίγο μετά τη συνομιλία του με τον αμερικανό γερουσιαστή Ν. Πέτρις, του έκανε έμμεσα την παρατήρηση, ότι «ο ίδιος δεν έπρεπε να προβεί σε δηλώσεις προς τους δημοσιογράφους και ότι η μήνυση θα μπορούσε να υποβληθεί αθόρυβα...». Μετά τον Αρσένη, ο πρωθυπουργός δέχτηκε τον διοικητή της Εθνικής Στ. Παναγόπουλο και συζήτησαν το θέμα της ΑΓΕΤΗΡΑΚΛΗΣ. Η Εθνική ήταν ο βασικός μέτοχος της εν λόγω βιομηχανίας με 40%, ενώ η οικογένεια Τσάτσων περιοριζόταν στο 12,5%. Την ίδια μέρα, στις 7.00 το βράδυ, ο Αρσένης ανέβηκε πάλι στο Καστρί, όπου έλαβε μέρος σε σύσκεψη, υπό τον πρωθυπουργό, για το πενταετές πρόγραμμα, μαζί με τους Α. Δροσογιάννη, Π. Ζακολίκο και Γ. Παπανικολάου. Την επόμενη μέρα, Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου, ο πρωθυπουργός δείπνησε, στις 10.00 το βράδυ στο Καστρί, με τον Γ. Κατσιφάρα και συζήτησε μαζί του το θέμα των Τσάτσων. Στα δύο χρόνια που πέρασαν, από την ημέρα που έγινε η μήνυση (13 Σεπτεμβρίου 1983) μέχρι τις 5 Ιουλίου 1985, που εκδόθηκε το παραπεμπτικό βούλευμα κατά των Τσάτσων, ο Γερ. Αρσένης δεχόταν σποραδικά πυρά για το θέμα των προβληματικών επιχειρήσεων και ειδικότερα για τους χειρισμούς στην υπόθεση ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ. Παρ’ όλ’ αυτά, οι σχέσεις του με τον πρωθυπουργό δεν είχαν διαταραχτεί σοβαρά. Με την ηπιότητα που τον διέκρινε και με τη συνεχή επικοινωνία που είχε με τον πρωθυπουργό, κατόρθωνε να ξεπερνά τους σκοπέλους. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, τα πράγματα άλλαξαν και οι άγριες διαθέσεις του πρωθυπουργού δεν άργησαν να φανούν. Τη Δευτέρα το πρωί, 8 Ιουλίου 1985, ο πρωθυπουργός πήρε το πρόγευμά του στο Καστρί και, κρατώντας ανά χεί- ρας την εφημερίδα.«Ελευθεροτυπία», ετοιμαζόταν να πάει στο γραφείο του για να συνεχίσει την ανάγνωση. Βρήκα τότε την ευκαιρία, να τον ρωτήσω: «Πώς βλέπετε τον Τύπο σήμερα, κύριε Πρόεδρε;» και χολωμένος μου απάντησε, ότι «αυτός ο συνεχιζόμενος θόρυβος για τους Τσάτσους δεν συμβάλλει καθόλου στη βελτίωση των σχέσεων μας με τον επιχειρηματικό κόσμο». Όταν στη συνέχεια παρατήρηαα, «ως προς την Ελευθεροτυπία, δεν θα ήταν σκόπιμο, κύριε Πρόεδρε, να ζητήσετε την παρέμβαση του κ. Γιαννόπουλου, μήπως και άλλαζε η στάση του Τεγόπουλου απέναντι μας», ο πρωθυπουργός κατηγόρησε ευθέως τον ιδιοκτήτη της «Ελευθεροτυπίας» Χρ. Τεγόπουλο, πως «είναι ιδιόρρυθμος άνθρωπος, και δεν ακούει κανέναν» και πως «με μάχεται προσωπικά, γιατί είναι άνθρωπος του Καραμανλή». Αναμφίβολα, οι σχέσεις Α. Παπανδρέου - Χρ. Τεγόπουλου ουδέποτε υπήρξαν ευχάριστες, ίσως γιατί ο εκδότης της Ελευθεροτυπίας δεν θέλησε ποτέ να φανεί ευχάριστος και κολακευτικός απέναντι στον Α. Παπανδρέου. Αξίζει να σημειώσω, για την ιστορία, πώς έβλεπε ο πρωθυπουργός τις σχέσεις του με τον εκδότη Χρήστο Ααμπράκη. Μια φορά, μετά από γεύμα που είχε μαζί του στο Καστρί, τις χαρακτήρισε σκωπτικότατα «ως αναγκαία λυκοφιλία π ον κάνουμε τη δουλειά μας όμως, αφού δεν έχουμε δικό μας Τύπο», Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε και τον εκδότη του «Έθνους» Γ. Μπόμ- πολα. Επειδή το «Έθνος» δεν ήταν ταυτισμένο απόλυτα με την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, ο πρωθυπουργός διατείνονταν στο Καστρί, ότι «η εφημερίδα πριμοδοτείται οικονομικά από τη Μόσχα». Μια φορά μάλιστα, μου τόνισε εμφατικά, ότι «αυτό μπορείς να το περάσεις προς τα έξω». Το γεγονός αυτό δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί ο Α. Παπαν- δρέου ήταν εύπιστος στα όσα του έλεγαν κατά καιρούς οι διάφοροι καλοθελητές. Μετά τη συζήτηση που είχαμε με τον πρωθυπουργό, εκείνο το πρωί της Δευτέρας, 8 Ιουλίου, κατάλαβα ότι τα πράγματα είχαν πάρει μια δυσάρεστη τροπή για τον Γεράσιμο Αρσένη. Το ραντεβού που είχε προγραμματιστεί μαζί του στο Καστρί για τις 7.30 το βράδυ ματαιώθηκε από την Αγγέλα Κοκκόλα και από τότε διακόπηκε και η προσωπική επικοινωνία με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Την επόμενη μέρα,145 Τρίτη 9 Ιουλίου, μετά το πρόγευμα και την ανάγνωση των εφημερίδων, ο Α. Παπανδρέου έδειχνε βαρύθυμος και αμήχανος, χωρίς καμιά διάθεση για κουβέντα που, ως συνήθως, ο ίδιος προκαλούσε, μόνος του. Φύγαμε αμέσως για το πολιτικό γραφείο στη Βουλή, όπου είχε συγκληθεί για τις 11.00 η ώρα το Υπουργικό Συμβούλιο. Μετά το τέλος της δίωρης συνεδρίασης, τον επισκέφτηκε για ελάχιστα λεπτά στο γραφείο του ο Γερ. Αρσένης. Λίγη ώρα πριν, στο Υπουργικό Συμβούλιο, ο Αρσένης είχε μιλήσει με σκληρή γλώσσα για τα ελλείμματα του Δημοσίου, την εισοδηματική πολιτική, και είχε αξιώσει άμεση μείωση στις δαπάνες των υπουργείων. Επέκρινε μάλιστα και την πολυδιάσπαση του οικονομικού τομέα με το νομοσχέδιο «περί κυβερνητικού σχήματος», που συζητιόταν εκείνη την ημέρα στο θερινό τμήμα της Βουλής με τη διαδικασία του επείγοντος. Ο πρωθυπουργός περιορίστηκε να κρατάει σημειώσεις κατά την προσφιλή του τακτική, χωρίς να εκδηλώσει βέβαια τη δυσφορία του.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας, στις 6.30, ο πρωθυπουργός συναντήθηκε στο Καστρί με τον πρόεδρο της Κύπρου Σ. Κυπριανού, που πριν δυο χρόνια, στις προεδρικές εκλογές της Κύπρου, το 1983, τον εξύβριζε, όταν πληροφορήθηκε για την προεκλογική συνεργασία του με το ΑΚΕΛ. Κι αυτό, γιατί, όπως έλεγε στο Καστρί, μια συνεργασία με τους κομμουνιστές θα δυσαρεστούσε τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ και θα απομάκρυνε τις προοπτικές για μια λύση του Κυπριακού προβλήματος. Αξίζει να αναφέρω, ότι άλλη μια φορά στο Καστρί, ο πρωθυπουργός ήταν χολωμένος με τον Κύπριο πρόεδρο και δεν ήθελε να του μιλήσει, όταν τον ζήτησε επειγόντως στο τηλέφωνο. Αναγκάστηκα μάλιστα, μετά από υπόδειξη του Α. Παπανδρέου, να του πω στο τηλέφωνο ότι «ο πρωθυπουργός δεν είναι στο Καστρί», μέχρι να του περάσει ο εκνευρισμός. Την Τετάρτη, 10 Ιουλίου, ο Άκης Τσοχατζόπουλος μάθαινε πρώτος από τον πρωθυπουργό, στις 6.30 το απόγευμα, στο Καστρί, την οριστική απόφασή του να αποκλείσει από την κυβέρνηση τον Γ. Αρσένη. Ήταν κάτι που φαίνεται ότι είχε ωριμάσει από καιρό στο μυαλό του. Μπορεί ο Αρσένης να έδινε στον κόσμο την εντύπωση του «τσάρου της οικονομίας», όπως τον αποκαλούσαν, αλλά η παντοδυναμία του αυτή ήταν φαινομενική. Εξάλλου, από τον Απρίλιο του 1983 είχε μπει στο στόχαστρο της πολεμικής του περιβάλλοντος, κυρίως, εξαιτίας της στάσης του στο θέμα των προβληματικών επιχειρήσεων και ειδικότερα για την υπόθεση της δικαστικής κάθαρσης της τσιμεντοβιομηχανίας των Τσάτσων. Ενδεικτική είναι και η περίπτωση της προβληματικής επιχείρησης «ΒΙΑΜΑΞ», της οποίας ο ιδιοκτήτης Φωστη- ρόπουλος ήταν φίλος του Α. Παπανδρέου. Είχε επικαλεστεί μάλιστα τη γνωριμία του αυτή στη διαφορά του με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, αλλά τελικά, παρά την παρέμβαση και του πρωθυπουργού, ο Αρσένης μετάπεισε υπέρ των απόψεών του τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Για το θέμα της ΒΙΑΜΑΞ είχε γίνει συνάντηση μεταξύ των τριών ανδρών, στον Αστέρα της Βουλιαγμένης, το Σάββατο 9 Απριλίου 1983, ενώ στις 27 Απριλίου, Τετάρτη μεσημέρι, ο Παπανδρέου κάλεσε για γεύμα στο Καστρί τον Φωστηρόπουλο. Το μυστικό της μακράς παραμονής του Αρσένη στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ήταν η συχνότατη επικοινωνία που είχε με τον πρωθυπουργό. Ήταν ο μόνος υπουργός, που τον έβλεπε τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα και με τον τρόπο αυτό ανέτρεπε τις δύσκολες καταστάσεις που του δημιουργούσε το περιβάλλον. Ο πρωθυπουργός αλλάζει γνώμη πολύ εύκολα, και αυτό στάθηκε αποφασιστικό για την τύχη του Αρσένη όλο αυτό το διάστημα, που τον υπονόμευαν. Η μόνη επίσημη ήττα του στη σύγκρουση με το τραπεζικό σύστημα ήταν εκείνη που είχε στη ρήξη του με τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Στ. Παναγόπουλο. Ο πρωθυπουργός δεν θέλησε επ’ ουδενί και για Προσωπικούς λόγους να άρει τις αντιρρήσεις του Παναγόπουλου για τη χρηματοδότηση από την Εθνική των βιώσιμων προβληματικών επιχειρήσεων. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, ο Αρσένης στράφηκε προς τις ιδιωτικές τράπεζες, προκειμένου να βρει χρήματα για τις προβληματικές, αλλά προσέκρουσε στην επίμονη άρνηση του υπουργού των Οικονομικών Γιάννη Ποττάκη να υπογράψει τις σχετικές εγγυήσεις από την πλευρά του Δημοσίου. «Στημένη δουλειά του Λιβάνη» χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός στο Καστρί την αντίρρηση αυτή Ποττάκη κατά Αρσένη. Με τη διαφωνία Ποττάκη το πρωθυπουργικό περιβάλλον ευελπιστούσε ότι θα συμπαρέσυρε τον πρωθυπουργό κατά του «Τσάρου». Τελικά, όμως, δ ν το πέτυχε, γιατί, εντελώς απρόβλεπτα, ο πρωθυπουργός ενήργησε αντίθετα. Άλλαξε γνώμη την τελευταία στιγμή και απέλυσε από την κυβέρνηση τον Ποττάκη. Αυτή τη φορά ο Αρσένης νίκησε στα σημεία και ορκίστηκε στις 27 Μαρτίου 1984 και ως υπουργός Οικονομικών. Η επικράτηση Αρσένη προκάλεσε έκπληξη στο περιβάλλον του πρωθυπουργού, ο οποίος όμως δεν είχε προσωπικούς λόγους, αυτή τη φορά, να ασπαστεί τη διαφωνία Ποττάκη. Αυτό ήταν εξάλλου και το μοιραίο λάθος της «στημένης δουλειάς», κατά την πρωθυπουργική έκφραση. Πριν από δύο ακριβώς μήνες, Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 1984, ο γενικός διευθυντής του πολιτικού γραφείου Α. Αιβάνης, μετά το γεύμα με τον πρωθυπουργό, τη Μαργαρίτα και τον γιο τους Αντρέα, στην ταβέρνα «Λεωνίδας», στη Βαρυμπόπη, έλεγε για τον Ποττάκη μέσα στο αυτοκίνητο, την ώρα που επιστρέφαμε στο Καστρί: «Δεν μπορώ να καταλάβω, αυτός ο άνθρωπος τι θέλει με τον Κον- τσόγιωργα... Την υποστήριξή μας την έχει... Τα πάντα του έχουμε δώσει...» Ο Κορίνθιος πολιτικός, στα πλαίσια του πολιτικού παιχνιδιού, διατηρούσε και κάποια επικοινωνία με τον Μένιο, που ενοχλούσε φανερά τον Λιβάνη. Ήταν η περίοδος, που τα χαρτιά του Λιβάνη ήταν ανεβασμένα στο Καστρί. Ένα άλλο γεγονός που μέτρησε αποφασιστικά για την τύχη του Αρσένη, ήταν και η υπόθεση της 146 τσιμεντοβιομηχανίας «TITAN» και η ενδεχόμενη δικαστική εμπλοκή του δι- ευθύνοντος συμβούλου της και προέδρου του ΣΕΒ Θ. Πα- παλεξόπουλου. Η έρευνα που έκανε το υπουργείο Οικονομικών, τον Ιούλιο του 1985, με εντολή του Αρσένη, σε'βάρος του «ΤΙΤΑΝ», «για υπερτιμολογήσεις εισαγόμενου άνθρακα και παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος», σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, πλησίαζε προς το τέλος της. Στο Καστρί, εξάλλου, κυριαρχούσε η άποψη ότι «τέτοιες ενέργειες πρέπει να σταματήσουν αμέσως, γιατί εκθέτουν τη χώρα μας στο εξωτερικό». Έτσι, μετά την απομάκρυνση του Αρσένη, «ο φάκελος ΤΙΤΑΝ» δεν έφτασε στη Δικαιοσύνη. Ένα τρίτο επεισόδιο, τον Ιούλιο του 1985, λίγες μέρες πριν από τον ανασχηματισμό, που όξυνε τις σχέσεις με τον Αρσένη, ήταν και η ασύμφορη για το Δημόσιο εξαγορά από την ΕΤΒΑ των ναυπηγείων Νιάρχου, στο Σκαραμαγκά.

Παρά τη διαφωνία του Αρσένη, η συμφωνία εξαγοράς, που πρόβλεπε και ειδική ρήτρα απαλλαγής του μεγαλοεφοπλιστή από τυχόν ευθύνες για φοροδιαφυγή, υπογράφτηκε εσπευσμένα από τον διοικητή της ΕΤΒΑ υπό τις ευλογίες Λι- βάνη, Κατσιφάρα και βέβαια του Ανδρέα Παπανδρέου. Η διαφωνία Αρσένη συζητήθηκε σε τηλεφωνική επικοινα)νία, που είχε ο πρωθυπουργός από την καμπάνα του στο ξενοδοχείο «Μιραμάρε» της Κέρκυρας, όπου παραθέριζε, με μυστι- κοσύμβουλό του στην Αθήνα. Φανερά εκνευρισμένος ο πρωθυπουργός, είπε να προχωρήσει η συμφωνία με το Νιάρχο, χωρίς να λάβουν υπόψη τη διαφωνία του Αρσένη. Ήταν 7.00 η ώρα περίπου, όταν το ζεύγος Παναγόπουλου έφτασε στο πρωθυπουργικό μπανγκαλόου για το καθιερωμένο απογευματινό μπάνιο. Ο διοικητής της Εθνικής είχε μια ενόχληση στη μέση και δεν μπήκε στη θάλασσα, ενώ η σύζυγός του Μαριλένα συνόδευσε με το μαγιό τον Παπανδρέου στην ακτή, χωρίς όμως κι αυτή να κάνει το μπάνιο της, γιατί βρήκε τη θάλασσα κρύα. Ο πρωθυπουργός έκανε το μπάνιο του και, όταν έφτασε δίπλα στη Μαριλένα, συνοδευόμενος από άνδρα της ασφάλειάς του, της είπε: «Αυτή τη φορά, Μαριλένα, δεν θα γλιτώσει ο Αρσένης. Θα σου τον κάνω δώρο». Στην Κέρκυρα, ο πρωθυπουργός έμεινε δέκα μέρες, ενώ η Μαργαρίτα βρισκόταν στο διεθνές συνέδριο γυναικών, στο Ναϊρόμπι. Παρέα ήταν και το ζεύγος Γιάννη Αλευρά, που πέρα από τις προσωπικές του σχέσεις με την οικογένεια Παναγόπουλου, «εξυπηρετούσε» ακουσίως, με την παρουσία του, την πρωθυπουργική υστεροβουλία. Η παρουσία του Προέδρου της Βουλής και της γυναίκας του ήταν ένα «άλλοθι» για τους ψιθύρους του δημοσιογραφικού κόσμου γύρω από τον ερωτικό δεσμό Παπανδρέου και Μαριλένας. Ο πρωθυπουργός εμφανιζόταν στην κοινή γνώμη, ότι αξιοποι- ούσε τις διακοπές του στο ξενοδοχείο της φίλης του, κάνοντας διαβουλεύσεις με τον Πρόεδρο της Βουλής, ενόψει του επικείμενου ανασχηματισμού. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Αλευράς δεν είχε ποτέ κανένα είδος πολιτικής συνεργασίας με τον πρωθυπουργό, είτε στο «Μιραμάρε» της Κέρκυρας, είτε προηγούμενα στο «Μιραμάρε» της Ρόδου. Ήταν εξάλλου διάχυτη στο Καστρί η καχυποψία του Παπανδρέου κατά του Προέδρου της Βουλής. Μια φορά ο πρωθυπουργός, σε στιγμή έκρηξης, είχε πει απειλητικά για τον Αλευρά: * «Ας μην ήταν Πρόεδρος της Βουλής και θα ’βλεπε...» Όταν μάλιστα, στις 18 Ιουλίου 1985, έφτασε στην Κέρκυρα η τρόικα του Εκτελεστικού (Γεννηματάς - Λαλιώτης - Τσόχα- τζόπουλος) και συσκέφτηκε με τον πρωθυπουργό για τον ανασχηματισμό, δεν πήρε μέρος ο Αλευράς. Εξάλλου, οι σχέσεις του Προέδρου της Βουλής με τους Γεννηματά και Λαλιώτη υπήρξαν ανταγωνιστικές και χαρακτηρίζονταν από μια εκατέρωθεν καχυποψία και αντιπάθεια. Για την ιστορία σημειώνω, ότι το πρώτιστο μέλημα της τρόικας στη σύσκεψη εκείνη, ήταν η προσωπική αναβάθμιση του καθενός στο νέο κυβερνητικό ανασχηματισμό. Ο Κ. Λαλιώτης πρό- τεινε ως υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Γ. Γεννηματά, σε αντικατάσταση του Αρσένη, κάτι που είχε επαναλάβει τον Ιούλιο του 1982, όταν απομακρύνθηκε ο Απ. Λάζαρης. Ο Γεννηματάς ήταν, ως συνήθως, διακριτικότατος για τον εαυτό του, αφενός μεν για να μην προκαλέσει τις υποψίες του πρωθυπουργού εναντίον του και αφετέρου γιατί συνηγορούσε για λογαριασμό του ο Λαλιώτης. Τελικά, η πρόταση του Λαλιώτη προσέκρουσε στο βαθύτερο πλέγμα δυσπιστίας του πρωθυπουργού, που καλλιεργούσε συνεχώς το περιβάλλον, μιλώντας για συνωμοτικές ικανότητες και φιλοδοξίες του Γεννηματά στη διαδοχή του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Ο Λαλιώτης μπορεί να απέτυχε στην Κέρκυρα να βοηθήσει τον Γ. Γεννηματά, ο οποίος παρέμεινε στο υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, αλλά πέτυχε προσωρινά να αναβαθμιστεί ο ίδιος. Ζήτησε το υφυπουργείο Προεδρίας (υφυπουργείο Τύπου) με έλεγχο στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, καθώς και τη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου. «Δεν μπορώ να καταλάβω, έλεγε ο πρωθυπουργός στην Κέρ- κνρα, γιατί επιμένει ο Λαλιώτης να γίνει κυβερνητικός εκπρόσωπος». Τελικά, όμως, τον ικανοποίησε και απομάκρυνε τους Δ. Μαροΰδα και Σ. Κωστόπουλο. Αλλά και ο Λαλιώτης, σε αγαστή σύμπνοια με την τρόικα, ικανοποίησε τον πρωθυπουργό με τη... θεάρεστη πρόταση να αναλάβει ο γιος του, Γιώργος, το υφυπουργείο Πολιτισμού με ευρύτατες αρμοδιότητες (Νέα Γενιά, Λαϊκή Επιμόρφωση, Απόδημος Ελληνισμός). Ήταν ένας έξυπνος ελιγμός, που κολάκευσε τον Παπανδρέου, γιατί, λόγω ηλικίας, ο Λαλιώτης θεωρείτο πολιτικά αντίπαλος στο Κίνημα, του γιου και, από μερικούς φανατικούς συκοφάντες του, αντίπαλος και του πατέρα. Αλλά ο Παπανδρέου ενέδωσε στις αξιώσεις Λαλιώτη με βαθύτατη εξ υπαρχής καχυποψία. Τοποθέτησε ως προϊστάμενο υπουργό Προεδρίας τον Α. Τσοχατζόπουλο, έμπιστο άνθρωπό του στο Κίνημα και στην τρόικα του Εκτελεστικού και ως Β' υφυπουργό Προεδρίας τον Μ. Παπαϊωάννου, φίλο του Γ. Γεννηματά. Ο Κ. Λαλιώτης κατηγορήθηκε αγρίως, εν συνεχεία, στον πρωθυπουργό, ότι φιλοδοξούσε να αναδει147 χθεί σε «Γκαίμπελς» της πολιτικής ζωής και, ότι θα δημιουργούσε πολιτικό όνομα σε βάρος του Γιώργου Παπανδρέου, με τον έλεγχο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την καθημερινή αναφορά του ονόματος του, ως κυβερνητικός εκπρόσωπος. «Πρέπει να βρούμε τον τρόπο, να διορθώσουμε το λάθος στο άμεσο μέλλον», είπε ο Α. Παπανδρέου σ’ ένα μπαράζ κατά του Λαλιώτη, στο Καστρί. Πράγματι, το σενάριο διαδοχής του Λαλιώτη κράτησε τέσσερις περίπου μήνες, μετά τον ανασχηματισμό και τέλειωσε με την άνοδό του στο Καστρί και την παραίτησή του, την Κυριακή το απόγευμα, 17 Νοεμβρίου 1985. Είχε προηγηθεί, βέβαια, το πριόνισμά του από τον Αντ. Λιβάνη, που την Κυριακή το πρωί, 1 Σεπτεμβρίου 1985, είχε πείσει τον πρωθυπουργό, στο διαμέρισμά του, στο «Μακεδονία Παλάς» της Θεσσαλονίκης, όπου είχε πάει για τα εγκαίνια της ΔΕΘ, να τον αντικαταστήσει με τον Αντ. Κούρτη, πρόεδρο της ΔΕΘ

148

Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στην ιστορία με τον Γεράσιμο Αρσένη. Κυριακή βράδυ, 21 Ιουλίου 1985, ο πρωθυπουργός γύρισε από την Κέρκυρα και τη Δευτέρα το μεσημέρι υποδέχτηκε στο ανατολικό αεροδρόμιο τον Πρόεδρο της Βουλγαρίας Τοντόρ Ζίβκωφ, που είχε προσκληθεί για διήμερη επίσκεψη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρ. Σαρτζετάκη. Την ίδια μέρα έστειλε ο Γ. Αρχένης στο Καστρί και την ομιλία του πρωθυπουργού, που είχε γράψει για λογαριασμό του, ενόψει της συνόδου της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ. Την ώρα που ο Παπανδρέου είχε αποφασίσει να τον απομακρύνει και απέφευγε συστηματικά οποιαδήποτε προσωπική ή τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, η Αγγέλα Κοκκόλα του είχε τηλεφωνήσει ήδη από την Κέρκυρα, να γράψει τον λόγο του πρωθυπουργού. Την Τετάρτη, 24 Ιουλίου, ο πρωθυπουργός συνάντησε τον Αρσένη στο διάδρομο του «Αστέρα» Αθηνών, λίγο πριν μιλήσει στην Κεντρική Επιτροπή και του είπε τυπικά «ευχαριστώ για τη δουλειά που έκανες», ενώ εκείνος του απάντησε με ευγένεια, «με μεγάλη μου χαρά». Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 25 Ιουλίου, παραμονή του ανασχηματισμού, ο πρωθυπουργός συναντήθηκε στο Καστρί με τον Δ. Χαλικιά και τον Γιάννη Παπανι- κολάου και στις 11.00 το πρωί με τον υπουργό Εξωτερικών I. Χαραλαμπόπουλο. Η συνάντηση αυτή κρίθηκε σκόπιμη, γιατί ο Χαραλαμπόπουλος δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα αποδεχόταν μια πρωθυπουργική απόφαση για μετακίνησή του από το υπουργείο, προκειμένου να τοποθετηθεί εκεί ο ευνοούμενος της Μαργαρίτας, Κάρολος Παπούλιας. Γι’ αυτό ο πρωθυπουργός ζήτησε τη συναίνεση του Χαρα- λαμπόπουλου για την τοποθέτησή του στην αντιπροεδρία, με υποσχέσεις για το μέλλον. Μετά την επίσκεψη Χαραλαμπό- πουλου, ο Μ. Ζιάγκας έφυγε αμέσως για να συναντήσει τον Αρσένη στην Κεντρική Επιτροπή, που συνεχιζόταν για δεύτερη μέρα και να του παραδώσει επιστολή του πρωθυπουργού, για να αναλάβει το υπουργείο Παιδείας. Την ίδια ώρα ο Παπανδρέου αναχωρούσε ινκόγκνιτο για να συναντήσει τη φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα στο διαμέρισμα της οδού I. Σέχου 2. Γύρω στις 2.30 το μεσημέρι γυρίσαμε στο Καστρί, όπου ο πρωθυπουργός γευμάτισε αρκετή ώρα με τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Αμέσως η Κοκκόλα πληροφόρησε τον πρωθυπουργό, ότι της είχε τηλεφωνήσει ο Αρσένης. «Τι είπε;» ρώτησε ανυπόμονος ο Παπανδρέου. «Ήθελε να συζητήσει μαζί σας, Πρόεδρε, τις δυνατότητες που θα είχε ως υπουργός Παιδείας», είπε η Κοκκόλα. «Τι άλλο είπε;» ξαναρώτησε ο πρωθυπουργός. «Ότι δεν μπορεί να δεχτεί το υπουργείο Παιδείας, αφού δεν του δίνεται ούτε η ευκαιρία να μιλήσει προηγουμένως μαζί σας, μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας» συμπλήρωσε η Κοκκόλα. «Πολύ καλά», αποκρίθηκε σκυθρωπός ο πρωθυπουργός. Την Παρασκευή, 26 Ιουλίου 1985, ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση και, εν συνεχεία, στις 12.00 το μεσημέρι συνεδρίασε το Υπουργικό Συμβούλιο. Στις 2.30 το μεσημέρι, ο πρωθυπουργός γευμάτισε με τον γνωστό καθηγητή του Πολυτεχνείου Γ. Σκιαδαρέση και τη σύζυγό του Έπη στο σπίτι τους στην Αθήνα και το βράδυ πήγε σε δεξίωση στο θέρετρο του Στρατού, στον Αγιο Ανδρέα Αττικής. Την επόμενη μέρα, Σάββατο πρωί, 27 Ιουλίου, αναχωρήσαμε από τη μαρίνα της Βουλιαγμένης με τη διακριτική συνοδεία λιμενικού σκάφους και βατραχανθρώπων, για κρουαζιέρα αναψυχής στην Ύδρα και στις Σπέτσες, με τη θαλαμηγό του Σ. Παναγόπουλου. Το βράδυ διανυκτερεύσαμε στη θαλαμηγό, στο λιμάνι της Ύδρας, ο πρωθυπουργός, το ζεύγος Παναγόπουλου, ο κυβερνήτης του σκάφους, ο γράφων, και ένας ακόμα άνδρας της ασφάλειας και την Κυριακή το βράδυ επιστρέ- ψαμε στον «Αστέρα» της Βουλιαγμένης. Μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας διαμελίστηκε. Εξάλλου, ο νέος υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κ. Σημίτης, που παραιτήθηκε θεαματικότατα δυόμισι χρόνια αργότερα, δεν είχε ποτέ την εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού και, με τον νέο νόμο περί υπουργικού συμβουλίου, έχασε από την αρχή τον ουσιαστικό έλεγχο της οικονομικής πολιτικής (τις εκτελεστικές αρμοδιότητες στα υπουργεία Εμπορίου και Βιομηχανίας, το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας και το Γραφείο Μελετών). Οι προβληματικές επιχειρήσεις πέρασαν στην αρμοδιότητα της Βάσως Παπανδρέου, ως υφυπουργού Βιομηχανίας, και οι κρατικές προμήθειες στον Γ. Κατσιφάρα, ευνοούμενο, ιδιαίτερα, της Μαργαρίτας Παπανδρέου. Ο Γ. Κατσιφάρας, εννιά μήνες αργότερα (25 Απριλίου 1986), ανάτρεψε τον προϊστάμενό του Ν. Ακριτίδη και χρίστηκε ο ίδιος υπουργός Εμπορίου. Έξι μήνες μετά τις εκλογές, Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 1985, σε συζήτηση στη Βουλή πριν από την ημερήσια διάταξη, σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων, ο Μητσοτάκης κατηγόρησε τον Α. Παπανδρέου ότι «εξαπάτησε τον ελληνικό λαό, για να κερδίσει τις εκλογές με ψεύτικες υποσχέσεις». Ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε τότε, ότι «τα στοιχεία για την οικονομία ήρθαν τρεις μήνες μετά τις εκλογές». Το βράδυ όμως της ίδιας μέρας, λίγο πριν από το δείπνο που είχε με τον καθηγητή της Ψυχιατρικής Κ. Στεφάνή, είχα την εξής στιχομυθία μαζί του: 149 «Ήθελε ο Μητσοτάκης, κύριε Πρόεδρε, σήμερα στη Βουλή να μην υποσχεθείτε τίποτα στο λαό κατά την προεκλογική περίοδο, για να χάσουμε τις εκλογές». Ευχαριστημένος, προφανώς, για το σόφισμά μου, απο- κρίθηκε: «Ακριβώς! Ήθελε ο άνθρωπος να μην υποσχεθώ, για να κερδίσει αυτός τις εκλογές». Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα. Ο πρωθυπουργός είπε ψέματα στο Κοινοβούλιο, ότι «τα στοιχεία για την οικονομία ήρθαν τρεις μήνες μετά τις εκλογές». Γιατί γνώριζε την αλήθεια για την οικονομική κατάσταση, τόσο από την έκθεση Χαλικιά με την έγκριση Αρσένη, όσο και από την ενημέρωση που του είχε κάνει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, στο Καστρί την Τετάρτη το πρωί, 1 Μαΐου 1985, λίγο πριν συναντηθεί με τον Γ. Μαύρο. Ο Αρσένης του είχε συστήσει ευθαρσώς, να αποφύγει νέες επαγγελίες στις προεκλογικές ομιλίες του και πρότεινε να περιοριστεί η προεκλογική καμπάνια αυστηρά στην προβολή του κυβερνητικού έργου, που είχε επιτευχθεί μέχρι τότε. Λίγους μήνες αργότερα, την Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 1985, ο λαός επωμιζόταν και άλλα βάρη με την επιβολή της

πολιτικής λιτότητας και την υποτίμηση, κατά 15%, της δραχμής. Τα μέτρα εκείνα πάρθηκαν στις 6.30, μετά από δύο συσκέψεις του ΑΣΟΙΊ και του ΚΥΣΥΜ. Μετά τις δηλώσεις που έκανε στους δημοσιογράφους ο πρωθυπουργός, αναχώρησε κατά τις 8.30 για τη μονοκατοικία του Χαλανδρίου, όπου διανυκτέρευσε με τη φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα. Από το Χαλάνδρι παρακολούθησε και την τηλεοπτική εμφάνιση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κ. Σημίτη, που ανέλαβε να εξηγήσει στον ελληνικό λαό την αναγκαιότητα των μέτρων της οικονομικής λιτότητας για την επιτυχία του «σταθεροποιητικού προγράμματος». Έχασα τη βραδιά εκείνη, δυστυχώς, την τηλεοπτική παράσταση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, αλλά κι αυτός νομίζω έχασε τη δική μας συγκλονιστική νυχτερινή παράσταση μέσα στους δρόμους του Χαλανδρίου, που ξαγρυπνούσαμε καθηλωμένοι μέσα στο αυτοκίνητο, για την προστασία του πρωθυπουργού. Από την οδό Φιλίππου Λίτσα 5 φύγαμε το Σάββατο στις 10.30 το πρωί, για το Καστρί, και στις 12.00 το μεσημέρι ο πρωθυπουργός έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα «LE MONDE». Το απόγευμα επιστρέψαμε στο κρησφύγετό του, στο Χαλάνδρι, όπου δια- νυκτέρευσε με τη φίλη του. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 13 Οκτωβρίου, στις 8.40 περίπου το πρωί, αναχωρήσαμε με μια ενδιάμεση στάση στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου περίμενε η επίσημη συνοδευτική ασφάλεια, για να τον πάμε στο «Συνέδριο της Ψυχιατρικής», που τον είχε προσκαλέσει ο φίλος του και προσωπικός του γιατρός Κ. Στεφάνή

150

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΝΤΑΒΟΣ Φεβρουάριος 1986

Το ταξίδι του πρωθυπουργού στο Νταβάς της Ελβετίας, 31 Ιανουαρίου 1986, και οι πραγματικοί του λόγοι, μου προκαλούσαν από την αρχή μελαγχολία και σύγχυση. Γιατί η συμμετοχή του στο Οικονομικό Συμπόσιο στη μικρή αυτή πόλη, χρησιμοποιήθηκε σαν επίσημο κάλυμμα, για να δικαιολογηθούν στην κοινή γνώμη οι από κοινού διακοπές με τη φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα, πρώτη ξαδέλφη της Χριστίνας Ωνάση, που είχε τότε χωρίσει. Η Μαριλένα ήταν εξάλλου και το πρόσωπο κλειδί, που το καλοκαίρι του 1982 είχε μεσολαβήσει στη γνωστή υπόθεση της Χριστίνας στο Άκτιο, για οφειλές της προς το Δημόσιο. Την ημέρα εκείνη τηλεφώνησε ς$το διαμέρισμα (τηλ. 0299/84524) του πρωθυπουργού στο Λαγονήσι και ζήτησε να μιλήσει μαζί του. Την ώρα εκείνη, που ασχολιόταν με τη φωτογραφική τέχνη στο προαύλιο του μπανγκαλόου, ειδικά κατασκευασμένου από τον EOT, έσπευσε με λαχτάρα όταν του είπαν ποιος ήταν στο τηλέφωνο. «Τι είπες; Η Χριστίνα για οφειλές; Είναι θέμα Τσοβόλα; Αμέσως θα τακτοποιηθεί». Μετά το τηλεφώνημα ο πρωθυπουργός γύρισε και είπε στην Αγγέλα Κοκκόλα, που βρισκόταν κιόλας κοντά του. «Πάρε μου αυτόν τον μανδαρίνο στο τηλέφωνο, να του μιλήσω», κι αμέσως εκείνη σχημάτισε στην πορτοκαλί συσκευή τον τριψήφιο αριθμό του υφυπουργού: «Γεια σου, Δημήτρη. Ο Πρόεδρος θέλει να σου μιλήσει», του είπε και έδωσε το ακουστικό στον Αν- δρέα, που σχεδόν το είχε αρπάξει από τα χέρια της. «Γεια σου, Λημήτρη. Πες μου τι συμβαίνει με τη Χριστίνα Ωνάση;» του είπε και συνέχισε: «Να τακτοποιηθεί η υπόθεση αμέσως». Το ύφος του ήταν αποφασιστικό και επιτιμητικό και αφού άκουσε τον υφυπουργό των Οικονομικών, του έκλεισε το τηλέφωνο. Ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε σαν χρυσή ευκαιρία την πρόσκληση από τον Πρόεδρο του Διεθνούς Οικονομικού Συμποσίου Κράους Σβαμπ να πάει στο Νταβός και να κάνει τΐξ πενθήμερες διακοπές του με τη Μαριλένα. «Μόνο για διακοπές αξίζει τον κόπο να πάει κανείς χειμωνιάτικα στο Νταβός. Για κανέναν άλλο λόγο», σχολίασε επιγραμματικά πριν φύγουμε. Η παρουσία εξάλλου του Τούρκου πρωθυπουργού Τουργκούτ Οζάλ στο Συμπόσιο, ήταν από την αρχή το μεγάλο εμπόδιο για τον Παπανδρέου. Κανένας άλλος Ευρωπαίος πρωθυπουργός δεν συμμετείχε, κι αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία για την ψυχολογία του, γιατί μόνο σε επίπεδο πρωθυπουργών θα ήθελε να πήγαινε στο Εξωτερικό. Ο Οζάλ πήγαινε κάθε χρόνο στο Νταβός, γιατί ήθελε να νομιμοποιήσει την πολιτική του δικτατορικού καθεστώτος. Η ιδέα όμακ; των διακοπών με τη φίλη του, παραμέρισε τις αρχικές επιφυλάξεις του για τον πολιτικό αντίκτυπο από την κοινή εμφάνιση με τον Οζάλ στις εργασίες του Συμποσίου. Είχε εξάλλου και το επιχείρημα, ότι η επίσκεψη αυτή για την οικονομική δήθεν ανάπτυξη της χώρας και την προσέλκυση επενδύσεων θα ήταν ισχυρότερο όπλο από τον οποιον- δήποτε θόρυβο και τις επικρίσεις που τυχόν θα υπήρχαν. Έτσι, την Παρασκευή στη μία το μεσημέρι, αναχωρήσαμε για τη Ζυρίχη με αεροπλάνο της Ολυμπιακής. Από κει με κρατικά αυτοκίνητα που μας διέθεσε η Ελβετική κυβέρνηση, φτάσαμε σε δυο περίπου ώρες στη μικρή χιονισμένη πόλη Νταβός του καντονιού Γκριζόν - το ονομαστό χειμερινό κέντρο αναψυχής - και καταλύσαμε στο ξενοδοχείο SUNSTAR PARK. Στην πρωθυπουργική ακολουθία ήταν ο X. Μαχαιρίτσας, ο Γ. Παπανικολάου, η Α. Κοκκόλα, ο Μ. Ζιάγκας και πενταμελής ομάδα ασφαλείας. Από την Αθήνα είχαμε κλείσει δωμάτια στο ξενοδοχείο ΑΑΒΑ HEALTH, στην παρακείμενη πόλη Κλόστερς, όπου είχε προγραμματίσει να περάσει τις διακοπές του μακριά από τον φακό της δημοσιότητας. Στο SUNSTAR PARK μείναμε πολύ λίγο, για τα προσχήματα απέναντι στις επίσημες αρχές, που μας παρείχαν δωρεάν φιλοξενία για τρεις μέρες και για τα μάτια των δημοσιογράφων. Είχαμε εξάλλου ανάγκη από μια επώνυμη διεύθυνση και πρακτικές διευκολύνσεις. Από κει κάναμε τις απαραίτητες αλλαγές στ’ αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε για τις εργασίες του Συνεδρίου με κρατικά οχήματα σε επίσημη πομπή. Τη διαδρομή Νταβός Κλόστερς - Νταβός την κάναμε ινκόγκνιτο με μία μερσεντές υπό τα στοιχεία SH 70392 V και ένα SIERRA FORD με τα στοιχεία 20 SH 70017 V, που νοικιάσαμε από την εταιρία AVIS και είχαμε φροντίσει να είναι σταθμευμένα, μόλις 13 φτάσαμε στο Νταβός, στην είσοδο του ξενοδοχείου για να κινηθούμε χωρίς καθυστερήσεις. Είχαμε μάλιστα διεθνοποιήσει τις άδειες οδήγησης στον πύργο Αθηνών στην ΕΛΠΑ, για να νομιμοποιούμαστε στην οδήγηση. Στις 7.00 το βράδυ ο πρωθυπουργός έδωσε το σύνθημα της αναχώρησης για το Κλόστερς. Δεν είχε λόγους εξάλλου να χρονοτριβεί. Η αγωνία του για τη συνάντηση με τη Μα- ριλένα, τον είχε κάνει ανυπόμονο. Εγώ με την Κοκκόλα αποφασίστηκε να παραμείνουμε στο ξενοδοχείο για να παραπλανήσουμε τους δημοσιογράφους και ο πρωθυπουργός αποχώρησε με πολύ μεγάλη διακριτικότητα, αφού προηγούμενα οι άνδρες ασφαλείας του είχαν τοποθετήσει αθόρυβα τις αποσκευές στα αυτοκίνητα. Παρακολουθούσα την κίνηση στην αίθουσα υποδοχής του ξενοδοχείου, κυρίως για την επισήμανση Ελλήνων και στην κατάλληλη στιγμή ειδοποίησα και κατέβηκε αμέσως από τον 7ο όροφο, με δυο άνδρες της ασφάλειας και με το κεφάλι σκυμμένο κατευθύν- θηκε γρήγορα προς την έξοδο. Η βραδινή αυτή φυγή του πρωθυπουργού από το ξενοδοχείο SUNSTAR PARK, την πρώτη κιόλας μέρα της άφιξής μας

στο Νταβός, έμοιαζε περισσότερο με επεισόδιο απόδρασης μυστικού πράκτορα, παρά με φυσιολογική κίνηση πρωθυπουργού. Αργότερα εστάλη από το ξενοδοχείο ΑΑΒΑ HEALTH αυτοκίνητο με άνδρες της ασφαλείας για να μας παραλάβει, επειδή δεν είχε φτάσει έγκαιρα η Μαριλένα. Η ανησυχία του είχε κορυφωθεί και η ανυπομονησία του είχε αγγίξει τα όρια της ιλαρότητας. Έγιναν αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα για να εξακριβωθεί ο λόγος της καθυστέρησης και περισσότερο για να διασκεδασθεί η αγωνία του. Παίζαμε όλοι θέατρο με τον πρωθυπουργό. Ένας συνάδελφος γύρισε και είπε: «Να στήσουμε καλύτερα μανιάτικο μοιρολόι για τη συμφορά που μας βρήκε». Τελικά, η εμφάνιση της Μαριλένας ηρέμησε τον πρωθυπουργό και η ισορροπία αποκαταστάθηκε. Το βράδυ, στο δείπνο, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου μας προκάλεσε έκπληξη η παρουσία του Γιώργου Λούβαρη, που συνέτρωγε σε μια απόμερη γωνιά με άγνωστο σε μας άτομο. Στην αρχή δεν ανταλλάξαμε κανένα χαιρετισμό μαζί τους, αλλά ύστερα ο πρωθυπουργός έλυσε τη γενική σιωπή και σήκωσε το ποτήρι προς τιμήν τους. Ο Ζιάγκας δεν έκρυψε την ενόχλησή του από την παρουσία τους. Την επόμενη μέρα ο Αούβαρης, που ήταν φανερό - όπως σε πολλές άλλες δουλειές - ότι είχε επιστρατευθεί από τον πρωθυπουργό για να συνοδεύσει τη Μαριλένα Πατρονικόλα από την Αθήνα και αντιστρόφως, εξαφανίστηκε από το Κλόστερς. Τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις αποτελούν υπηρεσία εθνικής σημασίας για τον πρωθυπουργό. Για τον Λούβαρη πάντως δεν ήταν χαμένος ο κόπος που ταξίδεψε στο Κλόστερς, στο Νταβός και στη Ζυρίχη για χάρη του φίλου του πρωθυπουργού. Τον ίδιο μήνα, στις 26 Φεβρουάριου, κατάφερε, όπως είναι γνωστό, να μπει τ’ όνομά του στο περιβόητο τέλεξ του ΓΕΑ προς τη Γαλλική εταιρία MATRA για την προμήθεια των πυραύλων «Μάτζικ 2». Στο Νταβός οι κορυφαίοι συνεργάτες του πρωθυπουργού, X. Μαχαιρίτσας και I. Παπανικολάου, αγνοήθηκαν προκλητικά. Είχε αποφύγει από την αρχή να τους ενημερώσει για την πρόθεσή του να παραμείνει περισσότερο στην Ελβετία και φυσικά και για τη διαμονή του στο Κλόστερς. Πυκνό μυστήριο κάλυπτε όλες του τις κινήσεις και η περιφρονητική απουσία του από τις βραδινές εκδηλώσεις του Διεθνούς Οικονομικού Συμποσίου δημιούργησε αναπόφευκτα άσχημη εντύπωση στους επιχειρηματικούς κύκλους. «Τότε γιατί, επιτέλους, ήρθαμε», αναρωτήθηκε σε κάποια στιγμή ο διευθυντής του οικονομικού του γραφείου Παπανικολάου. Οι εξαφανίσεις του από το ξενοδοχείο, το Σαββατοκύριακο στο Νταβός, αμέσως μετά το μεσημεριανό γεύμα στο Συμπόσιο, χωρίς έστω καμιά προσυνεννόηση και εξήγηση με τους υπεύθυνους συνεργάτες του, είχαν κάνει την επικοινωνία μαζί του σχεδόν ακατόρθωτη. Ο διευθυντής του διπλωματικού του γραφείου X. Μαχαιρίτσας, μου ζητούσε με αγωνία κάποιο σημείο επαφής με τον πρωθυπουργό, μέχρι που συνειδητοποίησε στο τέλος την κατάσταση. Το πρωί του Σαββάτου, στο Κόνγκρες Χάουζ, λίγο πριν από την είσοδο των συνέδρων, ο πρωθυπουργός λογομάχησε έντονα με τον Μαχαιρίτσα. Ο πρόεδρος του Συμποσίου Κράουζ Σβαμπ, που τον θεωρούσε φιλότουρ- κο, είχε σκηνοθετήσει να καθήσουν μαζί Παπανδρέου και Οζάλ, ο ένας δίπλα στον άλλον, στη συζήτηση στρογγυλής τράπεζας. Επιχείρησε μια έξυπνη κίνηση, για ένα «ντε φά- κτο» αιφνιδιασμό. Έξαλλος σχεδόν ο πρωθυπουργός είπε στον Μαχαιρίτσα: «Σε καθιστώ υπεύθυνο γι’ αυτό. Εγώ δεν κάθομαι δίπλα στον Οζάλ». Η παρέμβαση Μαχαιρίτσα στον Σβαμπ, την τελευταία στιγμή, είχε σαν αποτέλεσμα να μπει κάποιος άλλος σύνεδρος ανάμεσα στον Παπανδρέου και τον Οζάλ και έτσι να ηρεμήσει ο πρωθυπουργός αφού μ’ αυτό τον τρόπο θα μετρίαζε κάπως την εντύπωση από την κοινή εμφάνιση των δύο πρωταγωνιστών του Συνεδρίου. Ενάμισι μήνα μετά την επιτυχία του στο Νταβός, ο φιλότουρκος πρόεδρος του «Γιουροπίαν Μάνατζμεν Φόρουμ» Κράους Σβαμπ επι- σκέφτηκε στις 12 το μεσημέρι, Τετάρτη 19 Μαρτίου 1986, τον πρωθυπουργό με ύφος θριαμβευτικό, στο ιδιαίτερο γραφείο του στο Καστρί. Οι κύριοι ομιλητές στη συζήτηση στρογγυλής τράπεζας το πρωί του Σαββάτου, 1η Φεβρουάριου, ήταν ο Παπανδρέου και ο Οζάλ. Μετά την ομιλία του, που του ετοίμασε ο Παπανικολάου, θεώρησε ότι εκπλήρωσε την υποχρέωσή του απέναντι στην πρόσκληση του Συμποσίου και μετά το γεύμα έφυγε για το Κλόστερς. Το ίδιο έκανε και την Κυριακή, χωρίς να πάει σε καμιά από τις άλλες εκδηλώσεις του τριημέρου. Μοιράστηκε τις υποχρεώσεις και τον χρόνο του μεταξύ Νταβός και Κλόστερς και σ’ αυτό, τουλάχιστον, ήταν συνεπής με τον εαυτό του. «Μια ομιλία βασικά έχω να κάνω στο Συνέδριο και θα κοιτάξω ο περισσότερος χρόνος να είναι δίκόςμας», μου είχε πει στο Καστρί μια μέρα πριν αναχωρήσουμε για το Νταβός. Ο Τουργκούτ Οζάλ προσκάλεσε τον Α. Παπανδρέου στη δεξίωση της Τουρκικής αντιπροσωπείας, αλλά σκόπιμα δεν πήγε γιατί προτίμησε το Κλόστερς; Αντίθετα, ο Οζάλ προσήλθε περιχαρής στη δεξίωση (Cheese - Party) που οργάνωσε προς τιμήν του Έλληνα πρωθυπουργού το Ευ- ρωμαϊκό Συμπόσιο. Με την αίσθηση του νικητή ο Τούρκος πολιτικός 14 εμφανίστηκε και στη δεξίωση της Ελληνικής αποστολής. Ο πρωθυπουργός πίστευε ότι δεν θα ’ρθει ο Οζάλ. «Αφού δεν πήγα εγώ στη δεξίωση,· δεν πρέπει κανονικά να \ρθει κι αυτός», έλεγε. Ο πρωθυπουργός στη δεξίωση μου ’δωσε την εντύπωση, ότι πατούσε σ’ αναμμένα κάρβουνα, ενώ τα ξένα τηλεοπτικά δίκτυα και οι φωτογράφοι συνωστίζονταν και ανυπομονούσαν πότε θα έρθει η ώρα, ν’ απαθανατίσουν το στιγμιότυπο της συνάντησης Παπανδρέου - Οζάλ. «Μακάρι να μην έρθει», είπε σε κάποια στιγμή ο πρωθυπουργός, καθώς καθυστερούσε να εμφανιστεί ο Οζάλ, που τελικά τον υποδέχτηκε κάτω από τον καταιγισμό των τηλεοπτικών συνεργείων. Μ’ ένα αδιόρατο εκνευρισμό, κατευθύνθηκε προς το μέρος του παρά την προτροπή να κινηθεί πιο γρήγορα στην είσοδο υποδοχής και αντάλλαξε τυπική χειραψία μαζί του.

Την Κυριακή, 2 Φεβρουάριου, τελευταία μέρα του συμποσίου, ο πρωθυπουργός δήλωσε στους συνεργάτες του X. Μα- χαιρίτσα και Γ. Παπανικολάου, ότι σκοπεύει να παραμείνει μέχρι την Τετάρτη στο Νταβός και τους συνέστησε να κάνουν διακοπές και οι ίδιοι, όχι βέβαια στο Νταβός, αλλά σε άλλο μέρος. Τελικά συμφωνήθηκε να συναντηθούμε την Τετάρτη μεσημέρι στις 12.00, στο αεροδρόμιο Ζυρίχης και να επιστρέφουμε μαζί, όλη δηλαδή η αποστολή, με πτήση της Ολυμπιακής Αεροπορίας, στην Αθήνα. Η υπόδειξη αυτή του πρωθυπουργού είχε δεσμευτικό χαρακτήρα για τους δύο κορυφαίους συμβούλους του, γιατί, αν τυχόν γύριζαν μόνοι τους στην Αθήνα, θα ξεσηκωνόταν στον Τύπο μεγαλύτερος θόρυβος και σχόλια σε βάρος του πρωθυπουργού, για τους μυστηριώδεις λόγους παραμονής του στην Ελβετία. Εξάλλου, από την αρχή επιθυμούσε να μη γίνει αμέσως γνωστό στον Τύπο το πότε ακριβώς θα επέστρεφε στην Αθήνα. Ακόμα και οι πιο στενοί συνεργάτες του, δεν γνώριζαν την ημερομηνία γεγονός που δημιουργούσε την εντύπωση πως φεύγουμε κανονικά. Μ’ αυτό τον τρόπο θα περιοριζόταν το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων στο επίπεδο τουλάχιστον των εργασιών του συμποσίου. Και είχαμε «σοβαρούς λόγους» να κερδίσουμε χρόνο, για να χειραγωγήσουμε τη φαντασία τους. Δεν έπρεπε από την πρώτη μέρα του συμποσίου ν’ αρχίσουν να διερευνούν τους λόγους που θέλαμε να παρατείνουμε την παραμονή μας στην Ελβετία. «Όσο αργότερα το μάθουν οι δημοσιογράφοι, τόσο καλύτερα είναι για μας», μας είπε ο πρωθυπουργός. Τη Δευτέρα το πρωί, 3 Φεβρουάριου, οι X. Μαχαιρίτσας και Γ. Παπανικολάου έφυγαν για διήμερη υποχρεωτική ανάπαυλα στη Ζυρίχη και εγώ με την Α. Κοκκόλα για το Κλόστερς, όπου ο πρωθυπουργός και η Μαριλένα Πατρονικόλα διέμεναν στο διαμέρισμα No 313 του ξενοδοχείου ΑΑΒΑ HEALTH, ινκόγκνιτο βέβαια και το πιθανότερο με το ψευδώνυμο Άντριους. Το ίδιο προσφιλές ψευδώνυμο είχε χρησιμοποιήσει το ζεύγος Παπανδρέου στην Αυστραλία, τον Απρίλιο του ’74, κατά την περίοδο των συνταγματαρχών. Την Κυριακή το πρωί, η Μαριλένα Πατρονικόλα είχε μια ξαφνική παροδική αδιαθεσία και ζάλη στο πρωθυ- πουργικό διαμέρισμα. Αναζητήθηκε επειγόντως γιατρός, κι ο πρωθυπουργός ανησυχούσε και είχε πανικοβληθεί. Το γεγονός αυτό καθυστέρησε, όπως ήταν επόμενο, και την άφιξή του, το πρωί, στο συμπόσιο του Νταβός. Ανήξερος ο X. Μα- χαιρίτσας για όσα συνέβαιναν στο Κλόστερς, καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα, μονολογώντας για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση του Παπανδρέου. Στα θέματα υγείας ο πρωθυπουργός, είτε πρόκειται για τον εαυτό του είτε για τους άλλους, πανικοβάλλεται αμέσως. Τελικά η υγεία της Μαριλένας αποκαταστάθηκε αμέσως και την Τρίτη το πρωί, 4 Φεβρουάριου, έκαναν τον περίπατό τους στη χιονισμένη περιοχή, γύρω από το ξενοδοχείο. Για λίγα λεπτά η Μαριλένα αποσπάστηκε από την πρωθυπουρ- γική συντροφιά και πήγε στό υποκατάστημα Ελβετικής τράπεζας, προφανώς για να σηκώσει χρήματα. Μετά τον περίπατο γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, ενώ ο Μ. Ζιάγκας έφυγε σιδηροδρομικούς στη Ζυρίχη, για συγκεκριμένη δουλειά του πρωθυπουργού, που δεν μπόρεσα να μάθω. Στο ξενοδοχείο, εκτός από το διαμέρισμα του πρωθυπουργού, είχαμε ακόμα τέσσερα δωμάτια - ένα για την Κοκκόλα, ένα για τον Ζι- άγκα και δύο για τους άνδρες της ασφάλειας. Τα έξοδα, για πρώτη φορά αυτά τα χρόνια, θα τα πλήρωνε ο πρωθυπουργός, επειδή το ταξίδι στο Κλόστερς είχε αυστηρά ανεπίσημο ιδιωτικό χαρακτήρα. Φαίνεται, όμως, ότι δεν ήταν τελικά στις προθέσεις του να επωμιστεί ολόκληρο το βάρος για τα έξοδα της παραμονής μας. Πριν φύγει μάλιστα ο Ζιάγκας για τη Ζυρίχη, συζητήθηκε να εισπράξουμε, με βάση τις αποδείξεις του ξενοδοχείου, σαν αστυνομικοί, από το υπουργείο Προεδρίας και για λογαριασμό του πρωθυπουργού τα χρήματα για το ενοίκιο των δωματίων. Μου ήταν αδύνατο όμως να συνεργήσω σ’ αυτό το απαράδεκτο σχέδιο. Παρατήρησα τότε, πως, αν ζητούσαμε τα χρήματα, υπήρχε κίνδυνος ν’ αποκαλυφθεί στον Τύπο το ξενοδοχείο μέσα από τις οικονομικές υπηρεσίες του Υπουργείου, όπου θα καταθέταμε σχετικά δικαιολογητικά, κι έτσι όλες οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες θα μιλούσαν για τις διακοπές του πρωθυπουργού στο Κλόστερς. Τα λόγια μου έπιασαν τόπο και τελικά η ιδέα εγκαταλείφθηκε. Την Τετάρτη το πρωί, 5 Φεβρουάριου, αναχωρήσαμε από το Κλόστερς για το Νταβός και φτάσαμε στο ξενοδοχείο «Σάνσταρ Παρκ». Εκεί έγινέ μια σύντομη αποχαιρετιστήρια εκδήλωση προς τιμήν του πρωθυπουργού και στις 10.30 ξεκινήσαμε με επίσημη κουστωδία για τη Ζυρίχη, αφού παραδώσαμε τα δύο αυτοκίνητα στην εταιρία AVIS και πληρώσαμε το σχετικό λογαριασμό. Πριν φύγουμε από το Κλόστερς, η Μαριλένα Πατρονικόλα συνόδεψε τον πρωθυπουργό μέχρι την έξοδο του ξενοδοχείου ΑΑΒΑ HEALTH και ακολούθησε το δικό της προσεκτικό πρόγραμμα επιστροφής στην Αθήνα, ύστερα μάλιστα από τον πολύκροτο θόρυβο των αθηναϊκών εφημερίδων για τη μυστηριώδη εξαφάνιση του πρωθυπουργού από το Νταβός. Εδώ πρέπει να σημειώσω, ότι 15 η Μαριλένα Πατρονικόλα δεν δημιούργησε ποτέ πολιτικούς τριγμούς και μίση στο πρωθυπουργικό περιβάλλον. Ήταν ένας καταδεκτικός άνθρωπος και αποδεκτή στο ιδιαίτερο περιβάλλον, γιατί τη θεωρούσαν γενικά απολιτική και συνεπώς ακίνδυνη να επηρεάσει καταστάσεις μέσα από τον πρωθυπουργό. Οι άνθρωποι γύρω από τον Παπανδρέου επιδίωκαν κατ’ επάγγελμα με διάφορες ραδιουργίες να ελέγχουν κάθε εξωσυζυγική του σχέση, για να μη διακινδυνεύσει η παντοδυναμία τους.

Στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης φτάσαμε στις 12.30 περίπου το μεσημέρι, όπου συναντηθήκαμε με τους συμβούλους του πρωθυπουργού X. Μαχαιρίτσα και I. Παπανικολάου. Στις 5.00 το απόγευμα προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου μας περίμενε ο Μ. Ζιάγκας, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Αθήνα με άλλη πτήση. Πλησίασε τον πρωθυπουργό, κάτι του ψιθύρισε στ’ αυτί πολύ εμπιστευτικά και φύγαμε αμέσως μέσα από την πίστα του αεροδρομίου με τα συνοδευτικά αυτοκίνητα ασφάλειας. Όταν φτάσαμε στο Καστρί, διαπιστώθηκε ότι είχαμε ξεχάσει το καπέλο του πρωθυπουργού στο Νταβός. «Τόσοι άνθρωποι και δεν μπορέσατε να πάρετε ένα καπέλο», μου είπε έντονα και εκνευρισμένα. «Κύριε Πρόεδρε, είπα, ένας άνδρας ασφαλείας είναι υπεύθυνος για τα προσωπικά σας είδη (παλτό, καπέλο και χαρτοφύλακα). Λησμόνησε το καπέλο την τελευταία στιγμή στο ξενοδοχείο. Θα τηλεφωνήσω στον Διευθυντή του Γραφείου Τύπου Βέρνης που είναι ακόμα στο ξενοδοχείο να στείλει το καπέλο με πτήση της Ολυμπιακής το συντομότερο». Έτσι και έγινε. Την επόμενη μέρα ο Στέλιος Βέης μάς έστειλε το καπέλο του στο Καστρί, αλλά ο πρωθυπουργός αναζήτησε στη συνέχεια τη σάκκα και τα βιβλία που του είχαν δώσει στο συμπόσιο. «Είναι μια τσάντα σαν αυτή που είχε ο Παπανικολάου», μου είπε σε μια προσπάθεια να με κάνει να θυμηθώ. «Θα μας στείλουν και την τσάντα και τα βιβλία, κύριε Πρόεδρε», είπα αποφασιστικά. «Εξάλλου, η σάκκα είναι ευτελούς αξίας, σαν εκείνη που μας έδωσαν στις Ινδίες», συμπλήρωσα. «Όχι, είναι καλύτερη», απάντησε πεισματικά και ο διάλογος τέλειωσε εδώ. Στο ημερολόγιό μου σημείωσα εκείνη τη μέρα: «Ο υλικός κόσμος είναι ο κόσμος του. Έχει ένα φιλάργυρο τραυματικό δεσμό με τα πράγματα, που ασκούν επάνω του μια φοβερή έλξη. Όλα τα πράγματα. Σημαντικά κι ασήμαντα. “Φόβος Κυρίου” δεσπόζει από την οργή του πρωθυπουργού, αν θεωρηθείς υπαίτιος για κάποια υποτιθέμενη ζημιά του αυτοκινήτου του. Ο πρωθυπουργός περνάει τον περισσότερο χρόνο της μέρας με τα πιστόλια, τη φωτογραφική μηχανή, το κομπιούτερ στο γραφείο του, τη βιντεοκάμερα και την καθημερινή παρακολούθηση ταινιών μετά το δείπνο, είτε είναι στο Καστρί, είτε στον Αστέρα Βουλιαγμένης, είτε στη βίλα με τη φίλη του. Του αρέσουν τα αυτοκίνητα, τα κότερα και οι γυναίκες. Ό,τι βλέπει, θέλει να γίνει δικό του». Δεν θα ξεχάσω, όταν του παρουσιάσαμε για να τον ασπαστεί, την ιδιαιτέρα γραμματέα του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Στάθη Αλεξανδρή, στα εγκαίνια του πλοίου «Φως-Ελλάς» του εφοπλιστή I. Λάτση, στην Ελευσίνα, Κυριακή 11 Μαΐου 1986 ότι αργότερα, καθώς επιστρέφαμε στον Αστέρα Βουλιαγμένης, μέσα στο αυτοκίνητο, ρώτησε: «Ποιο είναι αυτό το κορίτσι που με χαιρέτησε στο γεύμα; Πάρτε της τα στοιχεία». Την Παρασκευή το βράδυ, 7 Φεβρουάριου του ’86, δυο μέρες μετά την επιστροφή απ’ το Νταβός, ο πρωθυπουργός επισκέφτηκε για δείπνο τη Μαριλένα Πατρονικόλα, στο σπίτι της, στην οδό Βασ. Παύλου στο Παλιό Ψυχικό, όπου παρακάθησαν η Α. Κοκκόλα και ο Μ. Ζιάγκας. Πιο μπροστά, στις 9.30, είχε πάει στη δεξίωση του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τιμήν των Ενόπλων Δυνάμεων, απ’ όπου έφυγε πρώτα για το Μέγαρο Μαξίμου. Εκεί καθυστερήσαμε λίγο για το συνηθισμένο τηλεφώνημα στη φίλη του και με δύο αυτοκίνητα σε ινκόγκνιτο διάταξη φτάσαμε στης Μαρι- λένας, όπου έμεινε μέχρι τις 2.00 μετά τα μεσάνυχτα. Κοιμήθηκε στο Καστρί και το πρωί, Σάββατο 8 Φεβρουάριου, στις 10.30 δέχτηκε στο γραφείο του την αεροσυνοδό Δήμητρα Αιάνη, όπου συζήτησαν για την περιβόητη τηλεοπτική.εκπομπή «Μισό - Μισό». Το ίδιο βράδυ, τρεις μέρες ακριβώς μετά την επιστροφή μας από το Νταβός, ο πρωθυπουργός μάς προσγείωσε στην πραγματικότητα. Πέρασε όλη τη νύχτα με την εκατομμυριούχο φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα στο κρησφύγετο της οδού Φιλίππου Λίτσα 5 στο Χαλάνδρι, κι εμείς ξενυχτήσαμε στο δρόμο, μέσα στο παγωμένο υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Το χιονισμένο Κλόστερς και το Νταβός και η θαλπωρή των δύο φημισμένων ξενοδοχείων, όπου είχαμε μείνει, φάνταζαν στο ταραγμένο μας μυαλό σαν μια απίστευτη περιπέτεια

16

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΘΡΙΛΕΡ ΣΤΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙ Φεβρουάριος 1986

Τον Σεπτέμβρη του ’85 νοικιάσαμε μια μονοκατοικία στο Χαλάνδρι, στην οδό Φιλίππου Λίτσα αρ. 5 και από τότε πάψαμε να χρησιμοποιούμε τα δύο διαμερίσματα στους Αμπελοκήπους και στη Νέα Φιλοθέη. Τη μονοκατοικία στο Χαλάνδρι τη χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός σαν μονιμό- τερη «ερωτική φωλιά», για τις συναντήσεις του με τη φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα. Πήγαινε εκεί μεσοβδόμαδα - συνήθως κάθε Τετάρτη - κι έμενε μαζί της από τις 1.30 το βράδυ ως τις 3.00 το πρωί και, εκτός απροόπτου, άλλες δυο μέρες συνέχεια, τα Σαββατοκύριακα. Οι διανυκτερεύσεις αυτές του πρωθυπουργού, μακριά από το Καστρί σε μια περιοχή μικροαστική, όπου τα σπίτια είναι χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο και μάλιστα σ’ ένα δρόμο συνοικιακό, που όλοι γνωρίζονται - τουλάχιστον εξ όψεως - μεταξύ τους, μας δημιούργησε από την αρχή αρκετά προβλήματα. Η περιφρούρηση του πρωθυπουργού έπρεπε να γίνεται διακριτικά, πράγμα που μας δυσκόλευε πολύ, αφού ήμαστε υποχρεωμένοι να βρισκόμαστε σε κάποια απόσταση από τη μονοκατοικία, για να μη δίνουμε στόχο στους περαστικούς. Παρ’ όλες όμως τις προφυλάξεις μας αυτές, από τις πρώτες κιόλας μέρες γίναμε αντιληπτοί. Δυο νεαροί, που έμεναν στο διπλανό σπίτι, μας είχαν επισημάνει και είχαν βεβαιωθεί για την παρουσία του πρωθυπουργού στη μονοκατοικία της οδού Λίτσα. Κατά τη διάρκεια της μέρας, μέναμε μέσα στα δύο αυτοκίνητα ασφαλείας, που τα σταθμεύαμε στο τέρμα του δρόμου, σε μια ημιτελή οικοδομή, απέναντι από το Β' Δημοτικό Σχολείο του Χαλανδρίου. Το ένα αυτοκίνητο το είχαμε παρκάρει σ’ ένα σημείο, ώστε να μπορούμε να κρα- τάμε κάποια «οπτική επαφή» με τη μονοκατοικία. Μετά τα μεσάνυχτα, που η κίνηση αραίωνε αισθητά, πλησιάζαμε τα αυτοκίνητά μας πιο κοντά στη μονοκατοικία και ξαναφεύ- γαμε αθόρυβα τα χαράματα για την παλιά μας θέση. Τα μέτρα πάντως αυτά δεν αποδείχτηκαν ικανά ν’ αποτρέψουν στη μικρή αυτή γειτονιά, τα βλέμματα περιέργειας του κόσμου. Ιδιαίτερα, οι δύο νεαροί γείτονες, καθώς περνούσαν με τ’ αυτοκίνητό τους ή με μοτοποδήλατο από μπροστά μας, μας κοιτούσαν ερωτηματικά και επίμονα, σαν να ’θελαν να μας δείξουν πως ξέρανε τι συμβαίνει στη μονοκατοικία. Εμείς, βέβαια, λουφάζαμε στα αυτοκίνητά μας και κάναμε πως δεν τους βλέπουμε... Ούτε τους σταματήσαμε ποτέ, για να τους πούμε κάτι. Γιατί τότε θ’ αποκαλύπταμε την ιδιότητά μας. Πολλές φορές είχα μιλήσει στον πρωθυπουργό και για το γεγονός ότι μας είχαν επισημάνει στη γειτονιά - αφού μας έβλεπαν ορισμένες μόνο μέρες της εβδομάδας στην περιοχή αυτή - και για τους κινδύνους που διατρέχαμε και ακόμα για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε, ώστε η φρούρησή του να είναι αποτελεσματική, αφού η πολύωρη, εξαντλητική παραμονή μας μέσα στ’ αυτοκίνητα εμείωνε αισθητά το αναγκαίο επίπεδο «εγρήγορσης» για την ασφάλειά του. Ο πρωθυπουργός συμφωνούσε με τις παρατηρήσεις μου αυτές, όπως εξάλλου έκανε πάντοτε και σε πολλά άλλα θέματα. Αλλά με την αδιαφορία και την τάση αναβλητικότητας που τον διέκρινε, μετέθετε συνεχώς τη λύση του προβλήματος για την... επομένη, που σήμαινε για πάντα... Έτσι συνεχίσαμε κάτω από τις αντίξοες αυτές συνθήκες, να φρουρούμε τον πρωθυπουργό για έξι ολόκληρους μήνες. Κατά τις διανυκτε- ρεύσεις του στο Χαλάνδρι μοιράζαμε τη νύχτα σε δύο βάρδιες (9-3 και 3-9) και για τη φρούρησή του παρέμενε το ένα

174

175

από τα δύο αυτοκίνητα ασφαλείας με τρεις άνδρες πλήρωμα. Συνέβαινε μάλιστα κατά σύστημα και το εξής... ευτράπελο. Ένας σωματοφύλακας του πρωθυπουργού, όταν ανήκε στη δική μου βάρδια, επέμενε να καπνίζει... αρειμανίως μέσα στο αυτοκίνητο, ξέροντας ότι αυτό μ’ ενοχλούσε αφάνταστα. Και το έκανε αυτό για να απαυδήσω και να του πω να φύγει για το σπίτι του. Ο πονηρός είχε κανονίσει ένα εξωσυζυγικό ραντεβού και εκμεταλλευόταν την περίσταση, μιμούμενος τον πρωθυπουργό. Για να μην καθυστερεί μάλιστα, έφερνε στο Χαλάνδρι και το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο... Εκείνο που πρέπει να υπογραμμίσω γύρω από την περιπετειώδη φρούρηση του πρωθυπουργού στο Χαλάνδρι είναι, ότι και ο ίδιος έδειχνε με τη συμπεριφορά του, σ’ όλο αυτό το διάστημα, μια πρωτοφανή έλλειψη ευαισθησίας απέναντι στην κοινή γνώμη. Δεν φαινόταν να τον ενοχλούν ιδιαίτερα οι αντιδράσεις του κόσμου... ούτε το «σούσουρο» στη γειτονιά... Οι δύο νεαροί πάντως ήταν βέβαιο πως είχαν διαπιστώσει από την αρχή ποιοι ήταν οι γείτονές τους, τόσο από τη δική μας παρουσία, όσο και από το αναμμένο φως τις νύχτες στη μονοκατοικία. Και ήταν εύνοια της τύχης, που μας είχαν επισημάνει αυτά τα δυο παιδιά - που αποδείχτηκαν εντελώς ακίνδυνα - και δεν αντιμετωπίσαμε ανεπιθύμητες εξελίξεις, όπου με τις συνθήκες φρούρησης δεν ήταν ανέφικτος ένας ένοπλος αιφνιδιασμός. Στο Χαλάνδρι μέναμε πολλές φορές από την Παρασκευή το βράδυ ως τη Δευτέρα το πρωί, που γυρίζαμε στο Καστρί. Δυόμισι μέρες περίπου ο πρωθυπουργός ήταν αποκομμένος από κάθε πολιτική δραστηριότητα - που στην ουσία δεν ασκούσε τα κυβερνητικά καθήκοντά του. «Τον έχουν πάρει τον Προέόρον το μναλό οι γκόμενες και δεν έχει διάθεση και χρόνο ν' ασχοληθεί με την κνβέρνηση», μου είπε συνάδελφος σ’ ένα ξέσπασμά του, γι’ αυτά που έβλεπε. Αξίζει ν’ αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά από τα «έργα και τις ημέρες» του Ανδρέα Παπανδρέου στη μονοκατοικία της οδού Αίτσα 5, τα οποία στηρίζονται σε ημερολογιακές μου εγγραφές. Σάββατο, 19 Οκτωβρίου 1985: Φύγαμε από το Καστρί στις 11 το πρωί, για το Α' Νεκροταφείο, όπου ο πρωθυπουργός παρέστη στην κηδεία του φίλου του δημοκρατικού στρατηγού Μ. Βενετάκη. Μετά την κηδεία περάσαμε από το Μέγαρο Μαξίμου, όπου και αποδέσμευσα τη συνοδευτική ασφάλεια (12 άνδρες και δύο μοτοσυκλετιστές) και, στη συνέχεια, με δυο αυτοκίνητα συνοδεύσαμε τον πρωθυπουργό στην ινκόγκνιτο μετάβασή του στο Χαλάνδρι. Φτάσαμε στις 1.30 στη μονοκατοικία της οδού Αίτσα 5, όπου είχε κλείσει το καθιερωμένο ραντεβού του με τη Μαριλένα Πατρονικόλα (είχε προηγουμένως τηλεφωνηθεί μαζί της στο Χαλάνδρι (αριθ. τηλ. 68.16.029). Μέρα μεσημέρι, μη εργάσιμη, με ωραίο καιρό, ήταν φυσικό να σφύζει από ζωή η μικρή γειτονιά. Είχα την αίσθηση, όταν φτάναμε στη μονοκατοικία, πως όλος ο κόσμος μάς έβλεπε... Πήραμε κάθε προφύλαξη, φροντίζοντας να περάσει απαρατήρητος ο πρωθυπουργός μέσα στο σπίτι. Δεν καταφέραμε όμως να ξεφύγουμε και από τα μάτια των δύο νεαρών γειτόνων, παρόλο που γιά λόγους αβρότητας, ίσως, απέφυγαν να σταθούν μπροστά μας, κατά την είσοδο του πρωθυπουργού... Αλλά νωρίς το απόγευμα πέρασαν με τ’ αυτοκίνητό τους, πολύ κοντά σε μας - και μας κοίταζαν καρφώνοντας επάνω μας τα μάτια τους- σαν να ’θελαν να μας δώσουν να καταλάβουμε ότι γνωρίζουν ποιοι είμαστε και τι κάνει ο πρωθυπουργός πλάι στο σπίτι τους. Το «γουήκ εντ» με τη Μ. Πατρονικόλα (31 ολόκληρες ώρες) κράτησε ως την Κυριακή το βράδυ. Στις 8.30 φύγαμε για το Καστρί, απ’ όπου, αφού ετοιμάστηκε ο πρωθυπουργός, ξεκινήσαμε για το σπίτι του φίλου του Γεράσιμου Παπαχρήστου στο Νέο Ψυχικό, που είχε την ονομαστική του γιορτή. Στο «εορταστικό τραπέζι», εκτός από τον πρωθυπουργό, ήταν παρόντες και ο Γιώργος Κατσιφάρας και άλλα επίλεκτα μέλη της μόνιμης πρωθυπουργικής συντροφιάς. Η Μαργαρίτα Παπανδρέου δεν παραβρέθηκε στη γιορτή, γιατί είχε πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την ίδια αυτή χρονική περίοδο (19-24 Οκτωβρίου του ’85) επρόκειτο να μεταβεί στις ΗΠΑ και ο πρωθυπουργός - με την ευκαιρία των 40 χρόνων από την ίδρυση του ΟΗΕ. Ματαίωσε, όμως, το ταξίδι του, γιατί δεν εξασφάλισε τελικά τις υψηλές επαφές, που επιθυμούσε και μια ιδιαίτερη συνάντηση με τον πρόεδρο Ρήγκαν. Για τους ίδιους, προφανώς, λόγους ο πρωθυπουργός είχε ματαιώσει και πριν δυο χρόνια προγραμματισμένο ταξίδι του στη Νέα Υόρκη (26-30 Σεπτεμβρίου 1983). Κυριακή πρωί, 3 Νοεμβρίου 1985: Ήταν η μέρα που έγινε το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου. Ξεκινήσαμε το πρωί για το Α' Νεκροταφείο, όχι από το Καστρί, αλλά από τη μονοκατοικία στο Χαλάνδρι, 176 όπου είχε διανυκτερεύσει με τη φίλη του Μαριλένα ο πρωθυπουργός. Μετά το μνημόσυνο, σε στενό οικογενειακό κύκλο, στο γυρισμό μας στο Χαλάνδρι, είχαμε και μια ιδιότυπη αστυνομική περιπέτεια με πρωταγωνιστή τον πρωθυπουργό. Την ώρα που φτάναμε στην περιοχή, είδαμε κάποιους ανθρώπους να στέκονται πολύ κοντά στη μονοκατοικία της οδού Αίτσα 5 και να συζητάνε αμέριμνοι και ανυποψίαστοι... Αναγκαστήκαμε τότε να κόβουμε βόλτες στους γύρω δρόμους μέχρι να φύγει η παρέα για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τη μονοκατοικία. Ο πρωθυπουργός όμως άρχισε να εκνευρίζεται, γιατί οι άλλοι δεν έλεγαν να φύγουν και δεν άντεχε να περιμένει περισσότερο στο αυτοκίνητό του. Κάποια στιγμή αποφάσισε, αδιαφορώντας αν τον δουν, να προχωρήσει προς το σπίτι. Κατέβηκε από τη Μπε-Εμ-Βε (ένα αμάξι που προσήλ- κυε συνήθως την προσοχή του κόσμου) και μπήκε στο συνοδευτικό αυτοκίνητο της ασφάλειας. Για να καλύψω όσο το δυνατόν καλύτερα την είσοδό του στη μονοκατοικία, κατέβηκα κι εγώ από το αυτοκίνητο και τον άφησα μόνο με τον προσωπικό οδηγό του, τον Παύλο Παρασκευόπουλο. Αυτός, οδηγώντας προσεκτικά, σταμάτησε στην πίσω πόρτα της μονοκατοικίας. Ο πρωθυπουργός κατέβηκε αμέσως από το αυ-

177

τοκίνητο, μπήκε μέσα και διέσχισε με γρήγορα βήματα τον περίβολο. Για την είσοδό του στη μονοκατοικία ο πρωθυπουργός χρησιμοποιούσε πάντα την πίσω πόρτα. Έμπαινε από την είσοδο της αυλής. Στο διάδρομο της αυλής, κρυβόταν και για λίγα δευτερόλεπτα - πριν αναχωρήσουμε για το Καστρί- όταν παρουσιαζόταν κανένας περαστικός στο δρόμο. Η κυρία είσοδος της μονοκατοικίας μπροστά στη Φ. Λί- τσα παρέμενε πάντοτε κλειστή. Η «επιχείρηση» πάντως του Α. Παπανδρέου στέφθηκε από επιτυχία. Μια τόσο ζωντανή σκηνή με κεντρικό ήρωα τον πρωθυπουργό, να καιροφυλα- κτεί στο δρόμο κάποιας γειτονιάς, με αστυνομική προστασία, για να διεισδύσει.ως δραπέτης στο παράνομο ερωτικό του ενδιαίτημα, δεν θα μπορούσε ασφαλώς να συλλάβει και ο πιο ευφάνταστος μυθιστοριογράφος... Σάββατο βράδυ, 30 Νοεμβρίου 1985: Ήταν το καθιερωμένο πάρτυ για τη γιορτή του πρωθυπουργού, στην κατοικία του φίλου του μαιευτήρα Θ. Λαμπρινόπουλου στη Ρέα (γινόταν κάθε χρόνο, εκτός από το 1984 που ο πρωθυπουργός όρτασε την ονομαστική του γιορτή στη Ρώμη). Ο πρωθυπουργός συνοδευόταν από τη Μαργαρίτα Παπανδρέου, στο σπίτι του Λαμπρινόπουλου. Εκείνο λοιπόν το βράδυ και ενώ το γλέντι είχε ανάψει (είχαν μαζευτεί όλοι οι εκλεκτοί φίλοι του και κυβερνητικοί αξιωματούχοι του πρωθυπουργικού ζεύγους), κάποια στιγμή ο πρωθυπουργός... εξαφανίστηκε. Χωρίς να πει τίποτα στη συντροφιά του, έφυγε αθόρυβα και αφού έκανε ένα σύντομο σταθμό στο Καστρί, κατάληξε στη μονοκατοικία στο Χαλάνδρι, όπου και πέρασε τη νύχτα του με τη Μαριλένα Πατρονικόλα. Η απροσχημάτιστη φυγή του εορτάζοντος προκάλεσε μεγάλη στενοχώρια στη Μαργαρίτα Παπανδρέου και μεγαλύτερη έκπληξη στη σύναξη των άλλων προσκεκλημένων. Τότε, σαν από μηχανής θεός, έσπευσε ο Κα- τσιφάρας να δικαιολογήσει, καθησυχάζοντας την ομήγυρη: «Ο πρωθυπουργός έπρεπε να φύγει για σπουδαίο λόγο», τους είπε με το γνωστό πομπώδες αλλά και κουτοπόνηρο ύφος του... Από το κρησφύγετο της οδού Λίτσα ο πρωθυπουργός έφυγε στις 11.00 το πρωί της Κυριακής - 1ης Δεκεμβρίου ’85 - και στις 6.00 το απόγευμα αναχωρούσε για τη συνάντηση Κορυφής της ΕΟΚ στο Λουξεμβούργο. Η νύχτα της γιορτής του πρωθυπουργού, η πρώτη νύχτα του χειμώνα για τους φρουρούς της μονοκατοικίας στο Χαλάνδρι, που δεν είχαν το προνόμιο της αντικατάστασής τους, ήταν από τις πιο δύσκολες και κουραστικές. Οι άνδρες αυτοί της προσωπικής του ασφάλειας, κατάκοποι από το ξενύχτι, μου εκδήλωσαν τη βαθιά δυσαρέσκειά τους για την ταλαιπωρία τους, την επόμενη μέρα στο ξενοδοχείο του Λουξεμβούργου ΙΝΤΕΚΟΟΝΉΝΕΝ- TAL, όπου είχα μεταβεί ως προπομπός για την προετοιμασία του πρωθυπουργικού ταξιδιού. Για τον θαλερό όμως Α. Παπανδρέου δεν υπήρχε πρόβλημα. Μόλις επιστρέψαμε από το Λουξεμβούργο, Τετάρτη απόγευμα, 4 Δεκεμβρίου του ’85, επισκέφτηκε και πάλι τη νύχτα την οδό Φ. Λίτσα 5 στο Χαλάνδρι, όπου και έμεινε ως τις πρωινές ώρες με τη Μαριλένα Πατρονικόλα. Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 1985: Στις 6.00 το απόγευμα αυτής της μέρας, σε τελετή που έγινε στο Μέγαρο του Ζαππείου, τιμήθηκε με το βραβείο της Οργάνωσης «Πέρα από τον Πόλεμο». Μετά την τελετή επιστρέψαμε στο Μέγαρο Μαξίμου για τη συνήθη εναλλαγή της συνοδευτικής ασφάλειας και για να επικοινωνήσει ο πρωθυπουργός με τη φίλη του Πατρονικόλα, πριν ξεκινήσουμε για το Χαλάνδρι. Ξαφνικά τότε είδα τον πρωθυπουργό να βγαίνει ανήσυχος από το γραφείο του στο χωλ και να λέει πως «πρέπει να γίνει έλεγχος στην περι- οχή γύρω από την οδό Λίτσα», γιατί, όπως του είπε η φίλη του στο τηλέφωνο, από το παράθυρο της μονοκατοικίας παρατήρησε ένα «άσπρο αυτοκίνητο, που τριγύριζε ύποπτα». Στείλαμε αμέσως ένα αυτοκίνητο ασφαλείας στο Χαλάνδρι για να ερευνήσει και ακολουθήσαμε κι εμείς από πίσω με τον πρωθυπουργό, χωρίς να προκύψει κανένα πρόβλημα. Γύρω στα μεσάνυχτα όμως, ο πρωθυπουργός, ανήσυχος πάλι, μου μίλησε από τον φορητό ασύρματο που είχε μαζί του, για κά ποιο θόρυβο που ακούσε στην αυλή. Τον ηρέμησα, διαβεβαι- ώνοντάς τον ότι θα κάνω προσωπικά έλεγχο στον περίβολο της κατοικίας και πως δεν πρέπει για τίποτα ν’ ανησυχεί... Το πρόβλημα εκείνη την παγερή Δεκεμβριανή νύχτα ήταν δικό μας. Από το τρομερό κρύο, κλεισμένοι στο αυτοκίνητό μας, μείναμε ξάγρυπνοι ως το πρωί. Το απόγευμα της Κυριακής είχαμε και μια άλλη μικροπε- ριπέτεια, καθαρά ενδοαστυνομική αυτή τη φορά. Όπως βρισκόμαστε σταματημένοι μέσα στο αυτοκίνητο της ασφάλειας - μπροστά στο Β' Δημοτικό Σχολείο του Χαλανδρίου - φάνηκε ένα περιπολικό της Άμεσης Δράσης. Μας πλησίασε και ζήτησε να μας ελέγξει - προφανώς μας θεώρησε ύποπτους. Τότε ο υπαστυνόμος Γιάννης Σωτηρόπουλος είπε με ετοιμότητα στους άνδρες του περιπολικού: «Ασφάλεια Αττικής, φύγετε!» Και οι συνάδελφοι αστυνομικοί του περιπολικού, χωρίς άλλη κουβέντα, 178 απομακρύνθηκαν. Φοβήθηκαν, προφανώς, μήπως και γίνουν αίτιοι να χάσουμε κάποια υπόθεση παρακολούθησης... Τρίτη, 31 Δεκεμβρίου 1985: Μετά το επίσημο δείπνο στη Λέσχη Αξιωματικών και μια επίσκεψη - αστραπή στο πάρτυ του Μιχάλη Ζιάγκα, στην Πεντέλη, ο πρωθυπουργός πέρασε την παραμονή της πρωτοχρονιάς με τη φίλη του στη «θαλπωρή» της οδού Φ. Λίτσα, στο Χαλάνδρι. Εμείς, πάντως, γιορτάσαμε τον καινούριο χρόνο στο πεζοδρόμιο, πράγμα που προκάλεσε τις αντιδράσεις των προσωπικών φρουρών του πρωθυπουργού, με όχι τόσο κολακευτικούς για το πρόσωπό του χαρακτηρισμούς. Πρέπει να πω, ότι και την προηγούμενη νύχτα - Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου - ο πρωθυπουργός, μετά τη μαγνητοσκόπηση στην ΕΡΤ-1 του πρωτοχρονιάτικου μηνύματος του, διανυκτέρευσε και πάλι στο Χαλάνδρι με τη διαζευγμένη ερωμένη του. Τετάρτη, 1η Ιανουαρίου 1986: Το πρωί της πρωτοχρονιάς, στις 10.25 φύγαμε από το Χαλάνδρι για το Μέγαρο Μαξίμου, απ’ όπου με επίσημη πομπή πήγαμε στη Μητρόπολη. Μετά τη

δοξολογία και τις καθιερωμένες ευχές του πρωθυπουργού στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καταλήξαμε και πάλι στη μονοκατοικία της οδού Λίτσα 5, για μια ολιγόωρη συνάντηση του πρωθυπουργού με τη φίλη του, λόγω της επιθυμίας της να κάνει πρωτοχρονιά με τους δικούς της. Δραματική εξέλιξη θα μπορούσε να έχει ένα περιστατικό που συνέβη την Κυριακή, 23 Φεβρουάριου *86, στο Χαλάνδρι. Δεν ήμουνα αυτόπτης μάρτυρας, αλλά το πληροφορήθηκα από συναδέλφους μου, τη Δευτέρα 24 Φεβρουάριου, την επόμενη της άφιξης του πρωθυπουργού στο Κάιρο, όπου βρισκόμουνα μερικές μέρες νωρίτερα, για να ρυθμίσω λεπτομέρειες του ταξιδιού του. Κατά τις 4.00 ξημερώματα της Κυριακής (23 Φεβρουάριου) οι άνδρες της ασφάλειας του πρωθυπουργού, που έλεγχαν από απόσταση την περιοχή μέσα από το αυτοκίνητό τους, επισήμαναν με κάποια καθυστέρηση την παρουσία ενός αγνώστου, που περίμενε μέσα στο αμάξι του, το οποίο είχε παρκάρει έξω ακριβώς από τη μονοκατοικία της οδού Λίτσα 5. Οι δυο φρουροί του πρωθυπουργού άρχισαν να αγωνιούν, καθώς περνούσε η ώρα και έβλεπαν τον ανεπιθύμητο επισκέπτη να παραμένει στο αυτοκίνητό του. Το κρύο θέριζε κι οι δυο αστυνομικοί ξεπάγιαζαν μέσα στο αυτοκίνητο της ασφάλειας, καθώς είχαν κλείσει και το καλοριφέρ, για να μην προκληθεί θόρυβος από τη λειτουργία της μηχανής του αυτοκινήτου και τους αντιληφθεί ο ύποπτος. Στις 5.00, επιτέλους, βγήκε από το αυτοκίνητό του, πλησίασε στο αμάξι της φίλης του πρωθυπουργού (μάρκας HONDA CIVIC με αριθμ. ΧΕ9741), που ήταν παρκαρισμένο εκεί και άφησε ένα χαρτί στο παρμπρίζ. Αμέσως μετά μπήκε στο αμάξι του και έφυγε. Οι αστυνομικοί έσπευσαν και πήραν το χαρτί από το παρμπρίζ του HONDA της Πατρονικόλα. Ήταν ένα λακωνικό σημείωμα, που έγραφε: «Κύριε Πρόεδρε, περίμενα μέχρι τις 5.00 το πρωί, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να σας συναντήσω». Το υπόγραφε κάποιος Νικολόπουλος, που είχε από κάτω και τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ανήσυχοι οι δυο άνδρες της ασφάλειας του πρωθυπουργού, προσπάθησαν να επικοινωνήσουν τηλεφωνικά με τον Μιχάλη Ζιάγκα, αλλά επειδή δεν απαντούσε το τηλέφωνό του, έσπευσαν στο σπίτι του, στη Νέα Πεντέλη. Προτίμησαν να μεταθέσουν την ευθύνη στον ιδιαίτερο γραμματέα, για να ειδοποιηθεί ο πρωθυπουργός για το περίεργο σημείωμα. Τελικά, επειδή ούτε ο Ζιάγκας αναλάμβανε την πρωτοβουλία να ξυπνήσει τόσο νωρίς τον πρωθυπουργό, αποφασίστηκε να περιμένουν ως το πρωί. Έτσι, οι δυο φρουροί ξαναγύρισαν στο πόστο τους, στο Χαλάνδρι. Στις 9.00 το πρωί, ο υπαστυ- νόμος Σωτηρόπουλος τηλεφώνησε στον πρωθυπουργό και του ανέφερε το περιστατικό. Αμέσως μετά, είχε την έμπνευση να μετακινήσει πιο μακριά, σε άλλο δρόμο, το αυτοκίνητο της Μαριλένας Πατρονικόλα, και η πρωτοβουλία του αυτή αποδείχτηκε σωτήρια για όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Γιατί, λίγη ώρα μετά τη μετακίνηση του HONDA της φίλης του πρωθυπουργού, εμφανίστηκε ένας ψηλός άνδρας με πλούσια μαλλιά και με μια μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό του. Ήταν προφανώς κάποιος φωτορεπόρτερ. Αργότερα κατέφτασαν και άλλοι 4-5 φίλοι του και περίμεναν όλοι μπροστά στο ερωτικό κατάλυμα του πρωθυπουργού. Η εξαφάνιση όμως του αυτοκινήτου της Πατρονικόλα από την είσοδο του σπιτιού, φαίνεται πως τους αιφνιδίασε. Και κυρίως τον ψηλό με τα μακριά μαλλιά, που ήταν και ο ύποπτος νυκτερινός επισκέπτης πού άφησε το σημείωμα στο παρμπρίζ του HONDA. Ο φωτορεπόρτερ και οι φίλοι του «στρατοπέδευσαν» στη γωνία της οδού Φ. Αίτσα - πλάι από το υποκατάστημα του ΙΚΑ και περίμεναν συζητώντας προφανώς για τον πρωθυπουργό και τη φίλη του. Δεν πρόσεξαν όμως καθόλου τους αστυνομικούς, που παρακολουθούσαν μέσα από τα δύο αυτοκίνητα ασφάλειας τις κινήσεις τους. Στο μεταξύ, ο υπαστυνό- μος Σωτηρόπουλος κρατούσε συνεχώς ενήμερο τον πρωθυπουργό με τον φορητό ασύρματο, ενώ καραδοκούσε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να πετύχει τη φυγάδευσή του. Στις 11.30 το πρωί, διέφυγε απαρατήρητη από τον κλοιό των φωτορεπόρτερς η Μαριλένα Πατρονικόλα. Βγήκε από την πίσω πόρτα της αυλής μαζί με τον Μιχάλη Ζιάγκα, που είχε φτάσει νωρίτερα στο Χαλάνδρι, από το σπίτι του της Νέας Πεντέλης, για να βοηθήσει στον απεγκλωβισμό του ζευγαριού. Η διαφυγή του πρωθυπουργού έγινε λίγο μετά. Η χρυσή ευκαιρία παρουσιάστηκε, όταν οι φωτορεπόρτερς, απογοητευμένοι για τη μάταιη αναμονή τους, άρχισαν να απομακρύνονται πεζή και ανυποψίαστοι... Ο πρωθυπουργός γύρισε στο Καστρί τρομοκρατημένος και πελιδνός. Είχε συνειδητοποιήσει το σάλο που θα ξεσηκωνόταν ενόψει μάλιστα της αναχώρησής του για την Αίγυπτο μαζί με τη Μαργαρίτα, αν δεν έκαναν το λάθος να φύγουν από την οδό Λίτσα 5 οι ενοχλητικοί φακοί της δημοσιότητας... «Σωθήκαμε», είπε με ανακούφιση μόλις έφτασε στο Καστρί. «Πώς θα έφευγα από το σπίτι, αν έμεναν συνεχώς απέξω... Και έπρεπε να φύγουμε, αύριο, με τη Μαργαρίτα για την Αίγυπτο...» Το απόγευμα της Κυριακής, ένας άνδρας της ασφάλειας του πρωθυπουργού ξαναπήγε στο Χαλάνδρι και μετέφερε 179 το κουδούνι και πέταξε το εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο της Πατρονικόλα στο σπίτι της στο Παλιό Ψυχικό. Χτύπησε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στην είσοδο της κατοικίας. Ήταν το συνθηματικό χτύπημα, ότι το αυτοκίνητό της βρι'σκόταν στη θέση του. Αυτός ήταν ο επίλογος της Κυριακάτικης περιπέτειας, που υπογράμμιζε με τον πιο κραυγαλέο τρόπο τις τρομακτικές αδυναμίες που παρουσίαζε η ασφάλεια του πρωθυπουργού κατά τις συνεχείς «ινκόγκνιτο» μετακινήσεις του... Η τοποθέτηση του σημειώματος στο αυτοκίνητο της φίλης του - που πήγαινε μόνη της στο ερωτικό κρησφύγετο της οδού Φ. Λίτσα 5, πριν από την άφιξη του πρωθυπουργού και έφευγε μετά την αναχώρησή του αποκάλυπτε πως είχε επισημανθεί η παρουσία της στο Χαλάνδρι. Για το θέμα της προστασίας της κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίσκεψής της στην οδό Λίτσα, που είχε άμεση σχέση με την ασφάλεια του πρωθυπουργού, δεν είχαμε μιλήσει μαζί του. Ξέραμε όμως, ότι η Μαριλένα Πατρονικόλα είχε προσλάβει, τελευταία, με υπόδειξή του σαν μόνιμο σωματοφύλακά της έναν ιδιώτη, τον οδηγό λεωφορείων από την Πάτρα Α. Ροδόπουλο, τον οποίο και είχε

κατατοπίσει ο πρωθυπουργός στο Καστρί για τα νέα του καθήκοντα. Από τη δική μας πλευρά όμως, δεν υπήρχε διαθέσιμος χρόνος, ώστε ν’ απασχοληθούμε και με το ζήτημα της ασφαλέστερης μεταφοράς της φίλης του πρωθυπουργού στο Χαλάνδρι. Εξάλλου, για τις «ερωτικές υποθέσεις» του Ανδρέα Παπανδρέου, την αποκλειστική ευθύνη είχε ο Μ. Ζιάγκας. Υπήρχε όμως ο κίνδυνος, αν είχαμε γίνει στόχος κάποιας οργάνωσης, κατά την είσοδο από την αυλή της φίλης του πρωθυπουργού στη μονοκατοικία της οδού Φ. Αίτσα 5, να διεισδύσει εύκολα μαζί της, υπό την απειλή των όπλων, ο οποιοσδήποτε και να απαχθεί ο πρωθυπουργός μέσα από το σπίτι, χωρίς να καταλάβουμε τίποτα. Έτσι, από άποψη πραγματικής ασφάλειας, είχα αφεθεί στο έλεος του Θεού... Και επειδή είναι της μόδας στις μέρες μας να χρεώνουμε για όλα μας τα δεινά τη C.I.A. για να αποσείσουμε τις δικές μας πολιτικές ευθύνες, είπα μια μέρα στον πρωθυπουργό, χαριτολογώντας: «Κύριε Πρόεδρε, νομίζω ότι η αγιότερη υπηρεσία του κόσμου είναι η Σία». Όταν με ρώτησε με κάποια έκπληξη «Γιατί το λες αυτό;», του απάντησα, ότι «αυτοί οι άνθρωποι, παρ’ όλες τις αδυναμίες μας και τις ανεπίσημες επισκέψεις μας, δεν διανοήθηκαν να μας πειράξουν». Ο πρωθυπουργός επέστρεψε από το επίσημο ταξίδι του στο Κάιρο το βράδυ της Τετάρτης, 26 Φεβρουάριου 1986 και ύστερα από δυο μέρες - την Παρασκευή, 28 Φεβρουάριου — τρεις άνδρες της ασφάλειάς του μετέφεραν τα πράγματά του, την τηλεόραση και το βίντεο από τη μονοκατοικία της οδού Φ. Αίτσα 5 στο Χαλάνδρι, στην εξοχική κατοικία του φίλου του μαιευτήρα Θ. Λαμπρινόπουλου, στη Ραφήνα. Το εξοχικό του γιατρού το χρησιμοποιούσε ο πρωθυπουργός και παλαιότερα - την περίοδο 1982-83 - για τις ιδιαίτερες ερωτικές του απασχολήσεις. Στο Χαλάνδρι δεν ξαναπήγαμε από τότε. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο πρωθυπουργός συναντήθηκε, στη 1.00, με τον διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος Δ. Χαλικιά και στις 2.30 γευμάτισε με τον Κώστα Λαλιώτη. Σάββατο, 1 Μαρτίου 1986: Εκείνη τη μέρα ο πρωθυπουργός, ύστερα από τρεις διαδοχικές συναντήσεις στο Καστρί με τον υπουργό Ευάγγελο Κουλουμπή, τον Χρήστο Τε- γόπουλο της «Ελευθεροτυπίας», τον γεν. διευθυντή της Ολυμπιακής Λάμπρο Κανελλόπουλο, κατέληξε στην κατοικία της Ραφήνας για να περάσει μια ακόμη ερωτική βραδιά. Η μετάβασή του στο εξοχικό του Λαμπρινόπουλου έγινε με ηυξημένα μέτρα προστασίας. Την αλεξίσφαιρη πρωθυπουρ- γική μερσεντές συνόδευαν τρία αυτοκίνητα της ασφάλειας του πρωθυπουργού. Η φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα είχε μεταφερθεί ενωρίτερα από δύο προσωπικούς φρουρούς του πρωθυπουργού, για να μην τη δουν οι υπόλοιποι άνδρες της συνοδευτικής ασφάλειας. Αξίζει να σημειωθεί, ότι για τη μετάβαση αυτή της Μαριλένας Πατρονικόλα από το σπίτι της στο Παλαιό Ψυχικό, στη Ραφήνα, καθώς και για την επιστροφή της, διαθέσαμε δύο αστυνομικά αυτοκίνητα. Το δεύτερο αυτοκίνητο χρησιμοποιήθηκε, κατ’ επιθυμία του πρωθυπουργού, για την καλύτερη προστασία της φίλης του. Για να μη χάσει ο πρωθυπουργός τη «νύχτα στη Ραφήνα», δεν παραβρέθηκε για πρώτη φορά ούτε στο χορό των συμπατριωτών του Τριταιιτών, όπου συνήθιζε να πηγαίνει*κάθε χρόνο, και έστειλε ως εκπρόσωπό του τον γιο του Γιώργο Παπανδρέου. Το ζευγάρι δεν ξαναπήγε πάντως στο εξοχικό του Λαμπρινόπουλου, γιατί ήταν πολύ μακριά και δεν βόλευε τη φίλη του πρωθυπουργού... Οι τρυφερές συναντήσεις με τη Μαριλένα Πατρονικόλα, για ενάμισι περίπου μήνα, γίνονταν πλέον στο σπίτι της του Παλαιού Ψυχικού - και μπορώ να πω ότι δεν δημιουργούσαν προβλήματα, από πλευράς ασφαλείας. Πηγαίναμε συνήθως τις βραδινές ώρες και επιστρέφαμε ξημερώματα στο Καστρί. Τα Σαββατοκύριακα ο πρωθυπουργός διανυκτέρευε με τη φίλη του στη βίλα της στο Λαγονήσι, όπου και έμενε μαζί της ως τη Δευτέρα το πρωί και όλη η δύναμη της προσωπικής του ασφάλειας. Αυτές οι ερωτικές συναντήσεις του πρωθυπουργού κράτησαν ως τον Απρίλιο του ’86, οπότε και έληξε απροσδόκητα το ειδύλλιό του με τη Μαριλένα Πατρονικόλα.

180

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΜΕ ΚΑΙ Η «ΚΟΠΕΛΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡΑ» Μάρτιος 1986

Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στη Σουηδία (14-16 Μαρτίου ’86) για την κηδεία του Όλαφ Πάλμε, διανθίστηκε από μερικά περιστατικά, που δίνουν μια ακόμα διάσταση της υπερφίαλης προσωπικότητάς του και του κόμπλεξ ανωτερότητας (superiority complex), από το οποίο διακατεχόταν τόσο στην εξωσυζυγική όσο και στην πολιτική του ζωή. Πρέπει αμέσως να πω, ότι ήθελε να αποφύγει το ταξίδι αυτό στη Σουηδία. Μόλις πληροφορήθηκε τη δολοφονία του πρωθυπουργού Όλαφ Πάλμε, με τον οποίο είχε συνδεθεί με στενή φιλία από τα χρόνια ακόμα της δικτατορίας, μου είπε στο Καστρί, ότι «θα προτιμούσε να μην πάει ο ίδιος στην κηδεία, αλλά να τον εκπροσωπήσουν η σύζυγός του Μαργαρίτα και ο γιος του Γιώργος Παπανδρέου». Κανένας βέβαια φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να διανοηθεί, ότι ο λόγος που έκανε τον πρωθυπουργό να μη Όέλει να συνοδέψει έναν αγαπητό του φίλο στην τελευταία του κατοικία, συνδεόταν με τις γνωστές ερωτικές του δραστηριότητες. Ο πρωθυπουργός είχε, πράγματι, προγραμματίσει να περάσει ένα τετραήμερο (14-17 Μαρτίου) με τη φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα στην εξοχική κατοικία της, στο Λαγονήσι. Και δυσανασχέτησε, επειδή το σχέδιό του ανατρεπόταν από την κηδεία του Πάλμε. Τελικά, όμως, δεν μπόρεσε να αποφύγει την εκτέλεση αυτού του καθήκοντος. Η απουσία του από τη Στοκχόλμη, όπου είχαν συρρεύσει αρχηγοί κρατών και πρωθυπουργοί απ’ όλο τον κόσμο, θα προκαλούσε ασφαλώς σχόλια. Όταν μάλιστα ήταν γνωστή η στενή σύνδεσή του με τον Πάλμε, κυρίως, από την «Κίνηση των έξι ηγετών για την Ειρήνη». Έτσι, με βαριά καρδιά, αποφάσισε το ταξίδι στη Σουηδία. Αναχωρήσαμε Παρασκευή μεσημέρι, 14 Μαρτίου (η Μαργαρίτα δεν συνόδευσε σ’ αυτό το ταξίδι τον πρωθυπουργό) και στη Στοκχόλμη καταλύσαμε στο ξενοδοχείο «Γκραντ Οτέλ». Μαζί ήρθαν για την κηδεία ο Παπούλιας, η Μελίνα, ο Γιώργος Παπανδρέου και ο διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού Χρήστος Μαχαιρίτσας. Το ίδιο βράδυ, στις 7.00, ο πρωθυπουργός μίλησε σε υπαίθρια συγκέντρωση των «Φίλων της Επιτροπής Ειρήνης» και έδειχνε φανερά ενοχλημένος από τον περιορισμένο αριθμό του ακροατηρίου του. Την επόμενη μέρα, Σάββατο 15 Μαρτίου, συνοδέυσα τον πρωθυπουργό στο χώρο - μια τεράστια αίθουσα - όπου έγινε η επίσημη τελετή της κηδείας του Πάλμε. Ήταν αδύνατον να κρύψει τον εκνευρισμό του, γιατί η θέση που του είχαν ορίσει ήταν στην έκτη σειρά των καθισμάτων. Γι’ αυτή τη μη ευνοϊκή μεταχείρισή του, από πλευράς πρωτοκόλλου, θεώρησε υπεύθυνο τον Χρήστο Μα- χαιρίτσα. Έπνεε μένεα εναντίον του. Στην πρώτη σειρά είχαν τοποθετήσει τον καγκελλάριο Χέλμουτ Κολ και τον αμε- ρικανό υπουργό Εξωτερικών Τζωρτζ Σουλτς. Όταν τους είδε ο προοθυπουργός, γύρισε ξαναμμένος και μου είπε: «Τι σχέση έχουν αυτοί με τον Πάλμε;» Για τον Ρατζίβ Γκάντι, που καθόταν επίσης στην πρώτη σειρά, απέφυγε να κάνει κριτική, αν και τον στενοχώρησε το γεγονός, ότι από την «Κίνηση των έξι» επέλεξαν για τις τιμητικές θέσεις τον Ινδό πρωθυπουργό. Για να τον ηρεμήσω και να ελαφρύνω συγχρόνως τη θέση του Χρήστου Μαχαιρίτσα, του είπα ότι κι ο Μιττεράν καθόταν στην τέταρτη σειρά και ο Σοάρες στην έκτη ή ακόμα πιο πίσω. Με την αναφορά του ονόματος του Μιττεράν, που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, ο εκνευρισμός υποχώρησε και τον είδα να ησυχάζει... Πρέπει να πω ακόμα, ότι η Μελίνα με τον Παπούλια είχαν τοποθετηθεί σε μια από τις τελευταίες σειρές, στο βάθος της μεγάλης αίθουσας. Κατά την τελετή εντυπώσιασε τους παρευρισκόμένους η κορυφαία της Χορωδίας, που έψαλλε νεκρώσιμους ύμνους, μια πολύ όμορφη Σουηδέζα, στα κατάλευκα ντυμένη, Φιλ- λανδικής- αν θυμάμαι καλά - καταγωγής. Ο πρωθυπουργός φαινόταν μαγεμένος με τη φωνή και την εμφάνισή της. «Ήταν καταπληκτική», μου είπε στο τέλος της τελετής. «Πρέπει να βρω έναν τρόπο να την προσκαλέσω το βράδυ στο ξενοδοχείο!» Στη δεξίωση που δόθηκε το ίδιο βράδυ στο υπουργείο Εξωτερικών, για τους ηγέτες που παραβρέθηκαν στην κηδεία, ο πρωθυπουργός μου ζήτησε να αναζητήσω τον πρόεδρο της Νικαράγουα Ντανιέλ Ορτέγκα. «Θέλω να τον δω, πριν φύγουμε», μου είπε. Η επιθυμία του πρωθυπουργού να συναντήσει τον Ορτέγκα, προκάλεσε τη φανερή δυσφορία του Χρήστου Μαχαιρίτσα. Μου έδωσε μάλιστα την εντύπωση, ότι και αν τον έβλεπε στη δεξίωση, θα έκανε πως δεν τον είδε... Ο Νικαραγουανός πρόεδρος έφτασε αργοπο- ρημένος. Συναντηθήκαμε τυχαία την ώρα που φεύγαμε, στις σκάλες του υπουργείου 190 Εξωτερικών. Μόλις τον αντίκρισε ο πρωθυπουργός, του φώναξε από μακριά στα Εγγλέζικα: «I’m on your side» (είμαι στο πλευρό σου) και πλησιάζοντας μετά, πρόσθεσε: «Όταν τελειώσετε, τηλεφωνείστε μου στο ξενοδοχείο, να συναντηθούμε το βράδυ. Είμαι στο ((Γκραντ Οτέλ”». Αργότερα, το ίδιο βράδυ του Σαββάτου, ο πρωθυπουργός δείπνησε στο πολυτελές εστιατόριο του «Γκραντ Οτέλ» με την ολιγάριθμη ακολουθία του. Στη συντροφιά, τιμητική θέση είχε «η κοπέλα με τα άσπρα» της χορωδίας, που τόσο πολύ είχε εντυπωσιάσει τον πρωθυπουργό, στην τελετή της κηδείας. Για να την καλέσει, προσωπικά, στο δείπνο, ο πρωθυπουργός είχε αναθέσει προφανώς ρόλο μεσάζοντα στην υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, λόγω και των στενών γνωριμιών της με τον καλλιτεχνικό κόσμο της Σουηδίας. Πάντως, ο ερωτικός οίστρος του πρωθυπουργού δεν είχε τη διέξοδο, που διακαώς επιθυμούσε. Η σουηδική νύχτα του πέρασε στην... ιστορία, μ’ ένα «δείπνο γνωριμίας», χωρίς τις «δονήσεις» μιας κρεβατοκάμαρας... Πρέπει να σημειωθεί, ότι την ώρα που δειπνούσαμε στο «Γκραντ Οτέλ», κατέφθασαν οι απεσταλμένοι του Ορτέγκα, για να κανονίσουν το ραντεβού που είχε ζητήσει ο πρωθυπουργός.

Η συνάντηση με τον αρχηγό της κυβέρνησης των Σαντι- νίστας αναβλήθηκε εκείνο το βράδυ, χάριν της ωραίας Σου- ηδέζας και καθορίστηκε για την επόμενη μέρα, με τη μεσολάβηση του Χρήστου Μαχαιρίτσα. Η συνάντηση Παπανδρέου - Ορτέγκα έγινε στις 10.15 το πρωί της Κυριακής, στο διαμέρισμα του πρωθυπουργού στο «Γκραντ Οτέλ» της Στοκχόλμης. Στις συνομιλίες που ακολούθησαν, πήραν επίσης μέρος και οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών Πα- πούλιας και Ντεσκότο, καθώς και ο πρεσβευτής της Νικαράγουα στη Στοκχόλμη. Πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι ο Κάρολος Παπούλιας δεν επέτρεψε στον Μαχαιρίτσα και στον πρεσβευτή μας στη Στοκχόλμη Πονηρίδη (φίλο του πρωθυπουργού από την περίοδο της δικτατορίας) να πα- ρευρίσκονται στη συνάντηση Παπανδρέου - Ορτέγκα. Δεν είναι υπερβολή, αν πω, ότι κυριολεκτικά τους «έβγαλε έξω» από το διαμέρισμα του πρωθυπουργού, παρά την επιθυμία του Χρήστου Μαχαιρίτσα να παρίσταται στις συνομιλίες των δύο ανδρών. Στη συνάντηση με τον Ορτέγκα αποφασί- στηκε να επισκεφθεί για περαιτέρω διαβουλεύσεις την Αθήνα ο Νικαραγουανός υπουργός Ντεσκότο, πράγμα που έγινε ένα μήνα αργότερα, στις 24 Απριλίου 1986. Όσον αφορά την αχαρακτήριστη συμπεριφορά στο Χρήστο Μαχαιρίτσα, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι από την αρχή που ανέλαβε τη διεύθυνση του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, δεχόταν «υπόγεια πυρά» από το ευρύτερο πρωθυπουργικό περιβάλλον, που ενοχλείτο δήθεν για τις ιδεολογικές του καταβολές. Αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, που η γνωριμία του με τον Μαχαιρίτσα χρονολογείται από το 1981, ενώ δεν έπαυε να τον θεωρεί «άνθρωπο του Μολυ- βιάτη», τον διατηρούσε παραδόξως επικεφαλής του διπλωματικού του γραφείου, επικαλούμενος κατά τη χαρακτηριστική του έκφραση, ότι «Τα Γαλλικά τον Μαχαιρίτσα είναι καταπληκτικά»... Η αλήθεια πάντως είναι, ότι και με το θέμα Μαχαιρίτσα συνέβαινε μονίμως, ό,τι και σε πολλές άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Πίσω από τις ιδεολογικές δήθεν διαφορές, κρύβονταν αγεφύρωτες προσωπικές αντιθέσεις κορυφαίων στελεχών του Κινήματος. Κατά την επιστροφή μας από την Στοκχόλμη, είχα την ευκαιρία μέσα στο αεροπλάνο να συζητήσω με τον Χρηστό Μαχαιρίτσα για τη στάση του Παπούλια. Ήταν πράγματι πολύ πικραμένος και ξέσπασε: «Όταν βλέπει, μου είπε, ο Κάρολος ανθρώπονς τον τρίτον κόσμον, τρελαίνεται... Αλλά όεν καταλαβαίνω, πώς σνμβιβάζεται με τις ακροδεξιές επιλογές τον σαν νπονργός Εξωτερικών. Με τον Γεώργιον, τον Κερκινό, τον Πετρόπονλο, τον Μπάμπη Παπαδόπονλο και τονς άλλονς». Νωρίς το απόγευμα της Κυριακής φθάσαμε στην Αθήνα. Από το αεροδρόμιο δεν πήγαμε στο Καστρί, αλλά στο Μέγαρο Μαξίμου. Εκεί αναπαύτηκε για μισή ώρα ο πρωθυπουργός και αμέσως μετά με δυο αυτοκίνητα της ασφάλειας, που τα χρησιμοποιούσαμε για τις «ινκόγκνιτο» μετακινήσεις του, φύγαμε για τη βίλα στο Λαγονήσι. Τον περίμενε με αγωνία η Μαριλένα Πατρονικόλα για να Ξεράσουν μαζί την τελευταία νύχτα της Αποκριάς. Στο Καστρί επιστρέψαμε αργά το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας. Ο πρωθυπουργός είχε ανάγκη να ξεκουραστεί, γιατί την επόμενη μέρα, Τρίτη 18 Μαρτίου, έπρεπε να παραστεί στη Βουλή, στο Μνημόσυνο για τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

191

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ ΚΑΙ Η «17 ΝΟΕΜΒΡΗ» Απρίλιος 1986

Το επίσημο ταξίδι του Α. Παπανδρέου στην Κίνα, τον Απρίλιο του ’86, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μία πρωθυπουργική «επίσκεψη ρουτίνας», αν δεν σημαδευόταν από τη δολοφονία, λίγα μέτρα από το σπίτι του, της οδού Κανάρη (στο Κολωνάκι), του βιομήχανου Δημ. Αγγελόπου- λου, από την επαναστατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» (Τρίτη, το πρωί της 8 Απρίλη). Ο τρόπος που αντέδρασε ο πρωθυπουργός στη δολοφονία, τα καμώματα των άυλικών του, που διαγωνίζονταν ποιος θα εξασφαλίσει καλύτερο δωμάτιο στο ξενοδοχείο, οι απείρου κάλλους θεατρινισμοί Κατσιφάρα και τα ξεσπάσματά του κατά των ανδρών ασφαλείας και ακόμα η επαφή από ειδικό τηλέφωνο του πρωθυπουργού με τη φίλη του στην Αθήνα Μαριλένα Πατρονικόλα, υπήρξαν τα κυριότερα περιστατικά του ταξιδιού μας. Ενός ταξιδιού που μου πρόσθεσε κι άλλες τραυματικές εμπειρίες στις τόσες που είχα ζήσει κοντά στον Ανδρέα Παπανδρέου. Η πολυπληθέστατη ελληνική αποστολή (125 άτομα συνόδευαν τον πρωθυπουργό) έφτασε από τη Μπανγκόκ τη Δευτέρα, 7 Απριλίου, στις 2 το μεσημέρι, με αεροσκάφος της Ολυμπιακής στον αερολιμένα του Πεκίνου. Στην πρωτεύουσα της Ταϋλάνδης η αποστολή πέρασε το Σαββατοκύριακό της (5-6 Απριλίου), ύστερα από επιθυμία |του πρωθυπουργού για μια ανάπαυλα, στον πρώτο ενδιάμεσο αυτό σταθμό του ταξιδιού προς την Κίνα. Κατά την επιστροφή από τη χώρα του «Τελευταίου Αυτοκράτορα» ο πρωθυπουργός είχε επίσης εκδηλώσει την επιθυμία να δια- νυκτερεύσει στη Σιγκαπούρη, όπως συνέβαινε πάντα στα επίσημα ταξίδια. Αίγες μέρες νωρίτερα είχα επισκεφτεί και τη Μπανγκόκ και τη Σιγκαπούρη, προκειμένου να ρυθμίσω διάφορες λεπτομέρειες γύρω από την παραμονή εκεί του πρωθυπουργού. Θα πρέπει εδώ να σημειώσω, ότι κατά τα επίσημα ταξίδια στο εξωτερικό, πέρα από τα αστυνομικά μου καθήκοντα, είχα αναλάβει ευθύνες που θα έπρεπε να επωμίζεται το διπλωματικό γραφείο του πρωθυπουργού. Εντούτοις, ποτέ δεν αρνήθηκα να προσφέρω και τις υπηρεσίες αυτές, όσο κι αν ήταν ξένες από την κύρια αποστολή μου. Γνωρίζοντας τις συνήθειες και τις ιδιορρυθμίες του Α. Παπανδρέου και του στενού του περιβάλλοντος, για να μην προκύψει οποιοδήποτε πρόβλημα και να μη διαταραχτεί το κλίμα ασφαλείας που ένιωθε ο πρωθυπουργός, είχα αναλά- βει και τα πρόσθετα αυτά καθήκοντα. Έτσι, πριν πραγματοποιηθεί ένα επίσημο ταξίδι στο εξωτερικό, μετέβαινα στη χώρα του προορισμού και συνεργαζόμουνα με την ελληνική πρεσβεία, καθώς και με τον υπεύθυνο του πρωτοκόλλου του υπουργείου Εξωτερικών της φι- λοξενούσας χώρας, για τον διακανονισμό των πρακτικών λεπτομερειών της επίσκεψης. Σημειωτέον, ότι ουδέποτε σ’ αυτές τις μετακινήσεις μου ως «προπομπού» της πρωθυ- πουργικής αποστολής, συνταξίδεψε μαζί μου κάποιος από το διπλωματικό του γραφείο. Έπρεπε μόνος μου να διεκπε- ραιώνω ό,τι αφορούσε την υποδοχή και διαμονή του πρωθυπουργού στις πόλεις - σταθμούς κάθε χώρας που επισκεπτόταν. Όταν πήγαινα στο εξωτερικό, σαν προπομπός του πρω- θυπουργικού ταξιδιού, έπαιρνα πάντοτε μαζί μου και δύο τεχνικούς του ΟΤΕ, οι οποίοι και εγκαταστούσαν στη «σουίτα», που θα διέμενε, ειδική τηλεφωνική σύνδεση για να μπορεί να επικοινωνεί με τρία διαφορετικά δίκτυα — το αστικό, το υπεραστικό και το κυβερνητικό (τριψήφιο). Ο πρωθυπουργός είχε επιπλέον και εφεδρικό προσωπικό τηλέφωνο του αστικού δικτύου με αριθμό (88.20.299), από το οποίο επικοινωνούσε αποκλειστικά με τη φίλη του στην Αθήνα. Η ειδική τηλεφωνική σύνδεση κόστισε στο ελληνικό δημόσιο εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές. Για την ιστορία, αναφέρω ότι όλη αυτή τη διαδικασία των τηλεφωνικών συνδέσεων την είχαν αναλάβει υπεύθυνα τα τελευταία χρόνια οι τεχνικοί του ΟΤΕ Γ. Φωτάκης και Α. Λύτσιος, που τον συνόδευαν μόνιμα στα ταξίδια του - τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό. Κατά την παραμονή στο Πεκίνο ο πρωθυπουργός με τη σύζυγό του Μαργαρίτα φιλοξενήθηκαν στη βίλα No 12 της κρατικής έπαυλης για τους επίσημους επισκέπτες, «Diaoyu- tai State Gusthouse». Οι επιχειρηματίες και οι δημοσιογράφοι, που συνόδευαν το πρωθυπουργικό ζεύγος, κατέλυσαν στο ξενοδοχείο «ZHAOLONG». Στην ίδια βίλα με τον πρωθυπουργό εγκαταστάθηκαν οι γραμματείς του Αγγέλα Κοκκόλα και Μιχάλης Ζιάγκας, ο προσωπικός του γιατρός Μάριος ΙΙαραράς με την επίσης γιατρό σύζυγό του Μυρσίνη, καθώς και η οκταμελής 192 πούλιας, ο υφυπουργός ομάδα ασφαλείας με τς>υς δύο τεχνικούς του ΟΤΕ. Ο υπουργός Εξωτερικών Κάρολος ΠαΕμπορίου Γιώργος Κατσιφάρας και τα άλλα μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας είχαν εγκατασταθεί στη βίλα No No 11, μερικές δεκάδες μέτρα πιο μακριά από κει που έμενε ο πρωθυπουργός. Κανονικά, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, ο υπουργός και ο υφυπουργός, σαν αξιωματούχοι της κυβέρνησης, έπρεπε να διαμείνουν στη βίλα 12 για να βρίσκονται κοντά στον πρωθυπουργό. Αλλά τα δωμάτιά τους, που ήταν και τα καλύτερα - μετά βέβαια από την πολυτελέστατη πρωθυπουργική σουίτα - είχαν καταληφθεί από την Κοκκόλα και τον Ζιάγκα. Η κατάληψη πάντως δεν έγινε αυθαίρετα την τελευταία στιγμή. Η διαμονή των γραμματέων είχε προαποφασιστεί, ύστερα από συνεννόησή μου με τον υπεύθυνο του πρωτοκόλλου. Ζιάγκας και Κοκκόλα απαιτούσαν να διαμένουν δίπλα του ή πληρέστερα προς τον πρωθυπουργό από οποίον - δήποτε άλλο αξιωματούχο της αποστολής. Πολύ λίγη ώρα μετά την επίσημη εγκατάσταση του πρωθυπουργού στον πρώτο όροφο της κρατικής έπαυλης είχα ένα απροσδόκητο επεισόδιο με την Κοκκόλα. Καθώς συναντηθήκαμε στο διάδρομο του

3

ορόφου, έξω από το δωμάτιό της (No 1224), με σταμάτησε και με καθόλου ευγενικό τρόπο μου είπε, «θέλω τώρα αμέσως να μον πεις γιατί το δωμάτιο τον Μιχάλη (δηλ. του Ζιάγκα) είναι πάντα καλύτερο από το δικό μον...» (Ο Ζιάγκας διέμενε στο δωμάτιο 1223 πλάι στο δικό της και όπως διαπίστωσα μετά το επεισόδιο, ήταν πράγματι λίγο μεγαλύτερο και είχε ένα μικρό σαλόνι υποδοχής.) Ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα για την ανάρμοστη συμπεριφορά και το βίαιο ύφος της. Και στενοχωρήθηκα περισσότερο, γιατί, όταν συναντηθήκαμε, περίμενα να με ρωτήσει «τι κάνω», αφού μάλιστα ήξερε πως έλειπα απ’ την Ελλάδα μια βδομάδα πριν από την επίσκεψη του πρωθυπουργού. Απέφυγα να της δώσω την πρέπουσα απάντηση και της είπα πως «μάλλον θα πρόκειται για κάποιο λάθος από την πλενρά των Κινέζων». Εκείνη όμως συνέχισε με τόνο προκλητικό: «Να μον απαντήσεις αμέσως, χωρίς νπεκφνγές». Τότε αναγκάστηκα να της απαντήσω στον ίδιο τόνο: «Εδώ κνρία Κοκκόλα δεν ήρθατε ν' αγοράσετε κανένα διαμέρισμα, για να ψάχνετε να ανακαλύψετε πόσο διαφέρει το ένα από το άλλο. Θα μείνετε εδώ μόνο για τρεις μέρες. Την Πέμπτη το πρωί φεύγετε για τη Σαγκάη. (Σ.Σ. Η μετάβαση στη Σαγκάη ήταν στο αρχικό πρόγραμμα.) Δεν είμαι εγώ νπάλληλος ξενοδο- χείον και δεν οφείλω εξηγήσεις σε κανέναν. Σας έχω βαρεθεί και σας απεχθάνομαι όλονς όλα αντά τα χρόνια πον είμαι μαζί σας. Σας σννιστώ να πάτε στον Πρόεδρο και να σννεν- νοηθείτε μαζί τον για να φύγω απ’ το Καστρί, όσο το δννα- τόν γρηγορότερα. Για να μην νπάρξονν καμιά μέρα άσχημες εξελίξεις μεταξύ μας.» Με την Αγγέλα Κοκκόλα είχαμε πολλές φορές διαπληκτιστεί και στο παρελθόν, κυρίως λόγω της «πατερναλιστικής» συμπεριφοράς της. Αυτή τη φορά στο Πεκίνο ήταν και η τελευταία. Η ιστορία πάντως της επιλογής δωματίου έληξε κατά τον καλύτερο τρόπο για την Κοκκόλα. Με προτροπή του πρωθυπουργού εγκαταστάθηκε στο πολυτελές διαμέρισμα (No 1220), που προοριζόταν αρχικά για τη Μαργαρίτα Παπανδρέου. Εκεί υπήρχε και η ειδική τηλεφωνική σύνδεση με την Ελλάδα, ώστε να παίρνει τα τηλεφωνήματα από την Αθήνα και να ειδοποιεί τον Παπανδρέου όταν τηλεφωνούσε η φίλη του Μαριλένα Πατρονικόλα. Η Μαργαρίτα διέμεινε στην ίδια σουίτα με τον σύζυγό της στο No 1221. Το πρωθυ- πουργικό ζεύγος ποτέ δεν κοιμόταν χωριστά. Μοιραζόταν πάντοτε όλα τα χρόνια, το ίδιο δωμάτιο, άσχετα αν ο Παπανδρέου ροχάλιζε ενοχλητικά ή επέστρεφε τις πρωινές ώρες. Ένα ακόμα επεισόδιο, μετά το δικό μου με την Κοκκόλα, πιο θορυβώδες και μπροστά στα μάτια των Κινέζων, δη- μιουργήθηκε από τον Γιώργο Κατσιφάρα με στόχο αστυνομικό του πρωθυπουργού. Ο Κατσιφάρας είχε τα νεύρα του, γιατί μόλις φτάσαμε στο Πεκίνο οι βαλίτσες του, από λάθος, είχαν φορτωθεί μαζί με τις αποσκευές των επιχειρηματιών και των δημοσιογράφων στη σκευοφόρο και μεταφέρθηκαν στο ξενοδοχείο «ZHAOLONG» και όχι στην κρατική έπαυλη, όπου διέμενε η επίσημη αντιπροσωπεία. Το κωμικοτραγικό στην υπόθεση ήταν, ότι βιαζόταν ν’ αλλάξει ρούχα για την τελετή της υποδοχής και το δείπνο που παρέθεσε ο Κινέζος πρωθυπουργός Ζάο-Ζιγιάνγκ προς τιμήν του Ανδρέα Παπανδρέου. Τότε λοιπόν, σ’ έξαλλη κατάσταση, άρχισε να βλαστημάει και να βρίζει τον φρουρό του πρωθυπουργού Κ. Απανωμεριτάκη, τον οποίο θεώρησε υπεύθυνο, γιατί καθυστερούσαν οι βαλίτσες του. Κι όλ’ αυτά στον ισόγειο χώρο της κινεζικής έπαυλης μπροστά στους άναυδους Κινέζους, μεταξύ των οποίων παραβρισκόταν και ο υπεύθυνος του πρωτοκόλλου του υπουργείου Εξωτερικών Τιάν Γιουντίνγκ. Η δεύτερη μέρα της επίσημης πρωθυπουργικής επίσκεψης στο Πεκίνο σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του βιομή- χανου Δημήτρη Αγγελόπουλου. Είχε προηγηθεί ένα αρκετά γεμάτο και κουραστικό πρωινό, με επισκέψεις στο Σινικό Τείχος, δίωρη συνομιλία με τον πρωθυπουργό Ζάο-Ζιγιάνγκ κλπ. Στις 4.30 το απόγευμα επιατρέψαμε στην κρατική έπαυλη και ο πρωθυπουργός αναπαύτηκε για δυόμισι περίπου ώρες στη σουίτα του. Λίγο πριν από τις 7.00 έφτασε το τηλεφωνικό μήνυμα από την Αθήνα για τη δολοφονία. Στις 7.0 έπρεπε να φύγουμε για τη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού, όπου θα δινόταν προς τιμήν του πρωθυπουργού πολιτιστική παράσταση. Μερικά λεπτά πριν, μπήκα στο διαμέρισμά του για να τον ειδοποιήσω ότι ξεκινάμε για το θέατρο. Τον είδα να τηλεφωνεί και τον άκουσα να λέει: «Το Σαββατοκύριακο ζονζοννάκι μον, θα είμαστε στο Λαγονήσι μαζί». Ήταν τα τελευταία λόγια στη Μαριλένα Πατρονικόλα- γιατί αμέσως μετά κατέβασε το ακουστικό. Προφανώς, μόλις πληροφορή- ^ θηκε τη δολοφονία του Αγγελόπουλου, επικοινώνησε αμέσως μαζί της για να της πει ότι επισπεύδει την επιστροφή του στην Αθήνα. Μου ανακοίνωσε τότε την απόφασή του να μην πάμε την Πέμπτη στη Σαγκάη, αλλά να επ ιατρέψου με στην Ελλάδα. «Το γεγονός της δολοφονίας τον Αγγελόπον- λον, μου είπε, είναι μια άριστη δικαιολογία να ματαιώσονμε την επίσκεψη στη Σαγκάη, χωρίς 193 να παρεξηγηθούμε από τονς Κινέζονς...» Και πρόσθεσε με έκδηλη ικανοποίηση: «Βαριέμαι το ταξίδι αν το. Θα ακονστεί πολύ καλά στην Ελλάδα η επιστροφή μας». Τον ρώτησα τότε: «Ως προς'τη δολοφονία, ποιος άραγε νομίζετε ότι βρίσκεται πίσω, κύριε Πρόεδρε;» Η απάντηση του πρωθυπουργού ήρθε άμεση και αβίαστη: «Ο Τσεκούρας. Δεν έχω καμιά αμφιβολία, πως αν- τός είναι ο εγκέφαλος της 17 Νοέμβρη. Αντός ήταν ο εγκέφαλος τον στρατιωτικού σκέλονς τον ΠΑΚ και ήξερε καλά οικονομικά. Το χτύπημα αποσκοπεί στην αποσταθεροποίηση της οικονομίας...» Μετά το θέατρο, πήγαμε κατευθείαν στην ελληνική πρεσβεία του Πεκίνου, όπου ο πρίοθυπουργός παρακάθησε στο δείπνο με τα υπόλοιπα μέλη της επίσημης αποστολής και μίλησε στους δημοσιογράφους. Οι δηλώσεις του για τη δολοφονία του Αγγελόπουλου και κάποια «μισόλογα» για τους εκτελεστές, κατάλληλα διοχετευμένα στον Τύπο, πυροδότησαν την αμέσως επόμενη μέρα δημοσιεύματα με αιχμές κατά του Γιάννη Τσεκούρα. Δεν ξέρω αν ήταν έμπνευση του πρωθυπουργού η αναφορά του ονόματος Τσεκούρας, σε σχέση με τη

3

δραστηριότητα της «17 Νοέμβρη», ή αν κάποιος... Αγαρηνός συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου στην Αθήνα έβαλε στο στόχαστρο τον Τσεκούρα κατά την τηλεφωνική επικοινωνία του με τον πρωθυπουργό, το βράδυ της 8ης Ιουλίου, για να του ξυπνήσει το παλιό, άσβεστο μίσος κατά του πρώην συνεργάτη του. Είναι εξάλλου γνωστό, πόσο ευεπίφορος είναι στην άκριτη υιοθέτηση συκοφαντιών και διαβολών, πράγμα που μεταμόρφωσε το Καστρί σε «Κέντρο Παραεξουσίας», όπου διασταυρώνονταν πρωτοφανείς αλληλοκατηγορίες και ρετσινιές μεταξύ διαφόρων εσωκομματικών ομάδων και φατριών. Εκείνο πάνως το βράδυ στο Πεκίνο δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Μ’ έπνιγε η πίκρα κι η απογοήτευση για όσα ασύστολα και συκοφαντικά βγήκαν από το στόμα του πρωθυπουργού για τον Γιάννη Τσεκούρα. Στη Μελβούρνη, ο Παπανδρέου, τον Απρίλιο του ’74, μου είχε μιλήσει με πολύ κολακευτικά λόγια για τον Τσεκούρα, τότε υπεύθυνου του στρατιωτικού σκέλους της οργάνωσης στην Ευρώπη, που έδινε τη μάχη της κατά της δικτατορίας. Σαν αρχηγός του ΠΑΚ μου ανέθεσε τότε μια αποστολή για την εκτέλεση της οποίας έπρεπε να συνεργαστώ με τον Τσεκούρα, που έμενε μόνιμα στη Βασιλεία της Ελβετίας και ειδικότερα με τον οικονομολόγο Γιώργο Ζυγογιάννη, υπεύθυνο του ΠΑΚ Ιταλίας με έδρα την Μπολώνια, όπου και είχε μεταφερθεί από τη Γερμανία για ανασυγκρότηση το στρατιωτικό σκέλος της Οργάνωσης.

3

Ο Γιάννης Τσεκούρας, καθηγητής της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης από το 1977, υπεύθυνος του Οργανωτικού και μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ κατά τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του, διαφώνησε ανοιχτά με τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και τον κατηγόρησε. Η αντιπαράθεσή του προ- κάλεσε και τη διαγραφή του το 1976 από το κόμμα. Την ίδια εξάλλου μεταχείριση είχαν ενωρίτερα (Ιούνιο του 1975) και άλλα κορυφαία και επώνυμα στελέχη του Κινήματος, που αντιμετώπισαν σαν υπερήφανοι άνδρες τον Α. Παπανδρέου (Δ. Καράγιωργας, Β. Φίλιας, Γ. Ζυγογιάννης, Ν. Κωνσταν- τόπουλος, Σ. Νέστωρ και άλλοι μη γονυκλινούντες...). Τον καθηγητή Γιάννη Ταεκούρα δεν είχα την ευκαιρία να συναντήσω προσωπικά στα χρόνια της μεταπολίτευσης, αλλά έμενε βαθιά μέσα μου μια ζεστή ανάμνηση από την αλληλογραφία μας — την τελευταία περίοδο της δικτατορίας. Την Τετάρτη, 9 Απριλίου, τελευταία μέρα της παραμονής μας στο Πεκίνο, ο πρωθυπουργός συναντήθηκε στις 10.30 το πρωί, με τον ισχυρό άνδρα της Κίνας Ντενγκ Χσιάο Πινγκ, στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού, ενώ στις 5.00 το απόγευμα έδωσε συνέντευξη Τύπου. Το βράδυ παρέθεσε ευχαριστήριο δείπνο προς τιμήν του Κινέζου πρωθυπουργού Ζάο- -Ζιγιάνγκ στο ξενοδοχείο «Σέρατον». Πρέπει να σημειώσω, ότι η Μαργαρίτα Παπανδρέου, πέρα από τις ξεχο^ριστές επισκέψεις που καθόριζε το δικό της πρόγραμμα, έκανε τα ψώνια της στο «Κατάστημα Φιλίας» του Πεκίνου, για μιάμιση περίπου ώρα. Οταν επιατρέψαμε αργά τη νύχτα στην κρατική έπαυλη, όπου θα μέναμε για τελευταία βραδιά, έφτασε στη βίλα No 12 και ο Γιώργος Κατσιφάρας. Προηγουμένως βρισκόταν στο διαμέρισμα No 1221 του πρωθυπουρ- γικού ζεύγους και συζητούσε με τη Μαργαρίτα, ενώ ο σύζυγός της από το διπλανό διαμέρισμα No 1220 είχε τηλεφωνική συνδιάλεξη με τη Μαριλένα Πατρονικόλα στην Αθήνα. Όταν βγήκε από το πρωθυπουργικό διαμέρισμα ο Κατσιφάρας, άρχισε ένα φλύαρο μονόλογο με τους αστυνομικούς φρουρούς και με το γνωστό αλαζονικό του ύφος κατηγορούσε έμμεσα τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης Θανάση Τσούρα, με αφορμή τη δολοφονία του Δ. Αγγελόπουλου. «Αυτοί οι μαλ... στο υπουργείο, έλεγε στους αστυνομικούς, είναι εντελώς ανίκανοι. Αν γίνω εγώ υπουργός Δημόσιας Τάξης Θα πιάσω τη “17 Νοέμβρη” μέσα σε 24 ώρες...» Πρέπει να σημειωθεί, ότι ο Κατσιφάρας για λόγους κυρίως αυτοπροβολής είχε βάλει στο μάτι το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, όπως το υφυπουργείο Τύπου, παλιότερα. Όταν όμως ανατέθηκε στο φίλο του, τον Αντώνη Δροσογιάννη, δεν έμεινε και αυτός... αργός. Έγινε υπουργός Εμπορίου, εκ- παραθυρώνοντας τον Ν. Ακριτιδη στον ανασχηματισμό, μετά το ταξίδι της Κίνας, αν και στο Πεκίνο «διερρήγνυε τα ιμάτιά του», πως δεν επρόκειτο ποτέ να πάρει τη θέση του Ακριτιδη. Όταν άρχισε να κομπάζει για την... αστυνομική ικανότητά του και να συνεχίζει τη φλυαρία του στους άνδρες της ασφάλειας του πρωθυπουργού, αποφάσισα να επέμβω δραστικά: «Προφανώς, κύριε υπουργέ, τον διέκοψα, υπερεκτιμάτε τις ικανότητές σας και ο κομπασμός σας, πως Θα συλ- λάδετε τη “17 Νοέμβρη” σε 24 ώρες αν χριστείτε υπουργός Δημόσιας Τάξης, όχι μόνο στερείται σοβαρότητας, αλλά είναι και εκ του πονηρού... Υποτιμάτε, νομίζω, τη νοημοσύνη μας... Όσον αφορά τον Θανάση Τσούρα, ο οποίος προΐστα- ται στο υπουργείο, σας διαβεβαιώνω, ότι η φρόνηση αυτού του άνόρα συμπορεύεται με το μπόι του.» Ο άνθρωπος αυτός που βυσσοδομούσε πίσω από την πλάτη των συνεργατών του, κάνοντας τον γελωτοποιό στον πρωθυπουργό για να έχει την εύνοιά του, με είχε εκνευρίσει τόσο πολύ με την όλη του στάση, που ήθελα να του τα πω όλα... Και συνέχισα: «Κάνατε 194και ορισμένες δηλώσεις, έμαθα, για λόγογς εντυπώσεων, σε μέλη της αποστολής, που σχολιάστηκαν ποικίλο- τρόπως. Είπατε δηλαδή, πως όταν επιστρέφουν στην Αθήνα, θα καλέσετε το τελωνείο για να ελέγξει τα πράγματα που αγόρασαν στο ταξίδι. Ίσως σας φανώ και εγώ χρήσιμος, όταν θα φτάσουμε στο αεροδρόμιο. Γιατί, βέβαια, γνωρίζω τις αποσκευές του καθενός, αφού ενεργώ προσωπικό έλεγχο - για λόγους ασφαλείας του αεροσκάφους. Αλλά, αν θέλετε να είστε πράγματι αδιάφθορος, όπως εμφανίζεστε, ο έλεγχος θα πρέπει να επεκταθεί σε όλους ανεξαιρέτως και στις αποσκευές ιδιαίτερα ορισμένων κυριών, που ξεσήκωσαν, στην κυριολεξία, το FRIENDSHIP STORE (Κατάστημα Φιλίας). Τολμήστε, λοιπόν, να κάνετε έλεγχο στις κυρίες για να δούμε, αν θα συνεχίσετε να είστε υπουργός...» Με τα τελευταία μου λόγια ο Κατσιφάρας κινήθηκε σπασμωδικά προς το διαμέρισμα του πρωθυπουργού για να διαμαρτυρηθεί, προφανώς, εναντίον μου, αλλά συγκρατήθηκε - προς μεγάλη ευχαρίστησή του, νομίζω - από τον υπαστυνομο I. Σωτηρόπουλο και τον προσωπικό οδηγό του πρωθυπουργού Δ. Παρασκευόπουλο. Λίγο αργότερα, ο

πρωθυπουργός κάλεσε στο διαμέρισμά του No 1220, απ’ όπου επικοινωνούσε με την Αθήνα, τον υπαστυνομο Σωτηρόπουλο, ο οποίος εκτε- λούσε βάρδια υπηρεσίας. Ήθελε να του πει, ποια ώρα έπρεπε να τον ξυπνήσει το πρωί και να του δώσει οδηγίες για το πρόγευμά του. Ακολούθησε τότε η εξής στιχομυθία: Παπανδρέου: Τι κάνεις Γιάννη; Πολύ κουρασμένος μου φαίνεσαι. Υπαστυνόμος: Δεν είμαι κουρασμένος, κύριε Πρόεδρε, αλλά στενοχωρημένος. - Παπανδρέου: Θέλω να μου πεις, τι έχεις... Υπαστυνόμος: Άλλη φορά θα σας εξηγήσω, κύριε Πρόεδρε. Ο πρωθυπουργός όμως επέμενε ανυποχώρητα να μάθει τι συμβαίνει. Και ο υπαστυνόμος αποφάσισε να μιλήσει: «Έχουμε προβλήματα, κύριε Πρόεδρε, με τον Κατσιφάρα. Δεν έχει τι να κάνει και τσακώνεται διαρκώς με την ασφάλειά σας. Προχτές εξύβρισε δημόσια τον Απάνωμεριτάκη. Σήμερα διαπληκτίστηκε μαζί μου και με τον Φραγκούλη, μπροστά στους δημοσιογράφους και προ ολίγου με τον Κεραμά. Μας απειλεί πως θα μας διώξει όλους από το Καστρί. Εγώ υπηρετώ & εσάς; κύριε Πρόεδρε, και όχι στον Κατσιφάρα. Θα προτιμούσα να παραιτηθώ τελείως από το Αστυνομικό Σώμα, παρά να καταδεχτώ να είμαι προσωπική ασφάλεια του Κατσιφάρα...» Δεν πρόλαβε καλά - καλά να τελειώσει ο υπαστυνόμος και ο πρωθυπουργός, φωνάζοντας «Μιχάλη, Μιχάλη, έλα εδώ, ακούς τι προβλήματα δημιουργεί στην ασφάλεια ο Κατσιφά- ρας;» διηγήθηκε στον Ζιάγκα και στο Σωτηρόπουλο τι είχε συμβεί στο επίσημο δείπνο στο ξενοδόχείο «Σέρατον»: Κάποια στιγμή, ο Κατσιφάρας σηκώθηκε από τη θέση του, πλησίασε στο τραπέζι του πρωθυπουργού, τον αγκάλιασε και απευθυνόμενος στον παρακαθήμενο Κινέζο πρωθυπουργό Ζάο Ζιγιάνγκ είπε με έντονη φωνή: «Ο Α. Παπανδρέου είναι η μεγαλύτερη πολιτική προσωπικότητα τον Κόσμον». Και συμπλήρωσε ο πρωθυπουργός: «Με εξευτέλισε διεθνώς, απόψε, ο Κατσιφάρας». Αποχαιρετήσαμε το Πεκίνο, το μεσημέρι της Πέμπτης., 10 Απριλίου, και νωρίς το απόγευμα με το αεροσκάφος της Ολυμπιακής φτάσαμε στη Σιγκαπούρη. Αμέσως, μετά την άφιξή μας στο ξενοδοχείο «Μάνταριν Σίγκαπουρ», όπου θα διάνυκτερεύαμε, ο πρωθυπουργός με την Κοκκόλα, τον Ζι- άγκα και δύο άνδρες της ασφάλειάς του (και της εμπιστοσύνης των δύο γραμματέων του) έφυγε εσπευσμένα για να κάνει τα ψώνια του, πριν κλείσουν τα μαγαζιά. Η Κοκκόλα είχε, στο μεταξύ, ειδοποιήσει τους αστυνομικούς Φραγκούλη και Σωτηρόπουλο, ότι ο πρωθυπουργός δεν ήθελε να τον ακολουθήσει κανένας άλλος στην πόλη, εκτός από τους δύο εμπίστους της που τον συνόδευαν. Ήταν μια σαφής κίνηση εναντίον μου, αλλά και κατά των άλλων δύο σωματοφυλάκων, που θεωρούνταν φίλοι μου. Δεν μας ήθελε μαζί, για να μη δούμε τι θα ψώνιζαν από τα μαγαζιά της Σιγκαπούρης. Στην αστεία αυτή «συνωμοσία» μετείχε και ο Κατσιφάρας. Πήγε στην πρωθυπουργική σουίτα και παρότρυνε τον αστυνομικό και προσωπικό οδηγό της Μαργαρίτας να πάει κι αυτός για ψώνια - που προσφέρθηκε μάλιστα να του δανείσει για να τον διευκολύνει στην αγορά του και δολάρια... Η «σοδειά» πάντως από τις αγορές του πρωθυπουργού και του περιβάλλοντος του στη Σιγκαπούρη επρόκειτο να δημιουργήσει προβλήματα κατά την αναχώρησή μας για την Αθήνα, το πρωί της επόμενης μέρας, 11 Απριλίου. Από πολύ νωρίς, πριν φύγουμε από το ξενοδοχείο, φρόντισα να μεταφέρω με ειδικό όχημα τις αποσκευές στο αεροδρόμιο. Μέσα στο αεροπλάνο όμως, τα πακέτα και τα κουτιά με τις «αγορές» του πρωθυπουργού και της ακολουθίας του, που είχαν προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα ψώνια από το Πεκίνο, δημιούργησαν κατάσταση αδιαχώρητου. Ακολούθησαν γραφικότατες σκηνές, μόλις έβαλε μπρος το αεροπλάνο, κατά την προετοιμασία της απογείωσης. 'Αρχισαν τότε να «κυλάνε» από τους σωρούς τα ψώνια, δεξιά και αριστερά, πράγμα που προκάλεσε την έντονη διαμαρτυρία της υπεύθυνης αεροσυνοδού Αίλας Φιλιππαίου, γιατί με τα πακέτα είχε καταληφτεί ακόμα και ο χώρος που χρησιμοποιόταν από το πλήρωμα! Επενέβη τότε και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους και Γενικός Διευθυντής της Ολυμπιακής Λάμπρος Κανελλόπουλος, ο οποίος σύστησε να τοποθετηθούν ορισμένα πράγματα στον αποθηκευτικό χώρο του αεροπλάνου. Ο πρωθυπουργός τότε αντέδρασε ακαριαία: «Φρόντισε να μην πειραχτούν τα πράγματα», μου είπε με το γνώριμο ύφος, που δεν σηκώνει αντίρρηση, όταν επρόκειτο για τα προσωπικά του πράγματα. «Βεβαίως, κύριε Πρόεδρε, μην ανησυχείτε» του απάντησα. «Ναι, αλλά κάποιος πρέπει να τα παρακολουθήσει», είπε ξαναμμένος και ανήσυχος... Έσπευσα τότε στον κυβερνήτη του αεροσκάφους και διαβίβασα, παρουσία και του Μιχάλη Ζιάγκα, την εντολή του πρωθυπουργού. Έτσι ματαιώθηκε η μεταφορά των πραγμάτων στον ειδικό αποθηκευτικό χώρο. Σκεπάστηκαν απλώς με κουβέρτες για να μη μετακινούνται, μέχρι να ολοκληρωθεί η απογείωση και κυρίως να μη φαίνονται από την ομάδα των δημοσιογράφων. Στις 6.00 το απόγευμα της Παρασκευής, 11 Απριλίου, φθάσαμε στο Ελληνικό. Ο 195 πρωθυπουργός, ύστερα από την καθιερωμένη υποδοχή του στο αεροδρόμιο, ανέβηκε στο Καστρί, όπου και απασχολήθηκε με το άνοιγμα των δεμάτων (με τα ψώνια και τα δώρα) και την τακτοποίησή τους. Τις δύο επόμενες μέρες (Σαββατοκύριακο 12-13 Απριλίου) τις πέρασε συντροφιά με τη Μαριλένα Πατρονικόλα, απομονωμένος στη βίλα της, στο Λαγονήσι. Μόνο τρεις μέρες μετά την επιστροφή του, είδε τον Κώστα Τσίμα, γενικό γραμματέα τότε του υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Αλλά και η συνάντηση δεν έγινε για να ενημερωθεί, σχετικά με τις έρευνες γύρω από τη δολοφονία. Μαζί του συζήτησε το θέμα της αντικατάστασής του από τον φίλο του ζ\ροσογιάννη, Μ. Μορφωπό και την, εν συνεχεία, μετάθεσή του στη θέση του υποδιοικητή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ). 9.0 Ο πρωθυπουργός την τέταρτη μέρα από την επιστροφή του, αποφάσισε, επιτέλους, να δεχτεί για μισή ώρα τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης Θανάση Τσούρα, που τον ενημέρωσε για τις έρευνες γύρω από τη δολοφονία.

3

ΨΥΧΡΟΛΟΥΣΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟ ΑΠ’ ΤΑ ΠΑΛΙΑ... Απρίλης 1986

Η επίσκεψη του Αυστραλού πρωθυπουργού Μπομπ Χωκ στην Αθήνα, 24 Απριλίου 1986, ήταν ένα εξαιρετικό γεγονός για μένα. Όχι όμως και για τον πρωθυπουργό, που έδειχνε ψυχρός και αδιάφορος. Νωρίς το απόγευμα στο Καστρί, μετά τον μεσημεριανό του ύπνο, του υπενθύμισα: «Στις 7 παρά, κύριε Πρόεδρε, πρέπει να πάμε και στο αεροδρόμιο για τον ερχομό τον Μπομπ Χωκ». - «Αποφάσισα να μην πάω εγώ, αλλά θα στείλω να τον νποδεχτούν τον Χαραλαμ- πόπονλο και τον Παπούλια», μου απάντησε κοφτά και τα ’χασα. Γιατί, πραγματικά, μου ήταν αδύνατο να συμβιβαστώ με την ιδέα, ότι δεν μπορούσε να θυσιάσει λίγο χρόνο για το καλωσόρισμα του ανθρώπου, που δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε υψηλός επισκέπτης για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Μπομπ Χωκ είχε συνδέσει το όνομά του με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας. Όταν ο αρχηγός του ΠΑΚ είχε έρθει στην Αυστραλία, τον Απρίλη 1974, ο Χωκ, πρόεδρος τότε της πανίσχυρης γενικής συνομοσπονδίας εργατών, στάθηκε στο πλευρό του. Μαζί με τον εργατικό πρωθυπουργό Γκοφ Ουί- τλαμ ενδιαφέρθηκαν με χίλιους δυο τρόπους για την επιτυχία της επίσκεψής του και του επιφύλαξαν μεγάλες τιμές στην υποδοχή της Καμπέρας. Έζησα από κοντά αυτές τις ιστορικές στιγμές και τώρα ένιωθα πληγωμένος, που ο φίλος Αυστραλός πρωθυπουργός δεν θα μας έβρισκε στο αεροδρόμιο. Η επίσημη δικαιολογία που δόθηκε στον Χωκ για την απουσία του Παπανδρέου από την υποδοχή του, ήταν ο λόγος ότι επρόκειτο να εξαγγελθεί ο κυβερνητικός ανασχηματισμός. Φυσικά, υπήρχε και το προηγούμενο με τον πρόεδρο της Κύπρου Σπ. Κυπριανού, που δεν κατέβαινε στο αεροδρόμιο να τον υποδεχτεί. «Δεν μπορώ να πηγαίνω κάθε τόσο στο αεροδρόμιο», έλεγε. Η περίπτωση όμως του Αυστραλού πρωθυπουργού ήταν κάτι το εξαιρετικό και για έναν άλλο λόγο. Η Αυστραλία είναι η χώρα όπου ζουν χιλιάδες ομογενείς και η Μελβούρνη, στην οποία σταδιοδρόμησε πολιτικά „ ο Χωκ, θεωρείται η τρίτη πόλη σε ελληνικό πληθυσμό στον κόσμο. Συνεπώς, η πλημμελής φιλοξενία του δεν θα ήταν η καλύτερη υπηρεσία και για την προώθηση των ελληνικών μας συμφερόντων. Αν το τηλεγράφημα διαμαρτυρίας, που έστειλε ο Παπανδρέου στον Χωκ για την ανιστόρητη προκλητική έκθεση των Σκοπιών της αρχαίας Μακεδονίας στη Μελβούρνη, βρήκε ανταπόκριση, αυτό οφειλόταν ασφαλώς στον Αυστραλιανό Ελληνισμό και όχι στις έξοχες διαπροσωπικές σχέσεις των δύο πρωθυπουργών. Ο Μπομπ Χωκ έφτασε στην Αθήνα ύστερα από ένα κοπιαστικό ταξίδι, Ουάσιγκτων - Λονδίνο - Βόννη - Ρώμη, και έκπληκτος, προφανώς, είδε να τον υποδέχονται στο αεροδρόμιο ο I. Χαραλαμπόπουλος και ο Κ. ΧΙαπούλιας. Τον συνοδέυσαν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπου κατέλυσε και το βράδυ, χωρίς καμιά κυβερνητική παρουσία, δείπνησε με την ακολουθία του και τον πρεσβευτή του στην Αθήνα Κινγκς Μιλλ, στην ταβέρνα του «Ξυνού» στην Πλάκα. Ένα άλλο δείγμα της κυβερνητικής αδιαφορίας και προχειρότητας απέναντι στον φίλο Μπομπ Χωκ κατέγραψα την επόμενη μέρα, Παρασκευή 25 Απριλίου, που συνέπεσε με τη γιορτή της πολεμικής αρετής των Αυστραλών. Ήταν μια ξεχωριστή μέρα, όχι μόνο για τους Αυστραλούς αλλά και για μας τους Έλληνες, γιατί τιμώνται οι ηρωικώς πεσόντε

210

211

Αυστραλο-Νεοζηλανδοί στρατιώτες στη χερσόνησο της Καλ- λίπολης, το 1915, κατά των Οθωμανών. Ο Αυστραλός πρωθυπουργός, στις 10.00 το πρωί, βρισκόταν στο νεκροταφείο του Καλαμακίου, όπου είχε προσκληθεί, ανάμεσα στους άλλους επισήμους, να παραβρεθεί στην τελετή και ο υπουργός Εξωτερικών Κ. Παπούλιας. Αντί όμως να βρίσκεται εκεί πέντε λεπτά τουλάχιστον νωρίτερα από τον Αυστραλό πρωθυπουργό, έφτασε μετά από ένα τέταρτο. Την ίδια ώρα που ο Χωκ τιμούσε τους ήρωες της Καλλί- πολης στο Καλαμάκι, ο πρωθυπουργός, στις 10.00 το πρωί, έκανε τον έβδομο κατά σειρά ανασχηματισμό της Αλλαγής στο Προεδρικό Μέγαρο της Ηρώδου του Αττικού. Μετά την ορκωμοσία, στις 12 το μεσημέρι, συναντήθηκε με τον Μπομπ Χωκ στο Μέγαρο Μαξίμου και στις 2 η ώρα του παρέθεσε γεύμα στο υπουργείο Εξωτερικών. Πρέπει να σημειώσω, ότι όταν βεβαιώθηκα το πρωί από το πρωθυπουργικό ημερολόγιο, πως το γεύμα δεν θα δινόταν στο Καστρί, προκάλεσα τον εξής διάλογο, μετά το πρόγευμά του: «Κύριε Πρόεδρε, είπα, μετά τη συνήθη πρωινή χειραψία, θα ήταν καλύτερα, νομίζω, να γευματίσετε με τον Μπομπ Χωκ το μεσημέρι στο Καστρί, παρά στο ψυχρό δωμάτιο του υπουργείου των Εξωτερικών. Και για τον Μπομπ Χωκ θα ήταν πιο ζεστή η φιλοξενία στο Καστρί, αλλά και για σας θα είναι καλύτερα, να αποφύγετε όλη την ημέρα να είστε στο κέντρο της Αθήνας με τα καυσαέρια, διότι και το βράδυ θα πρέπει να πάμε στη δεξίωση Χωκ, στη
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF